1
Μια φορά κι έναν καιρό σε µια πολυσύχναστη και πολύβουη πόλη ζούσαν δυο παιδιά, ο Αλβέρτο και η Λάουρα. Μεγάλωναν σε γειτονικά σπίτια και πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Η Λάουρα ήταν ψηλή, ξανθιά και γαλανοµάτα. Οι γονείς της ήταν ευκατάστατοι και τους εκτιµούσαν όλοι. Από την άλλη πλευρά ο Αλβέρτο ήταν ψηλός ,µελαχρινός µε ένα χέρι λίγο στραβό ( από την γέννησή του). Οι γονείς του ήταν φτωχοί και είχαν έρθει από µια χώρα που λεγόταν Σπανία. Το να είσαι από την Σπανία ήταν µεγάλο κακό σε µια χώρα που λεγόταν Μαλλιαρή και νόµιζαν ότι οι Σπανοί είναι φαλακροί! Είχε και µια αλεπουδίτσα που πάντα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Κάθε πρωί ο Αλβέρτο καθώς πήγαινε στο σχολείο οι συµµαθητές του τον πείραζαν: -Ε, µαυροµούρη Σπανέ, Θα µεγαλώσουν άραγε τα µαλλιά σου ή θα είσαι ένας σπανός Σπανός; Εκείνος στενοχωριόταν µα πιο πολύ στενοχωριόταν όταν τον κορόιδευε η Λάουρα. Η Λάουρα παρασυρόταν από τις φίλες της και τον έλεγε κι εκείνη ψιλολέλεκα και ξερόλα! Όµως εκείνος πάντα της χαµογελούσε.
2
Τα χρόνια πέρασαν. Η οικογένεια του Αλβέρτο είχε µετακοµίσει στη διπλανή πόλη, γιατί ο πατέρας του είχε βρει καλύτερη δουλειά. Ο Αλβέρτο αποφάσισε να κάνει επέµβαση στο χέρι του, γιατί τον πονούσε τροµερά όταν άλλαζε ο καιρός. Πήγε λοιπόν στο νοσοκοµείο της Μαλλιαρής, περισσότερο γιατί ήθελε να δει και πάλι την παλιά του γειτονιά. Καθώς περίµενε ανήσυχος και ανυπόµονος τον γιατρό είδε έκπληκτος να τον πλησιάζει µια κοπέλα που έµοιαζε µε τη συµµαθήτριά του τη …Λάουρα! «Είµαι η γιατρός που θα σε αναλάβει» του είπε η Λάουρα το ίδιο έκπληκτη και εκείνη που συναντούσε τον παλιό συµµαθητή της! Και των δυο η καρδιά χτυπούσε πολύ δυνατά. Η εγχείρηση είχε µεγάλη επιτυχία. Στο µεταξύ όµως οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν και αποφάσισαν να παντρευτούν. -Θα µε συγχωρέσεις άραγε για τα άσχηµα λόγια που σου έλεγα όταν ήµασταν παιδιά , του έλεγε η Λάουρα. -Η αγάπη είναι πιο δυνατή από όλα τα άσχηµα λόγια του κόσµου, απαντούσε πάντα χαµογελώντας ο Αλβέρτο. Μόλις όµως ο πατέρας της Λάουρας έµαθε ότι θέλουν να παντρευτούν θύµωσε. «Δεν είναι δυνατόν η κόρη µου που είναι τόσο όµορφη, πλούσια και γιατρός να παντρευτεί έναν µετανάστη που δουλεύει µάλιστα σε σπανική εταιρεία » είπε φανερά αγανακτισµένος. Τότε οι δυο νέοι αποφάσισαν να φύγουν µαζί. Ο πατέρας όµως το έµαθε και άρχισε να τους κυνηγά. Καθώς έτρεχαν άκουσαν µια κουκουβάγια να τους λέει:<< Ελάτε από εδώ, ελάτε από εδώ θα σας δείξω τον δρόµο για το µαγικό µονοπάτι». Ο πατέρας που τους ακολουθούσε παραλίγο να µπει κι αυτός στο µαγικό µονοπάτι αλλά η έξυπνη αλεπού (που πάντα ακολουθούσε τον Αλβέρτο από τότε που ήταν παιδί) έστριψε αλλού την ουρά της και τον ξεγέλασε. Έτσι µπήκε στο πουκνό και τροµαχτικό δάσος. Καθώς έτρεχαν, η Λάουρα σκόνταψε πάνω σε ένα σακουλάκι. -Πάρε το σακουλάκι, άκουσε την κουκουβάγια να της λέει. 3
Πήρε το σακουλάκι και συνέχισαν να τρέχουν µέχρι που βρέθηκαν στη θάλασσα .Εκεί υπήρχε ένα παράξενο καράβι. Μην έχοντας πού αλλού να πάνε ανέβηκαν στο καράβι κι εκείνο σάλπαρε αµέσως . Τότε προς µεγάλη τους έκπληξη είδαν πως ο καπετάνιος και το πλήρωµα ήταν µαϊµούδες και η µηχανή του πλοίου δούλευε µε µπανάνες. -Κι άλλες µπανάνες, φώναζαν τα µαϊµουδάκια και έριχναν µε µπανανόφτυαρα τις µπανάνες στη µηχανή. Ξαφνικά το πλοίο σταµάτησε. -Δεν έχουµε άλλες µπανάνες, είπαν οι µαϊµούδες-µηχανικοί. -Τέλειωσαν
οι
µπανάνες
δηλαδή
τα
καύσιµά
µας,
ανακοίνωσε
ο
µαϊµουδοκαπετάνιος µε λυπηµένο ύφος. Αυτόµατα έψαξαν να βρουν τα κινητά τους αλλά δεν είχαν σήµα. Η Λάουρα τροµοκρατήθηκε. -Φοβάµαι, είπε και η αγωνία ήταν ζωγραφισµένη στο πρόσωπό της. -Μη φοβάσαι, της είπε ο Αλβέρτο, κάποια λύση θα βρεθεί. Πάντα κάποια λύση υπάρχει. Τότε στον ορίζοντα φάνηκαν παιχνιδιάρικα δελφίνια. Έκαναν τούµπες στον αέρα, στριφογύριζαν και έκαναν κύκλους µέσα στο νερό. «Τραγούδα, τραγούδα» είπε ο Αλβέρτο στη Λάουρα. «Τραγουδάς µελωδικά θα σε ακούσουν και θα έρθουν κοντά. Ίσως µπορούν να µας βοηθήσουν». 4
Η Λάουρα , πράγµατι, άρχισε να τραγουδάει και τα δελφίνια ήρθαν κοντά. Οι µαϊµούδες έλεγαν
διάφορα στη γλώσσα τους και τότε τα δελφίνια
άρχισαν να σπρώχνουν το πλοίο. Έφτασαν σε ένα νησί που φαινόταν έρηµο και ήταν γεµάτο µπανάνες. Αµέσως κατέβηκαν και άρχισαν να µαζεύουν µπανάνες. Ήταν έτοιµοι να κουβαλήσουν και το τελευταίο φορτίο όταν παρουσιάστηκε µπροστά τους µια στρατιά οργισµένων ποντικιών. -Είµαστε ο στρατός της µάγισσας Ασηµπέκα και θα σας πιάσουµε να σας πάµε σε εκείνη, είπαν και άρχισαν να τους κυνηγάνε.
Έτρεξαν όλοι µαζί όσο πιο γρήγορα µπορούσαν για να µπουν στο πλοίο. Λίγο πριν µπουν µέσα τα ποντίκια έπιασαν τη Λάουρα και έφυγαν. Ο Αλβέρτο είπε στις µαϊµούδες να φύγουν να φέρουν βοήθεια - αν µπορέσουν-
και αυτός θα έµενε να ελευθερώσει τη Λάουρα. Μαζί του
έµεινε και η αγαπηµένη του αλεπού που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ. Το κάστρο της µάγισσας ήταν µια τεράστια ποντικοπαγίδα. Από µακριά είδαν τη µάγισσα να µεταµορφώνει τη Λάουρα σε ποντικίνα. Η καρδιά του Αλβέρτο κόπηκε σε χίλια κοµµάτια από τη στενοχώρια του. -Τι θα κάνω; συλλογιζόταν. 5
Η αλεπουδίτσα ήταν σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. Παρατήρησε και είδε πως η µάγισσα όταν έµπαινε στο σπίτι- ποντικοπαγίδα δεν πατούσε το χαλάκι της εξώπορτας. Μόλις η µάγισσα κοιµήθηκε µπήκε στο σπίτι από ένα παραθυράκι και άνοιξε την εξώπορτα. Αµέσως, η παµπόνηρη αλεπού, άρχισε να νιαουρίζει (είχε κάνει αρκετές πρόβες όταν ήθελε να ξεγελάσει τα ποντίκια της γειτονιάς την Πρωταπριλιά και έτσι τα κατάφερε µια χαρά ). Τα ποντίκια τρόµαξαν τόσο πολύ που ξέχασαν ότι στο νησί δεν υπήρχαν γάτες και άρχισαν να τρέχουν προς τα έξω. Πάτησαν το χαλάκι της εξώπορτας που (όπως σωστά είχε καταλάβει η αλεπού) ήταν παγίδα και τότε ένα µεγάλο κλουβί έπεσε από την οροφή και φυλάκισε όλο τον στρατό της µάγισσας. Η Ασηµπέκα ξύπνησε και άρχισε να τρέχει στη σκάλα. Ένα µικρό παιδάκι όµως έβαλε µια µπανανόφλουδα την πάτησε και βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωµα. Ο Αλβέρτο µε τη βοήθεια της αλεπούς µπήκε στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει για τη Λάουρα. -Εδώ εδώ, του φώναξε το παιδάκι( που είχε βάλει την µπανανόφλουδα στη σκάλα) και του έδειξε ένα κλουβί. Τα κλειδιά όµως τα είχε η µάγισσα. -Γρήγορα φώναξε η Λάουρα πάρε το µαγικό σακουλάκι ίσως βοηθήσει. Το παιδάκι πήρε το σακουλάκι και το έδωσε στον Αλβέρτο. Αµέσως εκείνος
6
έριξε µια µαγική χρυσόσκονη που είχε µέσα στην Ασηµπέµπα και εκείνη µεταµορφώθηκε σε χελώνα. Ο Αλβέρτο πήρε τα κλειδιά και άνοιξε το κλουβί της Λάουρας. Το µικρό παιδί τους έδειξε το δωµάτιο της µάγισσας και άρχισαν να ψάχνουν το µαγικό ξόρκι για να κάνουν το κορίτσι από ποντικίνα ξανά κορίτσι. Το ξόρκι ήταν κρυµµένο µέσα σε ένα κουτί από ζάχαρη κάτω από το κρεβάτι της µάγισσας. Ο Αλβέρτο διάβασε το ξόρκι δυνατά:
Ντίκι ντάκι ποντικάκι γίνε πάλι ανθρωπάκι Αλακαζάµ ποντικιζάµ γίνε πάλι ανθρωπιζάµ Βγείτε έξω ποντικάκια για να γίνετε ανθρωπάκια
Προς µεγάλη τους έκπληξη είδαν να γίνονται άνθρωποι όχι µόνο η Λάουρα
αλλά και ολόκληρη η στρατιά των ποντικιών. Το χαριτωµένο
αγοράκι που τους είχε βοηθήσει άρχισε να φωνάζει: « Μαµά, µπαµπά επιτέλους είστε πάλι άνθρωποι και είµαστε µαζί» και τους αγκάλιασε τρισευτυχισµένο. -Είµαστε ναυαγοί, εξήγησαν. Η µάγισσα του νησιού µας µεταµόρφωσε σε στρατό ποντικιών για να την προσέχουµε και να εκτελούµε κάθε της διαταγή. Τα µάγια όµως, ευτυχώς, δεν έπιασαν καλά το µοναδικό παιδί που είχαµε µαζί µας , γιατί ήταν µικρό και αγνό και έτσι µπόρεσε να σας βοηθήσει. 7
-Κρυβόµουν στην αποθήκη και έβγαινα όταν η µάγισσα κοιµόταν, είπε το αγόρι.
Τότε από µακριά είδαν να έρχεται πάλι το πλοίο των µαϊµούδων. Όλοι ενθουσιάστηκαν αλλά µόλις οι µαϊµούδες κατέβηκαν στο νησί ο Αλβέρτο και η Λάουρα έµειναν να κοιτάζουν αµήχανοι. Μαζί τους είχε έρθει και ο πατέρας της Λάουρας!!! Τον είχαν βρει στο πυκνό δάσος να ψάχνει έναν τρόπο να γυρίσει πίσω και τον πήραν µαζί τους. Ο πατέρας µόλις αντίκρισε τον Αλβέρτο όρµησε να τον χτυπήσει γιατί νόµιζε πως αυτός είχε παρασύρει την κόρη του σε αυτό το µακρινό µέρος για να µην ξαναδεί την οικογένειά της. Τότε η µάγισσα που ήταν ακόµη µεταµορφωµένη σε χελώνα κύλησε µπροστά του και τον έκανε να πέσει σε ένα θάµνο. Αµέσως στη θέση της εµφανίστηκε µια πανέµορφη νεράιδα.«Μην συµπεριφέρεσαι άσχηµα σε αυτόν τον νέο που δεν εγκατέλειψε την κόρη σου και αγωνίστηκε για να τη σώσει» είπε επιτακτικά στον πατέρα και του εξήγησε πως δεν έφυγε από το νησί και έµεινε εκεί για να την ελευθερώσει. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασµένος και αγκάλιασε και τους δυο νέους. 8
-Δεν ήµουν πάντα κακιά µάγισσα, εξήγησε στη συνέχεια η όµορφη κοπέλα! Ήµουν νεράιδα αλλά ήµουν κακιά και κορόιδευα τις άλλες νεράιδες. Τότε η βασίλισσά µας µε έκανε άσχηµη σαν τις σκέψεις και τις πράξεις µου και µε έστειλε εδώ. Αν έκανα όµως έστω και µια µικρή καλή πράξη ή σκέψη θα γινόµουν πάλι όπως πριν. Αν και χελώνα ένιωσα πολύ άσχηµα που κάποιος ήθελε να χτυπήσει κάποιον άλλον και θέλησα να βοηθήσω. Ζήτησε από όλους συγνώµη που τους είχε φερθεί τόσο σκληρά και τους υποσχέθηκε να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στον τόπο τους και να ζήσουν ευτυχισµένοι. Όλοι µαζί επιβιβάστηκαν στο παράξενο πλοίο και άρχισαν να τραγουδάνε χαρούµενοι: Όταν αγαπάς νικάς. Όταν νοιάζεσαι συνεργάζεσαι και την ευτυχία µοιράζεσαι.
3ο Δηµοτικό σχολείο Κερατσινίου 9
Δ1΄ Τάξη Η περιπέτεια δυο νέων σ’ ένα µυστηριώδες νησί Συγγραφείς – Εικονογράφοι: Ανδριανόπουλος Αλέξανδρος Βαϊνάς Γιώργος Βιδάλη Ειρήνη Βλαχάκης Αντώνης Γαγλία Ειρήνη Γιαννόπουλος Θοδωρής Δαµίγος Νικόλαος-Ευάγγελος Δηµακάκος Νικόλαος-Βασίλειος Διόγος Ανέστης-Ελευθέριος Διόγος Δηµήτρης Ζευγολατάκου Μαρία Καµπεράι Ιλιάνα Καπουσούζης Ευάγγελος Καραµπούλη Σοφία Κετσέ Κωνσταντίνα Κλείσα Κατερίνα Κούβαλης Παναγιώτης Κούπας Βαγγέλης Λάβδα Μαρία-Ελευθερία Μαυρίδης Παναγιώτης-Ειρηναίος Ντίκα Αλέξανδρος Η δασκάλα της τάξης: Ζήση Μαρία Επιµέλεια εξώφυλλου: Γεωργακόπουλος Σέργιος
10