Η ΧΡΥΣΗ ΚΛΩΣΣΟΥ & ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ *Παραμύθι βασισμένο σε τοπικό θρύλο, από τους μαθητές της Ε΄τάξης του Δημοτικού σχολείου Δραπανιά.
Εργασία για το 2οΜαθητικό συνέδριο 4ης Περιφέρειας Χανίων 13-5-2016
1
Μια φορά κι έναν καιρό στην ενετοκρατούμενη Κρήτη στο Δραπανιά Κισάμου, ζούσε ένας Ενετός άρχοντας φεουδάρχης ο Λουκάς Τρεβιζάν με την οικογένειά του.
Ήταν πολύ πλούσιος, είχε αμπελώνες, κοπάδια με πρόβατα, μεγάλες εκτάσεις σπαρμένες με σιτάρι και ελαιώνες που έφταναν μέχρι τα ορεινά χωριά της περιοχής. Υπηρέτες και εργάτες του ήταν οι φτωχοί γεωργοί της περιοχής του, τους οποίους εκμεταλλευόταν για ένα κομμάτι ψωμί. Ο άρχοντας Τρεβιζάν ήταν σκληρός και εγωιστής τα ήθελε όλα δικά, δεν νοιαζόταν για του άλλους και ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος και χαρούμενος. Όσοι ήταν στην δούλεψη του, τον μισούσαν, είχαν παράπονα για την συμπεριφορά του άλλα ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν γι’ αυτόν για να ζήσουν και να θρέψουν τις οικογένειες τους. 2
Ο άρχοντας ήταν παντρεμένος με την πανέμορφη Ελένη Καλλέργη, κόρη ενός ξακουστού μεγαλοκτηματία. Η Ελένη ήταν μια πολύ ευγενική γυναίκα, καλόψυχη, φιλότιμη, αγαπούσε πολύ τα ζώα, συμπονούσε τους φτωχούς και στεναχωριόταν με την συμπεριφορά του άνδρα της. Προσπαθούσε συνεχώς να τον πείσει ν’ αλλάξει αλλά μάταια. Ο Λουκάς την αγνοούσε και γινόταν πιο σκληρός κάθε μέρα. Για πολλά χρόνια προσπαθούσαν να αποκτήσουν παιδί αλλά οι ελπίδες τους κάθε μέρα που περνούσε όλο και μειώνονταν.
3
Μια μέρα καθώς η Ελένη έκανε βόλτα στα κτήματα, μαζί με την αγαπημένη της, πιστή υπηρέτρια, την Θεοδώρα, είδαν μια γυναίκα η οποία δούλευε εργάτρια στα αμπέλια η οποία ήταν έγκυος, σε προχωρημένο μήνα.
4
Ενώ η δουλειά που έκανε ήταν πολύ σκληρή και επίπονη αυτή συνέχιζε να δουλεύει γιατί δεν είχε πως αλλιώς
να
θρέψει
την
οικογένειά
της.
Η
Ελένη
βλέποντας αυτήν την εικόνα ένοιωσε ντροπή, θλίψη και μεγάλο θυμό για την ασπλαχνία του άνδρα της, που αντί να βοηθήσει μια έγκυο γυναίκα την είχε στα χωράφια να δουλεύει ακατάπαυστα. Πλησίασε
την
κουρασμένη
γυναίκα
και
με
βουρκωμένα μάτια, την αγκάλιασε και της είπε ότι θα πήγαιναν στο αρχοντικό της για να ξεκουραστεί και να ξαποστάσει από την σκληρή δουλειά. Η γυναίκα αυτή που
ονομαζόταν
Αριάδνη
με
δάκρυα
στα
μάτια
ευχαρίστησε την Ελένη για την συμπόνια της αλλά δεν 5
δέχτηκε να πάνε στο αρχοντικό της, πρότεινε όμως να πάνε για λίγο στο φτωχικό σπιτάκι της.
Η
Ελένη
συνόδευσαν
μαζί
την
με
την
κουρασμένη
πιστή γυναίκα
της
υπηρέτρια
στο
φτωχικό
καλυβάκι της που βρισκόταν εκεί κοντά δίπλα σε ένα μικρό ποταμάκι. Το καλυβάκι ήταν μικρό, πρόχειρα χτισμένο με δύο στενά δωμάτια, μικρά παράθυρα και χωμάτινη στέγη. Στο εσωτερικό του υπήρχαν τα απολύτως απαραίτητα πράγματα αλλά όλα ήταν πεντακάθαρα και όμορφα τακτοποιημένα.
Μέσα
από
άστραφτε μια αρχοντιά.
6
την
φτωχική
καλύβα
Καθώς οι τρεις γυναίκες μπήκαν στο σπιτάκι είδαν τα υπόλοιπα τρία παιδιά της Αριάδνης να τρέχουν να αγκαλιάσουν την μητέρα τους. Ξαφνιάστηκαν όμως για το τι είχε συμβεί, επειδή δεν την περίμεναν να γυρνάει στο σπίτι τόσο νωρίς. Ήταν δύο αγόρια οκτώ και εννέα χρονών κι ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στα έξι. Ο Κωνσταντίνος, ο Μανώλης και η Ειρήνη. Η Ελένη χάρηκε πολύ όταν είδε τα παιδιά να αγκαλιάζουν την μητέρα τους και αυτή να τους δίνει ένα ζεστό φιλί. Μετά κάθισαν όλοι μαζί στο μικρό τραπεζάκι για να συζητήσουν. 7
Η Ελένη με ενδιαφέρον ήθελε πολύ να μάθει για την ζωή της Αριάδνης και είχε όλη την καλή θέληση να βοηθήσει. Η φτωχή γυναίκα κέρασε την ευγενικές κυρίες λίγα καρύδια και αμύγδαλα, που είχαν μαζέψει τα παιδιά της και άρχισε να λέει την ιστορία της.
«Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό λίγο πιο μακριά από εδώ, καλή μου αρχόντισσα. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί αλλά είχαν μεγάλη υπόληψη στην περιοχή γιατί κατάγονταν από ονομαστή οικογένεια που πάντα έβγαζε επαναστάτες και αγωνιστές για την ελευθερία. Όταν ήμουν στα δεκαεπτά ο πατέρας μου με πάντρεψε με ένα γενναίο και καλό παλικάρι, το Μιχάλη, ο οποίος με αγαπούσε πολύ, ήταν πλούσιος με πολλά χωράφια και αρχοντικό σπίτι. Δυστυχώς τον έχασα νωρίς». 8
Η Ελένη όση ώρα μιλούσε η Αριάδνη την άκουγε συγκινημένη σκουπίζοντας τα μάτια της συνεχώς. Η Θεοδώρα συγκλονισμένη τη ρώτησε «μα πως έγινε αυτό, πως πέθανε, νέο παλικάρι;» Η Αριάδνη φάνηκε να κομπιάζει, τα μάτια της βούρκωσαν και είπε: « καλύτερα να μη μιλήσουμε γι’ αυτό». Τότε η μικρή Ρηνούλα που καθόταν δίπλα απ’ την μητέρα της με τρεμάμενη φωνή είπε: «ο πατέρας μου σκοτώθηκε…» Η Αριάδνη σαστισμένη της έκλεισε το στόμα και είπε: «Είναι μικρή δεν ξέρει τη λέει μην την ακούτε…!» Η Ελένη βλέποντας αυτή την κίνηση κατάλαβε ότι η Αριάδνη φοβάται να της φανερώσει πληροφορίες για τον χαμό του άνδρα της. Ήθελε όμως να μάθει γι’ αυτό και της
είπε:
«
Μη
φοβάσαι
μπορείς
να
μου
έχεις
εμπιστοσύνη, μίλησε μου ελεύθερα και ότι πούμε θα μείνει μεταξύ μας. Θέλω να σε βοηθήσω όσο μπορώ και να σε κάνω να νοιώσεις καλύτερα». Μετά από αυτά τα λόγια και το γεμάτο καλοσύνη βλέμμα της Ελένης η Αριάδνη αποφάσισε να αποκαλύψει το μεγάλο της μυστικό. « Άκουσε αρχόντισσά μου… Είναι δύσκολο για μένα να σου πω κάτι τόσο προσωπικό που μου έχει αλλάξει την ζωή. Η καλοσύνη σου όμως μου δίνει θάρρος να σου μιλήσω και να πω την αλήθεια». Της αφηγήθηκε όλη την πονεμένη της ιστορία, της είπε
για
τον
άνδρα
της
και
την
αποτυχημένη
επανάσταση που προετοίμαζε κατά των Ενετών, για την προδοσία και την καταδίκη του σε θάνατο. Μετά την
9
εκτέλεσή
του
ακολούθησε
και
η
κατάσχεση
της
περιουσίας του όπως και του αρχοντικού σπιτιού του. Η Ελένη μαζί με την πιστή της υπηρέτρια είχαν μείνει
άφωνες
με
όλα
αυτά
που
άκουσαν
και
τελειώνοντας η Αριάδνη, η αρχόντισσα ρώτησε: « Θες να πεις ότι ζούσατε σε αρχοντικό σπίτι και είχατε μεγάλη περιουσία και τώρα βρίσκεσαι σ’ αυτή την κατάσταση;» Τότε η Αριάδνη αποκάλυψε όλη την αλήθεια για το μεγάλο και αρχοντικό σπίτι του Λουκά Τρεβιζάν και πως παραπάνω από τη μισή περιουσία Τρεβιζάν, ανήκε κανονικά στον άνδρα της Αριάδνης. Οι Ενετοί μετά την κατάσχεση τα είχαν δωρίσει στο Πατέρα του Λουκά, κι αυτός με την σειρά του τα έδωσε για δώρο γάμου στο γιό του.
10
Σαστισμένη η Ελένη με όλα αυτά που άκουσε, χλώμιασε, έπεσε στην αγκαλιά της Θεοδώρας και έλεγε συνεχώς «δεν μπορεί… είναι ψέματα» « Κι όμως είναι αλήθεια κυρά μου». «Δεν είναι ψέματα, είπε η Αριάδνη, γι’ αυτό δεν ήθελα να πάμε από κει. Υπάρχουν πολλά μυστικά για το σπίτι αυτό που μόνο εγώ γνωρίζω αλλά λόγω της καλοσύνης και της ευγένειάς σου θα σου τα αποκαλύψω. Έτσι λοιπόν η Αριάδνη άρχισε να λέει αρκετά από τα κρυφά μυστικά ήταν σχετικά με την ιστορία του σπιτιού. Ένα όμως ήταν αυτό που συγκλόνισε την Ελένη. «Το σπίτι αυτό είναι καταραμένο» είπε η Αριάδνη και συνέχισε λέγοντας, «οργισμένη η μητέρα του άνδρα μου είχε καταραστεί, μετά το σκοτωμό του το σπίτι αυτό, λέγοντας ότι όποιος μένει μέσα, να μην δει ποτέ καλό στη ζωή του και να βασανίζεται από καημούς και θλίψεις. Της είπε ακόμα, ότι η πεθερά της ,κάπου στην αυλή του σπιτιού είχε θάψει μια μαγική χρυσή κλωσσού με δώδεκα χρυσά αυγά, η οποία θα μπορούσε να διώξει την κατάρα σε περίπτωση που το σπίτι γύριζε στα χέρια της οικογένειας της ξανά. Κανείς όμως δεν ήξερε σε πιο σημείο ακριβώς ήταν θαμμένη.
11
Ακούγοντας όλα αυτά η Ελένη κοίταξε στα μάτια την υπηρέτρια της και είπε: «Βλέπεις καλή μου Θεοδώρα, να ο λόγος που τόσα χρόνια δεν μπορώ να γίνω μητέρα και δεν μπορώ ποτέ να νιώσω χαρούμενη». Ζήτησε από την Αριάδνη μια μεγάλη χάρη να τη βοηθήσει να βρουν τη χρυσή κλωσσού για να λυθεί η κατάρα. Τότε θα είχε την ελπίδα να μπορέσει να γίνει μητέρα και να προσπαθήσει ν’ αλλάξει προς το καλό τη συμπεριφορά του άνδρα της. Σκοπός της ήταν το σπίτι να γύριζε στα χέρια της οικογένειας της Αριάδνης ξανά. Έτσι μετά
την κουβέντα αυτή η Ελένη και η
Θεοδώρα έφυγαν για το σπίτι και έδωσαν ραντεβού με την Αριάδνη να συναντηθούν την επόμενη μέρα και να ξεκινήσουν το ψάξιμο της χρυσής μαγικής κότας. Επειδή κανείς δεν ήξερε που ακριβώς ήταν θαμμένη είχε ελπίδες ότι και οι τρεις μαζί ίσως ανακαλύψουν που είναι θαμμένη η κλωσσού με τα αυγά. Το ίδιο βράδυ μετά που ο Λουκάς και η Ελένη έπεσαν για ύπνο γύρω στα μεσάνυχτα ένας εφιάλτης έκανε τον Λουκά να πεταχτεί από το κρεβάτι του τρομαγμένος.
12
Η Ελένη ξύπνησε απότομα και τον ρώτησε τι του συνέβη. Τότε ο Λουκάς άρχισε να εξηγεί τον εφιάλτη του: «Εδώ και πολύ καιρό βλέπω ένα τρομακτικό όνειρο που με ξυπνάει τα βράδια. Έναν Κρητικό πολεμιστή με άλογο και σπαθί στο χέρι, αγριεμένο να με κυνηγά και να φωνάζει: «φύγε, φύγε, δε θα σ’ αφήσω πολύ καιρό εδώ…» Με δακρυσμένα μάτια σταμάτησε, φαινόταν πολύ ταραγμένος και αναρωτιόταν τι άραγε να σημαίνει το όνειρο.
Τότε η γυναίκα του, χωρίς να το περιμένει, βρήκε την ευκαιρία να του μιλήσει. Του εξήγησε όλα αυτά που είχε μάθει το πρωί από την Αριάδνη και την περίεργη σύνδεσή τους με το παράξενο όνειρό του. Ο Λουκάς με προσοχή άκουσε όλα αυτά που του είπε η γυναίκα του και
της
υποσχέθηκε
ότι
θα
έψαχνε
περισσότερες
πληροφορίες από το σεβαστό γέροντα Ματθαίο, παλιό
13
φίλο του πατέρα του, αφού ο πατέρας του είχε πεθάνει και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει. Την άλλη μέρα το πρωί ο Λουκάς μόλις ξύπνησε ξεκίνησε για το σπίτι του γέροντα ώστε να μάθει αυτό που τον βασάνιζε. Τον βρήκε εκεί να κάθεται στην αυλή του και να ποτίζει τα λουλούδια. Αφού τον καλημέρισε χωρίς να χάσει χρόνο, μπήκε αμέσως στο θέμα που τον έκαιγε. Ο γέρο – Μαθιός ήξερε τα πάντα γι’ αυτό το σπίτι, την ιστορία του και τους ανθρώπους που ανήκε. Ο Λουκάς δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά γιατί κανείς ποτέ δεν του είχε μιλήσει. Ρώτησε αν υπάρχουν μέλη της οικογένειας αυτής, που είχαν το σπίτι, και ο Μαθιός του απάντησε: «η γυναίκα και τα παιδιά αυτού που είχε το σπίτι ζουν και είναι στην δούλεψη σου». Μετά
από
αυτή
την
κουβέντα
ο
Λουκάς
ξαφνιασμένος συνδύασε αυτά που του είχε πει η γυναίκα του το βράδυ και έφυγε βιαστικά. Έτρεξε σπίτι του και παρακάλεσε την Ελένη να τον πάει σ’ αυτή την γυναίκα αφού της είπε αναλυτικά όσα του είπε ο γέρο - Μαθιός πολύ συγκινημένος. Η Ελένη τότε βλέποντας ότι έχει αρχίσει να αλλάζει η συμπεριφορά του άνδρα της το οδήγησε στο φτωχικό σπίτι της Αριάδνης.
14
Μπαίνοντας μέσα στο φτωχικό σπιτάκι είδαν την Αριάδνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι της μ’ ένα νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά της. Η Αριάδνη μόλις τους είδε να μπαίνουν απότομα στο σπίτι τρόμαξε και αγκάλισε πιο σφιχτά το μωρό. Αυτοί την καθησύχασαν λέγοντας της ότι η επίσκεψή τους ήταν για καλό. Χάιδεψαν το μωρό και της ευχήθηκαν να της ζήσει, γεμάτοι χαρά. Ο Λουκάς σαν να ήταν ένας άλλος άνθρωπος γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι και με μεγάλη συγκίνηση της είπε: «σου
ζητώ
ταπεινά
συγνώμη
για
όλα
αυτά
που
περάσατε εσύ και η οικογένειά σου εξαιτίας μου, αλλά πραγματικά δεν γνώριζα τίποτα. Από δω και στο εξής σου υπόσχομαι πως όλα θα αλλάξουν. Το σπίτι και η περιουσία δεν μου ανήκουν είναι δικά σου και στα επιστρέφω.
Κατάλαβα
επίσης
ότι
δεν
υπάρχει
μεγαλύτερος πλούτος στον κόσμο από την καλοσύνη και χειρότερο πράγμα από τον εγωισμό και την αδικία». Κλείνοντας με αυτά τα λόγια ο Λουκάς η Ελένη και η Αριάνδη αγκαλιάστηκαν και πήγαν όλοι μαζί πίσω στο αρχοντικό στο οποίο έμεινε οριστικά η Αριάδνη με τα παιδιά της.
15
Ο Λουκάς και η Ελένη έχτισαν άλλο σπίτι λίγο πιο πέρα και βάπτισαν τον μικρό παιδί Μιχάλη δίνοντας του το όνομα του αδικοχαμένου πατέρα του. Ο σκληρός και άκαρδος
Λουκάς
δεν
υπήρχε
πια,
ο
νέος
Λουκάς
συμπονούσε τους φτωχούς. Μοίρασε στους εργάτες του ότι περιουσία του είχε απομείνει, κρατώντας για τον εαυτό του ένα πολύ μικρό κομμάτι. Μετά από λίγο καιρό απέκτησε ο Λουκάς και η Ελένη ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που το ονόμασαν Αγάπη. Για να μην ξεχνάνε πως δεν υπάρχει πιο μεγάλο αγαθό στον κόσμο από αυτήν. Όσο για την χρυσή κότα...Κανείς δεν ξέρει ούτε έμαθε, τι απέγινε ή που βρίσκεται θαμμένη…
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.......
Τ ΕΛΟΣ
16
Οι συγγραφείς του Παραμυθιού: Γεωργουδάκης Αντώνιος Καστρινάκη Ευτυχία Κιόσκου Τζέσιαν Κουτσουρελάκης Εμμανουήλ Μαρινάκης Εμμανουήλ Μαρκετάκη Αφροδίτη Μαρκετάκης Εμμανουήλ Μετζιδάκης Ανδρέας Μουντάκη Μαρία Νικολαϊδου Κατερίνα Ντασμπάλα Ρουσλάνα Σιψάς Αναστάσιος-Άγγελος Τυράκη Δέσποινα Τυράκη Μιχαέλα Τυράκης Χαράλαμπος, Φλεμετάκη Φανουρία, Χαιντάρι Αουρέλα Eκπαιδευτικός: Κουμής Ελευθέριος
17