Μενέλαος Π. Γεωργιάδης - Εστιάζοντας στην Επιχειρηματική Φορολογική Διανόηση (Ε.Φ.Δ.)

Page 1

στη µη φορολογική συµµόρφωση ή αποτελεσµατική διαχείριση της φορολογικής συµµόρφωσης για τη διασφάλιση των δηµοσίων εσόδων ; Εστιάζοντας στην Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση (Ε.Φ.Δ.) για την αποτελεσµατική διαχείριση και βελτίωση της εθελοντικής συµµόρφωσης στον τοµέα του Φ.Π.Α.

Μενέλαος Π. Γεωργιάδης 1. Εισαγωγικές Σκέψεις Η αρχιτεκτονική και η φιλοσοφία λειτουργίας του συστήµατος Φόρου Προστιθέµενης Αξίας, είναι βασισµένη στην έννοια του αυτόµατου ελέγχου. Αυτόµατος έλεγχος σηµαίνει ότι το συµφέρον ενός φορολογουµένου έρχεται σε αντίθεση µε το συµφέρον άλλου φορολογουµένου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, µε τη σύγκρουση του συµφέροντος δύο φορολογουµένων, ελέγχεται αυτόµατα η φοροδιαφυγή. Θεωρητικά, το σύστηµα του αυτόµατου ελέγχου θα µπορούσε να λειτουργήσει υποδειγµατικά καθώς στις οργανωµένες οικονοµίες, οι πωλήσεις µιας επιχείρησης αποτελούν εν γένει τις αγορές µιας άλλης. Τι γίνεται όµως στις περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις πωλούν απευθείας στον τελικό καταναλωτή ; Υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση συµφερόντων µεταξύ επιχείρησης και τελικού καταναλωτή ; Όπως θα δούµε στη συνέχεια, ο Φόρος Προστιθέµενης Αξίας µπορεί να υπολογιστεί από τον τύπο : Φ.Π.Α. = τ (Π - Α ) = τΠ - τΑ όπου τ είναι συντελεστής ΦΠΑ, Π παριστά την αξία των πωλήσεων και Α την αξία των αγορών µιας επιχείρησης. Με άλλα λόγια ( Π - Α ) παριστά τη φορολογική βάση του Φ.Π.Α., δηλαδή την προστιθέµενη αξία. Είναι προφανές ότι, δεδοµένου του φορολογικού συντελεστή, ο Φ.Π.Α. µπορεί να µειωθεί εάν µειωθεί η φορολογική του βάση. Η φορολογική βάση του Φ.Π.Α. µπορεί να µειωθεί, µόνο εάν εικονικά ( και παράνοµα ) είτε µειωθεί η αξία των πωλήσεων, είτε αυξηθεί η αξία των αγορών. Αν υποθέσουµε ότι κάτι τέτοιο δε συµβαίνει στην περίπτωση όπου έχουµε συναλλαγές µεταξύ επιχειρήσεων ( γεγονός που δυστυχώς απέχει πολύ από την πραγµατικότητα ), στην περίπτωση της συναλλαγής µιας επιχείρησης µε κάποιο τελικό καταναλωτή, το συµφέρον - θεωρητικά τουλάχιστον - και των δύο συναλλασσόµενων είναι κοινό. Ο τελικός καταναλωτής επιδιώκει την αγορά του προϊόντος (ή της υπηρεσίας), στη χαµηλότερη δυνατή τιµή. Ταυτόχρονα όµως και η επιχείρηση προσπαθεί να προσφέρει ποιοτικά προϊόντα στη χαµηλότερη δυνατή τιµή, µε στόχο να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα στην αγορά. Στην ουσία υπάρχει µια σιωπηρή ταύτιση στόχων. Οι απόψεις και τα συµπεράσµατα που περιέχονται σε αυτό έγγραφο, εκφράζουν το συγγραφέα και δεν πρέπει να ερµηνευτεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσηµες θέσεις της Υπηρεσίας ΦΠΑ της Κυπριακής Δηµοκρατίας.


Εάν τελικά η επιχείρηση κατορθώσει να µειώσει την τιµή του προϊόντος της, προσφέροντας στον τελικό καταναλωτή «φορολογική έκπτωση» ( η τιµή του προϊόντος είναι µειωµένη διότι δεν περιλαµβάνει τον Φ.Π.Α. ) και ταυτόχρονα αποκρύψει τη συγκεκριµένη πώληση ( δεν εκδώσει τιµολόγιο ) τότε αυτοµάτως, συµβάλλει στο έργο της συρρίκνωσης του δηµόσιου πλούτου, αποσπώντας παραγωγικούς πόρους που θα µπορούσαν να επενδυθούν για να αυξήσουν την ευηµερία της κοινωνίας. Έστω ότι δύο επιχειρήσεις Β1 και Β2, εµπορεύονται το ίδιο ακριβώς προϊόν ( µε τα ίδια ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά ). Και οι δύο επιχειρήσεις είναι ικανοποιηµένες µε την πώληση του προϊόντος, στην τιµή των 10.000 χρηµατικών µονάδων. Η Β1 εκδίδει τιµολόγιο µε Φ.Π.Α. 15%, γεγονός που σηµαίνει ότι ο τελικός καταναλωτής, για να αποκτήσει το προϊόν, θα πρέπει να πληρώσει την τιµή των 11.500 ( 10.000 + 1.500 Φ.Π.Α ) χρηµατικών µονάδων. Η Β2 δεν εκδίδει τιµολόγιο ( αποφασίζει να φοροδιαφύγει ) και αποφασίζει να χρεώνει το ποσό των 10.000 χρηµατικών µονάδων, για την απόκτηση του προϊόντος από τον τελικό καταναλωτή. Ερώτηµα 1ο : Πόσοι από εµάς θα προτιµούσαν την επιχείρηση Β1 αντί της Β2 ; Ερώτηµα 2ο : Πόσοι από µας θα σύστηναν - σε άλλους τελικούς καταναλωτές - τη Β1 αντί της Β2 ; Πριν απαντήσουµε στα δύο πιο πάνω ερωτήµατα θα πρέπει να κάνουµε την ακόλουθη διαπίστωση : Η επιχείρηση Β2, είναι φθηνότερη από την Β1 κατά 1500 χρηµατικές µονάδες επειδή φοροδιαφεύγει. Ως αποτέλεσµα όµως, στερεί από την κοινωνία το ποσό των 1.500 χρηµατικών µονάδων ( κόστος ευκαιρίας ), που αναλογεί στη συγκεκριµένη συναλλαγή και λογικά θα έπρεπε να καταλήξει στα ταµεία του Κράτους. Απάντηση στο 1ο Ερώτηµα : Δεδοµένου ότι το προϊόν είναι ακριβώς το ίδιο αλλά η Β2 το πουλάει κατά 1.500 χρηµατικές µονάδες φθηνότερα, κανείς δε θα προτιµήσει τη Β1. Απάντηση στο 2ο Ερώτηµα : δεδοµένου ότι το προϊόν είναι ακριβώς το ίδιο αλλά η Β2 το πουλάει κατά 1.500 χρηµατικές µονάδες φθηνότερα, κανείς δε θα συστήσει τη Β1, σε άλλους τελικούς καταναλωτές. Αν ισχύουν οι πιο πάνω λογικές απαντήσεις τότε κάθε φορά που κάποιος καταναλωτής θα επιλέγει να αγοράζει από τη Β2, η κοινωνία θα χάνει 1500 χµ. Αν για παράδειγµα 1000 καταναλωτές προτιµήσουν τη Β2 τότε η διαφυγούσα ωφέλεια για την κοινωνία θα ισούται µε 1.500.000 χρηµατικές µονάδες ( 1000 καταναλωτές χ 1500 χρηµατικές µονάδες ). Είναι φανερό λοιπόν ότι, αν όλες οι επιχειρήσεις αποφάσιζαν ξαφνικά, να ακολουθήσουν την ίδια τακτική ( τακτική των «φορολογικών εκπτώσεων» ) και την ίδια αρνητική φορολογική συµπεριφορά µε τη Β2 , τότε το Κράτος θα κινδύνευε να µείνει χωρίς έσοδα. Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Τι γίνεται όµως µε τη Β1 ; Πως επηρεάζεται από την αρνητική φορολογική συµπεριφορά της Β2 ; Η απάντηση είναι ότι, αδυνατεί να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τη Β2 και κινδυνεύει να χρεοκοπήσει λόγω µείωσης των πωλήσεων της. Στην ουσία, η Β1 τιµωρείται σιωπηρά από τους τελικούς καταναλωτές (πολίτες) επειδή προσπαθεί να συµµορφωθεί µε τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Θα µπορούσαµε µάλιστα, να ονοµάσουµε αυτό που συµβαίνει σε αυτήν την περίπτωση, ως «Παράδοξο της Φορολογικής Συµπεριφοράς», ακριβώς γιατί, οι πολίτες - ενώ θα έπρεπε να επιβραβεύουν την επιχείρηση µε τη θετική φορολογική συµπεριφορά ( Β1 ) - εντελώς παράδοξα, επιβραβεύουν την επιχείρηση Β2 µε την αρνητική φορολογική συµπεριφορά. Για να επανέλθει η τάξη και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη, υπάρχουν τρεις µη αµοιβαίως αποκλειόµενες λύσεις : Λύση 1η : να επέµβει το Κράτος διαµέσου των αρµόδιων οργάνων του και να υποχρεωθεί η Β2 σε συµµόρφωση ( προϋποθέτει εκ των υστέρων έλεγχο ). Λύση 2η : οι ίδιοι οι καταναλωτές να τιµωρήσουν τη Β2 ( να σταµατήσουν δηλαδή να αγοράζουν προϊόντα από τη Β2 ) και να επιβραβεύσουν τη Β1 ( να αγοράζουν όλοι από τη Β1 ), επειδή ακριβώς δε στερεί από την κοινωνία πολύτιµους παραγωγικούς πόρους ( προϋποθέτει νοοτροπία που ευνοεί την επιβράβευση της φορολογικής ευσυνειδησίας και στηλίτευση της συµπεριφοράς του φοροφυγά ). Λύση 3 : η ίδια η επιχείρηση Β2 να αντιληφθεί, ότι ως µέρος του οικονοµικού κυκλώµατος και λόγω της κοινωνικής της ευθύνης, δε θα πρέπει να πλουτίζει σε βάρος της κοινωνικοοικονοµικού περιβάλλοντος στο οποίο - σε τελική ανάλυση - ανήκει (προϋποθέτει επιχειρησιακή κουλτούρα και επιχειρηµατικό σύστηµα αξιών που ευνοεί τη λήψη κοινωνικά ευαίσθητων επιχειρηµατικών αποφάσεων ). Γεννιέται εύλογα λοιπόν το ερώτηµα : ποια από τις τρεις λύσεις είναι η καλύτερη ; Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερη ή χειρότερη λύση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι τρεις αυτές λύσεις δεν είναι αµοιβαίως αποκλειόµενες, δηλαδή µπορεί να συνυπάρξουν και να οδηγήσουν στο στόχο της διασφάλισης του δηµοσίου πλούτου, είτε από κοινού είτε µεµονωµένα. Τίθεται όµως θέµα, για το ποια είναι η λύση που µπορεί να διασφαλίσει διαχρονικά τα δηµόσια έσοδα και µε το µικρότερο δυνατό κόστος για την κοινωνία. Μια λύση για παράδειγµα του τύπου, «ένας φοροτεχνικός για κάθε επιχείρηση », προφανώς θα ήταν αποτελεσµατική, αλλά καθόλου αποδοτική.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Μελέτες του Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου (Δ.Ν.Τ.) και της ΕΕ, δείχνουν ότι το µέλλον του συστήµατος Φ.Π.Α., βασίζεται στην εθελοντική συµµόρφωση. Ταυτόχρονα οι ίδιες µελέτες, προτρέπουν τους υπεύθυνους για τη διαµόρφωση πολιτικής, να υιοθετήσουν µέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι γεγονός ότι, παρά την προσπάθεια πολλών επιστηµόνων όλων των ειδικοτήτων και δεκάδων διαβουλεύσεων την ηµέρα µεταξύ ειδικών, η φοροφυγή ( συνδυασµός των λέξεων φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή ) λαµβάνει παγκοσµίως τεράστιες διαστάσεις. Και θα συνεχίσει κατά την άποψή µου να διογκώνεται, όσο θα υπάρχει στον κόσµο επιχειρηµατική δραστηριότητα. Μέσα στα πλαίσια της παγκοσµιοποίησης, της οικονοµίας της γνώσης και της κοινωνίας της πληροφορίας, εάν παραµείνουµε προσκολληµένοι σε στρατηγικές που βασίζονται στον εκ των υστέρων έλεγχο των δηµοσίων εσόδων, τότε ο κίνδυνος να χαθεί ο «λογαριασµός» θα είναι τεράστιος. Δεν ισχυρίζοµαι ότι θα µείνουµε ποτέ χωρίς δηµόσια έσοδα, αλλά το θέµα είναι πόσα έσοδα και µε τι κόστος. Ας πάρουµε για παράδειγµα τον τοµέα του ηλεκτρονικού εµπορίου. Ποιος µπορεί να απαντήσει µε βεβαιότητα στο ερώτηµα, πόσα έσοδα χάνει το Κράτος καθηµερινά από συναλλαγές που γίνονται µέσω διαδικτύου ; Ποια είναι θα είναι η µελλοντική διάσταση αυτού του φαινόµενου, εάν λάβουµε υπόψη µας ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις, θεωρούν το διαδίκτυο ως το βασικότερο εργαλείο για την αύξηση των πωλήσεων τους ; Πως µπορεί για παράδειγµα να λειτουργήσει αποτελεσµατικά, το µέτρο της υποχρεωτικής έκδοσης της απόδειξης, από τη στιγµή που οι «τελεία κόµ» επιχειρήσεις θα πωλούν χωρίς να υπάρχει καµία φυσική επαφή µε τον τελικό καταναλωτή ; Δε θα µπορέσουµε ποτέ να απαντήσουµε σε αυτά τα ερωτήµατα διότι ποτέ δε θα µπορέσουµε να χαλιναγωγήσουµε το επιχειρηµατικό δαιµόνιο. Και ούτε θα ήταν σώφρων να το χαλιναγωγήσουµε εφόσον αν επιχειρούσαµε κάτι τέτοιο θα καταστρέφαµε µια αστείρευτη πηγή συνεχούς ανάπτυξης. Στην προσπάθειά µου δώσω απαντήσεις σε όλους τους πιο πάνω προβληµατισµούς και ταυτόχρονα να προβληµατίσω όλους εσάς που πιστεύετε ότι αξίζει τον κόπο η προσπάθεια για τη διασφάλιση της ευηµερίας των µελλοντικών γενεών, έχω θέσει στον ευατό µου και προσπαθώ να βρω απαντήσεις στο ακόλουθο ερώτηµα :

στη µη φορολογική συµµόρφωση ή αποτελεσµατική διαχείριση της φορολογικής συµµόρφωσης για τη διασφάλιση των δηµοσίων εσόδων ; Το παρόν άρθρο αποτελεί ένα πλαίσιο που µπορεί να µας βοηθήσει στην προσπάθειά µας δώσουµε τεκµηριωµένες απαντήσεις στο πιο πάνω ερώτηµα. Είναι µια πρόταση που βασίζεται στο Μοντέλο της Επιχειρηµατικής Φορολογικής Διανόησης ( βλέπε Παράρτηµα ΙΙ ), ένα µοντέλο που ασχολείται µε το πώς σκέφτεται ( πνευµατική Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


διεργασία ) µια επιχείρηση όταν λαµβάνει αποφάσεις σε σχέση µε τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Η επιχειρηµατική φορολογική διανόηση (Business Tax Mentality), ως διεργασία, χρησιµοποιεί ως εισροή τη φορολογική γνώση, ενώ προηγείται της απόφασης για φορολογική συµµόρφωση. Το προϊόν αυτού του διανοητικού συστήµατος - η ποιότητα του οποίου εξαρτάται από το σύστηµα αξιών και το ευρύτερο περιβάλλον της επιχείρησης, είναι µια φαινοµενικά απλή αλλά τόσο βαρυσήµαντη για όλες τις κοινωνίες απόφαση : Να συµµορφωθώ ή όχι µε τις φορολογικές µου υποχρεώσεις ; Το µέλλον και η φιλοσοφία λειτουργίας του συστήµατος Φ.Π.Α. δε µπορεί να βασιστεί σε µια στρατηγική του τύπου «ένας φοροτεχνικός για κάθε επιχείρηση», αλλά σε κάτι άλλο. Μπορεί αυτό το κάτι άλλο να ονοµάζεται εθελοντική συµµόρφωση, φορολογική ευσυνειδησία ή επιχειρηµατική φορολογική διανόηση. Κανείς δε γνωρίζει. Το βέβαιο είναι ότι, θα είναι κάτι το νέο και σίγουρα θα χρειαστεί να εκσυγχρονίσουµε την «εργαλειοθήκη» µας και να επενδύσουµε σε νέα «εργαλεία» για τη διασφάλιση των δηµοσίων εσόδων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια σκέψης, θεωρώ ότι, θα πρέπει να προβληµατιστούµε, εάν η παιδεία µας, η κοινωνία µας, το ευρύτερο επιχειρηµατικό περιβάλλον, το επίπεδο αντίληψης περί κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, η πολιτική µας βούληση, είναι όλα έτοιµα για να υποστηρίξουν την πορεία προς τον εκσυγχρονισµό και τη νέα τάξη πραγµάτων. Καταρχήν θα πρέπει να εκτιµήσουµε την παρούσα κατάσταση σε σχέση µε τα πιο πάνω και να υιοθετήσουµε τώρα - χωρίς καθυστέρηση - τις πλέον ενδεδειγµένες στρατηγικές, πριν είναι αργά. Πιστεύω ότι στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, καταβάλλεται υπερβολικά δυσανάλογη προσπάθεια προς την κατεύθυνση της θεραπείας παρά της πρόληψης. Περιµένουµε να την πάθουµε και µετά να ενεργήσουµε. Η θεραπεία θα πρέπει να επιδιώκεται εφόσον έχουν αποτύχει προηγουµένως, όλα τα πιθανά µέτρα πρόληψης. Το παράδοξο είναι ότι πάντα γυρίζουµε στη λύση της πρόληψης, αλλά ήδη λαβωµένοι και εξουθενωµένοι από τις επιπτώσεις του προβλήµατος. Ας πάρουµε για παράδειγµα, το πρόβληµα των εξαρτήσεων που τείνουν να γίνουν η µάστιγα του αιώνα, αλλά και παγκοσµίως, το πρόβληµα της τροµοκρατίας, το πρόβληµα της γήρανσης του πληθυσµού, της υπερθέρµανσης του πλανήτη, της ρύπανσης του περιβάλλοντος, το AIDS, όλοι συµφωνούν ότι ο µοναδικός τρόπος αντιµετώπισης αυτών των προβληµάτων είναι η υιοθέτηση κατάλληλων στρατηγικών πρόληψης. Γιατί λοιπόν η πρόληψη, να µην αποτελέσει στο µέλλον, την κοινωνική µας ασπίδα και την αιχµή του δόρατος για την καταπολέµηση της µάστιγας της φοροφυγής ;

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Τι σηµαίνει όµως πρόληψη στον τοµέα της φορολογίας ; Σηµαίνει, δηµιουργικότητα, εγρήγορση, σχεδιασµός, πληροφόρηση, επικοινωνία, παιδεία, γνώση, διάθεση για αλλαγή νοοτροπίας και κουλτούρας, επιβράβευση θετικής φορολογικής συµπεριφοράς και στηλίτευση αρνητικής φορολογικής συµπεριφοράς, αίσθηση επιχειρηµατικής κοινωνικής ευθύνης κ.α. Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο να ευαισθητοποιηθεί ο κόσµος µε τα φορολογικά θέµατα, εφόσον το θεσµικό πλαίσιο των σύγχρονων οικονοµιών είναι τέτοιο, ώστε οι φορολογούµενοι να µη βλέπουν τους φόρους που πληρώνουν, ως την τιµή των υπηρεσιών που το Κράτος τους παρέχει. Επί πλέον, εφόσον για τις υπηρεσίες που παρέχει το Κράτος, δε µπορεί να εφαρµοστεί η αρχή του αποκλεισµού από την κατανάλωση, για όσους δεν πληρώνουν, ένας µεµονωµένος φορολογούµενος δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο να πληρώσει φόρους. Κατά συνέπεια θα προσπαθήσει να µην πληρώσει. Είναι γι’ αυτό το λόγο που απαιτείται από την πολιτεία, διπλή και τριπλή προσπάθεια, σε αυτόν τον τοµέα. Ενώ είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τον κίνδυνο από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχηµα, εφόσον υπάρχει ο φόβος του θανάτου ή της αναπηρίας, στην περίπτωση της φορολογίας δεν είναι εύκολο να αντιληφθούµε, τη ζηµιά που γίνεται όταν το Κράτος χάνει έσοδα ή κινδυνεύει να µείνει χωρίς έσοδα. Η ζηµιά αυτή όµως, µπορεί να κυµαίνεται από την απώλεια µερικών εκατοµµυρίων σε έσοδα, µέχρι και την παράλυση του κοινωνικού κράτους. Επιπρόσθετα, ενώ για παράδειγµα οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές από αυτοκινητιστικά δυστυχήµατα, προβάλλονται ως ισοδύναµες µε αυτές που χάνονται σε ένα πόλεµο ( µε στόχο φυσικά την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώµης ), η απώλεια σε φορολογικά έσοδα λόγω της φοροφυγής, δε προβάλλεται ως µια σιωπηρή λεηλασία του δηµόσιου πλούτου, από κάποιο ξένο εισβολέα. Κατά την άποψή µου δεν υπάρχει καµία διαφορά όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Και οι δύο περιπτώσεις ( λεηλασία από ξένο εισβολέα εν καιρώ πολέµου ή παράνοµη οικειοποίηση δηµοσίου πλούτου εν καιρώ ειρήνης ) αφορούν λεηλασία της δηµόσιας περιουσίας. Είναι καιρός να ληφθούν µέτρα προς την κατεύθυνση της προώθησης ενός κοινωνικά ωφέλιµου επιχειρηµατικού σκέπτεσθαι που βασίζεται πάνω απ’ όλα, στο σεβασµό του περιβάλλοντος από όπου η επιχείρηση αντλεί τους πόρους της για να πετύχει το οικονοµικό της αποτέλεσµα. Αυτό το περιβάλλον δεν είναι άλλο από αυτό που ζούµε και δραστηριοποιούµαστε όλοι µας. Η επιχείρηση δε δικαιούται να συµπεριφέρεται υπεροπτικά απέναντι στο περιβάλλον της. Το λιγότερο που µπορεί να κάνει µια επιχείρηση, µέσα στα πλαίσια της κοινωνικής της ευθύνης, είναι να συµµορφώνεται µε τις φορολογικές της υποχρεώσεις, χωρίς να µεµψιµοιρεί. Διότι παίρνει πολλά από την κοινωνία, χωρίς να δίνει πάντα συγκεκριµένα και ανάλογα σε αξία ανταλλάγµατα. Για παράδειγµα, µια µεταφορική επιχείρηση δε θα µπορούσε ποτέ να πραγµατοποιήσει έσοδα εάν δεν υπήρχαν οδικά δίκτυα. Μια συµβουλευτική επιχείρηση δε θα µπορούσε να προσλαµβάνει επιστηµονικό προσωπικό και να πλουτίζει από την παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών, εάν δεν υπήρχαν για παράδειγµα εκπαιδευτικά ιδρύµατα.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Ούτε θα µπορούσαµε να δεχτούµε τουρίστες στη χώρα µας εάν δε υπήρχαν αεροδρόµια ή άλλες παρόµοιες υποδοµές. Και τέλος µπορεί και να ήµασταν υπόδουλοι άλλων λαών εάν δεν µπορούσαµε να δαπανήσουµε χρήµατα για την εθνική µας άµυνα. Όλα τα πιο πάνω, οι δρόµοι, τα αεροδρόµια, τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα, η εθνική µας άµυνα, η δηµόσια υγεία, επιτυγχάνονται και διατηρούνται µε δηµόσιο χρήµα, το µεγαλύτερο µέρος του οποίου είναι φόροι. Συνεπώς, ως κοινωνία, έχουµε υποχρέωση να µάθουµε τον κόσµο να πληρώνει φόρους και όχι απλώς να τον καλούµε να πληρώνει φόρους. Μαθαίνω σηµαίνει, αποκτώ γνώση και αναλαµβάνω δράση, µε συνείδηση για του τι κάνω. Θα πρέπει να φτάσουµε λοιπόν, σε ένα σηµείο όπου ο πολίτης, θα µπορεί να χρησιµοποιεί τη λέξη συνεισφορά ως συνώνυµο της λέξης φόρος. Θα πρέπει να στοχεύσουµε, σε ένα επίπεδο φορολογικής συνείδησης, το οποίο θα µας υπαγορεύει να παρακολουθούµε µε αγωνία τη στάθµη των εσόδων από το Φ.Π.Α., µε την ίδια ακριβώς «µανία» που παρακολουθούµε τις τιµές των µετοχών στο Χρηµατιστήριο Αξιών. Θα πρέπει τέλος, να προετοιµάσουµε το έδαφος για να ευδοκιµήσει ένα κοινωνικά ωφέλιµο επιχειρηµατικό φορολογικό σκέπτεσθαι, που θα προάγει τη φορολογική συνείδηση, θα στηλιτεύει τη συµπεριφορά του φοροφυγά και θα καλλιεργεί στον απλό πολίτη, µια κουλτούρα που θα ευνοεί το έργο της διασφάλισης των εθνικών δηµοσίων εσόδων.

2. Το Μοντέλο της Επιχειρηµατικής Φορολογικής Διανόησης (Μ.Ε.Φ.Δ.) 2.1 Τι είναι η Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση (Ε.Φ.Δ.) ; Ο όρος Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση προέρχεται από το συνδυασµό των ακόλουθων τριών λέξεων : Επιχειρηµατικός : Ο σχετικός µε την επιχείρηση. Φορολογικός : Ο σχετικός µε τη φορολογία. Διανόηση : Πνευµατική λειτουργία µε την οποία συνδέονται έννοιες µε κρίσεις. Με το συνδυασµό των πιο πάνω λέξεων επιδιώκεται η επινόηση µιας νέας έννοιας (Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση), η οποία µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να περιγράψει το πώς σκέφτεται µια επιχείρηση όταν λαµβάνει αποφάσεις που σχετίζονται µε τις φορολογικές της υποχρεώσεις. 2.2 Ποιος είναι ο ορισµός της Επιχειρηµατικής Φορολογική Διανόησης ; Ως επιχειρηµατική φορολογική διανόηση ορίζεται η πνευµατική διεργασία που προηγείται της απόφασης για την εκδήλωση συγκεκριµένης φορολογικής συµπεριφοράς από την επιχείρηση. Αποτελεί µέρος του γενικότερου συστήµατος αξιών και µηχανισµών λήψης αποφάσεων της επιχείρησης.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


2.3 Ποιος θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση ; • • • • •

Οι διαµορφωτές φορολογικής πολιτικής Οι φορολογικές αρχές Οι Μάνατζερ των επιχειρήσεων Οι πολίτες Η κοινωνία γενικότερα

2.4 Γιατί θα πρέπει να µελετήσουµε την Ε.Φ.Δ. ; Όταν θα κατανοήσουµε το τι κρύβεται πίσω από τη φορολογική συµπεριφορά της επιχείρησης, θα είµαστε σε θέση να εφαρµόσουµε πολιτικές που θα προάγουν την εθελοντική φορολογική συµµόρφωση. Το αποτέλεσµα αυτών των πολιτικών θα είναι η µείωση του κόστους συµµόρφωσης για την επιχείρηση, η µείωση του κατά κεφαλή κοινωνικού κόστους συµµόρφωσης και η δικαιότερη ανακατανοµή του εισοδήµατος. 2.5

Ποια είναι η σχέση της Ε.Φ.Δ. και του Φ.Π.Α. ; • • •

• •

• • • •

Φ.Π.Α. είναι συνυφασµένος µε την επιχειρηµατική δραστηριότητα. Η αποτελεσµατικότητα του συστήµατος Φ.Π.Α. εξαρτάται από την ορθή λειτουργία του συστήµατος αυτόµατου ελέγχου. Ο Φ.Π.Α., ως έµµεσος φόρος, έχει σχεδιαστεί για να εισπράττεται και να αποδίδεται στο Κράτος από τις επιχειρήσεις, οι οποίες εκτελούν στην ουσία τα καθήκοντα ενός «µη αµειβοµένου φοροεισπράκτορα». Θεωρητικά και αν λειτουργούσε το σύστηµα χωρίς αποκλίσεις από την πιο πάνω βασική αρχή, δεν θα υπήρχε ανάγκη για τη λειτουργία οποιουδήποτε ex-post ελεγκτικού µηχανισµού. Στην ουσία δε θα υπήρχε φοροδιαφυγή στον τοµέα του Φ.Π.Α !!!. Η φοροδιαφυγή όµως αυξάνεται µε γοργούς ρυθµούς και θα συνεχίσει να αυξάνεται. Μέσα στα πλαίσια της παγκοσµιοποίησης, της ταχύτατης µεταβολής του επιχειρηµατικού περιβάλλοντος, της συνεχούς εµφάνισης νέων επιχειρηµατικών µοντέλων, είναι αδύνατον να αντιµετωπίσουµε το ρυθµό και τις διάφορες µορφές φοροδιαφυγής, µε πρακτικές που βασίζονται στη θεραπεία των συµπτωµάτων παρά στην επίλυση του προβλήµατος. Η εισαγωγή νέων επιχειρήσεων και η πιθανότητα φοροδιαφυγής δεν έχει όρια. Το συνολικό κόστος όµως για την καταπολέµηση της, έχει. Χρειάζεται λοιπόν αλλαγή πλεύσης και επινόηση πολιτικών που θα περιορίσουν τη φοροδιαφυγή µε τον έµµεσο τρόπο. Αυτός ο τρόπος συνδέεται µε τον αυτόµατο περιορισµό της φοροδιαφυγής, λόγω της αύξησης της εθελοντικής συµµόρφωσης. Αύξηση της εθελοντικής συµµόρφωσης (στον τοµέα του ΦΠΑ) σηµαίνει ότι περισσότερες επιχειρήσεις αποφασίζουν να εκδηλώσουν θετική φορολογική συµπεριφορά, ως αποτέλεσµα της επιχειρηµατικής φορολογικής διανόησης.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


2.6 Σε τι διαφέρει η Επιχειρηµατική Φορολογικής Γνώση ( Ε.Φ.Γ.) από την Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση ; Η Ε.Φ.Γ., είναι η γνώση της επιχείρησης που συνδέεται µε τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Διακρίνεται σε επαρκής και ανεπαρκής. Η Ε.Φ.Δ. είναι µια διεργασία που χρησιµοποιεί ως εισροή την επιχειρηµατική φορολογική γνώση. Η εκδήλωση θετικής (συµµόρφωση) ή αρνητικής (µη συµµόρφωση) φορολογικής συµπεριφοράς από την επιχείρηση, εξαρτάται καταρχήν από την ύπαρξη και την επάρκεια κάποιας φορολογικής γνώσης (επαρκής ή ανεπαρκής).

Στη συνέχεια η επιχειρηµατική φορολογική διανόηση (ως πνευµατική διεργασία), είναι αυτή που θα καθορίσει την ποιότητα των σχετικών µε τη φορολογία αποφάσεων που είτε θα προάγουν το κοινωνικό συµφέρον µέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ευθύνης της επιχείρησης, είτε θα το βλάψουν µέσω της ανήθικης και παράνοµης συσσώρευσης µη ιδιόκτητων πλουτοπαραγωγικών πόρων.

3. Επιχειρηµατική Φορολογική Διανόηση και Στρατηγική Φορολογική Διοίκηση (Φ.Π.Α.) Σε κάθε οικονοµία και σε κάποιο δεδοµένο χρονικό σηµείο υπάρχει ένα συγκεκριµένο απόθεµα φορολογικής γνώσης. Αυτή η γνώση χρησιµοποιείται ως εισροή σε µια πνευµατική διεργασία ( επιχειρηµατική φορολογική διανόηση ), το αποτέλεσµα της οποίας είναι µια απλή αλλά καθοριστικής σηµασίας - για την κοινωνία - απόφαση : «Να συµµορφωθώ ή να µη συµµορφωθώ µε τις φορολογικές µου υποχρεώσεις». Από τη στιγµή που θα ληφθεί η πιο πάνω απόφαση, κάθε φορολογική χρηµατική µονάδα, ακολουθεί µια πιθανή διαδροµή µέχρι να καταλήξει είτε στη δεξαµενή φορολογικών εσόδων είτε στη δεξαµενή φορολογικού χάσµατος (βλέπε συνηµµένο Παράτηµα Ι). Το Μοντέλο της Επιχειρηµατικής Φορολογικής Διανόησης (βλέπε συνηµµένο Παράτηµα ΙΙ), καταγράφει αυτήν την πορεία και καθορίζει το πλαίσιο για ένα αδιάκοπο προβληµατισµό που σχετίζεται µε το ακόλουθο στρατηγικό ερώτηµα : Ποια στρατηγική ( ή καλύτερα ποιο µίγµα στρατηγικών ) θα πρέπει να υιοθετηθεί για να διασφαλιστούν τα δηµόσια έσοδα ; Δεδοµένου ότι η µέγιστη φορολογική δυναµικότητα της οικονοµίας είναι κάποιο πεπερασµένο µέγεθος, το ύψος των φορολογικών εσόδων, εξαρτάται από το ύψος του φορολογικού χάσµατος και της παραοικονοµίας. Όσο διευρύνεται το φορολογικό χάσµα και η παραοικονοµία, άλλο τόσο συρρικνώνονται τα φορολογικά έσοδα και αντίστροφα.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Τα φορολογικά έσοδα (αυτά που εισρέουν στα ταµεία του Κράτους ) ως µέγεθος είναι γνωστό. Άγνωστη όµως παραµένει η απάντηση στο ακόλουθο ερώτηµα : Ποιο είναι το ποσοστό των φορολογικών εσόδων ως προς τη µέγιστη φορολογική δυναµικότητα ; Με βάση τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω, η ποσοστιαία σύνθεση της µέγιστης φορολογικής δυναµικότητας δεν είναι σταθερή και εξαρτάται από το πώς µεταβάλλονται ποσοτικά, τα µεγέθη του φορολογικού χάσµατος και της παραοικονοµίας. Όταν τα δύο αυτά µεγέθη κινούνται ανοδικά, τότε το ποσοστό των φορολογικών εσόδων µειώνεται και αντίστροφα.

Συνεπώς κάθε κοινωνία, µέσα στα πλαίσια της προσπάθειας για διασφάλιση των δηµοσίων εσόδων, θα πρέπει να λαµβάνει εκείνες τις αποφάσεις που στοχεύουν στη συρρίκνωση του φορολογικού χάσµατος. Πριν όµως ληφθούν οι όποιες σχετικές αποφάσεις, θα πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό, ότι το φορολογικό χάσµα είναι άµεσα συνδεδεµένο µε τις µεταβολές που συµβαίνουν στο επιχειρηµατικό περιβάλλον και συνεπώς µεταβάλλεται µε τους ίδιους ακριβώς ρυθµούς, δηλαδή σε κλάσµατα του δευτερολέπτου. Μέσα στα πλαίσια της παγκοσµιοποίησης, της κοινωνίας της πληροφορίας και της οικονοµίας της γνώσης, ο χρόνος που µεσολαβεί µεταξύ δύο διαδοχικών µεταβολών του φορολογικού χάσµατος, είναι τόσο σύντοµος, όσο ο χρόνος που χρειάζεται για να πραγµατοποιηθεί µια συναλλαγή µεταξύ τελικού καταναλωτή και επιχειρηµατία, µέσω διαδικτύου. Το έσοδο για την επιχείρηση (από το οποίο αναµένεται ότι η κοινωνία θα εισπράξει το ανάλογο φορολογικό έσοδο), βρίσκεται ένα «κλικ» µακριά από τον επιχειρηµατία. Το αν αυτό το έσοδο θα καταλήξει στη δεξαµενή φορολογικών εσόδων ή στη δεξαµενή φορολογικού χάσµατος, θα εξαρτηθεί από τη βούληση και την απόφαση ( ως προϊόν της επιχειρηµατικής φορολογικής διανόησης ) του επιχειρηµατία, να συµµορφωθεί ή να µη συµµορφωθεί µε τη φορολογική του υποχρέωση. Εάν ο επιχειρηµατίας αποφασίσει να συµµορφωθεί, τότε κατά πάσα πιθανότητα, το φορολογικό έσοδο θα καταλήξει στα ταµεία του Κράτους. Εάν η απόφαση είναι να µη συµµορφωθεί, τότε η πιθανότητα το φορολογικό έσοδο να καταλήξει στη δεξαµενή του φορολογικού χάσµατος, επαληθεύεται όταν η δυναµικότητα του ελεγκτικού µηχανισµού του Κράτους, βρίσκεται ή πλησιάζει κοντά στα όρια λειτουργίας του (οπότε η αναγκαστική αλλαγή αυτής της δυναµικότητας για συγκράτηση του φορολογικού χάσµατος, συνεπάγεται ένα υψηλό - για την κοινωνία - κόστος). Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια σκέψης, το να µετρήσουµε σήµερα το επίπεδο της φοροφυγής, είναι σαν να επιδιώκουµε να φωτογραφίσουµε µια σπάνια εικόνα, επειδή γνωρίζουµε ότι την επόµενη µέρα (εάν όχι το επόµενο κλάσµα του δευτερολέπτου) θα είναι εντελώς διαφορετική.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Αυτό συµβαίνει διότι, η φοροφυγή δεν είναι το πρόβληµα, αλλά το σύµπτωµα κάποιου προβλήµατος. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό. Στην αντίθετη περίπτωση, όσα µέτρα κι αν ληφθούν, η φοροφυγή θα συνεχίσει να υφίσταται και να αυξάνεται µε γοργούς ρυθµούς, διότι το πραγµατικό πρόβληµα θα παραµένει άλυτο. Το Μοντέλο της Επιχειρηµατικής Φορολογικής Διανόησης, αναγνωρίζει την ύπαρξη σχέσης αιτίου και αιτιατού ανάµεσα στην επιχειρηµατική φορολογική διανόηση (αίτιο) και τη φοροφυγή (αιτιατό) κι επιχειρεί να την περιγράψει. Λόγω της ύπαρξης αυτής της σχέσης, όταν µια νέα επιχείρηση εισέρχεται στην αγορά ή κάποια υφιστάµενη αποφασίζει να αλλάξει φορολογική συµπεριφορά, η κοινωνία έρχεται αντιµέτωπη µε τις δύο πιο κάτω αντίστροφα συνδεόµενες πραγµατικότητες (όταν το ένα µέγεθος αυξάνεται το άλλο µειώνεται και αντίστροφα) : α) της αύξησης των φορολογικών εσόδων, β) της αύξησης του φορολογικού χάσµατος. Όπως έχει ήδη αναλυθεί, το ποια από τις δύο πραγµατικότητες θα επικρατήσει, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αυτό όµως που έχει µεγαλύτερη σηµασία είναι να κατανοήσουµε (και µε τη βοήθεια του προτεινόµενου µοντέλου ) ότι, το Κράτος για να διασφαλίσει τα δηµόσια έσοδα, θα πρέπει να ενεργήσει προληπτικά και να λάβει δραστικά µέτρα, πριν από το στάδιο λήψης της απόφασης για συµµόρφωση ή µη συµµόρφωση. Να υιοθετήσει δηλαδή στρατηγικές που στοχεύουν στην αποτελεσµατική διαχείριση της συµµόρφωσης, παρά στην καταστολή της µη συµµόρφωσης. Και οι δύο πιο πάνω προσεγγίσεις µπορούν να συνυπάρξουν. Το ζητούµενο όµως είναι σε ποια αναλογία. Κατά την άποψή µου η ζυγαριά θα πρέπει να γέρνει προς το µέρος της πρώτης ( στρατηγική αποτελεσµατικής διαχείρισης της συµµόρφωσης ), δεδοµένου ότι µεγιστοποιεί την πιθανότητα, η κοινωνία - στο διηνεκές - να αντλεί δηµόσια έσοδα µε χαµηλότερο κόστος και κίνδυνο.

Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Copyright © Μενέλαος Π. Γεωργιάδης, 2006 Με επιφύλαξη παντός δικαιώµατος. All rights reserved.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.