Οὐ πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τουτονί. πρότερον γὰρ οὐκ ἔχων πρόφασιν ἐφ’ ἧς τοῦ βίου λόγον δοίην, νυνὶ διὰ τοῦτον εἴληφα. καὶ πειράσομαι τῷ λόγῳ τοῦτον μὲν ἐπιδεῖξαι ψευδόμενον, ἐμαυτὸν δὲ βεβιωκότα μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἐπαίνου μᾶλλον ἄξιον ἢ φθόνου· διὰ γὰρ οὐδὲν ἄλλο μοι δοκεῖ παρασκευάσαι τόνδε μοι τὸν κίνδυνον οὗτος ἢ διὰ φθόνον. Δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ χάρη, κύριοι βουλευταί, προς τον μηνυτή που μου παρασκεύασε αυτήν εδώ τη δίκη. Γιατί, ενώ πρωτύτερα δεν είχα αφορμή, εκ της οποίας ορμώμενος να λογοδοτήσω για την ζωή μου, τώρα εξ αιτίας τούτου έχω λάβει. Και θα προσπαθήσω να αποδείξω με τον λόγο μου ότι αυτός μεν ψεύδεται, εγώ δε έχω ζήσει μέχρι σήμερα άξιος επαίνου μάλλον παρά φθόνου. Γιατί φρονώ ότι από φθόνο και μόνον μου παρασκεύασε την σημερινή δίκη. Λυσία: Υπέρ αδυνάτου προοϊμιον
[1]
1