Τα παραμυθια του τοπου μας

Page 1

3Ο Δημξρικό ΢τξλείξ Κιπάμξς

Σα Παραμύθια ρξς Σόπξς μαο

Επιμέλεια: Μαθηρέο Ε’ ράνηο Τπεύθςμξο Εκπαιδεςρικόο: Υξςμρξςλάκηο Ιφάμμηο

΢τ. Έρξο 2015-16


“Κι αν ςου μιλώ με παραμφθια και παραβολέσ είναι γιατί τ΄ ακοφσ γλυκφτερα” Γ. ΢εφέρησ

2


ΣΑ ΠΑΡΑΜΤΘΙΑ ΣΟΤ ΣΟΠΟΤ ΜΑ΢ Επιμζλεια Θ παροφςα εργαςία δθμιουργικθκε ςτα πλαίςια του 2ου Μακθτικοφ Συνεδρίου τθσ 4θσ Ρεριφζρειασ νομοφ Χανίων από τουσ μακθτζσ και τον δάςκαλο τθσ Εϋ τάξθσ του 3ου Δθμοτικοφ Σχολείου Κιςάμου.

Έκφραςη ευχαριςτιών Ευχαριςτοφμε τθ Διεφκυνςθ, το προςωπικό του Αννουςάκειου Iδρφματοσ και τουσ παπποφδεσ και τισ γιαγιάδεσ για τθ φιλοξενία και τισ αφθγιςεισ τουσ. Λδιαίτερα, ευχαριςτοφμε τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ και τον κ. Στζλιο Ρατακάκθ. Επίςθσ, ευχαριςτοφμε τθν κα Φωτεινι Σεγρεδάκθ, τον κ. Αντϊνθ Βερυκάκθ, τθν κα Ευαγγελία Μαςτοράκθ, τθν κα Αρχοντοφλα Ξθρουχάκθ και τθν κα Κατίνα Γεωργιλάκθ για τισ ιςτορίεσ που μασ αφθγικθκαν. Τζλοσ, ευχαριςτοφμε τουσ γονείσ, τουσ παπποφδεσ και τισ γιαγιάδεσ των μακθτϊν τθσ Εϋ τάξθσ.

3


ΣΑ ΠΑΡΑΜΤΘΙΑ ΣΟΤ ΣΟΠΟΤ ΜΑ΢

4


ΠΑΛΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Οι λφκοι …………………………………………………………………….ςελ.6 Ο γνωςτικόσ κι ο κουηουλόσ ……………………………………ςελ.12 Ο γζροσ και θ γριά ……………………………………………………ςελ.20 Θ μελιςςοφλα ………………………………………………………….ςελ.26 Θ τροξαλίδα …………………………………………………………….ςελ.31 Τϋ αυγά …………………………………………………………………….ςελ.35 Οι ψυχζσ ………………………………………………………………….ςελ.40 Οι τρεισ ςυμβουλζσ …………………………………………………ςελ.46 Τα μαγικά κουκιά ……………………………………………………ςελ.53 Οι ςαράντα δράκοι …………………………………………………ςελ.58

ΝΕΕ΢ ΑΦΗΓΗ΢ΕΙ΢ Ο μουςτακαλισ ιππότθσ …………………………………………ςελ.66 Θ χελιδονομικροφλα ……………………………………………….ςελ.76 Θ μεταμόρφωςθ τθσ Αγάπθσ …………………………………ςελ.80 Ο Ιλιοσ και θ Σελινθ ………………………………………………ςελ.83

5


Οι λύκξι Μια φορά κι ζναν καιρό ιταν μια οικογζνεια που είχε δφο παιδιά αγόρια, τον Γιϊργθ και τον Μανολάκθ. Θ οικογζνεια ηοφςε ςε ζνα ορεινό χωριό. Γφρω από το χωριό όμωσ, παραμόνευαν λφκοι, οι οποίοι επιτίκονταν ςτουσ ανκρϊπουσ.

Στθν άλλθ άκρθ του χωριοφ, μζςα ςϋ ζνα φτωχικό καλυβάκι, ηοφςε όμωσ και μια καλι μάγιςςα. Θ μάγιςςα ελάχιςτεσ φορζσ εμφανιηόταν, μόνο για να βοθκιςει ςε δφςκολεσ καταςτάςεισ. Στο χωριό υπιρχε κι ζνα καφενείο-παντοπωλείο που οι άνκρωποι αγόραηαν διάφορα πράγματα.

6


Μια μζρα ο πατζρασ είπε ςτα παιδιά του να πάνε ςτο καφενείο να του αγοράςουν τςιγάρα. Για να φτάςουν ςτο καφενείο ζπρεπε να περπατιςουν αρκετι ϊρα. Τα παιδιά τι να κάνουν, ςιγά ςιγά ξεκίνθςαν φοβιςμζνα. Δεν είχαν προχωριςει πολφ και μπροςτά τουσ εμφανίςτθκε θ μάγιςςα.

7


− Ρου πάτε παιδιά μου; Δε φοβάςτε τουσ λφκουσ; τουσ είπε. − Τουσ φοβόμαςτε αλλά κάνουμε τθν προςευχι μασ και πάμε. − Γυρίςτε πίςω! − Ρρζπει να πάρουμε τςιγάρα. Ο πατζρασ μασ είναι αυςτθρόσ και κα μασ τιμωριςει αν δεν πάμε. − Αφοφ είναι ζτςι, κα ςασ βοθκιςω. 8


Ζτςι, τουσ ζδωςε τρία πράγματα, αποχτενίδια, τρίχεσ δθλαδι που μζνουν ςτο χτζνι όταν χτενιηόμαςτε, ςαποφνι κι ζνα φλαςκάκι με νερό, και τουσ είπε: «όταν κα δείτε τουσ λφκουσ κα τουσ πετάξετε πρϊτα τα αποχτενίδια, ζπειτα το ςαποφνι και τζλοσ το νερό» και ζφυγε. Τα παιδιά δεν πρόλαβαν να πάνε λίγα μζτρα και εμφανίςτθκαν πίςω τουσ οι λφκοι. Τρομαγμζνα όπωσ ιταν κυμικθκαν τι τουσ είπε θ μάγιςςα και για να γλιτϊςουν πζταξαν μπροςτά ςτουσ λφκουσ τα αποχτενίδια. Ξαφνικά, εκεί που ζπεςαν τα αποχτενίδια, κάκε τρίχα γινόταν κι ζνα δζντρο. Ζτςι ςχθματίςτθκε ζνα μεγάλο δάςοσ. Οι λφκοι δυςκολεφτθκαν πολφ μζςα ςτο δάςοσ, ςτθν αρχι χάκθκαν αλλά τελικά τα κατάφεραν και πζραςαν.

9


Οι λφκοι άρχιςαν πάλι να τρζχουν για να φτάςουν τα παιδιά. Σε λίγο τα πλθςίαςαν. -Μανολάκθ ρίξε το ςαποφνι γριγορα, είπε ο Γιϊργθσ. Ο Μανολάκθσ ζριξε το ςαποφνι κάτω και αυτό απλϊκθκε παντοφ. Οι λφκοι πάτθςαν ςτο ςαποφνι και άρχιςαν να γλιςτροφν, να πζφτουν και να χτυποφν ο ζνασ με τον άλλο. Σιγά ςιγά όμωσ, κι αφοφ ταλαιπωρικθκαν πολφ, πζραςαν τα ςαποφνια κι άρχιςαν να τρζχουν για να φτάςουν πάλι τα παιδιά.

Πταν τα πλθςίαςαν πάλι, ο Γιϊργοσ λζει ςτον Μανολάκθ: − Μανολάκθ ρίξε το φλαςκάκι με το νερό γριγορα γιατί κα μασ φάνε. Μόλισ ο Μανολάκθσ ζριξε το φλαςκάκι χάμω, το νερό απλϊκθκε κι ζγινε μια μεγάλθ λίμνθ. Οι λφκοι, ο ζνασ μετά τον άλλο από τθν πολφ ταχφτθτα ζπεφταν μζςα ςτθ λίμνθ και αφοφ δεν ιξεραν κολφμπι πνίγθκαν όλοι.

10


Ο Γιϊργοσ με τον Μανολάκθ ιςυχοι πλζον ότι δεν τουσ ακλουκοφν λφκοι πιγαν ςτο καφενείο και αγόραςαν για τον πατζρα τουσ τςιγάρα. Από τότε δεν εμφανίςτθκαν ξανά λφκοι ςτο χωριό τουσ και τα παιδιά μποροφςαν να πθγαίνουν όπου ικελαν χωρίσ να φοβοφνται.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ, τρόφιμο του Αννουςάκειου Λδρφματοσ)

11


Ο κξςζξςλόο και ξ γμφπρικόο

Κάποτε, ς’ ζνα χωριό ηοφςαν δφο αδζρφια πολφ φτωχά. Ο ζνασ ιταν γνωςτικόσ και ο άλλοσ κουηουλόσ. Μια μζρα αποφάςιςαν να πάνε ςτον μεγάλο πλάτανο όπου ο βαςιλιάσ πλιρωνε τουσ ςτρατιϊτεσ του, μιπωσ και περιςςζψει κάτι, κάποιο νόμιςμα και πάρουν κι αυτοί.

12


Για να πάνε όμωσ ςτον μεγάλο πλάτανο ζπρεπε να περπατιςουν μια ολόκλθρθ θμζρα. Ζτςι λοιπόν, ξεκίνθςαν. Ρερπατοφςαν, περπατοφςαν μζχρι το απόγευμα. Ο κουηουλόσ όμωσ, πείναςε. Φαγθτό δεν είχαν μαηί τουσ. Ρλθςίαηαν κοντά ςτο χωριό που ιταν ο μεγάλοσ πλάτανοσ. Για να φάνε, είπε ο γνωςτικόσ του κουηουλοφ, ζπρεπε να πάνε ςτο ςπίτι του παπά που ςίγουρα κα είχε κάτι.

Ο γνωςτικόσ είπε του αδερφοφ του να μθν φάει πολφ φαΐ, για να μθν τουσ περάςουν για φτωχοφσ και πειναςμζνουσ. Του είπε λοιπόν, μόλισ τον πατιςει κάτω από το τραπζηι, να ςταματιςει να τρϊει. Ριγαν λοιπόν, ςτο ςπίτι του παπά και του ηιτθςαν να τουσ φιλοξενιςει. Ο παπάσ είπε τθσ παπαδιάσ να τουσ βάλει να φάνε και να ςτρϊςει και το κρεβάτι. Δεν είχε προλάβει να φάει 5-6 μπουκιζσ από το λαδόχοντρο που είχε ψιςει θ παπαδιά και ζνιωςε ζνα πάτθμα ςτο πόδι.

13


Είχε περάςει θ γάτα του παπά και τον πάτθςε. Αυτόσ νόμιςε ότι τον πάτθςε ο αδερφόσ του και ςταμάτθςε να τρϊει. Μα γιατί δε τρϊεισ του ζλεγε ο παπάσ, φάε του ζλεγε θ παπαδιά, αυτόσ τίποτα, δεν ζτρωγε όλο ζλεγε πωσ δεν πεινά. Ωςτόςο νφχτωςε και ο παπάσ τουσ είπε να κοιμθκοφν εκεί και το πρωί να ςυνεχίςουν τον δρόμο τουσ. Αυτοί δζχτθκαν. Ζτςι θ παπαδιά τουσ ζδειξε το κρεβάτι τουσ και πιγαν και κοιμικθκαν.

Στο κρεβάτι ο γνωςτικόσ ρωτά το κουηουλό γιατί δεν ζτρωγε τθν ϊρα του φαγθτοφ, κι εκείνοσ του είπε ότι δεν ζτρωγε επειδι τον πάτθςε. − Δε ςε πάτθςα εγϊ μωρζ κουηουλζ αλλά ςε πάτθςε θ γάτα. − Αλικεια μου λζεισ; Εγϊ κα ςθκωκϊ, να πάω ςτα χωςτά να φάω.

14


Αφοφ ςιγουρεφτθκε πωσ ο παπάσ και θ παπαδιά κοιμοφνται ςθκϊκθκε ο κουηουλόσ ςιγά ςιγά να πάει ςτθν κουηίνα να φάει. Άναψε ζναν αναπτιρα για να βλζπει κι ζφαγε. Φςτερα αποφαςίηουνε να φφγουνε για να μθν τουσ καταλάβει ο παπάσ και θ παπαδιά πωσ τουσ φάγανε το φαΐ. Απρόςεκτοσ κακϊσ ιταν ο κουηουλόσ, χτφπθςε ςτθν πόρτα και τθν ζβγαλε από τθ κζςθ τθσ. Αντί να τθν αφιςει κάτω τθν πιρε μαηί του, βλζπει κι ζνα χειρόμυλο και τον παίρνει μαηί του κι αυτόν.

Φορτωμζνοσ όπωσ ιταν φτάνουν ςτον πλάτανο και ανεβαίνουν ψθλά ψθλά. Ωςτόςο ξθμζρωςε. Σε λίγο φτάνει ο βαςιλιάσ με τον ταμία του και μπροςτά τουσ παρατάχτθκαν οι ςτρατιϊτεσ για να πλθρωκοφν. Ο ταμίασ άρχιςε να πλθρϊνει ζναν ζναν τουσ ςτρατιϊτεσ. Αδειάηει το πρϊτο κιβϊτιο 15


με τα λεφτά και ο γνωςτικόσ αγχϊκθκε, ςκζφτθκε ότι δε κα μείνει τίποτα. Μόλισ το δεφτερο κουτί με τα λεφτά ζφταςε ςτθ μζςθ λζει ο γνωςτικόσ του κουηουλοφ «αναβόςβθςε κάμποςεσ φορζσ τον αναπτιρα». Βλζπει ο βαςιλιάσ τισ λάμψεισ, από τον αναπτιρα

και λζει «αςτράφτει, αςτράφτει» και ςυνζχιςε να μοιράηει τα λεφτά. Θ πλθρωμι ςυνεχιηόταν και άνοιξαν και τρίτο κουτί με χρυςά φλουριά. «Κάτι πρζπει να κάνουμε δε κα μείνει τίποτα», λζει ο γνωςτικόσ. «΢ίξε τθν πόρτα και τον χειρόμυλο», λζει του κουηουλοφ. ΢ίχνει ο κουηουλόσ τθν πόρτα και το χειρόμυλο. Ζτςι που πζφτανε χτυποφςε ο χειρόμυλοσ τθν πόρτα και κάνανε μεγάλθ φαςαρία. Ο βαςιλιάσ και οι ςτρατιϊτεσ νόμιηαν 16


πωσ ζπεςε κεραυνόσ και από φφγει φφγει. Από τθν τρομάρα τουσ αφιςανε τα υπόλοιπα χρυςά φλουριά εκεί. Μόλισ το είδανε αυτό τα δυο αδζλφια κατεβικανε από τον πλάτανο, πιρανε τα λεφτά και πιγανε δίπλα ςϋ ζνα χαλόςπιτο να τα μοιράςουν. Κάτςανε απζναντι ο ζνασ απϋ τον άλλο και ο γνωςτικόσ άρχιςε τθν μοιραςιά κι ζλεγε: «Ζνα μου, ζνα ςου, ζνα ςου… ζνα ςου», ςαν να τα μοίραηε ςε πολλά άτομα αλλά αυτόσ που ιταν πονθρόσ ζπαιρνε τα περιςςότερα και κάκε φορά ζδινε μόνο ζνα νόμιςμα ςτον αδελφό του. Αυτόσ ιταν κουηουλόσ και δεν καταλάβαινε τι κάνει ο αδελφόσ του.

Στο μεταξφ ο βαςιλιάσ ζςτειλε ζναν ςτρατιϊτθ να γυρίςει πίςω να δει τι γίνεται και να πάρει τα λεφτά. Φτάνει ο ςτρατιϊτθσ ςτον μεγάλο πλάτανο, ψάχνει για λεφτά, τα λεφτά πουκενά. 17


Σε λίγο περνά ζξω από το χαλόςπιτο κι ακοφει «ζνα μου, ζνα ςου, ζνα ςου… ζνα ςου». Σκφβει να δει τι γίνεται κι όπωσ ζςκυψε λίγο, ο κουηουλόσ παίηει μια και ρίχνει κάτω το πθλίκιο που φοροφςε ο ςτρατιϊτθσ, ο ςτρατιϊτθσ φοβικθκε κι από φφγει φφγει.

Γυρίηει ςτον βαςιλιά και του λζει πωσ τα λεφτά τα ζχουν πάρει και τϊρα τα μοιράηουν και είναι πολλοί μα πάρα πολλοί. «Φαντάςου βαςιλιά μου πωσ μόλισ ζςκυψα, μου πιραν το πθλίκιο. Αν ζςκυβα παραπάνω κα μου ‘χανε πάρει το κεφάλι».

18


Ζτςι ο βαςιλιάσ δεν τόλμθςε να πάει να πάρει τα λεφτά και ο γνωςτικόσ με τον αδελφό του τον κουηουλό ηιςανε μία ηωι χαριςάμενθ.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΑΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ, τρόφιμο του Αννουςάκειου Λδρφματοσ)

19


Ο γέρξο και η γριά Μια φορά κι ζναν καιρό ιτανε ζνασ γζροσ και μια γριά που ιτανε αντρόγυνο. Κάποτε μαλϊςανε πάρα πολφ και αποφάςιςαν να χωρίςουνε. Θ μόνθ περιουςία που είχανε ιτανε ζνα χαμόςπιτο και μια ςυκιά. Χϊριςαν λοιπόν και τθν περιουςία. Ζτςι πιρε θ γριά το ςπίτι και ο γζροσ τθ ςυκιά. Ιτανε καλοκαίρι, τα ςφκα ιταν ϊριμα και θ γριά πείναςε. Ράει ςτθ ςυκιά, βλζπει το γζρο πάνω ςτθ ςυκιά και του λζει: − Ρζταξζ μου γζρο ζνα ςυκαλάκι γιατί πεινϊ! Τθσ ρίχνει ζνα ςφκο ο γζροσ αλλά το ςφκο πζφτει ςτο χϊμα και λερϊνεται. − Ρζταξζ μου γζρο ζνα άλλο γιατί αυτό ζπεςε ςτα χϊματα και λερϊκθκε. Τθσ πετάει ο γζροσ ζνα άλλο και πζφτει μζςα ςϋ ζνα ξεροπιγαδο που ιταν δίπλα. − Ρζταξζ μου γζρο ζνα άλλο γιατί και τοφτονε εχάκθκε.

20


− Γριά ςικω και φφγε γιατί κα κατεβϊ κάτω και κα ςε δείρω, λζει ο γζροσ. Ζτςι θ γριά φοβικθκε κι ζφυγε. Τθν άλλθ μζρα άρχιςε να ψιχαλίηει και ο γζροσ άρχιςε να βρζχεται. Μια και δυο πάει ςτο ςπίτι χτυπά τθσ γριάσ. − Άνοιξζ μου γριά γιατί βρζχει και κα πεκάνω από το κρφο. Θ γριά που δεν άκουςε καλά ανοίγει λίγο λίγο τθν πόρτα για να δει ποιοσ είναι. Βλζπει ο γζροσ το άνοιγμα και βάηει το πόδι του. − Άνοιξζ μου γριά μου να βάλω και το χεράκι μου γιατί βρζχει. Ανοίγει λίγο θ γριά και βάηει ο γζροσ και το χεράκι του. − Άνοιξζ μου γριά να βάλω και το κεφαλάκι μου, λζει πάλι. Ανοίγει λίγο θ γριά και μπαίνει ο γζροσ μζςα και αρχίηει τθ γριά ςτο ξφλο.

21


Θ γριά ςτενοχωρθμζνθ ζφυγε από το ςπίτι και πιγε και βρικε ζνα ςπιλιο και μπικε μζςα. Μόλισ μπικε κατάλαβε ότι μζςα μζνουν αγριμάκια. Μζςα υπιρχε ακαταςταςία. Κόβει θ γριά ζνα κλαδί το κάνει ςκοφπα και ςκοφπιςε. Τακτοποίθςε και κακάριςε ό,τι υπιρχε μζςα και θ ςπθλιά ζλαμπε.

Το βραδάκι που γφριςαν τα αγριμάκια κατάλαβαν ότι κάποιοσ ιταν κρυμμζνοσ ςτθ ςπθλιά και λζνε: «Πποιοσ μασ κακάριςε και τακτοποίθςε μπορεί να μείνει μαηί μασ ςτθ ςπθλιά να μασ αρμζγει, να φτιάχνει μυηικρα και τυράκια». 22


Τϋ ακοφει θ γριά και παρουςιάηεται και τουσ λζει ότι δζχεται να μείνει. Ρερνοφςαν οι μζρεσ, θ γριά ζκανε τισ δουλειζσ, άρμεγε και ζφτιαχνε τυράκια για να φάει. Μια μζρα όμωσ, αποφάςιςε να πάει να δει το γζρο, αν ηει ι αν πζκανε. Ρλθςιάηει το ςπίτι από τθν πίςω μεριά, κοιτάηει μζςα και βλζπει το γζρο να ζχει ηζψει μϋ ζνα μικρό μικρό ηυγό τον γάτθ κι ζνα ποντικό και αλϊνιηαν απάνω ςτθ ςτάχτθ που ιταν ςτο πυρομάχι. Ράει θ γριά και ςκαρφαλϊνει ςτον ανθφορά (καμινάδα) και ρίχνει ζνα κομμάτι τυράκι. Το αρπάηει ο ποντικόσ, ρίχνει άλλο ζνα και το πιάνει ο γάτθσ. Βλζπει ο γζροσ τα τυράκια κοιτάηει ψθλά και βλζπει τθ γριά.

23


− ΢ίξε μου κι εμζνα γριά ζνα τυράκι γιατί δεν αντζχω από τθν πείνα λζει. Θ γριά του ρίχνει ζνα και το τρϊει. Φςτερα του λζει: − Άντε κακορίκε γζρο να ςε πάρω μαηί μου να τρϊεισ και πράμα. Ριρε λοιπόν τον γζρο και πιγαν ςτθ ςπθλιά. Ζφαγε ο γζροσ μπόλικο τυράκι, ιπιε και κάμποςο χουμά και πριςτθκε. Μόλισ πιγε να βραδιάςει του λζει θ γριά: − Γζρο για να μθν φοβθκοφνε τα αγριμάκια κα μπεισ ςε εκείνο το πικάρι, αλλά ζτςι που είςαι πρθςμζνοσ φρόντιςε να μθν κάνεισ καμιά φαςαρία από αυτζσ που κάνεισ κάκε βράδυ. − Εντάξει γριά μου.

24


Μπαίνει ο γζροσ ςτο πικάρι. Σε καμία ϊρα άρχιςε και ςτριφογφριηε, ςτριφογφριηε και ςε μια ςτιγμι πζφτει το πικάρι, κάνει ζναν δυνατό κόρυβο και γίνεται χίλια κομμάτια. Τα αγριμάκια ακοφνε το κόρυβο, τρομάηουνε κι από φφγει, φφγει. Ραίρνει τότε θ γριά μία φορτωτιρα (ξφλο) και τον ζκανε μαφρο ςτο ξφλο. Φςτερα βγικε ζξω, βρικε ζνα ςίδερο όπωσ τα ςιμαντρα που ζχουν ςτα μοναςτιρια κι άρχιςε να το χτυπά με μια πζτρα κι ζλεγε: «Ντίρι, ντίρι ςθμαντιρι να μαηευτεί τθσ γριάσ το αγρίμι, ντίρι, ντίρι ςθμαντιρι να μαηευτεί τθσ γριάσ το αγρίμι».

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ και τθν κα Ευαγγελία Μαςτοράκθ)

25


Η μελιππξύλα Κάποτε ιταν μια μάνα που είχε τρεισ κόρεσ και ζναν γιo. Μια μζρα αρρϊςτθςε και ικελε να τθν πάνε ςτο γιατρό. Τα παιδιά τθσ ιτανε παντρεμζνα και δεν ζμεναν μαηί τθσ. Στζλνει λοιπόν, ζνα ξζνο άνκρωπο να ειδοποιιςει τον γιο τθσ. Ο γιοσ τθσ είχε πολλά αμπζλια και τα ζφραηε για να μθν πάνε οι κλζφτεσ και του φάνε τα ςταφφλια. Ράει ο ξζνοσ άνκρωποσ και του λζει για τθ μάνα του. − Θ μάνα ςου αρρϊςτθςε και πρζπει να τθν πασ ςτο γιατρό. − Ρεσ τθσ πωσ φράηω τα αμπζλια και δεν μπορϊ τϊρα.

26


Γυρίηει ο ξζνοσ, το λζει ςτθ μάνα και θ μάνα του τον καταριζται και λζει: «Βάτουσ να γεμίςουνε τα αμπζλια ςου κι εςφ ακόμα» κι ο γιοσ γζμιςε τςίτεσ και ζγινε ςκαντηόχοιροσ.

Ζπειτα θ μθτζρα ςτζλνει τον ξζνο ςτθν πρϊτθ τθσ κόρθ να τθσ πει ότι αρρϊςτθςε. Ριγε ο ξζνοσ τθσ το λζει κι εκείνθ επειδι ζπλυνε κι άλλαηε ςεντόνια είπε ότι δε μπορεί. Γφριςε ο ξζνοσ το λζει ςτθ μάνα κι εκείνθ καταριζται και λζει: «άπλυτθ και ανάλλαχτθ να είςαι πάντα» κι θ κόρθ ζγινε χελϊνα.

27


Φςτερα θ μάνα ςτζλνει τον ξζνο ςτθ δεφτερθ κόρθ. Βρίςκει ο ξζνοσ τθ δεφτερθ κόρθ και τθσ λζει ότι θ μάνα τθσ αρρϊςτθςε και πρζπει να τθν πάει ςτον γιατρό. Εκείνθ επειδι φφαινε ςτον αργαλειό, του είπε ότι δεν μπορεί να τθν βοθκιςει. Γυρίηει ο ξζνοσ και το λζει ςτθ μάνα κι εκείνθ τθν καταριζται και λζει «πάντα ςου να υφαίνεισ και ποτζ να μθν ξεφαίνεισ» κι ζγινε θ δεφτερθ κόρθ αράχνθ.

Απογοθτευμζνθ θ μθτζρα ςτζλνει τον ξζνο ςτθν τρίτθ κόρθ. Ράει ο ξζνοσ και το λζει ςτθν κόρθσ τθσ, που εκείνθ τθν ϊρα ηφμωνε. Μόλισ το άκουςε αυτι γριγορα γριγορα τρίβει τα χζρια τθσ να φφγει θ πολλι ηφμθ και παίρνει δρόμο με τον ξζνο για να πάει ςτθ μάνα τθσ. Μόλισ φτάνει τθν βλζπει θ μάνα τθσ και κατάλαβε ότι ηφμωνε γιατί δεν είχε φφγει θ ηφμθ από τα χζρια τθσ και τθσ λζει: «ό,τι υγρό πιάνεισ, μζλι γλυκό να γίνεται κι ό,τι ηυμάρι φτιάχνεισ, κερί χρυςό να γίνεται».

28


Ζτςι θ τρίτθ κόρθ, αφοφ πιγε ςτο γιατρό τθ μάνα τθσ, μεταμορφϊκθκε ςε μζλιςςα που φτιάχνει μζλι και κερί.

(αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ, τρόφιμο του Αννουςάκειου Λδρφματοσ)

29


2η εκδοχή Για το ςυγκεκριμζνο παραμφκι ζχουμε καταγράψει μια δεφτερθ αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Μαςτοράκθ, κάτοικο Γραμβοφςασ. Οι διαφορζσ είναι ςτα παρακάτω ςθμεία:  θ μθτζρα είχε ζνα γιο και δφο κόρεσ τον Σκαντηόχοιρο, τθ Χελϊνα και τθ Μελιςςοφλα (δεν υπάρχει θ Αράχνθ).  θ ίδια επιςκεπτόταν τα παιδιά τθσ για να τθν πάνε ςτο γιατρό.  θ κατάρα που ζδωςε ςτον γιο τθσ ζλεγε: «όλα τα ξφλα που βάηεισ ςτον φράχτθ να μποφνε ςτθν πλάτθ ςου».  θ κατάρα που ζδωςε ςτθ Χελϊνα ζλεγε: «να γυρίςει θ ςκάφθ και να μείνει ςτθν πλάτθ ςου και να τθν κουβαλάσ πάντα μαηί ςου».

3η εκδοχή Σε παρόμοια αφιγθςθ από τθν κα Φωτεινι, θ μθτζρα είχε ζνα γιο και τρεισ κόρεσ. Θ διαφορά με τθν πρϊτθ αφιγθςθ είναι ότι θ πρϊτθ κόρθ είναι το μυρμιγκι και όχι θ χελϊνα. Θ κατάρα για το μυρμιγκι που κζριηε ςιτάρι, ζλεγε: «πάντα ςου καρπό να μαηεφεισ και να τρϊεισ μόνο ζναν ςπόρο».

30


Η ρρξναλίδα Μια φορά και ζνα καιρό ιταν ζνασ βαςιλιάσ και ικελε να παντρευτεί. Ζψαχνε γυναίκα μα δεν ζβριςκε. Με τον καιρό το άκουςε μια γυναίκα και λζει εγϊ ζχω μια κόρθ και δεν τθν είδε ο ιλιοσ ποτζ. Το μακαίνει ο βαςιλιάσ και πιγε να τθ δει. Πμωσ θ μάνα τθσ δεν τον άφθςε να τθ δει και ο βαςιλιάσ ζφυγε ςκεφτικόσ. Σκεφτότανε πϊσ κα δει τθν κοπελιά. Διαδίδει λοιπόν ότι είναι άρρωςτοσ και πρζπει να πάει θ κοπελιά να τον δει. Θ κοπελιά ςκεφτότανε πϊσ να πάω να τον δω που είμαι μια Τροξαλίδα άςχθμθ.

31


Τζλοσ πάντων θ μάνα τθσ, τθσ ετοιμάηει τον γάιδαρο, βάηει τον ςιτηαντζ, κάκεται επάνω θ Τροξαλίδα και ξεκινά για να πάει ςτον βαςιλιά.

Στο δρόμο δίψαςε, βλζπει μια βρφςθ που πλζνανε τα ροφχα τουσ νεράιδεσ. Κατεβαίνει από τον γάιδαρο, πίνει νερό και ξεκινά πάλι. Δεν μποροφςε όμωσ να ανεβεί πάνω ςτον γάιδαρο γιατί δεν ζφτανε και τον τραβοφςε από το ςκοινί. Επειδι ο γάιδαροσ περπατοφςε πολφ αργά, θ Τροξαλίδα του ζλεγε:

« Στε παντζρμε ςτε θ μαυροκακομοίρα που άντρα δεν απόκτθςα κι ζμεινα και χιρα»

32


Δίπλα από εκεί που περνοφςε, ιτανε ζνα ποταμάκι και κακόταν νεράιδεσ. Οι νεράιδεσ ακοφςανε τα λόγια τθσ Τροξαλίδασ και άρχιςαν να γελοφν με τθν ψυχι τουσ.

Μια νεράιδα είχε να γελάςει ςχεδόν τριάντα χρόνια. Σθκϊνεται, πλθςιάηει τθν Τροξαλίδα και τθσ λζει: «Να ‘ςαι καλά κοπελιά μου με ζκανεσ και γζλαςα με τθν ψυχι μου γι αυτό και εγϊ κα ςου χαρίςω όλθ τθν ομορφιά τθσ Γθσ και του Ουρανοφ». Αμζςωσ θ Τροξαλίδα μεταμορφϊκθκε ςε μια πολφ όμορφθ κοπζλα.

33


Χαροφμενθ που τϊρα ιτανε όμορφθ ςυνζχιςε τον δρόμο τθσ. Σε λίγο ζφταςε ςτο παλάτι. Τθ βλζπει ο βαςιλιάσ και καμπϊνεται από τα κάλθ τθσ. Αμζςωσ τθσ πρότεινε να γίνει γυναίκα του. Εκείνθ δζχτθκε με τα χαράσ. Ο γάμοσ δεν άργθςε να γίνει και θ Τροξαλίδα ζγινε μια ευτυχιςμζνθ και καλόκαρδθ βαςίλιςςα.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΑΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τθν κα Μαρκετάκθ Ελζνθ, τρόφιμο του Αννουςάκειου Λδρφματοσ)

ΥΓ: Τροξαλίδα ςτθν Κριτθ λζμε τον γρφλο ι αλλιϊσ τριηόνι.

34


Σ’ αςγά Μια φορά κι ζναν καιρό ζνα καράβι ταξίδευε ςτουσ ωκεανοφσ πολλζσ πολλζσ μζρεσ.

Τα φαγθτά είχαν τελειϊςει και το πλιρωμα ιταν πειναςμζνο, ψάχνανε λοιπόν να δοφνε φωσ, ςτεριά για να πλθςιάςουν και να βροφνε φαγθτό. Κάποια ςτιγμι βλζπουνε φωσ πλθςιάηουν και βλζπουν ότι υπιρχε ςτεριά και υπιρχαν ςπίτια. ΢ίχνουν τθν άγκυρα κοντά ςτθν παραλία, γιατί δεν υπιρχε λιμάνι, μπαίνουν ςτισ βάρκεσ και βγαίνουν όλοι ςτθ ςτεριά εκτόσ από ζναν. Ρροχϊρθςαν λίγο και βλζπουν ζνα καφενείο που ιταν και ταβζρνα. 35


− Καφετηι ίντα κα μασ εφτιάξεισ για να φάμε, του λζνε. − Δεν ζχω πράμα άλλο εκτόσ από αυγά βραςμζνα λζει ο καφετηισ. − Π,τι είναι, αυγά αυγά, του λζνε.

Φζρνει ο καφετηισ ςαράντα αυγά και ψωμί κι αρχίςανε να τρϊνε. Δεν είχανε προλάβει να αποφάνε κι ακοφνε ςφφριγμα από το καράβι που τουσ καλοφςε να πάνε πολφ γριγορα γιατί φάνθκε κίνδυνοσ.

36


Άρον άρον φφγανε χωρίσ να πλθρϊςουνε. Ριγανε ςτο καράβι και ςαλπάρανε. Φςτερα από 10 χρόνια ζτυχε να περνοφνε από το ίδιο μζροσ, είδανε το φωσ και είπανε να πάνε να πλθρϊςουνε το χρζοσ. ΢ίξανε άγκυρα, μπικανε ςτισ βάρκεσ και πιγαν ςτθ ςτεριά. Ριγαν ςτο καφενείο. − Γεια ςου καφετηι. Κυμάςαι που πριν από χρόνια φάγαμε και φφγαμε χωρίσ να ςε πλθρϊςουμε; − Σασ κυμοφμαι λζει ο καφετηισ. Μόνο πείτε μου ίντα φάγατε; − Φάγαμε ςαράντα αυγά. Μόνο πεσ μασ τι ςου χρωςτοφμε. Ο καφετηισ ςκεφτότανε και μονολογοφςε: − Σαράντα αυγά, δζκα χρόνια κότεσ, οι κότεσ κα ζκαναν αυγά, τα αυγά πουλάκια τα πουλάκια κα γινόταν κότεσ.

Τζλοσ πάντων τουσ ζβγαλε ζνα τεράςτιο λογαριαςμό και τουσ λζει ότι για να τον ξεχρεϊςουν πρζπει να του δϊςουν το καράβι. Οι ναυτικοί ςτενοχωρθκικαν αλλά τι να κάνουν, του το ζδωςαν. Φφγανε λοιπόν με τα πόδια και προχωροφςαν, ςτενοχωρθμζνοι. 37


Στο δρόμο, τουσ ςυνάντθςε ο Ναςτραντίν Χότηασ που ιταν ςοφόσ, τουσ κατάλαβε ότι ιταν ςτενοχωρθμζνοι γιατί κλαίγανε και τουσ ρϊτθςε:

− Τι ζχετε και κλαίτε όλοι μαηί; Οι ναυτικοί του είπαν τι είχε γίνει. − Τ’ αυγά ιταν βραςμζνα ι άβραςτα; ρϊτθςε. − Βραςμζνα απάντθςαν.

του

− Ακοφςτε τι κα κάνετε, τουσ λζει, κα πάτε ςτο δικαςτιριο και κα κάνετε ζνςταςθ, κα πείτε ότι ςασ πιρε άδικα το καράβι και κα πάρετε εμζνα για μάρτυρα. Οι ναυτικοί ζκαναν όπωσ τουσ είπε ο Χότηασ. Ιρκε θ μζρα του δικαςτθρίου, αρχίηει θ δίκθ εξθγοφν οι ναυτικοί τι ζγινε μα ο Χότηασ δεν φαινόταν πουκενά αργοφςε να πάει. Σε λίγο φτάνει ο Χότηασ. Ο δικαςτισ του κάνει παρατιρθςθ: − Γιατί άργθςεσ Ναςτραντίν Χότηα; 38


− Να δικαςτι μου ζβραηα κάμποςο ςιτάρι για να το δϊςω ςτουσ εργάτεσ να πάνε να το ςπείρουν για να βγάλουμε κάμποςο αλευράκι ταχιά. − Τρελάκθκεσ Ναςτραντίν Χότηα φυτρϊνει το βραςμζνο ςιτάρι; − Ντα δε μου λεσ εςφ κφριε δικαςτι βγάηουν πουλάκια τα βραςμζνα αυγά;

Ο δικαςτισ τότε κατάλαβε και διζταξε τον καφετηι να γυρίςει αμζςωσ το πλοίο ςτουσ ναυτικοφσ. Οι ναυτικοί, χαροφμενοι πιγανε ςτο πλοίο τουσ και ςυνζχιςαν τα ταξίδια τουσ.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τον κ. Στζλιο Ρατακάκθ, ςυνταξιοφχο, κάτοικο ςτο Κολζνι Κιςάμου)

39


Οι υςτέο Μια φορά κι ζναν καιρό ιτανε μια φτωχι κοπζλα που παντρεφτθκε ζναν πλοφςιο, καλό κι ευγενικό άντρα, θ πεκερά τθσ όμωσ ιτανε παράξενθ. Θ κοπζλα ζφτιαηε ψωμί τακτικά. Κάκε φορά που ηφμωνε ψωμί για το ςπίτι τθσ, ζδινε πάντα λίγο και ςτουσ φτωχοφσ γείτονεσ. Θ πεκερά τθσ όμωσ, τθ μάλωνε διαρκϊσ.

40


«Δε δίνουμε, το ηεςτό ψωμί» τθσ ζλεγε. Τθν παρακολουκοφςε και δεν τθν άφθνε να δϊςει οφτε μια φζτα φρζςκο ψωμί ςε κανζναν φτωχό. Ζτςι, εκείνθ, κρατοφςε λίγο και κρυφά το πετοφςε ςε μια γωνιά ςτθν αυλι πίςω από τον φοφρνο για να το βρουν τα ηϊα ι τα πουλιά να το φάνε.

Μια μζρα πιγε, όπωσ ςυνικιηε, να πετάξει λίγο ψωμάκι ςτο ςυνθκιςμζνο μζροσ και βλζπει κάτι που τθν άφθςε άφωνθ. Στθ γωνιά τθσ αυλισ όπου ςυνικωσ ζβριςκε τα ψίχουλα, που είχαν μείνει από το ψωμί τθσ προθγοφμενθσ μζρασ θ κοπζλα βρικε μια χοφφτα λιβάνι.

41


Το μάηεψε προςεκτικά και το πιγε ςτθν εκκλθςία. Μίλθςε ςτον παπά για το καφμα που είχε γίνει και εκείνοσ τθσ είπε να το πάρει και να το πάει ψθλά ςτο βουνό για να το κάψει.

Τθν άλλθ μζρα το πρωί, κίνθςε θ κοπζλα κατά το βουνό, όπωσ τθ ςυμβοφλεψε ο παπάσ. Πταν ζφταςε ψθλά ςε κάτι βράχια άναψε φωτιά και ζριξε πάνω το λιβάνι. Δυνατόσ αζρασ φφςθξε και δυνάμωςε τθ φωτιά τόςο που οι φλόγεσ ζφταςαν ςτα ςφννεφα.

42


Θ λάμψθ και θ μυρωδιά του λιβανιοφ ιταν το κάτι άλλο, λεσ και κείο χζρι είχε ανάψει εκείνθ τθ φωτιά, που παρά τθν ζνταςι τθσ δεν ζκαιγε δζντρα και δεν τρόμαξε τα ηϊα του βουνοφ. Τότε, θ κοπζλα είδε ζναν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό και να τθν πλθςιάηει. «Σου ζφερα κείο μινυμα, ο Κεόσ κζλει να ςου κάνει ζνα δϊρο. Ρεσ μου τι επικυμείσ και κα το ‘χεισ» τθσ είπε. Τότε εκείνθ του είπε ότι κα ‘κελε μόνο ζνα πράγμα, να βλζπει ποφ πθγαίνουν οι ψυχζσ των ανκρϊπων όταν πεκάνουν. Ο άγγελοσ ςκεφτικόσ τθν παρότρυνε να ηθτιςει κάτι άλλο μα εκείνθ επζμενε. Ο άγγελοσ χάκθκε για λίγο και ζπειτα εμφανίςτθκε πάλι. «Κα μπορείσ να βλζπεισ ποφ πθγαίνουν οι ψυχζσ», τθσ είπε «όπωσ το κζλεισ, μα πρόςεξε, αν φανερϊςεισ ςε κάποιον αυτό που βλζπεισ κα πεκάνεισ».

43


«Ευχαριςτϊ», του απάντθςε θ κοπζλα χαροφμενθ, «κα κάνω όπωσ είπατε, δε κα το φανερϊςω». Τότε ο άγγελοσ επζςτρεψε ςτουσ ουρανοφσ κι θ κοπζλα ςτο ςπίτι τθσ. Από εκείνθ τθ μζρα ςαν πζκαινε κάποιοσ, θ κοπζλα ιταν χαροφμενθ και χαμογελαςτι κι ο άντρασ τθσ, τθσ ζλεγε «Καρρϊ πωσ τρελάκθκεσ, γελάσ όταν πεκαίνουν οι φίλοι και οι ςυγγενείσ ςου;» Εκείνθ δεν του ζλεγε τίποτε, μα ιξερε πολφ καλά γιατί γελοφςε. Μια μζρα πεκαίνει ζνασ ςυγχωριανόσ τουσ, νζοσ άντρασ μα οφτε φίλοσ ιταν, οφτε ςυγγενισ του ηευγαριοφ. Θ κοπζλα ξζςπαςε ςε λυγμοφσ και κλάματα. Του κάκου ο άντρασ τθσ προςπακοφςε να τθ ςυνεφζρει. Εκείνθ βυκίςτθκε ςε βακιά κλίψθ.

Βλζποντασ τθ νφφθ τθσ να κρθνεί ζτςι τον ςυγχωριανό τουσ, θ πεκερά τθσ που ιταν επιπόλαια και φκονερι γυναίκα άρχιςε να τθν κατθγορεί ςτον άντρα τθσ. «Μα δεν καταλαβαίνεισ», του ζλεγε «όλο το χωριό κατάλαβε τον καθμό

44


τθσ γυναίκασ ςου, μόνο εςφ δε κα το πιςτζψεισ». Ο νεαρόσ άντρασ επθρεαςμζνοσ από τα λόγια τθσ μθτζρασ του και μθν μπορϊντασ να εξθγιςει τθν αλλόκοτθ ςυμπεριφορά τθσ γυναίκασ του, απαίτθςε να μάκει τθν αλικεια. Αυτι όμωσ αρνικθκε να του μιλιςει. Μια μζρα τυφλωμζνοσ από τον κυμό και τθ ηιλια απείλθςε τθ γυναίκα του ξεςτομίηοντάσ τθσ βαριζσ κατθγορίεσ. Εκείνθ, μθν αντζχοντασ άλλο τθν άδικθ ςυμπεριφορά του άντρα τθσ, του είπε όλθ τθν αλικεια. Ζτςι του είπε: «Κα ςου πω τθν αλικεια, όχι ςιμερα, αφριο», για να μπορζςει να προετοιμαςτεί για τον κάνατό τθσ. Ρριν περάςει μια βδομάδα θ κοπζλα πζκανε από αρρϊςτια άγνωςτθ και ξαφνικι και ο άντρασ τθσ δεν ζπαψε ποτζ να κατθγορεί τθ μάνα του και τον εαυτό του για το χαμό τθσ πιςτισ και καλόψυχθσ γυναίκασ του.

(αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Λουραντάκθ, τρόφιμο του Αννουςάκειου Λδρφματοσ)

45


Οι ρρειο πςμβξςλέο Μια φορά κι ζναν καιρό ιταν μια πολφ φτωχι οικογζνεια που είχε ζνα μικρό παιδί. Δεν είχαν όμωσ φαγθτό να του δϊςουν. Μια μζρα ο πατζρασ λζει ςτθν γυναίκα του: − Γυναίκα το παιδί μασ, χρειάηεται φαγθτό για να μεγαλϊςει αλλιϊσ δε κα ηιςει. Κα πάω ςε μια άλλθ πολιτεία να δουλζψω και κα ςασ ςτζλνω χριματα. Θ γυναίκα του ςτενοχωρικθκε πάρα πολφ αλλά τι να κάνει δζχτθκε. Τθν άλλθ θμζρα ο φτωχόσ πατζρασ πιγε ςε μια άλλθ πολιτεία να ψάξει για δουλειά, δε βρικε όμωσ τίποτε όςο κι αν ζψαχνε, ζτςι ζφυγε και πιγε πιο μακριά αλλά πάλι δε βρικε δουλειά. 46


Στο δρόμο είδε ζναν άνκρωπο και τον ρϊτθςε αν είχε δουλειά να του δϊςει. Αυτόσ του είπε να πάει να δουλζψει ςτον βαςιλιά. Δεν είχε άλλθ λφςθ, γι αυτό πιγε. Ο βαςιλιάσ τον πιρε ςτθ δουλειά του κι αυτόσ ζςτελνε χριματα ςτθν οικογζνεια του.

Ρζραςαν από τότε δζκα χρόνια και ο πατζρασ ςκζφτθκε: «κα γυρίςω πίςω ςτο ςπίτι μου να δω τθ γυναίκα και το παιδί μου που μου λείπουν πάρα πολφ». − Ζχω τόςα χρόνια να τουσ δω! είπε ςτο βαςιλιά μια μζρα.

47


Ο βαςιλιάσ δζχτθκε να του δϊςει τα υπόλοιπα χριματα (λίρεσ) που του χρωςτοφςε και να τον αφιςει να γυρίςει ςτο ςπίτι του.

Ρριν του δϊςει όμωσ τα χριματα, του είπε «κα ικελα να ςου δϊςω και τρεισ ςυμβουλζσ, όχι βζβαια δωρεάν». «Ναι» είπε ο πατζρασ «δζχομαι». Για κάκε ςυμβουλι ζδωςε κάμποςεσ λίρεσ. H πρϊτθ ςυμβουλι ζλεγε «μθ ςε νοιάηει μθ ρωτάσ», 48


θ δεφτερθ «τον δρόμο που χάραξεσ μθν τον αλλάξεισ» και θ τρίτθ «όποιοσ βιάηεται ςκοντάφτει». Ζφυγε ο φτωχόσ πατζρασ κρατϊντασ λίγεσ λίρεσ που του απόμειναν αλλά με τρεισ ςυμβουλζσ. Ρερπατοφςε πολφ για να πάει ςπίτι του. Στο δρόμο ςυνάντθςε ζναν γίγαντα που είχε ζνα κρεβάτι. Ο γίγαντασ ζβαηε τουσ ανκρϊπουσ που περνοφςαν από εκεί, πάνω ςτο κρεβάτι. Αν ιταν πιο κοντοί τουσ τραβοφςε για να μακρφνουν αν ιταν πιο μακριοί από το κρεβάτι, τουσ ζκοβε τα πόδια, τα χζρια ι το κεφάλι. Τριγφρω είχε φτιάξει ζνα βουνό από κεφάλια.

49


Πταν ο φτωχόσ πατζρασ πζραςε, ςκζφτθκε να τον ρωτιςει τι κάνει εκεί, όμωσ κυμικθκε τθν πρϊτθ ςυμβουλι το «μθ ςε νοιάηει μθ ρωτάσ» και δε ρϊτθςε τίποτα τον γίγαντα. Ο γίγαντασ τον ςταμάτθςε κακϊσ περνοφςε μπροςτά και του είπε: «μπράβο γλίτωςεσ τθ ηωι ςου, όςοι ζρχονται με ρωτοφν τι κάνω εδϊ κι εγϊ τουσ ςκοτϊνω, ζχω κάνει ζνα βουνό από κεφάλια». Ο πατζρασ ζφυγε και ιταν ευτυχιςμζνοσ γιατί θ ςυμβουλι τον γλίτωςε από τον γίγαντα. Πμωσ, ο δρόμοσ για το ςπίτι του ιταν μακρφσ ακόμα. Ρερπατοφςε και ςυνάντθςε τρεισ ανκρϊπουσ με καμιλεσ που ιταν φορτωμζνεσ με πολλά πράγματα. Μαηί τουσ ςυνζχιςε τθν πορεία του.

Ωςτόςο βράδιαςε και είπαν να ςταματιςουν, να κοιμθκοφν κάπου και το πρωί να ςυνεχίςουν τον δρόμο τουσ. Λίγο πιο μακριά βλζπουν μια ςπθλιά που είχε φωσ και λζνε «δεν πάμε να κοιμθκοφμε ςτθ ςπθλιά που είναι πιο ηεςτι και ζχει φωσ;».

50


Ο πατζρασ ςκζφτθκε τθ δεφτερθ ςυμβουλι, «τον δρόμο που χάραξεσ μθν τον αλλάηεισ» και είπε «εγϊ δεν ζρχομαι μαηί ςασ». Αυτοί πιγαν, αλλά ςε λίγο ακοφςτθκαν πυροβολιςμοί. Στθ ςπθλιά ιταν λθςτζσ που είχαν κρυφτεί για να προςτατευτοφν. Ο πατζρασ κατάλαβε τι ζγινε και πιρε τισ καμιλεσ που ιταν φορτωμζνεσ με λίρεσ και υφάςματα και ζφυγε.

Σε λίγεσ ϊρεσ ζφταςε ςτο ςπίτι του, όμωσ ιταν νφχτα και ςκζφτθκε, «αν πάω ςτο ςπίτι μου τόςο αργά, θ γυναίκα μου κα νομίηει ότι είμαι κλζφτθσ ι δε κα με γνωρίςει τόςα χρόνια που ζχει να με δει. Ασ περιμζνω να ξθμερϊςει και το πρωί κα τθσ μιλιςω». 51


Πταν ξθμζρωςε είδε ζναν ψθλό άντρα να βγαίνει από το ςπίτι του, κφμωςε πολφ για τον ξζνο που ζβγαινε, πιρε τότε το όπλο να τον ςκοτϊςει, κυμικθκε όμωσ τθν τρίτθ ςυμβουλι, «όποιοσ βιάηεται ςκοντάφτει» και δεν τον ςκότωςε. Ριγε, βρικε τθ γυναίκα του, μιλιςανε και τθ ρϊτθςε «ποιοσ είναι αυτόσ ο νζοσ άντρασ που βγικε από το ςπίτι»; Εκείνθ του απάντθςε ότι είναι ο γιοσ τουσ που είχε μεγαλϊςει.

Ο φτωχόσ πατζρασ ιταν πια ευτυχιςμζνοσ και χαροφμενοσ αλλά και πολφ πλοφςιοσ. Οι τρεισ ςυμβουλζσ ζςωςαν αυτόν και τθν οικογζνειά του. ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α (αφιγθςθ από τθν κα Αρχοντοφλα Ξθρουχάκθ, κάτοικο Κιςάμου Χανίων) 52


Σα μαγικά κξςκιά Μια φορά κι ζναν καιρό ιτανε ζνα ανδρόγυνο που δεν είχε παιδάκια και παρακαλοφςαν τον Κεό να τουσ ςτείλει. Μια μζρα θ γυναίκα κακόταν ςτθν κουηίνα και κακάριηε κουκιά. Είχε καμιά δεκαριά κουκιά και ικελε να τα ψιςει και μονολογοφςε:

− Ραναγία μου και κάμε όλα τα κουκιά να γίνουνε παιδάκια!

53


Θ Ραναγία άκουςε τθν επικυμία τθσ γυναίκασ και τθσ ζςτειλε δζκα. Από κάκε κουκί βγικε και ζνα παιδάκι.

Κάκε μζρα ζπρεπε να ηυμϊνει, να τουσ φτιάχνει ψωμάκι να τρϊνε. Μια φορά ζβαλε το αλεφρι ςτθ ςκάφθ για να φτιάξει ψωμί να φάνε. Τα παιδιά όμωσ φωνάηανε: − Μαμά πεινϊ, μαμά πεινϊ! Ραίρνει θ μαμά ζνα κομματάκι ηυμαράκι και το φτιάχνει κουλουράκι, παίρνει δεφτερο, τρίτο και φτιάχνει κουλουράκι. Με το τελευταίο ηυμαράκι ζφτιαξε το δζκατο κουλουράκι.

54


Ζτςι ζκανε όλθ τθ ηφμθ κουλουράκια και δεν μπόρεςε να φτιάξει κανονικό ψωμί να φάνε. Τα παιδιά ωςτόςο φάγανε το κουλουράκι και χορτάςανε. Γυρίηει ο πατζρασ από τθ δουλειά και λζει: − Γυναίκα που είναι το ψωμί για να φάμε; − Δεν ζμεινε άντρα μου ηυμάρι για ψωμί. Ρεινοφςαν τα παιδιά μασ και τουσ ζφτιαξα κουλουράκια, άλλο ψωμί δεν ζχω. Ακοφγοντασ αυτά κυμϊνει ο πατζρασ και λζει:

− Δεν τα κζλω τα παιδάκια, γιατί δεν μπορϊ να τα ταΐηω. − Δεν πειράηει άντρα μου κάνε υπομονι μα κα μεγαλϊςουνε και κα δουλζψουνε κι αυτά να φζρνουν αλευράκι, του είπε θ μθτζρα.

55


Τθν επόμενθ μζρα πάει ο πατζρασ και φζρνει αλευράκι γιατί τα παιδιά πεινοφςανε και κάκε μζρα ζπρεπε να τρϊνε. Ηυμϊνει πάλι θ γυναίκα. Αυτι τθ φορά τουσ ζφτιαξε μικρά κουλουράκια για να φτάςει θ ηφμθ και για τον άντρα τθσ και για εκείνθ. Γυρίηει ο πατζρασ τρϊει το κουλοφρι του αλλά πεινοφςε ακόμα και λζει: − Δεν μπορϊ να ταΐηω τόςα παιδιά κι εγϊ να μζνω νθςτικόσ. − Κάνε υπομονι άντρα μου μα ςιγά ςιγά κα μεγαλϊςουν τα παιδάκια. − Τι υπομονι να κάνω; Κάνει κανείσ υπομονι όταν πεινά; Δεν τα κζλω τα παιδάκια. Δεν τα κζλω τα παιδάκια… Μια μζρα όταν γφριηε από τθ δουλειά μπικε ςτο ςπίτι, βλζπει τα παιδάκια που πθγαίνανε κι ερχότανε μζςα ςτο ςπίτι γκρινιάηανε, φωνάηανε και κζλανε κουλοφρι. Κυμϊνει τότε ο πατζρασ και τα διϊχνει από το ςπίτι εκτόσ από ζνα που δεν το είδε γιατί είχε κρυφτεί ςτο ντουλάπι και δεν το βρικε.

56


Τθν άλλθ μζρα ζλεγε: − Πφου μωρζ γυναίκα να διϊξουμε οφλα τα παιδάκια να μθν αφιςουμε τουλάχιςτον ζνα να μασ φυλάει τθ ςυκιά. Ακοφει τα λόγια το παιδάκι μζςα απ’ το ντουλάπι βγαίνει ζξω και λζει: − Εδϊ είμαι μπαμπά! Εγϊ κα πάω να φυλάω τθ ςυκιά! Ριρανε τότε το παιδάκι και το βάλανε πάνω ςτο δζντρο. Ζτςι φφλαγε τθ ςυκιά και ζτρωγε και ςυκαλάκια. Δεν χρειαηότανε ζτςι ψωμάκι και μεγάλωςε μια χαρά.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α (αφιγθςθ από τθν κα Ευαγγελία Μαςτοράκθ, κάτοικο Γραμβοφςασ Κιςάμου)

57


Οι παράμρα δράκξι Μια φορά κι ζναν καιρό ιτανε δυο αδζρφια. Ο ζνασ ιτανε φτωχόσ και ο άλλοσ πλοφςιοσ. Ο φτωχόσ είχε παιδιά και για να τα ηιςει ηθτοφςε ςυνζχεια χριματα από τον αδερφό του που ιταν άτεκνοσ. Μια μζρα ο πλοφςιοσ αδερφόσ νευρίαςε και μίλθςε άςχθμα ςτον φτωχό αδερφό του. − Ριγαινε να βρεισ μια καλφτερθ δουλειά γιατί εγϊ λεφτά άλλα δε ςου δίνω και να μου γυρίςεισ πίςω και τα δανεικά που ςου ζχω δϊςει, του είπε.

58


Ο φτωχόσ μθν ζχοντασ άλλθ λφςθ πιρε των αμακιϊν του και ζφυγε από το χωριό, ψάχνοντασ για καλφτερθ δουλειά. Ρερπατοφςε, ρωτοφςε για δουλειά αλλά τίποτα, ϊςπου βράδιαςε. Ζψαξε να κοιμθκεί αλλά ςτθν ερθμιά που ιταν δεν βρικε τίποτα. Ανζβθκε λοιπόν πάνω ςε ζνα μεγάλο δζντρο για να περάςει το βράδυ και να μθν κινδυνεφει από τα άγρια κθρία. Κατά τα μεςάνυχτα ακοφει μιλιζσ κάτω από το δζντρο, κοιτάηει και τι να δει;

Σαράντα δράκοι περνοφςανε κάτω από το Ρροχϊρθςαν λίγο και κοντοςτάκθκαν παρακάτω.

δζντρο.

− Ανκρϊπινο κρζασ μου μυρίηει, λζει ο ζνασ. − Τζτοια ϊρα εδϊ ςτθν ερθμιά, αποκλείεται, ςου φάνθκε. − Ράμε να φφγουμε, πάμε ςτο ςπίτι μασ. 59


Ρροχϊρθςαν λίγα μζτρα και ςτάκθκαν μπροςτά από ζνα μεγάλο βράχο. Τότε ο πρϊτοσ λζει «βζρτηου άνοιξε» και ο μεγάλοσ βράχοσ ανοίγει ςαν πόρτα και οι δράκοι μπικαν μζςα. Φςτερα ο τελευταίοσ λζει «βζρτηου κλείςε» και ο βράχοσ ζκλειςε.

Το επόμενο πρωί λζνε πάλι «βζρτηου άνοιξε» και ο βράχοσ άνοιξε και βγικανε ζξω. Είπανε πάλι «βζρτηου κλείςε» και ο βράχοσ ζκλειςε. Ο φτωχόσ πάνω από το δζντρο αφοφ είδε ότι και οι ςαράντα απομακρυνκικανε, κατζβθκε και πλθςίαςε τθ ςπθλιά και αποφάςιςε να μπει μζςα μιπωσ και βρει τίποτα. «Βζρτηου άνοιξε» είπε και ο βράχοσ άνοιξε. Μπικε μζςα, και τι να δει;

60


Μια τεράςτια ςπθλιά που ςτθ μζςθ είχε ζνα μεγάλο τραπζηι με ςαράντα καρζκλεσ γφρω γφρω.

Δεξιά και αριςτερά υπιρχαν πάρα πολλά δωμάτια. Άρχιςε ςιγά ςιγά να τα ανοίγει ζνα ζνα. Ανοίγει το τελευταίο δωμάτιο και βλζπει ότι ιτανε γεμάτο χρυςά φλουριά. Βρίςκει ζνα ςακί και το γεμίηει φλουριά. Το φορτϊνει ςτθν πλάτθ του και βγαίνει ζξω. Μόλισ βγικε είπε «βζρτηου κλείςε» και ο βράχοσ ζκλειςε.

61


Γεμάτοσ χαρά τρζχει ςτο ςπίτι του. Δείχνει το χρυςάφι ςτθ γυναίκα του κι αυτι τρελάκθκε από τθ χαρά τθσ, ικελε όμωσ να το ηυγιάςουνε, ηυγαριά όμωσ δεν είχανε.

Στείλανε λοιπόν ζνα παιδί τουσ να πάει ςτον πλοφςιο κείο να του ηθτιςει μια ηυγαριά. Ο κείοσ υποψιάςτθκε πωσ κάτι παράξενο ςυμβαίνει. ΢ωτά το παιδί : − Τι κα ηυγιάςετε; − Δεν ξζρω κείε, λζει το παιδί. Ο κείοσ όμωσ πονθρόσ ζβαλε λίγο μζλι ςτον πάτο τθσ ηυγαριάσ για να κολλιςει κάτι από αυτό που κα ηφγιηαν. Πταν του γφριςαν τθν ηυγαριά είχε κολλιςει ςτον πάτο ζνα χρυςό φλουρί. Αμζςωσ κατάλαβε τι ηφγιςαν και ζτρεξε ςτον αδερφό του. Με τα πολλά ζμακε που βρικε το χρυςάφι και τον ζπειςε να πάνε να πάρουν κι άλλο.

62


Ριγανε ςτθ ςπθλιά, είπανε τισ μαγικζσ λζξεισ, μπικανε μζςα και γεμίςανε δυο ςακιά ο κακζνασ τουσ. Γυρίςανε ςπίτι, μετριςανε το χρυςάφι και ιτανε πολφ χαροφμενοι.

Ο πλοφςιοσ όμωσ ιτανε πλεονζκτθσ και άπλθςτοσ και αποφάςιςε να πάει μια μζρα μόνοσ του να πάρει χρυςάφι. Ράει ξθμερϊματα ςτθ ςπθλιά, περιμζνει να φφγουνε και οι ςαράντα δράκοι, λζει τισ μαγικζσ λζξεισ και μπαίνει μζςα. Γεμίηει ζνα ςακοφλι φλουριά και γυρίηει για να φφγει. Μπροςτά του όμωσ, εμφανίςτθκαν οι ςαράντα δράκοι που είχαν καταλάβει ότι κάποιοσ τουσ ζκλεβε. − Βρε, εςφ είςαι αυτόσ που μασ κλζβει τα λεφτά μασ. Ρερίμενεσ ότι δε κα καταλαβαίναμε πωσ μασ λείπουν φλουριά; Τϊρα ιρκε θ ϊρα ςου! Τον πιάςανε λοιπόν και τον κρεμάςανε με ςκοινί μζςα ςτθ ςπθλιά.

63


Ο φτωχόσ αδερφόσ αναηιτθςε τον πλοφςιο αδερφό του. Αφοφ πζραςε μια μζρα και δε γφριςε ςπίτι του κατάλαβε τι είχε κάνει. Ριγε και ανζβθκε πάνω ςτο δζντρο και περίμενε να φφγουν και οι ςαράντα δράκοι. Μπαίνει μζςα ςτθ ςπθλιά και βλζπει το άψυχο ςϊμα του αδερφοφ του. Βρίςκει δυο τςουβάλια τα γεμίηει με τισ υπόλοιπεσ λίρεσ που είχαν μείνει, ξεκρεμάει και το ςϊμα του αδερφοφ του και φεφγει. Ζτςι οι δράκοι ζμειναν χωρίσ λίρεσ και ο φτωχόσ αδερφόσ με τθν οικογζνεια του ζηθςαν ηωι χαριςάμενθ. Ρολλζσ φορζσ όμωσ ςκζφτεται τον αδερφό του και ςτεναχωριζται, ξζρει όμωσ ότι πζκανε εξαιτίασ τθσ απλθςτίασ του.

(αφιγθςθ από τον κ. Αντϊνθ Βερυκάκθ, ςυνταξιοφχο, κάτοικο Κιςάμου Χανίων)

ΥΓ. Ο κοσ Βερυκάκθσ μασ είπε επίςθσ ότι θ ιςτορία είχε ςτθ ςυνζχεια τθν εξόντωςθ των 40 δράκων από τον φτωχό αδερφό, αλλά δεν μποροφςε να τθν κυμθκεί. 64


ΝΕΕ΢ ΑΥΗΓΗ΢ΕΙ΢ Σα παρακάρφ κείμεμα είμαι παλιά παραμύθια και παραδξπιακέο ιπρξρίεο καραγεγραμμέμεοεμπλξςριπμέμεο με έμα διασξρερικό, “πύγτρξμξ” ρρόπξ.

65


Ο μξςπρακαλήο ιππόρηο Μια φορά κι ζναν καιρό ςε ζναν μακρινό τόπο ιταν ζνα κάςτρο αλλά τι κάςτρο κα με ρωτιςετε, ιταν ζνα τεράςτιο ψθλό και όμορφο κάςτρο. Εκεί μζςα ζμεναν δφο άτομα, ο Κοκκινογζνθσ, ο Βαςιλιάσ του Χωριοφ και ο βοθκόσ του ςε ό,τι ζκανε, που τον ζλεγαν Μουςτακαλι Λππότθ.

Κα με ρωτιςετε τϊρα γιατί ζλεγαν ζτςι τον Μουςτακαλι Λππότθ. Λοιπόν τον ζλεγαν ζτςι γιατί είχε μουςτάκι και ποτζ μα ποτζ δεν ικελε να το ξυρίςει γιατί πολφ απλά του άρεςε πολφ το μουςτάκι.

66


Λοιπόν, μια μζρα που κοιμότανε ο Μουςτακαλισ Λππότθσ ακοφει:

− Μουςτακαλι Λππότθ, Μουςτακαλι Λππότθ ζλα γριγορα γιατί ςε χρειάηομαι. Ξυπνά ο Μουςτακαλισ Λππότθσ και τρζχει κοντά ςτο αφεντικό του. − Τι κζλεισ αφεντικό; − Ζλα γιατί κζλω να μου πιάςεισ τον δικζφαλο δράκο. − Κα τον πιάςω αλλά εςφ τι κα μου δϊςεισ αφεντικό για αντάλλαγμα; − Κα ςου δϊςω 20 χρυςζσ λίρεσ! − Εντάξει πάω! Ανζβθκε ςτο άλογό του και άρχιςε να τρζχει για να βρει τον τρομερό και φοβερό δικζφαλο δράκο. 67


− Ουφ μεγάλοσ δρόμοσ, πότε κα φτάςω; Αρχίηω να κουράηομαι. Ωπ! Νάτοσ. Τϊρα μεγάλθ προςοχι. Σπακί μου βοικα με. Φςαν, φςαν, φςαν ζκανε το ςπακί του ςχίηοντασ τον αζρα. Με μια δυνατι ςπακιά τρυπάει τον δράκο και τον ςκοτϊνει.

Ζπειτα λζει ςτο άλογό του: − Ζλα να βάλω ςτο κάρο τον δράκο και να πάμε να τον δείξουμε ςτο αφεντικό. Και ξεκινοφν για το παλάτι. − Αφεντικό αφεντικό ςτον ζφερα τον δράκο που μου ηιτθςεσ. − Μπράβο! ζκανεσ τθ δουλειά όπωσ ςου ηιτθςα, πιγαινε τϊρα να ξεκουραςτείσ γιατί αφριο ςε περιμζνει καινοφρια αποςτολι. − Αφεντικό κάτι ξζχαςεσ, που είναι οι λίρεσ μου; − Αα! εκεί ςου τισ ζχω αφιςει, πιγαινε να τισ πάρεισ. 68


− 1,2,3……..19,20, ςωςτά αφεντικό, ευχαριςτϊ. − Τίποτα εγϊ ςε ευχαριςτϊ παιδί μου πιγαινε τϊρα να ξεκουραςτείσ μθ ςε ενοχλϊ άλλο. − χρ ψ, χρ ψ, χρ ψ, ροχάλιηε ο ιππότθσ από τθν κοφραςθ. Λίγο πριν ξθμερϊςει ακοφει το αφεντικό του να φωνάηει: − Μουςτακαλι Λππότθ, Μουςτακαλι Λππότθ! − Ωπ! και τρόμαξα! Ράω να δω τι με κζλει το αφεντικό μου. − Αφεντικό τι με κζλεισ; − Κζλω να πασ να μου πιάςεισ το λιοντάρι το μεγάλο, το τεράςτιο κα ζχεισ ακοφςει άλλωςτε.

− Ναι κα πάω να το πιάςω. Πμωσ τι αντάλλαγμα κα ζχω; − Κα ςου δϊςω 20 λίρεσ. 69


− 25 λίρεσ κζλω, γιατί το λιοντάρι είναι μεγάλο. − Εντάξει κα ςου δϊςω 25. Ριγαινε να μου το φζρεισ και κα ςου τισ δϊςω όπωσ και τθν άλλθ φορά. Ξεκινάει να ψάχνει με το άλογό του το λιοντάρι. Τρζχει τρζχει και μουρμουρίηει: − Ουφ πολφ μεγάλοσ δρόμοσ. Ρου είναι το λιοντάρι; Βλζπει μία ςπθλιά ςτο βάκοσ και υπολογίηει ότι μπορεί να είναι εκεί μζςα. Μπαίνει μζςα ςτθ ςπθλιά και βλζπει το λιοντάρι να κοιμάται. Βγάηει λοιπόν το ςπακί του, του ρίχνει μια ςτο κεφάλι και το ςκοτϊνει. − Κα το φορτϊςω ςτο κάρο που ςζρνει το άλογο και κα το πάω ςτο αφεντικό μου. Το φορτϊνει λοιπόν ςτο κάρο και αρχίηει θ ϊρα τθσ επιςτροφισ. Φτάνει ςτο παλάτι. − Αφεντικό, αφεντικό ςου ζφερα το μεγάλο λιοντάρι. Ράρε το, εκεί ςτθ γωνία ςου το ζχω αφιςει. − Φζρε το παιδί μου μζςα. Τραβάει ο ιππότθσ το λιοντάρι και το βάηει μζςα ςτο κάςτρο. − Νάτο αφεντικό, που είναι οι λίρεσ μου; − Να εκεί τισ ζχω πιγαινε να τισ μετριςεισ. − 1,2,3………24,25 ςωςτά αφεντικό ευχαριςτϊ πολφ. − Εγϊ ευχαριςτϊ. Ριγαινε να ξεκουραςτείσ και τα λζμε αφριο. 70


Δεν πζραςε λίγθ ϊρα και ο Μουςτακαλισ Λππότθσ ροχάλιηε βαριά. Κοκορίκο κοκορίκο! ζκραξε ο κόκορασ. − Ρότε ξθμζρωςε πρζπει να ςθκωκϊ!! − Μουςτακαλι Λππότθ, Μουςτακαλι Λππότθ! − Ζρχομαι αφεντικό! Τι με κζλεισ πάλι; − Ζλα τϊρα γιατί κζλω να μου πιάςεισ κάτι δφςκολο. − Πλα ςασ τα ζχω κάνει, τι κζλετε; − Κζλω να ςκοτϊςεισ, τον δικζφαλο ςκφλο αλλά να προςζξεισ γιατί είναι πολφ άγριοσ.

− Άντε αλογάκι μου πάμε. Τρζχα για να βροφμε τον δικζφαλο ςκφλο. Άντε κουράγιο και φτάνουμε όπου να ‘ναι! Ουφ φτάςαμε πάμε να δοφμε που είναι ο τρομερόσ ςκφλοσ. 71


− Γουουφ, γουουφ, γουουφ. Ρλθςιάηει ο Μουςτακαλισ Λππότθσ και με δφο γριγορεσ κινιςεισ ςκοτϊνει τον δικζφαλο ςκφλο. − Εφκολοσ ςτόχοσ ιτανε, δεν κουράςτθκα κακόλου. Ασ τον φορτϊςω ςτο κάρο και πάμε πάλι ςτο αφεντικό. Και πιρε τον δρόμο τθσ επιςτροφισ. − Ουφ ζφταςα, πολφ ιλιο είχε ςιμερα. Ράμε αλογάκι να δείξουμε τον ςκφλο ςτον βαςιλιά. Αφεντικό αφεντικό τον ζφερα τον δικζφαλο ςκφλο! − Μπράβο είςαι φοβερόσ. − Βαςιλιά μου ςιμερα δε ςου ηιτθςα κακόλου χριματα. Μου ζχεισ δϊςει ωσ τϊρα 45 λίρεσ ακριβϊσ και δε κζλω άλλεσ. − Σϋ ευχαριςτϊ Μουςτακαλι Λππότθ για όςα κάνεισ για μζνα, είςαι ελεφκεροσ να πασ να ξεκουραςτείσ. − Χρ ψ χρ ψ χρ ψ!!!! − Μουςτακαλι Λππότθ, Μουςτακαλι Λππότθ ςικω που ςε χρειάηομαι! − Ακόμθ δεν ξθμζρωςε καλά καλά! Τι με κζλεισ; − Κζλω να πασ να μου πιάςεισ τον μονοκζφαλο δράκο! − Μα καλά αφοφ ςου ζπιαςα τον δικζφαλο κζλεισ και τον μονοκζφαλο; − Τον κζλω γιατί είναι τεράςτιοσ, το πιο τεράςτιο τζρασ που υπάρχει και κα ςου δϊςω άλλεσ 45 λίρεσ. Είναι το τελευταίο που ςου ηθτάω είναι όμωσ θ πιο δφςκολθ αποςτολι. − Εντάξει. Αλογάκι μου πάμε κι ασ ελπίςουμε ότι κα τα καταφζρουμε. Ο δρόμοσ απϋ ότι ξζρω είναι μακρφσ. Ουφ πότε κα φτάςουμε ζλεγε ςτο άλογό του, αρχίηω να κουράηομαι. Ο ιλιοσ είναι πιπζρι, άντε λίγο ακόμα. Επιτζλουσ φτάςαμε. 72


Να θ ςπθλιά του. Μα τι κόρυβοσ είναι αυτόσ; Ωχ πετάει φλόγεσ από το ςτόμα! Ωχ μια ςπίκα κόντεψε να με κάψει.

Μόνο με δυο ςπακιά μπορϊ να τον νικιςω, είναι μεγάλοσ ο δράκοσ. Φςαν φςαν φςαν, τι είναι αυτό το κθρίο φςαν φςαν φςαν, άντε μια ακόμα και τον ςκότωςα. Επιτζλουσ. Άντε να τον φορτϊςω ςτο κάρο να τον πάω ςτον βαςιλιά. Άντε αλογάκι μου, τρζχα τρζχα πιο γριγορα. Μπράβο αλογάκι μου πάρε ζνα καρότο για να ευχαριςτθκείσ. Φτάςαμε.

73


− Αφεντικό, αφεντικό ζφταςα ςου ζφερα τον τεράςτιο δράκο που μου ηιτθςεσ. − Μπράβο ιππότθ μου, φζρε τον μζςα. − Ω! τι μεγάλοσ δράκοσ! όπωσ τον φανταηόμουνα. − Δυςκολεφτθκα πολφ να τον πιάςω. Ζπρεπε να τον καρφϊςω πζντε φορζσ για να πεκάνει. − Μπράβο ιππότθ μου πάρε τϊρα τισ λίρεσ ςου. − Ω! ευχαριςτϊ. − Να είςαι καλά παιδί μου. Ριγαινε τϊρα να ξεκουραςτείσ δε ςου ηθτάω τίποτα άλλο, ό,τι ικελα το ζχω. − Εντάξει αφεντικό. − Να ξζρεισ ότι με όλεσ ςου τισ πράξεισ ζςωςεσ όλουσ τουσ ανκρϊπουσ του βαςιλείου μασ.

74


Τα δόντια των τεράτων που ζπιαςε ο ιππότθσ, ο βαςιλιάσ τα ποφλθςε ςτον διπλανό βαςιλιά και αυτόσ του ζδωςε χιλιάδεσ λίρεσ. Ο βαςιλιάσ μοίραςε τισ λίρεσ ςε όλουσ τουσ υπθκόουσ του και από τότε ηιςανε ηωι χαριςάμενθ.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α (αφιγθςθ από τον μακθτι Μάριο Αντωνομανωλάκθ που τθν άκουςε από τθ γιαγιά του Κατίνα Γεωργιλάκθ) 75


Η τελιδξμξμικρξύλα Μια φορά κι ζναν καιρό θ χελιδονομάνα με τον χελιδόνο τθσ γφριςαν ςτθν παλιά φωλιά τουσ. Βρικαν τθ φωλιά τουσ ςε καλι κατάςταςθ. Στθ γειτονιά τα παιδιά δεν κατζςτρεφαν τισ φωλιζσ, ςυμπακοφςαν τα χελιδόνια και τισ πρόςεχαν.

Θ φωλιά τουσ όμωσ ζναν χρόνο ιταν ζρθμθ, είχε τα προβλιματά τθσ. Για να τθ χρθςιμοποιιςουν ζπρεπε να τθ διορκϊςουν. Λζει λοιπόν, θ χελιδονομάνα ςτα παιδιά τθσ:

76


− Ραιδάκια μου ζχετε μεγαλϊςει αρκετά, τα καταφζρατε ςτο μεγάλο μασ ταξίδι, τϊρα όμωσ κζλω να με βοθκιςετε να διορκϊςουμε τθ φωλιά μασ. Ρθγαίνετε πετάξτε και φζρτε υλικά για να δουλζψουμε. Κι εςφ μικροφλα μου φζρε ό,τι μπορείσ. Το πρϊτο χελιδονάκι ζφερε λάςπθ ςτθ φωλιά, το δεφτερο ζφερε ποφπουλα και το μικρό που άργθςε πολφ να γυρίςει, ζφερε κάτι ςαν ξυλάκια μικρά και αγκακωτά.

− Χελιδονομικρι μου τι ζφερεσ για τθ φωλιά μασ; Καλά και άξια αυτά που ζφερεσ αλλά τι είναι αυτά, δεν τα ζχω ξαναδεί; Τα ξυλάκια, τα ξερόφυλλα, τισ πετροφλεσ, τθ λάςπθ, τα φτεράκια τα ξζρω, τοφτα εδϊ τι είναι; − Μαμά να ςου πω; − Ρεσ μου παιδάκι μου! 77


− Μαμά πζταξα πολφ μακριά. − Ρου παιδί μου; − Ριγα εκεί που οι ΢ωμαίοι είχαν ςυλλάβει τον Χριςτό και τον πιγαιναν ςτο δικαςτιριο για να τον δικάςουν. Του είχαν δζςει τα χζρια ςφιχτά και του είχαν βάλει ςτο κεφάλι ζνα ςτεφάνι με αγκάκια και του τρυποφςαν το μζτωπο κι ζςταηε αίμα. − Ρρζπει να ςτενοχωρικθκεσ πολφ παιδάκι μου! − Ράρα πολφ μανοφλα μου. Σκεφτόμουν όμωσ, ότι κάτι πρζπει να κάνω! − Και τι ζκανεσ μικρι μου; − Το ςκζφτθκα πολφ και νομίηω ότι ζκανα το ςωςτό. Ρετοφςα και πιγαινα κατευκείαν ςτο μζτωπο του Χριςτοφ και με το ράμφοσ μου ζκοψα ζνα ζνα τα αγκακάκια που του κάρφωναν το κεφάλι. Εκείνοσ δεν μποροφςε να τα βγάλει, δε γινόταν ιταν δεμζνοσ. − Χάρθκα πάρα πολφ παιδί μου για τθν πράξθ ςου αυτι. Είςαι εξαιρετικό παιδί. Τα αγκακάκια που ζφερεσ κα τα βάλουμε ζξω από τθ φωλιά μασ, γφρω γφρω και κα φτιάξουμε και το γράμμα Χ από το όνομα του Χριςτοφ. 78


Τζλοσ, θ οικογζνεια ςτρϊκθκε ςτθ δουλειά διόρκωςε τθ φωλιά κι ζβαλε και όλα τα αγκακάκια γφρω από αυτιν.

ΚΑΛ ΗΘΣΑΝΕ ΑΥΤΟΛ ΚΑΛΑ ΚΛ ΕΜΕΛΣ ΚΑΛΥΤΕ΢Α

(αφιγθςθ από τθν κα Φωτεινι Σεγρεδάκθ, αρκρογράφο λογοτζχνθ, κάτοικο Κιςάμου Χανίων)

79


Η μεραμόρσφπη ρηο Αγάπηο Μια φορά κι ζναν καιρό ιταν τρία κορίτςια, θ Νεφζλθ, θ Μαρία και θ Αγάπθ. Θ Νεφζλθ και θ Μαρία ιταν κανονικζσ αδερφζσ γιατί είχαν τθν ίδια μθτζρα. Θ Αγάπθ ιταν αδελφι τουσ αλλά από άλλθ μθτζρα που είχε πεκάνει.

Θ μθτριά τθσ λοιπόν δεν αγαποφςε το ίδιο και τα τρία κορίτςια. Ξεχϊριηε τα δικά τθσ και τθν Αγάπθ τθν παραμελοφςε. Ρολλζσ φορζσ ιταν ςκλθρι μαηί τθσ. Θ Νεφζλθ και θ Μαρία πολλζσ φορζσ μάλωναν τθ μαμά τουσ που δε φερόταν καλά ςτθν Αγάπθ. − Εμείσ τθν αγαπάμε ςαν να είναι κανονικι αδελφι μασ, ζλεγαν. Κάποτε θ μαμά φοφρνιηε ψωμί για να φάνε.

80


Θ Αγάπθ πλθςίαςε τθ μθτριά τθσ για να τθσ δϊςει κουλοφρι να φάει επειδι πεινοφςε. Θ μθτζρα κουραςμζνθ και κυμωμζνθ όπωσ ιταν αρπάηει το πανί που κακάριηε τον φοφρνο και το πετάει ςτο πρόςωπο τθσ Αγάπθσ. Θ Αγάπθ γζμιςε ςτάχτεσ, καρβουνάκια, μουτηοφρεσ ςτο πρόςωπο. Ρικράκθκε και άρχιςε να κλαίει απαρθγόρθτα. Το κλάμα τθσ Αγάπθσ το άκουςε ο Χριςτόσ και μια φωνοφλα ακοφςτθκε δίπλα τθσ να τθσ λζει: − Μθν κλαισ εγϊ κα ςε πάρω, κα ςε ανεβάςω ψθλά ςτον ουρανό και κα ςε ζχω κοντά μου.

Τισ νφχτεσ κα ςε ζχω να λάμπεισ. Κα είςαι τόςο όμορφθ και γελαςτι, κα ςτζλνεισ φωσ παντοφ. Το φωσ ςου κα κοκκινίηει, κα κιτρινίηει και κα πορτοκαλίηει.

81


Πμωσ, όταν είναι να βρζξει, ςτο προςωπάκι ςου κα εμφανίηονται αυτζσ οι μουτηοφρεσ, τα μαυράδια που ζχεισ τϊρα ςτο πρόςωπό ςου από το πανί, που ςου πζταξε θ μθτριά ςου.

Ζτςι τθν ζκανε φεγγάρι κι όταν είναι να βρζξει όπωσ λζνε οι θλικιωμζνοι ςτον τόπο μασ εμφανίηει κάποιεσ μαφρεσ ςκιζσ που τουσ μαρτυράει τθ βροχι. «Ζχει νερό το φεγγάρι», λζνε.

»

(αφιγθςθ από τθν κα Φωτεινι Σεγρεδάκθ, αρκρογράφο, λογοτζχνθ, κάτοικο Κιςάμου Χανίων) 82


Ο Ήλιξο και η ΢ελήμη Ο Ιλιοσ και θ Σελινθ λζνε πωσ ιταν αδζρφια. Μάλωναν όμωσ για το ποιοσ είναι δυνατότεροσ και καλφτεροσ. Ο Ιλιοσ ζλεγε: − Είμαι δυνατότεροσ, φζγγω πιο πολφ από εςζνα φωτίηω όλθ τθ γθ. − Ρωσ, κι εγϊ δε φωτίηω; Κάκε βράδυ φωτίηω τθ γθ! − Φωτίηεισ ναι, αλλά ο βαςιλιάσ είμαι εγϊ. Στθν Αίγυπτο, ςτθν Λαπωνία, ςτθν Κίνα με λατρεφουν ςαν Κεό.

− Κι εμζνα με λατρεφουν, με αγαπάνε και τραγοφδια μου γράφουνε. Τισ νφχτεσ κάνω ςυντροφιά ςτισ αγάπεσ, ςτα αςτζρια. Ξζρεισ πόςα αςτζρια κάνουν παρζλαςθ μπροςτά μου;

83


− Π,τι και να λεσ εγϊ είμαι πιο φωτεινόσ, πιο λαμπερόσ, ηεςταίνω τθ γθ τουσ ανκρϊπουσ, χωρίσ εμζνα δεν κα υπιρχε ηωι. − Εεπ! τι γίνεται εδϊ; ακοφγεται μία φωνι. − Ροιοσ είςαι εςφ; − Εγϊ είμαι ο Γαρμπισ, ςασ άκουςα που μαλϊνετε και ιρκα να ςασ ςυμφιλιϊςω, να ςασ θρεμιςω. Ξζρετε ποια είναι θ γνϊμθ μου;

− Ροια είναι; − Ιλιε εςφ είςαι ο βαςιλιάσ και εςφ Σελινθ είςαι θ πριγκίπιςςα! − Δεν λζει θ είμαι κάτω ιλιο.

με νοιάηει, ςελινθ, ασ λίγο πιο από τον

Ο Ιλιοσ ςυνοφρυωμζνοσ λζει: − Δεν κζλω πριγκίπιςςα να είναι, δοφκιςςα να είναι, κόμιςςα να είναι κάτι άλλο τζλοσ πάντων, όχι πριγκίπιςςα. − Σε παρακαλϊ Ιλιε, ςε παρακαλϊ, εςφ είςαι ο βαςιλιάσ και θ Σελινθ είναι κατϊτερθ από ςζνα. Κα είναι θ πριγκθπζςα τθσ νφχτασ. − Ρολφ τον ζξυπνο κάνεισ Γαρμπι μου, δεν είςαι τζλειοσ. Ξζρω εγϊ τι κάνεισ με τα φυςιματά ςου!

84


− Εντάξει εντάξει ςυμφωνοφμε, ο ιλιοσ να είναι ο βαςιλιάσ τθσ θμζρασ, να φωτίηει ςε όλθ τθ γθ, τθ μία χϊρα μετά τθν άλλθ και θ Σελινθ θ πριγκίπιςςα τθσ νφχτασ να φωτίηει τθ γθ. Και όταν κα είναι πανςζλθνοσ να φωτίηει πιο πολφ.

− Συμφωνοφμε! − Άντε τϊρα φιλθκείτε! − Αν με φιλιςει κα με κάψει, λζει θ Σελινθ, κα του δϊςω φιλάκια από απόςταςθ, ματσ μουτσ. Κι ζτςι ζγιναν φίλοι τα αδζρφια και από τότε το ζνα δίνει τθ κζςθ του ςτο άλλο και φωτίηουν τθ γθ.

(αφιγθςθ από τθν κα Φωτεινι Σεγρεδάκθ, αρκρογράφο, λογοτζχνθ, κάτοικο Κιςάμου Χανίων) 85


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΘΗΣΕ΢ Ε’ ΣΑΞΗ΢ 1.

Αμρωμξμαμωλάκηο Μάριξο

2.

Γεωργξςδάκηο ΢πύρξο

3.

Γιακξςμάκηο Αμρώμηο

4.

Δραπαμιώρηο Γιάμμηο

5.

Καπραμάκηο Λεςρέρηο

6.

Καρπικαμδαράκη Δλέμη

7.

Κξςμελάκηο ΢ρέσαμξο

8.

Κξςρρξςμπίλαο Νίκξο

9.

Κξςσάκη Δήμηρρα

10. Λαλάκξς Χριπρίμα 11. Μαπρξράκη Δλεςθερία 12. Μαπρξράκηο Γιάμμηο 13. Μερζιδάκη Ρξύλα 14. Νικξλακάκη Χρςπξύλα 15. Νικξλακάκηο Χριπρόδξςλξο 16. Νρόι Διξμύπηο 17. Παπαδξγιωργάκη Δέππξιμα 18. Περδικάκη Περρξμίλα 19. Πξλςτρξμάκηο Νίκξο 20. ΢γξςρξμάλληο Άγγελξο 21. ΢παμξςδάκηο Αλένηο 22. Σζαμξςδάκη Βαπιλική 23. Φξςρμαράκη Αλενάμδρα 24. Χξτλάκηο Κωμ/μξο

ΤΠΕΤΘΤΝΟ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟ΢:

Φξςμρξςλάκηο Ιωάμμηο 86


ΕΠΙΛΟΓΟ΢ Θ εργαςία αυτι πραγματοποιικθκε ςτα πλαίςια του 2ου Μακθτικοφ Συνεδρίου των Σχολείων τθσ 4θσ περιφζρειασ Ν. Χανίων με τίτλο «Ραλιά παραμφκια νζεσ αφθγιςεισ». Οι μακθτζσ χρθςιμοποιϊντασ θλεκτρονικά μζςα, κινθτά τθλζφωνα και tablet, κατζγραψαν παλιά παραμφκια που τουσ αφθγικθκαν οι δικοί τουσ παπποφδεσ και γιαγιάδεσ. Ζπειτα, όλοι οι μακθτζσ επιςκζφτθκαν το Αννουςάκειο Μδρυμα και κατζγραψαν παραμφκια που τουσ αφθγικθκαν οι παπποφδεσ και οι γιαγιάδεσ που φιλοξενοφνται εκεί. Θ καταγραφι παραμυκιϊν και νζων αφθγιςεων ολοκλθρϊκθκε όταν επιςκζφτθκε το ςχολείο θ κα Φωτεινι Σεγρεδάκθ, θ οποία είναι λογοτζχνθσ και αρκρογράφοσ. Στο επόμενο ςτάδιο οι μακθτζσ απομαγνθτοφϊνθςαν όλεσ τισ καταγεγραμμζνεσ θχογραφιςεισ ςε μορφι θλεκτρονικοφ κειμζνου. Ζπειτα, αφοφ διαβάςτθκαν μζςα ςτθν τάξθ όλεσ οι ιςτορίεσ, ζγινε θ εικονογράφθςι τουσ. Τζλοσ, κείμενα και εικόνεσ ταξινομικθκαν και δθμιουργικθκαν δζκα κιςαμίτικα παλιά παραμφκια και τζςςερισ νζεσ αφθγιςεισ. Οι νζεσ αφθγιςεισ είναι παλιά παραμφκια και ιςτορίεσ, εμπλουτιςμζνεσ από τουσ νζουσ αφθγθτζσ τουσ. Ρρζπει να αναφζρουμε ότι προσ το τζλοσ αυτισ τθσ διαδικαςίασ καταγράφθκαν κι άλλα παλιά παραμφκια, όμωσ εξαιτίασ του χρόνου ιταν αδφνατο να χρθςιμοποιθκοφν ς’ αυτι τθν εργαςία. 87


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.