ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Α’ ΤΑΞΗΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΟΥΔΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟ
Ο μικρός Γιάννης Μια φορά κι έναν καιρό πήγε ο Γιάννης στο σχολειό… Δεν ήταν η πρώτη μέρα που μικρός Γιάννης πήγε στο καινούριο του σχολείο, όλοι τον κορόιδευαν και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.. Ο Γιάννης σήμερα προσπάθησε να τους αγνοήσει..Στο πρώτο διάλειμμα που για το σχολείο τους είναι και το πιο μεγάλο ο Γιάννης, ήθελε να πάει στην τουαλέτα… Όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο, πριν μπει στην τουαλέτα δηλαδή εκεί που είναι οι νιπτήρες, συνάντησε τον Κώστα που ήταν κι αυτός ένας καινούριος μαθητής μόνο που αυτός είχε έρθει στο σχολείο μία εβδομάδα πριν έρθει ο Γιαννάκης… Ούτε και ο Κώστας είχε φίλους όπως και ο Γιάννης και του είπε ότι κάθεται σε κάθε διάλειμμα στις τουαλέτες, ώστε να αποφεύγει την επαφή με τα άλλα παιδιά διότι όποτε ήταν έξω μαζί τους τον κορόιδευαν με αποτέλεσμα να νιώθει απαίσια..Του είπε ότι αυτός είναι ένας τρόπος αγνόησης αυτών των παιδιών που του φέρονται έτσι. Μετά από πολύ κουβέντα και αρκετά καλή γνωριμία ο Γιάννης με τον Κώστα έγιναν δύο πολύ καλοί φίλοι.. Σε κάθε διάλειμμα είναι τώρα μαζί και δεν τους νοιάζει εάν τους κοροϊδεύουν ή όχι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να είναι για πάντα κολλητοί Και τώρα πάντα οι δυο τους μέχρι και σήμερα που είναι μεγάλοι πια, είναι αχώριστοι και πότε δεν ξεχνούν την μέρα που πρωτογνωρίστηκαν…
Ιωσηφίνα Βεργανελάκη
Η διαφορετικότητα του λύκου Μια φορά κι έναν καιρό , ξεκίνησε χαρωπά η μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, κρατώντας το γεμάτο λιχουδιές καλάθι της να πάει στην γιαγιά της. Καθώς προχωρούσε ξέγνοιαστη μες στο ήρεμο δάσος, ξαφνικά άκουσε
έναν
παράξενο θόρυβο. Πλησίασε προς τα εκεί αντικρίζοντας έναν θεόρατο λύκο. Όμως αυτή αντί να φοβηθεί, άρχισε να γελά. Ο λύκος τη ρώτησε: -Γιατί γελάς; -Έχεις δει ποτέ τα αυτιά σου στον καθρέπτη; -Γιατί τι έχουν; -Χα χα χα είναι πολύ μεγάλα σαν του λαγού!! -Είμαι διαφορετικός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμαι ΊΣΟΣ με εσένα!!!!! Ύστερα η Κοκκινοσκουφίτσα αποχώρησε γελώντας και υποτιμώντας τα λόγια του λύκου. Ο λύκος έφυγε στεναχωρημένος σκεφτόμενος τα λόγια της Κοκκινοσκουφίτσας. Μετά από λίγο η Κοκκινοσκουφίτσα έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς της, της είπε γελώντας την περίεργη συνάντησή της με τον λύκο. Η γιαγιά της σοβαρή της εξήγησε το λάθος της: -Δεν πρέπει να κοροϊδεύεις κάποιον επειδή είναι διαφορετικός! -Δεν τον κορόιδεψα, απλώς γέλασα με την εμφάνισή του. -Ναι, αλλά τον έκανες να νιώσει άσχημα. -Έχεις δίκιο γιαγιά. Πάω αμέσως να του ζητήσω συγγνώμη! Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε στο δάσος και είδε τον λύκο να κάθεται στενοχωρημένος. Πήγε και του ζήτησε συγγνώμη και ο μεγαλόκαρδος λύκος την
δέχτηκε
με
χαρά!!!
Από
τότε
έγιναν
αχώριστοι
φίλοι
και
η
Κοκκινοσκουφίτσα δεν τον ξανακορόιδεψε ποτέ ξανά!!!! Βαρανάκη Αργυρώ Κακατσάκη Χρστίνα-Ραφαέλα
Η μικρή Κοκκινοσκουφίτσα πάει σχολείο
Μια μέρα η μικρή Κοκκινοσκουφίτσα έπρεπε να πάει σχολείο και να περάσει από το Σκοτεινό Δάσος γιατί ο δρόμος που πήγαινε συνήθως ήταν κλειστός. Η Μαμά της την ετοίμασε και της είπε να προσέχει για το Σκοτεινό Δάσος ήταν επικίνδυνο μέρος για ένα μικρά παιδία. Της είπε να προσέχει και να μην παρασυρθεί από το Δάσος. Η μικρή Κοκκινοσκουφίτσα βγήκε στον δρόμο και σε λίγη ώρα είχε φτάσει το Δάσος ήταν ενθουσιασμένη γιατί έβλεπε τόσα θαυμαστά πράγματα αλλά και τρομαγμένη επειδή όλα ήταν λίγο σκοτεινά και ήταν κοντά στο σπίτι του λύκου. Η Κοκκινοσκουφίτσα περιπλανιόταν για πολύ ώρα στο Δάσος όταν ξαφνικά είδε ένα πανέμορφο ελάφι με πορτοκαλί ρίγες Κοκκινοσκουφίτσα γρήγορα ξέχασε τη της είχε πει η μητέρα της και ακολούθησε το ελάφι. Γρήγορα η Κοκκινοσκουφίτσα χάθηκε από το μονοπάτι και σκέφτηκε ότι πότε δεν θα ξανάβλεπε την μαμά της έκατσε σε ένα κορμό δέντρου και έκλεγε ξάφνου ο λύκος που είχε ακούσει τα κλάματα της πήγε και έκατσε διπλα της. Ο λύκος δεν ήταν πια κακός αλλά κανείς δεν το ήξερε. Η Κοκκινοσκουφίτσα όταν τον είδε φοβήθηκε αλλά όταν ο λύκος της εξήγησε ότι ήταν πια καλός και χορτοφάγος έγιναν φίλοι. Ο λύκος προσφέρθηκε να της δείξει το μονοπάτι και να την πάει στο σχολειό. Όταν φτιάσανε στο σχολείο και τα παιδία είδαν τον λύκο φοβηθήκαν και κρύφτηκαν μα όταν η Κοκκινοσκουφίτσα τους εξήγησε βγήκαν όλα και αγκάλιασαν τον λύκο. Από τότε οι κάτοικοι του χωριού και ο λύκος είναι φίλοι για πάντα.
Δημήτρης Αυγέρος
«Η πρώτη μέρα στο σχολείο» Μια φορά και ένα καιρό ο μικρός Μπάμπης ετοιμάστηκε για την πρώτη του
μέρα
στο
Γυμνάσιο.
Αφού
πλύθηκε, ντύθηκε και έφαγε το πρωινό του ξεκίνησε τη διαδρομή του στο σχολείο και άρχισε να νιώθει διάφορα συναισθήματα. ‘Όπως φόβο γιατί αυτός ήταν πιο κοντός από τους άλλους και φοβόταν μήπως τον κοροϊδεύουν. Αλλά απ’ την άλλη, νιώθει ενθουσιασμό γιατί θα είναι ξανά με τους φίλους του. Φτάνοντας στο σχολείο αντίκρισε ένα γκριζωπό κτίριο με πολλές αίθουσες και δυο μεγάλες αυλές. Λίγο πιο μετά δυο μεγάλα παιδιά άρχισαν να
γελάνε
μαζί του για το ύψος του. Αυτή η μέρα δεν πέρασε πολύ καλά για τον μικρό Μπάμπη. Την επόμενη μέρα συνεχίστηκε η ίδια κατάσταση. Αφού και την επόμενη μέρα συνεχίστηκε το ίδιο πράγμα ο μικρός Μπάμπης ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ να το πει στους γονείς του. Οι γονείς του έδρασαν άμεσα. Πήγανε στον διευθυντή και αποφάσισαν να μιλήσουν με το παιδί για να δουν τι θα κάνουν. Ο διευθυντής βρήκε τα παιδιά που κορόιδεψαν το μικρό Μπάμπη και τους μάλωσε. Την επόμενη μέρα πήγαν όλα καλά και ο Μπάμπης γνώρισε καινούργιους φίλους.
ΜΑΝΟΣ ΚΛΩΘΑΚΗΣ ΜΑΝΟΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ
«Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ» Μια φορά κι έναν καιρό , ήταν ο μικρός Νικόλας που μετακόμισε σε μία καινούρια γειτονία και σε ένα καινούργιο σχολείο . Την πρώτη μέρα στο καινούριο του σχολείο άρχισαν να τον κοροϊδεύουν επειδή διάβαζε πιο πολύ από τους άλλους συμμαθητές του.H δασκάλα φώναζε στα άλλα παιδιά να μην τον κοροϊδεύουν γιατί θα τους πάει στον διευθυντή . Στο διάλειμμα οι άλλοι συμμαθητές του τον χτυπούσαν, του έριχναν το φαγητό του, αλλά αυτός φοβόταν να το πει στους δασκάλους του . Πήγαινε σε μια γωνία και άρχισε να κλαίει ενώ τα άλλα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί .Σε μια στιγμή σκέφτηκε να πάει στο γραφείο και να το πει .Μόλις σηκώθηκε να πάει τον βλέπουν και τον σταματάνε και του λένε «Που πας;» αυτός δεν απάντησε και άρχισε να τρέχει. Οι υπόλοιποι τον κυνηγούσαν τότε αυτός άρχισε να φωνάζει δυνατά «ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑ», οι δάσκαλοι τον άκουσαν και βγήκαν έξω να δουν τι γίνεται. Τρέχει λοιπόν πίσω από τους δασκάλους «Τι γίνεται εδώ πέρα» ,ρώτησε ο διευθυντής . «Με κυνηγάνε για να με χτυπήσουν» ,είπε αυτός , «Τώρα αμέσως ζητήστε του συγνώμη και γίνετε φίλοι ΕΝΤΑΞΕΙ;» «Ναι, κύριε διευθυντή» είπαν αυτοί. Από εκείνη τη μέρα όλοι έγιναν φίλοι και ποτέ δεν ξαναμάλωσαν.
Zωή Δερμιτζάκη Α1
Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΥΤΗΣ Μια φορά και έναν καιρό ήταν η μικρή Αγάπη που κατοικούσε στην Αθήνα. Οι γονείς της λόγο μετάθεσης έπρεπε να μετακομίσουν στην Θεσσαλονίκη. Η Αγάπη ήταν πολύ θλιμμένη διότι θα έχανε τους αγαπημένους φίλους της. Αφού μετακόμισαν και τακτοποίησαν τα πράγματα τους πήγαν βόλτα στην πόλη. Ωστόσο πέρασε και αυτή η νύχτα. Πλέον είχε φτάσει η μέρα για την νέα χρονιά στο σχολείο. Ήταν πολύ αγχωμένη αλλά και ενθουσιασμένη για τους νέους φίλους που θα γνώριζε… Μόλις στάθηκε στην εξώπορτα του σχολείου ένιωθε αρκετά ‘’μικρή’’ , όταν χτύπησε το κουδούνι και πέρασαν όλοι στις τάξεις τους. Η Αγάπη κάθισε στο πρώτο θρανίο μόνη. Όσο περνούσαν οι μέρες η Αγάπη γινόταν όλο και καλύτερη μαθήτρια και αυτό ήταν η αφορμή για να την κοροϊδεύουν συνεχώς. Άλλη μια εβδομάδα ξεκίνησε και η Αγάπη ένιωθε ακόμα πιο πολύ μοναξιά… Αφού τελείωσε και αυτή η μέρα και βγαίνοντας από την τάξη την έσπρωξαν και έπεσε κάτω ο καθηγητής παρατήρησε αυτό το περιστατικό και θέλησε να μιλήσει με τους γονείς των παιδιών . Μετά από την συνέλευση αυτή οι γονείς ενημερώθηκαν όμως τα παιδιά συνέχιζαν αυτήν την απαίσια ιστορία η Αγάπη κοιτάζοντας στον αγαπημένο της καθρέφτη αναρωτιόταν γιατί οι συμμαθήτριες της δεν την συμπαθούσαν… Eκείνος της απάντησε -Δεν φταις εσύ… -Και τότε γιατί θέλουν να μου κάνουν κακό… Μετά από αυτή την μικρή συζήτηση ο καθρέφτης χάθηκε. Της άφησε τόσες απορίες. Ο δάσκαλος αφού συναντήθηκε με τους γονείς των παιδιών αποφάσισαν ότι πλέον αυτή η συμπεριφορά δεν αξίζει στην μικρή Αγάπη. Την επόμενη μέρα με την αφορμή ότι η Αγάπη είχε γενέθλια της πρόσφεραν δώρα την γέμισαν με εκατοντάδες ευχές και ζήτησαν συγγνώμη που τόσο καιρό της φέρονταν με τόση κακία. Όταν η Αγάπη γύρισε σπίτι ο αγαπημένος μαγικός καθρέφτης της είχε εξαφανιστεί…!!! Βασιλική Αποστολίδη-Ηλιάνα Καβαρλίγκου
Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΌΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ!!! Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη υπήρχε ένα τριθέσιο σχολείο με πάρα πολλά παιδιά. Αυτά τα παιδιά ήταν δεμένα μεταξύ τους εάν εξαιρέσουμε μια ομάδα ‘’νταήδων’’ οι οποίοι τα εκφόβιζαν είτε με λεκτική βία είτε σωματική. Σχεδόν κάθε μέρα οι ‘’νταήδες’’ τα χτυπούσαν και τα έβριζαν με αποτέλεσμα τα παιδιά εκείνα , τους πήγαιναν πολύ συχνά στο γραφείο των καθηγητών. Έτσι λοιπόν είχαν δημιουργήσει από μόνoι τους μια άσχημη εικόνα προς τους καθηγητές και προς όλα τα παιδιά του σχολείου.
Ώσπου μια μέρα, ένα καινούριο παιδί ήρθε στο σχολείο και τα άλλαξε όλα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. Κατάφερε να αντιμιλήσει, ειρηνικά, και να συζητήσει μαζί τους για το θέμα που απασχολούσαν όλα τα παιδιά του σχολείου . Έτσι εκείνοι σταμάτησαν να εκφοβίζουν τα φοβισμένα παιδάκια και έγιναν όλοι φίλοι και από τότε ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Έτσι αυτό το θαρραλέο παιδί το εκτίμησαν οι καθηγητές αλλά και όλα τα παιδιά του σχολείου. Έπειτα από όλη του την προσπάθεια όλοι ήταν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Αράπη Τζέσικα – Γεωργακάκη Μεταξία Α1
Τα τρία γουρουνάκια πάνε σχολείο Μια φορά και ένα καιρό τρία γουρουνάκια πάνε στο σχολείο εκεί όπου υπάρχουν πολλά και διαφορετικά ζωάκια. Τα γουρουνάκια ήταν καινούρια και δεν ξέρανε κανένα άλλο ζωάκι . Όταν τα γουρουνάκια μπήκαν μέσα όλα τα υπόλοιπα ζωάκια άρχισαν να γελάνε και να τα κοροϊδεύουν. Τα γουρουνάκια αισθάνθηκαν πολύ άσχημα, τότε πήγαν και κρυφτήκαν πίσω από μια κολόνα της τάξης όπου δεν τα έβλεπε κανείς και έκλαιγαν. Μετά από αρκετή ώρα το κουδούνι χτύπησε και όλα τα ζωάκια βγήκαν έξω εκτός από τα γουρουνάκια και τον ταύρο. Ο ταύρος άρχισε να λέει άσχημα λόγια, να παίρνει τα πράγματά και να χτυπάει τα γουρουνάκια. Τότε μπήκε μέσα η κυρία, είδε τον ταύρο να συμπεριφέρεται άσχημα στα γουρουνάκια και άρχισε να τα μαλώνει. Τότε τα γουρουνάκια είπαν στην κυρία να σταματήσει να τον μαλώνει και της είπαν ότι παίζανε. Από τότε ο ταύρος έγινε πολύ καλός φίλος με τα ξανατσακώθηκαν ποτέ.
γουρουνάκια και δεν
Κουταλώνης –Κουβεδάκης
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΕΣΤΗΣ Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο μικρός Ανέστης που είχε έρθει από την Βουλγαρία. Την πρώτη μέρα στο σχολείο του ,στον αγιασμό, ο Ανέστης ντρεπόταν μπροστά στους άλλους , και δεν του μιλούσε κανένας .Μόλις μπήκαν στη τάξη η δασκάλα τον γνώρισε στα υπόλοιπα παιδιά όμως κανένας δεν ήθελε να κάτσει μαζί του, διότι ήταν από άλλη χώρα. Όταν χτύπησε το κουδούνι άρχισαν όλοι να τρέχουν και κανένας δεν έκανε παρέα τον Ανέστη. Την επόμενη ώρα η δασκάλα ρωτούσε τα παιδιά πως πέρασαν το καλοκαίρι. Όταν τα παιδιά συζητούσαν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους χτύπησε η πόρτα, ήταν η μικρή αδελφή του Ανέστη που ήρθε για να δώσει το μπολάκι με τις φακές που είχε ξεχάσει να πάρει από το σπίτι ο Ανέστης. Τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να γελάνε μαζί του και τον κορόιδευαν. Τότε ο Ανέστης ντράπηκε τόσο πολύ που άρχισε να κλαίει και βγήκε από την τάξη . Αργότερα η Διευθύντρια τον είδε να κλαίει και τον ρώτησε τι έγινε. Ο μικρός Ανέστης άρχισε να της εξηγεί τι είχε γίνει. Μετά η Διευθύντρια τον έστειλε στην τάξη του και είπε στα παιδιά να μην το ξανακάνουν διότι θα υπάρχουν συνέπειες. Κάποια στιγμή να πει ο Ανέστης πως πέρασε το καλοκαίρι. Είπε πως δεν πήγε πουθενά στις διακοπές και έκατσε στο σπίτι με την οικογένεια του. Στο διάλειμμα είδε ένα κορίτσι που ήταν μόνο του και πήγε να γνωριστούνε. Όταν μπήκαν στην τάξη το κορίτσι πήγε και έκατσε μαζί του. Από τότε ο Ανέστης κι αυτό το κορίτσι έγιναν πολύ στενοί φίλοι και κανένας πια δεν ήταν στενοχωρημένος!!!
Μαρία Γκογκίδου Γεράσιμος Βαγιωνάκης
Ο μικρός Γιαννάκης και το καινούριο του σχολείο Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο μικρός Γιαννάκης
όπου
μετακόμισε
σε
μια
καινούρια γειτονιά και αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο. Απομακρύνθηκε από τους
φίλους
του
και
ήταν
πολύ
δυστυχισμένος. Η μαμά του το έβλεπε αυτό και προσπαθούσε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα και έτσι του είπε πως πρέπει να είναι ο εαυτός του και να είναι φιλικός και έτσι θα αποκτήσει πιο εύκολα φίλους. Την πρώτη μέρα προσπάθησε να είναι όσο πιο θετικός γίνετε αλλά ήταν ταυτόχρονα πολύ αγχωμένος. Όταν μπήκε στο προαύλιο όλα τα παιδία τον κοιτούσαν περίεργα και εκείνος ένιωσε μεγάλη ντροπή. Ένα παιδί ήρθε κοντά του και τον ρώτησε το όνομα του και εκείνος του χαμογέλασε και του είπε πως τον λένε Γιάννη και απάντησε ότι χάρηκε και ότι τον λένε Αλέξανδρο. Στην ώρα της γυμναστικής όλα τα παιδία χωριζόντουσαν σε ομάδες για να παίξουνε ποδόσφαιρο μέχρι που έμεινε τελευταίος ο Γιαννάκης. Εκείνος ρώτησε αν μπορούσε να παίξει και αυτός, όμως εκείνοι του αρνήθηκαν και τον έδιωξαν από το γήπεδο. Ο Γιαννάκης έφυγε απογοητευμένος και πήγε σε ένα μέρος μόνος του να κάτσει. Καθώς καθότανε ήρθαν τα άλλα παιδιά και άρχιζαν να τον κλοτσάνε και να τον βρίζουνε ευτυχώς όμως ήρθε ο Αλέξανδρος και τους ζήτησε να σταματήσουν. Εκείνοι τον άκουσαν και τον άφησαν ελεύθερο. Ο Αλέξανδρος τότε είπε στον Γιαννάκη να μην τους δίνει σημασία και να κάνει παρέα μόνο μαζί του, και από τότε ήταν αχώριστοι. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα… Ελένη Βαβουλάκη-Μαρία Ελευθερίου
Ο ΚΟΝΤΟΑΥΤΙΑΣ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που είχε μεγάλα αυτιά και ήταν κοντός. Οι συμμαθητές του τον φώναζαν νάνο. Το παιδί εκείνο ήταν αδύναμο και ντρεπόταν να μιλήσει ανοιχτά στους γονείς η καθηγητές του οπότε ήταν το κατάλληλο θύμα για τους νταήδες. Αλλά μια νύχτα ονειρεύτηκε ότι μπορούσε να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Έτσι και έγινε, το πρωί μίλησε στους γονείς και στα αδέλφια του για το πρόβλημα και αυτοί αποφάσισαν να τον βοηθήσουν να το λύσει. Μόλις πήγε στο σχολειό τον είδαν τα παιδιά και τον κορόιδευαν αλλά αυτός χαμογελούσε. Τους αγνόησε και έκανε πολλούς φίλους και μαζί κατάφερνε να λύσουν το πρόβλημα. Στο τέλος αυτό το παιδί έκανε φίλους έγινε κοινωνικός συμπαθητικός σε όλους και έγινε και πολύ καλός μαθητής. Μεγαλώνοντας ανακάλυψε ότι έκανε φίλους πάρα την εμφάνιση του και κανείς πια δεν τον κορόιδευε. Το παιδί αποφάσισε να πάει στην Αμερική για να σπουδάσει. Πήγε και εκεί γνώρισε πολλούς φίλους και ήξερε πολύ καλά την γλώσσα για αυτό επικοινωνούσε με όλους σε αυτήν την χώρα. Μόλις τέλειωσε τις σπουδές του βρήκε ένα τέλειο σπίτι με ωραία θέα όπου και εγκαταστάθηκε. Αργότερα βρήκε και δουλειά και δημιούργησε μια επιχείρηση που ψυχαγωγούσε τον κόσμο και έγινε διάσημος. Βρήκε γυναίκα και έκανε παιδιά. Όταν γέρασε γύρισε στην πόλη που γεννήθηκε και έμεινε για πάντα εκεί. Έτσι ακόμα και οι άνθρωποι που υποστούν βία καταφέρνουν να γίνουν διάσημοι στο τέλος.
Αντωνουσακης Μιχάλης
O ΘΑΝΑΣΗΣ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που το λέγανε Θανάση και ήταν καινούργιος στο σχολείο και πήγαινε πρώτη γυμνασίου και τον κοροϊδεύουν επειδή ήταν εφέσιμος και όποτε το κοροϊδεύουν τρέχει σε μια γωνία κει κλαίει από την λύπη του .Στην τάξη του πετάνε χαρτάκια και του ρίχνουν φάπες. Τον χτυπάνε στο προαύλιο του σχολείου τον ρίχνουν κάτω στο πάτωμα και μια μέρα έσπασε κάτω με το χέρι του και πήγε στο νοσοκόμοι. Η φιλί του δεν πήγαιναν να τον δουν και ο Θανάσης στεναχωριόταν γιατί δεν ερχόταν κανείς αλλά αυτοί που δεν τον σέβονταν πήγαιναν να τον δουν του ζητούσαν συγνώμη. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο τον πρόσεχαν παρά πολύ όταν κάποιος τον πείραζε τον λέγανε τι σού κάνε και τον διώχνανε ο Θανάσης δεν φοβόταν.
Παπαθεοδώρου Γιώργος
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ Κάποτε ήταν μια ομάδα παιδιών που έρχονταν από διαφορετικές χώρες και ενώθηκαν όλα μαζί .Ο αρχηγός της ομάδας ήταν ο Μάξιμος από την Γερμανία . Τα υπόλοιπα μέλη ήταν η Βιργινία από την Αλβανία , ο Λουκάς από την Αγγλία και η Μυρσίνη από την Συρία βρέθηκαν στο σχολείο όλοι μαζί και οι συμμαθητές τους δεν τους συμπεριφέρονταν ωραία και τους κορόιδευαν επειδή έρχονταν από διαφορετικές χώρες από αυτούς ,επειδή ήταν καλοί μαθητές και ευγενικά παιδιά . Μια μέρα το σχολείο τους διοργάνωσε ένα διαγωνισμό μαθηματικών και κάλεσε κάποια σχολεία για να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό. Τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα αυτήν γιατί τους άρεσαν τα μαθηματικά . Την επόμενη μέρα μετά τον διαγωνισμό ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα και νικητές ήταν τα παιδιά μετανάστες , που έβγαλαν το σχολειό και πήραν το χρυσό μετάλλιο . από τότε οι συμμαθητές τους συμπεριφέρονταν ευγενικά και τους έπαιρναν στη παρέα τους. Καπετανάκη Μαργαρίτα
Ο ΚΟΝΤΟΠΥΘΑΡΟΣ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κοντούλης που όταν τον έβλεπαν άρχιζαν να τον κοροϊδεύουν Μια μέρα ο Γιάννης πήγε στο σχολείο και οι συμμαθητές του έλεγαν πότε θα ψηλώσει . Ο Γιάννης άρχισε να κλαίει ,οι δάσκαλοι δεν του έδιναν σημασία . Ο Γιάννης καθόταν στο παγκάκι αλλά κανείς δεν του έλεγε να πάνε μια βόλτα. Ο Γιάννης όταν πήγε στο σπίτι του ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άρχισε να κλαίει, όταν η μαμά του φώναξε για να πάει να φάει αυτός της απάντησε ότι δεν θέλει να φάει επειδή θέλει να τελειώσει τα μαθήματα του για να βγει στην γειτονιά να παίξει με τους υποτιθέμενους φίλους του. Την επόμενη μέρα το παιδί προσπάθησε να βρει καινούργιους φίλους αλλά όλοι πάλι τον κορόιδευαν ευτυχώς βρέθηκε ένα καινούργιο παιδί Το παιδί το έλεγαν Φίλιππο πήγαινε κι αυτός πρώτη γυμνασίου αλλά ήταν κι αυτός λίγο κοντός. Τον έκαναν όλοι παρέα κι από τότε έκαναν παρέα με τον Γιάννη
Κουκλάκης Μανώλης
Ο μικρός Σεμπάστιαν Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα σχολείο της Πάτρας υπήρχε ένα παιδί όπου ήταν από
άλλη
χώρα
και
τον
έλεγαν
Σεμπάστιαν. Ζούσε μόνο του με την θεία του, την Ελισάβετ. Ο μικρός Σεμπάστιαν είναι στην 1η γυμνασίου. Την πρώτη ημέρα
στο
χαρούμενος,
σχολείο γιατί
ήταν θα
πολύ έβρισκε
καινούργιους φίλους. Έτσι, πλησίασε σε μια παρέα παιδιών. -Γεια σας! Τους είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. Του απάντησε ευθείς ένα ψηλό παιδί της παρέας με ένα σοβαρό ύφος -Γεια. Καινούργιος είσαι εδώ πέρα; -Ναι! -Πως σε λένε; Τον ρώτησε -Σεμπάστιαν! Του απάντησε κοιτάζοντας τον περίεργα -Σεμπάστιαν; Και..Από πού είσαι εσύ; Ο Σεμπάστιαν απάντησε -Από… από την Αλβανία… Τότε ένα άλλο παιδί που άκουσε την συζήτηση φώναξε -Αυτός είναι Αλβανός!! Τότε όλο το σχολείο γύρισε και τον κοίταξε γελώντας. Στο πρόσωπο του Σεμπάστιαν δάκρυα άρχιζαν να τρέχουν. Έφυγε τρέχοντας με προορισμό το σπίτι του. Όταν έφτασε στο σπίτι του η θεία του τον ρώτησε τι έγινε Και έφτασε τόσο νωρίς. Δεν απάντησε. Κάθε καινούργια μέρα που ξημέρωνε ο Σεμπάστιαν ήταν όλο και πιο πολύ ανήσυχος. Όλη η μέρα του στο σχολείο περνούσε κοροϊδεύοντας τον τα άλλα παιδιά, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να λάβει δράση. Όταν πήγε την επόμενη μέρα στο σχολείο πήγε και μίλησε στα παιδιά που τον κορόιδευαν. Τους είπε πως δεν του αρέσει ο τρόπος που του συμπεριφέρονται και δεν έχει σημασία από πού κατάγεσαι, τι χρώμα έχει το δέρμα σου, ο τρόπος όπου μιλάει κάποιος, το πρόβλημα που έχεις, άμα είσαι διαφορετικός από τους άλλους ψηλός ή κοντός, η εξωτερική σου εμφάνιση αλλά το εσωτερικό που κρύβεται μέσα στους ανθρώπους. Τα παιδιά τον κοίταζαν με συγκίνηση και παραδέχτηκαν το σφάλμα τους. Από εκείνη την ημέρα όλοι κάνανε παρέα με το Σεμπάστιαν. Όλοι έγιναν μια μεγάλη και πολύ αγαπημένη παρέα.
ΓΑΝΙΔΗ ΑΜΠΑΤΖΗ
Ο κοντός μαθητής Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μικρός μπόμπιρας της πρώτης γυμνασίου. Οι γονείς του τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Ήταν καλός μαθητής έξυπνος αστείος, επίσης πάντα ήταν χαμογελαστός. Το μόνο κακό που είχε ήταν ότι για την ηλικία του δεν είχε το κατάλαλο ύψος. Κάθε μέρα ώμος τα μεγαλύτερα παιδιά τον κορόιδευαν γιατί είχε υπερβολικά χαμηλό ύψος. Όμως αυτός άντεξε για αρκετό χρονικό διάστημα αλλά ύστερα από λίγο καιρό το παιδί το είπε στους γονείς του. Όλα τα παιδιά άκουσαν και είδαν την σκηνή όπου οι γονείς του παιδιού κουβέντιαζαν με τους δασκάλους για να βρουν μια λύση. Τα παιδιά που κατηγόρησαν οι γονείς του, συνέχισαν να τον κοροϊδεύουν πιο πολύ και μετά το έδειραν φριχτά. Οι γονείς του πήραν δραστικά μέτρα και οι δάσκαλοι επίσης. Τα παιδία επιτέλους έβαλαν μυαλό και το παιδί μεγάλωσε έγινε πιο δυνατό και όλοι οι συμμαθητές του κατάλαβαν το λάθος τους και όλα από εκεί τα πράγματα πήγαν καλά και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΒΕΝΕΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
Ο Λευτέρης πάει στο σχολείο. Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα ψηλό παιδί, που το λένε Λεύτερη πήγαινε πρώτη λυκείου. Ήταν πολύ κακώς μαθητής γιατί έκανε σκονάκι διότι δεν ήξερε το μάθημα. Οι υπόλοιποι μαθητές τον κοροϊδεύανε, όλες της φορές το είπε στους καθηγητές του τον χτυπάγανε, μια μέρα όμως αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς του. Την επόμενη μέρα πήγαινε στο σχολείο μαζί με τους γονείς του, όσο όμως περπάταγε στους διαδρόμους άκουσε έναν συμμαθητή του μιλάει για αυτόν μετά από ένα δύσκολο διαγώνισμα, όσο άκουγε σκέφτηκε πως το διαγώνισμα θα είναι πολύ δύσκολο λιπών πήρε το βιβλίο του και άρχισε να διαβάζει, λίγο αργότερα ήρθε ο καθηγητής
και
άνοιξε
την
αίθουσα.
Όσο
γράφανε
το
διαγώνισμα ο Λευτέρης απάνταγε της ερωτήσεις μία, μια σιγά με μικρά κενά σε κάθε άσκηση που τελείωνε, μετά από λίγη ώρα ο Λευτέρης τελείωσε και το έδωσε στον καθηγητή. Την επόμενη μέρα πήγε στο σχολείο ανυπομονώντας να μάθει πως τα πήγε, την ώρα που ο καθηγητής διάβαζε τους βαθμούς ξαφνικά άκουσε το όνομα του σηκώθηκε και είπε τον βαθμό του, ο Λευτέρης έμαθε πως για να παίρνει καλούς βαθμούς και να του συμπεριφέρονται καλά πρέπει να διαβάζει και από εκείνη την μέρα και μετά άρχισαν όλοι να τον συμπαθούν.
Πασσάκος .Κορωναίος
Η ΦΟΒΗ
Μια φορά και ένα καιρό ήταν Φόβη οπού ήταν ένα μικρό κοριτσάκι αυτό το κοριτσάκι είναι μαθήτρια της Α’ Γυμνασίου μόλις μετακόμισε σε μία καινούργια πόλη από την Αλβανία. Για αυτό τη Φόβη έφτασε η πιο δύσκολη μέρα η μέρα του αγιασμό στο πλέον καινούργιο της σχολείο .Είναι πολύ φοβισμένη από την μία μεριά ανυπομονεί να δει πως θα τα πάει με τους καινούργιους της συμμαθητές και από την άλλη φοβάται πως θα αντιδράσουν όταν μάθουν για την καταγωγή και όταν θα αντικρίσουν το παράξενο μελαμψό της χρώμα.
Σκεφτόταν…. Έφτασε η ώρα να περάσω αυτή την τεράστια πόρτα φοβάμαι πολύ καθώς περνάω μέσα στο σχολείο παρατηρώ πως είμαι μόνη που ξεχωρίζω από τόσο πλήθος ατόμων, κάποια παιδιά ψιθυρίζουν κοιτώντας με, εγώ προχωράω αγνοώντας τους, βρίσκω μία δασκάλα και την ρωτάω που είναι το τμήμα μου, μου δείχνει μια πόρτα χτυπάω και μπαίνω μέσα τα παιδιά αρχίζουν να γελάνε καθώς με βλέπουν νιώθω πολύ άβολα βρίσκω ένα κενό θρανίο και κάθομαι. Μετά από λίγο χτυπάει το κουδούνι για διάλλειμα, διάφορα άλλα παιδιά με κοροϊδεύουν για το χρώμα μου τα κορίτσια με βλέπουν και με κοροϊδεύουν για τα ρούχα μου. Ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι οι γονείς μου με ρωτάνε για το πως πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο. Εγώ τους απάντησα μια χαρά. Όμως αυτή η κατάσταση επικρατούσε για πολύ καιρό μέχρι που μια μέρα αναγκάστηκε να μιλήσω στους γονείς μου αυτοί την επόμενη μέρα απευθύνθηκαν στους δασκάλους και στο διευθυντή η κυρία το ανακοίνωσε μέσα στην τάξη τα παιδιά άρχιζαν να σκέφτονται την κακή ψυχολογική κατάσταση που μου είχαν προκαλέσει. Από τότε άρχιζαν να μου συμπεριφέρονται καλύτερα και να αποκτώ φίλους και πάνω από όλα να ξανά αγαπήσω το σχολείο…….. Ηρώ
Α’3
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Ο μικρός Αντώνης είναι μαθητής της ΣΤ’ Δημοτικού . Μόλις μετακόμισε από την Αθήνα και μένει τώρα στα Χανιά. Αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο λόγο της μετακόμισης. Την πρώτη μέρα στο σχολείο φοβόταν να πάει διότι δεν ήξερε κανέναν, επειδή δεν έχει φίλους και θα καθόταν μόνος τους. Την δεύτερη μέρα όταν μπήκε στην τάξη ο δάσκαλος τον καλωσόρισε. Όλα τα παιδιά στο διάλειμμα τον κορόιδευαν εκτός από ένα παιδί που τον λέγανε Γιάννη που κι αυτός μόλις είχε έρθει από άλλο σχολείο. Αυτοί οι δυο έγιναν η καλύτεροι φίλοι. Με τον καιρό και τα άλλα παιδιά έγιναν φίλοι τους εκτός από μία παρέα που συνέχιζαν να τον κοροϊδεύουν Μια μέρα τα παιδιά που τον κορόιδευαν τον βρήκαν μόνο του στο διάλειμμα και άρχισαν να τον χτυπάνε, μέχρι να τους δώσει τα λεφτά του. Του είπαν πως αν το πει σε κανέναν θα τον χτυπήσουν πιο πολύ. Την επόμενη μέρα ήταν φοβισμένος και στενοχωρημένος. Ο Γιάννης το κατάλαβε και το είπε στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος ρώτησε τον Αντώνη αν είναι αλήθεια και αυτός του είπε ότι ήταν αλήθεια. Όταν χτύπησε το κουδούνι για μέσα ο δάσκαλος εξήγησε στην παρέα ότι αυτό που κάνουν δεν είναι σωστό και άμα το ξανακάνουν θα ενημερωθούν οι γονείς τους. Τα παιδιά που τον κορόιδευαν νευρίασαν περισσότερο και όταν σχόλασαν τον περίμεναν σε ένα στενό που περνούσε ο Αντώνης. Όταν τον είδαν να πλησιάζει του επιτέθηκαν και άρχισαν να τον χτυπάνε. Σε κάποια στιγμή τους είδε ένας περαστικός και τα παιδιά το έσκασαν. Όταν γύρισε στο σπίτι του η μητέρα του τον ρώτησε τη συμβαίνει και αυτός της εξήγησε ότι κάποιοι συμμαθητές του τον χτύπησαν. Την επόμενη μέρα η μητέρα του Αντώνη ενημέρωσε τους άλλους γονείς. Όταν πήγε σχολείο τα παιδιά που τον κορόιδευαν δεν τον κοίταξαν καθόλου. Οι γονείς εκείνων των παιδιών τους είχαν τιμωρήσει και δεν ξανά κορόιδεψαν ποτέ κανέναν. Γιώργος - Παντελής
Κανείς δεν ξέρει τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει το bulling σε κάποιο άτομο :’( Ο Φώτης είναι ένα δεκατριάχρονο αγόρι που πάει 2 α γυμνασίου. Είναι από την Γερμανία και συχνά αντιμετωπίζει παιδιά τα οποία του ασκούν bulling. Σήμερα το πρωί ξύπνησα εξαιτίας του ξυπνητηριού μου. Αφού ετοιμάστηκα, έφυγα βιαστικά από το σπίτι και πήγα στο σχολείο. Όταν έφτασα για άλλη μια φορά άρχισα να ακούω επιθετικά σχόλια για εμένα. Καθώς περπατούσα στην αυλή του σχολείου χτύπησε το κουδούνι για να πάμε στις τάξεις μας. Όταν ανέβαινα τις σκάλες μια παρέα μεγαλύτερων αγοριών άρχισαν να με πλησιάζουν… - Επ που πας εσύ; Τους αγνόησα και συνέχισα να περπατάω προς την τάξη μου - Σε ρώτησα που πας! Μου είπε επιθετικά, αλλά εγώ έγνεψα το κεφάλι μου από την άλλη. Τότε με έπιασε από τον ώμο μου και με γύρισε να τον κοιτάξω… - Εμένα θα μου απαντάς το κατάλαβες; Με ρώτησε δίνοντας μου μια κλωτσιά στην κοιλιά κάνοντας με να σωριαστώ κάτω από τον πόνο..... Έφυγα από το σχολείο όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έτρεχα και δεν με ένοιαζε ο τελικός προορισμός μου το μόνο που ήθελα ήταν να εξαφανιστώ… Να εξαφανιστώ και να πάω κάπου που δεν θα μπορούσε να με βρει κανείς. Έτρεχε και δεν έβλεπε που πήγαινε όπου ξαφνικά ένα άσπρο φως τον τύφλωσε…
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΙΕΣ Μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρό αγοράκι που το έλεγαν Θανάση και είχε μόλις μπει στο Δημοτικό . Ο Μικρός Θανάσης ήταν έξυπνος αλλά είχε δυσλεξία .Οι συμμαθητές τον αγαπούσαν αλλά ο Γιάννης , ο Γιώργος και η Κωνσταντίνα συνέχεια τον κορόιδευαν .Του έλεγαν ότι δεν ξέρει να μιλάει και ότι δεν αξίζει να είναι στην παρέα τους .Μια μέρα ο Θανάσης δεν ήθελε να πάει σχολείο και έτσι παραπονέθηκε στην μαμά του .Η μητέρα του είπε ότι δεν πρέπει να ανησυχεί αλλά να το πει σε κάποιον δάσκαλο .
Ο μικρός Θανάσης την ίδια μέρα πήγε και το είπε στον δάσκαλό του. Μόλις ο δάσκαλος μπήκε στην τάξη φώναξε τον Γιάννη, τον Γιώργο και τη Κωνσταντίνα να σηκωθούν στον πίνακα και να ζητήσουν συγγνώμη στον μικρό Θανάση. Τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους και ζήτησαν συγγνώμη στον μικρό Θανάση , από τότε ο Γιάννης , ο Γιώργος, η Κωνσταντίνα και ο μικρός Θανάσης έγιναν αχώριστοι φίλοι!!!
Μια μέρα είδαν κάτι παιδιά να κοροϊδεύουν τον μικρό Θανάση και αμέσως έτρεξαν να τον βοηθήσουν! Τα παιδιά που κορόιδευαν τον Θανάση έτρεξαν φοβισμένα βλέποντάς τους. Έτσι η φιλία τους έγινε πιο γερή! Μανόλης Παπαδογιωργάκης Δημήτρης Παυλής Α3
Ο Αντριάνο στην πρώτη Γυμνασίου
Ήταν ένα παιδί που το λέγανε Αντριάνο και είχε καταγωγή από την Αλβανία. Την χρονιά που πήγε πρώτη Γυμνασίου είχα σοβαρό θέμα με το bulling. Ήταν τρία παιδιά που την πρώτη μέρα του σχολείου τον σχολίαζαν συνεχώς.
Λίγες μέρες μετά τα παιδιά που τον ενοχλούσαν άρχισαν να τον βρίζουν και να του ρίχνουν βαρύ ξύλο. Όμως το θύμα δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν. Οι φίλοι του κάθισαν και σκέφτηκαν τι έπρεπε να κάνουν για να σταματήσουν τα τρία παιδιά. Την άλλη μέρα μίλησαν με την παρέα των παιδιών. Αλλά τα 3 παιδιά δεν τους άκουσαν.
Μια μέρα ο Αντριάνο ήταν σε ένα παγκάκι μόνος και έκλαιγε. Εκεί πήγαν τα άλλα παιδιά και άρχισαν να τον δέρνουν και να τον βρίζουν. Παραπέρα ήταν κάποιοι φίλοι του και άκουσαν τι έλεγαν. Έτρεξαν στον διευθυντή και του είπαν τι συνέβη. Ο διευθυντής φώναξε από τα μεγάφωνα τα ονόματα των τριών παιδιών να πάνε στο γραφείο. Ο διευθυντής του σχολείου εξήγησε στα 3 παιδιά ότι δεν είναι ευγενικό να βρίζουν, να δέρνουν και να κρίνουν τους συμμαθητές τους ανάλογα με το χρώμα, τη θρησκεία κ.α. Μετά που βγήκαν από το γραφείο, πήγαν στον Αντριάνο και του ζήτησαν συγγνώμη. Έτσι έγιναν αχώριστοι φίλοι για πάντα. Μέριανος-Παπαδομανωλάκης
Η Ζόζα η γκαζόζα Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρούλα γκαζόζα που το όνομα της ήταν Ζόζα. Η Ζόζα και η μητέρα της, η κυρία Καπάκι, και ο πατέρας της, ο κύριος Μπουκάλας, αποφάσισαν να αλλάξουν γειτονιά και πόλη. Η διαδρομή για την μετακόμιση είχε αρχίσει. Η Ζόζα ήταν αγχωμένη για το τι θα αντικρίσει στην καινούρια της γειτονιά. Η μητέρα της την ρώτησε τι έχει. Εκείνη της απάντησε ότι της λείπει η παλιά της γειτονιά. Την επόμενη μέρα, αφού είχαν τακτοποιηθεί πρόχειρα στο καινούριο σπίτι τους, η μητέρα της είπε «ήρθε η ώρα να πάμε μαζί να γραφτείς στο σχολείο». Εκείνη απάντησε με θλιμμένο ύφος εντάξει. Αφού έφτασαν στο γνωστό σχολείο «Σούπερ – Μάθηση» η Ζόζα και η μητέρα της πήγαν στον κύριο Κράκερ, τον διευθυντή του σχολείου. Ο κύριος κράκερ καλωσόρισε την μαθήτρια, και την οδήγησε στην καινούργια της τάξη. Όταν μπήκε στην τάξη της, ένιωσε αμήχανα δίχως να ξέρει τι να κάνει. Υπήρχε μόνο μια καινή θέση στο βάθος της τάξης, πήγε και έκατσε εκεί. Στο μπροστινό θρανίο υπήρχαν δύο παιδιά που την κορόιδευαν. Ένιωθε πολύ άσχημα. Την επόμενη ημέρα, αρνιόταν να πάει στο σχολείο, λέγοντας ότι την πονούσε η κοιλιά της. Η μαμά της κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει στο σχολείο. Την έπεισε να της πει την αλήθεια. Αφού την έπεισε να πάει στο σχολείο, πήγαν στο γραφείο του κυρίου κράκερ. Μόλις του είπαν τι συμβαίνει στην τάξη, έκπληκτος, φώναξε στο γραφείο του τα δύο παιδιά. Έπειτα ο διευθυντής τους τιμώρησε. Τις επόμενες ημέρες, συναντήθηκαν στο διάλειμμα και τα δύο παιδιά ζήτησαν συγνώμη από την Ζόζα. Από εκείνη την ημέρα άρχισαν να κάνουν παρέα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Φίλιππος & Νίκος
Η μικρή Μαρία πρώτη μέρα στο σχολείο Μια φορά και έναν καιρό ο μπαμπάς της μικρής Μαρίας πήρε μετάθεση στην Κρήτη στο Γυμνάσιο Σούδας. Η μετακόμιση κράτησε περίπου δύο μήνες . Η Μαρία ήταν χαρούμενη για το νέο Δημοτικό, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τους φίλους της. Στο ταξίδι σκεφτότανε πως μπορεί να είναι το νέο σχολείο της και η συμπεριφορά των μαθητών στο νέο της σχολείο. Η Μαρία μπήκε στο αυτοκίνητο του πατέρα της. Σκεφτόταν τους παλιούς συμμαθητές της κοιτώντας το τζάμι. Έφτασε στην πόρτα λυπημένη και όλοι την κοιτούσαν παράξενα. Άρχισαν την σχολιάζουν άσχημα . Η Μαρία πήγε σε μια γωνία κλαίγοντας. Η Κυρία Μελίνα μέλος του Συλλόγου παιδική βοήθεια, την είδε στην γωνία να κλαίει. Την άλλη μέρα η Μαρία ήταν πάλι στην γωνία. Η κύρια Μελίνα, πήγε και της μίλησε. Άλλα εκείνη δεν μιλούσε ότι κι αν γινόταν η Μαρία δεν μιλούσε. Η κυρία Μελίνα πείρε την απόφαση να μιλήσει στην προσευχή, για ένα θέμα που την απασχολούσε εδώ και ένα μήνα. Τα παιδιά μετάνιωσαν για τον τρόπο συμπεριφοράς τους. Έτσι τα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί και τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να μιλούν, να πηγαίνουν μαζί στο σχολείο.
Δομνίκη Σανδαλάκη Α΄3
ΑΤΑ Η ΝΤΟΜΑΤΑ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή και στρουμπουλή ντομάτα που την έλεγαν Άτα. Μια μέρα η μαμά της Άτας της είπε ότι θα έπρεπε να άλλαζε σχολείο και να πήγαινε σε ένα άλλο. Η Άτα στεναχωρήθηκε πολύ γιατί θα έχανε όλους τους φίλους και θα ήταν δύσκολο να κάνει καινούριους φίλους εκεί. Η μέρα λοιπόν που η Άτα έπρεπε να πάει στο καινούριο της σχολείο έφτασε. Όταν η Άτα έφτασε στο σχολείο φοβήθηκε πάρα πολύ να μπει μέσα γιατί όλοι είχαν την παρέα τους και η μόνη που δεν είχε ήταν αυτή. Επίσης όλα τα κορίτσια ήταν πολύ λεπτά και ντυμένα με ακριβά, μοντέρνα και φανταχτερά ρούχα που η Άτα δεν είχε. Όταν η Άτα μπήκε στην αίθουσά της για μάθημα όλοι την κοίταζαν με «μισό» μάτι διότι δεν είχε ωραία ρούχα και ήταν λίγο χοντρούλα. Κανείς δεν της μιλούσε και ήταν ολομόναχη. Μια μέρα που η Άτα ήταν στην τάξη έγινε ένα απρόοπτο περιστατικό. Το κορίτσι που κάθονταν πίσω από την Άτα πέταξε ένα χαρτάκι στην καθηγήτρια των Αγγλικών. Η κύρια το πήρε στα χέρια της το άνοιξε και διάβασε αυτό που έγραφε. Το χαρτάκι έγραφε κάτι πολύ κακά λόγια για αυτήν. Έτσι η κυρία ρώτησε ποιος το πέταξε και η Άτα σήκωσε το χέρι της και είπε ότι το πέταξε εκείνη. Η κυρία την πήγε στο γραφείο και ο διευθυντής της έδωσε τριήμερη αποβολή. Όταν το έμαθε όλοι από την τάξη της πήγαν και της ζήτησαν συγγνώμη που δεν της μιλούσαν και επιπλέον το κορίτσι που είχε πετάξει το χαρτάκι την έκανε παρέα και έγιναν κολλητές.
Ραφαέλα Π.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο Ο Αλέξανδρος είναι ένα 12χρονο αγόρι, που μετακόμισε στην Αθήνα. Η πρώτη μέρα στο σχολείο του άρχισε πολύ καλά. Μετά από λίγη ώρα χτύπησε το κουδούνι και όλα τα παιδιά του σχολείου πήγανε στον χώρο της προσευχής. Εκεί ο Αλέξανδρος συνάντησε τρία αγόρια που τον πλησίασαν. Αυτά τα τρία αγόρια, του απευθύνθηκαν αυστηρά. Όμως ο Αλέξανδρος δεν έδωσε σημασία. Την άλλη μέρα, αυτά τα τρία αγόρια πήγαν κοντά του ξανά, για να τον κοροϊδέψουν. Ο Αλέξανδρος, αφού τα παιδιά τον ενόχλησαν ξανά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλό να μιλήσει σε κάποιον μεγαλύτερο. Καθώς πήγαινε στο γραφείο των καθηγητών είδε τα αγόρια να τον πλησιάζουν. Του είπαν πως αν το έλεγε σε κάποιον θα χτυπούσαν την μικρή αδερφή του. Τότε εκείνος φοβήθηκε και έκανε πίσω. Ένα παιδί που τους άκουσε να τον απειλούν πήγε κατευθείαν στο γραφείο του Διευθυντή. Του είπε τι ακριβώς συνέβη. Τότε ο Διευθυντής τους κάλεσε για να τους μιλήσει. Τα παιδιά δεν δέχτηκαν όσα τους έλεγε ο Διευθυντής. Έπειτα κάλεσε και τον Αλέξανδρο να του μιλήσει. Τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους και ζήτησαν συγνώμη μετά από μια μεγάλη συζήτηση. Από τότε έκαναν όλοι μαζί παρέα…
«Η τραγική περιπέτεια της Μέλλοντη» Ένα ηλιόλουστο πρωινό σε μια πόλη μακρινή, ζούσε η Μέλοντι μαζί με την μητέρα της, την Λίντα και τον σκύλο τους τον Φλούφη. Ήταν ιδέα της μαμάς της να απομονωθούν από την πόλη που ζούσαν διότι τους τελευταίους μήνες η Μέλοντι έπεσε θύμα σχολικού εκφοβισμού. Ακούστε να δείτε τι συνέβη. Όπως κάθε πρωί είχε ξυπνήσει στης 7:00 πμ και είχε πάρει το λεωφορείο για να πάει στο σχολείο. Μόλις έφτασε στο σχολείο, περίμενε να δει την φίλη της την Σάρα. Κάθε πρωί την συναντούσε στην εξώπορτα του σχολείου. Εκείνο το πρωί η Σάρα δεν είχε εμφανιστεί. Μάλλον, η Σάρα είναι άρρωστη σκέφτηκε η Μέλοντι. Πάντα φοβόταν εκείνα τα μεγάλα παιδιά στο σχολείο. Όπως κάθε φορά, κάθισε στο υπόστεγο και περίμενε το κουδούνι. Μόλις χτύπησε το κουδούνι για την προσευχή, εκείνα τα μεγάλα παιδιά που την μισούσαν άρχισαν να την κοροϊδεύουν για τα γυαλιά της. Αυτή τους αγνόησε και συνέχισε να πηγαίνει στο χώρο της προσευχής. Η Μέλοντι μπορεί να μην ήταν από τις ποιο όμορφες μαθήτριες του σχολείου αλλά είχε πολύ ωραίο χαρακτήρα και είχε πολύ όμορφη φωνή. Όταν γύρισε σπίτι της, μπήκε στον υπολογιστή της που είχε δύο μηνύματα. Μόλις τα άνοιξε είδε πως είχε δύο προσβλητικά μηνύματα. Τα διέγραψε και έκλεισε τον υπολογιστή της. Δεν ήθελε να τα δει η μαμά της ψάχνοντας διάφορες αντίκες όπως συνήθιζε να κάνει στον ελεύθερο χρόνο της. Την επόμενη μέρα στο σχολείο, πήγε εντελώς αλλαγμένη. Είχε βγάλει τα γυαλιά της και είχε βάλει φακούς επαφής, επίσης έβγαλε και τα σιδεράκια της. Φόρεσε κάτι μοντέρνα ρούχα που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα, τα μαλλιά της τα είχε κάνει σγουρά και είχε φορέσει μία στέκα. Έτσι τα παιδιά στο σχολείο δεν θα την κορόιδευαν ξανά για το ντύσιμο της. Όταν ανέβαινε την σκάλα για την τάξη της, παρόλο που ήταν όμορφη τα παιδιά την κορόιδευαν. Η Μέλοντη είπε στον καθηγητή της πως ήταν λίγο άρρωστη και πως δεν ένιωθε καλά. Έτσι έφυγε. Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα αν περνούσε πρώτα από της Σάρας το σπίτι και της έλεγε τα προβλήματα της. Όταν πήγε εκεί είδε την Σάρα να πληρώνει τα παιδιά που την κορόιδευαν στο σχολείο. «Ντροπή σου , της είπε δυνατά, σε νόμιζα φίλη μου». Έφυγε κλαίγοντας και πήγε στο σπίτι της. Την επόμενη μέρα δεν πήγε στο σχολείο. Ήταν πολύ λυπημένη για να πάει στο μάθημα της. Η μητέρας την ρωτούσε τι της συμβαίνει και τελικά η Μέλοντη τα εξομολογήθηκε όλα. Την επομένη μέρα η Μέλοντη, πήγε σε άλλο σχολείο όπου θα την ήθελαν έτσι όπως ήταν χωρίς να βλέπουν μόνο την εξωτερική εμφάνιση της.
Μαρία Τσαγκαρουλάκη, Ειρήνη Φραγκεδάκη
ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΕ Μια φορά κι έναν καιρό η Μαρία και ο Τάσος ήταν φίλοι από μικρά παιδιά. Κατάγονταν από την Αλβανία και ήρθαν στην Ελλάδα γιατί οι γονείς τους δέχτηκαν μια πρόταση καλύτερης δουλειάς στην Αθήνα. Ήρθαν στην Ελλάδα στην ηλικία τον 12 ετών και πήγαιναν πρώτη γυμνασίου. Τα παιδιά συνήθως σε μια τέτοια ηλικία είναι ώριμα όχι όμως και στο σχολείο τους. Απο την στιγμή που πάτησαν το πόδι τους σε αυτό το σχολείο τα παιδία τους αντιμετώπιζαν με ειρωνεία και απέχθεια σαν να ήταν σκουπίδια. Στον αγιασμό του σχολείου τα παιδία τους κορόιδευαν λόγο της καταγωγής τους και από την πρώτη μέρα έγιναν θύματα bulling. Μια από αυτές τις δύσκολες μέρες η Μαρία και ο Τάσος είχαν κάτσει σε ένα παγκάκι στο πίσω μέρος της αυλής και τρώγανε το κολατσιό τους, ήρεμα. Τότε τα ποιο εγωιστικά, αυταρχικά και κακά παιδία του σχολείου πήγαν προς το μέρος τους . Τότε η Μαρία είπε στον Τάσο «πάμε να φύγουμε από εδώ γρήγορα γιατί φοβάμαι» πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση της τα παιδία είχαν πάει κοντά τους και είχαν ρίξει μια μπουνιά στον Τάσο και έβριζαν την Μαρία όπου είχε βάλει τα κλάματα βλέποντας τον φίλο της σε αυτήν την κατάσταση. Η Μαρία και ο Τάσος δεν είπαν τίποτα σε κανέναν λόγο του φόβου τους. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν όταν η Μαρία και ο Τάσος θέλησαν να ξεσκάσουν κάνοντας μια βόλτα στο πάρκο απέναντι από το σπίτι τους. Τότε τα ενοχλητικά παιδιά του σχολείου πήγαν προς το μέρος τους με άγριο βλέμμα από την προηγούμενη φορά και πιθανόν με ποιο άγριες διαθέσεις, άρχισαν να τους χτυπάνε με μίσος και τους προειδοποίησαν να μην πουν τίποτα σε κανέναν γιατί θα έβρισκαν τον μπελά τους. Όμως τα παιδιά όταν γύρισαν στο σπίτι τους οι γονείς απαίτησαν να μάθουν τι είχε συμβεί και είχαν μελανιές, γρατζουνιές και ήταν αναστατωμένοι. Η Μαρία κοίταξε τον Τάσο και ο Τάσος την Μαρία. Πήγαν και οι δύο στο δωμάτιο τους η Μαρία είχε σκύψει το κεφάλι της πάνω στο γραφείο της και έκλαιγε. Ο Τάσος δεν άντεξε άλλο της μίλησε της είπε ότι δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση και ότι αυτός θα μιλούσε η Μαρία τότε συμφώνησε και πήγαν και είπαν στους γονείς τους όλα αυτά που τους βασάνιζαν και που πριν δεν μπορούσαν να τους πουν αλλά τώρα είχαν σταματήσει να φοβούνται. Οι γονείς τους κατάλαβαν ότι ένιωθαν άσχημα και κατευθείαν τους άλλαξαν σχολειό. Σε εκείνο το σχολείο ήταν όλα διαφορετικά τα παιδιά ήταν πολύ καλά μαζί τους και τους έκαναν παρέα. Η Μαρία και ο Τάσος ήταν πολύ χαρούμενοι με τους νέους τους συμμαθητές. Λένια Τσάλτα,Φραντζεσκάκη Στεφανία
ΤΟ ΑΝΤΩΝΑΚΙ ΣΩΘΗΚΕ. Μια φόρα κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που δεν έμοιαζε σαν τα άλλα. Ήταν διαφορετικό. Πήγαινε στο 2 δημοτικό σχολείο Αχαρνών. Ο Αντώνης ήταν σπασικλάκη με γυαλάκια οπότε δεν τον συμπαθούσαν. Ο Αλέξης ο αρχηγός του σχολείου δεν του άρεσε ο Αντώνης και τον κορόιδευε κάθε φορά που τον έβλεπε τον έβριζε, τον έριχνε κάτω και μερικές φορές τον χτυπούσε. Ο Αντώνης δεν μιλούσε επειδή
ήξερε ότι ο Αλέξης άμα
το μάθει θα τον
χτυπούσε. Ο Αντώνης πήγε σπίτι κλαίγοντας. Τον ρώτησε η μαμά του τη είχε πάθη και τότε της είπε την αλήθεια. Την άλλη μέρα ο Αλέξης πήγε στο γραφείο και του έκαναν παρατηρήσεις. Μετά πήγε και βρήκε τον Αντώνη και άρχισε να τον βρίζει και να τον χτυπάει. Ο Αντώνης είχε χτυπήσει άσχημα και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε ότι είχε σπάσει το χέρι του. Μετά από δύο εβδομάδες ο Αντώνης βγήκε από το νοσοκομείο και πήγε στο σπίτι του. Την άλλη μέρα πήγε στο σχολείο. Και είδε κάτι που δεν περίμενε. Ο Αλέξης του ζήτησε συγνώμη και από τότε γίνανε η καλύτεροι φίλοι. Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.
Κωνσταντίνος Πρινέας
Χαράλαμπος Χειλουδάκης
ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΠΑΙΔΙ Μια φορά κι ένα καιρό, στο 2ο δημοτικό σχολείο Κορυδαλλού υπήρχε ένα παιδί που ονομαζόταν Γιάννης, που πείραζε συνέχεια τα παιδιά και τους έπαιρνε τα λεφτά και το φαγητό. Τα παιδιά κάνανε συνέχεια παράπονα στο γραφείο, αλλά οι δάσκαλοι δεν έδιναν σημασία. Ο Γιάννης συνέχιζε να τα πειράζει ανενόχλητος και τα παιδιά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ένα παιδί , ο Μανώλης που ήταν πιο δυνατό από τον Γιάννη. Όταν ο Γιάννης πήγαινε να πειράξει τα παιδιά, ο Μανώλης τον έσπρωχνε και του είπε να μην το κάνει γιατί δεν είναι σωστό. Όμως, την επόμενη μέρα ο Γιάννης ήρθε μαζί με την παρέα του, για να δείρουν τον Μανώλη . Μόλις τελείωσε η διαμάχη μεταξύ τους, ο Μανώλης πήρε τους γονείς του για να έρθουν στο σχολείο. Όταν ήρθαν στο σχολείο οι γονείς του Μανώλη, και έκαναν παράπονα στους δασκάλους. Τότε, οι γονείς κάλεσαν ένα σχολικό σύμβουλο για να επιθεωρήσει το σχολείο και τους μαθητές. Μόλις έφτασε, είδε την εικόνα του σχολείου. Μετά οι γονείς του Μανώλη έκαναν παράπονα στο σχολικό σύμβουλο. Τότε, ο σχολικός σύμβουλος έπιασε τα άτακτα παιδιά, τα έβαλε σε μια τάξη για να παρακολουθήσουν ένα εκπαιδευτικό βίντεο για τον σχολικό εκφοβισμό. Καθώς έβλεπαν το βίντεο, τα πιο πολλά παιδιά κατανόησαν αυτό το βίντεο. Έτσι, η παρέα του Γιάννη έγιναν καλοί και υποστήριξαν τον Μανώλη, επειδή δεν τους άρεσε η συμπεριφορά του Γιάννη. Ο Γιάννης, επειδή έμεινε μόνο του νευρίασε πάρα πολύ και άρχισε να πειράζει περισσότερο τα παιδιά. Είχε γίνει ανεξέλεγκτος και είχε φτάσει στα όρια του. Οι δάσκαλοι τον έβλεπαν που πείραζε τα παιδιά και τον πήγαν στο γραφείο καλώντας τους γονείς του. Στο σπίτι οι γονείς του τον τιμώρησαν και του είπαν κάποια σοβαρά πράγματα. Την επόμενη μέρα στο σχολείο ο Γιάννης ηρέμησε κάπως και ακολούθησε την καλή συμπεριφορά των φίλων του, βοηθώντας κάποια παιδιά με προβλήματα. Τελικά, από κακό παιδί έγινε καλό παιδί ,με καλή συμπεριφορά προς τους δασκάλους και τους συμμαθητές του. Έτσι, όλα τα παιδιά του σχολειού αυτού γίνανε μια μεγάλη παρέα χωρίς τσακωμούς και βία. Τελικά, σε αυτό το σχολείο δεν ξανά-τσακώθηκε κανείς με κανέναν ποτέ. ΣΤΑΥΡΟΣ -ΓΙΩΡΓΟΣ
Μην φοβάσαι μπορείς να τα καταφέρεις!!!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Μανόλη και ήταν ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο . Επειδή ο Μάνος φορούσε γυαλιά τα υπόλοιπα παιδιά τον κορόιδευαν και τον παρενοχλούσαν συνέχεια .Του Μάνου δεν του άρεσε αυτό και πήγε στην μάνα του , τα είπε όλα . Στην συνέχεια, την επόμενη μέρα πήγανε μαζί στο σχολείο .Όταν έφτασαν στο σχολειό πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή σιγά σιγά χωρίς να τον δουν οι νταήδες και τα είπαν όλα. Αφού τελείωσαν, ο διευθυντής κάλεσε τα κακά παιδιά στο γραφείο. Όταν βγήκαν από το γραφείο τα κακά παιδιά ήταν και θυμωμένα αλλά και λυπημένα γιατί πήραν ο καθένας τους από μια ημέρα αποβολή. Μετά την αποβολή τα παιδιά γύρισαν στο σχολείο φερόντουσαν πολύ καλά σε όλα τα παιδιά του σχολείου αλλά κυρίως στον Μανόλη. Φαίνονταν ότι είχαν αλλάξει πραγματικά όμως μετά από μερικές μέρες τα κακά παιδιά έδειξαν τον πραγματικό του εαυτό και πήγαν να βαρέσουν το παιδί δηλαδή τον Μανόλη .Στον δρόμο για το σπίτι του Μανώλη τα κακά παιδιά βρέθηκαν μπροστά στα σκυλιά τα οποία φοβόντουσαν . Μόλις τα παιδιά αντιλήφτηκαν τον κίνδυνο άρχισαν να τρέχουν .Εκείνη την στιγμή ο Μανώλης σχόλασε απ’ τα αγγλικά του και πέρασε από το συμβάν. Μόλις το είδε αυτό έτρεξε να τους βοηθήσει και τα κατάφερε διότι είχε εξοικειωθεί με τα συγκεκριμένα σκυλιά . Τα παιδιά αφού τους έσωσε ο Μανόλης έτρεξαν μακριά για να γυρίσουν σπίτια τους, χωρίς να πουν ένα ευχαριστώ στον Μανόλη που τους έσωσε. Την άλλη ημέρα όταν ο Μανόλης έφτασε στο σχολείο του πρόσεξε ότι κάτι είχε αλλάξει . Τα παιδιά του συμπεριφέρονταν καλύτερα και κανένας δεν τόλμαγε να τον κοροϊδέψει .Ύστερα τα παιδιά πήγαν στον Μανόλη και του ζήτησαν συγνώμη για την κακή τους συμπεριφορά. Ο Μανόλης τους συγχώρησε και από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι! Σελάμης Γιώργος Χατηγεωργίου Βασίλης
Η ιστορία ενός παιδιού… Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα σχολείο υπήρχε ένα παιδί που ονομαζόταν Νίκος , ήταν φτωχό και τον κοροϊδεύανε κάποιοι συμμαθητές του, του παίρνανε το φαγητό του και τα λεφτά του. Αυτά τα παιδιά του έλεγαν να μην το πει στους γονείς του, στους δασκάλους του και σε άλλα πρόσωπα διότι θα τον χτυπούσαν. Μια μέρα που πήγαινε στο σχολείο ,με τα πόδια, αυτά τα παιδιά στον δρόμο τον έπιασαν και του πήρανε το φαγητό και τα λεφτά. Εκείνη την ώρα το παιδί ,όταν του πήραν το φαγητό αυτό άρχισε να τρέχει κλαίγοντας. Όταν πήγε στο σχολείο, δεν άντεξε άλλο και το είπε στους δασκάλους του και οι δάσκαλοι το μετέφεραν στους γονείς του. Την ίδια μέρα το απόγευμα οι γονείς του τον ρώτησαν τη γινόταν αυτές τις μέρες . Το παιδί τους απάντησε τη γινόταν και τι του είχαν πάρει όλες αυτές τις μέρες . Το άλλο πρωί το παιδί ξαναπήγε στο σχολείο με τα πόδια ενώ οι γονείς του τον παρακολουθούσαν, αυτοί οι συμμαθητές ξαναπήγαν να του αρπάξουν τα πράγματα που βαστούσε στην τσάντα του όταν του τα πήρανε ,οι γονείς του τρέξανε και πιάσανε αυτά τα παιδιά. Οι γονείς μαζί με εκείνα τα παιδιά και το παιδί τους τα πήγαν στο γραφείο του σχολείου τους . Ο διευθυντής πήρε τηλέφωνο τους γονείς των δυο παιδιών και τους είπε να πάνε στο σχολείο γρήγορα . Όταν φτάσανε στο σχολείο ο διευθυντής τους εξήγησε τη γινόταν στους κηδεμόνες τους. Εκείνη τη στιγμή αποφασίσανε να τιμωρηθούν τα παιδιά με μια ανάλογη τιμωρία .Η τιμωρία ήταν και στα δύο παιδιά ήταν πενταήμερη αποβολή.
Φανουργιάκης Αλέξανδρος
Χουδαλάκης Μανώλης
Ο ΒΑΣΊΛΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που τον λένε Βασίλη. Αυτό το παιδί έχει μετακομίσει και θα πάει σε ένα άλλο σχολείο. Η πρώτη του μέρα στο σχολείο έφτασε, ήταν χαρούμενος που θα πάει σε ένα καινούριο σχολείο άλλα από την άλλη είναι στεναχωρημένος γιατί δεν θα ξανά δει τους φίλους του από το παλιό σχολείο. Όταν πήγε στο σχολείο ήταν πολλά παιδιά που ήταν μαζί και κάνανε παρέα με τα παιδιά της τάξης του Βασίλη άλλα κανείς δεν έκανε παρέα σε αυτόν. Στο πρώτο διάλειμμα μια παρέα πήγαν στον Βασίλη και τον άρχιζαν να τον κοροϊδεύουν « είσαι κοντός και χόντρος, δεν ανήκεις στο σχολείο μας». Όταν τελείωσε το σχολείο ο Βασίλης ήταν στεναχωρημένος που 5 παιδιά στη τάξη του τον κορόιδευαν. Η μητέρα του όταν τον είδε είπε « πώς σου φάνηκε το καινούριο σου σχολείο;» απαντάει ο Βασίλης « καλό είναι» και πήγε στο δωμάτιο του. Το βράδυ ο Βασίλης δεν μπορούσε να κοιμηθεί το από την στεναχώρια του και σκεφτόταν «γιατί δεν μου κάνουν παρέα;» Την άλλη μέρα στο διάλειμμα άρχισαν όχι μόνο να τον βρίζουν άλλα και να τον κτυπάνε όταν πήγε σπίτι ήταν γεμάτος με μελανιές και σοβαρά κτυπήματα όταν μαμά του είπε «Που χτύπησες;» ο Βασίλης απάντησε «έπεσα από τις σκάλες του σχολείου». Το βράδυ δεν μπορούσε πάλι να κοιμηθεί και για αυτό είπε από μέσα του «δεν θα ξαναπάω σχολείο. Τα παιδιά με κοροϊδεύουν χωρίς να τους κάνω τίποτα θα κάνω αύριο τον άρρωστο». Την επόμενη μέρα έκανε τον άρρωστο, μπήκε η μητέρα του στο δωμάτιο του και τον ρώτησε «τη έχεις Βασίλη;» και ο Βασίλης είπε «είμαι άρρωστος δεν μπορώ να πάω σχολείο» και τελικά δεν πήγε σχολείο. Την επόμενη μέρα δεν μπορούσε να κάνει τον άρρωστο και για αυτό σκέφτηκε να κάνει κοπάνα. Όπως πήγανε στο σχολείο ο Βασίλης άλλαξε δρόμο και πήγε στο πάρκο. Μετά από αρκετή ώρα ακούει παιδιά και ήταν το σχολείο του. Τα παιδιά που τον κορόιδευαν έκαναν το ίδιο ενώ άλλα παιδία του είπαν «περαστικά» «γιατί δεν ερχόσουν στο σχολείο;». Ο Βασίλης είπε την αλήθεια. Ο Βασίλης το είπε και στην μητέρα του και μόλις το άκουσε πήρε τηλέφωνο στο σχολείο. Είπε για το πρόβλημα που έχει ο Βασίλης. Την επόμενη μέρα τα παιδιά που τον κορόιδευαν του είπαν συγγνώμη και μετά από εκείνη την ημέρα ο Βασίλης δεν είχε κανένα πρόβλημα στο σχολείο. ΤΕΛΟΣ Γιάννης Φαρμάκης Τάσος Τσιτσιριδάκης
ΕΝΑ ΠΑΧΥΣΑΡΚΟ ΠΑΙΔΙ Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που ήταν λίγο παχύσαρκο και όλοι οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν. Το παιδί το έλεγαν Αχιλλέα. Αυτό το παιδί είχε μια μορφή δυσλεξίας και δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο. Τo παιδί φοβόταν να μιλήσει στον καθηγητή του. Τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν και τον έδερναν. Μια φορά κάτι παιδιά τον έδειραν σε ένα κλειστό μέρος , το παιδί τραυματίστηκε σοβαρά. Όταν γύρισε στο σπίτι οι γονείς του τον ρώτησαν τι είχε συμβεί. Ο Αχιλλέας
αν χώθηκε και θόλωσε
οι σκέψη
του. Αναστέναξε ξεφυσώντας και είπε ότι κουτρουβάλησε στη σκάλα. Το παιδί είχε σπάσει το χέρι του. Όταν πήγε στο νοσοκομείο οι γιατροί τον περιποιήθηκαν και του έβαλαν γύψο .Την επόμενη μέρα στο σχολείο ο Αχιλλέας πήγε να μιλήσει στο καθηγητή του αλλά τον πρόλαβαν. Το παιδί άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει. Πήγε να κρυφτεί στο γραφείο των καθηγητών μίλησε στο διευθυντή για το θέμα. Ο διευθυντής έδειχνε συμπόνια . Επίσης είπε πώς θα κανόνιζε για το θέμα και θα έγραφε τα παιδιά στο ποινολόγιο και από τότε δεν τον ξανάπείραξαν ποτέ. Το παιδί μίλησε στον καθηγητή του και ζήσανε καλύτερα.
αυτοί καλά και εμείς Γιάννης φράγκος
Παύλος Τζατζιμάκης