ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ Γράφει το Ε2 του 45ου Δ. Σχ. Ηρακλείου «Όταν κοιτάει από ψηλά…!»
25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Μαριλία Κωστάκη
Περιεχόμενα Λίγα λόγια γι’ αυτό το e-book................................................................................................. 2 Το παιδί αλλάζει τη ζωή σου ................................................................................................. 3 Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ...................................................................................................... 5 Το όμορφο τριαντάφυλλο ...................................................................................................... 6 Πού είναι η έμπνευση; ........................................................................................................... 9 Οι γοργόνες ........................................................................................................................ 10 Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς .............................................................................................. 13 Ο Ρόμπερτ, ο αστρονόμος .................................................................................................. 15 Παίζοντας με τα παιδιά ........................................................................................................ 16 Στα ψηλά βουνά παρέα με τον Δημητράκη και τον Κωστάκη ............................................... 17 Τα πέτρινα αγάλματα .......................................................................................................... 18 Το μαγικό δάσος ................................................................................................................. 20
1
Λίγα λόγια γι’ αυτό το e-book Οι σελίδες που ακολουθούν είναι γραμμένες από μαθητές του Ε2 του 45ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου, το σχολικό έτος 2015-2016. Πρόκειται για ιστορίες εμπνευσμένες από πίνακες ζωγραφικής διάσημων καλλιτεχνών, αλλά και από φωτογραφίες που αλιεύθηκαν από το διαδίκτυο. Όλες οι εικόνες προσεγγίστηκαν από τους μαθητές σύμφωνα με το μοντέλο Perkins και γράφτηκαν στην τάξη. Υποστηρίχθηκαν όμως εξ αποστάσεως, με τη χρήση των συνεργατικών εγγράφων της google (google docs) και φιλοξενήθηκαν αποσπασματικά στο ιστολόγιο της τάξης. Το παρόν ηλεκτρονικό βιβλίο δημιουργήθηκε με την υποστήριξη του διαδικτυακού λογισμικού issuu και αποτελεί μέρος του Προγράμματος Σχολικών Δραστηριοτήτων που υλοποιήθηκε το τρέχον σχολικό έτος στην τάξη, με τίτλο: «Όταν κοιτάς από ψηλά…!». Περισσότερα για το Πρόγραμμα σε σχετική ανάρτηση στο ιστολόγιο της Γιορτής Μαθητικής Δημιουργίας 2016, 2ο Συνέδριο παρουσίασης και προβολής καινοτόμων Προγραμμάτων Σχολικών Δραστηριοτήτων Α’θμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου. Καλή ανάγνωση!
2
Εμμ. Ζαΐρης, Οι καλαθοπλέκτες
Το παιδί αλλάζει τη ζωή σου Πολύ παλιά ζούσαν ένας γέρος με τη γριά γυναίκα του σε ένα μικρό αγρόκτημα. Ζούσαν με τα λαχανικά που φύτευαν στον κήπο τους και φτιάχνοντας καλάθια από καλάμια που φύτρωναν δίπλα στον ποταμό που περνούσε πίσω από το αγρόκτημα. Αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν ένα μικρό παιδί. Μια μέρα η γυναίκα άρχισε να αναστενάζει. Ο άντρας της πήγε κοντά της και της είπε: -Τι έχεις και αναστενάζεις; -Αχ, μακάρι να είχαμε ένα παιδάκι. Θα παίζαμε και η ζωή μας θα ξαναγέμιζε ζωντάνια, του απάντησε η γυναίκα του. -Ναι, καλά θα ήταν, αλλά πού θα βρούμε, γέροι άνθρωποι, το παιδί; της εξήγησε ο άντρας της. Το βράδυ ξέσπασε μια θύελλα. Ο γέρος με τη γριά προστάτεψαν τη σοδειά τους και έβαλαν μέσα τα ξύλα και τα καλάμια. Μετά μπήκαν κι εκείνοι και άρχισαν να φτιάχνουν μερικά καλάθια μέχρι να πάνε για ύπνο. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα της αποθήκης. Η γυναίκα άνοιξε αλλά, δεν πίστευε στα μάτια της. Εκεί μπροστά της στεκόταν ένα κοριτσάκι! Η γυναίκα το πήρε μέσα και το είπε στον άντρα της. Συζήτησαν λίγο και αποφάσισαν να κρατήσουν το κοριτσάκι εάν δεν είχε σπίτι και γονείς. Το κοριτσάκι, επειδή ήταν κουρασμένο, το πήρε ο ύπνος γρήγορα.
3
Την επόμενη μέρα, όταν το κοριτσάκι ξύπνησε, ο γέρος με τη γριά το ρώτησαν: -Πώς σε λένε; -Είμαι η Μαρίνα, τους απάντησε εκείνο. -Πού μένεις; Έχεις γονείς; ξαναρώτησαν τη Μαρίνα. -Είμαι ορφανή, μένω στους δρόμους εδώ και τρία χρόνια. -Θες να μείνεις μαζί μας; τη ρώτησαν ο γέρος με τη γριά. -Μα και βέβαια! Θα ξαναέχω οικογένεια! τους είπε η Μαρίνα. Κι έτσι η Μαρίνα έζησε μαζί τους βοηθώντας τους από τότε.
Ματθαίος Π.
4
Νικ. Φερεκίδης, Η λίμνη των Ιωαννίνων
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα στο Βυζάντιο. Όλοι οι κάτοικοι του Βυζαντίου ήταν χαρούμενοι γιατί είχαν κατακτήσει όλη την Ευρώπη. Την ίδια μέρα όμως οι Πέρσες, οι Άραβες και οι Άβαροι αποφάσισαν να επιτεθούν στην αυτοκρατορία. Πρέπει να ήταν ο πιο μεγάλος στρατός έως τότε! Καράβια, όπλα και στρατιώτες προχωρούσαν προς το Βυζάντιο. Όταν το έμαθαν οι Βυζαντινοί, έχτισαν τείχη γύρω από την πόλη, αλλά και γύρω από την αγία Σοφία! Την αγαπούσαν τόσο πολύ αυτή την εκκλησία επειδή ήταν πανέμορφη. Μετά έφτιαξαν στρατό και στόλο για να μπορέσουν να τους νικήσουν. Ο πόλεμος άρχισε. Πολεμούσαν 200 χρόνια και κανείς δεν νικούσε. Ώσπου μια μέρα ήρθε ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του και περικύκλωσε τον στρατό των Περσών, των Αβάρων και των Αράβων. Μετά από μια μέρα ήρθε και ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας και οι Αργοναύτες με την Αργώ. Επιτέλους οι Βυζαντινοί μαζί με τους άλλους ήρωες νίκησαν! Όλο το βράδυ γιόρταζαν τη νίκη τους με φαγητό, κρασί και Κρητικούς χορούς! Το όνειρο του Ιουστινιανού έγινε πραγματικότητα αλλά και με το παραπάνω! Γιώργος Κ.
5
Τριαντάφυλλα
Το όμορφο τριαντάφυλλο Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, που έβρεχε και φύσαγε όλο τον χρόνο ζούσε ένα φτωχό αγόρι. Ήθελε να δωρίσει το πιο όμορφο λουλούδι του βασιλείου στο κορίτσι που αγαπούσε πιο πολύ. Έτσι μια από εκείνες τις βροχερές μέρες του χειμώνα, καθώς προχωρούσε το φτωχό αγόρι σε έναν από τους ερημωμένους δρόμους της πόλης αντίκρισε μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να πουλήσει τους πολύτιμους θησαυρούς της. Στάθηκε μπροστά του και, λέγοντάς του πως ξέρει τι χρειάζεται, με μιας έβγαλε από το καλάθι της ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο. Πράγματι ήταν το πιο όμορφο λουλούδι που είχε δει το φτωχό αγόρι. Το έβαλε στην τσέπη του και κίνησε για το φτωχικό σπίτι της κοπέλας στην άκρη του δρόμου. Εκείνη τον είδε από μακριά και έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ήταν η αδελφή του, το κορίτσι που αγαπούσε πιο πολύ και είχε υποσχεθεί να την προσέχει μετά τον θάνατο των γονιών τους. Της έδωσε το τριαντάφυλλο και της είπε να το προσέχει. Αυτό, εξάλλου, ήταν ένα ιδιαίτερο τριαντάφυλλο. Από μπουμπούκι ονειρευόταν να ζήσει μια περιπέτεια και όχι να μαραθεί σε ένα βάζο. Το κορίτσι με τα κατάξανθα μαλλιά έβαλε το τριαντάφυλλο στο στεφάνι που είχε φτιάξει για να υποδεχθεί μια ηλιόλουστη μέρα. Το όμορφο τριαντάφυλλο, παρά τον ανταγωνισμό των άλλων λουλουδιών στο σπίτι, αγαπούσε πολύ την ιδιοκτήτριά του. Αυτό όμως δεν του ήταν αρκετό! Είχε σχεδιάσει όταν το κορίτσι θα άνοιγε την πόρτα, να έφευγε μαζί με τον άνεμο. 6
Έτσι και έγινε. Το κορίτσι μια μέρα βγήκε να τρέξει στη βροχή. Τότε το τριαντάφυλλο βρήκε την ευκαιρία και άνοιξε την πόρτα για να φύγει μαζί με τον άνεμο. Και πράγματι τα κατάφερε. Το τριαντάφυλλο δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν επιτέλους ελεύθερο. Για κακή του τύχη όμως ο άνεμος το έσυρε σε μια μπότα που βρισκόταν έξω από ένα σπίτι. Εκεί ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος, που δούλευε στο γραφείο ενός επιστήμονα, ως βοηθός. Βγήκε από το σπίτι και καθώς πήγε να φορέσει τις μπότες του, το τριαντάφυλλο μετά από προσπάθεια κατάφερε να ξεπροβάλει. Όταν είδε το τριαντάφυλλο ο βοηθός μαγεύτηκε από την ομορφιά του και αποφάσισε να το δείξει στο αφεντικό του σε αντάλλαγμα με τρία χρυσά κέρματα. Ο επιστήμονας ήταν συλλέκτης σπάνιων θησαυρών. Άλλους τους φύλαγε σε σεντούκια και άλλους σε κλουβιά. Όταν του έφερε ο υπάλληλός του το τριαντάφυλλο αυτός ενθουσιάστηκε και εντελώς απροσδόκητα το τοποθέτησε σε ένα χρυσό κλουβί. Το γενναίο τριαντάφυλλο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο με τον νέο του ιδιοκτήτη. Είχε μαραζώσει να είναι μόνο στο κενό κλουβί. Αποφάσισε, λοιπόν, να ζητήσει, για μια ακόμα φορά, τη βοήθεια του φίλου του, του ανέμου. Εκείνος φύσηξε δυνατά και πήρε το τριαντάφυλλο από το κλουβί. Συνέχιζε το τριαντάφυλλο λοιπόν να ταξιδεύει και σκεφτόταν χαρούμενο την αντίδραση εκείνου του συλλέκτη. Αυτή τη φορά ο άνεμος το μετέφερε σε ένα άλλο βασίλειο, εκείνο της θεάς φωτιάς. Ο συλλέκτης έπεσε στην κορυφή ενός μεγάλου βουνού, που έμοιαζε με ηφαίστειο. Η φωτιά που έκαιγε μέσα του ήταν ανυπόφορη και έδινε λιγότερες ελπίδες στο τριαντάφυλλο για να ζήσει. Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή μπορούσε μόνο να σκεφτεί εκείνο το κορίτσι και τον αδερφός του που το αγαπούσαν πολύ. Η θεά φωτιά όμως στον πάτο του ηφαιστείου δεν μπορούσε να ανεχτεί να ζήσει εκεί ένα πλάσμα πιο όμορφο από αυτήν. Ξύπνησε, με τις φοβερές φλόγες της, έναν δράκο που κοιμόταν στο βάθος του ηφαιστείου και τον διέταξε να απομακρύνει το τριαντάφυλλο που της έκλεβε την ομορφιά. Αυτός πέταξε με τα πελώρια φτερά του ως την κορυφή και έπιασε το τριαντάφυλλο. Εκείνο τον προκάλεσε να το επιστρέψει στο βροχερό βασίλειο όπου ζούσε το κορίτσι και ο αδερφός του.
7
Καθώς πετούσαν παρέα ο δράκος με το τριαντάφυλλο, ο μεγάλος ήλιος αντίκρισε το σπάνιο αυτό λουλούδι και αποφάσισε να δείξει τις αχτίδες του στον τόπο όπου εκείνο θα αποφάσιζε να μείνει για πάντα. Η κοπέλα δεν πίστευε στα μάτια της πως επέστρεψε το πολύτιμο λουλούδι της. Το τριαντάφυλλο ένιωθε για πρώτη φορά πως βρήκε το σπίτι του και δεν ήθελε να πάει πουθενά αλλού. Έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Ελένη Α.
8
Εννέα Μούσες, ζωγραφική σε αμφορέα
Πού είναι η έμπνευση; Στα αρχαία χρόνια υπήρχαν πολλοί μουσικοί με διαφορετικές εμπνεύσεις. Ένα πρωινό οι μουσικοί άκουσαν ένα πανέμορφο πουλί, αλλά δεν ήξεραν τι είδος πουλιού ήταν. -Μήπως είναι πάπια; είπε ένας μουσικός. -Μήπως είναι περιστέρι; συνέχισε ένας άλλος. -Όχι, πετάχτηκε κάποιος. -Είναι κύκνος, ένας υπέροχος και αρσενικός κύκνος. Τότε οι μουσικοί άκουγαν ώρες ολόκληρες μέχρι να εμπνευστούν. -Αχά! είπε ένας περίεργος μουσικός γράφοντας τις μελωδίες του. Τις κοίταζε, τις θαύμαζε... -Είναι, είναι… μια μαγεία! ψιθύριζε. Ώσπου κατέληξαν σε έναν τσακωμό γιατί οι άλλοι μουσικοί τον αντέγραφαν. Ξαφνικά από τον ουρανό εμφανίστηκε ο θεός Απόλλων, ο θεός της μουσικής. -Μα παιδιά ηρεμήστε. Τι πάθατε τώρα; τους είπε ο θεός Απόλλωνας. Οι μουσικοί τού εξήγησαν. -Αγαπητά μου παιδιά, είπε ο Απόλλων, γιατί δεν ενώνετε τις μελωδίες σας να γίνετε μια ορχήστρα; -Ορχήστρα; είπαν όλοι οι μουσικοί ταυτόχρονα. -Ναι, δεν είναι κακή ιδέα, είπε ένας μουσικός. -Άλλωστε, αν ενωθούμε θα γίνουμε καλύτεροι. Και έτσι οι μουσικοί ένωσαν τις μελωδίες και τις δυνάμεις τους και έγιναν ένα. Μπορεί να τσακωνόντουσαν αλλά ήταν αχώριστοι φίλοι και μουσικοί. Μαρία Σ. 9
Φωτό: Κούρος στα νερά του Κοκκαρίου, Σάμος
Οι γοργόνες Στα πολύ παλιά τα χρόνια, σε έναν μακρινό ωκεανό, ζούσαν πολλές γοργόνες. Περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας, χορεύοντας, τραγουδώντας, παίζοντας και μιλώντας αναμεταξύ τους. Κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του Καλοκαιριού, είχαν μεγάλη γιορτή για τον ερχομό της αγαπημένης τους εποχής. Οι ετοιμασίες ήταν πολλές και όλες δούλευαν πολύ για να είναι όλα έτοιμα για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Μια μέρα, εκεί που δούλευαν πυρετωδώς για τη γιορτή, εμφανίστηκε μπροστά τους μια γριά γοργόνα που κρατούσε μια τρίαινα. Αυτή χωρίς κανένα λόγο, γεμάτη κακία και μίσος, τις καταράστηκε να μη γίνει ποτέ αυτή η γιορτή που τόσο περίμεναν… και εξαφανίστηκε! Οι γοργόνες χωρίς να της δώσουν σημασία συνέχισαν τη δουλειά τους. Από εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν στραβά και οι γοργόνες άρχισαν να απελπίζονται λέγοντας ότι δε θα τα καταφέρουν να είναι έτοιμες για τη μεγάλη μέρα. Το επόμενο πρωί εμφανίστηκε μια γοργόνα από άλλη περιοχή που πουλούσε κοσμήματα και πολύτιμους λίθους. Είδε τις γοργόνες που ήταν λυπημένες και αφού τις πλησίασε τις ρώτησε τι είχε συμβεί. Εκείνες της είπαν για αυτό που έγινε με τη γριά γοργόνα. -Εγώ μπορώ να σας βοηθήσω, τους είπε τότε η νεοφερμένη. Το μόνο που θέλω είναι να με οδηγήσετε στον βασιλιά σας και σίγουρα θα βρούμε κάποια λύση. Χωρίς δεύτερη σκέψη οι γοργόνες την οδήγησαν κατευθείαν στον βασιλιά τους. 10
-Ποια είναι αυτή; ρώτησε ο βασιλιάς μόλις τις είδε. -Είναι μία γοργόνα που μπορεί να βρει λύση στο πρόβλημά μας και να μας βοηθήσει να φύγει η κατάρα, του απάντησαν οι γοργόνες και αποχώρησαν. -Για πες μου ποια είναι η λύση, κατά τη γνώμη σου, για αυτό το μεγάλο μας πρόβλημα; ρώτησε όλο περιέργεια ο βασιλιάς. -Να πας να βρεις τη γριά γοργόνα και να την παρακαλέσεις να λύσει τα μάγια που σας έκανε προσφέροντάς της ό,τι αντάλλαγμα σου ζητήσει, βασιλιά μου. -Και αν μου ζητήσει πράγματα που δεν μπορώ να της δώσω; -Πήγαινε και μη φοβάσαι. Εσύ είσαι τόσο έξυπνος βασιλιάς, σίγουρα μπορείς να αντιμετωπίσεις μια γριά γοργόνα. Ο βασιλιάς χωρίς να χάσει καιρό πήγε και συναντάει τη μάγισσα και την παρακάλεσε να πάρει τα μάγια πίσω για να μπορέσει να γίνει η γιορτή. Υποσχέθηκε πως θα της χαρίσει ό,τι του ζητήσει. Η γοργόνα του είπε πως, για να λύσει τα μάγια, αρκεί να της φέρει ένα λευκό μαργαριτάρι που όμοιό του να μην υπάρχει πουθενά στη γη. Ο βασιλιάς προβληματισμένος γύρισε πίσω στο παλάτι του χωρίς να ξέρει πού θα μπορούσε να βρει αυτό που του ζήτησε η γοργόνα. Η καλή γοργόνα γέλασε μόλις άκουσε από τον βασιλιά για την επιθυμία της γριάς γοργόνα και, χωρίς να χάσει καιρό, βγάζει από τα μαλλιά της ένα μαργαριτάρι κατάλευκο που όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά και το προσφέρει στον βασιλιά. -Βασιλιά μου, του είπε η γοργόνα, πάρε αυτό το μαργαριτάρι και δώσε το στη γριά γοργόνα. Όμοιό του σίγουρα δεν υπάρχει και το γνωρίζω καλά. -Για το καλό που μας κάνεις, ρώτησε ο βασιλιάς, εσύ τι αντάλλαγμα ζητάς; -Το μόνο που θέλω είναι να είστε χαρούμενοι και πάντα γελαστοί!!!! Ο βασιλιάς χαρούμενος πήγε το μαργαριτάρι στη γριά γοργόνα και εκείνη εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που κατευθείαν έλυσε τα μάγια. Οι ετοιμασίες της μεγάλης γιορτής τότε συνεχίστηκαν κανονικά. Χάρη στην καλή γοργόνα όλα πήγαν καλά και έγινε μια τέλεια γιορτή που παρόμοια δεν είχε ξαναγίνει στο βασίλειο. Η γοργόνα μας συνέχισε τον δρόμο της χαρούμενη έχοντας πάρει την καλύτερη ανταμοιβή που θα μπορούσε μέχρι τώρα από το ταξίδι της.
11
Ίσως κάποιοι σκεφτήκατε για ποια ανταμοιβή μιλάμε, αφού η γοργόνα δεν πήρε χρήματα… Για κάποιους η καλύτερη ανταμοιβή είναι να κάνουν χαρούμενους τους άλλους, διώχνοντας κάθε λύπη τους και χαρίζοντας τους ένα μεγάλο χαμόγελο. Άλλους πάλι τους παγιδεύει η θάλασσα και τους κάνει άμμο... Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Ελένη Α.
12
Το χρυσό στεφάνι της Βεργίνας
Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς Μια φορά και έναν καιρό στο Ηράκλειο, ζούσε ένα αγόρι 9 χρονών που το έλεγαν Μάνο και του άρεσαν τα αθλήματα, πιο πολύ όμως του άρεσε το τρέξιμο, ήθελε να γίνει αθλητής. Όμως οι γονείς του ήθελαν να γίνει αγρότης σαν κι αυτούς. Προσπαθούσαν να τον πείσουν να γίνει αγρότης αλλά εκείνο επέμενε. Κάθε μέρα έκανε πολλή εξάσκηση σε διάφορα αθλήματα για να είναι καλός σε όλα, αγνοούσε τους γονείς του που δεν ήθελαν να γίνει αθλητής! Ήξερε ότι θα τους πείσει μια μέρα. Περνούσαν τα χρόνια και όσο περνούσαν τόσο πιο πολύ επέμενε ο Μάνος. Ώσπου μία μέρα έφυγε κρυφά από τους γονείς του για να πάρει μέρος στον μαραθώνιο που γινόταν στην πόλη του κάθε χρόνο. Μόλις ξεκίνησε ο μαραθώνιος είχε άγχος αλλά… μετά από μιάμιση ώρα είχε φτάσει στον τερματισμό χωρίς καν να το καταλάβει! Είχε νικήσει! Τότε τον στεφάνωσαν με ένα χρυσό στεφάνι βελανιδιάς. Πήγε ξανά στο σπίτι του και το έκρυψε κάτω απ’ το κρεβάτι του, αλλά κράτησε μυστικό το στεφάνι για εκείνη τη μέρα. Από τότε κάθε βράδυ κοίταζε το στεφάνι και θυμόταν τη μέρα που νίκησε. Δεν ήθελε να το μάθουν οι γονείς του γιατί θα τον μάλωναν. Μία μέρα όμως οι συγγενείς του που είχαν δει τον αγώνα πήγαν στο σπίτι του για να
13
τον συγχαρούν και οι γονείς του το έμαθαν. Εκείνοι όμως τον αγκάλιασαν και οργάνωσαν μια γιορτή προς τιμή του! Όταν μεγάλωσε και έκανε παιδιά, τους έλεγε εκείνη την ιστορία κάθε βράδυ και εκείνα χαίρονταν. Εκείνος συνέχισε να κάνει αγώνες μέχρι που γέρασε και δεν μπορούσε να αγωνιστεί. Τα παιδιά του όμως όταν μεγάλωσαν έγιναν κι αυτά αθλητές και έπαιρναν μέρος στους ολυμπιακούς αγώνες. Γιώργος Κ.
14
Βερμέερ Γιοχάνες, Ο Αστρονόμος
Ο Ρόμπερτ, ο αστρονόμος Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που εξερευνούσε την υδρόγειο. Κάθε μέρα έγραφε γι’ αυτήν στο τετράδιό του. Ήθελε να ταξιδέψει σε πολλά μέρη και να μάθει γι’ αυτά. Είχε πολλές απορίες. Έψαχνε στα βιβλία του για όλο τον κόσμο. Κάποτε ταξίδεψε στην Κίνα. Έμαθε πολλά για τη χώρα αυτή. Τη γλώσσα της και πώς τρώνε. Για ενθύμιο από την Κίνα πήρε ένα σκούρο μπλε πανί με άσπρα τριαντάφυλλα. Μετά από έναν μήνα ταξίδεψε για την Ιαπωνία. Από ‘κεί πήρε για ενθύμιο μια ωραία κορνίζα. Κι όταν έβγαινε από το σπίτι του για να πάρει καθαρό αέρα μιλούσε σ’ όλους τους γείτονες Ιαπωνικά! «Σαγιονάρα!» έλεγε και ξανάλεγε. Όμως οι γείτονες δεν ήξερα τη λέξη και όλοι τον έλεγαν «έξυπνο». Ο Ρόμπερτ όταν κοιμόταν ονειρευόταν ζαχαρωτά, γλυκά, ωραία γλυκά παραμύθια και ότι ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Λίγο καιρό αργότερα έγινε δάσκαλος στο 45 ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου και ήταν πάρα πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Φορούσε γυαλιά, πουκάμισο και κρατούσε μια μαύρη τσάντα δασκάλου. Οι μαθητές του, όταν σπούδασαν, έγιναν ίδιοι με τον Ρόμπερτ. Όταν ο Ρόμπερτ έγινε 30 χρονών έφτιαξε ένα blog και, ο! έγινε σπουδαίος σ’ όλο τον κόσμο. Βασιλική Κ.
15
Πέτρος Ρούμπος, Τα παιδιά φτιάχνουν δρόμους
Παίζοντας με τα παιδιά Σήμερα ήταν βαρετή μέρα, δεν είχα με κανέναν να παίξω, γι’ αυτό είπα να πάω μια βόλτα στο βουνό. Καθώς ανέβαινα αντίκρισα πολλά παιδιά να δουλεύουν και να φτιάχνουν δρόμους. Προσφέρθηκα να βοηθήσω. Γνωρίστηκα με τα παιδιά και ήταν πολύ ευγενικά. Ο Φάνης, ο Μαθιός, ο Κωστάκης, ο Αντρέας, ο Πάνος, ο Σπύρος, ο Γιώργος, ο Δήμος, ο Δημητράκης και ο τελευταίος, λίγο χοντρούλης πρέπει να ήταν, α! ο Φουντούλης! Γίναμε καλοί φίλοι. Μόλις τελειώσαμε τον δρόμο και επιστρέψαμε στην κοινότητα των παιδιών, σκέφτηκα να παίξουμε ένα παιχνίδι. -Ποιο παιχνίδι; είπε ο Φάνης. -Παντομίμα, απάντησα. Ξέρετε να παίζετε, έτσι; -Ξέρουμε! φώναξε ο Φάνης. -Πρώτη εγώ!, είπα και ξεκίνησα να κάνω κινήσεις. -Το ξέρω!, είπε ο Φουντούλης. Είναι άλογο! -Σωστά! Και τότε τοκ τοκ ακούστηκε η πόρτα της καλύβας. Ήταν η Αφρόδω με τον Λάμπρο. Είπαν ότι είδαν φως και ήρθαν στην παρέα μας. Κάποια στιγμή βράδιασε κι έπρεπε να φύγω από το βουνό. Τα παιδιά προσφέρθηκαν να με συνοδεύσουν μέχρι το τέλος του βουνού. Αποχαιρετιστήκαμε και τους υποσχέθηκα ότι θα ξαναπάω. Κατερίνα Γ.
16
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Αλεπού με κότα
Στα ψηλά βουνά παρέα με τον Δημητράκη και τον Κωστάκη Μια ηλιόλουστη μέρα πήρα τηλέφωνο τον Δημητράκη και του είπα: -Έλα, Δημητράκη, τι κάνεις; -Καλά, Δέσποινα. Εσύ; -Καλά είμαι. Θα κατέβεις στο χωριό ή να ανέβω εγώ στο βουνό; -Έλα εσύ, μου είπε. -Εντάξει, έρχομαι, απάντησα. Πάρε τηλέφωνο όμως και τον Κωστάκη να ‘ρθει. -Καλά, σε περιμένω. Θα παίξουμε «Αλεπού και κότες». -Τι είναι αυτό; ρώτησα παραξενεμένη. -Έλα και θα σου πω από κοντά. -Τέλος πάντων. Γεια. Όταν ανέβηκα στο βουνό και συναντηθήκαμε, άρχισε να μου εξηγεί το παιχνίδι μαζί με τον Κωστάκη. -Η «αλεπού» μετράει μέχρι το δέκα. Όταν μετράει οι «κότες» κρύβονται καλά. Η «αλεπού», όταν τελειώσει το μέτρημα, ψάχνει τις «κότες» και μόλις βρει μία, χάνει η «κότα» και συνεχίζει η «αλεπού» να ψάχνει τις υπόλοιπες. Όταν τις βρει όλες, η τελευταία «κότα» που βρέθηκε γίνεται εκείνη «αλεπού» και το παιχνίδι συνεχίζεται. Εντάξει; Κατάλαβες; -Εντάξει, ας παίξουμε λοιπόν! Τότε αρχίσαμε να τρέχουμε από ‘δώ κι από ‘κεί σαν τα τρελά. Όταν πλησίασε το βραδάκι καθένας από ‘μάς πήγε σπίτι του και ποτέ δεν ξέχασε αυτή τη μέρα. Δέσποινα Σ. 17
Τα πέτρινα αγάλματα Μία φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό νησί που το έλεγαν Νησί της Μαγείας, κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν εκεί έφτιαχναν πέτρινα, γιγάντια αγάλματα. Έπαιρναν γιγάντιες πέτρες και τις σκάλιζαν για πάρα πολύ καιρό. Κάθε δέκα χρόνια έφτιαχναν από ένα με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια. Πέρασαν πολλά χρόνια και δημιουργούσαν ακόμα, είχαν φτιάξει δεκαπέντε αγάλματα! Ένα όμως ήταν χρυσό και μεγαλύτερο απ’ τα άλλα και έτσι ζήτησαν βοήθεια από έναν γίγαντα που ζούσε εκεί κοντά για να τους βοηθήσει να τελειώσουν το άγαλμα πιο γρήγορα. Σιγά σιγά άρχισαν να χτίζουν σπίτια και άλλα αξιοθέατα και έτσι χτίστηκε μία τεράστια πόλη που ζούσαν μάγοι, νεράιδες, δράκοι και άνθρωποι φυσικά. Το χρυσό όμως άγαλμα οι άνθρωποι του νησιού δεν το παράτησαν, συνέχιζαν να το χτίζουν! Η πόλη βέβαια είχε κι έναν βασιλιά. Ήταν ευγενικός και έξυπνος, έλεγαν ότι ήταν ο πιο δίκαιος βασιλιάς που είχε περάσει ποτέ από τον τόπο! Είχε οργανώσει την πόλη καλά για να είναι έτοιμος για όλα. Δεν είχε κάνει ποτέ πόλεμο, του έφτανε αυτό που είχε. Δίπλα στο Νησί της Μαγείας υπήρχε ένα άλλο νησί που το έλεγαν Μεγαλονήσι. Ήταν πολύ όμορφο νησί με πλατείες, κάστρα, μεγάλα σπίτια αλλά κάτι τού έλειπε. Ένα άγαλμα!
18
Οι Μεγαλονησιώτες αποφάσισαν, λοιπόν, να φτιάξουν ένα άγαλμα που να ‘ναι στολίδι για όλο το Μεγαλονήσι, αλλά δεν είχαν τα κατάλληλα υλικά. Έτσι κήρυξαν πόλεμο στο Νησί της Μαγείας για να πάρουν τα αγάλματά του. Τις επόμενες μέρες σε μία μάχη στο νερό, επειδή τα πλοία των Μεγαλονησιωτών ήταν μεγαλύτερα και ταχύτερα, κατάφεραν να κλέψουν τα αγάλματα που τόσο ήθελαν κι ήταν μοναδικά στον κόσμο. Ένα όμως άγαλμα καταστράφηκε την ώρα της μάχης και έμεινε εκεί. Όμως την επόμενη μέρα που το έμαθε ο μέγας μάγος του Νησιού της Μαγείας, ζήτησε βοήθεια από τις νεράιδες, τους άλλους μάγους και τους γίγαντες για να το ξαναφτιάξουν όλοι μαζί. Και τα κατάφεραν! Ο μέγας μάγος δεν έμεινε στιγμή με σταυρωμένα τα χέρια. Έπρεπε πάση θυσία τα αγάλματα να μείνουν στο Νησί της Μαγείας. Ήταν ώρα για περισσότερη και πιο δραστική μαγεία. Οι προφητείες εκείνου του αρχαίου βιβλίου το έλεγαν καθαρά… Πριν όμως προλάβει να ολοκληρώσει το σχέδιό του ο μέγας μάγος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Με τον θάνατό του τα μαγικά κόλπα που είχε κάνει πάνω στο άγαλμα για να ξαναφτιαχτεί, εξαφανίστηκαν και το άγαλμα έγινε όπως και πριν, κομματιάστηκε. Οι νεράιδες και οι δράκοι δε νοιάστηκαν τόσο για το άγαλμα αυτό και πήγαν να πάρουν κατευθείαν τα αγάλματα που ανήκαν πια στην άλλη χώρα. Όλοι μαζί ενωμένοι, δράκοι και νεράιδες πήραν τα αγάλματα προτού πεις τη λέξη “κύμινο”! Από τότε ο βασιλιάς του Μεγαλονήσιου κατάλαβε ότι ο πόλεμος καταστρέφει και χωρίζει τις χώρες και αποφάσισε να υπάρχει ειρήνη στα δύο νησιά και να μην κάνει πολέμους με τους γειτονικούς λαούς. Έτσι συμφιλιώθηκαν με τις άλλες χώρες και όλα κυλούσαν ομαλά. Τα δύο νησιά μοιράζονταν τα πάντα και ήταν σαν μία χώρα Οι κάτοικοι του Νησιού της Μαγείας ήταν χαρούμενοι και ξεκουράζονταν όλη μέρα! Μάλιστα από τότε και στο εξής το νησί το έλεγαν: Άραξο! Και έζησαν αυτοί ξέγνοιαστα και εμείς εδώ ακόμη πιο ξέγνοιαστα! Γιώργος Κ.
19
Φωτό Αποστόλης Μπολτσής
Το μαγικό δάσος Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μαγικό δάσος γεμάτο από πολύχρωμα και ευωδιαστά λουλούδια ζούσαν εξωτικά πουλιά και μαγικά πλάσματα όπως νεράιδες, γοργόνες και πήγασοι. Εκεί βασίλευε μια τρομακτική βασίλισσα, η Κρονέλα. Ήταν τρομακτική γιατί μιλούσε πολύ σατανικά και όποιος δεν την υποστήριζε μεταμορφωνόταν σε ζώο. Με τη δύση του ήλιου όλα τα ζωντανά πλάσματα έτρεχαν στα σπιτάκια τους, αλλιώς, άμα τα έβρισκε η βασίλισσα Κρονέλα, θα τα έπαιρνε μαζί της και κανένα δε θα επέστρεφε πίσω. Όλη της η δύναμη ήταν μέσα στο μαγικό ραβδί της και χωρίς αυτό δε θα υπήρχε. Καθώς κυλούσε η ήμερα στο δάσος, οι γοργόνες κολυμπούσαν στις λίμνες της περιοχής -για την ακρίβεια τη μια που είχε η περιοχή- οι νεράιδες μάζευαν λουλούδια κι ένας πήγασος, ο Φλιξ, μάζεψε όλους τους φίλους του, γιατί ήθελε να τους ανακοινώσει κάτι. Αυτό που είχε σκεφτεί ήταν να κλέψουν και να καταστρέψουν το ραβδί της Κρονέλας. Όπως ήταν αναμενόμενο όλοι φοβισμένοι αρνήθηκαν, εκτός από τον κολλητό του φίλο. Έτσι την επόμενη μέρα ξεκίνησαν πρωί πρωί για το Παλάτι. Γύρω από εκεί υπήρχαν πελώρια δέντρα που το κάλυπταν και μια πράσινη, νεφελώδη σκόνη. Αυτό τους φόβισε, άλλα κανείς δε δίστασε. Με δυσκολία κατάφεραν και μπήκαν μέσα. Χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ανέβηκαν τα εκατό σκαλιά, ώστε να φτάσουν στο σκοτεινό δωμάτιο της βασίλισσας. Την ώρα εκείνη η βασίλισσα κοιμόταν και, περπατώντας αθόρυβα
20
και οι δυο, πλησίασαν το ραβδί. Όμως με μια απρόσεχτη κίνηση, έριξαν κάτω ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της που έγραφε τα ξόρκια της για τα μαγικά και τότε η Κρονέλα ξύπνησε. -Εεε τι κάνετε εκεί πέρα, παλιόπαιδα; Άμα σας πιάσω στα χέρια μου, θα σας κάνω κομματάκια! είπε η Κρονέλα στους τρομαγμένους πήγασους και σηκώθηκε να πιάσει το ραβδί της. Αλλά το ραβδί το είχαν ήδη αρπάξει οι πήγασοι και το είχαν πετάξει όσο πιο μακριά μπορούσαν. Για κακή τους τύχη, η βασίλισσα ήταν αρκετά κοντά τους και άρχισε ένα τρελό κυνηγητό. Μετά από ώρα καταδίωξης, καθώς διέσχιζαν έναν ωκεανό, ο Φλιξ πέταξε στον βυθό του ωκεανού το ραβδί. Μια αποτυχημένη προσπάθεια της Κρονέλας να το πιάσει πριν χαθεί για πάντα… οδήγησε στον χαμό και των δύο. Έπειτα, οι δυο φίλοι, χαρούμενοι που γλίτωσαν μια για πάντα από την τρομερή βασίλισσα, πέταξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν πίσω στο δάσος. Εκεί είπαν τα ευχάριστα νέα σε όλους και το βράδυ έγινε μια εκδήλωση με χορό και τραγούδι προς τιμήν τους. Τότε οι νεράιδες, για να τους ευχαριστήσουν, πρόσφεραν στον φίλο του Φλιξ σπάνια, αθάνατα λουλούδια και για τον Φλιξ φύτεψαν ένα δέντρο που του έμοιαζε. Έτσι πότε ξανά δε χρειάστηκε να ανησυχήσουν για καμία βασίλισσα και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Άγγελος Δ.
21
22
23