ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-089-6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ (*) Δεκατρείς μπύρες...
' — Μια , μπάρα. μέ χαμη λό κολλά,ρο. "Αϊντε λοιπόν. 5Ακόμα να την πιάσης;
ΊΌ .ΠΥΡΣΟΝ — μια από τις λαϊκές συνοι κίες τής Νέας Ύόρκης (*) *0 Νΐκος Β. Ρουτσος, δημι — ώρα εφτά τό απόγευμα. ουργός του Τζών Γ κ,ρήκ και συγγραΌ Χάρρυ Μίλλορ .μπαίνει φους (μέχρι της 12ης ιτερΐίττετεκχς) —σαν στο σπίτι του— στο του κιυκίλοΦΌΐριοΟ'ντΌ ς ομωνύμου τεύ χους., άπιοχωρήσας της έταιρίας ,μπόορ του γέρο Μττόιμπ. «Πελαργός» ητις τό εκδίδει, συγ — Κάτι νωρίς απόψε, α γράφει ηδη άπτοκλειατιΐκχος .και μό πορεί ό ρπάρμ,αιν. νον τά κείμενα τού τεύχους «ΔΕ Ό πελάτης μουρμουρίζει ΚΑΤΡΙΑ». Μέ τά τεύχη· τού Τζών β ισστ ικός σκαρφαλώνοντας Γικρη'κ οόδεμίαν άλλην ο.χέαΐν έχε; μέ κάποια δυσκολία στο ιμη ττλήν της ιδιοκτησίας του τίτλου των. λό σκαμνί;;
Σ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 Την πίνει γρήγορα και ξα νακατεβαίνει. — Φεύγεις Χάρρυ; Μ3 έ να ποδάρι ήρθες; — "Οχι-. Μά ούτε κιαΐ μέ δώδεκα ττού φεύγω κάθε βρά δυ... Μή στεναχωιΟ'ΐέσαι ό μως, θά ξαναγυρίαω... Πάω νά πάρω δυο μπριζόλες νά φάμε ιμέ τή^ «μικρή»... Τη μιπμρα θά στην πληρώσω με τις άλλες έντεκα πού θά πιω. . . ■Περνάνε δυο ολόκληρες ώ ρες. Κοντεύει τώρα εννέα... Ό Χάρρυ Μίλλορ ξανσγυ ρίζει στο μπαρ. — "Αργησες, μουρμουρί ζει ό Μπόμπ. —Ναί, του κάνει σκαρ φαλώνοντας πάλι στο ψηλό σκαμνί. Είχα. κάτι, φασαρίες απόψε ιμέ την παλιοδουλειά μου... Τί φταίω έγώ; Τά νύ χια μου θά μυρίζω άν είναι κλεμμένα; 3Εσύ πουλάς, έ γώ άγοοάζω. Εμπόριο του ποδαοιοΰ είν* αυτό! Τ ιμολό για θά κόβουμε; "Αιντε γέ ρο: ,Πιάσε μιά μπύρα μέ χα μηλό κολλάρο... Στο τρίτο ποτήρι βγάζει το πορτοφόλι του νά πληρώση. — <Γιατί έτσι νωρίς από ψε, Χάρρυ; παραξενεύεται ό μπσρμαν. Μιά ντουζίνα μπύ ρες δεν πίνεις κάθε βράδυ; "Εχεις άλλες οχτώ νά πιής... — Ή Ντόρυ έχει δίκηο, μουομθυμίζει έκεΐνος σά νά μιλάη μέ τον εαυτό του. Δώ δεκα ποτήρια μπύρα είναι πολλά για το στομάχι ένός
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ πενηντάρη ικαι γιά τό πορ τοψόλι ένός μικρομεταπράτη, σαν κι3 έμιένα... ’Άς μή τής χαλάσω τό χατήρι·. Κορίτσι πράγμα είναι τό κσικόμοιρο. ιΜήν ξεχνάς πώς είμαστε και νε ιάπαντρο ι. Ο ύτ3 έ ξά μη νο δεν κλείσαμε ακόμα... ώραΐο λοιπόν είναι νά γυρίζω κάθε βράδυ πιωμένος; "Αιντε γέρο, πιάσ3 ένα ποτήρι ακόμα, κομμάτια νά γίνη... Τρεις καί μιά τέσσερις. "Ως τις δώδεκα, θάχω άκτώ μπτύρες οικονομία. Λίιγες είναι; Ό Μπόμπ τον διορθώνεις —- Έψτά,,θέλεις νά πής... -εχνάς φαίνεται την πρώτη. — Ούτε την πρώτη, ούτε την τελευταία ξεχνάω κι3 αυ τά νά σου λείπουν. Ό Χάορυ κορόϊδο δεν πιάνεται: πλη ρώνει όσες πίνει! .Χά, χά, ιχά! 3Εβίβα λοιπόν τό τέ* ταρτο! ■Κι3 άδειάζοντας μονορρουψι τό ποτήρι, συνεχίζει τό μονόλογό του: — Θά μου πής: γιατί νά παντρευτώ σ αυτή την ηλι κία; "Ελα ντε! -έρω κι3 έ γώ; "Αγάπησε λέει τά γκρΝ ζα μου μαλλιά! Μέγας είσαι κύριε! Τά σημερινά κορίτσ'α είναι νά τραβάς τά μαλλιά σου είτε μαύρα είναι, είτε γκρίζα, είτε κάτασπρα! Χά, χά, χά!. "Αιντε γέρο: Βάλε καί τό πέμπτο νά δούμε τί θά γίνουμε! — Τό έκτο, θέλεις νά πής. ^Κοντεύουνε μεσάνυχτα. Ό Χάρρυ Μίλλορ πεταει ένα χαρτονάμ ισμα:
5 Τρίτοι
άνθρωπος
— Κ,ράτα δώδεκα μπάρες. —· Δεκατρείς, χασμούριε ται 6 γέρο Μποιμητ. Και μια άπό πριν. ' 0 μ ισομεθυΐσμένο ς πελά της παραξενεύεται: — 7ί θα π ή «πριν»; *Όλες «πριν» τις ήπια. Μόνο την τεΛευταία ήπια «τώρα». — Είπα: δεκατρείς!, άρ* χίζει νά άγριεάη, 6 μπάρμαν. Ό Χάρρυ Μίλλορ υποχω ρεί: — Δεκατρείς θέλεις, δέκα τρεΐς θά πληρώσω. Μια μπά ρα παραπάνω τί ψυχή έχει... Μόνο πού τό δεκατρία είναι κακός αριθμός! Και καθώς φεύγει μουρμου ρίζει ιμεθυσμένα: — Θές νά πάω «και νά βρω καν έναν άλλο Χάρρυ; Και δεν θάχη άδικο ή γυναίκα μου, έοώ πού τά λέμε... Ε πιτρέπεται νειόπαντρος άν θρωπος νά γυρίζω μεσάνυ χτα και μεθυσμένος; — *Έ, Χάρρυ, _του φωνά ζει ό μπάρμαν. -έχασες τό πακέτο σου. Ό παράξενος πελάτης ξα ναγυρίζει: ^ -— Ναι; γέρο μου, φ«έρζ το εδώ... Δυο μπριζόλες είναι γιά τό αποψινό μας δείπνο... "Απ’ τό μεσημέρι τ'ίς έχω πάρει «καί τις σέρνω «μαζί μου... Σίγουρα θάχουνε μυ* ρίσει. Χά,} χά, χά!... Καλός είμαι ικΓ εγώ! Γειά σου... Στο δρόμο ένα αδύνατο καί αδέσποτο σκυλί τον παίρνει από πίσω. Είναι ψα νερό πώς οι μπριζόλες, άγο-
(ρασμένες άπό τό μεσημέρι, θάχουν άρχίαει^ νά μυρίζουν. Ό Χάρρυ Μίλλορ ξεοιπλώ νει τό πακέτο ζαρώνοντας τή μύτη του καί του πεταει τη μιά απ' αυτές: — «Νά, φίλε... Πάρε τό δικό μου μερτικό. Μέ τις μπύ ρες πού ήπια μου κόπηκε ή όρεξη.. Ό σκάλας την καταβροχθί ζει έν κινήσει καί συνεχίζει νά τον ακόλουθή μουγγριζον τας παρακλητικά. Ό μεθυσμένος του πετάει καί τή δεύτερη μπριζόλα δι πλωμένη καθώς εΐναι στο χαρτιι. ^ -—'Άϊντε, ^ περιδρόμ ιασε καί τό μερτικό τής Ντόρυ, Τέτοια ώρα θάχη φάει καί ϋα ροχαλίζη ή παληοάπναροϋ! Αυτός κΤ 6 Εαυτός του
ΘΥΡΩΡΟΣ τής λαϊ κής πολυκατοικίας πα ραξενεύεται πολύ όταν όΛέπη τον Χάρρυ ΜίΛλορ να ψθάνη: -— Μπάσα! Πότε ξανάψυ χες, «καλέ; Δεν σε είδα νά κατεβαίνης... Πριν πέντε λε πτά όέν ήρθες μπάρμπα Χάρ ρυ; Έκεΐνος σταματάει κι5 άγριοκυττάζει τά μάτια της: ^— «Μπάρμπα Χάρρυ» μέ λέγανε πριν παντρευτώ... Τώ ρα μέ λένε «Κύριε Χάρρυ». Κατάλαβες; -— Ναί, «μικρούλη»^ μου, χαμογελάει ή θυρωρός μέ φαρμακερή ειρωνεία. Ό νοικάρης ανεβαίνει στα
Η
6 ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΟΠΟΣ θερά τά ξύλινα σκαλοπάτια καί φθάνει στην πόρτα του μικρού διαμερίσροητός του;. Βγάζεΐ’ άτττό την τσέπη* ^ τό μοναδικό κλειδί ττού σέρνει πάντα πάνω του ικοοι προσπια θεΐ νά την άνοιξη. Στέκεται άδύναττον όμως γιατί τό κλει δί του δεν ταιριάζει καθόλου σ’ αυτή την κλειδαριά. *Ακχυ ναίσιθητα σηκώνει τό κεφάλι κιαί κυττάζει τον άριθμό του διαμερίσματος. Είναι τηραγιμα τιικσ τό τριάντα τέσσερα, αυτό πού μένει. Κι* από τό κρύσταλλο τής πόρτας φαί νεται ,στό βάθος φως. Ό Χάρρυ κτυπάει τό κου δούνι. Ή ττάρτα ανοίγει γρή γορα καί στο κατώφλι της παρουσιάζεται μια νέα, όμορ φη καί ττολύ σωματώδης γυ ναίκα ιμέ ρόμττ ντε σάμπρ. — Με συγχωρής, Ντόρυ... Ή κλειδαριά μας έχει απόψε τά νεύρα της. Καληώρα όπως θά τάχης καί τού λόγου σου πού γυρίζω έτσι αργά, έ; Ή νέα γυναίκα μένει ακί νητη για λίγες στιγμές κυττάζοντάς τον μέ μάτια ορθά νοιχτα. "Υστερα γυρίζει τό κεφάλι της προς τό εσωτερι κό τού διαμερίσματος καί φωνάζει: -—Χάρρυ... Γιά έλα νά δής. "Ενας άλλος άνδρας πλησι άζεΐ' γρήγορα. Ή γυναίκα τον μαλλώνει: — Μπράβο, Χάρρυ!... Π ο τέ δεν μου μίλησες πώς έχεις ένα δίδυμο άδελφό άού μοιά ζετε τόσο πολύ! Ό νεοφερμένος πού βρίσκε Τςχι άπ’ έξω γουρλώνει τά μά
τια του. Μέσα στο σπίτι αν τικρίζει έναν άνδρα ίδιον καί άπαράλλαχτον μ’ αυτόν. "Ε ναν άλλον εαυτό του. — Μέγας είσαι Κύριε!, υουρμουρίζει. Έγώ δέν έχω κανένα δίδυμο αδελφό!... Καί γυρίζοντας ιρωτάει ψυχρά τον επισκέπτη: — ιΠοιός είσθε κύριε; Τί ζητάτε τέτοια ώρα στο σπίτι μου; — Στο σπίτι σου; ψιθυρί); ζει χαμένα ό άλλος. Στό σπί τι σου ή στό σπίτι μου; Χαί σ5 ένα άπότομο ξέσπα σμα, ρωτάει τη γυναίκα: — Πές μου Ντόρυ μου: Έγώ δέν είμαι ό άντρας σου; Τι ζητάει αυτός εδώ; ^ Ή Ντόρυ τον κυττάζει έξεταστικά: —Αέν σάς γνωρίζω, κύ ριε! Καί κάνει νά τού κλείση την πόρτα στα μούτρα. __ Ό Χάρρυ· Μίιλλορ γίνεται έξω φρενών. — Έγώ σέ γνωρίζω όμως. Είσαι ή Ντόρυ ή γυναίκα μου κι' έδώ μέσα είναι τό σπίτι ιμου! Άκούτε; Είναι τό σπί τι μου! Σπρώχνει βάναυσα τη νέα γυναίκα καί κάνει νά περάση στό διαμέρισμα. Ό άλλος ό μως Χάρρυ Μίλλρρ τού κόβει τή φόρα μέ (μια γροθιά στό σαγόνι·. Οι β'υό Χάρρυ Μίλλρρ πιά νονται ιστά χέρια καί κτυπι·* ώνται μέ λύσσα. Ή σωματώ* δης νέα γυναίκα βγάζει σπα«* ρακτικά ξεφωνητά: — Βοήθεια! Σκοτώνουν
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΟΠΟΪ
7
τον άντρα μου1! Οι ένοικοι ξυπνούν. Πόρτες ανοίγουν δεξιά κι5 αριστερά. Ή λαϊκή πολυκατοικία ανα στατώνεται. Πεντακόσιες χιλιάθες δολλάρια
-*♦*·'.«· ΗΝ ΙΔΙΑ νύκτα και την ίδια περίπου ώρα. « Ό αστυνομικός Επιθε ωρητής ,Κούκ Μπέρι μ αν, έ χε ι ικαλέσει Επειγόντως στο γραφείο του τον ντέτεκτιβ Μάιξ Μπώρ και τή δημοσιο γράφο ικι’ έρασιτέχνιδα ντέτεκτι-β Τζιν ’Άστορ. Τούς δι αβάζει (με στόμφο τό φινάλε τοϋ νέου.αστυνομικού μυθιστο ρήματός του: —...και ό αστυνόμος Μπέρ, επιθέτων την στιβάράν χεΐραν του επί τού ώμου τού κακούρ γοι^, ύποτονθορίζει: «Τζάικ τρομερέ! Έν όνο μάτι- τού νό μου σε συλλαμβάνω ώς... άθώον!» Πρωτότυπο, ε; Θά συνταράξη τά πλ,ήίθη! Ό Μάξ Μπώρ και ή Τζιν ’Άστορ συμφωνούν με πανηγυ ρικούς καγχασμούς! — Χά, χά, χά!...^ Πολύ ^ πρωτότυπο! Θά γελάση, και τό παρδαλό κατσίικι! Τό κουδούνισμα τής τηλε φωνικής συσκευής έρχεται νά διακόψη τά γέλια τους. Ό ε πιθεωρητής παρατάει στο τρα πέζι τά χειρόγραφα καί σηκώ νει τό άκουστικό. — Κούκ Μπέριμαν. Άστυ νρμικός συγγραφευς καί επι θεωρητής. Λέγετε παρακαλώ. Ό -Κούκ είναι ένας άνδρας ώς πενηνταπέντε χρόνων, πο-
*0 ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ
λύ ψηλός, αδύνατος σά σπάγ γος καί με δυσανάλογα μεγά λο κεφάλι καί πατούσες. Πρό σωπο σοβαρό;/ μαλλιά σάν βούρτσα;, γυαλιά συρματένια στήν άκρη τής μύτης του1 καί ξυρισμένος. Μαύρη ατσαλά κωτη ρεντικότα καί κατέλλο κλάκ πού δεν τό βγάζει ούτε στο ιμπάνιο του. Κολλάρο ψη λό σκληρό μέ μαύρο παπιγιόν καί σκληρά άισπρα μανικέτια, εμπριμέ άπό τις πολλές ση μειώσεις πού ικρατάει, μέ τό στύλο του, πάνω σ’ αυτά σέ στιγμές συγγραφικών έμιπνεύ σεων. Στο πέτο του πάντοτε ένα μεγάλο εντυπωσιακό λαυ
- ίΜ ί
3
λούδι άξιο νά προκ άλεση ζω ή,ρο ενδιαφέρον στις τάξεις τών υπομονετικών τετραπόδων με τά 1 μεγάλα αυτιά. Α πό τό αριστερό του- μπράτσο κρέμεται, ανεξαρτήτως καιρού <μιά άμπρέλλα. Γενικά: έμφάνισις κωμική σχολαστικού δη ΐμοδιδασκάλου παλιαιάς επο χής. Μόνο πού μιά έξέχουσσ ανωμαλία στο πίσω μέρος τής χυτής ρεντικότας του προ δίνει την ϋπαριξι τεράστιας πιστόλας μέ μύλο, παλαιού ΐμαυροβουνιώτικου τύπου. 'Ο Κούικ ακούει εκείνον πού τηλεφωνεί και ψιθυρίζει θαυμαστικά: — Λαμπρά!... Αυτό είναι ένα υπέροχο θέμα αστυνομι κού μυθιστορήματος! Θά συν ταιράξη, τά πλήθη!... Μπορεί τε νά ιμοϋ τό έπαναλάβετε; 5 Από την άρχή όμως, σάς πα ρακσλώ'. Μέχρι ς ότου ό άγνωστος πού τηλεφωνεί έπαναλάβη α πό την αρχή σσα είπε, έχου με τον καιρό νά ρίξουμε μια ματιά και στά άλλα δυο πρό σωπα πού βρίσκονται μέσα στο αστυνομικό γραφείο. Στο διάσημο Έλληνοαμ&ρι κ α νό ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ καί στή Μεξικανή δημοσιογράφο καί άσπονδη φίλη του Τζίν "Αστορ. Ό πρώτος είναι ένας νέος όμορφος μελαχροινός άνδρας μέ φαρδειές πλάτες καί άθλη τιική ικορμοστάσιά. ^Ίτύσιμο σπόρ καί στ’ αριστερό πέτο τού σοκκακιού του ένα χρυσό τετράφ υλλο τρ ιφ-ύλλ ι. Μάτ ια μαύρα λαμπερά καί μαλλιά
·■■■
— —----------—*νν. >ΙΙρ -I Π ■
ιΓ,ι -.ηι-' Ί'*-*-» ·’·-· ··Λ·- ■ι-Γ>-1>~.·ΤίνΤι,> »
ό τριτο ςΑνθρωπος σγουρά κΓ άχτένιστα. Ή άλλη, νέα μελαχροινή, κοπέλλα, εξωτικά όμορφη, μέ (μεγάλα μαυρσπράσινα μάτια, μενεξοδένιες βλεφαρίδες, καί κορμί πολύ γεροδεμένο. Στ’ αυτιά της δυο μεγάλοι χρυσοί κρ ίκοκ. Μαλλ ι ά κατάμαυρα, ελαφρώς σγουρά, μακρυά κι.’ άνεμίζοντα. Τό ντύσιμό της απλό καί μοντέρνο: "Ασπρο ανοικτό πουκάμισο μέ κοντά μανίκια καί μαύρο μίακρύ άν δριικό πανταλόνι. Ό επιθεωρητής τελειώνει τήν τηλεφωνική συνδιάλεξι: — Λαμπρά, φίλτατείά. Θά ενεργήσω αμέσως καί θά συλλάβω τούς άγνωστους μό λ ιις γίνουν ... γνωστό ί! Αμέσως κλείνει, τ’ άκουστι κό κι1 αποτείνεται στο Μάξ καί στή Τζίν: — Μιά εϊδησις πού θά συν ταιράξη τά πλήθη! Ό Χρήμα τιιστής Χάρι-μιαν, άλλοτε άξιωματτικός τού αμερικανικού στρατού, έδολοφονήθη: μέσα ατό γραφείο του μ5 ένα κτύ πημα ιστό κεφάλι καί έληστεύ θη τό χρηματοκιβώτιό του μέ πεντακόσιες χιλιάδες δαλλάρια σε μετρητά καί τίτλους* Ό δολοφόνος καί ληρτής έχει αφήσει πληθωρικά καί παντού τά δακτυλικά του άποτυπώμα τα. Στο γραφείο τού θύματος βρέθηκε ένα ανδρικό μανικετόκουμπο μέ τά αρχικά ψηφία X. Μ. Τό κουμπί αυτό 6έν έλτλείπε από τά μανικέτια τού (δολοφονημένου χρηματ ιστή,* Ώραΐο θέμα γιά άστυνοιμικό μυθιστόρημα! Ό Μάξ Μπώρ καί ή Τζίν
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ *Αστορ πετιώνται οοθιοι. Ό πρώτος οωτάει ιΤ ένδιαφέοον. — Πότε συνέβησαν σύτά^; — 3 Απόψε. Ποιν μιά δυο ώρες. Κατά τις δέκα ιμέ έντε κα τή νύχτα. Ρωτάει τώοα ή Τζίν: — Γτγγι 5έν σάς είδοποίη σαν αμέσως; —'Αυέσως μέ ειδοποίησαν. Μόλις τώιοα άνεκάλυψε τό έγ κλημα η θυοωοός. Αίγο^πρίν τά ,μεσάνυγτα κλείνει την έξωτεοικη είσοδο του κτ ίσιου. Ποσσε^ε αυως πώς τό νιοσΦεϊο του Χάριμαν εξακολουθούσε νά είναι Φωτισμένο... Κτυπησε την πόστα ιμά κανείς δεν Απαντούσε. "Ετσι Αναγκάστη κε ν3 άνοίιξη,... ^Ενεχ δεύτερο τηλεφώνημα
9
του Πυρσόν άναφέοει πώς στη λαϊκή πολυκατοικία Γουλκερ συνεπλάκησαν δυό ένοικοι που μοιάζουν Απόλυτα (μετα ξύ τους κι* επιμένουν κι3 οι δυό πώς λέγονται Χάρου Μίλ λο,ρ... — *Ας τους νά τσακώνων ται, ιμσυοιμουοίζει ό Κούκ καί προγωοεί ποός την έξοδο του γραφείου του. Ό Μάξ Μπώρ ξαναίρωτάει άδιάΦαοα τάγα: —Πώς είπες πώς λέγονται Τζίν; — Χάοου ΜίλλοοΙ, έπσναλαμβάνει η νέα. Μά στο άκου σμα των δυό ονομάτων, που ή ίδια ποόιφεοε, τά μεγάλα μου ροποάσινσ μάτια της φωτίζον ται παράξενα.
“Όταν σέ λίνο ικι* οί τοεϊς κατεβαίνουν Από τον ουοανοξύστηι καί βοίΐσκονται στη λε« ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ Κούκ ωΦόοο. ή Τζίν "Αστο,ρ αδιαθε μέ τον Μάξ καί την τεΐ Απότομα: Τζίν ετοιμάζονται νά ξεκινήσουν για τό γραφείο — 3 Εγώ λυπάμαιι, ιμά θά στεοηθώ τη συντοοφιά σας... του Χάιοιμαν, όταν ένα δεύτε “Ένας ξαφνικός πονοκέφαλος. ρο τηλεφώνημα έρχεται νά Θά πάοω κανένα ταξί νά πάω τούς καθυστέρηση. νά ξαπλώσω... -— Ποιος διάβολος είναι πάλι; Αναοωτιέται ό ΜπέριΌ Μάξ Μπώρ χαμογελάει ΐμσν. Μάς φτάνει ενα ένκλημα αινιγματικά: γι5 άττόιυε. Δεν χρειαζόμαστε — *Άν είχα τό άυάξι μου άλλο... ιΓιά κυττα ποιος είναι θά σέ πετούσα ε>'ώ ώς τό διΤζίν. αμιέοισμά σου Τζίν... Πεοίίμε Ή μις "Αστορ σηκώνει τό νε όμως. Θά τοέξω στον Αντί άκουστΊκό: κουνό οπαθπό νά σου1 στείλω —- Γοαφεΐον έπιθεωρητού ένα ταξί... 3Εσύ Κούκ μη χα Μπέριμαν. Αέγετε πασακαλώ. σομεράς. Πήγαινε στον τόπο "Ακούει για λίΐνο (μ3 ένδιαΗ τού εγκλήματος καί σέ λίγο φ'έρον και ποοσογη. Τέλος θά βοιίσκουαι κι3 εγώ έκε?\. κλείνει τό ακουστικό και γυ Ό έπιθεωοητης μπαίνει ρίζει στους δυο άνδοες. στο αμάξι του. υοντέλλο του -— Τό Αστυνομικό Τίμημα 1948, ένώ ό ντέτεκτίιβ τσακΐ
Ο
10 ζεται νά τρέξη στον άντικρυνό -σταθμό αυτοκινήτων. Ή δημοσιογράφος περιμένει κά πως ανήσυχη,. Ό Κούκ Μπέρ ίμιαν καθώς ■βάζει· μπρος το γερααμένο μ ο τερ τής σακαράκας του, χα μογελάει στην όμορφη μελάχροινή κοπέλλα: — "Έτσι είναι ι ό έρωτας Τζίν. Συνταράζει τά πλήθη-! Κύττα τον: Πονοκέφαλο άκου σε και τρέχει σαν τρελΙλός!... Ή νέα αναστενάζει: — Οι ερωτευμένοι μιλάνε, Μαιτρ... Ό Μάξ δεν μου εχει πή ποτέ τίποτα! — Έσύ του έχεις πή; — Μά όχι, βέβαια... 'Ο Κούκ ξεκινάει γελώντας. — Δεν πειράζει!. Χά, χά, χά!... θά τά πήτε (μαζεμένα! * Η ερασιτέχνης ντέτεκτ ι β συλλογιέται τώρα ψιθυριστά: —Ό φόνος και ή ληστεία του χοηιματιστού Μάρκ Χάριιμαν είναι αδύνατο νά μην ένη σχέσι μέ τον καυγά των δυο Χάορυ Μίίλλορ!... Πρέπει νά τρέξω γρήγορα στην πολυκα τοικία Γοόλκεο. θά πιάσω με γάλο «λαυράκι» γιά την έφηυε ριδα μου! Ευτυχώς πού δεν μυρίστηκε τίποτα ό Μάξ. 9Αλ λο ιώς δεν θά ξεκολλούσε άπό κοντά μου... Τούς συλλογισμούς της δι ακόπτει ένα ταξί πού φρενά ρει άπότομα μπροστά της."Ε νας μεσόκοπος μουστακαλής σωφφέρ μέ σηκωμένο νισκά και τοαγιάσκα, τής ανοίγει την πόοτα. —· Πέοασε. κυοά... "Ενας κύριος μου είπε νά Ιρθω έδώ
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ και νά πάρω τη δεσποινίς πού περιμένει... Ή Τζίν μπαίνει μέσα κάι μουρμούριζε ι·: —- Στο Πυρσόν γρήγορα. Στην πολυκατοικία ΓοΟλκερ. Ό αγροίκος σωφφέρ ξεκι νάει: — "Οπου γουστάρεις σέ πάω. Φτάνει νά γράφηι τό ρο λόι... Σέ δέκα λεπτά τής ώρας τό ταξί βρίσκεται στην _κια)κόφημη λαϊκή συνοικία. ~σφνικά όμως, και σέ άοκετή άπόστσίσι άπό την πολυκατοικία, σταματάει σ’ ένα απόμερο και σκοτεινό δρομάκι. Ό σωφφέρ ιμέ την τραγιά σκα μουρμουρίζει- μιά βλαστή μια κάτω άπό τά μουστάκια του και βγαίνει έξω. Κλειδώ νει τΙς πόστες του αυτοκινή του καί δίνει τό κλειδί στην πελάτισσά του. — Μυστήριο αμάξι, κυρά! Μόλις τού σωθή ή βενζίνα σταματάει σάν πεισματάρης γάιδαρος, μέ τό συιμπάθειο! 9Εδώ κοντά έχει ένα γκαράζ. θά πεταχτώ νά φέρω ένα μπι τόνι.^ Πάρε τό κλειδί μή χρει αστή νά κατέβης ώσπου νά γυρίσω. Καλά θά κάνης όμως νά ιμείνης κλε Ιδωμένη μέσα... Ή γειτονιά εδώ είναι λιγάκι ...άριστσχιραιτική κΓ όταν δου νε γυναίκα μονάχη, της... Εί σαι κΓ ομασΦούλα, βλέπεις! Ή Τζίν ’Άστορ παίρνει τό κλειδί άπό τό κστεβασμένο κρύσταλλο τού παοσθύοου, ικΓ άνοίγοντας τό τσαντάκι της ιβγάζει έπ δεικτικά ένα πλοϊκέ πιστόλι:
ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
11
I δυο Χάρρυ Μίλλορ πιάνονται στα χέρια και κτιπτιώνται μέ λύσσα
— (Πήγαινε τώρα... "Αν άρ γήσης θά ικστέίβο νά πάρω άλ ο ταξί. Ό σωφφέρ χαμογελάει^ — Όταν βρής, νά. μου τη λεγραφήσης! Χά, χά, χά!...
σπαθώντας νά θυιμηθη κορμιά βλαστήμια άττ5 αυτές πού άκούει συχνά νά λένε οί άνόρες. Μά ούτε τό δρόμο ξέρει, ου τε ικαί κανένα διαβάτη: βρί σκει τέτοιια ώρα για νά ρωτη4Ο σωφέρ άργεΐ ση. ιΠεριπλανιέται άσκοπα ε δώ κι5 όκεΐ ικΓ όταν καμίμιά φο ΕΡ ΝΑΝΕ ενα, δυό, τρία,, τέσίσερα, πέντε ρά φτάνη στην πολυκατοικία Γούλικερ, έχουν περάσει άλλα λεπτά τής ώρας... Ό λεπτά τής ώρας. οχοφψερ ακόμη νά φανή... είκοσι Ή Τζΐν χάνει ττιά την υπομονήΤέλος τή βλαστήμια πού της. Καλά πού τής έχει αφή ζητούσε νά θυμιηθή τή βρίσκει σει το .κλειδί του αμαξιού. ■μόλις φθάνοντας στο διαμέρι Άλλοιώς έκεΐ θά ξηιμε,ρωνότα σμα «34» βλέπει νά την υπο νε... δέχεται χαμογελαστός ό Μάξ Μπώρ. "Ετσι, ανοίγει νευρ ιαίσιμίέ— Μπά;! Σου πέρασε λοι νη(/ βγαίνει έξω κιαί συνεχίζει πον ό πονοκέφαλος, άγοοπητή το διράμο ιμέ τά πόδια, προ
π
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΠΠΟΙ Τζίν; Αυτό είναι πολύ ευχά ριστο. / Ή δημοσιογράφος τον κυττάζει χαμένα: — που έοώ; Γιατί ήρθες;
— Μα για τον ΐόιο Αογο ττού ή ροές κΓ εσύ, άιγαπη,τή μου. Ιια τό μανικετοκουμπο του Μαρικ Χάριμαν πού είχε τ' αρχικά ψηφία Χ.Μ. Δηλα δή Χαρρυ ΜίΑλορ'. Ή Τζίν ΓΑστορ τον κυττάζει> σά να είναι έτοιμη να τον ικατασπσραςη · — ώγω όμως τό σκέφθηκα πρώτη! Γι' αυτό προφασί στηκα πως μ5 έπιασε πονοκε ψΟΛος... Ό δαιμόνιος ντέτεκτιιβ χα μογελαει: — Μ" εγώ γι’ αύτό προ φασίστηκα πως μοΰ ...σώθηκε ή Οενζινη. -ΚΓ ενώ ή δημοσιογράφος γουρλώνει τα μαυροπρασινα μεγαλα ματ ιια της και μένει άκινητη σα νά τη κτύπησε κεραυνός στο ικεφ'άλη τή ρω ταει μέ σσδισμό: — 'ΑΛήαεια Τζίν, δεν σε ρώτησα: I ίως σου ψανήκα μέ τά ...μουστάκια καί τήν τραγνάσκα; Ή όερμοαιμη Μεξικάνα τι νάζει ξαφνικά την παλάμη της καί όινοντας του ένα ήχηρότα το χαστούκι, αποκρίνεται ταυ τόχρονα στην έρωτησί του: —Ί Ιολύ χαριτωμένος, Μάξ! Ό νέος τρίβει χαμογελών τας τό μάγουλό του: — Εύ χαριστώ, Τζίν. Τό χαστούκι αύτό θά μου θυμίζη παντα τη μεγαλύτερη γκαφα τής ζωής σου. Χά, χά, χά,!
— Λοιπόν, τον ρωτάει φι λικά ή νέα, σά νά μην είχε συμδή τίποτα. Τί γίνονται οί δυο Χάρρυ Μίιλλορ; Είναι α λήθεια πώς μοιάζουν τόσο πο λύ; — Μέσα βρίσκονται. Τους έχω περάσει χειροπέδες. Πά με νά τούς δής... Τηλεφώνησα καί στον Μπεριμαν. Ιέ λίγο θά βρίσκεται εδώ... Στην είσοδο τού διαμερί σματος στέκει ένας βλοσυρός άστυφύλακας. Ή Τζίν "Αστορ καί ό Μάξ Μπώρ' πειρνάνε μέ σα. Στο χώλ βρίσκονται μιά νέα μεγαλόσωμη γυναίκα μέ ρόιμπ ντε σαμπρ καί όυο άν5ρες καταπληκτικά όμοιοι ό ένας .μέ τόν άλλον. "Όχι μονά χα ,στά χαρακτηριστικά, στη έκφραση και στη σωματική δι άπλασι», μά καί στην πιο μι κρή ικΓ ασήμαντη λεπτομέρεια τού ντυσίματός των. θάλεγε κανείς πως είναι ό ίδιος άν θρωπος πού τόν βλέπει δυό φα ρές. "Ακόμα καί ή χρυσή κο ρώνα πού είχε ό ένας στον πρώτον αριστερό τραπεζίτη του πάνω σαγονιού, έχει κι* ό άλλος στο ίόιο ακρ ιβώς δόν τι. Ή Τζίν, προσέχει ότι τά πιατέλαν ια καί τών όυο έχουν ένα μικρό πρόχειρο μοντάρι σμα, μέ τήν ίύια κλωστή στο όεξί ρεβέρ τους. Ό ντέτεκτιιβ τής ύποδείκνύ ει καί κάτι πού ίσως νά μην έχη παρατηρήσει: — Κύτταςε, Τζίν... Βρί σκεις καμμιά διαφορά στούς δυό αυτούς ανθρώπους;
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ — Μα), όχι^Μάξ... Δεν ύ παρχε ι διαφαρά... —· Ευτυχώς υπάρχει μ'ίΐοο, Τζίν. ’Αλλοιώς δεν θά μίπσρού σαμε νά τους ξεχωρίζουμε... — Δηλαδή; — Νά. Ό ένας έχει τό σιη μάδι τής γροθιάς στα σαγόνι κι3 άλλος οχ ι... Αυτός μέ το σημάδι είναι ό Χάορυ Μίλλορ ττού ήρθε δεύτερος ιστό δισμιέ ,ρισμια. Ή θυρωρός μου είπε πώς ό άλλος; πού δρέθηικε μέ σος, εΐχε εοθει μόνο πέντε λε πτά πριν οπτό αυτόν. Τή γρο θ'ά την έδωσε ό πρώτος και την έφαγε ό δεύτερος. Ή δημοσιογράφος άνησυχεΐ: — Μά ή κοκκινίλα τής γρο θιάς θά πεοάση γρήγορα Μάξ και τότε πώς... — "Εχω φροντίσει καί γι' αυτό Τζίν. Σ έίρνω πάντα μοε6 μου δυο ζευγάρια χειοοπέ 6ες με διάκοιτικδ ψηφίο. Στόν Χάίριρυ Μίλλοο που βρέθηκε μέσα στο σπίτι, φόρεσα τις χειροπέδες μέ τό ψηφίο "Αλ φα. Στόν άλλον πού ήριθε με τά κι3 έχει ττοοσωρινά τό ση μάδι τής γροθιάς, πέοασα τις άλλες ιμέ τό ψηφίο Βήττα. "Α ρα ό Α είναι ό πρώτος καί ό Β εΐναΐ' ό δεύτερος. Ή Τζίν "Αστοσ ζηλεύει α φάνταστα έπαγγελματικά τον Μάξ Μττώο; Κι3 άττό τά κερα σένια χειλάκια της άφήνει νά στάξη. αμέσως τό φαρμάκι: — Μτηοάβο Μάξ! Τυχαία κοίμίμιά φορά κάνεις και κάτι έξυπνο... — Ένώ ©συ, ατό κεφάλαιο
ρυτό; εΤσαι πάντοτε
άτυχη,,
αποκρίνεται ό τετραπέρατος ντέτεκτιβ. Σύμπλεγμα περί πεπλ εγ μ ένων...
ΚΥΡ IΑ ιΝτόΙρυ, η σύζυ γος ενός από τους δυο Χάιρρυ Μίίλλορ κάθεται ίάμίλη,τη καί συλλογισμένη σέ ιμιά πολυθρόνα τού ίδιου δω ματίου. Ρίχνει εξεταστικές ματιές πότε οπόν άνδοα της και πότε ιστόν απαράλλακτο σωσία του — ιμέ τό σημάδι στο σαγόνι — πού ήρθε τόσο απρόοπτα νά ταράξη την οι κογενειακή τους γαλήνη. Στο μεταξύ καταφθάνει έ ξω φρένων ό έπιθεω ρ η τ ή ς Κουκ Μπεριμαν... — Ααμπρά!... αυτό που κάνατε κι3 οί δυό σας ήταν σωστή ποοδοσία! Προπαντός έσύ, κ. Μάξ, πού δεν με προει* Ιδοποίησες και σέ περί μένα σάν κουτός! — Μήπως σέ προειδοποίΐγ σε ή Τζίν; ρωτάει χαμόγελών τας ό νέος. — Βεβαίως. Μου είπε του λάχιστόν πώς την έπισσε ξα φνικός πονοκέφαλος. Αυτό ή ταν άοικετό γιά νά καταλάβω πώς θά έτρεχε έδώ γιά νά ξε τρυπώση καμίυιά ειδηισούλα γιά νά συνταοάξη τά πλήθη. 3Ενώ έσύ... Δεν βαριέσαι ό μως: Καλύτερη συμπεριφορά δεν υπορουσα νά πεοιμένω άπό έναν ντέτεκτιβ. 3Αποοώ γι ατι σάς ανέχεται τό Κράτος! — Μά γιά νά μποοεΐτε νά συγγράφετε έσεΐς αστυνομικά μυθιστορήματα καί νά συντα* ραΐζετε τά πλήθη·, αγαπητέ
Η
14 Κούκ, -Αποκρίνεται γελώντας καλόκαρδα ό Μάξ Μπώρ. Ό ντέτεκτιβ κατατοπίζει β .αστικά τον έπιθεωρητή σέ όσα εΐχε μέχρι στιγμής πληίροφορηθή καί ή άνάκρισις Αρ χίζει. Ό Κούικ εξετάζει πρώτα τον Α, δηλαδή τον ανδρα πού βρισκόταν ιμέσα στο σπίτι, ό ταν παρουσιάστηκε ό σχασίας του. — Πώς λέγεσαι; — Χάρρυ Μίλλορ. — Ετών; — Πενήντα ένός. — Επάγγελμα; — Μεταπράτης. Δουλειές του ποδαριού... — Πότε ήρθες έδώ; ^ —Μά κατά τά [μεσάνυχτα. — Πού ιβριισκόσουν ώς αυ τή τήν ώρα; — Στις δούλε ιός μου, δε ξιά ικι’ Αριστερά... Το μεσημέ ρι δεν έοχαμαι στο σπίτι... Τό βράδυ κατά τις έννέα πού τελείωσα. πέριασα Ατπό τό μπαρ του γιέοο Μπόμπ, στήν πλατεία Ράζ. ΈκεΤ σιγά-σινά ήπια δώδεκα μπέσες. Σαν έκανα νά πληρώσω όυως μου ζητούσε δεκατρείς. Εΐχα, λέ ει, κι* άλλη μια μπύρα άπό π,οίιν. Πότε «άπό πρίν»; Τις χθεσινές τις είχα πληρώσει. Καυγαδίσαμε λίγο μά στο τέ λος τήν πλήρωσα. Τί νά κά νω; Τώρα συλλογιέμαι καί λέω: Βρέ (μήπως κι* είχε πάε^ι πιο μπροστά ό κύριος άπό δώ καί τήν ήπιε χωρίς νά τήν πλήρωσή; Καί φυσικά ό γέρο Μπόμπ — έτσι πού μοιάζου
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ με — θά νόμισε πώς ήμουν εγω! — "Υστερα; ρωτάει ό Μπέ ρ ίμιαν... — "Υστερα ξεκίνησε* γιά τό σπίτι μέ τις δυο μπριζόλες πού μου είχε πή ή Ντόρυ ν5 αγοράσω γι* απόψε. "Ετσι Ντόρυ; Μά στο δρόμο Απάν τησα ένα πεινασμιένο σκυ λάκι καί τού τις πέταξα. Έΐχαν αρχίσει νά μοσχοβολά νε Απελπιστικά. "Αλλωστε ε γώ δεν πεινούσα πιά κι* ή γυ ναίκα μου σίγουρα θά είχε φάει καί θά κοιμόταν τέτοια ώρα. Τί> νά τις έκανα; "Ημου να βέβαια καί μισοζαλισμένος Από τις μπάρες... Τέλο^ σαν έφτασα εδώ, ή υπνοοου Ντόρυ ήταν ξύπνα. "Ετσι Ντόρυ; Αέν πρόφτασε λοιπόν νά μ'* Αρχίση στην γκρίνια καί ντρρρ τό κουδούνι τής πόρ τας. Ήταν ό κύριος άπό δω πού μού μοιάζει καί λέει πώς αυτός εΐναΐι έγώ! Ό Κούκ Μπέοτμαν γυιοίζει τώρα στόν Β. τον άνδρα δηλα δη πού ήρθε δεύτερος στο δια μέρισμα κι·5 είχε ^ τό έλαφ-ρό σημάδι τής γροθιάς στο σαρ γόν ι-: — Έσύ πώς λέγεσαι; — Χάρου Μίλλορ. — Ετών; — Πενήντα ένός. — Επάγγελμα; — Μεταποάτης. Δουλειές τού ποδαριού. — Πότε ήοθες έδώ; Ό Β τον διακόπτει: — Μη σκοτίζεστε άδικα, κ. Αστυνόμε... "Ο,τι σάς εΐπε ό κύριος, θά σάς πώ κΓ έ—
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ γώ. Ακριβώς τά ίδια. Έγώ δμως έχω ταυτότητα τής άστυνομίας ιμέ φωτογραφίια^κοΐί σφραγίδα πού λέει πώς εΤμοει ο Χάρρυ Μίλλορ βατό το Τέριμαν, γεννηθείς το 1907 καί επάγγελμα έμπορος. "Αν έχη >κΓ αυτός τέτοια ταυτότητα, τότε πάω πάσσο! Λύστε μου τά χέρια νά σάς την δώσω. Ό Μάξ Μττώρ άντί νά του λύση τά χέρια, τον ψάχνει ό ■ίδιος. Ταυτότητα δμως δεν βρίσκει κσμμιά έπάνω του. — Πεοίεργο, μουρμουρίζει ό «Β». Πάντα στην άοιστερη μέσα τσέπη· του σακικσκιού μου την έβαζα. Πώς διάβολο χάθηκε; Στο μετσίξύ ό έπιθεωρητής ρωτάει τον «Α»: — Έσύ έχεις ταυτότητα; —Ναΐι... Στην άριΟτερή με σια τσέπη, του σακκακιού μου βρίσκεται. )3άλτε τό χέρι σας και πάρτε την. 10 Κ ούκ βάζε ι πραγ ματικά τό χέρι του ικαίΐ βγάζει μιά κόκκινη* ταυτότητα. Τής ρί χνει μιά γρήγορη ματιά καί τή δείχνει στόν^«Β»: — Μήπως είναι αυτή που έχασες έσύ; — "Οχι. Ή. δική μου ήταν πράσινηι. Πάντως ένα σάς λέω νά μιέ πιστέψετε: Μπο ρεί ό διάβολος νά τδφερε νά μοιάζουμε τόσο^ πολύ μ5 αυτό τό μιασκαρά. Είναι δμως αδύ νατο νά λεγόμαστε κι5 οί δυο Χάρρυ Μίλλορ, νάχουμε γεννηθή κι* οι δυο τό 1907,^ νάμαστέ ικύ οί δυο μεταπράτες, νά μένουμε στο ίδιο σπίτι, νάχουμε παντρευτή την ίδια
15
'Ο μικρός Γιούπυ
γυναίκα καιϊ... Ό έπιθεωρητής τον διακό πτει : — Λαμπρά! Πού θέλεις νά κατάληξης; —Ήά έξετάσετε τήν ταυ τότητα τού κυρίου. Θά εΤνα] πλαστή. Γνήσια ήταν ή δική μου, αλλά τήν έχασα... Ό Κουκ Μπρριμαν βγάζει το φακό του κι1 εξετάζει τά μυστικά σημάδια τής σφρα γίδας στην ταυτότητα. Διάπι στώνεί; πώς πραγματικά εΐναι πλαστή καί άκουμπάει έπίση μα τό (χέρι στον ώμο τού «Α». — Λαμπρά! Έν όνάματι
16 του νόμου σέ συλλαμβάνω, έττι του παοόντος. ώς ττλσστο γράψον! Μ3 έννοεΐς; Ή σύζυγος
γνωμοπ-ευεϊ ΙΑΖΟΣΑΣΤΕ, ,κ. Έπιθεωαητά. του ψιθυοίζει σιγά στ* αυτί ή Τ£ίν. — Παέπει νά κατσπλήξω τα πίλήθηι. της άπα^οίνεται. Στο μεταξύ, δ Μάξ Μπώρ ψάχνοντας τδ «Β» για την ταυ τόση τα, βούσχει στην τσέπη του ένα κλειδί. —Τί κλειδί είναι αυτός τδν ρωτάει. — Τής εισόδου. — Καί γιατί δεν άνοιξες να μπης, άλλα χτύπησες τό κουδούνι; —Τό δσκίίυαίσα καί δεν ταίιοισζε. Κάπο’σς θά μού τό έχη άλλαξει. Σίγουρα αυτός ό πσλισνθοωπος! Ό έπιθεωοητής νυούζει τώ \οα στην' Ντόου Μίλλοο ττού ■έξακολουθεί νά ο’ίχνη έξεταστικές ματιές πότε στον ένα καί πότε στον άλλον άνδρα. — 'ΜίποοεΤς νά υάς πης ποιός άπό τούς δυο είναι 6 άν δρσς σου; Ή νέα γυναίκα ρίχνει άπό μιά τέλευταίΙα ματιά καί στους δυο κι3 άποκοίνεται: — Στην άοχη νόμισα πώς αυτός που είχε έοθει ποώτος έιταν 6 Χάρρυ, ό άνδρας μου. Τώοα δυως που κυττάζω τον άλλον, βλέπω πώς εΐγσ κάνει λάθος. Ό άλλος που ήοθε με τά είναι ό πραγματικός άν δρας μου. Μπορώ όμως νά το
Β
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (μάθω άυέσως. Κατάλαβες; — Π ώς; Μ έ πο ι ό τ οόπο; — Σηυηοα τό ποωΐ που ντυνόταν είδα πώς άπό τό που κάυισο του έλλειπε τό τελευ ταίο ποός τά κάτω κουυπί'. Τού έοοαψα ένα άλλο, μιά έπει δη δεν εΐγα άσποη. κλωστή υεταγειιρίΐστηκα μαύρη,. ^Αν λοιπόν τό τελευταίο κουμπί τού άσποου πουκαμίσου του είναι ραμμένο μέ υαύρη κλω στή τότε αυτός είναι ό Χαο,ρυ Μίλλορ, ό άνδρας μου. Κα τάλαβες; *0 ντέτεκτιθ ξεκουμπώνει τό γιλέκο τού «Β» καί τραβά ει έξω τό πουκάμισό του. Πρα γματικά: Τό τελευταίο κου μπί είναι ραμμένο με κλωστή μαύοη·. 'Ο Κούκ ΜπεοΊμαν κάνει τό ίδιο καί στον «Α». Μά^δλα τά κουμπιά τού πουκαμίσου του ε?ναι ραρμένα ιμέ άσπρη κλωστή, Ή μεναλόσωνη, Ντόιου πε τιέται δοθισ κι* άνοιευένη κιαΐ ποίν ποοφτάση, νά την συγκοατήαη κανείς, δίνει δυο χα στούκια δυνατά, στο πρόσω πο τού «Α>. — Κτήνος!... ’Ηοθες έδώ πρώτος καί σέ δέχτηκα σάν άνδρα μου! Κατάλαβες; νΙ σως νά τό είχες ξανακάνει αυ τό κι3 δταν έλλειπε σέ ταξί δια ο Χάσου!... "Η μεοικά με σημέοΊ’α πού ερχόταν ξαφνικά ό «άνδρας» ιιου, χωρίς νά τον περιμένω. 3Εσύ θά τού έκλε ψες την ταυτότητα για νά μην μ πόση ν3 απόδειξη ποιός είναι.^ 3Εσύ θά τού άλλαξες καί τό κλειδί γιά νά τον ένο-
Ο ΤΡΙΐΟΧ ΑΝΘΡΩΠΟΪ -«· χοττο ιή σης!... Κατάλαβες, . Τ,,ρα καί κυττάζει τον ντέτεκτίβ Ί α έξυπνα μαύρα μάτια 1 ^θαυμαστικά: τού Μάξ Μττώρ λάμπουν ξα- 1 ^— Μπράβο Μάξ!... Μια φνίικά παράξενα. Αμέσως φευ ρμέρα θά κατάπληξης τά πλήγει από τό χώλ καί φτάνει βι Κ 6η! αστικός στην .κουζίνα. Ανάβει Γ υρίίζοντας άμέσως στον τό γκάζι και βάζει πάνω στις Χάρρυ Μίλλορ πού είχε έλθει φλόγες του1 μια μικρή κατσα δεύτερος στο διαμέρισμα, του ρόλα μέ νερό κι5 αλάτι. Μόλις λέει: χλιαίνει τό αδειάζει^ σε όυτ ^^ Κί’ οί^ δυο είχατε πη ποτήρια και ξαναγυρίζει στο πώς ήπιατε από δώδεκα μπύχώλ. Φέρνει τό ένα στα χείλη, του «Α» καί τό άλλο στα χεί ρες. Ό σωσίας σου τό απέ δειξε μέ τον εμετό του. Οί δι λη τού «Β», διατάζοντας τους. κές σου μπύρες πού είναι; Ε — Πιέτε τα. Αμέσως καί σύ, όπως φαίνεται δεν έχεις ιμονορρούφι! \ πιή ούτε νερό. Ό επιθεωρητής παραξενεύ Ή Τζίν "Αστορ πού έχει εται: λυσσάξει από τή ζήλεια της — Τ’ αναψυκτικά Ο5 άρχΑ για τό κόλπο τού Μάξ Μπώρ, σουμε τώρα Μάξ; "Ασε με, μουρμουρίζει: σέ παρακαλώ, νά κάνω τή οου — Αυτό δέν ©χει σημασία. λειά ,μου. Μπορεί ό άνθρωπος νά έκανε — -Πιέτε τα, φωνάζει, πιο εμετό ^στό δρόμο... πριν φτά δυνατά κΓ άγρια ό Μπώρ. Οι δυο άνδρες τρομοκρα ση εδώ:... — Ναί, ναί! Εμετό έκα τούνται κι5 άνοιγοντας τα χει να}, επιβεβαιώνει ό «Β»; μέ τό λια τους αρχίζουν νά πίνουν σημάδι- τής γροθιάς στο σα τό χλιαρό όολατόνερο πού εί ναι τό πιο πρόχειρο καί σί γόνι. — Πού έκανες τον εμετό1; γουρο εμετικό. ρωτάει μ' ενδιαφέρον ό ντέτεκτι-β. θά τρέξω αμέσως νά Τό μπλέξιμο κυττάξω άν λές αλήθεια... προχωρεί Ό <<Β», πού ή Ντόρυ τον άναγνώρ ισε γ ιά πραγ ματ ικό Καί νά. Δεν προφθοοίισύζυγό της — ακόμα κι" από νουν νά καταπιούν με τή ιμαύρη κλωστή τού κουμπι ρικές γουλιές καί τό ού — αργεί ν' άποκριθή. θαύμα γίνεται: Ό «Β» βγά?Ή δημοσιογράφος ©πεμβαίνε, ζει λίγη ,μισοχωνεμένη στερεά πάλι: τροφή. Ένώ ατό το στόμα τού «Α» ξεχύνεται ένας υγρός — Πού νά θυμάται ό άν χείμαρρος πού γεμίζει τό δω* θρωπος; Μεθυσμένος ήτανε! ράτιο .με μυρωδιά ξυνισμένης ^ Ό έ γγ ι-θεωρητή ς πλησ ι άζε ι μπάρας. τώρα τον «ιό» καί άκουμπώνΌ Κούκ καταλαβαίνει τώ~ τας ιμ5 επισημότητα τό δεξιό
1ή
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
του χέρι στον ώμο του, μουρ μουρίζει : — Λαμπρά! Έν όνόματι τού νόμου σέ συλλαμβάνω ε πί πλαίστοπροσιωπείια. Μ5 έννόεΐς; Και γυρίζοντας αμέσως στον «Α» μέ ΤΓ)ν πλαστή ταυ τότηται, πρόσθετε ι: — ΊΞισύ ξεσυλλα)μ(βάνεσαι. Τέλος ξαναγυρίζοντας στον «43» μέ τό φεύτιικο άλλοθι, τον συμβουλεύει: — Δεν σου ιμένει τώρα πια ρα νά αμολογήισης τη δολοψο νία τού ιχιριηιματ ιστού Μάρκ Χάριμαν ικιαι τη Ιληστείια των πεντακοσίων χιλιάδων δολλαρίων. Ό «Β» τά χάνει:
— Έγώ; Ληστεία; Δολο φονία; ιΠότε την έκανα; _ Ό Κούκ Μπέρημαν έχει τήν άπάντησι έτοιμη: — Απόψε τη νύχτα. "Όταν ό πραγματικός Χάρρυ Μίλλορ ετινε τις δώδεκα μπύρες του μέσα στο μπαρ τού γέρο Μπόμπ. ίΚα'ί βγάζοντας άπό την τσέπη του· τό 'μαν ιικετόικου μπο πού βρέθηκε ατό γραφείο τού θύματος, προσθέτει: —1 Είσαι πολύ ανόητος πού δεν ομολογείς, ΌρίΙστε κιαΐ το ικουιμ,τι πού σου έπεσε μέ τό μονόγραμμά σου (Χ.Μ.), Χάρ ρυ Μίλλορ. Ό «Β» διαμαρτύρεται: — Όρίστε, 'Κ. * Αστυνόμε.
-βθ Μά§ Μπώρ τούς διατάζει: —«Πιέτε τα# γρήγορα!»
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΟΡΟΠΟΣ
Ο τρομερός Γιούπυ χαστουκίζει την κοντόχοντρη γόησσα μέ την άλογοουρά.
Έγώ έχω καί τά δυο κουμπιά Δεν ιμοΰ λείπει κανένα. Ό επιθεωρητής ρίχνει ιμιά ματιά στά δεμένα χερίια του και διαπκσπώνει πώς λέει την αλήθεια. Αμέσως γυρίζει ατό «Α» Χάρρυ -Μίιλλορ και παρατηιρεΤ κάτι πού δεν είχε προσέξει μέχρι τότε: Και τά δυο κουμπιά των μανικετιών του λείίπαυν. — "Ωστε έτσι λοπόν; του κάνεΐι. Σου έπεσε τό ένα κου μπί την ώρα του εγκλήματος και γιά νά μήν ένοχοπο ιηβης έξαφάνισες και τό άλλο. Κι5 άκουμπώντας πάλι τό χέρι στον ώμο του, μουρμου ρίζει έπίσημα: — Έν όνόματι του Νόμου,
ξανοσι/λλαμβάνεσοα! —Μέγας είσαι Κύριε!, κά νει κατάπληκτος ό «Λ». Καί δείιχνοντάς του ιμέ τά μάτια του την εταζέρα του χώλ προ αθετεί: — Είχα αρχίσει νά γδυνωμαι γιά νά πλαγιάσω όταν χτύπησε τό κουδούνι ό σωσίας μου. Επειδή όμως τό πρωί- θ’ άλλαζα πουκάμισο, έβγαλα τά μανικετόκουμπα καί τ’ ά φησα έκεΐ. Νά τα,.. Τά μυστήρια των μυστηρίων
Ο
ΡΑΓΜΑΤΙιΚΑ ένα φθη νό ζευγάρι κουμπιά μέ τά ψηφία «Χ.Μ.» βρί σκονται πάνω στήν εταζέρα.
20 Ό Μάξ και ή Τζιν χαμογε λάνε ειρωνικά. Ό Κούκ Μττέριμαν, έξω φρένων μέ ^τή γκά •φα του; ξεσπάει τά νεύρα του στον « ξανασυλληφθέντα». — Νά σέ πάρη, ό διάβολος. Τί' σού^ ήρθε νά βγάλης τά κουμπιά νυχτιάττιικα και νά μέ μπερβεύης; Δεν τ’ άφηνες για τό πρωί, π ανάθεμά σε! Ή Τζιν "Αστορ παίρνει α πό τά χέρια του έπιθεωρητού τό ξενόκουμπο πού είχε βρεθή στο γραφείο του δολοφο νημένου χρηματ ιστού. Τό πε ριεργάζεται για λίγο με πεπο ιίθηισι: — Είναι πλατινένιο μέ γνή σιο μαργαριτάρι. Τέτοια μανικετόκουμπα είναι αδύνατο νά φοράνε αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι. — Κι’ όμως, μουρμουρίζει σκεπτικός ό Κούκ, τό κουμπί έχει τό ^ -μονόγραμμά τους : Χ.Μ. Χάρρυ Μίλλορ! Στο μεταξύ δυο αστυνομι κοί^ τής Σημάνσεως, ειδικοί γιά τά δακτυλικά αποτυπώμα τα, φθάνουν στο διαμέρισμα τής λαϊκής πολ υκατο ικίας Γ’ουλκερ. Παίρνουν τά δακτυλικά α ποτυπώματα των δυο Χάρρυ Μίλλορ καί τά συγκρίνουν μ’ έκεΐνα πού βρέθηκαν στο γρα φείο τού δολοφονημένου χρηματιστή... ^— Λοιπόν; ρωτάει ό Κούκ μ’ αγωνία. Τίίνος είναι τ’ απο τυπώματα; ^ Οΐ αστυνομικοί δείχνουν τον «Α» Χάρρυ Μίλλορ. Έκεϊ νον^ δηλαδή πού είχε φθάσει πρώτος στο διαμέρισμα. Αυ
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΠΠΟΣ τόν πού έκανε ιμέν έμετό τις μπάρες, αλλά τό τελευταίο κουμπί του άσπρου πουκαμί σου του δεν ήταν ραμμένο μέ μαύρη κλωστή. —Λαμπρά!, κάνει τρελλός από χαρά ό Κούκ. "Ωστε κα λά^ τον ξανασυνέλαβα εγώ έν όνόιματι του Νόμου! "Ω, μά είσθε^ υπέροχοι, κύριοι! Ή γνωμάτευσί σας θά συνταρά ξη τά πλήθη ! Καί διατάζει τούς άστι> νομικούς: —Οί δυο άνδρες νά απο μονωθούν στά κρατητήρια τής ^Αστυνομίας. Ή γυναίκα ν5 άφεθή ελεύθερα... Ό Γιούττυ καί ή Μπουλ
ΩΡΑ έχει περάσει. Εί ναι ^ πιά δυο μετά τά μεσάνυχτα. Ή Τζιν "Αστορ γυρίζει ιμ’ ένα ταξί στο διαμέρισμα της πού βρίσκεται στο ίοιο κτίριο στον ίδιο όροφο καί ακριβώς πλάϊ από τό διαμέρισμα τού άσπονδου φίλου της, Μάξ Μπώρ. Λογαριάζει νά γράψη εκεί την εϊόησι καί νά τηλεφω νηση τό κείμενο στους διανοκτερεύοντες συντάκτες τής ε φημερίδας της. “ ϋ έττ ιΡεωρητής Μπέρ ι μαν κι* ό ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ φευ γουν μέ τό αυτοκίνητο τού πρώτου γιά τό γραφείο του στον ουρανοξύστη τής ομο σπονδιακής αστυνομίας. Ό καιρός έχει αρχίσει νά χαλάη. Μαύρα σύννεφα μα ζεύονται σιγά - σιγά οπόν ού ρανό τής Νέας Ύόρκης. Μα-
Η
21
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ κρυνές άστοαπές φωτίζουν τά βάθη του όρίζοντα. "Οταν ή Τζίν "Αστορ φθάνπ στο διαμέρισμά της ή Μττούλ, τό χαζό κοντόχοντρο κορίτσι πού έχει πεοκμιαζέψει άπό τούς δρόμους, βρίσκεται ξύπνια και με συντροφιά. Μαζί τηρ εΤναι ό Γ ιούπυ ένα τε τραπέρατο καί γεροδεμένο ά γόοι πού ζη στο πλαϊνό διαμΐεοισμ'α μαζί με τον διάισημο ντέτεκτιβ. Ό πιτσιρίκος αυτός ήταν γιος ένός Φοβεοού κακοποιού πού ό Μάξ Μπώο τον εΐγε στείλε^ στην ήλεκτοική καρέ κλα. Ό ντέτεκτιβ. πεοιυάζεψε τό παιδί αυτό θαυμάζοντας την καταπληκτική νοημοσύνη του καί τις άυέτοητες φυσι κός του ικανότητες. Ό Γ ιούπυ, παρ’ όλο πού άπό τό μακαρίτη πατέοα του είχε ιμιάθει καλά ολόκληρη τη θεωοία καί την τεχνική του έγκλήιματος, δεν δείχνει καμμιά διάθεσι νά άκολουθηση τό πατρικό έπάγγελμία. Άντίθε τα ονειρεύεται νά γίνη ντέτεκτιβ καί τρομερός κυνηγός των κακούργων. Ή δημοσιογράφος παραξε νεύεται βλέποντας τον στο δι αμέρισμά της. — Τί ζητάς έδώ τέτοια ώ ρα; — Προγυμνάζω αυτό τό βλακόμουτρο τη Μπούλ, τής αποκρίνεται. —— ΜπάI Σε τί° — Στην έξυπνάδα! ^"Οταν μεγαλώσω καί γίνω ντέτεκτιβ λεω νά την πάοω βοηθό μου, νά Φάη κΓ αυτή ψωμάκι, Μά
έχει βλακεία άγιάτοευργ Φο βάμαι πώς θά μου τά κάνη θάλασσα! Ή θερμόαιμη Μεξικάνα τον σπρώχνει βάναυσα* —"Εξω. παληόπσιδο! "Αν σε ξαναδώ εδώ μέσα θά σε πετάξω άπό τό παοάθυοο! Ό Γ ιούπυ κοντοστέκεται· καί την κυττάζει άγέίρωχα: — Δέν δοκιμάζεις νά δού με; Θά φάς νσοθιά «Μσξυττωρέϊκ ι οώ> πού θά συντσράξη τά πλήθη όπως λέει κι* ό μπάρ μπα Κούκος! Καί φεύνοντας άογά Ραναγυρίζει στο πλαϊνό διαμέρι σμα τού ντέτεκτιβ. Ή Μπούλ, μόλις φεύγει ό Γ ιούπυ, άρχιζε ι νά ψευτοκλαίη: — Νά τον δείιοης καλέ κυ ιρά... Έγώ τού άπάντησα σω στά. κι* αυτός μοΰ έδωσε δυο χαστούκια στά μαγουλάκια μου! — Γιατί σέ χτύπησε; — Νά: Με ρώτησε αν έ νας άνθοωπος σκοτώση κάποκ ον άλλον, ποιόε είναι τό ΘΟμ'α ό σκοτωμένος ή ό ζωντανός; — Κυ’ έσύ τί τού είπες; — Ό ζωντανός... Οί κλέφτες των τηλεφωνημάτων
ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή ό άδύνατος ήχος ενός άθέατου βομβητοϋ ειδοποιεί τή νέα πώς κάποιος καλεΐ τό τη, λέφωνο τού πλαϊνού διαμερίσματος πού μένει ό Μάξ Μπώρ. ΕΤναι μια κρυφή ένωσι πού έχει κάνει ή σατανική Μεξικάνα για νά πςψακρλον'-
Τ ;
»
>
22 Θγ τά τηλεφωνήματα του ντε τεκτυβ. Ή Τζιν "Ασταρ στο άκου σμα του βαμβητου γυρίζει άμέσως έναν κρυφό διακόπτη που βρίσκεται κάτω από τό τραπεζάκι του τηλεφώνου. Καί σηκώνοντας γρήγορα τ' ακουστικό τό φέρνει στ5 αυτΡ της. Ταυτόχρονα και στο πλαϊ νό διαμέρισμα ο (μικρός προστατευρμενος του Μάξ Μπώρ σηκώνει τ’ άκουίστιΐκόι: — Έδώ Γ ιούπυ Γιάγια. Έ σύ ΐποιός είσαι και τί θέλεις; Βαρεία ικΓ υπόκωφη άνδρική φωνή τον ρωτάει- άπό την άλλη άκρη του σύρματος: — Ό Μάξ Μπώρ είναι έκεΐ; 1 Γ|^|^| — "Οχι. Έδώ βοηίθός του. Τό Τδιο κάνει... - 'Ότσν έοθη νά του πής πώς τον ζήτησε ό Ρίκο. Θά τον ιξαναπάοω. Κατάλαβες; — Κατάλαβα, μουριμουρί*ζει ό Γιούπυ κάι κλείνει τ’ α κουστικό. πεπραγμένος που δεν του έδωσε σημασία. Δεν περνούν ιμερ ικα δευτε ρόλεπτα κι* ό ήχος ένός βοιμβητού ειδοποιεί τώρα τον Γι ούπυ πώς κάποιος καλεΐ τό τηλέφωνο τής Τζιν "Αστορ. Ό διαβολεμένος πιτσιρίκος έχει άνοκαλύψει την κρυφή ένωσι τής δημοσιογράφου κΓ έχει καταφέοει νά κιάνη κι* αυτός ιμιά Τδια στο δικό της τηλέφωνο. Χωρίς βέβαια νά ξέρη τίίποτα άπό δλα αυτά ό ντέτεκτιιβ. ’Έχει μάλιστα το π αθετήσει κι* ένα μικρσσκοπι κό κρυφό διακόπτη τού βομ-
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ι0 έπιθεοορητής Μπέριμαν
βη,τοϋ /ιά νά τον κλεΟνη. κάθε φορά πού βρίσκεται στο γρα φείο του ό Μάξ Μπώρ. Ό Γ ιούπυ σηκώνει πάλι τό ακουστικό γιά νά κρυφακού ση τό τηλεφώνημα τής δημο σιογράφου, όπως πριίν λίγο εΐχε κάνει κΓ* έικείΐνη τό Τδιο στο δικό τους. * Ανύποπτη ατό πλαϊνό δια(μέρισ)μα ή νέα σηκώνει τ5 α κουστικό: — Τζιν "Αστορ, δημοσιο γράφος. Σ άς ακούω·... Ή Τδια βαρεία κι* υπόκωφη ανδρική φωνή ξανακούγεται άπό την άλλη άκρη του σύρ ματος. — Έδώ ΡΓκο... — Ποιος Ρίκο; — Δεν σ* ενδιαφέρει. Έκεΐ νο πού σ’ ένδιάφέρει θά τό
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ άκούσης άμέσως. Λοιπόν: Κι’ έσύ ικι* αυτός ό ήλίθιος Μάξ Μπώρ να πάψετε ν’ άνα κιοτευόσαστε στις δουλειές μου, όπως κι9 εγώ δεν ανακα τεύομαι στις δικές σας. Σύμ φωνοι·; Ή Τζιν είναι τετραπέρατη κοπέλλα.. Τού αποκρίνεται λοι ττον: — Σύμφωνοι, κ. ΡίΙκο. ’Αλ λά πως θά ξέρουμε εμείς ποι ες «δουλειές» είναι δικές σου γιά νά μιήν άναικατευόμαστε; — Νά μερίζετε τά δάχτυ λά ίσιας, μουρμουρίζει ό άγνω στοςβ0 Γ ιούττυ ■παρακολουθεί
ΦΩΝΗ τής μις "Αστορ παίρνει τώρα τόνο χα μογελαστό: — Ώραΐα! Μύρισα λοι πόν τά δάχτυλά μου και σε ρωτάω: Ή άποψινή δολοφο νία: και ληιστείΐα του χιορμάπι στη Μάρικ Χάριμσν είναι δι κή σου «δουλειά»; — Δεν θά σου δώσω λογά ρ ιάσιμο.. — Οί δυο Χάρου Μίλλορ είναι επίσης «δουλειά» δική σου; — Είπα: Δεν θά σου δώ σω λογαριασμό... — Και οΐ δυο αυτές «5ου λειές» έχουν σχέσι μεταξύ τους; — Αυτό νά τό βίρής μονάρ χη σου... Έγώ ένα σου λέω: "Οποιος ανακατεύεται στίς δουλειές μου πεθαίνει. Κατά λάβες;
Η
13
Ή Τζιν "Αστορ άλλάζει τα κτική: — 'Κστάλαδα Ρίκο και δεν έχω καυμιά οοεξι νά πεθάνω. Έγώ δέν είμαι άστυνομικός γιά νά θέλω νά σέ πι άσωτου τε δικαστής γιά νά σέ στείλω στην ήλεκτριίκη καρέκλα. Έ γώ είμαι υιά δηυασιονράφος που κυττάζω πώς θά πάω κσμίυιά είδηισούλα στήν έφημεοίδα μου γιά νά πάοω τό μισθό... "Αν μάλιστα πληιρώ^σης κάτι, μπαοώ νά σου πω πολλά ενδιαφέροντα πράγμα τα... — Γιά ποιο ζήτημα; — Μά γιά τη δολοφονία του χρηματιστή... Γιά τις 6μαλσγίες των δύο Χάοου Μίλ λορ... Πρέπει νά ξέοης πώς μέ χοι τώ.οα βοισκόιμουν μαζί μέ τον Κουκ ΜπέοΊΐμαν καί τόν Μάξ Μπώρ... Κ ατοΛιαιβιαίνε ι ς λοιπόν... Ή βαιο-ειά άνδοική φωνή άπό τήν άλλη: άικιοηι του σύρ ματος, τή δια'βεβαιώνεκ — Πληιρώνω οσα ζητήσης. Κανένας δέν χάνει όταν τά έχει καλά μέ τό ΡίΙκο. Πεθαί νει δμως άμέσως μόλις σκεφτή νά τού στήση παγίδα... — Πες μου που θέλεις, κα] θάρθω νά σέ συναντήσω μονά χη μου, δηλώνει ή σατανική κι’ άφοβη Μεξικάνα. Καί τά μεγάλα μαυροπράσινα μάτια της λάμπουν παράξενα. — Έν τάξεΐ'. Σέ μισή ώρα θά φτάσης μ* ένα ταξί στήν πλατεία Γώρεν. Έκεΐ θά κα^ τέβης από τό αυτοκίνητο καί θά προχωρήσης μέ τά πόδια στήν Κάλβεν στρήτ. Σ' Ινα
24 ■σημείο του δρόμου θά σέ συ νσντήσω εγώ. θά κρατάω μιά μικρή βαλίτσα με εκατό χι λιάδες δολλάρια. "Αν κάνης αυτό πού θά σου πώ, τά λε φτά θά γίνουν δικά σου. — "Εο χαμαί Ρίκο. Σέ μί ση ώρα θά βρίσκομαι στην ττλατεΐα Γώρεν και θά ποοχω ιρήσω ττεζή στην Κάλβεν στρήτ. Συλλογισμοί έττι συλλογισμών
ΗΝ ΙΔΙΑ ώρα στο άστυνομικό γοαφεΐο του Κούκ Μτέριμαν: Ό Μάξ^ Μπώρ εξηγεί στον έπιθεωρητή μερικούς συλλογι σιμούς του πάνω σέ στοιχεία που βρίσκονται μέχρι στιγμής στά χέρια τους:^ —Στο γραφείο του νεκρού ,χρηΐματίιοτή βρέθηκε ένα μανικετόκουμπο μέ τά ψηφία X. Μ, πού πρέπει, έικ πρώτης 6ψεως, νά σημαίνη Χάρρυ Μίλ λορ, — Λαμπρά! Πάρα κάτω. —- Ό Μάρκ Χάριμαν όμως τό θύμα δηλαδή, είχε και τά δυο κουμπιά στο πουκάμισό του. "Οπως και ο! δυο Χάρρυ Μίλλορ είχαν κι5 εκείνοι τά κουμπιά τους. "Αρα τό κουμπί αυτό δεν λείπει από κσνέναν. Αοιμιπρά! 5Αλλά μην ξεχνάς πώς έχει τά ψηφία Χ.Μ. πράγμα πού σημαίνει πώς ανήκει οπωσδήποτε σέ κάποιον άπό τούς δυο Χάρ ρυ Μίλλορ. — Μη ξεχνάς όμως κι* ε σύ πώς οί άνθρωποι αυτοί εΐ φτωχοί, καί τό ιμανικ^τσ-
Τ
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ικουμπο είναι άπό πλατίνα μέ αληθινό μαργαριτάρι... ^— Δηλαδή; Τί θέλεις νά πής; Πώς τό κουμπί ανήκει στον πλούσιο χρηματιστή; — Μάλλον. — Ααμποά!, άλλά είσαι τοελλός! Τό όνομα του Μάοικ Χάριμαν δέν έχει αρχικά X. Μ. — "Εχει όμως Μ.Χ.! Δη*λαδή τά Τδια ψηκβία τοποθετη μένα ανάποδα. Τό πρώτο δεύ τεοο καί τό δευτεοο, πρώτο. Δέν είναι λίγοι εκείνοι πού βάζουν πρώτο τό έπώνυμό τους, — Λαμπρά Μάξ, άλλά λες ανοησίες! — Γιατί; — Γιατΐ^ κι* άν άκρμα ή ταν έτσι, πώς τό κουμπί αυτό βρέθηκε πεσμένο στο πάτωμα του γραφείου; Λες τό θύμα νά τό κοατούσε στο χέρι του καί νά έπαιζε; Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει: —- Είναι πολύ απλό, Κουκ, ~εχνάς πώ-ς τό κουμπί είναι πολύτιμο καί ό Χάριμαν θά ήταν δικαιολογημένος άν τό είχε μέσα στο χρηματοκιβώ τιό του. Τό ταίρι του πιθανόν νά τό είχε χάσει... "Ετσι, ό ταν ό δολοφόνος τον χτύπησε στο κεφάλι, τού πήρε τό κλει δί κι5 άνοίγοντας την κάσσα άρχισε νά βγάζη, τά χρήματα. ΛΑαζί μ’ αυτά θά παοασύρθηκε καί τό κουμπί κΓ έπεσε κά τω... Ό Μάξ Μπώρ κάνει νά συ νεχίση, <μά ό επιθεωρητής τον διακόπτει απότομα: — Πςε στάσου, &γοπρτ\τ§
Ο ΤΡΙΤΟΪ ΑΝΘΡΩΠΟΙ μου... "Αν παραδεχτούμε πώς τό κουμπί ανήκε στο χρημα»τιστή, τότε οι δυο Χάρρυ Μίλλαρ θέν έχουν καμμιά σχέσι μέ τή δολοφονία του. "Έτσι δεν είναι; 3Από τό μανικετόκουμπο είχαν ένοχοποιηθή... Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει: — Δίκηο θά είχες Μπέρ^ιμαν, άν στο γραφείο^ τού θύ ματος δεν είχαν β,ρεθή τά δα κτυλικά Αποτυπώματα του ε νός από αύτούς. Τοΰ «Α», δη λαδή. — Ναή μωρέ παιδί μου! Καλά λες. Μου διέφυγε αυτή ή λεπτομέρεια... Ασήμαντη βέβαια, αλλά συνταρακτική γιά τά πλήθη. Ό Μάξ Μπώρ' ξεφυσάει μέ στεναχώρια: — Τι τά θέλεις, Κουκ. Π ο τέ άλλοτε στή ζωή μου δεν έ χω συναντήσει πιο μπλεγμένη υτιόθεσι Από αυτή! — 'Αμ'^έγώ;! — Φοβάμαι μάλιστα πώς άν καταφέρουμε να τήν ξε μπλέξουμε, θα μ’πίλέξη περισ σότερο. — Ααμπρά, Αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Ό ντέτεκτιβ του έξηγεΐ: — "Ας υποθέσουμε πώς κα ταφέρνουμε νά Αποδείξουμε πώς ό ένας Από τούς δυο σω αίες δολοφόνησε και λήστεψε τον χρηματιστή. Πώς θά ξε χωρίσουμε ποιος είναι αυτός ανάμεσα στους δυο πού μοιά ζουν τόσο πολύ; — Μά ό «Β» έχει τό κοκκινισμένο σαγόνι Από τή γρο θιά... — Τό σημάδι- αυτό δεν θά
21
υπάρχη πιά... — "Υστερα έχουμε τις χει ροπέδες σου μέ τά διακριτι κά ψηφία: Α—Β.... — Είχαμε, θέλεις νά πής. Γιατΐ Από τή στιγμή πού τούς έκλεισες στά Απομονωτήρια, οί φύλακες τούς έχουν βγάλει β έβ α ι α τις χ ε ιρο τέδες... Ό επιθεωρητής Αναστατώ νεται: — Αυτό είναι φοβερό! Τ(όρα^ πιά θά είναι Αδύνατο νά τούς ξεχωρίζουμε. 5 Εσύ φταις Μάξ! Πώς άφησες νά τούς βγάλουν τις χειροπέδες; Τό ξέχυσες; — "Οχι, Κουκ... Στή δου λειά δεν ξεχνάω τίποτα. 5Επί τηδες άφησα νά χαθή ή διάκρισις αυτή. Ακολουθώ μια Αρχή: «Γιά νά φωτίσης μια σκοτεινή ύπόθεσι πρέπει νά ...σβήσης τά^φώτα» Αυτά πολ λες φορές μάς παραπλανούν. Ό Μ,πέριμαν κάτι θυμάται κΓ Αναπνέει: — Ευτυχώς. Υπάρχει Ακό μα καί τό κουμπί τού πουκα μίσου πού είναι ραμμένο μέ μαύρη κλωστή... Ό Μάξ Μτώρ χαμογελάει: — Τό έχω σβήσει κι5 αυτό τό «φώς», αγαπητέ μου... Καί βγάζοντας Από τήν τσέπη του δυο κουμπιά, ένα ραμμένο μέ άσπρη κλωστή ικΓ ένα μέ μαύρη, τά σερβί ρει στά μάτια του: — ^Νά... Τήν ώρα πού τά κυττούσα τά τράβηξα καί τα ξήλωσα... ..Ό Κούκ γίνεται έξω φρέ νων : — Λαμπρά! 5 Αλλά εσύ άν
26 τι νά λύνης, μπερδεύεις άκό~ μα περισσότερο τό πρόβλη^ μά! — 5 Ακρ υβ ώς, Μττέιρ ιμ αν. "Ετσι γίνεται ττιό ένδιαφέρον. — Καί τώιρα; Πώς θά ξε χωρίσουμε τον ένοχο απτό τούς δυό;^ Τό κουδούνισμα του τηλε φώνου εμποδίζει τό ντέτεκτιβ ν’ άττοκριθη. Ό επιθεωρητής φέρνει τ’ ακουστικό στ3 αυτί του και τό δίνει σχεδόν αμέσως στον ■Μοόξ Μιτώρ: — Παστό... Εσένα ζητάνε. Δεν περνούν τρία λεπτά τής -ώρας κι3 ένα αστυνομικό αυτοκίνητο ξεκινάει μπροστά από τόν ουρανοξύστη πού βρί σκονται τά γραφεία τής Όμο σπονδ γοοκ ή ς 3 Α στ υνομ'ί ας. Κ α ι μέ ταχύτητα βολίδας χάνεται στο βάθος τής απέραντης λε ωφόρου, πού τό προχωρημένο τής ώρας, μαζί μέ την καται γίδα καί νεροποντή, τής έχουν κόψει κάθε κίνησι. Ρ αντεβού μ1 ένα Τέρας
ΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΗ α πό τό άδ ιάβροχο μέ την κουκούλια καί τις ψηλές γαλότσες της ή Τζίν Άστορ, προχωρεί αργά ικάτω άπό την καταρρακτώδη βροχή. Καί σέ μίση ώρα φθάνει στην έρημη πλατεία Γώρεν. Έκεΐ πεταει άπό πάνω της τό αδιάβροχο καί βγάζει τίς γαλότσες. Δέν ξέρει τι έχει ν’ άντιμετοτπίση καί θέλει νά είναι ελεύθερη στις κινήσεις της. Μέ τό νά
ο τρίτοι ΑΝβρηηοι βραχή δέν (θά πάθη, τίΗτοτσ. "•Ετσι·, ικατά την εντολή του φοβερού Ρίικο, αρχίζει νά προ χωρή στην Καλβεν Στοήτ, πε ριμένοντας άπό στιγμή σέ στι γμή νά τόν ίάντικρύση,. Παρ’ όλο πού είναι άτρόμητη(/ νοι ώθει ένα παράξενο δέος νά τής πλημρυρίζ,η την ψυχή, Τό κεφάλι της (βουίζει. Ή καρδιά της ικτυπάει γρήγορα καί δυ νατά. Ό 'δρόμος είναι έρημος καί σκοτεινός. Δεξιά καί αριστερά του έχει πρασιές μέ πυκνή βλάστησι. Όλάκληρο στράτευ μία (θά μπορούσε νά καμουφλαριστή μέσα σ’ αυτές. Καί νά: Άπό τά δεξιά της τώρα ακούει ξαφνικά μιά γνώ ριμη — άπό τό τηλέφωνο — βαρεία κι3 υπό υπόκωφη, φω νή: — Στάσου! Ταυτόχρονα ένας μεγαλό σωμος άνδρας μέ τρομακτικά τερατόμορφο πρόσωπο ξεπηρ δάει άπό την πυκνή πρασια καί τρέχει προς τό μέρος της. Στο δεξιό του χέρι κρατάει μιά μικρή βαλίτσα. Ή Τζίν 3Άστορ, περνάει τραγ ιικές ιστ ι γ μες άπτογνώσεως άντικρύζοντας τό άπαΟσιο αυτό τέριας. Καί σίγουρα θά σωριαζόταν κάτω λιπόθυμη ά πό^ τό φόβο της άν στο φώς μιας δυνατής άστραίτής δέν έβλεπε πώς ό άνθρωπος πού βρισκόταν απέναντι της φορού σε μάσκα. Αυτό την κάνει ν’ άναπνεύση μέ ανακούφιση α ποκτώντας γρήγορα την ψυ χραιμία της:
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
Ό Επιθεωρητής Κουκ πυροβολεί και άχρηστευει χέρι του κακούργου.
— Είσαι ό Ρίκο; τον ρω· τάει. —Ναί. Καί δεν Βελω να ιμοΰ πής τίποτα άπ5 δσα νομί ζεις πώς ·μ5 ενδιαφέρουν. Τά ξέρω δλα και καλύτερα από σένα! Κ ατά'λαβες; — Τότε γιατί δέχτηκες νά συναντηθούμε; — "Αλλο θέλω από σένα... — ΤΙ; — Ο Μάξ Μπώρ έχει πό>ρει τό σωστό δρόμο στην υπό θεσι^ Καί γρήγορα θά μ3 άνσκαλύψη και θά μέ στείλη στην ηλεκτρική καοέκλα... Τον α κόυσα που έλεγε κρυφά στον Επιθεωρητή πώς έπρεπε νά συλλάβρ και τή Ντάρυ. Δίκηο
το ώπλισμένο
είχε. Χωρίς αυτήν τό κόλπο του σωσίσ δεν θά πετύχαινε κι5 ό χρ<ηιμιατιστής θά ήταν α κόμα ζωντανός, ιμ:έ τις πεντα κόσιες χιλιάδες στήν κάσσα τοα.. — Βρισκόσουν λοιπόν κι’ εσύ στο σπίτι τής Ντόρυ; ρωτάει χαμένα ή δη,μοσιογρά
ψ°ς.
—ΝαΡ... "Αν ήσασταν έξυ πνοι θάπρεπε νά >μίέ δήτε! Ή Τζίν διακινδυνεύει μια πολύ τολμηρή έρώτησι: —Τό^ χρηιματιστήΜάρκ Χά ιριμαν τον σκότωσες εσύ; ^ — Μόνο οί κουτοί κάνουνε τις βρώμικες δούλε ιές ιμε τά δικά τους χέρια.
28
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ζει ή άμορφη Μεξιικάνα. Δώσε — Τον σκότωσε λοιητον έ νας από τούς δυο Χάρρυ Μίλ~ -μου τή βαλίτσα... Κανένας άνδοας δέν αξίζει σήμερα έλαρ; —^Αργησες πολύ νά τό ικα ικατό χιλιάδες δολλάρια! τσλάβης... Ανεπιθύμητος — Ποιος άπό τούς δυο; σωτήρας Ό Ρ ί.κο αποκρίνεται αινι γματικά: ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή ξα — Έκεΐνος πού δεν θά ένο φνικοί πυοοβολισμοί άν χοποιηθή... Κατάλαβες; τηχουν κι* άπό τήν άρι Ή Τζΐν δεν επιμένει πεοισ στερή κι" άπό τή δεξιά ποασότερο. ""Εχει ποοσέξει όμως σ:ά του δοόρου. Οί σφαίοες πως ή βαρεία υπόκωφη φωνή βουίζουν απαίσια πάνω άπό του άγνωστου μέ την τοομα τά κεφάλια τους. ικτική ιμάσκα είναι προσποιη Ταυτό^χοονα ένας άοπλος τή κι5 δχι ή φυσική του. Έπί άνδοας πέφτει σάν κεραυνός σης -μια λέξν πού έπαναλσμβά ανάμεσα στή Τζιν και στο Ρί νει συχνά στην ομιλία του, κο. τής φέονει κάποια άκαθόριΌ σωματώδης κακοποιός στη υποψία στο νου. ,μέ τήν τοομακτικη μάσκα πε Τέλος τον ξαναοωτάει·: τάει κάτω τή βαλίτσα μέ τά — Γιατΐ λοιπόν θέλησες χρήματα καί τραβάει τά δυο νά συναντηθούμε εδώ; πιστόλια του γιά ν’ άντιμετω — Ξέοω πώς αγαπιόσαστε πίση τον αναπάντεχο έπιδρο μ<έ τό Μάξ Μπω ο και τά διαμέα. μερίσμοπά σας βρίσκονται τό Μά δέν ποοφθαίνει. Έκεΐ ένα πλάϊ στο άλλο. Θά σου νος του τινάζει ιμιά φοβερή δώσω ποοκαταβολικά τή βα γροθιά στο σαγόνι. λίτσα μέ τις εκατό χιλιάδες Ό κακούργος βγάζει ένα δολλάρια και θά πας. αμέσως παοάΡενο πόνε μ έ νο βογγητό τώρα, στήν κρεβατοκάμαρά πού δέν ταιριάζει καθόλου μέ του νά τον σκοτώστκ. Κανένας τη βαοειά υπόκωφη Φωνή του δεν θά ύποψιαστή εσένα. "Αν κι* άνστοέπεται. *Από τά χέ δεν τό κάνης. ένώ θά χάσω ρια του ξεφεύγουν τά δυο φο τά λεφτά κι* εσύ τή ζωή σου. νικά δπλα. Και τοαβώντσις από τον Ή Τζιν "Αστοο γίνεται έ κόρφο του ένα άστοαφτεοό ξω Φοενών. Ό ανεπιθύμητος ιμαυοομάνιικο μαχαίρι, προ σωτόοας ήρθε νά τής κατασθέτει μέ τή βαρεία υπόκωφη στοέϋπι τη ρεγαλυτεοη δημοφωνή του: σιονοαφ’κή έπιτυχία τής κα Μτ'η-α σέ είκοσιτέσσεοίς λ'ιΡ'έοας της. Ή συνάντησί της ώοες ή Αστυνομία θά βοή συ- Αυέ τον τοουεοό κακουονο Ρίτό τό^ μαχαίρι καρφωμένο στή^^κο, οι Φωτογραφίες πού του καρδιά σου. Κατάλαβες; * είχε πάοει στο Φως των ά—- Σύμφωνοι, μουρμουρά στραπτών ιμέ τή ιμικροσκοπική
Τ
6 ΤΡίΐόϊ ΑΗόΡΠΠΟΪ κι* άθέατη μηχανή της, κα] ή βαλίτσα ιμέ τις εκατό χιλιά δες δαλλάρι.οο πού ήταν έτοι μος νά τής παραδώση, ήξερε καλά πώς θά την έκαναν τό πιο λαμπερό άστέρι τής δηιμο σΊΟ.γ,ραιφίΙας στην Αμερική. "Ετσι, τή στιγμή πού έκεΐ νος δίνει τό φοβερό κτύπημα στον κακοποιό, τινάζει κΓ αύ τή τή γροθιά της στο δικό του σαγόνΐι, ξεφωνίζοντας ·μ* άπόγνωσι: —- Μη, Μάξ! Μέ καταστρέ φεις! Τό κτύπημα είναι δυνατό. Ό ντέτεκτιβ σαστίζει για μιά στιγμή, και δεν σκύβει αμέ σως νά φορέση τις χειροπέδες στο Ρίκο. Στο μεταξύ ο Κούκ Μπεριμαν και οί κρυμμένοι α στυφύλακες πού είχαν πυροβο λήσει στον αέρα, ξεπετάγονται από τις πρασιές του δρό μου καί πλησιάζουν τρέχοντας. Ή βαλίτσα έχει ανοίξει καί ό αέρας σκορπίζει τά χοςρ τονομίσματα δεξιά κι5 άριστε ρά. Ό Ρίκο, πεσμένος άνάσκε λα, κάτω, καθώς βρίσκεται, βλέπει τούς αστυνομικούς καί καταλαβαίνει πώς είναι χαμέ νος πιιά. "Ενας τρόπος τού μένει μονάχα για νά σωθή απ’ την ήλεκτική καρέκλα: ή αυ τοκτονία. Καί ξανατραβωντας τό μαυρομάνικο μαχαίρι, τό καρφώνει μέ δόνα μι στά στήθεια του, ψιθυρίζοντας μέ παράξενη φωνή: — Παγίδα!... Ό επιθεωρητής φτάνει γρή γαρα. Τραβάει μέ βιάσι το μαχαίρι άπό τά στήθεια τού
29
ιΗ δημοσιογράφος Τζΐν ’Άστορ κακούργου, καί μέ περιέργεια τή μάσκα άπό τό πρόσωπό του. Καί νά: "Ολοι στέκουν άικί νητοι στις θέσεις πού βρίσκον ται, σά νά τούς κτύπηισαν ταυ τόχρονα κεραυνοί στο κεφάλι. Μονάχα ό Κούικ καταφέρνει νά ψιθυρίση.: —Λαμπρά! Είναι ή Ντό ρυ 1 Πραγματικά: Κάτω άπό την τερατόμορφη μάσκα τού Ρίκο άντι κράζουν τώρα τό νε ανικό κι’ όμορφο πρόσωπο τής μεγαλόσωμης ^ Ντόρυ, τής γυναίκας τού ενός άπό τούς δυο Χάρρυ Μίλλορ. _ "Ωστε αυτή ήταν λοιπόν 6 φοβερός Ρίκο, ό αρχηγός τής ασύλληπτης σπείρας των λή στών καί δολοφόνων τής Νέας Ύόρκης;
30 Ή Τζίν μονολογεί χοομένα: — Τό είχα ύποψιαστή εγώ όταν άκουγα τό Ρίικο νά έπαναλαρβάνη. τό «Κατάλαβες;» όπως έκανε κι3 ©κείνη σαν τή συναντήσαμε στο διαμέρισμά της. Ό Μάξ Μττώρ ττού βλέπει τη νέα γυναίκα ν3 άγκοραχάη και καταλαβαίνει πώς λίγες στιγμές ζωής τής μένουν ακό μα;, γονατίζει πλάι της καί τή ,ρωτάει: — Πεθαίνεις, Ντόρυ! Μην άφήσης νά τελείωση ή άμαρτω λή ζωή σου χωρί ς νά έξομολο γηθής^ "Αν ξέφυγες την τιμω ρία των ανθρώπων, δέν^ θά ξε φυγής καί την τιμωρία του Θεού! Πες μου λο ιτιάν: Π ο ι ός άτπό τους δυο Χάρρυ Μίλλορ είναι ό πραγματικός άντρας σου; — (Κανένας, άττοκρίνιται ψιθυριστά, ενώ ό επιθανάτιος ρόγχος έχει αρχίσει πιά. Καί συνεχίζει την έξρμολό γησί της άγκομαχώντας για νά ατροφέρη την κάθε λέξι. —Πριν έξη μήνες άνεκάλυ ψα πώς ό Ταμ Μπρούκ ένας Οπό τούς συντρόφους μου έ μοιαζε καταπληκτικά με κά ποιον .μεταπράτη πού λεγό ταν Χάρρυ Μίλλορ... Σκέψτη κα νά κάνω μια μεγάλη «δαυ λειά» χρησιιμοποιώντας τον Μπρούκ κι’ ενοχοποιώντας τον Μίλλρρ... "Ετσι τον παντρεύ τηκα με ψεύτικο παπά κι* έζησα μαζί του έξη ολόκληρους μήνες... Απόψε ό Τόμ Μπρούκ σκότωσε καί λήστεψε τό χρη ματιστή... Έγώ τά είχα κα νονίσε» άλα για νά ψανή 6ολο
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ φόνος ό Χάρρυ Μίλλορ. Ό Τρμ έκαψε την ταυτότητά του καί αντικατέστησε τό κλειδί '«ής πόρτας μ3 ένα άλλο πού δεν ταίριαζε. "Ετσι θά ψαινό ταν πώς ό Χάρρυ τά είχε κά νει άλα αυτά για νά τόν ίνο χοπο ιήιση... "Υστερα πήρα κρυφά την ταυτότητα του Μίλ λορ καί έβαλα στην τσέπη του μια ίδια αλλά πλαστή. Τέλος έρραψα μέ μ^αύρη κλωστή το κουμπί τού πουκαμίσου τού Μπρούκ για νά μπορώ νά α ποδείξω πώς αυτός ήταν ό πραγματικός Χάρρυ Μίλλορ... "Οσες διαφορές είχε ό Τόμ από τό Χάρρυ τις διορθώσα με σιγά-σιγά, ώσπου ό Τόμ γίνηικε απόλυτα ίδιος μέ τόν ψευτοάντρα μου... Απόψε στις 7 τό άπόγευμα ό Τόμ πήγε στο μπαρ καί^ ήπιε μιά μπύρα γιά νά δη άν ό γέρο Μτόμπ θά τόν νόμιζε γιά το Χάρρυ... "Υστερα έφυγε γιά τή «δουλειά»... "Ετσι1 την ώ ρα πού ό Μπρούκ σκότωνε καί Λλήστευε τό χρηματιστή φορώντας λεπτά λαστιχένια γάντια πού είχαν ανάγλυφα τά δακτυλικά αποτυπώματα τού Μίλλορ, ό Μίλλορ έπινε ανύποπτος τις δώδεκα μπύρες του στο μπαρ τού γέρο Μπόμπ... Κάναμε όμως ένα λάθος;.. Ό Τόμ έπρεπε νά εί χε πιή κΐ'5 αυτός μΐπύρες. Ή άρχικακοποιός > Ντόρυ σταματάει καί ανοίγει τό στό μα της σά νά πρόκειται ν* σφήιση την τελευταία της πνοή. Ό Κούκ Μπέριμαν, γο νατισμένος κι* αυτός πλάϊ της την έκλιπαιρεΐ;
ό ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΟΠΟΙ — Μή,.. Μή πεθάνεις, σε παρακαλώ! Πέ!ς μας άκόμα πώς θά ξεχωρίσουμε τον Τόρ Μπιρούκ άπό τον Χάρρυ Μίΐλλορ,\ „ Την ϊδια στιγμή στο βάθος του δρόμου παρουσιάζονται τά φώτα αυτοκινήτου που τρέ* χει προς την κατεύθυνσί τους μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα. Ή ετοιμοθάνατη κακούργα ανοίγει τά μάτια της σά ν" άφουγγράζεται με χαρά τό θόρυβο τής μηχανής του. Τέ λος τά ξανακλείνει εύτυχισμέ4· νη, ψιθυρίζοντας: — "Έρχονται!.. "Αφού δεν γύρισα σέ μισή ώρα πίσω, ό πως είχα πή έρχονται... Τώ ρα δεν θά πάω μονάχη μου στον "Άλλο Κόσμο. Καί σ" ένα τελευταίο σπα σμό .μένει ακίνητη!. Νεκρή. Ό Μάξ Μπώρ πετιέται όρ θιος καί σέρνει τό πτώμα τής Ντόρυ στη μέση τού δρόμου φωνάζοντας στον Κούκ, στην Τζίν καί στους αστυνομικούς: — Κρυφτήτε γρήγορα! Τό αυτοκίνητο μέ τούς κακούρ γους φθάνει... Μην πυροβολή ση κανένας! Αμέσως — πάίζοντας κο ρώνα- γράμματα τη ζωή του — ξαπλώνει κι" αυτός πλάϊ στο πτώμα τής γυναίκας, παίρνοντας θέσι σκοτωμένου. Καί νά: Σέ λίγες στιγμές μια μαύρη θωρακισμένη λιυου ζίνα φθάνει και φρενάρει από Το μα μπροστά στη νεκ ρή γυ ναίκα. Πίσω από τον οδηγό, δυο άνδρες έχουν ταμπουρωθή^ιμέ αυτόματα καί πυροβο λούν στά τυφλά Φτρός όλες
31 τις κΐατευθυνσεις. Θέλουν νά καθαρίσουν τις γύρω πρασιές από τυχόν (κρυμμένους αντι πάλους. "Απόλυτη ησυχία ό μως επικρατεί καί οί δυο· κα κούργοι πηδούν έξω από τό αμάξι μέ τ’ αυτόματα στά χέ ρια. Σκύβουν πάνω άπό τό σώμα τής αρχηγού καί διαπι στώνουν αμέσως πώς δέν ζή. — Πάει καλλιά της, μαυρ^ μαυρίζει ό ένας πένθιμα. "Αλ ληλοσικοτοοθήικανε μέ τούτο έ* δώ τό παληόσκυλο. Καί δίνει μια κλωτσιά στο «πτώμα» τού άνδίρα που β|ρίίσικεται πλάϊ της. Ό Μάξ Μπώρ πονάει άφάν ταστα άπό τό κτύπημα, μα δέν κάνει την παραμικρή κίνησι... Ό δεύτερος κακοποιός φαί νεται ευχαριστημένος άπό τό θάνατο τής άρχηγού του: — Αέ βαριέσαι, μουρμουΐρί ζει. Καλύτερα πού ξεμπέρδε ψε... Ό Τόμ στη φυλσκή, αυ τή στον τάφο κι" εμείς θά μοι ραϊστούμε μονάχοι τις πεντα κόσιες χιλιάδες τού χρηματι στή. "Αμέσως, ^ παρατώντας τ’ αυτόματα ικάτω, σηκώνουν ό ένας άπό τις μασχάλες κι" ό άλλος άπό τά πόδια τη νε κρή για νά τη μεταφέρουν στο αυτοκίνητο. Μόλις την άνασηικώναυν ό μως, πετιέται όρθιος ό Μάξ Μπώρ, καί πριν προλάβουν ν’ άμυνθούν τούς σωριάζει κά τω μέ δυό τρομακτικές γρο θιές.
Ό τρίίτος κακούργος ποδ
Ο ΤΡΙΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ κάθεται στο «βολάν, τραβάε^ι ιμ' αστραπιαία ταχύτητα το ττιατάλι του και σκοπεύοντας τον κάνει νά τρσβήξη, τη σικανδάληι. Την ίδια στιγμή δυνατός πυροβολισμός άκούγεται πί σω άπό τον ντέτεκτιβ κι5 ή σφαίρα κτυπάει στον καρπό του χεριού τού κακούργου, πριν εκείνος προλάβη νό πυροβολήίση,. Ό επιθεωρητής πού είχε πυροβολήσει, πανηγυρίζει: — Είμαι τρρμερός σκοπευ τής! Θά καταπλήξω τά πλή θη ! Στο μεταξύ οί άλλοι άστυ νομικοί βγαίνουν άπό ^τίς κρυ ψώνες τους καί περνάνε χει ροπέδες -ατούς τρεις κακούρ γους. Τελευταία παρουσιάζεται ή Τζίν Άστορ καί πλησιάζει τον ντέτεκτιβ. -— Τά συγχαρητήριά μου, Μάξ!... Άλλα άλα αυτά δεν θά συνέβαιναν άν μέ άφηνες νά ικάνω ιμονάχη τή δουλειά •μου! Ό Μπώρ χαμογελάει: — Δεν φταίω εγώ, Τζίν,. 'Γιούπυ ·μού τηλεφώνησε. Τά μαυροπράσινα μάτια τής Μεξικάνος διαστέλλονται ανήσυχα: — Ό Γιούπυ; Δεν είναι δυ νατόν! Πώς έμαθε τό ραντε βού μου μέ τό Ρίικο; Γρήγορα όμως βρίσκει την έξήγησι καί αύτοκαθησυχάζε ται: — Αυτή ή χαζό Μπούλ θά του τό είπε. Θά τής την ξερ1ριζώσω την άλογοουρά!
Μέντιουμ ή οδοντίατρος
Ε^ΜΙΑ ΩΡΑ τό πτώμα τής άρχικακοποιού Ντό ρυ βρίσκεται στο Νε κροτομείο, οί τρεις κακούργοι της στά κρατητήρια καί οί πεντακόσιες χ ιλ ιάδες δολλάρια τού δολοφονημένου χρήμα τ ιστού στά θησαυροφυλάκια τής Αστυνομίας. Κοντεύει νά ξημερώση πιά0 Ό επιθεωρητής Μπέιριμαν προσφέρει στο γραφείο του ούί'σκυ στον ντέτεκτιβ καί στη δημοσιογράφο. Σέ λίγο ένας αστυφύλακας φέρνει τούς δύο Μίλλορ καί ό Κούκ τούς ρωτάει: — Ποιος άπό σάς είναι ό Τόμ Μπρούκ; Κι' οί δυο μένουν μέ κλει στό στό·μα. Κανένας δέν απο κρίνεται. Ό Κούκ τούς κάνει δεύτε ρη έρώτηισι: —Π ο ιός άπό τούς δυο σας είναι ό Χάρρυ Μίλλορ; Ταυτόχρονα καί μ5 ένα στό •μα αποκρίνονται κι* οί δυο: — Έγώ! Ό επιθεωρητής χαΐμογελά* ει: — Λαμπρά! Καί γυρίζει στό ντέτεκτιβ: — Τώρα τί γίνεται, κύριε Μάξ; Πώς θά ξεχωρίσουμε ποιος είναι ό Τόμ Μπρούκ γιά νά τον στείλουίμε στήν ηλε κτρική καρέκλα, καί ποιος 6 Χάρρυ Μίλλορ για νά τον στεί λσυμε στό σπιτάκι του° Επεμβαίνει ή Τζίν Άστορ· — Νομίζω, μαιτρ πώς τό
Σ
33
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ξεχώρισμα αυτό είναι άνθρωπίνως άδύνατο να γίνη. Κσθέ νας τους θά έπιμένη μέχο^ι θα νότοι; πώς εΐνα^ ό Χάρρυ ΛΥλλορ... Θά σάς συμβού λευα, αυτή τη φορά νά καταφάγετε σε μέντιουμ. — Λαμπρά! Ώοαία ιδέα! Τελευταία τά μέντιουμ έχουν καταπλήξει τά πλήθη!... Ό Μάξ Μπώιρ δεν συμφω νεί: ^ — Έγώ, αγαπητέ Κούκ θά σέ συμβούλευα νά καταφυ χηις σέ οδοντίατρο! —- Λαμποά!, άλλα μήπως μέθυσες, Μάξ; Ό ντέτεκτιβ βγάζει τό καρνέ του καί τό συμβουλεύ εται βιαστικά. "Υστερα πλη σιάζει στο εξωτερικό τηλέφω νο και παίονει κάποιον άοιθμό. Πεοι μένει άοκετά μέχρι ν5 άκουστή φωνή άπό την άλ λη άκρη τού σύοματος. — 9 Εσύ Στήβ; Μέ συγχωρής που σέ ξύπνησα. Πάοε α μέσως τή βαλίτσα μέ τά ερ γαλεία σου κι* έλα γοήγορα οπήν Όμοσπονδισίκή Άστυνο ιμίια. ΓραφεΤον έπιθεωρητού Μπέριμιαν. Σέ περιμένω. ·♦·
··
·
···
**·······
·
Ό φίλος όδοντίατοος φθά νει άγουοοΕυπνη μένος κι* ό ντέτεκτιβ του δείχνει τους δυο σωσίες: — Οί δυο αυτοί άνθοωποι, απως βλέπεις μοιάζουν πάσα πολύ σέ δλια, άκόμα καί στά δόντια τους. Στον πρώτο ά>
ριστερό τοαπεζίτη του πάνω σαγόνι ου έχουν κι5 οι δυο από μια χρυσή κοοώνα. Βγάλε τους σέ παρακαλώ τις κορώ νες καί πες ίμιας άν καί τά δόντια πού βρίσκονται κάτω άπ9 αυτές μοιάζουν μεταξύ τους. Ό γιατρός ανοίγει τή βα λίτσα μέ τά έογαλεΐα. βνάζει τις δυο κοοώνες, εξετάζει τά δόντια κι* άποκρ'ίνεται: — Του ενός ή χρυσή κορώ να δικαιολογείται γιατί τό δόντι του είναι χαλασμένο καί νεκρό. Του άλλου όμως δχι, τό δόντι του είναι απόλυτα γερό·. Ό επιθεωρητής Μπέριμαν ρωτάει μ9 ενδιαφέρον: — Τίνος τό δόντι είναι γε'ρο; Ό οδοντίατρος του δείχνει τον «8» Χάρρυ Μίλλορ. Εκεί νον δηλαδή πού είχε έλθει δεύτερος στο διαμέρισμα. Ό Κούκ άκουμπάει τό χέ ρι στον ώμο του: — Ώς Χάρου Μίλλορ σέ έχω συλ λάβει έν όνόματι τού Νόμου. Τώρα σέ συλλαμβάνω καί ώς Τόμ Μποούκ! •Γυρίζοντας άυέσως στον άλλον — μέ τό χαλασμένο δόντι κάτω άπό τήν κοοώνα— τον σπρώχνει έλαφοά πρός τήν έξοδο του γραφείου: ;— Κι* εσύ, κύριε Χάο.ου Μίλλοο πήγαινε στο μπαρ τού νέιρο Μπόμπ νά... νά συν ταράξης τις μπυρες του! οτ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ
"Αποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΔΕΚΑ
ΊΓ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΑΟΣ1Σ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ .ΠΕΜΠΤΗ Γραφεία: 'ΟΘός Λέκικια 22 — Άρυθμος ΐ — Τιμή δραχμαΐ 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. 4Ανεμοδουράς, Φάληρου 41. 01κοναμιικός Δ)ιντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυτΓογρ.: Α. Χατζηβοσκλείου, Τοοτ οοσύλων 19 Ν. Σμύρνη, ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΠΙΤΑΓΑ,ί: Γ. Γεωργιά,δηιν, Λέκκα 22, * Αθήνα ι
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ θά κυκλοψορήση τό δεύτερο άριστουργηματικό τεύχος τού μοναδικού στο είδος του αστυνομικού περιοδικού:
«ΔΕΚΑ
ΤΡΙΑ»
μέ τή συναρπαστική περιπέτεια
«ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ» Γραμμένη άπό τό ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ
ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΆΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ έχουν κυκλοφορήσει τεύχη μέ τή ζωή, τή δράσι καί τις περιπέτειες τού καταπληκτικού έλληνοαμερ ικανού ντέτεκτιβ
ΜΑΞ ΜΠΩΡ καί τής Μεξικανής συναδέλφου του
ΤΖΙΝ ΑΣΤΟΡ Σ η μ.: "Οσοι δέν πρόλαβαν νά προμηθευθοΰν τό έξαντληθέν τεύχος μέ τον τίτλο: «Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩ ΠΟΣ» άς τό ζητήσουν άπό τά Γραφεία μας.
I
•V
ΓΥΡΝΑ ΣΤΗ ΓΗ Σ&Υ ΑΠ' ΤΗ 2ΤΧΉΗ ΉφΜ 1ΜΗΜ 70 770Μ7ΜΤΤ X '&ί&Μ> Τ&Α/ πΗΜ&ΘΝΟ Μ0ΖΜ0> Η Ζ&Η Ή&ΜΜάΧΜ£Μ
. *.
το #Μηο/*/& <ττο/*Μ° Μ&ΜΑ £/Χί ΑΜ07ΙΤΖΧΦΜ ΧΗ~ Μ0#η&ά, μμ ο/ ηη/*χ*£ Η7ΨΑΛ9*| £Τψ/*/$# 77ΜΧ0 ~
σΑοκε
εηηιζζ αυτοζ ο παγ^μγ/ζοζ ΠΠΑΝΗΤΗΣ //0 Γ/λ/Ή 6//0Ζ
ΜΠΟΙ 77600 ΤΗ£ Γ/0 ΤΗ/ν' 4/0 Π/10//ΗΤ/0Η 6ΞΗΓ2ΓΙΗΗ 6Γ0/Ρ/0
2Υ//5ΚίΖεΤ0Ι . \
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
•·. · ■ Λ ■
'
ΝΙΚΟΥ ΰ. ΡΟΥΊΚΟΥ
<*»/(ί| 1ί ίΙ
ι1 · 1 |
0Ρ V [ι
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Η καταπακτή του χαμού
μέ μαύρη μάσικα, του ρίχνει εξεταστική ματιά και τον ρω τάει: ΕΣΑΝΥΧΤΑ. ^ Σέ κά— Σάς αρέσει ν’ άποθαυποιον έρημικό δρόμο μάζετε τη δόσι του ήλιου, τής Νέας Ύόρκης. κύριε; Ένας μεσόκοπος. μάλλον —"Οταν είμαι άπένταρος, ά'δύνατος άνδρας, τόπος καικο μάλιστα!, τ’ αποκρίνεται ό ποιου, πηγαινοέρχεται, βημα άγνωστος, πού φαίνεται πώς τίζοντας άργά, στο πιο σκο δεν έχει ιδέα άπό τό σύνθημα τεινό σημείο του δεξιού πεζο άναγνωρίσεως. δρομίου. 4Ο σωφφέρ ξεκινάει άργά, Ξαφνικά ένα κλειστό μαύρο μουρμουρίζοντας: αυτοκίνητο, μέ σβηστά φώτα — Λάθος. Μέ συγχωρεΐτε, φρενάρει άπότομα μπροστά κύριε. Καληνύχτα σας... του·. Ό όδηγός, ένας ψηλός, Ό άνθρωπος τού πεζοδρο νέος καί γεροδεμένος άνδρας, μίου γελάει;
Μ
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2
4
-— Στο καλό!... *Έχω δή τρελλους, μά σαν κι* εσένα δχι! Χά, χά, χά!... Μόλις απομακρύνεται όμως Μγα μέτρα τ’ αυτοκίνητο, τό πρόσωπό του σοβαρεύει. Τρέ χει ξοπίσω του. τό φθάνει; ^σί μ’ ένα πήδημα κάθεται στ* αριστερό πισινό φτερό*. Αμέσως, και φροντίζοντας νά μή κάνη τον παοσιμικιρότεοο θόρυβο, ανοίγει μέ αντικλείδι τό πόοτ μπογκάζ καί χώνε ται μέσα, Εσνακλείνοντας νρή γορα κι’ αθόρυβα τό καπάκι*. Ό σωφφέρ μέ τή μάσκα τής μαύρης σκοτεινής λιμουζί νας, παρακολουθεί ατάραχος στο καθρεοτάκι του όλες αυ\ές τις ανήσεις του ξένου, συ νεχίζοντας την πορεία του. “Ένα χιλιόμετρο πιο πέοα, κάποιος άλλος μεσόκοπος άν θρωπος, τύπος κσκοπο'οΟ κι* αυτός, άλλα παχύς, βηιυατί*ζει πεοιμένοντας στο δεξιό ε πίσης πεζοδοόμ'ο. Ό μυστηριώδης όδηγσς φοενάοει ά-ρνά πλάϊ καί ρω τάει κι* αυτόν: — Σάς αρέσει ν’ άποθαυμάζετε τή δύσι του ήλιου, κύ ριε; — Να?. κύριε, αλλά -μονά χα όταν είναι χρυσή! Ό σωΦφέο ανοίγει τήν πόρ τα του αυτοκινήτου: — Περάστε, παρακαλώ. Ό παχύς κύριος μπαίνει βιαστικά καί ή μαύρη λιμούζίνα ξεκινάει, άπότομα αυτή τή φοοά. καί προχωρεί ανα πτύσσοντας όλο καί μεγαλύ τερη ταχύτητα.
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ Ό επιβάτης τον συμβου λεύει: —ΓΊ ιό σιγά, άγαπητέ μου. *Αν βρεθή μπροστά σου κανέ νας άπρόσεκτος, μπορεί... — Θά τον πληρώσω, τον διακόπτει ό οδηγός. Μή ξεχνά τε — όπως σάς είπα κι* άττό τό τηλέφωνο — πώς ή τταρα γωγή του εργοστασίου, ·μο0 έ τι τρέπει κάτι τέτοιες πεοιπέ τειες. Κερδίζω δέκα χιλιάδες λίρες τήν ήμερα! — Χμ !, κάνει ό άγνωστος. •Πραγματικά εΐναι ένα πολύ ικαλό ίμεροκάματο! Ή ώρα είναι μίση μετά τά μεσάνυχτα. Τό αυτακίνητο σταματάει αθόρυβα μπροστά στήν πισι νή αυλόπορτα [μιας μεγάλης έξοχικής βίλλας. — Θά μου δέσετε τά μά τια; ρωτάει ό παχύς κύριος βγάζοντας καί ξεδιπλώνοντας τό μαντήλι του. —Δεν νομίζω πώς χρειά ζεται, μουρμουρίζει ό οδηγός;. Καί πηδώντας από τό αμάξι, ανοίγει τήν πόρτα, •καί προσθέτει χαμογελώντας ευτυχισμένα: —"Αν άναγνωοίάετε τό μέ ρος καί ξαναγυρίσετε ,μ όνος, θά έχω τήν ευχαρίστηση νά σάς πετάξω έξω νεκρό*. Ό άνθρωπος μέ τή μάσκα ξεκλειδώνει τήν αυλόπορτα καί ό επιβάτης του περνάει πρώτος μέσα. Τον ακολουθεί κι’ αυτός, ξεχνώντας νά ξανα κλείδωση την πόιοτα. Προχωρούν στον κήπο καί κατεβαίνοντας αρκετά ετκαλο
Τ© ΜΑΤΠΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ^άτισ, φθάνουν στην είσοδο Του υπογείου. Ό ψηλός γεροδεμένος νέος άνδρας, ξεκλειδώνει κΓ αυτή την πόρτα, μπαίνουν μέσα και την ξαναξεχνάει ανοικτής Σέ λίγο, περνώντας άπό στενούς ικαί σκοτεινούς δια δρόμους, μπαίνουν και στα μα τούν σέ μιά ευρύχωρη φωτι σμένη ^ αίθουσα. Ό άγνωστος,επισκέπτης ε ξετάζει κατάπληκτος τό Εσω τερικό της. Είναι ένα τέλειο ικιβδηλοποιεΐο χρυσών λιρών και χαρτονομισμάτων. Κάτω άπό μιά^ καινούργια ηλεκτροκίνητη πρέσσα άστρα φτει ένας σωρός ολόκληρος ά" πό νεοκομμένες λίρες. Πλάϊ, μικρά πιεστήρια έκτυτώσεων και πολλά πλαστά γαρτονομί σματα σκορπισμένα εδώ κι* έκεΐ. Ό άνδρας με τη μάσκα έξηγεΐ: —Οί λίρες ^γίνονται άπό ενα μυστικό κράμα μετάλλου που μοιάζει καταπληκτικά στην όψι και στον ήχο μέ τον χρυσό. Μόνο πού υστέρα άπό δυο - τρεΐς μήνες τά νόμισμα τα άρχίζουν νά όξειδώνωνται καί φυσικά γίνεται αντιληπτή ή πλαστότης τους. Ό έπισκέπτης εξετάζει μέ προσοχή τις λίρες. Τις δα γκώνει, τις κτυπάει στό με ταλλικό τραπεζάκι τής πρέο σας καί μουρμουρίζει: — Χμ! Στό έργαστήριό μας φτιάχνουμε πολύ καλύτε ρες... νΑς είναι. 'Όταν συνε ταιριστούμε θά σού μάθω πολλά μυστικά τής δουλειάς»
Την ίδια στιγμή, ή πόρτα της αίθουσας του κιβδηλοποιέ είου δέχεται μια ξαφνική κλω τσιά κΓ ένας μεσόκοπος αδύ νατος άνδρας, μέ πιστόλι στό χέρι;, μπαίνει απότομα μέσα. Είναι έκεΐνος πού είχε κρυφτή στό πόρτ μπαγκάζ του αυ τοκινήτου. Καί φυσικά, βρί σκοντας όλες τις πόρτες ξε χασμένες ανοικτές, μπόρεσε νά^ μπή ανενόχλητος μέσα καί νά φθάση ώς έκεΐ. — Ψηλά τά χέρια, φωνά ζει στον κιβδηλοποιό. ^Ταυτόχρονα κι’ό άλλος,ό πα χύς κύριος^πού βρίσκεται μέ σα στην αίθουσα, βγάζει και προτείνει τό πιστόλι του ε παναλαμβάνοντας σαν ηχώ: ;— Ψηλά τά χέρια!... Ό ιμσσκοφάρος κυττάζει τις: δυο κ άννες τους κατάπλη κτος, ενώ ό δεύτερος κακοποι ός γελάει κοροϊδευτικά: — Σέ ξεγελάσαμε, φίλε! "Εκανα πώς δέν ήξερα τό πα ρασύνθημα πού είχες συμφω νήσει μέ τό συνέταιρό μου. "Ετσι^ καταφέραμε νά μπού με καί οί δυο έδώ μέσα... "Ο χι ό ένας όπως ήθελες εσύ... /Ο άλλος κακοποιός, ό πα χύς, ^κάνει νά τραβήξη τη σκανδάλη. — Καί τώρα έτομάσου νά πεθά νη ς. Τό κ \ β δηλοπο ι εΐο σου είναι δ,τι μάς χρειάζεται. — Μή, τού κάνει ό αδύνα τος κακοποιός. Πρέπει νά μάς π ή μερικά πράγματα ακόμα. Βλέποντας όμως πώς ό άν θρωπος μέ τή μάσκα δέν έχει άκόμα σηκώσει τά χέρια του,
τον διατάζω άγρια:
6
—- Ψηλά τά χέρια:, είπα! Ό κιβδηλοποιός χαμογελά ει πάλι καί συμμορφώνεται πρόθυμα. — Τά χέρια, μάλιστα..* Μόνο τά πόδια ιμή μου πήτε νά σηκώσω γιατί μου χρειά ζονται. ΛΚ·αΐ καθώς σηκώνει τά γε μάτα μυώνες μπ,ράτσα του> πατάει μέ τό δεξιό πόδι, ένα κρυφό κουμπί πού βρίσκεται κάτω στο πάτωμα του παρά νομου εργαστηρίου. Ταυτόχρονα μια ευρύχωρη καταπακτή ανοίγει αυτόματα ικΓ οι δυο επισκέπτες γκρεμοτσακίζονται στο βάθος τηςι, πριν προλάβουν νά πυροβολή σουν; Ό οικοδεσπότης βγάζει τώ ρα τη μάσκα του κι5 άνάβόν τας ένα τσιγάρο, έτοιμάζεται νά ψύγη. -αφνιικά, όμως, μπαί νει στην αίθουσα ένας τρομε ρός άνθρωπος γιγαντιαίίων διαστάσεων μέ γουρλωμένα μά τια; ήλίίθια έκφρασι καί ξυρι σμένο κεφάλι·. — Κΐί* άλλοι δύο, άφέντη Κόρναλ, ε; ρωτάει. — Ναί, Γιάν... Καλό φαΤ κι' άνάπαυσι. Οί πελάτες θέ λουν περιποίησι. Ό χεροδύναμος καί μεγα λόσωμος νέος άνδρας στραβό μουτσουν ιάζει: ^—«Καλό φαΤ ό ένας, καλό φαΤ ό άλλος, σιγά - σιγά θά μένω έγώ νηστικός για νά πε ριδρομιάζουνε του λόγου τους. — Καλά, καλά, τον καθητ συχάζει ό κιβδηλοποιός,, θα σου αυξήσω τό καθημερινό έπίβομα γιά τά ψώνια...
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥίΑφ!
Καί προχωρεί νά φυγή* Αυτή τή φορά όμως δεν ξε χνάει νά κλειδώση καλά καί την πόρτα του υπογείου καί τήν πόρτα τής αυλόπορτας. ■Είναι φανερό πώς έπίττν δες τις είχε αφήσει· πριν ανοι κτές, περιμένοντας καί τον δεύτερο κακοποιό πού είχε κρυφτή στο πόρτ μπαγκάζ. Η άστ υνομία άνηαυχεϊ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ του άστυνο μ ικοΰ έπ ιθεωρητοΰ καί διάσημου συγγραφέως... άνεκδότων άστυνομικών μυθισταρη, μ ά τ ω ν; Κούικ Μπέριμαν, βρίσκονται, νωρίς τό άλλο βράδυ, ό Έλλη νοαμερικανός ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ καί ή Μεξικανή δημο σιογράφος Τζίν "Ασταρ. Ή συζήτησις είναι περί κιβδηλοποιών καί ό Μπέριμαν αγορεύει σάν εισαγγελέας: 4— Ή κιβδηλοποιία, άγαπητοί μου,εΐναι· ένα έγκλημα πού θά έπρεπε νάτιμωρήται μέ ηλεκτρική καρέκλα καί ό χι μέ φυλάκιο ι... Είναι ένα έγ κλήμα, λέγω, τό όποιον εξυ πηρετεί απολύτως τήν ποταπήν δίψαν του εύκολου κέρ δους, ήτις μαστίζει σήμερον τήν κοινωνίαν καί ήτις, λέγω καί ξαναλέγω, θ’ άποτελέση τό θέμα του προσεχούς άρτυνομικού μυθιστορήματος μου! Ή μελαχροινή δημοσιογρά φος μέ τήν έξωτική όμα.ΡΦ*ά, συμφωνεί: — Σωστά, μαιτρ! Πολύ σωστά! Τό ψεύτικο ^χρήμα, δηλαδή αυτό πού προέρχεται
Σ
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΐΑφί άπό την κιβδηλοποιΤα, διαφθείρει τούς ανθρώπους πε ρισσότερο άπό τό αληθινό, όπως γράφει ό μεγάλος έγκΑη(μ.ατοΛόγος... ϋ επιθεωρητής τή διακό πτει. Και βγάζοντας ένα αι ωνίως άξυστο μολύβι, αρχί ζει να γράφη στο αριστερό ά σπρο σκληρό μανιικέτι του, μουρμουρίζοντας: — «Τό ψεύτικο χρή μα διαψθείίρει τούς ανθρώπους, περίσ σότερο άπό τό άληίθινό!» Καί προσθέτει: — Υπέροχο, μις Τλστορ! 0ά τό χρησιμοποιήσω στο προσεχές μυθιστόρημά μου! Απορώ πώς δεν τό σκάφτηκα πρώτος εγώ! Ή Τζίν χαμογελάει, ενώ ό Μάξ Μπώρ αποφασίζει* τέλος νά πή κι5 αυτός τή γνώμη του— Νομίζω, άγαπητοί μου, πώς τό «έγκλημα» τής κίβδη,λοποιίίάς δεν είναι καν έγκλη μα ! Μήπως θά μπορούσες Κούκ νά μου πής σέ ποιά εγ κληματική συνομοταξία τό κατατάσσεις; ΕΤναι κλοπή ; "Όγι βέβαια, γιατί τό χρήμα που κατασκευάζει ό κιβδηλο ποιός δεν τό άφαιρεΐ άπό κα νένα. ΕΤναι μήπως ύπεξαίρεσις, κατάχρηισις, ληστεία; Ό χι, άσφαλώς! Ή κιβδηλοποιΤα είναι μ ιά β ιομηχανία!... — Λαμπρά, Μάξ, αλλά ευ σαι γιά τά σίδερα! Ή Τζίν χαμογελάει^ καί ό ντέτεκτιβ συνεχίζεΐι ατάραχους. — Ή κιβδηλοποιΤα λοιπόν είναι μιά βιομηχανία πού αυ ξάνει· τον έθνιικό πλούτο τής Αμερικής! Πού εξασφαλίζει
*0 ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ
ευχέρεια καί άνεσι στις έμπο ριικές συναλλαγές των πολι τών μέ τή^ συνεχή αύξησι τού κυκλοψορούντος χρήματος ! Πού άνεβάζει στθερά τό βιο τικό έπίπεδο τών.... Ή Τζίν εξακολουθεί νά γε λάη. — Μά είσαι άπόλαυσις, Μάξ! Συνέχισε, σέ παρακα λώ. Έχω νά γελάαω έτσι, ά πό τότε πού ό μαιτρ μάς διά βασε την τελευταίά άιστυνοιμιική νουβέλλα του. Χά, χά, χά!... , Ό Μάξ Μπώρ συνεχίζει με προσπο ιητή σοβαρότητα: Ή ευημερία τών ’Αμερι
^σνών πολιτών θά έξασφαλρ στη μόνο μέ τταλύ φθηνό χρή μα ! Ή Τζίν σοβαρεύεις — "Άφησε τ" αστεία, Μάξ. Ή κιβδηλοποιΐα οργιάζει, σή μέρα στη Νέα Ύόρκη. Ψεύτι κες λίίρες και πλαστά δ αλλ ά ρια κυκλοφορούν σέ μεγάλες ποσότητες! Ό ντέτεκτί'β ενθουσιάζεται: — Τότε ν" άρχίση ή εξάγω ή ή ! Νά μπα'ίνη* και συνάλλα γμα στη χώρα μας! Ή δημοσιογράφος αναστε νάζει : — Πολύ θά ήθελα νά εγίρα φσ μια καμπάνια στην εφη μερίδα μου, πάνω^σ’ αυτό τό θέμα... Πώς θά βρω όμως στοι χεΐα; Ό Μπέριμαν την παρηγο ρά : — Υπομονή. Τζίν. Γρήγο ρα θά πιάσω κανέναν κίβδηλο ποιο και θά σου τον δώσω νά τού πάρης συνέντέυξι... Ό Μάξ Μπώρ είναι, πιο συγκεκριμένος: —^ Έγώ, άγοοπη,τη μου, μπορώ νά σέ μπάσω σ’ ένα τέτοιο κιίβδηλοποιεΐο. Τά μεγάλα μσυραπράσινα μάτια τής όμορφης κοπέλλας χαμογελάνε κοροϊδευτικά. — Μπά; είναι κανενός.. φίλου σου, Μάξ; Ό Μάξ τής εξηγεί: — Μού τηλεφωνεί συνεχώς κάποιος Κόρναλ... Επιμένει, πώς είναι ό μεγαλύτερος κιβ δηλοποιός τής Αμερικής., κι5 έχει τά πιο τέλεια σύγχρονα μηχανήματα. Μέ διαβεβαιώνει πώς εχει παραγωγή δέκα χι
λιάδες λίίρες, ψεύτικες λίρες την ημέρα. Ό Κούκ ένδιαφέρεται ζωη ρά. —Λαμπρά! Και γιατί σου τηλεφωνεί, Μάξ; — Για λόγους έπιδείξεως και διαψημίσεως ίσως. — Δηλαδή; — Νά. Μέ προσκαλεΐ νά έπιίσκεφθώ τό εργαστήριό τθυ; — Καί γιατί δέν πας; ρώ τάει^μέ απορία ή Τζίίν. Άν;,. φοβάσαι, πάμε μαζί ! — Ευχαριστώ, άλλα βέν μ5 ένδιαφέρουν... — Οί κιβδηλοποιοί; 4 — "Όχι, οί φασαρίες ή σι παγίδες τους. νέα πρόσκλησις
ΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ τό πρωί ή Τζίν Άσταρ δέ χεται^ στο δημοσιογρα φιικό γραφείο τηις τό τηλεφώ νημα κάποιου άγνωστου που σπεύδει· νά συιστηθή: — Κόρναλ, κιβδηλοποιός! Μπορώ νά σάς άπασχολήσω, μις Άστορ; λ Ή ^Τζίν θυμάται αυτά πού τής είχε πή ό Μάξ Μπώρ. — Πολύ ευχαρίστως, κύριε Κόρναλ. "Έχω ακούσει πολλά καλλά λόγια για σάς καί για το εργαστήριό σας. "Έμαθα πώς διαθέτει τά τελειότερα καί πιο σύγχρονα μηχανήμα τα... — Άκριιβώς, αποκρίνεται μέ ίκανοποίησι από την άλλη άκρη τού σύρματος ή φωνή τού άγνωστου. ^Έχω την εύχαρίστησι νά σάς προσκαλέσω νά διαπιστώσετε καί μέ
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ τά ίδια σας τά ,μάτια τις τε λευταίες αξιοθαύμαστες επι τεύξεις τής άμεοικανικής κιβδηλοποπας! *Ίσως νά γρά ψετε τίποτα καί στην έφηιμερίβσ σας... Ή Τζίν εΐναι έτοιμη, νά λιποθυμήση άπό τη χαοά της. — θά ήμουν ευτυχής, άγα πητέ κύοιε Κάονάλ! Πάντα είχα τό ονειοο νά γοάψω μια συνταρακτική καμπάνια για τή -μεγάλη αυτή πλούτο παρα γωγική βιομηχανία... —Τιμή μου, μις ^Αστορ... Ελπίζω μέ τήν έπί'σκεψι αύ τή νά συγκεντρώσετε δλα τά στοιχεία που θά χοει αστουν γιά τήν καμπάνια σας... *Η δημοσιογράφος βιάζε ται: — Λοιπόν, κ. Κόιρναλ; Πό τε καί που θά συναντηθοϋ'με καί πώς θά σάς άναγνωρίσω; — Απόψε τά μεσάνυχτα, μις, άν δεν έχετε άντίοοησι. Θά προχωοήσετε πεζή τήν Σ&λ.λεο Στρήτ άπό τό δεξιό πεζοδρόμιο. Θά σταματήσω πλάι σας ένα μαύρο κλει στό αυτοκίνητο καί θά σάς ιρωτήσω... Καί λέει στή Τζίν τό μυστι κό συνθπυα άναγνωοίσεως. Ή Τζίν τον ρωτάει: — Θά μου έπιτρέπατε^ νά πάρω μαζί μου κι* ένα φίλο, κύριε Κόοναλ; Ό Κιβδηλοποιός τή διακό τττει: — *Άν πρόκειται γιά τον Μάξ Μπώο, μην κουοάζεσθε άδικα. Έγώ προσωπικά τον Ιχω προσκαλέσει πολλές φο ρές. Δεν μπορώ νά έξηγήσω
______________________________________
9
λόγο πού τόν κάνει· νά μην έρχεται... Νά φοβάται·, τό α ποκλείω. Είναι τόσο γενναίος καί τολμηοός ανδρας... Ή δημοσιογράφος του έξη*· γεί: — Λεν έννοουσα τόν Μάξ Μπώρ, άλλά τόν... — Τον επιθεωρητή Μπεριμσν, μήπως; —Ναί. άλλά μήν άνησυχήτε. Θά είναι άοπλος! Ή Φωνή του κιβδηλοποιού τήν καθησυχάζει: — Ποιος σάς είπε πώς άνηισυγώ. μις *Άστοο; Ούτε άνησυχώ. ούτε φοβάυσι... Κι* απτό οχι βέβαια νιατί είμαι τόσο γενναίος, η Ανόητος. *Αλ λά γιατί, όπτλουστστα. ενω πάοει δ>α τά υετοα άσοσλει ας καί του έαι/του μου καί του έργαστ^οίου μου... — "Ό'-τ-γγ υποοεί νά έλθη καί ό λΛ-ττήηΐ'υαν; — Βεβαίτ^! Καί σ<~ |νη, καί το ττι^-ήλι του. Νά ιιή Φο^ιθη κοίλου νά τό πάοη -μαζί του. Είναι σνθο'.νττοΓ αέ κστσνΑτψτι. ίγηγ. Κ οο-^χ σβοΐίίνω πόσο στοιγίζει σ* άστυνουικό νά Γητσαθη Ρ^τω καί γιά μια στιγμή, τό δπλο του... — *Ό κάΠ. Κσλή Αντάμω ση μίσττο Κόονσλ. — Κο·>ή άν/τάι κ.υτι . /μίρ στοο. Καί μή ξεχάσετε τό συν θημά μας. ίο
βΟ Ντέτεκτιβ φοβάται
Κ
ΑΙ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ τό σύνθημα; ρωτάει μ’ ένδιαφέρον ό Κο ύ κ Μπέριμαν δταν, σέ λίγο ή
10 Τζιν αναφέρει ατούς δυο φλλους της — τον επιθεωρητή και τον ντέτεκτιβ — τά του τ ηλεφωνή μ ατος. Ή Τζιν γελάει. λ—θά δυσκολευτώ πολύ να σάς απαντήσω μαιτρ, γιατί είναι μπροστά ό Μάξ. Ό Κουκ απορεί: ^ — Λαμπρά, αλλά δεν κα ταλαβαίνω... Τί σχέσι Εχει·; Ή Τζιν εξακολουθεί νά γελάη: ^— Πολλή σχέσι, μαιτρ, Τό σάνθηίμα του Κόρναλ λέει μιά μεγάληι άλλά πίικρή αλήθεια γιά τον Μάξ4 — Δηλαδή; — Νά: Μου είπε πώς θά φρενάιρη πλάϊ μου καί θά μέ εωτήση,: «Ποιος είναι ό πιο ανόητος ντέτεκτιδ τής Άμερι· χής;» Κι* εγώ θά πρέίπη νά του απαντήσω: «'Ο Μ ά ξ Μπώρ!» Χά, χά, χά! Ό Μπέριμαν βρίσκει τήν ευκαιρία νά έκδικηθη τον ντε τεκτιβ γιά τις μεγάλες έπιτυχίες του. — Λαμπρά! 5Αλλά ό Κόρναλ είναι πολύ ηλίθιος, Τζίύ. — Γιατί·, μαιτρ; —>Γιατί ό καθένας θά μπο ρ οίκτε ν’ άπαντήση, σωστά σ' αυτή, τήν ^έρωτηισι καί }(ωρίς νά ξέ,ρη τό σύνθημα! Χα, χά, χδχ!.·. 4Ο Μάξ Μπώρ μένει σιωπη λός καί συλλογισμένος, σά νά μην παρακολουθή αυτά που ^ένε ο4 δυο φίλοι του. Τέλος υουρ.μουρίζει: — Σέ^ συμβουλεύω, ΤζΡν, νά^μήν πάς σ" αυτό τό ραντε βού. Τό ίδιο συνιστώ καί σε
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ σένα, Κούκ. Τό θάρρος γιά νά ;μή |ττώ θράσος τού Κόρναλ ξεπερνάει τά όρια τής λογι κής. Κι.3 αυτά μέ κάνει νά άνησυιχώ... — Επιτρέπει νά έχω μα ζί τό πιστόλι· μου, Μάξ. Τί θά φοβηθώ λοιπόν; — Δεν ξέρω... Πάντως εί ναι φανερό πώς ό Κόιρναλ δεν σέ φοβάται... —Λαμπρά! Κ·/ έπειδή δεν με φοβάται αυτός πρέπει νά τον φοβάμαι εγώ; — "Ετσι, νομίζω,, Μπςριμσν. Αυτό λέει- ή λογική! Επεμβαίνει τώρα ή δημοσι ογράφος. — 4Η λογική σου δεν μ’ έν διαφέρει, άγσπητέ Μάξ. 5 Εγώ δεν θά φοβηθώ νά πάω στο ραντεβού του Κόρναλ έστω κβ άν πείίσης τό μαίτρ... νά φοβηθή ! Χωρ-ίς κίνδυνο δεν γίνονται οι μεγάλες δημόσιό γραφ ικές επιτυχίες! — Οΰτε οι συννοαίφ ικές, συμπληρώνει ό έπιθεωρητής. 4Η σκηνή τής έπισκέψεώς μας στο μυστησιώδες άντρο του κιβδηλοποιού, θ’ άποτελέση το πιο συναοπαστικό κεφά λαιο του άατυνομικοΰ μυθιστο ρήματός μου! ..40 ντέτεκτιβ κουνάει θλι βερά το κεφάλι του: — Λυπάμαι,, ^ άγαπητοί μου, αλλά δεν εΐσαστε παι διά γιά νά σάς έμποδσω μέ τή βία... Πάντως θά σάς συμ δούλευα κάτι πιο πρακτικό καί πιο σίιγουρο: Αντί νά τρέχετε τά μεσάνυχτα στο ραντεβού του -Κόρναλ, νά πά
11
ΤΟ ΜΑΤΟΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
— Μέ δέρνει συνεχώς για νά γίνω ντετεκτιβίνα!...
με κι5 οι τρεις ,μαζζ άίπό'ψε τό (βράδυ, σέ κανένα καλό κέντ,ρο δ ιασκεδάσεως. — Νά πάς μονάχος ίσου, Μάξ, τον συμβουλεύει γελάν τας ή 6μορφή Μεξικάνο:. Να ττιής καί δυο ουίσκι; παραττά νω στην υγεία -μιας. Χά, χά, χά{! ... Ό Μάξ Μνπώρ χαμογελάει αινιγματικά: —Δεν βαρυέίσαι, Τζίν. Κά ποια ενδιαφέρουσα συντροφιά θά 6ιρεθή, άίπόψε καί γιά ιμένα... Τά ρεγάλα μαυροπράσινα μάτια της θερμόαιμης Μεξικάνας σκοτεινιάζουν. Ή καρ διά της ξεχειλ,ίζει· από ζήλεια. Σηκώνεται, και βηματίζει στο
γιραφεΐο άνάβοντας ένα τσι γάρο. Κάθε τόισο φέρνει· την παλάμη; στους κροτάφους της. Ό Μιπέ:ρΐ]μαν ενδιαφέρεται: — Σου συμβαίνει τίποτα, τζίν; — 'Ναυ... "Ενας ξαφνικός πονοκέφαλος... "Ίσως νά χ,ρει αστή νά πάς μονάχος σου, μαιτρ... Πιστόλι θά έχης μα ζί σου καί τό σύνθημα τό ξέ ρεις... — Λαμπρά!, μουρμουρίζει δυσαρεστηιμένος ό επιθεωρη τής. (Πάντως σέ πληροφορώ πώς εγώ 'προσωπικά δεν πι στεύω σέ τρεΐς εκδηλώσεις των γυναικών: Στα δάκρυα, στις λιποθυμίες καί στους... πονοκεφάλους!
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΠΑφί Ό Μάξ Μπώρ, κυττάζει τό ρολάϊ του .καί πετιέται ρρ θιος απότομα, σά νά θιβμήθη* κε ξαφνικά κάτι πολύ σοβα ρό κι5 επείγον. —- Λιάόολε! "Έχω έναραν τεβου στις έντεκα κι* είναι έντεκα καί πέντε... Καί φεύγοντας μουρμουρί ζει βιαστικά: — Σάς εύχομαι* καλή έπι τυχία!... Ραντεβού μέ τον "Αγνωστο
ΝΤΕΤΕΚΤΙ Β φεύγει I I κι; ό επιθεωρητής ρωτάει σοβαρά τή δημο σιογράφο: — ιΠώς ττάει ό πονοκέφα'λος, Τζιν; Ή Μεξικάνο έχει πείσματωθή. — Μου πέρασε, μαιτρ... Θά πάμε στο ραντεβού μας μέ τον Κόρναλ. Μεσάνυχτα παρά τέταρ το ! Ό Κούκ Μπέριμαν κι* ή Τζϊν "Αστορ φθάνουν στή σκοτεινή κι3 έρημη Σέλλερ Στρήτ καί προχωρούν πεζή στο δεξιό πεζοδρόμιό της. —Νωρίς ήρθαμε, Τζίν, μουρμουρίζει ό έπι θεωρητής. λ-—-Καλύτερα, μαιτρ... Μπο ρεΐ νά έχουν διαφορά τά ρο λόγια μας... "Έτσι θά είμα στε άπόλυτα σίγουροι πώς 6έν θά μάς ξεφύγη... Καί νά: Σε πέντε λεπτά, στις, δώδεκα παρά δέκα δη λαδή, ένα μαύρο κλειστό αυ τοκίνητο μέ σβηστά φανάρια
όχουγεται νά πλησιάζη... •— Βλέπεις πού είχα δΚ κηο; ψιθυρίζει ή δημοσιογρά φος. "Αν δεν /μάς ευρισκε τώ ρα εδώ, ^ πιθανόν νά έφευγε καί νά χάναμε τήν ευκαιρία... Τό αυτοκίνητο φρενάρει, στο μεταξύ πλάι τους. Ό όδηγός του, ένας ψηλός γερο δεμένος άνδρας ιμέ μαύρη μά σκα στά μάτια, τούς ρωτάει: — Μήπως ξέρετε, σάς πα ρακαλώ, ποιος είναι ό πιο α νόητος ντέτεκτιβ τής 5Αμερι κής ; Τού άποκρίνεται ή Τζίν, σ’ ένα ξέισπ ασ μ α έκδ ικητ ικό τητος: — Ό Μάξ Μπώρ! Κι5 ιέπαναλαμβάνει τονίζον τας μέ μίσος: — Μάλιστα. Αυτός ό ηλί θιος Μάξ Μπώρ. Ό άνθρωπος μέ τή μάσκα άνοίιγει τήν πόρτα τού αυτο κινήτου: — .Περάστε παρακαλώ... *Ηλθα λίγο πιο νωρίς γιά νά μή περιμένετε... — ΕΤσθε ό κ. Κόρναλ; ρω τάει μ3 ευγενικό χαμόγελο ή δημοσιογράφος, καθώς μπαι νει στ3 άμάξι. ;— "Οχι, μις... Μέ τον Κόρναλ θά συναντηθήτε σέ λί γο... — Λαμπρά!, κάνει κάπως ταραγμένος ό έπι θεωρητής, καθώς τακτοποιείται στο έσωτερικό τού αυτοκινήτου, πλάϊ στη νέα. Καί τό κλειστό μαύρο ά μάξι μέ τά σβηστά φανάριος ξεκινάει. Γιά μερικά λεπτά τής ώρας
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
ά|πσλυτη σιγή επικρατεί. Ό Μπέριμαν ικι’ ή "Άστο,ρ φαί νονται βυθισμένοι — καθένας χωριστά — στους συλλογι σμούς τους. Τέλος ή Τζιν διακινδυνεύει μιά Ερώτησι στο σωφψέρ: — Ό ικύριος Κόρναλ είναι νέος άνθρωπος, κύριε όδηιγέ; Ό σωψφέρ με τή μάσκα τή βάζει ευγενικά ιστή θέσι της: — Θά σάς παρακαλοΰσα νά ρωτήσετε τον ίδιον μίς. Θά ήταν εξαιρετικά πρόθυμος νά σάς πληροφόρηση... Ό Επιθεωρητής και ή δημ οσ ιογράφ ο ς κ ατ αλσβ α ίνουν πώς τίποτα δέν έχουν νά μά θουν, προκαταβολικά, άπό αυ τον. Κ ι* άρχίζουν νά κουβεν τιάζουν μεταξύ τους γιά άλλα άσχετα θέματα. Σέ ιμιά στιγμή ή Τζιν θυ μάται τον Μάξ Μπώρ. —Λέτε νά τό κάνη στ’ άλήθεια, μαιτρ; ρωτάει τον Μπέριμαν. — Λαμπρά! "Αλλά ποιος νά κάνη, καί τι νά κάνη; Ή όμορφη Μεξικάνα άναστενάζει: —Τιά τον Μάξ, σάς μιλάω Λέτε αυτή τή στιγμή νά βρί σκεται σέ κανένα κέντρο διασκεδάσεως; Ό έπιθεωρητής καταλαβαί νει και κεντρίζει, τή ζήλεια της: —Μόνος όχι. Τό αποκλείω άπολύτως. Θά ήταν πολύ α νόητος νά χάση, τή βραδυά του... Ή Τζιν άναστενάζει πάλι: — Όγι πιο άνόητος άπό
13
μένα που τον άφησα απόψε μονάχο. Ό έπιθεωρητής κάνει πώς 6έν καταλσβαίνε ι: — Μήν έχης τύψεις, άγαπη τη μου... Δέν σου είπα; Είναι άδύνατο νά διασκεδάζη μό νος. Ή Τζιν καταλαβαίνει πώς έχει έκτεθή και προσπαθεί νά τά γυρίίση: — Δέν πάει νά διασκεδάζη Τι (μ* έδιαφέρει έμένα γιά έ ναν ηλίθιο; Ό Μπέριμαν κάνει πώς παραξενεύεται: —Λαμπρά! ’Αλλά^μέ πολ λή κακία μιλάς γιά τον Μάξ. I ιατΐ τόν μισείς τόσο; —Γιατί... τόν άγαπώ!... *0 Μάξ^ Μπόρ διασκεδάζει
Ε ΕΝΑ τέταρτο τής ώ ρας ό μ ασκοφορε μένος οδηγός του μαύρου αυ τοκινήτου φρενάρει σέ μικρή άπόστασι άπό τήν είσοδο ένός Εξοχικού κέντρου διασκέ δασε ως. —< Έδώ είναι τό Κ ιβδηλο ποί εΐο του Κόρναλ; ρωτάει ή Τζίν. —"Οχι, άποκρίνεται ό σωφ φέρ. Ό κ. Κόρναλ πορτίμησε νά συναντηθή μαζί σας πρώ τα σ’ ένα ουδέτερο έδαφος ό πως είναι ή αίθουσα του κέν τοου αυτού. "Υστερα θά σάς μεταφέρω. όλους μαζί, ατό Εργαστήριό του...Περάστε μέ σα άν έχετε την καλωσύνη καί θά τόν συναντήσετε... — Πώς θά τόν άναγνωρίοουμε, ρωτάει σαστισμένος 6
Σ
14 Μπέριμαν. Ό άνθρωπος μέ τή μάσκα τον καθησυχάζει: —Σάς -γνωρίζει έκεΐνος, μίστερ Μπέριμαν. Γνωρίζει ε πίσης καί τή μίς "Αστοο... Μόνο επειδή σάς έφερα δέκα λΡτττά ττιό μπροστά, πιθανόν να μην έχη> φθάσει όοκόΐμα. Στην περίπτωσι αυτή σάς πα ρσκαλεΐ νά τον ιτεριίμενετε λ’ί γα ίλετττά... Έγώ τώρα θά <ρύγω. Ό κ.Κόρναλ .ξέρει τγοΟ θά ίμοΰ τη|λεφωνηση. για νά ε πί στρέψω νά σάς παραλάβω. Ό έπιθεωρητής καί ή δήμο αιογράφσς κατεβαίνουν από τ’ αυτοκίνητο καί προχωρούν στήν είσοδο του Κέντρου. Ό σωφφέρ κάνει όπισθεν καί στρίίβει στήν πρώτη, πάροδο άριστερά. Ό διευθυντής τού Κέντρου δισσκεδάσεως σπεύδει καί υ ποκλίνεται μπροστά στον έπ ιθεωρητή καί στή Τζίν. πραν μπουν στήν αίθουσα. "Οταν ακόμη βρίσκονται στή γκαρνταράμπσ. — Μέ συγχωρήτε, μί1στερ. Μήπως είσθε ό άστυνομικός έπιθεωιοητής Μπέριΐμαν; — 5 Ακρ ι βώς, μ αυρμουρ ίζε ι έκεΐνος. Ό διευθυντής γυρίζει στή Τζίν: — 'Κ ι-5 έσεΐς άσφαλώς ή δημοσιογράφος μις ’Άαταρ; — <Ναί ψιθυρίζει ερώτηματικα η Τζιν. — Συμβαίνει τΟποτα; ρω τάει ό έτπθεω,οητής. — Σάς πήραν στο τηλέφω νο προ ολίγου, τούς έξηγεΐ ε
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ κείνος. Κι’ έσάς καί τή δε σποινίδα. —1 Ποιος; — Εσάς μέν, κάποιος κ. Κόρναλ... Σάς παρακαλεΐ μό λις έλθετε νά τον πάρετε άσως στον αριθμό 987-654. — ΚΓέμένα; ρωτάει ανυ πόμονα ή Τζίν. — Μιά γυναικεία φωνή, μίς. Δεν είπε τ’ όνομά της ~Αφη|σε όμως έναν άριθμό νά τήν πάρετε τό ταχύτερο. Όρίιστε: τον έχω γραμμένο έδώ 876-543, άν ακόυσα κα λά... Ή άνυπόμονονη Μεξικάνα αρπάζει τό χαρτάκι μέ τό νούμερο τού τηλεφώνου καί ρωτάε ι σαστ ισμένη:: — Τηλέφωνο πού έχει; -— Έδώ, μίς. Πλάϊ σας στον τοΐχο. Ή δημοσιογράφος σηκώ νει τό άκουστικό καί καθώς σχηματίζει τον άριθμό της στο δίσκο, καλεΐ τον Μπέρι μ αν: ■ — Ελάτε, μαιτρ.. ^ Τό σωστό εΐναι^νά τηλεφωνήσετε πρώτος έσεΐς... 5Αφού καί πρώτον σάς κάλεσσν, καί μεγαλύτερος είσθε! Τό δι καιούσθε ! 'λΑλλό, 'Αλλόοο! 876-543 έκεΐ, παρακαλώ; Ξανακλείνει όμως άμέσως τ’ άκουιοτιικό, χαμογελώντας: — Βιάστηικα,, μαιτρ. Τό τηλέφωνο βουίζει.Μιλούν. Ό Μπέριμαν όμως βιάζε ται περισσότερο άπ’ αυτήν. Ση|κώνει, αυτός τώρα, τ' α κουστικό μουρμουρίζοντας — Μέχρις ότου άνοιξη, ή γραμμή σου άς πάρω τρ δική
15
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ -μου νούμερο. Καί σχηματίζει γρήγορα; στο δίσκο το 987-654.Άφή νει όμως άμέσως κι5 αυτός, με άτογοήτευσί', τ5 άκουστικό: — Λαμπρά! Και τό δοκό μου! /βουίζει..,. Μιλάνε φαίίνε ται... Καί ή ιστορία αυτή συνεχί ζεται δέκα όλόΙκληρα λεπτά τής ώρας. Τά δυο νούμερα βουίζουν συνέχω ο Τέλος ό έπιθεωρητής έτοιμάζεται νά πάρη τό τμήμα βλαβών γιάι νάί ρωτήση τί συμβαίνει. Ό υποχρεωτικώτατος όμως Διευθυντής υποκλίνεται για έ’κατοστή φορά καί τον συγ κρατεί: — 3Αφήστε, μίάτερ Μπέριμαν. Ή δεσποινίς τής γκαρ νταρόμπας θά παίρνη συνε χώς τά δυο αυτά νούμερα. Καί μόλις έλευθερωθοΰν οί γραμμές θά σάς ειδοποίηση,. 5 Ετσι, μις Έλεν; — Μάλιστα κύριε Διευθυν τά. Ό Διευθυντής τούς σπρώ χνεΐ' τώρα έλαψρά άπό τον ώμο: — Στο μεταξύ μπορείτε νά περάσετε ιστήν αίθουσα. Έχω κρατήσει έλεύθερο τό καλύτερο τραπεζάκι μας. Θά είμαι ευτυχής νά ένδιαφεοθώ προσωπικά γιά τήν καλύτε ρη δυνατή περιποίηση, σας... Γ εράστε, παρακ αλώ. Ό έπιιθεωρητής κι5 ή δήμο σιογράφος περνάνε σέ μιά έκτυφλωτικά φωτισμένη αί θουσα γεμάτη άριστοκρατικό
'Ο μικρός Γιούπν κόσμο, πού βρίσκεται όμως σέ κέφι όχι τόσο... άριστοκρατικό. Ό Διευθυντής τούς έγκαθι στά πραγματικά στο καλύτε ρο τραπεζάκι-: — Περ ί μένετε ικανέναν,κύ ριε Έπιθεωρητά; Ό Κούκ κομπιάζει: — Μά βέβαια... όχι, φυσι κά... Ή Τζίν έπεμιβαίνει καί τά κάνει πιο θάλασσα: — Έκτος βέβαια...Έκτος άν φυγή- κανείς... Ό μαιτρ ντ1 ότέλ, που στο
16
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
μεταξύ εγει φθάσει κλαυτός στα ουοοφες καί χαριτωμένες ικσϊ Υποκλίνεται σαν σου κοπέλλες. γιάς που ανοιγοκλείνει-, 5έ ^Τά μαυοοπράσινα (μάτια χεται καταιγισμό από δια τής θερμόαιμης Μεξικάνος ταγές του Διευθυντου: γίνονται... πρασινόιμαυρα! Γιά λίγες στιγμές μένει —Ή δημοσιογράφος Τζίν ακίνητη σά νά τη κτύπησε *Άστορ και ό Επιθεωρητής κεραυνός στο κεφάλι. ΓρήΚούκ Μπέοιμαν είναι φιλοξε γο-οα δμως συνέρχεται κι* νούμενοί μου άπόιΐιε... *Απαι αρχίζει τίς άντεκδικήσεις: τώ ακοσν πε^,τπντνπν... Τα — Σαμπάνια, παρακαλώ, έκλεκτότεοα έδέσματα καί ■φωνάζει στο Διευθυντή! Πο ποτά μας στη διάθεσί τους. λύ σαμπάνια καί γρήγορα! βΗ υπέροχη άρχηστοα μας Κι* ένώ ό Διευθυντής κι* δεν θά παίζη: πασά μόνον ό Μ σίτο άπομσκούνοντσι, άγ κορμ-άτια της άοεσκείας των. ικαίλιάζει—σάν πιο πρόχειρο Ο! σερβιτόρο» θά... —τον Επιθεωρητή. γέρνει Ό Μπέριμαν τον διοοκό τό κεφάλι της στον ώυο του, τττει: καί τραγουδάει υέ προσποι — Λαμποά! Άλλα ούτε ητά μεθυσμένη έκφοασι, κά θά φάμε, ούτε θά πιούμε, ποιο κεφάτο αμερικανικό τρα ούτε θ' άκούσουμε μουσική... γουδάκι : Ό Διευθυντής άπορεΐ: «’Απόιυε σ* άγαπώ! — Αυτό είναι τρομεοό, «Απόψε εΤμαι δική σου!» μίίστεο! "Ηλθατε λοιπόν έδώ Σ σκαρισμένος ό Κούκ, στο περίφημο κέντοο μου κ·αι πασχίζει νά έλευθεοωθή άπό δεν θά διασκεδάσατε; τήν ενοχλητικά ευγάοιστη πε Καί σκύβοντας κάτως, χσ ριπτυξι τής δυοοφης εικοσά . μηλώνει τή φωνή, δείχνοντας χρονης κοπέλλας: τους προς το βάθος τής αϊθου ^ — Ααυπρά, Τζίν! Δίκηο σας: ένεις, παιδί μου! Μόνο που — ΕΤχα την έντύπωσι πώς έποεπε νά μου τό πής κσμο! αστυνομικοί εΤναι γλεντζέ μια... τριανταριά χρόνια νο> 6ες... Απόψε βρίσκεται εδώ ρίτερα! κΓ ένας διάσημος συνάδελφός Εκττλήξεις σας. Κυττάξτε με πόσο κέφι Ιπί εκπλήξεων διασκεδάζει! Ό Κούκ κι* ή Τζίν γυ-οίΑΓΝΩΣΤΟΣ Κόρναλ ζουν πεοίεογοι τά κεφάλια δυως άογεΐ νά φσνή. καί κυττάζοντας προς τήν Αλλά καί ή δεσποινίς κατεύθυνσι πού τούς έδειξε τής γκαρνταοόμπας πλ.ηιοοφο ό Διευθυντής, μένουν κόκκα-^ ρεΐ κάθε τόσο τον Μπέοιμαν λο: Ό Μάξ Μπω ο. ^ τύφλα; ,;,πώς καί τά δυο τηλέφωνα στο μεθύσι, τραγουδάει άγ-(^βουίζουν άκόυα. σαλιασμένος ιιχέ δύο άφαντα-·»Φ Ή Τζίν "Αστοο όσο βλέπει
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ τον Μάξ Μπώρ νά διασκεδά ζη μέ τις δ μορφές κοπέλλες, τοσο αδειάζει μονορρούφι τά ποτήρια τής σαμπάνιας. Άλλα και τόσο αγκαλιάζει πιο σφιχτά τον αξιολύπητο Επιθεωρητή. — Έπιθεωρητά Κούκ ! Έν όνάματι του νόμου σέ συλλαμβάνω στην άγκαλιά μου. — Λαμπρά, αλλά μ5 έκα νες ρεζιιλι, τής λέει ικά8ε τό σο ό Μπέριμαν. "Ετσι, σιγά — σιγά, το προσποιητό στην αρχή ιμεθύ σι τής Τζίν έχει αρχίσει νά γίνεται πραγματικότης . Γ'Ωσπου κάποτε πετιέται ορθή και σψί'γγόντας τις γρο θιές της κατευθύνεται προς το απέναντι σημείο τής αϊθου σας πού βρίσκεται ό Μάξ Μπώρ. Ό λΑπέριμαν τήν άκολουθεΐ άνήσυχος προσπαθώντας νά τή συγκράτηση: — "Αν κάνης επεισόδιο, θά^ σέ^ συλλάβω έν όνόιματι του νόμου!, τής λέει σιγά. Ή μ ι σ ο μ εθυσ μ ένη κα ι θε ρ μόαιμη. Μεξικάνα φθάνει τέ λος στο τραπεζάκι τού μεθυ σμένου Ντέτεκτιβ καί βσζον τας απειλητικά τά χέρια στή μέση της, αρχίζει νά ψευδίζη: —Μάξ! Λαμβάνω τήν τομή νά σου δηλώσω εύσεβάστως ότι είσαι κτήνος! Το μεθύσι τού Μπώρ εξα φανίζεται στή στιγμή. Τό ί διο καί στις δυο όμορφες κοπέλλες. ^Σταματούν αμέσως κι1* οϊ τρεις τά γέλια και τά
17 τραγούδια τους καί σηκώνον ται όρθιοι. Ό ντέτεκτιβ προ σφέρει καθίσματα στή Τζίν και στον Μπέριμαν. — 'Ώ' τι ευχάριστη έκπλη ξις, αγαπητοί μου! Πότε ήλ θατε στο Κέντρο; Είναι περί εργο πώς δεν σάς είδα! — Κοθόλου περίεργο, τού άπαντάει ή Τζίν. Μέ τό με θύσι πού έχεις... Ό Μπέριμαν σκύβει στ’ αυ τί τού ντέτεκτιβ: —Μή τήν παρεξηγής, Μάξ "Έχει αδειάσει μονάχη της τρία -μπουκάλια σαμπάνια, κΓ έχει σπάσει άλλα τόσα ποτήρια! Ό νέος ρωτάει τή δημόσιό γράφο, σά νά ρήν τον ακού σε: — Τί θά πάρης, αγαπητή Τζίν; Έμεΐς, όπως βλέπεις πίνουμε μόνο μεταλλικό νερό. Ή Άστορ καί ό Μπέριμαν ρίχνουν ;μιά ματιά στό τραπέ ζι καί διαπιστώνουν καταπλη κτοι πώς κανένα οινοπνευμα τώδες ποτό δεν βρίσκεται πά νω σ' αυτό. Μόνο μιά μισοαδιασμένη μπουκάλα μεταλλι κού νερού καί τρία ποτήρια. Τήν ίδια στιγμή οί δυό ό μορφες κοπέλλες, πού σοβάρεψαν τόσο απότομα, σηκώ νονται διακριτικά νά φύγουν: — Μάς χρειάζεσθε τΚτοτα άλλο, μίστερ Μπώρ; Ό Μάξ σηκώνεται καί τούς δίνει μέ τρόπο από ένα χαρ το νόμισμα των εκατό δολλαρίοον. — Σάς ευχαριστώ, κορί τσια. Παίξατε τό ρόλο σας καλύτερα άπ' όσο μπορούσα!
16
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑφί
νά φανταστώ... Σέ λίγο θά σάς θαυμάσουμε καί στο χο ρευτικό σας νούμερο. Οί κοπέλλες, τού δεν ήταν παρά χορεύτριες του κέντρου φεύγουν, ένώ σχεδόν ταυτό>χρονα παρουσιάζεται καί υ ποκλίνεται χαμογελώντας ό ευλύγιστος διευθυντής. — Νομίζω προς πρέπει νά συγχαρήτε ικαι έμενα, κ. Μάξ. — Ασφαλώς, κ. Διευθυντά τ\ άποκρίνεται ό ντέτεκτιβ. Κι5 έσεις παίζατε θαυμάσια τό ρόλο σας... Ό ιΚούκ ικαι ή Τζιν έ,χουν γουρλώσει τά μάτια καί κυττάζουν χαμένα. Ό διευθυντής λέει: — Δέκα ολόκληρα λεπτά
τής ώρας κατάφερα νά καθυ στερήσω στη γικαρνταράμπα ιμέ τά τηλεφωνήματα τον κ. λΊπέριμαν ικαι τή ιμίς "Αστορ. Μέ συγχαρείτε κ. Έπιθεωρη τά, 'μά ήταν μιά )μ ικρή άθώα φάρσα πού ήθείλε νά σάς παίξη ό κ. Μπώρ. — Καί τά τηλεφωνήματα; Ήταν ψεύτικα; ρωτάει ή Τζίν. — Βεβαίως!, ιμίς "Αστορ. ς— Καί τά τηλεφωνήματα πού βούιζαν; Ό διευθυντής ξεκαρδίζεται στά γέλια: — Χά, χά, 'χάι! Καί φυσι κά βούιζαν καί θά συνέχιζαν νά -βουίζουν στον αιώνα τον άπαντα. — Γιατί; ρωτάει τώρα ό
Ό Μπέριμαν δίνει στο διευθυντή ενα γερό χαστούκι.
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑφί
Μπιέρ ιΐμαν. — Γιατί το 987-654 πού παίρνατε, εσείς, ήταν το ίδιο τηλέφωνο τής γικαρνταρόιμπας •από τα οποίο προσπαθούσατε νά τηλεφωνήσετε. Και τό 876 -543 πού έπαιρνε η μις "Λστορ, ήταν τό τηλέφωνο του γραφείου μου πού είχα φρον τίσει ατό πριν βέβαια, νά κα τεβάκτω τό ακουστικό. Χά, χά Χ«! Ό Μπρριμαν είναι αφάν ταστα νευρικός άνθρωπος. ΚΓ όταν θυμώση, ραλίστα, γίνε ται θηρίο ανήμερο. ΓΊετιέτα^ι λοιπόν όρθιος ικσί δίνει στο διευθυντή ένα ηχηρότατο χα στούκι. ,μουγγρίιζοντας:
— Ηλίθιε!...
ί$
Εκείνος υποκλίνεται χαμό γελώντας: — Ευχαριστώ, κ. Έπιθεω ρητά! Θά διατηρήσω την άνάιμνηΐσι του ωραίου αυτού χαστουκιού, σαν την ττιό τιμή τική φιλική διάκρισι τής διασημότητός σας προς τήν τα πεινότητα μου! ’Ή όλους η κανέναν ΔΙ ΕΥΘΥΝΤΗΣ άπορου ικρύνεται ^ υπερήφανος και ευτυχής ενώ ό Μπε ριμαν ρωτάει τον ντέτεκτιιβ: —Λαμπρά!, Μάξ! Άλλα γιατί όλες αυτές οι σκηνο θεσίες καί τά ρεζιλίκια; — "Ήθελα νά πειράξω τή
Ο
2ϋ Ίζίν, Αποκρίνεται γελώντας Ε κείνος... Ή θερμόαιμη· Μεξικάνοι τού δίνει ένα χαστούκι πιο δυνατό Απ5 αυτό πού είχε, πριν λί γες, στιγμές, δώσει ό Μπέριμαν. Ό Μάξ Μπώρ πετιέται ορ θιος, υποκλίνεται κατά τον τρόπον του διεοθυντου καί δαγ λωνει: —Ευχαριστώ!, μις "Αστορ Θά διατηρήσω την άνάμνησι ιού ωραίου αυτού χαστουκιού σάν την πιο τιμητική διάκρι σι τής Αφελείας σας προς την Εξυπνάδα μου! Καί γελώντας καλόκαρδα, πρόσθετε ι: — Πρέπει νά όμολογήσης Τζίν πώς αυτή τη φορά την έπαθες. "Άλλο άν, γιά χατήρι ο ου, έπεσε θύμα κΓ ό σεβα στός .μου Μπέριιμαν. Χά, χά! Ό Επιθεωρητής ρίχνει μιά ματιά στο ρολόϊ του καί ,μουρ μουρίιζει: — Περίεργο! (Πώς δεν φά νηκε Ακόμα; — Ποιος; ρωτάει ό Μάξ. —Ό ^Κόρναλ. Ποιος άλ λος; ξεχνάς πώς είχαμε ραν τεβού τά μεσάνυχτα; — Ναι, δίικηο έχεις, κάνει ό νέος. Μέ τό «γλέντι», μού ε? χε διαφύγει εντελώς. Αλλά γιά σταθήτε: Εδώ είχατε ραν τεβου, ή στη Σέλλερ Στρήτ^· Ή Τζίν, πού στο μεταξύ τά^ νεύρα της έχουν καλμάρει, τού έξη,γεΐ: —' Στη Σέλλερ Στρήτ, βέ βαια... Πέρασε όμως ό σωφφέρ του δέκα λεπτά πιο μ προ στα καί μάς πήρε γιά νά μάς
ΤΟ ΜΑΤΠΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ φέρη εδώ νά τον περιμένουμε. Ακόμα όμοος νά φανή... Ό ντέτεκτιβ κάνει μιά γκρι μάτσα συμπόνιας: —Τον καημένο τον Κόρνάλ... Σκεφθήτε τή στεναχώ ρια του όταν πέρασε από τή Σέλλερ Στρήτ τά μεσάνυχτα καί δέν σάς βρήκε... Ακόμα θά κάνη βόλτες μέ τ5 αύτοκίινητό του... Ή Τζίν κι* ό Μπέριμαν άλληλοκυττάζονται μ’ άπορία. — Τι θέλεις νά πής„ Μάξ; ρωτάει ή Τζίν. _ —■ Μά αυτό Ακριβώς πού είπα, αγαπητή μου, τής απο κρίνεται σοβαρά. Έκεΐνο^ πού πέρασε καί σάς πήρε, δε κα λεπτά πιο μπροστά, δέν μπορεί νά ήταν ό Κόρναλ. —Γιατί; — Γιατί ....ήμουν έγώ, κα λοί μου φίλοι! — Έσύ; ψιθυρίζουν, άνοίγοντας διάπλατα τά μάτια τους ή δημοσιογράφος κΓ ό έ πιθεωρητής. Ή Τζίν όμως συνέρχεται γρήγορα καί τό αποκλείει: — Αδύνατον! Αέν σού έ μοιαζε καθόλου! Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει: 5·—Φυσικά δέν μού έμοιαζε, ί ι’ αυτό άλλωστε έβαλα καί τό διευθυντή νά σάς καθυστερήση δέκα όλόκληρα λεπτά στην γκαρνταρόμπα μέ τά ψεύτικα τηλεφωνήματα. "Ε πρεπε νά έχω τον καιρό νά ξεμακιγισριστώ νά βγάλω τά ρούχα,καί νά φορέσω τό δι κό μου κοστούμι πού είχα κρύ ψει στο πόρτ μπαγκάζ. ^ Υ στερα έπρεπε Ακόμα νά συν-
ΤΟ ΜΑΤΠΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
21
νεννοηθώ μέ τις γοοεύτοιες νά ποολάβω νά μεθύσω μέ το ...μεταλλικό νεοό καί λοιπά. — Καί ή .μαύρη, κλειστή λι ιμουζίνσ; ρωτάει χαμένα ή Τζίν. — Υπάρχουν τόσα γκαράζ στη Νέα Ύόρκη πού νοι κιάζουν .κλειστές λιμουζίνες, τής Αποκρίνεται. "Η δη-υοσ-ονοάφος και πά λι δεν πιστεύει: — Δεν είναι δυνατόν! Και ή Φωνή σου δέν έμοιαζε. Θυμάται δυως Αυέσως την καταπληκτική Ικανότητα του δαιμόνιου ντέτεκτιβ που μπο ρεΐ ν’ άλλάζη τή φωνή του, ή ν’ Απομιμείται τίς φωνές των Αλλων Ανθρώπων και μουρμουοίζει: — Αυτό βέβαια δέν εΤναι καθόλου δύσκολο για σένα... Πάντως επιμένω και θά έπιμένω πάντα: ό σοφέρ ,μέ τη ,μαύοη μάσκα δέν ήσουν εσύ! Ό Μάξ Μπώρ τής δίνει τή χαριστική βολή: — Θά ήθελα πολύ νά μήν ήμουν εγώ, Αγαπητή Τζίν. Γιοπτι έτσι δέν θά σέ Ακουγα νά λές πώς δέν σ’ ένδιαφέρει γιά έναν ηλίθιο σαν και μένα... Αποζημιώθηκα ό μως πλούσια δταν Ακόυσα νά λές πώς μέ μισείς επειδή μέ... Αγαπάς! Ό Μπέριμαν τής ύπενθυμί ζει: — Έγώ οπό είπα Τζίν: μή μιλάς μπροστά στο σωφφέο! Και γυρίζοντας ρωτάει συμπερασματικά τον ντιέτε-
. — % Λαμπρά, Μάξ! ’Αλλά μέ πιο δικαίωμα καί γιά πιό λόγο μάς έμπόδισες νά συναν τηθουμε μέ τον Κόρναλ; — Μέ τό δικαίωμα του φί λ ου, Κούκ, καί γιά τό λόγο πώς ήταν πολύ έπικίνδυνη ή συνάντησι αυτή... — Δικαίωμά μας νά δισκιν δυνεύσουμε. κάνει ή Τζίν. — Κσί ύπογοέωσίς μου:νά σάς ποοστστεύσω, συμπληρώ νει ό Μάξ Μπώρ. Καί συνεχίζει: — Δέν εΤναι καιρός Ακόμα νά έπισκεφθητε τό υπόνειο αντοο τού κιβδηλοποιού Κόρναλ... Ή νέα παραξενεύεται: — Έσύ δμως έχεις πάει! Ό ντέτεκτιβ σαστίζει γιά μιά στιγμή. -— Γιατί; Πώς τό συμπε ραίνεις; ^ —Σου ξέφυγε κάί είπες: «τό υπόγειο αντ,οο του κι-βδη.» λοποιοΰ Κόρναλ» — Ναί, λοιπόν; — Πώς ξέρεις πώς είναι υπόγειο; *Άρα έχεις πάει! ^ 4 Ο Μάξ Μπώρ προσπαθεί νά γελάση: ^—- Άπ* αυτό; Χά, χάΛ, χά! Μά δλα τά ικιβδηλοποιεΐα εί ναι υπόγεια, Αγαπητή μοα Κανόνας Απαράβατος. Λές 6 Κόρναλ νά είχε την ιδιοτρο πία νά τό έγκαταστήση σέ ρε τιρέ; Χά, χά, χά! Μά είσαι Απάλαυσις, Τζίν! — Κι’ εσύ είσαι ό πιό Α νόητος ντέτεκτυβ τής Αμερι κής, όπως έλεγε καί τό παρα σύνθημα... Μ* έμπόδισες νά
κτυ§;_
πραγματοποιήσω τή ιμεγαλύ
22 τερη δημοσιογραφική έπιτυχίσ τής . ζωής μου! Δεν θά στό συγχωρέσω ποτέ αυτό ! 3Ακολουθεί κυ3 ό Μπέριμίαν θυμωμένος: — Κι3 έγώ το ίδιο. Μ3 εμ πόδισες νά συλλάβω έν όνομα τ* του νόμου έναν κιβδηλοποιό τής Νέας Ύόρκης.;. — Εΐναι πολλοί κιβδηλο ποιοί και παρσιχσράκτες στη Νέα Ύόρκη, άγαπητέ Μπέριμαν. Ό Κόιρναλ αποτελεί στα γόνα στον ωκεανό*. *ΊΗ όλους πρέπει νά τους πιάσης, ή κα νέναν! Ό έπι θεωρητής ένθουσιάζε τακ: — Λαμπρά! Πώς τό είπες αυτό; « π όλους πρέπει νά τους πιάσης ή κανέναν». !Κα] βγάζοντας τό μολύβι σημειώνει· τή φράσι στο καρ νέ του λευκού σκληρού ιμανικετιού του. ^—ιΚαΐλά! Θά τό συιμπεριλάβω στο \μυθιστόρημά μου! Ή Τζΐν όσο σκέπτεται τή γκάφα που έπαθε, τόσο θυμώ νει περισσότερο. Και μαζί μέ τις σαμπάνιες που έχει πιή, γίνεται ξαφνικά θηρίο άνήμερο. Πετιέται άμέσως όρθιος, και ικυττάζει τον Μάξ Μπώρ έτοιμη, νά τον κατασπαράξη·: — Αυτό πού έκανες, θά τό πλήρωσης κάποτε άκιριβά, Μάξ. Έττί του παρόντος σε παρακαλώ νά κόψουμε την «καλημέρα», τήν «καλησπέ ρα» καί... — Και τό «χαίρετε», συμ πληρώνει γελώντας καλόκαρ δα ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ. ^-^λάλκττα! Νά μ ή σέ
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
Ό έπιθεωρητής Μπέριμοεν
ναιδώ στά μάτια μου!, προ σθέτει ^μέ σφιγμένα δόντια ή τρομερή .Μεξικανά και προχω ρεΤ νά φυγή άπό τό κέντρο. Άρ&σως σηκώνεται κι3 ό έπιΐοεωρητής -Κούκ. Τακτοποιεί τά συρμίατένια γυαλ.ιά στη μύτη του και1 κυττάζει τό νέο βλοσυρά: — Λαμπρά! ΚΓ έγώ έπίσης! Οί σχέσεις μας διακό πτονται άνεπανορθώτως! Χμ. Και κάνοντας νευρική μετα βολή, προχωιρεΐ μέ τουπέ προς τήν κατεύθυνσί' τής Τζίν... , Ανεξήγητο μυστήριο!
ΤΟ ΑΛΛΟ βράδυ ό ·Κούκ Μπέριμαν πίνει ούΐσκυ στο διαμέρισμα τής δη μοσιογράφ ου, Τ ζ ΐν "Α -
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
στορ, πού βρίσκεται στην ί δια πολυκατοιικ ία, στον ίδιο οροφο και ακριβώς ττλ,άϊ άπό το διαμέρισμα του ντέτεκτιβ Μάξ Μπώ:ρ. Ή κοντόχοντρη Μπούλ ,μέ ~ήν αλογοουρά, ή -μικρή άσχη μη υπηρέτρια τής οίκοδέσποι νας παραπονιέται συνεχώς για τον Γιούπυ (*), τον (μικρό πραστατευόμενο του Μάξ Μπώρ: — Αυτός, καλέ κυρά, θέ λει σώνει καί καλά, νά μέ κά νη ντετεκτιβίνα. Κύ έπειδή,ς εγώ ιδέν θέλω νά γίνω ντετεκτι β:νοζ, <μέ δέρνει γιά νά γίνω μέ τό ζόρι! — Κι5 έσύ τί θέλεις νά γίνης τη ρωτάει μέ κέφι ό έπιθεωρητής. — Κ ι νη,μ ατογραφ ι κός άστέρας, τ*’ άποκρίνεται. Ή Τζίν κι5 ό Μπέριμαν μέ νουν άρκετά μαζί.συζητώντας τά χθεσινά γεγονότα καί ^ τη φάρσα ^του Μάξ πού ακόμα «τη φυσάνε καί δέν κρυώνει». Ξαφνικά τά ιμαυρ ο πράσινα μάτια τής άμορφης ιμελαχροι νής ικοπέλλας φωτίζονται· πα(*)
-Γιος (Κ302ΤΓΟιοο φσ&ερου ίκκχ-
κοποιου που ό Νττ'έτ'εικτ υβ τον & σ<τε ΐιλε στην ήλεκιτρίικη. (κσρέκ.λα, περιμαζεύοντας Απτ’ τούς δρόμους τον δρφανό γ:ό του. 'Ο Γΐιουπυ ιεΐναι £να πανέξυπνο Αγόρι που όνειρεύεται νά γίνη ίμθγάλος Αστυνο μικός -καί δ'ώ'Κίτης των ικαικσπο ·ών καί του όγκλήμοπος. ι0 Μαξ Μπώρ φροντίζει για την Ανατροφή ικκχί τή 'μόρφωσί του -καί του Απαιγορούει αυοτιηρά κΑθε Ανάμιξι στις Αστυνομικές υπ-οβέσει ς του. Ε κείνος δμως.,.
23 ρ άξενα^ — αέρεις τί σκέ’φτηκα, κ. έπιθεωρητά; —
,
—Νά πάρουμε τη ρεβάνς! — Λαμπρά!, αλλά δέν κα ταλαβαίνω. Ή ΝΤζίν χαμογελάει: — Φάρσα ιμάς έκανε φάρ σα θά του κάνουμε ικΓ εμείς. Καί νά: ακούσε τό σχέδιό •μου. Αύτη τή στιγμή θά βρίσκΓ.ται άσφαλώς στο γραφείο του. Θά τον πάρηις λοιπόν έαύ κι’ αλλάζοντας κάπως τή φω νή σου θά του πής πώς είσαι κάποιος... Κι^ ή δημοσιογράφος έξη>γεί στον έπιθεωρητη ιμέ κάθε λεπτό μέρε ι α τό σαταν ικό, πραγματικά, σχέδιό της. "Υστερα άπό πέντε λεπτά τής ώρας τό τηλέφωνο στο γραφείο του ντέτεκτιιβ κουδου νίζει. Ό Μάξ Μπώρ - άπταροοφηίμένος ,μέ την άνάγνωσι εκθέσων καί στατιστικών σχε τικών ιμέ την :Κ ιβδηλοποιΐα— σηκώνει ' μηχανικά τό άκουστι ■κσ. — Μάξ Μπώρ. Σάς άκούω. Παραλλαγμένη, κι5 άγνώριστη ή φωνή του Μπέριμαν φθάνει άπό την άλλη άκρη του σύρματος: — Έδώ ένας καλός φίλος πού θέλει νά σάς έξυπηιρετή ση, ·μέ τό άζηιμίωτον βέβαια, διότι τυγχάνω φτωχός βιοπα λαιστής... —Καλά, καλά. Παρακάτω. Ό άγνωστος συνεχίζει ιμέ τό Τδιο κακομοίρικο ύφος: -— Είμαι ένας ττςίλτρς κι·6-
14 δηλοττοιός καί παραχαράκτης. "Ανεργος πια γιατί ή «δου λειά» έπεσε στά χέρια των «μεγάλων» πού φέρανε μηχα νήματα και στήσανε φάμπρι κες ολόκληρες... "Αν πλήρω σής καλά, μπορώ νά σου δώ σω τις διευθύνσεις δλων των κιβδηλοποιέ ίων τής Νέας Ύόρκης... Τά μισά .μπροστά και τ’ άλλα ιμισά μόλις τούς πιάσης. — Καί πόαα Θέλεις; τον ρωτάει μ" ενδιαφέρον ό Μάξ Μπώρ άρχίζοντας νά πέφτη στην παγίδα τής Τζίν "Αστορ. — Χίλια δολλάρια, τ’ άπο κρίνεται μέ την παραλλαγμέ νη φωνή του ό Κούικ Μπέριμ αν. Ό πανέξυπνος ντέτεκτι,β άρχίζει ν" άμφιβάλη: — Χμ... Λίιγα ζητάς και μου φαίνεται πώς είναι φάιρ^σα. — Τότε δώσε δέκα χιλιά δες για νά μέ πιστέψης. -— Και που Θά συναντη θούμε; ξαναρωτάει ό Μάξ. ^— "Απόψε στη μία τά με σάνυχτα στο πέμπτο χιλιόμε τρο τής οδού Χόιοτον.Θά πε ράσω μέ τη σακαράκα μου νά σέ πάρω. —Τι σύνθημα άναγνωρί^· σεως θά έχουμε; Ό άγνωστος έχει1 έτοιμη την άπάντησι: — 0ά σέ ρωτήσω τι κυ βερνάει τον κόσμο και θά μου άπαντήσης, τό ματωμένο χρυ σάφι. Σύμφωνοι; — Σύμφωνοι. — Μή ξεχνάς πώς πρέ πει νά έχης -μαζί σου καί τσ
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ «μισά» πού εΤπαμε: — Ποιά μισά; -— Τά «μισά τής χιλιάδας» πού λένε. Μ5 άλλα λόγ^ια άνευ πεντακοσίων δολλαρίων, θά καταπιώ τη γλώσσα μου. Λέ^ξι δέν θά σου πώ... Πολύ καλά. —Λαμπρά, κάνει ό έπιθεω ρητής πού τού ξεφεύγει τό συνηθισμένο του επιφώνημα. Ευτυχώς όμως ό Μάξ Μπώρ δέν τό προσέχει και χωρίς νά υτοψισστή τίποτα, κλείνει τ’ ακουστικό. Την ίδια στιγμή,ατό διαμέ Ρ'.σμα τής Τζίν "Αστοο ό Μπέ ριμαν, κρατώντας άκόμα τό ακουστικό στο χέρι του, ρω τάει τη δημοσιογράφο: — Λαμπρά δέν τά εΐπα; — Υπέροχα μαιτρ! "Ετσι μούρχεται νά σάς φ.λήσω! Και πριν προλάβη νά πή τίίποτα^ό επιθεωρητής, τον αγκαλιάζει γρήγορα και τον φιλάει στο μάγουλο. Ό Κούκ χαμογελάει πανευ τυχής: -— Μέ τις ύγεΤες μου! Καί ~οϋ χρόνου! — Λοιπόν, τού_λέει ή σα τανική Μεξικάνα. -έρεις για τί σου είπα νά του πής ατό πέμπτο χιλιόμετρο τής όδοΰ Χάρτον; Γιατί εκεΐ άκριβώς έχει — δεξιά κΓ άριστερά—κάτι τεράστιους θάμνους. 0ά πάμε λοιπόν μέ μια μονή μ οτοσυκλέττα γιά νά μπορούμε νά τήν κρύψουμε καί θά κρυ φτούμε κι9 εμείς μέσα στούς θάμνους. "Από έκεΐ θά παοα~ κολουφήσοι/ιμε ιμ£ αλη μας
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ την άνεσι τον Μάξ νά χα,σμου ριέται περιδένοντας τον ανύ παρκτο καταδότη, πού δέν θα ψθάση ποτέ στο ραντεβού τους. Χά, χά, χά! Θά γελά σουμε ,μέ την ψυχή μας! Ό Μπέριμαν κλείνει καθυ στερημένα τ' ακουστικό πού κραταει τόση ώρα άψηιρηιμε νός άνοικτό στο χέρι του. *0 ντέτεκτιβ του μέλλοντος
ΔΙΑΒΟΛΕΜΕΝΟΣ Γιούπυ — κρυφά από τον ντέτεκτιβ — έχει κάνει κρυφή ένοοσι στο τηλέφωνο του πλαϊνού διαμερίσματος τής δημοσιογράφου και παρα κο λουθεΐ τά τηλεφωνήματα της(*). Τό έκανε αυτό όταν άνεκάλυψε πώς καί ή Τζίν "Α σταρ είχε κάνει τό ϊδιο καί στο δικό τους τηλέφωνο. "Ετσι κι3 αυτή τή φορά ό δαιμόνιος Γιούπυ έχει κρυφα κούσει τό τηλεφώνημα τού Μπέριμαν με τήν παραλλαγμέ νη φωνή.Καί χάρι στ' άκουστι κό, πού ό επιθεωρητής κράτη σε άφηρημένος άνοικτό, άκου σε καί όλα όσα είπαν με τήν Τζίν, (μετά τό τηλεφώνημα. — Πρέπει νά ειδοποιήσω άμέσως τον Μάξ Μπώρ, μο νολογεί ψιθυριστά. Πρέπει νά μάθη πώς πρόκειται για φάρ σα. Νά μήν πάη στο ραντε βού καί ρεζιλευτή. Γρήγορα όμως άλλάζει άττόφασι καί συλλογιέται με • (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος άρ. 1, μέ τον τίτλο «Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
γαλόφωνα: — "Οχι... Δεν μπορώ νά τον προειδοποιήσω για τή φάρσα πού τού σκαρώνουν. Γιατί τό πρώτο πού θά ·μέ ρω τήση είναι πώς τό έμαθα.Καί τί νά τού πω τότε; Πώς έχω βάλλει σύρματα καί κρυφα κούω τά τηλεφωνήματα τής Τζίν; Σίγουρα θά μέ σκοτώστ|! Καί βαράει κάτι γροθιές πανάθεμά τον. Πιο δυνατές κΓ από ...τις δικές μου! Τέλος,, κΓ υστέρα από πολ λ ή σκέψι, καταλήγει στην και νούργια άπόφασι: — Θ5 ανοίξω τή ντουλάπα των μεταμφιέσεων θά γίνω έ νας μεσοκοπος μικροκαμωμέ^ νος άνθρωπάκος, καί σπάζον τας τον κουμπαρά μου θά νοι κιάσω ένα αυτοκίνητο σακαρά κα. "Υστερα στη μιά μετά τά μεσάνυχτα, θά πάω στο πέμ πτο χιλιόμετρο τής οδού Χάρ^τον. θά πώ τό παρασύνθημα καί θά πάρω τον Μάξ Μπώρ καί θά φύγουμε... "Ετσι δέν θά ρεζιλευτή στη Τζίν καί στον μπάρμπα Κούκο πού θά περιιμένουνε νά σπάσουνε πλά κα, κρυμμένοι πίσω άπό τούς θάμνους... Τέλος θά πώ στον ντέτεκτιβ μερικά ψεύτικα Ο νόματα καί διευθύνσεις κιβδη λοποιών, θά τσιμπήσω κα] τά «μισά τής χιλιάδας» κΓ όπου φύγη-φύγη. Ούτε γάτος, ούτε ζημιά πού λένε! ^ ιΚαί βάζει σέ ενέργεια τό σχέδιό του. Πριν όμως μεταμφίεσθή, σπάζει τον κου μπαρά του καί τρέχει σ’ ένα κακόφημο γκαράζ που διαθέ τει αυτοκίνητα, κυρίως για
26
__________ __ ____________
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
διάπραξι έγκληίμάτων. Ό !6ι οκτήτης του γκαράζ Μττίλλ -—πάληός γκάνγκστερ—ήταν αδελφικός φίλος του μακαρί τη του πατέρα του. — Έσύ, I ιούπυ; Β,ρ-έ: πώς μεγάλωσες έτσι! Φτυστός ό πατέρας -σου, Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα του! Χρυσός άν θρωπος ικαί ράστορας στο μαχαίρι! Και που βρίσκεσαι τώρα -βρε παληόπαιδο; Ό Γιούπυ του δηλώνει μέ ύψος: — Είμαι βοηθός του Μάξ Μπώρ! Ό παληός γκάνγκστερ άρχίιζει νά ένδιαφέρετα*; — Μίτά; Μπράβο! ^ Καλή δουλειά!... Και τϊ ζητάς που ήρθες εδώ; — Θέλω νά ΐμου νοικιάσης γι' απόψε τό πιο σαρ αβαλτα σμένο αμάξι που έχεις... Λε ψτά έχω, μή φοβάσαι. ’Έσπσ σα τον κουμπαρά μου... — Και τΐ θά την κάνης τή σακαράκα; ρωτάει περίεργος Μπίλλ. — Λογαριάσιμο θά σου δώ σω; του αποκρίνεται ό δισβο λάκος.Θά την πάω... στην έ:<θεσιι νά πάριη τό βραβείο! Ό Μπίλλ επιμένει: — "Αν δεν ιμου^πής τι θά την κάνης, δεν σου τή δίνω! — Κ V εγώ δεν τη θέλω1, κά νει άγερωχα ο Γιουπυ. Θά πάω άλλου... Χιλιάδες γκαράζ στη Νέα Ύόρικη^ Και φεύγει θυμωμένος, χω οίς ούτε κάν νά τον άιποχαιρετήιση. Γυρίζει σε πολλά γκαράζ, μά πουθενά δεν έμπιστεύον-
ται νά τού νοιικιιάσουν αμάξι. "Εστω και σαράβαλο. "Ολοι του ζητάνε ταυτότητα. Κι’ ό Γ ιουπυ, ταυτότητα, δεν έχει βγάλει ακόμα. Μονάχα ό Μπίλλ κάνει τέτοιες παράνο μες δουλειές. "Ετσι ό ρικρός σατανάς αναγκάζεται νά ξαναγιρίση στον παληό φίλο του πατέρα του. —""Αιντε, μπάρμπα Μπ ιλλ Έτο-ίμασε τή σακαράκα καί θά σου τό πώ τό κόλπο. Και του εξηγεί τό σχέδιό του σ’ δλες τις λεπτομέρειες. Συνάντησι μέ τον καταδότη
ΤΗ ΜΙΑ παρά δέκα με τά τά μεσάνυχτα ό Μάξ Μπώρ φθάνει στο πέ|α π το χιλ ιόΙμετρο τής όδου Χάρτον. Ή Τζΐν ικΓ ό Μπέρι'μαν βρίσκονται από νωρίς κρυμμένοι μέσα στους ρεγά λο υς πυκνούς θάμνους. Είναι βέβαιοι πώς θά διασκεδάσουν απόψε καλά! Κ άνουν όμως τό λογαριασμό χωρίς τον ξενοδό'χο. Πατί στη .μία άιςριβώς θορυβώδες μοτέρ αυτοκινήτου άκούγεται νά πλησιάζη. Καί σε λίγες στιγμές μιά άξιοθϊρή νΐ’,τη ξεσκέπαστη, σακαράκα φθάνει ικαί φρενάρει πλάϊ στο ντέτεκτιβ. Ό οδηγός της ■— ένας μικροκαιμωιμένος μεσόκο πος άνθρωπσχος — ρωτάει τόν Μάξ Μπώρ·: — Μπορείτε νά ιμού^πήτε, κύριε, τί κυβερνάει τόν κό*σ,μο; —· Τό ’ματωμενο χρυσαψη τ’ άποκρίνεται χωρίς καμμιά
Σ
27
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
'Ο Μάξ Μττώο του δίνει μια τρομακτική γροθιά στο σαγόνι.
σκέψι ό ντέτεκτιβ. Κι5 άνοί'γ όντας μονάχος τή σαραβα λιασμένη πόρτα του, μπαίνει καί ικάθετα ι στην πλαϊνή θέ)σι του οδηγού. — Πάμε τώρ'α, του λέει. Πάμε σε κανένα ήσυχο μέρος νά τά πούμε... — Τά «ιμισά τής χιλιάδας» τά έφερες; — Ναι. Βάλε μπρος... <Κι’ ενώ ή σακαράκα ξεκι νάει, ή δημοσιογράφος κι* ό επιθεωρητής δοκιμάζουν τέ τοια ικατάπληιξι πού νομίζουν πώς θά σαλέψη τό λογικό τους. Μέ τά ίδια τους τά μά τια καί τ’ αυτιά είδαν καί ^α κόυσαν νά πραγματοποιούν ται όλα όσα είχαν τηλεφωνή
σει στο Μάξ, γιά νά πέση, στη παγίδα τής φάρσας τους. Τά μάτια του Μπέρμαν έ χουν γυρίσει ανάποδα. — Είσαι βέβαια πώς του τηλεφώνησα, Τζίν; — Ξέρω κι’ εγώ ή τ’ άπσκρί νεταιι χαμένα, εκείνη, Αλλά γιατί ρωτάτε, μαιτρ; ^ Ό Κούκ αντί νά τής άποικρ ι θή, άναρωτ :έτα ι: — "Άρα πότε κοιμόμαστε καί βλέπαμε όνειρο; Τότε πού τηλεφωνούσαμε στο Μάξ, ή τώρα πού βρισκόμα στε μέσα στο θάμνο; Καί σά νά νοιώθη- τά πρώ τα συμπτώματα τής παρα φροσύνης, άρχίζει νά σιγανό τρσγουδάη φάλτσα:
28
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΧΑφΙ
Απόψε σ’ άγαπώ! «Απόψε είμαι δική σου!» Κι’ ή άμοιρη Τζιν νοιώ θοντας τα ίδια κι* αυτή συιμ πτώματα, του κάνει αμέ σως... επάνω σιγόντο. Γρήγορο] όμως \συνέρχον ται και τραβώντας από τό θάμνο τη δίτροχη, μοτοσι> κλέττα, πηιδάνε στη θέσι του οδηγοί) ό Μπέριμσν και στο πίσω κάθισμα ή Τζίν. "Έτσι, ξεκινάνε αμέσως παρακολου θώντας άπό κάιτοια άπόστασι τή «μυιστηριώδηι σακαράκα» πού προηγείται . Και τώρα άς μεταφερθοίλμε στο έσωτερικό του σαρα βαλιασμένου ανοικτού αυτο κινήτου για νά παρακολου θήσουμε πολύ ένδιαψέροντα γεγονότα. Και νά: Καθώς προχωρούν ό μΊκροκσμωμένος μεσόκοπος άνθρωπάκος, πού άσψαλώς πιρόπει νά είναι ό μεταμφιεσμέ νος Γιούπυ, ξεροβήχει συν θημαπικά τρεΐς φορές. Ταυ τόχρονα σχεδόν τό μακού ψιουσοομαδένο μσξηλάοι των πισινών καθισμάτων, άνσσηκώνεται απότομα. Και άπό μιά), ειδικά κατασκευασμένη κρύπτη ξεπετάγονται δυο χε ροδύναμοι άνδρες μέ πιστό λια. — Ψηλά τά χέρια,^ φωνά ζουν άγρια στο Ντέτεκτ'6. Ό Μάξ Μπώρ υπακούει πρόθυμα. — Έπί τέλους! ^Επεσες στα χέρια μας του λέει ό μι κροκαμωμένος ιμεσόκοπος ό-
Ή δημοσιογράφος Τζίν ^Αστορ
δηιγός. "Ας είναι καλά αυτός ό διαβολάκος πού μάζεψες άπό τούς δρόμους. "Αν οέν μας βοηθούσε αυτός δεν θά κάναμε τίποτα... Τώρα βρΟσ^εται δεμένος στο Γκαράζ. Ό Ντέτεκτιβ δεν μπορεί νά καταλάβη τί του λενε. Τί σχέσι μπορεί νά έχη ό Γ ιού πυ μέ την παγίδα πού τού έστησε ό ψευτοκσταδότης. — Τί είσαστ’ έσεΐς; τούς ρωτάει μέ τά χέρια σηκωμέ^ να ψηλά. — Κιβδηλοποιοί καί πα ραχαράκτες, τ’ άτοκρίνεται ό έ';ας άπό τούς δυο κακοποι ούς μέ τά πιστόλια. Ό άλλος του έπεξηγεΐ: — Οί τελευταίοι δηλαδή *πού δέν έχουμε έξσφανιστή άκόμα άπό τή Νέα Ύόρκη.., Καταλαβαίνεις, βέβαια..»
ΐύ
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΪΑΦί
Ό μεσόκοπος όδηγας τής ψευτοσοοκαράκας, πού στην πραγματικότητα είναι ένα καινούργιο και γέρο καμουφλαρισμένο αμάξι, ,ρίχνει μιά ειρωνική ματιά στο Ντέτε κτιιβ: ? — Τώρα, Αν δεν έχη-ς Αντίρρήισίι, πάμε στοϋ Κόρναλ. Αυτός θά κανονίση σε ποιο χαντάκι θά πετάξουμε τ6 κουφάρι σου... Και προσθέτει διατακτικά: — Κατέβασε τά ξερά σου τώρα. Αέν σέ φοβόμαστε πιά! Ό δαιμόνιος 'Ελληνοαμερι κανός, ντέτεκτιιβ δεν υπα κούει αμέσως αυτή τή φορά. 'Ανασηικώνεται και μέ ψηλά τά χέρια, όπως βρίσκεται·, γυρίζει γοργά προς τούς δυο κακό .τοιούς ιμέ τά πιστό λια πού κάθονται πίσω και τούς ρωτάει: — Συμφωνείτε κι15 έσεΐς νά κατεβάσω τά χέρια μου, κύριοι; Έκεΐνοι κάνουν μιά κατα φατική κίνησι των κεφοιλ ιών τους προς τά κάτω. Μά δεν προφθαίνουν νά τά ξανανεβά σουν. Μέ Αστραπιαία ταχύτητα ό Μάξ Μπώρ, Αντί νά κάτεβάση, τά χέρια, κατεβάζει τοουτόχρονα και ιμέ αφάνταμ στη άρ,μή τις σφιγμένες γρο θ'.ές του πάνω στά δυο κεψά λι·α τους. Τά κτυπήιματα είναι φοβε ρά κι* οί δυο άνδρες, βγά ζοντας από ένα πνιγμένο βογγητό, σωριάζονται Αναί
σθητοι κάτω. Σχεδόν Αμέσως ό Ντέτεκτιβ δίνει μιά τρίτη γροθιά στο σωφέρ, μέ τό ί διο Αποτέλεσμα. Και σταμα τώντας μέ έπιδεξιότητα , τό αυτοκίνητο στο δεξιό μέρος του δρόμου, σβήνει τά φώτα του κι/ ετοιμάζεται νά πετάτ ξη έξω τούς τρεις Αναίσθη τους κακοποιούς. Κάτι όμως συλλογιέται ξαφνικά και Αλ λάζοντας γνώμη τούς παρα τάει εκεί πού βρίσκονται. Ανοίγει Αμέσως τήν πόρτα, πηδάει σβέλτος και χάνεται τρέχοντας στο βαθύ σκοτάτάδι τής νύχτας... Πορεία στο άγνωστο
λίγες ΕΝ ΠΕΡΝΟΥΝ στιγμές καί ή δίτροχη μοτοσυκλέττα φθάνει καί φρενάρει πίλάϊ στή φαινομε νική σακαράκα. Ό Μπέριμαν κι* ή Τζίν "Ασταρ άντιικρύζουν στο έσω τερικό του αυτοκινήτου μόνο τούς τρεις Αναίσθητους ανδρες. Ό Μάξ Μπώρ, πού τον είδαν ιμέ τά μάτια τους νά μπαίνη μέσα σ’ αυτό, έχει έξαψανιιστή. — Λαμπρά!, κάνει ό Ε πιθεωρητής. Τούς κτύπησε ιμ* έφυγε, τό θηρίο! — Ποιοι νάναι αυτοί; Ανα ρωτιέται ή Δημοσιογράφος. Πού, νά ήθελαν άραγε νά με ταφέρουν τον Μάξ Μπώρ; Ό Κούκ βιάζεται: ν—- Αυτά θά τά μάθουμε με τήν ησυχία μας, μουρλού ρίζει. Εκείνο πού προεχει τώρα είναι νά τούς συλλάβω.
Δ
36 Ή Τζΐν ρίχνει μιά ματιά στο άνασηκωμενο πισινό κάθι σμα τοϋ αύτακινήτου καί 6λέ πει την ευρύχωρη κρύπτη. Αμέσως μιά παράξενη λάμψι 'ψωτιΐζει τά μεγάΛα μαύρο πράσινα μάτια της. — -έρεις τίι σκέφτηκα, μαιτρ, λέει στον Μπέριμαν. Αντί νά τούς συλλάδης «έν όνόματι του Νόμου», νά μάς... συλλάβσυν αυτού — Λαμπρά, αλλά δεν ξέ ρεις τί λες. Ή σατανιική Μεξικάνα του έξηγεΐ: — θά μπούμε σ5 αυτή την ■κρύπτη καί θά περιμένου με. Οΐ τρεις αυτοί κακοποιοί δεν θά αργήσουν νά συνέλθουν. Καί τότε, φυσικά, θά γυρίσουν με τ' αμάξι στο λη μέρι τους κουβαλώντας κι3 ε μάς χωρίς νά τό } ξέρουν. "Έ τσι θά φωτισθή ίσως τό μυ στήριο πού κοντεύει νά μάς τρελίλάνη. Σέ ίμιά ώρα τό μεταμφ'ΐεσμένο σε σακαράκα αυτοκί νητο φρενάρει μπροστά στη γνωστή μας αυλόπορτα τής βίλλας του Κόρναλ. Οί τρεις κακοποιοί πηδούν έξω κιι* ό οδηγός κτυπάει συν θηματικά τό κουδούνι τής πόρτας. Ό γιγαντόσωμος Γιάν, μέ τά γομρλωμένα μάτια, τήν ήλίθια έκφρασι καί τό ξυρι σμένο κεφάλι, -βγαίνει σέ λί γο από τό υπόγειο Κίβδηλο ποιεΐο καί τούς ανοίγει. —Εΐναι μέσα ό Κόρνάλ; ρωτάνε.
ΤΟ ΜΑΤΑΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ — ιΝαίί... Δεν έχει πολλή ώρα πού ήρθε... 5 Απ’ τό χτύ πημα τού κουδουνιού κατάνλαόε ποιου εϊισαστε καί μοΰ είπε νά περάσετε αμέσως...^ Οι τρεΐς κακοποιοί ^ περνά νε ιμέσα κι* ό Γιάν κάνει νά ξσνακλειδώση τήν πόρτα. Κάτι θυμάται όμως καί τήν παρατάει ανοικτή, μουρμου ρίζοντας: — Μυστήριο, νά μή φοβά ται αυτός ό άνθρωπος! Κύ άλλοτε ήταν τόίσο φοβιτσιάρης!... Τριπλές σιδερένιες άμπάρες βάζουμε... ’Άν ξε χνούσα καμμιά πόρτα άνοικτή θά μ* έγδερνε ζωντανό για νά μή τό ξανακάνω. Χί), Χ·ί, χί! Σέ λίγες στιγμές ό ,Κόρ^ναλ— φορώντας πάντοτε τή μαύρη μάσκα του— δέχεται τούς τρεις κακοποιούς στήν αίθουσα μέ τήν πρέΙσσσ των ψεύτικων λιρών καί τά πιε στήρια των πλαστών ,χσρτο νομισμάτων. — Τί τρέχει; τούς ρωτάει. — Πιάσαμε τον Μάξ Μώρ, αλλά μάς ξέφυγε, κάνει νά τού έξηγήση ό μικροκαμωμένος (μεσόκοπος άνθιρω πάκος. —Έίσα'στε ηλίθιοι, ,μουγγρίζει ο φοβερός Κιβδηλοποι ός, ενώ ταυτόχρονα πατάει τό μυστικό κουμπί τής κατα πακτής. Οί τρεΐς επισκέπτες γκιρεμοτσακίζονται κάτω. Καί τό κομμάτι τού πατώματος πού -υποχώρησε, ξαναγεμίζει όμέσως στή θέσι του. Δεν περνάνε λίγα λεπτά κι5 ό τρομερός δράκος μέ τό
ΤΟ ΜΑΤήΜέΝΟ ΧΡΥΪΑΦί
ξυρισμένο κεφάλι παρουσιάζε ται άγσνακτισμένος: —>Κι" άλλοι τ,ρεΐς, Αφέν τη Κόρναλ; ιΠοΰ θά πάη, αυ τό τό κακό·; Κάθε μέρα και νούργιους ιμοΰ κουβαλάς ... —Όι τελευταίοι ήταν ιΓιάν. Δεν έχει άλλους. — Αυτό ιμά.ς ιέλειπε νάχαμ·ε ικι5 άλλους ! Κοντεύουμε νά πήξουμε κάτω ατό μπουν τροΰμι. "Ενα καζάνι φαΐ φτιάχνω και δεν φτάνει ούτε γιά μένα!... Για πέσ" μου όμως, άφέντη Κόρναλ: Γιατί τους πιάσαμε στη φάκα; — Είναι κι5 αυτοί κιβδηιλαποιοί καί παραχαράκτες, Γιάν. .Πρέπει νά ιμείνου,με μ© νάχοι στην πιάτσα. "Αμα τόχουιμε μονοπώλιο, βά κάνου με χρυσές δουλειές. Κατάλαβες; — Και γιατί δεν μου λες νά τούς «καθαρίσω» νάχουμε οψελος καί τό φαΐ πού περι δρομιάζουν; ξαναρωτάει ό γι γαντόσω μος άγρ άνθρωπος. — Δεν εΐναι ώρα ακόμα. Πρέπει νά βάλω πρώτα στο χέρι τά λεφτά τους... "Αϊντε πωρα... Κατέβα νά τακτοποί ησης τούς «καινουργ ιούς». Ό θηριώδης Γιάν κοντο στέκεται. Κάτι θυμάται καί μιά σκιά φόβου σκοτεινιάζει τά γουρλωμένοο (μάτια του: — Χθες τη νύχτα άφέντη μου φάνηκε πώς ακόυσα βογγητά στο πάνω πάτωμα... Ό Κόρναλ κάνει πώς ανη συχεί : -— "Αλήθεια; Τό φάντασμα θάτσνε!... Καλά μου τό λέ γανε πώς τό πάνω ίπάτωμα
εΐναΒ στοιχειωμένο^! Ό ηλίθιος κακούργος, πού δεν τό είχε σέ τίποτα νά σφάξη τόσους ανθρώπους, τώρα τρέμει σύγκορμος: # — ιΚαί τό κάτω δεν είναι στοιχειωμένο, αφέντη; .ρωτάει μέ δέος. — Τό κάτω όχι*, τ" άποκρί νεται ό πονηρός Κίβδηλο^ ποιος. Στα νύχια του Κόρναλ
ΤΑΝ οΐ τρεις κακο πο ιοί πουχε κτυΐπήσει ο Μάξ Μπώρ μπήκαν και προχώρησαν στον κήπο, το πισινό κάθισμα του αυτό κινητού άνασηικώθη;κε καί ξε πετάχτηκαν άτό την κρύπτη ή Τζίν <κΓ ό Μπέριμσν. "Ετσι προφταίνει νά πάρη τό μάτι τους πώς οί άγνωστοι κατεβήκαν στο υπόγειο τής βίλ λας. Ή Μεξικάνα βγαίνει πρώ τη. άπό τό άμάξι καί δόκιμά ζοντας την αυλόπορτα τη βρίσκει (ξεκλείδωτη. ΠροχωΡ ροΰν στη σκάλα του ύπο γείου. — θά κατέβω πρώτη έγώ, μαιτρ, λέει στον Έπιθεωρη^
Ο
τη. ’Άν δώ κίνδυνο θά ξεφω^ νίίσω δυνατά... "Έτσι καί γίνεται. Ή πόίρ τα τού υπογείου είναι κΓ αυτή άνοικτη. Ή Τζίν περ* νάει μέσα καί διασχίζει άφο βα τούς σκοτεινούς διαδρό μους. Τέλος καταλήγει στή μεγάλη φωτισμένη αίθουσα τού εργαστηρίου. Δεν προφθαίνει όμως νά περάση τό
κατώφλι όταν ένας ψηλός άν τρας μέ μάσκα την άρ τάζει στα γερά χέρια του1, τη σω ριάζει ιμέ βάναυσι σπρωξιά σέ 'μιά καρέκλα και τη δέρ νει σφικτά πάνω & αυτήν. Ή Ν έα ^ δεν ξεφων ίζε ι άκο ιμα για νά ζητήση βοήθεια. Είναι περίεργη νά δη τίι θά συμβή πάρα κάτω. Ό άνθρωπος ,μέ τη μάσκα τής λέει: — Είμαι ό Κόρναλ πού χθες με γέλασες και δεν ήρ θες στο ραντεβού. Δεν πει^ ράζει δμως. Στην παγίδα πού σου είχα στήσει χθες, έπεσες μονάχη σου απόψε! Και τής έξηιγεί: —.. Καταλαβαίνεις βέβαια 1τώς 5έν σέ είχα καλέσει γιά νά κάμαρώσής τό Κιβδηλοποιεΐο μου. Σέ χρειάζομαι γιά δόλωμα. — Τί δόλωμα; ρωτάει^ άθ τάραχηι ή δεμένη Μεξικάνα. — Δόλωμα γιά νά ψαρέ ψω τό φιλαράκο σου. "Αν δεν καταφέρω νά σκοτώσω τον Μάξ Μπώρ, θά ιμέ στεί λη στην ήλεκτριΐκή καρέκλα. *Αμέσως σηκώνει τό άκου στικό τής τηλεφωνικής συ σκευής, παίρνει έναν άριθμό καί πλησιάζει τό μικρό φωνο στά χείλια τής νέας ψιθυρίζοντας: — ΕΤναι τό διαμέρισμα του φίλου σου. Πέσ5 του πώς κινδυνεύεις καί νά Φτάπ ση ^ γρήγορα έδώ: Φάρεν στρητ ] 3, προάστιο *Όλ γουαν. Εμπρός λοιπόν. Κάλε σέ τον... "Αλλοιώς θά πεθά-
Ή Τζίν "Αστορ ξεφωνίζει — ’ "Οχι... Σκότωσε με! Λυτό δεν θά τό κάνω ποτέ! Αγαπώ τον Μάξ! ^ Είναι· ό,-' τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου·^! —·Κτήνος, ουρλιάζει μέλύσσα ό Κόρναλ. Πέθανε λοι πόν άφοΰ τό θέλεις! Κ ι αρπάζοντας ένα μεγά λο σφυρί τής πρέσσας τό σηκώνει ψηλά κι' είναι έτοι μος νά τό κετεβάση -μέ ορ μή στο κεφάλι της. Δέν προφθαίναι βμως,,Τήν ίδια στιγμής ή πόρτα τής αί θουσας ανοίγει μέ μιά κλω τσιά. Στο κατώφλι της πα ρουσιάζεται ό Κουκ Μπερίμ αν καί σκοπεύει μέ τό πι στόλι του τον κακούργο: — "Αλτ καί ψηλά τά χέπ ρια! Ό έγκλημίατίας τά χάνει καί συμμορφώνεται χωρίς νά φέρη την παραμικρή άντίρρη σι,. Ό Επιθεωρητής μεταθέ τει τό πιστόλι στ αριστερό του χέρι καί πλησιάζοντας άκουμπάει επίσημα τό δεξιό στον ώμο του: _— Κιβδηλοποιέ Κόρναλ! Έν όνόματι τοΰ... Δέν προφθαίνει όμως νά άποτελειώση, γιατί ό Κόρ ναλ κατεβάζει τά χέρια ξε καρδισμένος στά γέλια. Ταυ τόχρονα τραβάει τή μαύρη μάσκα από τά μάτυα του καί τά πλαστικά φύλλα που έχει μεταμψιεστή κι* άρχίζει νά λύνη τή Τζίν. Ή Δημοσιογράφος κι* δ Επιθεωρητής ψιθυρίζουν μέ γουρλουμενα μάτια;
ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
33
— Ό Μάααξ!... Ό δαιμόνιος Ντέτεκτιβ σηκώνει πάλι τ’ ακουστικά και προσφέροντάς το στον Μ-ιτέριμαν, του λέει μέ την πραγματική πια φωνή του: — Τηλεφώνησε άμε σω ς Κούκ νά σου στείλουν δυο αυτοκίνητα—κλούβες. Κάτω στην υπόγεια καταπακτή έ χω ξεγελάσει καί παγιδέψει όλους τους κιβδηλοποιούς καί παραχαράκτες τής Νέας 'Υόρκη-ς. Πάνω άπό σαράντα περίφημες προσωπικότητες του υποκόσμου! — Λαμπρά!, κάνει μ5 εν θουσιασμό ό Επιθεωρητής, θά χορτάσω νά συλλαμβάνω έν όνόματι του Νόμου! —"Ωστε έσύ είσαι ό Κόρ ναλ; ρωτάει ή Τζίν. — *Όχι, τής Αποκρίνεται·. Τον πραγματικό Κόρναλ τον έχω άπό καιρό δεμένο κι* αι χμάλωτο στο έτάνω πάτω μα τής βίλλας του. Έγώ εί μαι τό... άκοιβές άντίγοαφό του. Τόσο Ακριβές που κι* αυτός ό Γιάν, ό δήμιός του, 6έν μπόρεσε νά καταλάβη τήν άντικατάστασι πού εγι*νε! Καί γυρίζοντας στον Μπέριμαν ποοσθέτει: — "Ετσι δεν εΤπ α μ ε, Κούκ; "Η δλους. ή κσνένσν! Τόχε'ρ σημειώσει καί στο ,μαν-ικέτη σου.
Τήν ίδια στιγμή έμφανί'ζε ται στο κατώφλι τήζ πόρτας ό θηριώδης Γιάν. Ρίχνει μια ματιά γεμάτη Απορία κα! ρωτάει: — Έσεΐς πώς βρεθήκατε έδώ; ό αφέντης Κόρναλ που είναι; Ό Ντέτεκτιβ, πού δεν εί ναι πιά μεταμφιεσμένος, τον πλησιάζει καί σηκώνοντας τό άοιστερό χέρι τού δείχνει ψηλά: — Επάνω βρίάκε ται, Γ ιάν... Αυτός είναι πού βογ γάει τίς νύχτες καί φοβάσαι! ΚΓ ένώ ό δή,μιος του Κόρνοίλ σηκώνει μηχανικά τό κε φάλι του, ό Μάξ Μπώο τού δίνει μιά τρομακτική γροθιά στο σαγόνι.. -Κι** ό θηριώδες σνδοσς σωοιάζεται κάτω σαν σταγμένο βουβάλι! Ή όμαοφη Μεδικάνα θυυά ται μέ ντοοτή τώοα τά λό για πού εΤνε πή ποίν λίγο στον υποτιθέμενο Κό,οναλ καί ζητάει νά τ* άνσιοέση: — Ξέοεις, Μάδ... Γιά νά σέ σώσω άνανκάστ-ηνοΓ νά σσαδιά^ω ένα σωοό ψέματα: Πώς σ* άγοπτάω τάχα καί πώς είσαι τό πολυτιμότεοο... Ό τετοοητέοατος Ντέτεκτιιβ γελάει καλόκαοδα: ^ ^ ΝαΓ βο* άδεοφέ... Κου τό μέ πέρασες νά τά πιστέ ψω! Χά, χά, χά!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ ΑποκΑειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις 0.Εο
ΔΕΚΑ
1
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΑΟΣ&Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραφεία: 'Οδός Λεκικα 22—-Αριθμός 2—Τιμή δραχμαι 2 Δημ-σσιογραφικάς Δ)'ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. Οι κονομικός Δ>ν-τής: Γεωργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυττοΥρ.: Α. Χατζηδασκλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι
ΤΡΙΑ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΙΑ! Τήν έρχόμενη Πέμπτη Θά κυκλοφορήση τό ΤΡΙΤΟ άριστουργηματικό τεύχος τού μοναδικού στο είδος του άστυνομικοΰ πεοισδικοΰ «ΔΕΚΑΤΡΙΑ» πού γράφει ό ; ^ ’ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Θά χάση οποίος δεν διαβάο·η το τεύχος πού Θά μείνη Θρυλικό στην ιστορία των αστυνομικών άναννωσμάτων και Θά έχη τον τίτλο:
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΣΚΕΛΕΤΟΣ Ή ύπόθεσις.. ή πλοκή και τό μυστήριό του θά σάς συναρπάσουν! 'Η άγωνία πού θά δοκιμάσετε θά σταματήση τήν άναπνοή σας! Ποτέ άλλοτε δεν εχει κυκλοφορήσει στήν Ελλάδα τεύ χος σάν τον
Περιμένετε όλοι τήν εκπληξι πού θά σάς παρουσιάση τό περιοδικό «ΔΕΚΑΤΡΙΑ» στο τεύχος τού άριθμού Α Ε Κ Α Τ Ρ ! Α
- 4Τ Γ^ΐ·;|
ΑΝΟΡΟπε, τυαλά εττι γρ του ΜΑ ΟΤήΜ Ο ΤΖ9Η ΜΡΑΡΤΟΝ Ζ£ το ο/£θ//εε ζημα ζιρηηηζ ΙΤΟΛΤ 71Ρ9 ΤΟ ΗΑΓΟιΗΟ Τ10Υ 7ΗΖ£ . . ΟΡΑΑ.
ΤΙ £ΠΑΘ6: ΨΟβϋθΗ-
Η ΜΗΠ9Γ £*£! ζΐΑοεεειε^
Μ£ ΑΙΤΡΑΤ7ΙΑ1Α ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΒΓΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΤΟΜΙΗΟ 77/ΤΤΟΠΙ ΤΟΥ Ζ/£ΛΥΖ£ ΤΟ ΖΤΑΑΑ ' ΙΤΤΙΤΗ . .
ΗΑ) ΧΑ&5Ζ Ο ΓΗΪ//Οί ΤΥΤΗΟΥΖ6
ΛΆ 9/ΓΗ^ £ΗΑί Τ6ΡΑΖΤΙΟΖ ΖΤΑΑΑ γτηπε ερχετρι ηατ'
Ζ77Α/Υ9 ΜΟΧ. . ό7?£έε μοχοζ του η λα/γριζ ΙΘΑΓ6ΜΗΙ ΜΟΥ ΤΟ £ΓΡ/££.
ΑΗ ΟΑΑ ΤΑ ΟΤ7ΑΑ ΤΟΥΖ ΖΙΝΑΙ £71/ 77ΤΟ ΤΟΤΟ/ΥΑ ΧΑ/Ίή Γ/ΛΆΙ, ΜΑ Θ£/)9 ΜΑ ΜΑ09 ΓΙΑΤΙ Θέ/ΙΟΥΜ
ΖΥχεχίεεΤΑί ..
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΣΚΕΛΕΤΟΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β„ ΡΟΥΤΣΟΥ Μια φωνή στο τηλέφωνο ΕΑ ΥΟΡΚΗ. Δώδεκα Σεπτεμιβιρίου του 1957. Μια φθινοπωρινή νύκτα μέ καρραικΥωδηι βροχή, αστραπές, μπουμπουνητά και κεραυνούς. Το μέγαρο του βαθύπλου του χρηματιστή Ποοιλ Κάμεο, στο 33 τής Ράλεϋ στρήτ, φαίνεται , κλειστό καί Θεοσκό τεινο σαν ακατοίκητο. ίΚι' όμως: Στον πρώτον οροφο και μέσα σ’ ένα πολύ τελέστατο γραφείο, βρίσκον
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧο 2
ται κλεισμένοι τρείς άνθρω ποι: Δυο άνδρες και μια γυ ναίκα. Ή έπίίπλωσι του γραφείου είναι ιμοντέρνα και οι τοίχοι στολισμένοι με υπέροχους ζωγραφικούς πίνακες. "Εργα: τέχνης και 'πολύτι,μα ^μπιμπε λό βρίσκονται παντού. Έπί σηις ένα ρεγάλο χαλύβδινο χρηματοκιβώτιο μέ τελευ ταίου τύπου αυτόματα κλεί θρα συνδυασμένων γραμιμά) των. Ό> ιμεγαλύτεοος άπό τούς δυο άνδοες κάθεται στο γρα Φεΐο και γράφει 6,τι τού υ-
4 παγοοευει ή γυναίκα. Ό άλ λος άνδοσς, ό νεώτεοος, κρα τόοει την κάννη του πιστολιού του σε μικρή άπόστασι από τό κεφάλι του πρώτου, με τό δάκτυλο έτοιμο νά τραβήξη τή_σκσνδάλη. ασφνικά, τό τηλέφωνο του γοαφείου κουδουνίζει. Ή ώρα είναι εννέα καί τέταρτο άκρι βώς. Ή γυναίκα, μέ δισταγμό κσΐ καθυστερημένα κάπως, σηκώνει τό άκουστικό καί τό φέρνει στο σιτη της: —Παιοακαλώ; Ταυτόγοονα ό άνθρωπος που ν-οάφει καθισμένος στο γοσφεΐο, δεφωνίζει άπότουα, δυνατά καί απεγνωσμένα!
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
γοουρά, πού κάτι κεντάει πλάϊ, πσοαξενεύεται: — Καλέ τί είν’ αυτό τό βββ... καλέ κυοά; Κι* όταν λείπεις τό ακούω πολλές φο ρέν! Ή Τζίν δέν τής αποκρίνε ται, μόνο σηκώνει αμέσως τ* άκουστικό τού τηλεφώνου της, τό φέονει στο αυτί καί παοσκο> ουθεΐ περίεργη καί σιωπηλή. Ή σατανική Δημοσιογρά φος πού μπαινοβγαίνει ελεύ θερα στο πλαϊνό διαμέρισμα τού φίλου της ντέτεκτιβ, έ χει καταφέρει νά κάνη έν ά γνοια του βέβαια, ,μιά κρυφή ένωσι στά σύρματα τού τη λεφώνου γιά νά μπορή νά πα ρακολουθή τά προσωπικά του τηλεφωνήματα. Ό βομβητής ^Υστερα από ιμιά όλόκλη.(πού έχει τοποθετήσει στο ρη ώρα: γρσφεϊο της, την είδοπο εϊ Ή δημοσιογράφος ^ Τζίν κάθε φοοά πού καλείται καί ^Αστοο, πού ό βροχερός και κουδουνίζει τό πλαϊνό τηλέ -ρός την ανάγκασε νά μαζευφωνο. "Ετσι μπορεί νά σηκώ τή γρήνορα στο διαμέρισμά ση τό άκουστικό της καί νά της, γράφει, αυτή τη στιγμή, ποοραικολουθή. τη συνέχεια μιας αστυνομι Στο σημείο αυτό πρέπει κής έοευνας για την _έφηιμεοίνά σηρειωθή πώς τήν ίδια άδα πού έρνάζεται. -αφν.κά, κριβώς δουλειά έχει κάνει ο χαμηλός ήχος ενός κρυφού καί στο δικό της τηλέφωνο βομβητου την είδοτο'εΐ πώς —έν άγνοια της φυσικά — κάποιος καλεΤ τό τηλέφωνο όχι ό Μάξ Μπώο πού δέν ξέ του πλαϊνού διαμερίσματος ρει τίποτα από όλα αυτά, μά πού μένει ό αγαπημένος, μά ό διαβολεμένος Γιούπυ, ό μι άαπονδος φίλος της Μ^ξ κοός ποοστατευόμενός του. Μπώο: 'Ο δαιμόνιος καί δά Είναι ένα τετραπέρατο καί ισημος Έλληνοαυεοικσνός ντε κανώτατο δεκατετοάχοονο άτεκτιβ. πού ή άστυνουΐκή ι γάοι, γιος φοβερού κακοποιού διοφυία του έχει κστσπλήξει πού ό ντέτεκτιβ τον είχε στεί την άνθοωπότητα ολόκληρη! Ή Μπούλ, ή μικρή κοντό · λει στήν ηλεκτρική καρέκλα. χοντρή κι* άσχημη ύτη,οετρι £& Γ!αρά τήν καταγωγή του, ό ούλα της ,μέ τή μοντέρνα άλο $ τρομερός αυτός πιτσιρίκος
ονειρεύεται νά γίΐνη ένας με γάλος ντέτεκτιβ και κυνηγός τού έγκλήματος και των κακό ποιων. Ό Μάξ Μπώρ, πού τον έχει μαζέψει άτό τούς δρόμους καί φροντίζει για την άνατροφή του καί τή μόρ φωσί του, τού Απαγορεύει αυστηρά κάθε άνάμιξι στις άστυνομικές υποθέσεις του. Ό Γιούπυ όμως έχει αυτιά πού επικοινωνούν, φαίνεται, έσωτερικά με κάποιον^ ευρύ χωρο σωλήνα. "Αλλοιώς δεν έξηγεΐται πώς τά λόγια του ντέτεκτιβ από 'τό ένα αυτί του «μπαίνουνε καί άπό τό άλλο του βγαίνουν. Αυτός λοιπόν ό «διαβολάκος» είχε άνακαλύψει κάποτε την κρυφή έγκατάστασι τής Τζΐν καί, χωρίς νά πή σέ κα νέναν τίποτα, τής άνταπέδω σε τα ισα( ). Καί τώρα στο θέμα μας: Καθηγητής τής καλλιγραφίας
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ό πως είδαμε, σηκώνει α μέσως τό ακουστικό της καί παρακολουθεί περίεργη καί σιωπηλή τήν παρακάτω τηλεφωνική στιχομυθία: — Εμπρός... Τόν^ κύριο Μάξ Μπώρ, παρακαλώ! *—- Ό ίδιος. Σάς άκούω. — "Α, εσείς, κύρ^ιε Μπώρ; Χαίρω πολύ πού σάς άκούω. Δεν μέ γνωρίζετε βέβαια.— (**)* Δ'άβασε τά προηγούμενα τεύχη, τό 1 καί τό 2, μ£ τούς τίτ λους: «0 ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»
*αϊ ,τό «ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ».
Χάρριμ^ν λέγομαι— έγώ ό μως σάς γνωρίζω άπό τά τό σα πού έχω άκούσει, ή δι<χ» βάσει, γιά τά άστυνομικά σας κατορθώματα! "Αλλωστε καί ποιος δεν γνωρίζει έναν περίφημο καί ^δ ιάσημο άνθρω πο σάν κΓ έσάς, κήριε Μπώρ. Ή φήμη σας μέ... — Λυπάμαι, κ. Χάρριμαν, πού είμαι πολύ άπασχολημε νος αυτή τή στιγμή καί θά χάσω τήν εύχαρίστησι νά α κούσω ως τό τέλος τά καλά σας λόγια. Καληνύχτα. — "Όχι! Μή κλείνετε τό τηλέφωνο^! "Ακούστε με, ^σά^ παρακαλώ. Πρόκειται γιά κα τι πολύ σοβαρό... —^ "Ισως... Ή εισαγωγή του όμως δεν ήταν... Αεγετε λοιπόν. — "Ακουστέ με, κύριε Μπώρ.^ Καί νά είσθε βέβαιος πώς θά είμαι σύντομος. Κα τανοώ απολύτως τό πολύτι μον του χρόνου σας καί σάς υπόσχομαι νά μή ^κάνω κατά χρησι τής ύπουονής σας. "Ε νας άστυνομικρς τής; δικής ο ας περιωπής δεν είναι βέ βαια δυνατόν νά χάνη τον κοη ρό του σέ... — Καί πάλι καληνύχτα σας, κύριε Χάρριμαν. — Παρακαλώ, παρακαλώ! Μή κλείνετε. ^Περιμένετε καί θά σάς τά πω ^ αμέσως. — "Εστω. "Αλλά περιμέ νετε κι" έσεΐς νά καλέσω τό βοηθό μου. Τά^ λέτε σ’ αυτόν κι5 εκείνος μου τά μεταβιβά ζει. Τό ίδιο είναι... ^(Περνάνε λίγες στιγμές. Τή φωνή του Μαξ Μπώρ αντί
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
6 καίθιστά τώρα ή φωνή του Γιούπυ. Του διαβολεμένου πι τσιρίικου πού είναι Αδύνατο νά μάθη νά μιλάη οπόν πληθυντίικό:) — Λοιπόν, λοιπόν; Πες σε μένα ό,τι θέλεις... — ΕΤσθε ό βοηθάς του κ. Μάξ Μπώρ; — «Βοηθάς», δεν λες τίίπο τα. "Ολες οΐ υποθέσεις του γραφείου Απά τά χέρια μου τνερνάνε. Μέχρι σκούπισμα και ξεσκόνισμα! — Πώς είπατε, παρακα λώ; — Είπα: Μίλα σε ιμένα κι5 ή δουλειά σου γίνηκε! *— Μάλιστα. 5Ακουστέ με λοιπόν, κύριε: Έδώ καίθηγη τής Χάρριμαν. "Αν και ένας καθηγητής τής καλλιγραφίας, όπως εγώ, έχει μεγάλη^ ψύχωσι στή σαφήνεια, στις λε πτομέρειες και στην καλή διατύπωση έν τούτοις θά σάς πώ τά γεγονότα σύντομα κ α ί συ μ π επυκν ω μένα. — Καλέ ,μίλα ,μέ τά πάσσο σου, χριστιανέ μου. Έγώ δεν βιάζομαι. Πλάκα θέλω νά σπάσω! Λοιπόν, λοιπόν; — Απόψε, έγώ καί ή γυ νσΐκα -μου είχαμε έπισκεφθή τά χρηματιστή Πώλ Κάμερ στά μέγαρό του τής Ράλεϋ στρήτ, νούμερο 33. Τι ωρα; — "Από τις οκτώ μέχρι τις εννέα. — Λοιπόν, λοιπόν; —(Κατά τις δέκα όμως— μιά ώρα μετά πού φύγαμε θυμήθηκα πώς εΐχα ξεχάσει νά πώ ικάτι στόν Κάμερ.Καί Γ'
τον πήρα στο τηλέφωνο του μεγάρου του% — Λαμπρά, πού λέει καί ό μπάρμπα Κούκος. Λοιπόν, λοιπόν; —Στήν άρχή ακόυσα στο τηλέφωνο μιά γυναικεία φω νή. Αμέσως Ακούστηκε μιά άνδρική, άπά μικρή άπτόστα σι, νά φωνάζη δυνατά: «Βο ηθέ ιαααα ! Με ληστεύουν! Μέ δολοφονούν! Ειδοποιήστε την ...» Δέν πρόφθασα νά Ακού σω περισσότερα, γιατί τά τη λέφωνο έκλεισε μέ βιάσι. Ξα ναπήρα αμέσως τά Τδιο νού μερο... Κουδούνιζε κανονικά, μά κανένας δέν σήκωνε τά ακουστικό... — Ή φωνή πού ακόυσες ήταν τού χρηματιστή; — Νομίζω. Δέν είμαι βέ βαιος. Έταν πολύ δυνατή -καί ταραγμένη,. Π ιθανάν νά είχε άλλοιωθή. — Έν τάξει. Καί τώρα τί θέλεις; — Δύο πράγματα: Πρώ τον, νά έξετάση, τήν ύπόθεσι αυτή ό κ. Μάξ Μπώρ, καί δεύτερον νά μάθης νά μιλάς στάν πληθυντικό. —Μάλιστα κύριοι καθηγιητσίΊ Είπατε λοιπόν πώς πήγατε^ στά μέγαρα των χρη ματ ιστών μαζί μέ τις... γυ ναίκες σας; — Δέν σάς καταλαβαίνω, κύριε... — Τί νά σού κάνω; Έσύ ήθελες στον πληθυντικό. —Παρακαλώ νά τά μετα βιβάσετε στάν κ. Μάξ Μπώρ. — Μεΐνε ήσυχος! -— Γιατί πολύ φοβάμαι
ΪΚΕλέΤΟΙ
7 -
πώς ό Πώλ Κάμερ έχει δολο φονηθη στο μέγαρό του... Πο λύ τό φοβάμαι αυτό! —^Γιατί; — *Ηταν αδύνατο να μη τιμωρηιθή. Πιστεύω στη Θεία Δίκη,! Τό έγκλημά του ήταν μεγάλο ! Πολύ μεγάλο ! Τό τηλεφώνημα τού καθτγνη,τοΰ τής καλλιγραφίας τε λειώνει κάποτε. Ό Μά£ Μττώιρ πού ακούει από το Γιούπυ τά καθέκαστα, πετιέ ται σαν ελατήριο οστό την κα ρέκλα τού γραφείου και μουρ μαυρίζει σά νά μιλάη στον εαυτό του: — Ενδιαφέρουσα περίπτω σις! Άν ό Χάρριμαν ακούσε καλά τη φωνή πού ζητούσε βοήθεια, τότε κάτι παράξε νο γίνηικε μέσα στο .μέγαρο τού Πωλ Κάμερ. Ό Γιούπυ συμπληρώνει: — Εκτός άν ό Καλλιγρά φος είχε πάρει, κατά λάθος, άλλον αριθμό τηλεφώνου... — Σωστά! Κι* αυτό δεν αποκλείεται, συμφωνεί άφ-ηρη μένος ό ντέτεκτιβ. Ό διαβολάκος ξεθαρρεύει και συνεχίζει: — ’Άν όμως διαπιστωθή πώς ό γεροχρηματιστής έξα φανίΐστηκε, τότε πρέπει νά αντιμετωπίσουμε περίιπτωσι δολοφονίας. — Ασφαλώς, κάνει τό ί διο άφηίρηιμένος ό ΜάΡ Μπώρ. Αμέσως όμως συνέρχεται και έξω φρένων τού δίνει ενα δυνατό χαστούκι: — Σ ιωπή έσύ! Δεν σού είπα νά μην ανακατώνεσαι
*0 ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ
στις υποθέσεις μου; Ό «Ντέτεκτιβ τού μέλλον τος» θυμώνει; — Τότε νά μη με συσταί*νης γιά βοηθό σου και νά μέ βάζης νά βγάζω τό φίδι άπό την τρύπα!... Ό Μάξ σηκώνει άμέσως τό ακουστικό και παίρνει τον έπι θεωρητή Κούκ Μπέριμαν στο γραφείο του. Εξηγεί την ύπόθεσι και κανονίζουν νά συναντηθούν γιά νά πάνε στο μέγαρο τού Κάμερ. Στο πλαϊνό διαμέρισμα ή όμορφη· μελαχροινη ^ Μεξικάνα δημοσιογράφος, πού έχει πα ρακο'λουθησει και τά δυό τη*
λεφωνήματα, κλείνει τώρα τό άκουστικό της: — "Ακούσε, Μίτούλ, λέει στην κοντόχοντρη και ^αζή ύπηρετριούλα της). Έγω έ χω κάπόιά δουλειά και θά φύγω. "Αν μέ ζητήση ό Μάξ Μπώρ, πέστου ττώς λείπω ά τια τό πρωί. Κατάλαβες; — Κατάλαβα, καλέ κυρά! -— Τί κατάλαβες; — Πώς είσαι ψεύτρα!
ρητής προχωρεί στό θυρωρό τού μεγάρου, τή ρωτάει σι γά: -— Πριν λίγο σε ζήτη,σα, Τζίν, και κοιμόσουν. Πώς διάβολο τό έμαθες κιζ ήρθες π ιό μπ ροστά από έμάς; — Τό είδα στον.,. ύπνο μου, Μάξ!
Ό Μπέριμαν κάνει μερικές ερωτήσεις πρώτα στό θυρωρό: ^Ενάς^ φλύαρος :— Ό κ. Πώλ Κάμερ είναι θυρωρός εδώ; —'Κι" ή δεσποινίς ^προη ΤΑΝ ο Μάξ Μπώρ κι" γουμένως αυτό μέ ρώτησε. ό Μπέριμαιν—καθυστε Μά τί σάς έπιασε νυχτιάτικα ρημένοι κάπως— φθά νά ρωτάτε γιά τον αφέντη; νουν στο μέγαρο του Πωλ Μήπως τον χτύπησε κανένα Κάμερ, ή Τζίν Άστορ τούς αυτοκίνητο; ’Άν είναι πέστε περιμένει χαμογελαστή στην τό μου. Δέν θά στενόχωρηείσοδο: θώ. Μούχει πή πώς δεν μέ — "Αργήσατε κύριοι!... ξέχασε στή διαθήκη του. Αυ "Εγώ στο μεταξύ τελείωσα τά τά λεφτουδάκια περιμένω τό ρεπορτάζ ;μου και ττήρα γιά νά φύγω άπό δώ μέσα τις φωτογραφίες πού ήθελα. και νά γλυτώσω άπό τή φαρ Ό ντέτεκτιβ την κυττάζει μακερή οχιά, Θέ" μου συγμέ άπορία. Ό Μπέριμαν τον χώρεσέ με! μαλλώνέι: ^— Τήν κυρία Κάμερ; ρω^ — Λαμπρά, Μάξ! Δέν^ έ τάει αδιάφορα τάχα ό Μάξ, κανες καθόλου καλά νά είδο — Ποια κυρία; Ή κυρία ποίησης άμέσως και τη Τζίν. Βέρρα είναι ένα κομμάτι μά θά γράψη στην έφ ημερίδα λαμα! Μπορεί, βέβαια νά... και μπορεί νά μάς δημιουργή Τί νά σου κάνη όμως! Νέα ση ζητήματα!... κοπέλλα είναι! Τό λάθος ήΌ ντέτεκτιδ του αποκρίνε τανε του γεροαφέντη ιτού τήν ται κυττάζοντας παράξενα παντρεύτηκε! Ή «φαρμακε ατά μάτια τη δημασιογράρή οχιά» σάς λέω είναι άλ φο; λη... Θά τήν καμαρώσετε σέ — Δίκηο έχεις, Κούκ. "Αλ λίγο! Ή Κάθριν ντέ, ή ο!~ λοτε δεν θά τό ξανακάνω.Θά κονόμος! Λύνει καί δένεμ έτην αφήνω νά τά... μαθα^νη δώ μέσα! Θηλυκός δικτάτο μόνη της... ρας! Μ’ έψησε καί μέ τηγά νΥστερα, κΓ ένώ ό έπιθεω νισε, πσνάθεμά τηνε! Δέν
Ο
ΣΚΕΛΕΤΟΣ φταίει όμως αύτή. Τ’ άφεντι κο φταίει πού τής έδωσε δι καίωμα νά κόβη κεφάλια! Τί νά σου κάνω δμως πουιμαι Θεοσεβούμενος άνθρωΛ“ πος.. Αύτό μέ συγκρατεΐ. 'Αλλοιώς θά την είχα σφά ξει μέ σκουριασμένο πριγιό νι! Ό Μπέριμαν επιμένει στην άρχική του έρώτησι: λ— Λαμπρα όλα αυτά. Δεν μας είπες όμως: τό άφεντικό σου είναι δω; — "Οχι. "Εχει φύγει άπό νωρίς. Κατά τις έννιά, πάνω κάτω. — Μόνος; ,ρωτάει ό ντέτεκτιβ. -—- "Οχι. Είχε έρθει ένα άντρόγυνο κατά τις όχτώ. Μείνανε καμμιά ώρα καί με τά τον πήρανε και φύγανε. — Ποιοι ήταν αυτοί; — Από όνόματα, μη μέ ρωτάς. Είχαν έρθει κι* ,άλλες δυο τρεις φορές. Ό άντρας μοιάζει σά δάσκαλος. Ή γυ ναΐκα σάν καλόγρηα. Κι* έ χω Θεοσεβούμενος είμαι, μά όχι και σ' αύτά τα χάλια! Βρωμοκοπούσε λιβάνια άπό δώ κι5 έκεΐ κάτω! Σταυρό στο λαιμό. Σταυρό στο βρα χιόλι του χεριού. Σταυρό στη ζώνη της. Σταυρούς στά σκουλαρίκια! — Ή κυρία Κάμεο είναι δώ; ρωτάει ό Μάξ Μπώρ. Ή Τζιν "Αστορ προλάβαι νε» τό θυρωρό και του άποκρί νεται: _— Λείπει κι* αυτή, Μάξ. "Εχει φύγει μετά τό μεση μεριανό φαγητό...
9 — Που έχει πάει; Αποκρίνεται τώρα ό θυρω ρός:
— Που άλλου; Θου κύριε φυλακήν τώ στόματί μου! Νέος βλέπεις κι* αυτός ται-
Ρ'άζουνε, ^ πανάθεμά
τους!^
Χαρά Θεού είναι νά τους βλέ πης! "Ολα κι* όλα όμως. Ναμουν έγώ θά την είχα σφό?ξει μέ σκουριασμένο πριγιόνι! Γιά κάτι τέτοια δεν ποτντρεύτηικα. Θά μου πης: γοαμ ματικός του είναι. Τον βοη» θάει σ’ όλες τις δουλε'ές. "Οχι όμως^ κι* ώς^έκεΐ!.. Πο λύ δεν πάει, κυρ * Αστυνό μοι μου; —Πώς λέγεσαι; ρωτάει ό Μπέοιυαν. —Τζώνυ... Τζώνυ Χούλτ!. — Κι* ό γοαυ ματικός του κ. Κάυεο; ρωτάει 6 Μπώρ. — Μάνουελ Ντάο. Ή κυ ρία Βέοοσ τον λέει Μάν. Και νά άχθύσετε τί γλυκά που τό πιοοφέ^ε»! Σά νά πιπιλίζη καοαμέλλα, Θέ* μου συχώρεσέ με! Μια φοβερή γεροντοκόρη
ΤΖIΝ ^Αστοο πληροφο ρεΐ. τον έπιθεωοητή και τον ντέτεκτιβ. — Καί ή Κάθοιν, ή οικο νόμος, τά ίδια λέει: Κατά τις όχτώ ήρθε ένα άνδρόγυνο κι* έμεινε καυυιά ώοα στο γοαψείο του Πώλ Κάμεο. "Υστερα έφυγαν κι* οί τρεις μαζί. — Λσμττοά, άγαττη^ή μου, κάνει ό Μπέριμαν, άλλα προ
Η
10 τιμώ νά παίρνω τΙς πληρο φορίες μου άπό πρώτο χέρι. Πάμε, Μάξ. Πρέπει νά εξε τάσουμε άμέσως την οίκονό μο... Εσύ, Τζιν, άν θέλης, βρές στον κατάλογο τον άριθμό κάποιου, κάποιου...-Πώς τον είπες Μάξ; ■— Χάρριμαν. — Ναι, κάποιου Χάρρι.μαν καθητγητοΰ τής καλλιγοσφίας και πες* του νά εοθη άμέσως έδώ με τή γυναίκα του... Αυτός είπε πώς έφυ γαν μόνοι άπό τό μέγαρο.Ό θυρωρός δμως κι5ή οικονόμος λένε πώς έφυγαν μαζί μέ τον χρηματιστή. Κάποιο λάκ κο έχει ή φάβα στο σημείο αυτό!... *Οραΐο θέμα γιά άστυναμικό μυθιστόρημα! Θ* άρχίισω νά τό γράφω! Ό «ντέτεκτιβ συμβουλεύει τον έπιθεωρητή: — Νά τηλεφωνήση ή Τζιν καί στο Συνεργείο Σημάνσε ως, Κούκ. Νομίζω πώς θά χρεισστή. — Λαμπρά 1. κάνει σύλλο γισμενος ό Μπέσ'υσν. Μόνο μή παρουσιαστή ξαφνικά 6 «όολοφοντνυ^νος» ^αί ιιοΟ να λάση τό θέ'υα του άστυνομικου μου μυθιστορήματος! Σε λίνες στιγμές ή οικο νόμας Κσθοιν υιά σσιοοντά ρα άσχημη. ξεοανκιανή καί βλοσυοή γεροντοκόρη πσοο’ Ν οιάζεται -μπροστά στους βυό άστυνουιικούς. Κα.ί πραγμα τικά έπαναλασβάνε < όσα εί χε πή ό θυοωοός. Σε μιά "Τι νυή ό ΜάΕ Μπώρ τής κάνει ξαφνικό έοώτηισι: — Ακούσατε καί σεΐς,
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ μις, τον Πώλ Κάμερ νά φωνάζη καί νά ζητάη βοήθεια; Ή Κάθριν κομπιάζει κά πως νά άποκριθή; — Πού; Πότε; Δεν άκου σα τέτοιο πράγμα! — Ό θυρωρός δμως τό άκουσε. Ή οικονόμος τό αποκλείει αυθόρμητα: — Αδύνατον. Ό Τζώνυ δέν^ μπορεί νά είπε τέτοιο πράγμα! Ό Μπέριμαν την κυττάζει ύποπτα: — ΓιατΓ; Πώς εΤσαστε τό σο βεβαία; Ή γεροντοκόρη ταράζεται καί προσπαθεί νά χαμογελάση: — Βαρυακούει, κύριο] μου... "Αν ό «κύριος» ζητού σε βοήθεια, θά τον άκουγα έγώ πρώτη κι’ δχι εκείνος... Τή ρωτάει τώρα ό Μάξ: — Οι σχέσεις σας μέ τό θυρωρό είναι καλές; — Μαύρη καλωσόνη! Εί ναι τεμπέλης, φαγάς, μπε κρής, αναίσθητος, πείσματά ρης, ξεροκέφαλος, ψεύτης, κλέφτης, ύπουλος καί μέ κα κούργα ένστικτα. 'Μέ απει λεί συνεχώς πώς θά μέ σφάξη μέ σκουριασμένο πριγιόνι! Σά δεν ντρέτετσι να πα ραισταίίνη καί τό Θεοσεβου μ-ενο! *Η σύζυγος ψεύδεται
ΗΝ έξέτασι τής φοβε ρής οικονόμου διακόπτει ή άφιξις τής νεσσάς συ ζύγου τού χρηματιστή, κυρί-
ΣΚΕΛΕΤΟΣ
11
Προσπαθούσαν ν* άνοίξουν τό χρηματοκιβώτιο...
ας Βέ'ρρας Κάμερ. Πλησιάζουν πιά μεσάνυ χτα. Ό Μπεριιμαν διώχνει την οικονόμο: — Ευχαριστώ, μίς. Τίπο τε άλλο επί του παρόντος. Ή Κάθριν φεύγει και ή ό μορφη Βερρα ρωτάει άνήσυ χη; Λ „ — Αστυνομικοί είπατε; ! Μά τι συμβαίνει, κύριοι; Πέ στε μου, σάς παρακαλώ: ο παδέ κανένα κακό ό άνδρας
μον;Ό
επιθεωρητής δεν κάνει καμμιά ^ προσπάθεια νά την καδηισιυχάση: — Πιθανόν, κυρία μου. Πάντως μέχρι στιγμής δεν έ
χουμε στα χέρια μας τίΗτοτα τό συγκεκριμένο. Γι3 αυτό άκριβώς θέλουμε νά σάς κά νουμε μερικές ερωτήσεις. — Ευχαρίστως, άλλα δεν καταλαβαίνω... — Τί ώρα φύγατε άπόψε από τό μέγαρο; — Μά μετά τό μεσημέρι... Σχεδόν αμέσως μετά τό φα γητό... — Καί είναι μεσάνυχτα τώρα. Λείπετε δηλαδη" δέκα ολόκληρες ώρες. Μπορείτε νά μάς πήτε τί κάνατε δλο αυ τό τό διάστημα; — "Όχι, κύριε. Είναι κα θαρά προσωπική μου υπόδε σις... Ό έπιθεωρητής θυμώνει:
η — Λαμπρά! Επειδή ό μως γιά την "Αστυνομία^ δεν υπαρχουν προσωπικές υπο θέσεις, θά σάς παρακαλούσα νά μάς δώσετε τον αρι θμό τηλεφώνου του γραμματέως του συζύγου σας Μάνουελ Ντάρ. — Λυπούμαι, άιλλά δεν τον ξέρω... —Πάμε στο γραφείο, Μπέ ριιμαν, λέει ό Μάξ. Ό άρι θμός πού δεν θυμάται ή κυ ρία άσφαλώς θά ύπάρχη στο πρόχειρο τηλεφωνικό ευρετή ριο του συζύγου της. Ό έπιθεωρητής, ό ντέτεκτιβ, ή δημοσιογράφος και ή Βέρρα Κάμ&Ρ ττερνάνε στο μεγάλο και πολυτελέστατο γραφείο του χρηματιστή. Στο διάστημα τής μετακι νήσεως ή Τζιν 'Άστορ τή ρω ταει: _ — “έρετε που βρίσκεται ό σύζυγός σας αυτή τή στιγιμη; — "Οχι. Ό άνδρα^ μου κι3 έγώΛσπάνια συναντάμεθα... Μάς χωρίζουν βλέπετε τριανταπέντε ολόκληρα χρό νια. Είκοσιπέντε έγοδ, εξήν τα έκεΐνος! Με καταλαβαί νετε νομίζω... — Και σάς δικαιολογώ, συμπληρώνει ή ΔημοσιογράΦ°ς. Ό Μάξ Μπώρ έξετάζει τό τηλέφωνο του γραφείου και διαπιστώνει πώς εχει συμπλη ρωματική έγκατάστασι μεγα φώνου. Τό ένώνει μ* αυτήν και ψάχνοντας στο μικρό ε πιτραπέζιο τηλεφωνικό ευρε τήριο, κάτι λέει σιγά στ* ου-
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ! τι της^ Τζιν. Αμέσως αλλάζει ματιά συνεννοήσεως με τον Μπέρι^ ,μαν και βγάζει άπό τήν τσε πη του ένα ζευγάρι χειρ οπέ δες: — Θά θέλαμε, κυρία Κάμερ νά παρακολουθήσετε ένα τηλεφώνημα πού θά γίνη. Πρέπει δμως νά ήμαστε ή συχοι πώς δεν θά ^ φώναξε τε... ΛΣάς παρακαλώ λοιπόν νά μάς συγχωρήσετε πού θά σάς δέσουμε τά χέρια% Καί τής περνάει γρήγορα τις χειροπέδες. Ή όμορφη νέα γυναίκα προσπαθεί νά χαιμογελάση : — "Οπως νομίζετε, κύριε. Σάς πληροφορώ δμως πώς... δεν φωνάζω με τά χέρια! — Μπορείτε δμως μέ τα χέρια νά βγάλετε τό μαντή λι πού θά σάς φιμώσουμε. Καταλάβατε, κυρία μου; Και τής δένει, τό ίδιο γρή γορα, τό μαντήλι σφικτά στο στόμα. Τέλος ξανασυμ δουλεύεται το μικρό ευρετήριο καί σχη .ματίζοντας έναν αριθμό στο δίσκο του τηλεφώνου, δίνε^ι άμέσως τό ακουστικό στη Τζίν. Εκείνη τό παίρνει και μέ καταπληκτική άνεσι ρω τάει, άπομι μουμένη άπάλυτα τή φωνή τής Βέρρας Κάμερ: — Τον κύριο Μάνουελ Ντάρ, παρακαλώ... Οι δυο αστυνομικοί κι3 ή δεμένη καί φιμωμένη, σύζυ γος του χρηματιστή, άκοϋνε άπό τό τηλεφωνικό μεγάφωνο τήν άπάντησι του θυρωρού τής πολυκατοικίας καί παρα
ΣΚΕΛΕΤΟΣ κολουθούν όλόκληρη τη συνδνόαλεξι (*)·, — ^ Περιμένετε, δεσποινίς νά σάς ενώσω μέ τό διαμε σμά του. 5Ελπίζω νά μην εχη ικ,οι,μηθή ακόμα, γιατί μό λις πριν λίγο γύρισε... Μεσολαβεί ένα κενό σιω πής και τέλος οοκούγεται ή φωνή του γραμματέα: —Εμπρός. -— Έγώ είμαι, Μάν... Ή φωνή του Μάνουελ γί νεται άνήσυχη: —- Έσύ 3έρρα;! Συμβαί νει τίποτα; Μήπως ό... — "Όχι, άγάτη μου, άλ λα μπορεί νά συμβή. Ή α στυνομία άρχισε νά ένδιαφέ; ρεται για τά οικογενειακά ρσς. Φοβάμαι, Μάν. Πολύ φο βάμαι! — Λες νά μυρίστηκαν τί ποτα; "Από που τηλεφωνείς; — "Από τό σπίτι. Μόλις έφυγαν άπό δώ ό έπιθεωρηΓ ιής Μπέριμαν, ό ντέτεκτιβ Μάξ Μπω ο και ή δημοσιο γράφος Τζιν "Αστσρ. Μου έκαναν κάτι παράξενες έρωτήσεις... — Σέ ρώτησαν πότε έφυ γες άπό τό μέγαρο; — Ναί. Τούς είπα μετά τό μεσημέρι. —- Αές νά μάς είδε κανείς βταν ξαναγυρίσαμε; — Δεν φαντάζομαι. Μά τί (*) Ή ΤΠν "Αστορ ίχζι την Ι κανότητα ν' άττομιμ^ΐται στην έντέλεια κάβε γυναικεία φωνή που 2τυχε / άκούαη £--τω και μ:ά φορά. "Όπως κ?’ ό Μάξ Μπώρ άπομιμεΐται, μέ τήν Τ5·α έττιτυχία $λες τις
Ανδρικές φωνές.
13 ώρα ξανσγυρΓσαμε, Μάν; Δεν πρόσεξα καθόλου. — Μά μετά τις έννι&μισυ. -— Και φύγαμε; — Τόσο γρήγορα ξεχνάς; Σέ μισή ώρα δεν ξαναφύγαμε άπό τήν πόρτα του κή που; Έσύ ή ίδια τήν άνοι ξες καί τήν ξανάκλεισες. Έ γώ ήμουν φορτωμένος... — Μέ συγχωρής, Μάν. Είμαι τόσο ζαλισμένη άπό τήν ταοαχή καί τό φόβο!...^ — Για τό «μακαρίτη» σέ ρώτησαν τίποτα; — Θά διακόψω. Μάν. 5Α κούω βήματα στο διάδρομο. Φοβάμαι πώς ξαναγορίζουν. "Αν συμβή τίποτα θά σου ξανατηλεφωνήσω... Ή σατανική δημοσιογρά φος κλείνει τό τηλέφωνο καί δικαιολογιέται στον Μάξ καί στον Μπέριμαν: — Δέν μποοουσα νά συνε γίΐσω περισσότεοο. *Από τή στιγμή πού άνέφεοε γιά τό ■μακαοίτη, δέν ήξερα πια τί νά του πω. ^Ο,τι κΓ άν ελενα. θά κινδύνευα νά ποοδο° θώ πώς δέν ε?υαι ή Βέροος ή Φίλη του... Πάντως, δέν νο ■μίζω πώς μάθαμε και λίγα. "Έτσι δέν είναι; Ή δεμένη καί φιμωμένη άπιστη σύζυγος έχει γίνει ώχοή σάν πεθαμένη. Τά δμοοφα γαλάζια μάτια τηε έ χουν άνοιξει δ'άπλστα άπό κατάπληΕι. Σέ μια στιγμή γνέφει μέ τά δευένσ χέοια της πώς θέ>ει νά μιλήση. Ό ντέτεκτιβ τής λύνει τίς χει ροπέδες και τό μαντήλι πού τήν έχει φΐιμώσει. Εκείνη, ά~
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
14 φοΰ παίρνει γρήγορα μερικές βοθειές άνάσες, μουγγρίζει μέσ5 από τά δόντια της: — Αυτό πού κάνατε είναι προστυχό! Άτιμο!... ^ Ό Μπέριιμαν πληγιάζει- κι’ άκουμϊπάει έπίίσημα τό χέίρι στον ώμο της: — Βέιρρα Κά/μερ! Έν όνό μάτι του Νόμου σέ συλλαμ βάνω ώς δολοφόνον του συζύ γου σας! — Τού συζύγου μου; κά νει χαμένα ή νέα γυναίκα σά νά τή κτύπηισε κεραυνός στο κεφάλι. "Ωστε ό Πώίλ δεν ζή; Δολοφόνησαν τον άνδρα μου; Πότε; λΠοΟ;λ Πώς; Μά γιατί δεν μου «μιλάτε λοιπόν; Σωρεία ύποπτων ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ φιθάνουν α νήσυχοι: ό καθηγητής
Σ
Χρρρι,μαν μέ τή γυναί κα του. Καί σχεδόν ταυτόχρο να τό αυτοκίνητο τού Συνερ γείου Σ ημάνσεως «μέ σημαντική δύναμι άστυνομικών. Ό έπ θεωρητής στέλνει α μέσως καί φέρνουν δεμένο α πό τό διαμέρισμά του τον γραμματέα του χρηματ ιστού ΑΛάνουελ Ντάρ. Τέλος, δίνει διαταγή οπούς αστυνομικούς νά άπο μονώσουν δλους δσοι βρίσκονται ιμέσα στο μέγα ρο σέ χωριστά δωμάτια: Τή σύζυγο 'Βέρροο Κάμερ μαζί μέ τον γραμματέα καί φίλο της Μάνουελ Ντάΐρ. Τον θυρωρό Τζώνυ Χούλτ μαζί «μέ την οι κονόμο Κάθριν Ζάραλ. Τον καθηγητή τής καλλιγραφίας Πιέρ Χάρριμαν ιμαζί μέ τή
γυνοαικα του Μάρθα. Τέλος σ’ ένα άλλο δωμάτιο, όλόκλη ρο τό υπηρετικό προσωπικός υπηρέτες, καμαριέρες, μαγεί ρους καί σωφέρ. Κηπουρός δεν υπάρχει γιατί βρίσκεται σέ άδεια... Σέ μιά ώρα οί ειδικοί τού Συνεργείου Σ ημάνσεως δ^ι μονάχα έχουν άνιχνεύσει τα δακτυλικά αποτυπώματα πού βρέθηκαν στο γραφείο, μά τά συνέκριναν μέ τ’ αποτύπωμα τα των ανθρώπων πού είχαν —όπως είδαμε παραπάνω— άπομονωθή. 5 Επί πλέον έχουν κάνει καί λεπτομερέστατη έ ρευνα σέ ολόκληρο τό μέγα ρο. Άπο τά σαλόνια μέχρι τις άποθήκες του. Καί ό ε πικεφαλής τού Συνεργείου παρουσιάζεται στον Μπέρι«μαν καί άναφέρει: — Στή λαβή τού μεγάλου χρηματοκιβωτίου πού υπάρ χει στο γραφείο, βρέθηκαν τά δσκτύλικά άποτυπώματα τής Μ άρθας Χάρρ ι μ αν, γυν α ίκ α ς τού καθηγητοϋ. — Λαμπρά! Τί άλλο; — Επίσης, στον περιστρε φόμενο δϋσκο μέ τά γράμμα τα πού μέ κάποιον άγνωστο συνδυασμό ξεκλειδώνει τό χρη ματοκιβώτιο αυτά, βρήκαμε πλήθος αποτυπωμάτων τής συζύγου Βέριρας Κάμερ καί τού γραμματέως Μάνουελ Ντάρ. — Λαμπρά! Πάρα κάτω. Ό επικεφαλής τού Συνεργείου κάτι θυμάται: — Παρέλειψα νά σάς άνα φέρω, κ. έπιθεωρητά, καί
ΣΚΕΛΕΤΟΣ κάτι πολύ περίεργο. Στη λεία επιφάνεια της πόρτας, τού χρηματοκιβωτίου βρέθηΓ καν ολόκληρα τά αποτύπωμα τα τεσσάρων παλαμών. Οΐ δυο —αριστερή και δεξιά— άνήικαυν σέ άγνωστη, γυναί κα, κι’ οι άλλες δυο επίσης αριστερή και δεξιά— σέ ά γνωστον άνδρα. Το περίεργο είναι πώς τά δακτυλικά άπο τυπώματα των παλαμών αυ τών έχουν τελείως παραμορΦω'θή άπό τή μεγάλη πίεσι πού προξενήθηικαν και είναι απολύτως αδύνατον νά άναγνωριστούν. Ό ντέτεκτιβ ένδιαφέρεται: — Θά μπορούσαμε δηλα δή νά υποθέσουμε πώς οι πα λάιμες τών άγνωστων αυτών ανθρώπων άφησαν τ’ άποτυπώιματά τους καθώς έσπρω χναν μέ ορμή γιά νά κλεί σουν τήν πόρτα του χρηματο κ'βωτίου; — Νουίζω ναί!, μίστερ Μπώρ. Άλλοιώς δεν ιμπορεί νά έξηρ/ηΐθή. — Ή έρευνα στο μέγαοο έφερε τίποτα σέ φως; ρωτάει πάλι ό Μάξ. — Τίποτα σημαντικό, μί στερ Μπώρ. Σ’ ένα συοτάρι τής οικονόμου βρέθηκε ένα μικρό πλακέ πιστόλι πού στή λαβή του είχε τά δακτυλικά αποτυπώματα του Βυρωοού. Επίσης στο δωμάτιο του θυ ρωροΰ βρέθηκε μιά μικρή φουρκέττα ίδια ,μ’ αυτές πού στηρίζει τό χτένισμα τών μαλ λ ιών τη ς ή οικονόμος. Τά μεγάλα μαύρα μάτια του δαιμόνιου ντέτεκτιβ λάμ
15
'Ο μικρός Γιούπυ
πουν παράξενα: ^ — Και λέτε πώς αυτά δεν είναι σημαντικά, άγαπητέ μ°υ; — Λαμπρά σου λέει, ε πεμβαίνει ό επιθεωρητής. Τί φυσικώτερο άπό τό νά περιεργασθή τό πιστόλι τής οι κονόμου ό θυρωρός και νά άφήιση επάνω τά δακτυλικά του αποτυπώματα. Και τί πιο φυσικό άπό τό νά πέση άπό τό κεφάλι τής οικονό μου μιά φουρκέττα στο δωμά τιο του θυρωρού! Ό Μάξ Μπώρ χαμογελάει: — Ξεχνάς, Μπέριμαν πώς
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
16 ό Τζώνυ μέ την Κάθριν τρώ γονται σαν τό σκύλο μέ τη γάτα. Δεν βρίσκεις λοιπόν πώς τά δυο αυτά ευρήματα δείχνουν πώς ό «σκύλος» μέ τή «γάτα» ίσως νά μην εί ναι τόσο θανάσιμοι εχθροί, δπως μάς λένε τουλάχιστον; — "Ωχ, άδερφέ, κάνει 6 ε πιθεωρητής. Σ' αυτές τις λεπτομέρειες θά σκαλώνου με τώρα; Σαράντα υπόπτους εχουμε κι* ακόμα δέν έχω πα »ρά έναν μονάχα σύλλαβει εν όνόματι του Νό·μου. — Κι* αυτόν κακώς, άποφαίνεται ό ντέτεκτιβ. — Γιατί, κύριε δαι,μόνιε Ντέτεκτιβ; — Γ ιατι υπόπτους υποοεΐ νά έχουμε πολλούς. "Εγκλη μα όμως δεν βλέπω νά υπάρ χηί — Κι* ή έξαφάνισις του Πώλ ,Κάιμερ; Δύο μετά τά μεσάνοΥτα κΓ Ακόμα νά γυρίσπ σπίτι του! Ό Μάξ Μπώρ γελάει κα λόκαρδα: — Λίγες φορές, έσύ Κούκ, έχεις γυρίσει σπίτ. σου τά χαραματα; Κι* δ μ ως—δό ξα τώ Θεώ— ούτε μια φο ρά δέν έχεις... δολοφονη,θή! Χά, χά, χά! ^ —Και τό τηλεφώνημα τού Χάοριμαν; Ή φωνή πού α κούσε νά ζητάη βοήθεια καί νά λέη πώς τον ληστεύουν καί τόν δολοφονούν; Ό ντέτεκτιβ σοβαρεύει: —Αυτό είναι κάτι πού μπορεΐ νά τό συζητήση κα νείς. Π,ροηγουμένω; δμως πρέπει νά γυρίσουμε, ένα— {
;
;
}
ένα, τά άπομονωτόοια καί νά ελέγξουμε τά ψέματα^καί τις αλήθειες πού ιμάς είπα; οι διάφοροι ύποπτοί ,μας. Τό μπέρδεμα χειροτερεύει
ΤΖ1Ν ΑΣΤΟΡ παρα κολουθεί βήμα ποός βήμα τούς δυο άστυνο μιικούς, σημειώνοντας τά στοιχεία πού θά τής χρειαισθούν γιά νά γράψη τό συν ταρακτικό ρεπορτάζ της. ’Αλ λά κΓ ό Μτέριμαν έχει κάνει έμπριμέ τά άσπρα σκληρά μανικέττια του, καταγράφον τας πάνω σ’ αυτά — πότε μέ τό δεξιό καί πότε μέ τό άριστερό^χέρι— τά συμπερά σματα των μεγαλοφυών συλ λογισμών του. Καί νά: Ό ντέτεκτιβ, ό έπιθεωρητής καί η δημόσιό γράφος μπαίνουν πρώτα στό άπομονωτήριο τού Χάρριμαν καί τής γυναίκας του Μάρθας. Ό Μπέριμαν άφοΟ άκούει υπομονετικά τις δ'αμαρτυςίες τους γιά τή συλληψι, τούς ρωτάει: — Γιατί έπισκεφθήκστε α πόψε εδώ τόν Πώλ Κάμεο; — Είχαμε καιρό νά τόν δούμε... — Καί διαλέξατε μια τέ τοια φοβερή νύχτα μέ Θύελ λα καί κεραυνούς; Ό Μάξ Μπώο ρίχνει μιά ματιά στην καλογερίστικη έμφάνισι τής Μάρθας Χά^ριμαν καί συμβουλεύει τάχα τόν Μπέοψσν: — Νομίζω πώς ή κυρία
ΣΚΕΛΕΤΟΣ ττ,ρέπει νά έξετασθή ένόρκως κύριε έπιθεωρητά. Νά φέρω το Ευαγγέλιο; Ή Μαρθα γυρίζει τρομο κρατημένη στον ανόρα της: — ’Άν με ορκίσουν, Πιέρ, θά πώ όλη την αλήθεια κι* άς μάς γράψουν οι εφημερί δες, κι’ άς γινουιμε ρεζιλι! Μέ τό χέρι πάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο δεν μπορώ νά πώ ψέματα. — Καλά, θά μιλήσω εγώ, μουρμουρίζει αποφασιστικά ό καθηγητής τής καλλιγραφίας. Καί με ατέλειωτη ^σχολα στική πολυλογία, τούς λέει όσα θά μπορούσαν νά συυ πτυχθούν σ’ αυτές τις λίγες γραμμές: «Ή γυναίκα τού καθηγητοϋ είχε τελευταία κλήρονομή σει έκατό χιλιάδες δολλαρ·α άπό κάποιον άνύπανδρο με σόκοπο θειο πού ζούσε μα ζί τους. Ό Χάρριιμαν, πού έτυχε νά γνωρίζη τον χρημα τιστή Κάμερ, ζήτησε νά τον συμβουλευθή γιά τήν ασφα λέστερη και αποδοτικότερη τοποθέτησι τών χρημάτων αυτών. Κι5 ό χρηματιστές άνέλαβε πρόθυμα αυτός νά ε πένδυση τό ποσόν αυτό σέ μετοχές κάποιας σοόαρής και οίκονομικώς άνθηράς ε πί χειρήσεως. "Υστερα όμως άπό μερικές ήμερες ειδοποί ησε τό αφελές ανδρόγυνο πώς οί δουλειές αυτές έχουνε καί τ’ άπρόοπτά τους. Καζ πώς ή σοβαρή και οίκονομ ικώς άν θηρά έπιχε-ρησις έπτώχευσε κι' οί μετοχές πού είχε αγο ράσει γιά λογαριασμό τους,
17 θά μπορούσαν τώρα νά πω*· ληθουν μονο σάν χαρτί μέ την οκά! Ό καθηγητης κι’ ή γυναίκα του φώναζαν, διαμαρτυοήθηκαν κΓ έφθασαν ν’ άπειλό-τουν τον χρηματιστή πως θά καταφύγουν στή Δι καιοσύνη^ "Ετσι έκεΐνος τούς είχε καλέσει άτόψε στις ο κτώ στο μέγαρό του γιά νά συζητήσουν κάποια πρότασι συμβιβασμού πού είχε νά τούς κάνη. "Οταν πήγαν ό μως, αντί συμβιβασμού, τούς έκανε έκβιάσιμο: Τούς φοβέ ρισε πώς άν ξαναμιλήσουν γι' αυτό τό θέμα, θά όημιουργήση ^ μέ ψευδομάρτυρες ζήτημα πώς ό θάνατος του θείου δέν ήταν φυσιολογικός. "Ετσι θά διαταχθή εκταφή τού πτώ,ματος καί νεκροψία, θά βουίξουν οί εφημερίδες καί άν οι δικαστές πλανηθούν, δεν αποκλείεται νά τούς κα θίσουν καί στήν ηλεκτρική καρέκλα.^ Σέ μια στιγμή ά νοιξε καί τό μεγάλο χρηματο κιβώτιο νά τούς δώση,, σάν ελεημοσύνη -μερικές εκατον τάδες ^δολλαρίων. Ό καθηγη τής κι’ ή γυναίκα του δέν δέ χθηκαν όμως κι’ έφυγαν τρο μοκρατημένοι, κατά τις εν νέα τή νύκτα. — Καί γιατί, <μετά (μιά ώ ρα, τον ξοα/απήρατε στο τη λέφωνο; ρωτάει ό Μά£ Μπώρ. Ό Χάρριιμαν έξηγεΐ: λ —- Γιά νά τού ζητήσουμε τά λίγα χρήματα πού δέν δε χτήκαμε νά πάρουμε. Σκεφτή κάμε τά χρέη πού είχαμε κι* ή ^ ανάγκη μάς έκανε νά άλλάξουμε γνώμη.
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
1$ Ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ ρω τάει αδιάφορα τάχα: — Και ποόΛ πήγατε, φευ γοντας άπό δώ μαζί μέ τον Πώλ Κάμερ; — Μόνοι ιμας φύγαμε,^ τόν άντικρούει ζωηρά ή Μάρθα Χάρριμαν.^ Ό χρηματιστής έμεινε στο γραφείο του. Ρω τήστε -και τό θυρωρό πού μάς είδε νά φεύγουμε... — Ακριβώς ό θυρωρός πού σάς είδε νά φεύγετε, ε πιμένει πώς φύγατε μαζί -μέ τόν κύριόν του. Τό ίδιο λεει κι’ή οικονόμος τού '-εγάρου. τ—^Αδύνατον! Μόνοι μας φύγαμε! "Αν λένε τέτοιο πράγμα είναι ψεύτες! Σί'γου ρα θά θέλουν νά ενοχοποιή σουν εμάς γιά -κάτι κακό πού
έχουν κάνει εκείνοι... — Όρκιζόσαστε πώς φύ γατε μονάχοι; τή ρωτάει ό Μπέριιμαν. — Ναί. Και μέ τά, δύο χέρια. Φέρτε μου τό ιερό Ευαγγέλιο! Ό Μάξ Μπώρ τη ρωτάει απότομα κυττάζοντάς την στά μάτια: —Καί τά δακτυλικά σας αποτυπώματα πώς βρέθη καν στό χερούλι τού χρημα τοκιβωτίου; Ή Μάρθα δεν κομπιάζει καθόλου νά τού άιτοκριθή: — Γιατί τδπιασα, κύριε! Μάλιστα! Τσπιασα καί τό κουνούσα λέγοντάς του μέ θυ μό: «Φαίνεται πώς άλ’ αυτά τά πλούτη πού έχεις σωριά^
4Η Τζϊν "Αστορ υποκρίνεται τή φωνή τής φιμωμένης γυναίκας.
ΪΚΕΑΕΤ0Σ
ϊ®
Εκρυψαν τη βαλίτσα στ’ άττορρίμματα των σκουπιδιών του κήπου.
σει εδώ μέσα με τέτοια έγ° κλήματα και εκβιασμούς θά τάχηις κερδίσει!» Μετά τον καθηγητή καί τή γυναίκα του, οι δυο αστυνο μικοί κι* ή δημοσιογράφος^ κά νουν νά μπουν ατό δωμάτιο πού έχουν άπομονωθή ή Βέρ ρα Κάμερ κι5 ό Μάνουελ Ντάρ. "Ενας άπό τούς άστυ νομικούς όμως τούς σταματάει στο κατώφλι: — Κ ύρ ιε έπιθε ω ρ ητά! Πρέπει νά έλθετε αμέσως στο δωμάτιο πού έχουμε ά πορονώσει τό θυρωρό καί την οικονόμο. — Λαμπρά! Τ'ν συμβαί νει;
— Κοντεύουν νά σκοτω θούν ! Τρομάξαμε νά τούς χωρίσουμε! — Νά τούς φορέσετε χει ροπέδες. — Τού φοο'έσαμε καί τώ ρα χτυπιώνται με κλωτσιές καί κουτουλιές! Κάνουν σάν 1 μανιασμένοι! Ό ένας ζη,τάει νά σπαράξη, τον άλλον! 01 δυο αστυνομικοί κι5 δημοσιογράφος π)ροχωρ ο υν βιαστικοί καί μπαίνουν στο δωμάτιο τών δυο άλληλοσπα ραζομένων. Τό θέαμα πού άντικρύζουν είναι άπίστευτο: Κι5 οί δυο βρίσκονται :μέ σπασμένα κε φάλια, πρόσωπα καταματοηαέ να καί κατασχισμένα τά ρού-
20
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ!
χ·σ τους. ΚΓ αμως αν και τά τού κτήνους. χέρια τους είναι δεμένα, έξα — Γιατί; χολουθούν νά χτυπιούνται μέ — Προχθές^ τή νύχτα μττή κάθε τρόπο που μπορούν,και κα κρυφά στην κάμαρά του νά^ βρίζωνται βαρεία και χυ γιά νά τον σκοτώσω... δαία. , — Ευτυχώς ^ πού ήμουν Ό Μάξ Μπώρ συγκροτεί ξύπνιος, ^ συνεχίζει ό θυρω τον Μπέιριμαν καί την Τζΐν ρός. Πετάγομαι λοιπόν όο πού κάνουν μια κίνηισι σά νά θός καί Αρχίζουμε νά παλεύ θέλθουν νά τούς χωρίσουν.Καί ουμε... Μέ τά πολλά κατάφεγιά Αρκετές στιγμές παρα ρσ νά τής πάρω τό πιστόλι κολουθεί ακίνητος και καχόπο άπό τα χέρια καί νά την πεπτα την Αλληλοεξόντω σ ί τάξω έξω μέ τις κλωτσιές... τους. — Τότε πώς τό πιστόλι δέν βρέθηκε σέ σένα;ρωτάει ό ΤέΙλος έπτειμβοΑει και μέ βάναυσες σπρωξιές τούς σω ντέτεκτιβ. Αντί γΓ αυτόν, Αποκρίνε ριάζει σέ δυο πολυθρόνες πού , ται ή οικονόμος: βρίσκονται στο δωμάτιο. —Την άλλη μέρα θέλον Ό Μπέριμαν ρωτάει και τας κα] μή μού τό ξανάδωσε. τούς δυο: Άλλοιώς θά τούρριχνα φαρμά — Είπατε πώς κατά τις κι στο φαγητό! εννέα τη νύχτα ό Πώλ Κάμερ εψυγε από τό μέγαρο μαζί ^— ΚΓ εγώ θά σ' έσφαζα μέ τό Ανδρόγυνο πού τον εί μέ σκουριασμένο πριγιόνι, χε έπισκοφτή. Είναι Αλήθεια παλιοκαρακάξα, τής φωνάζει αυτό; άγρια ό θυρωρός. — Ναι, τ’ αποκρίνονται Ό Μάξ Μπώρ χαμογελάει στην Κάθριν: μ* ένα στόμα κι5 οί δυο ά —"Αρα καί ή φουρκέττα σπονδοι έχθιροίΙ. Τούς είδαμε σας πού βρέθηκε στο δωμά μέ ? τά μάτια μας! τιο τοϋ^ θυρωρού θά σάς έ° Ό Μάξ Μπώρ ρωτάει τώ πεσε την ώρα πού παλεύα ρα τήν_ οικονόμο: — ζρρετε πώς στο μικρό τε^ μαζί του,λ καθώς προσπα θούσε νά σάς πάιρη τό πι πλοϊκέ πιστόλι σας, μις Κάθριν, βρέθηκαν τά δακτυλικά στόλι. Αποτυπώματα του Τζώνυ* —; "Οχι, τ’ αποκρίνεται μέ Ή άσχημη καί άντιπαθιγτι πεποίθησ* ή οικονόμος. Στην κή γεροντοκόρη προσπαθεί κάμαρά του σηκώθηκα νύχτα νά σκουπίιση, μέ δεμένα τά άπό τό κρεβάτι μου καί πή χέρια τά αΐματα πού κατε γα. Καί τή νύχτα πού κοι βαίνουν άπό τό κεφάλι στά μάμαι ^έχω τα μαλλιά ξέπλε μάτια της. κα. Δεν φοράω στο κεφάλι — ΛΝαί. Φυσικό είναι νά φουρκέττες! βρεθούν πάνω στο πιστόλι —Λαμπρά, κάνει μέ απο μου τ1 αποτυπώματα αυτού ρία ό Μπέριμαν. 5Αλλά τότε
ΣΚΕΛΕΤΟΣ πώς βρέθηκε ή φουρκέττα σας εκεί; Ή Κάθριν χαμηλώνει ντρο τταλά τα μάτια και δεν άποκρίνεται. Ό έτπθεωρητής αγριεύει: — Μίλα λοιπόν μέ το καλό! Μίλησε γιατί θά μετανοιώσης! Ή οικονόμος δείχνει ,μέ τα μάτια τό θυοωρό: — ΕΤναι ένας έρωτομανής, μουρμουρίζει. Κοΐιαα πού κά νει και τό Θεοσεβούμενο! > Καί συνεχίζει μέ έκδηλη άηιδίΐα: — *Όταν λείπω. μτταίνει κρυφά στην κάιυσοά μου και πσίιονει μικοοτοάνυατα άπό κεΐνα ττου φοοάω έπάνω μου. Φουοκέττες, καοφίτσες. τταοα μάνες και τρίχες άπό τά υαλ λ’ά μου άκόυα ττου βρίσκει στην τσατσάοα... — Καί ό λόγος ττου τό κάνει αυτό; — Δεν δέοω... Έοωτουανής δεν σάς ε^πα; Βοίκτκει φαίνεται ευχαοίστησι νά κοα τάη πράνμστα πού ά^ούμπησαν έτ^νω μου... Πολ>ές Φο ρές υο'"»νει προτείνει νά -τταντπ^υτουμε. Χά. χά, χά!... Νόπ·αε πώς εΐμσι νιά τά μοΟτοα του! Γι* αυτό μέ μι σεί έτσι... Ό Τζώνυ^ ξεχνάει ^τά αΤυατα και τό σπ'τσυένο του κεφάλι και ξεκαρδίζεται στά γέλια: -—-Χά, χά. · χά! *.. /Ενώ, υωοή φσουσκεοή όνιά σου ζήτησα νά παντρευτούμε; Μή την ά^οάτε κυο’ αστυνόμοι μου. Αύτη,ενα χρόνο που βρι
21 σκάμαστε έδώ μέ τρώει νά την πάρω γιά νά ,μην μείνη στο ράφι! Χά, χά, χά! ’Άν ήταν δυνατόν ποτέ νά παν τρευτώ εγώ ένα τέτοιο σκιάχτ,ρο! Χά, χά,χά! Ο
Ο
α
Ο
9
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
*··α
040
Ό Μπέριμαν δίνει έντολή στους Αστυνομικούς νά τούς δέσουν χεροπόδαρα γιά νά μη σκοτωθούν. νΥστερα μαζί ιμέ τον Μάξ και την Τζίν προ χωρουν και μπαίνουν στο δω μάτι ο πού βρίσκονται οι δυο κυριώτεροι ύποπτοι: ή σύζυ γος τού^ έξαφανισθέντος χρη ματ ιστού, Βέρρα Κάμρρ και ό γραμματεύς και ιδιαίτερος φίλος της Μάνουελ Ντάρ. Ό έπιθεωρητής προχωρεί κατ’ ευθείαν στο ψητό: — Τά πολλά λόγια ε^Τναι φτώχεια, τούς λέει. Πέστε ιμας πώς δολοφονήσατε τον Πώλ Κάμερ καί που θάψατε τό πτώμα του. Ό Μάξ Μπώο τον παοασύ ρει μέ τρόπο έξω άπό τό δω μάτιο: — Σέ παιραΐκαλώ, Κοόκ, άφησε νά τούς έξετάσω έγώ αυτή τή φοοά. Έσύ εΐσαι βέ βαιος νιά την ένοχή τους καί έπηρεάζεσαι. — Γ ιατί; Έσύ δέν εΐσαι βέβαιος πώς αυτοί οι δυό δο λοφόνησαν τον χρηματιστή; — "Οχι, Αγαπητέ μου. Μέ τό νά μην είμαι βέβαιος ό μως δέν θά πή πώς είναι καί άθώοι. *Ύστεοα μ ή ξεχνάς κι* αυτό πού σου είπα: Δέν μποοούμε νά μιλάυε γιά δο λοφόνους, όταν δέν υπάρχει δολοφονημένος. ^Αφησε λςη -
22 πόν έμενα και θά δής... Ό Μάξ Μπώρ, ξαναγυρί^ζοντας απευθύνεται στό γραμ ματέα: — Ή κυρία λ Κάμερ θα σάς είπε, Ασφαλώς, πώς τό τηλεφώνημα πού νομίσατε πώς σάς έκανε εκείνη, τό έ κανε ή εξαιρετική δημόσιό γιράφος καί συνεργάτης ,μας Τζίν "Αστορ. "Αρα, δπως κα τάλαβαίνετε, ξέρουμε πιά τα περισσότερα... Θά ήθελα ό μως νά πληροφορηθώ συμπλη ρωματιικά καί γιά μερικά άλ λα ζητήματα. Ό Μάνουελ Ντάρ διαμαρ τύρεται: — Αέν ξέρω τίποτα κύριε \ "Αν ό χρηματιστής δολοψονή θηκε, οϋτ’ εγώ, ούτε ή Βέρρα έχουμε καμμιά άνάμιξι ή σχέ σι με τή δολοφονία του! — Άπό τό τηλεφώνημά σας μάθαμε πώς γυρίσατε κρυφά στο μέγαρο με τήν κυ ρία στις έννιά^ιση τή νύχτα. Μπορείτε νά μάς πήτε τί ήρ θατε νά κάνετε; Ό Ντάο κομπιάζει νά άπσκριθη. Τον Αντικαθιστά ό μως ή Βέρρα: — Ό Μάν κι’ εγώ άγαπιό μαστέ, κύριε. Μά οί σχέσεις μας μέχρι σήμερα δεν έχουν τίποτα τό έπιλήψιμο. Αυτές τις ήμερες όμως ήμουν απο φασισμένη νά έγκατ αλείψω κρυφά τή συζυγική μου στέ γη καί νά φύγω μαζί του στό εξωτερικό. Διαζύγιο ήταν α δύνατο νά πάρω άπό τον άνδρα μου, δικαστικώς. Ό Πώλ μέ αγαπάει πολύ καί δεν θά δεόταν ποτέ νά μέ χάση.
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ Δεν έχω άλλωστε καί λόγους πού νά στέκονται νομικά. — Σωστά, κάνει ειρωνικά ό ντέτεκτιβ. Καί γι’ αυτό λοιπόν ήρθατε κρυφά απόψε στό μέγαρο; — Μάλιστα, κύριε τ’ Α ποκρίνεται ή νέα καί όμορφη γυναίκα. Καί χθες μπήκαμε έτσι κρυφά καί προχθές. Καί αύριο θά ξαναμπαίναμε. Εί χα δώσει μιά εβδομάδα ά δεια στον κηπουρό γιά νά μπ α ι νσβγαί'νουμε Απαρατή ρητο ι άπό τήν πόρτα του κή που. Άφοϋ είχα αποφασίσει νά φύγω κρυφά, έπρεπε νά βγάλω λίίγα—λίγα τά πρά γματά μου μέσα σε βαλί τσες. 'Ο Μόα/ είναι φτωχός. Δεν θά μπορούσα νά άγορασω άλλα... Επεμβαίνει τώρα ό γραμ ματεύς μέ κάποιον τόνο είρω νίκα στή φωνή του: — Αυτό ήταν, κύριοι! ΚΓ εσείς ασφαλώς, όταν μέ άκού σατε νά λέω στό τηλέφωνο πως ή Βέρρα άνοιγόκλεισε τήν πόρτα τού κήπου γιατί εγώ ήμουν φορτωμένος, θά νομίσατε πώς φυγάδευα τό πτώμα τού Πώλ Κάμερ! Ε νώ στήν ποαγματικότηπα εί χα φορτωθή μιά τεράστια βα λίτσα πιο βαοειά κι* άπό μέ να τον ίδιο. "Αν θέλετε νά τή δήτε, βρίσκεται στό διαμέρι σμά μου. Κι* αυτή κι* οί άλ λες πού βγάλαμε χθες καί προχθές. Ό Μάξ Μπώρ' ρωτάει άδιά φοοα τάχα, δπως τις περισ σότερες φοοές συνηθίζει: —Παίξατε μήπως καί μέ
ΣΚΕΛΕΤΟΣ
23
τον περιστρεφόμενο διάκο του χρηρατοκ ιβωτ ίο υ; Γ ιατϊ πάνω σ’ αυτόν βρέθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα και των δυο σας... — Ναί', του αποκρίνεται ή Βέρρα Κάμερ. Ό Μάν δια σκεδάζει πάντα πολύ^ γυρίζον τας το διάκο καί ψάχνοντας νά βρή τον συνδυασμό των γραμμάτων, μέ τον όποΐο έχει κλειδωθη. Ανακατώθηκα κΓ έγώ σ’ αυτή την ένδιαφερουσα σπαζσκεφαίλιά. Ό Μπέριμαν, πού συνεχώς τακτοποιεί νευρικά τα σύρμα τένια γυαλιά στην άκρη, τής μύτης του, δέν μπορεΐ νά κρατηθή περισσότερο κΓ έπεμδαίνει: — Λαμπρά! Πιστεύω ά'Ο έπιβεωρητής Μπέριμαν πόλυτα πώς παίζατε μέ τό δίσκο τής κλειδαριάς γιά νά οΐθώο παιχνιδάκι πού, άν βοη διασκεδάζετε... Δέν μου λέτε θούσε ή τύχη, θά κατέληγε όμως, σάς παρακαλώ: "Αν σέ ληστεία έκατό χιλιάδων κατά λάθος πετυχαίνατε τό δολλαιρίων! συνδυασμό τών γραμμάτων ^ — * Ηταν ή προίκα μου, καί ή πόρτα τού χρηματοκι κύριε! βωτίου άνοιγε, τί θά κάνατε; θά την ξανακλείνατε γιά ν’ — Ή προίκα σας ξοδεύ άοχίΐσετε φτού κι* άπ’ την άρτηκε, κυρία μου, μέ την πο χή τό παιχνιδάκι σας; λυτελή ζωή πού κάνετε τόσον κοιρό εδώ. "Υστερα, ^άν θέλε — "Όχι, κύριε τού άποκρί τε νά διεκδικήσετε τήν προί νεται σ5 ένα ξέσπασμα ειλι κα σας, ,μπορείτε νά τό κά κρίνειας ό Μάνουελ Ντάρ. νετε μέ τά Δικαστήρια. "Ό "Αν ή τύχη μάς ευνοούσε, ή χι -μέ τις διαρρήξεις. Βέρρα θά έπαιρνε μέσ> από το χρηματοκιβώτιο τίο εκατό Ό Μάξ Μπώρ κάνει από χιλιάδες δσλλάρια πού ό μα τομα τώρα μια τελευταίία έκαρίτης πατέρας της είχε δώ ρώτησι ατό γραμματέα. σει προίκα στο βαθύπλουτο — Στο τηλέφωνο άναφέγαμπρό του. ρατε κάποιον «μακαρίτη». — Λαμπρά!, κάνει ό επι Ποιόν έννοούσατε; θεωρητής. Τό τερπνόν μετά1 — Τον Πώλ Κάμερ, άποτου ωφελίμου, δηλαδή. “Ένα κρίνεται μέ παρρησία ό Ντάρ,
24 (Καί -προσθέτει προσπαθών τας νά χαμογελάση: — "Ετσι τον λέμε στις ι διαίτερες συνομιλίες μας ε γώ και ή Βέρρα. — Καλομελέτα κι* έρχε ται, δηλαδή... Ό Μάνουελ άναστενάζει: — "Ισως κι* αυτό... Τέλος, οι !;δυό άστυνομικοΐ κι* ή δημοσιογράφος μπαί νουν στο ευρύχωρο σαλόνι που βοίσκονται συγκεντοωμέ νοι υπηρέτες, καμαριέρες, μάγειροι και σωφέο. "Ολοι αυτοί οί άνθοωποι ελάχιστα ξέοουν νά πουν για τή ζωή τού άνδοογύνου. Ό Μπέοι-υαν, ό Μάξ και ή Τζίν είναι έτοιμοι νά φύνουν, δτοτν ό βοηθός τού μαγείρου κάτι θυμάται ξαφνικά: — Νομίζω πώς νωρίς τή νύχτα είδα τον «κύοιο·» νά Φεύ γη άπό την πόοτα τού κήπου. Ό ΜάΕ Μπω,ο μόνο πού δεν τον άγκαλιάζει νά τάν φιλήση. — Πότε; Τ? ώοα ήτανε; _—Μά θυμάμαι εγώ τώρα^ "Ετυχε νά κυττάζω άπό τα παραθυράκια τού υπόγειου μαγειρείου και μού φάνηκε πώς^ τον είδα. Πού νά ξέρω τί δρα ήταν. Σάμπως κρα τούσα ρολόϊ νά κυττάξω; Ό ντέτεκτιβ έπιμένει : — Σκέψου, τού λέει. Λο γάριασε καλά. Πρέπει νά μού πής τί ώοα πάνω κάτω ήταν. Ό βοηθός μαγείρου διοαμαρ τύρεται: — Τί νά λογαριάσω; Α στρονόμος είμαι, κυρ άστυ-
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ νόμε μου; "Υστερα δεν είδα καλά. Μπορεί νάτανε κανένας άλλος. Μιά μικρή βαλίτσα κρατούσε στο χέρι... "Επεμβαίνει όμως ό μάγει ρος και τον ρωτάει: — Δεν μού λες Τζάκ: ό ταν είδες αυτόν πού λές, εί χαμε ρίξει τό σορόπι στο γαλ ακτο μ τούρεκ ο ; ^ — Ναί. Μόλις τό είχαμε ρίξει. "Αχνιζε άκόιυα. — "Εν τάξει, κάνει ικανο ποιημένος ό μάγειοος και γυ ρίζει στο ντέτεκτιβ: — Τό σοοόπι έπεσε στο ναλακτομπούοεκο στις δέκα και τέταοτο ακριβώς. Τό θυ μάμαι καλά, γιατί κύττσδα το ρολόϊ μου γιά νά δώ πό ση ώρα έκανα νά τό φτιάξω. — "Λρα, μονολογεί συλλο γισμένος ό^ Μάξ, ό Πώλ Κάμερ βρισκόταν στο -μέγαρο, τουλάχιστον μέχρι τις δέκα και τέταρτο. Έδώ ήταν δηλα δή όταν ήρθαν ή Βέρρα καί ό Μανουέλ, κι* έμεινε ένα τέ ταρτο μετά τήν άναχώρησί τους. "Αρα, ψέματα λένε ό θυ ρωρός καί ή οικονόμος πώς έφυγε μαζί με τούς Χάοριμαν. Κα»ί θά έχουν άσφαλώς κά ποιο σοβαρό λόγο νά θέλη αύτό τό ψέμα. Έκτος άν έφυγε μαζί μέ τούς Χάροιμαν, καί ξαναγύοισε άπό τήν πόοτα τού κήπου. Όπότε ό καθηγη τής καί ή γυναίκα του ένουν >όνους , νά λένε ψέματα. "Αρα λοιπόν... — "Αρα δεν καταλαβαίνω πιά τίποτα, συμπέρανε μέ ει λικρίνεια Μπέριμαν. Καί γυρίζοντας στους Α-
ΪΚΕΆΕΤ0Ϊ στυνομικούς του διατάζει: —Ή Βέρρα Κάμερ,^ ό Μάνουελ Ντάρ,ό καθηγητής Χάρ ριμαν και ή γυναίκα του να μεταφερθούν ατά κρατητή,ρια. Ό θυρωρός, ή οικονόμος και το υπηρετικό προσωπικό νά άψεθοΰν ελεύθεροι. Και ρωτάει τό ντέτεκτιβ: — Συμφωνείς; Αυτοί δεν είναι οί πιθανοί δολοφόνοι; Ό Μάξ Μπώρ χαμογελάει: — "Ολοι πιθανοί δολοφό νοι είναι, αγαπητέ Κουκ. Μό νο πιθανός δολοφονημένος δεν υπάρχει. Τό όνειρό του Γιούπυ
ΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ έβδο μάδα έχει περάσει από τότε. "Ολες οι έρευνες του Μπέριμαν και του Μαξ Μπώρ δεν έχουν καταλήξει σέ κανένα συμπέρασμα. Ό έπιθεωρητής έχει παραπέμψει τά δύο ύπο,ττα ζευγά ρια στον τακτικό ανακριτή, πού κι’ αυτός έχει κυριολεκτι κά πελαγώσει μέ τη μυστη ριώδη αυτή ύπόοεσι. Στο μεταξύ ή φαντασία τής Τζίν "Αστορ καί τών άλ λων συναδέλφων της έχει ορ γιάσει ^κι3 οι έφημεριδες έ χουν κάνει μυθιστόρημα χω ρίς τέλος την έξαφάνισι τού βαθύπλουτου χρηματιστή. Συμβούλια καί παρασυμβούλια γίνονται κάθε βράδυ στό^ διαμέρισμα ^τοϋ Μάξ Μπώρ, μέ τόν Μπέριμαν καί την Τζίν. Πολλές μπουκάλες ουΐσκυ έχουν άδειάσει, χωρίς τό Αστυνομικό πρόβλημα πού
23 τούς απασχολεί νά βρΡσκη έστω καί μιά απίθανη λύσι. Ό διαβολεμένος Γ ιούπυ, άκούγοντας τίς ατέλειωτες συζητήσεις τους έχει γίνει Α πόλυτα ενήμερος καί τής τε λευταίας λεπτομέρειας τής ύτοθέσεως αυτής. "Ετσι τό έβδομο βράδυ, γεμίζοντας μέ ουΐσκυτά πο τήρια τών αστυνομικών καί τής δημοσιογράφου, τούς λέει : _ — Τό μεσημέρι πού είχα ξαπλώσει, είδα ένα αστείο α στυνομικό όνειρο. Νά σάς τό πω νά γελάσετε; — Πές το, Γ ιούπυ, τού φω νάζει ή Τζίν γελώντας προκαταβολ ικά. — Λαμπρά! Νά μάς τό πής, κάνει μέ κέφι κι* ό Μπέ ριμαν. Ό Μάξ τόν κυττάζει δύσ πιστα : — "Ονειρο είναι, ή κανένα ... μεγαλοφυές δικό σου συμ πέρασμα ; — "Ονειρο, βρ* άβερφέ, επιμένει ό πιτσιρίκος. Σιγά, νά μή σού φέρω καί... μάρτυ ρες πώς τό είδα! Ό ντέτεκτιβ καταλαβαίνει πώς ό τετραπ έρατος Γ ιούπυ θέλει νά πή κι5 αυτός τη γνώ μη του πάνω ατό πρόβλημα πού τούς απασχολεί καί κάνει πώς τόν πιστεύει: — "Εστω. "Ας ακούσουμε λοιπόν τό αστείο όνειρό σου. Ελπίζω νά μην κοιμηθούμε κι άρχίΐσουμε νά ονειρευόμα στε κι* εμείς. — Νά κοιμηθήτε;! κάνει μ* απορία 6 μικρός. Δεν λες
26 πώς μόλις τ’ άκούσετε, θά γί νετε καπνός άπό δώ μέσα. Κι* άρχίζει τή διήγησι του υποτιθεμένου όνείιρου του: —Η-ίτανε, λέει, νύχτα συν νεφιασμένη καί βροχερή. Τό φεγγάρι καί τ’ αστέρια έλαμ παν στον ουρανό... -— Χά,^ χά, χά, κάνει ή Τζίν. Αφού ήτ,ανε νύχτα συν νεφιασμένη, πώς τό φεγγάρι καί τ’ άστέρισ λάμπανε, χά, χαά, χά !... — "Ονειρο ήταν, κυρά μου. Καλλιγραφίες ζητάς σ’ ένα όνειρο ; — Λαμπρά ! Δίικηο έχει, συρφωνεΐ ό Μπέριμαν. ’Έτσι ακριβώς θ’ άρχίιαω καί τό μυ θιστόρημά μου ! Κύ άρχίζει νά γράφη στο μανικέττι του, μουρμουρίζοντας: ’Ήτανε νύ χτα συννεφιασμένη μμ..μ..μμ.. Ό έιτίδοξος διάδοχος τού Μάξ συνεχίζει: —"Ημουνα τό λοιπόν, λέει, υαζί με τή Μπούλ καί μου λέει: «Κρΐμα σ’ εσένα, Γιούπυ, πού θέλεις νά γίνη,ς καί ντέτεκτιβ!» «Γιατί1;» «Καλά, οί άλλοι πού είναι κουτοί, μά ούτε κι’ έσύ νά μην μπορής ν’ άνακαλύψης τό μυστήριο τού γέρο χρηματιστή!» »Αύτό πού μου είπε με πεί ρσξε. Την πιάνω, τό λοιπόν άπο τό χέρι, μπαίνουμε κρυ φά στο μέγαρο, καί πάμε γραμμή στο γραφείο. Βρίσκω στην τσέπη μου τυχαία ένα μεγάλο λοστό, άνοίγω τό χρη ματοκιβώτιο καί βλέπουμε μέ σα τό σκελετό τού χαμένου Γίώλ Κάμερ... Εκείνη τή στι γμή όμως άνοιγει ή πόρτα
Ο ΜΥΙΤΗΡΙ0ΑΗΙ καί παρουσιάζονται ό Μάξ κι’ ή Τζίν. Ό Μάξ έσφιξε τή χρο θιά του για νά μου τή δωση στή μούρη, κι’ εγώ γιά νά ^ή τή φάω, παράτηρα τή Μπούλ καί... ξύπνημα !... "Οταν α ποκοιμήθηκα, είδα τή συνέ χεια... Ό Μπέριμαν, ό Μάξ καί ή Τζίν έχουν σηκωθή ορθοί καί τον κυττόζουν χαμένα μέ μά τια ορθάνοιχτα. λ— Τί πάθατε; Τί μέ κυττάτε έτσι; ιΠρώτος ό Μπέριμαν μονο λογεί : — Αυτό είναι ! Απορώ πώς δεν τό σκέφτηικα πρώτος ενώ! Τώρα καταλαβαίνω τί έγινε: Ό χρηματιστής άνοιγε τό μεγάλο κιβώτιο γιά νά δω ση λίγα δολλάρια στον καθη γητή καί στή γυναίκα του. Εκείνοι τότε τον χτύπησαν στο κεφάλι, τον στρίμωξαν μέσα στή σιδερένια κάσα καί σπρώχνοντας καί οί δυο μαζί μέ τις παλάμες τους τή ξανάκλεισαν. Αυτά είναι τά ασαφή καί παραμορφωμένα άποτυ πώματα, πού βρέθηκαν στήν πόρτα τού χρηματοκιβωτίου. — Σωστά, μαιτρ, συμφω<νεΐ η Τζίν "Αστορ. Αλλά αυ τό ακριβώς τό ίδιο μπορεί νά τό έχουν κάνει ή Βέρρα Κά μερ καί ό φίλος της ή καί ό θυρωρός μέ τήν οικονόμο..... ’Έτσι δέν είναι; λ Ό Μάξ Μπωρ τραβάει απ' τό μπράτσο τον έπιθεωρητή: — Πάμε γρήγορα, Μπέρι μαν. Πρέπει, άν είναι δυνατόν κι’ απόψε νά πάρης άδεια ά πό τον εισαγγελέα ν’ άνο'μ
ΣΚΕΛΕΤΟΣ
27
χει ταχυδρόμησή στο Παρίσι προχθές και απευθύνεται στη σύζυγό του Βέ,ρρα. Ό Μπέριμαν, ό Μάξ κι* ή 1 ζιν έχουν μείνει άναυδοι. — Γράμμα άπό τό «δολο φονημένο» πού τό πτώμα του •Ένα γράμμα βρίσκεται ιμέσα στο χρη»μα —κεραυνός! τοκιβώτιο; ψιθυρίζει έρωτηιμα τικά και χαμένα ό επιθεωρη Ε ΔΕΚΑ λεπτά τής τής, παίρνοντας τό φάκελλο. ώρας ό Μάξ κι* Τζίν Και γιατί είναι ανοιχτό; ιρω φθάνουν μαζί με τον τάει παραξενεμένος. Μπέριμαν στο αστυνομικό Ό Αστυνομικός του έξηγεΐ: γραφείο του. Ένας αστυνομικός παρου — Τό δώσαμε καί τό άνοι σιάζεται αμέσως μ5 ενα α ξε μέ τά χέρια της ή Βέρρα νοικτό γοάμμα στο χέρι: Κάμερ. 5Αφού τό διάβασε — Ένα γράμμα του Πώλ τής τό πήραμε. Οί είδικοί Κάμερ’ κύριε έπιθεωρητά. "Έ γραφολόγοι μας συνέκρ»ναν
ξοι/με τό χρηματοκιβώτιο. Ό Γιούπυ γελάει: —Δεν σάς τάπα πώς μό λις ακούσετε τό όνειρό μου βά γίνετε καπνός από δώ ,μέτ σα; Χά; χά, χά!
Σ
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
28 αμέσως τό γραφικό χαρακτί} ιρα με άλλα χειρόγραφα του χρη,ματιστού πού βρέθηκαν στο γραφείο του... — Και άπεφάνθησαν; — Πώς είναι απόλυτα γνή σιο. Ό Μπέριμαν τό διαβάζει μεγαλοφώνως: «Αγαπητή ^ Βέρρα: Μια ξαφνική σοβαρή έπάγγελμά τική ύπόθεσις μέ ανάγκασε να φύγω από τή Νέα Ύόιρκη χωρίς νά προλάβω νά σέ άποχαιρετήσω. 5Ελπίζω ^ νά μου συγχώρησης τήν παράληψι αυτή, όπως καί τήν καθυστέρησι νά σου στείλω νέα μου. Είναι αδύνατο νά φανταστής τί τραγική περιπέ τεια πέρασα. Πάντως είμαι καλά καί μήν άνησυχής. ^’Ελ πίζω σέ μερικές εβδομάδες νά βρίσκωμαι πάλι κοντά σ'τήν άγαπημένη μου γυναι κούλα. Μέ Φιλιά Πώλ Κάμ^ρ'». Ό Μάξ Μπώρ παίρνει τό γράμμα από τά χέρια του καί τό περιεργάζεται μέ έ να μεγεθυντικό φακό πού βρίσκεται στο γραφείο τού έπιθεωρητου. 'Ύστεοα βρέχει τό δείκτη τής παλάμης του στο νερό ενός ανθοδοχείου καί τον τρίβει πάνω στά γράμματα. Τέλος λέει: — Ό χρηματιστής πρέπει νά βρίσκεται αυτή τή στιγμή μέσα στο χρηματοκιβώτιό του! Ό ντέτεκτιβ τούς έξη,γεΐ: — Οΐ γραφολογικέο μου γνώσεις μέ πείθουν πώς ό
Πώλ Κάμερ όταν έγραφε τό γράμμα αυτό βρισκόταν σέ κατάστασι μεγάλης ταρα χής καί συγχύσεως. "Υστερα ό βαθμός ξηρότητος του με λανιού μέ βεβαιώνει πώς τό γοάμμα έχει γραφή προ μιάζ έβδομάδος τουλάχιστον καί οχι προ τριών ημερών. Τέλος, σάν ακαταμάχητη έπιβεβαί ωσι αυτού πού λέω. έοχεται —κυττάξτε εδώ—- ή διόρθω οις τής ήμεοομηνίας. Ό χοη μστιστής, πού άσφαλώς θά| έ>ραψε τό γράμμα υπό τήν απειλήν περιστρόφου, σημεί ωσε στο τέλος του τή σωστή ημεοομην'α: Δώδεκα Σεττεμ βρίου 1957; Δηλαδή τή νυ~ χτα πού λάβαμε τό ττνλεφώ νήμα τού καθηγητού Χάοριυαν. Φαίνεται δυως πώς ό άνθρωπος, ή οι άνθοωποι πού τον έδεβίαζαν, τού έπέβαλαν νά άλλάδη τήν ήμεοουηνία. Καί τό δώδεκα—-δ'οοθώνοντας τό 2 σε 6— τό έκανε δέ κα έξη. Είχαν υπολογίσει πώς τούς χρειαζόταν ένα χοο νικό διάστηυα τό πολύ τεσοάοων ημεοών για νά στείλουν τό γράμμα στο Παρίσι καί νά ταχυδρομηθή άπό· κεΐ. Τό τττώυα δραπετεύει
ΜΠΕΡΙΜΑΝ κάνει βιαστικά τή νύκτα όλες τις νομικές ένεονε'ες καί τό ποωί μαζί μέ τον ει σαγγελέα, τό ντέτεκτιβ καί τη δημοσιογράφο φθάνουν στο μέγαοο τού Πώλ ΚάυεοΕιδικοί τεχνικοί τού Συνερ γείου Σημάνσεως θά παρσ~
Ο
ΪΚΕΛΠΌί
£9 λ
βιάσου τό μεγάλο χαλύβδι νο χρηματοκιβώτιο, και θά υ πογραφή τό σχετικό πρωτό κολλο. Ό θυρωρός κι’ ή οικονόμος δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον νά παρακολουθήσουν τό άνοι γμα του χρηματοκιβωτίου. Και νά: Κάποτε οι «νόιμι μοι διαρρήκτες» καταφέρνουν νά παραβιάσουν την κλειδα ριά κι* ή πόρτα του μεγάλου χρηματοκιβωτίου ανοίγει διά πλατα. Ή Κάθριν ρίχνει ,μιά τρο μαγμένη ματιά στο έσωτερικό του καί σωριάζεται κάτω λιπόθυμη. Ό Τζώνυ, ό θυ ρωρός, χλωιμιάζει καί μένει Ακίνητος σαν άρθό πτώμα.Τό ίδιο καί με άρθάνοικτα άπό 4Η δημοσιογράφος Τζίν "Αστορ κατάπληξι μάτια κυττάζει Κι5 επειδή δεν τό είδα στο εσωτερικό του χρηματο τε, πέσατε κάτω .λιπόθυμη, κιβωτίου ό^ Μάξ Μπώρ; Ή έ; προσθέτει ό Μάξ Μπώρ. Τζίν έχει έκφρασι αδιάφορη. Ό Μπέριμαν μέ τον είσαγ Καί μόνον ό Μπέρΐιμαν δει γελέα καταμετρούν τό περι χνει διάθεσι νά διασκέδαση: εχόμενο τού μεγάλου καί ;— Λοιπόν, κύριε διάσημε σχεδόν κενού χρηματοκιβω ντέτεκτιβ, ρωτάει τον Μάξ, τίου. Μονάχα πέντε χιλιάδες που είναι ό χρηματιστής Πώλ δσλλάρια βρίσκονται μέσα Κάμερ; σ' αυτό καί τίποτ5 άλλο. — Δυστυχώς δεν τον προ λάβαμε. * Εφυγε!, τού απο "Οταν, ύστερα άπό τό ξα κρίνεται έκεΐνος. νακλείσιμο καί σφράγισμα » δημοσιογράφος συνεφέτού χρηματοκιβωτίου γυρί ρει γρήγορα την οικονόμο καί ζουν ολοι στο Αστυνομικό ιή ρωτάει: γοαφεΐο, ό ντέτεκτιβ πού πί — Τί πάθατε, μις Κάστευε απόλυτα πώς^ τό πτώ Θριν; μα τού χρηματιστή έπρεπε — Με τό άνοιγμα τού χρη νά βρίσκεται στο χρηματο ματοκιβωτίου τρόμαξα, τής κιβώτιο, δηλώνει: Αποκρίνεται, προσπαθώντας — Θά πεταχτώ στο Πα,ρί να χαμογελάση. Νόμισα πώς σι, Μτέοιμαν! θάβλεπα μέσα νεκρό τον κύ — Μπά, κάνει χαμόγελών ριό μου! τας ειρωνικά ό έπι θεωρητής.
Ο ΜΥΐΤΗΡΙήΔΗί 1 Πιστεύεις λοιπόν τώρα πώς 6 Πώλ Κήμερ βρίσκεται στο Παρίσι; — Κάθε άλλο. Τό άπο κλείω! — Τότε γιατί πηγαίνεις; — Γιά νά βεβαιωθώ άπό λυτά πώς δεν είναι έκεΐ. Χθες έκανα ερευνά σέ άλα τά πρακτορεία ταξ ιδίων τής Νέας Ύόρκης. Θαλάσσης και βέρος. — Λοιπόν; — Κανένα Πώλ Κάμερ δεν έχει ψυγει γιά τή Γαλλία την τελευταία αυτή εβδομάδα. Την Τδια ερευνά θά πάω νά κάνω καί στο Παρίσι. Καί ασφαλώς θά μάθω πώς κανέ νας Πώλ Κάμερ δεν έχει φθά σει άκόμα έκεΐ... Το ζωντανό Βόλωμα
ΡΩ* I — πρωί την άλ λη μειρα ό Μάξ Μπώρ βρίσκεται στο άεροδρό μιο. Είναι έτοιμος νά πετάξη γιά τό Παρίσι, δταν ένας υπάλληλος τον ειδοποιεί πώς τον ζητουν στο τηλέφωνο. Είναι ό Κούκ Μπέριμαν πού του λέει .με βιάσι: — Μά£! Σχίσε τό είσιτή ριο^ πού έχεις βγάλει κι5 έλα άμέσως στο μέγαρο του χρη μάτι στ ή. —- Τί τρέχει; —- θά δής μόνος σου! ό
*
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
Ο
0600
Ό ντέτεκτιβ φθάνει στο μέ γαρο αποφασισμένος. Ό έπιθεωρητής πού τον περιμένει στην είσοδο, τον οδηγεί α μέσως ατό διαμέρισμά τοθ
θυρωρού. Τό θέαμα πού άντικρύζει είναι αφάνταστα τραγικό.Τό δωμάτιο είναι ανάστατο καί κάτω στο πάτωμα βρίσκον ται τά πτώματα τού Τζώνυ καί τής Κάθριν με σπαρμένα τά κεφάλια. Σπασμένα επί σης βάζα καί καρέκλες συμ πληρώνουν τή μακάβρια αυ τή εικόνα. Ό Μπέριμαν έξηγεί στο Μάξ Μπώρ: — Ελέγξαμε τά δακτυλι κά άποτυπώματα τού θυρω ρού καί τής οικονόμου1 στο έγκλημ ατολογ ικό μας άρχεΐο. — Καί λοιπόν; — Είναι καί οι δυο τους σεσημασμένοι κακοποιοί, μέ μεγάλη δράσι, κυρίως^ στο Σικάγο. Στήν υπηρεσία τού Πώλ Κάμερ προσελήφθησαν πριν ένα χρόνο... Ό ντέτεκτιβ μονολογεί συλ λογισμένος: — Τό άλλήλοφάγωμά τους μού είχε φανή άπό τήν άρχή ύποπτο... ^Ηταν πολύ ύπερ βολικό, έπ δεικτικό καί ψεύ τικο! —Ποιος νομίζεις, Μάξ, πώς είχε λόγους νά τούς σκοτώση; ρωτάει ό επιθεω ρητής. — Μά ό ίδιος, Μπέριμαν. — Ποιος ίδιος; — Εκείνος πού θά έπιχει ρήση νά σκοτώση; καί τον Μάνουελ Ντάρ! — Λαμπρά, αγαπητέ μου. Μά μ ή ξεχνάς πώς ό γραμ ματικός είναι στά κρατητή^ρια. Ό δολοφόνος βέν θσ
ΣΚΕΛΕΤΟΙ μπαρέση νά φθάση ποτέ μέ σα σ’ αυτά. — Τό ξέρω Μπέριμαν, του κάνει χαμογελώντας ό ντέτεκτυβ. ΓΥ αυτό πρέπει ν’ άφήσης έλεύθερο τον Ντάρ νά γυρίση στο διαμέρισμά του. Έγώ θά τηλεφωνήσω στή Τζίν νά διατυμπανίση στις έφ ημερίδες την άπόλυσί του. Κατάλαβες; — "Οχ1· — Τόσο τό καλύτερο. Θά δοκιμάσης μιά πολύ ευχάρι στη σουρπρίζ. Ό Μάνουελ Ντάρ^ άφήνετα^ι την ϊδια ήμέοα έλεύθερος με μυστική εντολή νά μή βγή καθόλου έξω από τό διαμερι σμα πού μένει. Οι έφημερί^ δες διατυμπανίζουν τήν άπόλυσί του κι5 ό Μάξ Μπώρ μέ τον Μιπέριμαν φροντίζουν προ σωπιικά γιά τήν προστασία και τήν ασφάλεια του. Τήν ϊδια νύκτα ό μυστηρι ώδης δολοφόνος κάνει τήν επίσκεψί του και στο διαμέ ρισμα του γραμματέως. 01 δυο αστυνομικοί, πού παρα μονεύουν στο σκοτάδι, δεν κοπιάζουν καθόλου νά τον ε ξουδετερώσουν. Ό Μάξ τον συγκρατεΐ μέ μιά καλοζυγι σμένη, γροθιά, κι* ό έπιθεωργι τής του περνάει, στά στραβά, τις χειροπέδες μουρμουρίζον τας : — Λαμπρά! Έν όνόματι του Νόμου σέ συλλαμιβάνω ως δολοφόνο, όχι τόσο του θυ ρωροΰ και τής^ οίκονόμου, ό σο ^ κυρίως του χρωματιστού πού μάς εχει πρήξει τό σκώ* τι!
II Ό Μάξ Μπώρ άνάβει τό φως, ξεκαρδισμένος στά γέ λια: , — Μή βιάζεσαι, Κούκ! Ό «κύριος» δέν είναι ό δο λοφόνος, άλλα ό «δολοφονη μένος» πού ζητάς. —Ποιος δολοφονημένος;! — Ό χρηματιστής Πώλ Κ άμερ! Τό μυστήριο φωτίζεται
Ι Σ Η ώρα ^ αργότερα ο επιθεωρητής κι3 ό ντε τεκτιβ εξετάζουν στο αστυνομικό γραφείο τόν συλ ληιφιθέντα χρηματιστή: — Σου είχαν κάνει κανένα κακό ό θυρωρός καί ή οικο νόμος; — Μέ λήστεψαν καί μ3 έ κλεισαν μέσα στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο γιά νά πεθάνω από ασφυξία! —Πότε γίνηικε αυτό; ^—Πριν ^άπό δέκα μέρες περίπου. Στις δώδεκα τού μη νος καί κατά τις εννέα τή νύχτα. Μόλις είχαν φύγει άπό τό γραφείο μου κάποιος φίλος καθηγητής μέ τή γυ ναίκα του. Τούς εΐχα καλέσει νά συζητήσουμε'μιά οικο νομική διαφορά μας. Στο τέ λος άνοιξα τό χρηματοκιβώ τιο γιά νά τούς προσφέρω συμβιβαστικά ένα ποσό πού δέν τό δέχτηκαν. »Ξαφνικά, όμως, καί πριν προλάβω νά^ τό ξανακλείσω, μπαίνουν στο γραφείο ή Κα θριν καί ό Τζώνυ μ3 ένα πι στόλι, πού σίγουρα θά πα ρακολουθούσαν κρυμμένοι ά*
Μ
© ΜΥΪΥΗΡΙΏΑΗΪ ττό έξω. Μέ την άπειλή του ό πλου μέ άνάγκασαν νά γρά ψω ένα γράμμα, από τό Πσρίίσι τάχα, και νά του βάλω μελλοντική ημερομηνία. »" Υστερα, πήραν άπό τό ανοικτό χρηματοκιβώτιο πεν τακόσιες χιλιάδες δολλάρια και τάβαλαν σε μια μικρή βαλίτσα... » Επειδή εΐχαν άποφασίσει νά μέ δολοφονήσουν, δεν φοβόντουσαν νά μιλάνε έλεύ βέρα μπροστά μου. "Ετσι 1ους ακόυσα νά λένε πώς θακρυβαν προσωρινά τή βαλί τσα στο δοχείο απορριμμά των του κήπου. Τό πρωί θά τήν μετέψεραν σέ άλλο άσφα λισμένο μέρος και θά φρόν τιζαν νά φυγουν στο έξωτερικό. Στο μεταξύ θά έφθανε και τό γράμμα μου πού θά έστελ ναν νά ταχυδρόμησή στο Πα ρίσι και κανένας δεν θά μπο ροΰσε νά ύποψιαστή πώς εί χα δολοφονηιθή. Τέλος καί μέ τήν απειλή πάντοτε του π.ιστολιου μέ υποχρέωσαν νά μπω και νά στριμωχτώ μέσα στο χρηματοκιβώτιό μου.Και σπρώχνοντάς ξανάκλ ε ισαν τήν πόρτα του. *Βσαν βέβαιοι πώς^ δέν θά ξανάβγαινα ζων τανός άπό έκεΐ μέσα. μΌμως τό χρηματοκιβώ τιό μου κλειδώνεται αυτόμα τα μέ μοναχά τό κλείσιμο τής πόστας του. Γι:’ αυτόν άκριιβώς τό λόγο ό κατασκευ αστής του, άντιμετωπίζοντας τό ενδεχόμενο νά κλειστή κά ποιος στο έσωτερικό του, ευ χε προβλέψει, όχι μόνο νά
άερίζεται, ,μά καί νά άνοίγη εύκολα άπό μέσα μέ τό α πλό γύρισμα μιάς μικρής λαβής. Και ό νεκραναστημένος χρηματιστής Πώλ Κάμερ συ νε,χιζει τό μονόλογό του: — "Εμεινα ,μισή ώρα πάνω κάτω μέσα στο χρηματοκιβώ τιο^ μέχρις δτου, άκούγοντας απόλυτη ησυχία, άνοιξα και βγήκα ζωντανός καί ελεύθε ρος στο γραφείο. Δέν πέρα σαν όμως μερικές στιγμές καί ακούω ανάλαφρα βήμα τα καί ψιθυιρίΐσματα στο διά δρομο. Κρύβομαι γρήγορα πί σω άπό τις βαρειές κουρτί νες τού παραθύρου καί πα ρακολουθώ. ^Ηταν ή Βέρρα ή γυναίκα μου μέ τον γραμ ματέα μου Μάνουελ Ντάρ. Τούς είδα νά στριφογυρίζουν τό δίσκο του χρηματοκιβω τίου προσπαθώντας να τον ανοίξουν. Καί τούς ακόυσα νά μιλάνε για τήν αγάπη τους καί τά μελλοντικά δνει ρά τους. Τέλος, ή Βέρρα έ φερε μια μεγάλη, βαρεία βα λίτσα κι5 έφυγαν, κρυφά ό πως ήρθαν, μέ κατευθυνσι προς τον κήπο... »Περίμενα άλλο ένα τέ ταρτο τής ώρας άκόμα καί μέ^ προφυλάξεις κατέβηκα στον κήπο. Πήρα άπό τό δο χείο άπορριμμάτοον τή βαλί τσα μέ τά χρήματα, άνοιξα μέ τό κλειδί πού έχω πάντα μαζί μου, τή μικρή πόρτα κι* εξαφανίστηκα. 3Από τήν άλ* λη μέρα άρχισα νά παρακο λουθώ στις έφη μερίδες τά μι/
ΣΚΕΛΕΤΟΣ
33
θιστορήματα τής έξαφσνίισε ώς ιαου καί νά διασκεδάζω... Ό Μπέριμαν συμπληρώ νει: — Νά διασκεδάζης καί νά δολοφονής! — Ποιόν δολοφόνησα; ρω τάει κατάπληκτος ό χρημα τιστής. — Τό θυρωρό καί την οι κονόμο, του αποκρίνεται. Κι* αν δεν βρισκόμασταν έμεΐς, θά είχες κάνει μακαρίτη καί τον γραμματέα σου. Τον Μά νουελ Ντάρ. Ό Πώλ Κάμερ αναστενά ζω: — Ό Τζώνυ καί ή Κάθοιν άλλη,λοεξοντώθηκαν μόνοι τους σέ μιά θανάσιμη πάλη, μουρμουρίζει. Ό ένας ύπο πτευόταν τον άλλον πώς έκλε ψε από τό δοχείο άτοοριμμά των τή βαλίτσα μέ τις πεντα κάσιες χιλιάδες δολλάρια. Ή Θεία Δίκη τους έτιμώρησε για τό κακό πού ζήτησαν νά μου κάνουν! Ό επιθεωρητής χαμογε λάει : —Μιλάς εσύ γιά Θεία Δί κη πού κατσχοάστηκες την κληρονομιά τής Μάρθας Χάρ ριμαν; 4 Ο χρηματιστής κουνάει θλιβερά τό κεφάλι του: —Ό καθηγητής είναι χ^ου σός άνθρωπος ιμά ή γυναίκα
του εΤνσι 5ιεστοαμμένη, μ’δλο τίού κάνει τή Θεοσεβούμε νη,. Αυτή πέθανε ποόωρα τό θείο της μά αυτή είναι άλλη ιστοοία. "Οσο γιά τά υσή ματά της τά έχω καταθέσει ανώνυμα στο άσυλο ανιάτων. Νά και ή άπόδειξις... Ό Μπέοιιμαν κομπιάζει γιά λίγο. Τέλος τον ξαναρω τάει: — Κι* άπόψε τή νύχτα γιατί ζήτησες νά έπισκεφθής τον Μάνουελ Ντάρ στο δια μέρισμά του; — "Ήθελα νά τον πληοοφοοήσοο πώς θά δώσω τό δια ζύγι ο στή Βέοοα καί θά τούς βοηθήσω οικονομικά νά παν τρευτούν καί νά ναοούν τήν ευτυχία τής αγάπης τους... Οί πεντακόσιες χιλιάδες δολ λάοισ έχουν κατατεθή στήν τράπεζα έπ5 όνόυστι της γυ ναίκας μου. Όιρίίστε καί ή άπόδειξις... Ό Μάξ Μπώρ καί^ ή Τζίν *Άστορ κυττάζουν τον υπέ ροχο αυτόν άνθρωπο μέ θαυ μσσμό καί δέος! Ό Μπέρι μαν σταματάει τον ένικό πού χρηισιυοπο'ούσε ώς έκείνη τή στιγμή καί του δείχνει μια πολυθρόνα: —Λαμπρά, άλλά κσθήστε, παρακαλώ. Γ«οττΐ στέκεσθε τόση ώρα όρθός!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΙ Ε. ΡΟΥΤΣ0Ι
Αττσκλβιστικότης:
Έκθοτικαΐ Επιχειρήσεις 0.Ε.
Ί^$φ$$$33333$$$3$33$35533φ$33$$^^
ΔΕΚΑ
13
ΤΡΙΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΪΙ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραψεϊα:
'Οδος Λέκκα 22—*Αριθ. 3—Τιμή δραχμαϊ 2
Δημοαιογραφιικος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρ&ς, Φάληρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζη-βασιλε ίου, Ταιταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕίΠIΤΑΓΑI: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι
Πολλά άστυνομικά άριστουργήματα θά £χετε άσφαλώς διαβάσει. Μά
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ τά ξεπερνάει δλα σέ πλοκή, δράσι, μυστήριο άγωνία καί... καί... καί... ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟΝ έκεΐνος πού θά το πάρη το τεύχος αυτό στά χέρια του νά μή το διαβάση τρεις τουλάχιστον φορές!
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ δεν πρέπει νά μείνη κανένας που νά μην άπολαύση τή συ ναρπαστικότερη άστυνομική περιπέτεια άπ* δσες έχουν κυ κλοφορήσει στην Ελλάδα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ Συγγρσφεΰς ό ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ
ΰ/νθΡ9Π€ ΓΥΡΗή ΣΤΗ ΓΗ ΙΟΥ ΗΜ Ζδ /)/ΓΟ 07/9Μ Ο ΗΡ&9Ζ ΨΤΑ//6/ Ζ'£ψ9 ^ Γ~ΙΖ9Σ ί01 ΐΘβίόΜΣ/Ζ
) 4£/ί ΜΟΧ Τ6ΡΟ//7Α! / 6ΧΒΡ1ΗΑ . . . Α/Υ ΗΡ/Η9 ΛΤΐ'Τβ ΤΡΟΧΙΑ ηοχ ΗΟΧ 77ΡΟΖΤ6ΡΟΧΜ. .
V
Λ
"λ
77ΤΧΧ9Σ Που ή ΡβΧΧΤ-ΗΣ ό49 ΗΟΧ Ρ77/ΙΡ6Ω6/ //ή Λήλ/2 Η6ΓΑΡΑ
ΪΙΉύΗΜΑ ΤΑ .
ΎΡΟΜ0ΧΡΡ7ΗΗ€ΜΟΖ ΪΡΖΧ6/ ΖΤΟ τ/ΟΗ/ΥΗΤαηοο/ο τοχ &ε3#/οζ.
ΤΤΑβΟ/Υ Ζ7/9 Τ/Ζ 4/ΗΘ6Ζ&Ζ Τ£Μ
ΗΡΤ&//ί&Λ' Ταχ 77ΗΓ^Η6ΑΥΟΧ ΣΤ/ίΑ/ΥΗΡΗ ■
.
-ζχχχεχι^ε. 7/9 /.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ
ΥΠΟΝΟΜΩΝ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Τό φάντασμα που σταυροκοπιέται!
ΕΣΑΝΥΧΤΑ . Κάτω, βαιθειά, στις τεράστι ες θολωτές ^καί σκο τεινές σήραγγες των μων τής Νέας Ύόιρκης. "Ενα «φάντασμα» με άσ ττ,ρη μακρυά κουκούλα, προχχορεΐ άογά και με μεγάλες προφυλάξεις. Κάθε τόσο γυ ρίζει, σαν ανήσυχο καί κυττάζει πίσω του. "Οταν φθάνη στις διασταυρώσεις των σκοτεινών τουννελ, οι προφυ
Μ
λάξεις του γίνονται άκόιμα ,με γαλύτερες... Τέλος σταματάει καί κρύ βεται πίσω άπό τή μικρή προ εξοχή ενός ένισχυντικου ντου βαρίου. Κάτω άπό τό άσπρο υπονό ράσσο του σφίγγει δυο δω£ε κάσφαιρα πιστόλια. Παραμο νεύει ακίνητο. Ξαφνικά βαρύ ανδρικό πο δοβολητό άκούγεται να πλη σιάζη άπό τήν κατεύθυνσι πού έχει μέτωπο καί- περι μένει τό φάντασμα. Ό θόρυβος των βημάτων ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
άπό στιγμή σέ στιγμή γίνε το του υπονόμου άπό τις δυο ται τπά έντονος. Ό άγνωστος σφαίρες πού πετιώνται μέ άνθοωπος έχει φθάσει πια ορμή κάτω. πολύ κοντά. Ή ακαθάριστη, Τό φάντασμα τραβάει γιά σιλουέττα του περνάει πλάϊ δεύτερη φορά τις σκανδάλες όπό τό κουμμένο φάντασμα. των δυο πιστολιών του. Ό Άν δεν ήταν σκοτεινά καί άγνωστος ψάχνεται πάλι και διακρίνσυε τά χαρακτηριστι ξαναπετάει άλλες δυο σφαί κά του θά βλέπαμε πώς ό ά ρες κάτω. γνωστος αυτός άνδρας είναι Ό άνθρωπος πού βρίσκε πολύ γνωστός μας. Τό Τδιο ται κάτω άπό τήν άσπρη κου και σν τό φάντασμα δεν δ - κουλά, άνασηκολνει τώοα τις ταν σκεπασμένο μέ τήν ά - κάννες του. Τις κατευθύνει άγνωστου σπρη κουκούλα, θά γούρλωνα στο κεφάλι του με άπτό κατάπληξι τά μάτια και πυροβολεί γιά τρίτη φο ρά. μας βλέποντας ποιος εΐνσι! Ό «Αλεξίσφαιρος» φτύνει Και νά: Τό Φάντασμα ξεπετάει από δυο ανοίγματα τώοα μέ αηδία άπό τό στό του άσποου ράσσου. τά ώπλι μα του άλλες δυο σφαίρες, συ ένα γέοια του. Κατευθύνει μουρμουρίζοντας άγσνακτη τι ο κάννες και των δυο πιστό σμένος πάλι: λ ιών του προς τό στήθος του — Ανάθεμά τες! Παρα άγνωστου που πεονάει τώ λίγο νά τις καταπιώ και νά... ρα σέ πολύ υικοή άπόστσσι. βαρυστομαχιάσω. άττό μπροστά του. Και τοαΚαι οί σφαίρες αυτές, κα βάει ταυτόχρονα τις σκανδά θώς πέφτουν κάτω, κάνουν λεε. τό χαρακτηριστικό μεταλλικό Δυο πυροβολισμοί άντη- κρότο τους. Τό φάντασμα τραβάε^ι τώ χούν γιά μερικές στιγμές ρα:, γρήγορα καί μέ λύσσα, στις υπόγειες σήραγγες. φορές τίς Ό άγνωστος σταματάει α κι* άλλες εννέα πότομα, ξεκουμπώνει άτά ο α σκανδάλες. Τά δυο δωδεκάχός τό πουκάμισό του. Ψά σφαιρα πιστόλια του έχουν χνει μέ τή δεξιά παλάμη αδειάσει πιά. Ό άγνωστος πλησιάζει το τό στήθος του, βοίσκει τις δυο σΦαΐρες πού είχε δενθή φάντασμα πού εξακολουθεί και τις πετάει μέ πεοιφοόνη·, νά κοατάη τά πιστόλια του σι κάτω. μουρμουρίζοντας προτεταμένα, καί υποκλίνεται ευγενικά: μέ φωνή άγνωστη σ’ έυσς. — Σάς συγχαίρω γιά τή — Νά πάρη ή όργή!... Σί γουρα θά μου τρύπησαν τό σκοποβολή σας, κύριε οχι^ ό πουκάμισο. Αύριο πρέπει νά μως καί γιά τή νοημοσύνη τό στείλω στή μανταρίστοα. σας. Άπό τό «κλώτσημα» Μεταλλικός κρότος άκου - τών πιστολιών σας στους δυο γετσι στο στεγνό πλακόστρω πρώτους πυροβολισμούς, έ-
ΤΗΝ γηΟΝΟΜΗΝ ύΐΜΛΒ&ΒΗΆΛΛΰΡ&Μ
πρεπε νά είχατε καταλάβη» Και νά μή χαλούσατε άσκο πα τόσα «σφαίρα φυσίγγια 1 με τά όποια είχα αντικατα στήσει τις πραγματικές σας σφαίρες! Θά σάς αποζημι ώσω όμως αμέσως γι5 αυτές μέ δυο βλήματα πρύ δεν ευ στοχούν ποτέ! Και τινάζοντας μέ όρμή τό χέρι του δίνει δυο δυνατά χαστούκια στο σκεπασμένο πρόσωπο τού φαντάσματος. "Ενα στο δεξΐ και ένα στ’ αριστερό μάγουλο. "Υστερα, υποκλίνεται πάλι μέ την ίδια ευγένεια, καί γυ ρίζοντας, ξεκινάει ατάραχος προς τό βάθος του τουννελ. Τό φάντασμα μεταθέτει στο άριστερό χέρι καί τό άλλο πιστόλι. Καί μέ τό δε ξί, πού του μένει έλευθερο, σταυροκοπ ιέται, ψιθυρίζοντας χαμένα: — Σίγουρα όνειρο θά βλέ πω! Συμμορία των υπονόμων
ΗιΝ ^ ΑΛΛΗ μέρα τό πρωΐ: Ό δαιμόνιος 'Ελληνο αμερ ικανός ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ/ φθάνει αλαφιασμένος στο γραφείο τού άσπονδου φίλου του αστυνομικού έπιθε ωρητοΰ Κούκ Μπέριμαν: — Κάποιο κακό θά μου συμβή, Κούκ! Κάποιο μεγά λο κακό! Ό επιθεωρητής τον ρωτάει μέ προσποιητή ανησυχία: — Λαμπρά! Μήπως πρό
κειται νά... παντρευτής τη Τζΐν "Αστορ (*); Σά νά μή τον ακούσε ό ντέτεκτιβ, συνεχίζει: — Είδα ένα όνειρο! "Ενα φοβερό όνειρο! Καί τά ©νΕίρα, εμένα, μού βγαίνουν!^ Ό Μπέριμαν τόν κυττάζει μέ οίκτο: — Σά δέν ντρέπεσαι, δυο μέτρα μπόϊ, νά κουβεντιάζης στον εικοστό αιώνα για όνει ρα! Ό Μάξ Μπώρ ^ συνεχίζει σά νά μιλάη, μονάχος του: -— Είδα λέει, πώς προχω ρούσα σέ κάποιο _υπόγειο σκο τεινό τούννελ... -αφνικά ένα τρομερό φάντασμα παρουσιά ζεται μπροστά μου! Τραβάει δυο δωδεκάσφαιρα πιστόλια καί τά αδειάζει έπάνω μου! Είκοσ ιτέσσερ ις σφ αΐρες μέ χτύπησαν στο στήθος καί στο κεφάλι, χωρίς νά μού κά νουν τίποτα! Ούτε τήν παρα μικρή γρατζουνιά!... "Έπια να τις σφαίρες καί τις ξανα πετούσα κάτω. Ντίννν, κάνα νε στο πλακόστρωτο. "Οσες τύχαινε νά μπαίνουν στο στο μα μου, προλάβαινα καί τις έφτυνα προτού τίς καταπιώ! — Λαμπρά! Κι5 ύστερα; -— Κάτι άλλο ^είπα ή έκα να, μά δέν θυμάμαι. Τέλος χαιρέτησα τόν αποτυχημένο δολοφόνο μου καί... ξύπνησα! Δέν είναι λοιπόν φοβερό ό νειρο; ΤΙ νά σημαίνη άραγε; (*) Νέα, όμορφη καί τετραπτέρατη ιμεξικανή δημοσιογράφος κι* έροασιτέχνι·ς ντέτεκτιβ. 'Ίδιαίτερη
συμπάθεια του Μάξ Μπώρ.
Τ5 ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Ό ψηλόλιγνος ^ έπιθεωρητής μέ τό δυσανάλογα μεγά λο κεφάλι και τις απέραντες πατούσες, τακτοποιεί τά συρ ματένια γυαλιά στη μύτη τής μύτης του: — Ξέρεις ^ τί σέ συμβου λεύω, Μάξ; Αντί νά βλέπης όνειρα γιά τούς υπονόμους, νά άσχαλήσαι καλύτερα μέ τή ψοόερή συμμορία πού έ χει στήσει τά λημέρια της μέσα σ' αυτούς. Κάθε νύχτα έχουμε καινούργιες απαγωγές κι3 ^εξαφανίσεις πλουσίων πο λιτών. Καί, δπως ξέρεις τά πτώματά τους βρίσκονται τό άλλο πρωί στούς βούρκους τών υπονόμων μας. Τό κακό έχει φθάσει στο άπροχώρη το! Ή Κυβέρνησις έχει έπι κηρύξει μέ πεντακόσιες χιλιά δες δολλάρια τό κεφάλι τού άρχηίγου τής συμμορίας Μπα ,ρόζα. Μά ή αστυνομία μας δεν μπορεί νά τούς άνακαλύψη πουθενά. "Εχουμε κυρ ιολε Κτικά άνασκάψει τούς υπονό μους! Καί όμως εΐναι βέβαιο πώς κρύβονται κάπου εκεί μέσα... Τί θά γίνη μ5 αυτή την κατάστασι κύριε δαιμό νιε ντέτεκτιβ; Πώς θά διορθωθή αυτό τό κακό; Ό Μάξ Μπώρ, άφηρη,μέ νος στούς δικούς του συλλο γισμούς, πετάει μιά πρόχει ρη λύσι: — Νά καταργήσουμε τούς υπονόμους, Μπέριμαν. — Καί τί νά κάνουμε; — Βόθρους! 'Καί συνεχίζει άμέσως τό χαβά του...
Θηλυκός ονειροκρίτης
Ε ΠΑΡΑΚΑΛΩ, Μπέ ριμαν: Κάνε μου άν θέλης μιά μικρή χάρι καί θά σ’ ευγνωμονώ! "Αν κατα φέρω νά σωθώ, σέ έσένα θά χρωστώ τή ζωή μου! Ό επιθεωρητής τον διαβε βαιώνει: — "Αν αυτά πού λες σ’ έ μενα, πας καί τά πής στο δ’ευθυντή του Δημόσιου Ψυχι ατρείου, θά σέ κράτηση άμέ σως στήν πρώτη θέσι καί... δωρεάν μάλιστα. ^ Ό Μάξ Μπώρ χαμπάρι δεν έχει άπ’ όσα του λέει. Καί συνεχίζει: -— *Η Τζίν είναι άφθαστη στήν έξήγησι τών ονείρων. "Οσες φορές μου έξήγηρε ό νειρα πού είδα, βγήκαν ό πως ακριβώς μου τά είπε..; Παρακάλεσέ την λοιπόν νά στο έξηγήση. Θά μέ υποχρέ ωσης ! — Καί γιατί δεν τήν ιτάρακαλάς έσύ; — Είναι δυο — τρεΐς μέρες^ πού έχουμε ψυχρανθή, Κούκ. Αυτή είχε τό άδικο καί^ πρέπει να μου μιλήση πρώτη. "Αν πάω νά τή ρωτη σω, για τό όνειρο, θά φαντα στή πώς είναι πρόσχημα γιά νά τά ξαναφτιάξουμε... Δέν έχω βλέπεις καί... μάρτυρες πώς τό είδα! Ό Μπέριμαν δίνει τόπο στήν οργή: — Λαμπρά! Σέ λίγο μοΰχει πή πώς θά περάση γιά νά τής δώσω καινούργια στοι χεΐα γιά τή δράσι τής συμ^-
7
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
μοριας των υπονόμων, της πώ και τό όνειρό σου... Ό ντέτεκτιβ έξανίσταται: — Ποιο όνειρό ,μου; Τό δικό σου όνειρο, Κούκ! — Έγώ τό είδα;! — "Οχι βέβαια, αλλά να πής πώς τό εΐδες εσύ! ΛΑλ λο ιώς, όχι μόνο δεν θά στο έξηΓ/ηση, ,μά θά^ μέ πάρη, και στό μεζέ. Κατάλαβες; — Κατάλαβα: Θέλεις νά Ίτάιρη στό μεζέ έμενα! — Μην άνησυχής, Μπέρι μ αν. Εσένα σε σέβεται. "Λλ λωστε θά είναι καί ή πρώτη φορά πού^ θά της ζητάς νά σου εξηγήση όνειρο. ^ Έγώ τής εχω πρήξει τό σκώτι μέ τά δικά μου! Ό επιθεωρητής κουνάει τό κεφάλι, του: .— ’Άς είναι.^ Θά σου κάνω κΓ αυτή τή χοςρι. Θά τής ζητήσω συγγνώμη καί^ θά τής πώ πώς τό όνειρο είναι δικό μου! — « Σ υγγνώμη.»; Γ ιατί · ρωτάει παρσξενεμένος ό Μάξ Μπώρ. · Καί ό Μπέριιμαν του τή 6 ίνε ι κατ ακέφ αλ α: —Γιατί «βλακείες» 6έν βλέ πω έγώ στον ύπνο μου! Ό ντέτεκτιβ άπορεΐ: — Αλήθεια; Δεν ονειρεύ εσαι λοιπόν ποτέ: τί κάνεις τήν ήμερα;
Ό έπιθεωρητής μένει άναυ δος καί ό Μάξ Μπώρ τον ά παχα ιρετάει θριαμβευτής: — Ώρβουάρ, Κούικ.._. Θά ξαναπεράσω νά μου πής τήν έξήγησι του όνείρου μου! ' Βγαίνει άπτό τό γραφείο
4Ο ντέτεκτιβ Μάξ Μττώ$
τού άσπονδου φίλου του κάΐ προχωρεί στό διάδρομο^ Λί* γο πιο πέρα, δεξιά βρίσκε ται ή κοντινά των άστυνομι κών γραφείων. Μπαίνει νά πιή στό πόδι εναν καφέ.^ Τό πρώτο πού προσέχει έκεΐ εί ναι μιά κατάμαυρη γάτα. — Μπά; κάνει κάτάπλτγ κτος! Καινούργια γάτα, Τζώνυ; Ή «Χιονάτη» τί’ γίνηκε; Ό καφετζής τού άποκρινεται μέ κωμικά πένθιμο φος: — Ή «Χιονάτη» τετέλεσται, μίστερ Μπώρ! ^Πάει τώρα μιά έβδσμάδα που μο-
ΤΟ ΦΑΝΤΑΪΜΑ
νο μ άχησε μ" ένα άστυ νομικό σκυλί! —- Και γιατί πήρατε μαύ
μένα. ΓΓ αυτό καί δεν πρα γματοποιούνται... "Έστω όαως, αγαπητέ φίλε... "Ας α κούσουμε καί τό όνειρό σας... ρη; Γιά... πένθος! Καί ό Μπέριμαν αρχίζει σά μαγνητόφωνο πού έπανα Η Θερμόαιμη λαμβάνει αυτά πού άκουσε: Μ εξ ι κάνα -— Είδα, λέει πώς προχω ΟΜΟΡΦΗ ^ μελαχροινή ρούσα σέ κάποιο_υπόγειο σκο δημοσιογράφος μέ ^ τά τεινό τούννελ... -αφνικά ένα μαυροπράσινα μάτια, τρομερό φάντασμα παρουσιά ζεται μπροστά μου!... φθάνει σέ λίγο στο γραφείο — Πώς; κάνει ή νέα μέ ξα τού έπιθεωρητού. Φαίνεται κουρασμένη, στενοχωρημένη φνικό ενδιαφέρον. Ό επιθεωρητής όμως συ καί σχεδόν άρρωστη. Ό Μπεριμαν δεν τά προ νεχίζει σάν τα μικρά παιδιά σέχει δλα αυτά καί προχωρεί πού έχουν μάθει παπαγα αμέσως^ στην έκτέλεσι τής α λίιστικα τό μάθημά τους: ποστολής πού έχει άναϋλάβει: —· Τραβάει δυό δωδεκά-—^Εΐδα ένα όνειρο, Τζίν σφαιρα πιστόλια καί τά α καί ξέρω πώς εσύ μπορείς δειάζει επάνω μου! Είκοσικάί τά εξηγείς... τέσσερις σφαίρες μέ χτύπη -— Δεν έχω κέφι σήμερα, σαν στο στήθος καί στο κε μαιτρ... "Αν ξαναδήτε άλλη φάλι, χωρίς νά μού κάνουν φορά!... τίποτα! Ούτε τήν παραμικρή Ό έπι θεωρητής όμως έπι- γραντζουνιά! Έπιανα τίς μένει: σφαίρες καί τίς ξαναπετού— Ααμπρά! Μά ακούσε σα κάτω. Ντίννν, κάνανε στο με, σε παρακαλώ...λΕίναι <}>ο πλακόστρωτο. "Οσες τυχαινε βερό όνειρο! Φοβάμαι πως νά μπαίνουν στο στόμα μου, θά μου συμβή καικό! προλάβαινα κάί τίς έφτυνα... — Σάς είπα, μαιτρ! Λεν Ή θερμόαιμη Μεξικάνα δεν έχω καμ·μιά διάθεσι... τον αφήνει νά προχωρήση πε -— Μά είναι όνειρο γιά ρισσότερο. Πετιέται ορθή καί τούς ^υπονόμους. Καί ή υπόιθε σάν μανιασμένη τίγρις χύνε σι των υπονόμων νομίζω πώς τε ι νά τον κατασπαράξη.Ό σ’ ενδιαφέρει, Τζίν. « πίληθυντ ικό ς» πάει περ ί·π α -— Μέ ένδιέφερε μέχρι τό: χθές...^ 5Από σήμερα δεν μ" _— Έισύ λοιπόν ήσουνα; ενδιαφέρει... "Εσύ πού μού χάλασε^ τή με ^ —Καί θά μ’άφήσης σ’ αυ γαλυτερη δημοσιογραφική ε τή τήν αγωνία; Δεν πιστεύεις πιτυχία τής ζωής μου; "Εσύ λοιπόν στά όνειρα; πού μού έκανες νά χάσω τίς —Έγώ πιστεύω, μαίτρ... πεντακόσιες χιλιάδες τά λύ Έκεΐνα δεν πιστεύουνε σ’ ε τρα! "Εσύ πού μούδωσες στο
Η
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
τέλος καί τά δυο χαστούκια; Νά λοιπόν: πάστα πίσω! Κσί δίνοντας του στα μά γουλα 5υό κτυπήματα, πιο δυνατά άπό έκεΐνα που εΤχε δεχτή, χύνεται αμέσως μέ τα νύχια της νά του βγάλη τά μάτια!... 'Ο Μτέοιμαν κάνει άπεγνω σμένες προσπαθείς νιά νά καταΦέοη νά έλευθερωθή άπό τά χέοια της: — Σέ παρακαλώ, Τζίν!... Τοελλάθηκες, παιδί μου; Τί είναι αυτές οι δημοσιογραφι κές έπιτυχίες, τά λυτοα καί τά χαστούκια που λές και μου τά δίνεις μάλιστα και πίσω; "Η ένώ δέν καταλα βαίνω, η εσύ δέν ξέρεις τί λές!... Ή Τζίν "Αστορ άφριζε ι άπό τό κακό της: — "Όπτε έξσκολουθεΤς νά μέ κοροϊδεύεις, ε; "Ονειρο ήταν αυτό που μου εΤπες. η η χθεσ'νοβοαδυνη σκηνή κά τω στους υπονόμους! Σάν 6έν ντοέπεσαι λιγάκι, μεσό κοπος άνθρωπος! Άλλου τ* δνειρο κι* άλλου τό θαύμα
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ —μέ κόκκινα μάγουλα άπό τά χαστούκια καί γραν τζουνισμένα μούτρα άπό τις νυχιές τής τρομερής Μεξικά νος—κάτι άρχίζει νά υποψι άζεται^ Καί τη ρωτάει: ;— "Εχετε ψυχραθή μέ τό Μάξ; — Κάθε άλλο! Κουνήσου άπό τη θέσι σου! Μιά χαρά
9
εΤμαστε!... Τό βοάδυ θά φά με μαζί στη «Μαύρη Παπα ρούνα»... 5Αλλά γιατί οωτάς; Ό Μάξ δέν είναι ύπουλος και καταχθόνιος σάν καί σένα. Πού έγώ σέ δέχομαι μ* έμπιστοσύνη στο σπίτι μου κι* έσύ πιάνεις καί άλλάζεις τις σφαίρες πών πιστολιών μου! Που, ποιος ξέοει πώς έμαθες το τηφωνικό ραντεβού πού εΐχα κλείσει μέ τον Μπαρόζα κι* ήρθες νά μου κάνης τέ τοια άνεπανόοθωτη χαλάστοσ! ΑΤσνος! ΑΤσνος . σου κι' είσαι καί μεσόκοπος — τί μεσόκοπος;— γέοος άν θρωπος, δέν λέω καλύτερα! —Ααυποά! κάνει ό Μπέοι μ αν. ’Αλλά δέν Φταΐς έσύ. Ένώ φταίω πού κάθομαι καί βλέπω... τέτοια όνειρα. Κσί υσυομουσίζει μέσα ά πό τά δόντια του γιά νά μη τον άκούση:
— "Εννοια σου Μάξ καί θά μου τό πλήρωσής άκριβά! Ή Τζίν "Αστοο πού στο μεταξύ ένουν κάπως καλμά ρει τά νεύοα της. τον ρωτάει πεοίεογη, ξαναρχίζοντας τον «πληθυντικό»: — "Εστω, Μσίτο. "Ο.τι έ γινε—έγινε! Αλλά για πόστε μου: άΦου τά Φυσίγγια των πιστολιών μου ήταν χω■ρίς σφαΐοες, πώς έσεΐς τις πιάνατε καί τις πετούσατε κάτω, ή τις φτύνατε;
Ό έπιθεωρητής, πού δέν του έπιτοέπει ή άξιοποέπεια νά πή, πώς τον εΤχε ξεγελά σει ό Μάξ Μπώρ, τής άποκρίνεται: — "Ονειρο ήταν Τζίν.,.Ύ-
10
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
π άρχει λογική στα όνειρα; μεγάλο όνειρο τής ζωής της! Ή θερμόαιμη Μεξικάνα "Υστεοα— όταν πιά ό Μι τα τον κυττάζει έτοιμη να του ρόζα θά ήταν νεκρός από τις ξσναεπιτεθή, /Και ό «ένικός» σφαίρες των π ι σταλιών της, θά μπορούσε νά γράψη ό,τι ξαναμπαίνει σ' ενέργεια:^ — "Ωστε έξακολουθεΐς... κατέβαινε στο κεφάλι τηζ. Έ^αικολοσθεΐς νά »μέ κοροϊ- Ποιος θά ιβρισκόταν νά τη δευης; Σά δεν ντρέπεσαι^ γέ διάψευση; -Κι’ ό Μάξ Μπώρ ρος — τί γέρος; —σαράβα πού σίγουρα θά παρουσιάστη κε μεταμφιεσμένος καί μ5 λο, δεν λέω καλύτερα! Ό ΛΑπτέρι,μαν αρχίζει νά θυ άλλαγμένη τή φωνή, είχε κρύ μώνη. Κι* οι θυιμοί του είναι ψει φαίνεται στις τσέπες του μερικά βλήματα άπό σφαΐ απότομοι και φοβεροί: —Λαμπρά, Τζίν.^ 5Αλλά ρες πιατολιών. Καί κάθε φο πήγαινε στο καλό τώρα. "Ε ρά πού τον πυροβολούσε,τις πετουσε, δυο—δυο, κάτω μέ χω καί δουλειά... Καί προσθέτει άρέσως 6υ δύναμι γιά νά κάνουν ντίννν, ή έκανε πώς τίς έφτυνε... "Ε νατά καί άγρια: — Πήγαινε στο διάβολο τσι άφου διασκέδασε καλά, νά -μη σέ... στείλω, πρωί ·—· τής έδωσε καί δυο γεοά χα στούκια, άπό ενδιαφέρον,για πρωί! Ή Τζίν "Αστορ φεύγει κτυ νά μή τό ξσνακάνη, καί πή πώντας πίσω της την πόστα γε στο καλό... Τέλος κα'ί καί ό Μπέοιμαν συλλογιέται γιά νά μή μείνω παρατονεμένος κάί γώ -π-ού δεν έφαγα τρίζοντας τά δόντια του: χαστούκια, ήρθε καί μου εί — Ωραία μου την κατά- τε αυτά πού μοες εΐπε... Κι* φερε ένας ήλίθιος ντέτεκτιβ! Τζίν μου σεοβίιοισε στά Φαίνεται πώς αυτός ό αναθε ήμάγουλα, τά ματισμένος τής τηλεφώνησε, χαστούκια ξαναζεσταμένα, πού εΤχε φάει αλλάζοντας τή φωνή του καί καί τό έπεισόδιο θεωρείται παρασταίνοντας τον Μτσοά- λήξαν! ζα. Καί γιά νά δισσκεδάση, θά τής είπε νά ντυθή φάντα *Η γκάψα σμα καί νά τον πεοιμένη τοΰ Μπέριμσν στον τάδε υπόνομο καί στο δεν τάδε σηυεΐο του. Γιά νά συ- Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ποοφθαίνει νά τελειώ ναντηίθουν τάγα καί νά του ση τούς συλλογισμούς πάοη συνέντευξι... Ή Τζίν ό του, όταν ή πόρτα" του γρα μως —σαν γυναίκα συμ^ ροντολόνα— ποοτί'αησε άπό φείου του άνοιγει καί στο κα τή «συνέντευξι» τά λ'τοα. η τώφλι της παρουσιάζεται χα Πεντακόσιες χιλιάδες δο^ά-^ μογελαστός ό Μάξ Μπώρ. ρια δεν είναι μικοό ποσό.θά % ■^Αμέσως όμως τό χαμόγελο μτοοουσε νά βγά)>η άυέσως^' * σβήνει άπό τά χείλια του, την έφημερίδα που εΤναι το προχωρεί προσποιητά άνήσυ
ΤΗΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
11
Ή θερμόαιμη Μεξικό να δίνει στον Μπέριιμαν δυο δυνατά χαστούκια.
χος ιμέσα, σταματάει ιμπρο· στα στον Μττέρ ι μαν καί κυτ τάζει κατάπληκτος τό πρό σωπό του: — Π ο ιός σέ γραντζούνισε, Κοοκ; Ποιος σ5 έκανε σ’ αυ τά τά χάλια; Ό έγωϊστής επιθεωρητής που ίδέν θέλει να τοΰ δώση τή χαρά πώς πέτυχε ή φάρ σα του, του αποκρίνεται: — ’Άστα, καημένα Μάξ! Πήγα νά χαϊδέψω τή γάτα τής καντί{νας. Σωστό αγρί μι ! Δεν βλέπεις πώς μ’ έκα νε! ; — Ή Τζϊν δεν ήρθε; ρω τάει χα,μένα τάχα. — Όχι, του άποκρίνεται.
Μου τηλεφώνησε πώς εχει βιαστική δουλειά στήν έφημε ρίδα της. — Κρίμα, ^ (μουρμομρ ί ζει με προσποιητή απογοήτευαι. — Γιατί; — Γιατί έχασες ,|αιά^ ευκαι ρία νά γελάσης κι3 ;έσύ. Μό λις θά τής έλεγες τό «όνει ρο» θά γινόταν θεριό άνήμερο!... — Μπά!; Καί τί θά ιμουκανε, δηλαδή; , Ό Μάξ Μπώρ χαμογε λάει: — Μά δ,τι σοϋ,κανε^καί ή «μακαρίτισσα» γάτα τής καν τίνας!
12
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
— «Μακαρίτισσα»; τί;
Για
Ό ντέτεκτιβ γελάει καλό καρδα: — Τά λάθος είναι του κα φετζή, Κούκ. "Επρεπε νά σέ είχε ειδοποίηση, πώς ή «Χιονάτη» ψόφησε πριν λίγες ,μέρες. ΚΓ όχι νά σε άφήση νά λες τέτοιες άνοησίες. Χά, χά, χα! χ , Ό επιθεωρητής αφρίζει α πό τό κακό του! Μόλις και μετά βίας καταφέρνει νά μουγγριση απειλητικά: —Λαιμπρά, Μάξ! νΟποι ός γελάει τελευταία γελάει καλύτερα! Ό Μπώρ υποκλίνεται κω μικά για νά φύγη:^ —-Με συγχωρεΐς, Μπέριμαν. Τώρα έκανα τό λάθος πρώτος. Την άλλη φορά θά φροντίσω νά γελάσω... τε λευταίος! Χά, χά, χά!... ^ Ή εγκληματική δράσις τής συμμορίας τών ύπονο.μων μέρα ιμε την ήμερα, πολλάπλασιαζεται. Δεκάδες πτώ ματα ληστευμένων πολιτών βρίσκονται κασέ πρωί στις απέραντες υπόγειες σήραγ γες. Ό φόβος καί ό τροιμος πού δοκιμάζουν τά έκατομμύρια των κατοίκων τής Νέ ας Ύόρκης πλησιάζει νά έξελιχθή σέ πανικό. Πολλές οικογένειες έχουν αρχίσει ή δη νά ιμεταναστεύουν σέ άλ λες πολιτείες. ’Άν συνεχι σθή τό κακό, ή μεγαλύτερη πάλι τού κόσμου κινδυνεύει νά? έρημωθή. 5Ατέλειωτες έρευνες γίνον ται συνεχώς σέ όλα τά τούν-
νελ τού τεράστιου δικτύου τών υπονόμων. Πουθενά δέν παρουσιάζεται τίποτα τό ύ ποπτο. Κι' όμως οι απαίσιοι συιμμορϊτες δεν ,μπορεί παρά νά ιμένουν καί να κινούνται ιμέσα σ' αυτούς. Πού όμως; Αυτό έχει κυριολεκτικά ανα στατώσει τούς αστυνομικούς καί πιο πολύ απ' όλους τον επικεφαλής τής διώξεως τού εγκλήματος στή Νεα ,Ύόρ*ΚΤΙ· ,α Αυτός, ,μπροστά στο κα θήκσν, ξεχνάει καί τη φάρσα του Μας Μπωρ καί τα χα στούκια της Ιζιν "Αστορ.ικαί άποψε, ύστερα από προτασι δική του, ϋα συγκεντρώσουν και οι τρεις στο οιαμερισμα τού ντέτεκτιό.
Στις Οέκα τή νύχτα βρί σκονται όλοι συνεπείς στο ραντεοού τους καί πίνουν τό πρώτο ούϊσκυ: — Ααμπρά καί δ,τι έγινε —έγινε, λεει ό Μπέριμαν. Πε ρασμένα ξεχασμένα! Ή Τζίν 'Άστσρ πού στο μεταξύ έχει μασει ποιος πρα γματικα της είχε κάνει τή φαρσα στους ύπονόμους, χα μογελάει: — 'ϋμολογώ πώς τώρα εκ τών ύστερων δικαιώνω τον άγαπητό μου φίλο... 'Έπρετε νά μού όωση τό καλό αυτό μάθημα για νά πάψω να εί μαι τοσο τολμηρή καί νά δια κινδυνεύω χωρίς λόγο τή ζωή μου. "Ετσι Μάξ; — Οχι, Τζίν, τής άποκρί νεται χαμογελώντας ό ντετεκτιβ. Δέν σκέφτηκα ποτέ νά σού δώσω ένα μάθημα, γιατί
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
ξέρω πόσο... ανεπίδεκτη μα Θησέως είσαι. — Άλλα τότε; κάνει με απορία ή νέα. Γιατί μου σκά ρωσες όλη, αυτή τή φάρσας Ό ντέτεκτιβ ξεσπάει στο καλάκαοδο γέλιο του: — Για νά σε προγυμνά σω, αγαπητή μου ί Σ> —·^ Νά με προγυίμνάσης; ε τι;
13
Δέν πειράζει δμως. Είμαι ι κανός καί μονάχος μου νά έξοντώσω τή συμμορία τοΰ Μπαρόζα. Καί αρπάζοντας από τήν γκαρνταρόμπα τό ημίψηλο καί τήν άχώριστη όμπρέλλα του, προχωρεί στήν πόρτα, μουρμουρίζοντας: — Χαίρετε! Χαίρετε γιά πάντα.
— Στους φόνους, ΤζίνίΘά Οί δεκατρείς βσστουσε ποτέ ή καρδιά σου λέξεις νά πυροβόλησης για νά σκο τόσης άνθρωπο, άν δεν νό- ΗΤΖΙΝ κάνει μιά κίνησι ιμιζες πώς είχες άπέναντί νά τον όμποδίση νά φυ σου τον κακούργο Μπαρόζα γη,, ιμά ό ντέτεκτιβ τή καί πώς θά πληρωνόσουν τις συγκροτεί: φονικές σφαίρες σου με τά Αύ — θά τον άφήσης νά φυτρα των πεντακ οσίων χιλιά γη» Μάξ; δων δολλαρίων; "Οχι άσψα— Βεβαίως, τής αποκρί λως. Τώρα ^δμως πήρες το νεται. ΕΤναι έξυπνος καί Ικα βάπτισμα του πυοός. Αρχί νός άστυνομικός. Μόνο πού σαμε από τούς άσφαιρους κά —έπειδή υπάρχω έγώ— βαλυκες καί θά προχωρήσουμε ρυέται νά άναπτύξη δική του στους ένσφαιρους. -Που ξέ πρωτοβουλία. Τώοα ή άνάγκη ρεις; Μπορεί νά φτιάξουμε 6ά τον κάνη νά άναπτύξη καί κΓ έμεΐς μιά δεύτερη συιμμο νά^ παραναπτύξη ! ΕΤναι 6 ρία υπονόμων άφού πηγαί - πιο καλός μου φίλος καί θέ νουν τόσο καλά οι δουλειές λω νά τον βλέπω νά στέκη τής ποώτης. Δόξα τώ Θεώ στο ύψος του σάν άνώτατος ή... ιέπίσημη, Αστυνομία θ’ αστυνομικός. Δεν εΐναι σωστό άφήση κΓ εμάς ανενόχλητους, νά τον τραβάω άπό τό χε δπως αφήνει τόσον καιρό καί ράκι. τούς άλλους. Στο μεταξύ ό τετραπέρα Ό έπι θεωρητής κτυπάει τος Γιουπυ, ό μικοός ποοστα στο τραπέζι τό ποτηράκι του τευόμενος τού Μάξ Μπώρ, ό καί σηκώνεται έξω φρένων: πιτσιοίκος με τίς μεγάλες ι ^ —Λαμποά, Μάξ^! "Ολα κανότητες καί τήν καταπλη στά συγχωοώ, δχι δμως καί κτική άστυνουική ϊδιοΦυΐα, νά προσβάλης μ1 αυτό τον τ,οέχει νά του άνοιξη τήν έτρόπο την «Επίσημη Αστυ ξωτεοική πόρτα του διαμερί νομία». Είχα έοθει απόψε ε σματος. δώ, άκριβώς γιά νά ζητήσω Μόλις δμως ό επιθεωρητής ϊά Φώτα καί τή βοήθεια σου. κάνει νά ξεπεράση τό κατώ-
14
<?λι, ό διαβολεμένος πιτσιρί κος τον σταματάει. — "Εχω μια ιδέα μπάρ μπα Κούκο, του λέει. Νά στην ιτώ; ^ Ό Μπέριμαν άπογίνεται έξω φρένων: — Σου απαγορεύω νά μέ λες «(μπάρμπα Κούκο»! "Ο νομάζομαι Κούκ Μιπέριμαν! -— Χαίρω πολύ, τού απο κρίνεται ό μεταμφιεσμένος Σατανάς. Έγώ: Γιούπυ Για γ<α! Λοιπόν; Νά σου πώ πώς νά έξοντώσης τή συιμμο ρία των υπονόμων; — Όχι! — Πολύ καλά, μουρμουρί ζει άπογοητευμένος ό μικρός. Τότε θά πώ την ιδέα μου στο Μάξ Μπώρ. Ό έπιθεωρητής κοντοστέ κεται : — Πολύ καλά θά κάνης. Αυτός έχει ανάγκη άπό βοή θεία. Άλλα πρόσεξε: Άν είναι καμμιά άνοησία θά δοκιμάσης τα χαστούκια του. Πέστη λοιπόν πρώτα σ’ όμέ να, νά σου πώ άν κάνη νά του την πής... Ό Γ ιούπυ εΐναι σύντομος. Δεκατρείς μονάχα λέξεις τού λέει: — Κύττα νά σε διώξουνε άπό τήν Αστυνομία γιά νά νΡνης συνεταίρος του Μπαροζα! Ό Μπέριμαν τού δίνει έ να γερό χαστούκι: ^ — Λαμπρά! ^ "Αμα ,μεγά λωσης, ή βλακεία σου θά συνταράξη τά πλήθη! Καί φεύγει γιά νά ξαναγυ ρίση στο γραφείο του.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
^ Όσο όμως απομακρύνεται τόσο στ’ αυτιά του βουίζουν σάν πεινασμένες σφήκες οι δεκατρείς αυτές λέξεις του διαβολεμένου πιτσιρίικ ο υ : «Κύττα νά σε διώξουνε οστό τήν αστυνομία γιά νά γίνης συνεταίρος τού Μπαρόζα». Καί τις ψιθυρίζει συνε χώς καθώς προχωρεί στο δρό μο σά νά παραμιλάη. Φθάνει στο γραφείο, μελε τάει τό φάκελλο τής συμμορί ας τών υπονόμων κάνει μερι κά τηλεφωνήματα, όμως τά χείλια του συνεχώς κινούνται σά^νά προφέρουν τις δεκα τρείς αυτές μαγικές λέξεις: «Κύττα νά σέ διώξουνε άπό 'ΐ-ήν άστυνομία γιά νά γίνης συνεταίρος τού Μπαρόζα». Του έχουνε κολλήσει σάν ,ρεφράίν τραγουδιού πού τ’ ά,ρχίζουμε καμμιά φορά καί δεν μπορούμε νά τό σταματήσου με~. Ξαφνικά κουδουνίζει ή τη λεφωνική συσκευή του γρα φείου του- Σηκώνει τό άκου στικό καί σχεδόν άμέσοος τό πρόσωπό του παίρνει έκφρασι άγριου θυμού. Χιλιάδάς Ανοιχτές πόρτες
ΤΑΝ ό Μπέριμαν Φεύ γει έξω φρενών άπό τό διαμέρισμα του Μάξ Μπώρ, καί ό Γ ιούπυ ξαναγυ ρίζει καί κάθεται στο μικρό τραπεζάκι τού χώλ γιά νά κάνη, πώς διαβάζει τά μαθή μ ατά του, ό ντέτεκτιδ λέει στή δημοσιογράφο: — "Ακούσε με Τζίν; Πι
Ο
ΤΏΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
II
στεύω πώς 6 Μπαρόζα και οι συμμορίτες του δεν μέ νουν ούτε κινούνται μέσα στους ίπτονάμους. — ’Αλλά; του κάνει μέ α πορία ή νέα. Ό Μοοξ σβήνει στο στα χτοδοχείο τό τσιγάρο του: — *Αλλου πρέπει νά ύπάρ χη το άντρο τους. —ιΚαλά, καί πώς μπαί νουν στους υπονόμους καί πε τάνε τα πτώματα τών θυμά των. Ή άστυνομία έχει έξετάσει σπιθαμή προς σπιθα μή τά ντουβάρια, τις έσοχές καί τις προεξοχές τους. Που θενά 6έν έχει ανακαλύψει τί ποτα τό ύποπτο. ’Από που μπαίνουν λοιπόν; — Υπάρχουν χιλιάδες άνοιχτές πόρτες, Τζί!ν. Άπό όποια θέλουνε μπορούν νά κατέβουν. — Εννοείς τις σιδερένιες σκάρες του έξαερισμοΰ πού βρίΐσκονται οπούς δρόμους; 'Ο μικρός Γιουττυ — Όχι. Αυτές είναι «κλει στές πόρτες». Τον τελευταίο — Μαζί μέ τις άλλες βρω καιρό μάλιστα ό Μπέριμαν μιές; έχει διατάξει κοΛ φρουρουν;— Δέν έχει σημασία. Μπο ται τή νύχτα. ρεΐ νά φορέση κανείς μια φόρ — Τότε; Ποιες είναι οί μα άπό λεπτό νάϋλον καί να χιλιάδες άνοιχτές πόρτες; περάση χωρίς νά βραχή. — Οί μεγάλοι άποχετευτι — Λοιπόν; κοί σωλήνες, Τζίν. Αυτοί πού — Κάπου στην προέκτασι συγκεντρώνουν άπό μια περί ενός τέτοιου σωλήνα πρέπει οχή τ’ άκάθαρτα νερά καί νά βρίσκεται τό λημέρι τής τά άδειάζουν μέσα στούς υ συμμορίας... Θά είναι άσψα πονόμους. Είναι αρκετά ευ - λώς ένα υπόγειο άπό τό ό ρύχωροι γιά νά μπορούν νά ποιο έχει γίνει ένωσις μέ περάσουν άπό αυτούς μ’ ευ κάποιο σωλήνα. Άπό αυτόν χέρεια, όχι ένας, μά καί δυό άνεβοκατεβαίνουν οί κακούρ μαζί άνθρωποι. γοι γιά νρτ πετάνε τά πτα? -
16
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ματα των θυμάτων. σε άπό τή μιά άκρη καί ό Ή δημοσιογράφος άπο- άλλος άκουγε άπό τήν άλλη ρ£Τ: άκρη... — Είπες πώς τέτοιοι σω λήνες υπάρχουν άμέτρητου Κι* άλλες Ποιος άπ* δλους εΐνσι ό διά δεκοοτρεΐς λέξεις δρομος τής συμμορίας; _ Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ^πετάγε — Πολύ δύσκολο νά άνακα ται εξαγριωμένος ^άπό λυΦθή αυτό... τήν πολυθρόνα πού κά Ή Τζίν χαμογελάει: θεται και του δίνει δυό χα — Τότε άντί νά τό κουβεν στούκια: τ άζουμε, καλά θά κάναμε νά — Τά μαθηματά σου, εί πάυε σ5 ένα μέντιουμ... Τά μαθηματά σου και Ό Μάξ Μπώο κάνει μιά πα! άλλο. Κατάλαβες; κίνησι σά νά δηλώνη. αδυνα τίποτε παρασύοει άπό μία κι* αυτός νά βιρή άλλη, τό% * Αμέσως μπράτσο τή Μεξικάνα: λυσι: —Πάμε, Τζίν, στο δια — Νά σου πώ, δεν έχεις μέρισμά σου... Θά ήμαστε κι* άδικο! πιο ήσυχοι έκεΐ... Πετάγεται όμως ό ΓιούΤό διαμέρισμα τής δημο πυ: σιογράφου βρίσκεται στήν ί χ — *Εχω μιά ιδέα! Νά σάς δια πολυκατοικία καί άκρι την πώ; βώς πλάι στο διαμέρισμα τού -— Κι* έγώ έχω μιά ιδέα, ντέτεκτιβ. "Ενας τοίχος ά του άποκρίνεται αύστηοά ό πό μονό δοομικό τούβλο τούς ντέτεκτιβ. Νά στην πώ; χωρίζει. Σέ^ ένα λεπτό βρί — ζ,έρω: Νά κυττάζω τά σκονται έκεί. μαθηματά μου καί νά μην — Μά τί τρέχει; Τό χέρι ανακατεύουμε στις υποθέ οου τρέμει. Μάξ! τον ρωτάει σεις σου... έτσι; ή νέα γεμίζοντας μέ ουΐσκυ — *Ακριβώς. τό ποτηοάκι πού κρατάει. — Σύμφωνοι. Αλλά πώς νά — Τό μεγάλο ποό'βλημα μήιν άνακατωθώ που σάς βλέ λύθηΐκε πιά! ξεφωνίζει μ* εν πω νά πνιγόσαστε σε μιά θουσιασμό 6 Μπώο. Τό εύκο κουταλιά νερό!... λώτερο πράγμα γιά μάς εΐ— Σιωπή! του κάνει πιο νοι τώοα νά άνακαλύψουμε αυστηρά τώ,ρα ό Μάξ Μπώρ. τό κοησφύγετο τής συμμορί Ό διαβολάκος μέ την κα ας τού Μπαρόζα. ταπληκτική αστυνομική διά 4 —Πώς; νοια σκύβει στά βιβλία του Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει [μουρμουρίζοντας: καυτής έπαναλαμβάνε! δέκα — "Οταν ήμουνα... μικρός, τοεΐς λέξεις άπ* αυτές πού παίζαμε μέ τούς σωλήνες έ είχε ακούσει, πριν λίγο, ά να παιχνίδι πού τό λέγαμε πό τον Γιούπυ: «"Οταν ήμου ^Τηλέφωνο». Ό. ένας μιλουνα μικρός, παίζαμε μέ τούς ι· ! ι .
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ!
σωλήνες ένα παιχνίδι πού τό λέγουμε «Τηλέφωνο»... Ή Τζίν "Αστορ καταλα βαίνει: — Είναι καταπλη ικ τ υκό παιδί, Μάξ! Συμφωνείς; — Συμφωνώ, της αποκρί νεται. Μά γιά νά γίνη και «καταπληκτικός άστυνο μ ι κός» όταν μεγαλώση, πρέ πει νά κυττάξη τώρα -μόνο τα μαθήματα και τή μόρφωσί του. Γι’ αυτό του· δίνω τά χα στούκια.ΕΤναι ατίθασος, σκλη ρός καί κ ακομαθημένος. "Ε χει (μεγαλώσει ανάμεσα σε κακοποιούς καί εγκληματίες. Μόνο μέ τό ξύλο έχει συνη^ θισει νά άκούη... — Καί τώρα; ρωτάει ή δη μοσιογράφος. ’ Λογαριάζει ς νά κρυφακούσης σ’έναν—έναν τούς σωλήνες καί νά άνα κάλυψης τό λημέρι τής συμ μορίας; — Αυτό μπορώ νά τό κά νω δποτε θέλω. Έπί τού τα ροντος τή μιά συμμορία του Μπαρόζα πρέπει νά τις κά νω δύο... — Δεν καταλαβαίνω.... -—Ούτε κι* αυτός θά καταλάβη πώς άπό ένας πού είναι τώρα, θά γίνη,.. δυο! θά τον μπερδέψω καί δεν θά ξέρη, ούτε ό ίδιος ποιος άπό τούς δυο .μας είναι! — Θά μεταμφιεστή^ Μάξ; — Φυσικά. Πολλές φορές έχω πιάσει ,μέχρι σήμερα τό Μπαρόζα^ γιά μικροεγικλήμα τα. Θυμάμαι καλά τό σου λουπι καί τή φωνή του. Μελέ τησα στή σήμανσι καί τις φωτογραφίες του ττροφ ί λ
17
καί άνφάς... — Μ' άλλα λόγια: Θά μπορέσης νά γίνης ίδιος καί καλύτερος! — "Οχι «καλύτερος», μο νάχα «ίδιος». Τό αντίγραφο όταν γίνεται καλύτερο άπό τό πρωτότυπο, παύει νά εί ναι αντίγραφο! — Καί ή δεύτερη συμμο ρία πού θά φτιάξης, που θά έγκατασταθή; ρωτάει ή νέα. — "Εχω ήδη νοικιάσει έ να κατάλληλο υπόγειο γιά αποθήκη τάχα... Οί συμμορί τες μου—όλοι νέοι ιδιωτικοί αστυνομικοί, μαθηταί μου— σκάβουν τώρα κρυφά σ' αυ τό γιά νά ανοίξουν διέξοδο προς τον κεντρικό αποχετευ τικό σωλήνα. "Ετσι καί ή συμμορία ή δική μου θά μπο ρή νά άνεβοκατεβαίνη ελεύ θερα κι5 απαρατήρητη στούς υπονόμους... "Ολα σέ λίγο θά είναι έτοιμα. °Ένα μονά χα μου λείπει γιά νά γίνω σωστός Μπαρόζα. — Τικ — Μιά Γιολάντα. — Τί εΐν' αυτό πάλι; ^— Ή φιλενάδα του Μπα ρόζα... Κι5 αυτή τήν έχω δ ή πολλές φορές στά κρατητήρία καί μπορώ νά τήν περιγράφω μέ όλες τις λεπτομέρειες τής εξωτερικής της έμφανίισεως. Υπάρχουν ακόμα καί φωτο γραφίες της ^ στά άλμπουμ τών κακοποιών τής Σημάν σεως... Ή τετραπέρατη δημοσιο γράφος, καταλαβαίνει: — Όκέϋ, Μάξ. Θά έχης
18
τή «φιλενάδα» που σου χρει άζεται. Ό ντέτεκτί'β υποκλίνεται χαμογελώντας: — Ευχαριστώ μις... Γιο λάντα! Μυστηριώδης νυκτερινή έπίσκεψις
ΔΙΑΒΟΛΕΜΕΝΟΣ Γιαύπυ, ιμολις ό Μάξ παίρνει την Τζίν 5Άσιορ καί πηγαίνουν στο πλα ϊνό διαιμέρισμά της, σηκώ νει' τό ακουστικό του τηλε φώνου, παίρνει βιαστικά έ ναν άριήμο καί ζητάει: —Τον ιμπάριμπα Κούκο, παρακαλώ.
Τ© ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Ή φωνή έξαγριωιμένου αν θρώπου του αποκρίνεται: — 5Εσύ είσαι βρε παλιό παιδο; Δεν σούχω πή πώς λέγομαι ρίστερ Κούκ Μπέριμαν; ’Άν ,μέ ξαναπής έτσι, θά σου πετάξω τό άκουοπικό στο κεφάλι! Λέγε λοιπόν: τί θέλεις τέτοια ώρα; ιΚαί περιιμένει νά άκούση,, ενώ στο μυοίλό του στριφο γυρίζουν άκόρα αυτές οί α ναθεματισμένες δεκατρείς λέ ξεις που του είχε πή: «>Κύττα νά σέ διώξουνε από την α στυνομία, για νά γίνης συ νεταίρος του Μπαρόζα». Ό Γιούπυ, από την άλλη θ3κρη του σύρματος αποκρί νεται στην έρώτησί του:
Ή Τζιν ’Άστορ διαβάζει στην πρωινή έφημερίδα τήν άπόλυσι του Μπέριμαν.
19
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
Λαμπρά και ψηλά τά χέρια τους
φωνάζει 6 έτπθεωρητής
Μπέριμαν.
— -έρω νά σου ττώ και κάτι άλλο. Τό είπα στο Μάξ Μπώρ και δεν έδωσε καμμιά ση,μασία. — Οΰτε και γώ θά δώσω. — Έγώ θά στο πώ μιά Φορά, καί κάνε όπως καταλα βαίνεις. Τό λοιπόν; Ό Μπα ράζ α μέ τή συμμορία του δεν έχουν τό λημέρι τους^ μέ σα στους υπονόμους, αλλά έξω άπ’ αυτούς, σε κανένα κοντινό υπόγειο καί επικοι νωνούν άπό τούς μεγάλους σωλήνες πού πέφτουν τά α κάθαρτα νερά. Αυτά τά ε!πε ό Μάξ Μπώρ. Γιά νά άνακα λ όψης τό λοιπόν τό λημέρι τής συμμορίας δεν έχεις πα
ρά νά πας νά κρυφακούσης στις .μπούκες των σωλήνων. ’Άν σε καμριά απ’ αυτές άκούσης θόρυβο ή κουβέντες, θά πή πώς σ’ αυτό τό σω λήνα έχουν κάνει άνοιγμα γιά νά μπαινοβγαίνουν στον υπόνομο. Καί μιά ιμυΐγα νά πετάη μέσα στο λημέρι^ τους θά νρμίισης πώς άκους νά πετάη... γαλοπούλα! Ό σω λήνας είναι φακός γιά τον ήρ χο. Τον μεγαλώνει. Αυτά τα σκέφτηικα έγώ. — Νά ,μ’Λ άφήσης ήσυχο μέ τις βλακείες σου, του ψω νάζει ό Μπέριμαν καί κλείνει τό ακουστικό. Κι* άμέσως ψι θυρίζει θαυμαστικά:
?0 ΦΑΝΤΑΣΜΑ
—Λαμπρά! θά μέ τρείλλά^ νη αυτό τό παιδί! Χίλιοι Μπτέ ριμαν νά στίβαμε τά .κεφά λια μας, δεν θά τό βρίσκαμε αυτά. Και συνεχίζει νά παραμι λάς : — Τώρα τό σχέδιό, μου μπορεί νά ,μπή αμέσως σ' ε φαρμογή. Γιά να καταφέρω νά γίνω συνεταίρος του Μ τα ρόζα πρέπει νά άναικαλύψω τό κρησφύγετο τής συμμορί ας και νά συναντηθώ μαζί του... Ξανασηικώνει άιμέσως τό άκουιστιικά, παίρνει μέ βιάσι έναν αριθμό που τον θυμάται άπ5 έξω κάί ζητάει κάποιον. "Οταν ή φωνή αυτού του «Κά ποιου» φθάνει στ' αυτιά του, ό Μπέριμαν υποκλίνεται αυ θόρμητα και τον ρωτάει μέ σεβασμό άν μπορή νά τον δε νθή, αυτή τήν ώρα. Φαίνεται πώς παίρνει καταφατική α πάντηση γιατί ευχαριστεί τό οεβαστό συνομιλητή του μέ τήν Τ6ια πάλι αυθό,ρμητη ύπόκλισι και κλείνει τό ακου στικό. Τέλος, τακτοποιεί τά συρματένια γυαλιά στή άκοη τής μύτης του, αρπάζει τό ήμίφηλο και τήν αχώριστη, ομπρέλλα και φεύγει βιαστικός άπό τό γραφείο. Σέ λίγο και καθώς κατε βαίνει μονάχος άπό τό ίδιαί τερο ασανσέρ σιγανομουρμουρίζει τραγουδιστά τό επί μονο «ρεφραίν» του: «Κύττα νά σέ διώξουνε άπό τήν αστυνομία»....
Αι* έξσιρετικήν... ανικανότητα
ΣΤΕΡΑ άπό τρεις η μέρες. Πρωΐ: —Ή άπόλυσι του έπιθεωρητου Μπέιριμαααν! Ό Μπέριμαν απολύεται τής ύπηρεσίααας! Οί εφημεριδοπώλες άναστα τώνουν τους κεντρικούς δρό> μους τής Νέας Ύόρκης μέ τις πανηγυρικές φωνές τους: Πραγματικά: "Ολες οί ε φημερίδες στην πρώτη σελί δα τους και μέ τά μεγαλύτε ρα τυπογραφικά στοιχεία, α ναγράφουν τη συνταρακτική εΤ5ηισ ι: Ό αρχηγός τής α στυνομίας υπέγραψε χθές δια ταγήν άπσλύσεως τού αστυ νομικού έτιθεωρητού Κούκ Μπέριμαν. Εις τό αίτιολογικόν τής άποφάσεως αναγρά φεται δτι καταλογίζει εις τον έπ ιθεωρητήν έξαιρετ ικήν ά ν ικανότητα εις τήν άνακάλυψιν και έξόντωσιν τής περι βόητου σπείρας των υπονό μων. Άπό σήμερον ό Κούκ Μπέριμαν είναι ένας άοπλός ιδιώτης, ούδεμίαν πλέον σχέ σιν εχων μέ τήν αστυνομίαν καί τάς υποθέσεις της. Ουτος άπελύθη τής υπηρεσίας α ποστερηθείς των δικαιωμάτων του επί άποζημιώσεως ή συν τάξεως. ¥ * ¥ —Σάν τήν τρίχα - άπό τό προζύμι βγαίνει άπό τήν α στυνομία ό καημένος ό Κούκ, μουρμουρίζει μέ συμπόνοια ή Τζίν Άστορ, παρατώντας τήν έφημερίδα πού κρατάει στά χέρια της.
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
Ό Μάξ Μπώρ πού βρίσκε ται κοντά της δεν δείχνει νά στενοχωριέται: — Καλύτερα έτσι, Τζίν. Ό Μπέριμαν είναι ^καΐ συγγραφεύς.Δέν θα χαθή. Τά απο μνημονεύματά του νά γράψη μόνο, θά εχη δουλειά και πρόσοδο σ’ όλη του τή ζοσή! Το αστυνομικό επάγγελμα είναι πολύ—πολύ αχάριστο! Χίλιες επιτυχίες νάχης κάνη, τις ξεχνάνε δλες στην πρώτη αποτυχία σου. "Έστω κι" άν δεν φταις έσύ γι’ αυτήν... — Σύμφωνοι. Μά δεν έχουν νομίζω δικαίωμα νά τον α πολύσουν ,μέ τόσο άνεπανόρ θωτα προσβλητική κατηγο ρία: «Εξαιρετική άνικανότης» δεν είναι μικρό πράγμα. "Υστερα γιατί δεν τον απο ζημιώνουν; Καί γιατί τού κό βουν τή σύνταξι πού έτη εικοσ ιπέντε ολόκληρα χρόν ια γ ινόντουσαν κράτησε ι ς από τό μισθό του: Ό ντέτεκτί'β μουρμουρίζει συλλογισμένος: —Αυτό με παραξενεύει καί μένα, Τζίν. Πολύ υπερ βολικά καί αδικαιολόγητα πράγματα! — Θά πάμε νά τον συλλη πηθουμε, Μάξ; — «Νά τον συγχαρούμε,θά ήθελες νά πής, αγαπητή μου. — "Έστω, άλλά θά μάς δεχθή; ιΠροχθές έφυγε από δω έξω φρένων. Ό Μάξ Μπώρ σηκώνεται: — Θά ξεθυμώση, Τζίν.
Καί άνοίγοντας μιά ιμεγά λη ντουλάπα μέ δλα τά σύ νεργα των μεταμφιέσεων,
21
προσθέτει: — Μά τώρα έχουμε άλλη δουλειά. "Απόψε θά έγκατασταθουμε στο υπόγειο λημέ ρι τής συμμορίας μας. Μή πως τό ξεχάσετε μις... Γιολάντα; — ^ Κ άθε άλλο, ^ μ ίιστερ... Μπαρόζα! Χά, χά, χά! Καί ή δράσις αρχίζει
ΗΝ ΑΛΛΗ νύχτα μιά |μυ στηρ ιώδης άνδρική σιλου έττα γλυστράει στις υ πόγειες σκοτεινές σήραγγες των υπονόμων τής Νέας Ύόρκης. Κάθε τόσο σταματάει μπροστά στα Ανοικτά στό μια των μεγάλων άποχετευτι κών σωλήνων καί ιάφουγγράζε ται προσεκτικά. "Οταν δεν α κούει τίποτα., προχωρεί πά ρα κάτω: Στήν άλλη, στήν άλλη, στήν άλλη,.. Στέκεται όμως άφάνταστα τυχερός. ·Γιατί μετά από κα|μ μιά διακοσαριά μονάχα τέ τοιες «άκροάσεις», σταμα τάει μπροστά σέ μιά μπού κα, δείχνοντας μέ τις κινήσεις του πώς βρήκε αυτό πού ζη> τάει. Ό μυστηριώδης άγνωστος για μερικές στιγμές μένει τώρα άκίνητος μέ τό αυτί του στημένο στο άνοιγμα του όχεταγωγου. "Από τό βά θος φθάνουν γυναικεία γέλια καί τσουγγρίσματα πότη ριών. — "Εδώ είναι, ψιθυρίζει άναπνέοντας μέ ίκανοποίησι. Καί αμέσως,* κάνοντας χωνί V
Τ
*
4
1
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
22
τις -παλάμες του, φωνάζει σι γά: — Μπαρόζααα! Μπαρό ζααα! Ένας φίλος είμαι κοΛ θέλω να σε δώ... Άφουγγ,ράζεται πάλι καί ακούει τώιρα ησυχία. Τά γέ λια (καΓι τά τσουγγρίσματα των ποτηριών έχουν σταμα τήσει. Ό άγνωστος έπανα λαμβάνει κάπως πιο δυνατά: — Πρέπει νά δώ τό Μπαρόζα αμέσως. "Έρχομαι σόαν φίλος... Σχεδόν άμέσως, ένας πα ράξενος θόρυβος φθάνει στ5 αυτιά του. Σά νά κατρακυλάη κάτι μέσα στον ευρυχω ρο υπόγειο σωλήνα. Και νά: Σέ λίγες στιγμές ενα μικρό παράξενο αντικεί μενο φθάνει στο άνοιγμα του αγωγού. Στο μισοσκόταδο είναι άδύνατο νά τό περιεργαισθή κανείς καλά γιά νά τό περιγραφή. Μιά έκτυψλωτι κή λάμψι όμως πού βγαίνει ξαφνικά από αυτό, προδίνει ιήν ύπόΐστασί του: Εΐναι μιά ειδική τετράγωνη, φωτογραφι κή μηχανή με τέσσερις σκε πασμένους μεγάλους φακούς —έναν σέ κάθε πλευρά της —τοποθετημένους έτσι πού νά μπορούν νά ανοίγουν αυ τόματα καί νά φωτογραφί ζουν προς κάθε κατευθυνσι καί χωρίς σκόπευαι. Ή λάμ ψι δέν ήταν παρά τό «φλας» πού μπήκε αυτόματα καί αυ τό σέ ενέργεια, ταυτόχρονα μέ τό άνοιγμα των τεσσάρων Φακών. Ό άγνωστος βλέπει άμέοως τή φωτογραφική μηχανή
—(μόλις έξεπλήρωσε τον προ ορισμό της— νά τραβιέται γρήγορα πάλι στο βάθος του άγωγοϋ, ασφαλώς από τό αόρατο ηλεκτρικό καλώδιο πού τήν είχε βάλει σέ λει τουργίά. Δέν περνούν πάλι λίγες στιγμές καί^ή άκρη ενός γέ ρου σχοινιού φθάνει στο ά νοιγμα τού όχεταγωγοΰ πού μυρίζει άπαίσια. Σ’ αυτήν είναι δεμένο τώρα ένα μικρό πακετάκι. Ταυτόχρονα άκούγεται ά|ττό τό βάθος μιά ιβαρειά άνδρική φωνή: — Φόρεσε τό αδιάβροχο καί κρατήσου γερά άπό τό σχοινί... "Αν κρατάς όπλο μή τό πάρης μαζί σου. θά σέ σκ οτώσω· μ5 αυτό... ^ Ό άγνωστος,, βγάζει από τήν τσέπη του παντελονιού του ένα μεγάλο περίστροφο μέ μύλο, λύνει τό πακέτο, φοράει τό στεγανό άδιάβρο χο, πιάνεται γερά από τό χον τρό σχοινί καί φωνάζει σι νά: — Έτοιμος... Είμαι έτοι μος ! Το πάθος ^ τής έκδικήσεως
Ο ΣΧΟΙΝΙ αρχίζει νά τραβιέται καί ό άφοβος αυτός άνθρωπος βγαίνει σέ λίγο μέσα σέ μιά μεγάλη υπόγεια αίθουσα άμυδρά φω τισμένη. Μπροστά του άντικρύζει τον τρομερό Μπαρό ζα, τή σατανική φίλη καί συνεργάτιδά του Γιολάντα καί μερικούς όαπό τούς συμ-
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
μορΐτες του ττού τον δείχνουν μέ τις κάννες των πιστολιών τους. 'Ο Αρχισυμμορίτης Αφού βοηθάει τον άγνωστον έπισκέ τττη νά Ανασηκωθή και νά βγάλη το Αδιάβροχο, ύποκλ'ί νεται ιμέ ειρωνικό σεβασμό μπροστά του: — ΕΤμοοι ευτυχής, του λέει για τη μεγάλη τιμή που μου κάνει ή Απροσδόκητη· έπίσκε ψί σας, κύριε Αστυνομικέ έπιθεωρητά Μπέριμαν! Ή έμΦάνισι της φωτογραφίας πού σάς πηοαμε, ήταν για όλους μας μιά πολύ εύχάριστη έκπληξις!... Καί πραγματικά: Ό μυστηιο ιώδης Επισκέπτης δεν ήταν άλλος Από τον ψηΐλόλιννο 'Κούκ μέ το μεγάλο κεΦά λι και τίς Απέραντες πατού σες. — Λαμπρά! 5Αλλα δεν εΤμαι πια Αστυνομικός έπιθεω ρητής, Μπαρόζα, του Αποκ-οί νεται. "Ισως νοή^ορα — αν το θέλησης καί συ — νά πά ρω ένα ωευδώνυυο και να πάωω νά εΤιιςχι καί... Μπέοιμαν! Τήν Αδικία πού μου έκανε ό άοχηγός τής Αστυνομίας θά την πληοώση πολύ Ακιοιβά! *0 Μπαρόζα τον κυττάζε» κσχύποπτα: — Καί τι ζητάς Από μέ να, Πήτεοσον; — Τίποτα, του Απακοίνετοι 6 άλλοτε πανί'σχυοος Α στυνομικός. Έσύ υττοοεΤ- νά υου Γητήσης δ τι εΐνα’ δ^να τον νά σου π^σσΦεοω. *Ηοθσ νά γίνω βοηθό γ 'νάϊ συνεογά της σου. Άν δούμε πώς ται
23
4Ο Επιθεωρητής Μπέριμαν
ριόζουμε, μπορεί νά γίνουμε καί συνέταιροι. "Άνεργος εί μαι τώρα. Κάποια καινουρ^για δουλειά πρέπει νά βρω. "Έχω καί ένα κομπόδεμα α πό καμμιά εκατοστή χιλιά δες δολλάρια. Στή* διάθεσί σου καί αυτά, όπως καί γώ! Ή άμορφη σατανική Γιο λάντα, τον διακόπτει: ^ — Καί τί δουλειά (μπορείς νά κάνης έσύ έδώ; — Είκοσι πέντε χρόνια Α νώτερος Αστυνομικός, τής Α ποκρίνεται. "Έχω πεΤρα! "Ε χω φίλους Αστυνομικούς! Μπορώ νά μαθαίνω προκατα βολικά κάθε κίνηίσι τής Αστυνο μίας εναντίον σας. "Υστερα !ξέρω πώς σκεπτόμαστε καί πώς Ενεργούμε εμείς οί Αστυ νομικοί. 0ά μπορούσα νά εί μαι ένας πολύτιμος σύμβου
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
24
λός σου, Μπαρόζα. —Καί τί· σέ κάνει αίτιο α στυνομικός νά θέλης νά μπής στο συνάφι μας; τον ξαναρω τάει ή φίλη, του άρχισυμμορίτη,: — Ή έκδίκησι, μις Γιολάντα. Ή έκδίκησι για τό ά δικο! Τό μεγάλο άδικο ττού μουγινε! Ό άτταίσιος Μπαρόζα, ττού εξακολουθεί νά τον κυττάζη μέ δυσπιστία, μουρμουρίζει: — -έρω πώς έρχεσαι για σπιοϋνος_καί καταδότης, Μπέ ριμαν. ’Εσεΐς οί αστυνομικοί δεν άλλάζετε εύκολα τομάρι. — "Οχι διαμαρτύρεται ό Κούκ. "Ερχομαι σάν φίλος, σαν βοηθός... Θέλω νά ζήσω και γώ από τή «δουλειά» σας... λ— Πώς τά κατάφερες νά μάς άπ ο κάλυψης; τον οωτάει. — Τυχαία, Μπαρόζα...Γύ ριζα κάτω στους υπονόμους μη συναντήσω ικανέναν άπό τους άνθρώπους σου... 5Από τό στόμιο κάποιου σωλήνα άκουσα ' γυναικεία γέλια καί τσουγγρίσματα πότη ρ ιών . Ή πρώτη αποστολή
ΜΠ Α Ρ ΟΖ Α άγρ ι οκ υττάζει τή φίλη τοιτ —Γελοΰσες δυνα τά, τής λέει. ’Άν τό ξανακάνπς, θά πετάξω τό κουφάρ' σου στον υπόνομο! Τέλος, σά νά άλλαξε από τομα γνώμη, γυρίζει στον έκπτωτο αστυνομικό: — "Εστω... θά σέ δοκι μάαο, του λέει. Ό αρχηγός
τής αστυνομίας σέ πέταξε ά πό την υπηρεσία σάν «εξαι ρετικά άνίκανο». Κύτταξε τώρα νά φανής, εξαιρετικά Ικανός! — Ναί, του αποκρίνεται ό Μπέριμαν. Δέν έχεις παρά νά μου άναθέσης μιά δύσκο λη «δουλ ε ι ά» και θά δ ή ς ! Ό άοχισυμμορίτης τον προ ειδοποιεί: — Καί νάχης ύπ’ δψι σου πώς θά υπακοΰς τυφλά στίς διαταγές μου! Καί θά δέχε σαι αδιαμαρτύρητα τά πάν τα. Σύμφωνοι; — Σ ύ μ φωνο ι, Μπαρόζα. Ό κακούργος σφίγγει α μέσως τή γροθιά του τήν τι νάζει μέ άφάνταστη άρμη στο πρόσωπο του Μπέριμαν καί τον ρωτάει: — Είπες τίποτα; — "Οχι, του αποκρίνεται εκείνος. -—- Μήπως έχεις καμμιά άντίρρησι; — Καμμιά. Ό Μπαρόζα του δίνει τώ ρα δεύτεοη γροθιά: — Τώρα; Μήπωο θύμο οες ή στενοχωρήθηκες; Τό αίμα κατεβαίνει σάν χείμαρρος άπό τή μύτη του Μπέριμαν. Τά κρύσταλλα των συρματένιων γυαλιών του έχουν γίνει κομμάτια. “Όμως καί πάλι του άποκρίνεται: —"Οχι. ^ΕΙσαι ό άρχηγός μου. Μπορείς νά μου κάνης ο,τι θέλεις. Καί νά μέ σικοτώσης άκόμα! Ό άρχισυμμσρίτης παύει νά τον «δοκιμάζει» καί του έ-
ξηγεϊ;
-—· "Έχω πληροφορίες πώς και κάποιος άλλος ήρθε και έστησε τό κρυφό λημέρι τής συμμορίας του εδώ κοντά στους υπονόμους. Έχει μετσμφιεστή ίδιος σαν καί μέ να. "Έχει μαζί του μιά γυναί κα, μεταμφιεσμένη καί αυτή σάν τη συντρόφισσά μου ! Δεν ξέρω τί σκοπό έχουν ό λα αυτά... Πολύ φοβάμαι πώς ο ψευτοσωσίας μου αυ τός είναι ένα παλιόσκυλο πού τον ξέρεις καλά... — Ποιος; — Ό Μάξ Μπώρ. — Ό ντέτεκτιβ 1; κάνει χαμένα ό Μπέριμαν. Ό Μπαρόζα είναι σύντο μος: — Θ’ άνακαλύψης αμέσως την κρυψώνα του καί θά τον ξεγελάσης νά πέση στά ^χέ ρια μου. Τά παρακάτω είναι υπόθεσι δική μας. Κατάλα βες; Αυτή είναι ή πρώτη «δουλειά» πού σου αναθέτω. "Αν δεν φερθής τίυια θά εί ναι καί ή τελευταία. Ή τε λευταία τής ζωής σου! Ό Κούκ συμφωνεί: ^ —* Λαμ πρ ά!... Πρόσεξε μόνο νά μην ύποψιαστή κανείς τις μυστικές σχέσεις μας. τΑν γίνη αυτό, κανένας άστυ νομικός δεν θά μ εμπιστεύ εται πιά! "Έτσι δεν θά μπο ρέσω νά σάς βοηθήσω όπως πρέπει... 3
Ό απαίσιος Μπαρόζα τον σπρώ χνε ι βάν αυσ α: — Γκρεμοτσακίσου! Συμ βουλές καί υποδείξεις δεν μου χρειάζονται!...
Απίστευτη συμπαιγνία
Ε ΑΙΓΑ λεπτά τής ώ ρας ό Μπέριμαν ^βρί σκεται πάλι κάτω σ^όν υπόνομο. -αναπαίρνει τό πιστόλι καί συνεχίζει την πορεία καί τις αναζητήσεις του. Μπροστά στ3 ανοίγματα των όχεταγωγών σταματάει καί άφουγγράζεται προσεκτι κά, όπως καί πριν. Πρέπει ν3 άνσκαλύψη τώρα τό κρησφύ γετο του Μάξ Μπώρ. Ό Μπα ρόζα είναι αδύνατο νά λέη ψέματα. Δεν έχει κανένα λό γο νά τό κάνη. "Ομως τη δεύτερη αυτή φο ρά δεν στέκεται τυχερός ό πως τήν πρώτη. Σέ περισσό τερες από πεντακόσιες μ πού κες σταματάει καί βάζει αυ τί, χωρίς νά άκούση κανένα θόρυβο... Τίποτα τό ύποπτο. -αφνικά τά ρυθμικά βήμα τα μιάς αστυνομικής περιπό λου άκούγονται νά πλησιά ζουν. Ό Μπέριμαν συνεχίζει τό δρόμο του χωρίς νά δείξη τήν παραμικρή ανησυχία. "Οταν διασταυρώνονται, ό επικεφαλής αξιωματικός ρι χνει τό φως ενός ηλεκτρικού φαναριού πάνω του. Βλέπει ποιος είναι καί τον χαιρετάει στρατιωτικά, χωρίς νά σταμα τήση. Τί νά συμβαίνη άρα γε; Μήπως δεν έχει πληροφο ρηθή όκόμα τήν άπόλυσί του; Μά είναι ποτέ δυνατόν; Έδόο βούιξαν οί εφημερίδες! Σέ λίγες στιγμές τό ποδο βολητό τής περιπόλου χάνε ται στο βάθος τής υπονόμου. Ό Μπέριμαν συνεχίζει γιά
Σ
26 λίγο άκρμα τις Αναζητήσεις του. Γρήγορα δμως βλέπει α πό τις σιδερένιες σχάρες πού βρίσκεται ψηλά στους δρό μους, πώς αρχίζει σιγά—σι νά νά ξημερώνη. "Έτσι, άναγ κάζεται νά διακόψη, γιά την άλλη νύχτα, την ερευνά του. Και ξαναγυιρίζοντας στο ίδιο κρυφό άνοιγμα απτό δπου εί χε κατέβει, ξαναβγαίνει στον έπάνω κόσμο. Τέλος προχα>ρεΐ .μουρμουρίζοντας σά νά παραιμιλάη: — Γ ιά νά πετύχω τό σκο πό μου δεν πρέπει νά λογα ριάσω κανέναν. θά ξεγελάσω και αυτόν ακόμα τον Μάξ Μπώρ και θά τον παραδώσω στά ,χερια του Μπαρόζα.Ας χσθή ένας άνθρωπος γιά νά σωθούν τόσοι πού βρίσκον ται σκοτωμένοι κάθε μέρα κάτω στούς υπονόμους. Μο νάχα έτσι ό Μπαρόζα θά άποκτήση εμπιστοσύνη· γιά νά μέ κάνη συνεταίρο του καί νά μπορέσω νά τον εξοντώσω. Άλλοιώς τό μεγαλεπήιβολο σχέδιό μου είναι καταδικα σμένο σε αποτυχία. Καί τότε μιά διέξοδος υπάρχει γιά μέ να: Νά γεμίσω μέ σφαίρες ιό άδειο μου κεφάλι. Θά πά ρω καί τον άρχηγό τής άστυ νρμίας στο λαιμό μου! Τρο μερές θά είναι οί συνέπειες πού θάχη νά άντιμετωπίση υέ την εικονική άπόλυσι πού τον έπεισα νά μου κάνη! ’Άν μαθευτή ή συμπαιγνία αυτή μ5 έναν υφιστάμενό του, πρέπει κΓ εκείνος νά αυτοκτονήση! Καί συνεχίζοντας τούς συλ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
λογισμούς καί τό παραμιλη τό του καταλήγει: —Λυτή τη φορά πιρέπει νά άφήσω τούς συναισθημα τισμούς στήν μ| πάντα. Αφού εγώ ό ϊδιος παίζω κορώνα— γράμματα τή ζωή ιμου, θά ήμουν πολύ ανόητος νά λο γαριάσω τή ζωή των άλλων. Θά εξοντώσω τή συμμορία των υπονόμων, έστω καί άν πρόκειται νά έγκληματίσω. Νά μη μέ λένε Κούκ άν δέν καταφέρω νά ξεγελάσω ^ τό ντέτεκτιβ καί νά τον ρίξω στο στόμα του λύκου Μπαρό ζα! Τί έχω νά τού θυμηθώ; Τις είρωνίες, ή τις προσβο λές του; "Υστερα καί αυτό πού κάνει τώρα ατιμία δέν είναι; Φτιάχνει συμμορία, με ταιμφ ιέζεται σέ ,Μπαρόζα,.κ ι5 εγώ δέν ξέρω τίποτα. Φίλος λοιπόν είναι αυτός ή φίδι φαρμακερό ; Τά σχέδια τοϋ Μάξ Μπώρ
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ λημέρι τους ό ντέτεκτιβ καί ή δημοσιογράφος μεταμ φιεσμένοι, ό ένας σέ Μπαρόζα καί ή άλλη: σέ Γισλάντα,άκού νε τό πρωί τις αστυνομικές ειδήσεις τού ραδιόφωνου. — Είδες,^ Τζίν... Ή Μεξικάνα τον διακό πτει : — Είπαμε πώς θά ξεχάσουμε τά Τζίν καί τά Μάξ, άναπητέ «Μπαρόζα». Ακόμη καί μόνοι μας δταν είμαστε..^. Κακοσυνηθίζουμε καί θά σοΰ ξεφύγη καμμιά φορά νά μέ πής Τζίν καί ,μπροστά σέ κά
ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ
27
Τό φάντασμα Μρχεται άθόρυβα από πίσω και κτυπάει τον Μπέριμαν στο κεφάλι.
ποιον πού νά ιμή πρέπει. Κα τάλαβες; — Ναί, «Γιολάντα»! Και συνεχίζει: — Τό ραδιόφωνο δεν άναφ-έρει σήμερα την άνεύρεσι κανενός πτώματος στους υ πονόμους. Αλλά, γιά πες μου, γιατί σκάρωσες αυτό τό μασκάρεμα, τό δικό σου καί τό δικό μου; ^ Μάξ Μπώρ τής έξηγεΐ »μέ κάθε λεπτομέρεια τό σχέ διό του... Ό Μπέριμαν αΙχμάλωτος
ΗΝ ΑΛΛΗ νύχτα ό έπιθεωρητής Μπέριμαν — τώρα δέοουμε πιά πώς δεν εχει καθαιρεθή— ξανοοκα
τεβαίνει στις υπόγειες σή ραγγες των υπονόμων. Είναι αποφασισμένος οπωσδήποτε νά άνακαλύψη τό κρησφύγετο τής ψευτοσυμμορίας τού Μάξ Μπώο πού λογαοιάζει νά τον άνταλλάξη με την εύνοια καί την εμπιστοσύνη τού τρομε ρού Μπαρόζα. Αρχίζει , νά άφσυγγράζε ται τά στόμια των όχεταγω γών, χωρίς πάλι κανένα απο τέλεσμα. Καί προχωρεί συνε χώς καί πελαγοδρομεί μέσα σ’ αυτό τό σκοτεινό κι* άτέλειωτο υπόγειο λαβύρινθο! Περνούν άρκετές ώρες έτσι καί κοντεύουν πιά μεσάνυ χτα.,,
28
-αφνικά, κάνοντας νά στρί ψη σέ μια διακλάδωσι των τούννελ πέφτει ξαφνικά πάνω σέ μια ένεδρα. Ό ^Μπέριμαν ετοιμάζεται για δράσι. — Λαμπρά και ψηλά τά χέρια! "Οποιος δεν τά άνεβάση, πεθαίνει! Οι τέσσερ ι ς συμμορίτες σηκώνουν τά ^έρια τους. — Ποιοι εισαστε έσεΐς, τούς ρωτάει άγρια. "Ενας άπ’ αυτούς του άποκρίνεται: — "Ανθρωποι τού Μπαρόζα! — Εκτελώ διαταγή του άοχηγού σας, τούς λέει. Χθες τή νύχτα μέ είχε δεχτή στο υπόγειο κρησφύγετό του... Ό συμμορίτης παραξενεύ εται : — Λάθος κάνατε, κύριε. Ό Μπαοόζα δεν δέχτηκε κα νέναν χθες τή νύχτα. "Υστε ρα τό πόστο -μας δέν είναι υ πόγειο... Ό Μπεοιμαν τον άκούει και τό ποόσωπό του παίρνει ξαφνικά εκφρασι τρελλής χα ράς. Προτείνει πιο απειλητι κά κατά πάνω τους τό πιστό λι και διατάζει: — Λαμποά καί... κάτω τά χέρια! "Οποιος δέν τά κα τεβάση, πεθαίνει. "Ατό τή χαρά του δέν ξέ ρει τί λέει! "Εχει καταλάβει πώς οί άνθίρωποι πού έχει μπροστά του εΐναι οί ψευτοσυμυοοΐτες. Και ό Μπαοόζα ό άοχηγός τους: ό μεταμφιεσμένος Μάξ Μπώρ! Που δυο νύχτες
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
τώρα έχει ξεποδαριαστή νά ψάχνη γιά νά άνακαλύψη τό κρησφύγετό) του. 'Κι5 ενώ κάνει αυτές τις σκέψεις οί συμμορίτες τον α φοπλίζουν, λέγοντάς του βά ναυσα : — Εμπρός... Πάμε, παλιό σκύλο! Δέν προφ'θαίνουν δμω^ νά κάνουν λίγα βήματα, όταν γρήγορο ποδοβολητό άκουγεται νά πλησιάζη. Τέσσερις άλλοι άνδρες μέ περίστροφα στά χέρια φθάνουν αλαφια σμένοι : — 5Αφήστε τον, φωνάζουν άγρια. Ό Μπαρόζα θέλει νά τού πσοσδώσουμε τον άνθρω πο αυτόν! —Ποιος Μπαρόζα; κά νουν μέ άπορία οί πρώτοι συμμορίτες. Στον Μπαρόζα τον πηναίνουμε καί μεΐς... — Τότε από δώ, φωνάζουν οί δεύτεροι. ^— "Οχι, από δώ εΐναι το πόστο μας φωνάζουν πάλι οί πρώτοι. Καί άοχίζουν νά τοαβάνε μέ λύσσα τον Μπεοιμαν, γιά νά τον απόσπαση ή μιά τε τράδα άπό την άλλη. — Λαμποά! κάνει ό έπιθεωοητής. Κανένα μαχαίρι δέν έχετε, βρε παιδιά, νά μέ... κόβετε στή μέση; Τό κακό δμως συνεχίζεται καί οί δυο παοατάξειο τών συυυοοιτών τοαβάνε τά πι στόλια τους και αρχίζουν νά πυοοβολούν. Μιά άατυναυική περίπολος Φθάνει το έχοντας καί οί οκτώ συμμορίτες βρίσκονται σέ λί
ΙΏΝ ΥΠΟΝόΜάΝ
γες στιγμές μέ τά χέρια ψηη λά. — Τί συμβαίνει, κύριε έπιθεωρητά; ρωτάει τον Μπέ ριμαν ό επικεφαλής άξιωματι κός. Ό Κουκ τοΰ δείχνει τους τέσσερις πρώτους συμμορί τες: — Έγώ θέλω να πάω μέ τά «παιδιά» από δώ... Και δείχνοντας τούς άλ λους τέσσερις προσθέτει: — Καί αυτοί οί «κύριοι» θέλουνε καλά καί σώνει νά πάω μέ κείνους... Δεν προφθαίνει νά τελείω ότι τά λόγια του καί οί δυο ομάδες των συμμοριτών, το βάζουν ατά πόδια προς αντί θετες κατευθύνσεις. Ό Μπέριμαν παρατάει την περίπολο καί τρέχει σάν τρελλός πίσω^ από την τετρά θα πού τον είχε πιάσε{ πρώ τη. ’Άν τούς χάση, πώς θά μπορέση νά άνακαλύψη τό λη μέρι τού Μάξ Μπώρ; Ευτυχώς πού οι συμμορίτες δεν τρέχουν πολύ γρήγορα καί ό Κούκ άνοίγοντας τά τεράστια κανιά του, καταφέρ νει νά τούς φθάση: — Πιάστε με, τούς διατά ζει. Πιάστε με γιατί θά σάς συλλάβω εν όνόματι τοΰ Νό μου! .... Έκεΐνοι δμως πριν τον ξα ναπιάσουν αυτή τη φορά κά νουν κάτι πολύ πρακτικό:Τον κτυπουν στο κεφάλι μέ τίς λαβές τών πιστολιών τους καί τόν σωοιάζουν αναίσθητο κά Τω. "Υστερα τόν φορτώνεται
4Η δημοσιογράφος Τζιν "Αστορ
ό πιο σωματώδης στη ράχι του καί ξεκινάνε βιαστικοί... Στο άντρο του άλλου Μπαρόζοε
ΝΑ κανάτι κρύο νερό στο πρόσωπο, κάνει τόν αναίσθητο Μπέριμαν νά συνέλθη, Κυττάζει μέ ά πορία γύρω του καί βλέπει πώς βρίσκεται σ' ένα Ισό γειο ευρύχωρο δωμάτιο μέ κλεισμένο τό παράθυρο καί την πόρτα. Μέσα σ5 αυτό βρίσκονται οί τέσσερις συμμορίτες. Καί μπροστά του στέκει βλοσυ ρός ένα Μπαρόζα, ϊδος καί άπαράλλαχτος μέ τόν άλλον πού είχε συναντήσει την προη γούμενη νύκτα. —- 'Έ, Μπέριμαν, του κά*
Ε
ιό ΦΑΝΤΑΣΜΑ
νει ιμέ σαρκασμό. Αττό την αστυνομία σε πετάξανε μέ τις κλωτσιές. Τι ζητάς λοι πόν καί τριγυρίζεις στον υ πόνομο; Ό Κούκ τον κυττάζει καί χαμογελάει: — Εσένα ζητούσα κύριε... Μάξ Μπώρ, του αποκρίνεται. Αφησε τα λοιπόν αυτά καί μένα δεν μέ γελάς... Χθες τη νύχτα ήμουνα μέ τον Μπαρά ζ® | ’Έκεΐνος παρατάει το βλο συρό ύψος του καί χαμογε λάει ψιλικά: — Μέ κατάλαβες λοιπόν, Κούκ; "Ώ /μα εΐσα* φοβερός άνθρωπος! ζέρεις πόσοι ξε γελαστήκανε μέ τη μετοομφίεσί μου; Ό έπιθεωρητής βλέπει ξα ψνικά καί καθυστερημένα πως μέσα στο δωμάτιο βρίσκεται καί μια γυναίκα. — Βρέ Τζίν, τής λέει.Πώς τά κατάψερες νά γίνης ίδια καί άπαράλλαχτη μέ τη Γιολάντα; Ή νέα δμως δέν προφταίνει νά του άποκριθή γιατί ό συν τροφός της ρωτάει: — Λοιπόν, Κούκ; .Ποιος καλός αέρας σ’ έφερε κατά τά λημέρια μας; — "Έμαθα πώς βρίσκεσαι έδώ, Μάξ. Δέν ξέρω τό λόγο πού σ" έκανε νά σκαρώσης σ.ϋτή την ψευτοσυμμορία. Φαντάζομαι δμως πώς ό σκο πός σου θά είναι νά έξοντώ Οης τον Μπαρόζα. "Έτσι; — Φυσικά... — -έχασα λοιπόν τίς πα ρεξηγήσεις μας, καί ήρθα νά
σέ βοηθήσω, αγαπητέ φίλε! Χθές τυχαία άνεκάλυψα το κρυφό υπόγειο λημέρι τού απαίσιου άρχισυμμορίτη. ’Άν δέν τό ξερής, καί θέλεις νά συναντηθής καί νά χτυπηθής μαζί του, μπορώ νά σέ πάω καί αυτή τη στιγμή... Πάμε λοιπόν; Στη βράσι κολλάει τό σίδερο, πού λένε. Τά μάτια του δεύτερου Μπαρόζα λάμπουν από άγρια χαρά καθώς τον ρωτάει: — Βρίσκονται πολλοί μέ σα στο πόστο του; Ό Μπέριμαν, πού θέλει νά τον παρασύρη για νά τον παραδώση στο Μπαρόζα, τόν καθησυχάζει: ^ — Μπάαα! Μονάχα αύ τός Λκαΐ ή Γιολάντα. Οί συμ μορίτες του μένουν στο υ πόγειο τού πλαϊνού κτιρίου! Μέχρι ναρθουν για βοήθεια, έμεΐς θάχουμέ τελειώσει τη δουλειά μας... Πάμε λοιπόν, Μάξ; —Πάμε... Στο στόμα τοΟ λόκου
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ άντρο τού Μπαρόζα πού ό Μπέριμαν είχε έπισκεφθή χθές τη νύχτα, μεγάλες προετοιμασίες γίνονται. Οί τέσσερις συμμορίτες του, πού είχαν γυρίσει ύστερα άπό την περιπέτεια τους μέ τούς άλ λους τέσσερις πού είχαν αρ πάξει^ Τον έπι θεωρηττ}, έχουν πή τά καθέκαστα στον αρχη γό. ΚΓ αυτός ξέροντας πως ό Μπέρΐίμαν θά τού φέρη σέ λίγο τόν αντίπαλό του» άπο
Σ
ΐΛΝ Υ06Ν0ΑΑΛΝ
φασίζει νά μή τον δεχθή ε κεί. Και νά: ό Κούκ δεν άργεΐ νά φθάση μπροστά στο στό μιο τοΰ όχεταγωγοΰ πού οδηγεί στο κρησφύγετο του άτταίσιου άρχισυμμορίτη,. -— Έδώ είναι Μάξ, λέει στο συνοδό του. Οί άνθρωποί σου πού μάς άκολούθησαν, νά κρυφτούν κάττου απόμερα και νά περιμένουν. ’Άν τούς χρειαστούμε, θά βγω εγώ έ ξω νά τούς καλέσω. Και πλη σιάζοντας τό στόμα του στο άνοιγμα του σωλήνα, φωνά ζει σιγά: — Έ, Μπαρόζα... Εγώ είμαι, ό Μπέριμαν. "Έρχομαι μ" έναν καλό φίλο πού θέλει νά σου μιλήση γιά κάτι πο λύ σοβαρό. Π έταξε τό σχοι νί νά μάς τραβήξη επάνω. Και νά: Σε λίγες στι γμές ό γνωστός θόρυβος της φωτογραφικής μηχανής πού κατρακυλάει, ξανακούγεται. Και σε λίγο φθάνει καί στα ματάει -μπροστά τους στο ά νοιγμα τού άποχετευτικού σωλήνα. Ό δεύτερος Μπαρόζα ένερ γεΤ μέ καταπληκτική ταχύτη τα: ~ Βγάζει άπό την τσέπη του μ<ά μικρή ωρολογιακή βόμ βα, γυρίζει τό ρυθμιστή της καί τή δένει στο καλώδιο τής φωτογραφικής .μηχανής. Ό Μπέριμαν βλέπει όλες αυτές τις κινήσεις καί κατά λαβαίνοντας πώς ή έξόντωσι τοΰ Μπαρόζα καί τής συμμο ρίας του μέ τήν ωρολογιακή βόμβα, θά δοξάση» τον Μάξ
Μπώρ, άρπάζει μέ βιάσι ρό καλώδιο, τό σπάζει τραβών τας το μέ δύναμι καί πετάέι όσο μπορεί πιο μακρυά τή βόμβα μαζί μέ τή φωτογρά φική μηχανή. Ταυτόχρονα τού ξεφεύγει καί φωνάζει στο σωλήνα ει δοποιώντας τον κακούργο: —Τό νού σου Μπαρόζα. Θέλει νά σέ σκοτώση! Τήν ίδια στιγμή μιά τρομα κτική γροθιά πού δέχεται στο πρόσωπο, κάνει τά μάτια του νά δούν... φαντασμαγορι κά βεγγαλικά. Ό δεύτερος Μπαρόζα τον είχε κτυπήσει μέ φοβερή λύσσα καί μανία. Μά ό Μπέριμαν δέν είναι άπό τούς ανθρώπους πού μπορεί κανένας νά τούς κακομεταγειρίζεται χωρίς συ νέπειες. — Λαμπρά I μουγγρίζει σάν πληγωμένο θεριό καί τοΰ άνταποδίδει τή γροθιά στό πρόσωπο, μέ μεγαλύτερη ορ μή καί δύναμι! Τήν Ιδια στιγμή τρομακτι κή εκρηξις άντηχεΐ στήν υπό γεια θολωτή σήραγγα. Ευτυχώς πού ό Μπέριμαν τινάζοντας τήν άνοικονόμητη χερούκλα του, είχε καταφέ ρει νά πετάξη αρκετά μακρυά την ωρολογιακή βόμβα. Καί δέν τούς κτύπησαν παρά μονά χα τά νςρά τού βούρκου πού τινάζονται στον άέρα. Στό μεταξύ οί τέσσερις συμμορίτες τού ψευτομπαρό^ζα πού είχαν τραβηχτή σε αρκετή άπόστασι, άκοΰνέ τήν έκρηξι καί τρέχουν νά βο ηθήσουν τον άρχηγός τους.
§2
Μά δεν προφθαίνουν νά κά νουν ■μερικά βήματα δταν,σάν δαίμονες της κολάσεως, ξεπε τάγονται μπροστά τους ένας άνδρας και μιά γυναίκα. Χύ νονται μέ λύσσα επάνω τους καί ιμιά φοβερή πάλη άρχίζει. Ό δεύτερος Μπαρόζα πα ρατάει τον Μπέριμαν καί βγάζοντας το κλεφτοφάναρό του ρίχνει τό φως προς τό μέρος τους γιά νά δή ποιοι είναι οί άναπάντεχοι έπιδρο μ εΐς. Ό Μπέριμαν εκμεταλλεύε ται κεραυνοβόλα την περί πτωσι τής προσοχής τού αν τιπάλου του. Μέ άφάνταστα γιρήγορη.· κίνήαι τραβάει από τή^ ζώνη του τό πιστόλι καί του δίνει ά)μέσως τρομερό κτύπημα στο κεφάλι: ^ —- Λαμπρά, Μάξ! 5Αλλά δεν ύποφέρεσαι πιάί Έκεΐνος πού δέχεται τό κτύπημα χωρίς νά τό περι μένει, βγάζει ένα πονεμενο βογγητό καί σωριάζετα* κά τω βαρύς καί αναίσθητος. Λίγο πιο πέρα άγνωστος άνδρας μέ τη γυναίκα, έξακο λουθούν νά κτυπιώνται μέ τούς δυο μόνο από τούς τέσ σερις ψευτοσυιμμορΐτες πού έχουν ,μείνει ορθοί. ~:ο:μαν παρατάει τον αναίσθητο αντίπαλό του και τρέχει κοντά τους περίεργος, Τη στιγμή εκείνη τό άγνω στο ζευγάριι σωριάζει κάτω καί τούς δυο τελευταίους αντιπάλους του. Ό έπιθεωρητής μόλις φθά νει πολύ κοντά καί ξεχωρί-
,
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ _________
...
---- „ --------■ ,
ζει στο μισοσκόταδο τά προ σωπα τού άνδρα καί τής γυ ναίικας, μένει άπόταμα άκίνητος σά νά τον κτυπησε κε ραυνός στο κεφάλι. Γιά λί γες στιγμές τούς κυτ^άζει μέ μάτια έτοιμα νά ξεπεταχτούν ^άπό τις κόγχες τους. Ένώ νόμιζε πώς πρΚ λί γο είχε κτυπησει στο κεφά λι καί σωριάσει αναίσθητο κάτω τον Μάξ Μπώρ, μεταμ φιεσμένο σέ Μπαρόζα, τον άντικρύζει τώρα μπροστά του ολοζώντανο, μαζί μέ τη Τζίν λΑστορ. — Σατανά, τού φωνάζει άγρια, μόλις συνέρχεται άτ πό τήν πρώτη έντύπωσι. Πά λι ήρθες νά μού χαλάσης τή δουλειά; Πάντα εμπόδιο λοι πόν θά βρίσκεσαι μπροστά μου; Καί πριν προλάβουν εκεί νοι νά τον συγκρατήσουν, τούς δίνει από ένα τρομερό κτύπημα στά κεφάλια μέ τή λαβή τού πιστολιού πού κρατάει. Ό ντέτεκτιβ καί ή δημόσιό γράφος χάνουν τις αισθήσεις τους καί σωριάζονται κάτω. Τήν ϊδια στιγμή όμως κά ποιος άγνωστος σκεπασμένος μέ άσπρη κουκούλα σάν φάν τασμα, φθάνει αθόρυβα πίσω του καί μ* ένα χοντρό ξύλο πού κρατάει στο χέρι, τον κτυπάει κι3 αυτός στο κεφά λι. Ό Μπέριμαν πέφτει καί μένει ακίνητος κάτω, ένώ τό «φάντασμα» σκύβοντας τραβάει από τήν τσέπη του ένα ζευγάρι χειροπέδες, ι:α ν αγυρίζει αμέσως πίσω, φθά
33
ΤΗΝ ΥΠΟΝΟΜΟΝ
νει έκεΐ ττού βρίσκεται πε σμένος 6 δεύτερος Μπαρόζα, ξανασκύβε\ και χΊς ττε-ρνάει ατά χέρια του1... "Υστερα φεύγει τρέχοντας καί έξαφα νίζεται στό βάθος τής υπό γειας σήραγγας..· *
¥
¥
"Οταν φθάνουν οι άνδρες τής άστυνο,μ ΐικής πεοιπόλου, συνεφέρνουν τον Μπέριιμαν, τή Τζίν καί τον ΜάΕ Μπώρ καί περνάνε χειροπέδες στους τέσσερις άναίσθητους συμμο ρίτες. Ό επικεφαλής δείχνει στον Μπέριιμαν τον Μπαρόζα πού ατό μεταξύ έχει συνελθεί καί του αναφέρει: — Αυτόν τον βρήκαμε μέ χειροπέδες, κύριε έπιθεωρητά. Ό Κούκ ρωτάει χαμένα: — Λαμπρά, παιδί μου! Άλλα ποιος είναι αυτός ό κύριος; Στην έοώτησί του άποκρίνεται ό Μάξ Μπώρ: — Ό Μπαοόζα, αγαπητέ Μτέριμαν. Ό πραγματικός Μπαρόζα. Ό έπι θεωρητής γυρίζει κυττάζοντας χαμένα καί τό ντέτεκτιβ: — Κι’ έσύ ποιος είσαι; τον ρωτάει. Τοΰ αποκρίνεται τώρα ή Τζίν. Τ Ε
— Ό ψευτο - Μπαράζα , μαιτρ! Καί γώ ήΛ... γοητευ τική Γιολάντα. Μάς ξέχασες από χθες τή νύχτα πού συ ναντηθήκαμε μεταμφιερμ ένοι; Ό Μάξ Μπώρ σφίγγει θερ μά τό χέρι του έπιθεω ρητού: — Τά συγχαρητήοιά μου, Μπέριιμαν. Ή μεγάλη αυτή αστυνομική επιτυχία οφείλε ται σέ... λάθος δικά σου! Αντί νά πάς έμενα στό στό μα του «Λύκου» δπως νόμι ζες πώς έκανες, έφερες τό «Λύκο» στό στόμα τό δικό μου! Χά, χά, χά, χά!.. Ό έπι θεωρητής δαγκώνει τά χείλια του καί νιά νά άλλάξη κουβέντα ρωτάει: — Καί μένα ποιος μέ χτύπησε άπό πίσω στό κε φάλι; Μήπως ό Υδιος πού φόοεσε τίς χειροπέδες καί στον Μπαοόζα; Ή έοώτησί του μένει χω ρίς άπάντησι. Τήν Υδια όμως στιγμή ό διαβολεμένος Γιούπύ, πού τρέχει αλαφιασμέ νος γιά νά γυρίίση στό διαίμέ ρισμσ του Μάξ Μπώρ, /μουρ μουρίζει : — Καλά πού πήγα! ’Άν δεν ήμουν έγώ, τίποτα δεν θά κάνανε μονάχοι τους. "Άσε πού θά μου φάνε καί τά λύ τρα! Ο Σ
ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΙΟΣ Αποκλειστικέτης: Γεν. Εκδοτικού Επιχειρήσεις 0.Εβ
ΔΕΚΑ 13 Τ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΑΟΙΪΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΟΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραψεΐα: *Οδός Λέκκα 22 — *Αριθ. 4 — Τιμή δραχμαΐ 2 Δημοσ[ονραφ ιικιός Δ^ντής: Στ. 'Ανεμοδουράς, Φαλήρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηβασιιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιώδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι
ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΑΛΛΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ έχουν κυκλοφορήσει αστυνομικά αναγνώσματα μέ τή ζωή, τή δράσι και τις περιπέτειες του διάσημου Έλληνοαμερικανου ντέτεκτιβ
ΜΑΞ ΜΠΩΡ καί τής θρυλικής Μεξικανής δημοσιογράφου
ΤΖΙΝ ΑΣΤΟΡ μέ τον απερίγραπτο άστυνομικό έπιθεωρητή ΜΠΕΡ1ΜΑΝ
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ θά κυκλοφορήση ένα πραγματικό άριστούργημα του «ΔΕ ΚΑΤΡΙΑ», που έχει την πρώτη κυκλοφοοία σέ ολόκληρη την Ελλάδα., μέ τον τίτλο:
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟΜ ΑΔΗ Συγγραφεύς ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Κανένας δέν πρέπει νά μείνη χωρίς νά τό διαβάση.
Ή Ή IΉ 77 *·2
ΑΜ0Ρ9ΠΕ! ΓΥΡΝΑ ΣΤΗ ΓΗ ΣΟΥ· ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ πΑ/ΑΜβ/ ΣΗΜΑΤΑ Α/70 Α/£ΡΧΟΜ£ΜΟ ΤΤΑΑΗΗΤΟπ/) Ο/ Ο ΑΡβ/ΛΜΗΙ ΠΡθ6Λ6ΥΣ£9Χ . .
Μ£ ΤΗΜ ΤΗΛΓΟΡΑΣΗ Ο ΤΖ9Μ ΜΤΊΑΑΤΟ/Υ Α/ΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΗ ΙΣΤΟ ΡΙΑ ΤΟΥ. . Η ΠΟΑ6/ ΜΑ ΜΑΜΗΣ ΛΑΘΟΣ ΖΉΣ 4ΙΑ7ΉΣΤΆ ΖΕΙΣ ΣΟΥ· .
ΑΤϊο τογβε
απόπειρες ΕΜΑ/ΥΤ/ΟΜ ΗΟΙ ΤΙ ΑΛΛΗ ΕτΗγΗ ΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΜΑ Σ9ΣΗ ΜΑΜΕ/Σ
ΠΑΜΤ91 ΤΤΡ/Μ 4ΡΖΗΣ ΑΜΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΓΗ; ΑΜΟΥΣΕ ΜΑ ΣΟΥ Μ9. · Ο ΑΡΗΣ . ΕΓ7/ΜΟ/Μ9ΜΗ2Ε ΓΜΠΟΡ! ΛΑ Μ6 ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΜ 21Τ Α/9ΜΑ , Λ/9/ Ο 77Ρ9ΤΟΖ ΕΠΙΗΟ/Μ2 ΜΗΓΑΙ Η ΤΑΜ 71ΡΟΓΟΜΟΣ ΜΟΥ . . Η ΤΑΜ Ο ΣΟΆΟΥΜ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
. 'Λ 0
'
V
1 ®Γ· 55ίτ / \
■|Μ ^
V.
.
ΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΔΗ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Νυκτερινή περιπέτεια
ΟΝΤΕΥΟΥΝ ,μεσάνυ ικτα. Μια μαύρη άνοικτή «κούρσα φρενάρει αθόρυβα κον τά ατό ιμανδρότοιχο της έρηιμι κη-ς βίλλας του ντέτεκτιβ 'Πώλ Ντούμαν. Ή πόρτα του αυτοκινήτου ανοίγει αργά και προσεκτικά. "Ενας νέος ψηλός άνδιρας βγαίνει εξω κι5 άναμε τράει μέ ιμιά ιματιά τό ύψος τής μάνδρας. Στέκει γιά λί γο αναποφάσιστος και συλλο γισμένος... Τέλος, .μέ σβελτά-
δα πιθήκου, σκαρφαλώνει στο μανδρότοιχο και πηδάει σάν κλέφτης στον κήπο. Ό Ντίκ, τό ήμερο κυνηγετι κό σκυλί του Πώλ Ντούμαν, τον υποδέχεται σιωπηλός κου νώντας φιλικά την ουρά του. Ό άγνωστος άνδρας τον χαϊ δεύει και προχωρεί αργά, πα τώντας στις υυτες των παπου τσιών του. Φθάνει στη σιδερέ νια εξωτερική σκάλα τής τα ράτσας και βγάζει τά παπού τσια του. Τά κρύβει κάτω α πό τό πρώτο σκαλοπάτι κι* ανεβαίνει ξυπόλυτος. Φθάνει ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
στην ταράτσα και γ,ρατζουνα εί σιγά μέ τά νύχια του την πόρτα του φωτισμένου δωιματίου υπηρεσίας. Δεν παίρνει κορμιά άπτόκρισι καί γυρίζει αργά τό^πόμολο. Ή πόρτα, που δεν είναι κλειδωμένη, ύπο χωρεΐ. Ό ψηλός άνδρας μπαίνει κάπως δειλά στο δωμάτιο ρί χνοντας γρήγορη περιστροφι κή ιματιά στο εσωτερικό του: Κανένας δεν βρίσκεται μέσα. Ή έπίπλωσι απλή. Μόνο ντιβάνι, τραπεζάκι, δυο καρέκλες ιμικρή ντουλάπα, έταζέρα μέ δυο φτηνά πήλινα βάζα λου λούδι ών κι5 ένα οαφάκι μέ μπι μπελό τής κακίας ώρας. Έκεΐνο δμως που του κά νει από την πρώτη στιγμή έντύπωσι είναι ένα παράξενο φονικό δπλο που βρίσκεται πε ταμένο κάτω καί μπροστά στο άνοιγμα τής πόρτας: Υπέ ροχο στιλέττο μεσαιωνικής ε ποχής, -μέ χρυσή λαβή, έξαι-. ρετικής λεπτουργικής τέχνης, κατάφορτη από πολύτιμα πε τράδια. — Φαίνεται πώς ήοθα γρηγορώτεοα από δσο υπελόγιζε η "Ελσα καί δέν έχει άνέβει ακόμα, ψιθυρίζει ό άγνωστος. Σκύβει αμέσως, σηκώνει α πό κάτω τό παληό στιλέττο καί τό πεοιεργάζεται μέ θαυ μασμό. Τέλος τό αφήνει πάνω στο ντιβάνι καί ρίχνει άνήσυχη ματιά στο ρολόϊ του χερι ού του. Πέντε ολόκληρα λεπτά τής ώρας έχουν πεοάσει από τή στιγμή που μπήκε στο δωμά τιο. Ή "Ελσα, ή γυναίκα του
ΓΡΑΜΜΑ
παιδικού φ'ίλου του Πώλ Ντού μαν άκόρη νά φσνή. Καθώς α νέβαινε στή σκάλα, πρόσεξε πώς ή βίλλα ήταν ήσυχη καί θεοσκότεινη. Τί νά συμβσίνη άραγε; Ακολουθούν μερικά λεπτά άκόιμα πού του φαίνονται ώρες ατελείωτες... -αφνικά, νομίζει πώς ακού ει από κάτω άνοιγμα πόρτας κι* άνθοώπινες πατηιμασιές. — "Ερχεται, ψιθυρίζει, είο πνέοντας έναν αναστεναγμό. Τίποτα δμως. Λάθος θ’ α κούσε... Ξανακυττάζει σέ λίγο τό ρολόϊ του: "Εχει συμπληοώσει ένα ολόκληρο τέταρτο άνα μονής. Συλλογιέται ψιθυρι στά: — Δέν ιμπορεΐ. Κάτι σοβα ρό πρέπει νά τής συμβσίνη. θά βγω έξω νά τή.ν πάρω στο τηλέφωνο. Καί κάνει νά ξεκινήση. Στα ■ματάει δμως απότομα καί συλ λογιέται πάλι: — ^"Αν ή^Έλσα άνεβή μό λις φύγω, θά νομίση πώς δέν ήλθα. Πρέπει κάτι νά κάνω πού νά καταλάβη πώς πέρασα 3 3 -Γ " απ εοω... Καί νά: Ό ψηλός νέος άν δρας άναποδογυοίζει άθόουβα πρώτα τό τραπεζάκι τής μέ σης. "Υστερα τής δυό καρέ κλες. Παίρνει από τήν έταζέ ρα κι* άκουμπάει σινά — σι γά κάτω τά δυο πήλινα άνθοδοχεΐα. Καί δτι άλλα μπιμπε λό καί μικροπράγματα βρί σκει... Τό δωμάτιο φαίνεται ανά στατο τώρα. "Αν άνεβή ή "Ελ-
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
τρέχοντας μέ τις κάλτσες φθά νει στή μάνδρα. Σκαρφαλώνει ιμέ βιάση πηδάει έξω καί μπσΐ νει στή μαύρη κούρσα του. Βάζει γρήγορα σέ κίνησι τή μηχανή καί ξεκινάει άπότσμσ. Αττρόοιττες Μά δεν προφθαίνει νά προ» έξελίξεις χωρήση πολύ. “Ενα τεράοπιο αυτοκίνητο περιμένει ΤΑΝ 6 άγλ^στός άν- φορτηγό κοΤτά μ" αναμμένη τή μη δρας, κατεβαίνοντας ά έκεΤ χανή. Ξεκινάει κι" αυτό άπόπό την περιστροφική Τομα καί πέφτει μέ όρμή πά σκάλα τής ταράτσας, φθάνει νω στή μαύρη κούρσα. “Ύστε στον κήπο, ψάχνει βιαστικός ρα συνεχίζει, νά τρέχη σά νά για τά παπούτσια του·. Αέν μ ή συνέβη τίποτα. βρίσκονται όμως εκεΐ πού τά Οι μπροστινές ρόδες τής είχε κρύψει. "Έχουν γίνει ά κούρσας στρ'αβώνουν άνεπαφαντα. νόρθωτα καί ό άξονας τους Ή εμφάνισις του Ντικ όμως σπάει. Τό κοπώ στραπατσάλύνει αυτόματα την άπορία ρεται, ή μηχανή σταματάει του: Καταλαβαίνει πώς παί κι" ό άγνωστος άνδρας γλυτώ ζοντας τό σκυλί θά τά εχη πσ νει — σάν άπό θαύμα —- μέ ρασύρει άλλου. Κι5 άνάβοντας μερικά μ ικροτρ σώματα στο ένα ηλεκτρικό φανάρι άρχίζει πρόσωπο άπό τά σπασμένα· νά ψάχνη... Μά ό ήμερος Ντικ κρύσταλλα. , ιμόλις βλέπει τό φώς,' έξαγριώ Γυρίζει ,άμέσωξ να δή τον νεται. "Αρχίζει νά γαυγίζη δαι αριθμό τού φαρτήγού μά δεν μονισμένα. μπορεί νά διακρίνη τίποτα. Τό Ό ιχαράξενος έπισκέπτης καμιόνι έχει σβηστά τά πισι παρατάε,ι Τρομοκρατηιμένος τό νά φώτα του. κλεφτοφάναρο, αρπάζει τό σκύλο άπό τό μεταλλικό περί Ό μυστηριώδης νέος φαίνε λαίμιο καί μέ τή δεξιά παλά ται νά έχη πανικσβληθή. Φαν μη χουφτιάζει καί σφίγγει δυ τάζεται πώς άπό στιγμή, σέ νατά τή μουσούδα του. Και στιγμή θ" άνοιξη ή σιδερένια τά προδοτικά γαυγίσματα πόρτα τού ,κήπου καί ^θά τόν σταματάνε "Αμέσως, μέ τό χέ βουν νά βρίσκεται έκεΐ... ρι πού κρατούσε τό περιλαπ Καί νά: Πηδάει σβέλτος Iιο τού Ντικ, βγάζει τό μαντή ξω άπό τό σαραβαλιασμένο αυτοκίνητό, του κι" άρχίζει νά ι του καί τού δένει σφικτά καί μόνιμα μ" αυτό τή μουσού τρέχη ξυπόλυτος, σάν δρσπέδα. της Ψυχιατρείου. Την "ίδια στιγμή νομίζει Προχωρεί άρκετά έτσι, ώσ πώς ακούει πάλι κάποιο δυνα που κάποτε άντικρύζει, σταμά τό κρότο στο εσωτερικό τής τημένο σέ μιά γωνιά, ένα παμ βίλλσς. Τά παρατάει όλα καί Ττάλαι® ταξί. "Ανοίγει τήν πάρ>
σα, θά καταλάβη τι σημαίνει ή αναστάτωσι αυτή. -αιφνικά άπότομο άνοιγμα πόρτας ξανακούγεται κάτω και βαρεία ανδρικά βήματα,
Ο
ΓΡΑΜΜΑ
% Λ»*· .
τα, μπαίνει ιμέσα και σκουντά ει το σωφφέρ: — ΗΞ !, λεβέντη, "Η ξύπνα να ξεκινήσης, ή έλα ξάπλωσε πίσω νά κάτσω έγώ στη θε ά ι σου! Ό ξαφνιασμένος οδηγός άιρ χ]ζέι νά βάζη μπρος τη μηχα νή του και καταφέρνει νά ξεκίνηση σε δέκα λεπτά! — Γιά που; μίστερ. —; Τράβα ίσια και θά σου λέω... Έν σνόματι του Νόμου
Ο^ ΤΑΞ [ προχωρείς άρκε τά... Μά τη στιγμή πού πλησιάζουν ένα γκαράζ διατάζει τό σωφφέρ: — Στάσου εδώ... Ανοίγει αμέσως την πόρτα πηδάει έξω, πριν ακόμα σταματήση τό αμάξι έντελώς, και ■τρέχει ξυπόλητος προς την έΐσοδο του ' συνεργείου επι σκευών. — Τράκαρα την κούρσα μου και την έχω αφήσει... Και δίνει ιμιά διεύθυνσι. Στείλτε γρήγορα νά την φέρετε γιά έπισκευή. Δουλεύετε όλη τη νύ χτα και θά πληρώσω διπλά τον κόπο καί τά έξοδά σας. Φτάνει αύριο τό πρωί νά την πάρω. "Αν οί μπροστινές της ρόδες δεν επισκευάζονται, βάλ τε καινούργιες! Ό διανυικτερεύων μηχανικός κουνάει αρνητικά τό κεφάλι του: — Δυστυχώς, κύριε... Αυτή τή στιγμή δέν διαθέτουμε με
Τ
ταφορικό μέσο γιά νά στείλου με νά τή φέρη... Τό πρωΐ, μά λιστα... Ό νέος άνδρσς ούτε ακούει τήν άπάντησί του. Στο μεταξύ έχει· βρεθή μπροστά στο τηλέ φωνο τού τοίχου καί παίρνει τον αριθμό τής βίλλας τών Ντούμαν. Τό τηλέφωνό τους όμως βουίζει, —· Μιλοτνε, μουρμουρίζει καί δοκιμάζει πολλές φορές μέ νευρική βιασύνη... Τέλος τό βροντάει πάνω στή συσκευή καί τρέχει ατό ταξί πού τον περιμένει. Ρίχνει μιά ματιά στον οδηγό καί δια πιστώνει πώς έχει περίπου τό δικό του ανάστημα. — Πόσο έχεις αγοράσει τά παπούτσια σου; τον ρωτάει. Εκείνος αποκρίνεται μέ α πορία: — Πού νά θυμάμαι τώρα... Τά έχω πάρει πάνω άπό χρό* νο... Διαλύσανε πιά... Κοντεύ ουνε νά φύγουν άπό τά πόδια μου. Πάντως δέν θά έχω δώ σει περισσότερα άπό είκοσι δολλάρια... Ό άγνωστος βγάζει ένα χαρτονόμισμα καί τού τό δί^ νει: — Είκοσι είπες; Νά εκατό δολλάρια νά πάρης αύριο 5 ζευγάρια... Βγάλε ρμως άμέσως αυτά πού φοράς καί δόστα μου! Ό φτωχός ταξιτζής άρπάζει μέ λαχτάρα τό χαρτονόμι σμα καί ξυποΛιέται σέ μερικά δευτερόλεπτα. "Υστερα τού προσφέρει τά παλιόπάπουτσά του χαμογελώντας πονηρά: — Όρίστε, κύριε! Δέν εΙ*
Αίϊό ί<5Ν ΑΔΗ
7
ναι βέβαια καί «του κουτιού» "Οσο γι5 απόψε τή νύχτα, θά σάς βαστήιξουνε μ ιά φορά! Αμέσως καί σκύβοντας προς τό μέρος του, ρωτάει σι γ ά: — Κάνατε κορμιά μεγάλη διάρρηξι; Ό νέος άνδρας καθώς σκύ16ει< νά ψορέση τά παπούτσια του άπαντά: — 3Όχι... Μια μεγάλη βλα κεία έκανα!... "Οταν ό άγνωστος, υστέρα από άλλη μια ώρα—γιατί χά λασε τρεις φορές στο δρόμο τό ταξί — φθάνει επί τέλους στο διαμέρισμά του, ό τετρα πέρατος Γιούπυ, ό μικρός πρσστατευόμ ενό ς του, είναι ξύπνιος: — Τί γίνηκες, βρε Μάξ Μπώιρ; 5 Από τότε πού σου τη λεφώνησε μια γυναικεία φωνή κΓ έφυγες, έσπασε τό τηιλέφω νο νά σέ ζητάνε... Καί ρίχνοντας μια ματιά στά κωμικοτραγικά παπού τσια του, χαμογελάει: -—Με γειά, καί τά πατούμε να! Σαν παραψημένα κάστα να άνοίξανε! Ό ντέτεκτιβ, ούτε τον άκου ει κάν. Προχωρεί μόνο στο τη λέφωνο του γραφείου του καί ξαναπαίρνει τον άριθμό τής βίλλας του Ντούμιαν. Αυτή τή φορά τό άκόυστικό κουδουνίζει κανονικά καί μια βαρειά γνώριμη α φωνή, άπό τήν άλλη άκρη του σύρματος, φθάνει οί αυτιά του. — Επιθεωρητής Μπέ,Ριμαν< Λέγετε, παρακαλώ. *4
4Ο ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ
Ό Μάξ κλείνει άργά τ’ α κουστικό χωρίς νά μιλήση. 3Αλλά μέσα σ3 αυτές τις λίγες στιγμές γίνεται χλωμός σαν πεθαμένος! Ό ντέτεκτιβ κυττάζει χαμέ να τό ρολόϊ του. Ή ώρα είναι τρεΐς^ μετά τά μεσάνυχτα. Προ χωρεΤ άργά καί προλαβαίνει νά^πέση βαρύς στήν καρέκλα του γραφείου του, πριν σωρι αστή στο πάτωμα. Ό Γ ιούπυ βλέπει τά μ ικρό τραύματα του προσώπου του από τά σπασμένα κρύσταλ λα καί ρωτάει: —Τΐ ρχεις Μάξ Μπώρ; Μή πως καί σ* έδειρε κανένας;
Βλέπεις τι παθαίνεις για νά μή ιμέ παίρνης μαζί σου; Ό ντέτεκτιβ ρωτάει σαν υ πνωτισμένος: — Ποιοι ιμέ ζήτησαν στό τηλέφωνο; — Αέν λέγανε ονόματα, μά εγώ τούς καταλάβαινα από τά ...χνώτα! Ό ένας ήταν ό κύ ριος Κούκος κι’ άλλη ή Τζινάστορ... Την ίδια στιγμή τό τηλέψω νο άκούγεται νά κουδουνίζη. — Νάτα πάλι!, κάνει ό δια βολεμένος πιτσιρίκος. Ό Μάξ Μπώρ σηικώνει μέ δέος τό ακουστικό. — Όιρίστε... ιΕΤναι ή φωνή του Μπέριμαν πού ρωτάει-: — Έσύ είσαι Μάξ; -— Ναί, Κούκ. Έγώί Λ Ή φωνή του έπιθεωρητου 'ίτάίρνέι τώρα τόνο έπίσήμο: -— Λαμπρά! Έν όνόματι του Νόμου σέ συλλαμβάνω τη λεφωνικώς! Μην κουνηθής ά πό έκεΐ. Σ έ λίγο θάρθω νά σου κάνω- και σύλληψι «τής χειρός». —^Αστειεύεσαι, Μέριιμαν; Γιατι θά μέ συλλαβής; Κι3 ό επιθεωρητής τον κα θηλώνει μισή ώρα στό τηλέφω νο και του έκθετει μέ κάθε λε πτομέρεια τά γεγονότα. 3Αντί ν3 ακούσουμε όμως κι’ έμεΐς άπό τό τηλέφωνο τά γε γονότα αυτά, άς γυρίσουμε μερικές ώρες πίσω στήν ιστο ρία γιά νά τά δούμε καί νά τά ζήσουμε, σά νά βρισκόμα στε έκεΐ τή στιγμή πού δια δραματίσθηκαν.
Τραγικής δολοφονία
ΕΚΑ λεπτά έχουν περά σει από τή^ στιγμή πού ό Μάξ Μπώρ ξαναπήδη σε πανικόβλητος τό μανδρότοι χο του κήπου τής βίλλας των Ντούμαν καί μπήκε στήν κούρ σα_του γιά νά φύγη. -αφνικά, μέσα άπό τό σπί^ τι, ,μιά αφάνταστα ταραγμένη γυναικεία φωνή παίρνει στό τηλέφωνο τό διαμέρισμα του Μάξ Μπώρ: — Τον Μάξ, παρακαλώ. 3Εκεί είναι ό Μάξ; — 3Όχι, πιροφθαίνει νά τής άποκριθή ό Γιούπυ, καί ή γραμμή ξανακλείνει σχεδόν α μέσως.
Δ
Σέ λίγες στιγμές τό κουδού νιισμα τού τηλεφώνου ξυπνάει στό διαμέρισμά του τον Μπέρυμοον. Ή ίδια ταραγμένη φω νή, ρωτάει: — Τον επιθεωρητή Μπέρι μαν παρακαλώ... _— Λαμπρά!, κάνει ό Κούκ Έγω είμαι, αλλά "κοιμάμαι πολύ βαθειά. Κατόπιν τούτου σάς δηλώνω προκαταβολικά πώς δ,τι καί νά συμβαίνη, δέ θά μπορέσετε νά μέ... ξυπνή σετε ! ^ Ή φωνή ξανακούγεται σέ τόνο άπογνώισεως: —^Έγκλημα, κύριε έπιθεωρητά! Δολοφονία! Σκότω σαν τον άνδρα μου! 3Ήθελε νά μέ σκοτώση αυτός καί νά ενοχοποίηση τό Μάξ Μπώιρ. θάΛ τον σκότωνα έγώ. Μά τον βρήκα σκοτωμένο. Ό Μπέριμαν θυμώνει;
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ —Λεν μου λέτε, κυρία μου:
Τον άνδρα σας σκοτώσανε ή τον καιρό σας θέλετε νά ...σκο τώσετε εις βάρος μου; Ή άγνωστη γυναίκα κάνει γνωστή την ταυτότητά της: — Μέ γνωρίζετε κύριε Μπέ ριμαν. Είμαι ή 'Έλσα Ντούμαν! — Του Πώλ Ντούμσν; Του τταλαιοττώλου ντέτεκτιβ; -— Μάλιστα, κύριε Μπέριμαν. "Έχετε έλθει και στο σττί τι μας μαζί μέ τον Μάξ. Θυ μόσαστε; — Ναί, ναί... Δίκηο έχετε. Λοιπόν; Σοβαρά μιλούσατε προηγουμένως; — Ναή κύριε... Βρήκα το πτώμα του άνδρα μου! Ελά τε αμέσως, σάς παρακαλώ... Μόνο οί δυό :μας βρισκόμαστε στο σπίτι. "Ολοι θά πουν πως έγώ είμαι ό δολοφόνος. Θυμό σαστε τη διεύθυνσί μας; — Βεβαίως... Μη μετακινή σετε καί μην αγγίξετε τίποτα. Σε λίγο φθάνω μέ τό Συνεργεΐο Σημάνσεως, Ό Μπέριμαν παίρνει άμέσως τό τηλέφωνο του Μάξ γιά νά τον ειδοποίηση, μά ή φωνή του Γιούπυ τον πληροφορεί πώς δεν βρίσκεται έκεΐ. Κλείνει γρήγορα τ5 άκουστι κό καί παίρνοντας άλλο νού μερο, ξυπνάει στήν κρεβατο κάμαρά της τήν "Άσταρ. — Τζίν, ντύσου δπως-όπως Σε πέντε λεπτά θά περάσω νά σέ πάρω. —Τί συμβαίνει μαιτρ; Ό έπιθεωρητής τής άπσκρί νεται μέ ένα βιαστικό κλείσι μο του τηλεφώνου. ΚΤ άμέσως
9
παίρνει τό νούμερο τού Συνερ γείου Σημάνσεως: — Τό αυτοκίνητο τής υπη ρεσίας νάξεκινήση άμέσως καί νά φθάση στήν πλατεία Βάρνελ. Έκεΐ θά συναντηθού με καί θά σάς όδηχήσω έγώ. Τό πολύτιμο στιλέτάο
ΜΠΕΡΙΜΑΝ, ή Τζίν ~Α στο,ρ καί οί ειδικοί τού Συνεργείου, φθάνουν σέ μισή ώρα στή βίλλρ των Ντού μ αν. Ή "Έλσα τους άνοιγει τήν πόρτα. — ΕΤσαστε μόνη έδώ; ρω τάει ό έπιθεωρητής. — Έγώ καί ό... νεκρός!, άπσκρί νεται μέ δέος ή "Ελσα. — Πού βρίσκεται; — Επάνω... Σ’ ένα μονα χικό δωμάτιο στήν ταράτσα. Πριν ό Πώλ δίωξη τή Μάργκα ρετ, τό χρησιμοποιούσε γιά δωμάτιό της. Δωμάτιο υπηρε σίας, άς πούμε. — Καί τΐ ζητούσε έκεΐ; —Δεν ξέρω κ. Μπέριμαν. —Έσεΐς τί ζητούσατε έκεΐ πάνω καί βρήκατε τό πτώμα του; ρωτάει καχύποπτα ή δη μοσιογοάφος. ^—^Θά σάς πω!... Θά σάς τά πώ δλα μέ τή σειρά τους, άποκρίνεται ή Έλσα, ξεσπών τας σέ λυγμούς. Σέ λίγα λεπτά βρίσκονται δλοι στο μοναχικό δωμάτιο τής ταράτσας. Τό τραπεζάκι κΤ οί καρέκλες βρίσκονται άναποδογυρισμένες. Τά άνθοδο χεΐα καί τ’ άλλα μικοοπράγματα σκοοπισμένα έδώ κι* έ κεΐ. Κ αί κάτω στο πάτωμα πε
Ο
10
σμένο μπρούμυτα τό πτώμα του ΠοοΙλ Ντούμαν, μ" ένα στιλέττο στη ράχι. Ή χρυσή και διαμαντοστολισμένη λαβή του πού εξέχει , δείχνει πώς πρό κειται περί μεσαιωνικού δολο φονικοί) όπλου έξαιρετικής τέχνης και μεγάλης αξίας. Ό Μπέρι·μαν δίνει άμεσος έν τολή στον έπικεφολής του Συ νεργείου Σημάνσεως ν’ άρχίση τις έρευνες του στο δωμά τιο του 5ραίματος, σε ολόκλη ρο τό σπίτι καί στον κήπο. Καί διατάζει συμπληρωματι κά: — Τά δακτυλικά άποτυπώ ιματα πού βρίσκονται να έμ-Φα νίζωνται άιμεσως καί νά στέλ*"·>νται προς άναγνώοισιν π-τλ έγκληματολογ ικό Αρχείο. “Ύστερα παίρνει τη σύζυγο καί μαζί με τη Τζίν "Αστορ κατεβαίνουν στο χώλ τής βίλλας. Ή άνάκρισις άοχίζει. — Ποιος δολοφόνησε τον άνδίρα σας; — Δεν ξέρω, κύριε Μπέριμαν. Μονάχα ενώ κΓ αυτός βρισκόμαστε άπόψε στο σπί τι. Κανένας άλλος. — Λαμπρά! Μήπως τον σκοτώσατε σεΐς καί σάς... δια φεύγει αυτή ή λεπταμέοεια; — "Ήθελα πολύ νά τον σκο τώσω, κύριε, μά δεν τον σκό τωσα. Ήταν ένα τέρας! “Ύ πουλος, καταχθόνιος, έγκληυσ τ ί α ς ! Εκανε εκ β ι ασ μ ό στον πατέρα μου γιά νά μ5 έξαναγ κάση νά τον παντρευτώ... "Α πόψε είχε άπαφασίσει νά μέ δολοφονήση. Μά πρόλαβε ή Θεία Δίικη καί τον σκότωσε "Εκείνη...
ΓΡΑΜΜΑ
— Ή Θεία Δίκη χτυπάει κατάστηθα, τής λέει ό Μπέριμαν. Ό Πώλ Ντούμαν έχει χτυπηθή πισώπλατα! Δολοφο νικά!... Ή "Έλσα κάνει μια προ σπάθεια νά συγκεντρωθή καί ν" αυτοκυριαρχήση: — "Ακουστέ με νά σάς πώ τί συνέβη κι" "ίσως νά μπορέ σετε έσεΐς νά βγάλετε συμπε ράσματα. "Εγώ έχω πελαγώ σει. Δεν μπορώ νά καταλάβω τίποτα! — Λέγε λοιπόν, μουρμουρί ζει συλλογισμένος ό έπιθεωρη τής, σημειώνοντας κάτι μέ τό μολύβι πάνω στά άσπρα σκλη ρά μανικέττια του, πού έχουν καταντήσει έμπριμέ άπό άμέ τρητες τέτοιες σημειώσεις. Κι" ή 'Έλσα άρχιζει τήν κα τάθεσί της: Ο πρώτος έκβιασμός
ΠΟ τον καιρό που ό Πώλ έβαλε συνεταί ρο στο Παλαιοπω λείο πού είχε κληρονομήσει άπ" τό μακαρίτη πατέοα μου, άρχισε νά μέ πιέζη νά μετα γράψω στ" όνομά του καί αυ τό καί κάθε άλλο τεριουσισκό στοιχείο πού είχα κληρονοτμήσει. »Διΐκαιολογουσε τήν επιθυ μία του αυτή μέ τό έπιχείρη^μα πώς επειδή καί τό κατά στημα καί ή βίλλα καί ή άλλη περιουσία ήταν στ" όνομά μου δέν τον υπελόγιζε γιά συνε ταίρο του ό κύοιος Μπέν. — Ποιος εΐν5 αυτός; — Ό συνεταίρος του. Μπέν
Α
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
11
Τό δωμάτιο υπηρεσίας είναι ανάστατο^ καί κάτω στο πάτωμα βρίσκεται ένα πτώμα.
Χάϊν λέγεται... Ίικανός κ’ ά ξιος άνθρωπος. Αυτός ξανανάστησε τό μαγαζί. Σκεφθήτε πώς ό ΐΠώλ τό είχε έτοιμο για κλείαιιμο. ΚΓ ό Μπέν κατάφερε να έχουμε κέρδη τώρα. Και :μεγάλα μάλιστα! Ό επιθεωρητής την ξανα γεμίζει στο θέμα: — Λοιπόν; Είπες πώς τό θύμα σ’ έξεβίαζε^νά μεταγράψης την περιουσία στ’ όνομά του... — Καί... Έγώ όμως ούτε αγαπούσα, οϋτε εκτιμούσα, οϋτε είχα Εμπιστοσύνη στον άνδρα μου... Καί φυσιικά λέξι δεν ήθελα ν’ ακούσω πάνω σ’ αυτό τό θέμα...
»Φαίνεται λοιπόν πώς ό κα ταχθόνιος Πώλ, άπεφάσισε νά οίικειοποιηΐθή την περιουσία μου, μέ άλλον πιο δυναμικό τρόπο. Έτσι, βρίσκει άσήμαντες άφορμές και διώχνει διαδοχικά, πρώτα τή Μάργκαρετ, ύστερα τον κηπουρό και τελευταίο τον σωφφερ που κοιμόταν στο υπόγειο γκαράζ τής βίλλας μας. »Κι’ άπόψε, σόέν γύρισα κατά τις έντεκα τή νύχτα άπ’ τό σινεμά πού είχα πάει, κλει δαμπάρωσε όλες τΐς^ πόρτες τοΰ σπιτιού και του κήπου "Υστερα μ’ έσπρωξε βάναυσα νά καθήισω στο γραφείο του, τράβηξε ένα πιστόλι κι5 άκου-
12
ιμπτησε την κάννη στο κεφάλι μου. Μέ τ’ άλλο χέρι του ττέταξε -μπροστά μου ένα λευκό χαρτί. «Γράψε δ,τι θά σου υ παγορεύω» μοΰ είπε. «"Αλλοιώς θά τραβήξω τή σκανδά λη...» »*Έτσι, ιμή (μπορώντας νά κάνω άλλοιώς, άρχισα νά γρά φω ένα γράμμα στο Μάξ Μπώρ δπως ακριβώς -μου τό υπαγόρευσε: »’Αγαπημένε μου Μάξ. Τώ ρα τελευταία σέ βλέπω πολύ ψυχρό άπέναντί μου και σπά νια^ έρχεσαι στά ραντεβού πού σου κλείνω ιμέ τό τηλέφωνο... Δεν χρειάζεται νά είμαι έξυ πνη γιά νά καταλάβω πώς κάποιο καινούργιο «θύμα» κατάφερες νά ξελογιάσης και δεν σ’ ένδιαφέρω 'πιά εγώ... Γι·ά τελευταία φορά σε ειδο ποιώ, Μάξ, πώς ή διαγωγή σου αυτή άπέναντί ιμου θά εχη φοβερές συνέπειες. Θυμά σαι πολύ καλά νομίζω την άντίδρασι τής άρετής μου στις αδιάκοπες κ" επίμονες επιθέ σεις σου. "Έκανες τ* αδύνατα δυνατά γιά νά κατακτήσης την καρδιά ιμου πού ανήκε δι καιωματικά στον καλό μου ΊΊώλ. Μου ορκίστηκες αίοονια άγάπη και πίστι. ΚΓ δμως έγώ έξακολουθουσα νά προ βάλλω άπόλυτη άρνησι. Μέχρι τή ιμοιραία εκείνη νύχτα πού ελλειπε άπ" τό σπίτι ό Πώλ και —δπως ό ίδιος μου ώμολάγησες άργότερα— έξουδετέ ιρωσες τήν άντίστασί μου ρί χνοντας ικ,ρυφά ναρκωτικό στο ουΐσκυ πού έπινα...
ΓΡΑΜΜΑ
»Οΐ ευθύνες σου λοιπόν α πέναντι ιμου είναι μεγάλες, Μάξ και πρέπει νά σκεφτής καλά αυτό πού άπεφάσισες νά κάνης. Λεν είχες κανένα δικαί ωμα νά προσβάλης, παρά τή θέλησί της, μιά τίμια γυναί κα καί άφοϋ τήν έκανες νά σε άγαπήση, νά τήν έγκαταλείπης νά ζήση πλάι* σ’ ένα σύ ζυγο πού πρόδωσε καί ντρέ πεται πιά νά τόιν κυττάξη στά ■μάτια. »Μή ξεχνάς άκόμα καί τά /μεγάλα χρηματικά ποσά πού έχω δανειστή ώς τώρα άπ* τον άνδρα μου, μέ διάφορες δικαιολογίες, γιά νά στά δί νω εσένα. Ούτε τά τόσα καί τόσα πολύτιμα μπιζού μου πού σούδωσα νά πουλήσης. »Σοΰ δηλώνω λοιπόν γιά τε λευταία φορά πώς άν εξακο λούθησης τήν τακτική αυτή ά πέναντί μου, θά τά ομολογή σω άλα στον Πώλ! Θά κάνω μεγάλο σκάνδαλο σέ βάρος σου ! Θά διεκδικήσω μέ τό Νό μο τά μεγάλα ποσά πού μου χρωστάς καί πού γι5 αυτά έ χω υπογράψει γραμμάτια στον άνδρα μου! "Έτσι, άπό διάσημος ντέτεκτιβ πού είσαι σήμερα —άν δεν σέ σκοτώση ό Πώλ— θά καταντήσης ένας κοινός εκβιαστής καί απατεώ νας πού δεν θ’ απασχολούν ται πιά μ3 αυτόν παρά οι δε σμοφύλακες κι3 οι ευθυμογράφοι τών εφημερίδων! Είναι το τελευταίο γράμμα πού σοΰ στέλνω, Μάξ. 5Αποφάσισε καί πράξε. Έγώ είπα καί έλάλησα. Πάντα δική σου. "Έλσα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
13
οοΰ είπα, γιατί θά τραβήξω αμέσως τη σκανδάλη.» »3Έκανα κι* αυτό τό τηλε ΑΜΠΡΑ! κάνει ό Μίτε ριμαν, κλείνοντας χα φώνημα καί τόλμησα νά τον ρωτήσω: «Γιατί δλ’ αυτά, ρακτηριστικά το -μάτι Πώλ; νά φέρης έδώ τον του στη Τζΐν "Αστορ. παιδικό Και Θέλεις φίλο σου γιά νά τον προσθέτει*: Συνεχίστε τό... δ ολο φονήσης;» —«’Όχ ι αυ παραμύθι σας, κυρία μου. τόν, μ5 αποκρίνεται. Εσένα Ή 'Έλσα προσβάλλεται: θά σκοτώσω !» —«Καί αυτός — Σάς λέω· την αλήθεια, γιατί θάρθη;» —«Γιά δολοφό κύριε και σάς απαγορεύω νος. Αυτόν θά ένοχοποιήσω να... γιά τον φόνο σου!» Ό επιθεωρητής τη διακό »Έγώ τον άκουγα καί δεν πτει με θυμωμένον «ενικό»: ( πίστευα στ’ άφτιά μου. Τέλος — Σ ιωπτή! Απορώ πώς με σπρώχνει πάλι καί με κλει κρατιέμαι και δεν σε συλλαμ δώνει στο λουτρό. —«Κάθησ* βάνω ακόμα έν όνόματι τοΰ έδώ, μου λέει καί μη κάνης νά Νόμου! Συνέχισε και τελείω Φωνάξης γιατί στην ποινή του νε δσο μπορείς πιο γρήγορα. θανάτου πού σ* έχω καταδικά Εΐ|μαι δυστυχώς υποχρεωμέ σει θά προσθέσω καί βασανι νος ν’ ακούσω ώς τό τέλος τίς στήρια!» ψευτιές σου. Συνέχισε είπα! Συντετριμμένη —σωστό ψυ »Δέν ξέρω πόση ώρα πέρα χιικό κουρέλι— ή ’Έλσα, συ σε πού βρισκόμουν κλεισμένη νεχίζει : στο λουτρό. Στο διάστημα — "Οταν υπέγραψα τό αυτό μου φάνηκε πώς ακόυσα γράμμα, τ3 άοπαξε καί τοβήματα καί παράξενους θο κρυψε στις τσέπες του. "Υστε ρύβους πάνω στην ταράτσα ρα μουδωσε νά υπογράψω έ καί υστερ’ από λίγο σά νάνο ι να σωρό γραμμάτια για διά ξέ καί νά ξανάκλεισε σιγά ή μεγάλη σιδερένια πόρτα τής φορα ποσά με παλη,ές ημερο μηνίες... εισόδου. Σκέφτηκα πώς ίσως »Τά έκρυψε κι«* αυτά στίς νά μετάνοιωσε καί νάφυγε. τσέπες του καί μου είπε: «Πά Κι5 αυτό γέμισε την ψυχή μου ,ρε τώρα στο τηλέφωνο τό Μάξ άνείπωτη χαρά! Νόμισα πώς Μπώρ καί πέσ5 του πώς κινεΐχα ξαναγυρίσει άπ’ τον "Αλ δυνεύης καί τον παρακαλής λο Κόσμο... Είπα νά βάλω τίς νά έοθη αμέσως εδώ νά σε συφωνές καί νά ζητήσω βοήθεια. ναντήση. "Όχι άπ* την κυρία Μά ή βίλλα μας είναι πολύ έείσοδο, μά νά πη,δήση τη μάν ρημική. Κανένα άλλο σπίτι δρα του κήπου καί ν* άνέβη δεν ^βρίσκεται γύρω της σέ στο μοναχικό δωμάτιο τής άκτΐνα εκατό τουλάχιστον μέ ταράτσας. Πρόσεξε, καθώς τρων. Κι* ό δρόμος καθόλου θά τη,λεφωνής, μη πής τίποτα περαστικός, προπαντός μετά περισσότερο απ’ αυτά που τά μεσάνυχτα. "Υστερα δεν Οι εκβιασμοί συνεχίζονται
Λ
ΓΡΑΜΜΑ
14
ήμουν καί βέβαια πώς είχε φύγει. "Αν βρισκόταν ακόμα μέσα στο σπίτι κι* όόκουγε τις φωνές ,μου, θά με σκότωνε... »Δοκίμασαλ τότε ν" λ άνο! ξω την πόρτα του λουτρού, μά ή ταν .μάταια _κάθε προσπάθεια πού έκανα. Ξαφνικά όμως μιά άστραπή φώτισε τό μυαλό μου! Σκέφτηκα πως τό κάτω ραφάκι του μικρού «Φαρμα κείου» που βρισκόταν στο λου τρό, ήταν γεμάτο κλειδιά. Όταν χτίσουμε τη βίλλα, ό ξυ λουργός μου είχε παραδώσει άπό δυο ίδια κλειδιά γιά κάθε πόρτα. "Αφησα άπό ένα επά νω στις πόρτες και τ’ άλλα τά είχα κρύψει στο τετράγωνο κουτί τού φαρμακείου.
ταν εγώ βρισκόμουν κλειδωμέ νη στο λουτρό... »"Ετσι, φροντίζοντας δσο μπορούσα νά μη κάνω θόρυβο, βγήκα απ’ την πόρτα τής υ πηρεσίας. άνέβηκα την έξωτεριική σιδερένια σκάλα κ’ έ φτασα στην ταράτσα. Τό μο ναχικό δωμάτιο ήταν φωτισμέ νο κ’ ή πόρτα του ανοιχτή. Σά νά εΐιχε φοβηθή ό δολοφόνος ό ταν έφευγε, ν’ άγγίξη, τό δια κόπτη για νά σβήση τό φως και τό πόμολο γιά νά κλείση την πόρτα. »Αύτό πού άντίκιουσα μέσα, ήταν τό μόνο πού δεν μπορού σα, όχι νά περιμένω, μά ούτε καν νά φανταστώ! Ό άνθρω πος πού είχε μέ τέτοια σστα νικότη,τα προετοιμάσει τη δο *Η ^'Ελσα λοφονία μου· καί την ένοχοποίσυνεχίζει ησι τού Μάξ Μπώο, βρισκόταν σκοτωμένος μ* ένα στιλέττο ΥΤΟ ήτανε! Δοκίμα στη ράχι... σα ένα - ένα τά κλει^· βιά, βρήκα αυτό πού — Ποιος φαντάζεσαι έσύ ταίριαζε στην πόρτα του πώς λου ήταν πιθανόν νά τον σκό τρού, την άνοιξα καί βγήκα ,μέ τωσε: προφύλαξι έξω. Τό σπίτι ήταν Ή ’Έλσα μένει γιά λίγες θεοσκότεινο κι" απόλυτη ησυ στιγμές άναποφάσιστη,. Τέλος χία βασίλευε παντού. Τό πρώ άπακρίνεται: , το πού σκέφτηκα νά κάνω, ή — Σάς είπα την άλήθε^α ταν ν* άνέβω στη ταράτσα... στά γεγονότα. Τώρα θά σάς —Γιατί; ρωτάει μ" ένα πα πώ την αλήθεια και στις σκέ ράξενο ένδιαφέρον ή Τζιν "Άψεις μου: Θά πίστευα λοιπόν στορ. άπόλυτα πώς τον άνδρα μου — "Ήθελα νά δώ μήπως τον σκότωσε ό Μάξ... βρισκόταν έκεΐ ό Μάξ Μπώρ. — Και δεν τό πιστεύεις; Δεν σάς είπα πώς τον είχα —"Όχι. Γιατί ό Μάξ Μπώρ κ αλέσει· ιμέ τό τηλεφώνημα δεν χτυπάει ποτέ πισώπλοπα. πού τού έκανα κάτω απ’ την Ούτε και μεταχειρίζεται άλλο άπειλή τού περιστρόφου; Φο όπλο απ’ τη γροθιά του! βόμουν μήπως είχε έλθει. Μή — Λαμπρά! κάνει ό Μπέπως ό Πώλ τον δολοφόνησε ό
Α
15
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
ριμαν. "Όλοι αμως οί κανόνες έχουν και τις έξαιρέσεις τους. *Άν κι* έδώ πού τά λέμε, ούτε έγώ μπορώ νά καταλάβω τί σχέσι έχει ό Μάξ μ’ εσένα Και με τό έγκλημα... Επεμβαίνει τώρα ή Τζίν: — Αυτό θά σάς τό πή ή κυ ρία, μαιτρ. Και νομίζω πώς ηχεί· ύποχρέωσι νά τό πή... Ή όσνόςμιιξι του Μάξ σ’ όλη αυτή την ύπόθεσι, άφηνει πολλές άμφιβολίες γιά την ηθική της ύπόιστασι. "Έτσι μαιτρ; Ή Έλσα άναγκάζεται νά όμολογήση: — Αγαπούσα κρυφά τον Μάξ, πρ'ΐν παντρευτώ. Κ’ εξα κολουθώ νά τον αγαπώ μέχρι σήμερα. Ό Μάξ ούτε είχε τό τε, ούτε έχει και τώρα άκόιμα ύποψιαστή τά αισθήματα μου αυτά. Ό Πώλ δμως, δχι μό νο τό είχε καταλάβει, καί γι’ αυτό μέ παντρεύτηκε εκβια στικά, μά κ’^έγώ ή Τβια πολ λές φορές του τό έχω πή, από τον καιρό πού παντρευτήκαμε. Ήταν ή μόνη έικδικητική άνταπόδωσί μου στά μεγάλα και φρυκτά μαρτύρια πού μου έκανε... Κάθε φορά πού του έ λεγα πώς άγαπώ τον Μάξ έ νοιωθα ψυχική ηδονή βλέποντάς τον νά σπαιοάζη άπ’ τον τραυματισμένο έγωϊσμό του! —^ Λαμπιρά, κάνει ό επιθε ωρητής. Και γυρίζοντας στή δημοσιογράφο, συνεχίζει: ^— ’Άν δλ’ αυτά τά παρα μύθια, Τζίν, τά γοάψης στήν εφημερίδα σου, θά συνταράξης τά πλήθη! Χά, χά, χά!
Ό Μικρός Γιουπυ Τό «Συνεργείο» αναφέρει...
Α γέλια του Μπέριμαν διακόπτει ή έμφάνισις του «Επικεφαλής» του Συνεργείου Σημάνσεως πού έρχεται ν’ άναφέρη λακωνικά τ’ αποτελέσματα τών ερευνών τους: — Πολλά καί ^αδιάβλητα στοιχεία ενοχοποιούν τον Μάξ Μπώρ, κύριε Έπιθεωρητά! — Τόν^ Μάξ Μπώρ!, κά νουν ό Κούκ κ’ ή Τζίν μαζί. — Μάλιστα. Ό σκύλος τού σπιτιού βρέθηκε φιμωμένος
Τ
16
για νά μη γαυγίζη, μ* ένα -μαντήλι -με μονόγραμμα Μ. Μ, Μάξ Μπώρ, δηλαδή. Έττίσης ατό μεταλλικό περιλαίμιο του σκυλί ου βρέθηκαν και τα δα^ κτυλ ικά άποτυπώματα του ντε τεκτιβ. »Στόν κήπο και στο βάθος μιας μεγάλης άδειας γλά στρας, βρέθηκαν τα παπού τσια του Μάξ Μπώρ. ΕΤναι φανερό πώς τά είχε βγάλει και κρύψει έκεΐ, για νά μπορέση ν’ άνέβη· άθάρυβα στην ταράτσα και νά διαπράξη τη δολοφονία τοΰ Πώλ Ντούμαν. Στο δωμάτιο του δράματος... — Μιλάτε με μεγάλη βε βαιότητα, τον διακόπτει ή Τζΐν "Αστορ. Δεν νομίζετε πώς εΤσαστε κάπως βιαστικός στά συμπεράσματά σας; —Δεν εΐμαι έγώ βιαστικός, μις "Αστορ, την άντικρούει ό άξιωματικός. Ό Μάξ Μπώρ ήταν πολύ άπρόσεκτος. Ουδέ ποτε, στο μακροχρόνιο διά στημα πού υπηρετώ στη Σήμανσι, συνή,ντησα δολοφόνο πού ν’ άφήση στον τό-πο του έγκλήμ ατος τόσα στο ι χ εΐα τής ταυτότητός του. Στο δω μάτιο του δράματος... Ή Τζίν τον διακόπτει πά λι: — Μιλάτε συνεχώς γιά «δο λοφόνο» κύριε. Πώς εΤσαστε βέβαιος δτι πιρόκειται περί δολοφονίας; Ό «Επικεφαλής» την άποστομώνει: — Τό θύμα έχει κΤυπηθή α πό πίσω, μίς... Και συνεχίζει την αναφορά του:
ΓΡΑΜΜΑ
— Στο δωμάτιο τοΰ δρά ματος δλα τ’ αναποδογυρισμέ να έπιπλα έχουν τά δακτυλι κά άποτυπώματα τοΰ Μάξ Μπώρ. — Τοΰ θύματος δεν βρέθη καν; — Ελάχιστα. Μόνο στο ε ξωτερικό πόμολο τής πόρτας. Στο εσωτερικό δχι. Γιατι τό θύμα μπήκε στο δωμάτιο, χω ρίς νά ξαναβγή. ^Ένώ ^ τά ά ποτυπώματα τοΰ ντέτεκτιβ βρέθηκαν και στο έξωτερικό και στο έσωτερικό πόμολο. Άφοΰ ξανάνοιξε την πόρτα γιά νά φύγη... Ό Μπέριμαν ρωτάει: — Άπ’ τ’ άποτυπώματα θύματος κάι δολοφόνου, πάνω στο έξωτερικό πόμολο τής πόρτας, ποιά είναι τά πρώτα καί ποιά τά δεύτερα; Ό άξιωματικός είναι ένήμερος: — Πρώτα έπιασε τό πόμο λο ό δολοφόνος, κ’ ύστερα τό θΰμα... — Λαμπρά! κάνει ^ό Μπέ ριμαν. "Αρα δταν ό Πώλ Ντού μ αν, μπήκε στο δωμάτιο τής ταράτσας, ό Μάξ Μπώρ βρι σκόταν ήδη μέσα. *Έτσι; — "Ίσως, κάνει ή Τζίν. — *Όχι «ίσως»: άσφαλώς τό θύμα μπήκε δεύτερο. Ή τετραπέρατη κοπέλλα χαμογελάει: — Τότε τό θύμα θά έπρε πε νά είχε κλείσει καί την πόρτα, μαίτρ. Όπότε θά βρί σκαμε δακτυλικά του άποτυπώματα καί στό έσωτερικό πόμολο, πού δεν βρέθηκαν ό μως...
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
Ό έτηθεοορητής δεν παραδέ χεται κοομμιά γκάφα του. Και τό ρίχνει στο αστείο: — "Ωχ, ροδερψιέ; Μπορεί νά μην έκλεισε ~ήν πόρτα. Θύμα ήτανε. Τί είχε νά φοβηθή; Μή γίνη ρεύμα καί.... πουντιάση; Συντριπτικά στοιχεία
ΑΙ ό «Επικεφαλής» τού Σ υνεργείου ^ Σημάνσεως προχωρεί στην άναφορά του -με επιμονή. — Τά έπιπλα βρέθηκαν α νάποδο γυρ ισμένα, μά κανένα στοιχείο δεν ιμάς πείθει πώς έχει προηγηθή πόλη μεταξύ θύματος και δολοφόνου. Τέλος στη λαβή τού φονικού στιλέτλθο' βρέθηκαν τά δακτυλικά άποτυπώματα τού Μάξ Μπώρ. — Άποτυπώματα άλλου άνθ|ρώπου βρέθηκαν στο δω μάτιο τού εγκλήματος; — Πρόσφατα δχι. Μόνο κά τι πολύ πολαιά, έφθαρμένα και όσαφή. Τό δωμάτιο φαί νεται άπό καιρό ακατοίκητο... Ό αξιωματικός βγάζει απ' την τσέπη του ένα μικρό πλακέ κλεφτοφάναρο. —ι^έχασα νά σάς αναφέρω, κύριε Έπιθεωρητά πώς κάτω στον κήπο, έκτος άπ3 τά πα πούτσια τού δολοφόνου, βρή καμε κι3 αυτό... "Οχι μονάχα έχει τά δακτυλικά αποτυπώ ματα τού Μάξ Μπώρ, μά κι3 όλοι ξέρουμε πώς είναι δικό του... Ό Μπέριμαν περιεργάζεται άφηρημένος τό κλεφτοφάναρο και ρωτάει:
Κ
17
— Τά παπούτσια πώς ξέ ρεις πώς ανήκουν στο ντέτεκτιβ; — Μάς τηλεφώνησαν, πριν λίγο, άπ3 την Αστυνομία Παρουσιάστηκε κάποιος σωφφέρ και κατέθεσε πώς χθές μετά τά μεσάνυχτα μπήκε στο ταξί του^ένας πελάτης πού δεν φορούσε παπούτσια. Καί πώς αγόρασε τά δικά του παληοπόπουτσα αντί έκατό δολλαρίων. Τά χαρακτηριστικά τού πελάτου πού έδωσε, αντι στοιχούν απόλυτα μέ τά χαρα κτηριστικά τού Μάξ Μπώρ... Παρουσιάστηκε καί άνέφερε τό γεγονός γιατί —όπως εί πε— άπ3 την ταραχή και την εν γένει στάσι τού πελάτου του σχημάτισε τήν πεποίθησι πώς είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα... Κι3 ό αξιωματικός συνεχί ζει χωρί ς νά πάρη άναπνοή: -— Τέλος, έξω καί κοντά στο μανδρότοιχο τού κήπου βρίσκεται ακόμη ή μαύρη κούρσα τού Μάξ Μπώρ, κα τεστραμμένη σχεδόν άπό σύγ κρουσή μέ κάποιο μεγάλο άσφαλώς αυτοκίνητο... Ό Μπέριμαν μένει γιά πολ λή ώραβαθειά συλλογισμένος. Τέλος τραβάει παράμερα τή Τζίν Άστορ καί τή ρωτάει : — Ποιος νομίζεις πώς σκό τωσε^ τον Πώλ Ντούμαν; Ή γυναίκα του, ό Μάξ ή κι3 οι δυο μαζί; Ή τετροπέρατη Μεξικανή έχει τήν άπάντησι στήν άκρη των χειλιών της:
18
ΓΡΑΜΜΑ
γράφει μέ κάθε λεπτομέρεια τή δολοφονία του Πώλ Ντού■μαν καί τά συντριπτικά στοι 4Ο δολοφόνος χεία πού ρίχνουν ολόκληρο τό άμρλογεΐ βάρος τής ενοχής καί αυτουρ γίας, επάνω του. \4ΠΕΡΙΜΑΝ παίρνει για Ό κατηγορούμενος ντέτεμιά φορά άκόιμα, τον άκτι6 άπ5 την άλλη άκρη του ριβ|μό τοΰ' Μάξ Μπώρ σύρματος ομολογεί τό έγκλη και τον βρίίσκει έπΐ τέλους, μά του: στο διαμέρισμά του. "Υστερα — Ναι, Μπέριραν... Έγώ του λέει— όπως ακούσαμε— σκότωσα τον Πώλ Ντούμαν! ιμ’ έπίσηιμηι φωνή: 5Ηταν κάτι πού από καιρό έ — Έν όνό’ματι του Νόμου πρεπε νά τό εΐχα κάνει·... Θά σε συλλαμβάνω., τηλεφωνώ κώς!- Μή κουνηθής από 5κεΐ. σου τά πω όλα όταν θά έρχε σαι στη φυλακή νά μέ βλέπης. Σέ λίγο θάρθω νά σου κάνω κιαί σύλληψι «τής χειρός»... Είμαι στη διάθεσί σου λοιπόν Καί καθηλώνοντάς τον ,μισή καί σέ περιμένω... ώρα στ5 ακουστικό του περι — Λαμπρά!, κάνει ό Έπι—- Ό Μάξ, μαιτρ. Άλλα είναι ποτέ δυνατόν;!
0
Ό μυστηριώδης άγνωστος δένει μέ τό μαντήλι του τή μουσούδα του σκυλιού.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
19
*Η ’Έλσα γράφει δ.τι ακριβώς τής ανδρας της.
θεωρητής. Τό έγκλημά σου πάντως, θά... συνταράξη τά τττλήιθη! — Θά σε παρακαλοϋσα να μου πής κάτι, Κούκ. — Τί;^ — Στις τσέπες του θύμα τος βρέθηκαν: ή επιστολή πού έγραψε και τά γραμμάτια πού υπέγραψε ή ’Έλσα, κάτω άπ’ την απειλή του περιστρόφου του; Ό Μπέριμαν πού δεν ξέ ρει, ρωτάει σιγά τον «Επικε φαλής» τής Σημάνσεως κι5 ύ στερα άποκρίνεται: — Όχι Μάξ... Το γράμμα και τά γραμμάτια δεν βρέθηΓ καν ούτε στις τσέπες του θύ
υπαγορεύει ό κακούργος
ματος, ούτε στά συρτάρια του γραφείου, ούτε πουθενά μέσα στο σπίτι. 7Ηταν άλλωστε πο λύ φυσικό, σάν δολοφόνος πού ήσουν καί σάν «ενδιαφερόμε νος» γιά τη σύζυγο, νά τά έξαφανίίσης... — Σωστά, κιάνει ό Μάξ Μπώρ. "Ενας ντέτεκτιβ σάν κ' εμένα δεν πέφτει σέ τέτοιες γκάφες! Ό Μπέριμαν κουνάει τό με γάλο κεφάλι του: — 5Από γκάφες άλλο τί ποτα, Μάξ! Μόνο πού δεν ά φησες καί τη φωτογραφία σου πάνω στο θύμα! ’Αμ* τί νόμιζες! Ή δουλειά των κακο ποιών, είναι πολύ πιο δύσκολη
20
άπ’ τή δική μας!... Ό ντέτεκτιβ ταϋ κάνει και μια τελευταία έρώτησι: — Μού εΐπες πώς δταν ή "Ελα α βρ ι σκότ αν φυλ ακ ισ μένη στο λουτρό τής φάνηκε πώς ακούσε τό δολοφόνο ν’ άνοιγοκλείνη την έξίοτειρική σιδερέ νια πόρτα τής εισόδου. Γιά ρώτησε τη σε παρακαλώ: Τής φάνηκε πώς τον ακούσε; Ή τον ακούσε πραγματικά; Ό επιθεωρητής δυσανασχε τεί: ^— Καλά, βρ’ άδερφέ: Έσύ δέν θυμάσαι άν βγήκες από έκεΐ; Εμάς ρωτάς να σου που ρέ; Ρωτάει αμως την νΕλσα και σε λίγες στιγμές τ’ αποκρίνε ται : — Λέει: ιμάλιλον... — Τί μάλλον; — Μάλλον σε ακούσε νά την άνοιγοκλείνης! Και του κλείνει τ’ άκουστικό.
Ό Μάξ Μπώρ άκουμπάει αργά και τό δικό του, /μονολο γώντας ψιθυριστά: — Πρέπει οπωσδήποτε νά γνωρίσω καί νά συγχαρώ τον ...συνένοχό· μου. Αυτός τά κατάφερε πολύ καλύτερα άπό ε μένα ! Κ’ ΰστερ’ άπό σύντομο συλ λογισμό, προσθέτει χαμογε λώντας. -— Τό μόνο πού ξέρω επί του, παρόντος γι’ αυτόν είναι πώς πρόκειται περί αριστο κράτου !... *Αφού κάνε ι τί ς δουλειές του... μέ τό «γάντι». Τέλος, δίΐνει στο Γιούπυ μια
ΓΡΑΜΜΑ
χοντρή δεσμίδα χαρτονομί σματα: —Πόρτα... Νά ψωνίσης κάί νά τρως ώσπου νά γυρίσω-.. — Φεύγεις, Μάξμπωρ; — "Εκανα μια δολοφονία καί θά με πιάσουνε... Ό τετραπέρατος Γ ιούπυ, ό άλητάκος μέ τήν καταπληκτι κή αστυνομική ιδιοφυία, γε λάει : — Χά, χά, χά! ’Άστ’ αυτά καί σε μένα δέν περνάνε! — Γ ιατί; — Γ ιατί άν έκανες εσύ δο λοφονία, δέν θά... φοβόσουνα μ ή σέ πιάσουνε! Ό ντέτεκτιβ τον άρπάζει 0)γγο τις μασχάλες, τον σηκώ νει ψηλά καί τον φιλάει μέ α γάπη στά μάγουλα: — Σ’ ευχαριστώ Γιούπυ! Ήταν τό μεγαλύτερο κομπλι μέντο πού ακόυσα στή ζωή μου! /Καί άφήνοντάς τον κάτω, τού δίνει αμέσως δυο γερά χαστούκια στά ίδια μάγουλα πού πριν λίγο είχε φιλήσει. -—- Γιατί; ρωτάει χαμένα ό πιτσιρίκος. — Γ ιά νά μή γίνης... κόλα κας, τ’ αποκρίνεται. "Οταν, ύστερ’ άπό μια ώρα Φθάνουν ό Μπέριμαν κΓή Τζίν ’Άστορ ατό διαμέρισμα τού Μάξ Μπώρ, ό πρώτος-ρωτάει τό Γ ιούπυ που τούς ανοίγει τήν πόρτα: — Πού είναι ό αφέντης σου; Ό κακαμαθημένος μικρός τον κυττάζει άγέρωχα:
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ Γ
'
'
"
21 ι ■
■
'
— Πρώτα - πρώτα, δεν εί ναι «αφέντης» μου. Δάσκαλός μου είναι. Χαστουκοδάσκαλος, πού λένε! — Που είναι ό δάσκαλός σου; τον ξαναρωτάει δυνατά κι* αγριεμένος τάχα ό έπ[θεω ρητής για να δικαιολογηση τό λάθος του. Ό διαβολάκος ικανοποιεί ται : _— Πετάει, τ* αποκρίνεται. "Έφυγε μέ τ’ άεροπλάνο, Τό δικό του αεροπλάνο. "Εκείνο τό σαραβαλάκι ! — Για που; — Μακάρι νάξειοα! Άστυνόιμος δεν είσαι; Νά ψάξης νά τον 6ρήο. Τζάμπα θά παίρνης τό μισθό; Καί βγάζοντας άπ" την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρ τί του τό δίνει, μουρμουρί ζοντας : — Νά... Μου άφησε κ’ ένα σημείωμα για τούς δυο σας. Ή Τζίν "Άσταρ τ5 αρπάζει μέ λαχτάρα. Τό ξεδιπλώνει γρήγρρα καί τό διαβάζει ψιθυ ριστά, μέ άνοιγμένα διάπλα τα τά μεγάλα μαυροπράσινα μάτια της: «Αγαπητή Τζίν, άγαίιτητέ Κούκ: »Έγκλημάτισα κ* έγώ σάν άνθρωπος. Μά στο τηλέφωνο δέν σου είπα δλη την αλήθεια. Τη δολοφονία του ντέτεκτιβ Πώλ Ντούμαν δέν την έκανα μόνος μου. Μέ βοήθησε ή "Έλσα πού ήθελε νά ξεφορτωθή τον άντρα της. Αυτή τον κρα τούσε γερά, όταν έγώ τον χτύ πησα μέ τό στιλέττο στη ράχι. Τώρα φεύγω μέ τό άερο-
πλάνο μου στο άγνωστο. *Όχι γιατί φοβάμαι τη δίκαια τιμω ρία μου, μά για νά σάς δώσω μια ακόμα ευκαιρία ν’ άποδείξετε την άστυνομική μεγάλοφύία σας. ’Άν δέν καταφέρε τε νά μέ ανακαλύψετε καί νά μέ πιάσετε μέσα σέ τρεις βδο μάδες, θά παρουσιαστώ καί θά παραδσθώ [μονάχος μου γιά νά σάς κάνω ρεζίλι! "Έτσι ή άλλοιώς, καλή αντάμωση). Μάξ» Ή δημοσιογράφος τσαλα= κώνει τό σημείωμα νευριασμέ νη. Ό Μπέριμαν κτυπάει κσ> τω τό πόδι του μέ θυμό: — Λαμπρά! Σέ τρεΐς μέ ρες θά τον συλλάβω καί θά.., καταπλήξω τά πλήθη! Προχωρεί άμέσως στο γρα φείο, σηκώνει τ’ ακουστικό καί παίρνει στο τηλέφωνο τό βοη θό του: — Ακούσε^ Στήβ... Ή Έλσα Ντοήμσν νά συλληφθη άμέ° σως καί νά κρατηιθή σέ άπομόνωισι! — Μά ε’ίπαπε νά την άφήσουμε έλεύθερη,, κύριε Έπιθεωρητά! — Ναί... 9Ηταν ένα κόλπο μου! Τώρα νά την πιάσετε γιατί θέλω νά κάνω άλλο κόλ πο! Μ" ένναεΐς; — Μάλιστα, κύριε Έπιθεωρητά. Καί... όλίγη κιθάρα
ΗΝ άλλη μέρα οί φωνές των έφημεριβοπωλών άναστατώνουν τούς κεντρί* κούς δρόμους τής Νέας Ύόρ-
Τ κης;
ΓΡΑΜΜΑ
— Το έγκλημα ' του Μάξ Μπωωωωωωρ! Ό Μάξ Μπώρ δολοφονεί το ,σύζυγο τής φί λης του ! Ή έξαφάνισις του Μάξ Μπώωωωωωωρ!... Και οι εφημερίδες άπασχολουν όλάκιληρβς σελίδες μέ μυθιστορηιματ ΐικιές λεπτομέρειες του δράματος καί τής δραττετεύσεως του δολοφόνου ντέτεκτιβ με τό ιδιόκτητο άεροπλά νο του. Ή Τίζίν "Αστορ είναι συνε χώς μεγαγχολική καί δεν δεί χνει καμμιά διάθεσι νά γράψη στην Εφημερίδα της —όπως έκανε άλλοτε —τέτοια βλακώ δη παραμύθια. Τέλος παρου σιάζεται στο διευθυντή της: — Νοιώθω πολύ κουρασμέ νη, κύριε Διευθυντά. Θά σάς παρακαλούσα για μια άδεια μερικών ημερών. "Έστω καί χωρίς άποδοχές. Ό διευθυντής στραβομου τσουνιάζει : — Διαλέξατε τον καιρό ν’ άρρωστήσετε, μις 'Άστορ. Τώρα πού βουίζει ό κόσμος με την υπόθεσι του δολοφόνου ντέτεκτιβ! Δεν ιμττορώ νά σάς άρνη'θώ αμως. ΕΤσθε έλεύθεοη νά λείψετε ασο θέλετε. Τό Ταμεΐον θά πληρώνη κανονικά τις άποδοχές σας. Ή Τζίν ευχαριστεί καί φεύ γοντας άπ’ την εφημερίδα έγκαθίσταται μόνιμα στο αστυ νομικό γραφείο του φίλου της αστυνομικού έτπθεωρητου. Εί ναι περίεργη νά παρακολού θηση ποοσωτικά τις ανακρί σεις που διεξάγει ό Μπέοιμαν μέ μεγάλη δραστηριότητα, κι* ένδιαφέρον.
"Έτσι, παρακολουθεί την έξέτασι τής Μάργκαρετ —άλ λοτε καμαριέρας στη βίλλα τών Ντούιμαν. "Υστερα την έξέτασι του σωφφέρ, κάποιου Μπίλλυ Γιάντς. Μετά του συ νεταίρου στο Παλαιοπωλείο, κάποιου μισοεβραίου Μπέν Χάϊν. Σε συνέχεια ακούσε την εξέτασι του παληοϋ κηπουρού που ό Πώλ Ντούμαν τον εΐχε απολύσει σχεδόν χωρίς λόγο, μερικών οικογενειακών φίλων του ζευγαριού καί άρκετών άλλων προσώπων που είχαν σχέσεις ή δοσοληψίες μέ τό θύμα. ’Εκείνηι όμως που 6 έπιθεωρητής συνεχώς ταλαιπωρεί σε παρατεταμένες κ? έξαντλητιικές ανακρίσεις, εΐναι ή δυ στυχισμένη ’Έλσα που καί αυτός ό δολοφόνος Μάξ Μπώρ άνεγνώρισε πώς ήταν συνένο χός του καί σύνεργός στο έγ κλημα. Δεν καταφέρνει δμως νά τής άποσπάση, τίποτα δια φορετικό άπ* δσα άρχικιά είχε πή. Καί επιμένει καί ορκίζε ται πώς αυτά που είπε καί ξαναλέει, είναι ή αλήθεια καί ή πρανμιοτ ικότητα. Στο μεταξύ ό Μπέριμσν έ χει κοινοποιήσει εγκύκλιο σέ δλα τά στοατιωτικά καί πολι τικά άεοοδρόμια των Ηνωμέ νων Πολιτειών, όπως αναφέ ρουν άμέσως την έμφάνισιν του αεροπλάνου του Μάξ Μπώρ, οπουδήποτε άντιλη* φθουν την παρουσίαν του, εί τε εις τον αέρα, είτε έπί του εδάφους. Καί ό επιθεωρητής συνεχί ζει τις «ξεθεωτικές», πρώτα για τρν εαυτό του κΓ υστέρα
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
για τούς άλλους, Ανακρίσεις. Ευτυχώς πού αέ τέτοιες πε ριπτώσεις δεν λείπουν κ’ οί Φαιδρές ατραξιόν. "Έτσι, σε μια στιγμή πού —παρουσία καί τής Τζίν "Άσταρ— εξετά ζει για εικοστή φορά τήν "Έλσα Ντούραν, κάνει τήν έμφάνισί του ένας μεσόκοπος φα λακρός άνθρωπος κωμικής διοητλάσεως κι* ©^φανίσεως. Ά δυνατός, κο ιλαράς, στραβοκάνης, μέ τό λαιμό χωμένο μέ σα στο στήθος και τούς ώ μους του σηκωμένους μέχρι τ' άφτιά. Μουστάκι τσιγγελωτό καί κατάμαιυρο. Μούσι ξεκαρ διστικό, βαμμένο μέ τήν ίδια «καραμπογιά» πού είχε χρη σιμοποιήσει καί στο Αρειμά νιο μουστάκι του. Τέλος: έκφρασις μεγαλοπρεπούς ηλι θίου, χοντροί φακοί στά μά τια καί κινήσεις Θηλυπρεπείς. — Τον Επιθεωρητή κύριο Μπέριμαν, παρακαλώ; — Ό Τδιος. Σάς συνέβη τί ποτα κύριε; —Σέ μένα δχι, γουσέ μου! Στο φίλο μου τον Πώλ συνέβη ένα μ ικροατύχημα. 3 Εδολοφονήθη, δπως θά... διαβάσατε στις Εφημερίδες! — Γνωρίζατε τό θύμα; — Πάρα πολύ, χρυσέ μου! Προσωπικά βέβαια δχι. Μό νον έξ άκοής. ’Αλλά γερής α κοής, δχι παιξεγέλασε! Α κούω σαν γάιδαρος, κύριέ μου! — Κι* εγώ κλωτσάω σάν μουλάρι, ηλίθιέ μου! "Έξω λοιπόν απ’ τό γραφείο! Έξω είπα! "Έξω! Ό φαιδρός τύπος συγκρσ-
23
4Ο έπιθεωρητής Μπέριμαν
τεΐ τον "Επιθεωρητή: — Μέ παρεξήγησες, χρυσέ μου! Σίγουρα θά μέ πέρασες γιά κανόναν «παιξεγέλασε»! Καλέ δχι καλέ! "Εγώ ^ είμαι πολύ έξυπνος! Μου τό εΐπε μιά καφφετζού. Κι" οί καφφετζούδες δεν είναι παι ξεγέλα σε... —>Πώς λέγεσαι; τον ρωτάει ό Μπέριμαν. — "Αλας Μπούντ! "Εγώ Ο μως έτσι γιά παιξεγέλασε τό (αναποδογύρισα. "Έκανα τ" ό νομα επώνυμο καί τό έπώνυμο όνομα. Κ" έγινε Μπούντ "Αλάς! Αέν ,μού ταιριάζει καλύ τερα ! — Φυσικά. Κι" δταν μάλι στα σμίξης τ’ όνομα μέ τό^ε πώνυμο, συμφωνεί χαμογελών τας ή Τζίν "Άστορ. — Καί τί δουλειά κάνεις;
24
τον ξαναρωτάει ό έπιθεωρητής. — ’Αλλαντοποιός, υπνωτι στής και παίζω καί... ολίγη κιθάρα! Αποκρίνεται μέ περή φανε ια ό Μπούντ Άλας. Καί προσθέτει: — Λόγω του δτι άμως, έτσι για παιξεγέλασε, διαβάζω α στυνομικά μυθιστορήματα, έ χω γίνει καί όλίγον ντέτεκτιβ! Ώς έκ τούτου έχω αποφασί σει ν' άνακαλύψω τό δολοφό νο του Πώλ. Έγώ κάτι τέτοια τάχω γιά παι ξεγέλασε! .·. Ό Μπέριμαν πιέζει κάποιο άπτ? τά κουδούνια πού βρίσκον ταΐ' στο γραφείο του. "Ενας σωματώδης άστυφύλακας άνοίγει την πόρτα καί παρου σιάζεται. Ό έπι θεωρητής του δείχνει τον Μπουν Άλάς: — Γκ,ρεμοτσάκισέ τον απ’ τις σκάλες, σε παοακαλώ. *Έτσι γιά... παιξεγέλασε! Ό άστυφύλακας άοτάζει τό φαιδρό αυτό υποκείμενο καί τό πετάει έξω άπ’ τό γραφείο. Μοιραίο τηλεγράφημα
■■■ ΑΦΝΙΚΑ ό αστυνομικός ■η Στήβ —βοηθός τού Μπέ η·· ριμαν— .μπαίνει άλαψιασμένος στο γραφεΤο κρατών τας ένα χαρτί: ^— Τηλεγράφημα άπ’ τό Σι κάγο κύριε Έπιθεωρητά! Ό Μάξ Μπωρ! — Τηλεγράφηιμα τού Μάξ Μπώρ; ^— "Οχι. Ό Μάξ... άλλά^κα λύτερα διαβάστε το μόνος σας. Ή Τζίν "Άστορ τό άρπαζε ι
ΓΡΑΜΜΑ
πραξικοπηματικά απ’ τά χέ ρια τού Στήβ. Τό ξεδιπλώνει γρήγορα, τού ρίχνει μιά μα τιά καί σωριάζεται κάτω λι πόθυμη. Ό αστυνομικός σηκώνει την Αναίσθητη νέα, την ξαπλώνει σ’ ένα καναπέ καί προσπαθεί νά τη συνεφέρη. Ό Μπέριμαν αρπάζει από κάτω τό πεσμέ νο τηλεγράφημα καί διαβάζει ψιθυριστά: «Μάξ Μπώρ άπηνθρακώθη συνεπεία πτώσεως καί άναφλέξεως τού Αεροπλάνου του εις χαράδραν πλησίον προαστείου Χόρβαν. Απαραίτητος παρου σία σας προ ταφής δι’ άναγνώρισιν πτώματος. Τζών Γούγκερ, διευθυντής Αστυνο μίας Σικ... Βαρύς γδούπος κορμιού πού σωριάζεται κάτω, τον δι ακόπτει στην τελευταία λέξι τού τηλεγραφήματος. Αυτή τή φορά είναι ή ’Έλσα Ντουμαν, πού άκουγοντας τό θάνατο τού Μάξ Μπώρ, πέφτει κι* αυ τή λιπόθυμη. Ό Μπεριμαν κυττάζει έρωτηματικά τό βοηθό του: — Έσύ τί κάθεσαι, Στήβ; Αέν θά λιπσθυμήσης; "Υστερα Από καιμμιά ώρα ό έπιθεωρητής Κούκ Μπέριμαν καί ή δημοσιογράφος Τζίν *Ά στορ, μοναδικοί επιβάτες σ’ ένα πυραυλοκίνητο καταδιω κτικό αεροπλάνο τής Αστυ νομίας, έκσφενδονίζονται μέ την ύπερηχητική ταχύτητα των δυο χιλιάδων χιλιομέτρων τήν ώρα προς τό Σικάγο. Ή όμορφη Μεξικάνρ φορά
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΑΗ
ει ένα ιμαΰ-ρο μαντήλι στο κε φάλι που κάνει πιο σκοτεινά άκόμα τά μαυροπράσινα βουρ κωμένα μάτια της. Ό επιθεωρητής γυρίζει κά θε τόσο, την κυττάζει μέ συμ πόνια και τραβώντας ένα υαν τήλι, φυσάει δυνατά τη μύτη του γιά νά .μήν κλάψη... "Υστερα, γιά νά καιμουφλά ρη τούς λυγμούς πού τον πνί γουν, τούς μετατρέπει δυο — δυο, σε συλλαβές. Καί τούς αφήνει νά ξεπεταχτούν σαν τραγιικός λόξυγκας από τό λαρύγγι του. — Λα...ρπρά! Αα...'μπρά! Τά συντρίμμια τού καμμένου μικρού αεροπλάνου καί τό άπανθρακωμένο πτώμα τού Μάξ Μτώρ, φρουρούνται από άστυνομικούς στην έρηιμική χαράδρα όταν ό Μπέριμαν κι* ή ’Άστορ, μαζί μέ τον διευ^· θυντή τής Αστυνομίας τού Σ ικάγου, φθάνουν έκεΐ. ΟΊ δραμστίικές σκηνές πού επακολουθούν, ,μέ τις τραγι κές εκρήξεις πόνου, φρίκης καί άπογνώσεως τής Τζίν πού άναγνωρίζει τό αεροπλάνο κι5 άντιικρύζει τό /μαύρο κι5 άγνώ ριστο πτώιμα τού αγαπημένου της, είναι αδύνατο νά περι γράφουν. Τό ρολόι του όμως, τό χρυ σό τετράφυλλο τριφύλλι στο πέτο τού κομμένου σαικκακαΰ, κι’ οι χειροπέδες μέ τ* αρχικά ψηφία «Μ.Μ.» πού βοι σκονται στις σταχτοποιημένες τσέπες του, δείίχνουν ^κα θαρά πώς τό πτώμα ανήκει στον Μάξ Μπώρ. "Υστερα
16
καί τό άνάστηιμά του είναι τό ίδιο μέ τού διάσημου 'Ελληνοαιμερικανού ντέτεκτιβ. ’Έτσι τό πτώμα τοποθετεί ται ιμέ προσοχή σ’ ένα φέρετοο καί μετά τή νεκρώσιμη α κολουθία στο Εκκλησάκι τού μικρού νεκροταφείου τού Χόρ βαν, ενταφιάζεται. Νύχτα στο Νεκροταφείο
ΧΕΙ νυχτώσει πια ό ταν τελειώνουν οί θλι βερές αυτές διατυπώ σεις. Οί ατμοσφαιρικές συ\^3ή κες είναι άσχημες κι’ ό πιλό τος τού αστυνομικού άεροπλά νου συμβουλεύει τον έπιθεωρη τή ν’ άναβάλουν τήν πτήρι τής επιστροφής τους γιά τό πρωΐ τής άλλης ημέρας. Ό επιθεωρητής καί ή δήμο σιογράφος θά περάσουν τή νύ χτα τους υποχρεωτικά στο Σικάγο. — Θέλω νά πιω κάτι, ψιθυ ρίζει ανάμεσα σε λυγμούς ή νέα. Θέλω νά πιω πολύ από ψε! "Αν δέν μεθύσω θά τρελ Ααθώ! Ό Μπέριιμαν ζητάει νά τή παρηγόρηση: — Καλύτερα έτσι, Τζίν! "Αν ό Μάξ δέν εύρισκε τό θά νατο πού βρήκε, αργά ή γρή γορα θά τον έκτελούσαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Ή δολο φονία πού έκανε... — Ποια δολοφονία; τον δι αχόπτει ή χαροκαμένη κοπέλ λα, πού στο μεταξύ, έχει πιή ιμερικά ούΐσκυ. Ό Μάξ ήταν άθώος. Ή ’ΊΞλσα λέει^ τήν άλήθεια. Τό θύμα (μέ την απει
Ε
26
ΓΡΑΜΜΑ
λή του περιστρόφου του την — Αέν φαντάζομαι... "Υ υποχρέωσε νά του τηλεφωνή- στερα από τέτοιο κάψιμο! ση αυτά πού ακριβώς μάς εί Ή Τζίν συνεχίζει σά νά μή τον ακούσε: πε στην άνάκρισι. — Κι* έσύ πώς τό ξέρεις — Μήπως πετουσε κάποιος αυτό; άλλος μέ τό αεροπλάνο του^· —Κρυφακόυσα το τηλε — Καί τό .ρολόι, καί το φώνημά της! Ναι! Είχα κά χρυσό τριφύλλι, οι χειροπέ νει κρυφή ένωσι στο τηλέφωνο δες; του Μάξ! Μπορεί νά είμαι 1Η νέα στεν αχωρ ι έτ α ι: μια τιποτένια, ;·μά ξέρω πώς — Αέν ξέρω... "Ολα μπο ό αγαπημένος μου δεν είναι ρούν νά έχουν γίνη... Θά πάμε ένοχος. Αέν σκότωσε. Δεν έ νά ξεβάψουμε τό πτώμα... κανε κορμιά δολοφονία! — Γ ιατί,; Ό επιθεωρητής τήν κυττά— Θυμάσαι κάποτε, σέ ζει χαμένα: μιά συμπλοκή μέ κακοποιούς —Και τά στοιχεία; Τά πού ό Μάξ είχε τοαυματισθή τόσα εις βάρος του συντριπτι στο πόδι; κά στοιχεία; — Ναι. — Αυτά ακριβώς δείχνουν ^ — Τότε οι χειρουργοί τού του, μαί^τρ! τήν άθωότητά είχαν άφαιρέσει ολόκληρο τό "Αν ό Μάξ δολοφονούσε τον κόκικαλο από τό μεσαίο δά Πώλ Ντουμαν, ήξερε καλά τι χτυλο τού αριστερού του πο έπρεπε νά κάνη για νά μην διού., Τό δάχτυλο αυτό είχε μπορέσουν νά τον άνακαλύ- άπομείλει ένα μαλακό κομμα ψουν ποτέ!... Ένώ, όπως κι* τάκι κρέας, χωρίς κόκκαλό έσύ είπες, μόνο τή φωτογρα καί νύχι. φία του δεν άφησε πάνω στο — Λοιπόν; θύμα. — "Αν δούμε πώς τό πτώ Ό Μπέριμαν κλονίζεται. μα έχει κόκκαλο στο μεσαίο — Λαμπρά!... Μά τότε δάχτυλο τού αριστερού του ποιος είναι ό δολοφόνος; ποδαριού, τότε ό Μάξ Μτώρ — Αέν ξέρω ποιος είναι, ζή! Ζή, καί βασιλεύει, κ. έτ5 άποκρίνεται ή Τζίν. ~έρω πιθεωρητά! όμως πώς δεν είναι ό Μάξ. ^ -αφ/νικά τά μάτια της φω 5Αργά τήν ίδια νύκτα ό ε τίζονται από ,μιά παράξενη πιθεωρητής Μπέριμαν καί ή λάμψι. 4Αρπάζει σφικτά από Τζίν "Άστορ δωροδοκούν τον τό μπράτσο τόιν επιθεωρητή αλκοολικό φύλακα του (μικρού και τον ρωτάει: νεκροταφείου τού Χόρβαν καί — —έρεις τι σκέφθηκα; κάνουν τήν εκταφή. Στο φώς ενός κλεφτοφάνα Τί; — Μήπως ό Μάξ είναι ζων ρου ή Τζίν ρίχνει μέ αγωνία τίχνός; μια ματιά στο αριστερό πόδι Ό Κουκ αμφιβάλλει: τού παραμορφωμένου πτώμα —
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
τος. Και ξεσπάει σ’ ακράτη τους λυγιμούς! —Μάξ! Φτωχέ ·μου, Μάξ. 5Αητό τό ,μεσαΐο δάχτυλο λεί πει πραγματικά ολόκληρο τό κόικικαλο! Ό Μάξ Μπώρ δεν ζή πιά! Τό θύμα αλληλογραφεί
ΧΟΥΝ περάσει τρεις ή * ** 'μέρες από τη δρσιμστική αυτή νύκτα του Σι κάγου... Στη Νέα Ύόρκη, ή ύπόβεσι του «δολοφόνου-ντέτεκτιβ» πού βρήκε τόσο τραγικό θά νατο, αρχίζει νά ξεχνιέται σι γά-σιγά. Ό Μπέριμαν έχει ά
27
πολυσει την "Ελσα Ντούμαν κΓ οι εφημερίδες ελάχιστα άπασχολούνται πιά γιά ^μιά δολοφονία πού ό δολοφόνος έχει πάψει νά βρίσκεται στη ζωή. Φαίνεται αμως πώς κι' αν όλοι ξεχάσουν τό έγκληιμα, τό θύμα δεν μπορεί νά τό ξεχάση! ’Έτσι την τετάρτη ημέρα, 6 Μπέριμαν παίΙρνει ένα γράμ μα σε πένθκμο χαρτοφάκελλο, ταχυδρομημένο στη Νέα Ύόιοκη κι3 από τον το\μέα 48 πού άνηκει ’ στην πεοιφέρεια τού 3ου Νεκροταφείου. «Έπιθεωρητά Μ τέο'μαν »Μή σου φανή καθόλου πα^ ράξενο πώς .μπορώ και σου
’Απ1 τό σώμα τοΰ φαντάσματος βγαίνει ένας παράξενος φω σφορισμός.
ΓΡΑΜΜΑ
28
γράφω αυτό τό γράμμα. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν από βίαιο θάνατο, εξακολουθούν νά ζοΰν και νά κινούνται έδώ^ επτά όλόκληρες ημέρες και μετά τό θάνατό τους. *Ύστε ρα -μεταναστεύουν στον άλλο Κό'σμο... »Έτσι, ζώντας κι5 εγώ μιά αμφίβολη ζωή ανάμεσα σας και παρακολουθώντας τις α τελείωτες ανακρίσεις πού κά νεις σε τόσους και τόσους α θώους, σου γράφω αυτό τό γράμμα γιά νά σου πώ μονά χα αυτά τά λόγια: «Ό δολο φόνος ,μου δεν σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Ζή κι* έχει κάνει τόσο καλά τή δουλειά του πού ποτέ "δεν θά μπόρεσης νά τον άνακαλύψης. Έκτος άν παρουσιαστή μονάχος καί ομολογήσει τό έγκλημά του.» Ό έπιθεωρητής τσαλακώ νει τό γράμμα κι* έτοιμάζεται νά τό πετάξη: — ΛΑύτό μάς έλειπε τώρα! Νά μάς κάνουν φάρσες κι* οι πεθαμένοι! Ή Τζίν "Αστορ πού, δπως είπαμε, βρίσκεται πάντοτε κοντά του, ένδιαφέρεται: —Ποιος πεθαμένος σου κά νει φάρσα, μαιτρ; Ό Μπέριμαν ξετσαλακώνει τό γράμμα καί τής τό δίνει. — Λαμπρά!. διάβασε το νά θυιμώσης κι* εσύ. Ή νέα με τά συνεχώς βουρ κωμένα μαυροπράσινα μάτια, τό διαβάζει. — Θά πεταχτώ νά τό δεήξω στήν *Έλσα, μαιτρ. Αυτή θά μάς πή άν είναι ό γραφι
κός χαρακτήρας του μακαρί τη άνδρα της... — Τρελλάθηκες, Τζίν; ^ — "Ίσως, καλέ μου φίλε. *Όλα γίνονται σ3 αυτό τόν κ6 σμο! — Λαμπρά! "Οχι δμως καί στον "Άλλο Κόσμο! Ή δημοσιογράφος, υστέρα από «μιά ώρα, ξαναγυρίζει στό άστυνομ ικό γραφείο: — Ναί', μαιτρ. Ή *Έλσα άνεγνώρισε αμέσως τό γραφι κό χαρακτήρα. Είναι τοΰ μα καρίτη Πώλ Ντούμαν κι* άς έχει ημερομηνία τρεΐς μέοες μετά τή δολοφονία του. Τήν ίδια πεποίθησι σχημάτισα κι* έγώ δταν τό συνέκρινα με άλ λα γράμματα του θύματος πού μου έδειξε. — Λαμπρά, Τζίν! Έγώ δ μως δεν έχω καμμιά διάθεσι νά ^μέ κλείσουνε στό Ψυχια τρείο! "Αφησε με ήσυχο σε παρακαλώ! Τό φάντασμα του θύματος
Α ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ τής ίδιας ήμεοας, ένας με σόκοπος άνδαας στρι φογυρίζει ξάγρυπνος στό κρε 6άτι του, σαν κάποιος τρόμε ρός εφιάλτης νά τόν βασανίζη. Κρύος ιδρώτας λούζει κά θε τόσο τό πρόσωπο καί τό σώμα του. Σέ μιά στιγμή άνασηκώνεται στά μαξηλάρια καί μονολογεί: — Τραγικό λάθος! *Έπρε πε τήν ίδια νύχτα νά σκοτώ σω κι* έκείνην... Αλλά πώς; Τότε ποιος θά ήταν ό δολο
Τ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΑΗ φόνος; θεέ μου! Τρελλάθηκα! Δεν ξέρω τι λέω τγι<χ ! ... Ή_σκέψι μου... Ξαφνικά βαρεία κι5 αργά βήματα άκούγονται έξω άπό τήν κάμαρα και σχεδόν αμέ σως τρία κτυπήματα στην πό,ρτα. Ό :μεσόκοπος άνθρωπος Τραβάει κάτω άπό τό μαξιλά ρι του ένα πιστόλι και πετιέ ται όρθιος. Μέ προτεταμένη 'τήν κάννη του προχωρεί αρ γά κι’ αθόρυβα τραβάει γρή γορα τό σύρτη κι5 ανοίγει άπόταμα τήν πόρΤα. Μένει ό μως ^αμέσως άκίνητος^μέ γουρ Χωμένα τά μάτια, ενώ τό τγι οί όλι ξεφεύγει άπό τό }(έρι του καί βροντάει βαρύ κάτω. —- Έσύ!, ψιθυρίζει μέ δέ ος καί φρίΙκη ό άνθρωπος πού κρατούσε τό πιστόλι. Μπροστά του άντικρύζει ο λοζώντανο τον Πώλ Ντουμαν. Τον άνθρωπο πού, πριν λίγες ημέρες, είχε ό ίδιος σκοτώσει καρφώνοντας ένα στιλέττο στη ράχη του. Μόνο πού τά μαλλιά, τό πρόσωπο καί το κορμί του βγάζουν έναν παρά ξένο φωσφορισμό. Σίγουρα είναι τό φάντασμα του σκοτω μένου.^ Καί νά: 5Αρχίζει τώρα νά τού λέτ} μέ βαθιειά κν υπό κωψη φωνή: — Πήγαινε τό πρωί στον επιθεωρητή Μπέριμαν νά όμολογήσης τό έγκλημά σου! Τότε μονάχα θ5 άναπαυθώ καί θά λυώσω στον τάφο μου! Άλλοιώς μέρα καί νύχτα θά σε κυνηγάω... Καί λέγοντας αυτά, τό φάν τασμα, δίνει μια τρομακτική
4Η δημοσιογράφος Τζίν Άστοβ
γροθιά στο πρόσωπο τού ^δο λοφόνου του καί τον σωριάζει κάτω αναίσθητο. "Υστερα γυ ρίζει καί χάνεται στο σκότα-1 δι τής τραγικής νύχτας. 0060
Ο
ο
ο
ο
ο
ο
ο
ο
ο···
Τήν άλλη μέρα τό πρωϊ έ νας μεσόκοπος άνθρωπος πα ρουσιάζεται στο γραφείο τού αστυνομικού έπιθεωρη τού. Φαίνεται συντετριμμένος καί μόλις καταφέρνει νά στέκεται στά πόδια του. Ή Τζίν *Άστορ τον αναγνωρίζει καί τον βοηθάει νά καθήση σέ μια πο λυθρόνα. Ό Μπέριμαν είναι θυμωμέ νος γιατί μόλις πριν άπό λί γο ε!χε πετάξει πάλι μέ τίς κλωτσιές αυτόν τον άνυπόφορο Μπούν ’Αλάς που ξανάρ8ε έτσι γιά... παίξεγέλασε νά τού ζαλίίση τό κεφάλι. Κυττά
ΓΡΑΜΜΑ
ζει λοιπόν μέ δυσφορία τόν μεσόκοπο έπισκέπτη, και ρω τάει : ^— Πάλι εσύ εδώ; Ποιος σέ κάλεσε; 5Αφού σ' έχω έξετά^σει.... Εκείνος κάνει ιμιά προσιτά θεία να άνασηκωιθή και του άπσκρίνεται: — Ηρθα νά ομολογήσω τό έγκλημά μου! Έγώ σκό τωσα τόν Πώλ Ντοάμαν. —3Εσύ! Ψιθυρίζουν μέ τις ίδιες κινήσεις των χειλιων τους ό Μπεριμαν και ή Τζίν. — Ναι... Τόν σκότωσα για νά τόν ληστέψω τή στιγμή πού ήταν έτοΐιμος νά δολοφονήση τή γυναίκα του ενοχο ποιώντας τόν Μάξ Μπώρ! — Καί γιατί έρχεσαι νά όμολογήσης τώρα; ρωτάει ό ε πιθεωρητής. — Με διέταξε! Παρουσιάστητε ολοζώντανος μπροστά μου ό σκοτωμένος! Ό Πώλ Ντούμαν! Έσεΐς δεν θά τό πιστεύετε, θά . με περνάτε για τρελλό!... . Ό Μπέριμαν τόν καθησυχά ζει; — Κάθε άλλο. Σέ πιστεύω καί σέ παραπιστεύω. 3Εμένα μούστειλε καί γράμμα, Θεός σχωρέστονε! Ό δολοφόνος τόν κυττάζει με τταράπονο. -— Τό ήξερα πώς θά μέ κο οϊδεύατε, λέει. Καί συνεχίει; -— Ό Πώλ μέ έΐχέ κρύψει άπό νωρίς μέσα στό σπίτι γιά νά τόν βοηθήσω νά δαλόφονήση τή γυναίκα του. Σ^Οταν έκεΤνος, μέ τήν α
πειλή τού πιστολιού του, α νάγκασε τήν Έλσα νά γράψη ένα γράμμα, νά ύπογράψη κά τι γραμμάτια καί νά κάλεση μέ τό τηλέφωνο — κρυφά τά χα — τόν Μάξ Μπώρ, εγώ έ κανα όλες τις άλλες προετοι μασίες. Τέλος άφησα άναμμέ νο τό φώς στό δωμάτιο τής ταράτσας πού θά ερχόταν ό ντέτεκτιβ κι3 έρριξα κάτω τό άρχαΐο στιλέττο μέ τή χρυσή διαμαντοστολισμένη λαβή. »Ό Πώλ —σαν παληός ντέ τεκτιβ — ήταν βέβαιος πώς τό κομψοτέχνημα αυτό θά έ κανε σίγουρα έντύπωσι στό Μπώ ρ. Κ αί σηκώνοντάς το γιά νά τό περιεργαστή θάπε φτε στήν παγίδα: Θά άφηνε δηλαδή δακτυλικά άποτυπώ^ ματα πάνω στή λαβή του. *Ό πως κι3 έγινε, άλωστε! »3Από νωρίς ^ είχα ακόμη συνεννοηθή μέ τόν οδηγό ένό^ μεγάλου καμιονιού γιά νά κ« νη τή σύγκρουσι πού έκανε καί νά μείνη ή κούρσα τού ντέτεκτιβ έξω άπό τό μανδρό τοίχο τού κήπου. Συντριπτι κό στοιχείο σέ βάρος του. »3Έτσι, τήν ώρα πού^έφθα σε ό Μάξ Μπώρ, πηδώντας τή μάνδρα, βρισκόμουν κρυμ μένος στον κήπο. 3Εγώ έκρυ ψα καί τά παττούτσια του στήν άδεια γλάστρα γιά νά προσθέσω ένα ακόμα ενοχο ποιητικό στοιχείο μέσα σ3 ό λα τ3 άλλα... »Τέλος, όταν ό ντέτεκτιβ βαρέθηκε κι3 έφυγε, ξαναμπή κα στό σπίτι. *0 Πώλ πού στό μεταξύ είχε τελειώσει μέ τή μελλοθάνατη γυναίκα: του καί
Αίΐό ΤΟΝ ΑΑΗ
την είχε κλειδώσει στο λου τρό, ιμοΰ είπε: — Πριν τη σκοτώσουμε, πρέπει νά ανεβούμε στο δω μάτιο τής ταράτσας νά δού με άν τό στκλέττο μετακινή θηκε άττό τή θέσι πού τό αφή σαμε... Όπότε θά πή πώς τό άγγιξε κι* άφησε τά δακτυλι κά του Αποτυπώματα. "Υστε ρα θά τό πιάσω ,μ" ένα μαντή λι και θά τή χτυπήσω έκεΐ πού πρέπει... »Σάν φθάσαμε όμως στην ταράτσα, -μείναμε κι5 οΐ δυο κατάπληκτοι! Ό Μάξ 6)ςι μό νο είχε πιάσει τό στιλεττο, μά είχε αναποδογυρίσει τά έ πιπλα και είχε κυριολεκτικά Αναστατώσει τό δωμάτιο. "Ί σως γιά νά δείξη στην "Έλσα πώς ήταν συνεπής στο ραντε βού της. »Τότε χωρίς νά τό θέλω, μιά φοβερή σκέψι πέρασε α πό τό μυαλό μου: "Άν σκό τωνα εγώ τον Πώλ, κι" εξαφά νιζα τό γράμμα καί τά γραμ μάτια πού είχε στις τσέτες του, τί θά γινόταν; "Ολοι θά πίστευαν πώς ό Μάξ Μπώρ κι" ή "Έλσα είχαν ιδιαίτερες σχέσεις καί πώς τον σκότω σαν γιά νά μείνουν έλεύθεροι κι" ανενόχλητοι. Κανένας δεν μέ είχε δη μέσα στο σπίτι, έκτος από τον Πώλ, καί κανέ νας δεν θά μπορούσε νά ,μέ ύποψιαστή. "Υστερα, θά επαιρ να τό κλειδί) του λουτρού πού ό Ντούμαν είχε Αφήσει στό τραπεζάκι τού χώλ, θά έβγαι να Από τό σπίτι καί θά τό πε τούσα στήν "Ελσα Από τό μι
κρό καγκελωτό παραθυράκι τής μικρής φυλακής της. »"Έτσι, καί σε μιά στιγμή πού ό Πώλ μου είχε γυρίσει τήν πλάτη του καί κυττούσε τό Ακατάστατο δωμάτιο, βγά ζω Αμέσως τό μαντήλι μου, αρπάζω μ" αυτό τή λαβή τού στιλέττου καί τό καρφώνω στή ράχη του. Τά παρακάτω τά ξέρετε... Τέλος, * κατέβηκα Αθόρυβα κάτω στή βίλλα, ά νοιξα σιγά - σιγά τήν πόρτα πιάνοντας την μέ τό μαντήλι βγήκα έξω, τήν ξανάκλεσα, έφυγα σά νά μέ κυνηγούσαν... Στην ταραχή μου σμως αυτή ξέχασο^νά πάρω τό κλειδί τού λουτρού γιά νά τό πετάξώ στήν "Έλσα. "Έτσι έφυγα α πό έκεΐ, αφήνοντας ένα πτώ μα στήν ταράτσα καί μιά <<δο λοφόνο» κλειδωμένη στο λου τρό!... "Οταν τό θυμήθηκα, ήταν πιά Αργά γιά νά διορθώ σο3 τό τραγικό λάθος μου. Κι" όμως ακόμα δέν μπορώ νά κα ταλάβω πώς ή γυναίκα αυτή κατάφερε νά βγή από τό λου τρό. Άλλοιώς θά μέ είχατε υποψιαστή καί σύλλαβε ι αμέ σως. Κ αΐ προσθέτει ^ιμέ δέος : ^— "Ίσως νά τής άνοιξε τό φάντασμα! Τό φάντασμα τού σκοτωμένου! Ό Μπέριμαν άκουμπάει έπίσημα τό χέρι του στον ώμο τού μεσόκοπου Ανθρώπου: — Μπέν Χάϊν! "Εν όνόμα-^ τι τού Νόμου σέ συλλαμβά νω ως δολοφόνο τού συνετά^ ρου σου Πώλ Ντούμαν! Ό «μακαρίτης» Μάξ Μπώρ είναι έλεύθερος!
η Τηλεφώνημα Καί τέλος
ΓΡΑΜΜΑ
έβαλα φωτιά» — Και τό πτώμα σου; —*· Κάηκε κΓ αυτό μαζί. ΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σχεδόν — Τότε πώς ζής και βασι κουδουνίζει τό τηλέφω λεύεις; νο. Ό επιθεωρητής πα ρατάει τό δολοφόνο και ση— Τό πτώμα δεν ήταν δι κό μου, Κούκ. Ό νυχτοφύλα κώνει τό Ακουστικό. Μια γυ κας τού νεκροταφείου ήταν α ναικεία φωνή του λέει: νένδοτος. Χίλια δολλάρια τού — Όμιλείται μέ Σικάγο, έβαλα στήν τσέπη γιά νά τον παρακαλώ... ’,τείσω νά μ5 άφήση νά μπω Περιμένοντας ό Μπέριμαν μέσα καί νά διαλέξω ένα ατά δείχνει μέ τα μάτια του στη μέτρα μου. δημοσιογράφο τή βοηθητική — Καί τό κόκκαλο από τό τηλεφωνική συσκευή πού βρ'ί μεσαίο δάχτυλο τού αριστε σκεται στο γραψεΤο του: ρού ποδαριού; — 5Από τό Σικάγο, Τζίν. — Δύσκολο ήταν νά τό κό Ό διευθυντής τής Αστυνομί ψω; Αφού ήξερα πώς ή Τζίν ας θά είναι,*4 Θές νά μυρίστη από αυτό θά κύτταζε ν’ ανα κε τίποτα για τήν εκταφή; γνώριση τά κομμένο «πτώμα» Ή νέα σηκώνει τό δεύτερο μου! ακουστικό χωρίς νά μιλήση. — Ααμπρά!, κάνει σαστι Μέ τις πρώτες λέξεις όμως σμένος ό Μπέριμαν. Μά δεν που άκουνε κΓ οι δυο, μένουν εννοώ γιατί έκανες τον πεθα αμέσως ξεροί, σά νά τους μένο. κτύιτησε κεραυνός στό κεφά —; Γιά νά μή μέ συλλαβής λι ! "Ας παρακολουθήσουμε ό Κούκ. μως κΓ εμείς τό τηλεφώνημα: ^ —Χαί τώρα γιατί παρου —Έσύ είσαι Κούκ; Έδώ σιάζεσαι; Μάξ Μπώρ, ό συχωρεμένος και άείμνηστος! Χά, χά, χά! — 3Αφού είδα πώς έπιασες τόν πραγματικό δολοφόνο. Τό βράδυ θά βρίσκομαι στη Τώρα δέν είπες πώς «σμακαρί Νέα Ύόρκη. Ειδοποίησε και της Μάξ Μπώρ είναι έλεύθε** τή^ Τζίν πώς θά φάμε μα£ί γιά νά γιορτάσουμε τήν άνα- ρος»; στασί μου! Θά σάς κάνω τό Ό επιθεωρητής γουρλώνει τραπέζι στήν «Πράσινη Γά τά μάτια του. τα»4 —Ήώς τά ξέρεις έσυ αυτά; — Ζης, λοιπόν Μάξ; Ό ντέτεκτιβ γελάει: — Ζώ και βασιλεύω, Μπέ — Χά, χά! Έίμεΐς οί «μα ριμαν. καρίτες», Μπέριμαν, δλα τά — Και τό άεροπορικό δυ βλέπουμε^ κι* δλα τ’ άκουμε! ατύχημα; Καλή άντάμωισι λοιπόν τό — Σ κηνοθετημένο! Κ ατέβράρυ στήν «Πράσινη Γάτα». βασα τό άεροπλάνα μου στρ Καί κλείνει γελώντας τό Α χαράδρα, τοσπασα καί του κουστικά.
Τ
33
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ
Ή Τζίν πετιέται όρθια αγ καλιάζει τον επιθεωρητή, τον φιλάει στα μάγουλα τρελλή από χαρά, καί τον τραντάζει. — Ζή, ιμαίτρ! Ζή καί βα σιλεύει ! Δεν προφθαίνουν όμως νά συνέλθουν λιγάκι όταν ξάφνου άπό την άνοίικτή πόιρτα^ ,μπαί νει στο γιρσφεΐο χαρούμενος καί ικεφάτος ό αφόρητος και πολυλογάς Μπούντ 3Αλάς. — Χρυσέ μου, λέει στον ε πιθεωρητή . Μόλ ι ς έπεκ ο ι νώ νη σα ιμέ την ψυχή του Μάξ! Βρίσκεται στήν Κάλασι, είναι καλά καί σάς στέλνει πολλούς χαιρετισμούς! Ό επιθεωρητής γυρίζει στή δημοσιογράφο: —-Κρίμα Τζίν, πού δεν ε? ναι εδώ ό Μάξ, Θά διασκέδα ζε πολύ μ3 αυτό τό βλάκα! Ό Μπούντ 3 Αλας προθυμο ποιείται : ^ —^Τόν Μάξ Μπώρ; Θέλετε νά σάς τον παρουσιάσω αμέ
σως; Έγώ είμαι υπνωτιστής. Έτσι καί κουνήσω τό χέρι μου... Καί τήν ίδια στιγμή αρχί ζει νά βγάζη άπό πάνω του τά μεταμφιεστιικά υλικά πού σκεπάζουν τον ...Μάξ Μπώρ! Το τΐ επακολουθεί δεν περιγράφεται. Ή Τζίν δεν κρατιέ ται άπό τή χαρά της καί ρί χνεται στήν αγκαλιά του, ενώ ό Μπέριμαν δεν σταματάει νά μουρμουρίΐζη: «Λαμπρά!, Λαμπρά!» Ό Μάξ Μπώρ τούς εξηγεί πώς έπαιξε, τό παιχνίδι του φαντάσματος για νά πείση τό δολοφόνο νά παραδοθή, πώς ό ί'διος έγραψε τό γράμμα στον Μπέ,ριμαν άπό τον άλλο Κόσμο, καί πώς κατηγόρησε τήν Έλσα γιά νά τήν φυλαικί σουν γιά νά μήνκινδυνέι|π) άπό τον 3Εβραίο. Στο τέλος τούς έξήγησε πώς τό τηλεφώνημα τό έκανε άπό τό διπλανό γρα φεΐο καί δχι άπό τό Σικάγο!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άπακλειστικστης:
Γεν.
Εκδοτικά»
Επιχειρήσεις
Ο.Ε.
ΔΕΚΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ Γραφεία:
ιΟδός Λέκκα 22—·*Αριθ. 5—Τιμή δραχμαι 2
Δημοσιογραφικός Δ)ντης: Στ. Άνευαδουιράς, Φάληρου 41. Οίκίανοιμ'ΐκ,ός Δ)ιντής: Γεώρν. Ρεωργ:άδης, Σφ;γγός 38. Προϊστά μενος τιυπσγρ.: Α. Χ'στζηβασ:λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη.ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Πεωρνιάδηιν, Λέκικα 22/ Άθήναι.
ΔΡΑΙΙΙ__ Τό θρυλικό πια στην Ελλάδα αστυνομικό περιοδικό:
ΔΕΚΑΤΡΙΑ σάς παρουσιάζει την ερχόμενη Πέμπτη την πιο συναρπα στική περιπέτεια του έλληνοαμερικανού ντέτεκτιβ
ΜΑΞ ΜΠΩΡ με τον τίτλο:
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Γραμμένη από τό ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ. Ουδέποτε άλλοτε έχει κυκλοφορήσει στήν * Ελλάδα άστυνσμιικό τεύχος όπως τό ΔΕΚΑΤΡΙΑ και περιπέτεια δπως:
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Τήν Πέμπτη τό πρωί όλοι στα Πεοίπτεοα.
Α/ΫΘΡ9Ώ6, Γ/ΡΝΑ /ΓΗ ΓΗ ΧΟΥ. . ΑΥΤΟ Τ?ΟΥ ΘΑ ΧΟΥ 77° 4*7/ ///ΤΑ/ Γ//9ΣΤ0 ΙΤΟλ/ 77θΛΥ ΜΟ/ΜΟ.. ΥΑΙΟΑ ΛΗΧ Τ/Α ΏΟ/Ο ΛΟΧΟ. . . . ΑΟ//70Λ7 ΜΟΛΙΣ 77ΡΟΧΤδ/9ΘΗΥ>ε Ο ΖΟ -ΗΟΥΗ Χ/ΥΑΧ 3ΡΑΛΟΧ.. ΚΑΤΧ77Α Α7? ΜΟΥ! ΜΗΠ9Χ ΑΑ/Τ6ΙΧ
Μή Η ΜΑΤΑΧΤΑ//* Χ£/ΡθΤ6ΡΧ9*£ Ο ΤΑ// Χ77£/\6/ΡΗΣ£ //Α Μ/7Η /£ ΜΑ770/Ο ΧΡΗΜΟ /77/Γ/. .}----------------------------------------------“7—Μ6/Α/ΙΤ ΑΡΗ/ ΡλίΡΧΜ/' ( ΖβΤΑΙ ΧΑ 7ΥΑ ΠΧΡ/Ρ16//ΑΝ /ΤΑ Μ779 6Γ9 Μ6/Α. . 6ΧΤΥΧΟΣ ΠΟΥ 77ΡΟΑΑ&Α.
ΓΗ1/ΥΟΙ ΑΡΟΧΠΑΘβ/ ΝΑ
Μβ ΣΚ0Τ9ΣΗ.. 6ΧΤΥΧ9Σ -Μ ΑΤΟΜΙΚΗ -ΠΤΗΤΙΚΗ ΜΗλΑΗΗ Μβ
Α <Ρ///ΚΑ 3/7 £77Χ/ β/ΤΑ ΤΗ//ΤΟ. ΤΤΡΟΧΤ7ΑΘΗΧΑ Ηρ ΑΡΥ&Τ3 Μ ΑΥΓΟ/ ΑΡΧ/Χ6 /ΤΑ 77ΥΡΟΑΟΛΗ.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙ
ΝΙΚΟΥ,Β.! ΡΟΥΤΣΟΥ
\ 1
* ■/ ΡΛ§'? \
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΊΤΟΥ — Μή, Μάξ!, ^ ξεφωνίζει μ’ άπόγνωσι ή Τζίν "Αστορ που βρίσκεται πίσω του1, κά (σπάζει ΜΑΞ (ΜΠΩΡ νοντας νά τον συγκράτηση. με μιο£ κλωτσιά τό Ό νέος άνδρας μέ μια δυ κλειστό παράθυρο του νατή στρωξιά τή σωριάζει υπογείου διαμερίσματος. κάτω. Μ* Κι* άμεσως. ιμ’ ένα πψ δευτεοη κλωτσιά, τό ξεθεμε δημα, χάνεται μέσα στην κολιώνει. Μέ τρίτη, τό γκρεμί λασι του καπνού καί τής φω ζει μέ πάταγο, στο εσωτερικό τιάς. του δωματίου... Ή δημοσιογράφος γρήγο 5Από τό άνοιγμά του !βγαί ρα ξαναβρίσκεται όρθια. Τρ£ νουν τώιοα μαύροι καπνοί καί χει π;,ρό-ς τό ανοιχτό ^ χαμηλό φλόγες! παράθυρο. ΊΊηδάει πίσω από Ό ντέτεκτιβ, χωρίς στιγμή τό ντέτεκτιβ. Χάνεται κι5 αυ νά διστάση, ικάνει νά πηδήση τή στους καπνούς καί στις μέσα από τό παράθυρο... φλόγες...
*Έ·να τέρας στις φλόγες
Ο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 ααφνικά, ό «Δαίμονας τής Φωτιάς» παρουσιάζεται μττρο στά τους. Ζητάει νά ξεψυγη άπό τό άνοιγμα τοΰ παραθύ ρου μαζί μέ τις φλόγες και τούς καπνούς. Ή ποώτη γοοθιά του Μάξ Μπώρ αστοχεί. Βρίσκει στο πρόσωπο τή Τζίν πού στο με ταξύ έχει ψΒάσει και εχει ιμπή ανάμεσα τους. Ή νέα γκρεμοτασκίζεται βαρεία πά νω στην εστία του έμπρησμου. Οί πρώτες φλόγες την άγκ αλ ι όζουν λ α ί μ αργα. , Δεύτερη γροθιά του ντέτεκτι6 βρίσκει στο σαγόνι τό φοικτό τέρας. Ό «Δαίμονας τής Φωτιάς» κλονίζεται για λίγες στιγμές και τραβάε- έ να ιμενάλο φονικό στιλέττο. Ό Μάξ Μπώο τινάζει την τοί τη γοοθ’ά του στο πρόσωπο του στοιχειού και τό σωριάζει κάτω. Γυρίζει άυέσως καί μ’ ένα πήδημα βρίσκεται κοντά στό μισοσναίσθητη κοπέλλα. Σκύβει νά την άοπάξη στην ά.νκσλιά του. Νά τ™» πετάξη άπό τό παράθυρο. "Εδω άπό τίς Οθόνες καί τούς καπνούς. Στο μεταξύ τό τέρας έχει πεταχτή ορΘό. Μαζεύει άπό κάτω τό στιλέττο του καί χύ νεται πίσω άπό τον ντέτε^τιβ Τό σηκώνει .με λύσσα. Κάνει νά τό καοφώση στη ράχι του·. Την ίδια στιγμή πνιγιυένος βήχας άκούγεται πίσω άπό τό Δαίμονα καί ιμέσα ατούς ιμαύοους καπνούς. Ταυ τόχρονα καί ιμιά κάννη μεγά λου πιστολιού σταματάει την κάτεύθυνσι τής παλάμης πού σφίγγει τό φονικό στιλέττο...
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ Φαρσέρ $ εμπρηστής
Σ ΠΑΡΟΥΜΕ όμως κα λύτερα τά πράγματα ιμέ τή σειρά τους. Ή όκηνή /πού παρακολουθήσα με πσοσπάνω διαδραματίστη κε στο τέλος τής αστυνομι κής αυτής πεσιπετεΓσς μος, Γιά νά βρεθούμε στην άρχή πρέτει νά γυρίσουμε χρονικά πίσω, τέσσερες ολόκλη ρους μήνες όταν... Ή ώοα είναι δώδεκα άκριβώς τά μεσάνυχτα... Ό Έλληνοαυεοικανός ντέτεκτιβ Μάξ Μπώο, μαζί μέ τή Μεξικανή φίλη του. τή δημο σιογράφο Τζίν "Αστοο, βρί σκονται άκόμα στο γοαφεΐο τού αστυνομικού έπ'θεωοητού Κούκ Μπέοιμαν. Κουβεντιά ζουν γιά την τελευταία μενάλη πυσκαϊά της Νέας Ύόοκης πού άπετέφοωσε τό πολύ τελέστστο μέγαρο τού μεγα λοβ'ομηγάνου Σττρλιγκαν άσοσλισυένου γιά ένα έκστομιμύοτο δολλάρια στήν έταιρία «Ρουαγισλ». Ή Φωτιά έβεδηλώθη άπό τέσσερες ταυτόχρονα εστίες καί μέσα σε λίνσ λεπτά τής ώρας τεοάστ'ες φλόγες είχαν άχκαλιάσει εντελώς τό κτίριο. ’Άοα ήταν κάτι περ’σσότεοο άπό φσνεοό καί βέβασ πώς έποοκεπο 'περί έυπο·η·σ,«ού θρασυτάτης μάλιστα μορφής. Κι' όμως, οί έξονυχιστικές έοευνες καί άνακοίσεις πού είχαν γίνει στο μέγσιοο καί στούς ενοίκους του δεν ένο~ χοποιοΰσαν κανένα γνωστό ή
3 άγνωστο πρόσωπο. Τίποτα ά πολύτως δεν βρέθηκε στα ε ρείπια του κατεστραμμένου κτιρίου πού ν σποδέ ίχνη, η έ στω καί νά ύποστηρ|ζη; την έκδοχή του εμπρησμού. "Ετσι, ό βαθύπλουτος Πώλ Ζβάρσον,πρόεδρος καί μεγα λύτερος ιμέτοχος τής άσψαλιστικής εταιρίας «Ρούαγιαλ» αναγκάστηκε νά ^ μέτρηση στον ιδιοκτήτη του πολυτε λούς μεγάρου τό στογγυλόν ποσόν τού ενός έκκαταμμυρίου δολλαρίων. Καί την άλλη μέρα οι μετοχές στο Χρημα τιστήριο τής Νέας Ύόρκής, λόγω μεγαλύτερης προοψο ράς απ’ τη συνηθισμένη, επεσαν πέντε ολόκληρες μονάδες. Ό Μάξ Μπώρ επιμένει πώς στις πυρκαϊές, οΐ^ εννιακόσες έννενήντα έννέα είναι Εμπρη σμοί. Ή Τζίν Άσταρ συμφω νεί ιμαζί του καί (μόνον ο Μπέ ρι.μαν διαφωνεί: — Λαμπρά! ^ Άλλα δεν παραδέχεσαι πώς γίνονται καί τυχαίες πυρκαϊές; •— Είπα: Μία στις χίλιες! — "Έστω. Ή πυρκαϊά λοι πόν τού μεγάρου Στέρλιγκαν είναι ή ιμιά στις χίλιες σου. Ή όμορφη μελαχροινή Με ξιικάνα μέ τά μαυροπράσινα μάτια χαμογελάει: —- Μά μαιτρ!... Ξεχνάτε λοιπόν πώς ή φωτιά εκδηλώ θηκε ταυτόχρονα από τέσσε ρα σημεία τού μεγάρου; Ό έγωϊστής ^ επιθεωρητής καταλαβαίνει τήν γκάφα του καί θυμώνει: — Κι* άπό τέσσερες κΓ άπό δεκατέσσερες I Τι σημα
σία έχει αύτό; Παραδέχεσαι πώς μπορεί ν’ άνάψη τυχαία μια εστία;; —- Ναί/βέβαια. — Λαμπρά! Τότε γιατί δεν παραδέχεσαι πώς μπορεί νά ανάψουν τό ίδιο τυχαία, δυο^ εστίες η τρεις, ή δεκατοεΐς; «Τύχη» είναι αυτή ό,τι θέλει κάνει! Περιορισμούς θά τις βάλουμε έμεΐς; "Ωχ, άδερ ψέ! Ό Μάξ Μπώρ δ*εν προφταί νει νά γελάση (μέ τό έξωφρενικά σοφιστικό έπτιχείρήμά τού Μπέριμαν, γιατί ή Εξωτε ρική τηλεφωνική συσκευή πού βρίσκεται στο γραφείο δουνίζει. Ό ντέτεκτιβ σάν πιο κον τά άπό τούς άλλους, σηκώνει τό ακουστικό καί τό φέρνει στ5 αυτί του. Ό επιθεωρητής κάνει τό ίδιο, αλλά μέ ί άκου στικό τής βοηθητικής συσκέυ ής πού θά τού έπιτρέψη νά παρακολούθησηΓ τό τηλεψώνη μα.. Μιά παράξενη βραχνή καί προσποιητή Ανδρική φωνή άκούγεται άπό τήν άλλη άκρη τού σύρματος: — Τον κ. Μπέριμαν, πα ρακαλώ καί γρήγορα για νά προφτάση... Ό Μάξ Μπώρ ρωτάει : —Ποιος τον ζητάει 1 πα ρακαλώ ; Ή παράξενη φωνή Αποκρί νεται : λ —*Ό «Δαίμονας της τιάς» πέστε του. Μέ ξέοει γι ατί τού έχω τηλεφωνήσει άλλοτε... Ό Μπέριμαν δείχνει ξαφνι
κο ενδιαφέρον. Παρατάει, α μέσως το βοηθητικά ακουστι κό καί αρπάζει από τά χέρια του ντέτεκτιβ το κύριο: _— Λαμπρά!... Λαμπρά!^.* Έγώ είμαι ό Μπέριμαν! Σας άκούω, κύριε «Δαίμονα τής Φωτιάς»1. β Ό Μάξ μετακινείται λίγο και παίρνει αύτός τώρα το δεύτερο άκουστικό. Ή παράξενη προσποιητή ψωνή φαίνεται να βιάζεται: — "Ακούστε με, κύριε έπιθεωρητά. θυμόσαστε πώς σάς είχα ειδοποιήσει γιά τή πυρκαϊα τού μεγάρου Στέρλίγκαν. Μέ νομίσατε όμως γιά φαρσέρ... —* Φυσικά* κύριε «Δαίμο να» Αφού τηλεφωνήσατε ό ταν οι φλόγες είχαν αγκαλιά σει ολόκληρο το κτίριο...Αυ τά θά μπορούσε νά το κάνη οποιοσδήποτε ήλίθιος πού θα είχε ,μάτια και θά έβλεπε τή φωτιά. Ό άγνωστος συμφωνεί: — Δίκηο έχετε, κύριε Μπε ριμαν. Γι" αυτό κι" αυτή τή φορά σάς πήρα στο τηλεφωτ νο πριν άκόμα βάλω φωτιά στο δεύτερο κτίριο πού θά καή άπόψε! Ό επιθεωρητής άρχίζει νά δίασκεδάζη: —- Ή καλωσυνη σας, κύ ριε «Δαίμονα» μέ καταϋπο χρεώνει ! Και ποιο κτίριο λοι πον είδατε στον ύπνο σας 1τώς κάψατε άπόψε; — Δεν έκαψα. Θά κάψω σάς είπα. Καί πρέπει νά προ λάβετε τό κακό! Λαμπρά. Δεν εχετε λοι
πόν παρά νά μου δώσετε τή διεύθυνσι νά στείλω τις... πυ ροσβεστικές αντλίες. — Μάλιστα. Σημειώστε παρακαλώ. Πλατεία Κάρλτον Μέγαρο ν Ντίν Γιόσερ, παροογωγού κινηματογραφικών ται νιών. Σέ μερικά λεπτά τής ώρας τό κτίριο θά καίγεται σαν λαμπάδα. ΈλπίΙζω νά μπορέσω νά σάς ειδοποιήσω καί στον τρίτο εμπρησμό πού λογαριάζω νά κάνω τήν άλ λη εβδομάδα. ιΚαί προσθέτει σέ τόνο συ μπόνιας: — Δεν μπορείτε νά φαντορθήτε κύριε έπιθεωρητά, πόσο υποφέρω βλέποντας τις φλόγες νά κάνουν στάχτη τά άμορφα αυτά κτίρια τής Νέας Ύόρκης! Νά μέ πι* στέψετε σάς παρακαλώ!... Ό Μπέριμαν, βέβαιος πώς πρόκειται περί φαρσέρ, καί ά ναιδεστάτου μάλιστα, χάνει τήν υπομονή του:^ — Λαμπρά! Άλλα είσαι ο (μεγαλύτερος ήλίθιος άπό όσους έχω άκούσει στο τηλέ φωνο ! — Ευχαριστώ κΓ ώρβουάρ αγαπητέ μου κύριε! -— Στο διάβολο, βλάκα! Τ© τηλέφων© βουίζει
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ κλεί νοντας τήν άκουστική συσκευή εξηγεί .νευρια σμένος στήν Τζίν Άσάορ, πού άκούγοντας μόνον αύτους δέν είχε καταλάβει καί πολλά πράγματα. — *Ένας ένοχλητικός φαρ-
Ο
σέρ! "Αν έπεφτε στα χέρια μου θά τον έστελνα νά συνέ χιση τις φάρσες του στόνν. "Αλλο Κόσμο! Χμ, το κτή νος ! Γά (μεγάλα μαύρα ,μ άτια του Μαξ Μπώρ έχουν σκοτει νιάσει : — Σου1 εΤχιε ξανστηλεφωνή σει λοιπόν για την πυρκαϊά του μεγάρου Στερλιγκαν; —Ναι. Κατόπιν εορτής. Δεν μ' ακόυσες πού του το εί πα; Αποδίδεις καιμμιά σήμα σια σ’ αυτό; Μάξ; — Ό;χι σοβαρή. Πάντως πρέπει νά πάμε αμέσως στο μέγαρο του παραγωγού Ντιν Γ ιόσε,ρ. — Ααμπρά! Είσαι λοιπόν τόσο ανόητος νά πιστεύης πώς ένας εμπρηστής, πριν βάλη φωτιά σ' ένα κτίριο, τη λεφωνεΐ στην αστυνομία; — Δεν άποκλείω τίποτα^ "Ολα γίνονται σ' αυτό τον κόσμο! — Χά, χά, χά! Τότε πή γαινε μονάχος σου. Χτύπησε τό κουδούνι τού ιμεγάρου, πα ρακάλεσε τό θυρωρό νά ξυπνή ση τον ,μίστερ Γιόσερ καί πές του: «Με συγχωρεϊτε πού σάς ανησυχώ, μά είδα στον ύπνο ,μ-ου πώς απόψε θά γίνη έμπρησιμός τού Ιμεγάρου σας!» ^— (Πάμε, 'Κούκ... Τϊ θά χάσουμε; — Τον καιρό ιμας, τού άπο κρίνεται ό επιθεωρητής. Καί σημειώνει τό αστείο πού εΐπε στο άριστερο άσπρο σκληρό ιμανικέττι του. Ή Τζιν "Αστορ προσπαθεί
*0 ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ Κ I
νά βρή ιμιά μέση λύσι4 ; — Νά τηλεφωνήσετε, κι> ΙΡιε έπιθεωρητά... Αυτό δέν θά είναι καί τόσο φοβερό!... — Νά πώ τ' όνομά μου; Νά ρεζιλευτώ στά καλά κα θούμενα; Δεν ιθάσαι καλά κο πέλλα μου! — Τηλεφώνησε έσύ, Μάξ. —- Έγώ δεν εΐμαι ή έπίση μη αστυνομία, δικαιολογεί ται ό νέος. Μόνο ό Μπέριιμσν έχει δικαίωμα νά... Ή Τζίν τον διακόπτει γε λώντας : — Καλά, καλά! θά τηλε φωνήσω έγώ πού εΐμαι ή ία π ίσημη .. .βημασιογραφία!
Ψάχνει Αμέσως <μέ βιάσι στον τεράστιο τηλεφωνικό κα τάλογο τής Νέας/Υόρκης καί γρήγορα - γρήγορα, μέσα σέ δέκα λεπτά τής ώρας, βρί σκει τον Αριθμό ττού ζήτάει. Τον σχηματίζει στον τηλεψω νικό δίσκο, φέρνει τ" Ακουστι κό στ3 αυτί της και κάνει μια γκριμάτσα δυσφορίας: — Βουίζει. Ξαναπαίρνει τον άιριθμό του ρεγάρου Γιόσερ πολλές φορές ακόμα, ιμέ υπομονή κι" επιμονή. Κάθε-φορά όμως ή γκριμάτσα δυσφορίας γίνεται εντονότερη κι* ή φωνή της πιο νευριασμένη. ^— Ξαναβουί'ζει! Παράξενο *νά τηλεφωνούν τόση ώρα. Ό Μάξ Μπώρ την άντι^ κρούει: —- Πολύ φυσικό, Τζίν; Τα ,μέγαρο τής πλατείας Κάρ^ λτον άρχισε νά καίγεται! Σικέ ψου πόσα τηλεφωνήματα έ χουν νά κάνουν οί άνθρωποι πού βρίσκονται ,μέσα σ" αυ τό! Πάλι καλά πού τό τηλέ φωνό τους βουίζει καί δέν... ουρλιάζει! —- "Αλήθεια; κάνει ειρωνι κά ό έπι θεωρητής. Δέν ήξερα Μάξ πώς έχεις καί ...τηλεπα θητικές ιδιότητες! Ό ντέτεκτιβ τ" (Αποκρίνε ται ήρεμα: _ -— Κι* άν εΐχα Ακό-μα τίς Ιδιότητες πού λές, Μπεριραν, δέν θά τίς χρησιμοποιούσα σ* αυτή τουλάχιστον τήν περίπτωσι. Μου φτάνουν τά μά τια ,μου! Καί δείχνοντας του προς τό Ανοιχτό παράθυρο του γρα 1
φείου, συνεχίζει: — Βλέπεις αυτή τήν κόκκι νη α,ντ α·ύγ ε ι α; Λογάρ ιασ ε| καί θά δής πώς πίσω Από έκεΐ ακριβώς βρίσκεται ή πλα τεΐα .Κάρλτον... Σέ λίγο θα καμαρώσουμε καί τίς φλόγες. Σέ τρία λεπτά τής ώρας ό ΑΛπέριμαν, σ Μάξ καί ή Τζίν βρίσκονται μέσα στο αυτοκί νητο τοΰ πρώτου καί τρέχουν πρός τό σημεΐον τής πυρκα ίας. "Οταν φθάνουν στην πλα τεΐα Κάρλτον τό μέγαρο του βαθύπλουτου παραγωγού ται νών, καίγεται από δυο διαφο ρετικά σημεία. — Αυτή τη φορά ό εμπρη σμός έχει δυο εστίες, μονο λογεί ή δημοσιογράφος, —- Φυσικά, κάνει ό ντέτε» κτιβ. Ό εμπρηστής όσο έξα σκεΐται τόσο λιγώτερες έστίες τοΰ χρειάζονται γιά να κά ψη ένα κτίριο... Καί γυρίζοντας στον έπιθε ωρητή τον συμβουλεύει: — Αυτό νά τό σημειώσης ιστό σκληρό ίμανικέττι σου, Κουκ. — Ποιο; -—'ΛΠώς ό εμπρηστής ήταν έντελώς «άτζρμής» στην πρώ τη «δουλειά» πού έκανε... νΟ σο πάει Λήμως στρώνει... Με γάλο πράμα ή πείρα! "Έτσι, Τζίν; Ή Πυροσβεστική Υπηρε σία δέν ρπόρεσε νά κάνη πολ λά πράγματα κι" αυτή τή φο ρά. Τό τεράστιο καί πλούσιο .μέγαρο τοΰ Ντίν Γ ιόσερ απο τεφρώθηκε σχεδόν ολόκληρο
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ σέ λίγες ώρες. Οί έρευνες ατά έρείπια κι* οι άνακρίσεις ατούς ένοικους πού έκαναν ό Μπέοιμαν κι* 6 ΑΑάξ, 5έν άφ-ηναν πάλι την υ πόνοια πώς έπρόκειτο περί έμπρησυου. Τά πάντα έδει χναν πώς ή φωτιά (μεταδόθη κε τυχαΐα, από τό μαγειρείο και τό γκαράζ, πού βρισκό ταν ατά δυο άκρα του κτιοίου Πώς όμως, ήταν άπολύτως άδύνστο νά διαπιστωθή. Οί φλόγες εΤχαν εξαφανίσει κά θε στοιχείο πού θά μπορούσε νά ψωτίση τό μυστήοΌ. Κι* αυτό τό κτί,οιο ήταν άσφσλισμένο στην έτσιρίσ Ρού αγισλ, δτως τό ποώτο. Κι* 6 πρόεδρος της έτσιοίας άναγκάστηκε νά π>ηοώση πάλι άποζημίωσι 850.000 δολλαρί ων. Εμπρησμός τρίτος
ί ΓΑ λεπτά της ώρας πριν από τον τρίτο έμπρησμό ό μυστηριώ δης «Δαίμονας» ξαναπήρε τό τηλέφωνο του Μπέοιμαν: — Θά κάψω κι* άλλο μέγα ρο^άπόψε, κύιρ'ε έπιθεωοητά!, του λέει, «μέ τή βραχνή προ σποιητή φωνή του. — Και δεν πας νά κόψης όλόκληοη τή Νέα Ύόρκη, α γαπητέ μου, του άτοκοίνεται ό Μπέριυαν. Ασφαλιστική έταιρία είμαι γιά νά φοβηθώ; — ΕΤσαι αστυνομικός, του λέει ή Φωνή του άννωστου καί δεν στέκεσαι καθόλου καλά στό γραφείο σου άν έξσκολου θήσω νά βάζω φωτιές άνενό-
Λ
9 χλητος. Ό έπιθεωοητής λυσσάει άπό τό κακό του <υά προσπα θεί νά συγκοατηθή: — Λαμπρά! Καί τί θά κά ψης. μέ τό καλό άπόψε τον ρωτάει. Κανένα μέγαρο πάλι; — -.Φυσικά! Τά Φτωχοκάλυβα δεν είναι άσφαλισμένα. —Μπά!, κάνει πσοσξενευένος ό έπιθεωοητήτ. "Ώστε παίονε'ς ποσοστά άπό τούς ιδιοκτήτες των κτιρίων πού καις; ;— *Όχι, βέβαια, τ* άποκρίνεται σέ κοοοϊδευτ’κό τόνο ό «Δαίυονα της Φωτιάς». Τώ ιοα δουλεύω τζάμπα... Αυοιο δυως πού θά γίνω φίομα στή «δουλειά» αυτή, οί άσΦαλ'στι κές έταιρίες θά υέ πληρώνου νε άδοά γιά νά μή... «δοι> λεύω»... — Καί ποιο υέναρο θά κά ψης λο'πόν άπόψε; ξαναρωτάε' ό Μπέοι·μσν. Ό άγνωστος έυποηστής αυτή τλ φοοά Φοβάται νά έυ πιστε’'θη τό μυστ'κό του. Ξέ ρει πώς ύστεοσ άπό τούς δυό ποοηγούυενο”ς έυπο^υούς ή Άστυνου'α θά ένη βάλει υυα λό καί θά σ^ευαη ένκσίοως στον τόπο του έγκληαστος. — Ποιο μένσοο θά κάψω όποΨε; άντιοωτάει τον έπιθ^ωοητη σά νά θελη νά κεο δίση χοόνο ν*ά νά πκεφτή την άπόκρ’σι πού θά δώση: — Ναι!... — "Ενα στήν τύχη·.. — Εντελώς στήν τύχη; ξα ναρωτάει ό έπιθεωρητής που
10 έχουν αρχίσει νά .μπαίνουν ψύλλοι στ5 αυτιά του. — *Όχι κύ Εντελώς - έντε λώς... — Δηλαδήι,* — Νά: Τό κτίριο πού θά κάψω πρέπει νά είναι ασφα λισμένο άπαραιτήτως στην ε ταιρία Ρούαγιαλ. Σε ιμιά ήρα, κατά τή μία, ρετά τά (μεσάνυχτα, τά βυτι οφόρα αυτοκίνητα τής Πυρο σβεστικής Υπηρεσίας οργώ νουν τή Νέα Ύόρικη μεταφέροντας εκατοντάδες τόννους νερού για νά σβήσουν τή φω τιά από τό -μέγαρο τοΰ στρα τηγου Βάντακ, πού έχει φουν τώσει σαν πυροτέχνηιμα. 01 έρευνες κι’ οι άνακρίσεις, ούτε <κύ αυτή τή φορά άτέδειξσν έυπρησμό. Ή φω τιά Εκδηλώθηκε ^ άπό μια μο νάχα τώσα εστία. Ή Τζίν ^Αστορ θυμάται: — Καλά τό είχε πή ό Μάξ Ό Εμπρηστής δαο πάει και Εξελίσσεται σε δεξιοτέχνη τής «δουλειάς». Μεγάλο πράμα ή πείρα! *Έτσι ιμαίτρ; Ό ποόεδρος τής εταιρίας Ρούαγιαλ, Πώλ Ζβάρσον, πληρώνει αυτή τή φορά άπο ζημείωσι 600.000 δολλαρίων καί παθαίνει ιμιά ^καιρδ-'ακή κρίσι πού του στοιχίζει άλλα τόσα, κουβαλώντας στο μέ γαρό του, ιμέ αεροπλάνα τούς (μεγαλύτερους καρδιολόγου ς του Κόσμου!
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ Τά «οικογενειακά» των Σβάρσον
ΜΑΞ ΜΠΩΡ, ή Τζίν Άστορ κύ ό Μπέριμαν έχουν συγκεντρωθή α πόψε στο διαμέρισμα του πρώτου. Ό τετραπέρατος Γι ούπυ, ό μικρός προστάτευαμενος του ντέτεκτιβ, γεμίζει τά ποτηράκια τους ούΐσκυ. -— Ό «Δαίμονας της Φωτιάς» ή 6 « Εμπρηστής των ιμεγάρων» λέει ό επιθεωρητής θά μέ στείλη γρήγορα στο Ψυχιατρείο. Ουδέποτε στήν ά στυνομική καρριέρα μου συ νάντησα πιο ιμυστηρ ιώδες πρόσωπο!... — Μά είναι απλό, ιμαίτρ, χο:μογελάει ή δημοσιογράφος αποκαλύπτοντας τά μαργαρι ταρένια δόντια της. — Δηλαδή; Που τή βλέ πεις έσύ τήν άπλότητα; — Στό ότι ό εμπρηστής είναι κάποιος πού θέλει νά ικστσστρέψη τήν (ασφαλιστική έταιρία Ρούαγιαλ... — Αυτό τό ξέρουμε, κάνει ό Μπέοιιμαν. Άλλα πο’ός εί ναι αυτός πού θέλει νά φτω χέ ψη. τή Ρούαγιαλ; — Μά κάπο ος πού θέ>ει νά κάνη κακό στον Πώλ Ζβάρ σον, τον ποόεδοό της... Ό Μάξ Μπώ,ρ συμπληρώ νει : — *Ή κάποιος πού θά εχη συμφέρον νά καταστοάφη ή έ ται,οία καί νά πέσουν οι με τοχές της στό Χρηματιστή ριο... Ό Μπέοΐιμαν ννοματεόει: — Άοα, μον^δ’κός ύπο πτος στήν περίπτωσι αυτή έ!
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
11
'Ο Μάξ Μπώρ σπάζει μέ μια κλωτσιά του το παράθυρο. Κοτττνοι και φλόγες ξεχύνονται άπό μέσα.
ναι ή βαθύπλουτη και ώραιοτάτη χήρα Τζέριμα Γικούιρ. Ή κληρονόμος ικατ πρόεδρος της άσφαλιστικής εταιρίας Σταρ Αυτή έχει λόγους συμφέρον τος νά φτωχέψη ή Ροόαγιαίλ. "Έτσι, θα μονοπωλήιση σχε δόν τις άσψάλειες πυρός σ’ όλόκδηρη την "Αμερική. "Ακόυ σα ττώς ή χαριτωμένη αυτή χήρα είναι σατανική και κα ταχθόνια γυναίκα... Σημειώνει κάτι ατό άριστε ρό άσπρο ιμανικέττι του, κα,ι συνεχίζει: ^— Σ’ αυτήν θά ρίξω δλο το βάρος τών έοευνών μ ου. Ό «Δαίμονας τής Φωτιάς» πρέπει νά είναι ή Τζέρμα
Γκούρ... Ή δημοσιογράφος κάτι πά ει νά πή, ,μά ό εγωιστής έπιθεωρητής τή διακόπτει: — Γιά νά^ το λέω εγώ, έ τσι θάναι. Πάει τελείωσε! Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει: — Γ ιά νά τό λες εσύ, έτσι θάναι, βέβαια, μά ·τπολύ φο βάμαι πώς... δεν είναι έτσι! "Έχω ,μάθει κάτι «οικογένεια κά» τών Σβάρσον πού μπερ δεύουν τήν ύπόθεσι πολύ... Νά σάς τά πω; — "Έπρεπε νά μάς τά εί χες πή, μουρμουρίζει ό Μπέριιμαν. Ό Μάξ Μπώρ ανάβει ενα τσιγάρο κι" άρχιζει:
12 — Ό πρόεδρος τής Ρούαγ^οώ, Γΐώλ Ζοαρσον, είναι έ νας πενηντάρης πολύ γερός καί καΛοστεκουμενος. Είναι δυο χρονιά πού έχει χωρίσει από τη οεύτερη γυναίκα του μέ κανονικό διαζύγιο πού δγή κε σε δάρος της, ύστερα άπό κάποια αδικαιολόγητη απι στία της πού άποδειχτηκε ό μως μέ σωρεία μαρτυ,ρων στο Δικαστήριο. »Ή Μάρθα, έτσι λεγόταν ή συχωρεμένη, ήταν γερμανι κής καταγωγής, παληα ήοο πειός και εξαιρετικής καλλο νής γυναίκα. Πριν άπό δεκα χρόνια όμως, προσεβλή 8η άπο ευλογιά βαρείας μορ φής. "Ετσι, οι αμέτρητες κοκ κίδες πού άφίνει στο πρό σωπο ή κακίααυτή άρρώστεια, είχαν έξαφανίσει^ κά θε^ ίχνος τής παλαιάς ομορ φιάς της. Φαίνεται όμως πως— άν πιστέψουμε τούς μάρτυρες του Δικαστηρίου— ή ασχήμια της δεν στάθηκε έμπόδιο νάχη, πριν τρία χρό νια, την αισθηματική περί ιτέτεια πού τής στοίχισε το δι αζύγιο σε βάρος της. "Ετσι, ιάπό τη γεμάτη πολυτέλεια; και χλιδής ζωή πού έκανε σαν γυναίκα του βαθύπλου του Ζβάρσον, βρέθηκε ξοφνι κά ατούς δρόμους και χω ρίς πεντάρα μάλιστα. Γιά νά μη πεθάνη τής πείνας α ναγκάστηκε νά γυρίση στην πατρίδα της τή Γερμανία, όπου και πέθανε πριν ένα χρόνο, αφήνοντας ένα γράμ μα γιά τον πρώην άντρα της. Ό Ζβάρσον, όταν του
Ο ΑΆΪΜΟΝΆΧ τόστειλαν οι συγγενείς της, το έσχισε χωρίς νά ένοιαψερ θή να τό όιαααοη. »Από τήν πρώτη γυναίκα του ό Πώλ τού πέθανε μόλις πέντε χρόνια μετά τό γάμο τους, έχει μιά καί μονάκρπ βη κόρη, τή Ζύλ, πού έφέτος έκΛεισε_ τά είκοσιδυό χρό νια της. "Έχει σπουδάσει χη μικός μέ εξαιρετική ειδίκευ α ι στην Πυρολογ ία καί Πυ ροσβεστική. "Εχει εφεύρει μάλιστα ένα νέο υγρό γιά οικιακούς πυροσβεστήρες πολ λαπλασίας κατασβεστικής ι κανότητας άπΐ3 -αυτά πού χρησιμοποιούνται σήμερα. Λένε πώς θά έξελιχθή γρή γορα σέ επιστημονική κορυ φή τής χημείας στο νέο αυ τό κλάδο τής Πυρολογίας. — Λαμπρά!, κάνει ό έπιθε ωρητής. "Εχει σπουδάσει^ Πυ ρολογια καί ξέρει, καιλύτε-4 ρσ. άπό τον καθένα, νά κά νη έμπρησμούς 1 Λύτη είναι ό «Δαίμονας τής Φωτιάς»! Α πορώ πώς δεν τό σκέψτηκα. "Επρεπε νά τήν είχα λ ήδη συλλάβει εν όνόματι τού Νό μου ! Θά τηλεφωνήσω άμε σως... ^ , ■ — Μά, μαιτρ, τον συγκρα τεΐ ή Τζίν^ "Αστορ, είναι δυ νατόν ποτέ^ή μοναδική κλη ρονόμος τού πατέρα της να έργάζεται γιά τήν οικονομι κή καταστροφή του; — Δεν ξέρω... *Όλα γί νονται σ3 αυτό τον κόσμο 1 Προχώρησε Μάξ. Θά τή συλ λο.βω αργότερα... Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει και συνεχίζει;
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ — Ό Ζβάρσον όμως, βαθύπλουτος πατέρας ^ τής 2υλ, άνεκάλυψε πριν λίγους μήνες πώς ή κόρη του είχε έναν πολύ ίσχυοό αίσθημα τυκό δεσμό μέ τον κεντρικό ταιμία τής Εταιρίας του Κρόν Φάρνερ. Καί φυσικά έ γινε έξω φρένων, δεδομένου πώς ό Φάρνερ δεν ήταν παά «ένας υπάλληλος μέ καό -μισθό», χωρίς^ κανένα ττε~ ιΡΌυσιακό στοιχείο καί καμιχιά οικονομική υπόσταση.. »Ή Ζυλ, έδήλωσε στον ^ε ξαγριωμένο πατέρα της πώς άγατάει τον Κρόν καί πώς έχει αποφασίσει νά τον παν τοευτή, έστω καί παρά τή θέλησί του. Του ζήτησε ρα λίστα καί τό μερίδιο άπό την κληρονομιά τής μητέρας της πού ήταν ή «μεγαλύτερη μέ τοχος τής Ρούαγιαλ, σάν μο ναχοκό-οη του .μακαρίτη ιδρυ τού της. »Ό Πώλ Ζβάρσον έκανε τ’ άδύνατα—δυνατά γιά νά μεταπείση τή Ζυλ. Γρήγορα ό μως κατάλαβε πώς ήταν μά ταια κάθε προσπάθειά του. Ή ερωτευμένη κόρη ήταν α νένδοτη. "Ετσι, άναγκάστηκε νά υποχώρηση καί νά δεχτή αυτό τό γάμο. Τούς άρρα · 'βώνιασε «μάλιστα καί έπίσή μα. καί άρχισε νά ποοετοιιμάζη τον ταμία Κρόν Φάονερ γιά διευθυντή τής άσφαλιστι κής εταιρίας του. »Ή ευτυχία δμως τής Ζύλ δεν κοάτησε πε-οισσότε ιρο άπό δυο—τοεΐς μήνες. Ξαφνικά καί σ’ έναν άπροει-
13 δοποίητο έλεγχο, ό κεντρι κός ταμίας καί έτίδοξος γαμ προς του Ζβάρσον. βοέθηκε καταχραστής πεντακοσίων χι λιάδων δολλαρίων πού είχε φροντίσει νά τά καλύψη μέ πλαστογραφημένες αποδεί ξεις άποζημιώσεων καί ψεύ τικα γοαμμάτια άνύπαρκτων χρεωστών. »Ό δυστυχισμένος Πατέ ρας άναγκάστηκε νά κατα βάλη ό Τδιος στο ταμείο τό ποσόν αυτό, γιά νά αποφυ γή τό σκάνδαλο πού θά ξεσπουσε σε βάοος καί τής Ρούαγιαλ καί τής κόοης του. "Ετσι ή ύπόθεσις δεν παρεπέμφθη στον Εισαγγελέα μά στο πειθαρχικό συμβούλιο τής εταιρίας πού άπέλυσε άιμέσως καί χωοίς άποζημίωσι τον άποδεδειγμένο κατα χραστή ταμία. »Ό Κοόν Φάονερ εΤχε στην άοχή τό θράσος νά άρνιέτάι τήν ένοχή του καί νά όοκίζεται πώς ούτε ένα σέντσι 6έν είχε ποτέ κσΤσχοσστή, "Ελεγε μάλιστα γελώντας πώς καί άν άποΦάσ’ζε νά κάνη κατάχρηση δεν θά τήν έ κανε ποτέ μέ τόσο άνόητο, ή τουλάχιστον άφελή τρόπο. — Σωστά, κάνει ό Μπέριμαν. Θά έπρεπε νά ήταν πολύ ηλίθιος γιά νά βάζη στα δικαιολογητικά τού τα μείου του πλσστοΥοαφηυένες άποδείδεις άποζημκλσεων καί ψεύτικα γοαμμάτ'α άνύπαοκτων χρεωστών. ®Όλ* αυτά βναΐναν στή φό,ρα μέ τον πρώτο έλεγχο, , .
14 Οι πέντε ίίποπτοι ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ^συνεχίζει σά νά μην τον ακούσε: — Τέλος άμως καί ^μπρο στά στον κίνδυνο νά άναμιχθή ό Εισαγγελέας, ό Κρόν Φάρνερ ώμολόγησε την ικατά χρησι καί δικαιολογήθηκε πώς είχε ξοδέψει αυτό τό στα χαρτοπαίγνια... ποσό Μά ή επισταμένη έρευνα πού έκανα αμέσως σέ όλες τις Λέσχες τής Νέας Ύόρκης— ψανερές καί κρυφές—απέδει ξε πώς ουδέποτε είχε πατή σει τό πόδι του σέ καμμιά απ’ αυτές... Ό Μπέριμαν πετιέται ορ θός: — Λαμπρά! Τότε^ αυτός κάνει τούς Εμπρησμούς! Θά τον συλλάβω έν όνόματι... — Γιατί, μαιτρ; τον δια κόπτει μέ απταρία ή δημοσι ογράφος. — Γιατί αυτός έοχει λό γους νά ιμισή τόν^ Ζβάρσον καί νά θέλη νά τον εκοικηθή. Ή νέα άπορεΐ περισσότε ρο: — Φταίει ιμήπως ό Ζβάρ σον Επειδή έκανε κατάχρη -
Ο
σι;
— Φταίει Επειδή... δεν έ κανε, άγαπητή Τζίν. Είμαι άπόλυτα βέβαιος πώς ή «κατάχρησί» του είναι σκηνοθε σία του Ζβάρσον γιά νά τον περιφρόνηση ή Ζύλ καί μη δεχτή νά γίνη γυναίκα του... — Μά δεν είναι έτσι.·. Ό Επιθεωρητής θυμώνει;
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ — ιΓιά νά τό λέω εγώ, έ τσι θάναι. Πάει τελείωσε!, Ό Μάξ Μπώρ χαμογελάει πάλι: —Μά ή Ζύλ δέν τον περιφρόνησε, Κούκ.Τώρα πού βρί σκεται έξω από την εταιρία άνεργος καί άπένταρος, τον αγάπησε ακόμα περισσότε ρο... Πιστεύει ίσως καί αυ τή, όπως καί σύ, στην άθωότητά του. Εξακολουθεί νά είναι ιάρραβωνιασμένη μαζί του, νά βγαίνουν φανερά έ ξω καί νά άπαιτή άπό τον πατέρα της τό μερίδιο γιά νά τον παντρευτή... Ποιο λό γο λοιπόν έχει ό άνθρωπος αυτός νά καταστρέψη τη Ρού αγιαλ πού αύριο θά είναι έ νας άπό τούς μεγαλύτερους μετόχους της; Ό Μπέριμαν μουρμούρι ζε ι συλλογ ισμ ένο ς. — Λαμπρά! Προχώρησε παρακάτω. Τον συλλαμβά νω αργότερα καί αυτόν... (Καί ό ντέτεκτιβ συνεχίζει πάλι: — Υπάρχει όμως καί ό νέος ταμίας τής έταιρίας, κάποιος Τζών Μπαρόκ. Ε κείνος πού διαδέχτηκε τον καταχραστή προκάτοχό του... — Καί τί κάνει αυτός; Ό Μάξ χαμογελάει: — Στην υγεία του, πολύ καλά. 5Αλλά μάς μπερδεύει την ύπόθεσι... — Δηλαδή; — Νά: "Έχει έρωτευθή πα ράφορα την κόρη τού προϊστάμενού του καί Επιμένει νά την παντρευτή. *— Ή ώρα ή καλή, κάνει
15
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ό Επιθεωρητής. *Αλλά δεν μπορώ νά καταλάβω τί... — Θά καταλάβης, του άποκ,ρίνεται ό Μάξ Μπώρ, μό λις μάθης πώς ό νέος ταμί ας Τζών Μπάροκ δεν εΐχε ανάγκη νά έργαστή. Δέχτηκε αυτή τη θέσι ιμόνο γιά νά βρίσκεται κοντά 'στήν δμορ φη αυτή κοπέλλα που εΐχε κυριολεκτικά ξετρελλσθή μα ζί Της. Είναι γυιός του βα θύπλουτου μεγαλοκτηματία καί κτηνοτοόφου Νίκ Μπάρακ. Έκατομυύοια δολλάοια περιουσία! Απέραντες Εκ τάσεις στο Τέξσς! Αμέτρη τα κοπάδια -βώδια! — Νά ζήση νά τά ^χαίρε ται, ξανακάνει ό Μπέρι,υαν. Αλλά δεν μπορώ νά... — Θά καταλάβης, του ξα ναλέει, ό ντέτεκτιβ, άμα μάθης πώς ό Ζβάρσον τον θέλει πολύ γιά γαμπρό του. άλλα ή Ζύλ ούτε νά τον δή στά μάτια της. Κάποτε ραλίστα του είπε: «Μόνο άν ήμουν καμμιά φτώχειά, χωρίς πεν τάρα θά παντρευόμουν έναν πλούσιο σάν καί σένα». Ό Επιθεωρητής πετάγεται πάλι όρθός: — Νά συλληφθή αμέσως! Αυτός εΐναι ό «Δαίμονας τής Φωτιάς». Κάνει τούς έμπρη,σμούς γιά νά καταστραφή ή Ρουαγιαλ, νά γάση τήν πε ριουσία της ή Ζύλ. καί μέ νοντας «φτώχειά, χωρίς πεν τάρα» νά τόν παντρευτή! — Μά αυτό είναι παράλο γο. μαίτο. τόν άντικρουει ή Τζίν "Αστορ.
ιΟ Μικρός Γιούπυ
— Λαμπρά! 'Αλλά λογι κή ζητάς από έναν Ερωτευ μένο καί βαθύπλουτο μάλι< στα; Αυτοί κάνουνε τις μεγα λύτερες τρέλλες! "Εχουνε τά μέσα, βλέπεις. Ό Μάξ Μπώο συμφωνεί: — Καί γώ έτσι νομίζω^ Κούκ. Μά ξέχασα νά σου πώ πώς ό νέος ταμίας Τζών Μπά ροκ έχει πάρει τό μεγάλο μερίδιό του άτό την πατρι κή περιουσία καί ύπέγοσαιε Εξοφλητική άπόδειξι ατούς συγκληρονόμους άδελφο ύ ς του.. — Καί τάπαιξε στα
16
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ
τιά μήπως; · ^ -— "Οχι. 9Αλλά έπένθι/σε όλόκληρο το μερίδιό του σέ μετοχές τής Ρούαγιαλ. Εΐναι σήμερα ό μεγαλύτερος—ιρε τά τον Πώλ Ζβάρσον—(μέτο χος τής έταιρίας... Ή δημοσιογράφος γελάει: — "Αρα, μαιτρ, πρέπει, νά τόν 'άυλλάβης και αυτόν... άργότερα. * \ Γιατι; —Γιατι ό Τζών Μπάροκ δεν φτάνει νά είναι μονάχα τρελλός άπό άγάπη. Πρέπει νά είναι και τρελλός άπό... άνοησία γιά νά θέλη νά τορ πιλλίση τή Ρούαγιαλ και νά τινάξη στον άέρα την τερά στια βέβαια, μά μοναδική πε ριουσία του. Χά, χά, χά! — Και όμως, κάνει ό Μπέ ριμαν. Επιμένω πώς ένας έρωτευμένος είναι ικανός γιά άλα! Και συνεχίζει μετρώντας στά δάχτυλά του: : — "Εχουμε λοιπόν πόσους ύποπτους; "Ενας ή Τζέριμα Γκούρ, ή πρόεδρος τής έτσι ρΐας Στάρ πού έχει λόγους συμφέροντος νά ,καταστρέψη Τη Ρούαγιαλ. Δεύτερος ή Ζύλ Ζβάρσον πού έχει σπουδάσει Ουρολογία καί παίζει στά δάχτυλα τού έμπρησμούς... Τρίτος ό παλιός ταμίας Κρόν Φάρνερ πού θέλει νά έκδικη6ή τον παρ’ όλίγον πεθερό του. Καί τέταρτος ό νέος τα μίας Τζών Μπάοοκ πού θυσιάζε,ι την περιουσία του γιά νά κάνη άπένταοη την ύπεοή φανη Ζύλ. Σύνολον, δηλαδή, '. _
^
τέσσερις ύποπτοι έμπρη σταί! Ή Τζίν "Ασταρ τον παίρ νει στο μεζέ: — Υπάρχει καί πέμπτος, μαιτρ. — Ποιος; — Ό Πώλ Ζβάρσον, ό πρόεδρος καί (μεγαλύτερος μέτοχος τής Ρούαγιαλ... ^—(Κοροϊδεύεις, Τζίν; Τρελ λός είναι νά καταστρέψη την έπιχείρησί του; — Τρελλός, όχι βέβαια, έπεμ βαίνει ό Μάξ Μπτώσ. Μπο ρεί όμως νά είναι... έρωτει>· μένος. Τό ίδιο δεν κάνει; Ό έπι θεωρητής κάτι γρά ψει στο άριστερό σκληρό μανικέττι του. —Τί σημειώνεις; ρωτάει ό ντέτεκτιβ. — Τήν άνοησία πού είπες, τού άποκρίνεται σοβαρά. Θά τή χρησιμοποιήσω στο άστυ νομικό μυθιστόρημα πού θά γράψω μέ τον τίτλο: «Ό Δαίμονας τής Φωτιάς». Φυσι κά θά τή βάλω στο στόμα τού κωμικού τύπου .καί θά συνταοάξω τά πλήθη άπό τά γέλια! Χά, χά, χά!... “Ο Εμπρηστής — Φάντασμα
ΕΝ ΠΕΡΝΑΕΙ έβδο μάδα πού ένα μικρό ή μεγάλο κτίριο τής Νέας Ύόρκης νά μή παίρνη φωτιά. Καί δλα όσα καίγον ται είναι, χωρίς έξαίρεσι, άσφαλισμένα στήν έταιρία Ρούαγιαλ. Οί μετοχές της πέφτουν «μέ ταχύτατο «ρυθμό στο χρη
Δ
ΤΗΣ. ΦΩΤΙΑΣ ματιστήριο, οι πελάτες έ χουν παψει νά πληρώνουν τ’ ■ασφάλιστρα και ό δυστυχι σμένος πρόεδρος Πώλ Ζοαρσον τραβάει τά μαλλιά του καί παθαίνει τή μια καρδια κή κρίσι πάνω στην άλλη. λΌ «Δαίμονας τής Φω τιάς» έχει καταντήσει σωστός Εμπρηστής Φάντασμα! Κανένα στοιχείο δεν έγει πέ σει στα χέρια τής Αστυνο μίας πού νά προδίνη τήν ταυ τότητά του. Οί καταθέσεις όλων εκείνων πού τον είχαν δή συμφωνουν πώς πρόκειται για ένα άνθρωπόμορφο καί φρίικιαστικό τέρας. Ή θέα του μονάχα, τούς έτρεπε α μέσως σε φυγή... Καί ο Δαί μονας, όχι μόνο κατάφερνε νά κάνη έλεύθερα τή δουλειά του, μά καί νά εξαφανίζεται πάντοτε σώος, αβλαβής καί ανενόχλητος! Σέ μιά άπό τις πυρκαϊές πού επακολουθούν, ό Μιπέριμαν αναγνωρίζει ανάμεσα στό πλήθος των περιέργων -'Όν καταχραστή τέως ταμία Κράν Φάρινερ· Τον συλλαμ βάνει καί τον κρατάει άνακρίνοντάς τον έπτά ολόκλη ρες ημέρες. Ό ντέτεκτιβ τον έπισκέ πτεται τακτικά στό κρατητήριο... Τήν έβδομάδα αυτή δεν γί νεται κανένας εμπρησμός στή Νέα Ύόρκη. Ούτε καί ή βραχνής παράξενη φωνή, τη λεφωνεί. — Δεν υπάρχει κορμιά Αμφιβολία πώς αυτός είναι ό Δαίμονας τής Φωτιάς, λέει
π ό έπιθεωρητής στό Μάξ Μπώρ. — Σύμφωνοι, του άποκρί νεται ό ντετεκτιβ. Αφού ό μως δεν μπορείς νά τό από δειξης, είσαι υποχρεωμένος νά τον άφήσης ώλευυερο... ρ ^ — Βεβαίως. Δεν μπορώ νά κάνω άλλοιώς. ~· Ό Μάξ Μπώρ τον συμ βουλεύει: —Νομίζω πώς καλά θά έκανες νά δοκίμαζες νά συλ λαβής καί τον σημερινό ΐάτ μία: Τον Τζών Μπαρόκ. Κσ| νά δούμε: τή δεύτερη αύΐτ| έ’βδοιμάδα θά γίνη άλλος εμ πρησμός; Ό Μπέριμαν βρίσκει σω στή τήν ιδέα του. Απολύει τον Κρόν Φάρνερ καί συλ λαμβάνει «έν όνόματι τόύ Νόμου» τον Τζών Μπάρο^ί. Κι’ αυτή τή φορά όμως ή Υ-* δια^ απραξία. Κανένας έμπ,ρη σμός δεν γίνεται. ’Ή μάλλο$» γίνονται μιά—δυο πυρκάϊΐς κτιρίων ασφαλισμένων σέ άλτ λες μικρές εταιρίες. 'Επίσηξ καί ή βραχνή προσποιητή φώ νή. δεν κάνει τήν ηχητική έμφάνισί της στό άκουστικό τού τηλεφώνου. τ(— Τότε Θά είναι^ αυτό|, λέει άλλάζσντας γνώμη ό πιθεωρητής. ’ / — "Οχι, διαφωνεί ό Μάξ Μπώρ. Ό (πραγματικός πρηστής είναι κάποιος άλ λος πού θέλει νά τούς ένοχρποιήιση... —Αυτός πού τηλεφωνεί;; — Πιθανόν... — Καί γιατί τηλεφωνεί;. — Γ ιά έναν πολύ άστλρ
Η και έξυπνο λόγο, του απο κρίνεται ό ντέτεκτιβ. — Για να σε έκνευρίζη, νά χάνης την αυτοκυριαρχία σου και νά μη ,μπορής να ένεργήσης ψύχραιμα καί λογι κά για την άνακάλυψί του. Είναι καί αυτό μια γνωστή στρατηγική τακτική αύτοπρο στασίας των εγκληματιών: νά συγχίζουν τήν Αστυνομία καί νά σπάνε τά νεύρα των Αστυνομικών. Τις περισσότε ρες φορές έχει άποδειχτή πο λύ ,ιφϊτοτελεσματική... Ό Μπέ,ριμαν τακτοποιεί τφ συρματένια γυαλιά στή ρύτη τής μύτης του: -—-Λαμπρά! Όμολογώ, πώς ό άνθρωπος αυτός είναι
ό ΔΑΙΜΟΝΑ! πολύ έξυπνος. Θά κατάπλη ξη τά πλήθη! Ό Μάξ Μπώρ /μουρμουρί ζει : — "Εξυπνος όχι, Κούκ. Πονηρός ναί, όπως άλλωστε είναι καί όλες οί... γυναίκες. — Οί γυναίκες; κάνει μέ απορία ό επιθεωρητής. Δεν σέ καταλαβαίνω, Μάξ. — Δίκιο έχεις. Γιατί ξέχασα νά σου πώ κάτι: Τήν ταινία πού πήρα ήχογραψώντας από τό τηλέφωνο τή φωνή τού «Δαίμονα τής Φω τιάς» τήν έστειλα στο φωνή τικοηχολογικό ινστιτούτο. "Ε γινε εξονυχιστικός έλεγχος τών παλμικών κινήσεων τής φωνής του από ειδικούς έπι-
Ό Ζβάρσον κ’ ή ώραία χήρα Τζέρμα Γκούρ ρίχνουν τον αναίσθητο άνδρα στην καταπακτή.
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ί·9
ί»
€
Ο Ζβάρσσν σττάζει £να πορσελανένιο βάζο στο κεφάλι τοΰ άνδρα
στήμονας και μέ τα τελειό τερα τεχνικά μέσα... — Λοιπόν, λοιπόν; — Έγνωμάτει/σαν λοιπόν υπεύθυνα και μέ απόλυτη βε βαιότητα πώς ό άγνωστος εμπρηστής πού σε παί,ρνει στο τηλέφωνο, είναι... γυναί κα. Ό Μπέριμαν μένει για λί γες στιγμές άναυδος. Γρή γορα όμως συνέρχεται και φωνάζει: , — Τότε είναι ή Ζύλ! Ή κόρη τού προέδρου τής έται ρίας Ρούαγιαλ! Καλά τό εί πα άπό την πρώτη στιγμή! Και για να το είπα εγω, έ τσι θάτανε, Πάει, τελείωσε! — Δεν άποκλείεται, τοΰ
λέει ό ντέτεκτί'β. "Οπως δέν αποκλείεται νά είναι καί ή ωραία χήρα Τζέρμα Πκούρ, ή πρόεδρος τής εταιρίας Στάρ. Γυναΐκα δέν είναι και αυτή; —Σωστά, κάνει ό έπιθεω ρητης. Η η μια, η η άλλη. Μάλλον και οί δυο μαζί! Μυστηριώδεις συναντήσεις
Ο. ! ΜΕΤΟΧΕΣ τής Ρου αγιαλ πέφτουν συνε χώς στο χρηματιστή ριο. Ό πρόεδρος Ζδάρσον πληρώνει αποζημιώσεις, πα θαίνει καρδιακές κρίσεις, μά πάντα είναι μιά χαρά στην υγεία του. Φρέσκος—φρέ -
20 σκος καί ροδοκόκκινος! Οϊ μέτοχοι τής Εταιρίας ζητάνε επίμονα αϊτό τον Ζβάρσον νά συγκάλεση γένι κή συνέλευσι. Αυτός όμως άναβάλλει ^ συνεχώς νά ικανο ποίηση τό αίτημα τους, μέ τή δικαιολογία πώς ό χρηματι στηριακός σάλος καί ό θό ρυβος τών έφ ημερίδων, θά έχη ολέθρια αποτελέσματα γιά τά συμφέροντα τής έται ρίας σε ιμιά γενική συνέλευοι πού θά γίνη αυτή τήν έΤΓΟΧή· Όλα αυτά βάζουν πολλούς ψύλλους στά αυτιά του Μάξ Μπώρ. Καί εντοπίζει αμέσως τις έρευνες καί παρακολου θήσεις του άποκλειστικά στο πρόσωπο του Πώλ Ζβάρσον. Τά στοιχεία πού καταφέρ νει νά συγκέντρωση, δεν εί ναι καθόλου κολακευτικά για τον βαθύπλουτο πρόεδρο της ασφαλιστικής έταιρίας Ρουα/ιαλ. Ό^πατέρας τής Ζύλ, γυιός κοινού λαθρέμπορου, κατάφερε, σχεδόν αγράμματος, νά πραγματοποίηση πραγματι κά θαύματα οικονομικής καί κοινωνικής ανόδου. Μέχρι πού έφθασε νά γίνη γαμ πρός καί κληρονόμος τού πε ρίφημου Χέρμπουρ, τού ιδρυ τού τής μεγάλης αυτής άσφα λιστικής έταιρίας. Φυσικά, γιά νά τά καταψερη ολα αυτά δεν είχε προ χωρήσει στή ζωή του μέ τό Ευαγγέλιο στο χέρι. Καί ό Μάξ Μπώρ, σκαλίζοντας πα λιά ποινικά .μητρώα, βρήκε πολλά παραγεγραμ,μένα «κα
0 ΔΑΙΜόΜΑί ταρθώ μ ατά» του. Ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ πα ρετήρησε ακόμα πώς ό Πώλ Ζβάρσον έφευγε μόνος μ'ενα αύτοκίνητο κάθε βράδυ^ α πό τό μέγαρό του στις δέκα τή νύχτα καί ξ αναγύριζε με τά τρεις ή τέσσερις ώρες. Τό αμάξι τό οδηγούσε^ πάν τοτε ό ίδιος καί ουδέποτε, σ’ αυτές τις έξόδους,^ χρησι μοποιούσε τούς σωφέρ του, ή μετέφερε άλλο άτομο ιμέσα σ’ αυτό. Ό Μάξ Μπώρ έπεχείρησε αρκετές φορές νά τον παρα κολουθήιση άθέατος ιμέ τή ιμαύρη κούρσα του. Τον έχα νε ρμως πολύ γρήγορα από τό: μάτια του ,μέσα στούς κεντρικούς ή απόκεντρους δρόμους τής Νέας Ύόρκης. Ό Πώλ Ζβάρσον έπαιρνε με γάλες προφυλάξεις στή δια δρομή του αύτή, στρίβοντας απότομα πότε δεξιά, πότε αριστερά, γιά νά χάνη τά ί χνη του εκείνος πού θά έπιχειρούσε ποτέ νά τον παρακολουθήση. "Ομως «τό καλό τό παλλη κάρι ξέρει καί άλλο μονοπά τι» λέει ή παροιμία. Απόψε τή νύχτα, στις δέ κα παρά πέντε, ό πρόεδρος τής Ρούαγιαλ κατεβαίνει από τήν εσωτερική σκάλα στο ίδι αίτερο μικρός γκαράζ τού με γάρου του. -εκλειδώνει, μπαί νει μέσα καί ξανακλειδώνει τή μικρή πόρτα του. "Υστε ρα ξεκλειδώνει καί ανεβάζει τό ρολό πού έχει τό λουκέτο άπό μέσα. Βγάζει το
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ τακίνητό του στο δρόμο ξα νακατεβάζει τό ρολό και τό κλειδώνει, μέ τό λουκέτο τώ ρα ^άπό έξω. "Υστερα πηδάει σβέλτος στη θέσι του οδηγού και ξεκινάει... Στο δρόμο κάνει μέ μεγάλη^ δεξιοτεχνία δλες τις μα νούβρες πού τον έξασφαλίζουν από κάθε ενδεχόμενη παροχολούθησι. Και σε μιστ] ώρα φρενάρει ήσυχα σέ μια σκοτεινή πάροδο του άριστο κρατικού προαστίου Κάνσον. Σβήνει τά φώτα, βγαίνει α πό τό άυάςι, κλειδώνει την μπροστινή άριστερή πόστα και απομακρύνεται, φροντί ζοντας νά καμουφλάρεται πάντα στις πιο σκοτεινές σκιές. Λεν έχουν περάσει λίγες στιγμές δταν τό πόρτ μπαγ° κάζ του πολυτελούς αύτοκινήτου άνασηκώνεται άργά. Τοπρόσωπο ενός νέου μάνδρα ιμέ μαύρη μάσκα, βγαίνει μέ προφύλαξι και κυττάζει. Ό Πώλ Ζβάρσον έχει άπομακρυνθή στο μεταξύ τόσο^ πού ούτε φαίνεται, ούτε άκούγονται τά βήματά του. Ό άνθρωπος πού είχε κρυ φτή στή θέσι αυτή, κατσου φιάζει. Ό Ζβάρσον πού για να τον παρακολούθηση είχε τόσο διακινδυνεύση ξέφυγε άπό τά μάτια του. Πολλές πλούσιες βίλλες, άραιά χτι σμένες, βρίσκονται γύρω. Σέ ποιά άπ’ δλες είχε μπή ά ραγε; Πώς θά μπορούσε νά τό μαντέψη; Για ώοα πολλή μένει κά τω άπό τό μισανοιγμένο κα
21 πάκι του πόρτ μπανκάζ, ά,κινητός καί συλλογισμένος. -αφνικά θόρυβος βημάτων φθάνει στ* αυτιά του και γυ= ρίζοντας αριστερά. ξεχωρί ζει στο σκοτάδι τή σιλουέττα ενός άνθρώπου πού κατευ θυνεται ποός τό αυτοκίνητο. Άυέσως ξανασκυβει μέ ποοφυλαξι και κλείνει άθορυβα τό καπάκι. Σέ λίγες στιγμές άκουει τό θόσυβο κλειδιού πού ποοσ ποθεί νά ξεκλειδώση ^τήν^άνοιχτή κλε’δαοιά του πόοτ ,μπαγκάζ. Τέλος ό άγνωστος άνθρωπος, νομίζοντας πώς τήν ξεκλείδωσε τοαβάει^ τό ,καπάκι γιά νά τό άνασηκώση. Δέν ποοφθαίνει δυως νά άπο τελειώση τήν κίνησί του όταν μέσα άπό τό πόοτ μπανκάζ, ξεπετάνετοι—σαν μ* έλστηΡ'ο— μιά Φοβεοη γροθιά πού τον χτυπάει μ’ άφάνταστη όρ ιμή στο πρόσωπο.. Ό άγνω στος γέρνει ποός τά πίσω και σωριάζεται φαρδύς —πλατύς, άνάσκελα. Ό άνθρωπος του πόρτ μπαγκάζ πετιέται άμέσως ξω μέ τήν ίδια ταχύτητα πού πετάχτηκε καί ή γροθιά του. Μ* ένα ηλεκτρικό φαναράκι φωτίζει τό πρόσωπο του μι<σοαναίσθητου άνδρα. Του εΤναι άγνωστος. Φαίνεται δμως άνθρωπος του υποκόσμου καί τύπος κακό το ίου. — Τί ζητούσες έδω; τόν ρωτάει, σφίγγοντας τή γρο θιά του μπροστά στα ματια τού κακοποιού. Ζαλισμένος καθώς εΤνρυ κείνος ψιθυρίζει;
12 — Μή μέ σκοτώσης! Μ’ έστειλε τό μπουκάλι το ούΐσκυ νδορβοο νά πάρω τον άφέν τικό... Ό άνδρας μέ τή μάσκα καταλαβαίνει και τον ξανοορωτάει: — Ό Πώλ Ζβάραον είναι ό άφέντης σου; —Ναί. Καί δικός σου δεν ητανε; — Που βρίσκεται τώρα; Ό τρομοκρατημένος κακό ποιος κάνει νά ξεφύγη: — Αέν τον είδα... Δεν ξέ ρω*. .. — Πέσμου ποίν πεθάνης ! — Νά... έκεΐ... Στη βιλλα ιμέ τον πράσινο τρούλο. Σ' ένα λεπτό της ώρας ό άνθρωπος που τον είχε στεί λει ό Ζβάρσον νά πάρη άπό τό αυτοκίνητο ένα μπουκάλι ουΐσκυ, βρίσκεται δεμένος χειροπόδαρα, φιμωμένος καί κλειδωμένος μέσα στο πόιρτ μπαγκάζ. Ό νέος άνδρας, παίρνον τας τό πεοίστοοφο καί τά κλειδιά πού είχε βρή πάνω του, προχωρεί καί σταμα τάει στην είσοδο της βίλλας μέ τον πράσινο τρούλο. Δοκιμάζει δυο άπό τά κλει διά καί στό τρίτο ή πόρτα ά νοιγε ι. Μπαίνει γοήνοοα μέ σα κσιί τήν ξανσίκλε'ίνε,ι άθόρυβα.
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ φως πού σίγουρα θά τό πνί γη κανένα σκοτεινό άμπαζούρ. Ό άνθρωπος μέ τή μάσκα προχωρεί ώς έκεΐ πα τώντας στις μύτες των πα πούτσι ών του καί κρύβεται πίσω άπό τή (μισάνοιχτη πόρ τα. Κρυφοκυττάζει καί άψουγκράζεται: Μέσα στό σαλονάκι, καθι σμένοι πλάϊ—πλάϊ σ’ έναν καναπέ, βρίσκονται ό Πώλ Ζβάοσον καί ή ωραία γήρα Τζέρμα Πκούρ, ή πρόεδρος τής άντιπάλου άσφ ολιστικής εταιρίας Στάρ. Μπροστά τους ένα μικρό γιαπωνέζικο τραπεζάκι, άπό έβεννο καί έλαφαντοκόκκαλο μέ δυο άδεια ποτηράκια. Τό ούίσκυ πού θά τά γεμίρουν πήγε νά τό φέρη ό σωματοφυ λσκάς του. — Λοιπόν; τον ρωτάει ή όμορφη Τζέρμα, ναϊδεύοντας τά μαλλιά του καί κυττάζον τάς τον στά μάτια. Απόψε Φαίνεσαι στ ενάγω, ο η μ ένος Πώλ. Τί σου συυβσ'νει;
4 Ο πρόεδρος τής Ρούαγιαλ αναστενάζει: —Μέ πιέζουν, Τζέρμα!... ■Μέ πιέζουν πολύ γι’ αυτή την καταραμένη συνέλευσι.Ό κόμπος ένει φτάσει στό χτέ νι πιά. Πρέπει κάτι νά κά νω. , —Νά κάνης τή γενική συνέ λευσι, του άποκοίνεται χα Εκείνος μογελώντας αινιγματικά ή καί Εκείνη χήρα. Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ τής —Καί οι μετοχές; ρωτάει; βίλλας είναι σκοτεινό. Μέ τί μετοχές θά παρουσια Μονάχα σ5 ένα μικρό στώ στή συνέλευσι. Δέν τις σαλονάκι υπάρχει λιγοστό έχω πουλήσει κρυφά βλες;
Τ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ — Τό ξέρω, καλέ μου Πώλ... Μά μη ξεχνάς πώς τις μετοχές τά λ ιθογ ραφεία τις τυπώνουνε. Και άπό^λιβογραφεΐα—δόξα τώ Θεώ— γεμάτη είναι ή Νέα Ύόρκη! Ό Ζβάρσον την κυττάζει παράξενα: — Θ'έλ εις νά πη ς^ 5η λ αδ ή... — "Ακριβώς αυτό θέλω να πω, τον διακόπτει, θά βρού ■με κάποιον και θά τυπώσου με όσες πλαστές σου χρει άζονται στη συνέλευσι. *Άν μάλιστα πετυχουν στην έκτύποοσι, τις πουλάς μετά καί στο χοηματιστήριο... Μ* •ένα συπάοο δυο τουγόνισ! Χά, χά,^χά! ^ Έγώ έχω θήλυ κό υυαλό που γεννάει, Πώλ! Ό πρόεδοος της χαμογε λάει μέ άγάπη: — Γεννάει, Τζέσμα, μά κάνει... ανόητα κουτάβια! — "Ανόητα; Γιατί; —Γιατί αυτοί πού άγόρασαν τις μετοχές πού πού λησα θά ρθουν στη συνέλευ σι καί θά τις καταθέσουν νιά νά Αποκτήσουν τούς διά λογους ψήφους τους. —Αοιπόν; — Στις μετοχές αυτές θά προστεθούν καί οι πλαστές πού θάχω καταθέσει εγώ. "Έτσι τό σύνολο καί των μέν >πί των 5έ, θά μέ ποοδώση. Γιατί δεν είναι δυνατόν, α φού ό Ρούαγιαλ έχει έκδώ σει έκατό χιλιάδες μετονές, νά παρουσιάση ατό συνέ>ε·^αι... εκατόν πενήντα! Ή όμορφη χήρα συμφω νεΤ: — Αυτό νά μού πής... Δί
23
ιΟ έπιθεωρητής Μπέριμαν
κηο έχεις... "Αλλά μπορείς νά κάνης κάτι άλλο. ^ — Νά άγοράσω πίσω τις μετοχές πού πούλησα; — Κουνήσου άτό τη θέσι ■σου, τού κάνει ή Τζέρμα. Τώ ρα πιά εσύ έχεις πάρει διαζύ γιο από τη Ρούαγιαλ. Είσαι .μέτοχος τής Στάρ καί αυ ριανός πρόεδρός της καί σύ ζυγός μου! — Ποιό είναι λοιπόν αυ τό τό «κάτι άλλο» πού μπο ρώ νά κάνω; την ξαναρωτάει ό Ζβάρσον. — Νά στις κλέψουνε, Πώλ! Νά μπούνε νύχτα, σπά ζοντας ένα παράθυρο, σπίτι σου, νά διαροήξουν τό άδειο χρηματοκιβώτιό σου καί νά... στις πάρουνε. — Ποιές; Τις μετοχές πού έχω πουλήσει κρυφά;
24 — Φυσικά... Δεν έχω λιοιπόν θηλυκό μυαλό ττού γεν νάει; Ό Ασυνείδητος άνθρωπος ττού οι μέτοχοι τής Ρουαγιαλ είχαν έμπιστευθή τη 51αχεί ρησι των κεφαλαίων ^τους, συμψωνεΤ αυτή τη φορά: — Ναί, άγαπητή μου! Μια σκηνοθεσία διαροήξεως στο μέγαρό μου θά ήταν ί σως ή λύσι του ποοβλήμα τος πού μέ άπασχολεΐ. *Όπως ξέρεις, τις μετοχές μου τις έχω πουλήσει σέ τρία έμπιστα ποόσωπα, χωρίς νά φανώ καθόλου έγώ. "Αοα, αυτούς πού τις άνόρασαν καί θά τις φέοουν στη νενική συ νέλευσι, θά τούς θεωοήσουν κλέφτες ή κλεπταποδόχους. "Ετσι δημιουονώντας έπεισόδισ, καί καλώντας τήν άστυνομία νά τούς συλλαβή., θά δ'αλυσω όπωσδή τότε τη συνέλευσι καί θά γλυτώσω άπό δλα τά κακά ένδεχόμενά της. °0 Ενοχος όμολογεϊ
— ΑΦΝΙΚΑ Ο ΖΒ ΑΡβμ ΣΟΝ θυμάται τό ου■η ΐσκυ του: — "Αργησε ό Μπίλλ, μου,ρ ,μουρίζει. Τί στο διάβολο κά νει τόση ώρα; Λες νά κάθε ται νά άδειάζη τό μπουκά λι; Η ωραία χήρα χαμογε λάει: λ— Πιθανόν, Πώλ, γιά νά ιμάς άφήση περισσότερο μο νάχους. Ό Μπίλλ είναι δια κριτικός άνθρωπος.
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ Ό Ζβάρσον σηκώνεται: — Θά πεταχτώ νά δω, Τζέρμα. "Εχει στεγνώσει τό λαρύγγι μου... Καί προχωρεί κατά τη μ^ι σάνοιχτη πόρτα γιά νά βγή στο χώλ. Δεν προφταίνει δυως. Τό φύλλο τής πόρτας. μόλις Φτάνει κοντά του, άνοίγει άπότομα, τον χτυπάει μέ δι> νορι στο πρόσωπο καί τον γκρεμίζει ανάσκελα. Ταυτό χρονα ό άγνωστος μέ τη μά σκα, πού είχε δώσει τή δυ νατή κλωτσιά στην πόοτα, παρουσιάζεται στο κατώφλι της προτεΓνοντσς άπειλητικά μιά λαίμαργη κάννη πι στολιού. — Ό Μπίλλ βρίσκεται δε (μένος καί φιιαωιμίίνος στό πόοτ μπαγκάζ του αυτοκι νήτου σου. λέει στον Ζβάοσον πού στό μεταξύ άνασηκώνεται μέ καταματωμένο τό πρόσωπο. Καί συνεχίζει: — Μέ τά κλειδιά του άνο»Εα τήν πόοτα καί μέ τό πιστόλι του θά σέ σκοτώσω σ\· *έν σηκώσης τά χέρια σου ψηλά. Τρομοκρατημένος ό πρόεδοος σηκώνει τά χέρια του καί ψιθυο'ζει: — Ποιος είσαι; Τί ζητάς •έδώ; Γνωστή μου φαίνεται ή φωνή σου... —Καί γώ θά σου Φανώ γνωστός άμέσως. του άποκοίνεται ό νέος άντοας καί τραβάει άπό τό πρόσωπό του τό μεγάλη μσύοη μάσκα. Ό Ζβάρσον γουρλώνει τά
ΤΗΣ ΦΠΤΙΑΣ μάτια του στο μισοσκόταδο και (μένει άκίνητος σά νά τον έχουν σκαλίσει σέ μάρ μαρο: — Έσύ;! Έσύ Κρόν Φάρ νερ;! Την ίδια στιγιμή άκούγεται^ γδούπος ανθρώπινου κορ μ ιού πού σωριάζεται κάτω. Ή Τζέρμα Γκούρ έχει πέσει λιπόθυμη. Ό νέος με τό πιστόλι πλη σ'άζει τον πρόεδρο, τον ψά χνει και τραβάει ένα περί στροφο από την πίσω τσέπ^ του παντελονιού του. Τό βά ζει στη δική του τσέπη καί δείχνοντας με την κάννη του τη λιπόθυμη γυναίκα: — Ξάτλωσέ τη στον κανα πέ καί ετοιμάσου νά πεθάνης. Θά σέ περιμένω ώσπου να έξομολογηθης στο Θεό τις αμαρτίες τής βρωμερής ψυ χής πού θά παραδωσης! "Αρχισε λοιπόν! Καί λίγο δυνατά, γιά νά ακούσω μη ξεχάσης καμμιά! Ό Ζβάρσον, παρ’ δλο πού βρίσκεται στο μισοσκόταδο, δ-ακρίνει καθαρά την αποφα σιστική καί τρομερή έκψρασι πούχει τό πρόσωπο του άλλοτε ταμία του. Καταλα βαίνει πώς έχουν φτάσει οί τελευταίες του στιγμές. Γο νατίζει λοιπόν τρέμοντας καί τον έκλιταρεΐ: — Μη Κρόν, παιδί μου! Μή μέ σκοτώσης καί δ,τι θέ λεις άπό μένα θά τόχης. Θέ λεις λεφτά; Θέλεις νά ξαναπάρης τη θέσι σου στη Ρούαγιαλ; Θέλεις νά παντρευτής την κόρη ,μου; Μή μέ σκο
*4
τώσης, μονάχα! "Ελεος, κα λέ μου Φάρνερ! Ό νέος άνδρας καγχάζει: — "Ελεος ζητάς έσύ πού σκηνοθέτησες άνύπαρκτες κα ταχρήσεις καί πλαστογραφί ες γιά νά μέ πετάξης ντρο πιασμένο στούς δρόμους; — "Εσφαλλα, Κρόν, ,συχώρεσέ με! τόν ικετεύει ό Ζβάρσον. Αγαπώ πολύ τήν κόρη μου! Δεν ήθελε νά παν τρευτή καί νά τή στερηθώ! Θά σέ αποζημιώσω γιά τό κακό πού σούκανα! Θά κά νω δ,τι μου ζητήσης! Συχώ ρεσέ με, καλέ μου Φάρνερ. Ό άνθρωπος μέ τό πιστό λι τόν ρωτάει: — Γιατί θέλησες νά χωρί σης τή Μάρθα τή δεύτερη γυ ναΐκα σου; ^— Εΐχε πάθει ευλογιά! Είχε γίνει άσχημη κΓ άποκρουστική. Δέν μπορούσα νά τή βλέπω... — Καί σκηνοθέτησες -μια άνυπαρκτη απιστία της μέ πληρωμένους ψευδομάρτυρες; •—Τί νά κάνω; Δέν έφευ γε μέ κανένα τρόπο! Σκληρή καί εκδικητική γυναίκα! Κα λά πού πέθανε... ^ Ό νέος άνδρας άκουμπάει τήν κάννη τού πιστολιού στο δεξί κρόταφο τού Ζβάρσον γυ ρίζοντας τή ράχη του προς τόν καναπέ πού βρίσκεται λι πόθυμη ή βαθύπλουτη χήρα: — Πέσμου τήν αλήθεια, μουγγρίζει άγρια. Έσύ κά νεις τούς έμτρησμούς; — Οχι εγω... οχι, οχι. — Γιατί τότε πούλησες τις ,μετοχές σου;
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ
26 — Τις πούλησα πριν άρχίσουν οι εμπρησμοί. Άγό ρασα μετοχές τής Σταρ... Θά παντρευτώ τη Τζέρμα Γκούρ. Θά γίνω πρόεδρος τής άλλης έταιρίας... — Καί φυσικά ένδιαφέρεσαι νά καταστροφή καί νά φτωχέψη ή Ρούαγιαλ έτσι δεν είναι; — Ναί... Θέλω νά κατα στραφή καί νά κλείση. "Έχω πουλήσει τις μετοχές μου καί δεν πρόκειται νά ζημιωθώ... Μά δεν κάνω έγώ τούς εμ πρησμούς! Σου ορκίζομαι... "Επρεπε νά τούς κάνω εγώ, μά δεν τούς κάνω. Έγώ πλη ρώνω -με χαρά τις αποζημιώ σεις καί παθαίνω... ψεύτικες καρδιακές κρίσεις. — Τότε ποιος βάζει τις φωτιές; Ποιος άλλος θέλει νά κατασχρέψη τη Ρούα γιαλ; —Δέν ξέρω, Φάρνερ...Δέν μπορώ νά πώ. Νομίζω όμως.
— Τί; Ό νέος άνδρας άπό τη θέσι πού βρίσκεται βλέπει στον άντικρυνό καθρέφτη τον Ζβάρσον νά ρίχνη μιά ματιά λοξή καί φοβισμένη προς τον καναπέ πού βρίσκεται αναί σθητη ή πρόεδρος τής Στάρ^. Λ Υστερα τον ακούει νά του ψιθυρίζη: ^— Νομίζω αυτή... ^ Αυτή κάνει τούς εμπρησμούς γιά νά κλείση τή Ρούαγιαλ καί νά γίνω δικός της. Μά αγα πάει πολύ ή Τζέρμα... Ό σκοπός άγιάζει τά μέσα. ;— Στο είπε ή Τδια πώς κάνει τούς έμπρησμούς;
— "Οχι. Έγώ τό φαντάζο μαι. ’Από λεπτότητα δμως δέν τή ρώτησα ποτέ... — Τί λόγους έχεις νά τό φαντάζεσαι; — Ή φωνή της! Ποίν άπό κάθε εμπρησμό μέ παίρνει στο τηλέφωνο μιά ψευτοανβρική φωνή πού λέει πώς εί ναι ό «Δαίμονας τής Φωτιάς». Έ, λοιπόν ή φωνή αυτή σάν γνώριμη μου φαίνεται. Σά νά τήν έχω ξανακούσει.... Σί γουρα τής Τζέμα θά είναι καί προσπαθεί νά τή χοντρύ νη^ σάν ανδρική... Τί νά τής πώ όμως; Αφού δέν μιλάει εκείνη,, εμένα δέν μου πέφτει λόγος... "Αλλωστε αυτό πού γίνεται μέ συμφέρει. . . Στου χάρου τά δόντια
ΗΝ Τδια στιγμή ό νέος άντρας βλέπει στον αντί κρυνό καθρέφτη τή χή ρα, πού νόμιζε ακόμα λιπό θυμη, νά τραβάη ξαφνικά έ να πιστόλι κάτω άπό κάποιο μαξηλαράκι του καναπέ καί νά γυρίζη τήν κάννη προς τό μέρος του. Ό νέος κάνει ένα απότο μο πήδημα προς τά αριστε ρά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα αντηχεί ό πυροβολισμός πού ή σφαίρα του αστοχεί. "Ομως μέ τήν απότομη αυτή κίνησι πού έκανε γιά νά σωθή, σκυντάφτει σ’ ένα χαμηλό ταπεζάκι, χάνει τήν ισορρο πία του καί σωριάζεται, φαρδύς—πλατύς, κάτω. Ό γονατ ισμένος Ζόάρσον πετιέται αμέσως ορθός, έμ-
Τ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Κι’
6 διαβολεμένος
27
Γιούπυ ξαναμουρμουρίζει: ξυπόλυτος στ* αγκάθια;»
ποδίζει τή γήρα νά ρίξη δεύ τερο πυροβολισμό και άρτά ζουτας ένα πορσελανένιο βά ζο, το χτυπάει μέ λύσσα στο κεφάλι · του άνδρα πού κάνει νά άνασηκωθή. Και ξαναπέ φτει, άναίσθητος αύτή τή φο ρά κάτω... Ό πρόεδρος τής Ρούαγιαλ, που μέχρι πριν λίγες στι γμές έμο'αζε σαν σκουλήκι πού παοσκαλούσε νά μή,τό ποδοπατήσουν, έχει γίνει τώαα άγριεμένο λιοντάρι! Παίρνει από τό χέοι του αναί σθητου άντρα τό πιστόλι καί τό βάζει στην τσέπη του. Αμέσως αρπάζει καί τό άλ λο άπό τά χέρια τής Τζέρμα
—«Βρέ που ’Λάς
καί τή μαλλώνει: — "Έχανες άσχημα νά πυ ροβόλησης... "Αν έτυχε, νά άκούαη κανένας αστυφύλακας καί έρθει εδώ, πο:ά είναι ή θέσι μου. Αύριο 9ά βουίξουν οι εφημερίδες πως ό πρόε δρος τής Ρούαγιαλ καί ή προ εδρίνα τής Στάρ... Τρομερό σκάνδαλο!... "Υστεοα ρίχνει μιά ματιά στον αναίσθητο άνδοα καί μουρμουρίζει: — "Οσο γι’ αυτόν, ^ο θά νατος πού τού αξίζει, δεν εί ναι μιά σφαίρα. Θά τον γδά ρω ζωντανό! Καί προσθέτει σέ διατα κτικό τόνο:
28 — "Αντε τώοα! Βοήθσυε νά τον ρίξω στο μπουντρού μι. Σέ λίγες στιγμές ό άναίσθητος νέος άνδρας με τό μα τωμένο τραύμα στο κεφάλι, σέονεται στην κουζίνα της βίλλας. Έκεΐ ό Ζβάρσον ,άνοίγει τό σιδεοένιο καπάκι μ'άς καταπαικτής. Κσ' τοαβώντας μαζί με τη βαθυπλου τη χήοα τον γκρεμίζουν στο σκοτεινό βάθος της. Βαρύς γδούπος άκούγετσι καθώς τό ανθρώπινο κορμί φθάνει κάτω. Ό ποόεδρος καγχάζει μέ σαδισμό: — Αντίο, Κοόν ΦάονΓ^! Χά^ χά χά!... Κι* άμα βγής ά”ό κεΐ μέσα ζωντανός, νά μου τηλενοαφήσης! -σνσκλείνει τό άνοιγμα μέ τό -βαού -μαντεμένο καπάκι και παρατώντας τη Τζέουα, τρέχει έξω νά έ^ευθεοώση άπό τό αυτοκίνητο τό Μπ'^λ. Γοηνοοα δμως ξαναγυρίζει άνήσυχος: — Τί τοέχει Πώλ; τον ρω τάει ή γήρα. — Τό πόοτ απαν^^Γ εί ναι κλε'δωμένο! ψ'θυοίζει χαμένα ό Ζβάοσον. Ό Μπιλλ είναι υέσα και τον άκουω νά βογγάη... —Γ'ατί 5έν ξεκλειδώνεις νά τον βγά>ης; — Πώς; Τά κλειδιά του τά είνε πά~ει ό Φάονεο. Τον πέ τσξα μαζί ,μ’ αυτά στην κα ταπακτή... Τώοα πώς τά βγάζομε άπό κεΐ κάτω; Ή Τζέουα Γκούρ τον κυττάζει μέ άποοία: — Γιατί δεν κατεβαίνεις;
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ Αυτός είναι άοπλος και άναίσθητος και σύ γερός και μέ δυο πιστόλια! —Και άν στο μεταξύ έ χει συνέλθει; μουρμουρίζει φοβισμένος ό Ζβάρσον. Ή όμορφη χήοα χαμογε λάει 'μέ περιφρόνησι: —Δεν πειράζει Πώλ...Θά κατέβω έγώ! Ό δειλός πρόεδρος προσβάλεται: — Θά κατέβω, της λέει. Και κάνει νά προχωρήση γιά τήν_ κουζίνα. -αφνικά δμο>ς άκούγεται τό κουδούνι τής πόρτας. Ό Ζβάρσον κοντοστέκεται και κυττάζει τό ραλόϊ τού χεριού του. — Δώδεκα παρά πέντε, ψιθυρίζει μέ δέος. Ποιος νά νοι τέτοια ώοα; Σίγουρα κα νένας άστυνομικός πού θά ακούσε τον πυροβολισμό... Πρόσεξε: Λέξι δεν θά πούμε γιά τον Φάρνερ. "Ετσι; Και προχωοεΐ προς # την κεντρική είσοδο τής βίλλας. Μά μόλις άνοίγει τό παραθυ ράκι τής πόρτας, τά μάτια του κάνουν νά πεταχτούν έξω άπό τις κόγχες τους και τό πρόσω τό του γίνεται κίτρι νο σάν τού νερού. Μπροστά του άντικρύζει τον Κρόν Φάρνερ, τον άλλο τε ταμία του πού πριν λίγο είχε ό ίδιος μέ τά χέρια του πετάξει οπή βαθειά κατα πακτή τής κουζίνας. — Έσύ! κάνει βραχνά μέ ξεραμένο άπό τον τρόμο λα ρύγγι. .. — Κύριε Ζβάρσον, τού
λέει ταραγμένος ό Φάρνερ. Συμβαίνει κάτι τρομερό! Σάς ζήτησα τταντοΰ καί ήρθα καί 66 στη βίλλα σας... Ή Ζύλ, απόψε στις δέκα καί μισή... Ό πρόεδρος πού στο με ταξύ εχει συνελθεί, φαίνετα^ι πώς βρίσκει την έξήγησι του μυστηρίου. Γιατί Ινώ με τό αριστερό χέρι του κλείνει στά ιμοΰτρα τό παραθυράκι τής εισόδου, ,μέ τό, δεξί σταυροκοπιέται ψιθυρίζ ον τας: _ —-ορκισμένος νάσαι! Μονάχος μ’ ενα νεκρό
ΤΑΝ, ισέ λίγες στι γμές 6 Ζβάρσον ξαναγυριζει κοντά στη, Ή δημοσιογράφος Τζίν "Αστορ Ιςερμα, έχει πολύ ξεθαρρέ ψει: καί άρχίζει νά κατεβαίνη κΓ αυτός. — Τώρα θά κατέβω ήσυ Ή χήρα άκούει .μια παρά χος στο μπουντρούμι, τής ξενη αναταραχή νά γίνεται λέει. Φαίνεται πώς ό Φάρ στο βάθος του σκοτεινού νερ πέφτοντας κάτω, χτύπη ^μπουντρουμιού. Σά νά πα σε δυνατά καί σκοτώθηκε] νά χτυτπώνται λεύουν καί — Πώς τό ξέρεις; ρωτάει δυο άνθρωποι. ανήσυχη εκείνη. — Πώλ... Συμβαίνει τ'ίπο — Είδα τό φάντασμά τα; ρωτάει άπό πάνω. του... Που είναι ή άνεμόσκα Σέ λίγες στιγμές ό θόρυ λα νά τή βάλω νά κατέβω... βος σταματάει καί ή φωνή "Ενας νεκρός δεν μπορεί νά τού Ζβάρσον τής άποκρίνεμου κάνη πιά κακό... ται: Σέ λίγο έχει φέρει στην —^ Τώρα δχι πιά, Τζέρ» κουζίνα την ανεμόσκαλα καί μα^! Ό καταραμένος αυτός άνοίγοντας τό καπάκι τής ζούσε όταν κατέβηκα. Τον % καταπακτής, ψωνά£>·: ποτέλειωσα διμως μέ μερικέ." — Φάρνερ. νΕ, Φάρνερ! κλωτσιές στο κεφάλι. Καμμιά_δμως άπόκρισι δεν Καί πετώντας της έπάνω παίρνει, ζαναφωνάζει καί ή ένα κλειδί, προσθέτει: ίδια σιωπή τού αποκρίνεται. χ— Νά: Πάρε τό κλε'δί τού Τέλος κατεβάζει τή σκάλα πόρτ μπαγκάζ καί πήγαινε νά
Ο
Ο ΔΑΙΜΟΝΑ! έλευθερώσης ] τον Μτιίλλ. Πέστου νά έλθη αμέσως νά μέ βοηθήση νά βγάλουμε τό πτώμα. "Υστερα θά^ το πετάξουμε ,μέ τό αυτοκίνητο σέ καμμιά χαράδρα... ξέρεις ΐτού αφήνω τό άιμάξι, έ; — ιΝαί, του αποκρίνεται ή βαθύπλουτη χήρα και παίρ νοντας τό κλειδί βγαίνει ά για τη σκοτεινή πάροδο που βρίσκεται τό αυτοκίνητο. "Οταν σέ πέντε λεπτά _ ξα ναγυρίζει, σκύβει πάνω από την καταπακτή νευριασμένη·. — Γιατί δεν προσέχεις, καημένε Πώλ; Λάθος έκανες. Τό κλειδί αυτό δεν ταιριάζει στήν κλειδαριά τοΰ πόρτ μπαγκάζ... Πέταξέ μουτα ό λα, νά βρω εγώ ποιο κάνει... Καμμιά όμως άπόκρισι δεν παίρνει. — Πώλ ! ξαναψων ά ζει. Γιατί δεν απαντάς; "'Ειταθες τίποτα; Καί πάλι βαθειά ησυχία επικρατεί στο σκοτεινό βά θος του μπουντρουμιού. "Ανήσυχη ή Τζέρμα παίρνει ένα ηλεκτρικό φαναράκι που βρίσκεται πάντα στο γρα φείο του, Ζβάρσον, τό ανά βει καί κατεβαίνει από τήν άνεμόσκαλα. Φθάνοντας δ ,μως κάτω μένει άναυδη: Ή καταπακτή είναι άδεια καί έρημη. Κανένας δεν βρίσκε ται μέσα εκεί. Ούτε ζωντα* νός, ούτε πεθαμένος! Τήν Τδια στιγμή— έξω ά1το τη βιλλα—ένας νέος ανδρας, σηκώνοντας στή μασχα
λη του κάποιον άλλον μεσό κοπο, αναίσθητο καί φιμωμέ νο, φτάνει στό αυτοκίνητο πού βρίσκεται παρκαρισμέ» νο στή σκοτεινή πάροδο... Βγάζει από τήν τσέπη του μεσόκοπου τά κλειδιά καί άνοίγοντας τήν πίσω πόρτα τον ξαπλώνει στό μεγάλο κά θισμα. "Αμέσως, ανοίγει μιέ τα ίδια κλειδιά τήν μπροστι νή^ πόρτα, κάθεται στή θέσι τοΰ οδηγού καί ξεκινάει. Σέ λίγα λεπτά τής ώρας τό πολυτελές αυτοκίνητο φρενάρει έξω από τό διαμέ ρισμα πού μένει ό Μπέριμαν. Ό νέος άνδρας ανεβαίνει καί τον ξυπνάει μέ παρατεταμένα κτυπήματα του κουδουνιού. "Οταν, έξω φρένων ό επτιθε ωρηπής ανοίγει τήν πόρτα, θυμώνει ακόμα περισσότερο: — Μπά; Τοΰ λόγου σου εΐσαι Φάρνερ; Τί ζητάς ε δώ; Μήπως ήρθες νά μέ μαλ λώσης πού συνέλαβα τή Ζύλ, τήν αρραβωνιαστικιά σου; — Σάς έφερα καζ τον πα τέρα της, τού αποκρίνεται ε κείνος, Μαζί μέ τον Μπίλλ, τό σωματοφύλακά του. Τούς έχω κάτω στό αυτοκίνητο... Ό Μπέριμαν αγριεύει: -— Λαμπρά! Καί τί εΤσ" έσύ; "Αστυνομικός, γιά νά συλλαμβάνης εν όνόματι τού Νόμου; — Φυσικά. Είμαι ντέτεκτιβ! Τού αποκρίνεται ό «Φάρνερ». Καί τραβώντας τήν περρούκα καί τήν πλαστική μάσκα πουχει στό πρόσωπο, αλλάζει μορφή καί φωνή: — Καημένε, Κούκ, τ©0
II κάνει γελώντας καλόκαρδα. Τόσο εύκολα γελιέσαι καί συ; Ό επιθεωρητής μένει άναυ δος: — Έσύ, Μάξ!; Τα συγ χαρητήριάς ιμουί Είσαι κα ταπληκτικός στις μεταμφιέ σεις σου! "Αν ήσουν ηθο ποιός, θά είχες συνταράξει τά πλήθη! Ό Μάξ^Μπωρ του λέει— όσο μπορέΐ πιο σύντομα—ό σα συνέβησάν καί άποτελειώ νει: — Τό τραύμα τού κεφα λιού μου από τό βάζο ήταν ελαφρό. Καί μέ τό πέσιμο στην καταπακτή, τό μόνο πού έπαθα, ήταν νά... συνέλθω. ? »"Οταν ό Ζβάρσον έβαλε την άνεμόσκαλα για νά κατέβη με νόμιζε νεκρό. Τον υ ποδέχτηκα όμως μέ μερικές «ναρκωτικές» γροθιές μου κΓ έπεσε σέ βαθύ λήθαργο. Ύοτερα άπομιμήθηκα τη φωνή του καί πετώντας επίτηδες ένα άλλο κλειδί, είπα στη χήρα νά πάη νά άνοιξη τό πόρτ μπαγκάζ καί νά έλευΘερώση τό Μπίλλ. »Στό διάστημα όμως αυ τό έγώ, άνέβασα τον άναισθη το Ζβάρσον από την ανεμό σκαλα^ τον πήρα στη μασχά λη, βγήκα άπό τη βίλλα καί κρύφτηκα, μαζί μ* αυτόν στην πρώτη σκοτεινή γωνιά... °Ό; ταν είδα τή Τζέρμα νά γυρί ζη άπρακτη καί νά ξαναμπαίνη στή βίλλα, βγήκα ά πό τήν κρυψώνα μου καί έ φτασα στο αυτοκίνητο...
Τέλος προσθέτει: —Δέν πίστεψα, βέβαια αϋτά πού μου είπε ό Ζβάροον γιά τή Τζέρμα Γκούρ.ι Μά έχω τήν πεποίθησι πώς ή γυναίκα αυτή είναι οπωσ δήποτε άνακατεμένη στήν ύπόθεσι τών εμπρησμών. Πά με αμέσως νά άφήσουμε στο κρατητήριο τον Ζβάρσον καί τον άλλον. "Ύστερα... Ό Μπέριμαν τον διακό πτει: — Τή νύχτα, στις δέκα καί μίση, συνέλαβα καί γώ προληπτικά τή Ζύλ... Έν όνόματι του Νόμου, βέβαια... — Καλά έκανες τον άντι* διακόπτει ό ντέτεκτιβ καί συ νεχίζει: — "Ύστερα θά πάμε ;γραμ μ ή στο τηλεφωνικό κέντρο. Πρέπει νά αρχίσουμε, τό γρη γόρώτέρο. νά παρακολουθού με τά τηλεφωνήματα τής Τζέρμας Γκούρ. Ο «Δαίμονας ττού είναι «Βρυκόλακας»
ΜΙΑ μεγάλη ημέρα καί μια νύχτα παρακολου θεΐ άγρυπνος^ ό Μάξ Μπώρ —έγκαταστη μένος; στο κέντρο — τά τηλεφωνήματα τής βαθύπλουτης χηρ α ς Τζέρμας Γκούρ. Καί νά: -αφνικά άκούει τή γνωστή παράξενη βραχνή φω νη^ τού «Δαίμονα τής ^ Φω τιάς» νά ζητάη στο τηλέφωνο τήν πρόεδρο τής έταιρίας Στάρ. Καί παρακολουθεί μιά άποκαλυπτική συνδιάλεξή: — Εσείς, κυρία Γκούρ; -—Ναί, αγαπητέ μου. Κα
5 ΑΑΙΜ5ΝΑΪ τάλαβα ποιος είσαι. Λέγε... — Πήρα τά χρήματα άπό τό μέρος πού είχαμε συνεννοηθή νά τά κρύψετε και σας ευχαριστώ. Απόψε τά μεσά νυχτα θά πάρη φωτιά τό μέ γαρο Τσάρπιν, στο 283 τής "Έλμαν στρήτ... —"Όχι, όχι!... Νά μή γίνη αυτός ό έμπρηρ·μός! Νά μη γινη... — Γιατί; Τό κτίριο που δ ιάλεξα εΐναι άσφαλ ισμένο στη Ρούαγιαλ... —Δέν πρέπει, σου λέοΠ "Έχουν χαθή τά "ίχνη του Ζβάρσον. Φαίνεται πώς τον άπήγαγε κάποιος Φάρνερ, άλ λοτε ταμίας του. Δεν ξέρω τί έχει συμβή... Καλύτερα νά α ναβολής... — "Αδύνατον, κυρία Γκούρ. "Έχω τοποθετήσει ήδη την εμπρηστική συσκευή στο υ πόγειο δωμάτιο του σωφέρ. — Νά μ.τής και νά την πάρης άπό κεΐ. —- Ούτε αυτό γίνεται...Μό νο τά μεσάνυχτα μπορώ νά μπώ πού πηγαίνει νά κοιμη θη ό Θυρωρός.^ "Έχω ^αντι κλείδια, μά γιά νά ιμπώ στο δωμάτιο του σωφέρ είμαι α ναγκασμένος νά περάσ ω μπροστά άπό τό θυοωρεΤο... ■— Δεν ξέρω τί θά κάνης! Πάντως ό έμπρησμός αυτός δεν θά γίνη. Ή προσποιητή φωνή του «Δαίμονα τής Φωτιάς» άκου γεται θυμωμένη: —Θά γίνη καί θά πσραγίνη! Καί ακούσε νά σου πω κυρά μου: Μήπως φαν τάστηκες πώς δ,τι κάνω το Ν
'
κάνω γιά τά συμφέροντά ο ου; Όχι! Γιά την έκδίκησί μου γίνονται ολα! Καί τώρα άς ξαναγυρίσου με στην άρχή τής ιστορίας μας,:
Την "ίδια νύχτα καί πολύ πριν άπό τά μεσάνυχτα, 6 Μάξ Μττώρ, άφού ^ εξήγησε στη Τζΐν "Άστορ τό «σχέδιο δράσεως» πού έχει καταοπρώσει, ξεκινάει μαζί της γιά τό μέγαρο Τσάρπιν, στο 283 τής "Έλμαν στρήτ. Στον επιθεωρητή Μπέριμαν δεν έχει πή τίποτα ακόμη γιά όλα αυτά. Φοβάται πώς μέ τή στενοκέφαλη άνάμιξί του, θά προλάβη μεν τον εμ πρησμό άλλά θά διαφύγη ό εμπρηστής. Ό Γιούπυ, ό μικρός προσ τατευόμενος του ντέτεκτιβ μέ τήν καταπληκτική άστυνο μική ιδιοφυία, ένώ έκανε πώς μελετούσε τά μαθήματά του στο πλαϊνό γραφείο, εΐχέ βάλει αυτί καί παρακολου θσΰσε όλα όσα έλεγε ό Μάξ Μπώρ. "Έτσι, δταν τον βλέπει νά φεύγη μέ τή δημοσιογράφο, μουρμουρίζει κουνώντας μέ οίκτο τό κεφάλι του: — Βρέ που πάς ξυπόλη τος στ" άγκάθια;! Είχαμε παρακολουθήσε ι λοιπόν στήν άρχή τής ίστο ρ'ας μας τον ντέτεκτιβ νά σπάη μέ τρεις κλωτσιές τό παράθυρο του υπόγειου δω ματίου του σωφέρ, νά πηδάη μέσα στις φλόγες και νά τόν
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
33
άκολουθή και ή Τζίν.. Ό τερατόμορφος «Δαίμονας τής Φωτιάς» παρουσίαζε ται. Ή πρώτη γροθιά του ντέτεκτιβ αστοχεί «και βρί σκει στο πρόσωπο τή δήμοσιογράψο πού σωριάζεται άναίσθητη πάνω στις φλόγες. Με τή δεότεοη γροθιά του ό Μάξ γκρεμοτσακίζει κάτω^ τό τέρας και γυρίζει νά σώσ^η τή Τζίν. Ό «Δαίμονας» ό μως ξαναπετιέται ορθός, τρα βάει ένα στιλέττο καί νύνεται πίσω άπό το ντέτεκτιβ. Τό σηκώνει μέ λύσσα καί κάνει νά τό καρφώση στη ράχη του... Τήν Τδια στιγμή πνιγμένος βήιχας άκούγεται πίσω άπό τό «Δαίμονα» ιμέσα στους καπνούς. Μιά κάννη πιστο λιού παρουσιάζεται. ένας πυ ροβολισμός αντηχεί καί ή σφαίρα χτυπώντας στήν πα λάμη του τεοατόυοοΦου έυπρηστή. κάνει νά του ξεφύγη τό Φονικό στιλέττο. Ό Μάρ Μττώο στο -μεταξύ έχει πετάδει έξω ατό τό παράθυοο την άναίσ0~τη *τί τσουρουφλ'σμένη Τζίν, Αμέ σως αρπάζει τό «Δαίμονα» ίου πεινάει άστοαπιαΐσ τις χειροπέδες καί τον πετάει κι* σ’^όν έξω άττό τιγ φλό γες. Τέλος, πηδάει και ό ί διος στο πεζοδο^μΌ. "ωτησσς πού μέ τον πυοοβολισυό τοΟ είχε σώσει τή ζωή δεν βρίσκεται πουθενά.
Οί σειρήνες των αυτοκινή των τής Πυροσβεστικής ύπη ρεσίας τής Νέας Ύόοκης <άκουγονται νά πλησιάζουν... Ό Μάξ Μπώρ άφαιρεΐ^ τώρα τήν τεοατόμοοφη μάσκα πού καλύπτει τό πρόσωπο καί τό κεφάλι του «Δαίμονα τής Φωτιάς». Ό ντέτεκτιβ καί ή δημο σιογράφος, πού στο μεταξύ είχε συνέλθει, άντικρύζουν κάτω άπό τή μάσκα ένα γυ ναικείο πρόσωπο: Ποιά είσαι έσύ; ρω τάει ό νέος. —Μάοθα μέ λένε, του Α ποκρίνεται έκείνη. ΕΤυα' ή δεύτερη γυναίκα του Πώλ Ζβάρσον! Δεν είχα νυοίσει στή Γερ-μανία, ούτε είχα πε° θάνει έκεΐ... Ζουσα εδώ κρυμ μένη δυο όλ ό ^ λ ηιοσ 1 νοόνισ, πεοιμένοντας τήν ευκαιρία νά τόν έκδικπΒώ! Ό ^ Μάξ καί ή Τζίν-τώοα ποοσένουν πώς τό πρόσωπό της είναι κατάστικτο άπό κοκ'δες ττσληάς εύλον»άς. Την Τδ’α στιγμή 6 διαβο λεμένος Γ’ηύττυ ^τ^νυ^Τει λαναν’σσυένος στο δισμέοι σμπ του Μάξ Μπώο και ξα ναβάζε» στην άτλοθήκη του* ένα μενάλο πιστόλι. μουο·»ου ρίζοντσς πάλι σά νά μιλάη στο ντέτεκτιβ: — Βοέ πού πας ξυπόλη της στά άνικάθ'π: 4Π άλλος ε?νε στιλέττο έπύ πήγες μ5 άδεια τά χέρια;!
Τ Ε Α Ο I ΝΙΚΟΙ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ ^ΑπΘκΑΕ&βττ&κότης;
Γεν.
ΈκδοτικαΙ
Επιχειρήσεις
©.Ε.
I Α
ΔΕΚΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣ1Σ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραφεία:
*Οδός Αέκκα 22—’Αριθ.
6—Τιμή δραχμαΐ 2
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνειιιοδουράς, Φαλήρου 41. 01κ,ανθ|μ''κος Δ)ντής: Γεώργ. Ρεωργιάδης, ΣφίΥγός 38. Προϊστά μενος τιυττογρ.: Α. Χατζηβασ:λείου, Ταταοούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΒΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωρνιάδηιν, Αέκικα 22, ' Αθήνα».
ΤΟ Ε "Ενα καταπληκτικό αστυνομικό μυστήριο που θά συν^ αρπάση όλους όσους διαβάσουν τό τεύχος άρ. 7 τοΰ θρυλι κού πια «ΔΕΚΑΤΡΙΑ» που θά κυκλοψορήση:
Είναι μιά άστυνομική υπόθεσις γεμάτη πλοκή, δρασι, αγωνία ικαΐ ενδιαφέρον.
ΜΟΝΟΝ ΟΣΟ! ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ και άλλα Αστυνομικά τεύχη που κυκλοφορουν, μπορούν νά έκτιμήσουν την αξία του
«ΔΕΚΑΤΡΙΑ» Κανένας δεν πρέπει νά μείνη χωρίς νά βιαβάση:
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΗΘΡ2ΠΓ, ΓΥΡΜΠΙΤΗ/Π20Χ ΗδΐΜΟΜΑ ΆΜΜΑΤΑ Τί£Ρ/εΤΡ$' φΟΝΤΨΗ ΓΥΡ* ΗΟΥ.. Α'.Ολ/' 4*// *ίΠ®Ρ&ιπΡ£Π& ΤΓΠ ΨΥΠΡ ΡΠ ΑΥΤΟ ΜΗ ΠΡίΠΟΜΗΟ ηοΖΗΟ . ·
ο τζ2η ειε/νε/ ηαταπαημτοε ήη ’ΤΗ Λ/ΗΤΗΤΗ. ____ _ Να ατυθρρπο/ < το π/ΑΠ/ετεεε τπε ΓΗΖ ΤΟ/ν 2/V 1 Μ6 ΟΤΑ/ν Ο 71ΡΡ Π/2/ΥΆ ε/ΤΥΑ/ Α' < τοί ΓΗΪΗΟΙ ΛΥΛΑΤΟΑ ΛΑ εηβ-) Τ/Ρ0ίΓε/2ΘΗΠ6 ΤδΟΗΖΑΑΤ ΖΤΟ/ν / £ΤΟ/Υ ΑΡΗ ΤΟ 77ΡΟ/ΌΛΌ ΖΟΧ Λ ^0/4 Ρ>Π> Η£ ΤΟεο Μ/εοζΙ) ΑΡχ/εβΛΉ ^ 1 εΥ/ΤΘΑ/ΑΌΗΤ/ν ^7 < #ΑΖ/ ΜΑΙ.
κΐετε/ η/ί9 ετο// αρη ο/ προγοΛΌ/ ΜΟΫ ίλΠ€/ίπΜ ΑΠ' ΤΟ όΗ' πορ/ηο
πεε/ο ττπ ε/ΜήπηπίΡλί
ΤΟΥί ΤΗ ΓΗ . . --------------------------- ~7~77ΡΡΠ£/ ΟΟΟί ΗΑ ΑΠΟ~ V ( ΨΥΓΟΥΗ ΤΟλ/ ΠΠΑΗΗΤΗ
Ηα/ τότε ε/νπ
ηαταπαηητ/ηο
ΡΑ/ΛΓΟΑΤ6ΜΟ /Υ/Υ£&Η. .
τοπ/ε^ιΉο^^ 3ΓΗΗ6 ΑΠ'ΤΗ ΘΡ{ \ 4€Α ΤΗΠ Ιί *Η ΤΟΥ! ΠΥΤΟ ΤΗ- / ΡΟ/λ/ε ΤΗ Π6
ΜΑ/Η6! Π9ε ΤΟ
Τ2ΜΗ £ΟΥ εΐΡ/ρ/ Ηπτ/ΫΗΤΗε η ή
) ΤΗ ΠΑΤΙ 4€λ
/ Υ/7ΑΡΧ6/ Ζ/41
\ρο ετοΗ
οηπτπέΜερεΗ/Α β/ντ//ΐ£ΐΜ6 ΗΑ ΤΗΤ ΓΗΖ -^Μ
)
αρ/
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ *0 ντετεκτιβ του μέλλοντος
ΕΣΗΜΕΡΙ. Ό Μάξ Μπώρ φτά νει κάπως πιό__ νωρίς ■στο διαμέρισμά του. "©κλει δώνει· ικι’ ανοίγει την πόρτα όσο γίνεται πιο αθόρυβα καί προχωρεί μέσα πατώντας α νάλαφρα στις μύτες των παπουτσιών του. Θέλει νά δη, άν ό Γ ιουπυ διαΐβάζη τά μαθήμίατά του, η παίζει σκαλίζοντας τους φσκέλλους των ύποθέσε<4
.. *.ϊ -. . Η ι
» ·-«
ι.
-44
. X· * V
ων ικαί τ’ αστυνομικά σύνερ γα πού βρίσκονται στο γρα φείο καί στις ντουλάπες του. ίΝά όμως πού μόλις φτάνε^ι στη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου, τον βλέπει νά κρατάη μπροστά στο στόμα του έναν .μι-κροσκοπικό πομπό καί δέκτη άσυρμάτου τηλεφώνου καί νά λεη: λ— Εμπρός, έμπρός^!.. Ε δώ Γιούπιυ Πάγια, διάσημος ντετεκτιβ του μέλλοντος . . . Μετά πέντε - δέκα χρόνια ό Μαξμπώρ θά τρώη γροθιά άΤίΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 Ψ
-
"
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
Γ“
ττό μένα ικαί θά σηκώνεται στά πισινά του ποδάρια! 3Αμέ ! Ό ντέτεκτι'β σπρώχνει την πόρτα καί μπαίνει μιέσα: ^ —Επί του παρόντος όμως -καί για πέντε - δέκα ^χρόνια ακόμα, θά σε περιποιούμαι ε γώ, αγαπητέ «διάδοχε», τού λέει. -Καί τού δίνει δυο δυνα τά χαστούκια στά μάγουλα, προσθέτοντας αυστηρά: —1 Σού έχω απαγόρευσες νά σκαλίζης τά πράγματά μου και ν3 ανακατώνεσαι στις υποθέσεις μου. Ή δουλειά μου είναι δουλειά γά μεγάίλους κι·9 οχι γιά παιδιά. Μέ χρι νά μεγαλώσης, ή δική σου δουλειά είναι νά μαθαίνης γράμματα και νά μορφώνε σαι . ,ΚαταλαίβΙαί'νε ις; Ό διαβολεμένος και τετρα πέρατος Γιούπυ διιαμαρτύρεται; : — Τί· νά τά κάνω τά γράμ ματα, μπρε Μαιξμπώρ; 9 Εσύ μέ τά γράμματα τούς πιάνεις τούς κακούργους, γά μέ τό μυαλό και μέ τά χέρια σου; Τά γράμματα ξεκουτιαίνουνε τον άνθρωπο. Δέν βλέ πεις τό δάσκαλό μου τί χά λια πού τάχει; Σαν «προπα ραλήγουσα» έχει καταντήσει ό φουκαράς! — Αυτό πού σού λέω έ,γώΐ Κι5 άλλοτε νά μη σέ ξαναδώ νά πιάσης στά χέρια σου τό ασύρματο τηλέφωνο γιατί έ χω κι3 εγώ γροθιά πού θά σέ σηκώση <στά πισινά σου πο δάρια ! Ό Γιούπυ κουνάει τό κεφά λι του;
— Μη ετούτο, μη εκείνο... "Ολο μή, μή, μήί.. Νομίζεις πώς δέν ξέρω γιατί τά κάνεις δλ’ αυτά; Μέ ζηλεύεις πού θά γίνω χίλιες φορές καλύτε ρος άπό σένα. Μέ φοβάσαι πού θά σέ σβήσω απ’ τό χάρ τη ! Ό μικρός αυτός προστά τευα μένος τού Μάξ Μπώρ εί ναι ένα τετραπέρατο μά κα κό μαθη μ ένο π α ι6 ί, γεννη! μ ένο καί μεγαλωμένο μέσα στον υ πό κοσμο. Ήταν γυιός ενός μεγάλου εγκληματία πού ό ντέτεκτιΐβ τον είχε στείλει νά πεθάνη στην ηλεκτρική καρέ κλα. "Υστερα μάζεψε άπ9 τούς δρόμους τό παιδί· του πού έχει διαπιστώσει πώς εί ναι μά καταπληκτική άστυνο μ ικ ή μεγαλοφυΐα. Τό παράδοξο είναι πώς ό Γϋούπυ, άν ικαί γυιός κακούρ γου, έχει έμφυτο μέσα του έ να φοβερός μίσος κατά των κα ικοποιών. Άνυπομονεΐ νά μεγαλώση γά νά γίνη ό τρομε ρός διώκτης των κακοποιών ικαί τού εγκλήματος. Ό Μάξ Μπώρ, βέβαιος γιά αλ'3 αυτά, φροντίζει γιά την ανατροφή καί τή μόρφωσί του καί τού απαγορεύει· μέ τά .σκληρότερια μέσα ν’ ανακα τώνεται. ή ν’ άπα,σχολή τό .μυ αλό του μέ τίς άστυνομικές υποθέσεις του. Ό Γ ιούπυ ό μως.... Τοΰννελ ιάοιθμός 13
ΣΤΕΡ3 άπό μερικές μέ ρες... λ Τρεις, μετά τά με σάνυχτα ακριβώς.
Υ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
5
_ Ό ατέλειωτος συρμός τού Εξπρές μπαίνει μέ ταχύτητα εκατόν είκοσι χιλιομέτρων στο δέκατο τρίτο καί τελευ ταίο ταύννελ προς τή Νέα Ύόρκη. ' Η άτ μαμή χανή σφυ ρ ί ζε I δα ιμονισμένα, διασχίζοντας το σκοτεινό εσωτερικό του. Τό ιμήκος του τοΰννέλ είναι έξη περίπου χιλιόμετρα. Με την ταχύτητα πού έχει άνοοτττύξεΐι ή ατμομηχανή, σε τρία ακριβώς λεπτά τής ώρας βγαίνει απ' τ3 άντικρυνό: άνοι γμά του. Ό μηχανοδηγός μό λις προφταίνει ν3 άντιληφθή μια κόκκινη λιμουζίνα σταματημένη πάνω στις σιδηροτρο χιές καί σε μικρή άπόστασι άπ3 την έξοδο του τοΰννελ. Ταυτόχρονα σχεδόν επακο λουθεί ή τρομακτική σύγκρουσι*ς! Τό αυτοκίνητο τινάζε ται κυριολεκτικά στον άέρα καί τά μικρά ή ρεγάλα κομ μάτια του σκορπίζονται δεξιά κι3 αριστερά τής γραμμής. Ό μηχανοδηγός 'βάζοντας σέ άμεση ενέργεια ολα τα φρένα τής ατμό μηχανής καί των βαγονιών, καταφέρνει νά σταματήση τό συρμό σέ από*· στασι πεντακ οσίων μέτρων άπ3 τον τόπο τής συγικρούσεως. Σ ένα άπ3 τά τελευταία βαγόνια πρώτης βέσεως του εξπρές, ταξιδεύουν —■ έτηιστρέψόντας άπ τό Σικάγο— ό ιάστυνομικός επιθεωρητής Κούκ Μπέριμσν, ή δημοσιο γράφος Τζίν 3,Αστορ καί ^ό ο ι άσημος 'Ελληνοαμερ ικανός 3
3
ντέτεικτιβ Μάξ Μπώρ.
Ό επιθεωρητής κι3 ή δημο σιογράφος έχουν άπακοιμηθή, πλάι - πλάι, στο ίδιο κάθι σμα, μέ μέτωπο προς την α τμομηχανή. Ό ντέτεκτυβ καθι σ μένος λοξά σ3 ένα άπ3 τ3 άντιικρυνά ιΚαθίΐσματα, μέ μέτω πο προς τά πίσω, άποτελειώνει τό διάβασμα ενός όγκου χειρογράφων τής Τζίν. Είναι ή περιγραφή γιά την εφημερί δα της κάποιου σκοτεινού εγ κλήματος του Σικάγου πού είχαν μάταια προσπαθήσει νά διαλευικάνσυν. ιΜέ τό ιάπότομο φρενάρι σμα του συρμού, ό Μπέρ ιμαν κι3 ή 3Άστορ, τινάζονται μέ μεγάλη ορμή πάνω- στο παχύ γκρενά βελούδο των αντίκρυνων καθισμάτων. Καιί χτυπάνε τόσο δυνατά τά κοιμισμένα κεφάλια τους πού μένουν α ναίσθητοι· πριν προφτάσουν νά... ξυπνήσουν. Συνέρχονται όμως πολύ γρήγορα, πριν ίάκόμα^ στάμστήση τό εξπρές. ,Πετιώνται α μέσως ορθοί καί τό πρώτο πού διαπιστώνουν είναι πώς ό Μάξ Μπώρ δεν βρίσκεται πιά αντίκρυ τους. 3Αλλά ούτε καί μέσα στο βαγόνι. Μονά χα τά χειρόγραφα πού διά βαζε, σκορπισμένα κ ά τ ω, στροβιλίζονται άπ3 τό δυνατό ρεύμα αέρα πού σχηματίζε ται άπ3 τό παράθυρο καί την παραβόξως ανοιχτή πόρτα τοΰ κουπέ. — Θά πήδησε έξω (πριν σταματήση ιό συρμός, ψίθυρέ ζει χαμένα ή Τζίν "Α,στορ. ^ — Καί σίγουρα θά σκοτώ θηκε ό τρελλός! συμπληρώ
6
νει ό Μπέριμαν. — Αυτό είναι δικαίωμά του, μουρμουρίζει δυσαρεσττιμένη ή δημοσιογράφος καθώς μαζεύει, κυνηγώντας τά σκορ πισμένα κάτω χειρόγραφα. Καί προσθέτει: — "Έπρεπε όμως νά σε βαστή την εργασία μου! Αυτοκτονία/ έγκλημα η άτύχημα;
ν^· ΡΑΓΜΑΤΙΚΑ: Σχεδόν αμέσως μετά τη σύγI I κρούση κι* όταν τό φρε νάρισμα είχε κατεβάσει; στα πενήντα ώς ^ εξήντα ^ χιλιόμε τρα την ταχύτητα του εξπρές^ ό Μάξ Μπώρ, άνοίγοντας με άστραπιιαία ταχύτητα, πρώ τα την πόρτα τού κουπέ κι* ύστερα την εξωτερική πόρτα τού βαγονιού, πήδησε στο κε νό. "Ήξερε καλά πως σε τέ τοιες συγκρούσεις είχε άφάνταστη άξια νά βρεθή κανείς έκεΐ όσο τό δυνατόν πιο γρή γορα. "Όχι μονάχα γιά νά προσφ,έρη, σάν άνθρωπος ά μεση βοήθεια στά τυχόν θύ ματα, μά καί γιά ν" άποκτήση στοιχεία που θά τον ένδιέφεραν σαν αστυνομικό. Ό Επιθεωρητής κι" ή δη μοσιογράφος μαθαίνουν τί συ νέβη καί μαζί μέ τό προσω πικό τού συρμού καί άλλους περίεργους έπιιβάτεε διατρέ χουν τήν άπόστασι των πεντακοσίων μέτρων τού φρεναρί σματος καί φτάνουν στο ση μείο πού έγινε τό άτύχημα. Ό Μάξ Μπώρ πού βρίσκε ται άπό ώρα έκεΐ, τούς κατα τοπίζει, φωτίζοντας τό μέρος
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
μέ τό κλεφτοφάναρό του: — Τά κόκκινα αυτά κομ μάτια, μικρά καί μεγάλα, α νήκουν σε μιά πολυτελή Μερσεντές τελευταίου τύπου. Φαί νεται πώς βρέθηκε σταματημένη πάνω στις σιδηροτροχι ές.^ "Έξω ιάπ" τά συντρίμματα τού αμαξιού βρίσκεται — ό πως βλέπετε — τό πτώμα μι ας νέας καί ώραίάς γυναίκας μέ βαρειά βραδυνή τουαλέτ'Κ ανενα άλλο πτώμα δεν βρήκα σέ λογική άπόστασι άπ" τό σημείο τού δυστυχή* μαΤος. — Δεν (πρόκειται περί δυ στυχήματος, τον διορθώνει ό Μπέριμαν τακτοποιώντας τά συρμαΓτένια γυαλιά στή μύτη τής μύτης του. Κι" άποφαίνέ τοι: — Στο σημείο αυτό τής γραμμής δεν υπάρχει δρόιμος. Αυτό^ μας τό βεβαιώνουν τα αντάκια πού βρίσκονται δειά κι" αριστερά. Ή ωραία, λοιπόν, αυτή «μαικιαρίτισσα» θά δυσκολεύτηκε πολύ νά ξεπεράοτι τό ένα ή τό άλλο γιά νά φέρη ώς έδώ τό αμάξι της. "Άρα θά είχε σοβαρούς λόγους νά Βέλη ν’ αυτοκτονήση ! — Τήν έκδοχή έγκλήματος τήν άποκλείετε, -μαιτρ; ρω τάει ό δημοσιογράφος. — Καθόλου δεν τήν απο κλείω ! Καλά πού μου τή θύ^» μησες, μάλιστα! Ή έκοοχή τού έγκλήματος είναι περισ σότερο πιθανή τής αυτοκτο νίας: Ό δολοφόνος έφερε τό θύμα ως έδώ τήν κατάλληλη, στιγμή πού ήξερε πώς θά βγή
ά|ττ5 το τοΰννελ το εξπρές. Δι κά ιολογήιθηικε πώς χάλασε ή μηχανή και σταμάτησε τό α μάξι άκριιβώς πάνω στις γραμμές. "Υστερα, με τό προ σχήμα πώς θά τή διόρθωση, βγήκε έξω καί φρόντισε ν5 α πό μακρυνθή εγκαίρως. Τέλος, η άτμομηχανή πού έφτασε μέ τήν ταχύτητα των εκατόν εί κοσι χιλιομέτρων τήν ώρα, άνέλαβε τά παρακάτω. Ό Μάξ Μπώρ ρωτάει τό μηχανοδηγό : — Είναι αλήθεια πώς σφυ ρίζετε συνεχώς οσο ή άτμο^ μηχανή σας βρίσκεται μέσα στο τουννελ; — Βεβαίως, τ5 άποκρίνεται. Μάς τό επιβάλλει ό κα νονισμός. — Τί έκτασιι έχει τό τούννελ αυτό; — "Εξη χιλιόμετρα, κύριε. Καί μέ τή μεγαλύτερη ταχύ τητα χρειάζονται τρία λεπτά γιά νά τό περάσουμε... Ό ντέτεκτιβ γυρίζει τώρα στον επιθεωρητή: —Δεν νομίζεις λοιπόν, α γαπητέ Μπόρ ιμαν πώς τρία λεπτά τής ώρας πού τό θύμα άκουγε τήν ατμομηχανή νά σφυρίζη ήταν αρκετά γιά νά βγη μέ την ησυχία του απ’, τ’ άμαξι καί νά τραβηχτή λίγο πιο πέρα άπ’ τις γραμμές; Ό έπιθεωρητής παίρνει ύ φος θριαμβευτού: — Λαμπρά Ε. Θέλεις ^νά πής πώς τό θύμα, παρ’ ολο πού άκουγε τά σφυρίγματα, έξακολουθαΰσε νά μένη μέσα στ* αμάξι; Μά τότε συμφω νείς μέ τήν Ικδοχή τής αύτο-
40 ντέτεκτιβ Μάξ Μττώμ
κτονί'ας πού πρώτος έγώ εΐ^ πα ! Ό Μάξ Μττώρ μουρμουρά* ζει συλλογισμένος: —Ναέ.. Δεν ξέρουμε όμως άν τό θύμα άκουγε τά σφυ ρίγματα τής άτμο μηχανής... Ό Μπέριμαν κοροΐδευε >: •— Λές ή «μακαρίτισσα^ νά ήταν κουφή, Μάξ; —- Ξέρω κι5 έγώ; "Ή κουφή, ή πεθαμένη. Τό ΐδίο^ κάνει. Καί σκύβει γιά νά πιάση τό χέρι τής νεκρής. Ό έπιθεωρητής όμως τον έμιποδίζει: -—* Μή σέ παρακαλώ. Μγι τήν άγγίζης... "Εστειλα νά
3
1Γ0 ΕΞΠΡΈΣ
άπο μακρύ νέτα ι, άρ χίζοντ α ς νά ψάχ:νη ολόκληρη τή γύρω περιοχή. Δεν έχει άπομσκρυνθή πο λύ όταν άκούη κάπου μπροστά του ανθρώπινο πονεμένο βογγητό... Μέ .αναμμένο τό κλεφτοφάνερο τρέχει προς τήιν ικατεύθυνσι πού βογγάει ό άγνω στος. Τον ανακαλύπτει καθισμένον στή ρίζα κάποιου δέν τρου. Μόλις αντιλαμβάνεται το νέτεκτιβ νά πλησιάζη σταυ ιματάει τό βογγητό, πετιέται ορθός καί τό βάζει, τρικλί ζοντας, ατά πόδια. Ό Μάξ Μπώρ τρέχει πιο γρήγορα άπ" αυτόν, τον φτά νει καί τον αρπάζει άπ" τό μπράτσο. — Πώς πας έτσι; τον ρω τάει. .Μεθυσμένος είσαι ; — "Όχι, μουρμουρίζει^ ό ά γνωστος. "Έχω πιή βέβαια μερικά ποτηράκια, ,μά... Ό ντέτεκτιβ τον ξαναφωτίζει μέ τό κλεφτοφάναρό, του καί διαπιστώνει πώς είναι έ νας νέος, γοητευτικός, ψηλός καί γεροδεμένος μελαχροινός άντρας. Τό σακκάκι καί τό παντελόνι του έχουν μερικά σχισί-ματα. Ο άγνωστος — "Εσύ βογγούσες; τον πού βογγάει ξ αναρωτάει. ΤΟΝ τάπο τής κατα — "°Χ1;·· , στροφής δεν μένουν τώ — Τιατίι μόλις μέ είδες έρα παρά ό Μπέριμαν, ή τρεξες νά φύγης; Τζίν "Άστορ καί ό Μάξ Μπώρ.— Φοβήθηκα... Δεν ήξερα Ό τελευταίος αυτός απ’ τή ποιος ήσουν... Τώρα βλέπω στιγμή πού έπιιασε, τυχαία πώς είσαι κι" εσύ ένας κύριος τάχα, τό χέρι τής νεκρής, φαί καθώς πρέπει... νεται αναστατωμένος. ΙΟ" α — Τί ζητάς έδώ τέτοια ώμέσως, χωρίς νά πή τίποτα, /
τηλεφωνήσουν στο Συνεργείο Σημάνσεως. — "Άφησε με, Μπέριμαν. "Ως πού να φτάση το Συνερ γείο θά είναι αργά. — "Όχι, επιμένει ξεροκέ φαλα ό επιθεωρητής. Σοϋ α παγορεύω ν" άγγί'ξης τό τττώμα τής «κουφής» ή «πεθαμέ νης»... Ό ντέτεκτιβ άνασηκώνεται και -κάνει ν" άπομακρυνθή. Μά τά πάιδιια του μπερδεύονται στα καλά καθούμενα καί σω ριάζεται, φαρδύς - ττλατύς, κάτω, κοντά ^στό πτώμα. "Εν τελώς «τυχαία» μάλιστα, τό δεξί του χέρι χουφτιάζει- τον καρπό του χεριού τής νεκρής; "Οταν τέλος σηκώνεται ορ θός, δηλώνει μέ πεποίθησι: ^ — Δεν ήταν κουφή, Μπέρΐιμσν... Ό επιθεωρητής δεν τον προσέχει. "Έχει γυρίάει· καί δίνει διαταγές στους σιδηρο δρομικούς υπαλλήλους ν" άπο μακρύνουν τούς περίεργους επιβάτες, νά τούς επαναφέ ρουν στα βαγόνια τους. Ή α μαξοστοιχία νά συνέχιση την πορεία της προς τη Νέα Ύόιρκη.
Σ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ό οόγνοστος δεν κομπιάζει καθόλου ν* άττοκριθη: ■— Είμαι άπ’ τούς έαπβα τές τής αμαξοστοιχίας πού ξεκίνησε πριν άττό λίγο. Δεν πρόλαβα νά ξαναγυρίσω... — Δώσε μου τό εισιτήριό σου. — Το έχω στο χαρτοφυλά κιά μου. Τον άφησα μέσα στο βαγόνι... -—■ Πώς λέγεσαι; — Τζάκ Μάρτεν. — Επάγγελμα; -— Είσσδημστίας. — Τό κοστούμι καί τό τταν τελόνι σου που σχίστηκαν; — Στο βαγόνι... Έπεσα μέ^ τ’ απότομο φρενάρισμα. Κάπου θά πιάστηκα, φαίνε ται. Ό Μάξ Μπω ο τον πιέζει μέ τό χέρι του απότομα στα σημεία πού τό σακκάκι καί τό παντελόνι του είναι σχι σμένα. ,—“Ωχχχ! .. Τϊχχχ. ώχχχ, κάνει πόνε μ ένα σέ κάθε έπαφή ό άγνωστος νέος. — Είσαι χτυπημένος;
-—Ναί... Δεν σου είπα πώς έπεσα μέσα στο βαγόνι; Ό Μάξ Μπώρ του κάνει μια ξαφνική έρώτησι: — Πώς λέγεται ή γυναίκα πού σκοτώθηκε στην κόκκινη λιιμουζίνσ; 40 "Αγνωστος
όμολονεΐ ΝΕΟ Σ άνδρας τ* άποκρίνεται: — Δεν ξέρω... Πώς μπορώ νά ξέρω; Άνάκρισι ό
9
μως μου κάνεις; Τί εΤσ’ έσύ; — Αστυνομικός, μουγγρίζει ό ντέτεκτιβ κι* ή γροθιά του τινάζεται μέ ορμή στο σαγόνι του άγνωστου. Λέγε λοιπόν: Βρισκόσουν κ·γ* έσύ μέσα στ* αυτοκίνητο όταν γί~ νηκε ή σύγκρουσις; —■ Δεν... Δεν καταλαβαίνω τί μου λές... — Θά καταλάβης μέ τη «δεύτερη», του λέει καί ξανατινάζει τή γροθιά του μ’ άφάνταστη ορμή. Ό νέος άνδρας προφταίνει κι* αρπάζοντας στον αέρα τό χέρι του Μάξ Μπώρ, τό συγκρατα: I — -Γιατί.... «Πιοτί «μέ υπο ψιάζεσαι; Ό ντέτεκτιβ Θαυμάζει την υπεράνθρωπη μυϊκή δύναΐμ ι του νέου άνδρα. Ποτέ δεν είχε συναντήσει στή ζωή του τόσο δυνατό άνθρωπο: —Δέν σέ υποψιάζομαι. του άποκοίνεται. Είμαι βέβαιος πώς ή νεκρή κι-* έσύ δέν εϊσα>στε άσχετοι. Ξέρω άκόμα πώς βαννούσες πρίν γιίά νά προκαλέσης τήν προσοχή μου. — Δέν σέ είχα δη νά πλησ'άζης... Το έξυπνα μάτια του Μάξ Μπώρ λάμπουν παράξενα: — Έπρεπε ν’ άικούσης τά βήματά μου. του λέει. Κι* αν είσαι κουφός έπρεπε νά δής τό φώς του φαναριού μου πού είχε φτάσει μπροστά στα πό δια σου. Έσύ δμως' έθοοκολου θούσες νά βσγγάς... Μόνο σαν είδες πώς σέ άνεκάλυφα, τό^ τε σταμάτησες τά βογγητά
κι* έκανες τάχα πώς τρέχεις για νά μη σέ πιάσω... Τέλος αφού είσαι ττιό δυνατός άττό μένα, μπορούσες εύκολα νά ξεφύγης όταν σ3 έπιασα... 3Αλ λα δέν ήθελες... Έπεσες έττιτηδες ατά χέρια μου για νά μου της κάποιο ψέμα. Πέσ’ το λοιπόν νά τελειώνουμε... •— Θά σου πώ την άλήθεια, μουρμουρίζει ό άγνω στος. Ό ντέτεκτιβ τον κυττάζει δύσπιστα: — Έστω... "Ας είναι και άλήθεια. — Μέ λένε Τζάκ Μάρτεν, όπως σου είπα και ποίν. Βρι σκόμουν κι·3 έγώ μέσα στ3 αυ τοκίνητο όταν μάς χτύπησε ή ατμομηχανή. Έγώ ευτυχώς·, τινάχτηκα αμέσως μακρυά κ'α(ι δεν χτύπησα σοβαρά... Νά γιατί είναι σχισμένο τό σακκάκι. και τό παντελόνι μου... Ή καϋμένη ή Ρούλυ ό μως σκοτώθηκε... *— Γυναίκα σου; —- "Οχι, δυστυχώς. 9Ηταν γυναίκα ένός κτήνους. Του Φρέντ Ουάϊν. "Ασσος τής πα ρανομίας! Ό πιο σκοτεινός (μπίζνεσμαν τής Αμερικής... ■Αγαπιόμαστε μέ τη Ρούλυ. Θά τον χώριζε νά μέ παντρευτή. 3Απόψε τή νύχτα είχε φύ γει άπ’ τό σπίτι της μέ τό πρόσχημα πώς; ιθά πήγαινε σέ κόπο ι α δεξίωσι... Δισσκεδάισαμε μόνοι μας σ3 ένα εξο χικό κέντρο στο ίΚάμπ... νΟ ταν γυρίζαμε, χάλασε ή μη χανή μας πάνω στις γραμ μές τού τραίνου... -αφνικά μέ
σα στο σκοτεινό τοϋννελ α κούστηκαν σφυρίγματα και φάνηκαν τά φώτα τής ατμο μηχανής. 9 Ηταν αργά πιά.. — .Και τί: ζητούσατε σ’ αυ τό τό μέρος. Δεν ήταν δρό μος εκεί... Ό Τζάκ Μάρτεν έχε( τη δικαιολογία έτοιμη: — Είχαν χαλάσει· τά φώτα μας. Λοξοδρομήσαμε καί πε ρί πλανηθήκαμε... ^αφνικά πέ σαμε σ3 ένα απ’ τά χαντάκια τής γραμμής. Ζόρισα τή μη χανή νά περάσηι πάνω απ’ τά σίδερα. Τό μ ισοκατάφερα, ιμά επαθα βλάβη τή στιγμή πού βρισκόμουν πάνω ιάπ’ αυτά. Καί τό κακό δέν άργησε νά γίνη.. Ό Μάξ Μπώρ τον ρωτάει ά διάφορα τάχα: —' Ή φίλη σου σκοτώθηκε μέ τή σύγκρουισι; —-Βέβαια... Κι3^ έγώ δέν κόντεψα νά σκοτωθώ; — Μήπως ή «αλήθεια» σου στο σημείο αυτό δέν είναι τό>οό... αληθινή; — Γ ιατί; — "Επιασα τό νέρι τής σκοτωμένης λίγες στιγμές με τά τό θάνατό της κι3 ήταν κρύο, παγωμένο! Είχε αρχί σει κι3 ή νεκρική ακαμψία Ό Τζάκ Μάρτεν κάνει τόν κουτό: — Περίεργο!... Πώς είναι δυνατόν; Ό ντέτεκτιβ τόν κυττάζει άνρια κι3 έτπθετικά: —Λέγε: πού καί πώς σκό τωσες τή φίλη σου; Γιατί την έφερες νεκρή νά τήν.. ξανασκο
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
11
Ξαφνικά ενα στ ι βαρά χέρι ξεπετάγεται μέσ* ογτγ5 το χαντάκι κι* αρπάζει γερά το πόδι τοΰ Μάξ Μπώρ.
τώση τό έξπρές; Ό άγνωστος τινάζει ξαφνι κά στο πρόσωπο του Μάιξ Μπώρ μιά τρομακτ ιική γρο θιά. /Καί τό βάζει οτά πό δια... Απροετοίμαστος ό ντέτείκτιβ νά δεχτή, ,μιά τόαο δυνα τή γροθιά, άνατρέπεταιι καί σωριάζεται βαρύς κάτω. Σχε δον αμέσως όμως ξεπετιέται πάλι ορθός τινάζοντας τό μουδιασμένο κεφάλι του. Προ σανατολίζεται γρήγορα στη σκοτεινή ίκατεύθυνίσι ιάπ’ ο πού ιάκούγεται τό ποδοβολη τό του κακούργου πού φεύγει. Καί ξεκινάει τρέχοντας πίσω του...
Στο μέγαρο τοΰ Φρέντ Ούάϊν
ΜΠΕΡΙΜΑΝκι5 ή Τζίν 'Άστορ παραξενεύονται καί άνησυχούν μέ την ιέξαφάνισι τού Μάξ Μπώρ. —Περίεργο ! κάνει ή δημο σιογράφος. Ή γη άνοιξε καί τον κατάπιε;! — Μακάρι, ιμουρμόρρίζει ό επιιθεωρη,τής. θά έχανες έσύ τό φλερτ σου καί θά κέρδιζα εγώ την ήσυιχία ιμου!.. Φθάνουν όμως ξαφνικά τό αυτοκίνητο τού Συνεργείου Σηράνσεως μαζί μ5 ενα άλλο φορτηγό τής Αστυνομίας καί ή έ'ξαφάνισι τού ντέτεκτ ιβ ξε χνιέται για λίγο.
12
Ο! οδικοί τοΟ Συνεργείου εργάζονται κάτω αητό εκτυ φλωτικούς προβολείς, παίρ νουν Αμέτρητες φωτογραφίες καί συγκεντρώνουν κάβε στοι χείο, έστω καί ασήμαντο, πού δεν Αποκλείεται όμως να πα ρουσίαση; μελλοντικά ενδιαφέ ρον. Στην τσάντα του θύματος βρίσκεται καί ή ταυτάτης του μέ τό άνομα Ρούλυ Ούάϊν, η λικία είκοσι εξ χρόνων καί μό νιμη κατοικία Πλατεία ΚΑσλιν, μεγαρον Ούάϊν. Τά σπασμένα κομμάτια τής κόκκινης λιμουζίνας συγκεν τρώνονται ιστό φορτηγά τής Αστυνομίας καί τά πτώμα μπαίνει στην ειδική κρύπτη του αυτοκινήτου τού Συνερ γείου. "Υστερα οί αστυνομι κοί ,μέ φορητούς προβολείς ψάχνουν μέ κάθε προσοχή ο λόκληρη τή γύρω περιοχή α ναζητώντας μάταια τον ΜΑξ Μπώρ. Τέλος ξαναγυραζουν ό λοι στ5 αυτοκίνητα καί ξεκι νάνε για τά γύρισμά στή Νέα Ύόρκη. Στά^ μεταξύ έχει αρχίσει νά ξημερώνη. Στις οκτώ τά πρωί ο επι θεωρητής Μπέρ ίμιαν κι3 ή δη μοσιογράφος Τζίν "Αστορ ε πισκέπτονται· τά μέγαρο τής αριστοκρατικής πλατείας Κάσλιν. Ό Φρέντ Ούάϊν τούς υ πό δ έ χεται αναστατωμένος Απ3 τήν έξαφάνισι τής γυναί κας του: — Αστυνομικός είπατε; ρωτάει ιχαμένα τάν Μπέρ-ιμαν. Μά μιλήστε λοιπόν, κύ
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
ριε!... Συνέβη τίποτα στή Ρούλυ; Μήπως; τά αυτοκίνητο πού χτυπήθηκε Ατ3 τό εξ πρές; Δεν μπόρεσα νά κατα λάβω τίποτα. ^Ήταν πολύ σύντομη ή Αστυνομική εΐβησις του ραδιοφωνικού Στα θμού... Τηλεφώνησα στις Πρώ Γες βοήθειες, στα έφημερεύοντα Νοσοκομεία καί ατά Νε κροτομεία Ακόμα. Κανένας δεν ήταν σέ θέσι να μέ πληροφορήιση για το θύμα... Ό ^ επιθεωρητής κουνάει θλιμμένα τό κεφάλι του: ^ — Δυστυχώς μίστερ Ούάϊν... Ή γυναίκα σας ήταν τό θύμα τού αύτοκινητιστικοΰ δυστυχήματος... .Καί τού εξη γεί μέ λί'γα λόγια όσα είχαν συμβή. λ Ό Φρέντ μένει ακίνητος σά νά τον χτύπησε κεραυνός στο κεφάλι. Τά πρόσωπό του γίνέτα ι κ ίτρ ινο σαν τού νεκροί)... ^ Τέλος σωρ ιάζεται βαρύς σέ μια πολυθρόνα ψιθυρίζον τας σιγά, μ3 έκφραση φρίκης κ;Τ άπογνώσεως: — Ή Ρούλυ!... Ή Ρούλυ μου Π.. 1 Είναι ένας όμορφος καλον τυμένος άντρας ώς σαράντα χρόνων. Ό επιθεωρητής αφήνει νά περάσουν οί πρώτες ψυχικές αντιδράσεις του κι3 αρχίζει νά τον ρωτάη: ^—■ Πότε έφυγε χθες Απ3 τό μέγαρο ή γυναίκα σας; -— Δέν ξέρω... Δέν ήμουν εδώ. "Οταν γύριίσα κατά τις δέκα τή νύχτα έμαθα πώς εί χε φύγει για νά πάη στή δεξίωσι κάποιου Ρώσσου διπλω
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
μάτου, του κυρίου ίΠο... Ποπώφ, η Ποπόζωφ, κάπως έ τσι, δεν θυμάμαι καλά. Κοι μήθηκα δλη τη νύχτα ήσυ χος. Μά το πρωί πού είδα πώς δεν βρισκόταν στην κρε βατοκάμαρά της, αναστάτω σα με τό τηλέφωνο τη Νέα Ύάρικη για ν9 άναικαλύψω αυτό τον Ρώσσο διπλωμάτη,. — 7 Ηταν ανύπαρκτο πρό σωπο; —"Όχι;. Υπάρχει κάποιος μ5 αυτό τό όνομα. Ένας πο λύ γέρος, πταίληος γραμματέ ας τής ρωσσικής πρεσβείάς στην Ούάσιγκτων ιέττι Τσά ρου. ιΚατάφερσ νά μιλήσω μα ζί του στο τηλέφωνο. Οΰτε δεξίωσι είχε απόψε ό άνθρω*πος, ούτε τά μέσα για νά κά νη ποτέ στη ζωή του. 'Όσο γιά τή γυναίκα μου: Οΰτε την γνώριζε, οΰτε εΐχε ποτέ την τιμή ν9 άκούση τ9 ονομά της.,.χ λ , Καί ξεσπώντσς σε άκρατη τους λυγμούς, αναρωτιέται: λ—Γιατί; Γιατί ή Ρούλυ νά ττή ψέματα; Ή τετραπέρατη Τζίν 9Άστορ του κάνει μια έρώτησι: — Ή σύζυγός σας μονά χη της πήγαινε στις δεξιώ σεις; — Συνήθως ναί... 9Εγώ εΐμιαι άλλος άνθρωπος.. Βαιρυέμαι τις κοσμικές εμφανίσεις... Θέλω νά πω πώς μέ κουρά ζουν, μέ στεναχωρούν... (Προ έρχομαι από λαϊκά στρώμα τα... Έχω υποφέρει πολύ στη ζωή μου. Μισώ αυτούς τούς αριστοκράτες!., Τούς συχσίνομσι!»,
13
Ή δημοσιογράφος διακιν δυνεύει μια πολύ τολμηρή έρώτησι: — Είχίατε ποτέ αμφιβολί ες γιά τή συζυγική πίστι τής γυναιικός σας; Ό Φρέντ Ούάϊν πετιέται ορθός ιάπ9 την πολυθρόνα: — Ποτέ!.. Ή Ρούλυ ήταν υπόδειγμα γυναιικός και συ ζύγου· ! Καί προσθέτει μέ άγανάκτη'σι: ^ — 9Αλλά προς τί δλες αυ τές οί έρωτήσεις; Δεν νομί ζετε, κ. Μπέριίμαν πώς έχετε ύποχρέωσι νά μέ όδηγήσετε κοντά στη νεκρή σύζυγό· ιμου; — "Ασφαλώς, μ,ίστεο Ούάϊν. τού ιάπακρίνεται ό Επι θεωρητής. Μόνο πού δεν (ξέρω ακόμα πώς νά σάς οδηγήσω: ελεύθερον ή μέ χειροπέδες; Μια άσχημη αδελφή
ΣΥΖΥΓΟΣ γίνεται έ ξω φρενών άκούγοντας τον τόσο χοντροκομμέ νο υπαινιγμό·. Διαμαρτύρεται έντόνως καί άπειλεΐ νά φθάση μέχρι τον Γρόεδρο τών 4 Η νοη μένων Πολιτειών! "Επίσης άρ νιέται ν9 άπαντήση σέ άλλα Ερωτήματα. — Λαμπρά! κάνει ό Μπέριμαν. Καί άκουμπώντας τό δεξί χέρι ιστόν ώμο του, μουρ μουρίζει μ9 Επισημότητα: — Φρέντ Ούάϊν !^ 9 Εν όνόμιατι τού Νόμου σέ συλλαμ βάνω προχείρως για νά μπο ρέσω νά (κάνω· δουλειά μου! Ό σύζυγος είναι υποχρεω μένος τώρα — σαν κροτούν
Ο
14
μένος — δχι μονάχα: ν’ απο κρίνεται στις ερωτήσεις, μά να έικτελή και κάθε διαταγή του 'Αστυνομ ιΐκού. Ό Επιθεωρητής τον ρω τάει: ^ ■— Είχε δική της, προσωτη κή δηλαδή,, περιουσία ή σύ ζυγός σας; Ό Φρ,έντ Ουάϊν άναστενάζει : — "Ολα δικά της ήταινε... Καί το Μέγαρο κι’ οι ,μετο χές ίσε διάφορες εταιρείες που έχουμε, κι’ οι καταθέσεις στις Τράπεζες, καί τό ρευστό κεφάλαιο για τις Επιχειρή σεις πού έκανα... "Α, ναι... Καλά πού τό θυμήθηκα... Καί βγάζοντας άπ’ την τσέπη του ένα κλειδί τού τό παραδίνει: —· Όρΐστε, κύριε... Είναι το κλειδί τού μεγάλου χρη ματοκιβωτίου στο γραφείο. Τά χρήματα πού βρίσκονται μέσα έγώ τά διαχειριζόμουν. Μά άνήκαν στη γυναίκα μου... Μέχρι ,ν’ άνοιχτή ή διαθήκη της κρατήστε το σείς. Αφού μαλ ιστ α μ έ υποψ ιαζόσαστ ε γιά τό 'θάνατό της... Ή καϋμένη ή Ρούλυ ιμοΰ είχε δηλώ σει πώς μέ τη διαθήκη της μ5 έκανε γενικό καί αποκλειστι κό κληρονόμο... Ό Μπέριμαν, παρουσία τού Φρέντ Ουάϊν άνοιγει τό χρηματοκιβώτιο. Είναι άσφυκτιΐκά γεμάτο από δεσμίδες μ ε γάλων χαρτονομισμάτων. Περισσότερα χρήματα δεν θά ήταν δυνατόν νά χωρέση. " Ε να πρόχειρο βιβλιαράκι ταιμείου πού βρίσκεται μέσα σ’
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
αυτό, μέ τό γραφικό χαρα κτήρα τής Ρούλυ, παρουσιά ζει πώς τό χρηματικό υπόλοι πο τού ταμείου είναι ένα Εκα τό μ.μυριο δ ιακόσ ι ες εΐκοσ ι πέντε χιλιάδες δολλάρια. Ό Φρέντ Ουάϊν, εξηγεί: — Έγώ, όπως σάς είπα, διαχειριζόμουν την περιού σιο: γενικά τής γυναίκας μου. "Ομως κάτω από τόν συνεχή έλεγχο καί παρακολούθηισί της... Ή Ρούλυ ήταν αφάν ταστα καλή,, μά πολύ σχολα στική στην τάξι καί την άκρίβεια. Μού έδινε ευχαρίστως, άν τής ζητούσα έκατό χιλιά δες δολλάρια γιά νά πάω νά τά πετάξω στη θάλασσα, πού λέει ό λόγος... Χαλούσε 6■μως τόν κόσμο άη γύριζα α πό έκεΐ καί ξεχνούσα νά πε ράσω στο βιβλίο των εξόδων τό εισιτήριο πού πλήρωσα στο μετρά γιά νά κατέβω στην... άκρσθαλασσ ιά! Καί προσθέτει: — "Ετσι καί στη διαχείρισι τού ρευστού κεφαλαίου της. Αυτή κρατούσε σ’ αυτό τό βιβλιαράκι κάθε χρηματι κή άνάληψι ή καταβολή... — Σεις δέν έχετε δική σας περιουσία; ρωτάει ή Τζίν. — "Οχι. Νομίζω πώς ητάς τό είπα: τά πάντα άνήκαν στη Ρούλυ. Είχαν κληρονο μήσει ιμαζί μέ τήν καύμένη τήν αδελφή της, τήν Πάζιν, μιά τεράστια περιουσία απ’ τόν πατέρα τους. Τόν περίφη μ ο καί βαθύπλουτο χρηματι στή Ράησον! Μέ τις επιχει ρήσεις μου βέβαια εγώ έχω αυξήσει κατά πολύ τό ιμερίοιο
15
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
της Ρουλυ... Μά δεν θέλησα ποτέ νά δημιουργήσω Ιδκχιτεη προσωπική ττεριουσίσ. *Όα Ανήκαν στη γυναίκα μου.^ Ό Μπέριμαν, πού δεν του διαφεύγει τίποτα, ξανακλείνει ίπο χρηματοκιβώτιο και ρω τάει : — Γ ιοατί' προηγουμένως, τήν άδελφή τής συζύγου σας την είπατε «κσϋμένη»; Ό Φρέντ Ουάϊν Ανεβοκα τεβάζει θλιβερά τό κεφάλι του: — ΕΤναι αδικημένη Απ’ τη φύσι. Πολύ άσχημη, Αδύνατη, κάμίπούρα, ιμέ στραβά πόδια. ΈπίΙσης Αλλοίθωρη ’καί μέ ψεύτικα μαλλιά... ΕΤναι άκομα και κακιά, παράξενη καί στριμμένη... Μισεί δλο τον κόσμο! Ακόμα καί τον ίδιο τον έαυτό της! "Ίσως νά μ ή φταίη γιά αλ’ αυτά... Ή κακή έξωτερική έμφάνισις^ έ χει έπηοεάσει τό χαρακτήρα της... Πάντως εΐναι ^Αφόρε τη ! Έγώ δεν απορούσα να την Ανεχτώ. “Όταν έοχόταν στο μέγαρό μας έφευγα.^.. Ή Ρουλυ όμως τήν Αγαπούσε... Αδελφή της, βλέπετε. Αίμα της! *0 τρίτος άνθρωπος ΜΠ Ε Ρ IΜΑΝ ^ ζητάε ι απ’ τον Φρέντ Ουαϊν νά τον οδηγήση στο ιδιαί τερο γραφείο τής γυναίκας του. Κι5 όταν φθάνουν έκεΐ, βγάζει απ’ τήν τσέπη του τα κλειδιά πού είχε βρή στην τσάντα τού θύματος. Ανοίγει μ' αυτά ένα - ένα τά συρτά
40 Μικρός Γιούπυ ρια καί σταματάει στο τελευ ταίο. ΕΤναι γεμάτο άΙπό γράμ ιματα αισθηματικού καί τρυ φερού περιεχομένου πού άπευ θύνσνται στη Ρουλυ καί υπο γράφονται άπό κάποιον Τζάκ ... Τζάκ Μάρτεν, όπως έχει υ πογράψει μέ ολόκληρο τ’ όνο μά του σ’ ένα Απ’ όλα. Ό Μπέριμσν διαβάζει με γαλοφώνως μερικά Απ’ αυτά τά γράμματα. Ό σύζυγος σω ριάζεται πάλι σ’ έναν καναπέ, σά νά πέφτη Από τον ’Άρη. ’Από τό περιεχόμενο τών γραμμάτων ήταν φανερό πώς
16 οι φιλικές σχέσεις του Τζάκ Μάρτεν και της Ρούλυ Ουάϊν, είχαν προχωρήσει σε σημείο πού να είναι κάθε άλλο παρά φιλικές. — Γνωρίζετε αυτόν τον Τζάκ Μάρτεν; ρωτάει ό έπιθε ωρητής τον διπλά τώρα δυ στυχισμένο σύζυγο, με συμττό νια. — Ναι, ψιθυρίζει... Ποτέ όμως δεν μπορούσα να φόντα στώ πώς ή γυναίκα (μου... Μά δεν είναι δυνατόν!.. Τά γοάμ ,ματα αυτά ποέπει νά είναι πλαστά... Ή Ρούλυ ιμ’ αγα πούσε πολύ! θά τό δήτε κι’ άπ’ τή διαθήκη της... —■ -Είναι φίλος σας ό Τζόοκ Μάρτεν; — Όχι, βέβαια... Δέν εί ναι άνθρωπος πού θά μπορού σα νά τον κάνω φίλο... Τον εΐ χα χρησιμοποιήσει σάν σω ματοφύλακα μιά έποχη πού νόμιζα πώς κινδύνευα άπό ε παγγελματικούς άνταγων ιστάς -μου. Είναι παλαιστής, πυγμάχος και άνθρωπος τού υποκόσμου. Επίσης και ανι σόρροπος. Τον είχαν κλείσει κάποτε και σε Ψυχιατρείο... — Βρίσκεται άκόμα στην υπηρεσία σας; -— Όχι... Έχει άπαλυθή πριν άπό μήνεσ Μέ έδεβίαζε συνεχώς νά τού δίνω χρήμα τα για νά παίζη στις Λέσχες καί στον Ιππόδρομο: Κάπο τε πού αυτό έπεσε στην άντίληιψι τής Ρούλυ, τον πέταδε έ ίδια μέ τίς κλωτσιές απ’ τό ιυέγαρο. *Ηταν πολύ δυναυιική γυναίικα. Την ίδια νύχτα ό Τζάκ παραμόνεψε έξω άπ’
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
την πόρτα καί δταν γύριζα μού έπετεθη καί μέ κτύπησε μέ τίς φοβερές γροθιές του. Έμεινα τρεΐς μέρες στο κρε βάτι. Τού έχω κάνει καί μήνυσι. Αυτό τό μήνα θά έκδικαστή... Άπό εκείνη τή νύ χτα ή Ρούλυ έσερνε στην τσάντα της περίστροφο. Άν τον συναντούσε θά τον σκόπ τωνε... Τό ίδιο θάκανα κι’ έγώ, βέβαια... Μά δέν έτυχε α πό- τότε νά τον συναντήσω... — Ή γυναίκα σας όμως, όπως φαίνεται απ’ τά γράμ ματα, τον συνάντησε πολλές φορές άπό τότε... Ό Φρέντ Ουάϊν διαμαιρτυ* ρετσι: — Αδύνατον, κύριε... Ή Ρούλυ ήταν άνίκανη νά εχη όποιαδήποτε τέτοια σχέσι. Πολύ περισσότερο ιμ’ ένα α παίσιο υποκείμενο σάν κι’ αυ τόν! Άν στη συζήτησι αυτή ή ταν παρών ο Μάξ Μπώρ θά μπορούσε νά πή στον άμοιρο σύζυγο πού βρισκόταν σέ τέ τοια πλάνη: —Κι’ όμως, άγάπητέ μου! Ή Ρούλυ χθες τή νύχτα δ^ιεσκέδιοζε μέ τόν Τζάκ Μάρ τεν. Κυνηγητό
στο σκοτάδι Α! μιά πού θυμηθήκα με τόν ντέτεκτιβ, άς γυρίσουμε πάλι, π ί σ ω στην ιστορία μας, νά δούμε τί ιάπέγινε. Τόν εΐχιαμε άφήσει — όπως θυμόσαστε — κάπου ικοντά στο σημείο πού γίνηκε ή τραγική σύγκρουσις
Κ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
του εξπρές μέ την κόκκινη λκ μουζίνα. 'Ο Τζάκ Μάρτεν τον είχε ανατρέψει· ιμέ μιά τρομε ρή γροθιά: του· ικαϊ το είχε βά λει στα πόδια...Ό Μάξ Μπώρ πετ,άχτηκε αμέσως ορθός κι* άρχισε νά τρέχη στο σκοτά δι κυνηγώντας τον. Δεν τον έ βλεπε βέβαια, ·μά όοκουγε, σέ αρκετή απόσταση τό ποδοβο λή τόι του. Νά δ,μως που ξαφνικά ο θόρυβος των δριμάτων τού Τζάκ Μάρτεν παόει ν3 άκοι> γεται. Ό ντέτεκτιβ, χωρ ίς νά έλαττώση την ταχύτητά του, συνεχίζει νά τρέχη προς την κατεύθυνσι πού έτρεχε. Καί σέ λίγες στιγμές γίνεται κάτι αναπάντεχο καί τρομερό·: "Ε να χαντάκι βρίσκεται μπρο στά του καί κάνει- νά τό πηΓ δηση. "Ενα ανθρώπινο χέρι όμως ξεπετάγεται μέσ3 άπ3 αύτό καί αρπάζει τό ένα άπ5 τό; πόδια, του. Ό Μάξ Μπώ,ρ μέ τη φόρα πού έχει βρίσκεται ξαφνικά κρστηιμένος γερά από ένα στι βάριό χέρι. Καί φυσικά γρεμοτσακίζεται κάτω μέ μεγά λη ορμή καί δυνατό γδούπο! Τό χτύπημα είναι αφάντα στα δυνατό κι5 ό ντέτεκτιβ μέ νει αμέσως ακίνητος σαν σκο τωμένος. Ό Τζάκ Μάρτεν — αυτός είχε κρυφτή ιστό χαντάκι — πετιέται, αμέσως έξω καί βγά ζει άίττ3 την τσέπη του ένα γε ρό λεπτό -σχοινί. Δένει χερο πόδαρα καί φι,μώνει ·μ3 ένα ιμαντή]λι\ τον άναίισθητο ντέ^ τεκτιιβ, μουρμουρίζοντας σά νά παριαμιλάη :
<Γ>
17
— Έγώ λογάρ ιαζα νά 'μέ πιάση τό προσωπικό του εξ πρές. Όχι νά βρεθη μπροστά •μου αυτός ό σατανάς!.. Καί συνεχίζει σά νά μιλάη στον αναίσθητο άστυνομ ικό: — Κανένας απ' τούς σιδηροδρομ ικούς φ ιλαράικο μου, δεν θά σκεπτότανε νά πιάσητό χέρι τής σκοτωμένης για *ά δή πώς είναι κρύο... Έσύ όμως ήθελες νά κάνης τον έ ξυπνο!.. Πάμε λοιπόν τώρα στον «Αφέντη» κι5 αυτός θά μου πή που νά πετάξω τό κου ψάρι σου!.. 5Αμέσως, κι3 αφάνταστα βυ νατός καθώς είναι, σηκώνει τό σώμα τού Μάξ Μπώρ, τό φορτώνεται στη ρσχι του καί προχωρεί... Λίγο παρακάτω, οέ κάποιο στενό καρόδρομο βρίσκεται ένα κλειστό μαύρο αυτοκίνητο παληου τύπου·, άπ5 αυτά πού νοικιάζουν τά γ-καράζ σ5 ερασιτέχνες. Ξε κλειδώνει την πίσω· πόίρτα, πετάει μέσα τον αναίσθητο, δεμένο καί φιμωμένο ντέτεικτιβ. Αμέσως ανοίγει καί τη μπροστινή πόρτα, πηδάει στη θέσι του οδηγού καί ξεκινάει αργά κι3 ήσυχα, άνάβοντας μονάχα τά μικρά μπροστινά ψώτα. Ό Μάξ Μπώρ· στο μεταξύ έχει συνέλθει, αλλά δεμένος καί φιμωμένος καθώς είναι, βρίσκει πιο σωστό νά συνέχι ση παρασταίνοντας τον αναί σθητο. " Ετ σ ι, μ ισαινο ίγοντας τά -μάτια του, προσπαθεί άπ3 τη θέσι πού βρίσκεται ν3 άντ ιληφιθή την κατεύθυνσι πού έχουν πάρει... Τά μικρά καί
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ Λ
Λ
χαμηλά φώτα του αύτοκινη,του δεν τον βοηθάνε καθόλου σ' αυτό. Τό σκοτάδι έξω εί ναι βαθύ καί δεν μπορεί νά ξεχωρίση κανένα φυσικό η τεχνητό .σημάδι: Δέντρα, υ ψώματα, η κτίρια... Απαγωγή στο "Αγνωστο
ΔΙΝΕΤΑΙ όμως πώς την επιθυμία ·ταυ αύτή τη συλλαμβάνει «τη λεπαθητικά» ό Τζάκ Μάρτεν. Φρενάρει άμέσως ήσυχα τό μαύρο .κλειστό αυτοκίνητο, βγάζει ένα δεύτερο μαντήλι και μπαίνοντας στο κουπέ των πίσω καθισμάτων τό δέ νει σφ;ΐικτά γύρω απ’ τά μά
τια τού ντέτεκτ ιβ πού εξακο λουθεί νά τον θεωρή αναίσθη το. Και ή πορεία συνεχίζε ται... Τώρα ό Μάξ Μπώρ δεν έχει ελεύθερες παρά μονάχα δυο απ’ τις αισθήσεις του πού θά μπορούσαν νά τον έΐξυπηρετήσουν: την ακοή καί την όσφρησι. Ή δρσσις ΛΤθυ έχει έξουδετερωθή. Ή γεΰσις κι' ή αφή τού είναι άχρη^σιες... "Υστερ5 οστό πορεία^ δυο περίπου ωρών, τό αυτοκίνητο φρενάρει, ήσυχα καί σταμα τάει κάπου. 5Από πολλή ώρα τά δεμένα μάτια τού ντέτε κτ ιβ έχουν άντιληφθή πώς εί ναι πιά ημέρα. Ακούει τον οδηγό νά κα-
— Ποια εΐσ’ έσύ, κυρά μου; ρωτάει ό ντέτεκτ ιβ Μάξ Μπώρ.
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
'Ο Μάξ Μπώρ έττι σκέπτεται τό διοικητή του τιμήματος που κρα τείται ό Τζάκ Μάρτεν. τεβαίνη άττ3 τ’ αμάξι καί σέ λίγο φτάνει στ5 αυτιά του θό1ρυβος ρολλου πού άνεβάζεταιι. Ασφαλώς θά πρόκειται νά μπουν σέ κανένα μικρό ίδ ιωτ ιικό γικαράζ σπ ιτ ιοϋ. Στα ρουθούνια του Μάξ Μπώρ φθάνε ι έντονη -μυρωδιά γάλακτος και γιαουρτιού. Σχεδόν άμέσως έκκωφσντικές κωδωνοκρουσί ες άντη χοΰν,πού κάνουν φοονερό πώο κάποια μεγάλη ιεκικληιοθα βρίσκεται ε κεί κοντά. Τό αυτοκίνητο ξεκινάει πά λι μέ μεγάλη κατηφορική κλίση σημείο ττώς μπαίνουν σέ ύίτσγειο γκαράζ. Τό ρολλό ξανακατ εβα ίνε ι σέ λίγες στιγμές κι’ ό ντέτε-
κτιβ που εξακολουθεί νά υπο κρίνεται τον αναίσθητο νοιώ θει πώς ό Τζάκ Μάρτεν τον άρπαζε ιι στά μπράτσα του κι·5 άνοίγοντας κάποια ιμικρή πόρτα τόν κατεβάζει είκοσι πέτρινα σκαλοπάτια που μυ ρίζουν μούχλα. Τέλος καταλαβαίνει πώς φθάνουν σ5 ένα βαθύ υπόγειο άνοιγμα. Έκεΐ ό άπαγωγέας του τόν παρατάει κάτω, ξαμπαρώνει μία βαρεία σιδερέ νια πόρτα ικαι την ανοίγει χω «ρις ν5 ακουστή ξεκλείδωμα. "Υστερα ο Τζάκ Μάρτεν τόν σέρνει άτ5 τό ένα ποδάρι μέ σα και παρατώντας τον κά τω βγαίνει και ιξαιναρπαρώνει την πόρτα χωρίς ν5 άκουσθή
20
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
λύ νέος, παρουσιάζεται. Ή ώ ρα είναι έξη τό πρωί. Ο'ί δυο άντρες μόλις καί δακρίνονται μέσα στο μισο σκόταδο τού άπόμερου δωμα τίου. — Λοιπόν; ρωτάει με αγω νία ό νεοφερμένος. — 3Εν τάξει, τ’ (αποκρίνε ται ό Τζάκ Μάρτεν. — Κι3 ή... Πού βρίσκεται τώρα. — Πού αλλού : σέ κανένα Νεκτοτομεΐο... — Μήπως τραυματίστηκε; Μήπως ζή ακόμα; — 3 Αδύνατον! Σκοτώθηκε δυο φορές: Μιά πού τή χτύ πησα εγώ μέ τή μανιβέλα, κι3 άλλη μιά πού την τίναξε στάν αέρα ή ατμομηχανή του εξ πρές... Μόνο στη Δευτέρα Πα ρουισ ια θά ξαναζώντ ανέψη'!... Είχα όμως καί μιά ατυχία : Αναφορά στον «Αφέντη» Μέσα στο τραίνο βρισκόταν ό Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ·. Αυτός τον Μάξ Μπώρ ^ στην ό σατανάς. Τον πέρασα γιά τραγική θέσι πού βρί σιδηροδρομικό υπάλληλο καί βαγγούσα γιά νά -μέ άκούση σκεται κι3 άς παρακολουθή σουμε τον άπαγωγέα του για καί νά πέσω στά χέρια του. νά δούμε πού θά πάη καί τί "Οταν τον κατάλαβα ήταν πιά αργά... θά κάνη . ^ — Λοιπόν; Καί νά: Ανεβαίνει τώρα — Τού είπα πώς ήταν φι μιά άλλη πέτρινη εσωτερική σκάλα. ""Οχι εκείνη πού έβγαι λενάδα μου καί πώς βρισκόνε στο υπόγειο γκαράζ. Φτά μουν κι3 εγώ μέσα στ3 αυτο νει σ3 ένα απόμερο (μισοσκό κίνητο τή στιγμή τής συγκρου τεινο δωμάτιο κάποιου ρεγά σεως. "Εκανα πώς πονοΰισα λου κι3 ευρύχωρου σπιτιού, κι3 εΐδε καί τό σχισμένο κο απαίνει μέσα καί χτυπάει συν στούμι· μου... — Δέν πίστεψε; θηματιικά τό πουάρ κρυφού — Τί. νά πιστέψη; Αυτός κουδουνιού πού βρίσκεται πί είναι σατανάς «μεταμορφωμέ σω άπ3 ένα βαρύ ριντώ. Περιμένει μερικά λεπτά τής νος! Είχε πιάσει τό χέρι τής ώρας κΓ ένας άντρας, όχι πο σκοτωμένης καί τό βρήκε
κλείδωμα. Ό Μάξ Μπώρ κάνει μιά κ’ίινηαι σά νά θέλη νά σποοση τά δεισμά του, μά γρήγορα στα ματάει καί ξ αναμένει οσκ ίντίίτος: Ή πόρτα άκούγεται α μέσως πάλι νά ξσμπαρώνεται ικι3 ό Μάρτεν μπαίνοντας ττάλι ,μέσσ σκύβει καί ψάχνει· τον αναίσθητο αστυνομικό·: — Δέν κύτταξα μήιπως έ χει κανένα πιστόλι επάνω του, μουρμουρίζει μονολογών τας. Με τό πρόχειρο ικι’ επιπό λαιο όμως ψάξιμο που του κά νει, 6έν βρίσκει παρά τό μι κρό ηλεκτρικό ψαναράκι του. Πιστόλι δεν υπάρχει... Καί ξαναφεύγει τοποθετώντας τη βαρεία άμπάρα, χωρίς καί πάλι ν3 ακουστή γύρισμα κλει διού σε κλειδαριά. πάλι,
Α
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
21
κρύο. Κατάλαβε πώς ήταν σκοτωμένη πολύ πριν άπ3 τη —-Πλύνε τ5 αυτοκίνητο καί σύγκρουσι με το εξπρές. Σικέ τό γκαράζ άν έχη τίποτα αί ψου λοιπόν τί θά παθαίναμε! ματα καί ξαναγύρισέ το έκεΐ "Ολο τό κόλπο πήγαινε χοο- πού τό νοίκιασες... μένο!.. — Έν τάξει. — Λοιπόν; Στην καταπακτή — Ευτυχώς δεν θά μπόρε του θανάτου ση τώρα νά μιλήση. Σ ^ ξαναγυρίισουμε τώρα — Τον σκότωσες ; στο υπόγειο μπουντρού ^— Αέν ήξερα άν ήθελες... μι μετά την έπίίσκεψιι τού Τον έφερα αναίσθητο, δεμενο Τζάκ Μάρτεν. και φιμωμένο με τό παληό Ό Μάξ Μπώρ βρίσκεται μαύρο αμάξι... τώρα ορθός κι5 ελεύθερος μ’ — Έδώ; έναν χοντρό άτσαλένιο χαλικά — ίΝαί... Τώρα βρίσκεται στο ποδάρι1 δεμένον σέ μιά α ά,μπαρωμένας στο υπόγειο λυσίδα πού καταλήγει σ’ έ μπουντρούμι. Τον κατέβασα ναν γερό ικρΐκο τού τοίχου. άπ5 τή σκάλα τού γκαράζ... Κάτω βρίσκεται ένα κανάτι ’Άν θέλης νά τον ξεμπερδέ μέ νερό καί μιά φρατζόλα ψωψω, δεν έχεις παρά νά μου μ ι. Ό * ντέτεκτ ι β βημοπ ιζε ι πής... συλλογισμένος όσο τού επι —_Και τό πτώμα του; ή αλυσίδα. Ποτέ δεν —-^έρω κν εγώ; Κάπου θά τρέπει είχε ξαναβρεθή σέ τόσο δύ βρώ νά τό πετάξω... θέσι, όπως αυτή τή φο Ό μεγαλύτερος απ’ τούς σκολη Είναι βέβαιος πιά πώς ή δυο άντρες, μουρμούριζε! α ρά. σύγκρουσις τοΰ εξπρές μέ την νήσυχος καί συλλογισμένος: κόκκινη λιμουζίνα δέν ήταν — Μή^ βιάζεσαι... Πρέπει τυχαία. Είχε γίνει γιά νά νά σκεφτώ γιά νά βρώ ένα σί συγκάλυψη ένα έγκλημα πού γουρο τρόπο νά τον ξεφορτω είχε προηγηθή. Δέν υπήρχε θούμε... Στο μεταξύ νά πας αμφιβολία πώς ή Ρουλυ Ούνα τού πέρασης τό πόδι στο άϊν είχε πέσει θύμα δολοφο χαλκά τής αλυσίδας πού κρέ νίας πού καταστρώθηκε άπό μεται· στον τοίχο καί νά τού σατανικό καί καταχθόνιο έγκέ λύσης τά σχοινιά, καί τά φαλο!.. μαντήλια. Πήγαινε του ψωμί "Υστερα ή μεγάλη προθυ καί νερό. Δεν πρέπει νά μάς μία πού ό Τζάκ Μάρτεν — ψοφ'ίιση εδώ... Καί άσχημα έ άν λέγεται έτσι — ώμολάγήρ κανες πού τον έφερες... α ε πώς τό θύμα ήταν φίλη — Πού τον έφερα δεν έκα του, έκανε τον ντέτεκτιβ ν’ άμ να άσχημα. "Άσχημα έκανα φιιβάλη, πολύ γιά την πράγμα πού έπεσα στά χέρια του. τϋκότητα τής σχέσεως αυ — Αυτό ήθελα νά πώ... Κ^ τής. ακούσε Τζάκ.,, -— Πολύ καί μεγάλο μυστή " *
Α
22
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
ριο υπάρχει σ’ αυτή την υ — Έγώ σέ ακούω τόση ώ πόθεση μουρμουρίζει σε μια ρα... Κσρόιϊδο όμως είμαι νά στιγμή. Και συνεχίζει! τούς ά μιλήσω; -Γιά νά ικαταλάβης τέλειωτους συλλογισμούς του. ν πώς σκαλίζω τό άσύρματο τη -αφνικά τά ιμεγάλα μαύρα λεφωνάκι και νά μέ ταράξης μάτια του φωτίζονται παρά στην καρπαζιά! ξενα. Αμέσως κι’ άπό μια Είναι ό διαβολεμένος Γιούικρυφή τσέπη πού βρίσκεται πυ πού γιά καλή τύχη και πα κάπου ανάμεσα στα δυο πό ρακούοντας την απαγόρευα ι δια του, λίγο πιο ψηλά απ’ τού κηδεμόνα του, παίζει μέ τά γόνατα, βγάζει τή μακρο την άλλη μικροσκοπική συ σκοπική συσκευή πομπού και σκευή ασυρμάτου τηλεφώνου δέκτη ασυρμάτου τηλεφώνου πού βρίσκεταιι στο γραφείο πού σέρνει πάντοτε μαζί του. του. Τή βάζει γρήγορα σέ λει Ό Μάξ Μπώρ — τρελλάς τουργία κι’ άρχιζει να λέη: άπο χαρά — τού τηλεφωνεί — Έδώ Μάξ Μπώρ... Έδώ τώρα: Μάξ Μπώρ... Βρίσκομαι σέ — Ειδοποίησε αμέσως τον κίνδυνο... Έδώ Μάξ Μπώρ... επιθεωρητή Μπέριμαν και τή Βρίσκομαι σέ κίνδυνο... Μέ α δημοσιογράφο Τζίν ’Άστορ κούει κανείς; Μέ ακούει ><σ- πώς βρίσκομαι σ’ ένα υπό νείς; γειο μπουντρούμι βάθους δέ "Υστερα γυρίζει έοευνητι- κα περίπου μέτρων κάτω άπ’ κά ένα μικροσκοπιικό κουμπά την επιφάνεια τής γης... Εί κι πού αλλάζει τά 'μήκη κυή μαι αιχμάλωτος κάποιου Τζάκ ματος του δέκτη: και περιμέ Μάρτεν. Στο Μπουντρούμι νει (μάταια άπάντησι... πού βρίσκομαι μέ κατέβασε Τηλεφωνεί για δεύτερη φο από ένα εξωτερικό ή μι υπά ρά, αλλά και πάλι κανένας γει ο γκαράζ σπιτιού, πού κά δεν του αποκρίνεται. >ΕΤναι φα που στο βάθος του έχει μιά ε νερό πώς οι άσυιριματισταί σωτερική πόρτα. Πίσω άπ’ τής, Αστυνομίας παίρνουν άλ αυτήν αρχίζει μια πέτρινη λα συνεχείας τηλεφωνήματα σκάλα μέ είκοσι σκαλοπάτια. και δεν κάνουν τις υποχρεω Ή πόρτα τού μπουντρουμιού τικές αναζητήσεις στα καν άμπαρώνεται άπ’ έξω, “χωρίς τράν τους. νά κλειδώνη... Τό ημιυπόγειο Ό ντέτεκτιβ τηλεφωνεί γιά γκαράζ βρίσκεται κοντά σ’ έ 'τρίτη φορά: να γαλακτοπωλείο καί μια με — Έδώ Μάξ Μπώρ... Βρί γάλη εκκλησία μέ επτά κα σκομαι σέ μεγάλο κίνδυνο. μπάνες. Ό Μπέριμαν νά φρον Μέ ακούει κανείς; Μέ άκούει τίση νά έπικαινωνήση μαζί κανείς; μου μέ τό άσύρματο τηλέφω Αυτή τή φορά όμως μια νο.. θά τού πώ έγώ τί πρέ γνώριμη φωνή τον πληροφο πει νά κάνη,. Έσύ νά κυττάρεί : ξης τά μαθή',ματά σου κςοι νά
23
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
μή 'ξανασκαλίσης τή συσκευή. Κατάλαβες; — Κατάλαβα. — Έπανάλαιβέ μου αυτά που σου είπα. Εμπρός και γρήγορα. Ό Γιούπυ παίρνει φόρα και τά (μπερδεύει επίτηδες; — Μου είπες νά ειδοποιή σω άμέσως τον Μπέριμσν και την "Άστορ πώς βρίσκεσαι σ’ ένα υπόγειο γαλατάδικο καί χτυπάς έψτά καμΙπάνες υέ εί κοσι σκαλοπάτια, ή κάθε μία καί νά μή ξ ανασκαλίζω τό τηλεφωνάκι γιατί θά με ταράξης στά χαστούκια. *Έτεοον ούδέν, καί σε γλυκοασπάζομαι. Γ ι ούπυ Γιάγια, προ σεχώς ντέτεκτιβ. "Ενα σκυλί στο ματοσαικό
*0 έπιθεωρητής Μπέριμαν
διαμέρισμα τής δημοσιογρά ΤΡΟΜΕΡΟΣ πιτσιρί φου πού φυσικά ούτε κΓ αυτή κος δμως εΤνακ, δπως βρίσκεται εκεί. "Έρχεται δ είπαμε, μια καταπλη,- μως στο τηλέφωνο ή Μπούλ, κτική αστυνομική ιδιοφυία. ή κουτοπόνηρη χοντρή ύπηρε<Κ αταλαβαίνε ι. λο ι πόν πώ ς τριούλα της μέ τή ,μοντέρνα μια άνάμιξι τής έπίισημης ά- αλογοουρά. στυνομίας στή δύσκολη θέσι Ό τετρ απέρατος Γ ιούπυ πού βρίσκεται 6 Μάξ Μπώρ δείχνει πάντοτε ζωηρό Ενδια πιθανόν νά στοιχίση τή ζωή φέρον για τό άσχημο καί α του. Ό άίπαγωγέσς του βλέ ποντας τούς άστυνομίκούς, σί νόητο αυτό πλάσμα.. Τή. γυ γουρα θά σκοτώση τόν αιχμά μνάζει μάλιστα στά «ντετελωτο καί θά έξαφανίίση τό κτιβιικά» γιατί τήν προορίζει γιά μελλοντική βοηθό του. 'Έ πτώμα του. Παίρνει δμως καλού - κα τσι καί τώρα τή,ς λέει: — Μπούλ! "Έλα γρήγορα κού στο τηλέφωνο πρώτα τό γοαφεΐο τού Μπέριμσν, μά νά μεταμφιεστούμε γιά νά πά με νά ισώσουμε τό Μάξ δεν βρίσκεται ΐέκεΤ. ΕΤναι ή ώοα πού μαζί με τήν Τζίν νΑ- Μπώρ!.. Ή Μπούλ παρατάει άμέ στορ έχουν έπισκεφθή τό μέ γαρο τού Φρέντ Ουάίν. •Υ σω ς τό σπίτι τής κυρίας της στερα τηλεφωνεί στο πλαϊνό πού νομίζει πώς δεν έχει γυ-
Ο
24 Γ
1
'
""
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
-τ--
ρίισει ακόμα οοττ’ το Σικάγο και τρέχει στο πλαϊνό διαμέ ρισμα του ντέτεκτιβ ττού βρί σκεται ό αγαπημένος της Γ ιούπυ. Ό πιτσιρίκος ανοίγει τή ντουλάπα ,μέ τά σύνεργα των μεταμιψ ιέσεεοον του ΜάξΜπώρ και σε λίγα λεφτά τής ώρας την έχει μεταμορφώσει σέ μιά κάτασπρη, παχουλή κΓ άσουλούίπωτη σκυλίτσα «λουλου». Αυτός μεταμφιέζεται σέ μιά άσχημη καί ζαρωμένη γερον τοκόρη μέ ντύσιμο και καπελλίνα πσληάς εποχής. Τέλος κρύβει στήιν τσάντα του μερικά άπαραίτητα δκχρρηκτικά εργαλεία, παίρνει τό μοτοσακό του και βγαίνει κρυ φά, -μαζί μίέ τή «σκυλίτσα», απ’ τήν έξοδο υπηρεσίας του κτιρίου. Παρ' δλο πού εΐναι ντυμένος γυναίκα, καβαλλάει ανδρικά τό μοτοσακό, βάζει στο πίσω κάθισμα τή σκυλί τσα του και ξεκινάει. ^— Που πάμε τώρα; τον ρω τάει ή Μποολ. — Σκασμός, τής άπακρίνε ται. Τά σκυλιά δεν μιλάνε. Γαυγίζουνε... Ρώτα με λοιπόν «γαυγιιστικά». — <Γάβ, γάβ, του κάνει τό κουτό κορίτσι πού έχει άρχι σε! νά πιστεύη στά σοβαρά πώς είναι σκυλίτσα. ^ — Γαυγ ιζε συνέχε ι α γ ι ά νά έξασκήσαι τής λέει ό Γ ιού πυ. Όχι όμως και πολύ δυ νατά ;μή σ' άκούση κανένας μπόγιας καί σέ χάσω·! Φ<ανταστήτε τώρα τί· γέ λια κάνει ό κόσμος απ' όπου περνάνε, βλέποντας πάνω σ’
ένα μοτοσακό μιά κωμική γε ροντοκόρη μ' ένα χοντρό κι5 σσουλούπωτο άσπρο σκυλί. ι0 Τζάκ Μάοτεν συλλαμβάνεται
Λ ΓΙΟΥΠΥ όμως δέν δί§ ϊ νει καμμιά σημασία στά χαχανητά καί στά γιουχα του κόσμου. Αυτός α λωνίζει1 τή Νέα Ύόρκη τρέχοντας απ' τή μ ιά ^ μεγάλη συνοικιακή Εκκλησία στήν άλλη. Φέρνει .μιά βόλτα γύρω τους καί φεύγει γιά άλλου. Στο δρόμο συλλογιέται ντεντεκτιβικά: <<Τ ιά νάχη εφτά καμπάνες θά πή πώς είναι «μεγάλη 5 Εκ κλησία... ·Γιά νάχη όμως κον τά γαλακτοπωλείο θά πή πώς δέν εΐναι κεντρική. 'Άρα γρήγορα θά βρω μιά μεγάλη συνοικιακή Εκκλησία πού νά χη κοντά ένα γιαουρτάδικο κΓ ένα σπίτι μέ ημιυπόγειο γ.καράζ... Σέ ολόκληρη τή Νέα Ύόρκη, μιά μονάχα τέτοια θά υπάρχη». >Κι* οι συλλογισμοί, του ιβγαίνουν σοοιστοί. Κοντά σέ μιά μεγάλη συνοικιακή Εκ κλησία βρίσκει τό κτίριο μέ τό ήμιϋπόγειο γικαράζ πού άν τίικρυ του βρίσκεται ένα γοικ λακτοπωλεΐο. Εκείνη, τή στιγμή τό ρολλό του γικαράζ ανοίγει ικΤ έ νας νέος ψηλός καί μελαχροινός άντρας^— ό Τζάκ Μάρτεν — βγάζει έξω τό παληό μαύ ρο αυτοκίνητο γιά νά τό έπιστρέψη στο γκαράζ. 'Ύστερα βγαίνει άπ’ τ' α μάξι καί προχωρεί γιά νά ξα-
νακατεβάση; τό ρολλό. Ό 'Γιούπυ λέει σιγά στη Μπούλ: — Τρέξε νά τον γαυγίσης καί νά τον δαγκώσης. Χασο μέρησε τόνε ώσπου νά τρυπώ σω μέσα·. "Υστερα παράτα τον καί γυρνά νά φυλάς το μοτοσακά. "Αν σε τηάση κα νένας μπόγιας, πάρε με στο τηλέφωνο άπ5 την κλούβα. Ή Μπούλ άλλο πού δεν θέ λει. Χύνεται μέ τά τέσσερα γαυγίζοντας πάνω στον άγνω στον άντρα και προσπαθεί νά τού δαγικώση το πόδι. Στην αρχή ό Τζάκ Μάιρτεν χαμογελάει με το άσουλοά πωτΓΟ αυτό σκυλί καί, κάνει «ξσσ... ξσσ» για νά τό διώ~ ξη· Στο ;μικρό αυτό διάστημα ή «γεροντοκόρης μέ τό τσαντάκι της, τρυπώνει· απαρατή ρητη μέσα στ5 ανοιχτό άικόιμα γκαράζ. Ή Μπούλ τό βλέπει αύτό καί πρέπει, νά παρατήση τον άνθρωπο καί νά ξαναγυρίσηι στο μοτοσακό. "Εχει προσβληιθή^ομως ά[π5 τό «ξσσ ... ξσσ» του νέου άντρα κι’ ε πιμένει νά τον... κατασπαράξη· Ό Τζάκ Μάρτειν κατεβά ζει τό ρολλό, άλλα χάνοντας ξαφνικά την υπομονή του, δί νει μιά τρομερή κλωτσιά στά πισινά τής ενοχλητικής σκύ λας. Ή άμοιρη Μπούλ παίρ νε; τρεΐς τούμπες στον αέρα καί ή σκυλίσια προβιά πού φοράει σχίζεται στο πίσοο μέ ρος της, πολύ... αποκαλυπτι κά! Ό Τζάκ την κυττάζει μέ
γουρλωμένα μάτια ψιθυρίζον τας : -—· Μέγας είσαι, κύριε! Ή Μπούλ όμως πού έχει καταλάβει τό κακό πού έπαθε, πετιέται ορθή, φτάνει τρέ χοντος στο μοτοσακό, πηδάει επάνω, τό βάζει γρήγορα «μπροστά» καί ξεκινάει... Οι άνθρωποι, άπ5 όπου περ νάει, πού δέν έχουν βέβαια δή τό σχίσιμο τής προβιάς της, τή νομίζουν για πραγμα τιικό σκυλί πού οδηγεί μοτο σακό ! ·Κ ι' άντρες, γυναίκες,, νέοι, γέροι καί παιδιά, τρέ χουν πίσω της, άλλοι γελών τας καί άλλοι κάνοντας τό σταυρό τους! Ό Τζάκ Μάρτεν ξεχνών τας νά κλειδώση τό γκαράζ, πηδάει ^ γρήγορα στο βολάν τού μαύρου αυτοκινήτου καί τρέχει κι5 αυτός νά διασκέδα ση μέ τό παράξενο θέαμά. 3Από τότε πού βνήικε απ’ τό τρελλοικομεΐο δέν είναι πο τέ απόλυτα ισορροπημένος. Κάθώς τρέχει ίαμως κάνει μιά απότομη στροφή γιά νά βγή μπροστά απ’ τον κόσμο κι5 απ’ τό μοτοσακόι. Μά δέν προ σέχει καί πέφτει πάνω σέ μιά ανήμπορη γρηούλα που τήν τραυματίζει ελαφρά. "Ενας πόλισμαν τυχαίνει νά βρίσκε ται κάπου εκεί κοντά, βλέπει το ατύχημα καί πιάνει τον ο δηγό. Τον Υποχρεώνει νά μεταψέρη πρώτα τή γρηουλα στο Σταθμό .Πρώτων Βοηθει ών ιΚι’ απ’ ιέκεΐ, αφού παρα δίνουν τό νοικιασμένο αύτοκίπ νητο στο γκαράζ, τον τρα βάει στο 3Αστυνομικό Τμήμα
26 και τον κλείνει ατό Κρατητήριο. 40 αθλος τής Γεροντοκόρης
Αί τώρα άς παρακολου θήσουμε τον Γ ιοοπυ απ' τη στιγμή πού μεταμ φιεσμένος σε γεροντοκόρην μπαίνε η κρυφά απ' τον Τζάκ Μάρτεν, στο μικρό ημιυπό γειο γκαράζ. Στον άντικρυινό τοΐχο του βρίσκει μια μικρή πόρτα κλει δωμένη γερά. Με τά διαρρηΓ κτιικιά εργαλεία πουχει στή > εροντοκορίστ ικη μαύρη τσάν τα του καί με τά μαθήματα τ:ού είχε -πάρει άπό μικρός άπ3 τό μακαρίτη πατέρα του, καταφέρνει ινά τήν άνοιξη μέσα σέ μερικά δευτερόλεπτα. Τά πάρα κάτω είναι εύκο λα. Κατεβαίνει τά είκοσι, πέ τρινα σκαλοπάτια πού μυρί ζουν μούχλα καί φτάνει μπρο στά στο υπόγειο μπουντρούμι πού βρίσκεται· αιχμάλωτος ό Μάξ Μπώρ. Ή βαρειά ά μ πά ρα απ’ έξω δεν είναι ξεκλεί δωτη όπως νόμιζε ό ντέτεκτιβ. Είναι κλειδωμένη καιί πολύ γερά μάλιστα. Μόνο πού ή .κλειδαριά της είναι αυ τόματη. Κλειδώνει καί ξεκλει δώνει χωρίς κλειδί, άλλά μέ συνδυασμούς τριών γραμμά των. ^ Ό .Γιούπυ πολύ θά ήθελε νά παίξη ψάχνοντας ν3 σνακαλύψη τό συνδυασμό πού θά την άνοιγε. Μά αυτή τή φορά δεν έχει- καιρό γιά χάσιμο. Μέ τάγέργαλεΐα καί τήν τέχνη τού πατέρα του καταφέρνει γρήγορα νά διάρρηξη κι3 αυ
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
τήν. "Έτσι τραβάει χαρούμε νος τήν άμπάρα καί μπαίνει μέσα. Ό Μάξ Μπώρ βρίσκεται·— όπως ξέρουμε — δεμένος μέ το χαλκά τής αλυσίδας απ' τό ποδάρι. Στο μισοσκόταδο τού υπόγειου μπουντρουμιού δεν αναγνωρίζει τό Γιούπυι. Καί ρωτάει παραξενεμένος: —- Ποιά είσ3 εσύ, κυρά μου; Ό δι αβολεμ ένο ς π ιτσ ιρ μ κος τού αποκρίνεται μέ προσ ποιητή γυναικεία φωνή: —Ή... θεία σου άτ' τό Σι κάγο, καλέ! Τόίσο γρήγορα μέ ιξέχασες, άνηψιέ μου; Καί ξεσπάει σ’ ένα πλατύ παιδικό καλόκαρδο γέλιο. Ό ντέτεκτιβ πού τον ανα γνωρίζει1 τώρα, γίνεται· έξω ψρενών: — Έσύ εδώ, παληόπαιδο; Ειδοποίησες τον Μπεριμαν; —^Ηρθα νά σέ βγάλω γιά νά τον ειίδοπο ιήσης μονάχος σου·1! Τέτοιες γκάφες εγώ, δεν τις κάνω! Αμέσως ανοίγει τήν τσάν τα του, βγάζει ένα μικρό α τσαλένιο σιδεροπρίονο, σκύ βει^ κι3 αρχίζει νά κόβηι τον πρώτο κρίκο τής αλυσίδας κοντά στο βραχιόλι τού ποδα ριού του. Ό Μάξ Μπώρ τον κυττάζει. άπό ψηλά χαμογελώντας μέ Ικανοποίησι καί υπερηφάνεια γί αυτόν. "Ομως τού λέει σέ προσποιητά θυμωμένο τόνο: — 3'Αϊντε!.. Λύσε μου γρή γορα τό πόδι νά σέ πετάξω έξω μέ τις... κλωτσιές! Ό Γιούπυ διακόπτει γιά
27
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
μιά στιγμή τα πριγιόνισμοο, σηκώνει, τό κεφάλι του καί τον κυττάζει έπιτιμητικά: — Ντροπή Μαιξμιπώρ... °Έ τσι μιλάνε σέ μιά... δεσποι νίς; ! -—- Δεσποινίδα, τον διορθώ νει ό ντέτεκτί'β αυστηρά. Καί προσθέτει: — Τά βλέπεις; -Για ν’ ανα κατώνεσαι μ5 αυτές τις ανοη σίες, παραμελείς τά .μαθήμα τα σου καί θά μείνης Αγράμ ματος. Ό τρομερός πιτσιρίκος έ χει την άπάντησι έτοιμη: —ίΚαλύτερα νά μείνω εγώ αγράμματος παρά νά μείνης εσύ κλεισμένος σ’ αυτό τό μπουντρούμι. Άμέ!
Μιά «Ασήμαντη» πληροφορία
Ε ΛΙΓΟ ό κρίκος τής αλυσίδας είναι κομμέ νος κι5 ό Μάξ Μπώρ ε λεύθερος. Βγάζει Αμέσως τά γυναι κεία ρούχα καί τήν περρούκα πού φοράει ό Γιούπυ καί σβήνει τις ψεύτικες ρυτίδες του προσώπου του. Ευτυχώς πού από μέσα φοράει τό πουκά μισο <κ Γ ένα κοντό παντελονάκι. Κρύβουν τά ρούχα κάπου, ανεβαίνουν τά πέτρινα σκα λοπάτια καί βγαίνουν στο ε σωτερικό τού γκαράζ. Δοκι μάζουν τό ρόλλό καί τό βρί-
Σ
*0 άγνωστος κρατάει μιά Αγκαλιά έφημερίδες καί ξεφωνίζει σαν τρελλός: —«Κ’ έγώ ποιος είμαι; Κ* εγώ ποιος είμαι;»
28
σκουν «ξεκλείδωτο. — Πρόσεξε, λέειι στο Γιού πυ ό ντέτεκτιβ. Θ3 ανοίξουμε το ρόλλό μιέ θάρρος σά νά εί μαστε νοικοκυραιοι. Καί βγαί; νοντας έξω θά τ3 άφήσουμε ανοιχτό καί θά -μιλάμε δυνα τά. — Σύμφωνοι, αλλά τί θά λέμε; ρωτάει ό πιτσιρίκος. Ό Μάξ Μπώρ συλλογιέται λίγο και τ3 Αποκρίνεται: — Έγώ θά σέ ρωτάω ττου πήγε ό σωφερ κι3 εσύ 8ά μου λες πώς δεν ξέρεις... "Έτσι και γίνεται. Ό ντέτεκτιβ σηκώνει μέ θόρυβο τό ρολλό και βγαίνει εξω μεύλλώνοντας τό Γιούπυ: —Δέν σου είπα νά του πής νά μή φύγη; Πού στο διάβολο πήγε τώρα; Ό διαβολεμένος μικρός τ3 αποκρίνεται κλαψουρίζοντας: -— Τί· φταίω έγώ; 3Αφού τού τό εΐπα... Αυτός όμως έ φυγε. Αογαριασμό θά δώση σ3 έμενα; "Ενα γκαρίσόνι με γυαλιά καί ύφος δημοδιδασκάλου, πού βρίσκεται «στην πόρτα του άπέναντι γαλατάδικου, τούς ακούει και πλησιάζει τόν Μάξ: — Μου επιτρέπετε μια Α σήμαντη έοώτησι, κύριε; — Όρΐστε. — Μήπως ζητάτε ένα σωφ φερ ψηλό μελαχοοινό πού βγή κε άπ3 τό 'νκαοάζ μ3 ένα μαύ ρο παληό αμάξι·; — ιΝαίΐ.. Ξέρεις τίποτα; —"Ασήμαντα πράγματα!.. —Πού βρίσκεται τώρα; —Σ ίγουρα «στο Κ ρατητή-
ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ
ριο τού Τμήματος, κύριε... Έ τρεχε γιά νά προλάβη τή σκύλα μέ τό« μοτοσακό και χτύπησε μια γρηούλα. "Όχι σοβαρά όμως.... 3Ασήμαντα πράγματα... Τόν είδε δμως έ νας πάλισμαν καί τόν έπιασε λόγορ τής άσημάντου αυτής άφ ορμής. ν Ό ντέτεκτιβ ικυττάζει τό γκαρσόνι όπως κυττάυε τούς τρελλούς. Ό <Γιούπυ1 όμως γί νεται έξω φρένων: — Πάει τό μοτοσακό- μου! "Ωστε τό καΐβάλλησε κι3 έφυ γε; Βρε την παληοσκύλα! Θά την πιάσω καί θά τής ξερ ριζώσω την αλογοουρά!. —Ποια εΐναι ή σκύλα πού καβάλλησε τό μοτοσακό^ ρω τάει χαμένα ό Μάξ Μπώρ. — Αυτή ή τρελλοΜπούλ, τ3 άποκρίνεται. Θά την πιάση ό μπόγιας και θά χάσω τό μο τοσακό' μου. Ό ντέτεκτιβ γιά πρώτη φο ρά στη ζωή του δεν καταλα βαίνει τίποτα. Ό Γ ιούπυ ό μως τόν τραβάει άπ3 τό1 μπρά τσο: — Πάμε τώρα στο Τμήμα νά βρούμε τό Τζάκ. Καί γ υβ ρίζοντας στο γκαρσόνι τού γαλακτοπωλε ίου πρόσθετε ι: — Ηειά σου, κύριε "Ασή μαντε! Σ3 ευχαριστούμε γιά την «ασήμαντη» πληροφο ρία! θά περάσω αύριο νά φάω καμμιά σκάφη λουκου μάδες ! Ό Μάξ Μπώρ στέλνει τό Γ ιούπυ στο σπίτι μέ την αυ στηρή έντολή νά μή πή σέ κανέναν τίποτα άπ3 όσα εΤδε και ακούσε. Νά μή πή Ακόμα
'ΓΰΥ ΘΑΝΑΐόΥ 1 1
οΰτε καί πως συναντήθηκε μοο ζί του... Κι5 αυτός παίρνει ένα τα ξί, φθάνει ιστό Αστυνομικό Τμήμα που κρατήθηκε ό Τζάκ Μάρτεν καί παρουσιάζεται α μέσως στο διοικητή πού·, όπως συμβαίνει με όλους σχε δόν, είναι φίλος του. Μετά τό Τμήμα πηγαίνει β ι αστ ικδς στο δ ιαμ έρ ισιμά του, όιτου σε λίγο ή Τζίν "Άστορ τον παίρνει στο τηλέφω νο ανήσυχη για την έξαφάνιισί του. — Είμαι καλά Τζίν, την πληροφορεί γελαστός. Είχα παρακολουθήίσει κάποιον πού νόμισα ύποπτο, μά γελάστηκο. στις προ:βλέψεις «μου... "Ο ταν συναντηθούμε θά σάς τά πω... 3Εσείς τί κάνατε; "Έχε τε τίποτα νεώτερο; Ή δημοσιογράφος τού δί νει «χαρτί καί καλαμάρι» ό λα δσα είχαν συιμιβή άπ3 τη στιγμή πού έφυγε από κοντά τους. ιΚαί τού, άφηγείται μέ κάθε λεπτομέρεια την έπίσκεψί τους στο μέγαρο Ούάϊν, τήν^ άνακάλυψι τής αισθη μα τικής αλληλογραφίας τής Ρσυ λυ^ μέ^ κάποιον Τζάκ Μάρτεν καί κάθε τί πού τούς είχε ’πή σύζυγος τού θύματος γιά τή γυναίκα του, γιά την άδελφή της καί γιά τον εαυ τό του. Καί τό τηλεφώνημα τελει ώνει ιμιέ την παράκλησι τού ντέτεκτιβ. -—Σέ παρακαλώ, Τζίν: Μή /τής ιστόν Μπέριμαν πώς τηλεφωνηθήκαμε.. .Ούτε πώς βρί
4Η δημοσιογράφος Τζίν ’Άστορ
σκομαι εδώ, στη Νέα Ύόρκη. — Κρύβεσαι, Μάξ; ^— "'Οχι. Μά θέλω νά τού κάνω μια μικρή έκπληιξι. — Ο* κέϋ! Μια ώρα μετά τό τηλεφώ νημα, ό Μάξ Μπώρ βγαίνει άπ3 τό δια μέρισμά του μέ προφ.ύλάξεις σάν κλέφτης καί προσπαθεί νά φύγη άπ3 τό κτίριο απαρατήρητος. Ό θυ ρωρός όμως τον ρωτάει σάν φτάνει στην έξοδο: — Ζητάτε κανέναν, κύριε; — Ναι... Τον ντέτεκτίιβ Μάξ Μπώρ. Μά λείπει άπ3 τό δ ιαμέρι σμ ά του... 4Ο θυρωρός παραξενεύεται ; —Περίεργο... Δεν είναι· μιά ώρα πού άνέβηικε καί δεν έχει ξανακατέβει.
ΤΟ Β=.ηΡΐ.2 4
Δυο παράξενες έττι σκέψεις
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως τον Μάξ Μπώρ κι3 ας παρακολουθήσουμε τον Τζάκ Μάρτεν, τον ψηλό, μελαχιροινό καί χεροδύναμο άλ λοτε σωματοφύλακα τοΰΦρέντ Ούάϊν καί φίλο ϊσως του θύ ματος. Φαίνεται πώς μετά την έπίσκεψι του ντέτεκτιβ, ό Διοι κητής του Τμήματος θά τον απέλυσε άπ3 τό Κρατητήριο. ’Αλλοιώς δεν εξηγείται πώς υστερ3 από δυο περίπου ώρες μπαίνει άπ3 τ3 άνοιχτο ημιυ πόγειο γικαράζ, το ξανακλεί νει και βγαίνοντας άπ3 την αν τιικρυνή μικρή πόρτα κατεβαί^· νει τά είκοσι πέτρινα σκαλο πάτια. "Υστερα περνώντας α διάφορος μπροστά άπ8 τήν παραβιασμένη κι'άνοκχτή ιτάρ τα του άδειου μπουντρουμιού ανεβαίνει μια άλλη εσωτερι κή σκάλα και βγαίνει επάνω στο απόμερο καί μισοσκότει νο δωμάτιο του κτιρίου. Πιέ ζει συνθηματικά τό κρυφό πουάρ του κουδουνιού πού βρίσκεται πίΐσω άπ3 τό βαρύ ρυντώ και περιμένει: Σέ λίγο φτάνει ό γνωστός μας «άγνωστος» άνθρωπος: ^ — Λοιπόν; ρωτάει. — Τήν έπαιθα άφεντικό τ5 άπσκρίνεται ό ΛΤζάκ Μάρτεν. Αυτός ό σατανάς ό ντέτεκτιβ κατάφερε καί μου τόσκασε... — Πως;! Πότε;! -— Που νά ξέρω; Πήγα και του πέρασα τό χολικά στο ^πό δι, όπως μου είπες, του έλυ σα τά σχοινιά καί τά μαντή
λια καί του άφησα ψωμί καί νεερό. "Υστερα έβγαλα τό νοι κιασμένο αμάξι για νά τό πάω στο γ,καράζ. Μά είδα μια σκύλα νά τρέχη πάνω σε σέ μοτοσακό, κι3 έπεσα σέ μια γρηά. Τή χτύπησα λίγο κΓ ένας πόλισμαν με πήγε στο Τμήμα. Τώρα πού μ3 άφη σαν καί γύρισα εδώ, ό Μάξ Μπώρ έχει κάνει, φτερά! — Είσαι για τά σίδερ® μουγγρίζει ό «3Αφέντης». Πρέ πει νά ξανακλειστής σέ τρελλοκομεΐο!... -έρεις πώς τώρα είμαι χαμένος; — ιΚαθόλου, τ3 αποκρίνε ται ό Τζάκ Μάρτεν. 3Άν δεν μιλήσω εγώ, πώς μπορούν νά μάθουν τήν αλήθεια; Καί εγώ δέν πρόκειται νά μιλήσω βέ βαια άν μου δώσης τίς πενήν τα χιλιάδες δάλλάρια... Μετά τήν έπίσκεψί του στον «Αφέντη», ό Τζάκ Μάρ τεν τρέχει μ3 ένα ταξί σε μια εξοχική κι3 άπόμερη βίλλα. Ή οίικοδέσποινα, πού ζή μο νάχη μέσα σ3 αυτή, τον πε ριμένει μέ άγωνία. — Λοιπόν; — "Ολα έν τάξει, τήν καθ ησυχάζει. Ό «9Αφέντης» μ3 έ στειλε νά σου πώ νά μή στε νοχωριέσαι πιά. Σέ μερικές έ βδομάδες τό μεγάλο όνειρο ’Απροσδοκητη διαθήκη
ΑΗ Σ IΑΖΕI μεσημέρι όταν 6 Μάξ Μπώρ επι σκέπτεται στο αστυνο μικό γραφείο του τον Μπέρι* σας θά πραγματοποιηθή! ,*
π
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
μ αν. Ό έπ θεωρητής τάν κυττόοζει σαν 'βίρυκολακα: — Έπί τέλους, Μάξ! Ή γή άνοιξε και σέ κατάπιε; Ε δώ έχουμε γεγονότα πού θά συνταράξουν τά πλήθη!.. Καί του διηγείται μέ λίγα λόγια ασα είχαν συμ'βή, ικατα λήγοντας: — Πριν λίγο κατάφερα καί πήρα την άδεια άπ’ τον εισ αγγελέα ν5 ανοιχτή ή διαθήκη του θύματος. — Λοιπόν; — Δεν θά τό πιστέψης: Ό λρκληρη την περιουσία της Την άφηνε ι... — Στο Κράτος; — "Όχι. Σέ 'μιά άσχημη καί γεροντοκόρη αδελφή της. Την Πάζιν Ράκσον! Χά, χα, χά!... Κι" ό άντρας της ταχε δέσει «ψιλό κόμπο» πώς θά την κληρονομούσε αυτός! — Κι* Τισοος τή δολοφόνησε καί γι* αυτό τό λόγο. Ό Μπέρκμαν έξανίσταται: — "Όχι! "Αδύνατον^! Ό Φρέντ Ούάϊν δεν μπορούσε νά σκοτώση τή γυναίκα του μο νάχα μέ την ελπίδα πώς πι θανόν νά τόν είχε αφήσει κλη ρονόμο της. Τά έγκλήματα δέν γίνονται μέ έλπίδες, άλλα μέ βεβαιότητες. Κι* ό Φρέντ δέν μπορούσε νά ήταν βέβαι ος... Ό Μάξ Μπώρ ρωτάει — Ποιοι έχουν υπογράψει μάρτυρες σ* αυτή τή διαθή κη ; — Δύο: ό Τζάκ Μάρτεν, άλλοτε σωματοφύλακας του καί κάποιος Ζύλ Φαράν, φίλος τού συζύγου, όπως έμαθα.
ϋ
— *Άρα, κάνει ό ντέτεκτιβ, ό σύζυγος σίγουρα θά είχε πληροφορηθή τό περιεχόμενο τής διαθήκης, απ’ τόν ύπάλ^· ληλο καί τό φίλο του. Γ ι>* αυ τό έκανε τό έγκλημα... Ό ίέπιίθεωρητής τόν κυττάζει χαμένα* — Οσαι καλά Μάξ, ή νά φωνάξω τόν κτηνίατρο; *Άν ό σύζυγος είχε μάθει τή διαθή κη, γιατί θά σκότωνε τή γυ ναίκα του; Γιά νά την κλήρονομήση ή... αδελφή της; *0 ένοχος ομολογεί
Ο απόγευμα τής ίδιας ημέρας ^ στο γραφείο του Μπέριμαν παρουσι άζεται ένας νέος, ψηλός καί γεροδεμένος μελοϋχροινός τρας. — Ό κύριος; ρωτάει άβιάψορα ό επιθεωρητής. —"Ονομάζομαι Τζάκ Μάοτεν, τού άποκρίνεται πένθι μα. Ό Μΐπέριμαν πετιέται άπ* τό κάθισμά του: — Λαμπρά! Συλλαίμβάνεοαι^ αμέσως! —*Ηρθα νά παραδοθώ μό νος μου, κύριε έπιθεωρητά. — Δέν έχει σημασία, παι δί μου. *Εγώ είμαι υποχρεω μένος νά ισέ ισυλλάβω έν ό νο ματ ι τ ού 'Ν όμου! Καί παίρνει άμέσως στον τηλεφωνικό δίσκο τόν άριθμό τού Μάξ Μπώΐρ. Ό ντέτεκτιβ όμως λείπει καί παίρνει άμέ σως τόν άριθμό τής δημοσιο γράφου: — Τζίν... "Έλα άμέσως
Τ
Τό ΕΐηΡΕΪ στο γραφείο (μου. Μεγάλη ά'” νάγκηι! Σέ λίγα Λεπτά τής ώρας ή Τζίν "Ασπορ καταφθάνει κι5 ό Τζάκ Μάρτεν, τοποθετημέ νος μπροστά στο μικρόφωνο ενός (μαγνητοφώνου·, αρχίζει την ομολογία του: — (Κανένα φιλικό, ή αί!σθηΓ ,μιατιικό δεσμό δέν είχα ποτέ μέ τη μακαρίτισσα, Θεός σχω ιρέστηνε! Έγώ ήμουν ένας υ πάλληλος του Φρέντ πού μέ πλήρωνε ικαλά για νά εκτελώ τις διαταγές του..."Έτσι, πριν από μερικούς μήνες, αποφά σισε νά ξεμπερδέψη τή γυναί κα του... — Είχε κάνει τότε τή δια θήκη της ή Ρουλυ; ^— ΝσίΙ ,Κ Γ ό Φρέντ ήξερε ΐτώς άφημε όλη την περιου σία στην αδελφή της. Του τό είχαμε πή κ5 εγώ κ5 ένας φ^ λος του πού ήμαστε μάρτυ^ ρες... — Τότε γιατί ήθελε νά τή σκοτώιση; Γιά έκδίκηΐσι; — "Οχμ 5Αλλά γιά νά βάλη στο χέρι τήν περιουσία της. Ό Μπέριμαν γυρίζει στή δημοσιογράφο και τής λέει σιγά: — Αυτός πρέπει νά ξανακλειστή σέ ψυχιατρείο. Δέν εΐναι πάλη καλά. Ό Τζάκ Μάρτεν συνεχίπ ζει: -— Μέ κατηγόρησε λοιπόν ψεύτιΙκα στη γυναίκα του πώς τον εκβιάζω τάχα νά μοΰ βί'νη χρήματα ικι" αύτή μέ πέταξε μέ τις κλωτσιές όπτ’ τό μέγαρο. * Υστερ α οικηινοθετή-
σα'με έναν ψεύτικο καυγά, πώς τάχσ τον κτύπησα, καί ιμούκανε καί μήνυσι, γιά νά φαίνεται πώς δέν είχαμε καμ;μιά σχέσι μ-αζίί... Αργότερα μ5 (έβαλε νά γράψω στή Ρούλυ ένα σωρό τρυφερά γράμ ματα πού νά δείχνουν πώς οι σχέσεις μας ήτανε πολύ προ χωρημένες. Τέλος προχθές τή νύχτα τής ,έρριξε ναρκωτικό στο βραδυνό τσάϊ πού συνή θιζε νά πίνη· καί μοΰ τήν πα ρέδωσε αναίσθητη, γιά νά έκτελέσω τό σχέδιο πού είχε καταστρώσει: Νοίκιασα πρώ τα ένα πάληό μαύρο αυτοκί νητο από ικάπο-ιο γκαράζ καί τ"1 άφησα σ’ έναν καρρόδρομο κοντά ιστό δέκατο τράτο ταύννελ. "Υστερα γύρισα, κατέ βασα τήν αναίσθητη Ρούλυ στο ημιυπόγειο γκαράζ και τή χτύπησα δυνατά μέ τή μα νιβέλα στο κεφάλα. "Υστερα νεκρή τή μετέφερα μέ τήν κόκ κινη λιμαυζίνα μπροστά στο άνοιγμα τού τοΰννελ. Σέ λίγο τό εξπρές τήν τίναξε στον α έρα... »Έγώ χτυπήθηκα μέ μια πέτρα μονάχος μου κι5 έσχι σα τά ρούχα μου γιά νά φαάΙνεται πώς τήν ώρα τής συγκιρούσεως βρισκόμουν μαζί της μέσα στ5 αμάξι. ιΚατά τό σχέδιο τού Φρέντ έπρεπε νά φανή^πώς ή γυναίκα του έπε σε θύμα αυτοκυνητιστικού δυ° στυχήματος σ ένα κρυφό ραν τεβού μέ κάποιο Φίλο της. ΔηΙλαβή έμενα. Κ’ εγώ εΐχα όναλάβει νά τά κάνω δλ’ συτά γιά πενήντα χιλιάδες δολλάρια που θά μοΰ έδινε.., Κα«
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
33
τα τά άλλα ήμουν άσψαλιΟιμιένος. Δεν ιμπορουσαν βέβοτα να -με κιαθήσουν στην η λεκτρική καρέκλα επειδή είχα κάποιο αίσθημα ;μέ <μιά κυ ρία. Ούτε ό πρώτος, ούτε ό τελευταίος! Ό θάνατός της θά πίστευαν δλοι πώς προήλ θε άΐπό τη σύγκρουσή του έιξπρές 'μέ τ’ αυτοκίνητο... "Ο σο για τον Φρεντ Ουάϊν κανέ νας λογικός άνθρωπος δεν θά μπορούσε νά τον υποψιαστή. Ή διαθήκη πού τον αποκλή ρωνε και πού θά βεβαιώναμε εμείς πώς του είχαμε μσρτίλρήσει το περιεχόιμενό της, τον απέκλειε από δολοφόνο τής γυναίκας του, άφου μέ τό θά νατό της είχε νά ζηιμιωθή καί σχι νά κερδίση. Κι' όμως... — Τότε γιατί- σ' έβαλε νά τη δολοφονήσης; τον διακό πτει ό Μπέριμαν. — Μά αυτό είναι τό κυρι™ ώτερο: Ό Φρεντ είχε κατα φέρει νά ξεμυαλίίση την κου νιάδα του. Την Πάζιν Ράκσον. Την άσχηίμη καί στραμμένη γεροντοκόρη. Αυτή θά τού έ δινε καί τις πενήντα χιλιάδες δολλάρια πού θά ·μέ Κλήρωνε. Σέ μερικές βδομάδες πού θά ξεχνιότανε τό ζήτηιμα θά παντρευόντουσαν. Κι5 ό Φρεντ θάβαζε στο χέρι όχι μόνο τό 'μερίδιο τής πρώτης γυναί κας του πού θά είχε κληρονο μηση ή δεύτερη, μά καί τό με ρίδιο τής ίδιας τής Πάζιν πού
ήταν άλλη, 'μαά τεράστια πε ριουσία ! — Κι* ύστερα; — Τό «ύστε|ρα» τόχαμε συμφωνήσει προκαταβολικά. Θά ιμούδινε εκατό χιλιάδες δολλάρια για νά βγάλω άπ τή ιμιέση κι5 αυτήν... Ό Μπέρκμαν έτοΐιμάζετα, νά 'βγάλη, τις χειροπέδες όταν ό δολοφόνος, τραβάει τή μά σκα πού φορεΐ καί)... μετα βάλλεται σέ Μάξ Μπώ ρ! Ό επιθεωρητής τά^ χάνει καί ο ,Μάξ ,άνάλαμίβάνει νά του έξηιγήση πώς ο δολοφόνος είναι άκόιμη ιστό τμιήίμσ έπει τα από τό ατύχημα πού προκ άλεσε στη γριά καί πώς, αυτός, μεταμφιεσμένος σέ ■Μάρτεν ικατάφεοε ν’ άποσπάση ομολογίες ιάιπό τον Ουάϊν και την Πάγκυ καί νά διαλευκάνη την ύπόθεσι-. — Καί τώρα μπορείς νά τους συλλάβης, καταλήγει ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ. — Λαμπρά!, κάνει ό Μπέριμαν καί... πέφτει αναίσθη τος άπό την συγκίνησί του. Τή στιγμή εκείνη άνοιγει ή πόρτα καί οί άστυναμικοί σπρώχνουν εναν άνθρωπο που κρατάει ένα , μάτσο έφη1 μερί δες καί φωνάζει: «Ποιος εί μαι^, ποιος είμαι;». Είναι ό Τζάκ Μάρτιν πού είιχε τρελλαθή.
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΙ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ 8Απ©&λειιστικότης:
Γεν. Έκβοτικαει Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΔΕΚΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραφεία:
'Οδός Λέκκα 22—’Αριθ. 7—Τιμή δραχμαΐ 2
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνειυσδομράς, Φαίλήρου 41. Οι κονομικός Δ)ιντής: Πεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τιυιτογρ.: Α. Χατζηβσσιλείου, Τκχτοσούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑI ΕιΠ IΤΑΓΑ I: Γ. Γεωρν ι άδην, Αεκικια 22, ’Αθη να ι.
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ θά σημάνη συναγερμός στους φίλους του αστυνομικού μυθιστορήματος. Τό θρυλικό τπά σέ ολόκληρη τήν Ελλά δα αστυνομικό περιοδικό:
«ΔΕΚΑΤΡΙΑ» θά κυκλοφορήση τό όγδοο και ικαλυτερο τεύχος του μέ τήν καταπληκτική περιπέτεια του διάσημου έλληνοαμερ ικανού ντέτεκτ ιβ: Μ Α Ξ
Μ Π Ω Ρ
μέ τον τίτλο:
«Ο ΤΡΕΑΑΟΣ ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ» Γραμμένη άπό τό ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ. Κανόνας δεν πρέπει νά μείνη που νά μή διαβάση τήν έρχόμενη Πέμπτη τόν:
«ΤΡΕΑΑΟ ΕΦΕΥΡΕΤΗ»
Α//ΟΡΡ776* 7ΥΡΛΤΡ £7Η ΤΗ ΤΟΥ βή/ 7076 /1/)Τ/9ββ/50Μ€ 77 6ΥΤΤ63Η Η€ ΤΟΛ' 77ΡΟΓΟΑΧΟ Ηβ£.. Ο ΟΡβΚΟε ρ/χε Μετηηε/ΜΑ τμηρου ηρ/ τα 36ΠΗ ΗΤΡΗ /7ΡΟλϊ€£ ΠΟΥ βΤ/ί/ϊ/9// Ρ/7' ΤΗ/ν ηΚΡΑΤΗή ΜήΤ/ΥΗ ΤΙΖΜ6Η61 3Π( _____ ΑΥΤΟΗ. . . _ ______ <
Ο ΡίΥΛΉΓΟΤ £76 Ηϊ/ΥΗΓΟ/66 ΗΤΗ 0/Τ6 ΤΟ*/ 6/46 /ίήθΟ/ΙΟΤ ΗΤΑ/Υ Ο ΜβΓΑ7Η7/£Α70£ //ΟΥ 6Κβ /χε ΤΗ £Ρβ/Ρβ Μ9 6ΡΧ6731 ΗΚΤ'6/7ΑΗ9 £70 ΗΟ-ΪΟΧΛΤ . .
ΤΟ 76 ΗβΤΙ 7670/0 Θβ £Υ/ν£3Η Χβ/ 716 /ΥβΜβ. . Π/φβΗΟΝ ΤΟ /ί/ΗΜβ ΤΟΥ 7/βΤ3Η€/ΥθΥ 77ββ//Η7Η Ηβ Η/~ ~Η££ ΤΗ Θ6ΡΜΟ/ΪΡβΤ/β ΤΟΥ £9 Μ9706 ΡΤΟΥ 10&0Ρ6Σ 077076 6Γ/Α/77 6Η*>ΟΡ6Υ£ Τ6Ρβ£Γ/βζ Θ6ΡΜ0Τ77702. .
ΑΥΤΟΤ
■II * /Γ Λ > · . \- 4 Κ·>'· «~..-ι13
* «V ' 1 /' / V /'ΉγλΤ'γΙ/: "'ΟΝ Λζ'ΥΖ!^ γ\* * κϋρς*
Ο ΤΡΕΑΛΟΣ ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΙΟΥ Ό δήμιος μέ τή μαύρη μάσκα
>ΕΑ ΥΟΡιΚΗ. Περασμέ να μεσάνυχτα... Βρισκόμαστε στο βα θύ υπόγειο μπτουντρουμι ε νός τταληου ιμεγάρου1. Ό Μάξ Μττώρ κι5 ή Τζιν "'Αστορ είναι πεσμένοΐ1 χάμω τά μπρούμυτα, ιμέ τα χέρια τους δεμένα σέ χοντρούς σι δερένιους κρίκους του τοίχου1. "Όρθιος οπό πλάΐ τους έ νας μιικροκαμωιμένος άγνω στος άντρας .μέ το κοριμί του ολόκληρο· σκεπασμένο από
•.μαύρο μακρύ ράσσο καί το κεφάλι του από μαύρη κου κούλα. Στο δε ξι του χέρι κρσ τάει έναν χοντρό βούρδουλα και χτυπάει αλύπητα τον ντε τ-εκτιιβ καί τή δημοσιογράφο. "Αντίκρυ του μια νέα γιυναΐ κα έχει άκουμπτηισει τή ράχι της^στόν τοίχο τού ,μπουντρου μ ιού κα ι κοντά οπήν κλειστή πόρτα του. "Από τή θέσι αυ τή σημαδεύει ,μ’ ένα μεγάλο πλακέ περίστροφο τά δυο δε μένα θύματα. Ή Τζίν "Άστορ ξεφωνίζει σπαρακτικά σέ κάθε χτύπημα ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
του βούρδουλα. Ό Μάξ Μττώο δταν ό βούρδουλας πέφτει ε πάνω του ιβγάζει πνιγμένα βογγητά πληγωιμενού θηρίου. -αφνιικά ή κλειστή πόρτα μισοανοίγει αργά κι" άθόρυβα. "Ενα ανδρικό χέρι παρου ■σιάζεται στο άνοιγμά της κρατώντας άττό την 'Κιάννη ^του ένα μεγάλο πιστόλι ,μέ μύλο. Τό σηκώνει καί χτυπάει ξα φνικά τό κεφάλι της άγνω στης. Ή γυναίκα κλονίζεται για λίγες (στιγμές και σχεδόν αμέσως σωριάζεται κάτω λι πόθυμη·. Ό άνθρωπος μέ τό μαύρο ράσσο και την κουκούλα πα ρατάει τοσμοκρατη μένος τό χοντρό βούρδουλα και μ" ένα πήδημα βρίσκεται ικοντά στη μισοανοιγμένη πόρτα. Την ανοίγει μ" ένα βίαιο τράβη γμα καί βγαίνεΐ' σαν σίφουνας πσρασύροντας καί ιάνατρέπον τας τον άνθρωπο που είχε χτυπήσει μέ τό πιστόλι τό κεφάλι τής νέας γυναίκας. "Ας γυρίσουμε όμως μερι κές ημέρες πίσω για νά5 πά ρουμε τά γεγονότα τής άστυ νομικής αυτής περιπέτειάς μας μέ τή σειρά τους. *0 δραπέτης του ψυχιατρείου
I ΝΑ I νύχτα. Ό αστυνομικός έπιθεωρητής Κούκ Μπέριμαν κι5 ό διρσημος Έλληνοαμερ ικανός ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ κουβεντιάζουν καπνίζον τας στο αστυνομικό γραφείο του πρώτου, θέμα τους ό άδι-
Ο ΤΡΕΑΑΟΣ
όρθωτος Γιούιπμ, ό μικρός καί 6: αβολ ε μένο ς πιο οστ ατ ευό μ ε νός του ντέτεκτιβ. Ό Μάξ φαί1 νεται ταραγμένος: — "Απόψε, λίγο πρ'ιν έλ θω έδώ, Μπέριμαν, τον τσάκι σα ποαγματικά στο ξύλο. Μιά ολόκληρη ώρα τον χτυπού σα... — Δεν έκανες καθόλου κα λά, τον ,υαλλώνει ό έπιθεωοη τής. Αυτός ό σατανάς δεν δι ορθώνεται ιμέ τό ξύλο. "Αλλά; Μέ τί διορθώνεται; — Μέ σκότωμα! Μονάχα μέ σκότωμα, Μάξ! "Εγώ έπρε πε νά τον είχα αυτόν. Θά τον σκότωνα τέσσερις φορές την ημέρα, τό πρωί, τό μέση μέρα, ρι, τό απόγευμα καί τό βρά δυ! — Δίκηο έχεις, μά κάνω δ,τι μπορώ νά τον διορθώσω Μπέριμαν. ΕΤναι μιά κατοοπλη κτιική αστυνομική μεγσλοφυΤα! Ό έπ (θεωρητής μουρμουρά ζει ανεβοκατεβάζοντας τδ κε φάλι του: — Λαμπρά! -Κάποτε θά κ αταπλή ξηι τά πλήΐθή. Αυτό δμως δέν θά πή πώς πρέπει στό μεταξύ νά καταπλήξη κιΐ" έμάς! Διοόχτονε νά πάη στην ευχή τού Χριστού καί τής Πα ναγίας! Μέ τό Γιούπυ θά φας τή ζωή σου; Ό Μάξ τ" αποκρίνεται: — Κι" δμως αξίζει νά φάω τή ζωή μου γιά ένα τέτοιο Παιδί - θαύμα! Γι1" αυτό τον δέρνω. Πρέπει νά υάθη, έστω καί μέ τή δία, γράμματα καά ξένες γλώσσες. Πρέπει νά μορφωθή γιά νά μπόρεση ν’
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
άξιοποιήση αυ,ριο τις άπτίιστευ τες ικανότητες του- Είναι α φάνταστα έξυπνος, δυνατός κι" ατρόμητος στους κίνδυ νους. Τό μυαλό του μοιάζει μέ βαρύ κοφτερό τσεκούρι πού σχίζει στη μέση- κάθε α στυνομικό πρό'βλημα. Παρά τό δτι ήταν γυιός ενός άπταίσσυ κακούργου, θέλει νά γί^ νη ντέτεκτιιβ ικαί φοβερός κυ νηγός των κακούργων καί τού εγκλήματος. — Τί νά τά κάνης δλ" αυ τά; μουρμουρίζει ό Μπέρι μο^ν Είναι αναιδής, κακό μαθημέ νος ικι" αφόρητος. Μπορεί νά σέ ικάνηι φονιά χωρίς νά τό καταλάβης. Τον έδειρες λοι1τόν πολύ; — Φυσικά. Κι5 δταν στα* μάτηίσα κορμιά φορά,^ ,ξέρεις τί μου είπε; «Κουράστηκες κι5 δλας; Κρϊιμα καημένε! Κα ϋμό τό είχα νά χορτάσω μιά φορά ξύλο από τά χέρια σου!» —Λαμπρά! "Επρεπε νά τόν σκατώσης για νά μείνη ευ χαρ «στημένος! Καί τί σου εΐ χε κάνει ό αθεόφοβος; —* "Εμένα, τίποτα... Αυτή^ τήν ανόητη Μπούλ βασάνιζε. Θέλεΐ), καλά καί σώνει, νά τη κάνη ντετεκτ ιβίνα. Τήν είχε δέσει χειροπόδαρα καί τή γύ μναζε νά λύνεται μονάχη τη$. Μπήκε ξαφνικά όμως τ\ Τζίν καί τού έδωσε δυο μπάτσου^, — Καί ισίγουρα θά τήν Ε βρισε... — "Όχι! "Αλλά τήν πλήιρω σε μέ δύο γροθιές στο σαγό νι ! Τήν ΐδια στιγμή βιαστικά
5
γυναικεία βήματα άκούγονται στο διάδρομο κι" από τήν α νοιχτή πόρτα τού γραφείου μπαίνει αλαφιασμένη μέσα ή δη μοσ ι ογράφος, — Τί τρέχει, Τζίν; ρωτάει ό Μάξ ανήσυχος. Ή Τζίν αποτείνεται στό Μπέρι μαν: — Είχαμε μιά ένδιαφέρου ισα είδησι. στην εφημερίδα^ Μαιτρ: Ό επιστήμων εφεύρε της Μπέν Καρόν, πού είχε πά ραφρονήσει πρίν οςττο λίγους (μήνες καί άπε λούσε νά κα* ταστρέψη κάθε ζωή επί τής γής... — Ό Μπέν Καρόν!., κάνει μέ δέος ό Επιθεωρητής. Πέθανε μήιττως ή μεγάλη αυτή επιστημονική διάννοια τής 5Α μερική|;.. ^ ^ — Οχι, τ" αποκρίνεται ή Τζίν. Ό τρελλός εφευρέτης κατώρθωσε, πρίν από μιά ώ" ρα νά δραπέτευση άπό τό. δη μάσιο Ψυχιατρείο . πού βρι σκόταν σέ αυστηρή άπσμδνο νωοι! —- Ααμπρά!., κάνει Εξω φρένων ό Μπέρι μαν καί πετιέ ται όρθιος. "Ωστε έτσι λοι πόν κατάντησα εγώ, ή επίση μη "Αστυνομία; Νά ^ μαθαίνω τις ειδήσεις άπό τούς δημοσι ογράφουις; Θά άπολύσω ^αμέ σως δλους τούς, υφισταμένους μου για ιάνικανότητα καί θά συλλάβω, εν όνόμιατι τού Νό μου, τόν... εαυτό μου έπί... χρονία βλακεία!... — 'Καί τόν Διευθυντή του Ψυχιατρείου, μαιτρ; — Αυτόν θά τόν κρεμάσω !, Ό Μάξ χαμογελάει.
6
— Πολύ τραγικά τά ττοοίρ νετε τά πράγματα, άγατπτιτοί ιμου!.;; Ή άπόδρασις ενός φρενοβλαβούς είναι το ττιό α σήμαντο άστυνομιικό συμβάν. Μάσα σε μια -δυο ωοες θά εχη συλληφθή άπό τον πρώτο πολισμόν πού βά δρεΒήι μπρο στα του... "Οταν άπό τον άν θοωπο λείπει ή λογική είναι εντελώς άοπλος κ·αι ανίκανος νά άντιδράση... Ή Τζίν "Αστορ κουνάει τό κεφάλι της: —- Έΐσαι αφελής, Μάξ! Καλά κάνω καί ιμιιλάωι μονάχα )|αέ τον Μπέριμαν... "Ολα τά στηρίζεις πάνω σε συλλογι σμούς πού δεν έχουν καμμιά σχάσι με την πραγματικότη τα. Ό Μπέν Καρόν δεν εΐνα^ι ένας τυχαίος δραπέτης του Ψυχιατρείου. Είναι ένας παράφρων έπικίδυνος, πού δια(Βέτει έπ ιιστημονικές γνώσε ις και τεχνικές δυνατότητες γιά νά κάνηι μεγάλα κακά στούς συνανθρώπους του καί μεγά λες καταστροφές στην ανθρω πότητα. — "Ενας τρελλός δέν είναι Ικανός νά κάνη σπουδαία πράγματα, επιμένει ό ντέτεκτιδ. Όταν δέν λειτουργή τό λογικά, οί επιστημονικές γνώ σεις κΓ οί τεχνικές δυνατότη τες δέν μπορούν νά οξιοπο ιη θοΰν, ούτε προς τό καλό;, ού τε προς τό κακό...
ύ ΤΡΕΛΑ©ϊ
— μάλλον κοντού — άνοστη ματος, σοβαρός καί άψογος στη εμφάνιση. — Ό επιθεωρητής Μπέριμ αν παρακαλώ; Ό Κούκ σηκώνεται όρθιος. — Μάλιστα, κύριε. Μέ ποΐ·* όν έχω την τιμήν;... —ιΔάκτωρ Μπιρόζα. Κα θηγητής^ τής Ψυχιατρικής καί διευθυντής τού δημοσίου Ψυ χιατρείου τής Νέας Ύόρκης. — Είμαι ευτυχής πού σας γνωρίζω, κύριε. Κ οθήστε πα ρακαλώ... Νά σάς γνωρίσω την εκλεκτή δημοσιογράφο μις Τζίν 'Άστορι καί.τόν πε ρίφημο ντέτεκτιιβ Μάξ Μπώρ. Ό ψυχίατρος όμως φαίνε ται ανήσυχας καί βιαστικός νά έξηγηση τήν αίτια τής έπισκέψεώς του: — Ακούστε με κύριοι... 5Α πό τό Ψυχιατρείο πού έχω τήν τιμήν νά διευθύνω, άπίέδρασε προ ολίγου ένας πολύ επικίνδυνος παράφιρων.^ Πρακειται περί τού διεθνούς, φή μης Άμεριικανοεβραίου επι στήμονας καί εφευρέτου Μπέν Καρόν. Ό αιώνιος άφηρημένος έ π [θεωρητής τώρα μονάχα θυ μάται την εΐδησι που τού εί χε Φέρει ή Τζίν. — Μάλιστα κύριε... Μόλις προ ολίγου πληροφορήθηκα τήν άπόδρασι κι5 έλεγα πώς θέλετε... κρέμσσ μια! ®0 δόκτωρ Ό καθηγητής συμφωνεί Μπιρόζα ^— Πιθανόν... Έπί τού πα ΑΝΩ στη συζήτηισι αυ ρόντος όμως περισσότερο βι αστική από τό «κρέμασμά» τήΛ μπαίνει στο γρα φείο τού επιθεωρητής έ μου είναι ή άνακάλυίρις κάί ισύλληψις τού παροοφρονος νας μεσόκοπος κύριος μέτριου
π
■ΓΪ ί
δραπέτου. <Καί ένας λεπτού καβυστέρησις, πιθανόν ν5 άπο βή μοιραία για τη ζωή συναν 6ρώπων μας. Μεγάλες κατα στροφές μπορούν νά ττροκλη θούν στη Νέα Ύάρκη από 1*0ν αν ισόρροπον αυτόν έιπισΐήμο να καί εφευρέτη-... Τόν ρωτάει 6 Μάξ Μπώο. — Μλάτε ,μέ.. μεγάλη· βε βαιότητα, κύριε. Πώς ξέρετε ότι... Ό ψυχίατρος τόν διακό πτει: — Παρακ ολούθησα εγώ προσωπικά την έίκίβαοι τής άαθένειάς του οπό Ψυχιατρείο Τόν έξήταζα καθημερινώς. Καί ιαού είχε ομολογήσει όλες τις Τρελλες σκέψεις τους καί τά σχέδιά του. Είμαι βέβαιος δ*ϊι μεγάλες συμφορές θά έπα κολουθήσουν;.. Πιστεύω· από λυτα ·πώς κινδυνεύει καί ή δι κή μου ζωή! Ό ντέτεκτιβ τόν ξαναρώτάέι: — Δέν νομίζετε κ. Καθηγη τά πώς ένας παράφρων είναι ακίνδυνος νά κάνη έγκλήματα πού ή έκτέλεσίς τους προϋπο θέτει λογικόν ειρμόν σκέψεως καί ικιαπάστρωσιν σχεδίου δρά σεως; — Τί άκριιβώς θέλετε νά πήτε; — θέλω νά ττώ πώς ένας τρελλός μπορεί νά άνάψηι μΐά πυρκαϊά. Ποτέ όμως νά κά νη έναν έμπ,ρησμό Ή πτυρκαΐα χρειάζεται μόνον ένα κουτί σπίρτα. Ό εμπρησμός θέλει σκέψη προετοιμασία, οιχέδιο έκτέλεσι, άπσκρυψ ι... Ό δόκτωρ Μπιρόζα τού ά-
*0 ντέτεκτιβ Μάξ Μιτώρ
παντάει: — Λανθασμένη αντίληψης κ. Μπώρ. Στην παραφροσύνη παύει (βέβαια ή λογική τοΰ έγ ικεφάλου καί μιαίνει σέ ένέρ γεια ή λογική, τού υπασυνειδή του. Είναι πολύ πιο τετράγω νη κάί πιο επικίνδυνη, ή λογι κή αυτή. Όλ,α τά άγρια έν στικτα τού ανθρώπου, κληρο νομημένα ιάπό την πρωτόγονη υπόστασή του, (βρίσκουν διέ ξοδο καί εκδηλώνονται στην περίπτωσι αυτή,. Μέ λίγα λό για ό παράφρων γίνεται ό πιό καταχθόνιος καί τρομερός έγ κληρατίάς... — Λαμπρά! Συμφωνώ μα
ζί σας, κ. Καθηγητά. Ελπίζω όμως ιδτι ό ιΜιπέν Καρόν δέν Θα προλάβηι να ικανή τίποτε από 6λα αυτά. Γ ιατΐ πολύ σύντομα θά τόν εχω συλλάκ 6ει έν όνόματι του Νόμου! — Αέν νομίζω ότι θά είναι, τόσο εύκολο κ. έπιθεωρητά. Έχω την πιειποίθηισι πώς ό επιστήμων αυτός είχε παρα φρονήσει πολύ πιραν τόν αντί ληφθή, κανείς. Και ψυσικά εί χε δλο τόν ικαιρό ικαϊ τά μέ σα νά προετοιίμάση τη μέλλον τιική εγκληματική δράσ- του. Πολλές φορές τόν ακόυσα νά κάνη υπαινιγμούς για την υπσρξι κρυφού εργαστηρίου του. Τίποτα όμως συγκεκρι μένο δέν μπόρεσα νά τού άποσπάσω γιά τό εργαστήριο αυτό... 3Απέφευγε ιμιέ κοοταπλη κτική ευστροφία τις ερωτήσεις μου. Εΐναι κι3 αυτό· μιά σπο δέ ι<ξι; πώς ή λογική τού υποσυνηΐδείτου πού σάς άνέφερα είναι περ ισσότερο * τετράγωνη από τη λογική τού έγικεφάλου. Τό μόνο πού μπόρεσα νά πλη ροφορηίθώ είναι, πώς τό ερ γαστήριο αυτό (βρίσκεται σέ απόσταση μισής ώρας από τό Ψυχιατρείο, μέ αυτοκίνητο^ φυ σιΐκά. 3Άρα κάπου έδώ μέίσα στη Νέα Ύόρκηι· Ό Μάξ ένδιαφέρεται ζωηρά: — Πώς τό πληροφορηΘήΓ κατε αύτό> κ. Μπιρόζα; Ό ψυχίατρος τού έξηγεΐ: —Μέ παρακαλούσε συ χνά νά τού1 επιτρέψω νά πάη νά κλείση κάποιο διακόπτη που, όπως έλεγε, είχε ξεχ ά σε ι ανοικτό ατό κρυφό έργαπ
στήριό του. ιΚάι μου έδινε υπάσχεσι πώς ιθά ξαναγυριζε αμέσως στο Ψυχιατρείο, Κά ποτε, έκανα πώς αποφάσισα νά ικανοποιήσω την επιθυμία του αυτή. Τού εΐπα όμως πώς γιά νά επιτύχω από τό Υ πουργείο την άδεια τυτή έ πρεπε νά ξέρω ακριβώς ύστε ρα άπό πόση ώρα θά ξαναγυ ριζε. Τότε σκέφτηκε αρκετά και μού απάντησε πώς άν εΐ χε στη διάθεσί του αυτοκίνη το, θά έπεστρεφε μετά μιά ώρα. Τόν ξαναρώτησα τότε πόση ώρα λογάριαζε νά μεί'νη μέσα στο εργαστήρ ιό του. Και πέφτοντας στην παγίδα μού άποκρίθη,κε: «Ούτε ένα λεπτό τής ώρας. Μόνο τό δια κόπτη. θά ικλείσιω. Τίποτε άλ λο».^ 3Άρα ή διαδρομή ιμέ αυ τοκίνητο μέ-χρι- τό έργσστήριό του αυτοί, θά διαρκουσε •μικτή περίπου ώρα. Κι3 άλλο τόσο χρονικό διάστημα χρεία ζόταν γιά νά ξαναγυρίση... Ό Μπέριμαν τόν κυττάζει συλλ ογ ισ μένος. — Γιατι Λδέν τού προτείνα τε νά τόν πάτε σεΐς μέ τό αυ τοκίνητό σας; Έτσι θά μα θαίνατε... — Τού τό πρότεινα, κ,ύριιε. ίΚαι πολλές φορές μάλιστα. Αέν δεχόταν όμως μέ κανένα τρόπο. 3 Επέμενε νά πάη μο νάχος, — Γ ιατι δέν τόν αφήνατε νά πάηι μονάχος καί νά τόν παρακολουθήσετε, κ. Μπιρό ζα; ρωτάει τώρα ή δημοσιο γράφος. — * Ομ ολο γώ πώς αυτό δέν το σκέφτηκα, μις. 3Αλλά κι3
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
ιμέ'χοι τό βράδυ της έποίμένης ή μόρας, δεν έφεοαν κανένα Α ποτέλεσμά- ( Κσνέφί ^ΧΥος του Μπέν Καιρόν δεν βοέθηΐκε πουθενά καί κανένας σέ όλόικληρη τη Νέα Ύόιρκη δεν είδε ένα (μεσόκοπο ιμικροκαμιωμένο άνθρωπο ντυμένο με πράσινη φόρμα μέ κίτρινες αίγες. Ό Ανισόρροπος εφευρέτης έχει γίνει άφαντος. Ό ιΜπέριμαν καί ό Μάξ έπΐισκέπτονται άυέσωρ μαζί μέ τον διευθυντή δόκτοοα Μπι οόζα τό Ψυχιατρείο κι* έξετά ίουν τους θυρωοοος, τους νυ χτοφύλακες καί τό νσσηλευτικό προσωπικό. “Όλοι δμως δείχνουν πώς ενουν ιμείνει κατάπληκτοι1 άπό την άπόδοασι αυτή που τήν χαρακτηρίζουν μυστη,οιώδ η καί δεν μποοουν μέ κανένα τρόπο νά τήν έξηγήσουν. — Άπό τό θυοωοεΐο ήταν Αδύνατο νά 6γή, έπιιμενουν οί θυρωοοί. — Άπό τον μάνδοότοιχο ήταν άδύνστο νά πηδήσττ, έπι μένουν οί νυχτοφύλακες. — Άπό τό θάλαμο ήταν αδύνατο νά βγή;, έπ;, μένουν οί νοσοκόμοι·.. — Λαμπρά, μούρα αυοίζει ο ιΜπέρΊ'υαν. Τότε πώς 6γή>ικε; Εκτός άν ι§χη< ικρυφτή κά που εδώ μέσα... — Κι* αυτό είναι Αδύνατον λένε τώιοα όλοι μαζί. ^Εχουμε κάνει άνω - κάτω τό Ψυχια των άστυ τρείο ! Ψάξαμε παντού, αλλά άρχισαν δέν βρίσκεται πουθενά. νύχτα καί _ —Τότε σίγουρα θά άνοι χωρίς διακοπή ξε ή γη καί τον κατάπιε. Τά
αν τό είχα σκεφτή, πάλι δεν θά ίμττοιροΟσα νά τό κάνοχ Πρώτον γιατί δεν έχω κανένα δικαίωμα νά επιτρέπω την έ ξοδο στους αρρώστους του Ψυχιατρείου, και δεύτερον γι ογπ δεν εΐ.μαι άστυνορικός νά μπορώ νά κάνω πσρακολουθη, σεις. "Αν μου ξέφευγε στο δρόμο και τον έχανα, ιτοιά θά ήταν ή θέσις μου; —Θά μπορούσατε όμως νά ειδοποιήσετε την Άστυνο μία γιά όλα αυτά, του1 λέει 6 ντέτεκτιβ. —-Την επίσημη, Αστυνομία συμπληρώνει ό ΜπέρΊμαν. ίΚαί "παίρνοντας άμέσως ιστό τηλέφωνο τους αρμοδίους δίνει τις σπαοαίτητες διαταΎες γιά την άνίίχνευσι καί αυλ ληιψίι του δραπέτη. ιταράφ,ρονα έπ «στήμονα. Ό δόκτωρ Μπιρόίσ του παραδίνει δυο φωτοφραφίες του Μττέν /Καρόν, ιμιά προφίλ καί ιμιά άνφάς. καί περιγρά φει μέ λίνα λόγια την έξωτε,ιριική του έιμττφάνΐισι: — ΜΙχιοι πενήντα χρόνων, λεπτός καί μάλλον κοντού Α ναστήματος. Μαλλιά ψαρά, έλαφιοά φαλακρός καί με ίδιαί τερο χαρσικτηοιστικό μεγάλη, γσμφή μύτη. Άπό τό Ψυχια τρείο έδοαπέτευσε φορώντας την ειδική πράσινη φόρμα με τίς κίτρινες ρίγες... Ό δραττετης αφοοντος
Ι ΕΡ'ΕΥΝΕΣ νομικών που άπό την Τδια συνεχίστηκαν
Ο
Ο ΤΡΕΑΑΟΣ
10
κάνει κάτι τέτοια ό ... πλανή τη ς_ μας! ^ -αφνικά ένας άπό τους τρελλους πού γυρίζουν ελεύ θερα ατό προαύλια τού Ψυχι ατρείου πλησιάζει τον Μπέρι ίμιαν: — Τον εφευρέτη τον έβγα λε έξω ό ικ. διευθυντής. Τον εΐχίε κρύψει στο αυτοκίνητό του... Ό επιθεωρητής παραξενεύ εται: —Τον είδες εσύ; — Όχι. Μού1 το εΐπε ό Χίτλερ! Ό Μπέ,ριμαν γυρίζει στον διευθυντή: — Ποιος είναι αυτός ό ΧΓτλερ; — "Ενας ισχιζοφοενής του έκτου θαλάμου! "Αν έχετε την καλωσύνη άς πάμε νά τον βρούμε. Εέ λίγες στιγμές βρίΐσκον ται στον έκτο θάλαμο. Ό κα θηγητής Μπιρόζα διατάζει έ να μεγαλόσωμο νοσοκόμο μέ άσπρη: (μπλούζα: — Φέρε μας εδώ τον Χίτλεο. "Ενας νέος άνδρας φτάνει σέ λίίγο αγέρωχος: — Τί τρέχει, κύριοι; — Έσύ είπες πώς 6 κυ^ ριος διευθυντής έβγαλε έξω κρυμμένον στ5 αυτοκίνητό: του τόν τρελλδ εφευρέτη; — Βεβαίως! Καί δ,τι λέω εγώ ο φύρερ, είναι σωστό! —Λαΐμπρά! ιΚαί ποιος σου τό είπε εσένα; •— ,Κανένΐσ|^, αποκρίνεται ό τρελλός. Τό είδα μέ τά μά
τια ιμου! — Πότε; — "Οταν κοιμόμουνα. Στ5 όνειρό ιμου! Στο μέγαρο Καρόν
ΜΠιΕΡΙΜΑΝ κι5 ό Μάξ ευχαριστούν τόν καθη γητή Μπιρόζα καί έτο^ι μάζονται νά φύγουν ά|πό τό Ψυχιατρείο /μέ τό αυτοκίνητό τους για τό μέίγαρο τού τρελ λού εφευρέτη·. Τή στιγμή όμως που κά νουν νά ξεκινήσουν, ό διυεθυν τής θυμάται κάτι, καί τους στ αμστάει: — Μού διέφυγε κύριοι νά σάς πώ πώς οί (μεγαλοφυείς εγκέφαλοι παθαίνουν συνή θως ιπαρακρούσεις τής μαρ^φης τού Μπέν -Καρόν. Ειδικά όμως ό διάσημος αυτός έφευ ιρέτης είχε καί κληρονομική προδιάθεσί' στην πάθη σι αυ τή. Ό πατέρας καί ό παπ πούς του ακόμα είχαν έντο νες σχιζοφρενικές εκδηλώσεις ακριβώς μετά τό πεντηκοστόν έτος τής ηλικίας των.. Ό πια τέρας του, μάλιστα, ό πεοΙ*φημος τραπεζίτης Τζάκ Κα ρόν, πέθανε παοάφρων στο ί δρυμα αυτό που έχω τήν τι μή νά διευθύνω,..
Ο
Τήν ίδια νύχτα, ό επιθεω ρητής κ’αί ό ντέτεκτιδ φτά νουν στο μέγαρο τού έίξαφαΗ ν.σθέντος ^βαθύπλουτου έφευρέτη Μπέν Καρόν. Ό επιστήμονας ήταν άνύ1παντρος καί ζούσε στο ιμέγαμ ρο μέ τήν έπί'σης ανύπαντρη,
ΕΦΕΥΡΕΤΗ! .
'Ο Μάξ Μττώρ κατεβαίνει γρήγορα στο πηγάδι.
αδελφή του Ράλφ Καρόν. Είναι «μια στριμμένη καί άσχη μη γεροντοκόρη πού είχε σπουδάσει κι* αυτή φυσικές έπιστήμες κι* ήταν τό «δεξι χέρι» του αδελφού της. Στο ί διο -μέγαρο επίσης μένει· και! ό Πώλ Γιούρμαν, επιστήμην κι5 -αυτός και πολύτιμος βοη θός του εφευρέτου Μπέν Κα ρόν. Ό ιΓιούριμαν είναι ένας νέ ος άνδρας ώς τριανταπέντε χιρόνωλ, .αινιγματικός τύπος, σοβαρός πάντα, αμίλητος κι* αγέλαστος. Οι κακές γλώσ σες λένε πώς οί περισσότερες βιομηχανικές εφευρέσεις του Μπέν Καιρόν οφείλονται σ’ εμ
πνεύσε ις καί πειράματα του βοηθού του καί τής αδελφής του. Μα στις διαδόσεις αυτές δεν ιμπορεί νά δώση κανείς πίστη γιατί είναι φυσικό οί άνθρωποι νά θέλουν ν’ άμφι»σβητοϋν την αξία όλων εκεί νων πού ;μπάρεσαν μέ την α ξία τους νά ανέβουν ψηλά. ^ Ό Μπέριμαν κι* ό Μπώρ εξετάζουν πρώτα την αδελφή τού έίξαφανιισθέντος έπιστήμο νος. — 5 Από πότε έχετε νά δ ή τε τον αδελφό σας Μπέν Κα ιρόν; — Πριν τρεις μέρες, κύριε πού τον είχα έπισκεφθή στο Ψυχιατρείο, τού απαντάει ά-
Ο ΤΡΕΑΆΟΣ
νήσυχη. Μήπως του συμιβοοί*νε ι τίποτα; —- "Όχι, μ,ίς. Μόνο που κατάφερε να δραπέτευση άττο το Ψυχιατρείο πού βρισκό ταν. — Ό Μπέν βρα|πέτευσε; κάνει χαμένα η Ράλφ. Τότε όχι ιμονάχα εμείς εδώ, ιμά ίσως και ολόκληρη ή ’Αμερική κιν βυνεύεΐι! Ό αδελφός μου1 είχε πάθει τελευταία μανία κατα διώξεως. Λεν ^ έβλεπε γύρω του παρά μονάχα φανταστι*κούς εχθρούς. Τώρα πού είναι ελεύθερος θά ζητήση να τους τιμωρήση. Εξμαιι βέβαια πώς θά φέρηι μεγάλες συμφορές! — Μήπως απόψε ήλθε σε κομμιά επαφή μαζί σας; — ιΝ'αί, βέβαια... "ίσως ό μως δεν είμαι και τόσο βε βαία... Κάποια ανδρική φωνή μέ πήρε ιστό τηλέφωνο πριν μια ώρα... Μου φάνηκε πώς έμοιαζε τού Μπέν. "Οχι και πολύ όμως. Σά νά προσπαθού σε κάποιος νά άπομιμηθή τή φωνή του... Μπορεί νά ήταν κι/ αυτός. Σάς είπα: δεν εί μαι καί τόισο βέβαια. — Λαμιπρά! Λοιπόν; — Μέ ρώτησε τί ώρα θά γίνη αύριο ή άνατίναξις. —Ποια άνατίναξις; ρωτάει ανήσυχος ό Μπέριμαν. — Πώς ^ θέλετε νά ξέρω; Αυτό μου είπε καί αυτό σάς λέω. — Καί δέν τόν ρωτήσατε ποιος είναι; —Φυσικά τόν ρώτησα. Του είπα: «5 Εσύ είσα ι Μπέν;» — Τί σάς απάντησε; — Τίποτα. "Εκλεισε άμέ-
σως το τηλέφωνο. Ό Μάξ ρωτάει τώρα: — ζ,έίρετε άν ό αδελφός σας διατηρούσε εδώ στη Νέα 'Υόίρκη ικαί άλλο, κρυφό Ερ γαστήριο; — Ναι Διατηρούσε. — Πού; —Δέν μπορώ νά σάς πώ. Αυτό είναι ένα μυστικό του. — "Εχετε προσωπική σας περιουσία, μις Ράλφ; — "Όχι. Τά πάντα ανή κουν στον Μπέν. — Δέν κληρονομήσατε α πό τόν πατέρα σας; ^ — "Οχμ, δυστυχώς. Ό πατέρας μου πίστευε πώς δέν είναι πατέρας μου... Είχε τή βεβαιότητα πώς ήμουν κόρη τής γυναίκας του καί κάποιου φίλου της... Αυτό ό καϋμός του τον έστειλε καί στο Ψυ χιατρείο ! Επεμβαίνει πάλι ό Μάξ: — Νομίζω* πώς ό νόμος^ δί νει τό δικαίωμα καί στα νόθα άικόμηι παιδιά... —Ναί, τόν διακόπτει. Θά μπορούσα νά διεκδιΐκήσω από τήν πατρική περιουσία ίσο μερίδιο μέ τόν Μπέν. Δέν τό έκανα όμως... — "Αντιπαθείτε τά δικα στήρια; — "Οχι. Μά είχα καί εγώ λόγους νά πιστεύω ,πώς δέν ήμουν κόρη του. 'Πώς λοιπόν θά .κληρονομούσα τήν περί ου αία ενός ξένου ανθρώπου; Ό ντέτεκτίιβ αλλάζει θέμα. — Ή ψυχοπάθεια τού άδελ φσΰ σας, μις Ράλφ, σέ τί λά γους μπορεί νά οφείλεται; "Η καλύτερα, τί λόγοι μπορεί νά
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
την προκάλεσαν; Ή ιάσχη μη γεροντοκόρη άναστενάζει: — θαυμάζω τον Μπέν σοον επιστήμονα καί τον οίικτε ίρω σαν άνδρα. Κανένας δέν θά ήταν τόσο ανόητος νά ξεμυα λιστή μέ ίμια τέτοια γυναΤκα! Ό Μπέριμαν ένδιαφέρεται ζωηιρά: — Γυναίϋκσ; Παιά γυναί κα; Τί γυναίκα; Ή Ράλφ εξηγεί: — Ευτυχώς άιττό τήν^ ή-μέιρα πού τοελλάθηικε, δέν τή σκέπτεται πιά... Δέν ξέρω, άν γίνη καλά τί θά κάνη... Αυ τή ή γυναίκα του έκανε μαρ τύριο τή ζωή! Αυτή τον τρέλ λσνε!... —Τήν είχε παντρευτή; -— "Αν δέν ήμουν έγώ νά τον εμποδίσω, κι’ αυτό θά τοκανε! "Οταν ό άντρας έχει ξεμυαλιστή... -— Πώς λέγεται αυτή ή γυ ναΐκα; Που μένει; — "Ορτανς Κρίττ... Τρα γουδίστρια -ατά Καμπαρέ... Μένει στην πλατεία "Ερστεν, νούμερο 3, άν δέν κάνω λά8ος. Είναι ιμιά παληά τριοόροφη μονοκατοικία. Σωστό παλατάκι! Τί ανάγκη είχε ή κυρία; Ό Μπέν ήταν άνοιχτο γερής... Π εντακόσ ια δολλάρια τήν εβδομάδα τής πλήρωνε! Μάλιστα κύριε! Χώρια σί του αλέττες καί τά μπιζού. Δέν μπορούσα νά κάνω κι* άλλου ώς... Μά από τότε που ό «3Α φέντης» κλείστηκε στο Ψυχια τρεΐο, σταμάτησα εγώ τίς ε
13
πιχορηγήσεις. Ούτε πεντάρα πιά! —Δ ιαμ αρτυρήίθηικε; — Αυτό τής έλλειπε^ νάχη μούτρα νά διαμαρτυρηθή.! — Διιαμαρτυρήθηκε; σάς ρωτάω, έπιμένει ό Μάξ. Γιάτί δέν (άποκρίνεσθε μ* ένα ναί η εΨα σχι; — "Οχι τ’ άποκο-ίνεταΐ'. 'Άλλά καί σέ ποιόν νά διαιμαρτυρηθή; Σ5 έμενα; θά τή πετούσα από τό παράθυρο. Στον Μπέν πού βρισκόταν ατό Ψυχιατρείο; Αυτός είχε πάψει νά τήν άναγνωρίζη πιά. >ΚΤ αυτήν καί όλους μιας... Ευτυχώς πού στάθηκα έγώ έμ πόδια Άλλοιώς θά τήν εΐχε καί παντρευτή! Αυτό θά ή ταν ή μεγαλύτερη συμφορά του! —- Τόν έπισκεπτόταν συ χνά στο Νοσοκομείο; ^ — Μια φορά μονάχα. Εί δε τά χάλια του κι* έροιξε μαύρη πέτρα, πού λένε. Ούτε ξανάπάτησε. "Αλλη ορεΗ δέν είχε... * Επεμβαίνει τώρα ό Μπέρι ιμαν: — Λαμπρά!, μίς Ράλφ! ■Θά μπορούσατε τώοα νά μου πήτε τί άνθρωπος είναι ό Πώλ Γιούρμιαν, ό βοηθός του άΐδελ φου σας; "Ενας άμάρφωτος έπστήμονσς! "Ενας γρουσούζης άν θρωπος! "Ενα τιποτένιο ύπο κείμενο πού έχει μεγάλη ιδέα για τόν εαυτό του! θά τόν είχα πετάξει με τις; κλωτσιές από τό έογαΐστήριο, ιμά άς ο · φεται ό άδελφός μου. Είχε υ πογράψει μαζί του σύμβασι
14
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ
—Τό λάθος της είναι ότι δεν θάπρεπε νά λέη πάντα καί την αλήθεια... — Λογαριάζετε νά παντρευτήτε γρήγορα; τον ξαναρωτάει ό Μάξ. Στα υπόγεια Ό ιΓ ι ούρμαν τού δίνει νά Εργαστήρια καταλάβη πώς δεν έχει καμΜΠΕΡΙΜΑΝ ,καί ό ντέ ριά ^ διάθεσι νά συνέχιση τη πάνω σ’ αυτό τό θέ τεκτιιβ κατεβαίνουν ^στά συζή,τηισι υπόγεια του μεγάρου μα. μπορούσαμε νά κάνε ττού βρίσκεται το μεγάλο τε έτπ—Θά αυτή την έρώτησ ι στην μις στημονκκό εργαστήριο του Ράλφ^. κύριε, τού άποκρίνεται τρελλοΰ επιστήμονα. Μέσα ψυχρά. σ’ αυτό καί σ’ ένα ,μιικρό δια Μπέριμαν πού είχε ιμεί μέρισμα τού ενός δωματίου νει Όάναυδος άκούγοντας την ζή άσκητικά ό Πώλ Ειούριμαν έρώτησι τού ό δεύτερος βοη|6ός τού Μπεν παραπειστική ντέτεκτιιβ, ικαί την άπροσδόκη Καρόν. τη ομολογία τού βοηθού, συν Ό νέος επιστήμονας τούς έρχεται τώρα καί τον ρωτάει: υποδέχεται σοβαρός καί άμί1 #— Ό Μπεν Καρόν ήταν ίλητος ,μέ μια .αδιόρατη κίνησι του κεφαλιού του αντί χαιρε σύμφωνος νά παντρευτήτε την αδελφή του; τισμού. ^ — Δέν είχα την ευκαιρία Ό Μπέριμαν δηλώνει την τουτότητά τους, ενώ ό Μάξ νά τον ρωτήσω, κύριε. — Είχε γνώσιν τού σχεδί του κάνει μια απρόοπτη καί ου σας; ποραπε ιστ ιική έρώτησ ι: — !Πως νά τό ξέρω; Ό προ — Είναι άλήθεια, κύριε Γι ϊιστάμενός μου δέν έκανε ποτέ ούρμαν, αυτό πού ισχυρίζεται έτΤίΙδείιξι γνώσεων! ή μις Ράιλφ; —Έπισκέπτεσθε τον Μπεν — Ασφαλώς, του αποκρί Καρόν στο Ψυχιατρείο; νεται. Ή άδελφή του Μπεν — Δέν βρίσκω τό λόγο... Καρόν δεν λέει ποτέ ψέματα! Δέν με αναγνωρίζει πιά. Ό ντέτεκτ ιβ συινεχ ίζε ι: Ό Μάξ Μπώρ τού κάνει — Λέει πώς έχει άνατττυχ!θή ανάμεσα σας ένας ισχυ ξαφνικά μια δεύτερη παραπει ρός αισθηματικός δεσμός. ΕΤ στ ιική έρώτησ ι: — Τό δεύτερο κρυφό έργα ναι αλήθεια αυτό; Ό <Πώλ Ειού,ρμσν μουρμου στήριο τού Μπέν Καρόν, πού μάς άνέφερε ή μις Ράλφ, πού ιρίζει δυσάρεστη μένος: ^—^Σάς είπα: ή ;μίς Ράλφ βρίσκεται; — Δέν τη ρωτήσατε; δεν λέει ποτέ ψέματα. — 'Ναί..%Μάς είπε πώς εΐ ίΚαί προσθέτει μέ δυσφο νςπ στο υπόγειο τής τριώρο ρία; για δέκα χρόνια! Ευτυχώς ττού σέ τρεις ιμήνες λήγει... ιΚι’ ας πάη τότε να βρή το Μττεν ατό Ψυχιατρείο να του κάνη την άνανένωσι!...
Ο
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
15
φης πολυκατοικίας πού μένει ή φίλη του "Ορτανς Κρίπ... Είναι Αλήθευα; —Φυσικά. Έγώ έπέβλεψα στις έγικαταστάσεις... Ό Μπέν ιμας είχε απαγορεύσει νά μιλήσουμε ποτέ σέ κανένα για τό κρυφό αυτό έργαστήιΡιό του. Αφού όμως μίλησε ή Ράλφ, έγώ δεν μπορώ νά τή διαψεύσω! Ό ντέτεκτιβ κάτι τζόιε\ νά ξσναρωτήση τον Γιούρμαν, ιμά ό επιθεωρητής τον τραβά ει απτό τό μπράτσο: — Πρέπει νά πηγαίνουμε, Μάξ. Ό κύριος έδώ θά είναι. "Αν χρειάστή νά τον ξανα ρω τήσουμε τίποτα, επιστρέφου με. Ή "Ορτοονς Κριπ
Ι ΔΥΟ αστυνομικοί βγαίνουν από τό ρέγά ρο καί μπαίνοντας στο αυτοκίνητό τους, ό Μπέριμαν *0 Μικρός Γιούττυ έξηγεΐ στο φίλο του. — Πρέπει νά έπισκεφτούμε γρήγορα, Μάξ, την "Ορ- αστυνομικοί... τανς Κριπ καί τό κρυφό έργα —Δεν έννοώ αυτό, μουριμου στήριο που βρίσκεται στο υ ρίζει. ό ντέτεκτιβ. πόγειο τής τριώροφης μονοκα Ό επιθεωρητής αγανακτεί. τοικίας της. —Τί εννοείς τότε λέγοντας »ΕΤναι πολύ πιθανόν ό τρελ «άν είναι ελεύθερος». Δες νά λός δραπέτης νά έχη καταφυ- πρόλαβε νά ...παντρεύτηκε γτ εκεί. — "Αν είναι έλεύθεοος, κιόλας; Μιά παράξενη λάμψι φωτί συμπλήρωνε ο συλλογ ισμένος ζει τά μεγάλα μαύρα μάτια ό Μάξ Μπω ο. τσύ Μάξ Μπώρ. — "Αν είναι ελεύθερος; Τί — Νά παντρεύτηκε; Ποιά θά πή αυτό; Αφού δραπέτευ σε άπό τό Ψυχιατρείο, έλεύ- νεά παντρεύτηκε; Δές νά εί 'θερος θά είναι... Έκτος άν ναι άπό καιρό παντρεμένος κρυφά με την "Ορτανς; πρόλαβαν καί τον έπιασαν οί
Ο
16
Τό αυτοκίνητο του Μπέριιμαν φρενάρει σε λίγο στην πλατεία "Έρστεν καί στο νού μερο 3. Οί δυο αστυνομικοί πηδούν έξω καί χτυπούν βιαστικά κουδούνι τής τριώροφης ’τταληάς μονοκατοικίας. Μια γρηά υπηρέτρια τους, ανοίγει. — Ή μις Όρτανς ιΚρΐπ εΐ ναι επάνω; ρωτάει ό έπιθεωρητής^ ' ν ^ -— Ή «ικυρά» μου ούτε μις είναι, ούτε Κρΐπ λέγεται τώ ρα. Σ ί'γουρα θά ζητάτε τή κυρία Όρτανς Χουντερ; — "Έστω. Είναι Επάνω; —- Μά...^ Δεν ξήρω... Να κοιτάξω μιά στιγμή... Οι κύ ριοι; —Αστυνομικοί, —"Αστυνομικοί; κάνει άναπνέοντας ή ιυπηρέτρια. ιΚαλέ περάστε, χριστιανοί μου. Μέσα είναι ή γυναίκα. "Εγώ σάς πέρασα για εφοριακούς. Μάς έχουνε ταράξει μ" αυτό τό ίάναθεματισμένο Εργαστή ριο. Τ" ανακαλύψανε καί ζη τάνε χίλια, δολλάρια τό χρόνο φόρο.! Τί διάβολο τό χρειάζε ται ή «κυρά» δεν μπορώ νά ικσταλσ1^ ό ί Ή φλύαρη γρηά τους όδη γεΐ σ" ένα μικρό σαλονάκ ι τού δευτέρου πατώματος καί φευ γει. Δεν περνάνε λίγα λεπτά καί μια νέα όμορφη γυναίκα παρουσ ιάζετ α ι ανήσυχη: — Εΐμαι ευτυχής πού ήλ θατε, κύριοι άστυνομικοί, τους λέει. Είμαι βέβαια πώς άναζιητεΤτε τον Μπέν (Καρόν. Πριν λίγες στιγμές μέ πήρε
Ο ΤΡΕΑΑΟΣ
στο τηλέφωνο. Μου είπε πώς κατάφερε νά δραπέτευση άπό τό Ψυχιατρείο καί ν’ άφήσω την είσοδο υπηρεσίας ανοιχτή νιατί θά μ" έπισκεφτή απόψε τή νύχτα. — Κάνατε αυτό πού σάς εΤπε; — Τό αντίθετο: Τή διπλό αμπάρωσα κι" έβαλα καί δυο μεγάλα τραπέζια πίσω της. Τό ένα πάνω στο άλλο. Αυτό έκανα όταν χτυπήσατε τό κσυ δουνίι καί σάς άνοιξε ή Ρουθ πού φυσικά δέν ξέρει τίποτα. Ανησυχώ πολύ, κύριοι. Ό Μπέν δέν είναι ,μονάχα ψυχο παθής, !μά κι" εκδικητικός άν θρωπος. Φαντασθήτε νά μάθη ποός... — Όνομάζεσθε "Όρτανς Χουντερ; ρωτάει ό Μπέριμαν. — Μάλιστα. — Τό «Χουντερ» είναι πα τρικό· σας επώνυμο; — Όχι. Τού συζύγου μου. Τού Μπίλ Χούντερ! "Απόψε κλείνουμε ένα μήνα παντρε μένοι... Χρυσός άνθρωπος,Ι^ΕΤ μσι ή ευτυχέστερη γυναίκα τής "Αμερικής! ΙΚι* όσο σκέ πτομαι πώς άν δέν ήταν αυτή ή στρίγγλα ή Ράλφ - καλή της ώρα - θά είχα παιντρευτη τον αδελφό της! Ό Θεός κι" ο;ύτή μέ φυλάξανε άπό τέτοια συμφορά! Ό ντέτεκτιβ την κυττόζει στά ,μάτια: — Γιατί; ^Ηταν κακός άν θρωπος ό Μπέν Καρόν; — Κάθε άλλο! Κι1" ανοι χτοχέρης μάλιστα: πεντακό σια δολάρια τή βδομάδα,, χω ρ ια οΐ ταυαλέττες καί μπν-
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
ζοΰ! Τι νά τά κάνω όμως; Μια -μέρα των ημερών θά τρελ •λα ινότον, όπως άλλωστε και τρελλάθηικε! ιΠώς θά ζουσα μ' έναν παράφρονα. "Ας είναι καλά ή «Γερ ο ντο,κόρη». ^Εφα γε τά ρούχα της. νά μήν^τόν άφήση, νά μέ παντρευτή. Καί ευτυχώς τό κατάφερε... Τώρα όμως τι γίνεται; "Αν ό Μπέν έχει δραπετεύσει· στ5 αλήθεια; Θά ιμάθη πώς παντρεύτηκα και θά μπή κρυφά νά σκοτώση κι5 έμενα καί τον Μπίλλ! Τί χρωστάει αυτός ό^άγιας άν θρωπος; Γ Γ αυτό σάς παρα καλώ κύριο[ αστυνομικοί μου·: Μη φύγετε απόψε μέχρι να ξη ιμερώση·,.. Ό τρελλος θάρθη τή νύχτα. Θά βρή κλειστή την είσοδο υπηρεσίας καί θά σπάση κανένα παράθυρο νά μπή. Κακό πού μέ βρήκε Θεέ μου! Ό ντέτεκτιβ τή ρωτάει: —·Ό σύζυγός σας ξέρει γιά τις προηγούμενες σχέσεις σας μέ τον Μπέν Καρόν; —"Ολα τά ξέρει... Δεν τού έχω κρύψει τίποτα από τή ζωή μου... — Βρίσκεται εδώ, αυτή τή στιγμή; — Ναι στην κρεβατοκάμα ρά του. "Έχει ξαπλώσει καί διαβάζει τή Γραφή. "Αγιος άνθρωπος, σάς λέω. — Τί εργασία κάνει; —< Χρήματα έχει καί τοκί ζει. Προς Θεού όμως! Μη φαν τάστήτε τίποτα κακό. Μέ τό νόμιμο τόκο πάντα. Πολλές φορές καί μέ μικρότερο από τό νόμιμο!
17 Μπίλλ ΧοΟντερ
Ι ΔΥΟ αστυνομικοί μα ζί μέ τήν κυρία "Ορτανς μπαίνουν σε λίγο στην κρεβατοκάμαρα τού άνδρογύ
Ο
νου. * "Ενας μεσόκοπος μικροκαμω μένος άνθρωπάκος μέ γυα λιά, βρίσκεται ξαπλωμένος σ' ένα από τά Ιδυό κρεβάτια. — Οΐ κύριοι είναι άιστυνο μικοί, Μπίλλ, τού εξηγεί ή νέα γυναίκα. Ό Μπέν Καρόν δραπέτευσε από τό Ψυχια τρείο καί ήρθαν νά ^ φρουρή σουν τό σπίτι. Πιστεύουν πώς 6 τρελλος εφευρέτης, πού δεν ξέρει πώς ατό μεταξύ έχω παντρευτή,, πιθανόν νά θέληση νά μέ συνάντηση... Ό μιικροκαμωμένος άνθρω πάκος έχει στο μεταξύ παιρα τήσει στο κρεβάτι τήν 4Αγία Γραφή καί ,.τά συρματένια γυ αλιά του καί στέκεται, όρθιος. Τό χαμόγελό του είναι γεμά το καλωσύνη,, κ,Γ έκφρασι τού προσώπου του ηλίθια. — Μπά!, παραξενεύεται άκούγοντας τή γυναίκα του. Καί γιατί νά μήν έλθη ό άν θρωπος; Δεν υπάρχει λόγος νά φρουρήσετε τό σπίτι κύ ριοι! Παληός φίλος τής γυναί κας μου ήταν. "Έχει κάθε δι^καίωμα νάρθή νά τής πή μια καλησπέρα! Ή "Ορτανς τού εξηγεί καί πάλι: — Ναι1, αγάπη, μου!, δί κη ο έχεις. Μά ό Μπέν είναι έ νας τρελλος ! Μπορεί νά μάς κάνη κανένα κακό!...
18
Ό ηλίθιος σύζυγος αλλά ζει αμέσως γνώμη: — Αυτό νά μου πής! Μά λιστα! Τότε νά φρουρήσετε παρακαλώ τό σπίτι. Ό ιέπι θεωρητής* προσβάλεται. — Δεν είμαστε άστυφύλαικες κύριε. Είμαι ο επιθεωρη τής Μπέριίμαν κι' ό κύριος ό ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ. — Αυτό νά μοϋ πής, κάνε! πάλι ό Μπίλλ Χουντερ. Τότε σάς παρακαλώ νά μή ψρουρή σετε τό σπίτι. Ό ιέπ [θεωρητής πρόσβαλλε έξω φρένων (μέ τή -βλακεία του. — Νά μή φρουρήσουμε τό σπίτι; τοΰ λέει, -έρεις πώς
Ο ΤΡΕΑΑΟί
αν μπή εδώ .μέσα θά σκοτώση καί τή γυναίκα σου καί εσένα; — Αυτό νά .μου πής, ξα νακάνει τρομοκρατημένος ό μι κρόσωρ ο ς άνθρωπ άικος. Τ ότε παρακαλώ νά φρουρήσετε τό σπίτι. Ό Μάξ ρωτάει χαμόγελών τας, τή γυναίκα του: —Στο υπόγειο του σπι τιού σας είχε έγκαταστήισει κρυφό εργαστήρ ιο ό Μπέν Κ α ρόν; — Μάλιστα, κύριε... Τέσ σερις μήνες τώρα πού βρίσκε ται στο Ψυχιατρείο, τό έχω κλειδωμένο. Σε κανένα δεν έπέτρεψα νά μπή μέσα. Ούτε στον Πώλ /Γιούρμαν τό βοηθό
ι0 τρομερός Γιουττυ δεν χαρίζει κάστανα. Τινάζει δυο γροθιές στο σαγόνι τής δημοσιογράφου.
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
14
ι0 Μάξ Μττώρ και ό Μπέρτμαν εξετάζουν τον ηλίθιο Μπΐλλ Χοΰντερ.
του Μπέν, ττού πολλές φορές — Και τι σάς είπε; ήλθε και με παρεκ άλεσε... Ά, — Δεν θυμάμαι καλά... Νο ναι, ξέχασα: Το άνοιξα μια μίζω πώς ήθελε νά πείρα μα φορά για νά το δουν κάτι Έ τ . σθή ιέίδώ, γύρω άπό κάποια φοριακοι. Και ,μού ζητάνε χί -καινούργια εφεύρεση κρυφά λια δολλάρια το χρόνο φόρο! όμως άπό την αδελφή του τη Δεν ξέρω τι νά κάνω! Φυσι Ράλφ και τό «βοη.'θο του τον κά δεν τους εΐπτα σε ποιόν Γιούρμαν. ανήκε τό Εργαστήριο αυτό. * — ^Στήν ιέγκατάσταίσι τού Ό Μπέν ήθελε νά τό κράτη κρυφού εργαστηρίου βοήθησε ση -μυστικό... Τούς είπα πώς κι5 ό Γ ιούρμαν; ήταν κάποιου θείου ιμου πού —Αυτός ικι’ ή Ράλφ τήν ήταν στη Γερμανία... κάνανε. Άπό τή στιγμή όμως —Γιατι ό Μπέν Καιρόν έ- ιπού^ ετοιμάστηκε, δεν τούς φτιοΰξε αυτό τό εργαστήριο; ξανάφηρε νά πατήσουν τό πό — Κι5 ^έγώ τον είχα ρωτή- . δι τους εδώ. σει. 5Αφού είχε τό μεγάλο Ό ντέτεκτκβ ρωτάει τώρα στά υπόγεια τού .μεγάρου τό σύζυγο: του, τϊ τού χρειαζόταν ετού —ιΠότε γνωριστήκατε με το; τήν κυρία 'Όρτανς;
Ο ΤΡΕΑΛΟΪ
— Στις 18 Μαΐαυ, ημέρα Σάββατον καί ώρα 18 καί 15 Δηλαδή πριν δυο μήνες, έντε ικα ήμερες, δεκαεπτά ώρες καί πενηντατρία πρώτα λε πτά τής ώρας! Τί ρωμαντικές αναμνήσεις, Θεέ μου! Μαίας (βλέπετε! Το απαιτού σε ό μήνας! Αυτό νά ·ιαΰ πής Ή σύζυγος έξηγεΐ στον Μάξ Μπώρ: — Όσο είχε τά λογικά του ό Μπέν έκανε μεγάλες τρέλλες για μένα. Μόλις ό μως τρελλάθήκε, ούτε ποια εΐμίαι δεν ήξερε πιά... "Έτοί κόπηκαν τά 500 δολλάρια τή βδομάδα κι-3 άρχισα νά τά φέρ νω δύσκολα. Τό τραγούδι τό είχα παρατήσει καί τ3 όνομά μου εΐχε ξεχαστή. Δουλειά δεν ευρ ίσκα πουθενά. Ευτυχώς που ό Μπέν είχε πληρώσει προκαταβολ ιικά τά ενοίκια τού σπ ιτ ι ού - γ ιά ένα όίλόίκληρο χρόνο... "Αλλοιώς 0ά μέ πετουσαν καί στο δρόμο. "Έτσι σκέφτηκα νά κάνω ένα δάνειο ;μέ ενέχυρο κάτι μπιζού μου. Καί πήγα ιστό Μπίλλ Χοΰντερ. Τά παρακάτω εξελίχτη καν ραγδαία... — Κεραυνοβόλος συμπά0ε ια! -Κεραυνοβόλος έξομολό >ησις! 'Κεραυνοβόλος γάμος [ Μάϊος ιβλέπεις! Αυτό νά μου πής! Ό Μπέριμαν σηικώνει τό α κουστικό τής τηλεφωνικής συ σκευής που βρίίσκεται στο μι κρό κομαδί!νο πλάϊ στο κρεβά τι του Μπίλλ καί τηλεφωνεί στο πληισιέστερο αστυνομικό Τμήμα: — 5 Εδώ Επιθεωρητής Μπέ
ριμαν. Παρακαλώ νά στείλετε άμέσως έξη ώπλισμένους α στυφύλακες στην πλατεία 'Έριστεν νούμερο 3. Είναι μιά παληά τριώροφη, μονοκατοι κία πού μένει κάποιος Μπίλλ Χούντερ μέ τή γυναίκα του·. Νά ιφρουρηθή τό σπχίτι μέχρι το πρωί,Λ άπ3 έξω, καί νά μην έπιτραπή ή είσοδος σέ κανεναν απολύτως. — Μάλιστα, κύριε έπιθεω ρητά. Ή διιαταγή σας θά έκτελεσθή άμέσως. Περιμένετε μόνο παρακαλώ νά έπαληθέψουμε τό τηλεφώνημα. Οικία Χουντερ είπατε; — Ναι. Πλατεία 'Έρστεν, νούμερο 3. — Ευχαριστώ. Θά βρώ τον αριθμό καί θά σάς τηλεφωνή σω άμέσως. Σέ λίγο τό τηλέφωνο κου δουνίζει. Ό διανυκτερεύων α ξιωματικός /τής υπηρεσίας τοΰ Τμήματος κάνει τήν έπα λήθευσι: — Τί είναι έικεΐ παρακα λώ; —Οικία Μπίλλ Χούντερ! — -Ποιος στο τηλέφωνο; — Επιθεωρητής Μπέρι μαν. — "Εντάξει, κύριε έπιθεωρητά. Σέ πέντε λεπτά θά βρί σκονται γύρω από τό κτίριο οι έξη άστυιφύλακες πού ζη,τή σατε. — Ααμπρά! Ό Μάξ Μπώρι κάνει μιά τε λευταία ερώτηισι .στους δυο συ ζύγους. — Μπορεΐται νά μάς απο δείξετε, παρακαλώ* πώς εΐσθε νόμιμοι σύζυγοι;
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
— Ευχαρίστως, του απο κρίνεται ή Όρτανς. Νά σάς φέρω αμέσως τις επίσημες πράξεις τού πολίτικου και του θρησκευτικοί) γάμου μας. Καί βγαίνει, από την κρεβα τοκάμαρα προχωρώντας για τό γραφείο. Ό Μπίλιλ Χσυντερ χαμογε λάει ειρωνικά: — Δέν χρειάζονται άποδεί ξεις, κύριοί 'μου. Δέν είδατε τί αντρόγυνο είμαστε; Σαν δυο πιτσουνάκισ ζούμε!... Τό ειδύλλιά μας πλέχτηκε Μάϊο βλέπετε. Αυτό νά .μου πής! Σέ λίγες στιγμές ή Όιρτανς επιστρέφει1 κρατώντας δυο δημόσια έγγραφα μέ χαρ τόση μα, σφραγίδες καί υπο γραφές. — Όρΐστε, κύριοι... Ό Μπέριμαν καί ό ντέτεικτιιβ τά έξετάζουν μέ προσο χή. Είναι απολύτως γνήσια έγγραφα πού βεβαιούν πώς ό Μπίλλ Χουντερ είσοδηματίας καί ή Όρτανς Κρίπ τραγου δίστρια κέντρων διασκεδάσεως, ιέτέλεσαν πολιτικόν καί θρησκευτ ιικόν γάμον καί είναι νόιμίμοι σύζυγοι. Ό επιθεωρητής καί ό Μάξ κατεβαίνουν αχό υπόγειο κρυ φό έργαστήριο του Μπέν Κα ρόν καί ρίίχνουν μια πρό'χειυ ρ.η ματιά. Τίποτα τό παράξένο ή περίεργο δέν βλέπουν μέσα σ’ αυτό·. Είναι ένα κανό ν ικό χη μ ικοηλεκτρο μηχ αν ικό εργαστήριο, ιμέ εγκαταστά σεις τελευταίου τύπου, καί μέ στρώμα σκόνης ένας εκα τοστού τουλάχιστον άπλωμένο παντού. Είναι φανερό πώς
21
από μήνες 6 εν ιέχει ιχρησιμοποιηιθή, τίποτα άπό τίς συ σκευές καί τά μηχανή μιαχα που βρίσκονται ιμέσα στο έρ>γαστήρια αυτά... Τό Συμβούλιο των τριών
ΕΧΡI τά ξημερώματα καί ολόκληρη, την έπομένη ημέρα, ο Μπέρι^ μαν κι5 ό Μάξ Μπώρ, έκαναν άλες τίς ενέργειες καί ανα κρίσεις που έπρεπε νά κάνουν Δυστυχώς όμως καμμιά άπο λύτως άκρη δέν ρπόιρεσαν νά βρουν. Αλλά ούτε καί ό παρά φρων δριαπέτης έπιστήμονας έκανε την έμψάνισί του ατό διάστημα αυτό. Τό βράδυ ό ντέτεκτιβ γύ ρισε στο διαμέρισμά του μαζί μέ τον Μπέρυραν καί τή δήμο σιογράφο Τζίν "Ασταρ. "Οταν ξάπλωσαν σέ πολυ θρόνες κιι5 ,ό τετραπέρατος »Γι ούπυ, ό μικρός προστατευόιμενός ταυ, γέμισε τά ποτή ρια τους ρέ εκλεκτό ουί'σκυ ό ντέτεκτ ιβ άρχιισε νά λέη χα μογελώντας : — Ή άπόδρασις καί ή έξαφάνιαις τού Μπέν Κσρόν βρίσκω πώς έχει πολύ μυστή ρ-ιΐο καί ενδιαφέρον, θέλησα νά ιμαζευτούμε εδώ γιά νά^γί νη τό «Συμβούλιο τών Τριών» "Ίσως καί οι τρεις μαζί νά βρούμε κάποια άκρη. Ό ρικρός διαβολάκος Πού ττυ, τον διορθώνει μέ τον άδιόρθωτο «ενικό» του. — Ποιο Συμβούλιο τών Τριών; Τό Συμβούλιο τών... Τριάμισυ νά λές. Εμένα 5τ)γ
Μ
22
λαδή δεν μέ 'παΐίζετε; Ό Μάξ Μπώρ τόν άγριοκυττάζει: — "Εχεις διαβάσει1 τά μα θήματά σου;
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ
λοι. Τρελλοί γιά τά σίδερα! Μπορεί καί ό Μπιρόζα λοιπόν ν5 άρπαξε τό μικρόβιο τής τρέλλας άπό τούς «αρρώ στους» του καί νά ελευθέρωσε τόν εφευρέτη γιά νά βάλουν — Εμπρός λοιπόν. Δρόμο μαζί σ1 ενέργεια τ’ ανισόρρο για ΰπνο. πα σχέδιά του. — ^Από τις δέκα ή ώρα; Ή Τζίν γελάει: Κόττα είμαι; — "Εχετε μεγάλη φαντα — Τότε κάθησε στη γωνιά σία, μαιτρ ! "Αν γράψω στην καί μή ιβγάζης τσιμουδιά, εφημερίδα μου αυτή την εκδο "Αν μιλήίσης θά σέ πετάξω χή θά... από τό παράθυρο! ^—θά... συνταράξης τά Ό αδιόρθωτος Γιούπυ προ πλήθη,!, συμπληρώνει ό έπι'χιωρεΐ κι5 ανοίγει διάπλατα θεωρητής, τό παράθυρο προς τό δρόμο, Ό ντέτεκτιβ συνεχίζει. μουρμουρίζοντας: ;— Δεύτεροι πιθανοί ένοχοι — Καλού - κακού άς είναι μιας απαγωγής του βαθύτλου ...ανοιχτό... του Μπέν Καρόν είναι ή άδελ Ό Μάξ χαμογελάει καί συ φή του Ράλφ, καί ό βοηθός νεχίζει: του Πώλ Γιουρμαν. — Ή έξαψιάνιισι.ς του Μπέν ^ — Αυτούς έπρεπε νά τούς Καρόν παρουσιάζει δυο πιθ'α είχα σύλλαβε ι ήδη, έν όνό μά να ενδεχόμενα. "Η νά δραπέ τι του Νόμου, πετάγεται πά τευσε ή νά άπήχθη από τό λι ο Μπέριμαν. Ή αδελφή καί Ψυχιατρείο. ό βοηθός άπήγαγαν άπό τό — (Νά άπήχθη; κάνει πα Ψυχιατρείο τόν Μπέν γιά νά ράξενε μένος ό Μπέριμαν. Γι- τόν δολοφονήσουν, έξαφανί1ατί ^ νά άπήχθη ; Κ ι’ από * ζοντας, φυσικά, τό πτώμα ποιόν; του. "Ετσι ή μέν γεροντοκόρη — Αυτά είναι δυό ερωτή Ράλφ, θ’ αποκτούσε την τε ματα, αγαπητέ μου Κουκ που ράστια περιουσία του αδελ 'έπί του παοόντος τουλάχιστον φού της, ό δέ Γ ιουρμαν πού δεν μπορούμε νά τ5 άντιμετω 'θά την παντρευόταν, θά είχε πίσουμε. Καλά θά κάνουμε στη διάθεσί του, ένα μέγαρο λοιπόν νά εξετάσουμε δλοος •καί ένα τέλειο εργαστήριο τούς πιθανούς ενόχους -μιας γιά νά συνεχύση, γιά λογαρι απαγωγής κι’ έξαφσνίσεως ασμό1 του πιά, τις έπιστημονι του διάσημου επιστήμονα καί κές έρευνες κι" ανακαλύψεις,... εφευρέτη. Ή δημοσιογράφος δεν γε —Και πρώτος ό διευθυντής λάει αυτή τη φορά. τού ^ Ψυχιατρείου, αρχίζει ό — Δίκη ο έχετε, Μαιτρ! ευφάνταστος Μπέριμαν. Συνή Αυτή την εκδοχή την βρίσκω θως οί ψυχίάτροι εΐναιι τρελ- πολύ πιθανή,..
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
23
Ό Μαξ συνεχίζει: — "Έχουμε (άκόμια καί άλ λη ,μιά ύποπτη για την άπου γωγή κι* έξαφάνισι του Ματέν. Την άλλοτε φίλη του "Όρτσνς ΚρίτΓ.
Ό έπιθεωρητής διαφωνεί: — "Όχι... Ή "Όρτανς βρή κε αυτό τον ηλίθιο Μττίλλ Χοΰντερ, τον παντρεύτηκε κι·" •έλυσε τό πρόβλημα τής ζωής της. Ό έφευρέτης επαψε να την ένδιαφιέρη από τή στιγμή πού κλείστηκε ιστό Ψυχιατρείο καί κόπηκαν τό επίδομα καί τ5 άλλα τυχερά... Ό ντέτεκτιβ συμφωνεί με την διαφωνία του: -— Ναι... "Εάν ή "Όρτανς δεν είχε παντρευτή θά μπο ρούσε νά ήταν πολύ ύποπτη·. Τώρα δμως πού παντρεύτηΓ κε.... — Γιατί, Μάξ; ρωτάει1 πε ρίεργη ή Τζίν. — Γιατί θά μπορούσαμε νά ύπΡθέσουμε πώς ό Μπέν Καρόν — παρά τις άντιδ.οά σης τις άδελφής του* — είχε κάνει κρυφό γάμο μαζί της... — Όπό-τε, συμπληρώνει ό Μπέριμσν, ένας φυσικός θάνα τος, ή ,μιά δολοφονία τού τρελ λοΰ πια έφευρέτη, θά την κα θιστούσε κληρονόμο ενός με γάλου ιμέρους τής τεράστιας περιουσίας του. Ό διαβολεμένος Γιούπυ ρί χενι μια ανήσυχη ματιά στο ανοιχτό παράθυρο καί ρωτάει συλλογισμένος: —- Πάτε έπιτρέπεται ό δεύ τερος γάμος σέ μιά γυναίκα, Μάξμπωρ; "Αντί του ντέτεκτϋβ του ά-
Ό επιθεωρητής Μπέριμαν
ποκρίνεται ή δημοσιογράφος. — "Οταν πεθάνη ό πρώτος σύζυγος, ή όταν πάρη κανονι κό διαζύγιο άπδ τον πρώτον. Ό πιτσιρίκος με την κατα πληκτική αστυνομική ιδιοφυία κάνει τώρα ιμιά βλακώδη έρώτησι: — Κι-’ άν ό πρώτος σύζυ γος δεν έχει πεθάνει, ούτε έ χει πάρει, διαζύγιο, δεν μπο ρεί τότε μια γυναίκα νά παν τρευτή; — Όχζ φυσικά. Γ ιατί τό τε πέφτει στο παράπτωμα τής διγαμίας. Καί δχι μόνο ακυρώνεται ο δεύτερος γάμος, μά καί ή διγαμία ικαταδικάζε πη σέ φυλάκισι. — Πόσο; ρωτάεΐι ό Γ ιούπυ. —"Από τρεις ώς έξη μή νες...
24
—-Σπουδαία τα λάχανα!, •μουρμουρίζει με περιφρόνησι ό μικρός ττροσταττευό'μενος του Μάΐξ. Ό Μπέριιμαν σηκώνεται θυ μω μένος καί τον σπρώχνε ι ττρ6ς την (ανοιχτή (πόρτα του πλαϊνού (δωματίου. — Πήγαινε να κοιμηθής, παιδί (μου. Δεν ήρθαλε εδώ ν5 άικούμε τις βλακείες .σου. 40 άφαντος έμφανίζεται
ΑΙ Η συζήτησις συνε χίζεται πολλές ώρες α κόμα. “αφνιικα ικαι κατά τις δυο μετά τά (μεσάνυχτα, τό τηλέ φωνο πού βρίσκεται στο γρα φείο του ντέτεκτιβ άκούγεται νά ικουδοιυνίζηι. Ό έπ [θεωρητής παρατάει τό ποτήρι του και προχωρεί για νά σηικώση τό άκουστ'κό. Προφταίνει όμως ικαι τό σηκώ νει .ή δημοσιογράφος, — Εδώ γραφείον Μάξ Μιπώρ-. Λιέγετε παρακαλώ... Πώς; Τον επιθεωρητή κ. Μπέριμαν; Μάλιστα. Έδώ είναι. Όρίστε, πάρτε τον... Ό επιθεωρητής ίπαίρνει τό ακουστικό κι* ακούει τή φω νή του βοηθού1 του: ^ — Έσύ Στήιβ; Συμβαίνει τίποτα παιδί ,μου; 5Ακούει -μερικές στιγμές και τά μάτια του γουρλώνουν σάν λουκουμάδες πού πέφτουν σέ κοφτό λάδι: — Λαμπρά! Αυτό είναι τρομερό! Φθάνοο αμέσως! Αφήνει ιμ3 έκφρασι χαμέ νου ανθρώπου τ5 ροκουστ'κό'.
Κ
Ο ΤΡΕΛΛΟΙ
πάνω στή συσκευή ικαι γυρί ζει στο Μάξ καί στή Τζίν. — Πριν λίγες στιγμές μια εκρηκτική συσκευή τοποθετη μένη- ατό υπόγειο του .μεγά ρου Μπέν Κάρόν τό τίναξε στον άέρα! Ό βοηθός ΓΊώλ Γιούρμαν σκοτώθηκε. Ή άδελ Φη του εφευρέτη Ρ άλφ Κ ο ρόν τραυματίστηκε σοβαρά καί βρίσκεται σέ αφασία. Ε πίσης υπάρχουν βήματα καί ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικά... — Δηλαδή; κάνει, χαμένα ή Τζίν. Τί νά σημαίνη αυτό; — Σημαίνει- ότι ό φρενο βλαβής δραπέτης άρχισε την εγκληματική του δράση τής αποκρίνεται ό Μπέριιμαν. Ό Μάξ συμπληρώνει: — Έκτος άν ό Μπέν Κ ο ρόν δεν ζή, οπότε κάποιος άλ λος ενεργεί για λογαριασμό του... Ό επιθεωρητής τον κυττάμ ζει κουνώντας με οίκτο τό κε φάλι του·: —Λαμπρά! Λές δηλαδή τό εκρηκτικό .μηχάνημα νά τό έβαλε ό βοηθός Γ ιούρμαν γιά νά σκοτωθή ό ίδιος καί γιά νά τραυματίση. βαρεία τήν πολύ τι-μη κληρονόμο πού θά παν τρευόταν; 3Άς τ5 ιάφήσουμε όιμιωις αυτά όλα καί άς πάμε στον τόπο τής έκρήξεως... Εί μαι βέβαιος πώς ό ήλιος πού θά άνατείλη σέ λίγες ώρες θά φωτίση τό 'μυστήριο του Μπέν Καρόν. Δεν προφταίνουν όμως νά ξεκινήσουν όταν τό τηλέφωνο ξανακουδουνίζε ι». Είναι πάλι ό άστυνομικός
ΕΦΕΥΡΕΤΗ!
Στήιβ πού κάτι λέει στον Μπέ ριιμαν. Κι5 ό επιθεωρητής γυ ρίζει πάλι ιμέ γουρλωμένα μά τια στο ντέτεκτίιβ: — "Άλλες δυο ανατίναξεις, Μάξ!... Ή μια στο οίκημα τής Διευθύνσεως του δημοσί ου Ψυχιατρείου μέ ελαφρά τραυματισμένο τον καθηγητή Μπιρόζα. Κι" ή άλλη στην τρι ώροφη .μονοκατοικία της ττλα τείας "ΈρΙστεν, με τραυματι σμένους — ελαφρά έ'πίσης— την Όρτανς, τον άνδρα της Μπΐ'λλ Χουντερ' καί τή γρηά υπηρέτρια τους Ρουθ... Τί λες λοιπόν τώρα; Λες τις βόμ βες αυτές νά τις έβαλαν ό Μπιρόζα, ή "Όρτανς, ό ηλίθι ος ο Μπίλλ, ή ή γρηά Ρούθ; —<Πάμε„ μουρμουρίζει ό ντέτεκτίιβ χωρίς νά του άποκριθή. Ή δημοσιογράφος όμως δεν κρύβει τή γνώμη της. — ΕΤναι φανερά πιά, πώς τις ανατινάξεις τις κάνει ό δραπέτης τρελλός επιστήμο νας. Ό θεός ξέρει τί άλλα κατορθώματα του1 έχουμε ν’ α κούσουμε. Ό Μάξ Μπώρ μόλις φθά νει στο κατώφλι τής εξόδου θυμάται τον Γιούπυ καί ξανα γυρίζει νά τον ξυπνήση... Δεν βρίσκεται όμως ούτε στο δωμάτιό· του, ούτε μέσα σέ ολόκληρο τό σπίτι, πού το ψάχνει· από τή μια άκρη στην άλλη, φωνάζοντάς τον. — [Περίεργο, μουρμουρίζει Ή γη άνοιξε καί τον κατάπιε; Καί προχωρώντας βγαίνει από τό διαμέρισμα· κλείνον τας πίσω του την πόρτα μέ
2$
θύμο. Στον Μπέριμαΐν κα!ί στήν Τζίν πού τον περιμένουν άπ5 έξω, δεν λέει τίποτα γιά την έξαφάνισι του μικρού προ στατευομένοο του. "Έχει αρ χίσει νά ντρέπεται πιά γι" αυ τόν καί γιά τούς μπελάδες πού τον βάζει. Τρεις όονατ ινάξεις
ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΉΣ,; χ)ήβ δημοσιογράφος^ καί ό ντέτεκτιβ περνάνε πρώ τα άπό το ανατιναγμένο μέγα ρο τού Μπέν Καρόν πού έχει πάρει καί φωτιά. Τό συνερ γείο Σημάνσεως;, οί πυροσβέ στες καί τά αυτοκίνητα τού Σταθμού Πρώτων Βοηθειών βρίσκονται εκεί. Ό Γιούρμαν καί ή βαρεία τραυματισμένη, Ράλψ, έχουν ήβη μεταφερθή στο Νεκροτο>μεΐο ό πρώτος καί στο Νοσο κομείο ή δεύτερη. Οι τραύμα τιοφορεΐς βγάζουν τώρα μέ τά φορεία τούς υπόλοιπους άπό τό ύπηρετ ικό προσωπι κό. Ό επικεφαλής τού Συνερ γείου Σημάνσεως δείχνει στο Μπέριμαν μερικά κομμάτια άπό την πολύπλοκη έκρηκτ ική συσκευή που είχε προκαλέσει την άνατίναξΤ τού .μεγάρου. 4 0 Μπέρ ι μαν γνω ματεύε ι: —Αυτή ή συσκευή δέν μπορεί παρά νά είναι φτια γμένη άπό τά χέρια τοιΰ πρελ λου εφευρέτη. — "Ή άπό κάποιον άλλον, μέ τις οδηγίες καί υποδείξεις τού εφευρέτη, συμπληρώνει ή δημοσιογράφος.
Ο
16
Ό Μάΐξ διαφωνεί και ,μέ τούς δύο. — Ούτε το ένα, ούτε το άλλο μπορεί νά έχη> γίνει,, λεί ε. ’μέ πεποίθησι. — Γ ιατί'; —■ Γιατί ό εφευρέτης έξαίφανίστηκε χθες τή νύχτα. Δεν ήταν άρα έλεύθερος παρά ,μί'α ημέρα 'μονάχα .και μικτή νύχτα ιμέχρι τις τρεις άποψινές ανα τινάξεις. Καταλαβαίνετε λοι πόν πώς στο ·μικρό αυτό: διά στημα και χωρίς νά εχη· στη διάθεσιί του εργαστήριο, δεν ήταν δυνατόν ούτε νά φτιάξη ούτε νά αδηγήιση άλλον νά φτι άξη τρεΐς τόσο πολύπλοκες εκρηκτικές συσκευές, "Αρα... — Τί άρα; — "Αρα τις συσκευές σύρ τες, ή τις είχε φιάξει καί φυ^ λάξει κάπου, πρίν κλειστή στο Ψύχε ιατρείο, ή τις ανατινάξεις τις έχει κάνει κάποιος άλλος! — Δεν αποκλείεται: νά πλή ιρωσε καί ,κανέναν συνάδελφό· του νά τις φΐάξη;/ συμπληρώ νει ειρωνικά ό Μτέριμαν. Μετά τό .μέγαρο Καρόν, οί δυο αστυνομικοί καί ή δημοσι ογράφος τρέχουν ;μέ τό αυτο κίνητό τους στο μεγάλο δη μού στο Ψυχιατρείο τής Νέας Ύόρκης. Καί εκεί βρίσκεται άλλο αύ τακίνητο του Συνεργείου Ση ιμάνσεως,^ άλλες πυροσβεστι κές αντλίες καί όλλοι τραυ^ ματιοφορ εις. Ή άνατίναξις εδώ έχει περιόριστα ατό οίκημα πού μέ νει ό διευθυντής τού Ιδρύμα τος, Μπιράζα, πού ευτυχώς
Ο ΤΡΕΑΛΟί
έχει τραυματισθή ελαφρά. Ό Καθηγητής πού καταπ 'φέρνει νά (μιλάη, τούς έιξηγεΐ: —Είναι φανερό πώς ό Μπέν Καρόν θέλησε νά μέ τιμωρήση πού τον κρατούσα τόσους μήνες κλευσμένον εδώ. Σάς είχα προειδοποιήσει πώς ό πα ράιφρ'ων αυτός άνθρωπος θά άρχίση μια εγκληματική δρά συ Είχα ριλήσει πολλές φο ρές μαζί1 του καί τον ξέρω κα λά! Ένεργεΐ τώρα ιμέ τή λο γική τού υποσυνειδήτου καί θά φέρη μεγάλες συμφορές στη Νέα Ύόρκη., ίσως καί σ’ ολόκληρη την 5Αμερική ! Ό επικεφαλής τού1 δεύτε ρου Συνεργείου Σηιμάνσεως δείχνει στον επιθεωρητή με ρικά πάλι· κομιμάτια από την εκρηκτική συσκευή πού βρέ θηκαν ιστό κάτω πάτωμα τού κτιρίου. Είναι ίδια κι5 άπαράλ λαχτα .μ5 εκείνα πού τού εί χαν δείξει στο ,μέγαρο Καρόν. Μετά τό Ψυχιατρείο, οί χρεΤς σύντροφοι, τρέχουν στη τριώροφη παληά ιμονοκατοικιία τής "Ορτανς καί τού Μπίλλ Χούντερ. Κι5 εδώ υπάρχει Συ νεργεΐο Σημάνσεως, ιάντλίες καί νοσοκόμοι. Τά κομματάκια τής έκρηκτι κής συσκευής πού βρέθηκαν καί στο σπίτι αυτόν είναι ο λόιδια ιμέ τών άλλων δυο άνατινάξεων. 1Η "Οοτανς, τραυματ ισ μένη ελαφρά ευτυχώς, διαμαρτύ ρεται ,στόν Μπέρ ΐιμσν: — Τά βλέπετε, κ. Έιπτθΐεωρητά; ΟΊ έξη πόλισμαν πού θάλατε νά φρουρήσουν τό σπί
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
27
1Ο άγνωστος άνθρωπος μέ το μαύρο ρασσο και την κουκούλος πηδάει τα κάγκελα και γίνεται άφαντος.
τι, χθ'ές τή νύχτα, μόλις ξη μέρωσε ό Θεός την μέρα μας παράτησαν και φύγανε. "Έτσι τούς είχατε διατάξει εσείς, λέει! "Αν έμεναν νά φυλάξουν κι5 άπόψε, θά τον έπιαναν κα θώς ήρθε νά 6άλη, την έκρηκτι κή συσκευή! Ό Μπιλλ Χούντερ, τραύμα τιαμένος (ελαφρά κιΓ αυτός, φαίνεται πολύ ευχαριστημένος από την άνατίναξι: — "Έτσι θά γλυτώσουμε κι* ιάπό χίλια δολλάρια τό χρό νο πού μάς ζητούσαν οι Έφο ριακοί για τό εργαστήριο τού υπογείου. Τώρα, έτσι πού κα τάντησε, άς πουλήσουνε τά μηχανήματα του, γι-ά Ιπαληο σίδερα νά πιάσουνε τά λε
φτά τους... Ό Μάξ τούς ρωτάει: — Πριν γίνη ή άνατίναξις ακούσατε ή είδατε τίποτα ύ ποπτο ; — Τίποτα, αποκρίνεται ή Όρτοονς. Ή άλήιθεια δμως εΐ ναι πώς κοιμόμουνα. — 3 Εγώ κάτι είδα, στον ύπνο ή στον ξύπνιο μου... — Τι; ρωτάει μ5 ένδιαφέρον 6 ΑΑπέριμαν. — -Νά, μου φάνηκε σά ν' ακόυσα κάτω ιστό δρόμο κά ποιο θόρυβο κι3 έσκυψα από τό παράθυρο γιά νά 6ώ... — 9 Ηταν κανείς; —Ν αί... " Ενας μ ικροκαμωμένος άνθρωπος πού είχε σταματήσει μπροστά σ ένα
28
άίπο τα χαμηλά παράθυρα του υπογείου εργαστηρίου. Στα χέρια του κρατούσε κα τ' σάν σιδερένιο ικουτι καί σκάλιζε πάνω σ3 αυτό... — "Υστερα; ρωτάει μέ α γωνία 6 Μπέριμαν. Ό ιΜπτίλλ Χουντερ συνεχί ζει ; — "Υστερα τον είδα νά τό άκουμπάη> στό πεζούλι του παραθύρου ικαί νά φεύγη· τρέχοντας. — "Υστερα; ξαναρωτάει «με περισσότερη αγωνία ό Ε πιθεωρητής. — "Υστερα... "Υστερα α πό τον κρότο της εκ ρήξεως ...ξύπνησα! — ^Κοιμόσουνα; — Όχι·. Άλλα φαίνεται πώς στό μεταξύ θά μέ εΐχε ξαναπάρει ό ύπνος. Γι3 αυτό τά μπερδεύω.
Ο ΤΡ1ΑΑ0Σ
— Θά ξυπνήσουμε άπό τον . .κρότο της, κάνει γελώντας ό ντέτεκτιβ. "Οπως ξύπνησε κγ5 «ό Μπίλλ Χουντερ! Ό Μπεριμαν κουνάει τό κε ψάλι του. — Αυτός δεν «Ξυπνάει» ού τε μέ έκρηξι... υδρογονοβόμ βας!
Ό «επιθεωρητής φεύγει γιά τό διαμέρισμά του καί ό Μάξ κι* ή Τζίν γιά την πολυκατοι κία πού βρίσκονται τά δικά τους διαμερίσματα. ΕΤναι άφσνταστα κουρασμένοι δλοι. "Οταν φτάνουν έξω άπό τις πόρτες τους πού βρίσκονται πλάϊ-πλάϊ, ό ντέτεκτιβ πού έ χει ξεχάσει την έίξαψάνισι του «Γιούπυ, την προσκαλεΤ: — "Έλα, Τζίν, νά πάρουμε έναν καώΦε: Ό «Μικρός Σα τανάς» θά μάς τον έτοιμάση άμέσως... Τά δυο Μόλις όμως άνοιγει καί τηλεφωνήματα μπαίνουν στό χώλιλ, άντικρύΤΌ ΜΕΤΑΞΥ, έχει βγη ζουν πάνω στό τραπεζάκι τού •ό ήλιος, ιμά τό μυστή τηλεφώνου ένα σημείωσα. Ό ριο τής έξαφσνίσεως Μάξ τό ξεδιπλώνει καί διά του Μπέν ιΚαρόν εξακολουθεί βαζε ι· υ εγαλοφώνως: νά παραμιένη σκοτεινό. «Άξιοσέβαστε κηδεμών — Λαμπρά! Τίποτα δεν Μαξμπώρ1, κάναμε, μουρμουρίζει ό Μπέ Βαοέθηικα την κλεισούρα τά ριμαν. Ό τρελλός εφευρέ μαθήματα καί τί ς στράκιες της όξακολουθεΐ νά γυρίζη ε οπερ σερβίρεις οπό σβέρκο λεύθερος, κι3 άν πάμε έτσι, σέ μου γι«ά ψύλλου πήδημα. Διά λίγες εβδομάδες θάχη, άνατι» ταύτα λαμβάνω τον κάλαμον νάξη τή μίση Νέα Ύόρκη I άνά χείρας καί πάω· λέοντας. — 'Καί τΐ «θά κάνετε τώρα; "Αμα μέ βρής νά ίμοΟ τηλερωτάει ή Τζίν "Άστορ. γραφήαης γιά νά μάθω κι3 έ— Θά π&με νά κοιμηθούμε γώ που βρίσκομαι. "Ετερον, τής ίάποκρίνεται ο Μάξ. μηδέν, σέ γλυκοασπάζομαι — 'Κι<* άν γίνη καμμιά άλ άγρίως, Γ ιούπυ Γ ιάγιας, άρ λη έκρηξις; χιντίτεκτιβ τού παρόντος
Σ
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
καί * του μέλλοντος,
29
άμήν!»
ΥϋΓ".
«ΤΑν πέσης στα χέρια μου ικαμμιά φορά, θά σέ σπάσω ατό ξύλο». — Δη λαίδή έφυγε για πάντα; κάνει χαμένα ή δηιμοαιογράφος. Ό Μάξ χαμογελάει: — Που θά πάη, θά ξαναγυ ρίση. Περισσότερο από δυο τρεις μέρες δεν μπορεί να ζή ση .μακιρυά. "Έχει συνηθίσει τις γροθιές μου! Ή Τζίν γυρίζει να φύγη>. — "Ας πάω λοιπόν νά κοι μηθώ... Τον ικαΐφφέ τον πίνου με όταν ξαναγυρίση ό Γιουπυ 'μέ τό καλό! Όλόκληρη την ημέρα ο ντε τεκτιβ καί ή δημοσιογράφος κοιμώνται βαθειά, ό καθένας στο διαμέρισμά του, σά νά έ χουν πέσει σε λήθαργο. Κατά τις οκτώ τό βράδυ, ξυπνάει πρώτη ή Τζίν καί χα σμσυριέται τρίβοντας τά ^ με γάλα μαύρο πράσινα μάτια της. Ή Μπούλ, ή μικρή ύπηρετριούλα της λείπει. "Εχει έξοδο. -αφνικά ό ήχος ενός βαμβητοϋ τήν ειδοποιεί πώς κά ποιος ικαλεΐ τό πλαϊνό διαμέ ρισμα του Μάξ Μπώρ (*). Ή νέα σηκώνει αμέσως τό δικό της ακουστικό, τό φέρνει στο αυτί της κι' ετοιμάζεται νά ΤΓαρακολουθήση τό τηλεφώνηΓ (*) Ή δημοσιογράφος ιξχει κά νει κρυφή ενωσι στην τηιλεφωινική συσκευή του ντέτεκτιβ πτου της έπιτρεττει νά τταρακολουθη τις συν διαλέξεις του.
4Η δημοσιογράφος Τζίν "Άστορ
μα του ανύποπτου φίλου της. Ό ντέτθκτιιβ που κοιμάται βαθειά ακόμα, ξυπνάει από τό κουδούνισμα του τηλεφώ'νσυ, άνασηκώνεται καί παίρ νει τ’ άκουστιικό'. — Έδώ Μάξ Μπώρ. Λέγετε, παρακαλώ... Μιά υπόκοφη βραχνή φωνή φτάνει στ5 αυτιά του από τήν άλλη άκρη του σύρματος. — Έδώ ένας καλός φίλος πού θέλει νά σου δώση μιά χιρή|σ ιμη πληροφορία... — (Νά τήν ακούσουμε χα σμουριέται ό ντέτεκτιβ. Κι5 ό άγνω·στος συνεχίζει: — "Αν ιθελης νά πιάσης τον τρελλό εφευρέτη πού κά νει τις ανατινάξεις, έλα ατιτάψε τά μεσάνυχτα στο νούμε-
© ΤΡΕΛΑ©2
<ρο 56 τής Ζάγικρετ ,Στρήτ στο προάστιο Χούλτον. Είναι μιά μικρή παληά κιι" έρημη, βίλλα. θά πηδήσης αϊτό τά κάγκελα τού κήίπου καί θά δής στη μέ ση τής αύιλής ένα πηγάδι μέ μαγγάνι καί σχοινί. Τό πηγάέ1 αυτό είναι χωρίς νερό καί άποτελεΐ την είσοδο μιας κρυ <μής στενής σήραγγας τσύ -βγαίνει, στο υπόγειο τής έρη μης αυτής βίλλας. θά πιαστής λοιπόν άπό τό σχοινί πού κρέμεται; θά κστεβής στ" άνοιγμά του κι* από εκεί προ χωρώντας θά ψτάσης στό υ πόγειο. Στην τρίτη πόρτα α ριστερά θά κοιμάται σ Μπέν Καρόν. "Άνοιξε την καί προ χώρησε^ νά τον πιάσης. Πρό σεξε μην άνάψης φως πριν μπής στό τρίτο δωμάτιο αρι στερά... — Ποιος είσαι εσύ; ρωτάει ό ντέτεκτιβ. Κ" ή -βραχνή υπόκωφη φω νή του επαναλαμβάνει: — "Ενας καλός φίλος. Ό ντέτεκτιβ Μάξ Μπώρ με τά τό τηλεφώνημα, σηκώνεται συλλογισμένος από τό κρεβά τι του, ξυρίζεται, πλένεται καί ντύνεται. Τή στιγμή πού είναι όμως έτοιμος νά φυγή, δέχεται στό διαμέρισμά του τήν έπίσκεψι τής δημοσιογρά φου. Ή Τζίν πόύ είχε κρυφακού σει τό τηλεφώνημα του άγνω στου), τόυ λέει, με προσποιη τή ανησυχία: — ιΕίδα φοβερό όνειρο Μάξ λέει. Είδα πώς1 ήταν μεσάνυ χτα καί σέ είδα νά πηδάς τά
κάγκελα του κήπου μιας έρη μικής βίλλας. "Υστερα νά κα τεβαί'νης σ5 ένα ψεύτικο πηγά δι ικι" από εκεί νά προχωρής σέ μιά σκοτεινή σήραγγα καί νά ιβγαίνης στό υπόγειο ττχς βίλλας αυτής. Τέλος νά μπαίνης στην τρίτη πόρτα ορίστε ρά, ν’ άνάβης τό κλεφτσφάνα ρό σου καί νά πιάνης κοιμι σμένο τον τρελλό εφευρέτη ! · Ό ντέτεκτιβ χαμογελάει. — "Έστω, θά σέ πάρω κι" εσένα μαζί μου απόψε τά με σάνυχτα, τής λέει. —ιΓιατί; τον ρωτάει. Έπει δη είδα τό όνειρο; — "Όχι. "Αλλά επειδή πα ρακολουθεΐς τά .. .κρυφά τη*· λεφωνήματά μου, τής απαντά Χθές άνε κάλυψα την κρυφή ένωσι πού έχεις κάνει. "Οταν ευκαιρήσω θά τή χαλάσω... Στις δώδεκα τά μεσάνυχτα
ΜΑΞ ΜΠΩΡ κι" ή Τζ»ν "Άστορ είναι αφάντα στα ριψοκίνδυνοι νέοι. Καί νά: "Ακριβώς τά μεσάνυ χτα βρίσκονται έξω άπό τήν ερημική βίλλα τής Ζάγκρετ Στρήτ, στό προάστιο Χουλτον. ^Πηδούν ^ αμέσως άπό τά κάγκελα τού κή|που, κατεβαί1 νουν στό ψευτοπήγαδο καί προχωρούν, χωρίς ν" ανάψουν φως, μέχρι τό εσωτερικό τού υπογείου τής βίλλας. Έκεΐ 6 Μάξ ανοίγει τήν τρίτη πόρτα αριστερά καί μπαίνει πρώτος στό σκοτεινό δωμάτιο. Τον ά κολσυθεΐ αμέσως κι" ή Τζίν κι" άνάβουν τά κλεφτοφάναρά
Ο
ΕΦΕΥΡΕΤΗΪ
τους. Την ίδια στιγμή, ένας ρικροκαμω μένος άνθρωπος μέ μαύρα μακρύ ράσσο και κου κούλα στο κεφάλι, κρυμμένος κάπου στο σκοτάδι, απλώνει τό χέρι του, τραβάει την ττόιρ τα πού μπήκαν οι δυο νέοι-, τήν ξανακλείνει και τής βγά ζει μια βαρεία σιδερένια άμττά ιρα. Μια νέα γυναίκα πού μοιάζει ισάν υπηρέτρια τού φέρνει ένα μεγάλο φυσσερό σαν αυ τά πού φουσκώνουν τά μπαλλόνια. Ό άγνωστος μέ την κουκούλα βάζει τη σωληνωτή μύτη τού φυσσεροΰ σέ μια μι κρή στρογγυλή τρύπα τής πόρτας και ιφυσσάει πολλές φορές μέσα. "Υστερα γυρίζει ένα διακόπτη, καί φωτίζοντας τό εσωτερικό του κλειστού δω ματιού, σκύβει καί κρυφοκυττάζει ιάπό τήν ϊδια τράτα πού είχε φυσσήιξει μέσα τή ναρκω τική σκόνη,. Βλέπει τον ντέτεκτιβ καί τή δημοσιογράφο πού τήν εί χαν ιάναπνεύσει νά κλονίζων ται για λί!γες -στιγμές κι5 ύ στερα νά σωριάζωντα! κάτω αναίσθητοι. Ό !μ ικροκαμωμένος αγνώμ ατος μέ τήν κουκούλα, ξεκλει βώνει τώρα τήν πόρτα καί μπαίνει1 μέσα μαζί μέ τή νέα γυναίκα. Δένει γερά αμέσως τά χέρια των δυο αναίσθητων θυμάτων του σέ χοντρούς κρί κους πού βρίσκονται χτισμέ νοι ατό ντουβάρι καί δίνοντας τους ν3 άναπνεόσουν τό υγρό κάποιου μικροσκοπικού μπαυ καλιού τούς συνεφέρει. Τέλος, μέ τή βραχνή κι’ υ
πόκωφη φωνή τού άγνώστου πού είχε τηλεφωνήσει,, τούς λέει: — Έπι τέλους! Πέσατε στην παγίδα, πουλάκια μου! Χά, χά, χά! Κι3 αρπάζοντας από μια γωνιά ένα χοντρό βούρδουλα αρχίζει νά τούς χτυπάη μέ λύσσα, μουίγγρίζοντας: — Νά λοιπόν, γιά νά μά θετε νά μήν ιάνακατευόσαστε στις υποθέσεις τού Μπέν Κα^ ρόν! Ή νέα γυναίκα βγάζει ένα πιστόλι καί σημαίδεύει μέ τήν κάννη του τούς δυο δεμέ νους νέους. •Καί τώρα άς ξαναγυρίίσου^ με στήν πρώτη- σκηνή τής πε ριπετείας μας. "Οπως θά θυμόσαστε είδα με ξαφνικά τήν κλειστή πόρ τα τού μπουντρουμιού νά μισοανοίγη αργά κΓ αθόρυβα"Ενα ανδρικό χέρι παρουσιά ζεται στο άνοιγμά της κροοτώντας από τήν κάννη του έ να μεγάλο πιστόλι μέ μύλο. Τό σηκώνει καί χτυπάει ξα φνικά τό κεφάλ ι τής άγνωστης μέ τό πιστόλι. Ή γυναίκα κλονίζεται γιά λίγες στιγμές καί σχεδόν αμέσως σωριάζε ται λιπόθυμη. Ό άνθρωπος μέ τό μαύρο ράσσο καί τήν κουκούλα πα ρατάει τρομοκρατημένος τό χοντρό βούρδουλα καί μ* ένα πήδημα βρίσκεται κοντά στή μισοανοιγμένη πόρτα. Τήν α νοίγει μ5 ένα βίαιο τράβηγμα καί 'βγαίνει σά σίφουνας έξω παρασύραντας κι3 άνατρέπον
32
τας τον άνθρωπο πού είχε •χτυπήσει με τή λαβή του πι στολιού του τή νέα γυναίκα. Ό άνθρωπος αυτός πού δεν είναι άλλος από τον επιθεω ρητή Μπέριμαν και πού είχε φθάσει εκεί ειδοποιημένος κρυφά από ένα τηλεφώνημα τής Τζίν "Αστορ-, πετιέται ά μέσιως όρθιος και κάνει νά κυ νηγήση τον άγνωστο μέ τήν κουκούλα. Μά αφάνταστα γρή γορος εκείνος, διασχίζει τή σήραγγα, ανεβαίνει από- τό . πηγάδι, πηδάει τά κάγκελα τού κήπου καί γίνεται άφαν1ος! Ό Μπέρ ι μιαν ξαναγυρίζε ι άπρακτος στο τρίτο δωράτιο αριστερά πού βρίσκονται ντέτεκτιιβ καί ή δημοσιογράπ φος δεμένοι, κι5 ή άγνωστη νέα γυναίκα αναίσθητη1. Βγάζει* αμέσως ά(πό τήν τσέπη του ένα ρεγάλο σουγιά καί κόβει τά σχοινιά των χε ριών τους. Μάξ κι5 ή Τζίν "Αστορ πετιώνται όρθιοι. Ό ντέτεκτιβ σκύβει γρήγορα στή νέα γυναίκα καί τήν κυττάζέι προσεκτικά. Αμέσως τή συνε φέρνει μέ 'μερικά χαστούκια, τή στήνει όρθια καί τραβώντας τής (βγάζει τήν ψεύτικη περρούκα πού φοράει. "Ύστερα ξεκολλάει άπό τό πρόσωπό τηις τήν πλαστική μάσκα τής μεταμψιέσεως. — Ή Μπούλ!, κάνει κατά πληκτη ή Τζίν, μόλις βλέπει πώς ή άγνωστη, γυναίκα δεν ήταν παρά ή μικρή ύπηιρετριούλα της. ^—ιΓΊόδς ιβρέθηικες έδώ; τή ρωτάνε όλοι μαζί. Ποιας ήτα-
Ο ΤΡΕΑΑ0Ι
νε αυτός μέ τό ράσσο καί τή μαύρη κουκούλα; Ή χαΐζή Μπούλ >μέ τή μον τέρνα αλογοουρά, ξύνει τό πονεμένο κεφάλι της: — Δεν φταίω έγώ! Ό Γ ιούπυ μέ μασκάρεψε έτσι, γιά νά (μέ κάνη βοηθό. του. Φόρε σε κι5 αυτός ένα μακρύ μαύρο ράσσο ·μέ κουκούλα καί σάς τηλεφώνησε γιά νά έλθετε έ δώ νά σάς δείρη μέ τό βούρ δουλα καί νά βγαληι τό άχτι του. Ή δημοσιογράφος ψιθυρί ζει χαμένα: — Κι3 εγώ τάστέψα πώς ήταν ο Μπέν 'Καρόν! ^— "Όχι, τής λέει ή Μπούλ Τον τρελλό εφευρέτη τον έχει σκοτώσει ό άνθρωπος μέ την κουκούλα καί τον έθαψε έξω στον κήπο... — Ποιος άνθρωπος μέ τήν κουκούλα; ρωτάει μπερδεμέ νος ό έπιθεωρητής. Αυτός που ήταν έδώ κι5 έφυγε; —"Όχι. Αυτός καλέ ήτανε ό Γ ιούπυ. Γιά τον άλλον σάς λέω πού έκανε τίς. άνατινά» ξεις, Ό Γ ιούπυ τον έχει δεμέ νον στο πρώτο δωμάτιο άριστερά καθώς ιμπαίίνουμε. "Ο Μπέριμαν, Μάξ Μπώρ κι5 ή Τζίν "Αστορ τρέχουν α μέσως στο δωμάτιο πού τούς υπέδειξε. Πραγματικά <μέσα σ' αυτό βρίσκουν δεμένον έ ναν άνθρωπο .μέ ,μαύρο ράσσο καί κουκούλα. Τού βγάζουν τήν κουκούλα καί γουρλώνουν άπό κατάπληξι τά μάτια τους, μουρμουρίζοντας: — Ό Μπίλλ Χούντερ! — Ναι, τούς άποκρίνεται
ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
33
αυτός σοβαρά. Έγώ είμαι άλλα έχασα τό παιχνίδι αυτή τή φορά. "Ας αψεται αυτός ό ■μικρός σατανάς που μέ παρα κολούίθησε κρυφά ικιΐ* έφτασε ως εδώ. Μέ χτύπησε κρυμμέ νος στο σκοτάδι και μ* έδεσε δ πως μέ βλέπετε... Ό Μάξ τον ρωτάει: — Έσύ άπήγαγες άπό τό Ψυχιατρείο τον τρελλό έψευρέ τη; — Ναί. Δωιροδόκησσ Ακρι βά νοσοκόμους, νυχτοφύλακες καί θυοωρούς... —Γ ιατί; Ό Μπίλλ Χοΰντεο πού έ κανε άίλλοτε τον ηλίθιο, άπο κρίνεται τώοα μέ κυνισμό: — Γιά νά τον σκοτώσω, ό πως τον σκότωσα, καί νά κλη. ρονομήσηι ή γυναίκα του την περιουσίά του. — ΊΊοιά γυναίκα του; — Ή^Όρτανς! Την είχε παντρευτη κρυφά. — Καί την παντρεύτηκες κΓ έσύ; ^— Νάί. Γ ι ά νά σάς ξεγελά)σω. Ό δικός μας γάμος θ’ ακυρωνόταν ικαί θά πήγαινα με δυο - τρεις μήνες φυλακή. Ό πρώτος όμως γάμος τής Όιρτανς θά Τσχυε. ΚΓ όταν
θά ξεμπέρδευα τον «Τρελλό» θά τον κληρονομούσε! , Ό Μάξ, Μπώ'Ρ, ό Μπέριμαν κι* ή Τζίν, μένουν γιά λίγο σιωπηλοί καί συλλογισμένοκ Ό Γιούπυ. τό διαβολεμένο αυτό παιδί μέ την κατα πληκτική (αστυνομική μεγαλοφι/ια έΐχε πολ ύ π ιό μπροστά άπό αυτούς βρή τή λύσι τού ,μυστηο'ίου. 'ΓΓ αυτό ρώτησε προχθές τή νύχτα στο. δια μέ ρισμα τού Μάξ Μπώρ: «— Κι* άν ό πρώτος σύζυ γος δεν έχει πεθάνει, ούτε έ χει πάρει διαζύγιο, δέν μπο ρεί μιά γυναίκα νά ξαναπαντρευτή;» (Κι5 όταν ή δημοσιογράφος τού έξήγησε πώς μποοεΐ, Αλ λά ό δεύτερος γάμος Ακύρωνε ται κάί θά ικατ,Αδ ικάστή σέ με ριικούς μήνες φυλάκισι, τον α κόυσαν νά μουρμσυρίζη: «—1 Σπουδαία τά λάχανα!» Ό Μάξ Μπώο κουνάει μέ Απογοήτευσι τό κεφάλι του ψιθυρίζοντας: — Μάς τό είχε πή καθαρά ό διαβολεμένος αυτός μικρός! 'Έπρέπε νά καταλαβαίναμε! Καί καταλήγει. —1 ιΚαλσ ιεκσνε λοιπόν καί μάς τάραξε στο ξύλο μέ τό βούρδουλα!...
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις 0.Ε.
ΔΕΚΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ Γραφεία: 'Οδός Αέκικα 22— Άριθ. 8 — Τιμή δραχμαΐ 2 Δημίοσ ιογραιψ · κιός Δ)ντή ς: Σίτ. *Ανεμοδουρας, Φαλήρου 41. Οι κονομικός Δ)ιντής: Γεώριγ. Γ*εωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηιβασ ι λείου, Ταταούλων 19 'Ν. Σμύρνη.. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΠΙΤΑΓΑΙ: >Γ. Γεωργι άδην, Αέκικα 22/ ’ Αθήνα ι.
οθ ΑΝΑΚΟΙΝΟΣΙΣ Μέ τό τεύχος κλείνει η εκδοσις τού ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ. "Οσοι άπό τους άναγνώστες μας δεν έχουν πάρει όλα τά τεύχη του και επιθυμούν νά τά αγοράσουν, μπορούν νά τά προμηθευτούν άπδ τά γραφεία μας. Λέκκα 22, υπόγειο. "Ο σοι επίσης θέλουν νά βιβλιοδετήσουν τά τεύχη τους, σ* έ ναν κομψό ικαι χρυσοπανόδετο τόμο., μπορούν νά φέρουν τά τεύχη τους στά γραφεία μας πληρώνοντας 5 δραχμές γιά τη βιβλιοδεσία.
οΟο
7)//ΟΡ°Π& Γ/ΡΤ/Α 777/ ΓΗ/ΟΧ
ΜβΙ ! ΤΖ9Η ΜΠΛΡΤΟ//1ΗΡ1Η/9 Η 7)ποαε/ζΗ·ε/)ηρτ?ζ& τη ΘεΡΗοτίΡΑΤΙβ 7Η/ ΓΤΟΓΗ2 ΜΟ/ 77Ρ/Η ΠΡΟ£77/ΡΘ° ττορτ ΠΑ7ΡΜ67/Ό 77/) ΑΛΉ ΤΗ* ■ 71/9/ ΜΟΛ/Ο Η Θ£ΡΗ// ///)/ 77717)74/7) ΓΤ/ΟΡΟΧΗ 7Τ7/)ΡΧ£Ι 77/)£. V» *
2
* · ·
ΖΓ/?/ ΟΤβΜ Ο ΤέΡ/ν /Ϊ&/Υ61 ΤΗ/Υ
βΡΛΗ ΤΟ /7/9/7/0 ΡΗ7 0. . .
τ< ζΙ/ΥΟΡΡ/ΤΟέ .. . £/ΤΑ£ ΛΟίΜΟί.. &//ΑΙ βΘΡΟέ.. €?έ