ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-087-2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
γραφα στην εφημερίδα. Τά περιδένουν για νά βγάλουν παραρτημα! Και νά πής στον κ. 'Έμορυ, τον αρχι συντάκτη, ότι τό πόδι μου πάει πολύ καλά. Αύριο, 0ά σηκωθώ από τό κρεββάτι. Πήγαινε κι5 έλπίζω νά μην τά κάνης πάλι θάλασσα! Ό Τζίμ, τό αραπάκι, πού δούλευε κλητήρας στην Υδια εφημερίδα, χαμογέλασε πλα τεία δείχνοντας δυό σειρές από κάτασπρα δόντια και α πάντησε: —Μείνε ήσυχος, κ. Μάκ! Θά πάω σα'ίττα! Καί χάθηκε από μπροστά του. Θά κρατούσε τήν ύπόσχεσί του ό Τζίμ και θά έ φταναν εγκαίρως τά χειρό γραφα στον προορισμό τους, άν δέν υπήρχαν... ζαχαροπλα στεΐα! Καθώς βγήκε άπό τό σπί τι τού Μάκ καί πέρασε στο Ό Τζίμ Γκάφας κάνει άντικρυνό πεζοδρόμιο, τά μά ...γκάφα! τια του καρφώθηκαν στη με ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, 6^ νεαρω- γάλη βιτρίνα ενός ζαχαρο τερος ^ αστυνομικός ρέ- πλαστείου, πού ήταν γεμάτη πορτερ τής μεγάλης έψημεάπό τούρτες! ρίδας «Ντάίηλυ Χέραλντ» —Μεγάλε Θεέ των νέ τής Νέας Ύόρκης, άνασηκώ- γρων!, μουρμούρισε. θηκε στο κρεββάτι του κι* έ ΚΓ έρριξε... άγκυρα μπρο δωσε ένα χαρτοφύλακα σ’ έ στα στη βιτρίνα! να μικρό και σβέλτο αραπά Δυό ήσαν τά κυριώτερα κι, που στεκόταν μπροστά χαρακτηριστικά τού μικρού του. Ιζίμ: ή μεγάλη ευπιστία “Θά πας όσο πιο γρή του καί ή ασυγκράτητη μα γορα μπορείς,^ Τζίμ,^ του εί νία του γιά τά γλυκά. "Ό πε, νά παραοώσης τά χειρό- ταν άντίκρυζε πάστα, τούρ-
Ο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2 (παλιές 2·Ι
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Λνν\ν^ΛΛ(νννν\ΜΛννν\Λ\ννν\\ν\νΥνννν\Λν\Λ νννΙννννννΛνν\\\ΛΛνν\ΐΛνννν νΛΛ ν\ ν\\Λ.'νν\Λνν,\ ννΛ \\ ΛΑηνίΛ\ ΛΑ\Λννννν\\ V
τα, σοκολάτα, καραμέλες,, τά ήταν άνίκανο νά λειτουργήγόνατά του λύνονταν άπό τη ση κανονικά. λιχουδιά, τά μάτια του άλλ — Καλά, είπε. Κρατήστε λοιθώριζαν καί τό χαζό μυα την τσάντα κι3 έφτασα! λό, του έκανε τότε τις. τγιο με Καί χώθηκε στό 'ζαχαρο γάλες καί . ιτιό απίστευτες πλαστείο. Παράγγειλε δέκα γκάφες τού κόσμου ί πάστες μαζεμένες κι3 άρχισε . Γι' αυτό οί συντάκτες τής νά τίς καταβροχθίζω λαίμαρ εφημερίδας του τον είχαν ο γα, μουρμουρίζοντας: νομάσει Τζίμ Γκάφα καί του —'?Άααχ!. Σ3^ ευχαριστώ, έδιναν αμέτρητες καρπαζιές μεγάλε θεέ των .νέγρων! ιά τίς γκάφες του καί ψιλο- Άααχ! . ^ · * * ωρήματα. για νά άγοράζη Βρισκόταν στην, τέταρτη πάστες... πάστα, όταν άπό τό κρύσταλ —Μεγάλε -Θεέ των νέ λο· τής βιτρίνάς .είδε τον άν γρων!, μουρμούρισε πάλι τό θρωπο μέ τό .παπίγιον νά α αραπάκι μπροστά στή^ βιτρί- πομακρύνεται μέ την τσάντα. να του ζαχαροπλαστείου. Πε Τον είδε νά μπαίνη σ3 ένα Βαίνω για μια παστουλα καί αυτοκίνητο πόυ περίμενε κον-. είμαι αδέκαρος I Κάνε ' τό τά στό πεζοδρόμιο καί. νά ε θαύμα σου... * τοιμάζεται νά ξεκινήση. Ό Μια φωνή είπε δίπλα του: Γ κάψας πήγε νά φωνάξη, μά, ιΜ5 έστειλε ό Θεός..των καθώς είχε μπουκωμένο τό νέγρων νά σέ κεράσω δέκα στόμα του, 8έ μπόρεσε νά πάστες! βγάλη λέξι. Τά χείλια του, Κι3 ένα χέρι έβαλε ένα ή μύτη του, τό σαγόνι του ήχαρτονόμισμα στο δικό του. σαν πασαλειμένα μέ άσπρη Μέ τά μάτια γουρλωμένα, κρέμα κι3 ήταν πραγματικά μέ τό στόμα ορθάνοιχτο,, μ.έ νά ξεκαρδίζεται κάνεις στα την άνάσα πιασμένη, 6 Τζίμ γέλια καθώς τον έβλεπε νά γύρισε αργά. Είδε έναν υψη κάνη τρομαγμένος κάτι πα λό κύριο μέ κόκκινο παπιγι- ράξενους μορφασμούς. όν νά τού χαμογελάη μέ καλό 3Αλλά τό μικρό αραπάκι, σύνη. ; ;δ Τζίμ, 6έν είχε κάμμιά ορε—Γιατί χάνεις την ώρα ξι .για γέλια. Κατάλαβε πώς σου, μικρέ;, τού είπε. Αόσε έπεσε σέ παγ ίδα καί την έμου τό χαρτοφύλακα για νά παθε. Κάτι έπρεπε λοιπόν νά μή σέ δυσκολέψη κι* έμπα νά κάνη, γιατί μέ τό δίκησ του φας τίς πάστες σου! Θά σέ ό Μάκ Ντάνυ θά γινότανε θη περιμένω έδώ! ρίο^ γιά· την καινούργια αυτή, Καί άπλώνοντας . τό χέρι γκάφα του. Τό αυτοκίνητο του τράβηξε τό χαρτοφύλακα ξεκινούσε καί σέ λίγο θά χα άπό τή μασχάλη τού Τζίμ. νόταν μέσα στό πλήθος των Τό αραπάκι παραξενεύτηκε άμαξιών πού κυκλοφορούσαν γι3 αυτό, μά τό μυαλό του στό δρόμο.
Ϋη%ΡΑΗ$Ρ&η&$
'
■
' ' # *ΗΜ&&Η*44Η*$ν Η4Μηΰ«ηΜ)*ΜΜ¥»'
κη κΰύβσ^ η&υ, ■ π&ύ .' ήταν σταματημένή^ έκεϊ, .και ξεκί νησε. Άπ’ τό παράθυρο· είχε διακρίνει τό σχέδιο, τσ χρώ μα καί τό· νούμερο τού αυτο κινήτου τού γκάγκστερ. "Αλ λά,· καί αυτό άν §έν ήταν, θά μπορούσε νά τό ξεχωρίση α νάμεσα σέ χίλια άλλα, -α φού πίσω του ήταν κρεμασμέ νο καί ταξίδευε... δωρεάν τό αραπάκι .παραλειμένο; -ακόμα, μέ κρέμες καί · σοκολάτες-ί : Ό δρόμος ή,ταν' γεμάτος κίνησί καί ό Μάκ Ντάνυ δυ σκολευόταν κάπως νά οδήγη σή, μά "έπρεπε νά κάνη τ3 α δύνατα δυνατά γιά νά προλά βη. εκείνον; πού είχε κλέψει, το χαρτοφύλακα του. Ευτυ χώς, σέ κάποια δίασταύρωσι, ■ ’ Ό κύριος με το κόκ άναψε τό κόκκινο φώς, τής,, κινο παπιγιόν... τροχαίας καί ή μικρή- κούρ σα τού νεαρού ρεπόρτερ καν^ ΤΟ ^μεταξύ, ·ό Μάκ Ντάνυ, τάφερε·.νσ τρυπώση άναμεσα ^^ καθώς ήταν ξαπλωμένος στ5 άλλα αυτοκίνητοι καί νά στο κρεββάτι του πλάϊ. στο παράθυρο, είχε· παρακολου ζυγώση τό αμάξι τού άγνω στου μέ ^τό κόκκινο παπί γι θήσει δλη αυτή τή σκηνή.; ον. Τήν ίδια στιγμή . όμως, —-ΤοΟ' τή σκάσανε -τού1- εσδυσε τό κόκκινο κι5 άναψε Τζίμ!, Ϋρύλλισε. ^Έκλεψαν τό- πράσινο .φώς. Ό δρόμος τα χειρόγραφα... έ κ .ε ? ν ο ι! ήταν πάλι ελεύθερος καί τό . Καί, παρ5 δλο που ό για αυτοκίνητο μέ τον * Γκάψα τρός τον είχε συμβουλεύσει στο πίσω μέρος ξεκίνησε α νά μείνή ακίνητος είκοσιτέσ-τ μέσως καί τρύπωσε σέ μια σερις ακόμα-ώρες στο κρεβ πάροδό. . · · βάτι, ντύθηκε ■ βιαστικά καί,, . Ό Μάκ , τό ακολούθησε. χωρίς νά λογάριάση τούς πό Τώρα ό Τζίμ, πού άναγνωρι- 1 νους τού χτυπημένου, του πο σε τήν κούρσα τού λευκού φί διού πού πριν δυο μέρες τό λου του, κούνησε χαρούμενα είχε 'τραυματίσει, καθώς δο-. τό ένα του χέρι. Αυτή όμως κίμαζε νά πηδήση σ* ένα βα ή κίνησι ήταν ' μοιραία γι γόνι τού υπόγειου· σιδηρο αυτόν. Τό άλλ© χέρι δέ μπό δρόμου, κατέβηκε στό δρομο, ρεσε νά κράτηση τό βάρος μπήκε στή μικρή όεροδνναμι- τού κορμιού του καί ρ μικρός
Το** 'ά Γ^φας |6αλ£ Ιλη 'τή'δύναμί του, κατάπιε όλά* κερη -την πάστα που είχε ©τό στόμα του κΓ άρχισε νά τρέχη. Μπερδεύτηκε _ στα πόδια μερικών διαβατών, αναποδο γύρισε .μια "...χοντρή κυρίά, , τρύπωσε κάτω από τά σκέλια ένός ψηλού πόλισμαν πού κα νόνιζε τήν τροχαία. κΓ έφτα σε το αυτοκίνητο. Σκαρφάλω σε στ© πίσω του - μέρος καί, μονάδά όταν- γαντζώθηκε κα λά, ησύχασε... ■ .—“Τώρα θά'μέ 8ή_ σά φάν τη μπαστούνι μπροστά του, σκέψθηκε, καί θά τού πάρω τά χαρτιά. "Αμ, βέν τήν πα θαίνει εύκολα ο Τζίμ Γκά ψας ! · λ
6 νέγρος
Ρ^ΑΚί,
Ο
Ν£0ί
κατρακύλησε ^ μέσα
—Την έκανες πάλι τή βλα
στο δρόμο σάν βαρελάκι! -—Στάσου, κύριε Μάκ!, φώναξε και σηκώθηκε. Στάσου! Ό νεαρός ρεπόρτερ, παρ’ δλα τά νεύρα πού είχε, "φρε νάρισε. Είχε μια παράξενη αδυναμία σ^ αυτό τό παιδί, πού ήταν στιγμές - στιγμές έξυπνο, άλλα πού τον πιο πολύ καιρό θύμιζε μια ανόη τη χήνα. .
κεία σου, Γκάφα!, του είπε καθώς τον έρριχνε μέσα στ’ αμάξι χωρίς να σταματήση έντελώς. Θά φάς πάλι τις καρπαζιές σου! Στο λέω για να μην έχης παράπονο! Σ’ αυτό τό μεταξύ, τό άλ λο αυτοκίνητο είχε σταματή σει έξω από μια μεγάλη σι δερένια πόρτα, στο βάθος του δρόμου. Ό άνθρωπος μέ τό παπιγιόν βγήκε μέ τον χαρτοφύλακα στα χέρια του. "Ανοιξε τή σιδερένια πόρ τα μ’ ένα κλειδί πού έβγαλε από την τσέπη του, έρριξε μια ματιά δεξιά κι’ αριστε ρά, πριν περάση μέσα, εΐδε τό αυτοκίνητο του δημοσιο γράφου, δέν έδωσε σημασία, προχώρησε καί χάθηκε άπ’ τά μάτια τους... —Έσύ θά μέ περιμένης ε δώ! είπε ό Μάκ στον Τζίμ. Δέν θά τό κουνήσης από τό αυτοκίνητο, άν δέν γυρίσω. "Αν ξανακάνης γκάφα, θά άπολυθής! Ή γροθιά τοϋ Μακ κά νει θαύματα...
\ΗΣΙΑΣΕ στο σπίτι μέ προφυλάξεις. ^ Ό δρόμος δέν ήταν πολυσύχναστος καί αυτό τοΰ άρεσε. Απότομα ό μως ξαφνιάστηκε. Αναζήτη σε μέ τό βλέμμα κάτι στά δάχτυλά του καί δέν τό βρή κε. '—"Αν είχα μαζί μου τό δαχτυλίδι, είπε μονολογών τας, όλα θά είχαν τελειώσει τώρα. Αλλά μέ τή βιασύνη μου τό ξέχασα καί δέν έχω
Π
Ό ιτατέρας του Μάκ τοΰ^ εδειξε δυο ' δοτχταλίδια με πετράδια,..
νι*%ν*ν*Λ«Μ'ί*ν&νννΐ4&νΗ%ηΦΐΜ'ΐη<Η'νΜΐν τόν καιρό να γυρίσω σπίτι νά τό πάρω! Νά δούμε πώς θά τά καταφέρω τώρα.,. Σ καρφάλωσε σάν αίλου ρος στα κάγκελα του μικρού κήπου κι" έφτασε στην έσωτερική πόρτα. ^Ηταν κλει στή. Μά τό άνοιγμά της ή ταν ένα παιχνιδάκι για τον δαιμόνιο νεαρό αστυνομικό ρεπόρτερ. "Έβγαλε ένα μι κρό εργαλείο και σέ λίγο α θόρυβα βρέθηκε σ’ ένα ευρύ χωρο χώλ. "Ακούσε κάποιον πού ^μιλούσε μεγαλόφωνα. Πλησίασε προς τά εκεί κΤ α πό μια μισάνοιχτη πόρτα εί δε τόν άγνωστο μέ τό παπίγιον νά τηλεψωνή σε κάποιον ευχαριστημένος. -—"Έχουμε τά χειρόγραφα του μωρού στά χέρια μας, έ λεγε. Μή σέ νοιάζει! ΓΥ α πόψε τουλάχιστον πρέπει νά ήσυχάσης. Δέν θά δημασιευθή τίποτα. Τό «Νταΐλυ Χέραλντ» θά κυκλοφορήση, χωρίς τό άρθρο του. 'Ως αύριο έ χουμε, λοιπόν, καιρό.- *Η δουλειά μας θά έχη τελειώσει καί τότε μπορεί νά γράφη δ,τι του γουστάρει, άν εΐναι ...ζωντανός! Τό αεροπλάνο είναι έτοιμο; Ωραία! Ό Μάκ έμεινε ακίνητος. Τον ^άφησε νά τελείώση, για τί δέν ήθελε νά πληροφορηθή 6 άλλος που βρισκόταν στην άλλη άκρη του σύρματος τί έπρόκειτο νά συμβη, και ό ταν τόν είδε νά ξαναβάζη τό ακουστικό στη Θέσι του, έ σπρωξε την πόρτα καί χύμηξε απάνω του. Ή πρώτη γρο 9ιά του Μάκ Ντάνυ βρήκε
ί;Χ;¥; Μ ίίή*ί
ιιριβί^ιιΐιιιβΐ
»ΐΐΤ^ιΐΙΙ
»ν·ν«
.ν.νΛν
*
’^Υιί'χ Τό Γεηάκ ι, 6 Ν έο ς ' Υττερ άνθρωητο ς αρΊταξΈ τόν ά3τό άττό τό λαιμό!
τόν άνθρωπο μέ τό κόκκινο παπιγιόν στο σαγόνι. Ή δεύ τερη ήταν στο στομάχι καί ή τρίτη τού ξεβίδωσε την κάτω μασέλα. Εκείνος ξαφνιασμέ νος από την απρόοπτη επίθεσι παραπάτησε σάν μεθυ σμένος καί πήγε καί άκουμπησε τή ράχη του στον α πέναντι τοίχο βλαστημώντας, —Τώρα είμαστέ πάτσ ι, φίλε!, του είπε ό ρεπόρτερ*
I, 6
^Ιόϊ’
Φέρε *δν χβιηύφυΧακ® (*έ., τά. ί& νά κανθόν βόλτες γύρω απ’ χαρτιά αν · 8έν θέληή. νά Λ ,μώσω περισσότερο!... το ■του. I». .»/· είναι /—/Μ1 ^Εφαγες, βυζανιάρι καλά φυλαγμένος ί, άποκρ'ίκο!, τού είπε σκουπίζοντας θηκε εκείνος κι* έβαλε τό χέ-·\ τά ματωμένα του χείλια. Άλ ρι στην, τσέπη. Τώρα θα μου λη φορά όμως θά τά κουβεν τιάσου με. , ·' τό πλήρωσής αυτό πού έκα νες,· μωρό! Θά μου , τό ■ πλή -Ό ρεπόρτερ - έσκυψε καί ρωσής και αμέσως μάλιστα!. πήρε τό πιστόλι. .—-Πού είναι ο χαρτοφύλα Ό Μακ Ντάνυ· είδε τότε· τή σκοτεινή κάννη ένός πιστο κας; ρώτησε. Εκείνος έδειξε τό δεξιό λιού νά τον σημαδεύη και πή δησε πλάγια; Ή σφαίρα ^πή . συρτάρι ένός τραπεζιού. . —Εκεί μέσα είναι! γε και καρφώθηκε στην άλλη πλευρά του τοίχου. Ό Μακ προχώρησε , πρός -—-Ακόμα ■ δεν έβαλες . μυα- ■ τό συρτάρι πού τού έδειξε καί τ’ άνοιξε. Ό χαρτοφύλα λοί, -του. φώναξε ό ρεπόρτερ* Π έταξε -αυτό τό παιχνίδι που κας ήταν πραγματικά εκεί. Δεν τον είχε γελάσει. Άπλω κροετάς στά χέρια σου, αν 5έ θέλεις αύριο νά σου κάνουν - σε τό χέρι να τον πάρη, μ.ά την ίδια στιγμή, άπλωσε κι5 κηδεία... μετά μουσικής! ό άλλος τό-χέρι στον τοίχο Μά ό άλλος ξαναπίεσε τή καί γύρισε ένα κουμπί, πού σκανδάλη. Ό Μάκ Ντάνυ/ ο νεαρώτερος ρεπόρτερ τής Νέ έμοιαζε μέ ηλεκτρικό διακό πτη. Τότε, ό Μάκ αισθάνθηκε ας Ύόρκης, είδε μιά και νούργια γλώσσα φωτιάς κι* - ένα κομμάτι οπτό τό πάτωμα ένοιωσε ένα κάψιμό οπό Α ' νά υποχωρή κάτω από τά πόριστερό αυτί. Τώρα θύμωσε, · δια του και νά βρίσκεται στό πιο. πολύ καί, παρ’ όλο πού .κενό.,.. "Ενοιωσε νά πέφτη σ' ένα τον πονοΰσε δυνατά τό πλη γωμένο του πόδι, ώρμησε. τσιμεντένιο υπόγειο.; Ή κα σάν λεοπάρδαλη -απάνω του. . ταπακτή ξάνάκλεισέ καί ό Μάκ βρέθηκε τυλιγμένος μέ Ή' σιδερένια . . τανάλια" των σα σ'* ένα βαθύ σκοτάδι. Τώ δάχτυλων του τύλίχ&ηκε στον καρπό του , ώπλισ μενού χε ρα ξαναθυμήθηκε * τό Βαχτυλίδι. Για την ακρίβεια δυο ριού καί τό πιστόλι ξέψυγε από εκείνον πού τό κρατούσε δαχτυλίδια θυμήθηκε. "Ενά μέ μιά γαλάζια πέτρα κι* ένα κι5 έπεσε στό πάτωμα. Μέ τό άλλο χέρι ό Μάκ -τού έδωσε . μέ. πράσινη.· Τά^ φορούσε στά μια·· καινούργια γροθιά .ανά . δάχτυλά του καί; δεν. τά απο μεσα στά -φρύδια, καί ό . άν- · χωριζότανε ποτέ. Μά τούτες τις δυο τελευταίες μέρες, πού θρωπος μέ τό κόκκινο παπ'ιβρέθηκε μέ πληγωμένο πόδι γιόν μούγκρισε σαν πληγω μένο βόδι καί είδε δέκα χιλι- στό κρεββάτι, τά έβγαλε καί
Υ η Ε> Α Ν Θ Ρ ηπ ΟΧ *ν ■ ·" .· -ν. . · .9 ννν\\^\\\νννΐ*ννΛνν,νννννννν'ΐννν\\%νννννννΐΛΜΛΛνΐ\\νΜΛΛΛ>νΐΛΛι\νί\ί\ΛΜΜ'Ι^ΜΛΜΛίΛ^Μ'\4\νΐ.νΐΛΛΛίΥ1^Μινΐ'Ιν\νννΜΛ^ν
τα εκρυψε στο συρτάρι του κομοδίνου του., υέ την βεβαι ότητα δτί δέν θα τα χρειαζό ταν, μιά και Αναγκάστηκε να βρίσκεται ·'κλεισμένος στο "σπίτι..,. Πόσο είχε πεσει ς■ξωΤ; ’ · ·' \ , . / / . -
Το. Γεράκι, ·ό .Νέος 'Τπ ερ άνθρωπος,.; ; ;. ;
ΛΛΑ . άς πάρουμε ... τα πράγ ματα μέ τη σε ιρά τους. Ό Μάκ Ντάνυ ήταν ό νεαρότερος ρεπόρτερ .του «Νταΐηλν Χέραλντ», μά αυτό δεν τό εμπόδιζε να έχη κατα πληκτικές επιτυχίες στο α στυνομικό ρεπορτάζ, τόσες πού. έκαναν τον Αρχισυντά κτη του τον κ. Πήτερ 'Έμορυ νά λέη κάθε τόσο: /■“Αυτό τό παιδί Αποτελεί για., μένα ένα μυστήριο..· Εί ναι μαθητευόμενος δημοσιο γράφος, μάτό μυαλό του λει τουργεί σαν τρ μυαλό. ενός παληού ρεπόρτερ κι* έχει μύ τη .πού θά τή ζήλευε τό καλύ τερο λαγωνικό τής μυστικής . 'Η γφε&ίά τον -Μάκ χτύηττίίΓί· 1 τόν • . $\<%?·&>τγο μέ το ΐτ-^ττ! γ ί ό·ν! αστυνομίας. Νά μέ κρεμά σουν Ανάποδα, - αν αυτό τό μωρό δέν γίνη μια μέρα ένας χορό, κυνηγώντας τούς έγκλη ρπό. τούς μεγαλύτερους ντέ- ματιές που ήθελαν νά βλά ψουν την κοινών ία../Άφοβος, τεκτιβ τού κόσμου!... „ Ό Μάκ ήταν ενα γεροδε τολμηρός, ασυγκράτητος, α μένο παλληκάρι δεκαοκτώ ληθινά γενναίος, . αμείλικτος περίπου χρόνων, μέ ξανθά διώκτης τού εγκλήματος, δε σγουρά μαλλιά καί μπλε μά λογάριαζε ποτέ τή ζωή του, τια καί μ’ ένα παιδιάστικο όταν ήταν νά ριχτή στη σκλη πρόσωπο γεμάτο καλοσύνη ρής μάχη. Τότε κανείς δέ μπο κι* ευγένεια. "Ομως τούτα ρούσε ν' Αστειευτή μαζί τού. τά μάτια . καί τό πρόσωπο 0/Οσοι κακούργοι είχαν γνω συννέφιαζαν κι* έμοιαζαν μέ ρίσει τή σιδερένια του γρο^ Ουρανό γεμάτον * καταιγίδες, θιά καί τό κελάϊδημα τού η ρταν ό Ντάνυ έμπαινε στο μιαυτόματου πιστολιού του
10
ρ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
'»ν«Λ^νννν\ν(Λννννΐ\·ννν^ΜΛΛ^νΛν«ΛΛ/ννν^νν\\%Λνννννν\ν^ν^Λ^νΐνννΐννΐΛ'Λνννΐ'νν!Λν\'.·ν>Λίννΐ.ν^'νννννΐ/νννννννννννν»'ϊ
είχαν νά τό κάνουν καί, μά την αλήθεια, δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένοι από αυτή τή γνωριμία. Το δνομά του Μάκ Ντάνυ ήταν σ3 δλα τά στόματα κι5 οι "Αμερικανοί κΓ οι "'Ελληνες—γιατί ό. νεαρός ήρωας ή ταν από Έλληνιδα μητέρα— μιλούσαν μέ ενθουσιασμό και καμάρι για την πσλληκαριά του. "Όπως μιλούσαν μέ θαυμασμό για τό θρυλικό
"Έπεσε στο βάθος ενός τσιμδντένιον υπογείου!
Γ εράκι, τον Νέον Υπε ράνθρωπο, τον ατσάλινο προ στάτη τού Δικαίου, χωρίς νά πηγαίνη ό νους τους πώς 6 Μάκ Ντάνυ και τό Γεράκι ή2τ ταν ενα και τό αυτό πρόσω πο. Πραγματικά, μόνο 5υό άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήξεραν τό μεγάλο μυστικό πώς 6 Μάκ Ντάνυ ήταν τό Γεράκι καί τό Γερά κι ό Μάκ Ντάνυ, ό νεαρός ρέποοτερ τού «Νταΐηλυ Χέραλντ». Τό μυστικό τού Γερακιού ερχόταν από πολύ μακρυά, μέσα από τά βάθη τής "Απω "Ανατολής. Ό πατέρας τού Μάκ ήταν ενας^ πολυταξιδε μένος σοφός καί, λίγο πρίν πεθάνη, τον κάλεσε στο κρεββάτι του καί τού φανέοωσε κάτι έκπληκτικό, πού τό εί χε μάθει από τό στόμα ένός ιερέα τού Βού88α, στις * Ιν δίες. —Ένώ θά πεθάνω σέ λί γο, γυιέ μου, τού είπε. *Αλλά, ποίν κλείσω τά μάτια μου, θά σου εκμυστηρευτώ τό μεγάλο μου μυστικό. Θέ λω ουως νά μου όοκιστής πώς 8,τι κΓ άν συμβή δεν πρόκειται νά τό χρησιμοποί ησης παρά μονάνα για τό καλό τής ανθρωπότητας... —Σου τό ηοκίίουσι, πα τέρα, είπε μέ δακρυσμένα μά τ*.α ό Μάκ. Τότε ό πατέοας του έβγα λε δυο χρυσά δαχτυλίδια πού Φορούσε στο χέρι καί του τά έδωκε. —Πέρασε τα στά δάχτυ λά σου, τού είπε. Τό ενα, δ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 11 ννννννννΐα^Λ^ΜΛΟ^ννννννΐΛ^\ατ.Λ^^%<^\νννΐ\\νΐν'ηΜΛ\'ίΛνν^'1.'ΐ.’ΐ'ν'4ν>Λ'ν-α'νΐνΐ·\Λ»'ν'\,'ν'»,\\\νΙ,:ιΛ'1’1,\Α.ΛνννΛ'ν'νΛ.<1,νν-'ννΐΛΛ'ν
πως βλέπεις, έχει μια μπλε πέτρα τό άλλο μια πράσινη. Κάτω από τις πέτρες αυτές κρύβεται τό μεγάλο μυστι κό. Οι πέτρες ανοιγοκλεί νουν σαν καπάκια καί κρύ βουν κάτω τους ένα υγρό. Ή μια ή μπλέ, κρύβει τό υγρό πού δίνει δύναμι καί σβελ τάδα σέ κείνον πού θά βάλη στο στόμα του έστω καί μια απειροελάχιστη σταγόνα του. Τον κάνει άτρωτο από τις σφαίρες, μέ σιδερένια μπράτσα, υπεράνθρωπο ικα νό νά ταξιδεύη στον αέρα σαν γεράκι, νά περπατάη στη θάλασσα, νά τσακίζη μέ μιά γροθιά ένα μεγάλο κανό νι, ικανό μ" ένα λόγο νά πραγματοποιή τά πιο απίθα να καί απίστευτα πράγμα τα. Ή άλλη, ή πράσινη, κρύ βει τό άλλο υγρό. Τό αντί δοτο. Μιά απειροελάχιστη σταγόνα απ’ αυτό ξαναφέρ νει τον άνθρωπο στη φυσική του κατάστασι... Σταμάτησε γιά μιά στιγ μή νά μιλάη γιατί κουράστη κε. Ό Μάκ τον κοίταζε μέ κατάπληξι. Τά έξυπνα γαλα νά του μάτια ήταν γεμάτα θαυμασμό. Δέ μπορούσε νά πιστέψη στ’ αυτιά του. "Ήξε ρε λοιπόν ένα τόσο μεγάλο μυστικό ό πατέρας του καί κανείς ως τά τώρα δέν τό είχε υποψιαστή! Τούτος ό λιγνός άνθρωπος μέ τά ά σπρα μαλλιά καί τό ήμερο πρόσωπο, πού έ^αγε τή ζωή του καί ξόδεψε τη μεγάλη πε ριουσία του ταξιδεύοντας καί μελετώντας διάφορά παλιά
Τό υπόγειο άρχισε να γεμίζη σι» γά - σιγά μέ νερό!
βιβλία, γραμμένα από διά σημους σοφούς καί άλχημιστες τού μεσαίωνα, ήταν κά τοχος ένός τόσο σπουδαίου μυστικού, πού μπορούσε νά τον κάνη ττολυεκατομμυριοΰχο καί τώρα πέθαινε σχεδόν πάμπτωχος!... ^—Θέλω νά σοΰ πώ ακόμα κάτι, Μάκ, συνέχισε ό ετοι μοθάνατος. Στο έργαστήοιό μου θά βρής κρυμμένα δυο
12
: -·
·. ; ·
- ίΈ Ρ Α Κ
Ο
ΝΈΟ'Σ
Λνννννννννν\νννννννν·νν\νννννννΙ·ννν\/ννΙννννννννν\γννν\ννννννν\\νννννν\ ΛΛ-ν\ννννννν^ν^ννν^ννΜΛν\^ννννννΐΛννν
πια μι μπουκάλια τγίοχ»> απ’ την που χρόνων. Δεν είσαι κρός, -Μάθε νά' φέρνεσαι σαν λιά βιβλιοθήκη. Στο καθένα άντρας. , Χτύπησε τούς κα απ’ σύτσ υπάρχει ^ μεγάλη κούς καί βοήθησε έτους κα ποσότητα υγρού που μ* άύτό λούς κάί ·. τίμιους ανθρώπους θά μπορείς κάθε τόσο νά ξρόκαί νά μην ξεχνάς πώς· είσαι ναγεμίξης τά δαχτυΑίδια. Το · . πράα ι νο μπουκάλ ι έίνά ι για : "Ελληνας! ·.· α ■ .· ■ .. —Στο υπόσχομαι πατέ τό δαχτυλίδι μέ την όμοιόχρωμη πέτρα. Τό .μπλε μπου-: ρα; είπε ό Μάκ καί ή· φωνή του έτρεμε από τή συγκίνησι κάλι είναι για το άλλο, Μπο ρούν νά σου κρατήσουν πολ- . που τον πλημμύριζε. ' . ’ —Τώρα μπορώ : νά πέθάνω λά χρόνια. Δέ χρειάζεται πο ήσυχος* είπε εκείνος.' Φώναξε λύ για νά πετύχης εκείνο πού .ζητάς. ^Λίγο νά βρέξης μο- ' τή .μητέρα σου νά την άπο~ χαιρετήσω... νάχα την· άκρη τής γλώσσας 1 σου είναι αρκετό. Μέ μια μι■ ; ' Τό Γ·εράκι ^αηρνεπόν.-;, κρή σταγόνα απ’ το μπλε ύ- " :■ ■·, ται για πρώτη1 φορά..:. . γρο γίνεσαι/ ,υπεράνθρωπος/ Τούτο μπορεί νά δισρκέση .· ΠΡΩΤΗ -φορά που δοκί μασε την υπερφυσική δύ^ πέντε ώς. εξη ώρες. "Έπειτα* ξαναγίνεται κανείς ■ όπως .νάμι ,τών δαχτυ Αηδιών 6 Μάκ πριν. ΤΑν. χρειαστής νά συ-, Ντάνυ*/ ήταν, ένα μήνα.υστέ νεχίσης, δεν έχεις παρά νά ρα από τό θάνατο του πατέ βρέξης πάλι τή γλώσσα σου ρα του. ΤΗταν ένα ξημέρωμα με υγρό,./*Αν όμως θέλης νω*. που γύριζε απ’ , τά γραφεία ρίτερα νά ξάναγίνής φυσι /τής,εφημερίδας. Δεν. είχε^χα κός άνθρωπός*, λίγο, υγρό α ράξει ακόμα. Οί δρόμοι ήσαν πό τό πράομνο δαχτυλίδι και έρημοι. Τότε καθώς /.βάδιζε βρίσκεις -πάλι , τον εαυτό του ήρθε, ή ιδέα. Έφερε ^στοσου... ; . . στόμα, του τήν; μπλε πέτρα Πήρε μια βαθειά ανάσα του ’ δαχτυλίδιου καί απότο καί. συνέχισε;: μα αίσθάνθηκε τή μαγική ' ε —Τώρα καί κάτι - άλλο.. νέργεια του μυστικού υγρού. Δεν πρέπει νά ξεχάσπς πώς Μέσα, σ.£ διάστημα μικρό μέσα σου υπάρχει κι αίμα - τερο από ένα δευτερόλεπτό* ελληνικό: - Δεν.? είναι ανάγκη ένοιωσε τά . μπράτσα που ,νά νά σου τό- υπενθυμίσω * αφού δένονται, σαν ατσάλι* νά πυτό· ξέρεις. Είναι Έλληνίδα ή . . λίγεται ... ολάκερο τό -κορμί ■μητέρα σου. Τώρα λοιπόν που· •του σ’ έναν αόρατό θώρακα* νά γέμίζη ή ψυχή του από πεθαίνω·* σ’ αφήνω “μοναδικό προστάτη της.;· Φρόντισε κάί ένα^ πρωτοφανέρωτο θάρρος-! κάνε δ*τι μπορείς νά τής γλυΚαί τότε, στη μέση αύτοΰ. • κάνης τρ μεγάλο πόνο.. Δόσέ . τού δρόμου μέ τούς μεγάλουςτης κουράγιο ν’ άντέξη στη . ουρανοξύστες*· είδε τον εαυτό; δοκιμασία. Είσαι 1 δεκαεφτά ■του μέ μια παράξενη στολή: ;
Η
ΥΠΕΡΑ.ΝΦΡΠΠ.ΟΧ ν-
""·
.13
Λν ι ν ννίΛΛ νν\, -νν ν'-ΛΛ.ννννιι,νι.-νννννννχνννΛ.ΐΙ/ννννννννν,νΐ'λννίΛΛΛΛΛν* 1Λ,ννν\ΐνν\ν1ΛννΗνν\'ν\νΐννν\\νΗΗννν\νλ\Μ
μπέρτα νά πέφτη από τόν Το σπόρ κοστούμι που φο ουρανό στην αυλή της, έβγα ρούσε χάθηκε και. πήρε τή θέσί του μιά γαλάζια ψόρ.μα- λε μιά τρομαγμένη, κραυγή. Τότε έκεΐνος γέλασε, έφερε μ" ένα κεντημένο από χρυσά στα χείλη τήν/πράσινη πέ-·· φι κεραυνό στα στήθος ; και τρα του άλλου ,δα.χτυλίδιου μιά κόκκινη μπέρτα· κρεμα καί . αστραπιαία ξανάγινέ ό σμένη- ατούς ^μους του, .·· Μάκ Ντάνυ, ό όμορφος έφη -—Είναι καταπληκτικό αυ βος μέ τά γαλάζία μάτια καί τό που αισθάνομαι!, εΐπε μι τό- καλοραμμένο σπόρ κοστοϋ λώντας ' μόνος τού. ; Ποτέ . δέ 6ό:χ μπορούσα νά τό φαντα-, μι. Ή μητέρα τρυ· σταυροκοστώ πώς εγώ ό Μάκ Ντάνυ * πήθηκε. - . —"Έλα Χριστέ καί Πανα θά γινόμουν μιά μέρα Υπε γιά I, είπε'. Θαρρώ- πώς όνειράνθρωπος..- , ; ρεύουμαι. Έσύ είσαι, Μάκ; Σήκωσε τά. χέρια και τίνα ■—Έγώ ολόκληρος, χρυσή ξε :τά πόδια του. Κατάλαβε, μέ μιά / ασυγκράτητη χαρά μου μητερουλα! ,. ' Τήν αγκάλιασε καί τή φί καί συγκίνησι, πώς άπογειλησε, καί τής έκμύστηρεύτη■ωνόταν. "Ωρμησε σά γεράκι πάνω από τις στέγες των ού . κέ τό μεγάλο μυστικό. ΤΗταν ό πρώτος άνθρωπος πού γνώ ρα νοξυστών κι5 ύστερα, γέρ ρισε τό Γεράκι, στη Κέα Ύνοντας· -πλάγια,/· άρχισε νά ταξιδεύη ' παράλληλα, , πρός ,. όρκη/' Ό -δεύτερος ή σαν ο -μι κρός Τζίμ Γκάψας, τό χαζό τό έδαφος. "Ενα υπέροχο θέ αμα παρουσιάστηκε μπρο αραπάκι, = πού δούλευε ώ.ς, στά του. "Από εδώ ψηλά πού . κλητήρας στά .γραφεία του βρισκόταν, είδε τον ήλιο πού «Νταιηλυ Χέράλντ». Μιά μέ άνέτελλε, σκορπώντας το ρα ό Τζίμ καί ό Μάκ,. πού εί -χρυσάφι τών αχτίνων του χε τόν μικρό νέγρο υπό τήν στη -μεγάλη πολιτεία.' ·. -:· .· : , προστασία του καί τόν ε-· Π έταξε. έτσι κάμποσην ώ παίρνε- μαζί του σ" όλες τις ρα πάνω από τά μεγάλη πο-: ■ δημοσι ογραφι κές, άποστολές λιτεία καταμάγεμένος από πού αναλάμβανε, βρέθηκαν στην περιοχή τής Ταγκανίτό ασύγκριτο αυτό θέαμα. Κι*., ύστερα, όταν από'ν ψηλά κας. ^Ηταν μεσημέρι καί· κάθησανV άναπαυθοΰν στο ξέ-' είδε πώς βρισκόταν πάνω α πό τό σπίτι του, αποφάσισε σκεπο ενός δάσους. Ό Μάκ νά ποοσγειωθή. "Έκανε μιά ■ξάπλωσε κάτω, άπ,ό τή σκιά βουτιά1 καί σέ μισό λεπτό ' ενός, δέντρου. ^ Ό λιχούδηςπατούσε στον μικρό κηπάκο . Τζίμ όμως, πού είχε . καιρό τους. ΛΗ μητέρά του, πού εΤ- , ■ νά φάη γλυκό, :εΐδε ένα κοκ χ.ε ξυπνήσει -νωρίς καί . ' τον κοφοίνικα. έκε» κοντά, φορτω περίμενε, όταν είδε αυτόν μένο μέ γλυκούς καρπούς, . τσν’ περίεργο άνθρωπο, ρέ·· τή καί του άναψαν τά αίματα. -μπλε φόρμα καί τήν κόκκινη 1 —’ Αχ, νά είχα μερικές •
\
··
I "
14
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νΐ\νΐ^\νννν\\\\ν\ννν\\Μ'νΐ\ννν%\νΗν^ν»\νΛνΛ\νννν*ννννηννννν^\\νννΓΛΛ\ν\\\\\νΛννν^«ννννΐ/νννννΐ'ηννν»,νΐΛΛΛ\ν καρύδες απ’ αύτές^!, άναστένσξε. Νά στηλωθή λίγο ή καρδούλα μου! —Κάθησε εκεί πού κάθε σαι !, του είπε ό Μάκ. Είναι επικίνδυνο νά σκαρφαλώνης στά δέντρα. Υπάρχουν φαρ μακερά φίδια και άλλα ά γρια θηρία. Ό Γκάφας δέ μίλησε, άλ λα σέ λίγο, δταν ο λευκός φί λος του έκλεισε τά μάτια κΓ αποκοιμήθηκε, γλύστρησε α θόρυβα από κοντά του και πήγε καί σκαρφάλωσε στο ψηλό δέντρο. Ανέβηκε στην κορυφή του και άρχιο'ε νά κόβη τούς γλυκούς καρπούς. Ξαφνικά όμως ένα τεράστιο πουλί, κάτι πού έμοιαζε μέ αετό και γύπα μαζί, φάνηκε νά φτεροκοπάει από πάνω του, κάνοντας βόλτες... —Μεγάλε θεέ * των νέ γρων!, έκανε ό Γκάφας. Χά θηκα! Και τό μαύρο μούτρο του άρχισε νά γίνεται άσπρο α πό τό φόβο καί νά χτυπούν τά δόντια του. Δοκίμασε νά κατεβή, μά τό πουλί δεν τον άφησε. 'Ώρμησε απάνω του, τον άρπαξε με τά γαμψά νύ χια του καί ξαφνικά 6 μικρός άραπάκος βρέθηκε στον αέ ρα. —Θεούλη μου, θά μέ φάη! Κύριε Μάκ! Κύριε Μάκ! Βο ήθεια! Ό νεαρός ρεπόρτερ τινά χτηκε^ ξαφνιασμένος. Είδε τό αραπάκι στά νύχια τού με γάλου πουλιού καί ξεκαρδί στηκε απ’ τά γέλια. Μά την ίδια στιγμή συνήλθε, κατα
λαβαίνοντας πώς τό πράγμα 6έν ήταν κο:9όλου αστείο. Τό άγριο όρνιο σίγουρα θά μετεφερε οπή φωλιά του τον μι κρός νέγρο καί θά τον κατα σπάραζε ! —Πρέπει νά τον σώσω!, σκέφθηκε. ’Έψερε την μπλε πέτρα στο στόμα του καί σέ μισό δευτερόλεπτο απογειώθηκε σαν βολίδα προς τον ουρανό. Τό μεγάλο πουλί ταξίδευε μέ μεγάλη ταχύτητα. Μά τό Γεράκι ήταν πιο γρήγορο α πό κάθε άλλο πετούμενο. Ή κόκκινη μπέρτα του άνέμιζε στον αέρα καί τό κορμί του τυλιγμένο στην μπλέ φόρμα, ταξίδευε σάν^ κεραυνός ^ στο διάστημα. Σέ λίγο βρέθηκε μπροστό στο πουλί καί τούκοψε τό · δρόμο. Εκείνο, πα» ραξενεμένο από την περίερ γη αυτή έμφάνισι, άφησε έ ναν άγριο κρωγμό καί μέ τό γαμψό ράμφος του δοκίμασε νά χτυπήση τον Νέο Υπε ράνθρωπο. Μά τό Γεράκι, χά ρις στό μαγικό υγρό πού έ κρυβε ή μπλε πέτρα τού 6αχτυλιβιοΰ πού φορούσε, ήταν άτρωτο. Τό ράμφος χτύπησε στο στήθος τού Νέου Ύπεραν θρώπου κΓ ήταν σά νά συνάν τησε έναν αδιαπέραστο βαλυβδινο ^θώρακα. Ό Μάκ ά πλωσε τό χέρι του καί τά δά χτυλά του χούφτιασαν τον χοντοό λαιμό τού πουλιού. Εκείνο προσπάθησε ν* άντισταθή, μά τίποτα πια δέν μπορούσε νά τό. γλυτώση απ’ τό θάνατο. Τό Γεράκι έσφΐ*? ξε τά δάχτυλά του καί τό δ*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
15
Λν\νννννΐΜΛΗννννι^\\νννννΐΜΛνννννννν%
νες... θεέ των νέγρων! θά ριο ©ρνεο^ παρέλυσε. Την ΐμου στρίψη! ια στιγμή, με τό άλλο του —Την καλύτερη δουλειά χέρι ό Μάκ άρπαξε τάν Γκάπου έχεις νά κάνης Τζίμ,^εί ψα, που είχε ^χάσει τή φωνή ναι νά βουλώσης τό στόμα του άττό τό φοβο καί την εκσου, τού είπε ό Μάκ. Ούτε λέ ττληξι. ξι σέ κανέναν από όσα εί —"Έπρεπε νά σ* σφήσω, δες!... νό: πεθάνης λιχούδη!, του εί πε όταν υστέρα από λίγο ] Ιοοσοχη ! 1 Ιοοσοχή! προσγειώθηκαν. Γιά νά μά3 Εκλάπ η ύ5 ο ογ ονο 6ό ιιθης, άλλη φορά ν’ άκοΰς τί 6α! σου λένε. ΤΑΝ γύρισαν πάλι στη —Δεν θά τό ξανακάνω, Νέα Ύορκη, ^τό Γεράκι κύριε Μάκ!, εκανε κλαψιάρι άρχισε τις συχνές εμφανί κα τό αραπάκι. Αέν θά... σεις του. (ό κόσμος μάθαι Ξαφνικά σταμάτησε και νε κάθε τόσο πώς οι πιο βογούρλωσε τά μάτια του.^ Τώ βεροΐ εγκληματίες είχαν έρα γιά πρώτη φορά πρόσεξε ξοντωθή από τό Γεράκι, τό πώς ό φίλος του φορούσε ε Νέο Υπεράνθρωπο, που 6έν κείνα τά παράξενα ρούχα και δείλιαζε μπροστά σέ κανένα τώρα μόλις θυμήθηκε πώς τόν εΐδε νά πετάει στον αέ καί σέ τίποτα. Κανείς δεν ή ξερε όμως έκτος από τή μη ρα και νά τόν άρπάζη από τά νύχια του πουλιού. τέρα τού Μάκ και τόν μικρό νέγρο, ποιος πραγματικά — Μά πώς είσαι έτσι κύ ριε Μάκ; τραύλισε. Τί ρού κρυβόταν κάτω από τό κοκιανογάλαζο κοστούμι, που χα είναι αυτά που φορείς; έκανε τόσα θαύματα στον πό Αέν είναι δυνατόν! Θά όνειρεύουραι! Βρίσκουμαι ^στό . λεμο εναντίον τού εγκλήμα στομάχι του πουλιού καί ότος. Ούτε αυτός ό τετραπέ ρατος ό αρχισυντάκτης του, νειρεύουμαι. Θεέ_ των νέγρων, ό κ. Πήτερ "Έμορυ, μπορού βοήθεια! Μέ φάγανε! Ό νεαρός ρέπορτερ τότε σε νά φαντασυή πώς αυτός θυμήθηκε. "Έφερε στό^ στόμα ό έφηβος μέ τά ξανθά σγου του τό δαχτυλίδι μέ την πρά ρά μαλλιά πού μπαινόβγαινε στο γραφείο του κάθε μέ σινη πέτρα και αμέσως όλα άλλαξαν. Μέσα σέ μια στιγ σα ήταν ό Νέος Υπεράνθρω πος, τό θρυλικό Γεράκι μέ μή, ξανάγινε ό Μάκ Ντάνυ, τις Απίστευτες ικανότητες! μέ τό σπορ κοστούμι και τά Χάρις στο Γεράκι όμως, ό παιδιάστικα χαρακτηριστι° ρέπορτερ Μάκ Ντάνυ έκανε κά. —- Πώ! Πώ!, ξεφώνησε ό περίφημα τή δουλειά του. Οί Τζίμ. Θά ^τρελλσθώ ! Πριν έπιτυχίες του καί τά άρθρα μιά στιγμή ήσουν τόσο δια του δημοσιεύονταν στην πρώ τη σελίδα τής εφημερίδας φορετικός και τώρα ξσνάγι-
Ο
16
.....
· . Γ Ε Ρ Α Κ Ι,
Ο
ΝΕΟΣ
γνν\\ννν\\ν\Λνννν\νγ\ν\ν\ννν\\γ\ν\\ννν\\\\ν\\νΛΑ'ν\ν\νν\\ννν\\\\χν*\γ\ \ΥΥ\ννννν\Λνν\νΙννννν\ν\ν\ννννν\\νηΐΛΛΜΛ'
Ατομικής..1 ' Ενεργεί ας μίαν που ή κυκλοφορία της άνέβάι υδρογονοβόμβαν ανυπολογί νε κάθε μέρα καίπϊο πολύ. στου έκρηκτικής δυνάμεως. Ή επιτυχίες του ή σαν μεγά Δέν είναι. έξηκριβωμένον α λες. Και σέ μια τέτοια έπιτυ κόμα πού μετεφέρθη ή βόμβα χία χρωστούσε τό γεγονός αυτή καί κανείς δέν γνωρίζει ότι τώρα βρισκόταν φυλακι τούς σκοπούς τών αγνώστων σμένος :μέσ« σ’ ενα τσιμεν δραστών; Ειδοποιούνται . οί τένιο υπόγειο. * πολίται τών· Ηνωμενών Πο Την τελευτά ία βδομάδα ό λιτειών νά τελούν έν επιφυ Μάκ Ντάνυ είχε μυριστή πώς λακή διά παν ενδεχόμενον. κάτι ύποπτο συνέβαινε στη Προσοχή! · Προσοχή! Εκεί μεγάλη αυτή πολιτεία.^/Από νοι πού. δύνανται .νά. παρά κάτι μίσόλογα, που είχε α σχουν· διαφωτιστικάς -πληρο κούσει και από μερικές πλη φορίας, είτε- διότι είδαν τίροφορίες ν που συγκέντρωσε ποτέ ύποπτον, είτε διότι ■ α κάνοντας $ επορτάζ, έβγαλε κόυσαν κάτι σχετικόν, νά τό συμπέρασμα πώς μια ά σπεύσουν νά τηλεφωνήσουν γνωστη. ώς τά τώρα συμμο ρία ξένων, κατασκόπων, πού •στο- "Ομοσπονδιακόν Γραφείον Έγκλη ματολογ ικών Έρευ δούλευε γιά λογαριασμό μι Αριθμός.* τηλεφώνου· ας. μεγάλης' δυνάμεως, προε • νών. τοίμαζε κάτι τρ· φοβερό. Τί 693-369...» ^ / Ό Μάκ σήκωσε αμέσως τό όμως ακριβώς ήταν αυτό τό ακουστικό τού τηλεφώνου καί κάτι δέν μπορούσε νά πή. Ή σχημάτισε στο καντράν τό δυνατή όσφρησί .του, τό δη μοσιογραφικό του δαιμόνιο νούμερο πού -είπε τό ράδιό-. τον προειδοποιούσαν, μά δέν- Φωνο.. Ζήτησε τόν αρμόδιο αξιωματικό καί τού ·εξέθεσε καθόριζαν καί τό είδος τού μερικές πληροφορίες πού έΐ^ μεγάλου κινδύνου. 7Ηταν βέ χε καί μερικές υποψίες του. βαιος μόνο ότι ή εγκληματι 5Απο την άλλη όμως άκρη κή αυτή κατασκοπευτ ι κή όρτού σύρματος,. ό· αξιωματι γάνώσις είχε απλώσει τους κός πού-τόν άκουγε ξέσπασε πλοκάμους της παντού σαν σ' ένα δυνατό γέλιο.. ένα τεράστιο - χταπόδι καί • -—Είσαι . φαντασιόπληκτος περίμενελτήν κατάλληλη ευ Μάκ Ντάνυ!, τού είπε. "Όλα καιρία νά δράση. αυτά πού μάς λές είναι πα Καί τότε, μια μέρα, ό ρα ραμύθια! ξέρεις τίποτα "νά διοσταθμός τής Νέας Ύόρκης έκανε μια επείγουσα ά- 1 μάς πής γιά τή βόμβα; ^Ε νακοίνώσι: μαθες πόύ βρίσκεται αυτό τό ' «Π ροσοχή ! Π ροσοχή!, ' εΐ-. : πραγματάκι .πού μπορεί νά τινάξη στον άέοα ολάκερη τή πε ό έκφωνητής με φωνή πού έτρεμε από τή συγκίνησι. Νέα Ύορκη; . "Αν ξερής •τί Αγνωστοι επέτυχαν νά κλέ ποτα τέτοιο, μάλιστα, μάς ψουν από -τά εργαστήρια· τής ενδιαφέρει! . · “
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
'
}7
θεια. Μά τότε, άν είναι αυτή ή αλήθεια πού φαντάζομαι.. . . Ανατρίχιασε στην ιδέα πώς μπορούσε νά πραγματοποιηθή εκείνο πού ^>°βόταν κγ ένοιωσε ένα παγωμένο ρί γος σ' ολόκληρο τό κορμί... ' * —Είμαι σίγουρος ότι βρί σκομαι στα χέρια τής συμ μορίας/ πού έκλεψε τήν υδρο γονοβόμβα από τά εργαστή ρια . τής 5Ατο μ ι κή ς Λ Ε νεργε ιας'. Χίλία τά έκατό.* Πρέπει κάτι νά κάνω γιά νά προλά βω τήν ανεπανόρθωτη κατα στροφή. ' , Τήν ίδια στιγμή ό Γκάφας ακουμπισμένος στο . βολάν του αυτοκινήτου τού Μάκ, πε ρίμενε τήν έπιστροφή τού φίλου του; Κάθε τόσο κύτταζε τό νικέλινο ρολόι του · χε ριού του/ —Μά τί κάνει τόσην ώρα εκεί μέσα ό κύριος. Μάκ; άναρωτήθηκε χάνοντας τήν υ πομονή του. 'Έπιασε, φαίνε • 'ϋ Τξίμ Γκάίεας’ χά , ται, την κουβέντα καί μέ ξέ.· . κάνει πάλι θάλασσα!.,. χάσε. Αέν είναι καθόλου έν ^ΤΣΙ άρχισε η περιπέτεια τάξει! · «Μην τό κουνήσης’ α άκαυτη του Μάκ .Ντάνυ κι* πό τό αυτοκίνητο» ■ σου λέει .έτσι ό νεαρός ρέπορτερ βρέ καί .χάνεται. Γιά σπάσου! θηκε .κλειόμενος σ’ ένα σκο •Μέ διέταξε νά μην τό κουνή τεινό τσιμεντένιο, υπόγειο, σω από τό αυτοκίνητο. Αέ
—■’Όχι δεν ξέρω!, είπε 6 Μάκ. —’Έ! Τότε γειά σου, Μάκ; καί... όνειρα γλυκά! . Τότε ό νεαρός ρεπόρτερ κάθήσε κι\ έγραψε τό άρθρο του. 9Ηταν ένα αποκαλυπτι κό άρθρο πού θά τυπωνόταν στην πρώτη σελίδα τής έκτα κτου έκδόσεως του «Νταΐηλυ Χέραλντ». ''Εκανέ μάλιστα κι5 ενα τηλεφώνημα στάν κ. "Εμορΰ νά τό περί μένη μέ τον μικρό νέγρο, μια και αυ τός δεν ήταν σέ θέσι νά σηκωθή αμέσως άττ.· τό κρεββάτι. —Αφού αυτοί πού διευθύ νουν τό ιΟμοσπονδιακό. Γρα φείο, είπε, δέν μέ πιστεύουν,, έχω ύπαχρέωσι νά ειδοποιή σω .τον . κόσμο νά φυλαχθή. Χίλια.τα έκατό είμαι βέβαιο.£ γι’ αυτά πού γράφω. Λεν ξέρω μονάχα ποιοι είναι μέο*α σ' αυτή τη ’ συμμορία..*, .
•
"I
*
Ι
πού έμοιαζε σάν πηγάδι, α νίκανος νά δράση, αφού δέν είχε μαζί του τό δαχτυλίδι μέ τό μαγικό υγρό. . ·. 1—Για · νά ένδιαφέρωνται τσσό γιά τά χειρόγραφά μου, σκεπτόταν, καί γιά νά σκα ρώσουν όλήν αυτή την ιστό-, ρία γιά νά τά πάρουν στα χέρια τους, θά πη · πώς φο βούνται ότι ξέρω . τήν αλή
μένως, δέ.θά παραβώ τη δια ταγή του άν κάνω μιά βόλτα μέ τό αυτοκίνητο, ώς τό ζαχα ρόπλαστεΐο, όπου παράτησα έξη όλόκληρες πάστες αφά γωτες ! · ■ '· · ' · Πατάει τό πετάλι τού γκα ζιοΰ καί τό ά^άξι ξεκίνησε. Ήξερε κάτι λίγα πράγματα
13
από αυτοκίνητο καί στην αρ χή δέν τά κατάψερε άσκημα. Ύστερα όμως, όταν μπήκε στις μεγάλες λεωφόρους μέ τή μεγάλη κι νησί, άρχισε νά ζαλίζεται. Τά αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα του μέ με γάλη τοιχύτητα, τά κορναρί-
Ματοικοιλίσ, βούηκιρα, βάζα, γιαοάρτιο: καταπλάκωσαν τον Τζίμ Ϋ
σματα τον ξεκού^αιναν, τά φωτεινά σήματα της τροχαί ας τον μπέρδευαν. —Θεέ των νέγρων!, μουρ μούρισε. Δέν τά πάμε καλα! "Ας γυρίσω πίσω.
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νννννννννννννν%Αν*νννννν»ΑΑ%ιννννννννννΜΛ* "Έκανε μιά απότομη στρ© φή, ^άλλά ήτανε τόσο αδέξιος αυτός ό χειρισμός, ώστε το φρένο στραπατσαρίστηκε ^αί κάποιο μικρό βιδάκι λασκά ρισε στο σύστημα των ταχυ τήτων. Και τότε έγινε κάτι τό περίεργο. Ή μικρή κούρ σα τού νεαρού ρεπόρτερ μέ σωφέρ τό αραπάκι, άρχισε νά πηγαίνη σάν μεθυσμένη εδώ κι’ εκεί, νά τρακάρη μέ άλλα αμάξια, ν’ άνεβαίνη καί νά κατεβαίνη στά πεζοδρό μια, νά σπάζη βιτρίνες, νά ξανακατεβαίνη στο δρόμο, να παρασύρη τούς πόλισμαν τής τροχαίας, νά κάνη μ* ένα λόγο ένα φοβερό σαματά και μιά απερίγραπτη άναστάτωσι. Ό φουκαράς ό Τζίμ, ριγ μένος απάνω στο τιμόνι, μά ταια αγωνιζόταν νά κράτηση τό φρένο, νά σταματήση αυ τός ό χαλασμός. Τά^ μεγάλα |ΐάτια του πηγαινοέρχονταν εδώ κι' εκεί τρομαγμένα^ καί τό γυαλιστερό ραύρο μούτρο του είχε μουσκέψει απ’ τον Ιδρώτα. —Θεούλη μου!, παρακαλούσε κλαψιάρικα, βάλε ^τό χέρι σου νά σταματήση αυτό τό αυτοκίνητο πού τρελλάθτ^κε. Βάλε τό χέρι σου κι5 έγω θά σου ανάψω μιά λαμπάδα σάν τό μπόϊ μου... ^3Αλλά κανείς δέν έβαζε τό χέρι του καί τό αυτοκίνητο συνέχιζε τον έξωφρενικό δρό μο του καί πίσω του άκολουθούσαν αστυνομικοί μέ μοτοο’υκλέττες για νά τό σταμα τήσουν καί νά συλλάβουν τον οδηγό πού τον νόμιζαν μεθυ-
Υη Ε Ρ Α Ν β Ρ ΩΠ Ο X
19
''^νΜ^ννννν\ΐννΜΜΜ\ν\Μ\\ν\\\ν«νΐΜ\\ΐνΜνΐνννν\νΜ4^ν\\νν\ν ,νΛ^ννν\^Μ/ν\νΜ\ννΐΛ\\1\ΜΜΙΙΜΜΐν σμέν©0 Περισσότερο- από μί ση ώρα συνεχίστηκε αυτό το κυνηγητό καί οί αστυνομικές σειρήνες χαλούσαν τον κό σμο καί ειδοποιούσαν τό κοι νό νά φυλαχτή από τό αυτο κίνητο, που εξακολουθούσε ν' άνεβοκατεβαίνη στα πεζο δρόμια καί νά τά κάνη ©λα θάλασσα. ^ Ξαφνικά τό αυτοκίνητο α νέβηκε πάλι σ' ένα πεζοδρό μιο, αναποδογύρισε ενα ταψί^μέ μπακλαβάδες^ πού κρα τούσε κάποιος στα χέρια του χτύπησε στη βιτρίνα ενός γυαλοπωλείου καί τρύπωσε σ2 ένα... γαλατάδικο! Τό τί επακολούθησε είναι άδύνοιτο να περιγραφή, Τενεκέδες με γάλο:, μποτιλιες, φρέσκο βού τυρό, γιαούρτια, βάζα μέ μαρμέλαδες, τζάμια, καρέ κλες, τραπέζια, καθρέπτες, βιτρίνες έγιναν ένας άμορ φος σωρός καί σκέπασαν τό αυτοκίνητο καί τον Τζίμ Γ κάψα. •—-Επιτέλους σταμάτησε!, αναστέναξε ό άραπάκος κα θώς προσπαθούσε νά βγή άπό^ τά ερείπια, ' Μπράβο, Τζίμ, κστάφερες νά δαμάσης αυτό τό τρελλό αυτοκίνητο! Καί δοκίμασε νά σηκωθη. Αλλά την ίδια στιγμή μια χερούκλα ένός γίγαντα αστυ φύλακα τον σβέρκωσε καί τόν σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα, Ό Τζίμ φάνηκε τότε σέ μιά παράξενη κατάστασι, πού έκανε όλους ε κείνους πού τόν κυνηγούσαν τόση ώρα εξαγριωμένοι, νά βάλουν τά γέλια. "Ένας με
γάλος τενεκές μέ γάλα κι8 έ νας άλλος με γιαούρτι τόν είχαν περιλούσει καί τόν εί χαν κάνει αγνώριστο. Τό μαύρο μούτρο του, πού έκανε τρομαγμένους καί μαζί κω μικούς μορφασμούς καθώς ή-
'Ο Μακ εφίΞ.οε τότε στό στόιμα του τή μττλέ πέτρα τοϋ' δακτυλιδιού!
ταν πασαλειμένο, δύσκολα μπορούσε νά τό ξεχωρίση κα νείς. Γά γουρλωμένα ματια του πού κύτταζαν όλους τούς γύρω μέ μιαν ηλίθια έκφρασι, τά χοντρά του χείλια, τά
20
■'
'
-
ΓΕΡΑΚΙ;
0
ΝΕΟΣ
^\νν^Λ\\ν^ννννν\\ν^\νν^νννΗν^νν^^χ^ΐΛ'ν%ν'ν%\'νννι^.'ΜΛΐΛννννν:ν'νν η«ννι»νΜΜΜ\νηνιΛνννννΜΐνννννννίι^ •
.
>
χέρια του . καί τα πόδια· του νο. · Στύλωσε τό, αυτί και από που τινάζονταν καθώς ό ά-' -τις κινήσεις που άκρυγε. μπ© στυφύλακας τον κρατούσε ψη ρεσε νά λογαριάση ότι οι άν λά από τό γιακά του σακκα- θρωποι που πηγαινοέρχονταν κ.ιοΰ του τον έκαναν νά^μοιά- πάνω απ’ τό κεφάλι του ήσαν ζη πολύ μ" εκείνους τους· μι τέσσερις ή πέντε.· "Ακούσε κρούς ψασουλήδες και παληά νά μιλούν, μά δέ .μπορούσε τσους που πουλάνε την πρω νά ξεχωρίση τά λόγια τους. "Επρεπε όμως μέ κάθε τρό τοχρονιά. • —Διαμαρτύρομαι! Φώνα πο νά άκούση τις κουβέντες ξε όταν κατάφερε νά βρή τή τους. "Αν είχε πέσει στα χέ μιλιά του. Είμαι Αμερικα ρια τής. συμμορίας, που εκλενός πολίτης και δεν επιτρέ .ψε την υδρογονοβόμβα, -έστω πω -νά μου φέρνονται έτσι. καί μερικές λέξεις· θά· είχαν, Δηλαδή, δε, φτάνει που κατά- γι’ αυτόν- τεράστια σημασία. φερσ νά βρω τό φρένο... Ευτυχώς είχε τό στυλό μα Αλλά δεν πρόστασε . νά ζί του, που ήταν κονδυλοφό τελείωση. Μια γερή κατραπα ρος καί μια μικροσκοπική συ κιά του αστυφύλακα τον έκα σκευή μικροφώνου συγχρό* νε νά συνέλθη. "Υστερα τον νως. "Αν μπορούσε νά φτάση βούτηξαν σ’ ένα βαρέλι * μέ τό ταβάνι, ολα θά πήγαιναν, νερό καί, παρά τις διαμαρ καλά. Άλλα πώς νά σκαρφ’ατυρίες -του, τον .1 -ξαναβουτη- λώση ώς· εκεί, νά κάρφώση κά ξαν οσό νά βρή τό πραγματι που τό στυλό του, ν’ άι<ουση κό του- μρώμα. * · ο,τι του .χρειαζόταν; Σαν ένα Σέ λίγο μια μεγάλη Βιαδή λιοντάρι, που είναι κλεισμέ λωσι διέσχιζε ; τους δρόμους νο σ’ ένα .στενόχωρο σιδεμέ^ τής Νέας Ύόρκης. Μπροστά νιό κλουβί, άρχισε νά κάνη ό Τζίμ Γκάφας μέ τον αστυ βόλτες μέσα '· στο τσι μεντέφύλακα και πίσω Αογής -· Αονι-ο υπόγειό, προσπαθώντας γης. άνθρωποι, γαλατάδες, νά βρή κάποια . προεξοχή, αυτοκινητιστές, μαγαζάτο που θά του έπετρέπε νά άναρ ρες, ζαχαροπλάστες, όλοι θυ ριχηθή -έστω καί για 'λί,γα ματα^ του μικρού άραπάκου, λεπτά, νά φτάση τό ταβάνι. που δέν μπόρεσε νά κράτηση Μέσα στο πηχτό σκοτάδι τά φρένα ένός , αυτοκινήτου • που τόν τριγύριζε, ψηλαφών και τά εκανε γής Μαδιάμ!... τας μέ τά χέρια, πηγαινοερ χότανε από τή μιά · πλευρά στην άλλη, ψάχνοντας τούς τοίχους, καί 'ζητώντας μέ*'τή:ν Μάκ^ άνασήκωσε τό κεφά αφή ν’ άνακαλύψη κάτι πού λι "Ακούσε .βήματα, Κά- ' θά τόν βοηθούσε στο σχέδιό πριοι ιιπήκαν στην κάμαρα,του. Αγωνιζόταν κάμποσην ώ πάνω από τό υπόγειό όπου τον κρατούσαν φυλακισμέ ρα. Έπί τέλους κάτι άνακά'Ο Μ αχ ακούει - φοβεοα πράγματα
Ο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
21
ινννννννννννννν\ϋν\'νν»Λ/ν\ν\·νν'ννννΐ\νίΛΛ\ΛινννννννΐΛ\'νν\\νΐιν^'νν\'ννν'ν'ννν'Λν\\·ννν.ΜννννννΐΛ.1ΛΛ\\ν\^'ΛΛ5\.ννΐΛ\ν\ΛΛ/νν%ν
λυψε. ?Ηταν ένα μικρό βαθού λωμα στον άριστερό. τοίχο/ Πάτησε τό πόδι του και· δοκί μασε . ν’ άνασηκωθή. Μά γλύστρησέ και κατρακύλησε άνά σκελα- στο γεμάτο υγρασία τσιμέντο. Καθώς.έπεσε δμως κάτι. μετάλλινο αντήχησε., θυ μήθηκε τό πιστόλι του άνθρώ που· μέ τό "κόκκινο παπιγιόν, που -είχε βάλει στην' τσέπη του: : - , . λ. Πλησίασε πάλι στον τοί χο και μέ την κάννη του ^πε ριστρόφου άρχισε να σκάβη, να .κάνη πιο. βαθειά την κοι λότητα. Μάί,-^τώ,οα μπορού σε νά στηριχθή κάπως, Πάτη σε καί στερεώθηκε. Τώρα τα χέρια του· έφταναν τό. ταβά νι.. Στερέωσε τό μικροσκοπικό μικρόφωνό σ’ ένσ^ σημείο που- λογάριασε, πώς ήταν" τό καλύτερο και έβαλε ενα λε-, πτό χαλύβδινο σύρμα στ’ αυτί του. "Η συζήτηστς .βρι σκόταν, όπως κατάλαβε, στο τέλος της. Αλλά δ,τι κι’ άν άκουγε θα ήταν .κέρδος. ΤΗ ταν σε θέσι νά παρακολούθη ση -δλες· τις κουβέντες1 τους.· —Λοιπόν, είμαστε σύμφω νοι;, ρώτησε· μια φωνή. ^ , .“-—-Ναι σύμφωνοι, αρχηγέ!,, απάντησε "κάποιος. Κάνεις 6έ ■ μπορεί, νά έχη άντίρηρτ. Εί ναι- μιά .έκδίκησι που -πρέπει νά πάρουμε. Όφθαλμό αντί οφθαλμού! Αυτή ή · νύχτα θά μείνη αξέχαστη σέ δσούς κα ταφέρουν·" νά έπιζήσουν. Γιά τι φαντάζομαι .πώς ελάχιστοι θα είναι, εκείνοι που θα μεί νουν ζωντανοί! ’Άν ' πετέχου με, 0ά είναι - διπλό τό κέρδος
μας.· Θά εκδικηθούμε από τη μιά μέρια κι’ άπό τήν /άλλη θά πάρουμε ένα μεγάλο δώ ρο από εκείνους πού μάς πλη ρώνουν: γιά τή δουλειά μαςί —Τί ώρα .Απογειωνόμα στε; ρώτησε ένας άλλος, —Μιά ώρα υστέρα άπό τα μεσάνυχτα πρέπει νά βρισκό ■ μαστέ στον αέρα, ακούστηκε πάλι ή φωνή του αρχηγού. "Όλοι θά ' βρεθούν απροετοί μαστοι, δταν θά πέση ή 6όμβαί ' " \ ' -—-’Άν δεν, πετυχαίναμε" νά ■ πάρουμε τά χειρόγραφα αυ τού τού μωρού ή «Έπιχείρη-, σις ,Μπρούκλιν» θά. 81έτρεχε , τον κίνδυνο ν’ άποτόχη, είπε "κάποιος. -—Τί άπόγεινε ·ό δημοσιο γράφος·;, ρώτησε ό αρχηγός, —Βρίσκεται στο πηγάδι. Αλήθεια δεν είπε κανείς τί πρέπει νά κάνουμε μ’ αυτόν. —Πριν φυγής άπό τό «σπί τι άνοιξε τό. κλειδί·, διέταξε; ή πρώτη φωνή. · ·* "Ύστερα κανείς πια δε μί λησε. Ό , Μάκ Ντάνυ άκουσε βήματα ν’ · απομακρύνονται. 5/Εγινε ησυχία. Τά δσα άκουσέ ήταν αρκετά γιά·νά κατα. λάβη. Κάτι τό απερίγραπτο • προετοίμαζαν- ; αυτοί οί κα' κοΰργοι εις βάρος των άνυπόπτων κατοίκων Της, μεγαλύ• 'τερης πόλεως ' τού κόσμου/ Πήδησε άπό εκεί πού κρεμό ταν, έβαλε τό στυλό - μικρό φωνο στην-, τσέπη του 'παντελο ■ νι ου του καί προσπάθησε νά συγκεντρώση τή σκέψι του.· Είχε μάθει τό τρομερό, μυστι κό, · είχε μαντέψει την υπσυλη
22
ΓΕΡΑΚΙ,
ενέργεια, μά ήταν άνικανός νά ποοσφέοη βοηθέ ία. "Αχ αν είχε μαζί του τά βαχτυλ ίδια! Τίποτε δέ θά μπορού σε νά τον κράτηση σ’ αύτδ τό τσιμεντένιο σκοτεινό πη γάδι! Μά τώρα 6 Μάκ Ντάνυ ήταν ένας κοινός άνθρω πος σάν ολους τούς άλλους, ένας άνθρωπος πού πνιγόταν άπό αγωνία, ανήμπορος να ξεφύγη άπό τό δόκανο πού του έστησαν. —Τί είρωνία, είπε μονο λογώντας. Τό θρυλικό Γερά κι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, φυλακισμένος καί ανίκανος νά κινηθή! Τί ειρωνία τής τύχης... Η) Νέος 'Τπρράνθρ(οπος πνίγεται!
^ ΑΦΝIΚΑ κάτι ακούσε. Μ Προσπάθησε νά καταλάβη άπό που ερχόταν αυτός ό παράξενος θόρυβος. —Περίεργο, είπε. Σάν ν’ άνοιξαν κάποια μεγάλη βρύ ση καί νά τρέχη νερό... Ναι, δεν είχε γελαστή. Α πό κάπου έτρεχε νερό. ’Από ψηλά ερχόταν τό νερό κΓ έ πεφτε σάν ένας μικρός κα ταρράκτης στο τσιμέντο. "Ε να στρογγυλό άνοιγμα υπήρ χε στήν κορυφή του τοίχου. Άπό εκεί έρχόταν τό νερό. Ένοιωσε ύστερα άπό λίγο τά πόδια του υγρά. —Θά μέ πνίξουν σάν τό ποντίκι!, σκέφτηκε. Αυτό έσήμαινε λοιπόν ή φράσι πού ακόυσα: «Πριν νά φύγης ά νοιξε τό κλειδί!». Αποφάσι
Ο
ΝΕΟΙ
σαν νά μέ πνίξουν για νά έχουν ήσυχο τό κεφάλι τους. Μά, για νά δούμε! Θά τα καταφέρουν; Κύτταξε τό ρολόι του μέ τούς φωσφορικούς δείκτες. "Εμεναν άκόμα καμποσες ώ ρες ώς τά μεσάνυχτα. "Αν τά κατάφερνε ώς εκείνη την ώρα νά γλυστρήση άπό έβώ μέ σα, κάτι ίσως θά μπορούσε νά κάνη. "Ομως οί έλπίβες ήταν έλάχιστες. Τώρα τό νε ρό έφτανε στούς αστραγάλους του καί σέ λίγο θά έφτανε στά γόνατα καί όλο θά ψήλω νε περισσότερο. "Αν μπορού σε, τουλάχιστον, νάφτανε αυτή την τρύπα νά την έκλει νε μέ κάποιο τρόπο νά στα ματούσε τό νερό. Δοκίμασε, μά στάθηκε αδύνατο. Τό νερό εξακολουθούσε νά τρέχη καί σιγά - σιγά θά τον σκέπαζε καί, άφού δέ θά μπορούσε ά πό πουθενά νά ξεφύγη, θά πνιγότανε δσο καλό κολύμπι καί άν ήξερε. "Εκανε μερικές άκόμα προσπάθειες, μά άπέτυχε. Μιά άγρια άπελπισία ένα θαύμα. Αλλά τό θαύμα αυτό δέ γινόταν. Τό νερό άνέβαινε άργά, μά σίγουρα. Τώρα είχε φτάσει σχεδόν στη μέση του. Δέ μπορούσε πια νά κινηθή εύκολα. "Επρεπε ν' άρχίση νά κολυμπάη. Καί τό πληγωμένο πόδι του, κα θώς βρισκόταν τώρα μέσα στο παγωμένο νερό, τού προ ξενούσε δυνατούς πόνους. Ε ξάλλου δσο περνούσε ή ώρα, λιγόστευε καί ο άέρσς, κσ=
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
θώς τό νερό όλοένα ψήλωνε; καί ή αναπνοή του γινόταν δύσκολη. *Η καρδιά του άρχι σε νά χτυπάει τρομαγμένα. —Είμαι χαμένος, είπε μέ σα από τά δόντια του. Δεν μένει παρά (ΐισό μέτρο όσο νά φτάση στο ταβάνι τό νε ρό. "Υστερα δλα θά τελειώ σουν... Εκείνη όμω^ άκριβως τή στιγμή του πέρασε σαν α στραπή μιά ιδέα απ’ τό μυα λό. Τό νερό, καθώς ανέβαινε τον έφερνε δλο καί πιο κον τό στο ύψος τής στρογγυλής τρύπας, από δπου ξεχυνόταν ό μικρός καταρράκτης. —Πώς δεν τό σκέφτηκα τό σην ώρα!, είπε καί κάτι φτε ροκόπησε μέσα του χαρούμε να. Καί όμως είναι τόσο α πλό! Μέ -οικές απλωτές έφτα σε στην πλευρά του τοίχου δπου βρισκόταν τό στρογγυ λό άνοιγμα. "Έβγαλε βιαστι κά τό πουλόβερ του τό τύλι ξε καί τόσπρωξε μέ δύναμι μέσα στην τούπα έτσι που νά μην έπιτρέπη τό τρέξιμο του νερού. Τό νερό πραγμα τικά σταμάτησε. —"Έγινε μιά, πρώτης τάξεως τάπα τό πουλόβερ μου!, είπε ευναοι στη μένος ό Μάκ Ντάνυ. Προς τό παρόν τουλά χιστο κάτι κατάφερα. "Ομως κατά βάθος εξακο λουθούσε νά είναι ανήσυχος. Γιατί μπορεί νά σταμάτησε τό νερό, αλλά δέν έβλεπε κα τά τί καλυτέρεψε ή θέσι του. Εξακολουθούσε πάντα νά εί ναι κλεισμένος μέσα στο φο
23
βερό αυτό τσιμεντένιο υπό γειο καί σέ λίγο οί δυνάμεις του θά τον έγκατέλειπαν, γι ατί δέν μπορεί κανείς επ’ ά πειρον νά κολυμπά μέσα στο παγωμένο νερό. "Αρχισε κι* δλας νά νοιώθη τά πόδια του καί τά χέρια του νά μουδιά ζουν. Σέ μιά - δυο ώρες ακό μα, θά μούδιαζε ολάκερο τό κορμί του καί θά βουλίαζε... «Δέν θά ξαναδώ την άγαπημένη μου μητερουλα!, σκέ φτηκε καί τά μάτια του βούρ κωσαν. Θά γύρισε σπίτι, θά όρήκε άδειο τό κρεββάτι και )ά περιμένη γεμάτη ανησυ χία τό γυρισμό μου, πού δυ νά στυχώς 6έν πρόκειται πραγματοποιηθή ποτέ. "Αχ, Γκάφα, τί έκανες μέ τή λιχου διά σου!» Δέν πρόφτασε ν’ αποτελεί ώση τις σκέψεις του. "Ακού σε κάτι καί άνατρίνιασε. Τό νερό άρχισε πάλι νά τρέχη. Ό μικρός καταρράκτης τίνα ξε τό πουλόβερ, πού τού ε μπόδιζε στο δρόμο κΓ άρχι σε πάλι νά κατρακυλάει στο υπόγειο. Μιά καινουογια άπογοήτευσι γέμισε την ψυχή τού Μάκ. —Τώρα πια δέν μπορώ νά ελπίζω σέ τίποτα!, είπε. Τό νερό ανεβαίνει. Σέ μίση ώρα 6ά είμαι νεκρός!... Ό Νέος Υπεράνθρω πος επεμβαίνει
^1 ΧΕ αρχίσει νά χάνη τις ^αισθήσεις του, όταν σάν σέ όνειρο έφτασαν στ’ αυτιά του βήματα καί συνομιλίες.
1
24
·
·
; ·.
Γ Ε Ρ Λ Κ I,. : Ο
ΝΕΟΙ
λν\ΛΜίνν\ννννννΐνν\Λν^ννννν\νν·4\\\νί\ννννν\Λ·ννν^ννννΛ\Χν\\νν% ννννιννι \Ηνννιη\ΐ4νΐΛΛ«Α««\'αν««ηΜΐ\νι\νν
—ςΌχι δεν φάνηκε άπό 5ώ Κάποιοι κουβέντιαζαν. Το:κε ό 'Μσκ, άπάντησε ό κ. ,’ΊΞμοφάλι του άπεΐχε πόλις δυο δάχτυλα άπό τό ταβάνι.· ^Η Ρ^· , \ .. Τηλεφώνησαν καί στη μηταν ξαπλωμένος ανάσκελα καί άνέπνεε μέ, δυσκολία. Τό " τέρα του. . —'Όχι δεν . είναι εδώ ό νερό όλο καί ανέβαινε. Πολ Μάκ. Σηκώθηκε ξαφνικά απ’ λοί άνθρωποι μιλούσαν μεγα λόφώνα καί μετατόπιζαν , ε πό κρεββάτι καί .τον έχασα. Θεέ μου μήπως τ·θ0· συνέβη δώ κι5 έκεΐ- έπιπλα. ρεχώρισε τίποτα κακό; τη φωνή τοΰ Τζίμ Πκάφα. -—"Όχι! "Όχι. Ήσυχάστε, «—-Σ’, αυτό τό σπίτι σάς λέω πώς μπήκε ό κύριος Μάκ. κυρία μου.. Οι έρευνες σμως τών αστυ Μπήκε καί δεν ξαναβγήκε. νομικών- μέσα ατό σπίτι τών Κάπου λοιπόν πρέπει νά βρί κακούργων -έμεναν χωρίς- άσκεται. Είμαι σίγουρος πώς ποτέλεσμα. Τότε ό Μάκ Ντά εδώ μέσα βρίσκεται... Στο αστυνομικό τμήμα δ- . νυ, που είχε, αρχίσει- νά χάνη τις αισθήσεις του, συγκέν που είχε ωδηγηθή εν πομπή τρωσε όσες δυνάμεις τοΰ άκαί παρατάξει ό μικρός άραπάκος άφοΰ έφαγε . ένα γερό ν πόμειναν καί μέ τίς γροθιές του άρχισε νά -χτυπάει- . τό μπερντάχι ξύλο για τις ζη ταβάνι. μιές που έκανε μέ τό αύτοκί—Σπάστε τό πάτωμα!, νητο άρχισε 'νά διηγήται τά φώναξε μέ αγωνία. Κινδυ καθέκαστα; . —Μπορείς νά μάς δείξης νεύω νά πνιγώ!·..·. ’ Οι αστυνομικοί κατάλα τό σπίτι που μπήκε 6 Μάκ βαν. Κινήθηκαν βιαστικά καί Ντάνυ παρακολουθώντας τον άνθρωπο μέ . τον χαρτοφύλα μέ τέσσερα ηλεκτρικά■ ίτρυ-. κα; τοΰ είπαν. πάνια, πού δούλευαν μαζί/ άνοιξαν μια μεγάλη τρύπα ^—*Άν μπορώ λέει; Μά δεν τό ξέρετε πώς ό Τζί μ -, Γκάστο πάτωμα. ?Ηταν καιρός. Τράβηξαν έξω άπ* τό νερό ψας γνωρίζει πιο καλά .απ’ τον καθένα ολους τους δρό τον νεαρό ρεπόρτερ, πού .τώ μους τής Νέας Ύόρκης; ρα- μόλις μπορούσε νά οταθή Οι αστυνομικοί, πού γνώ στά πόδια του. ριζαν τον Μάκ Ντάνυ καί τον —Σάς ευχαριστώ!, είπε αγαπούσαν γιατί πολλές> φο καί λιποθύμησε. ρές, σαν έξυπνος ρέπορτερ, — Στο νοσοκομείο . αμέ σως! , "διέταξε- ένας αστυνο που ήταν τους είχε βοηθήσει μικός; στη δουλειά τους, άρχισαν ν5 :· -**· ★ ανησυχούν. Αποφάσισαν νά Τό· μεγάλο ρολόϊ τοΰ θα πάνε νά δουν τί είχε συμβή. Πριν ξεκινήσουν, έκαναν ένα λάμου τοΰ νοσοκομείου ήταν απέναντι του. ^Ήταν τό πρώ τηλεφώνημα στην εφημερίδα το, πράγμα ποά'εΤδε^ καθώς ΤΟίζ ■· ·' '
ΥΠΕΡλΗΘΡβηόχ' ·.. ·; " ; .· .. * 25 /νν·ννίΛΛΑ\^νίί\'ν'νν'-''·ν»,·νν\νν»\νΐνν'νννν'ί,ννννννννννν\\Λ.ν\ν\νΐ\ν%\'ν\ννν·νν\Λί. ^ν\^νννννΛίϊ4·^ν,!Α!ν\ν·ννν'νν'ννί,νν!,.ν\\'ν'!,\\\ννν·' άνοιξε τα μάτια του. "Ένας γιατρός .στεκόταν από πάνω ■ του. ' * .. / —Λοιπόν,' Μάκ, είσαι έν τάξει τώρά; τον ρώτησε. Τό μυαλό του άρχισε -να δουλευη γοργά. Σαν κινημα τογραφική ταινία πέρασαναπό τα μάτια του τα περι στατικά τού άπσγεόματος.'. — Τί ώρα είναι;, ρώτησε μέ αγωνία. * ’ -, . ." / —Μεσάνυχτα παρά ·'πέν τε! του είπε ό. γιατρός χα μογελώντας. Θά κοίμηθής ώς τό πρωί καί αύριο θά εί σαι περδίκι! ' Τινάχτηκε σάν νά* τον πέ τα ξε ένα· ελατήριό απ’ τό κρεββάτι. "Έπιασε /τό ^για τρό από τους ώμους και τον κύτταξε ξαφνιασμένος.· —-Τό αυτοκίνητό,σου, για τρέ!, του είπε. Αμέσως τό αυτοκίνητό, σου! ^ : ' —Είσαι τρέλλός!, ξεψώνησε εκείνος. ;Μ’ αυτά τά χά λια πού, είσαι ετοιμάζεσαι να κάνης περίπατο: μέ αυτο^. ■ κίνητρ; · ; ' > · 'Ο Μάκ όμως 6εν.τον ακού σε. Βγήκε τρέχοντας μέ τις πυτζάμες, σαλτάρησε στις σκάλες; μπήκε στο πρώτο αυ τοκίνητο πού βρήκε στο προ αύλιο καί ξεχύθηκε σάν α στραπή στο δρόμο/ αναπτύσ σοντας τή μεγαλύτερη ταχύ τητα πού έντεχε ή. μηχανή τού αμαξιού.· "Ύστερα από δέκα λεπτά, ' βρισκόταν σπί τι του. "Ωρμησε σάν σίφου νας στην κάμαρά του. /Άνοι ξε τό συρτάρι .τού κομοδίνου· του. Τά δυο δαχτυλίδια ήτοτν
εκείν Τά πέρασε στά δάχτυ λά του κΓ αγκάλιασε τή μη τέρα του πού τον κύτταζε μέ στρογγυλεμένα άπρ την , έκπλήξι μάτια, χωρίς νά μπορή νά μιλήσή.; —-Τί έπαθες, παιδί μου;, τον·· ρώτησε ϋοπερα από 'λίγο όταν συνήλθε κάπως. Πώς - είσαι έτσι; · ^ '’· · —^Μή μέ ρωτάς, μητέρα! Απόψε θά μάθης! ... Ντύθηκε , βιαστικά πήρε στό τηλέφωνο τον διευθυντή τού "Ομοσπονδιακού Γρα φείου Εγκληματικών Ερευ νών καί τού· είπε κάτι. Τηλε φώνησε· στον κ. 'Πήτερ "Έμρρυ καί τόύ είπε ν’ άφιση' την πρώτη σελίδα κενή, γιατί, ύστερα από .δυο . ώρες, θά έ γραφε τό καταπληκτικότερο .άρθρο πού είχε δημοσιευθή ώς σήμερα. Κατόπιν φίλησε τή μητέρα του. : ;·. ■ —Θέλω νά μ’ εύχηθής μη τέρα νά πετύχω, τής είπε καί τή φίλησε. "Ύστερα ' έφερε τή μπλέ πέτρα στό στόμα του. "Ένοι ωσε τά μπράτσα τού νά γί νονται σάν ατσάλι καί ολό κληρο τό κορμί του νά μπαίνη σ’ έναν άορατο άτρωτο θώ ρακα. Τά ρούχα του χάθηκαν καί τή θέσι τους' πήρε μια γαλάζια φόρμα μέ κεντημένο στό στήθος ένα κεραυνό άπό χρυσάφι. Στους ώμους του κρεμόταν ή κόκκινη μπέρτα. Σήκωσε τά χέρια ψηλά καί τίναξε τά πόδια του. Μπρο στά, στά έκπληκτα . καί τρο μαγμένα μαζί μάτια τής μη τέρας του, απογειώθηκε, πε-
2(>
(“ΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟί
Ην«ην\λνν\ννννΜΜνινιννΜΥ\ιΐν^ννΜΜΜΐ\\\νΛ\\^ΐ«Μιν\Μ'ΐν Λ'νν\νΐΛ\νννννννννννννννννν\ννννννννννν\νν'
ρασε σά βολίδα άττδ τδ πα ράθυρο καί σέ λίγο τσξ»δευε πάνω άπδ τους ουρανοξύστες τής Νέας Ύορκης. Τά φωτι σμένα πολυώροφα οικοδομι κά συγκροτήματα καί τά πο λύχρωμα φώτα των μεγάλων λεωφόρων μέ τή μεγάλη νυ κτερινή κίνησι παρουσίαζαν ένα φαντασμαγορικό σύνολο. Αλλά τό Γεράκι, ό Νέος Υ περάνθρωπος, δεν είχε διαθέ σιμο καιρό νά θαυμάζη. Τό
βλέμμα του σαν ένας δυνα τός προβολέας έψαχνε τον ουρανό. Άπό εκεί έπρόκειτο νά έμφανισθή ό κίνδυνος. Κύτταξε τό ρολόι του. Δέκα λεπτά ακόμα. Ή κρίσιμη στιγμή έφτανε. -—Μά γιατί αργούν καί δεν δίνουν τις οδηγίες πού συνεννοηθήκαμε;, άναρωτήθηκε. Αλλά σχεδόν αμέσως ήρ θε σαν άπάντησι ένα ραδιο φωνικό μήνυμα, πού συνέλα βαν τά υπερφυσικά προικι σμένα αυτιά του. «Προσοχή! Προσοχή!, έ λεγε ό εκφωνητής τού κεντρι κού ραδιοφωνικού σταθμού τής Νέας Ύορκης. Σάς όμιλεΐ τό 'Ομοσπονδιακόν Γρσφεΐον. Προσοχή! Ειδοποιούν ται άπαντα τά έν πτήσει αε ροπλάνα νά προσγειωθούν α μέσως στα πλησιέστερα αε ροδρόμια! Κίνδυνος - Θάνα τος ! Προσοχή! Προσοχή!» λ -—Τώρα είμαστε εντάξει, είπε τό Γεράκι. Σέ λίγο 5έν θά ύπάρχη στον αέρα παρά μονάχα ένα αεροπλάνο, τό αεροπλάνο τών κακουργων, αυτό ακριβώς πού είμαι αποψασισμένος ν’ άν' ιμετωπίσω αυτή τή νύχτα. Ή βόμβα πέφτει!
υδρογόνου
λ! δέν είχε άδικο. Τό με^ γάλο άεροπροωθούμενο τών κατασκόπων βρισκόταν τώρα στον αέρα, κάνοντας βόλτες πάνω άπό τά σύννε φα. Σαν ένα τεράστιο άρπακτικό όρνεο, έτοιμο νά σκορ-
Κ
Υ Π ΕΡΑΝΟΡΟ ΠΌΣ
'
27
%\νΜ\%™\ΜΛ\\νΐΛΛνυν^%νϊΑ\^Λνν*ΑΑΜΛ/νν^'ΙΑΑΜΑΑΑ^\\·^/^ν*Μ^/'ΑΓν\ΜΛ^^Λν'/^<Αιν^\.\^ν*ν^\Λν^ννί)νϋ^ννν<Λ'ϊ
π ίση την καταστροφή και τον θάνατο, ζυγιαζόταν πάνω άπό τή Νέα Ύορκη. Ό σατα νικός αρχηγός τής εγκλημα τικής αύτή^ συμμορίας καί οί πέντε σύντροφοί του ήταν τώρα σίγουροι πώς όλα θά πήγαιναν καλά και σέ λίγο, έκεΐ που τώρα έσφυζε ή ζωή, θ5 απλωνόταν τό τεράστιο μανιτάρι μέ την πορτοκαλιά άπόχρωσι, που θά έδινε τον όλεθρο στη μεγάλη πολιτεία. -—-Ετοιμάστε τή βόμβα! διέταξε. 5ΑΑλά από τό διαμέρισμα του πιλότου ήρθε σάν άπάντησι μια τρομαγμένη κραυγή: —Προσοχή! Ό Νέος Υ περάνθρωπος φάνηκε μπρο στά μας! "Όλοι χλόμιασαν. 'Έρριξαν μιά ματιά προς τά έξω. Πραγματικά, μέσα άπό τά σύννεφα, είδαν την κόκκινη μπέρτα του Γερακιού ν* άνεμίζη. Τους πλησίαζε σαν α στραπή. Ριχτέ του στο ψαχνό !, γάβγισε μέ λύσσα ό αρχη γός. Ή ομοχειρία των πολυβό λων άρχισε νά ξερνάει φωτιά και καφτό μολύβι. Μά τό Γε ράκι 6έν φάνηκε νά ένοχλήται καθόλου άπό τις σφαίρες. ^Ηταν άτρωτο καί τίποτα δέ μπορούσε νά τού κόψη τό δρό μο. "Ωρμησε άττάνω στο αε ροσκάφος έτοιμος νά συντρίψη μέ τις γροθιές του, τό αε ροπλάνο καί τους κακούρ γους έπιβάτες του. —Ρίχτε τή βόμβα!, άκού-
'Η βόμβ·α ύδρο-γόνον εττεφ'τιε σφυ*ρίζοντας άπαίσια προς τη·ν Νέα*
Ύόρκη!
στηκε βραχνή ή φωνή τού αρ χηγού. βρισκόμαστε πάνω ακριβώς άπό τό κέντρο τής Νέας Ύόρκης... Ό Νέος Υπεράνθρωπος ένοιωσε νά παγώνη τό αίμα του. Είδε τον τεράστιο όγκο τής υδρογονοβόμβας, πού εί χε κλαπή άπό τά εργαστή ρια τής "Ατομικής Ενέργει ας, νά φεύγη άπο τά σπλά χνα τού άεριοπροωθουμένου καί μ* ένα απαίσιο σφύριγ-
28
' .
-
'
'
Γ Ε Ρ Α Κ ΓΟΝΕ Ο I
1\\ννννννν\ν\ν\.ννννννΜ,\ν\<νν\ν\νννν·νΛ^Λ\νΐ. Λ\Λ\ν\ν\\ν\\Λ\\ν\\\ν\,\\\ΐ\\\ννΐνν\'νννΐΛ.ννΐΛνννν.ν\\'νν\νν\'ν,ννν\νν\νν^^
.μα νά. κατευθύνεται προς τη ' ναν τις φωτεινές δέσμες τους γή!
.
\
,
«Είναι φοβερό!, σκέφτηκε. Εκατομμύρια άνθρωποι θά •βρουν φριχτό θάνατο!» ^ · Καί τότε πήρε την πιο τολ μηρή άπόφασι, που θά μπο ρούσε ποτέ νά χωρέση © νους του ανθρώπου. Μέ μιαν α στραπιαία κι νησί/"· βούτηξε στο κενό συναντώντας στον έξαλλο δρόμο της· την ύδρογο. νοβόμβα. · ·· Το Γεράκι ήταν ταχύ σαν βολίδα κΓ εσκίζε τον^ αέρα σαν κεραυνός. Μα και ή υδρο γονοβόμβα κατηφόριζε μέ άπιστευτή γρηγοράδα. Κάθε δευτερόλεπτο, κάθε .χιλιοστό τού δευτερολέπτου, τήν έφερ νε και πιο κοντά στο στόχο της! Τό^ όξύ σφύριγμά της, -άκουγόταν κΓ ολάς σάν μιά Φριχτή προειδοποίησι .τής συντέλειας του ' κόσμου και τά μηχανήματα των ραντάρ που ήταν στημένα στά πιο έπίκαιρα σημεία τής Νέας Ύόρκης άρχισαν νά στριφογυ ρίζουν μέ καταπληπτική τατότητα βάζοντας σέ κι νησί τις αυτόματες σειρήνες του αντιαεροπορικού συναγερμού τής πόλεως. Τά ουρλιαχτά τους σκέπασαν κάθε άλλο θ© ρυβο καί οι άνθρωποι τρομο- ' κρατημένοι άρχισαν νά τρέ χουν στούς δρόμους, αναζη τώντας τό πιο κοντινό κατα φύγιό. Ό πανικός άπλωσε τά φτερά του και ' τά φώτα των κέντρων και των σπιτιών έσβυναν τό ένα μετά τό άλ λο, ένώ οι προβολείς έστελ-
στον ουρανό ·' προσπαθώντας •νά μαντέψουν τί άκριβώς συνέβαινε... * Κάΐ τότε ©λοι οσοι κύτταζαν ψηλά, γεμάτοι έκπληξι και δέος, είδαν την αγωνιώδη ■ προσπάθεια, του Νέου' Υπε ράνθρωπου,· · * —Τό Γεράκι!.:/· φώναξαν. Τό Γεράκι ! · . ' · -^~Τ© Γεράκι, ό Νέος Ύπε' ράνθρώπος κυνηγάει τή βόμ βα..-. ; —Θά προφτάση; . ·' — Την έφτασε! Πραγματικά, διαθέτοντας .καί τό τελευταίο^ίχνος, τής υπερφυσικής δυνάμεως που. κατείχε, ο Νέος Υπεράνθρω πος κατώρθωσε .νά' _ φτάση κάτω από τή βόμβα; "Ανοιξε τά χέρια του και την αγκά λιασε. Τά άτσάλίνα μπρά τσα του τυλίχτηκαν σαν δυό'" μαγνητικές τανάλιες γύρω της και την συνέκόάτησαν άπό τον έξαλλο δρόμο της/ Ή τεραστία . ταχύτητα που' εΐχε τον άνέτρεψε. Πήρε δυο τρεις ' βόλτες, στον αέρα, - μά τά χέ ρια του έμειναν κλειδωμένα γύρω στη βόμβα. "Ύστερά άπό μια στιγμή, ξαναβρήκε την ισορροπία του και ξεχύ θηκε σά σίφουνας προς τή θάλασσα. Καθώς έσφιγγε τή βόμβα απάνω στο στήθος του, άκουγε· τό διαβολικό μη χάνημα που είχε στά σπλά χνα της. νά χτυπάει ρυθμικά σάν τήν καρδιά ένός υπερφυ σικού τέρατος. Τίκι - τίκι!. Τίκι - Τάκ! Τίκι - τίκιί Τίκι -Τάκ!..,
'φΐ®μ.&ίβυ0έ
μ'αηά γύρα τβυ, Τό. γβρ&κ.ί* το παράξενο χτυποκάρδι θ’ σι ο βλέμμα; του · κάτ?< Αναζη ακολουθούσε . ή τρομακτική τούσε νά βρή. Καί ξαφνικά έκρηξι ’ Τό Γεράκι τρ -ήξερε ένα χαμόγελό θριάμβου κρε πολύ καλά αυτό* Γι’ αυτό έ μάστηκε στα χείλη του.^Είχε διακρίνει έκεΐνρ πού ήθελε, πρεπε νά προφτάση. Τώρα Ε βλεπε, καθώς , ταξίδευε κρα ΤΗταν τό αέρι ©προωθούμενο τώντας ατήν αγκαλιά του τήν τών κατασκόπων. .Τώρα πού τό Καταχθόνιο ύδρογονοβόμβόη κάτω απ’ τα είδαν . πώς σχέδιό τους είχε , άποτύχειΓ πόδια του τις άσπρες χαίτες των κυμάτων του απέραντου ζητούσαν τή σωτηρία· τους στή φυγή. Μά τό Γεράκι -δέν ωκεανοί). Ή μεγάλη πολιτεία θά τούς άφινε! "Απλωσε τά πανικόβλητη Νέα Ύόρκη χέρια καί από τό μεγάλο ύ είχε μείνει πολύ πίσω. Κι* © ψος πού βρισκόταν έκανε μια ■Νέος Υπεράνθρωπος δλο τα βουτιά στο κενό μέ κατεύθυν-* ξίδευε σά βολίδα στο διά σι προς τό αεροπλάνο, πού στημα- ζητώντας, ν’1 άπομαακόμα φαινόταν προς τις α κρυνθή πιο πολύ, δσο γίνεται, 2,’ ένα πιο πολύ, από τις κατοικημέ. κτές τού Ειρηνικού. λεπτό βρισκόταν κΓ δλας. νες στεριές. · . "Ύστερα από λίγα λεπτά κρεμασμένος στο φτερό του^ Μ.έ 6υό γροθιές-του τό φτερό σταμάτησε. ’Έρριξε μια μα δύο,. Είδε τιά γύρω του. Όσο πού έ τσακίστηκε* στα τά έντρομα ' μάτια των κα φτανε τό μάτι δέν υπήρχε πα κούργων καί τά κατακίτρινα ρά, μονάχα θάλασσα. Έβώ δέν υπήρχε κίνδυνος. 5,'Εκανε από -τό φόβο πρόσωπά τους μια κάθετη ' έφόρμησι κι.’ δ- * νά κάνουν παράξενες γκριμάταν έφτασε . διακόσια μέτρα τσες. Απομακρύνθηκε. Μια φλόγα ξεπήβησε. .' "Ύστερα πάνω από την επιφάνεια τού 3 ' ν·\ =* 3 3/\ ^ Λ λ κι αλλες^, κι. άλλες και το ωκεανού άφησε τή βόμβα νά άεριοωθούμενο *,άρχισε '■ νά γλυστρήση από τά χέρια παίρνει - μεγάλες* τούμπες του. Την ίδια-στιγμή τινά στον αέρα. Σέ λίγο .μια γραμ χτηκε προς V απάνω κΓ α μή από φλόγες γέμισε τον ο πομακρύνθηκε σαν αστραπή ρίζοντα. Κι ύστερα μια 8υ·* φτάνοντας σχεδόν στή στρα τόσφαιρα. Κ.Γ οταν πια βρι- , νατή εκρηξι. Τό αεροσκάφος τών σατανικών κατασκόπων σκόταν έξω από κάθε κίνδυ νο. ένοιωσε -κάτι·, σά -να συγ- · είχε γίνει χίλιαΚομμάτια. κλονιζόταν όλάκερος ο πλα Ό Τζίμ .έχει πάν νήτης; Γύρισε και είδε. "Ενα τα., .δίκιο!*.,. βουνό'από νερό σηκώθηκε σά νά'ζητούσε νά φτάση τά ά Γϊΐήν άλλη μέρα τό πρωί, όΎόρκη στρα-! Είχε γίνει ή έκρηξι!... 'Χ λόκληρι^ ή Νέα Ό Νέος Υπεράνθρωπος, Ι μάθαινε άπο τις έκτακτες * εκ κανοποιημένος, ερριξε μια δόσεις τών ■ εφημερίδων τόν
§β
ιρομακτικο κίνδυνο πού πέ= ρασε. Στην πρώτη σελίδα του «Νταΐηλυ Χέραλντ» όμως δημοσιευόταν ένα μεγάλο άρθρο του Μάκ Μτσνυ γεμάτο απίστευτες λεπτομερειες: «Οι κακούργοι, έγραφε άνάμεάα στ5 άλλα, ήσαν όργανα τής μυστικής ιαπωνικής ορ γανώσεις «Κίτρινος Δρά κος», πού είχε σχεδιάσει την καταστροφή τής Νέας Ύόρκης εις έκδίκησιν τής κατα στροφής τής Χιροσίμα πού έγινε το 1945. Άλλα τότε ήταν πόλεμος. Τώρα τά πράγ ματα είναι διαφορετικά. Οί πολίται μπορούν νά ησυχά σουν. ΟΙ σατανικοί, κατάσκο ποι δέν υπάρχουν πια...» "Ολες οι εφημερίδες εγρα φαν έγκωμιαστικά άρθρα για τό Γεράκι, τον Νέο Υπεράν θρωπο, μέ χτυπητούς τίτ λους όπως αυτοί: «Τό Γερά κι έσωσε 7.000.000 ανθρώ πους!» «Ό Υπεράνθρωπος καταφέρνει θανάσιμο χτύπη μα σέ σατανική σπείρα πρα κτόρων ξένης δυνάμεως». «Τό Γεράκι μονομαχεί στον αέρα μέ μιά υδρογονοβόμβα!...». «Χιλιάδες κάτοικοι τής Νέα^ Ύόρκης παρακολουθούν με άγων ία τον Νέον Ύπεράνθρω πο νά έπιτίθεται έναντίον των έχθρών τής Αμερικής!» Ό Μάκ Ντάνυ διαβάζει τις εφημερίδες στη βεράντα τού σπιτιού του καί νοιώθει μέ σα του μιά βαθειά ίκανοποίησι. Τά δύο δαχτυλίδια μέ την μπλε καί την πράσινη πέ τρα αστράφτουν στά δάχτυ λά του. Ο Τζίμ Γκάφας κά
ΐέΡΑΧι,
δ
Νέϋί
θεται μαζεμένος σέ μιά γω νιά καί μασουλάει καραμέ λες. ^— 'Ωραία τά καταφέραμε, κύριε Μάκ!, λέει στο νεαρό ρεπόρτερ. Πρέπει νά είμαστε υπερήφανοι πού σώσαμε τή Νέα Ύόρκ?η... Ό Μάκ Ντάνυ τον κυτάζει λοξά. λ— Δηλαδή^ τί θέλεις νά πής; τον ρωτάει. — Θέλω νά πώ ότι, αν δέν ήμουν εγώ, ολοι αυτοί ο! ου ρανοξύστες πού βλέπουμε γύ ρω μας καί όλοι αυτοί ο! άν θρωποι πού κυκλοφορούν στούς δρόμους, μπορεί τώρα νά ήτανε στάχτη! Ό Μάκ σηκώνει τό χέρι του. —-Μη μοΰ πής τώρα πώς δέν σού χρειάζεται καρπαζά, Γκάφα!, λέει. Αλλά σχεδόν αμέσως συ νεχίζει: — Ν°α/ μπορεί νά έχης δί κιο, Τζίμ, κάνει σκεφτικός. ’Άν δέν έκανες εκείνη την γκάφα κΓ αν δέν παρακολου θούσαμε εκείνον τον άνθρωπο μέ τό παπιγιόν, δέν θά μπαί ναμε στά ίχνη τής συμμορί ας τού «Κίτρινου Δράκου». Καί τότε φυσικά ή υδρογονο βόμβα θ’ άπλωνε τό τερά στιο μανιτάρι της άπανω στη μεγάλη αάπγ πολιτεία καί κάθε ίχνος ζωής θά είχε χαθή. ? Τό αραπάκι 8έ μιλάει. Άλ λά στό γυαλιστερό μαύρο μούτρο του άστράφτει ή ευ τυχία. Νά πού έπί τέλους 6 άσπρος φίλος του άνσγνωρί-
V (1 β Ρ Α Ν Θ Ρ ήίΐ Ο ϊ ζει ©τι |ΐιά κουταμάρα ^ τ©υ μπορεί νά κάνη καλό σέ έφτά εκατομμύρια ^ ανθρώπους! ^ Και μέ μια απότομη κίνη σί χώνει στο στόμα του μια όλόκληρη φούχτα καραμέλες! Τό τρομερό μυστιχό ά .τοχαλύπτεται!
Γ^ΑΦΝΠΚΑ, μιά παγερή Δ φωνή αντηχεί πίσω από τον Μάκ: —Μείνε ακίνητος, μωρό! ^Ηρθε^ ή ώρα νά πλήρωσής ακριβά γι’ αυτό πού πάθσμε! Ό νεαρός ρεπόρτερ γυρί ζει και τό αΐμα παγώνει στίς φλέφες του. Στο άνοιγμα τής πόρτας στέκεται ό... άνθρω πος μέ τό παπίγιόν ! Καί στο χέρι του κρατάει ένα με γάλο πιστόλι μέ τό σκοτει νό στόμιό του στραμμένο προς τό στήθος του Μάκ. Ό Μάκ Ντάνυ δέν τολμά νά πιστέψη σ* αυτό πού βλέ πει. Μέ τά μάτια ορθάνοι χτα καί τό πρόσωπο χλωμό, κυττάζει τον άνθρωπο μέ τό πιστόλι. Σίγουρα, ονειρεύε ται. Δέ χωρεΐ καμμιά αμφι βολία! Ό άνθρωπος μέ τό παπί γιον ήταν μέσα στο α εροπλάνο, όταν τό Γεράκι τσάκισε τό φτερό του! —Ή έκπληξι'ς ήταν δυσά ρεστη, έ; λέει σαρκαστικά ό έγκληματίας. Δέν περίμενες, σίγουρα, νά μέ δήζ! Ευτυ χώς γλύτωσα από την έπίθεσι του Νέου Υπεράνθρωπου, γιατί πρόλαβα νά πέσω μέ αλεξίπτωτο πριν τό άεροπλάνο πάρη φωτιά! Καί, ευτυ
:
31
χώς πάλι, τό Γεράκι δέν άντε λήφθη τίποτα! Δέν είν’ έτσι, Μάκ; Δέν μέ εΐδες νά πέφτω, έ; Ό Μάκ χλωμιάζει περισ σότερο. "Έχει μαντέψει ό αν τίπαλός του τό τρομερό μυ στικό του; — ’Έπεσα μέ αλεξίπτω το, συνεχίζει ό κακούργος; καί ή πρώτη μου σκέψις ήταν νά γυρίσω στη Νέα Ύόρκη καί νά εκδικηθώ εναντίον του Γερακιού! Καί ξέρω τώρα πιά, είμαι βέβαιος ποιος εί ναι τό Γεράκι! Τό μυαλό μου δούλεψε στο διάστημα αυτό κΓ έβγαλε μερικά συμ περάσματα. ΓΈνα από τά συμπεράσματα αυτά είναι ό τι τό Γεράκι είσαι εσύ καί εσύ είσαι τό Γεράκι! Τό ^Γε ράκι έπεμβαίνει πάντα σέ υ ποθέσεις όπου έχεις άναμιχθή καί 6έν έμψανίζεται πο τέ όταν εσύ είσαι παρών! ΚΓ όταν τό Γεράκι εμφανίζεται, δέν μπορεί κανείς νά σέ βρή εσένα! Ό Μάκ τον κυττάζει μέ φρίκη, ανίκανος νά προφέρη λέξι. Ό άνθρωπος αυτός έ χει μαντέψει τό μυστικό του! Καί δέ θά 51στάση νά τον σκοτώση! —Δέν ξέρω μόνο, έξακολουθεί ό άλλος, μέ ποιο τρό πο γίνεσαι Νέος Υπεράν θρωπος ! νΑν μου αποκάλυ ψης τό μυστικό αυτό, θά σου χαρίσω τή ζωή! Τό χέρι τού Μάκ, μέ τό δα χτυλίδι μέ τή μπλε πέτρα, αρχίζει νά κινηται προς τό στόμα του.
—'Ακίν*|τας!, Βίβ&όξ&ι 6 δολοφόνσς.. Μιά ακόμα κίνη;* •σι και τράβηξα τή σκανδάλη! Θά μετρήσω ως το τρία και, άν δεν μου εχης φανερώσει το υστικό, θά πεθανης! ’Αρχίωενα... δύο.,, Μά 6 άνθρωπος μέ Το πσ-' Ττιγιόν έχει κάνει ενα σοβαρό λάθος. Δεν έχει δώσει καϋμιά σημασία στην παρουσία του μικρού νέγρου. Καί 6 Γκάφας κάνει πάλι μιά γκάφα, που όμως σώζει τό άσπρο φίλο του. Σηκώνε ται, σταματάει τό καταβρόχθισμα των καραμελών καί λέει: -—Αυτός είναι πού μοϋ έ κλεψε την τσάντα! Πηγαίνω νά φωνάξω την αστυνομία! Ο άνθρωπος μέ τό παπιγιόν κυττάζει προς τό μέρος του, γρυλλίζοντοίς από θυμό. Αυτήν ακριβώς την ευκαι ρία περίμενε ό Μάκ, Μέ μιά ταχύτατη κίνησι πλησιάζει τό δαχτυλίδι στα χείλη του καί ή. γλώσσα· του αγγίζει την μπλε · πέτρα. Την ίδια στιγμή, ό δολο φόνος πιέζει τή σκανδάλη. 1 . Τ Ε
Ϊ
Μά είναι τπσ τταλύ άργάΐ Η σφαίρα Βέν συναντά τό στήθος Τού Μά-κ αλλά τό. Τίά* ■ ν ίσχυρο στήθος , τού - άτρωτου Γερακιού, τόύ Νέου Υπεράν θρωπου, πού στέκεται μπρο στά του μεγαλοπρεπής " καί τρομερός! . ΓΈνα βήμα μπροστά καί μιά γροθιά καί ό εγκληματι κός κατάσκοπος εκσφενδονί ζεται προς τά πίσω, βροντάει πάνω στον τοίχο καί σωριά ζεται χάμω νεκρός! "Ένας στεναγμός - άνάκουφίσεως "βγαίνει άπρ τό.στή* • θρς τού Νέου Υπεράνθρωπου. Είχε σωθή καί ή άνθρωπότης δέν είχε χάσει τόν πολύτιμο προστάτη της.. · Ή φωνή τού Τζΐμ Γκάφα άκούγεται πίσω -του: —Για κύτταξε!, μουρμου ρίζει- μέ απορία τό αραπάκι. Πολύ φοβιτσιάρής άνθρωπος! Μόλις είπα πώς θά φωνάξω την αστυνομία, έπαθε συγκο πή * καί πέθανε! ■ . •Καί, . ικανοποιημένος, χώ νει πάλι στο στόμα του μιά φούχτα καραμέλες!· \ Ο Σ. / .ΙυγγραφιεύςΓ.Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ ·. Άτταγορεύΐΐτοϋί ή. αναδηιμοο-ί ευτι ς/
"Ολα τά Ελληνόπουλα ■ από τή μιά άκρη τής Ελλάδος στήν άλλη καί σ5 όλες τις ελληνικές παροικίες τού έξω τερικοΰ, διαβάζουν κάθε έβδομαδα τό υπέροχο ανάγνωσμα ηρωικών περιπετειών
"ΜΙΚΡΟΣ ΗΡ,ΩΣ„ . '·■ Συναρπάζει, γοητεύει, 8ι·απλάσσέι, διασκεδάζει! .
V
Λ Λ \ V
%
Η \4 Νο
. Τό 2ο τεύχος του «ΓΕΡΑΚΙΟΥ», πού θά κύκλο» φορήση την ερχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
%
*
V Ν V Ν<» \ Ν%> %
«1
%
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ »
%
*
\% •*
%
%
%
Λ %
Ν Ν
Ν
\·
·:Λ
'
Ν
θά είνςχι πιο συναρπαστικό, πιο γοητευτικό, πιο συγ κλονιστικό καί πιο μεγαλειώδες άπό τό πρώτο! Στο τεύχος αυτό ό Νέος Υπεράνθρωπος παλεύει μέ μιά άλλη συμμορία κακοποιών, πού αρπάζει παι διά από τή Νέα Ύόρκη, χρησιμοποιώντας ώς μέσο ένα φοβερό γορίλλα! '
V
*
.Λ
Λνην\νννν\\η\ν\\νννν\\ή\\«\ν%Η«\\'"\ν\Μ\Η\ν\\«\η\\λ\ν\η,ν«\ην«\νίν\ν\\\\\\ν\νη\ν
%
Η Η Ν Νο Ν Ν* ·»\ Ν Ν ,%Ν Ν% Ν Ν ν« Ν« Ν« Ν« Ν Ν Ν Ν4 Ν% Ν
.Λ • \
.
V > Ν Ν \ Ν ■ V Ν Ν
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ «
,
*
\
*
·
Ό Μάκ Ντάνυ, ό νεαρός ρέπορτερ, μένει άμέτο» χος στη μάχη τής αστυνομίας εναντίον των κακουρ γών, ώς τή στιγμή πού ό ίδιος ό Γκάφας, τό άγαπη-· μένο του αραπάκι, πέφτει στα χέρια του γορίλλα! Στο ίδιο τεύχος, <τό 2, θά μάθετε λεπτομέρειες γιά τό '
Ν Ν Ν Ν •Ν Ν Ν Ν Ν
. Ν '· λ
ΕΝΘΥ
ν·νν\-νννν\\Λ’ίνΛ>λ\\\·νΐί\ννν\·ννννΛ\\\\Λ\\Λ\\\\Λνννΐ\\ν\\\\\λ\νΛ.ννν\\\ννλΐν%ΛΛΛνν\ν\ν\ν\\-»Λνν\\νννν “
·
*
·
~“Χ
πού θά δοθή σ’ όλους τούς αναγνώστες τού «Γερα κιού», μαζί μέ τό 3ο τεύχος! Κανένας 6έν πρέπει νά χάση τό 2ο τεύχος!
Ν Ν Ν Ν
Ν Λ \
Ν Ν ■·<ί
Ε
1—
ά ζ (3 X Ζϋ Μ < -υ ΡΟ Ε α,
<
5ιη Ε ίΖ 0 ί—I α ^4 <
χ α «ο Η
<0> ο α.
«5 €0 Ν. ·“ υ' Ο Ό Ο X οο —· ώ Ο* ο ε Η α < θ' * ετ *»* ίΟ θ' -0 <0
ΙΟ «Μ ■» 3 > "Ο .ντ Ϊ3 η -< λ
\
❖
ι_ 4
<
ο α £ο
II 5§
IΌ
% *>ω 5° Ό
η Η
> 3
'3 . ι~ »- >
§. ο >* "8
Η < *« ^ ··θ' ..· *·£Γ
£?6 «ί1; Ο I/· ' ο '8 ά 3 = χ Λ 8 »■ 2 ^Η 'ώ > ο 5 β- Ο ° — 0α £ & & *- Ο <| ιζ θ' <ο οο
ληιβββββιιιβιβββββιβιιειιβιββββββββ~ :
£ * Ρ ι/» 5Τ Η
? η <5^ ιω>
α< χ
**
ο
ο
X 51 δ
α. ο 8
α, ω ϊ-,
&
Ο 10 ✓<
<
0 8 > ο "8 Ο υ* £ ο $
ο
5 ο
*< Ο
μ Ζ ιο > 3 Ο Ο. '8 £ '8 ο Λ (3 ο
* θ' °© Κ-'
ο!:; ; ϊ ■ 1 [
'8 α? Ο Ο £ 1 χ
Ρ-Η !»» * Μ4 ! !|
ο & > \£Γ" «— ω 1 '8 ©
< \ <\: \
'3 η, Ό Ιέ λ8
Ό Η '8 »*ί μ ςτ ω ω .83. ., Ο 8* *
-= >V.
θά μάθετε δια βά ζοντα ς τό δεύτερο τεύχος τού «Γε ρακιού», πού θά κυκλοφορήση την έρχόμενη έβδο-
£|ίΙβ6ΒΙΒΒΒΙΙΚΒΙΒΒ8ΙΒΙΒ£ΙΙΒΒ8Β3Β@Β13«£
ηΓ//7 αηχ: <ρ/γ>ο* Γ£!Π ££ αΛσυχ ςπς:
Μαυ.'
/
γτο
κηηομι-
γ κα Μπαυζ κρι η/ΥΗχυχΕίχ.
ΘΠ ΦΡΟΝ ΤίΣρυΜΕ εμείς ηηοηη. ΓΕ7/7 Σου.'
©
Γ\ 1 Αν ■~Ε1 ^
Γ7£?
η ηηη
Λ7/κι/ Μηουτ.'
Λ«
ΣΤΟ *ηηπ α*υ Ο ΘΕΟΣ ΜηζυΓΟα
ΓΕ/ηχου! ΓΕ/η χαΐ/.'ί
$1
χ,Χ·
Ολπι στην παΝΤίκοΥηαηι ΚΠΤΕΒΗΚΠΝΙΤΟΙΓΠΒΜΠΝ' ρηαχπίΡΒΤΗΣαυΝ ταυ εν-
ΛΠΞΟ ΒΡΟΣΤΒΤΗ ΤΟΙΙΣ ΤΠΛ
ΜππυΣ ο οππιπς ΤΤΡΕΙΣ'ΕΝΠ ΤΒΞΕ1Δ/ ΠΗΠνυ χυι, υιτερο ρήομιπμε ΓΑΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ μι κυ
ρΐ®
η*
απόψε. Οί άνθρωποι, πού βρί σκονται ακόμα εξω απ’ τά σπίτια τους, βαδίζουν μέ βή μα σημειωτόν. Είναι αδύνα το νά διακρίνουν τί γίνεται δυο μέτρα μπροστά τους... Αυτήν ακριβώς τήν ώρα έ να μενάλο κλειστό αυτοκίνηνητο, ένα παλιό μοντέλο τού Φόρντ μέ τετράγωνο καπώ, διασχίζει τούς δρόμους τής Νέας Ύόρκης μέ υπερβολική ταχύτητα, κινδυνεύοντας από στιγμή σέ στιγμή νά συγκρουσθή, καί κατευθύνεται πρός τό ανατολικό τμήμα τής πόλεως^.. "Ενας λιγνός ηλικιωμένος κύριος μέ άσπρο μούσι καί χοντρά μυωπικά γυαλιά κά "Ενας πίθηκος μέ απαί θεται στή θέσι τού σωφέρ σια μορφή εμφανίζεται καί οδηγεί. Ηαρ* δλη ο^ως μέσα στη νύχτα.... τή μεγάλη ηλικία του φαίνε ται επιδέξιος καί ισβέ,λτος, ! ΔΡΟΜΟΙ είναι υγροί. _ Πριν λίγ^ ώρα έβρεξε.γιατί κάθε τόσο χειρίζεται 3 ώρα ή βροχή έχει σταματήτό βολάν μ5 εξαιρετική μαε στρία καί αποφεύγει συγ σει, άλλα στον ουρανό κυλά κρούσεις μέ άλλα αυτοκίνη νε μολυβένισ σύννεφα, πού τα, πού θά ήσαν σίγουρα άσκεπάζουν τ’ αστέρια. Μια ναπόψευκτες άν τό τιμόνι βρι πηχτή ομίχλη έχει σκορπι σκόταν στά χέρια ένός λιγώστή σ' δλη τήν πόλι τής Νέ τερο ψύχραιμου ανθρώπου. ας Ύόρκης καί μάταια τά φώτα τών μεγάλων δρόμων "Υστερα από διαδρομή μ ί καί οι προβολείς τών αυτοκι σης περίπου ώρας, τό αυτο νήτων αγωνίζονται νά τρυπήκίνητο τρυπώνει σέ μιά ερη σουν τό σκοτάδι. Τά έπάνω μική πάροδο τής όδοϋ Χοΰδπατώματα τών ουρανοξυ σον καί σταματάει. Εκατό στών δεν φαίνονται. ΟΙ τα μέτρα πιο εκεί διαγράφεται ράτσες κι* οι στέγες χάνον ό σκοτεινός όγκος τής βίλται μέσα στα σύννεφα, πού λας τού τραπεζίτη κ. Τζαίέχουν χαμηλώσει πάρα πολύ ημς Μάρβιν. Είναι τριγυριΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
Ο
4
ΓΕΡΑΚΙ,
ΟΝ ΕΟΧ
/ννν«ΛΛ\νννννννννν^νν\ν\νννννννννν'ν\νννννννν\νννννννννννν\1ΛνΜ.'ννννννν «ΑΊΛ\\·νν\Λΐ,νΊ,\ν%νννΛ.-.ννννΛΤ,·Λ·.\\ν.'λ\ννΐνν
σμενη οπτο παντού με μεγά λα δέντρα και σέ κανένα πα ράθυρο των τριών όοόφων της δεν υπάρχει φως. Ό λιγνός κύριος μέ τό άο·προ < μούσι •ναμογελάει παοόώενα, κα θώς κατεβαίνει απ’ τό αυτο κίνητο. Πίσω απ’ τους φα κούς, τό βλέμμα του σπιθοβολάει γεμάτο κακία. Σίγου ρα κάτι άσκημο προετοιμά ζει για τους κατοίκους τής εξοχικής αυτής βίλλας, που αυτή τή στιγμή κοιμούνται ανύποπτοι.;. Ρίχνει μερικές ματιές γύ ρω του κι5 όταν βεβαιώνεται πώς δλα είναι έρημα, ανοί γει τήν πίσω πόρτα του αυ τοκινήτου. —"Έλα, Φρέντυ! λέει χα μηλόφωνα στον επιβάτη που στρογγυλοκάθεται μέσα. "Ε λα, Φρέντυ! Και τότε κάτι βαρύ κουνιέ ται στό βάθος του αυτοκινή του, κάνοντας τις σούστες τών τροχών νά τρίζουν, κι9 ένας μαλλιαρός γίγαντας κα τεβαίνει. Στηρίζεται στα πι σινά του πόδια. Τα μπροστι νά του πόδια κρέμονται απ’ τούς οίκους μακρυά καί φτάνους κάτω από τά γόνατα. Είναι ένα^ απαίσιος ανθρω ποειδής πίθηκος, που στέκει έκεΐ στή μέση του δρόμου κυττάζοντας μέ τά μικρά γυ αλιστερά του μάτια τον άν θρωπο μέ τό μούσι. Εκείνος του κάνει νόημα νόι τον άκολουθήση. Απομακρύνονται άπ* τό αυτοκίνητο καί, όταν φτάνουν λίγα βήματα εξω απ’ τή βίλλα, ό άνθρωπος
χτυπάει προστατευτικά τόν γιγαντόσωμο πίθηκο στον ώ μο καί του δείχνει ένα παρά θυρο στό τρίτο πάτωμα.. -—’Εκεΐ θά πας, Φρέντυ!, του λέει. Κατάλαβες; Ό πίθηκος κουνάει τό με γάλο κεφάλι του. —Εμπρός λοιπόν, Φρέν τυ! Γρήγορα. Σέ περιμένω εδώ... Ό μαλλιαρός γίγαντας βγάζει ένα χαμηλόφωνο γρύλ λισμα, άπόδειξι πώς κατά λαβε τί του είπαν., καί προ χωρεί. Φτάνει οπήν υψηλή σιδερένια εξώπορτα σκαρφα λώνει ιιέ εξαιρετική ευκολία στα κάγκελά, πηδάει στον κήπο καί, βαδίζοντας αθόρυ βα μέ αργές κινήσεις καί μέ γυρτό προς τά εμπρός τό μεγάλο τριχωτό κορμί του, μπαίνει κάτω από τό παρά θυρο τού τρίτου πατώματος. Ρίχνει μιά ματιά προς τ’ α πάνω κι5 ύστερα από ένα μι κρό δισταγμό αρχίζει ν’ άναρριχάται μέ μιαν απίστευ τη σβελτάδα χρησιμοποιών τας τίζ ελάχιστες προεξοχές τού τοίχου σάν σκαλοπάτια. "Ύστερα από λίγο, έχει φτά σει κιόλας στό παράθυρο. Μέ μιά γροθιά συντρίβει τά παραθυρόφυλλα καί τά τζά μια μαζί. Ό δρόμος τώρα είναι ελεύθερος. \ Σ αλτ άρει μέσα στην κάμαρα... "'^να παιδί μέ τις πυτζάμες του έχει ξυπνήσει τρομαγμένο από τόν φοβερό θόρυβο, καί ανακάθεται στό κρεββάτι του. Κυττάζει καί μέσα στή νύχτα βλέπει τή σκοτεινή σι-
γίίΕΡΑΝθΡηηόί § ννγ\ννννν>ΐνηνν^^\^ννννη\^ννννν^ΛΛ^νΛνν^νν^ν»%νννννγ γ&ΑννΜ^%ν)ΜΜ^νηνννν\’«%ηιηη»* ποθυμία3 μένο Ντικ Μαρβιν, λουέττα τού ^ δέρατος, που πλησιάζει προς τό μέρος του χάνεται μέσα στην ομίχλη... μέ απλωμένα προς τά μπρος Πώς γιόρτασε ό Μά/. τά μεγάλα χέρια του. ΑισθάΝτάνυ τά γενέθλιά του νεται νά παγώνη 'ξο αίμα ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, ό ^ νεαρώτου. τερος αστυνομικός ρε —Βοήθεια! Βοήθεια!, φω πόρτερ τής μεγάλης ^εφημε νάζει. "Ενας γορίλλας! ρίδας τής Νέας Ύόρκης Πηδάει απ' τό κρεββάτι και τρέχει προς την πόρτα «Νταΐηλυ Χέραλντ», ξυπνάει πού οδηγεί στο χώλ καί από σήμερα . έξαιρετικά εύδιάδε εκεί στοΓ άλλα δωμάτια. ·Φου- τος. 4Η μητέρα του ή κυρία χτιάζει τό πόμολο, την ανοί Μάργαρετ Ντάνυ, μια όμορ γει, μά δεν προφταίνει νά φη 4Ελληνίδα, χήρα του διά σημου σοφού "Αρθουρ Ντά κάνη τίποτα περισσότερο. 4 Ο μαλλιαρός πίθηκος μ’ ένα νυ, πού την παντρεύτηκε πριν βήμα βρίσκεται κιόλας κον είκοσι χρόνια, όταν ήταν πε "Ελλάδα, τοί του. Τόν αρπάζει, ^τόν ά- ραστικός απ’ την νασηκώνει σάν πούπουλο, καί ήρθε καί εγκαταστάθηκε μαζί της εδώ στή Νέα Ύορτού κλείνει τό στόμα μέ τό κη, ξυπνάει τό γυιό της μ’ βρώμικο χέρι του ^καί τρέχει πάλι προς τό παράθυρο. Πέν ένα φιλί στο μέτωπο. -—"Ελα, σήκω, ύπναρά!, τε μέτρα πιο εκεί απλώνει τα κλαριά της μια υψηλή λεύ τού λέει χαμογελώντας. Ξέσήμερα κα. Σαλτάρει στο κενό, πιά χασες λοιπόν πώς νεται άτι5 τό δέντρο, ξανα- μπαίνεις στα δεκαοχτώ καί σαλτάρει σ* ένα άλλο καί λί πώς αρχίζεις πια νά γίνεσαι γα λεπτά αργότερα, κρατών ένας σωστός άντρας; "Ελα, τας πάντα στα χέρια του τό σήκω καί φίλησε τή μητερού μικρό αγόρι, τόν Ντίκ λ/,άρ- λα σου, πού βέν έχει κανέναν βιν, πού έχει στο μεταξύ χά άλλον από σένα στον κόσμο! σει τις αισθήσεις του, βρί- ' 40 Μάκ σηκώνεται, αγκα σκέται στο δρόμο. Ό άνθρω λιάζει καί φιλάει κι* αυτός πος μέ τό άσπρο μούσι τόν τή μητέρα του. περιμένει. ——Σ' ευχαριστώ, μητέρα, —Μπράβο Φρέντυ !, του τής λέει. Ποτέ δέν θά ξεχάλέει. Τά κατάψερες καλά! οω τί σου οφείλω... Ντύνεται κι* ύστερα από Λοσε μου τώρα τό μικρό... Καί ύστερα από λίγο τό λίγο κάθονται μαζί στο τρα αυτοκίνητο μέ επιβάτη τό πέζι για τό πρωινό τους. 4Η παράξενο γιγαντόσωμο τέ κυρία Ντάνυ τό έχει στολίσει ρας καί σωφέρ τόν ηλικιωμέ μέ λουλούδια κι5 έχει ετοι νο άνθρωπο μέ τούς μυωπι μάσει κι9 ένα περίφημο κέϊκ. κούς φακούς στα μάτια, πού —Αυτό είναι γιά τά γενέ έχει τώρα μαζί του τόν λι θλιά σου, τού λέει.
Ο
6 Είσαι γ\ ιτιό κοίΧί) μητ£ρούλα του κόσμου! / κανέί μέ θαυμασμό 6 Μάκ καί τά γαλάζια^ μάτια του είναι γεμά τα ευγνωμοσύνη. Άπ5 τον καιρό πού πέθανε ό πατέρας είσαι ό μοναδικός θησαυρός πού μού άπόμείνε στη γή. Ή κυρία Μάργκαρετ ανα στενάζει καί τό βλέμμα της γίνεται μελαγχολικό. Δεν μι λάει. Κόβει τό κέϊκ καί του σερβίρει τό γάλα. Εκείνη ά-
Τά σχολικά αύτακίνητα συνοδεύον ται άπο άσ-τι/ναμικούς!
ΓΕΡΑΚΙ,
ΕΟ 1
κριβώς τή στιγμή χτυπάν τό κουδούνι τής εξώπορτας καί σέ λίγο μπαίνει ό μικρός χαζός άραπάκος, ό Τζίμ Γκάφας ό κλητήρας του «Νταΐηλυ Χέραλντ», ή αδυναμία τού Μάκ. Κρατάει ένα μπουκέτο άγριομαργαρίτες και... τσου κνίδες μαζί, ϊά μάτια του πέ φτουν αμέσως μέ λαιμαργία απάνω στο λαχταριστό γλύ κισμα πού βρίσκεται στο τραπέζι. —ΤΗρ8α νά ευχηθώ, λέει, στον κύριο Μάκ τα χρόνια πολλά για τά γενέθλιά του. Έκοψα καί αυτά τά ωραία άνθη άπό μια μάντρα πού βρίσκεται απέναντι στο σπί τι μας. Πιστεύω νά σάς αρέ σουν. Μοσχοβολάνε! Καί, καθώς δοκιμάζει νά τά μυρίση άπό κοντά, οΐ τσουκνίδες αγκυλώνουν τή μύτη του καί κάνει έναν κω μικό μορφασμό. —"Ωου! Θεούλη μου! Αγ κυλώνουν ! —Αφού είναι τσουκνίδες, φυσικά 8ά αγκυλώνουν, Τζίμ! τού λέει χαμογελώντας ή κυ ρία Ντάνυ. Πάντως 6 Μάκ κι* εγώ σ’ ευχαριστούμε πού θυ μήθηκες τά γενέθλια. "Ελα κάθησε τώρα νά πάρης τό γλυκό σου. Ό λιχούδης άραπάκος, ό Τζί μ Γ κάψας, όνομα καί πράγμα, κάθεται στο τραπέ ζι καί τρίβει τή μύτη του πού τού πονάει. Μόλις όμως βλέ πει νά τού σερβίρουν μια με γάλη ψέτα κέϊκ, γουρλώνει τά μάτια του, γλείφει τά χεί λια του καί ρίχνεται μέ τά
V« £ ΡΑ Ν 0 Ρ ΩΟ © £
μούτρα ατό πιάτο μέ τό κέϊκ. "Υστερα από . λίγα έχει φάει τέσσερα μεγάλα κομμά τια κέϊκ καί, τώρα πού είναι χορτάτος, μπορεί νά |Αΐλήση. —Λοιπόν, κύριε Μακ, λέει ί<αί παίρνει σπουδαίο ύψος, τί 0ά κάνουμε μ5 αυτό τό μαλλιαρό πίθηκο; Θά τον άφήσουμε νά κάνη γιά πολύ καιρό ακόμα τον έξυπνο; "Αν είναι έτσι νά μου τό πής γιά νά τό ξέρω... ^—Δηλαδή ^ τί ^θέλεις νά πής; τον ρωτάει ό Μάκ Ντάνυ καί τον κυττάζει λοξά έ τοιμος νά γελάση καθώς τον βλέπει νά φουσκωνη σά διά νας. Γιά έξήγησέ μου τί θέ λεις νά πής... -—Λέω δηλαδή ότι ^ έτσι πού πάει τό πράγμα δε θά μείνη παιδί γιά παιδί στή Νέα Ύόρκη. Αυτό τό παιδο μάζωμα δέ μου αρέσει καθό λου! Γιατί αυτός ό γορίλλας, πού αρπάζει τώρα μονάχα άσπρα παιδιά, σε λίγο θά βάλη χέρι καί στά αραπά κια. Λοιπόν θέλω νά πώ πώς είμαι αποφασισμένος, άν δεν ψανερωθή τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, νά τά βάλη μ’ αυτόν τον μαλλιαρό πίθη κο... -—Τί θά κάνης; —-Θ5 άναλάβω έγώ νά κα θαρίσω τήν κατάστασι. Ή μητέρα τού Μάκ ξέσπα σε σ’ ένα δυνατό γέλιο. —Γιατί γελάς, κυρία Μάρκαρετ; ρωτάει ό Τζίμ Γκά νας καί σουρώνει τά φρύδια. Ξεχνάς τάχα πώς έγώ έγινα άψορμη νά έξοντωθή ό «Κί-
7
"Γοπε η γροθιά τ'θ<0 γορίλλα ττροσγιει άνετα ι στο στσμάχι του Μάκ!
τρινος Δράκος» (*) πού έτοι μαζότανε νά καταστρέψη μέ τήν υδρογονοβόμβα τή Νέα Ύόρκη; Ρίχνει μιά πλαγία ματιά προς τό μέρος τού Μάκ καί προσθέτει: ^—Νά... Δέ λέω δηλαδή πώς δέ βοήθησε καί τό Γερά κι... "Αλλά... —"Ε! Τώρα σοΰ χρειάζε* Βλέπε προηγούμενο τείχος μέ τόν τίτλο «Παιδί του Μυστηρίου»
I
.
τοα καρπαζιά, Τζίμ!, τον κά δε ι ό δημοσιογράφος. Τώρα δέν τή γλυτώνεις! Εκείνη 'δμως ακριβώς τη στιγμή, κάτι γίνεται και ή συζήτησι σταματάει :άπότομα. Άττό το δρόμο φτάνουν σπαραχτικές κραυγές: ——*0 πίθηκος! Ό μαλλια ρός πίθηκος! Τό παιδί μου! Βοήθεια! Ό Μάκ Ντάνυ τρέχει στο παράθυρο. Ό Τζΐμ Γκάψας αρπάζει ένα κομμάτι κέϊκ καί... τρυπώνει κάτω από τον καναπέ. —3Ά! Τον ^ άτι μο^!, ^ λέει καθώς βροντούν τά δόντια του. Απάνω του, Μάκ! Μή τον φοβάσαι! Ή κυρία Μάργαρε* χλωμιάζει. Ό ρεπόρτερ δέν πι στεύει στα μάτια του. Ό δρό μος είναι γεμάτος από πανι κόβλητους ανθρώπους, πού τρυπώνουν όπου βρεθούν. Γυ ναίκες, άντρες, παιδιά, αγό ρια καί’ κορίτσια στριγκλί ζουν. Πόρτες καί παράθυρα βροντούν καί κλείνουν βια στικά. —Ό μαλλιαρός πίθηκος! Φυλαχθήτε... Πραγματικά από την απέ ναντι γωνιά προβάλλει βαβί ζοντας μέ άργό βήμα' ένας, γιγαντόσωμος γορίλλας. Στη ρίζεται στά πισινά του πό δια καί στην αγκαλιά του κρατάει ένα παιδί πού σπα ράζει από τό κλάμα. —Είναι ένα πραγματικό τέρας! λέει μέσα από τά δόντια του ό Μάκ Ντάνυ. Καί χωρίς νά πολυσκεψτή
ΓΙΡΑΚΙ,
Ο
Ν#ΟΧ
ανοίγει την πόρτοη ΐτηδάε* τεσσερα - τεσσερα τά σκαλο πάτια καί βγαίνει ατό δρόαο. Όρμάει σά σίφουνας άπσνω στον ανθρωποειδή, πίθηκο ση κώνει ^τή γροθιά του καί την κατεβάζει μέ δύναμι στο σα γόνι τού τέρατος. Αισθάνε ται ένα δυνατό πόνο στο χέ·1 ρι. 9Ηταν σά νά χτύπησε α πάνω σέ χάλυβα! Τότε θυμά ται πώς έχει στά δάχτυλά τού ένα δαχτυλίδι μέ μπλε πέτρα. Πάνω στη βιασύνη του νά πεταχτή οπό δρόμο ξε χάσε κάτι που έπρεπε νά εί χε κάνει προηγουμένως. Άλ λα καί τώρα δέν είναι αργά. Φέρνει τό βαχτυλίβι στο στο μα του, μά, πριν προΦτάση ή γλώσσα του ν' άγγίξη τη μαγική πέτρα, ό πίθηκος έ χει σηκώσει τό μαλλιαρό του χέρι καί τον χτυπάει μέ 6ύναμι στο στομάχι. Ό Μάκ Ντάνυ αισθάνεται σά νά τον χτύπησε κεραυ νός. Παίρνει·μια βόλτα στον σέρα και πηγαίνει καί σω ριάζεται αναίσθητος έκατο μέτρα μοικρυά! Τό τέρας βγά ζει ένα ουρλιαχτό θριόιμβου καί, βαδίζοντας αργά μέ τό παιδί ' πού σπαράζει από τό κλάμα στά χέρια του, δια σχίζει τον έρημο δρόμο καί χάνεται στην απέραντη πά ροδο. Αίγα λεπτά αργότερα ένα κλειστό αμάξι, παλιό μοντέ λο τού Φόρντ, ^μέ οδηγό έναν λιγνό ηλικιωμένο κύριο μέ έκσπρο μούσι, ταξιδεύει βια στικά προς τις δυτικές συνοι κίες τής πόλεως.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ λίλίλ νν\ νννννιννννννννγ\ νννννν\ΛΛ ννννννννννινννννννννννννννννννννινΜ
9 ινννννΐΜΜΜΜΜ/νι/νΐΛ/ινΐΛι*Λ,\Λ'νννννννννι·νν
Ό πανικός απλώνεται μέσα στη Νέα 'Τόρκη
ΝΕΑ ΥΟΡ ΚΗ ζεΐ αυτή . την έττοχή μέρες ?£αί νύ κτες γεμάτες αγωνία. "Ενας >υνατός φόβος έχει τρυπώσει ττίς ανθρώπινες καρδιές και ?ί πολίτες γυρίζουν νωρίς ττά σπίτια τους καί κλειδώ νουν καί άμπαρώνουν τίς ιτόρτες τους, γιατί κανείς δεν ξέρει τί μπορεί νά του συμβή από ώρα σε ώρα. Είναι σχεδόν ένας μ^νας που σημειώνονται άνεξηγητες εξαφανίσεις ατόμων νεα ρός ηλικίας, Ιδίως παιδιών. Τα πάρκα είναι έρημα. Οι χαρούμενες κραυγές των αγό ρι ών καί κοριτσιών, πού έ παιζαν άλλοτε ξέγνοιαστα στους δημόσιους κήπους, 6έν άκούγονται πιά. Τά περισσό τέρα σχολεία, πού βρίσκον ται στις ακραίες συνοικίες καί στα προάστιά, 5ιέκοψαν τά μαθήματα τους. Οί άλλοι, οί μαθηταί πού φοιτούν σέ — Έ,μπρος, Φρέντυ!, λέει 6 ανεκπαιδευτικά ιδρύματα, πού Βρωπος μέ το μ οΟσι. Εμπρός ! βρίσκονται οπό κέντρο τής προτιμούν πόλεως, πηγαίνουν καί επι τείας. Οι γονείς στρέφουν άπ’ τό σχολείο στο νά έχουν κοντά τους τά παι σπίτι τους μέ λεωφορεία, πού διά τους. Τρέμουν πώς μπο τά συνοδεύουν μοτοσυκλετι- ρεί νά τούς συμβή κάτι κακό στές τίς Έφ-Μπί-'Άϊ τής φη άν τ5 · αχήσουν ν' απομακρυν μισμένης αυτής αμερικανι θούν άπο τό. σπίτι τους. • «Παρ’ ©λα αυτά ο! εξαφα κής υπηρεσίας διώξεως του του εγκλήματος, για λόγους νίσεις έξακολουθούν, γράφουν ασφαλείας. Τό περίφημο οί έψημερίδες, καί στά αστυ Πράτερ καί όλα τά άλλα μι νομικά τμήματα φτάνουν κα κρότερα Αοϋνα Πάρκ μέ τά θημερινώς έξαλλοι άνθρωποι, πού καταγγέλλουν καί μια λογής - λογής παιχνίδια τους 81έκοψαν τίς παραστά καινούργια άπαγωγή. Τό καί τό σεις τους από έλλειψι πελα- σπουδαιότερο όμως
Η
10
· -
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^Λ1Λ^νΛνν'Λ^ν\ν\'ννΛ^νΐΛν^ν\^νν\\ν\ννν\^·^ν^^Λννν^;οννΐ,\'ν»ΛΛΛΛ^νΐ/ί Ανΐ'ί,ννί.ΐνΐΛΛΑΛ.νννν^νννίΙ.ννϊ/νϊ.'ίΛ'ί.'ί.'Λ'νννί'ννν
περισσότερο παράξενο από όλα εΐναι πώς μερικοί από έκείνους που ^ προσέρχονται στην αστυνομία καταθέτουν μερικά απίστευτα πράγμα τα. Τις άπαγωγέ^ πραγμα τοποιεί ένας μεγάλος μαλλι αρός πίθηκος πού έχει κατα πληκτικές ικανότητες καί σκαρφαλώνει σέ λείους τοί χους καί περπατάει με όλη του την άνεσι στις άκρες των ουρανοξυστών, χωρίς νά ένο-
Μ'ΐά μεγάλη σιδερένια ττόρτα ανοί γει χότβ αυτόματα!
-χλήται από τό ίλιγγιώδες ύψος τους. Τό κορμί του μι κραίνει καί μεγαλώνει κατά τις περιστάσεις, σάν νά εί ναι φτειαγμένο από μαλακό λάστιχο, καί έχει τή δυνατό τητα νά πέρνα* ιιεσα από μιά στενή καπνοδόχο ή ένα μικρό τετράγωνο παραθυρά κι, όπου δέν θά χωρούσε ούτε τό κεφάλι ενός κανονικού αν θρώπου. Κάνει τεράστια άλ ματα σαν ένας καταπληκτι κός ακροβάτης, συντρίβει χω ρίς καμμιά προσπάθεια χον τρά σίδερα καί γκρεμίζει μέ τούς ώμους του τοίχους άπό μπετόν. Κάνει μ5 ένα λόγο απίστευτα πράγματα, πού ξεπερνούν καί την πιο τολμη ρή φαντασία. νΑν καί οι στυ νομικοί χαμογελούν ειρωνικά και πιστεύουν ότι αυτές οι καταθέσεις αποτελούν παρα μύθια, εμείς εΐμεθα βέβαιοι ότι όλα όσα λέγονται αποτε λούν τήν αλήθεια καί μόνην. Είναι άτυχη μα όμως ότι τό θουλ'κό Γεοάκ* ό. Νέος Υ περάνθρωπος, δέν έκανε ακό μα τήν έμφάνισί του. Είναι ό μόνος πού θά μπορούσε νά προσφέρη μιά θετική βοή θεια, νά διαλευκάνη τό μυ στήριο, πού κρύβεται πίσω άπό τις απαγωγές των παι διών μας. "Άγνωστο όμως παραμένει μέχρι τής στιγ μής τό γιατί δέν θέλησε ν’ άναμιχθή^ εις τήν ύπόθεσιν αυ τήν, πού συγκλονίζει έπί ένα σχεδόν μήνα τήν Νέαν Ύόρκην καί παρακολουθεΐται μέ αγωνία άπό όλες τίς Ηνωμέ νες Πολιτείες».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Π
V^■ίΛV^VVV\\^V^^^VV\\\^^ΛΛα%VVV1ΛV\'VV(Λ^VV^^ΛVVVVVVιΛΛ^^\^V1ΛΑ'ν1'},'V^Α, V ν\ΜΛ ννννΛνΥνν\ΐΛΛ^Λ^ν^\ννννΐν\ννννν{/ννν
Τό θρυλικό Γεράκι, υ νέος 'Τπεράνθρωπος, κινείται...
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, ο, νεαρός ^ αστυνομικός ρέπορτερ του «Νταΐηλυ Χέραλντ», πού διαβάζει τά όσα γράφουν οι εφημερίδες, χαμογελάει πι κρά. “Καί που νάξεραν πως τό Γεράκι πήγε νά μπερδευτή στην υπόθεσι καί την επαθε σαν αγράμματος!, λέει. Α κόμα δεν μπορώ νά συνέλθω από τή γροθιά που έφαγα στο στομάχι. Ευτυχώς που μεστήν πρώτη έγινα ρουκέτα καί πήγα κΓ έπεσα εκατό μέτρα μακρυά. "Άν προλά βαινε να μου δώση καί δεύτε ρη θά μέ εΐχε λυώσει... Δέ φταίει όμως κανείς. "Εγώ φταίω, «εχάστηκα καί νόμι ζα πώς ήμουν ό Νέος Υπε ράνθρωπος, ενώ ήμουν μονά χος ό Μάκ Ντάνυ. "Οποιος βιάζεται ^ σκοντάφτει... "Έ πρεπε, πρίν βγώ από τό σπί τι νά είχα τακτοποιήσει τή θέσι^ μου. Γιά φιγούρα τάχα φοράω αυτά τά δυό βαχτυλί δια στα χέρια μου; Έν πάσει περιπτώσει, ωραία γενέθλια γιόρτασα. Θά φτάση δμως καί ή ώρα πού θά δράση τό Γεράκι. Καί ελπίζω πώς ή ώ ρα αυτή θά έρθη σύντομα... Τότε Θά τά πούμε μια καί καλή, κύριε μαλλιαρέ πίθη κε. ! —■Δεν είσαι έν τάξει, κύ ριε Μάκ!, τού λέει ό άραπάκος ό Τζίμ Γκάφας. Σοΰ τήν έσκασε μπαμπέσικα. Τήν ώ
Μά, ττραν τρσίδηξη τη σκανδάλη, ή γροθιά του I ερακιού δρά!
ρα^ πού σήκωνε τό ν£ρι του, εσύ έπρεπε νά σαλταρης πλά για. Νά τού ντρεσάρης μιά στον αφαλό, νά τού λυθούνε τά γόνατα ν’ άφήση τό παι δί, νά πάρη δρόμο νά φύγη. Άν ήμουνα έγώ, θά έβλεπες τί θά γινότανε. Αν τολμήση νά ξαναφανή^ στους δρόμους τής Νέαιξ Ύόρκης θά τον άναλάβω εγώ. Νά μή μέ λένε Τζίμ Γκάφα άν δεν τον βγά-
11-
■
Γ£ίΑ.Ι<Ι,
Ο
ΝΕΟί
ΛΛΜΛ^ννννννννννν\'ννννννννι\νννννννννννν^ν^νννί-νλννΛ-ν^ννννννΛΥΛΛννν Λν> νννννννν\νν\νι\Λ\ΛΛ\ννΛ\νννννννννννννν
Αω σέ πέντε λεπτά νόκ άουτ! Μά καθώς μιλάει και κου νάει τά χέρια του και δείχνει πώς ακριβώς θά κατατρόπω νε τον μαλλιαρό γίγαντα, ή κ. Μάργκαρετ που έχει μπή αθόρυβα^ στην κάμαρα κι5 εχει ακούσει τά όσα λέει α πλώνει τό χέρι της και του σφίγγει τό σβέρκο. ^ . —Μεγάλε Θεέ τών · νέ γρων \, ξεφωνίζει τρομαγμέ νος 6 Τζίμ. Βοήθεια, κύριε Μάκ. Με σβέρκωσε ό μαλλια ρός πίθηκος! Λυπήσου με, κύριε πίθηκε! "Αστεία'τά εΤά μάτια του γουρλώνουν καί πηγαινοέρχονται φοβι σμένα μέσα στις κόγχες τους. Τό- γυαλιστερό μούτρο του γεμίζει βρόμβους κρύου ιδρώτα. Ό Μάκ Ντάνυ ξεσπάει σ" ένα δυνατό γέλιο. Γελάει καί ή μητέρα του. Καί τότε, όταν ό άραπάκος καταλαβαίνει τί συνέβη καί βλέπει τούς άλλους νά γελά νε,Α Απροσπαθεί νά δικαιολο^ —"Α!, τό κατάλαβα, κυ ρία Μάργκαρετ! "Αστειευτή κατε καί αστειεύτηκα κΓ ε γώ. "Ας ήταν ό ^μαλλιαρός· πίθηκος καί ^τά λέγαμε. "Ε μένα δεν ιδρώνει τό αυτί μου από κάτι τέτοια ...καί μιά μέρα θά τό αναγνωρίσετε. —/Λοσε του ενα κομμάτι κέϊκ.!, λέει στη μητέρα του ό Μάκ. Θά συνέλθη αμέσως καί θά πάψη νά λέη, όσο τρώει τουλάχιστον, κουταμάρες! ★ * * Ή μητέρα.του κι" αυτός ό
χαζός^ καί λιχούδης άραπά κος ^ είναι οί μόνοι άνθρωποι σ" ολόκληρη τη Νέα Ύόρκη τηού ξέρουν τό μυστικό του. Μονάχα αυτοί οί δυο γνωρί ζουν ότι ό Μάκ Ντάνυ καί τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρω πος, εΐναι ένα καί. τό αυτό πρόσωπο. Αυτοί μόνο ξέρουν τό μυστικό τών δυο βοιχτυλι διών, πού φοράει στά δάχτυ λα τού δεξιού χεριού του. Εί ναι δυο μαγικά δαχτυλίδια, ένα μέ μπλε κΓ ένα μέ πρά σινη πέτρα. Κάτω απ’ τίς πέτρες αυτές κρύβεται τό με γάλο μυστικό, πού τού άφη σε πεθαίνοντας ό πατέρας του. Είναι ένοι μυστηριώδες υγρό πού δίνει υπερφυσική δυναμι... Λίγο πριν πεθάνη, ό ’Άρθουρ Ντάνυ, ό πολυταξιδεμέ νος αυτός "Αμερικανός σο φός, πού είχε παντρευτή την Έλληνίδα Μαργαρίτα Αενδρινού, την σημερινή χήρα Μάργκαρετ Ντάνυ, κάλεσε πλάι οπό κρεββάτι του τον Μάκ. —Πάρε αυτά τόι δυο δαχτυλίδια, τού είπε. Τό ένα, όπως βλέπεις, έχει μιά μπλε πέτρα. Τό άλλο μιά πράσι νη. Κάτω από την πρώτη υ πάρχει ένα υγρό, πού δίνει δυναμι καί σβελτάδα .καί κά νει εκείνον, πού βάζει μιά απειροελάχιστη σταγόνα άπ" αυτό στο στόμα του, άτρωτο απ’ τίς σφαίρες, μέ σιδερέ νιους μυώνες, υπεράνθρωπο, ικανό νά πραγματοποιή τά πιο απίθανα πράγματα. Νά πετάη στον αέρα σάν γεράκι,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
13
*νν»<νννι/»/*νν*4ν*Λ» νΐν,\·ν<.μ-ά-χ·,- ν^ν.-·. νι*. -.♦ »«./ (Αννν\^\ΛΛ\\νν\νι\\\νι^ΛνΜΛ,\νν,ννν'ννννΑννΐΑ
νά ταξιδευη κάτω· απ’ τή θά λασσα σάν δελφίνι, νά βλέττη μέσα καί στο πιο πηχτό σκοτάδι. Αυτό μπορεί νά 6ιαρκέση λίγες ώρες. "Υστερα, σάν θέλης νά συνέχισης, θά πρέπει νά βάλης στο στόμα μιά καινούργια σταγόνα. Κά τω άττό τή δεύτε τόν πσάσινη πέτρα, υπάρχει ένα άλ λο υγρό. Αυτό σε ξαναφέρνει στην φυσική σου κατάστασι. Είναι ένα μυστικό που στο ε μπιστεύομαι παιδί μου με την βεβαιότητα πώς θά τό χρησιμοποίησης για το κα λό τών ανθρώπων. Τό έφερα μαζί μου από τά βάθη τής * Ανατολής, όπου ταξίδεψα όταν ήμουν νέος. Μου τό ε μπιστεύτηκε ένας Ινδός μά γος. Δεν χρησιμοποίησα ό ίδιος τό θαυματουργό υγρό, γιατί ήμουν όλόιϋυχα δοσμέ νος στην επιστήμη. Προτίμη σα νά συνεχίσω τίς επιστη μονικές μου έρευνες παρά νά παίξω ρόλο προστάτου τής ανθρωπότητας. Κοάτα λοιπόν αυτά τά δαντυλίδια και δόσε μου την ύπόσχεσι πριν πεθά νω πώς θά τά χρησιμοποίη σης μονάχα γιά τό καλό τής άνθρωπότητος... — Στο υπόσχομαι, πατέ ρα, είπε μέ δακρυσμένα μά τια ό Μάκ. Καί κράτησε την ύπόσχεσί του. 7Ηταν ένα γεροδεμέ νο παλληκάρι δεκαοχτώ χρό νων ό Μάκ Ντάνυ, ό νεαρότε ρος ρεπόρτερ του «Νταΐηλυ Χέραλντ» τής Νέας Ύόρκης. κΓ ό κ. Πήτερ ’Έμορυ, ό άρχι
συντάκτης του, τον καμάρω νε γιά τΐ£ έπιτυχίες που εί χε κάθε τόσο. —Αυτό τό_ παιδί,^ έλεγε μέ υπερηφάνεια, θά γίνη μια μέρα ένας, από τους μεγαλύ τερους ' αστυνομικούς ρεπόρ τερ του κόσμου. Είναι παλ ληκάρι κι* έχει μύτη που θά τή ζήλευε τό καλύτερο λαγω νικό τής ’Έφ-Μπί-'Αϊ... "Αφοβος καί τολμηρός δι ώκτης του έγκλήματος, δέ λο γάριαζε ποτέ τή ζωή του ό ταν ήταν νά ριχθή στη σκλη ρή μάχη πολεμώντας τους· λογής -λογής κακούργους, που ανήκαν στον υπόκοσμο τής μεγάλης αυτής πολιτεί ας. Αρουσε · σάν αστραπή καί τα χτυπήματα του ήταν κεραυνοβόλα καί θανάσιμα. ?Ήταν άτρωτος κι’ όταν άπο γειωνόταν σάν Γεράκι σκόρ πιζε τό φόβο καί τον τρόμο' σ’ όλους εκεί νουν, που ζητού σαν νά κάνουν κακό, ΟΙ εφη μερίδες γύριζαν κάθε τόσο μέ πρωτοσέλιδα άρθρα, πού περί έγραφαν τά κατορθώμα τα του καί τά παιδιά θαύμα ζαν τή δύναμί του καί την ε ξυπνάδα του. Ό Μάκ Ντάνυ τά σκέπτε ται όλα τούτα, καθώς βλέπει τον Τζίμ Γκάφα νά τρώη λαί μαργα τό κέικ του. Είναι και ρός πιά νά κινηθή μεθοδικά καί ραγδαία, νά μπή στα Υχνη τών κακουργών * που. κρύ βονται πίσω από τον μαλ λιαρό πίθηκο, νά τους συντρίψη, νά ξαναδώση την γα λήνη σέ παιδιά και σέ γο νείς, νά ξανσστράψουν από
14
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νννΛν\νι\\\ΛΛνννννν\ν^Λ\νΛΛ\\ΛΛν\\\ν\νν\ννννν\\\\νΥ\Λ\\\\ν\\\νΐ\\ν\νηννΐΛννΐΛΛΛ\ννναΛΛΛ·νννν\ΛΛΛνν\νννΐαΛνΐΛλΛν χαρά τά μάτια των άγοριών καί τών κοριτσιών ν’ αντηχή σουν και πάλι στα σχολεία, στα πάρκα καί στους δρό μους τά χαρούμενα ΐίαί ξέ γνοιαστα ξεφωνητά τών παι χνίδι ών τους...
δυστυχία καί τό πένθος σέ εκατοντάδες οικογένειες... Ταξιδεύει αργά. Φτάνει ώς τά^εξοχικά προάστια, ξα~ ναγυρίζει, κάνει βόλτες πά νω από την φωτισμένη πολι τεία, παρακολουθεί την κίνη σή τών βρόχων, περιφέρεται !^τα ίχνη του γοοίλλα πάνω άπ5 τις άκραΐες συνοι και του αλλόκοτου γέ κίες, έπιστρέφει στο κέντρο, ρου ξαναπηγαίνει προς τά προ άστια. Οί ώρες περνούν γορ ΠΟ το ίδιο κιόλας βρά γά. "Έχει σχεδόν άπελτπσθή, δυ, αρχίζει τις έρευνές του. Φέρνει την μπλε πέτραγι’ άποψε τουλάχιστον, κΓ ετοιμάζεται νά εγκατάλειψη του δαχτυλιδιοΰ στο στόμα την νυχτερινή αυτή περιπο του κι* απότομα αισθάνεται λία. τά μπράτσα του νά σφιγγών Ξαφνικά όμως τό διαπερα ται σαν ατσάλι καί την ψυχή στικό του βλέμμα ξεχωρίζει του νά γεμίζη από ένα πρω σ’ έναν κακο^ωτισμένο δρό τοφανέρωτο θάρρος. Νοιώθει μο ένα αυτοκίνητο σταματηνά γίνεται δυνατός σάν γί μένο μέ σβυστά φώτα. Πλάϊ γαντας κι* ελαφρός σάν που σ’ αυτό διακρίνει τή σιλουλί. "Ενας αόρατος καί άδιαέτα τού μεγαλόσωμου μαλ πέραστος θώρακας τυλίγει λιαρού πίθηκου. Κάτι κρατό κορμί του. Τό σιτόο κο στούμι του χάνεται καί τη τάει στα χέρια του. Φυσικά θέσι του παίρνει μιά γαλά ένα λιποθυυιισμένο από τόν ζια φόρμα μ’ έναν κεραυνό τρόμο παιδί, πού τό παραδί νει σέ κάποιον λιγνό άνθρωκεντημένο από χρυσάφι στο πάκο. Τό Γεράκι ετοιμάζεται στήθος. Μιά κόκκινη μπέρτα νά έπιτεθή. Σφίγγει τις γρο μέ χρυσά κρόσια κρέμεται θ?ές του καί πραγματοποιεί στου^ ώμους του. ^ Σηκώνει μιά κάθετη έφόρμησι. τά χέρια ψηλά, τινάζει τά πό δια του καί απογειώνεται "Ομως απότομα σταμα σάν βολίδα. "Υστερα από τάει. "Οχι δέν πρέπει νά έ ένα λεπτό, ταξιδεύει πάνω πιτεθή. Τό πιο σωστό είναι από τη Νέα Ύόρκη. Τό δια νά παρακολουθήση αθέατος περαστικό βλέμμα του τρυτό τέρας καί τόν άνθρωπο, πάει τό σκοτάδι καί ψάχνει νά μάθη τό καταφύγιό τους. παντού. Πρέπει κάτι νά βρή "Ετσι θά μπορέση μιά καί απόψε. Κάτι που νά τού 6ώκαλή νά λύση τό μυστήριο. ση ένα ξεκίνημα στον αγώνα "Ίσως πετύχει νά διασώση γιά την έξόντωσι τής συμμο καί όλα τ’ άλλα παιδιά. "Αν ρίας, που έχει σκορπίσει τή υπάρχουν βέβαια ακόμα στη
Α
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
15
Λ\ν\ΛΛΛ^ν^^ν^νν^νν»ΛΛ'νΐ·ΐνΐΐν»/νίΛΛΛΛ'ν».’ΛΛ^Ι.\νννί/ννν\'»,\Λ<<(,\νν\νν'ν'' Λ\\ν\ΐννν\VI\\\ννν\\\ννννν\\\ν\*νννν\ν\ΛΛΛ
ζωή καί δεν έχουν βρή τραγι κό θάνατο. 5Από έδώ που βρί σκέτα ι βλέπει τώρα πιο κα θαρά. Ό μαλλιαρός πίθηκος μπαίνει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ό άνθρωπος μέ το κλεμμένο παιδί μπαίνει στη θέσι του οδηγοί). Το α μάξι ξεκινάει σέ λίγο και α νάβει τα ψώτα του. Τό Γεράκι παρακολουθεί τώρα μέ προσοχή. Τό αύτοκί νητο διασχίζει τους κεντρι κούς δρόμους και μπαίνει οπή μεγάλη λεωφόρο που ^>έρ νει στις δυτικές συνοικίες. "Υστερα αρχίζει ν’ άνηφορίζη. ’Αφίνει πίσω του καί τά τελευταία σπίτια καί σέ λί γο βρίσκεται σ’ ένα στενό μονοπάτι γεμάτο Αακούβες. "Ενας άχρησιμοποίητος κα ρόδρομος. Τον ξέρει καλά αυτόν τον δρόμο τό Γεράκι. Έ5ώ κάπου, πριν πενήντα χρόνια, έβγαζαν^ κάρβουνο. ΤΗταν ένα μεγάλο έγκαταλελειμμένο τώρα ανθρακωρυ χείο, που έφτανε στο: έγκατα τής γης. Το αυτοκίνητο προ χωρεί, μπαίνει σ’ ένα πλάγιο μονοπάτι καί εξαφανίζεται. Τό Γεράκι, ό Νέος Υπε ράνθρωπος τώρα δεν βιάζε ται. Είναι βέβαιος πώς έδώ βρίσκεται τό κρησφύγετο τής συμμορίας που κλέβει τα παιδί α. Προσγειώνεται μέ τήν ησυχία του καί τους άφίνει νά προχωρήσουν για νά τους παρακολούθηση πιο άνετα. "Έχουν αφήσει τό αυ τοκίνητο μπροστά στην εί σοδο μιας στοάς, μπαίνουν ρ’ |νσ σκοτεινό άνοιγμα καί
Αρχίζουν νά κατηφορίζουν σ’ ένα ^διάδρομο. "Ενα μικρό φανάρι ανάβει καί σβύνει τρεις φορές. ΕΙνοα σίγουρα κάποιο σύνθημα. ’Ακούγονται ομιλίες. Τό Γεράκι κολ λάει τή^ράχι του στον τοίχο. Δέν πρέπει νά τον δουν. Μέ σα στο σκοτάδι διακρίνει κά ποιον, που είχε κρεμασμένο ένα αυτόματο στον ώμο καί πού παραμερίζει μέ σεβα σμό νά περάσουν ό άνθρωπος καί τό τέρας. ■—-Αυτός πρέπει νά είναι ό θυρωρός σέ τούτη την κόλασι!, σκέπτεται 6 Νέος Υπε ράνθρωπος. Θά καλοπέρα ση ! Περιμένει λίγο δσο νά ά πο εκείνοι πού -ήρθαν απ’ έξω καί πλησιάζει αθόρυβα προς τό μέρος του. Είναι ένας ψηλός άντρας μέ τετράγωνους ώμους καί ^αξύ ριστο μούτρο. Ετοιμάζεται ν’ άνάψη τσιγάρο. Τότε ξα φνικά βλέπει μπροστά του τον παράξενο μουσαφίρη μέ την μπλέ φόρμα καί τήν κόκ κινη μπέρτα. Τά^ μάτια ^του αστράφτουν παράξενα καί μέ μιαν γρήγορη κίνησι, άφίνοντας τά τσιγ'άρα καί τον •αναπτήρα του νά κατρακυλή σουν στο έδαφος, περνάει τό οπήν σκανδάλη κι’ ετοι ι νά πυροβόληση. Γ/ Ενας πυροβολισμός όμως είναι καταστροφή τούτη τή στιγμή για τά σχέδια του Νέου Υπεράνθρωπου. ^ Θά τον ακούσουν ο! άλλοι καί θά λάβουν τά μέτρα τους. Χυμάει απάνω του καί ή σι
16
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
«Λννννν^\ν\ν\\\νννννννννννν^Λ\νννν\νννν\νννν\ννν\\αννν\\ννΐΛ\\ν\νννΛΛ ννν\ΛννΛΛ\ννν^νν\·ν'νννννννΑννννννννΛΛΛΛνν
ρένια γροθιά του, διαγράφον τας ένα μεγάλο τόξο στο σκοτάδι, πέφτει μέ δύναμι στο άσκημο μούτρο του. Τό αυτόματο ξεφεύγει άτι5 τά χέρια του. Κλονίζεται, μά ξαναβρίσκει τήν ισορροπία του καί δοκιμάζει νά έτπτεθή. Μια δεύτερη γροθιά στο στομάχι δ|&>ς τον κάνη ανί κανο νά πραγματοποίηση και την ελάχιστη κίνησι. Τά γόνατά του λυγίζουν καί σω ριάζεται στο υγρό χώμα. Ό δρόμος τώρα είναι έλεύ θέρος. Τό Γεράκι δρασκελί ζει τον αναίσθητο συμωορίτ^ καί προχωρεί βιαστικά. Σέ λίγο ξαναβλέπει τον μαλλια ρό πίθηκο καί τον σύντροφό του. Τώρα ό άντρας κρατάει ενα μικρό ηλεκτρικό φανάρι στο χέρι. Βαδίζουν αργά, γιατί ό κατήφορος είναι από τομος καί από στιγμή σέ στιγμή μπορεί κανείς νά γλυκαί νά γκρεμιστη στρήση στά βαθειά πηγάδια πού βρί σκόνται δεξιά κΓ αριστερά οπό υπόγειο αυτό μονοπάτι. Τό ^Γεράκι καταλαβαίνει, καθώς .,τούς παρακολουθεί, ότι όλο καί περισσότερο προ χωρούν προς τά έγκατα τής γής. Ο! παλιές στοές στηριγ μενες σέ χοντρά δοκάρια δια δέχονται ή μιά τήν άλλη. Τά ταβάνια στάζουν νερό. Μιά βαρεία μυρουδιά μούχλας μπερδεμένη μέ τή μυρουδιά νοτισμένου γαιάνθρακα χτυ πάει τά ρουθούνια. Ή ανα πνοή γίνεται δύσκολη.
Θανάσιμη πάλη μέ τά ατσάλινα οομπότ Ξ Ρ Π ΑΤ ΟΥ Ν κάμποσο. Τώρα τό σκοτάδι αρχίζει νά σπάει. Μιά θαμπή ανταύ γεια φωτός έρχεται από κά που έκεΐ κοντά. Τό Γεράκι μικραίνει τό βήμα του. Δεν θέλει ακόμα νά υποψιαστούν τήν παρουσία του. "Υστερα από μιά απότομη στροφή τό φως γίνεται περισσότερο έν τονο καί λίγο αργότερα όλα φωτίζονται σάν νά είναι μέ ρα. Τώρα τίποτα δέν θυμίζει δτι τούτο τό μέρος βρίσκεται εκατό ίσως καί -διακόσια μέ τρα κάτω από τή γη. Είναι μιά μεγάλη κυκλική υπόγεια πλατεία γεροδεμένη «έ μπε τόν, πού υποβαστάζουν τή στέγη της μεγάλες σιδερένι ες κολώνες. Προβολείς που δέν φαίνονται στέλνουν ά πλετο φώς —ίδιο μέ τό φως τού ήλιου-—■ σ’ δλα τά γύ ρω. Εκεί στο βάθος, τό Γε ράκι βλέπει μιά μεγάλη σι δερένια πόρτα. Εκεί πλησι άζουν 6 άνθρωπος, πού κρατάει, Xπάντα στην . αγκαλιά "V
Π
λιγνός .άνθρωπος, πού φο ράει γυαλιά κΓ έχει ένα ά σπρο μούσι στο κάτω σαγό νι- του, πιέζει ένα μοχλό καί ή μεγάλη σιδερένια πόρτα ανοίγει αυτόματα. Περνούν μέσα καί ή πόρτα ξανακλεί νει... μενει για μερικά Λεπτά ακί νητος. Δέν βλέπει κανέναν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
17
νΐ\νννννννννννν\νννΥνννννννννν\ννννννν\\ννννν\νΛΛν\Λννν'ν\'ν\ννν*ΥνΥ\ν'ν 'Λ·\ννΛΛΜΛΛΛΛΎ'ι νννΥννΛΛΛ νννννΥΥνίΛΊνν\νΥΥΛΛ
Γ,Ξνας συνεχής όμως άτχροσδιόριστός θόρυβος^ έρχεται από τά βάθη τής γης, σαν να εργάζεται κάπου έκεΐ κοντά ένα μεγάλο εργοστάσιο. Εί ναι πραγματικά καταπληκτι κό τό πως τό παλιό τούτο έγκσταλει μ μένο ανθρακωρυ χείο κρύβει στα σπλάχνα-του ■τόσα μυστηριώδη πράγματα. Κανείς δέ θά μπορούσε νά τό ψαντασθή. Τό Γεράκι .τώρα προχωρεί προς την πόρτα. Παρακολού θησε και ξέρει πως πρέπει νά χρησι μοποιηθή ό μοχλός. Ή πόρτα ανοίγει καί περ νάει βιαστηκά τό κατώφλι. "Ένας φαρδύς διάδρομος πα ρουσιάζεται μπροστά του; Τούτη τη φορά ή κατάπληξί του γίνεται μεγαλύτερη. Ό άνθρωπος καί ό πίθηκος 6έν φαίνονται πουθενά. 3 Αλλά δεν είναι αυτό που τον παρα ξενεύει. ΓΌλα εδώ μέσα εΐναι τόσο περίεργα καί κατα πληκτικά! Είναι σά νά μετά φέρθηκε ξαφνικά στο έσωτερι κό ενός παλαιοί) μεσαιωνικού πύργου σαν εκείνους που πε ριγράφουν τά γαλλικά ρωμαν τικά μυθιστορήματα. Στους τοίχους κρέμονται ασπίδες, σπαθιά, κοντάρια, ακόντια, μπαλτάδες, σαν αυτά πού χρησιμοποιούσαν οί πολεμι στές τά παλιά χρόνια. "Απ" τό ταβάνι κρέμονται μεγάλοι βενετοτάνικοι πολυέλαιοι. Τά κρύσταλλά τους αστρά φτουν καί σπιθοβολούν όλα τά χρώματα τού ουρανίου τό ξου, καθώς τό φώς πέφτει α πάνω τους. Δεξιά κι5 αριστε
ρά τού διαδρόμου υπάρχουν στημένες σιδερένιες πανο πλίες ιπποτών. —Περίεργο!, σκέπτεται ό Νέος Υπεράνθρωπος καθώς προχωρεί. Τί νά χρειάζονται τάχα όλα αυτά εδώ μέσα; Κ ατευθύ νέτα ι προς τό βά θος του διαδρόμου, όπου λο γαριάζει πώς θά βρίσκονται ό άνθρωπος καί τό τέρας. Βα δίζει μέ προσοχή, όσο γίνε ται πιο αθόρυβα. Ξαφνικά ό μως, καθώς βρίσκεται κοντά σέ μιά σιδερένια πανοπλία, γίνεται κάτι που δέ τό περίμενε ποτέ. Αυό σιδερένια μπράτσα πέφτουν απάνω του σάν 6υό τεράστιες, άρπάγες καί τον κρατούν ακίνητο. Την ΐδια στιγμή βλέπει μέ κατάπληξι κΠ όλες τις άλλες ιπποτικές πανοπλίες νά κι νούνται άργά προς τό μέρος του. Τά σιδερένια πόδια και οί χαλύβδινοι θώρακες κά νουν ένα βαρύ μετοιΧΑικό θό ρυβο καθώς πλησιάζουν. Τό βλέμμα του διαγράφει ένα βιαστικό τόξο. Καταλαβαί νει. —Ρομπότ! Είναι ρομπότ! ξεφωνίζει μέ κατάπληξί τό Γεράκι. "Αλλοι ξαναβρίσκει αμέ σως την ψυχραιμία του. Μέ μιά πλάγια κίνησι, παίρνον τας μιά βόλτα στις φτέρνες του καί χαμηλώνοντας το κορ μί του, ξεφεύγει απ’ τή σιδε ρένια τανάλια, γλυστράει πρός τά πίσω καί ή γροθιά του πέφτει μέ δύναμι στο σιδερένιο κρανίο τής πανο πλίας.
18
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ΐ'νν%\·ννν%νΛν^ανΛ·ν\νι.'νν·\'νν\ν\<ννννν%'νννννν'\Α\\'ν'νννν\Λ.ι\,ι.ν^νν\\νν\Λ\νν %νννννι^\^νννν\νννννν\ΛΛΜΛνννν\νννννννν'» Ό χοντρός χάλυβας τσα κίζει σάν γυαλί κΓ εναζ θόρυ βος από σιδηρικά, που σωριάζοντοα μέ μεγάλο σαμα τά στο πάτωμα, γεμίζει ^ τον μεγάλο διάδρομο. Την ίδια
ώμο του. Μά τό Γεράκι είναι άτρωτο. Ό μπαλτάς αναπη δάει, σάν νά χτύπησε σ* ενα θώρακα από καουτσούκ. Ή γροθιά του Νέου Υπεράνθρω που δίνει σύντομα την άπάντησι. "Ενας καινούργιος θό ρυβος από σιδερικά που σωριάζουνται. Καΐ^ τό δεύτερο ρομπότ έχει τεθή έκτος μάχης· Υπάρξουν όμως ακόμα αρ κετά πού πρέπει νά αντιμε τώπιση. Ή μάχη συνεχίζεται, μέ άλλα ' τέρατα
τό ένα ^πίσω απ’ τ’ άλλο. Ξεκινούν άπ’ όλες τις άκρες του διαδρό μου και ζητούν νά τον κυκλώ σουν. Κρατούν στα χέρια τους μπαλτάδες και σπαθιά. Εΐναι φανερό πώς, άν κλείση γύρω του αυτός 6 χαλύβδινος κλοιός, δεν θάναι καθόλου εύ κολο νά διαψύγη. Ή σκέψι του δουλεύει γοργά. Ναί! Βρήκε τή Αύσι. Σαλτάρει και γατζώνεται στον κρυστάλλινο πολυέλαιο πού κρέμεται άπ’ τό ταβάνι. Τώρα είναι αρκετά ψηλά καί από εδώ πού βρίσκεται μπο ρεί νά ξεκρεμάση από τον τοίχο κάτι πού τού χρειάζε ται. Είναι ένα βαρύ κοντάρι μέ ατσάλινη αίχρή. Τό^ φουχτιάζει καί πηδάει ανάμεσα στη σιδερένια μάζα. ^Σάν τούς ιππότες τού παλιού και ρού τό Γεράκι χειρίζεται τό βαρύ κοντάρι πού κάνει θαύ ματα. Τρία ρομπότ κατρακυρχονται
Ε
Τότε, ή πανοπλία... κινείται καί έττιιτί0ετσ'- έναντίον του!
στιγμή όμως, κάτι αστρά φτει πάνω απ’ τό κεφάλι του. "Ενα άλλο ρομπότ, που βρίσκεται πίσω του, κρατάει ένα σιδερένιο ^μπαλτά και τον κατεβάζει μέ δύναμι. Ή κοφτερή λεπίδα χτυπάει τον
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
- 1$
ΜΜΛννννν\ΛΤΛ\ΧΪ\ν\ΛΛ/ν\Λν\/%ηΜΛ/ν)Μΐνυ\)Μ' ,νννννννννν\VνΐνίΛ'νίΛνννν^* ’\ΛΛ\\ν\ΛΛ\\%\%\\^Ανκν\\%\\ν^%ννν%\νν>Α/\ήΛ
λουν τό ένα απάνω στο άλλο. "Ενας σωρός από παλιοσί δερα. Μένουν όμως άλλα πέν τε ακόμα καί τό Γεράκι, ο δυνατότερος άνθρωπος του κόσμου, βιάζεται πολύ. Αρ κετά χασομέρησε. Πετάει τό κοντάρι κΓ άνασηκώνει σαν πούπουλο στα χέρια του ένα από τά ρομπότ, που τόν έχει ζυγώσει περισσότερο. Κρα τώντας το γέροι άρχίζει να περιστρέφεται σά σβούρα με καταπληκτική ταχύτητα.^ Τό χαλύβδινο τέρας καταφέρνει τώρα θανάσιμα πλήγματα σ’ όλα τά ρομπότ, που ζητούν νά στενέψουν τόν κλοιό γύρω απ’ τό Γεράκι. Είναι ένα α περίγραπτο μακελλειό. Σέ δυο λεπτά έχει τελειώσει. Πετάει τό ρομπότ πού κρατάει απάνω στά άλλα, πού έχουν γίνει τώρα ένας σωρός από παλιοσίδερα χωρίς καμμιά δύναμι, καί προχωρεί. Άλλα δεν έχει τελειώσει άκόμα. Στή στροφή ακριβώς τού διαδρόμου κάποιος παρα μονεύει. Είναι ένα καινούρ γιο χαλύβδινο τέρας, δέκα φορές μεγαλύτερο από τά άλ λα. Όρμάει ξαφνικά καί, πριν το Γεράκι προφτάση να ψυλαχτή, απλώνει τό τερά στιο σιδερένιο χέρι του, πού αντί για δάχτυλα έχει στην άκρη ένα μυτερό γάντζο, καί τόν αρπάζει. Ό Νέος Υπεράνθρωπος βλέπει τόν έαυτό του κρεμασμένο στον α έρα κΓ αισθάνεται νά ο·παράζη. Καταλαβαίνει πώς τό ρο μπότ αυτό είναι φορτισμένο μέ ηλεκτρικό ρεύμα, που διο
χετεύεται τώρα στο κορμί του καί τόν κάνει νά τινάζε ται. Νοιώθει πολύ άσκημα. Μά δέν θά τόν άφήση νά κερδίση. Ή νίκη πάλι θάναι μέ τό μέρος του. Ό πια δυ-
’Αρχίζει νά στριφογυρίζη τό ρομ πότ τσακίζοντας τ5 άλλα!
νατός άνθρωπος τού κόσμου συγκεντρώνει τίς δυνάμεις του. Μέ μιαν απότομη κίνησι πέφτει όλάι<ερος ^ απάνω στο σιδερένιο χέρι τό αγκαλιάζει καί τό σφίγγει. Δέν είναι εύ κολο. I ουτο τό σιδερένιο χέ-
2<)
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ν\\ΜΛννι\\ν\\\ν\\ν\ΛΛ\^\ν\αν\\νΗ'ν\λ*νννννΐΛΛνν\νν\ην.ννννν'ΐν\·ηΛ\ν ννν»Λ\ννιννν\\νννι\νι ννννηνιηννίΛ'νΛνν'ννν
ρι πού έχει το πάχος ένός ανθρώπινου κορμιού είναι α λύγιστο. Μά το Γεράκι δεν δειλιάζει. Τά μπράτσα του σαν μια τεράστια μέγγενη σφίγγουν δλο και περισσότε ρο. Άκούγεται ένας ξερός κρότος. Τό σιδερένιο χέρι έ σπασε. Τό Γεράκι ξεφεύγει από τό γάντζο, τινάζεται ψη λά καί, πραγματοποιώντας μια κάθετη έφόρμησι, πέφτει μέ δλο τό βάρος του κορμιού του απάνω στο ρομπότ. Τό τέρας άψίνει ένα βρυχηθμό, σαν ένα βώδι πού δέχεται έ να ξαφνικό χτύπημα, κλόνιζε ται, παραπατάει καί γέρνει πλάγια. Ξαναβρίσκει όμως την ι σορροπία του σχεδόν αμέ σως καί μ5 ένα απότομο τίναγμα ξεφορτώνεται απ’ τούς ώμους του τον άνθρωπο, πού ζήτησε νά τό συντρίψη. Τό Γεράκι μένει μετέωρο, παίρνει μια βόλτα στον αέ ρα, χτυπάει στον απέναντι τοίχο καί πέφτει ανάσκελα στο τσιμεντένιο πάτωμα. Την ίδια στιγμή τό χα λύβδινο τέρας όρμάει μέ λύσ σα απάνω του. Τό σιδερένιο γόνατό του βρίσκεται καρψω μένο στο στήθος τού Γβρα κιού. Είναι ένα τεράστιο βά ρος πού τον πιέζει. Ό Νέος Υπεράνθρωπος φοβάται πώς για μια στιγμή τά πλευρά του θά τσακίσουν σαν σπιρ* τόξυλα. Δεν μπορεί ν* άναπνεύση. Κρύος ίδρωτας μουσκεύει τό πρόσωπό του. Τώ ρα τό ρομπότ άνασηκώνει τό
γερό του χέρι. 5Από τον με γάλο γάτζο πού βρίσκεται στη ^ θέσι των δάχτυλων του βγαίνουν ηλεκτρικοί σπινθή ρες πού τυφλώνουν. Τό Γεράκι καταλαβαίνει τον κίνδυνο καί κλείνει τά μάτια. ΚΓ α πό τή δύσκολη αυτή θέσι πού βρίσκεται τεντώνει τό κορμί του, ύστερα κουλούριάζεταα σά λάστιχο καί κατορθώνει νά ξεφύγη τό πρώτο χτύπη μα. Τώρα στερεώνει τή ράχη στον τοίχο μαζεύει τά γόνα τά του και τά τινάζει εμπρός. Τό χαλύβδινο τέρας χοροπη δάει, άψίνει ένα μονάχα δευ τερόλεπτο ελεύθερο τό στή θος τού Γερακιού κΓ ετοιμά ζεται νά πέση πάλι απάνω του. Μά, μέσα στο μισό αυ τό δευτερόλεπτο, τό δυνατό τερο παιδί τής γης έχει πε τύχε·. αυτό πού θέλει. Ξεφεύ γει. Σηκώνεται ορθός καί φουχτιάζει μέ τά 'δυό του χέ ρια τό χαλύβδινο κρανίο τού τέρατος. Ό σιδερένιος λαι μός μάταια προσπαθή ν" άπελευθερωθή. Τό* Γεράκι έχει πραγματοποιήσει μια θανά σιμη λαβή. Τό κρανίο παίρ νε^ μια στροφή ξεβιδώνεται καί μένει στα χέρια τού Νέου Υπεράνθρωπου. Μια δυνατή φλόγα ξεπηδάει από τά σπλά χνα του τέρατος κΓ ένας ξε ρός κρότος άκούγεται σά νά κάηκαν μαζί δέκα ηλεκτρικές ασφάλειες. Τό ακέφαλο ρο μπότ διπλώνεται στά δύο καί πέφτει μπρούμυτα στο πά τωμα...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
■*
21
\Ή\,νν\1ΛνννΜ\\'\Λννννν\,ν»ΛννννΛννν'νννν\νν'ννννννννν'ννν\νννν\\\νν\ννννΛν\ννΐννννννννΐΛ\νν%ΛΛ'νν\ννννννννννννννννν Ό Τζιμ Γκάφας, στα χέρια των κακούργων
| ΙΑ ΣΤΕΝΗ σκάλα υττάρ11.1. χει στο τέλος τού δια δρόμου. Τό Γεράκι, πριν ττατήση τό πρώτο σκαλί, στυ λώνει τ’ αυτί καί άφουγκράζεται. 9Από τό βάθος φτάνει ό θόρυβος των μηχανών που είχε ^ακούσει νωρίτερα. Κα τεβαίνει καί κάθε τόσο στα ματάει, 8 ώρα ακούει καί ο μιλίες. Κάπου εδώ πρέπει νά βρίσκωνται άνθρωποι. Προ χωρεί ακόμα λίγο καί στέ κει μπροστά σέ μια μισά νοιχτη τφτα. 3Από τή θέσι αυτή μπορεί νά δή τί γίνεται πίσω απ’ την πόρτα. Είναι μια μεγάλη αίθουσα επιστη μονικού εργαστηρίου. Γυαλί νοι σωλήνες, μεγάλα τετρά γωνα καί κυλινδρικά μπουκά λια μέ πρασινοκίτρινα, μπλε, ροζ καί κόκκινα υγρά βρί σκονται απάνω σ’ ένα τραπέ ζι. .Ηλεκτρικοί βραστήρες ιΐά βαρειά μυρουδιά από λογής - λογής φάρμακα γεμίζει τον αέρα. μέ άσπρη μπλούζα είναι σκυμμένος πά νω απ’ τό τραπέζι. Τον άναγνωρίζει αμέσως. Είναι εκεί νος πού ώδηγαυσε τό αυτο κίνητο. Προσπαθεί νά 51ακρι νή τί κάνει. Κρατάει στά χέ ρια του μερικούς δοκιμαστι κούς σωλήνες καί αναμιγνύει διάφορα υγρά. Πιο κεΐ στέ κουν οκτώ άλλοι, ντυμένοι κΓ αυτοί μέ άσπρες μπλούζες, καί παρακολουθούν αμίλητοι .>/■
αυτόν πού έργάζεται ^ στο τραπέζι. Περνάνε μερικά λε πτά απόλυτης σιωπής. "Υ στερα ό λιγνός άνθρωπος ση κώνεται. —Τά πειράματα μου, κύ ριοι, λέει μέ επίσημο τόνο, δικαίωσαν τίς θεωρίες μου. Σέ λίγο θά κρατά με στα χέ ρια μας ολόκληρες τίζ Ηνω μένες Πολιτείες. Κάνεις δεν θά τολμήση νά μάς άντισταθή. 01 σιδερένιοι άνθρωποι θά κατακλόσουν τούς δρό μους τής Νέας Ύόρκ^ς καί, υπακούοντας οπήν άδαμαστη θέλησί μου, θά έκτελέσουν τίς εντολές πού θά πάρουν. •Θά σκορπίσουν τον θάνατο καί τήν καταστροφή όπου συναντήσουν άντίστασι... Ρίχνει ένα διαπεραστικό βλέμμα μέσα από τούς χον τρούς μυωπικούς φακούς των γυαλιών του σέ κείνους πού τον άκούνε καί συνεχίζει: ·™·Κάτω από τά πόδια μας είναι τό εργοστάσιο. Οι σιδεράνθρωποι κατασκευάζον ται νύχτα καί μέρα. Θά γί νουν χιλιάδες, πολλές^ χιλιά δες^. ’Αλλά μάς χρειάζονται ακόμα πρώτες ύλες. Καί ό πως ξέρετε οί πρώτες αυτές ύλες είναι τά παιδιά. Τό τρυ φερό μυαλό των παιδιών μάς είναι απαραίτητο. Υπάρχει ανάγκη νά χειρουργήσουμε ακόμα πολλά παιδικά κρα νία για νά μεταφυτεύσουμε τή φαιά ουσία τους στους σι δερένιους πολεμιστές μας. Σ’ αυτά τά παντοδύναμα ρομπότ δίνουμε μυαλό παι διών γιά νά δέχωνται άδιομ
2.2
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^νι^ΑΛΛΛννννννννννίΛΛνίννΛΛΛ^ννν^ννννίΛ» ΛΛΛ.ΐΛ\\ννν^ν^ν^ν^^ννν!ΛΛτννΜίνίΛνννν4%ΐννν^^ν^ν».Μ^Μ'ΐ<ν^'νν^'ϊ.'ν
μσρτύρητα τις διαταγές μας, νά τις έκτελουν ^ωρίς καμμιά άντίρρησι. Γίγαντες μέ σκέψι καί άντίληψι εντελώς τταιδιάστικτη, χωρίς κρίσι, πρόθυμοι να πραγματοποιή σουν τά πιο τολμηρά σχέ δια! Αυτό είναι που μάς χρει άζεται! Το Γεράκι ανατριχιάζει καθώς ακούει τούτα τά λό για. "Έχει μπροστά του λοι πόν την πιο φοβερή συμμο ρία, πού μπορεί νά φαντασθή ό νους του ανθρώπου! Σκοτώνουν αδύναμα πλάσμα τα για νά μεταφυτέψουν τό μυαλό τους στά απαίσια τέ ρατα πού σχεδιάζουν νά ε ξαπολύσου ν σέ μιά ύπουλη έπίθεσι εναντίον τών ανύπο πτων κατοίκων τής Νέας Ύόρκης! Σφίγγει τά δόντια καί μιοσκλείνει τά μάτια. Τό μί σος γΓ αυτά τά ανθρωπό μορφα κτήνη καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. Είναι έτοι μος νά σαλτάρη απάνω τους. "Όμως απότομα σταματάει. Βλέπει κάτι πού τον κάνει νά τριβή τά μάτια του. Γιά μιά στιγμή νομίζει πώς όνει ρεύεται. Κάποια πόρτα άνοί γει κΓ ένας ψηλός άντρας μέ άσπρη μπλούζα μπαίνει στήν αίθουσα, σέρνοντας μαζί του... τον Τζίμ ΓκαΦα! Ό Νέος Υπεράνθρωπος είναι σά νά δέχεται χτύπημα κεραυνού. —Ό Τζίμ! Πώς βρέθηκε εδώ ό Τζίμ; αναρωτιέται. Ό μικρός άραπάκος είναι σχεδόν γυμνός καί κυττάζει
> ύρω του ^αζά τούς ανθρώ πους μέ τις άσπρες μπλού ζες. "Υστερα βλέπει τον άν θρωπο μέ τό μούσι καί τά γυαλιά, -εφεύγει άπό τό χέ ρι εκείνου πού τον κρατούσε καί τρέχει κοντά του. Τό μαύ ρο γυαλιστερό μούτρο του έ χει γίνει άσπρο άπό τό φό βο. Γονατίζει. —"Έλεος... έλεος, κύριε... κύριε γιατρέ!, λέει κλαψιά ρικα. Γιατί έ'βαλες αυτό τον ουρακοτάγκο καί μέ πιάση; Τί σού έφταιγα ό φουκαράς καί θέλεις νά μού κάνης κα κό; Έγώ δεν πείραξα κανέ να. — Σκασμός!, τού λέει ά γρια αυτός. Βούλωσε τό στό μα σου! —"Αχ! αναστενάζει ό ά ραπάκος. Που είσαι Γεράκι νά δής τά χάλια τού δυστυ χισμένου τού φίλου σου τού Γζίμ! "Έλα, Γεράκι μου, νά μέ γλυτώσης άπό τά χέρια τους γιατί 8ά μέ φάνε ζων τανό! Γεράκι μου, κάνε τό θαύ μα σου! —Γνωρίζεις τό Γεράκι; ρώτησε ό «γιατρός» καί τό διαπεραστικό του βλέμμα καρφώνεται στό πρόσωπο τού μικρού. ,Ξέρεις τον Νέο Υ περάνθρωπο; —Πώς δέν τον ξέρω!, συ νεχίζει κλαψιάρικα ό Γκάψας. "Αφού είναι φίλος μου, μπορεί νά μή τον ξέρω; "Αλ λά άφησε με τώρα, καλέ μου άνθρωπε, νά φύγω καί σού ορκίζομαι πώς δέν θά τό ξα νακάνω πιά. Δέν έκανα 6ά καί κανένα έγκλημα. "Οτο^ν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
φανερώθηκε εκείνος ό θώρακα» ταγκός στο βρόμα και δλοι αρχϊσαν νά τρέχουν δεξιά κι5 αριστερά νά κρυφτούν, ε γώ ^μπήκα ένα ζαχαροπλα στείο. Μά τό Θεό δεν ττρόψτασσ νά φάω τίποτα! "Όχι. "Έφαγα μιά τόση δά σοκολατίτσα! Δηλαδή μπορεί νά ή ταν λίγο πιο μεγάλη. "Ας πούμε πώς ήταν μιά πλάκα σοκολάτα. Μπορεί καί δύο! Δέ χάθηκε ό κόσμος! Καί τό τε ήρθε καί μέ πρόλαβε έκείνος ό μαλλιαρός ούρακοτάγκος και μ5 άρπαξε. "Έλα, μπαρμπούλη μου! Συχώρησέ με καί ό Θεός νά σέ συχωρήση! Αέν θά τό ξανακάνω πιά! "Αλλά εκείνος δεν τον α κούει. ΟΙ άλλοι χαμογελούν ειρωνικά. Αυτός σκέφτεται. Τό Γεράκι είναι τό μόνο πρό σωπο πού φοβάται αυτός ό σατανικός κακούργος. "Αν μπορούσε λοιπόν αυτός ό μι κρός άραπάκος νά τον βαλη στα ίχνη του. —Λες άλήθεια πώς γνω ρίζεις τό Γεράκι; τον ξαναρωτάει. —Ναί! Ναί! Την αλή θεια λέω, κύριε γιατρέ! Μά λιστα δταν μέ πιάσατε γύ ριζα από τό σπίτι τής μη τέρας του... —-Τής μητέρας του; "Έχει λοιπόν μητέρα ό Υπεράν θρωπος ; —■Πώς δέν έχει μητέρα! Μπορεί νά μην έχη μητέρα; "Ενα σατανικό χαμόγελο σχεδιάζεται οπό πρόσωπο
23
\Λ\\\^ν%νννι\ν%νννννν\ννννν<Λ<ννν%Λ.\νννι\νι του κακούργου. Προσπαθεί νά δείξη καλωσύνη. —-Λοιπόν, πρόσεξε με κα λά, Τζίμ! ^Θά σέ άφήσω ε λεύθερο αμέσως, αν μου πής που μένει ή μητέρα του Γε ρακιού. —'Τί νά την κάνεις την κυο ία Μάργκαρετ; ρωτάει ό χα ζός άραπάκος παραξενεμένος. —Τη θέλω. "Έχω κάτι νά τής πώ... Τό Γεράκι επεμβαίνει καί επιτίθεται
ΓΚΑΦΑΣ ξύνει τό κεφά λι του. Τό μικρό μυαλό του κάτι μαντεύει. Κάτι προ αισθάνεται^ καί κάποιο: μυ στική φωνή τού μιλάει μέσα του. ΚΓ άν θέλη αυτός ό άν θρωπος νά τής κάνη κακό τής^ κ. Μάργκαρετ; Ή κυρία Ντάνυ είναι ή πιο έν τάξει γυναίκα του κόσμου καί κά νει καί τά καλύτερα κέϊκ. Καί σερβίρει καί κάτι φετάρες! Θεούλη μου τί φετάρες είναι αυτές! —-Αέν σου λέω πού κάθε ται!, κάνει απότομα. —Δέν μου λές; — Όχι... —Τότε ετοιμάσου νά πεθάνης! Σ" ένα νόημά του, δυο από τούς άντρες υέ τίς άσπρες μπλούζες άρπάζουν στά στιβαρά τους χέρια τον Τζίμ Γκάφα καί τον ξαπλώνουν σ" ένα ^χειρουργικό κρεββάτι. Φωνάζει, χτυπιέται, κλαίει. Μά κανείς δέν τον προσέχει.
Ο
24
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
Λνννν4\\\^ννν\ΛΛ,ννννν\ννναννν»,^\νννίΛννν\ν\\'1\'νννννννν\νν\\ν\\ννννν ^ννννννΐ^\ν^νν^νΜΛΛΛ\Λιννν»Λ^ΜΛΛ^ΛνΛνν Τον δένουν και 6 άνθρωπος μέ τά γυαλιά πλησιάζει κι* έρχεται και στέκει, κρατών τας ένα κοφτερό νυστέρι, πά νω απ’ το κεφάλι του. -—Ετοιμάστε τό πριόνι νά του κόψουμε τό -κρανίο!, λέει. "Έστω καί νέγρικο, τό μυαλό του μάς χρειάζεται.., Κυττάζει λοξά τον υιυ πού τρέμει καί έχει μένα τα ματια. ^ —Έκτος άν θυμήθηκε που είναι τό σπίτι τής μητέρας του Υπεράνθρωπου... Μήπως θυμήθηκες, Τζίμ;^ Ό Γκάψας βλέπει τό νυ στέρι, κυττάζει τό πριόνι, τό φοβισμένο βλέμμα του πη γαινοέρχεται στά πρόσωπα εκείνων πού τον περί κυκλώ νουν. Σφίγγει τά δόντια. "Έ κανε τή μια γκάφα καί είπε πώς ξέρει τό σπίτι του φί λου του τού Μάκ Ντάνυ. Δέν 6ά κοινή καί δεύτερη. ι. Αέ θυμήθηκα!, άρ
λοιπόν νά τε λειώνουμε!, διατάζει 6 «για τρός». "Ανοιχτέ του τό κρα νίο! Καί κάποιος πλησιάζει τό πριόνι στο κρανίο τού Τζίμ ιοως όμως εκείνη τη στιγμή τό Γεράκι, πού δέ μπορεί νά κρατηθή πιά, επι τίθεται. Σάν κεραυνός χτυ πάει οπήν πόρτα, την ανοίγει διάπλατα καί όρμάει στην αίθουσα πού μυρίζει φάρμα κο; καί θάνατο. Μ5 ένα πήδηίσκέται πλάι σ’ εκείνον που έτοι ι νά τεμσχί-
αη τό κρανίο τού Γκάφα. Ή γροθιά ^του διαγράφει ένα τόξο στον αέρα καί ό κακουρ γος πού κράτάει τό πριόνι τινάζεται, σάν νά τον χτύπη σε αστροπελέκι, καί πέφτει σφαδάζοντας δυο μέτρα πιό εκεί. Οι άλλοι σκορπίζουν ξαφνιασμένοι.- Ό άραπάκος ξεφων ί ζε ι χάρου μ ενα: —Γειά σου, κύριε Μάκ! Απάνω τους, Γεράκι μου! Νά μού ζήσης, Γεράκι! χαμογελάει. Μέ μιά κίνησι σπάει τά σκοινιά, πού κρα τούνε δεμένο στο τραπέζι τό μικρό φίλο του, καί όρμάει πάλι. ΟΙ κακούργοι μέ τις άσπρες μπλούζες, πού έχουν συνελθεί από την πρώτη κατάπληξι, δοκιμάζουν ν’ άντισταθοϋν. Δυο απ’ αυτούς κρατούν κΓ δλας στά χέρια τους 6υό αυτόματα όπλα. Πυ ροβολουν. Μά οΐ σφαίρες δέν ενοχλούν τόν Νέον Υπεράν θρωπο, πού είναι άτρωτος. Χτυπούν απάνω στο στήθος του, στο πρόσωπό του, στά χέρια του καί γλυστρουν χω ρίς νά τόν βλάψουν. Ούτε μιά γρατζουνιά Μέ τή σιδερένια γροθιά του όμως μπορεί νά συντρίψη ολόκληρη μεραρχία δαιμό νων ! 4Απλώνει τά χέρια καί τά αλύγιστα δάχτυλά του τυ λίγονται στο- λαιμό των δυο γκάγκστερς μέ : τά αυτόμα τοί "Ακούγετοα ένας ξερός κρότος. Σπάει ό σβέρκος τους καί σωριάζονται στο πάτωμα μέ σπασμούς.
ϋ
η
ε
Ρ
αη& ρ
ύηύ £
25
^νΐνΛΑΛ\ννν\ννιΛ'ν\'Λ\ΛΛΛ'ν'νν\\νννννννν'>Λ\1.ν\ΛΛΛ\νΐΛν\\νν·'ί,\\%'νν\\-νν\'νν. ννίΑ1Λ*νννΛν\\\Ανν\νν\νννννΥνν\νννγ\ννννν* Τότε άκούγεται ή φωνή του «γιατρού»: ^—Τί κάθεστε, ηλίθιοι! Τά αέρια! Μονάχα αυτά μτγο ρού ν νά τον εξοντώσουν! Ένας άπ3 τούς συμμορί τες τρέχει σέ μια γωνιά. 'Αρ πάζει έναν μοχλό καί τον πι έζει προς τά κάτω. Στον τοί χο ανοίγει μιά μεγάλη τρύ πα. "Ένα πράσινο σύννεφο αρχίζει νά μπαίνη σφυρίζον τας στην αίθουσα. Τό Γερά κι βλέπει τούς αντιπάλους σαν νά φορούν κάτι παράξε νες μάσκες στο πρόσωπο καί καταλαβαίνει. Δηλητηριώδη αέρια! Μ3 ένα δυνατό λάκτι σμα αναποδογυρίζει τον πρώ τον πού βρίσκει κοντά του. Σκύβει, του αποσπάει τη μά σκα καί την πετάει προς τό μέρος τού Τζίμ. —8ό:λε αυτή την προσωτ πίδα στο μούτρο σου! του φωνάζει. "Υστερα σαλτάρει προς τό μέρος πού βρίσκεται ό μό χλός. Μέ μιά γροθιά συντρί βει τό κρανίο τού συμμορίτη πού τον κρατάει. Τό πράσι νο αέριο τον χτυπάει στα ρουθούνια καί κάνει τά μά τια του νά πονάνε. Νοιώθει μιά παράξενη κούρασι. Φο βάται πώς θ’ άρχίση νά ζα λίζεται. Αγωνίζεται νά ξαναψέρη τό μοχλό στη 8έσι του. Ή τρύπα όμως στον τοί χο δεν κλείνει. Δεν ξέρει τον χειρισμό. —Δεν θά γλυτώσης αυτή τή φορά Γεράκι!, άκούγεται ή φωνή τού σατανικού «για τρού». Έμενα μέ λένε Ζάκ
Χουάϊτ! Νά τό θυμάσαι αυ τό τό όνομα τώρα πού θά πεθαίνης. Μιά μέρα θά γίνω ό Βασιλιάς των Ηνωμένων Π ο λιτέ ιών. Χουάϊτ! Τώρα θυμάται. Είναι ένας τρελλός γιατρός, πού πριν από μερικά χρόνια είχε άποδράσει άπ3 τό ψυχι ατρείο τού Ντόνοβαν. Είχαν γράψει τότε σελίδες ολόκλη ρες οί εφημερίδες γιά τον ε πικίνδυνο αυτόν παράφρονα. Μά ύστερα χάθηκαν τά ίχνη του καί όλοι νόμιζαν πώς εί χε πεθάνει. Ό Χουάϊτ λοι πόν! Ό ύπ3 αριθμόν 1 κίν δυνος γιά τις Ηνωμένες Πο λιτείες !... 3Ακούει ένα απαίσιο γέ λιο. —Τώρα φεύγω Γεράκι! Είσαι κλεισμένος σ’ αυτό τό σιδερένιο κλουβί καί θά ψηθής ζωντανός. Καλό ταξείδι στην κόλασι. Ό Νέος Υπεράνθρωπος αισθάνεται μιά παράξενη πσ γωνιά σ3 όλο του τό κορμί. Μέσα στο πράσινο σκοτάδι διακρίνει θαμπά τό απαίσιο μούτρο του μέ τό άσπρο μυ τερό μούσι καί τά μάτια τα*;, πού γυαλίζουν σαν μάτια φι διού. Τον βλέπει ν3 απομα κρύνεται μέ βήματα αργά προς τά πίσω. Αλλά βλέπει καί κάτι άλ λο πού τού κόβει τό αίμα. Ό Τζίμ Γκάψας έχει γλνστρψ σει κάτω άπ3 τό τραπέζι, κοντά στο οποίο βρίσκεται ό σατανικός γιατρός. Τον βλέ πει ν3 άρπάζη μιά από τίς τετράγωνες μπουκάλες, που
16
ΓΕΡΑΚΙ,
Μ^χ\Μ\ΜΜ/\ΜΜΛΜΑΜ/\ηΑι\ΜΜ/ΐΜ^ν^^*νΐΛΜΑΛΜΛΑΜ/νίηΜηΛΐνννΜΛ^^ είναι γεμάτη μ5 ένα ροζ υγρό, νά ξεφυτρώνη πίσω απ’ τον Χουάϊτ και νά την ζυγιάζη πάνω απ’ το κεφάλι του. —Τζίμ!, φωνάζει. Μά ό άραπάκος δέν τον α κούει. Ή μποτίλια κατεβαί νει μέ δΰναμι στο κεφάλι του κακούργου. Σπάει, γίνεται χίλια κομμάτια και τον μου σκεύει. ’Ακούγεται ενα άπαίσιο ουρλιαχτό. Ό Χουάιτ ουρλιάζει. Συγχρόνως ροζ υ δρατμοί αρχίζουν νά σηκώ-
Ξκχττλώνοΐίν τον Τζίμ Πκάΐφα ττάνω ο-' ενα χ,&ιρ&ιρρτ1^© τραπέζι.
Ο
ΝΕΟΙ
νωνται άπ5 το πάτωμα. -—Τώρα θά τιναχτούμε στον αέρα!, άκούγεται μια τρομαγμένη φωνή. Τό απαίσιο γέλιο τού για τρού έρχεται σαν άπάντησι. —Είμαι ευχαριστημένος πού θά πεθάνης μαζί μου. Γεράκι! Τό υγρό αυτό σε λί γο θά κάνη ένωσι μέ τό πρά σινο αέριο. "Ολοι μας θά γί νουμε τότε ένα τεράστιο πυ ροτέχνημα. Ό Νέος ^ Υπεράνθρωπος σφίγγει τά δόντια. Σηκώνει στα χέρια τον άραπάκο πού έχει ξαναρθή κοντά του. —Πάλι την έκανες την ε ξυπνάδα σου, χαζέ!, τού λέει θυμωμένος. Νά δούμε τώρα πώς θά γλυτώσουμε... Τρέχει πρός την πόρτα. Είναι κλειστή. Στερεώνει τούς ώμους του απάνω τι^ς καί σπρώχνει. Τό χοντρό σί δερο όμως αντέχει. Τό Γερά κι απομακρύνεται μερικά βή ματα καί πέφτει μέ καινούρ για ορμή άπανω της. Ή πόρ τα αρχίζει νά κλονίζεται. Μια δεύτερη προσπάθεια. Ή πόρτα ανοίγει! Τώρα δέ βα δίζει, πετάει! Διασχίζει σά βολίδα τίς σκοτεινές στοές τού ανθρακωρυχείου καί, ύ στερα από δυο λεπτά, βγαί νει στην έπιφάνεια τής γης. "Οταν βλέπει τ’ άστρα, παίρ νει μιά βαθειά ανάσα. —Θαρρώ πώς γλυτώσαμε, Γκάψα!, λέει τού άραπάκου καί τού τραβάει τ’ αυτί. Ό Τζίμ Γκάψας καμαρώνει. —5/Αν δέν ήμουνα εγώ, κύ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
ΐννν\ΛΑ^νννννννννννίΛ^ννννννννννν»ίννννν^'ίΛΛΛΛΜΛΛ\\^^νννννν^ν\ΛΛΛΛ\\^\\ν^ν%\\\\\νν»Λ,νννννννΐΛ\νννν\'νν
ριε Μάκ, θά χανόμαστε! Ευ τυχίας που του έσπασα τό κεφάλι... —-"Έ! "Αρπαξε λοιπόν την καρπαζιά σου! Σου χρειά ζεται !... Την ίδια στιγμή άκούγετοα ένας τρομακτικός κρότος. Καθώς ταξιδεύουν ψηλά, τό Γεράκι ρίχνει μια ματιά κά τω στη γή. Μιά τεράστια φλόγα εχει ξεπηδήσει από τό μέρος τού παλιού άνθρακωρυχειου. Τεράστιοι δγκοι χώ ματος τινάζονται στον άέρα και ξαναπέφτουν... —Φτηνά τή γλυτώσαμε!, ψιθυρίζει μέσα άπ’ τά δόν τια του.
9 ρ
Τό ρομπότ... αύτοκτονεΐ!...
ΙΓΕΣ στιγμές αργότερα όμως το Γεράκι, 6 Νέος Υπεράνθρωπος, ξαναγυρίζει στον τόπο δπου πρέπει νά έχουν θαφτή ό σατανικός Χου άίτ κΓ οί κακούργοι συνερ γάτες του. 'Ένα αόριστο αί σθημα ανησυχίας τον παι δεύει. Κάτι τού λέει μέσα του πώς τό έργο του δεν τε λείωσε ακόμα. 5Από ψηλά, καθώς πετάει, βλέπει τις φλόγες καί τούς καπνούς. Τά έργαστήρια, πού τ»ταν εγκαταστημενα στά σπλάχνα τής γης καί πού προετοίμαζαν τό θάνατο καί την καταστροφή, καίγονται ακόμα. Τό διαπε ραστικό βλέμμα του ψάχνει παντού. Δέν βλέπει τίποτα πού νά δικσιολογή τούς αό ριστους ψόβους, πού τον εκα-
Α
Τό Γεράκι σφυρ-σκοττεΐ τό μαλλια ρό τπθςικο μέ καταδύσεις!
ναν νά ξαναγυρίση έδώ. "Ά δικα λοιπόν ανησύχησε; "Όχι! Δέν ανησύχησε ά δικα. Τώρα βλέπει κάτι πού τού κινεί την προσοχή καί τον κάνει νά χαμογεδάση πα ράξενα. —Νάτοι!, λέει. Τό περίμενα! Πραγματικά χίλια μέτρα πιό έκεϊ από κάποια μυστική έξοδο τού ανθρακωρυχείου ξεχωρίζει νά βγαίνουν μερι-
28
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νΛΐΛ.ν\ννννννΛΛΛν\ΛΛνν\λ\ννν\νν\\\\'>ΛΛΑν<«Α /νννν\ΛΛν\\νννννννν\ν\ν\ννννΝΛΛνννννννννννννννν\Λννν»Λ'ννν·ννν\νν\ΛΛΛΛ)Λ
κά από τά σιδερένια τέρατα του Χουάϊτ. Απάνω τους αν τανακλούν ο! φλόγες τής ττυρκαϊάς καί τά κάνουν νά φαίνουνται σαν φλογισμένοι γί γαντες. Είναι περισσότερα από δέκα ρομπότ, που κατάψεραν νά γλυτώσουν απ’ την καταστροφή και προσπαθούν τώρα νά ξυφύγουν. προς τον ανοιχτό κάμπο. —θά μπουν σέ λίγο στο δημόσιο δρόμο, κάνει μέ σφι χτά δόντια. Πρέπει νά τους έυιποδίσω. "Αν μπουν στη Νέα Ύόρκη, κανείς δέν ξέρει τί μπορεί νά έπακολουθήση !.. Τό Γεράκι τούς αφήνει νά προχωρήσουν λίγο κΓ ϋστεμέ μιαν απότομη κίνησι, βου τάει ' προς τό μέρος τους. Ή γροθιά του πέφτει μέ δύναμι στο κρανίο του πρώτου πού βρίσκεται μπροστά του. *Ακούγεται ένας μεταλλικός κρότος. Τό ρομπότ γέρνει πλάγια, άλλα δέν πέφτει. Α πεναντίας δείχνει τά δόντια του, μια σειρά από μυτερά καρφιά, πού είναι καρφωμέ να στις μασέλες του, καί α πλώνει τό σιδερένιο του μπράτσο., Κάτι κρατάει στο χέρι. Είναι ένα παράξενο πράγμα πού θυμίζει πιστόλι. Μια πράσινη φλόγα εκτοξεύ εται απ’ αυτό τό πρωτοφανέ ρωτο δπλο καί τον χτυπάει στα μάτια. Τό Γεοάκι αισθά νεται μια δυνατή ζάλη κΓ έ ναν πόνο στο πίσω μέρος τοΰ’ κρανίου. Παίονει μια τούμπα στον ^άέρα. ανεβαίνει ψηλά καί ζυγιάζεται σαν βολίδα πάνω από τά σιδερένια αυτά
τέρατα. Κάνει μια καινούρ για κάθετη έφόρμησι. Τούτη τή Φορά τά δάχτυ λά του αρπάζουν καί σφίγ γουν τό ώττλισμένο χέρι του ρομπότ. Τό πιστόλι τινάζε ται στον αέρα καί την άλλη στιγμή τό οπλο είναι στή διάθεσι του Νέου Υπεράνθρω που. Σχεδόν αμέσως τό Γε οάκι στρέφει τόν μεγάλο σω λ ή να στο χαλύβδινο μούτρο τού τέρατος. Ή πράσινη φλό γα τσουρουφλίζει τό σίδερο, πού ζαρώνει καί λυώνει καί γίνεται σαν αναλυτό μολύβι. Τό ρομπότ σαν άψυχο πράγ μα κατρακυλάει μπρούμυτα στο χώμα. "Όμως τό Γεράκι δέν τε λείωσε ακόμα. Τώοα ο! άλ λοι σι δεοάνθρωπο ι, πού βλέ πουν ακίνητο τόν σύντοοφό τους, θέλουν νά πάρουν έκδίκησι. Μουντάρουν απάνω του καί δείννουν τά μυτερά καρ φιά πού ένουν γιά δόντια. 5Αλλά ό Νέος Ύπεοάνθρωπος ένει ακόμα στή διάθεσί του τόν πράσινη φλόγα. Τρία α πό τά ρομπότ κυλιούνται στο χώμα μέ λυωυένο κοανίο. Τό τέταρτο σφαδάζει βγάζοντας έναν μεταλλικό ήχο. Τούτη όμως ακριβώς τή στιγμή,· γίνονται δυό ττοάγιιατα. πού Φέρνουν σέ δύσκο λη θέσι τό Γεράκι. Τό παρά ξενο πιστόλι σταματάει νά λειτουργή καί τό ένα του μποάτσο βοίσκεταί σφηνω μένο στις δυνατές μασέλες ενός τέρατος. Πετάει τό όπλο καί τεντώνει τό μπράτσο. Τά
¥ίΐΕΡΑΝ#£άϋ6Ι ί*υτε£ά καρφιά ^θρυμματίζον ται σαν σπιρτόξυλα. Μέ ^τό ελεύθερο χέρι του καταφέρ νει μέ όλη τη δυναμί του μια δυνατή γροθιά στον σιδερέ νιο θώρακα. "Ενας θόρυβος από παληοσιδερικά σκούγεται και τό ροιχπότ ξαπλώνει ανάσκελα. Τούτο τό θέαμα γεμίζει μέ τρόμο τά τέρατα τού Χαυά'ίτ καί ξαφνικά, ενώ δείχνουν άποφασισμένα νά επιτεθούν, μετανοιώνουν καί γυρίζουν τίς ράχες τους στο Γεράκι.I ρέχουν τώρα, σάν νά παρα φρόνησαν ξαφνικά, προς τό μέρος τής πυρκαϊάς πού συ νεχίζεται. Ό Νέος Υπεράν θρωπος τά παρακολουθεί πετώντας χαμηλά. Καί σέ λί γο αφήνει ένα στεναγμό ανα κουφίσεις. Τά οομπότ τό έ να ύστερα από τό άλλο πέ φτουν στις φλόγες. ---Αυτό είναι ένα είδος αύ τοκτονίας!, λέει καί χαμογε λάει. Τά βλέπει νά κουλούριαζονται τυλιγμένα από τή με γάλη φωτιά κΓ ύστερα νά λυ ώνουν καί νά γίνωνται άμορφες μ&ζες. Τώρα μπορεί νά είναι ήσυ χος. Ανεβαίνει ψηλά καί αρ χίζει νά ταξιδεύη προς τή Νέα Ύόρκη. Καθώς ^πετάει, βλέπει μια σειρά από πυρο σβεστικές αντλίες καί αυτο κίνητο: φορτωμένα αστυνομι κούς νά τρέχουν προς τον τό πο τής πυρκαϊάς.
Ό ιμαλλιαρός νοριλλας '-κάνει πάλι την έμφά~ ■ν.σί του
ΓΤΙΗΝ ΑΛΛΗ μέρα το πρωΐ, 1. τό «Νταΐηλυ Χέραλντ» δημοσιεύει όλες τίς λεπτομέ ρειες γιά τήν καταπληκτική αυτή υπόθεσι. Ή νέα Ύόρκη αισθάνεται νά φεύγη ό βαρύς εφιάλτης, πού τήν < βάραινε τόσον καιρό. Έπί τέλους, τά παιδιά θά μπορούν νά κύκλο φορούν πια χωρίς αγωνία στούς δρόμους καί στα πάρ κα. Τά σχολεία θά ξαναρχί σουν τά μαθήματα τους. "Ό λοι είναι ευχαριστημένοι. "Όλοι έκτος από τον ψιλό μας τον Μάκ Ντάνυ. "Ενα τη λεφώνημα, που πήρε τό ίδιο άπόγεμα από κάποιον γνω στό του αστυνομικό, τον έχει αναστατώσει. —Γειά, σου Μάκ, τού είπε αυτός. Διάβασα τό άρθρο σου. "Ωραία τά λες. Μά τό Γεράκι φαίνεται πώς άφησε τή δουλειά στη μέση. Άπό μια έρευνα που κάναμε στά ερείπια βεβαιωθήκαμε πώς ο Χουάϊτ καί ή παρέα του βέν υπάρχουν πια. "Εμεινε όμως 6 μαλλιαρός πίθηκος. "Ο ούρακοτάγκος είναι' ζωντανός καί σαύ στέλνει χαιρετίσμα τα. "Άγνωστο πώς, γλύτωσε. Σήμερα έκανε πάλι τήν έμφάνισί του. "Άρπαξε ενα παι 6ί καί, επειδή δεν είχε πού νά τό πάη, τό σκότωσε. Πο λύ φοβάμαι πώς απόκτησε κακές συνήθειες κάνοντας πα ρέα μέ τον τρελλογιατρό τον Χουάϊτ καί πώς, άν βέν τον
Μ
καθαρίσουμε σύντομα, θά χά σουμε κΓ άλλα παιδιά!... Αυτός είναι ό λόγος πού ό Μάκ Ντάνυ δέν είναι εύχαριστημένος όπως οι άλλοι. 40 Φρέντυ, ό μαλλιαρός πίθηκος είναι ακόμα ζωντανός! ί7Αρα ό κίνδυνος για τά παιδιά υ πάρχει πάντοτε. "Όμως σιγά - σιγά ό Μάκ αρχίζει νά ήσυχάζη. Πέρασε σχεδόν^ μια βδομάδα καί ό μαλλιαρός πί 8ηκος δέν έδωσε σημεία ζωής. —Μπορεί ν’ αποφάσισε νά... καλογερέψη, του λέει ό Τζίμ Γκάφας. —Ποιος; — Ό μαλλιαρός πίθηκος,. Μπορεί νά μετάνοιωσε για τά όσα έκανε καί αποφάσισε νά σώση την ψυχή του! —ΕΤσαι^ ηλίθιος, Τζίμ! Τρεις μέρες αργότερα, κα θώς ό Μάκ βγαίνει από τό σπίτι του, βλέπει ανθρώπους νά τρέχουν έδώ κΓ εκεί πα νικόβλητοι. Πριν προφτάση νά ρωτήση, νά μάθη τί εχει συμβή, ακούει τις σπαραχτι κές κραυγές μιας γυναίκας: —Τό κοριτσάκι μου! Βο ήθεια! εΗ κορούλα μου! Την ίδια στιγμή από τό βάθος του δρόμου εμφανίζε ται τό μαλλιαρό τέρας. Τά μάτια του Μάκ αστράφτουν. Τώρα 6έ θά τήν πάθη σάν την άλλη φορά. Φέρνει τό δα χτυλίδι μέ τή μπλέ πέτρα στο στόμα του καί το θρυ λικό Γεράκι μέ τή γαλάζια φόρμα καί τήν κόκκινη μπέρ τα απογειώνεται. Μισό λε πτό αργότερα βρίσκεται πά
Γ 1 Ρ Α Κ I,
0
ΝΕΟ
νω από τό μαλλιαρό πίθηκο πού κρατάει στην αγκαλιά του τό λιποθυμισμέν© κορι τσάκι. Τό τέρας άνασηκώνει τό μουσούδι του. Δείχνει τά δόντια του κι* αφήνει ένα θυμωμένο μουγκρητό πού κά νει τά τζάμια των σπιτιών νά τρίζουν. Ό Νέος Υπεράν θρωπος βουτάει από ψηλά καί μέ τήν ανίκητη γροθιά του καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα στο καύκαλο τού κτήνους. Ό πίθηκος βγάζει ένα οξύ ουρλιαχτό, ^άλλά δέν κλονίζεται. Τό Γεράκι πραγ ματοποιεί μιά δεύτερη κατάδυσι. Ή ατσάλινη γροθιά του στραπατσάρισε τό μαλ λιαρό πρόσωπο του ούρακοταγκού. ’Αλλά ούτε καί τώ ρα κλονίζεται. Βγάζει θυμω μένα ουρλιαχτά, σηκώνει το μακρύ του χέρι προσπαθών τας νά πιάση τον Υπεράν θρωπο, μά δέν άψίνει τό κο ρίτσι από τήν αγκαλιά του. Τό Γεράκι βρίσκεται σέ δύσκολη θέσι. Θά μπορούσε φυσικά άν χρησιμοποιούσε ό λη τή δύναμι πού διαθέτει νά συντρίψη τό κρανίο τού μαλ λιαρού πίθηκου, αλλά δέν τόν^ ενδιαφέρει μονάχα αυτό. Πρέπει, πριν απ’ όλα, νά γλυτώση τό κορίτσι. "Ενα 5υ νατό χτύπημά του πού θά σκότωνε τό τέρας μπορεί νά σκότωνε μαζί και τό αθώο πλάσμα, πού ό μαλλιαρός πίθηκος έχει αιχμαλωτίσει. ι αυτό θελει ισα - ισα ν άποφύγη τό Γεράκι. Περιμένει λοιπόν τήν κα τάλληλη ευκαιρία. Ποιρακο-
νη&ρ αη&ρ&ηόί
Η
31
/ν»ΐ»ννννν*ΜΛννα%νΐν«ννΜΛνν%ν^ννννννννννΐΛνΜΛνννν^νι.'ν^νννΗΗ^ νν^ννν>Λΐ\νν4νϋΗίννν&Ί\^%Μνί/ν,νν\νννν^ν λουθώ τον πίθηκο πού βαδί ζει ατούς έρημους δρόμους και σέ μιά στιγμή αισθάνε ται τήν καρδιά του νά χτυ πάει δυνατά. Τό τέρας, σαν νά παίρνει μιά ξαφνική από φασι, σταματάει μπροστά σ’ έναν ουρανοξύστη, ρίχνει μιά ^ ματιά προς τ’ απάνω κι’ αρχίζει μέ καταπληκτική σβελτάδα ν' άνεβαίνη. Τό μι κρό αιχμάλωτο κορίτσι μπαί νει σέ 1 Καινούργιο κίνδυνο, Τό Γεράκι δέ ξέρει τί πρέπει νά κάνη. "Αν έπιτεθή και τον γκρεμίση από τό ύψος που βρίσκεται ολα είναι χαμέ να. Τον άφίνει λοιπόν. Ανε βαίνει, ανεβαίνει και μονά χα σαν φτάνει στον 48© οροψ© δπου βρίσκεται ή ταρά τσα σταματάει. Άφίνει ένα ουρλιαχτό θρι άμβου και χτυπάει μέ τό ε λεύθερο χέρι του τό στήθος του σάν ταμπούρλο. Ό δυνατώτερος ο^ιως άνθρωπος τού κόσμου δεν τον ,άφίνει γιά πολύ νά χαρή. ΓΈνα λε πτό αργότερα ταξιδεύει όρ θιος στον αέρα και προσγει ώνεται στην ταράτσα. Ό μαλλιαρός πίθηκος, πού τον βλέπει πάλι μπροστά του, ε ξαγριώνεται και βγάζει άΦρους λύσσας. Τά μάτια του στενεύουν από μιαν άσυγκρά τητη οργή. Τώρα θά δείξη σ’ αυτόν τον νεαρό ξανθομάλλη μέ τή μπλε φόρμα καί τήν κόκκινη μπέρτα ποιος είναι ό Φρέντυ. Σαλτάρει στο πε ζούλι καί, γιά νά έλευθερώση τά χέρια του, ρίχνει από
τό ύψος αυτό οπό κενό τ© κ©*<' ρίτσι, Η.) Νέος ιΤπέράν8ρω·~ πος θριαμβεύει
Η ΣΤΙΓΜΗ αυτή τό Γε ράκι νοιώθει νά παγώνη τό αίρα του. "0|*ως δεν ^χά νει την ψυχραιμία. Άφινει τον φοβερό άντίποιλό του α νενόχλητο καί ρίχνεται κΓ αυτός στό κενό. Πριν άπ3 ό λα πρέπει νά ο’ώση τή μικρής. Καθώς βυθίζεται προς τα κάτω, βλέπει στους δρόμους ένα πλήθος από ανθρώπους/ πού παρακολουθούν μέ αγω νία, κάνοντας φοβισμένες χει ρονομίες, τήν πτώσι τού κο ριτσιού. Τά πατώματα περ νάνε σάν αστραπή άπό μπρο στα του. Σαιράντοι οκτώ, σα ράντα, τριάντα πέντε, είκοσι δύο, δέκα επτά... Έπΐ τέ λους! Μέ ρά ύστατη προσ πάθεια, απλώνει τά χέρια καί τό μισοπεθαμένο άπό τό φόβο κορίτσι πέφτει μαλακά στήν αγκαλιά του. Άπό κάτω ακούει ξεφωνη τά χαράς. —Γειά σου Γεράκι! —Ζήτω ό Νέος Υπεράν θρωπος ! —Μπράβο ήρωα! Μά εκείνος δεν έχει και ρό. Σαλτάρει πάλι προς τ5 απάνω. Σκαρφαλώνει σ3 ένα παράθυρο τού εικοστού πα τώματος. Μέ μιά γροθιά θρυμματίζει τό τζάμι, μπαί νει μέσα κΓ αφήνει τήν έκ πληκτη μικρή, πού αρχίζει νά συνέρχεται, σ3 έναν κανα-
Τ
ϋ
·
ί-ΐΡΑΚί,
ο
Ν£όίνπέΡΑΝβΡηηόί
μο. Είναι μια άμορφη μάζα πέ. "Ύστερα απογειώνεται από σάρκες, κόκκαλα καί αί πάλι σά βολίδα. Ό μαλλια μα. Κανόναν δέ μπορεί νά ρός πίθηκος, που στέκει πάν 6λάψη πια... τα στο πεζούλι, τον περιμέ νει. 'Έχει ανοίξει τά πόδια "Ύστερα από μισή ώρα ό του και στυλώνεται γερά. Ό Μάκ Ντάνυ, θρονιασμένος Νέος Υπεράνθρωπος προσ στο γραφείο του, γράφει για γειώνεται δυο βήματα μπρο τήν έκτακτη έκδοσι του στά του. Ό ούρακοτάγκος «Ντάϊηλυ Χέραλντ». Είναι δεν τον άψίνει ν' άνασάνη. μια σπαρταριστή περιγραφή. Χυμάει απάνω του καί- τό Γε Ό κ. Πήτερ "Εμορυ ό. αρχι ράκι νοιώθει 6υό σιδερένιες συντάκτης του, πού παίρνει τανάλιες νά τυλίγουν τό κορ κάθε τόσο τά χειρόγραφά μί του. Τούτος ό πί ετου καί τά διαβάζει, τον κυτχει πραγματικά μια κατα τάζει λοξά: ι. υ —Δέ μου λες, Μάκ; τον τερος άνθρωπος τοΰ κόσμου ρώτησε. Πώς έμοεθες δλες αυ κινδυνεύει για μια στιγμή τές τίς λεπτομέρειες; νά χάση την ισορροπία του Ό νεαρός ρεπόρτερ χαμο και γονατίζει. Τό Γεράκι καί γελάει, τό τέρας παλεύουν καί κυλι ούνται στην άκρη τοΰ πεζου λιού. Οί άνθρωποι πού παρσ —-Πήρα μια συνέντευξι μέ απο κάτω τον τό Γεράκι όταν, μετά τή μά αυτόν αγώνα κρατουν χη πού είχε μέ τον μαλλιαρό, τήν αναπνοή τους. προσγειώθηκε. Είναι ένα παι Μά τούτη ή αγωνία δέν εί 5ί-πρώτης τάξεως. Κάποτε ναι νά κράτηση πολύ. Τό Γε 0ά τον φέρω εδώ νά σάς τον ράκι μέ μια σβέλτη κίνησι απελευθερώνει τά χέρια του. Ό κ. "Εμορυ γίνεται σοβά Ή πρώτη γροθιά του βρίσκει ρός καί μέ φωνή γεμάτη υπο ανάμεσα στα μάτια τό ?κτή νοούμενα λέει: νος. .Ζαλίζεται. Ή δεύτερη κ. Ντάνυ, γροθιά τοΰ ξεβιδώνει τήν κά Λ 7 \ τω μασέλα, Ή τρίτη είναι τό συντομότερο. Είμαι πολύ πε τέλος. 'Ό μαλλιαρός πίθηκος ρίεργος νά 5ώ άν μοιάζη μέ άνασηκώνεται μέ τσακισμένα κανέναν από τούς γνωστούς πλευρά καί^ καθώς δέ μπορεί μου... νά ^ κρατηθή ^ όρθιας γέρνει Ό Μάκ δέν δίνει άπάντηπλάγια κΓ από το ύφος αυ σι.-Γράψει μονάχα καί χαμο τά, άφίνοντας ένα άποάσιο γελάει πονηρά... μουγκρητό, πέφτει στο δρό ΤΕΛΟΣ 'ΣυγγραιφίΕιυς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Άπταγοραύεται
ή άναδηιμοσίευσι ς.
που θά κυκλοψορήση την ερχόμενη εβδομάδα, όλοι οι α ναγνώστες μας 6ά πάρουν -ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ μια
©ΦΦ9©®©©®®©©©&©©«'©Θ©Οϩϩ'δ*©©ΰ·?©«©8«ίΓΟ03©®®©ΟΟί)ΦΟ®ΦΘ©©ί'®ϋ 'Η ταυτότης αυτή, πού θά εχη τις προσωπογραφίες των δυο πιο αγαπητών ηρώων κάθε Ελληνόπουλου, του Γιώργου Θαλάσση καί τού Γερακιού, 8ά δίνη δικαιώματα και σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα στον κάτοχό της ! Κανένα Ελληνόπουλο δέν πρέπει νά μείνη χωρίς «Ταυτότητο: Μ. 'Ήρωος — Γερακιού»! Θά την πάρετε ΔΩ ΡΕΑΝ καρφιτσωμένη μέσα στο τεύχος 3! Αυτό είναι τό
Πρώτο Ενθύμιο τού «Γερακιού»·. Τό Δεύτερο Ενθύμιο, πού θά δοθή — ΔΩΡΕΑΝ ΕΠΙΣΗΣ — μαζί μέ τό τεύχος 5, θά είναι κάτι εκπληκτικό καί πρωτότυπο. Θά είναι μιά
β©03*0Φ0©©©α@©Θ©®0@β»®Φ©0«ϊβΦ©©@©©®Θ&©®©ε·05@©®Φ©©©@©©θ90«@8
τού Νέου Υπεράνθρωπου. Τό ενθύμιο αυτό, θά μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες στο σάς κάνη νά γουρλώσετε τά μάτια σας καί χαρά ! Δέν πρέπει κανένας νά χάση τό τεύχος 3 τότητα πού θά περιέχη!
για τό όποιο τεύχος 3, θά από εκπληξι καί την Ταυ
£ΕΙ!1ΙΙΙΙΙΙΗΙΙ81!ΙΙΙ!ΙΠ!9ΙΙΙΙ9Ι(ΙΙΗΙΒΙ!ΙΒ(5ΙΒίΙ1Ι!ΙΙ!βΙΙ8ίΙΙΙΙΙ!Ι!ΙΙΙΙΙΙΒ!&!ΙΙΙ!!!!Ι?|
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ» *I*ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤ Ε I ΟΝ
I ΓΕ
5 1
I ρσψεΐα: 'Οδός Λέιοκα 22 Φ 3Αριθ. 2 Φ Τιμή 8ραχ. 2 Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. ’Ανεμοδουράς, "Αριστεί6ου 174. Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
*■
\ο Νδ Ν Νδ Ν« Η ΗΟ %
Νδ
ύ
Ο Λ* Ο
Ο
_
Στο τεύχος 3 τού «Γερακιού», ττού κυκλοφορεί την ερ χόμενη εβδομάδα, μέ τον τίτλο
Ν« ΝΟ Ν* Ν \«
\νν-ν\νν\ν\\\ννΥΛΛ*Λ\·νν\Υννν\ννννννν\νν\\Λ^ν\νν\νΐ\ννννν\\ν\νΐν%\\ν\\\ννν\\ννννΛνΛνν\ννννΊννηΛΛ ό Νέος Υπεράνθρωπος συναντά τον πρώτο μεγάλο αντί παλό του, έναν τρομερά εφευρετικό εγκληματικό εγκέφα λο και θά βρεθή γιά πρώτη φορά, φάτσα με φάτσα μέ τον θάνατο!
%
*^ννννννννννννννΥΥννννννννν\\ννννΥΥ-ννννννννν ννν\ννννννννΥΎνννννν\ννν\ΥΛ\ννννΛΛ\'ν\\ννγννν ννιννννν
Ν« Ν Ν Η% \*
Τό τεύχος 3, πού θά περιέχη και μιά ταυτότητα ανα γνώστου «Μ. "Ηρωος — Γερακιού», θά άφήση εποχή στον Παιδόκοσμο τής Ελλάδος μέ την υπέροχη πλοκή του, τις συγκλονιστικές περιπέτειές του, τή συναρπαστική δράσι του, τούς συγκινητικούς ηρωισμούς καί τις κωμι κές σκηνές του!
*
Ν
*
νο
Νδ Ν» *
ΗI Ηϋ Ν Νο Νο Ν0 Ν Νο Ν0 Ηο Ν* Νδ λο Η ΝΒ Ν* «
\* Ν«ν Ν% Η6
«.►
Νο Ν» ΗI ΝΒ ΝΒ Ν Ν
Ν %
Ν Ν
77 ΟΣΑΣ/Σ ΣΔΡ', Δ£ΝΣ£Ρ£/ΣΓΜ& ΜΡτα; ηηρΓΟΡευτα/'ηΗΓη/Ν'Ε’ ^ο//
ΧΤ// Σ/ΔΗΡΟΔΡΟλ μ/ηρ γςφορρ ηη' οπού ορ ηερρΐη*τά\ £!Π/?/Δ/Ρ! Σλ/ΡΣΡΤΡΡ/ΝΟ Μί ΤΟΝ Μ/Μυ ΜΡΟΟΣ I ΜΡ ΟΠ* ΤΟΝ μππτς! ΟΛ7 / Η Ο ΜΠΟΟΣ Σ//νΡ/ ΣΤΟ ΤΡΡ/ΝΟ [ £ΧΧ\
ΟΡΟΣΣΞε 'ΒΡ ΡΝΡ Τ/ΝΒΞΡΣ ΤΡ ΓΪΦυΡΡ Α7Ζ7Λ/Χ
νλ
νϋΒ&,Σου ηοί
ΌΝίοσ,
'1>τΐΐρ
Τ7
Ηίο<
'άνβ'ριοηοα
ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΤΊαιϊι
'«υταράνθρύϊϊοο. ι
παρουσιαστικό του δείχνει θαλασσινό καί τό σκούρο α πό τον αέρα τού πελάγους καί τον ήλιο πρόσωπό του <|>α νερώνει πολυταξιδεμένο άν θρωπο. Είναι ανήσυχος καί νευρικός. —Ποιο πάτωμα; τον ρω τάει ό νεαρός ρεπόρτερ. —-Στο 27 πηγαίνω, απο κρίνεται αυτός. Εκεί δέν εί ναι τά γραφεία τού αρχισυν τάκτη; —Μάλιστα... —Θέλω νά τού μιλήσω, συ νεχίζει ό άγνωστος. Είναι α νάγκη. Πρέπει νά μάθη ό κό σμος... Ό Μάκ πατάει τό κουμπί καί ό ανελκυστήρας αρχίζει ν’ άνεβαίνη. Ό άνθρωπος κυτ τάζει γύρω του φοβισμένα. "Ενα μυστηριώδες έγ κλημα μέσα ο* έναν ου Είναι σά νά θέλς νά φυλαχτή ρανοξύστη από κάποιον κίνδυνο, πού κάπου έκεΐ κοντά παραμο ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, 6 μ;κρόνεύει. τερος αστυνομικός ρέπορ—Κανείς δέ μέ πίστεψε τερ του «Νταΐηλυ Χεραλντ»,ώς τώρα, λέει σά νά μονολομπαίνει στον ανελκυστήρα γή/'Ολοι νομίζουν πώς είμαι πού θά τον <ρέρη στο 27ο πά τρελλός. "Όταν τούς διηγήθη τωμα τού ουρανοξύστη, όπου κα τά όσα είδα γελάσανε. Νο στεγάζονται τα γραφεία τής μίζουνε πώς τούς λέω παρα μεγαλύτερης έψημερίδος τής μύθια. Καί όμως ό διάβολος Νέας Ύόρκης. Είναι έτοιμος νά πάρη όλους τούς στερια να πατήση τό κουμπί, όταν νούς! ’Εγώ λέω μονάχα ότι κάποιος τρέχει και ανοίγει είδα μέ τά μάτια μου! Είδα τήν πόρτα και τρύπωνες κον τό χαλύβδινο τέρας νά σηκώ τα του. Είναι ένας κοντόχον νεται από τη θάλασσα, ν’ ά τρος άνθρωπος μέ ξανθά γέ νεβαίνη στον ουρανό καί νά νια καί ναυτικό κασκέτο. Τό χάνεται από τά σύννεφα...
Ο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Μ*\'ίΛννν\νν\ννννννννννννννννννννννν*ννν»'ννννννννννννν\Α'ΐννννν\ν\*'ννν .\ν\\\\\ΛΛ%ν\\\\\νν\\νννννννννννν»ΛΛ'ντ·νννν
—Είσαι ό κάπταιν Κάρβεϋ;ρωτάει μέ έκπληξι ό Μάκ. ιΟ άνθρωπος μέ τά ξανθό: γένεια τον κυττάζει μέ υπο ψία. —~Έσύ ποιος είσαι; κάνει απότομα καί φέρνει τό χέρι στην τσέπη δπου έχει τό πε ρίστροφό του. Μήπως είσαι καί σύ απ’ αυτούς που μέ κυ νηγάνε; —3Ώ, όχι!, αποκρίνεται καί χαμογελάει ό δημοσιογρά φος. "Ακόυσα νά μιλούν για σάς καί για την παράξενη ι στορία σας από τό ραδιόφω νο. Φυσικά, λένε πώς όλα ό σα διηγηθήκατε είναι δημι ουργήματα τής φαντασίας σας. Θέλουν νά πουν, δηλαδή, πώς υστέρα από τό ναυάγιο σάλεψε τό λογικό σας καί δι ηγείστε πράγματα που δεν συνέβησαν στην πραγματικό τητα. —Τότε, άν λέω ψέμματα, γιατί μέ κυνηγάνε καί θέ λουν νά μέ ξεκάνουν; ρωτάει αυτός. Νά τώρα, γιά νά φτά σω ώς έδώ, αναγκάστηκα νά κολλήσω στα μούτρα μου αυ τό; τά κόκκινα γένια. Ελπί ζω νά τούς ξεγέλασα. "Ενα μήνα πού έχω έδώ δέν κοιμή θηκα μια νύχτα στο ίδιο σπί τι. Τριγυρνάω δεξιά κΓ αρι στερά. Μέ φιλοξενούν ό ένας συγγενής μου κΓ ό άλλος. Δέν τολμώ νά κοιμηθώ σέ ξε νοδοχείο. Φοβάμαι πώς θά μέ βρουν καί θά μέ σκοτώσουν. —-Ποιοι; —Αυτοί μέ τό χαλύβδινο τέρας! Είμαι ό μόνος πού έ-
ζησε απ’ τούς τριαντσδύο άν τρες τού καραβιού μου, τής «Τζούλιας». θ’ ακόυσες νά μιλάνε φυσικοί γιά την «Τζούλια» πού χάθηκε στον κόλπο τής 3 Αλάσκας. Είμαι ό μόνος πού εζησα καί είδα καί μπο ρώ νά πάρω όρκο στο Ευαγ γέλιο πώς δ,τι λέω είναι α ληθινό. IV αυτό έρχομαι τώ ρα έδώ στην εφημερίδα νά πώ τά καθέκαστα. "Αν 5έ ^μέ πιστέψουν κι3 αυτή τή φορά... "Ε! Τότε τόσο τό χειρότερο γιά όλους τούς "Αμερικανούς. —-Φτάσαμε!, είπε ό Μάκ. Περάστε. Θά ζητήσετε τον άρχισυντάχτη τόν κ. Πήτερ "Εμοριι. Αυτός θά σάς άκούση μέ προσοχή. 3Αλλά, προς Θεού, νά μήν παρουσιασθήτε μπροστά του μ3 αυτά τά κόκ κινα γένια. Φαίνονται από μιά ώρα μακρυά πώς είναι ψεύτικα... —Πέρασε πρώτος εσύ!, λέει επιτακτικά ό καπταίν Κάρβεύ. "Αν είσαι από εκεί νους 6έν θέλω νά μου φυτέψης καμμιά σφαίρα στην πλάτη. Ό Μάκ χαμογελάει ανοί γει την πόρτα καί βγαίνει πρώτος άπ3 τό ασανσέρ. *0 άλλος τόν ακολουθεί. Μά την ίδια στιγμή γίνεται κάτι, πού δέν τό περιμένει κανείς. Στην πόρτα του διπλανού α σανσέρ φαίνεται κάποιος πού έχει σκεπασμένο τό μούτρο του μ3 ένα μαντήλι. Κρατάει ένα έξάσφαιρο στο χέρι καί πυροβολή. ■—-Φυλαχτήτε, κάπταιν Κάρ
γηβρ
αη&ρ
ηηο%
βεϋ!/ φωνάζει © δημοσιογρά φος και τραβάει μέ δΰναμι προς τα πλάγια τόν ναυτικό. "Ακούγονται τρεις ξεροί κρότοι και τρεις γλώσσες φω τιάς βγαίνουν από τη σκοτει νή κάννη του πιστολιού. ^—-"Ώχ!, βγάζει μια κραυ γή πόνου καί διπλώνεται στα γόνατά του ό άνθρωπος μέ τά κόκκινα γένια. Τά καταφέρανε οί άτιμοι νά μέ ξεκάνουνε! Ό Μάκ σαλτάρει προς τό μέρος του δεύτερου ασανσέρ. Μά ό δολοφόνος έχει κλεί σει την πόρτα, έχει πατήσει τό κουμπί καί κατεβαίνει. Ό νεαρός ρέπορτερ σηκώνει τό τηλέφωνο του θυρωρείου. -—"Εδώ, Μάκ Ντάνι/!, λέει στο θυρωρό. Κλείσε τό γενικό διακόπτη τού ρεύματος αμέ σως. Κάποιος,· πού χτύπησε μέ πιστόλι έναν επισκέπτη τής -εφημερίδας, βρίσκεται στον ανελκυστήρα! "Αφήνει τό ακουστικό καί αρχίζει νά κατεβαίνη, μέ κίν δυνο νά τσακιστή, τρία-τρία τά σκαλοπάτια τής μεγάλης σκάλας. Στο 24 πάτωμα γί νεται σκοτάδι. "Έκλεισαν τό διακόπτη τού ηλεκτρικού. Τρέχει στην πόρτα τού δεύτε ρου ασανσέρ. Είναι σταματημένο ακριβώς έκεΐ. Τ" α νοίγει καί ρίχνει μ&ά δέσμη φωτός μέ τό ηλεκτρικό του φανάρι στο εσωτερικό. Ό ά γνωστος μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο δεν είναι εκεί. "Έ χει έξαφανισθή!...
ι ^νη^ν^ν>ν^·νΛ^ν^νν^ΐννν^ννννν·ν^ Ή αλλόκοτη τύχη τού φαλαινοθηρικού «Τξούλια»
του Τζών Κάρβεϋ στην έπικαιρότητα τήν τραγί κή^ ιστορία τού φαλαινοθηρι κού «Τζούλια». Καί δλοι ε κείνοι, . πού χαμογελούσαν άλλοτε καί κοροΐδευαν τον μό νο άνθρωπο πού έπέζησε από τό πλήρωμά του καί υποστή ριζαν ότι είχε χάσει τό λογι κό του, άρχισαν τώρα, νά γί νονται σοβαροί. "Εκείνοι πού τόν σκότωσαν, καί μάλιστα υπό τόσο δραματικές συνθή κες, είχαν συμφέρον σίγουρα νά μή μαθευτούν λεπτομέρει ες. Καί πέτυχαν νά τού κλε ί σου ν για πάντα τό στόμα. ~Ακούσε με Μάκ, λέει 6 αρχισυντάκτης τού «Νταΐηλυ Χέραλντ» Πήτερ "Έμορυ οπόν νεαρό ρέπορτερ. Θέλω νά σκα λ ίσης την Ιστορία αυτή, νά δούμε τί ακριβώς κρύβεται πίσω της. "Εκείνοι πού σκό τωσαν τόν ' κάπταιν Κόρδεϋ κάτι Θά ξέρουν περισσότερο από μάς... —"Εν τάξει, κ. "Έμορυ!, απαντάει ό δημοσιογράφος. Θά φροντίσω νά μάθω τί ξέ ρουν. Τήν ίδια μέρα πηγαίνει στο ραδιοφωνικό σταθμό καί παρακαλεί τόν διευθυντή του νά τού έπιτρέψη ν" άκουση τήν ήχογραφημένη σε ειδι κούς δίσκους συνέντευξι, πού είχαν πάρει άπ" τόν Κάρβεϋ οι συνεργάτες τού σταθμού,
4
ΡΙΡ-ΑΚΙ,
όταν αυτός,^ για πρώτη φορά, υστέρα άττό τό ναυάγιο, έ φτασε στη Νέα Ύόρκη. Ό διευθυντής δίνει εντολή στο αρμόδιο τμήμα και σε λίγο ό Μάκ Ντάνυ ακούει τήν παληά εκείνη έκπομττή. Είναι ή ίδια ή φωνή του σκοτωμένου πλοιάρχου, πού αποτελεί τώ ρα μια άξιοπρόσεχτη μαρτυ ρία για εκείνους πού θά ή θελαν νά καταπιαστούν μέ
Τ ότε,
'τε·ράσ,τ·ι>?ζ
γλώσσες φκύτέρας!
τι&ς ξεπηδτισαν από τό
τήν έξιχνίασι
Ο
Νβθί
του έγκλημα·5
τος. «Τα ξημερώματα τής 3ης; Ιουλίου κατεβαίναμε άπο τον κόλπο τής Αλάσκας μέ πορεία προς τό Βανκοΰβερ, έλεγε ή συνέντευξι προς τό ραδιοσταθμό. Είχαμε τελειώ σει τό ψάρεμά τής φάλαινας καί τά βαρέλια μας ήταν γε μάτα άπο ψαρόλαδο. Τό πλή ρωμα τής «Τζούλιας», καί πρώτος εγώ σαν καπετάνιος, καμαρώναμε γιατί τρεις μή νες κόποι δεν πήγαν χαμένοι. Έκεΐνο τό πρωί λοιπόν, ενώ άψίναμε πίσω μας τούς τε λευταίους πάγους, φάνηκε ξαφνικά μπροστά μας τό πα ράξενο τέρας. Τό είδαμε νά βγαίνη αργά από τή θάλασο·α. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν κάποιο αμερικάνικο ύπο βρυχιο πού έβγαινε στην επι φάνεια. "Υστερα από λίγο ό μως πάγωσε τό αίμα μας. ?Ηταν ένας μακρόσταινος, σάν τεράστιο χοντρό πούρο, κύλινδρος από χάλυβα, μέ φι νιστρίνια, πού τό μήκος του ξεπερνούσε τά χίλια μέτρα! Κρατήσαμε τή μηχανή καί κάναμε όπισθεν για νά αιτοφύγουμε τή σύγκρουσι. Ριχτή κα ολόκληρος απάνω στο πη δάλιο. Τό «Τζούλια» πήρε μια επικίνδυνη κλίσι στή δε ξιά μπάντα του, μά κατάφερε πάλι νά όρθοποδίση... ^Εί χαμε άποφύγει τό τρακάρι σμα καί κάναμε τό σταυρό μας πού γλυτώσαμε. Αλλά, πριν προλάβουμε νά συνελθουμε, είδαμε ν’ άνοίγη ή
ΫΠΕΡΑΝΘΡΠίίΟί
πλώρη του σιδερένιου πού ρου, σαν ένα τεράστιο στόμα προϊστορικού τέρατος, και νά ξεπετάγονται γλώσσες φωτι άς πού είχαν ενα περίεργο μπλε χρώμα. "Έχετε δή τούς σωλήνες των πυροσβεστικών αντλιών πού ρίχνουν χό νερό στις πυρκαϊές; Κάτι τέτοιο συνέβαινε καί τώρα. Μέ τή διαφορά πώς, αντί για νερό, ρίχνανε απάνω στο καράβι μας φωτιά. Σέ μια στιγμή το «Τζούλια» βρέθηκε τυλιγ μένο στις μπλέ αυτές φλόγες καί 6υό λεπτά αργότερα τι νάχτηκε σαν πυροτέχνημα στον αέρα. Ή εκκρηξι μέ πέΤαξε διακόσια μέτρα μακρυά. Πήρα μια βουτιά στο παγω μένο νερό κι5 όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια, είδα το χαλύβδινο τέρας νά σηκώνη τή μούρη του ψηλά καί νά άποθαλασσώνεται κάθετα, ορ θό, στον ουρανό, βγάζοντας φωτιά καί καπνό από τέσσε ρις χοντρούς σωλήνες πού υ πήρχαν στά πλάγιά του. Το παρακολούθησα μέ τρόμο ό σο πού χάθηκε πολύ ψηλά πί σω από τά σύννεφα. "Οταν ξαναβρήκα τον έαυτό μου, ερριξα μιά ματιά γύρω μου. Δεν υπήρχε κανείς από τούς συντρόφους μου. Ούτε είχε άπομείνει τίποτα από τό ομορ φο καράβι μου καί τό πολύ τιμο φορτίο του. "Έμεινα δε κατέσσερις ώρες στη θάλασ σα. "Οταν μέ μάζεψε ένα άλ λο περαστικό φαλαινοθηρικό, είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Μέ βρήκαν μισοπεθαμένο καί
/
Τό είδε .ν’ απογειώνεται και νά χάνεται στον οόραινό.]
ξαπλωμένο σέ μιά μισοκαμένη μπουκαπόρτα τής «Τζούλιας». Τό μόνο ένθύμιο πού έμενε άπ5 αυτήν. "Υστερα 6ιηγήθηκα όταν συνήλθα την ι στορία μέ τό χαλύβδινο τέ ρας καί είδα όλους νά χαμο γελάνε πονηρά. Σίγουρα μέ πέρασαν για τρελλό. "Ομως έγω έ^ω ολα τά λογικά μου και ξέρω πώς λέω πράγματα πού συνέβησαν πραγματικά. Τό καράβι μου 6έ βυθίστηκε
§
,
................... ΓΕΡΑΚΙ,
ύ
ΝΕΟί
ννν4νν4^ννννννννν^νι^^νννη·ν;νν\'ννννν·νννν ν>ννννν\\^νννν^νΛ^Λ·ν^>,·νννι,ν'ν'ννηνη>***
οϋτε από τρικυμία, οϋτε άπό σύγκρουσι μέ κάποιο παγό βουνο. Κάηκε καί τινάχτηκε στον αέρα τυλιγμένο στις μπλέ φλόγες, πού ξερνούσε εκείνο τό παράξενο τέρας πού ταξίδευε σαν υποβρύχιο κάτω από τή θάλασσα καί πετοϋσε στον αέρα σαν βολί δα...» Στο σημείο αυτό τελειώ νει ή συνέντευξι τού Τζών Κάρβεϋ. Ό Μάκ Ντάνυ ση κώνεται ευχαριστημένος. "Έ χει ακούσει κι" έχει κρατήσει σημειώσεις. Φεύγει άπ" τό ραδιοσταθμό καί στο μυαλό του υπάρχουν ένα σωρό μπερ δεμένα πράγματα πού πρέπει νά ξεκαθαρίση. Στο σπίτι τον περιμένει ή μητέρα του, ή κυρία Μάργκα ρετ Ντάνυ. Είναι μια όμορφη έλληνίδα, πού την παντρεύ τηκε από αγάπη περαστικός από την Ελλάδα ό "Αμερικα νός σοφός Α. Ντάνυ κι" ήρθε κι" εγκαταστάθηκε μαζί της, πριν είκοσι περίπου χρόνια, στη Νέα Ύόρκη. Τώρα ό πα τέρας Ντάνυ δεν υπάρχει πια —πέθανε πριν ένα χοόνο— καί ή κ. Μάργκαρετ δεν εχει κανέναν άλλο στον κό σμο, έκτος από τόν*γιό της τον Μάκ, πού τον λατρεύει καί τρέμει μή του συμβή κα νένα κακό. —Γειά σου, γλυκειά μου μητερούλα!, τής λέει ό δη μοσιογράφος καθώς μπαίνει στο σπίτι καί την αγκαλιάζει καί τή φιλάει. "Εκείνη έχει έτοιμο κι5 ό-
λας τό τραπέζι.^ Κάθονται. Μά, πρίν^ προφτάσουν ν" άγγάξουν ΐό φαγητό τους, χτυ πάει τό τηλέφωνο. Ό Μάκ σηκώνεται καί παίρνει τό α κουστικό. -—Ποιος είναι; ρωτάει. Ναί. "Εδώ Μάκ Ντάνυ. Καί τότε από την άλλη ά κρη του σύρματος έρχεται μια βραχνή αντρική φωνή γε μάτη απειλή: —-"Άκου νά σαΟ πώ, μωρό! Καλά θά κάνης νά πάψης νά ένβιαφέρεσαι γι" αυτή την ι στορία τού Τζών Κάρβεϋ. Αέν αρέσει στο αφεντικό νά μπερδεύουνται κάτι παλησπαιδα σαν καί σένα στις δου λειές του. —Ποιος είναι τ" αφεντικό; ρωτάει ό Μάκ. —Αυτό νά μή σ’ ενδιαφέ ρει ! Μονάχα βάλε μυαλό, άν 5έ θέλης νά φορέση μαύρα ή μητέρα σου. ΟΙ τρείς σφαί ρες, πού στείλανε στον άλλο κόσμο τον Κάρβεϋ, την άλλη φορά θάναι για σένα! Γειά ο ου, μο^ρό... Καί κλείνει τό τηλέφωνο. ;—Ποιος ήταν, Μάκ, τον ρω τάει ή μητέρα του καθώς ξαναγυρίζει καί κάθεται ο*τό τραπέζι. —Κάποιος φίλο<^ μου πού θέλει νά πάμε παρέα στον κι νηματογράφα, λέει εκείνος για νά η^ή την άνησυχήση. "Αλλά έγώ φυσικά τού είπα οχι. Μ" αρέσει καλύτερα ή συντροφιά σου. Καί αρχίζει νά τρώη. Τό μυαλό του όμως δουλεύει γορ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ν
ίΛΛΛΛΛ.^Λ'ν\ν&ννν^\νννννΛνΐΛΛ\ν»Λ^Λνννν\νννν\.ν\ΛΛΛ\\ννν\ν\ΛΛαΛ/ν^ννΐΛΛ'νννΐινννννννν\ν%νΜ/ννννν\,νννν».ννννννν\ννννν γά. Αυτή ή φωνή πού του μί λησε στο τηλέφωνο δέν του ήταν άγνωστη. Προσπαθεί νά θυμηθή. Κάπου την έχει άκου σει κΓ άλλη φορά αυτή τη φωνή. Ό Τζιιμ Γκάφας, 6 "υ πέρ φυσικός σαλίγκαρης καί τά ανθρωπάκια μέ την προβοσκίδα
Ε ΤΕΜΠΕΛΙΚΑ βήματα, ό Τζίμ Γκάφας, 6 χαζός καί λιχούδης άραπάκος κλη τήρας τού «Νταΐηλυ Χέραλντ», ό προστατευόμένος του Μάκ Ντόινυ, γυρίζει σπί τι του. Ή τελευταία περιπέ τεια του μέ τον μαλλιαρό πί θηκο (*), πού παρά λίγο νά τού κοστίση τή ζωή, δέν τον έκανε περισσότερο φρόνιμο. "Έμεινε τό ίδιο αδιόρθωτος όπως καί πρώτα καί εννοεί σώνει καί καλά νά περιφέρε ται νύχτα στους δρόμους. ΕΙ ναι περασμένες δέκα, λοιπόν, πού έπιοτρέφει στο σπίτι του καί δέ βιάζεται καθόλου. Στέκει καί χαζεύει κάθε τό σο μπροστά στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων καί καμαρώνει καί κάνει όνειρα. —Φαντάζομαι, λέει μονα χός του, πόσο ευτυχισμένα θά είναι αυτά τά παιδιά πού εργάζονται σέ ζαχαροπλα στεία! Ζοΰνε σά νά βρίσκον ται στον παράδεισο! "Έτσι νά κάνουν καί ν5 απλώσουν τό χέρι τους, έχουν ό,τι τούς (*) Βλέπε τό προηγούμενα τεύ'χος μέ τον τίτλο; «Τό Γερά κι Σννίτ'ρίβ'ει»,
γουστάρει. Πότε παίρνουν μιά πάστα, πότε ένα παγωτό, πότε ένα φοντάν, πότε μιά καραμέλα. Παίρνουν άπ5 όλα καί δέν έχουν νά επιθυ μήσουν τίποτα. "Άχ! Νά εί χα έναν πατέρα ζαχαροπλά στη ! "Ολες αυτές οι... σοβα ρές σκέψεις τον απασχολούν τόσο πολύ, ώστε δέν προσέ χει ένα παράξενο * πράγμα
Ή μιά από τις κεραίες του τ«, ράστι-ου σαλιγκαριού τύλιξε τό'ν Γκάφα!
!0
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
«^ινννννΐΛ'νιννννν!ΛΛί\ν%^ν\'νν«ννννηννιννννίΛ^ννι\Μ/νννννΐΜ\νίΛίννννιΛ Λ^ννννννΜΛΛ>\νννννννΐΛα'ννννννννννΛΛ/νννννν
πού κουβαλάει στη ράχη το καβούκι του. Σέρνεται και υψώνει δυο χοντρές κεραίες στον αέρα, πού μοιάζουν σαν δυο μικρές προβοσκίδες. Α πάνω στην κάθε μια άπ’ αυ τές υπάρχουν δυο μεγάλα μά τια, που σπιθοβολοΰν σαν άναμένα κάρβουνα. -αφνικά δμως, καθώς κά νει να γυρίση τό αραπάκι αι-
Ξ-ΙΈί »'οτε κάτι τερατώδη, άνδρω7Γ&κι·3ί μ’ 'ένσ. λαίμττ'&ρο μ-όθΤ‘1 στο μέτωπο!
σθάνεται σαν νά έγιναν τά πόδια του χίλιες οκάδες τό καθένα. Βλέπει τό περίεργο αυτά πράγμα και μένει ασά λευτος και γουρλώνει τά με γάλα μάτια του. —Μεγάλε Θεέ των νέγρων! ξεφωνίζει. Τί θηρίο πάλι εί ναι αυτό! Σαλιγκαράκι μου, σέ θερμοπαρακαλώ, έτσι νά εχης/ήν ύγειά σου, κάνε μου τή χάρι καί φύγε... φύγε από μπροστά μου, γιατί θά μου κοπή^ ή χολή ! ’Άχ! ^ Μή μέ κυττάζεις έτσι, γιατί θά χά σω τό χρώμα μου καί θά γί νω... άσπρος καί κανείς πιά δέ 6ά μέ αναγνωρίζει. Πανα γιά μου! Μωρέ τί σαλίγκα ρος εΐναι αυτός που έχει μά κρος δυο μέτρα κι5 ένα κάβου κι σά μιά κάμαρα! Τό ζώο όμως οϋτε τον προ σέχει ούτε φαίνεται νά δίνη σημασία. Περνάει αργά δί πλα του μέ ϋψος εντελώς αδι άφορο καί προχωρεί. 40 Τζίμ Πκαφας ξύνει τό κεφάλι του μέ αμηχανία. —Περίεργο!, λέει. Πρώ τη φορά βλέπω τόσο μεγάλο σαλιγκάρι. Θά είναι σίγου ρα καμμιά σαλιγκαρομάνα που παραστράτησε. Κανένα καινούργιο σόϊ... Θά τη φέρα νε από κάποιον άλλο τόπο νά τή σφάξουνε νά την πουλή σουνε μέ την οκά στά χασά πικα καί έκείνη τδσκασε... Αμάν! Πώς 8έν τό κατάλα βα τόση ώρα! Χτυπάει τό μέτωπό του. Τώρα νομίζει πώς έφτοίσε ή ώρα νά θυμώση. "Αρχίζει νά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Π
^νννννννν\^\α^ννν^ν^νννΛΛ·\ννννΐ'νννννννν4^νννν4'νννν^ίνϊ4·νννν%Λ/ννννϊΛ/ -.ννίνννννν^νί^νι^νν^^'ννιννΜίννΜ/νννννίΛ/ φουσκώνη ο-ά διάνος. Γιατί δηλαδή νά μή του δώση σήμα σία αυτός ό άρχισαλίγκα ρος; Τώρα θά τού δείξη αυ τός ! Τρέχει καί τον προφταί νει καί μπαίνει μπροστά του. —-Για στάσου, φίλε!, του λέει καί βάζει τά χέρια στη μέση. Για ποιόν δηλαδή μέ πέρασες; Έγώ είμαι ό Γκάφας, πού δέ σηκώνει από κά τι τέτοια! Γιατί δηλαδή δέ σου γεμίζουμε τό μάτι καί μάς πέρασες για μισό μερτι κό; Περνάς από μπροστά μας σά νά είμαστε κουνού πια. "Αλτ! Άλλα ούτε τούτη τή φα ρά τό παράξενο αύτό πλά σμα φαίνεται νά καταλαβαίνη τί του λένε. Προχωρεί κΓ όλο ζυγώνει τον μικρό άραπάκο, πού οπισθοχωρεί κα νονικά, αλλά δέ σταματάει νά μιλάει καί νά φοβερίζη: —Πάλι κάνεις πώς δεν ά κου ς; "Αλτ! Σου είπα: "Αλτ! Τότε ή μια κεραία τού πε ρίέργου αυτού ζώου κατεβαί νει απότομα καί κουλουριάζεται σάν προβοσκίδα ελέ φαντα γύρω από τή μέα·η τοΰ άραπάκου, πού ξαναγίνεται αμέσως ήμερος σάν αρνάκι καί χάνει τό χρώμα του. —Μεγάλε Θεέ των νέγρων! φωνάζει τρομαγμένος κα θώς βρίσκεται ύστερα από μισό δευτερόλεπτο στον αέ ρα. Αστειεύτηκα, σαλιγκαράκι μου! Αστειεύτηκα! Μή ...Μή μου κάνεις κακό καί δεν θά... σέ πειράξω. Ό σαλίγκαρος όμως δέ χοε
Τά ττιστώλΐΌ τώιν άστ\ίιν·θιμικών €0/ ειχαιν^ν τιττοτα στα τερα'τ'α:κ;α!
μπαρίζει από τέτοια. Ή προ βοσκίδα του σηκώνεται καί τινάζει ψηλά τον άραπάκο, πού παίρνει μερικές τού μπες στο κενό κΓ έρχεται καί ξα ναπέφτει απάνω στο μεγάλο καβούκι του. —"Ωχ! Παναγιά μου! Τά ποδαράκια, τά χεράκια μου, τά πλευράκια μου, τό κεφαλάκι μου!, λέει ό Γκάφας κλαψιάρικα καθώς πονάει σ* ολόκληρο τό κορμί του από
11
Γ£ ΡΑΚΙ,
ο
Μ Ε
Ο £
/ννννΛΐ<ννννννννννννννννννννν^νννννΛννννννννννννννννννν\\ννννννννννν\ν\ ΛΛ\^\νννννννννννννι,ννννννννννΛν'νννΛ\ννννν
τό πέσιμο. "Ωχ! Φέρτε μου ένα ψαρμακεΐο και δυο για τρούς!... Άλλα και πάλι ύστεροι α πό δυο λεπτά συνέρχεται. Τώρα ξεχνάει τούς πόνους του καί" αρχίζει νά ενθουσιά ζεται. —Μωρέ τί ωραία πού τα ξιδεύω από εδώ πάνω!, λέει. Και νά δής που ό σαλίγκα ρος πηγαίνει κατ’εύθείαν στη συνοικία πού κάθομαι. Τί ωραία! Τί καλά! Τί ωραία! Τί καλά... Και πραγματικά το μεγά λο αυτό σαλιγκάρι ούτε δεί χνει νά νοιάζεται πού ο άραπάκος έχει καθήο’ει στη ράχη του. Συνεχίζει αδιάφορα το δρόμο του. Μονάχα πού περ νάει από στενά, όπου δεν υ πάρχουν άνθρωποι και αυτο κίνητα, σάν νά θέλη ν5 απο φυγή άσκημες συνοιντήσεις. —"Αντε καί φτάνουμε!, φωνάζει ενθουσιασμένος κά θε τόσο ό Γκάφος. "Άντε καί ζυγώνουμε στο σπίτι! "Υστερα από λίγο όμως τό σαλιγκάρι σταματάει α πότομα. "Ενα υψηλό μέγαρο υπάρχει πιο εκεί. Τό Εργα στήριο Ατομικών; Ερευνών. Ό μικρός άραπάκος ετοιμά ζεται νά θυμώση πάλι, αλλά δέν προφταίνει. Τό άπάνω μέρος τού καβουκιού οποί; κάθεται ανοίγει ξαφνικά καί ό Τζίμ Γκάφας τινάζεται α νάσκελα στη μέση του δρό μου. —“Σά νά θύμωσε ό Σ. : ράκος!, λέει, καθώς σηκώνε ται καί κρατάει τή μέση του.
Άλλα πάλι δέν είναι τρόπος αυτός! θέλεις, κύριε, νά μου πής νά κατέβω; Νά μου τό πής μέ ευγένεια... "Οχι... "Ό χι... "Οχι... Ή γλώσσα του μπερδεύε ται, τά λόγια του μπερδεύον ται, του κόβεται ή αναπνοή καί τά μάτια του γουρλώ νουν. Τί είναι πάλι αυτό πού βλέπει; Άπο τό ανοιχτό κα βούκι ξεπετάγονται κάτι μι κρά ανθρωπάκια μέ προβο σκίδες, μ5 ένα φωτεινό μάτι στο κούτελο, πού λάμπει σάν ηλεκτρικός γλόμπος, μέ πε ρίεργα^ τριγωνικά πρόσωπα. Κρατούν στά χέρια τους κά τι παράξενα πράγματα πού μοιάζουν σάν πιστόλια. -—Μεγάλε Θεέ τών νέγρων! Τί άσκημο όνειρο βλέπω!, κάνει κλαψιάρικα. νΤί είναι πάλι αυτά τά μικρά τέρατακια; Καί πόσα τερατάκια! Α μέτρητα! Πώς χώρεσαν όλα αυτά μέσοι οπό καβούκι τού σαλιγκαριού; Καί νά συλλογιστή κανείς πώς καθόταν τό σην ώρα αμέριμνος από πά νω τους καί ταξίδευε ένθουσιασμένος! Καί νά είναι μόνο αυτό; Νά, τούτη ακριβώς τή στιγ μή οι δυο μεγάλες προβοσκί δες τού σαλιγκαριού, πού έ χουν στις κορυφές τους τά δυο μάτια, πού σπιθοβολοΟν σάν αναμμένα κάρβουνα άρχί ζουν νά καίγωνται σάν πυρο τέχνη ματα καί σε δυο λεπτά μιά τεράστια φλόγα τό σκε πάζει ολόκληρο. "Υστερα α πό λίγες στιγμές δέν ύπάρ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 13 ν»Λ%^ΑΛ'ννννν»Λ/^νννν»Λ^·<Λν\ νν» ,ννν*Λ<νίΛΛ,ΑΛΛΛ*·ννν {ΛΛΛννΜ\\ΛΛΛ\\ΛΜν\ν\ΑΛΛΛ\ΛΛ\ΛΛ/ιΛΛΛΑννν*ΛΛ
χει πια παρά μιά φούχτα στάχτη στο δρόμο. Ό Γκάφας έχει στριμωχθή σ? έναν τοίχο και τρέμει^ σαν ψάρι. Παρ" δλο όμως ττού τρέ μει και σπαράζει από τό φό βο και χτυπούν τά δόντια του σαν νά βρίσκεται μέσα σ’ έ να ηλεκτρικό ψυγείο, παρα κολουθεί μέ περιέργεια τά μικρά ανθρωπάκια. Είναι πε ρισσότερα από εκατό. Σκορ πίζουν και προχωρούν. Δεν μιλούν, άλλο: ό Τζί.μ, όσο χα ζός κΓ άν είναι, καταλαβαί νει πώε συνεννοούνται μεταξύ τους μέ σήματα, κάτι που θυ μίζει τον οπτικό τηλέγραφο, αναβοσβήνοντας τούς ήλεκτρι κους γλόμπους πού έχουν στο μέτωπο! -—Περίεργα Ισνειρα, λέει, βλέπω απόψε. Μά... για στάσου! Τσιμπάει τό μπράτσο του μέ δύναμι. Αισθάνεται ένα 6υ νατό πόνο. —'"Όχι, αδερφέ! Δεν κοι μάμαι, είμαι ξύπνιος! Καί ξαφνικά χτυπάει τό κούτελό του. ^ —Μά πώς δέ το κατάλαβα τόσην ώρα; Αυτοί πάνε για τό εργαστήριο Ατομικών "Ε ρευνών.... Νάτοι κιόλας σκαρ φαλώνουν στον τοίχο... Πρέ πει νά ειδοποιήσω αμέσως τό φίλο μου, τον κύριο Μάκ. Κά τι λάκκο έχει ή φάβα! Πρέ πει νά έπέμβη τό Γεράκι. Νά πού τό κατάλαβα! ΚΓ ύ στερα μέ λένε χαζό καί λι χούδη! Εμπρός Τζίμ, κάνε τό καθήκον σου!
Γλυστράει από τον έρημο δρόμο καί τρέχει^ μέ όλη τη δύναμι των ποδιών του. Πρέ πει νά βρή αμέσως ένα τηλέ φωνο... Γεράκι, ό Νέος 'Ύπεράνθριοπος, ό υπερασπι στής του Κόσμου
ΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ό Μάκ Ντά νυ νά πλαγιάση, όταν παίρνει τό τηλεφώνημα ^τού Τζίμ. Ό μικρός άραπάκος τού λέει απίοπευτα πράγμα τα. Ετοιμάζεται νά γελάση, αλλά γίνεται σοβαρός όταν ακούει πώς δλα αυτά γίνον ται γύρω απ’ τό εργαστήριο "Ατομικών Ερευνών. —Τό ’Γεράκι! Τό Γεράκι πρέπει νά έπέμβη αμέσως!, τού φωνάζει ό μικρός άραπά κος από την άλλη άκρη τού σύρματος. Σοΰ λέω αλήθεια! —"Εν τάξει, Τζίμ! απαν τάει ό Μάκ. Τώρα πήγαινε σπίτι νά κοιμηθής καί αύριο ή θά σέ δείρω ή θά σέ κερσσω ένα μεγάλο κομμάτι κέικ! Ό Μάκ Ντάνυ αφήνει τό α κουστικό. "Ολοι τον ξέρουν στη Νέα Ύόρκη τόν Μάκ, τον νεαρώτερο αστυνομικό ρεπόρ τερ, πού έχει ως τώρα ένα πλήθος από μεγάλες επιτυ χίες. Είναι ένα γεροδεμένο παλληκάρι δεκαοκτώ πάνω κάτω χρόνων, μέ ξανθά σγου ρά μαλλιά καί μπλέ μάτια καί μ" ένα παιδιάστικο πρό σωπο γεμάτο καλωσύνη κΓ ευγένεια. "Ομως τούτα τά μά τια καί τό παιδιάστικο πρό σωπο συννεφιάζουν καί μοιά-
Ε
I*
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νννννννν*ν\\νν\\νν\\\ννννν\νΐν\νννννΛ^ν\1,ν^\ννν\ΛΛννν\\λΛ\\\\ν\\\\\νΑ\\\ννν\\ΛνΐΛννν\™\\\ΛΛ\νννννν\\\\νΐ\ννν ζουν μέ ουρανό γεμάτο καται γίδες, όταν 6 Ντάνυ μπαίνει στο χορό, κυνηγώντας τούς εγκληματίες που θέλουν νά βλάψουν την κοινωνία. 5 Αφο βος και τολμηρός διώκτης του εγκλήματος, δε λογαριά ζει ποτέ τη ζωή του δταν εί ναι νά ριχτή στη σκληρή μά χη. Τότε κανείς δέν μπορεί ν’ άντισταθή μαζί του. Αρά σαν αστραπή καί τά χτυπήματά του είναι κεραυνοβόλα. Κανείς όμως δεν ξέρει, έκτος από την μητέρα του, τήν κυ ρία Μάργκαρετ, καί τον μι κρό άραπάκο φίλο του, τον Τζίμ Γκάψα, ότι ,6 Μάκ Ντά νυ έχει ένα μεγάλο μυστικό καί δτι τό άφοβο τούτο παλληκάρι είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο μέ τό... θρυλικό Γε ράκι, τον Νέον Υπεράνθρω πο, που σκορπίζει τον τρόμο σ’ όλους εκείνους που ζητουν νά βλάψουν καί νά κάνουν κα κό στους ανθρώπους. ΟΙ εφη μερίδες γεμίζουν κάθε τόσο από τά κατορθώματα του Γε ρακίου καί τά παιδιά ζηλεύ ουν τή Βύναμί του καί τήν ε ξυπνάδα του. Τό μεγάλο μυστικό του Μάκ έρχεται από πολύ μακρυά. Ό. πατέρας του ήταν ένας πολυταξιδεμένος καί πο λυδιαβασμένος Αμερικανός σοφός.Αίγες στιγμές πριν πε θάνη, τον κάλεσε κοντά στο κρεββάτι του καί του έδωσε δυο δαχτυλίδια. —Φόρεσέ τα στό δεξιό σου χέρι, του είπε. Τό ένα, όπως βλέπεις, έχει μια μπλέ πέ
τρα καί τό άλλο μια πράσι νη. Κάτω από τίς πέτρες αυ τές κρύβεται τό μεγάλο μυ στικό. Μου τό εμπιστεύτηκε ένας σοφός ίνδιάνος κι* εγώ τώρα, πού είναι νά πεθάνω, στο εμπιστεύομαι σέ σένα. Κάτω από τίς πέτρες αυτές,, που ανοιγοκλείνουν σάν κα πάκια, υπάρχει ένα παράξε νο υγρό. Ή μια, ή μπλέ πέ τρα, κρύβει τό υγρό πού δί νει δύναμι καί σβελτάδα καί κάνει εκείνον που τό δοκιμά ζει άτρωπο από τίς σφαίρες, υπεράνθρωπο, ικανό νά πραγ ματοποιή τά πιο απίστευτα πράγματα. Νά πετάει στον αέρα, νά ταξιδεύη κάτω απ’ τή θάλασσα, νά φτάνη σάν βολίδα στους πλανήτες, νά συντριβή μέ μιά γροθιά τον πιο χοντρό χάλυβα, νά βλέπη μέσα στό σκοτάδι, νά ξεπερ νάει σέ ταχύτητα τον ήχο.Ή άλλη, ή πράσινη πέτρα, κρύ βει ένα άλλο υγρό. Μιά στα γόνα απ’ αυτό ξαναφέρνει τον άνθρωπο στή φυσική του κατάστασι. Στό εργαστήριό μου πίσω απ’ τή βιβλιοθήκη μου υπάρχουν δυο μπουκάλια που περιέχουν απ' αυτά τά υγρά. Τό μπλέ. μπουκάλι εί ναι γιά τή μπλέ πέτρα. Τό πράσινο γιά τήν πράσινη πέ τρα. Μπορείς κάθε τόσο νά ξαναγεμίζης τά δαχτυλίδια, Μ* αυτά μπορείς νά πέρα σης χρόνια ολόκληρα. Γιατί δέ χρειάζεται πολύ. Μιά α πειροελάχιστη σταγόνα που θ5 άγγίξη στή γλώσσα σου είναι αρκετή... Πρέπει μονά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
15
ΑΙΑ/ί./ΙΑ/λΑΑΛΛΑΑΑ44ΑΛΑΛΛΑΛ ΛΑΑΛΑΑΛΑΑΑΑΑΛ ΑΑΛν» ΑΑ4ΛΑΛ Αβ &ΑΑΑ ΙΑ ΑΑΑΑΛΑΛΑΑΛΑΑΑΛ ΑΑ ΑΑ ΛΑ ΛΛΛ ΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛ &ΑΑΑ ΛΊΛΑ ΑΑΛΑΑ 1Λ Α *Λ Α ΑΑ Α/ί* ι®Β*ν«*6*νκβν6* νν&νννννν»ννν* νν&ΐ ®*ν«ι β** ■ \·ΑΑ ν *»» ο» »*νννβ, &**»&*ϊιν»0ϊ1»»Λ* 'νν/ννβΒνι»ννϊννννν*** ν νννι νν»6 β^#οο»ον/οο*οο
χα νά ξέρης δτι τό υγρό του μττλέ δοίχτυλίδιου κρατάει τον άνθρωπο σ’ αυτή τήν υ περφυσική κατάστασι μόνο λίγες ώρες. "Ύστερα, χρειά ζεται καινούργια σταγόνα για νά συνέχιση. Αυτό είναι τό μεγάλο μου μυστικό. Και τώρα που τό έμαθες κι5 εχεις περασμένα στα δάχτυλά σου τά δυο θαυματουργά δα χτυλιό ια, θέλω νά μου ύποσχεθής κάτι: "Ό,τι μονάχα για τό καλό τής ανθρωπότη τας θά χρησιμοποίησης τή δύναμί σου!... — Στο υπόσχομαι, πατέ ρα, είπε ό Μάκ μέ δακρυσμένα μάτια. Από τό θάνατο του σοφού Ντάνυ πέρασε καιρός και ό Μάκ κράτησε τό λόγο του. Μέ τήν υπερφυσική δύναμι, που του χαρίζουν τά δύο δα~ χτυλίδια του πατέρα του, πο λεμάει αμείλικτα τό έγκλη μα κΓ έχει γίνει ό φόβος και ό τρόμος των κακούργων τής Νέας Ύόρκης και του κόσμου ολόκληρου. Τώρα λοιπόν, πού τον τη λεφώνησε ό Τζΐμ Γκάφας, ό άραπάκος φίλος του, αυτά τά απίστευτα πράγματα, ό Μάκ αποφασίζει νά κινηθή. Φέρνει τήν μπλε πέτρα στο στόμα και μέσα σ’ ένα δεύτε ρόλεπτο νοιώθει τά μπράτσα του νά γίνωνται σαν ατσάλι, τό στήθος του νά γεμίζη από ένα πρωτοφανέρωτο θάρρος καί ολάκερο τό κορμί τού νά τυλίγεται σ’ έναν αόρατο θώ ρακα, πού τον κάνει άτρωτο στις σφαίρες. Τά ρούχα του
χάνονται καί τή θέσι τους παίρνει μια μπλέ φόρμα, πού έχει κεντημένο στο στή θος εναν κεραυνό από χρυσά φι, καί στούς ώμους του κρέ μεται μιά κόκκινη μπέρτα μέ μαλαματένια κρόσια. Τώρα είναι τό θρυλικό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, καί κα νείς δέν φαντάζεται δτι κά τω από τήν παράξενη έμφάνισί του χτυπάει ή καρδιά τού νεαρού καί ατρόμητου Μάκ Ντάνυ... Σηκώνει τά χέρια, τινάζει τά πόδια καί απογειώνεται σάν βολίδα. Σέ μιο’ό λεπτό, βρίσκεται ψηλά καί ταξιδεύει πάνω απ’ τή Νέα Ύόρκη μέ κατεύθυνσι προς τό μέγαρο, δπου στεγάζεται ό εγκέφα λος των μεγάλων9Αμερικανών επιστημόνων τό Εργαστήριο Ατομικών Ερευνών... Οί Δέκα Μεγάλοι αιχ μαλωτίζονται μέ εκπλη κτικό τρόπο
I ΑΝΤΡΕΣ τής ’Έφ-Μπί'Αϊ, του περίφημου Όμοσπονδιακού Γραφείου Έγκλη ματολογικών Ερευνών, πού φρουρούν τό εργαστήριο, εί ναι ώπλισμένοι βαρεία. Στο βλέμμα τους υπάρχει ή άπόφασι νά πεθάνουν παρά ν’ α φήσου ν κανένα νά πέραση, χωρίς έττίσημη έγγραφη ά δεια, τήν πόρτα τού μεγαλο πρεπούς αυτού κτιρίου, δπου οί σοφοί εργάζονται νύχτα μέρα γιά τήν άνακάλυψι νέ ων δπλων, πού θά δώσουν σέ περίπτωσι ένός νέου πολφ*
Ιό
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
ψννννν\\ν»Λ'ν*Λ^ννννννννν\ινννννν\\\ννννν\ννινννννννννννννννννννννν»'ννν νννννννννν\ννγ*ι\νν\\\ννννννν\νννν\νννν\ννν
μου τή νίκη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ή φρουρά άποτελείτοα α πό έκο;τό περίπου σνδρες; Εκείνοι που έχουν νυχτερινή υπηρεσία κάνουν, τέσσερις τέσσερις, περιπολίες στο προαύλιο. Πηγαινοέρχονται, κουβεντιάζοντας, άλλα έχουν πάντα τά μάτια ανοιχτά καί ορθά τ’ αυτιά τους. Στον πρω το ύποπτο θόρυβο ή στην πρώ τη ύποπτη σκιά πού θ’ άντιληψθοϋν, θά σηράνουν συνα γερμό καί άμέσως ολόκληρη ή φρουρά θά βρεθή στο. πόδι, έτοιμη ν’ αντιμετώπιση μέ φωτιά καί μολύβι εκείνους πού θά τολμήσουν νά πλησιά σουν... ΓΌλα τά έχουν λογαριάσει. Εκείνο μόνο πού 6έ μπορούν νά φαντασθοΰν είναι δτι υ πάρχουν μερικά παράξενα όντα, κάτι μικρά τεραταιαα μέ μιά μακρυά προβοσκίδα καί μικρούς ηλεκτρικούς γλό μπους στο μέτωπο του τριγω νικού ταυ^ μούτρου, πού γλυστρουν σαν φαντάσματα στο σκοτάδι, αποφασισμένα νά κάνουν άπόψε κάτι, γιά τό ο ποίο θά μιλάνε αύριο όλοι οί ασύρματοι του κόσμου.^ Πραγματικά αυτή τή ώρα άρχίζουν νά σκαρφαλώνουν στον μαντρότοιχο καί νά πη δούν ένα - ένα στον περίβο λο των εργαστηρίων τά περί εργα πλάσματα. Τώρα, τά· ήλεκτικά τους μάτια είναι σβυ στα καί είναι αδύνατο νά διακρίνη κανείς τήν παρουσία τους μέσα στή νύχτα... Ξαφνικά, ένας από τούς
άντρες τής φρουράς, καθώς μιλάει μέ τους συντρόφους του, νοιώθει ένα έλαφρό τσί μπημα στο χέρι. Είναι σά νά τον άγκύλωσε ή μύτη μιας βε λόνας. Τήν ίδια στιγμή, υλ οί άλλοι τρεις τής περιπόλου αίσθάνοναται ένα παρόμοιο τσίμπημα. —Μά τί διάβολο συμβαί νει; ρωτάει ό ένας καθώς τρί βει τό χέρι του. Άπό πότε άρχισαν νά κυκλοφορούν κου νούπια έδώ μέσα; Κάτι μέ τσίμπησε... —Περίεργο! Τό ίδιο συμ βαίνει καί σέ μένα!, λέει ό άλλος. —Καί σέ μένα! —Καί σέ μένα! Λένε ό τρίτος καί ό τέταρ τος καί άπότομα ένα παράξε νο μούβιασμα απλώνεται σέ ολάκερο τό κορμί τους, φέρνοντάς τους μιά γλυκειά νάρ κη. Μιά νάρκη, πού στήν αρ χή παραλύει τή φωνή κι5 ύ στερα κάνει τήν καρδιά νά σταματάει. Είναι οί πρώτοι νεκροί! Μισό λεπτό αργότερα, τά τερατάκια μέ τις προβοσκί δες πυροβολούν μέ τά περίερ γα πιστόλια πού κρατάνε καί τούς τέσσερις άντρες μι ας άλλης περιπόλου, πού έρ χονταν άπό τό πίσω μέρος τής αυλής. Κάτι αόρατες α κτίνες φεύγουν, χωρίς κανένα θόρυβο, άπό τις κάννες των πιστολιών καί ο! φρουροί αι σθάνονται τό ίδιο έλαφρό τσί μπιμα καί νοιώθουν τή γλυ κεία νάρκη που φέρνει τό θά νατο νά τούς κυριεύη.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
17
ΐΛ^,ννννν\\νννν\νν\νν\%\\νννννννννΛ'ννννννγννννννν\ν\\νν\'\ΛΛ·,νννν%Λ'ννν \ννι\\\\\\\ν\νννγνν\ΛΑ^Α\νννννη\ι.νννννν>.νι
Ό ένας από τους τέσσερις όμως άντρες τής 3Έφ-Μπι3'Αϊ, πριν σωριαστή στο έδα φος, πιέζει τήν σκανδάλη του όπλου του και πυροβολείς Ή έκπυρσοκρότησι θρυμματίζει τήν ησυχία τής νύχτας και ξυπνάει τήν υπόλοιπη φρου ρά. Άκούγονται φωνές και ποδοβολητά και οί μεγάλοι περιστροφικοί προβολείς α σφαλείας ανάβουν κΓ αρχί ζουν νά ρίχνουν δέσμες φω τός σ’ όλα τά γύρω.... Τά μικρά τερατάκια σαστι σμένα τρέχουν εδώ κι3 εκεί στην αρχή, μά λίγο αργότε ρα ξαναβρίσκουν τή συνοχή τους και σκορπίζουν πάλι μέ κεραυνοβόλο ταχύτητα τις θα νατηφόρες ακτίνες των πιστόλιών τους. —Θεέ μου! Τί απαίσια καί άποκρουστικά ζώα είναι αυτά; ξεφωνίζει ένας φρου ρός πού τά βλέπει πρώτος. Βαράτε στο ψαχνό, Τά αυτόματα στά χέρια των άνδρών τής 3Έφ-Μπί-3Άϊ αρχίζουν νά ξερνούν φλόγες καί καψτό σίδερο. Μά οι σφαΐ ρες δεν ενοχλούν τά μικρά τε ρατάκια. Τά βλήματα, πού πέφτουν βροχή απάνω τους, χτυπούν μά δεν τρυπούν τό χοντρό πετσί τους. Γλυστροΰν καθώς τά αγγίζουν καί πηγαίνουν χαμένες. Απεναντίας, οι ακτίνες τού θανάτου, πού φεύγουν α πό τά δικά τους πιστόλια, κάνουν θραύσι στή φρουρά. Ό ένας μετά τον άλλο, οί γενναίοι υπερασπιστές νοιώ θουν κάποιο τοίμπιμα, κυρι
εύονται από μιά γλυκεία νάρ κη, παραλύουν καί πεθαίνουν μέ φριχτούς πόνους σάν νά ψήνωνται μέσα σέ μιά μεγά λη φωτιά! Σέ λίγο όλο τό προαύλιο είναι γεμάτο πτώ ματα ! Τώρα, τά τερατάκια μέ τίς προβοσκίδες άνασυντάσσονται καί προχωρούν πρός τήν κεντρική είσοδο τού με γάρου. Πίσω σπ3 αυτή τή με γάλη πόρτα, μέσα στή μεγά λη αίθουσα των διασκέψεων, συνεδριάζουν οί δέκα μεγαλύ τεροι ατομικοί επιστήμονες τών Ηνωμένων Πολιτειών ιταί ανταλλάσσουν τίς γνώμες τους γιά τήν καινούργια μέ θοδο διασπάσεως τού κοβαλ τίου. Μερικά τερατάκια προχω ρούν μπροστά άπ3 τ3 άλλα καί με πηδηχτά βήματα, που θυμίζουν πολύ τίς κινήσεις μεγάλου βατράχου, φτάνουν στην πόρτα κρατώντας ένα μικρό παράδοξο μηχάνημα. Τό προσαρμόζουν στην κλει χριά καί σέ λίγο ό Ε ίναι ανοιχτός. , αρχι\ /■ έι το τπχειρήσεως: Ή .απαγωγή τών δέκα Μεγάλων Σοφών! Μέσα στήν αίθουσα τών δια σκέψεων άκούγεται μιά βρα χνή φωνή, που φαίνεται νά προέρχεται από ένα αόρατο μεγάφωνο: — Προσοχή! Προσοχή! Σάς μιλάει ό ψόν Στροχάίτέρ. Σάς μιλάει 6 ψόν Στροχαίτερ, ο 3Άρχων τού Κό σμου! Αύτή^ τή στιγμή μερι κοί από τούς πιστούς μου
18
ΓΕΡΑΚΙ,
0Ν£02
ΐΛ,\ΛΑ^\\\ννν\νιννν4Λν\\\\νννΜΛνι-ννν\ννννν4Λ\'ΐνννινί,ι,ννννννν'\νν'ν\\νν\ \\\νίΛΑΑΛνι^\νν\ννναΛΛννί^νναΑΑννν^^νΐΛΛ'> στρατιώτες σάς έχουν κυκλώ σει. Είσθε αιχμάλωτοί μου καί τίποτα πια δέ μπορεί νά σάς σώση! Παραβοθήτε χω ρίς άντίστασι καί άκολουθή-
Τά άνφοωττάιχι.α άρχισαν νά τάν χΐΐιττοάν μέ τις τπρο-β· οό'κ ί.δε ς •τ ου ς !
στε τους, άν αγαπάτε ακόμα τη ζωή σας. Δεν έχετε νά ττάθετε κανένα κακό. Ακολουθή στε τους! Διαφορετικά θά πεθάνετε μέ τον πιο φριχτό θάνατο! Προσοχή! Προσο
χή! Σάβ μιλάει ό "Άρχων του Κόσμου ό φόν Στροχάϊτε^! νΑν είσθε λογικοί θ’ α κούσετε τίς συμβουλές μου... Σάς περιμένω... Οι δέκα μεγαλύτεροι επι στήμονες των Ηνωμένων Πο λιτειών κυττάζουν γύρω τους ξαφνιασμένοι. Τά πρόσωπά τους είναι χλωμά. "Από που ήρθε αυτή ή απόκοσμη φωνή πού απειλεί καί διατάζει; Ή συζήτησι για τό κοβάλ τιο έχει μείνει στή μέση καί έτοιμάζονται νά σηκωθούν. Μά τούτη ακριβώς τη στιγ μή βλέπουν νά όρμούν μέσα στήν αίθουσα άπ" όλες τίς μεριές τά μικρά τέρατάκια μέ τίς προβοσκίδες καί νά τούς κυκλώνουν. —Αυτό είναι φοβερό!, φω νάζει ό δόκτωρ Τάρνεί), ό δι άσημος χημικός, άγανακτισμένος. Ποιος είναι αυτός ό φόν Στροχάϊτερ πού μπορεί νά φοβερίζη; "Όχι. Δεν πρέ πει νά παραδοθούμε! Σχεδόν αμέσως όμως έρχε ται σάν άπαντησι ένας περί εργος θόρυβος. "Ακούγεται ένα «φσσσσσ...» καί ή ατμό σφαιρα γίνεται άποπνιχτικη. "Ενα από τά τερατάκια κρατάει μιά συσκευή πού στην άκρη του υπάρχει ένας σωλήνας. 3Απ" τον σωλήνα αυτόν βγαίνει ένα είδος ψιλής βροχής πού ραντίζει δλσ τά γύρω καί οί Δέκα Μεγάλοι αρχίζουν νά άσφυκτιουν... —Τώρα είστε αιχμάλωτοί μου!, ακούγεται σάν καγχα σμός από τό αόρατο μεγάφω νο ή βραχνή φωνή τού φόν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
19
Λ\ννννν»Λν\ΑνννΥΛ\νηνΐΛνννΐαθ\ννννν·νννννν Λ^%νν^Ανν\νν%1ΛΛΛ/ννΝν^^4ννννΐ\νΐ4·Υ\\ννννννΐΛ·\\\\ΛΛνννννΥννννννΐ/ί/νν4 Στροχάϊτερ. Σάς περί μένω... Σέ λίγο θά χάσετε τις αίσθή σεις σας καί ή θέλησί σας θά έκμηδενισθή. Τό χαλύβδινο τέρας κάνει πάλι την εμφάνισί του
ΓΙΊ Ο ΓΕΡΑΚ5 φτάνει πάνω Α από το κτίριο του Έργα στηρίου "Ατομικών Ερευνών την ώρα ακριβώς πού οι δέ κα 51ασημότεροι ατομικοί ε πιστήμονες μέ βλέμμα απλα νές, σάν νευρόσπαστα, χω ρίς καμμιά δυναμι άντιστάσεως, κυκλωμένοι από τά μι κρά τερατάκια μέ τις προβο σκίδες, βγαίνουν στο προαύ λιο. —-Ό Τζίμ Γκάψας λοιπόν δεν ονειρεύτηκε!, λέει καθώς κυττάζει μέ κατάπληξι τό θέ αμα. Ή αυλή είναι στρωμένη μέ πτώματα. Έδώ έγινε μακελλειό! Καί οί κορυφαίοι τής επιστήμης οδηγούνται σάν πρόβατα για σφαγή από τούς μικρούς αυτούς νάνους μέ τά τριγωνικά πρόσωπα καί τις προβοσκίδες! Ευτυ χώς υπάρχει ακόμα καιρός. Ό Νέος Υπεράνθρωπος ξέρει τί πρέπει νά κάνη. Με μιαν απότομη κλίσι βουτάει μέ τό κεφάλι προς τά κάτω οάν αστραπή καί πέφτει α νάμεσα στον κλοιό που έχουν σχηματίσει γύρω από τούς αιχμαλώτους τους τά τερατά κια. Μ" ένα ισχυρό λάκτισμα τινάζει δέκα άπ" αυτά στον αέρα καί τήν ίδια στιγμή οί γροθιές του αρχίζουν νά δου λεύουν γοργά. Τά χέρια του
χτυπούν απάνω σέ γλοιώδη σώματα πού είναι παγωμέ να, χωρίς ί'χνος θερμότητας καί τινάζονται προς τά πί σω, σάν νά πέφτουν σέ χον δρό λάστιχο. "Έχουν κάτι τό
Το συρμά,τ Γνο δίχτυ ανέβασε ψη λά -ιόν αΐχίμάΐλωτ ο 'Υινε,ράνΘρ ωπο!
φριχτό καί τό συχαμερό μα ζί αυτά τά γυαλιστερά κορ μιά. Στήν αρχή τά τερατάκια ξαφνιάζονται από τήν άγρια καί απροσδόκητη έπίθεσι τού
20
ΡέΡΑΚΙ,
0
ΝΕΟΣ
ΐΛ-νννν^ΛΑννννννν^ΛΛ^^νννννννννννν'νννΛννννΜν\%'ννν'ννν^'ννννν%·%νννν ννννννννννννν*νννννν\ ννννννι*ννννννννννννν
Γερακίου. Τά ηλεκτρικά μά τια - λαμπιόνια που έχουν στο μέτωπο άναβοσβύνουν τρομαγμένα και κάτι βρυχηθ μοί μπερδεμένοι μέ ακατανό ητες λέξεις βγαίνουν σφυρί ζοντας απ’ τις προβοσκίδες! "Υστερα μοιράζονται στα 6υο. Οι μισοί νάνοι παρασύ ρουν μαζί τους τους ανίκα νους νά αμυνθούν αιχμαλώ τους τους. ΟΙ άλλοι μισοι κά νουν μια λυσσασμένη έπίθεσι εναντίον του Νέου Ύπεραν Θρώπου. Οί προβοσκίδες τους χτυπούν μέ αύναμ; στο πρό σωπο τό Γεράα Μερικά άπ’ τά τερατάκια έχουν γατζωθή κιόλας απάνω του. Πιάνονται μέ τά γαμψά νύχια τους από παντού προσπαθώντας νά τον ρίξουν καταγής, νά τον ξεσκί σουν. "Άλλοι τού στέλνουν μέ τά πιστόλια τους αχτίνες θα νάτου... Τό Γεράκι νοιώθει δυνατά τσιμπίματα σ’ ολόκληρο το κορμί, μά οι αχτίνες οέ μπο ρούν νά τον κάνουν κακό. Δέν τού κάνουν κακό καί τά χα λύβδινα μπράτσα του τινάχοντας προς δλες τις κατευ θύνσεις. Οί γροθιές του τώρα σημαδεύουν τά ηλεκτρικά μά τια. Καταλαβαίνει ποιο εί ναι τό τρωτό σημείο σ’ αυτούς τούς νάνους. Κάθε λαμπιόνι που συντρίβεται βγάζει ένα δυνατό σφύριγμα σαν σειρή να συναγερμού καί τό μικρό τερατάκι κυλιέται αναίσθητο στο χώμα. Σε λίγο θά έχη τελείωση μαζί τους καί θά τρέξη ν’ απελευθέρωση τούς αιχμαλώτους επιστήμονες,
που εξακολουθούν νά απομα κρύνονται κυκλωμένοι από τά παράξενα αυτά πλάσματα μέ τά τριγωνικά πρόσωπα καί τίς προβοσκίδες προς την έ ξοδο τής αυλής. -αφνικά, τό Γεράκι σταμα τάει νά χτυπάει. Κάτι σκο τεινό ξεχωρίζει· στον ουρανό. "Ενα μεγάλο χαλύβδινο τέ ρας, πού έχει τό σχήμα ενός χοντρού πούρου, κατεβαίνει από ψηλά άργά σάν νά θέλη νά προάγειωθή εκεί κάπου κοντά! —Τό χαλύβδινο τέρας πού είδε ό κάπταιν Κάρβεϋ στον κόλπο τής Αλάσκας !, ξεφω νίζει. Τό χαλύβδινο τέρας!.. Καί, καθώς τό μυαλό του δουλεύει γοργά, καταλαβαί νει. Στο χαλύβδινο αυτό πού ρο, πού ταξιδεύει στον αέρα, πρόκειται να μεταφερθούν οί αιχμάλωτοι. Δέν έπεσε εξω. "Υστερα από μερικές στιγ μές ή κοιλιά τού παράξενου αυτού άεροπλοίου ανοίγει καί ένα τεράστιο δίχτυ από με ταλλικά σύρμα, ένα είδος οιχτυωτού σάκκου, κατεβαίνει στο έδαφος. Οί μικροί νάνοι μέ βιαοπικές κινήσεις ρί χνουν μέσα σ’ αυτό τούς δέ κα επιστήμονες, γατζώνονται κΓ αυτοί καί τό δίχτυ άρ χίζει νά άνεβαίνη. Τώρα, τό Γεράκι δέν θέλει νά παλαίψη πιά. Πέντε απ’ τούς νάνους έχουν σκαρφαλώ σει στο σβέρκο του. Τέσσερις κρέμονται στ’ αυτιά του, ούο σέ κάθε αυτί. Είκοσι έχουν τυλιχτή στά πόδια του καί οί υπόλοιποι, χρησιμοποιώντας
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ... ννννν»Λ'νΛ’ί.\'ν\\\\ΛΛ\''1\ΥΛ\ν\\\\\'νΛνΛΛα\'ννλΛ\\\\νν'ιΛννννιν\νννν\ν\\ΛΛν·Α Λΐνν\Μ\νν\Μ\ΜΜ\\Μν\\\ν\Ηΐννν\\\\\η\
τίς προβοσκίδες τους σάν σι δερένιες θηλειές γύρω απ’ τα μπράτσα του, αγωνίζονται νά τον ανατρέψουν. Τά μικρά αυτά τερατάκια έχουν μια τρομερή δύναμι, που δύσκολα μπορεί νά τη ψανταστή κανείς! Σιγά - σι γά, τό Γεράκι παύει ν’ αντι στέκεται και σέ μια στιγμή άνατρέπεται καί πέφτει ανά σκελα στο έδαφος. Κάτι ά ναρθρες κραυγές θριάμβου, πού βγαίνουν από τις προβο σκίδες, γεμίζουν τον αέρα. Ό Νέος Υπεράνθρωπος είναι χλωμός καί φαίνεται πολύ κουρασμένος. Τό βλέμμα του είναι γεμάτο απελπισία. "Έ χασε κΓ αυτός κάθε δύναμι θελήσεως. Είναι ανίκανος ν’ άντισταθή. Οί σταγόνες τής βροχής πού ναρκώνουν μπή καν μέ την αναπνοή στον α κατάβλητο οργανισμό του καί παρέλυσαν τήν ισχυρά του θέ λησι. Θ’ άκολουθηση λοιπόν κΓ αυτός τήν τύχη των άλ λων αιχμαλώτων. "Ενα και νούργιο δίχτυ κατεβαίνει α πό τό αεροπλάνο. Τά μικρά τερατάκια, ενθουσιασμένα για τήν επιτυχία τους, τον φορτώνουν στο διχτυωτό σακκί, μπαίνουν κΓ αυτά μέσα καί τό Γεράκι αισθάνεται πώ^ τον ανεβάζουν ψηλά. Φαίνεται αναίσθητος ό Νέος Υπεράνθρωπος. "Ενας όμως, πού Θά πρόσεχε λίγο περισ σότερο, θά έβλεπε ένα αινιγ ματικό χαμόγελο στο πρόσω πό του.' Τό Γεράκι έχει ένα τολμη ρό σχέδιο στο μυαλό του.,.
Τό Γεράκι, αιχμάλωτο, μέσα στο αλλόκοτο χερ όπλο ιο
ΕΝ ΕΙΝΑΙ βέβαια τόσο μεγάλο τό αερόπλοιο όσο τό περιέγραψε 6 πλοίαρχος Κάρβεϋ. Τό μήκο^ του είναι ζήτημα άν ξεπερνάει τά δια κόσια μέτρα. Είναι όμως αρ κετά άνετο κΓ έχει ένα σωρό παράδοξα μηχανήματα, πη δάλια καί αεροστροβίλους, πού δίνουν τήν έντύπωσι ενός Ιπταμένου εργοστασίου. Οί μικροί νάνοι πηγαινοέρχον ται ελεύθερα έδώ μέσα, μι λούν σέ μια γλώσσα, πού δεν τήν καταλαβαίνει κανείς, καί έκτελοϋν διάφορους χειρι σμούς. 01 έντεκα αιχμάλωτοι, οί Δέκα Μεγάλοι καί τό Γεράκι, κλείστηκαν σ’ ένα διαμέρι σμα, πού βρίσκεται στο πί σω μέρος τού χαλύβδινου πού ρου, καί είναι αμίλητοι. "Ο λοι, έκτος από τό Γεράκι, εί ναι ναρκωμένοι καί 5έν έχουν συναίσθησι τής δύσκολης θέ σης τους οϋτε καταλαβαίνουν που βρίσκονται. Ό Νέος Υ περάνθρωπος όμως έχει τά μάτια ανοιχτά τώρα πού δεν τον βλέπει κανείτ καί δεν υ πάρχει λόγος νά προσποιεί ται, καί τ’ αυτί του στημένο. Καταλαβαίνει πώς τό χαλύβ δινο τέρας ανεβαίνει όλο καί πιο ψηλά. Δίνει τά παραγ γέλματα, πού διαβιβάζονται μέ μεγάφωνο στο πλήρωμα, καί έχει τήν αϊσθησι πώς τα ξιδεύουν τώρα στή στρατό σφαιρα. Αυτό γίνεται σέ Λη
22
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ννν\Λν^νννν-νννννννννίΛΛΛΛν^νννννννννννν -νι*νν\Α/ν\ννννννννν*ννν**νννν\*ΜΛα\\ΛΛ*/ννννννννι/ν^^
γο φανερό όταν αρχίζει νά διοχετεύεται στο διαμέρισμα δπου βρίσκονται κλεισμένο» οί αιχμάλωτοι οξυγόνο άττο κάποιο σωλήνα που υπάρχει στην οροφή... Άττό ένα μικρό παράθυρο τής πόρτας, στεγανά κλεισμέ νο μέ χοντρό μπλε κρύσταλ λο, τό Γεράκι, που τό βλέμ μα του έχει τή δύναμι νά διακρίνη καί τό πιο μικροσκοπϊκό αντικείμενο μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι, μπο ρεί· νά παρακολουθή τί γίνε ται μέσα στό αερόπλοιο χω ρίς νά τον αντιλαμβάνονται. Καί τώρα για πρώτη φορά βλέπει πώς δέν 'είναι τά^ τε~ ρατάκια μέ τίς προβοσκίδες που διευθύνουν τό σκάφος. Υπάρχουν άνθρωποι μέ στο λές αξιωματικών του ναυτι κού πού διατάζουν κΓ εκείνα έκτελουν. "Ενας απ’ τούς α ξιωματικούς μέ γκρίζα μαλ λιά φαίνεται πώς είναι ό κυ βερνήτης, γιατί δλοι στέκουν προσοχή όταν θέλουν νά του μιλήσουν. Τά πιλίκιά τους έχουν ένα περίεργο σύμπλεγ μα για κορώνα, πού δέν τό έχει ξαναδή άλλη φορά τό Γεράκι. Είναι ή σφαίρα τής Γης καί γύρω της κουλούριασμένο ένα φίδι. Ό κυβερνή της κΓ ένας νεαρός αξιωμα τικός πηγαινοέρχονται καί —Ό αρχηγός θά ενθουσι αστή, λέει ό νέος, πού μαζί μέ τούς άλλους του πάμε καί τον Νέον Υπεράνθρωπο. Εί ναι ό μόνος πού φοβότανε
πώς μπορούσε νά του χαλά© η τά σχέδια.^ Ή αναισθητική όμως βροχή τον κανόνισε κΓ αυτόν μιά χαρά. Τώρα δέν μπορεί νά κοκορεύεται! πώς έγινε σάν αρνάκι; θά χρειαστή άλλες δέ κα ώρες οσο νά συνέλθη. Στό μεταξύ θά έχουμε φτάσει στη βάσι μας. Τό Γεράκι ακούει καί χα μογελάει. Δέν έφτασε ακόμα ή ώρα νά δοκιμάσουν τό α τσάλι τής γροθιάς του. Πρέ πει νά κάνη υπομονή. Εκείνο πού τον ενδιαφέρει, πριν απ’ ολα, είναι νά καταλσβη προς τό παρόν τούς σκοπούς τους κΓ ύστερα νά μάθη ποιές σα τανικές δυνάμεις κρύβονται πίσω άπ5 αύτους. "Αλλωστε αυτός είναι κΓ ό λόγος πού δέχτηκε νά αίχμαλωτισθή. —"Αν μιλήσουν οί αιχμά λωτοι καί ό φόν Στροχάϊτερ μάθη τό μυστικό του κοβοιλτίου, λέει εκείνος πού φαίνε ται κυβερνήτης, δλα θά τελεί ώσουν πολύ σύντομα καί πραγματικά ό αρχηγός θά γίνη "Αρχοντας τού Κόσμου... Πολύ φοβάμαι δμως δτι θά δυ σκολευτή κάπως, γιατί δλοι οι Αμερικανοί είναι πεισμα τάρηδες καί γίνονται μουγκοί δταν δέν θέλουνε νά μιλή σουν. —Ό Στροχάϊτερ έχει τά μέσα νά τούς λύση τή γλώσ σα! "Οσο γι’ αυτό, μή φοβά σαι, κυβερνήτσ... Τό Γεράκι δέ μπορεί ν’ άκουση περισσότερα, γιατί οί δυο άντρες απομακρύνονται
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
καί δίνουν καινούργιες διατα γές στο πλήρωμα. "Έχει μά θει όμως κάτι σπουδαίο. Υ πάρχει κάποιος που ένδιαφέρεται^ για τά πειράματα πού γίνονται στις Ηνωμένες Πο λιτείες γιά την κατασκευή τής βόμβας κοβαλτίου. ΚΓ αυτός ό κάποιος είναι ένας φόν Στροχάϊτερ, Γερμανός σίγουρα δπως φανερώνει το «φόν» πού προηγείται τού ο νόματος του, που επιδιώκει νά γίνη άρχοντας του κό σμου, χρησιμοποιώντας ^γιά τά έγκληματικά του σχέδια αυτά τά παράξενα πλάσμα τα μέ τό γλοιώδες πετσί καί τις προβοσκίδες που έχουν μιά καταπληκτική δυναμι. —Είμαι πολύ περίεργος νά γνωρίσω τή φάτσα σου, φόν Στροχάϊτερ, λέει μονολο γώντας ό Νέος Υπεράνθρω πος, Τότε θά δούμε άν θά μπο ρέσης νά κερδίσης τό σατα νικό παιχνίδι σου! ϊ'δια στιγμή, καταλα βαίνει πώς τό αερόπλοιο παίρνει μίαν απότομη κλίσι, αφήνοντας ένα οξύ σφύριγμα, καί κατηφορίζει από τό μεγά λο ύφος οπού βρίσκεται. Εί ναι φανερό πώς ετοιμάζεται νά προσγειωθή. Αυτή όμως ή προσγείωσις... δεν είναι προσγείωσις, άλλο προσθα λάσσωσες. Τό μεγάλο χαλύβ δινο πούρο χάνει σιγά - σιγά τήν κλίσι πού έχει, ξανάρχε ται στήν κανονική γραμμή πλεύσεως καί άκουμπάει βα ρεία στο νερό. 5Ακούγεται τώρα καθαρά ό παφλασμός τών κυμάτων. Τό μεγάλο αε
23
' νν%ΛΜ/ννννννννννννννννίνννννννίΜΜΛΛ/νννννΐ ροσκάφος σκαμπανεβάζει γιά μερικά λεπτά σάν ένα συνηθι σμένο πλοίο που πέφτει σε τρικυμία. "Υστερα αρχίζει ή λειτουργία τών μηχανημάτων άπορροφήσεως και τό νερό .μπαίνει μέ φούριεχ στις στε γανές αποθήκες του υγρού έρματος. Τό χαλύβδινο πούρο βυθίζεται. ίό σκαμπανέβα σμα σταματάει καί τώρα τα ξιδεύει σάν υποβρύχιο στο βάθος τής θάλασσας. —Είμαι περίεργος νά δώ πού θά καταλήξη αυτό τό τα ξίδι, λέει τό Γεράκι. Αφήνει τό παράθυρο μέ τό μπλέ κρύσταλλο καί κάθε ται κάπου. Μια παράξενη νύστα τον κυριεύει... Ό Μάκ, Ντάνυ, 6 δη μοσιογράφος, ^ βρίσκε ται σέ τρομερό κίνδυνο
ΝΕΟΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩ ΠΟ^ ξυπνάει απότομα. Κάποιος του δίνει μια γερή κλωτσιά κΓ αισθάνεται ενα δυνατό πόνο στα νεφρά. Α νοίγει τά μάτια του, τά τρί βει καί βλέπει μπροστά του μια αξύριστη φάτσα μέ στο λή ναύτη νά τον κυττάζη πε ρίεργα. —Ποιος είναι αυτός; ρω τάει ό ναύτης κάποιον άλ λον πού βρίσκεται δίπλα του. Θαρρώ πώς δέκα ήσαν τό όλον οί αιχμάλωτοι. Τώρα τούς βγάζω έντεκα. Δέν πι στεύω αυτό τό μωρό νά είναι ατομικός επιστήμονας... — Λείπει κείνος μέ τά πα λιατσίστικα, λέει ό άλλος. Τί απογίνε αυτός μέ τή μπλε
24
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Λν4·ν4«ΛνΜΛν^ΑΛ\νννννννν^'ΐν\νι\\ννν(ΛΜΛΛΛ\ν!Λνΐ'ίΛΛΛν·ιννν'νννν\'4Λν\Λ *\νννν\ννννγΛΛνν\\*^ννν\ΛΛννννννννννΛΛ/νννν φόρμα καί την κόκκινη μπέρ τοι; -—Αυτό είναι παράξενο!, αποκρίνεται ό πρώτος καί ξυ νει τό κεφάλι του. Τό Γεράκι ακούει τις κου βέντες τους κΓ αισθάνεται έ να δυνατό πυρετό σ’ ολάκερο τό κορμί. Κυττάζει τον έαυτό του. "Έχει ξαναγίνει πά λι ό νεαρός Μάκ Ντάνυ, ό α στυνομικός ρεπόρτερ μέ τό σπόρ κουστούμι καί τό παι διάστικο πρόσωπο. Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του καί δαγκώνει τά χείλια. Την επαθε! Πόσες ώρες κοιμήθη κε; Πρέπει νά κοιμήθηκε αρ κετά, γιατί τό υγρό του μπλέ δαχτυλίδιου έχασε την ένέργειά του καί ό Νέος Υπεράν θρωπος ξαναγύρισε στη Φυ σική του κατάστασι. «Τό υ γρό του δαχτυλιδιοΰ μέ την μπλέ πέτρα έχει τή δόνα μι νά σέ κρατάη σ αυτή την υ περφυσική κατάστασι, του εΐ χε πή ό πατέρας του, τέσσε ρις ή τό πολύ πέντε ώρες. "Υστερα χρειάζεται μια και νούργια σταγόνα για νά συ νέχισης... Φυσικά, τό ήξερε πολύ καλά αύτό, άλλα εκείνη ή δυνατή νύστα πού τον επια νε όταν τό σκάφος ταξίδευε κάτω απ’ τήν επιφάνεια τής θάλασσας, τον έκανε νά τό ξεχάση. Νά κάτι πού τον έ φερνε σέ δύσκολη θέσι!... — "Αντε, λοιπόν, κουνή σου !, τού φωνάζει ό ναύτης μέ τό αξύριστο μούτρο. Αέν τπστεύω νά θέλης νά κοιμηθής ακόμα! Φτάσαμε!... "Ε μεινες τελευταίος... 5
— Αέν τον βλέπεις; του λέει 6 άλλος. Είναι ακόμα ναρκωμένος από τό αναισθη τικό αέριο... Ό Μάκ δέν τον ακούει. Προσπαθεί τώρα νά φέρη -τήν μπλέ πέτρα τού δαχτυλιδιοΰ στο στόμα. Μά ό ένας ναύ της τού πιάνει τό χέρι. — Χμ! Φοράς καί ωραία δσχτυλίδια, βλέπω! Φέρτα ε δώ! Εκεί πού θά πας δέν σου χρειάζονται... Μια δυνατή ατονία τον πνίγει. Είναι οί τρεις τους μόνοι στο στενάχωρο αύτό διαμέρισμα τού αεροσκά φους. Οι άλλοι δέκα επιστή μονες έχουν μεταφερθή έξω, ενώ ό Μάκ κοιμόταν ακόμα. Είναι μονάχος μέ τούς δυο ναύτες, πού φαίνονται χειρο δύναμοι καί πού σίγουρα δέ μπορεί νά τά βάλη μαζί τους οπήν κατάστασι πού βρίσκε ται. Εκείνος πού τού σφίγ γει τό χέρι προσπαθεί τώρα νά βγάλη από τά δάχτυλά του τά δυο θαυματουργά δεχτυλίδια, πού κρύβουν τό με γάλο μυστικό του. Τά δαχτυλίδια όμως δέν βγαίνουν... —Θά χρειαστή νά σου κό ψω τά δάχτυλα, λέει ό ναύ της. Νά μέ συμπαθάς. Μά μέ τά δαχτυλ ίδια αυτά πιά νω κάμποσα δολλάρια. Ό άρ χηγός δέ θά στεναχωρεθή καί πολύ αν ένας άπ5 τούς αιχ μαλώτους του έχει οχτώ αντί δέκα δάχτυλα.... "Ενα απαίσιο γέλιο σχε διάστηκε στο πρόσωπό του καί βγάζει ένα κοφτερό σου γιά από τήν τσέπη του»
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩίΤόί
.
..
ΛΛΧνγνγννν-ννν“ώνννν·ννννν\'ννν\ν^'^ΥΛΛ-ννννίΛνννννν^νννννννννννννννννννν ΙΑΜηλΛ'ΆΑ, ί^νννννννν\^ΜΛΛΛΛΑννννννΛννννν»
— Μια στιγμή!, λέει 6 Μάκ Ντάνυ και γιά πρώτη φορά στη ζωή του τρέμει. Θά σάς τά δώσω μόνος μου... Έγώ μπορώ νά τά βγάλω άπ5 τά δάχτυλά μου. —Γιά νά δούμε άν θά μπο ρέσης, κάνει εκείνος καί του αφήνει τό χέρι. Κάνε μονάχα σύντομα γιατί μάς περιμέ νουν... Του άφήνει τό χέρι. Μέσα ο·’ ένα χιλιοστό του δευτερο λέπτου πρέπει νάχη τελείω ση. Ή ζωή του καί μαζί οί ζωές εκατομμυρίων ανθρώ πων κρέμονται από μιά κλω στή. Προσποιείται πώς θέλει νά βγάλη τά δαχτυλίδια. Δεί χνει την καλή του θέλησι. Οί δυο ναύτες τον παρακολου θούν. Αέν μπορούν νά φαντασθούν τί τούς περιμένει. Καί ό Μάκ Ντάνυ κάνει μιά κίνη σί απελπισίας. Φέρνει στο στόμα τό δαχτυλίδι μέ την μπλε πέτρα... —Αργείς πολύ!, τού λέει βραχνά ό ναύτης μέ τό μαχαί ρι. Ούτε μέ τά δόντια 6έ μπο ρείς νά τό βγάλης. Μάς χα σομερ νάς άδικα... "Άντε νά τελειώνουμε!... Ξαφνικά δμως ή φωνή κό βεται καί τά μάτια του στρογγυλεύουν από την έκ ίχλη ξι . Ό άλλος βγάζει μιά τρομαγμένη κραυγή. —Ό μασκαράς μέ τά παληατσίστικα! Ό μασκαράς μέ τή μπλέ φόρμα καί την τσί τηνη μπέρτα! Ό διάβολος να μέ παρη άν καταλαβαίνω τί γίνεται! Θαρρώ πώς αρχίζω νά όνειρεύωμαι!
Τό Γεράκι δμως είναι πάλ^ στέ} φόρμα του καί δέν τού αρέσουν οι πολλές κουβέν τες. Τό σιδερένιο χέρι του ση κώνεται στον αέρα καί πέ φτει μέ δύναμι, σαν σφυρί πού ζυγίζει χίλιες οκάδες, στο κρανίο έκείναυ πού κρατάει τό μαχαίρι. Τό κρανίο συντρίβεται καί ό άνθρωπος διπλώνεται στα δύο. Ό άλ λος, βλέποντας νεκρό τον συ νάδελφό του, τρέχει προς την πόρτα. Τό Γεράκι σηκώνει για δεύτερη φορά τό χέρι. Τό ατσάλι τής γροθιάς τού Νέου Υπεράνθρωπου κυριολεκτικά τον λυώνει. Τώρα μπορεί ν’ άναπνεύση ελεύθερα... Μέ σβέλτες κινήσεις κρύ βει πίσω από ένα μεγάλο κα ναπέ τά πτώματα των κα κούργων, γιατί δέν πρέπει α κόμα νά τά δουν, καί αφήνει τό διαμέρισμα τού αεροσκά φους, πού είχε χρησιμεύσει σ’ αυτόν καί στους άλλους δέκα επιστήμονες γιά φυλα κή κατά τή διάρκεια τού τα ξιδιού. Καί ήταν καιρός. Βλέ πει τον νεκρόν αξιωματικό, που λίγες ώρες νωρίτερα κσυ βέντιαζε μέ τον κυβερνήτη, νά έρχεται προς τό μέρος του. Τό Γεράκι υποκρίνεται τον ναρκωμένο καί κινείται αργά. —"Άντε κουνήσου, Υπε ράνθρωπε!, τού λέει ειρωνι κά αυτός. Ό φαν Στροχάϊτερ ανησύχησε πολύ γιά την υ γεία σου! Σέ περιμένει. Τον σπρώχνει βάναυσα καί εκείνος υπακούει.
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Μ/νν\ννν\νν\\ννν\\\\ννν\ΛΛΛΛ\1ννν^ννννννν\\ννννννν\ννννννννννννννΛΛ\'ν .νίΛ/ννννννννι/ννννίΛνίΛΑννννν^νννννννν'ννν.ΛΛ —Ποιος νά σου τδλεγε, φουκαρά, συνεχίζει ό αξιω ματικός, δτι θά εΐχες ένα τό σο άδοξο τέλος μέ την αναι σθητική βροχή που σέ έκανε σά.„ χηνα^! Τό Γεράκι νοιώθει νά μυρ μηγκιάζουν τά δάχτυλά του. ’Έχει μεγάλη ορεξι αυτή την ώρα νά συντρίψη κΓ ένα τρί το κρανίο κακούργου, μά συγ κρατείται. Προσποιείται τον ηλίθιο, 5έ μιλάει καί προχω-
ρεϊ προς την είσοδο τ©0 χαλυ βδινου πούρου σάν ένας άν θρωπος που δεν ξέρει τί του γίνεται. ^ Τά μικρά τερατάκια, πού τον βλέπουν σέ τέτοια χάλια, χαμογελούν κοροϊδευτικά. —Χί! Χί! Χί! κάνουν καί κουνούν τις προβοσκίδες τους. Χί! ΧίΙ Χί! ΚΓ άναβασβυναυν τά ηλε κτρικά λαμπιόνια - μάτια που έχουν στο μέτωπο. —Χί! χί! Χί! Κα ί τά τριγωνικά μούτρα τους κάνουν περιέργους μορ φασμούς ! "Ενα αληθινό παλάτι κάτω από τούς αιώνι ους πάγους
Ο ΠΡΩΤΟ πράγμα πού κα ταλαβοιίνει ό Νέος Υπε ράνθρωπος, καθώς ζυγώνει στήν έξοδο τού αεροσκάφους, είναι _μιά δυνατή παγωνιά. "Υστερα, καθώς κατεβαίνει τή σκάλα που είναι κρεμασμέ νη στά πλάγια τού πλοίου, άντικράζει μιαν απέραντη κά τασπρη ερημιά. «Χιόνι! λέει μέσα του. Στοιχηματίζω πώς έχουμε προσγειωθή στον Πό λο !» Δέν μπορεί φυσικά νά ξε χωρίση σέ ποιόν ακριβώς απ’ τούς δυο πόλους τής Γης βρί σκεται. "Αν είναι στο Νότιο ή στον Βόρειο Πόλο. Μά αυ τό θά τό μάθη αργότερα. Τε ράστια παγόβουνα, πού νο μίζεις πώς φτάνουν στον- ου ρανό, υψώνονται στο βάθος του ορίζοντα καί αστράφτουν λογής - λογής χρώματα, κα
Τ
Τόιν ξύπνη/σε ή κλωτσιά έινος κτηνώδους καί κοοκομούτ άοκνου
ναύτη!
27
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
θώς αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου, πού έχει άνατείλει πριν άπό άρκετή ώρα... Προχωρούν κάμποσο. Ό αξιωματικός που τον συνο δεύει βγάζει απ’ την τσέπη του καί φοράει μαύρα γυαλιά. —’Άν είχα θά σου χάρι ζα καί σένα ένα ζευγάρι, θρυλ λικό Γεράκι!, λέει ειρωνικά. ’Αλλά ξέχασα! Τα δικά σου τά μάτια είναι... υπεράνθρω πα καί δέν τά ενοχλεί ή άνΊανά^λαση των πάγων!... Αλλωστε, σέ λίγο θά^ τά βγάλω κΓ εγώ! Πλησιάζου με... Πραγματικά, υστέρα από πορεία - πέντε λεπτών ^ μέσα στην άσπρη αυτή ερημιά, μια πορεία ωστόσο πολύ κου ραστικη, γιατί το σκληρό χι όνι τους κάνει κάθε τόσο να γλυστροΰν, φθάνουν μπροστά σ’ ένα χαμηλό άνοιγμα που μοιάζει μέ πόρτα. Κατεβαί νουν μερικά ξύλινα σκαλιά καί μπαίνουν σέ μια ευρύχω ρη αίθουσα, που φωτίζεται μέ ηλεκτρικό. Είναι ^κάτι που θυμίζει σαλόνι μεγάλου υπερωκεανείου,. επιπλωμένο μέ πολύ γούστο. Ή πολυτέλεια που υπάρχει εδώ μέσα ξαφνι άζει τον Νέο Υπεράνθρωπο, Είναι ένα αληθινό παλάτι κάτω απ’ τους αιώνιους πά γους. Κυττάζει θαμπωμένος γύρω του. . Άλλα έκείνος που τον συ νοδεύει βιάζεται. Τον σπρώχνει. -—Περπάτα!, τού λέει ά γρια. Δέν υπάρχει λόγος νά χαζεύης!
Τάτ£, η γροδια του Νέου 'Υττε-
.£(·:] Ι3ΐρώίττιθ!υ·
οίτχισζ
δροκσι \
κιερ'αυνοβόλα
Περνούν ένα μακρύ διάδρο μ© καί μπαίνουν σ’ ενα μεγά λο κι’ ευρύχωρο δωμάτιο. Ε δώ είναι οι Δέκα Μεγάλοι αιχμάλωτοι, οί διασημότεροι έπιστήμοντες τών Ηνωμέ νων Πολιτειών. Κάθονται, και μισμένοι ακόμα, σέ δέκα πο λυθρόνες κΓ απέναντι τους ακριβώς, σ’ ένα είδος θρόνου μέ πράσινο βελούδο, κάθεται καί τους κυττάζει ένας μέσα-
28
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ντν νννννννννννν\νν\\\ννννννννννννννννννινν» ΛνννννΛ·νν\ννν\ννν\ΛΛννν\νννΐννννν\.\1\νν\νννννννΛ.νν\\νΛΛ\\\\\\νΛ'νννν\Λι
κοπος άντρας μέ άετίσιο βλέμμα. Πάνω από τό θρόνο του υπάρχει φτειαγμένο από χρυσάφι τό σύμβολο πού έχει δή ό Υπεράνθρωπος στά πιλίκια των αξιωματικών. "Ένα φίδι πού τυλίγεται γύρω στη Γή. Πίσω άπό τούς αιχμαλώ τους είναι είκοσι γεροδεμέ νοι άντρες μέ αυτόματα στο χέρι, έτοιμοι νά πυροβολή σουν σέ περίπτωσι ανάγκης. Ό αξιωματικός πού συνο δεύει τό Γεράκι κάνει μια βαθειά ύπόκλισι προς τό μέ ρος τού θρόνου, —Υψηλότατε ψόν Στροχσϊτερ, λέει, νά και ό τελευ ταίος αιχμάλωτός σας... Εκείνος γυρίζει προς το μέρος τού Υπεράνθρωπου και τό κοκκαλιάρικο πρόσωπό του παίρνει μιά έκφρασι γε μάτη κακία. "Ένα σατανικό χαμόγελο κρέμεται στα χεί λια του καί τά μάτια του α στράφτουν άπό λύσσα. —Xμ!, είμαι πολύ ευτυ χής πού κάνω τή γνωριμία σου, Υπεράνθρωπε, τού λέει. Ανέκαθεν όνειρευόμουν νά σου στήσω κάποιο δόκανο νά σέ πιάσω. Μά νά πού έπεσες μοναχός σου στά χέρια μου, γιατί θέλησες νά μπερδευτής στις δουλειές μου... Τώ ρα σέ κρατάω καί τίποτα πια δέ μπορεί νά σέ σώση. Σέ λί γο οί Αμερικανοί κΓ οί "Ελ ληνες, πού σέ θαυμάζουν, θα παψουν νά κουβεντιάζουν για οένα... Κάθησε έκεΐ! Τό Γεράκι δέ μιλάει. Δεί χνει φοβισμένος καί άβου λος. Μονάχα μέ την άκρη τού
ματιού του, καθώς κάθεται κοντά ατούς άλλους αιχμαλώ τους, εξετάζει όλα τά γύρω. Τό μεγάλο αυτό δωμάτιο έ χει κυκλικό σχήμα. Μπροστά στο θρόνο υπάρχει ένας δέ κτης μικροφώνου. Ψηλά στους τοίχους είναι μερικά παρά θυρα καί πλάι σέ μιά πόρτα μερικοί μεγάλοι μοχλοί, πού 6ά βάλουν ίσως σέ κίνηεπ πα ράδοξα μηχανήματα. Ό Στρο χάϊτερ πατάει ένα κουμπί. Μιά ξανθή γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. —Φροϋλάϊν !, τή διατάζει. Κάνε σ5 αυτούς τούς δέκα αν θρώπους τήν άντιαναισθητική ένεσι. Θέλω νά συνέλθουν για νά μιλήσω μαζί τους. Σ’ αυ τόν έκεϊ, πού παρίστανε μέ χρι τώρα τον 1 Υπεράνθρωπο, θά κάνης μιά ένεσι γερού α ναισθητικού. Δεν θέλω νά συνέλθη ακόμα εντελώς. Ή γυναίκα έκτελεί δ,τι τής λένε. Μέ μιά σύριγγα δι οχετεύει οπΐς αρτηρίες τών δέκα έπιστημόνων ένα κίτρι νο υγρό. Στο χέρι τού Υπε ράνθρωπου κάνει μιά ένεσι μέ πράσινο υγρό. Τό δέρμα τού Γερακιού είναι άτρωτο καί δέν τριπτιέται, μά ή γυ ναίκα καταφέρνει νά περάση τή βελόνα άπό τήν τρυπίτσα ενός πόρου! Τό Γεράκι αι σθάνεται πολύ καλύτερα, άπό κάθε άλλη φορά. Τίποτα 6έ μπορεί νά υποτάξη τά χαλύβ δινα νεύρα του καί τίποτα 6εν υπάρχει στόν κόσμο, πού νά μπορή νά υποτάξη τήν αδά μαστη θέλησί του. "Όμως ε ξακολουθεί νά υποκρίνεται...
^Ρ3έί»ΑΝ@^ήΠδί. ^νΛνία^ννν^νν^ννν!»ν^ΐΑν:Λ'νν^^νννννννννννν^ν9^ Τώρα βλέπει τούς δέκα 8ιάσηματερους επιστήμονες τής 5Αμερικής νά συνέρχωνται. Είναι σαν νά γυρίζουν άπό κάποιο όνειρό. Κοπά ζουν γύρω τους ξαφνιασμένοι καί δΤ μπορούν νο< καταλά βουν πώς βρέθηκαν έδώ. —Καταλαβαίνω την εκπληξί σας, κύριοι, λέει ό άν θρωπος πού κάθεται στό θρό νο μέ τό πράσινο βελούδο. Έπιτρέψατέ μου δμως νά πα ρουσιασδώ. Όνομαζομαι φόν Στροχάϊτερ, Γερμανός στρα τηγός. "Ύστερα άπό την ήτ τα τής πατρίδας μου έγκατέστησα έδώ στό Βόρειο Πόλο το στρατηγείο μου, μέ την άπόψασι νά πραγματοποιήσω εκείνο, πού κάποιος ηλίθιος ονομαζόμενος Χίτλερ δέ μπό ρεσε νά πετύχη. Σάς πληρο φορώ άπό την πρώτη στιγμή πώς οί διασημότεροι συμπο:τριώτες μου έπιστήμονές ερ γάζονται για λογαριασμό μου και έχουν πραγματοποι ήσει αληθινά θαύματα, πού θά μου επιτρέψουν σέ λίγο νά γίνω 6 Αρχών του Κό σμου. Ή ημέρα τής μεγάλης έιπθέσεως πλησιάζει καί ή νίκη 6ά είναι μέ τό μέρος μου. "Έχω χιλιάδες στρατιώ τες έτοιμους νά θυσιαστούν σ’ ένα νεύμα μου. Φυσικά, κανείς 8έν ξέρει πού βρίσκον το:ι. Σέ σάς δμως μπορώ νά τό άποκαλύψω. Τό στρατόπε δό μου βρίσκεται σέ κάποιον άλλο πλανήτη. Τά παράξενα αυτά πλάσματα πού σάς αιχ μαλώτισαν είναι οί κάτοικοι τού πλανήτη αυτού, πού τούς
Μ
ν\1^ »1/ί^ννν&νννν«νννίννννΙ^ν!Λ^ν^’α^ν^νη
υποδούλωσα και τούς έκανα τυφλά όργανά μου... Είμαι ό πρώτος άνθρωπος στη Γή πού, χάρις στούς πιστούς συνεργάτες μου επιστήμονες, κάνω σήμερα 51«πλανητικά ταξίδια. Τά άεροπροωθούμενά μου διασχίζουν την στρα τόσφαιρα τακτικά καί πηγαι νοέρχονται άπό τή Γή στον πλανήτη, πού εχω κατακτή σει. Άλλα δέν σάς κάλεσα έδώ για νά σάς καταπλήξω μέ τά μυστικά μου. Είναι κά τι άλλο πού μού χρειάζεται. "Έχω τά ισχυρότερα ατομικά όπλα στη διάθεσί μου, απ’ τούς συμπατριώτες μου δμως επιστήμονες λείπει ή γνώσις τής διασπάσεως τού κοβαλ τίου. Εσείς, όπως είμαι σέ θέσι νά ξέρω, κατέχετε τό μυστικό καί πρόκειται σύν τομα νά τό θέσετε στη διάθε σι των Ηνωμένων Πολιτειών. Λοιπόν, ζητώ νά μου πουλή σετε τό μυστικό αυτό... Οί δέκα αιχμάλωτοι άκούνε, γεμάτοι κατάπληξι κο;ί οργή, τον άνθρωπο πού τούς μιλάει. Τώρα πού έχουν συ νελθεί, θυμούνται την αιφνιδι αστική έπίθεσι πού υπέστη σαν από τά γλοιώδη τέρατα καί ξαναφέρνουν στό νοϋ τους τις απειλές, πού μετέδιδε τό αόρατο μεγάφωνο, στην αί θουσα των συνεδριάσεων του εργαστηρίου τους. "Έχουν νά κάνουν μέ ένα παράφρονα, πού θέλει νά τούς θαμπώση μέ τις φανταστικές ιστορίες του ή μέ έναν φοβερό έγκληματία, πού θέλει νά καταστρέψη τή γή; Αυτά τά πα-
|0
ί'&ΡΑ&Ι
ύ
ΝΒΟί
^νι*ιΐν^·^ί^ννΜΐΛΐ'ΐ^,ΐ'»^ννηΜΦ'»ΐ^νν^^
ράξενα πλάσματα, πού τούς αιχμαλώτισαν καί πού θυμί ζουν πραγματικά κατοίκους ενός άλλου πλανήτη, τούς βά ζουν σέ ©-αβαρές σκέψεις. Δέν είναι λοιπόν φανταστικά τά όσα τούς διηγείται αυτός ό ψόν Στροχάϊτερ. "Έχουν νά κάνουν σίγουρα μ" έναν εγ κληματία... "Ανταλλάσσουν μερικές ματιές γεμάτες νόη μα καί συνεννοούνται. Ό δόκτωρ Μπένετ, ό πιο ηλικιωμένος απ’ όλους, ση κώνεται. Ή άπάντησι είναι λιγόλογη: —-Δέ μπορούμε νά προδώ σουμε τά μυστικά τής πατρί δας μας!, τού λέει. Τό πρόσωπο τού Στροχάϊτερ συννεφιάζει. Τά μάτια του αστράφτουν γεμάτα κα κία. —-Αυτό θά^ τό δούμε!, λέει μέ σφιχτά δόντια. Σας αφή νω νά σκεφθήτε. Σέ μισή ώ ρα, θά πρέπει νά έχετε πάρει άπόφασι. " Αν άρνηθήτε καί πάλι, θά πεθάνετε μέ τον πιο φριχτό θάνατο... Γυρίζει προς τούς ώπλισμένους φρουρούς. —"Αφήστε τους νά μιλή σουν μεταξύ τους. Δέν θά τούς έπιτρεψετε όμως ν" απο μακρυνθούν απ’ την αίθουσα. Σέ μισή ώρα θά είμαι πάλι 50 Λ εοω... Μέσα στο λάκκο μέ τις χειμασμένες άσπρες αρ κούδες
ΛΛΑ καί ύστερα από μιτή ώρα πού ξαναγύρισε, ή
Α
άπάντησι ήταν ή ίδια. Οί 3Α* μερικανοί επιστήμονες άρνήθηκαν ν’ άποκαλυψουν το μεγάλο μυστικό. —Τόσο τό χειρότερο γιά σάς!, μουγγρίζει ό Στροχάϊτερ μέ λύσσα. Ρίχτε τους στο λάκκο μέ τις άσπρες αρ κούδες. Είναι αρκετά πείνασμένες καί 8ά βρουν νόστιμο τό κρέας τους. "Έτσι 8ά πά ρουν μαζί τους καί τό μυστι κό τού κοβαλτίου. "Αφού δέ 8ά τό εχω έγώ, δέν 8ά το έχη καί κανείς άλλος. Π άρτε τους! Καί μαζί μ5 αυτούς ρίχτε στις αρκούδες κΓ αυτό τον γελοίο, τον Υπεράνθρω πα ... . 01 φρουροί βάζουν στη μέ ©-η τούς αιχμαλώτους καί προ χωρούν προς την έξοδο. 1 —-Μια στιγμή!, φωνάζει ό Στροχάϊτερ καί έχει πάρει πάλι έκεΐνο τό κοροϊδευτικό ύψος του. Πρίν πεθάνετε, κύ ριοι, θά σάς ανακοινώσω μιά ευχάριστη εϊδησι. "Από αύ ριο, αρχίζω την έπίθεσί μου. Αύριο τό μεσημέρι, θ’ άνατιναχτή στον αέρα ή ταχεία α μαξοστοιχία Σικάγου - Ούάσιγκτων μέ την οποία θά τα ξιδεύει ό Πρόεδρος των Ηνω μένων Πολιτειών. Σάς το λέω γιά νά παραδόσετε τό πνεύμα... ευχαριστημένοι! Ό Υπεράνθρωπος μέ δυ σκολία συγκρατεΐται. Ετοι μάζεται νά έπιτεθή, μά πάλι μετανοιώνει. Δέν θέλει ν" άφήση μόνους τούς επιστήμο νες. Τούς οδηγούν πάλι στην επιφάνεια τής γης. 'Η άσπρη ερημιά πάλι τούς αγκαλιά-
?ΠΕΡΑΝ©ί>Ωί1©ϊ
Λννννΐ^ννϊΜ^νΐνννννν^νννν^νΐννννννννν^νν^νΐννννν^νί^ννν\ ν^-ννν ζει. Τό Γεράκι ρίχνει μια μα τιά ττρός τό μέρος, όπου ήσαν προσγειωμένο λίγες ώ ρες νωρίτερα τό μεγάλο αε ρόπλοιο. Αέν υπάρχει πια ε κεί. Απογειώθηκε. Ή καρ διά του σφίγγεται. Βαδίζουν κάμποσην ώρα. "Ενας δυνα τός αέρας τούς μαστιγώνει τα πρόσωπα. —Φτάσαμε! λέει ένας α πό τούς φρουρούς. "Αντε νά τελειώνουμε! Πίσω από ένα μεγάλο πα γόβουνο, υπάρχει ένας βαθύς λάκκος από χιόνι. Έδώ στα ματούν. Οί δέκα επιστήμονες είναι χλωμοί. Τρέμουν από τό δυνατό κρύο καί τό φόβο Μέσα απ' τό λάκκο, άκούγονται οι βρυχηθμοί των άχριμιών. Είναι τρεις μεγάλες αρκούδες πού περιμένουν. —θάρρος, κύριοι, λέει 6 δόκτωρ Μπένετ. Θά πεθάνουμε μέ την ίκανοποίησι πώς δέν προδώσαμε την πατρίδα μας. Ζητώ ή Αμερική! Καί την ίδια στιγμή πέ φτει στο λάκκο. Τότε γίνεται κάτι παράξενο. Πριν προφτά ση τό Γεράκι νά τούς έμποδίσν] ρίχνονται ό ένας ύστε ρα από τον άλλο καί οί υπό λοιποι αιχμάλωτοι στο λάκ κο μέ τά αγρίμια. Τό παρά δειγμα τού ασπρομάλλη 5όκτορος Μπένετ τούς εμψυχώ νει. Οί φρουροί ξεσπούν σ’ ένα δυνατό γέλιο... —Αυτοί είναι πολύ ζόρι κοι, λέει κάποιος. "Αντε πέ σε καί σύ μέ τά παληατσίστικα. Μή μάς χασομερνάς. Σέ λίγο έρχεται χιονοθύελ
3!
λα. Πρέπει νά φύγουμε... Τό Γεράκι δέ περιμένει νά τού τό πουν. "Εφτασε ή ώρα νά δράση. Ρίχνεται στο λάκ κο. Τά άγρίμμια, πού έχουν σαστίσει στην αρχή καί μέ νουν ακίνητα, ετοιμάζονται τώρα νά όρμήσουν. Ό Νέος Υπεράνθρωπος μπαίνει μπρο στά τους. Ρίχνει μιά ματιά προς τ’ απάνω. Οί φρουροί έχουν φύγει. Γυρίζει στούς αιχμαλώτους. —Μαζευτήτε σ’ αυτή τή γωνία!, τούς λέει. Μείνετε ακίνητοι. Σέ λίγα λεπτά θάχουμε τελειώσει. Τή στιγμή αυτή μιά άσπρη αρκούδα μουντάρει απάνω του, δείχνοντας τά σουβλερά της δόντια. Τά νύχια της γσν τζώνονται στό λαιμό του. Μα τό Γεράκι είναι άτρωτο καί δέν νοιώθει τίποτα περισσό τερο από τό γρατζούνισμα μιας καρφίτσας. Χώνει τον αγκώνα του στό ανοιχτό στό μα τού θηρίου καί καθώς ε κείνο έτοιμάζεται νά δαγκώση, τον γυρίζει απότομα. Ή κάτω μασέλα τής άσπρης αρ κούδας ξεβιδώθηκε! Μέ τό άλλο χέρι καταφέρνει μιά κα λοζυγισ^ένη γροθιά στά πλευ ρά της. Τά κόκκαλά της συν τρίβονται καί τό θηρίο πέ φτει σπαράζοντας στό χιόνι. Τότε οί άλλες δυο πεινασμένες καθώς είναι πέφτουν άπά νω της καί τήν κομματιά ζουν. Τώρα τά άλλα είναι ένα παιχνιδάκι γιά τον Νέο Υ περάνθρωπο. Αγκαλιάζει καί τούς δέκα ανθρώπους, τι-
12 ΓΕΡΑΚΙ, 'ϊ/νννννννννν^ν^1/ννννΗννννννΜ/&νννν^ν3/ν&ί'νί^ννϊΑ^ν?^νν^'ννϊΛν^
νάζει τά ΐτόβια και βγαίνει μαζί τους απ’ τό βαθύ λάκ κο. Τούς αφήνει. Βγάζει ένα μικρό μεταλλικό κουτί από την τσέπη του πού μοιάζει μέ μια αθώα σιγαροθήκη. Στην πραγματικότητα είναι ένας ισχυρότατος πομπός καί δέκτης ασυρμάτου. Φέρνει τό κουτί κοντά στο στόμα του καί έκεϊνοι πού τον πα ρακολουθούν πέφτουν από εκ πληξι σέ έκπληξι, καθώς τον άκοΰνε νά μιλάει: —Έδώ Γεράκι... Έδώ ο Νέος Υπεράνθρωπος... Ζητώ προχωρημένον άεροδρόμιον Αλάσκας. Έδώ Γεράκι. Ζητώ άεροδρόμιον Καναδικής άερο πορικής Βάσεως Αλάσκας... ΚΓ όταν έρχεται ή άπάντησι πού περιμένει, συνεχί ζει : —Άποστείλατε επειγόν τως Βόρειον Πόλον άεριοπρο ωθούμενον παραλάβει δέκα έξαψανισθέντας έκ Νέας Ύόρκης έπιστήμονας ατομικής ένεργείας. "Αποστείλατε έπει γόντως... Κλείνει την σιγαροθήκη τη ρίχνει στην τσέπη του καί γυρίζει στούς αίχμαλούτους. —Κρυφτήτε πίσω απ’ τό παγόφραγμα αυτό, τούς λέει. "Όταν ψανή τό άερι©προω θούμενο μέ τά σήματα τής καναδικής αεροπορίας φάνερωθήτε νά σάς άντιληφθή. Σέ μισή ώρα τό πολύ θά εΐσθε ελεύθεροι.
ο
,Νίόί
Πάλη στο διαστημο^ όζ μιά φλέγόμενη βολίδα
ΕΑΟΥΝ νά τον ευχάριστή σουν μά δεν προφταίνουν. Τό Γεράκι είναι πολύ βιαστι κό. Κάνει μιά θεαματική ά παγε ίωσι καί ταξιδεύει προς τό μέρος δπου είναι τό κατα φύγιο τού εγκληματία φόν Στροχάϊτερ. Σ’ ένα λεπτό ε'ίναι εκεί. Δηλαδή στο ση μείο δπου υπολογίζει δτι βρίσκεται τό καταφύγιο αυ τό. Άλλα έδώ συμβαίνει κά τι παράξενο. Ή πόρτα πού όδηγεΐ στις μεγάλες υπόγει ες αίθουσες, δπου βρίσκεται 6 θρόνος μέ τό πράσινο βε λούδο, δέν υπάρχει πιά. Ηετάει δεξιά κι’ αριστερά δια γράφει μικρά καί μεγάλα τό ξα τό Γεράκι, μά βέν μπορεί ν’ άνακαλύψη τίποτα. Είναι σαν νά συνέβη κάτι ξαφνικά καί δλα άλλαξαν' καί τίποτα δέν έμεινε οπή θέσι του. Μιά δυντή άπογοήτευσι γεμίζει την καρδιά του. Πρέπει νάναι λοιπόν ένας σατανικός έγκλη ματίας καί μάγος μαζί αυ τός ό Στροχάϊτερ γιά νά μπο ρή από τή μιά στιγμή στην άλλη, μέ άγνωστα αλλά κα ταπληκτικά, ώς φαίνεται, μη χανήματα, ν’ αλλάξη τή μορ φή τού εδάφους καί νά κρύβη δ,τι θά μπορούσε νά τον α ποκάλυψη... Ξαφνικά τό Γεράκι ακούει έναν δυνατό κρότο. Είναι κά τι πού θυμίζει έκπυρσοκρότησι ρουκετοβόλου. Την ίδια στιγμή καθώς άνασηκώνει τά μάτια του βλέπει νά άνα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
33
νν\\νννι^νννννννννννννΐί ννννννΛ'ννννννννν\\ν\\\νΐΛννννννγν\ννν\ιννννν\'ν\ ν\νννννν\\νννν\Λν\ΛνννννΐννΐΛ'νννν\\\'ννν\'ν
σηκώνεται μέσα απ’ τούς πά γαυς μια κίτρινη βολίδα. Έχει τδ σχέδιο του μεγάλου χαλύβδινου πούρου είναι ό μως πολύ μικρότερη απ’ αυ τό. Τό μυαλό του Νέου Υπε ράνθρωπου δουλεύει γοργά. Τούτη ή βολίδα πού ταξι δεύει ανεβαίνοντας κάθετα στον ουρανό και άφήνει πί σω της μίιά διαρκή φλόγα χωρίς καπνό, πρέπει να εί ναι ένα από τά αερόπλοια, πού κάνουν τά διαπλανητικά ταξίδια! Σηκώνει τά χέρια και τι νάζει τά πόδια. Ή κόκκινη μπέρτα του μέ τά χρυσά κρο σια άνεμίζει σαν φλόγα. Τό Γεράκι υψώνεται μέ μιαν α περίγραπτη ορμή και ακο λουθεί την κίτρινη βολίδα. Δέν πρέπει νά την άφήση νά φύγη. Πέντε λεπτά αργότε ρα. ταξιδεύει σχεδόν πλάι της. "Ένα λεπτό πιο ύστερα, σκαρφαλώνει απάνω της. Τά χαλύβδινα δάχτυλά του γαν τζώνονται στο καψτό μέταλ λο και τά πόδια του τυλίγον ται γύρω σ’ αυτό. Μοιάζει τώρα σαν ένας παράξενος καβαλλάρης πού ταξιδεύει στο διάστημα... Σέρνεται μέ σφιχτά ^ τά δόντια προς τό μέρος πού λο γαριάζει πώς βρίσκεται ό πι λότος. Φτάνει πάνω από τό διαφανές κουβούκλιο τής πλώρης. Είναι μια πιο ισχύ ρή άπό τό σφυρηλατημένο χάλυβα πλαστική ύλη, πού επιτρέπει στον κυβερνήτη του καταπληκτικού αεροσκάφους νά βλέπη. Μέ μιά γροθιά τή
συντρίβει καί μπαίνει σαν σίφουνας στή βολίδα. —Ό Φόν Στροχάϊτερ!, κάνει μέ έκπληξι καθώς βλέ πει τώρα τό πρόσωπο του πι λότου. Είναι πραγματικά αυτός! Ό Γερμανός στρατηγός πού ζήτησε νά γίνη ό ’Άρχων τού κόσμου! Τον βλέπει κι’ αυ τός καί τό μούτρο του γεμί ζει λύσσα καί δείχνει τά δόντια του. Κάνει μιά κίνησι σαν νά θέλη νά βγάλη όπλο. Μά τό Γεράκι δέν αφήνει. Τό ατσάλινο χέρι του σφίγ γεται κι’ ή γροθιά του πέτει βαρεία ανάμεσα στα υό μάτια τού κακούργου... Εκείνος αφήνει μιά βλαστή μια καί τό πηδάλιο φεύγει α πό τά χέρια του. Άπό αυτή τή στιγμή ή κίτρινη βολίδα, πού μένει ακυβέρνητη, αλλά ζει πορεία, χάνει τή σταθε ρότητά της καί παίρνει μεγά λες τούμπες στον αέρα αφή νοντας ένα άνατριχιαστικό σφύριγμα, καθώς κατρακυ λάει στο κενό. Κι* οί δύο άνδρες πού παλεύουν κινδυνεύ ουν άπό δευτερόλεπτο σέ δευ τερόλεπτο νά συντριβούν μα ζί της όταν θά φτάση στή γή. ’ Απότομα όμως τό Γεράκι νοιώθει να γλυστράη άπό τά χέρια του ό φόν Στροχάϊτερ. Τήν Υδια στιγμή ανοίγει ή χαλύβδινη κοιλιά τής βολί δας καί ό Γερμανός αφήνον τας ένα άγριο ουρλιαχτό τι νάζεται έξω! Πέφτει ουρλιά ζοντας στο κενό! Ό Νέος Υ περάνθρωπος χαμογελάει. —Έπί τέλους!, λέει. Ό
34
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λαλνΛΛΛ'\,\\'ννννΛ\\ννιννννννν^ννννννννι·ννννΛΛ νννννν\ ννννννννν\\ννννννννν\ννννΛ
*νννννννννινννννννινι\«νν^ν>νν\
κόσμος λυτρώθηκε από εναν
πο: Χαίρω^σκρας υγείας! Ό λογαριασμός που έχουμε μα Λ * ★ ζί μένει ανεξόφλητος! Θά Τό ¥8ίο βράδυ, 6 Μάκ Μτά συναντηθούμε πολύ σύντομα! ^νΪΛ*·ΑΛ».«π·^ι ηκάπως ’Λτγγλρ Ο Μάκ αισθάνεται αι σκέτα ι κοντά χημα. "Υστερα όμως, καγαπημένη του μητέρα, την κυ Β_ _ _________________________ „ώς βλέπει την μητέρα του ρία Μάργκαρετ Ντάνυ, καί άκοΰνε μαζί τό ραδιόφωνο, νά τον παρακολουθή με άνήπού μεταδίδει την είδησι της συχο καί γεμάτο αγωνία σωτηρίας των δέκα μεγάλων βλέμμα, χαμογελάει. Είναι κάποιος τρελλός, επιστημονών, -αψνικα 1όμως :, τής^ λέει. Μην άκάτι γίνεται. Στο μήκος τού κύματος τής εκπομπής μπαί- νησυχής. I ήν έπόμενη^ φορά — α, $£..** λ —~ αλ τ©ν στείλη σ5 νει ... μια , — που σκε- το ένα ασυΛο ψυχοπαθών να πεπάζει τίς .*,*,****.«,..,, ράση έν είρήνη τίς_ ύπόΑυιλέει ή φωνή. Έδώ φόν Στρο- πες μέρες του. Έκτος αν προ χάϊτερ! Ό φόν Στροχάϊτερ τιμάς νά πώ στο Γεράκι νά προς τον Νέον Ύπεράνθρω- τον στείλη στην κόλασι... ΤΕΛΟΣ Π
■ * Α·*. V, β Λ « >■
ΤϋΓ
. ϋΙ.
ΕΓ ■» I
(V
> ί*—Γ· -«
Π
II
3Λ
.Λ
■Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩΙ-ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ I ΩΝ ια:
*
<ζ- \
<>
κκα
5
I. 3 -ά Τιμή
Ε
1
. 2
ντής: Ρεώρ. Ρεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Λ) ντής: Στ. Άνεμοδουράς, ’Αριστείδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
9 #
° °
°
°
°
°
* -4^ 9
°
°
° τ
^
Στο επόμενο τεύχος, τό 4, πού την ερχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
$ Τ I Τ Α ; ϊ ; Ν Η ^ ^ ^
° « λ λ
Ο IV.
_ . ....
©^μυστηριώδης φόν Στροχάϊτερ αποφασίζει νά έξοντώση τον Πρόεδρο τής Αμερικής για νά γίνη ό "Αρχων τού Κόσμου! Την τελευταία στιγμή όμως, ενώ ό Πρόεδρος τα ξιδεύει ολοταχώς προς τό θάνατο, επεμβαίνει τό Γεράκι καί αρχίζει μιά Τ * Τ Α Ν Ο Μ Α X * Α πού συναρπάζει καί συγκλονίζει τον κόσμο! Τό τεύχος 4 είναι ένα απ© τά πιο γοητευτικά αναγνώσματα πού έχετε διαβάσει ποτέ!
Η Ν Ν Ν Ν Ν
Η
ΧΜ/εχβ δοι/οε/ο κηι ποδη ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΗΔ/ΣΤΟ!
ΝΡ ΠΡΡΉ ΟΡΓΗ
_
εη/ σπόρον!εταΐΜοιαια Π υρ !!
ΑΙΓΟ/)πϋΜΡ ΗΛ) ΤβηΐΒΧΡ' ■*»
απάνω στο βρεμμένο μάρμα ρο. —"Ενα διπλό ούΐσκυ μέ σόδα!, παράγγειλε. Φορούσε ένα κασκέτο κατεβασμένο ως τά φρύδια καί μιά μουτζουρωμένη φόρμα θερμαστή. Πήρε τό γεμάτο ποτήρι, πού έσπρωξε προς τό μέρος του ό μπάρμαν, τό άδειασε μονορούφι καί παράγγειλε δεύτερο. —Δέν είσαι από τή γειτο νιά μας, φίλε, τού είπε ό μπάρμαν καθώς τον σέρβιρε. Είσαι κ α ι νουργιοφερμένος στο Πέρδιγκτον; —Είμαι περαστικός, άποκρίθηκε αυτός. Αύριο παίρνω τό τραίνο των 1 1. Είμαι πλή ρωμα τή<^ μηχανής. Μέ στεί 'Ένας' περίεργος καί λανε ν" αντικαταστήσω κά πολύ- αΐνι/γματικος κλέ ποιον θερμαστή, πού άρρώφτης. στησε κι* έμεινε στο νοσοκο μείο... ΑΝΘΡΩΠΟΣ που έφτα σε τό βράδυ έκείνης τής Τό μαγαζί ήταν γεμάτο ερ ημέρας στο Πέρδιγκτον, τον γάτες, πού δούλευαν στις α σταθμό άνθρακεύσεως των ά- ποθήκες γαιάνθρακος. "Ολοι μαξοστοιχιων, πού έρχονται τούτοι μιλούσαν μεγαλόφω από τά δυτικά και ταξιδεύουν να, έπιναν, έλεγαν αστεία, προς την Ούάσιγκτον καί τή γελούσαν καί κάπνιζαν. Οι Νέα Ύόρκη, είχε ένα παρά κουβέντες τους ήταν γιά τά ξενο ύφος, καθώς έμπαινε μικροεπεισόδια τής δουλειάς στο μπαρ «Μαύρο "Άλογο». τους, γιά τά δρομολόγια των "Έσπρωξε την πόρτα καί πή αμαξοστοιχιών, γιά τούς γε κατ’ ευθείαν προς τό μέ τόννους τού κάρβουνου. πού ρος τού μπάρμαν. Κάθησε σ’ χρειάζονταν οί περαστικές ένα από τά ψηλά σκαμνιά, μηχανές, γιά τον ανεφοδια τοποθέτησε χάμω, δίπλα του, σμό σέ καύσιμο ύλη τών τραί μιά μικρή σακκούλα, κι* ά- νων καί γιά ένα άλλο πλήθος κούμπησε τούς αγκώνες του σημαντικά αλλά καί άσήμανΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
0
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^/ΜΛΛΑιΙ/ννννννΜΑΙΛΛΛΜΛ·ννννν\ΛΛ/νννΜ/νννΜίννννΐΛ/ννΐΛΛΐΙ\^νΐ/ν^ΛΛ/νν%Μ/νν »ννν νγννννν«·νννννννννννννΐΑ'νννννννννννννν
τα πράγματα. Ό άνθρωπος μέ τή φόρμα του θερμαστή ρουφούσε αργά τό δεύτερο ποτήρι και φαινόταν έντελώς αδιάφορος. "Ενας προσεκτι κός όμως παρατηρητής θά κα ταλάβαινε πώς ή αδιαφορία αυτή ήταν έντελώς ψεύτικη. Στήν πραγματικότητα ό ά γνωστος παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον όλες τις συζητή σεις κι* όταν έμαθε εκείνο που του χρειαζόταν, πέταξε ένα τσαλακωμένο δολλάριο στον πάγκο, πήρε τά ρέστα και σηκώθηκε, παίρνοντας και τή σακκούλα του, πού φαινόταν άρκετά βαρεία. Πέρασε άνάμεσα από τούς άλλους θαμώνες και βγήκε στο δρόμο. Τό «Μαύρο "Αλο γο» ήταν κοντά στον σταθ μό. Ή νύχτα^είχε πέσει πιά γιά καλά κι* έπειδή δεν ήτοχν νά πέραση άλλο τραίνο άπόψε, μιά άπόλυτη έρημιά εί χε άπλωθή στις πλατφόρμες. Ό άγνωστος προχώρησε προς τά έκεΐ, ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές πίσω του γιά νά βεβαιωθή ότι δέν τον παρα κολουθούσαν. Πέρασε τις γραμμές και τράβηξε προς τό μέρος τού δεξιού ύποστέγου. Μέσα στο σκοτάδι φά νηκαν άραδιασμένα τό ένα πίσω άπ’ τ’ άλλο στή σει ρά, τά βαγόνια φορτωμένα γαιάνθρακα. Αυτά θά τροφο δοτούσαν μέ κάρβουνο τις α μαξοστοιχίες, πού θά στάθ μευαν γιά λίγο έδω γιά νά έφοδιαστουν μέ καύσιμη ϋλη και νά συνεχίσουν κατόπι τό ταξίδι τους.
Ζύγωσε στά βαγόνια, σύρ θηκε μέ τήν κοιλιά γιά νά περάση κάτω τους, κΓ όταν έφτασε στήν άπέναντι πλευ ρά, βρήκε αυτό πού ζητούσε. Ήταν ένα βαγόνι πού είχε στά πλάγια ζωγραφισμένο ένα νούμερο. Ό άριθμός 137 ήταν πού τού χρειαζόταν. Κύτταξε γύρω του κΓ όταν βεβαιώθηκε πώς δέν υπήρχε κανείς έκεΐ κοντά νά*τόν δή, σκαρφάλωσε σάν αΥλουρος καί ξάπλωσε άπάνω στο κάρ βουνο. Ήταν σίγουρα ένας κλέ φτης άπό έκείνους τούς ψιλι κατζήδες κλέφτες πού τριγυ ρίζουν στούς σιδηροδρομι κούς σταθμούς γιά ν* αρπά ξουν δέκα ή δεκαπέντε οκά δες κάρβουνο, νά τό ρίξουν σ’ ένα σακκί καί νά τό πουλή σουν στις φτωχογειτονιές γιά μερικά σέντς, νάχουν νά πίνουν τό βράδυ... Μά τούτος ό άποψινός κλέ φτης δέν ήταν τυχερός. Πέν τε λεπτά άργότερα ένας φύ λακας τού σταθμού, καθώς περνούσε κοντά απ’ τό βα γόνι 137, ακούσε κάποιον νά σκαλίζη στο κάρβουνο, υπο ψιάστηκε πώς κάτι συμβαί νει καί ζύγωσε περισσότερο. Τότε ό κλέφτης φαίνεται πώς φοβήθηκε. "Αφησε τή δουλειά του στή μέση, πήδηξε απ’ τό βαγόνι κι* άρχισε νά τρέχη. — "Αλτ!, τού φώναξε ά γρια ό φύλακας. Σταμάτα γιατί 8ά πυροβολήσω! Εκείνος όμως δέν υπάκου σε καί 6 άλλος πυροβόλησε.
νϋέίΑ.ΝβΡΑ<ΐδ2 Ό κλέφτης άΐτάντησε μέ τό δικό του πιστόλι "Έπεσαν τρεις πιστολιές ή μια πίσω από την άλλη. Μια από τις σφαίρες πέτυχε ακριβώς στη βασι του κρανίου του τόν άν θρωπο μέ την μουτζουρωμένη φόρμα του θερμαστή. "Έβγα λε ένα «ώχ!» και διπλώθηκε στα 66ο. Γονάτισε καί ξάπλω σε μέ τά μούτρα στο χώμα. ΤΗταν καίρια χτυπημένος κΓ υστέρα από 8υό λεπτά εί χε πεθάνει. Τούτο τό περιστατικό α ναστάτωσε τό Πέρβιγκτον ε κείνο τό βράδυ καί ή αστυ νομία άρχισε τις ανακρίσεις. "Ότι ήταν ένας κλέφτης ό σκοτωμένος δέν υπήρχε καμμία αμφιβολία. Εκείνο ό μως πού φάνηκε σέ όλους; παράξενο ήταν ότι ό κλέφτης αυτός ήταν εντελώς άγνω στος. Γιά πρώτη φορά τόν είδαν στο «Μαύρο "Άλογο» νά πίνη ένα ούΐσκυ. Την επό μενη φορά πού τόν είδαν —1 ύστερα από μιά ώρα —- ήταν νεκρός. Επάνω στο βαγόνι μέ τά κάρβουνα είχαν βρή ιά άδεια σακκούλα. Γιατί ταν άδεια ή σακκούλα αυ τή, αν είχε πάει νά κλέψη κάρβουνο; "Άλλωστε, όπως είχε καταθέσει ό μπάρμαν, ή σακκούλα ήταν γεμάτη ό ταν ό άγνωστος βγήκε από τό μπάρ. Σίγουρα, κάποιο μυστήριο έπρεπε νά κρυβη αυτή ή ιστορία. Αλλα τι εί δους μυστήριο καί ποιο ακρι βώς ήταν αυτό, κανείς δέν μπορούσε νά έξηγήση...
«
1
ΜΑδ4^Λ4Μ*ΐΜΑΑΜΛΛΜ*Μ'»ΜίΜ%*ΜΜίΜΛ’ν
"Ενα χοΐΐΐ μποιμπόνια
πού περιέχει τό θάνατο
Ο "ίδιο βράδυ, κάμποσες έκατοντάόες μίλια μακρυά απ’ τό Πέρδιγκτον, στη Νέα Ύόρκη, ό Μάκ Ντάνυ, ο πιο νεαρός ρέπορτερ τού «Νταίηλυ Χέραλντ», πού μό λις είχε γυρίσει από μιά πε ριπέτεια του στο Βόρειο Πό λο, (*) κάνει ένα βιαστικό τηλεφώνημα στον φίλο του αστυνομικό διευθυντή Τζαίημς Στούαρτ, πού υπηρετεί στήν Υπηρεσία "Ξγκληματολογ ι κών 5 Ερευνών: —"Άκου, Τζαίημς, τού λέ ει. Κάποιος Φόν Στροχάϊτερ, πού κοκορεύεται πώς θά γίνη μιά μέρα "Άρχοντας τού Κόσμου, έχει οργανώσει ένα δολοφονικό σχέδιο. Σχεδιά ζει νά εξόντωση τόν Πρόεδρο τής "Αμερικής, πού γυρίζει αύριο άπ" τό Σικάγο. Σέ ει δοποιώ γιά νά λάβης τά μέ τρα σου... —Καί πού τό ξέρεις εσύ; ρωτάει 6 αστυνομικός. —Χμ! Κάπου τό ξέρω!, λέει χαμογελώντας αίνιγματικα ο Μακ. Αν επιμενης ό μως νά ^«θης, 6έν έχω καμμιά άντιρρησι. Μού τό είπε τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράν θρωπος. —Πάλι τό Γεράκι, λοιπόν, στη μέση; — Πάλι. Τί νά γίνη, Τζαίημς; Ακολουθεί μιά μικρή σιω πή κΓ ύστερα από λίγο άκού-
Τ
* Διάβασε προηγούμενο τεύ χος «Τό ' Iιπτάμενο Παιδί».
4
ΜίΑΚί,
γεται πάλι αητό την άλλη ά*
κρη τού σύρματος ή φωνή τού Τζαίημς Στούαρτ: —- "Αφού σου τό είπε το Γεράκι στ5 αυτί, πρέπει νάχουμε ανοιχτά τά μάτια. Πό τε δεν έπεσε έξω στις πλη ροφορίες του ό Νέος Υπερ άνθρωπος. Ανέκαθεν τό θαυ(αάζω^ αυτό τό παλληκάρι κι* άςμήν καταδέχτηκε ποτέ να πιή μαζί μου ένα ποτήρι, ’Άς είναι. Ό πρόεδρος ταξιδεύει
Τό
Γεράκι προσγειώνεται σ’ Ινα βαγόνι...
πάνω
ο
ΝΙΟί
άπόψε μέ τϊν ταχεία άιτ’ τσ
Σικάγο γιά την Ούάσιγκτον* Αύριο τό βράδυ λογαριάζει να βρίσκεται στο Λευκό Οί κο. Σ’ ευχαριστώ. ’Άν αντά μωσης πάλι... κατά τύχη τό Γεράκι, φίλησέ τον έκ μέρους μου. Είμαι πάντα φίλος καί θαυμαστής του. Γειά σου Μάκ! Θά λάβω τά μέτρα μου... —Γειά σου, Τζαίημς! Ό Μάκ Ντάνυ άφίνει τό α κουστικό. Την Υδια στιγμή, ανοίγει ή πόρτα και μπαί νει μέσα ό Τζίμ Γκάφας, ό μικρός άραπάκος κλητήρας του «Νταιηλυ Χέραλντ». Εί ναι ένας λιχούδης καί χαζός πιτσιρίκος, στον όποιο έχει μεγάλη αδυναμία ό Μάκ. Μπαίνει μέσα κρατώντας κά τι πίσω από την πλάτη του. Είναι ένα περιποιημένο κου τί μέ μπομπόνια, τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο καί δεμένο μέ μια κόκκινη κορδέλα. Δέ θέλει νά τό δή ό Μάκ. "Έχει τό σκοπό του ό Τζίμ, άλλα σέ λίγο θά καταλάβη ότι... του χρειάζονται πολλές καρ παζιές ! ^—Γιατί άργησες; τον ρω τάει ό δημοσιογράφος. —Δέν άργησα, κύ...κύριε Μάκ, λέει ό μικρός καθώς προσπαθεί νά καταπιή ένα μεγάλο κομμάτι σοκολάτα. Πή... Πή... Πήγα τά χει... χει ...χειρόγραφα στην εφημερί δα καί γύ... γύ...γύρισα! Ε δώ είμαι, δέν μέ βλέπεις; — Γιατί έχεις τά χέρια σου πίσω άπό την πλάτη; ρωτάει ό Μάκ. Τί κρατάς;
<ηϋΐ9·ΙΙΙ%|ΐΙ4ΜΜΜΉ4%ΜΜ'1^4ι%ΜΜ*1ιΜΜ%ΜΜΜΜ%Μ4ΜΜΜΐ4ΐΜΜΛ ιΙ&44«ΜΑ4ΑΜΜί^ΑΜΜΑΜΗ4%%ιΙΜΛΜΜΜνννν
4Ο άραπάκος
γουρλώνει
■νά μάτια»
~Τό είδες, κύριε Μάκ; Τέ λος πάντων! Τίποτα δέ μπο ρεί νά κρύψη κάνεις από σέ να... Βλέπεις νά κρατάω τί ποτα; ;Έλα, άφησε τις αηδί ες!, αγριεύει ο ρεπόρτερ. Φέρε τά χέρια σου εμπρός... Ό Γκάψας καταλαβαίνει δτι 5έ μπορεί νά γελάση τό μεγάλο του φίλο και φανερώ νει τό κουτί μέ τά μπομπό νια. Ό Μάκ Ντάνυ παραξε νεύεται. —Τίνος είναι αυτό τό κου τί;- ρωτάει. Που τό βρήκες; —Είναι δικό σου, κύριε Μάκ. 5Αλλά δεν ήθελα νά τό βής αμέσως. Θά σου έκανα μιά έκπληξι... Μου τό έδωσε ένας κύριος νά σου τό φέρω. Διάβασε λέει τό άρθρο σου γιά τούς Δέκα Μεγάλους (*) καί τόσο ενθουσιάστηκε πού σου στέλνει αυτά τά μπομπό νια νά τά φάς... νά^τά φάμε δηλαδή μοιζί εις υγείαν του... Ό Μάκ παίρνει τό κουτί στα χέρια του. Διαβάζει την έτικέττα. Είναι από τό κα λύτερο ζαχαροπλαστείο τής 3ης Λεωφόρου. Μά ποιος εί ναι λοιπόν αυτός ό άγνωστος θοιυμαστής, που είχε την έμπνευσι νά του στείλη αυτό τό παράξενο δώρο; —θά μου 6ώσης, δέ^ θά μου Βώσης κι* εμένα, κύριε Μάκ; συνεχίζει ό Γκάψας πού, τώρα πού έχει καταπιή τη σοκολάτα, τρέχουνε τά * Βλέπε προηγονμιείν** τεύχος.
Ό
I ζΐιμ Πκάφας κρατάει κάτι πίσω από την πλάτη του.
σάλια του γιά τά μπομπό νια. ^Ηταν ένας πολύ κα θώς πρέπει κύριος. Μέ γνώ ρισε. Καί ποιος δέν ξέρει ρέσα στη Νέα Ύόρκη τον Τζιμ; "Ενας είναι ό Τζίμ Γ κάψας! Μέ βρίσκει λοιπόν στη γωνία καί μέ σταματάει. «Γειά σου Τζίμ; μου λέει. Πας στοΰ φί λου μου του Ντάνυ;» «Ναι, τού λέω. Πάω στου κυρίου Ντάνυ». «Πάρε αυτό», μου λέει καί μου δίνει τό κουτί.
I
«Εϊνοα μπομπόνια. Θά τά πή
γαινα ό ίδιος, αλλά μια και σέ συνάντησα... * Επειδή ό μως ξέρω δτι είσαι λιχούδης καί μπορεί νά τ’ άνοιξης στο δρόμο νά ψάς τά μπομπόνια εσύ, πάρε αυτή τή σοκολάτα νά μο:σάς!» Παίρνω τά μπο μπόνια, παίρνω και τή σο κολάτα. «"Ακου νά σου πώ καί κάτι άλλο, μου λέει. Θέ λω νά κάνω ^μιάν έκπληξή στον κύριο Ντανυ. Νά μή του τό^ δώσης αμέσως, μόλις πας. Νά μπής με τρόπο στην κρεββατοκάμαρά του καί νά βάλης τό κουτί κάτω απ’ τό μαξιλάρι του. Νά τό βρή την ώρα πού θά ξυπνήση, νά έκπλαγή. Τότε θά τό άνοιξη καί θά δή τό επισκεπτήριό μου, θά φάη καί μπομπόνια καί θά εύχαριστηθή! Κατά λαβες;» «Κατάλαβα», του λέω. *Ήρθα εδώ άλλα δεν πρόφτασα νά κάνω τό κόλπο. ιΟ Μάκ τον ακούει άφηρημένος. Ξαφνικά δμως, μια υ πόνοια περνάει άπό τό μυα λό του. Ζαρώνει τά φρύδια καί τό παιδιάστικο πρόσω πό του συννεφιάζει. Μέ βια στικές κινήσεις λύνει τή με ταξωτή κορδέλλα, σκίζει τό χρυσόχαρτο καί ανοίγει τό κουτί. Μια σειρά άπό λα χταριστά φοντάν φαίνονται. Μπορεί καί νά γελάστηκε. Τ* άνασκαλεύει. "Οχι, δέ γελά στηκε! Νά το αυτό πού υπο πτευότανε. Είναι ένα μικρό διαβολικό μηχανηματάκι μ’ ένα ρολόϊ προσαρμοσμένο α πάνω του. ’Ακοόει καθαρά τό τίκ-τάκ!...
^1>Αϋΐ,
Ο
ΗΛΰΜ
ΐρεχει στο παράθυρά ά νοιγε! τό τζάμι καί τό ττετάει στον κήπο. Τήν ίδια σχεδόν στιγμή, μια εκτυφλω τική φλόγα υψώνεται καί μιά δυνατή έκρηξι τραντάζει τό σπίτι! —Θεέ των Νέγρων!, βγά ζει μιά κραυγή ό Γκάφας καί τρυπώνει σέ μιά ντουλάπα. Παναγία μου! Βομβαρδι σμός!... Στά καταφύγια! Στά καταφύγια!... Μάς φάγανε!... "Οσο νευριασμένος κι5 άν είναι ό Μάκ δέ μπορεί νά μή χαμογελάση. Γυρίζει, ανοί γει τήν ντουλάπα, πιάνει ά πό τ’ αυτί τον Τζίμ, πού εχει γίνει...άσπρος άπό τό φοβο του, καί τον τραβάει έξω. Ό άράπης τρέμει καί σπαρτα ράει καί βροντούν τά δόντια του... —Τί; Τί έγινε, κύριε Μάκ; Γιατί πέταξες τό κουτί; ^ -—Τί ήθελες νά γίνη, χα ζέ! "Αρπαχτη τώρα γιά νά μή στη χρωστάω!... Καί του δίνει μιά γερή σβερκιά. Εκείνη τή στιγυή, μπαίνει τρομαγμένη στο δω μάτιο ή μητέρα τού Μάκ, ή ΐλληνίδα κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ. —Τί συνέβη, παιδί μου; ρωτάει μέ αγωνία. Ό Μάκ τήν αγκαλιάζει καί τή φιλάει στο μέτωπο. —Τίποτα, γλυκειά μου μητερούλα! *0 φίλος σου ο Τζίμ έφερε σπίτι ένα κουτί μέ μπομπόνια γεμάτο δυνα μίτη... Λίγο ακόμα καί θά τιναζώμαστέ στον αέρα.**
ί*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ι/ν^-ι·, V» ^-ιΑ^ννν’Λνννννννί'ν^Λ.νν^νν^V- - λ'ίΜΛ <·ν^·" ^ΜΜΛΛ^ΛΛΜΛΜ/νΛνΐΛ^:.
Ό Πρόεδρος των Η νωμένων Πολιτειών /.ιν δυνεΰει νά δολοφονηθή
ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ έστειλε ε πειγόντως σήματα σ’ ό λες τις μονάδες ασφαλείας: «Προσοχή! Προσοχή! Πληροφορίαι, τάς όποιας έχομε κά8ε λόγον νά πιστεύωμεν ώς σοβαράς, αναφέρουν ότι ό Πρόεδρος Ηνωμένων Πολι τειών, που ταξιδεύει μέ την ταχεΐαν αμαξοστοιχίαν έκ Σικάγου προς Ούάσιγκτον, κινδυνεύει νά ύποστή δολο φονικήν έπίθεσιν από ένα φο βερόν έγκληματίαν, γνωστόν υπό τό όνομα Στροχάϊτερ. Λάβετε έπείγοντα μέτρα προ στασίας ζωής Προέδρου. Ε ρευνήσατε κατά μήκος σιδη ροδρομικής γραμμής. Πιθα νόν νά έτοποθετηθησαν βόμβαι ίσχυράς εκρηκτικής ουνάμεως είς σιδηροτροχιάς ή γέ φυρας. Ενεργήσατε κεραυνοβόλωο και άναφέρατε αμέ σως. Άνωτέρα Διοίκησις Μυ στικής Αστυνομίας». ’Από τά ξημερώματα αρχί ζουν προσεκτικές έρευνες. Μοτοσυκλεττιστές κατά έκατοντάδες ξεκινούν άπό τις διάφορες πόλεις, που βρί σκονται καθ’ όλο τό μήκος τής διαδρομής, πού ακολου θεί ή αμαξοστοιχία. Ειδικευ μένοι αστυνομικοί, εφοδια σμένοι μέ μηχανήματα έρεύνης εξετάζουν βήμα προς βή μα τις σιδηροτροχιές. 'Άγρυ ττνοι φρουροί τοποθετούνται σέ διάφορα σημεία. Όμάδες ειδικευμένων στρατιωτικών
0
Ό Μάκ τον; πιάνει άπά τ5 αφτί καί χό-ν βγάζει εξω.
ψάχνουν τις γέφυρες. Στα σκοτεινά τούνελ τοποθετούν ται μεγάλοι προβολείς, πού δουλεύουν μέ μπαταρίες. Στήνονται πολυβόλα στις ει σόδους καί στις εξόδους κά θε σήραγγας. Σμήνη άεροπλάνων μέ ραντάρ πηγαινο έρχονται πάνω άπό τις σι δερένιες ράγιες καί παρατηρηταί μέ τά κυάλια στα μάτια προσπαθούν ν’ άνακαλύψουν τίποτα ύποπτο. "0-
ίο
ΓΕΡΑΚΙ,
νΐΛΛ,ν\νν/*/</ννν™Λ^ν4Λ^νγ\Λ.ννννινι^νι^νιαν^
λες οί αστυνομικές δυνάμεις και ένα μέρος από τις στρα τιωτικές των Ηνωμένων Πο λιτειών έχουν τεθή σέ συνα γερμό. Νομίζει κάνεις ότι ό πόλεμος είναι έτοιμος να κηρυχθή! Ή ταχεία αμαξοστοιχία Σικάγου — Ουάσιγκτον τα ξιδεύει σ’ αυτό τό μεταξύ μέ ταχύτητα ογδόντα χιλιομέ τρων την ώρα. Τό θωρακισμέ-
Ο
ΝΕΟΣ
Ανννν^νννινννννννννν»Λνννννν^.-ννν.-ννννν
νο βαγόνι, μέσα στο οποίο είναι ό Πρόεδρος μέ την ακολουθία του, είναι τό τέ ταρτο κατά σειράν — πίσω από τη μεγάλη ατμομηχανή. Προηγούνται τρία βαγόνια κι’ ακολουθούν άλλα δέκα. Οι επιβάτες τής ταχείας ξε περνούν τούς διακόσιους. Κα νείς απ’ αυτούς δέν ξέρει δτι τό ταξίδι πού κάνουν μέσα στο άνετο καί ταχύ αυτό τραί νο μπορεί νά είναι τό τελευ ταίο τής ζωής τους. Μονάχα ό Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει είδοποιηθή καί τά μέλη έπίσης τής ακο λουθίας του, για τό δολοφο νικό σν£8ιο. —Μήπως Θά θέλατε, κύριε Πρόεδρε, νά διακόφετε τό ταξίδι σας καί νά συνεχίσετε μέ αεροπλάνο ώς την Ουάσινκτον; τον έοωτοϋν. Εκείνος Υαμονελάει.
'Η βολίδα κατευρύνεται γοργό πρός ιό μέρος του.
—"Εχω εμπιστοσύνη στην άμερ«κανική αστυνομία. άποκοίνεται. Στοιγηματίζω χί λια δολλάοια πώς θά Φτά σουμε δλοι σώοι καί άβλα βες στον ποοοοισμό μας... "Ενουν λη^θή δλα τ* άπαραίτητα ι»έτοα. Δέν πρέπει ν* άνησυνήτε... Σ’ έναν ένδιάμεσο σταθμό μπαίνουν γ νοητό καινούονιοι έπιβάχες. "Ολοι μυστικοί α στυνόμοι κ*τϊ ψυχωμένοι άνδοες τού "Εφ - Μπί - "Αϊ, σκληροί καί αποφασιστικοί διώκτες, τού έγκλόαατος, ώπλισυένοι ωΓ τά δόντια. Σκοοπίζουν σ* δλα τά βαγό νια καί, χωρίς νά ψαίνωνται,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
^νννννννννννννννγΛΛ'ν*Α^νννννννννννννννν\\\ΐΛΛννννννννννννννννι^ννΐί%\^/ κν<ννννΜννν*ΜΜΜΜΜ\Μΐν^^
αρχίζουν μια άγρυπνη παρακολούθησι τών έπιβατών. Στην πρώτη ύποπτη κίνησι έχουν διαταγή να πυροβολή σουν... 'Ωστόσο τίποτα δέν έγινε. Το ταξίδι συνεχίζεται χωρίς κανένα απρόοπτο. Οι αναφο ρές, πού στέλνουν οί διάφο ρες μονάδες, είναι καθησυχαστικές: «Όλόκληρος ή σιδη ροδρομική γραμμή ήρευνήθη. Ούδέν τό ύποπτον. "Ερευναι καί έπαγρύπνησις συνεχίζον ται». Ή αμαξοστοιχία γλυστράει πάνω στις γυαλιστερές ράγιες καί οι επιβάτες θαυ μάζουν τά εναλλασσόμενα τοπία: Τά απέραντα δάση, τις γραφικές μικρές πολιτεί ες, τά ποτάμια, τούς καταρ ράκτες, τούς καταπράσινους κάμπους, τά θεόρατα βουνά πού υψώνουν τις χιονισμένες κορυφές τους στον ουρανό... Στις 11.5' ακριβώς πριν απ’ τό μεσημέρι, ή ταχεία α μαξοστοιχία μπαίνει στον σταθμό άνθρακεύσεως του Πέρδιγκτον. Σταματάει καί τά βαγόνια, πού πρόκειται νά άνεφοβιάσουν μέ κάρβου νο τήν ατμομηχανή, έρχονται κοντά της. Οί εργάτες τών αποθηκών αρχίζουν τή μετα φορά τού γαιάνθρακος καί οί επιβάτες κατεβαίνουν καί περπατούν στήν πλατφόρμα, νά ξεμουδιάσουν λίγο. Σέ ένα τέταρτο ή αμαξο στοιχία θά ξεκινήση πάλι συ νεχίζοντας τό ταξίδι της...
Π
ίά πλοκάμια του τέρατος τυλί γονται γύρω άιτο το κορμί του.
Τό μυαλό του Μάκ Ντάνυ δουλεύει γοργά καί αποτελεσματικά
ΥΤΤΑΖΞ! τό ρολόϊ του ό Μάκ Ντάνυ. Σέ μια ώρα θά είναι μεσημέρι. Μια αό ριστη ανησυχία τον παιδεύ ει. Κάθε τόσο παίρνει στο τηλέφωνο τον φίλο του, τον επιθεωρητή Τζαίημς Στούαρτ. *—Τά πράγματα πάνε κα-
Κ
ΚΙ
ί*6ΡΑΚΙ, δ ΝΕΟί
Λ^νΐ·ίΛνΐ\Λ^Μ.ΛΒννν^\^ννΜΜα^ΜΛ/’νννννί\'ΐΛΜ^ννΐ^νννννν'(ΛΜ,ννννν^ννΛ\.>ννν!νϋ·ί*ΛΜ'νννν(^ν0ννννν^νννννννννννν5Λ»
λά, του λέει εκείνος. Φθάνεται δτι αυτός 6 Στροχάϊτερ είναι δλο λόγια. Μπορεί ό μως και νά το μετάνοιωσε. "Ως αυτή τή στιγμή τουλά χιστον, οι έπτά χιλιάδες α στυνομικοί που ε^ουν κινί}τοποιηθή δεν ό^ακαλυψαν τί ποτα, που νά δικαιολογή τούς φόβους σου. Το ταξίδι συνε χίζεται κανονικά... —Τώρα πού βρίσκεται ή αμαξοστοιχία; —Είναι στο Πέρδιγκτον. Παίρνει κάρβουνο. Σέ λίγο ξεκινάει... Γειά σου, Μάκ! Πέρδιγκτον... Πέρδιγκτον.. Στο μυαλό τού Μακ Ντάνυ στριφογυρίζει αυτή ή λέξι. Ποιος άλλος του μίλησε σή μερα γΓ αυτό το όνομα; "Α! Ναι! Τώρα θυμήθηκε. Σέ μια σημερινή εφημερίδα διάβασε μια μικρή είδησούλα γΓ αυ τό τό Πέρδιγκτον. Ψάχνει τις εφημερίδες πού είναι μπρο στά του. Νά την! Τή βρίσκει την εΤδησι που τον ενδιαφέ ρει : «Χθες την νύκτα, γράει η εφημερίδα, εις τον σιδ ηροδρομικόν σταθμόν τού Πέρδιγκτον έφονεύθη κατόπιν καταδιώ^εως από ένα^ φύλα κα εΐς άγνωστος ηλικίας 30 περίπου ετών, ό οποίος άπεπειράθη νά κλέψη έκ τίνος βαγονιού γαιάνθρακες, προοριζομένους διά τον ανεφοδια σμόν τής ατμομηχανής τής ταχείας Ζικάγου — Ούάσιγκτον. Έπί τού φονευθέντος ουδέν στοιχείον ενδεικτικόν τής ταυτότητάς του εύρέθη. Το περίεργον έπί τού προκειμενού είναι ότι ό κλέπτης
είχε έμφανισθή διά πρώτην φοράν εις τό Πέρδιγκτον καί κανείς δέν τον έγνώριζε. Φαί νεται δτι ούτος είχε φθάσει εκεί προερχόμενος από άλ λην πόλιν. Η άνάκρισις συ νεχίζεται». —Περίεργο!, κάνει ό Μάκ καθώς άψίνει την έφημερίδα, /λέν ξεκινάει κανείς από μια άλλη πόλι για νά πάη νά κλέψη κάρβουνο από ένα σταθμό σιδηροδρόμου. "Ισως ήταν κανένας ανισόρροπος ή κανένας μεθυσμένος... Καί ό μως κάτι μου λέει πώς ή ι στορία αυτή δέν είναι άπίθανον νά έχη σχέσι μέ τον Στροχάϊτερ!... Και τό μυαλό του Μάκ Ντάνυ, του νεαρού αστυνομι κού ρεπόρτερ, αρχίζει νά δουλεύη γοργά, κάνοντας διά φορους συλλογισμούς. Ό Μάκ είναι ένα γεροδε μένο παλληκάρι δεκαοχτώ πε ρίπου χρόνων, (*έ ξανθά σγου ρά μαλλιά και μπλέ μάτια καί μ* ένα παιδιάστικο πρό σωπο, γεμάτο καλωσύνη κΓ ευγένεια. ^ "Ομως τούτα τά μάτια καί τό πρόσωπο συν νεφιάζουν καί μοιάζουν μέ ουρανό γεμάτον καταιγίδες, όταν ό Ντάνυ μπαίνη στο χορό κυνηγώντας τούς έγκληματίες, πού θέλουν νό βλά ψουν τήν κοινωνία. —Αυτό τό παιδί αποτελεί γιά μένα ένα μυστήριο, λέει κάθε τόσο ό αρχισυντάκτης του, ό κ. Πήτερ "Εμορυ. Εί ναι μαθητευόμενος δημοσιο γράφος, μά τό ^υαλό του λει τουργεί σαν το μυαλό ένός
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μ
ΛΛΛΛΛΛΛΛΛ«ΛΛ/ννι·νί’Λ\^-ννν!ΛΛΛ^Λ^νίΛ'ννΛ^ννι^%νΐ'4ΛΛΛ/ίΛ.'ί·<'ν»ν-ίΛΛ^.,»Αν' ννί/ΜΑ'νννννιν«Λ/ΜΑ^νΜ/ι·ΐΛΛΜΜ^νν^/νννίΛ
παλιού ρέπορτερ κι* έχει μύ τη, πού θά τή ζήλευε το κα λύτερο λαγωνικό τής μυστι κής αστυνομίας. Νά με κρε μάσουν ανάποδα, άν αυτό τό μωρό δε γίνη μια μέρα ένας από τούς μεγαλύτερους ντέτεκτιβς του κόσμου! Δεν ξέρει όμως ό κ. *Έμορυ, όπως δεν ξέρει καί κα νένας άλλος, έκτος από τον Τζίμ Γκάφα καί την κυρία Μαργαρίτα Ντάνυ, ότι ό νεα ρός Μάκ Ντάνυ καί ό περί φημος Νέος Υπεράνθρωπος, τό θρυλικό Γεράκι, ό φόβος καί τρόμος των έγκληματιών καί των έχθρών τής κοινωνί ας, είναι τό ίδια πρόσωπο! Χάρις σέ δυο δαχτυλίδια μ* ένα μαγικό υγρό φερμένο άπό τις Ινδίες, ό Μάκ μπο ρεί κάθε στιγμή νά μεταβληθή σέ Υπεράνθρωπο καί ό Υπεράνθρωπος σέ Μάκ. 8 όν ξέρει καλά ό Μάκ αυ τόν τον άπαίσιο κακούργο, τον Στροχάϊτερ. Καί, παρ’ όλες τις καθησυχαστικές βε βαιώσεις του Τζαίημς Στούαρτ, ό έξυπνος ρέπορτερ τού «Νταίηλυ Χέραλντ» δέν μπο ρεί νά πιστέψη ότι ό Στροχάϊτερ έγκατέλειψε τό έγκληματικό σχέδιό του. Κάτι τον παιδεύει. Κάτι τον βασανί ζει καί είναι άνήσυχος. Καί τώρα, πού διάβασε καί τήν εΥδησι γιά τον φόνο ένός τοσο παράξενου κλέφτη στο Πέρδιγκτον, τό μυαλό του δουλεύει γοργά... Ξαφνικά, τινάζεται όρθιος. — Πώς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα; άναρωτιέται. Σί
γουρα αυτό είναι. Αυτό πρέ πει νά είναι!... Ρίχνει μιά ματιά στο ρο λόι του. Είναι έντεκα καί μί ση. Ή ταχεία αμαξοστοιχία θά έ^η ξεκινήσει τώρα από τό Πέρδιγκτον καί θά ταξίδεύη μέ 80^ χιλιόμετρα τήν ώρα προς τήν Ουάσιγκτον. *Ο Στροχάϊμερ έχει δηλώσει ότι τό μεσημέρι ακριβώς ό Πρόεδρος Θά είναι νεκρός ! Ό Μάκ κάνει ένα σύντομο λογαριασμό. Τό^ τραίνο, μέ τήν ταχύτητα που έχει, στις 12 8ά βρίσκεται έπάνω στήν κρεμαστή γέφυρα πού ένώνει τις δυο πλευρές τής βαθειάς χαράδρας τού Χάρλεντορντ. Είναι ένα βάραθρο πού εχει πλάτος ένα περίπου χιλιό μετρο καί αμέτρητο βάθος. *Από τή^ γέφυρα του Χάρλεντορντ θά πέραση σέ μισή ώ ρα ή ταχεία αμαξοστοιχία. —Είναι πραγματικά ένα σατανικό σχέδιο!, μουρμου ρίζει ό Μάκ. ’Άν πετύχη, δέν πρόκειται νά ζήση κανείς α πό τούς επιβάτες του τραί νου. Ή γέφυρα θά τιναχτή στον αέρα καί τά βαγόνια θά κατρακυλήσουν στο γκρε μό καί θά γίνουν σκόνη!... Πρέπει νά βιαστώ!... Μιά γιγαντομαχία στον αέρα των Ηνωμένων Πολιτειών
ΕΡΝΕΙ το δαχτυλίδι μέ τήν μπλέ πέτρα στο στόμα. Μέσα σ5 ένα δευτερό λεπτο, νοιώθει τά μπράτσα του νά δένωνται σαν ατσάλι.
Φ
14
.
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
νννγ\\'νΐΛΛ'ννν\\\ν\\\\4ΐ\ννν\4Λ\'ννΊν\\Μ/νΐ\ννΐ\Μ'ν\ννννννν\\Υ\Λ\ννΐν\ΜνγΛ/ννννννννννννννί'νννννννί'ννννννννννννί'ννν
νά τυλίγεται ολάκερο τό κορ μί του σ* έναν αόρατο θώρα κα, άτρητο από τις ©'φαίρες, νά γ&μίζη ή ψυχή του από έ να πρωτοφανέρωτο θάρρος. Τό σπόρ κοστούμι που φο ράει χάνεται καί παίρνει ^τή θέσι του μια γαλάζια φόρ μα, μ3 ένα κεντημένο από χρυσάφι κεραυνό στο στήθος, καί μια κόκκινη μπέρτα μέ μαλαματένια κρόσια - κρέμε ται στους ωμούς του. Τώρα είναι έτοιμος! Ση κώνει τά χέρια καί τινάζει τά πόδια του. Τό Γεράκι α πογειώνεται ! "Ανεβαίνει σαν •βολίδα ψηλά καί αρχίζει· νά ταξιδεύη μέ μια καταπληκτι κή ταχύτητα στον αέρα. Κά τω άπό τά πόδια του, έκτείνονται ο! στέγες των ουρα νοξυστών καί στους δρόμους τής Νέας Ύόρκης κυκλοφο ρούν έκατομμύρια άνθρωποι, πού δεν υποψιάζονται τήν τραγωδία που απειλεί τή χω ρά τους. Ταξιδεύει προς τό Πέρδιγκτον. Τό ακονισμένο μυα λό του έχει βρή τή λύσι. Ξέ ρει τί πρέπει νά κάνη. Φτά νει νά μήν είναι αργά... Ή μεγάλη πολιτεία έχει μείνει τώρα πίσω του. Ο! μι κρότερες πόλεις φεύγουν ή μια μετά τήν άλλη. Τίς πό λεις διαδέχονται οι ατελείω τες καλλιεργημένες πεδιάδες. "Υστερα τά βουνά, υστέρα πάλι πόλεις, λίμνες που μοι άζουν σαν θάλασσες, πεδιά δες. δάση. Σέ λίγο, βλέπει τίς σιδηροδρομικές γραμμές. Αιακρίνει τούς αστυνομικούς
μέ τίς μοτοσυκλέττες, πού έκτελοΰν περιπολίες καί πηγαι νοέρχονται. Ξεχωρίζει τά συ νεργεία έρεύνης. Χαμογελάει μέ κάποια πίκρα. "Αν είχαν μαντέψει, δπως έμάντεψε αυ τός, προς άλλη κατευθυνσι θά έπρεπε νά στρέψουν τίς έρευνές τους... 5Αλλά τί είναι πάλι αυτό; Ξαφνικά, παύει νά έχη στραμ μένη τήν προσοχή του στη γή. "Ενα άνατριχιαστικο σφύριγμα, πού έρχεται άπό ψηλά, μέσα άπό τά πηχτά σύννεφα, φτάνει στ3 αυτιά του. Τό διαπεραστικό βλέμ μα του στρέφεται παντού καί ξαφνικά βλέπει. "Ενα μικρό χαλύβδινο άεριοπροωθούμενο, πού έχει σχήμα πούρου καί κίτρινο χρώμα, κατηφορίζει μέ μιαν απίστευτη γρήγοοά5σ κι3 έρχεται κατ3 ευθείαν επάνω του. Τό Γεράκι αισθά νεται τό αίμα του νά παγώνη, αλλά μέσα σ3 ένα χιλιο στό τού δευτερολέπτου ξανα βρίσκει τήν αυτοκυριαρχία του. Κάνει μια πλάγια κίνη σί, παραμερίζει καί αποφεύ γει τό χτύπημα. Τό κενό άέρος, πού άφίνει πίσω του τό σιδερένιο αυτό τέρας μέ τό κίτρινο χρώμα, τον κάνει νά χάση προς στιγ μή τήν ίσοοροπία του καί τά δυνατά ρεύματα πού ακολου θούν κατόπι τον άνατοέπουν. Ό Νέος Υπεράνθρωπος παίρ νει μια θεαματική τούμπα κσί' ξαναβρίσκει τήν δυνατό τητα πλεύσεως. Σνεδόν αμέ σως όμως τό χαλύβδινο ποθρο, διαγράφοντας ένα τερά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
,νν^ΜΛΛΛν(Λνννν^\νννι/ννννννΐΛΛ^·νννντ!Λ^ννν\<Λ\^ννννΐ*Λ^νΐ'Ι^ΛΛ/ννΐ<ΙΜΛΛ ΛΜΜΛΜΛΜΧ\ΜΜΜΜΛΗ\Μ\\\ΜΑΑΜ&ΚΑηΛΜ* στ ίο τόξο, έρχεται πάλι έ ναντι ον του. Τό Γεράκι καταλαβαίνει. Ό Φόν Στροχάϊτερ θέλει νά ματαίωση την έπέμβασί του! Τινάζεται προς τ’ απάνω, κερδίζει ύψος και τό αέριοπροωθούμενο περνάει κάτω από τά πόδια του. Ούτε αυ τή τή φόρά τόν πέτυχε! "Αλ λά εκείνος που οδηγεί δέν φαί νεται ν’ απελπίζεται. Είναι αποφασισμένος νά χτυπήση. Τό κίτρινο χαλύβδινο πούρο παίρνει τώρα κάθετη θέσι καί όρμάει πάλι προς τό μέρος • του. Αυτή τή φορά μπλε φλό γες τυλίγουν τό Γεράκι κΓ αισθάνεται σάν νά βρέθηκε α πότομα σε μιά κόλασι φω τιάς. Νοιώθει νά το’ουρουφλί ζεται. Παίρνει μιά βαθειά α νάσα, κλείνει τά μάτια για τί οί μπλέ φλόγες τόν τυφλώ1 νουν καί βουτάει σάν βολίδα προς τη γη. Ξέφυγε κΓ αυτή τή φορά. Αλλά πρέπει νά τελειώνη. Κάθε στιγμή που χά νεται είναι πολύτιμη. Ή τα χεία αμαξοστοιχία θά πλησιάζη τώρα προς τή μεγάλη κρεμαστή γέφυρα τού Χάρλεντορντ... ^ Κυττάζει τό ρολόι του. Τού ■μένουν μόνον επτά λεπτά. "Αμφιταλαντεύεται. Πρέπει νά διαλέξη. Δέν. ξέρει τί α κριβώς πρέπει νά κάνη. Καί νάτο^πάλι τό χαλύβδινο πού ρο μέ τό άνατριχιαστικό σφυ ριγμά του, πού κατευθύνεται σάν σαΐτα έναντι ον του ξερνώντας από τέσσερις σωλή νες, ^πού ^μοιάζουν ^μέ κάννες, μπλέ φλόγες! Το Γεράκι
παίρνει τήν άπόψασί του. "Α πό την άμυνα περνάει στήν έπίθεσι! Μένει ασάλευτο καί περιμένει.· "Υστερα απλώνει τά μπράτσα του καί τά κα τεβάζει μέ δύναμι. Τό μικρό άεριοπροωθούμενο δ έ χεται στον χαλύβδινο θώρακά του, καθώς γλυστράει μπροστά άπ" τό Γεράκι, δυο αλλεπάλ ληλα χτυπήματα. Είναι σά νά βρόντι^ξαν απάνω του δυο σφυριά, πού ζυγίζουν χίλιους τόννους τό καδένα. Τό φοβε ρό χτύπημα τό αναστατώνει καί τά μηχανήματα του, σάν νά τά έπληξε κεραυνός, παύ ουν νά λειτουργούν. Μένει άκυβέρνητ© καί από τό μεγά λο ύψος πού βρίσκεται, αρχί ζει νά παίρνη βόλτες σάν με θυσμένο καί νά πέφτη! Τό Γεράκι επί τέλους είναι ελεύ θερο... Τό Γεράκι σώζει από τό θάνατο τόν Πρόε δρο της Αμερικής
ΡΧΙΖΕΙ νά ταξιδεύη γορ γά. Διαθέτει τώρα καί τό τελευταίο "ίχνος από τήν υπερφυσική δύναμι πού έχει. Οί δείκτες τού ρολογιού προ χωρούν. Βιάζεται. Τίποτα δέ μπορεί πιά νά συγκράτη ση τόν Νέον Υπεράνθρωπο. Ταξιδεύει σάν αστραπή. Πιο γρήγορα άπ"^ τήν αστραπή. "Εχει πάλι κάτω από τά πό δια του τις σιδηροδρομικές γραμμές. ^ Τις βλέπει σάν γυαλιστερά ψίδια, πού σέρ νονται στο έδαφος κΓ αστρά φτουν οπόν ήλιο. Νά καί ή γέφυρα μέ τό σκοτεινό βά-
Α
16
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
ννν»*ν\νννννννν\^'ννν\\\α\\ννννν^νννννννννΛνννν\\ννν\\Ανννννΐ/ν»»Λνν ννννχΛ'ΤΛΛ/νννννννννννννν νννννννννν^νννννΐ/ν^'
ρσθρο. Προχωρεί. Πετάει. Τώρα βλέπει τό τραίνο. Κυττάζει πάλι τό ρολοϊ. Δέν του μένουν παρά τέσσερα ακρι βώς λεπτά. Μέσα σ’ αυτό τό σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει νά έχη τελειώσει. Διαφορετικά όλα είναι χαμέ να... Πραγματοποιεί μια θεαμα τική βουτιά καί πέφτει στή στέγη ενός βαγονιού. "Αλλά δέν είναι τό βαγόνι πού τον ενδιαφέρει. Στην ατμομηχα νή πρέπει νά φτάση. Τον βλέπουν τώρα νά βαδίζη προς τά εκεί. Οι αστυνομικοί καί οι στρατιώτες πού φρου ρούν τις γραμμές τον κυττάζουν καί ό αέρας γεμίζει από κραυγές καθώς περνάει ή α μαξοστοιχία: -—Τό Γεράκι! —Ό Νέος Υπεράνθρω πος ! —Γιά νά φανή τό Γεράκι κάτι σοβαρό πρέπει νά συμβαίνη!... "Όλοι τον ξέρουν καί κα ταλαβαίνουν πώς τό παλληκάρι αυτό, πού έχει σώσει την Αμερική τόσες φορές ώς τώρα, πρέπει νάχη τό λόγο του γιά νά έπέμβη. Ό Νέος Υπεράνθρωπος όμως δέν έ χει καιρό νά προσέξη τις κραυγές αυτές ενθουσιασμού. Προχωρεί προς τό μέρος τής ατμομηχανής. Ό αέρας από τήν ταχύτητα τού τραίνου τον χτυπάει κατάστηθα καί ή κόκκινη μπέρτα του άνεμίζει σάν μιά φτερούγα από φλόγες. 5Από βαγόνι σέ βα γόνι. Προχωρεί. Φτάνει! Οί
θερμαστές πού φουρνίζουν τό κάρβουνο, οί μηχανικοί καί οί οδηγοί, πού τον βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους σάν φάντασμα, τα χάνουν. _ —"Αφήστε τις θέσεις σας!/ διατάζει τό Γεράκι. "Αφήστε τίς θέσεις σας καί ριχτήτε έξω άπ" τό τραίνο!... Κάποιος έχει άντίρρησι. "Αλλά δέν υπάρχει καιρός διαθέσιμος. Ή κρίσιμη στιγ μή πλησιάζει. ιΗ γέφυρα εί ναι πολύ κοντά. Τό Γεράκι απλώνει τά χαλύβδινα μπρά τσα του, αρπάζει τον ένα με τά τον άλλο τούς πέντε αν θρώπους πού βρίσκονται στήν ατμομηχανή καί τούς ρίχνει έξω από τό τραίνο. Κατρακυλούν στο μαλακό χόρτο πού υπάρχει πλάϊ στις γραμμές. Διαμαρτύρονται με κραυγές... —Καλύτερα μερικές γρατζουνιές παρά ό θάνατος!, τούς φωνάζει τό Γεράκι κα θώς ρίχνει μιά ματιά προς τά πίσω καί τούς βλέπει ν" άνασηκώνωνται καί νά χει ρονομούν καί νά κυττάζουν τό τραίνο πού φεύγει. Καλύ τερα μερικές γρατζουνιές... "Υστερα σκαρφαλώνει στήν κρεμαστή σιδερένια σκάλα, τρυπώνει ανάμεσα στήν ατ μομηχανή καί στο βαγόνι πού έρχεται ακριβώς ύστερα άπ" αυτήν. Μέ σβέλτες κινή σεις άνασηκώνει τον μεγάλο γάντζο πού συγκρατεί τήν υπόλοιπη αμαξοστοιχία σέ επαφή μέ την άτυοιχηνανή. Ή ατμομηχανή προχωρεί τώ ρα μόνη. Τά υπόλοιπα βαγό-
Υπεράνθρωπος;
ι/
^νννννννννν\ννννΛ\νννννα\Λ.\νν^νν\^νΛΛ^ν^νννννννννννννννΛΛννηΛνι^ ν^νινν\ννν\νννινινι\\ν\\\νν\\%\νννννννιννΛΛ
νια μένουν πίσω. Χάνουν τα χύτητα, αφού δεν ύπάρχει πια ή μηχανή που τά σέρνει. Σταματούν πενήντα μέτρα πριν από τή γέφυρα. Ή ατ μομηχανή όμως συνεχίζει μέ μεγαλύτερη ταχύτητα τό δρό μο της. Τώρα βρίσκεται σχε δόν στη μέση τής κρεμαστής γέφυρας... Οί επιβάτες του τραίνου και ή φρουρά τού Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, πού έχουν άντιληφθή τό σταμάτημα τής αμαξοστοιχίας, βγαίνουν στα παράθυρα. Συ ζητούν μεγαλόφωνα, ζητουν νά μάθουν, θέλουν νά πληροφορ^θούν τί συμβαίνει. Και τότε ξαφνικά βλέπουν τό άνατριχι αστικό θέαμα, Ή ατμομηχανή, πού βρίσκεται στή μέση τής κρεμαστής γέ φυρας τού Χάρλεντορντ, ανα τινάζεται στον άέρα^ σάν πυ ροτέχνημα, γκρεμίζει ένα τμήμα από τή γέφυρα καί πέ φτει στο σκοτεινό βάραθρο. "Ολοι κρατούν την αναπνοή τους. Κανείς δέ μπορεί νά καταλάβη. "Ενα πράγμα μο νάχα ξέρουν. Πά ένα πράγ μα είναι μονάχα βέβαιοι: "Ο τι, άν τό τραίνο δεν απελευ θερωνόταν από την ατμομη χανή εγκαίρως, τούτη ακρι βώς τη στιγμή δλοι θά είχαν γίνει ένας σωρός από οίκτρά παραμορφωμένα π τ ώματα στο βάθος τού άγριου γκρε μού, πού χάσκει κάτω από την κρεμαστή γέφυρα... Ξαφνικά βλέπουν τά ταξιδεύη σάν βολίδα στον ουρα νό ό Νέος Υπεράνθρωπος.
Ό κεραυνός, πού είναι κεν τημένος στο στήθος τής γα λάζιας φόρμας του, καί τά μαλαματένια κρόσια τής κόκ κινης μπέρτας του, αστρά φτουν στον ήλιο τού μεση μεριού... —Τ ό Γεράκι! "Ολοι κυττάζουν ψηλά καί μέσα στις ψυχές τους φουν τώνει ό θαυμασμός καί ή ευ γνωμοσύνη. Καταλαβαίνουν πώς τή ζωή τους την χρω στούν σ’ αυτόν, τον Νέο Υ περάνθρωπο. —Είναι πραγματικά ένας ήρωας!, λέει μέ συγκίνησι ο Πρόεδρος καί πίσω απ' τά γυαλιά του τά μάτια του γί νονται κάπως υγρά. ^ "Ενα παλληκάρι μέ ψυχή καί καρ διά. ιΗ Αμερική πρέπει νά είναι υπερήφανη γι’ αυτόν! Καί ή Ελλάδα, ή δεύτερη πατρίδα του! "Υστερα χαμογελάει. —Μονάχα πού είναι λίγο ακατάδεχτος. Ποτέ δέν μάς άφησε νά μάθουμε ποιος εί ναι ακριβώς καί από πού παίρνει αυτή την κατα πληκτική καί υπερφυσική δύ ναμή πού διαθέτει... Γίνεται πάλι σοβαρός. —Ό Θεός νά τον προστατευη, συνεχίζει. Ό Θεός νά τον προστατεύη γιά τό καλό τής ανθρωπότητας... Ό Μακ Ντάνυ εξηγεί πως έμάντεψε τό σχέ διο τοΰ Στροχάϊτεο
Α ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ταχυπιε στήρια τοΰ «Νταίηλυ Χέραλντ» ύστερα από μια ώ-
Τ
18
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νν^·νΐννΐνΐ^ν^^ννΐ^ν^\\^νννΐν^νννννννν\νΐ^'\νννννν^ν^ννν^Λννν^'),ν*Λ ννννννννννννννννννννΜΛΛΛΛαΐΛ^νΛίννννννννν^
ρα δημοσιεύουν σέ έκτακτες εκδόσεις την έκπληκτική εϊδησι. Ό Μάκ Ντάνυ έχει δώ σει μια λεπτομερή περιγρα φή των δραματικών γεγονό-
Τό
Γεράκι έτη τ ίΟεται εναντίον τών Β ·αι τ:ραιχ όινθρ Μίτων !
των, πού λίγο ακόμα και θά ξετυλίγονταν σέ μια άπίστευ τη τραγωδία μέ έκατοντάόες θύματα, ανάμεσα στα οποία θά ήταν ό Πρόεδρος των Η νωμένων Πολιτειών μέ τί^ν ακολουθία του. Τά φύλλα γί νονται ανάρπαστα στους δρό
μους και οι άνθρωποι συγ κεντρωμένοι σέ μικρούς και μεγάλους ομίλους, συζητούν και σχολιάζουν τά γραφόμενα στην εφημερίδα. Τό θρυλικό Γεράκι είναι πάλι στά χεί λη όλων. Τό άπόγεμα, ό Μάκ Ντά νυ δέχεται στο σπίτι την ε πί σκεψι του φίλου του, τού αστυνομικού έ π ι θεωρητού Τζαίημς Στούαρτ. Είναι έ νας ψηλός άντρας, μέ γκρί ζους κροτάφους, διαπεραστι κό βλέμμα και τετράγωνους ώμους. Είναι γεροδεμένος οάν ένας ταύρος καί μέσα στο φαρδύ κοστούμι του δια κρίνει κανείς ότι υπάρχει έ να κορμί μέ σιδερένιους μυώ νες... —7Ηρθα νά μου λύσης με ρικές απορίες, Μάκ, λέει κα θώς μπαίνει καί κάθεται. Εί μαι περίεργος νά μάθω... —Τί νά σέ κεράσω, Τζαί ημς; τον διακόπτει ό νεαρός δημοσιογράφος. Πάρε πρώτα κάτι κι* ύστερα κουβεντιά ζουμε. Σέ λίγο ή κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ φέρνει ένα καφέ κΓ ένα βάζο μέ γλυκό. —Είναι βύσσινο πού μάς στείλανε απ’ την Ελλάδα, κ. Στούαρτ, λέει στον επισκέ πτη. Δοκιμάστε νά μού πήτε τη γνώμη σας. Εκείνος παίρνει μιά γε μάτη κουταλιά, την καταπί νει καί κροταλίζει τη γλώσ σα του στον ουρανίσκο. —Είναι περίφημο!, λέει. Ευχαριστώ. Θά πάρω κΓ άλ λο λίγο...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ /^^/νννννννννννννννννννννννννν'νννννννννννν Λ\^Λ\\νν\Λ/ν\λΛίνννν\\\Μ'νν\ννννν\\\\ΛΛ\\νν\νΑΛ'νννννν\ΛΛνΐ'ν\ΛΛΛ'ννν</ννν^
Παίρνει μια δεύτερη κου τάλια, μεγαλύτερη απ’ την πρώτη, εκφράζει και πάλι τις ευχαριστίες του και άρχίζει νά ρουψάη τον καφέ του. λ —Τώρα μπορείς νά με ρωτήσης ο,τι θέλεις, Τζαίημς, λέει ό Μάκ. Είμαι στη διάΘεσί σου... —Χμ!, Έν τάξει, Μάκ. Θ’ αρχίσω νά σέ ρωτάοο. "Εχω μιά απορία. Θέλω νά μάθω δηλαδή πώς μπερδεύτηκε τό Γεράκι στην υπόδεσι καί πώς κατάλαβε οτι τό μυστικό του δολοφονικού σχεδίου του Στροχάϊτερ βρισκόταν στην ατμομηχανή τής άμαξοστοιχίας. Ό δημοσιογράφος τον κυτ τάζει μέ τήν άκρη του ματιού του και χαμογελάει. —Τό Γεράκι, λέει, διαβά ζει τακτικά εφημερίδες. Σή μερα τό πρωΐ, λοιπόν, διά βασε ανάμεσα στις άλλες ει δήσεις καί ένα σύντομο τη λεγράφημα από τό Πέρδιγκτον, πού μιλούσε για τον φόνο ένός αγνώστου πού πή γε νά κλέψη κάρβουνο από κάποιο βαγόνι τού σταθμού. Αυτό τού έκανε έντύπωσι. "Ένας άνθρωπος δέν παίζει κορώνα - γράμματα τή ζωή του γιά ένα τίποτα. Κάτι λοιπόν έπρεπε νά συμβαίνη. Αυτό πού είχε χαρακτηρισθή ώς απόπειρα κλοπής δέν έ πρεπε νά ήταν... κλοπή. Ό Νέος Υπεράνθρωπος είχε ύπ’ όψι του δτι εκεί, στο Πέρδιγκτον, θά σταματούσε γιά νά κάνη άνθράκευσι ή
ταχεία αμαξοστοιχία, πού έ φερνε τον Πρόεδρο απ’ τό Σικάγο στήν Ούάσιγκτον. Σκέφτηκε λοιπόν ια’ έκανε τούς λογαριασμούς στο μυα-
'Μ τρο&ιά του1 Νέου Ύττε,ραινβρώ» ττου τον χτυατάει καιτάμοιυιτρα ?
λό του. 7Ηταν, άς πούμε, ένα σταυρόλεξο η καλύτερα ένας γρίφος, πού έπρεπε νά λύση. Μιά παληά ιστορία τού ήρθε στο νού. Μιά προσφιλές μέ θοδος πού εφάρμοζαν οι Γερ μανοί σαμποτέρ στον τελευ ταίο πόλεμο εις βάρος τών
20
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Λ^νννννννν*Λανι/νΛΛν\νινι,\\ννν\ν^^ν'Λ%νννΗΛνν\Λ'ννν^'νΜνν\νννννίΛ ννννννννννννννν>/ννννΛ νν\νννννννννννννννννν
συμμαχικών πλοίων που προ·· φέγγιζαν σέ ουδέτερα λιμά νια... -—Ποια είναι αυτή; ρωτά ει μ’ ενδιαφέρον ό επιθεωρη τής. —-Οί βόμβες - κάρβουνο. ^Ηταν μια πραγματικά δια βολική έμπνευσι. Εκρηκτικά μηχανήματα μέ τεράστια κα ταστρεπτική δυναμι, που δεν παράλλαζαν σέ τίποτα από ένα μεγάλο κομμάτι κοινού γαιάνθρακα. Οί σαμποτέρ, πού μπερδεύονταν ανάμεσα στους ^ εργάτες φορτώσεως και έκφορτώσεως, έρριχναν μέ τρόπο στο σωρό του κάρ βουνου τού καραβιού δυο τρεις τέτοιες βόμβες. Κατό πιν, ό θερμαστής τις έρριχνε στούς φούονους μαζί μέ τό άλλο κάρβουνο για νά κάνουν τά καζάνια ατμό, νά κινηθή ή μηχανή καί φυσικά καί τό πλοίο. Έν άγνοια του βέ βαια. Οί σατανικές αυτές βόμβες τότε έπαιρναν φωτιά, τό πλοίο ανατιναζότανε καί κανείς δέν εϋρισκε σωτηρία. Αυτές οί βόμβες - κάρβουνο ήρθαν στο νού τού Γερακιού καί κατάλαβε τό σατανικό σχέδιο τού Στροχάϊτερ. Ένώ ή αστυνομία κΓ ό στρατός 6ά έκαναν έρευνες στις γραμ μές καί στις γέφυρες, τό μη χάνημα τού θανάτου θά ήταν στήν ατμομηχανή τής αμαξο στοιχίας. 'θ άνθρωπος λοι πόν, πού είχε χαρακτηρισθή ώς κοινός ψιλικατζής κλέ φτης,^ ήταν ένας πράκτωρ τού Στροχάϊτερ. "Έμαθε από
ποιο βαγόνι θά άνεφοδιαζόταν ή αμαξοστοιχία, έφτασε κρυφά ώς έκεΐ, σκαρφάλωσε καί ανακάτεψε στο γαιάνθρα κα 6υό - τρεις βομβες-κάρβουνο. "Υστερα, θέλησε νά φύγη. ’Άν ήταν ένας κοινός λωποδύτης, θά στεκόταν όταν τον διέταξαν νά σταθή. "Αλ λά δέν ήθελε νά τον πιάσουν. "Έτρεξε, τον πυροβόλησαν καί τόν σκότωσαν. Πέθανε μέ τή βεβαιότητα οτι είχε κά νει τό καθήκον του απέναντι τού εγκληματία Στροχάϊτερ. Τό Γεράκι, λοιπόν, έλυσε τό γρΐφο. "Έκανε μερικά τηλε φωνήματα δεξιά κΓ αριστερά καί συγκέντρωσε τις πληρο φορίες πού^ χρειαζότανε. Ή αμαξοστοιχία πήρε άπ" το Πέρδιγκτον τό κάρβουνο πού χρειαζότανε γιά τό ταξίδι της ώς τήν Ούάσιγκτον. Μέ σα σ" αυτό ήταν μπερδεμέ νες καί ο! βόμβες. Τό κάρ βουνο αυτό μπήκε στήν απο θήκη νούμερο 2 τής ατμομη χανής. Ή χρΓ|σιμοποίησί του θά άρχιζε πεντε ή δέκα λε πτά πριν ψτάση στήν εναέ ριος γέφυρα τό τραίνο. "Ως έκεΐ, ή μηχανή έτροψοδοτεΐτο μέ δ,τι υπόλοιπο υπήρχε στήν αποθήκη νούμερο 1. Ό χρόνος^ λοιπόν ήταν μετρημέ νος. Τό Γεράκι απογειώθηκε. "Οταν συνάντησε τήν ταχεία, είχαν ριχτή στους φούρνους τής ατμομηχανής μερικές φτυαριές άπο τό κάρβουνο τού Πέρδιγκτον. Δέν υπήρχε άλλη, λύσις. Ελευθέρωσε τήν καταδικασμένη ατμομηχανή
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
21
φ^γνννννννννννννννννννννννννννννννννννννΜΜΜΜΛΜΜΜΜΜΛΜΜΜΜΛ'ΑΜΜΛΜΜΜΜΜΜΜ\Η\1Λ\νΜ\\ΐ\νΜ\ννν% καί άφησε πίσω τά βαγόνια. Τά υπόλοιπα τά ξέρεις. —Ναι. Τά ξέρω!, συμφώ νησε ό αστυνομικός. ’Άν δεν έπενέβαινε τό Γεράκι, ολό κληρη ή άμαξοστοιχία τρία λεπτά αργότερα θά βρισκό ταν στη γέφυρα κΓ δταν Θά ανατιναζόταν ή ατμομηχανή, δλα τά βαγόνια θά κατρακυ λούσαν μαζί μέ τους επιβά τες τους στο βάραθρο. Αυ τά τά ξέρω. Εκείνο όμως πού 6έν ξέρω, είναι κάτι άλλο. Σταματάει γιά ν’ άνάψη τό τσιγάρο του και κυττάζει λοξά τον Μάκ Ντάνυ. Στο βλέμμα του υπάρχει υποψία. —-Ποιο; ρωτάει ό δημοσιο γράφος. ^ —Πώς εσύ έιιαθες όλες αύ τές τις λεπτομέρειες; Ό Μάκ χαμογελάει αινιγ ματικά. —Δεν τό κατάλαβες; — Οχι. —Τό Γ εράκι ήρθε στο γραφείο τής εφημερίδας και του πήρα συνέντευξι... —Μέ κοροϊδεύεις, Μάκ; —Καθόλου. Σπρώχνει προς τό μέρος του επιθεωρητή τό βάζο μέ τό γλυκό. —’Έλα, Τζαίημς, μή κατσουφιάζης. Δεν υπάρχει λό γος! Πάρε μιά κουταλιά α κόμα βύσσινο. Κατάλαβα ό τι σοΟ αρέσει. Την άλλη φο ρά πού θά μάς στείλουν δέμα απ’ την Ελλάδα, θά σου χαρίσω ένα ολάκερο βά ζο, νά τό χόρτασης!
*Ό Μ αχ Ντάνυ διακό πτει τον περίπατό του καί τό Γεράκι δρά!
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ πηγαίνει τή μητέρα του περίπατο. Δεν έχει τίποτα πού ν’ άγαπάη στον κόσμο περισσότε ρο από την τρυφερή αυτή μητερούλα, πού έπίσης τον λα τρεύει και τον καμαρώνει γιά την παλληκαριά του καί τήν τόλμη του. Στο βάθος όμως έχει πάντα τό χτυποκάρδι. Τούτες οί καταπληκτικές καί απίστευτες περιπέτειες, στις όποιες μπερδεύεται κάθε τό σο ό γυιός της, «ό μικρός της Μάκ», όπως συνηθίζει νά τον λέη, τήν ανησυχούν. Τρέ μει μήπως τού συμβή κανένα κακό. Σήμερα ως τόσο, πού τον έχει κοντά της, είναι ήσυχη κι’ ευχαριστημένη. Ό Μάκ τήν πηγαίνει στο Λούνα Πάρκ. Ό Μάκ κάθεται στο βολάν τής μικρής κούρσας του καί δίπλα του εκείνη. Στο πίσω κάθισμα, σαν πολυεκατομμυριούχος τρισέγ γονος τού Άλή Χάν, είναι ξαπλωμένος ό Τζίμ ό Γκάφας, ό λιχούδης άραπάκος μέ τά γουολωτά μάτια. Μασάει καραμέλες καί καμαρώνει σαν γύφτικο σκερπάνι... Προ χωρούν μέ δυσκολία ανάμεσα στις χιλιάδες αυτοκίνητα, πού κυκλοφορούν στις μεγά λες λεωφόρους τής Νέας Ύόρκης. Ξαφνικά, ό Γκάφας ανα σκιρτάει. Σκύβει προς τό μέρος τού Μάκ καί δείχνει κάποιον πού βαδίζει άρέρι-
Ο
22
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νχΜΛΛΛΜΜΜΛΜΜΜΛΜΛΜΛΜΛΛΛΜΛΛΜΜΛ/· ΛνΜΛΛΛΛΛννϊνννηνν^^^^^ν^Λ^ΛΛ^νι^νίΛννΛ^νΜΛΛΛα^νννννν^^νί/
μνας στο αριστερό ττεζοδρόμιο. —-Νάτος!, φωνάζει. Νάτος! —Ποιος; ρωτάει ό νεαρός δημοσιογράφος. >—Ό άνθρωπος πού μου έδωσε τό κουτί μέ τά μπο μπόνια ϊ Ό Μάκ σφίγγει τά δόν τια. Γυρίζει προς τό μέρος πού του δείχνει ό μικρός άραπάκος. —Είσαι βέβαιος; τον ρω τάει. —"Οπως σέ βλέπω καί μέ βλέπεις, κύριε Μάκ!... 9,Αφησέ με νά κατεβώ νά τον κα νονίσω! Νά μάθη άλλη φορά πώς πρέπει νά φέρεται και νά {ΐή μέ περνάη εμένα για μίση μερίδα άνθρωπο!^ ^—Φρόνιμα Τζίρ!, τον μα λώνει η κυρία Μαργκαρετ. —Με συγχωρής, κυρία Ντάνυ. Άλλα μέ τρώνε τά χέ ρια μου. Πρέπει νά δείρω κάττοιονε σήμερα! Είναι μι κρό τάχα αυτό πού μου έκα νε; Νά μου δώση νά φέρω στον κύριο Μάκ ένα κουτί, πού άντίς γιά μπομπόνια εί χε δυναμίτη; 9'Αφησέ με σου λέω νά τον καθαρίσω! Ξαφνικά όμως, ό νεαρός δημοσιογράφος, πού έχει ζυ γώσει πλάϊ στο πεζοδρόμιο, φρενάρει απότομα καί τό μι κρό αραπάκι, πού είναι όρθιο μέσα στ9 αυτοκίνητο, τινάζε ται προς τά πάνω και τό κε φάλι του βροντάει στο καπώ του αυτοκινήτου. Χαζός κα θώς είναι, νομίζει ότι κά ποιος του ρίχτηκε καί πέφτει
ανάσκελα στο κάθισμα. —-Βοήθεια!, φωνάζει. Βο ήθεια! Μου κάνανε έπίθεσι! Βοήθεια! Μέ φάγανε στον ύ πνο. Κύριε Μάκ, σώσε με! Μέ δέρνουνε! Ό κύριος Μάκ όμως έχει αλλού τό νού του. Παρακολου θεί τον... θαυμαστή του, πού θέλησε νά τον τινάξη στον αέρα! Κατεβαίνει βιαστικά άπ9 τ9 αυτοκίνητο καί παρα δίνει οπή μητέρα του τό βολάν. —Πάρε τον Τζίμυ μαζί σου, τής λέει, καί πήγαινε στο Λούνα - Πάρκ. ’Άν τε λειώσω σύντομα, θαρθώ νά σάς συναντήσω. ’Άν όχι, θά επιστρέφω κατ9 ευθείαν σπί τι. Γειά σου, γλυκειά μητερούλα. 9Εκείνη θέλει νά τόν έμποδίση. Αυτός όμως τής δίνει ένα πεταχτό φιλί καί χάνε ται ανάμεσα στό πλήθος πα ρακολουθώντας τόν άνθρωπο. Είναι ένας μάλλον λιγνός άνθρωπάκος μέ γυαλιά καί κατεβαστή ρεπούμπλικα. Κάθε τόσο, κυττάζει τό ρολόι του καί ταχύνει τό βήμα. Κατε βαίνει προς τίς μεγάλες προ κυμαίες τού λιμανιού. Εκεί σέ κάποια πάροδο, ανάμεσα στά μεγάλα συγκροτήματα τών αποθηκών, τόν χάνει. "Υ στερα από λίγο όιιως, τόν ξανο:βλέπει νά γυρίζη πίσω. Μάκ τρυπώνει στην κώχη μιας μεγάλης πόρτας. Περ νάει από μποοστά του χωοίς νά τόν 5ή. Τόν παίρνει πάλι από πίσω. Αυτή τή φορά μπαίνει σπή «Χρυσή Άγκυ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
23
>ννΜ/νννννννννννν</ννν\^Λ^ν^νννννννννννίΛΛΛνΐΛ\ΛΛ/^ΛΜ\^%ννϊΛν»/ν^,'νϊΛΛ ν\ννννννΐΛΜΜΛΛ/ννΜΛΜΛ\ν\Λ\νίΛΛνννιννννΜ ρα», ένα καπηλειό δπου ^μα ζεύονται δλα τά κατακάθια του λιμανιού. ^ Ό νεαρός ήρως μας ^ δεν θέλει νά μπή μέσα. Φοβάται μήπως 6 άγνωστος τον ανα γνώριση, οπότε δλα πάνε χα μένα. Στο μεταξύ έχει αρχί σει νά νυχτώνη. Παρακολου θεί από τό χαμηλό ^ παράθυ ρο. Τον βλέπει νά κάθεται σ’ ενα τραπέζι, νά πίνη και νά μιλάη μέ κάποιους, που από τό ντύσιμό τους φαίνονται ναυτικοί. Ή κουβέντα αυτή τραβάει πολύ, άλλά ο Μάκ δέν χάνει την υπομονή του. Ό έπι μενών νικά! Περιμένει. Και νάτος πάλι, υστέρα από μιά ώρα, ό_ λιγνός άνθρωπος μέ^τά γυαλιά. Βγαίνει στο Βρόμο. Ό Μάκ, πού παραμο νεύει σέ μιά σκοτεινή γωνιά, βλέπει τώρα πώς δέν είναι μόνος. Τον συνοδεύουν δυο γιγαντόσωμοι άντρες μέ μπλέ φανέλλες και κασκέτα. Δίπλα σέ μεοικές μαούνες εί ναι μιά βενζινάκατος. Πη δούν μέσα και τό μικρό σκά φος ξεκινάει αμέσως προς την έξοδο τού λιμανιού, άφίνοντας πίσω του ένα βουνό από άφοούς. Ό Μάκ Ντάνυ φέρνει τή μπλέ πέτρα τού δαχτυλιδιού στό στόμα. Σέ* μισό δευτε ρόλεπτο τά μπράτσα του δέ νονται σάν τό ατσάλι και τό κορμί του τυλίγεται σ’ έναν αόρατο άτρωτο θώρακα. Τό οπτόρ κοστούμι του χάνεται και τή θέσι του παίρνουν ή μπλέ φόρμα και ή κόκκινη μπέρτα μέ τά χρυσά κρόσια.
Σηκώνει τά χέρια και τινά ζει τά πόδια. Τό Γεράκι απο γειώνεται μέσα στη νύχτα. . Τώρα πετάει πάνω από τή θάλασσα. Βλέπει πάλι τή βενζινάκατο. "Έχει βγή απ’ τό λιμάνι και τραβάει στ* α νοιχτά. Χοροπηδάει στά με γάλα κύματα . τού Ατλαντι κού σάν καρυδότσουφλο, άλ λά δέν σταματάει τό ταξίδι της. "Έχει περάσει σχεδόν μιά ώρα, δταν τό Γεράκι δια κρίνει κάτι πού τον παραξε νεύει. ΓΈνα κόκκινο φως «ναβοσβύνει στό σκοτάδι τρεις Φορές. Άπό τή βενζινάκατο απαντούν μ’ ένα πράσινο φως, πού άναβοσβύνει επί σης τρεις φορές. Είναι φανε ρό πώς πρόκειται γιά κάποιο σύνθημα. Ό Νέος Υπεράν θρωπος εντείνει τήν προσοχή του... Κατεβαίνει πιο χαμηλά. I ώρα μπορεί νά 51ακρινή κα λύτερα. "Ενα μεγάλο χαλύ βδινο πούρο λικνίζεται στην ναι κατασκοτεινο και μοιά ζει μ’ ένα τεράστιο κήτος πού αναπαύεται στά κύματα. —Χμ! Καλά τό μάντεψα, λέει μέσα απ’ τά δόντια του. Ό... θαυμαστής μου είναι άν θρωπος τού Στροχάϊτερ. Αυ τό τό χαλύβδινο τέρας ανή κει στό στόλο τού μέλλοντος 5 Αρχοντος τού Κόσμου... Τι νά μαγειρεύουν τάχα απόψε; Δέν 6* άογήσω νά τό μάθω... Ή βενζινάκατος πλησιάζει τό χαλύβδινο πούρο. Πέφτει δίπλα. "Ενα μικρό πορτάκι ανοίγει καί στό φως ενός
24
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
ιΐί/ννίΛ'νΐΛΛ/4/νΐιννι^ν5Λΐ/^Λ'ννίΛΛιννννν«/νί/ν^νΜΛΛ'νΐΛΛΜΛΛΛίνν<ΛΛΛΛιΙ^Λ^ΛΛΛ.ν%^ ,4ΐ/νννννννννΜ/νΐ'ννν»/ν^^ννννν^νννννννννν
πραβολέως, πού έρχεται άπό το εσωτερικό του σκάρους, βλέπει τον άνθρωπο μέ τά γυαλιά νά επιβιβάζεται. Ή πόρτα ξανακλείνει και γίνε ται σκοτάδι. Τό Γεράκι βλέ πει την βενζινάκατο μέ δυο μόνο αυτή τή ί^ορά^επιβάτες, νά κάνη στροφή καί νά γυρίζη προς τό λιμάνι. Τό σκάφος που έχει τό σχήμα του πούρου αρχίζει νά βυθίζεται. Πρόκειται λοιπόν γιά υποβρύχιο! Τό Γεράκι θά πρέπει τώρα νά δράση κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας. Καί τά νερά αυτή τή νύχτα θά είναι σίγουρα παγωμένα. "Αλλά 6 αόρατος θώρακας προστατεύει τον Νέο Υπεράνθρωπο. Παίρνει μια βόλτα στον αέρα καί, μέ τεντωμένα τά χέρια καί τό κεφάλι προς τά κάτω, πραγ ματοποιεί* μια θεαματική βου τιά. "Ύστερα από μισό δευ τερόλεπτο βρίσκεται κάτω άπ5 τήν επιφάνεια τής Θά λασσας. Είναι πραγματικά κάτι τό καταπληκτικό! Αι σθάνεται νά κινήται μέ τήν ίδια άνεσι όπως καί στον αέρα. Αναπνέει σάν ένα με γάλο ψάρι. Τά πνευμόνια του, όταν βρίσκεται στο νε ρό, λειτουργούν σάν βράγχια ψαριού. Κρατούν -— χάρις στην έπίδρασι τού μαγικού υγρού -— τό οξυγόνο καί βγά ζουν πάλι τό νερό, ακριβώς όπως συμβαίνει μέ τά ψάρια: Μέ τά μάτια ανοιχτά ψάχνει, προσπαθώντας νά διακρίνη τό μυστηριώδες υποβρύχιο. Δέν αργεί καί πολύ. Τό χα-
λύββινο πούρο, τώρα πού βρί σκεται βαθειά στο νερό, έχει ανάψει δυο μεγάλους ηλεκ τρικούς προβολείς πού φωτί ζουν τό δρόμο του. Μοιάζουν μέ δυο φωτεινά μάτια, πού μεταβάλλουν τό σκοτάδι τού βυθού σε ηλιόλουστη μέρα... Τό Γεράκι, φροντίζοντας νά βρίσκεται πάντοτε έξω άπ5 τήν περιοχή πού φωτί ζουν οι προβολείς, αρχίζει νά ταξιδεύη παράλληλα μέ τό υποβρύχιο. Δέν τον έχουν άντιληφθή. Μεγάλοι καρχα ρίες καί άλλα τέρατα τού βυθού περνούν πλάι του, αλ λά δέν τολμούν νά τον πλη σιάσουν. Τον βλέπουν μ* έν τρομο βλέμμα. Είναι ή πρώ τη φορά πού συναντούν στο βασίλειό τους ένα τόσο πα ράξενο ψάρι μέ μπλέ καί κόκ κινα χρώματα, πού δέν φαί νεται νά τά λογάριάζη. Φο βούνται καί βιαστικά απομα κρύνονται... Ό Νέος ^ Υπεράνθρω πος παλεύει μ* ένα τέ ρας των βυθών
<0 ΤΑΞ1Δ8 κάτω από τήν επιφάνεια τής θάλασσας κρατάει πιο πολύ από μιά ώρα. Καί ξαφνικά τό υποβρύ χιο σταματάει. Οί προβολείς σβύνουν. Ό βυθός γεμίζει πάλι σκοτάδι καί ησυχία. Ό Νέος Υπεράνθρωπος μέ με ρικές απλωτές πλησιάζει τό χαλύβδινο κήτος. 5Από κά ποιο φινιστρίνι, πού προστα τεύεται από ένα χοντρό κρύ σταλλο, βγαίνει μιά θαμπή ανταύγεια φωτό^. Τό Γεράκι
Τ
ΥΠέ^ΑΝΘΡάΠόί
.........
15
^Λ^ννννννννννΛΛνηΛ.ΛΛΛ^ΛΛ^ΛΛ^νννννννΐΛΜΛ>ννιννννννν^4\νν\νίνΙίνίΛ Λνν*/ν^<ϋ νννΐννίννΜΛ\Λ<νννννι/ννννι ννννννν»
αθόρυβα σέρνεται άπάνω στον τταγωμένο χάλυβα και φτάνει στο μέρος πού φωτί ζεται. 5Από εδώ μπορεί νά ρίξη μια ματιά στο εσωτερι κό τού υποβρυχίου. "Ενα πα ράξενο χαμόγελο σχεδιάζε ται οπό πρόσωπό του. Ό Φόν Στροχάϊτερ, ό σατανικός εγ κληματίας πού θέλει νά κα ταστρέφω] τις Ηνωμένες Πο λιτείες, βρίσκεται εκεί. Κρατάει ένα χαρτί στο χέρι καί μιλάει σε πέντε ανθρώπους, πού φορούν ναυτική στολή κΓ έχουν στά πηλίκισ τους, αντί γιά κορώνα, κεντημένο ένα φίδι πού τυλίγεται γύ ρω από τή Γη: Τό σύμβολο πού διάλεξε γιά κορώνα ό σατανικός κακούργος, πού ο νειρεύεται νά γίνη ό "Αρχον τας τού Κόσμου... Κρατάει τό χαρτί, μιλάει καί δείχνει ώρισμένα σχέδια πού ύπαρχουν σ’ αυτό. Καί εκείνοι πού τον περιτριγυρί ζουν φαίνονται νά τον άκουνε μέ προσοχή. Πού και πού, κά ποιος απ' αυτούς ρωτάει κά τι καί ό Στροχάϊτερ εξηγεί. Τό Γεράκι καταλαβαίνει πώς κάποιο καινούργιο έγκλημα ετοιμάζουν, αλλά δέ μπορεί νά ξέρη τί ακριβώς... Παρα κολουθεί καί βασανίζει τό |ΐυαλό του. Καί, καθώς ^ έχει εντείνει δλη την προσοχή του κΓ έχει καρφώσει ^τά μάτια στο έσωτερικό τού υποβρυ χίου, 6έν αντιλαμβάνεται έ ναν ύπουλο έχθρό πού τον πλησιάζει... "Ετσι άκίνητος, ξαπλωμέ νος απάνω στη ράχη τού χα
λύβδινου πούρου, δεν μπορεί πια νά τρομάξη τά τέρατα τού βυθού. ΚΓ ένα απ’ αυτά τον ζυγώνει αθόρυβα καί ύ πουλα. Τό Γεράκι αισθάνεται ξαφνικά κάτι βαρύ νά πέφτη απάνω του, νά κουλουριάζεται γύρω άπ’ τή μέση του καί νά τον τραβάη μακρυά άπ’ τό υποβρύχιο. Είναι τό πλοκά μι ενός φοβερού χταποδιού, πού έχει πάχος τρεις Φορές περισοότερο από τό μπρά τσο ένός ανθρώπου. Βλέπει τό μεγάλο άποκρουστικό κε φάλι του στο βάθος τού νε ρού καί τά μάτια του πού φεγγοβολάνε μέ έχθρα. Προ σπαθεί ν’ απαλλαγή από τη θανάσιμη αυτή περίπτυξι καί παλεύει απεγνωσμένα, μά οι μεγάλες βεντούζες του πλο καμιού έχουν κολλήσει απά νω του καί δεν τον άφίνουν. ”Αν είχε τουλάχιστον ένα μα χαίρι μαζί τουί "Ομως 6έν έχει καί τό τεράστιο χταπό δι, πού τον κρατάει αιχμά λωτο, τον σέρνει όλο καί τπό βαθειά. Καί δεν είναι μόνο αυτό. Τό θαλασσινό τέρας, βλέποντας τώρα τήν αντί στα σι τού θύματός του καί κα ταλαβαίνοντας δτι έχει νά κάνη μ’ έναν σοβαρό αντίπα λο, στέλνει απάνω στο Περάκι καί άλλα πλοκάμια. Είναι πραγματικά μια φοβερή στιγ μή γιά τον Νέον Υπεράν θρωπο... Τινάζεται, φέρνει βόλτες, αναποδογυρίζεται, παίρνει α κροβατικές τού μπες μέσα στο νερό καί σ’ αυτή τήν α πελπισμένη προσπάθεια του
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ννννννίΛΛΛΑ\^ννννννν\ν^Λνννννν\Ί.'ν'.ννν^ννννννννν\\·νν\ννννννννννννννννν ν^#ννννννννλ^νννννννν^'ν\ν\^^ννννννν!Λ/ν'νννίΑ
παρασύρει καί τό χταπόδι που δμως δεν εννοεί να τον άφήση. Τά σιδερένια δάχτυλα τού δεξιού χεριού του τυλί γονται γύρω άπδ ένα πλοκά μι και σφίγγονται σαν μια ατσάλινη τανάλια. Μέ το α ριστερό φουχτιάζει την άλλη άκρη. Ο! βεντούζες ξεκολλάνε απ’ τό κορμί του και το πλο κάμι σαν πληγωμένο φίδι α πομακρύνεται από πάνω του και κουλουριάζεται. Άλλα υ-
Μιά γροθιά καί τό διάφανο κρά νος ταακίζρται!
πάρχουν άλλα έπτά πλοκά μια πού τον* παιδεύουν. Τό ένα απ’ αυτά, τό πιο ισχυ ρό, σέρνεται στο στήθος του και ζητάει νά τυλιχτή στο λαιμό του. Τό Γεράκι βγάζει μια κραυγή λύσσας. "Οχι, δέ θά τό άφήση. ’Άν 6έν τά καταφέρη κΓ αυτή τή φορά, εί ναι χαμένος. Ανατριχιάζει σε τούτη την ιδέα και τά μά τια του γεμίζουν από έναν α περίγραπτο τρόμο, καθώς βλέπει δτι, σ’ αυτό τό μετα ξύ, τό τεράστιο χταπόδι, παρ’ δλη την υπεράνθρωπη άντίστασί του, τον παρασύ ρει δλο και πιο πολύ στο ά νοιγμα μιας σκοτεινής σπη λιάς, πού είναι σίγουρα ή κρυψώνα του... Τότε τό Γεράκι... δαγκώ νει ! Πώς δεν τό είχε σκεςπή νωρίτερα; Ο! μασέλες του έχουν ανυπολόγιστη δύναμι καί, τά δόντια, πού είναι κο φτερά σάν την αιχμή ένός ξυ ραφιού και ισχυρότερα άπό τό βαμμένο ατσάλι, μπαίνουν σ’ ενέργεια. Τό πλοκάμι πού ζυγώνει στο λαιμό του πέ φτει οπό δόκανο. Ό Νέος Υ περάνθρωπος ανοίγει και κλείνει τό στόμα. "Ενας σπα σμός έρχεται άπό τό μέρος τής κεφαλής τού χταποδιού. Τό θαλασσινό τέρας σπαρά ζει. "Ένα δεύτερο πλοκάμι πέφτει στά δόντια τού Γερα κιού. Σέ μισό δευτερόλεπτο έχει παραλύσει... Τά υπόλοι πα χαλαρώνουν τό σφίξιμο, ί ώρα κινείται πιο άνετα ό Νέος Υπεράνθρωπος καί 6έν τού μένει πολλή δουλειά...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
ι^νννννννννννννΛ Λ-νννννννννν\/ννν ννννννν^Λ/νν^ /νΐννννί\ν^ννν^νΐ^ν^^ννν^ν^^νΐ^νν.ν^νν\ν4Λ^νΐ.·ν\'1'\'ίΛ'ν'4.'1.νν\ννΐΛ·νν^
Μισοπεθαμένο, τ© τεράστιο χταπόδι τρυπώνει στη φωληά του καί τον άφίνει ελεύθερο. κι παίρνει μια βαιά αναπνοή. Τά πνευμόνια του γεμίζουν νερό, μά χάρις στις θαυματουργές Ιδιότητες πού τού δίνει τό μαγικό ΰκρό τής μπλε πέτρας πού δα» χτυλιδιού, κρστάει μονάχα τό οξυγόνο και ξεφυσώντας ι από τό στόμα τ© 601 Βατραχάνθρωποι τοΰ Γερμανού και οί ω ρολογιακές βόμβες
ΑΙΡΝΕΙ έτσι μια βαθειά ανάσα καί ανεβαίνει σά βολίδα πάλι προς τά πόρτο. Τό υποβρύχιο βρίσκεται παν τότε στην ίδια θέσι. Ασάλευ το και σκοτεινό σαν έ^α πε θαμένο τέρας. Τό Γεράκι ε τοιμάζεται νά ζυγώση πάλι στο φινιστρίνι, άλλα δεν προφταίνει. Ακούγεται ένα υπόκωφο μουγγρητό, σαν νά δουλεύη μιά μεγάλη τροχα 4Η ά^μ ο μηχανή πέφτει τότε στο λία, και ξαφνικά μιά σιδερέ τραμερό βάραθρο ! νια πόρτα ανοίγει στο πλάι τού χαλύβδινου πούρου. Τώ Υπεράνθρωπος. Που τάχα ρα βλέπει καθαρά. "Ενας, πηγαίνουν καί ποιο καινούρ δύο, τρεις, πέντε «βατραχάν γιο έγκλημα προετοιμάζουν θρωποι» βγαίνουν άπ3 αυτή για λογάρι αο°μό τού Φόν την πόρτα και αρχίζουν νά Στροχάϊτερ; ταξιδεύουν μέ αργές κινή Είναι άνθρωποι μέ ειδικές σεις. Ή πόρτα ξανακλείνει, στολές από αδιαπέραστο άπ3 χάνεται τό φως που έβγαινε την υγρασία ύφασμα, μέ γυά άπ’ τό εσωτερικό τού ύποθου λινές περικεφαλαίες καί μέ χίου και ξαναγίνεται σκοτά αναπνευστικές συσκευές, πού δι... περιέχουν οξυγόνο, στην πλά —Οί Βατραχάνθρωποι !, τη. Στά χέρια καί στά πόδια λέει ξαφνιασμένος ό Νέος έχουν περάσει φτερούγες ή-
Π
28
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
%ννΧΛΜΛΛΛΛΛΜΛΛΑΛΛΛΜΜΛΜΜΛΜΜΛΛΜΛΛ/* ΑΚ'^Μ'\ΑΑΑΜ\\νΜ\ΜΛΛ'τΑΜν\Λι\ΛΑΛΛ/Μ<Λ,^\,\%'^^%ν^ΛΤ^<ΛΛν\ΑΜ\ννννΐΑ
ττό χοντρό καουτσούκ, πού τους δίνουν την δυνατότατα νά κινούνται άνετα καί νά τα ξιδεύουν μέσα στο νερό χω ρίς μεγάλη προσπάθεια. Ό καθένας απ’ αυτούς έχει κρε μασμένο στον ώμο ένα σακκίδιο, μέσα οπό όποιο φαίνε ται πώς υπάρχουν βαρεία αντικείμενα. Τό Γεράκι παραμονεύει μ9 άγρυπνο μάτι. Τούς άφίνει νά προχωρήσουν λίγο καί αρ χίζει νά τούς παρακολουθή. Προχωρούν πεοίπου μισό χι λιόμετρο^ κι9 ύστερα αρχίζουν ν9 ανεβαίνουν προς την επι φάνεια. Ό Νέος Υπεράνθρω πος κυττάζει προς τ9 απάνω. Βρίσκονται τώρα, όπως λο γαριάζει, σέ βάθος λιγώτερο από δεκαπέντε μέτρα. "Ως ε δώ κάτω, φτάνει σέ τεθλοισμένες γραμμές, τό φώς πού υπάρχει στην έπιφάνεια. Τό δυνατό βλέμμα του, πού δια περνάει καί τό πιο βαθύ σκο τάδι, μπορεί τώρα νά διακρίνη τί ακριβώς συμβαίνει πά νω άπ9 τό κεφάλι του. Υπάρ χουν εκεί αγκυροβολημένα πέντε μεγάλα σκάφη, πού εί ναι έορταστικά φωταγωγημένα... Βλέπει τις σκοτεινές κοιλιές τους καί διακρίνει τα φώτα στα καταστρώματα τους. Μια ιδέα σφηνώνεται στο μυαλό του. 9Αλλά θέλει πρώτα νά βεβαιωθή. Μέ μιαν και των χεριών του ανεοαινει στην επιφάνεια. Τό βλέμ μα του διαγράφει ένα βιαστι κό τόξο, καθώς βγάζει έξω
άπ9 τό νερό για μια στιγμή τό κεφάλι του. Καλά τό είχε μαντέψει ! Έδώ είναι ό τρίτος πολεμι κός ναύσταθμος των Ηνωμέ νων Πολιτειών! Πέντε μεγά λα καταδρομικά βρίσκονται στον δρμο καί άλλα μικρότε ρα πολεμικά σκάφη. Βενζινά κατοι, γεμάτες αξιωματικούς μέ μεγάλες στολές, πηγαινο έρχονται από την ξηρά στα πλοΐα. Ό Νέος Υπεράνθρω πος τώρα θυμάται. Ή σχε τική ει'δησι δημοσιεύτηκε πριν τρεις μέρες στις εφημε ρίδες. 9Απόψε γίνεται μιά μεγάλη δεξίωσις στον τρίτο πολεμικό Ναύσταθμο. Είναι προσκαλεσμένοι ν α ύαρχοι, αντιναύαρχοι, ανώτεροι αξιω ματικοί με τίς κυρίες τους καί άλλοι επίσημοι. Ή αφρό κρεμα τής Νέας Ύόρκης καί τής Ούάσιγκτον βρίσκεται μέσα στά πλοία αυτή την ώ ρα... Ό Στροχάϊτερ λοιπόν έχει τό λόγο του, πού στέλνει τούς πέντε αυτούς Βατραχάν θρωπους προς τά ύφαλα των πλοίων. Τό χαρτί, πού κρα τούσε πριν λίγη ώρα στά χέ ρια του, ήταν σίγουρα ένα σχέδιο πού σημείωνε τή θέσι κάθε σκάφους. Τό Γεράκι ξαναβουτάει μέ σα στό νερό. Βρίσκεται πάλι δέκα μέτρα κάτω από την ε πιφάνεια. Οί πέντε Βατρα χάνθρωποι έχουν σκορπίσει τώρα. Ό καθένας άπ9 αυτούς έχει διαλέξει ένα πλοίο και γλυστράει προς την καρένα του. "Ενα πλοίο ό καθένας!
ΫαβΡΑΝβΡάϋο* Βλέττει ΐον ΐ?ρώτ© νά ξα<όψ μπώνη τό σακκίδιο πού κρέ μεται απ’ τον ώμο του. Βγά ζει ένα στρογγυλό αντικείμε νο τρεις φορές πιο μεγάλο α πό ένα κοινό πορτοκάλι και ζυγώνει τό σκάφος μέ αργές κινήσεις. 'Όταν ψτάνη στά 8φαλα πιέζει ένα κουμπί κΓ ένα κομμάτι ισχυρού μαγνήτη πετάγεται απ’ τά πλάγιά του σιδερένιου πορτοκαλιού. —Μια ωρολογιακή βόμ βα!, κάνει τό Γεράκι. Μια ω ρολογιακή βόμβα μέ μαγνή τη ! Μέσα σέ μισό χιλιοστό του δευτερολέπτου τό ακονι σμένο μυαλό του ζυγιάζει τήν άπόστασι. Ό Βατραχάνθρω πος άκουμπάει τον μαγνήτη στά υψσλα τού πολεμικού. Ή βόμβα, πού μπορεί ν’ άνατινάξη τό σκάφος και νά σκορπίση τό θάνατο σέ έκατοντάδες ανθρώπους, έχει κολλήσει τώρα σαν βεντούζα στο πλοίο. Τό ρολόι, που δουλεύει μέσα στά σπλάχνα της, έχει κουρδισθή έτσι, πού σέ ένα ώοισμένο χρονικό διά στημα, υστέρα από ένα τέ ταρτο, από μίση ώρα τό πο λύ, θά ψέρη τήν εκρηξι. νΑμε σος κίνδυνος προς τό παρόν δέν υπάρχει. Γιατί οί Βα τραχάνθρωποι θά πρέπει νά έχουν άπομακρυνθή αρκετά και μαζί μ’ αυτούς και τό υ ποβρύχιό τους, όταν θά άνατιναχθούν τά πλοία. Διαφο ρετικά κινδυνεύουν νά πέσουν κΓ αυτοί θύματα του εγκλη ματικού έργου τους... Σαν σαΐτα όρμάει τό Γε
.................... ράκι. Οι ατσαλένιοι μυώνες του συσπώνται νευρικά, Ό Βατραχάνθρωπος τον βλέπει και γυρίζει ξαφνιασμένος. Μέσα από τή γυάλινη σφαί ρα φαίνεται τό πρόσωπό του πού έχει πάρει μιά άγρια έκφρασι. Ή σιδερένια γροθιά τού Νέου Υπεράνθρωπου ση κώνεται καί πέφτει βαρειά στο γυαλί που τον προστα τεύει. Αλλά τούτο τό πράγ μα... δέν είναι γυαλί! Είναι μιά πλαστική, διαφανής ϋλη, πιο ισχυρή από τό χάλυβα! Τό χέρι του Γερακιού ξανασηκώνεται. Αλλά ό Βατρα χάνθρωπος, ξέροντας τώρα μέ ποιόν έχει ^νά ,κάνη, γλυστράει προς τά κάτω καί ξε φεύγει. Γέρνει πλάγια, ανα ταράζει τό νερό μέ τά λαστι χένια φτερά των ποδιών του καί απομακρύνεται. ’Αλλά σέ λίγο ξαναγυρίζει. Τήν ίδια στιγμή μιά κίτρινη φλόγα χτυπάει κατάστηθα τον Νέο Υπεράνθρωπο. Είναι ένας κεραυνός πού φεύγει από ένα παράξενο όπλο πού κρατάει στά χέρια του ό συμμορίτης του Στροχάϊτερ! Τό Γεράκι όμως είναι άτρωτο. Ό αόρα τος θώρακας τον προστατεύ ει. Διπλώνει τά γόνατά^ του καί όρμάει σάν αστραπή α πάνω στον ώπλισμένο αντί παλό του. Ή γροθιά του τού τη τή φορά 8έ λαθεύει. Πη γαίνει κατ’ ευθείαν στο στο μάχι. Ό Βατραχάνθρωπος παίρνει μιά βόλτα καί ή κί τρινη φλόγα χάνεται. Τήν ί δια στιγμή τό άλλο χέρι του Γερακιού γαντζώνεται στήν
19 Αναπνευστική συσκευή πού έ χει ό κακούργος στην πλάτη και μέ μιαν κίνησι, χωρίς με γάλη προσπάθεια, την ξεκολ λάει από πάνω του. ΟI σωλή νες πού τροφοδοτούν μέ αέρα την σφαίρα μέ τήν πλαστική ύλη, κομματιάζονται. Ό Βα τραχάνθρωπος 6έ μπορεί πια ν’ άναπνεύση. Είναι χαμένος... Τό Γεράκι τον άψίνει. Μέ δυο απλωτές φτάνει το πλοίο. Τά δάχτυλά του τυλίγονται στην βόμβα. Την τραβάει μέ δύναμι καί την άφίνει νά κυλήση στον βυθό. Άλλα δέν έχει τελειώσει ακόμη. Τό χα μόγελό πού πάει ν’ άνθιση στα χείλη του, σβύνει. Οί τέσσερις Β α τραχάνθρωποι πού είδαν την κίτρινη φλόγα τού όπλου καταλαβαίνουν πώς κάτι σοβαρό πρέπει νά συμβαίνει καί ταξιδεύουν τώ ρα μέ βιαστικές κινήσεις προς τό μέρος του. Κρατούν στα χέρια τους ακόμα τις ω ρολογιακές βόμβες. Δέν ίτρόφτασαν νά τις κολλήσουν στά πλοία. Προτιμούν νά τελειώ σουν πρώτα μ’ αυτό τό πα ράξενο φάντασμα, πού ξεφύ τρωσε μπροστά τους κΓ έχει θέσει κιόλας έκτος μάχης έ ναν σύντροφό τους... "Υστερα έχουν καιρό νά «έκτελέσουν τη διαταγή τού Στραχάϊτερ. Τό Γεράκι όμως δέν τούς περιμένει. Πραγματοποιεί μια τολμηρή κατάδυσι, περ νάει κάτω άπο τά πόδια τους καί αναδύεται πίσω τους. Πριν προφτάσουν νά γυρί σουν, δυο σιδερένια σφυριά,
ίΐΡΑΚΙ,
ΰ ΝΙΟί
οί χαλύβδινες γροθιές του, πέφτουν στις σφαίρες μέ τήν πλαστική ύλη πού προστα τεύουν τά κεφάλια των δυο απ’ αυτούς. Τούτη τή φορά ξέρει πώς πρέπει νά χτυπήση. Οί περικεφαλαίες ανοί γουν στά δυο. Οί δυό Βατρα χάνθρωποι ρουφούν άπληστα τώρα τήν αλμυρής θάλασσα καί ταξιδεύουν μέ τό κεφάλι προς τό βυθό. ’Έχουν ξοψλήσει μέ τή^ζωή !... Τώρα είναι ή σειρά τού τέ ταρτου. Ό Νέος Υπεράνθρω πος τον βλέπει πού έρχεται απάνω του. Τον άψίνει νά πλησιάση. Μέ μια μελετημέ νη από πριν κι νησί παίρνει θέσι πλάγια καί κλειδώνει στις αρπαγές τών μπράτσων του τό 5εξί του χέρι πού κρατάει ένα κοφτερό στιλέττο. Μια κίνησι ακόμα καί τό ώπλισμένο χέρι τού κακούρ γου σπάει στά δυό. Τον βλέ πει πίσω από τή γυάλινη σφαίρα νά ξεφωνίζη. Μιά γροθιά ακόμα στην αναπνευ στική συσκευή καί ό τέταρ τος Βατραχάνθρωπος ταξι δεύει για τήν κόλασι... «Φσν ^ Σ τροχάϊτεο, ψη λά τά χέρια! Τίποτα δέν μπορεί νά σέ τώση!»
ΤΩΡΑ είναι ή σειρά του τελευταίου. Τούτος έδώ όμως έχει χάσει κάθε έλπίδα πώς μπορεί νά παλαίφη μέ τό Γεράκι. Προτιμάει νά φύγη. Απομακρύνεται κουνών τας βιαστικά χέρια καί πό δια. Ό Νέος Υπεράνθρωπος
νή6#ΑΝ©ΡβΛΰΙ
έτοιμάζεται νά έΐτιτεθή. Με ρικές απλωτές καί μια γρο θιά στή σφαίρα μέ την πλα* στική ύλη!... "Υστερα 8ά εί ναι ελεύθερος νά γυρίση στο Λούνα - Πάρκ νά συνάντηση τή μητέρα του και τον Τζΐμ Γκάφα... "Ομως συγκρατεΐται. "Έχει μιά έμπνευσι. Άφίνει τον πέμπτο Βατραχάνθρωπο ανε νόχλητο Τον παρακολουθεί μονάχα από άπόστασι χωρίς νά φαίνεται. Πρέπει νά πιστέψη πώς τό Γεράκι έγκατέλειψε τον αγώνα. Εκείνος πηγαίνει προς τό υποβρύχιο. Σέ λίγο διακρίνεται καθαρά ό σκοτεινός όγ κος του. Πλησιάζει. Άπλώνει τά χέρια καί πιάνεται ^α πάνω του. "Υστερα χτυπάει συνθηματικά τρεις φορές. "Α πό μέσα άκούγεται ή ^τροχα λία που δουλεύει. Τώρα θά του ανοίξουν. Τό Γεράκι αυ τή τή στιγμή ίσα - ϊσα πε ριμένει. Χύνεται σαν αστρο πελέκι απάνω στον Βατρα χάνθρωπο. Τον ανατρέπει καί μέ μιά γροθιά συντρίβει τή γυάλινη σφαίρα. Αυτός α πλώνει τά χέρια κάπου νά πιαστή. Μά τό Γεράκι δέν τόν άφίνει. Μ" ένα λάκτισμα τον στέλνει στο βυθό. Ό δυ νατότερος άνθρωπος τού κό σμου νίκησε πάλι... Καί ήταν καιρός. Γιατί, μιά στιγμή αργότερα, ανοί γει ή σιδερένια πόρτα του υποβρυχίου. Είναι μιά στενή είσοδος μέ στεγανά χωρίσμα τα. "Ενα θαμπό φως έρχεται από τό εσωτερικό. Μπαίνει.
II
Κλείνει πίσω του αυτόματοί ή πόρτα. Τό νερό απορροφάται από ηλεκτρικές αντλίες. Τώρα ανοίγει άλλη πόρτα. Ό Νέος Υπεράνθρωπος γλυστράει μέσα στο χαλύβδινο πούρο. "Ενας ναύτης, πού χειρίζεται τό μοχλό τής τρο χαλίας, τόν βλέπει κΓ ετοι μάζεται νά φωνάξη. Ή γρο θιά όμως του Γερακιού πέ φτει ^άπάνω του σαν κεραυ νός. Γού κλείνει γιά πάντα τό στόμα! Ό προστάτης τού Δικαί ου, τό θρυλικό Γεράκι, προ χωρεί τώρα μέ προφυλάξεις προς τό βάθος τού διαδρόμου. Κατεβαίνει μιά ορθή σιδερέ νια σκάλα, σπρώχνει μιά πόρτα καί βρίσκεται στην καρδιά τού χαλύβδινου τέρα τος. Είναι ένα στρογγυλό μι κρό διαμέρισμα μέ λογής-λογής μηχανήματα. Νάτος καί ό Φόν Στροχάϊτερ! "Εχει σκύψει άπάνω^ σέ μιά φωτει νή οθόνη καί παρακολουθεί τήν κίνησι μιας βελόνας πού διαγράφει τόξα καί κύκλους. Είναι τόσο άπορροφη^ένος, ώστε δέν αντιλαμβάνεται πώς κάποιος άπροσκάλεστος μουσαφίρης ήρθε νά τού κά νη έπίσκεψι... "Έχει γυρισμέ νες τίς πλάτες καί περιμέ νει^ μ" αγωνία νά δή μέσα στην όθονη τίς ανατινάξεις τών πολεμικών πού όμως δέν θά γίνουν ποτέ... ■ Καί ξαφνικά ή σιωπή σπά ει καί μιά φωνή αντηχεί σαν βροντή μέσα στο διαμέρισμα κάνοντας τον ν* άνατριχιάση:
II
.Γέ^ΑΚΙ,
*VΗ«*V%ΜΜ**ινΜη4%^ηι446Μ'4444/^ΜΑ/$ΜΜ/&ννΐΜΑΜβΜΛΜ^^'Ι^^
β
Ν602
—-Απάνω τά χέρια, Φόν
εγκληματίας, πού ονειρεύεται
Στροχάϊτερ! Μή δοκι^άσης ν’ άντισταθής, γιατί τίποτα δεν μπορεί νά σέ σώση! "Έ χω μεγάλη επιθυμία νά τσα κίσω στα 6υό τό χοντρό πρω σικό σβέρκο σου καί νά συν τρίψω μέ μιά γροθιά τό βρω μερό κρανίο σου, πού κρύβει τον πιο εγκληματικό εγκέφα λο τού κόσμου. Αλλά δεν θά τό κάνω. Προτιμώ νά σέ πα ραδώσω ζωντανό στις αρχές νά σέ καθήσουν στην ήλεκτρική καρέκλα γιά νά ψηθής όπως σου ταιριάζει! Λοιπόν, ψηλά τά χέρια!... Ό Στροχάϊτερ γυρίζει ^ξα φνιασμένος. Ά ν α γνωρίζει τον Νέον Υπεράνθρωπο καί, πίσω απ’ τά γυαλιά πού φο ράει, τό βλέμμα του σκοτει νιάζει. —-Έσύ πάλι; γρυλλίζει μέ σφιχτά δόντια. 3Εσύ πάλι; Αύτή τή φορά όμως... —Έγώ Φόν Στροχάϊτερ ! Είπα ψηλά τά νέρισ! ^Μά εκείνος δέν υπακούει. Δεν έχει καμμιά διάοεσι νά ύπακουση στις απειλές ενός παιδιού, πού φοράει μιά μπλέ φόρμα κι * έχει ριγμένη στους ώμους μιά κόκκινη μπέρτα. Μέ μιάν αστραπιαία κίνησι, τό χέρι του χώνεται στην τσέ πη του καί τραβάει ένα όπλο. Μά ό Νέος Υπεράνθρωπος δέν τού δίνει καιρό νά πυρο βόληση. Κάνει ενα σάλτο και πέφτει απάνω του. Τό δεξιό του χέρι προσγειώνεται ανά μεσα στα φούβια τού Στροχάϊτερ. Ή άλλη γροθιά του συντρίβει τρία πλευρά. Ό
νά γίνη ^Αρχοντας τού. Κό σμου, σωριάζεται σάν άδειο σακκί σέ μιά γωνιά καί βογγάει. Είναι ανίκανος νά κά νη ^τήν ελάχιστη κίνησι. “αφνικά όμως άκούγεται ένας φοβερός κρότος πού συγ κλονίζει τό υποβρύχιο. Είναι σά νά βροντούν χίλια μαζί κανόνια. Τά φώτα αναβοσβή νουν. Τό Γεράκι γαντζώνεται κάπου γιά νά μή σωριαστή. Γίνεται μιά μικρή σιωπή. "Υ στερα άκολουθεί άλλος κρό τος πιο δυνατός άπ3 τον πρώ το. Τά φώτα ϋ"βύνουν. Τό υ ποβρύχιο χοροπηδάει σάν με θυσμένο. Μιά φωνή άκούγεται στο μεγάφωνο πού έρχε ται από τό διαμέρισμα πηδα λίου: —-Βόμβες βυθού! ΟΙ Α μερικανοί έπεσήμαναν μέ τό ραντάρ τό υποβρύχιό μας, καί μάς ρίχνουν βόμβες βυ θού... Αιαταξατε... Είναι σίγουρος τώρα πώς τά αμερικανικά πολεμικά θά αποτελειώσουν τό έργο πού άρχισε αυτός. Σέ λίγο τό χα λύβδινο τέρας θά συντριβή από τις βόμβες τού βυθού, πού εξακολουθούν νά πέφτουν καί θά γίνη τάφος γιά τον Στροχάϊτερ καί τούς συντρό φους του. Αυτός όμως πρέ πει νά φύγη τό συντομότερο από εδώ μέσα. "Όσο καί νάναι Υπεράνθρωπος, όταν έχη νά κάνη μ3 αυτά τά φοβε ρά όπλα, δέν ξέρει τί μπο ρεί νά του συμβή, Γλυστράει ^πρός τό μέρος όπου υπολογίζει ότι βρίσκε-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
'
33
^^Ι^ννΜ^ννννννντν^ νννν\ννν\'νννννννννν\Λ'νν\ΥνννννννννννΛ/ννννννΐνννν\νννννν^νννΛΛΛ\ννννΐνν-ννννννννν\\νΐΛννν τοα ή σιδερένια πόρτα. Σκον ταφτεί άπανω στο νεκρό ναύ τη. Ψάχνοντας στό σκοτάδι βρίσκει τό μοχλό πού βάζει σέ κίνησι την τροχαλία. Άκούγεται ό χαρακτηριστικός θόρυβος που έλευθερώνει την έξοδο... "Ενα καινούργιο μήνυ μα...
ΗΝ ΑΔΑΗ μέρα, ο Ντάνυ βρίσκεται σπΓτι του και διαβάζει τις εφημερίδες. Τό μάτι του πέφτει σέ μια εΥδησι που τον ενδιαφέρει. Είναι μια σχετική άνακοίνωσις του υπουργείου τών Ναυ τικών: «Άγνωστου εθνικότη τας υποβρύχιον έπεσημάνθη χθες την νύκτα εις τά υδατα του τρίτου πολεμικού ναυ στάθμου. Τό σκάφος κατεστοάφη διά βομβών βυθού. Είναι άγνωστον εις ποιους σκοπούς άπέβλεπε». Άνασηκώνει τό κεφάλι άπ* την έφημερίδα ξαφνιασμέ νος. Ακούει ποδοβολητό στις σκάλες. Ό Τζίμ Γκάφας πέ φτει σαν σίφουνας στην κά μαρα. Κρατάει ένα κομμάτι χαρτί στό χέοι καί φωνάζει: —Κύριε Μάκ! Κύριε Μάκ! Διάβασε νά γελάσης! —Τί είναι Τζίμ; . —"Ένα αεροπλάνο που πετοΟσε μέσα στα σύννεφα, έρριξε χιλιάδες προκηρύξεις.
Γέμισε ή Νέα Ύόρκη από προκηρύξεις! Ό Μάκ Ντάνυ παίονει τό χαρτί στό χέρι του. Είναι έ να μήνυμα που απευθύνεται προσωπικώς προς αυτόν, δη λαδή προς τό Γεοάκι, άπό μέρους του Στροχάϊτερ, που είναι πάλι ζωντανός! «Φυλά ξου Γεράκι! ’Άν αγαπάς τή ζωή σου φρόντιο*ε ν* άπο μα κρύ νθής άπό τό δρόμο μου. Την έπόμενη όορά που θά συ ναντηθούμε δέν θά σέ λυπη θώ. Φόν Στροχάϊτερ». Ό Μάκ τσαλακώνει νευρι κά τό χαρτί ανάμεσα στα δάχτυλά του καί κατσουφίά-
ζει.
—Είναι ένας αληθινός σα τανάς !, λέει μέσα άπ5 τά δόντια του. —Τί; Δέ θά γελάσης, κύ ριε Μάκ; ρωτάει ό άραπάκος καί γουρλώνει τά μάτια του. -—’Όχι. Δέ θά γελάσω, Τζίμ. Τώρα γελάει κάποιος άλλος για λογαριασμό μου. Μά τήν άλλη φορά θά γελάμε έμεΐς. Δέν είναι ή σειρά μας νά γελάσουμε... Καί βυθίζεται σέ πικρές σκέψεις, γιατί δέ μπορεί νά καταλάβη τό πώς μπόρεσε καί πάλι ό θανάσιμος αντί παλός του νά βγή ζωντανός μέσα άπό ένα υποβρύχιο πού έγινε στάχτη άπό τις βόμβες βυθού...
ΤΕΛΟΣ ■ Συγγραφές: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται
ή άναδημοσίευσι ς.
^ΒΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙΒΙΒΙΙΠΙΙΙΙΒΙ^ τ
α Ε Ο ο- α Χ
=<
<Ν X Ο
οο .Λ οη (Ν ΓΟ ω X
I ^
ιυ
α υ> ΟΟ Ό < "Ο X
η
X
I < ιυ
'ΪΓ 3.
= ω
χ |£Ωο.
χ ιυ < π. ίϋ Ι ζ Ο α I— >-
<
φ’ ·—»
α
< ❖
<Ν <Ν 0 * χ <ι0
<
Ι-Γ
Ρ-.
θ- *· XI <0 α ο υ' ΟΟ ίτ ο οο α ν2 ω> X < ο. Λ
λ-Ρ ο α > '
ν°
ιο X ό
Ε3 Φ
§ • ετ *- χ Η « X α '3 ν' < ω •'Ε* ^ X
..
κτ
'Ε" X θ' . -Ο X
Ό
6 ^ <3 * Γ. .5
ο
-θ- Ο
οο
Οη
Λ
α ί—! (Ο β13
ο.
ι_
ΟΛ 0 αΌ α ΓΖ X 5. 9 * ο 5 Κ > ο ο — X
<3 οο
γ«ΗΙΙ1!ΙΙΙΗΙΙΙ!|||||||ΠΙΒ>
\% \ Ν Η Ν Ν Ν Ν Νο Ν %
%
«
>
<·Ε* X
(ω α ο θ α χ; * :> χ «ο ο
ρ
\
«Ο
Ν
«>Ε
\% -,£ 0^0 Ν. ο/1 X ί-1 Ν °ω ,ω
\
1 ι Ε" Ρ X αδ (0 Ρ Ρ -8 θ' ΊΟ ■Ό (0 »- χ~ <ί X Κ <£ >
θ' ο χ: <10 1-—β Ρ "10
^ο X ο. "10
<—
Ο
>- ■
Ο.Χ φ ρ * ο/10 Ω ω ΐ'8 „ Ό * -δ X ?< κτ3 » -Λ, ^
V
, *- Λ. £κ*Ι
Ο
βό & κ-. I. ί— ι <ετ γ·> 0-0 ο η χ
ΓΓ» § -5 ϊ: δ~
*
§ 8 ^ |8 ο
2Ρ ο=*■
ν^0θ Ό »υ·
γχ:
Νΰ \ "?© Φ Ν% ΝΧ·,
?-ϊ * X 'ω & § Ό ν3 ο ο® X 5 5'§ 5 »-8 *=”“ "0
^Λ
'-Τ'Ο « -Ο *ο “» “Ο Η* ί- X
Ο-
"δ < ιυ ο Ω-
*Ί-
<Ζ
ιΟ Ο'β ■ Ρ ω «»ί ΌΌ £φ
%
Ν Ν Ν%
Ο ΕΖ
ξζ
Ό 11!
Ο,
ς
ιθ χ <3'9 χ 1:1
_α ο<3 χ: £°η ιγΓ^
-ο ο *- 2 <ω μ Ο α
Γοίίί
ί3 ^ 5ο ο Η
— "Ϊ5 «Ε" Ρ ο, X
Ν* Ν
_Γ Ο »
• 1/> > I (_Γ | Έ Ε”'Ε· 3 ς-2 (3 ρ ^ η5 χ-ο α η χ1 ~ Γ“
η
■Ο Ό
> > ω I Ό χ: ι-
υ'
η
Ο
Μ
Ο. ■ΊΓ > ■Ρ 9"
ί-ο 3.8 α « ~ δ 'ΰ Ο χ© δ-
— ιο 9
%
Ν♦ Η %
Ν %
2 °· »=■ Ρ,
1|Μ| Ν
^ ,λ 5 μ 3 Ν Η & 010'δ'3 Ν - > οο
δΟ
%
'^τα - > Ι-* '— χ ι-'2 ο'δ 5-ί =*ϋ ^ &“ 3 ' Ρ ο =*· ^ ΐτ·6ν< "10 θ' ο (=> Ό‘3
Ν Η* Η -ίΑί Ν* £Γ Ν« ο ©■ Ν Ρ α Ρ £ δ Ν "3 -8 χμοΡ α. ω Ν ο ■-' . χ χΤ ί.^ >- Β ° *9 « Ν Ο
<
ο
> ^ ν/ _ (*^ '(3<0 χ > ° ρ "Β "0 ί-
71 ιο ?
%
Η
ΝΕ
ωφ 9 -ο >'δ'°'§ ο Ο,·-"Μ ν ~ Ν ο Γ^’-Ο ^ Η -· Κ X >χ α
X Ο-,ο
ο X ίΓ'0 5^0 V ρ ο 0 ι- & Η ΟΟ X :1 ^ -Ό δ <§"° Ρ
Ν Ν« Ν
Β ο Κ5 ,^Β10 ο. 03 X 3 ς/>
Ν "Ι^ο Η| I ^ χ ζ* α>» X 'διο αί ^ ιυ χ V* 40. η υ> ω 'ΰ X X ο χ: φ Η ν'° 0 3ο η&*>0 °Γ α. χ 3(^ ίο ο ^ χ ,1 “ 6 |:«ΐ3 >■
< X
Λ Ν♦ *> ιιο
Ν Ν Ν
8 I X ^ 0 ο « <10 ΙΟ 3 °
%
Ν6 Ν V1* V Ν \« V
Ρ Η ο
%
81 «
^4/1 ΡΌ
-. Ο δ^ > θ' - .. — ο ^ 3 3 ^
%
3. Φ > Ο
Ο- Γί.
Ν % Ν *
'3 ^ £ 2.3 9'8 '--<'ί Η ^|3ί:|ν°£&ω αΐ'ίί.®^. Ν I « Ο 0 » (= '»> & 'Β ° ίτ α. 3(« ο ο ^ ν ^εΙ-^&ο,*!15 Η Ν% ί'0-3 (03 0 ■ ^ %
ο 0 I—"
Η
ο^-ίΒ “ 3
Λ 3 Η ^
α χ
0 0
5 Η
ά
Ο
^"δ'Ε- ο<οΧ 5υϋΦ χ «I V εϊ3·ι?-εη ο.οο χ Ό~·—· γο >
“Βφ
V Η
ΜΕ) ΠΠΡ'Η ΟΡΓΗ'Π
ΘΕ7 ΡΩΡΓΡΓΗΣ ΤΡ Λ7/Τ ΕΝΡ ο Μίκυ ΜΡαυε βρ ΝΡ ΤΗΝ ΒΡΗ ΕΜΕΙΣ ΒΡ ΕΩΠΈΒΟΒΜΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ !
νει ρπ
ταηπρρβυρο κηρηατατν
Μ/Τ2/.
------------------------------------------
μι
η β0//0£//7!βσ#0ε/0ϋ ι·1ί,.<1-.·Ι..'Ι-ΐ-,ί-.1.1-
ΘΡΡΒΗΡΡΡΓΕΤΟ ΤΡΗίΝΠΣΤΡΝ
Ω9Ε/ΣΕ ΤΗΝ ΩΗΛίΒΝ-^ 0ΡΗΩΕ!ΑΕ9Ε/ΤΣ ΤΡΑΤΑ ■'.'.ι ,'ί 1
^ .^Λ1·
Η ϊο ο .
'υ
π ερά νθρω π ος
θρωποι να ταξιδεύουν από τή Γή στον "Αρη, στή Σελήνη καί σέ άλλους πλανήτες. Είναι ένα χειμωνιάτικο άπόγεμα καί ό δημοσιογράφος αισθάνεται μια τσουχτερή παγωνιά νά κατεβαίνη από τον πευκόφυτο λόφο. Στή στέ γη καί τά τζάμια του αυτο κινήτου βροντουν χοντρές ψι χάλες τής βροχής. Τό σπί τι τού καθηγητή Τζάψερσον βρίσκεται στήν πλαγιά αυ τήν ακριβώς του λόφου καί φαίνεται όμορφο, σάν μια α ληθινή ζωγραφιά, από μακρυά. -—Έγώ όμως, άν ήμουν στή θέσι του, δεν θά διάλεγα μιά τέτοια ερημιά, λέει μέ -- *σα του 6 Μάκ καθώς πατάει Ό Μάκ Ντά-νυ κάνει τό γκάζι για νά πάρη και μια έπίοκεψι και δοκι νούργια ταχύτητα τό αυτοκί μάζει δυσάρεστες εκ νητο πού άνηφορίζει. "Ένας πλήξεις. καθηγητής, πού κρατάει τό Ο ΜΙΚΡΟ αυτοκίνητο σα σοβαρά μυστικά στα χέ του Μάκ Ντάνυ, του νεα ρια του, θά έπρεπε νά μένη ρού ρεπόρτερ τού «Νταίηλυσ’ έναν θωρακισμένο ουρανο Χέραλντ», άνηφορίζει προς ξύστη τής Νέας Ύόρκης καί την κομψή βίλλα του διάση όχι στήν πλαγιά ένός βου μου καθηγητή Σάμ Τζάψερνού. Έκτος άν ή μυστική α σον. Ό Τζάψερσον είναι δι στυνομία διέθετε εκατό αρ ευθυντής του Γουάϊντ Σάντς, ματωμένους ώς τά δόντια άν του μυστικού έργαστηρίου τρες γιά νά τον ψοουρούν. δηλαδή τών Ηνωμένων Πολι π αλήθεια είναι όμως ότι τειών, δπου κατασκευάζονται κανείς δέ μπορεί νά μπή στήν τά κατευθυνόμενα βλήματα παράξενη ψυχολογία τών αν καί γίνονται πειράματα για θρώπων αυτών, πού έχουν άτήν κατασκευή διαπλανητικων φιερωθή μέ ψυχή καί με σώ πυραύλων, μέσα στους οποί μα στήν επιστήμη. ’Άς εί ους θά είναι δυνατόν οί άν ναι.., ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Τ
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
%νννννΐ/ΐΛ\\νννννγΐ*.ννννν\ΛΛνννννν^ΛΛΛΛ\Λ*ν\νννναΑΛνννννννννννν».ννν\Λ-ν ·Λν\ \ χνννν ννννννννννννννννννν-Λ'ννννννννννν
Ό Μάκ δίνει μια στροφή στο βολάν και τό άμάξι μπαί νει σ' ένα στενό δρομάκο, πού φέρνει ακριβώς στην εί σοδο τής^Βίλλας Τζάφερσον. Είναι μια μεγάλη εξώπορτα μέ χοντρά σιδερένια κάγκε λα. Φρενάρει και πηδάει άπδ τ’ αυτοκίνητο. —Έν τάξει! Είμαι ό πρώ τος, λέει κυττάζοντας τό ρολόι του. Οί άλλοι συνάδελ φοι θά προτίμησαν ν' αδειά σουν κανένα ποτήρι, πριν^ ξε κινήσουν από τις εφημερίδες τους. Ό καθηγητής Τζάφερσον έπρόκειτο νά κάνη^ μια σο βαρή άνακοίνωσι σε μιά συγκέντρωσι τών αντιπροσώπων του Τύπου, μέ θέμα τά διαπλανητικά ταξίδια. —Άπό μέρους τής^ εφημε ρίδας μας θά πας εσύ, Μάκ, είχε πή στον νεαρό ρέπορτερ ό αρχισυντάκτης του «Νταίηλυ Χεραλντ». Ό ίδιος ό καθηγητής τό ζήτησε. Πα ρακολουθεί τά άρθρα σου και σε Θαυμάζει. Θέλει λοιπόν νά χειρισθής εσύ αυτό τό θέ μα. Είμαι σίγουρος πώς 8ά τά καταφέρης. Έπι τή ευκαι ρία θά γνωριστής καί μαζί του... —Έν τάξει, κύριε ’Έμορυ! Θά πάω... Χτυπάει τό κουδούνι. "Ε νας υψηλός άντρας^ έρχεται άπό τό βάθος τού κήπου. Εί ναι ένας πραγματικός γίγαν τας καί, καθώς τον βλέπει, ο Μάκ λογαριάζει πώς, άν έχη δυο - τρεις ακόμα τέτοι ους άντρες στην υπηρεσία
του, 6 Τζάφερσον δεν έχει κανένα λόγο νά φοβάται σέ τούτη τήν ερημιά. Τρεις τέ τοιοι άντρες μπορούν νά τά βάλουν μ* ένα σύνταγμα γκάγκστερς! πόρτα. —ΕΙσθε δημοσιογράφος ; ρωτάει. ^ —-Μάλ ι στα. "Ερχ©μαι εκ μέρους τού «Νταίηλυ Χέραλντ». —Περάστε. Ό κ. καθηγη τής σάς περιμένει... —Δέν ήρθαν άλλοι συνά δελφοι; ρωτάει ό Μάκ καθώς προχωρεί προς τό βάθος τού κήπου όπου βρίσκεται ή βίλλα. —ΕΙσθε ό πρώτος, κύριε, λέει ό άνθρωπος πού τον συ νοδεύει Αλλά ό κύριος κα θηγητής είπε πώς θά^ έρθουν καί άλλοι δημοσιογράφοι... Διασχίζουν ένα χώλ καί προχωρούν προς μιά πόρτα πού βρίσκεται άκριβώς απέ ναντι. Ό άνθρωπος πού τον συνοδεύει χτυπάει καί κάποι ος ανοίγει άπό μέσα. Ό δη μοσιογράφος περνάει τό κα τώφλι καί μπαίνει σ' ένα με γάλο δωμάτιο. Έδώ επικρα τεί μισοσκόταδο. Είναι κατεβασμένα τά στόρ τών πα ραθύρων καί τό φώς πού έρ χεται άπό έξω εΐνάι λιγοστό. "Οταν τά μάτια του συνηθί ζουν κάπως στο ημίφως, βλέ πει τον καθηγητή Τζάφερσον νά έρχεται προς τό μέρος του. Είναι σχεδόν κομψός μέσα σ' ένα μπλε ριγέ κοστούμι,
ψΐίΒΡ ΑΗ§Ρ&ΐϊ01 εχει μια γαρδένια στο πέτα του σακκακιού -—- είναι γνω στή σ’ δλη τήν "Αμερική ή αδυναμία του διάσημου αύτου καθηγητή μέ τις γαροενιες —- έχει γκρίζα μαλλιά ριγμένα προς τά πίσω κι" έ να γκρίζο μουστάκι στο ε πάνω χείλος. Στα μάτια του είναι στερεωμένα χοντρά μυ ωπικά γυαλιά, μέ χρυσό σκε λετό. —Χάρηκα πολύ, κ. Ντάνυ, του λέει και του σφίγγει θερ μά καί τά δυο χέρια, που ό κ. ’Έμορυ ακούσε τήν παρά κλησή μου καί έστειλε εσάς σ’ αυτήν τήν συγκέντρωσι. Εχω διαβάσει πολλά πράγ ματα δικά σας. Είμαι πολύ ευτυχής πού σάς γνωρίζω καί προσωπικώς. —Αυτό είναι μια εξαιρετι κή τιμή για μένα, λέει ό νεα ρός ρεπόρτερ κΓ έτοιμάζεται νά ύποκλιθή. Είμαι εξαι ρετικά ευτυχής... Μά 6έν προφταίνει ν’ απο τελεί ώση τή φράσι του. Τά χέρια, πού κρατούν σέ θερ μή χειραψία τά δικά του, σφίγγονται σάν δυο χαλύβδι νες τανάλιες καί κάποιος του καταφέρνει ένα δυνατό χτύ πημα μ* ένα ελαστικό ρόπα λο στο πίσω μέρος του κρα νίου. Ό Μάκ αισθάνεται σάν νά τον χτύπησε κεραυνός καί ζαλίζεται. "Ομως δέ γονατί ζει. Τινάζεται απότομα προς τά έμπρός, ανατρέπει τον καθηγητή Τ^άφερσον, ελευ θερώνει τά χέρια του, παίρ νει μιά βόλτα πάνω στά τα κούνια των πσπουτσιών του
, ψΗ44Μ/ΐ4Φ&444Μΐ44*Μ*/νΐ\*^^
§
καί οι δυο γροθιές του, ή μιά πίσω από τήν άλλη, προσ γειώνονται σ’ ένα πλαδαρό τετράγωνο μούτρο. ^ Προσπαθεί νά τρέξη προς τήν πόρτα, μά παραπατάει σάν μεθυσμένος. "Ενα δυνατό χτύπημα μέ τό λαστιχένιο ρόπαλο, στή μέση τού μετώ που του ακριβώς· αυτή τή φο ρά, τον κλονίζει. "Ολα στρι φογυρίζουν γύρω του καί κά τι χλιαρό καί πηχτό, τό αί μα από τήν πληγή, πού τού άνοιξε τό ρόπαλο, κυλάει στά μάτια του καί τον τυφλώνει. Σωριάζεται μέ τά μούτρα στο πάτωμα καί βογγάει. —Ηλίθιε!, άκούγεται μιά φωνή. Σού είπα ότι δέν ήθε λα νά τόν χτυπήσης τόσο δυ νατά, αφού μου χρειάζεται ζωντανός! Θέλω νά κουβεν τιάσω μαζί του.. Δέστε τον χειροπόδαρα καί πάρτε τον από εδώ. "Οταν συνέλθη, νά μέ ειδοποιήσετε! 5Ο Μάκ ακούει μερικές κου βέντες ακόμα καί καταλαβαί νει δτι τόν άνασηκώνουν απ’ τό πάτωμα. "Υστερα ολα γί νονται θαμπά καί αόριστα. Αισθάνεται σάν νά κατρακυλάη σ’ ένα σκοτεινό βάραθρο. Χάνει τίς; αισθήσεις του καί είναι ανίκανος νά κάνη τήν ελάχιστη κίνησι. "Οπου ό Μάκ Ντάνυ βρίσκεται δεμένος χει ροπόδαρα ;μέ τόν κα θηγητή Τζάφεοσον!... 5ΣΗ ΩΡΑ αργότερα, έξω από τήν πόρτα τής^ βίλλας τού καθηγητή Τζάφερ-
Μ
5
............ ...................
ΡΕΡΑΚΙ,
ό
Ν6Τ0Χ
^<ννίΛΛ/ννΜ/ν&'νίΑνί/ννν^ΐΑι^ννννδΛν^ν5ΛΛν!/^Λ/ν^'νϊΛ/νννννν4'ννΐ,%'ν»ννννν2/νί/&ι' -,ϊ''^
τον, είναι σταματ^μένο ένα πλήθος από αυτοκίνητα. Α νάμεσα τους όμως 5έν υπάρ χει τό μικρό γκρίζο αμάξι του Μάκ Ντάνυ. Εκείνοι που τον κρατουν αιχμάλωτο πρό λαβαν νά τό εξαφανίσουν πριν φτάσουν οι άλλοι δημο σιογράφοι. "Έχουν τό λόγο τους. Τώρα οι αντιπρόσωπο*, όλων των έψημερίδων τής Νέ ας Ύόρκης είναι συγκεντρω μένοι στη μεγάλη αίθουσα
Τότε εν<χ λαστιχένιο ρότταλ© τόν χτυπάει στο κεφάλ ι!
μέ τά κατεβασμένα στόρ και ό διάσημος καθηγητής ανα πτύσσει μέ πειστικότητα καί ακλόνητα επιχειρήματα τον τρόπο, μέ τον όπο.ο σύν τομα θά πραγματοποιηθή τό πρώτο διαπλανητικό ταξίδι. Οί δημοσιογράφοι τον άκουνε μέ ^προσοχή, υποβάλλουν διάφορες ερωτήσεις, κρατούν σημειώάεις καί είναι ενθου σιασμένοι που εξασφάλισαν ένα εντυπωσιακό πρωτοσέλι δο άρθρο γιά τις εφημερίδες τους. Όταν πια έχει τελειώσει ή ομιλία, μερικοί απ’ τους ρέπορτερς κυττάζουν γύρω τους σαν ν’ αναζητούν κάποι ον. "Ενας ρωτάει μεγαλόφω να: —Τό «Νταίηλυ Χέραλντ» δέν έστειλε λοιπόν συντάκτη εδώ; Περίεργο! •—Αυτό τό πρόσεξα κι" ε γώ, λέει ό καθηγητής που πα ρακολουθεί τις συζητήσεις τους. Μέ λυπεί ιδιαιτέρως αυ τό τό πράγμα. Καί όμως εί χα τηλεφωνήσει μεταξύ τών πρώτων στον κ. " £μορυ. Μου υποσχέθηκε ότι θά έστελνε κάποιον Μάκ Ντάνυ. "Αλλά φαίνεται πώς τό ξέχασε. —"Ώ! "'Ω! Τον Μάκ Ντά νυ; κάνει ειρωνικά ένας κοκ κινομάλλης μέ φαβορίτες. Σίγουρα αυτό τό μωρό θά έ χασε τό δρόμο. Έκτος άν πή γε πάλι νά πάρη καμμιά συνέντευξι μέ τόν.,.Νέο Υπερ άνθρωπο ! —Πραγματικά, αυτό τί παιδί έχει μεγάλη φαντα σία!, λέει ένας κοντόχοντρο
?ϋέ£Α
μ
0 &άϋ ϋ £
. , .
9
ΑΛΛΛ^ν^·νν^ντΛ^'νΐίννν5'νν>·ννννν^ν^νν^ν^ΙΛΛ'>Λ'ίΛ,ϊΛ/ίΛΛΛΙ!/ν!/2Λ,7/·5Λ/νν!('ίΛ'νί, /ΚΪ/3Α/Μ/ίίΜήΛ/ΜΜΑ/νΐΛΜΑΛΛΜ)ΜΑ «ϋΜΛΜΜΦνΜ
φαλακρός 8 η μ όσιογράφος. Δεν διαβάσατε τά παραμύθια πού έγραψε για τούς , Βατρα χανθρώπους τού Φόν Στροχάίτερ, (*) πού ήθελαν τάχα ν’ ανατινάξουν πέντε καταδρο μικά στον αέρα; ’Άν είναι ποτέ δυνατόν! —Σιγά - σιγά θά μάς πη πώς αυτός είναι τό θρυλικό Γεράκι καί 0ά τό πιστέψη κι* ό ’ίδιος!, προσθέτει ένας άλ λος. Νά τό δητε! Ό καθηγητής Τζάφερσον γελάει. —Χά! Χά! Γιατί νά μην τό πή κι* αυτό, κύριοι; λέει. Αυτός ό κύριος Ντάνυ, όπως λέτε, γιατί έγω δεν έχω την τιμή νά τον γνωρίζω, είναι έ να παιδί. *'Ξ, λοιπόν, όλα τά παιδιά έχουν τρομερή φαντα σία ! Γελάνε δλοι καί τό κου τσομπολιό δίνει καί παίρνει κάμποσην ώρα ακόμα. "Υστε ρα, τό ένα μετά τό άλλο, τά αυτοκίνητα με τούς απεσταλ μένους τών εφημερίδων εγκα ταλείπουν τήν πλαγιά του πευκόφυτου λόφου καίβ κατη φορίζουν προς τό μεγάλο αυ τοκινητόδρομο, πού θά τούς φέρη στή Νέα Ύόρκη. Αυτήν πάνω - κάτω τήν ώ ρα ό Μάκ Ντάνυ ανοίγει τά μάτια. Αίσ3άνεται βαρύ τό κεφάλι κΓ έχει δυνατούς πό νους στο σβέρκο, Αλήθεια, που βρίσκεται; Κυττάζει γύ ρω του. Είναι ένα χαμηλοτά{*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος τό 4, που Εχει τόν τί τλο: «Τιτανομαχία».
'Ο Νέος Υπεράνθρωπος ταξιδεύ ει κρεμασμένος όπό τό δίσκο!
βανο δωμάτιο μ* ένα μικρό π α ράθυρο, καγκελόφραχτο πού βρίσκεται ψηλά. Σιγά σιγά, αρχίζει νά θυμάται. Είχε μιά πρόσκλησι για τήν συγκέντρωσι του καθηγητή Τζάφερσον. 7Ηρθε πρώτος άπο τους άλλους δημοσιογρά φους, ειόε τόν καθηγητή και ξαφνικά δέχτηκε δυό ψοόερά χτυπήματα. "Ενα στο πίσω μέρος του κρανίου κΓ ένα στο μέτωπο...
| ίΊ#Α&ι, οΝϋβί μνννννΜΑ/ΜΛνννννΜΛ/|ίΙΛΑΜΛ'%Μ^'ΜΑ''ϊΑΛΛΜΜΑ^/Ι%ιΜ^ΛΛΑ'Μ%%%1ΜΜ/ΜΑ1ΛΑν ΙΜΜ'ΜΜΜ&ΜΜΛ'ΐΜΜΛΜΜινννννΜ'νννί'»*»* Τώρα εΐναι ξαπλωμένος πάνω σέ υγρές ^πλάκες. Κά νει μια προσπάθεια νά σηκωθή. Αέν τά καταφέρνει. Κα ίορθώνει μόνο νά ανακαθήση και τότε καταλαβαίνει. Εί ναι δεμένος. "Έχουν δεμένα πίσω στη ράχη τά χέρια του μ5 ένα χοντρό σκοινί. Εΐναι δεμένα καί τά πόδια του.^ — I ήν έπαθα, λέει μέσα απ’ τά δόντια του. ’Άν είχα τουλάχιστον λυτά τά χέρια, θά μπορούσα νά χρησιμοποι ήσω τό ένα από τά 6υό δαχτυλίδια πού φορώ. Μά τώρα είμαι πιασμένος σάν ένα πον τίκι οπό δόκανο. Γιατί ό μως; Για ποιο λόγο νά με χτυπήσουν, νά μέ δέσουν καί νά μέ πετάξουν εδώ μέσα; Ξαφνικά σωπαίνει. Κάποι ος θόρυβος, πού έρχεται άττό την άλλη γωνιά τού δωματί ου, τραβάει την προσοχή του. Μέσα στο μισοσκόταδο προ σπαθεί νά διακρινή. Τώρα μπορεί νά ξεχωρίση κάποιον πού είναι δεμένος όπως αυ τό^ καί ξαπλωμένος στις υ γρές πλάκες. Ό Μάκ αρχί ζει νά κυλιέται σάν βαρέλι προς τό μέρος του καί τον πλησιάζει. Τούτος εδώ είναι σέ χειρότερη θέσι άπ’ αυτόν. Τον έχουν φιμώσει. "Ενα σκούρο μεγάλο μαντήλι τού κρατάει κλειστό τό στόμα καί είναι δεμένο πίσω στο σβέρκο του. —Δεν ξέρω ποιος είσαι, τού λέει, αλλά γύρισε τό κε φάλι σου προς τό μέρος μου. Θά μπορέσω ίσως νά λύσω μέ τά δόντια μου τον κόμπο
του μαντηλιού πού σέ κρα τάει φιμωμένο. Ό άνθρωπος υπακούει. Ό νεαρός ρεπόρτερ, αφού δεν μπορεί νά χρησιμοποίηση τά χέρια, βάζει σέ ενέργεια τά δόντια του. Δέν είναι καθό λου εύκολη τούτη ή δουλειά. "Όμως έπιμένει καί σε λίγο τό σκούρο μαντήλι πέφτει άπ" τό πρόσωπο τσΟ δεμένόύ ανθρώπου... —Ό !<αθηγητής Τζάφερ σον !, βγάζει μιά ^ πνιχτή κραυγή ό Μάκ. Μά πώς είναι δυνατόν; Είναι πραγματικά αυτός ό! διάσημος επιστήμων, πού έ χει δή τόσες φορές δημοσιευ μένες τίς φωτογραφίες του σέ εφημερίδες καί επιστημο νικά περιοδικά! Είναι ό ί διος ό Τζάφερσον, πού πρίν μιά - δυο ώρες (δέ μπορεί νά λογσριάση ακριβώς) τον υ ποδέχτηκε μέ θερμή ευγένεια στο γραφείο του! Δέ μπορεί νά καταλάβη. Νομίζει πώς είναι ακόμα ζαλισμένος καί ονειρεύεται. —Ό καθηγητής Τζάφερ σον!, ξαναλέει. —Ναί. Ό ίδιος ό καθη γητής Τζάφερσον, απαντάει ό άλλος. Έσύ ποιος είσαι; Πώς βρέθηκες έδώ; —"Ονομάζομαι Μάκ Ντάνυ, λέει ό νεαρός ρεπόρτερ. Εργάζομαι στο «Νταίηλυ Χεραλντ» καί ήρθα έδώ ύστε ρα από μιά πρόσκλησι... Μά δέν μπορώ νά καταλάβω. Πό τε σάς έφεραν έδώ; Σάς εί δα προηγουμένως στο γρα φείο σας...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
V
Μ/ννν*.ννννννννννννννννννν ννννννί^ννννννννίΜ^ΜνΜΛΛ^ν^ννννννννννΐ
"Ενα πικρό χαμόγελο είναι ή άπάντησι. —Δεν είδατε έμενα, κύριε Ντάνυ. Είδατε τον σωσία μου! Κάποιος, πού δεν ξέρα ποιος είναι, ήρθε χδές τή νύ χτα μέ μια ομάδα γκάγκστερς οάν κι* αυτόν, και μέ αιχμαλώτισε. Οί άντρες τής αστυνομίας και το υπηρετικό προσωπικό μου, πού βρίσκον ταν σ’ αυτό τό σπίτι, έξωντώθηκαν ύπουλα καί άγρια, πριν προφτσσουν νά αμυν θούν, Ούτε έγώ πρόφτασα νά άμυνθώ ή νά κάνω κανένα τη λεφώνημα.., Μέ φίμωσαν, μ’ έδεσαν καί μ9 έρριξαν σ’ αυ τή την κάμαρα, πού χρησιμο ποιούσα άλλοτε ώς άποθήκη. —Γιά ποιο λόγο; ρωτάει ό Μάκ. —Χμ! Μήπως ξέρω; Υπο ψιάζομαι ώς τόσο πώς πρό κειται γιά μια ενέργεια πού μπορεί νά έχη σχέσι μέ τού^ καινούργιους πυραύλους, που θά χρησιμοποιηθούν σέ λίγο από τίς ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών... Ό άνθρωπος, πού είδατε μέ τά χαρακτηριστικά τά δικά μου, έχει προφανώς τούς λό γους του νά εμφανίζεται ώς καθηγητής Τζέφερσον... Μά εσάς γιά ποιο λόγο νά σάς συλλάβουν; Μήπως υποψιά στηκε ότι τον αναγνωρίσατε; —-’Όχι, κάνει σκεπτικός ό Ντάνυ. Πρόκειται σίγουρα γιά ένέδρα. Μέ έφεραν ώς ε δώ έχοντας κάποιο σχέδιο στο μυαλό τους... Ξαφνικά, βήματα άκούγον-
Ό
νΐΛΜΜ*ΛΜΜΛ^%ν*ΜΜΜΜΛ/^^
9
Νέος Ύττερ άνθρωπος άφίνει μια κραΐυγη και επιτίθεται.
ται έξω. Κάποιος έρχεται προς τό δωμάτιο τών δύο αιχ μαλώτων. 'Ο Μάκ Ντάνυ κά νει μια απότομη κίνησι καί, κυλώντας πάλι σάν βαρέλι, απομακρύνεται απ’ τον καθη γητή καί ξαπλώνει στή γω νιά, δπου βρισκόταν προτη χερά. Έκεΐ μένει ακίνητος καί σιωπηλός.
10
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
»νννννΐ<\νΜ/ννν™Λ%νν\νΐ\\λννΐ^νννΐ\\1ΛΜΛ'ννννν\νννντΛ1ΛΜΐΛνΛ'*Λ\'ννΛ* **νννν“νννννν\^\ννν\^*\\\ΛΛνννννννν»Λ%νννι
πρόσωπο. Πηγαίνει πρός τό μέρος του Μάκ. Τον άλλο ού τε τον προσέχει. Σηκώνει τό πόδι και του δίνει ένα γερό λάκτισμα στα νεφρά! —"Αντε σήκω, παλιόπαι ΑΙ ήταν καιρός. Την ί δια στιγμή άκο άγεται δο!, μουγγρί^ει. Ό αρχηγός τό τρίξιμο τής κλειδαριάς.θέλει νά μιληση μαζί σου. Κάποιος ξεκλειδώνει και στο Φρόντισε νά λύσης μονάχα άνοιγμα τής πόρτας φαίνεται τή γλώσσα σου! Διαφορετι ένας υψηλός άντρας. "Έχει κά δέν θά περάσης, μά τό ένα άσκημο χαμόγελο στο Θεό, καθόλου όμορφα!... Ό Μάκ προσπαθεί ν’ άνασηκωθή. —Δε μου λύνεις τά χέρια καί τά πόδια; λέει. Έτσι πώς θά μπορέσω νά φτάσω στον αρχηγό; —Δέν υπάρχει λόγος !, κάνει ό γίγαντας μέ τό άσκη μο χαμόγελο. Θά σέ πάω ε γώ... Σκύβει, τον άνασηκώνει μέ την ευκολία πού 0ά σήκω νε ένας άλλος κάποιο άδειο σακκί, τον πιάνει από τά δε μένα χέρια καί τον σέρνει έ ξω. "Υστερα κλείνει χωρίς νά κλείδωση την πόρτα. Σέρνον τας τον, τον κουβαλάει στο γραφείο του Τζάφερσον. Εκείνος είναι καθισμένος μπροστά σ’ ένα μεγάλο τρα πέζι καί τον περιμένει. Τά ψεύτικα χαρακτηριστικά του προσώπου του, πού είναι φτιαγμένα από διάφορες πλα στικές ύλες, συσπώνται νευ ρικά. ^ Πίσω από τά χρυσά γυαλιά του, τά μάτια του α στράφτουν παράξενα. Ό Μάκ νοιώθει ένα παγερό ρίγος. Κάπου έχει ξαναβή αυτό τό άσκημο βλέμμα, που θυμίζει Το *^Ί>άλΓ το·0 Τζΐμ ΡκάφΌο ττροβάλλει αϊτό το πίσ&ο μέρος. ένα φαρμακερό ψίδι... Κάπου *!0 Μάκ Ντάνυ προφέ ρει ένα όνομα καί κά νει ένα σφάλμα πού μπορεί νά τού κ ο στ ίση ακριβά.
Κ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Π
Μν^*ΧΧΜ'ΛΜ\κ·ΐΜΙΛΛ.Λ·^ΛΤίΛΛΛ^νννιν<ΛΤίΛΐννζΛν^¥Λν>Α/^νΐΑΜ/νΐη/ν^νυ^νί\%\%νΐνΜ%'^\η.ϊ<'1’ννί.νν·,''.νννννννΛ%ννν\ΛΛ, αλλά που ακριβώς; Δέ μπο ρεί νά θυμηθή... —Βάλτονε νά καθήση ε κεί!, διατάζει ό σωσίας του Τζάφερσον. Ό γίγαντας σπρώχνει τον νεαρό ρεπόρτερ βάναυσα καί τον υποχρεώνει νά καθήση σέ μιά καρέκλα. —Μάκ Ντάνυ, αρχίζει ό σωσίας το3 Τζάφερσον καί ή φωνή του είναι γεμάτη απει λή. Πρόσεξε τί θά σου πώ καί απάντησε μου. Άπ’ την άπάντησί σου θά έξαρτηθή άν θά ζήσης ή όχι. ’Άν ποοσπαθήστς νά μέ γελάσης, θά πλη ρωθής πολύ άσχημα... 'Ο δημοσιογράφος ανατρι χιάζει. Αυτή τή φωνή * Που έχει ξανακούσει λοιπόν αυτή τή φωνή; Δεν είναι πιά ή φω νή το.3 καθηγητή Τζάφερσον! Τώρα εκείνος πού έχει πάρει τά χαρακτηριστικά του αν θρώπου, πού βρίσκεται αιχ μάλωτος στο σκοτεινό δωμά τιο, δεν υπάρχει λόχος νά ό ποιοι θή καί μι λόχε ι μέ τή φυ σική φωνή του. Τό μυαλό του Μάκ δουλεύει γοργά. ΚΓ α Κάποιος πηδάει κα] αρπάζει μιά πότομα άψίνει μιά πνιχτή σκάλα, πού έοριςε ά δίσκος! κραυγή: Κόσμου! (*) Αλλά καί σύ —Ό Φόν Στροχάϊτερ!, ξέρω τώρα ποιος είσαι... λέει. Ό Φόν Στροχάϊτερ!... Ό Μάκ δαγκώνει τά χεί Τούτο όμως είναι ένα λια. "ίζκανε μιά βλακεία. Τώ σφάλμα πού μπορεί νά του ρα όμως είναι αργά. κοστίση^ ακριβά, γιατί, αμέ ^ —Κανείς 6έν ξέρει τή φω σως έκείνος. πού έυΜανίζεται νή μου καί κανείς, έξω ό;πό ώς καθηγητής Τζάψερσον; ξετούς έμπιστους μου συνεργά σπάει σ' ένα απαίσιο γέλιο. τες, δεν έχει μιλήσει μαζί —Χά! Χά! Την έπαθες, μω^ό! Ναί. είμαι ό Φόν Στρο (*), Διάβασε^ το τεύχος 3, χαίτερ, ό άνθρ&πτος πού θά πού έχει τον τίτλο: «Τό Ιπτά γίνη μιά μέρα "Αρχοντας του μενο Παιδί».
12
μου. Έκτος... Έκτος... Τον κυττάζει λοξά και το βλέμμα του αστράφτει αϊτό λύσσα. —Έκτος οπτό τό Γεράκι, τον Νέον Υπεράνθρωπο! Εί χα μερικές αμφιβολίες. Διά βαζα τά δσα έγραφες κάθε τόσο για μένα, στην εφημερί δα σου καί βασάνιζα τό μυα λό μου νά καταλάβω πώς ή ξερες τόσες λεπτομέρειες. Τότε σκέψτηκα καί βρήκα τή λύσι του αινίγματος. Έσύ, ό Μάκ Ντάνυ, και ό Νέος Υπε ράνθρωπος, έπρεπε νά εϊσαστε ένα καί τό αυτό πρόσω πο ! Δηλαδή Μάκ Ντάνυ ίσον Γεράκι! Καί Γεράκι ίσον Μάκ Ντάνυ! Μή μου πής ό χι! Αίγε^ στιγμές προτήτερα, προδοθηκες μόνος σου! Αναγνώρισες τή <ρωνή μου καί είπες τό ονομα μου... -—Κάποιο λάθος γίνεται!, λέει ό δημοσιογράφος. Μέ μπερδεύετε ίσως μέ κάποιον άλλο. ΚΓ άν αναγνώρισα τή φωνή σας, είναι γιατί τήν α κόυσα μια - δυο φορές στο ραδιόφωνο... "Έχω καλή μνή μη καί... —Σκασμός!, βρυχάται ό Στροχάϊτερ καί βροντάει τή γροθιά του στο τραπέζι κομ ματιάζοντας τό χοντρό κρύ σταλλο. Δέ μπορείς πια νά παίξης μαζί μου! Αυτό πρέ πει νά τό καταλάβης καλά! Εκείνη τή στιγμή χτυπά ει τό τηλέφωνο. Ό κακούρ γος σωσίας του καθηγητή Τζάφερσον παίρνει τό ακου στικό στα χέρια. Ό Μάκ βλέ πει τό πρόσωπό του νά τταίρ-
Γέ^Αία,
'Μ/νίΑ/ννννννκν'&ΑΑΑΑ^
5
Ν60Ι
’
νη μιά γλυκειά ψεύτικη έκψρασι. 'Η φωνή του γίνεται πάλι ή φωνή τού διάσημου επιστήμονας. —Μάλιστα, κ. ’Έμορυ. Ό ίδιος ό Τζάφερσον... Όχι δεν φάνηκε από εδώ ό κύριος Μάκ Ντάνυ. Καί αυτό μέ λύπησε ιδιαιτέρως. Δεν έπρεπε απ’ αυτήν τήν ο'υγκέντρωσι ν’ άπουσιάζη τό «ΝταίηΑυ Χέραλντ». Ναί, ναί. Οι απε σταλμένοι όλων των άλλων ^ε φημερίδων ήσαν έδώ: Σάς παρακαλώ. Χαίρετε. . Ό Στροχάϊτερ άφίνει το ακουστικό καί τό πρόσωπό του ξαναγίνεται στυφό καί άγριο. —Ό κύριος αρχισυντάκτης σου, λέει μιλώντας προς τον Μάκ, άνησυχεΐ για τήν υγεία σου. "Όλοι οί άλλοι δημοσιο γράφοι έπέστρεψαν στις έφημερίδες τους, έκτό^ από σέ να. Πίστεψε δτι δέ φάνηκες καθόλου από έδώ, γιατί φυ σικά δέ μπορεΐ νά ξέρη δτι αυτη τή στιγμή σ’ έχω χει ροπόδαρα δεμένο μπροστά μου καί κουβεντιάζω μαζί σου. Λοιπόν, τί λέγαμε; ’Ά! Ναί... Είχα μιά υποψία πώς εσύ είσαι τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, καί σέ πα ρέσυρα ώς έδώ κΓ έπεσες στο δόκανο. Τώρα λοιπόν πού σέ κρατάω στα χέρια μου, δεν πρόκειται νά ξεφυγης πιά! Σού προετοιμάζω έναν ωραίο θάνατο. Θά σέ ρίξω σέ καψτό κατράμι! Θά είναι μά τήν αλήθεια, ένα θαυμάσιο λουτρό! Κάτω, στα υπόγεια αυτής τής βίλλας, υπάρχουν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ωραίες εγκαταστάσεις, πού τις χρησιμοποιούσε για τά πειράματα του ό Τζάφερσον. Έκεΐ θά πέρασης τις τελευ ταίες στιγμές σου. Έκτος άν δεχτής νά μου πής τό μυστι κό σου! ’Άν μου αποκάλυ ψης τον τρόπο μέ τον οποίο αποκτάς αυτές τις υπερφυσι κές δυνάμεις καί καταφέρνεις νά πραγματοποιής απίστευ τα πράγματα, 6ά γίνουμε φί λοι. Σέ θέλω γιά σύμμαχό μου. Θά έ^ης έκατομμύρια δολλάρια στη διάθεσί σου καί δ,τι άλλο ζητήσης... Διαφο ρετικά θά ψηθής στο κατρά μι ! "Έτσι δεν θά μπορής πιά νά μου χαλάς τις δουλειές... —Είσαι ένας βρωμερός κακούργος!, τού λέει ό Μάκ. Θά πλήρωσής μιά μέρα ακρι βά τά εγκλήματα σου!... Ό Στροχάϊτερ χαμογελά ει. "Ενα σατανικό χαμόγελο κρέμεται στά χείλη του. Τά μάτια του όμως είναι γεμάτα φαρμάκι. Κυττάζει τό ρολόϊ του. —Είμαι πολύ βιαστικός απόψε, λέει. Σέ λίγο πρέπει νά βρίσκωμαι σέ μιά σύσκεψι. ?Ως καθηγητής Τζάψερσον, βλέπεις, έχω υποχρεώ σεις. Θά σέ άφήσω νά σκεφτής ως αύριο τό πρωί". "Ε χεις μπροστά σου μιά ολά κερη νύχτα. ’Άν μου αποκά λυψης τό μυστικό σου, έχει καλώς. Διαφορετικά, ξέρεις τί σέ περιμένει... Γυρίζει στον άνθρωπο μέ τις τετράγωνες πλάτες, πού βρίσκεται λίγα βήματα πιο πίσω.
13
νι/νννννννν^\ν\ινννΜΛίννννννΜνννννννιιν»%ΑΛ
—Πάρτονε καί κλείδωσε τον!, τού λέει. Τό πρωί, άν δέ μιλήση, τον κανονίζουμε! Ό γίγαντας αρπάζει βά ναυσα τον μικρό Μάκ, τον σέρνει έξω απ' τό γραφείο, τον πηγαίνει στο κοντινό δω μάτιο, τον πετάει στίς υγρές πλάκες, κλειδώνει την πόρ τα καί φεύγει... ΤΙ λιχουδιά του Τζίμ Γκάφα φέρνει άπροσδό κητα αποτελέσματα.
ΤΖίΜ ΓΚΑΦΑΣ, ό, μι κρός άραπάκος κλητήρας τής έψημερίδος «Νταίηλυ Χέραλντ», άνασηκώνει τό καπά κι τού πίσω μέρους τού αυ τοκινήτου, που χρησιμοποι είται συνήθως γιά αποθήκη, καί βγάζει έξω τό γυαλιστε ρό του μούτρο. Τά γουρλωτά του μάτια κυττάζουν γύρω μέ έκπληξι. Πού βρίσκεται λοιπόν; Τό λιγοστό μυαλό τού χαζού καί λιχούδη άράπη, πού ως τόσο είναι ή αδυ ναμία τού Μάκ Ντάνυ, βασα νίζεται νά βρή τή λύσι. Πώς βρέθηκε εδώ μέσα; Στυλώνει τ’ αυτί καί προσπαθεί ν’ άκούση. Δυο άντρες, πού πρώ τη φορά ακούει τή φωνή τους, κουβεντιάζουν κάπου εκεί κοντά. ^—Ό μικρός είναι τώρα έν τάξει! Τό αφεντικό τον έ στειλε χειροπόδαρα δεμένο νά κάνη παρέα τού Τζάφερ σον στην αποθήκη. Νά βούμε όμως, άν θά μιλήση. "Εχω α κούσει πώς αυτός ό Μάκ Ντάνω είναι πεισματάρης, σάν ζόρικο άλογο...
Ο
14 ΓΕΡΑΚΙ, Ο ννννννΜΛΛΜανννννννν\ννννν\ΜΛΛ/ν\νΐΛ/*ννν\νννννΜΜννΐνΜΛΛ'ννΐΛ'ν\νν*ννννν4^νν^Λ^νν^\1/νΐ
ΝΕΟΙ
ννννννντΛΛ'νν
αυτοκινήτου, έκεΐ πού βάζουν Ό Τζΐμ Γκάφας ξύνει τ© τά εργαλεία καί τις αποσκευ κεφάλι του. Κάτι καταλαβαί ές, τρυπώνει μέσα και τό ξα νει, άλλα δέ μπορεί νά^ τό νακλείνει. χωνέψη^ και καλά. Ώς^ τόσο, Τώρα, θέλοντας καί μή, θά εχει τη γνώμη δτι κάτι ά τον πάρη μαζί του! "Οταν σκημο συμβαίνει στον άσπρο φτάσουν στη βίλλα, θά βρή του φίλο, τον κ. Μάκ... αυτός τρόπο νά φάη τό...μερ "Οταν, λίγο μετά τό μεση τικό του, πού τόσο άσπλα μέρι, 6 νεαρός ρεπόρτερ ξε χνα θέλει νά τού στέρηση ό κίνησε ναρθή ν’ άνταμώση σ' Μάκ... Χαμογελάει λοιπόν αυτή την πλαγιά του _έρημιπονηρά, όταν τό αυτοκίνητο κου λόφου τον καθηγητή Τζάξεκινάει καί ταξιδεύει κΓ αύ φερσον, ό Τζΐμ Γκέκφας τον τός... ινκόγκνιτο μαζί μέ τον παρακάλεσε νά τον πάρη μα νεαρό φίλο του προς τή βίλ ζί του. λα Τζαφερσον. Αλλά, κατά —Θά γίνη δεξίωσις, κ. τι} συνήθειά του, ό Γκάψας Μάκ; τον ρωτάει. κάνει πάλι μιά καινούργια —Ναι. Θά^ γίνη. "Υστερα από την ομιλία, θά γίνη δεκουταμάρα. —"Οσο νά φτάσουμε, λέ ξίωσις... ει, μπορώ νά πάρω έναν υ —-Και θά έχουν και γλυ πνάκο. "Ετσι θάμαι πιο φρέ κά; -—-Μπορεί νά έχουν καί σκος και θά μου άνοιξη κΓ ή γλυκά!... δρεξι καί θά φάω περισσό —Πάρε με μαζί σου, κύριε τερο! Κλείνει τά μάτια λοιπόν Μάκ. Κάτι θά περισσέψη και για μένα! "Έχω απ' τό με καί κοιμάται καί ονειρεύεται σημέρι νά φάω γλυκό! Κάνε όνειρα γλυκά και βλέπει πώς μου τή ^(άρι... τον κλειδώνουν ολομόναχο σ' Ό Μακ χαμογελάει καί δί ένα ζαχαροπλαστείο καί κά νει μιά καρπαζιά στο χαζό νει...γενική έπίθεσι στις τοΟρ αραπάκι. τες, στους μπακλαβάδες, στα —Δέ μπορείς νάρθής εσύ, καταΐφια και στά παγωτά! Είναι πολύ ευτυχισμένος μέ Τζίμ. Ή πρόσκλησις είναι μόνο γιά δημοσιογράφους. σα σ' αυτόν τον Παράδεισο "Επειτα, εσύ είσαι πολύ πι και εξακολουθεί νά κοιμάται ακόμα καί όταν τό αυτοκίνη τσιρίκος ακόμα... Ό Τζΐμ ό Γκάφας δέ μιλά- 1 το του Μάκ σταματάει έξω ει. Μέσα στό μυαλό του ό από τήν πόρτα τής βίλλσς μως, έχει καταστρώσει κιό Τζάφερσον. Ούτε καταλαβαί λας τό σχέδιό του. Καί, σέ νει φυσικά πώς ό φίλος ταυ πήδηξε απ' τό αυτοκίνητο καί μιά στιγμή που ό Μάκ Ντάνυ κουβεντιάζει μέ κάποιον καί πώς μπήκε στη βίλλα τού δέν τον βλέπει, ανοίγει τό διάσημου επιστήμονα. "Υστε καπάκι του πίσω μέρους του ρα από λίγο βμως ξυπνάει,
ΥΠΕΡΛΝ0Ρ0ΠΟΧ
άλλα το αυτοκίνητο κινείται πάλι καί νομίζει δτι 6έν έ χουν φτάσει ακόμα. Στην πραγματικότητα όμως είναι βυό συμμορίτες του Στροχάϊτερ, που μεταφέρουν το αυ τοκίνητο του νεαρού δημοσιο γράφου σ* ένα υπόστεγο κρυμ μένο στο δάσος. "Έτσι όέν θά τό δουν οι άλλοι δημοσιο γράφοι, πού θάρθουν αργότε ρα καί ό Ισχυρισμός του σα τανικού έγκληματία ότι ό Μάκ Ντάνυ δεν πέρασε καθολού από τή βίλλα του, θά είναι πιστευτός. Τώρα λοιπόν πού ξύπνησε, ό χαζός άραπάκος βρίσκεται μέσα στο υπόστεγο καί ακού ει δυο άντρες νά κουβεντιά ζουν. Είναι γεμάτος απογοή τευα ι γιατί τον ξύπνησαν οί κουβέντες τους την καλύτερη ώρα, ακριβώς τή στιγμή πού ονειρευότανε πώς ^ ρουφούσε, ξαπλωμένος σέ μια πολυθρό να, μια γλυκύτατη γρανιτα μέ σαντιγύ! Είναι απογοη τευμένος, αλλά καί θυμωμέ νος μαζί. Τί παλιάνθρωποι, Θεέ μου! Δέ μπορούσαν νά μιλάνε σιγώτερα όσο νά.,.άποτελειώση τή γρανίτα του; Αλλά καιρός είναι ν’ άφήση τά όνειρα. Ό κύριος Μάκ φαίνεται ότι κινδυνεύει! ."Ό σο χαζός καί λιχούδης κι’ άν είναι, ό Τζίμ 6 Γκάφας, έχει καί κάποιο... υπόλοιπο μυα λού μέσα στο κρανίο του! —Γιά νά τον έχουν δεμένο χειροπόδαρα, λέει, κάτι συμ βαίνει. Πρέπει λοιπόν νά τον βοηθήσω! Καιρός είναι νά δράσης κεραυνοβόλα καί σύ,
II
κύριε Γκάφα! ’Άν πάθη τί ποτα ό κύριος Μάκ, ή μητέ ρα του, ή κυρία Μάργκαρετ, θά πάψη.,.νά φτιάχνη κέϊκ! Καί εγώ τρελλαίνουκιαι για κέϊκ. Καί μου δίνει κάτι κομ ματάρες ή κυρία Μάργκαρετ! Μεγάλε Θεέ των νέγρων, τί κομματάρες είναι αυτές; Εμ πρός λοιπον, Τζίμ! ’Επι τό έργον... "Οπου τό μικρό αραπά κι έχει μια σπουδαία ειμπνευσι καί δίνει τή λύσι... ·
ΦΙΝΕ! τούς δυο συμμο ρίτες ν’ απομακρυνθούν καί βγαίνει ολόκληρος από τήν αποθήκη τού αυτοκινή του. "Εχει αρχίσει νά σκοτεινιάζη. -ετρυπώνει απ’ τό υπόστεγο καί τούς παίρνει τό κατόπι. Εκείνοι ούτε τον βλέπουν, αλλά καί ούτε μπο ρούν νά φαντασθούν πώς σέ τούτη τήν ερημιά υπάρχει κά ποιος πού τούς παρακολου θεί. "Ετσι, κατηφορίζουν ανύ ποπτοι καί φτάνουν οπή βίλ λα του^ Τζάφερσον. Ό Γ κά ψας τούς βλέπει νά μπαίνουν απ’ τή μεγάλη εξώπορτα καί νά τήν κλείνουν πίσω τους. Ό δρόμος είναι σκοτεινός κι* έρημος. Τά αυτοκίνητα των άλλων δημοσιογράφων έχουν φύγει. —"Εφτασα αργά!, λέει μέ καημό ό Γκάφας πού έχει στο νού του τον Μάκ Ντάνυ αλλά δέν ξεχνάει καί τά γλυκίσμα τα. "Εφτασα αργά, άλλα κά τι θά έχη περισσέψει στην κουζίνα!
Α
β® */νννΜ/νν*ιννννννννννννΐΛΛ/νννννν^Λ/ννννΐ/ΜΛ'^^ Ελαφρός καθώς είναι, σκαρφαλώνει σάν πίθηκος στα κάγκελα τής προσόψεως του κήπου και σαλτάρει α θόρυβα μέσα. Κάνει μιά βόλτα γύρω από τό σπίτι. Βλέ πει ένα μικρό πορτάκι μισά νοιχτο στο πίσω του μέρος. Τά μάτια του εΐναι γουρλωμένα και τά δόντια του χτυ πουν μεταξύ τους άπ’ το φό βο. —Κουράγιο, Γκάφα! Δεν ντρέπεσαι ^ νά τρέμης; λέει στον έαυτό του για νά πάρη θάρρος^. Εμπρός, λοιπόν! Εμπρός...μαρς! Περνάει τό μικρό πορτάκι μέ χτυποκάρδι. Ανεβαίνει μιά μικρή σκάλα και βρίσκε ται σ5 ένα σκοτεινό διάδρο μο. Μιά όμορφη μυρουδιά άπό φρεσκοκομμένο κέικ του χτυπάει τά ρουθούνια. Ρου φάει μέ εύχαρίστησι τον άέΡ«· -—θεέ των νέγρων!, λέει. Σ3 ευχαριστώ πού μέ έφερες στο σωστό δρόμο. Κάπου ε δώ κοντά πρέπει νά είναι ή κουζίνα. Σ5 ευχαριστώ, μεγά λε Θεέ τών νέγρων... Σάν τό κυνηγετικό σκυλί, πού οσφραίνεται εκλεκτό θή ραμα, γυρίζει^ τό μαύρο μού τρο του δεξιά και αριστερά και ρουφάει τον αέρα γιά νά προσανατολισθή. Έπι τέ λους, βεβαιώνεται. 5Από τό δεξιό του χέρι είναι ή κου ζίνα. Προς τά δεξιά πρέπει νά κατευθυνθή. Προχωρεί. Πραγματικά, ε δώ είναι ή κουζίνα. Είναι ένα μικρό δωμάτιο πού έχει φώς.
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΣ νΜ/νννΛΛ^ννννί'ννννννν^Λ’νννΐΛιΐ'νΜΛ'ννννίΛ'νΐ1 Πλησιάζει, πατςόντας στις μύτες τών παπούτσιων του. Άψουγκράζεται. Κανείς δέν είναι μέσα. Μπαίνει καί γουρλώνει τά μάτια από μ?ά απερίγραπτη ευτυχία. Τρεϊς πιατέλες περιμένουν εκεί με κάτι απερίγραπτες κομματά ρες! "Αρπάζει ένα κομμάτι κέϊκ καί αρχίζει νά τρώη. Ρί χνει άλλα πέντε στις τσέπες του, παίρνει καί από ένα στο κάθε του χέρι καί βγαίνει πάλι στο σκοτεινό διάδρομο. "Έχει στριμωχτή σε μιά γω νιά καί μασουλάει. Μόλις ψάη αυτά τά οχτώ κέϊκ, 8ά κάνη...νέα έπίυεσι! -αφνικά όμως κινδυνεύει νά πνίγη. "Ένας άντρακλας ώς έκεϊ πάνω περνάει από μπροστά του. Κολλάει στον τοΐχο ό Τζίμ Γκάψας, κόβεται ή ανάσα του καί, καθώς εί ναι μπουκωμένος, κιβυνευει νά πνίγη... Ευτυχώς ό ψηλός άντρας δέν τον αντιλαμβάνε ται. "Έτσι μαύρος άλλωστε πού είναι, τον προστατεύει τό σκοτάδι καί δέ μπορεί νά τον δή. Περνάει λοιπόν από μπροστά του χωρίς νά τον δή καί πηγαίνει καί σταματάει σέ μιά πόρτα, πού βρίσκε ται δυο βήυιατα πιο έκεί άπ: την κουζίνα. "Ο Γκάψας τον βλέπει νά την ξεκλειδώνη καί νά μπαίνη μέσα. "Ύστερα α κούει κουβέντες. Κάποιοι μι λάνε, μά δέν μπορεί νά καταλάβη τί λένε ακριβώς... "Ύστερα πάλι ή πόρτα α νοίγει καί τά μάτια τού άραπάκου ξεπετάγονται τρομαγ μένα από τίς κόγχες τους!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
η
%κνν^νΜ\\\\\\\\%\χνν^νν^\^ν^νΜ^\%ννΜ\Μ,\*Λ%\%\ν\/τΑν%ΥΛν!Λ νινννινιννΜΛΛ^Λ'ννννννινίΜννννίΐΜανννννΐ "Αν δεν ήταν μπουκωμένος, θά έβγαζε μια άγρια κραυ γή. Βλέπει τον Μάκ, δεμένο μέ χοντρά σκοινιά, νά τον σέρνη εκείνος ό ψηλός άντρα κλας. Ευτυχώς πού είναι γε μάτο τό στόμα του! Διαφο ρετικά, θά ξεφώνιζε και θά τον έβλεπαν και δεν ^ θά τον άφιναν ν’ αποτελεί ώση τό κέικ! Ό κίνδυνος όμως πέ ρασε σύντομα. Ό άντρακλας πού σέρνει τον μικρό Μάκ, χάνεται προς την απέναντι άκρη τού διαδρόμου... —Τί πρέπει νά κάνω; I ί πρέπει νόί κάνω τώρα; σκέ πτεται ό Τζίμ Γκάψας. Θεέ των νέγρων, δώσε μου καμμιά καλή ιδέα... Καί ή καλή ιδέα, πού έρ χεται στο μυαλό τού χαζού άραπάκου, είναι νά τρυπώση στο δωμάτιο απ’ όπου έβγα λαν τον Μάκ. —Ή πόρτα είναι ξεκλεί δωτη, λέει. Θά τρυπώσω λοι πόν εκεί ν’ αποτελειώσω τό κέικ μου μέ τήν ησυχία μου. Έκεΐ μέσα δεν θάρ>θή νά μ’ ενόχληση κανείς καί, άμα άποφάω, αρχίζω. ..τή δράσι μου! Βαδίζοντας λοιπόν τοίχο τοίχο μέ χίλιες προφυλά ξεις, φτάνει στη μισάνοιχτη πόρτα τής αποθήκης, πού χρησιμοποιεί γιά φυλακή ό Στροχάίτερ, τρυπώνει μέσα αθόρυβα και κάθεται φρόνιμα -φρόνιμα σέ μια γωνιάς προ σπαθώντας νά καταπιή όσο μπορεί μεγαλύτερες μπουκιές γιά νά τελειώση μια ώρα νω ρίτερα κι* ύστερα θά δή τί
έχει νά κάνη καί πώς θά δρά ση...κεραυνοβόλα. Ξαφνικά όμως σταματάει τό μασημα. Κάτι σκοτεινό, ένας σκοτεινός όγκος κουνιέ ται μερικά βήματα πιο εκεί. Είναι ό δεμένος καθηγητής Τζάφερσον, άλλα ό Γκάφας δέ μπορεί νά διακρινή- καθ,αρά καί ή φαντασία του δημι ουργεί φοβερά πράγματα... —Τί είναι αυτό. Θεούλη μου, πού κουνιέται καί έρχε ται καταπάνω μου; αναρωτιέ ται·. Τί είναι "πάλι αυτή ή συμφορά πού μέ βρήκε εδώ μέσα; Βοήθεια! Θά μέ φάνε μπαμπέσικα! "Ενα θηρίο μέ κατασπαράζει! Άλλα τώρα ό κίνδυνος γί νεται διπλός. Άτι5 έξω άκούγονται βήματα πού πλησιά ζουν .καί ό Γκάφας γίνεται... άσπρος από τό φόβο του. Άπ* τή , μια μεριά τό...θηρίο απ’ τήν άλλη τά...βήματα καί ορίστε πού τά πράγματα μπερδεύονται! Κλείνει, λοι πόν, τό στόμα καί τρυπώνει στη γωνιά του. Ευτυχώς πόύ πρόλαβε. Γιατί ακριβώς ε κείνη τή στιγμή ανοίγει ή πόρτα καί φαίνεται ό Μάκ Ντάνυ μαζί μέ τον άντρακλα πού τον συνοδεύει. Ό γίγαν τας σπρώχνει βάναυσα τον δεμένο νεαρό ρέπορτερ καί ό Μάκ σωριάζεται στις υγρές πλάκες. —Φρόντισε νά θυμηθής αυ τό πού σέ ρώτησε τό αφεν τικό, τού λέει ειρωνικά ό συμ μορίτης τού Στροχάίτερ. Σού μένουν αρκετές ώρες. Διαφο-
18 ΓΕΡΑΚΙ, Ο Ν £ <5 Σ ννν\^ΛΛ\νΐΛΛνν\ΛΛΛ^\νϊνΐΛ\ίνΐ^\ΛνΐΜ,ν\^ννί^\'ϊ/ννΐνννννν\\\νν\^ν\ννν,ί< ννν^^^^ν^νννν^νννν^/ι^ννννΐνίΛ^'^ΛΛ'ι ρετικά τό πρωΐ θά σέ στεί λη...1περίπατο! Γελάει, βγαίνει εξω και κλειδώνει την πόρτα. "Υστε ρα από λίγο τά βήματά του απομακρύνονται καί δεν ά-
Προβάλλει ο Τζίμ Γκάφ-ας μέ. . . ο1 ΐ ο·λη ΎττΒρα'ν'ΘΙρώτΓαν \
κουγονται πιά. Γίνεται ησυ χία. Καί τότε ξετρυπώνει σά φάντες - μπαστούνι απ’ τό σκοτάοι ό Τζίμ Γκάψας! Τώ ρα που είναι κλειδωμένος μα ζί μέ τον Μάκ, φουσκώνει α πό...γενναιότητα. —Γειά σου, κύριε Μάκ,
λέει. Είμαι παρέα σου. Μη φοβάσαι τίποτα. Θά τούς φάμε! Ό νεαρός ρεπόρτερ νομί ζει πώς ονειρεύεται. Βλέπει μπροστά του ολοζώντανο τον μικρό άραπάκο φίλο του καί 5έ μπορεί νά πιστέψη στά μά τια του. —Έσύ έδώ, Τζίμ; ρωτάει μέ έκπληξι. —Ναί, εγώ!, απαντάει κομπιάζοντας αυτός καί ρί χνει ένα κομμάτι κέϊκ στο στόμα του. —Πώς βρέθηκες σ’ αυτή τή φυλακή; —^Ηρθα νά σέ σώσω, κύ ριε Μάκ!, λέει τό αραπάκι καί κάνει μιά μεγαλοπρεπή χειρονομία. Ό Τζψ Γκάφας Θυσιάζεται γιά τους φίλους του! Είναι ή πρώτη φορά που ό Μάκ Ντάνυ, τταρ5 δλες τίς κουταμάρες πού λέει ό Τζίμ, 6έν αισθάνεται την ανάγκη νά τον καρπαζώση. Ξαναβρίσκει την αισιοδοξία του καί χα μογελάει. Τό μυαλό του αρ χίζει νά δουλεύη γοργά. Ό μικρός άράπης είναι ό σωτήρας του αυτή τή στιγμή. Στα τήρας δικός του καί σωτήρας του αληθινού καθηγητή Τζάφερσον, πού είναι πιο εκεί δεμένος κΓ αυτός χειροπόδα ρα καί παρακολουθεί μέ κατάπληξι την κουβέντα των δύο παιδιών. —Τζίμ; —Παρών! —Σταμάτα νά τρώς καί λύσε μου αμέσως τά χέρια!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Λίβ^/ΐΛ/νίΛΛ/νννΜ^ν^^'νννννϊ/^'νί/νννννϊΛνί.'ΐΛΛΛΛ-ν
15·
ιν^ΜηΜ^ννΐΗννΐνν^^^Η'ννννννννΐΜΛ^νΛν^νννΗ^^'ννννν%^ννν%
—-Δυο λεπτά νά καταπιώ τη μπουκιά μου! •—-"Αφησε τις βλακείες, Τζίμ! Κάθε λεπτό πού περ νάει είναι πολύτιμο! Εμ πρός, λύσε μου τά χέρια! Ό άραπάκος καταλαβαί νει δτι πρέπει νά βιαστή καί καταπιάνεται αμέσως μέ τό λύσιμο των χεριών του Μάκ. "Ομως τούτη ή δουλειά είναι δύσκολη. Είναι ένα μπερδε μένο δέσιμο καί τό σκοινί δεν λύνεται. Κόμποι ιδρώτα κατρακυλούν από τό μέτωπο τού Γκάφα καθώς αγωνίζεται. Κόμποι ιδρώτα κατρακυλούν καί άπό τό μέτωπο τού Μάκ Ντάνυ, πού πνίγεται άπό τήν αγωνία. ■—Γιατί χασομερνάς, Τζίμ; λέει νευρικά ό νεαρός ρεπόρ τερ. —Αέν χασομερνάω εγώ. Τό σκοινί χασομερνάει! Τότε ό καθηγητής Τζάφερσον πού παρακολουθεί καί αυτός μέ ενδιαφέρον τή δύ σκολη προσπάθεια τού άραπάκον, έχει μιά έμπνευσι. —Τζίμ!, φωνάζει. —Παρών! ^—"Ελα κοντά μου. Στη μέσα τσέπη τού σακακιού μου έχω έναν αναπτήρα καί τά τσιγάρα μου. Πάρε τον α ναπτήρα καί θά σου πώ τί θά κάνης. Ό Μάκ Ντάνυ καταλαβαί νει. < -—Εμπρός, Τζίμ, κάνε αυ τό πού σου λένε!, τόν βιατά-
ζεΐ(. Ό Γκάφας πηγαίνει προς τό μέρος τού άλλου αιχμαλώ
του, πού δεν τόν περνάει πιά για θηρίο, ψάχνει τις τσέπες του καί παίρνει τόν αναπτή ρα. Αναψε τον, τού λέει ό Τζάφερσον. Μέ τή φλόγα του
Ό Φαν Σ τιρογσϊτειρ πέφτει τότε, μέσα στη λάβα του ηφαιστείου!
θά κάψης τό σκοινί πού κρατάει ^δεμένα πίσω στη ράχη τά χέρια τού κυρίου Ντάνυ .. Τώρα καταλαβαίνει 6 Γκά φας. Τρέχει ατό^φίλο του, α νάβει τόν αναπτήρα καί ή με γάλη του φλόγα αρχίζει νά τρώη τό σκοινί. Ή μικρή κά-
2©
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
νν^'νννίννννννννννΐΛ/νΐ ννν\ννννννννννννννννν
μαρα γεμίζει από τή μυρω διά του σκοινιού πού καίγε ται. Ή φλόγα του αναπτήρα καίει τό σκοινί καί τσουρου φλίζει καί τις σάρκες των χε ριών του Μάκ. Πονάει. Σφίγ γει τά δόντια. Καίγονται οί καρποί των χεριών του, μά είναι χαρούμενος. Αισθάνεται πώς δσο πάει χαλαρώνει τό σφίξιμο. Έπί τέλους 8ά μπό ρεση σέ λίγο νά κινηθή όπως ξέρει αυτός! —-Έν τάξει!, λέει ύστερα από μερικά λεπτά ό Γκάφας. Τέντωσε τά χέρια σου, κύριε Μάκ. Δεν χρειάζεται καί μεγά λη προσπάθεια. Μέ μιά κίνησι σπάζει τά καμμένα σκοι νιά ό Μάκ κι* έχει τά χέρια —Μπράβο, Τζί μ !, λέει εν θουσιασμένος καθώς κουνάει τά μπράτσα του γιά νά ξε μουδιάσουν. "Οταν γυρίσου με σπίτι νά μου θύμησης νά σέ φιλήσω! "Υστερα, μέ γοργές κινή σεις, λύνει τό σκοινί πού κρατάει δεμένα τά πόδια του. Σηκώνεται ορθός. -Κάνει μερικά βήματα. Το αίμα κυκλο φορεί σ5 όλες τίς άκρες του κορμιού του. Πηγαίνει πρός τό μέρος τού Τζάφερσον. Ε λευθερώνει κΤ αυτόν. Ό κα θηγητής μπορεί νά σταθή τώ ρα ορθός. -—Σ’ ευχαριστώ, κύριε Μάκ!, τού λέει. Κάποτε ίσως σου ανταποδώσω αυτή την υ πηρεσία πού μου προσέφερες.
Άλλοι ό Μάκ έχει τό νού του άλλου. —Είχατε καμμιά σύσκεψι απόψε, κύριε καθηγητά; τον ρωτάει. —Ναι. Βέβαια! Απόψε στις δέκα. Είναι νά γίνη μια σύσκεψι στο μέγαρο Ατομι κών Ερευνών. Πρόκειται νά άνακοινωθή ή τελευταία άνακάλυψις τού συναδέλφου μου κ Ντρέϊτ. Είναι ένας και νούργιος κατευθυνόμενος ατο μικός πύραυλος, πού μπορεί νά προξενήση τρομακτικές καταστροφές όταν χρησιμοποιηθή σέ περίπτωσι πολέ μου. Ή βόμβα υδρογόνου εί ναι ένα παιχνιδάκι μπροστά του! —Τί ώρα είπατε πώς γί νεται ή σύσκεψις; —-Στις δέκα... Ό Μάκ Ντάνυ κυττάζει τό ρολόϊ του. —Αυτή τή στιγμή είναι δέκα παρά πέντε. Δεν μάς μέ νουν παρά λίγα λεπτά. Σ’ αυτό τό μεταξύ, ό σωσίας σας θά παρίσταται στη σύ σκεψι καί θά μάθη τό σπου δαίο αυτό μυστικό, πού 8ά τό χρησιμοποίηση σίγουρα γιά νά διαπράξη νέα έγκλήματα. Πρέπει λοιπόν νά βια στούμε ! Ό καθηγητής Τζάφερσον έχει γίνει χλωμός. —Μά πώς είναι δυνατό νά προφτάσουμε; απορεί. Ό Μάκ Ντάνυ χαμογελά ει αινιγματικά. —Θά προλάβη κάποιος άλλος!, λέει. Θά καλεσω έδώ κάποιον φίλο μου! Γυρί-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 21 ννν\\ννννννννν\'νννν\ΛΛ^ννννν^ΑΛΛΐΛνννν'νννν\νν\ννν\ννν\ννννννν\.νν\\ΛΛ^ Λ^\\ΐΜΜνν\ννν\ννΐΗΐ\^νΗΜΜΜ\ΜΜ στε μόνο τά μάτια σας πρός τον τοίχο. "Ύστερα θά κατα λάβετε...
χτυλιό ια, του είπε. Τό ένα, δπως βλέπεις, εχει μιά μπλέ πέτρα. Τό άλλο μιά πράσι νη. Κάτω από την πρώτη υ Το θρυλικό Γεράκι κά πάρχει ένα ύγρό, πού δίνει νει την έι.ιιφάνισί του δύναρι καί σβελτάδα καί κά και αρχίζει την άντεπίνει εκείνον, πού βάζει μιά θεσι... απειροελάχιστη σταγόνα απ’ ΤΖΑΦΕΡΣΟΝ δεν ^κατα αυτό στο στόμα του, άτρωτο λαβαίνει τίποτα. "Όμως απ’ τις σφαίρες, μέ σιδερέ κάνει αυτό που του λένε. Ό νιους μυώνες, υπεράνθρωπο, Μάκ Ντάνυ φέρνει τή μπλε Ικανό νά πραγματοποιή τά πέτρα του δαχτυλιδιοϋ που πιο απίθανα πράγματα. Νά Φοράει στο στόμα του. Καί πετάη στον αέρα σάν γεράκι, τότε νοιώθει τά μπράτσα του νά ταξιδεύη κάτω άπ5 τή θά νά δένωνται σάν τό ατσάλι, λασσα σάν δελφίνι, νά βλέτό στήθος του νά γεμίζη από πη μέσα καί στο πιο πηχτό ένα πρωτοφανέρωτο _ θάρρος σκοτάδι. Αυτό μπορεί νά 6ικΓ ολάκερο τό κορμί του να αρκέση λίγες ώρες. "Ύστερα, τυλίγεται σ’ έναν αόρατο σάν θέλης νά συνέχισης, θά θώρακα που τον κάνει άτρωτο πρέπει νά βόιλης στο στόμα καί παντοδύναμο. Τά ρούχα μιά καινούργια σταγόνα. Κά πού φοράει χάνονται καί την τω από τή δεύτερη, την ποά6έσι τους παίρνει μιά γαλά σινη πέτρα, ύπάοχει ένα άλ ζια φόρμα μ5 έναν κεραυνό λο υγρό. Αυτό σέ ξαναφέρνει κεντημένο μέ χρυσάφι στο στην Φυσική σου κατάστασι. στήθος. Στους ώμους του Είναι ένα μυστικό πού στο κρέμεται μιά μπέρτα μέ μα εμπιστεύομαι παιδί μου μέ λαματένια κρόσια... την βεβαιότητα πώς θά τό Ή μπλέ πέτρα του ^Βαχτυχρησιμοποίησης γιά τό καλό λίδιου πού είναι τό μεγάλο τών ανθρώπων. Τό έφερα μα μυστικό του Μάκ Ντάνυ, έ ζί μου από τά βάθη τής Α κανε πάλι τό θαύμα της. Τό νατολής, δπου ταξίδεψα δταν μυστικό αυτό έρχεται από ήμουν νέος. Μου τό εμπιστεύ πολύ μακρυά... τηκε ένας Ινδός μάγος. Δέν Λίγο πριν πεθάνη, ό 3Άμχρησιμοποίησα ό ίδιος τό θουρ Ντάνυ, ό πολυταξιδεμέ θαυματουργό ύγρό, γιατί ή νος αυτός Αμερικανός σο μουν ολόψυχα δοσμένος στην φός.. πού εΐχε παντρευτή την επιστήμη. Προτίμησα νά συΈλληνίδα Μαργαρίτα Δεννεχίσω τις επιστημονικές μου δρινοϋ, την σημερινή χήρα έρευνες παρά νά παίξω ρόλο Μάογκαρετ Ντάνυ, κάλεσε προστάτου τής άνθοωπότηπλάι στο κρεβάτι του τον τος. Μέσα στή βιβλιοθήκη Μάκ, τό μικρό γυιό του. μου υπάρχουν δυο μπουκάλια —Πάρε αυτά τά δυο δα άπ3 αυτό τό ύγρό. "Όταν σου
0
22 ΓΕΡΑΚΙ, ^β/^^^νν^^Λν^ΛΆΑΜΛΜΛΆΛΜΛΛΛΜΜΛηΛΛΛ^· ««ΙίννΗΜΐνίΜΙΛίΐνΜΜ^^ χρεισστή ξαναγεμίζεις τά Βαχτυλίδια. Μέ την ποσότητα που υπάρχει σέ τούτα τά μπουκάλια περνάς πολλά, παραπολλά χρόνια... Δυο άνθρωποι μονάχα στη Νέα Ύόρκη ξέρουν τό μεγά λο μυστικό του Μάκ, ότι αυ τός δηλαδή είναι τό θρυλικό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρω πος. Ή μητέρα του, ή κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ, και αυτός ό χαζός και λιχούδης άραπάκος, ό Τζίμ Γκάφας, που τον αγαπάει και τον προστατεύ ει ό Μάκ... Τώρα όμως, μέσα σέ τούτο τό μισοσκότεινο δωμάτιο, 8ά μάθαινε τό μυστικό του κΓ ό καθηγητής Τζάφερσον. 5Αλλά δεν υπάρχει καιρός. Ή άνθρωπότης κινδυνεύει. ■—Κύριε Τζάφερσον, μπο ρείτε νά γυρίσετε τώρα, λέει ό δημοσιογράφος. Ό καθηγητές γυρίζει καί τον βλέπει και ξαφνιάζεται. —Τό Γεράκι!, ξεφωνίζει μέ έκπληξι. Τό Γεράκι! Ό Νέος Υπεράνθρωπος χαμογελάει. —Δέν σάς είπα πώς θά καλέσω κάποιον φίλο μου νά σάς βοηθήση; Νάτος πού ήρ θε! Τό Γεράκι τώοα δίνει βια στικά τις οδηγίες του: —-Θά μέ ακολουθήσετε ώς την έξοδο τής βίλλας. Θά προχωρήσω πρώτος ενώ. "Υ στερα, έσεις καί ό Τζίμ θά φροντίσετε μ* έναν τρόπο νά φτάσετε στή Νέα Ύόρκη. "Ο λα τά άλλα είναι δουλειά δι
Ο
ΝΕΟΣ
κή μου. Προσοχή μονάχα; Θά μ* άκολουθήτε καί θά μένετε πάντα κρυμμένοι πίσω μου όσο νά βγούμε απ’ αυτό τό σπίτι... Οί αιχμάλωτοι του Στροχάϊτερ ελευθερώ νονται καί· τό Γεράκι •ξεκινάει. ΠΡΟΣ ΤΑ στα έκπλη κτα μάτια τού Τζάφερ σον καί τού Τζίμ Γκάφα, τό Γεράκι στερεώνει ^ τή ράχη του στην πόρτα καί σπρώχνει μέ δυναμι ζητώντας^ νά τήν ξερριζώση από τή βάσι της. Τό χοντρό ξύλο τρίζει υπό κωφα. "Ενα κομμάτι από τον τοίχο γκρεμίζεται. Τό^ ί ερά κι κάνει δυο βήματα πίσω κΓ ύστερα ρίχνει για δεύτερη φορά ολάκερο τό βάοος τού κορμιού του έπάνω στην πόρ τα. Τώρα τό ξύλο τσακίζεται στα δυο σά νάναι ένα κομμά τι γυαλί καί πέφτει. Ό δρό μος προς τή σωτηρία είναι ανοιχτός... Βγαίνουν στο διάδρομο. Πρώτος αυτός, πίσω οί δυό άλλοι. Προχωρούν. Μέσα στο σκοτάδι τό βλέμμα τού Γε ρακιού ψάχνει προς όλες τις κατευθύνσεις. —Προσέξτε!, ψιθυρίζει σέ μια στιγμή. "Ερχονται! Άκούγεται τό ποδοβολητό πολλών ανθρώπων, πού έρχον ται προς τό μέρος τους. Εί ναι οί γκάγκστερς τού Στροχά'ίτερ. Δυο απ’ αυτούς έ χουν φτάσει κιόλας στην αρ χή τού διαδρόμου καί κρσ-
Μ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
4Μ0νν%ΛΛΜΛηηΜΛΜηΛΛΜηΜΜηΛΛΛηηηηηΐν^^ τουν 6 καθένας στά χέρια του κι* άπ© ένα αυτόματο.^ Ξαφνιάζονται, καθώς βλέπουν μπροστά τους τό Γεράκι, μά 5έ σαστίζουν. —Ριχτού στο ψαχνό!, ουρλιάζει ό ένας. Και τά δυο αυτόματα ξερά νουν γλώσσες φωτιάς. Ό Νέος Υπεράνθρωπος ^ όμως είναι άτρωτος κΓ αισθάνεται μονάχα κάτι σαν τσιμπήμα τα καρφίτσας στο φαρδύ του στήθος. Οί σφαίρες^ πού του στέλνουν οι συμμορίτες άποστρακίζονται, καθώς χτυπουν στον αόρατο θώρακα που τον προστατεύει και γλυστροΟν και πέφτουν στο πάτωμα σαν άβλαβή βοτσαλάκια. Ετοιμάζονται νά ξαναγε μίσουν τά όπλα τους. Και τό τε ακριβώς τό Γεράκι σαλτάρει σαν κεραυνός απάνω τους. Οί σιδερένιες γροθιές του προσγειώνονται στά ογ κώδη κρανία τους και τά τσα κίζουν σαν σάπια καρπούζια. Τά όπλα γλυστροΟν άπ5 τά χέρια τους και πέφτουν ανά σκελα. Ή βρωμεοή ψυχή τους ταξιδεύει στην Κόλασι... ^ —Ζήτω! Ζήτωωωω!, φω νάζει ό Τζίμ Γκάφας. Τούς φάγαμε. Ζήτωωωω... 9 Αλλά ή ζητωκραυγή κόβε ται στη μέση. Τώρα έρχονται κατά πάνω τους τρεις άντρες σαν ταύροι. Είναι τρεις γί γαντες μέ τετράγωνες πλά τες, κοντό λαιμό και χοντρά σάν τό κορμί ενός μωρού, μποάτσα!. Οί τρεις σωυατοφυλακες τού Στροχάϊτερ!
*Λ·^ΜΜΛΛΜΜΛΛΜΛΛΜΛΛΐνΐ^^
23
Βαδίζουν αργά μέ γυρτό τό κεφάλι, σάν ταύροι πού είναι έτοιμοι νά κουτουλήσουν τον αντίπαλό τους. Τά μάτια τους γυαλίζουν σάν μάτια λυσσασμένων λύκων. Ό Νέος Υπεράνθρωπος σφίγγει τις γροθιές του καί στυλώνει τα πόδια. Μένει ασάλευτος καί περιμένει. 'Ο πρώτος πού τον ζυγώνει δοκιμάζει τό ατσάλι του χεριού του. 4Η γροθιά του διαγράφει ένα βιαστικό τό ξο, ζυγιάζεται καί πέφτει α πάνω του. Τό κορμί τού γί γαντα μαζεύεται σάν φυσαρ μόνικα, κουλούρι άζεται, δι πλώνεται στά 6υό καί μένει ακίνητο! Τό Γεράκι ρίχνεται σάν σίφουνας στους δυο άλλους. Στο χέρι τού ένας κάνει την έμφονισί του ένα μαχαίρι. Ή λεπίδα αστράφτει στον αέρα καί πέφτει μέ λύσσα στο στη θος τού Νέου Υπεράνθρωπου. 5Αλλά τό μαχαίρι χτυπάει στον αόρατο θώρακα καί ή κοφτερή λεπίδα τσακίζεται σάν σπιρτόξυλο. Τό Γεράκι κάνει ένα πλάγιο βήυια καί διπλώνει μέσα στο μπράτσο του τό λαιμό τού κακούργου. Είναι μια θανάσιμη λαβή Ζίου - Ζίτσου από την οποία 6έ βγαίνει κανείς ζωντανός. Ό λαιμός τού γίγαντα σπά ζει στά δύο καί ή σπονδυλι κή του στήλη εξαρθρώνεται. Ό τρίτος όμως είναι πιο επικίνδυνος. "Εχει ριχτή, α πάνω στον 4Υπεράνθρωπο κΓ έχει τυλίξει τά τεράστια δά χτυλά του σάν χαλύβδινες τα νάλιες γύρω απ’ τό δεξιό του
24
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΪ
ίΐνΜΛ%νν\\ννννίΛΛΛΛνν\ΜΜνΐ^ΛΛΛΜΛ\ΛΛ^ννννν\\ννν\ΛΛνννν%\ννν\ΛΛ^Ι\ 'ΪΛ'^ί/{/ννίΛ/ννΐΛΐϊ/,ϊΛΛΑΐ<νϊΛΛΛ'ίΛ/ΙΛ/νίΛΛΛ/ν^'«Λ!/νΐ(ν^ ττό6ι,
ζητώντας νά τον άνατρέψη. Τό Γεράκι, άπροετοίμαστό γι’ αυτή τήν έπίθεσι, κλονίζεται για μια στιγμή και κινδυνεύει νά χάση τήν ι σορροπία του. Μά, σχεδόν α μέσως, λυγίζει τό γόνατο καί τό τινάζει έμπρός. Τό σφίξι μο χαλαρώνεται καί σέ μισό δευτερόλεπτο ό γίγαντας δέ χεται ένα φοβερό λάκτισμα στο στομάχι καί, σαν μια μπάλλα ποδοσφαίρου, βρίσκε ται στον αέρα, παίρνει τρεις βόλτες, τό κεφάλι του βρον τάει στο ταβάνι, γκρεμίζει ένα κομμάτι σοβά καί πέφτει αναίσθητος στα πόδια τού Νέου Υπεράνθρωπου. Δυο λεπτά αργότερα, ό Νέος Υπεράνθρωπος κι5 οι δυο φίλοι του, βρίσκονται έ ξω από τή βίλλα του Τζάφερσον. Ό καθηγητής δέν μπο ρεί ακόμα νά πιστέψη πώς είναι ελεύθερος. —Κύριε Τζάψερσον, λέει τό Γεράκι. Έγώ πρέπει νά βιαστώ... Εσείς μέ τον μι κρό προσπαθήστε νά έξασφαλίσετε ένα αυτοκίνητο. Θά σάς περιμένουν στο Μέγαρο Ατομικών Ερευνών... Γειά σας!... Καί ό Νέος Υπεράνθρωπος σηκώνει τά χέρια, τινάζει τά πόδια καί υψώνεται σάν οο~ λίΒα στον αέρα. Αρχίζει νά ταξιδεύη. Άπό εδώ ψηλά που βρίσκεται φαίνονται τά φώ τα τής Νέας Ύόρκης. Πρέπει νά φτάση εκεί όσο γίνεται πιο σύντομα...
«Προσοχή! Προσοχή! Ή Ρουκέτα Κ4 έκλά-τη!»
VI ΤΗ μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου τών Ατομικών Ερευνών τής Νέας Ύόρκης, πηγαινοέρχονται καί κουβεν τιάζουν, ανταλλάσσοντας διά φορές σκέψεις και γνώμες ε πάνω στα προβλήματα που τους απασχολούν, οί διαση μότερες κορυφές του επιστη μονικού κόσμου τών Ηνωμέ νων Πολιτειών. Ή σύσκεψις, που έχει όρισθή γιά τις ΊΟ ακριβώς, δέν έχει αρχίσει α κόμα. Γύρω άπό τό μέγαρο, ομάδες άπό άντρες τής στρα τιωτικής αστυνομίας, «οπλι σμένοι μέ αυτόματα, αγρυ πνούν. Αστυνομικοί καί τά πιο έξυπνα λαγωνικά τής ’Έφ - Μπί - ’Άϊ, τής περίφη μης μυστικής ομοσπονδιακής αστυνομίας, μέ πολιτικά ρού χα, έχουν πιάσει τίς πιο ε πίκαιρες θέσεις, έτοιμοι νά έπέμβουν σέ περίπτωσι α νάγκης. Βαρειά καί έλαψρά τάνκς περιπολοΰν στους γύ ρω δρόμους κΓ ένας αδιαπέ ραστος κλοιός εχει σχηματισθή γιά τήν προστασία ολό κληρου του οικοδομικού τε τραγώνου. Ή σύσκεψις που Θά γίνη απόψε είναι ή πιο σημαντική απ’ όσες έγιναν έως σήμερα. Γιά πρώτη φο ρά θά γίνουν έπ ίση μες επι στημονικές ανακοινώσεις γιά τον ατομικό πύραυλο, που 8ά φέρη μιά τρομερή άναστάτωσι σ’ δλα τά μέχρι τής στιγ μής παραδεδεγμένα του έπι-
γη%ρ ΑΗ&Ρύηοι
2$
.νγννν4ννννννννννΐΛ\^νΛ^νννννννν!ΛννννννίΛιν,νννν^Λ,ννίννν^'ίΛ.'ννν'ίΜ νν*Μν^Μ ^ννννινννννννννννννννννννηΜΛ*»
θετικού καί αμυντικού ττολέ τάσω τίν ταυτότητά σας. μου. Αυτός, πού κατέχει τό Ό Τζάψερσον δείχνει τα μυστικό της «Ρουκέτας Κ4», χαρτιά του χαμογελώντας. Ό θά εΐναι ό νικητής στον μέλ επιθεωρητής τής μυστικής α λοντα πόλεμο. Οΐ βόμβες του στυνομίας τούς ρίχνει μιά ατόμου και οι βόμβες υδρο ματιά, τα επιστρέφει καί υ γόνου θά φαίνωνται σαν α ποκλίνεται μ’ ευγένεια. σήμαντα παιχνιδάκια μπρο —Έν τάξει, κύριε καθηγη στά στην τεράστια δύναμι τά. του διευθυνομένου έξ άποστάΕκείνος προχωρεί τώρα σεως αύτου καταστρεπτικού καί μπαίνει στο μέγαρο. "Έ πυραύλου. Ό εφευρέτης του, να πλήθος από νεαρούς επι ό δόκτωρ Ντρέϊτ, θά προε- στήμονες τον περί κυκλώνουν. δρεύση στη σύσκεψι και θά *—Τ ά σέδη μου, κ. καθηέξηγήση μέ όλες τις λεπτο γητά. μέρειες, τό μηχανισμό του —Καλώς ώρισατε, κύριε νέου αυτού όπλου... Τζάφερσον! Μέσα στην αίθουσα των Είναι φανερό πώς όλοι αυ συσκέψεων, κλεισμένο σε μιά τοί τόν θαυμάζουν καί θεω κρυστάλλινη θήκη, είναι σέ ρούν τιμή τους νά τούς 6ώση μικρό μέγεθος τό μοντέλλο τό χέρι. Κι3 εκείνος όμως τής «Ρουκέτας Κ4». "Έχει φαίνεται ενθουσιασμένος άν τοποθετηθή σ’ ένα τραπέζι καί, στιγμές - στιγμές, κά καί μερικοί στέκουν καί τό ποια αδιόρατη νευρικότης περιεργάζονται μ5 ενδιαφέ ζωγραφίζεται οπό πρόσωπό ρον. Είναι πραγματικά ένα του. Στή μεγάλη αίθουσα θαύμα τεχνικής, μέ λεπτότα τρέχει καί τόν υποδέχεται ό τα αυτόματα μηχανήματα έκ- δόκτωρ Ντρέϊτ. Οί δυο άν τοξεύσεως, διακυδερνήσεως, τρες ανταλλάσσουν μιά θερ ρυθμίσεως τής έκρήξεως κλπ. μή χειραψία. Δέκα λεπτά πριν απ’ την —Είμαι ευτυχής, κύριε κα έναρξι τής συσκέψεως, _ στα θηγητά, τού λέει ό εφευρέτης ματάει έξω από την κεντρική τής «Ρουκέτας Κ4», πού θά είσοδο τού μεγάρου ένα με παρίστασθε. στήν αποψινή γάλο αεροδυναμικό αυτοκίνη σύσκεψι. 3Έτσι θά μου δοθή το. Ό καθηγητής Τζάψεροον ή αφορμή νά άποκαλυψω πώς κατεβαίνει καί προχωρεί σείς υπήρξατε ό έμπνευστής προς τίς μαρμάρινες σκάλες. τού όπλου αυτού, τό οποίον Ό επιθεωρητής Τζαίημς εγώ αποτελείωσα. Στούαρτ, ό υεγαλος φίλος Ό Τζάφερσον, ό σωσίας του Μάκ Ντανυ, τον σταμα τού Τζάφερσον, πού όπως θά τάει μ* ευγένεια: κατάλαβε ό αναγνώστης, 5έν —Μέ ^ συγχωρήτε, κύριε είναι άλλος από τόν σατανι καθηγητά, λεει. "Αλλά γιά κό εγκληματία Φόν Στροχάϊτούς τύπους πρέπει νά εξε τερ, χαμογελάει.
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
’,Λ^Λ^νϊ<νν^ννν\Λννννΐανννννν»ν'νΑΛνν^ΜΛνννννΐ’νν^νννΐνΐΛΛννννννννννννν Λ-νννννν^νννν»/ννίΛν^νννννννννννννννν'νν^νίΛϊ
—ΕΤσθε υπερβολικός, α παντάει. Εΐσ9ε ύπερβολικός και τά παραλέτε! Τό μάτι του είναι καρφω μένο τώρα στο μικρό μοντέλλο τής ρουκέτας, πού βρίσκε ται στην κρυστάλλινη θήκη. Καθώ^ μιλάνε, πλησιάζουν Ο λο και περισσότερο προς τά έκεΐ. Ό Ντρέϊτ ανύποπτος τού κουβεντιάζει, μά τό μυα λό τού ανθρώπου, πού θέλει νά γίνη "Άρχοντας τού Κό-
Τό Γεράκι επιτίθεται τότε ένοιντ ί ον του ς' σαν σίψ-οννο ς!
σμου, ταξιδεύει μακρυά. Κά τι περιμενει. Κασέ λεπτό κυττα^ει το ρολόι του. Οί δείκτες προχωρούν αργά κι" όσο περνάει η ώρα γίνεται περισσότερό νευρικός. Τό βλέμμα του πίσω απο τά χρυ σά γυαλια παίρνει μια πα ράξενη εκφρασι. Κάτι περι μένει ο Φον 2.τροχαίτερ... Ί ώρα οι δείχτες των ρολο γιών δείχνουν ίϋ παρα ί'. Αυτήν άκριοως τη στιγμή γί νεται κάτι, πού κάνει το σκο τεινό πρόσωπό του ν" άσιραψη απο χαρα. Γ' Ενα αόρατό χέρι κλείνει τον γενικό δια κόπτη ήλεκτροψωτισμου και ολόκληρο το μέγαρο βυθίζε ται σ' ένα πηχτό σκοτάδι. Άκουγονται φωνές και βήμα τα ανθρώπων, που τρενουν ξαφνιασμένοι δεξιά - αριστε ρά. Άπ' έξω - φωνάζουν οί στρατιώτες και οι αστυνομι κοί. Τά μοτέρ των τάνκς αρ χίζουν να μουγγρίζουν... Μερικά λεπτά περνούν μέ σα σέ γενική σύγχυσι. Μι κρά φωτάκια ανάβουν έδώ κι" εκεί. Κάποιοι άναβουν τούς αναπτήρες τους προσπαθών τας νά φωτίσουν τό αδιαπέ ραστο σκοτάδι μέ τις μικρές φλόγες τους... Μερικοί φωνάζουν: —Φως ! Άνάψτε τό φως! Τότε ένας παράξενος θό ρυβος άκούγεται έξω από τά παράθυρα τού μεγάρου. "Ε νας τεράστιος σκοτεινός δί σκος, πού έρχεται άγνωστο από πού, ετοιμάζεται νά προσγειωθή. Τά τζάμια σπά νε μέ πάταγο. Κάποιος σαλ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
ι^νννννννννννννΛΛ\νΛ<ννν*Λ/νννννννΐΛ.>νννννννΛ^\νΐ4\Λ\\ννινιννν\\\\\\ΐνννΜ^ΜΜ\ν(Λ\ι\νην’ΐνν\νΐΛΜ\\ΜΛννΐΜ >
τάρει έξω απ’ τό παράθυρο καί πιάνεται από μια κρεμα στή σκάλα, πού βγαίνει απ' την κοιλιά τού περίεργου αυ τού ιπτάμενου δίσκου, και α νεβαίνει προσπαθώντας νά φτάση στο έσωτερικό του. —Πυρ!, άκούγονται μερι κές φωνές. δ ά αυτόματα και τά πολυ βόλα αρχίζουν νά κελαϊδουν. ^Ομοβροντίες αντηχούν. Τά ό πλα σημαδεύουν τό δίσκο. Αλλά τούτο τό χαλύβδινο αερόπλοιο μέ τό στρογγυλό σχήμα, είναι θωρακισμένο μέ αδιαπέραστο άτσάλι. Δέν τό ενοχλούν οι σφαίρες. Αρχίζει πάλι νά κινήται προς τά πά νω... Αργά στην αρχή, πιο γρήγορα κατόπιν καί μέ μιά διαβολεμένη ταχύτητα ύστε ρα... Αυτήν ακριβώς τή στιγμή, 10 καί 2 λεπτά, ανάβουν πά λι τά φώτα. Μιά φωνή γεμά τη απελπισία καί όπογνωσι, άκούγεται: -—Τό μοντέλλο τής ρουκέ τας! Κλέψανε τό μοντέλλο τής ρουκέτας! Είναι 6 δόκτωρ Ντρέϊτ. "Ολοι τρέχουν προς τό μέρος του. Τό τραπέζι, έπάνω στο όποΌ ήταν πριν λίγη ώοα τό μοντέλλο τού καταστρεπτικό τερου όπλου τού αιώνος, εί ναι άδειο. Ή Ρουκέτα Κ4 δέν υπάρχει πιά! Καί μαζί της έχει έξαΦανισύή καί ό καθηγητής Τζάφερσον! —Αυτό είναι μυστήοιο!, λέει μέ σπαραγμό ό Ντοέίτ. Τί έγινε ό καθηγητής Τζάψερσον; "Αν είναι αυτός πού
'Η φλόγα καίει , τό σχοινί μαζί
μέ τις σάρκες τοΰ Μάκ!
έκλεψε τό κατευθυνόμενο βλή μα, πρέπει νά είναι τρελλός! Εκατοντάδες αεροπλάνα απογειώνονται προσπαθών τας νά φτάσουν τον μυστη ριώδη ιπτάμενο δίσκο. "Ολοι οι ραδιοσταθμοί τών Ηνω μένων Πολιτειών μέσα σέ λί γα δευτερόλεπτα, μεταδίδουν τό φοβερό νέο: «Προσοχή! Προσοχή! "Αγνωστοι έγκληματίαι, προφανώς πράκτορες
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
Λνννννννννννννν·!Λ·ννν>νν·ννν *.νΧΛΑ,·νννννννν. ΙτΛ^ΛΜΑ\\^\ΜΪΛΜΛνΜΛΛΛΑΑΛΛΛ,^\ΛΛΛΛΛννΐ\\\ΜΜ\νΐ\Χ\νίΧ^Λν>ΛνΐΛ*>Α ξένης χώρας,, έκλεψαν απόψε τό μεγαλύτερο μυστικό των
σω νά χαρή για πολύ τή νί κη του!, λέει μέ σφιγμένα δόντια. ΓΈνα τέτοιο όπλο στα Ή Ρουκέτα Κ4 του δόκτορος χέρια του θά είναι καταστρο φή γιά τίς Ηνωμένες Πολι Ντρέϊτ έκλάπη! Προσοχή! τείες καί τόν κόσμο ολόκλη Προσοχή! Υπάρχουν υπόνοι α ι ότι δράστης τής κλοπής ρο! Πρέπει κάτι νά κάνω! είναι ό καθηγητής ΤζάψερΤό ραδιόφωνο του μεταδί σον, όστις έξηφανίσθη έπιβιδει μια χοήσι·μη πληροφορία: , βασθείς,· κατά πάσαν πιθα ότι δηλαδή ένας ιπτάμενος δίσκος πρέπει νά πήρε τόν νότητα, ενός ιπταμένου δί Φόν Στροχάίτερ. Καί τούτος σκου !»... ό ιπτάμενος δίσκος δεν θά Ό Νέος 1 Τσ©ς>άνθρωείναι σίγουρα μακρυά. Μπο πος ταξιδεύει κρεμα ρεί τά άεριοπροωθούμενα καί σμένος από έναν ιπτά τά άεροπλάνα νά τόν έχασαν, μενο κο: μά τό Γεράκι πού τρέχει πιε Ο ΓΕΡΑΚΙ ταξιδεύει γρήγορα κΓ απ’ τήν αστρα ^ προς τή Νέα Ύόρκη. Ή πή, είναι σέ θέσι νά τόν προμεγάλη πολιτεία κατάφωτη,λάβη Ό Νέος ? Υπεράνθρω βρίσκεται κάτω από τά πό πος δεν θά τόν άφήση νά του δια του. Σέ λίγο θά εχη φτά ' 3// \ σει στο Μέγαρο Ατομικών Τώρα ούτε σκέπτεται πια >νών. :να τό Μέγαρο "Ατομικών "Ερευ ια αστράφτει στο πρό νών. Αέν υπάρχει γιά τόν δυ σωπό του καθςός λογαριάζει νατότερο άνθρωπο του κό τά μούτρα, που θά κάνη 'ό σμου δουλειά πιά έκεΐ. "Ε εν καθηγητής Τζάψερσον, κείνοι που έχουν τό κλεμμένο ή 6 σατανικός Στρονάμοντέλο τής Ρουκέτας Κ4 ϊτερ, όταν τον δή νά ξεφυτρώτόν ενδιαφέρουν. Αυτούς πρέ νη ξαφνικά μπροστά του. πει νά βρή!... "Απότομα όμως τό χαμό "Από τή θέσι που βρίσκε γελο σβύνει από τά χείλη ται, παίρνει ύψος. * Απλώνει του. Τό μακροσκοπικό ραδιό τά χέρια καί ανεβαίνει καταφωνο^ που έχει μαζί του, με κόρυψα σά βολίδα όσο ψηλά ταδίδει τό φοβερό νέο. Τοπο γίνεται. "Από τούτο τό τερά θετεί τ5 άκουστικά στ" αυτιά στιο ύψος τό βλέυυα του μπο του καί αισθάνεται μια φοβε ρεί νά κάνη μιά βόλτα σέ μιά ρή οογή νά τον κυριεύη όταν περιοχή χιλίων καί περισσο άκούη τήν αναπάντεχη είδητέρων χιλιομέτρων. Τά μάτια σι. Ό Φόν Στοοχάϊτερ λοι του τρυπουν τό σκοτάδι... πόν τον ποόλαβε! Είναι καί Πέ^α μακουά, αρχίζει νά πάλι νικητής σ" αυτό τό γύ ξεχωρίζη κάτι. Είναι ένα μι ρο!... κρό μαύρο σημάδι σαν τό κε-—Μά όχι, δεν θά τόν άψήάλι μιας καρφίτσας. Ταξί-
Τ
οεύει ττρός την- Δυσι. Το Γε ράκι βάζει σ’ ενέργεια καί τό τελευταίο ίχνος δυνάμεις πού διαθέτει. Γίνεται πιο ταχύς κι* από τον κεραυνό καί όρμάει προς την κατευ θύνει εκείνη. Σιγά - σιγά ζυγώνει. Τώρα τό μαύρο ση μάδι γίνεται μεγαλύτερο. ΚΓ όσο περνάει ή ώρα γίνε» ται ακόμα πιο μεγάλο. Σέ λίγο πια είναι βέβαιος πώς ίσκεται οπό σωστό Εχει πάρει από πίσω τον μυστηριώδη Ιπτάμενο δίσκο, πού ταξιδεύει σχεδόν κοντά στη στρατόσφαιρα γιά νά μή μπορούν νά τον φτάσουν τά αμερικανικά κ α ταδιωκτικά καί όλο κρατάει την ίδια γραμμή προς τά δυτικά... Τό Γεράκι όμως τον έφτα σε κιόλας! Μέσα στή νύχτα, καθώς ταξιδεύει, άψινει πί σω του μια πύρινη ουρά κΓ έναν περίεργο βόμβα. Ό Νέ ος Υπεράνθρωπος αισθάνε ται κιόλας την καφτή ανάσα αυτής τής φλέγόμενης ουράς. Άπό τά νώτα λοιπόν δέ μπο ρεί νά πλησιάση τον ιπτάμε νο δίσκο. Κάνει μια ελαφρά κατάδυσι, ξαναβρίσκει την ι σορροπία του κΓ ϋστεοα πά λι ανεβαίνει. Τώρα βρίσκεται ακριβώς κάτω από την κοιλιά τού χαλύβδινου αυτού τέρα τος τού αέρα. Γαντζώνεται α πό κάποια προεξοχή καί τώ ρα ό ιπτάμενος δίο’κος τού Φόν Στροχάϊτερ εχει ακόμα έναν επιβάτη, πού ταξιδεύει κρεμασμένος απάνω του! —Αέν μέ μυρίστηκαν, σκέ φτεται τό Γεράκι. Τόσ® τό
καλύτερο. Θά μέ δούν δταν προσγειωθούν ξαφνικά μπρο στά τους καί, μά τήν αλή θεια, 8έν θά τσύξ ευχαρίστη ση καί πολύ αύτη ή συνάντησι! Μισή ώρα καί περισσότε ρο ταξιδεύει μ* αυτό τον τρό πο ό Νέος Υπεράνθρωπος εν τελώς ξεκούραστα. ’Άν καί βρίσκεται σέ πολλές χιλιάδες μέτρα ύψος,^ τό βλέμμα του, πού έχει δόνα μι ίση μέ τό μεγαλύτερο τηλεσκόπιο του κόσμου, μπο.ρεΐ νά ξεχωρίση ότι ό ιπτάμενος δίσκος, πού τον μεταφέρει στο λημέρι τής συμμορίας, βρίσκεται πάνω όατ’ τον Ειρηνικό Ωκεανό καί τρέχει μέ καταπληκτική τα χύτητα προς τό σύμπλεγμα των νησιών τού Φίτζι. Τά νη σιά αυτά, ακατοίκητα από ανθρώπους, μέ τή μεγάλη α διαπέραστη ζούγκλα τους, είναι δ,τι χρειάζεται γιά τον Στροχάϊτερ. Σ’ αυτή τήν ε ρημιά, στή^μέση τού απέραν του ωκεανού, μακρυά από κά θε περίεργο μάτι, ό εγκλη ματίας αυτός μπορεί νά καταστρώση τά σατανικά σχέ διά του ανενόχλητος. Πρώτα οι ερημιές τού Βόρειου Πό λου. (*) Τώρα τά ακατοίκη τα νησιά τού Ειρηνικού. Μισή ώρα λοιπόν καί πε ρισσότερο ταξιδεύει ό ιπτά μενος δίσκος πάνω απ’ τή θάλασσα καί υστέρα, σιγά σιγά, αρχίζει νά χάνη ύψος. (*) Διάδαίιτε τό τεύχος 3, που έχει τον τίτλο: «Τό Ιπτάμενο
ΠΡ ΑΠί, ΰ Η&6Ϊ
ι.υναζ, ιΛΛΛ'
τά μικρά τερατάιαα _μέ τα τριγωνικό πρόσωπό, την μακρυά προβοσκίδα και τό τρι γωνικό μάτι στο μέτωπο. Τό Γεράκι χαμογελάει. Έδώ λοι πόν είναι τό στρατόπεδο των μικρών αυτών συχαμερών πλασμάτων, πού βρωμούν α παίσια, αλλά έχουν μια κα ταπληκτική δύναμι! Είναι κΓ αυτά συνεργάτες στά εγ κλήματα του Στροχάϊτερ καί έφτασε ή ώρα τους... (Διά βασε τό τεύχος 3). ’Απ’ τον ιπτάμενο δίσκο αποβιβάζονται σ’ αυτό τό με ταξύ οί επιβάτες του. Είναι πέντε κΓ ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει τόν άρχικακούργο, πού κρατάει στά χέρια του τό μοντέλλο τής Ρουκέτας Κ4. Τά μάτια τού Γερακιού μισοκλείνουν από λύσσα καί τά δάχτυλά του, πού σχημα τίζουν τις ατσάλινες γροθιές του, σφίγγονται νευρικά Πρώτος 6 Στροχάϊτερ, πίσω αυτοί καί πιο πίσω τά τερατάκια, προχωρούν τρός τον πύργο. Στά πρόσωπα τών κακούργων, πού σχεδιά ζουν τά καταστρέψουν την Τό Γεράκι δοά κεραυ την ανθρωπότητα, άν 6έν ύνό βόλα καί ένας ε ποκύψη στά καταχθόνια σχέ χθρός του κόσμου παύει διά τους, αστράφτει ή χαρά νά υπά^η. ιά την μεγάλη επιτυχία τού ΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ πού ρχηγού τους. Άλλα τό Γεβρίσκεται, μπορεί νά ράκι έχει διαφορετική γνώ παρακολουθή όλες τις κινήμη* σεις τους, χωρίς νά τον βλέ Ζυγιάζεται καί πραγματο πουν. Ό ιπτάμενος δίσκος ποιεί μια θαυμάσια κατάδυπροσγειώνεται σ’ ένα μεγάλο σι, άφίνοντας μιαν άγοια γήπεδο, όπου περιμένουν με κραυγή. Εκείνοι ξαφνιάζον ρικοί άνθρωποι. Ανάμεσα σ’ ται, σταματούν καί κυττάζουν αυτούς πηγαινοέρχονται καί ψηλά. Μια ανθρώπινη βολίΤό Γεράκι έχει μαντέψει σω στά. Τό αεροπλάνο μέ τους γκάγκστερς ετοιμάζεται νά προσγειωθή στα νησιά τού Φίτζι. Τ’ αναγνωρίζει αμέ σως από τά άπειρα ηφαί στεια πού καπνίζουν, από τά πυκνά δάση τους και από τις απόκρημνες ακτές τους. Άλλα τι είναι αυτό πού φαίνεται ανάμεσα στο πράσινο πέλαγος των δέντρων; "Ε νας πύργος υψώνεται οάν ου ρανοξύστης, πού θέλει νά ψτάση τά σύννεφα! Ό Νέος Υπεράνθρωπος καταλαβαί νει. Τούτος εδώ ό πύργος εί ναι ένα από τά καταφύγια τού Στροχάϊτερ. Ακούει ^ τό βόμβο τής μηχανής νά γίνε ται πιο απαλός. Τά μοτέρ, πού εργάζονται μέσα στά σπλάχνα τού δίσκου, τό ένα μετά τό άλλο σταματούν. Αρ χίζουν οί μανούβρες τής προσ γειώσεως. Τό Γεράκι ξεγαν τζώνεται από τό αεροπλάνο καί τό άφίνει ν’ άπομακρυνθή. Αυτός πετάει παράμερα, γιατί 8έν θέλει ακόμα νά τον Γ> λ οουν...
Α
ψη&ρ &
ν§ρ
ήη β ι......................
^νν8^ν^·νί«ΛΛΛΛα^ννννΜΛινιη/νΜΛ^Μ/ννίΛ/νί/νννίβααί^^
ΛΑΜΛΜΛ/ίΜ/ϋίνΙύΛΛΑΑΑ^^
ΐί
δα έρχεται απάνω τους καί, όπου καπνίζει ένας κρατήρας πριν προφτάσουν νά συνέληφαιστείου. "Ανηφορίζει κρα θουν από την έκπληξι, δέχον τώντας στην αγκαλιά του τό ται τά πρώτα κεραυνοβόλα μοντέλλο του διευθυνόμενου χτυπήματα. 01 γρο3ιές του βλήματος του δόκτορος Ντρέδυνατότερου ανθρώπου του ϊτ. Πού πάει; Γιατί δεν έκόσμου χτυποΰν μέ Απερί σπευσε νά κρυφτή μέσα στον γραπτη μανία προς όλε^ τις πύργο; Τούτο είναι ένα μυ κατευθύνσεις και τσακίζουν στήριο. Αλλά 6έν έχει καιρό κρανία καί πλευρά. Τρεις νά λύνη αινίγματα αυτή τή κιόλας απ’ αυτούς είναι νε στιγμή τό Γεράκι. κροί. Πέντε από τά συχαμεΜέ γοργές κινήσεις αρχί ρά τερατάκια είναι ξαπλωμέ ζει νά ταξιδεύη προς τό μέ να πιο κεΐ μέ τά ηλεκτρικά ρος του... όταν ξαφνικά αι σθάνεται κάτι παράξενο καί τους μάτια σπασμένα. Σέ λίγο 8ά πάψουν νά ζουν... αρχίζει νά πέφτη. Ό ΝέοςΜερικά όπλα στρέφονται Υπεράνθρωπος τυλίγεται σ’ εναντίον του Νέου Υπεράν έναν φοβερό ιλι^Ό καί πέ θρωπου. Μπλε φλόγες εκτο φτει μέ μια καταπληκτική ξεύονται προς τό. μέρος του. ταχύτητα προς τό έδαφος·. Τό Μά ή μπλέ φωτιά, πού μπο βουνό, τά δέντρα^ οι πέτρες ρεί μέσα σ’ ένα δευτερόλε έρχονται κατά πάνω του... πτο νά λυώση τό ισχυρότερο Λίγο ακόμα καί θά τσακιστή, μέταλλο, δεν ενοχλεί τό Γε θά γίνη χίλια κομμάτια κα ράκι, που εΐναι άτρωτο. Τά θώς θ’^ άνταμωθή μέ ^τή γή. ανίκητα μπράτσα του συντρί Μά τούτη τήν τελευταία στιγ βουν κάθε άντίστασι. Οι α μή, κάνει μιά απελπισμένη τσάλινες γροθιές του πολτο κίνησι. * Αρπάζεται απ’ τά ποιούν μερικά κεφάλια ακό κλαδιά ένός μεγάλου δέντρου μα καί τά πόδια του κατα καί τό φοβερό πέσιμο, που φέρουν θανάσιμα λακτίσμα τον φέρνει κατ’ ευθείαν στο τα γύρω του. θάνατο, σταματάει. \ ώρα τό μάτι του αναζη Του.φαίνεται σαν ψέμματα τεί τον Στροχάϊτερ. ΤΗρ8ε ή πού διέφυγε από ένα τόσο ώρα του! Δεν τον βλέπει καί τρομερό κίνδυνο. Μά τί συ γίνεται απότομα χλωμός. Τί νέβη λοιπόν καί έχασε τήν ι έγινε ό φοβερός κακούργος, σορροπία του και κατρακύ πού έχει τό κλεμμένο μοντέλλησε από τόσο ψηλά στο κε λο τής ρουκέτας στα χέρια νό; Κυττάζει τόν εαυτό του... του; Καταφέρνει μερικές γρο 'Απλαύστατα. Είναι πάλι θιές ακόμα σέ κείνους που ό νεαρός Μάκ Ντάνυ! "Έχουν ζητούν νά τον απασχολήσουν περάσει τόσες ώρες καί 5έ καί τινάζεται ψηλά... λογάριασε πώς ή έπίδρασι Νάτος! Τον είδε. ^ ί ρέχει τού θαυματουργού υγρού έ προς την πλαγιά ένός λόψου χει πάψει» Παίρνει μιά βα«
32
.................... ..
θειά ανάσα. Έτη τέλους, κα τάλαβε! Φέρνει πάλι στο στόμα την μπλε πέτρα· του δαχτυλιόιοΰ και μέσα σ’ ένα λεπτό απογειώνεται... Ό Στροχάϊτερ έχει προχωρήσει ο' αυτό τό μεταξύ αρκετά κΓ εχει φτάσει κοντά στον κρατήρα. Τινάζεται σαν α στροπελέκι προς τό μέρος του. —· Παραδόσου, Στροχάϊτερ!, τού φωνάζει. Δέ θά μπόρεσης αυτή τή φορά νά γλυτώσης! Μά ή άπάντησι είναι ένα απαίσιο γέλιο. Ό μεγαλύτε ρος εγκληματίας του κόσμου γελάει μ5 ένα γέλιο τρελλαύ. Τό Γεράκι κάνει μιά κάθετη έφόρμησι καί ή σιδερένια γροθιά του χτυπάει σαν ένα σφυρί πού έχει βάρος χίλιους τόννους, τό κρανίο του. Ό εγ κληματίας σηκώνει τά χέρια παρατώντας τό ροντέλλο καί κάνει μερικά βήματα πίσω. Κλονίζεται, παραπατάει και πέφτει ανάσκελα μέσα στην καυτή λάβα πού βράζει. Μ?ά απαίσια κραυγή γεμίζει τον αέρα. Ό Φόν Στροχάϊτερ είναι νεκρός! Μισό λεπτό αργότερα ό Νέος Υπεράνθρωπος αισθά νεται τό έδαφος νά τρέμη κά τω από τά πόδια του. /Ένας φοβερός σεισμός συγκλονίζει τό νησί καί τό ηφαίστειο αρ χίζει νά ξερνάη φλόγες, σάν νά θύμωσε πού έπεσε στά σπλάχνα του ένας τόσο δια βολικός άνθρωπος! "Έχοντας στά χέρια του τό μοντέλλο
Ρ2ΡΑΚΙ,
δ
Η Μόϊ
τής Ρουκέτας Κ4, τό Γερά κι απογειώνεται. Καθώς βρί σκεται τώρα ψηλά, βλέπει τό θέαμα. Είναι μεγαλόπρεπο καί φριχτό μαζί. Τό νησί κομ ματιάζεται, σαν νά τό συγκλονίζη από τή βάσι του ένας φοβερός γίγαντας, κι5 από τίς βαθειές χαράδρες πού σχηματίζονται βγαίνουν φω τιές. "Ύστερα από λίγο ενα τεράστιο κύμα θάλασσας, πού έχει ύψος πάνω από χί λια μέτρα, έρχεται καί τά σκεπάζει! "Όταν περνάη τό κύμα 6έν υπάρχει τίποτα πιά έκεΐ πού νά δε ίχνη πώς έδώ κάπου ήταν ένα νησί. Τό έρ γο του θρυλικού Γερακιού τό αποτελεί ωσάν οί σκοτεινές δυνάμεις τής Φύσεως. Λεν μέ νει πιά τίποτα από τήν εγ κληματική σπείρα τού ανθρω πόμορφου τέρατος Όσου ό Τ;!ιμ ό Γκάφος πίνει κάτι καί πα θαίνει μιά καταπληκτι κή αλλαγή. Ο ΜΟΝΤΕΛΛΟ τής Ρου κέτας Κ4 βρίσκεται πά λι στη θέσι του καί όλοι μι λούν πάλι για τό καινούργιο κατόρθωμα, πού μεγάλωσε τή δόξα τού θρυλικού Γερα κιού. Τό όνομα τού Νέου Ύπερανθ|)ώπου είναι στά στό ματα όλου τού κόσμου. Ό νεαρός Μάκ Ντάνυ κάθεται στο γραφείο τού σπιτιού του καί γράφει. Ό μικρός χαζός καί λιχούδης άραπάκος, ό Τζίμ Γκάφας, στέκει πιο έκ€ί κοντά στο παράθυρο καί
Τ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 33 ΜΛαννΛ^νιΛΑΜΜΜ^ ^Λ'νΛν\νννννννΛ.\ΛΛ·νΛΛ\\\\νν\νν\\\\\'ννννν\νννν\ν\νν\ΛΛΛΛΛΛ\ΛΛΛ\\νν\\νννν\,νν\*ι\\Λ\Λνν'.'ν\·ν
παρακολουθεί την κίνησι του δρομου... —-Πήγαινε απάνω στη βι βλιοθήκη του πατέρα μου, Τζίμ, του λέει 6 Μάκ. Σ* ένα ράφι, στο δεξιό τοίχο, υπάρ χει ένα βιβλίο μέ κόκκινο δέ σιμο, Είναι επιστημονικό λε ξικό. Πήγαινε νά μου φέρης αυτό τό βιβλίο... Ό Τζίμ ο Γκάφας φεύγει, αλλά, δταν ξαναγυρίζει υστέ ρα από πέντε λεπτά, είναι α γνώριστος! Ό Μάκ Ντάνυ που τον βλέπει γουρλώνει τά μάτια και χάνει τή φωνή του! Ό Γκάφας φοράει μια μπλε φόρμα μέ κεντημένον έναν κε ραυνό στο στήθος και στους ώμους του κρέμεται μια κόκ κινη μπέρτα μέ χρυσά κρόσια. Τό κορμί του είναι πο λύ πιο μεγάλο και πανίσχυ ροι μυώνες φουσκώνουν στους ώμους του, στα μπράτσα του, στα πόδια του. Ό νεαοός ρέ~ πορτεο τόν βλέπει και νομί ζει πώς ονειρεύεται. —Τί είναι αυτά; ρωτάει έκπληκτος. Ό Γκάφας ξύνει τό κεφάλι του μέ αμηχανία, γιατί φυσι κά καί ό ίδιος 5έ μπορεί νά καταλάβη πώς έτσι, στα κα λά καθούμενα, έγινε...Υπερ άνθρωπος ! —’Έιυαχνα νά βοώ τό βι βλίο, λέει, καί καθώς έ^α,χνα είδα ένα μπουκάλι μέ ένα μπλε υγρό. Νόμιζα πώς ήταν κανένα γλυκό σιρόπι κι* έ βαλα λίγο οπό στόμα μου... Αλλά τό έφτυσα αμέσως.
9Ηταν αηδία... "Ομως, ξαφνι κά, βλέπω νά γίνωμαι... Γε ράκι! Τί φταίω λοιπόν εγώ, κύριε Μάκ; Αέ φταίω 6 φου καράς πού κατάντησα έτσι. Άλλα τώοα σκέπτομαι πώς ό Θεός τών νέγρων μέ μετα μόρφωσε σέ Υπεράνθρωπο για νά σέ βοηθήσω. Μην τής οχι, κύριε Μάκ, γιατί...σ5 έ φαγα! Ό νεαρός ρέπορτερ δέν ξέ ρει πέος πρέπει νά πάοη τό ζήτημα. Στα σοβαρά ή στ* άστεΐα; ■—Τώρα λοιπόν, πρέπει νά φάς μιά καρπαζιά για νά συνέλθης, τού λέει. Σου χρει άζεται ! Άλλα τούτη τή φορά ό Τζίμ Γκάφας 6έ σηκώνει κά τι τέτοια. Αρπάζει στά...χα λύβδινα δάχτυλά του τό χέρι του Μάκ καί τό σφίγγει. Ό ρέπορτερ ξεφωνίζει από τόν πόνο... —”Α! "Ολα κι; όλα!, λέ ει τό αραπάκι. Τώρα πού εί μαι Ύπεαάνθοωπος, κομμέ νες οι καρπαζιές! Κάθησε στη θέσι του ήσυχα, πρίν Αρ χίσω νά βοώ... κερσυνοβόλα! Ό Μάκ Ντάνυ πέφτει στην πολυθρόνα του καί ξεκαρδί ζεται στά γέλια. Είναι τόσο κωμικά δλα αυτά! Ό Τζίμ Γκάφας... Ύπεοάνθρωπος! Δέν ξέοει δυως, όπως 6έν ξέρει ούτε ό ίδιος ό Τζίμ, δπ 6 Μαύρος Ύπεοάνθρωπος πρόκειται νά παίξη έναν πο λύ μεγάλο ρόλο στην επόμε νη περιπέτεια του Γερακιού...
Τ.Ε.ΑΟ Σ
ί*
Μ
I ΓΕΡ Γραψεια:
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ• ΤΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕIΩΝ 'Οδός Λέκκα 22 Φ *Αριθ. 5 Φ Τιμή δραχ. 2
■»
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. ^ Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστεί■» δου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25 “ ~ΙΙίΕ8β§ΒΙΙ!0!1ΟΚΟ1Β§ΒϋΙ319ΒΕ§ΙΙ!Β8§§ΙΕΕ§138$ϋΕ8ίϋΒ1ΙΒΗ8ί£Β1£8ϋί3£Ι$88;ΗΒ11ί5ΕΠΓ; Vο
ΝΟ Η
\
•-1·»
Στο επόμενο τεύχος του «Γερακίου», τό 6, που κυκλο φορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ο
Ν Η$ Ηο \ο Η \ Ν«» Η% Ν♦
κάνει την έμφάνισί του ένας ήρως του Κακού, ένας και νούργιος αντίπαλος του Γερακιού, ή
Ρ
%
ΝΟ Ηο Ν» Ν Η
\ Ν« Ν Ν« Ν Ν Ν
\% Ν% Ν ΝΟ Η %
Καταπληκτικά πράγματα συμβαίνουν στη Νέα Ύόρκη και ό Νέος Υπεράνθρωπος, μέ βοηθό τον Τζΐμ Γκάφα, πού έχει γίνει κΓ αυτός Υπεράνθρωπος... κατά λάθος, αναγκάζεται νά επιστράτευση όλες τις δυνάμεις του και την έπιδεξιότητά του για νά σώση εκατομμύρια αθώους ανθρώπους !
Ν Ν Ν Ν %
♦
Λ
Ν* Τό
Νρο
Ενθύμιο
%
Ν Ν% *
ςίΌπως βλέπετε, πιστή στις υποσχέσεις της, ή διεύθυνσις του «Γερακιού», σάς προσέφερε ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩ ΡΕΑΝ, μαζί μέ τό σημερινό τεύχος, μια ΑΝΑΓΛΥΦΗ, ΤΡίΔίΑΣΤΑΤΗ προσωπογραφία τού Νέου Υπεράνθρω που ί Είμαστε βέβαιοι δτι ακόμα και οί πιο άπαιτητικοί άναγνώοττες μας έμειναν ικανοποιημένοι! ΠΡΟΣΟΧΗ ! Μή χάσετε τις ταυτότητες σας! Θά σάς χρειαστούν πολύ σέ λίγο! Λεπτομέρειες θά μά θετε όταν τελειώσουν οί διαγωνισμοί!
%
Ν Ν Ν Ν Η %
ν%
Ν« Λ
ΜΕΡΙΚΑ ΛΕ/7 ΤΑ ΠΙΟ ΕΠΕΙΤΑ
] πρρ' ολη τη* η επ ' πετεια μαις. τα τρ/κ/-
/να ΕΦΤΑΣΕ ΑΚΑΚΕΤΡ /νο Ρ/Σ. ε/^τηαΜΩΝ9 πρρπ πρλυ
/ν/7
τους
α.9/
ΛΐίυβΙΪΙ·;*:. γρήγορα!
Μίκυ / ηρ ΕβϋΓΡ/Υ ΡΠΟ Κ£/ !
ΡΡΗΓρΓΠΝ ΤΗ ΜΑΤΣη
*μ: ΣΤΟ ****Η πεΡαπΛΠ/γαυ ΧβΜΡ.· ____
εε*ΗΓθΡη **ικυ' Σ9ΣΕ ΤΗ ΜΠ2.9 !
^ Γ/ΑΤΑ Β//72£
τοια πολο
0/Λ £ ; ^
■^0«βΕ»Α/
ΚΑΐΠΡσ | καί χό ΜΑΥΡΟ Γίψαηι ι
* Αλλόκοτα φτερωτά όν τα τροαοκρατουν τή Νέα 'Τόρκη Ο ΠΡΠΤΟ παράξενο πε ριστατικό εγινε στις 13 Σεπτεμβρίου. 7Ηταν ένα λοκαιριάτικο ζεστό βράδυ κι5 ένας εργατικός άνθρωπος, καθώς έπέστρεφε σπίτι του, δέχτηκε μια απρόοπτη έπίθεσι. "Ενα περίεργο ζώο, μιά γι γάντι αία νυχτερίδα μέ τρι χωτά πόδια, το3 έκοφε τό δρόμο. Ό άνθρωπος έβγαλε μιά τρομαγμένη κραυγή καί άπλωσε τά χέρια του προς τό; εμπρός νά φυλαχτή, άλλα δεν πρόφτασε νά κάνη τίπο τα περισσότεοο. Ή νυχτερί δα τον έκλεισε στις ψτερουΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Τ
γες της καί τά σουβλερά δόν τια της καρφώθηκαν στην κα ρωτίδα του. "Υστερα από δυο λεπτά ό άνθρωπος ήταν νεκρός... Τά κρούσματα συνεχίστη καν μέ ταχύ ρυθμό. Κάθε βρά δυ καί περισσότερα. Ή Νέα Ύόρκη έγινε ξαφνικά ανήσυ χη καί οι εφημερίδες άρχισαν νά δημοσιεύουν κάθε μέρα σφοδρά άρθρα, πού καυτηρί αζαν την άδρόινεια τής αστυ νομίας. Πολλά περιοδικά δη μοσίευαν καί σχέδια τής γιγαντιαίας αυτής νυχτερίδας βασισμένα στις αφηγήσεις εκείνων πού έγιναν αύτόπτες μάρτυρες των Θανατηφόρων ε πιθέσεων της. "Ολα τά θύμα τα είχαν μια πληγή στο λαι μό καί ανήκαν σέ όλες τις κοινωνικές τάξεις. "Αντρες, γυναίκες καί παιδιά ακόμα, είχαν πέσει στη δολοφονική ένέδρα την ώρα πού έπέστρεκαψαν άνύποπτοι στά σπίτια τους. Λίγο αργότερα, άποδείχτηκε πώς τά περίεργα αύτά αίμοβόρα τέρατα ήσαν πολ λά. Δρουσαν ταυτοχρόνως καί σκόρπιζαν την ίδια πά νω - κάτω ώρα σέ διάφορες περιοχές τής μεγάλης πολι τείας τον θάνατο. 01 άνθρω ποι πού έμεναν οέ προάστεια καί σέ απομακρυσμέ νες συνοικίες κλείνονταν από νωρίς στά σπίτια τους καί οί δρόμοι ύστερα από τό πρώ
4 το σούρουπο έμεναν έρημοι. Μόνο στις μεγάλες λεωφό ρους τά σινεμά και τά θέα τρα εμεναν ανοιχτά, αλλά ό κόσμος πού σύχναζε σ’ αύτά ήταν λιγοστός. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν άρεσε στις τριχωτές νυ χτερίδες. Γ ιο:τί, δεκαπέντε μέρες αργότερα, δηλαδή στις 28 Σεπτεμβρίου, ένα κοπάδι άπό τά γιγαντιαια αυτά τέ ρατα μπήκαν στο καλοκαιρι νό θέατρο «Φολί» έσπασαν μέ τις φτερουγες τους τούς μεγάλους γλόμπους κι’ όταν ή πλατεία βυθίστηκε στο σκοτάδι κι* ένας φοβερός πα νικός απλώθηκε μεταξύ των θεατών, ώρμησαν στην σκηνή και θανάτωσαν επτά χορεύ τριες. "Οταν ξανάγινε φως, οι νυ χτερίδες είχαν χαθή και κα νείς δεν μπόρεσε νά καταλάβη πώς καί άπό που έφυγαν. Τό περίεργο ήταν πώς όσοι αστυνομικοί βρίσκονταν κα τά την ώρα τής τραγωδίας μέσα στο θέατρο πυροβόλησαν μέ τά αυτόματά τους τά απαίσια αυτά ζώα. Μά οϊ σφαίρες δέν τά έθιξαν. "Αν δέν υπήρχαν οί έπτά νεκρές χορεύτριες, μέ μιά πληγή στο λαιμό ή καθεμιά, θά έ λεγε κανείς ότι θεαταί, άστυ νομικοί καί ηθοποιοί είχαν πάθει ομαδική υποβολή καί μονάχα μέ τή φαντασία τους, επηρεασμένοι άπό τά γεγο νότα τών τελευταίων ημερών, είδαν τίς τριχωτές νυχτερί δες νά κάνουν έπίθεσι εναν τίον του θεάτρου.
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
- νν>ν ιι ιν. ννν«.ν*-νννννν»ΛΛ «ίννννννννννννννν
«Δυο πράγματα πρέπει νά παραδεχθούμε, έγραφε την άλλη μέρα τό πρωί τό «Κρί ση αν Μόνιτορ», ή ότι εύρισκόμεθα προ έπιδρομής κα τοίκων άλλου πλανήτου, οί ο ποίοι έχουν αυτήν την τερα τόμορφη έμφάνισι καί έφθασαν άγνωστον πώς μέχρι τής Γης, ή ότι άντιμετωπίζομεν πλάσματα, τά οποία κατευθυ νει καί στρέφει εναντίον τών φιλήσυχων κατοίκων τής Νέ ας Ύόρκης αόρατος εγκλη ματική χειρ. Άλλα καί εις τήν μίαν καί τήν άλλην περίπτωσιν ή αστυνομία οφείλει νά κινηθή διά νά προστατεύση τούς πολίτας, οί οποίοι διατρέχουν τον έσχατον κίν δυνον. Ηυκναί περιπολία! πρέπει νά οργανωθούν εις τά κεντρικά καί απόκεντρα ση μεία τής πόλεως. Αστυνομι κά αυτοκίνητα καί αεροπλά να πρέπει νά ευρίσκωνται πάντοτε έν επιφυλακή διά νά καταδιώξουν είτε εις τό έδα φος είτε εις τον αέρα τούς αίμοβόρους αυτούς πτερω τούς δολοφόνους...» Τρία αεροπλάνα μέ α στυνομικούς καίγονται σαν λαμπάδες στη Νέα 'Τόρκη ΛΛΑ καί αύτό είχε γίνει ήδη. "Ομως ή περιπέτεια αυτή, πού έκόστισε τήν ζωή σέ τρείς δοκιμασμένους πι λότους καί σε δεκαπέντε ^ψυ χωμένους άνδρες τής Μπί - ’Άί, κρατήθηκε μυστι κή για νά μήν ένταθή ό πανι κός πού κατείχε τούς κατοί-
Α
^Λϋ>ΑΝ#Ρ*ί|Λ62 , . νννννν*ΜΛΜηΛνν*%ΛΜΝννΗηΑΛΜΝΜΗΗνίΜΛΜΜΝνίΜΙΜΜΛηΜΜΜΛΜ <ους τής Νέας Ύορκης. Πριν τρεις μέρες ακριβώς, στις 23 Σεπτεμβρίου τό βράδυ, τρία Αστυνομικά αεροπλάνα συ νάντησαν τέσσερα από* τά ιταράξενα αυτά τέρατα νά Γαξιδεύουν πάνω από τη Νέα Ύόρκη. Πετο^σαν σαν σαΐ τες μέσα στο σκοτάδι και μονάχα από τά στρογγυλά μάτια τους, πού σπιθοαολουταν, κατάλαβαν την παρού σα ί τους οι πιλότοι. Τότε καί τά τρία αεροπλάνα σέ σχηματισμό έπεχείρησαν την πρώτη έφόρμησι εναντίον τους καί οι ομοχειρίες τών πολυβόλων τους άρχισαν νά ξερνούν φλόγες. "Ομως οί νυ χτερίδες έμειναν άνέγγιχτες καί συνέχισαν τό δρόμο τους. Τά αεροπλάνα ώρμησαν γιά δεύτερη φορά εναντίον τους. Μά καί πάλι δέν πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Οί νυχτερίδες γλυστρουσαν σάν δαίμονες μέσα στη νύ χτα καί πάλι κατάφεραν νά ξεψυγουν. "Οταν δμως τά α εροπλάνα μέ τούς άντρες τή^ αστυνομίας έκαναν την τρίτη έπίθεσι, τά τριχωτά τέρατα άνοιξαν τις φτεοούγες τους, στάθηκαν ασάλευ τα καί περίμεναν. Δεν δοκί μασαν αυτή τή φορά ν’ άπο φύγουν τή σύγκρουσι. Απε ναντίας, έδειξαν πώς την ε πιζητούσαν κι* δταν βρέθη καν κοντοί στά αεροσκάφη ώρμηο'αν απάνω τους. Τό πρώτο αεροπλάνο δέχτηκε έ να φοβερό χτύπημα στο φτε ρό, πού έσπασε στά δύο σάν ένα κομμάτι γυαλί. "Ύστερα
. .
$
άρχισε νά στριφογυρίζη σάν σβούρα στο κενό καί σέ λίγο, άφίνοντας πίσω του μιά γραμμή από φλόγες, κατρα κύλησε μ5 ένα άνατριχιαστικό σφύριγμα προς τό έδαφος. "Ένα λεπτό αργότερα, τό δεύτερο αεροπλάνο έμεινε α κυβέρνητο. Μιά από τίς νυ χτερίδες κατάφερε νά τσάκι ση τό κουβούκλι του πιλότου καί νά τον τραυματίση θανά σιμα στο πρόσωπο μ’ ένα χτύπημα τών ποδιών της. "Ο αεροπόρος τυφλώθηκε άπ5 τό αίμα, άφησε τό πηδάλιο καί τό αεροπλάνο, πού έχασε τή δυνατότητα πλεύσεως, έπεσε προς τή γή σά λαβωμένο πουλί. Μιά τεράστια φλόγα καί μιά δυνατή εκρηξι ήταν τό τελευταίο σημάδι ζωής ά τια μέρους του. Στο τρίτο αεροπλάνο ήταν ό θαρραλέος επιθεωρητής τής μυστικής αστυνομίας Τζαίημς Στούαρτ (*), ό με γάλος φίλος του Μάκ Ντανυ του νεαρού ρεπόρτερ τής έφη μερίδας ' «Νταίηλυ Χέραλντ» καί θαυμαστής τών ηρωικών κατορθωμάτων τού <θ«ρυλικο.ΰ Γερακιού, τού Νέου Υπεράν θρωπου. Τούτος ό άνδρας μέ τούς σιδερένιους μυώνες καί τά ατσάλινα νεύρα είχε γίνει χλωμός, καθώς παρακολου θούσε μέ τό αυτόματο στο χέρι την τραγωδία τών συνα δέλφων του. ΚΓ ο! άλλοι τέσ σερις αστυνομικοί κΓ ό τπλό(*) ^Διάβασε ττροηγούμενο τεύ χος μέ τον τίτλο «Γιγαντομα χία».
4
ΡέΡΑΚι, ό *ΜΜ/ν^7/Μ/ν^^ι^νΐ·νννννν?/νννν4'ννννν&νίΟΛ^^
τος, πού βρίσκονταν στο ’ίδιο μ5 αυτόν αεροπλάνο, παρακο λουθοΰσαν τό ίδιο μέ σφιχτά τά δόντια, γεμάτοι αγωνία, την λυσσασμένη έπίθεσι των φτερωτών τεράτων. — Τώρα είναι ή σειρά μας, είπε ό επιθεωρητής Στούαρτ γυρίζοντας προς τους άντρες του. Οί νυχτερί δες έρχονται καταπάνω μας. Προσοχή. Καμμιά σφαίρα δεν πρέπει νά πάη χαμένη.
*Ένας οπλοφόρος μπήκε μ’ ένα
μαντήλι στο πρόσωπο!
Ν £6 £
^Έτοιμα τά πολυβόλα! Τ.έ περίπτωσι βλάβης του αερο πλάνου θά χρησιμοποιήσου με τά αλεξίπτωτά μας! θάρ ρος! Πριν προψτάση νά τελείω ση, ολάκερο τό αεροπλάνο τραντάχτηκε, σάν νά χτύπη σε απάνω σέ εναν αόρατο τοίχο. Ανατινάχτηκαν απ’ τά καθίσματά τους καί τά κεφάλια τους χτύπησαν στο ταβάνι. — Πυρ!, φώναξε ό αστυ νομικός επιθεωρητής. Πυρ!.. Τά πολυβόλα καί τά αυτό ματα άρχισαν νά ρίχνουν. ΓΈνα φράγμα πυρός σχημα τίστηκε γύρω απ’ τό αερο πλάνο. Μά τά γι γάντι αία τέ ρατα ούτε τό λογάριασαν.^Οί σφαίρες χτυπούσαν απάνω τους χωρίς νά τά βλάφτουν. Μιά απ’ τις νυχτερίδες μονά χα ξεχώρ.ισε απ’ τίς άλλες α νέβηκε μερικά μέτρα ψηλό τερα κι’ υστέρα μέ μιά κάθε τη έφόρμησι έπεσε απάνω στην έλικα του σκάφους. Οί χαλύβδινες ψτεοαΟγες τής έ λικας, πού γύριζαν μέ δια βολεμένη γρηγοράδα, χτύπη σαν απάνω στο τριχωτό κορ μί \>Ό τέρατος. Ακούστηκε ένα άγριο ουρλιαχτό καί ή νυχτερίδα κομματιάστηκε, άλλα τούτο δέν ωφέλησε σέ τίποτα. Ή έλικα σέ τούτη τή σύγκρουσι ξεβιδώθηκε απ’ τή θέσι της, ξεκόλλησε από τό αεροπλάνο καί μέ την κεκτημένη ταχύτητα πού είχε χά θηκε σφυρίζοντας στο κενό. — Σκοτώσαμε μιά νυχτε ρίδα, φώναξε ό πιλότος. Μά
ΜΛΛβΜΛ^ΛΛΜΑηΜ^Μ^ΛΜίίΜΜΜήΜΜΜ/νν^Ι είμαστε χαμένοι. Χωρίς έλι κα θά σπάσουμε τά μούτρα μας στή γή! Έτόιμαστήτε προς έγκατάλειψιν σκάφους.; — Τά αλεξίπτωτά σας!, Διέταξε 6 Τζαίημς Στούαρτ. Την ίδια στιγμή τό αερο πλάνο πήρε μίαν απότομη κλίσι προς τά αριστερά κι* άρχισε νά πέφτη. 01 αστυνο μικοί κι5 ό πιλότος τινάχτη καν έξω. "Ύστερα από ένα λεπτό πέντε αλεξίπτωτα ά νοιξαν μέσα στη νύχτα. Και τότε έγινε κάτι τρομερό, πού αποκορύφωσε την τραγωδία. ΟΙ τρεις νυχτερίδες πού εί χαν άπομείνει ζωντανές τί ναξαν τά φτερά τους και ώρμησαν εναντίον των ανθρώ πων πού κατέβαιναν πρός τή γή κρεμασμένοι στά αλεξί πτωτά τους. Τά γυαλιστερά μάτια τους άστραψαν απαί σια στο σκοτάδι και τά σουβλερά δόντια τους έκαναν ό σους τά είδαν ν’ ανατριχιά σου ν. Μιά άνιση πάλη στον αέρα ακολούθησε κΤ υστέρα Ό Μάκ Ντάνυ μπήκε στο κατά άπό λίγο τέσσερα πτώματα στημα που πουλούσε τά βαλσα μωμένα πουλιά! —τρεις αστυνομικοί καί ο πι λότος— κατέβαιναν μέ αλε καν δυο μέρες γιά νά συνέλξίπτωτα, έχοντας μιά πληγή 8η. ΚΤ όταν ξανάρθε στον έστο λαιμό, πρός τό έδαφος. αυτό του, είπε μονάχα ελάχι Γ Ενας μονάχα πέτυχε νά στες λέξεις. προσγειωθή ζωντανός. Ό α — .Είναι φοβερό!, είπε. στυνομικός έπιθεωρητής Τζαί Αυτά τά τέρατα έχουν μιά ημς Στούαρτ. 'Αλλά σέ τί υπερφυσικής δύνα^ι. Μονάχα κατάστασι Θεέ μου! "0 άνένας μπορεί νά τα βάλη μαζί 6ρας μέ ·τά ατσάλινα νεΰρα τους; Τό Γεράκι, ό Νέος "Υ ήταν, χλωμός σάν πεθαμένος περάνθρωπος, μονάχα μπορεί κι* έμοιαζε σάν νά του είχε νά αντιμετώπιση αυτές τίς σαλέψει ό νους. Χρειάστη τριχωτές νυχτερίδες...
I
ί*έί>Λ«η, θ Ν&δχ ΙΛΜΛΙιΜΛνϊινΜΛϊΛ^ΐΜΛ^ννίίΜΛνίΛ^ννΜ»
Ό Τζίμ Γκάφας αρχίζει νά σόυλατσάρη άπ" τή μιαν άκρη ώς την άλλη τής κάμα ρης καί φουσκώνει σά διά* ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, ο πιο νεα νος. Είναι φανερό πώς τό έ ρός αστυνομικός ρεπόρ χει πάρει πολύ απάνω του τερ της Νέας Ύόρκης, είναικαί δέ... σηκώνει πολλές κσυ βέντες. Μόλις καί μετά βίας στο σπίτι του. Κάθεται στο καταδέχεται νά δώση άπάνγραφείο του καί μέ ράτια γε τησι: μάτα κατάπληξι και απορία, — Πήγα νά φέρω τό βι ανίκανος ν’ άρθρωση μια λ έ βλίο, λέει. Ένώ έψαχνα όμως ξι, κυττάζει τον μικρό καί είδα σ’ ένα ράφι ένα ωραίο λιχούδη άραπάκο φίλο του μπουκάλι μέ μπλέ σιρόπι. Τζίμ Γκάφα, πού έχει μεταμορφωθή σέ... Νέο 4Υπεράν Νόμιζα πώς ήταν γλυκό, μά θρωπο! (*) Φοράει τή μπλέ ήταν αηδία! Μια σταγόνα φόρμα του θρυλικού I έρα δοκίμασα καί τό έφτυσα. "Έ βα οΰ μέ κεντημένο στο στή βαλα τό μπουκάλι πάλι στη θος του κεραυνό κι* από τούς θέσι του κι5 έτοιμάστηκα νά ωμούς του κρέμεται μια-κόκ κατέβω. Ξαφνικά όμως κατά* κινη μπέρτα μέ μαλαματένια λαβα πώς άρχισα νά- φουσκώ κρόσια. Παραξενεύεται και να, νά φουσκώνω, νά φουσκώ μέ τό δίκηο του δέ μπορεί νά νω καί έγινα όπως μέ βλέκαταλάβη πως έγινε αυτή ή αλλαγή. Τρίβει τά μάτια του ράκι! Δέν πιστεύω νά σου γιατί νομίζει πώς ονειρεύε κακοφαίνεται... ται. Ό Μάκ Ντάνυ έχει κατα Πριν πέντε λεπτά, 6 Μάκ λάβει τώρα καί προσπαθεί έστειλε τον Τζίμ νά φέρη α νά χαμογελάση.. Τό μόνο πού πό τή βιβλιοθήκη του, πού σκέπτεται αυτή τή στιγμή βρίσκεται στο απάνω πάτω είναι ότι πρέπει άλλη φορά μα τού σπιτιού, ένα επιστη νά διπλοκλειδώνη τή βιβλιο μονικό λεξικό ντυμένο μέ κόκ θήκη του, όπου κρύβεται τό κινο δέρμα καί τώρα πού γύ μεγάλο μυστικό πού τού άφη ρισε είναι πραγματικά άγνώ σε για κληρονομιά 6 πατέ ριστος... ρας του. Γιατί ό Τζίμ Γκά-— Μά πώς έγινες έτσι; φας στον οποίο ό Μάκ έχει τον ρώτησε όταν κατώρθωσε μια φοβερή αδυναμία μπορεί νά ξαναβρή τή φωνή του. Πώς νά ξέρη κάτι απ’ αυτό τό μυ τά κατάψερες νά γίνης... Νέ στικό, άλλα δέν τό ξέρει... ο ος Υπεράνθρωπος; λόκληρο. Δέν υπάρχει λόγος νά μάθη όλος ό κόσμος ποί! λ(*) Διάβασε τό προηγούμενο ακριβώς βρίσκεται αυτή ή Τεύχος: «Προστάτης του Κά* καταπληκτική δύναμι πού τον σμου». _ ...... λ "Οπου από ένα .μικρό λάθος γεννιέται κΓ έ νας άράπης...Νέος 'Τπερ άνθρωπος, .ί
Ο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
·
9
νννννν νννννννντ. ννννν ν ■ νν\Λ^ ΛΛνν^,ννννννννννΐΛννννν'ννννν\^\'νν» νννΐΛ\\Λ/ν&ΜΛΛΙ\Ι\ΛΑΜΛΛΛΜΛΛΜ/ννννν&·ΜΛ/ϊΛννίιΗΑΑ'{/νΐ/ν
κάνει δυνατό καί ανίκητο.,. Δεν πρέπει νά μάθουν δτι 6 Μάκ γίνεται Υπεράνθρω πος χάρις σ5 ένα μαγικό υ γρό, που του άφησε 6 σοφός καί πολυταξιδεμένος πατέ ρας του πριν πεθάνη! -— Λοιπόν από έδώ^ κΓ έμπρος 8ά τό πάρης άπόφασι, κύριε Μάκ!, τού. λέει ό Τζίμ Γκάφας. Άττο σηαέρα, στη Νέα Ύόρκη, θά υπάρχου νε 6υό Γεράκια καί δυο Νέοι Υπεράνθρωποι. Έγώ καί συ! Έμεϊς οΐ δυο 9ά κάνου με μεγάλα πράγματα. Ό έ νας θά βοηθάει τον άλλον καί νά τό ξερής... δέν έχει πια καοπσζιές! Κομμένες οί σβερκιές, ο! καρπαζιές καί τά τοιαυτα! Κανένας δέ θά σπάει πλάκα πια μαζί μου. Γιατί μπορεί νά θυμώσω κ^ί νά τά κάνω γυαλιά - καρφιά εδώ μέσα... — Τζίμ, είσαι ηλίθιας! "Αφησε τίς σαχλ αμάρες Τζίμ. Καιρός είναι νά πάρης ένα αντίδοτο νά συνέλθης. Στάσου ένα λεπτό. Θά σου φέρω κάτι νά πιης για νά ξα ναβρης τά λογικά σου... Καί ό Μάκ, που δέν ξέρει αν πρέπη νά θυμώση η νά γελάση μέ τά φερσίματα του μικρού νέγρου φίλου του, ση κώνεται καί πηγαίνει στη βι βλιοθήκη νά φέρη μιά σταγό να από τό πράσινο υγρό που 8ά τον ξανακάνη... Τζίμ Γκάψα...
Ή γροθιά τοΟ Γερακίου συντρί βει τον κακούργο!
*0 ΤζΙα Γκάφας αγω νίζεται καί... πέφτει ή* οωΐχά! ΛΛΑ καί τώρα, πού είναι μόνος, ό άραπάκος Νέος Υπεράνθρωπος δέν εννοεί νά ήσυχάση. Πλησιάζει στο πα ράθυρο καί σφίγγοντας τίς γροθιές του, βγάζει... λόγο! Ευτυχώς πού οι δρόμοι αυτή την ώρα —έχει νυχτώσει στό μεταξύ— είναι έρημοι καί κανείς δέν τον βλέπει οϋτε τον ακούει...
Α
10
ΓΕΡΑΚΙ,
ο
ΝΕΟΣ
«ΛαννΜΛΛΜννννννν\νννΐνν»Μ\\\Λνν\ννννΜΛίΐα\\^ννη\\\1ΜΛΛν«ίνννν%^ ^^Λ^νννννννΛ^νι^ν^Λ'νινΜ/νΛννννν»“νίΛ'ν'ί, — Τρέμετε, κακούργοι δλου τού κοσμου!, λέει. Τρέμε τε, εγκληματίες! Ό Τζιμ Γκάφας θά σάς συντρίψη και θά σας παοαδώση στην ηλε κτρική καρέκλα νά ψηθήτε νά βάλετε ^ γνώσι! Πού είστε, που κρύβεστε, που εχετε τρυ πώσει; Γιατί δεν βγαίνετε άπδ τά σκοτεινά άντρα σας νά μέ δήτε ; 9Εγώ, ό Τζίμ Γκάψας, σάς προκαλώ... Σάς
Βρέθηκε μέσα σ’ ενα κλουβί γε μάτα γιγαντιαΐες νυχτερίδες!
προκαλώ... Σάς πρόκα... Σάς προ... Ή φωνή του δμως πνίγε ται καί ή γλώσσα του μπερ δεύεται ξαφνικά. Κάτι έχει δή, πού τού κόβει τήν ανα πνοή ! -εχνάει δτι είναι αυ τή τή στιγμή... Νέος Υπε ράνθρωπος καί αρχίζει νά τρέμη. "Ενα τεράστιο μαύρο πουλί φτεροκοπάει στην αυ λή τού σπιτιού τού Μάκ Ντάνυ. άλε Θεέ τών νέγρων, τί είναι αυτό πάλι; άναρωριέται ι μιά τεράστια τριχω3ΐδα μέ μακρυά /δοντια και γυαλιστερά ματια που τριγυρνάει στήν αυλή. —Παναγιά μου. Βοήθεια!, φωνάζει ό άραπάκος κΓ ετοι μάζεται δπως το έχει συνή θεια νά τρυπώση κάτω από τον καναπέ. Βοήθεια! θά μέ φάνε άδικα!... Μά ξαφνικά.... θυμάται πώς είναι Νέος Υπεράνθρω πος καί πώς κανείς δέν μπο ρεί νά παίζη μαζί του! Δί νει ένα σάλτο άπ3 το παρά θυρο καί μέ κατάπληξί του βλέπει, πώς αρχίζει νά ταξίδεύη στον αέρα!... Τώρα το απαίσιο αυτό νυχτοπούλι θά δοκιμάση τή δύναμι τής γρο θιάς του!... Ό ίζίμ Γκάφας δέν αστειεύεται!... Ή νυχτερίδα μένει γιά μιά στιγμή ξαφνιασμένη. Κά νει μιά βόλτα γύρω του καί τον περιεργάζεται. Φαίνεται πώς ή παράξενη φορεσιά του τής κάνει εντύπωσι. "Υστερα δείχνει τά δόντια της, Ό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
ΐΛαΛΑΛΛα^^ΛΛτννννννννννντΛΛΛΛΛ^ννννννννννΜΜ^Λ'4'ν^ννΐΛνΜ/ννννννννννν *νΐΜ,νννννι^ΐνΐΑ/ννννννυΐΑΜΛνν·ΐ/νν4 ννννννιΛ
Γκάφας νομίζει δτι του χαμό γελάει κοροϊδευτικά και γί νεται... θηρίο! — Ί ώρα θά σέ κανονήσω εγώ!, λέει. Νά μάθης άλλη φορά νά κοροϊδεύης! Και δίνει μιά βουτιά και πέφτει απάνω της μέ τό κε φάλι. Είναι δμως σάν νά χτυ πάει απάνω σ’ έναν τοίχο α πό χονδρό καουτσούκ καί τι νάζεται προς τά πίσω. Ζαλί ζεται κι’ έχει ένα δυνατό πό νο στο μέτωπο. Άλλα καί ή τριχωτή νυχτερίδα δεν πάει πίσω. Βγάζοντας ένα άγριο γρύλλισμα, παίρνει μιά βόλ τα στον αέρα... Μά δεν έπαθε σοβαρές ζημίες καί τώρα έτοιμάζεται αυτή νά έπιτεθή. Άλλα ό Τζίμ δέν τήν άφίνει. — Τώρα θά φας κουτου λιά πού θά τήν θυμάσαι σ’ ό λη σου τή ζωή! λέει μέ σφι χτά δόντια. Ετοιμάσου νά πεθάνης! Καί τινάζεται σάν βολίδα απάνω της. Το τριχωτό δμως τέρας κάνει μιά κίνησι πλά για καί ό Τζί μ περνάει δί πλα της σάν κεραυνός. Δέν τήν αγγίζει, αλλά μέ τήν ταχύτητα πού έχει πέφτει στην καμινάδα του απέναντι σπιτιού καί τήν γκρεμίζει.,. •—Μωρέ κεφάλι πού έχω!, ξεφωνίζει μέ θαυμασμό. Ρκρέ μισα ολάκερη καμινάδα καί ούτε τό κατάλαβα. Είναι σάν νά χτύπησα απάνω σέ πού πουλα ! Τινάζεται ψηλά καί πιο αγριεμένος τώρα πραγματο ποιεί μιά καινούργια βου τιά. Ή νυχτερίδα, παραξενε-
Οί
τρομερές νυχτερίδες^ όρμοϋν εναντίον των αεροπλάνων!
μένη καί φοβισμένη μαζί αυ τή τή φορά, δέν τον περιμέ νει. Μέ βιαστικές κινήσεις απομακρύνεται. Άλλα ό Τζί μ είναι αποφασισμένος .νά τά παίξη δλα για δλα! Μέ γοργές απλωτές τήν κυ νηγάει. — Στάσου ντε! Στάσου!, τής φωνάζει. Αλλά πού νά σταθής! Νά σου πάει! Καί τότε ξαφνικά κάτι χτυπάει τά ρουθούνια τού ά-
η ΜίννΜφνΜνννίΜΜ/νΐ^ννννίΜνΜΑΜΑΛΛνίΛΜννννί/νννίΑ^^
ράττη Νέου Υπεράνθρωπου. Μια γαργαλιστική μυρουδιά έρχεται στη μύτη του και τον παλαβώνει. — Κάπου ψήνουν κέϊκ!, λέει και γουρλώνει τα μάτια του γιατί, όσο... Υπεράν θρωπος κι* άν έγινε, ό Τζίμ 6 Γκάφα^, που είναι από κού νια λιχούδης, διατηρεί τις άν θρώπινες αδυναμίες του... Μωρέ τί ώραϊα που μυρίζει! Καί εδώ ψηλά πού είναι ξεχνάει τό^ τριχωτό τέρας πού κυνηγάει καί θυμάται τά λαχταριστά κέϊκ —Θεέ μου κάτι φετάρες— τής μητέρας του Μάκ τής κυρίας Μάργκαρετ Ντάνυ. 5ό γερακίσιο μά τι του διαγράφει ένα τερά στιο τόξο και καρφώνεται σ’ ένα σημεΐο του ανατολικού τμήματος τής Νέας Ύόρκης. Αυτή τή στιγμή ό Τζίμ Γκαψας πετάει πάνω άπό την ταράτσα ενός ουρανοξύστη καί διαπιστώνει μέ εύχαρίστησι δτι από κεί έρχεται ή λαχταριστή μυρουδιά πού τόν ξελιγώνει. Κατεβαίνει μέ αργές κινή σεις κι* δσο πλησιάζει τόσο διακρίνει καί καλύτερα. *'Ε να πλούσιο τραπέζι είναι στρωμένο στην ταρατσα αυ τή καί φρακοψορεμένοι υπη ρέτες φέρνουν, μέσα σέ μεγά λους δίσκους, ένα σωρό λι χουδιές. Σίγουρα, σέ λίγο θαρθοΰν νά καθήσουν στο τραπέζι αυτό ποιος ξέρει πό σοι προσκεκλημένοι καί θά ριχτούν μέ τά μούτρα καί 9* άδειάσουν τούς δίσκους καί
ί6(>ΑΚΐ,
Ο
ΝΕΟί
Λ/ν*ννΜ«*νννννν»ιννννννννν«ΛΛννννννννννν*^
δέν 9ά μείνη τίποτε γι’ αυ τόν ! Τρέχουν τά σάλια του απ’ τή λαιμαργία καί τήν επιθυ μία νά δοκιμάση αυτές τις λιχουδιές. Μά περιμένει λί γο. ΚΤ όταν βλέπει τούς υ πηρέτες νά φεύγουν για νά επιστρέφουν σέ λίγο μέ και νούργιους δίσκους, κάνει μιά κάθετη έψόρμησι στο τραπέ ζι, άρπάζει μια ολάκερη πια τέλα μέ κέϊκ πού μοσκοβο λάει καί απογειώνεται θριαμ βευτικά! "Ύστερα άπό λίγο ταξι δεύει στον αέρα καί ρίχνει κάθε τόσο στο στόμα του κΤ άπό ένα κομμάτι άπό τό 8αυ μασιό γλύκισμα. ■— 5 Αχ, τί ωραία είναι νά είσαι...Υπεράνθρωπος!, λέει καθώς είναι μπουκωμένος καί μασάει. Μια βόλτα νά κά νης έχει δ,τι επιθυμήσει ή καρδούλα σου.... ’Άχχχ... Τί ωραίο γλυκό! Εκείνη όμως τή στιγμή, καθώς καταβροχθίζει τό κέ ικ, ή τριχωτή νυχτερίδα πού τόν παραμονεύει έρχεται πί σω του καί τού καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα μέ τήν τεράστια φτερούγα της. "Ο Τζ'ΐμ παίρνει μια τούμπα στον αέρα, ή πιατέλα ξεφεύ γει άπό τά χέρια του καί στή Νέα Ύόρκη άρχίζει νά βρέχη... κέϊκ! — "Α! ’Ά! "Όχι τέτοια άστεϊα, παρακαλώ!, λέει καί θυμώνει ό άράπης Νέος "Υ περάνθρωπος. Τέτοια άστεϊα νά λείπούνε καί πίσω γιατί σ’ έφαγα!..
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Λ/4^ν/ννΛ^^^·.^^'··ν^νΜ^νν>Λ^^ν«νννΛνίΛ^ν%ν7./Μ/νΐ<·(ΛνϊΛΛΛΛΛ4Λ,ι
Ξαναβρίσκει αμέσως την ισορροπία του και σφίγγει τις γροθιές του. "Υστερα όρμάει σάν αστραπή καί δυο σφυριά προσγειώνονται στο κούτελο του τριχωτού ^τέρα τος. Ή νυχτερίδα ζαλίζεται καί τσιρίζει σάν ένα πληγω μένο ποντίκι. "Υστερα από ένα λεφτό στριφογυρίζει στον αέρα, χάνει ύψος καί αρχίζει νά πέφτη. —- Ζήτωωωω!, φωνάζει ό Γκάψας καί παίρνει τρεις του μπες στον αέρα από τον "ενθουσιασμό του. Ζήτωωωω! "Ομως ή νυχτερίδα σταμα τάει νά πέφτη. Ξαναβρίσκει τις δυνάμεις της, απλώνει τά φτερά της καί αρχίζει πάλι νά ανέβα ινη. Τούτη τή φορά τό τέρας αφρίζει από λύσο'α, δείχνει τά δόντια του καί τά μάτια του βγάζουν φωτιές. Επιτίθεται μέ μανία. *0 Τζίμ διακόπτει τις ζητωκραυ γές καί σαλτάρει ψηλά. Ή τεράστια φτερουγα του τέρα τος χτυπάει τό κενό. Μά σχε δόν αμέσως κάνει μιά βόλτα καί έρχεται σέ ευθεία γραμ μή μέ τό στόχο της. — Θεέ των νέγρων! Πώς μέ άγριοκυττάζει!, ξεφωνί ζει ό Γκάψας. Μπρρρρ... "Έρ χεται πάλι! Μά, όσο κι5 άν θέλη ν’ α ποφυγή τούτη τή σύγκρουσι, 5έ μπορεί. "Αναγκάζεται λοι πόν νά άμυνθή καί ξαναθυμά τοα ότι είναι ένας... Νέος Υ περάνθρωπος. Οί σιδερένιες γροθιές του κάνουν μιά σύν τομη τροχιά καί, καθώς τον πλησιάζει ή νυχτερίδα, δέχε
νΗΛΜΛηνΜνΗΜΛΛΑΜΜΜΚ^^
II
ται στο κρανίο της δυο κεραυ νοβόλα χτυπήματα. "Ακούγεται ένα «κράκ» καί τό τέρας σφαδάζει. Ταλαντεύεται γιά μερικές στιγμές κι" υστέρα, σάν νά καταλάβαινε πώς δεν μπορεί νά συνέχιση τον αγώ να, αρχίζει ν’ απομακρύνε ται. Ό Γκάψας έτοιμάζεται νά όρμήση νά καταψερη ένα τε λευταίο χτύπημα αλλά μετάνοιώνει. Στο λιγοστό μυαλό του έρχεται μιά σοφή σκέψι. "Ας λένε ό,τι θέλουν! Ό χα ζός καί λιχούδης άραπάκος δεν είναι καί τόσο κουτός ό σο φαίνεται. "Έχει ντετεκτιβικές εμπνεύσεις πού μιά μέρα θά τον κάνουν σίγουρα διάσημο... — Τώρα 9ά δείξω τό τί α ξίζεις, Τζίμ Γκάψα!, λέει στον έαυτό του. "Αντί νά άποτελειώσης τό σπάνιο αυτό αγρίμι, θά τό παρακολούθη σης. Καί αυτό χωρίς νά θέλη θά σέ όδηγρση στο λημέρι του. "Εκεί σίγουρα θά βρίσκε ται καί ή υπόλοιπη νυχτεριδοσυ^ιμορία, κι" έτσι μ" ένα σμπαρο... τούς βάζεις όλους στο χέρι. Μπαίνεις ξαφνικά στη Φωληά τους καί μιά γρο θιά- από 6ώ μιά γροθιά από κεΐ σπάζεις μερικά καύκαλα καί γίνεσαι κύριος τής καταστάσεως καί γλυτώνεις τή Νεα Υορκη απ αυτόν τον φοβερό εφιάλτη. Μπράβο, Τζίμ! Σέ θαυμάζω! "Ε μπρός... μάρς! "Αρχίζει λοιπόν νά παρακολουθή την πληγωμένη νυ χτερίδα, πού ταξιδεύει τρο-
14
μαγμένη χωρίς νά γυρίζη νά κυττάξη πίσω της. Είναι εν θουσιασμένος και καθώς πετάει σι γοσφυρ ίζει # ένα τρα γουδάκι πού έχει ακούσει νά τραγουδάνε στο Χάρλεμ, στη συνοικία των μαύρων τής Νέ ας Ύόρκης: «Κι* ό ταυρομάχος προχωρεί καί προχωρεί καί προχωρεί» Άλλα τό τραγουδάκι αυτό ήταν μοιραίο νά μείνη μισο τελειωμένο στά χείλη του. Καθώς σφυρίζει κι1 έχει καρφωμένα τά μάτια στη νυ χτερίδα πού προηγείται, κα ταλαβαίνει ξαφνικά δτι κάτι περίεργο του συμβαίνει. Άρ χίζει νά πέψτη καί τίποτα πιά δέ μπορεί νά τόν συγκρα τήση. Βλέπει τίς στέγες των σπιτιών νά έρχωνται μέ κατα πληκτική ταχύτητα καταπά νω του καί χάνει από τά μά τια του τό τριχωτό τέρας πού παρακολουθεί. — Θεέ των νέγρων, βοή θεια! Κάτι έπαθα. Βοήθεια! Καί, καθώς κατηφορίζει σαν βολίδα, κατευθύνεται προς μιά ταράτσα δπου είναι απλωμένα τά ρούχα μιας μπουγάβας. 'Ο Γκάψας κατα λαβαίνει δτι έφτασε ή τελευ ταία του στιγμή καί κάνει μιά^ προσευχή μέσα του καί κλείνει τά μάτια. "Όταν τά ανοίγει δμως είναι ακόμα ζωντανός. Αλλά σέ τί χάλια, Θεέ μου! Κρέμεται σάν μαδημένο κοτόπουλο από ένα κοντάρι τής ταράτσας. Τό κοντάρι έχει —- ευτυχώς— άγκιστρωθ^ στά ρούχα του καί τόν συγκρατεί από τή
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
φοβερή σύγκρουσί του μέ τό έδαφος που θά ήταν θανάσι μη γι5 αυτόν. Κουνάει έτσι κρεμασμένος καθώς είναι τά χέρια καί τά πόδια καί φωνάζει. Καί, τότε μόλις, βλέπει τόν εαυτό του στην φυσική του κατάστασι καί καταλαβαίνει. Νά ό λό γος πού έπεσε! Αέν είναι πιά ό θρυλικός Νέος Υπε ράνθρωπος, αλλά ένας κοινός άραπάκος, ό Τζίμ Γκάψας ό κλητήρας του «Νταίηλυ Χέραλντ»! Εκείνο μονάχα πού δέν μπορεί νά καταλάβη είναι τό πώς έγινε αυτή ή μετά-· μόρφωσι. Πώς από τή μιά στιγμή στην άλλη κατάντησε έτσι! Δέν ξέρει φυσικά ό Γκάφας, δτι* ή σταγόνα άπό τό μπλε υγρό του μπουκα λιού πού έβαλε στο στόμα του ένεργεΐ γιά ένα ώρισμένο χρονικό διάστημα καί πώς γιά νά έξακολουθήση νά παρασταίνη τόν Υπεράνθρωπο χρειάζεται μιά δεύτερη δόσι. Αυτό δέν τό ξέρει καί τώρα, καθώς είναι άγκυστρωμένος στο κοντάρι τής ταράτσας, ξεφωνίζει κλαψιάρικα καί ζη τάει νά τόν βοηθήσουν... "Οπου νάσου καί βγαίνει .άπό κάποιο πλυσταριό μιά χοντρί) γυναίκα μέ ανασκου μπωμένα μανίκια καί ξεκρεμάει τόν Γ κάψα καί τόν βά ζει στά γόνατά της καί βγά ζει την παντόφλα της καί τού δίνει καί καταλαβαίνει στά ψαχνά! —Νά γιά νά μάθης, κλε φτό μπουγαδά !, τού λέει. ^Ηρθες νά κλέψης τά πλυμέ-
Υ η Ε Ρ ΑΝ 0 Ρ Ω Π Ο 2 15 Λ%ν*ννν**ννΜίνΐίνννιιΐι*»Λ>»Λ«¥*νννν*%%νννΐΛ%ΙΛΛΐνΐΐΜίνΜΛΛΛΐΙΛΛ(»ΜΐΜΛΜΛΛν|ΗΙΜΐνΜΜΜΜΜΜΛΜΜΛΜΜΐΜΛΜΜινν\*νννν να ρούχα, άράπαρε! Νά κΠ αυτή! Νά καί τούτη, γιά νά μάθης άλλη φορά... Έπί τέλους κουράζεται νά τον δέρνει και ό Τζίμ κατα φέρνει νά γλυστρήση άπ© τά χέρια της καί κατρακυλών τας τις σκάλες νά βγή στο δρόμο. — Φτηνά τή γλύτωσα !, λέει. 5Αλλά την άλλη φορά πού θά γίνω... Υπεράνθρω πος θά λάβω τά μέτρα μου! Καί μέ τεμπέλικα βήματα πηγαίνει στη στάσι των λε ωφορείων... Ό Μάκ Ντάνι^ υποδέ χεται όπως αξίζει ένα νυχτερ ινό μουσαφίρη, πού κρατάει, ένα μαΰρο γκόλτ...
νιας καί απειλής μαζί. Ψηλά τά χέρια! Στην ελάχιστη κίνησι τό δάχτυλό μου θά πίε ση τή σκανδάλη καί μισό λε πτό αργότερα θά έ'χης μερι κές τρύπες στο καινούργιο σου κοστούμι... Φρόνιμα, λοι πόν ! Ό Μάκ δέν μπορεί νά κά νη διαφορετικά καί σηκώνει ψηλά τά χέρια. Γυρίζει αργά και βλέπει τον άνθρωπο πού άει. Είναι ένας λιγνός ψηλός, κΓ έχει σκε πάσει τό πρόσωπό του μ* ένα μαντήλι, πού έχει 8υό τρύ πες στίς θέσεις των ματιών γιά νά βλέπη. Στο δεξιό του χέρι κρατάει ένα έξάσφαιρο γκόλτ. Φοράει μια κατεβαστή γκρίζα ρεμπούμπλικα. Τί θέλετε; ρώτησε ό νε
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, πού δέν ξέ ρει βέβαια όλες αυτές "Ενα αυτοκίνητο σέ πε τις κωμικοτραγικές περιπέριμένει κάτω, τού λέει ό άν τειες του μικοοΟ του φίλου, θρωπος μέ τό πιστόλι. Τό περιμένει υπομονετικά την αφεντικό μου θέλει νά κάνη επιστροφή του κάπως ανήσυ τή γνωριμία σου. Διάβασε χος. "Ενας Θεός μονάχα ξέ κάτι άρθρα σου, πού δημοσίρει τί θά σκάρωσε αυτός ό εψες γιά τίς νυχτερίδες, καί χαζός ό Γκάψας μέ τή στολή ένδιαφέρετοα νά κουβεντιάση τού Υπεράνθρωπου! ί σου... — Ποιος είναι τό αφεντι Περιμένει λοιπόν καί γρά φει καί δέν καταλαβαίνει ότι κό σου; —- Δέ μουδωσε τό επισκε κάποιος σάλταρε στον κήπο πτήριό του νά σού τό φέρω. σκαρφάλωσε στο παράθυρο 5/Αλλη φορά μου είπε πώς θά καί βρίσκεται ακριβώς πίσω σού τό στείλη ! άττ5 τήν πλάτη του μ* ένα πε ρίστροφο στο χέρι. Μονάχα Καί γελάει δυνατά κάτω απ’ τό μαντήλι πού τού κούόταν ακούει μια βραχνή φωνή πού τον απειλή ξαφνιάζεται βει τό πρόσωπο. Ό Μάκ Ντά νυ προσποιείται πώς δέχεται καί τινάζεται όρθιος. —- Ψηλά τά χέρια, νεαρέ τήν πρόσκλησι αυτή, πού γί κύριε δημοσιογράφε!, λέει ή νεται κάτω από τήν κάννη ε φωνή πού έχει μια δόσι είρω νός μαύρου γκόλτ. Τό μυαλή
Ο
16 του δμως δουλεύει γοργά κι9 έχε» τό νοΰ του στο μπλε χτυλίδι που φοράει. "Αν ροΰσε μέ μια αστραπιαία ιανησι νά τό ψέρη στά χείλη του!.., -—■ ^Αντε, λοιπόν, πηγαί νουμε!, διατάζει ό άνθρωπος μέ . το. σκεπασμένο πρόσωπο. Κουνήσου! "Έχω ένα αυτοκί νητο κάτω και δεν θά κουραστής! Μάκ κάνει ένα βήμα, μά την ίδια στιγμή δμως κα τεβάζει τα χέρια, άνατρέπει τό γραφείο που βρίσκεται μπροστά του, σκύβει, τρα βάει τό καλώδιο τής ήλεκτρι κής λάμπας από την πρίζα, γίνεται σκοτάδι, γονατίζει καί τρεις σφαίρες, που ήταν νά φυτευτούν στην καρδιά του, περνάνε τώρα πάνω απ’ τό κεφάλι του σφυρίζοντας σάν λυσσασμένες σφήκες και γκρεμίζουν μερικούς σοβά8ες από τον τοίχο τής ρας. Ό προσωπιδοψόρος δ μως νομίζει δτι τον έχει πετύχει. — Αυτό ήταν για νά μάθης, παληόπαιδο, νά φέρνε σαι όπως πρέπει!·, γρυλλίζει. Ό νεαρός ρέπορτερ 8ε μι λάει. Ν.ονάχα έτσι, καθώς εί ναι σκυφτός, σαλτάρει καί χτυπάει ξαφνικά στά γόνατα τον συμμορίτη πού κλονίζε ται, χάνει την ϊσοοροπία του καί πέφτει ανάσκελα βλαστη μώντας μέσα στο σκοτάδι. Ό Μάκ πού μπορεί νά κινηθή σέ τούτη την κάμαρα του σπιτιού του μέ κλειστά τά
ΓΕΡΑΚΙ, 0 ΝΕΟΙ νννννννινννΛνη^νν^νννίΜΛννννννν^νίΛΛν^ μάτια, καί ξέρει τι πρέπει νά κάνη πέφτει απάνω του καί μέ μια γιαπωνέζικη λαβή ξε βιδώνει τον καρπό τού χε ριού πού κρατάει τό πιστόλι καί τό παίρνει. Τό χέρι του τώρα διαγράφει ένα βιαστι κό τόξο καί ή λαβή τού γκόλτ βροντάει δυο - τρεις φορές σάν σέ ταμπούρλο απάνω στο κρανίο τού αγνώστου. Εκείνος τινάζει τά πόδια, αφήνει μια πνιχτή βλαστή μια καί μένει ασάλευτος. "Έ χασε τις αισθήσεις του. Ό δημοσιογράφος ανάβει τώρα τό φως καί μέ βιαστι κές κινήσεις δένει πιστάγκεονα τον νυχτερινό μουσαφίρη, πού δεν είναι σέ θέσι νά ψέάντίστασι. αβάει τό μαντήλι πού τού κρύβει τό πρόσωπο κι’ αφήνει μιά κραυγή έκπλήξεως νά τού ξεφυγη: — Ό Μπάρβεν ! Αιού Μπάρβεν! λέει καθώς ξεχω ρίζει τά χαρακτηριστικά του. Γούτος ό άνθρωπος είναιένα από τά χειρότερα κοινω νικά αποβράσματα τής Νέας Ύόρκης, ικανός γιά τό πιο άνατριχιαστικό έγκλημα, έ τοιμος νά κάνη δ,τι τού ποΟν, φτάνει νά πληρωθή. "Έχει α πασχολήσει ^ ώς τώρα άπει ρες φορές την αστυνομία καί ό Μάκ Ντάνυ είδε πολλές φο ρές τή φωτογραφία του στά γραφεία τής Υπηρεσίας 5Αά! απορεί. Τί. δουλειά μπορεί νάχη τούτος ό Μπάρβεν μέ τίς τριχωτές νυ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 17 ΦΛ\ΎνΜ\\\ν\\ΛΛ\Λ^ν%\νν',ν\ΧΧ\νΐΧΧ\*Λ\\νν\\\'ΑΛ\%\\\\\·\ινί\,ί\%\\\\%\ \λ-νΤ,VIνν\\ νννν\ΥΜΛΧΛΑΛ\\\\ΛΛ\\ΛΧ\\ννννννν* χτερίδες, πού δολοφονούν κά θε βράδυ τόσους αθώους πο λίτες; Ό Τζαίημς Στούαρτ θά λύση αυτό το μυστήριο... Σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν τού τηλεφώνου κο;1 παίρνει το γραφείο τού έττιθεωρητού φίλου του.^ — Γειά σου/ Τζαί κάποι του λέει. Σου έχω ε ον φίλο πού σέ περιμένει δε μένος χειροπόδαρα. Λέγεται Διού Μπάρβεν... Μπορεί νά τον ξέρης.;. Ναι, βέβαια, εί ναι φυσικό νά τον ξέρης. 7Ηρθε νά μου κάνη βίζιτα α πόψε μ" ενα περίστροφο στο χέρι, αλλά δέν είχε τύχη!... :ί! Ναί! Εντάξει, σέ πε, !. Δυο λεπτά αργότερα, άκούγονται βήματα στη σκά λα τού σπιτιού. ιΗ κυρία ιρετ Ντάνυ, ή έλληνίμητέρα τού Μάκ, επιστρέ φει από μια φιλική έπίσκεψι. Καθώς μπαίνει όμως στην κάμαρα τού γυιου της καί βλέπει αναποδογυρισμένο τό γραφείο του κι" έναν άνθρω πο πεσμένο στο πάτωμα καί δεμένο χειροπόδαρα, ξεφωνί ζει τρομαγμένη: —- Παναγιά μου! Τί έγι νε εδώ μέσα; Ό Μάκ χαμογελάει. — Δέν υπάρχει λόγος νά ταράζεσαι, μητερούλα, τής λέει. Είναι ένας πολύ καθώς πρέπει κύριος πού μου έφερε μια πρόσκλησι.., γιά χορό! Μά σκόνταψε κΓ έπεσε καί τού ξέφυγε τό πιστόλι πού είχε στά χέρι οι του. Απόψε θά βολευτή όπως - όπως σ’
ενα αστυνομικό κρατητηριο καί τό πρωΐ · θά τον υποβά λουν σέ ανάκρισι. Βοήθησε με μονάχα ^ νά σι γυρίσου με λίγο την κάμαρα, γιατί 6έν είναι σωστό νά υποδεχθούμε μέ τόση ακαταστασία τον φίλο μας τον επιθεωρητή... Ή ^ κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ, ή άναπιγμένη μητέρα του θρυλίκοϋ Γερακίου, διατρέχει έ να φοβερό κίνδυνο Ο ΑΛΛΟ μεσημέρι ό Μάκ Ντάνυ γυρίζει σπίτι του ευχαριστημένος. "Έρχεται άπ" τό γραφείο τού έ* τή τής Μυστικής "Αστυνομί ας Τζαίημς Σουαρτ. Λίγες στιγμές νωρίτερα, τελείωσε ή ανάκρισι τού Λ ιού Μπάρβεν. Λ Ό κακοποιός, πού ο-χήν ί/ εκανε το ηχο, άναγκοστηκε στο τι ν* άνοιξη τό στόμα του. ξερε καί πολλά πράγματα. άνδρας μέ γυακαί μέ βρήκε, είπε, βδομάδα οπό μπαρ τού Τζούλιο Φέρντι. "Έπινα καί μοΰπιασε κουβέντα. Μέ κέρασε καί μέ ρώτησε άν μπο ρούσα ν’ άναλάβω μια δου λειάς Τού είπα πώς ναί, φτά νει νά πλήοωνε καλά. I ήν άλ λη ■ μέρα ήρθε καί μέ συνάντη έρασε καί μού έδωκε- πενήντα δαλλόιρια. Μι λήσαμε γιά τή δουλειά, χω ρίς όμως νά μού έξηγήση τί ακριβώς θέλει. "Ύστερα από τρεις μέρες, χθές τό βράδυ, ήρθε πάλι στοϋ Φέρντι. "Α δέιασα μερικά ποτήρια —
18
·
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νννννννν\νννννννννν\ν\νν\ννννν\ν\\ννΛΛ\ΛΛΛνννννΛννννΐ\\\\\\ν\\\νΛ\'ννν ννν«νννΛΐννννννΛννιι\ν^νννννννι\ννκν«
αυτός δεν πίνει πολύ— καί μου είπε: «Είσαι έτοιμος γΓ απόψε;» Του είπα πώς είμαι έτοιμος καί τότε μου εξήγη σε τί είδους δούλειά ήθελε από μένα. "Έπρεπε νά οπτά-
πού μ" ενδιαφέρουν. Θέλω νά τον ρωτήσω νά μου ττή πώς τά έμαθε. Αύ»ό μου είιτε, — Καί πού θά πήγαινες τον κύριο Ντάνυ; ■κε εκατόν όγφια. Νοίκιασα μιά κούρσα καί πήρα μπεν ζίνα γιά διακόσια ^ χιλιόμε τρα. Θά έπαιρνα με τή βία τον μικρό στο αυτοκίνητο καί πήγαινα προς τό ιτ. Εκεί κάπου, σέ σταυρωσι τού δημοσίου δρό μου, θά μέ περίμενε αυτός με τό δικό του αμάξι. θά τού παράδινα τον 8«»«™τ*Λ·ν > ΛΛ /· πίσω.,.. Ούτε γάτος ούτε ζημιά δηλοιχροεν ^ δ, κο πώς δεν ήξερε τίποτα πεπού τού ανέθεσε την απαγω >9 τ Ο γή τού νομα «ου, ούτε κανένα άλλο στοιχείο πού νά δε ίχνη την 5
Ό μαΟρος Νέος Υπεράνθρωπος πέφτει στην καπνοδόχο!
γάγω απ’ το σπίτι του τον δημοσιογράφο Ντάνυ. Τον ή θελε λέει νά κουβεντιάσουνε για τις νυχτερίδες... Τί σου ^είπε ακριβώς; ρώτησε 6 Στούαρτ. — Μου είπε: Αυτό τό μω-
— Φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά σαν νά είχε πονόμα το, λέει. 9Ηταν πάνω - κάτω πενήντα χρονών. *Ηταν φακαί είχε μούτρο πάν τοτε φρεσκοξυρισμένο, Ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος στο ζε.
9
ι-
:ι σπίτι του, ο τά φέρνει όλα τούτα στο νου του καί είναι ευχαριστημέ νος, γιατί εχει κάποιο σχέ διο στο μυαλό του. Τά χαρα κτηριστικά πού έδωσε ό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
19
^{/νννννν>^'ννννννΐ,^ννν\\\ννννννννννννννν'*'ν Λ\\νν'ϊν^ΛνΥν(/ννννννννΐΩ.'νί.'ννΐ,'1,'1'ί'ν'νΐ,ν'1/ν'1'1\<Λ/νν\'1'νΐ/νΐνννν'ν!/ν»ί':Λ·ν'1,'νννν!/»Λ Μπάρβεν για τον μυστηριώ δη αυτόν άγνωστο συμπί πτουν μέ τά χαρακτηριστικά κάποιου πού γνώριζε άλλο τε. Και τό απόγευμα λογα ριάζει νά του κάνει μια επί σημη έπίσκεψι. Φτάνει λοιπόν στο σπίτι καί, καθώς ανεβαίνει τή σκά λα, ακούει έναν παράξενο θό ρυβο. Σαν νά είναι κλεισμέ νος κάποιος μέσα στο χώλ και νά βροντάει την πόρτα μέ την πλέχτη του γιά νά του άνοίξουν... Ό Μάκ στέκει γιά ριά στιγμή ξαφνιασμέ νος. Ο παράξενος θόρυβος συνεχίζεται. —- Αυτό είναι περίεργο, λέει. Ανεβαίνει βιαστικά και τά υπόλοιπα σκαλοπάτια και μέ τό κλειδί του ξεκλειδώνει την πόρτα. Την ανοίγει ^ μέ προφυλάξεις, γιατί 6έν ξέρει ακόμα τί ακριβώς συμβαίνει, καί, καθώς κάνει νά πέραση τό κατώφλι, σκοντάφτει στον Τζίμ. Γκαφα! Είναι δε μένος πισθάγκωνα καί έχει βουλωμένο τό στόμα του μ" έ να μαντήλι. Τά μάτια του εί ναι γουρλωμένα καί κάνει κω μικούς μορφασμούς. — Τί συμβαίνει, Τζίμ; ρωτάει ανήσυχος ό Μάκ καί λύνει τά σκοινιά πού τον κρα τοΰν δεμένο καί του βγάζει τό μαντήλι απ’ τό στόμα. Ποιος σέ κατάντησε έτσι, Τζίμ; Ό μικρός άραπάκος πού 6έν έχει συνέλθει ακόμα εντε λώς χειρονομεί καί μπερδεύει τά λόγια του:
— Ή κυρία Μάργκαρετ... — "Έ; Που είναι ή μητέρα μου; — Την... πήρανε την κυ ρία Μάργκαρετ!, λέει 6 Γκά ψας.
Μια γροθιά και ή τεράστια νυ χτερίδα εξοντώνεται!
— Ποιος την πήρε; ρώτη σε μ’ αγωνία ό νεαρός ρέπορ τερ. — "Ήρθανε εδώ πριν μια ώρα άνδρες μέ πιστόλια καί την πήρανε. Τής είπανε πώς σέ κράτησε κάποιος αιχμά λωτο κι" άν δέν πήγαινε, θά
ϊϋ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
Ν£Ο 2
ν\η\ν\ΜΜΛΐ\ΜΛΜΛΑ\\ΛΑΛΛΛΜΛ/ν\ΛΜΜΛΛΛι\Λΐ\/\Α/\ΜΜν\ΜΑΛ\'\ΛΜ/νν\/\/\ΜΛν ννννννννννννννν\ννννν ννννννννννννννννννν^
'σέ σκοτώνανε. Τότε ή κυρία Μάργκαρετ άρχισε νά κλαίει καί νά ψωνάζη. Άλλα εκείνοι τής κλείσανε τό στόμα κΓ ό ένας απ’ αυτούς έβγαλε μια βελόνα καί τής έκανε μια ένεσι στο μπράτσο. Αμέσως ή κυρία Μάργκαρετ έγινε αρνάκι. Έγώ όμως πού κατά λαβα ότι ήτανε παγίδα μπαί νω στη μέσ·η και αρχίζω νά δίνω ^ γροθιές δεξιά κι3 αρι στερά. Τρώει μια 6 ένας πάρ τον κάτω! Τρώει μια ό άλλος πάρτον κΤ αυτόν κάτω ως που στο τέλος μου δώσανε καί μένα μια καί... πάρτον κάτω! "Οταν ξεζαλίστηκα, βρέθηκα δεμένος χειροπόδα ρα κάτω στο πάτωμα, φιμω μένος, μέ πόνους σ5 ολάκερο τό κορμί από τό ξύλο πού εί χα φάει. Άλλα παρ’ όλα αυ τά άρχισα νά κυλάω πότε ε δώ καί πότε έκεΐ καί νά χτυ-_ πάω μέ τις πλάτες μου την πόρτα... Ευτυχώς πού ήρθες, κύριε Μάκ. — Καί ή μητέρα μου; —· Αέ σάς είπα; "Οταν επαψα νά τούς δέρνω κΓ έπεσοι αναίσθητος στο πάτωμα την πήρανε. "Αχ, Θεέ μου τί ατυχία. Καί είχε υποσχεθή ότι τό άπόγεμα 8ά έφτιοιχνε ένα... τόοοοοσο μεγάλο κέϊκ! Ό Μάκ Ντάνυ όμως δεν τον ακούει. Δέν έχει καμμιά διάθεσι νά τον άκούση. Τού τη τή στιγμή ένα πράγμα έ χει γΓ αυτόν σημασία: ή μη τέρα του, ή αγαπημένη του μητερούλα, ό,τι πιο πολύτι μο υπάρχει στον κόσμο γι’ αυτόν, κινδυνεύει! "Επεσε
ί σκέτα ι σέ σε καί κίνδυνο. Πέφτει απελπισμένος σ5 έ να κάθισμα καί στοι μάτια ι έ τσι, καθώς στέκει σάν χαμέ νος, τό βλέμα του πέφτει α πάνω οπό γραφείο. Τί είναι τούτο πάλι; Είναι ένας μεγά 5
. Στην α πάνω μόνο δεξιά γωνία του έχει ένα παράξενο σχέδιο. Ανατριχιάζει. Είναι μια μαυ ρη νυχτερίδα πού δείχνει τά δόντια της. Παίρνει τον φάκελλο στα χέρια του καί μέ βιαστικές κινήσεις τόν ανοί γει. Μέσα υπάρχει ένα ψύλλο χαρτιού μέ μερικές αράδες γραμμένες στην γραφομηχα νή. Διαβάζει μέ αγωνία. «ΧΘές τό βράδυ φέρθηκες άσχημα στον απεσταλμένο μου. Τόν παράδωσες στην α στυνομία καί δέν ακόυσες τή συμβουλή, πού σου έδωσε νά τόν άκολουθήσης. Σήμερα, σού δίνω την άττάντησι. Ή μητέρα σου βρίσκεται στα χέρια μου. Τίποτα πια δέ μπορεί νά την σώση. Θά την καταδικάσω σ’ ένα μαρτυρι κό θάνατο. Έκτος άν έσύ δε χτής νά έοθης νά μέ συνάντη σης να μιλήσουμε. 8 οτε μπο ρεί νά τής χαρίσω τή ζωή .καί νά την άψήσω ελεύθερη. Σού δίνω προθεσυία νά σκεψθής τρείς ώρες. "Αν αγαπάς τή μητέρα σου, πάρε τό λεωφο ρείο πού πηγαίνει στο Ντητρόϊτ. Στην τρίτη γέφυρα τού δημοσίου δρόμου, κοντά στο δάσος μέ τούς φοίνικες
γηξΡΑΝ&ροποι ν*ΜΜΜννΐΛΛΑΜΜΛΜΛ/Μν*ΛΛΜΜΛΛΜΛΛΜΜΛΛΜ/ν^^ το λεωφορείο κάνει στάσι. Έκεΐ θά κατεβής.^ "Ολα τά άλλα είναι δουλειά δική μου. Και, πριν άττ’ ολα, ούτε λεξι στην αστυνομία. Μια κουβέν τα σου σέ τρίτο πρόσωπο εί ναι αρκετή νά στείλη στον άλλο κόσμο τή μητέρα σου. Θά περιμένω. "Αν ή άπάντησί σου σ’ αυτό τό γράμμα είναι καταφατική, άναψε τό ηλεκτρικό λαμπιόνι που βρί σκεται στην εξώπορτα του σπιτιού σου. Γειά σου.» Ή επιστολή δεν έχει υπο γραφή. _ Στη θέσι της, υπάρ χει τό σχέδιο της νυχτερίδας καί ό Μάκ 6έν έχει πια καμμια αμφιβολία. — Ποιος σου γράφει; ρω τάει μέ περιέργεια ό άραπάκος πού έχει πάρει τό φάκελλο καί κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια τή νυχτερίδα πού βρίσκεται στή θέσι τού γραμ ματοσήμου. "Αν αυτοί, που πήρανε από εδώ την κυρία Μάργκαρετ, έχουνε σχέσι μέ τις τριχωτές νυχτερίδες, πρέ πει... νά γίνω πάλι Νέος Υ περάνθρωπος νά τούς βάλω στη θέσι τους! Ξύνει μέ αμηχανία τό κεφά λι του. -— Άλλα πώς; Για πές μου, κύριε Μάκ, πώς μπορώ νά ξαναγίνω... Υπεράνθρω πος; Ό Μάκ Ντάνυ δεν απαν τάει. Ρίχνει το γράμμα στην τσέπη του καί κάνει μερικά αργά βήματα μέσα στην κά
.
21 <ΜΛΜΛΛΛΛΛΛΛΜΛΛΛ*ΛΛΛΜΜΛΜΜΛΜ,'ΛΛΛΙ',,Λ''Λ<
μαρα. Σκέπτεται καί λογα ριάζει. Τό μυαλό του βρίσκε ται σέ μια διαρκή ύπερέντασι. Ο! σκέψεις ^ διαδέχονται γοργά ή μία την άλλη. ^Πη γαίνει στο παράθυρο και α φή ρη μένος παρακολουθεί την κίνησι του δρόμου. ΟΙ άνθρω ποι πηγαινοέρχονται βιαστι κοί. "Ολοι φυσικά έχουν τις έγνοιες καί τις φροντίδες τους. Μά αυτός τούτη την ώ ρα έχει φορτωθή στους ώμους του μιά τεράστια ευθύνη. Γιά νά σώση τή μητέρα του κα λείται νά συνθηκολογήση μέ τούς κακούργους, πού βούτηξαν στο πένθος ένα πλήθος αμερικανικές οικογένειες. Τί πρέπει νά κάνη; Νά προχωρήση στο σχέδιο, πού είχε καταστρώσει δταν τελείωσε ή άνάκρισι τού Λ ιού Μπάρβεν; Νά προχωρήση ή νά δεχθή την πρόσκλησι το3 έγκλη ματ ία, πού αντί γιά υπογρα φή χρησιμοποιεί μιά μαύρη νυχτερίδα; Ό νεαρός ρεπόρτερ παίρ νει την άπόφαοί του. Πηγαί νει ατό χώλ καί τά δάχτυλά του γυρίζουν νευρικά έναν η λεκτρικό διακόπτη. Τό ηλε κτρικό λαμπιόνι, πού φωτί ζει τις νύχτες την είσοδο τού σπιτιού τού Μάκ Ντάνυ, ανά βει κΓ άς^ είναι μεσημέρι. Αυτό σημαίνει πώς τό θρυλι κό Γεράκι, ό προστάτης τού Δικαίου, τό παιδί μέ τά σι δερένια μπράτσα, πήοε την άπόφασι νά τά παίξη δλσ γιά ρλα.».
22
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^νννν^Μ/ϊΛνν\νϊΑ/νΐ/νν?Λ'ννννννν4/'ννί/νί/ννν^ι^,ννν!,ννί/ν\'νν(/^ννν^'^Λ'&'ν,·Λί
"Ενα μαγαζί σ’ έναν ή συχο δρόμο, πού που λάει μ π α λσαμωμένα πουλιά
διάσημου έπιστήμονας, που είχε γράψει πριν τριάντα χρόνια μιά σειρά από έπτά τόμους έπάνω στο περίφημο θέμα, που απασχολεί καί σή ΣΤΕΡΑ από μισό λεπτό, μερα ακόμα την Ιατρική επι φέρνει τό δαχτυλίδι μέ στήμη: Τόν γιγαντισμό. Οι τη μπλε πέτρα οπό στόμαέπτά αυτοί τόμοι άπσσυρθητου. Μέσα σ’ ένα δευτερόλε καν ξαφνικά άπ5 την κυκλοφο πτο, νοιώθει τά μπράτσα του ρία καί ό Χένρυ "Αντερσον, νά γίνωνται σαν ατσάλι, τό αυτό είναι τό όνομα του διά στήθος του νά γεμίζη από έ σημου συγγραφέα καί έπινα πρωτοφανέρωτο θάρρος στήμονος, έπαψε νά δίνη ση καί ολόκληρο τό κορμί του νά μεία ζωής. Τό σύγγραμμα^ ό τυλίγεται σ’ έναν Ισχυρό θώ μως υπήρχε στη βιβλιοθήκη ρακα, που τόν κάνει άτρωτο του "Αρθουρ Ντάνυ, του σο από τις σφαίρες. Τά ρούχα φοί) πατέρα του Γερακίου, του χάνονται και τή θέσι καί ό Μάκ όλες αυτές τις μέ τους παίρνει μιά μπλέ φόρ ρες που οί γι γάντι αίες νυ μα, που εχει κεντημένο στο χτερίδες σκόρπιζαν τό θάνα στήθος ένα κεραυνό από χρυ το τό μελετούσε προσπαθών σάφι καί στους ώμους του τας νά λύση τό μυστήριο. 'Έ-
Υ
τα μέ μαλαματένιοι κρόσια. Τώρα είναι τό θρυλικό Γερά κι και κάνεις οε φανταςεται ότι, κάτω όπό την παράξενη αυτή έμφάνισι, χτυπάει ή ιά ενός παιόιου που τρε τής μητέρας του. Σηκώνει τά χέρια, τινάζει τά πόδιο< καί, μπροστά στα γουρλωμένα μάτια τοά Τζίμ Γ'κάφα του φίλου του, απο γειώνεται σαν βολίδα. Σέ λί γο, ταξιδεύει προς τό μέρος του Ντητρόϊτ. Κάτω από τά πόδια του, ή Νέα Ύόρκη συ νεχίζει τή γεμάτη πυρετώδη κίνησι ζοαη της... Τό Γεράκι έχει τό σχέδιό του. Μέσα στο μυαλό του στριφογυρνάει μέρες τώρα ένα όνομα. Τό όνομα ένός
αφέροντα πράγματα καί άπο στήθισε τις θεωρίες του "Αντερσον, που υποστήριζε μέ α διάσειστα πώς μιά μέρα ή ιατρική επι στήμη θά μπορούσε μέ μιά σειρά ένέσεων ή άλλα φάρμα κα νά μεταβάλη τό φυσικό μέ γεθος ένός ανθρώπου ή ένός ζώου σέ γιγαντιαϊο, μέ την τροφοδότησι των ιστών του σώματος μέ μιά ειδική ου σία, ή οποία θά προκαλουσε τήν αλματώδη αυξησί τους. "Ολες αυτές οί θεωρίες νονταν τω(, με τήν έμφάνισι των φτε ρωτών τεοάτων, νά παίρνουν σάρκα καί όστά καί ό Μάκ Ντάνυ έγραψε τρία άρθρα στην έφημερίδα του τονίζον τας ότι οι αστυνομικές
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 11 1/ΜΛ^ΛΛΛΛΛΛΛ^αΛ·ν»νΓ·ννν«νΜ1,»*ν·-.ν·-·... ΛΜΜΛΜΛΛΛΜΛΜΛΛΛΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΛΜΜΜΜΜΜηηΛι χές, για νά θέσουν τέρμα στις εγκληματικές ενέργειες της «νυχτεριδοσυμμορίας», αυτό τό όνομα είχε δώσει ό κόσμος στα παραξενα αυτά πλάσματα που δροΟσαν κεραυνοβόλα καί δολοφονικά, έπρεπε νά βρουν τον δημιουργό τους. Γ*Ρ ίν από δυο μέρες, ξε φυλλίζοντας ένα παληό πε ριοδικό διάβασε μιά περίερ γη αγγελία πού αμέσως κί νησε τό ένδιαφέρον του: «Α γοράζονται νυχτερίδες από ειδικόν έπιστήμονα διά νά χρησιμοποιηθούν ώς πειρα ματόζωα. Πληροφοριαι: Όδός Βολιβίας 387.» — Χμ! Θαρρώ πώς βρή κα κάτι! έκανε ξαφνιασμέ νος ό Μάκ. Καί, μιά ώρα αργότερα, βρισκόταν στη διεύθυνσι πού έγραφε ή αγγελία. ΤΗταν έ να κατάστημα βαλσαμωμέ νων πουλιών. Ό ιδιοκτήτης του ήταν ένας καλοκάγαθος γεροντάκος, πού προσφέρθηκε αμέσως νά εξυπηρέτηση τον νεαρό πελάτη του. — "Έχω περίφημους γαλά ζιους παπαγάλους, τού είπε, σπάνια παραδείσια πουλιά καί αετούς φερμένους από την Νεβάδα. Μπορούν νά στο λίσουν τό καλύτερο σπίτι. Πουλάω μέ έγγύησι πενήντα έτών. Ό Μάκ, χωρίς νά θέλη, χαμογέλασε. «Είναι τώρα έβ δομήντα χρονών, καί για νά δίνη έγγύησι γιά πενήντα χρόνια θά πή πώς λογαριά ζει νά φτάση στά έκατόν εί
κοσι. Σπουδαίος άνθρωπος!» — Διάβασα σέ κάποιο πε ριοδικό μιά αγγελία, τού εί πε. Ένδιαψέρεσθε γιά νυχτε ρίδες; Ό γεροντάκος τον κύτταξε μ’ ένα βλέμμα πού έδειχνε έκπληξι καί απορία. — Νυχτερίδες; "Όχι... Ό νεαρός ρέπορτερ τού έδειξε τό περιοδικό. 'Ο κατα στηματάρχης φόρεσε τά γυα λιά του καί διάβασε τίς λί γες γραμμές. — "Α! Ναι! Βέβαια. Τώ ρα θυμάμαι... Μά αυτή ή αγ γελία έχει δημοσιευτή εδώ καί τρία χρόνια. 7Ηταν ένας γιατρός πού ένδιαφερότανε. Νά δήτε πώς τον έλεγαν... -— "Άντερσον; — "Όχι. Είχε ένα διάφορε τικό όνομα. Δυο λεπτά νά θυ μηθώ... Ναι. Ναί. Τον έλεγαν Μάϊκελ Φίρνταν ή Φέρνταν... Κάτι τέτοιο. Μέ είχε παρακαλέσει κι9 εγώ δέχθηκα νά χρησιμοποίηση τή διεύθυνσι τού μαγαζιού μου. ^Ηταν έ νας παράξενος άνθρωπος μέ μαύρα γυαλιά καί φαλάκρα. "Έλεγε πώς τού χρειάζονταν οι νυχτερίδες γιατί έκανε πει ράματα... Ή αγγελία έπιασε καί ύστερα από δυο μέρες άρχισαν νά τού φέρνουν παι διά καί μεγάλοι νυχτερίδες. Τίς αγόραζε τοία σέντς τή μία. 7Ηταν δηλαδή πολύ κα λά πληρωμένες. Τις έβαζε σ’ ένα κλουβί καί τό βράδυ έφευγε. Την άλλη μέρα ερχό ταν μέ άδειο τό κλουβί. Τό ξαναγέμιζε κΓ έφευγε γιά νά ξανάρθη πάλι την έπομένη ν* %
Μ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕ02
ΛΜΑ/ν^ΛΛΜΛΜ'νίΛ/^ΑΛΆ/ίΜΜ/^ΑΜΛΛΛΛΛΛΛΑΛΛΜΜΛ/ίΛΜΛΜΛΛΛΛΛΑΜΛΛΛΜ/ίΛΜΛ 'Ννννννννί-νίΛ'ννΐΑΛΛΜΛ^ΛΟ^Λ«ΛΛ>^'ννννίΛ'ννν άγοράση καινούργιες νυχτε ρίδες. Τί άνθρωπος, Θεέ μου! — "Αγόρασε πολλές; ρώ-* τησε αδιάφορα ό δημοσιογρά ψος· ■— Μά μήπως μπορώ νά λογαριάσω; θά πρέπει όμως σίγουρα ν’ αγόρασε πάνω α πό δυο, χιλιάδες. Ό Μάκ Ντάνυ αίσθάνθηκε μια δυνατή ανατριχίλα. -— Αυό χιλιάδες; — Περισσότερες... — Αυτό είναι φοβερό!... Ό γεροντάκος κύτταξε πα ραξενεμένος τον νεαρό συνο μιλητή του. Φυσικά δέ μπο ρούσε νά καταλάβη, γιατί ΐ αγορά δυο χιλιάδων νυχτε ρίδων ήταν φοβερό. Περίερ γο, ναί! "Αλλά φοβερό, για ποιο λόγο; — "Υστερα ξαφνικά, πού λέτε, έπαψε νά έρχεται στο μαγαζί μου. Πάνε τρία χρό νια από τότε... Αέ τον ξαναεΐδ.α. Ίσως σ’ αυτό το μετα ξύ πέθανε... Αέν είμαστε βλέ πετε αιώνιοι σ’ αυτό τον κό σμο. Περαστικοί είμαστε... —"έρετε τουλάχιστον που έμενε; -— Ούτε αυτό τό ξέρω θε τικά. Άν δέ γελιέμαι κάπο τε τόν^ ακόυσα νά μιλάει για τό δρόμο πού φέρνει στο Ντητρόϊτ. Ό Μάκ άνασκίρτησε. Ό μικρός άραπάκος ό φίλος του, ό ΊΓζίμ Γκάψας, σ’ αυτό τό δρόμο είχε πέσει όταν κυ νηγούσε τήν τριχωτή νυχτερί δα ώς Υπεράνθρωπος. Κατά τά μέρη έκείνα ταξίδευε το
τριχωτό τέρας έπι©“τρέφον τας στη ψωληά του. Νά λοι πόν πού καί ένας άλλος τού μιλούσε για τήν ίδια περιο χή... Είχε αποφασίσει λοιπόν νά κάνη μιά... εκδρομή στην περιοχή αυτή.· Άλλα τό ίδιο βράδυ μπήκε μέ τό πιστόλι στο χέρι ό Λ ιού Μπάρβεν στο σπίτι του νά τον αίχμαλωτίση καί τά πράγματα πήάλλη τροπή. Αυτό τού ]κε σέ καλό. Άπ’ τήν άνάκρισι βεβαιώθηκε σύμφω να ^μέ τά χαρακτηριστικά πού έδωκε ό κακοποιός, πώς ό άνθρωπος πού αγόραζε τις νυχτερίδες πριν τρία χρόνια καί εκείνος πού έστειλε τον Μπάρβεν νά τον αιχμαλωτί σει ήταν ένα καί τό αυτό προ σώπο. Καί το ραντεβού του μέ τον Μπάρβεν, καΰώς καί τό ραντεβού του μέ τον Μάκ ήταν πάλι στο δρόμο προς τό Ντητρόϊτ... "Οπου τό Γεράκι άνιχνεύει ^ καί αίγααλω ζίζεται από παράξενους γίγαντες ΩΡΑ λοιπόν, καθώς ταξι δεύει προς τό δρόμο τού τρόίτ, τό Γεράκι έχει στο ναυ του δλα τούτα καί λογα ριάζει νά πραγματοποίηση μιά τολμηρή ενέργεια. Κά που εκεί προς τήν τρίτη γέφυρα κοντά στο στό οασος με τούς φοίνικες πρέπει νά έντείνη τις έρευνες του. Σ’ αυ τή τήν περιοχή δεν είναι απί θανο νά κρύβεται ό .εγκλημα τίας πού εξαπέλυσε τη
¥ΠεΡΑΝθΡΩΠΟ! /ννννννννννννννννννννννννννΐΛΛΜΛΜΛ^ννΐΜ/νννΜ^λννν^ΛΛΛνν\\νννίΜΛΛ. ΛΛΑ\ίΑ*νΐ ίΛΛΛίΜΛΛΛΛΛΛ/ΙΛΛΛιννννΜΑ'ννΙΛ.νν*ΛΛΑ ρωτή στρατία
ενάντιον της
Τό βλέμμα του διαγράφει μεγάλα τόξα σ’ όλα τά γύρω καί άττότομα τό μάτι του καρφώνεται στην κόκκινη στέ γη μιας μοναχικής έπαύλεως, πού είναι κρυπένη ^ μέσα στα δέντρα. Σέ μια ακτίνα περισσότερο από χίλια μέ τρα γύρω οέν υπάρχει άλλο σπίτι. — Νά ένα μέρος ιδεώδες για πειράματα, λέει ό Νέος Υπεράνθρωπος κι* ένα περί εργο χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του καθώς σκέ πτεται ότι μπορεί έχει μέσα νά βρίσκεται φυλακισμένη ή μητέρα του.. Τό Γεράκι αισθάνεται νά σφίγγεται ή καρδιά του. "Ο μως ποέπει νά τά πσίξη όλα για όλα. Δέ χωράει άλλη λύσι. Τά φτερωτά τέρατα συ,εχίζουν κάθε νύχτα τις δολο φονικές επιδρομές τους και δεκάδες αθώων ανθρώπων, βρί σκούν φριχτό θάνατο σέ κάθε εικοσιτετράωρο που πεονάει. Κάνει μια αργή κατάδυση, επισκοπώντας τά γύρω καί προσγειώνεται στο πίσω μέ ρος τής έπαύλεως πού φαίνε ται ακατοίκητη. Είναι ένα με γάλο διώοοφο παλιό σπίτι, πού μοιάζει μέ φρούριο. Μια πυκνή και άγρια βλάστησι τό τριγυρίζει. Είναι χτισμέ νο μέ πέτρα καί τά κλειστά παράθυρά του προστατεύον ται από χοντρά κάγκελα, σάν νά πρόκειται γιά φυλακή. Προσπαθεί ν' άνακαλύψη τον τρόπο που θά του έπιτρέψη
νά είσδύση αθόρυβα σ’ αυτό τό μυστηριώδες σπίτι.^Βαδί ζει αργά καί μέ προφύλαξι. -αφνικά τό αυτί του πιά νει έναν ελαφρό θόρυβο. Εί ναι σάν κάποιος νά πάτησε σέ ξερά κλαριά ή άγριοχόρταρα καί τά τσάκισε. Κάνει μερικά βήμοιτα πίσω καί τρυ πώνει σέ μιά συστάδα ψηλών θάμνων. Καί είναι καιρός. Γιατί αυτή τή στιγμή κάποιος εμφανίζεται καί έρχεται προς τό μέοος, όπου βρισκό ταν τό Γεράκι ένα λεπτό νω· ρίτερα. 'Αλλά, Θεέ μου! Τί είναι αυτό που βλέπει; Είναι ένας γίγαντας, τέσ σερις ή πέντε φορές μεγαλύ τερος από έναν κα^ο^κό άν θρωπο, καί κρατάει ένα φο βερό ρόπαλο στο χέρι ί Έ κτε Αεί σίγουρα χρέη φύλακας έπαύλεως αυτής καί, κ<χώς βαδίζει, οίχνει ματιές γύρω του. Τό Γεράκι μένει α κίνητο, γιατί δεν θέλει προς τό παρόν τουλάχιστον νά τον αντί! ' κΓ ένα 3' του Ρ" υ νί αν, λέη μέσα από τά τια του, "Ενας κοινός πος μέ γιγαντισμό... Αφήνει τό παράξενο πλά σμα ν3 άπομακρυνθή κΓ ύστε ρο: από λίγο βγαίνει άτΤ τήν κρυψώνα του. Παίρνει τον αντίθετο δοόμο μέ κείνον που ακολουθεί ό φίλακας καί προ χωρεί σκυφτός ποός τό δεξιό μέρος τής έπαύλεως. Καί.τό τε γιά πρώτη φοοά βλέπει μιά σειοά από υπόστεγα που έχουν πόρτες από χοντρά σι-
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ννΛΛΥννννννννννννΜ\νΐΛννννννννννννννννννΜΛ^'ννΐν&ιν4Λ/νννννΐ'ννΗνΙ,ν1/ν ιΛ/νΜΛΑΜΜΑΛΜΛΛηΑΑΛΑΛΛΑΛΜ/νίΛΛηΜΛΑηΑΜΛΑ δερένια κάγκελα. Μια βαρειά μυρουδιά χτυπάει τη μύτη του. Μια απερίγραπτη δυσο σμία έρχεται από το μέρος των υπόστεγων που μοιάζουν μέ τεράστια κλουβιά άκουμπισμένα στο έδαφος. Κρατώντας την αναπνοή του, πλησιάζει σέ ένα απ’ αυτά. Ρίχνει μια ματιά στο εσωτερικό του απ’ την καγ κελωτή πόρτα. Εΐναι σκοτά δι. Μά τό μάτι τού θρυλικού Γερακιού μπορεί νά διακρίνη
Οί
κακοποιοί πήραν μαζί τους τήν κυρία Μάργκαρετ!
και μια καρφίτσα ακόμα μέ σα στην πιο σκοτεινή νύχτα. Βλέπει λοιπόν κΓ αισθάνεται μιά δυνατή παγωνιά νά τον τυλίγη... Πόσες εΐναι; Εκα τό; Διακόσιες; ’Ίσως λιγώτερες ίσως όμως καί περισ σότερες γιγαντιαίες νυχτερί δες, πού κοιμούνται κρεμα σμένες από τοποθετημένα ε πίτηδες για τή δουλειά αυτή κοντάρια πού εΐναι τρία μέ τρα ψηλά καί παράλληλα προς τό έδαφος. Άπό εδώ μέ σα βγαίνει αυτή ή φριχτή βρώμα... Απομακρύνεται καί πλησι άζει ένα άλλο υπόστεγο κΓ εδώ άλλα τόσα φτερωτά τέρα τα εΐναι κρεμασμένα καί κοι μούνται. Καί πόσα άλλα α κόμα υπόστεγα υπάρχουν στή στεριά! "Ενα, δύο, τρία, πέντε, έπτά! — Άπό έ8ώ λοιπόν ξεκι νάνε κάθε νύχτα γιά νά σκορ πίσουν τό θάνατο στή Νέα Ύόρκη! λέει μεγαλόφωνα, μιλώντας στον έαυτό του. Εί ναι φοβερό! -—Άπό εδώ ακριβώς, νε αρέ μασκαρά! Άπό εδώ ξε κινάνε. Αλλά δέν θά σέ ώφελήση σέ τίποτα αυτή ή άνακάλυψι... Γιατί σέ λίγο οί νυχτερίδες μου 6ά δοκιμά σουν τό αίμα σου... Τό Γεράκι γυρίζει ξαφνια σμένο. "Ενας άνθρωπος μέ άσπρη μπλούζα, μαύρα γυα λιά καί φαλάκρα στέκεται καί τον κυττάζει μ’ ένα σατα νικό χαμόγελο στά χείλη. Τό βλέμμα του πίσω απ’ τά γυ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
ννυ\·ννννννννΛΛ\Λννννννννΐ\ν*ΛΛΙννννναΛΛΛ<νννΛΛ'1/^/ν^ννΐ/νννννΐνΐνΐΜ.ν^νΐΛ!/ν^^
ψ*** αλιά έχει μια διαβολική έκ« Φρασι. — Ό δόκτωρ ’Άντερσον!, ξεφωνίζει. Τό μούτρο του ανθρώπου μέ την μπλούζα γίνεται από τομα στυφό. — Χμ! Μέ γνωρίζεις λοι πόν; γρυλλίζει. Ό Νέος Υπεράνθρωπος πού έχει ξαναβρή τώρα την ψυχραιμία του χαμογελάει. — Καί ποιος δέ γνωρίζει τον περίφημο Χένρυ ’Άντερσον πού δημοσίευσε πριν τρι άντα χρόνια έπτά τόμους για τό «Γιγαντισμό»; λέει. "Άλ λωστε, στην πρώτη σελίδα του κάθε τόμου ήταν καί μια φωτογραφία σας. Δέν αλλά ξατε καί πολύ από τότε... —- Ξέρεις πολλά πράγμα τα, νεαρέ, για νά |πτορέύτης να ζήσης!, μουγγριζει ^ αυ τός. Τό μυστικό τό δικό μου είναι ίδιο μέ τό θάνατο. Τό Γεράκι σηκώνει τή γροθιά του χαμογελώντας. Άλλα σέ μισό δευτερόλεπτο τούτο τό χαμόγελο γίνεται κραυγή αγωνίας. Μ’ ένα αδι όρατο νεύμα, ό Άντερσον έ χει συνεννοηθή μέ δυο γίγαν τες πού βρίσκονται κιόλας πίσω απ’ τον Νέον Υπεράν θρωπο. ΚΓ έτσι, πριν τό Γε ράκι προφτάση ν’ αντίδραση καί νά βάλη σ’ ενέργεια τ’ α τσαλένια νεύρα του, αισθά νεται τέσσερα γερά μπράτσα νά τον άνασηκώνουν σάν πού πουλο στον άέοα, ακούει τό τρίξιμο μιας σιδερένιας πόρ τας καί ξαφνικά καταλαβαί-
Ή γροθιά του Υπεράνθρωπου Γκάψα χτυπάει τη νυχτερίδα!
νει νά τον ρίχνουν μέσα σ’ ένα από τά σκοτεινά κελιά των νυχτερίδων. Πέφτει ανά σκελα, μά τινάζεται σχεδόν αμέσως σάν λάστιχο ορθός. Αλλά καί πάλι είναι αργά. Ή πόρτα μέ τά σιδερένια κάγκελα κλείνει μέ βρόντο καί στ’ αυτιά του φτάνει σάν άγριο μήνυμα θανάτου τό φτεροκόπημα των τεράτων πού αρχίζουν νά ξυπνούν. Έξω απ’ τά κάγκελα ό ’Άντερσον χαμογελάει ειρωνικά.
28
·
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^^ννννν\ν\ΛΜΛν\ΛΛ/νν\Λ^ΛΛΛΛ\ΜΛΜΛ\\ΛΛΛΛ/νν\\ιννΜΛΛΛΜΛ·νννννννν^^,νν»'ννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννΜΛ
— Την έπαθες, Νέε^ Υπε ράνθρωπε!, λέει. Σέ είδα^άπ" τή στιγμή που προσγειώθη κες στο σπίτι μου, άλλα σέ άφησα νά περπατήσης λίγο για νά... ξεμουδιάσης. Είναι αλήθεια πώς πάντα ττεοί μέ να νά μου κάνης (Λίαν έΐτίσκεψι, αλλά δεν την περί μένα τόσο σύντομη... Κουνάει τό χέρι χαιρετών τας : — Γειά σου και καλή δια σκέδασή θρυλικό Γεράκι! 4Η αλήθεια είναι πώς τούτο τό κλουβί ήταν για κάποιον άλ λο, πού θέλει νά παραστήση τον έξυπνο. Τον έχω προσκαλεσμένο τ" άπόγεμα. Είναι κάποιος ρέπορτερ, πού τον λένε Μάκ Ντάνυ. Τον περιμέ νω ναρθή νά πέση στή φάκα. Υπάρχουν όπως βλέπεις κΓ άλλα κλουβιά νά τον φιλοξε νήσω ! Ό Νέος Υπεράνθρωπος παίρνει μια βαθειά ανάσα. Δεν τον αναγνώρισε. Ή αιχ μάλωτη μητέρα του λοιπόν δέν διατρέχει άμεσο κίνδυνο. — Μια στιγμή, κύριε ’Άντερσον!, του λέει. Εκείνος, καθώς έτοιμάζεται νά φυγή, κοντοστέκεται. Στά χείλη του κρέμεται πάν τα τό ειρωνικό χαμόγελο. —- Τί θέλεις; τον ρωτάει.. —- θέλω νά μάθω, πριν πε 8άνω, κάτι. Είναι μια απο ρία πού μέ βασανίζει μέρες τώρα. Γιά ποιο λόγο νά δη μιουργήσετε μέ την επιστη μονική σας έργασία τόσα τέ ρατα; Αέν ήταν αρκετά γιά
τά πειράματα σας -ένα ή δύο μονάχα; "Έπειτα γιατί νά στέλνετε τόσους αθώους μ" αυτά τά τέρατα στο θάνατο; Πίσω απ’ τά μαύρα γυα λιά τά μάτια τού "'Αντερσον αστράφτουν παράξενα. — Αύτό είναι τό μυστικό μου, λέει. "Εσύ φυσικά δέν θά μπόρεσης νά τό μάθης. Μά όο~οι ζήσουν ώς εκείνη την ημέρα... "Όσο γιά τούς αθώους, αύτό είναι μιά άλλη· δουλειά. Πώς θέλεις νά ζή σουν τόσα ζώα; Τό αίμα πού ρουφούν άπ" τούς ανθρώπους είναι ή τροφή τους. Ό νόμος τής ζούγκλας, κύριε Υπεράν θρωπε! Ό θάνατός σου ή ζωή μου. -— Είσαι ένας τρελλός!, γρυλλίζει τό Γεράκι. — Χό! Χό! Χό!... έρχε ται στην απαντησι κι ο "Άντερσον τού γυρίζει τις πλά τες καί φεύγει. "Έτσι, καθώς τον βλέπει ν" απομακρύνεται τό Γεράκι σκέπτεται πόσο λί γο απέχει ή μεγαλοφυΐα από την τρέλλα. Αέν έχει πια καμ μιά αμφιβολία πώς τούτος ό άλλοτε διάσημος επιστήμων είναι τώρα ένας εγκληματί ας παράψρων! "Αλλά τώρα δέν υπάρχει καιρός γιά φίλο σοφίες. Αέν είναι καθόλου ευχάριστο νά νοιώθης τον ε αυτό σου, όσο Γεράκι κι" ά\> είσαι,κλειδωμένο σ’ ένα κλου βί μ" εκατό καί περισσότε ρες νυχτερίδες πού ετοιμά ζονται νά ξυπνήσουν καί νά επιτεθούν.
νο. Όλόκληρο τό υπόστεγο τραντάζεται σά νά γίνεται σεισμός. Τό χοντρό ατσάλι λυγάει στά χέρια τού δυνα τότερου ανθρώπου του κό σμου, σάν προζύμι. Ή πόρτα ’Άντερσον έφυγε. Οι δυο αρχίζει νά ξεριζώνεται από γίγαντες δμως έχουν μεί νει κΓ έχουν σκύψει καί πατή βάσι της. Μιά τελευταία προσπάθεια καί ό δρόμος θά ρακολουθούν μέ τά ηλίθια είναι πάλι ελεύθερος. μάτια τους τό Γεράκι. Είναι περίεργοι νά δουν τις τελευ Μά τούτη την τελευταία ταίες στιγμές του ανάμεσα στιγμή τό Γεράκι αισθάνεται στα φτερωτά αυτά τέρατα. κάτι σάν παγωνιά πίσω στη Ό Νέος Υπεράνθρωπος ό ράχη του. Γυρίζει. Τά δάχτυ μως εχει θυμώσει καί, μιά λά του ξετυλίγονται άπ3 τά καί ό κίνδυνος παραμονεύει, σίδερα καί σφίγγονται νευαρχίζει κεραυνοβόλα τη δράρικά. "Ενα από τά φτερωτά σι του. τέρατα είναι έτοιμο νά γα« τζωθή στους ώμους του καί ™ε μιαν αστραπιαία τα δείχνει τά σουβλερά του δόν χύτητα περνάει τά μπράτσα τια. Ή γροθιά τού Νέου Υ του έξω από τά κάγκελα καί περάνθρωπου σηκώνεται καί ξαφν ικά ό καθένας από τούς πέφτει σά σφυρί στο μούτρο δυο γίγαντες νοιώθει τό σβέρ τής τριχωτής νυχτερίδας. Τό κο του μέσα σέ μιά σιδερένια αγρίμι άφίνει ένα συρτό τανάλια. Τινάζονται τρομαγ γρύλλισμα καί σωριάζεται. μένοι προς τά πίσω, παλεύ ουν απεγνωσμένα, μουγκρί Μά τούτη ή επιθανάτια κραυ ζουν σαν βόδια, μά ο! δυο α γή του είναι σάν ένα σύνθη τσαλένιες λαβές του Γερακί μα γιά τά άλλα. Γίνεται μιά ου κλειδώνονται περισσότε αναταραχή καί ένα πλήθος α ρο. Άκούγονται δυο ξεροί πό τά γι γάντι αία αυτά δημι κρότοι, καθώς τσακίζεται μέ ουργήματα τού "Αντερσον α σα στο φοβερό σφίξιμο των πλώνουν τις φτερουγες τους χαλύβδινων μυώνων του ή κι3 είναι έτοιμα νά μουντά σπονδυλική στήλη τους. "Ο ρουν. Τό Γεράκι μένει γιά ταν ό Νέος Υπεράνθρωπος μιά στιγμή ασάλευτο. ίό ξεδιπλώνει τά μπράτσα του, μυαλό του δουλεύει γοργά. οι 8υό φύλακες τής έπαύλεως Τό βλέμμα του σάν κοφτερό 'Αντερσον είναι νεκροί ' καί ατσάλι καρφώνεται απάνω σωριάζονται σάν άδεια σακστά απαίσια κεφάλια των νυ κιά στο χώμα. χτερίδων. Ανοιγοκλείνουν τά Τώρα τά δάχτυλα του Γεστόματά τους καί τά δόντια ρακιού τυλίγονται στα σιδε τους κάνουν έναν ξερό άναρένια κάγκελα τής πόρτας τριχιαστικό κρότο... πού τον κρατάει φυλακισμέ Στερεώνει τους ώμους στην Τό θρυλικό Γεράκι συν τρίβει δυο γίγαντες καί σκορπίζει μέ τις γρο θιές του τον όλεθρό α νάμεσα στις νυχτερίδες
Ο
13 ΙΜΛΜΜΜΛ/νίΛΜΜΜηΛΜΜΜ
Ρϋ^ΑίΠ, \νν»ΛνυίΑ/η/ν%*/ΐΛ«/ννννυνννννϊ/νν^νν^ί/ννί/νν»<ν^4^^
Ιτόρτα καί βάζει τις γροθιές του σέ κι νησί. Οι νυχτερίδες άρχισαν την έπίθεσι. Είναι πραγματικά μια φοβερή έξόρ μησι. Μά τό Γεράκι, πού προ στατεύεται απ’ τον άτρωτο θώρακα του κινείται άνετα καί καταφέρνει κεραυνοβόλα χτυπήματα. ΟΙ ώμοι του σπρώχνουν την πόρτα ζητών τας ν’ ανοίξουν τό δρόμο καί οί γροθιές του σφυροκοπουν άγρια... Τά φτερωτά τέρατα, λυσ σασμένα γιατί δεν μπορούν να τον βλάψουν, υποχωρούν, τινάζονται ψηλά, ξαναγυρίζουν, ζητούν νά χτυπήσουν μέ τις φτερούγες τους, νά ξεσκί σουν μέ τά γαμψά νύχια τους, νά δαγκώσουν μέ τά σουβλερά δόντια τους. Μά τό Γεράκι, απτόητο, μέ σβέλτες κινήσεις αποκρούει καί σκορ πίζει τό κοπάδι. Κάτω στο χώμα σπαράζουν κιόλας μέ επιθανάτιο ρόγχο κάμποσα τέρατα. Τώρα αισθάνεται την πόρ τα πίσω του νά ύποχωρή. Οι ώμοι του έχουν μετακινήσει τά βαρειά οπδερα. Μιά τελευ ταία ακόμα προσπάθεια. "Ε να καινούργιο τέντωμα τών χαλύβδινων μυώνων του καί τό Γεράκι βρίσκεται έξω α πό τό κλουβί τών άγριμιών. Ή πόρτα έχει πέσει μέ πά ταγο... "Απογειώνεται. Δυο από τις γι γάντι αίες νυχτερίδες τον ακολουθούν. Αέν θέλουν νά τον άψήσαυν νά φυγή. Τεν τώνουν τις φτερούγες τους καί όρμοΰν προς τό μέρος
6 ΜΙΘΙ
του. Μπαίνουν μπροστά του καί τού κλείνουν τό δρόμο. "Αλλά τό Γεράκι ^βιάζεται καί δέν περιμένει. "Εχει τό λόγο του πού βιάζεται. Κερδίζει ύψος, πετάει ψηλά κΓ ύστερα πραγματοποιεί μιά θεαματι κή κατάδυσι. Οί γροθιές του μπαίνουν πάλι σέ κίνησι. Τά δυο γι γάντι αία φτερωτά τέ ρατα δέχονται κεραυνοβόλα χτυπήματα. Απομακρύνον ται κΓ ετοιμάζονται νά κά νουν καινούργια έπίθεσι. λ4ά ό Νέος Υπεράνθρωπος, πριν προφτασουν νά συνέλθουν, πέ φτει απάνω τους σάν αστρα πή. Αυτή τή φορά είναι σά νά δέχωνται δυο αστροπελέ κια στο κεφάλι. Ταξιδεύουν σάν μεθυσμένες για ένα λε πτό καί ύστερα από λίγο κα τρακυλούν προς τό έδαφος μέ τσακισμένα κρανία... 'Ο Νέος 'Τπεράνθρωπος ελευθερώνει την α γαπημένη του μητέρα από τά χέρια ενός πα ράφορο νος κακούργου
¥
ΣΤΕΡΑ από ένα τέταρ το, τό Γεράκι προσγειώ νεται στήν_ ταράτσα τού σπι τιού του. Ξαναγίνεται ό Μάκ Ντάνυ καί πηγαίνει στο γρα φείο του. Σχηματίζει ένα νού μερο στο καντράν τού τηλεφώ νου καί ζητάει τον επιθεωρη τή Τζαίημς Στούαρτ. —-Έδώ ό φίλος σου ό Μάκ, λέει. Σού εχω έτοιμη μιά κα λή δουλειά, Τζαίημς! Καί τού διηγείται τά κα° θέκαστα μέ συντομία. —Ή περιοχή είναι έρημη,
ΫΗβ*ΑΝ#*»ΛΗβ2
ΜΜ«Μ«Μ*Μ*νΜΜΜ«ννΜΜΐΜ<νΜα4ΐαν^^ συνεχίζει. Τό άντρο του 3,Αν~ τερσον είναι απομονωμένο. Χρειάζεται λοιπόν μια ώργανωμένη έπίθεσι που νά φέρη κεραυνοβόλο αποτέλεσμα. "Ο πως κατάλαβα, αυτό άλλω στε τό ξέρεις κι* έσύ γιατί έχεις πικρή πείρα, τά φτε ρωτά τέρατα του τρελλού δόκτορα είναι άτρωτα απ’ τις σφαίρες. Ό γιγαντισμός δί νει στο πετσί τους μια κατα πληκτική αντοχή. Ή έξόντωσί τους λοιπόν μέ όπλα θά εί ναι αδύνατη. "Έχω μιά^ γνώ μη. Πρέπει νά έπιτεθής μέ ένα-δυό αεροπλάνα χρησιμο ποιώντας εμπρηστικές καί εκρηκτικές βόμβες μαζί. Μο νάχα έτσι θά γλυτώση ή Νέα από τις δολοφονικές έπι ές· λ εΐναι άσκημη ή ίδέα σου, λέει ό επιθεωρητής. Θά τήν αναφέρω, Μάκ... —Καί άκου, Τζαίημς... -Αυτή ή έπίθεσι δέν πρέ πει να γινη νωρίτερα απο τις πέντε τ’ άπόγεμα. "Ως αυτή την ώρα ίσως νά βρί σκεται στον 'Άντερσον τό Γε ράκι. Ο! βόμβες μπορεί νά του κάνουν κακό... —X μ! Π άλ ι τό Γ εράκ ι στή μέση λοιπόν; Τό είχα μαντέψει! ’Άν τό δής σ' αυ τό τό μεταξύ, πες του πώς έν τάξει... Στιγ πέντε καί ένα λεπτό θ’ ά οχ ίσου με ν’ αδειά ζουμε τις βόμβες μας απάνω ■στο σπίτι καί στο υπόστεγα τού 'Άντερσον. Είμαι κΓ ε γώ μέ τή γνώμη σου. Μονάχα ή φωτιά μπορεί νά έξόλοθρεύ-
II
^νν«^ν«τ4^%4^/^ν^/%^^ννν^νν^ννΜιιννννν»ν»ν ση αυτά τά τέρατα. Γειά σου, Μάκ..* Ό νεαρός ρεπόρτερ άφίνει τό ακουστικό. Κυττάζει τό ρολόι του. Είναι ώρα νά ξεκινήση γιά τό ραντεβού, που τού έχει ορίσει μέ τό γράμ μα του 6 παράφρων επιστή μων πού κρατάει αιχμάλωτη τή μητέρα του. Λίγες ώρες προτήτερα, ώς^ Γεράκι, έκανε τήν πρώτη έπίσκεψι καί κα τατοπίστηκε. Τώρα θά πάη νά τον άνταμώση μέ τή φυ σική του μορφή. 'Ως Μάκ Ντάνυ. Ό 'Άντερσον, πού δέν ξέρει βέβαια ότι ό νεαρός δη μοσιογράφος είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο μέ τον Υπερ άνθρωπο, θά ξαφνιαστή πολύ όταν καταλάβη. Μά είναι ώρα νά φυγή. Ό Μάκ Ντάνυ βγαίνει άπό τό σπίτι του καί πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον σταθμό τών λεω φορείων, πού περνούν άπό τό δρόμο τού Ντητρόϊτ. Σ’ όλο τό ταξίδι, κάποιος πού κά θεται ακριβώς απέναντι του καί προσποιείται πώς είναι βυθισμένος ^ στήν άνάγνωσι τής έψημερίδας του, τον πα ρακολουθεί. Ό Μάκ τον βλέ πει ^μέ τήν άκρη τού ματιού, αλλά κάνει τον αδιάφορο. λ Στην τρίτη γέφυρα, κον τά στο δάσος με τούς φοίνι κες, το λεωφορείο σταματάει και ό ήρωάς μας κατεβαίνει. Στο ίδιο σημείο κατεβαίνει καί^ό άνθρωπος μέ τήν εφη μερίδα. Ό Μάκ ξέρει πού εί ναι ή βίλλα 'Άντερσον. "Ο μως πρέπει νά κάνη τον ανή ξερο. Τό λεωφορείο ξεκινάει
η
ΡϊρΑΚι,
ό
'ΚΙόί
ο’«*Ι/διΐί*Κ*Λ^^
πάλι και σέ τούτη την μια ό δημοσιογράφος φαίνε ται σά χαμένος. Κυττάζει γύρω του σά νά ζητάη νά προσανατολιστή. Τότε τον πλησιάζει ό άν8ρωπος του λεωφορείου. "Εχει την έμφάνισι ένός περιοδεύοντας πλασιέ και κρατάει ένα δερμά τινο χαρτοφύλακα. —Είσθε ό κ. Μάκ Ντάνυ; τον ρωτάει και χαιρετάει βγάζοντας τό καπέλλο του. —-Μάλιστα,. Είμαι ό Μάκ Ντάνυ. —Νομίζω πώς κάποιος ο~άς περιμένει, λέει χαμογε λώντας. Θέλετε νά σάς οδη γήσω εγώ; —Θά μέ υποχρεώσετε... —Είμαι πολύ ευτυχής που ήρθατε σπίτι μου, του λέει € Ο /τερσον όταν ό στο σπίτι. Ό Μάκ κάθεται. Τό γρα φείο του "Αντερσον είναι φτω χά επιπλωμένο και μια απε ρίγραπτη αταξία επικρατεί εκεί μέσα. Χαρτιά, επιστημο νικά συγγράμματα, ιατρικά εργαλεία, κουτιά από διάφο ρα σπεσιαλιτέ, ένας φαρμα κευτικός ζυγός, μερικές αμ πούλες ενέσεων... —"Ηθελα νά δώ τή μητέρα μου, λέει ό Μάκ. Ζητήσατε έ μενα για νά την άφησετε ε λεύθερη. Νομίζω πώς θά κρα τήσετε τό λόγο σας... —Μά και βέβαια!, κάνει αυτός καί ή φωνή του είναι γεμάτη εϊρωνία. Άλλα πριν απ’ όλα πρέπει νά μου πητε ποιος σάς ένέπνευσε τά άρ θρα πού γράψατε γιά τις νυ
χτερίδες στο «Νταίηλυ Χέραλντ». Ό Μάκ τόν κυττάζει κατά ματα. —-Τά συγγράμματα σας!, αποκρίνεται μέ σταθερή φω νή. Ξέρω ποιος είστε. Καί στο αυριανό άρθρο πού θά δημοσιεύσω θ’ αναφέρω καί τ5 όνομά σας... —Χό! ^Χό! ^ Χό^!... Τό ξέ ρεις λοιπόν πώς είμαι ό "Αντερσον! Καλά τό είχα μαν τέψει ! Άλλα τώρα φαντάζο μαι πώς δέ θά προφτάσης νά δημοσίευσης τό άρθρο του.., Τήν ίδια στιγμή, ό Μάκ αισθάνεται ένα ρεύμα άέρος στη ράχη του καί δέχεται έ να χτύπημα στο κεφάλι. "Έ νας γίγαντας έχει μπή από τήν πόρτα πού βρίσκεται πί σω ακριβώς από τό κάθισμα πού κάθεται. Αισθάνεται μιά δυνατή ζάλη καί όταν ανοί γει τά μάτια του, τά χέρια του είναι δεμένα μέ χειροπέ δες. Ρίχνει μιά ματιά στο ρο/■ ·· ~ /-> (/ αοι του χεριού του. η είναι πέντε παρά τέταρτο α κριβώς. "Ύστερα από δεκάξη λεπτά τά αστυνομικά αερο πλάνα θ3 αρχίσουν νά ρί χνουν τις βόμβες τους. ’Άν 8έν πραφτάση νά βγή από ε δώ μέσα είναι χαμένοι αυτός καί ή μητέρα του. Ή θέσι του είναι πραγματικά δύσκο λη. —Ρίχτε τον στο κλουβί μέ τις νυχτερίδες!, διατάζει ό "Αντερσον. Δυο γίγαντες τόν άρπα» (1 1
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
33
Μ.^\ΛΛΛΛΛΛΛΜΜΜΜΜΜ ν\ΧΛ\\\\\\'Λ\\\Χ%Χ\\Χ\\\Χ\\\Χ\Χ\,Χ\.\\\\Χ\Λ\\\Χ\\\Χ\νί\Χ\\\\\%\\\\\\ΊΛ,\\Χν\'\Λ\\\\\Χ\\χ:Λ
ζουν βάναυσα και τον σέρνουν προς τήν πόρτα. —Μια στιγμή!, λέει^ ό Μάκ προς τον "'Αντερσον. "Έ κανες κάποιο λάθος! Πρέπει νά μάθης πώς τά χειρόγρα φα του άρθρου μου που ανα φέρει τ’ όνομά σου βρίσκον ται αυτή τή στιγμή στο γρα φείο του αρχισυντάκτη μου. Λοιπόν, δεν κερδίζεις τίποτα μέ τό νά μέ στείλης στις νυ χτερίδες ! Τό μούτρο του "Άντερσαν γίνεται απότομα χλωμό. Κά νει ένα νεύμα σέ κείνους που κρατούν τον δημοσιογράφο. Τον ξαναφέρνουν μπροστά του, και τον ρίχνουν σ’ ενα κάθισμα. —-Θά του τηλεφωνήσης α μέσως νά άναβάλη τή δημο σίευα» !# μουγγρίζει. Ό Μάκ Ντάνυ χαμογελά ει. Δείχνει ψύχραιμος, αν και ή κοιρδιά του είναι γεμάτη α γωνία. Τούτη τή στιγμή σί γουρα απογειώνονται τά α στυνομικά αεροπλάνα. Ό θά νατος έρχεται καλπάζοντας. "Όμως πρέπει νά κερδίση τό παιχνίδι... —Θά τηλεφωνήσω νά ματαιωθή ή δημασίευσι του άρ θρου, λέει, μονάχα υπό έναν όρο. Νά φέοης εδώ τή μητέ ρα μου! Θέλω νά βεβαιωθώ ότι ζή... Ό κακούργος μένει γιά μια στιγμή σιωπηλός. "Ύστε ρα πιέζει ένα κουμπί. Μιά πόρτα ανοίγει και κάποιος οδηγεί μέσα στο δωμάτιο την κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ. Εί ναι ωχρή και τά μάτια της
είναι γεμάτα φόβο... —Μητερούλα μου!, φωνά ζει συγκινημένος ό Μάκ και ρίχνεται απάνω της. -—Παιδί μου!, λέει εκείνη και τον αγκαλιάζει. Ό "Άντερσον κυττάζει μ* ένα σατανικό χαμόγελο στα χείλη τούτη τή σκηνή. ;—'Έλα, αρκετά!, φωνάζει. Κάνε τό τηλεφώνημα! Ό Μάκ φέρνει τό δαχτυλίδι μέ τήν μπλε πέτρα στό στόμα του κΤ υστέρα γυρί ζει και μπαίνει ασπίδα μπρο στα στή μητέρα του. ?—Εμπρός! Τί κάθεσαι!, ουρλιάζει ό τρελλός καθηγη τής. Πάρε τό νούμερο τής ε φημερίδας σου! Ό νεαρός ρεπόρτερ όμως δεν υπάρχει πιά γιά νά τον άκοάση. Τό θαυματουργό υ γρό έχει κάνει κιόλας τήν έπίδ.ραο’ί του. Στή Θέσι του υπάρχει τώρα τό θρυλικό Γε ράκι μέ τον άτρωτο αόρατο θώρακα καί τά χαλύβδινα μπράτσα. Οι χειροπέδες έ χουν σπάσει σαν κλωστή κουβαρίστρας... —Ρίχτε του!, φωνάζει ό "Άντερσον. Τί τον κυττάζετε, ηλίθιοι;^ Μερικές γλώσσες φωτιάς βγαίνουν από μερικά πιστό λια. 5Αλλά ό Νέος "Υπεράν θρωπος είναι σάν νά δέχεται ελαφρά τσιμπήματα καρφί τσας. Μ5 ένα σάλτο επιτίθε ται. Τό κρανίο τού κακούρ γου καθηγητή συντρίβεται κΓ ό άνθρωπος μέ τήν άσπρη μπλούζα πέφτει ανάσκελα
4 ποι
Ιχ>ι·ογ.ιι. Ιι»Ίχη3ΐΙιοΑ
1ΧΗΟ00
ΙΛΧ
301 λ
Ιιχ ιχ3>ι
ηοχ
ΟΧ4ΗθΧ3$φ ΙΐΛ13ί1
-03 λΙλχ ΐ3(*οφογ»η»
^ηοϊΐΌΐοούΙι
όηοχ 'ηοχ
ΠΟΙί '5θΧη31 ΌΛ3 ΙΌΛ13
300
ΙΟγΧΙΧ Λ,ΟΙ ηοχι '«ηοι>ί)θ€ί3_ί»
3Τ3 30§)0Γί0§93 ΙΐΛ3ΓΪθΧ ηοχ ί>οΧη3χ ο / ο_^
♦ ♦♦♦♦♦»♦♦♦»♦ Μ*»*»»* ♦♦+-+♦>♦»♦♦♦♦♦♦♦♦+♦♦♦♦++ ΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙΒΙΙΙΒΙΗΒΒΒΒΜΒΙΙΒΙΙΙΙΙΒβΕΙΙΙΒΒΒΒΠΙΙΙΒΒΒΒϋΒΐηΒΙΙΙΙΒΙΙϋΒΙΒΒΜΒίηΒΒΒβΒΒβΙΙ!^ Ε
ςζ
λ«λο^όγΙυ£
-)3χοιόγ<
’2Ζ
'ποΐ3γι.ο)θ9^ί?10ΟΧ *ν :1ΙΠ± *ΐΛΐ.0(ίυ Ί//Α ηοδ
'53θ(3ηο§θΓΐ3Λγ(
^οΑΑιφ^
·α.2
:ί>ΙιΐΛ(γ
/ί>1^9391 νί'<:?ο:53_ί
I
Ζ 'Χ;0(:ί9
<> 9 "Θ5°ν< ·φ· ΖΖ
1
Ν υ I 3 13 ϋ 1 ^3ϋ Νϋ>Μ·
ί>ο>ηφ»ζίΑοι.οθΓ!Ιιγ
:ί>^Λ(γ 5ο>πγΙολο>ι{ο
Ε
»>**?ν ^990, :»ΐ3Φ*>^
Ε
1 \[ V
§
Τ 1
Τ
I -ϋ<1Η V! Υ9 I 9 ΗΥ3101ΑΥ I Λ, \ΐ (1 1 ιΐ | ΕίΒ9ΒΙΒΙ&ίϋίίΒΙΒΕ9Ι)ΒΒΒΙ3ϋϋΒΒ§η^^ί^ΗΝΗΙΙΙΒΐε9ΙΒϋΙΒΒΕϋβΒδΒΒϋΒί!3Ε§3£ΒϋΙΙίΙΒβ|^ τ η ν ^ ι ■•ΙιχΧοιο 3>ο ΙχτΙΑιχο Ιχχ 1ιχη:α |ΌΧΛθγγ309»-ί-3Γί 5ίίΟΧ 5θΛ0ΠΟ -ίΓΐϋ-9 Ρ* »^03Α »1<Μ<ί3Χφ
•·'9ΑΌ^ηο ΛΟΧΟ Χ59)Υ09 Α3?·° »γίίφ" 1X3X3 Λ -Κ*»ΙίΟ IX»» ΠΟΧ ΌΙζΟΙί ΟΧ ί^ΌΛ -ι± οςο§3 λ!χχο ιοχ3»οΐ09 -οηϋ*9 οη§ 3γϊ ιχ3» ογηοχχηοιχ ΑΌΧ>' ηοΐ 0103X^0X0 ΟΛΡΟΐΙΐΟ
Ό_[_ *30ΧΟ:010Λ3§ ΐγΌϋ. Λ0ΟΟΟΦ -θγ»Π» ΌΛ ΛΓΟ^ΟΙΙΓί 300 Ι뻀$9Α> >03|ν| ΙΑΙΧ) 1Ο11Ο3(50Λ» ΙΟ 3ώθϋ)0 οίιγ( ν* 13)θγ3Λθτίχ)Χ IX)» 1>υρ03_[ ΟΙ *133γ' 'ΙΌ10ΛΙ)± \Ό,<— „
·»χ -ΠΟίίΛΌ ΠΛΟΧ^ Χ3εΐΌ»λ030νν »!<$ -Π»
1330ΧΓ90
ίΐ»Λ13
\±-----
-ολο
Λϋ._|_
·51ίχ
ηοιηΑ
ηοχ
ίο
-Οθ1§ Όγ99ΟΛΠΌ03>1 ΛΐΛΧ "ίίΛΟΟφΌ |30ηογο»οο»ιχ ηοιχ "ηοχ ο·03χ -ΙλγΙ ΙλΧΟ 13Χ3ϋχ ^ΟΧΐ£θ£>0ΛΌί)3ϋ -Λ, ί>03Ο (ΛΙΧΧΧίίΟΧ) Λθ£ •ΌίίΟΟΧΟΧΧ 0X0 !θΛ3Τ^0ίγϋ
***ΟΛΌΟΓιΟ ΛΟΧ ΛΠΟ^Ι ΐΐ3Α ΠΟΛΧΙΌ» 3θφ3ΛΛΠΟ ΙΟ» !>3λ9χφ ^311Χ5»ϋ3χ Λ0Ο03ΧΛΥ Γ
-0§ ίΧ5Λ13 0X1X3γ ΟΛ3 3% ?»3γ -3ΐχο$χοο οιχο οχοτίΐιιχηχΧ ιοί
ηοχ »γγΐ9
-λμΧ3§ »Λ
ΙαΧ-Ο ^13θΙΐΤίθΙθφ3
53X300» ΛΠΟΛΟ» ΠΟϋ 'ΧϋΟΠΟΧ][ ί>τΙΙπ»5ΐ
νηόίΐΌϊ1
001
οχιό
^ΛογιιοόΒΌ οχ
ΐ3ΐχ3γ9 Ίοκ^λ»
Ό3|^ ΙΛΑ ί>00!1 13Π3§15»1- 1»»<^ -3_| Ο»ΐγπϋ0 ΟΧ 5Π0»» 'ΐ»>|"
' 133γ 51ΑΑ ' |»03ΐΙΐϊ1
'1111X0
3Χ00ΤΪφ»0
-1^9 9Θ 91113X 31Λ?·11 II—
λ9·°
Ι30λΙ3 Ρ^
ΙΟΧΙΟΟΟΟζίΧΙ ΟφΧΛΟΧ ΌΧΟ 1ΌΧΛ0Λ -ορ]3λ,Ώθόη, όλ ηοχ 53ΐ0θζΙΑ ί>ιχ ΙΌΧΛΟΛΟβΟρ 130^γ»η» ΛΠΟΧ -3 ΛΟΧ ηοΐί !)3ΧΛΧ)ΑΐΑ 5ί3ς’χ |0 ΌΌΙΌόΐΐή )0Χ ΌΛ3ϊ1θθγΧΙΟ ί)Χ31 -λοΧ3 ηοχ 53ΛΟ-3ΧΦ" 5ιχο »χγ99 30π1 13Λ<ίΐΧ31Χ 1>|»ίί3_] οχ ύή
-Αιχο ο19Α λ^1 ■ίϊϊοχΛο^ρς30^·0
νινΛΛ.νννννν'νννννννννν'ννννίΛΛ.ννΛ' 'κννννννννννν'ννννννννννννννννννιννννννννννν'νννννννννννννννννννννννννννννννννννΜ
ΪΟυΟίίΘΝ ν^3υΑΙ03Ν
Ο
Ί )| ν«33ϋ
μ/9 εν5
α Μίκυ Μοουζ βινπι
ΠΟΟΣΧΟΛΗΜΕΝΟ.Γ μ ΣϋΜΜΡΡ/Β Τ0 Α/ίΙΥιηα / ηι·» γ. -τ'.. Νυχιού παίζει τη < 7
—-—-—
ΓβΤΠΜΕ ΤΟΠΟΝΤΙΚ/ «
'ΚΦνΓΝί'* τουχ Κ0γ</ζπ/ /τοικαυ-Σ '4ψ/7/ ^ του τερρυμ ΜΑ/ ^ κ+τ&πυΜ -
εΛΡτεΜ& ? «*/
Στοπ Ζ9θΛ.οηκα
κήπο της πόλης.
Πυτα το ζαμ ε/νπι ΠΟΛΟ εΠΠΟΝΔυΝΟ'
6
Λ€Ν ΠΕΡίΜΕΛ/Ξ ΤΟΝ Μ/ΚΟ ΜμαυΧ.
αν ομος εποπ, βπ
του κολ/οονιε “------------ Ν /—^ΣΟΟυΛΟ/Ο 1/0Ο Ι/ ^7Χ^//γ--------
* > * > ·<
*Ο
Η?οο> ' υπεράνθρωπος
καί ρίχνει ματιές στο ρολόϊ του. Κάποιον περιμένει πού δεν φαίνεται... Είναι ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι από τά πιο ζεστά τής Νέας Ύόρκης, καί ή ά σφαλτος των μεγάλων δρόμο>ν βγάζει φωτιές. "Ο ήλιος τσου ρουφλίζει τή γή καί μονάχα σέ τούτο τό μεγάλο πάρκο υ πάρχει μιά ιδέα δροσιάς κά τω από τή σκιά των δέντρων.. Ό άνθρωπος μέ τό καρώ σακ κάκι βγάζει τό μαντήλι του καί σκουπίζει τό μουσκεμένο από τον ίδρωτα πρόσωπό του. "Υστερα τό βλέμμα του καρφώνεται πάλι στούς δεί χτες τού ρολογιού του. Άπογοήτευσι καί απορία μαζί ζωγραφίζονται στο ποόσω^ό του. Διπλώνει τήν έφημερίδα Δυό άνθρωποι άλληλοκαί προχωρεί προς τό δρομά εξοντώνονται για ένα κο, όπου οι ακακίες σχημα παράξενο κουτακι! τίζουν μιά καταπράσινη αψί ΝΑΣ άνθρωπος μέ σκλη δα μέ άσπρα τσαμπιά λουρό μαύρο καπέλλο, πού λουδιών πού μοσχοβολούν. Ό έχει εξαιρετικά στενά μπόρ,δρόμος αυτός φέρνει προς μιά από τις έξόδους τού πάρ στέκεται ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου του πάρ κου. Και είναι - φανερό ότι προς τά εκεί πηγαίνει ό ά κου τής 42ας Λεωφόρου καί γνωστος... διαβάζει την έφημερίδα του. Φοράει ένα καρώ σακκάκι καί "Ομως ξαφνικά κάτι γίνε γκρι παντελόνι κι* ένα σβυται καί τού κόβει τό δρόμο. σμένο φτηνό πούρο κρέμεται Μιά ριπή αυτομάτου κομμα στά χείλη του. Διαβάζει καί τιάζει τή γαλήνη τού καλο κάθε τόσο άνασηκώνει τά μά καιριάτικου μεσημεριού. Ό τια καί κυττάζει προς τή με άνθρωπος μέ τό σκληρό μαύ γάλη τεχνητή λίμνη, όπου τα ρο καπέλλο χοροπηδάει, υ ξιδεύουν όμορφοι λευκοί κύ στέρα φέρνει τά δυο χέρια κνοι. Είναι κάπως νευρικός του στήν κοιλιά, όπου αϊσθά-
Ε
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
^νν%/^^ΛΑΛΜ/ν^ΛΜΜΜΜ%Λ/ννν^η/^\νν^'!Λν^ΛΑΛΛΜΜΜΑν\,ι%%^ν'*Λ/%!\^Λ,<ΛΛ/%/ν >α^^αΛι\~.^^VV\V^^VVVΜΛ.'«,V^VΛ'Vι^·VVVV'ν'ί.^ νέταιι σαν νά τού καρφώθηκαν πυρωμένα καρφιά, προσπαθεί νά φωνάξη, δαγκώνει τά χεί· λη. Τό σβυσμένο φτηνό πού ρο φεύγει από τό στόμα του. Διπλώνεται στα γόνατά του, άφίνοντας ένα βραχνό βογγητό. Την ίδια στιγμή μέσα από μια συστάδα υψηλών θά μνων βγαίνει ένας κοντόχον τρος άντρας με υιιά κατεβαστή ώς τά φρύδια γκρίζα ρε~ πούμπλικα και πλησιάζει τον πληγωμένο. Σκύβει και αρχίζει μέ γοργές κινήσεις νά ψάχνη τις τσέπες του. Σε λίγο ένα σατανικό χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. Βρήκε αυτό πού ζητάε®. Είναι ένα μικρό τετράγωνο μολυβένιο κουτάκι. Τό ανοί γει καί τά μάτια του καρφώ νονται σ’ ενα μικρό κομμάτι ενός παράξενου μετάλλου πού αστράφτει. —Έν τάξει!, λέει μέσα απ’ τά δόντια του. Τό αφεν τικό, θά^ μείνη ευχαριστημένο όταν πάρη αυτό τό πραγμα τάκι στα χέρια του. Καθώς όμως ετοιμάζεται νά φυγή, ό πληγωμένος πού εξακολουθεί νά βογγάη, κάνει μια απεγνωσμένη κίνησι. 3 4.νακάθεται στα χώμα καί ή σκοτεινή κάννη ^ένός πιστολι ού σημαδεύει τή ράχη του α γνώστου πού φεύγει. Τό χέρι του τρέμει καί τά χαρακτηρι στικά του προσώπου του συσπώνται. "Ομως καταφέρνει νά σημαδέψη καί πιέζει τή σκανδάλη. Δυο γλώσσες φω τιάς καί δυο σφαίρες φεύγουν από τό πιστόλι. Ή μια άπ’
αυτές πετυχαίνει οπό σβέρ κο τον άνθρωπο πού έχει γυ ρίσει τίς πλάτες. Τό χτύπη μα είναι καίριο. Αναπηδάει σάν νά τον χτύπησε κεραυ νός. Άφίνει μια βλαστήμια, γυρίζει καί βάζει τό χέρι νει να κάνη τίποτα περισσό τερα. Παραπατάει σάν μεθυ σμένος καί πέφτει στη μέση τού στενού δρομάκου, δυό^ βή ματα μακρυά από τον άλλο πού είναι κιόλας νεκρός. "Ολα τούτα έχουν γίνει μέ κ ι νη ματονραφ ι κή ταχύτητα καί οι λιγοστοί άνθρωποι, πού βρίσκονται αυτό τό κα λοκαιριάτικο μεσημέρι ^στό πάρκο τής 42ας Λεωφόρου καί ακόυσαν τούς πυροβολι σμούς, σκορπίζουν σάν τρο μαγμένα πουλιά, γιατί δέν ξέρουν τί ακριβώς συμβαίνει. Μονάχα ένας τόσος 6ά. πι τσιρίκος, ένα μικρό αραπά κι, ό Τζί μ Γκάφος, πού κάνει τον περίπατό του εκεί κοντά, δέν φαίνεται νά άνησυχή. Περπατάει τεμπέλικα καί κά θε τόσο ρίχνει στο στόμα του κι’ ένα κομμάτι σοκολάτα καί μασουλάει μέ εύχαρίστησι. Ο! πυροβολισμοί δέν τον α νησυχούν. Κάτι τέτοια αυτός τά... γράψει στα παληά του τά παπούτσια! —— Τί κουτός πού είναι 6 κόσμος!, λέει μονολογώντας. Ακούονται μερικές πιστολιές καί τρέχουν νά κουφτούν σάν τά ποντίκια. Καί δέν πάει ό νους τους πώς μπορεί εδώ κοντά νά είναι κάποιο σκοπευτήριο καί νά υπάρ-
#Α£ΡΑΝ0ΡΑίΐ62 ^ουν μέβίκόι που μαθαίνουν
σκοποβολή. Αέν ντρεπόμα στε λέω έγώ! Αέν ντρεπόμα.. Άλλα ή φωνή του ξαφνικά κόβεται και τά μάτια του γουρλώνουν τρομαγμένα, Κα θώς βαδίζει, έχει φτάσει στο δρόμο μέ τις ακακίες και πέ φτει απάνω στα δυο πτώμα τα. —Φσσσσ!, κάνει. Έ8ώ κά τι συμβαίνει. ^Ηρθε ή ώρα νά τό βάλης και σύ στα πό δια, Γκάφα! Εμπρός μάρς! Αίνε του \ Ό Τζιμ Γκάφας ανα κατεύεται μέ τά πίτου ρα καί τον...τρώνε οί κότες!
ΑΘΩΣ έτοιμάζεται όμως νά τρέξη, πέφτει τό μά τι του στο μικρό μολυβένιο κουτί, που έχει ξεφύγει από τά χέρια του ένός σκοτωμέ νου. Είναι μισάνοιχτο κΓ έ να μικρό κομμάτι από μέταλ λο αστράφτει στο έσωτερικο του. Σκύβει τό αρπάζει καί τό βάζει στα πόδια... —- Θά τό πάω στον κύριο Μάκ, λέει καθώς τρέχει. Αυ τός σίγουρα κάτι θά ξέρη. Θά του τό δώσω κΓ εκείνος πάλι θά μου δώση μια τόοοοσο μεγάλη φέτα κέικ για τον κόπο μου. Βγαίνει έξω απ’ τό πάρ κο, μπαίνει στη μεγάλη λεω φόρο καί ξαφνικά, καθώς πε ριμένει για νά περάση από τό ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, βλέπει νά στέκη μπροστά του ένα αυτοκίνητο. Αισθάνε ται κάποιον νά τον άρπάζη
| ν**%«*Η*κΐ4*ΜΜΐΗΗ«Μ4Μ*)+Η*η^
άπό τ6 &6έβκο, νά ίου βου λώνει τό στόμα καί νά τον ρίχνη στο αμάξι που ξεκι νάει αμέσως. -— Μεγάλε Θεέ των νέ γρων!, ξεφωνίζει ό Γκάφας. * Ελεος ! Αέν τούς σκότωσα έγώ... ■— Σκασμός!, μουγγρίζει ένας άνθρωπος μέ τετράγωνο πρόσωπο πού κάθεται δίπλα του. "Αν ξανανοίξης τό στό μα σου, θά σου φυτέψω μια σφαίρα στο μαύρο σου μού τρο καί θά πας κατ’ ευθείαν στον παράδεισο των άραπάδών. —Κάποιο λάθος έχει γίνει κύριε!, διαμαρτύρεται ό Τζίμ. Δεν είμαι ό δολοφό νος ! — Είπα σκασμός !, γρυλλίζει ό άγνωστος. Βούλωσε τό στόμα σου! Ό μικρός άραπάκος στρι μώχνεται στην άλλη άκρη τού καθίσματος καί τό... βου λώνει. Δέ μπορεί νά κάνη δι αφορετικά. «1ΛΑν δέν πήγαινε ό νους μου στο σκοτωμένο, σκέφτε ται, δέν θά την πάθαινα. Θά είχα φύγει κΓ έγώ μαζί μέ τον άλλο κόσμο καί τώρα θά εΤμουνα έντάξει. Καλά νά πά θω!...» Τό αυτοκίνητο σ’ αυτό τό μεταξύ άφίνει πίσω του τούς κεντρικούς δρόμους τής Νέας Ύόρκης καί μπαίνει στα οπε νοσόκακα τού Μπρούκλιν. 'Ε ξω από ένα φτωχόσπιτο στα ματάει καί 6 άνθρωπος μέ το τετράγωνο πρόσωπο κατεβαί νει.
5
ΗΜΛΛΜΛΐίΜΜΙΜΜΜΛΜΜΛΜΜνΜΛΜ
— "Αντε, κατέβα καί σύ!, διατάζει τον άραπάκο. Ό Τζϊμ Γκάφας κατεβαί νει καί κυττάζει γύρω του τρομαγμένος. Πιο εκεί μερι κά παιδιά τσαλαβουτουν τά γυμνά βρεμμένα πόδια τους στις λάσπες καί ξεφωνίζουν ξέγνοιαστα. Λίγο πιο πέρα παίζουν άλλα παιδιά κυνη γώντας τό ένα τό άλλο. "Αχ, τί ώραΐα είναι νά παίζη κα νείς καί νά μην έχη σκοτου-
Τό αεροπλάνο
αρχίζει
τότε νά
πεΦτη τυλιγμένο στις φλόγες...
ΓβΡΑΚβ, Ο Ν60Ι βες στο μυαλό μου,^ όπως αυ τή την ώρα συμβαίνει μέ τον μικρό χαζό καί λιχούδη άραπάκο! Κάποιος τον σπρώχνει καί βρίσκεται σέ μια αυλή. "Υ στερα ανεβαίνει μιά ξύλινη σαραβαλιασμένη σκάλα. Τα σκαλοπάτια τρίζουν από τό βάρος του ανθρώπου πού έρ χεται πίσω του. Στέκονται έξω άπό τήν πόρτα μιας κάμαρη§·
— Άντε, άνο ι ξε, Φράνκη! / φωνάζει ό άνδρας. Ή πόρτα ανοίγει καί ό Τζίμ μέ μιά καινούργια σπρωξιά περνάει τό κατώ φλι. Ή πόρτα κλείνει πάλι μέ βρόντο πίσω του. Σ’ αυτή τήν κάμαρη, πού μυρίζει υ γρασία καί μούχλα, έπικρα τεί ένα μισοσκόταδο. Σέ μιά γωνιά όμως ό Γκάφας, όταν τά μάτια του συνηθίζουν στο σκοτάδι, βλέπει κάποιον α σπρομάλλη γέρο, πού έχει καρφωμένο τό βλέμμα απάνω του καί τον εξετάζει άπό τήν κορυφή ώς τά νύχια. — Ποιο είναι αυτό τό πα λιόπαιδο που μου κουβάλη σες έδώ, Νόλαν; ρωτάει. — Θά σου εξηγήσω αμέ σως Φράνκη, λέει ό άλλος. Μά πρώτα πρέπει νά μάθης πώς ό Γουλυ σου άφησε χρό νους. Είναι ξαπλωμένος μέ τή μούρη στο χώμα σ’ ένα δρόμο τού πάρκου. Τον καθά ρισε ό λεγάμενος. Δηλαδή κι* αυτός δέν είναι καλύτερα. Βρίσκεται ξαπλωμένος ανά σκελα μισό μέτρο πιο πέρα άπό τον Γούλυ... Κοιμάται
και 8έν θά ξυπνήση κι* ατο μική βόμβα νά πέση δίπλα του! -—- Εισάστε όλοι ηλίθιοι!, λέει μέ μια φωνή που μοιά ζει, μέ σφύριγμα φιδιού ό γέρος. Και τδ κουτί μέ τό μέ ταλλρ τί απογίνε; — Χμ! Τό κουτί είναι εν τάξει!, κάνει ό άλλος. Τδχει στην τσέπη του τούτος ό πι τσιρίκος. ΓΤ αυτό τον έφε ρα... Μπορεί νά^τον χρειαζό σουνα. "Οταν ακούσε τους πυροβολισμούς έτρεξα στο μέρος που είχαμε συμφωνή σει νά παραμονεύη 6 Γοΰλυ. Κι3 όταν έφτασα, είδα την α φεντιά του νά τσεπώνη τό κουτί καί νά τό βάζη στά πόδια... -—■ Φερτό, λοιπόν, τί κάθε σαι; Ό άνθρωπος μέ τό τετρά γωνο ^ πρόσωπο ^ πηγαίνει προς τό μέρος του Τζίμ. Μα ό Γκάψας δέν θέλει νά του πά ρουν τό πράγμα αυτό, που γυαλίζει τόσο ωραία καί που του εχει κάνει τόση έντύπω. σι. "Έχει ύποσχεθή στον εαυ τό του νά τό παραδώση στον μεγάλο φίλο του, τον Μάκ Ντάνυ, καί θά κράτηση την ύπόσχεσί του. Καθώς βρίσκε ται λοιπόν κοντά, στο παρά θυρο, καί βλέπει τον άλλον νά τον ζυγώνη δίνει ένα σάλ το καί τινάζεται προς τά έ ξω, αρπάζεται από μερικά απλωμένα ρούχα που βρί σκονται στην αυλή, πέφτει σέ μια σκάφη τής μπουγά6ας, σηκώνεται, ξαναπέφτει, μά στο τέλος καταφέρνει νά
Αυό χέρια τον σπρώχνουν και τον μίτάζουν σ’ ενα αυτοκίνητο!
φτάση στην έξώπορτα:, την ώρα ακριβώς που ακούει βλα στήμιες καί τη σαραβαλια σμένη σκάλα νά τρίζη από τό βάρος του ανθρώπου που τον κυνηγάει... Βγαίνει στο δρόμο καί τρέ χει σαν σαΐτα. Μια σφαίρα σφυρίζει στ3 αυτιά του. Μπερδεύεται ανάμεσα στά παιδιά πού παίζουν, τρυπώ νει σέ μιά πάροδο, σαλτάρει
|ν^ΐηηηΐ^
ένα φβρ^ηγό
άμάξι ΐτβ&
π$,ι πρώτα νά 6άλ& κάϊΊ &το κουβαλάει ξυλεία και κρύβε στόμα μου! Ξελιγώθηκα* ται ανάμεσα στα σανίδια... λ — Φέρε του ένα κομμάτι ’Απ© τη θέσι^ αυτή, χωρίς νά κέικ, μητερούλα, λέει ό Μακ φαίνεται, βλέπει τον διώκτη στην κ. Μάργκαρετ καί τις του, που στέκεται στη μέση κλείνει τό μάτι. Άμα τό του δρόμου σάν χαμένος. Κυτ φάη, θά συνέλθη καί θά κατάζει δεξιά κΓ αριστερά και ταφέρη νά πή καμμιά λέξι... 5έ μπορεί νά καταλάβη πώς Πραγματικά, όταν δυο λε έγινε καπνός αυτός 6 μικρός πτά αργότερα καταπίνει την άραπάκος, που κρατάει στην πρώτη μπουκιά άπό τό γλύ τσέπη του, χωρίς νά τό ξε κισμα που τού πρόσφεραν, ό ρή, ένα πραγματικά- φοβερό Τζίμ ξαναβρίσκει τή φωνή μυστικό... του. ~ Τι έγινε λοιπόν Τζίμ, Ή φαντασία του Γκάρωτάει ό Μάκ. φα σκοτώνει δεκαπέντε λ Ό άραπάκος βγάζει άπό κακούργους! την τσέπη του καί άφίνει τό μολυβένιο κουτί απάνω στο ΣΤΕΡΑ άπά μιά ώρα^ 6 τραπέζι. χαζός άραπάκος μπαίνει μουσκεμένος στο σπίτι του — Τί εΐναι αυτό; ρωτάει ό Μάκ. Μάκ Ντάνυ του πιο νεαρού α — 5'Ανοιξε το πρώτα κι3 στυνομικού ρεπόρτερ τού υστέρα θά σοΰ πώ... «Νταίηλυ Χέραλντ». ΟΙ σαΌ ρεπόρτερ ανοίγει τό πουνάδες από τη σκάφη που κουτί καί, καθώς βλέπει τό έπεσε έχουν μεταβάλει τό σα κομμάτι του μετάλλου που άκάκι και ·τό παντελόνι του σέ στραφτοκοπάει, ξαφνιάζεται. σφουγγαρόπανο. 'Αλλά ό — Αυτό εΐναι ουράνιοί, Τζίμ Γκάφας εΐναι υπερήφα λέει. Που τό βρήκες; νος. Κατάφερε εκείνο που ή — Ανάμεσα σέ δυο πτώ θελε κΓ εχει τώρα στά χέρια ματα!, απαντάει καί φουσκώ του τό μολυβένιο κουτί μέ τό νει σά διάνος ό Γκάφας. μέταλλο που βγάζει αστρα — Αέν καταλαβαίνω. Γιά πές... έξήγησέ μου. Ή κυρία Μάργκαρετ Ντά Καί ό Γκάφας εξηγεί τά νυ, ή Έλληνίδα μητέρα του καθέκαστα μέ λεπτομέρειες. Μάκ, ^ καθώς βλέπει σ’ αυτά "Οταν φτάνει στην περιπέ τά χάλια τον φίλο του γυιου τεια του μέσα στο φτωχόσπι της, δε μπορεί νά συγκράτη το τού Μπρούκλιν, βάζει καί ση ενα χαμόγελο. τό... αλατοπίπερο. —* Πάλι κάποια γκάφα θά —Πού λές, κύριε Μάκ, με κάνες, Τζίμ!, τον μαλλώνει. βάζουν σ’ ένα αυτοκίνητο καί Ποιος σέ κατάντησε έτσι; μέ πάνε σ’ ένα σπίτι του —Θά σάς τά πω! Θά σάς Μπρούκλιν. Μέ συνοδεύουν τά πώ!, λέει αυτός. Μά πρέ-
Υ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τέσσερις μέ τά περίστροφα στο χέρι. "Ενας εμπρός, ένας πίσω., ένας δεξιά κΓ ένας α ριστερά. Και κάτι αγριάν θρωποι ως κεΐ πάνω. Θεέ μου! Νά τους βλέπης καί ν’ άνατριχιάζης. ’Αλλά εγώ... βράχος! "Εχω στην τσέπη τό κουτί καί σχεδιάζω στο μυαλό μου τή μεγάλη επί 0εσι! Μέ βάζουν σε μια κάμα ρη καί βλέπω ένα γέρο μέ άσπρα μαλλιά καί μαύρε ιδερο πρόσωπο νά μέ κυττάζη σαν φίδι. «Φέρε τό κουτί!» μου λέει. «Δεν στο δίνω!» του λέω. «Γιατί 6έ μου τό δί νεις;» μέ ρωτάει. «Γιατί έτσι μου αρέσει!» του απαντάω. «Αόστε του καμμιά καρπα ζιά του μικρού!» λέει. «Έγω δέν τρώω καρπαζιές!» του λέω. «Εμένα μέ λένε Τζίμ Γκάφα καί δέν παραδίνομαι εύκολα!». Καί τότε, καθώς έρχεται ένας απάνω μου, άοχίζω τη γρονθοπατινάδα. Μια γοοθιά από έβώ, μιά α πό κεί του ξεβιδώνω τή μα σέλα καί του αρπάζω τό πι στόλι. «Απάνω τά χέρια Ο λοι!» Φωνάζω «Άλλοιώς σάς σκοτώνω σάν μύγες !» Τότε μουντάρει ό βεύτεοος. Του ρί χνω στο φειχνο. "Ερχεται ό άλλος, του ρίχνω κΓ αύτουνοΰ. Κάνει έπίθ^σι ό άλλος του φυτεύω μιά σΦαΐρα στο κούτελο. Μουντάρει ό άλλος, του ανοίγω 6?»ό κουμπότρυ πες στην καρδιά. Π άρτον κά τω κΓ αυτόν. Όρμάει ο άλ λος, όρμάω κΓ εγώ. Του ρί χνω, μου ρίχνει, τον καθαρί ζω κΓ αυτόν... "Υστερα ξανα
9
ΜΛΛΛΜΜΛΜΛΛΜνίΛ^ΛΛΛΛΛΛΛΛΛ/ΙΛΜΛ/νΜΛΜΛ)
Τό Γεράκι αρχίζει ξαφνικά κεραυνοβόλσ έπίθεσι!
μιά
γεμίζω τό πιστόλι καί σαλτάρω πλάγια. Σημαδεύω. Μπάμ καί κάτω κΓ αυτός... -— Μά για στάσου! Για σχάσου!, τον κόβει ό Τζίμ... 3Εσύ μου είπες ότι όλοι κΓ δλοι ήταν τέσσερις εκείνοι που σέ αιχμαλωτίο'ανε. Μέ χρι τή στιγμή δμως έχεις σκοτώσει καμμιά δεκαριά... Ό Τζίμ ό Γκάφας ξύνει τό κεφάλι του μέ απορία.
50
—· Καμμιά δεκαπενταριά είπες; -—Ναι. —-3,Ε \, Τόσοι θά ήτανε! Άλλα τώρα γιατί ζητάς, κύ ριε Μακ, ψύλλους στ* άχυρα; Μια φορά εγώ τούς τό έσκα σα και νάμαι έδώ πάλι κοντά σου μέ τό πολύτιμο λάφυρο απάνω στο τραπέζι... -—Είσαι έν τάξει, Τζίμ!, του λέει 6 νεαρός ρεπόρτερ
Ό Νέος Υπεράνθρωπος αρπάζε ται από τ© φτερό τ©0 αεροπλά νου !
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
και χαμογελάει. Θά φας και δεύτερη φέτα γλυκό. 'Ο Μάκ Ντάνυ βγαίνει κυνήγι μέσα στη νυ χτωμένη πόλι
1 ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ε φημερίδες στην πρώτη σελίδα τους δημοσιεύουν λε πτομέρειες γιά τον διπλό φό νο του πάρκου τής 42ας Λεω φόρου. Καί τά 6υό πτώματα έχουν άναγνωρισθή από την Υπηρεσία Σημάνσεως. Είναι κΓ οί δυο άνθρωποι του υπο κόσμου τής Νέας Ύόρκης. Ό άνθρωπος μέ τό σκληρό καπέλλο έχει απασχολήσει καί άλλοτε τις αστυνομικές άοχές μέ διάφορα ονόματα. Εί χε καταδικαστή ώς ύποπτος κατασκοπείας πριν πέντε χρό νια καί βγήκε άπ5 τις φυ λακές, τον περασμένο Όκτώβριο. Τό πραγματικό του Ο νομα είναι Νταίημς Σόρκετ. Ό άλλος μέ τή γκρίζα οεπούμπλικα λέγεται Γουΐλυ Ντόρβαν. ^Ηταν ένας άνθρω πος του σκοινιού καί του πα λουκιού, ικανός γιά δλα. Έπαγγελματίας δολοφόνος πού πληρωνόταν νά σκοτώνη. Αυτά πού δημοσιεύουν οί εφημερίδες όμως δεν δίνουν καμμιά έξήγησι τού διπλού εγκλήματος. · Είναι φανερό πώς ο! δυο κακοποιοί άλληλοπυροβολήθηκαν μέσα στο πάρκο τής 42ας Λεωφόρου. Αυτό προκύπτει από την έξέτασι των 56ο όπλων πού βρέθηκαν κοντά στά πτώμα τα, στο δρόμο μέ τις ακακί ες, άλλά κανείς 6έν ξέρει τούς
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*ΜΜΜΜΛηηΜΧ%ΜηηΛΜΜΛηηΛΜηΛΜΛΜΜΛΐν\ΐΜ
λογους. Οι δημοσιογράφοι κάνουν διάφορες υποθέσεις, καμμιά δμως δέν φαίνεται νά προσεγγίζη στην αλήθεια. "Ενας μονάχα ξέρει τις αφορ μές του φόνου. Ό νεαρός ρε πόρτερ Μάκ Ντάνυ. 5Αλλά αυ τός δέ βιάζεται νά γράψη τό άρθρο του. Είναι μερικές ε βδομάδες πού περιμένει. Θά περιμένη λίγο ακόμα νά ξεδιαλυνη τό μυστήριο και τό τε θ’ αποκάλυψη τό φοβερό μυστικό, πού απειλεί νά καταστρέψη ολόκληρη τή Νέα Ύόρκη καί νά μεταβάλη σ’ ένα σωρό άπό ερείπια τις μεγάλες πυκνοκατωκημένες περιοχές καί τούς ουρανοξύ στες τους! 'Ο Γζίμ ό Γκάφας, ό μικρός χαζός καί λιχούδης άραπάκος, πού εργάζεται ώς κλη τήρας στό Νταίηλυ Χέραλντ καί πού 6 Μάκ τον έχει ύπό την προστασία του, του έδω σε σήμερα έναν ακόμη κρίκο άπό την αλυσίδα, ΐ ό μολυβένιο κουτί μέ τό ουράνιο. Είναι ένα ακόμα βήμα προς τή λύσι του αινίγματος. Πρέπει λοιπόν νά κάνη μιάν έξακρίβωσι ό Μάκ. Κου βεντιάζει κάμποσην ώρα μέ τον Τζίμ καί κατατοπίζεται θ“’ δλες τίς λεπτομέρειες πού του χρειάζονται. Μαθαίνει, πρώτα - πρώτα, την ακριβή διεύθυνσι του σπιτιού δπου ώδηγήθηκε αιχμάλωτος ό μι κρός άραπάκος κι5 άπό δπου κατάφερε νά δραπέτευση. Ση μειώνει τά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου μέ την τραγιά σκα, πού ό Τζίμ ακούσε νά
!ϊ
νΐ^ΆΛΜΜίΑΛν^ν^νίν^ν^ν^^ν^ΛνΛ^ϋνυ^
γκάγκστερ αρπάζει τον Μάκ και τον κουβαλάει στ* αυτοκίνητο...
τον ονομάζουν Νόλαν, καί τά τά χαρακτηριστικά τού α σπρομάλλη γέρου, πού λέγε ται Φράνκη καί πού φαίνεται πώς παίζει ένα κάπως πιο σημαντικό ρόλο άπό τούς άλ λους στην ιστορία αυτή. Ό Φράνκη δέν είναι άγνωστος. Κοντεύει νά δύση ό ήλιος δταν ξεκινάει. Επίτηδες άφη σε νά περάση ή ώρα, γιατί θέλει νά ψτάση κάπως σκο-
Ϊ2
λμλμμμμλμμμμμμλλμμμμλμΛΜλλλμ/^^
τεινά στη συνοικία, όπου βρί σκεται το φτωχόσπιτο του α σπρομάλλη κακοποιού. Στα στενοσόκακα του Μπροΰκλιν κυκλοφορούν ένα σωρό έργατικο/ άνθρωποι. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήρθε νά στήση τή φω λιά του ό Φράνκη. Γιατί εδώ, φυσικά, δεν . τό φαντάζεται πώς μπορεί νά τον αναζήτη ση ή, αστυνομία. ΟΙ άνδρες της *ΊΞφ Μπι ’Άϊ, πού προ σπαθούν μήνες τώρα ν3 άνακαλύψουν τά ίχνη του, ψά χνουν στις αριστοκρατικές γειτονιές και τά γραφικά προάστεια. Ό Φράνκη δεν καταδέχτηκε ποτέ τις φτωχο γειτονιές τού Μπροΰκλιν... Τώροι όμως τά πράγματα έχουν αλλάξει. Ό Μάκ ξέρει πού πάει. Περπατάει κάμποσην ώρα στους στενούς δρό μους και έχει πιά πέσει τό βράδυ, όταν φτάνει έξω από τό σπίτι πού τού έχει περι γράφει^© Τζίμ. Ή μεγάλη ξύ* λινή πόρτα, ξεθωριασμένη α πό τό πέρασμα τού χρόνου, είναι μισάνοιχτη. Ό Μάκ κυττάζει γύρω του. Ή γειτο νιά ^ εΐναι ^ σχεδόν έρημη. Σπρώχνει την πόρτα και περ νάει στην αυλή. Πριν προχωρήση περισσότερο κοντοστέ κεται. Κανένας θόρυβος. "Ό μως εκεί δεξιά υπάρχει μιά ξύλινη σκάλα πού φέρνει σ’ ένα έτοιμόρροπ© χαγιάτι άπ3 όπου βγαίνει λίγο φως. Εί ναι ακριβώς όπως τού τά εί πε ό μικρός άραπάκος φίλος του. 3Εκεΐ πάνω πρέπει νά εί ναι τό δωμάτιο τού Φράνκη. Κάνει μερικά ακόμη βήμα
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Α*νν^ΐνινΗΛ\\νννννννννννννννν\ννν\μμμ*
τα. Καθώς πατάει τό πρώτο σκαλί, ακούει ομιλίες. Κά ποιοι κουβεντιάζουν στην κο ρυφή τής σκάλας. Ό Μάκ γλυ στράει^ αθόρυβα προς τά πί σω καί κρύβεται, στην κώχη μιας πόρτας. Είναι δυο με γαλόσωμοι άντρες πού κατε βαίνουν καί κουβεντιάζουν. Ακούει τί λένε. Ή κουβέντα τους τον ενδιαφέρει. —Ό γέρος έβαλε την ου ρά στα σκέλια, λέει ό ένας/ καί τόστριψε. γιατί φοβήθηκε λέει πώς ό πιτσιρίκος θά πή γαινε- στην αστυνομία νά πή τά καθέκαστα. —·3Ανέκαθεν ό Φράνκη ή ταν φοβιτσιάρης, λέει ό άλ λος. Κι3 άν άφησε γιά μερι κές μέρες τον πύργο του, ή ταν γιατί τον παραζόρισε ή αστυνομία. "Ήθελε όμως νανα ι καί κοντά στη δουλειά. Λογάριαζε πώς ό Ντόρβαν θά τά κατάψερνε κι3 όταν έπαιρ νε τό μέταλλο ατά χέρια του όλα θά πήγαιναν καλά... —"Όσο γι3 αυτό, ναι. "Ο γέρος είναι ανοιχτοχέρης. Πόσο θά θυμώση όμως τό άλ λο αφεντικό. "Ο Μεγάλος... —Τί σέ νοιάζει; Μ3 αυτόν ’θά^τά βάλη. Ό Φράνκη θ3 άκουση τις γκρίνιες τού Κουλοχέρη. Έμας ευτυχώς μάς κρατάει σέ άπόστασι. Κι3 έ τσι... Περνούν μπροστά από τον Μάκ καί προχωρούν προς την εξώπορτα χωρίς νά τον δουν. ""Οταν βγαίνουν στο δρόμο καί ακούει τά βήματά τους ν3 άπο μακρύ νωνται, άφίνει την κρυψώνα του. Τό φως υπάρ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νν4^\ν!Λα\νννΐαν^νν\νΐννννννν^ν»Λ^νΐνΐννΐνΐνίΛνν^νΛννννΐ^νίΛ,ν ^νν^ν^ΐ/ίνν^Λ'νννννννννννν^ χει πάντα στο παράθυρο, Πλησιάζει πάλι προς τή σκά λα και αρχίζει ν’ άνεβαίνη δσο γίνεται πιο αθόρυβα. Άπ5 τις κουβέντες που ακού ει^ ξέρει τώρα πώς ό ασπρο μάλλης Φράνκη δεν-είναι τό μοναδικό αφεντικό. Υπάρχει στη μέση ό Μεγάλος. Στο νου του έρχονται μερικά ονόματα. Μά εχει καιρό νά σκεφτή. Προς τό παρόν τόν ενδιαφέ ρει αυτή ή κάμαρα που έμε νε ό γέρος. Τά σκαλιά τρί ζουν καθώς ανεβαίνει και κά θε τόσο σταματάει. Έπΐ τέ λους τά καταφέρνει νά φτάση στην κορυφή. Περνάει σ' ένα στενό διάδρομο και βρί σκεται μπροστόι οπήν- πόρτα. Από τις χαραμάδες της έρ χεται φως. Σκύβει και βάζει τό μάτι του στην κλειδαρό τρυπα. Δεν υπάρχει μέσα κα νείς. Μά τότε γιατί άφησαν άναμμένο τό φως; Ή πόρτα είναι κλειστή. Τήν έχουν κλει δώσει. Αλλά ό Μάκ έχει πάν τα ένα μικρό εργαλείο στην τσέπη του, μπροστά στο ο ποίο δεν αντέχει κι* ή πιο· δύ σκολη κλειδαριά... Μέ δυο ε λαφρές κινήσεις ή πόρτα α νοίγει-. "Ολα μέσα σέ τούτο τό δωμάτιο είναι ακατάστα τα. "Ενα κρεββάτι ξέστρωτο, μερικά φλυτζάνια μέ υπολείμ ματα καφέ, ένα τασάκι γεμά το αποτσίγαρα και χαρτιά ε δώ κι* εκεί σκισμένα και πε ταμένα στο πάτωμα. "Ολα δείχνουν πώς τούτη ή κάμα ρη έγκαταλείφθηκε βιαστικά από τόν ένοικό της. Σ5 ένα τραπέζι υπάρχει
18
κάτι που τραβάει Ιδιαίτερα τήν προσοχή του. Είναι ένα κομμένο φύλλο από γεωγρα φικό άτλαντα. Τό παίρνει στά χέρια και ρίχνει μια βια στική ματιά. "Ενα χαμόγελο ό:νθίζει στά χείλη του. —-Χμ! "Ενας χάρτης τής Ουτάχης, λέει. Κι* έχουν ση μαδεμένο τό Κανάμπ. Δέ γε λάστηκα. Είναι αυτό πού εί χα πάντα στο νοΰ μου. Βρι σκόμαστε λοιπόν σέ καλό δρόμο. Διπλώνει τό φύλλο τού α,τλαντα καί τό ρίχνει στην τσέπη του. Θά του χρειαστή αυτός ό χάρτης πολύ σύντο μα. Τώρα αρχίζει νά ψάχνη παντού. Ανοίγει τά συρτά ρια, ψάχνει τήν ντουλάπα, άνασηκώνει τό στρώμα τού κρεββατιού. Κάτι ζητάει ό Μάκ Ντάνυ, μά δέν τό βρί σκει. Κι5 όμως είναι σχεδόν βέβαιος ότι εδώ μέσα, σ’ αυ τήν τήν κάμαρη πού έμενε 6 Φράνκη, πρέπει νά βρίσκε ται. "Εχει σκύψει τώρα στο πάτωμα καί μαζεύει μερικά από τά σκισμένα χαρτιά. Δέν έχουν καμμιά αξία. Σέ μια εφημερίδα μονάχα πα λιάς ημερομηνίας βλέπει στη στήλη τών μικρών αγγελιών μερικές αράδες υπογραμμι σμένες μέ κόκκινο μολύβι. Διαβάζει. Έκ πρώτης όψεως δέ φαίνεται νά έχη ένδιαφέρον αυτή ή αγγελία. "Ομως κρατάει τήν εφημερίδα. "Ο ταν έπιστρέψη σπίτι του, θά ξαναδιαβάση τό φαινομενικά αθώο αυτό κείμενο πού μπο ρεί νά κρύβη κάτι σπουδαίο.
5«
Γ ΒΡΑΚΙ,-Ο
ΝΕΟΣ
Μ,Υ1\νννννννννΐννννν^νΐΛΛ\\νν\νννΐννννν%\ν\Α^Λννννννν^νν^ννΐΛν'^Λννανΐννΐννννννν^\·νννν^ΗΛ\^ννν\\νννννννΤ,'νννν Καθώς δμως ψάχνει, κά ποιος. σπρώχνει ξαφνικά τήν πόρτα και μπαίνει ^στήν κά μαρη. Ό Μάκ, που έχει γυρι σμένες τις πλάτες καί προ σπαθεί ν* άνοιξη ένα συρτά ρι^ ακούει μόλις την τελευ ταία στιγμή τ© θόρυβο και γυρίζει.
—-Γιά πές μου, λοιπόν, τί γυρεύεις ^σέ τούτη τήν κάμα ρη; ρωτάει. —Αυτό είναι δική μου δουλει, Νόλαμ!, τού απαντάει ό Μάκ. —Μττά; Μπά; Βλέπω πώς γνωριζόμαστε κιόλας!, κά νει εκείνος παραξενεμένος καί σουρώνει τά φρύδια. Πώς ξ£Ό Μάκ Ντάνυ μάχε ρεις^πώς μέ λένε; ται ήρωϊκά και ξεκινά Τό μυαλό τού Μάκ δουλεύ ει για ένα ταξίδι ει γοργά, θέλει νά κερδίση ΝΑΣ άνδρας μέ τετράγωκαιρό προσπαθώντας νά βοή ,νο πρόσωπο στέκει έναν τρόπο νά βγή από έδώ μπροστά του καί τον κυττά-μέσα. —Σέ είχα δή μέ κάτι σι ζει. Γόν αναγνωρίζει ^αμέ σως. Είναι ό άνθρωπος μέ τήν δερένια βραχιόλια στα χέρια, τού λέει. Στά είχανε περά τραγιάσκα. Ό Νόλαμ! "Ο πως τού τον περί έγραψε ό σει οί αστυνομικοί, όταν έ Τζίμ, ό μικρός άραπάκος φί κανες τόν παλληκαρά στις λοταρίες τής Κέπτον-Στρήτ. λος του. Αυτός που πριν λί γη ώρα μέ κάποιον άλλο κα Έσυ μπορεί νά μή μέ θυμά τέβαιναν τη σκάλα κουβεν σαι. τιάζοντας. Τά μάτια του, κα ^ Καί, καθώς μιλάει, άνασηθώς κυττάζουν τον Μάκ, βγά κώνει τήν καρέκλα πού βρί ζουν αστραπές λύσσας. σκεται μπροστά του καί την ~Χμ! "Εχουμε μουσαφ’στέλνει στο κεφάλι τού Νό ραίους απόψε στο φτωχικό λαμ. 7Ηταν μια μελετημένη μας!4. λέει με βραχνή φ&ν-’ η κίνησι πού έγινε σβέλτα, μέ Ό διάολος νά μέ πάρη! Σή γρηγοράδα αστραπής. Μά ό μερα έχω νά κάνω όλο μέ μω άνθρωπος μέ τό τετράγωνο ρά! Το μεσημέρι μέ έναν πι μούτρο είναι τό ίδιο σβέλτος τσιρίκο νέγρο που ξέρει νά καί άνοιχτομάτης. Καταλα σσλτάρη σά μαϊμού από τά βαίνει τόν κίνδυνο καί σαλπαράθυρα καί απόψε^τό βρά τάρει πλάγια. Ή καρέκλα δυ μέ ένα άλλο μωρό! Εσέ περνάει δίπλα άπ5 τό αυτί να όμως δέ 0ά σέ άφήσω νά του, μά δέν τόν αγγίζει. μου ξεφύγης. ——Είσαι βλέπω καί λεβέν Ό νεαρός ρεπόρτερ κατα της!, μουγγρίζει ό Νόλαμ. λαβαίνει πώς ό άνθρωπος Τώρα θά σέ μάθω εγώ πώς πού τού μιλάει είναι μεθυ φέρνονται οί παλληκαράδες. σμένος. Μιλάει καί προχωρεί Καί μαυντάοει άγρια απά προς τό μέρος του. Γά χνώνω στο παιδί. Μια γροθιά του τςχ του βρωμούν κρασί, περνάει ξυστά πάνω άπ© τό
Ε
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ κεφάλι τού Μάκ. Ό νεαρός ρεπόρτερ σκύβει καί αποφεύ γει τό χτύπημα. "Υστερα τι νάζεται πίσω και ή γροθιά του πηγαίνει καί καρφώνεται ανάμεσα στά δυο φρύδια τού κακούργου. Εκείνος βγάζει μια κραυγή πληγωμένου σκύ λου καί βλαστημάει. Σφίγγει τα δόντια καί παρ5 ολη τή ζάλη που έχει κρατιέται όρ θιος καί σηκώνει τό χέρι. Τούτη τή φορά ή βαρεία γρο θιά του χτυπάει κατάστηθα τον Μάκ. Ό μικρός ήρωάς μας γέρνει προς τά πίσω καί κλονίζεται. Πριν προφτάση να άαυνθή, τό χέρι τού 'Νό λα μ τον προφταίνει πάλι. Δέ χεται ένα νέο χτύπημα στο κεφάλι καί ξαφνικά βλέπει ό λα νά στριφογυρνάνε γύρω του σάν μεθυσμένα... Χάνει τίς αισθήσεις του καί κυλιέ ται οπό πάτωμα. —Τώρα είσαι έν τάξει, φί λε!, λέει καί σκουπίζει μέ την ανάποδη τού χεριού του τό ίδρώμενο μούτρο του. Για νά βούμε τί θά πής τώροι τού κυρίου Φράνκη γΓ αυτή νήν έτπσκεψι... Τού δίνει μια κλωτσιά στα νεφρά, κλειδώνει την πόρτα σφίνοντας μόνο τον λιποθυμισμένο Μάκ, βγαίνει έξω καί σέ λίγο μπροστά στην πόρ τα τού φτωχόσπιτου στέκει ένα αυτοκίνητο. Ανεβαίνει πάλι την ξύλινη σκάλα, μπαί νει στην κάμαρη. Ό νεαοός ρεπόρτερ είναι πάντα ξαπλω μένος καί αναίσθητος στο πά τωμα. Τον άνασηκώνει, τον φορτώνεται στους ώμους του
1$ καί κατεβαίνει στην αυλή. Περνάει ^τήν εξώπορτα, τον ρίχνει μέσα στ* αμάξι καί κά θεται δίπλα του. —’Άντε, Τζάκ!, λέει στο ίσωφέρ. Πάτα τό γκάζι νά φτάσουμε μια ώρα νωρίτερα στον πύργο. Ό γέρος θά ξαφνιαστή πού θά τού πάω αυ τό τό πεσκέσι... Το θρυλικό Γεράκι, δ Νέος 'Τίπερ άνθρωπος, κάνει την έμφάνισι του
ΤΑΝ_ συνέρχεται, ό Μάκ Ντσνυ αισθάνεται πώς ταξιδεύει σ’ έναν ανώμαλο δρόμο, σωριασμένος μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Ανοίγει τά μάτια του καί τά κλείνει ά-· μέσως, γιατί βλέπει τον κα κούργο πού τον συνοδεύει νά γυρίζη προς τό μέρος του. Προσποιείται λοιπόν ό Μάκ τον λ&ποθυμισμένο, γιατί τού χρειάζεται μια μικρή ττίστωσι χρόνου ^ νά τακτοποίηση μερικοί πράγματα στο μυαλό του. Νοιώθει ακόμα μια ελα φρά ζάλη από τά χτυπήματα πού δέχτηκε. Ό νους του ό μως δουλεύει πάλι γοργά καί καταστρώνει ένα καινούργιο σχέδιο.. *Έτσι, καθώς είναι πεσμένος στο πάτωμα του αυ τοκινήτου, σαλεύει ελαφρά καί τό αριστερό του χέρι αν ταμώνει τά δάχτυλα τού δε ξιού. '^ν τάξει! Τό δακτυ λίδι είναι στή θέσι του καί τό θρυλικό Γεράκι θά μπή σύν τομα σέ Βράσι. 5Από τή μια στιγμή στην άλλη μπορεί νά φέρη στο ςττό-
Ο
*β
οκμαμμλμμαμαλμαλμλμμμμαλλν^^
μα την ·μπλέ πέτρα μέ τό θαυ ματουργ© υγρό, νά γίνη 4Υ περάνθρωπος, νά τιναχτή ορ θός και ν.ά δράση, όπως ξέ ρει μονάχα τό Γεράκι νά 6ρά, κεραυνοβόλα και αποτέλεσμα τικά, συντρίβοντας κάθε άντίστασι! "Όμως προς τό πα ρόν πρέπει νά υποκρίνεται π* υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Ό Νόλαμ τον πηγαίνει οπόν ασπρομάλλη Φράνκη. "Οσο ζαλισμένος κΓ άν ήταν ατό τά χτυπήματα πού δέχτηκε, στ5 αυτιά του έφταναν όμως ιά λόγια του κακούργου προς τον σωφέρ: «Πάτα τό γκάζι νά φτάσουμε μιά ώρα νωρί τερα οπόν πύργο!» Τούτος ό πύργος λοιπόν ενδιαφέρει πιο· πολύ απ’ ολα αυτή τή στιγμή τον Μάκ Ντάνυ. Ό ίδιος, ό συμμορίτης, χωρίς φυσικά νά τό φαντάζεται, τόν έβαζε στα ίχνη τής συμμορίας. —Τί έγινε μέ κείνο τό μω ρό πού έχεις στα πόδια σου; ρωτάει ό σωφέρ. —Κοιμάται ακόμα, ζαλι σμένο άπ* τις γροθιές πού έ φαγε!, καγχάζει ό Νόλαμ. . Κοιμάται καί βλέπει όνειρα γλυκά! —-Σέ πέντε λεπτά φτάνου με, λέει ό σωφέρ. σύπνα τον μέ μερικές κλωτσιές νά συνέλθη. νά είναι έτοιμος. Δέν μάς χρειάζονται χασομέρια. 'Ο Μάκ Ντάνυ ακούει. "Έ φτασε λοιπόν ή στιγμή. Κα μώνεται πώς τώρα μόλις συ νέρχεται καί καθώς κινείται κΓ ανοίγει τά μάτια, φέρνει μέ τρόπο το δαχτυλίδι μέ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
νν^^ΜΛΛ^ννννν/ν^ΛΛ/ν^ννίΛΛΛΜΛΜΛ/^Λ/ν^
τήν μπλε πέτρα στην άκρη τής γλώσσας του. -—Χό ! Χό! Καλά ξυπνη τούρια!, κάνει ό Ν όλοι μ καί βγάζει τό περίστροφό του. Ελπίζω νά είσαι φρόνιμο μωρό... Διαφορετικά μιά-δυό σφαίρες καί ησυχάζεις για πάντα! Ό Μάκ χαμογελάει. Τό θαυματουργό υγρό αρχίζει τήν ενέργεια του. Νοιώθει τά μπράτσα του νά βένωνται σαν ατσάλι, τό στήθος του νά φουσκώνη από ένα πρωτοφα νέρωτο θάρρος κΓ ολόκληρο τό κοομί του νά τυλίγεται σ’ έναν αόρατο θώρακα, άτρωτο άπ’ τις σφαίρες. Μέ μιαν α πότομη κίνησι ανοίγει τήν πόρτα του αυτοκινήτου πού τρέχει κι5 άφίνει τόν έαυτό του νά ριχτή στο κενό. "Ακού ει 6υό σφαίρες νά σφυρίζουν στ5 αυτιά του καί παίρνει με ρικές του μπες στο έδαφος. "Όταν σηκώνεται τό σιτόρ κο στούμι του έχει χαθή καί τή θέσι του έχει πάρει μιά μπλε φόρμα πού έχει κεντημένο στο στήθος έναν κεραυνό. Άπ" τούς ώμους του κρέμε ται μιά κόκκινη μπέρτα μέ μαλαματένια κρόσοτα. Τό Γε ράκι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, άρίζει τή δράσι του... Τό αυτοκίνητο σ’ αυτό τό μεταξύ έχει σταματήσει κι’ ό Νόλαμ, μέ πράσινο από τή λύσσα μούτρο, σαλτάρει έξω καί προσπαθεί νά 61ακρινή .μέσα στο σκοτάδι τόν μικρό αιχμάλωτό του, πού τόσο πα ράξενα κατάφερε νά γλυτώση ανάμεσα απ’ τά χέρια του.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
·
1/
ΐ/ν\ννννννν\\\νννννννν\ν\ννννννννννννν\νν\\νν\ννννννν\\νν\\\\\ΛΛ\ννν\\ νν^νννηνννΐα\\^Λ\Λ^ΜΛΛΜννΐννννΐννννν
-—Είσαι ένας βλάκας!, φω νάζει κΓ ή φωνή του είναι βραχνή. Μή νομίζης πώς Οά τά καταφέρης νά γλυτώσης! "Έλα, παραδόσου, καί, μά το Θεό, δεν 8α σέ πειράξω. Γυρίζει δεξιά και αριστε ρά, μά δέ βλέπει τίποτα. —Θά μετρήσω ως τό τρία!, φωνάζει πάλι. ’Άν δέν ερθης νά παραδοθής, θά σου ρίξω στο ψαχνό... —"Έχασες, Νόλαμ !, άκουγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Ό_ κακούργος άνασηκώνει τό κεφάλι. Γιατί αυτή ή φωνή έρχεται από ψηλά. Καί, κα θώς άνασηκώνει τό κεφάλι, τά μάτια του αστράφτουν από έχθρα. —Τό Γεράκι! Τό Γεράκι!, άφίνει μια κραυγή. Σ ηκώνε ι τό περ ί στροφό του καί πιέζει τήν σκανδάλη. 'Ομως οι σφαίρες δέν ενο χλούν τον Νέο Υπεράνθρω πο, πού, πραγματοποιώντας μια θεαματική βουτιά προς τό μέρος του, τινάζει καί προσγειώνει τή σιδερένια γροθιά του στο σαγόνι του Νόλαμ. Ό συμμορίτης νοιώ θει σαν νά τον χτύπησε κε ραυνός καί πέφτει ανάσκελα ουρλιάζοντας. Μά 6έ λέει ν" άφήση τον αγώνα. Σηκώνε ται, τρεκλίζει καί σημαδεύει πάλι τό Γεράκι. Ό Νέος Υ περάνθρωπος αισθάνεται κά τι σάν τσίμπημα καρφίτσας στον ώμο καί μουντάρει πάλι άπάνω του. Αυτή τή φορά έ να αστροπελέκι καρφώνεται στο στήθος ταυ κακούργου.
Τινάζεται οπόν αέρα, ξεφω νίζει σάν πληγωμένο θηρίο, παίρνει μια βόλτα πάνω στις φτέρνες του καί τό κεφάλι του βροντάει σάν σάπιο καρ πούζι στον κορμό ενός δέν τρου^ Ό Νόλαμ δέν θά βλάψη άλλη φορά άνθρωπο. Τώρα εΐναι ή σειρά τού σωφέρ. Τό πάθημα τού φίλου του δέν τού έκανε φαίνεται έντύπωο'ΐ, γιατί έχει αφήσει τό αυτοκίνητο κΓ έρχεται ν* αντιμετώπιση τό θρυλικό Γε ράκι ! Κρατάει ένα αυτόματο στο χέρι^ καί ρίχνει. Ό Νέος Υ περάνθρωπος στηλώνεται στα πόδια του καί μένει ασάλευ τος. Οί σφαίρες ή μια μετά την άλλη χτυπούν τό στήθος του μά δέν αγγίζουν τό κορ μοί του. Ό αόρατος θώρακας τις τινάζει μακρυά καί πέ φτουν οπό χώμα... —Έσυ πρέπει νάσαι ό σα τανάς!, μουγγρίζει ό σωφέρ που δεν μπορεί νά πιστέψη στά μάτια του. Έκτος άν βλέπω κανένα όνειρο. —Ξύπνιος είσαι, φίλε!, τού φωνάζει ό Νέος Υπεράν θρωπος. Μά σέ - λίγο ή βρώ μικη ανάσα σου θά πάψη νά λερώνη τον αέρα, πού αναπνέ ουν οί τίμιοι άνθρωποι. Καί τό ηρωικό παιδί, ό προστάτης τού δικαίου καί αμείλικτος διώκτης τού Εγ κλήματος, κάνει ένα βήμα, φουχτιάζει τό χέρι πού κρα τάει τό όπλο, τό συντρίβει καί ή δεξιά του γροθιά πέ-
ϊδ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
/νννννι^ννννννΜ«ΛΛ^Λ«ν»ΛΛΛ'ννΐι>^ν»^ν^ν!Λ*Α^ν^νΐινϊ/νννννννννννΐΜ^ νννννννννννννννΐ'νννΜΛνννννννννν*ινννΜΛΜΑΛ
φτει ανάμεσα στα δυο Φούδια του σωφέρ. —Καλό ταξίδι στην κόλασι, φίλε!, του λέει τό Γερά κι καθώς τον βλέπει νά πέφτη μουγγρίζοντας. Σέ λίγο
5Ενώ τό Γεράκι απογειώνεται, μιά τρομακτική εκρηξις αντηχεί!
θαρθή νά σου κάνη συντροφιά ολάκερη ή παρέα σου... Καί, τώρα πού έχει ελεύ θερα τά χέρια του, ο Νέος Υ περάνθρωπος μπορεί νά ρίξη μιά ματιά γύρω καί νά δή
που βρίσκεται. Τό αυτοκίνη το είναι σταματημένο μερικά μέτρα πιο εκεί. Βρίσκεται σ’ ένα ανηφορικό στενό ανώμα λο δρόμο. Ή θέσι του δείχνει πώς άνηφόριζε τη στιγμή πού 6 Μάκ έφερε τή μπλέ πέτρα του δαχτυλιδιου στο στόμα κΓ άνοιξε την πόρτα καί τι νάχτηκε στο κενό. Προς τά ε κεί λοιπόν, προς τον ανήφο ρο, πρέπει νά βρίσκεται ό πύργος, όπου έχει στήσει τή φωλιά του ό ασπρομάλλης Φράνκη. Τό Γεράκι απογειώνεται καί αρχίζει νά ταξιδευη προς την κορυφή του λόφου. Τό βλέμμα του, πού μπορεί νά διακρίνη μιά τρίχα ακόμα καί στο πιο πηχτό σκοτάδι, ψάχνει τώρα παντού. Ξαφνικά, στο πρόσωπό του σχεδιάζεται ένα χαμόγελο. Κατάλαβε. Ξέρει τώρα ποιος εΐναι ό περίφημος πύργος του Φράνκη. "Ένα παλιό έγκαταλειμένο κάστρο, σαράντα μι λιά έξω από τή Νέα Ύόρκη, σέ μιαν απόκρημνη πλα γιά. "Ενα ερειπωμένο φρού ριο, άχρηστο πιά σήμερα, σε μιά έρημη περιοχή πού κα νείς δέν μπορεί νά φανταστή ότι κρύβονται άνθρωποι πού σχεδιάζουν τό πιο αποτρό παιο έγκλημα. —Έπΐ τέλους, Φράνκη, σέ βρίσκω!, λέει μέσα απ’ τά δόντια του ό Νέος Υπεράν θρωπος. Τώρα θά λυθή επί τέλους ή γλώσσα σου... Καί κατευθυνεται προς τό φρούριο...
γη·ε ρ αν β ρ ηπ ο ς
19
ΜΜΜΐηνιιη\νΜννΜ\ινινΜνννννννννηνν Μ^ΜΛΛΜΜΛΛνΙνννϋνννννίΛίννννννιννί^νιννννννΜινννΜννΜΜΜΜΛιΜΜ ^ “Έκανες κομπόστα, κυ ρία Μάργκαρετ, καί δεν μού τό είπες; ρωτάει κλαψιάρικα. "Αχ, θά λιγοθυμήσω... Φέρε! ΤΖΙΜ ΓΚΑΦΑΣ την εΦέρε! κανε πάλι τη... γκάφα του! "Οταν έφυγε 6 Μάκ Ντά Ή κυρία Μάργκαρετ σηκώνυ για τή φτωχογειτονιά του Μπροϋκλιν, διτου λογάριαζε ν’ άνταμώση τον άνθρωπο πού μήνες τώρα αναζητούσε ή αστυνομία, Τζίμ άρχισε ...νά στενοχωριέται! —"Έχεις κανένα κομμάτι κέϊκ, κυρία Μάργκαρετ; ρώ τησε τή μητέρα του Μάκ πού καθισμένη κοντά στο παρά θυρο πλέκει ένα καινούργιο πουλόβερ γιά τό γυιό της. "Αν εχης, θά μέ υποχρέωσης. Ή κυρία Ντάνυ τον κυττάζει μέ έκπληξι. —Κι" άλλο κέϊ'κ, Τζίμ; Μά, Θεέ μου, θά καταστρέψης τό στομάχι σου. Μέχρι τή στιγ μή έφαγες εφτά φέτες καί ζη τάς κι* άλλο; —Αέν έφαγα εφτά φέτες, κυρία Ντάνυ!, διαμαρτύρε ται ό άραπάκος. "Έφαγα μο νάχα έξη και μίση.,Ή τελευ ταία φέτα ήταν σάν τσιγαρό χαρτο. Δεν πιάνεται... Ή όμορφη Έλληνίδα, πού έχει, όπως κΤ ό γυιός της ο Μάκ, μια τρομερή αδυναμία σ’ αυτό τό χαζό καί λιχούδι κο αραπάκι, χαμογελάει. ιΗ γροθιά του Γερακίου χτυπάει —-Αέν έχω άλλο κέϊ'κ, Τζίμ, σάν κεραυνός τον κακούργο! τού λέει. ’Άν θέλης όμως νεται, βγαίνει από τό δωμά καμμιά κουτάλιά κομπόστα, τιο καί ξαναγυρίζει μ5 ένα ευχαρίστως νά σου δώσω... βαθύ πιάτο γεμάτο κομπό Θέλεις; στα βερύκοκο. Ό Γκάψας ανοίγει τό στό —Μεγάλε Θεέ των νέ μα καί γουρλώνει τά μάτια γρων, τί είναι αυτό; ξεφωνίτου. *0 Τζι,μ Γκάφας^ ταξι δεύει δωρεάν καί πιά νεται στο δόκανο
Ο
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟ X
νννν^Λν^ν^ννίΐννι^ν^νινν^νίΛ^/νν^^ανίΛνι^νΐ'ν^ννννι^^ννννννν!/ 'νννννιννννννηννννννΛ ννι^ννννννννίΛ^Λνννν
ζει ό άραττάκος και τρέχουν τά σάλια του. Τι πράγμα εί ναι τούτο; Καί πέφτει μέ τά μούτρα στο πιάτο του. "Υστερα ά πό λίγο όμως αρχίζει νά χωνεύη την κομπόστα καί ή όρεξί του τραβάει... παγωτό! ^ —"Εφτασα!, λέει στην μη τέρα του φίλου του. Θά πεταχτώ ως τη γωνιά του δρό μου. Τώρα μόλις θυμήθηκα ότι έχω ένα ραντεβού... "Ε φτασα.., Κατεβαίνει τή σκάλα, βγαί νει στο δρόμο, πηγαίνει σ' ένα ζαχαροπλαστείο, αγορά ζει πέντε παγωτά καί αρχί ζει νά τά άπολαμβάνη γλεί φοντας τήν παγωμένη κρέμα μέ τή γλώσσα του... -—"Λαχ! "Ααχ! Τί ωραίο πού είναι νά τρως παγωτό! 'Ο Θεός των νέγρων σίγουρα θά έχη μιά σειρά από ζαχα ροπλατεία μέ παγωτά στον Παράδεισο! "Ααααχ! Θεού λη μου! Πάρε με κοντά σου νά μέ ταΐζης παγωτά καί κέϊκ! Εκείνη δμως ακριβώς τη στιγμή μένει μέ κρεμασμένη τή γλώσσα έξω απ’ τό στό μα του. Ό αστυφύλακας ^τής τροχαίας έχει σταματήσει μιά σειρά άπό αυτοκίνητα γιά νά περάσουν τά άλλα πού έρχονται κάθετα προς τή μεγάλη λεωφόρο. Ό Τζίμ κα ταπίνει βιαστικά τό τελευ ταίο παγωτό του καί πλησιά ζει ένα αυτοκίνητο. Ναί. Αέ γελάστηκε. Πίσω άπό τά κλειστά τζάμια βλέπει κά ποιον καί ξαφνιάζεται.
—Ό γέρος!, λέει. Ό α σπρομάλλης γέρος του Μπρού κλιν πού τον φώναζαν Φράνκη... Τό μικρό μυαλό του φουν τώνει ξαφνικά καί τό ντεντεκτιβικό του...δαιμόνιο παίρ νει φωτιά! —Να μή μέ λένε Τζίμ Γκάφα, σκέπτεται, άν δέν τον πα ραδώσω χειροπόδαρα δεμένο στην αστυνομία! ^ Καί κάνει νά όρμήση προς τό μέρος του σωφέρ. Μά δέν προφταίνει. Ό αστυφύλακας άφίνει πάλι ελεύθερο τό δρό μο καί τά αμάξια ξεκινούν μέ ορμή τό ένα πίσω άπό τό άλλο. Ό Τζίμ δμως δέν πνί γεται σέ μιά κουταλιά νερό! Αέν τον έπιασε εδώ τον Φράνκη; Θά τον πιάση παρακάτω! Άλλα δέν πρέπει νά χάση τά ίχνη του. Τρέχει λοιπόν καί σκαρφαλώνει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου πού φεύγει καί τώρα είναι ήσυχος... ^μου ςεφυγη ο κα κούργος !, λέει καί βγάζει ά πό τήν τσέπη του ένα κομμά τι σοκολάτα πού έχει πάν τοτε για ώρα ...ανάγκης μαζί του καί αρχίζει νά μασουλάη Τά μάτια σου σαραντατέσσερα, Τζίμ! Δέν πρέπει νά σου ξεφύγη!^ Λογαριάζει, μόλις σταματήση κάπου τό αυτοκίνητο, νά τρέξη_ α·’ εναν άσυφύλακα, νά τού μιλήση, νά του δώση νά καταΧάβη δτι τούτος ό άσπρο μ άλλης είναι επικίνδυνος άν θρωπος, νά τον συλλάβουν. —Ό κύριος Μάκ είπε δτι είναι ένας φοβερός καί τρο-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
21
%νννννΐ/νννΐνννννννννννννννννν\νίΛ'νννΐνννΐΛ1Λ,νννν^^
βΑΑΜΜννννϊΑΑ/ΙΑΜΜΑΚΜνν^^
μέρος συμμορίτης! Λοιπόν θά την κάνω διάνα καί θά γί νω καί διάσημος... ντέτεκτιβ! Άλλα τό αυτοκίνητο δεν σταματάει. Καί όχι μόνο αυ τό. Απομακρύνεται από τούς κεντρικούς δρόμους καί βγαί νει έξω από τή Νέα Ύόρκη καί αρχίζει νά σκοτεινιάζη καί τά πράγματα...6έν πάνε καλά... — Σά νά... μου μυρίζεται πώς έκανα κάποια κουταμά ρα!, λέει ό Τζίμ. Τό αυτοκί νητο παραπήρε δρόμο, μπήκε σέ ερημιές καί αρχίζει νά μου βρωμόιη μπαρούτι! Βά λε τό χέρι Σου, Παναγία μου, γιατί θά μέ ταράξουν στην καρπαζιά! Περνάει κάμποση ώρα ακό μα καί τό αμάξι τώρα άνηφορίζει προς την πλαγιά ένός λόφου περνώντας από ένα α νώμαλο δρόμο. Ό Γκάφας, καθώς χοροπηδούν οί ρόδες στις λακοΰβες, ανατινάζεται κάθε τόσο καί χίλιες φορές κινδυνεύει νά τσακιστή. Έπί τέλους όμως, κάπου σταματάει. Ό άραπσκος, πριν άνοιξη ή πόρτα του. γλυστράει από τή θέσι πού βρίσκεται καί τρυπώνει στο σκοτάδι. Ευτυχώς πού πρόΦτασε, γιατί σχεδόν αμέσως κατεβαίνει ό Φράνκη. Κάτι λέει στον σωψέρ καί πηγαί νουν προς τό πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ανοίγουν μαζί την μικρή αποθήκη του καί 6 γέρος παίρνει στα χέρια το^ ένα μικρό δέμα. "Ύστερα 6 οδηγός γυρίζει πάλι στη θε οί του’ καί ξεκινάει τό αυτο
κίνητο. Ό Τζίμ πού έχει με τανοήσει τώρα καί θέλει νά ξαναγυρίση πάλι στή Νέα Ύ όρκη, σαλτάρει πίσω του. Μά δέν προφταίνει. "Ένα σιδερένιο χέρι τον αρπάζει από τ’ αυτί κι5 ένα δυνατό γέ λιο τον κάνει ν5 άνατριχιάση. —Χό! Χό! Χό! Καλά τό μυρίστηκα εγώ πώς θά έχου με απόψε μουσαφιρέους !, λέ ει ό Φράνκ καί τού στρίβει τό αυτί. "Ελα μαζί μου νά κου βεντιάσουμε... —Μπρρρ!, κάνει ό άραπά κος καί τρέμει. Σάς παρα. . Σάς παρακαλώ... Θά μου ξε κολλήσετε τό αυτί! "Ωχ! Με γάλε Θεέ των νέγρων, μέ φάγανε! Βοήθεια! —-Σκασμός!, μουγγρίζει ο γέρος καί τον τραβάει μαζί του. ’Άν ξαναβγάλης μιά λ έ ξι από τό στόμα σου, θά σου στρίψω τό λαρύγγι, πιτσιρί κο ! "Αντε, προχώρα! Θέλοντας καί μή, ό Γκάψας προχωρεί. "Ο Φράνκη ανάβει ένα ηλεκτρικό φανάρι καί φω τίζει τό σκοτεινό δρόμο. Περ νούν από κάτι χαλάσματα κι5 αρχίζουν νά κατεβαίνουν μιά πέτρινη σκάλα. Μιά βαρεία μυρωδιά από υγρασία καί μούχλα χτυπάει τή μύτη. Κα τεβαίνουν κΤ ύστερα μπαί νουν σέ μιά φαρδειά στοά. Έ6ώ οί τοίχοι στάζουν υγρα σία. Είκοσι μέτρα όμως πιο εκεί, όλα άλλάζουν απότομα. "Ο Φράνσις σπρώχνει μιά πόρτα καί ό Τζίμ τρίβει τα μάτια του. Βρίσκεται μέσα σέ μιά ευρύχωρη ηλεκτροφω τισμένη αίθουσα με έπιπλα
22
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΒΟΖ
ν\ι\Λ/%ΑΛΜΛΛΜΑΜΜΜΜΑΝ\ΛΜΜΛΜΛΜΜΛύΛ& Λ/ν*Λ,ινν^νννίΑΐ'ν*ΛΐΜΑ^νΐ'ΐ'νννν&ι*ννννί/ννννννΐΛ/ννννΐΜ/ννΛΛ!·Μ'ννΜ,ι/ννΐΛ'νν και πολλές άλλες σύγχρονες ανέσεις. Μεγάλοι εξαεριστή ρες, πού κινούνται μέ ηλεκ τρικό ρεύμα, ανανεώνουν τον αέρα καί ηλεκτρικά καλορι φέρ, τοποθετημένα έδώ κΓ ε κεί, δίνουν μια γλυκεία ^θαλ πωρή, κΓ εξαφανίζουν την υ γρασία... ασπρομάλλης κακούρ γος άψίνει τό μικρό δέμα πού κρατάει σ’ ένα τραπέζι ^ καί γυρίζει στον Τζίμ. Μά^ό αραπάκος δεν είναι εκεί. Ό Τζίμ έχει έξαβ>ανιστή καί δεν φαίνεται πουθενά... —-Είσαι ηλίθιος!, Φωνάζει ο Φράνκη ^ λυσσασμένος^ 5Α πό έδώ μέσα δέ μπορείς νά φύγης πιά. Θα περιπλοενηθής στίς στοές καί στο τέλος θα σέ καταπιή κανένα φίδι. Σέ πληροφορώ για νά τό ^ξέρης. Υπάρχει έδώ ένας πύθωνας πού δεν αστειεύεται. Λοιπόν, άφησε τ’ αστεία καί ξαναγύρισε πίσω... Αλλά δέν παίρνει καμμιά άπάντησι καί πατάει ένα κου μπί. "Ενας άντρας^ μπαίνει στην αίθουσα καί υποκλίνε ται μέ σεβασμό. —Κάποιο παλιόπαιδο, έ νας μικρός νέγρος^ πού τον κουβάλησα έδώ, τρύπωσε κά που καί κρύβεται.^ Ψάξε νά τον β_ρής, γιατί μοΰ χρειάζε ται.
από τά χέρια τού Νόλαμ, βρί σκέται πάνω από τό έρειπωμένο φρούριο καί προσπαθεί νά κατατοπιστή. 3Από ψηλά διακρίνει την γκρεμισμένη είσοδο καί προσγειώνεται. Κατεβαίνει κΓ αυτός την πέ τρινη σκάλα, περνάει μέσα από διάφορες σκοτεινές στο ές καί κάθε τόσο σταματάει, προσπαθώντας νά μαντέψη τό σωστό δρόμο. Τό έσωτερικό τού φρουρίου είναι ένας πραγματικός λαβύρινθος. Το Γεράκι πηγαίνει στά τυφλά καί πολλές φορές, ενώ βαδί ζει κάμποσην ώρα καί νομί ζει πώς προχωρεί, βρίσκεται πάλι στο ίδιο σημείο απ’ τό οποίο ξεκίνησε... —Έ6ώ πρέπει νά έχη κα νείς τοπογραφικό χάρτη γιά νά προχωρήση, λέει μέ σφιχτά δόντια. Μά δέν πρόκει ται ν’ απελπιστώ.' Και μπαίνει σ’ ένα και νούργιο σκοτεινό διάδρομο. Περπατάει αθόρυβα σκουμπώντσς στον τοίχο πού είναι γεμάτος υγρασία καί μού χλα. Απότομα όμως σταμα τάει. "Ενας παράξενος θόρυ βος φτάνει στ’ αυτιά του. ’Έρχεται από κάπου έκεί κον τά, μά 6έν μπορεί νά καθορί ση από πού ακριβώς. Ή καρ διά του χτυπάει βιαστικά. Περιμένει. Καί τότε βλέπει από την απέναντι στοά κάτι Ό Νέος 'Τπεράνθρω πού ©πγουρα δέν τό περιμέ πο ς συναντά ένα πελώ νει... ριο τέρας "Ενας τεράστιος πύθωνας, ΕΡΙΚΕΣ ώρες αργότερα ένα από τά πιο φοβερά φί δια, σέρνεται προς τό μέρος τό Γεράκι, πού όπως^εί δαμε κατάφερε νά γλυτώσητου, άνασηκώνοντας τ© τρι-
Μ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
η
ι^νν^Λ/νι^νίΛ^ΛηηΜ/^νίΛΜΛΛ/ν^νννννίΛΟΛ/ν^Μ1 ΛΜΜΛΛΜΜΜΜΛΜΜΜΜΜ4ΜΜΛΜΜ1ΜΜΜΜΜΜΛΙΜΛΜΜΜΜΜ^ΜΛΜι γωνικό του κεφάλι. Δείχνει τά μεγάλα δόντια του, καθώς ανοιγοκλείνει τό τεράστιο στόμα του, και τά μάτια του βγάζουν κίτρινες . αστραπές. Ό Νέος Υπεράνθρωπος ξέ ρει πώς αυτού του είδους τά φίδια 5έν είναι δηλητηριώδη. "Έχουν όμως μιαν απερίγρα πτη δύναμι, περισσότερη α κόμα κι* ότΓ τον βόα, κι* ό ταν τυλιχτούν γύρω, άπό ^ έ ναν άνθρωπο, δεν υπάρχει ελ πίς σωτηρίας. Τον λυώνουν κυριολεχτικά. Τού τσακίζουν τά κόκκαλα καί κατόπιν τον καταπίνουν ολάκερο. Τούτο τό φίδι πού έρχεται προς τό μέρος του ξεπερνάει τά δεκα πέντε μέτρα!... Τό Γεράκι μένει ασάλευτο. Τό κοφτερό σαν ατσάλι βλέμ μα του διασταυρώνεται μέ τά παγωμένα κίτρινα μάτια τού ερπετού. Είναι σάν δυο γί γαντες, πού άναμετροΰν τις δυνάμεις τους, πριν μποΰν σ3 ένα θανάσιμο αγώνα. Τό Γε ράκι σφίγγει τις γροθιές του. Τότε όμως συμβαίνει κάτι έντελώς απρόοπτο καί ή θέσι τού Νέου Ύπερανθρώπου γίνεται απελπιστικά δύσκο λη. Αισθάνεται κάτι σκληρό ν’ άκουμπάη στο πλευρό του καί μια βραχνή φωνή διατά ζει: —Σήκωσε τά χέρια ψηλά καί κάνε μερικά βήματα προς τά εμπρός! Προχώρα^πρός το φίδι καί προσευχήσου! Δεν σού μένουν παρά ελάχι στες στιγμές. Τό Γεράκι ξαφνιασμένο κάνει μιαν άπότομη στροφή.
Άκούγεται ένας πυροβολι σμός. Μά ή σφαίρα τού πι στολιού πού είναι καρφωμένο στο νεφρό του τινάζεται προς τά πίσω, σάν νά χτύπησε σ’ ενα χοντρό καί αδιαπέραστο -καουτσούκ. Καί σχεδόν άμ£αως ή σιδερένια γροθιά τού ' Νέου Ύπερανθρώπου βροντά ει σάν σφυρί πού ζυγίζει χί λιες οκάδες στο βρώμικο μού τρο τού ανθρώπου, πού λίγες στιγμές νωρίτερα τον είχε ζυγώσει ύπουλα καί τον είχε πυροβολήσει... "Εκείνος κλονίζεται, μά δεν πέφτει. Πετάει τό πιστόλι καί γαντζώνεται απάνω του. Τό Γεράκι νοιώθει δυο σιδε ρένιες τανάλιες νά τυλίγωνται γύρω απ’ τό λαιμό του. Τούτος ό αντίπαλος λοιπόν είναι περισσότερο χειροδύνα μος άπό όσο φαίνεται. Άλ λα 6έν πρόκειται φυσικά νά τον άφήση νά νικήση; Κάνει ένα βήμα πίσω καί τά χαλύ βδινα μπράτσα ίου τεντώνον ται προς τά εμπρός. "Ομως αυτή ή κίνησ* παρά λίγο νά τού κοστίση τή ζωή. Γιατί τό απότομο τίναγμα τον κάνει νά χάση τήν ισορροπία του, κάπου σκοντάφτει καί κυλιέ ται αγκαλιασμένος μέ τον κα κούργο στο υγρό λιθόστρωτο τής σκοτεινής στοάς... Τό βλέμμα του έντρομο καρφώνεται στον πύθωνα, πού έχει πλησιάσει τώρα αρκετά καί σέρνεται προς τό μέρος του. "Ανοιγοκλείνει τό στόμα καί δείχνει τά δόντια του. Δεν υπάρχουν παρά έλάχιστα δευτερόλεπτα στή διάθεσί
24
ΓΕΡΑΚΙ,
&νν^νΜΜΛΑΜΑΜ/ννΐΑΑ&νννννΜΛΑΛ'ννι/νΐΜΑ/ν^^
του. Καί οί σιδερένιες τανά λιες εξακολουθούν πάντα νά είναι τυλιγμένες γύρω από τό λαιμό του... Αυτή τήν πιο κρίσιμη στιγ μή της ζωής του, τό Γεράκι διπλώνει τά γόνατα καί αρ χίζει να κινή μεθοδικά και *.:ε ραυνοβόλα τίς γροδιές του. Τά δάχτυλα πού ^πτουν νά τον στραγγαλίσουν χαλαρώ νουν. "Έπειτα τό Γεράκι ξε διπλώνει τά γόνατά του καί τά πόδια του σάν βολίδες τι νάζονται καί βροντουν στο στομάχι τού αντιπάλου του... Έκεΐνος βγάζει ένα μουγγρητό καί πέφτει ανάσκελα... 'Ο Νέος Υπεράνθρωπος βρίσκε ται τώρα ορθός καί κλείνει τά μάτια, γιατί δεν μπορεί νά βλέπη τό θέαμα πού ξετυ λίγεται μπροστά του. Τό τε ράστιο έρπετό διπλώνεται με αργές κινήσεις γύρω από τό κορμί του κακούργου καί τά σουβλερά του δόντια καρφώ νονται στο χοντρό του σβέρ κο. "Ακούγεται μιά κραυγή απεγνωσμένη κι* ένας θόρυ βος από κόκκαλα πού σπά ζουν... 'Ο Τζίιμ Γκάφας κάνει τον πυγμάχο καί... το ιόει τής χ&σνιάζ του!
ΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ στιγμή τό Γεράκι κινείται πάλι ελεύθερα. Τώρα μπαίνει μιά καινούργια στοά πού κα τηφορίζει χωρίς σκάλες στά έγκατα τού παλιού κάστρου. Μιά άμυδρή ακτίνα φωτός ξε φεύγει από κάπου. Προχωρεί προς τά εκεί. Έπί τέλους κα
Τ
Ο
ΝΕΟΣ
ταλαβαίνει πώς μπήκε στο σωστό δρόμο. Πλησιάζει μιά βαρειά σιδερένια πόρτα. "Α πό εδώ ξεφεύγει τό φώς. Α κούει ομιλίες. Κολλάει τό μάτι του στην κλειδαρότρυπα καί μονάχα πού δέν... σωριά ζεται κάτω άπο τήν έκπληξι! Βλέπει τον Τζίμ Γκάφα νά συμπλέκεται μέ τον Φράνκη! Ό χαζός άραπάκος στριφογυρίζι. * «. > οθιές του υ:προ στά σ γο στήθος καί χοροπ» δάει, πότε όεϊιά πότε αριστε ρό σό ν' ι' ε ι νους τούς τ. υ / · μάχους πού αγωνίζονται στα ρίνκ. Ό Φράνκη όμως έχει μακρύτερα χέρια καί τοΰ κα ταφέρνει γερά χτυπήματα. Τή στιγμή αυτή μάλιστα α κριβώς ό Τζίμ δέχεται μιά γροθιά από τον ασπρομάλλη συμμορίτη καί τινάζεται ψη λά καί παίρνει δυο τούμπες στον αέρα... —Νόμιζες ότι 8ά μοΰ τόσριβες, άράπη!, μουγγρίζει ό Φράνκη. "Ένσι νόμιζες, άλ λα δεν τά κατάφερες καί σέ ψάρεμα πάλι! Τώρα θά .*-σ· θήσ^ς φρόνιμα σαν άγγελος νά μού πής τί το έκανες έ*ε«.νο τό κουτί μέ τό μέταλλο που άττραφτοκοπουσε... Ό Νέος Υπεράνθρωπος κάνει μερικά βήματα πίσω. "Ύστερα παίρνοντας δρόμο ρίχνεται απάνω στη σιδερέ σένια πόρτα μέ τεντωμένους ό λους τούς σιδερένιους μυώνες του. Γίνεται κάτι σά σεισμός καί ή πόρτα ξεφεύγει από τή θέσι της καί πέφτει μέ πά ταγο. "Ανάμεσα στά σύννεφα τής σκόνης, πού έχουν σηκω-
ΥίΊΕΡΑΝβΡαηόϊ θή από τούς γκρεμισμένους τοίχους, τό θρυλικό Γεράκι περνάει μέσα στην κάμαρη καί 6 Φράνκη βγάζει μια κραυγή λύσσας: —-'Ο Υπεράνθρωπος! Τό Γεράκι! Ό Γ κάψας, πού είναι ζα λισμένος από τις γροθιές πού έχει φάει κατά... τον αγώνα πυγμαχίας, παραπατάει σά μεθυσμένος εδώ κΓ εκεί καί νομίζει πώς ...βλέπει όνειρο! —Μεγάλε θεέ των νέ γρων, τραυλίζει. Τά μάτια μου αρχίζουνε νά βλέπουν φαντάσματα. Τό... τό... τό... Γεράκι! Κα^ί, καθώς παραπατάει, πηγαίνει καί σωριάζεται α ναίσθητος σέ μια γωνιά, πέ φτοντας φαρδύς - πλατύς στο πάτωμα. Σ’, αυτό τό μεταξύ ό γεροκακούργος έ'χει γονατίσει καί, μισοκρυμμένος πίσω από ένα βαρύ σιδερένιο κιβώτιο ρίχνει, μ5 ένα τόμιγκαν α πάνω στον Νέον Υπεράνθρω πο. 5Από τήν κάννη του όπλου βγαίνουν γλώσσες φωτιάς καί καυτό μολύβι. Μά ό προστά της τού Δικαίου χαμογελάει καί δέν ενοχλείται. Πλησιά ζει τον Φράνκη σαν νά πηγαίνη. περίπατο. ■—"Έλα, παππού, άφησε τ’ αστεία!, τού φωνάζει. Π έτα ξε αυτό τό παιχνιδάκι πού έχεις στα χέρια σου καί κάθησε νά κουβεντιάσουμε.... Θέλω νά μάθω πού είναι κρυμ μένο τό ουράνιο πού μεταφέ ρατε από τό Κανάμπ τής Ούτάχης! "Αν μού τό πής, θά σέ
η
ι/ΙΜ/ΜηΜ ^ν^%^νΜ%\ν^ν)ΛΆΑ\\%νϊΑΛ'>Μ
φιλέψω^ μ3 ένα εισιτήριο γη ροκομείου νά πέρασης ήσυχα τίς μέρες πού σοΰ μένουν. ’Άν όχι, θά σού ανοίξω στά δυο τό κρανίο καί δέν θά στε νοχωρηθώ πολύ γΠ αυτό. "Ε να κάθαρμα σαν κι3 εσένα λιγώτερο, θά είναι κέρδος γιά τούς τίμιους ανθρώπους! —Μή πλησιάζης!, ουρλιά ζει αυτός. Τούτο τό σιδερέ νιο κιβώτιο είναι γεμάτο δυ ναμίτη! Μέ μια σφαίρα α πάνω του τινάζονται όλα στον αέρα. Το θρυλικό Γεράκι χαμο γελάει. —Αυτό δέν θά τό κάνης, Φράνκη!, λέει. Τό ξέρω πώς αγαπάς τή ζωή σου. Καί τήν ί'δια στιγμή μ’ έ να σάλτο πέφτει σά βολίδα απάνω του κΠ ή γροθιά του χτυπάει σαν αστροπελέκι το σαγόνι του. Ό γέρο - κακούρ γος άνατρέπεται καί τό όπλο φεύγει άπ3 τά χέρια του. —-Τώρα είσαι έν τάξει, Φράνκη! Σκύβει κΓ άνασηκώνει τό 'χέρι του. Μετράει τό σφυγμό του. Δέν πέθανε. Θά λυπότα νε πολύ τό Γεράκι, άν πέθαινε^ αυτή τή στιγμή ό ασπρο μάλλης κακοποιός, πού είναι ύπαρχηγός τής συμμορίας των λεπτών τού ουρανίου. Τού χρειάζεται. Πρέπει ν3 ά νοιξη τό στόμα του νά μιλήση. Είναι μονάχα λιποθυμισμένος. Σέ δέκα λεπτά τό πο λύ θά έχη συνελθεί. Τότε ό Νέος Υπεράνθρω πος βγάζει οπτό τήν τσέπη του δυο μικρά ροζ χαπάκια.
26 Ια ρίχνει στο
στόμα του Φράνκη καί τον υποχρεώνει νά τα καταπιή. Αυτά τά δυο ασήμαντα πρα/ματάκια θά κάνουν τή γλώσ©·α του νά Αυθή. Είναι «άλας του αιθυλί ου», πού μονάχα σέ έλάχιστες περιπτώσεις μέχρι τώ ρα έχει χρησιμοποιήσει το Γεράκι. Και τούτη τή νύχτα είναι πολύ βιαστικός. Πρέ πει νά μάθη σύντομα εκείνο
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
«ΜνΜλΜΜΜίΜνΜΜΜΛ^^
ΝΕΟΣ
πού του χρειάζεται: Τό φο βερό μυστικό! Ακούει κάποιο θόρυβο. Γυρίζει ξαφνιασμένος.. Χαμο γελάει. Αέν είναι κίνδυνος. Ό Τζίμ Γκάφας... συνέρχεται. Σηκώνεται και κάνει μερικές κινήσεις σουηδικής γυμναστι κής γιά νά ξεμουδιάση άπο τό.,.ξύλο -πού έφαγε, —Τζίμ! Πώς βρέθηκες έ8ώ; τον ρωτάει. Ό άραπάκος γίνεται σο βαρός. Δείχνει Γον Φράνκη πού είναι ξαπλωμένος ανά σκελα στο πάτωμα. —Αέ βλέπεις;
—Τι;
Τό κορμί του στριφογυρίζει στον σέρα καί έκσφενδονίζεται μακρυά!
—Αέ βλέπεις πώς τον κα τάντησα; Ιόν έβγαλα νόκ-άουτ. Τού έδωσα καί κατάλα βε. Τον τάραξα στη γροθιά! "Οχι, παίζουμε... "Άλλη φο ρά, άν θέλη, δοκιμάζει νά τά βάλη μαζί μου! —ΊΞσύ λοιπόν; κάνει μέ θαυμασμό τό Γεράκι. Έσύ λοιπόν τάκανες όλα αυτά; —Έγώ! Άμ*^ ποιος; Ή Μαρία ή Πενταγιώτισσα; Έ*· γώ ό ΤΙ Ιμ ό Γκάφας, μέ τ’ όνομα! 5Αλλά την ίδια στιγμή δί νει ένα σάλτο καί κρύβεται πίσω άπ5 τον Νέον Υπεράν θρωπο, Βλέπει τόν ^Φράνκη πού αρχίζει καί συνέρχεται. —-Θεούλη μου!, φωνάζει. Κουνιέται, κύριε Μάκ! 8οή'θεια. Μέ φάγανε μπαμπέσι κα... Θά μέ ταράξη στις γρο θιές πάλι. —Καλά. Κάθησε ήσυχα τώρα καί μή φωνάζης. Κα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΜΜνννννννννηΜΜ*νΜΜΐννΜΙ^^
27
νείς δέ μπορεί νά σέ πειράξη δταν είμαι μπροστά εγώ! 'Ο Φοάνκη μιλάει, α ποκαλύπτει την άλήιθεια καί καταστρέφει τά πάντα
ΕΝΤΕ λεπτά αργότερα ό Φράνκη κάθεται σέ μιά καρέκλα. Απέναντι του κάθε ται τό Γεράκι καί τον ανα κρίνει. Πιο εκεί ό Τζίμ ό Γ κάψας έχει αναποδογυρίσει τις τοέπες του καί μασάει κάτι ψίχουλα από κέικ καί σοκολάτα. Τώρα πού βρίσκε ται κοντά στο φίλο του 5έ φοβάται. Ό ασπρομάλλης κακούρ γος αισθάνεται κάπως παρά ξενα. Δεν έχει πιά εκείνο τό άγριο ύφος και^άπαντάει χω ρίς δυσκολία σέ υ,τι τον ρω τούν. Τό «άλας του αιθυλίου» έχει κάνει την ένέργειά του. Ή γλώσσα του έχει λυθή .. —Λοιπόν 6ά πάρουμε τά πράγματα άπ_ την άοχή, του λέει ό Μάκ. πέρω πώς ετοι μάζετε μιά βόμβα ουρανίου μέ καταστρεπτική δύναμι. Ό Μάκ Ντάνις τραβιέται γοργά ττίσω και κρύβεται... Που βρίσκεται τώροε αυτή ή βόμβα; ^—Ή βόμβα είναι..., είναι την κουρδίζαμε καί ή έκρηξι κάτω από τά πόδια μας, λέει θά γινόταν μιά ώρισμένη ώ αυτός. Βρίσκεται στά Μπό ρα. ?Όλα τά γύρω σέ μιά α για του κάστρου αύτου. Δέν κτίνα πεντακόσια καί παρα είναι έντελώς έτοιμη ακόμα. πάνω μέτρα, θά γκρεμίζον Ό Μεγάλος έλεγε πώς σέ μια ταν. Ό πανικός θ’ άπλωνόταν εβδομάδα θά την τοποθετού στη Νέα Ύόρκη καί εμείς θά σαμε μέσα σ3 ένα από τά α βρίσκαμε την ευκαιρία νά ση σανσέρ τού Έμπάϊρ Σταίητ κώσουμε ολόκληρο τό θησαυ Μπίλντιγκ, του ουρανοξύστη ροφυλάκιο τής Κρατικής Τρα μέ τά 102 πατώματα!^ Ή πέζης. Ή δουλειά είναι καλά βόμβα είναι ωρολογιακή. Θα ώργανωμένη. Ό Μεγάλος έ-
Π
28
«ννννννΜννίΜννΜνίννννίννννννννΜνίννννννννν^^ χει κινητοποιήσει διακοσιους ανθρώπους γι’ αυτή την ώρα. Είναι έτοιμοι και τά δέκα φορ τηγά αυτοκίνητα πού θά με ταφέρουν τά σακκιά μέ τά δολλόερια καί τό χρυσάφι... —Ποιος είναι ό Μεγάλος; ρωτάει ό Μάκ. -—Ό Κουλοχέρης. ——Τ© άλλο του όνομα; —Δεν το ξέρω. Είναι εκ δικητικός· καί αιμοβόρος. Δέ λογαριάζει τίποτα μπροστά στο χρυσάφι. Έμενα θά μου έδινε νά μοιραστώ μέ ^τ’ άλ λα παιδιά μονάχα ^τό δέκα τοίς έκατό από τά κέρδη. Τα άλλα τά ήθελε γιά τον έαυτό του. —Που μπορώ νά τον αν ταμώσω; ’ —Ούτε αυτό τό ξέρω. Κα νείς 8έν ξέρει που μένει. Μονάχα μέ τό τηλέφωνο δίνει διαταγές κι’ οδηγίες σέ μέ να. Κι5 εγώ τις δίνω στους άλλους. Τό Γεράκι τον κυττάζει λο ξά. —Αέ μου λές τήν άλήθειαί —Την αλήθεια σου λέω. Τό μόνο πού ξέρω είναι δτι τά ξημερώματα θά ξεκινήση ό ί διος γιά τό Κσνάμπ, νά φέρη ουράνιο. Κατάφερε ν’ άνακαλύψη σ’ έκείνες τίς ερημιές ένα μεγάλο κοίτασμα μέ ου ράνιο. —Άπό πού θά φύγη; •—Τό αεροπλάνο του βρί σκεται προσγειωμένο σ’ ένα μυστικό" αεροδρόμιο, τρεις χι λιάδες μέτρα άπό εδώ, κοντά στα παλιά ανθρακωρυχεία του Στάρτον.
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
νννί/ννννΜζνίΛΛΛννΜ/νννννννίΛΐνίΛΛΛΐ'ΐ/ννϊΛ/ΐ/ϊβ —Καί κάτι άλλο ακόμα. Γιατί ό άνθρωπός σας σκό τωσε χτές στο πάρκο τής 42 Λεωφόρου κάποιον; —-Είχαμε μάθει πώς κάΤτοιος τον είχε, στείλει μέ δείγμα ουρανίου απ’ τήν Οΰτάχη νά τό πουλήση. Άλλα κΓ εκείνος σκότωσε τον άν θρωπό μας. Εξάλλου, τοΰτο τό κομμάτι τό μέταλλο χρει αζότανε γιά ν’ αποτελειώσου με τή βόμβα. Αλλά κΓ αυτό τό χάσαμε μέσα άπό τά χέ ρια μας. Ό Φράνκη ξαφνικά σωπαί νει. Τό βλέμμα του καρφώνε ται οπό μέρος όπου βρίσκε ται ό μικρός άραπάκος. Εί ναι σαν νά άρχίζη νά θυμά ται. Γίνεται ξαφνικά νευρι κός. Τό Γεράκι δμως δεν τον άφίνει. —Είναι κΓ άλλοι πολλοί σέ τούτο τό κάστρο; ρωτάει. —’Ό../'Οχι. Δέν είναι. Άλ λά 5έν υπάρχει ανάγκη γιά πολλούς φρουρούς. Ό Μεγά λος έχει ρίξει στά υπόγια πέντε τεράστιους πύθωνες πού φυλάνε τή βόμβα καλύτεοα άπό ένα σύνταγμα στρα τιώτες. Μιά μονάχα είσοδος άσψαλής υπάρχει στο διαμέ ρισμα τής βόμβας. "Ενας ξέ νος πού θά περιπλανηθή θά πέση σίγουρα στην τρυφερή αγκαλιά των ψιδιών καί θά βρή αιώνια άνάπαυσι στο στομάχι τους... Αλλά... Απότομα ή φωνή του γίνε ται σκληρή καί τά μάτια του σκοτεινιάζουν. Τό Γεράκι ξα φνιάζεται καί τινάζεται προς τά πίσω. Μέσα σέ μισό χι-
ΨήΜΡΑΝφϊάΐίόΣ
Χωστέ Τού δέϋτ£ρ$Αέιηου ί
χει αντιληφθή πώς η επίδραοι του «άλατος του αιθυλίου» έπαψε και πώς ό άσπρο μάλλης κακούργος έχει συνελθεί. Τον βλέπει πού σημαδεύει μ’ ενα πιστόλι τό κουτί μέ τή δυναμίτιδα. Ή στιγμή είναι φοβερή. —Αέν ξέρω τί μαγικά μοΟ έκανες, Γεράκι, μουγγρίζει ό Φράνκη, καί έμαθες δλα τά μυστικά μου. Μά αυτό δεν θά σέ ώφελήση σέ τίποτα. Θά τι ναχτούμε μαζί στον αέρα! Ό Νέος Υπεράνθρωπος βρίσκεται κιόλας πλάϊ στον Τζίμ. Τον αρπάζει καί σά σαΐτα περνάει μαζί του την πόρτα. Σάν βολίδα κατόπιν περνάει τή σκάλα, ταξιδεύον τας στά σκοτεινά καί φτάνει στην έξοδο. Τούτη ακριβώς τή στιγμή τό έδαφος αρχίζει νά τρέμη κΓ ένας φοβερός υπο χθόνιος κρότος άκούγεται. Το Γεράκι τινάζει τά πόδια καί απογειώνεται κατακόρυφα. 'Από ψηλά βλέπει τό παλιό κάστρο νά γίνεται σκόνη α νάμεσα σέ καπνούς καί σέ φλόγες.
&
κι νησί. Νά
άπσ μακρυά
Έμπάϊαρ Σταίητ Μπίλντιγκ μέ τά 102 πατώματα πού τεν τώνει τήν κορυφή του μέσα στά σύννεφα καί πού σχέδια ζαν ν’ ανατινάξουν ό Φράνκη καί ή παρέα του. Ευτυχώς ό μως όλα πήγαν καλά κΓ ή μι σοτελειωμένη „βόμβα τού ου ρανίου είναι θαμμένη τώρα κάτώ από τά έρείπια τού πα λιού κάστρου, μαζί μέ τούς απαίσιους πύθωνες, τόν άοπρομάλλη κακούργο καί τούς συντρόφους του... 'Ο Νέος Υπεράνθρωπος ό μως δεν έχει τελειώσει ακό μα. Μένει κάποιος. Αυτός πού οί συμμορίτες ώνόμαζαν Μεγάλο. Ό Κουλοχέρης. Μ’ αυτόν πρέπει νά συνσντηθή σήμερα σέ μιά μονομαχία μέ χρι θανάτου τό Γεράκι για νά είναι σίγουρος πώς ό φοβε ρός κίνδυνος, πού κρέμεται πάνω από τά έφτά εκατομμύ ρια τών κατοίκων τής Νέας Ύόρκης, πέρασε... Ταξιδεύει λοιπόν προς τό μυστικό αεροδρόμιό του. ί ρεις χιλιάδες μέτρα πέρα α πό τόν «πύργο» τής συμμο ρίας, κοντά στά παλιά έγκαΌ Νέος ' Τπ ε ρ άνθρω ταλελειμμένα ανθρακωρυχεία. πος γοάφει ιΐιέ ανακούΈκεΐ τού είπε ό Φράνκη πώς φισι τη λέξι «τέλος» βρίσκεται τό αεροδρόμιο. Α πό έκεΐ πρόκειται ν’ άπογειΡΧΙΖΕΙ νά ξημερώνη. Τό Γεράκι άφησε σέ μια συ ωθή για τήν Ουτάχη σήμερα νοικία της Νέαη Ύόρκης τόντό πρωΐ ό άνθρωπος μέ τό έ να χέρι, πού'αποτελεί τόν έγΤζίμ Γκαφα και τώρα μόνος κληματικό εγκέφαλο τής συμ ξαναγυρίζει. Ταξιδεύει ψηλά μορίας πού σχεδίαζε νά ληκΓ ό ουρανός από τό μέρος στέψη τήν κρατική Τράπεζα, τής ανατολής έχει πάρει ένα ρόδινο χρώμα. Στούς δρό αδιαφορώντας για τις χιλιά δες τά ανθρώπινα θύματα πού μους σιγά - σιγά αρχίζει ή
Α
ΐ&ΡΑΚ I, 0 ΗΛΟΙ
§©
«ίΜΜ«νη»»ΜΜ)ΜΙΐΜΜΙΙ^ θά δημιουργούσε ή εκρηξι τής βόμβας. 5Από μακρυά το βλέμμα του Γερακίου διαγράφει με γάλα τόξα και ψάχνει τό έ δαφος. "Έχει αφήσει πίσω του τό γκρεμισμένο κάστρο και προχωρεί προς τό μέρος όπου άλλοτε ήταν τά ανθρα κωρυχεία... Ναί! Δέκτου εί πε ψέματα 6 Φράνκη. Τώρα μπορεί νά ξεχωρίση καθαρά ένα μεγάλο γήπεδο. Αυτό εί ναι τό μυσπκό αεροδρόμιο Νά και τό αεροπλάνο. 6γο:Γ νει από ένα υπόστεγο, που από μακρυά φαίνεται σάν έ να αθώο υποστατικό αγροι κίας. Τό αεροπλάνο κάνει μια μικρή διαδρομή στο έδαφος και απογειώνεται. Οί χαλύ βδινες φτερούνες του αστρά φτουν καθώς αντανακλούν α πάνω τους οι πρώτες ακτίνες του πρωϊνοϋ ήλιου. Ό Νέος Υπεράνθρωπος ετοιμάζεται νά Βόιση κεραυνοβόλα. Άφίνει τό αεροπλάνο ν’ άπομακρυνθή λίγο κΓ από τό ύψος πού βρίσκεται κάνει μια θεα ματική βουτιά. Ή κόκκινη μπέρτα του μέ τά μαλαματέ νια κρόσσια άνεμίζει σαν φλόγα, καθώς τό Γεράκι κατευθύνεται σαν βολίδα προς τό στόχο του. "Ενα λεπτό αρ γότερα, εχει γατζωθή κιόλας στο ενα φτερό του. Άπό ε δώ ρίχνει μια ματιά στο ε σωτερικό του. Στή θέσι του πιλότου κάθεται ένας άνθρω πος μέ σκούρο πρόσωπο καί πυκνά φρύδια.
—-Ό Χάν Σίγκλετον!, ξε
φωνίζει με^έκπληξι. Ό κου* λοχέρης Σίγκλετον πού κα ταζητείται από την "Εφ - Μπι - "Αϊ! Ό πιό αίμοβόρος φο νιάς! "Εχει αναγνωρίσει τον κα κούργο πού διευθύνει τή συμ μορία τού ουρανίου. 'Αλλά καί από μέσα από τό αερο πλάνο φαίνεται πώς είδαν καί άνεγνώρισαν τό Γεράκι. Για τί τό σκάφος μ5 έναν απότο μο χειρισμό τού πιλότου παίρνει μια ξαφνική κλίσι καί τό φτερό, όπου είναι σκαρφαλωμένος 6 Νέος Υ περάνθρωπος έρχεται κάθετα προς τό έδαφος. Χάνει την ι σορροπία του, τινάζεται πλά για καί αρχίζει νά πέφτη. Την ίδια στιγμή τό αεροπλά νο πραγματοποιεί ένα λοΰ» πιγκ καί έρχεται καταπάνω του. Άπό τις δυο πλευρές τά δυο πολυβόλα στέλνουν προς τό μέρος του βροχή .άπό σφαΐ
ρες, Είναι πραγματικά κρίσιμη ή^θέσι τού θρυλικού Γερακι ού, γιατί τό απότομο τίναγμα δεν τού έχει έπιτρέψει α κόμα νά βρή την ορθή γραμ μή πλεύσεως στον αέρα κι5 έχει πέσει σέ μια φοβερή πε ριδίνησή Στριφογυρίζει καί πέφτει. Οί σφαίρες βέβαια 6έν τον ένοχλούν. Ό αόρατος θώρακας τον προστατεύει. 5Αλλά ή έλικα τού βαλύβδινου πουλιού τον προσεγγίζει επικίνδυνα καί κανείς δέ μπο ρεί νά ξέρη τί μπορεί νά συμβή, άν μπερδευτή στά φτε ρά της πού κάνουν πέντε χι λιάδες στροφές στ© λεπτό,
¥11 βΡ ΑΝ0ΡΙΙΙ1Ο2 Μέσα αϊτό τό 81 αφανές κου βούκλιο του πιλότου βλέπει τον Σίγκλετον νά χαμογελάη θριαμβευτικά... Θ’ άφήση λοιπόν νά τον κομματιάση ή^έλ^ικα; ’Όχι, αυτό δέ μπορεί νά γίνη. Τεν τώνει τά μπράτσα του και τι νάζει τά πόδια. Ξαναβρίσκει την ισορροπία του και βου τάει περνώντας ξυστά κάτω από τό αεροπλάνο. Τό χαλύ βδινο σκάφος,' πού .έχει πε ράσει λίγα χιλιοστά πάνω απ’ τό κεφάλι του, κάνει μιαν απότομη στροφή. Κερδίζει ύ ψος καί έρχεται προς τό μέ ρος του. Τώρα δμως τό^ Γε ράκι έχει ξαναβρή ^τή φόρμα του. Μ’ έναν επιδέξιο έλΐγγ μό ξεφεύγει την έλικα καί γαντζώνεται απάνω του. Σέρ νεται μέ την κοιλιά προς τό μέρος του πιλότου. Σηκώνει την ακατανίκητη γροθιά του καί την κατεβάζει μέ δόναυι άπάνω στην διαφανή πλαστι κή ϋλη του διαμερίσματος τού πηδαλίου. Τό κουβούκλιο κουρελιάζεται κΓ ο ορμητι κός αέρας πού μποάνει μέσα μέ ταχύτητα κεραυνού, ανα τρέπει τον Σίγκλετον πού δι ευθύνει. Τό αεροπλάνο χάνει την ευστάθεια του καί αρχί ζει νά παίρνη τοΰμπες καί νά κατρακυλάη προς τό έδαφος. Μια γλώσσα φωτιάς βγαίνει από την αποθήκη βενζίνης του... Τό Γεράκι ξεγαντζώνεται καί τινάζεται πλάγια. Τό σκάφος τού Σίγκλετον είναι τώρα τυλιγμένο πια στις φλό γες καί δέ μπορεί κανείς νά
§ί τό σώση. "Ύστερα από λίγο θά γίνη συντρίμμια στο έδα φος καί τίποτα δέ θά μείνη απ’ αυτό καί τούς επιβάτες του... Ό Νέος Υπεράνθρωπος χαμογελάει. —Έπί τέλους!, λέει. Τώ ρα μπορώ νά γράψω τό άρ θρο μου... ^ Καί μέ γοργές κινήσεις άρ χίζει νά ταξιδεύη προς τή Νέα Ύόρκη.
& *
ΤΙΣ 8 τό ίδιο Ίτρωΐ, ό Μάκ Ντόινυ τηλεφωνεί α πό τό σπίτι του στον φίλο του, τον Τζαίημς Στούαρτ, τον αστυνομικό επιθεωρητή τής μυστικής αστυνομίας. —’Άκου, I ζαίημς, τού λέ ει. Στείλε μερικούς δοκιμα σμένους άντρες σου μέ άεροπλάνο στήν Ουτάχη. Κοντά €γτο χωριό Κάναμπ, υπάρχουν κοιτάσματα ουρανίου πού προσπαθούν νά τό έμπορευθούν μερικοί εγκληματίες. Νομίζω πώς καλύτερα θά εί ναι στά χέρια τού Κράτους. ’ Ας πάρουν καί μερικά πολυ βόλα μαζί τους, γιατί δπως μαθαίνω, οί λεβέντες είναι πολύ ζόρικοι... —-Πού τά ξέρεις εσύ αυτά, ρωτάει νευριασμένος ό Στού αρτ πού τον ξύπνησαν τόσο πρωΐ. Ποιος σου είπε αυτά τά παραμύθια; — Κάτι μοΰ σφύριξε πάλι στο αυτί τό Γεράκι, λέει καί χαμογελάει ό Μάκ. Κάνε δ πως σου λέω. ΚΓ άν θέλης περισσότερες πληροφορίες,· διάβασε τήν έκτακτη έκδοσι
Σ
............
Ο
τού «Νταίηλυ ΧέρβΛντ». Γέίά σου...
—Τιά στάσου, Μάκ!, λέει ό επιθεωρητής. Για στάσου ! "Έχω μια μικρήί απορία. —Σέ ακούω, Τζαίημς. —-Γιατί το Γεράκι εχει τό ση συμπάθεια σέ σένα και διηγείται τά κατορθώματα του μόνο σέ σένα; Τί έμτΓοδίζει τον Νέο Υπεράνθρωπο νάρθη νά τά πή ό ίδιος σέ μας;
Λ
,
—Αυτό δεν μίτορώ νά τό ξέρω, Τζαίημς, απαντάει ό νεαρός δημοσιογράφος χαμο γελώντας πονηρά. Την έπόμενη φορά που θά τον δώ, θά τον ρωτήσω. —Και κάτι άλλο, επιμένει ό επιθεωρητής. Μήπως βλέ πεις τό Γεράκι κυττάζοντας απλώς -μέσα ©*" ένα...καθρέ φτη; ^ λ *0 Μάκ ζαρώνει τά φρύδια του. Μάντεψε λοιπόν ό φίλος του έπιθεωρητής τό μυστικό του; "Ανακάλυψε τό τρομερό μυστικό του Νέου Υπεράν θρωπου ; Βάζει τά γέλια. —Χά, χά, χά! ΕΤσα^ι πο λύ αστείος σήμερα, Τζαίημς! Μήπως κατά τύχην χτές τή νύχτα διάβασες κανένα^άστυνομικό μυθιστόρημα τής κα κίας ώρας; Χά, χά, χά! Τί γέλια πού εχει νά κάνη τό Γεράκι όταν του τό πώ!
Μ8ϋ
Άφίνέί ·Ψο άκου&ηκδ κ&Ι καθεται στο γβαφείο του. Άρ χίζει νά γράφη βιαστικά. 'Ύστερα άπο τρεις ώρες, ολος ο κόσμος θά έχη πληροφορηθή από την έκτακτη έκδοσι τής εφημερίδας, οπού εργά ζεται. τό φοβερό μυστικό πού θά μετέβαλλε σέ ερείπια την καρδιά τής Νέας Ύόρκης. -—Γράψε καί γιά μένα καμ μιά κουβέντα, κύριε Μάκ, λέ ει ό Τζίμ Γκάφας πού κάθε ται απέναντι του καί...αδειά ζει μιά πιατέλα μαρμέλαδα πού βρήκε πρόχειρη στην κου ζίνα. Κάτι έκανα κΓ εγώ! Γράψε καμμιά κουβέντα γιά τον Τζίμ, τον φίλο σου! Ό Μάκ Ντάνυ χαμογελάει; —Τί νά γράψω, Τζίμ; ρω τάει. —Γράψε: «Καί τότε, κα θώς ό Φράνκη τραβάει τό αυ τόματό του, ό ηρωικός Τζίμ Γκάφας όρμάει εναντίον του! Μιά γροθιά καί τό αυτόματο συντρίβεται! Λεύτερη γροθιά καί τό κεφάλι του Φράνκη ξε βιδώνεται από τό λαιμό του! Τρίτη γροθιά καί...» ■—-Πιο σιγά, Τζίμ!, τον διακόπτει ό Μάκ. "Άρχισα νά σέ φοβάμαι κι" εγώ! (0 άραπάκος παίρνει ύφος δεκαπέντε πρωτοπυγμάγων. — Μή φοβάσαι, κύριε Μάκ!,, λέει. Δέ συνηθίζω νά χτυπώ τούς...αδυνάτους !
ΤΕΛΟΣ .Συγγραφές: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
Απαγορεύεται
ή οοναθηιμοσίευσι ς.
Στο έπόμενο τεύχος, το 8, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
τό Γεράκι συνεχίζει την ήρωϊκή δράσι του εναντίον των εχθρών τής κοινωνίας και τής ανθρωπότητας. Στο ίδιο τεύχος κάνει την έμφάνισί του ένας νέος ήρως, ή Έλληνοαμερικανίδα φοιτήρια "Ελλεν, πού βοηθει τον Μσκ Ητάνυ στην αποστολή του.
Πρόκειται για τό καλύτερο τεύχος του «Γερα° κιοΟ», μέ τό όποιο αρχίζει μιά νέα περίοδος, πού θά γοητεύση ακόμα και τούς πιο δύσκολους άναγνώστες!
ΙΙΙΒΒ!1ΚΙ!ΙΚ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ~
£ΙΙΙΙΙΙ!ΙΕΙΙ!Ι1ΙΙΙΙΠΕΙ8Β8ΙΙΙΙΙΙ1Ι1Β8Β69§1Ι!Ι!Ι1Β!ΕΙΙΒΙ3§ΒΙ89!8ΙΙΒΙΙΒΙ1ΒΙΙΒΗΙΙΙ1ΙΒΙΙΙΕΙ^
Γ Ρ Ρ Λ V ϊ
I £ΓΗΜ
ΑΥΤ0ΤΕΛΗ · 1 *ΚΩΝ ΠΕΡ
βιβλία
1
Όδός Λέκκα 22 Φ Άρι'θ. 7 Φ Τιμή δραχ. 2
Τ;
Οικονομικός Λ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείδου 174. Προιστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
ΐ ™
Π ΕΤ Ε
I
=
ΟΝ
Γραφεία:
I
ηρο-
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4)
Το Παιδί του Μυστηρίου Τό Γεράκι συντρίβει Τό Ιπτάμενο Παιδί Τιτανομαχία
5) Ό Προστάτης του Κόσμου 6} Τό Μαύρο καί τό "Ασπρο Γεράκι 7) Τό Φοβερό Μυστικό
κατ/ Μου λεε/ ραι ηροΣπηθά*/ /να λ/ε
ΚΡΡτ//χουΛ/ Μηκρυη ηηο τα τερρυ ? τηου/ν ΠΣ ΡΦΗΣΟΙ/ΜΕ τα ΒΕραΠΛΠ-
βκρ/ββς οπθς τοςκεφτη-
ΚΒ. Ο/ ΖΟΜΜΟΡ/ΤΕΣ ΕΧΟϋΑ/ ΕΠΙΤΕΒΗ ΣΤΒ/ν ΠΟΛΗ/ 0Ρ
90 Ε/ΣΟ/ ΟΣΦΑΛΟΣ £ΑΒ. ΡΕΡ/ΜΕΝΕ
ΜΕ. Ε*Ρ£Ρ ΤεΛΕίοΣΡ κρησ/β Δοι/
7
ΕΙΕ/Χ Γ0ΤΕΣ ΒΡ ΜΟΒ ΤΟ ΟΛΒΡΒΣΕΤΕ ΡΚΡ/ΒΒ/
ΣΥΜΕΧ'ΣΕΓ#/
■ Η · ■' ® ■
:
■?
9 ..... 3··ΗΗΒβ·0·
?Μ?ΜΜ£Μ£$Μ'&ΐ
φ/§Β
δηθή ή Νίκη. Στην 7η λεωψό ρο παρελαύνουν ενα έκατομμύριο παλαβοί πολεμισταί σέ μιά μεγαλόπρεπη λαμπαδη φορία καί μπάντες τού στρα τού, τής αεροπορίας καί τού ναυτικού παίζουν πατριωτικά εμβατήρια στις μεγάλες πλα τεΐες τής κεντρικής πολιτεί ας καί των συνοικιών. "Ολες οι πόλεις τής "Αμερικής γιορ τάζουν απόψε, αλλά ό έορτασμος τούτος γίνεται πιο φα νερός καί υπογραμμίζεται περισσότερο έντονα στη Νέα Ύόρκη, πού φλέγεται κυριο λεκτικά τυλιγμένη μέσα σέ πολύχρωμα έορταστικά τόξα καί σέ πυροτεχνήματα, πού "Ενας εορτασμός τής κάθε λεπτό έκτοξευονται στον Νίκης, κον παίρνει πα ουρανό από ειδικές εξέδρες ράξενο καί φριχτό τέ καί σκορπίζουν έκατομμύρια, λος χρυσά, κόκκινα, πράσινα, τρι ανταφυλλιά καί γαλάζια α ,ϊ ί ΝΑΒ μια από τις όμορστέρια. Λ φότερες καλοκαιριάτικες νύχτες τής Νέας Ύόρκης. Μεγάλα πηδαλιοχούμενα Στους ^ μεγάλους δρόμους, ταξιδεύουν στον αέρα καί μέ στα πάρκα, στα εξοχικά κέν τούς μεγάλους προβολείς τρα, χιλάδες άνθρωποι κύκλο τους, πού μοιάζουν σάν πελώ φορουν ξέγνοιαστοι καί χα ρια μάτια, στέλνουν δέσμες ρούμενοι. Απόψε γιορτάζεται φωτός προς τη γή, ανάμεσα ή επέτειος τής Νίκης καί α στις όποιες μέ διάφορα έπιπό τούς διαφόρους ραδιοφω στημονικά τρύκ μπορούν οί νικούς σταθμούς μεταδίδον άνθρωποι, πού κυκλοφορούν ται πατριωτικά θούρια καί ο στούς δοόμους, νά βουν σάν μιλίες, πού ιστορούν τον με σέ οθόνη κινηματογράφου γάλο πόλεμο καί τίς σκληρές δραματικές καί ηρωικές σκη θυσίες καί τούς ηρωισμούς νές τού τελευταίου πολέμομ. πού χρειάστηκαν γιά νά κερ'0 κόσμος χαίρεται την ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Ι
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
,«/ννι^ΑΑΑ%^/νννν4/ν^/^ν>Λ/^^νϊΛ^Λ^Λ'νί/4'ν
ειρήνη καί ο! καρδιές γιορτά μου. "Ολοι στά καταφύγια! ζουν την άπομάκρυνσι τής α Μην εμποδίζετε την κυκλοφο γωνίας καί του φόβου, γιατί ρία! ... Μά, καθώς μιλάει, άνασηκανείς 6έν αγαπάει τον πό λεμο καί όλοι τρέμουν τίς α κώνει ξαφνικά τά χέρια σά νεπανόρθωτες καταστροφές νά δέχτηκε κατάστηθα μιά που μπορεί νά προκαλέση έ μαχαιριά καί διπλώνεται νας καινούργιος, στον όποιο στά δυο... Εκείνος, πού Θέλει θά τεθούν σέ ενέργεια τά πιο νά τον βοηθήση καί προσπαφοβερά όπλα πού έγνώρισε θή νά τον άνασηκώση, αισθά ποτέ ή άνθρωπότης... νεται τά χέρια του παγωμέ να. Μά ξαφνικά κάτι γίνεται — Πέθανε!, λέει... καί δλα τούτα παίρνουν μιάν — 'Ίσως είναι συγκοπή!, ανάποδη βόλτα, π ξεγνοια σιά τά χαρούμενα ξεφωνητά, εξηγεί κάποιος γιατρός πού βρίσκεται εκεί κοντά. τά πατριωτικά εμβατήρια, ο! Σχεδόν αμέσως όμως καί στρατιωτικές μπάντες σκεπά ζονται από ένα φοβερό ουρ αυτός άνασηκώνει κατά τόν λιαχτό. 01 σειρήνες του αν ίδιο τρόπο τά χέρια, ανοιγο τιαεροπορικού συναγερμού κλείνει τά μάτια καί πέφτει σκορπίζουν τό άνατριχιαστι νεκρός... —Αυτό είναι φοβερό!, φω κό κλάμα τους σ’ ολάκερη την πόλι. Στην αρχή τά εκα νάζει μιά γυναίκα. Ειδοποι τομμύρια των ανθρώπων πού ήστε την αστυνομία! — Ή κυρία είναι τρελλή!, γιόρταζαν ξαφνιάζονται, μέ νουν άφωνα καί καοφώνουν λέει ένας στρατιώτης. Ή κυτά μάτια στον ούρανό. "Υστε ρί... ρα ένας απερίγραπτος πανι 5Αλλά 8έν προφταίνει νόι κός κυριεύει τά πλήθη. Τά αποτελείώση τή φράσι του. πρόσωπα από χαοούμενα γί Τινάζεται απότομα σάν νά νονται χλωμά καί τά μάτια τόν χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα γεμίζουν φόβο. άνασηκώνη τά χέρια καί γο — Μά τί συμβαίνει; ρω νατίζει. 5Από τό στόμα του τάει κάποιος τον διπλανό βγαίνει μιά άναρθρη κραυγή, κάτι σάν έπιθανάτιος ρόγχος του. — Δέν άκούς; κάνει ό άλ καί σωριάζεται... —Βοήθεια!, ξεφωνίζει ή λος. 01 σειρήνες! Αυτό ση μαίνει επιδρομή! γυναίκα. Βοήθεια! 01 φωνές της όμως 6έν ά— Στά καταφύγια! Στά καταφύγια!, φωνάζει ένας κούγονται πιά. "Ολοι τούτοι μεσόκοπος άντρας πού ποοσ- οί άνθρωποι μέ κραυγές καί παθή ν’ άνοιξη δρόμο ανάμε βλαστήμιες σπρώχνοντας ό σα στούς άνθοώπους πού συ- ένας τόν άλλο αρχίζουν νά νωθούνται στη μέση του δρό τρέχουν χωρίς νά ξέρουν από
ποιόν κίνδυνο ακριβώς ττρέττει νά φυλαχτούν. Καί τότε ακριβώς ανάμε σα στα ουρλιαχτά των σειρή νων έρχεται από τά μεγάφω να που λίγες στιγμές πρωτή τέρα μετέδιδαν τά ενθουσιώ δη πατριωτικά θούρια, μια βαρειά φωνή: «Προσοχή! Προσοχή! Σάς όμιλεί ό κεντρικός ραδιοφω νικός σταθμός Νέας Ύόρκης. Προ πέντε λεπτών ήρχισαν νά σημειουνται αιφνίδιοι θάνα τοι μεταξύ του πλήθους των έορταζόντων την επέτειον τής Νίκης. "Άγνωστος καί μύστη ριώδης μέχρι τής στιγμής έγκληματική ©ργάνωσις, έπιδιώκουσα ποοφανώς νά μείω ση την έκ τού λαμπρού εορ τασμού δημιουργηθείσαν έντύπωσιν, σκορπίζει τον θάνα τον μεταξύ τών ανύποπτων ανθρώπων. Προσπαθήστε νά καλυφθήτε εις τά αντιαερο πορικά καταφύγια. Μέχρι τής στιγμής τά θύματα, συ μφώνως μέ τις πληροφορίες πού μάς έρχονται από οιάψο ρα σημεία τής πόλεως, υπερ βαίνουν τις τρεις χιλιάδες. Προσοχή! Προσοχή! Ό αό ρατος θάνατος παραμονεύει παντού! Καλυφθήτε στα κα ταφύγια καί κρατήστε την ψυχραιμία σας. Οί στρατιω τικές καί αστυνομικές αρχές ένεργοϋν για τη σωτηρία σας!...» Ό εκφωνητής τού κεντρι κού ραδιοφωνικού σταθμού συνεχίζει τις οδηγίες του, άλλα κανείς δεν στέκεται
πια νά τον άκούση, 4Η Εκπο μπή, όπου γιά πρώτη φορά γίνεται λόγος γιά τον αόρα το θάνατο, εντείνει τόν πα νικό καί τά πλήθη μέ έντρο μο βλέμμα συνεχίζουν την έ ξαλλη φυγή τους προς όλες τις κατευθύνσεις, κάθε τόσο όμως ένας από τούς πανικό βλητους αυτούς ανθρώπους στέκεται ξαφνικά, σαν νά δέ χεται μιά αόρατη ηλεκτρική έκκένωσι στο στήθος, άνασηκώνει τά χέρια καί κυλιέται νεκρός στά πόδια εκείνων πού φεύγουν. Ό αόρατος θά νατος σημαδεύει κάθε λεπτό πού περνάει κι5 από ένα και νούργιο θύμα. Κανείς όμως 6έν εχει τπά τή διάθεσι νά στσματήο-η νά παράσχη βοή θεια. Γιά ποιο λόγο άλλω στε; Ο! νεκροί δεν έχουν α νάγκη από βοήθεια. Ό σώζων εαυτόν σωθήτω!... 'Ένας αλλόκοτος θά νατος, πού χτυπάει μέ μυστηριώδη τρόπο
ΤΗΝ άλλη μέρα οί εφημε ρίδες, σέ πρωτοσέλιδα άρθρα, δη-μοσιεύουν όλες τίς λεπτομέρειες τών τραγικών γεγονότων μέ χτυπητούς τί τλους καί φωτογραφίες από τίς έξαλλες σκηνές του πανι κού. Σέ άλλες οτήλες δημο σιεύονται τά ονόματα τών θυ μάτων. Ό συνολικός αριθμός τών νεκρών ξεπερνάει τίς ε πτά χιλιάδες. Ανάμεσα στά θύματα είναι άνθρωποι από κάθε κοινωνική τάξι καί από κάθε ηλικία. "Άνδρες, γυναΐ-
κες, παιδιά. Ό αόρατος θά* νατος είναι τυφλός, έχει χτυ πήσει χωρίς διάκρισι κγ έ χει βυθίσει στο πένθος πλοό σιους καί φτωχούς. Τό φρι χτό μακελλειό κρατάει ακρι βώς ένα τέταρτο της ώρας. Αιγώτερο όχι περισσότερο. Καί μέσα σ' αυτό τό μικρό χρονικό διάστημα οι απώλει ες ήταν πραγματικά άνευ προηγουμένου. Οί δημοσιογράφοι κάνουν
4Η γροθιά του αγνώστου προσ γειώνεται στο σαγόνι του Μάκ Ντάνυ.
διάφορες υποθέσεις. *'* παραδέχονται χωρίς καμμιάν έξαίρεσι ότι πρόκειται γιά μιά ομαδική δολοφονία α θώων ανθρώπων, άλλα κανείς δεν μπορεί νά δώση μιά θετι κή άπάντησι στο αίνιγμα. Ποιος είναι αυτός ή ποιοι εί ναι αυτοί πού ώργάνωσαν αυτό τό φριχτό έγκλημα; Γιά ποιο λόγο τό ώργάνωσαν; Μέ τί μέσα τό έξετέλεσαν; Ποιο μυστικό όπλο χρησιμοποίη σαν; Διάσημοι επιστήμονες έχουν δώσει συνεντεύξεις κα τά τη διάρκεια τής νύχτας καί προσπαθούν καί αυτοί νά ΰν μίαν έ'^' μες τους δημοσιεύονται μέ μεγάλα γράμματα καί μέσα σέ πλαίσια. Κάνουν καί αυ τοί διάφορες υποθέσεις χω ρίς νά καταλήγουν σέ κανένα θετικό συμπέρασμα. Κανείς 6έν μπορεί νά καθορίση τό μέσο καί τον τρόπο, μέ τον όποιο έγιναν ο! ομαδικές αυ τές δολοφονίες. Ή νεκροψία πού έγινε στα πτώματα από τούς καλύτε ρους ιατροδικαστές, δεν προ σέθεσε τίποτα. Κανένα τραύ μα, καρμιά αμυχή, κανένα ση μάδι, έστω κάτι σάν κέντημα καρφίτσας! Τά σώματα των νεκρών έξετάο-θησαν μέ υπέρ βολική σχολαστικότητα. Σέ ώρισμένες περιπτώσεις χρη σιμοποιήθηκαν καί μικροσκό πια ακόμα. Τίποτα 6έν βρέ θηκε πού νά δίνη άπάντησι στο αγωνιώδες ερώτημα. Ό θάνατος έχει προελθεί κατά κάποιον μυστηριώδη
ΫίίίΕίΆΝφΡίηίΙό^
καί ανεξήγητο τρόπο. "Ολοι ανεξαιρέτως οί νεκροί παρου σιάζουν διαστολή του περι καρδίου, πού έχει προκαλέσει την άιτότομη διακοπή τής λειτουργίας τής καρδιάς μέ άμεσο αποτέλεσμα τον αι φνίδιο θάνατο... «Πρέπει νά παραδεχθούμε, γράφει ό διάσημος καθηγητής τής παθολογίας κ. Γκούτερλιν, οτι οί άγνωστοι δο λοφόνοι έχρησιμοποίησαν ό πλα εντελώς άγνωστα είς ημάς. Οί θάνατοι δεν οφεί λονται ούτε εις τραύματα έκ σφαίρας ούτε είς δηλητηριώ δη αέρια ούτε είς ραδιενέρ γειαν. Τά συμπτώματα του θανάτου καί είς τάς τρεις αυτάς περιπτώσεις εΐναι εκδηλα καί γνωστά είς τούς έπιστήμονας. Κάποιο άλλο 6ανατηφόρον μέσον έχρησιμοποιήθη από τούς αγνώστους δράστας. Ποιο όμως ακρι βώς; Είς αυτό τό ερώτημα 6έν μπορώ νά απαντήσω, δι ότι απλοόστατα δέν είμαι είς θέσιν νά γνωρίζω...» Μερικοί φτάνουν νά κάνουν τολμηρές υποθέσεις πού δύ σκολα μπορούν νά γίνουν πι στευτές. — "Ίσως πρόκειται γιά μυστηριώδεις ακτίνες πού ε κτοξεύονται από κάποιον άλλον πλανήτη καί προκαλοΰν τον θάνατο, λένε. Κα νείς δέν ξέρει ακόμα εάν υ πάρχουν ζωντανά όντα στον "Αρη καί σέ ποιο σημείο πο λιτισμού έχουν φτάσει. Ποι ος μπορεί νά άποκλείση ότι
Ρ
Τότε τό Γεράκι μπαίνει σέ κε· ραυνοβόλο έπίθεσι !
τά μυστηριώδη αυτά όντα πι θανόν νά βομβαρδίζουν τή γή μέ θανατηφόρες ακτινοβολί ες πού προκαλουν τρομερές καταστροφές; Ό αόρατος θά νατος είναι δυνατόν λοιπόν νά έρχεται. από άλλον πλα νήτη... 5Αλλά όλα αυτά, λίγες ώ ρες αργότερα, (Υποδεικνύον ται φλυαρίες χωρι^ άξια. Λί γο μετά τό μεσημέρι, όλα τά
ύ ραδιόφωνα τής ^ Νέας Ύόρκης σταματούν απότομα, σάν νά έπαθαν μια ξαφνική βλά βη. ΚΓ υστέρα από μερικών δευτερολέπτων καταθλ ιπτ ι κή σιωπή άκουγεται μια λεπτή γυναικεία φωνή πόύ μιλάει. Ή προφορά των λέξεων δεί χνει πώς ή έκφωνήτρια δέν είναι "Αμερικανίδα. «Ειδοποιείται ή Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτει ών, λέει ή γυναικεία ότι από το σε ή έπιχειρησι «ϋυανους Ουρανός». Ή πρώτη εκδήλω σές είναι οΐ ομαδικοί θάνατοι πού έστειλε σαν προειδοποίηοτ ό αρχηγός τής οργάνωσε ώς μας δόκτωρ ’Έντμοντ Φρέ λιχ. ΟΙ άρμόδιοι άς προσέ ξουν. Ή έπιχείρησις θά συνεχισθή μέ άλλα μέσα καί σέ άλλα σημεία της Νέας Ύόρκης. Θά υπάρξουν καί άλλα θύματα. Για νά τήν έπίθεσί του ό Φρέλιχ απαιτεί νά γίνουν δε κτοί οι δροι του. Πρώτον: *Α πομάκρυνσις δλων των αμε ρικανικών στρατιωτικών δυ νάμεων άπό την Ευρώπη εν τός δεκαπέντε ημερών. Δεύτε ρον: Καταστροφή δλων τών ατομικών εργοστασίων τών Ηνωμένων Πολιτειών καί δι ακοπή παραγωγής ατομικών βομβών καί οπλών... Οι δροι αυτοί μεταδίδονται άπό ρα° διωφόνου για νά λάβουν γνώ σιν δλοι οι "Αμερικανοί πολίται, πού 0ά κληθούν νά πληρώσουν μέ τη ζωή τους τήν τυχόν άρνησι τής Κυβερ
ίέΡΑ&ϊ, νήσεις τους. Ό ’Έντμοντ Φρέλιχ ^Βίνει προθεσμία σα ράντα οκτώ ωρών στους υ πουργούς καί στον πρόεδρό τών Ηνωμένων Πολιτειών ν’ άποφασίο-ουν. Ή άπάντησις θά δοθή διά^ τού ραδιόφωνου. Μετά την πάροδο τών σαράν τα οκτώ ωρών, θ5 αρχίσουν τά αντίποινα. "Ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο τής Με ας Ύόρκης ^ θ" άνατιναχθή στον αέρα καί αυτή τή φορά οι νεκροί 5έ θά είναι μόνο ε πτά χιλιάδες. Σάς μίλησα έξ ονόματος τού αρχηγού μου "Έντμοντ Φρέλιχ. Ή γραμμα τεύς του...» Γίνεται πάλι γιά μερικά δευτερόλεπτα μιά καταθλ ιπτική σιωπή κΓ ύστερα πάλι τά ραδιόφωνα συνεχίζουν τό κανονικό μουσικό πρό γραμμά τους. Τό όνομα όμως τού μυστηριώδους Έντμοντ Φρέλιχ υπάρχει σ’ όλα τά στόματα καί ό πανικός, πού είχε κάπως κοπάσει, αρχίζει πάλι νά γεμίζη τίς ανθρώπι νες καρδιές. Ό καινούργιος κίνδυνος πιέζει σάν φοβερός βραχνάς τά στήθη καί άδικα οί αρχές προσπαθούν μέ ραιοψωνικα μηνύματα να επα ναφέρουν την ψυχραιμία. Εί ναι κάτι πολύ ανώτερο άπό τίς δυνάμεις τους. Ό λαός έχει πανικοβληθή..™ Τό ίδιο βράδυ καί τήν άλ λη μέρα τό πρωί, ατελείωτες ουρές άπό αυτοκίνητα κατευθύνονται προς όλες τίς εξό δους τής Νέας Ύόρκης. "Όσοι μπορούν καί όσοι έχουν τά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
V
μέσα εγκαταλείπουν τί| με γάλη αυτή πολιτεία και κα ταφεύγουν σέ γειτονικές πό λεις. Ξέρουν καλά πώς ή Κυβέρνησι δεν πρόκειται νά ύποκύψη στις αξιώσεις ενός εγκληματία και πώς αυτός που σκόρπισε τον αόρατο θά νατο 6έ Θά δ ι στάση νά πραγ ματοποιήση καί τή δεύτερη απειλή του. Ν’ άνατινάξη έ να ολόκληρο οικοδομικό τε τράγωνο από ουρανοξύστες στον αέρα... Ό Μάκ δέχεται ιιιά επίσκεψι καί ένα άγριο ξυλοδαρμό
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, πιό^ νεα ρός αστυνομικός ρεπόρ τερ τού «Νταίηλυ Χέραλντ», έπιστρέψει κουρασμένος από τό γραφείο στο σπίτι κΓ ε τοιμάζεται νά βάλη τό κλειδί στην εξώπορτα, δταν βλέπει έναν κοντόχοντρο άνθρωπο μέ μιά κοπεβαστή ώς τά φρύ δια ρεμπούμπλικα νά τον ζυγώνη. — Γειά σου, μίστερ ΝτάΉ 'Έλλεν παρακολουθεί την Γερ νυ!, του λέει. μανίδα καί την βλέπει νά μπαίνη • Ό Μάκ τον κυττάζει παραξενεμένος, προσπαθώντας νά παραλές κΓ άν ξαναδούνε τό θυμηθή πού έχει ξαναδή αυτό όνομά τους τυπωμένο στήν ε τό βλογιοκομένο μούτρο. Ε φημερίδα, θά σού τσακίσου κείνος δμως δεν τον άφίνει νε τά κόκκαλα. Προς τό πα νά θυμηθή. ρόν πάρε αυτή τήν προκατα — Ωραία τά γραφτά σου βολή!... γιά τον άόοατο θάνατο!, συ Καί, καθώς τού μιλάει, ση νεχίζει μέ ύφος ειρωνικό. Μο κώνει απότομα τή γροθιά νάχα πού 6έν πρέπει νά μπερ του. Πριν προφτάση νά φυλαδεύεις, στις ιστορίες πού χτή, ό Μάκ δέχεται ένα δυνα γράφεις, ονόματα. Τά παι τό χτύπημα στο πρόσωπο διά έχουνε τή γνώμη πώς τά πού τον ζαλίζει. Χιλιάδες
Ο
10
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ννννννννΜΛ^\^1Λννννν^Λνΐ^νν^νννννν\\\\\νννννν\\\νννννννννΐΛνννν*ι>Μ^ννννΛν.νΐ\ΜΛνΜΜΜΛνΐ«ΜΤν^ χρωματιστά αστέρια κάνουν βόλτες γύρω άιτ" τό -κεφάλι του και τά μάτια του θαμπώ νουν. Στηρίζεται στον τοίχο γιά νά μή σωριαστή, τινάζει προς τά πίσω τό κεφάλι νά δίωξη τ^ ζαλάδα πού τον παι δευει κι3 ετοιμάζεται ν5 άντα ττοδώση τό χτύπημα... —■ Σταμάτα νά κάνης τον παλληκαρά!, τον κοροϊδεύει ό άγνωστος. Δεν θά σου βγή σέ καλό.
Ό 1 ζΐμ Γκάψας ττέφτει στο κενό καί χάνεται μέσα στη γη ί
Και την ίδια στιγμή ή γ'ροθιά του διαγράφει ένα καινούργιο τόξο και προάγει ώνεται στο στομάχι του ρε πόρτερ. Ό Μάκ αισθάνεται ξαφνικά πολύ άσχημα. Κόβε ται ή ανάσα του καί λυγί ζουν τά γόνατά του. Αέν^ έχει τό κουράγιο νά κρατηθή ^ορ θός. Πέφτει σαν μεθυσμένος στο πρώτο σκαλοπάτι τής ε ξώπορτας καί^ μένει ακίνη τος. Πριν κλείση τά μάτια καί χάσει έντελώς τις αισθή σεις του διακρίνει κάτι θα μπά. "Ενα μικρό αραπάκι, ό χαζός καί λιχούδης προστά τευα μένος του ό Τζίμ Γκάφας εχει προβάλει ατά την απέ ναντι γωνιά μασουλώντας έ να κομμάτι γλυκό ^καί, κα θώς τον βλέπει νά πέφτη, κρύ βεται στη σκιά... —- Τζίμ! Μή τον άψήσης νά ξεφύγη! ψιθυρίζει καί μέ νει ακίνητος, γιατί οι δυνά μεις του σβύνουν... Ό άραπάκος ακούει καί κολλάει περισσότερο στον τοΐχο. Αλλά καί ό κοντόχον τρος άντρας εχει ακούσει. Μέ τή διαφορά πώς δέ μπο ρεί νά καταλάβη τι λέει ό ρέ πορτερ. Κυττάζει γύρω του μά 8έ βλέπει κανέναν. Ό I ζιμ Γκάψας, σάν νέγρος που είναι, έχει γίνει ένα μέ τό σκοτάδι καί δέ φαίνεται. Γυρίζει πάλι προς τό μέρος τού Μάκ καί του δίνει μιά βυ νατή κλωτσιά στη μέση. — "Άρχισες νά βλέπης κι όλας όνειρα!, λέει. Θά σου χρειαστούν μιά - δυο ώρες
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
1!
νν^,ννννννννννννννννΐΛννννννΐΛΛ\ν\αΜΛννννν\^Λ\\\\νΛ\ννν\νίΐΛΛΤΛνννν\ννννννννΐΛΐ\\\νι\ν^νννΐνΐνννΐΛΜνιννν*Λ
για νά ξυπνήσης, βρομόπαι δο. Σ5 αυτό τδ μεταξύ μττθ“ ρεί νά βάλης μυαλό. Γιατί, την άλλη φορά πού θά συναν τηθούμε, δέ 0ά βγής ζωντα νός από τά χέρια μου... Γυρίζει τις πλάτες, κατε βάζει τά άνασηκωμένα μανί κια του σακκακιοΰ του, ψτειάχνει τή γραβάτα του και απομακρύνεται μέ γοργό βή μα προς τό μεγάλο δρόμο. Ό Τζΐμ Γκαφας ξεκολλάει άπο τον τοίχο, βγαίνει από τη σκιά καί παίρνει τό κατόπι τον κοντόχοντρο άντρα. "Ό ταν τον φτάνει, μικραίνει τό βήμα του φροντίζοντας νά κρατάει πάντα τήν ίδια απόστασι μεταξύ τους... -— Τά μάτια σου... έβδομήνταοχτώ, Τζίμ!, λέει στον εαυτό του. Έδώ θά δείξης ό τι εΐσαι ένας παραγνωρισμέ νος δαιμόνιος ντέτεκτιβ! Δεν πρέπει νά σου ξεψύγη αυτός ό άνθρωπος. "Όσο καλύτερα τά καταφέρεις τόσο και πιο μεγάλη ...φετάρα κέϊκ θά φας ό:πό τήν κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ! Καί, βέβαιος τώρα για τον καινούργιο.... θρίαμβό του, ρίχνει ένα κομμάτι σο κολάτα στο στόμα του καί αρχίζει νά βαδίζη τεμπέλι κα, παρακολουθώντας τον ά γνωστο. Καθώς βαδίζει όμως τεμπέ λικα, δέ βλέπει πώς τό κα πάκι μιας υπονόμου είναι άνασηκωμένο καί πώς μπρο στά του χάσκει μια μεγάλη σκοτεινή τρύπα. Δεν βλέπει
Καθώς τηλεφωνεί, μια αγριοε φωνή άκούγεται πίσω οπτό την 'Έλλεν...
καί.·., μπλούμ! πέφτει μέσα στην υπόνομο καί αρχίζει νά τσαλαβουτάει στά ακάθαρτα νερά... 'Ο επιθεωρητής Τξαίημς Στούαοχ καί οί υ ποψίες του γιά τό Γε ράκι
0
Τ2ΑΙΗΜΣ ΣΤΟΥΑΡΤ, ό επιθεωρητής τής μυστι κής αστυνομίας τής Νέας Ύ-
ϋ . ίίΗΚΙ, 6 Νέοι ΛΜΜΛΜΜΜΛΛΜΜΛΜΜΜΜ^!Ιβ5ββ®ΐί4β/νν&,ν3/νΐνν¥νννν4ΜίΛΛ'ΐ/νί'νν4^'ΐΛ^ί/>Λ/&Ρ' όρκης, είναι ό πρώτος άνθρω πος, που σκοντάφτει έπάνω στον λιποθυμ&σμένο ρεπόρ τερ. — Ό διάβολος νά με πάρη!, λέει καθώς ανάβει τό η λεκτρικό του φανάρι,άν τού τος έ8ώ δεν είναι ό φίλος μου ό Μάκ Ντάνυ! Σκύβει και τον άνασηκώνει και τον βάζει νά καθήση στη ©“κάλα. — "Ε! Μάκ!, του φωνά ζει και τον τραντάζει κρατών τας τον απ' τους ώμους. Αέν πιστεύω νά πέθανες! Ό νεαρός δημοσιογράφος ανοίγει αργά τόι μάτια. Αι σθάνεται έναν πόνο στο στο μάχι κΓ ένα βάρος στο κεφά λι. Βλέπει τον αστυνομικό ε πιθεωρητή και προσπαθεί νά θυμηθή που βρίσκεται... >
Γ
Λ
^
Γ
νω μιαν έπίσκεψι, συνεχίζει αυτός, για νά κουβεντιάσου με καί σε βρίσκω ξαπλωμένο στην εξώπορτα του σπιτιού σου! Τί έγινε; Μήπως σκόν ταψες καί ξάπλωσες στά σκα λοπάτια; — Κόποιος μου έδωκε με ρικές γροθιές, λέει ό Μάκ προσπαθώντας νά χαμογελάση. Τώρα μόλις αρχίζω νά ιαι... —*Δέ πιστεύω νά τού πεί ραξες την αρραβωνιαστικιά καί σ’ έδειρε! — 9Ω! "Οχι... 9 Ηταν άττε σταλμένος, λέει, από κάτι άλλους, καί μ5 έδειρε γιά λο γαριασμό τους, επειδή 6έν τούς αρέσανε αυτά πού γρά
φω. Αέν πρόψτασα νά φυλα χτώ... — Καί τό Γεράκι; Τί έκα νε τό Γεράκι;, ρωτάει καί τον κυττάζει λοξά ό Τζαίημς Στούαρτ. — Τό Γεράκι, απαντάει ό Μάκ προσπαθώντας νά κρύψη ένα αινιγματικό χαμόγε λο καθώς σηκώνεται, ^ ήταν περίπατο καί δεν πρόφτασε νά έπέμβη! Μά τί έρωτήσεις είναι αυτές, Τζαίημς; "Ελα μέσα νά σου προσφέρω ένα καφέ νά κουβεντιάσουμε. Καί ξέρεις, δέν είναι ανάγκη νά μάθη ή μητέρα πώς τίς έφα γα... Θά χάση κάθε ιδέα για τό γυιό της... —Εντάξει, Μάκ! ό άντρας με τό α θλητικό κορμί καί τούς σιδε ρένιους μυώνες έχει την υπό νοια ό Μάκ Ντάνυ, ό γεροδε μένος καί τετραπέρατος έφη βος, έχει κάποια... στενή συγ γένεια με τό θρυλικό Γεράκι, τον Νέον Υπεράνθρωπο. Πι στεύει πως ο νεαρός ρεπόρτερ είναι τό Γεράκι καί πώς τό Γεράκι είναι τό ίδιο πρόσωπο μέ τον νεαρό ρε πόρτερ. Κανείς δέν μπορεί νά τού βγάλη αυτή την ιδέα απ’ τό μυαλό, μά δέ μπορεί νά τό απόδειξη. Ό Μάκ Ντά νυ ξέρει νά γλυστράη σαν χέλι καί χαμογελάει πονηρά όταν του κάνει καμμιά διφο ρούμενη έρώτησι. Αέν έχει βέβαια τίποτα προηγούμενα μέ τον Νέον Υ περάνθρωπο ό επιθεωρητής τής μυστικής αστυνομίας. Ά
ΥΠΕΡΛΝβΡΩΠΟΧ
Μ
νννννννννννννν\Μ'νννννννννννννννννννννν\Λ'ννι\ΐΛΜΜΛΜΛΜΜν\ΜΜΛΜΛ *ΛΜΐΐΛΜΛΛ/\ΜΑΛΜΛΜΛ/νι*ΜΛΛΜ/νΜΛΛΛΜιν»ΛΛι
πεναντίας, έχει λόγους νά τον εύγνωμονή. Γιατί 6 νεα ρός Προστάτης του Δικαίου καί αμείλικτος διώκτης του εγκλήματος, κάθε φορά πού εμφανίζεται μέ την μπλε φόρ μα του και την κόκκινη μπέρ τα μέ τά μαλαματένια κρόσια στους ώμους, προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πατρίδα του και οπήν κοινω νία, βοηθώντας μέ κίνδυνο τής ζωής του τις αστυνομικές αρχές στο έργο τους. Δεν έ χει λοιπόν προηγούμενα, θαυ μάζει καί καμαρώνει τή δράσι του θρυλικού Γερακιού... αλλά Βέν έννοεί νά πιάνεται κορόϊδο! Γιατί είναι πολύ πεισματάρης καί θέλει σώνει καί καλά ν5 άνακαλύψη τό^ μυ στικό τού νεαρού του φίλου Μάκ. Πιστεύει λοιπόν ότι τό Γε ράκι είναι ό Μάκ Ντάνυ, άλ λα δεν ξέρει τίποτα περισσό τέρα απ’ αυτό. Τό μυστικό δυο άνθρωποι τό γνωρίζουν στον κόσμο. 4Η μητέρα τού Μάκ, ή Έλληνίδα κυρία Μάρ γκαρετ, χήρα τού σοφού "Αρθουρ Ντάνυ, καί ό χαζός καί λιχούδης άραπάκος ό Τζίμ Γκάψας. Δεν ξέρει ό Τζαίημς Στούαρτ ούτε μπορεί φυσικά νά τό φανταστή πώς αυτή ή υπερφυσική δύναμι πού έχει τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράν θρωπος, προέρχεται από δυο δαχτυλίδια, τό ένα μέ μπλε τό άλλο μέ πράσινη πέτρα, πού φοράει στά δάχτυλά του ^σί πού πεθαίνοντας τού τά
άφησε μοναδική κληρονομιά ό πατέρας του. -— ^Ηρθα νά κουβεντιά σουμε, Μάκ, τού λέει, καθώς κάθονται καί ή κυρία Μάργκαρετ τούς σερβίρει τον κα φέ. "Ανέκαθεν μ5 αρέσει ν" ακούω τις γνώμες καί άλλων ανθρώπων πάνω στά ζητήμα τα πού μέ απασχολούν. Τί γνώμη έχεις γΓ αυτήν τήν ι στορία τού όεόρατου θανά του; — Τή γνώμη μου τήν έγρα φα, απαντάει ό ρεπόρτερ. Νο μίζω δτι αυτός ό περίφημος ’Έντμοντ Φρέλιχ είναι καποι ος κατάσκοπος, πού εργάζε ται για λογαριασμό μιας ξέ νης δυνάμεως. Οί όροι του, πού μεταδόθηκαν απ’ τό ρα διόφωνο, τό δείχνουν καθα ρά. Είναι πολλοί, πού δέν τούς αρέσει νά υπάρχουν άμε ρικανικά στρατεύματα στην Ευρώπη. "Όπως υπάρχουν κΓ άλλοι, πού 8έ βλέπουν μέ καλό μάτι τήν μεγάλη παρα γωγή ατομικών βομβών και οπλών στις Ηνωμένες Πολι τείες... -—Πιστεύεις πώς θά πραγ μάτοποι ή οη τήν απειλή του; Θ" άνατινάξη δηλαδή τή μισή Νέα Ύόρκη στον αέρα, άν δέν γίνουν δεκτοί οί οροί του; Ό δημοσιογράφος κουνάει τό κεφάλι. — Τό πιστεύω... —- Πώς; Μέ ποιο τρόπο; — Χμ! Αυτό δέν τό ξέρω. Εκείνο όμως, γιά τό όποιο πρέπει νά είμαστε βέβαιοι.
ΓΕΡΑΚΙ,
είναι δτι ό σατανικός αυτός εγκληματίας έχει στα χέρια του μυστικά μέσα καταστρο φής, πού είναι εντελώς άγνω στα σέ μάς. Μπορεί νά σκορπίση τον όλεθρο, χωρίς νά εί ναι εις θέσιν κανείς νά τον συγκράτηση... Θά κάνη τ’ α δύνατα δυνατά μέ την πεποί θησή πώς αργά ή γρήγορα ή Κυβέρνησις καί ό Πρόεδρος τών Ηνωμένων Πολιτειών θά υποκύψουν στις άξιώσεις του... — Αυτό δέ γίνεται!, λέει κοφτά ό Τζαίημς Στούαρτ καί ζαρώνει τά φρύδια. Δεν θά υποκυψουμε! —· Καί δέν πρέπει νά υπο κυψουμε !, συμφωνεί ό Μάκ Ντάνυ... Μονάχα πού μέσα σέ σαράντα οκτώ ώρες πρέ πει νά τον έχουμε εξουδετε ρώσει... Ό έπιθεωρητής ανάβει τσι γάρο καί, καθώς φυσάει τίς τουλίπες του καπνού στο τα βάνι, πετάει τάχα αδιάφορα μια έρώτησι: — Καί τό Γεράκι; Τί λέει γιά όλα αυτά τό Γεράκι; Ό Μάκ τον κυττάζει λο ξά: — Αέν σου είπα καί πρίν πώς έχω μέρες νά τό δώ; ’Έμαθα πώς έχει πονόλαιμο καί κάθεται στο κρεββάτι. Αέν βγαίνει έξω γιατί μπο ρεί νά κρυολογηση... —Αφησε τ’ αστεία, Μάκ! γαβγίζει ό Στούαρτ. — Αέν αστειεύομαι καθό λου, κύριε έπιθεωρητά! άπαν τάει ό νεαρός ρέπορτερ. Εί
Ο
ΝΕΟΣ
σαι μερικές φορές πολύ περί εργος! Μέ ρωτάς γιά κάτι πράγματα... Εκείνος σβυνει νευρικά τό τσιγάρο του στο τασάκι καί καρφώνει τό βλέμμα του στο πρόσωπο τού νεαρού παι διού. —’Άς μιλήσουμε σοβαρά, Μάκ!, λέει. Ή κατάστασις είναι τραγική. Ό κόσμος τρο μοκραττ)μένος άρχισε νά έγκαταλείπη τή Νέα Ύόρκη. Δέκα χιλιάδες· ειδικευμένοι άνδρες τού στρατού καί τής αστυνομίας, έφωδιασμένοι μέ λεπτότατα μηχανήματα ραντάρ τής ξηράς, ένεργούν έρευνες στό κέντρο καί στίς συνοικίες τής Νέας 'Υόρκης προσπαθώντας νά άνακσλύψουν σέ ποιο ο·ημείο πρόκει ται νά χτυπήση αυτή τή φο ρά ό Φρέλιχ. Μέχρι τή στιγ μή αυτή οί έρευνες έμειναν χωρίο αποτέλεσμα. Αέν κατωρθωσαμε νά βρούμε πού έ χει τοποθετημένη τή βόμβα ή τό σατανικό μηχάνημα κα ταστροφής, μέ τό οποίο σχε διάζει ν' άνατινάξη τό οικο δομικό τετράγωνο πού απει λεί. Πρέπει λοιπόν νά φροντίσης νά δής ...τό Γεράκι καί νά τού πής πώς είναι καιρός νά έπέμβη. ’Έχουμε νά κά νουμε μέ μια στρατιά δολο φόνων πού επί κεφαλής τους είναι μιά από τίς σκοτεινό τερες εγκληματικές φυσιο γνωμίες. Δέν φαίνονται δια τεθειμένοι νά υποχωρήσουν μπροστά σέ κανένα εμπόδιο. Ή μόνη λύσις είναι ένα κε>
ΥΠΕΡ.ΛΜβΡ'ηΠΟΖ Μνν\νν\\\\νννν\\ννν\\\ν\\\νννννννΜΛ\ννΐνννννΐνΐ\\\\\νννν\νννΐνννννν \\ΜΛΜΜΜΜΜΜΜΛ^^
·
1$
στο νοΰ του ένα ολόκληρο σχέδιο καί ξέρει τί έχει νά κάνη. Μά δεν έφτασε ακόμα ή ώρα νά κινηθή. Κάτι περι μένει "Ενα τηλεφώνημα περι μένει, πού θά τον βάλη στο σωστό δρόμο. Καί τότε... τά κουβεντιάζουμε, κύρια: Φρέλ«Χ!. -απλώνει σέ 'μιά πολυθρόνα καί ρίχνει μια ματιά στο ρο λόι του. "Έχουν περάσει τά μεσάνυχτα. —"Αλήθεια, χάθηκε καί ό Τζίμ!, λέει. Τί νά έγινε τά χα ό Τζίμ Γκάφας, πού άνέλαβε νά παρακολούθηση εκεί νον τον συμμορίτη μέ τό βλογιασμένο πρόσωπο; _ , "Έχει γούστο νά έκανε πάλι καμμ ι ά και νουργ ι α... γ κάψα! "Όσο νά έρθη όμως τό τηλε φώνημα πού περιμένω ή οσο νά φανή ό Τζίμ, άς πάρω κανέναν υπνάκο. Μά ^δέν έχει καλά - ^καλά προφτάσει νά κλείση τά μά τια του καί τινάζεται άπ5 την πολυθρόνα. Τό τηλέφωνο χτυπάει δαιμονισμένα. Τρέ χει καί αρπάζει τό ακουστι κό. Μιά κοριτσίστικη φωνή άκούγεται από την άλλη ά κρη τού σύρματος: —"Εσύ είσαι, Μάκ; ρω τάει. Μια. Έ,λληγοα'μες» ικανί—Ναί. Ναι. Έγώ είμαι, ■δία φοιτήτρια καί μια "Ελλεν! Λέγε! Σέ ακούω... Γεαμα νΟδα. ^ μπαίνουν "Έχεις νέα; στην Ιστορία μας Ή κοριτσίστικη φωνή δεί χνει κάπως διατακτική. ΕΝ ΕΙΝΑΙ^ ανάγκη . νά —Ναί, Μάκ. "Έχω νέα... τού τό πή πώς πρέπει νά έπέ'μβη τό Γεράκι. Ό Μάκ"Έλα στό πίσω · μέρος τού «Γαλάζιου Παπαγάλου». Θά Ντάνυ έχει πάρει πολύ πιό σέ περιμένω νά. μιλήσουμε. πριν την άπόφασί του. "Έχει
ραυνοβόλο χτύπημα. Και τό χτύπημα αυτό μονάχα ...ό φί λος σου τό Γεράκι μπορεί νά τό δώση! —Νά τον σηκώσουμε λοι πόν με τον... πονόλαιμο απ' τό κρεββάτι; ρωτάει χαμογε λώντας ό Μάκ. —Ναι. Νά τον σηκώσου με!, απαντάει στον ίδιο τό νο ό Στούαρτ. Παρακάλεσέ τον και έκ μέρους μου νά κάνη* αυτή τή θυσία. Κι5 άν κρυολογήση αναλαμβάνω εγώ νά τον στείλω στο νοσοκομείο νά του...κόψουν τις σμυγδαλες! —’Άν είναι έτσι, θά του τό πώ!, λέει ό Μάκ και ξεσπάει ένα άνοιχτόκαρδο γέλιο. Είσαι περίφημος, Τζαί ημς... Ό επιθεωρητής σηκώνεται καί τού δίνει τό χέρι. -—Γειά σου, Μάκ!, τού λέ ει. Καί την άλλη φορά πού θά συναντηθούμε θά σου πώ ενα μυστικό. Θά έχω μάθει ποιος κρύβεται κάτω από την μπλε φόρμα καί την κόκκινη μπέρτα τού Γερακιού καί θα ...γελάσουμε!' —Καληνύχτα, Τζαί ημς καί όνειρα γλυκά! Θό< σέ περι μένω νά...γελάσουμε!
Δ
1β
ΓΕΡΑΚΙ, Ο Ν ΐΟ Ζ
ΛΛΛΑνΐΛ>νΐΛνΜΐ%ΑΜΛΜΛΐΙΙΑΑΛνΜΛΑΐιννΐ^ΑΛΑ/ΜΛΛΑΛΛΛΛΛΛΛΛννν\Λ/νΐΛΑίνΐν4ΑΛ* ΜΜΜΙΜΜΜίνννίΜίΜΜ/ΜίννννννΜΙΜνΜΜίΜΙΜ
—"Έφτασα, "Ελλεν! Περίμενέ με! "Αφίνει τό ακουστικό, κα τεβαίνει βιαστικά τις σκά λες, μπαίνει στο μικρό γκρί ζο αυτοκίνητό του και'ξεκι νάει αμέσως. Αυτό είναι τό τηλεφώνημα πού ττερίμενε καί ή καρδιά του χτυπάει χαρού μενα. Ή Έλλεν Τζόρνταν κο:τάφερε λοιπόν νά μάθη τά νέα πού του χρειάζονται. Τούτο τό κορίτσι είναι μια Έλληνοαμερικανίδα παλιά συ μ μαθή τρια του στο Κολλέγιο, πού πριν δυο βδομάδες την συνάν τησε τυχαίως, ύστερα από πέντε χρόνια, καί ξανάγιναν όπως πρώτα φίλοι. Μια λε πτή καί αγνή φιλία τούς συν δέει. —"Έμαθα πώς έγινες δη μοσιογράφος, Μάκ, τού είπε όταν συναντήθηκαν. —Ναί. Είμαι δημοσιογρά φος, "Ελλεν. —Τί λές; Μήπως σου χρει άζεται κανένας βοηθός; ΌΜάκ Ντάνυ τήν κυττάζει ξαφνιασμένος. ■—Γιατί ρωτάς, "Ελλεν; —Θέλω νά γίνω κΓ εγώ ρεπόρτερ, Μάκ. Θά σέ βοηθή σω σέ πολλά πράγματα. Τί λές; Μέ^ παίρνεις; Ό Μάκ δέν έδωσε αμέσως άπάντησι. Τό "ίδιο βράδυ ό μως έκανε κουβέντα γΤ αυτό τό( θέμα στον αρχισυντάκτη τού, τον κ. Πήτερ "Έμορυ. ΚΓ έκείνος δέν είχε άντίρρησι. Τήν άλλη μέρα πήγε στο ραν τεβοΰ πού είχε μέ τή φίλη του. Τον περίμενε σ’ ένα κεν τρικό ζαχαροπλαστείο καί
ρουφούσε ηδονικά τή γρανίτα της. Μόλις τον είδε έγινε ολόκληρη ένα ερωτηματικό: —Λοιπόν, Μάκ; ρώτησε. —Έν τάξει, "Ελλεν! "Από σήμερα γίνεσαι βοηθός μου! Μονάχα πού πρέπει νά τό μάθης άπ" τήν αρχή. Τό ε πάγγελμα πού διάλεξες δέν είναι...κοσμική κίνησι. Είναι σκληρό καί δύσκολο επάγγελ μα. ,λΑς αφήσου με πού ειδικά τό αστυνομικό ρεπορτάζ κρύ βει κΓ ένα σωρό κινδύνους... —Μαζί σου δέν φοβάμαι τίποτα, Μάκ! —Σύμφωνοι, "Ελλεν. "Από σήμεςα θά γίνουμε παρέα! Αυτή τήν κοπέλλα, τήν "Ελ λεν Τζόρνταν, τή βοηθό του, πηγαίνει ν" άνταμώση, αυτήν τήν προχωρημένη ώρα πίσω από τό νυχτερινό κέντρο τού λιμανιού ό Μάκ Ντάνυ. Ή "Ελλεν από νωρίς τ’ άπόγεμα είχε άναλάβει νά παρακο λούθηση μια μεσόκοπη ϋ ερμανίδα, πού τον τελευταίο καιρό μπερδευότανε μέ λογής - λογής κατακάθια τού ύποκέσμου καί πού ή φωνή της είχε κινήσει ώρισμένες υπο ψίες τού νεαρού ρεπόρτερ. Μια τρελλή ιδέα τού ήρθε στο νού όταν ακούσε τή γραμ ματέα τού Έντμοντ Φρέλιχ τό μεσημέρι νά απειλή καί νά ύπαγορεύη τούς όρους τού σατανικού έγκλήματος. —-Αυτή ή φωνή. Αυτή φω νή. Κάτι μού λέει πώς δέν εί ναι άγνωστη αυτή ή φωνή. Κάτι προσπαθούσε νά θυμηθή ό Μάκ. Πού τήν είχε ξα νακούσει αυτή τή φωνή άγω-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
^Λ^νννν^ινΐ/νι^/ννννίΛΛΛ/νί^νννννννν^/νννννννΛ* /νννννννννίΜνιηι/νίΛΜίνΜ/νννηΜΜΛ/ννννΜ/νν^^ νιζότανε νά θυμηθή και ξα φνικά πίστεψε πώς θυμήθηκε. —Αυτή ή φωνή είναι τής ’Αννύ Γκάρντερ, είπε. Τής με σόκοπης Γερμανίδας πού ερ γάζεται στο τσίρκο Ρίβολι, τού Μανχάταν. Είναι εκείνη πού διευθύνει τό τμήμα σκο ποβολής. ίήν έχω ακούσει χί λιες^ φορές^ νά βγάζη λόγο στούς_ πελάτες και νά μιλάη μέ στόμφο για τά έπαθλα πού κερδίζουν οι νικητές. "Ένα λεπτό αργότερα έδι νε οδηγίες στήν "Ελλεν: —θά τήν παρακολούθη σης. Αυτή ή Γερμανίδα δεν μου άρεσε ανέκαθεν. Αλλά α πό σήμερα τό μεσημέρι άρ χισε νά μή μ3 άρέση πιο πο λύ. Θέλω νά μάθω μέ ποιους έχει γνωριμίες αυτή ή Γκάρντερ, "Ελλεν. "Οταν εχης νέα νά μου τηλεφωνήσης αμέσως. "Ο,τι ώρα και ν&ναι, θά κά νης ένα τηλεφώνημα. Μή σέ νοιάζη άν μέ ξυπνήσης. τό έχης τό τηλεφώ, είπε τό κορίτσι απλά. Θά σου τηλεφωνήσω ις έχω νέα της...
ι/
κρής αυτής πόλεως των παιχνιδιών κυκλοφορούν χιλιάδες ι πού είναι γεμάτη V 3 5 λ ατμόσφαιρα απο χαρούμενα ' άπό μουσική και άπό^ πικάντι κα τραγουδάκια πού μεταδί δονται μέ μεγάφωνα. ΟΙ πε ριστρεφόμενες κούνιες, τά μικρά αυτοκινητάκια πού τρέ τα Λ ιναΛ ν σε μια πού πίστα, τά αεροπλανάκια πού κοινούν βόλτες σέ μια ακτίνα έκατό μέτρων, στερεωμένα σε γερά ελάσματα, στήν κο ρυφή μιας κολώνας, οι σπη λιές μέ τά μαγικά κάτοπτρα, τά αλεξίπτωτα κΓ ένα σωρό άλλα καινούργια καί παλιά παιχνίδια 8έν σταματούν ού τε λεπτό νά δουλεύουν. Ή "Ελλεν Τζόρνταν πλη ρώνει ένα εισιτήριο καί μπαί νει στο τσίρκο. Παρακολου? εκείνους που διασκεοάκαί προχωρεί προς τά περίπτερα σκοποβολής. ΈΒώ δεν τραβάει μονάχα τό θέα μα αλλά και τό κέρδος. Για τί έκεΐνος πού θά πετύχη τό Ή 'Έ,λλεν ανακαλύπτει θά έχη μόνο την εύενδιαφέροντα πράγμα ι νά δή μερικά νευτα και πέφτει σέ ασχή ρόσπαστα νά κάνουν εξωφρε ρα χέρια νικές κινήσεις, πού σού έρ χεται νά ξεκαρδίζεσαι, αλλά Ο ΤΣΙΡΚΟ Ρίβολι, πού ^ έχει έγκατασταθή στήν θά^ πάρη καί δυο δολλάρια για βραβείο. Είναι ουρά λοι καρδιά τού Μανχάταν, φεγ πόν αυτοί που περιμένουν τή γοβολάει σκορπίζοντας τόξα σειρά τους καί κρατούν από φωτός προς όλες τις κατευ θύνσεις. Εκατοντάδες αυτο ένα πράσινο κουπόνι στο χέ κίνητα έχουν «αράξει» στήν ρι. Αυτό θά δώσουν για νά του και μέσα στους αποκτήσουν τό δικαίωμα συμ ευρύχωρους της μιμετοχής στον αγώνα,
Τ
1© · Μ«ΜνΜΐνννννΜΜνΜΜ»ννΜΜΜΜ^Μ^
.
*Η κοπέλλα αγοράζει δυο τέτοια κουπόνια απ’ τη θυ ρίδα που υπάρχει δίπλα στο περίπτερο και μπαίνει στην ουρά. Ή "ΕλΑεν είναι ένα γλυκό, μελαχροινό κοριτοι
Η τρομερή Γερμανίδα χτυπάει ά λυπητα τον νεαρό ρεπόρτερ!
ιέ σκούρα μάτια καί μαύρα χαλλιά. Ή ομορφιά της καί γο θάρρος της μιλούν από χακρυά. "Έξυπνη καί σβέλγη, χειροδύναμη καί γυμνα σμένη, είναι πρωταθλήτρια στο μπάσκετ - μπώλ καί ό
ΓΕΡΑΚΙ, Ο
ΝΕΟΣ
λοι την θαυμάζουν όταν κα τεβαίνει στο γήπεδο μέ τά χρώματα τής ομάδας «Άστρα πή», στην όποιαν ανήκει. Μέ την πρώτη ματιά ή Έλλεν ξεχωρίζει την μεσόκοπη Γερμανίδα που την ενδιαφέ ρει. Είναι όπως τής την έχει περιγράφει ό Μάκ Ντάνυ. Μια χοντρή γυναίκα μέ κόκ κινα μαλλιά καί γατί οι α μά τια. "Ενα ψεύτικο χαμόγελο κρέμεται στα χείλη της, κα θώς μιλάει στους πελάτες τού περιπτέρου της. Μιλάει καλά τά αμερικάνικα, άλλά ένα προσεκτικό αυτί μπορεί νά διακρινή την ξενική προ φορά της. Ή Άννύ Γκάρντερ έμεινε στο τσίρκο ώς τί.ς 11 τό βρά δυ. "Υστερα παραδίνει υπη ρεσία σέ μιαν άλλη συνάδελ φό της, πηγαίνει στο βάθος τού περιπτέρου, βγάζει τή ρόμπα μέ τό μονόγραμμα τού Ρίβολι καί σέ λίγο ξαναφαί νεται ντυμένη μ" ένα άνοιχτόχρωμο φόρεμα καί κατευθυνέ τα ι προς την. έξοδο. Ή 'Έλλεν την παίρνει τό κατόπιν προσπαθώντας νά δε ίχνη όσο γίνεται πιο αδιάφορη. ιΗ Γερμανίδα περνάει τή μεγάλη λεωφόρο, διασχίζει τό μικρό πάρκο πού βρίσκε ται απέναντι ακριβώς άπ" τό τσίρκο καί μπαίνει σέ μια πάροδο. Έκεϊ τήν περιμένει ένα αυτοκίνητο. Κάποιος πού είναι στο βάθος του καί δεν φαίνεται, ανοίγει τήν πόρτα. Ή Γκάρντερ επιβιβάζεται καί τό αυτοκίνητο ξεκινάει.
■V η Ε Ρ ΑΝΘ Ρ ΩΠ Ο Σ ΜΜΜΜΙΙΙΙΜΙΙΜΙΜΜΜΙΙΜ^^ Ή "Ξλλεν σταματάει ένα ταξί. —Παρακολούθησε αυτό το αυτοκίνητο, λέει στον σωφέρ. ’Άν 6'έν μάς μυριστούν,. 8ά πληρωθής καλά. Τά δυο αυτοκίνητα, το ένα πίσω από τ3 άλλο, διασχί ζουν τους κεντρικούς δρόμους κΓ υστέρα κατηφορίζουν προς τό λιμάνι. Εκεί, κοντά ο”τσνι «)Γαλάζ ι ο Π απσγόχλο», τό αμάξι τής Γκάρντερ σταματάει. Ή κοκκινομάλλα Γερ μανίδα κι3 ένας ψηλός άν τρας μέ ναυτικό κασκέτο, κα τεβαίνουν. Ή 'Έλλεν τούς βλέπει νά μπαίνουν στο νυ χτερινό αυτό κέντρο του λι μανιού. Πληρώνει τό ταξί καί τούς ακολουθεί. Ή μεγάλη αίθουσα του «Γαλάζιου Παπαγάλου» είναι γεμάτη από λογής γ λογής ανθρώπους. Ναυτικοί, έμπο ροι πού συζητούν γιο; τούς ναύλους, επιβάτες πού μόλις έφτασαν η πού πρόκειται σέ λίγο νά ταξιδέψουν, ναύτες καί στρατιώτες. Ή Γερμανί δα. καί ό άνθρωπος πού την συνοδεύει, πηγαίνουν κατευ θείαν στο μπά^ο. Αλλάζουν μερικές κουβέντες μέ τον μπάρμαν καί προχωρούν στο βάθος τού κέντρου. ιΗ "Ελλεν τούς βλέπει νά χάνοονται πίσω από μιά μικρή πόρτα πού κλείνει αμέσως πίσω τους. Κάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει ένα ποτό. —Εΐσθε για ταξίδι;^ρωτά ει ό μπάρμαν καθώς τη σερ βίρει.
\9 -3Όχι. Περιμένω κάποια μου πού έρχεται μέ τό ικτώρια» απόψε, αποκρίνε ται ή καπέλλα. Ξέρετε τί ώ; τάνει τό πλοίο; Ό μπάρμαν κυττάζει τό
4Η φλόγα πλησίαζες ολοένα προς τό κιβώτιο μέ τό δυναμίτη.
ρολόι του. —Θά περιμένετε τουλάχι στον μιά ώρα ακόμα, λέει. 4Η "Ελλεν παραγγέλνει κΓ άλλο ένα ποτό. Πίνει σιγά σιγά καί μέ την άκρη τού μα τιού της παρακολουθεί την
20
ΓΕΡΑΚΙ,
ΛΛVV^VΜΛV^VΛί^Λ\^/^VιVVV^Vι\^VVVVVVηVVVVVη\VVVVVVVVVιVι\’^VVVVVVV
πόρτα του βάθους. "Ένας κοντόχοντρος άντρας έρχεται και καθεται δίπλα της. Δεί χνει πολύ νευρικός. --Γειά σου, άμίκο Τζούλιο!, λέει του μπάρμαν. Δώ σε μου κάτι νά ξεδιψάσω. Ό μπάρμαν σπρώχνει πρός τό μέρος του ένα ποτήρι οΰιΟ'κυ και πηγαίνει κοντά του. —-"Έχεις νέα; ρωτάει χα μηλόφωνου Ό κοντόχοντρος άντρας ρί χνει μια ματιά γύρω του. 4Η Έλλεν αδειάζει αδιάφορα το ποτήρι της. Τό αυτί της ό μως είναι στυλωμένο και α γωνίζεται νά άκούση. —-"Έχω κάτι χαρτιά στην τσέπη μου, λέει αυτός. --—Ή Φροϋλάΐν είναι μέο·α καί περιμένει, λέει ό μπάρ μαν καί δείχνει μέ μιά έλαφρή κίνησι του κεφαλιού την πόρτα του βάθους. Είναι κΓ ό Φρίντιοφ μαζί της. —'Τί έμαθες; -—Θά γίνη τό γλέντι με θαύριο. Τό αφεντικό είναι ζό ρι κο καί δέν του αρέσουνε οι παλληκαράδες. Θά χοροπηδη σου με γιά καλά. "Ολοι ο! δι κοί μας θά βρίσκονται στο τσίρκο. "Εκεί δέν έχει φόβο. Ή κοπέλλα αρχίζει νά καταλαβαίνη. 4Ο Μάκ Ντάνυ 6έν έπεσε έξω, πού τής ανέ θεσε την παρακολούθησι τής Γκάρντερ. Κάτι ύποπτο μα γειρεύουν εδώ. ΟΙ διφορούμε νες λέξεις 6έν τής αρέσουν. Τα «χαρτιά», τό «γλέντι», τό «θά χοροπηδήσουμε γιά κα λά», τό «οι δικοί μας», είναι κουβέντες πού σέ βάζουν σέ
Ο ΝΕΟΙ
νννίΛΛΛ-νννννΤΛνϊΛ }ΛΛΜΛΛΜΛηηΛΛΛηΜ/\ΜΙ
υπόνοιες. Πληρώνει καί πη γαίνει προς τον τηλεφωνικό θάλαμο, πού βρίσκεται στο βάθος τού μαγαζιού, έξω α πό τη χαμηλή πόρτα πού πέ ρασαν λίγο νωρίτερα ή Γερ μανίδα καί ό άντρας μέ τό ναυτικό κασκέτο. Σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν καί τηλεφωνεί στον Μάκ: —"Έλα στο πίσω ^έρος τού «Γαλάζιου Παπαγαλου». "Έχω νέα. Σέ περιμένω νά μιλήσουμε. "Αψίνει τό ακουστικό καί ξαφνικά νοιώθει κάτι παγω μένο ν’ άγγίζη στα νεφρά της. Ό κοντόχοντρος άντρας, πού μιλούσε λίγο πιο πριν μέ τον μπάρμαν, είναι πλάι της. —’Άν αγαπάς τη ζωή σου, κοριτσάκι, μη βγό:λης τσι μουδιά, τής λέει. "Ακόυσα τί τηλεφώνησες. Αυτά τά νέα πού ξέρεις θέλω νά τά μάθω κι" εγώ. Τό περίστροφό μου μπορεί νά σου φυτέψη γλυκάγλυκά δυό σφαίρες στα ωραία σου νεφρά, άν θέλης νά παραστήσης την έξυπνη. Λοιπόν, προχώρα καί τσιμουδιά. 'Η "Έλλεν αισθάνεται την παγωμένη κάννη τού πιστο λιού στη μέση της καί δέν μι λάει. "Ένα βιαστικό χτυπο κάρδι την παιδεύει. Βγαίνει πρώτα άπ" τον τηλεφωνικό θάλαμο. ^ Ό άγνωστος έρχε ται ξοπίσω της. ? — ίΧτύττα τρεις φορές σ" αυτή τήν πόρτα, τής λέει. Θά μάς ανοίξουν αμέσως. 4Η κοπέλλα δέν μπορεί νά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
11
ΙΛΛ·νννΐ^ννννννν4ΛΛΛΛ^ν*ΛΛΛν4Λίννϊ»νΐΛΛΛΛΛΛΛΛΛ«««««^ϊ/ννϊ/ί/ϊΛΛ/ΙΛΛΛ/ ίΟΛΛΛ/^ϊβ«β«/^1«Λ«ΛΛΛΛ«/4ΛΛ««/νν®«Αββ««/ϊ/5Λ«««ί
εργο. Δέν ακούει νά έρχεται καμμιά άπάντησι. Καί όμως δέν μπορεί νά γελάστηκε. Ε δώ του είχε ορίσει συνάντησι. —'Έλλεν!, ψιθυρίζει χα μηλόφωνα. "Ελλεν! Τούτη τή φορά έρχεται ή άπάντησι. 5Αλλά είναι μιά άπάντησι πού τον γεμίζει α γωνία καί παγώνει τό αίμα του. —Φυλάξου, Μάκ!, άκούγεται σπαραχτικά ή κραυγή τής κοπέλλας. Φυλάξου! Σου έ χουν στήσει παγίδα... Μέ κρατάνε δεμένη! Ό νεαρός ^ ρεπόρτερ άκου; ει κάτι σά βόουβο πάλης καί Μέ τή σειρά του ό Μάκ Ντάνυ πέφτει κ·ι* αυ ή φωνή τής "Ελλεν πνίγεται, σάν κάποιος νά τής κλεινή τός σέ άσχημα χέρια απότομα τό στόμα μέ τό χέ ΤΟ μεταξύ αυτό, ό Μάκ ρι του. Οδηγημένος από τήν Ντάνυ έχει ξεκινήσει α σπαραχτική κραυγή, σαλτάπό τό σπίτι του καί, χωρίςρει σά βολίδα πρός τό μέρος φυσικά νά ξέρη τί έχει μεσο της. λαβήσει, κατηφορίζει μέ τό —-Κουράγιο, 'Έλλεν!, φω μικρό αυτοκίνητό του πρός νάζει. τό λιμάνι. Καί τότε, μέσα στο μισο Ξέρει που εΐναι ό «Γαλά σκόταδο, από διάφορα ση ζιος Παπαγάλος». Στο πίσίο μεία αστράφτουν γλώσσες μέρος του, εκεί πού θά τον φωτιάς καί ό νεαρός δημοσιο περιμένη ή 'Έλλεν Τζόρνταν, γράφος καταλαβαίνει πώς υπάρχει ένας στενός, κακό- βρίσκεται ανάμεσα σέ δια φωτισμένος δρομάκος, μέ α σταυρούμενα πυρά καί κυλιέ ποθήκες καί μικρομάγαζοι ται στο έδαφος. Οί σφαίρες ναυτικών ειδών. Αυτή τήν ώ σφυρίζουν πάνω απ’ τό κε ρα είναι έρημος. Κατεβαίνει φάλι του σάν αφηνιασμένες απ’ τό αυτοκίνητο καί κυτμέλισσες. Τώρα θά τούς δείτάζει γύρω. ξη αυτός πώς πολεμάνε. Τό 'Ένα γλυκό σφύριγμα βγαί δαχτυλίδι μέ τήν μπλε πέτρα νει άπ5 τά χείλη του. Είναι βρίσκεται στο χέρι του. Κα τό σύνθημα άναγνωρίσεως με θώς όμως δοκιμάζει νά τό ταξύ τους. Μά, πράγμα περί φέρη στο στόμα του, κάτι 6α° κάνη διαφορετικά. Ή πόρτα ανοίγει και, καθώς περνάει τό κατώφλι της κάμαρης, βλέ πει ανάμεσα στους καπνούς των τσιγάρων την ’Αννύ Γκάρ ντερ καί πέντε - έξη κακο μούτσουνους άντρες, που κά θονται γύρω από ένα τραπέ ζι νά την κυττάζουν παραξενεμένοι. —Δεν είναι τίποτα!, λέει εκείνος πού τη συνοδεύει κα θώς ρίχνει τό πιστόλι στην τσέπη του. Μια σπιούνα τής αστυνομίας είναι, πού την α κόυσα νά κάνη ένα τηλεφώνη μα σέ κάποιον. Την έφερα για μια μικρή άνάκρισι...
Σ
22 ' ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΣ νΐΜ^ΜΛ/τ44ΑλΜΛ&%44ΜΑΜΜΜ1/Μνΐ/}ΝνΐβΑ/^/νΜΜ/ΜΜΜΜΐΜΐ(ΐΜΜΜΜΜΜΛΜνΜ/νΜΜΜΝΜΐνΜννΜΜΑΛ/νννννΐΜ>ΜΜΙΙΙ στέκει μπροστά του μέ τά ρυ πέψτει απάνω του σάν μο λύβι και τού κόβεται ή ανά χέρια στη μέση. Τά γατί σι α σα. Κάποιος έχει ζυγώσει ύ μάτια της είναι γεμάτα έχπουλα κοντά του... θρα. ^ ^ Ή κοκκινομάλλα Γερμανί —“Λοιπόν, τώρα θά μάς πής δα πέφτει απάνω του καί τον βυζανιάρικο, ποιος σ’ έστει κρατάει άκίνητοί ανίκανο νά λε νά μπερδευτής στά πόδια κάνη την ελάχιστη κίνησι. μας. ’Άν φανής έξυπνος, μ.πο Τά μπράτσα της είναι γερά ρεί ό αρχηγός νά σου χαρίση σαν ατσάλι. τή ζωή. ’Άν όμως θέλης νά —Φέρτε σκοινί νά δέσου παραστήσης τό ζόρικο, νά τό με τδ σπιούνο!, φωνάζει. ^έρης^ πώς θά πέρασης πολύ Καί σηκώνει τη βαρεία άσκημα. γροθιά της καί την κατεβάΌ Μάκ δέ μιλάει. Τό βλέμ V Λ Ο^ Τ / ' ςει με ουναμι στο πρόσωπό μα του είναι καρφωμένο στο του. Είναι ή δεύτερη φορά ' χλωμό πρόσωπο τής "Ελλεν. μέσα σέ δυο μέρες, που δ Ή κοπέλλα προσπαθεί νά του Μάκ Ντάνυ βλέπει χιλιάδες δόση κουράγιο μ" ένα χαμό χρωματιστά αστέρια νά κά γελο. Τής χαμογελάει κΓ αυ νουν αττο το κετός. Ή αδελφική φιλία τους του και χάνει τις αι άττ" τά μαθητικά θρανία του σεις του. κολλεγίου έχει γίνει τώρα^ έ * * * να πιο τρυφερό καί πιο αν "Οταν ανοίγει τά μάτια θρώπινο αίσθημα καί ό ένας του, βρίσκεται σέ μια στενή τρέμει γιά τή ζωή του άλλου. κάμαρα, ^ δεμένος απάνω σέ —Λοιπόν; Τί θά κάνης; μιά καρέκλα. ^ Τά χέρια του ρωτάει πάλι ή Γερμανίδα κι" δέν μπορεί νά τά χρησιμο ή άγρια φωνή της θρυμματίποίηση. Είναι δεμένα πίσω, ή. Τί έχεις νά στη ράχη τής καρέκλας. "Α μας πης; πέναντι του ακριβώς, στην —Τίποτα δέν έχω νά πώ!, άλλη άκρη τής κάμαρης, κάθε αποκρίνεται ό Μάκ. ται χλωμή, μέ δεμένα τά χέ Τά μάτια τής Γκάρντερ ρια κΓ .ή "Ξλλεν. Τά μάτια στενεύουν καί γυρίζει ττρός της είναι δακρυσμένα καί τον τό μέρος του ενός άντρα. κυττάζουν μέ θλΐψι. —"Άντε λοιπόν, Μττρούκ!, "Ανάμεσα τους πηγαινοέρ Λοστού ένα γερό μαθηματάκι χονται σαν λυσσασμένα α νά βάλη γνώσι αυτός ό πι γρίμια, ή Άννύ Γκάρντερ καί τσιρίκος. δυο γεροδεμένοι άντρες. "Ο Ό Μπρούκ, πού έχει ένα ταν τον βλέπουν νά συνέρχε μούτρο ουρακοτάγκου, χαμο ται, αλλάζουν μερικές κου γελάει, κάνει μερικά βήματα βέντες μεταξύ τους, χαμηλό-' κΓ έρχεται καί στέκει μ" α ψωνα. "Υστερα ή κοκκινομάλ νοιχτά τά πόδια μπροστά στον δεμένο ρεπόρτερ. Άνσ** λα Γερμανίδα έρχεται καί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λκ
Μ Μ/ΜΛΑ/νΜΐνΐίΙΜΜΑ/1!ΜΜΛΜΙΙΜΛΜΜΜΛΜΛΛ/ΜΙΜ/Μ/ΜΙΜΜΜΜ/ννΜ/ΜΐΜΐννΐΜ
σηκώνει τό πεσμένο παντελόνι του και τό βαρύ χέρι του πέφτει μέ δ ύ να μι στο πρόσω πο του παιδιού. Ό Μάκ αι σθάνεται ένα δυνατό πόνο, μά 6έν ξεφωνίζει. Σφίγγει τά δόντια καί μονάχα στα μάτια του φεγγοβολάει ή άπόφασι νά έπιμείνη. Μια δεύτερη γροθιά τον ζαλίζει. Ή τρίτη κι5 ή τέταρτη, πιο δυνατές απ’ τις πρώτες, κάνουν τό κε φάλι του νά κρεμαστή στο στήθος. —Μάκ!, φωνάζει μέ απελ πισία ή "Ελλεν. Μάκ! Την ακούει καί προσπαθεί νά τής χαμογελάση. Μά δεν έχει τη δύναμι. Μια πέμπτη γροθιά τον κάνει νά χάση την αι'σθησι τού έξω κόσμου. Γέρνει τό κεφάλι του καί μέ νει ακίνητος. "Από τη μύτη του κί’ από τά δόντια του τρέ χει αίμα. — Δολοφόνοι! Κακούρ γοι!, σπαράζει ή "Ελλεν καί αγωνίζεται, καθώς είναι δε μένη, νά τον πλησιάση. Τον σκοτώσατε! "Ά, Θεέ μου, τον σκοτώσατε! —Έσύ βούλωσε τό στόμα σου!, τής λέει ό ένας από τούς δυο άντρες. Σέ λίγο θάρθή ή σειρά σου. —Ριχτέ του έναν κουβά νε ρό στο κεφάλι νά ξελιποθυμήση, διατάζει ή Γερμανί δα. "Οταν ξανανοίξη τά μά τια, μπορεί νά έχη λυθή ή γλώσσα του. Εμπρός, τι κά θεσαι, Μπρούκ; Ό άλλος έχει φέρει κιό λας τον κουβά μέ τό παγω μένο νερό. Τον παίρνει ο
Μπρούκ καί τον αδειάζει μέ δυναμι στο κεφάλι τού Μάκ. Τό κρύο νερό τον στ/νεφέρνει κάπως. "Ανασηκώνει τό κε φάλι καί ανοίγει τά μάτια. —Περιμένω νά μάθω αν α ποφάσισες νά μιλήσης, λέει ή Γκάρντερ καί ανάβει τσι γάρο. Πες μου τί ξέρεις; Ό νεαρός ρεπόρτερ κουνά ει τό κεφάλι. —"Ενα μονάχα ξέρω, λέει μέ φωνή πού μόλις άκούγεται. Έσύ καί τό αφεντικό σου, ό "Εντμοντ Φρέλιχ, μα ζί μέ την πο:ρέα σας θά ψηθήτε σύντομα στην ηλεκτρική καοέκλα. Η
Τά δυο παιδιά μένουν μόνα μέ συντροφιά τό Ιθάνατο
ΓΚΑΡΝΤΕΡ ^ δαγκώνει τά χείλια καί τό βλέμ μα της σκοτεινιάζει. —Αυτό τό βρωμόπαιοο ξέ ρει πάρα πολλά!, γρυλλίζει. Εμπρός, Μπρούκ, δέ χρειά ζεται νά περιμένουμε περισ-, σότερο. "Αποτέλειωσέ τον μέ το περίστροφο. Μιά σφαί ρα στο σβέρκο καί θά πάψη νά θυμάται μερικά πράγμα τα που μονάχα οι δικοί μας πρέπει νά ξέρουν. "Υστερα καθάρισε κΓ αυτό τό παλιο κόριτσο. "Έτσι θά ξεμπερδέ ψουμε χωρίς χασομέρια μαζί τους. Μιά σφαίρα γΓ αυτόν καί μιά σφαίρα γιά κείνην. Θά πάνε αγκαλιά, τά πουλά κια μου, στον Παράδεισο! ” Καί ξεσπάει σ’ ένα απαί σιο γέλιο. Ό Μπρούκ βγάζει τό περίστροφο απ’ την τσέπη
Η
Μ ΓΕΡΑΚΙ, Ο Ν 10 1 Μ/\ιΐΛΜΛΜΜΜΛΛΜΛΜΜΜΧ\ΜΜΜΛΜΛΜΜΛ\ΛΛΜΜΛΜΜΜΜΛΜΛΛΜΙ\ΜΜΜΛ/νν\ΛΜΜΛΜΛΛΛΜΛΛΙ\ΜΛΛ/\ΛΛΜΛ\ννννν\ΛΛ/*ι του, τραβάει την άσφάλεια καί περνάει τό δάχτυλο στην σκανδάλη. Κάνει ένα βήμα προς τον Μάκ. —-"Όχι! "Όχι! ^ Μή τον σκοτώνετε!, ουρλιάζει ή Έλλεν και τά μάτια της έχουν γεμίσει απελπισία και τρό μο. Μάκ, φυλάξου! 3Αλλά τούτο είναι μιά εί~ ρωνία. Μέ ποιόν τρόπο νά φυλαχτή; Πώς είναι δυνατόν νά Φϋλαχτή άπ© την κάννη ενός πιστολιού ένας άνθρωπος, πού είναι δεμένος χειροπόδα ρα σέ μια καρέκλα, ανίκανος νά πραγματοποίηση την ελά χιστη κίνησι; Ό Μάκ περιο ρίζεται νά χαμογελάση και τής στέλνει ένα βλέμμα γε μάτο λατρεία. Θέλει τώρα πού είναι νά πεθάνη, νά ό;γκαλιάση μέ τό βλέμμα του για τελευταία φορά τό γλυ κό πρόσωπο τής 'Έλλεν. —-Μιά στιγμή, Μπρούκ!, διατάζει ή Γκαρντερ. Θά τούς στείλουμε στον άλλο κόσμο μ5 έναν πιο γλυκό τρόπο. Ό θάνατος μέ μιά σφαίρα είναι πολύ μονότονος. Θέλω νά υ ποφέρουν αυτά τά παλιόπαι δα περισσότερο. Ό Μπρούκ την κυττάζει τταραξενεμένος. —Δηλαδή; ρωτάει. —Φέρε το δυναμίτη. Γυρίζει στον άλλο. -—-Έσύ δέσε σέ μιά καρέ κλα αυτό τό όμορψοκόριτσο! 'Έτσι ό ένας απέναντι στον άλλον καθισμένοι, θά περά σουν ένα τέταρτο ευχάριστο, όσο νά τιναχτούν σάν άγγε λοι στον αέρα,..
Ό Μάκ αισθάνεται μια καινούργια αγωνία, καθώς β*Αέπει τον Μπρούκ νά ρίχνη τό περίστροφο στην τσέπη του και να σηκώνη από μιά γωνιά του δωματίου ένα μι κρό κιβώτιο. Τό παίρνει καί τό άκουμπάει στο πάτωμα, στη μέση τής κάυαρης. 'Ο νεαρός ρεπόρτερ δέν μπορεί νά καταλάβη. Μά πώς είναι δυνατόν μέσα στο κέντρο των προκυμαιών τής Νέας Ύόρκης νά ετοιμάζουν μιά εχρηξι μέ δυναμίτη; Τόσο λοιττον ηλίθιοι, είναι νά διακινδυνεύ σουν, ενώ μπορούσαν μέ δυο σφαίρες νά τελειώνουν; Δέν αργεί όμως νά καταλάβη.,. —Θά λυπηθώ πολύ πού θά θυσιάσω αυτό τό εξοχικό σπι τάκι γιά τό χατήρι σας, νεα ροί σπιούνοι, λέει γελώντας ή Γκαρντερ. Μά αξίζει τον κόπο νά παιδευτήτε λίγο. "Έ πειτα, δυο πτώματα μέ σφαί ρες στο κρανίο δημιουργούν υπόνοιες κΓ ένα σωρό άλλες φασαρίες. Ένώ έτσι όλα θά πάνε μιά χαρά. Δέ θά βρούνε ούτε τή στάχη σας. Τώρα μονάχα 6 Μάκ κα ταλαβαίνει. "Οταν τον χτύ πησαν στο στενό δρομάκο, στο πίσω μέρος του «Γαλά ζιου Παπαγάλου», τον φόρ τωσαν μαζί μέ την "Ελλεν σ' ένα αυτοκίνητο καί τούς με-· τέφεραν εδώ. —Βάλε καί τό φυτήλι, Μπρούκ!, διατάζει ή Γέρμανίδα. · Ό άνθρωπος πού έχει μού τρο ούρακοτάγκου, στερεώνει τό φυτήλι στο κουτί τού
ΥίΐΕί>ΑΝθί>&Π0 2 2» ΜΑ'νννν\/^·Μΐν*^ν^%νυΐΑηΜηΑ/^Λ/ΜΜΑ/νν\ΑΑΛΛΜΑΛΜν\ΜΑΜΜ/ννν\ΑΜΑ' ι/ν4Μ/!Λ^ΛΛ ί/νΐ^ΐΜινννν4Μ/ννννι^ννν%νι/^νί/νν» νατού. "Υστερα τό ξετυλίγει καί τό απλώνει ώς την άντικρυνή πόρτα. —"Ετοιμος!, λέει. —Έν τάξει, φεύγουμε!, διατάζει ή Γκάρντερ. "Υστερα σκύβει καί μέ τό αναμμένο τσιγάρο της βάζει φωτιά στην άκρη τού φυτη-
®κ
^
—Καλό ταξίδι, πουλάκια μου!, φωνάζει καί καθώς Φεύ γει κλείνει μέ φούρια πίσω της την πόρτα. Μισό λεπτό αργότερα ο> κούγεται ό θόρυβος του μο τέρ ενός αυτοκινήτου που ξε κινάει. Ό Μάκ κΤ ή "Ξλλεν μένουν αμίλητοι για μια στιγ μή. "Υστερα ό νεαρός ρεπόρ τερ δοκιμάζει νά κινηθή. Θέ λει νά πέση έτσι δεμένος κα θώς είναι μέ την καρέκλα άπάνω στο φυτήλι νά τό σβύση, νά σταματήση την έκρηξι. Μά τότε μέ φρίκη κατα λαβαίνει πώς ή καρέκλα εί ναι δεμένη σ’ ένα χαλκά πού βρίσκεται στη ράχη του πί σω, στον τοίχο. Τό ίδιο αν τιλαμβάνεται καί ή "Ελλεν πού προσπαθεί νά κινηθή. Εί ναι λοιπόν καταδικασμένοι σ* ένα φριχτό θάνατο καί τί ποτα 5έν μπορεί νά τούς σώση! Το βλέμμα τους γεμάτο α γωνία καί άπόγνωσι καρφώ νεται στο πάτωιια. Μιά τόση 6ά κίτρινη φλόγα σέρνεται προς τό κουτί μέ τό δυναμί τη. Σέρνεται καί κάθε δευτε ρόλεπτό πού περνάει τούς φέρνει πιο κοντά προς την ανυπαρξία...
'Ο ^ Γκάφας πέφτει ιστούς ύπ ο νότιους καί ,κινδύνευει από ένα.... (ρτερνισμα! ΛΛΑ δεν είναι μόνο αυ τοί πού ταξιδεύουν μέ μεγάλα βήματα πρός τό θά νατο τούτη την ώρα. Κο:ϊ κά ποιος άλλος, χωρίς νά τό^ ξε ρή, κινδυνεύει νά γίνη... ανύ παρκτος κατά διαφορετικό ό μως τροπο: Ό χαζός καί λι χούδης άραπάκος, 6 αυτοσχέ διος... δαιμόνιος ντέτεκτιβ, ό Τζίμ Γκάψας! "Οταν έπεσε στην υπόνομο καί τησε στά βρωμόνερα, εκείνο τό «μπλουμ!» βρόντησε σαν συντέλεια του κόσμου στ5 αυ τιά του. —Μέ φάγανε οι άτιμοι!, βρυχήθηκε. Τρομοκρατημένοι πώς θά άνακαλΰψω τά ίχνη τους, μου στήσανε παγίδα καί την έπαθα... μπαμπέσι κα! Βοήθ... "Αλλά δέν προφταίνει ν* άποτελειώση καί ή φωνή πνί γεται στο λάρυγγα του. "Έ τσι καθώς είναι βουτηγμένος στά λασπόνερα ώς τό λαιμό, διακρίνει στο βάθος τής υ πονόμου, έκατο πάνω - κάτω μέτρα μπροστά του, δυο μι κρά φωτάκια πού άναβοσβύνουν καί τρείς ανθρώπους μέ αδιάβροχες φόρμες νά κάνουν μιά παράξενη δουλειά. Βου λώνει τό στόμοι του καί γουρ λώνει τά μάτια. —Τί νά κάνουν αυτοί έκεί κάτω; αναρωτιέται καί ξύνει μέ αμηχανία τό κεφάλι του νά κατεβάση ιδέες»
Α
26
ηηΜΜν\ΛΜΜΜΛ/ΜΛΜΜΙ\ΜΜΜΜΛΑ/^^
Τό δίκτυο των υπονόμων κάτω από τή Νέα Ύόρκη εί ναι ένας σωστός λαβύρινθος. Στοές καί διάδρομοι, δια κλαδώσεις μέ απότομες στρο φές, τόξα καί ευθείες, καμπύ λες καί τεθλασμένες μέ δε ξιά καί αριστερά στενά πε ζοδρόμια καί στη μέση ένα φαρδύ χαντάκι χτισμένο μέ τσιμέντο, όπου κυλούν τά νε ρά καί βγαίνουν πέρα, μακρυά, στη θάλασσα. Τό σκο-
Πνροβολισμοι αντηχούν ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι γύρω του...
ΓΕΡΑΚΙ,
0ΝΕΟΪ
τάδι είναι αδιαπέραστο εδώ μέσα καί μονάχα όπου ΰπάαχει άνάγκη επισκευών μπαί νει σέ ενέργεια ή γεννήτρια καί ανάβουν τά φώτα, που υπάρχουν εδώ κΓ εκεί, καί οί υπόνομοι φωτίζονται σαν νά είναι ημέρα. Ό Τζίμ Γκάφας λοιπόν, όσο χαζός κι5 άν εί ναι, τό ξέρει αυτό καί αυτός είναι ένας λόγος πού παρα ξενεύεται καί ξύνει τό κεφά λι του νά κατεβάση ιδέες. —’Άν αυτοί που είναι ε κεί κάτω μέ τις αδιάβροχες φόρμες, σκέπτεται, είναι ερ γάτες των υπονόμων καί ήρ θαν νά επισκευάσουν καμμιά βλάβη, γιατί δεν ανάβουν τά φώτα; Γιατί παλεύουν μ5 ουτά τά κλεφτοφάναρα στά χέ ρια; Τό νου σου, Τζίμ Γκάφα! Κάτι ύποπτο μοΰ μυρί ζεται. Σκαρφαλώνει στο πεζοδρό μιο καί καθώς βγαίνει άπ5 τά βρωμόνερά μοιάζει σά λα δωμένος ποντικός. Στέκεται λιγάκι νά άνασάνη καί αρχί ζει νά σέρνεται προς τό μέ ρος των ανθρώπων, πού αμί λητοι συνεχίζουν τή δουλειά τους. "Αλλά τό περίεργο εί ναι ότι όσο προχο^ρει αυτός προς τό μέρος τους, τόσο' προχωρούν καί εκείνοι προς τά έμπρος καί απομακρύνον ται. —Αυτό είναι μυστήριο!, λέει ό μικρός άραπάκος. Σά νά μοΰ φαίνεται πώς μέ φο βούνται ! Καί, καθώς τον προστα τεύει τό σκοτάδι, αρχίζει νά γλυστράη όσο γίνεται πιο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γρήγορα κοντά τους. ^ Έπι τέλους! Καταφέρνει να τούς ζυγώση πιο πολύ και τότε, κάτω από το λιγοστό φως των ηλεκτρικών φαναριών τους, που πότε ανάβουν και πότε σβύνουν, μπορεί νά 51 α κρινή κάτι. Εκείνοι δέν μπο ρούν νά τον δουν στο σκοτά δι. Αυτός όμως τους βλέπει και προσπαθεί νά μαντέψη. -—Είμαι ένας ηλίθιος!, λέει. "Αδίκως υποψιάστηκα τους ανθρώπους... Ηλεκτρο λόγοι είναι... Πραγματικά, ο! τρεις άν θρωποι τοποθετούν ένα ηλεκ τρικό καλώδιο στην υπόνομο. Είναι ένα κοινό καλώδιο καί, καθώς προχωρούν, τό άψίνουν καί βυθίζεται στα βρωμόνερα τής υπονόμου. "Ολο προ χωρούν καί ξεδιπλώνουν πί σω τους τό σύρμα καί δλο προχωρούν. —Δέν είναι τίποτα!, λέει 6 Γκάψας. Καιρός νά του δί νω. Μά αυτήν ακριβώς τη στιγ μή, του έρχεται μια δυνατή δίάθεσι... νά φτερνιστή. Καί αρχίζει νά φτερνίζεται: —-"Αψού! "Αψού! "Άαοισαψού! Τότε έκείνο ι που τοποθε τούν τό καλώδιο σταματούν απότομα τή δουλειά τους κι5 ένα τόξο φωτός από κάποιο ηλεκτρικό φανάρι κάνει βόλ τες δεξιά κΓ αριστερά κι* έρχεται^ καί στέκει απάνω στο μούτρο του άραπάκου. —Γειά σας παιδιά!, φω νάζει. "Έπεσα κατά λάθος ε δώ μέσα καί φεύγω για νά
27
*0 «ηλεκτρολόγος» χτυπάει μέ βύναμι τον Γκαψα και τον ρίχνει στο νερό!
μή σάς ένοχλώ. Γειά σας! Γειά σας! Καθώς κάνει δμως νά ψΰγη, ένας από τους τρεις μέ τρία πηδήματα βρίσκεται κοντά του καί του κατεβάζει μια δυνατή γροθιά στο πρό σωπο. Ό I ζιμ Γκάφας αι σθάνεται νά κάνη φτερά, νά πσίρνη δυο τουμπες στον αέ ρα καί νά κάνη μακροβουτι στά λασπόνερα.ο.
28
ΓΕΡΑ Κ I, Ο
ΝΕΟΙ
ννννννΜι\\νΜ^ΜΊΜΐνΛ\νΐνΐΜν\νννΐΜΜΜΜΜΛΜΛινΜΛΊΜΛΛιΛΜΛΛι\ΜΛίννν\ννννννννννννγνννννννν>Υν\νΐνιννΜΛΛ(ΜΛΛ
λο πικρό σχεδιάζεται στο ό μορφο πρόσωπό της. "Οσο είμαι κοντά σου, 3έ φοβάμαι, Μάκ. Ό δημοσιογράφος αρχίζει μιά καινούργια προσπάθεια. Καθώς όμως αγωνίζεται ν3 άπελευθερωθή από τά σκοι νιά που τον κρατούν δεμένο, αισθάνεται τή σάρκα των χε ριών του νά ματωνη. Τίποτα δέ γίνεται! Τό σκοινί είναι γερό καί δέ χαλαρώνει ούτε κατά ένα χιλιοστό. 3Εκείνοι πού τον έδεσαν είναι μαστόροι σ3 αυτή τή δουλειά. Θρόμβοι κρύου ιδρώτα κα τρακυλούν άπ3 τό πρόσωπό του στήν υπεράνθρωπη αυτή προσπάθεια. 3Αλλά δεν απελ πίζεται. Μέχρι τήν τελευταία στιγμή κάνεις δέν πρέπει νά χάνη τό θάρρος του. ’Άν μπο Ό Μ αχ Ντάνυ δέ χά ρούσε τουλάχιστον νά ξεοριζώση τό χαλκά πού κρατάει νει τό θάρρος του καί παλεύει μέ τό θάνατο· δεμένη τήν καρέκλα στον τοί χο. "Ολες οί δυνάμεις πού ΜΙΚΡΗ κίτρινη γλώσ τού απομένουν μπαίνουν σέ σα φωτιάς σέρνεται κίνησι. Καί 5έν έχει παρά ε στο πάτωμα καί πλησιάζει όλάχιστα λεπτά στή διάθεσί λο καί πιο πολύ τό κιβώτιο του. _ μέ τό δυναμίτη πού βρίσκε Σάν ένα αγρίμι πού είναι ται ανάμεσα τους. Ό Μάκ πιασμένο σ’ ένα φοβερό δό καί ή "Ελλεν, καθώς είναι δε κανο, ό Μάκ Ντάνυ αρχίζει μένοι στις καρέκλες, 6 ένας τότε νά τινάζεται προς τά απέναντι στον άλλο, αισθά εμπρός, ζητώντας μέ τό βά νονται ένα παγερό ρίγος νά ρος του νά παρασύρη τό χαλ σούς κυριεύη. κά πού κρατάει τήν καρέκλα. —Μη χάνης την ψυχραιμία Τινάζεται πότε προς τά εμ σου, "Ελλ|ν!, λέει στην κοπρός, πότε προς τά πλάγια πέλλα ό νεαρός ρέπορτερ. καί σ3 αυτόν τον απεγνωσμέ Δεν έλειψε ακόμα κάθε ελ νο αγώνα σφίγγει τά δόντια πίδα. για νά μή ξεφωνίση, καθώς Δέ φοβάμαι, Μάκ, απαν τά σκοινιά τού κομματιάζουν τάει εκείνη κι* ένα χαμόγε τό κρέας. "Ομως, νά πού κάΣχεδόν αμέσως μερικές σφαίρες σφυρίζουν πάνω άπ5 τό κεψαλι του. —Πάει περίπατο 6 πιτσι ρίκος!, ακούει κάποιον νά λέη. —Δεν έπρεπε νά τον σκοτώσης τό φουκαρά, λέει κά ποιος άλλος. Κανένας άλητάκος θά ήτανε. Ό Τζίμ Γκάφας ακούει τις κουβέντες αυτές καί ανατρι χιάζει. Σάν χέλι άρχίζει νά κολυμπάς μέσα στα λασπό νερα καί απομακρύνεται αθό ρυβα... —Πολύ ζόρικοι αυτοί ο! ηλεκτρολόγοι, σ κ έ πτεται, Καιρός είναι νά βρω καμμιά έξοδο νά ξετρυπώσω από ε δώ μέσα, γιατί μου μυρίζε ται.., μπαρούτι !
Η
τι αρχίζει νά γίνεται. σι δερένιος χαλκάς που είναι χτισμένος στον τοίχο, αρχί ζει νά κουνιέται. Κομμάτια άπο σοβάδες πέφτουν στο πάτωμα. Μια ^ καινούργια προσπάθεια ακόμη. Μερικές καινούργιες κινήσεις μέ τεν τωμένους ολους τούς μυώνες τού κορμιού του καί ό Μάκ άψίνει μια άγρια κραυγή θρι άμβου. Ή καρέκλα ξεκόλλη σε. Ό χαλκάς ξερριζώθηκε άπ© τον τοίχο! Ό νεαρός ρε πόρτερ είναι δεμένος βέβαια ακόμα χειροπόδαρα απάνω στο κάθισμα. Μά αυτό δεν έ χει προς τό παρόν σημασία. Τό μυαλό του δουλεύει μιαν αποτομη κιμαζί μέ την καστό πάτωμα καί σέρ νεται προς τό μέρος του α ναμμένου φυτηλιοΰ πού βρί σκεται προς τό τέλος του καί ή φλόγα του ζυγώνει τόν !, φωνάζει μέ αγω νία ή "Ελλεν, καθώς παρα κολουθεί τόν υπεράνθρωπο αγώνα του. Μάκ, πρόσεχε! κούει. Σέρνεται στο πάτωμα καί έχει πόιντα τό ^.άτι καρ φωμένο στη μικρή κίτρινη φλόγα πού προχωρεί. Ό ι δρώτας τόν τυφλώνει καί ή καρδιά του χτυπάει βιαστι κά. Λίγο ακόμα. Μισό μέτρο ακόμα. Μια τελευταία κίνησι απελπισίας καί ό αγκώνας του πέφτει απάνω στη φλό γα. Μια μυρουδιά καημένης σάρκας γεμίζει τήν κάμαρη. Ό Μάκ σφίγγει τά δόντια,
άλλά δέν αποσύρει τό^ χέρι του πού καίγεται. Καί τό θαύμα έγινε! Τό φυτήλι σβύνει, είκοσι πέντε πόντους μακρύτερα άπ* τό κουτί μέ τό δυναμίτη... -—-Σωθήκαμε, "Ελλεν!, λέ* ει μέ φ** ή ξεψυχισμένη. Γ'0λα τά άλλα είναι ένα κι για τον νεαρό ρε πόρτερ. Ί ώρα πού 6 άμεσος κίνδυνος τού θο:ν«του πέρα σε, μπορεί νά κινηθή πιο ψύ χραιμα. Μένει για μερικές ό άνητος για νά συαπ< την ' έςαν» ί V \ΐ|υ ι πού. νοιώ τό βλέμμκ του καρφώνεται στα τζάμια μιας μεσόπορ τας. Σέρνεται προς τά εκεί καί πέφτει απάνω της μέ ό λη τή δύνσμι τού κορμιού του. Τά κρύσταλλα πέφτουν κομματιασμένα απάνω του. 4Αρπάζει στά δόντια του ένα καί ζυγώνει την "Ελλεν. Τό κοφτερό γυαλί στά δόντια του μεταβάλλεται σέ πριόνι καί ύστερα από λίγο τό σκοι νί πού κρατάει δεμένα τά χέ ρια τής κοπέλλας ξεφτάει καί —Τώρα είσαι έν τάξει, ΓΈλλεν, τής λέει. Λύσε τά πόδια σου καί λύσε καί μένα. Μονάχα βιάσου λιγάκι. Πρέ πει νά γυρίσουμε γρήγορα στή Νέα Ύόρκη.
'Ο Τζίμ Γκάχρας ιιιλάει καί σώζει χιλιάδες ανθρώπους
ΛΟΣ
Ο
ο
ΚΟΣΜΟΣ^παρα*
κολουθεΐ μέ αγωνία τούς δείχτες τών ρολογιών, "Υστε-
ΒΡΑΚΚ ® Η )
<ν
’
\
ίί
3/
*
προθεσμία που έδωσε ο, ί^ντμοντ Φρέλιχ στην ΚυβέρνηοΊ τών ^Ηνωμένων Πολιτειών για την αποδοχή τών όρων του. "Ύστερα άπό^ μισή ώρα, 6 απαίσιος κακούργος πρό κειται νά τινάξη στον αέρα ενα οΛοκΛηρο οικοοομικο ο; τε τράγωνο της Νέας Ύόρκης. 5Αλλά ποιο είναι αύτό; Που πρόκειται νά χτυπήση; Κά νεις δεν ξέρει, ' Ό Μάκ Ντέινυ κάθεται σκε φτικός και μελαγχολικός ©-τό σπίτι του. "Όλες ο! προσπα θεί ές του δεν έφεραν αποτέ λεσμα. Μια περίεργη^ κακο τυχ ια τον κυνηγάει. Είναι α μίλητος και μέσα του αισθά νεται μια απερίγραπτη οργή. Ό Τζΐμ Γ&άψας, που έχει πάρει ενα γερό λουτρό, υστέ ρα από τό μπάνιο πού έκανε στά λασπόνερα τών υπονό μων, φρέσκος - φρέσκος έχει ξαπλώσει στον καναπέ απέ ναντι του, μασάει ένα κομ μάτι κέϊκ και είναι κι5 αυτός μελαγχολικός, γιατί ό κύ ριος Μάκ δεν τον άφίνει ν* άνοιξη τό στόμα του και νά του διη^γηθή τις περιπέτειες του στην υπόνομο. "Οταν ό κύριος Μάκ έχη σκοτούρες, δέν τού αρέσει νά του κου βεντιάζουν. Αλλά ό Τζίμ Γκάψας θέλει νά του τά πή, νά βγάλη τό άχτι του. Άρχίζει^λοιπόν πάλι νά μιλάη: —Ξέρω γιατί είσαι θυμω μένος |ΐαζί μου, κύριε Μάκ. Πιατι άφησα έκεΐνο τον συμ μορίτη μέ τό βλογιασμένο πρόσωπο νά μου ξεφύγη. "Αλ
λο: τί φταίω εγώ, πού βρέθη κε μπροστά μου μιά ανοιχτή τρύπα υπονόμου κι* έπεσα μέ σα; "Επεσα μέσα και ένας Θεός μονάχα ξέρει πώς τά κατάφερα ύστερα νά γλυτώ σω από τούς ξόρικους ηλεκ τρολόγους πού αρχίσανε νά μου ρίχνουνε οπό ψαχνό... Τώρα κι5 εγώ δέν έπρεπε βέ βαια νά φτερνιστώ. Άλλα φτερνίστηκα και τους ξάφν^α σα τή στιγμή πού βάζανε γο σηκώνει α πότομα τό κεφάλι. —-Ποιο καλώδιο;
ρωτάει
Ένα ηλεκτρικό καλώδιο απ’ τά συνηθισμένα, λέει ό Γ κάψας. Ό νεοίρός^ ρεπόρτερ τινά ζεται απ’ τή θέσι του. Μιά ακτίνα φωτός τρυπώνει στις σκοτεινές σκέψεις ^ πού τον βασανίζουν. Κυττάζει τό ρο λόι του. Δέκα λεπτά ακόμα μένουν από τήν ώρα που έ χει ορίσει γιά τήν άνατίναξι ό Φρέλιχ. -—Σέ ποιαν υπόνομο έπε σες; ρωτάει. Μίλα γρήγορα, Τζίμ! —Νά, εδώ! Στή^ διασταύσι του μεγάλου δρόμου!, λέ ει εκείνος σαστισμένος. Ό Μάκ Ντάνυ σαλτσρει στή σκάλα, βγαίνει στο δρό μο και τρέχει μέ όλες τις δυ νάμεις του προς τήν υπόνομο πού του υπέδειξε ό Γκάψας. Μερικοί διαβάτες παραξενεύ ονται ένα λεπτό αργότερα, καθώς βλέπουν έναν γεροδε μένο έφηβο πού κάνει σαν
ΫΟΕΡΑΝβΡΩΟΘϊ
τρελλός, ν* άναΦηκώνη το ι<&* πάκι μιας υπονόμου/ νά σαλ· τάρη μέσα στο άνοιγμά και νά χάνεται. —Μεθυσμένος είναι μεση μεριάτικα!, λέει ένας και σταυροκόπι έται. Μά ό Μάκ δέν τον ακούει. Τσαλαβουτάει στα λασπόνε ρα και ρέ χτυποκάρδι ανακα τεύει με τα χέρια του τό βούρκο. Κάτι ζητάει. "Ένα καλο^Βιο ζητάει κι3 άν δεν τό βρή, από τή μια στιγμή στην άλλη μπορεί νά τιναχτή στον αέρα ένα ολάκερο οικοδομικό τετράγωνο, νά γίνουν στάχτη αμέτρητοι ουρανοξύστες, νά χαθούν χιλιάδες άνθρωποι. Πόσο απλό, Θεέ μου, άλλα καί πόσο δύσκολο νά τό μαντέψη κανείς! Αυτό τό καλώ διο πρέπει νά ξεκινάη από τό άντρο τού σατανικού κα τασκόπου Φρέλιχ, νά διασχίζη υπογείως την πόλι, νά φτάνη εκεί πού είναι τοποθε τημένη από εγκληματικά χέ ρια ή μεγάλη βόμβα. Μ3 ένα κουμπί ή μέ ένα μοχλό 6 α παίσιος δολοφόνος, από χι λιάδες μέτρα μακρύά, θά προ καλέση μια ηλεκτρική ένωσι καί τό καλώδιο μέ τό ηλεκ τρικό ρεύμα θά μεταφέρη τον σπινθήρα στήν βόμβα καί θά πραγματοποίηση τήν άνατίναξι. Σατανική έπινόησι! Καί νά! Τό πρόσωπα τού Μάκ Ντάνυ φωτίζεται ξαφνι κά από ενα χαμόγελο. Φουχτιάζει τό σύρμα καί τό άνασηκώνει. "Ενα τίποτα, ένα κοινό καλώδιο! Τό βγάζει έ ξω· από τό βούρκο καί μέ τό
31
σουγιά του τό κομματιάζει. Δόξα σοι ό Θεός! Τώρα δέν μπορεί νά ύπαρξη πιά επα φή μεταξύ τής βόμβας καί τού ηλεκτρικού μηχανήματος καί τό βραχυκύκλωμα πού θά προκαλέση 6 3 Εντμοντ Φρέ λιχ δέν πρόκειται νά βλάψη κανέναν. —Μπράβο, Τζΐ μ Γκάψα ?, λέει ευτυχισμένος ό Μάκ. —Παρών!, ακούει ξαφνια σμένος μιά φωνή πίσω του. Παρών, κύριε Μάκ! Τον έχει πάρει στο κατό πι χωοίς εκείνος νά τό ύποψιαστή. Μά είναι ή πρώτη φορά πού δέν τον μαλλώνει. Τον αγκαλιάζει καί τον φιλαει και ο Γζιμ απο τή χα ρά του σέ λίγο θά χρειαστή ...ένα καινούργιο λουτρό! "Υστερα 6 Μάκ Ντάνυ φέρ νει τήν μπλε πέτρα του δαχτυλίδιου οπό στόμα καί σέ μισό λεφτό ό Τζίμ εχει μπρο στά του τό θρυλικό Γεράκι, τον Νέον Υπεράνθρωπο. —"Ελα, Τζίμ, τού λέει, Εΐμαι βιαστικός! Τον άνασηκώνει σαν πού πουλο στά χέρια του καί βγαίνουν μαζί έξω άπ3.τήν υ πόνομο. —-Θά γυρίσης αμέσως σπί τι, Τζίμ! Έγώ εχω κάποια δουλειά ακόμα νά τελειώσω. Μά, καθώς μιλάει, βλέπει κάποιον μέ κατεβαστή ρε πού μιτλικα πού τού ρίχνει μέ τό περίστροφό του. Είναι σί γουρα κάποιος άπ9 τούς αν θρώπους τού άρχι κατασκό που, πού φρουρούν χωρίς νά ψαίνωνται τά στόμια των ύ-
31 »η«ΙΙΜΜΜ^*ΐΙΙ*<Ι*ΜΜ»Μ*ΙΙ»ΜΙ^
'
ΠΗΙίΙ,
ο
ΜΙΟΪ
πως Λ κοιΐος του θα πήγαινε χαμένος, αφού ύγε κοπή τό καλώδιο. Τό Γεράκι ώρμησε έναντι ον του, άλλα αυτός τού ξέφυγε μέ μυστηριώδη τρό πο. Μου είπε όμως πώς 5έ στενοχωριέται καθόλου. Θά Τον συνάντηση πάλι καί αυτή τή φορά ^ 8έν θά βγή ζωντανός άπ3 τά χέρια του. Τώρα στείλε εσύ ένα συνερ γείο ν3 άνακαλύψη τή βόμβα "Οπου χάνεται τό ιιακαί ^νά τήν άχρηστέψη. Τό γικό δαχτυλίδι μέ την καλώδιο θά τούς όδηγηση. ιμπλε πέτρα —Καί ό αόρατος θάνατος; ρωτάει μέ αγωνία ό επιθεω ΕΡΙΚΕΣ ώρες αργότε ρητής* ρα ό Μάκ Ντάνυ κάνει ενα τηλεφώνημα στον επιθεω —Ή απειλή, αφού ξέφυγε ρητή τής Μυστικής 3Αστυνο ό Φρέλιχ, παραμένει πάντα, μίας, τον φίλο του Τζαίημς Τζαίημς. Άλλα προς τό πα Στούσρτ. ρόν ξεφύγαμε τήν άνατίναξι. • -—Γειά σου, Τζαίημς!, του "Οσο νά συνέλθη καί νά ξαλέει.#Τό Γεράκι όπως είδες, ναφτιάξη τή συμμορία του, ξέχασε τον πονόλαιμο του, θά χρειαστή κάμποσες μέρες. σηκώθηκε απ’ τό κρεββάτι "Ως τότε, έχουμε καιρό. Γειά και ματαίωσε την έκρηξι... σου, Τζαίημς! -—Μά πώς τά κατάφερε; Άφίνει τό ακουστικό καί ρωτάει μ3 ένδιαψέρον εκείνος. ξαπλώνει στον καναπέ. Εί^αι —Χμ!Λ 7Ηταν πολύ απλό. πολύ κουρασμένος. Μισοκλεί "Ενα καλώδιο ήταν στη μέση νει τά μάτια. "Ενας υπνάκος καί τό έκοψε μ’ ένα σουγιά. θά τού έκανε καλό. Αλλά ξα "Υστερα αυτό τό ίδιο καλώ φνικά αισθάνεται άσχημα. διο του έδειξε τό δρόμο τής κρυψώνας του Φρέλιχ. Τό α "Εχει τήν αϊσθησι πώς κάτι κολούθησε καί βρήκε από πού λείπει από πάνω του. Τινά ξεκινούσε. ?Ηταν τό υπόγειο ζεται τρομαγμένος καί τό μιας πολυκατοικίας, στην βλέμμα του καρφώνεται στο 17η Λεωφόρο. Τό Γεράκι έ 8εξι του χέρι. Τό δαχτυλίδι σπασε κάποια πόρτα, μπήκε μέ τήν μπλέ πέτρα, δέν υπάρ μέσα, ανέβηκε μια σκάλα καί χει στο δάχτυλό του. Τό 6αβρήκε τον Φρέλιχ δίπλα σ3 χτυλίδι πού τού δίνει δύναένα μηχάνημα μ-Ί τό ρολόι μι, τον κάνει άτρωτο, τού ε στο χέρι. Περίμενε νά πατήπιτρέπει νά πετάη σάν που ση ένα κουμπί καί δεν ήξερε λί στον αέρα, νά ταξιδεύη σά ττονόμων. Σπρώχνει ^ πλαγιά τον Γκάφα καί σαν αστροπε λέκι ρίχνεται απάνω του. Ή γροθιά του προσγειώνεται στο κρανίο του και 6 κακούρ* γος σωριάζεται )^ωρις πνοή. —Πήγαινε σπίτι, Τζίμ!, φωνάζει. Έγώ θά γυρίσω σέ λίγο?% ^ Και κάνοντας μιαν απότο μη- στροφή, ξαναμπαίνει στην υπόνομο...
Μ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
33
ΛΛανννννννννννννίΛΛΛ'ΜΛΛ ιν^^^ΛΛ^νν^ΛΛΛνϊΜ^^νΐΜ^'ν^ΐΛννν^Μ\νννννν?ΛΛΛν^'νννννν^ΜΛ^Λ^%%^ΛΛ^'ΐΛ^ δελφίνι κάτω από τη θάλασ σα, έχει χαθη! Μια δυνατή αγωνία τον κυριεύει. Πρέπει, τό δίχως άλλο, νά ξαναβρή αυτό τό δαχτυλίδι. ’Άν τό δαχτυλίδι εχη πέσει <ττά χέρια κακούρ γων, φοβερά πράγματα μπο ρούν νά συμβουν!
Δεν είναι όμως από εκεί νους πού απελπίζονται εύκο λα, 6 Μάκ Μτάνυ. Τό δαχτυ λίδι μέ την μπλε πέτρα θά ξαναρθή στα χέρια του, έ στω κι5 άν χρειαστή ν’ αντι μετώπιση μια στρατιά Από χιλιάδες δαίμονες...
ΤΕΛΟΣ ■Συγγραφήνς: Π, ΠΕΤΡΙΤΗΣ Άπατο οεύετα ι η άναδηιμ οσ ί ευσ ι ς,
Στο τεύχος 9, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έ βδομάδα μέ τον τίτλο:
συνεχίζεται ό πόλεμος τού θρυλικού Γερακιού εναν τίον τού έγκλήματος καί τού φοβερού δολοφόνου πού απειλεί τον κόσμο! Τρομακτικά πράγματα συμβαί νουν καί....
καί έφορμά θυελλώδης εναντίον των εχθρών τού κό σμου, καθώς καί εναντίον των...γλυκών!
Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 Φ 'Αριθ. 8 Φ Τιμή δραχ. 2 Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, ’Αρ ιστέ ι δού 174. Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ) 2) 3) 4) ]
Τό Παιδί του Μυστηρίου Τό Γεράκι συντρίβει Τό Ιπτάμενο Παιδί Τιτανομαχία
5) Ο Προστάτης του Κόσμου 6) Τό ΜαΟρο καί τό ’Άσπρο Γεράκι 7) Τό Φοβερό Μυστικό 8) Ό Αόρατος Θάνατος.
Ι1Ι11ΙΙΚ1Ι5ΗΙ11ΙΙΙ9ΒΒΒΪΙΙ
Γιιιιιιιιιιιιιιη ιιιιιιιιε ιι
ΙΙΙΙΠΙ9Ι!ΙΙ8ΠΠ9Π!ΙΙΒΠ!ΙΠΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΠ!Ι1Ι1Η!!9ΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΠΙΙΙ!ΙΙΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙ^ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ Η ΡΩ*I*ΚΩΝ ΠΕΡ ί Π ΕΤ ΞIΩΝ
*
ΤΕ/ΝΠ1 Ζ7Λ
ρυτπ μτΡΛ/ ΟΛΟ !
θη ΣΡΣ ΔΒ/Ξ0 ΕΓ5 Λ/0
ΜΟϋ Χ0ΑΟ7Έ ΤΗΛί 0ΔΕ/ 0 Μου // ------ '
ΝΒΜίΖΖ οτ/ κα/κυτε
ΡΝ ΒΒ ΠΕΡΡΣΟί/Μ & ΤΗΝ ΒΔ Ε/η ΜΒΪ 7
ΣΤΟ ΤΕρρυ
τ0αυ/ν?Α
ΗΒΑΟΤΕΡΟ
«ϋ
Η
Μ.·.·
κριβώς έρχεται ό υφυπουργός τών εξωτερικών, πού έπιστρέ ψει από την Ευρώπη. Είναι κάπως κουρασμένος από τό μεγάλο εναέριο - ταξίδι καί τό μέτωπό του αυλακώνεται από μια ρυτίδα φροντίδας. Οί κόποι καί οί ξαγρύπνιες τής διασκέψεως, στην οποία αντιπροσώπευε τίς Ηνωμέ νες Πολιτείες έχουν δώσει οπό πρόσωπό του ένα χρώμα χλωμό... ιΩς τόσο, καθώς αρχίζει νά κατεβαίνη τή σκάλα, βγά ζει τό καπέλλο χαιρετώντας καί βιάζει τον εαυτό του νά χαμογελάση. — Τά νέα 8έν μου φαίνον ται καλά, Πάτ, λέει ένας δη Ό αόρατος θάνατος μοσιογράφος σκύβοντας στ' χτυπάει πάλι μέ άπροαυτί του συναδέλφου του πού - σδόκη,το τρόπο» στέκει κοντά του. Ό Στήβενσον έχει κατεβασμένα τά Ο ΜΕΓΑΛΟ τετρακινητή μούτρα. ριο προσγειώνεται στις 3 ακριβώς στο αεροδρόμιο της — Χμ! Είμαι απολύτως σύμφωνος μαζί σου, Χάρρυ! Ουσσιγκτων καί οί επίσημοι, οι δημοσιογράφοι καί οί φωΈκτος άν ή συνοψρύωσι όψεί τορέπορτερς, πού περιμένουν λεται στον μεγάλο δερμάτινο την αφιξι του κ. 'Έντυ Στηχαρτοφύλακα πού κρατάει. βενσον, σπεύδουν προς τό με "Ενας Θεός μονάχα ξέρει πό γάλο χαλύβδινο πουλί. Ή σα συνταρακτικά μυστικά σκάλα τής άποβιβάσεως τών κρύβει αυτή ή τσάντα τού επιβατών έχει στερεωθή στη Στήβενσον. 9έσι της καί ή μικρή πόρτα Σ’ αυτό τό μεταξύ ό Αμε τού αεροπλάνου ανοίγει. ρικανός υφυπουργός κατεβαί Πρώτα έμφσνίζεται μια ομορ νει τή σκάλα, σφίγγει μερι φη συνοδός κομψή μέσα στη κά χέρια, ανταλλάσσει λίγες γκρίζα στολή της μέ τό δίκωφράσεις εντελώς τυπικές μέ χο στο κεφάλι. Πίσω της α τούς επισήμους καί ξαφνικό ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Τ
4
βρίσκεται κυκλωμένος μέσα στον αδιαπέραστο κλοιό των δημοσιογράφων καί των φωτο ρέπορτερς, που τον βομβαρδί ζουν μέ ερωτήσεις καί φωτο™ γραφικές μηχανές. -— Τί νέα από τό Χερβούρ γο, κ. υπουργέ; Τί αποφάσι σε ή διάσκεψις; Θά χρησιμο ποιηθούν ατομικά δπλα στον μέλλοντα πόλεμο; —"Ολα ^ 8ά πάνε καλά, παιδιά!, αποκρίνεται αυτός προσπαθώντας ν’ άνοιξη δρό μο, νά φτάση στό μεγάλο αυ τοκίνητο που τον περιμένει. Μά γΓ αυτά θά μιλήσουμε άργότερα. Πρώτα πρέπει νά κάνω μιαν έπίσκεψι στον Αευ κό Οίκο, νά δώ τον Πρόεδρο. Κατόπιν θά έχουμε δλο τον καιρό νά τά πούμε. — Καμμιά λεπτομέρεια για τό σύμφωνο, κ. υπουρ γέ; —Τίποτα άκόμα, παιδιά! Υπομονή! Του μιλούν οι δημοσιογρά φοι, τού παίρνουν φωτογρα φίες οι φωτορέπορτερς καί πάντα μέσα στον ίδιο κλοιό, προχωρώντας μέ δυσκολία, πλησιάζει στό αυτοκίνητό του. Βγάζει πάλι τό καπέλλο του κΓ ενώ έτοιμάζεται νά έπιβιβασθή, οι φωτογραφικές μηχανές άποθανατίζουν καί την τελευταία αυτή σκηνή τής άφίξεώς του. Απότομα δμως ό ’Έντυ Στήβενσον παύει νά χαμογε λά, τό πρόσωπό του παίρνει μιαν τρομαγμένη έκφρασι, τά μάτια του άνοιγοκλείνουν φοβισμένα, σηκώνει τά χέρια
ΓΕϊάΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
καί διπλώνεται στα γόνατά του. Τό καπέλλο κΓ ό χαρτο φύλακας πέφτουν στα πόδια του... —* "Ενα γιατρό!, φωνάζει κάποιος. "Ενα γιατρό! Ό κ. υπουργός λιποθύ μησε... -—■ Απομακρυνθήτε νά πάρη άέρα... "Ενα γιατρό! Γίνεται αναταραχή, οι α στυνομικοί σκορπίζουν τους επίσημους καί τούς δημοσιο γράφους καί ανοίγουν δρόμο σ’ έναν κύριο μέ γκρίζα μαλ λιά καί χρυσά γυαλίά πού πη γαίνει μέ βιαστικό βήμα προς τό μέρος τού Στήβεν σον. Ό υφυπουργός τών εξω τερικών είναι άνάσκελα ξα πλωμένος στό έδαφος. Ό κύ ριος μέ τά γκρίζα μαλλιά γο νατίζει πλάϊ του, του πιάνει τό χέρι, εξετάζει τό σφιγμό του, άκουμπάει τ’ αυτί στό στήθος του κΓ δταν άνασηκώνεται, είναι χλωμός... — Ό κ. Στήβενσον, λέει, είναι νεκρός, κύριοι... — Συγκοπή; Άνασηκώνει τούς ώμους... — Πιθανόν... ΟΙ δημοσιογράφοι σκορπί ζουν τρέχοντας στά γύρω τη λέφωνα νά μεταδώσουν έγκαί ρως τήν εϊδησι στις έφημερί δες τους, ΐ’ αυτοκίνητα τών φωτορέπορτερς ξ ε χύνονται προς τήν έξοδο τού αεροδρο μίου καί αρχίζουν νά γλυστροϋν στή μεγάλη λεωφόρο μέ 150 χιλιόμετρα τήν ώρα. Δεν θάναι μικρή ή επιτυχία γιά τήν εφημερίδα, πού θά
?0ΕΡΑΝ©»Όϊ!Ο2
δημοσίευση τις τελευταίες φοττογραφίες του Στήβενσον. Ό Τζαίηιμς
Στοΰαοτ:
αντιμετωπίζει τό αΐνιγ μα τοΰ χαμένου χαρτοφα&ακα. ΚΕΙΝΟ πού δεν ξέρουν όμως ακόμα οΐ δημοσιο γράφοι είναι αυτό, πού μπορούσε νά δημοσιευθή μέ πεντάστηλους τίτλους στην πρώτη σελίδα των εφημερί δων. "Οτι δηλαδή ό δερμάτι νος χαρτοφύλακας τοΰ υφυ πουργού των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών μέ σα στην αναταραχή καί τή σύγχισι, πού έπικολούθησε μετά τον ξαφνικό θάνατό του, έχει έξαφανιστή! Καί ό χαρ τοφύλακας τούτος περιείχε έγγραφα εντελώς απόρρητα, κείμενα μυστικών αποφάσεων καί ένα σωρό άλλα πράγμα τα, πού στα χέρια μιας ε χθρικής δυνάμεως θά έχουν άποφασιστική σημασία για τήν τύχη ολοκλήρου ίσως τού κόσμου. Πρώτος αντιλαμβάνεται τήν έξαφάνισι τού χαρτοφύ λακα ό επιθεωρητής τής μυ στικής αστυνομίας Τζαίημς Στούαρτ, πού βρίσκεται από νωρίς στο αεροδρόμιο μαζί μέ δέκα διαλεχτούς άνδρες τής "Έψ-Μπί-’Αϊ. "Έχει τρέξει κοντά στο νεκρό απ’ τούς πρώτους κι’ όταν σηκώνουν τό πτώμα γιοι τό νεκροτομείο άναζητάει μέ τό βλέμμα του τον χαρτοφύλακα. Τό καπέλλο τού Στήβενσον είναι εκεί τσαλακωμένο πλάι στο αυτο
Ε
Η/ΜΜΜΜΜ^^
|
κίνητο. *Η τσάντα δμως μέ τά πολύτιμα χορτιά, τήν ο ποία δέν αποχωρίστηκε σ’ ό λη τή διάρκεια τού έναερίου ταξιδιού του απ’ τήν Ευρώ πη στήν Αμερική ούτε γιά ένα λεπτό ό υφυπουργός των Ηνωμένων Πολιτειών, 6έν υ πάρχει πουθενά... θα -—: Κλείστε τίς έξόδους του αεροδρομίου!^, βρυχάται ό επιθεωρητής καί τά γκρίζα μάτια του καρφώνονται δια δοχικά γεμάτα υποψία στά πρόσωπα όλων εκείνων πού βρίσκονται γύρω του. Κλέψα νε τό χαρτοφύλακα τού ύπουρ γού. Κανείς δέν πρόκειται νά ψύγη από δώ πριν τερματισθή ή έρευνα! — "Ισως είναι αργά, έπιθεωρητά λέει κάποιος. Πριν μερικά λεπτά έφυγαν τριάν τα αυτοκίνητα μέ δημοσιο γράφους καί φωτορέπορτερς. — Αυτό θά τό δούμε!, μουγγρίζει. Ή έρευνα θά γίνη! Οί έρευνες δέν απέδωσαν τίποτε. Έρευνήθηκαν οί άν θρωποι τά αυτοκίνητα, τά υ πόστεγα, τά μπάρ, οί αΐθαυ σες αναμονής, καί τά προσ γειωμένα αεροπλάνα ακόμα. Κανένα αποτέλεσμα όμως. Ό χαρτοφύλακας έγινε άφαν τος. — Αρχίζω νά πιστεύω ότι ό θάνατος του Στήβενσον δέ^ ήταν τυχαίος, λέει ό Στού αρτ. Βάζω στοίχημα μέ τό κεφάλι μου ότι πρόκειται για ώργανωμένη δουλειά! Ό υ πουργός δολοφονήθηκε για ν' αρπάξουν τον χαρτοφύλακα.
I
ίέΡΑΚί, α ΝέθΙ Στα αστυνομικέ
γραφείο
Του αεροδρομίου δπου πηγαί νει υστέρα από λίγο, υπάρ χει ένας κατάλογος των δημοσιογράφων καί φωταρέπορτερς, πού είχαν άδεια νά παραστοΰν στο πεδίο προσγει ώσεων κατά την άφιξι τού υ πουργού. Ό έπι6εωρητης γνω ρίζει σχεδόν όλους τούς κι νούμενους συντάκτες των έφη; μερίδων τής Ουάσινκτων. Ρί χνει μια ματιά στά ονόματα.
Μά οι σφαίρες δεν κάνουν τίποτα στο μαύρο Γεράκι!
'ΌλίΗ γνωστοί καί κανέναν δέ μπορεί νά βαρύνουν υπό νοιες γιά ένα τέτοιο έγκλη μα. Διαβάζει κοα ξαναδιαβά ζει από την αρχή τά ονόματα καί ξαφνικά τό βλέμμα του καρπώνεται στη μέση τής σελίδας: Μάριο Τζέφρεϋ. Φω τορεπόρτερ εφημερίδας των «Σπόρ». Ή εφημερίδα αυτή έκδίδεται μιά φορά τήν έβδομάδα καί τό τελευταίο φύλλο της κυκλοφόρησε χτες. Τό ε πόμενο θά κυκλοφορήση υστέ ρα από έπτά μέρες. Γιά ποιο λόγο . νά στείλη φωτορεπόρ τερ; "Έπειτα, μιά εφημερίδα των σπόρ δέν δημοσιεύει φω τογραφίες πολιτικών προσώ πων. Σουρώνει τά φρύδια καί σηκώνει τό ακουστικό. Σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν. Κάποιος τού μιλάει από τήν άλλη άκρη του σύρ ματος. — Έδώ επιθεωρητής Τζαί ημς Στούαρτ!, λέει μέ φωνή πού μοιάζει μέ βρυχηθμό θη ρίου. Αόστε μου τον φωτορε πόρτερ σας τον Τζέφρεϋ πα ρακαλώ. —— Τζέφρεϋ είπατε; — Μάλιστα, Τζέφρεϋ. ^ — Ή εφημερίδα μας δέν είχε ποτέ κανένα φωτορεπόρ τερ μ" αυτό τό όνομα. -— Ποιόν φωτορεπόρτερ στείλατε σήμερα τό άπόγεμα στο αεροδρόμιο γιά νά φωτογράφηση τήν άφιξι τού Στήβενσον; -— Κανέναν δέ στείλαμε! Τέτοιες φωτογραφίες 8έν μάς χρειάζονται. *—~ Ευχαριστώ.
Άφίνει το ακουστικό και ΐά μάτια του έχουν στενέψει από τη λύσσα που τον βασα νίζει. Καλά τ©_ εΐχε μαντέ ψει ! Αυτός ό Τζέφρεϋ ήταν ένας άγνωστος, που κατάφερε να γλυστρήση ανάμεσα στους έπαγγελματίες δημο σιογράφους για νά πραγμα τοποίηση ένα έγκλημα κι5 υ στέρα έπωφελήθηκε από την αναταραχή και εξαφανίστη κε ^αζί μέ τό αυτοκίνητό του παίρνοντας τον χαρτοφύλα κα. —Ποιος από σάς θυμάται τά χαρακτηριστικά αυτού του άνθρώπου; ρωτάει τους υπαλ λήλους του αστυνομικού σταθ μου 6 Τζαίημς Στούαρτ. — Νομίζω πώς τον θυμά μαι εγώ, κύριε έπιθεωρητά, άπαντάει ένας κοντόχοντρος αστυφύλακας. ^Ηταν ένας ξε ρακιανός άντρας τριάντα πά νω - κάτω χρόνων μέ καφέ κο στούμι. Φορούσε μαύρα γυα λιά του ήλιου κι* είχε μία ιδέα ξανθού μουστακιού στο επάνω του χείλος. ’Έτυχε νά τον προσέξω τή στιγμή ακρι βώς που έδειχνε στον άρχιφύ λακα την ταυτότητά του γιά νά τον καταγράψη. Κρατούσε μια ολοκαίνουργια μηχανή και επειδή έγώ είμαι ερασι τέχνης φωτογράφος τον πρό σεξα. — Έν τάξει, Σίντ! Αυτό μπορεί νά μάς βγή σέ καλό. Πάρε τό καπέλλο σου και πή γαινε στη Σήμανσι νά ρίξης μια ματιά στά άλμπουμ που κρατάνε εκεί μέ ένδιαφέρου-
Ή "Ελλεν χτυπάει τον κακούργο στο λαιμό μέ την παλάμη της!
σες φυσιογνωμίες. "Ισως α ναγνώρισης ανάμεσα σ’ αυ τούς τον άνθρωπό μας. Ό αστυφύλακας χαιρέτησε κι* έφυγε. Ό επιθεωρητής δί νε^ μερικές οδηγίες ακόμα καί μπαίνει στο αυτοκίνητό του. "Υστερα από λίγο φτά νει στο νεκροτομείο. Ό για τρός που έχει κάνει τή νεκρό*
I
ψία στο πτώμα του Στήβεν* σον είναι σκεφτικός. — Λοιπόν, γιατρέ; — Έδώ συμβαίνει ^ κάτι περίεργο, κ. έπιθεωρητά, του λέει. *0 θάνατος του υπουρ γού δεν είναι τυχαίος. Θυμά στε τούς ανεξήγητους θανά τους πού σημειώθηκαν πριν μια εβδομάδα στή Νέα Ύόρκη κατά τις έορτές τής Νί κης;
Ή καρδιά του Τζαιημς Στούαρτ φτεροκόπησε ανήσυ χα. — Ναι. Ναί. —- Λοιπόν τό πτώμα του Στήβενσον παρουσιάζει τά ίδια φαινόμενα, πού παρου σίαζαν καί οί νεκροί τής ήμέ ρας έκείνης. Κανένα εξωτερι κό ίχνος κακώσεως. Μονάχα διόγκωσις τής στεφανιαίας καί θραΰσις τών αιμοφόρων αγγείων. Αέν είναι μυστή ριο; Ό επιθεωρητής ανάβει τσι γάρο. -— Τό^ είχα μαντέψει!, λέει αναστενάζοντας.Ό ’Έντμαντ Φρέλιχ (*) άρχισε να μας βομβαρδίζη πάλι μέ τον αό ρατο θάνατο! Τότε αυτός ό Μάριο Τζέφρεϋ πρέπει νά εί ναι ένα από τά μέλη τή^ Εγ κληματικής αυτής σπείρας. Άλλα μέ ποιο τρόπο καί ποιο μέσο πέτυχε νά δολαφονήση τον υπουργό; Ό διάβο* λος νά μέ πάρη! Μά τούτη τή φορά λογαριάζω πώς δέ θά μπορέση νά ξεφύγη. (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος «Ό άόοατος θάνατος».
ΓΰΡΑΪΠ,
©
Ν«&2
5Ο Μάκ^ Ντά-το ^ βρί σκεται σέ πολύ δύσκο λη καί στενόχωρη Οέσι.·
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, ό πιο νεα ρός αστυνομικός ρέπορτερ του «Νταίηλυ Χέραλντ», είναι μελαγχολικός καί αμί λητος. αυτές τίς μέρες. Πρίν μιά βδομάδα, σέ μιά φοβερή σύγκρουσι, πού είχε μέ τή συμμορία του άρχικατασκόπου "Εντμοντ Φρέλιχ, έχασε, κάποιο^δσχτυλιδι μέ μπλέ πέ τρα. Πώς όμως το έχασε, πό τε καί που ακριβώς δέν είναι σέ θέσι νά θυμηθή. Καί τούτα το δαχτυλίδι είναι ή μοναδι κή κληρονομιά πού τού άφησε πεθαίνοντας ό πατέρας του. Χάρις σ’ αυτό τό δαχτυλίδι, πού κάτω από τή μπλέ πέτρα του υπάρχει ένα θαυματουρ γό υγρό, ό Μάκ Ντάνυ έ'χει πετυχει καταπληκτικά πράγ ματα στον αγώνα έναντι ον τού εγκλήματος μέχρι τώρα. "Έφτανε νά φέρη στήν άκρη τής γλώσσας του τούτο τό δα χτυλίβι γιά νά μεταμορφωθή μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, νά γίνη τό θρυλικό καί ανίκητο Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρω πος, πού σκόρπιζε τον πανι κό σ’ όλους εκείνους πού ήθε λαν νά βλάψουν την κοινωνία. Κανείς δέν ξέρει, έκτος α πό δυο ανθρώπους, τήν μητέ ρα του, τήν έλληνίδα κ. Μάργκαρετ, καί τον μικρό προστατευόμενό του άραπάκο Τζίμ Γκάφα, τό μυστικό αυτό πώς δηλαδή ό Μάκ Ντάνυ καί τό Γεράκι είναι ένα καί τό αύ τό πρόσωπο. Ό Τζαιημς
Ο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
9
νννν\\ν^ΛΛ^ννννννν·Λνννννί^νΐΛ,\ΛΛΛΛ^Μνννη%ν\Λνννννη^νννννννΐΛνΜ»^ννΐΛΛ^νννΜΛΛΛ^ν^ΐνννννίΜΛΑννΐ«Λ\νν
Στούαρτ ό επιθεωρητής ^τής μυστικής αστυνομίας το υπο ψιάζεται, μά 6έ μπορεί να καταφέρη να τδ απόδειξη κι5 αυτό τον κάνει κάθε τόσο νά νευριάζη καί νά γκρινιάρη μέ την αδυναμία του. Θαυμά ζει τά κατορθώματα του Γε ρακίου, όπως θαυμάζει και τον Μάκ Ητάνυ πού, άν ^καί τόσο νέος, έχει ένα σωρό ε πιτυχίες στο αστυνομικό ρε πορτάζ και γράφει άρθρα που ρουφιοΰνται κυριολεκτι κά άπ3 τά εκατομμύρια ^τών αναγνωστών του «Νταίηλυ Χέραλντ». Θαυμάζει τό^ Γε ράκι, μά είναι πεισματάρης και εχει βαλθή σώνει και κα λά νά τό αποκάλυψη. Αέν του άρέσει νά του κάνουν τον έ ξυπνο. "Ομως, μέχρι τή στιγ μή τουλάχιστον, άδικα παι δεύεται, γιατί ό Μάκ ξέρει νά γλυστράει και δεν άφίνει νά μαθευτή τό μυστικό του. Τώρα όμως; Το θαυματουρ γό δαχτυλίδι που του δίνει τή δύναμι νά πετάει στον αέ ρα, νά ταξιδεύη κάτω άπ5 τή θάλασσα σά δελφίνι, νά 6λέπη μέσα και στο πιο αδια πέραστο σκοτάδι και πού τον κάνει άτρωτο από τις σφαί ρες εχει χαθή! Και ο Μάκ έχει γίνει μελαγχολικός καί αμίλητος γιατί όλες οί προσ πάθειες πού έκανε ώς τά τώ ρα άποδείχτηκαν μάταιες. Ό κίνδυνος είναι μεγάλος, αν τό δαχτυλίδι βρίσκεται οέ χέ ρια κακούργων. Γι3 αυτό καί τώρα πού τού τηλεφωνεί ό Τζαίημς Στούαρτ ό φίλος του καί τού πετάει πάλι τις
Ό Μάκ Ντάνυ τραβάει τό πιστό λι και απειλεί τον Κινέζο!
διφορούμενες κουβέντες τού απαντάει χωρίς όρεξι. — "Οχι, Τζαίημς, δεν^ τό είδα τό Γεράκι. "Εχω μέρες νά τό 6ώ. Αέν ξέρω τί γίνε ται. "Ισως είναι άρρωστο. —- Μά δεν έγινε καλά άπ3 τον πονοκέφαλο; ρωτάει τά χα μέ απορία ό επιθεωρητής. Νόμιζα πώς είχε θεραπευθή. -— Δυστυχώς!, άναστενά-
10
^
^
^ ^
^
ζει ό Μάκ καί ό νους του ^εί ναι στο χαμένο δακτυλίδι. Αυτή τή φορά φοβάμαι πώς τήν έχει πολύ άσχημα. Μπο ρεί καί νά πέθανε. — Δέν πιστεύω να μιλάς σοβαρά. Αυτές τις μέρες λο γαριάζω πώς χρειάζεται νά κάνη κάποια καινούργια κε ραυνοδόλα έπέμδασι. Ό φί λος· του ό "Έντμοντ Φρέλιχ ξαναζωντάνεψε. "Έβαλε πάλι
*0 Γκσφας βοηθέΐ τον τνφλο νά πέραση το δρόμο.
^ Γ ΕΡ Α Κ^ΝΙΟΙ
, μπροστά τή μηχανή του άαράτου θανάτου. Ό Μάκ Ητάνυ αισθάνεται ξαφνικά ν’ άνατριχιάζη, —Είσαι βέβαιος γΓ αυτό, Τζαίημς; ^ — ,Ναί. "Έκανε μια πρώ της τάξεως δουλειά πριν λίγες ώρες στο αεροδρόμιο τής Ουαάιγκτων. Σκότωσε ■· τον υφυπουργός τών Εξωτερικών τον κ. Στηβενσον κΓ έκλεψε μπροστά άπ" τα μάτια μας τον χαρτοφύλακα του, πού ή^Γαν γεμάτος σπουδαία έγ γραφα. ~ ©ά προσπαθήσω νά αν ταμώσω το Γεράκι νά τού πώ νά μην πεθάνη, Τζαίημς! "Αν τά καταφέρω, ό Φρέλιχ θάχ.η άσχημα μπλεξίματα. — Είσαι ^ έν τάξει, Μάκ! "Έτσι μου αρέσει νά σέ α κούω νά μιλάς. Πές κΓ από μέρους μου χαιρετισμούς στο Γεράκι. Γειά σου, Μάκ. Μιά άπ" αυτές τις μέρες, θαρθώ σπίτι νά μιλήσουμε. — Γειά σου, Τζαίημς! λ Πριν καλά - καλά άφίση το ακουστικό, μπαίνει σαν σίφουνας στο γραφείο ή Έλλεν Τζόρνταν, ή όμορφη μελαχροινή ^ συ μ μαθήτρια του στο κολλέγιο και τώρα βοη θός του στο ρεπορτάζ. Είναι ξαναμμένη καί το στήθος της ©,νεβοκστεβσίνει από τό λα χάνιασμα. "Ανάμεσα στους δυο αυτούς νέους, τον Μάκ πού είναι ένας γεροδεμένος έφηβος 18 χρονών καί την "Ελλεν πού είναι μιά ψηλή κοπέλλα 1 7 χρονών μέ γυμνά σμένο κορμί, υπάρχει μιά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ηννν^'!Λνν^νν>Λ·ννννννι»Λ'νννΛν\ΛΛΛ/ννν(/νϊΜ'νννΜν5,Μ^ν^νΐν!/νν^^ν^^
στενή φιλία, ενα λεπτό και τρυφερό αγνό αίσθημα, που μια μέρα θά κατάληξη σέ γά μο. Ό Μάκ τρέμει μη της συμβή κανένα κακό κΓ είναι έτοιμος νά θυσιάση καί τη ζωή του ακόμα για νά την προστατεύση. Τό ίδιο όμως κι* αυτή. Μπορεί νά ύποφέρη τά πιό φοβερά βασανιστήρια για τό χατήρι του, χωρίς νά μετανοιώση γι’ αυτό. "Ένας καλός λόγος, ενα χαμόγελο τρυφερό από μέρους του την άπόζημιώνουν κι9 είναι ευτυ χισμένη. Οί κίνδυνοι κι5 οί αϋπνίες που έχουν περάσει μαζί κυνηγώντας τό έγκλημα καί τούς εγκληματίες, τούς έ χουν δέσει πιό στενά κΓ ό ένας πια δεν μπορεί νά κάνη χωρίς τον άλλον... Καθώς βλέπει λοιπόν την "Ελλεν νά μπαίνη αναστατω μένη στο γραφείο καί νά πέφτη λαχανιασμένη σ’ ενα κά θισμα, ό Μάκτρέχει κοντά της. — Τί σου συμβαίνει, "Ελ~ λεν, ρωτάει ανήσυχος. Τί έ χεις; —- Είδα την ’Αννύ Γκάρντερ!, (*) αποκρίνεται ή κοπέλλα με κομμένη ανάσα. "Ε* χει αλλάξει τό χρώμα των μαλλιών της. Δεν είναι πια κοκκινομαλλουσα, αλλά ξαν θή. "Ως τόσο την αναγνώρι σα. —- 9Ηταν πραγματικά αυ τή; ρωτάει μ5 αγωνία 6 Μάκ. — Θά την αναγνώριζα ά(*) Διάβασε προηγούμενο τεύ χος «'Ο αόρατος θάνατος». ·
11
Ή "Ελλεν παρακολουθεί τη Γερ μανίδα και τη βλέπει νά...
ναμεσα σ ενα εκατομμύριο άλλες γυναίκες, λέει με πε~ ποίθησι ή "Ελλεν. "Ολα μπο ρεί νά τ> άλλάξη κανείς. Άλ λα τά μάτια δεν αλλάζουνε. Τά γατίσια μάτια της την >
3
/■
Σε ειοε αυτή;
— "Όχι. Την εΐδα σ’ ενα κλειστό αυτοκίνητο κοντά στην πόλη τής 5ης λεωφόρου.
12 Σταμάτησα ένα ταξί και την πήρα τό κατόπι... — Που πήγε; — Φυσικά οχι στο Τσίρκο Ρίβολι. Εκεί φοβάται πια νά ζυγώση, υστέρα από οσα με σολάβησαν. Τράβηξε κατά την κινεζική συνοικία και κα τέβηκε άπ5 τό αυτοκίνητο, ό ταν έφτασε σ’ ενα στενοσόκα κο. "Ύστερα περπάτησε κά μποσο μέ τά πόδια. Την είδα νά μπαίνη στο τεϊοποτείο του Γιάγκ - Τσΐγκ. —^Χμ^! Τό πράγμα αρχί ζει νά γίνεται ενδιαφέρον! λέει ό Μάκ. "Ύστερα; — "Ύστερα είδα τον ούρακοτάγκο τον σύντροφό της, τον Μπρούκ! Εκείνον τον χειροδύναμο, πού έχει γροθι ές πού ζυγιάζουν ή κάθε μια έναν τόννο! Μπήκε κΤ αυ τός στοΰ Γιάγκ - Τσΐγκ. Πή γε.· σίγουρα νά συνάντηση την κοκκινομαλλοΰσα Γερμανίδα. Τότε σκέφτηκα νά σε ειδοποι ήσω. Μά θά ήταν δύσκολο ^νά σοϋ^ μιλήσω τηλεφωνικως. Μπήκα πάλι στο ταξί κΓ ήρ~ σπουδαία!, λέει ενθουσια σμένος ό Μάκ. Αίγες στιγ μές πρωτήτερα μου τηλεφώνη σε ό Τζαίημς Στούαρτ. Ό φί λος μας ό ’Έντμοντ Φρέλιχ ξαναζωντάνεψε κΓ έκανε ένα καινούργιο έγκλημα. Ή Γερ μανίδα φιλινάδα του μάς βά ζει πάλι στα ίχνη του. Τό έγκλημα έγινε στην Ούάσιγκτων, μά ή σπείρα εξακολου θεί νά έχη,οπως φαίνεται, τό στρατηγείο της στη Νέα Ύ-
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΙΟΣ
όρκη. Πρέπει νά πεταχτώ λοι πόν ως τού Γιάγκ - Γσίγκ. —Μόνος; ρωτάει μέ πα ράπονο ή "Έλλεν. —■ Έκεΐ, όπως ξέρεις, δεν υποδέχονται τούς περαστι κούς μέ... τριαντάφυλλα ! ? Γιατί νά κινδυνέψουμε κΓ οΐ δυο; ^ —- "Όταν είμαι μαζί σου δεν φοβάμαι τίποτοι, Μάκ!, λέει ή κοπέλλα. "Έρχομαι κΓ εγώ... ΚΓ ύστερα από λίγο ό νεα ρός ρεπόρτερ Μάκ Ντάνυ κΓ ή "Έλλεν Τζόρνταν ^ταξιδεύ ουν μέ τό μικρό γκρίζο αυτο κίνητο ^ τού 'δημοσιογράφου προς την κινεζική συνοικία, ό ένας πλάϊ στον άλλο... -
Ό Γκάφας, ό ζητιάύο ς, ή φυσαρμόνικα, ό αόρατος θάνατος καί το δαχτυλίδι ιμέ τη γα λάζιτχ πέτρα.
ΤΖ1Μ ΓΚΑΦΑΣ ό λιχού δης και χαζός άραπάκος, ό φίλος του Μάκ Ντάνυ. σου λατσάρει κοιτά τή ^συνήθειά του τεμπέλικα και χαζεύει μπροστά στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, κάνοντας διάφορα όνειρα ανάμεσα ατά όποια κύριο ρόλο παίζουν τα ψιά μέ γαλατομπούρεκα, μπακλαβάδες, πάστες και άφράτα κέικ. Μασάει λοιπόν ένα κομμάτι σοκολάτας 6 Τζΐμ ί κάψας καί περπατάει αργά. Καί καθώς περπατάει μιά γλυκεία μελωδία φτάνει ^οτΓ αυτιά του. Κάποιος παίζει ακορντεόν. Άλλα παίζει τό-
ΥΠΕΡΛΗβΡηΐΙΟΖ .......... ■ νννννν^ννννίΜηννννννΜίνννννίΜ&ν^νν*Α^ν^νν*Μ/1Μ&ν\ΜΜΜ^^ \ΜΜΜΜΛΜΛΛΜΛΜ^^ σο καλά. Μερικά βήματα πιο εκεί, ένας άνθρωπος ντυμέ νος φτωχικά μ3 ένα πάλη ο κα πέλλο στο κεφάλι και μαύρα γυαλιά στά μάτια^ βαδίζει αργά στη μέση του δρόμου παίζοντας ακορντεόν. "Ένα μικρό παιδί ξυπόλητο μέ α χτένιστα μαλλιά τον συνο-. δεύει κρατώντας τον από την άκρη του σακακιού του. Κάθε τόσο δμως τον αφήνει, απο μακρύνεται καί πλησιάζει τούς διαβάτες. —-"Ένα σέντ γιά τον άόματο, λέει κλαψιάρικα. Βοθήστε τον τυφλό κι* ό Θεός νά σάς βοηθάει. Τά μικρά χάλκινα νομί σματα γεμίζουν τό μικρό τα σάκι που κρατάει στο χέρι τό παιδί κι* ύστεροι διοχετεύ ονται στην τσέπη του τυφλού. -—■ Κάνετε μιά ελεημοσύ νη στον άόματο! Ό Τζίμ Γκάφας έχει μερι κά ψιλά μαζί του καί, επει δή δεν είναι μονάχα λιχού δης αλλά καί φιλεύσπλα χνος, αποφασίζει ι<Γ αυτός ράν καλός χριστιανός νά προσφέρη τον οβολόν του. Πλησιάζει λοιπόν τό παιδί, που βρίσκεται πάλι πλάϊ στον τυφλό, καί ρίχνει τρία σέντς οπό τασάκι του. — Ό Θεός νά σέ5 θυμηθή στον παράδεισο, άραπάκο μου, του λέει μέ συγκίνησι ό τυφλός. Ό Θεός των νέγρων νά σέ προστατεύη... — Ευχαριστώ, κύριε!, του λέει ό Τζίμ Γκάφας γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ευχαριστώ,
ΚΜρΐ§?
19
Κοίΐ κάνει ν3 άπομακρυνθή, άλλά ξαφνικά μένει ασάλευ τος σάν νά τόν χτύπησε α στροπελέκι. — Μά γιά στάσου!, λέει μέσα από τά δόντια του. Αυ τός είναι τυφλός. Πώς ξέρει λοιπόν δτι είμαι νέγρος; Καί δμως μέ εΐπε «άραπάκο»! 3/Αρα κάποιο... λάκκο έχει ή φάβα! Μου την έσκασε! Καί καλά νά κοροϊδεύη δλο τόν άλλο κόσμο! "Αλλοι νά κοροΐδευη καί τόν Τζίμ Γκάφα; Αυτό πάει πολύ! Τούτος εδώ είναι στραβός δσο εγώ είμαι . .Πάπας! Ετοιμάζεται λοιπόν νά γυ ρίση^νά τού ζητήση τό λόγο, γιατί κάτι τέτοια δεν τά... καταπίνουμε εμείς! Ετοιμά ζεται, άλλά δέν προφταίνει, γιατί αυτή ακριβώς^ τή στιγ μή κάτι γίνεται που αναστα τώνει δλους του διαβάτες του βρόμου. "Ένας κοντόχοντρος κύρι ος, που βγαίνει από την πόρ τα τής απέναντι πολυκατοι κίας, άνασηκώνει ξαφνικά τά χέρια σάν νά δέχτηκε κατά στηθα έναν κεραυνό, βγάζει μιά πνιχτή κραυγή, τά μάτια του ανοιγοκλείνουν τρομαγμέ να σάν νά τά θάμπωσε ένα δυνατό φως καί πέφτει μέ τά μούτρα στις πλάτες του πε ζοδρομίου. — Συγκοπή! Φωνάζει κά ποιος καί τρέχει, προς τό μέρος του. —- Είναι ό Εισαγγελέας Πίγκ! Έπαθε συγκοπή! "Ολοι τρέχουν γύρω του, τον άνασηκώνουν, προρτπα-
14
'
θουν νά τον βοηθήσουν, μά ό κόπος τους πάει, χαμένος. Ό άνθρωπος είναι κιόλας νε κρός και τίποτα ^δέν μπορεί νά έπαναφέρη ^στή ζωή τον Εισαγγελέα Πίγκ... Και τότε άκούγεται μια γυ ναικεία κραυγή. — Μΐ| τον αγγίζετε! Μή τον αγγίζετε. Ειδοποιήστε την αστυνομία. Τον χτύπησε ο αόρατος θάνατος! Ή κραυγή αυτή, πού μοιά ζει σαν φοβερό μήνυμα κινδύ νου, γεμίζει αγωνία τά πρό σωπα και σκορπίζει τον πα νικό.,. — Ό αόρατος θάνατος ! Ό αόρατος θάνατος. ΟΙ διαβάτες τρέχουν έδω κΓ εκεί σαν κυνηγημένα άγρί μια. Κάποιος τηλεφωνεί στήν αστυνομία καί από ένα φαρ μακείο βγαίνει ένας γιατρός. — Αέν έχει πια ανάγκη α πό Ιατρική περίθαλψι, λέει καθώς τον εξετάζει. Τό πτώ μα του πρέπει νά μετσφερθή οττό νεκροτομείο. Σ’ αυτό τό μεταξύ ό Τζίμ Γκάφας, πού έχει... προηγού μενα μέ τον άόματο, δεν τον αφήνει άπ© τά μάτια του. "Έ χει σταματήσει νά παίζη α κορντεόν καί παρασύρεται α πό τό πλήθος πού τρέχει δε ξιά κι3 αριστερά. Ό μικρός πού τον ώδηγοΰσε έχει χαθη μέσα στήν αναταραχή καί είναι μόνος σέ μια ανθρωπο θάλασσα πού δεν του δίνει σημασία. — Είμαι τυφλός, λέει^ μέ κλαψ ιάρ ι κη φωνή. Β οηθήστε με νά περάο'ω στο απέναντι
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
πεζοδρόμιο, παρακαλώ! Ό Τζίμ ξύνει τό κεφάλι του. — Μπορεί νάναι πραγμα τικά στραβός ό φουκαράς, λέει, καί άδικα νά τον υποψι άστηκα. Μά πάλι πώς έγινε νά κατσλάβη ότι είμαι άράπης -όταν του έδωκα τά ω ραία μου σέντς; "Άνασηκώνει τούς ώμους καί χτυπάει μέ τήν παλάμη του τό μέτωπό του. — Βρήκα! Τό κατάλαβε από τή... μυρουδιά! "Άς τον βοηθήσω λοιπόν... Καί ό Τζίμ Γκάφας αφού τον πλησιάζει, τον πιάνει από τό χέρι καί τον οδηγεί στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μά, καθώς τον κρατάει άπά τό χέρι, τά μάτια του... άλ λο ιθωιρίζουν! Μάτι διάβολο; 'Όλα τά παράξενα σ" αύτόνε θά συμβαίνουν σήμερα; Σ" έ να δάχτυλο του τυφλού μέ τή φυσαρμόνικα είναι περασμέ νο ένα δαχτυλίδι... μέ μπλέ πέτρα! ΚΓ αυτό τό δαχτυλί δι ό Τζίμ τό ξέρει πολύ κα λά. Είναι τό δαχτυλίδι του κυρίου Μάκ, του φίλου του! Μάλιστα, μια ολάκερη εβδο μάδα ψάχνει τώρα νά τό βρή καί 6έν τό βρίσκει κΓ έχει γίνει .μελαγχολικός κΓ έχασε τή διάθεσι ...νά του δίνη καρ παζιές! Τόσο στενοχωρημέ νος είναι. Μά νά πού ή τύχη τό φέρνει μπροστά του- τώρα. "Ω! "Αν ήξερε τί αξίζει καί τί μπορεί νά κάνη μ3 αυτό το δαχτυλίδι αυτός ό τυφλός, δέ θά γύριζε τώρα στους δρό μους νά παίζη ακορντεόν καί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ* νά ζητιανεύη. . — Σ’ ευχαριστώ, καλό μου παιδί, λέει ό τυφλός. Τα ρα πού μ’ έφερες στο πεζο δρόμιο, μπορώ νά περπατήσω και μοναχός μου. Αντίο καί ό Θεός νά σου δίνη πάντα καλό. Τραβάει τό χέρι του και α πομακρύνεται. Ό ?ζίμ τον βλέπει νά βαδίζη ανάμεσα στους ανθρώπους, πού κυκλο φορούν αδιάφοροι, και δέν ξέ ρει τί πρέπει νά κάνη για νά πάρη τό δαχτυλίδι στα χέ ρια του. Ξαφνικά όμως σου ρώνει τά φρύδια. Ό τυφλός, πού νομίζει τώρα πώς κάνεις δέν τον προσέχει, κάνει μιά κίνησι, βγάζει τά μαύρα γυαλιά από τά μάτια, ξεκρεμάει άπό τον ώμο του τή φυσαρμο* νίκα, τή βάζει κάτω άπό τή μασχάλη καί αρχίζει νά βα δίζη κανονικά μέ βιαστικό βήμα σά νά έχη όχι δύο, άλ λα εκατόν δύο μάτια! — Ά! Τον άτιμο! Μου την έσκασε! Καλά τό είπα εγώ 'πώς ήταν μηχανή ή στραβομάρα του!, λέει 6 άραπάκος. Εμπρός, Τζίμ Γκάφα! Πάρε τον τό κατόπι και προσοχή. Γιατί αυτός είναι άνοιχτομάτης πολύ περισσότερο άπό σένα. Και μέ βήμα γοργό αρχί ζει τήν παρακσλοόθησι... Ό Μάκ · Νχάνυ μπαί νει αέ μιά κινέζικη σφηκοφωλιά·
Ο ΜΑΓΑΖΙ του Γιάγκ Τσέγκ στήν κινέζικη συ νοικία τής Νέας Ύόρκης
Τ
νηηνΐΜΜΑΜ«ν«^^
1»
ναι άπό τά χειρότερα τής πε ριοχής. ’Εκεΐ συχνάζουν όλα τά κατακάθια του υποκόσμου καί ή αστυνομία κάνει κάθε τόσο εφόδους καί ποτέ δέν φεύγει μέ άδεια χέρια. Πάν τα μερικοί άπό τούς τακτι κούς πελάτες του Γιάγκ Τσέγκ βγαίνουν μέ σιδερένια βραχιόλια περασμένα στά χέ ρια κΓ ύστερα άπό μιά σύν τομη διαδικασία στέλνονται στις φυλακές τού Άλκατράζ ή στήν ηλεκτρική καρέκλα. ΚΓ ό ίδιος ό Γάγκ - Τσέγκ, ένας λιγνός μεσόκοπος Κινέ ζος μέ μικρά λοξά μάτια καί μακρυά μαύρη κοτσίδα στο κεφάλι, πού κρέμεται πίσω ώς τή μέση του, δέν πρόκει ται τελικά νά αποφυγή τήν ηλεκτρική καρέκλα. Αλλά ή αστυνομία δέν έχει ακόμα τά στοιχεία πού τής χρειάζον ται. Ή αστυνομία όμως ποτέ δέν απελπίζεται καί ή υπομο νή της είναι απέραντη. Κάπο τε ο Γιάγκ - Τσέγκ θά πέση στό δόκανο καί ή βρωμερή ψυχή του θά ταξιδέφη στήν κόλασι... ^ Τώρα τελευταία, ^τό μαγα ζί τού Γιάγκ - Τσέγκ, κάτω άπό τον φαινομενικά άθώο τί τλο «Τεϊοποτεΐον», έχει γίνει ένα κέντρο κατασκόπων. Ό ’Έντμοντ Φρέλιχ, ό μυστηρι ώδης καί ασύλληπτος εγκλη ματίας, πού σκορπίζει τον άόρατο θάνατο καί απειλεί τήν Κυβέρνησι των Ηνωμένων Πολιτειών, πληοώνει άλογάργιαστα καί ό Γιάγκ - Τσέγκ σ’ ένα Θεό μονάχα πιστεύει: είΣτό δολλάριο! Τίποτα άλλο
Ι« δεν υπάρχει γι’ αυτόν έξω από τό χρήμα. Για νά κερδί ση λεφτά έχει βουτήξει ώς τά τώρα πολλές φορές τά χέ ρια του στο αίμα καί είναι πρόθυμος νά πουλήση καί την ψυχή του ακόμα στο διάβολο όταν πληρωθή καλά... "Όταν φτάνουν στην κινεζι κή συνοικία, 6 Μάκ Μτάνυ καί ή όμορφη βοηθός του "Ελ~ λεν Τζόρνταν, ή κίνησις εί ναι ζωηρή στους δρόμους. Ό νεαρός ρέπορτεο άφίνει την κοπέλλα στο αυτοκίνητο. —«Θά μ^ περιμένης εδώ, "Ελλεν,^ τής λέει. ,λΑν δής πώς ή απουσία μου παρατείνεται, κάνε ένα τηλεφώνημα στον επιθεωρητή Τζαίημς Στοόαρτ. ΚΓ επειδή την βλέπει νά γίνεται ξαφνικά ανήσυχη, χαμογελάει. —Δηλαδή δέν πιστεύω πώς θά χρειασθή αυτό τό τη λεφώνημα. Σου τό λέω για κάθε ενδεχόμενο. Ή καρδιά τής "Ελλεν χτυ πάει βιαστικά. Τρέμει μην του συμβή κανένα κακό. —"Άφησε με νάρθώ μαζί σου, Μάκ, τον παρακαλεΐ. —-Αυτό δέν γίνεται, 'Έλλεν. Τό αυτοκίνητο έχει στα ματήσει σέ μιά πάροδο, έκατό μέτρα μακρυά από τό μα γαζί του Γιάγκ - Τσέγκ. "Α πό τό σημείο αυτό, ή "Ελλεν μπορεί νά παρακολουθή, χω ρίς νά φαίνεται, τήν είσοδο του καταστήματος. "Ενα δυ νατό χτυποκάρδι τήν παιδεύ
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΣ
’^ν\Ρ</^%ν&ν^^Α/¥'Λν^νΎ^νν&Λ'ν^/ΙΜ#Α·
ει, καθώς βλέπει τον Μάκ νά πηγαίνη προς τά εκεί. Ό νεαρός ρεπόρτερ όμως δέν φοβάται καθόλου. Ξέρει πώς πρέπει νά φερθή. Δέν εί ναι άλλωστε ή πρώτη φορά που θά μιλήση μέ τον ΓιάγκΤσέγκ. Στο μαγαζί είναι μονάχα τρεις πελάτες όταν μπαίνει ό Μάκ. Τά λοξά μάτια του Κινέζου καρφώνονται παραξε νεμένα απάνω του. Ό δημο σιογράφος πηγαίνει κατ’ ευ θείαν στον πάγκο, —Γειά σου, Γιάγκ — Τσέγκ!, του λέει. Είσαι πάν τα καλά στην υγεία σου; Ό Κινέζος κάνει μιά έλαφρή ύπόκλισι. —Ευχαριστώ, κύριε Μάκ, αποκρίνεται καί χαμογελάει. Ποιος καλός άνεμος έστειλε στην ταπεινή γειτονιά μας τήν έξοχότητά σου; —Είχα δώσει ραντεβού ε δώ κοντά μέ κάποια κοπέλλα, λέει ό νεαρός ρέπορτερ καί του κλείνει πονηρά τό μάτι. Μά μέ γέλασε. Καθώς περ νούσα λοιπόν από τό μαγαζί σου, ,λέω: «Δέν μπαίνω μέ-’ σα νά χαιρετήσω τον φίλο μου, τον Γιάγκ - Τσέγκ;» Καί ήρθα...^ —Αυτό είναι πολύ ευγενι κό έκ μέρους σου, άσπρε μου φίλε, λέει αυτός καί μιά σει ρά από κίτρινα δόντια φαί νονται στο στόμα του καθώς αγωνίζεται νά χαμογελάση γλυκά. "Ανέκαθεν εκτιμούσα τήν εξυπνάδα τής εξοχότητάς σου.
Ό Μάκ σκύβει περισσότε-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
' ΜΜ%\\ννην>ΑΛΑβ.\Μ\ΛΜΜνννννννννΐννΜΑΜ^^
ρο κοντά του και γίνεται α πότομα σοβαρός. —Θέλω νά σου μιλήσω, Γιάγκ, λέει χαμηλόφωνα. Εκείνος ξαφνιάζεται και τά^λοξά μάτια του παίρνουν μιαν άσκημη εκφρασι. δεί χνει πώς απορεί, μά δεν μπο ρεί νά κρύψη την ταραχή του. —Ένδιαφέρομαι για κά ποια κοκκινομαλλοϋσα Γερ μανίδα καί την παρέα της, συνεχίζει. Έσύ θά ξέρεις σί γουρα, Γιάγκ - Τσέγκ, που θά μπορέσω νά συναντήσω την Άννυ Γκάρντερ... Τό πόδι του Κινέζου σέρ νεται ελαφρά κάτω απ’ τον πάγκο και πατάει ένα κου μπί. Κάίποιο μικρό φωτάκι που δεν τό βλέπει φυσικά ό Μάκ, ανάβει στα πίσω δια μερίσματα του τεϊοποτείου κΓ εκείνοι πού βρίσκονται ε κεί ειδοποιούνται νά πάρουν τά μέτρα τους. Είναι ένα σύνθημα κινδύνου... —-Μά τις ψυχές των προ γόνων μου!, ορκίζεται ό Γιάγκ - I σέγκ. Δεν καταλα βαίνω τί μου λες. Για ποια κοκκινομαλλοϋσα μου μιλάς; —"Άφησε τούς δρκους κα τά μέρος, Γιάγκ!, τον κόβει ό Μάκ Ντάνυ καί ό Κινέζος χάνει απότομα τό κέφι του καθώς βλέπει στα χέρια τού δημοσιογράφου ένα πλακέ η μιαυτόματο των 9. Άφησε τούς όρκους γιατί κάποιον δολοφόνησαν στην Ούάσιγκτων καί κλέψανε τό χαρτο φύλακα του. ΚΓ αυτός ό χαρ τοφύλακας δεν πρέπει νά φυ γή απ’ την Αμερική. Αυτή ή
1/
κοκκινομαλλοϋσα πού σου ζη τάω είναι παρέα μέ τούς φονιάδες. Ή φωνή του είναι σκληρή σάν ατσάλι καί κρύβει μιά άγρια απειλή. Ό Κινέζος κα ταλαβαίνει πώς ό μικρός δεν αστειεύεται. "Ομως προσπα θεί νά κερδίση καιρό. —Σου ορκίζομαι, Μάκ Ντάνυ! Στο ταπεινό μου μα γαζί... --—Σταμάτα νά ορκίζεσαι, Γιάγκ - Τσέγκ!, αγρίεψε πιο πολύ ό ρεπόρτερ. 8 ώρα τε λευταία έχω γίνει πολύ νευ ρικός καί ^μπορεί τό δάχτυλό μου νά πιέση χωρίς νά τό κα ταλάβω τή σκανδάλη. Τότε 8ά πας καί σύ ν’ αντάμωσης τίς ψυχές των μακρύνών σου προγόνων καί δέν θά έχω καμ μιά τύψι γι’ αυτό. Νά τό ξέΡ»ΚΆπό τά μάτια του Κινέ ζου περνάει μιά αστραπή. Μά τό πρόσωπό του εξακολουθεί νά δε ίχνη απορία καί φόβο μαζί. Γούτος ό κίτρινος διά βολος ξέρει νά υποκρίνεται. Κάνει μιά κίνησι απελπι σίας. —Τί θέλεις άπό μένα, Α μερικανέ; ρωτάει. ^ —Θέλω νά κάνω έναν πε ρίπολο μαζί σου στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Ιό ξέρω πώς υπάρχουν κάμποσες κά μαρες όπου σερβίρεις μαζί μέ τό τσάι καί όπιο. Ξέρω ακό μα πώς υπάρχει κΓ ένα ευρύ χωρο υπόγειο. Θέλω νά πάμε παρέα εκεί. Ό Γιάγκ - Τσέγκ κουνάει τό κεφάλι.
18
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
Μ/\χν\ΛΜΛΝν\ΜΛΜ/\ΜΛΜΜ/νννν*ΛΛΛΛ/\/\Λ/νν\ΜνίΜΜΛΜ'ΙΜΜΛΛΑΛΛΛΜΛ/νΐΜΛΜΛΛΛΛΐ\ΜΜΑΛΜΜΛΜΜΛΛΛΛΜΛΛΛΛΛΛΛΜ/ννν\
—’Έλα μαζί μου, του λέ ει. Θα βεβαιωθής πώς σου λέω την αλήθεια. Φεύγει από τον πάγκο καί άνοίγει μια πόρτα, πού βρί σκεται στο βάθος τού μαγα-
σκαρώσης χαμμιά εξυπνάδα, την έχεις άσκημα! 'Ο Μάκ εισχωρεί στα τεϊοποτείο καί πέφτει σέ μια παγίδα θανά του.
ΠΕΡΝΑΝΕ ένα στενό διά
Ό άνθρωπος^ κλονίζεται, ανοιγο κλείνει τά μάτια του και ττέφτει!
ζιού. Ό Μάκ τον ακολουθεί. "Έχει τό χέρι στην τσέπη και τό βάχτυλό του είναι περα σμένο στην σκανδάλη τού πι στολιού. ' —Σέ προειδοποιώ, ΓιάγκΤσέγκ!, λέει. ’Άν πας νά μού
δρομο, φτάνουν σέ μια μεγάλη άδεια κάμαρη κΓ ο Γιάγκ - Τσέγκ σπρώχνει καί ανοίγει μιαν άλλη πόρτα. Καί σέ τούτη την κάμαρη δέν υπάρχει κανείς άλλα ό Μάκ είναι σίγουρος πώς λίγες στιγμές νωρίτερα ήταν κάμ ποσοι μαζεμένοι εδώ μέσα. "Ενα ξεχασμένο τσιγάρο καί ει ακόμα σ’ ένα τασάκι. Ή κάμαρη είναι γεμάτη κα πνούς. Πρέπει λοιπόν νά έχη τά μάτια του ανοιχτά. Ε δώ κάπου μπορεί νά παραμο νεύουν. —Βλέπεις; Δέν υπάρχει κανείς, κάνει μέ τό άθωότερο ϋψος τού κόσμου ό Κινέ ζος. "Αδικα λοιπόν υποψιά στηκες τό ταπεινό μου μαγα ζί... —Ναί. Βλέπω. ^ Προχω ρεί!, αποκρίνεται μέ σφιχτά δόντια ό Μάκ. Προχωρεί! Ή τρίτη πόρτα βγάζει σ’ έναν άλλο 5ιάδρομο; Ό Μάκ έχει την α’ίσθησι κάποιου α όριστου θορύβου. Έ6ώ δέν υ πάρχει φώς. Ό διάδρομος φωτίζεται από μιά μικρή δέ σμη φωτός που έρχεται από ένα εσωτερικό παράθυρο. Μπροστά πηγαίνει ό ΓιάγχΤσέγκ καί πίσω του ό νεαρός ρεπόρτερ. Ξαφνικά έκείνας ό απροσδόκητος θόρυβος δυνα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 19 .... ■■·γ.^*«ΛΛΜΜΛΛΛΜΛ^ΜΜ^ΜΜΜ4ΙΜΙΜΜ*ΜΜΜΛΜΜΜΜΜΛΛΛΜΛΜΜΜΛΛΛ«*Ι< μώνει. Μια πελώρια σκιά σχηματίζεται στον τοίχο και την Τ6ια στιγμή ό Κινέζος τινάζεται πλάγια και άφίνκι ακάλυπτο τον Μάκ Ντάνυ. *0 νεαρός ρεπόρτερ παίρνει μιά βόλτα στις φτέρνες του καί τό μικρό ημιαυτόματο πιστό λι του αρχίζει νά βήχη ξερά. "Ενα ουρλιαχτό πόνου άκούγεται. Κάποιος, πού παραμό νευε έτοιμος νά πυροβόληση, διπλώνεται στα δυο καί πέ φτει στο πάτωμα. Κολλάει τή ράχη στον τοίχο καί πε ριμένει. Τό βλέμμα του προ σπαθεί νά 81ακρινή μέσα στο μισοσκόταδο. Ό Γιάγκ-Τσέγκ εχει χσ8ή σαν νά τον κατά πιε ή γης. Άκουγεται κάτι σά σφύριγμα Φιδιού. Ό Μακ ξαναπιέζει τή σκανδάλη. Τρεις γλώσσες φωτιάς βγαί νουν από τήν κάννη τού πι στολιού του. Ή φωτισμένη πόρτα κλείνει μέ πάταγο και ό διάδοόμος βυθίζεται σέ ένα αδιαπέραστο σκοτάδι. —Ψηλά τά χέρια, μωρό ·, άκούγεται μια φωνή. Σου μι λάω γιά τό καλό σου. Π έτα ξε αυτό τό σιδερικό που κρα τάς καί σήκωσε τά χέρια! διαφορετικά θά σου κάνουν κηδεία μέ μουσική αύριο! Ό Μάκ αναγνωρίζει αυτή τή φωνή, θά τήν αναγνώριζε ανάμεσα σέ χίλιες άλλες. Εί ναι ή Γκάρντεο μέ τά νατί σια μάτια που του μιλάει. Κάνει μιά στροφή καί πυρο βολεί προς τό μέρος άπ5 τό όποιο έοχεται ή φωνή. Ό στε νός διάδρομος γεμίζει πάλι βροντές.
—Εμπρός, Μπρούκ!, ουρ λιάζει ή Γερμανίδα. Τό μωρό δέν έχει μυαλό! Καί προσο χής Ό αρχηγός τον θέλει νά του^ τον πάμε ζωντανό! Ή Φωνή έρχεται αυτή τη
*Η Γερμανίδα τον χτυπάει στο κεφάλι μέ τήν κάννη του πι στολιού.
φορά απ’ τήν αντίθετη πλευ ρά. Καί ό Μάκ μέ τή ράχη πάντα κολλημένη στον τοίχο, στρέψει τήν κάννη του όπλου του προς τά εκεί. Δέν προ φταίνει όμως τώρα νά πυρο βόληση. "Ενας γίγαντας πέ-
Μ
.
ΓΕΡΑΚΙ,
φτει απάνω του και τον ανα τρέπει. Μια σφαίρα άπ* τό πιστόλι του καρφώνεται στο ταβάνι και την ίδια στιγμή βλέπει ν' άστράφτη ή λεπίδα ένός μαχαιριού στο σκοτάδι. Τινάζεται πλάγια, σκύβει προς τά εμπρός καί ξεφορτώ νεται τον άνθρωπο πού έχει γαντζωθή στους ώμους του. Ακούει μια χοντρή βλαστή μια κι5 ένα μαυγγρητό λυσ σασμένου λύκου. Ό Μπρούκ μέ τή_ φάτσα του ούρακοτάγκου κυλιέται στα πόδια του. Γυρίζει 6 Μάκ τό πιστόλι ε πάνω του καί πυροβολεί. Μά 6έν έχει τύχη! Άκούγεται έ να ξερό «κράκ» καί τίποτα άλλο. Τό όπλο του είναι ά δειο από σφαίρες! Σφίγγει τά δόντια καί βάζει τό χέρι στην τσέπη να τό ξαναγεμί ση. Ξαφνικά όμως αισθάνεται σαν νά σηκώνεται στον αέ ρα. Κάποιος αγκάλιασε τά πόδια του καί τον άνασηκώνει. Χάνει την ισορροπία του, αλλά προφταίνει καί τινάζει μέ δύναμι προς τά εμπρός τή γροθιά του. Τό χέρι του σκονταφτεί σ ενα χοντρο μούτρο καί ξαφνικά βλέπει πάλι τή λεπίδα του μαχαιριού νά δια γράφη ένα θανάσιμο τόξο. Πέ φτει ανάσκελα. —-"Όχι κουταμάρες, άκούγετοα ή φωνή τής "Άννυ Γκάρ ντερ. Σου είπα, Μπρούκ: Γό αφεντικό τον θέλει ζωντανό. "Άφησε τό μαχαίρι κατά μέ ρος. Ό Μάκ κυλιέται τώοα στο πάτωμα καί παλεύει απεγνω σμένα. "Ομως αυτός 6 αγώ Γ
5
(Τ’
X
ο
ΝΕΟΣ
'ννι^Λ'ννννννννννννννν* νν\Α/υνννν%/νί/&ννΐβΑΜ/ν
^
νας είναι άνισος καί δέν μπο ρεί ν’ άντέξη πολύ. Κάτι σκληρό πέφτει απάνω στο κε φάλι του. 'Η Γερμανίδα με τά γατίσια μάτια τον χτυπάει μέ τή^ λαβή τού περιστρόφου της. "Ενα δεύτερο χτύπημα Ό Μάκ Ντάνυ νοιώθει νά πα ραλύουν τά χέρια του καί ζα λίζεται. Προσπαθεί ν" άνασηκωθή. Μά ό όγκος του Μπρούκ τον κρατάει ακίνητο. Ή λα βή τού πιστολιού τής Γερμα νίδας ξαναπέφτει μέ δύναμι στο κεφάλι του. Ακούει ένα απαίσιο γέλιο. —Τώρα είναι εντάξει! Αέ μπορεί νά κουνηθή πιά!, λέει ή Γκάρντερ. Φέρε τον στο υ πόγειο. "Ο Μάκ Ντάνυ αισθάνεται νά τον σέρνουν στο πάτωμα καί 6έν θυμάται πιά τίποτα. Χόΐνει τις αισθήσεις του. Ή Έ λληνοαμερικ-ανίδα φοιτήτρια έιπεμθαίνει δυναμικά.
ΕΛΛΕΝ κυττάζει τό ρολόι* της. "Έχει περά σει αρκετή ώρα από τή στιγ μή πού ό Μάκ πέρασε τό κα τώφλι του μαγαζιού τού Γιάγκ - Τσέγκ καί δέν ξαναγύρισε. Μια δυνατή αγωνία τήν παιδεύει καί δέν ξέρει τί ακριβώς νά κάνη. "Άσχημα προαισθήματα τήν ζώνουν καί ή τρυφερή καρδιά της βασα νίζεται από λογής - λογής κακές ιδέες πού περνούν άπ τό νού της. ζανακυττάζει τό ρολόι της. Οί δείχτες προχω-
Η
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Μ^ννννννίΗνίΜΥνΜηΥνίνΜιννίννννίΜΙΜην^^ ρουν καί εκείνος δέν φαίνε ται. Σέ λίγο θά νυχτώση. ^Πρέπει νά τηλεφωνήση λοχπόν. Νά τηλεφωνήση στον α στυνομικό επιθεωρητή Τζαί~ ημς Στούαρτ. Αυτός μονάχα μπορεί νά τή συμβουλέψη και αυτός μέ τή σύντομη έπέμβασί του μπορεί νά σώση τον Μάκ, αν, όπως φαντάζεται, βρίσκεται σέ κίνδυνο. Κατε βαίνει απ’ τό μικρό γκρίζο αυτοκίνητο του δημοσιογρά φου καί προχωρεί προς τό μέ ρος ένός κινέζικου μαγαζιού πού πουλάει πορσελάνες. Ε δώ υπάρχει τηλέφωνο καί μπορεί νά ειδοποίηση τον Στούαρτ. Καθώς όμως προ χωρεί προς τά εκεί, ένας άν θρωπος τή σταματάει. —ΕΙσθε ή δεσποινίς "Ελλεν; τή ρωτάει χαιρετώντας μ’ ευγένεια. —Μάλιστα, λέει ή κοπελ λά ξαφνιασμένη πού βρέθηκε κάποιος νά την γνωρίζη σ’ αυτή τή μακρύνή συνοικία. -—"Έρχομαι από μέρους του κυρίου Μάκ Ντάνυ. Μου είπε νά σάς πώ οτι σάς πε ριμένει. —Που είναι; ρωτάει μέ α γωνία ή ΓΈλλεν κι5 αίσθάνεται ένα δυνατό χτυποκάρδι Που είναι © Μάκ; —’Έ! Αέν πρέπει ν’ άνησυχήτε, λέει αυτός καί χαμο γελάει. Αέν του συνέβη τίπο τα κακό. Ελάτε μαζί μου. Σάς περιμένει. Χωρίς νά σκεφτή πολλά πράγματα, ή "Έλλεν ακολου θεί τον άγνωστο. Τό σκοτάδι έχει αρχίσει νά πέφτη καί
ΛΜΑΜΛΙΜΛΜΜΜΛΜΑΜΜνννΜΛ^^
*ι
έξω από τά λογής - λογής κι νέζικα μαγαζιά ανάβουν τά χρωματιστά φανάρια, πού δί νουν κάτι τό γραφικό καί τό μυστηριώδες μαζί στήν ύπο πτη αυτή συνοικία τής Νέας Ύόρκης. "Η κοπέλλα προσέ χει πώς δέν την πηγαίνουν προ ςτό τεϊοποτείο τού Γιάγκ -Τσέγκ. Ό άγνωστος την πα ρασύρει σέ μια πάροδο. —-Δέν θά πάμε στοΟ Γ ιάγκ -Τσέγκ; ρωτάει καί κάποια ανησυχία περνάει στό νου της* —Εκεί πάμε, αποκρίνεται αυτός. Μά υπάρχει λόγος, νά μή μάς δούνε στην κυρία εί σοδο. Θά μπούμε από τό πί σω μέρος του μαγαζιού. Φτά σαμε κιόλας. Πραγματικά. "Ύστερα από λίγο βρίσκονται στό πίσοο μέ ρος τού τεϊοποτείου. Ό άν θρωπος βγάζει ένα κλειδί άπ5 την τσέπη ^ του καί ανοίγει μια χαμηλή πόρτα. Ή "Ελλεν σαν άπό ένστικτο κάνει ένα βήμα πίσω. Τούτη τήν τε λευταία στιγμή ή ιδέα πώς παρασύρεται σέ παγίδα καρ φώνεται στ© μυαλό της καί διστάζει νά προχεορήση στό σκοτεινό άνοιγμα. Αυτό όμως δέν σοέσει στον συνοδό της. —"Άντε λοιπόν! Τί κον τοστέκεσαι; τής λέει. Προχώρα! 'Ο τρόπος του είναι τώρα απότομος καί. οπό χέρι του κρατάει ένα πιστόλι. Ή κο πέλλα τρομάζει, άφίνει μ?ά μικρή κραυγή νά τής ξεφύγη καί πλησιάζει στήν πόρτα. "Έχει γίνει χλωμή.
η
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟ 2
<ΙΛΜΜΜήΧΙΜΜ/1^νΐΛΜΜ\ηννκνΜν$ΜΛΜΜ ΙΜΑΜΙΜΜίΜΦΜΑΜ/ΜΜΛΜΑΛΜΙΜΜιΙΜ'ννΜννΜΙίΜΜΑΜΜΜίννννννΜίΜνΜν
—-"Έτσι ρπράβο!, λέει αυ τός. Μ" αρέσουν τά φρόνιμα κορίτσια... Και κάνει νά την άκολουθήση. Μά τότε γίνεται κάτι πού δεν τό περιμένει κανείς. Ή "Ελλεν σφίγγει τά δόντια, γυρίζει απότομα καί, μέ μιαν αστραπιαία κίνησι μελετημέ νη από πρίν, χτυπάει μέ την κώχη τής παλάμης της τό λά ρυγγα του ανθρώπου πού έρ χεται ξοπίσω της. Είναι ένα δύσκολο, άλλα αποτελεσματι κός κόλπο τής γιαπωνέζικης πάλης Ζίου - Ζίτσου, πού φέρ νει τις περισσότερες φορές τό θάνατο. Ό άγνωστος βγάζει ένα βογγητό σαν νά πνί γεται., άφίνει τό πιστόλι νά του ξεφύγη, φέρνει τά χέρια στο λαιμό και πέφτει στο πεζοδρόμι. Ή άμορφη "Αμερικανίδα άφίνει ένα στεναγμό ανακου φίσεις. Σκύβει, παίρνει τό πιστόλι καί προχωρεί στο σκοτεινό άνοιγμα τής πόρ τας. Περνάει τό κατώφλι καί την κλείνει έλαφρά πίσω της. Το σκοτάδι είναι βαθύ εδώ μέσα. Δεν θέλει νά κάνη χρήστ του ηλεκτρικού της φανα ριού. Αυτό 9ά ήταν κάπως ε πικίνδυνο. Προχωρεί λοιπόν ψηλαφητά καί ξαφνικά τά πό δια της συναντούν μια πέτρι νη ο-κάλα. "Αρχίζει νά κατ?βαίνη μέ προσοχή. Έδώ κά που πρέπει νά βρίσκεται ό Μάκ... "Ύστερα από μερικά σκα λοπάτια, ή σκάλα στρέφει α ριστερά καί από έδώ πού. βοί σκέται ή "Ελλεν βλέπει μιαν
ακτίνα φωτός νά βγσίνη από μιά μισάνοιχτη πόρτα. Μέ γοργές κινήσεις πλησιάζει προς τά εκεί. "Ακούει χαμηλό ψωνες κουβέντες. "Αλλά δεν είναι αυτές πού την παραξε νεύουν. "Ενας άλλος θόρυβος τής κάνει εντύπωσι. Είναι σαν νά δουλεύη κάποιος τό αλφάβητο Μόρς. Πατώντας στις μύτες τών λαστιχένιων παπούτσιών της, ζυγώνει πε ρισσότερο. Τώρα μπορεί νά δή τί γίνεται στο εσωτερικό τού φωτισμένου αυτού δωμα τίου. Βλέπει καί τά μάτια της στρογγυλεύουν από την έκπληξι. "Ενας άνθρωπος μέ ακουστικά στ" αυτιά κάθεται μπροστά σ’ έναν πομπό α συρμάτου. Πλάι του, ορθή, ή "Άννυ Γκάρντερ κρατάει ένα χαρτί στο χέρι καί υπαγορεύ ει. "Εκείνη διαβάζει και αυ τός πατώντας ρυθμικά τά. πλήκτρα τού μηχανήματος, μεταδίδει. Ή "Ελλεν 6έν χρει άζεται περισσότερα για νά καταλάβη πώς βρίσκεται σ’ ένα άντρο κατασκόπων, απ’ όπου μεταδίδονται σέ κάποια έχθρική δόνα μι — άγνωστο ποια — από την καρδιά τής Νέας Ύόρκης, πολύτιμες πλη ροφορίες. Στυλώνει τ’ αυτί καί ακού ει: «Χαρτοφύλαξ Στήβενσον εύρίσκεται χείρας μας. "Έγ γραφα πολύτιμα καί έξαιοετικώς απόρρητα διαβιβασθούν συντόμως διά γνωστού μέσου. Στοπ.. Είσαγγελεύς Πέγκ έξετελέσθη βι" ακτινών θανάτου, συμφώνως οδηγίας σας. Ό πανικός θά άπλωθή
Λ\νΛ1Λ\νΛΥννΐ\ννΐΛιννννννΐΛ/νννννννννννΐΛ
ΑΜΛ/ΜΜΜΜΜ/νΜΛΛΜΜ/ΜΛΜΜΜ/νΜΜΛΜΜΜΜΙΙΜΜΜΜΜΛΜίΜΜΜνη
ρους Ηνωμένας Πολιτείας. Αρχηγός Φρέλιχ διαβίβαση νέον ραδιοφωνικόν μήνυμα κυβέρνησιν ζητών όπτομάκρυνσιν αμερικανικών στρατευμά των έξ Ευρώπης και άχρηστευσιν εργοστασίων «τομικών όπλων. Εις περίπτωσήν άρνήσεως χρησιμοποιηθούν μεγάλα μέσα έκδικήσεως...». Ή "Ελλεν Τζόρνταν ακού ει και δέν πιστεύει στ5 αυ τιά της. Είναι πραγματικά κάτι τό απίστευτο! Πρέπει σύντομα νά ειδοποιηθή το *Έφ - Μπί - *Άϊ. Είχε δικηο ό Μάκ, πού τής είχε πή ότι έπρεπε νά τηλεφωνήση στον Τζαίημς Στούαρτ! Δέν ^τηλεφώνησε και προτίμησε ν5 άκολουθήση εκείνον τον άγνωστο. Το μυαλό της αρχίζει νά 5ουλεύη γοργά. Και τότε απο φασίζει να κάνη μια τρέλλα. Μέ τό πόδι της σπρώχνει απότομα την πόρτα, κάνει έ να ακόμη βήμα και στυλώνε ται στο κατώφλι. —* Ακίνητοι όλο_ι!, διατά ζει και μέ τό πιστόλι οπό χέ ρι σημαδεύει την *Άννυ Γκάρ ντερ που την κυτταζει ξαφνια σμένη σαν νά βλέπη κάποιο φάντασμα. ’Άκίνητοι^ όλοι! Αισφορετικά: πυροβολώ! Είναι δύο άντρες καί μια γυναίκα εκεί μέσα. *θ ασυρ ματιστής που μένει μέ τά δά χτυλα αιωρουμενα απάνω α πό τά πλήκτρα του μυστικού πομπού, ή κοκκινομαλλοΟσα Γερμανίδα, πού κρατάει τό χαρτί μέ τό* κείμενο τού ρα διογραφήματος, κΓ ένας άλ
λος μέ βλογιοκομμένο πρόσω πο. Καί οΐ τρεις μένουν για μιά στιγμή ασάλευτοι σαν νά δέχτηκαν μιά δυνατή ηλεκτρι κή έκκένωσι στο κορμί τους.. —Σάς προειδοποιώ πώς τό κτίριο είναι κυκλωμένο α πό τήν αστυνομία!, λέει ή κοπέλλα. Τίποτα πια δέν μπο ρεί νά σάς σώση! Προς το παρόν όμως... Γυρίζει τό πιστόλι της καί ,σημαδεύει τόν’ πομπό. V Δυο γλώσσες φωτιάς καί δυο αφαΐ. ρες θρυμματίζουν τό μηχάνη μα. Προς τό παρόν τουλάχι στον αυτός ό μυστικός πομ πός δέν είναι δυνατό νά χρησιμοποιηθή. —Που είναι ό δημοσιογρά φος; ρωτάει. Που βρίσκεται ό Μάκ Μτάνυ; "Ενα αδιόρατο χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπο τής Γκάρ ντερ. Τά γατίσια μάτϊα της είναι γεμάτα λύσσα καί τό χέρι της γλυστράει στον τοίχο. Ή "Ελλεν αντιλαμβά νεται τήν κίνησι. Πιέζει τή σκανδάλη, άλλα ή σφαίρα πά ει χαμένη. Τήν επόμενη.· στιγ μή τό ^χέρι τής Γερμανίδας φουχτιάζει τον διακόπτη του ηλεκτρικού, τον γυρίζει καί ή κάμαρη βυθίζεται στο σκο τάδι. —5Απάνω της, 'Έρμαν!, άκούγεται ή φωνή της σαν ουρ λιαχτό. Απάνω της! Μάς κο ροϊδεύει ! Δέν είναι κανείς έ ξω. ^Ηρθε νά' βρή τό μωρό πού είναι φίλος της... Ή κοπέλλα μέσοι στο σκο τάδι ζητώντας νά_ φυλσχτή πηδάει πλάγια καί βγαίνει
*4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
/Ά/ΙΛΑν*Μ/'ι^^ν%ΛΛ^νν%ηΜΛν<ΜΜΛΛ^%ΛΛ/^^ΜΜ\ΛΛΜΛΛΛΜΛΜΛΜΑΜΜΛΑΜΜΐννννννννννν\/ννΐΛΜΛΛΛΜΜΜΛΛ/νν\\}ΛΛΜ
έξω άπ την πόρτα. Την ίδια στιγμή όμως κάποιος έχει μουντάρει άπάνω της και η δυνατή γροθιά του τής ξεβι δώνει τό σαγόνι. Αισθάνεται τή ράχη της νά βροντάη στον τοίχο καί σηκώνει τό ώπλ:σμένο της χέρι. Μά δεν προ φταίνει νά κάνη δεύτερη κίνησι. Μια σιδερένια τανάλια σφίγγεται γύρω από τον καρ πό τού χεριού της και κάποι ος τής αποσπάει τό όπλο. Μισό δευτερόλεπτο κατόπιν μια δυνατή κλωτσιά στο στο μάχι τήν ανατρέπει και πέ φτει ανάσκελα. —Μάκ!, φωνάζει μέ πνι χτή Φωνή. Μάκ! Βοήθεια! Άλλα κάνεις δεν τήν ακού ει. Ή ανάσα της κόβεται καί έχει τήν αίσθησι ότι κατρα κυλάει σ’ ένα βαθύ καί σκο τεινό πηγάδι...
τας τον απ’ τό μπράτσο προ χωρεί μαζί του σέ μια σιδε ρένια πόρτα. Ό δημοσιογρά φος κυττάζει γύροί του. Δυο βήματα πιο έκεΐ, στην μεγά>η πλατεία καί στη φαοδειά λεωφόρο, οί άνθρωποι καί τ’ αυτοκίνητα κυκλοφορούν καί κανείς δέν υποψιάζεται πώς σ’ αυτό τό ήρεμο εξωτερικά σπίτι έχει τή φωλιά του ό δο λοφόνος, πού σκορπίζει τον αόρατο θάνατο εξυπηρετώντας τις σκοτεινές δυνάμεις του κακού... Περνούν τον κήπο καί φτά νουν σέ μιάν άλλη πόρτα. Κά ποιος ανοίγει. Ανεβαίνουν μερικές σκάλες, μπαίνουν σ’ ένα χώλ πολυτελέστατα έπιπλωμένο καί ό Μπρούκ σπρώ χνει απότομα σέ μια καρέκλα τον νεαρό ρέπορτερ. —'"Οταν τελεί ώσης τήν κουβέντα μέ τον αρχηγό, λέ 'Ο Μάκ Ντάνυ άονεΐει κι* ένα άσχημο χαμόγελο ται ,μέ π&ρίφρόντκπ νά κρέμεται στα χοντρά του χεί γένη πρΓ/δό'ΐη;·. λη, θά' κουβεντιάσουμε κΓ οι ΟΥΤΗ ακριβώς τήν ώρα δυο μας. Πριν σέ καθαρίσω, 6ά σού επιστρέφω μερικές ό Μάκ Ντάνυ ταξιδεύει δεμένος χειροπόδαρα μέσαγροθιές πού σού χρωστάω... ’Άν ήταν διαφορετικά τά σ’ ένα αυτοκίνητο μέ κατεβασμένα στόρ, προς τήν πλα πράγματα, ό Μάκ θά ξεκαρ τεία Ουάσιγκτων. Σ’ αυτή διζότανε στά γέλια. Γ ιανί τήν αριστοκρατική συνοικία πραγματικά τό μούτρο τού τής Νέας Ύόρκης, είναι ένα Μπρούκ είναι τό ίδιο μέ μια φάτσα μασκαρά απ’ τις γρο άπό τά πολλά καταφύγια, θιές πού κατάφερε νά του 6ώπού διαθέτει ό σατανικός κα* ασύλληπτος έ γ κ λ η ματ ί ας ση στο μαγαζί του Γιάγκ ’Έντμοντ Φρέλιχ. Τό αυτοκί Τσέγκ, πριν τον αιχμαλωτί νητο σταματάει στο πίσω μέ σουν οι άνθρωποι του Φρέ λιχ. Τό δεξιό του μάτι είναι ρος τού κήπου πού τριγυρίζει μισόκλειστο καί μαύρο. Ή τό μεγάλο σπίτι καί ο μύτη του έχει πριστή σαν με Μιτροΰκ λύνει τά πόδια τού νεαρού ρέπορτερ καί κρατών λιτζάνα καί τό ένα μάγουλό
Τ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
2ί
του είναι κόκκινο σαν νά τό πορτερ τό θυμάται πολύ καέβαψε μέ γυναικείο ρουζ. λά αυτό τό μούτρο μέ τό σα Θά γελούσε. Άλλα τώρα δεν τανικό βλέμμα. Πριν μιά ε έχει καμμιά διάθεσι. Ή θέσι βδομάδα, όταν φορούσε τήν του είναι εξαιρετικά δύσκο μπλε φόρμα καί τήν κόκκινη λη. Καί 6έν είναι μονάχα γιά μπέρτα μέ τά χρυσά κρόσια τον εαυτό του που ανησυχεί. τού Γερακιού, τον είχε αν Μιά δυνατή αγωνία τον πνί ταμώσει σέ ένα άλλο σπίτι γει γιά τήν τύχη τής "Ελλεν. καί ή σιδερένια γροθιά του Τί έκανε τάχα ή βοηθός του; είχε προάγειωθή κατ’ έπανάΕιδοποίησε ’> τον Τζαίημς ληψι στο στομάχι του. Μά τό Στουαρτ; Που βρίσκεται τώ τε κατάψερε νά ξεγλυστρήση ρα; "Ολα αυτά τά έρωτήμαΌ Μάκ λοιπόν τον γνωρίζει. τα τον κρατουν σέ δυνατή α Εκείνος όμως δεν μπορεί νά γωνία. ^Αχ! ’Άν δεν είχε χά φανταστή ότι τούτος ό έφη σει τό βαχτυλίδι μέ τήν μπλε βος, πού στέκει μπροστά του πέτρα! "Ολα θά πήγαιναν μέ δεμένα τά χέρια, είναι τό καλά καί, αντί νά βρίσκεται ίδιο πρόσωπο μέ τό Γεράκι, τώρα έδώ δεμένος, θά πετού- τον Νέον Υπεράνθρωπο. σε σαν αστραπή, θά χτυπού —Έσύ λοιπόν είο'αι ό παλ σε σάν κεραυνός καί 9ά κα ληκαράς, ό Μάκ Ντάνυ; τον τέφερε θανάσιμα πλήγματα ρωτάει καί ή φωνή του είναι στή συμμορία, πού απειλεί γεμάτη είρωνία. Ή γραμμα νά καταστρέψη τήν Νέα Ύ- τείς μου, ή Ά.ννυ Γκάρντερ, όρκη. μου είπε πολλά ενδιαφέροντα Σ’ αυτές τις μελαγχολικές πράγματα γιά σένα. "Ηθελα σκέψεις είναι βυθισμένος ό νά μάθω πώς σοΰ' ήρθε ή ι Μάκ, όταν κάποιος έρχεται δέα νά τά βάλης μαζί μου. δίπλα του καί τον σκουντάει Δεν ξέρεις λοιπόν ότι ό "Εντμέ βάναυσο τρόπο. Είναι ό μοντ Φρέλιχ είναι ανίκητος; Μπρούκ. Ό νεαρός ρεπόρτερ άναση—"Αντε, σήκω μωρό!, του κώνει τούς ώμους. λέει. "Εφτασε ή ώρα σου! Τ —Αυτό δεν τό ξέρεις, Φρέ αφεντικό σέ περιμένει... λιχ, αποκρίνεται μέ θάρρος Ό Μάκ σηκώνεται καί, α πού ξαφνιάζει τον άρχικατά κολουθώντας τον κακούργο σκοπο. Κάποια μέρα όλοι μέ τήν πρησμένη μύτη, μπαί πληρώνουν. Καί σύ θά πλή νει σ’ ένα μεγάλο ευρύχωρο ρωσής γιά όσα έκανες. δωμάτιο. Στο βάθος πίσω α Ό Φρέλιχ κατσουφιάζει πό ένα τραπέζι διακρίνει τον καί από τά σκούρα μάτια του Φρέλιχ. Κάθεται σέ μιά ανα περνάει μιά άστραπή. "Ομως παυτική πολυθρόνα καί καπνί έχει τό λόγο του καί κρατιέ ζει. ένα ακριβό πούρο. ^ Τό ται. Πνίγει τή λύσσα πού τον σκούρο πρόσωπό του δείχνει παιδεύει. ευχαριστημένο. Ό νεαρός ρέ—Ή δυναμί μου είναι ά-
ΜΧΜΜΜΧΜίίγίΜΜΛΑΜΜηΛηΜίΑί&νυυΐΜΛΜΑΛΜΜΜΜ
περιοριστή, Μάκ Ντάνυ, λέει προσπαθώντας νά φανή ευγε νικός. Κανείς δεν μπορεί νά τά βάλη μαζί μου. ΒΑεπεις αυτόν τον χαρτοφύλακα; Ό Μάκ κυττάζει εκεί που του δείχνει. —Ναί. Τον βλέπω, λέει. —Δεν μαντεύεις λοιπόν, τίνος είναι; -—Ό χαρτοφύλακας τού Στήβενσον, λέει ό δημοσιο γράφος. Αυτό τό ξέρω. "Ένας
Ό Μάκ πυροβολεί και ό Κινέζος διπλώνεται στα 56ο!
ΓΕΡΑΚΙ, 0 ΝΕΟ 2 από τους ανθρώπους σου τον δολοφόνησε καί πέτυχε μέσα στη σύγχυσι καί την ταραχή νά τον κλέψη. —Τό βρήκες!, κάνει αυ τός καί σηκώνεται. Αυτό 8έν άποδεικνυει τή δύναμή μου; Οί άνθρωποί μου, άποφασισμένοι γιά όλα, ρισκάρουν κάθε στιγμή τή ζωή τους εκ τελώ ντας τις έντολές μου. "Έ χω τώρα στή διάθεσί μου τά μεγαλύτερα μυστικά τής Α μερικής. Σέ λίγο κΓ ό ίδιος ό Πρόεδρος τών "Ηνωμένων Πολιτειών θά άναγκασθή νά ύποκλιθή μπροστά μου. Χθες ό Στήβενσον, σήμερα ό Εά σαγγελεύς Πέγκ, αύριο ένας άλλος... 01 ακτίνες του θανά του, τό μεγάλο μυστικό που αγωνίζονται νά εξηγήσουν ο(λοι ο! "Αμερικανοί επιστή μονες^, είναι στη διάθεσί μου καί σκορπίζω τον αόρατο θά νατο, όταν καί οπού θελήσω. . "Έχω λοιπόν νά σου κάνω μια πρότασι... "Ο Μάκ άνασηκώνει παρά ξενε μένος τό κεφάλι. --Μου χρειάζεται ένας και νούργιος συνεργάτης, συνεχί ζει αυτός. "Απ" όσα έμαθα γιά σένα, έβγαλα τό συμπέ ρασμα πώς μου χρειάζεσαι. Καί "έξυπνος καί άνοιχτομάτης είσαι, θέλεις νά συνεργασθής μαζί # μου; ^ Μή βια στής νά μου απάντησης. ’Άν πής ναί, θά γίνουμε φίλοι, θά ξεχάσω τά όσα έχεις γρά ψει γιά μένα καί θά κερδί σης χιλιάδες δολλάρια. ’Άν πής όχι, μπορείς νά λογά ρι άσης από τώρα τον έαυτό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
%<νϋνννννννννννννννννννΜΛΐνΜΛ/ννΜΜ1ΛΜΜΛΜ(ΜΛνΜΜΑΜΛΜΛ/ΜΜΜΚ/ΜΜ/ΜΜΙΜ/ΙΜΜΛΜΜ/νννΐΜΐνΜ/1/ΜΜ/ννΜν^ΛΜΜ' σου νεκρό.. Δέ θά σέ λυπηθώ Θά πεθάνης μέ τον πιο φρι χτό τρόπο. —Μου ζητάς λοιπόν νά γί νω προδότης; ρωτάει ό Μάκ. —ΟΙ λέξεις δεν έχουν ση μασία!, αποκρίνεται αυτός. Θά γίνης πλούσιος κοά κά ποια μέρα θά μέ εύλογής... Τό πρόσωπο του νεαρού ρε πόρτερ γεμίζει ττεριφρόνησι. —Συχαίνομαι και νά σέ φτύσω ακόμη, δολοφόνε!, γρυλλίζει μέ σφιχτά τά δόν τια. Μπορείς νά διατάξης νά μέ σκοτώσουν. Προδότης της πατρίδας του 5έν γίνεται ο •Μάκ Ντάνυ! Βγάλτο από το νού σου! Ό ΦρέΑιχ γίνεται απότο μα κίτρινος. Ή κάδε λέξι του θαρραλέου αυτού παιδιού εί ναι και μια πυρωμένη μαχαι ριά στη βρώμικη ψυχή του. Τά μάτια του στενεύουν από μια άγρια λύσσα. Σηκώνει το χέρι του καί τό κατεβάζει μέ δυναμι στο πρόσωπο τού νεα ρού ρέπορτερ. —Νά, για νά μάθης νά μι λάς πιο ευγενικά!, μουγγρίζει. —Είσαι ένας συχσμερος δολοφόνος!, λέει πάλι ό Μάκ. Θά ήθελα νά έβλεπα τά μού τρα σου, όταν θά κάθησης στην ηλεκτρική καρέκλα! -—-Δεν θά προφτάσης, ηλί θιε!, κάνει ό άρχικατάσκοπος καί σηκώνει τούς ώμους. Σέ λίγο θά είσαι νεκρός! Πηγαίνει προς τό γραφείο του και πατάει μέ τό δάχτυ λο τό κουδούνι. Ό Μάκ κα-
Τότε μια μυστικής πόρτα ανοίγει στον τοίχο τού δωματίου!
ταλαβαίνει πώς έφτασε ή τε λευταία του ώρα... Ό Τζίμ Γκόκρας πα ρακολουθεί έναν·., πρώ ην τυφλό καί θαυμα τουργεί.
ΤΖΙΜ ΓΚΑΦΑΣ παρα κολουθεί από νωρίς τ’ άπόγεμα τον άνθρωπο μέ τή φυσαρμόνικα, πού παρίστανε τον τυφλό. Ό άραπάκος δεν
Ο
28
^
θά είχε καμμιά 0ι άθεοι νά ξεποδαριάζεται, παίρνοντας τον τό κατόπι, αλλά ήταν τό δαχτυλίδι με την μπλε πέτρα στη μέση! Τό σχέδιό του εί ναι νά μάθη που κάθεται, νά ειδοποίηση τό φίλο του, τον κύριο Μάκ, νά πάη την άλλη μέρα νά του τό ζητηση... ?Από νωρίς λοιπόν τον έχει πάρει τό κατόπι και ό πρώην ...τυφλός, χωρίς τά μαύρα γυαλιά τώρα, περπατάει κα λύτερα από τον καθένα καί περνάει ανάμεσα στ5 αυτοκί νητα μέ καταπληκτική άνεσι. —Κρΐμας τά τρία σέντσια μου!, γκρινιάζει 6 Γκάψας. Σέ λίγο θά μου σωθή ή παρα καταθήκη τής σοκολάτας καί δεν θά έχω τί νά βάλω οπό σώμα μου νά πάνε κάτω τά φαρμάκια! Τον έχει ξεποδαριάσει κυ ριολεκτικά τούτος ό άνθρω πος. Στην αρχή, πήγε σέ μιά καψεταρία. Κάθησε μέσα και έφαγε κάτι. "Υστερα, πήγε στο πάρκο και κάθησε διαβά ζοντας μιά έψημερίδα. Κατό πι μπήκε σ5 ένα λαϊκό έστισ τορία. Τελευταία, στάθηκε έ ξω από ένα σινεμά κι5 έτοιμάστηκε νά βγάλη εισιτήριο. Τό μούτρο τού Τζϊμ Γκάφα μούσκεψε από ίδρωτα αγωνί ας. ’Άν έμπαινε σέ κινημα τογράφο, θά τον έχανε γιατί 6έν είχε αυτός χρήματα νά πλήρωσή την είσοδο. Ευτυχώς ό άνθρωπος μέ τή φυσαρμό νικα άλλαξε γνώμη. Κύτταξε τό ρολόι του καί μετάνοιωσε Αέν έβγαλε εισιτήριο κι" α
. Γ Ε ΡΑΚΙ,
Ο
Μ 1 02
πομακρύνθηκε από κεΐνο τό σημείο. ΕΤνε αρχίσει σ' αυτό τό μεταξύ νά νυχτώνη καί, ξελι γωμένος, ό Τζίμ Γκάψας συ νέχιζε την παρακολούθηοτ, βλαστημώντας την ώρα καί τή στιγμή πού βρέθηκε αυ τός ό στραβός ...πού δέν ήταν στραβός, μπροστά του. Τώρα έχουν φτάσει στήν πλατεία Ούάσιγκτων. Μπρο στά αυτός, πίσω ό άραπάκος. Ό άνθρωπος μέ τή φυ σαρμόνικα στρίβει καί μπαί νει σε μιά πάροδο. "Υστερα πλησιάζει μιά σιδερένια πόρ τα, πού βρίσκεται στο πίσω μέρος ένός κήπου, χτυπάει καί κάποιος έρχεται καί τού ανοίγει. —Περίεργο!, λέει ό Γκάφας καί ξύνει τό κεφάλι του νά κατεβάση ιδέες. Πώς είναι δυνατό αυτός ό κουρελής νά μένη σ’ ένα τόσο πλούσιο σπίτι; Κάποιο λάκκο έχει ή φάβα. Καί παίρνει τή μεγάλη σπόφασι.,.νά λύση τό μυστή ριο σαν δαιμόνιος ντέτεκτιβ πού πιστεύει πώς είναι, κι* άς μην τόν αναγνωρίζουν οι άλλοι! Τό σκοτάδι τόν προ στατεύει καί μιά καί δυο σκαρφαλώνει στά κάγκελα καί πηδάει στον κήπο. ΓΑυστράει προς τήν πόρτα πού μπήκε ό άνθρωπος μέ τήν φυ σαρμόνικα, τήν βρίσκει μισά νοιχτη καί προχωρεί μέσα. Ακούει μερικές κουβέντες. Κρύβεται κάπου. Περιμένει μερικά λεπτά καί προχωρεί πάλι. Ηάτος ό άνθρωπος πού
ζψάέΐ, £ίν&^ μπροστά σ' ενα νιπτήρα! &άί πλένεται. Ό Γκάφας μπαίνει αθόρυβα καί κρύβεται πίσω οπτό τό μισά νοιχτο φύλλο τής πόρτας. Ό πρώην στραβός πλένει τά μούτρα του μέ ζεστή σαπουνάδα καί 6 μικρός άραττάκος βλέπει μέ εκττληξι ένα εντε λώς διαφορετικό πρόσωπο. Ό άνθρωπος μέ τή φυσαρμό νικα, λοιπόν, είχε αλλάξει τό μούτρο του μέ διάφορες πλα στικές ουσίες καί τώρα πλέ νεται για νά απαλλαγή απ’ αυτές, νά ξαναβρή τήν κανο νική φυσιογνωμία του. Μα γιατί δλα αυτά; απορεί ό Γκάφας. Για νά μαζέψη μερι κά σέντς έκανε όλη αυτή τή φασαρία; "Ομως ξαφνικά γουρλώνει τά μάτια καί στα ματάει νά σκέφτεται τά σέντς. Απάνω στο τζαμένιο ράφι τού νιπτήρα βλέπει κά τι καί ή καρδιά του χτυπάει βιαστικά. Τό δαχτυλίδι μέ τήν μπλε πέτρα βρίσκεται στο τζαμένο ράφι. Καθώς πλένεται, τό έβγαλε για νά μή γλυστρήση απ’ τά δάχτυλά του καί πέση στην τρύπα τού νεροχύ τη. Τό έβγαλε καί τό άκούμπησε εκεί. Καί ό Τζίμ γουρ λώνει τά μάτια του! "Αχ, άς είχε ένα χέρι τρία μέτρα νά τό άπλωνε ώς εκεί νά τό. άρ» παζε καί... άν τον ξαναβλέ πανε, νά τού γράφανε! — Τί έγινε λοιπόν μέ τον Εισαγγελέα; ρωτάει μιά φω νή από τό διπλανό δωμάτιο. — Ή φυσαρμόνικα τον κα νόνισε!, απαντάει εκείνος
πού πλενότανε καί ωωνιχίζ^ ται τώρα% Τον μάζεψαν άπ* τό πεζοδρόμιο καί αύριο θα τού κάνουνε κηδεία. Ό Γκάφας ανατριχιάζει καί παραλίγο... νά τό βάλη στα πόδια! Νά λοιπόν ή «πάντησι στις απορίες του. Μωρέ πού έπεσε πάλι; Σέ ποια φοβερή σπείρα δολοφό νων τον ώδήγησε τό ντετεκτιβικό δαιμόνιο του; —■ "Εχεις τσιγάρο; ρώτη σε ό... πρώην στραβός. — Ελα να σου δωσω> έρ χεται ή άπάντησι από τήν άλλη κάμαρα. Ό άνθρωπος μέ τήν πετσέ τα στο χέρι βγαίνει από τήν κάμαρη. Αυτό είναι μιά ευ καιρία για τον Γκάφα. Πα τώντας στις μύτες τών τταπουτσιών του, προχωρεί προς τον νιπτήρα. Πλησιάζει. Ένα βήμα ακόμα καί τό δαχτυλί δι μέ τή μπλε πέτρα θά εί ναι στά χέρια του. "Απλώνει τό χέρι. Τό φουχτιάζει. Τό μαύρο μούτρο του αστράφτει από χαρά... άλλα σχεδόν α μέσως γίνεται άσπρο! Εκεί νος, πού δυο λεπτά νωρίτερα βγήκε από τήν κάμαρα, επι στρέφει μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Επιστρέφει καί στέ κει καρφωμένος στο κατώφλι, σαν νά τον χτύπησε αστρο πελέκι, καθώς βλέπει τον μι κρό άραπάκ© ν’ άρπάζη τό δαχτυλίδι... — "Ατιμε, νέγρε κλέφτη·, φωνάζει καί μουντάρει απά νω του. Τώρα θά Βής! "Ο Γκάφας αρχίζει νά τρέ-
μη-
— Μεγάλε Θεέ των ^ νέ γρων! > ξεφωνίζει. Μέ φάγσνε μπαμπέσικα! Βοήθεια! Καί τρέχει καί τρυπώνει πίσω άπ3 την πόρτα ζητών τας νά κρύψη κάπου τό δαχτυλίδι. Καί,^άφόυ δε βρίσκει τίποτα άλλο πιο πρό χειρο . τό ρίχνει στο στόμα του..,, και παρασταίνει τον μουγγό! ■ ~ Που είναι τό δαχΤυλί» δι που έκλεψες; Τον ρωτάει και τον αρπάζει και τον σέρ νει έξω από την κρυψώνα του. Φέρε τό δαχτυλίδι πριν σου τσακίσω τά πλευρά! Φερτό, γιατί... γιατί.... για.... γιά... Τά μάτια του ανοίγουν διά πλατα και κάνει μερικά βή ματα σαστισμένος προς τά πίσω. —Τό Γεράκι!, ξεφωνίζει μέ κομμένη ανάσα. 'Ο Νέος Υπεράνθρωπος!
τ
Τό Γεράκι νικά ιμά ή "Ελλεν μένει στα χέ ρια των κακουργών.
^ *
Γκάψας βλέπει τον έαυτό του ντυμένο τή στολή - μπλε φόρμα, κόκκινη μπέρτα - του Γερακίου! Νοιώθει τό ^στή θος του νά φουσκώνη από ένα πρωτοφανέρωτο θάρρος και τά μπράτσα νά γίνωνται σι δερένια. Ή μπλε πέτρα τοΰ δαχτυλιδιου, που ερριξε στο στόμα του, κάνει πάλι τό — Πίσω και σας έφαγα
ί/Λ__^
Είμαι ό Νέος πος!...
Υπεράνθρω
<! 3
να εξηγηΟΊΐ πως έγινε άπο δ ξι μ . ,, αλλά αυτό 6έν τον ενδιαφέρει αυτή τή στιγ\
καί νά τοΰ Λ
θιά ανάμεσα στά φρύδια. Ξε βιδώνει τό σαγόνι ενός άλλου πού δοκιμάζει νά έπέμβη καί σαλτάρει σέ μιά μαρμάρινη σκάλα πού βρίσκεται μπρο στά του. Ανεβαίνει εφτά * νει μια κουτουλιά σέ κάποιον πού κροπάει ένα αυτόματο καί τον ρίχνει άνάσκελα. Που πάει; Ούτε © ΐδιος ξέρει που πάει! Τρελλός από τον ένθου σιασμό του, γιατί κατάψερε νά πάρη το πολύτιμο δαχτυλί δι πού θά ξανάκανε χαρούμε νο τον κύριο Μάκ, μεθυσμέ νος από τή χαρά του ξανάγινε Νέος Υπεράνθρωπος (*) ρίχνεται απάνω σέ πόρτες πού βρίσκονται μπροστά του, τσακίζει μέ τίς σιδερένιες γροθιές κρανία, ανατρέπει έ πιπλα καί σκορπίζει γύρω του τον πανικό! Άπό δεξιά κι5 αριστερά, πίσω του καί μπροστά του, εξαγριωμένα μούτρα προβάλ λουν πίσω άπό πόρτες, πού ανοίγουν καί κλείνουν, βρον τούν στ3 αυτιά του πυροβολι σμοί, σφυρίζουν άπό παντού σφαίρες! Του ρίχνουν στα ψαχνό, αλλά εκείνος, καθώς τον προστατεύει ό αόρατος θώρακας, δεν αισθάνεται πσ(*) Διάβασε τεΟχος 6 «Τό ά σπρο και τό μαύρο Γεράκι».
?ΙΊίίίΑΜ«#βΑβ2
........................
ρά κάτι σαν ελαφρά κέντημα*τα καρφίτσας, που τον κά νουν νά... θυμώνη περισσότερο! — Το Γεράκι! Το Γεράκι! ακούει φωνές γύρω του. — Πίσω γιατί σάς έκανα κιμά!, κραυγάζει ο Γκάφας. Που είναι... ή κουζίνα γιατί ξελιγώθηκα! Καί, καθώς προχωρεί σκορ πίζοντας γύρω του τό φόβο καί τον τρόμο, βρίσκεται μπροστά οέ μια μεγάλη πόρ τα μισάνοιχτη. Δίνει μια κου τούλια καί την ανοίγει. Βλέ πει τόν άσπρο φίλο του τον Μάκ Ντάνυ δεμένο! Κάποιος τόν σέρνει βάναυσα καί τόν χτυπάει. Άλλα καί ό νεαρός ρεπόρτερ του «Νταίηλυ Χέραλντ» γουρλώνει τά μάτια του, καθώς βλέπει τόν Τζίμ Γκάψα, τό μικρό χαζό άραπά κο, μέ τη στολή του Γερα κίου. Δέν μπορεί νά έξηγήση τί συμβαίνει! "Ομως τούτη την πιο κρίσιμη στιγμή δέν κάθεται νά ψάξη νά βρή έξηγήσει,ς. Τό μυαλό του δου λεύει γοργά καί ό νους του εί ναι στην τσάντα του Στήβενσον μέ τά πολύτιμα έγγρα φα, πού βρίσκεται απάνω στο τραπέζι κοντά στον άρχι κατάσκοπο Φρέλιχ. — Τζίμ!, φωνάζει. Πάρε την τσάντα αυτή από τό τρα πέζι καί κράτα τη γερά! "Υ στερα έλα κοντά μου ί Ό άραπάκος, που τούτη τη στιγμή έτοιμάζεται νά έπι τεθή έναντίον τού Μπρούκ — γιατί αυτός είναι πού σέρνει τόν δεμένο Ντάνυ—κάνει μια
||
απότομη .στροφή και βλέ πει τόν χαρτοφύλακα. Την ί δια στιγμή όμως όρμάει προς τό τραπέζι^ καί ό Φρέλιχ. Τό σκούρο μούτρο του είναι γε μάτο λύσσα καί τά μάτια του είναι θολά. Ό κακούργος κρα τάει ένα πιστόλι καί πιέζει τήν σκανδάλη. Μερικές γλώσ σες φωτιάς καί κάμποσες σφαίρες χτυπούν στον αόρα το θώρακα τόν Νέον 'Υπεράν θρωπο. Άλλα ο Τζίμ Γκά φας δέν χαμπαρίζει, ούτε ι δρώνει τό αυτί του από κάτι τέτοια! Πραγματοποιεί ένα μακροβουτι, προσγειώνει τή γροθιά του στο στομάχι του Φρέλιχ καί αρπάζει τό χαρ τοφύλακα. "Υστερα σαν α στραπή γυρίζει στον Μάκ Ντάνυ. Ό Μπρούκ τρομοκρα τη μένος από τήν κεραυνοβόλα έπίθεσι έχει χαθή. -— Λύσε μου τά χέρια, Τζίμ!, διατάζει ό νεαρός ρέπορτερ. Ό άράπης Νέος Υπεράν θρωπος μέ γοργές^ κινήσεις ελευθερώνει τόν Μάκ καί τά κάτασπρα δόντια του αστρά φτουν απάνω στο μαύρο πρό σωπό του, καθώς χαμογελάει άπό ευτυχία. —Πάρε καί τό δαχτυλίδι, κύριε Μάκ!, τού λέει. Θά σού πώ αργότερα πώς έφτασε στα χέρια μου... Ό δημοσιογράφος παίρ νει τό δαχτυλίδι μέ τή μπλέ πέτρα καί τό πρόσωπό του φωτίζεται άπό χαρά. -— Είσαι έν τάξει, Τζίμ!, τού λέει καί τόν αγκαλιάζει καί τόν φιλάει...
η
■’
'
ο
νΦν»*9ΙΜβ«Ι«»Ι«Ι*ΜΐΙ&%1«1$Η*ηΐ«ΐΜΐΜ!ΐΙΜΜ%^!Μ4Μάΐ1Μ^ Να μην ξεχάσηζ νά ίο •ίτής αυτό στην κυρία Μάρ* γκαρετ# λέει ό άραπάκος. θέ λω διπλή μερίδα κέϊκ... -— Έν τάξει! Άλλα δέ τελειώσαμε ακόμα, Τζίμ. Και ό Μάκ μέ δυο σάλτα, φέρνοντας ταυτοχρόνως καί τή μτίλέ πέτρα·του δαχτυδιδιού στην άκρη τής γλώσσας του, ορμάει ττρός το μέρος του άρχικατασκόπου Φρέλιχ. Εκείνος δμως έχει έξαφανισθή. "Ενα κομμάτι του τοί χου υποχωρεί και ό δολοφό νος εξαφανίζεται πίσω απ’ αυτό... — Θά ξανασυναντηθουμε, Μάκ Ντάνυ!, άκούγεται ή α παίσια φωνή του. Θά ξανασυ ναντηθουμε! Και κανείς τότε δεν θά μπόρεση νά σέ πάρη από τά χέρια μου.
* ★ * ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΑΣ μέ τά απόρρητα έγγραφα πσρα δίνεται την άλλη μέρα τό πρωΐ στο υπουργείο των Ε ξωτερικών. Ό Μάκ έκανε τό καθήκον του. ϊ 6 θαυματουργό δαχτυλίδι είναι πάλι περα σμένο στο δάχτυλο του δεξιοΰ του χεριού. Ό Τζίμ Γκα
Νβ Οϊ
φας έχει &να όλοκληρσ... τα ψί από κέϊκ στη διάθεσί του. Ή κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ είναι ευτυχισμένη που εχει κοντά της τον πολυαγαπημέ να της γυιό. Και ό Τζαίημς Στούαρτ άκόμή, παρ’ δλο τό πείσμα του, είναι ενθουσια σμένος μέ τό Γεράκι, πού πέτυχε ν\ απόσπαση από τά χέρια του άρχι κατασκόπου Φρέλιχ τόν πολύτιμο χαρτο φύλακα. "Ολοι είναι ευχαριστημέ νοι. Καί ό Μάκ Ντάνυ θά έ πρεπε νά είναι ευτυχισμένος. "Ομως δέν είναι. "Ενα αγκά θι του αγκυλώνει την καρδιά καί πονάει. Ή όμορφη βοη θός του, ή μελαχραινή "Ελλεν Τζόρνταν ^ έχει έξαφανιστή ί "Ολες ο» έρευνες καί όλες ο* προσπάθειες που έκανε έμει ναν χωρίς αποτέλεσμα. ^Η κοκκινομαλλοϋσα Γερμανίβα, ή "Αννυ Γκάρντερ, μέ την πα ρέα της έχουν έγκατσλείψει τό υπόγειο του Γιάγκ-Τσέγ.< καί έχουν πάρει μαζί τους την βοηθό του.„ ΚΓ ό Μάκ ξέ ρει τώρα πώς ή "Ελλεν, στά χέρια τής σπείρας του *Έ*'τμοντ Φρέλιχ, διατρέχει έναν θανάσιμο κίνδυνο...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφείς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται
3
«ρ*
8
9
©?© Τεύχος 10
β
ή άναδηιμοσίευσι ς.
Τί έχει γίνει ή 'Έλλεν, ή άμορφη Έλληνοαμερικανίδα φοιτήτρια; Βρίσκεται στα χέρια των κακούρ γων; Είναι ακόμα ζωντανή; 5,Η μήπως οι δολοφόνοι την έχουν σκοτώσει για νά εκδικηθούν τον Μάκ Ντάνυ; Και θά μπόρεση ό νεαρός ρεπόρτερ (ή τό Γεράκι, 6 δεύτερος εαυτός του) νά την σώση; Στά ερωτήματα αυτά θά πάρετε άπάντησι
στο
τεύχος 10 τού «Γερακιού», που κυκλοφορεί τήν ερχό μενη έβδομάδα με τον τίτλο:
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό τεύχος, μέ συ ναρπαστικά επεισόδια, απροσδόκητες έξελίξεις, γοη τευτική πλοκή, αγωνία, γέλια!
1 ΤΓΡ 5
Ά Υ
?
1 £ΓΗΜ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ· ΙΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ I ΩΝ
Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 *Φ· Άριθ. 9 Φ Τιμή δοαχ. 2
2
£ΗΙΙΙΒΙΙΙΙΙΙΙ1ϋ131!Β3ϋΗ£
2ΙΠΙΙΙΕΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙΙ11ΙΙ1Ι1ΙΙ1Ι11ΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙ1ΙΙΙ11Ι1Ι1ΙΙΙΙ1ΙΙΙ1
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείδου 174. Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, "Αμαζόνων 25 ~<ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗΙΙ89ΙΙ!1ΗΗΙ£!2!Ι22ΐ!8Ν38ΠΙΙ8βΒΕί8ΕΒΙ23Ι21Ι!10ΗΒΙΙ1ΙΙΙ1ΠΕΙ8Ι!ΙΙ1Ε9ΠΙΐ;
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1} 2) 3) 4) 5)
Τό Παιδί του Μυστηρίου Τό Γεράκι συντρίβει Τό Ί-τττάμενο Παιδί Τιτανομαχία Ό Προστάτης του Κόσμου
ό) Τό Μαύρο καί τό "Άσπρο Γεράκι 7) Τό Φοβερό Μυστικό 8) 'Ο "Αόρατος Θάνατος.
9) 'Ο Τζίιμ Γκάφας θυμώνει.
Ο υηΕΡΠΝθΡΒηοΣ μικιμ Μπαυε Τ/ΝΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, ΜΑΡΓΑ*ΤΑ,ΚΑΙ ΘΑ ΣΕΣ°Τ°ΑΠ'ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ Α Λ/Ι ΟΙ£Σ, ΟΤΑΝΣΕΛ! · ΓΟ ( ΗΛΙΟΣΑΥ°ΣΗ ΤΟΥΣ ΠΑΓΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ, ΤΑ ΑΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ ΘΑ ΚΑΕΙΣΟγη. .
ΠΟΤΕ,
«■
·
ττίΜ*τΗττν1ϊτϊϊΜ
ΚΑΚΟΥΡΓΕ
;3
γπηρχου*
εδ
ΕΚητΟΝΤΠΔΕΣ. ΠΠΜΟΠΛ/ΕΖ >
ΘΠ ΤΙΣ ΜΕΤ&ΒΛΓ& ΣΕ ΡΟΜΠΟΤ Κβ! ΘΡ ΕΠΙ^
ΤΈ&β ΧΤΗ/ν
V.
ηΟΝΙΊΚΟΥΠΟΑΗ I <
{ ϊ
ΓΥΛΙΕχ/ζε ΤΑ/
Μιά παράξενη λάμψις, ένα άλλόκοτο σύννεφο καί μιά βροχή θανά του·
1 ΑΝΘΡΩΠΟΙ, πού κυ κλοφορούν αυτό τό βράδυ στους δρόμους του Μανχάταν, βλέπουν ξαφνικά μιά μεγάλη μπλε φλόγα ν3 άνάβη στον ουρανό σάν φλέγόμενο μετέ ωρο, νά παίρνη κατόπιν πορ τοκαλιές αποχρώσεις καί ν3 απλώνεται προς διάφορες κα τευθύνσεις σέ σχήμα μανιτα ριού. Τούτο κρατάει λίγα μο νάχα δευτερόλεπτα. "Ύστερα χάνεται ή φλόγα καί στη θέσι της εμφανίζεται ένα γκρι ζο σύννεφο, πού αρχίζει νά κατεβαίνη προς τό έδαφος. Ο» κορυφές τών ούρανοξυΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
0
στών τυλίγονται σέ λίγο μέ σα σ* ένα εΐδος υγρής ομί χλης, που έχει μια παράξενη μυρουδιά. Μυρίζει θειάφι, καμμένο μπαρούτι και φορ μόλη. 0! διαβάτες, ξαφνιασμένοι από τούτο τό περίεργο φαινό μενο, μένουν για μερικές στιγμές ασάλευτοι μέ τά μα τια καρφωμένα στον ουρανό, προσπαθώντας νά μαντέψουν τί ακριβώς συμβαίνει. "Ό μως άπότομα αρχίζουν νά τρέχουν βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Πέφτει μια ψιλή βροχή, που καίει και τσου ρουφλίζει. Τά ρούχα τους, κα θώς μουσκεύουν άπ01 3 τό* νερό, κουρελιάζονται καί κάθε στα γόνα, που έρχεται α3 έπαψή μέ τό κορμί τους, δημιουργεί έγκαυμα, μιά πληγή που α πλώνεται καί μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Φριχτά βογγητά άπογνώσ'εως καί πόνου γεμίζουν την ατμόσφαιρα καί έκεΐ, στους μεγάλους φωτισμένους δρό μους του Μανχάταν, δπου πριν λίγη ώρα όλα ήταν ξέ γνοιαστα καί χαρούμενα, έ χει άπλωθή τώρα ένας φο βερός πανικός. Πολλοί άπ3 αυτούς πού ουρλιάζουν καί τρέχουν σάν κυνηγημένα άγρίμια, ζητών τας κάπου νά τρυπ&βσουν, νά φυλαχτούν άπό τή βοοχή πού καίει, πέφτουν, σπαράζουν
4 · <!Λ«ΛΛ««Λ<%«/^/νίΙ«/’ΛΛΛΛΑ/νί.'ν*ΛΛ/ν)ΛΛ/νί/νί/ϊΛ/Μ/νϊ/ν^5Λ/ΜΛΛ^
καί σέ λίγο μένουν ακίνητοι. Τά κορμιά τους μοιάζουν σάν άπανθρακωμένα καί τά πρό σωπά τους έχουν παραμόρ φωσή... Πέντε λεπτά αργότερα οι σειρήνες των αυτοκινήτων του σταθμού των Πρώτων Βοη θειών ήχοΰν πένθιμα στις μεγάλες λεωφόρους. Τά με γάλα άσπρα νοσοκομειακά αυτοκίνητα κατακλύζουν τό Μανχάταν. Γιατροί καί νοσο κόμοι, ντυμένοι μέ παράξε νες φόρμες από πλαστική ύ λη καί μέ προφυλαγμένα προ σωπα καί χέοια, κατεβαίνουν απ’ αυτά καί περισυλλέγουν τά πτώματα. Τριακόσια πτώ ματα μέσα σέ πέντε λεπτά, όσο δηλαδή κράτησε αυτή ή παράξενη βροχή. Τήν ίδια νύχτα ό διευθυν τής του Ιατροδικαστικού Έρ γαστηρίου τής Νέας Ύόρκης, καθηγητής Ντίξον, κάνει μιά βαρυσήμαντη άνακοίνωσι στους δημοσιογράφους. — Οί θάνατοι, κύριοι, ο φείλονται σέ ραδιενεργό βρο χή. Σέ δλα τά πτώματα παρετηρήθη καταστροφή των ί·^ στών. Πρόκειται περί κλασσι κής μορφής θανάτων όφειλομένων εις τήν ραδιενέργειαν. — Μήπως πρόκειται περί έγκληματικής ένεργείας, κ. καθηγητά; ρώτησε κάποιος άπό τούς ρέποτερς. Πώς δημιουργήθηκε αύτή ή θανατηφό ρος ραδιενεργός βροχή; Ο ασπρομάλλης γιατρός ανασηκώνει τούς ώμους του. . — Αυτό πιά ξεφεύγει άπό
ΓΕΡαΚΙ, Ο ΝΕΟΣ <τ^^^%νννΜνννννΐΑΛ/Μ\ΑΜν^ήΑΑΜΑ/ννν*Μ&
τή δικαιοδοσία μου. "Ομως τίποτα δέν αποκλείει τό έγ κλημα, αγαπητοί μου. "Οπως επίσης τίποτα δέν αποκλείει νά πρόκειται περί τυχαίας διαφυγής ραδιενεργού νέφους άπό τά εργαστήρια κατασκευ ής ατομικών βομβών... — Καί τό νέφος αυτό ήταν δυνατόν ν' άναΦλεγή όπως άνεψλέγη πάνο^ από τό πιο πυ κνοκατοικημένο σημείο τού Μανχάταν καί νά μεταβληθή σέ θανατηφόρα βροχή; Τό θε ωρείτε τυχαίο αυτό; ρωτάει ένας άλλος δημοσιογράφος; Ό κ. Ντίξον ξεκρεμάει τά γυαλιά άπό τή μύτη του καί σκουπίζει τούς φακούς μέ τό μαντήλι του. Είναι φανερό δτι βρίσκεται σέ άμηχανία. — Σόίς είπα: Ή λύσις αυ τού τού αινίγματος ξεφεύγει άπό τή δικαιοδοσία μου. Ή άπάντησις θά δοθή άπό τούς αρμοδίους, πού άνέλαβαν ή5η νάεξιχνιάσουν τήν υπόθεσι. Προς το παρόν δλοι έχομεν αμφιβολίας καί κανείς δέν μπορεί νά πή μέ βεβαιότητα αν πρόκειται περί έγκλόυατος ή τυχαίου γεγονότος. Τό γεγονός είναι πάντως δτι θρη νούμεν τριακόσιους νεκρούς... 'Ο, ’Έντμ,οντ . Φρέλιχ στέλνει ενα καινούργω μήνυμα στους 9Αμερι κανούς πολίτες...
Α οι αμφιβολίες πού υ πάρχουν διαλύονται τήν άλλη μέρα τό πρωί. Στις 9 και 15' ακριβώς, ή έκπομπή του κεντρικού ραδιοφωνικού
Μ
σταθμού της Νέας^ Ύόρκης, πού μεταδίδει αυτή την ώρα στα μαέλαφρά τραγούδια, Λ ί/ρ τάει απότομα καί στο ιοιο μήκος κύματος άκούγεται μια βαρεία ανδρική φωνή μέ ξενι κή προφορά. Πολλοί αναγνω ρίζουν αμέσως τούτη τή φω νή καί δεν εΐναι ανάγκη νά τούς τό πουν για νά καταλά βουν πώς ό σατανικός καί α σύλληπτος άρχι κατάσκοπος ’Έντμοντ Φρέλιχ (*) είναι έκεΐνος πού μιλάει. "Ολοι άκοΰνε μέ αγωνία τις καινούρ γιες του άπειλές: «Προσοχή! Προσοχή! Ε δώ ’Έντμοντ Φρέλιχ. ιΗ χθε σινή ραδιενεργός βροχή, πού σκότωσε τριακόσιους Άμερικάνους πολίτες, εΐναι μια και νούργια προειβοποίησί μου προς τήν Κυβέρνησι των Η νωμένων Πολιτειών. Εις περί πτωσιν πού δέν γίνουν δεκτοί οι οροί μου, θά συνεχίσω τον άμείλικτον καί εξοντωτικόν πόλεμον. Προειδοποιώ διά τε λευταίαν φοράν. Δέν θά φεισθώ ούδενός. Ή ραδιενεργός βροχή, πού έπεσε χ3ές σέ περιωρισμένη ακτίνα στο Μανχάταν, θά άπλωθή παντού καί τότε οί νεκροί δέν θά είναι μόνο τριακόσιοι. Άλλα, έπει δή τά θύματα δέν πρέπει νά είναι μόνο οι ανεύθυνοι πολί τες, θά στείλω τό θάνατο δι αδοχικά μέσα στις τρεις προ σεχεΐς μέρες εναντίον δέκα προσώπων, πού κατέχουν υ πεύθυνες θέσεις εις την δια(*) Διάβασε τό τβΟχος «Αό ρατος Θάνατος».
κυβέρνησιν των Ηνωμένων* Πολιτειών. Περιμένετε! * Σάς μίλησε ό ’Έντμοντ Φρέλιχ.» Ό Μάκ Ντάνυ, ό νεαρός ρέ: πορτερ του «Νταίηλυ Χέραλντ», πού βρίσκεται σπίτι του καί ακούει τό νέο- αυτό ραδιοφωνικό μήνυμα του άρχι κατασκόπου, γυρίζει νευρικά τό κουμπί του ραδιόφωνου του καί αλλάζει σταθμό. Ό Μάκ είναι ό μόνος άνθρωπος στή Νέα Ύόρκη, πού έχει έρθει φάτσα μέ φάτσα μ*-αυ τόν τον αιμοβόρο έγκλημοιτία. "Εχει παλαίψει άντρίκια μαζί του κι3 έχει ανατρέ ψει πολλά δολοφονικά σχέδιά του. "Ομως πάντα 6 κακούρ γος, που καταζητείται από δ-, λες τις καταδιωκτικές υπηρε σίες τών Ηνωμένων Πολιτει ών, καταφέρνει νά ξεγλυστράει καί νά μένη ασύλλη πτος. Τήν τελευταία φορά πού ό Μάκ Ντάνυ συναντήθη κε μαζί του, ήταν σ’ ένα μέ γαρο τής πλατείας Ούάσιγκτων, δπου ό Φρέλιχ είχε έγκαταστήσει ένα άπό τά πολ λά κρησφύγετά του. Ό νεα ρός δημοσιογράφος πέτυχε τό τε νά πάρη άπό τά χέρια τού άρχι κατασκόπου έναν πολύτι μο χαρτοφύλακα. · Τον χαρτο φύλακα, πού μέλη τής σπεί ρας τον είχαν κλέψει άπό τόν υφυπουργό τών Εξωτερικών Στήβενσον, τόν όποιο προη γουμένως είχαν δολοφονήσει μέ τις ακτίνες τού αοράτου θανάτου. Πήρε τόν χαρτοφύ λακα μέ τά πολύτιμα έγγρα φα ό Μάκ Ντάνυ, μά δέν κα-
&
.....................................................................
η»Λ*ι,
β
»βο*
'*Λβί®5Λ/ί^^·ί®^βΛίίΛΛ^Λ/ϊΛΛ^ϊΛΛΛ/ί/νν}ΛΛ/ν5«<νί/5/ϊβ>νν{Λ/^βΛΛΛΛ/^ΐ/φίηΛΛΛ«Λ/^βί
ίάφερε τίποτα περισσότερο. Ό αρχηγός τής σπείρας τών κατασκόπων έξαψανίστηκε πί σω από μια μυστική πόρτα και διέφυγε (*). Ό αγώνας λοιπόν δέν εΐ^ε τερματισθή και ή σκληρή μά χη γιά τήν τελική έξόντωσι του εγκληματία, θά συνεχιζό ταν μέχρις εσχάτων γιά πολ{*) Διάβιοτσε ^ τ>ο.. τιϊρο ηγούμενο τεύχο ς: «'Ο Τζιμ Γκάφας θνιμώ^
νε ι ! »
Κάτιι
σάν
άτσάλιινες
άρττάγες
σίχμοτλωτίζει ξαφνικά το Γεράκι 1
λούς λόγους, ανάμεσα στούς όποιους ήταν κι* ένας πού ένδιέψερε άπολύτως προσωπι κά τον Μάκ Ντάνυ: Ή "Ελλεν Τζόρνταν, ή όμορφη με-^ λαχροινή βοηθός του, ή γλυ κεία κοπέλλα μέ τό γεροοεμέ νο κορμί, είναι τρεις μέρες τώρα αιχμάλωτη στά χέρια τών ανθρώπων του Φρέλιχ καί μάταια ό Μάκ αγωνίζεται νά βρη τά ίχνη της. Ή "Αννυ Γκαρντερ, ή κοκκινομαλλουσα Γερμανίδα μέ τά γατίσια μά τια, ό γιγαντόσωμος μέ τή μορφή ουρακοτάγκου Μπρούκ και ή παρέα του είχαν άπαγάγει τήν 'Έλλεν, όταν ένα βράδυ στήν κινεζική συνοι κία, στο τεϊοποτείο του Γιάγκ - Τσέγκ, τήν έπιασαν νά τούς παραμονεύη. "Από τότε κανείς δέ μπόρεσε νά μά θη τί απογίνε καί ό Μάκ Ντά νυ βασανίζει τό μυαλό του νά βρή κάτι πού θά τον βάλη στά ίχνη της. Μέ τήν κοπέλλα αυτή τον συνδέει μιά αμοιβαία αδέλφι κή φιλία, πού μιά μέρα θά καταλήξη σέ γάμο, καί τώρα, πού ή ζωή της βρίσκεται σέ κίνδυνο, ό Μάκ έχει μελαγ χολήσει καί είναι στιγμές πού τον κυριεύει μιά φοβερή απελπισία... —-Δέν πρέπει νά χάνης τό κουράγιο σου, κύριε Μοικ!, τού λέει ό χαζός καί λιχού δης άραπάκος προστατευό μέ νος του Τζίμ Γκάφας. Θά τήν ξαναβροΰμε τήν "Ελλεν, μή σέ^ νοιάζει! Έγώ έχω μύτη και μυριζουμαι. Κάπου έδώ
ν«δΡΔΜ®(>ηί»©ί
κοντά βρίσκεται. Π©υ θά μου 1τάνέ; ^Θά^ τους φάω το ράτι και θά την απελευθερώσω. "Επειτα νομίζω πώς πρέπει νά μπή στο χορό και τό Γε ράκι! Είναι καιρός νά τινάξη τά φτερά του για νά ξεμουδιάση λιγάκι. ( Ό Μάκ χαμογελάει. Αλλά τό χαμόγελό του είναι πικρό και δέ μπορεί νά σκεπάση τη θλίψι πού έχει άπλωθή στο πρόσωπό του. — Τούτη τή φορά και τό Γεράκι δεν κατάφερε τίποτα, λέει μελαγχολικά. Λές νά μην κινήθηκε καί νά μην αγω νίστηκε τό Γεράκι νά ορή την 'Έλλεν; "Ομως τίποτα δεν έγινε... Ό Τζίμ Γκάφας καί ή μη τέρα του Μάκ, ή Έλληνοαμε ρικανίδα κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ, είναι οι μόνοι άνθρω ποι στον κόσμο, πού ξέρουν δτι ό νεαρός ρέπορτερ ^είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο μέ τό θρυλικό Γεράκι, τόν Νέον Υπεράνθρωπο. Πράγματι ο Μάκ Ντάνυ χάρις στά δυο θαυματουργά δαχτυλίδια — τό ένα μπλέ καί τό άλλο ^μέ πράσινη πέτρα—- πού φοράει στά δάχτυλά του καί πού του άφησε μοναδική κληρονομιά πεθαίνοντας ό πατέρας του, άποκτάει καταπληκτικές Ιδι ότητες. Γίνεται άτρωτος άπ© τις σφαίρες, ταξιδεύει στον αέρα σάν αστραπή, κινείται κάτω από τή θάλασσα σα δελφίνι καί πραγματοποιεί απίστευτα κατορθώματα, για τά οποία μιλάει όλόκληρη ή *Αμερική.
ψ
4 Η 'Έλλεν ρίχνει έναντι ον των Κ· ι 'νίζωιν' ιτ ά κ ιιβώτ ι α!
— "Ετσι πού λές, Τζίμ!, συνεχίζει άναστενάζοντας ό Μάκ. Ύό Γεράκι έκανε πολλές βόλτες αυτές τίς τρεις τελευ ταίες ^ μέρες. "Εψαξε παντού, μά δεν μπόρεσε νά ξαναβρή την "Ελλεν. Ή κοκινομαλλοΰσα Γερμανίδα καί ή παρέα της έξαφανίστηκαν σάν ν* ά νοιξε νά τούς κατάπιε ή γη! ΚΓ ένας Θεός μονάχα ξέρει τί θά υποφέρη τώρα στά χέ»
ρια τους, αν είναι ζωντανή βέβαια άκόμα, ή 'Έλλεν... Ό άραπακος αυτή τή φο ρά δέ μιλάει. Σουρώνει μο νάχα τά χείλια και τά μεγά λα μάτια του γεμίζουν με λαγχολία. Καταλαβαίνει κι5 αυτός ότι, άφου ούτε το Γεράκι μπόρεσε νά_ ξσναβρή τά ίχνη τής χαμένης κοπέλλας, τά πράγματα αρχίζουν νά γίνωνται πολύ σοβαρά.
μουνα. Του πρόσφερα χιλιά δες δολλάρια, μά δεν δέχτη κε νά προδώση τήν πατρίδα του. Και όχι μόνο αυτό; άλ* λά κατάφερε νά μου άρπάξ-η μέσα άπο τά χέρια καί , τον χαρτοφύλακα μέ τή βοήθεια τού Γερακιού, πού είχε αυτή τή φορά μαύρο μούτρο! (*) "Υστερα πέτυχε νά γλυστρήση άπό τά χέρια του Μπρούκ. Τώρα λοιπόν έγκατέλειψα τό στρατηγείο τής πλατείας ΟύΉ ^Ελλεν κλεισμένη άσιγκτων. Σέ λίγο θά είναι σ' ενα δωμάτιο που μοιάζει σαν τάφος, πε .εκεί ή αστυνομία. Άπό αυτή τήν ώρα βρίσκομαι οπό σπί ριμένει έναν πρωτότυ τι τής 5ης λεωφόρου. Νά μεπο τρόπο θανάτου... τακινηθήτε καί σεΐς. Τό μα Α^Ι είναι, πράγματι, πο γαζί του Γιάγκ - Τσέγκ έχει λύ σοβαρά τά πράγματα έπισημανθή καί, όπου νάναι, για την όμορφη καί τολμηρήθά κυκλωθή άπό τήν αστυνο βοηθό τού νεαρού αστυνομι μία. Λοιπόν, φύγετε αμέσως. κού ρεπόρτερ Μάκ Ντάνυ. Ή Πηγαίνετε στου Φού - Λάγκ. 'Έλλεν Τζόρνταν περνά πο ’^κεΐ περιμένετε νέες οδηγί λύ άσκημες ώρες καί κάθε ες μου. ΊΞκεΐ θαρθή νά σάς στιγμή πού διαβαίνει ' τήν άνταμώση καί 6 Μπρούκ! φέρνει καί πιο κοντά στο θά —Εντάξει!, λέει ή Γερ νατο. Άπό εκείνο τό βράδυ, μανίδα μέ τά γατήσια μάτια. πού δέχτηκε ενα δυνατό χτύ Άλλα έχουμε εδώ κι* εκείνη πημα στο κεφάλι, όταν κατάτή μελαγχροινή σπιούνα, τή φερε νά τρυπώση στο υπό φιλενάδα τού νεαρού δημοσι γειο τού Γιάγκ - Τσέγκ καί ογράφου. Τί νά τήν κάνου νά καταστρέψη μέ τό πιστόλι με; της τον μυστικό πομπό των — Σκοτώστε την! ,απαν κατασκόπων πού ήταν εγκα τάει άπό τήν άλλη άκρη του τεστημένος εκεί, δέ βρήκε ού σύρματος μέ λύσσα ό κακουρ τε λεπτό ησυχία. Τήν ίδια ε γος. Άλλα θέλω νά βρήτε έ κείνη νύχτα ό Φρέλιχ έκανε ναν πρωτότυπο τρόπο θανά ενα' βιαστικό τηλεφώνημα του. θέλω όταν βρουν τό πτώ στην ’Άννυ Γκάρντερ. μα της ν' άνατρι χιάσουν. Νά —* 'Άκου, φροϋλάϊν, τής μάθουν όλοι πώς τιμωρούνται λέει. Αυτός ό νεαρός δημοσι ογράφος πού μοΟ έστειλες δε (*) Διάβ-αισε τό προηγούμενο· μένο είναι περισσότερο πα τιεύχος: «*0 Τζιμ Γκάψας θυιμό» τριώτης άπό οσο φανταζό νει!»
Κ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
εκείνοι που μπερδεύονται στά πόδια μας! — Εντάξει! Θά γίνη ό πως θέλεις... "Ύστερα από λίγο, ή "Έλ λεν, φιμωμένη και δεμένη χει ροπόοαρα, μεταψέρεται μέσα σ’ ένα κλειστό αυτοκίνητο απ’ τό υπόγειο τον ί ιάγκ Τσέγκ στο σπίτι του Φού Λα^κ, στην άλλη άκρτ| τής κινεζικής συνοικίας. Η κοπέλλα προσπαθεί μέσα στο σκοτάδι νά ξεχωρίση τους δρόμους πού περνάνε. "Όμως τούτο οέν εΐναι καθόλου εύ κολο. "Όλα τούτα τά στενοσό κακα είναι σχεδόν ομοια με ταξύ τους. Τό αυτοκίνητο σταματάει έξω από τό παλιό τσίρκο, πού στην πρόσοψή του υπάρξουν τρία μαγαζιά, πού πουλάνε αντικείμενα κι νεζικής τέχνης. Ή "Έλλεν σημειώνει στο νοΟ της κά ποιο ' ονομα πού διαβάζει στην έπιγραφή ένός μαγα ζιού. Αυτό μπορεί ■ νά τής χρειαστή. — "Έπρεπε νά τής δέσου με τά μάτια, λέει ένας από τούς συμμορίτες στην Γκάρντεο. Δέ μ" αρέσει 6 τρόπος πού κυττάζει ολα τά γύρω... — Μην άνησυχής, Φράνκ!, λέει ή Γερμανίδα μέ τά κόκ κινα μαλλιά. Δεν θά τής χρει αστή τίποτα άπό δ,τι βλέ πει. Τώρα πού έχω την άδεια τού αφεντικού, θά την περι ττοί η 9ώ όπως τής ταιριάζει. Ή "Έλλεν ακούει καί αι σθάνεται πολύ άσχημα. Μέ σα στο βλέμμα της σατανι κής γυναίκας χοροπηδούν δυο
»
Ή γροθιά 'του Γειρακιου τσακί ζει την τιρΟίμΏρη Γ&ρμΌ’νίδσ.
μικροί διάβολοι. Ώρισμένως δέ θά ύπαρξη ούτε ίχνος οί κτου γΓ αυτήν. Την σπρώ χνουν βάναυσα σ’ ένα από τά μαγαζιά. "Ένας κοντός Κινέζος μέ γυαλιστερά ^ μά τια ανοίγει άθόρυβα άπό μέ σα την πόοτα. Κάνει μιά βα θειά ύπόκλισι, καθώς άντικρύζει την Γκάρντερ, καί πα ραμερίζει γιά νά πεε^σουν οι νυχτερικοί μουσαφίρηδες α νάμεσα στους οποίους είναι ή κοπέλλα. Ή συνοδεία προ-
10
.ΓΕΡΑΚΙ, 'ο
ϋί/ννν^Λ/ν^ηΜΜΜΜΜΛΛΜΛΜΛΜΛΛΜΛΛΜΛΜΜΜΧνίΜΛΛΜΛ/ΙΜΜΜΜ/ΙΜΙ^ 'νΜ^τ^ΜΛΜΛΜ^ινννίΜΙΑ/^^
χωρεΐ στά βάθος του μαγα ζιού, πού είναι γεμάτο άιτό πορσελάνες, κοσμήματα και μικρά άγαλ ματάκι α.Ό κον τός Κινέζος άνασηκώνει ένα κάδρο πού είναι κρεμασμένο στον τοίχο καί πιέζει με τό δάχτυλό του ενα κουμπί. "Ένα κομμάτι του τοίχου υ ποχωρεί καί φαίνεται ενα σκοτεινά άνοιγμα. Περνούν μέσα καί ή Έλλεν, καθώς ρίχνει μιά ματιά
6α, έπιτίθεται τότε!
ΝΕΟΣ
πίσω της, βλέπει τον τοίχο νά ξαναπηγαίνη στη 6έσι του αθόρυβα. Πίσω από τά τρία φαινομενικά ήσυχα μαγαζιά, υπάρχουν ενα πλήθος διάδρο μοι καί δωμάτια μέ μυστικές εξόδους καί εισόδους. "Η "Ελ λεν δέν το ξέρει ακόμα, αλλά σέ λίγο 6ά μάθη πώς^ εδώ συγκεντρώνονται τά κίτρινα μέλη τής συμμορίας του Φρέλιχ. Οι Κίτρινοι Δαίμονες ή Δράκοντες δπως τούς λένε. Τούτοι οι Κινέζοι είναι οι πιο αιμοβόροι δολοφόνοι καί ληστές, που έχει γνωρίσει ποτέ η Νέα Ύόρκη. Δουλεύ ουν για λογαριασμό τής σπεί ρα^ των κατασκόπων καί παίρνουν γιά κάθε φόνο-*είκο σι δολλάρια. Τόσο έ'χουν δι ότι μήσει την ανθρώπινη ζωή! — Κι ου - Κιούϊ, λέει σ' έ ναν απ' αυτούς Γκάρντερ. ΣοΟ παραδίνω αύτη τη σπιού να. Κλείδωσέ την σ’ ένα από τά κρατητήρια καί είσαι υ πεύθυνος μέ τό κεφάλι σου, άν 6έν την προσέξης δπως πρέπει. Μου χρειάζεται αύ ριο... ^— Ή έξοχότης σου, φροϋλάϊν, νά μείνη ήσυχη, άποκρί νεται εκείνος. Ό Κιού- Κιούϊ θά κάνη τό καθήκον του. Ό Κινέζος, πού ακούει στο δνομα Κιού - Κιούϊ, εί ναι ένας λιγνός μονόφθαλμος κακούργος μέ μύτη άρπακτικου ορνέου. "Αρπάζει την Έλλεν, την σέρνει σαν ένα άψυχο δέυα καί την ρίχνει σ' ένα στενάχωρο κελί πού μοιά ζει σαν πηγάδι.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Π
<Μ/ννννιΜ\νν%ΐΑΜΜ^^νννννννν%^ννννννννΐΛΑ'νΜΛΛ%
~ Έ8ώ δέν είναι άσκημα, μικρούλα μου!, τής λέει και το μοναδικό μάτι του καρφώνεται μέ εχθρα απάνω της. * Αν θέλης νά περάσουμε ω ραία, πρέπει νά είσαι φρόνι μο κορίτσι. —- Δέ θά μου λύσης τά χέ ρια καί τά πόδια; ρωτάει ή Έλλεν. Δεν πιστεύω νά φο βάσαι πώς μπορώ νά φύγω άπό εδώ μέσα... Εκείνος στέκει γιά μιά στιγμή συλλογισμένος. — Αυτό ναι, λέει υστέρα άπό λίγο. Αυτό γίνεται. ^Τής λύνει τά χέρια καί τά πόδια καί ή κοπέλλα κάνει μερικές κινήσεις νά ξεμουδιάση. Ό Κινέζος την κυττάζει. Θαυμάζει την ομορφιά της καί τό καλοφτιαγμένο νε ανικό της κορμί. —- Μά τούς προγόνους μου!, λέει αναστενάζοντας. Τόσο ωραίο κορίτσι καί νά είσαι σπιούνα τής αστυνομί ας! Θά λυπηθώ πολύ αύριο πού θά σέ σφάξουνε... Φεύγει καί ή Έλλεν ακούει μέ παγωμένη καρδιά την βαρειά πόρτα νά κλείνη καί νά κλειδώνεται πίσω του. Άπό τούτον τον σκοτεινό τάφο δέν πρόκειται νά βγή ζωντανή. Καί ό νους της πηγαίνει στον Μάκ Ντάνυ. Αυτός είναι ή τε λευταία της ελπίδα. Αλλά πώς θά μπορέση νά την ανα κάλυψη εδώ μέσα πού την κρατούν αιχμάλωτη, νά- τής προσφέρη βοήθεια; "Αν ήταν σε θέσι τουλάχιστον νά τον ειδοποίηση...
"Ένας· ®ργαιτικ'0ς παρουσιάζεται κα} 'δί/ει ατδιν Μάκ Ενα σημεί ωμα.
"Ενα σημείωμα απελ πισίας προς τον ρεπόρ τερ Μάκ Ντάνυ...
ΕΛΑ ΕΝ περνάε^ι άσκη μες μέρες καί νύκτες. "Έ να σωρό φριχτοί εφιάλτες την βασανίζουν. Τό πρωί* τής τρίτης μέρας ό Κινέζος δε σμοφύλακας της Κιου - Κιουΐ τής φέρνει τά νέα μαζί μ5 ενα φλυντζάνι τσάι. — Σήμερα η έξοχότης της ή Φροϋλάϊν Γκάρντερ μου ζή~
Η
«2 ' ΓΕΜίΠ, Ο Ν£0ί ΗΚΛΝνΐΛ&ννΜΑΜΜ*Μ(}ΜΙΛΜΜΜ&*ΛΑΛΜΛΛΑΑΐννννΜΐΑ^*νίΑ/\ΑΑΜΑΛΑΑΛΜΜ< 4β3ΛIV^φ»^ϊV¥VVVV5/*VVί/VVV^ΛιVVVVV¥VVVVVVVV>, τησε τή γνώμη μου, τής λέει και χαμογελάει άσκημα. Ζή τησε νά τής υποδείξω Ιναν τρόπο θανάτου πού νά κάνη έντύπωσι. Τής υπέδειξα δύο. Έσύ τί προτιμάς; Νά σέ ρί ξουν σ’ ένα καζάνι μέ καφτο λάδι νά τηγανιστής ή νά σέ σταυρώσουν; Ή κοπέλλα γίνεται χλοομή κΓ ή καρδιά της φτεροκοπάει τρομαγμένη. Φυσικά τό ξέ ρει πώς δεν έχει ελπίδες ζωή^. Άλλα νά πεθάνη μ’ εναν τέτοιο φοβερό θάνατο; Αυτό είναι ένα φοβερό μαρτύριο... —- Δέ μιλάς; τή ρωτάει 6 Κινέζος. Φαίνεται δτι δέ σ5 αρέσει ούτε ό ένας, ούτε. 6 άλλος τρόπος. ^ Ή "Ελλεν τον κυττάζει λο ξά. Τρεις μέρες φυλακισμένη έδώ μέσα δέ μιλάει. Μά τώ ρα 6έν κρατιέται. —"Οταν μεθαύριο θά σέ πιάσουν, του λέει και ή φω νή της δέν τρέμει καθόλου, και σοΟ περάσουν τά χέρια στα σίδερα, θά τούς πώ νά σέ ρωτήσουν και σένα για κάτι τέτοιο. Άν προτιμάς δηλαδή μιά Θηλειά στο λαι μό ή τά καλώδια τής ήλεκτρι κή<^ καρέκλας στο κεφάλι καί στα χέρια σου. Τό μούτρο του Κινέζου κα κούργου γίνεται απότομα σιτυ φό καί, πριν προφτάση ή "Ελλεν νά φυλαχτή, δέχεται μιά δυνατή γροθιά στο στομάχι. ' • — Νά γιά νά μάθης νά κά νης τήν έξυπνη!, τής λέει. "Υστερα τις γυρίζει τή ρά χη καί φεύγει απ’ τό δωμά
τιό, κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα. Ή κοπέλλα στηρίζε ται στον τοίχο γιά νά μην πέση. Τούτο το ξαφνικό χτύπη μα τής έκοψε τήν ανάσα. Πο νάει, αλλά δαγκώνει τά χείλη της γιατί 6εν θέλει νά ξεφωνήση. Στά μάτια της υ πάρχει πάντοτε ή άπόφασι. Πρέπει νά τά παίξη όλα γιά όλα. "Ετσι κΤ έτσι, είναι πού είναι χαμένη. Καλύτερα λοιπόν νά πεθάνη μέ μιά σφαίρα στο στήθος παρά.... Ανατριχιάζει καί πού τό συλ λογίζεται ακόμα. Θεέ μου, δέν υπάρχει πιο φριχτός θά νατος από εκείνον πού τής έτοιμάζουν! Καί τότε τό βλέμμα της καρφώνεται σ’ ένα μικρό καγ κελόψραχτο παράθυρο πού βρίσκεται ψηλά, σύρριζα μέ το ταβάνι. Νά φτάση βέβαια ώς κεΐ πάνω είναι αδύνατο. Αλλά αυτό τό μικρό άνοιγ μα μπορεί νά τής χρησψεψη σέ κάτι. Μιά θαμπή ελπίδα αρχίζει νά τρεμοσβύνη μέσα της. Ευτυχώς τό στυλό καί τό καρνέ είναι στην τσέπη της. Δεν τής τό πήραν. Σκί ζει ένα φύλλο καί γράφει: «Βρίσκομαι στην ' κινεζική συνοικία πίσω από τό παλαι απώλεια τού Αή'- Τσάγκ. Κιν δυνεύω. "Ελλεν Τζόρνταν.» Καί ύστερα προσθέτει από κάτω σάν σέ υστερόγραφο: «Παρακαλώ τό σημείωμα αυ τό να δοθή στον κ. Μάκ Ντάνυ στά γραφεία τής εφημερί δας «Νταίηλυ Χέραλντ». Τυλί γει τό χαρτί σ’ ένα μικρό με ταλικό κέρμα του ενός σέντς
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ* “ ' ......... 1§ νΜΜΜ/ννΜΑ/Μ'ννννννννννί'ΐννννΜ/Μνννη'νν^^/Μ/ΜΑ/Μ/ΜΙΜΜΜνηΚΜΦΜ» νΜΜΜΙΜνΜΜΜνΜίνίΜΜΜ/νΜΛΜΙΜ/νΜΜΛ·
καί σημαδεύει τό παράθυρο. Ή πρώτη απόπειρα αποτυγ χάνει. Ή μικρή χάρτινη μπαλίτσα χτυπάει στο περβάζι του παράθυρου καί πέφτει πίσω πάλι, στα πόδια της. Ξαναδοκιμάζει. Την τρίτη φορά, τό σημείωμα περνάει από τά κάγκελα καί χάνεται πίσω άπό τό παράθυρο. Ή "Ελλεν αφήνει έναν στεναγ μό άνακουφίσεως. "Αν τό χαρτί αυτό τό βρή κάποιος περαστικός, πού δεν ανήκει στη συμμορία του Κίτρινου Δράκοντα, καί τό δώση έγκαί ρως στα χέρια του Μάκ, 8ά σωθή. Διαφορετικά όλα είναι χαμένα. Σ' αύτό τό μεταξύ όμως πρέπει νά κάνη κάτι κι* αυ τή. «Σύν ’Αθήνα καί χεΐρα κίνει», έλεγε ένα αρχαίο έλληνικό ρητό πού τους μάθαι ναν στο κολλέγιο. Θά κινηθή λοιπόν κι1 αυτή. Περί μένον τας τον έρχομό τού Μάκ Ντάνυ ίσως καταφέρει κάτι... "Εχει προσέξει ότι ό μο νόφθαλμος Κινέζος κακούρ γος, όταν πριν λίγες στιγμές την χτύπησε ξαφνικά στο στομάχι κι5 έφυγε ξαναμένο^ καί σχεδόν τρέμοντας, γιατί τού θύμησε την ηλεκτρική καρέκλα πού τον περίμενε, βρόντησε πίσω του την πόρ τα, άλλα δεν την κλείδωσε. Μπορεί όμως καί νά γελάστη κε. Φυσικά αύτό πού σχεδιά ζει νά κάνη είναι μιά τρέλλα. Καί ανοιχτή νά είναι ακόμα ή πόρτα τί θά μπορέση νά κάνη μέσα στον λαβύρινθο Γούτον των διαδρόμων; Τό ξέ
ρει πώς οί Κινέζοι πού κυ κλοφορούν έκεΐ μέσα δεν θά διστάσουν νά τής ρίξουν στο ψαχνό, όταν καταλάβουν πώς έτοιμάζεται ν* άποβράση. Θά είναι τόσο δύσκολο νά ξεφύγη άπό τόσα μάτια. "Ως τόσο προχωοει προς την πόρτα. Φουχτιάζει ελα φρά τό πόμολο καί τό γυρί ζει. Είναι πραγματικά ανοι χτή! Κάτι φτεροκοπάει χα ρούμενα μέσα της. Την ανοί γει σιγά. Βγάζει πρώτα τό κεφάλι της. Ό διάδρομος εί ναι μισοσκότεινος. Άφουγκράζεται. Δεν ακούει τίποτα. Κάνει μερικά βήματα. 9Α κούει κάποιον πού έρχεται άπό τό βάθος. Κρύβεται πί σω άπό μιά προεξοχή του τοίχου. "Ενας ψηλός λιγνός Κινέζος περνάει βιαστικά ά πό μπροστά της χωρίς νά την προσέξη. "Αν τον έπαιρ νε τό κατόπι; Μιά τρελλή ι δέα τής περνάει άπ’ τό μυα λό. Τούτος ό κίτρινος μπο ρεί νά πηγαίνη ποος την έ ξοδο. "Αν τον άκολουθήση λοιπόν, δέν είναι απίθανο νά ξεγλυστρήση άπό εδώ μέσα. λΑρχίζει νά βαδίζη βια στικά πίσω του πατώντας στά λαστιχένια τακούνια της καί προσπαθώντας νά μή την όντιληφθή... Ή "Ελλεν φτάνει στο κατώφλι της σωτηρί α;, άλλα ή λαβή ενός όπλου την ξαναφέρνει κοντά στο θάνατο.·.
Α
ΛΛΑ ή "Ελλεν Τζόρνταν δέν έχει τύχη. Βρίσκεται
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΖ '«^δ«ΛΛ«Λί4ΛΛ4Λ^ΛΛΛΛ^ίΑ^^4^/&ννΏΛΛ«ί«ν»ΛΛ^ί>
ακριβώς στη στροφή του δια γυμνασμένα πόδια της τινά δρόμου δταν ξαφνικά κάποια ζονται προς τά έκεΐ. "Ανε πόρτα ανοίγει στο δε|ιό της βαίνει τρία - τρία τά σκαλο χέρι καί, πριν προφταση να πάτια. Είναι σίγουρη πώς τό καταλάβη, πέφτει απάνω τούτη ή σκάλα βγάζει σέ κά σε τρεις μικρόσωμους Κινέ ποια ταράτσα. "Άν καταφέρη ζους, ανάμεσα στούς όποι να φτάση έως έκεΐ, σίγουρα ους αναγνωρίζει αμέσως τον θά μπόρεση νά ξεφύγη. Θά μονόφθαλμο Κιού - Κιούϊ. καλεση βοήθεια καί κάποιος — Χό! Χό! Ή άσπρη θ" άκούση τις φωνές της. σπιούνα!, ξεφωνίζει. Απά Φτάνει στο τελευταίο σκα νω της, παιδια! λοπάτι. "Από κάτω έρχονται Ή κοπέλλα αισθάνεται να εκείνοι πού την κυνηγούν. Μά τής κόβωνται τά γόνατα καί τώρα δεν είναι τρεις μονάχα. βγάζει μια τρομαγμένη κραυ Ό θόρυβος, οί φωνές καί τό γη. Σχεδόν αμέσως δμως συ ποδοβολητό έχουν προκαλένέρχεται καί ή γροθιά της σει μεγάλη άναστάτοχτι μέ πέφτει μέ δύναμι ανάμεσα σα σέ τούτη τή λυκοφωλιά στα δύο φρύδια τού πρώτου τής συμμορίας του Κίτρινου πού την ζυγώνει. Εκείνος βλαστημάει καί κλονίζεται Δράκοντα καί δσοι κακούργοι προς τά πίσω. Τότε ό δεύτε βρίσκονται την ώρα αυτή έ ρος μουντάρει απάνω της κεΐ μέσα τρέχουν νά βοηθή σουν τον Κιού - Κιούϊ καί καί στά χέρια του αστράφτει τήν παρέα του. Γιατί ό κίν ή λεπίδα ένός μαχαιριού. — "Όχι μαχαίρια!, φω δυνος είναι κοινός για όλους. Σέ περίπτωσι πού ή κοπέλ νάζει ό μονόφθαλμος. ιΗ φροϋλάϊν τη θέλει ζωντανή. λα τούτη ξεφύγη, είναι όλοι χαμένοι. Ή αστυνομία θά Μη την σκοτώσης! Εκείνος γυρίζει ξαφνια κύκλωση τό κτίριο καί θ" αρ σμένος καί^ ή "Ελλεν^ πού χίσουν τά αυτόματα τών άνστη 8εα του μαχαιριού νοιώ δρών τής "Έφ-Μπί-"Άϊ ν νά σπέρνουν τον θάνατο άνάμεθει μια παγωνιά νά την τυλί γη, αρχίζει νά τρέχη, χωρίς σά τους. Τρέχουν λοιπόν όλοι μαζί νά ξέρη φυσικά πού μπορεί νά τήν προλάβουν. Ή "Ξλλεν νά τή βγάλη αυτή ή φυγή. — Στάσου!, τής φωνάζει τούς βλέπει. "Εκεί μπροστά ό Κιού - Κιούϊ. Είσαι κουτή της στο κεφαλόσκαλο είναι άν νομίζης πώς θά μπόρεσης στιβαγμένα μερικά κιβώτια. Πίσω άπ" τά κιβώτια είναι ή νά ξεφύγης από εδώ μέσα. "Ακούει τό ποδοβολητό πόρτα. Αυτή τήν πόρτα πρέ τών κακούργων πού τρέχουν πει ν" άνοιξη γιά νά σωθή. τό κατόπι της, αλλά 5έ στα — Παραδόσου!, ακούει ματάει. Βρίσκει μπροστά μια φωνή από κάτω. της μια σιδερένια σκάλα. Τά Αυτό δέν γίνεται!, ά-
η
γϊΊβ*ΑΜ·Ραηί>ϊ πσντάει ή κοπέλλα καί σψίγ γει τά δόντια. Αρπάζει στά γερά της χέ ρισ τό πρώτο κιβώτιο πού βρίσκεται μπροστά της- και τό αφήνει νά κατρακυλήση οπτή σκάλα. Εκείνοι πού βρί σκονται πιο κοντά της δέχον ται απάνω τους τον βαρύ όγκο και άνστρέπονται. ρεφωνητά πόνου και βλαστήμιες άκούγονται. Ή "Ελλεν άνασηκώνει κι* άλλο κιβώτιο. "Υστερα κι* άλλο κι* άλλο. "Ενα άπ3 αυτά, καθώς κατρα κυλάει, σπάει καί χιλιάδες σφαίρες ξεχύνονται παντού. "Ολα λοιπόν τούτα τά κιβώ τια είναι γεμάτα σφαίρες! Τό άντρο τών Κίτρινων Δρα κόντων είναι ενα αληθινό ο πλοστάσιο. 1 ώρα όσοι βρίσκονται στη σκάλα, άλλοι τραυματισμέ νοι σοβαροί κι5 άλλοι ελαφρό τερα, οπισθοχωρούν. Καθώς φτάνουν όμως πίσω στο διά δρομο, αρχίζουν νά πυροβο λούν. Μερικές σφαίρες σφυ ρίζουν γύρω από τ3 αυτιά της σαν σφήκες. — Μή ρίχνετε! Μή ρίχνε τε!, φωνάζει ένας. Μερικά άπ3 τά κιβώτια έχουν χειρο βομβίδες. Θά τιναχτούμε ό λοι στον άέρα! "Ενα χαμόγελο θριάμβου αστράφτει στά χείλη της τολ μηρής κοπέλλας. 'Ακούει την απεγνωσμένη κραυγή καί χα μογελάει. Απότομα σταμα τούν ο! πυροβολισμοί. Τώρα λοιπόν ό δρόμος προς τη σω τηρία είναι ανοιχτός. Φτάνει νά μην είναι κλειδωμένη ή
πόρτα, πού βγάζει προς την ταράτσα. 3 Αλλά ή πόρτα ακριβώς αυτή τή στιγμή ανοίγει πί σω άπό τή ράχη της. "Ενα μούτρο ούρακουτάγκου προ βάλλει. Ό Μπρούκ! Καί πί σω του άκριβώς έρχεται ή κοκκινομαλλούσα Γκάρντερ. Τό χέρι τού Μπρούκ ώπλισμέ νο μ3 ένα περίστροφο, δια γράφει ένα τόξο στον αέρα κι* ή λαβή τού πιστολιού του χτυπάει με δύναμι τό κεφά λι τής νέας. Ή "Ελλεν αίσθά νεται νά κλονίζεται κι5 άκούει τά ουρλιαχτά έκείνων πού βρίσκονται στή βάσι τής σκάλας. Ούρλιαζαν άπό χα ρά. "Υστερα 6υό γερά μπρά τσα νά τήν άνασηκώνουν. — Εμπρός, Μπρούκ!, γρυλλίζει ή Γερμανίδα μέ τά γατίσια ματια. Αυτή ή σπι ούνα είναι πολύ επικίνδυνη! Νά τελειώνουμε! Πέντε λεπτά αργότερα, καθώς ανοίγει τά μάτια, ή "Ελλεν Τζόρντο;ν βλέπει ότι βρίσκεται σέ μιαν άλλη κά μαρη. Τήν έχουν ξαπλώσει σ3 ένα ντιβάνι μέ δεμένα τά χέ ρια. Δίπλα της κάθεται ένας λιγνός Κινέζος μ3 ένα πιστό λι στο χέρι. Πιο έκεΐ στέκει ή 3Άννυ Γκάοντερ. Ό Μπρούκ κάτι ετοιμάζει. — Καλά ξυπνητούρια! τήν ειρωνεύεται καθώς τήν βλέπει νά συνέρχεται. Σέ λί γο θά κοιμηθής όμως γιά κα λά. 4Η "Ελεν νοιώθει εναν δυ νατό πόνο στο κεφάλι. Δεν
μιλάει.
1«
■
— Θέλεις νά ατού πώ τι έτοιμάζει ό Μπρούκ; συνεχί ζει μ'5 ένα απαίσιο χαμόγελο ή Γερμανίδα. Την κηδεία σου! Θά πεθάνης^ μ3 ένα γλυ κό θάνατο. Θά σε σταυρώσου με απάνω σε. μιά φαρδειά σα νίδα. Θά σου τρυπήσουμε μέ καρφιά τά χέρια κο* τά πό δια κΓ όταν παραδώσης τό πνεύμα, θά σέ πάμε στη διασταύρωσι του μεγάλου δρό μου/που βρίσκεται στην πλατεία Μόνρεϋ. Έκεΐ θά σέ βρουν τό πρωϊ μέ μιά έπιγρα φή καρφωμένη στο στήθος του. «"Ετσι τιμωρεί εκείνους πού μπερδεύονται στά πόδια του ό "Εντμοντ Φρέλιχ!» Τί λές, δέν θά κάνη έντύπωσι; —Είσαι ένα κτήνος!, λέει ή "Ελλεν. Κάποτε ομωσ καί πολύ σύντομα, θά πλήρωσής γιά όλα τά έγκλήματά σου. Ή κοκκινομαλλουσα Γερ μανίδα ξεσπάει σ3 ένα νευρι κό γέλιο. —^ Είσαι ηλίθια... 3Αλλά σέ λίγο θά πάψης νά μιλάς! ■ "Υστερα γυρίζει στον Μπρούκ. —■ "Ετοιμα τά καρφιά, Μπρούκ; ρωτάει. —* Σέ πέντε λεφτά θά εί ναι όλα έτοιμα, φροϋλάϊν, α παντάει αυτός... - Ή Γκάρντερ ανάβει τσιγά ρο καί πηγαίνει πιο κοντά στην "Ελλεν. — Θά σου πώ κι3 ένα νέο πού θά σέ γεμίση χαρά, τής λέει. Μάθε πώς τό σημείωυα πού πέταξες άπ3 τό παράθυ ρο, προσκαλώ ντας τον φίλο σου τόν Μάκ Ντάνυ νά σέ 6ο-
·
ΓΒ ΡΑΚΙ, © Ν Ε ΟΙ ηθήση, έπεσε στά χέρια μας. Ή κοπέλλα δαγκώνει τά χείλη^ Πάει χάθηκε καί ή τε λευταία έλπιοα. — "Ω! μή στεναχωριέσαι!, συνετίζει ή Γερμανίδα καί ή φωνή της μοιάζει σά σφύριγμα ψιδιού. Τό^ σημεί ωμα παραδόθηκε στά χέρια του. Μέ τή διαφορά πώς έκεΐνος πού του τό πήγε ήταν έ νας άνθρωπος δικός μας. Τό πήρε καί σέ λίγο θαρθή νά σέ... άπελευθερώση καί, χω ρίς νά τό καταλάβη, θά πέση στο δόκανο πού του έχω στήσει. Κατάλαβες; Ή μελαχροινή κοπέλλα έ χει φυσικά καταλάβει. Ξέρει τώρα ότι δέν κινδυνεύει μο νάχα αυτή. Σέ λίγο θαρθή νά πέση ανάμεσα στούς Κίτρι νους δράκοντες καί ό Μάκ Ντάνυ. Ό άνθρωπος δηλαδή πού εΐναι ό,τι προσφιλέστε ρο έχει σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι3 ενώ μερικά βήματα πιο κεΐ γίνονται οι προετοιμασί ες γιά τον μαρτυρικό θάνατό της, ή σκέψι της στρέφεται πρός τον όμορφο έφηβο μέ τά ευγενικά αισθήματα καί τή γενναία καρδιά. Τό θρυλικό Γεράκι προ σπαθώντας νά σώση μιά κοπέλλα πού κινδυ νεύει, αρχίζει την κε ραυνοβόλο δοάσι του 71 ΝΑΣ άνθρωπος μέ έργα^τική περί βολή έμφανίζεται στά γραφεία τής έψημε ρίδας «Νταίηλυ Χέραλντ» καί ςητάει τον κύριο Μάκ Ντάνυ. Τόν στέλνουν στό γραφείο
1
ΥΠΕ?>ΑΝΟΡβηθϊ
'
··
.
ί?
!Λ«ΛΛ!/4^νννϊ/ννννννννΜ^ΐ^νϊΛΛΛ ^ΜΛ^ν^ΜΜΜ/^ΜΜ/ίίν^ΙΛΜΜΜΜΜΛΜ/^Μ/¥^ΜΜΜ^^%:\ΛΜΛΛΜΜΜΙ^
του νεαροί) ρεπόρτερ, ' οπού αυτός γράφει·καί ό Τζί μ Γκά φας ό χαζός και λιχούδης άραπάκος προστατευόμενός του, καθισμένος απέναντι του, μασάει ...τσίκλες ^ για νά πάνε κάτω τά φαρμάκια. Ό άνθρωπος λοιπόν μ.έ την έργατική περί βολή χτυ πάει την πόρτα καί, όταν ^α κούει από μέσα ένα «εμπρός» την ανοίγει καί μπαίνει στό γραφείο. — Ό κύριος Μάκ Ντάνυ, παρακαλώ; ρωτάει καί βγά ζει τό καπέλλο του. — Έγώ, απαντάει χωρίς ορεξι ό Μάκ. Τί θέλετε; •—"Έχω ένα σημείωμα για του λόγου σας, λέει. Είναι γραμμένο από μια κοπέλλα. *0 νεαρός ρέπορτερ τινάζε ται απ’ τό κάθισμά του. Κά τι φτεροκοπάει χαρούμενα μέ σα του. — Σημείωμα; Που είναι; ρωτάει μέ αγωνία. ^ Ό επισκέπτης βγάζει από την τσέπη του ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί καί του τό δίνει. Μέ τήν πρώτη μα τιά ό Μάκ αναγνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα τής "Ελλεν. Διαβάζει: «Βρίσκομαι στην κινεζική συνοικία πίσω άπο τό καλαιοπωλείο του Αή - Τσάγκ. Κινδυνεύω^, "ίζλλεν Τζόρνταν». — Περνούσα, λέει ό άν θρωπος μέ τήν εργατική περιβολή, εξω από ^τό μαγαζί του Αή - Τσάγκ δταν μουρθε στό κεφάλι ένα σέντσι τυλιγ-
—· Ευχαριστώ, λέει ό Μάκ, Πάρε αυτά τά δέκα δολλάρια για τον κόπο σου... Καί, χωρίς · νά περιμένη περισσότερες εξηγήσεις, βγαίνει σά σίφουνας απ’ τό γραφείο, μπαίνει στό ασαν σέρ, βγαίνει στό ισόγειο κι5 υστέρα από τρία λεπτά ή μι κρή γκρίζα κούρσα του ταξιλεύει μέ όλη της τήν ταχύτηΓ τα προς τήν κινεζική συνοι κία. ~έρεΐ· πώς κάθε λεπτό που περνάει είναι πολύτιμο γιά τη ζωή τής "Ελλεν Τζορνταν. "Οσο πιο γρήγορα φτά ση κοντά της, τοσο τό καλύ τερο. Σφίγγει τά δόντια., καί πατάει τό γκάζι; Τό αυτοκί νητο τρέχει σά βολίδα καί έ να τέταρτο αργότερα σταμα τάει εκατό μέτρα μακρυά α πό τό μαγαζί του Αή-Τσάγκ. Πριν καλά - καλά σβύση ή μηχανή, 6 Μάκ Ντάνυ σαλτάρει καί βρίσκεται στό δρό μο. Μέ βιαστικό βήμα μπαί νει στό μαγαζί τού Κινέζου παλαι οπώλη. Αυτός παρα σταίνει τον ξαφνιασμένο. Ό νεαρός ρέπορτερ πηγαί νει κατ’ ευθείαν απάνω του. —Μέ ξέρεις καί σέ ξέρω!, τού λέω με φωνή γεμάτη α πειλή. Δείξε μου πώς μπορώ νά περάσω πίσω από τό μα γαζί σου. Εκείνος κουνάει τό κεφά λι του.' — "Άκου, Αή - Τσάγκ! ΟΙ πολλές κουβέντες βλάφτουν-! Εμπρός,' κούνα τό χέρι σου και δείξε μου πώς μπορώ νά βρώ μιά κοπέλλα που ζη-
Λ'^νννννννί/νννννννί^Λ^νννν^Λνίννννν^νννΜΛίΜ/ννϊΛ'ννΜΛ^νν^Λ'ΙΛΛΛΛ/νννίΛννί/ννν^/νννννννίΛ^/ΛννννννίΛΛΛΛ,ΛΛΛΛΛΛβΛ/Μ
τάω... Μπορεί ή υπομονή μου νά έξαντληθή και τότε,.. Ξαφνικά όμως 6 Μάκ στα ματάει νά μιλάει. Κάτι σκλη ρό πιέζει τά νεφρά του. Ή κάννη ένός πιστολιού άκου-
Τότε ·το .Γεράκι σκο^ττιζε; τό θά'νορυο ατούς κακούργους!
μπάει απάνω του και α Λή Τσάγκ του χαμογελάει τώγλυκά, ενώ μέσα στο Βλέμμα του αστράφτουν οι λεπίδες του μίσους. —Π ροχώρα καί μην κάνης Γην έλαχίστη κίνησι!, μουγ-
γρίζει 6 άνθρωπος που βρί σκεται πίσω από τον δημο σιογράφο. "Αν κουνηθής θά σου ανοίξω δυο κουμπότρυ πες στά νεφρά καί 6ά βάλης τά κλάμματα... "Αν είσαι φρόνιμος, θά σέ πάω κοντά στην κοπέλλα πού ζητάς. Ό νεαρός ρέπορτερ δεν κινείται. Παρακολουθεί μονά χα τώρα μέ την άκρη του μα τιού του τον Κινέζο παλαιόπώλη. Ό Αή - Τσάγκ άνασηκώνει ένα κάδρο καί τα δά χτυλό του πιέζει ενα κουμπί. °Ένα μέρος τού τοίχου υπο χωρεί καί ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι σπρώχνει τον Μάκ Ντάνυ προς τά εμπρός. Ό δημοσιογράφος γυρίζει προς τό μέρος τού Κινέζου. —Γειά σου, Λή - Τσάγκ!, τού λέει. Σ’ ευχαριστώ πού άνοιξες την πόρτα. Μά, δταν ξαναγυρίσω σέ λίγο, δέ 6ά μείνη τίποτα ορθό εδώ μέσα καί τό κεφάλι σου θά έχη α νοίξει στά δυο. —"Αντε! Βάδιζε καί άφη σε τις κουβέντες!, αποκρίνε ται ό Κινέζος. Δέν πρόκειται νά ξαναπεράσης από έδώ. 'Ο Μάκ περνάει τή μυστι κή πόρτα καί βρίσκεται στη φωληά τής συμμορίας Κίτρι νοι Δράκοντες. Ρίχνει μια ματιά στο μισοσκότεινο διά δρομο. Τώρα δλα είναι έν τά ξει κΓ ένα αδιόρατο χαμόγε λο ανθίζει στά χείλη του. — Θά πάμε μακρυά, φίλε; ρωτάει τον άνθρωπο πού τον συνοδεύει. — Μερικά βήματα καί φτάσαμε, τού λέει ειρωνικά
νπ 6ΡΑΝ β
ρ
ηη ο
ϊ#
ϊ
αυτός. Μη γίνεσαι νευρικός. Νά! "Ακου την κοπέλλα σου πώς τραγουδάει... "Ενα ουρλιαχτό απελπισί ας φέρνει.στ* αυτιά του. Εί ναι ή φωνή τής 'Έλλεν που ζητάει βοήθεια. Μέσα του νοιώθει μια κρυφή χαρά που τί|ν προφταίνει ζωντανή. Μά μέσα σε τούτη τή χαρά φουν τώνει μιά φοβερή οργή. Τά ουρλιαχτά της δείχνουν πώς υποφέρει. — Δεν τραγουδάει γλυ κά λοιπόν τό κορίτσι; ρω τάει πάλι έκεΐνος πού κρατάει καρφωμένο τό πιστόλι του στά νεφρά του δημοσιο γράφου... — Ναί. Πολύ γλυκά!, κά νει ό Μάκ καί τεντώνοντας καί τήν τελευταία ϊνα των μυ ώνων του κάνει μιά επικίνδυ νη ακροβατική κίνησι. £ αλ τ άρει πλάγια, αναπηδάει, παίρνει μιά βόλτα στον αέ ρα καί τό χέρι του σά σιδε ρένιο σ<ρυρί ξεβιδώνει τό σα γόνι του συμμορίτη. — Σου τήν άναψα!, μουγγρίζει αυτός τρελλός άπό τον πόνο καί τή λύσσα. — Τώρα είναι αργά πιά! αποκρίνεται ό νεαρός ρεπόρ τερ. Καί φέονει τή μπλέ πέτρα του δαχτυλιδιου πού φοράει στή γλώσσα του. Μιά πιστό λιά πέφτει και μιά σφαίρα καρφώνεται στο ταβάνι. Μέ σα σ’ ένα δευτερόλεπτο τό θαυματουργό υγρό πού κρύ βεται κάτω άπό τήν μπλέ πέ τρα εχει κάνει τήν έπίδρασί του. *0 Μάκ Ντάνυ νοιώθει
τά μπράτσα του νά γίνωνται σκληρά σάν ατσάλι καί ό α όρατος, άτρωτος άπό τις σφαίρες θώρακας τον τυλίγει. Τά ρούχα του χάνονται καί τή θέσι τους παίρνουν μιά
'Ο Γκάφας 'βγαί'νιε'ς άττό τήιν καττνΌ'δάχο
καί...
άντίικιρύζει ένοί
τηστόιλι.
γαλάζια φόρμα μέ κεντημένο στο στήθος έναν κεραυνό καί μιά κόκκινη μπέρτα πού κρέ μεται στούς ώμους του. Ό συμμορίτης γουρλώνει τά μά τια. — Τό Γεράκι!, ξεφωνίζει. Ό Νέος Υπεράνθρωπος!
^η^ηΜΜΜΜΜΛΜΜΜΛΜΙίΛ^^
Γ&ΡΑΚΚ Ο Ν 10 ϊ *ννννννννννννννννννν%ΗΜΛΜΜΜΛΛ/νννννννν
Τό ,βλέμμοζ του σαν κόψτε·» ρή λειτίβα κάνει μιά βόλτα γύρω. Έκεΐ στη γωνία ξα πλωμένη άνάσ'κελα, λιποθυμισμένη, μέ πρόσωπο χλωμό καί ματωμένο το ένα της χέ ρι, είναι ή "Ελλεν. Σαλτάρει προς τό μέρος της καί σκύ Ή ~Ελλρ% Τζό,ρνταν βει άπάνω της. "Ενα καρφί γλυτώνει άπο τά δόντια είναι περασμένο στην ^ανοι του θανάτου μ* ενα χτή της παλάμη. Την κάρφω καρφί στη (ματωμένη σαν ! Τό μυαλό του πάει να της παλάμη... σαλέψη. Βγό*'ζει ιμιά άγρια ΠΥΡΟΒΟΛΙ ΣΜΟΣ έχει κραυγή λύσσης. Μιά άναρθρη αναστατώσει ολη τούτη κραυγή πού σκορπάει παγω την κακουργοψωληά. ΟΓ "Κί μένα ρίγη σέ κείνους πού την τρινοι Δράκοι ξεχύνονται άκοϋνε. στο διάδρομο μέ τά αυτόμα Υπάρχει όμως έκεΐ κά τα στο χέρι. Γλώσσες φωτιάς ποιος πού δεν θέλει νά παραάστράψτουν από παντού καί δεχθή πώς νικήθηκε. Είναι ή έκατοντάδες σφαίρες βουί κοκκινομάλλα Γερμανίδα. ζουν στον αέρα. Μά τίποτα Τά γατί σι α μάτια της είναι οέ μπορεί νά συγκράτηση το γεμάτα λύσσα καί καθώς 6λέ Γεράκι! 01 γροθιές του καί πει τό Γεράκι νά σκύβη πά τά πόδια του τινάζονται δε νω άπ* ττ)ν αναίσθητη κοπέλξιά κΓ αριστερά καί σέ κάθε λα σαλταρει σαν αίλουρος χτύπημα πέφτει κΓ ένας νε στη ράχη του. "Ενα κοφτερό κρός. Τούτη την ώρα δέν άστιλέτο πού αστράφτει στα στειεύεται. Σαν σίφουνας όρχέρια της πέφτει στούς ώ μάει προς την πόρτα απ’ ο μους του. Ό Νέος Υπεράν πού ακούει τις κραυγές τις θρωπος γυρίζει. Την βλέπει "Ξλλεν. Ρίχνει απάνω της ο καί ή γροθιά του διαγράφει λάκερο τό βάρος τού κορμιού ενα κινούμενο τόξο. Σ* 'ένα του καί ή πόρτα πέφτει {ΐέ χιλιοστό τού δευτερολέπτου πάταγο. Μπαίνει μέσα στην προσγειώνεται στο πρόσωπο κάμαρα κΓ ό Μπρούκ πού τήζ άρ^ισυμμορίτισσας. Τό δοκιμάζει νά πυροβόληση δέ πρόσωπο της πολτοποιείται. χεται ένα κεραυνοβόλο χτύ Βγάζει ένα βραχνό μουγγριπημα στο στήθος πού τον σμα. Ή δεύτερη γροθιά του στέλνει στον απέναντι τοίχο. Γερακιού προσγειώνεται στο Τό κρανίο του βροντάει· στο χονδρό σβέρκο της. Άκούγεχοντρό ντουβάρι κΓ από τό ται ένα δυνατό «κράκ» καί ή στόμα του βγαίνουν ματωμέ ραχοκοκκαλιά της τσακίζει νοι άφροί καθώς γλυστράει στα., δύο. Πέφτει μέ τά μού στο πάτωμα. τρα στο πάτωμα καί σπαρσ—Είσαι έν τάξει, κακούρ γε! Τό βρήκες! Άλλα ^δέν θά τό ξαναπής άλλη φορά. Καί ή βαρεία γροθιά τού Γερακιού του συντρίβει τό κρανίο καί τού βουλώνει για πάντα τό στόμα. ·
Ο
Ϋ&ί£ ί ΑΜ· Ρ Α'Π<> 2
«ΜΜΙΜΜννΐΜΐννΜνΜ*νννΜΜ1ΜΜΜΜΑΜΜ^^
ζει σά ώίβι. 'Η βρωμερή ψυχή της αργεί νά βγή. Ό Νέος Υπεράνθρωπος δεν τήν προσέχει πιά. Τώρα ο! Κινέζοι κακούργοι δσοι α πό με ι να ν ζωντανοί σπεύδουν, έντρομοι άπό τον σίφουνα που σάρωσε τή φωληά τους, νά έξαφανιστοϋν. Τό Γεράκι σκύβει μέ στοργή πάνω άπό τήν λιποθυμισμένη κοπέλλα^ Με απαλές κινήσεις άφαιρεΐ τό καρφί άπό τή ματωμένη παλάμη της; "Υστερα σαν πούπουλο τήν άνχχσηκώνει στους ώμους και προχωρεί στο διάδρομο. Ανοίγει δρό μο ανάμεσα στους νεκρούς και πληγωμένους συμμορίτες πού είναι πεσμένοι στο πά τωμα καί βογγούν. Φτάνει στη μυστική . πόρ τα πού βρίσκεται στο πίσω μέρος του μαγαζιού του Λή Τσάγκ καί, στηρίζοντας όλα κερο τό κορμί του στον τοί χο, τον σπρώχνει ποός τή μέ ση. Τό χοντρό ντουβάρι ραγί ζει. 5Απομακρύνεται καί τρέχοντας ρίχνεται για δεύτερη φορά, απάνω του. Τό κτίριο τρέμει σά νά γίνεται ένας φοβερός σεισμός. "Ενα κομ μάτι τού τοίχου υποχωρεί καί τό Γεράκι μέ τή λιποθυμισυένη πάντα κοπέλλα στούς ώμους πέφτει σαν α στροπελέκι στο μαγαζί του ΚινέΓου κακούργου! Μια σφαίρα πεονάει μισό χιλιοστό πάνω άπ’ τό κεφά λι του, Ό Αή - Γσάγκ πυρο βολεί. Τά μάτια του Νέου Ύ περανθρώπου στενεύουν κΓ
Ινα βαθύ χαντάκι
σχεδιάζε
'Μί
«ΜΜΙΜΜΜΜΛλΜΜννΜΜΜΜΜΜΛΜΜΜ
ται ανάμεσα στα ψούδια του. ’Αφήνει τήν "Ελλεν πί σω άπό ένα μεγάλο κιβώτιο καί μουντάρει άπάνω του. ^— Σου τό είχα υποσχεθή πώς 0ά ξαναγυρίσω, Αή Τσάγκ!, λέει. Καί μέ μιαν άπό πριν με λετημένη κίνησι άρπάζει τό ώπλισμένο χέρι^καί τό τσακί ζει στα δυο σά σπιρτόξυλο. Ό Κινέζος άφίνει ένα βογγητό πόνου. Μά είναι τό τε λευταίο τής ζωής του. Τήν α μέσως έπόμενη στιγμή ή γρο θιά του Γερακίου τινάζεται προς τά έμπρός καί τό κίτρι νο μούτρο τού κακούργου χά νει κάθε έκψρασι ζωής. Πέ φτει προς τά πίσω, τό κεφά λι του χτυπάει σέ μιά κρυ στάλλινη βιτρίνα γεμάτη σπάνιες πορσελάνες, σκοόγεται ένας θόρυβος άπό γυαλι κά πού σπάζουν καί ό Αή Τσάγκ τινάζει τρεις φορές τά πόδια καί μένει κατόπιν ακί νητος. —"Ενας δολοφόνος λιγώτεροΓ, γρυλλίζει ό Νέος Υ περάνθρωπος. Φορτώνεται πάλι τήν "Ελ λεν και φέρνει τό δσχτυλίδι μέ τήν πράσινη πέτρα στα χείλη του. Σέ^ μισό δευτερό λεπτο ξαναπαίρνει τή φυσική του μορφή. Καί τώρα εκείνος πού βγαίνει άπ’ τό παλαιο πωλείο τού Αή - Τσάγκ μέ τή λιποθυμισμένη κοπέλλα ατούς ώμους του είναι ό Μά* Ντάνυ, ό νεαρός γεροδεμένος έφηβος ρεπόρτερ τού «Ντσίηλυ Χέραλντ». Κανείς δέ μπο ρεί νά φαντασθή πώς ΤοΟτο
η
ΓΕΡΑΚΙ, ΟΝ ΕΟΧ
τό παιδί ήταν πριν λίγες στιγμές το θρυλικό Γεράκι, που έπεσε σαν σίφουνας στο κέντρο τής συμμορίας Κίτρι νοι Δράκοντες και σάρωσε έ να σωρό καθάρματα άπ’ αυ τούς με τις σιδερένιες γρο θιές του. Ό πεισματάρης επι θεωρητής ορκίζεται κ.αί πάλι ν’ αποκάλυψη τό Γεράκι καί δ Μάκ Ντά•νυ ανησυχεί για τον Γκάψα·.. ΙΓΕΣ ώρες αργότερα, ή 'Έλλεν ανοίγει τά μά τια. Είναι ξαπλωμένη σ’ κρεββάτι στο σπίτι τού Μάκ. Πάνω απ’ τό κεφάλι της σκύ βει μέ μια συγκινητική μη τρική στοργή ή κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ. —Που είναι ό Μάκ; ρω τάει καθώς συνέρχεται. —Ησύχασε, κόρη μου, τής λέει και τής χαϊδεύει τό χλω μό πρόσωπο. Ό Μάκ μιλάει μέ κάποιον στο τηλέφωνο. Σε δυο λεπτά θί είναι πάλι κον τά σου... Ή 'Έλλεν έχει φοβερούς πόνους στο δεξιό της χέρι πού είναι τυλιγμένο μέ γάζες, άλ λα είναι ευτυχισμένη. —Θά κινδύνεψε γιά νά μέ σώση !, λέει αναστενάζοντας. Ή κυρία Μάργκαρετ χα μογελάει γλυκά. •—Μήπως μπορούσε νά κά νη διαφορετικά, κόρη μου; Χωο^ίς εσένα θά κινδύνευε νά χαθί| αυτός... Την ίδια στιγμή ό Μακ Ν^άνυ στο διπλανό δωμάτιο
Α
έχει μια πιο σοβαρή τηλεφω νική συνομιλία μέ τον φίλο του, τον αστυνομικό έπιθεωρη τή Τζαίημς Στούαρτ. Τον έ χει πάρει πριν λίγα λεπτά στο τηλέφωνο: —Γειά σου, Τζαίημς!, τού λέει. Στείλε μερικά αυτοκίνη τα στήν κινέζικη συνοικία νά μαζέψουνε κάτι καθάρματα. Πίσω απ’ τό μαγαζί τοΰ ΛήΤσάγκ θά βρούνε κάμποσους πεθαμένους μέ τσακισμένα κρανία καί κάμποσους άλλους πληγωμένους. Είμαι σίγουρος πώς πολλοί άπ* αυτούς θά πάνε ·— δσοι βέβαια ζήσουν ένα— στήν ηλεκτρική καρέκλα. —Τί έγινε, Μάκ; ρωτάει μέ έκπληξι ό αστυνομικός ε πιθεωρητής. —’Ώ! Τίποτα τό σοβαρό! Ετοιμάζονταν νά σταυρώ σουν μια κοπέλλα καί τό Γε ράκι πού τό έμαθε πήγε έναν περίπατο ώς έκεί καί τάκανε γυαλιά - καρφιά! —Καταλαβαίνω ποιά ήταν ή κοπέλλα, λέει μέ. ειρωνικό τόνο στή φωνή του ό επιθεω ρητής. Θά τή λένε 'Έλλεν Τζόρνταν. —Είσαι σπουδαίος, Τζαί ημς!, αποκρίνεται ό Μάκ καί χαμογελάει πονηρά. Πώς τό κατάλαβες; ^—-Σύντομα θά μάθης, Μάκ, πώς έχω καταλάβει κι’ άλλα πράγματα!, κάνει μέ πείσμα ο Στούαρτ. Αυτό νά τό πής στο φίλο σου τό Γεράκι. Θά τοΰ βγάλω μιά μέρα αυτή τήν κόκκινη μπέρτα πού 'φοράει καί τότε 6ά δούμε άν έχω γ£λαστή η οχ»,
νΠΕΡΑΝ«ΡΓ«ΠΟΧ —Θά του το πώ, Τζαίημς! Αλλά δεν πιστεύω νά τά καταφέρης. Γειά σου και όνειρα γλυκά... Ό Μάκ Ντάνυ άφίνει τό ακουστικό απτό διπλανό δω μάτιο. Ή "Ελλεν έχει συνέλ* θει τώρα έντελώς. Τό πρόσωπό της ξαναπήρε πάλι τό δροσερό του χρώμα και τά μάτια της λάμπουν από ευ τυχία. — Σ' ευχαριστώ, Μάκ, του λέει. Είχα άπελπιστή έντε λώς δταν έκλεισα τά μάτια καί λιποθύμησα. "Ομως ήρ θες έσυ καί μέ γλύτωσες από ένα φοιγτό θάνατο. Πώς θά σου τό ξεπληρώσω αυτό; —"Έκανα δ,τι έπρεπε νά κάνω, λέει αυτός καί τό βλέμ μα του είναι γεμάτο λατρεία. Άλλα γιά πές μου πώς βρέ θηκες στά χέρια τους; ?Η κοπέλλα του διηγείται μέ λεπτομέρειες δλες τις πε ριπέτειες της καί ο νεαρός ρέπορτερ την ακούει μέ προ σοχή. —Μου πέρασε μιά μια στιγμή από τό. μυαλό, τής λέει, πώς μπορεί ό άνθρω πος πού έφερε τό σημείωμα νά ήταν συμμορίτης. Μά αυ τό δεν υέ σταμάτησε. "Ο,τι κΓ άν ήταν, μου δινότανε ή ευκαιοία νά βρώ τά ϊγνη σου καί ήρθα. ΚΓ αυτό ήταν κυ ρίως πού μ3 ένδιέφεοε. Ευτυ χώς δλα πήγαν καλά. "Οσο γιά τό χέοι ιιή σέ άνησυχή. Σέ λίγο θά είναι πάλι έν τάξει!
Γυοίζει προς τό μέρος τής μητέρας του:
ΜΙ —"Αλήθεια, μητέρα. Πού είναι ό Τζίμ; Ή κυρία Μάργκαρετ άνασηκώνει τούς ώμους. —Δέν πέρασε σήμερα κα θόλου από έδώ, λέει. ΚΓ αυ τό μου κάνει πραγματική έντύπωσι. Γιατί ό Τζίμ ήξερε πώς σήμερα είναι ή μέσα πού φτιάχνω τό κέ'ίκ. "Έπρεπε λοι πόν νά ήταν άπό νωρίς έδώ νά.,.πιάση σειοά νά μή τον γελάσουμε! Νά σου πώ την αλήθεια μου κακοφάνηκε πού δέν τον είδα σήμερα νά τριγυρίζη στήν κουζίνα. Ό Μάκ ρίχνει μιά ματιά στό οολόϊ του. Είναι άογά. ^—-Περίεργο!, λέει. Ό Τζίμ νά ξεχάση ότι σήμερα έχου με κέί'κ! Κάποια παρατιμο νιά θά έκανε πάλι! Καί μιά αόριστη ανησυχία αρχίζει νά τον πσιδεύη. Ό Τζίμ Γκάφας κατε βάζει μερικά ποτήρια λικέρ καί βρίσκεται ξαΦ,γικά σέ μιά καπνο δόχο !.·. ΈΧΙΑΙ δέν έχει άδικο πού^ά11 νησυχεΐ ό Μάκ Ντάνυ γιά τον μικρό άραπάκο ποοστατευόμενό του. Ό Τζίμ Γκά φας έχει πάλι...μπλεξίματα. ’Άς δψεται αυτό τό αστυνο μικό δαιμόνιο πού έχει μέσα του! Τον έφαγε πάλι ή ντετεκτιβική ιδιοσυγκρασία του! Καί είναι πολύ στενοχωθημέ νος καί τό φυσάει καί δέν κρυώνει, πού τήν επαθε καί δέν θά δοκιμάση σήμερο: τό υπέροχο κέικ τής κυρίας Μάο γκσρετ Ντάνυ, που είναι τρ
ΛηΛ/ΐ)Λΐνΐβη!ΜΙΑΛβηηΑΑΙ%ΐνΐΜΛΑΜΑΛΑΛ/ίΑΜΛΑΑΑΜΑ/ΙΜΑηΑΑΛΑΑΛΛΜ/ννίΑΑΑΐννΐΙ*ΑΜΜΑΑβΜΛΜΜΜΑΑΛΜΑΑΜΛ&ΜΜΑΐννννΐΛΑ/νΐΙ\ήΛ
μεγαλύτερο ά ρ ι στούργημα των αιώνων! "Εμπλεξε κΓ έ νας Θεός μονάχα ξέρει πώς Θό' τά καταφέρη νά ξεμπλέζτι ···
"Οταν 6 νεαρός ρεπόρτερ βγήκε τοέχοντας απ’ τό γρα φείο του και μπήκε στο α σανσέρ για νά προλάβη νά βοηθήση την "ΕΑΑεν πού κιν δύνευε, ό Τζΐμ έμεινε μόνος μέ τον άνθρωπο πού είχε φέ ρει τό σημείωμα. Του έκανε έντύπωσι πού στεκόταν άκόμα στο γραφείο μέ τό καπέλΑο στο χέρι καί δέν έφευγε. Στεκόταν καί τον στραβοκύτταζε... ^Ηταν- σά νά έψαχνε κάτι νά θυμηθή. —Εμείς οί δυο, άδερφάκι, κάπου γνωριζόμαστε!, του λέει στο τέλος. —Μπορεί!, αποκρίνεται ο άραπάκος καί Φουσκώνει από υπερηφάνεια. "Ενας εΐναι ό Τζΐμ Γκάφας καί ή Νέα Ύόρκη τον καμαρώνει! —Λοιπόν, μιά κΓ είσαι ό Τζΐμ Γκάφας, κερνάω! Πάμε παρέα νά πιούμε μιά ιιπύρα. —Ό Τζΐμ Γκάφας δέν^ πί νει ποτέ μπυρα!, λέει αυτός σοβαοά. —Τότε κερνάω, ούΐσκυ! —Ό Τζΐμ Γκάφας δέν πί νει ποτέ ούΐσκυ! —Νά σέ κεράσω τότε μιά γκαζόζα! —'Ο Τζΐμ Γκάφας δέν πί νει ποτέ γκαζόζες! Ό άνθρωπος μέ την εργα τική περί βολή τον κυττάζει λοξά. Άδερφάκι, πολύ ζόρικος
κΓ ακατάδεχτος μου φαίνε σαι ! Ό άραπάκος κουνάει τό κεφάλι καί άνασηκώνει τά χέρια. —Τι να γινη; Ετσι μ έ φτιαξε ό Θεός. Ναί. Τό παραδέχουμαι. Είμαι λίγο ζόρι κος ! —Ούτε ένα γλυκό δε δέχε σαι νά σέ κεράσω; Ό Τζΐμ νοιώθει ένα παρά ξενο γαργάλημα στον ουρανί σκο του. —Γλυκό είπες; —Ναί. Γλυκό. Μέ στενα χωρούν αυτά τά λεφτά πού μου έδωσε ό μικρός. Πάμε νά τά φάμε... . —Θά κερασής; ρωτάει 6 Τζΐμ καί άοχίΓουν νά τρέχουν τά σάλια του. —Μά βέβαια θά κεράσω —Έν τάξει ! "Ερχομαι πα ρέα σου... "Υστερα από πέντε λεπτά, ό Τζΐμ Γκάφας καί ό άγνω στος κάθονται σ’ ένα ζαχα ροπλαστείο καί ό φίλος μας εχει ριχτή με τα μούτρα σε μιά πιατέλα γεμάτη από λα χταριστές πάστες. Τοώει καί δέν χορταίνει. Κατεβάζει κά τι μπουκιές σάν,,.γατοκέψαλα καί αναστενάζει. —"Α! Νά είχα εφτά στό ματα νά έτρωγα!, λέει. Ό άλλος τον κυττάζει πάν τα λοξά καί χαμογελάει πο νηρά. —Πιές τώοα κΓ ένα πότη ράκι!, τού λέει. Είναι χωνευ Ζ' τικο. —Νά πιω, γιατί νά μή πιω, κύριε... Αλήθεια, πώς ίλ
<■*»
Λ
V
λ
>
ΥΠ§ΡΑΝ§ϊ»00<0£
Λ\^ΛΜΛΜΛ^ΛΛΜΛΜΜΛΜΐ>ΛΜΜΜΛΜΛΜΛΜΛΜΛΛ^ σε λένε; Δεν μου είπες τ5 Ο νομά σου. —Μέ λένε Νίκολς. Κόλλα το!
—Εβίβα, λοιπόν, κύριε Νίκολς 5 Καί ό Γκάφας αδειάζει μο νορούφι ένα ποτήρι μέ δυνα τό λικέρ. Αισθάνεται ένα κά ψιμο στο λάρυγγα αλλά...πα ριστάνει το θηρίο. —-Ωραίο ήτανε!, λέει. -—Θά πιής ένα ποτηράκι ακόμα; — Α! "Οχι. —Αέ μπορείς! —Φέρτο! Κομμάτια νά γίνη! Εβίβα λοιπόν τό δεύτε ρο, κ. Νίκολς! Καί κατεβάζει τό δεύτερο ποτήρι ό 2ζίμ Γκάφας καί ό λα αρχίζουν νά στριφογυρνάνε γύρω του. -—Ζαλίστηκες; -—Έγώ νά ζαλιστώ; ’Α στεία πράγματα! Ό Τζίμ Γκάφας δεν ζαλίζεται ποτέ! Καί κάνει νά σηκωθή, αλ λά ξαναπέφτει στην καρέκλα, γιατί χοροπηδάει τό πάτω μα, παίρνουν τοϋμπες οι βιτρίνες καί τά γλυκίσματα καί βλέπει τους ανθρώπους δι πλούς καί τρίδιπλους. —5Αμάν! Σά νά μ* έπιασε ή θάλασσα!, λέει. Καί ξαφνικά, καθώς κυττάζει τον «κύριο» Νίκολς καί βλέπει τρείς Νίκολς μπροστά του, κάτι αρχίζει νά θυμάται. Μά ναί! Κάπου τον έχει ξανασυναντήσει αυτόν τον άν θρωπο. "Αλλά που καί πότε άκριβώς;
&
^ίτίΛ/)ί^ΛΛΚ(ΡΜηΜΛΜ/νίΜΜ^ΜΙ^ν^ΛΜΛΜΛ/ν^
Κάτι μπερδεμένο υπάρχει στο μυαλό του. —Σάν ύποπτος μου φαίνε ται ό φίλος!, λέει μέσα του. Κοα τό ντετεκτιβικό δαι μόνιο τον βαράει κατακούτε λα. —Τά μάτια σου δεκατέσσε ρα, Γζίμ! —"Άντε νά πηγαίνουμε!, τοϋ λέει ό άλλος καί σηκώνε ται. Βγαίνουν άπ’ τό ζαχαρο πλαστείο καί ό άραπάκος πεο πατάει σάν μεθυσμένο κοτό πουλο. Ό «κύριος» Νίκολς σταματάει ένα αυτοκίνητο. Ό Γκάφας μπαίνει πρώτος μέσα καί ύστερα από μίση ώρα...ανοίγει τά μάτια του! Τό κεφάλι του πάει νά σπάση. Κυττάζει δεξιά κΓ άριστερά παραξενεμένος. Που βρίσκεται; Είναι ξαπλωμένος φαρδύς - πλατύς στο πάτω μα μιας άγνωστης κάμαρης. Ανακάθεται κο;ί γουρλώνει τά μάτια. Σηκώνεται καί πη γαίνει προς την πόρτα. Δο κιμάζει νά την άνοιξη. Εί ναι κλειστή. -—"Έπεσες σέ παγίδα, Τζίμ!, λέει. Καλά τό γυρί στηκες δτι ό κύριος Νίκολς ήταν ύποπτος... Αλλά που μυαλό! Σέ μέθυσε καί σ’ έ φερε εδώ χωρίς νά τό πάρης εϊδησι! Καί τότε ξαφνικά χτυπάει τό κούτελό του μέ τό χέρι του. Κάτι θυμήθηκε. —-Μά αυτός 6 κύριος Νί κολς, ήλίθιε, είναι εκείνος ό «ηλεκτρολόγος» πού συνάντη σες στην υπόνομο! Τότε πού
ί ΒΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ
νΐΛΛ/ΜΛίϊ/ί/ν4ΛΛίννΐΛΛΛνϊΛ/ϊβ/νϊΛΑΛΛ'ν5/?/νϊ/νν^^ν?ΛΛ
ό Φρέλιχ καί ή συμμορία του περνούσανε ένα ηλεκτρικό κα λώδιο για ν’ ανατινάξουν με ρικούς ουρανοξύστες! (*) Την επαθες σαν αγράμματος ντέτεκτιβ, Τζίμ! Νά δούμε τώρα πώς θά ξετρυπώσης άπο εοω μέσα! Κυττάζει γύρω του. "Ενα (*) Διάβασε
ίο
τεΰιχος: «*Α6-
ραιτσς θάνατος».
Ξ-αφ-ν ΐ'κά, ενα τπστόίλι άκ-ουμ-πάεΊ στα πλευρά τού -νεαροί) ρεπόρ τερ \
τζάκι υπάρχει σ* αυτό τό δω μάτιο. Τό σπίτι είναι φαίνε ται από τα λιγοστά παλιά κτίρια πού έχουν άπομείνει στά Νέα Ύόρκη, στά οποία, πριν βρεδή τό καλοριφέρ, ή θέρμανσι γιά τό χειμώνα γι νόταν μέ τζάκια. ’Άν τρύπω νε εκεί μέσα! Κι’ άν κατάφερνε σκαρφαλώνοντας στην καπνοδόχο νά φτάση στο τέρ μα της!.. Δέ μπορεί! Σε κά ποια ταράτσα πρέπει νά τελειώνη αυτή ή καπνοδόχος, αι αμ έπος αμ εργον! Μπαίνει στο τζάκι καί αρχί ζει νά σκαρφαλώνη προς τ’ απάνω. Ή καπνοδόχος είναι στενή γεμάτη μουτζοϋρα καί χώματα. Αλλά κΓ αυτός δέν είναι κανένας γίγαντας. Κά πως στενάχωρα δέβαια είναι αλλά θά τά καταφέρη. Ευτυ χώς στο εσωτερικό της υπάρ χουν μερικές προεξοχές, πού χρησιμοποιούνται σάν σκαλο πατια από τούς καπνοδοχο καθαριστές όταν τις καθαρί ζουν. Τό στόμα του, τά μάτια του, τά ρούχα του, τό πρόσω πό του γεμίζουν καπνιά, άλ λα δλο καί προχωρεί προς τ’ απάνω. Αναπνέει μέ δυσκο λία, μουσκεύει από τον ιδρώ τα, αλλά δέν λέει νά υποχώ ρηση. Πρέπει νά προλάβη τό ...κέϊκ τής κυρίας Μάργκαρετ Ντάνυ! Καί μόνο στην ιδέα δτι μπορεί νά χάση τή.,.φέτα του, τού έρχεται νά λιποθυμήση. Γι’ αυτό πρέπει νά βγή δσο νίνεται πιο γρήγορα α πό έοώ μέσα...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ
77
“Ένα ακόμα σατανικό κόλπο τού, άοχικατά σκοπου Φρέλιχ πού Α ναστατώνει τον Τζίιμ Γκάφα...
Ο ΣΠΙΤΙ έχει κι3 άλλα δυο πατώματα. Καί ή καπνοδόχος περνάει ανάμεσα και από άλλα τζάκια. Καθώς βρίσκεται λοιπόν ό Τζίμ...πε ραστικός από ένα τζάκι, α κούει μια φωνή πού του φαί νεται γνώριμη. Σταματάει ν3 άνεβαίνη και ρίχνει μια μα τιά στο δωμάτιο. 3Από τή θέσι πού βρίσκεται μποοεΐ νά δή χωρίς νά τον βλέπουν. Βλέπει λοιπόν κάτι πού ανα πτερώνει τό... ντετεκτιβικόν ηθικόν του, αλλά κάνει συγ χρόνως καί τά δόντια του νά χτυπούν από τρέμουλο. Μέσα στην κάμαρη είναι ©../Έντμοντ Φαέλιχ! Θυμάται πολύ καλά την άπρκρουστική μορ φή του από εκείνη τή μέοα πού τού έκανε ...μιά έπίσκεφι στο μέγαρο τής πλατείας Ούάσιγκτων καί του πήοε τον χαρτοφύλακα τού υφυπουργού 40 Τζίμ Γκάφας τιρώει τό γλυκό Στήβενσον μέ τά πολύτιμα ιμέ λαιμαργία, σταιν„,0 έγγραφα. Τού κόβεται λοιπόν τό αί —Μά ^τί διάβολο! "Ανθο μα από την τρομάρα καί πα ρά λίγο νά βγή άπό τό τζά πωλείο άνοιξε ό Φρέλιχ; α ναρωτιέται ό άραπάκος. κι, νά σηκώση τά νέοια καί 3Αλλά φυσικά κανείς δέν νά Φωνάξη: «Παραδίδομαι!» τού δίνει άπάντησι. Περιορί 3Αλλά συγκροτείται, γιατί ό άρχικατάσκοπος δέν είναι μό ζεται λοιπόν στο νά βλέπη καί ν3 άκούη. Καί βλέπει τον νος. Είναι καί δέκα Κινέζοι κατάσκοπο νά πηγαινοέρχε μαζί του. Στέκουν στη σειοά καί κρατούν στα χέοια ακρι ται μπροστά στους παρατεβά βάζα άπό ποοσελάνη, μέ ταγμενους Κινέζους καί τον ακούει νά τούς λέη παράξενα σα στα όπο~α υπάρχουν Ο πράγματα: μορφα λουλούδια,
Τ
2β
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
. —-Θά πάτε λοιπόν στις δι σια αυτά βάζα μέ τά ωραία ευθύνσεις που σάς έδωσα, 6 άνθη! Μετράει έννέα όνόμα καθένας χωριστά βέβαια, και τα. 3Αλλά τό δέκατο δεν περι θά παραδώσετε αυτά τά λου μένει νά τό άκούση. λούδια. Στο κάθε βάζο έχω "Αρχίζει πάλι την άναρρίτοποθετήσει κι5 ένα έπισκε- χησι. Τώρα δεν είναι μονάχα πτήριο πού δείχνει ποιος τά ' τό κέϊκ τής κυοίας Μάργκαστέλνει. Φυσικά κάνεις 6έ θά ρετ πού τον κάνει νά βιάζε φαντασθή δτι τά στέλνω έγώ. ται. Καταλαβαίνει ότι πρέ Τά επισκεπτήρια γράφουν ό πει νά ειδοποίηση καί τον φί νο ματα προσώπων πού είναι λο του τον κύριο Μάκ, γι3 αυ γνωστά στούς παραλήπτες. τά πού είδε καί ακούσε. Αυ Κι3 έτσι κανένας 5έ θά ύπο- τός φπσπάχ θά ξέρη τί πρέ ψιαστή πώς μέσα σ" αυτά τά πει νά κάνη. όμορφα λουλούδια κρύβεται ό Ανεβαίνει λοιπόν όλο καί θάνατος. Τό συμπεπυκνωμέ*Ό πιο πάνω καί σέ μιά στιγμή αέριο θ’ άρχίση νά εξατμίζε ό μουτζουρώμένο πρόσωπό ται δυο ώρες υστέρα από τή του Φωτίζεται. 3Επί τέλους... στιγμή πού θά παραδώσετε τέρμα ή καπνοδόχος! Βλέπει τά βάζα. Ή άτμόσφαιρα θά πάνω από τό κεφόιλι του ένα δηλητηριασθή και όλοι ο! έ κομμάτι ουρανό καί κάνει την νοικοι του σπιτιού τό πρωΐ τελευταία προσπάθεια. θά βρεθούν νεκροί. Οι για —Γειά σου, Τζίμ! Είσαι τροί θά σπάνε τά κεφάλια σπουδαίος !, λέει στον εαυτό τους νά καταλάβουν τί συνέ του. Τά κατά... Τά κατά...ψεβη. Και οι δέκα παραλήπτες ρες... Τά κατάφερες νά βγής των λουλουδιών είναι, όπως στην ταράτσα... βλέπετε, σημαίνοντα πρόσω "Αλλά ή γλώσσα του μπερ πα. Ό θάνατός τους λοιπόν δεύεται καί δεν ξέρει τί λέει. 0ά ποοξενήση έντύπωσι κι5 έ "Ένας άντρας στέκει πιο έκεί τσι ό πανικός θ" άπλωθή σ3 καί τον σημαδεύει μέ τό πι όλη την πόλι. "Εχω εμπιστο στόλι του. σύνη στούς Κίτρινους Δρά —-Νόμιζες πώς μάς την έ κοντες και ελπίζω ότι θά φέ σκασες, άράπαρε!, τού λέει. ρετε εις πέρας την αποστολή Μυριστήκαμε τό κόλπο σου σας αυτή. Λοιπόν, σάς ξανακαί μέ στείλανε νά σέ υπο λέω τά όνόματα έκείνων πού δεχτώ. "Άντε, έβγα άπ" τό στά σπίτια τους θά πάτε τά φουγάρο καί ώηλά τά χέρια! λουλούδια... ^Καί τότε ό Τζίμ Γκάφας Ό Τζϊμ Γκάφας ακούει και κάνει κάτι πού δικαιολογεί ή τρομάρα του γίνεται μεγα την ιδέα πού έχει γιά τόν ε λύτερη. ^Τά γνωστότερα πρό αυτό του, ότι δηλαδή είναι .. σωπα τής Νέας Ύόρκης πρό γεννημένος γιά ντέτεκτιβ! κειται νά δεχθούν απόψε τον Πριν βγή έντελώς από την καμινάδα σέρνει τίς παλάμες θάνατο κρυμμένο στο θαυμά
γ&υ στά έσωγ£ρικά της τοι χώματα και φουχτιάζει οσο μπορεί περισσότερη καπνιά &ι’ υστέρα εμφανίζεται όλοκλήρος. . —Είπα! Απάνω τά χέ ρια ϊ, διατάζει άγρια ό συμ μορίτης. Ό Τζί μ, πού μοιάζει σαν ...καβουρντισμένος κόκκόρας, κάνει ό,τι του λένε. Στέκει τώρα ορθός μέ τά χέρια ^ψη λά μπροστά στο συμμορίτη. Ξαφνικά όμως τινάζει τά μπράτσα του προς τά εμ πρός, ανοίγει τις φούχτες του και στέλνει στα μάτια του όλη την καπνιά πού κρατάει. *0 άνθρωπος πού τον σημα δεύει νοιώθει απότομα σκο τάδι, τυφλώνεται και πυροβο λεί. "Αλλά ό Γκάφας βρίσκε ται τώρα μακρυά. Σαλτάρει πλάγια,· αρπάζεται από μια χοντρή, σωλήνα του νερού πού κατεβαίνει απ’ την ταράτσα στο πεζοδρόμιο καί άφίνει τον έαυτό του νά γλυστρήση στο δρόμο. Καθώς ' έτοιμάζεται όμως νά τό βάλη στα πό δια, ενα δυνατό χέρι τον σβερκώνει. -—-Σ" επιασα, κλέφταρε*, του λέει άγρια ένας πόλισμαν. —Τώρα μάλιστα, τον επια σες τον λήσταρχο!, τον ειρω νεύεται ό άραπάκος. "Άφησε με νά πάω στή δουλειά μου! Είμαι πολύ βιαστικός. Άλλα ό πόλισμαν δεν χαμ παρίζτ.ι από κάτι τέτοια καί τον τραβάει παρ" όλες τις διαμαρτυρίες του στο τμήμα. —Πάμε στο τμήμα καί έ-
κεΐ τά λες στον Αστυνόμο αό* τά!, τού λέει. Τά μυστηριώδη ομορφα λουλούδια μέ τά δηλη τηριώδη αέρια πού φέρ νουν τον θάνατο.., ΧΕΙ Αρχίσει νά σκοτει7 νιάζη όταν όνας νεαρός Κινέζος χτυπάει την πόρτα τού σπιτιού τού Μάκ Ντάνυ.. Ή κυρία Μάργκαρετ, ή μη τέρα του, ανοίγει.. 'Ο Κινέ ζος κρατάει στα χέρια του έ να ωραίο βάζο άπο πορσελά νη γεμάτο λουλούδια. —Αυτά σάς τά στέλνει ό αστυνομικός επιθεωρητής κ. Τζαίημς Στούαρτ, τής λέει. "Έχει καί τό επισκεπτήριό του. Ή κ. Ντάνυ δίνει ενα μι κρό φιλοδώρημα στον Κινέζο καί παίρνει τά άνθη. Ό Μάκ πού κάθεται δίπλα από τήν ξαπλωμένη ατό κρεββάτι "Ελ λεν, ξαφνιάζεται όταν βλέπει τή μητέρα του νά φέρνη στο δωμάτιο ενα τόσο ωραίο μπουκέτο καί μάλιστα μέσα σ’ ενα τόσο ωραίο ακριβό βά ζο. "Οταν διαβάζη όμως τό επισκεπτήριο τού φίλου του έπιθεωρητοΰ, χαμογελάει. —Έν τάξει, μητέρα!, λέ ει. Ό Τζαίημς εμαθε από μέ να ότι ^ είναι αδιάθετη ή "Ελλεν καί τής τάστειλε... ^—^Ηταν πολύ ευγενικό έκ μέρους^ του, λέει συγκινημένο τό κορίτσι. ^ Ή κ. Ντάνυ τοποθετεί τό βάθο μέ τά λουλούδια σ5 ενα τραπέζι., πού βρίσκεται στή μέση τής κάμαρης, καί ή συ-
Ε
ζήτηόι συνεχίζεται. Καθώς μιλάνε δμως ό Μάκ ρίχνει κά θε τόσο ματιές στο ρολόι του. Είναι νύχτα πια και ό Τζιμ Γκάψας δεν·φάνηκε ακόμη. Αυτό δέν του αρέσει καθόλου. Όσο περνάει ή ώρα γίνεται καί περισσότερο ανήσυχος.^ —Αυτή ή απουσία τοί) Τζίμ, είναι αδικαιολόγητη, λέει. Κάτι σοβαρό πρέπει νά είναι στη μέση. "Έχει περάσει αρκετή ώρα ?ρταν χτυπάει τό τηλέφωνο. Ό Μάκ πηγαίνει στην άλλη κάμαρη καί σηκώνει ^ανήσυ χος τό ακουστικό. Τοΰ τηλε φωνούν από ένα τμήμα τής συνοικίας Γκλίφιθ. —-"Εχουμε έδώ έναν ^μόυΤζουρωμένο άραπάκο, του λέ ει ένας φίλος του άο'τυνόμος. Ισχυρίζεται ότι λέγεται Τζίμ Γκάφας καί ότι είναι φίλος σου. Είναι αλήθεια, Μάκ; Τό πρόσωπο του νεαρού ρε πόρτερ φωτίζεται. Έπΐ τέ λους! Ό Γκάφας δίνει σημεία ζωής. —Μά ναί! Είναι ό μικρός προστατευόμενός μου νέγρος. Σάς λέει τήν αλήθεια. —Τότε καλά. Θά τον άφήαω ελεύθερο, άν καί δέν μπο ρώ νά εξηγήσω τά απερίγρα πτα χάλια του! Ιόν πιάσανε νά κατεβαίνη από μια ταρά τσα μέ μούτρα, χέρια καί ρούχα βουτηγμένα στή μουτζοΰρα. Θά σου τον στείλω... —Ευχαριστώ... Ό Μάκ ξαναγυρίζει στήν κάμαρη, οπού βρίσκονται ή μητέρα του κΓ ή "Ελλεν. Ε τοιμάζεται νά τής πή τό ευ
χάριστο νέα, αλλά στέκε! ξα* φνιασμένος. Καί οι δυό γυ ναίκες παρουσιάζουν μια θα νάσιμη ωχρότητα καί αγωνί ζονται νά άναπνευσουν. Η κ. Μάργκαρετ δταν τόν βλέπει κάτι δοκιμάζει νά του πή, αλ λά δέν έχει τή δόνα μι. Ση κώνεται, κάνει 6υό βήματα καί πέφτει μέ τό πρόσωπο στό πάτωμα. -—Μητέρα!, φωνάζει τρο μαγμένος καί τρέχει κοντά της. λ λ ^ Προσπαθεί νά την άνασηκώση. 5Ακούει τήν "ΕΑλεν που θογγάει. Είναι ένα βογγητό που μοιάζει μέ επιθανάτιο ρόγχο. Γυρίζει προς τό μέ ρος της. Θεέ μου! Μά τί συ νέβη λοιπόν; Κρύος ιδρώτας κατρακυλάει από τό μέτωπό του. "Αχ, τί έχει! Τώρα αι σθάνεται κι* ό ίδιος μια φο βερή ζάλη. Προσπαθεί νά περ πατήση. Δέν μπορεί. Τά γό νατά του λυγάνε. Παραλύει ό λο του τό κορμί. Μια βαρειά νάρκη τάν κυριεύει. Αέν μπο ρεί ν1 άναπνεύση. Κάνει μιά προσπάθεια νά σταθή όρθιος, αλλά δέν τά καταφέρνει. Σω ριάζεται αναίσθητος στό πά τωμα. "Εχει τήν αϊσθησι πώς πεθαίνει... Καί τότε, σαν σε όνειρο, βλέπει ^ κάποιον νά μπαίνρ στήν κάμαρη, νά γουρλώνη τα μάτια, ν’ άρπάζη από τό τρα πέζι τό βάζο μέ τά λουλού δια, ν3 άνοίγη τό παράθυρο, νά τό πετάη στό δρόμο κΓ ϋ* στερα νά τρέχη κοντά του. —Τζίμ!, ψιθυρίζει. ΈσΟ είσαι;
¥Λ#»αν+#0*η»2 , (9®νν{*>»ννϊΑ«<&ν«£ν»<νν5ΛίιΪΤ8»4««/^,ϊίί«νν&&ιν5ΛΑ>^
......
... 81 /)ί^^Η|<>|ΐί<ΦΜΜ><4>1^><ιΙΜΜΙΙΙί%ΜΛ»>Ι|(ΙΙ1%Ι^8
Μισό δευτερόλεπτο αργότε ρα τό Γεράκι ταξιδεύει προς μιά άλλη κατεύθυνσι. Προς τά σπίτι τής συνοικίας Γκρίλιψ όπου, σύμφωνα μέ τίς πληρο φορίες πού του έδωσε ό Ρκάφας, βρίσκεται ό άρχικατά σκοπος Φρέλιχ. Είναι πραγ ματικά όπως του τό περί έ γραψε. "Έχει τρία πατώμα τα. Είναι ένα παλιό σπίτι μέ κήπο. "Όλα τά παράθυρά του εΐναι σκοτεινά, έκτος από ένα πού βρίσκεται στο δεύτερο πάτωμα. Ό Νέος Ύπεράνθρω πος προσγειώνεται στον κή πο. Κάνει μιά βόλτα άναγνω ριστική γύρω απ’ τό κτίριο Δυο σιδερένιες αρπαγές κΓ ύστερα τινάζει τά πόδ.α κλείνουν σε ιχιά θανά του καί σηκώνει τά χέρια. σιμη περίπτυξι τό κορ Σαν βολίδα φτάνει στο πα μί τοΰ Νέου 'Τπερανράθυρο. Ρίχνει μιά ματιά μέ θρώπου.·. σα καί χαμογελάει. Ό Τζίμ Γ κάψας δέ γελάστηκε. Εκεί ΕΣΑ σ’ ένα τέταρτο ομέσα στήν κάμαρη, ξαπλωμέ λοι έχουν συνελθεί. Μέ νος σέ μιά βελούδινη πολυ σα στο ίδιο τέταρτο ό Μακ θρόνα, καπνίζει ευχαριστημέ έχει ακούσει από τον Τζίμ νος τό ακριβό πούρο του ό Γκάφα δλη την ιστορία μέ Φρέλιχ. Εΐναι σίγουρος πώς τά λουλούδια καί ειδοποιεί τό κόλπο μέ τά λουλούδια πε τον Τζαίημς Στούαρτ νά στΓΐ τύχε καί πώς αύριο δλη ή λη αστυνομικούς σέ εννέα Νέα Ύόρκη θά μιλάη γΓ αυ σπίτια σημαινόντων προσώ τόν... πων τής Νέας Ύόρκης. Τό Γεράκι δίνει μιά γρο —Στείλε αμέσως, του λέ θιά στά τζάμια πού πέφτουν ει, σ" αυτές τίς διευθύνσεις μ" ένα φοβερό πάταγο καί που σου είπα. Νά πετάξουν σαλτάρει σάν σίφουνας μέσα έξω από τά σπίτια τους κάτι στήν κάμαρη. βάζα μέ λουλούδια που έλα — Παραδόσου, δολοφόνε βαν πρίν τρεις ώρες. Είναι Φρέλιχ!, φωνάζει. ^Ηρθε ή ώ δώρα του Φρέλιχ που κρύβουν ρα σου. υπό μορφή ενός έξατμιζόμε νού αερίου τό θάνατο. Αυτή Ό άρχι κατάσκοπος ξαφνια τήν ανακάλυψι τή χρωστάμε σ μένος τινάζεται άπ" τή Θέσι του. Τά μάτια του έχουν στον Τζίμ Γκάψα! Ναι. Μήν στρογγυλέψει άπ© τρόμ© ααι άργής. Στείλε αμέσως! ■“Ναι, έγώ. είμαι, κύριε Μάκ! Παρά λίγο νά την πάθαινες! Τά λουλούδια έχουν δηλητήριο που εξατμίζεται καί φέρνει το θάνατο. Τή δου λεία την έχει σκαρώσει ο Φρέλιχ μέ τους Κίτρινους Δρά κοντες. θά σου εξηγήσω.,ο Στάσου ν' ανοίξω πρώτα πόρ τες καί παράθυρα. "Έκανε κέ ικ ή κυρία Μάργκαρετ; Μου φύλαξε τή φέτα μου; ^—Ναί. ^ Έν τάξει, Τζίμ, κάνει ό ρεπόρτερ καθώς συ νέρχεται καί . χαμογελάει. Σου έχει φυλάξει μια μεγά λη φετάρα...
Μ
Ικπληξι. Μά συνέρχεται σχε δόν .αμέσως. "Ενα αυτόματο αστράφτει στο χέρι του και μερικές γλώσσες . φωτιάς βγαίνουν* από την κάννη του. Ό αόρατος όμως θώρακας προστατεύει τό θρυλικό Γε ράκι. Μέ δυο βήματα αρπάζει τό ώπλισμένο χέρι και ή γρο θιά του πέφτει βαρεία στο στομάχι τού άρχι κατάσκο που. -—ΣοΟ φέρνω τις ευχαρι στίες για τά λουλούδια πού έστειλες απόψε!, του λέει. Καί ςανασηκώνει την άτσά λινή γροθιά του. ■—-Παραδίνομαι, Γεράκι!, λέει μέ κομμένη ανάσα ό Φρέλιχ. Δέν υπάρχει λόγος νά μέ χτυπάς. Είμαι αιχμάλω τός σου! ^ Ό Νέος Υπεράνθρωπος στέκει σαστισμένος. Υπο ψιάζεται κάποια παγίδα. —-Σου λέω την αλήθεια, ε παναλαμβάνει ό άρχικατάσκοπος πού έχει γίνει χλω μός καί τρέμει. Τό ξέρω πώς δέν μπορώ νά τά βγάλω πέρα μαζί σου. Παράδοσέ με στην αστυνομία. Μά σέ προειδο ποιώ πώς θά τά καταφέρω πάλι νά τό σκάσω από τή φυ λακή.,.. —Δέν θά προφτάσης, απο κρίνεται πό Γεράκι. Δέν θά προφτάσης, γιατί στο μεταξύ θά έχ,ης ψηθή στήν ηλεκτρική καρέκλα... Μά, καθώς μιλάει, αισθά νεται τό πάτωμα νά υποχωρή κάτω από τά πόδια του. Ό άρχικατάσκοπος έχει πιέ σει μέ τό πόδι του κάποιο
κουμπί, Ό Νέος Ύπεράνθρω πος βρίσκεται γιά, μία σΤιγ·» μή στο κενό, άλλα βέν πέφτει. Κάτω του χάσκει ένα σκοτει νό βάραθρο, μά ο! υπερφυσι κές ιδιότητες πού του δίνει τό μαγικό υγρό τής μπλέ πέ τρας τού δαχτυλιδιοΰ, τον κρατουν σαν μετέωρο οπόν αέρα... —Υποκρινόσουνα λοιπόν, δολοφόνε!, λέει μέ σφιχτά δόντια. Αλλά τό κόλπο δέν έπιασε! Καί τινάζεται προς τό μέ ρος του. "Ομως καθώς σαλτάρει κΓ έχει έτοιμη τή γροθιά του νά συντρίψη τό κρανίο του Φρέλιχ, αισθάνεται κάτι σαν μια μεγάλη τανάλια νά του σφίγγη τό κορμί. Δυο χοντρές άρπάγες από ατσάλι έχουν σηκωθή απ’ τό πάτωμα καί του σφίγγουν θανάσιμα τό κορμί. —Αυτό τό μηχάνημα είναι γιά κάτι πολύ ζόρικους σάν καί σένα,. Γεράκι!, τού λέει ό Φρέλιχ κοροϊδευτικά. Τό ξέ ρω πώς σέ λίγο θά καταφέρτξς νά σπάσης καί τούτα,τά σί δερα. Μά σ’ αυτό τό μεταξύ εγώ θάμαι μακρυά. Γειά σου, (ϋε Υπεράνθρωπε. Κάποτε 6ά βρώ τό οπλο πού θά μπορέση νά σου χαρίση τό θάνα το! Μήν άνησυχής... Καί τό Γεράκι, καθώς α γωνίζεται νά σπάση τήν σι δερένια τανάλια πού τον κρατάει άκίνητο, τον βλέπει νά φεύγη...
Ά· * ■*
Μιά ώρα αργότερα ό Μάκ Ντάνυ βρίσκεται πάλι σπίτι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
33
του. Ή κυρία Μάργκαρετ καί ή "Ελλεν έχουν συνελθεί έν·* τελώς και άκοΰνε τον Τζίμ Γκάφα, πού είναι ξαπλωμένος στον καναπέ καί τρώει την, . δέκατη πέμπτη φέτα από τό κέϊκ. νά τους διηνήται τις περιπέτειές του. Ό μικρός άραπάκος σε μια στιγμή στα» ματάει σίν ιστορία του καί γυρίζει προς τό μέρος του νεαρού ρέπορτερ. —Καί ό Φρέλιχ; Τί έγινε μέ τον Φρέλιχ, κ. Μάκ; —Τά κατάφερε νά γλυστ ρήση πάλι. Μά τώοα ξέ'ν που θά τον βρω. "Έκανα μιά συστηματική έρευνα σ" δλο τό σπίτι καί βρήκα κάτι πολύ ένδιαφέοον. Τί 9ά έλεγες για ένα ταξίδι άνάμεσα στους έ-
ρυθροδέρμαυς, Έλλεν; —Μαζί σου πηγαίνω καί στην άκρη του κόσμου, χρυσέ μου!, λέει ή κοπέλλα καί χα μογελάει γλυκά. —Καί μένα; Δέ μέ λογα ριάζετε έμενα; κάνει μέ πα ράπονο ό Τζίμ. -—Έν τάξει, Τζίμ, θάρθής καί συ μαζί μας!, λέει ό Μάκ. Ό άραπάκος ζητωκραυγά ζει καί ό Μάκ κΤ ή "Ελλεν χαμογελούν. Μονάχα ή κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ είναι με λαγχολική. Ή μητρική της καρδιά τρέμει καί γιά τά τρία τούτα παιδιά πού μπερ δεύονται,στον αγώνα τους υ πέρ του Δικαίου, στις πιο ε πικίνδυνες περιπέτειες... ·
ΤΕΛΟΣ
Αέν έχετε διαβάσει τόσο συναρπαστικό καί γοητευτικό τεύχος, σάν τό τεύχος 11, πού κυκλοφο ρεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΝ ΕΡΥΘΡΟΔΕΡΜΟΝ ΜΙ8ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙΙΙΙΒΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙΙΙΙ1ΙΙΒΒΙΙΙΙ9ΕΙΜΒΙ1ΙΙΠΙΙΙΗΙΙΙΙΙΙΙΙΗΒΙΙ '
Πρόκειται γιά κάτι πρωτοφανές, γιά μιά σει ρά από περιπέτειες γεμάτες αγωνία καί δράσι, η ρωισμούς καί αυτοθυσία, πλοκή καί συγκλονιστικά έπεισόδια, δάκρυα καί γέλια.
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΝ ΕΡΥΘΡΕ ΒίΒΙΙΙΙΒΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙΙΙΙΙΙΒϋΙΙΙΒΙΙΒΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙίΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒ
"Ενα τεύχος πού- θά σκορπίση ρίγη χαράς, συγ κινήσεως καί αγωνίας, μαζί μέ ακράτητα γέλια!
1
Σμ Γ Ά IX I
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ= · ΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. 10 Φ Τιμή δραχ. 2 Οικονομικός Δ) ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ) ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χστζηβσσιλείου, Αμαζόνων 25
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) Τό Παιδί Οτου Μυστηρίου 2) Τό Γεράκι συντρίβει 3) Τό Ιπτάμενο Παιδί
4) Τιτανομαχία 5) Ό Προστάτης
τοΰ
Κόσμου
6)
ίό Μαύρο
και
τό "Ασπρο
Γεράκι 7) Τό Φοβερό Μυστικό 8)^ Ό Αόρατος Θάνατος.
9) 'Ο ΤζΙμ Γκάφας θυμώνει. 10) Οί Κίτρινοι Δαίμονες.
ΑΝΆΚΟ 4Η Αιευθυνσις των έκδόσεων «ιΟ Μικρός "Ηρως», θέ λοντας νά βοηθήση τά 'Ελληνόπουλα νά περάσουν ευχά ριστα καί ωφέλιμα τις διακοπές τοΰ καλοκαιριού, απο φάσισε νά τους προσψέρη σέ έξευτελιστικές τιμές, σχε δόν δωρεάν, δύο από τίς καλύτερες εκδόσεις της, τό «Παιδικό Πανεπιστήμιο» καί τό ανάγνωσμα περιπετειών ζούγκλας «Τάργκα». Άπό τής 10ης Ιουλίου μέχρι τής 31ης Αύγουστου, κάθε Ελληνόπουλο θά έχη τό δικαίωμα νά άγοράση άπό τά γραφεία μας: 1) Τον Πρώτο Τόμο του «ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ ΜΙΟΥ», που άποτελεΐται άπό τά ό πρώτα τεύχη, δεμένα με πανί πολυτελείας καί μέ χρυσά γράμματα. Ή τιμή ου ώρίστηκε στις 30 δραχμές. ’Από τίς 10ης Ιουλίου όμως μέχρι τής 31ης Αύγουστου, 6ά μπορήτε νά αγορά σετε τον πολύτιμο αυτό τόμο μέ την απίστευτη τιμήν τών... 13 μ ό ν ο ν δραχμών! 2) Θά μπορήτε επίσης νά άγοράσετε, στο ίδιο διά στημα, τά 22 τεύχη «τοΰ «ΤΑΡΓΚΑ», που ή τιμή τους είναι 44 δραχμές, πληρώνοντας... μόνο 10 δραχμές ! Τέλος, θά έχετε τό δικαίωμα νά αγοράσετε τους δυο τό μους τοΰ «Τάργκα», πληρώνοντας μόνο 10 δραχμές γιά τον καθένα! ΣΗΜΕΙΩΜΑ : "Οσοι θέλουν νά πάρουν τά τεύχη ή τους τόμους τσχυδρομικώς θά επιβαρυνθούν μέ τά τα χυδρομικά (2 δραχμές γιά κάθε τόμο καί 4 δραχμές γιά όλα τά τεύχη τοΰ «Τάργκα»).
ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ|]|ΙΙΙ
ΙΚϋϋϋΙΒΒΙΙΙΙΒΙΒΙΒΕΙΙΙΙΐΓ
V Γ Ρ η Υ Τ
Ο υικρονβροππς Μ>κυ μρουζ ΒΡ ΠΝΟυΝ ΤΟΣΟ ΚΟΛΟ/ ΒΒ Τβϊ ΟΔΗΓΕ/ΟΕΡ/ΡΗΜΟ Ρ, ΤΟ ΤΟ ΜΗλΗΝΗΜΟ' Ι~~~_ πρπιιοηΐϊΒΝ ρλη^λ
ΒΙΝΠ! ΙΠΠΟΤΕΣ!. ^<Τ
ΓΡΗΓΟΡΗ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΡΛΡΓβ ρυκΕ/ΟΜου νοδοι/λεψε ΤΕ ΣΚΛΑΒΟ/' ,------------ '
χο.'χρ Μ!
"£<φΐί*Ρ Τ (ΓΗΤΙΟΙΡ
ΰ/ι/ΙφηΙΙ
φ ιι ψΐί.
'Ο Μάκ επισκέπτεται τη χώρα τών Ινδιάνων καί τοΰ κάνουν «θερμή» υποδοχή. ΓΙΠ Ο ΑΕΡΟΔΥΝΑΜIΚΟ %αI μήλο τραίνο, μέ τό αση μένιο χρώμα, μπαίνει στο σταθμό τοΰ ΒίκΑαντ στις 8 ακριβώς τό βράδυ. 5Από αυ τό αποβιβάζονται τρεις μονά χα επιβάτες. Είναι κι* οι τρείς νεαροί καί έντελώς άγνωστοι σέ τούτη την ωραία κωμόπολι τοΰ Τέξας, πέρα απ’ την οποία αρχίζουν οι πεδιάδες μέ τούς βάλτους και πιο πέρα απ’ αυτές οι από κρημνες πλαγιές του Γαλά ζιου Βουνού, οπού ζούν οι τε λευταίοι Ινδιάνοι μέ τα ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2»
*
μπρούτζινα πρόσωπα καί τά γεροδεμένα κορμιά. Πρώτος αποβιβάζεται ό Μάκ Ντάνυ, ό νεαρός άστυνομικός ρέπόρτερ τής μεγα λύτερης εφημερίδας τής Νέας Ύόρκης «Νταίηλυ Χέραλντ», δεύτερη ή μελαχοοινή βοηθός του ή"Ελλεν Τζόρνταν καί τρίτος καί...καλύτερος ό Τζίμ Γκάψας, 6 χαζός καί λιχού δης άραπάκος προστατεύομενος τοΰ Μάκ. Ό δημοσιογράφος · ρίχνει μιά ματιά στο · ρολόι του. Κυττσζει γύρω του, άλλα δέν βλέπει εκείνον που ζητάει. —Περίεργο, λέει. Καί ό μως ό Τζαίημς μοΰ είχε πή πώς τοΰ τηλεφώνησε. -—Τί θά γίνη; ρωτάει ό Τζίμ. Δέν 6ά πάμε σέ κανέ να ζαχαροπλαστεία νά φάμε τίποτα; "Εχει στεγνώσει τό στόμα μου... Ό Μάκ ετοιμάζεται νά του δώση την καρπαζιά του άλλά σταματάει, γιατί βλέ πει κάποιον πού έρχεται βια στικά προς τό μέρος του. Εί ναι ένας ψηλός νέος μέ ψη μένο από τον ήλιο πρόσωπο. πού φοράει ένα πλατύγυρο καπέλλο κι* έχει τό άστρο τοΰ σερίφη στο πέτο του. Άπό τή μέση του κρέμονται δυο και νούργια περίστροφα. "Οταν πλησιάζει, χαιρετάει φέρνον τας τό χέρι οπό μπόρ τοΰ καττέλλου του.
4 ΙΙΐίΜΜΙΙΙΜΙΗΙ^^ —Είσθε ο κ. Μάκ Ητάνυ; ρωτάει. —Ναι. Εΐσθε 6 κ. Πάτερσον; —’Ολόκληρος! Νά μέ συγχωρήτε πού άργησα. Μά εί χαμε μερικές φασαρίες σήμε ρα εδώ. Ό έτη θεωρητής κ. Στούαρτ μου τηλεφώνησε για σάς καί είμαι στη διάθεσί σας. —Νά σάς συστήσω τήν παρέα μου, του λέει ό Μάκ. Ο σερίφης κάνει μια ευ γενική υττόκλισι προς το μέ ρος της κοπέλλας καί 6 -Τζίμ υποκλίνεται επίσης σοβαρά. -—Θά μάς χρειαστή ένα κα λό ξενοδοχείο, λέει ό δημο σιογράφος. Ταξιδεύουμε τρεις μέρες συνέχεια καί καταλα βαίνετε... Ό Πάτερσον γίνεται ξα φνικό: μελαγχολικός. -—Τά ξενοδοχεία του 6ίκλαντ είναι μονάχα δύο. Τό ένα χειρότερο από τ’ άλλο. Μά Βά σάς οδηγήσω στο κα λύτερο. Ελπίζω νά βολευτήτε. Θά μείνετε μέρες έδώ; Ό Μάκ κουνάει τό κεφάλι. —Δυο - τρεις τό πολύ. Κα τόπιν θά προχωρήσουμε προς τήν πεδιάδα. — Στην πεδιάδα μέ τούς βάλτους; κάνει ξαφνιασμένος ό σερίφης. —Ναι. Στην πεδιάδα μέ τούς βάλτους. ^ 'Ο σερίφης ρίχνει- μια λο ξή ματιά στον νεαρό ρεπόρ τερ. —Δεν πιστεύω νά. μιλάτε σοβαρά!, λέει. ΟΙ βάλτοι εί ναι γεμάτοι παγίδες. 01 έρυ-
Π^ΑίίΙ, Ο ΜΕΟΙ ■5νΛ\,(ΐ·,.Λ'ντ.'»Λ'ΐ'ί/νν*'ϊ,'ίΛ''Λν!..·νν(ΛΛΛ^ΛΛ/ίΛ/»/ϊΑ,}/*' θρόδερμοι δέν άγαττουν τους ξένους και τούς υποδέχονται μέ βέλη πού είναι βουτηγμέ να σέ δοαστικο δηλητήριο... "Ένα ταξίδι σ’ έκεΐνα τά μέ ρη Ισοδύναμε! μέ αυτοκτονία. —Καί δμως, αποκρίνεται σοβαρά 6 Μάκ, γι5 αυτό ήρ θαμε. —Γιά ν’ αύτοκτονήσετε·; —"Όχι βέβαια. Κι* επειδή δέν θέλει ν’ ^Α ποκάλυψη τήν αλήθεια, λέει ένα μικρό ψέμμα: —-Ή έφημερίδα μου μ* Ε στειλε έδώ για νά μπορέσω νά γράψω κάτι ενδιαφέρον για τούς Ινδιάνους, Είναι μιά ράτσα πού έξαφανίζεται μέ τό πέρασμα των έτών... —Δέ νομίζω πώς εκείνοι πού διευθύνουν τήν έφημερίδα σας ξέρουν τούς κινδύνους μι ας τέτοιας Αποστολής. Δια φορετικά 6έν θά αποφάσιζαν νά σάς στείλουν. Αναστενάζει, —’Άς είναι ! Ελπίζω πώς 0ά ^ σάς^ πείσω ν’ Αλλάξετε γνώμη. Έν τω μεταξύ μπο ρούμε νά πάρουμε ένα ταξί. Ό σταθμός τού τραίνου Α πέχει Αρκετά Από τήν κωυιόπολι Βίκλαντ καί, καθώς βγαίνουν έξω, παίρνουν ένα αυτοκίνητο. Οι τρεις καινουργιοψεόμένοι κάθονται πίσω καί 6 σερίφης Πάτερσον κά θεται πλάι στον σωΦερ. Οί δρόμοι^ είναι χαλασμένοι καί τό αμάξι χοροπηδάει στις λακούβες. —5Εδώ τά αυτοκίνητα εί ναι πολυτέλεια, έξηγει 6 σε ρίφης χαμογελώντας. Ό κό-
σμος ταξιδεύει μέ αλόγα καί τά αλόγα, όπως ξερετε, αν τιπαθούν τούς ασφαλτοστρω μένους δρόμους. Γλυστρούν καί τσακίζονται. "Άγρια βλάστησι, μεγάλα κακτοειδή καί ακαλλιέργητα χωράφια απλώνονται δεξιά καί άριστερά. Αϊτό μακρυά άρχίζουν νά ^ φαίνονται τα πρώτα φορτισμένα σπίτια. Το αυτοκίνητο κάνει μια στροφή καί μπαίνει σέ μιά παλιά πέ τρινη γέφυρα κάτω απ’ την οποία περνάει ένας ορμητικός χείμαρρος. —"Οπως βλέπετε, λέει ό Πάτερσον,. τό Βίκλαντ εξακο λουθεί νά χρησιμοποιή γέφυ ρες πού χτίστηκαν απ’ τον καιρό του εμφυλίου πολέμου. "Από την πλευρά αυτή έχουν δίκηο πού γκρινιάζουν οί κά τοικοι. —Ναί, φυσικά, αποκρίνε ται ό Μάκ. "Αλλά 5έν προφταίνει νά α ποτελεί ώση τή φράσι του καί φωνάζει: —Προσέχτε! Μάς πυροβο λούν ! "Εκεί μπροστά τους, στην άλλη άκρη τής γέφυρας, στέ κονται δυο καβαλλάρηδες μέ ρούχα κάου - μπόϋ καί πυρο βολούν. "Έχουν σκεπασμένα τά πρόσωπα, από τά μάτια καί κάτω, μέ μαντήλια καί κρατούν από ένα πιστόλι στο κάθε τους χέρι. Οί τέσσερις κάννες βγάζουν γλώσσες φω τιάς καί τό μπροστινό τζάμι τού αυτοκινήτου θρυμματίζε ται. Μιά άπό τις σφαίρες
χτυπάει στο μέτωπο τον ψέρ. Μιά άλλη γδέρνει τον ώ μο τού Πάτερσον καί μερικές άλλες φτάνουν στό πίσω μέ ρος τού αυτοκινήτου καί σφυ ρίζουν πάνω απ’ τά κεφάλια τών τριών παιδιών πού έχουν σκύψει νά φυλαχτούν. Ό σωφέρ άφίνει τό βολάν/ γέρνει πλάγια καί τό αυτο κίνητο πηγαίνει σά μεθυσμέ νο νά γκρεμιστή προς τό χεί μαρρο. 4Ο Πάτερσον απλώνει τό χέρι, πιάνει τό τιμόνι, πα ραμερίζει τον πληγωμένο, πα τάει τό φρένο. Οί τροχοί άφίνουν ένα οξύ ξεφωνητό καί σταματούν νά γυρίζουν. "Ο λα τούτα έχουν γίνει μέ α στραπιαία ταχύτητα. Μισό δευτερόλεπτο άν έμενε ακόμα ακυβέρνητο τό αυτοκίνητο, α μάξι καί άνθρωποι θά είχαν κατρακυλήσει τώρα στό νερό καί κανείς 6έν θά μπορούσε νά τούς ο'ώση άπό τήν ορμή τού ρεύματος. Τήν "ίδια στιγ μή πού τό αυτοκίνητο σταμα τάει, σαλτάρει έξω ό Πάτερ σον καί τά δυο περίστροφα· στα .γυμνασμένα του χέρια αρχίζουν νά βήχουν ξερά. Ή νύχτα γεμίζει αστραπές. Οί προβολείς τού αυτοκινήτου φωτίζουν τήν άγρια μάχη. —"Απάνω τους καί τους φάγαμε!, άκούγεται ή φωνή τού Τζιπ Γκάφα πού έχει τρυ πώσει κάτω άπό τά πόδια τού Μάκ καί /τής "Ελλεν και κρατάει μέ τις παλάμες του βουλωμένα τ’ αυτιά του. Α πάνω τους σερίφη! Αλλά 6 σερίφης Πάτερσον
δέ χρειάζεται κουράγιο γΐά νά κάνη τή δουλειά του. Στέ κει ασάλευτος εκεί ττλάϊ στο αυτοκίνητο καί τά πιστόλια του κελαϊδόυνε γλυκά. Κά ποια από τις σφαίρες του εχει πετύχει τον εναν από τους δυο καδαλλάρηδες. Άκούγεται μια βλαστήμια καί μια κραυγή πόνου. Μά ό πληγω μένος δέν πέφτει. Γέρνει α πάνω στο άλογό του καί πιέ ζει μέ τά σπηρούνια τά πλευ-
ΓΈνα λάσο τυλίγεται τότε γύρω ςστό τό κορμί της νεαρής κοπέλλας!
ραίου. Τό ζώο τινάζεται πρ©^ τά^ εμπρός καί εξαφανίζεται στο βάθους του δρόμου. Πίσω ακολουθεί ό δεύτερος καβαλλάρης που κάθε τόσο, προστατευοντας την υποχώρησι, γυρίζει καί πυροβολεί. "Υ στερα από λίγο έχουν χαθή κΠ οι δυο μέσα στο σκοτάδι. Ό Πάτερσον ξαναγυρίζει στο αυτοκίνητο. Κρεμάει πά λι στη μέση του τά πιστόλια κι5 ένα άσκημο χαμόγελο σχε βιάζεται στο πρόσωπό του... —Μάντρε ντ ίος! (*) Στοι χηματίζω πώς τό πανηγύρι αυτό ήταν για τό χατήρι σας, λέει στα παιδιά. Σέ κάποιον δέν αρέσει αυτός 6 περίπα τος που σχεδιάζετε νά κάνετε. "Υστερα πηγαίνει κοντά στο σωφέρ. Είναι νεκρός. "Ε να μικρό ρυάκι αίματος κα τρακυλάει από τό μέτωπο στα μάγουλά του. Άφουγκράζεται την καρδιά του. Δέν λει τουργεί. —Ό καϋμένος ό Φελίππε!, αναστενάζει ό σερίφης. ^Ηταν ό πιο ήσυχος άνθρωπος του Βίκλαντ! Παραμερίζει τό πτώμα, κά θεται στη θέσι του καί πιά νει τό βολάν. "Ανάμεσα στα φρύδια του έχει σχη μάτι στη ένα βαθύ χαντάκι. —Τό σχέδιό τους ήταν νά μάς γκρεμίσουν στο ποτάμι!, λέει καθώς τό αυτοκίνητο ξε κινάει πάλι. Δέν τά κατάψεραν... Μά για ποιο λόγο νά μάς επιτεθούν;... (*) Μητέρα τ ο 0 Θ εο 0 στην Ισπανική γλώσσα.
ΫϊΗΐ
^Λ<ΛΛΐνΐΛ!?νν^Λ<^ΜΛΜ<Λ^!·Ι/^^
9
*0 Μάκ μιλάει γιάΐρίτ μνστηριώδη χαρτιά π^υ Ανήκουν στον Φοέλιχ. Ο ΒΙΚΑΑΝΤ έχει δυο ξε νοδοχεία. Ό σερίφης τους οδηγεί στο «Χρυσό Πα γώνι». Είναι ένα παλιό τριώ ροφο κτίριο πού στο πρώτο πάτωμά του λειτουργεί ενα μπαρ καί μια λέσχη. Στο πί σω μέρος τής αυλής είναι οι σταϋλοι για τά αλόγα των ταξιδιωτών. Νοικιάζουν 6υό δωμάτια. "Ενα για την "Ελλεν κι* ένα για τον Μάκ καί τον Τζίμ. Είναι απλά επι πλωμένα καί κάπως άνετα. "Οταν τακτοποιούνται ό Πάτερσον τους καληνυχτίζει. —-Λυπάμαι πολύ για τον σωφέρ, του λέει ό Μάκ καθώς του σφίγγει τό χέρι. Μά δέν θά μείνουν απροστάτευτα τά παιδιά του καί ή γυναίκα του. "Οσο για τους 6υό καβαλλάρηδες, θά μάθουμε σύν τομα ποιοι είναι. Ό σερίφης άνασηκώνε» τούς ώμους. Καί τότε ττυροδολισμοί αντήχη λ—Δέν ξέρω ακριβώς τί ζη σαν ξαφνικά μέσα στη νύχτα. τάτε στον τόπο μας, λέει. "Α\ λά, μια καί είστε φίλοι του πριν ξαπλώσουν, κάθονται Τζαίημς Στούαρτ, είστε καί γύρω από ένα τραπέζι στην δικοί μου. "Ο,τι κΤ άν συμκάμαρη του Μάκ, νά μιλή βή, είμαι μαζί σας. Μονάχα σουν. Ό νεαρός αστυνομικός πού από αύριο τό πρωί 3ά ρεπόρτερ βγάζει από την τσέ χρειαστή νά σάς εφοδιάσω μέ πη του τρία χαρτιά. πιστόλια. Δέν θάναι άσκημα -—Τώρα πού φτάσαμε στο να κρατάη ό καθένας από Βίκλαντ, μπορούμε νά κουβεν σάς κι" ένα σιδερικό μέ με τιάσουμε, >έτι. 4Η υποδοχή ρικές σφαίρες απάνω του. Ό πού μάς κάν^,.ε δείχνει πώς αέρας εδώ δέν είναι καί τό ξέρουν γιά πε;ό λόγο ερχό σο υγιεινός. Γειά σας... μαστε. Κι3 αυτό φυσικά φαί "Έφαγαν πρόχειρα καί, νεται ότι τούς ανησυχεί. "Ο-
Τ
πως σάς είπα καί πριν ξεκι νήσουμε από τή Νέα Ύόρκη, από τήν τελευταία έπίσκεψι πού έκανα στο σπίτι τού άρχικατασκόπου Φρέλιχ, έμαθα πολλά ενδιαφέροντα πράγμα τα (*). "Οταν βρέθηκα^ αιχ μάλωτος μέσα στις δυο με γάλες σιδερένιες άρπάγες, α νίκανος νά πραγματοποιήσω •την ελάχιστη κίνησι, ό Φρέλιχ πέτυχε καί πάλι νά έξαφανιστή. "Οταν έμεινα μόνος κατάφερα νά γλυστρήσω από τά βαρεία αυτά σίδερα... —-Μιά στιγμή!, τον δια κόπτει ό Τζίμ Γκάφας. Έσύ ήσουνα ή' τό Γεράκι; --Είσαι ^ ηλίθιος, Τζίμ!, του λέει καί τον κυττάζει Λο ξά. "Άφησέ με νά μιλήσω καί μονάχα δταν έχης τίποτα σο βαρό νά πής, τότε ν’ άνοίγης τό στόμα σου! Ό άροστάκος σουρώνει τά χείλια καί κατσουφιάζει. Κα ταλαβαίνει δτι έκανε πάλι κάποια καινούργια γκάφα, α φού μίλησε μπροστά στην "Ελ λεν για τό Γεράκι, καί μα ζεύεται σάν... ψόφιος κορηός! Είναι 6 μόνος ύστερα από την κυρία Μάργκαρετ Ντάνυ, την μητέρα τού Μάκ που ξέρει δτι ό νεαρός ρεπόρτερ καί τό Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρω πος, είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπό. Κανείς άλλος δέν ξέρει, έκτος απ’ αυτούς, τούς δυο, δτι ό Μάκ Ντάνυ χάρις σ5 ένα θαυματουργό δαχτυλιδι μέ μπλε πέτρα, πού φορά (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος «Κίτρινοι Δράκοντες».
ει στο δάχτυλό του καί πβύ περιέχει ^ ένα μαγικό υγρό, μπορεί μέσα σέ μισό δευτε ρόλεπτο νά γίνη ό πιο δυνα τός άνθρωπος τού κόσμου, νά ταξιδεύη σά γεράκι στον αέ ρα, νά μ ή τον πειοάζουν οι σφαίρες, νά πραγματοπο ιή απίστευτα κατορθώματα μ’ ένα λόγο. Ούτε^ ή "Ελλεν τό ξέρει ακόμα καί γι’ αυτό α κριβώς ό Μάκ^ κυττάζει λοξά τον μικρό χαζό άραπάκο πού έκανε πάλι την γκάφα του. —"Οταν λοιπόν πέτυχα νά ελευθερωθώ, δεν έφυγα αμέ σως από τό σπίτι τού Φρέλιχ, λέει. "Έκανα μιά συστη ματική έρευνα. "Άνοιξα συρ τάρια, ντουλέστες, κΓ ένα σω ρό άλλες κρυψώνες πού υπήρ χαν εκεί μέσα. ένα σιδε ρένιο κουτί, πού δεν πρόφτασε νά πάρη μαζί του ό άρχικατάσκοπος ή πού τό λησμό νησε πάνω στη σύγχυσί „του, βρήκα αυτά τά τρία χαρτιά πού μάς δίνουν τή λύςτι του μεγάλου αινίγματος πού βα σανίζει δυο μήνες τώρα όλες τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών. ιΟ αό ρατος. θάνατος καί ή ραδιε νεργός βροχή, δυο καινούργια μυστικά δπλα πού έδημιούργησαν χιλιάδες αθώα θύμα τα, κατασκευάζονται στο Γαλάζιο Βουνό. "Εκεί έχει έγκαταστήσει τά εγκληματικά του εργαστήρια ό Φρέλιχ καί α πό εκεί μεταφέρει δ,τι τού χρειάζεται για νά διαπράξη τις απαίσιες δολοφονίες πού σχεδιάζει κάθε τόσο ό φο βερός καί ασύλληπτος αύ-
ίΠΕΡΑΝβΡηΠΟΣ
το^ κακούργος. Ή φωτογρα φική- μηχανή, που σκότωσε τον υφυπουργό των Εξωτερι κών Στήβενσον, έξέπεμψε μια θανατηφόρο ακτίνα που κα νείς δέ μπόρεσε νά άντιληφθή ή νά μαντέψη. *0 τυφλός μέ το ακορντεόν που σκότωσε τον εισαγγελέα, την Υοια Α κτίνα χρησιμοποίησε (*). 5Α πό τη φυσαρμόνικά του εστειλε τον θάνατο στον δικαστι κό, που έβγαινε απ’ τό σπί τι του ανύποπτος. "Ολα αυ τά τά έμαθα διαβάζοντας μιά δακτυλογραφημένη Αναφορά προς τον Φρέλιχ από κάποι ον, τον υπαρχηγό σίγουρα τής όργανώσεώς του. Στην ανα φορά γίνεται καθαρά λόγος για τά μυστικά έογαστήοιο\ που έχουν έγκατασταθή στό Γαλάζιο Βουνό, πέρα από τις πεδιάδες των βάλτων. Εκεί ζοΟν μονάχα μερικές φυλές άγοίων έουθροδέρμων. *Η άναφοοά αυτή που υπήρχε μέσα στό σιδερένιο κουτί είναι τό ένα από τούτα τά το ία χαρ τιά πού βλέπετε. Τά άλλα δυο είναι αντίγραφα μηνυμάτων πού έχουν διαβιβασθή μέ μυ στικό ασύρματο. ΤΗταν σέ μιά συνθηματική γλώσσα μά κατόρθωσα νά τά άποκρυπτογραφόσω. Ό Φοέλιχ καλεπαι επειγόντως στό Γσλά£ιο Βου νό γιά νά παρακρλουθόση τά πειράματα ένός καινούργιου μέσου καταστροφής πού πρό κειται νά διαρκέσουν 15 μέ ρες. Εκεί πηγαίνουμε κΓ έμεΐς. ,Σκοπός μας είναι νά συ(*) Διάβασε τό τεύχος 8.
9
ναντήσουμε τον ^'Εντμοντ Φς ί λιχ καί νά τον εξοντώσουμε μέσα στη φωλιά του... 4 Η δουτειά αυτή δέν είναι φυσικά εύκολη. Θά ρισκάρουμε τά ζωή υας. Αλλά μονάχα έτσι μπορούμε νά προσφέρουμε μ.ά θετική υπηρεσία στην πα τρίδα μας καί στήν ανθρωπό τητα ! —Ζήτω ή Αμερική!, φω νάζει ενθουσιασμένος 6 ΓκάΦ«ς. —Τώρα λοιπον, συνεχίζει νοτΜον*,Χώ,'τσς ν?ά τον ένθου-
Ξαψνικά, ό Μάκ γουρλώνει τά μά τια και κινείται γοργά.
ΤΟ
1Μ%Ι\ΜΛΛΜ\ννΐΛ*Μ*ΛΛ,*Μ*Μ<ΛΛ&Α\ν&ΛΜΜΛΛΜΜ/ίΑΛΙ*Ηνν>ΛΙ^^
σιασμό ταυ άραπάκου 6 Μάκ, τά ξέρετε δλα. Υπάρχει α κόμα καιρός νά σκεφτήτε αν πρέπει νά μέ ακολουθήσετε ή όχι... —Αυτό δεν πρέπει νά τό ρωτάς, Μάκ, λέει η 'Έλλεν καί τό βλέμμα της αγκαλιά ζει γεμάτο λατρεία τό όμορ φο πρόσωπο του τολμηρού έ φηβου. Θάρθουμε μαζί σου, έστω κι* άν πρόκειται ν’ αν ταμώσουμε τό θάνατο... —Είμαι σύμφωνος μέ την
ΓΕΡΑΚΙ, Ο
ΝΕΟΣ
.ΛΛΑΊΛΛΙΛΐ'ΤΛΓνννννΜΑΑνΛνν^Λ^.νΛνννίΛ
'Έλλεν, λέει έτπσηαα καί & Τζίμ Γκάφας. θά τούς φάμε ...τό μάτι! } —’Εν τάξει, παιδιά! Σάς ευχαριστώ. Εννοείται πώς κανείς δεν πρέπει νά μάθη τον πραγματικό σκοπό τοΟ ταξιδιού μας. Σύμφωνοι; —Σύμφωνοι! —-Μπορούμε λοιπόν τώρα νά ξαπλώσουμε. Τό δωμάτιό σου είναι ακριβώς πλάι, "Ελλεν. Σε περίπτωσι άνάγκης χτυπάς τή μεσόπορτα... -—Δέ θά χρειαστή, Μάκ. Απόψε τουλάχιστον, υστέρα από τό φόνο τοϋ σωφέρ, νο μίζω πώς δεν θά μάς ενοχλή σουν. Καληνύχτα... Τρεις εχθρικοί επισκέ πτες γαζώνουν τό δω μάτιο τού Μάκ καί πε θαίνουν. ΑΘΩΣ δ μ ως ετοιμάζεται νά σηκωθή, βλέπει τόν Μάκ νά σφίγγη τά δόντια καί τά μάτια του νά λάμπουν πα ράξενα. Τόν βλέπει ν* άπλώνη τά χέρια, νά σπρώχνη τή λά μπα του πετρελαίου πού βρίσκεται απάνω στο τραπέζι καί νά τή ρίχνη στο πάτωμα, βυθίζοντας στο σκοτάδι τήν κάμαρη. Ταυτοχρόνως αύτη καί ό Τζίμ δένονται ένα δυ νατό χτύπημα στο στήθος καί σωριάζονται ανάσκελα στο πάτωμα. Πλάϊ τους πέφτει ό Μάκ. —Θαρρώ πώς δεν πρέπει νά είσαι τόσο αισιόδοξη!, τής ψιθυρίζει στ’ αυτί. Πάνε και για δευτεοη κηδεία απόψε. Δέν τούς έφτανε ό σωφέρ!...
Κ
Τό Γεράκι έψοομά εναντίον τους και τους τσακίζει τά κρανία!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
11
'^νννΜ/*νννννννννϊΤΛθν»/ννννν/νννννννν»νν»Λ1Λ1Λ'1\\ννΐ<'4νΛ'νν4νΐΑιννΐν!ΑΛ/ΐΛ/νΜΛΜΛΛV»ΊΛ.βΛ1'»/νΐΊ/5 νΛΛΛ/»ΛνΐΛΛΛΛΛΛ*ΛΛ'νί>
~Μά τι επαθες, Μάκ; ρω τάει ξαφνιασμένη ή "Ελλεν και προσπαθεί νά τον διάκρι ση στο σκοτάδι. Τί επαθες και παραμιλάς; Ό Μάκ Ντάνυ όμως 6έ μι λάει. "Έχει φέρει την μπλε πέτρα του δαχτυλιδιοϋ μέ τό μαγικό υγρό στο στόμα του. Ή άπάντησι έρχεται από τό παράθυρο. Τά τζάμια θρύμμα τίζονται μέ πάταγο κΓ ένα πλήθος από σφαίρες περνούν ξυστά πάνω από τό τραπέ ζι, εκεί όπου πριν μισό λεπτό κάθονταν καί μιλούσαν τά τρία παιδιά. Περνούν ξυστά καί καρφώνονται στον απέ ναντι τοίχο. ^—Μεγάλε Θεέ των νέγρων! Μάς τή σκάσανε μπαμπέσι κα!,^ ξεφωνίζει, ό Τζίμ. "Αχ μωρέ ας είχα ένα μυδραλλιο βόλο καί σάς κανόνιζα εγώ! "Ομως ξαφνικά τό...βουλώ νει καί τά μάτια του είναι έ τοιμα νά πεταχτοϋν απ’ τίς κόγχες^ τους. Μέσα στο κά δρο του παράθυρου διακρίνει μιά γνώριμη σιλαυέττα: Τό Γεράκι! Ό Νέος Υπεράν θρωπος μέ τήν μπλέ φόρμα καί την κόκκινη μπέρτα μέ τα μαλαματένια κρόσια κρεμα σμένα στους ώμους, όρμάει προς τά έξω. Τρία αξύριστα μούτρα έχουν προβάλει απ’ τό παράθυρο καί έξη^ πιστό λια ξερνούν μολύβι καί φωτιά επάνω του. Μά ό αόρατος θώ ρακας τον προστατεύει. Αι σθάνεται μονάχα κάτι σάν τσιμπήματα καρφίτσας καί βγάζει μιά άγρια κραυγή. Τινάζεται σά βολίδα καί μέ
Ό Τζίμ Γκάφα$ παίρνει στάσι πυγμάχου και...τίς τρώει!
μιά κίνησι οι τρεις κακούρ γοι γκρεμίζονται άπ1 τό ^πα ράθυρο. Την ίδια στιγμή οι γροθιές τού Γερακιού διαγρά ψουν τρία θανάσιμα τόξα,καί πέφτουν σά^ αστροπελέκια στά κρανία των κακούργων. Άφίνουν τά πιστόλια νά πέ σουν στο χώμα και ύστερα σωριάζονται κΓ αυτοί μέ πολ τοποιημένα κρανία δίπλα τους. "Ολα τούτα έχουν γίνει μέ σα σ5 ένα χιλιοστό τού δεύτε-
•12 ρολέπτου καί τό Γεράκι σαλτάρει πίσω στο παράθυρο, φέρνει τίν πράσινη (*) πέ τρα του δαχτυλιδιου στο στό μα του καί τρυπώνει πάλι στη σκοτεινή κάμαρη. Ή "Ελλεν, που δεν έχει καταλάβει την άπομάκρυνσί του, σέρνεται μέ την κοιλιά στο πάτωμα καί προσπαθεί νά ξεχωρίση στο σκοτάδι τον Μάκ. —Που είσαι, Μάκ; ρωτάει. —Έδω, 'Έλλεν!, φωνάζει. Νομίζω δτι σταματήσανε νά ρίχνουν. Μπορούμε νά σηκω θούμε... Πρώτος σηκώνεται αυτός. Ανάβει ένα σπίρτο. Βρίσκει την λάμπα καί την μαζεύει άπ'τό πάτωμα. Ευτυχώς δεν έχει σπάσει καί την ανάβει. Ό τοίχος ακριβώς απέναντι απ’ τό παράθυρο είναι κατε στραμμένος από τις σφαίρες. Μερικές έχουν καρφωθή στό τραπέζι. Τό πίσω μέρος τής καρέκλας, εκεί ακριβώς που λίγα λεπτά νωρίτερα ακουμπουσε ή ράχη του νεαρού ρε πόρτερ είναι διάτρητο. —Εμένα είχαν βάλει στό σημάδι, λέει ό Μάκ. Μά πάλι τζίφος ή δουλειά τους. Εύτυχώς πού πρόλαβα καί τούς εί (*) 'Ο Μάκ Ντάνυ εχει^δυό δαχτυλίδια στα χέρια του. "Ενα μέ μπλε κι* ένα μέ πράσινη πέτρα που του άφησε κληρονομιά όταν πέθανε ό πατέρας του, ο σοφός ’Άρθουρ Ντάνυ. Το ένα, έκεϊνο μέ την μπλέ πέτρα, όταν τό φέρνει στό στόμα του, τον κάνει 'Υπερ άνθρωπο. Τό άλλο μέ την πράσι νη πέτρα είναι εκείνο^ που τον ξα ναφέρνει στη φυσική του κατάστασι.
Ρβ*Μ*ί ·. ΝΒ02 'ΐ»»ί«»*»»ΐ<>ν^νι*Ανννν^ίνν^νΐ'νννν*»ι.|γν^ιννννχ δα νά σκαρφαλώνουν στό πα ράθυρο.. Διαφορετικά, θάμασταν όλοι μακαρίτες τώρα... —Είναι απίστευτο πώς πρόφτασες μέσα σέ μισό λε φτό νά σβύσης τή λάμπα, νά μάς ρίξης στό πάτωμα, νά πέσης καί σύ δίπλα μας, λέει ή "Ελλεν. Αυτές οί κινήσεις πού έγιναν αστραπιαία μάς γλύτωσαν. —Είμαι λιγάκι σβέλτος, αποκρίνεται καί χαμογελάει αυτός. — Καί τό Γεράκι; Ξεχνάς τό Γεράκι; μπαίνει στη συζήτησι ό Γκάφας. —Ποιο Γεράκι; ρωτάει μέ απορία ή 'Έλλεν. —Δεν είδες τό Γεράκι; έπιμένει ό άραπάκος. Ή ΓΈλλεν γυρίζει προς τό μέρος, τού Μάκ. —Τί λέει ό Τζίμ; Δεν κα ταλαβαίνω. Ό Μάκ ρίχνει μιά λοξή μα τιά στον Γχάφα. —Ό Τζί μ βλέπει παράξε να όνειρα κάθε τόσο. Νομί ζω ότι τού χρειάζεται επί τέ λους καρπαζιά! Καί σηκώνει τό χέρι. Ό Γκάφας πού καταλαβαί νει πάλι τήν.,.γκάφα του σκύ βει πειθαρχικά καί...εισπράτ τει την κ,αρπαζιά. «Έν όνόματι του Νό μου, σέ ^ συλλαμβάνω, Μάκ Ντάνυ!» ΥΠΟΛΟΙΠΗ νύχτα περ νάει ήσυχα. Οί πιστόλιές πού έπεσαν από νωρίς 8έν ανησύχησαν κανένα. Στό Βίκλαντ οί διαφορές λύνονται
Η
ΫΠΒΡΑΜβίΌΠΟ*
και σήμερα Ακόμα μέ σφαίρες και οί περισσότεροι άνθρω ποι δεν κάνουν τον κόπο να _ σηκωθούν απ’ τά κρεββάτια τους, μακάρι ολάκερη μάχη νά γίνεται έξω. Απ ότήν πόρ τα τους. ’Άν δέν ανησύχησαν όμως από τους πυροβολι σμούς, τά ξημερώματα, κάτω από τά παράθυρα του «Χρυ σού Παγωνιού», βρίσκουν τούς τρεις παλληκαράδες μέ συντριμμένα κρανία. Είναι τρία καθάρματα πού δημιουρ γούσαν. κάθε τόσο φασαρίες στο Βίκλαντ, πληρωμένοι φο νιάδες, άνθρωποι τού σκοινι ού καί τού παλουκιού. ΚΓ αυτό ακριβώς είναι πού ανη συχεί τούς κατοίκους. Φοβουν ται πώς ή παρέα τους θά ζητήση νά πάρη έκδίκησι καί πώς το αΐμα θ’ αρχίση νά τρέχη άφθονο στους δρόμους καί στις ταβέρνες^. "Ενας μο νάχα μέσα στο Βίκλαντ είναι ενθουσιασμένος: ί;0 σερίφης Πάτερσον. Καί δέν τό κρύβει. —Τούς συγυρίσανε τούς φίλους μια χαρά!, λέει. Πή ρανε ένα καλό μάθημα. Καί ο! υπόλοιποι από τή συντρο φιά ^ους μπορεί νά βάλουνε μυαλό... — Σά νά μην τά λές άμορ φα, σερίφη!, τον κόβει ένας κοντόχοντρος μέ μούτρο άο~ παχτικού αρνιού. Κι5 οί τρεις ήταν φρόνιμα παιδιά, Αγελάρηβες στο ράντσο τού Γούλντεμπαν. ’Άν δέν βρής τό φο νιά, θάχης φασαρίες μέ τό α φεντικό τους. Λοιπόν, τό κα λό πού σου θέλω... Ό Πάτερσον έχει Αγκα
...............
II
λιάσει μέ τίς φούχτες του τίς λαβές των 6υό πισχόλιών, πού κρέμονται στη μέση του, και ρίχνει μια άγρια ματιά σέ κείνον πού μιλάει. -—Θά σου την κόψω σύντο μα τή γλώσσα, Τζέοντυ! Στα μάτα νά κουβεντιάζης μ* αυ τόν τόν τρόπο. Ανέκαθεν 6έν μου άρέσανε εκείνοι πού κά νουν τούς έξυπνους. Καί σύ τό^ παρακάνεις τώρα τελευ ταία... Αυτή ή συζήτησι γίνεται έξω Από την πόρτα του ξενο δοχείου «Τό Χουσο Παγώνι» καί γύρω στους δυο ανθρώ πους πού κουβεντιάζουν έχει σχηματισθή ένας κύκλος Από περιέογους. — Αντε! Δί^ε του, Πέρντυ, πρίν βρής τόν μπελά σου. Ό άντρας μέ το μούτρο τού άρπαχτικου ορνιου ρίχνει μια λοξή ματιά στο σερίφη, κου νάει τό κεφάλι καί γυρίζει τίς πλάτες. Την ίδια στιγμή όμως παίρνει για βόλτα στις Φτέρνες του κι5 ένα πιστόλι πού κρατάει στο χέρι του στέλνει τρεις σφαίρες προς τό μέρος τού Πάτερσον. Ό σερίφης σαλτάρει πλάγια σκύβει καί τά δυο περίστρο φά του δίνουν Αμέσως Απάντησι. Ό Πέρντυ πιάνει την κοιλιά του καί γονατίζει. — Δέ θά γλυτώσης απ’ τά μολύβια της παρέας, Πάτερ σον!, λέει μέ πνιχτή φωνή. Υπάρχουν πολλοί πού θά ζη τήσουνε τό αΐμα μου πίσω. — Καλό ταξίδι στην ΚόΑασι! Αποκρίνεται ό σερί φης. ’Άν είναι σαν καί σένρι
I*
' " \ΜΜΚΜΜΑΑ/νΜΜ1ΛΜΜΛΜΜΝν^^
φονιάδες γρήγορα θά τους στείλω νά σ’ ανταμώσουνε... Καί ό Νικ Πάτερσον περ νάει ανάμεσα από τους περί εργους, ανεβαίνει τή σκάλα του ξενοδοχείου και χτυπάει την πόρτα τής κάμαρας του Ντάνυ. Ό νεαρός ρεπόρτερ ανοίγει κι* ό σερίφης ρίχνει μια ματιά γύρω του. Βλέπει τον τοίχο γκρεμισμένο, σοβά δες στο πάτωμα, κόσκινο τις καρέκλες... — ΈΒώ έγινε μακελλειό!, λέει. Μάς στείλανε κάμποσες σφαίρες χθες τό βράδυ άπ’ το παράθυρο, λέγει ό Μάκ, μά^ ευτυχώς δεν ήσαν άσσοι στη σκοποβολή. Αέν τά καταφέρανε νά μάς ξεμπερδέψου νε... Ό Πάτερσον κάθεται σέ μια καρέκλα. — ’Άς μιλήσουμε σοβαρά, κύριε Μάκ, λέει. Πρέπει νά φύγετε τό συντομότερο απ’ τό Βικλαντ. "Ολα αυτά πού έγιναν χθες τό βράδυ δεν εί ναι αστεία. Δεν ξέρω τό λό γο μά είμαι βέβαιος πως υ πάρχουν κάποιοι πού έχουν βάλει σκοπό νά σάς έξοντώσουν. "Αν δεν πάθοτε ώς τώ ρα κανένα κακό αντό, οφείλε ται σίγουρα στην καλή σας τύχη. "Ομως ποιος σάς έγγυάται πώς θά κερδίζετε ώς τό τέλος; Ό Μάκ Ντάνυ τον κυττάζει σκεπτικός. -—Φοβάσαι λοιπόν, Πάτερ σον; ρωτάει. 4Ο ^ερί^ης χαμογελάει. ^ — "Αν ήταν για μένα δεν
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ ν^νίΑ^Λ^ΑΜΛΜΑΜΜΑΛ,ν»^^
6ά φοβόμουνα, λέει. Μά θά ή ταν αμαρτία νά χαθής έσύ κι* ή παρέα σου. ΓΥ αυτό σου λέω πώς πρέπει νά φύγετε α πό τό Βίκλαντ πριν γίνουν τά πράγματα σοβαρότερα. —- Έν τάξει, σερίφη! Θά φύγουμε. Αύριο τό πρωΐ φεύ γουμε. Τό πρόσωπο του Πάτερσον παίρνει μιά χαρούμενη εκψρασι. — Επιτέλους! Αρχίζεις νά γίνεσαι λογικός. "Οταν ξαναγυρίσης στη Νέα Ύόρ'κη και καθησης, και τά λογαριάσης, ψύχραιμα τά πράγ ματα θά δής πόσο δίκηο εί χα... — Αέν κατάλαβες, σερί φη !, τον κόβει © Μάκ. —- Τί δέν κατάλαβα, απο ρεί αυτός. — Θά φύγουμε αύριο. Σου έδωσα τό λόγο μου.^ Μά ο δρόμος μας δέ θά είναι γιά τή Νέα Ύόρκη... Θά τραβή ξουμε κατά την πεδιάδα μέ τούς Βάλτους. Έκεΐ θά πάμε. — Στους Βάλτους; — Ναί... Καί ίσως πιο πέ ρα. Στο Γαλάζιο Βουνό. Ό Πάτερσον τινάζεται όρ θιος. — Μά είσαι τρελλός, λοι πόν; Θά πάς στη φωληά των Ερυθροδέρμων; -— Μπορεί!, λέει κι’ άνασηκώνει τούς ώμους ό Μάκ. "Οταν διαβάσης δμως ©σα θά γράψω ύστερα άπ’ αυτό τό ταξίδι, θά καταλάβης... Ό σερίφης ετοιμάζεται να πή κάτι. Μά δέν προφταίνει. Ή πόρτα ανοίγει κΓ ένας ψη
?ηκ6»ΑΗ*Ρ£$ηϋζ η \Μνι'*ΑηΑ/νί'%Λ&%^^^ν\Μν^'>*Μνν\/νν^ν%ΛΛΛΛΗνυ%ΛΑΑΜΛ/νίΜΑ/νΐήΜβΑΜΜνΐι ΜΜΛΜΜΜΜΜΛΜβΜΛΜΑΜΑΑΜΛΜΑΛΜΛιν^ λός άντρας μέ μαύρο κουμπί καί πλατύγυρο καπέλλο μπαί νει στην κάμαρα. Ό Γίοττερσον τον χαιρετάει μέ σεβα σμός _ Εκείνος ανταποδίδει χωρίς ορεξι τό χαιρετισμό καί γυρίζει προς τό μέρος του νεαρού ρεπόρτερ. — Είσαι ό Μάκ Ντάνυ; ρωτάει μέ απότομο τρόπο. — Μάλιστα, αποκρίνεται αυτός κάπως παραξενεμένος. — Είμαι ό Είσαγγελεύς τού τόπου, λέει εκείνος δίνον τας έναν έπίσημο τόνο στη φωνή του. Μάκ Ντάνυ σέ συλ λαμβάνω ! —- Γιατί; ρωτάει ξαφνια σμένος ό νεαρός δημοσιογρά
Φος. — Παραβίασες τούς νό μους τής Πολιτείας... — Δηλαδή; — Δεν ήρθες να δήλωσής τήν άφιξί σου στο γραφείο μου. Οι νόμοι εδώ είναι αυ στηροί καί δέ μπορεί ο κα θένας νά τούς περιφοονή. -— Μά ήταν ναρδή σήμε ρα!, έπεμβαίνει ό σερίφης. —Ναι. Ναί. Θάρχομουνα! λέει ό Μάκ. "Έγιναν δμως τό σα απρόοπτα χτές τό βράδυ; "Ήμουνα πολύ ταραγμένος μέ τό θάνατο τού σωφέρ. Ό Είσαγγελεύς δμως δεν κοιταδέχεται ν* άκούση. Γυρί ζει στον Πάτερσον. — Πέρασε του τά σίδερα στα χέρια, σερίφη!, διατά ζει. Είναι κρατούμενος. Θα δικασθή, Θοι πλήρωσή ^πρό στιμο καί θά υποχρεωθή νά έπιστρέψη μέ τή συντροφιά του στη Νέα Ύόρκη. Στο Βί-
κλαντ δεν είναι δεκτός. —Μά κύριε, Εϊσαγγελευ!, διαμαρτύρεται ό Μάκ. — Κάνε ο,τι σου λέω, Πά~ τερσον! γρυλλίζει αυτός καί γυρίζει τις πλάτες καί φεύ γει- ” Ό σερίφης βγάζει τις χει ροπέδες από τήν τσέπη του καί χαμογελάει. — Νά κάτι πού^θά έπρεπε νά τό είχα σκεφτή νωρίτερα εγώ, λέει. Αυτό θά πή βάλε μυαλό καί θά γυρίσης θέλον τας καί μή στη Νέα Ύόρκη, Μ" αυτόν τον τρόπο γλυτώ νεις καί τή ζωή σου κΓ έχεις καί δικαιολογία γιά τήν έφη μερίδα σου. "Υστερα γίνεται σοβαρός: — Μάκ Ντάνυ έν όνο μάτι τού Νόμου σέ συλλαμβάνω! 'Ό ΤζΊ«μ Γν.άφας πίνει ένα τετραπλό ούισκυ ■καί τρώει... τετραπλό ξύλο! ΛΟ τό Βίκλαντ ύστερα από λίγη ώρα ξέρει τά νέα καί ό Τζίμ Γκάφας είναι απαρηγόρητος. Θέλει σώνει καί καλά νά πάη στούς ερυ θρόδερμους. Τέτοιο... κατάν τημα νά τούς γυρίσουν πίσω δεν τό περίμενε. — Έγώ 0ά πάω μόνος!, λέει στήν "Ελλεν. —Που 8ά πας; — Θά πάω νά συλλάβω τον αρχ ι κατάσκοπο! — Πάφε νά λές κουταμά ρες, Τζίμ!, τον μαλλώνει ή κοττέλλα. Αέν είναι ώρα γιά αστεία. Μόλις έχουν γυρίσει κΓ ©ί
Ο
**
ΓΕΡΑΚΙ, Ο
Η 80 2.
^%'Μ^/?Α'&ι!Ι/^ί6/ΜΛ/νΐ'^ΐββ)ΐβ&'1&νννίίβλ3/5ΛΛ/νϊ/?/ϊ/ν?ΛΑΛΛ&&ΐΛβ*ϊ£Λ»&5/&ΐιΐ/*ΛΛ/ϊΛ/νϊίϊ< ΛΛ^ΛΛη,'ϊΛίνΒϊίίΐ^ί/ίΛηΛίνΜ/νι/ν%νΜ%νννν*ν***»ιιν
δυο απ’ τδ γραφείο του σερίφη στο ξενοδοχείο. Είδαν τον Μάκ καί κουβέντιασαν μαζί του. Είναι πολύ στενοχωράμε ν©ς, αλλά δεν τό δείχνει. "Αν ήταν μοναχός του δεν θά σκο τιζότανε και πολύ. Θά έβαζε σ’ ένέργειο: την μπλε πέτρα του δ^χτυλίδιου του και θά πετουσε σά βολίδα πάνω α πό τούς έρημους Βάλτους καί θά έφτανε στη φωληά του Φρέ λιχ. Μά τώρα είναι διαφορε τικά. —Γυρίστε στο ξενοδοχείο, τούς λέει. Τό άπόγεμα θά γί~ νη ή δίκη. Θά πληρώσω τό πρόστιμο καί θά μ’ άφήσουν ελεύθερο.^ Θαρθώ εκεί νά τά κουβεντιάσουμε. Τό τραίνο για τή Νέα Ύόρκη περνάει από 8ώ όταν σουρουπώση. "Ως τότε βλέπουμε. "Εχει ό Θεός. Αυτά τούς είπε, αλλά ό Τζίμ Γκάφας είναι... ζόρικος άντρο:ς καί δέν τά σηκώνει κάτι τέτοια. — Λοιπόν πάω, λέει στην "Ελλεν. — Που πας; τον ρωτάει νευρικά. — Θά πάω νά ζητήσω πρώτα - πρώτα τό λόγο άπο τον κύριο Εισαγγελέα. Θά τον ρωτήσω γιατί σώνει καί καλά θέλει νά μάς διοδξη από 8ώ. Καί άναλόγως 6ά του δώ οω την άπάντησι. Σέ μένα δέν περνάνε αυτά! "Υστερα θά 6ώ τί θά κάνω. "Οσο στενοχωρημένη κΓ άν είναι, ή κοπέλλα δέ μπο ρεί νά μή γελάση μέ τό ύψος πού έχει αυτή τή στιγμή ό μι
κρός άραπάκος. Φουσκώνει σαν διάνας, έχει σουρωμένα ιά χείλια, γουρλωτά τά μά' τια καί μπουκωμένο τό στό μα. Μασάει... μαντολάτο του Τέξας! Είναι ένα σορόπι σάν λάστιχο μέ κομμάτια ιν διάνικης καρύδας, πού κολ λάει στο στόμα καί χρειάζε ται απεγνωσμένος άγώνας νά ξεκολλήσης τή μια μασέ λα από τήν άλλη όσο τό μα σάς. -—Λοιπόν πάω. Γειά σου, "Ελλεν. Θά ξαναγυρίσω σέ λίγο. Καί φεύγει. Είναι μια με τά τό μεσημέρι καί ό ήλιος τσουρουφλίζει τή γή. Στούς δρόμους οί διαβάτες είναι με τρημένοι στά δάχτυλα. Αυτή τήν ώρα, οι πιο πολλοί έχουν ξαπλώσει μπαϊλντισμένοι α πό τή ζέστη. "Αλλοι ρίχνουν παγωμένη μπύρα καί ούΐσκυ στο στομάχι τους προσπα θώντας νά δροσιστοϋν στά μπάρ. Ό Τζίμ Γκάφας ξελιγωμέ νος από τή ζέστη περπατάει μέ τά χέοια στις τσέπες, χα ζεύει δεξιά κΓ άριστερά καί κάθε τόσο θυμάται καί ρω τάει νά μάθη που βρίσκεται τό σπίτι του κ. Εισαγγελέα. ’Αλλά κανείς δέν τού δίνει σημασία. Ποιος έχει τώρα ορεξι νά καθηση νά κουβεντιά ζη κάτω από τον καφτερό ή λιο μ’ έναν τόσο 6ά άραπάκο! — Λέ γίνεται δουλειά έ τσι!, μονολογεί ό Τζίμ. Μέ βλέπουνε μικρό καί μέ περ νάνε για μισό μερτικό. Πρέ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ 17 Μ^ηΜν%Μΐννν\ηινννν>ηηηιν^ν>Ληηηιννν^^ ννινανΛ^^νι^νν^^Αννι.-ι.νΐ'ννν^νιν^νννν^'Λνν^^Λνο^νΛνΛνί/^^'Λ πει λοιπόν νά φερθώ κι* εγώ σά μεγάλος. Τότε 8ά καταδε χτούνε νά μέ πληροφορήσου νε, λιπαίνει λοιπόν σ’ ένα μπαρ πού βλέπει μπροστά του καί πάει κατ’ εύθεΐαν στον πάγκο. Σκαρφαλώνει στο ψηλό σκαμνί καί παραγ γέλνει μια λεμονάδα. —Λάθος έκανες οπήν πόρ τα!, του λέει ό μπάρμαν. Ε δώ δεν πουλάμε καραμέλες καί λεμονάδες. Έ5ώ πουλάμε ποτά! Ούΐσκυ, μπύρα, τζίν καί τά λοιπά. —- Γιατί δηλαδή μοΰ μι λάς έτσι; Δέ σου γεμίζω το μάτι^* ρωτάει ό Γκάφας. Φέρε μου ενα διπλό ούΐσκυ! Ό μπάρμαν γουρλώνει τά μάτια. —· Διπλό; — Τετραπλό! άγριεύει ο Γ κάψας. -— Μέ σόδα; ρωτάει κατά πληκτος ό μπάρμαν. — "Οχι. Χωρίς σόδα! "Ε τσι σκέτο το πίνουνε οί άν τρες ! Ό μπάρμαν γεμίζει, ένα ποτήρι ούΐσκυ καί τό σπρώ χνει μπροστά του. Ό Γκά φας τό φέρνει στα χείλια του. Βρωμάει σαν παστωμένος κοριός. Ρουφάει λίγο, του καίγεται τό λαρύγγι καί άρχίζει νά βηχη. , , "Ενας ψηλός αντρας με α ξύριστο μούτρο καί πλατύγυ ρο καπέλο πού κάθεται δί πλα του χαμογελάει ειρωνι κά. — Φέρε ένα γαλατάκι του μικρού! Τον έπιασε λόξυγ-
κας !, λέει τού μπάρμαν. Ό Γκάψας τού ρίχνει μια άγρια ματιά καί ξανασηχώνει τό πατήρι. Τούτη τή φο ρά τό αδειάζει ολόκληρο καί μέσα στο στομάχι του ανά βει μιά δυνατή πυρκαϊά. Τά μάτιοι του κινδυνεύουν νά πε ταχτού ν απ’ τίς κόγχες τους καί τού κόβεται ή ανάσα Όλα τά πράγματα αρχίζουν νά κάνουν βόλτες γύρω του. — Σά νά ζαλίζομαι!, σκέί.ττετο/. καί προσπαθεί νά κρατήση τήν ισορροπία του νά μή πέση από τό σκαμνί πού κάθεται στο πάτωμα! — Φέρε μιά λεκάνη στο μικρό, φωνάζει ό άντρας μέ τό άξούριστο μούτρο. Σέ λί γο δά βγάλη τ’ άντερά του! Ό Γ κάψας ακούει καί κουρντίζεται σάν... πετρελαι ο μηχανή. *'Α! "Ολα κι* όλα! Δεν επιτρέπει σέ κανένα νά τον κοροϊδεύη. — "Ακου νά σου πώ, φίλαράκο, λέει στο μαντράχαλο. Νά μετράς τίς κουβέντες σου γιατί έγώ 6έ σηκώνω α στεία ! Εκείνος ξεκαρδίζεται καί τότε ο Τζίμ Γκάφας πού έχει ζαλιστή για καλά καί 6έν ξέ ρει τί κάνει γέρνει πλάγια καί τού ντρεσάρει μιά γρο θιά στά μούτρα. Αυτό ήτανε! Ποιος είδε τό Θεό καί δεν τον έφοβήθηκε! Ό ψηλός άν τρας σηκώνει τή γροθιά: του καί ό Τζίμ καταλαβαίνει σάν νά γίνεται σεισμός καί παίρ νει τρεΐο τούμπες στον αέρα καί ξαπλώνεται ψαοδύς-πλατύς στο πάτωμα. Άλλα δέν
5ϋ ΓΕΡΑΚΙ, ό ΝΙόί ΜΊΓΜνννΜΜΜΜΜΜ'νΐΜ^ΜΜι^ΛΛ/ΜνΜ/1/ΜΙ/ΜΛΜΛΜΙΜΙΐνΜΜννΜΜΜΜν/νΜΜ/νΜΛΜΛιννΜΜΛΜΜ^ΜηννΜΊ'θνννΜΛη κάθεται ήσυχος. Τινάζεται τϊάλι ορθός και παίρνει στασι μπόξερ. 01 γροθιές μπρο στά και τό κεφάλι ανάμεσα στούς_ ωμούς. Στριφογυρνά&ι Ιρις γροθιές μπροστά στο στήθος του και χοροπηδάει σάν πετεινός. "Εχει δή κάτι
Τό χέρι της "Ελλεν χτυπάει τό ώπλισμένο χέρι του κακούργου!
τέτοια κόλπα στο ρίγκ, ’Αλ λά αυτά δεν έχουν εδώ πέρασι. Ό αντίπαλός του σκύβει και απλώνει τή χερούκλα του και του καταφέρνει μιά δεύ
τερη γροθιά και ό Τζίμ... βρίσκεται σκαρφαλωμένος στον ώμο του! Καί, καθώς είναι σ&αρφα* Χωμένος στον ώμο του άντρα μέ τό αξύριστο μούτρο, βλέ πει κάτι πού τον ξαφνιάζει. Είναι ζαλισμένος από τό ξύ λο και τό ουίσκυ, αλλά το ντετεκτιβικά του δαιμόνιο... άγρυπνάει! Στην πίσω τσέ πη του αντιπάλου του κρέ μεται ένα καρό μαντήλι που τό αναγνωρίζει αμέσως ό Τζίμ. "Ομοια μαντήλια φο ρούσαν στο πρόσωπο οι 6υό καβαλλάρηδες πού παραμό- ’ νευαν χτές στη γέφυρα και σκότωσαν τον σωψέρ. Μέ μια αστραπιαία ταχυδακτυλουρ γική κίνησι, ενώ ό άλλος α γωνίζεται νά τον τινάξη άπο τούς ώμους του, αρπάζει τό μαντήλι και τό κρύβει στην τσέπη του. "Υστερα αφήνει τον εαυτό του νά κυλήση στο πάτωμα. "Ολοι οί πελάτες τού μπαρ έχουν μ άζευτη γύρω του και γελάνε μέ τά χάλια του. Εκείνος πού τον έδειρε γελάει και χαϊδεύει τά πιστό λια πού έχει κρεμασμένα στη μέση του. — "Αντε πήγαινε τώρα, άράπη, στο απέναντι φαρμα κείο νά σου κολλήσουνε τσι ρότα στή μούρη σου. Για νο: μάθης άλλη φορά νά μή τά βάζης μέ, τον Γκάστον "Α λαν ! Ό Τζίμί σημειώνει καλά αυτό τό όνομα στο μυαλό του και σηκώνεται. Πληρώνει τό ουΐσκυ πού ήπιε στο μπάρ
ΫΠΗί»ΑΝ©ί»βΓΐ0έ
μαν καί σε λίγο βγαίνει άττό το απέναντι φαρμακείο με τέσσερα τσιρότα στην πρό σοψή "Ενα στη μύτη, ένα στο σαγόνι, ενα στο δεξιό μάτι κι* ενα στο μάγουλο, — Είσαι έν τάξει, Γζίμ!, μονολογεί καθώς παίρνει πα ραπατώντας τό δρόμο τής ε πιστροφής στο ξενοδοχείο. Τις έφαγες αλλά έβαλες στο χέρι ένα μαντήλι που 0ά στεί Τη κάποιον στην κρεμάλα! Μπράβο, Τζίμ! Και ξαφνικά κοντοστέκε ται. Θυμάται τον Εισαγγε λέα. — "Οχι. Καλύτερα ν’ ανα βάλω την επίσκεψϊ, λέει. "Α μα μέ δή σ’ αυτά τά χάλια θά γελάση μαζί μου... Καλύ τερα νά γυρίσω νά βρω τήν 'Έλλεν...
>0
ανενόχλητος τό απαίσιο έργο του. Κάποιος τρόπος λοιπόν πρέπει νά βρεθή. Ενώ όμως εΐναι^ βυθισμένη σέ σκέψεις, τό «άτι της σταματάει ξαφνι
Ή "'Ελλεν άντί'ΐχετωπίζει τό θάνατο μέ εκ πληκτική γενναιότητα· 4 ΑΛΑ ή "Ελλλεν δέν βρί^^Ά.σκεται πια στο ξενοδο χείο. "Οταν ό «ζίμ Γκάψας ξεκίνησε νά πάη νά ζητήση... το λόγο άττό τον Εισαγγε λέα, ή ομορφη κοπέλλα βυθί ζεται σέ μελαγχολικέές σκέ ψεις. Ξαπλώνει στο κρεββάτι καί σκέπτεται. Κάτι πρέπει νά κάνη, πρέπει νά βρή έναν τρόπο νό βοηθήση τον Μάκ. "Αν τους άπομακρύνουν από τό Βίκλαντ και τούς υποχρε ώσουν νά έπιατρέψουν στη Νέα Ύόρκη, δλα θά πάνε χα μένα καί ό ασύλληπτος κατά σκοπος Φρέλιχ θά συνέχιση
*0 καβαλλάρης ξεκινάει, κρατών τας στα μπράτσα του τη λιπό θυμη 'Έλλεν ϊ
κά στο πόμολο τής πόρτας του δωματίου της. Κάποιος τό γυρίζει αργά και αθόρυ βα. Τινάζεται ορθή καί παρα μονεύει. Καμμιά ομιλία. Μο νάχα τό πόμολο γυρίζει. Ε κείνος πού βρίσκεται απ’ έ-
Μ
ΓΕΡΑΚΙ,
ό.ΝΒΟϊ
ιοννΐΛΛαΐΛ\νννννΛΛ\\4νννΛ^ν\νν\νινννιν^νηΛ^νανν\τΛ%ννΐνΜΛνννννν ·νν*λμλλλλιμλλμλλμλ»νν*ν*νν*νν*νννννν**
ξω προσπαθεί ν3 άνοιξη την ος περνάει τό πόδι του μέσα. πόρτα. Μά ή 'Έλλεν την έχει "Ενα πόδι πού φοράει μιά κλειδώσει από μέσα και δεν λασπωμένη μαύρη μπότα καί σπρώχνει μέ δύναμι. Ή "Ξλανοίγει. Ή καρδιά της "Ελλεν χτυπάει βιαστικά. Ποιος λεν άφίνει μιά πνιχτή κραυ μπορεί νά είναι εκείνος που γή καί πέφτει πρός τά πί ζητάει νά μπή τέτοιαν ώρα σω. Ό άγνωστος μπαίνει στην στην κάμαρά της; Και είναι κάμαρα καί κρατάει ένα πι μόνη. Ό Μάκ είναι στο γρα στόλι στο χέρι. Είναι ένας φείο του σερίφη κρατούμενος μεσόκοπος άντρας μέ ψαλιδι μέ μιά γελοία κατηγορία καί σμένο μουστάκι καί βλογιο ό Τζίμ... βγήκε περίπατο νά κομ μένα πρόσωπο. Κάτω από λύση τις διαφορές του μέ τον τό πλατύγυρο καπέλλο του Εισαγγελέα! τά μάτια του τήν κυττάζουν Ευτυχώς εκείνος που πά λευε μέ το πόμολο φαίνεται άγρια. — "Αν βγάλης τσιμουδιά, πέος απελπίστηκε καί σταμά τησε την προσπάθεια του ν’ δά σου φυτέψω δυό μολύβια στο ωραίο σου στήθος!, τής άνοιξη την πόρτα. Θά κατά λαβε^ πώς είναι κλειδωμένη. λέει. "Αν ο μ ως είσαι φρόνι 4Η "Ελλεν πλησιάζει στο πα μη τότε 6ά πώ στο αφεντικό ράθυρο και ρίχνει πίσω απ’ νά σρΰ χαρίση τή ζωή. τις κλειστές γρίλλιες μιά — Τί ζητείτε από μένα; ματιά προς το δρόμο. Ησυ ρωτάει μέ μισοσβυσμένη φω χία. Τίποτε τό ύποπτο. Μερι νή ή "Ελλεν. κοί περαστικοί μόνον βάδι — Ετοιμάσου νά πάμε ζαν βιαστικά προσπαθώντας παρέα μιά εκδρομή μέ τό ά ν’ άποφυγουν όσο γίνεται το λογο!, αποκρίνεται αυτός. μεσημεριάτικο λιοπύρι. "Αντε, γιατί είμαι πολύ βια —Μπορεί καί νά γελάστη στικός. Καί καθώς της μιλάει παί κα, λέει. "Ίσως νά νόμισα πώς κάποιος κουνούσε τό πό ζει μέ τό πιστόλι του. Ή κο μολο ενώ στην πραγματικό κέλλα μένει ασάλευτη. Ιον κυττάζει μονάχα καί τό μυα τητα δέν συνέβαινε τίποτα. λό της δουλεύει γοργά. "Αχ! Θεέ μου. "Εχω γίνει — Ποιος είναι τό αφεντι πολύ νευρική. κό σου; ρωτάει προσπαθών Πηγαίνει πάλι πρός την τας νά κερδίση καιρό. πόρτα. Την ξεκλειδώνει αθό Εκείνος σουρώνει τά φρύ ρυβα. Ρίχνει ένα βλέμμα στο διάδρομο. Κανείς. "Αδικα δια. — Δέ μ3 αρέσουνε οι γυ λοιπόν είχε_ φοβηθή. Ξανα ναίκες πού εΐναι περίεργες!, μπαίνει στην κάμαρα καί λέει. "Αντε κουνήσου... κλείνει την πόρτα. Άλλα Καί απλώνει τό χέρι ^ νά τούτη τη φορά δεν προφταί νει νά την κλείδωση. Κάποι τήν τραβήξη διά τής βίας
?ηβΡΑΝ·ι*ηηθχ
έξω άπ5 τήν κάμαρα. Ή "Ελλεν δμως έχει αποφασίσει να τά παίξη δλα γιά δλα. Π η δάει πλάτια καί, μέ μιαν κίνησι καλά μελετημένη από πριν, καταφέρνει ένα τεχνι κό χτύπημα στον καρπό τού χεριού που κρατάει τό πι στόλι. Είναι ένα απ’ τά πολ λά κόλπο: τής γιαπωνέζικης πάλης Ζίου - Ζίτσου που έ χει διδαχθή πριν γίνη βοη θός του Μάκ Ντάνυ. Ό άγνω στος_άφήνει μια κραυγή πό νου. Ξαφνιασμένος από τό 6υ νατό χτύπημα, τά δάχτυλά του παραλύουν καί τό πιστό λι γλυστράει στο πάτωμα. Μ* ένα καινούργιο κόλπο ή ΓΈλλεν, πριν εκείνος ποοψτά ση νά συνέλθη άπό την έκπληξι αρπάζει τό δπλο καί τον σημαδεύει. — Απάνω τά χέρια, λη στή !, γρυλλίζει. Εκείνος, σαστισμένος καί φοβισμένος μαζί άπό τήν α πρόοπτη τροπή πού πήοανε τά πράγματα, σηκώνει τά χέ ρια. Ή κοπέλλα του παίρνει καί τό δεύτερο πιστόλι πού έχει στή ζώνη του. — Καί τώρα προχωρεί!, τον διατάζει. Θά κατεβουιιε συντροφιά τή σκάλα καί θά σέ πάω στην αγκαλιά του σε ρίψη! Εκείνος θά σέ ρωτάει καί σύ θ’ απαντάς. Σ’ αυτόν δεν πιστεύω νά κάνης τό ζό ρι κο. Θά σέ ρωτήση καί σύ θά του πής ποιο είναι τ’ α φεντικό πού σέ πληρώνει. Ή φωνή της έχει κάτι τό μεταλλικό κι* είναι γεμάτη άπειλ,ή. Ό κακούργος κατα
χι
λαβαίνει πώς τούτη ή κοπέλ λα δεν αστειεύεται. — Έν τάξει!, της λέει. ’Έχασα. Κέρδισες τήν παρτίδα.} Κι* ένα άσκημο χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. *— Πάμε! Αν πρόσεχε λίγο καλύτε ρα, η "Ελλεν θά διάβαζε μια παράξενη αστραπή ατά μά τια του. "Ομως 6έν τον προ σέχει. Ανοίγει μέ τό πόδι της τή μισόκλειστη πόρτα καί τον αφήνει νά περάση. Βγαίνουν στο διάδρομο. — Κατέβαινε τώρα φρόνι μα τή σκάλα, του λέει. "Αν κάνης πώς παραπατάς καί δακιμάσης νά φυγής, 6έ θά προφτάσης νά κάνης δεύτερο βήμα. Σέ προειδοποιώ πώς ξέρω καλό σημάδι. Καί νά το ξερής πώς δέ θά λυπηθώ τις σφαίρες. Εκείνος απαντάει μέ μια βλαστήμια καί προχωρεί. Αρχίζουν νά κατεβαίνουν τή σκάλα. Μπροστά αυτός πίσω εκείνη μέ τό πιστόλι στο χέ ρι. Δέ μένουν παρά τοία μο νάχα σκαλοπάτια ακόμα νά φτάσουν στή θολωτή έξοδο του ξενοδοχείου, δταν γίνε ται κάτι πού κάνει τά πράγ ματα νά πάρουν μιά ανάποδη βόλτα. Κάποιος πού παραμο νεύει στο διάδρομο κατεβαί νει αθόρυβα κι1 εοχεται πίσω απ’ τήν κοπέλλα. Στο χέοι του κρατάει απ’ τήν ανάποδη ένα πιστόλι. Άνσσηκώνει τό χέ ρι καί τό κατεβάζει μέ δύναμι. Ή λαβή τού οπλου χτυ
Μ
πάει σάν άστραπελέκι τό κε φάλι τής Έλλεν. — Νά για νά μάθης νά μην κοκορεύεσαι!, άκούγεται μια βραχνή φωνή. Ή κοπέλλα κλονίζεται και μέ μιας δλα χάνονται άττό εμπρός της. Νοιώθει ένα δυ νατό πόνο στο ττίο’ω μέρος του κρανίου και Αυγάνε τά γό νατά της. Καθώς παραπα τάει, βλέπει εκείνον πού προ χωρεί μπροστά νά γυρίζη α πότομα και νά σαλτάρη άπά νω της μέ σφιχτά δόντια έτο μος νά τής καταψέρη μιά δυ νατή γροθιά. Τό δάχτυλό της μηχανικά πιέζει τή σκανδά λη του περιστρόφου πού κρα τάει καί 6υό κομμάτια καφτό μαλόβι φεύγουν από τήν καννη του καί καρφώνονται στο λαιμό του κακούργου. Θαμπά σάν σέ όνειρο, τον βλέπει ν’ άνατρέπεται καί νά κατρακυ λάει στη σκάλα. "Ύστερα τίποτα πιά δέ θυ μάται. Τό όπλο γλυστράει απ’ τά χέρια της. "Ένα και νούργιο χτύπημα στο κεφάλι τήν κάνη νά γονατίση. Σω ριάζεται καί μένει αναίσθη τη. "Ένα απαίσιο γέλιο σκε πάζει τό βογγητό της. Εκεί νος πού έρχεται πίσω της τήν πλησιάζει, σκύβει απάνω της, τήν άνασηκώνει καί τή. Φορτώνεται σά σακιά στους ώμους του. Διασκελίζει τον πληγωμένο που άγκομαχάει καί 6/αινεί στην αυλή που βρίσκεται στο πίσω μέρος τού ξενοδοχείου. Έβώ ένα αλογο τον περιμένει, Σαλτά-
!"βΙ»ΑΚΙ,0ΜΕ02
ρει στη σέλα καί κρατώντας τήν αναίσθητη 'Έλλεν στην άγκαλιά του, τραβάει τά χα λινάρια καί πληγώνει μέ τά σπιοούνια του τά πλευρά του ζώου. Τό άλογο ξαφνιάζεται, τι νάζει τή χαίτη του, αφήνει ένα χλιμίντρισμα καί περ νάει σάν αστραπή την ανοι χτή πόρτα τής αυλής. "Ύστε ρα μέ καλπασμό μπαίνει στο στενό μονοπάτι που φέρνει στην πεδιάδα μέ τους Βάλ τους. Τό ποδοβολητό του θρυμματίζει τήν ησυχία τού καλοκαιριάτικου μεσημεριού. Σέ λίγο όλα έχουν γίνει πάλι οποος πρώτα. Μονάχα πέρα στο βάθος τού ορίζοντα ένα σύννεφο σκόνης σηκώνε ται. Αναίσθητη, ή "'Ελλεν Τζόρνταν, μελαχροινή κο πέλλα μέ τήν γενναία ψυχή, κάνει ένα ταξίδι προς τό θά νατο. · ι,0 Γκάφας διηγείται τίς: περιπέτειες του και ο Μάκ χάνει τις ■αίσ’θησεις του. ΟΤΖ 8 Μ Γ ΚΑΦΑ Σ, καθώς παραπατάει ζαλισμένος έπιστρέφοντας στο ξενοδο χείο, αλλάζει γνώμη. Βγάζει τό μαντήλι πού έχει πάρει άπό τήν τσέπη εκείνου τού μαντράχαλου του Γκάστον "Αλαν καί τό κυττά£ει μέ προσοχή. — Μωρέ καλά τό λέω εγώ πώς είμαι γεννημένος ντέτεκτιβ!, λέει. Δεν έπεσα έξω! "Αλλά ό κόσμος βλέπεις εί ναι αχάριστος! Ποιος σέ ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ^ ΑίΜΜΙΙΙΜΛΐ«ΪΛΐΜ*ΙΙΛΜΐννΜΛΛ/νν!ΛΛΛ/*νννΛν»Λ^ ·ΜΜΑΜΜΜ&ΉΐΜΜ^ΜΜΜΛΜΛΛ<ΜΑΛΜΜΜνΜΜ)ΜΜΙΜνΜΐΙΐΜΜΜΜΐνΜΜΙ ναγνωοίζει την σήμερον ημέ ραν.^ 'Έψαγα ξύλο άλλά τά κατάφερα. Το μαντήλι εχει σχεδια σμένο απάνω του άσπρα και πράσινα καρώ και στη μέση έχει δυο τρύπες. — Αυτές οί δυο τρύπες εί ναι για νά βλέπουν δταν τό φοράνε στο πρόσωπο σαν μά σκα οί συμμορίτες. Αφού λοιπόν τώρα είμαι σίγουρος πώς ό ένας από τους δυο καβαλλάρηδες πού σκοτώσανε τον σωφέρ είναι αυτός ό "Α λαν δεν υπάρχει λόγος νά γυ ρίσού στο ξενοδοχείο. Θά πάω κατ’ ευθείαν στο σερίψη... Αλλάζει γνώμη λοιπόν καί πηγαίνει στον αστυνό μο. Ό Νίκ Πάτερσον είναι στο γραφείο του μαζί μέ τον «κρατούμενο» Μάκ Ντάνυ, πού δεν θέλει νά τον κλείση στο κρατητήοιο άφου είναι φίλος του καί μάλιστα συστη μένος από τον αστυνομικό ε πιθεωρητή Τζαίημς Στούαρτ. Κάθονται στο γραφείο καί κουβεντιάζουν καί ό νεαοός ρεπόρτερ κυττάζει κάθε τόσο τό ρολόι* του. — Μή γίνεσαι νευοικός!, του λέει ό σερίφης. Ή δίκη έχει όριστή για τις πέντε τ’ άπόγεμα. "Ο,τι καί νά κάνης λοιπόν, οί δείκτες^ του ρολο γιού σου 6έ μπορεί νά προχω ρήσουν πιο γρήγορα. Σ’ ένα τέταρτο θά βγή ή άπόφασι. Θά πληρώσης ένα μικρό προ στιμο κΓ ύστερα θάσαι ελεύ θερος... υπό παοακολούθησιν ρσο νά έπιβιβασθής στο τραΐ
νο πού θά σε πάει στη Νέα Ύόρκη μαζί μέ τούς φίλους σου. Καθώς κουβεντιάζουν λοι πόν ανοίγει ή πόρτα καί εμ φανίζεται ό Τζίμ Γκάφας σε άθλια χάλια. Τά άσπρα τσι ρότα πού είναι κολλημένα στο μαύρο πρόσωπό του τον κάνουν νά μοιάζη σά μαδη μέ νος κόκορας. — Ποιος σ’ έδειρε πάλι, Τζίμ; ρωτάει παραξενεμένος ό Μάκ. — "Ενας από τούς δολοφό νους του σωφέρ!, λέει ό άραπάκος. Άλλά τον κανόνισα κι* εγώ μιά χαρά. "Εφαγε γροθιά πού την κατάλαβε Ακόμα νά τον συνεφέρουν. Εφτά γιατροί είναι πάνω άπ* τό κεφάλι του. Ό σερίφης χαμογελάει. ΚΓ ό Μάκ Ντάνυ χαμογε λάει. Κανείς τους δέν πι στεύει σ’ αυτά πού διηγείται ό Γκάφας. — Μά τί έγινε; ρωτάει ό δημοσιογράφος. 'Η "Ελλεν που βρίσκεται; — Ή "Ελλεν εΐναι στο ξε νο δοχείο, λέει ό άραπάκος. Την άφησα γιά νά πάω στον Εισαγγελέα νά κουβεντιάσω μαζί του νά σέ άψήση έλεύθε ρο. Μά στο δρόμο συνάντησα τό λεγάμενο. Τον αναγνώρι σα αμέσως. — Πώς τον αναγνώρισες, ρωτάει ό σερίφης. Αφού ταν νύχτα καί οί δυο δολοφό νοι είχανε σκεπασμένα τά μούτρα τους υέ μαντήλια. — Έγώ 6έ γελιέμαι πο τέ!, λέει ό Γκάφας. Τον άνα?
*4 ΓΒΡΑ11Ι, Ο. ΗΒΟΪ ΜΜΜΜΜ(ΜΜΜΜΜΜΜΜΛΜνΜΜΗΜΑΜΐννΐΜΜΜΛΗ/Ι'ΜΜΑΜΜΜΜΜΜΜ/ννννΜΜΜιΜΛΛΑΛΑΦνίΑΜινΐΐ¥ΜιΜ1««ΜΛΜΜ γνώρισα Αοπτον και τον παιρ νω τό κατόπι. Μπροστά αυ τός, πίσω εγώ. Μπαίνει σ’ ένα μπαρ αυτός, μπαίνω κι3 έγώ. Πίνει αυτός, κοπανάω κΓ έγώ τά ποτηράκια μου. "Ύστερα, όταν ήρθα στο κέ φι, του λέω: «Για έλα έδώ, ρέ φίλε. Εμείς κάπου έχουμε γνωριστή. Μήπως θυμάσαι κάποιο αυτοκίνητο που περ νούσε χθές το βράδυ από την πέτρινη γέφυρα;» Αυτός έγι νε κίτρινος σαν Κινέζος καί κάνει νά βγάλη τό πιστόλι του. Πέ^τω απάνω του, του δίνω μια, του δίνω δυό, του δίνω τρεις, του δίνω είκοσιμία γροθιές συνέχεια και τον κάνω του αλατιού. Πέφτουνε οί άλλοι απάνω μου. «Αμάν, κύριε Γκάφα! μου λένε. Λυ πήσου τον. Είναι οικογενει άρχης άνθρωπος!» Μου τον παίρνουνε από τά χέρια κοά έγώ... πηγαίνω στο απέναντι φαρμακείο. — Κατάλαβα!, λέει © Μάκ. — Τί κατάλαβες; — Κατάλαβα πώς έφαγες πάλι τής χρονιάς σου, Τζίμ. Ό άραπάκος σουρώνει τά χείλια. — "Ωστε δέ μέ πιστεύετε; Κάνει μιά μεγαλόπρεπη χειρονομία καί βγάζει τό μαντήλι από τήν^ τσέπη του καί τό πετάει απάνω στο τρα πέζι. -— Αυτό 5έ σάς λέει τίπο τα λοιπόν; ρωτάει. Αυτό τό πήρα από την τσέπη του αν θρώπου πού... έδειρα! Ό σερίφης βγάζει μιά
κραυγή έκπλήξεως. — Μά ναι! αυτό τό άνα■ννωρ^ζω! λέει. Είναι ενα μαντήλι δμοιο μέ κείνα πού είχαν κρυμμένο τό πρόσωπό τους οί δυό καβαλλάρηδες πού μάς παραμόνευαν στη γέ ψυρα. Βέβαια μοιάζει πολύ. ^ — Δέ μοιάζει απλώς!, κά νει επίσημα ό Γκάφας καί φουσκώνει. Είναι ένα από τά δυό μαντήλια των δολοφόνων. — Πραγματικά!, λέει ό Μάκ πού τό παίρνει στά χέ' ρια του καί τό ξεδιπλώνει. Αυτό τό^ μαντήλι έχει νρησιμοποιηθή ώς προσωπίδα. — Καί πώς τον λέγανε αυτόν πού ο-’ έδειρε; ρωτάει ό σερίφης καί σηκώνεται. — Τον λένε Γκάστον "Α λαν! άπαντάει ό άοαπάκος. —Χμ! Ό "Αλαν! λέει καί σφίγγει τά δόντια ό Πάτερσον. "άπρεπε νά τό είχα μαν τέψει δτι αύτό τό κάθαρμα θά ήταν μπερδεμένο στο φό νο, Ποέπει νά τον συλλάβω... Σέ ποιο μπάρ τον άφησες; —- Νομίζω πώς λέγεται «Πράσινος Βάτραχος». — Έν τάξει, Τζίμ! "Εκα νες παστρικιά δουλειά. Πη γαίνω νά τού περάσω τά σι δερένια βραχιόλια στά χέ ρια. Σέ λίγες μέρες θά έχου με πανηγύρι εδώ δταν τον δουν κρεμασμένο στην πλα τεία. Θά γυρίσω σέ λίγο. Καί προχωρεί προς την έ ξοδο. Μά την ίδια στιγμή α νοίγει απότομα ή πόρτα κι* ένας άνθρωπος χλωμός καί λαχανιασμένος μπαίνει στο γραφείο,
¥ Ο'Η Ρ> Α Ν θ ρ ήή Ο ί Μ ΜνΛν*ΜΛΜΛΛΜΗν>ΜΛΗννΙΛΛΛΛΛ^ν^ν^ΜΛΛΛΛ^ΛΛνΗανΜ^^!ΜΑ,.ϊΓνν^ννΛ^Λνΐ^ν*Μν^νν^ννν^ΐννννΐΑ'νν' — Τι έπαθες, Μαίκελ; ρω τάει έκπληκτος 6 σερίφης. — "£νας φόνος έγινε στο ξενοδοχείο μου!, λέει ό επι σκέπτης. Κάποιον σκοτώσα νε στη σκάλα! ~—Ποιος τον σκότωσε; ρω τάει ό Πάτερσον. —Αέν ^ ξέρω. —-Ποιος είναι ό σκοτωμέ νος; 5/ , —Ούτε αυτό τό ξέρω. Φο: ράει μπότες λασπωμένες καί για πρώτη φορά είδα τό μού τρο του. Αέν τον έχω ξαναβή στο Βίκλαντ. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. —-Τι άλλο είναι; ρωτάει νευριασμένος ό αστυνόμος. -—«"Ενας καβαλλάρης οφπαξε μια μελ;αχροινη κ ο π ελ λά από την κάμαρη της! Την κοπέλλα πού έμενε στο ξενο δοχείο μου. Ό Ντάνυ τινάζεται ορθός και χάνει τό χρώμα του. —Την "Ελλεν; ρωτάει. —Ναι. Την κοπέλλα ^πού ήταν παρέα σου! Τον είδαν νά την κρατάη αναίσθητη α πάνω στ* άλογό του και νά χάνεται στην πεδιάδα μέ τούς βάλτους. Ό Μάκ αισθάνεται μια ξα φνική ζάλη, ιό αίμα μαζεύε ται μέ μιας στο κεφάλι του και ή καρδιά του πάει νά σπάση. Σωριάζεται στο κά θισμα. "Όλα γυρίζουν γύρω του. —Λιγοθύμησε!, φωνάζει ό Γκάψας. —"Ενα γιατρό!, διατάζει ό Πάτερσον. Καί τρέχει κοντά του.
*0 νεαρός ρεπόρτερ' δικάζεται καί καταδι κάζεται σύμφωνα μέ τούς νόμους τού Τέ ξας. ΣΤΕΡΑ από τρεις ώρες ό Μάκ άνοίγει τά μάτια του. "ι^νας γιατρός εΐναι σκυμμένος πάνω απ’ τό κε φάλι του καί του κρατάει τα σφυγμό. -—Αυτό ήταν δλοΐ,^του^λέ ει χαμογελώντας. Σέ πέντε λεπτά θά είσαι περδίκι, παλληκάρι μου. Σέ χτύπησε ή Άρρωστεια του Μεσημεριού. Έ6ώ είναι συνηθισμένα πράγ μοττα κότπ τέτοιοι. _—Δεν ήταν λιποθυμία; ρω τάει ό Γκάφας πού στέκει δί πλα του. —"Όχι. Είναι μιά άρρώστεια τής ζέστης, πολύ συνη θισμένη στο Τέξας. Εκείνη τη στιγμή μπαί νει ό σερίφης. "Ενα βαθύ χαν τάκι σχεδιάζεται ανάμεσα στα φρύδια του. ^ —Τ{ Εγινε ή "Ελλεν; ρω τάει ό Μάκ καί ή φωνή του τρέμει ελαφρά. —Αέν μάθαμε τίποτα πε ρισσότερο από τά όσα μάς' είπε 6 ξενοδόχος. Ό καβαΛλάρης πού την άρπαξε χάθηκε ανάμεσα στις πλαγιές του Γαλάζιου Βουνού. ^Ηταν σαν ν* άνοιξε ή γης καί νά τον κατάπιε! Ό νεαρός ρέπορτερ άνασηκώνεται μέ κόπο. —Θά την σκοτώσουν!, λέ ει. Πρέπει νά ξεκινήσω νά
Υ
2@
τους προλάβω, πριν τής κά νουν κακό! Ό Πάτερσον αναστενάζει. —Δυστυχώς ό είσαγγελεύς είναι ξεροκέφαλος! Μέ κρατάει έδώ για τή δίκη που θά γίνη σέ λίγο. Θά μπορούσα νά σέ πάρω παρέα μου δταν ξεκινήσω για την πεδιάδα μέ τούς βάλτους. Μά τά πράγ ματα είναι μπερδεμένα. Σ’ αυτό τό μεταξύ κρατάω τον Άλλαν! Αυτός σίγουρα ξέ ρει που βρίσκεται ή κοπέλλα, αλλά 6έν μιλάει. Ώστά-
Τά δυο^ παιδιά πηδούν έξω και κυλούν πάνω στο χορτάρι I
ΓΕΡΑΚΙ,
0
ΝΕ02
σο ξέρω μερικούς τρόπους καί θά τον κάνω νά λύση τή γλώσ σα του... — ’Άψησέ με νά φύγω!, παρακαλάει ό Μάκ. Αυτή τή φορά ή άπάντησι έρχεται απ’ τήν πόρτα: —Αυτό δέ γίνεται, «εχνάς δτι είσαι κρατούμενος; Ό δημοσιογράφος γυρίζει ξαφνιασμένος. Στο κατώφλι στέκει αλύγιστος μέσα στο μαύρο κοστούμι του ό Είσαγγελεύς. Τό βλέμμα του είναι γεμάτο έχθρα και ειρωνία. —Φέρε τον κρατούμενο στό δικαστήριο, Πάτερσον, λέει. Ή δίκη αρχίζει σέ λίγο... Και το τραίνο για τη Νεα Υόρκη περνά από έδώ σέ δυο ώρες._ Ό. σερίφης άνασηκώνει τούς ώμους, ρίχνει μια λοξή ματιά καί δέ μιλάει. Είναι φανερό πώς είναι μέ τό μέ ρος τού Μάκ κι5 άν ήταν στό χέρι του, θά τον άφινε ελεύ θερο. Μά 6έν μπορεί νά κά νη διαφορετικά. Πρέπει νά ύπακούση. —"Έχεις κουράγιο νά περπατήσης, Μάκ; τον ρωτάει. —Έν τάξει, Πάτερσον, πά με. Μά νά ξερής πώς πολύ σύντομα θά πάψη νά είναι είσαγγελεύς στό Βίκλαντ αυ τός ό κύριος. Πάμε. Ή δίκη δεν κράτησε περισ σότερο από ένα τέταρτο. Ό Μάκ Ντάνυ καταδικάζεται σέ πρόστιμο καί πληρώνει. Άλ λα αυτό δεν τού κοστίζει τί ποτα. Εκείνο πού τον στενόχωρεϊ είναι άλλο: δτι δηλα δή ύστερα από δυο ώρες θά
υττοχρεωθή νά εγκατάλειψη το Βίκλαντ. Ό δικαστής το είπε κσίαρά, «— Κ σταδ ι κάζεσαί, κατη γορούμενε, είς χρηματικήν ιτϋ ι νήν 100 δολλάρ ίων δ ι ά παραβίασιν των νόμων τού Τέξας και υποχρεοϋσοο νά εγκατάλειψης το Βίκλαντ, "Υστερα από 8υό ώρες, πα ρουσία τοΟ Εισαγγελέας θά έπιβιβασθής του ©νερχομένου τραίνου που Κδίτευθύνεται εις Νέαν Ύάρκην. —Πρέπει νά βρω τή βοη&ά μου!, διαμαρτύρεται 6 Μάκ. Ή δεσποινίς *ΈΧΧεν Τζόρνταν εξαφανίστηκε. 5Αλλά κανείς δέν τον α κούει. —-Θά γίνη αυτό ττου απο φάσισε τό δικαστήριο! Οι διαμαρτυρίες σου, κατηγο ρούμενε, 8έν ωφελούν! ^-Άέν στέλνεις κανένα γράμμα...στο Γεράκι νά σέ βοηθήση; του λέει ο Τζίμ Γκάψας καί του κλείνει τό μάτι. Ό Μάκ άναστενάζει. —-Αυτό φυσικά θά έπρεπε νά γίνη. Άλλα έχω τους λό γους μου καί 6έν μπορώ νά μπερδέψω τό Γεράκι, σήμερα τουλάχιστον, σ’ αυτή την Ι στορία^ "Ύστερα δέν θέλω νά μαθευτή στο Βίκλαντ ότι ό Νέος Υπεράνθρωπος είναι ό άλλος εαυτός μου. "Αν εξαφα νιστώ καί δούνε κατόπιν τό Γεράκι μέ την κόκκινη μπέρ τα νά ταξί δε 6 η στον αέρα, ό λοι θά καταλάβουν τό μυστι κό μου. Καί αυτό θά μου χαλάση„τά σχέδια. Ωστόσο μην
ΟΙ τρεις καβαλλάρηδες ξεκινούν γοργά γιά τό Γαλάζιο Βουνό!
άνησυχής. Σέ μια - δυο _ώ ρες τό Γεράκι θ5 άνοιξη πάλι τά φτερά του. Καί τότε θά καθαρίσουμε πολλούς λογα ριασμούς, Τζίμ! -—ΚΓ ή "'Ελλεν; ρωτάει ό άραπάκος.^ Θ’ αφήσουμε την 'Ελλεν καί θά φύγουμε; —Θά βρούμε τον τρόπο νά βοηθήσουμε την 'Έλλεν, λέει. "Όσο γΓ αυτό, μην άνησυ-^ χής...
ΓΕΡΑΚΙ,
Ή νεαρή βοτ,θός του Μάκ καλπάζει γοργά προς ένα φριχτό θά νατο. ΕΝ ξέοει όμως άκόμα 6 Μάκ Ντάνυ πόσο κοντά στο θάνατο βρίσκεται ή δ» μορφή μελαχροινή βοηθός του. ’Άν τό ήθερε σίγουρα 8* άλ λαζε γνώμη, θ’ ακολουθούσε τή συμβουλή του Τζίμ καί 83 αφινε κατά μέρος ολους τούς δισταγμούς. *Η ΈΑλεν πραγματικά κιν δυνεύει αυτό τό βράδυ περισ σότερο από κάθε άλλη φορά. "Όταν συνέρχεται από τό δυ νατό χτύπημα που έχει δεχτή στ© κεφάλι, ανοίγει τά μά τια. Βοίσκεται στη οάχη έ νας άλογου που καλπάζει μέ σα στην ερημιά. Ό καβαλλάρης φαίνεται πώς είναι άσ σος στην ιππασία. Μέσα στο ένα μπράτσο του κρστάει σφι χτά τό κορμί της και μέ τό ενα μονάχα χέοι διευθύνει τό άλογο πού τρέχει σάν άστραπή. Ό ήλιος έχει αρχίσει νά γέρνη κατά τή Δυσι και πέοα μακρυά, δσ© φτάνει τό μάτι, δεν υπάρχει τίποτα έκτος α πό μιάν απέραντη, βραχώδη πεδιάδα. —Που μέ πας; ρωτάει τον άγνωστο ή "Ελλεν. Έκεΐνος ζαρώνει τό άσκη μο μούτρο του σά νά θέλη νά χαμογελάση. —Χμ! Βλέπω ξαναζωντά νεψε'τό πουλάκι μου!,, γρυλλίζει ειρωνικά. Μά ό φίλος μου που είναι ξαπλωμένος
Ο
ΝΕΟΙ
στις σκάλες τού «Χρυσού Πα γωνιού», δεν θά ξαναζωντανέ ψω ποτέ I . —Πού με πας; ξαναρωτάεί ή κοπέλλα. —Σέ κάποιο πανηγύρι σε πάω, πουλάκι μου!, Αποκρί νεται αυτός μέ κακία. Οι Ιν διάνοι έχουν κάποιο πανηγύ ρι άπόψε κι3 έχουν ανάψει φω τιές στο χωριό τους. Εκεί μου είπε νά οχ πάω τ’ άφεντικό... Ή "Ελλεν άνατρι χιάζει. Την πηγαίνει λοιπόν στους έρυθροδέομους! "Ένα δυνατό χτυποκάρδι άρχίζει νά την παιδεύη. Ξέρει τί σημαίνει αυτό... -—"Έχεις ακούσει για τις γιορτές τού Μεγάλου Πέσχιν; ρωτάει ό άγνωστος. —"Όχι. Δεν έχω ακούσει. —Θά δης καί θ3 άκούσης λοιπόν άπόψε. Κάποια άσπρη κοπέλλα θά παντρευτή άπό ψε τον Μεγάλο Πέσχιν. Τό Θεό "Ηλιο, δηλαδή. Θά -μοι ράσουνε καί κουφέτα... Και ξεσπάει σ3 ένα δυνα τό καί απαίσιο γέλιο. 'Η "ΕΛ λεν 6έ μιλάει. Καταλαβαίνει τί σημαίνει ένας γάμος του Θεού Πέσχιν των έρυθροδέρμων. "Έχει ακούσει κι3 έχει διαβάσει ένα σωρό ιστορίες γιά κάτι παρόμοιους γάμους, που γίνονται μια φορά κάθε χρόνο. Πολλά άσποα κορί τσια έχουν χαθή- κι3 έχουν βρή τραγικό θάνατο μέσα στις φωτιές των έρυθροΒέομων. θεέ -μου. ποέπει νά βρή έναν τρόπο νά ξεφύγη. —-Μά γιατί μέ πας στους
Ά # $ Α & Φ ^ 6 Λ-6 α ΜΜΜΜΜΜΜΚ ΜνΜΜ'ΜΜηΜΜΑΜΜΜΛΜάΜάϊ&Μ&Μ'&Ιι ερυθροδέρμους; ρωτάει. —-Χμ! Δεν τό κατάλαβες; Τό αφεντικό τους έχει φίλους καί Θέλει νά τους υποχρέωση. Μέ κάτι τέτοια τους καλοπιάνει καί τους έχει πάντοτε μέ τό μέρος του. Τούς χρειαζό τανε κάποια νύφη απόψε και μια που έφτασες εσύ μέ την παρέα σου στο Βίκλαντ... -—Καί τί του έφταιξα έγώ του αφεντικού σου; λέει ή "Ελλεν καί τον κυττάζει λοξά. —-Αυτό δεν τό ξέρω. λ —Μήπως τον λένε Φρέλιχ τό αφεντικό σου; ρωτάει τό κορίτσι. —Βούλωσε τό στόμα σου! , αγριεύει απότομα αυτός. Ή "Ελλεν κλείνει τό στό μα της, αλλά τό χέρι της κι νείται αργά. Μιά τολμηρή ι δέα έχει περάσει απ’ τό μυα λό της καί ζητάει τώρα νά τή βάλη σ’ εφαρμογή. Τό χέρι της γλυστράει προς τη ζώνη όπου εχει κρεμασμένα τά πι στόλια του ό άπανωγέας της. ’Άν μπόρεση νά πάρη ένα ό πλο στά χέρια της, ίσως τά κστσν'οη νά γλυτώση. Ή οουλειά αυτή βέβαια δεν εί ναι καθόλου εύκολη. Μά δέν υπάρχει τρόπος νά διάλεξη. "Ετσι κι’ άλλοι ως είναι χα μένη. Πρέπει νά παίξη κο ρώνα - γράμματα τή ζωή της. Τό χέρι της γλυστράει στή μέση τού καβαλλάρη, άκουμπάει άπαλά στή θήκη τού πιστολιού, τήν ξεκουμπώνει καί τά δάχτυλά της χαϊδεύ ουν τή λαβή ένός περιστρό φου.
-—Φτάσαμε!, ακούει. ξαφνι κά τή φωνή του. Σέ λίγο 8ά σέ υποδεχτούν οι Ινδιάνοι! Τό χέρι της τρέμει ελα φρά. Αισθάνεται μιά δυνατή παγωνιά νά τήν κυριεύη. "Ε να καρφί τρυπάει τήν καρδιά της. Τό άλογο έχει μπή σέ μιά βαθειά χαράδρα τώρα καί άνηψορίζει σ’ ένα στενό μο νοπάτι πού φέρνει στις από κρημνες πλαγιές τού Γαλά ζιου Βουνού. Φουχτιάζει τό περίστροφο, τό τραβάει ελα φρά, τό βγάζει άπό^τή θήκη καί τό κρύβει στο στήθος της. Στ’ αυτιά της φτάνουν παρά ξενα ουρλιαχτά πού μοιάζουν σάν τραγούδια καί μοιρολόγια μαζί. Ιά συνοδεύει ένα μονότονο καί άνατριχιαστικό χτύπημα τού τάμ-τάμ. Ή "Ελλεν παλεύει γενναία, νικά. άλλα πέφτει στά χέρια τά>ν ερυθροδέρμων. ΥΤΟ τό χτύπημα των τα μπούρλων εΐναι ένα μή νυμα θανάτου γιά τήν "Ελλεν καί ή τολμηρή κοπέλλα νοιώ θει κάτι νά τής σφιγγη την ψυχή. Δέν υπάρχει πολύς και ρός^. Νά, τώρα φαίνονται τά πρώτα καλυβόσπιτα τών Ιν διάνων. Πιο πέρα, μιά μεγά λη φωτιά σηκώνει τά φλογι σμένα μπράτσα της ζητώντας νά φτάαη τον ουρανό. Πρέπει λοιπόν νέ< πάρη τήν άπόφασι. Σέ λίγο θά είναι πολύ άργά. Τό μονοπάτι είναι στήν άκοη ένός γκρεμού. Αλλά ή "Ελ' λεν δέν μπορεί νά διάλεξη. Σφίγγει τά δόντια, τινάζε-
Α
96
.
„
. , ΜΡΑ&Ι' Ο ^4^*%^>Λ<Μ^1ΛΛ<Ι^<*Λία>%«1Λ^Λ^«6<^%^^·»νν»··ι^ν»ν^ί>^»ν»^»ννΐ«^»ν><νΐιΑίννί^Ι
ται πλάγια, γέρνει προς τά έμπρος, ξεφεύγει από τό χέρι πού την κρατάει και γλυστρά ει κάτω απ’ τ’ άλογο. Ό ά» παγωγέας ξαφνιασμένος σφί™ νει μια βαρεία βλαστήμια, τραβάει τά γκέμια τού ζώου, σταματάει και σαλτάρει α πάνω της. Ή "Ελλεν τον σημαδεύει κιόλας μέ τό πιστόλι καί δυο γλώσσες φωτιάς σκίζουν τό σκοτάδι. ΟΙ πυροβολισμοί άκούγονται σαν βροντές. Μά οι σφαίρες πάνε χαμένες. Ό συμμορίτης είναι χειροδύνα μος καί τά σιδερένια του δά χτυλα τυλίγονται στον καρπό του ώπλισμένου χεριού της κοπέλλας. Τό πιστόλι ξεφεύ γει από τό χέρι της καί χά νεται στο σκοτάδι. Τώρα κι5 οί δυο κυλιούνται στο υγρό χώμα. Παλεύουν στο χείλος του γκρεμού. Μισό μέτρο πιο έκει χάσκει ένα σκοτεινό βά ραθρό. —"Ελα, άφησε τίς εξυπνά δες!, μουγγρίζει ό κακούρ γος. Σταμάτα νά παλευης καί νά μου γδέρνης τά μούτρα μέ τά^νύχια σου, γιατί δέ θά σού βγή σέ καλό. —Αυτό δέ γίνεται!, γρυλ* λίζει η κοπέλλα. Καί, καθώς βρίσκεται α πάνω της καί σηκώνει τη γρο θιά του νά τή χτυπήση, δι πλώνει τά γόνατά της καί σχεδόν αμέσως τά τινάζει εμ πρός. ιΟ συμμορίτης άνατρέπεται.^ Μά σ*. ένα δευτερόλε πτο είναι πάλι όρθιος. "Ορ θια όμως τώρα είναι κΓ’ ή "Ελλεν. Για μιά στιγμή στέ
κουν ακίνητοι κυττάζοντας μέ άγριο βλέμμα ό ένας τον άλ λον. "Υστερα μουντάρουν σάν δυο άγρίμια πού είναι έτοι μα νά άλληλοσπαραχτούν. Έκεΐνος, σίγουρος γιά τή δό να μ ί του, χαμογελάει προ σπαθώντας νά κρύψη τή λύσ σα του. Αυτή μέ τεντωμένα όλα τά νεύρα έχει αποφασί σει πού θά χτυπήση. Καί ξα φνικά τό χέρι της τεντώνεται εμπρός καί πέφτει σάν ένα βαρύ σίδερο λίγο πιο κάτω απ’ τό στομάχι τού κακούρ γου. Αυτός αισθάνεται ένα 5υ νατό πόνο, βλαστημάει και κάνει δυο βήματα πίσω γιά νά φυλαχτή από δεύτερο χτύ πημα. Μά έχει ξεχάσει πώς μισό_μέτρ© πίσω του χάσκει τό σκοτεινό βάραθρο. Τά πό δια του συναντούν τό κενό καί γκρεμίζεται άφίνοντας μιά ά γρια κραυγή τρομάρας. -—Τά ξημερώματα θά βρουν μπόλικη τροφή άπ5 τό βρωμε ρό κορμί σου τά κοράκια, λη στή!, τού φωνάζει ή "Ελλεν. Καί τό^επόμενο δευτερόλε πτο σαλτάρει στο άλογο που βρίσκεται πιο εκεί, πιάνει τά γκέμια, τό υποχρεώνει νά κά νη μεταβολή καί χύνεται σά σίφουνας, κατηφορίζοντας τώ ρα τό στενό μονοπάτι, πού φέρνει στο δρόμο τής σωτη ρίας. —Θεέ μου, σ3 ευχαριστώ!, ψιθυρίζει. "Ομως τήν ίδια στιγμή α κούει κάτι πού τήν τοομάζει. Στηλώνει τ’ αυτί. Είναι πο δοβολητό άλογων πού καλπά ζουν από πίσω της. Οι έρικ
....
θρόδερμοι έχουν ακόυσει τους πυροβολισμούς και τήν κραυ γή του συμμορίτη που γκρε μίστηκε στο βάραθρο και τρέ χουν ξοπίσω της. Την βλέπουν νά φεύγη μέσα στη νύχτα καί καταλαβαίνουν τί έχει συμ~ 6η. Για κανένα λόγο δέ θά την άψήσουν νά φυγή αφού αυτήν Υσα - Υσα περιμένουν για νά κάνουν τή θυσία τους. Το άλογο της Ελλεν είναι κουραο'μένο. Ωστόσο τρέχει δσο γίνεται πιο γρήγορα. Μά οί άλλοι, οι Ινδιάνοι, τρέ χουν σά δαίμονες. Κάθε λε πτό που περνάει νοιώθει πώς τήν ζυγώνουν. Ακούει τό πο δοβολητό των άλογων καί τις άναρθρες πολεμικές κραυγές τους. Καί ξαφνικά κάτι σφυ ρίζει σά φίδι στον αέρα. "Ε να σκοινί περνάει στο κεφάλι της, φτάνει στους ώμους καί γίνεται θηλειά όταν τυλίγει τά μπράτσα της. Αισθάνεται νά τινάζεται απ’ τή σέλα κι* ένας ερυθρόδερμος που έχει φτάσει κιόλας δίπλα της την άρπαζει σάν παιχνιδάκι στον αέρα καί τήν φορτώνει οπή ράχη του αλόγου του. Ή "Ελλεν ακούει ουρλια χτά νωρίς νά είναι ικανή ν’ αμυνθή. Πέντε καβαλλάρηδες τήν έχουν στή μέση. "Εχουν βαμμένα πρόσωπα μέ κόκκι νη καί άσπρη ώχρα, ^φορούν φτερά στο κεφάλι καί έχουν άγριο βλέμμα. Είναι σχεδόν γυμνοί. "Ενα μονάχα μικρό κουρέλι τυλίγει τή μέση τους. Περνούν μερικές ακόμα βόλ τες σκοινί οπό κορμί τους, τήν δένουν πιο στέρεα καί τά
II
παίρνουν το της επιστροφής καλπάζοντας. "Ϋ όπερα από δέκα λεπτά ή "Ελ λεν Τζόρνταν, ή μελαχροινή βοηθός τού Μάκ Ντάνυ, είναι δεμένη μπροστά στή μεγάλη φωτιά τής θυσίας. -Ακούει γύρω της κραυγές λύσσας καί τραγούδια. Καί τά τάμτάμ χτυπούν δαιμονισμένα. Στέκει αμίλητη, μέ τό βλέμ μα γεμάτο τρόμο καρφωμένο στις φλόγες πού σέ λίγο πρό κειται νά τήν καταπιούν. Τό ξέρει πώς θά τήν ρίξουν σ<:ή φωτιά κΓ ένα ψυχρό χέρι φουφτιάζει τήν καρδιά της καί τήν παιδεύει. —Θεέ μου, παρακαλεΐ, κά νε νά τελείωση δσο γίνεται πιο γρήγορα τό μαρτύριό μου... Καί τά μάτια της είναι γε μάτα δάκρυα που αρχίζουν νά κυλούν στις πάρειές της. Τρεις χαβαλλάοηδες ξεκινούν μέσα στή νύ χτα για τις πλάγιες του Γαλάζιου Βουνού. Ο ΙΑ!Ο βράδυ, λίγο νω ρίτερα, ό Μάκ Ντάνυ καί ό Τζίμ Γκάφας υποχρεώνονται νά έπιβιβαστούν στο τραίνο πού φεύγει γιά τή Νέα Ύορκη. Στην πλατφόρμα τού σταθμού, εΐναιό Είσαγγελεύς καί ό σερίφης Πάτερσον. Ό πρώτος παρακολουθεί μ’ εχθρικό βλέμμα τά δυο παι διά πού φεύγουν απ’ τό Βίκλαντ. Ό δεύτερος κλείνει τό μάτι μέ νόημα στον Μάκ. —-Καλό ταξίδι, κύριε Ντά νυ.
Τ
«1
—Ευχαριστώ, Νίκ Πάτεοσαν. Σέ λίγο τό τραίνο ξεκι* νάει και άψίνει ένα οξύ σφύ ριγμα σαν τελευταίο αποχαι ρετισμό στο χωριό πού άφίνει πίσού του. —Αντίο, ωραία "Ελλεν!, λέει μελαγχολικά ό αραπάκος. "Ήρθαμε τρεις καί γυ ρίζουμε δύο. Ποτέ δεν τό πε ρί μένα αυτό απ’ τό Γεράκι. Θά τρ πω τής κυρίας Μάργκαρετ νά τό μαλλώση... 0 Μάκ τον κυττάζει λοξά. Είναι κΓ αυτός μελαγχολικός καί λυπημένος, δμως τίποτα δεν δείχνει πώς έχει άπογοητευθή. Ρίχνει μονάχα κάθε τόσο βιαστικές ματιές στο ρολόι του. "Ενα τέταρτο αρ γότερα σηκώνεται. ^—"Ελα μαζί μου, Τζίμ!, λέει. ■—Δόξα σοι ό Θεός πού τό θυμήθηκες πώς πρέπει νά φά με!, αναστενάζει ό άραπάκος._ Εκείνος δέν μιλάει. Τον πιάνει άπό τό χέρι καί βγαί νουν άπ" την καμπίνα τους. Περνούν μέ βιαστικό βήμα τον στενό διάδρομο καί φτά νουν στο τελευταίο βαγόνι. ίΚάτω οπτό τό φως των ά στρων λαμποκοπούν οι σιδε ρένιες ράγιες, απάνω στις ο ποίες γλυστράει τό τραίνο. Τώρα αρχίζει ό ανήφορος. Ή μηχανή άγκομαχάει καί ή τα χύτητα λιγοστεύει αισθητά. —Δέ θά φάμε; ρωτάει παραξενεμένος 6 Τζίμ. 1 —"Οχι. Πρώτα θά πηδή σουμε άπό τούτο τον έξώστη.
ΡβΡΑ*Ι,
Ο
Μ16 1
ΚΓ ύστερα βλέπουμε. Τί Χές; Θά τά καταφέρης; Ό άραπάκος καταλαβαί νει. —Θά γυρίσουμε στο Βί* κλαντ; ρωτάει. —Ναι. Δέ μπορούμε ν’ άφήσουμε αβοήθητη τήν "Ε>··* λεν! Ό Τζίμ Γκάφας είναι έτοι μος νά ζητωκραυγάση άπό τον ένθουσιασμό του, άλλα ο Μάκ Ντάνυ τού κλείνει τό στόμα. —Εμπρός, Τζίμ!, διατά ζει. Κάνε δ,τι κάνω κΓ έγώ! Σκαρφαλώνουν στά κάγκε λα τού έξώστη, κρέμονται για μιά στιγμή στο κενό κΓ ύ στερα άφίνουν τά χέρια τους καί γλυστροΰν στο χώμα. Παίρνουνε μερικές τούμπες στά χορτάρια κΓ δταν σηκώνωνται, βλέπουν τον σκοτει νό δγκο τού τραίνου πού άνηφορίζει καί χάνεται μέσα στή νύχτα... —Είσαι έν τάξει, Τζίμ; —Έν τάξει, κύριε Μάκ. —Εμπρός, λοιπόν. Βαδίζουν για λίγο παράλ ληλα στις ράγιες, ύστερα μπαίνουν σέ μιά καμπή τού δρόμου πού βρίσκεται δεξ»ά τους καί βρίσκονται στήν αρ χή ένός δάσους. Ό Μάκ κυττάζει γύρω του. Κάποια σκιέ< γλυστράει κοντά τους. —Γειά σου, Μάκ! Ό σερίφης Νίκ Πάτερσον είναι μπροστά τους. —"Όλα έν τάξει; ρωτάει ό νεαρό*- ^έποοτερ. —"Ολα έν τάξει. Τρία ά λογα, έξη περίστροφα καί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ' . 33 ΜΙΗννννίΐνΜΛΜΜΙΜΜ .νν^ΐνννν\\'ν^νν\\νννίΑ^%·1!^Λνννΐ^ν^ΛΛΑΛΛ^*.^νν^\^^^^ΛΛ7νννν\ΛΛ'νΐ'5Λ,νΛ,νίΛΛ.νίΛνννϊί μπόλικες σψαΐρες. Φεύγουμε. Προχωρούν μερικά βήματα. Ό σερίφης δίνει στον καθένα από δυο πιστόλια και σφαί ρες και σέ λίγο βρίσκονται κι5 οϊ τρεις πάνω στ* άλογα. —Τώρα μάλιστα!, ξεφωνί ζει ό άραπάκος χαρούμενος. Τώρα μάλιστα, σέ αναγνωρί ζω, Γερ... κύριε Ντάνυ! Α πάνω τους καί τους φάγαμε!
Καί τά τρία άλογα μέ τους τρεις καβαλλάρηδες όρμουν σαν αστραπή μέσα στή νύ χτα προς τήν πεδιάδα μέ τους βάλτους, έκεΐ προς τίς πλα γιές του Γαλάζιου Βουνού, ό που μια τολμηρή καπέλλα, ή 'Έλλεν Τζόονταν, κινδυνεύει νά χάση τή ζωή της μέσα στις φλόγες τής θυσίας του Μεγά λου Πέσχιν...
ΤΕΛΟΣ _Συγγραφ·εύς: Π. ΠΕΤΡ )ΤΗΣ
5ΑίγογυΟδεύεται
Στο έπόμενο τεύχος, τό 12, που έρχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο
ή άν<χ5ηιιοσίευΰ·ι ς.
την
♦♦♦♦-♦■ + ♦ 4 ♦ ♦ ♦ ♦ 4 ♦ 4 4 6 Μάκ Ντάνυ κι* ό δεύτερος εαυτός του, το ασύλληπτο καί άτρωτο Γεράκι, ό Νέος Υπεράνθρωπος, αγωνίζε ται απεγνωσμένα για νά σώσιγ τήν ΓΈλλεν άπό τά νύχια καί τίς φλόγες τού θεού των ερυθροδέρμων, τού Μεγάλου Πέσχιν!
είναι ένα άπό τά καλύτερα τεύχη τού «Γερακιού», γεμάτο αγωνία, ηρωισμούς, γέλια, δάκρυα καί αό·
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩΤΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ I ΩΝ Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 ·Ψ Άριθ- Ϊ1 ·ν· Τιμή δραχ. 2 — ■ -^ΙΓΕΙ ^--Β^Χ^.ΤΙΜΓ^.ΤΓ·^ —Β—«»——1——Ρ«Ρ——I·——Μ——1>1·——. ——■
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
ΞΕΔΟΘΗΣΑΝ !) Τό Παιδί τοΟ Μυστηρίου 2) Τό Γεράκι συντρίβει 3) Το Ιπτάμενο Παιδί
7) Τό Φοβερό Μυστίκό
8) 'Ο Αόρατος Θάνατος.
4) Τιτανομαχία
9) Ό ΤζΤμ Γκάφας θυμώνει.
5) «Ο Προστάτης του Κόσμου 6) Τρ Μαύρο καί τό "Ασπρο Γεράκι
10) Οί Κίτρινοι Δαίμοες. 11) Στά χέρια των Ερυθροδέρμων
Ή Διεύθυνσις τών εκδόσεων «Ό Μικρός "Ηρως», θέ λοντας νά βοηθήση τά Ελληνόπουλα νά περάσουν ευχά ριστα καί ωφέλιμα τίς διακοπές του καλοκαιριού, απο φάσισε νά τους προσφέρη σέ έξευτελιστικές τιμές, σχε δόν δωρεάν, δύο άττο τίς καλύτερες έκδόσεις της, τό «Παιδικό Πανεπιστήμιο» καί τό ανάγνωσμα περιπετειών ζούγκλας «Τάργκα». Άπό της 10ης Ιουλίου μέχρι της 31ης Αύγουστου, κάθε Ελληνόπουλο θά έχη τό δικαίωμα νά άγοράση από τά > ραφεία μας: 1) Τον Πρώτο Τόμο του «ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ ΜΙΟΥ», που άποτελεϊται άπό τά 6 πρώτα τεύχη, δεμένα με πανί πολυτελείας καί μέ χρυσά γράμματα. Ή τιμή ου «βρίστηκε στις 30 "δραχμές. Από τίς 10ης Ιουλίου όμως μέχρι της 31ης Αύγουστου, θά μπορητε νά άγοράσετε τον πολύτιμο αυτό τόμο μέ την απίστευτη τιμήν των... 13 μ ό ν ο ν δραχμών! 2} Θά μπορητε επίσης νά αγοράσετε, στο ίδιο διά στημα, τά 22 τεύχη του «ΤΑΡΓΚΑ», που ή τιμή τους είναι 44 δραχμές, πληρώνοντας... μόνο 10 δραχμές ! Τέλος, Θά εχετε τό δικαίωμα νά αγοράσετε τους δυο τό μους του «Τάργκα», πληρώνοντας μόνο 10 δραχμές γιά τον καθένα! ΣΗΜΕΙΩΜΑ: "Οσοι Θέλουν νά πάρουν τά τεύχη ή τούς τόμους ταχυδρομικές 8ά επιβαρυνθούν μέ τά τα χυδρομικά (2 δραχμές για κάθε τόμο καί 4 δραχμές για όλα τά τεύχη τού «Τάργκα»).
Ο υηΕΡΖΝΒροηοι Μ/κυ μβπι/ϊ ΕΙΕΝΠ ΑΕΝ ΣΕ ΒΕΛΟ ΣΚΜβΟ ΜΝ90ΛΡ ΝΡΡΒΗΤ ΕΙΡΗΝΙΚΕ) ΜΛΛίΑ
ίου τούτο ΠΠ&* μ ου !π )---- ——αγ
ΠΨου ε/νοι έτσι οη σε πη ΡΒ ΜΕ τα 20Ρ/!_______
ΜΠΟΡΕΙ ΝΟΜΟΙ ΣΚΑΟΒΟ ΝηηπΡ'Η ΙΟΙ] Α ΕΝ ΠΡ0Κ£Ι ΤΒ\ Ο- ΟΡΓΗ ΜΟΤ ΝΠΣΚΟΨΡ! >
. ΕιηΊι,-ύΙΐΐίΙΐΐιΙΐίέ
Ο ΜΕΤ’ΙΕ ΤΟΦΕΛΗΣ ΓΤΠΟΣ )ΑΕΓΕ ΓΕΡΟ Μ Ν ΞΙΝΟΙ ΤΟΣΟ ΕΕυΠΝΟΠηΟυ ΑΕΝ που ΝΟΜΙΣΕΙ! ΕΧ° ΜΙΡ/ΜΒΣ ΒΣ)Ε ΠΟΛυΚΟΛΠ ΙύΕΠίΠΡΕ- ( ΠΕ>1 ΠΕΙ ΝΡ ΤΗΝ ΠΟΟΜΕΙΐ^
ΟΛΒΟΙ!
■ΚΟΜΟη·
Λ ·*
I__ 1
■ Η _____ _ι
^
ιμ*!!
ραλντ» τής Νέας Ύόρκης, είναι ένας έφηβος δεκαοκτώ χρόνων μέ αθλητικό κορμί κι5 έξυπνο βλέμμα. Ό τρίτος, είναι ό χαζός καί λιχούδης ά~ ραπάκος Τζΐμ Γκάφας, ό μι κρός προστατευόμενος τού Μάκ, πού ταλαιπωρείται πε ρισσότερο απ' όλους απάνω στή σέλα, καθώς καλπάζει τό άλογο... Είναι κΓ οι τρείς ώπλισμέ νοι μέ έξάσφαιρα καί ταξι δεύουν μέ σφιχτά τά δόντια στο σκοτάδι, προσπαθώντας νά φτάσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα στο Γαλάζιο Βουνό, εκεί όπου οί ανυπότακτοι ε ρυθρόδερμοι έχουν στήσει τί^ φωληές τους. Εκεί όπου προ κειται απόψε νά θυσιάσουν Τρεις καβαλλάρηδες στή φωτιά, γιά χάρι τού πέφτουν σέ ένέδρα των Θεού του "Ηλιου, του Μεγά Ινδιάνων καί δ Γκάλου Πέσχιν, όπως τον λένε φας χάνεται μυστηριωστή γλώσσα τους, μιά όμορ δώς φη μελαχροινή κοπέλλα. (*) Ή "Ελλεν Γζόρνταν, ή βο ΥΤΟΙ ο! τρεις καβαλλά ηθός τού Μάκ Ντάνυ, μέ τήν ρηδες, πού ταξιδεύουν αυτή τή σκοτεινή νύχτα στηνόποια ό νεαρός ρέπορτερ συν κοιλάδα μέ τούς Βάλτους, εί δέεται μέ ένα είδος αγνής φι ναι τρεις άνθρωποι πού δια λίας πού πρόκειται κάποτε φέρουν πολύ ό ένας από τον νά καταλήξη σέ γάμο, κινδυ άλλο. Ό ένας, ό σερίφης Νίκ νεύει τούτη τή νύχτα στά χέ Πάτερσον, είναι ένας σβέλ ρια τών Ινδιάνων καί κάθε τος γεροδεμένος άντρας μέ ώοα πού περνάει τήν φέρνει τετράγωνους ώμους, πλατύ ολο καί πιο κοντά στο θάνα μέτωπο καί γερακίσια μά το. τια. Ό δεύτερος, ό Μάκ Ντά(*) Διάβασε το ττροη,γούιυιεινο νυ, ό νεαρός αστυνομικός ρέ- τέθνος: .«ιΣτά χέρια των Έρν* πορτερ του «Νταίηλυ Χε- Φροδέρμων». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Α
4
ΓΕ^αΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
«ΜΜΙΜΜΐννηΜηηΐΙΙ1ΜΜΜΙΜΜΙΜΜιΜΜΐΜΜΜΜΜΜνΐΜΜΜΜΜνΜΜνΜνννννννΜννννννννΜ/ννΐΜΜνΜ«νΜ*ννΐΜΤ
Κι* είναι ό λόγος τούτος ακριβώς που οι τρεις καβαλλάρηδες προσπαθούν νά φτά σουν όσο μπορούν πιο σύντο μα κοντά της, νά τή γλυτώσουν άπ" το φριχτό μαρτύριο που τή^ έτοι μάζουν οι Ίνβιάνοι μέσα στις φλόγες. — "Οταν τελειώσουμε μέ τούς Ερυθροδέρμους, λέει ό Μάκ Ντάνυ στο σερίφη, κι* όταν ή "ΕΑΑεν είναι και πά λι ελεύθερη, θά σο3 πώ μ7·ά δουλειά πού θά σέ κάνη διά σημο, Πάτερσον. Θά πάμε παρέα νά κάνουμε μια επίσκεψι στο στρατηγείο τού Φρέλιχ, τού άρχι κατασκόπου πού έχει άναστατώση τις Ή νωμένες Πολιτείες και μένει ασύλληπτος... — "Έχω ακουστά γιά τον Φρέλιχ!, απαντάει ό σερί φης. Μά αυτός, όπως ^ ξέρω, έχει τή φωληά του στή Νέα Ύορκη και ή Νέα Ύόρκη α πέχει χιλιάδες μίλλισ άπ" τό Τέξας. Τί δουλειά έχω ε γώ εκεί κάτω;
Ό δημοσιογράφος γελάει.
χαμο
— Κι3 όμως, Νίκ! Ή φω ληά τού Φρέλιχ είναι πολύ κοντά από εδώ. Είναι προς τό μέρος πού ταξιδεύο με. "Απέναντι μας. Στό Γαλάζιο Βουνό. "Εκεί λογαριάζω νά τού κάνω μιά επί σκεψι. Ό Πάτερσον χαϊδεύει την καραμπίνα πού έχει κολα σμένη στή σέλα τού άλογου του και καρφώνει τά μάτια στον σκοτεινό όγκο τής ορο σειράς πού διαγράφεται μπροστά τους.
— "Αν είναι έτσι, λέει, τότε έρχομαι παρέα σου. 3Εν τάξει, Μάκ! Τά πέταλα των άλογων βγάζουν σπίθες, καθώς σφυροκοποϋν την πετρώδη πεδι άδα. Στό δεξιό τους χέρι έ χουν τώρα τούς Βάλτους. Μια μυρουδιά θειαφιού έρχε ται άπό τό μέρος τους. Ξα φνικά, από τις καλαμιές πού βρίσκονται στις όχθες τους, κάτι αστράφτει. Μια σφαίρα περνάει ξυστά άπό τον ώμο τού Τζί μ Γκάφα% *— "Αμοιν! Μέ φάγανε!, φωνάζει ό άραπάκος και βρί σκεται κρεμασμένος στην κοι λιά τού αλόγου του. Βοή θεια! Χάνου μαι! Τήν ίδια στιγμή τό ένα χέ ρι τού Πάτερσον τινάζεται πρός^τά κάτω, φουχτιάζει α πό τήν πιστολοθήκη του τό έξάσφαιρο περίστροφο και στέλνει τήν άπάντησι. Μιά πνιχτή κραυγή άκούγεται στούς Βάλτους. Μιά δεύτερη ο'ψαίρα φεύγει άπό τήν καννη τού πιστολιού τού Μάκ. Μιά σκιά, πού σέρνεται ύπου λα προς τό μέρος τους σά^φίδι, τινάζεται ό'ρθή κι" αφήνει ένα άγριο ουρλιαχτό. Σηκώ νεται καί τρέχει. Είναι ένας άντρας πού κρατάει τό άριστερό του χέρι κο:ί τρέχει πρός τούς Βάλτους. -—- Αυτός είναι 31 νβιάνος!, λέει ό Πάτερσον καί σημα δεύει. Τον πλήγωσες στον ώ μο. "Εγώ θά τον κάνω νά κου τσαθή. Μάς χρειάζεται ζωνντανός. Ό σερίφης πιέζει τήν
*ΒΜΐβΚ»ΜΜιΜβΜΕΜ^Η»ΜΛ>Ι»^^
σκανδάλη και 6 άνθρωπος πού τρέχει κλονίζεται καί γο νοτίζει στη μέση του δρόμου. Πηδουν άπό τ’ άλογο και μέ προφυλάξεις,^ έχοντας τά πιστόλια στα χέρια, σέρνον ται κοντά του. Ό Ινδιάνος εΐναι πραγματικά πληγωμέ νος στον ώμο καί στο πόδι. — Πόρ Ντίος (Μά τό Θεό!), κάνει ό σερίφης κα θώς διακρίνει μέσα στο σκο τάδι τή μορφή του. Αυτός εί ναι ό "Ασπρομάτης! "Έχου με γνωριστή καί άλλοτε. Ό πληγωμένος κάνει μια κίνησι ν’ άνασηκωθή. —Μην κουράζεσαι, φίλε!, του λέει ό Πάτερσον. Μείνε έκεΐ πού είσαι! Καί τώρα λέ γε ποιος σ' έβαλε νά παρσμονευης τό πέρασμά μας στην κοιλάδα. Ό Ινδιάνος δαγκώνει τά χείλη καί 6έ μιλάει. Μονάχα τά γυαλιστερά μαύρα του μάτια κυττάζουν μέ έχθρα τούς δυο ανθρώπους, πού έ χουν σκύψει πάνω απ’ τό κε φάλι του. — Ανέκαθεν ήξερα πώς ήσουν πεισματάρης, Άσπρο μάτη, λέει ό σερίφης. Μά νά ξέρης πώς εδώ δεν είναι Βίκλαντ. Είμαι πολύ βιαστι κός καί δεν έχω κρατητήριο νά σέ κλείσω γιά νά περιμέ νω. Λύσε τή γλώσσα σου λοι πόν καί μίλησε... Αλλά καί πάλι δέ δίνει άπάντησι ό "Ινδιάνος. Ή άπάντησις όμως έρχεται άπό τό μέρος του Βάλτου. Λύτη τή φορά κάτι γλύστρησε ύ
πουλα μέσα στο σκοτάδι και πέρασε πλάι άπό τ" αυτιά τους μέ κείνον τον χαρακτη ριστικό ήχο, πού κάνει ή σφή κα όταν φτερουγίζει στον α έρα. — Φυλάξου, Μάκ!, φωνά ζει ό Πάτερσον. Είναι σαΐτα βουτηγμένη στο φαρμάκι! Ύ πάρχουν κι" άλλοι ζωντανοί Ινδιάνοι στις καλαμιές! Ό Μάκ πέφτει μπρούμυτα στο έδαφος καί μονομιάς τά δυο έξάσφαιρα στά χέρια τού σερίφη στέλνουν μερικά καφτά μολύβια στο Βάλτο. Την "ίδια στιγμή όμως ο νεα ρός ρέπορτερ νοιώθει κάποι ον ν’ άγκαλιάζη τό λαιμό του καί, πριν προφτάση νά κινηθή, βλέπει τό πληγωμέ νο χέρι του ερυθρόδερμου πού είναι πλάϊ του νά σηκώνεται στον αέρα. Ή λεπίδα ενός μαχαιριού αστράφτει πάνω άπό τ" άλογα καί τό κοφτερό ατσάλι κατηφορίζει πρός τό μέρος τής καρδιάς τού παι διού.Ό Πάτερσον, πού ρίχνει πρός τις καλαμιές, αντιλαμ βάνεται μέ την άκρη τού μα τιού του τον κίνδυνο καί τό ένα άπό τά δυο περίστροφά του, πού καπνίζει ακόμα, κά νει μια έλαφρή κλίσι πρός τά αριστερά. Αυό γλώσσες φωτιάς και ό μισοανασηκωμένος "Ινδιάνος τινάζεται α νάσκελα. Τό μαχαίρι γλυστράει άπ" τό χέρι του και άπό τό στήθος του τρέχουν δυο μικρά ρυάκια αΐμα. — Σου τό είχα πή καί άλ λη φορά, Άσπρομάτη!, γρυλ
Έλα μαζί μου!, λέει τ αστεία. Ύστερα γυρίζει ίτρόζ ιόν νεαρό ρεπόρτερ, που είναι χλωμός ακόμα από τον ξα φνικό κίνδυνο που πέρασε. —· Είσαι έν τάξει, Μάκ; ρωτάει. Δεν πιστεύω νά σε γρίχντζουνησε μέ 'τό μοιχαίρι • του! ^ — Έν τάξει, Πάτερσον. I3; ευχαριστώ. Απόψε μου έσωσες τη ζωή.
’Ατρο το έλικότττερο βγαίνει τότε
ό άργικατάσκοττας ΦρέΑιγ,
αυτός χωρίς νά φοινή πώς α κούσε. Μέ την κοιλιά θά πά με στις καλαμιές. Είμαι πε*ρίεργος νά δώ τί * συμβαίνει εκεί κοιτώ. Και κράτα γερά τά πιστόλια σου. Μέ την πρώτη ύποπτη κίνησι, βάρα στο ψαχνό! Προχωρούν μέ χίλιες προ φυλάξεις. Κάθε τόσο στέκουν καί άφουγκράζονται. Αέν άκούγεται παρά το έλαΦρό θρόισμα ^τοΰ χλιαρού αέρα που· περνάει άνάμεοτα από τά φύλλα. Ζυγώνουν όλο καί πε ρισσότερο μέ τεντωμένα τά νεύρα. Κανείς θόρυβος. Περι μένουν λίγο όικόμα. Τό τοπίο νεκρό. Ό . Πάτερσον σηκώνε ται. — Τά πουλιά πετάξανε!, λέει. Θά μάς στήσουνε σίγου ρα καρτέρι πιο πέρα. Πραγματικά δέν^ υπάρχει κανείς πιά κρυμμένος πίσω άπό τις καλαμιές. Ό Βάλτος είναι έρημος. Ό σερίφης α νάβει τό φανάρι του καί πλη σιάζει μέ προσοχή τό εδαφος» — Έδώ, λέει, περίμεναν τρείς καβαλλάρηδες. Τά άλο γα δέν είχαν πέταλα, όπως φαίνεται άπό τά ίχνη που έ χουν αφήσει. ΟΙ ■ τρεις κα βαλλάρηδες λοιπόν ήσαν σί γουρα Ινδιάνοι... Μπορούμε νά συνεχίσουμε τό δρόμο μας. Μέ τή διαφορά πώς τώ ρα πρέπει- νάχουμε τά μάτια μας δεκατέσσερα. Γυρίζουν στ3 άλογά τους που βρίσκονται εκατό μέτρα
ψίίΜ Ψ Α'Μ© ΡΏΠΟΧ πιο πέρα. Ό Μάκ Ντάνυ ξα φνιάζεται.. Γο βλέμμα του δι αγράψει ενα μεγάλο τόξο σ3 όλα τά γύρω. — Ποΰ είναι ό Τζίμ; ρω τάει. —- Αυτό εΐναι παράξενο, Χέει 6 Πάτερσον. . Δέν τπστεύω ν3 άνοιξε ή γης και νά τόν κατάπιε. Κυττάζουν γύρω τους. 4 Ο Τζίμ Γκάφας, ο χαζός και λι χούδης άραπάκος προστατευ όμενος του νεαρού δημοσιο γράφου. εχει έξαφανισθή. Ούτε αυτός ούτε το άλογο του φαίνονται πουθενά. — Αυτό καταντάει μυστή ριο!, γκρινιάζει 6 Μάκ. -—-"Ισως προχώρησε μπρο οτά!, λέει ό σερίφης. "Ας προχωρήσουμε κι3 ίέμεΐς. Μπορεί νά τον ανταμώσουμε στο δρόμο. Ό νεαρός ρεπόρτερ μένει για μερικές στιγμές αναπο φάσιστος. Βρίσκεται σ5 ενα τρομερό δίλημμα. —Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει είναι πολύτιμο!, λέει ό Πάτερσον. Ή κοπέλλα βρίσκεται στα χέρια των Ιν διάνων καί κινδυνεύει. Τί θά κάνουμε; —3Εν τάξει! "Εχεις δίκη© σερίφη!,, συμφωνεί ο Μάκ. Πάμε... Καί τ3 αλόγα αρχίζουν πά λι νά τρέχουν σάν άστραπή στη σκοτεινή κοιλάδα των Βάλτων μέ κατεύθυνσή προς τό Γσλάζι© Βουνό..
V /νΜ%^νΜ$¥¥ΜΑ«ΜΜΛ%1Μ/Μννν^-ίΑνΐΜ'*Μ<
Μια εκπληκτική, βάσις κατασκόπων στην καρ διά ένός βουνοΰ τοΰ Τέξας ΑΝΩ από τον^_ σκοτεινό 'ογκο τοδ Γαλάζιου Βου* νοΰ τού Τέξας άκούγεται βόμβος ένός κινητήρός καί ψηλό: στον ουρανό ■ φαίνεται ενα μικρό έλικόπτερο. 3Από το έδαφος ενα πράσινο φως ανάβει καί σβύνει σχεδόν ά«
Π
ό
" μέσως. Γην ίδια στιγμή τδ αεροσκάφος στέλνει μια δέ σμη φωτός προς τα κάτω και αρχίζει νά κατεβαίνη. Πέντε λεπτά αργότερα, τό έλικόπτερο άκουμπάει απα λά στο κέντρο του μικρού ο ροπεδίου. Τρεις ώπλισμένοι άνδρες μέ αυτόματα στο χέρι και πλατύγυρα καττέλλα τρέχουνε προς τό μέρος του, φω τίζοντας μέ μεγάλα ηλεκτρι κά φανάρια τό πρόσωπο του ταξιδιώτη, πού έφθασε άπ3 τον αέρα τούτη τή σκοτεινή νύχτα στο ερημικό αυτό το πίο. Ό άρχι κατάσκοπος Έντμοντ Φρέλιχ, γιατί αυτός είναι ό επιβάτης του μυστη ριώδους αυτού ελικόπτερου., πηδάει στο έδαφος καί χαι* ρετάει τούς τρεις οπλοφό ρους. *—-Πώς πάνε τά πράγματα εδώ, παιδιά; ρωτάει. —- "Όλα έν τάξει, αρχη γέ!, αποκρίνεται κάποιος. Προχωρούν σέ μια στενή ατραπό. Μπροστά οί δυό πού φωτίζουν μέ τά φανάρια τους τό μονοπάτι, πίσω 6 Φρέλιχ και τελευταίος ό τρίτος όπλο σο, μπαίνουν σε μια οαΰεια χαράδρα γεμάτη κάκτους, περνούν κατόπι ένα καινούρ γιο μονοπάτι και φτάνουν στο άνοιγμα μιας σκοτεινής Έδώ υπάρχουν μερικά σκα λοπάτια σκαλισμένα απάνω στο βράχο πού φέρνουν στό βάθος τής σπηλιάς. "Ύστερα
ΠΡΑΙΙ, β «Ι$Ι άπ3 τά σκαλοπάτια ομώς όλα αλλάζουν απότομα κι* ενα ά πλετο φώς φωτίζει μεγάλους διαδρόμους και στοές πού δι ασχίζουν προς διάφορες κα τευθύνσεις τά σπλάχνα τού βουνού. Μιά επένδυα»ς από μπετόν έχει ^μεταβάλέι τους υπόγειους αυτούς δρόμους σ ένα ισχυρότατο καταφύγιο. Ό Φρέλιχ ^στέκει στή μέ ση μιας στοάς, άπλωνε^ τό χέρι και πατάει ένα κουμπί πού βρίσκεται στην δεξιά πλευρά τού τοίχου. "Ένα κομ μάτι ό:πό μπετόν αρχίζει νά σέρνεται προς τά πλάγια κι* όταν σταματάει, στό άνοιγ μά του φαίνεται ή πόρτα έ νας ασανσέρ. Ό Φρέλιχ προ χωρεί μόνος. —Γειά σας, παιδιά!, λέει σ' εκείνους πού τον συνόδευ αν. Φροντίστε νά βάλετε στό υπόγειο τό έλικόπτερο. Δεν χρειάζεται νά ^τό βλέπουν τά αεροπλάνα πού κάνουνε τή συγκοινωνία μέ τό Μεξικό και περνούν από πάνω μας. Πατάει ένα καινούργιο κου μπϊ ό τοίχος ξανάρχεται στή βάσι του και τό ασανσέρ αρ χίζει ν’ άνεβαίνη. "Ύστερα άπ© μερικά λεπτά σταμα τάει. Ό άρχι κατάσκοπος βγαίνει σ3 ένα βαρδύ χώλ. Γύρω υπάρχουν πολλές τζα μωτές πόρτες. Προχωρεί μέ σταθερό βήμα σέ μιά άπ3 αυ τές, γυρίζει τό πόμολο χωρίς νά χτυπήση, την ανοίγει και περνάει μέσα. Μιά βαρεία μυρουδιά άπό χημικές ουσί ες χτυπάει τά ρουθούνια του.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ* 1ΛΜηΛΜ*ΑΜΑηΜΜ/Μ«ινΜ·Υ'ΜηΛΜηΛι *ΛΜ\?ννή\ΜΛΜΜ&\ ΌΜΜΜΜΑίϊΝν
Δυο άνθρωποι μέ άσπρες μπλούζες, σκυμένοι άπανω σί διάφορους δοκιμαστικούς σωλήνες, παρακολουθούν μέ προσοχή τις χημικές άντι δράσεις, διαφόρων μετάλλων που είναι βουτηγμένα μέσα σέ μεγάλα κρυστάλλινα 6οχεία γεμάτα χρωματιστά υ γρά. Οί 6υό άνθρωποι μέ τ»ς άσπρες μπλούζες άκούνε το άνοιγμα τής πόρτας και γυ ρίζουν προς τό μέρος της. Ό Φρ£Χιχ χαμογελάει. — Είμαι ευχαριστημένος, κύριε καθηγητά, λέει απευθυ νόμενος προς τον ένα από τούς 6υό πού έχει γκρίζα μαλλιά, που σάς βρίσκω τέ τοιαν ώρα νά έργάζεσθε. "Έ χουμε καμμιά πρόοδο; 'Ο καθηγητής κουνάει μέ άπογοήτευσι τό κεφάλι του. — Τίποτα ακόμα. Δυστυχως%
Τα μάτια τού Φρέλιχ σκο τεινιάζουν απότομα και μιά άσκημη αστραπή περνάει α πό τό βλέμμα του. —Ό Αμερικανός βέ μίλησε; — Ό Αμερικανός κρατάει ζηλότυπα τό μυστικό του κο βαλτίου. Άρνεΐται νά υποκύψη. Και όμως δυο νούμερα μό νο θά μάς ήσαν αρκετά. *'Αν μάς έλεγε αυτά τά δυο νού μερα θά βρίσκαμε την αλγε βρική έξίσωσι καί κατόπι τον χημικό τύπο. "Ολα τά άλλα ύστερα θά ήσαν ένα παιχνιδάκι για μάς. Ή βόμ βα του κοβαλτίου θ’ άποτε-
Ό εργάτης τρελλάθ'ηκ,ε και αύτ<οικτσνησε μέ φριχτό τρό'ττο!
λούσε στα χέρια μας τό Ισχύ ρότερο όπλο. Κανείς δέ θά μπορούσε τότε ν* άντισταθή στη θέλησί μας. — Θά βοώ έναν τρόπο νά του λύσω τή γλώσσα!, μουγγρίζει 6 κατάσκοπος. Νά δου με τότε άν θά κρατάει μυστι κά αυτά τά δυο νούμερα. Θά ξαναμιλήσουμε αύριο γι5 αυ τό πάλι, κύριε καθηγητά! ι0 Φρέλιχ ξαναβγαίνει στο χώλ περνάει σ’ έναν κυ-
10
κλικό διάδρομο και άνοίγει μια άλλη πόρτα. Έδώ υπάρ χουν τρεις πομποί ασυρμάτου και τρεις άνθρωποι μέ τ’ α κουστικά στ5 αυτιά παρακο λουθούν τρεις διαφορετικές εκπομπές κρατούντας κάθε τό σο σημειώσεις. Ό κατάσκοπος πλησιάζει έναν άπ5 αυτούς. —Τί νέα, "Ερμαν; ρωτάει. —Ή κοπέλλα που έφτασε μέ τον δημοσιογράφο στο
Καί Αρχίζει νά πυροβολη, ρίχνον τας αϊτό... γάμο του Καραγκιόζη·
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟ 2
Βίκλαντ, (*) λέει αυτός βγά ζοντας τά ακουστικά, παρα δόθηκε στους Ινδιάνους, δημοσιογράφος καί ό νέγρος φίλος του υποχρεώθηκαν νά] φύγουν για τη Νέα Ύόρκη. ^— Έν τάξει, "Ερμσν! κάνει καί χαμογελάει ό λιχ. Τώρα φαντάζομαι πά όμορφονιά θά ψήνεται φωτιά καί ό φίλος της θά εί ναι απαρηγόρητος πού γυρί ζει χωοίς τή συντροφιά στη Νέα Ύόρκη. —- *Απ5 τούς ανθρώπου*; μας είναι τέσσερις νεκοοί κι ένας στά νέοια τής μίας του Βίκλαντ. συνεχίζει ό ασυρματιστής. Οί τρεις εί ναι έκείνοι πού πήγαν νά βασίσουν την παρέα του Μάκ Ντάνυ στο ξενοδοχείο, έκαναν τίποτε καί τό . πρωί τούς βρήκανε μέ συντριμμένα κρανία, κάτω απ’ τό παοάθυρο του δημοσιογράφου. Ό κατάσκοπος άνασηκώνει τούς ώμους. — ιΗ δουλειά υας έχει ι κέοδη καί τις ζημίες της! λες οί δουλειές τό ίδιο είναι. 01 * Ινδιάνοι; Ό ασυρματιστής κουνάει τό κεφάλι. — "Ολα τα γύρω χωριά είναι μέ τό μέοος μας. Λεν αφήνουν κανένα νά ζυχώση στο Γαλάζιο Βουνό. Είναι εν θουσιασμένοι μέ τό ουΐσκυ πού τούς δίνουμε, τό «νερό (*’) Διάβασε τά τεύχ«: «.Κιτρινοι Δράκαντεο> καί «Στά χέ ρια τών * Ε ρυθ^οδέρ.μ ω·ν».
·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
τής φωτιάς» όπως τό λενε αυτοί. Σέ μια - δυο μέρες 0ά πρέπει νά τους παραδόσουμε καινούργια βαρέλια. — Θά δώσω εντολή νά τούς παραδόσουνε. Οί Ερυ θρόδερμοι μάς χρειάζονται. Θά μάς χρειαστούν και αργό τέρα. Έν τάξει, "Ερμαν. Ξανακάθησε στη θέσι σου. •—- Πρέπει νά σάς πώ και κάτι άλλο αρχηγέ, λέει κα θώς βάζει τ’ ακουστικά πάλι στ5 αυτιά του. "Από την Ευ ρώπη ζητούν επειγόντως πλη ροφορίες για την βόμβα κο βαλτίου. Τό πρόσωπο τού Φρέλιχ συννεφιάζει. — Θά τούς στείλουμε ένα μήνυμα αύριο, λέει. Δεν υ πάρχει τίποτα καινούργιο γι’ αυτή τήν ύπόθεσι. "Ενα εργοστάσιο όπου οί εργάτες τρελ?.αινονται καί αύτοκτονοΰν
ΓΑΙΝΕΙ απ’ τό διαμέρι σμα τού ασυρμάτου καί μπαίνει πάλι στο ασανσέρ.Ξαφινίικ,ά, ή 'Έλλεν χτιτττάει^ ταχύ τατα τον μάγα των "Ινδιάνων! Τούτη τή φορά ό ανελκυστή ρας τον βγάζει σέ μιά απέ βόλτα μέσα στο εργοστάσιο ραντη αίθουσα μέ λογής - λο καί ύστερα πηγαίνει, σ’ ένα γης μηχανήματα πού δουλεύ μικρό διαμέρισμα πού βρί ουν έντατικά. Εκατό καί πε ρισσότεροι άνθρωποι κατα σκεται ακριβώς στο βάθος. Έ5ώ μέσα υπάρχουν άλλα γίνονται μέ τήν κατασκευή μηχανήματα^ "Ενας ψηλός βλημάτων, πού έχουν παράξε να σχήματα καί πού θυμί ανδρας σηκώνεται καθώς τόν βλέπει. ζουν πολύ σέ μικρογραφία τούς ιπταμένους δίσκους, —"Ολα έν τάξει, αρχηγέ!, για τούς οποίους τόσος θόρυ τού λέει. βος έχει γίνει τον τελευταίο — Τά ραντάρ τί λένε; ρω καιρό. Ό Φρέλιχ κάνει μιά τάει αυτός.
Β
Ϊ2
ΓΕΡΑΙΜ,
^^ίΛΑΛΛίΜΐΐΜΑΛΑΜΑΑΑΑΑ^ν\ι%&4ί&Α/^*ΑΑΛίνΜνΐΑΑιν*ΜΜΜΛΜΜΛΜΑΑΛΛι *α***Λ{&* Ό άνθρωπος ανοίγει μ?ά πόρτα και μπαίνουν σ' 'ενα κυκλικό δωμάτιο. Έδώ είναι σκοτάδι και μόνο τά μεγά λα στρογγυλά τελλάρσ του ραντάρ, πού βρίσκονται ψη λά στην οροφή, φωσφορίζουν. Κάθε μισό λεπτό μια φωτει νή δέσμη πού έχει ^ κόκκινο χρώμα κάνει μια βόλτα στο τελλάρο του ραντάρ σά με γάλος δείχτης ρολογιού πού κινείται βιαστικά και δείχνει έδώ κι* εκεί διάφορα μικρά μαύρα σημαδάκια. — Είναι αεροπλάνα πού πετουν μακρυά απ’ την περί ο χή μας, δηλώνει ό συνοδός του Φρέλιχ. Τό ραντάρ μάς κρατάει ενήμερους σέ ο,τι συμβαίνει γύρω μας και πιά νει κάθε ύποπτη κίνησι. "Ο λα πηγαίνουν καλά. Ό άρχικατάσκοπος χαμο γελάει. Είναι ευχαριστημέ νος. Ξαναγυρίζουν στο διαμέ ρισμα. 5Απέναντι ακριβώς α πό τό γραφείο του ανθρώπου, πού μένει έδώ και φαίνεται νά είναι διευθυντής του μυ στικού αυτού εργοστασίου, άναβοσβύνει ένα πράσινο η λεκτρικό μάτι. Ταυτόχρονα ένα νούμερο σχεδιάζεται σ' ένα ταμπλώ πού βρίσκεται πλάϊ του. — Κάτι συμβαίνει στο στεγανό 71, λέει ό Φρέλιχ πού έχει στυλώσει τό βλέμ μα του στο ταμπλώ. Κάλεσε τους... Ό άλλος άνασηκώνει τον δέκτη ενός μικροφώνου πού
ΟΝΕΟΪ
βρίσκεται απάνω στο τραπέ ζι του. — Έδώ γραφείον διευθύν σεις, λέει. Έδώ γ ραφείο ν Αι ευθύνσεως. Καλώ τον θάλαμο 7. Καλείται ό θάλαμος 7. ’ Άκουγεται ό ήνος ένός κουδουνιού καί σχεδόν αμέ σως ένα μεγάφωνο φέρνει α πό κάπου μακρυά όπως φαί νεται την άπάντησι. -—- Έ6ώ στεγανό 7. Διατά ξατε! —- Κάτι γίνεται στον θά λαμό σας, λέει , εκείνος πού μιλάει στο μικρόφωνο, Τό η λεκτρικό μάτι άναψε. Τί συ μ βαίνει; —- *Ώ! Τίποτα τό σοβα ρό, απαντάει τό μεγάφωνο. "Ενας άπό^τούς εργάτες τρελ λάθηκε και ρίχτηκε άπανω στις ηλεκτρικές σκάρες. Ό 51ακόπτης^ παραγωγής έπε σε. Τραβήξαμε τό απανθρα κωμένο πτώμα καί τώρα πάλι όλα είναι έν τάξει. Ό θάλα μος 7 λειτουργεί κανονικά. — Καλώς... Ό διευθυντής γυρίζει προς τον Φρέλιχ. — Είναι ό εικοστός δεύτε ρος εργάτης πού παθαίνει νευρική κρίσι από τά αέρια μέσα σέ πέντε μέρες, εξηγεί. Εικοσιδύο θάνατοι 6έν είναι
λίγοι. Ό αριθμός τών εργα τών μειώνεται επικίνδυνα. Ό άρχι κατάσκοπος άνασηκώνει τούς ώμους. — Θά τούς αντικαταστή σουμε σύντομα, Μάϊκελ!, λέει. Μή σέ νοιάζει. "Υστερα από λίγο βγαίνει
?π β
ρ α ν*
ι» η η ο χ
' "" ΐ» ΜΜΛίΜ/ΜΑΜΛίΜΑΜΛΛΑίϊΜΛΛΑ1*>υΐΜΜΛ'ΜΛνΛΐ.'
από τό υπόγειο εργοστάσιο μπιόνι κρεμασμένο απ’ τό τα καί κατευθυνεται πάλι προς βάνι. Δυο στρίποδα καί μερι τό ασανσέρ. Πέντε λεπτά αρ κές σανίδες, τό κρεββάτι, εί γότερα περνάει σ’ έναν άλ ναι τά μοναδικά έπβπλα σέ λον όροφο. Τώρα τό πρόσω τούτη την κάμαρα. "Ένας ψη πό του δέν έχει πια τό ήρεμο λός λιγνός άντρας μέ γκρί ϋφος που είχε πριν. Ανάμε ζους κροτάφους καί άποστεω σα στα φρύδια του ένα βα μένο πρόσωπο κάθεται σέ θύ χαντάκι σχηματίζεται κα τούτο τό κρεββάτι άγρυπνος θώς βαδίζει προς τό βάθος ε μέ σταυρωμένα τά χέρια στο νός διαδρόμου. "Ένα θαμπό στήθος καί σκυφτό τό κεφά ψώς έρχεται από μια κιγκλι- λι. Καθώς ακούει τίς κουβέν βό^ρα^τη πόρτα. Κάποιος τες, άνασηκώνει τά μάτια. που κάθεται σ’ ένα κάθισμα — Γειά σου, κύριε προφέέξω από αυτή την πόρτα τι σορ!, τον χαιρετάει ό Φρέ νάζεται όρθιος καθώς άκούει λιχ καθώς στέκει έξω από τά τά βήματα νά ζυγώνουν προς κάνκελα. ^Ηοθα νά σέ ρωτή τό μέρος του. Κρατάει στα σω άν θυμήθηκες τίποτα. χέρια του ένα αυτόματο. Τά μεγάλα μάτια του φυ —Γύρισε πλάγια τό όπ>ο λακισμένου καρφώνονται άσου!, φωνάζει ό Φρέλιχ. πάνω του. Ό οπλισμένος άνθρωπος •— "Οχι. Αέ θυμήθηκα τί αναγνωρίζει τή φωνή καί τή ποτα!, άπαντάει μέ βοαχνή σιλουέττα του άρχι κατασκό καί αργή φωνή πού δείχνει που. Κατεβάζει τό όπλο. τήν έξάντλησι πού τον παι — Τί γίνεται έδώ, Μάρ- δεύει. Οϋτε πρόκειται νά θυ μπιν; ρωτάει ό Φρέλιχ. μηθώ. Τό καλύτερο λοιπόν εί — Ό Αμερικανός είναι ναι νά τελειώνης. Δόσε δια* πεισματάρης σά γάιδαρος!, ταγή νά μέ σκοτώσουν. "Ένα σατανικό χαμόγελο άπαντάει αυτός. "Έχει κλεί σχεδιάζεται στο πρόσωπο σει τό στόμα του καί σ’ ό,τι τον ρωτάνε άπαντάει μέ κου του άρχ ι κατασκόπου. ταμάρες. — Είσαι πολύ βιαστικός βλέπω, καθηγητά Χάρισσον! Τό δράμα ενός φυλακι Θά πεθάνης φυσικά μιά μέ σμένου πού δέν δέχεται ρα, άφοϋ δέν εννοείς νά μάς νά γίνη προδότης πής κάτι για τά πειράματα ΦΡΕΛΙΧ πλησιάζει την πού έκανες για τό κοβάλτιο. πόρτα μέ τά σιδερένια Μά θά περιμένω ακόμα λίγο. κάγκελα καί ρίχνει μιά μα "Οταν όμως έξαντληθή ή υπο τιά στο εσωτερικό τού δωμα μονή μου... τίου. Είναι ένα στενόχωρο Ό άνθρωπος μέ τό άποστε κελλί φυλακής πού φωτίζεται ωμένο πρόσωπο σηκώνεται άπρ ένα μικρό ηλεκτρικό λα καί προχωρεί μέ αργό βήμα
0
84
■
προς την πόρτα. Στέκεται πί σω από τα κάγκελα. — Σέ παρακαλώ, Φρέλιχ, λέει και ή φωνή του τρέμει ε λαφρά. Μ ή μέ βασσνίζης πε* ρισσότερο. "Ενα μήνα τώρα κλεισμένος εδώ μέσα σέ τού το τό πηγάδι.;. . — Δεν έχεις μυαλό, Χάρισσον!, τον κόβει ό άρ>(ΐκα τάσκοπος. }'Αν σκεπτόσουν πώς, έχεις παιδιά και γυναί κα θά φερνόσουν διαφορετι κά. Δυο νούμερα μονάχα μάς χρειάζονται. 3Άν μιλήσης, γι νεσαι πλούσιος. Ό Χάρισσον τον κυττάζει λοξά. Δέν 0ά προδώσω ποτέ την πατρίδα μου!, άποκρίνε ται απότομα. Μιά σατανική λάμψι φωτί ζει τα μάτια του Φρέλιχ. —■ ·Ή πατρίδα σου σέ θε ωρεί κι3 ολας προδότη!, λέει καί χαμογελάει. 3 Από προ χτές όλες ο! εφημερίδες δη μοσιεύουν τις φωτογραφίες σου. καί πρωτοσέλιδα άρθρα μέ^ τίτλους: «Ό καθηγητής Πήτερ Χάρισσον έδραπετευσε εις τό Εξωτερικόν διά νά πώληση σέ έχθρική δύναμι τό μυστικό τής βόμβας του κο βαλτίου!» Κάτι τέτοιους τίτ λους δημοσιεύουν για σένα οι εφημερίδες. Τό βλέμμα του καθηγητή σκοτεινιάζει. — Δε λές αλήθεια!, γρυλλίζει. Δέ μπορούν νά μέ λέ νε προδότη! — Και όμως! Ή απαγω γή σου από τους ανθρώπους
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΜΙΟΙ
μου έγινε βλέπεις τόσο αρι στοτεχνικά, που όλοι πιστέ ψανε πώς τοσκασες μονά χος σου. Βάζει τό χέρι στήν τσέπη, βγάζει {Λΐά διπλωμένη έφρμε ρίδα και τήν πετάει μέσα στο κελλί. —- Διάβασε και θά καταλάβης!, του λέει. Ό Χάρισσον όμως δέν προ σέχει τήν εφημερίδα που πέ φτει στο πάτωμα. Μιά φοβε ρή οργή έχει φουντώσει μέ σα του καί ξαφνικά σφηνώνε ται στο μυαλό του κάτι κι* αποφασίζει νά .κάνη μιά τρέλ λα. Τινάζει τά κοκκαλιάρικα χέρια του προς τά εμπρός, περνάει τά μπράτσα^ του έξω από τά κάγκελα καί τά δάτυλά του τυλίγονται σάν ψί ια γύρω από το λαιμό του άρχι κατασκόπου! — Είσαι ένα συχαμερό σκουλήκι!, μουγγρίζει. Καί τον τραβάει μέ δύναμι προς τά σίδερα. Ό Φρέλιχ ξαφνιασμένος από τούτη τήν άπροο'δόκητη έπίθεσι, γέρνει πλάγια καί μέ τά χέρια του παλεύει ν3 άπελευθερωθή α πό τον θανάσιμο κλοιό. Αι σθάνεται νά του κόβεται ή α νάσα, οι φλέβες του λαιμού του φουσκώνουν καί δυο πυ ρωμένα μαχαίρια χοροπη δούν στά πνεμονιά του. :—- Πρέπει νά πεθάνης, κα κούργε!, λέει βοαχνά ό Χά ρισσον καί τό βλέμμα του έ χει γίνει θολό. Μονάνα έτσι θά γλυτώσουν οί άνθρωποι από τά ματωμένα νύχια σου!
ΐη&ίΛΚΦΡΩηο* ΗΐιίΛΜΜΛΜηΜΜηηηΜΜΜΜΛΜΜΜη^^
Λίγο ακόμα κι* ό άρχικατάσκοπος θά ήταν νεκρός. Μά τούτη την πιο κρίσιμη στιγμή ό άνθρωπος μέ τό αυ τόματο πλησιάζει καί μέ την ανάποδη του δπλου του κα ταφέρνει ένα δυνατό χτύπη μα στο κεφάλι του καθηγητή. Εκείνος, εξαντλημένος από την υπεράνθρωπη προσπά θεια πού έχει καταβάλει, αι σθάνεται σαν να χάνεται τό έδαφος άπό τά πόδια του. ζα λίζεται, τά δάχτυλα χαλαρώ νουν, κάνει μερικά βήματα πίσοο καί σωριάζεται χάμω. Ό Φρέλιχ φέρνει τά χέρια στο λαιμό του, παίρνει μιά βαθειά ανάσα καί προσπαθεί νά χαμογελάση. Είναι χλω μός ώς τόσο καί τρέμει. "Ο πως όλοι οι δολοφόνοι, είναι δειλός. — Σ' ευχαριστώ, Μάρμπιν!, λέει. ’Άν δεν ήσουν κοντά, μπορεί καί νά την πάθαινα. "Έχεις πενήντα δολλάρια ρεγάλο νά πιής ένα ποτήρι. Ευχαρίστως θά του φύτευα δυο σφαίρες στο κε φάλι. Μά, βλέπεις, μας χρει άζεται ζωντανός. Γειά σου. Καί μέ βιαστικό βήμα α πομακρύνεται πηγαίνοντας προς την πόρτα τού ασανσέρ.
19 'ΜΜ\ΜΜΜΛΛχ*ννΗ%ΜΛ\ΛΜ%Μ™ΛΜΛΜ
τό άγνωστο! "Έχει πέσει ο λάκερος μέ τά μούτρα άπάνω στη ράχη του ζώου, τά γκέμια έχουν ξεφύγει άπό τά χέ ρια του κι* έχει γαντζωθή ά πάνω στη χαίτη του αλόγου. Τά μάτια του έχουν γίνει με γαλύτερα άπό κάθε άλλη φο ρά καί κυττάζουν δεξιά καί αριστερά μέ τρόμο. Είναι νά τον λυπάται κανείς μέ τά χά λια πού έχει. : Ούτε κι* ό "ίδιος ξέρει πώς βρέθηκε σ’ αυτή τή θέσι. "Ο ταν πέσανε άπό τις καλαμι ές οί πρώτοι πυροβολισμοί καί μιά σφαίρα πέρασε πάνω άπό τον ώμο του, ό Τζίμ Γκά φας νόμισε πώς ...πέθανε καί γλύστρησε κάτω άπό την κοι λιά τού αλόγου του. "Υστε ρα όμως, σαν είδε πώς ήταν ακόμα... ζωντανός, πήρε κου ράγιο κι* έτοιμάστηκε νά... έπιτεθή! "Ομως τό άλογο αγρίεψε κι’ άρχισε νά καλπά ζη. Ό χαζός άραπάκος τότε τά έχασε καί τάκανε θάλασ σα! Πήρε τό κατόπι τρέχοντας τό άλογο καί κατάφερε νά πιάση τά γκέμια του πού σερνόντουσαν στο έδαφος. Σαλτάρει στή ράχη του καί ύστερα... δέ θυμάται τίπο τα ! Άπό εκείνη τήν ώρα καλ 'Ο Τζίμ Γκάςρας καλ πάζει πρός τό άγνωστο! "Ε πάζει ήραιϊκά καί ριχτείχει χάσει τούς φίλους του •..στο γάμο του Καρα καί άδικα κοπιάζει νά φέρη γκιόζη! σ’ ένα λογαοιασμό τό αγριε μένο ζώο. Λέν τον ακούει καί ΝΥΧΤΑ έχει προχωρήσει αρκετά καί ό Τζίμ Γκά- διασχίζει τή σκοτεινή κοιλά φας καδάλλα στο άτίθασσοδα σάν αστραπή. Άπό στιγ αλογό του.,, ταξιδεύει προς μή σέ στιγμή ό Τζίμ Γκάφας
Η
" κινδυνεύει νά ^γκρεμιστή καί νά γίνιμ.. κιμάς! — "Άλογο, αλογάκι μου, παρακαλάει. Κάνε που τή χά ρι νά σταματήσης νά βρω την παρέα μου. Θά μέ υποχρέω σης, άλογο άλογατάκι μου. Σταμάτα γιατί δέν ξέρω τί μου γίνεται! Άλλα τό άλογο οϋτε χαμπαρίζει από παρακλήσεις οϋτε δέχεται κουβέντες καί συνεχίζει τον εξωφρενικό δρό μο του. > —Μεγάλε Θεέ των νέγρων! "Έμπλεξα άσκημα!, λέει κλαψιάρικα. Τούτο εδώ τό ά λογο φαίνεται πώς δέ χω νεύει τους νέγρους και βάλθη κε νά μέ ξεκάνη. Αμάν! Θά μέ φάει μπαμπέσικα! Βοή θεια! Είναι περισσότερο από δυο ώρες πού ταξιδεύει μ" αυτό τον τρόπο και τον πονάει ο λάκερο τό κορμί. Τώρα τό άλογο, πού πηγαίνει όπου θέλει, περνάει ένα βαθύ φα ράγγι και μπαίνει σ’ ένα στε νό μονοπάτι πού άνη<ΐ>ορίζει σέ μια πλαγιά του βουνού. Κατά τό δεξιό του χέρι οι άγριοι κάκτοι σχηματίζουν ένα σκοτεινό παραπέτασμα, πίσω από τό όποιο κάθε στιγ μή ό φοβισμένος Τζίμ νομί ζει ότι βλέπει νά ξεπετιούνται άγριοι ερυθρόδερμοι. —Μεγάλε Θεέ των νέγρων, βοήθησε με!, παρακαλάει, καί βάλε... μυαλό σ’ αυτό τό άλογο πού τρελλάθηκε. Ευτυχώς πού έχει καί τα δυο έξάσψαιρα μαζί του καί
ΓβΡΑ&ί, Ο Μ: ΙΟΙ ΜΜΜ^ΜΜΜνίΜΙΙΜΜΜΜίΜβΜΜίνννΜΜΜ· κάμποσες σφαίρες. Αυτό εί ναι μια παρηγοριά. Γιατί κάθε τόσο ρίχνει κι" από ^έ ναν πυροβολισμό καί παίρ νει... κουράγιο. Πυροβολεί καί καθώς οι πλαγιές στέλ νουν πίσω τον αντίλαλο καί οί χαράδρες γεμίζουν βρον τές, ό Τζίμ καμαρώνει καί γίνεται... θηρίο ανήμερο. — Δέ θ’ άφήσω έρυθρόδερ μο για ερυθρόδερμο απόψε!· γρυλλίζει. Θ~ά ταράξω τούς, θάμνους καί τούς κάκτους στις πιστσλιές καί σ* οποίον βαστάει άς ξεμυτίση! "Ενας είναι ό Τζίμ ό Γκάψας, ό άτρόμητος! Πίσω όλοι καί σάς έφαγα. Καί μπάμ! καί μπουμ! Καί πάλι μπάμ καί μπουμ! Καί δόστου άπ" την αρχή μπούμ καί μπάμ καί., .κάνει κόσκινο τά φυλλώματα! Καί τό άλογο δλο καί αγριεύει περισσότερο καί χίλιες φο ρές κάθε λεπτό κινδυνεύει νά γκρεμοτσακιστη ό Γκάφας καί αρχίζει πάλι κλαψιάρι κα: —- Αμάν, άλογο αλογάκι μου! Σταμάτα γιατί ξεβιοώ θηκα. Χριστούλη μου, πάνε τά νεφράκια μου καί ή μέσου λα μου! "Έγινα σά χαλασμέ νη φυοραρμόνικα. Σταμάτα, νά )ξαρής τον πατέρα σου, α λογάκι μου. Άλλα τό ζώο δλο καί ανε βαίνει μέ καλπασμό τό μονο τΓοτι καί δέν ακούει τίο πα ρακλήσεις του Γκάψα. Ακο λουθεί τό δρόμο πού λίγο νω ρίτερσ είχε ακολουθήσει ή
(ΫΜ&ίΜΜ/ννίΑ/νννννν/ννννννννννν'ΜίΑ/γι/νννϊΑΜί ννννννηννΐΛνννννννν^ΛνννΛ\\ν4αννν\ι/ννι\ννν^ν»νννννννΛ^ΐΑ'νννννννν»
^τολεμ^κούς χορούς γύρω από τό ξόανο του Θεού Πέ σχιν, πού λατρεύουν από τά παλιά χρόνια. "Άλλοι, γυ ναίκες, άντρες και παιδιά, καθισμένοι σταυροπόδι στο χώμα, σχηματίζουν ένα μεγά λο κύκλο στην πλατεία καί τραγουδούν, κουνώντας πότε δεξιά, πότε αριστερά μέ τό ρυθμό τών τάμ-τάμ τό κορμί τους, τραγούδια πού μοιά ζουν μέ ψαλμούς και μοιρο λογιού Ή ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από καπνούς, φλόγες θυμιάματα καί λαρυγγόφωνα ουρλιαχτά. ΓΌλοι οί κάτοικοι τού μικρού ινδιάνικου χωριού έχουν μαζευτή εκεί νά γιορ τάσουν την μεγάλη αυτή νύ χτα τής θυσίας. Στά μάτια τους αστράφτει ό άγριος φα νατισμός, πού έχει γεμίσει τις ψυχές τους, καί περιδέ νουν ανυπόμονα τη μεγάλη στιγμή πού^ ή άσπρη γυναί κα θά ριχτή θύμα στις φλό "Οπου ή ^Ελλεν αγωνί γες, νά βρή εκεί φριχτό μαρ ζεται για τη ζωή της τυρικό θάνατο. Γ/αί ό Τζίμ Γκάφας λι Κοντά στ ή φωτιά, ©^μεγά ποθυμάει λος Ιερέας ό μάγος τής φυ Α ΤΥΜΠΑΝΑ χτυπουν λής στέκει όρθιος καί από τά δαιμονισμένα. Ή μεγάλη χείλη του βγαίνουν ακατανό φωτιά καίει κάμποσες ώρεςητα λόγια πού μοιάζουν σάν τώρα στη μέση τής πλατείας προσευχή. ϊ ανατιστή στά του ινδιάνικου χωρίου. Ερυ πόδια του, χειροπόδαρα δε θρόδερμοι, μέ παράξενα σχέ μένη,^ είναι ή 'Έλλεν. Στέ δια στά πρόσωπα και στά κει μέ χλωμό πρόσωπο καί γυμνά κορμιά τους, μέ Φτερά παρακολουθεί τις μεγάλες στο κεφάλι και χαϊμαλιά στο φλόγες, πού σέ λίγο θά τήν λαιμό, χορεύουν έξαλλους δεχτούν σέ μια θανάσιμη πε ρίπτυξι. (*) Διάβασε τό προηγούμενο —- Θεέ μου, παρακαλεί μέ τεύχος: «Στά χόρια τών ερυφροδερμων». σα της. Κάνε νά τελείωση μελαχροινή 'Έλλεν (*) που βρίσκεται τώρα αιχμάλωτη στά χέρια των Ινδιάνων, Ε κεί κάπου κοντά, χωρίς φυσι κά νά τό υποψιάζεται 6 χα ζός άραπάκος, είναι τό χω ριό των ερυθροδέρμων, όπου ετοιμάζεται ή θυσία στον Με γάλο Πέσχιν και μια μεγάλη φωτιά υψώνει τις φλόγες της προς τον ουρανό, περί μένον τας ώς εξιλαστήριο θύμα την "Ελλεν Τζόρνταν, την άμορ φη βοηθό του Μάκ Ντάνυ. Αυτό δεν τό ξέρει ?ό Τζίμ Γκάφας και καοώς άνηψορίζει, κάνει θρσΰσι οπούς κά κτους και στους θάμνους ρί χνοντας στο... γάμο του κα ραγκιόζη! Οι πιστολιές ό μως αυτές είναι πού θά μπερ δέψουν σέ λίγο περισσότερο τά πράγματα και θά βάλουν σέ καινούργιες σκοτούρες τον λιχούδη άραπάκο καί τούς φίλους του...
Τ
ί»
ΓΕΡΑΚΙ, Ο
οσο γίνεται πιο, γρήγορα τό μαρτύριο τούτο. Ή καρδιά της χτυπάει βιαστικά κι’ έχει χάσει κά θε ελπίδα. Ό νους της είναι στα αγαπημένα πρόσωπα.
Το^ κεοίτσι οοοττα^χι στ«ν άνκαλιό του τον λιπόθυμο Τζϊμ Γκά-
Φαί ... πού 6έν πρόκειται νά ξαναδή πια. Ό όμορφος έφηβος, ό παληό^ καί αγαπημένος συμ μαθητής της, ό Μάκ Μτάνυ, είναι, βέβαια πολύ μακρυά α τό εδώ και ούτε φαντάζεται
ΝΙΟϊ
τή δύσκολη θέσι της. Αυτές τίς^ τελευταίες στιγμές τής ζωής της τον σκέπτεται και δακρύζει. "Αν όλα θά τελει ώσουν σε λίγο. Ενα παγωμένο χέρι πέφτει ξαφνικά απάνω στη ρά χη της. Ό μεγάλος Ιερέας, ένας ψηλός άντρας μέ βαμμέ νο πρόσωπο, · φτερά στο κε φάλι και χρωματιστές χάντ τρες στο λαιμό, στέκει από πάνω της. Γυρίζει τρομαγμέ νη σάν νά την άγγιξε φίδι. Ό ερυθρόδερμος κρατάει ένα μαχαίρι, πού αστράφτει κα θώς αντανακλούν απάνω του οι φλόγες. Ή κοπέλλα αισθά νεται την καρδιά της έτοιμη νά σπάση, ^Εφτασε λοιπόν ή τελευταία ώρα της; Θά την σφάξουν σίγουρα καί κατό πιν θά την ρίξουν στη φωτιά. "Ομως δεν είναι αυτό πού φοβάται. Τό μαχαίρι κατε βαίνει αργά, αλλά δεν αγγί ζει τό κορμί της. Ό. ερυθρό δερμος κόβει μέ προσοχή τά σκοινιά πού την κρατούν δε μένη. "Ύστερα την υποχρεώ νει νά σηκωθή. -— Ή ώρα τής μεγάλης θυ σίας πλησιάζει, τής λέει μέ παρεφθαρμένα αγγλικά. Ή άσπρη γυναίκα πρέπει νά εί ναι ευχαριστημένη πού θά παντρευθή τον Θεό Πεσχίν. 'Η Έλλεν τον κυττάζει σάν χαμένη. Τώρα πού έχει τά χέρια ελεύθερα αισθάνε ται πιο καλά. Αέ μιλάει, αλ λά τό μυαλό της δουλεύει γορ γά. Ό άνθρωπος πού έκοψε τά σκοινιά κάνει ένα σημείο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ*
'
προς εκείνους, που βρίσκον μπει στον ουρανό, άνταμώοη ται λίγο πιο πέρα. Μια γυ τή γραμμή τής ευτυχίας, εσύ ναίκα μέ μπρούτζινο κορμί θά κάνης τό αποφασιστικό βή μα από τον μάταιο τούτον κό πλησιάζει κρατώντας ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο στά σμο προς τήν αιωνιότητα καί χέρια της. Μέσα σέ τούτο τό τήν αθανασία. Σέ μακαρίζω, δίο-κο βρίσκεται μια γαλά ζια ρόμπα σκεπασμένη μέ αγριολούλουδα, που έχουν ένα παράξενο καί δυνατό ά ρωμα. Ό ερυθρόδερμος ^ ιερέας, που στέκει πλάι στη μελλαθάνατη ΓΈλλεν, παίρνει την ρόμπα, την ξεδιπλώνει καί ψι θυρίζοντας ακατάληπτες προ σευχές την σηκώνει ψηλά καί την δείχνει σ’ όλους τους γύ ρω. ΟΙ Ινδιάνοι βγάζουν λα ρυγγόφωνα ουρλιαχτά καί α πότομα τά τύμπανα σταμα τούν νά χτυπούν. Μια καταθλ ιππική σιωπή απλώνεται καί 6έν άκούγεται τώρα πα ρά ό θόρυβος, πού κάνουν τα ξύλα καθώς καίγονται στή φωτιά. Ό μάγος γυρίζει προς τήν 'Έλλεν. —"Άσπρη γυναίκα, τής λέ ει μέ επίσημη φωνή. Ό με γάλος Θεός σέ διάλεξε ανά μεσα στις άλλες γυναίκες. Εί σαι ή διαλεχτή ανάμεσα στίς διαλεχτές καί σέ λίγο ή ψυ χή σου χαρούμενη θά ταξιδεύη μέσα άπο τις φλόγες πη Τότε ή γροθιά τοΟ Γερακιού συν γαίνοντας σέ προϋπάντησί τρίβει τό κρανίο του κακούργου! του. Τούτο τό γαλάζιο φόρε "Ολοι σέ μα, πού έχει τό χρώμα τού α άσπρη γυναίκα! μακαρίζουμε! νέμου, θά σέ φέρη, άσπρη γυ Ή φωνή του αντηχεί πα ναίκα, πιο σύντομα κοντά του. Ετοιμάσου νά τό φορέ- ράξενα μέσα στήν ησυχία τής νύχτας. Φτάνει σαν από κά σης. Σέ λίγες στιγμές, όταν τό πορτοκαλί άστρο πού λά που μακρυά στ5 αυτιά της.
Μ
-
Τον ακούει υπνωτισμένη. "Ο μως ή κάθε ΐνα του κορμιού της είναι τεντωμένη και έχει πάρει την άπόφασι. "Οχι. Αέν 8ά τους άφήση νο: την κάψουν! Είναι έτοιμη. Τον άφίνει νά τη ζυγώση και κάμωνεται πώς τάχα δέχεται νά φορέση τό γαλάζιο φόρεμα. ,~αφνικά δμως τό χέρι της κά νει μια κίνησι προς τ’ απά νω και ή κώχη τής παλάμης της χτυπάει σαν κοφτερό α τσάλι τό σαγόνι του μάγου. Ταυτόχρονα τινάζει τό άλλο της χέρι και τά δάχτυλά της τεντω_μένα και αλύγιστα συ ναντούν τό στομάχι του. Ό μάγος μέ τά φτερά στο κεφά λι και τό βαμμένο πρόσωπο κάνει έναν απαίσιο μορφα σμό, άφίνει τό φόρεμα πού κρατάει και προσπαθεί νά φουχτιάση τό μαχαίρι πού έ χει στη μέση του. Μά ή κοπέλλα δεν τον άφίνει. Επω φελούμενη από τή γενική κα τάπληξή σαλτσρει πλάγια καί ή δυνατή γροθιά της προσ γειώνεται στο 8εξί μάγουλό του. Ό ερυθρόδερμος, ζαλι σμένος από τά προηγούμενο; χτυπήματα, κλονίζεται τώ ρα, κάνει μερικά βήματα πί σω καί πέφτει ανάσκελα στη ,ψωτιά. ΟΙ μεγάλες φλόγες τον αγκαλιάζουν καί άφίνει μια άνατριχιαστική κραυγή... Τότε όλοι εκείνοι, πού έ χουν μείνει βουβοί καί παγω μένοι από τήν έκπληξι, βγά ζουν λυσσασμένα ουρλιαχτά καί σαλτάρουν προς τό κέν τρο τής πλατείας. 8 ά μαύρα μάτια τους είναι θολά καί στα
ίβίΡΑΚΙ,
0
ΝΕΟΣ
ννννΗνΛννν«νΐ^ννννι^ΜΜνννννι\ϊ .χέρια τους κρατούν τσεκού ρια καί ακόντια. Ή κοπέλλα διατηρεί τήν ψυχραιμία της. Μέ σφιχτά τά δόντια, περιμένει. Θά παλαίψη καί θά πεδάνη. Χίλιες φο ρές καλύτερος ό θάνατος από ένα δηλητηριασμένο βέλος ή ακόντιο παρά τό φριχτό μαρ τύριο τής φωτιάς. Περιμένει μα παραξενεύεται πώς κα νείς δέν τήν προσέχει αυτή τήν κρίσιμη στιγμή. "Ολοι έ χουν τό νού τους στον μεγά λο μάγο πού έχει πέσει στις φλόγες καί προσπαθούν νά τον σώσουν... Καί τότε άκούγονται οΐ πι · στολιές πού ρίχνει στους κάκ τους.,.ό Τζίμ Γκάφας! Μονο μιάς ένας πανικός απλώνεται άνάμεσα στους Ινδιάνους. ΟΙ πιστολιές ζυγώνουν δλο καί περισσότερο καί φτάνουν σάν βροντές καί αστροπελέκια στ5 αυτιά τους. Τά γυναικόπαιδα σκορπίζουν βγάζοντας άναρ θρες κραυγές. Κάτι τρομερό πρέπει νά συμβαίνη σίγουρα απόψε. Μέσα στο γεμάτο προ λήψεις μυαλό τους σφηνώνον ται παράξενες ιδέες. Ό θά νατος τού μάγου μέσα στίς φλόγες^ έξώργησε σίγουρα τον θεό Πέσχιν καί στους στέλνει κεραυνούς. Δέν μπό ρεσαν νά τον προστατέψουν από τήν άσπρη γυναίκα καί ό μεγάλος Θεός "Ηλιος θέ λει νά έκδικηθή... Ή "Ελλεν βλέπει τήν ανα ταραχή καί καταλαβαίνει πως τούτο είναι μια ευκαιρία. ,ΛΗ τώρα ή ποτέ! Γλυστράει στο σκοτάδι σά φάντασμα καί, δ-
ΥΠβΡΑΝίΡΩίΐΙΟΖ ταν βρίσκεται στη σκιά, αρ χίζει νά τρέχη μέ δλες της τις δυνάμεις, κατηφορίζοντας το στενό μονοπάτι... Ξαφνικά σταματάει. Κρύ βεται πίσω από έναν ψηλό θάμνο. Μέσα στη νύχτα, α κούει ποδοβολητό και διακρί νει εναν καβαλλάρη πού έρ χεται προς το μέρος της. Πυ ροβολεί κάθε τόσο και καλπά ζει. Κοατάει την αναπνοή της. "Ενα τρελλό σχέδιο έρ χεται στο νού της. Τον άφίνει νά πλησιάση καί, καθώς το άλογο περνάει δίπλα της, τινάζεται σάν αίλουρος, σκαρ φαλώνει στη ράχη του καί πιάνει τά γκέμια. —Μεγάλε Θεέ των νέγρων! βγάζει μιά φωνή ό καβαλλάρης πού δεν είναι άλλος από τον Τζίμ Γκάψα. Μέ φάγανε μπαμπέσικα οί ερυθρόδερμοι 1 Βοήθεια! Παραδίνομαι! Καί πέφτει λιπόθυμος. Ευ τυχώς ή "Ελλεν τον αναγνω ρίζει αμέσως καί τον συγκρα τεί. Αρπάζει τό έξάσφαιρο από τό χέρι του, τό περνάει στή ζώνη της, παίρνει στην αγκαλιά της τον άραπάκο καί ψουχτιάζει τά γκέμια. Τό ά τι θασσο όίλογο καταλαβαίνει τώρα πώς έχει νά κάνη μ* έ ναν έμπειρο καβαλλάρη καί σταματάει τον ξέφρενο δρό μο του. Μέ μιάν έπι δεξιά κίνησι ή τολμηρή καπέλλα υπο χρεώνει τό ζώο νά πάρη μιά στροφή"στο στενό μονοπάτι καί τό άλογο αρχίζει τώρα νά κατηφορίζη προς τά κάτω. Ή "Ελλεν είναι χαρούμε νη καί ανήσυχη μαζί. Χαίρε
Μ ται πού γλύτωσε άπ© τά χέ ρια των ερυθροδέρμων, αλλά ανησυχεί για τον Μάκ Ντάνυ. Δέν μπορεί νά έξηγήση πώς ό Τζίφ Γκάψας βρέθηκε μονάχος οέ τούτη τήν έρημιά. Προσπαθεί νά τον συνεφέρη, νά τον ρωτήση, νά μάθη, για τί ή αγωνία τήν πνίγει, αλ λά εκείνος συνεχίζει ...τή λι ποθυμία του καί φοβάται ν’ άνοιξη τά μάτια. Τό άλογο ώς τόσο έχει ψτά σει πάλι στήν πετρώδη κοι λάδα μέ τούς βάλτους καί, παρ’ δλο πού είναι κατάκοπο, συνεχίζει τον καλπασμό του μέσα στή νύχτα, σφυροκοπών τας το σκληρό έδαφος. Καί ή ίΈλλεν, καθώς είναι βυθισμέ νη, σε πικοούς στοχασμούς, δέν καταλαβαίνει πώς δέν βρίσκεται στο σωστό δοόμο. "Έχασε τον προσανατολισμό καί τό άλογο, πού καλπάζει μ* αυτήν καί τον λιποθυμισμέ νο Τζίμ Γκάφα στή ράχη^ τοι;, δέν κατευθυνεται προς τό Βίκλαντ. Ταξιδεύει κατά τή Δύσι, προς τις Λίμνες του 1 Α λάτι ου, δπου συχνάζουν άν θρωποι του σκοινιού καί τού παλουκιού, τυχοδιώκτες καί φονιάδες... Δυο καβαλλάρηδες πο λεμούν μέ ανδρεία καί αιχμαλωτίζονται προ δοτικά
ΣΕΡΙΦΗΝίκ Πάτερσον, κρατάει απότομα τά γκέμια τού αλόγου του καί χαϊδεύει τή βραχύκαννη καραμπίνα, πού έχει κρεμασμέ νη στή σέλα. Το διαπερασιη-
0
ΙΜΛΛΛΜΛΑΛΜΑ/νΐ^ΛΜΜΛΑΑΜΛΛΜΛΛΜΜΜΑ ΙΜΜ»Ι>ΜΜΙΙ^^ κό βλέμμα του ψάχνει προς δλες τις κατευθύνσεις# προστταθώντας νά τρυπήση τό σκοτάδι. Πίσω του- ό Μάκ Ντάνυ, μέ τά χέρια στις λα βές των πιστολιών του, κυττάζει κι3 αυτός. Βρίσκονται σ"^ ένα βαθύ φαράγγι. ΚΓ α πό τις δυο πλευρές κατεβαί νουν απότομα ο! πλαγιές του βουνού. Απάνω, ψηλά άπ" τά κεφάλια τους, φαίνεται μιά λουρίδα ουρανού με άστρα. —-Κάτι δέν μ3 αρέσει σέ τούτο τό σκοτεινό πηγάδι!, λέει ό Πάτερσον. "Ακόυσες λίγο πιο πριν κάτι ο°άν κραυ γή κουκουβάγιας; Ναί, παραδέχεται ό Μάκ. ^Ητσν μιά κουκουβάγια... -—-Βάζω στοίχημα τό κεφά λι μου πώς εκείνος πού άφη σε την κραυγή αυτή δέν εί χε φτερά, κάνει σκεφτικός ό σερίφης. Υποψιάζομαι πώς εΐναι κάποιος πού κρατάει μιά καραμπίνα στα χέρια κογ παραμονεύει. Ή. κραυγή τής κουκουβάγιας ήταν ένα σύν θημα για τήν παρέα του, πού πρέπει νά βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Περιμένουν λίγο. "Αφουγκράζονται. Ή κραυγή τής κουκουβάγιας δέν ξανακούγε ται. "Αρχίζουν πάλι νά προ χωρούν μέ τεντωμένα δλα τους τά νεύρα. "Ύστερα άπο μερικά βήματα όμως τό άλο γο τού Πάτερσον, πού προχω ρεί πρώτο, στηλώνεται στα μπροστινοί του πόδια και ό σερίφης νοιώθει μιά χαρακτη ριστική ανατριχίλα νά διατρέχη τό κορμί του. Κυττάζει
ΓΜΡΑ€ί. ϋ ΝβΟ 1
γύρω. "Υστερα σηκώνει τό κε φάλι ψηλά. .—-Τό άλογό μου,, λέει, δέν γελιέται ποτέ. Ό "Αετός μου μυρίζεται από μακρυά τον κίνδυνο. Κάτι συμβαίνει, Μάκί^Τά πιστόλια σου... / Και μονομιάς, πριν σταματήση νά^μιλάη, μέ άρπροπτιαίες κινήσεις, αρπάζει τήν καραμπίνα, τή σηκώνει στον ώμο και σημαδεύει ψηλά. Δυο σφαίρες, ή μιά πίσω από τήν άλλη/ φεύγουν σφυρίζοντας προς τά φρύδια τού γκρεμού. Δυο γλώσσες φωτιάς και δυο βροντές. Μιά σκιά, πού κρύ βεται πίσω από ένα πυκνό ψυλλυμα κάκτου, τινάζεται ορθή. "Ενα ουρλιαχτό πόνου γεμίζει τον αέρα και κάποι ος κατρακυλάει στο κενό μέ άναιχτά τά χέρια, παρασύρον τας μαζί του πέτρες καί χώ ματα. •—-Είσαι άσσος^ στο σημά δι, Πάτερσον!, λέει μέ θαυ μασμό ό Μάκ καθώς κυττάζει γύρω μέ ένα περίστροφο στο κάθε του χέρι. "Έκανες διά να!... "Αλλά δέν προφταίνει νά τελείωση τή φράσι του. Κάτι βλέπει πού τον ξαφνιάζει. —Κύτταξε έκεΐ, σερίφη!, φωνάζει. · Μιά μικρή, τόση δά, φλόγα σέρνεται στο χώμα. "Ένα λου λούδι φωτιάς χορεύει τρέχοντας μπροστά τους. Ό Πάτερ σον κυττάζει εκεί πού τού δεί χνει και τό βλέμμα του γίνε ται θολό. •—Δυναμίτης! "Απομακρήν
σου, Μάκ.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ . ΜΜΜΜΜΜΜΛΜνίΜνννννννν^ννννΜην^νιΛ-' ΛΜΜΛΛΜΛΛΛΜΜΜΜΜΜΜΜΜΛΜΑΜΛΛΜΛνν^νίΑΜΛΛίν^ΜΜΜΛ/ίΜΛλ/ννν^ Τινάζονται προς τά πίσω, κάτω από τ’ άλογα, τά τροιβουν μέ τά γκέμια, άπομακρύνονται κάμποσο και πέ φτουν μέ τά μούτρα στη γη. Μια εκτυφλωτική κίτρινη φλό γα αναπηδάει προς τον ουρα νό και τό βαθύ φαράγγι ανα ταράζεται, σαν νά έγινε ένας φοβερός σεισμός. Πέτρες, Χώ ματα, κομμάτια απο δέντρα σηκώνονται ψηλά κι* υστέρα πέφτουν απάνω τους σαν βρο χή. Τά άλογα χλιμιντράνε τρομαγμένα και σηκώνονται στά πισινά τους πόδια. Εί ναι μια σωστή κόλασι! —Ωραίο δόκανο!, λέει κα θώς άνασηκώνεται υστέρα α πό λίγο ό Πάτερσον και τι νάζει τά χώματα από τό πρό σωπό του και τά ρούχα του. Δέκα μέτρα άν είχαμε .προ χωρήσει ακόμα, θάμαστε μα καρίτες τώοα... —Αυτό δέν έχει νά κάνη!, άκούγεται μια βραχνή Φωνή πίσω του. Μπορεί νά γίνετε μακαρίτες λίγο αργότερα! Ό σερίφης ακούει τή φω νή και νοιώθει κάτι σκληρό νά πιέζη τά νεφρά του. Μέ απίστευτη γρηγοράδα σηκώ νει τό πιστόλι, παίρνει μια βόλτα στις φτέονες του και πιέζει τή σκανδάλη, "Ενα κα~ φτό μολυβί ανοίγει μια τρύ πα άνά,μεσα στα μάτια ένος μελαχροινοΟ άντρα που φορά ει σομπρέρο. Τήν ίδια στιγ μή, ό Μάκ τινάζεται πλάγια και από τά δυο έξάσφαιοα που κρατάει βγαίνουν γλώσ σες φωτιάς. Κάποιος διπλώ νεται στά δύο και βογγάει.
"Ένας άλλος κυλιέται μέ σπα σμένο πόδι... Μά τούτοι εδώ, που τόσο ύπουλα τους έχουν κυκλώσει, είναι πολλοί. Πίσω ακριβώς από τό σερίφη ένα ώπλισ με ν© χέρι σηκώνεται και ή λα βή^ ενός πιστολιού βροντάει οπό κρανίο του. Κλονίζεται, παραπατάει και πέφτει. Σχε δόν^ αμέσως ένα βαρύ κορμί τινάζεται απάνω στον Μάκ, πού έτόιμάζεται νά πυροβολήση; καί μιά γροθιά του σα κατεύει τό σαγόνι. Ό νεαρός ρεπόρτερ νοιώθει τή γεΟσι του αίματος μέσα στο στόμα του καί άνατρέπεται... -—Περιποιηθήτε τους, ;παι8ιά!, λέει κάποιος. Τό αφεν τικό τούς θέλει καί "τούς 5υό ζωντανούς. "Έχει πολλά νά κουβεντιάση μαζί τους. "Υ στερα θά ναι δικοί μας καί θά γλεντήσουμε... . Τούς παίρνουν τά πιστό λια, τούς δένουν καί τούς φορ τώνουν στ5 άλογα. .Ο Μάκ με τράει δέκα καβαλλάρηδες πού τούς συνοδεύουν. —Έσύ, μωρό, ^λέει κάποι ος στον νεαρό ρέπορτερ, εί χες κοκορευτή κάπου πώς θέ λεις νά κάνης- μιαν έπίσκεψι στο Γαλάζιο Βουνό, ϊό αφεν τικό μάς είπε πώς σέ περι μένει... Καί καθώς του μιλάει, ση κώνει ^τό χέρι καί τό. κατεβά ζει μέ 5 υ να μι στο πρόσωπο του Μάκ. *0 δημοσιογράφος σφίγγει τά δόντια. —Αυτό νά μου θυμηθής νά στο πληρώσω όταν θά έχω λυ τά τά χέρια!, του λέει.
Μ
ΓβΡΑΚΙ, Ο ΚΒΟΪ
φ91Μ&Μ$34β*ΜΜΜΙΜΜΜ<ΜΜίΜΑΑΜΜΑΜ¥ϊ^^/νηΜΜΜΜΑΜΜΛΜΜΙΜΙΜΑΜΜΙ|Μ'ΜΜΜΜΜΜΛΜΙΜΜΜΜ*ΜΑΜΛΜΐΜ*
χτες πόρτες βοίσκονται ή μιά πλάϊ στήν άλλη. —Θαρρώ πώς τήν έχουμε πολύ άσκημα, λέει ό Πάτεοσον. Δέν φαντάζομαι νά τά καταφέρουμε νά βγούμε ζων τανοί από εδώ μέσα. Ό Μάκ όμως, πού έχει τώ ρα λυτά τά χέρια καί μπορεί νά χρησιμοποίηση τό δαχτυ λίδι μέ τήν μπλε πέτρα ο ποία στιγμή θέληση, τού δί νει κουράγιο: —Κανείς 6έν ξέρει τί μπο ρεί νά γίνη από τή μιά (στιγ μή στην άλλη, Νίκ. Μήν α πελπίζεσαι... ’Άν δέν ήταν ή αγωνία για τήν τύχη τής "Ελλεν, ό Μάκ Ντάνυ θά ήταν χαρούμενος τώρα, γιατί χωρίς...νά κοπιάση ψάχνοντας, βρίσκεται στο λημέοι τού Φρέλιχ. ΓΓ αυτό άλλωστε δέν ξεκίνησε πριν λί γες μέοες από τή Νέα ΎόρΤό Γεράκι, ό Νέος 'Τκη; Θά ήταν λοιπόν ευχαρι περάτθρωπος, κάνει ε στημένος καί χαρούμενος, άλ πιτέλους την έμφάνίσί λα δέν είναι. Κάποιο καρφί του τρυπάει κάθε τόσο τήν καρ Ο ΑΛΛΟ πρωί — ύστερα διά του. Δέν ξέρει τί γίνον από μια κουραστική νυ ται ή "Ελλεν καί ό Τζίμ Γκάχτερινή πορεία — ό σερίφηςψας. , Νικ Πάτερσον και ό Μάκ Ντά Ελπίζει όμως. Ό Μάκ πι νυ βρίσκονται μέσα στή φω στεύει πώς ό Θεός δέν είναι λιά τού "Εντμοντ Φρέλιχ, πού δυνατόν ποιρά νά προστατεύη είναι χτισμένη στα σπλάχνα εκείνους πού αγωνίζονται καί τού Γαλάζιου Βουνού μέ τσι παίζουν τή ζωή τους για τό μέντο και σίδερο. Είναι κλει καλό τής πατρίδας τους καί σμένοι σέ 8υό στενόχωρα κε γενικά των ανθρώπων, χτυ λιά μέ κιγκλιδόφραχτες πόρ πώντας τό έγκλημα. Ελπίζει τες. Χωριστά ό ένας απ’ τον λοιπόν πώς καί τώοα οί δυο άλλον. Μά μπορούν νά κου αγαπημένοι του φίλοι καί συ βεντιάζουν χωρίς νά βλέπωννεργάτες δέ θά πάθουν κακό... ται. "Ενας τοίχος μονάχα Ξαφνικά σταματάει νά σκέ τούς χωρίζει. Οι κιγκλιδοΦρα πτεται, Κάτι ακούει, Κάτ* —Βούλωσε τό στόμα σου, βυζανιάρικο!, μουγγρίζει αυ τός, Βούλωσε το γιατί έχω όρεξι νά σκοτώσω κάποιον α πόψε... —Άντιάμος άμίγκος!, δια τάζει κάποιος (Πάμε, φί λοι ! ) Και ή συνοδεία, έχοντας στη μέση τούς δυο δεμένους χειροπόδαρα αιχμαλώτους, ξε κινάει προς την έξοδο τού φα ραγγιού. Τούτη τή στιγμή α κριβώς, ό Μάκ Ντάνυ θυμά ται τό Γεράκι, τον Νέο Υ περάνθρωπο. Τό θαυματουρ γό δαχτυλίδι μέ την μπλε πέ τρα είναι περασμένο στό δά χτυλό του. Μά δεν μπορεί νά τό ζυγώση στό στόμα του. Τά χέρια του είναι σφιχτά δεμένα πίσω στη ράχη και δεν είναι σέ θέσι νά κάνη την κίνησι πού χρειάζεται...
Τ
<
1,
^
X
1
■
ΥΠΕΡΑΝΘΡΠΠ02 ϋ ΛΛΜΛΛ/ννν(/ννννν^ΧΛΛΛΤΛΜ/ν*ΛηΛΜ\ννν\ΛΛΜΛΛΜΐν\ΜΜιΛΛΜΛΜΜΜΛΜΜ^,ΑΜΜΗρ*^»ΛΜΜΜΜΛΛΛΜΜΜΜΜ^Ι\ΛΜ^η^ηΟ που μοιάζει μέ βογγητό αν θρώπου πού υποφέρει, άκούγεται οπό διάδρομο. Σκύβει προς την πόρτα. —"Ακόυσες, Νίκ; ρωτάει. —Ναι, ακόυσα, αποκρίνε ται ό σερίφης. Κάποιος βογγάει. Μά φυσικά δέν μπορού με νά τον βοηθήσουμε... —-"Εχω κάποιο φίλο, λέει 6 Μάκ Ντάνυ. Αυτός θά μπό ρεση νά μάς πή τί συμβαίνει και ποιος είναι αυτός που βογγάει. *0 Πάτερο/ον κουνάει απο γοητευμένα το κεφάλι του μέ σα από τά κάγκελα τής πόρ τας τού κελιού του. —Πολύ φοβάμαι, Μάκ, λέ ει κι5 αναστενάζει, πώς αρχί ζει νά σου σαλέυη το λογι κό. Πώς είναι δυνατό νά έχης φίλο σέ τούτο τον τάφο; Ό δημοσιογράφος όμως δε μιλάει. "Εχει φέρει κιόλας τό δαχτυλίδι μέ την μπλε πέτρα στά χείλη του. Τό θαυματουρ γό υγρό, πού τού άφησε πεΒαίνοντας ό πατέρας του καί πού κρύβεται κάτω από την πέτρα του δαχτυλιό ιού αυτού, αρχίζει την έπίδρασί του. Μέ σα σέ μισό δευτερόλεπτο, ό Μάκ Ντάνυ νοιώθει τά μπρά τσα του νά γίνονται σαν α τσάλι, τό στήθος του να γεμίζη από ένα πρωτοφανέρωτο θάρρος κι5 ένας αόρατος θώ’ ρακας, πού τον κάνει άτρωτο από τις σφαίρες, τον περι βάλλει. Τά ρούχα του χάνον ται καί τη θέσι-τους παίρ νουν ή γαλάζια φόρμα καί η κόκκινη μπέρτα μέ τά χρυσά κρόσια, πού κρέμεται απ’
τούς ώμους του. Τώρα κανείς 6-έν £ά μπόρεση ν’ άντισταθή στο Γεράκι ! "Αγκαλιάζει μέ τά μπρά τσα του δυο κάγκελα τής πόρ τας καί, σφίγγοντας τά δόν τια, σπρώχνει αντίθετα τό έ να από τό άλλο προς τά πλά για. Τό χοντρό σίδερο λυγί ζει σά λάστιχο κΓ ^δταν τό Γεράκι τραβάει τά χέρια του, ένα μεγάλο άνοιγμα έχει σχη μάτι στη. Αττ© εοω μπορεί να γλυστρήση άνετα στο διάδρο μο... Περιμένει λίγο. Αέν ακού ει κανένα θόρυβο καί βγαίνει από τό κελλί του. Πάλι τό άνθρώπινο βογγητό, πού ο'υνοδευεται αυτή τή φορά άπό ένα βαθύ αναστεναγμό, άκουγεται. Κάνει μερικά βήματα. Τό κλουβί, δπου είναι φυλα κισμένος ό Πάτερσον, εΐναι προς τ3 αριστερά του. Τό βογ γητό έρχεται άπ3 τά δεξιά. Προχωρεί λίγο ακόμα. Κάθε Τνα του κορμιού του εΐναι σέ μια τρομερή ύπερέντασι. Θά μπορούσε ν3 άντιληφθή καί τό θόρυβο ένός φτερού πού πέ φτει στο πάτωμα. Νάτην ή πόρτα. Είναι μια κιγκλιδόφραχτη πόρτα. "Ενα κελλί φυλακής όπως τό δικό του. Πλησιάζει αθόρυβα. "Ε νας άνθρωπος κάθεται σέ μιά καρέκλα έξω άπό τούτη την πόρτα. "Εχει ^ένα αυτόματο στά γόνατα καί γερτό τό κε φάλι. Κοιμάται. Τό βογγητό όμως τού φυλακισμένου φαί νεται πώς τον νευριάζει καί ανοίγει τά μάτια. Ετοιμάζε ται νά ξεστομίση μιά βρισιά,
2«
.
άλλά ξαφνικά βλέπει μπρο στά του νά ορθώνεται σά σί φουνας τό Γεράκι, ό Νέος Υ περάνθρωπος. ^ Τινάζεται ορ θός σαν έλοττήριο καί σηκώ νει τό όπλο. Μά 8έν προφταί νει νά κάνη δεύτερη κι νησί. Ή φοβερή γροθιά τού Γερα κιού πέφτει σαν ένα σιδερέ νιο σφυρί στο κεφάλι του. κούγεται ο ήχος κόκκαλου που σπάει καί 6 κακούργος άνατρέπεται καί πέφτει στο τσι-
Το Γεράκι, ό σερίφης και ό κα&ΠΎ ητης έττι ι ί 6ω<ν τ α ι έναντ ί ρν των κακοποιών!
Π ΡΑΚΙ,
ο
ΝΕΟΙ
μέντα βγάζοντας ματωμένους άφρούς απ' τό στόμα. "Ύστε ρα από μισό λεπτό μένει α κίνητος. Ιώρα τό Γεράκι γυρίζει πρός τό κελλί του φυλακισμέ νου. "Ένας ψηλός άνθρωπος μέ γκρίζους κροτάφους καί άττοστεωμένο πρόσωπο, βρίσκε ται πίσω από τά κάγκελα καί κυττάζέι μέ έκπληκτα μάτια. —Τό Γεράκι! "Ο Νέος Υ περάνθρωπος!, ξεφωνίζει κΓ ή φωνή του είναι γεμάτη συγκίνησι. Θεέ μου! Νομίζω πώς όνειρεύομαι... •—-'Όχι. Δεν ονειρεύεστε!, λέει χαμογελώντας τό Γερά κι. Καί ξαφνικά σουρώνει τά φρύδια. Ό Νέος "Υπεράνθρω πος δεν είναι η πρώτη φορά πού βλέπει αυτό τό πρόσωπο. Παρ’ ολο πού ή έξάντλησι καί ή αγωνία έχουν αλλάξει κά πως τά χαρακτηριστικά του, θυμάται. Τον αναγνωρίζει. —Μά σεΐς... Σεις 6έν είστε ό καθηγητής Χάρισσον; ρω τάει. ■—-"Ολόκληρος!, απαντάει ό φυλακισμένος καί κουνάει θλιμμένα τό κεφάλι. -—"Ώστε... "'Ωστε δέν φύ γατε για τό εξωτερικό, όπως γράφουν οι έφημερίδες; ■—"Όχι, όπως βλέπεις. Βρί σκαμαι. ένα μήνα κλεισμένος σ' αυτό τον τάφο καί υποφέ ρω φριχτά. "Ο Φρέλιχ ζητάει νά του οςποκαλυψω τό μυστι κό τής βόμβας τού κοβαλτίου. Έγώ όμως φυσικά άρνούμαι, γιατί δέν είμαι προδότης. Καί μέ λίγα λόγια ό καθη-
δ | ί 1 1
έξηγεΐ ' στο Γεράκι το πώς αιχμαλωτίστηκε κάποια νύχτα στη Νέα Ύόρκη καί πώς μεταφέσθηκε ως έβώ μ5 ενα αεροπλάνο. 3 λεροπλάνο; ρωτάει μέ απορία ό Νέος Ύπεράνθρωί. Ό
| έχει τά πάντα στη Βιάθεσί του. 3Απάνω άπ3 το κεφάλι Μ μας, στο όοοπέδιο, υπάρχουν Μ μυστικά υπόστενα. 9 Εκεί εΐΒναι κουμμένα πάντα ενα άεΡ οοπλάνο κι3 ενα έλικόπτεοο. τούτο τό βουνό είναι
|| σκαμμένο έσωτεοικσ κι3 άπο1 τελεί ενα άπό τά φοβεοώτε^α
οια κατασκευής ό» Αων άτουικ^ς ένεονείας. ϋ Γερμανοί και δένοι Ιτπστήμο ||νες, που έχουν με^αΦε^ άπό την Ευρώπη. π στικσ τηγάΓονται πυοετωδώς μαΏ "έ εκατοντάδάς Ιονάτες για ▼ήν κατασκευή Μέσων κατα» || στοοΦηο καί όλέθοου. "Ολο* αυτοί πληρώνονται καλά καί πιστεύουν στον Φοέλιχ! Είνοπ πεοίεανο πώς δέν ■» ■η» ί στη καν οι άογές τοΟ Β^έξας. λέει το Γεράκι. ·—-Όλη αυτή ή ιτεοϊονή, I13 ’^Υεί" ό Χάο*σσον, κοποικεΐ~ II -~ι άπό άνυττότακτους έαυ^^ο I -ουους. Αέν ά^ίνουν κανένα I ά πλησιάση στο βουνό... Τό Γεο-άκι μένει νιά μια ύ τινκη αμίλητο. Μέσα * στο »αλό του καταστρώνει ενα οό σχέδΐι ι τον *έ 'οέλιν; ρωτάει. <■
—Κάθε μέρα μέ καλούν καί
Ό ΦρέΑιχ δέχεται Ινα τρομακτι κό κτύπημα καί πέφτει νεκρός!
μέ βασανίζουν, λέει αναστε νάζοντας ό καθηγητής. Σέ λί γη ώρα θαρθοΰν νά μέ πάρουν πάλι. Έκτος άν μ3 ελευθερώ σετε εσείς... ;ι ακόμα, λέει τό Γε~ που 6 να σας ζητήσουν, θά πώς δέχεστε- ν3 άποκαλύψετε τό μυστικό του κοβαλτίου... —Αυτό δεν θά γίνη ποτέ!.
28 τον κόβει απότομα και τον κυττάζει γεμάτος υποψία ό Χάρισσον. Χίλιες φορές κα λύτερος ό θάνατος από την προδοσία! —Αέν μέ καταλάβατε!, λέει ό Νέος Υπεράνθρωπος. Και μέ λίνες λέξεις του ε ξηγεί τό σχέδιό του. —Δέχεσθε; τον ρωτάει. —Είναι πραγματικά θαυ μάσιο σχέδιο, λέει ό καθηγη τής. Δέχομαι. Τό Γεράκι τοΟ σφίγγει τό χέρι. -—-"Ολα τά άλλα είναι δου λειά δική μου. Σάς δίνω τό λόγο μου πώς μέσα σέ 24 ώ ρες θά βρίσκεο'θε πάλι άνάμεσα στους δικούς σας καί τότε ο! έφημερίδες θά γρά ψουν την άλήθεια. "Ολος ό κό σμος 8ά θαυμάση τον πα τριωτισμό και την αυτοθυσία σας... "Υστερα άπό δυο λεπτά τό Γεοάκϊ σέρνει και κούβει σε μιά σκοτεινή κώχη του 81αδρό μου τό πτώμα τού συμμορίτη. Παίρνει τό αυτόματο και τίς σφαίρες και γλυστοάει ποός τό μέρος τού κελλιού τού Πάτερσον. —Κράτα αυτό τό δπλο και τις σφαίρες, σερίφη, τού λέει. Κρύφτα κάπου. Σέ λίγο μπο ρεί να σου χρειαστούν. —Τό... Τό... Τό.. Γεράκι!, κάνει έκπληκτος εκείνος καί τά μάτια του στρογγυλεύουν. Θαρρώ πώς θά μου σαλέψη τό λογικό... Ποιος σ3 έστειλε εδώ μέσα; —Κράτα τό λογικό σου*
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ &^«*>ΜβΜνΐΑνΜΛ*/ν<^ΑΤίΤί4ΛΛΛΛϋ«^ϊ«ννΐ<^ϊ Πάτεοσον, λέει καί χαμογελά ει ό Νέος Υπεράνθρωπος. Εί ναι πολύτιμο για τις δύσκο λες στιγμές που έχεις νά πέ ρασης έδώ μέσα. Καί, χωρίς νά δώση άλλες εξηγήσεις, εξαφανίζεται. Πρέ πει να κάνη μιά βόλτα μέσα σέ τούτο τό υπόγειο εργαστή ριο πού μοιάζει μέ ολάκερη πόλι. Χρησιμοποιεί τά διά φορα κουμπιά πού βλέπει οπούς τοίχους, μπαίνει σέ α σανσέρ, κατεβαίνει, ανέβαίνει, διασχίζει διαδρόμους, στέκεται έξω άπό πόρτες ερ γαστηρίων, ρίχνει κλεφτές ματιές σέ διάφορα γραφεία καί κατατοπίζεται. Μέσα στο μυαλό του έχει τώρα τό σχέ διο τού μυστικού αυτού κατα φυγίου. Σέ ώρα ανάγκης ξέ ρει πώς θά κινηθτι. Καί, δπως λογαριάζει, 6έν είναι μακρυά ή ώρα πού θ’ άρχίση την κε ραυνοβόλο δράσι του... Δέκα λεπτά αργότερα, ξαναγυρίζει στο κελλί του. Μπαίνει μέσα, ξαναφέρνει τά λυγισμένα κάγκελα στη θέσι τους, αγγίζει μέ τή γλώσσα του την πράσινη πέτρα του δαχτυλιό ιού καί ξαναγίνεται ό Μάκ Ντάνυ. Κανείς δέν μπο ρεί νά φανταστή τώρα, πώς τούτος ό όμορφος έφηβος μέ τό γεροδεμένο κορμί ήταν, πριν λίγες στιγμές, τό θρυ λικό Γεράκι πού κατέστρωσε ενα φοβερό σχέδιο. "Ενα σχέ διο, πού θά θέση έκτος μά χης οριστικά καί άμετακλη τά τον άρχικατάσκοπο καί τη συμμορία του,,.
Ι^Λ*ΜΙΜΙΙΙΜΜΜΙ*^ΐ»<Ι^^ Ό καθηγητής «προδί δει» καί κατασκευάζει τή βόμβα κοβαλτίου
ΕΝΤΜΟΝΤ Φρέλιχ κά θεται στο γραφείο του καί καπνίζει ένα ακριβό ρο. "Εχει προστά του διάφο ρο: χαρτιά καί διαβάζει. Εί ναι αναφορές για τίς^ προό δους που έκαναν ως τώρα τα μυστικοί εργαστήριά του. Δε μένει παρά μονάχα τα κοβάλ τιο. "Αχ, άν ήθελε αυτός ό η λίθιος ό Χάρισσον νά μιλή-
0
«*η·»
,
Λ
Πατάει ένα κουμπί που βρί σκέται απάνω στο γραφείο του. "Ενας άνθρωπος εμφανί ζεται στο κατώφλι τής πόρτας. —Φέρτε μου τον καθηγη τή!, διατάζει. "Υστερα από πέντε λεπτά 6 Χάρισσον βρίσκεται στο γραφείο τού Φρέλιχ. Ό άρχικατάσκοπος προσπαθεί νά χαμονελάση. -—Λίγο ακόμα και θά μέ στραγγάλιζες χτες, προφέσορ!, του λέει. "Ωστόσο εγώ δεν σου κρατάω κακία. Εξα κολουθώ πάντοτε νά έλπίζω πώς εμείς οί δυο 9ά συνεννοηθουμ^ μια μέρα. Λοιπόν, μή πως θυμήθηκες αυτά τα νού μερα πού μάς χρειάζονται; Ό Χάρισσον αναστενάζει. —Πόσα χρήματα θά μου Βώσης; ρωτάει. Τά μάτια του κακούργου δείχνουν έκπληξι. -—Δέχεσαι λοιπόν; λέει. —Ναί. Δέχομαι. Θά κατα σκευάσω έγώ ό ίδιος την πρώ τη βόμβα. Μά θέλω πρώτα νά
μου έγγυηθής δτι θά μ5 αφήσης ελεύθερο κι* έπειτα δτι θά μέ πλήρωσής καλά. ^—Έν τάξει! Έπί τέλους, γίνεσαι λογικός, Χάρισσον. Θά έχης οσα χρήματα ζητήπού σης καί την ελευθερία σου. Τό πρόσωπο τού κακούρ γου αστράφτει από χαρά. Ση κώνει τό ακουστικό ενός εσω τερικού τηλεφώνου καί μιλάει μέ κάποιον. —Ό καθηγητής κ. Χάρισ σον αποφάσισε νά μάς βοηθήση, λέειν Σέ λίγο^ θά βρί σκεται μαζί σας στο εργαστή ριο. Θά του δώσετε δλα τά υλικά πού θά σάς ζητήση καί 6ά τεθήτε υπό τις διαταγές του. Θά κατασκευάση ό ίδιος την πρώτη βόμβα κοβαλτίου. Κατόπιν, σύμφωνα μέ τις ο δηγίες του, θά συνεχίσετε εσείς... Μερικά λεπτά αργότερα, ό Αμερικανός καθηγητής οδη γείται στην καρδιά τής υπό γειας πόλεως τών * κατασκό πων. Στο εργαστήριο πού α ποτελεί τον έγκέφαλο τής εγ κληματικής σπείρας. ΟΙ επι στήμονες, πού δουλεύουν γιά λογαριασμό τού Φρέλιχ, τον περί κυκλώνουν καί τον άκούνε μέ σεβασμό. —Θέλω ισότοπα τού υδρο γόνου, λέει αυτός. 3 ό δευτέριο μού είναι απαραίτητο. Ε πίσης μού χρειάζεται μέταλ λο κοβαλτίου. Θά τό βομβαρ δίσω μέ ουδετερόνια. Κατό πιν θά έχω τή βόμβα πού θέ λετε. Μονάχα μού χρειάζεται ησυχία καί άπομόνωσι γιά νά εργαστώ,..
§#
.
ίΈΡΑ&Ι. © Κ60Ϊ
ένα σκέπασμα ^ πού βιδώνει "Ολη την ημέρα μέχρις άργά τή νύχτα, 6 καθηγητής Χάκαί ή βόμβα είναι έτοιμη! ρισσον εργάζεται μόνος. Κα Βγαίνει από τό δωμάτιο ό ταπιάνεται . μέ παράξενα που εργαζότανε μόνος, άφαιπράγματα. Μέσα στο ευρύχω ρεΐ την άντιασφυςιογόνο προ ρο δωμάτιο πού, βρίσκεται, σωπίδα, απαλλάσσεται άπρ καί απάνω σ' ένα μεγάλο την φόρμα καί τά γάντια καί μαρμάρινο τραπέζι, είναι α παίρνει μιά βαθειά αναπνοή. πλωμένα 'λογής - λογής μέ Τό πρόσωπό του είναι χλωμό. ταλλα, σκόνες, μπουκάλια μέ -—"Ολα εΐνα^ι έν τάξει, λέ υγρά, φαρμακευτικοί ζυγο' ει στούς επιστήμονες πού τον κι5 ένα σωρό άλλα πράγματα. τριγυρίζουν. Ή βόμβα είναι Μπροστά του υπάρχουν χαρ έτοιμη. Όρίστε καί ο χημι τιά, Κάθε τόσο στέκει, κάτι κός τύπος./Από αύριό θά μπο γράφει, σχηματίζει αλγεβρι ρειτε νά εργάζεστε μόνοι σας^. κούς^ τύπους, κάνει λογαρια Τούς δίνει ένο: χαρτί μέ σμούς κι* ύστερα αδειάζει σ' δυο νούμερα, αλγεβρικές εξι ένα μεγάλο ρομβοειδές σιδε σώσεις καί χημικούς τύπους. ρένιο δοχείο από χάλυβα τά Κάποιος το παίρνει στα χέ χημικά παρασκευάσματα πού ρια του. χρειάζεται.· Φοράει στο πρό —Είναι τά νούμερα πού σωπό μια αντί ασφυξιογόνο μάς λείπανε!, ξεφωνίζει χα μάσκα, τό κορμί του είναι τυ ρούμενα. Ευχαριστούμε, κύ λιγμένο σέ μια αδιαπέραστη ριε καθηγητά. Κρατήσατε τό από τή ραδιενέργεια πλαστι λόγο σας. ΕΐσΘε έν τάξει... κή ύλη και τά χέρια του εί 3Από τό βλέμμα τού Χάναι κουμμένα σέ γάντια από ρισσον περνάει μιά αστρα χοντρό λάστιχο. Κάθε ώρα πή, αλλά κανείς 8έν την προ πού περνάει, τό ρομβοειδές σέχει. Καί τότε ακριβώς μπαί σιδερένιο δοχείο γεμίζει και νει ό Φρέλιχ. Στά χείλη του περισσότερο μέ θάνατο. Γιά κρέμεται ενα ειρωνικό χαμό τι πραγματικά, ό διάσημος γελο καί τό πρόσωπό του έ Αμερικανός επιστήμων κατα-' χει πάρει μιά σατανική έκσκευάζει μιά αληθινή βόμβα φρασι. κοβαλτίου, πού είναι σέ θέσι —Έν τάξει, κύριε καθηγη νά^ μεταβάλη σέ σκόνη μιά τά; ρωτάει; ολόκληρη πολιτεία σάν την —Έν τάξει. Τώρα είναι ή Νέα- Ύόρκη. 3Αργά τή νύχτα σειρά σας νά κρατήσετε την έχει τελειώσει. Θρόμβοι ίδοώ υπόσνεσί σας, αποκρίνεται ε τα κατρακυλούν από τό πρό κείνος. Θέλω τά χρήματα καί σωπό του, όταν ρίχνει καί την την ελευθερία μου... τελευταία σταγόνα υγρού ;0 Φρέλιχ κουνάει τό κε πού χρειάζεται. "Υστερα κλεί φάλι καί κάνει ένα αδιόρατο νει^ το επάνω ανοιχτό μέρος νεύμα σέ δυο άντρες πού τον τού ρομβοειδούς δοχείου μ3 ακολουθούν. "Εκείνοι ρίχνον*
»β||», ....................................1?Γιι1··- τοα άπάνω στον Ανύποπτο κα θηγητή, του τραβούν προς τά πίσω τά χέρια, ^τόν δένουν και τον σέρνουν βάναυσα έξω από τό εργαστήριο. —Είσαι άτιμος!, φωνάζει ό-Χάρισσον καί φτύνει κατά» μούτρα τον Φρέλιχ. —Κλείστε, τον στο κελλί του!, καγχάζει ό άρχικατάσκοπος. Δεν είμαι κανένας ή» λίθιος νά τον άφήσω έλευθερο. "Οταν βεβαιωθούμε πώς ολα είναι εν τάξει, 6ά τον βγάλουμε από τή μέση μέ,μιά σφαίρα στο σβέρκο του. Τότε δέν θά τον έχουμε πιά ανάγ κη...
·
στα σιδερένια κάγκελα .τής πόρτας τοΰ κελλιου του σάν χαλύβδινες . τανάλιες. Τά μπράτσα του τεντώνονται καί ή^ βαρεία πόρτα φεύγει από τή βάσι της. Μια μικρή προ σπάθεια καί ό δρόμος είναι ελεύθερος. Γλυστράει στο διά δρομο καί στέκει έξω από τήν πόρτα τοΰ κελλιου τοΰ σερί■Γίάτερσον!, ψιθυρίζει. ! ,· απαντάει αυτός
;ι με μια καινούρ για προσπάθεια ανοίγει μέ τον ΐδιο τρόπο τήν κάγκελόφράχτη πόρτα. Ό σερίφης, μέ μάτια πού αστράφτουν, τι 'Ο Νέος ',Τπεράνθρω νάζεται εξω κρατώντας τό αυ πος εξοντώνει τον κα τόματο στα χέρια του.· κούργο καί τό Γαλάζιο —-Μά ποιος είσαι; ρωτάει .. Βουνό χάνεται!^ καθώς βλέπει πάλι μπροστά του τον Νέον Υπεράνθρωπο. ΥΤΤΑΖΕ1 ό Μάκ Ντάνυ Μά τό Θεό, παίρνω όρκο πώς τους δείκτες τοϋ ρολογι ού του. Πλησιάζουν μεσάνυμοιάζεις σά δίδυμο άδέοφι τοΰ φίλου μου Μάκ Ντάνυ. "Ε χτα. Τό ραντεβού που έχει χεις τό λόγο μου όμως σάν δώσει τό Γεράκι μέ τον καάντρας μέ άντρα, πώς δέν 85 θηγητή Χάρισσον εΐνα^ι, υστέ ανοίξω τό στόμα μου νά μι ρα άπό'λίγη ώρα. Πριν μερι λήσω ποτέ γι αυτό. Ξέρω κά λεπτά, ακούσε θόρυβο στο πώς τό κρατάς μυστικό, άδιάδρομο καί κουβέντες. Α μίγκο! νάμεσα σ' αυτές ξεχώρισε καί —Όκέϊ, Πάτερσον! Σέ πι τή Φωνή τού καθηγητοΰ. Τώ στεύω!, - λέει τό Γεράκι καί ρα επικρατεί ησυχία. Κυττάχαμογελάει. "Ελα μαζί 4μου. ζει πάλι τό ρολόι του. Φέρνει Προχωρούν στο βάθος τού τό βαχτυλίδι μέ τή μπλέ πέ διαδρόμου. Τό κελλί τοΰ κα τρα στο στόμα του. "Υστερα θηγητή είναι αφρούρητο. από μισό λεπτό τό θρυλικό —Τί έγινε, κύριε καθηγηΓεράκι, ό Νέος Υπεράνθρω τά; ρωτάει τό Γ εράκι καθώς πος, είναι έτοιμος για τήν κε καταγίνεται νά σπάση^ τήν ραυνοβόλο βράσι, που θά κρίπόρτα. Πέτυχες αυτό πού εινη απόψε τήν τύχη τή δική παμε^ ^ ' του καί των φίλων του. ·· . —Ετοίμασα τή βόμβα, λέ-· Τά δάχτυλά του.τυλίγονται
Κ
ϋ
ει εκείνος» Το υγρό θά έχη διαίτοτίσει υστέρα οπτό μιά ήρα τη σκόνη του κοβαλτίου. Τότε θά γίνη ή πιο τρομακτι κή έκρηξι που σημειώθηκε ώς τώρα στον κόσμο. "Ολάκερος ά όγκος του Γαλάζιου Βουνού θά^τιναχτή στον άέρα και ή υπόγεια πολιτεία μέ τά ερ γαστήρια τής εγκληματικής σπείροις και τους συμμορίτες θά θάφτουν μια για πάντα κάτω από πέτρες καί χώμα τα.... "Ύστερα από δυο λεπτά καί ό καθηγητής είναι έλεύθε—Σου τόν Ιμπιστευομαι, σερίφη!, λέει τό Γεράκι. Ή ζωή του είναι πολύτιμη .για Θά γυρίσω σέ λίγο... Καί ό Νέος Υπεράνθρωπος μέ μεγάλα κΓ αποφασιστικά βήματα κατευθύνέτου προς την άλλη άκρη του διαδρό μου. Πατάει ένα κουμπί. "Έ να κομμάτι του τοίχου ανοί γει καί μπαίνει στο ασανσέρ. Λίγο αργότερα βρίσκεται στον τρίτο όροφο. Έδώ είναι τό δωμάτιο του Φρέλιχ. Τό έ χει έπισημάνει από την περα σμένη νύχτα. Αυό μεγαλόσω μοι άνδρες, Μεξικανοί όπως δείχνέι ή έμφάνισί τους, στέ κουν έξω από την πόρτα μέ τά αυτόματα κρεμασμένα στους ώμους τους. Έχουν α κούσει τόν θόρυβο του ασαν σέρ καί γυρίζουν ξαφνιασμέ νοι. Τά μάτια τους στρογγυ λεύουν από έκπληξι καί μέ βιαστικές κινήσεις ετοιμά ζουν τά όπλα τους. Μά τό
ί*»Α«Ι.
Ο
Ν&όί
θρυλικό Γεράκι τά παίζει ό λα για όλα απόψε. Τινάζει τά πόδια, ταξιδεύει στον άέρα καί μουντάρει απάνω τους. Οι γροθιές του κινούνται γορ γά κΓ ©I δυο μελαχροινοί γί γαντες πέφτουν ανάσκελα. Μέ σφιχτά τά δόντια, τό Γεράκι λυγίζει τά γόνατά του καί τά Τακούνια των παπουτσιών του χτυπούν μέ δύναμι τά κρανία τους. Άκουγεται ενα άνατρι* χιαστικό τρίξιμο κοκκάλων που σπάνε καί οι δυο συμμο ρίτες εΐναι δυο άμορφα πτώ ματα. Τό επόμενο λεπτό ό Νέος Υπεράνθρωπος ρίχνει όλο τό βάρος των ώμων του στην πόρ τα που υποχωρεί μέ πάταγο. Τά κρύσταλλα κατρακυλούν στο πάτωμα καί ένας σίφου νας αναταράζει τή γαλήνη του δωματίου του αρχισυμμορίτη. Ό Φρέλιχ είναι εκεί καί τό πρόσωπό του παίρνει μιά σκοτεινή έκφρασι, καθώς βλέ πει μπροστά του τό παιδί μέ τήν κόκκινη μπέρτα. Αέν χά νει όμως τήν ψυχραιμία του. Τό χέρι του τινάζεται πρός τά πί^ω, έτοιμο νά φουχτ^ιάση ένα μοχλό που θά σημάνη συναγερμό σ’ ολόκληρη τήν υ πόγεια πόλι. Τό Γεράκι σφίγ γει τά δόντια καί σαλτάρει σαν αστραπή απάνω του. Αέν τόν άψίνει νά κινηθή. Ή γρο θιά του του τσακίζει τό σα γόνι καί τόν στέλνει στον α πέναντι τοίχο. ■—- Τελειώσανε τ3 αστεία, Φρέλιχ!, του λέει. "Ακίνητος κΓ απάνω τά χέρια!
Ό άρχι κατάσκοπος τον κυτ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
φν^Α/νδΛΛΛΛΛΛ/ϊΛΐΛΛΛΛΛΛΛΛΛ ιΛΜΛΛηΛΜΜΛΜΛΜΛΜΜΜΜΜΛΙΜνΗΜΜΜΛΜΛνννίΛΑΜννννίΛ^^
33
πού ξερνάει τώρα, κομματιά ζοντας τό βουνό, φωτιά καί λυωμένο σίδερο. Ή γή σ3 ο λόκληρη τήν περιοχή ανατα ράζεται οά νά τήν πσιδεύη ένας φοβερός σεισμός. —-"Όλα τελειώσανε ομορφα !, λέει ό νεαρός ρεπόρτερ. ΟΙ "Αμερικανοί 6ά μπορούν νά κοιμούνται από απόψε ή συχα. χωρίς τον εφιάλτη του αοράτου θανάτου. Οι "Ηνωμέ νες Πολιτείες θά σάς ευγνω μονούν γΓ αυτό, κύριε καθηγητά... Ύστερα ξαφνικά, ή μύτη μιας καρφίτσας τού αγκυλώ νει τήν κατδιά. Θυμάται τήν όμορφη καί τολμηρή "Έλλεν καί τον μικρό προστατευόυενό του άραπάκο, τον Τζίμ Γ κάφα. —’Άς ελπίσουμε, άναστενάζει, πώς δεν έχει συμβή τί ποτα κακό στούς φίλους μου. —3Έυοο μιά προαισθησι, Μάκ!, λέει καί χαμογελάει ό σερίφης Πάτερσον. Λογαριά ζω πώς ^ θ5 ανταμώσουμε σέ ΙΑ ΩΡΑ άργότεοα, ό Μάκ λίγο άριστα στην υγεία τους, Ντάνυ, ό σερίφης Νίκ Πάτερο-ον καί ό καθηγητήςτήν "ΊΞλλεν καί τον Τζίμ. Μπο ρεΐ νά μάς περιμένουν καί Χάρισσον ,ταξιδεύουν μ3 ένα στο αεροδρόμιο νά μάς υπο ελικόπτερο, τό έλικόπτερο δεχτούν μ3 ένα μπουκέτο λου του άρχισυμμορίτη πού πή λούδια στην αγκαλιά... ραν μέ σκληρή μάχη από τό μυστικό υπόστεγο τής συμ "Ο Μάκ 6έν άποκοίνεται. μορίας. Καί τώρα, ψηλά στον "Ένα παγωμένο χέρι έχει φου αέρα πού βρίσκονται, βλέ χτιάσει τήν καρδιά του. Μιά πουν ξαφνικά μιά τεράστια μυστική φωνή μιλάει μέσα κιτρινογάλαζη φλόγα νά ση του. Κάτι του λέει πώς ο! δυο κώνεται προς τον ουρανό. "Ύ φίλοι του διατρέχουν έναν θα στερα κΓ άλλες, κι3 άλλες. νάσιμο κίνδυνο καί πώς σέ Είναι σάν νά ζωντάνεψε ένα λίγο καινούργιες περιπέτεια παλιό καί φοβερό ηφαίστειο, ες τον περιμένουν... Τ Ε Ο 1 τάζει μέ θολό μάτι κι5 έτοιμάζεται νά μουνταρη. "Ένα περίστροφο όμως που άστρά φτει στο χέρι του χάνεται μο νομιάς, γιατί το Γεράκι εί ναι πολύ βιαστικό. Μια δεύ τερη γροθιά ξεβιδώνει τό σβέρκο τού κακούργου και μια τρίτη τοϋ κομματιάζει στα δύο την σπονδυλική στή λη. Πέφτει μέ τά μούτρα στο πάτωμα καί προσπαθεί νά συρθή. ’Από τό στόμα του βγαίνουν αΙμάτινοι άφροί καί βογγάει. —Μέ νίκησες, Γεράκι!, γρυλλίζει% — Σέ νίκησε τό Δίκηο, φο νιά, καί οι κατάρες των αν θρώπων, ανάμεσα στους οποί ους σκόρπισες τον πιο φρικιαστικό θάνατο!, λέει ©- Νέ ος Υπεράνθρωπος. Παρηγορήσου όμως. Σέ λίγο θάρθουν νά σ3 ανταμώσουν στην Κόλασι κΓ οι συμμορίτες σου... ★ ☆
Μ
ΗΙΒΙΗΙ18ΒΒΙΕΙΒΙΙΙΒΙΙΕΙΙΒΚ
·9Μηπιιπηηιιπιπνι?8πιικΒ8ΐνιιΐΕΐίΐιιννιΐιπιιιιηΒΐΐ8ΐινιιιιΐΒνιιιιιιιιιιικιΐϊ^ -ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΡΩ1 I* I Η Κ I Ι ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤ Ε I ΩΝ |
ΓΡΡ Α ΥΤ
Η
I
Γραφεία: 4Οδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. 12 “0- Τιμή δραχ. 2
;
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείδσυ 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χοετζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
γ
§ °ύ
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6)
Τό Παιδί του Μυστηρίου Το Γεράκι συντρίβει Τό Ιπτάμενο Παιδί Τιτανομαχία Ό Προστάτης τοΟ Κόσμου Τό Μαύρο καί τό "Ασπρο Γ εράκι
7) Τό Φοβερό Μυστικό 8) Ό Αόρατος Θάνατος.
9) “Ο ΤΓΐιμ ' Γκάφοος θυμώνει. 10) . ΟΙ Κίτρινοι Δαίμονες. 1 1 ) Στα χέρια των Ερυθροδέρμων 12) Ό Μυστηριώδης Φυλακισμένος
Στο έττόμενο τεύχος, που κυκλοφορεί την ερχό μενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
♦+4+Φ + + » + ♦♦»+ + ♦ + »■+■♦»♦ + ♦ + + ♦♦♦♦♦♦♦♦♦ ♦ ΜΗ τό Γεράκι, 6 Νέος Ύττεράνθρωπος, βρίσκεται φά
τσα μέ φάτσα μέ τό θάνατο, καθώς μάχεται πάλι η ρωικά για τη σωτήριο: τής ανθρωπότητας εναντίον σκοτεινών και μυστηριωδών αντιπάλων!
"Ενα αριστούργημα δράσεως, πλοκής, συναρπααπικών επεισοδίων, αγωνίας, γέλιου καί ηρωι σμών 1!
ΣΕ ΛΙΓΟ ΟΛΟΙ 01 ΠΟΝΤΙΚΟΙ, ΒΡΧ/ΣΗΝ ΝητΚΠΒΠΟΝ ΤΕΡΗΣΤΙΠ ΓΡΗΜΜΠΤΠΪΤΗΝΠΛΗΓ/Η ΤΟύΒΟΟΝΙΐυ.... ΠΡ/Ν ΤΟ ΓΡΡΜΜΠ 09 ΤΕΛΕΊΣΗ. ΗΗ ΒΡ/ΣΚΟ
κηι κπβρς ο ριικυ κι/ττουιε ηηα
ΤΠ ΨΕΓΓΠνίΜΕ ΤΟ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΟ,ΕΙΔΕ ΝΠΙΜΜΗΤΙ2ΕΤΗΙ Ου ΤΗ Η ΛΕΞΗ ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΗ/Δ/Η !Ι\ Ε/ΝΗΙ...ΕΙΝ 'ΕΚΕΙΝΟΣ.1!Ο ΟΠΔΗΗβίι
όπερηνβρροος
Μ(Μυ/»ΠΡυζΙ
τη
ΠΟΤΈ Π» 2ΡΗ ΤΟΟΣΔΕΝ ΕΙΧΗΝ =ΠΝΠΔ Ε! ΤΕΤΟΙΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΠΟΝΤΙΚΟ!
— ....
εμ*ομη»»Η9'
ι0 ΤζΙμ Γκάφας ^ έξβντώνει..· εκατόν ογδόν τα έπ,τά Ινδιάνους!
ΜΑΚ ΝΤΑΝΥ, ό νεαρός αστυνομικός ρ έ πορτερ του Νταίηλυ Χεραλντ, ή λαχροινή και τολμηρή βοηθός του ΓΈλλεν Τζόρνταν καί ό χαζός καί λιχούδης άραπάκος Τζίμ Γκάφας πίνουν τό τσαϊ τους στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού τής κυρίας Μάργκαρετ Ντάνυ, τής μητέρας του δημοσιογράφου, καί κουβεν τιάζουν για την τελευταία περιπέτειά τους στο Τέξας. (*)
Ο
(*) Διάβασε τό ποθητούαεν© τεΟνος ττου εχει τον τίτλο: «Ό Μυστηρϊώδης Φυλακισμένος»,,
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Ό Τζίμ Γκάφας κρατάει μια μεγάλη φέτα κέικ, την ο ποία κυριολεκτικά κατασπα ράζει! Κατεβάζει κάτι τερά στιες μπουκιές σάν.,.γατοκέφαλα καί, έτσι μπουκωμένος καθώς είναι, περιγράφει τά... κατορθώματά του! —Καθώς λοιπόν κάλπαζα, λέει, απάνω στο άλογο, βλέ πω καμμιά τρακοσαριά έρυθροδέρμους νά μέ περί κυκλώ νουν καί νά μου ρίχνουν στο ψαχνό. Μπάμ από έδώ, μπουμ από έκεΐ, μπάμ - μπάμ άπό πιο πέρα! Στην άοχή, νά πώ την άλήθεια, φοβήθηκα. Αλ λά υστέρα ξαναβρήκα την ψυ χραιμία μου καί μέ τά πιστό λια στο χέοι κάνω γιουρούσι άπάνω τους. «Πίσω, γιατί σάς έφαγα τά φτερά που φο ράτε στο κεφάλι!», τους φω νάζω. Καί αρχίζω που λέτε τό π«στολίδι καί ποιος είδε τό Θεό καί δέν τον έφοβήθηκε! ’Αστοαπές καί αστροπε μελέκια μαζί βγάζανε τά πιστό λια υου. Σκοτώνω δέκα, δε καπέντε, είκοσι, τριάντα, έκατόν ονδάντα έφτά τό δλον! Ή πεδιάδα γέμισε πτώματα καί βογγητά. Τότε εοχονται οί άλλοι καί πέφτουνε γονατι στοί στά πόδια μου. «Αμάν, λυπήσου μας κύριε Γκάφα!», μού λένε. «Είμαστε οικογενει άρχες άνθρωποι. Μή μάς σκοτώνης!» Τότε εγώ τους ρω τάω: «Που είναι ή "Ελλεν; Μιλήςττε άμέσως, γιατί μέ
4
ΛΛήΜΛΛΜΜήΛΛΜΜΜΛΛΜΜΜΜίννίΜΜ^^ γαργαλάνε τά χέρια μου και έχω δρεξι νά σπάσω μερικά μούτρα άπόψε!» Εκείνοι τοέμοντας μου λένε πώς ή "Ελλεν βρίσκεται οττό Γαλάζιο Βουνό και πώς ετοιμάζονται νά την κάνουν ψητή μέ πατα τάκια στο φούρνο. Εγώ άμεσως γίνουμαι θηρίο άνήιιεαο. Πατάω τά σπειρούνια και χά νου μαι σάν αστραπή στά α πάτητα μονοπάτια, αποφασι σμένος νά πάοω από τά χέ ρια των 5Ινδιάνων την "ΕλΑεν! Δρόμο παίρνω λοιπόν, δρόμο άψίνω... —Στάσου νά τού πω τή συνέχεια εγώ, Τζίμ ! # τον δια κόπτει γελώντας ή όμορφη μελαχροινή βοηθός του Μάκ Ντάνυ. —Γιατί δέ μ’ άφίνεις νά τελειώσω; παραπονιέται ό άραπάκος. —Πάρε ένα κομμάτι κέικ, Γκάφα, του λέει ό Μάκ και άφησε την "Ελλεν νά τελείω ση την ιστορία. Δεν κουρά στηκες τόσην ώρα νά σκοτώνης; "Έτσι που πας δέ θ’ άφήσης Ινδιάνο γιά Ινδιάνο ζωντανό!... Ό αραπάκος αρπάζει μια καινούργια φετάρα κέϊκ, τή δαγκώνει άγρια και αρχίζει νά μασάη. "Έτσι δέ μπορεί νά μιλήση πιά καί ή "Ελλεν βρίσκει τήν ευκαιρία νά π ή τά υπόλοιπα: —Καθώς άνηφόριζε λοιπον τό μονοπάτι, έξηγεΐ ή κοπέλλα, έρριχνε δεξιά κΓ αριστε ρά κΓ είχε κάνει πραγματι κά θραυσι στά φύλλα των...
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
„ ^ν*ΛΜΜΊ,^ίΛν^^ννίΛ,·^
κάκτων! Τότε έγώ, πού είχα γλυστρήσει άπό τά χέρια των ερυθροδέρμων καί παραμό νευα σ’ έκεινο τό πέρασμα, σάλταρα απάνω στο άλογό του καί ό Τζίμ άπό τή συγκίνησί του... λιποθύμησε! Τοόμαξα νά τον συνεφέοω. ΚΓ ύστερα, ύστεοα, καθώς μέσα στή νύχτα χάσαμε τό δρόμο στήν έρημη κοιλάδα μέ τούς βάλτους, έβαλε τά κλάματα... Ευτυχώς πού βρέθηκε κάποι ος χριστιανός καί μάς έδει ξε τό σωστό δρόμο καί ξαναγυρίσαμε στο Βίκλαντ. "Από έκεΐ πιά όλα ήταν εύκολα. Μέ τό τραίνο γυρίσαμε στή Νέα Ύόρκη καί... ησύχασα άπό τά κλάματά του! Ό Τζίμ Γκάψας τήν κυττάζει παραπονιάρικα. —"Ετσι λοιπόν, "Ελλεν; "Εκλαιγα, έ; —Θέλω νά πώ, διορθώνει ή κοπέλλα, ότι έκλαιγες άπό τή χαρά σου! —Καλά, λοιπόν!, κάνει θυμωμένα αυτός. ’Άς σέ ξαναπιάσουν οι Ινδιάνοι καί τά κουβεντιάζουμε. ,ΛΑν δέ σέ άψήσω νά γίνης ψητή σά χήνα στά κάρβουνα, νά μή μέ λένε Τζίμ Γκάφα! Κάτι έτοιμάζεται νά άπαντήση χαμογελώντας ή "Ελλεν, άλλα άπότομα σταματάει καί σηκώνει τά μάτια της προς τον ουρανό. "Ενα παράξενο σφύριγμα άκούγεται κΓ ένα περίεργο μακρόστενο άντικεί μενο πού μοιάζει σά ρουκέ τα, πού χάνεται σιγά - σιγά όσο πού γίνεται άόρστη στο
¥ΠΙ^Αί4#Ρβί1Θ2
*'
ν©υ.44 -—Αυτό θυμίζει κάπως τούς ιπτάμενους δίσκους !, λέει ή 'Έλλεν πού δέν έχει συνελθεί άκόμα από τή δυνατή έκπληξι. Είναι πραγματικά κάτι εν τελώς, πρωτοφανέρωτο. Ό ρέπορτερ κουνάει το κε φάλι. -—Είναι τ) πέμπτη κατά σειράν άση-μενια ρουκέτα πού περνάει αυτές τις μέρες πά νω από τή Νέα Ύόρκη καί χάνεται οπό άπειρο, λέει. "Ο ταν λείπαμε στο Τέξας^, συνέβησαν πολλά παράδοξα πράγματα εδώ. Χτες ακρι βώς μου τηλεφώνησε ό Τζαίημς Στούαρτ γι’ αυτό τό ζήτημα. "Ολες οί μυστικές υ πηρεσίες τών Ηνωμένων Πο λιτειών κάνουν συστηματικές έρευνες χωρίς δμως μέχρι τή στιγμή ν’ άνακαλύψουν τίπο τα. Είναι πραγματικά δπως τό είπες: Κάτι πρωτοφανέ ρωτο... Εκείνη ακριβώς τή στιγμή χτυπάει τό τηλέφωνο. Ό Μάκ σηκώνει τό ακουστικό. Άπο τήν άλλη άκρη του σύρματος άκούγεται ή φωνή τού αρχι συντάκτη τοϋ Νταίηλυ Χέραλντ, κ. "Εμορυ. —Έσυ είσαι Μάκ; του λέ ει. Υπάρχει μιά σπουδαία δουλειά γιά σένα.^Τί θά^ έλε γες γιά ένα ταξιδάκι στο Τό κιο; Ό νεαρός ρέπορτερ ξαφνιά ζεται. —Στο Τόκιο;
.8 “Ναι. Στη χώρα του^Άνατέλλοντος Ήλιου. 3Από έκεΐ μάς έρχονται οι ασημέ νιες ρουκέτες. Τό διεπίστω; σε κατά ένα τραγικό τρόπο ό κυβερνήτης του καταδρομικού «Άριζόνα» κάπταιν Γουΐλυ Ι.τήβς. Είδε μερικές τέτοιες ρουκέτες νά περνάνε πάνω άπ’ τό καράβι του, ενώ ταξί δευε στον Ειρηνικό. Είχαν ό λες κατεύθυνσή πρός τις δυ τικές ακτές τής Αμερικής. Νομίζω ότι, αν πεταχτής ώς τό Τόκιο, θά^ μπόρεσης νά βγάλης μερικά πρωτοσέλιδα εντυπωσιακά άρθρα. Τί λές; 'Ο Μάκ 6έν σκέπτεται πο λύ. —Πότε φεύγω; ρωτάει. —;Σέ 6υό ώρες απογειώνε ται ένα μεγαθήριο τής Παναμέρικαν. ’Άν θέλης πέρασε ό;π’ τό λογιστήριο νά πάρης λεφτά^ και ^πές στη μητέρα σου νά σου έτοιμάση τις βα λίτσες σου. "Α! "Ακου, Μάκ. ’Άν θέλης, πάρε μαζί καί τήν παρέα σου. Τήν "Ελλεν καί τον Τζίμ... —Όκέϊ. Φεύγω απόψε !, α ποκρίνεται αυτός χαρούμε νος. Τότε δλα είναι έν τάξει! Ήθελα μονάχα... —Λέγε, Μάκ. -—"Ηθελα νά^μάθω τί έγι νε μέ τό «Άριζόνα». —Σέ μισή ώρα κυκλοφο ρούμε έκτακτη έκδοσι. Δόσε" ένα σέντς, αγόρασε την καί θά διαβάσης. Τώρα είμαι πο λύ βιαστικός. Γειά σου καί περιμένω σύντομα νέα σου.
"Ένα ομοοφο καταδρο μικό μάχεται μέ τις (ρουκέτες και γνωρίζει τον όλεθρό
Τό όμορφο καταδρομικό κάνει τή συνηθισμένη εβδο μαδιαία περιπολία του στον Ειρηνικό. Ή νύχτα είναι γλυ κεία καί ήρεμη καί ό ουρανός ΥΤΟ πού εγινε με την αστράφτει από τά διαμάντια «Άριζόνα» δέν ήταν καθόλου ευχάριστο. Τδ τραγικότων άστρων. Κάτω, στο ευρύ χωρο καρέ, οι αξιωματικοί, νέο μαθεύτηκε τό ίδιο από υστέρα από τό δείπνο αδειά γευμα και οι λιγοστοί άνδρες ζουν μερικά ποτήρια ούΐσκυ τού πληρώματος του μαζί μ£ καί άκούνε εύθυμη μουσική τον κυβερνήτη Στήβς, πού έ στο ραδιόφωνο. Είναι όλοι μειναν ζωντανοί, δέν μπορούν ευχαριστημένοι, γιατί ύστε νά συνέλθουν ακόμη καί πι ρα από δυο μέρες τελειώνει ή στεύουν πώς ζοΰνε έναν άναπεριπολία τους καί θά επι τριχιαστικό έφιά>τ^ στρέφουν στον "Άγιο Φραγκί σκο, οπού η ζωή φυσικά εί ναι πολύ πιο ωραία από τή ζωή σ’ ένα πολεμικό καράβι. -αώνικά, ενώ όλα είναι ή ρεμα, μπαίνει αναστατωμέ νος στο καρέ ό αξιωματικός πού διευθύνει τό ραντάρ. —Τί τρέχει Μπάρντον; τον ρωτάει ό κυβερνήτης Στήβς. Ό νεαρός αξιωματικός στέ κει εις προσοχήν καί χαιρε τάει. —Συμβαίνει κάτι παρά ξενο μέ τό ραντάρ απόψε, κύ ριε κυβερνήτα, λέει. Στο ταμπλώ του βλέπω παράξενα ση μάδια. Νομίζει κανείς ότι εί ναι αεροπλάνα πού περνούν από πάνω μας. Φαίνονται στο ταμπλώ σαν αστραπές καί ε ξαφανίζονται προς τό^ μέρος τής αμερικανικής ακτής. Εί ναι ή πρώτη φορά πού τό ραν τάρ σημειώνει τέτοια πράγ ματα. —Μετέωρα ή αερόλιθοι!, κάνει ό Στήβς καί άνασηκώΤρεις ασιαμανίες ρ^υκετες 61ασχίνει τούς ώμους. Πολλές φο ζονν γοργά τον ουρανό πάνω από ρές οι ουράνιοι αυτοί αλήτες τό πλ©ϊ©!
Α
ΫΠέΡΑΝΘΡΩΓΙΟί χάνουν τό δρόμο τους καί κα τρακυλούν μέ μεγάλη φασα ρία προς τη γή. Κάτι τέτοιο θά έπιασε τό ρο:ντάρ σου, Μπάλντον. Αέν υπάρχει λό γος ν’ άνησυχής. —Μά δέν είναι μόνο αυτό, λέει δειλά ό αξιωματικός. "Α τι ό τή γέφυρα μέ πληροφόρη σαν πώς άκοϋνε ένα παράξε νο σφύριγμα κάθε τόσο καί βλέπουν κάτι σά φλόγα νά διασχίζη μέ ταχύτητα κεραυ νού τον ουρανό. Ό κυβερνήτης του «5Αριζόνα» σουρώνει τά φρύδια. —Αυτό, μά τό Θεό, πάει πολύ!, γρυλλίζει. Πώς δέν μέ ειδοποίησαν; Την ίδια στιγμή δμως εμ φανίζεται στο καρέ λαχανια σμένος ό ύπαρχος. —ΟΙ ασημένιες ρουκέτες!, λέει. Ό ουρανός γέμισε άπό ασημένιες ρουκέτες. "Ερχον ται απ’ τά δυτικά καί χάνον ται μέ μιάν ίλιγγιώδη ταχύ τητα προς τις ακτές μας. Κά τι περίεργο συμβαίνει άπό° ψε, κάπταιν... "Ολοι οϊ αξιωματικοί τινά ζονται ξαφνιασμένοι. Κάτι α κόυσαν νά μεταδίδη προ ημε ρών τό ραδιόφωνο γιά αση μένιες ρουκέτες, αλλά κανείς δέν έδωσε σημασία σ’ αυτή την έκπομπή. "Ολοι πίστεψαν πώς έπρόκειτο γιά τά συνη θισμένα παραμύθια, πού γρα φουν κάθε τόσο οι έφημερίδες καί μεταδίδει τό ραδιόφωνο γιά έντυπωσιακούς λόγους. Μά τώρα τό πράγμα άλλάζει. "Αρχίζει νά γίνεται σοβαρό. Σέ λίγο, μέ έπί κεφαλής
ψ
Τό όμορφο πολεμικό πλοίο σπάζει στα δυο σαν σπυρίόξυλο!
τον κυβερνήτη, βρίσκονται ό λοι στη γέφυρα καί παρακο λουθούν μέ τις διόπτρες τον ουρανό. Τίποτα δέν υπάρχει πού νά δικαιολογή την ανατα ραχή πού δημιουργήθηκε. —-Θαρρώ πώς (ονειρεύτη κες, ύπαρχε!, λέει 6 Στήβς αυστηρά. —Σάς διαβεβαιώ, κύριε κυβερνήτα, απαντάει μέ σε βασμό αυτός. Είδα τις αση μένιες ρουκέτες μέ τά μάτια μου.
*
...............
'
Ό κυβερνήτης του. κ&τ®~ δρομικού αρχίζει πάλι νά ψάχνη τον ουρανό μέ τις δίοπ τρες του. Τίποτα τό Ανησυχα στικό. Τά ..άστρα φεγγοβο λούν ©πως πάντοτε και ή νύ χτα είναι γλυκεία καί γεμάτη γαλήνη. ■—Νά επιδιόρθωσης τά μά τια του, ύπαρχε!, λέει χαμο γελώντας. Καί συ, Μπάλντον, κύτταξε νά επιδιόρθωσης τό ραντάρ σου. Είμαι βέβαιος πώς κάτι ^έπαθε καί άρχισε κι5 αυτό νά βλέπη φαντάσματα! Άλλα σχεδόν αμέσως, σταματάει νά μιλάη. "Ενα Ανα* τριχιαστικο σφύριγμα άκουγεται να έρχεται άπό^ μακρυά. Τό σφύριγμα, πού^ μοι άζει σάν τό βογγητο ένός^άγριου σίφουνα, ζυγώνει κάθε δευτερόλεπτο καί πιο πολύ προς τό μέρος του πλοίου. —Μιά ασημένια ρουκέτα!, φωνάζει κάποιος. "Ολοι γοργά στρέφουν τις διόπτρες προς τ© ίδιο μέρος του ουρανού. Μιά Ασημένια άτρακτος, κάτι που ή ταχύτητα το κάνει νά μοιάζη σάν ασημένια φλόγα, περνάει πά νω από τό πλοίο μέ μιαν Α περίγραπτη ταχύτητα καί χά νεται στο διάστημα προς τις δυτικές ακτές τής Αμερικής. -—Ναί! Ναι!, λέει ταραγ μένος 6 κυβερνήτης. Τώρα βλέπω πώς κάτι υπάρχει στη μέση... Σημάνοπε συναγερ μόν^ Μέσα σε πέντε λεπτά ή η ρεμία, πού επικρατούσε σε τούτο τό μεγάλο πολεμικό
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
σκάφος θρυμματίζεται καί/ όταν^ο! σάλπιγγες, τά ηλεκ τρικά κουδούνια καί τά μεγά φωνα πού δίνουν τό σύνθημα τού συναγερμού σταματούν, ολοι βρίσκονται στις θέσεις τΟυς. —Ετοιμάσατε όμοχειρίαν Αντιαεροπορικών!, άκούγεται βραχνή μια φωνή Από τον χα λύβδινο πύργο διαταγών. "Ε τοιμοι προς δράσιν! Άπ© τό μέρος τής θάλασ σας, εκεί όπου λογαριάζουν πώς βρίσκονται τά γιαπωνέ ζικα νησιά, ξεπετάγονται ψη λά τρεις καινούργιες Ασημέ νιες ρουκέτες. Στήν αρχή. Α νεβαίνουν κάθετα προς τον ουρανό. ^ "Υστερα παίρνουν μια πλάγια κλίσι καί ταξι δεύουν παράλληλα προς την επιφάνεια τών νερών. Πάλι άκούγεται Από μακρυά τό άνατριχιαστικό σφύριγμα πού μοιάζει σάν άγριος σίφουνας. —Σκοπεύσατε!, μουγγρίζει 6 κυβερνήτης. "Ετοιμοι! Ο! τρεις ασημένιες ρουκέ τες βρίσκονται τώρα μερικές χιλιάδες πόδια πάνω Από τό πλοίο. —Πυρά φραγμού!, ουρλιά ζει ό κάπταιν Στήβς. Πύρινες γλώσσες βγαίνουν από τίς κάννες τών Αντιαε ροπορικών καί ό Αέρας γεμί ζει βροντές καί κεραυνούς. Μικρά άσπρα συννεφάκια γε μίζουν τον ουρανό. —Ό Βιάολος νά σάς πάρη!, φωνάζει ό αξιωματικός ιού πυργίσκου σκοπεύσεως* Τίποτα δέν εγινε! ΆτΥ την
ΥΓΐΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟ Σ
αρχή πάλι. Πυρ! Οι .δυο άσημένιες ρουκέτες έχουν άφήσει πολύ πίσω το πολεμικό σκάφος και μόλις πού Βιακρίνονται σαν φωτει νά άστρα. Ή τρίτη δμως φαί νεται ότι δέχτηκε κάποιο βλή μα σέ καίριο σημείο της. *Αλ λάζει ξαφνικά κατεύθυνσή διαγράφει ένα τεράστιο τόξο καί ξαφνικά άρχίζει νά κατευθύνεται απάνω στο σκά φος, σάν ένας φλέγόμενος κο μήτης. πού άφίνει πίσω του κίτρινο καπνό. —Πυρ!, άκούγεται ένα καινούργιο ουρλιαχτό. Πυρ φραγμού! "Αλλά ή βαρεία φωνή πνί γεται όάτό τό άνατριχιαστικό σφυόιγμα πού ζυγώνει τό πλοίο και κάνει το βσλύβδινό του θώρακα νά τρέμη σάν τσιγαρόχαρτο. —-Είμαστε χαμένοι!, λέει κάποιος μέ ραγισμένη Φωνή. —Είναι μιά διευθυνομενη εναέρια τοοπίλλη!, προσθέ τει ένας άλλος. Ό άσημένιος κύλινδρος έ χει όμως σ* αυτό τ© μεταξύ πλησιάσει - καί όλοι κρατούν την άνάσα τους. Τώρα μπο ρούν νά δουν ότι ή άσημένια ρουκέτα έχει μήκος περισσό τερο από είκοσι μέτρα και διάμετρο περίπου πέντε μέ τρων στη μέση της, όπου εί ναι καί τό φαρδύτερο σημείο της. Άλλα δεν προφταίνουν νά δουν τίποτα περισσότερο. Ή ρουκέτα πέφτει απάνω στο πλοίο και μιά κόλασι - άπό φλόγες, καπνούς, έκκωφαντικές έκρήξεις, έπακολουθούν.
$
Βλέπει να μπαίνουν σ~λν κ&α'ζίνα 6 κσντήσ^μος Γιαπωνέζος κΓ ή συνοδός ί
Τό όμορφο άμερικάνικο πολε μικό «Άριζόνα»Αδέν υπάρχει πιά. *Έχει κοπή σάν σπιρ τόξυλα και ανάμεσα στις φλό γες και τούς καπνούς βυθί ζεται. Μερικοί άνθρωποι, πού έ χουν τιναχτή άπό την τρομα κτική αυτή έκρηξι στη θά λασσα, προσπαθούν κολυμ πώντας ν* άπομακρυνθοΰν ά πό τον τόπο τής καταστρο φής. Ανάμεσα σ’ αυτούς εί ναι και ό πλοίαρχος Στήβς
10
ΓΕΡΑΚΙ,
πού θά άφηγηθή δλες αυτές τις τραγικές λεπτομέρειες που στοίχισαν τή ζωή όκτακοσίων πενήντα αξιωματικών και ναυτών και την απόκλεια ενός καταδρομικού από τα κα λύτερα που διέθετε ό στόλος των Ηνωμένων Πολιτειών. "Οπου ό Μ αχ Ντάνυ παίρνει μια μυστηριώ δη απειλητική προειδοποιησι
Ξαφιν!νά, τ ό ττσδι του Γκάφα, Τδνά-= ζεται και χτιπτόχι τη Γιαπωνέζα!
Ο
ΝΕΟΣ
ναμέρικαν άφίνει πίσω του τις καταπράσινες κοιλάδες του Κάνσας, του Τέξας, του Κολοράντο, διασχίζει τον γα λάζιο ουρανό τής Καλιφόρνιας και ταξιδεύει τώρα στον Ειρηνικό με κατεύθυνσι προς την Ιαπωνία. Ό Μάκ Ντάνυ, ή "Ελλεν Τζόρνταν, ή όμορ φη καί τολμηρή βοηθός του, και ό χαζός καί λιχούδης άραπάκος Τζίμ Γκάφας, είναι άνάμεσα στους επιβάτες του. Ή "Ελλεν πού, όπως είναι γνωστό, συνδέεται μέ μια α γνή Φιλία μέ τον Μάκ, που κάποτε θά καταλήξη σέ γάμο, έχει κλείσει τά^ μάτια καί κοιμάται ξαπλωμένη στο άναπαυτικό κάθισμά της. Δίπλα της ροχαλίζει αγρίως ό Γκάψας καί κάθε τόσο γλείφεται γιατί όνειρεύεται ότι ή κυρία Μάργκαοετ Ντάνυ, ή γλυκεία Έλληνίδα^ μητέρα του Μάκ, του σερβίρει κάτι πελώριες φέτες λαχταριστού κέικ. Ό νεαρός ρέπορτερ μονάχα δέν έχει καμμιά διάθεσι γιά ύ πνο. Τό μυαλό του δουλεύει εντατικά. "Έχει ένα όλόκληοα δέμα από έφηυερίδες καί τις ξεφυλλίζει. Θέλει νά κατατοπισθή. Πρώτα, διαβάζει τή δραματική περιπέτεια του «"Αριζόνα» καί στο νου του περνούν ώρισμένες ιδέες, πού μπορεί αργότερα νά του δώ σουν τή λύσι τού αινίγματος. "Έπειτα διαβάζει τά όσα γρά φουν οι έκτακτες απογευματι νές εκδόσεις γιά τήν τελευ ταία έμφάνισι τής ασημένιας ρουκέτας πάνω άπό τή Νέα Ύόρκη. Περιγράφουν κάτω
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
ΙΜΑινιηΑΐννιΐΜ/νΐίνν«ΑΑ'ΐ»ννννΐΜΐνννι«νν«ι*ΜΜΜΐνΐ4ΜΙΙΜΜΜΜΜΛΜ¥Ι/1ΜνΐΜΜΜΛΜΜΑΜΜΛ/νΐ/ΜΑΜΑΜΜΛΜΑ!νΐΛΜΐΐΑΜί από χτυπητούς τίτλους τό γε γονός. και προσπαθούν νά βρουν μιαν έξήγησι. Μερικές Βιερωτώνται μήπως τά περί» έργα αυτά αντικείμενα προέρχονται άπό άλλον πλανήτη. «Ποιος μάς εμποδίζει νά πιστέψουμε, γράψει 6 «Πρωι νός Ταχυδρόμος», ότι οι αση μένιες ρουκέτες, που έκαναν τις τελευταίες ήμερες την έμφάνισί τους στις δυτικές α κτές και πάνω άπό την Νέα Ύόρκη, δεν είναι σατανικά μηχανήματα που προέρχονται άπό άλλους πλανήτες καί κά νουν ένα είδος θεαματικής πτήσεως, πού αποτελεί ίσως κάποιαν προειδοποίησι τής όποιας την έννοια 6έν μπο ρού με εμείς οι κάτοικοι τής Γης νά άντιληψθοΰμε; Περ νούν χιλιάδες πόδια πάνω ά πό τά κεφάλια μας, άλλα ή παρουσία τους γίνεται έκνευριστικά αισθητή άπό τό οξύ σφύριγμα πού άφίνουν καί άπό τό μεγάλο^ κενό άέρος πού δημιουργούν στο πέρα σμα τους, αποτέλεσμα τού ο ποίου είναι οί φοβερές δονή σεις πού συγκλονίζουν καί τά πιο ισχυρά κτίρια ακόμη. Διερωτώμεθα λοιπόν μήπως τά ασημένια αυτά άεροσκάφη εί ναι^ διαπλανητικές βολίδες πού έρχονται άπό τό διάστη μα καί, αφού προσεγγίσουν τη Γή μπαίνοντας στην ατ μόσφαιρα διά τής στρατο σφαίρας, εξακολουθούν την ί λιγγιώδη πορεία τους προς τό διάστημα πάλι...». —Ανοησίες, σκέπτεται 6 Μάκ καθώς βάζει κατά μέρος
►
4Η 'Έλλεν έφΌριμ5· τότε και φιλο δωρεί ,τή Γιαπωνέζα υ.έ δυο γρο θιές !
την έφη μερίδα καί άνοίγέι μιαν άλλη. Ή δουλειά αυτή είναι ανθρώπινο έργο. Ή κα ταστροφή τού καταδρομικού μας,^τό άποδεικνύει... Ρίχνει μιά ματιά στην ε φημερίδα πού κρατάει. Τούτη έδω, τό «Ηταίηλυ 5Εξπρές», γράφει καί πικρόχολα σχό λια εις βάρος των τεχνικών, πού υπηρετούν στην Εθνική "Αμυνα των Ηνωμένων Πολι τειών: «Είναι ντροπή, τονίζει έ άρθρογράφος, νά μήν μπ©~
12 ρούν οι τεχνικοί μας νά δώ σουν υστέρα άπό την πάροδο τόσων ήμερων, μια θετική άπάντησ* σ' ένα πρόβλημα κα θαρών τεχνικής ώύσεως, τό ό ποιον κρατάει σε μια διαρκή αγωνία τις Ηνωμένες Πολι τείες. Οί Αμερικανοί πολϊτοα ζητούν νά μάθουν τί ακριβώς συμβαίνει...» Ό Μάκ Ντάνυ άφίνει κι* αυτήν τήν έφημερίδα. Καθώς έτοιμάζεται δμως νά πάρη μιάν άλλη, βλέπει κάτι που τον παραξενεύει. *Απάνω στο μικρό τραπεζάκι πού βρίσκε ται μπροστά του υπάρχει ενα κομμάτι χαρτί μέ μερικές λέ ξεις βιαστικά γραμμένες. Τό παίρνει καί ρίχνει μια ματιά. Τώρα ή έκπληξίς του γίνεται μεγαλύτερη, καθώς βλέπει Ο τι τό σημείωμα τούτο άπευθύνεται προς αυτόν: «Νεαοέ Μάκ Ντάνυ, γράφει τό σημεί ωμα. Ή ζωή είναι γλυκειά. Καλά θά κάνης νά μήν άπαβιβασθής καθόλου στο Τόκιο. ’Άν εΐσαι λογικός, θά πάρης τό Υδιο αεροπλάνο μαζί μέ τήν παρέα σου καί θά γυρίσης στή Νέα Ύόρκη. Ό αέρας τής Ιαπωνίας πειράζει κάτι μω ρά σαν εσένα. ’Άν δέν συμμορφωθής, θά έχης άσχημα μπλεξίματα καί στή μητέρα σου θά πάη πολύ σύντομα έ νας φάκελλος μέ μαύρο περι θώριο πού θά τήν άναγκάση νά σού κάνη μνημόσυνα καί νά κλαίη. "Ενας φίλος». Ό νεαρός ρέπορτερ κυττάζει γύρω του. Ποιος έβαλε μπροστά του αυτό τό σημείω μα, πού είναι γεμάτο απειλή
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕ02
Α\Λ>νννννΜ<νν<·ν«*ν»Λ/ν»ΛΑνν*νΚν»«νν%%»»*»»Ι)
καί θάνατο; Φυσικά αυτό έ γινε τήν ώρα πού ήταν βυθι σμένος στήν άνάγνωσι τών ε φημερίδων. Κάποιος ζύγωσε καί άφησε τούτο τό χαρτί μέ τις λίγες λέξεις, χωρίς αυτός νά τον προσέξη. Αλλά ποιος εΐναι ό άγνωστος επιστολο γράφος πού απειλεί; /—Τούτο είναι περίεργο, λέει μέσα από τά δόντια του. Φυσικά ό Μάκ Ντάνυ δέν πρόκειται ν* άλλάξη άπόφασι. Ούτε πρόκειται νά γυρίση στή Νέα Ύόρκη, άν δέν βρή τή λύσι τού αινίγματος πού βασανίζει όλους αυτούς πού άσχολούνται μέ τήν άμυνα τών Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλο εΤναι έκεϊνο πού τον α νησυχεί. Τό πώς δηλαδή μπό ρεσαν έκεΐνοι, πού ένδιαφέρονται... για τήν υγεία του, νά πληροφορηθοΰν μέσα σέ δυο ώρες —τόσο χρονικό διά στημα άκριβώς μεσολάβησε από τή στιγμή τού τηλεφω νήματος τού κ. Πήτερ "Εμορυ μέχρι τή στιγμή τής έπιβιβάσεως στο αεροπλάνο— τό σκο πό τού ταξιδιού του στο Τό κιο. Αυτό δείχνει ότι υπάρ χει ένα μεγάλο καί αξιόλογο δίκτυο κατασκοπείας, πού παρακολουθεί καί μαθαίνει τά πάντα. "Οσο ανησυχαστι κό όμως άν είναι αυτό, άπό τήν άλλη μεριά αποτελεί μια έπιβεβαίωσι τού ότι έκεΐνοι, πού έχουν κατασκευάσει καί έκσφενδονίζουν τις ασημένιες ρουκέτες, δέν άνήκουν σέ ξέ νους πλανήτες, άλλα εΐναι κοινά άνθρώπινα όντα κι* άν ξεχωρίζουν σέ κάτι, εΐναι στο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΐ3
λιά στά μάτια, κάνει μιά κίνησι μέ τό χέρι του. 4Η κο πέλλα πλησιάζει καί τού πα ραδίνει τό χαρτί πού κρατάει. —Αυτό τό τηλεγράφημα εί ναι για σάς, κύριε Αόου, τού λέει. Είναι κοττεπεΐγον καί έρ χεται άπό τό Τόκιο. Ό ι:. Αόου τ© παίονει και τό διαβάζει. Κάθεται μερικά καθίσματα πιο μπροστά απ' τον Μάκ Ητάνυ καί ό νεσοός ρέπορτερ Βέν τον άφίνει άπό τά μάτια του. Κάτι έχει απά νω του αυτός ό άνθρωπος, πού δέν τού άρέσει. Ανάμεσα στούς τριανταδύο επιβάτες τού άεροπλάνου, υπάρχουν καί άοκετοι έίλλοι Γιαπωνέζοι. 5Αλλά αυτός είναι κυρίως πού κρατάει τό ενδιαφέρον του. -—Παίρνει λοιπόν καί Ιδιω τικά τηλεγραφήματα ό άσύρ- Παράξενα π ο άγιιατα ματός σας; ρωτάει ό Μάκ ύ (συμβαίνουν μέσα στο στερα άπό αρκετή ώρα τέ<χα αεροπλάνο καί ό Μάκ αδιάφορα τή συνοδό. ανησυχεί —Φυσικά, απαντάει αυτή. Πριν λίγη ώρα ό κ. Αόου έ Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ όμως ξε λαβε ένα τέτοιο τηλεγράφη καθάρισαν πολύ πιο σύν τομα άπό ό,τι λογάριαζε. Αυμα άπό τήν έτσιρεία του. -—Πρέπει νάναι βέβαια πο τό έγινε κατά τό σούρουπο. λύ ενδιαφέρον αυτό πού θά Προηγουμένως, 6υό ώρες νω τηλεγραφήση κανείς αφού ρίτερα, ή μια άπό τίς συνο πρόκειται ν5 απασχόληση τον δούς του αεροπλάνου, μιά όάσύοματο τού αεροσκάφους... μοοΦη ξανθή κοπέλλα μέ μπλέ Ή κοπέλλα κλείνει τό μά στολή καί δίκωχο, βγήκε ά τι καί χαμογελάει. πό τό διαμέοισμα τού ασυρ —Χμ! "Όχι καί τόσο. Πα μάτου, κρατώντας ένα ράδιο ραδείγματος χάριν. τηλεγράφημα στά χέρια της. Σκύβει καί τού ψιθυρίζει —Ποιος εΐναι ό εμπορικός στ* αυτί γιατί 6έ θέλει νά τήν έντιποόσωπος κ. Αόου; ρωτά άκούνε πού μιλάει: ει τους έπιδάτες. — Παραδείγματος χάριν 'Έν&ς κοντόσωμος Γιοπτωτον κ. Αόου τον πληροφορούν νέζος μέ χοντρά μυωπικά γυα δτι έχουν ψυχή γεμάτη άπό α I μαδέρα και έγκληματικά ένστικτα... «Βρισκόμαστε λοιπόν, σκέ πτεται μέ ι κανοπο ίησι ό Μάκ Ντάνυ, σέ καλό δρόμο. "Αν 6έν συνέβαινε αυτό, 8έν Θά α νησυχούσαν καί δεν θά μού έστελναν τό σημείωμα. "Ένας ή ίσως και περισσότεροι από τούς ανθρώπους τής έγκλη μα τ ικής σπείρας σίγουρα εΐναι μέσα σ5 αυτό τό αεροπλάνο. Πρέπει νάχουμε, λοιπόν, τά μάτια μας δεκατέσσερα... Και ό νεαρός ρέπορτερ άρχίζει χωρίς νά γίνεται άντιληπτός νά έξετάζη μέ προσο χή τούς συνταξιδιώτες του, προσπαθώντας νά μαντέψη ποιος ή ποιοι είναι έκεινοι πού έχουν διαταχθή νά παρα κολουθούν τις κινήσεις του.
Τ
14 για κάτι εντελώς οίκογενειαΰ κό: «Μνηστή σου επικίνδυνη και άπιστη. 5Αποφάσισε τά χιστα διακόψης σχέσεις». Άυ τό του τηλεγράφησαν απ’ το Τόκιο. Βλέπετε λοιπόν ότι ό ασύρματός μας είναι εξυπη ρετικός για όλα και για Ο λους. ^ Και ή ωραία συνοδός απο μακρύνεται χαμογελώντας για νά συνομιλήση μέ κάποιον άλλον επιβάτη. —Ευτυχώς που μ5 έχεις κοντά σου, του λέει σέ μισοαστεΐο τόνο ή 'Έλλεν που κά θεται στο απέναντι του κά θισμα. Δεν υπάρχει φόβος νά Αάβης ποτέ παρόμοιο τηλεΌ Ντάνυ την σκουντάει μέ τον αγκώνα του καί μέ ένα α διόρατα νε')μα τής δείχνει τον κ. Αόου. 'Ο Γισπωνέζος έχει σηκωθή καί περνάει κοντά τους. Κρατάει ένα τσιγάρο στο χέρι καί προχωρεί προς ένα από τά καθίσματα που βρίσκονται στο μπροστινό μέ ρος του αεροσκάφους. Στέκει κοντοί σ’ έναν γεροδεμένο άν τρα μέ ξανθό ψαλιδισμένο μουστάκι, που φαίνεται βυθι σμένος στην άνάγνωσι τής ε φημερίδας του καί ανταλλάσ σει μεγαλόφωνα μερικές λέ ξεις μαζί του, που φαινομε νικά δέν έχουν κανένα ένδιαφέρον. "Υστερα μέ τρόπο άφίνει νά πέση απάνω στην α νοιχτή εφημερίδα ένα διττλωμένο στα τέσσερα χαρτάκι καί απομακρύνεται. *0 άλλος τό παίρνει καί τό διαβάζει μέ προσοχή.
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
—Του πάσσαρε τ© τηλε γράφημα, λέει ό Μάκ. Βάζω στοίχημα πώς κάτι άσκημο μαγειρεύουν αυτοί ο! δύο. -—Αέν εΐναι μόνο δύο, ψι θυρίζει η 'Έλλεν. Πρόσεξε μέ τρόπο τή γυναίκα που κάθε ται στο άντικρυνό κάθισμα. Είναι μια Γιαπωνέζα φοιτή τρια. "Όταν ξεκινήσαμε, άλ λαξα μερικές κουβέντες μαζί της. Μοϋ είπε οτι γυρίζει στο Τόκι©^ νά δή τον πατέρα της πού είναι έτοιμοθάνατος. Προ σεξε. Τώρα ό Αόου πήγε κον τά της. Κάτι λένε χαμηλό φωνα. —Έν τάξει, "ΕΑλεν! Θαρ ρώ πώς έχεις δίκηο. Πρέπει νά προσέχουμε. Που είναι ό Τζίμ;................................. Κυττάζουν προς τή θέσι ο πού μέχρι πριν λίγη ώρα κα θόταν καί ροχάλιζε μακαρίως ό άραπάκος καί τή βλέπουν άδεια. —Περίεργο!, κάνει ή κοπέλλα ανήσυχη. Ποΰ νά πήγε; —-ΞΤμαι σίγουρος πώς βρί σκεται στήν κουζίνα του σκά φους. Θά μυρίστηκε πώς υ πάρχουν γλυκίσματα εκεί καί διπλάρωσε τή μιόί από τίς δυο συνοδούς. Φυσικά 8ε μπο ρεί νά χάθηκε... Πραγματικά δέν εχει χαθή 6 Τζίμ Γκάφας. Βρίσκεται ό μως κρυ μένος σ’ ένα ντουλά πι τής κουζίνα*; του αεροπλά νου, ©που ανακάλυψε ότι υ πάρχουν δυο ταψιά... μέ κέικ. "Έχει πέσει λοιπόν μέ τά μούτρα καί κατεβάζει κάτι θεόρατες μπουκιές, που μπο ρούν νά πνίξουν... Ιλέφαντα!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Είναι αποφασισμένος νά κα» ταβροχθίση καί τα δυο ταψιά, γιατί δεν ξέρει τί γίνεται Ο ταν φτάσουν στην Ιαπωνία 5Εκεΐ οι άνθρωποι μπορεί νά μην τρώνε κέικ. 'Έχει καταφέρει λοιπόν τδ μισό ταψί καί έτοιμάζεται για τό υπόλοιπο, δταν ακούει την πόρτα τής κουζίνας ν’ άνοίγη ξαφνικά καί νά μπαί νουν δυο άνθρωποι. Άπό τή χαραμάδα του ντουλαπιού μέ σα στο όποιο βρίσκεται κλει σμένος, διακρίνει μιά από τις δυο συνοδούς κι5 έναν κοντοσωμο Γιαπωνέζο νά μπαίνουν στην κουζίνα. —Μεγάλε Θεέ των νέγρων, την έπαθα!, λέει. Θά μέ πιά σου νε σάν τον ποντικό στη φάκα καί θά μέ ρεζιλέψουνε! Κάηκα... Καί έτοιμάζεται νά παρσστήση τον ψόφιο κορηό...
15 ΙΜΜΜΛΜΑΜΑΙΜΜΜΜΜΜλΜ/ΙΜΙΜΜΜΜΙΙ
ρεία φωνή αυτός. Θά τά γέ μισης καί θά τά βάλης στο διαμέρισμα τού ντους, στο ερμάριο του φαρμακείου. Α πό έκεί θά τά πάρουμε... -—Αέν είναι σωστό, Αόου, κάνει φοβισμένη ή συνοδός. Ό κίνδυνος είναι μεγάλος. —Πήρα διαταγές, αποκρί νεται αυτός σοβαρά. Θά υ ποχρεώσω τον πιλότο νά προσγειωθή σ' ένα από τά μυ στικά αεροδρόμιά μας. Ό άρ χηγός έτσι διέταξε. Φοβάται ότι αυτός ό νεαρός δημοσιο γράφος καί ή παρέα του θά του δημιουργήσουν ιστορίες καί θέλει νά τούς έχη ζων τανούς ώς ομήρους στα χέ ρια του. Λοιπόν ετοίμασε τά πιστόλια καί κάνε δ,τι σου είπα. Σέ μίση ώρα το_ πολύ, ό Ντάρπιν θά παρη θέσι δί πλα στον πιλότο. Έγώ καί ή μικρή θ’ άναλάβουμε τούς ε πιβάτες. Σύμφωνοι; 'Ο Τζίμ Γκάφας την —Σύμφωνοι, Αόου. κάνει... ταράτσα και ε Ό Γιαπωνέζος βγαίνει απ' πιστρέφει αισίως στη την κουζίνα καί, δταν ή συ βάσι του νοδός μένει μόνη, άνασηκώΠΟΤΟΜΑ όμως γουρλώ νει ένα μικρό κιβώτιο πού νει^ τά μεγάλα του μά φαίνεται πώς περιέχει μπου τια καί τεντώνει τ’ αυτιά.κάλια μπυρας.^ Ό Τζίμ την Κάτι λένε ο Γιαπωνέζος, πού βλέπει πού βγάζει από μέσα 6έν είναι άλλος από τον κ. τρία έννεάσφαιρα όλοκαινουρ Αόου, καί ή συνοδός, κάτι πού για πιστόλια. Τά δόντια^του τον ξαφνιάζει. άρχίζρυν νά βροντούν από τό φόβο. —Που έχεις τά πιστόλια, —Μεγάλε Θεέ των νέγρων, ρωτάει ό άντρας, πού σου πα τί έπαθα!, ψιθυρίζει. Θά γίρέδωσα πριν μπω στο αερο νη χαλασμός κόσμου έβώ μέ πλάνο; σα σέ λίγο καί τό αεροπλά —Είναι στη θέσι τους, λέ νο θά πάη μέ τά μούτρα στη ει ή κοπέλλα. θάλασσα. *'Αχ, τί έπαθα! Θά —Γέμισε τα. Θά μάς χρει μέ φάνε τά ψάρια καί θδναι αστουν σέ λίγο!* λέει μέ βα
Α
16 μέρα μεσημέρι. "Αχ! Ή καρ δούλα μου... ’Άς φάω τουλά χιστον καμμιά κομματάρα κέικ νά πάω χορτάτος. Καθώς μπουκώνει τό στό μα του, παρακολουθεί από τή χαραμάδα τις κινήσεις τής γυναίκας. "Εχει βγάλει τά τρία περίστροφα και τά γε μίζει μέ σφαίρες. "Εχει τε λειώσει πια τή δουλειά της καί δλα είναι έτοιμα, όταν αρχίζει νά χτυπάη δαιμονι σμένα τό κουδούνι κλήσεως. Κάποιος έπιβάτης αισθάνε ται αδιαθεσία καί εκείνη πρέ πει νά τρέξη νά τον περιττοιηθή. Ή άλλη συνοδός, που δέν έχει υπηρεσία, είναι πλα γιασμένη καί κοιμάται. Γιά μιά στιγμή διστάζει καί μένει άκίνητη. "Υστερα άφίνει τά τρία γεμάτα πε ρίστροφα στο τραπέζι, τά σκεπάζει μέ μιά έφημερίδα γιά νά μή φαίνωνται καί βγαίνει βιαστικά έξω... Καί τότε ακριβώς ό Τζίμ Γκάφας αποδείχνεται γιά άλ λη μία φορά έξυπνος, κι* άς τον νομίζουν όλοι οί άλλοι χαζό, -ετρυπώνει απ’ τό ντου λάπι καί πλησιάζει τό τραπέ ζι. Μέ γοργές κινήσεις αδει άζει τά πιστόλια καί ρίχνει τίς σφαίρες στήν τσέπη του. Τά ξαναβάζει στή 8έσι τους, τά σκεπάζει μέ τήν έφημερίδα καί βγαίνει άπό τήν κου ζίνα πρησμένος άπό,τό πολύ κέϊκ πού έχει καταπιή! —Που ήσουν; τον ρωτάει ή "Ελλεν όταν τον βλέπει νά ξαναγυρίζη στή θέσι του. —Είχα βγή στο .«.κυνήγι,
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ*
λέει αυτός, καί τήν έκανα... ταράτσα! Καί χαϊδεύει μέ τήν παλά μη του τό στομάχι του. —Εξακολουθείς πάντα νά κάνης ανοησίες!, τον μαλλώ* νει ό ρέπορτερ. ;—Σέ λίγο θά τά κουβεν τιάσουμε, κύριε Μάκ!, άπαντάει ό Γκάφας. Θά δής πόσο έξυπνος καί άνοιχτομάτης εί ναι ό φίλος σου! Καί κλείνει τά μάτια του καί αρχίζει νά... ροχαλίζη προσπαθώντας νά χωνέψη τό κέϊκ. — Καρφί δέν του καίγε ται!, άναστενάζει ή "Ελλεν. Τζίμ Γκάφας άνδραγαθεΐ και παίρνει ώς βραβείο ένα μεγά λο ταψί κέϊκ Ο ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ταξι δεύει τώρα μέσα στο σούρουπο. "Υστερα άπό λί γες ώρες θά φανούν οί ιαπω νικές ακτές. Λίγο πριν άπό τά μεσάνυχτα θά έχουν προσγειωθή στο Τόκιο. Πέρα, μακρυά κατά τή Δύσι, ό ουρα νός έχει πάρει ένα μπρούτζινο χρώμα. Σέ λίγο ή νύχτα πού έρχεται θά τον στολίση μέ τά διαμάντια τών άστρων της. Τά φώτα από άεροσκάψος ανάβουν. Ή σκιά τού χα λύβδινου πουλιού, πού ταξι δεύει μέ 200 μίλλια τήν ώρα, σχεδιάζεται ύστερα άπό λί γο στήν απέραντη γαλάζια θάλασσα, καθώς βγαίνει τό φεγγάρι καί τό λούζει μέ τό φως του...
Τ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΛΛηίννΜΛηηΜηΜΜ^^ ΜήΜΜΛΜ,ΧΜ\ννΜνννν*ΑΜΜΑΜΑΜΜννννΜΙ/^^ Ό Μάκ πιάνει το χέρι της 'Έλλεν. λ . —Πρόσεξες κάτι; τή ρω τάει. —Ναι. Ό Λόου μπήκε στο διαμέρισμα του ντους. "Οταν ουτός βγήκε, πήγε ή Γιαπωνέζα φοιτήτρια. Τώρα βλέπω πώς φεύγει κι* έκείνη καί μπαίνει αυτός μέ το ξανθό μουστάκι. ΟΙ περισσότεροι έπιβατές τρώνε τώρα για νά μ πορε ύουν νά πάρουν ώς την ώρα τής προσγειώσεως έναν υπνά κο. Ξαφνικά όμως γίνεται κά τι που κάνει δλους νά χάσουν την ορεξί τους! Κάποιος |ΐέ ξανθό, μουστάκι μπαίνει στην καμπίνα του ασυρμάτου και άχρηστευει τό μηχάνημα. —Ακίνητος καί τσιμου διά!, λέει στον ασυρματιστή. Εκείνος κάνει νά μουντάρη απάνω του, αλλά ό συμ μορίτης που κρατάει τό πι στόλι, του καταφέρνει ένα δυ νατό χτύπημα στο κεφάλι "Υστερα κλειδώνει την πόοτα καί στέκει όρθιος πίσω α πό τούς δυο πιλότους. —"Εχω στά χέρια μου ένα πιστόλι μέ έννιά σφαίρες, γρυλλίζει βραχνά. Θά κάνετε ό,τι σάς πώ. Διαφορετικά 6ά φυτέψω δυο σφαίρες στο σβέρ κο του καθενος σας. Ό ένας από τους δυο πι λότους γυρίζει προς τό μέ ρος του ανθρώπου πού μι λάει : —"Αλλο Ντάρπιν!, λέει προσπαθώντας νά χαμογελάση. Δέν τό ήξερα πώς έγινες άεροπειρατής!
17
—·Σταμάτα νά σαλιαρίζης!, μουγγρίζει έκεΐνος. Α πό έδώ κι* εμπρός εγώ διευ θύνω εδώ μέο*α! Θά προσγει ώσετε τό αεροπλάνο εκεί πού θά σάς πώ. Τό ύφος του είναι απότο μο καί τά μάτια του αστρά φτουν γεμάτα λύσσα. Είναι έτοιμος νά βάψη τά χέρια του μέ αίμα. Ο! δυο πιλότοι σφίγγουν τά δόντια καί 8έ^ μιλούν. Στη θέσι πού βρί σκονται είναι άδύνατον νά α μυνθούν. Την ίδια στιγμή, μέσα στο διαμέρισμα τών επιβατών διαδραματίζονται σκηνές φό βου καί άπογνώσεως. Ό κοντόσωμος κ. Λόου, μέ τούς μυ ωπικούς φακούς στά μάτια κι* ένα τσιγάρο κρεμασμένο στά χείλη, χαμογελάει σάν σατανάς. Κρατάει ένι πστολι καί διατάζει: -—"Ολοι τά χέρια στο σβέρ κο καί ακίνητοι! Εκείνος που θά δοκιμάση νά κάνη τον έ ξυπνο, θά σωριαστή μέ μια σψαΐρα στο μέτωπο. Είμαι καλός σκοπευτής καί τό χέρι μου δε λάθεψε ποτέ ώς τώρα! Πλάι του στέκει ή Γιαπωνέζα φοιτήτρια. Κρατάει κι* αυτή ένα περίστροφο στο χέρι της. —-Άπό τούτη τή στιγμή, λέει, κυρίες καί κύριοι, είστε αιχμάλωτοί μαι^. Τό πιο σω στό είναι νά μην κάνετε φα σαρίες. Τό αεροπλάνο θά προσγειωθή μερικά μίλλια μακρυά απ’ τό Τόκιο. Ό αρ χηγός μας θά κρίνη ποιοι ά-
ϊδ
πό σάς θά μείνουν έλεύθεροι και ποιοι οχι. "Ολοι οι επιβάτες έχουν χάσει το χρώμα τους. Μερικές γυναίκες ξεφωνίζουν υστερι κά. Μια πέφτει λιπόθυμη. Ή
Είδαν τον ϊόιο Γ ιστίων·εςο να κ^υβεντ’ΐάζη μέ τον σωψόο όνος ταξί.
ΈΑΑεν κι3 6 Μάκ είναι χλωμ°ί. —Θαρρώ πώς την πάθαμε!, ψιθυρίζει νευρικά ή "Ελλεν. —-Μη χάνης τό κουράγιο σου!, λέει χαμηλόφωνα ό Μάκ. Δέν ξέρεις από στιγμή
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ ''«■"·■ ■■*»'»*■·»·» αΜ»·„ »Λ»»Λϊβ «·'^ϊΛ'® η»βι»-ί·»«^»Τ5ΜΙ«β1
σε στιγμή τί μπορεί νά γίνη. Έκεΐνος όμως που δέν έ χει χάσει καθόλου τήν ψυχραι μία του, είναι ό Τζίμ Γκάψας. Ξυπνάει από τή φασαρία που γίνεται, χασμουριέται, αλλά 5έ δίνει σημασία στά σιδερι κά που κρατάνε ακίνητους τους άλλους. —-Απάνω τά χέρια σου, άράπη!, γρυλλίζει 6 Αόου. —Δέ σφάξανε!, απαντάει αυτός. —Δέν ακόυσες τί σου εί πα; νευριάζει περισσότερο ό Γιαπωνέζος. —-Έσύ δέν ακόυσες; Σου εΐπα.,.δέ σφάξανε 1 "Ολοι κυττάζουν παράξενεμένοι τό μικρό νέγρο, πού έ χει βγάλει άπό τήν τσέπη του ένα κομμάτι κέϊκ και τό μα σάει αμέριμνος. Περισσότερο άπ* όλους τον κυττάζουν μέ μια φανεοή έκπληξι στά μά τια, ό Μάκ και ή "ΕΑλεν. Αέ μπορούν νά καταλάβουν Τότε ή Γιαπωνέζα φοιτή τρια κάτι λέει στον Αόου, φεύγει άπό κοντά του και πη γαίνει προς τό μέρος τού Τζίμ. Τον σημαδεύει μέ τό πιστόλι της. "Εχει σκύβει σχεδόν απάνω του καί ή καννη τού όπλου ρίκουμπάει στο στήθορ τού παιδιού. —Σήκωσε τά χέρια ψη λά !, του λέει άγρια. Δέ^ βλέ πεις τούς άλλους τί κάνουν εδώ μέσα; Έκτος άν Θελης νά πιέσω τή σκανδάλη καί νά σού ανοίξω μερικές κουμπό τρυπες οπήν καρδιά! Ό Τζίμ κουνάει τό κεφά λι καί έτοιμάζεται νά σηκώ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ση τά χέρια. Άλλα αντί τά χέρια, μέ μια καταπληκτική ευκινησία σηκώνει και τινά ζει προς τ’ απάνω τό πόδι του. Τό παπούτσι του συναν τάει τό σαγόνι τής Γιαπωνέζας.καί την κάνει νά ξεφωνίση σαν κότα. Μέ μιαν άλ λη αστραπιαία κίνησι τής αρπάζει τό όπλο καί ή κάννη του πέφτει στο κρανίο της πού βροντάει σαν νά χτυπάη ταμπούρλο! —Τώρα θά μάθης, άράπαρε, πώς πρέπει νά φέρνωνται!, ουρλιάζει ό Λόου από μακρυά και πιέζει την σκαν δάλη. Αλλά γίνεται χαλκοπρά σινος.. όταν ακούει έναν ξε ρό κρότο. Τον κρότο πού κά νει τό μέταλλο όταν χτυπάει άπάνω στο μέταλλο. Τό δπλο δεν έχει σφαίρες! — Άπάνω τους, κύριε Μάκ!, φωνάζει ό Τζίμ. Τά πιστόλια τους είναι άδεια. Οϊ σφαίρες τους βρίσκονται στην τσέπη μου. Ό νεαρός ρεπόρτερ κατα λαβαίνει. I ινάζεται από τό κάθισμά του σαν αστραπή καί σσλτάρει προς τό μέρος του Λόου μέ σφιχτά τά δόν τια. Την ίδια στιγμή ή 'Έλδεν μέ δυό βήματα ζυγώνει τη Γιαπωνέζα φοιτήτρια, πού με λύσσα έχει φουχτιάσει άπ’ τον λαιμό τον μικρό Τζίμ Γκάφα καί ζητάει νά τον στρα/γαλίση. Ό άοαπάκος τινάζει τά χέρια καί τά πό-. δια σάν καραγκιόζης καί κιν δυνεύει νά σκάση. Ή τολμη ρή βοηθός του Μάκ επεμβαί
19 νει απάνω οπήν ώρα. Ή μελαχροινή κοπέλλα σηκώνει τό χέρι καί ή γυμνασμένη γρο θιά της τινάζεται μέ δύναμι στά νεφρά τής στραγγαλίστριας. Μέ τό άλλο της χέρι
Ί ά_ α:σαΛένια μισοφέγγαρα κατε βαίνουν γοργά προς το κεφάλι του!
καταφέρνει μιά δεύτερη γρο θιά στο στομάχι της. Ή Για πωνέζα βογγάει καί λυγάνε τά γόνατά της κΓ ό Τζίμ Γκά φας νοιώθει νά χαλαρώνουν τά δάχτυλα πού του κόβουν τήν αναπνοή.
20
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ννννννννν\%ννΐνΜΛ(ννν»/νΜ^νίΛΐννν4Λ^ΜΛΛΛΛΛίνΜΛ/νννΛιννΐΛίΜΜΛ/ννΜί1^/ν Ο'ν^ννίΛ'ΑνννϊΛ^νν&’Μ/ν!! ν\ΜΛΛ/ν\ΛηΜΛΜΛΛΜ/νν
-—Είσαι έν τάξει, 'Έλλεν!, φωνάζει. ^ Σ’ αυτό τό μεταξύ ο Μακ Ητάνυ κυλιέται στο πάτωμα σφιχταγκαλιασμένος με τον μικρόσωμο Γ ιαπωνέζο. *0 Αόου είναι τρομερά χειροδύ ναμος και παλεύει απεγνω σμένα. Άλλα καί 6 νεαρός α στυνομικός ρεπόρτερ, που τα παίζει όλα για όλα, 6έν α στειεύεται. Δέχεται ένα δυνα τό χτύπημα στο στήθος καί αισθάνεται γιά μια στιγμή νά σταματάη ή καρδιά του. Άλλα σέ μισό δευτερόλεπτο έχει δώσει την άπάντησι. Άρ πάζει τό περίστροφο πού έ χει ξεφύγει από τα χέρια του Γ ιαπωνέζου καί κρατώντας το από την κάννη, τό κατε βάζει σαν αστροπελέκι άπάνω στο κεφάλι του άντιπάλου του. Ή βαρεία κάννη βρον τάει άνάμεσα στα φρύδια του κακούργου, κάνει χίλια κομ μάτια τά χοντρά μυωπικά γυαλιά του καί 6 κ. Αόου ουρ λιάζει σάν πεινασμένος κρο κόδειλος. -—Αυτό ήταν γιά τό προ ειδοποιητικό σημείωμα!, του λέει. "Άρπαξε κι* αυτή τώρα γιά την προφητεία πού έκα νες ότι θά γινη σύντομα ή κηδεία μου! Με τό δεύτερο χτύπημα ό Γιαπωνέζος νοιώθει νά κοτταπίνη τά δόντια του, βλαστη μάει καί χάνει τις αισθήσεις του. .—Δέστε τον, "Ελλεν καί Τζίμ!, φωνάζει. Καί σηκώνεται καί τρέχει στο διαμέρισμα του πιλότου.
Ο θόρυβος των κινητήρων δέν άφίνει αυτούς πού βρίσκον ται εδώ μέσα ν* άκούσουν τά όσα έγιναν. Ανοίγει την πόρ τα κρατώντας τό πιστόλι στο χέρι. Ό κ. Ντάρπιν, ό συμ μορίτης μέ τό ξανθό μουστά κι, ^σημαδεύει πάντα μέ τό περίστροφό του τούς δυο πι λότους, πού αμίλητοι καί γε μάτοι μίσος, ανίκανοι ν' αν τί δράσουν, κρατουν τό πηδά λιο. χ Ό συμμορίτης δέχεται, κα θώς έχει γυρισμένη τή ράχη του προς την πόρτα, τρία χτυπήματα στό^ πίσω μέρος, του κρανίου, τό ένα ύστερα άπό τ5 άλλο, καί πέφτει σάν άγγ ελουδι... στη ν άγ καλ ι ά του Μάκ! Οι πιλότοι γυρί ζουν ξαφνιασμένοι. — Η τάξις άποκοτταστάθηκε, παιδιά!, λέει ό δημοσιο γράφος χαμογελώντας. Μπο ρείτε νά κάνετε τή δουλειά σας έλεύθερα πια... —Γειά σου, Μάκ Ητάνυ !, ξεφωνίζει^ χαρούμενα ό ένας απ’ αυτούς καί άφίνοντας τό πηδάλιο στά χέρια του άλ λου συναδέλφου του, σηκώνε ται. Θά κάνω ένα τηλεγρά φημα στον φίλο μου τον Π ήτερ "Εμορυ, τον άρχισυντά κτη σου, νά σου στείλη συγ χαρητήρια. Ό Μάκ Ντάνυ πέφτει στά χέρια έτος αλλόκο του οδηγού ταξί ΚΡΙΒΩΣ τά μεσάνυχτα, τό μεγάλο τετρακινητή ριο προσγειώνεται στο άεροδρομιο του Τόκιο. Καί μα-
Α
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ &««««τΜ·»·»ΐΓνν«*ν»ϊτ^-ο*νννννννν«πτ«μϊ««ννΐιΜΜίΜΜίηίΜΜΙΙΜ^ΜίΜΜίΜΑν ζί μέ τούς έπιβατές αποβιβά ζονται καί... τέσσερα καλοδε μένα πο:κέττα μέ στρσπατσαρισμένα μούτρα. Είναι ο? ουό συμμορίτες, ή Γισπωνέζα φοι τήτρια και ή μια από τις συ νοδούς πού έφωδίασε μέ πι στόλια τούς τρεις άλλους. Ό Τζίμ Γκάφας αποβιβάζεται... μέ ένα ταψί κέικ στα χέρια πού τού προσέφεραν ώς... έπαθλον άνδρείας, για τό έ ξυπνο παιχνίδι πού σκάρωσε στον κ. Αόου και την παρέα του, οι αξιωματικοί τού άεροσκάφους. Οι Αμερικανοί άξιωματικοί πού διευθύνουν τό αερο δρόμιο, παραλαβαίνουν τά τέσσερα ανθρώπινα δέματα, παίρνουν τις καταθέσεις των έπιβατών, συγχαίρουν τον Μάκ, την "Ελλεν καί τον Τζίμ καί δλα είναι πάλι έν τάξει ^Τό Τόκιο, ή πρωτεύουσα τής Ιαπωνίας, είναι μια πυκνοκατοικημένη μεγάλη πολι τεία μέ όμορφα μέγαρα, ώ· ραία ηλεκτρικά τραίνα, τερά στια εργοστάσια χυτοσιδή ρου καί μικρόσωμους άλλα δραστήριους κατοίκους, πού φοράνε κατά τά 99% γυαλιά. "Όλοι τούτοι οι άνθρωποι μέ τά λοξά μάτια χαμογελούν σχεδόν πάντοτε καί κάνουν πολλές ευγενικές υποκλίσεις. Χαμογελούν ακόμα καί όταν κλαίνε. Πίσω όμως άπό όλα τούτα κρύβεται τίς περισσό τερες φορές ένα θανάσιμο μί σος για τούς ξένους. Καί αυτό 5έν άργούν νά τό άντιληφθούν οί τρεις νεα ροί μας φίλοι, πού ταξιδεύ
21
ουν αυτή την ώρα μέσα σ3 ένα ταξί άπ* τό άεροδρόμιο προς τό κέντρο τής μεγάλης πολι τείας, Στο ξενοδοχείο «Ίμπέριαλ Ότέλ», ένα άπό τά Ομορφό τερα κτίρια τού Τόκιο, τούς υποδέχονται μέ ευγένεια. Ε ξασφαλίζουν τρία άνετα δω μάτια καί ό Τζίμ Γκάφας πα ραδίνει στο ψυγείο... τό ταψί μέ τό κέϊκ, δηλώνοντας μέ ε πισημότητα ότι θά τό παραλάβη την άλλη μέρα. Στο χώλ κυκλοφορούν σιωπηλοί μερικοί Γιαπωνέζοι, ενώ μια συντροφιά άπό Αμερικανούς άξιωματικούς των στρατευμά των κατοχής, κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα... Ή πρώτη νύχτα στο Τόκιο περνάει ήρεμα καί τό πρωί' πού ξυπνούν τά τρία παιδιά καταστρώνουν ένα σχέδιο για τίς πρώτες ενέργειες τους. —Θά κάνω μια έπίσκεψι στό αμερικανικό στρατηγείο, λέει ό Μάκ. ιΩς δημοσιογρά φος θά ζητήσω νά μάθω τί ξέρουν εδώ για τίς άσημένιες ρουκέτες. 5 Ανάλογα μέ τίς πληροφορίες πού θά πάρω, θά κινηθούμε. Αργότερα συναν τιόμαστε καί τά λέμε. Αίνουν ραντεβού στό μεγά λο Πάρκο των Χρυσανθέμων καί δ Μάκ φεύγει. Καθώς βγαίνει όμως άπό τό ξενο δοχείο, δέν προσέχει κάποιον πού τον παίρνει άπό πίσω. Είναι ένας καλοντυμένος Γιαπωνέζος πού βαδίζει μέ πη δηχτά βη ματάκια καί κρατάει έναν χαρτοφύλακα στό χέρι. Ό νεαρός ρεπόρτερ
22
«|η«ΜΜΜ«ΜΜΜΐΜΜ%1«^
ΓΕΡΑΚΙ,
Η#&&&ΙΛΜβΛώ&λ(1ΛΛΛ/νννν·ΛΛπ>*»·.
μπαίνει σ5 Ινα ταξί καί υ στέρα άπό λίγο βρίσκεται στο μέγαρο του Στρατηγείου. "Ενας γιγαντόσωμος Αμερι κανός συνταγματάρχης χαμο γελάει όταν ακούει την έρώτησι. —Οί ασημένιες ρουκέτες; λέει. Παραμύθια για πολύ μι κρά παιδιά! —-Και τό «Άριζόνα»; Ξε χνάτε τό καταδρομικό μας πού τινάχτηκε στον αέρα; —Κάτι άλλο συμβαίνει. Κάτι άλλο είναι στή μέση, λέει ό αξιωματικός. "Ομως και ασημένιες ρουκέτες νά υ πάρχουν/ νά είσθε βέβαιος πώς δέν ξεκινούν άπό την 5Ια πωνία. Σ’ δλα τά νησιά υπάρ χουν φρουρές. ,ΛΑν συνέβαινε αυτό πού λέτε, κάτι 8ά είχαν άντιληψθή. Λοιπόν, αγαπητέ μου, άδικα κάνατε αυτό ί'6 ταξίδι στο Τόκιο. Χαίρετε. Ό Μάκ Ντάνυ κατεβαίνει μελαγχολικός τις σκάλες. Βγαίνει στην εξώπορτα, στα ματάει κάποιο αυτοκίνητο που περνάει και μπαίνει μέ σα. —-Στο Πάρκο των Χρυσαν θέμων, λέει στον σωφέρ. Εκείνος χαμογελάει παρά ξενα και βάζει αμέσως σέ κίνησί τή μηχανή. Ό Μάκ εχει στο νου του τώρα^τήν "Ξλλεν καί τον Τζίμ που τον πε ριμένουν καί σκέπτεται την άττογοήτευσι, που 0ά δοκιμά σουν δταν τους πή τά λόγια τού συνταγματάρχου. Σκέπτε ται και ρίχνει ματιές έξω. "Άπό τό τζάμι τού αυτοκινή του βλέπει τή μεγάλη κίνησι
Ο
ΝΕΟΙ
των δρόμων. Ξαφνικά άνατινάζεται. Στο απέναντι πεζό» δρόμιο ακριβώς, ξεχωρίζει α νάμεσα στο πλήθος κάποιον πού ούτε τό φαντάζεται πώς είναι δυνατό νά βρίσκεται έδώ. Ό Τζαίημς Στούσρτ!, ηζει έκπληκτος. Ό φί λος μου ό επιθεωρητής στο Τόκιο! Πρέπει νά τον φωνά ξω. ^ "Αποφασίζει νά σταματήση. Χτυπάει τό τζάμι πού χω ρίζει τό διαμέρισμα τού οδη γού άπό τό πίσω μέρος του αυτοκινήτου. "Αλλά ό σωφέρ φαίνεται σαν νά μην άκουσε. Ό Μάκ δοκιμάζει ν’ άνοιξη τό πλαϊνό παράθυρο^νά φωνάξη τουλάχιστον τον φίλο του αστυνομικό επιθεωρητή. Μά πράγμα παράξενο. Αι σθάνεται νά βαραίνουν τά χέ ρια του καί καταλαβαίνει σά νά τον εγκαταλείπουν οί δυ νάμεις του. —Μά τί έπαθα; αναρω τιέται κΓ ένας κρύος ιδρώτας τού μουσκεύει τό πρόσωπο, Σά νά μην είμαι καλά. Δοκιμάζει νά σηκωθή. "Α δύνατον! Κυττάζει γύρω του μέ θολό μάτι. Τ" αυτιά του αρχίζουν νά βουίζουν καί α πότομα καταλαβαίνει. Τό βλέμμα του ανακαλύπτει έναν λαστιχένιο· σωλήνα που βρί σκεται στο βάθος τού αμα ξιού καί πού διοχετεύει ένα άοσμο αέριο. Κάνει μιά. υ πέρτατη προσπάθεια νά κινηθή. Θέλει νά σκύψη, ν" σπλώση τό χέρι, νά κλείση τό στόμα αυτού τού σωλήνα. Μά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
(^ϊί^ώ·Μ^ϊίΙ^ί«ηΛ3δΛϊ»'1ίβνντ,ϊ,·./1, •«■*ν»'·
δεν ' μπορεί νά κάνη τίποτα. Γέρνει προς τά εμπρός και σωριάζεται σαν άδειο σακκΐ απάνω στο κάθισμα. ΚΓ έ τσι, καθώς αισθάνεται νά σβύνουν οί αισθήσεις του, α κούει τον σωφέρ νά γελάη α παίσια και νοιώθει το αυτο κίνητο ν3 άναπτύσση μια δια βολεμένη ταχύτητα...
23
α—Τί ζητάτε από μένα; ρω τάει ό δημοσιογράφος. Γιά ποιο λόγο μού φερθήκατε έ τσι; Ό Γιαπωνέζος χαμογε λάει. —Οί στιγμές τής ζωής σου, λευκέ άνθρωπε, είναι με τρημένες, λέει μέ γλυκειά Φω νή. Καί ξέρεις καλύτερα εσύ από μένα τό λόγο. Σέ προει "Ενα ατσαλένιο μισο δοποιήσαμε όταν βρισκόσουν φέγγαρο ετοιμάζεται νά στο αεροπλάνο. χαριση τό θάνατο στον Ό νεαρός φίλος μας αισθά νεαρό ρεπόρτερ νεται κάτι σάν σύγκρυο νά ΑΘΩΣ ανοίγει ύστερα άτον κυριεύη, άλλα δεν χάνει πό μισή ώρα τά μάτια, τό θάρρος του. Τό μυαλό του ό Μάκ Ντάνυ βλέπει μπροδουλεύει γοργά προσπαθών στά του ένα λιγνό άνθρωπο τας νά βρή έναν τρόπο σωτη μέ κίτρινο πρόσωπο, τυλιγρίας. , , μένον σ’ ένα πράσινο κιμονό, —Και τι 6ά μού κάνετε; νά κάθεται απέναντι του και ρωτάει γιά νά κερδίση καιρό. νά τον κυττάζη μέ βλέμμα φι Οί αμερικανικές αρχές πού διού. Ό Μάκ είναι πεσμένος ξέρουν πώς βρίσκομαι στο στο πάτωμα καί ή πρώτη κίΤόκιο, θά μέ αναζητήσουν. νησι πού κάνει είναι ν’ άναΚαί Φυσικά μια μέρα θά μά σηκωθή. *Αλλά τότε βλέπει θουν τί ακριβώς έγινε. Τότε πώς είναι δεμένος χειροπό θά πληρώσετε γιά τό αίμα δαρα. "Ενα χοντρό σκοινί μου, άν σχεδιάζετε νά μέ σκο κρατάει τά χέρια του πίσω τώσετε. στη ράχη κΓ ένα άλλο κομ Ό Γιαπωνέζος καί πάλι μάτι τού σφίγγει φοβερά τούς χαμογελάει, αλλά δεν δίνει αστραγάλους τόσο, πού νοιώ σπάντησι. Χτυπάει μόνο τά θει ένα δυνατό πόνο. χέρια του. "Υστερα από ένα λεπτό μπαίνουν δυο κίτρινοι Βρίσκεται σέ μια θολωτή μέ λοξά μάτια. Είναι γυμνοί κάμαρη, μέσα στην οποία ε από τή μέση κι* απάνω. Τά πικρατεί μισοσκόταδο καί, πρόσωπά τους είναι άνέκφραπίσω ακριβώς από τον άν στα. ΚρατοΟν στά χέρια δυο θρωπο πού στέκει καί τον κυτκυρτά σπαθιά, πού μοιάζουν τάζει£ υπάρχει ένα μεγάλο ά μέ ατσάλινα μισοφέγγαρα, γαλμα τού Βούδδα. Π ιό έκεί, καί στέκουν ό ένας δεξιά κι επάνω σέ κάποια εταζέρα, ό άλλος αριστερά τού Μάκ καίει θυμίαμα. Ό λεπτός γα Ντάνυ. λάζιος καπνός γεμίζει την —Ό άνθρωπος αυτός, τούς κάμαρη μέ ένα βαρύ άρωμα. • ^
Κ
24 ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ κ&*®δ^(^ί£3ίί^^5®!Λ&:Μ$ΛΑ3&ΑΑίΑβίίββίϊ®Ι/4£ί!βΛί!&ΐΛ!βΑίΛΛ&'ίββίΜίί&>ϊ/ΐΛ&%Ρί<ϊΛΑί.ιϊΑ”<ίΛ3'·,ϊΈ!ν -«ννννννν<·ι*ΜΙΙΜΐν**ΜΜ%^νΜνννΜΐΜ λέει ό Γιαπωνέζος μέ τό κιμο νό, ήρθε άπ* την ^Αμερική, τή χωρά των πιο θανάσιμων εχ θρών μας, νά παραβίαση τό Μεγάλο Μυστικό, πού θά κά νη πάλι ένδοξη καί πανίσχυ ρη την πατρίδα μας. Ή ^Ια πωνία αρχίζει νά έκδικήται γιά τά δσα υπέψερε από τον πόλεμο καί την κατοχή. Παραδόστε τή βρωμερή ψυχή του στον Ναμαζού! Ή ίδια τύχη περιμένει καί όλους τους άλ λους συμπατριώτες του. Οί δυο δήμιοι κάνουν μιά υπόκλισι καί, όταν ό Γιαπω νέζος πού μιλούσε άπομακρύνεται μέ αργό βήμα καί βγαί νει άπό τήν κάμαρη, αρπά ζουν βάναυσα τον νεαρό δη μοσιογράφο άπό τους δεμέ νους αγκώνες καί τον σέρνουν μπροστά στο άγαλμα του Βουδδα. Ό Μάκ ανατριχιά ζει, καθώς βλέπει παλιές κη· λΐδες αίματος στά πόδια του ειδώλου. Τον υποχρεώνουν νά γονατ ίση καί ή καρδιά του χτυπάει βιαστικά. ’Άν μπο ρούσε τουλάχιστον νά χρησιμοποιήση τό θαυματουργό δα χτυλίδι που έχει περασμένο στο δεξί του χέρι! "Αλλά τί ποτε δέν μπορεί νά κάνη. Τά σκοινιά κρατούνε ακίνητα τά χέρια του στή ράχη (*). Ή τύχη του έχει κριθή... (*) "Οπως ξέρουν οί άναγνώστες μας. ό Μάκ Ντάνυ φοράει δυο δακτυλίδια στα χέρια του, τό ενα μέ μπλέ καί τό άλλο μέ πρά σινη πέτρα. Είναι μιά κληρονομιά που του άφησε πεθαίνοντας 6 πα τέρας του. *Η μπλέ πέτρα κρύβει ένα υγρό μια άπειροελάνιστη στα γόνα του οποίου, δταν ερθη σ’ έ-
—4Ίσως ό θάνατός μου ώψελήση τίν πατρίδα μου, σκέ πτεται μελαγχόλικά. Ή 'Έλλεν, βλέποντας πώς έξαφανίστηκα, θ’ άναστατώση τον κό σμο καί οί στρατιωτικές άρχές, που δέν πιστεύουν τώρα στις ασημένιες ρουκέτες, θά καταλάβουν ότι είχα 5ίκηο ό ταν ύποστήριζα πώς από έδώ ξεκινούν αυτά τά απαίσια μη χανήματα του ολέθρου. Οί δυο δήμιοι όμως έτοιμάζονται ν’ αποτελειώσουν τό έργο που τους ανέθεσαν. Ό ένας απ’ αυτούς κρατάει α κίνητο τον γονατισμένο Μάκ καί ο άλλος ζυγιάζει τήν κο φτερή λεπίδα του σπαθιού του πάνω άπό τό λαιμό του παιδιού. Σέ μισό λεπτό όλα θά έ χουν τελειώσει. Ό Μάκ σφίγ γει τά δόντια, μισοκλείνει τά μάτια καί 6 νους του είναι στήν αγαπημένη του μήτερούλα, πού δέ θά τήν ξανα6ή πιά, καί στούς φίλους του. —Αυτό είναι τό τέλος λοι πόν; αναρωτιέται. Κι3 ακούει τό σφύριγμα του ατσαλένιου μισοφέγγα ρου, πού ζυγιάζεται καί αρ χίζει νά κατεβαίνη, έτοιμο νά τον άποκεφαλίση... παφη μέ τη γλώσσα του, μεταμοοφώνει τον τολμηρό έφηβο στό θρυλικό Γεράκι, τον Νέον Υπερ άνθρωπο. Τά μπράτσα του γίνον ται πιο γερά απ’ τό άτσαλη, τά μάτια του μπορούν νά διακρίνουν καί μιά καρφίτσα ακόμα στο πιο πηχτό σκοτάδι, τό^ σώμα του γί νεται άτρωτο άπό τίς σφαίρες. Το υγρό της πράσινης πέτρας τον , ξαναφέρνει στη φυσική του κατάστσσίο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*Λιννϊ/ννΐΛΛΑ/ν4'νΜΛΑαινίΛΛ/ν^/νν!/ν&ν>!«ί:!Λ/νν^ *0 Μάκ σώζεται άπροσ δόκητα και 6 Νέος 'Τπεράνθρωπος κάνει την ■έμφσνισί του Χ I, δεν είναι τό τέλος! Γιατί, αύτό ακριβώς το πιο κρίσιμο δευτερόλεπτο της ζωής του, μια πόρτα ανοίγει μέ πάταγο και δυο πιστόλια αρχίζουν νά κελαϊδοΰν γλυκά. Δεν εχει ακούσει άλλοτε γλυ κύτερο κελάϊδημα 6 Μάκ! Με ρικές σφαίρες σφυρίζουν πά νω από τό κεφάλι του καί βλέπει τον έναν από τούς δη μίους νά πέφτη ανάσκελα μ" ένα σημάδι στο κούτελο και τον άλλο νά κυλιέται μέ τά μούτρα στο πάτωμα. Συγ χρόνως μιά φωνή χαρούμενη φτάνει στ* αυτιά του. —Μάκ! Είσαι καλά, Μάκ; Ή τολμηρή βοηθός του, η "Ελλεν, και ό άοαπάκος ό ΊΓζΐμ Γκάφας μέ δυο πιστό λια πού καπνίζουν ακόμα, τρέχουν κοντά του. Ή κεφβιά του φτεροκοπάει. —Έδώ, "Ελλεν! Έδώ, Τζίμ. Κόψτε τά σκοινιά πού μέ κρατάνε δεμένο... Ή όμορφη κοπέλλα αρπά ζει από τό πάτωμα ένα άπό τά κοφτερά σπαθιά καί μέ γοργές κινήσεις απελευθερώ νει τον νεαρό ρέπορτερ. Εκεί νος τινάζεται όρθιος καί τήν αγκαλιάζει. ν —Σ5 ευχαριστώ!, τής λέ ει. 7Ηρθες απάνω στήν ώρα. Λίγο ακόμα καί... —-"Οταν έφυγες απ’ τό ξε νοδοχείο, λέει έκείνη, είδα... —Αυτά τά λέμε αργότε ρα!, τήν σταματάει. Τώρα
Ο
Λ\ΙΜ&^*ήήΜΜΜΑΑΜΜΛηΑΛΛΜ^
$5
πρέπει νά φύγουμε αμέσως άπό τούτη τη φωλιά τών λη στών. Εμπρός, Τζίμ! —Παρών!, φωνάζει ό άραπάκος πού μέ τό ένα χέρι κρα τάει τό πιστόλι του καί μέ τό άλλο ένα πελώριο κομμά τι κέϊκ καί μασάει. Παρών! Κινούνται γοργά προς τήν πόρτα. Άλλα σχεδόν αμέσως καρφώνονται ακίνητοι στή θέσι τους. Ποδοβολητά καί φωνές έρχονται άπό έκεΐ πού λογαριάζουν πώς είναι ό δρό μος τής σωτηρίας. Ό Μάκ κυττάζει γύρω του μέ αγωνία. Υπάρχουν κΓ άλλες πόρτες δεξιά κΓ αριστερά, μά κα νείς δέν ξέρει πού οδηγούν. Διαλέγουν μιά στήν τύχη, πού βρίσκεται στο βάθος, πί σω άπό τό άγαλμα τού Βούδ6α. Τρέχουν πρός τά εκεί. Τήν άνοίγουν, περνάνε μέσα καί τήν ξανακλείνουν πίσω τους. "Ενας βαρύς σιδερένιος σύρτης τήν ασφαλίζει άπό μέσα. Βρίσκονται σ* έναν στε νό διάδρομο πού φωτίζεται άμυδρά. Αρχίζουν νά τρέ χουν. Άπό μακρυά φτάνουν στ’ αυτιά τους φωνές μπερ δεμένες μέ βλαστήμιες. —"Ενας Θεός μονάχα ξέ ρει πού βρισκόμαστε!, λέει ό Μάκ. Ό διάδρομος είναι κατη φορικός στήν αρχή, υστέρα γίνεται ανηφορικός καί σχη ματίζει καμπύλες καί τεθλα σμένες πού τούς μπερδεύουν. "Ενας δυνατός πάταγος άκούγεται. — Σπάσανε τήν πόρτα!, λέει ή "Ελλεν. Καταλάβανε
*ο> ΗίννηηΛΜΛΝηίΜΜΜΜΛηΜΜΜΑΜίΙΜΛ^^
πώς τρυπώσαμε εδώ μέσα και μάς κυνηγούν. —Προχωρήστε μπροστά!, διατάζει ό Μάκ. ’Ξγώ 6ά μεί νω λίγο πιο πίσω για νά τούς άπασχολήσω. —-Αυτό δέ γίνεται!, κάνει ό Τζίμ ενώ αγωνίζεται νά καταπιή μια μπουκιά πού τού φέρνει λόξυγκα. Θά μείνω μα ζί σου. —ΚΓ έγώ, Μάκ!, λέει μέ άποφασιστική φωνή ή *Έλλεν. Δέ μπορούμε νά σ’ αφή σου με μόνο!
Αύτ© ττου έττακολου&εΐ είναι οενώτε» ©© κάθε περιγραφής!
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
■νν*νμιμ*ννννν»*νννν»Λ<ννννννννννννΊΛηηΜΜίΛ
—Κάθε λεπτό πού χάνουμε σε κουβέντες, είναι πολύτι* μο!, λέει αυτός. Κάνετε αυ τό πού σάς λέω! Κι’ έχετε πάντοτε τά πιστόλια σας έ τοιμα! Ό τρόπος πού διατάζει δεν σηκώνει άντίρρησι. Τά δυο παιδιά χαμηλώνουν τό κε φάλι και προχωρούν. Εκείνος κοντοστέκεται λίγο. Τό ποδο βολητό όσο πάει ^καί ζυγώνει περισσότερο. Είναι πολλοί οι άνθρωποι αυτοί πού έρ χονται προς τό μέρος του. —- Έν τάξει! Τώρα 6ά με τοηθοΰμε, κακούργοι!, γρυλλίζει ό Μάκ. Καί φέρνει την μπλέ πέ τρα του δαχτυλίδιου στο στό μα του. Μέσα σέ μισό δευτε ρόλεπτο, νοιώθει τό στήθος του να γεμίζη από ένα πρώτο φανέρωτο θάρρος, τά μπρά τσα του νά γίνωνται πιο δυ νατά απ’ τό ατσάλι κΓ ένας αόρατος θώρακας, πού τον κάνει άτρωτο άπό τις σφαί ρες, τον τυλίγει. Τό συνηθι σμένο κοστούμι πού φοράει χάνεται καί τη θέσι του παίρ νουν μια γαλάζια φόρμα, μ" έναν κεραυνό κεντημένο άπό χρυσάφι στο στήθος, καί μιά κόκκινη μπέρτα μιέ μαλαματέ νια κσόσια πού κρέμεται άπό τούς ώμους του. Τό θρυλικό Γεράκι, 6 ανί κητος Νέος Υπεράνθρωπος, είναι έτοιμος τώρα νά δράση κεραυνοδόλα καί τίποτα δέ μπορεί ν’ άντισταθή μπρο στά του! Ανοίγει τά πόδια καί στέκει ασάλευτος εκεί, κλείνοντας μέ τό κορμί του ό-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
_
27
ι^νννννννν«νννννΜ<ν*νννΜ/νννννννννννννν*'νννΜΜΜΜΜΜΜΜΝΜΜίΙΙ|ΐννΐΐΜΜΐνννΐΛΙ|ΙΜΛνΐΐννΜΐννΐ/νννϊΜΙΜΜΐνννννΜνν«ν λόκληρο σχεδόν τό δρόμο. Μοιάζει σάν ένα βράχο που περιμένει μια φοβερή και ά γρια θάλασσα νά πέση απά νω του. Περιμένει χαμόγελων τας και τά ουρλιαχτά ολοένα και πληθαίνουν και γίνονται περισσότερο απειλητικά. Ή ζΕλλεν Τζόρνταν μαθαίνει τό ιιεγάλο μυ στικό του Νέου 'Τπερανθρώπου. ΠΡΩΤΟΣ Γιαπωνέζος που τον ζυγώνει γίνεται σκόνη! Ό δεύτερος άκουμπάει σχεδόν απάνω στο στή θος του ένα ολοκαίνουργιο αυτόματο καί πιέζει τη σκαν δάλη. Τό κσΦτό μολύβι πού φεύγει από την καννη του δεν τον ένοχλεΐ. Σηκώνει τη βα ρεία γροθιά του καί τό κίτρι νο μούτρο μέ τά φι δ ίσιοι μά τια γίνεται μιά άμορφη μά ζα, που τον κάνει ν3 άνατοιχιάση. Οι άλλοι που ακολου θούν μένουν για μιά στιγμή ακίνητοι, σαστισμένοι μπρο &Η γροθιά του Μά;< χτυπάει τον στά στον παράδοξο τούτον Γιαπωνέζα στο σαγόινι! γίγαντα. 5ΑλΑά μιά διαπερα στική φωνή που τό Γεοάκι α ση την ύποχώρησι των δύο ναγνωρίζει αμέσως πώς ανή παιδιών, πού είναι χαμένα άν κει σγόν άνθρωπο μέ τό πρά πέσουν στα χέρια των λυσ σινο κιμονό, που διέταξε τον σασμένων αυτών λύκων μέ τό αποκεφαλισμό του πριν λίγη κίτρινο πρόσωπο. ΟΙ σφαίρες ώρα, τους συνεφέρνει. άρχίζουν πάλι νά σφυρίζουν ■—Προχωρήστε, δειλοί! Τί γύρω του, νά χτυπουν απά σκέπτεσθε; Είναι ένας καί εί νω στο κορμί του, ν’ άνατιμαστε πολλοί. "Απάνω του! νάζωνται προς τά πίσω σάν Ή άγρια ανθρωποθάλασσα νά αγγίζουν ένα άΒιαπέρααρχίζει πάλι νά κινηται προς στο καουτσούκ, νά γδέρνουν τό μέοος του. Τό Γεράκι ό τούς τοίχους! Περίμενσν σί μως δέ σαλεύει από τή θέσι γουρα νά οπισθοχώρηση. Τό του» Πρέπει νά προστστεύΓεράκι όμως, απεναντίας, κσ*
0
28
'
νπ ένα βήμα προς τα έ μπρος καί άοχίζει νά κινή μέ ταχύ τητα αστραπής τά χαλύβδινα μπράτσα του. Άκούγεται ό άνατριχι αστικός θόρυβος κρα νίων που σπάνε, χεριών που τσακίζονται καί κορμιών πού μεταβάλλονται σέ άμορφες ματωμένες μάζες. —Είναι ένα Ίσαναμί!, ξε φωνίζει κάποιος. - Εΐναι ενα ενσαρκωμένο παν τοδΰνσμο πνεύμα!... —Τό 5ίσαναμί, το Ίσανα μί!, άκούγονται μερικές κραυ γές. Δέν τον πειράζουν οί σφαίρες! Κάμποσοι αρχίζουν φοβι σμένα νά κάνουν μερικά βή ματα προς τά πίσω. Ό πα νικός άρχίζει ν* άπλώνη τά φτερά του μέσα σέ τούτο τ© μισοσκότεινο διάδρομο. -—Προδότες!, ουρλιάζει ό άνθρωπος μέ τό , κι μονό. Φο βόσαστε λοιπόν ενα κοινό άν θρωπο; Δέ βλέπετε πώς τό μούτρο του είναι λευκό;^ Τό Ίσαναμί έχει κίτρινο πρόσω πο... ,Τό Γεράκι σαλτάρει σαν αίλουρος προς τό μέρος τού Γιαπωνέζου που μιλάει και ή βαρεία γροθιά του σημα δεύει τό κρανίο του. Μά Εκεί νη τή στιγμή κάτι γίνεται, πού τον κάνει νά χάση την ι σορροπία του. Πέντε άνθρω ποι έχουν κρεμαστή άπό τά πόδια του καί προσπαθούν νά τον ανατρέψουν. Ή γροθιά του κάνει τό στόχο της καί πέφτει καί τσακίζει τή ραχοκοκκαλίά^ κάποιου άλλου. "Ενα δυνατό τίνσγμα επακο
ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΙ ν»ιι»νννννν»ννννννννί(νν»»¥*1Λ^νΐ^ν»¥»^Ι<Β λουθεί. Οί πέντε κίτρινοι πού είναι κρεμασμένοι στά πόδια του πετάγονται μακρυά καί κομματιάζονται, καθώς Εκ σφενδονίζονται στον αέρα καί τά κορμιά τους βροντούν α πάνω στούς τοίχοπΓ Ό Νέος Υπεράνθρωπος α ναζητεί μέ τό βλέμμα του τον Γιαπωνέζο μέ τό κιμονό. Δέν τον βλέπει. "Εχει χαθή. Μά τούτη άκριβώς ή έξαφάνισι δίνει τό σύνθημα τού πανικού καί στούς άλλους. ΟΙ κίτρι νοι κακούργοι,^ πού λίγες στιγμές πριν έβγαζαν άγοια ουρλιαχτά, μέ μάτια τώρα γεμάτα τρόμο αρχίζουν νά ύπονωροΰν ξεφωνίζοντας φ©βι° σμένα: —Είναι ένα Ίσαναμί! Ό ένας πατάει τον άλλον, συνωθουντοα, ξεφωνίζουν, βλα στηυοϋν καί τρέχουν προσπα θώντας νά σωθούν.,—-Τίποτα 6έν μπορεί νά τούς κάνη νά ξαναγυοίσουν πιά!, λέει τό Γεοάκι μέσα ά πό τά δόντια του κΓ ένα χα μόγελο θριάμβου σχηματίζε ται στο πρόσωπό του, Και ρός τώρα νά 5ώ τί άπόγιναν ή "Ελλεν κΓ ό Γζίμ... Μέ μεγάλα βήματα, στρέ φοντας τή ράχη προς τούς πα νικόβλητους Γιαπωνέζους, βα δίζει προς τήν κατεύθυνσι πού άκολούθησαν οί δυο φί λοι καί στενοί συνεργάτες του. Καί δέν αργεί νά τούς βρή. Κάπου έκεΐ, σέ μιάν α πότομη στροφή τού διαδρό μου, , άκουει μιά φοβισμένη κοριτσίστικη κραυγή: —Θεέ μου! Τ© Γεράκι!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ 2 ΝΨΜν#ΊΛ***##**;.?3»>·ο«ϊκϊτ«ρΊ7>#»π, Ή 'Έλλεν τον κυττάζει Στρογγυλέ μ ένα από τήν εκπληξι μάτια. Ό Τζίμ Γκάψας ξεκαρδίζεται. —-Την έπαθες, κύριε Μάκ:, λέει. Τό μυστικό σου τό ξέ ρει τώρα κι5 ή 'Έλλεν. Το Γεράκι αγκαλιάζει και φιλάει στο μέτωπο την ομορΦη βοηθό του. Είναι ένα αγνό, αδελφικό φιλί. —Θά σου τό έλεγα μια μέ ρα, 'Έλλεν, τής λέει. Δέ μπο ρούσα νά κρατώ κρυφό από σένα _τό μυστικό μου. 'Όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, θά σου πώ μιά ιστορία γιά δυο θαυματουργά δαχτυλίβια, που μου άφησε μοναδική κληρονο μιά ρταν πέθανε ό πατέρας Προς τό παρόν όμως, |ϋου. πρέπει νά βρούμε έναν δρόμο νά βγούμε άπ5 αυτό τον τάφο. Αρχίζουν νά προχωρούν. Βαδίζουν μέ προφυλάξεις και κάθε τόσο στέκουν καί άψουγ κράζονται. Ή 'Έλλεν κΓ ό Γκάψας σ' αυτό τό μεταξύ, τού εξηγούν πώς έφτασαν σ' αυτό τό σπίτι καί μάλιστα σέ μιά τόσο κρίσιμη στιγμή. —'Όταν έφυγες άπ3 τό ξε νοδοχείο γιά νά πας στο "Αρ χηγείο, είδαμε κάποιον μ3 έ να χαρτοφύλακα νά σέ παρακολουθή. Μάς φάνηκε τό πράγ μα ύποπτο καί τρέχοντας βγήκαμε στο δρόμο. Τον πή ραμε τό κατόπι. 'Όταν εσύ έφτασες στο Στρατηγείο καί μπήκες μέσα, αυτός έμεινε έ ξω καί περίμενε. Τον είδαμε τότε νά πλησιάζη κάποιο αυ τοκίνητο καί νά μιλάη μέ τον σωψέρ του. 'Όταν ύστερα α
.
....
29
πό λίγο βγήκες, σέ εϊβαμι νά μπαίνης σ αυτό τ© ίδι© αυ τοκίνητο πού ξεκίνησε αμέ σως. Πήραμε κΓ εμείς τότε έ να ταξί καί σέ παρακολουθή σαμε. Τό αυτοκίνητο διέσχι σε τούς μεγάλους δρόμους κΓ ύστερα μπήκε σέ κάτι στενο σόκακα μέ ξύλινα σπίτια. Προχώρησε αρκετά καί ύστε ρα τρύπωσε σ3 ένα γκαράζ. Περιμέναμε λίγο, πιστεύον τας πώς είχες πάει εκεί γιά μιά ώρισμένη δουλειά. 'Όταν είδαμε όμως πώς αργούσες, αποφασίσαμε νά κάνουμε κά τι καί καταφέραμε μέ χίλια βάσανα νά φτάσουμε κοντά σου. — Καί φτάσατε άπάνω στην ώρα!, συμπληρώνει χα μογελώντας τό Γεράκι. 'Ένα λεπτό αργότερα θά βρίσκα τε έναν Μάκ Ντάνυ χωρίς... κεφάλι! ☆ ☆ ■& 3
ΑΔΙΖΟΥΝ πάντοτε μέ προσοχή καί ξο:φνικά μπροστά τους, στο βάθος τού υπογείου διαδρόμου, τό Γε ράκι βλέπει ένα άνοιγμα από οπού μπαίνει φως. Κάτι α στράφτει εκεί κοντά στην έ ξοδο. ^—ιΝερό!^, λέει ή 'Έ[\λεν. Είναι μιά έξοδος πρός τό πο τάμι. 1—Τά βάσανά μας τελειώ νουν!_, συμφωνεί κι3 ό Νέος Υπεράνθρωπος. Ό διάδρομος αυτός διακλαδώνεται σίγου^ ρα μέ μιαν υπόνομο πού βγαί νει στο ποτάμι, πού χωρίζει στα δύο τό Τόκιο καί λέγε
Β
$6
_
ται Σουμίντα, Εμπρός, λοι πόν ! 5_ Προχωρούν βιαστικά. Ή έξοδος προστατεύεται από με ρικά χοντρά κάγκελα, αλλά αυτό δεν είναι εμπόδιο. Τά σίδερα ανάμεσα στα δάχτυ λα του Γερακίου σπάζουν σσ σπιρτόξυλα. Ό δρόμος σε |δύο λεπτά είναι ελεύθερος. Πλάι ακριβώς από την όττόνοΗ$'. είναι δεμένη μιά βάρκα. Ο Τζΐμ αρπάζει το σχοινί. Τά δυο παιδιά πηδουν μέσα. Καθώς όμως ετοιμάζεται νά σαλτάρη καί το Γεράκι, κάτι ύποπτο άκου νέτα ι στο βάθος τής υπονόμου. Ό Νέος Υπεράνθρωπος γυρίζει ξα» νιάσμένος. Τά μάτια του ιακρίνουν μέσα στο σκοτά δι μιά σκιά. Είναι ό Γιαπωνέζος με το κιμονό. Μιά δυνα τή οργή φουντώνει μέσα του. ■—■ Γυρίστε στο ξενοδο χείο!, φωνάζει στην ΓΈλλεν καί τον Τζίμ, που κρατούν κιόλας τά κουπιά τής βάρκας. Σέ λίγο θάμαι μαζί σας. Καί, κάνοντας μιά απότο μη στροφή πάνω στίς φτέρ νες του, σαλτάρει πρός^ τό μέρος του Γιαπωνέζου μέ τό κιμονό. Ακούει ένα σατανικό γέλιο νά γεμίζη την υπόνομο καί τον βλέπει νά τοέχη και νά χάνεται σ’ ενα άνοιγμα, πού μοιάζει μέ θολωτή πόρ τα, προς τό δεξιό μέρος. Α δίστακτα τον ακολουθεί. Βοίσκεται σ’ ένα μικρό χαμηλο τάβανο υπόγειο δωμάτιο μέ τσιμεντένιους τοίχους. Κυττάζει γύρω του. Ό Γιοπτωνέ-
ΓέΡΑΚί,
5
ΝΕΟΙ
ζος έχει γίνει άφαντος. Δεν φαίνεται πουθενά! ^ —Περίεργο!, ^λέει. Είναι σά ν’ άνοιξε ή γή καί νά τον κατάπιε. Τήν ίδια στιγμή όμως α κούει ένα βαρύ κρότο. Γυρί ζει καί τά μάτια του στρογ γυλεύουν από τήν έκπληξι. Ή θολωτή πόρτα έχει χαθή. Στη θέσι της υπάρχει τώρα ένας τσιμεντένιος τοίχος, όμοιος μέ τούς άλλους. —Τήν ετταθα!, γρυλλίζει. ’Έπεσα σέ δόκανο. Τεντώνοντας τούς μυώνες του, ρίχνεται απάνω στο τσι μέντο. I ίποτα δέ γίνεται Εί ναι ένας χοντρός καί αδιαπέ ραστος τοίχος. "Ενας ασά λευτος όγκος πού 8έ λυγάει μπροστά σέ τίποτα. "Ενας κρύος ιδρώτας' κατρακυλάει από τό πρόσωπό του. Μένει γιά μερικές στιγμές ακίνη τος. Τό βλέμμα του σάν κοφτέ ρό ατσάλι εξετάζει τήν τσι μεντένια φυλακή του. Δέν βλέ πει τίποτα πού θά μπορού σε νά τον βοηθήση νά βγή από εδώ μέσα. Ξαφνικά, ή βαρειά σιωπή πού άπλώνεται γύρω του κομματιάζεται από ενα απαίσιο γέλιο. Κάποιος γελάει χωρίς νά τον βλέπη αυτός,. -—’Άν γλύτωσες τά σπα θιά, Μάκ Ντάνυ, άκούγεται μιά Φωνή, πού είναι ή φωνή του κίτρινου ανθρώπου μέ τά φιδίσια μάτια καί τό κιμο νό, δέ θά γλυτώσης αυτή τή φορά από ένα γλυκό τρόπο θανάτου πού σου προετοιμά ζω. Αυτά τά μασκαραδίστι-
ΫπεΡΑΝθί>ήηθί
Ι|»11<™·ΙΙΙΙΙ^Ι1ΙΙ1)»Ιΐ«ΓΙίνΜηΐΙίΐι*.ί·1 η---------- --
31
<«ΜΜ»»ΙΜ··Μη«ΜΙΙΙΜΙΙ^«>18ΐ8ΐΙΙ1ιίΜΙ««ΙΙΜΐ»Ι11·«Ι1»111ΙΜ·ΙΙΙ«ίΜΙΙΙΙ»ΜΜ···.^
κα ρούχα πού φοράς 6έν ττρόκειται νά σέ σώσουν. Σέ λί γο θ'* άκούσης τά κόκκαλά σου νά τρίζουν και νά συντρί βονται κάτω από μιά φοβε ρή πίεσι ανάμεσα στο ταβάνι και στο πάτωμα αυτής τής κάμαρας, πού είναι από χά λυβα και ζυγίζουν εκατοντά δες τόννους. "Ύστερα από με ρικά λεπτά, θά έχης γίνει σάν...τσιγαρόχαρτο! Τό Γεράκι κυττάζει γύρω του προσπαθώντας νά μαπέψη από που έρχεται αυτή ή φωνή. Δεν μπορεί νά 51ακρι νή ούτε τήν ελάχιστη χαρα μάδα. -—Και μιά πού πρόκειται νά πεθάνης, μάθε πώς αυτός πού σέ στέλνει στο θάνατο είναι ό Φουκακούσα - Ζοζό, ό τελευταίος απόγονος των πα λιών Σαμουράι!, άκούγεται πάλι ή φωνή. Είσαι λευκός καί μάντεψες τό Μεγάλο Μυ στικό, αλλά αυτό δεν θά σέ ώφελήση πιά σέ τίποτα. Ναί! Οι ασημένιες ρουκέτες από τούτο τον τόπο φεύγουν. Ακόμα δμως κάνουν έναν ή συχο περίπατο πάνω από τά κεφάλια των Αμερικανών. Σέ λίγο καιρό, όταν θ’ αρχίσουν νά προσγειώνωνται στις με γάλες πολιτείες, οι συμπα τριώτες σου θά καταλάβουν τί σημαίνει έκδίκησι. Ή Ια πωνία σηκώνεται στά πόδια της πάλι, χάρις στους Σα μουράι και στην όργάνωσι του «Μπλε Παγωνιού» καί θά σαρώση δλους έκείνους πού
τήν έβλαψαν. Έσύ δμως 8έν 6ά ζής τότε για νά τήν καμαρώσης. Καλό ταξίδι, λευ κέ, στά σκοτεινά βασίλεια του Ναμαζόν! I Ή κάμαρη γεμίζει πάλι από τό άπαίσιο γέλιο καί ή φωνή σωπαίνει. Ακολουθεί δ μως κάτι πολύ χειρότερο. Άκούγεται ένας βαρύς θόρυβος, σάν κάπου εκεί κοντά νά γυ ρίζουν βαρειές τροχαλίες. Τό πάτωμα αρχίζει νά σαλεύη γοργά ανεβαίνοντας προς τ3 απάνω. Αλλά καί τό ταβάνι αρχίζει τό ίδιο νά σαλεύη. Μέ τή διαφορά πώς αυτό κα τεβαίνει προς τά κάτω. Τό Γεράκι αισθάνεται τήν καρ διά του νά σκιρτάη τρομαγ μένα. Τό κυκλικό τούτο τσι μεντένιο κελλί 6ά γίνη ό τά φος του! "Ένας φριχτός θά νατος τον περιμένει! Κάποι ος γυρίζει ένα κουμπί κΓ ένα σατανικό μηχάνημα θανάτου έχει μπή σέ κίνησι. Βρίσκε ται ανάμεσα σέ δυο βαρείες καί ασήκωτες πλάκες ένός πι εστηρίου, πού ζυγώνουν γορ γά ή μιά τήν άλλη κΓ αυτός βρίσκεται ανάμεσα τους, α νίκανος νά διαφύγη. Τό ταβά νι αγγίζει κιόλας τό κεφάλι του. Γονατίζει. Άλλα καί τό πάτωμα συνεχίζει τήν θανά σιμη άνοδό του. Κάθε λεπτό πού περνάει ό χώρος ανάμε σα στο ταβάνι καί στο πά τωμα μικραίνει. Τώρα αναγ κάζεται νά ξαπλώση. Πέφτει μέ τήν κοιλιά καί, καθώς αι σθάνεται τις δυο βαρειές πλά κες νά ζυγώνουν ή μιά τήν
?£ΡΑΚΙ, ,θ
Νί.6ί -ί<^Β
αλλ^ νοιώθει το παγωμένο χέρι Τάύ θανάτου νά τον άγγίζη..< ■·
^ Μονάχα ίν& θαύμα μΐτορεί νά τον σώση. Θά γίνη όμως αυτό τό θαύμα;
ΤΕΛΟΣ •ΣυΥγραψεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται
ή άναδίΜχοοΊέυο-ις.
<*■ β \
Ν
\ Ν \«I «
* Νβ
Ν Ν Ο
«
Στο έπόμενο τεύχος, τό 14, που ερχόμενη έβδομάβα μέ τον τίτλο:
κυκλοφορεί την
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΣΩΖΕΠ
6
©
ν>
* 'ο5 ΝΟ Η \ ΝΟ [!ϊ <1 ΝΟ
ή πάλη του Νέου Υπεράνθρωπου μέ την έγκληματική γιαπωνέζικη όργάνωσι του «Μπλέ Παγωνιού» συνεχίζεται αδυσώπητα! Ό Μάκ Ντάνυ, ή "Ελλεν καί 6 λιχούδης Τζίμ Γκάφας περνούν τραγικές στιγμές στη μυστηριώδη καί έπικίνδυνη πρωτεύουσα τού Άνατέλλοντος Ή λιου !
%
Ο
Α ΠΟΥ ΣΟΖΕΙΙ
%
ΝΟ Ν Ν Ο
V«5
\ %
Ν* Ν Ν ΝΟ Ν Η Ο
}
\ Ν&
Ν Ν
"Ενα άριοττουργηματικό τεύχος, πού θά κάνη την καρδιά σας νά χτυπήση μέ τούς ηρωισμούς, την αυ τοθυσία καί την υπέροχη πλοκή του-καί θά σάς διασκεδάση μέ τά εύθυμα επεισόδιά του.
Ν \Ο \ * ΝΟ
Η «
ΝΟ * Η *'
Ν* Ν %
Η
Ν ΝΟ Ν Λ
ΜΕΓΑΛΆΙ ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Ή Διεύθυνσις των έκδόσεων «*0
Μικρός "Ηρως», θέ
λοντας νά βοηθήση τά Ελληνόπουλα να περάσουν ευχά ριστα καί ωφέλιμα τις διακοπές τοΟ καλοκαιριού, άποφάσισε νά τούς προσφέρη σέ εξευτελιστικές τιμές, σχε δόν δωρεάν, δύο άπό τις καλύτερες εκδόσεις της, τό «Παιδικό Πανεπιστήμιο» και τό άνάγνωσμσ περιπετειών ζούγκλας «Τάργκα». 5 Από της 10ης Ιουλίου μέχρι τής 31ης Αύγουστου, κάθε Ελληνόπουλο θά εχη τό δικαίωμα νά άγοράση άπό τά γραφεία μας: 1) Τον Πρώτο
Τόμο του «ΠΑΙΔΙΚΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ
ΜΙΟΥ», που άποτελεΐται άπό τά ό πρώτα τεύχη, δεμένα με πανί πολυτελείας ου ώρίστηκε στις
καί
μέ χρυσά γράμματα.
30 δραχμές.
3Από τις
Ή τιμή
10ης Ιουλίου
όμως μέχρι τής 31ης Αύγουστου, 8ά μπορήτε νά άγοράσετε τον πολύτιμο των... 2)
13
αυτό τόμο
μ ό ν ο ν
μέ την απίστευτη τιμήν
δραχμών!
θά μπορήτε έπίσης
νά άγοράσετε, στο ίδιο διά
στημα, τά 22 τεύχη του «ΤΑΡΓΚΑ», που ή τιμή τους είναι
44
δραχμές,
πληρώνοντας...
μόνο
10
δραχμές
!
Τέλος, θά έχετε τό δικαίωμα νά άγοράσετε τούς δυό τό μους τοΰ «Τάργκα», πληρώνοντας μόνο
10 δραχμές γιά
τόν καθένα! ΣΗΜΕΙΩΜΑ: τούς
τόμους
"Οσοι
θέλουν νά πάρουν τά τεύχη
ταχυδρομικούς
Θά έπιβαρυνθοΰν
ή
μέ τά τα
χυδρομικά (2 δραχμές γιά κάθε τόμο καί 4 δραχμές γιά δλα τά τεύχη τού «Τάργκα»).
ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ . ΤΩΝ ΕΚΠΤΩΣΕΩΝ
3
βιιιιιιιιιιηιιιιιιιιιιιιιικ ©θ ω Β/503» Xο ΓΟ Ε > α. α 3 > ■ο ΙΟ < Ό δ3. α *»* ©■ ν Η μ,Ι < Ο3 ν’ &0 ν«-# θ') ω | §■ /< *5 8 £« δ α ί=-
α.
οι
Μ
❖
X α 03 03 ||< > *: Ο
■-ω
1
<
α»
-Ο οο Ο ία,
£—ι
8 ■ί“* 1λ)
V
ο ,
ο ^ ^ δ α Ρ 'Φ Οφα
§ ?ι «Ή 52 Ό ^_> Ο“<§|Ρ 33 3 οβ,'Ο *!.§<Φ '-ιυ ό
ο &® «,Β<Ο»| £ >^β Όο4^ 5 δ £■§ ω
.
/θΟ
ί—
Η
οό^ο'β α
X «
.. —* £ ν* «3 3 ^ η »-/» . Ό α. «■ ο «=> ν Ο «· Ό α. Ε
* «♦
Α Ο> 2δ * ^ ο *-
β" Ο Ο * & § α ί- Ο <&
£1ΙΙΙΙΙ8ΙΙ11ί1ΙβΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙ^
Ο
2ο Οα Λ£
*·°& <Τ& ί»3 04
Ο'Ο ΟΡ £ ετ «Β
0 «-
βωΡ Ε&-Γ 'ΟΌΌ ί- γλ '( ηηη»-Ρ|" — ΟίονηίιΛνΟ
Ο γηερΠΛ/βΡβηαι ΜΙΚίΊ ΜΟΟίΙΣ ΟΟΔυΤΕΡΡ ΝΡ ΤΟΒ ΔΙΝΕ, ΠΡ'Ν με πρρει ΜυΡαυύΐΡ ροτοϊ ο ΒΡαΜΟΠΟΝΤΙΚΟΙ!
ΣΕ ΛΙΓΟ ΒΟΧΟΟΜΕ ΨΤΟΣΕΙ ΣΤΗ ζοοεκδρ' εκεί βη τρ ηόρμε ο./
"*^ΤΓ*ΤΠΪΒβ ΓίΤ ·—
<3
ίΤ\Ρ ’λπ'λη' Ηυ ΤΟΣ
ο κυριοί οοχο ορκειΓΡ ΔΒυΛΕ/Ο ΜΕΧΡΙ 2 που Λ/Π ΤΟ ΣΚΡΣβ
ΣΤΟ200ΓΚ/)Π Ο ΜΕΨΙΣΤΟΦΕΡΗΤΓΠ ΤΟΣ ΕβΠΟΕΣΕΠΡΠΞΗ το ΔΙΠΒΟΟΙ
ο υπΕΡΡΝβΡΡπατ οικυ μροι/ς, ΓΟΝΕΧ/ΖΕ ΤΟΝ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΗΝ ΜΗΧΠΝ/Κ9Ν ΠΡΟ ΤΙΒΤΡΝ.
οοβε γροβιβ ταυ επεδνε οι
ΚΗΙΝΠΟΡΓΙΟ ΝΒ ΠΡΟΣ ΤΕΒΟ ΣΤΟΣΟ ΡΟ ΤΟΝ ΡΧΡΗΣΤβΝ ΣΐύΕΡΙΚ0Ν> Εΐ/η/εχιζετπι.
σα στο όποιο τον παρεσυρε σατανικός γιαπωνέζος Φου κακουσα - Ζοζό για νά τον εξόντωση (*). Στ* αυτιά του φτάνει ό ήχος από τις βαρειές τροχαλίες τού μυστηριώ δους μηχανήματος, πού κι νούν τό ταβανι προς τά κά 5 τω και το πάτωμά προς τ απάνω καί πού σέ λίγο θά τον συνθλίψουν, άφαΰ ολοένα καί περισσότερο ζυγώνουν τό έ να τό άλλο κΓ έκεινος είναι ανίκανος νά βρή μιά διέξοδο νά γλυστρήση άπό την παγί δα αυτή τού θανάτου. "Εχει πέσει μέ την κοιλιά στο πά τωμα, γιατί δέν υπάρχει πιά Ή. ■?&, χώρος νά σταδή ορθός ούτε καν γονατιστός, καί τώρα αι σθάνεται στη ράχη^ του τη Τό Γεράκι πέφτει στην αγκα/αά του θανάτου βαρειά πλάκα που ζυγίζει καί βγαίνει από εκεί ά πάνω άπό εκατό τόννους. *Άν τρωτο· δέ μποοέση νά στα μ στη ση αυτή τήν κάθοδο, ύστερα ά Ο ΘΡΥΛΙΚΟ Γεράκι, ό πό μερικά δευτερόλεπτα θά δυνατότερος άνθρωπος συνθλιβή καί θά γίνη μιά ά του κόσμου, ό ανίκητος προμορφη μάζα άπό σάρκα καί στάτης του Δικαίου και άγρι οστά... ος διώκτης του έγκλήματος Σφίγγει λοιπόν τά δόντια βάζει σέ κίνησι καί την τε καί βάζει σέ κίνησι δλες τις λευταία Υνα του σώματός του. ΟΙ Μέ σφιχτά τά δόντια και τεν δυνάμεις πού διαθέτει. άρτηρίες κΓ οι φλέβες φου τωμένους τούς χαλύβδινους σκώνουν καί τό δέρμα κινδυ μυώνες τών χεριών, τών ώμων καί του στήθους του άγωνίζε νεύει νά σπάση άπό τό τέν ται νά συγκέντρωση μακρυά τωμα τών μυώνων. Κόμποι ι δρώτα μουσκεύουν τό πρόσω την μια άπ’ τί|ν άλλη τις δυο βαρειές σιδερένιες πλάκες, (*) Διάβασε προηγούμενο τεύ τό πάτωμα καί τό ταβάνι, χος «Τό μηχάνημα του Όλέθρου». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
Τ
4
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
►»»»»»»»»»»»»»»»»»1»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»» π© του άπό την υ πη τούτη προσπάθεια. Παίρ νει μια βαθειά ανάσα καί το στήθος του φουσκώνει κι* ο λάκερο τό κορμί του γίνεται ένας βράχος αϊτό γρανίτη.,. Και ξαφνικά παύει ν' άκούγεται ό άνατριχιαστικσς θόρυβος άπό τις τροχαλίες. Τό πάτωμα και τό ταβάνι σταματούν νά κινούνται. Τό ;ι έχει κατορθώσει κάτι το απίστευτο. ση έκατοντάδες τόννους στη ράχη του καί νά κ τούτη τη φορά στον αυτόν πού είχε φάτσα μέ φά^ τσα μέ τό θάνατο. Άλλα καί τούτη ή νίκη κι ν' άπομεινη χωρίς θετικό κέρ δος, άφοΰ ό Νέος Υπεράν θρωπος παραμένει πάντοτε σφηνωμένος ανάμεσα στις φο βερές αυτές χαλύβδινες πλά κες καί δέν μπορεί νά σαλέΨη, να γλυστρήση άπό τό φο βερό τούτο δόκανο... Απότομα όμως ένα χαμό γελο αστράφτει στο κουρα σμένο πρόσωπό του. — Έν τάξει!, άκούγεται μια φωνή. Ό λευκός ταξι δεύει τώρα για τά βασίλεια τού Ναμαζού! Την ίδια τύ χη μέ τη βοήθεια^ τού πάνσο φου Βούδδα θά έχουν καί ό λοι οί συμπατριώτες του, που κρατάνε αιχμάλωτη την πα τρίδα μας. Φέρτε πάλι στη θέσι του τό μηχάνημα! Αρχίζει πάλι 6 χαρακτη ριστικός θόρυβος των τρόχα λε ών. Άλλα τούτη τη φορά δέν είναι για νά ζυγώσουν ή μιά την άλλη καί νά συνθλί»
τους το κό Γεράκι οί χαλύβδιν κες. Τώρα απομακρύνονται ακολουθώντας αντίθετο δρό μο. Τό ταβάνει ανεβαίνει καί το πάτωμα κατεβαίνει καί εται στη θέσι του. Ό Υπεράνθρωπος τινάζε ται ορθός καί κολλάει τή ρά χη του στον τσιμεντένιο τοί χο πλάϊ ακριβώς στη θολω τή πόρτα, πού έχει κλείσει πριν λίγη ώρα κατά ένα μυ στηριώδη καί άνεξήγητο τρό πο. Στέκει έκεΐ καί περιμέ νει. Τό ένστιχτό του ούτε αυ τή τή φορά τον γελάει. "Υ στερα άπό λίγο, ή βαρεία τσιμεντένια πλάκα, πού υ πακούει σέ κάποιον αόρατο μοχλό, κινείται καί άφινει ελεύθερη τη θολωτή έξοδο. Τώρα ό δρόμος είναι ελεύθε ρος. Μπορεί "Οπίου ό Γιαπωνέζος μέ τό πράσινο κιμονό με ταβάλλεται σέ... απο σκευή ! ΜΩΣ δέ σαλεύει τό Γε ράκι. Στέκει ακίνητο σαν ένα άγαλμα άπό μάρμαρο καί περιμένει. Στη θέσι που βρίσκεται, εκείνοι πού προ» κειται ναρθοΰν απ' έξω δεν μπορούν νά τον δουν. Καί δέν τον βλέπουν. Ακούει τά βήματά τους πού ζυγώνουν καί σφίγγει τά δόντια. Πρώ τος περνάει ένας ψηλός γε ροδεμένος άντρας μέ ξυρι σμένο κρανίο. "Ένας σωστός γίγαντας. Κυττάζει τό πάτω μα καί^ παραξενεύεται πού οέν βλέπει αίματα και σάρ-
Ο
Γιοσι μάζα γονατίζει #άν καραγκιόζης, κάνει μερικές βόλτες σά σβούρα στα γόνα τά του καί πηγαίνει Καί βρί σκει τον απέναντι τσιμεντέ νιο τοίχο... Τό Γεράκι τώρα γυρίζει προς τό μέρος του Γιαπωνέζου μέ τό πράσινο κιμονό. Δέν τον βλέπει. Ό Φουκακούσα - Ζοζό, τρομαγμένος από τη φοβερή δύναμι τού Υπεράνθρωπου, έχει γυρίσει τή ράχη του καί τρέχει μέ πηδηχτά βηματάκια προς τό βάθος τού τούνελ. 5Αλλά τό Γεράκι τον χρειάζεται καί δέν θά τον άφήση νά φύγη. Τινάζει τά πόδια καί σαν βέ λος κατευθύνεται απάνω του. .Καί όταν φτάνει κοντά του όίπλώνει τά χαλύβδινα δάχτυ λά του καί τον αρπάζει από τά μαλλιά. — Ακίνητος, Φουκακούσα!, τού λέει. Δέν θέλω νά σέ σκοτώσω. Μού χρειάζεσαι ζωντανός, γιατί ξέρεις πολ λά πράγματα! "Αν δμο^ς θε λήσης νά κοινής τον έξυπνο, 6ά σέ πατήσω καί θά σέ λυώσω κάτω απ’ τό πόδι μου όπως πατάνε καί σκοτώνουν τά συχαμερά σκουλήκια. ^ Ό Γιαπωνέζος μέ τά φι δίσια μάτια δοκιμάζει νά ξεφύγη. . — Δέν θά μάθης τίποτα από τό στόμα μου, λευκέ!, νρυλλίζει. —Αυτό θά τό δούμε!, α ποκρίνεται τό Γεράκι. Καί σηκώνει τό χέρι καί καταφέρνει ένα έλαφρό χτύ γίγαντα πού επιτίθεται. Ό πημα σά χάδι στο πρόσωπο
οκωζ ιτβρίμενβ, Τό Γέρα κι ’ κάνει ένα βήμα μπροστά κΓ εκείνος ξαφνιασμένος γυ ρίζει τό άγριο μούτρα του καί, καθώς τον βλέπει, τά λο ξά μάτια του γεμίζουν λύσ σα. Μέ μια σβέλτη κίνησι φουχτιάζει τό μαχαίρι πού εχει στη μέση του καί τό κο φτερό ατσάλι αστράφτει στον αέρα. Μά ό Νέος Υπε ράνθρωπος είναι πιο σβέλ τος. Σαλτάρει πλάγια καί ή γροθιά του σαν αστροπελέ κι βροντάει στο σαγόνι τού γορίλλα μέ τό κίτρινο μού τρο.^ Ό γιγαντόσωμος Γ ιαπωνέζος αφήνει ένα βογγητό καί κάνει μερικά βήματα πί σω σά μεθυσμένος. Καταπί νει τά δόντια του καί σκουπί ζει τό ματωμένο του στόμα. "Ύστερα μουντάρει σά λύ κος. — Απάνω του, Γιοσιμά ζα! Μή τον φοβάσαι! Απά νω του!, άκούγεται ένα ουρ λιαχτό. Τό Γεράκι μέ την άκρη του ματιού βλέπει τον Γιαπωνέζο μέ τό πράσινο κιμονό, τον Φουκακουσα - Ζοζό, πού δια τάζει, κΓ ένα παράξενο χα μόγελο ανθίζει στα χείλη του. — Σέ χρειαζόμουνα, Φου κακουσα - Ζοζό!, του λέει. Είναι θαύμα πού σέ βρίσκω πάλι μπροστά μου! ΚΓ ένώ μιλάει στον Φουκακούσα ή γροθιά του προσ γειώνεται σαν σιδερένιο σφυ ρί πού ζυγίζει χίλιες οκάδες στο ξυρισμένο κρανίο του
του Γιαπωνέζου. Εΐναι άρκε τό τούτο νά τον ζαλίση και νά τον κάνη νά χάση τις αι σθήσεις του. Τον φορτώνεται στους ώμους του και τραβάει προς την έξοδο του τούνελ, που βγάζει φ-το ποτάμι Σου μίντα. Το σχέδιό του είναι νά τον μεταφέρη στο ξενοδο χείο, νά τόμ κράτηση αιχμά λωτο, νά τον υποχρέωση νά του αποκάλυψη τό μυστικό για τις ασημένιες ρουκέτες
Μπροστά στά έκπληττα ^ μάτ α τών φίλων του ό Μάκ Ντάνυ -ά νετοι άπό τη μια στιγμή στην άλ« λη... γιοπωνέζ©ς
κΓ υστέρα νά τον παραδώση στις αμερικανικές στρατιωτι κές άρχες κατοχής. Πρέπει δμως να βρή έναν τρόπο &· στε ή μεταφορά αυτή να μη κίνηση υπόνοιες. Καυώς προχωρεί προς τό άνοιγμα τής υπονόμου, βλέ πει κάτι πού θά τον βοηθήση σ' αυτή τή δουλειά. Είναι έ να μεγάλο μπαούλο. Τό εξε τάζει μέ προσοχή. Είναι ό^ο καινούργιο. Τό έχουν αφήσει πρασωρινώς εκεί για νά τό χρησιμοποιήσουν, άγνωστο σέ τί, αργότερα. Είναι δ,τΐ' τού χρειάζεται αυτή την ώ ρα. Ρίχνει μέσα τον λιποθυμισμένο Γιαπωνέζο τό κλεί νει και σέρνοντας το μαζί του φτάνει στό άνοιγμα τού ποταμού. Πλάι* ακριβώς άπό εκεί υπάρχει μια μικρή απο βάθρα. Άνασηκώνει τό μπα ούλο τό αφήνει εκεί καί φέρ νει τό δαχτυλίδι μέ τήν πρά σινη πέτρα στά χείλη του. Τώρα πρέπει νά ξαναπάρη τή φυσική του μορφή. Τό θρυ λικό Γεράκι πρέπει νά παρα χωρήση τή θέσι του στον νε αρό αστυνομικό ρέπορτερ Μάκ Ντάνυ, πού έχει φτάσει πριν δυο μέρες στό Τόκιο ώς άπεσταλμένος του «Νταίηλυ Χέραλντ» τής Νέας Ύόρκης γιά νά λύση τό μυστήριο τών ασημένιων ρουκετών. Δεν μπορεί βέβαια νά κάνη τήν έμφάνισί του στους δρόμους τής ιαπωνικής πρωτευούσης μέ τούτη τήν παράξενη στο λή πού φοράει. Φέρνει λοι πόν τήν πράσινη πέτρα στά χείλη του και μέσα σέ μισό
Ϋίί<Μ*Αΐ*0*ΠΗ<>2
ψ
δευτερόλεπτο ξαναγίνεται & έφηβος μέ. τό γεροδεμένο κορ ι, 6 δημοσιογράφος Μάκ τάνυ... Μια βάρκα, που έχει μεγά λες τετραγωνικές ψάθες αν τί για πανιά στα κατάρτια της, περνάει από εκεί κον τά, κατηφορίζοντας το ποτά μι. 'Ο Μάκ κουνάει τά χέρια καί φωνάζει. Τον άκουνε καί πλησιάζουν. Τό πλήρωμά της άποτελεΐται από 6υό Γι απωνέζους κουρελήδες ψαρά δες. Τους λέει τι θέλει, τους πετάει ένα. χαρτονόμισμα των πέντε δολλαρίων καί είναι πρόθυμοι νά πάνε αυτόν καί τό μπαούλο ακόμη καί στην άκρη του κόσμου. Ό Γιαπωνέζος πέ τό πράσινο κιμονό παθαί νει μια νέα μεταμόρ·φωσι ΒΑΡΚΑ άρχίζει νά ταξί δεύη πάλι καί προσεγγίει υστέρα από λίγο σέ μίαν όλινη προβλήτα. Τό μπαοΰ λο μεταφέρεται οπήν ξηρά, Φορτώνεται σ5 ένα ταξί καί μισή ώρα αργότερα ή "ΕΑλεν κΓ ό Τζίμ Γκάφας βλέ πουν τον Μάκ Ντάνυ καί δυο βαστάζους νά μπαίνουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. -—- Τί είναι αυτό; ρωτάει ό Τζίμ όταν φεύγουν οί α χθοφόροι. -—- Κάτι που θά μάς άπακαλύφη τί συμβαίνει μέ τις άσημένιες ρουκέτες, άποκρίνεται ό Μάκ χαμογελώντας. Ετοιμάστε μονάχα λίγο σκοινί. Μάς είναι άπαραίτη*
Η
Μέσα στή βάρκα αρχίζει τότε μιά άγρια πάλη άνάμεσα στο παιδί
και στον ϋπουλο γιαττωνέζο...
το για νά δέσουμε κάποιον χειροπόδαρα. ΚΓ έσύ, "Ελλεν, τράβηξε την ασφάλεια από τό πιστόλι σου καί ση6ευε αυτόν που θά βγή άπ© τό μπαούλο. Ιά παιδιά κινούνται γορ γά καί μονομιάς παίρνουν θέ σι γύρω άπ© τό μεγάλο μπα ούλο. εΟ Τζίμ Γκάψας μα σάει κάτι ιρύχουλα ^ άπό^ τό κέικ που έχουν άπομείν^ι
α
στις τσέίτβς τβυ ΐ€€ίΙ έτοιμα* ζει τό σκοινί, ή "ΕλΧεν κρα* τάει τό πιστόλι έτοιμη να πυροβόληση αν πσρουσιαστή ανάγκη και ό Μάκ ξεκλειδώ νει μέ προσοχή τό μπαούλο. Ανοίγει σιγά - σιγά τό κα πάκι καί, καθώς ρίχνει μια ματιά μέσα, γίνεται χλωμός. -—- Είναι απίστευτο!, κά νει. Ό Φουκακουοχχ - Ζαζό δεν είναι μέσα! Ό Τζίμ γουρλώνει τά μά τια. -—*' Τό μπαούλο είναι γεμά τα γλυκοπατάτες!, ξεφωνί ζει καί ή καρδιά του χτυπάει σάν χαρούμενο ταμπούρλο. Γλυκοπατάτες! 'Αρπάζει μιά κΓ αρχίζει νά την.-, κατασπαράζη. 4Η #'Ελλεν ^ κυττάζει τον Μάκ καί 6 Μάκ κυττάζει την 'Έλλεν. ^ *—- Μά τί έγινε; ρωτάει ή κοπέλλσ. Τό παιδί εξηγεί τά καθέ καστα κΓ υστέρα αναστενά ζει. Είναι μυστήριο!, λέει. Δέ μπορώ νά καταλάβω. Πώς ξέφυγε ό Γιαπωνέζος καί πώς βρέθηκαν οι γλυκοπατά τες σ’ αυτό τό μπαούλο! —Σου τή σκάσανε, Μάκ!, λέει ιμά φωνή. Στο καΐκι που ταξίδεψες, αλλάξανε τό περιεχόμενο τού μπαούλου! Βγάλανε τον Γιαπωνέζο καί για νά μή σου φανή ελαφρύ ρίξανε μέσα τις γλυκοπατάτές καί σου τή... σκάσανε! Ό Μάκ γυρίζει ξαψνιασμέ νος. "Ολοι γυρίζουν κατά την πόρτα από οπού έρχεται ή
ιΡΙ^ΑΙ!
Ο
ΙϋνΙ
φωνή, Μέσα ο·τήν κάμαρα £χει μπή, χωρίς νά τον άντιληψθουν, ό Αμερικανός άστυ νομικός επιθεωρητής, ό με γαλόσωμος Τζαίημς Στούαρτ. Μασάει ένα πούρο πού είναι κρεμασμένο στά. χείλη του καί χαμογελάει. —Πάντως, χαίρω πού σάς βρίσκω καί τούς τρεις ζων τανούς, συνεχίζει καί προχω ρεΐ καί τούς δίνει τό χέρι. Όταν έμαθα πώς ήρθατε στο Τόκιο, φοβήθηκα πολύ, για τί ξέρω πώς οι I ιαπωνέζοι δεν αστειεύονται. Κάθησε σ’ ένα κάθισμα. —■ Σέ είδα τό πρωί, Τζαί ημς!, λέει ό Μάκ. "Ήμουν σ’ ένα αυτοκίνητο, αλλά 6έ μπό ρεσα νά σέ φωνάξω γιατί έν τώ μεταξύ... κοιμήθηκα! (*) Καί ό Μάκ Ντάνυ διηγεί ται μέ λίγα λόγια την περι πέτεια του, παραλείποντας, εννοείται νά κάνη λόγο για την κεραυνόβολη δράσι τού Νέου Υπεράνθρωπου. — Καί τά κατάφερες μό νος σου όλα αυτά, Μάκ; ρω τάει ο Στούαρτ δύσπιστα καί τον κυττάζει λοξά. , — ’Όχι φυσικά μόνος. Μέ βοήθησαν ή "Ελλεν κΓ ό "Τ Υ ' ιζιμ. — Πρώτη φορά μαθαίνω, κάνει ειρωνικά ό ίνσπέκτορ, πώς τρία παιδιά μπορούν νά τά βγάλουν πέρα μ’ ένα κο πάδι λυσσασμένων Γιαπωνέζων! Μήπως, Μάκ, έβαλε τό χέρι του και τό... Γεράκι; (*) Διάβασε προηγούμενο .τεύ χος «Τό μηχάνημα τού * Ολεθρον».
Ϋ ΠΙ Ε ΡΑΝ0ΡΩΠΟΙ
9
μ»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»»»»»»»
. Ή "Ελλεν δαγκώνει τά χεί >η της και ό Τζίμ Γκάψας, ιτού ετοιμάζεται νάγελάση, κάνει ένα μακροβουτι στο μπαούλο και βουλώνει το στο μα του μέ μια καινούργια γλυκοπατάτα, — Μεγάλε Θεέ των νέ γρων!, λέει άναστενάζαντας. Τι ωραίο πράγμα είναι αυ τό! Αέν τδ κουνάω από την Ιαπωνία... δσ© νά σωθούν οί γλυκοπατάτες πού βγάζει! Ό Μάκ προσπαθεί νά χαμογελάση. — Δέν μου απάντησες, Μάκ; ξαναρωτάει ό Στουαρτ. Μήπως είναι μπερδεμέ νο σ5 αυτή τήν Ιστορία και τό Γεράκι; ('*) — Τό Γεράκι Τζαίημς βρί σκέται στη Νέα Ύόρκη!, α ποκρίνεται ό ρέπορτερ. Πώς θέλεις νά είναι μπερδεμένο σέ μια ιστορία πού έγινε στο Τόκιο; — 5Εγώ έμαθα τό αντίθε το!, κάνει μέ πείσμα ό άστυ νομικός. "Αν τύχη και τό... άνταμώσης λοιπόν πές του πώς έκανε άδικα τον κόπο νά ταξιδέψη ώς έδώ κάτω. ΟΙ ά(*) Ό Αμερικανός αστυνομι κός έπιθεωοητης Τζαίημς Στούαρτ, ττου είναι ό ιιενάλος φίλος τοΟ νεαρού Μάκ Ντάνυ% υποψιά ζεται δ :ι ό δημοσιονράφος καί τό Γεράκι είναι τό ίδιο πρόσω πο κι’ ενει βαλθή νά τό ανακά λυψη . Αλλά ό Μάκ ξέρει νά νλυστράη^ πάντοτε. καί ο επιθεωρη τής τό φυσάει καί δέν...κρυώνει, παρ’ δλο που εκτιμάει τόν Νέο Υπεράνθρωπο καί τον καλεΐ πολ λές φορές νά βοηθήση τό έργο της έπίσημης αστυνομίας στη δίωξι του έγκλήματος.
Καί τότε μέσα στά νερά του πο» ταμου ό Μάρκ καταφέρνει νά δώση τό τελευταίο χτύπημα...
σημένιε^ ρουκέτες δέν ξεκι νάνε άπ’ τήν Ιαπωνία. Έγώ ψεύγω αύριο για τήν Αμερι κή. "Αν θέλεις μπορούμε νά ταξιδέψουμε παρέα, — Περίμενε λίγες μέρες, Τζαίημς!, παρακαλεΐ 6 Μάκ. Είμαι βέβαιος πώς από έδώ φεύγουν τά ασημένια βλήμα τα. "Οταν ήταν σίγουρος πώς θά μέ εξόντωνε, ό Φουκακούσσ μου τό είπε! Πίστευε πώς
10
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»>»
θά πέθαινα και πώς θά έπαιρ να στον τάφο τό μυστικό αυ τό. Αλλά δόξςί τώ Θεώ είμαι ακόμα ζωντανός όπως βλέ πεις. Μείνε, Τζαίημς, γιατί θά χρειαστής! Οί στρατιωτι κές άρχές δεν μέ πιστεύουν. Μείνε καί... καί... θά... τηλεγραφήσω και στο Γεράκι νάρθή νά μάς βοηθήση! Ό επιθεωρητής χαμογελάει πονηρά. —Χμ! Τότε αλλάζει!, λέ-
ει. "Αν είναι ναρθή τό Γερά κι, μπορώ νά περιμένω ακό μα μερικές μέρες. ’Ίσως εδώ στο Τόκιο μου δοθή ή ευκαι ρία νά του βγάλω αυτά τά μασκαραδίστικα πού Φοράει και νά του αποδείξω πώς ξέ ρω ποιος κρύβεται κάτω από την μπλε φόρμα καί την κόκ κινη μπέρτα πού έ'χει κρεμα σμένη οπούς ώμους του. λ —*Οκέϊ, Τζαίημς! Θά του τό πω για νά τό ξέρη!, λέει γελώντας καί ό Μάκ. Τα παιδιά επισκέπτον ται το Πάρκο των Χρυ σάνθεμων καί συναν τούν τό θάνατο
ΓΛΥΚΑΠΑΤΑΤΑ είναι, μετά τό ρύζι, τό δεύτερο εθνικό φαγητό τής Ιαπωνίας. Σ’ όλες τις γωνιές τών μι κρών καί μεγάλων δρόμων οι υπαίθριοι πωληταϊ σιγοψήνουν σέ σιδερένιες σκάρες τις νλυκοπατάτες — δπως στην Ελλάδα τά κάστανα — καί οί αγοραστές σχηματίζουν πολλές φορές ουρά γιά νά προμηθευτούν μερικές απ' αυ τές. 3 Απ’ την πλευρά αυτή ό ευ τυχέστερος άνθρωπος στο Τό κιο είναι ό Τζίμ Γκάφας, που έχει στη διάθεσί του ένα μπα ούλο γλυκοπατάτες! Αυτός 6έν έχει ανάγκη νά τις ψήση (*). Τις κατεβάζει ωμές γιατί τού φαίνονται πιο νό-
Η
Ό Τζίμ Γκάφα“ ^ .νύονίζει μιά Υλυκοπατάτα: ά' /το κρισιμό τερο σημεία ·~ςς -σμτϊλοκης κι* δ Γιαπωνέζος που τ.ίι δένεται στο μάτι ουρλιάζει άγρια...
(*) ΟΙ γλυκοπατάτες της * Ια πωνίας είναι διαφορετικές από τίς δικές μας που δεν τρώγονται ωμές. Είναι γλύκες καί τρώγον ται ακόμα καί άψητες.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
11
>>»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»>»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»» άτιμες. Τό βράδυ λοιπόν που ο Μακ, ή "Ελλεν κι αυτός βγαίνουν νά κάνουν μια βόλ τα ως τό Πάρκο των Χρυσαν θέμων, ό Γκάψας έχει παρα γεμισμένες τις τσέπες του μέ γλυκοπατάτες και μασάει κά θε τόσο. Τόσο του αρέσουν, πού έχει ξεχάσει κιόλας τά λαχταριστά κέϊκ της κυρίας Μάργκαρετ Μτάνυ και λογα ριάζει, όταν μέ τό καλό γυρίση στη Νέα Ύόρκη, νά πό> ρη σπόρους μαζί του νά σπείρη μια όλόκερη φάρμα, νάχη νά τρώη σ’ όλη του τη ζωη γιαπωνέζικες γλυκοπατατες! Τό πάρκο είναι θαυμάσιο και ανάμεσα στά δέντρα φεγ γοβολούν κρεμασμένα χάρτι να χρωματιστά φαναράκια, πού κάνουν πιο υποβλητική τή γεμάτη από αρώματα λαυλουδιών ατμόσφαιρα. · Τά τρία παιδιά, παρασυρ μένα από τή γοητεία τής ό μορφης αυτής βραδυάς, προ χωρούν κουβεντιάζοντας, περ νούν ανάμεσα από στενά μο νοπάτια μέ πυκνή βλάστησι, άψίνουν πίσω τους μιά έξεδρα όπου παιανίζει ενα τμή μα στρατιωτικής φιλαρμονι κής, συναντούν κάτι ωραία μαρμάρινα συντριβάνια που οι πίδακες τους κάθε τόσο κάτω από τό φως αοράτων η λεκτρικού ν προβολέων αλλά ζουν χρώματα, περνούν μια μικρή σιδερένια γέφυρα και βγαίνουν στό πίσω μέρος του πάρκου, χωρίς νά άντιληφθουν μερικές σκιές, πού τούς πα ρακολουθούν καί πού κάθε τοσο τρυπώνουν ανάμεσα στά
Τό Γεράκι ρίχνει στό μπαούλο τον σατανικό Φσυκακούσα - Ζόζο.
δέντρα. Προχωρούν λοιπόν σέ στενά καί σκοτεινά δρομάκια, πού. έχουν κι* αυτά τή γρα φικότητά τους γιατί δείχνουν ένα κομμάτι άπό τίς λαϊκές συνοικίες τού Γόκιο. Τούτοι οι δρόμοι όμως είναι έρημοι καί σκοτεινοί καί σέ λίγο α ποφασίζουν Γ»ά γυρίσουν πά λι γιά κ61ε ενδεχόμενο πίσω στό πάρκο. 5Αλλά δέν προφταίνουν. Έ-
12
ί*£ Ρ ΑΚ I,
6
ΝΕΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
φτά σκιές ξεφυτρώνουν ξαφνι κά μπροστά τους και τους κλείνουν το δρόμο. Είναι έφτά Γιαπωνέζοι μέ κιμονό κΓ ανάμεσα τους ξεχωρίζει αμέ σως ό Μάκ Ντάνυ τον Φουκακούσα - Ζοζό. Τά φιδίσια μά τια του αστράφτουν στό σκο τάδι. ^ —Έπϊ τέλους νά πού ξ α νασυναντιόμαστε, "Αμερικα νέ!, γρυλλίζει. Αυτή τή φο ρά όμως θαρρώ πώς δε θά καταφέρης νά γλυστρήσης α πό τά χέρια τού «Μπλέ Πα γωνιού». —Προσοχή παιδιά!, φω νάζει ό Μάκ. Πρέπει νά ςεφύγουμε! Την ίδια στιγμή, ό μικρός άραπάκος εκσφενδονίζει μια γλυκοπατάτα στό μούτρο του Γιαπωνέζου καί γίνεται μια δυνατή αναταραχή. —Άρπαχτη, γεροξούρα!, φωνάζει. —Μά τό Βούδδα!, μουγγρίζει ό Φουκακούσα. Αύτός μου έπρηξε τό μάτι! Τί τους φυλάτε; "Απάνω τους! 01 σκιές κινούνται γοργά καί μερικά πιστόλια καί στι λέτα αστράφτουν κάτω από τις αχτίδες του φεγγαριού. Τά τρία παιδιά σκορπάνε καί μονομιάς τρεις γλώσσες φω τιάς σκίζουν τό σκοτάδι. Πυ ροβολούν. Τρεις Γιαπωνέζοι που 6έν προφταίνουν νά φυ λαχτούν, γονατίζουν. Οι άλ λοι δμως δέν δειλιάζουν. Όμμάνε βγάζοντας άγρια ουρ λιαχτά. Μια σφαίρα περνάει ξυστά πάνω από τό κεφάλι τού Μάκ. Μια άλλη γδέρνει
τό μπράτσο τής Έλλεν. Μια τρίτη σφυρίζει μισή σπιθα μή μακρυά από τό δεξιό αυ τί^ τού Γκάφα καί ό άράπης πέφτει μέ τά μούτρα στή γή. — Μεγάλε Θεέ των νέ γρων! , ξεφωνίζει. Μέ φάγανε μπαμπέσικα καί δέ θά πραψτάσω νά ευχαριστηθώ τις γλυκοπατάτες! Μά καί πεσμένος καθώς εί ναι, πυροβολεί. Κάποιος α πό τούς Γιαπωνέζους, πού έ χει σηκώσει τό χέρι καί ζυ γιάζει τό μαχαίρι του πάνω από τό στήθος τής "Ελλεν, άνατρέπεται από τή σφαίρα τοΰ Τζίμ καί πέφτει άνάσκελα βλαστημώντας. —"Εμπρός, παιδιά!, ·δια τάζει ό Μάκ. Μείνανε μόνο τρεις! Θά περάσουμε ανάμε σα τους. "Άν καταφέρουμε νά φτάσουμε στή γέφυρα, σωθή καμε. Θά φοβηθούνε νά μάς ακολουθήσουν στό πάρκο. Και τά παιδιά πυροβολών τας πραγματοποιούν ηρωική έξόρμησι. Γλυστράνε μέσα άπό τα διασταυρούμενα πυρά των Γιαπωνέζων, πού έχουν ταμπουρωθή πίσω από κορ μούς δέντρων καί τρέχουν. Πίσω τους άκούνε τό ποδο βολητό έκείνων πού τού<^ κυ νηγούν. "Ακόμα λίγο και θά φτάσουν στή γέφυρα. "Ομως, ξαφνικά, στήν απέ ναντι ακριβώς γωνία τοΰ σκο τεινού δρόμου πού διασχί ζουν, βλέπουν νά ξετρυπώνουν καινούργιες σκιές. Είναι οί εφεδρείες τοΰ Φουκακούσα, τοΰ Γιαπωνέζου μέ τά φιδί σια μάτια. "Έρχονται κατ’ ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
13
ί»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
πάνω τους. Τώρα τα τρία τολ μηρά παιδιά είναι ανάμεσα στο δόκανο. Άπό δευτερόλε πτο σέ δευτερόλεπτο κινδυ νεύουν νά γαζωθούν απ’ τις σφαίρες των κίτρινων δαιμό νων μέ τά λοξά μάτια. Αλλά ό Μάκ δέν χάνει την ψυχραι μία του. Κάπου έκεΐ κατά το δεξιό τους χέρι, δυο βήματα δίπλα τους, υπάρχει μιά α νοιχτή πόρτα ενός χαμηλού ξύλινου σπιτιού. —Προχωρείτε προς τά ε κεί!, διατάζει. "Ερχομαι κα τόπι σας. Ή 'Έλλεν κΓ ό Τζίμ μπαί νουν στο σπίτι. Μιά στιγμή αργότερα περνάει το κατώ φλι κΓ ό Μάκ. Κλείνει τήν πόρτα και τήν ασφαλίζει άπό μέσα μ’ ένα βαρύ σιδερένιο σύρτη... —Ποός το παοόν είμαστε ασφαλισμένοι!, λέει μέ κά ποια άνακούφισι. Τώρα νά βούμε τί θά γίνη παρακάτω! —Γιατί δε βάζεις σ’ ενέρ γεια τό Γεράκι; ρωτάει λα χανιασμένος 6 άραπάκος ένώ καταβροχθίζει ένα τεράστιο κομμάτι γλυκοπατάτας. Και ρός είναι νά πάρη μέρος κΓ ό Νέος Υπεράνθρωπος στο πανηγύρι! Ό Μάκ χαμογελάει. Φυσι κά κΓ αυτός τό ξέρει πώς μια κεραυνοβόλα έπέμβασι^ τού Γερακιού θά έλυνε τό πρόβλη μα. Άλλα τό υγρό της μπλέ πέτρας δεν είναι ατέλειωτο. Καί τό μπουκάλι άπό τό ό ποιο .μπορεί νά τήν ξαναγεμίση βρίσκεται χιλιάδες μι λιά μσκρυά άπό έδώ<, σ' ένα
μυστικό ράφι τής βιβλιοθή κης του, στή Νέα Ύόρκη. Πρέπει λοιπόν νά ξοδεύη τό υγρό τού μπλέ δαχτυλιδιού με φειδώ. Μόνο σέ έσχατη α νάγκη θά τό χρησιμοποιήση απο εοω κι εμπρός. Γιατί εχει τή διαίσθησι πώς πολύ σύντομα θά χρειαστή γιά σοβαρώτερα πράγματα ή έπέμβασι τού Γερακιού... Τά παιδιά πέφτουν σέ καινούργια παγίδα καί τά σαγόνια τού Γκάφα θαυματουργούν
ΠΟ τό δρόμο άκούγονται σ’ αυτό τό μεταξύ οί φωνές των Γιαπωνέζων, πού τούς κυνηγάνε. "Έχουν φτάσει έξω άπό τό σπίτι καί μιλάνε με γαλόφωνα: —Στείλτε ένα στις «Γαλά ζιες Κερασιές» νά είδοποιήση τούς δικούς μας!, άκούγεται ή λυσσασμένη φωνή τού Φουκακούσα. Δέν πρέπει νά μάς ξεφύγσυν αυτή τή φορά. Εί ναι επικίνδυνοι. Άπό τό βάθος τού σπιτιού προβάλλει ένας γεροντάκος πού έχει ξυπνήσει άπ’ τις φωνές καί τον θόρυβο. Κυττάζει σά χαμένος τά τρία παι διά κι* έτοιμάξεται νά ξεφωνίση. Ό Τζίμ όμως τον προ λαβαίνει. Τού πασσάρει στο άνοιχτό στόμα μιά ολάκερη γλυκοπατάτα άπό τήν παρα καταθήκη πού έχει στήν τσέ πη του καί τά λοξά μάτια τού γέρου Γιαπωνέζου αστρά φτουν άπό ευχαρίστησι. —Φάε καί σύ!, τού λέει ό
Α
14
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
»»»»»>»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»» Γκάφ^ς ενώ ξαναγεμίζει τό πιστόλι του. Φουκαράς φαίνε σαι... Την ίδια στιγμή όμως βα ρεία χτυπήματα αρχίζουν νά πέφτουν στην πόρτα, Ό^γεροντάκος τό βάζει στα πόδια προς τό βάθος του σπιτιού. —Ελάτε από εδώ!, τους κάνει νόημα κουνώντας τό χέ ρι του. Ελάτε από έδώ. Τον ακολουθούν καί μπαί νουν σέ^μιά φτωχικά επιπλω μένη κάμαρη. Αέν υπάρχει κανείς άλλος σ3 αυτό τό σπί τι έκτος από τό γέρο Γιαπω νέζο. 3 Εδώ είναι κάπως πε ρισσότερο άσφαλεϊς. Γ ιατί ή πόρτα δεν είναι για νά κρά τηση πολύ. Την άκοΰνε κιό λας που αρχίζει νά τρίζη υ πόκωφα. Σέ λίγο θάπέση σί γουρα μέ πάταγο καί θ’ άφήση ελεύθερα τό δρόμο στους διώκτες τους. —=Έλάτε μαζί μου, λέει ό γεροντάκος; Θά σάς δείξω πώς μπορείτε νά φύγετε. Προχωρεί μπροστά αυτός και πίσω άκολουθούν τά παι διά. Βγαίνουν σέ μιαν αυλή που βρίσκεται οπό πίσω μέ ρος του σπιτιού. —Τό ποτάμι!, λέει έκπλη κτη ή "ΕΑΑεν. Πραγματικά, κάτω από τά πόδια τους κυλάει τό μεγάλο πλωτό ποτάμι. Μερικά σκα λοπάτια σκαμμένα μέσα στό βράχο φέρνουν άπ© τήν αυλή του σπιτιού στήν όχθη του. —·Στή βάσι τής σκάλας υ πάρχει μια βάρκα, λέει γέ ρος. Ηάρτε την καί φύγετε. Αύριο τήν ξαναφέρνετε
—Είσαι σπουδαίος!, φω νάζει ό Γκάφας γεμάτος εν θουσιασμό. Πάρε κΓ άλλες τρείς γλυκοπατάτες. Είναι άπό τό υστέρημά μου, αλλά δεν πειράζει! Ό Γιαπωνέζος ^τίς παίρνει καί ευχαριστεί μέ μιαν υπόκλισι γεμάτη ευγένεια. Τά τρία παιδιά κατεβαίνουν τή σκάλα καί σέ λίγο πηδούν στή βάρκα. Λύνουν τό σκοινί πού τήν κρατάει δεμένη καί πιά νουν τά κουπιά. —Μάκ!, άκούγεται ξαφνι κά μια πνιγμένη κοριτσίστι κη φωνή. Ό Μάκ τινάζεται σά^ νά τον χτύπησε κεραυνός. Είναι ή φωνή τής "Ξλλεν πού κάθησε στό πίσω μέρος^τής βάρ κας για νά χειριστή τό^ τιμό νι. ’Αφίνει τό κουπί και σαλτάρει στήν πρύμη. "Ενας^γυ μνός ως τή μέση Γιαπωνέζος έχει αρπάξει τήν κοπέλλα καί προσπαθεί νά κλε^ίση μέ τήν παλάμη του τό στόμα της. Ή "ΕΑλέν παλεύει απεγνωσμέ να. Ό Μάκ δέ χάνει καιρό. Βγάζει τό πιστόλι του καί κρατώντας το άπ5 τήν κάννη καταφέρνει ένα δυνατό χτύ πημα στό κρανίο τού άγνω στου. "Εκείνος βγάζει ένα ά γριο μουγγρητό άπ3 τον πό νο καί άφίνει τήν κοπέλλα. Παίρνει μια βόλτα καί ρίχνε ται εναντίον τού Μάκ. Τό παι δί τού καταφέρνει ένα δεύτε ρο χτύπημα, μά τούτος ©Για πωνέζος §έ Αυγάει εύκολα. Μια τρίτη γροθιά, από μέ ρους τής "ΕΑΑεν τούτη τή φο ρά, τόν κάνει νά Αυσσάξη
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
?Ι
►»»»»»»>»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»>»»»»»>»»»» ρισσότεοο. Βλαστημάει και τό μπράτσο του τυλίγεται σέ μια θανάσιμη λαβή γύρω άπό τό σβέρκο του παιδιού. Ό Μάκ γονατίζει παρασύροντας στην πτώσι του και τον κίτρινο. Κυλιούνται στή στε νή πρύμη τής βάρκας πού χο ροπηδάει καί κινδυνεύει ν’ α ν ατ ραπ ή κάθε λεπτό, καθώς παρασύρεται ακυβέρνητη άττ τό ρεύμα. Παλεύουν άπεγνωσμένα μέ σφιχτά δόντια καί τά αγκομαχητά τους άκούγονται βαρεία. Ή "Ελλεν άγωνίζεται κΓ αυτή νά βοηθηση τό φίλο της. Μά δέν μποοεΐ νά χρησιμοποίηση τό πιστό λι της. Τό παιδί κΓ ό Γιαπωνέζος είναι σφιχταγκαλιασμέ νοι καί ή σφαίρα μπορεί νά τραυματίση τον Μάκ. Ό Τζίμ Γκάφας έχει γλυστρήσει...γιά ασφάλεια κά τω από τά καθίσματα των κω πηλατών καί παρακολουθεί μέ γουρλωμένα μάτια τήν πάλη. —Κουράγιο, Μάκ!, φωνά ζει. Δόστου, Μάκ! Πίσω όλη ή...Ιαπωνία γιατί σάς έφα γα τά σκώτια!... Σέ μιά στιγμής ό Μάκ ξεγλυστράει απ’ τή θανάσιμη λαβή καί τινάζεται όρθιος. Ή "Ελλεν βρίσκει τήν ευκαιρία νά πυοοβολήση.^ Πιέζει τήν σκανδάλη. Μιά, δυό, τρεις σφαίρες πάνε χαμένες. Τό χέ ρι της δέν είναι σταθερό κΓ ό Γιαπωνέζος προλαβαίνειι καί σηκώνεται. Ή γροθιά τού Μάκ διαγράφει ένα^ μεγάλο τόξο στον αέρα καί συναν τάει τό σαγόνι του. Αυτός όμως τον έχει άγ&σλιιάσει
καί, καθώς άνατρέπεται καί πέφτει ανάσκελα έξω από τή βάρκα, παρασύρει μαζί του καί τό τολμηρό παιδί. —Μάκ!, φωνάζει τρομαγ μένη ή "Ελλεν. Είναι έτοιμη νά ριχτή κΓ αυτή στο νεοό, μά δέν προ λαβαίνει. Κάτι σκληρό τής πιέζει τό νεφρό. "Ενας άλλος Γιαπωνέζος, πού κρυβόταν ώς τούτη τή στιγμή στο στενό καμπουν ι τής βάρκας, έχει γλυστρήσει έξω καί τή ση μαδεύει μέ τό πιστόλι του. —Βούλωσε τό στόμα σου!, γρυλλίζει άγρια. ’Άν κάνης πώς κουνιέσαι, στή φύτεψα! Ή κοπέλλα γυρίζει ξαφνια σμένη καί τό βλέμμα της δια σταυρώνεται μέ τό δικό του. —Τί ζητάτε από μάς; ρω τάει. —Πρώτα θά σέ δέσω καί ύστερα θά κουβεντιάσουμε!, αποκρίνεται εκείνος. Τό «Μπλέ Παγώνι» θ’ άποφασί ση γιά τή ζωή σου. Πέταξε τό πιστόλι πού κρατάς! Μά, καθώς μιλάει, ανατι νάζεται καί βγάζει ένα ουρ λιαχτό σά νά τον δάγκωσε φίδι. Ό Γκάφας, πού είναι κρυμμένος κάτω απ’ τά καθί σματα, έχει γλυστρήσει αθό ρυβα κοντά του καί τά γυ μνασμένα σαγόνια του ανοί γουν καί κλείνουν. Τά κοφτε ρά του δόντια καρφώνονται στή νυμνή γάμπα τού Για πωνέζου κΓ έκεΐνος ούρλιοιζει σά' λύκος. Μέ μιάν ασύλληπτη ταχύ τητα ή "Ελλεν κινείται πλά για καί τό πιστόλι, πού ήταν
Η ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝξΟ Σ η-»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» στερεωμένο στο νεφοό της, χάνε'ι τό στόχο του. Ό Γιαπωνέζος πιέζει τή σκανδάλη, αλλά η σφα?ρα τρυπάει... τό νερό. Την ίδια στιγμή τό πε ρίστροφο στα χέρια τής ό μορφης μελαχροινής κοπέλλας βήχει ξερά δυο φορές. Ό κί τρινος άνασηκώνει τά χέρια. Αυό καφτά μολυβιά τρύπησαν τό κρανίο του. Άνασηκώνει τά χέρια και πέφτει στο ποτάμι πού τον παρασύ ρει μακρυά. ^ —Μπράβο, Γκάφα!, ξεφω νίζει ό άραπάκος καθώς ξε τρυπώνει κάτω από τά καθί σματα. Σου χρειάζονται συνχαρητήρια, Γκάφα! —-Είσαι εν τάξει, Τζίμ, τού λέει ή κοπέλλα και τον φιλάει αδελφικά στο μέτωπο. Μου έ σωσες τή ζωή! —Κι* άλλη μιά φορά σέ γλύτωσα από τούς έρυθρόδεομους (*)„ αλλά Βέν τό ανα γνώρισες, λέει παραπονιάρι κα ό μικρός νέγρος. Φίλησε με άλλη μιά φορά γιά νά σέ συχωρέσω γιά τήν αχαριστία σου... Ή "Ελλεν χαμογελάει καί τού δίνει ένα δεύτερο φιλί. "Ύστερα ξαναγίνεται σοβαρή. —Καί τώρα στά κουπιά, Τζίμ, νά δούμε πού βρίσκεται ό Μάκ. Καί τά δυο παιδιά πιάνουν τά κουπιά καί αρχίζουν μέ γοργές κινήσεις νά κωπηλα τούν κατευθύνοντας τή βάρ κα, πού τήν έχει παρασύρει (*) Διάβασε το τευνος «Στά κέρισ των Ερυθροδέρμων»,
μακρυά τό ρεύμα τού ποτα μού, προς τό μέοος όπου λί γες στιγμές νωρίτερα εΐχει ρι χτή άγκαλξασμένος μέ τον κί τρινο κακούργο 6 Μάκ Ντάνυ. —Μάς τήν έσκασε ό γέ ρος, λέει καθώς τραβάει κου πί ό Τζίμ. Μάς έοπειλε στη βάρκ*π καί παρά λίγο νά τή/ παθοαναμε. 7 Ηταν παρέα μ' αυτούς πού μάς κυνηγούσαν. Κρίμα τις γλυκοπατάτες πού τού έδωσα! "Οπου ό Μάκ σώζεται, άλλα δοκιμάζει μερικές απογοητεύσεις ΑΥΤΟ το μεταξύ, ό Μάκ παλεύει άγρια μέσα στά ορμητικά νερά τού ποταμού μέ τον χειροδύναμο Γιαπωνέζο. Ό κίτρινος έχει φουχτιάσει τό λαιμό τού παιδιού καί προσπαθεί νά τό κράτηση κά τω απ’ τό νερό, έτσι πού ή ασφυξία νά παραλύση κάθε βύναμι γιά άντίστασι. Μά _ο Μάκ δέν έχει καμμιά όρε-ςι νά πεθάνη. Κολυμπάει σά Βελ φίνι καί ξέρει νά γλυστράη οά χέλι. Κάνοντας μιαν από τομη κίνησι, πέφτει ανάσκε λα στο νερό καί τινάζει μέ δύνα";ς τά πόδια του προς τά έμπρος. Τά παπούτσια του καρφώνονται στο στομάχι τού Γιαπωνέζου καί ό κακούργος νοιώθει νά τού κόβεται ή άναπνοή. Τά δάχτυλα πού κρα τούν σά σιδερένια τανάλια τό λαιμό τού μικρού φίλου μας χαλαρώνουν καί ρ Μάκ, πραγ ματοποιώντας μιά θεαματική κατάδυσι, χάνεται γιά μερικά
Σ
Υ.ΠΕΡΑΝΘΡΠΠΟΣ
1/
!·»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» λεπτά κάτω ακριβώς απ’ τον Γιοπτωνέζο. Τον βλέπει που κρατάει τώρα στα χέρια του έ'να μαχαίρι. Μά κι’ εκείνος βλέπει το παιδί και μέ μια ξαφνική βόλτα μουντάρει οά λυσσασμένο αγρίμι απάνω του; Ή λεπίδα αστράφτει ια’ είναι έτοιμη νά καρφωθή στην καρδιά του Μάκ. "Ομως αυ τός έχει προβλέψει τούτη την κίνησι. Τά δάχτυλά του τυλί γονται στον καρπό του ώπλισμένου χεριού, σταματάνε την κάθοδο του μαχαιριού καί το μπράτσο τού Γ ιαπωνέζου λυγίζει σά νά τσακίζεται στά δυο. Τό μαχαίρι μέ τούτο το τσάκισμα παίρνει αντίθετη κατεύθυνσι καί ή λεπίδα του άντί νά χτυπήση τον νεαοά ρέπορτεο καρφώνεται μέ δό να μι οπό στήθος του κακούρ γου. Τό νερό παίρνει σ’ αυτό τό μέρος ένα κόκκινο χρώμα καί ό κίτρινος χάνεται κάτω από την επιφάνεια καί παρασύρεται νεκρός από τό ρεύ μα... —Καλό ταξίδι στην κόλα σή κακούργε!, γρυλλίζει 6 Μάκ. Καί αρχίζει νά κολυμπάη προς τό μέρος τής βάρκας μέσα στην οποία βρίσκονται ο! φίλοι του. Παρ’ δλο τό σκο τάδι τό βλέμμα του διαπερα στικό ξεχωρίζει από μακρυά τον ίσκιο του μικρού σκά φους. Ακούει καί τη φωνή τβς "Ελλεν πού τον φωνάζει. Εί ναι γεμάτη σπαραγμό καί α γάπη ή κραυγή αυτή: —Μάααακ! Μάααακ!
Τό παιδί δίνει αμέσως τήν άπάντησι. Φωνάζει καί τον άκοΰνε. Ή "Ελλεν κι* ό Τζίμ λάμνουν μέ όλη τή δυναμι των χεοιών τους καί ή βάρκα ζυγώνει προς τό μέ ρος τού δημοσιογράφου πού κολυμπάει κόντρα στο ορμη τικό ρεύμα. "Υστεοα από με ρικά λεπτά 6 Μάκ εχει πιαστή κιόλας άπό την κουπαστή καί σκαρφαλώνει στο σκάφος. Τά νεοά τρέχουν άπό τά μουσκεμένα ρούχα του σάν ά πό σουρωτήρι, "Ομως είναι ενθουσιασμένος. —Αύοιο ό Φαυκακούσα Σοζό, λέει χαμογελώντας, θά στενοχωρηθή πολύ όταν μάθη πώς πάλι ξεφόγαμε άπό τά χέρια τής παρέας του. Θά εί ναι άπαοηγόρητος. Κυττάζει τό ρολόι του. —"Οπως θαρρώ, συνεχίζει, πώς είναι καιρός νά έπιστοέψουμε στη... βάσι μας. Μάς χρειάζεται αρκετός ύπνος, γιατί^αύριο, όπως προβλέπω, θά έχουμε αρκετή δουλειά. Ρίχνεται κΤ αυτός στά κουπιά καί ή βάρκα κινείται τώρα μέ μεγαλύτερη ταχύτη τα πόας τήν πλησιέστερη α ποβάθρα. ★ ★ ★ Στο ξενοδοχείο τήν άλλη μέρα τό πρωΐ 6 Μάκ Ντάνυ παίρνει ένα τηλεγράφημα απ’ την εφημερίδα του. Ό αρχι συντάκτης του ό κ. ΓΊήτερ ’Έμορυ τον πληροφορεί πώς πέν τε καινούογιες ασημένιες ρουκέτες κάνανε τήν έμφάνισί τους πάνω άπό τή Νέα Ύόρκη. Προέρχονταν άπό τις
1ϊ ΓΕΡΑΚΙ, 0 ΝΕΟΙ »»»»»>»»»>»»>»»>>»»»>>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» δυτικές ακτές κι5 ή κατεύθυνσί τους ήταν προς άνστολάς. «Στείλε μας μέ τδ τελετάϊπ πληροφορίες, γράφει ανάμεσα στ5 άλλα τδ τηλεγράφημα, γ»ά την πορεία των ερευνών
Τά τρία ήρωικά τταιδιά ττυοοβσ* ΧοΟν εναντίον των Γιαπωνέζων πο5 ήρθαν ξαφνικά μ* Ενα αυτοκίνητο νά τους κλείσουν το δρόμο... ,ι
_■
σου. Οι βιευθύνοντες τδ υ πουργείο ’Αμύνης ^ τεχνικοί άλλα!;αν γνώμη καί 5έν^ πι στεύουν πια δτι οι ασημένιες ρουκέτες ξεκινούν άπ’ την Ια πωνία. Πιθανότερο φαίνεται δτι τά παράξενα αυτά βλή
ματα ^ εκσφενδονίζονται άπδ υποβρύχια αγνώστου εθνικό τητας τά όποια αναδύονται σέ διάφορα σημεία τού Ειρη νικού πού βρίσκονται μακρυά άπδ τις γραμμές πού ακο λουθούν τά πλοία. Αναδύον ται, εκσφενδονίζουν τις αση μένιες αυτές ρουκέτες καί κα ταδύονται πάλι. "Υστερα απ’ αυτά νομίζω πώς ή παραμο νή σου στο Τόκιο είναι άσκο πη. Πρέπει νά γυρίσης στη Νέα Ύόρκη. Έν πάση περιπτώσε,ι όμως περιμένω πλη ροφορίες σου. Μέ αγάπη. Πή~ τερ 'Έμορυ». Ό Μάκ Ντάνυ διαβάζει με γαλόφωνα τδ τηλεγράφημα καί τά 6υδ παιδιά πού τον άκοΰνε γίνονται μελαγχολικά. Περισσότερο όμως απ’ ολους μελαγχολεί ό Τζίμ Γκάφας. Μοιάζει σά νά έχη καταπιη... ένα μαγκάλι άναμμένα κάρ βουνα ! —Θεούλη μου!, αναστενά ζει. Τί κακό είναι αυτό που μέ βρήκε; Αέ θά προφτάσω νά φάω τδ μπαούλο μέ τις γλυκοπατάτες! Μόνο ό Μάκ δέν φαίνεται ν’ άνησυχή. —Θά τού στείλω τις πλη ροφορίες πού ζητάει, λέει. Καί είμαι βέβαιος πώς^ ό κ. "Εμορυ θά τδ παραδεχτή πώς εχω δίκη©. Λοιπόν μή στενο χωριέσαι, Τζίμ. Αέν^θά πάνε χαμένες οι γλυκοπατάτες σου. Κάθεται καί γράφει ^καί τδ μεσημέρι στέλνει μέ τ© τελετά'ίπ την άπάντησί του; «Ασημένιες ρουκέτες ξεκι νούν χωρίς άμφιβολία άπδ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ϊ? »>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»„ Ιαπωνίαν. Υπάρχει εδώ μ«ά μυστική όργάνωσις μέ τό Ο νομα «Μπλε Παγώνι», που ε πιδιώκει την άνόρθωσι τής παλιάς δυναστείας και έχει καταστρώσει σχέδια άγριας έκδικήσεως εναντίον των Α μερικανών. Τό «Μπλέ Παγώ νι» κατασκευάζει και στέλνει πάνω από τις αμερικάνικες πόλεις τις ασημένιες ρουκέ τες, πού είναι φοβερά μηχα νήματα καταστροφής. Κατά τή γνώμη μου οι συνωμότες βρίσκονται στο στάδιο τής προετοιμασίας. "Οταν βεβαι ωθούν πώς δλα είναι έν τάξει, οί ασημένιες ρουκέτες θά σκε πάσουν τον ουρανό τών Ηνω μένων Πολιτειών καί ολόκλη ρες περιοχές θά παραδοθουν στον όλεθρο. Έγώ καί οί δυο συνεργάτες μου, ή "Ελλεν Τζόρνταν καί ό Τζίμ Γκάψας, είχαμε τίς πρώτες συγκρού σεις μέ τά μέλη τής μυστικής αυτής όργανώσεως. Τό «Μπλέ Παγώνι» έχει φαίνεται την έ δρα του στο Τόκιο μέ διευθυνοντα νου κάποιον σατανικό Πιαπωνέζο, τον ΦουκακούσαΖοζό. Υπάρχουν σίγουρα δια κλαδώσεις σ’ όλη τή χώρα. Ή βάσις καί τά εργαστήρια όμως άπ5 όπου εκσφενδονί ζονται τά ασημένια βλήματα, 8έν βρίσκονται στο Τόκιο. Ή Ιαπωνία άποτελειται από 4652 νησιά. Σέ κάποιο λοι πόν άπ5 αυτά τά νησιά υπάρ χουν οι τεχνικές έγκαταστάσεις απ’ όπου εκτοξεύονται τά μηχανήματα του^ ολέθρου. Ή παρουσία μου εδώ είναι άπαραίτητη. ’Αποστείλατβ τό
ταχύτερον, αφού συνεννοηθήτε πρώτα μέ στρατιωτικές αρ χές,^ ένα από τά αεροπλάνα μεγάλων πτήσεων, πού διαθέ τει ή έφημερίς. Μή λησμονή σετε νά τό έφοδιάσετε υέ ά-
Γά τρία Άμερικανόπουλα ταμπουρωμένα πίσω από ενα δέντρο σ έλ νουν τα πυρωμένα μολύβια τών πιστολιών τους στα κορμιά τών Γ ιαπωνέζων...
λεξίπτωτα. Μετά τιμής, Μάκ Ντάνυ». Στέλνει την άπάντησι καί κατόπιν τηλεφωνεί στον Τζαίημς Στούαρτ.
20
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
ο*»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»»»»»» —Γεια σου, επιθεωρητα !, τού λέει. "Έχω ένα σοβαρό μυστικό νά σου πώ. Ξέρω δυο σπίτια σε κάποια συνοικία του Τόκιο, όπου μαζεύονται μερικοί Γιαπωνέζοι που έ χουν κάποια σχέσι μέ τις α σημένιες ρουκέτες. Μπορείς νά πείσης τίς αμερικανικές άρχέο κατοχής νά σου δώσουν μερικούς στρατιώτες μέ αυ τόματα καί ενα αυτοκίνητο νά πεταχτού με παρέα ώς ε κεί; -—-Είδες πάλι τίποτα^και νούργια όνειρα; ειρωνεύεται ό αστυνομικός. Στο είπα καί χτές πώς οί Γιαπωνέζοι^ δεν έχουν καμ^ιά άνάμιξι στην ι στορία αυτή. —-Καί όμως έχουν! ^ επι μένει τό παιδί. Θά σου διηγηθώ μερικές περιπέτειες που είχαμε χτές τό βράδυ και θά καταλάβης... Λοιπόν, τί λες; Ή άπάντησι από την άλλη άκρη του σύρματος, αργεί. Ό Τζαίημς Στούαρτ μένει γιά μερικά λεπτά σκεπτικός. —’Άς είναι!, λέει υστέρα από λίγο. Θά σου κάνω το χατήρι κΓ αυτή τή φορά. Σ^έ μισή ώρα.θά τά έχω κανονί σει μέ τίς στρατιωτικές αρ χές. Ραντεβού έξω από τή στρατιωτική διοίκησι. —Έν τάξει, Τζαίημς!, κά νει χαρούμενα ό Μάκ. Σέ λί γο θά έχης πεισθή οτι οί αση μένιες ρουκέτες φεύγουν απ’ τήν Ιαπωνία. Αλλά ούτε, τούτη τή φορά μπόρεσε νά πεισθή ό επιθεω ρητής. Τό αυτοκίνητο μέ τούς
στρατιώτες, τον αστυνομικό επιθεωρητή καί τά τρία παι διά, φτάνει πρώτα έξω από τό σπίτι οπού κινδύνεψε ν’ άποκεφάλισθή ό Μάκ. Γίνεται μια λεπτομερής έρευνα. Κα νείς δεν βρέθηκε έκεί μέσα. Οί γείτονες λένε πώς είναι ξενοίκιαστο εδώ καί τρία χρο νια. Ούτε τή μυστική πόρτα πού ώδηγουσε στο τούνελ καί στην υπόνομο μπορούν ν’ άνακαλύψουν. Φεύγουν απογοη τευμένοι από εκεί καί τό αυ τοκίνητο υστέρα από λίγο σταματάει έξω από τήν πόρ τα του άλλου μικρού ξυλινου σπιτιού όπου είχαν τρυπώ σει τά τρία παιδιά όταν χτες τό βράδυ τούς κύκλωσαν θ' άνθρωποι του Φουκακούσα. Έκεί όπου είχαν ανταμώσει τόν φαινομενικά άγαθό γέρον τάκο. Εκείνον πού τούς έστει λε στή βάρκα. Ή πόρτα είναι ανοιχτή. Ψαχνουν μά πάλι δέ βρίσκουν καν έναν. ■—Δεν στό είπα πώς ώνειρεύτηκες, Μάκ; λέει καί κυττσζει λοξά τό παιδί ό Τζαί ημς Στούαρτ, Θά είδες ίσως τίποτα φαντάσματα καί νό μισες,... —Δεν είδα όνειρο! Σου ορκίζομαι, Τζαίημς! Μερικοί στρατιώτες άνασηκφνουν τούς ώμους. "Άλλοι χαμογελούν ειρωνικά. Καί αυ τοί, όπως καί ό επιθεωρητής Στούαρτ, δεν έχουν πεισθή. ΚΓ όταν ύστερα από τρεις ώ ρες ξαναγυρίζουν άπρακτοι, τά τρία παιδιά είναι μελαγ χολικά καί αμίλητα.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»? Ό νεαρός ρεπόρτερ αεταβάλλ-εταιΐ αλλόκοτα αέ Γιαπωνέ^ο επανα στάτη ΧΕ! αρχίσει νά σουρουττώνη δταν 6 Μάκ, πού είχε λείψει γιά λίγο απ’ ξενοδοχείο, έπιστρέφει κρα τώντας ένα μεγάλο δέμα στα χέρια του. —Τί αγόρασες; τον ρωτά ει γεμάτη περιέργεια ή "Έλλεν. ^—-Απόψε θά γίνω Γιαπω νέζο^, λέει τό παιδί. Θά σου έξηγίσω. Καί κάθεται μπροστά στον καθρέφτη και μέ διάφορες πλαστικές ουσίες, πού ξέρει θαυμάσια νά μεταχειρίζεται, άλλαζει τό πρόσωπό του. Σέ μιά ώρα είναι αγνώριστος. "Ύστερα φοράει ένα μπλε κι μονό πού έχει αγοράσει, κρύ βει τά μάτια του πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά και αντι καθιστά τά κομψά σκαρπίνια του μ’ ενα ζευγάρι ξυλοπά πουτσα. Κάτω από τό κιμονό κρύβει τό ημιαυτόματο πιστό λι του. —-Τί σκέπτεσαι νά κάνης, Μάκ; ρωτάει ανήσυχα ή "Έλλεν. —Ό Μάκ ξέρει τί κάνει, λέει ό Γ κάψας πού μασουλάει ένα κομμάτι γλυκοπατάτας. Θά πάη νά υποβάλη τά σέβη του στον Φουκακουσα - Ζοζό. Ετσι δεν είναι, -κύριε Μάκ; —Τό βρήκες, Τζίμ! Καθή^στε όμως νά σάε έξηγήσω το σχέδιό μου. Γιατί φυσικά καί σείς θά βοηθήσετε στην επι τυχία του.
Ε
Καί ό Μάκ έξηγεί στά δυό άλλα παιδιά μέ λεπτομέρειες τό σχέδιο πού έχει καταστρώσει και τό ρόλο πού πρόκει ται νά παίξουν κΓ αυτά στην έτπτυχία του. "Ύστερα κυττάτόζει το ρολόι του. ^ —Είναι ώρα νά ξεκινήσω!, λέει. Πρώτος βγαίνει αυτός άπό την πίσω πόρτα του ξενοδο χείου. "Όσοι τον βλέπουν υ στέρα άπό λίγο νά διασχίζη τούς μεγάλους δρόμους τού Τόκιο και νά τρυπώνη κατό πιν σέ κάτι μισοσκότεινα στε νά τών λαϊκών συνοικιών δεν μπορούν νά φανταστούν πώς κάτω απ’ αυτά τά ρούχα κρύ βεται ένας λευκός "Αμερικα νός. Βαδίζει ’μέ μικρά βημα τάκια και τά ξυλοπάπουτσά του βροντούν στο λιθόστρωτο ρυθμικά. Τά χέρια του, τό πρόσωπό του, ό λαιμός του είναι κίτρινα καί τά μάτια του, χάρις στις πλαστικές ουσίες ^πού χρησιμοποίησε, έχουν γίνει λοξά, γνήσια μα τ- ένός γνήσιου τέκνου τής χώρας του "Ανατέλλαντος "Η λιου. —Έδώ κάπου πρέπει νά είναι, λέει καθώς φτάνει σέ μιά μικρή πλατεία γεμάτη δέντρα πού μοσγοβολούν. Ε δώ κάπου μοΰ είπανε πώς υ πάρχει τό κέντρο «Γαλάζιες Κερασιές». Προχωρεί προς τό δεξιό μέ ρος τής πλατείας, περνάει έ να γωνιακό μπάο καί βλέπει απέναντι του αυτό πού ζη τάει. Οι «Γαλάζιες Κερασιές» έχουν πολύχρωμες φωτεινές
22
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
»»»»»»»»»»»»»>&»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»ι γιρλάντες στην πρόσοψι καί άπό μέσα φτάνουν στ* αυτιά του Λχοι άπό σαμιζέ, γιαπω νέζικη λύρα, πού συνοδεύει το μελαγχολικό τραγούδι κά ποιας γκέισας. Ό Μάκ σπρώχνει την πόρ τα και περνάει αδίσταχτα σέ μια μεγάλη σάλα, δπου μπρο στά σέ χαμηλά τραπέζια κά θονται σταυροπόδι χάμω στο πάτωμα, κατά τό παλιό για πωνέζικο έθιμο, οι πελάτες και πίνουν τσάϊ ή απόσταγμα ρυζιού, ένα δυνατό ποσό πού ζαλίζει. Τό παιδί, πού έχει την έμφάνισι μέ τό ντύσιμό του καί τή μεταμφίεσί του ε νός άντρα 25 χρόνων, βρί σκει έλεύθερο ένα τραπεζάκι καί κάθεται κΓ αυτός σταυ ροπόδι απάνω στις φτέρνες του κατά τον γιαπωνέζικο τρόπο. Μια όμορφη Γιαπωνέζα γκέισα, μια κοπέλλα μέ λοξά μάτια καί γυαλιστερά μαύρα μαλλιά στολισμένα μέ γιασεμιά τον πλησιάζει, κά νει μιά βαθειά υπόκλισι καί περιμένει διαταγές. Ό Μάκ, πού μιλάει τά γιαπωνέζικα όπως κι* ένα σω ρό άλλες γλώσσες σαν τή μη τρική ^του γλώσσα, ποιραγγέλ νει κάτι κι* όταν ή κοπέλλα απομακρύνεται, τό βλέμμα του διαγράφει ένα δήθεν άδιάφορο τόξο στα γύρω. "Ό λοι οί πελάτες αυτού τού κέν τρου είναι κίτρινοι. Πίνουν, κουβεντιάζουν καί άκούνε μιά μικρή χαριτωμένη μέ κουκλί στικο παρουσιαστικό γκέισα, πού τραγουδάει. Ξαφνικά τό παιδί ανασκιρτάει, Ή πόρτα
ανοίγει και στό κατώφλι Εμ φανίζεται ό Φουκακούσα - Ζο= ζό, ό άνθρωπος μέ τά φιδί σια μάτια. Στέκει για μια στιγμή ασάλευτος Επισκοπών τας τούς θαμώνες κι" ύστερα χαμογελώντας δεξιά κι* άριστερά μέ σταυοωμένα τά χέ ρια στό στήθος, προχωρεί πρός τό βάθος τής αίθουσας καί κάθεται στό τραπέζι μιας συντροφιάς. Τήν ίδια στιγμή ή κοπέλλα πού πήρε τήν παραγγελία σερβίρει τό τσάϊ στον Μάκ. Τό παιδί βλέπει μέ κάποια έκπληξι τήν γκέισα νά τού δίνη χαμογελώντας μέ γοη τευτικό τρόπο κι1 ένα διπλω μένο στα τέσσερα χαρτί. Τό ξεδιπλώνει. Είναι ένα μετα ξωτό χαρτί άπό ρύζι τυπωμέ νο. Ρίχνει μιά βιαστική μα τιά. Είναι μιά προκήρυξι. Διαβάζει: «Νέε Γιαπωνέζε, τί έκανες για τήν πατρίδα σου πού στενάζει κάτω άπό τά πόδια τών "Αμερικανών καταχτητών; Θά έξακολουθής νά άοιαφορής για τά όσα συ μ βαίνουν γύρω σου; Καιρός νά σηκώσης τό κεφάλι καί νά άτενίσης τόν "Ήλιο. Χιλιάδες νέοι σαν καί σένα αγωνίζον ται στό σκοτάδι, προετοιμά ζοντας μιά άγρια έκδίκησι. Ή "Ιαπωνία έχει ανάγκη άπό τί^ υπηρεσίες σου. Θυμήσου τους ηρωικούς καμικάζι (*} (*) Καμικάζι λέγονται στην Ιαπωνία οί έθελονταΐ τοΰ θανά του. Οί καμικάζι έ'μπαιναν στον περασμένο πόλεμο μέσα στις αεροτσρπίλλες που έξεσφενδόνιζαν τά άεροπλάν®. Τις διιιύθυν&ν οί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
23
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»»
που πέθαιναν σαν άντρες διευθύνοντας μέ τδ χέρι τους τις άεροτοοπίλλες που προξε νούσαν τόσες καταστροφές στον έχθρό. Ή σκλαβωμένη Ιαπωνία έχει ανάγκη από καινούργιους καμικάζι. Γιατί να μην είσαι καί σύ ένας άτι5 αυτούς; Τό «Μπλε Παγώνι» είναι ή μυστική στοοπτά τής άπελευθερώσεως. Εκεί είναι ή θέσι σου. "Έλα μαζί μας. Σέ περιμένουμε». Ό Μάκ άνασηκώνει τό κε φάλι. Ή όμορφη κοπέλλα στέ κει ορθή καί τον κυττάζει προσπαθώντας νά μαντέψη την έντύπωσι πού του έκανε ή προκήρυξι. —"Αριγκοτό (Εύχαριστώ), λέει τό παιδί. —Λοιπόν; ρωτάει έκείνη. —Ευχαριστώ για την εμ πιστοσύνη πού μου έδειξες. "Έρχομαι από τή ^ Φορμόζα. Μέ λένε Κουσακούμπε. Γνώ ρισα καλά την τυραννία τών "Αμερικανών. Είμαι πρόθυμος νά υπηρετήσω την πατρίδα μου. Ή γκέισα φεύγει χωρίς νά δώση άπάντησι. Ό Μάκ πί νει τό τσάϊ του καί, χωρίς νά φαίνεται, παρακολουθεί τί γί νεται γύρω του. Ή κοπέλλα έχει ειδοποιήσει τη συντρο φιά, ανάμεσα στην οποία κά θεται ό Φουκακούσα. "Ολοι έ χουν γυρίσει προς το μέρος του καί τον περιεργάζονται. "Υστερα από λίγο ή γκέισα ξαναγυρίζει καί, καθώς σηΥδιοι άττάνω στο στόχο και είίοί σκαν τραγικό θάνατο κι5 αυτό*
ωέ τήν έκρηξ».
κώνει τά σερβίτσια, μέ μιά άδιόρατη κίνησι του ματιού του δίνει νά καταλάβη πώς πρέπει νά την άκολουθήση. Ό Μαχ όον.ιζεχαι πίσχι σχήν..-"Ιαπωνία καί οι δυο φίλοι του παγι δεύονται ΜΑΚ σηκώνεται καί α
την κοπέλλα. Οκολουθεί "Εκείνη προχωρεί στο βάθος τής αίθουσας, ανοίγει μιά μι κρή πόρτα καί βγαίνει σ" έ ναν ωραίο κήπο γεμάτον κε ρασιές. "Ανάμεσα στα δέντρα φαίνονται τά φωτισμένα πα ράθυρα ενός περίπτερου, πού μοιάζει μέ μιαν αρχαία πα γόδα. Ή κοπέλλα χτυπάει συνθηματικά καί κάποιος α νοίγει άπό μέσα. Ό Μάκ προχωρεί καί ξανακλείνει πί σω του ή πόρτα. Εφτά ζευγάρια λοξά μά τια γεμάτα υποψία είναι καρ φωμένα απάνω του καί τον ε ξετάζουν μέ προσοχή. Εφτά Γιαπωνέζοι μέ πράσινα κι μονό, επάνω στα οποία είναι κεντημένο ένα μπλε παγώνι, τον κυττάζουν αμίλητοι. Κά θονται μπροστά σ’ ένα μεγά λο μακρύ τραπέζι στρωμένο μέ γαλάζιο βελούδο. Στή μέ ση τού τραπεζιού είναι άκουμ τπσμένα δυο μαχαίρια μέ α στραφτερές λεπίδες. Τό παιδί αισθάνεται ένα βιαστικό χτυποκάρδι, μά τό πρόσωπό του τίποτα 6έν δεί χνει άπό την ταραχή πού τον παιδεύει. Φέρνει τά χέρια στο στήθος καί κάνει μιά βαθειά
24 . ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΣ >»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» ύπόκλισι, γεμάτην σεβασμό. —Το ^όνομά μου είναι Κουσακουμπε, λέει. Θέλω νά υπηρετήσω την πατρίδα μου. ΟΙ ψυχές των μεγάλων προγόνων μου ήρθαν χθες στα όνειρά μου καί μου προφήτεψαν, τούτη τή μεγάλη στιγ μή. Ό πάνσοφος Άμανούμα να προστατεύη τά σεπτά πρό σωπά σας. Μισώ τούς Αμε ρικανούς καί ή πληγωμένη καρδιά μου ζητάει έκδίκησι. Τά άνέκφραστα πρόσωπα των έψτά Γιαπωνέζων κάνουν μιά νκριμάτσα πού θυμίζει χαμόγελο. "Ενας άπ’ αυτούς σηκώνεται. —Καλώς ήρθες, Κουσακούμπε, λέει στο . παιδί. Το «Μπλε Παγώνι» έχει ανοιχτά τά φτερά του γιά κάθε τολ μηρό Γιαπο^νέζο που ζητάει νά έκδικηθή τούς εχθρούς τής πατρίδας του. Του δείχνει ενα κάθισμα καί ό Μάκ κάθεται καί υπο χρεώνεται ν’ άπαντήση σέ πολλές καί διάφοοες ερωτή σεις πού του υποβάλλουν. "Ο λοι φαίνονται ευχαριστημένοι από τίς απαντήσεις του. — Κουσακοϋμπε, τον ρω τάει ύστερα από λίγο ένας, ό περισσότεοο ηλικιωμένος απ’ όλους. Θέλεις νά γίνης ένας άθάνατος καμικάζι; Πριν δώσης άπόκρισι, πρέπει νά τό σκεφτής καλά, Κ ου σά κου μπε. ’Άν πής ναί, κόβεις κάθε δεσμό μέ τον μάταιο τούτο κόσμο. Τό παιδί απαντάει αδί σταχτα : —Αυτή είναι ή μεγαλύτε
ρη έπιθυμία τής ταπεινής μου ^ιυχής. Ανέκαθεν θαύμα ζα τους ήρωες, πού ταξίδευαν μέσα στις τορπίλλες καί πή γαιναν ν’ ανταμώσουν τον θά νατο. Ναί! Θέλω νά γίνω έ νας καμικάζι! —Τότε μπορείς νά όρκιστης. "Ολοι σηκώνονται. Σηκώ νεται κΓ ό Μάκ καί βάζει την ανοιχτή του παλάμη απάνω στά δυο μαχαίρια μέ τίς α στραφτερές λεπίδες. Επανα λαμβάνει μηχανικά τον όρκο πού τού υπαγορεύει κάποιος καί κάθεται πάλι. —Τώρα είσαι άξιος νά ταξιδέψης μέ μιάν ασημένια ρουκέτα, τού λέει ό ηλικιω μένος Γιαπωνέζος. Θά ξαναγεννηθής,', όταν ξσνάρθη μέ την καινούργια του μορφή ό Ματράγια στον κόσμο. Κάτι ετοιμάζεται ν’ άπαν τήση ό Μάκ, μά ή ύπόκλισι πού κάνει μένει στη μέση καί τό χαμόγελο παγώνει πριν άνθιση στά χείλη του. Τούτη ακριβώς τή στιγμή ανοίγει ή πόρτα καί βλέπει κάποιον νά σπρώχνη βάναυσα μέσα στην κάμαρη τούς δυο φίλους του. Την "Ελλεν καί τον Τζίμ Γκάφα! Ή καρδιά τού τολμηρού παιδιού πού δέν ξέρει τί θά πή φόβος, φτεροκοπάει τώρα ανήσυχα καθώς βλέπει τά δυο αγαπημένα του πρόσωπα αίχ μάλωτα στά χέρια τών πιο αίμοβόρων εχθρών του. Σφίγ γει τίς γροθιές του καί τά νύ χια του καρφώνονται στο κρέ ας μά τό πρόσωπό του παρα μένει ανέκφραστο, Τίποτα δέ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ >»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»» δείχνει την τρικυμία τής ψυ χής του. Ό όμορφος έφηβος, που ενσαρκώνει το θρυλικό Γεράκι, ξέρει νά κρατάη την ψυχραιμία του στις πιο .δύ σκολες στιγμές και νά δε ί χνη ψυχρός και αδιάφορος, ό ταν ό κίνδυνος τον ζυγώνη μέ μεγάλα βήματα. Άλλα δεν είναι μονάχα τα δυο παιδιά. Είναι καί κά ποιος, άλλος που έρχεται ξο πίσω τους, που κάνει τό βλέμμα του νά γεμίση άγριες περαστικές αστραπές,^ προμήνυμα τής μπάρας πού έτοιμάζεται νά ξεσπάση. Ό Φουκακούσα - Ζοζό, ό Γιαπωνέζος μέ τό πράσινο κιμονό, ό πιο θανάσιμος εχθρός του,, μπαίνει μέσα στην κάμαρη α κολουθώντας τά 6υό παιδιά. ' Μέσα σέ μισό λεπτό σιω πής, ό άραπάκος πού έχει α ναγνωρίσει τον Μάκ, έτοιμάζεται νά ξεφωνίση χαρούμε να. Αλλά μιά ματιά πού του ρίχνει έκεΐνος, τον σταματάει. Την Υδια στιγμή τό παιδί αλ λάζει ένα βιαστικό βλέμμα λατρείας καί συνενναήσεως μέ την "Ελλεν. —Ποιος είναι αυτός ό νέ γρος καί αυτή ή νέα; ρωτάει ένας μέ παγερή φωνή. —Είναι δυό από τήν πα ρέα τού Αμερικανού δημοσιο γράφου πού σάς έλεγα χτες, αποκρίνεται ό Φουκακούσο.. Οι άνθρωποί μας τούς βρή καν νά περιφέρωνται έξω από τήν παγόδα προσπαθώντας νά κυφακούσουν. .Ή παρουσία τους μέ κάνεις νά υποψιάζωμαι πώς κάπου έδώ γύρω πρέ
πει νά βρίσκεται καί ό αρχη γός τρυς. "Ενα μωοό πού κά νει τόν παλληκαρά καί πού τον λ.ένε Μάκ Μτάνυ. "Έχουν ξεκινήσει επίτηδες άπό τή Νέα Ύόρκη γιά νά μάθουν τό Μεγάλο Μυστικό!... Ό Τζίμ Γκάφας, πού κάνει ώς εκείνη τήν ώρα...τόν ψόφιο κορηό. βάζει τις φωνές: —Πώ! Πώ! Κάτι-ψεματά ρες πού σάς αραδιάζει, Θε ούλη μου ! Μπρρρ! Μωρέ τού τος είναι γιά νάναι παραμυ θάς. — Σκασμός!, βρυχάτσι ά γρια ένας άπό τούς εφτά Για πωνέζους πού κάθονται μπρο στά στό μεγάλο τραπέζι. Σκασμός όράπαοε! "Υστερα γυρίζει προς τό μέρος τής "Ελλεν: —Έσύ τί έχεις νά πής; τήν ρωτάει. —Δέν έχω νά δώσω λόγο σέ κανέναν!, απαντάει μέ ή ρεμη φωνή τό κορίτσι. —Είναι μια κατάσκοπος!, ουρλιάζει ό Φουκσκοόσα. —Υπηρετώ τήν πατρίδα μου!, λέει υπερήφανα τό κο ρίτσι. —Αυτό θά τό δούμε!, κά νει ένα^ άπό τούς Γιοπτωνέζους που έχει μακρυά κρεμα στά μουστάκια καί γένεια. Πού είναι 6 φίλος σου; —Δέν ξέρω!, απαντάει κο φτά τό κορίτσι. —’Άν μάς πής πού είναι αυτός ό Μάκ Ντάνυ, δέν έχεις νά φοβηθής τίποτα. ’Άν όμως άρνηθής νά μιλήσης, 6ά μετανοεώσης πολύ σύντομα! —Δέν .ξέρω!, έρχεται πά-
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
>»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» λι μέ πε?σμα ή άπάντησι. —-Έσύ δέν ξέοεις; ρωτάει ένας άλλος τον Τζίμ Γκάφα. —ΊΕγώ ξέρω! Πώς δέν ξέ ρω; λέει πρόθυμος ό άραπάκος. —Που είναι λοιπόν; Μίλα! -—Στη Νέα Ύόρκη ! Καταλαβαίνουν ότι τούτος ό χαζός άραπάκος τούς κο ροϊδεύει καί τά μάτια τους αστράφτουν από λύσσα
"είΛΛεν τΓΟι-ι αεχειαι ιην αιφνι διαστική έπίθεσι αγωνίζεται νά ξεφύγη από τη θανάσιμη λαβή τον
κακούργου...
-—Π άρτε τους αμέσως από 8ώ! Βάλτε τους στά βασανι στήρια!, διατάζει εκείνος μέ τά γένια. Έκεΐ θά λύσουν τή γλώσσα τους χαί θά σταμα τήσουν νά κοροϊδεύουν! "Ενα σιδερένιο χέρι σΦ'ν··γει την καρδιά του Μάκ "Ό μως δέν τό δείχνει. Σφίγγει τά δόντια καί μένει ακίνητος Ιό βλέμμα του ώστόσο/ πού διασταυρώνεται μέ τό βλέμ μα της άφοβης κοπέλλας, λέει πολλά... —'Αμάν, "Αγιο Γεράκι!, ξεφωνίζει ό Τζίμ Γκάφας κα θώς τον σπρώχνουν μαζί μέ την Έλλεν προς τή διπλανή κάμαρη. "Αγιο Γεράκι μου, βάλε τό χέρι σου, γιατί χα θήκαμε! Καί γιά νά μή καταλάβουν οι Γιςχπωνέζοι σέ ποιόν απευ θύνεται, έχει γουρλώσει τά μάτια καί κυττάζει τό ταβάνι. —Γεράκι, Γερακάκι μου !, λέει σά νά κάνη τήν προσευ χή του καί υψώνει τά χέρια προς τό ταβάνι καθώς τον σπρώχνουν. Ανίκητο Γέρακακάκι μου, βάλε τό χεράκι σου στά γρήγορα, γιατί μάς πιάσανε στον ύπνο κΓ έχω κΓ έ να σωρό γλυκοπατάτες...αφά γωτες στο ξενοδοχείο 1 "Όσο στενοχωρημένος κΓ άν είναι 6 Μάκ, δε μπορεί νά κράτηση ένα αδιόρατο χαμό γελο πού σχεδιάζεται στά χείλη του, όταν άκούη τον μι κρό νέγρο προσταυτευόμενό του νά ζητάη μέ τόσο κωμι κοτραγικό τρόπο τήν έπέμβασί του,..
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
27
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» Ή *Έλ'λεν , δοκυιιαζει φριχτά μαρτύρια και τό Γεράκι κάνει την έμφάνισί του
ΡΕΙΣ Γιαποονέζοι γυμνοί ως τή μέση, μέ ξυρισμέ να κρανία και ύπουλα μάτια, παραλαβαίνουν τά δυο παι διά στην διπλανή κάμαρη. Τά κίτρινα μούτρα τους καθρε φτίζουν την αγριότητα τής ψυ χής τους. Πετάνε μέ βάρβα ρο τρόπο τον Τζίμ σέ μιά γω νιά και αρπάζουν την "Ελλεν. Τό κορίτσι αντιστέκεται. Οι γροθιές της καί τά νύχια της σακατεύουν τά πρόσωπα των κακούργων. "Ομως δέ μπορεί ν’ άντέξη πολύ. Είναι τρεις χειροδύναμοι άντρες κΓ είναι μονάχη. Την δένουν καί την κρεμούν ανάποδα μέ τό κεφάλι κάτω καί τά πόδια απάνω από ένα χοντρό γάντζο πού είναι καρ φωμένος στον τοίχο. —-Τώρα 9ά δούμε, πουλάκι μου, άν 8ά λυθή ή γλώσσα σου!, μουγγρίζει ειρωνικά ό Καί τότε τό Γεράκι, άρχίζοντας ένας. κεραυνοβόλο δράσι του συντρί£-β 'Ο άλλος κρατάει ένα άγτα κρανία εκείνων -ττου βασανίζο την όμορφη μελαχροινη βοηθό του καθωτό μαστίγιο κΓ έρχεται κοντά της. σφίγγει τά δόντια της καί 5έν —Θά σου κάνω ωραία σχέ ξεφωνίζει. Τό μαστίγιο ξαναδια στην πλάτη !, λέει καί γε σΦυράει στον αέρα καί μιά λάει απαίσια. νέα ματωμένη γραμμή σχέδιά Σηκώνει τό χέοι καί τό μα ζεται στή ράχη τού κοριτσιού. στίγιο μέ τά αγκάθια σφυ ρίζει στον αέρα καί πέφτει -—Λοιπόν; Μήπως θυμήθη μέ δόνα μι στη ράχη τής «α κες νά μάς πής πού είναι ό πέλλας. Τ’ αγκάθια σχίζουν φίλος σου ό δημοσιογράφος; τά ρούχα της καί χαοάζουν ρωτάει ό ένας από τούς τρεις μιά ματωμένη γραμμή στην δημίους. απαλή της σάρκα. Αισθάνε •—Όχι! Αε θυμήθηκα!, «ται έναν δυνατό πόνο αλλά ποκρίνεται μέ πείσμα ή κο*
Τ
28
ΓΕΡΑΚΙ,
ΟΝΕΟΣ
«««««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««<
πέλλα μέ τη σιδερένια θέλησι και τή γενναία ψυχή. Αέ θυ μήθηκα. —"Ισως θυμηθής τώρα!, γρυλλίζει ό άλλος. Κρατάει μέ μια ξύλινη λα βίδα μια πυρωμένη μεταλλι κή ράβδο καί τή ζυγώνει. —Θ’ άρχίσω γλυκά - γλυ κά!, τής λέει. "Υστερα όμως τούτο τό πυρωμένο σίδερο που βλέπεις 9ά χωθή στις κόγχες των ματιών σου καί πριν πεθάνης θά ζήσης μερικές άμορ φες ώρες στο σκοτάδι. Το βλέμμα του κοριτσιού καρφώνεται μέ άγων ία στην πυρακτωμένη μεταλλική ρά βδο πού φεγγοβολάει άπαίσια. Ή καρδιά της χτυπάει βιαστικά κι’ ακανόνιστα. «Θεέ μου!», παρακαλεί μέσα της «κάνε ν’ άντέξω σ’ αυτό τό φοβερό μαρτύριο!» Κλεί νει τά μάτια καί σφίγγει τά δόντια. -—Λοιπόν θυμήθηκες; ά κου ει μιά φωνή πλάϊ στ’ αυ τιά της. —Όχι. Τό πυρωμένο σίδερο μέ μιάν άπότομη κίνησι καρφώ νεται στο δεξί πλευρό της. "Ενα φοβερό ουρλιαχτό γε μίζει τήν κάμαρη, περνάει τό διάδρομο καί φτάνει στήν αί θουσα πού βρίσκεται ό με ταμφιεσμένος Μάκ Ντάνυ μέ τούς εφτά Γιαπωνέζους. Ή κραυγή τής "Ελλεν φτά νει σά μαχαιριά στήν καρδια του παιδιού πού τινάζεται α πό τό κάθισμα. Δέν μπορεί νά τήν άφήση περισσότερο σ’ αύ
τό τό μαρτύριο! Τινάζεται όρθιος καί κάνει νά τρέξη προς τήν πόρτα πού φέρνει στήν κάμαρη των βασανιστη ρίων. Μά τήν ίδια στιγμή τα φιδίσια μάτια του Φουκακούσα καρφώνονται γεμάτα είρωνία άπάνω του. Ό Γιαπωνέζος μέ τό πρά σινο κιμονό χαμογελάει καί κρατάει ένα πιστόλι στο χέ ρι του πού τον σημαδεύει. —Στάσου ακίνητος, άσπρε κατάσκοπε!, γρυλλίζει. Αυτή ή κίνησί σου σέ πρόδωσε. "Ο σο καλά κι’ άν μεταμφιέστη κες, δέ μπόρεσες νά μέ ξεγελάσης. Άπό τήν · ποώτη στιγμή μου φάνηκες πολύ πε ρίεργος γιά... Γ ιαπωνέζος. Ή κίτρινη μπογιά του λαι μού σου λέοωσε τό γιακά τού κιμονό πού φοράς. Έπΐ τέ λους, Αμερικανέ, σέ κρατάμε. , "Οσην ώρα μιλάει, οί άλ λοι στέκουν έκπληκτοι καί τον άκουνε. Αέν μπορούν νά κατα λάβουν. Ό Μάκ Ντάνυ όμως, τό πιο τολμηρό παιδί του κό σμου, ό έφηβος μέ τό γερο δεμένο κορμί καί τή λιονταρΐσια καρδιά, καταλαβαίνει πώς δέν θ’ αργήσουν νά συνέλθουν. Τό μυαλό του λοιπόν ίδουλεύει γοργά καί, καθώς οί σπαραχτικές κοαυγές τής "Ελλεν φτάνουν πάλι στ’ αυ τιά του, αποφασίζει νά παίξη κορώνα - γράμματα τή ζωή του γιά μιά ακόμη φορά. —Άπάνω τά χέρια, Αμε ρικανέ!, μουγγρίζει ό Φουκακούσα.
Κ&ι ό Μάι< ογκώνει χέ ρια, μα ταυτόχρονα σαλταρει πλάγια, ;σκάυμπάει στον τοί χο, τά δάχτυλά του γαντζώ νονται στον ηλεκτρικά διάκοίττη, τον γυρίζει και γίνεται γύρω σκοτάδι. Κλωτσάει ένα κάθισμα και τό πιστόλι στρέ φεται προς τό μέρος πού α κούστηκε ό θόρυβος. Αυό γλώσσες φωτιάς αστράφτουν καί ουό καφτά μολύβια, πού φεύγουν απ’ τό πιστόλι τού Φουκακο ύ σ α, καρφώνονται στην καρέκλα. Άκούγονται βιαστικές κουβέντες καί χον τρές βλαστήμιες. Κάποιος πλησιάζει ψαχτά προς τό μέ ρος τού διακόπτη. Μια γρο θιά του Μάκ προσγειώνεται στο πρόσωπό του καί τό σα γόνι του ξεβιδώνεται. Μια δεύτερη γροθιά στέλνει έναν άλλο Γιαπωνέζο στα πόδια τού Φαυκακούσα. . Τήν ίδια στιγμή φέρνει τό δαχτυλίδι μέ την μπλέ πέ τρα στο στόμα του. Μέσα σέ μισό δευτερόλεπτο ο Μάκ με ταμορφώνεται στό θρυλικό Γεράκι καί πέφτει μέ ολάκε ρο τό βάρος του κορμιού του στην πόρτα πού φέρνει στην κάμαρη των βασανιστηρίων. Τό ξύλο τσακίζεται καί οι τοΐ χοι τρέμουν σάν νά τούς παιδεύη σεισμός. Περνάει σάν α στραπή τό κατώφλι καί, βγά ζοντας μιά φωνή θριάμβου, λυώνει μέ δυο κλωτσιές τούς δυο δημίους. 3 Από τά χέρια τού τρίτου αρπάζει τό πυρω μένο σίδερο και τό σηκώνει καί τό κατεβάζει μέ δύναμι στό ξυρισμένο κρανίο του. Ό
Γιοητώνεζός τινάζεται σά νά ,τόν χτύπησε κεραυνός και βροντάει ®4τόν' απέναντι τοΐχο. —"Ελλενί, φωνάζει Μάκ! Έδώ! Είναι ζωντανή ή γενναία Κοπέλλα καί τρέχει κοντά της. Μέ γοργές κινήσεις την απαλλάσσει από τά δεσμά καί την σηκώνει σάν πούπου λο στην αγκαλιά του. —Που είναι ό Τζίμ; ρω τάει μέ αγωνία. —Μπήκε σ3 αυτή τήν πόρ τα!, λέει τό κορίτσι. Τρέχει προς τά έκεΐ. Μπαί νει σέ μιά καινούργια κάμα ρη καί κλειδώνει πίσω του τήν πόρτα. 7Ηταν καιρός! Γιατί τήν ίδια στιγμή άκούγονται οι πιστολιές και οι φωνές εκείνων πού τον κυνη γούν. Προχωρεί κρατώντας πάντα στην αγκαλιά του ιήν 'ΊΞλλεν σ’ ένα στενό διάδρο μο καί περνάει σ’ ένα άλλο δωμάτιο. —Πώς είσαι; τή ρωτάει τώρα πού βρίσκονται κάπως μακρυά απ’ τον κίνδυνο. -—Δέν εχω τίποτα! Λίγο ακόμα όμως άν αργούσες, του λέει, ήμουν χαμένη. Καί γλυστράει από τήν άν καλιά του χαμογελώντας του γλυκά. Στέκει ορθή όπως πρώτα καί μπορεί άνετα νά βαδίζη. 3Έχει συνελθεί εντε λώς. Περνούν σ3 ένα τρίτο δω μάτιο. Τής δίνει τό πιστόλι του. —Κρατα εσυ αυτό το Ο πλο, τής λέει. Εμένα προς
ο το παρόν 8έν μου χρειάζεταιβ Δεν προφταίνει όμως νά τελείωση την κουβέντα τΟυ κΓ ένας παράξενος θόρυβος τους ξαφνιάζει. Γυρίζουν απότομα και κυττάζουν. Ή 'Έλλεν έχει κιόλας, το δάχτυλο στην σκανδάλη. ^Ενα ντουλάπι α νοίγει αργά και κάποιος ί σκιος σαλεύει ύπουλα. —"Έβγα άπο την κρυψώνα σου μέ τά χέοια ψηλά!, δια τάζει τό κορίτσι. Τό ντουλάπι ανοίγει πιο πολύ καί λίγο ακόμα νά ξεφύγη τό πιστόλι από τά χέ ρια της 'Έλλεν! 3Ανοίγει τό ντουλάπι καί φαίνονται ποώ~ τα δυο γουρλωμένα μεγάλα μάτια, ύστερα ένα γυαλιστε ρό μαύρο πρόσωπο, κατόπιν ενα μεγάλο κομμάτι σοκολά τας καί τελευταίος όλάκερος ...6 Τζίμ Γκάφας! “Πώς^ βοέθηκες εδώ; τον ρωτάει τό Γεράκι. —’Ήρθα νά κάνω... ερευ νά!, λέει εκείνος. Βρήκα την ευκαιρία δταν κρεμάσανε την "Ελλεν καί τοσκασα. Καθώς έφτασα λοιπόν έδώ·, μπήκα σ' αυτό τό ντουλάπι κΓ έπεσα ...μέ τά μούτρα σ’ αυτή την κομματάρα τή σοκολάτα. Αέν ήθελα νά.,.πεθάνω νηστικός! Τό Γεράκι σηκώνει τό χέ ρι καί τού δίνει μιά πολύ-πολύ ελαφριά καρπαζιά. -—Θά σου έδινα δυνατώτερη, τοΰ λέει. Αλλά φοβάμαι μή σέ διαλύσω! Εμπρός! Δρόμο! Νά δούμε πώς θά γλυστρήσουμε από εδώ μέσα!
μψ
Τά τρία τολμηρά παι° δ'ά κινδυνεύουν νά ψη θούν ζωντανά ΩΡΑ άκουγοντεα πάλι νά πλησιάζουν οι φωνές των λυσσασμένων Γιοπτωνέζων. Σπάνε τή μιά ύστερα α πό τήν άλλη τις πόρτες καί τούς ζυγώνουν. Τό θρυλικό Γε ράκι ρίχνει μιά ματιά γύρω του. -—-Θά φύγουμε άπ3 αυτό τό παράθυρο!, λέει καί δείχνει ένα φεγγίτη πού βρίσκεται ψηλά, κοντά στο ταβάνι. Αέν υπάρχει άλλος τρόπος. Καί τινάζει τά πόδια του καί φτάνει τό φεγγίτη. Μέ μιά γροθιά τσακίζει τά τζά μια, ξεριζώνει· μερικά σταυ ρωτά σίδερα πού έχουν τοποθετηθή εκεί γιά ασφάλεια καί ό^δρόμος είναι έλεύθερος. Βοηθάει τά δυο παιδιά νά σκαρφαλώσουν ώς έκεί πάνω καί ό ένας ύστερα από τον άλλο πηδάνε έξω. Βρίσκον ται σέ μιά πάροδο, πού φέρ νει προς τήν κεντρική πλα τεία. Τό Γεράκι πού δέν μπο ρεί νά έμφανισθή μέ τήν μπλέ φόρμα καί τήν κόκκινη μπέρ τα στους δρόμους, φέρνει τό δαχτυλίδι μέ τήν πράσινη πέ τρα στο στόμα καί ξαναγίνε ται... Γιαπωνέζος. 3Αλλά δέν τού αρέσει αυτό. Βιαστικά βιαστικά, καθώς τρέχουν, πετάει τό κιμονό πού φοράει, καθαρίζει τό πρόσωπό του α πό τις πλαστικές ουσίες καί παίρνει πια τήν πραγματική του έμψάνισι. Γίνεται πάλι ό Μάκ Ντάνυ, τό παιδί μέ τήν
Τ
άφοβη ψυχή κα! το γεροδε μένο κορμί. —"Έρχονται!, φωνάζει ή Έλλεν καθώς^ τρέχουν. Προ σοχή γιατί μας ρίχνουν! Πραγματικά μερικές σφαί ρες σφυρίζουν πάνω από τά κεφάλια τους. Στρίβουν σέ μια γωνιά, τρυπώνουν σ’ έναν καινούργιο δρόμο καί βλέπουν ένα αυτοκίνητο μέ σβυστά φώτα κρυμμένο πίσω από με ρικά δέντρα. —Θαορώ πώς βρέθηκε ή λύσι !, λέει ό Μάκ. Ελάτε μα ζί μου! Μέ μεγάλα βήματα τρέχει στο αυτοκίνητο. Αέν υπάρ χει σωφερ. 'Ο οδηγός του σί γουρα κάπου εδώ γύρω θά βρίσκεται, ίσως διασκεδάζει στο μπαρ που βρίσκεται έκατό μέτρα πιο κεί. Τά τρία παιδιά σαλτάρουν στο αυτο κίνητο. Ό Μάκ πιάνει τό τι μόνι καί πατάει τό γκάζι. Τό μοτέρ μουγγρίζει καί τό αυ τοκίνητο ξεκινάει. —Πώ! Πω!, ξεφωνίζει ό Γκάψας που έχει κσθήσει στο πίσω του μέρος. Έδώ είναι ο λάκερο όπλοστάσιο. Είναι γε μάτο αυτόματα καί σφαίρες! —Τόσο τό καλύτερο!, λέει μέ σφιχτά δόντια τό παιδί. Τό αυτοκίνητο είναι^ σίγου ρα της συμμορίας του «Μπλε Παγωνιού». Κάτι θά σκαρώ νανε απόψε! Ό οδηγός του θάναι στΐς^ «Γαλάζιες ^Κερα σιές», αλλά θά ψάχνη υστέρα άδικα νά βρή τ' αμάξι του. Τό αυτοκίνητο στα χέρια του τολμηρού παιδιού κάνει φτερά. Αιοισχίζει σάν άστρα-
ιτή τούς στενούς δρόμους τής συνοικίας αυτής του Τόκιο καί ολοένα ζυγώνει προς τό κέντρο τής πόλεως. "Ομως ξαφνικά κάτι γίνεται καί τά τρία ηρωικά παιδιά βρίσκον ται πάλι σέ δύσκολη θέσι. Βροχή οί σφαίρες αρχίζουν να πέφτουν γύρω τους. Είναι ένας καταιγισμός πυρός. Τά κρύσταλλα τσακίζονται μέ θό ρυβο, τό καπό κινδυνεύει νά γίνη κόσκινο καί τά-δυο μπρο στινά λάστιχα- τρυπάνε καί ξεφουσκώνουν1 σφυρίζοντας. ν —-Μάς παρακολούθησαν μέ άλλο αυτοκίνητο!, λέει ή "Ξλ λεν. Μάς παρακολούθησαν καί βγήκαν μπροστά μας. Νά τους! "Από εκεί μάς ρίχνουν. Πραγματίκά, στην απέναν τι διασταύρωσι έχει ^σταμα τήσει ένα μεγάλο μαύρο αυ τοκίνητο καί από τά παρά θυρά του βγαίνουν γλώσσες φωτιάς. -—Τά όπλα, Τζίμ!, διατά ζει ό Μάκ καί πατάει τό φρένο. Ό άρσπάκος μέ γοργές κι νήσεις πασσάρει στους φί λους του από ένα αυτόματο. Τά τρία παιδιά, ώπλισμένα τώρα, πηδούν έξω από τό σα ραβαλιασμένο αυτοκίνητο καί τά όπλα τους αρχίζουν νά κελαϊδούν γλυκά. Τό αυτοκι νηταδών Γιαπωνέζων γίνεται μέ τή σειρά του τώρα κΓ αυ τό σαράβαλο. "Απειλητικές σκιές όμως γεμίζουν τό δρό μο. "Ενα καινούργιο αυτοκί νητο έρχεται κΠ αδειάζει μιά καινούργια όμάβοι Γιαπωνέ ζων.
Ό Μάκ βλέΐ¥€ΐ Ιϊώς 6 κίν
δυνος από στιγμή σέ στιγμή γίνεται μεγαλύτερος. Σέ λ η γο θα τούς κυκλώσουν. Κα θώς είναι πεσμένος μέ την κοιλιά ©τό χώμα και ρίχνει κατά το μέρος τής συμμορί ας, κυττάζει γύρω του. Μερι κά βήματα πιο εκεί υπάρχει ένα απομονωμένο ξύλινο σπί τι πού. φαίνεται ακατοίκητο. ■—Προς τά έκεί, παιδιά!, φωνάζει. Θά τρυπώσουμε σ" αυτό τό σπίτι και ό Θεός βοηθός! Σέρνονται τά φίδια, πυρο βολούν, οί σφαίρες πέφτουν βροχή γύρω τους, αλλά τά καταφέρνουν. Φτάνουν στο χα μηλό σπίτι. Ή πόρτα είναι μισάνοιχτη. Μπαίνουν μέο-α καί τήν μανταλώνουν. Τό σπί τι είναι πραγματικά ακατοί κητο. Είναι δυο καμαρούλες χωρίς καμμιά έπίπλωσι. Ό Μάκ σαλτάρει στο παράθυρο πού βλέπει στο δρόμο. Κομ ματιάζει τό τζάμι καί περ νάει τήν κάννη τού αυτομάτου έξω. Οί Γιαπωνέζοι πού έχουν πλησιάσει τήν πόρτα γαζώ νονται από τίς σφαίρες τού ατρόμητου παιδιού. 4Η 'Έλλεν κΓ ό Τζίμ έχουν πιάσει τό άλλο παράθυρο. Τά όπλα τους κακαρίζουν αδιάκοπα. Αλλά οί συμμορίτες είναι α μέτρητοι. Ό δρόμος έχει γε μίσει νεκρούς κοα πληγωμέ νους κι* εκείνοι εξακολουθούν νά επιτίθενται κατά κύματα. Οί σφαίρες σφυρίζουν δεξιά κΤ αριστερά σά λυσσασμέ ι*/
νες σφήκες, άλλά ΐ!ά ΐρία ΐϊοα* διά, ταμπουρωμένα καθώς εί ναι, δεν παθαίνουν τίποτα... Ή σκληρή μάχη συνεχίζε ται κάμποσην ώρα. ΚΓ ύστε ρα ξαφνικά γίνεται ησυχία —Τούς ψάγαμε τό μάτι!, φωνάζει ένθουσιασμένος ό άραπάκος. ■ -—Μακάρι νά είναι αυτό!, κάνει ανήσυχος ό Μάκ. 5Από τη θέσι του βλέπει μερικές σκιές: νά^ γλυστρούν γύρω από τό σπίτι. Σημα δεύει κάποιον. ’Αλλά άπάντησι δεν έρχεται. Ή βαρειά σιωπή, που είναι γεμάτη α πειλή. εξακολουθεί πάντοτε. —Μάκ!, ξεφωνίζει ή "Ξλλεν. Θά μάς κάψουν ζωντα νούς! Κύτταξε! Τό παιδί κυττάζει. Γλώσ σες φωτιάς ξεπετάγονται από τομα από παντού. "Έχουν ρί ξει βενζίνη γύρω από τό σπί τι καί οί φλόγες τό αγκα λιάζουν σέ μια θανάσιμη περίπτυξι. Τό ξύλινο σπίτι σέ λίγο καί μαζί μ* αυτό τά τρ?α παιδιά, θά γίνουν στάχτη. — & ώρα θαρρώ πώς τήν πά θαμε!, λέει μελαγχολικά ό άοαπάκος. Θά ψηθούμε σαν τά ποντίκια... χ —"Όχι ακόμα!, γρυλλίζει μέ σφιχτά δόντια ό Μάκ. Μ ή χάνετε τό θάρρος σας ί "Ενα απαίσιο γέλιο έρχε ται σαν άπάντησι από τό δρό μο. Τό παιδί τό αναγνωρίζει αμέσως. Είναι ό Φουκακουσα - Ζοζό, ό Γιαπωνέζος κακούρ γος με τά φιδίσια μάτια, πού γελάει..,
ΤΙΛ© Σ
(3 Σεπτεμβρίου για τις Επαρχίες)
θά κυκλοψορήση πού θά κάνη την πήση γοργά από Θά κυκλοψορήση
ενα νέο έβδομαδιαίο ανάγνωσμα, καρδιά κάθε Ελληνόπουλου νά χτυσυγκίνησι, ένθουσιασμό και χαρά! 6
"Ενα σωστό πανόραμα πλοκής, περιπετειών, η ρωισμού, μυστηρίου, αυτοθυσίας και εύγενών αισθη μάτων !
"Ενα υπέροχο ανάγνωσμα, πού 9ά ξετρελλάνη ακόμα και τούς πιο δύσκολους αναγνώστες περιπε τειών! Κυκλοφορεί τήν
(3 Σεπτεμβρίου για τις Επαρχίες) Υ.Γ.: Στο επόμενο τεύχος του «Γερακιού» 8ά μά θετε ποιος ακριβώς είναι ό τίτλος τού νέου αναγνώ σματος!
7ϋΒίίΙΙ,ΙΙΙΐΐΠηΐ11Ι»ΒΗ»!ΙΗίΙ<ΙΙ!Π1>Ηΐ11»ηΐΙΪΗίΙΙΙΠίΠΙΙΙΙΤηΐΙΙΙ11ΙΙΙΙΙΙΙ1»η^ ρρ
ΡΡΡ
η
V Τ
1 £ Γ Η Κ 1
ΑΥΤΟΤΕΛΗ -Ι ΚΩΝ
ΒΙΒΛΙΑ
ΗΡΩ-
ΠΕΡ 1 Π ΕΤ Ε1Ω Ν
1
Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 *9* ’Αρι®.
14 Φ Τιμή δραχ. 2
Ε3Β Β 5 5
Οικονομικός Δ)ν*τής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. ’Ανεμοδουράς, ’Αριστείδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείον, Αμαζόνων 25
| Ξ
|&
ΐΙΙ8ΙΙΙΕΙΙΙΒ15Ι8ΕΒΒ!3ΙΒβ!ΕΙ91βΗΙ18ΒΙΙΙΙΙ8ΗΕ0Ι9βΒΙΙΙΙ!9ίΕΙΚΙ!ΒΒΙΒ1!ΙΙΙ!ΐαΗΙΙΙ8ΙΙΙ'!ΕΙΙΚ
ΕΞΕΔΟΘΗ1 ΑΝ ϊ) Το Παιδί του Μυστήριοι» 25 Τό Γεράκι συντρίβει 3) Τό * Ιπτάμενο Παιδί
4) Τιτανομαχία 5) *0 Προστάτες του Κόσμου ό) Τό Μαύρο καί τό "Άσπρο Γ εράκι ι
7) Τό Φοβερό Μυστικό
8) Ό Αόρατος Θάνατος. 9) "Ο Τζΐμ Γκάφας θιπιώνει, 10) Οί Κίτρινοι Δαίμονες.
1 1)
Στα χέρια τών Έρυ^ροδέαμω
12) * Ο Μυστηριώδης Φυλακισμένος 13) Τ·© ΑΛηγάνηιμα του 5Ολέθρου, 14) Τό Θαύμα που Σώζει.
Στο επόμενο τεύχος, τό 15, που κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Τά τρία τολμηρά παιδιά συνεχίζουν τον αγώνα τους γιά τή σωτηοία τ^γ άν·~ρωπότητος από την τρομε ρό όργάνωσι του «Μπλε Π αγωνιού» και τό Γεράκι συναντά τό μεγαλύτερο κίνδυνο τής ζωής του μέσα σέ μιά Φριχτή ζούγκλα ένός γιαπωνέζικου νησιού.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ είναι από τά πιο συναρπαστικά τεύχη τού «Γερα κιού» !
α υπεραΝΒΡαροΣ
μ/κρ μπορς
%
ΑΛΑ* ΤΜλ/ /Δ/Π ΪΤ/ΓΜΗ, Ο ΜΒΓβΑΠΣ ΠΡΟ ΣΤΠΤΉΣ ΤΒ*ν ΡΛ/υπεΡΠΣΠ/ΣΤΰΔ/ ΠΟΝΤΙΚΟΙ περνβ/ μιπ πηο Τ/Ι 17/0 ββαηατ/κες
ΚΟϋΤ/ΕΣ ΤΗΣ /ΣΤΟΡ/ΠΣ %
·
·.
■'
^
Σ?/Ψ£**ζ.έΤ/#
ϊ . , Μ§«ν>>’’ -ίν' ;'^;· “ ί^.
! Ι§, ι
«βρ \μΒι *Ι 1
ψΚΒ^ΛβΜ
;%ΜΛϋί
ΖΟΎΓΚΛΑ
μέσα σέ μιά κόλασι φωτιά καί κάθε δευτερόλεπτο ττο περνάει φέρνει κοντά τους με μεγάλα βήματα τό θάνατο .. Τά άφοβα καί ατρόμητα παιδιά, που κάθε τόσο παί ζουν κορώνα - γράμματα τή ζωή τους προσπαθώντας ν’ α παλλάξουν την πατρίδα τοι.ς από μιαν ύπουλη καί σατανι κή έπίθεσι, βλέπουν θεόρατες τις φλόγες νά σηκώνουν τίς πύρινες γλώσσες τους στον ουρανό καί ν’ αγκαλιάζουν α πό παντού τό μικρό ξύλινο σπιτάκι, σ’ αυττ| τήνάπομςκρυσμένη συνοικία τού Τόκιο, όπου βρίσκονται κλεισμέ νοι. (*) Οί φλόγες τους ζώνουν α πό παντού. Τά πύρινα φίδια Τά τοια παιδιά π&ρ'νσΰν τής φλέγόμενης βενζίνης, που στιγμές φρίκης μέσα έχουν ρίξει γύρω άπό τό σπί σ’ ένα φλεγόμετνο σπίτι τι οι συμμορίτες τού «Μπλε Α ΤΡΙΑ τολμηρά παιδιά Παγανιού», σέρνονται ύπου υέ τις λιονταρίσιες καρ λα, δαγκώνουν τά σανίδια διές, ό Μάκ Ντάνυ, ό έφηβοςτού τελευταίου καταφυγίου μέ τό γεροδεμένο κορμί πού τους καί σέ λίγο όλα τούτα από τή μια στιγμή στην άλ θά έχουν γίνει μιά σκούρα λη, όταν θέληση, μπορεί νά στάχτη. 1ΛΑν μπορούσαν του γίνη τό θρυλικό και ανίκητο λάχιστον νά έπιχειρήσουν μια Γεράκι, ή "Ελλεν Τζόρνταν, ή ηρωική έξοδο! Ούτε νά τό μελανροινή όμορφη βοηθός σκεφτούν τολμούν. Θά ήταν του, που ξέρει νά παλεύη σάν σάν νά αποφάσιζαν μιά ομα άντρας καί ό μικρός άραπά- δική αυτοκτονία. ΟΙ Γιαπω κο^ φίλος τους, ό λιχούδας νέζοι ταμπουρωμένοι σέ έπίΤ£ιμ Γκάψας, κυττάζουν γύ ρω τους καί καταλαβαίνουν (*) Διάβασε προηνούμενα τεύπώς ή θέσι τους δεν είναι κα ϊη «Μηνάνημα του ’ Ολέθρου» κα» θόλου ευχάριστη. Βρίσκονται *Τύ θαύμα πού σώζει».
Τ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2**
€
·
ΓΕΡΑΚΙ;. Ο
ΝΕΟΣ
>»»»»»»»»»>»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» καφές· θέσεις περιμένουν μέ τά αυτόματα στο χέρι και τό δάχτυλο στην σκανδάλη νά τους στείλουγ βροχή τά καφτά μολύβια, σέ πεοίπτωσι πού θά δοκίμαζαν νά ξεμυτί σουν, πηδώντας απ’ τά παρά θυρα ή όρμώντας άπό την πόρτα... — Σά νά την έχουμε άσχη μα ?, λέει ό άραπάκος 6 Τζίυ Γκάνας καθώς, κρυμμένος πί σω άπό^ τό παράθυρο, σημα δεύει κάποιον πού έρποντας δοκιμάζει νά ζυγώση στο σπί τι. ^Αν κράτηση κάμποσο αυ τή ή... φωταψία ούτε ή στά χτη μας δέν θά ύπάρχη αύ ριο. Και δπως μιλάει, πιέζει τήν σκανδάλη. Τό αυτόματό του βήχει ξεοά καί ό Γιαπωνέζος πού σέρνεται στό χώμα τινάζει δυο Φορές τά πόδια καί μένει άσάλευτος. —Έν τάξει, ΤΓίυ,!, λέει χαμογελώντας ή 'Έλλεν πού παρ' όλο πού βρίσκονται σε τραγική θέσι, δέ χάνει τό κέ φι της. Τον έστειλες ν9 άνταμώση τούς σεπτούς του ποο γόνους ! Είσαι καλό παιδί, Τζίμ!... Ό Μάκ δέ μιλάει. Ταμπουρωμένος πίσω από τό άλλο παράθυρο πυροβολεί. "Ένας Γιαπωνέζος τινάζεται όρθιος καί δοκιμάζει νά τρέξη, μά δέν προφταίνει νά πραγμα τοποίηση άλλο βήμα. Παίρ νει μια βόλτα στίς φτέρνες του, σηκώνει τά χέρια, πα ραπατάει. σά μεθυσμένος και
πέφτει μέ τά μούτρα στίς. φλόγες. — Είναι αμέτρητοι σάν τήν άμμο τής θάλασσας!, γρυλλίζει τό παιδί. Σ5 αυτό τό μεταξύ ή ΈΧ~ λεν προχωρεί στην πίσω κά μαρη του σπιτιού. Μια μικρή πόρτα βγάζει σέ μιά στενό μακρη αυλή. Είναι ένας μι κρός κηπακος μέ μαραυένο χρυσάνθεμα καί γιασεμιά. Ή έγκατάλειαιι τά έχει μαράνει. Καί από έδώ οι φλόγες υψώ νουν ένα πύοινο καί άδισ^έραστο τείχος γύρω από τον μανδρότοιχο. Δέν υπάρχει δρόμος σωτηοίας. Ετοιμάζεται νά νυοίση πά λι κοντά στους φίλους της, όταν βλέπει μιά σκιά νά σαλτάρη προς τό μέοος της. Μέ σα στην αστραπή μιας φλό γας διακρίνει τό ατσάλι ε νός μαχαιριού καί, πρίν ποοφτάση νά φυλαντή, νοιώθει κάτι βαρύ νά πέφτη απάνω της. Μιά Φαοδειά παλάμη τής κλείνει τό στόμα. — Γσιυουδιά άσποτ στιούνα!, μουγγοίζει κάποιος στ* αυτί της. ’Άν μιλήσης εί σαι γανέντ»! ^ Μά ή 'Έλλέν δέν είναι άπό τις κοπέλλες πού χαυπαοίζουν άπό φοβέοες. Ή μύτη του μαχαιριού άγγίζει στό λαιμό της. "Ομως έ?<είνη δέ θέλει νάύποκύψη. Κάνει μιαν απότομη κι νησί προς τά έμ προς, γέρνε» μα» διπλ^ει τή μέση της. Ό Γιαπωνέζος μέ τό μαχαίρι πού είναι γατζωμένος στους ώμους της, τι νάζεται σάν άδειο σακκί στό
,>»»»»»»»»»»»»»,
χώμα ^Βλαβττημάέι' καί σχε Τά δυό παιδιά πνίγονται άπό δόν άυέσως σηκώνεται και τά τούς καπνούς. Βήχουν και ά μικρά μάτια του είναι γεμά ναπνέουν με δυσκολία. τα λύσσα. Σηκώνει και τεν δέν ένκαταλείπουν τη θέσε* τώνει το χέρι. Ή κοφτερή λε τους."Έχουν τά αυτόματα στο πίδα περνάει σφυρίζοντας μι έρι καί κάθε τόσο πυροβοσό χιλιοστό δίπλα απ’ το ούν απ" τά παράθυρα. λαιμό τής καπέλλας καί καρ Ή "Ελλεν πλησιάζει τόν φώνεται στην ξύλινη πόοτα Μάκ καί του εξηγεί βιαστικά πού βρίσκεται πίσω της. Την τό τί έγινε στην αυλή. "Ύστε ίδια στινιιή δμως τα αυτόμα ρα του μιλάει για τό πηγάδι. το της "Ελλεν αρχίζει νά κε— Είναι ή μοναδική λύσι, λαϊδάη. Οί σφαίρες γαζώνουν τού λέει. Τό πηγάδι έχει σι το κορμί του κακούργου πού δερένια σκαλιά καρφωμένα πέφτει μουγγρίζοντας... στα έσωτεοικά τοιχώματα Μά τούτη τη φορά ό Θόρυ του. Μπορούμε νά κοττεβούμέ βος πού· κάνει πέφτοντας ξα ώς τό νερό. Εκεί δέν θά *\άς φνιάζει την μελαχροινή βοηθό ψτάση ή φωτιά. Τί λες, Μάκ; του δημοσιογράφου. Είναι σά νά βροντάη απάνω σ’ ένα χον "Ένα παράξενο πηγάδι κι* ένας πιο παράξενος τρό τσίγκο. Πλησιάζει μέ ■μυστικό ς Ιδιι. άι&ρομιο'ς προφυλάξεις προς τά εκεί. Μέσα στις ανταύγειες τής Ι ΓΑ λεπτά αργότερα τά φωτιάς μπορεί νά ξεχωοίση τρία τολμηρά παιδιά καθαρά τώρα τί συμβαίνει. βγαίνουν στην αυλή. Κομμά Πρόκειται για ενα σκεπα τια άπό την καιόμενη στέγη σμένο πηγάδι. Ή καρδιά της έχουν αρχίσει κιόλας νά πέ χτυπάει γοργά κι* απ’ τό μυα φτουν .μέσα στην κάμαρη. Σέ λό της περνάει μια ξαφνική λίγο θά γκρεμιστούν καί οί αστραπή. ξύλινοι τοίχοι. Λίγο ακόμα Με βιαστικές κινήσεις ά- · άν έμεναν ήσαν χαμένοι... πομακρύνει τό πτώμα του Φτάνουν στο πηγάδι. Ό I ιαπωνέζου καί ανοίγει τό σκέπασμα του πηγαδιού. Στο Μάκ μέ γοργές κινήσεις άπομακρύνει εντελώς τό καπάκι βάθος βλέπει νερό. —Νομίζω πώς σέ κάτι μπο καί ρίχνει μια βιαστική μα ρεΐ νά μάς χοησιμέψη αυτό τιά μέσα. —Έν τάξει!, λέει. Θά τό πηγάδι!, λέει. χωθούμε ώς το λαιμό μέσα Ξαναμπαίνει στο σπίτι. Οί φλόγες τρώνε τώρα τά ξύλα. στό νερό. Κι’ όταν τελείωση Τά σανίδια καί τά καύτρανια τούτο τό πανηγύρι ξαναβγαί τρίζουν. υπόκωφα καθώς καί νουμε.. Σ’ αυτό τό μεταξύ οϊ γονται. Είναι φανερό πώς τό Γιαπωνέζοι, πού θά έχουν πι σπίτι θά γκρεμίση σέ λίγο. στέψει ότι ταφήκαμε μέσα Ή στέγη πήρε κιόλας φωτιά. στις φλόγες, 8ά φύγουν. Έμ-
Α
4 προς,, 'Έλλεν ! ^ Πρώτα έσυ! "Ασφάλιζε το οπλο σου. και κρέμασε τ© σ5 ενα από τά σ«= δερένια σκαλοπάτια. Λεν πρέ πει νά μπή στο νερό. Θά μάς χρειαστούν ίσως αργότερα τά όπλα. Ή 'Έλλεν κατεβαίνει πρώ τη. Δεύτερος κατεβαίνει ό άραπάκος. Μά αυτός δεν εννοεί νά μπή στο νερό. Στέκει σ’ 2να σκαλοπάτι. — Είναι αμαρτία, λέει
Ό Μάκ κι* ή "Ελλεν ττέφτουν στο νερό μά ό Τζιμ Γκάψας μένει κρε μασμένος στή σκάλα.
ΠΗίΜ, ή
κλαψιάρικα, Θά λυώσουν ®ι σοκολάτες πού έχω στις τσεπες μου! Ό Μάκ κατεβαίνει τελευ ταίος και τραβάει πάνω από τό κεφάλι του τό σιδερένιο καπάκι καί σκεπάζει τό στόμα τού πηγαδιού. Τό νερό εί ναι βαθύ. Αλλά κρατιούνται στην έπιφάνεια πιασμένοι α πό τά δυο τελευταία σκαλο πάτια. Τό σκοτάδι είναι αδιαπέ ραστο. Αποφεύγουν νά μιλή σουν. Μονάχα οί μασέλες τού Τζίμ άκούγονται πού αλέθουν τη γιαπωνέζικη σοκολάτα. Αυτός είναι έξω από τό νερό τρία τέσσερα σκαλοπάτια πιο πάνω από τούς δυο φίλους του καί μασάει. — Μεγάλε Θεέ των· νέ γρων!, λέει κάθε τόσο. Τί ω ραία σοκολάτα πού φτιάχνουν στο Τόκιο. Έβώ είναι πραγ ματικός παράδεισος! Άπ’ τή μια μεριά οί γλυκοπατάτες, άπ’ την άλλη μεριά ή σοκο λάτα ! Δεν τό κουνάω από ε δώ. "Όποιος θέλει μπορεί νά γυρίση μόνος του στη Νέα Ύόρκη! Καθώς όμως μασάει και μιλάει, ξεχνάει ότι είναι κρε μασμένος στό^ σκαλοπάτι καί γλυστράει καί πηγαίνει κατ’ ευθείαν μέ τό κεφάλι στο νε ρό. Άλλα πριν πάρη τό μακροβούτι ξεφωνίζει τρομαγμένος καί απλώνει τά χέρια νά πιάση κάπου. Καί πραγμα τικά πιάνεται άπό ενα γάν τζο πού βρίσκεται στον τοί χο. Μ’ αυτό τον τρόπο απο φεύγει τό μακροβούτι καί,,.
ΥΠΕ*Α*#!*αΠ0*
Ύ
Προσγειώνεσαι ιτάλι στ© σκα
λοτπχη.
Ή "Ελλεν κΓ ό Μάκ Ετοι μάζονται νά γελάσουν για τό πάθημα του χαζού άραπάκου, άλλα σταματούν ξαφνιασμέ νοι.· "Ενας περίεργος θόρυβος φτάνει στ3 αυτιά τους και τούς παραξενεύει. Είναι σαν κάτι βαρύ να σέρνεται απά νω σέ τροχαλίες. "Ανασηκώ νουν τά μάτια. —■ Μια πόρτα! Μια πόρία!, ξεφωνίζει ό Γκάψας. Μάς τή σκάσανε πάλι οί Για πωνέζοι. Μωρέ τί είναι αυτό. Θεούλη μου! Πραγματικά, ενα κομμάτι από τό έσωτερικό τοίχωμα του πηγαδιού, ένα μέτρο πά νω από τό νερό, σέρνεται προς τά πλάγια καί στη θέσι του τώρα χάσκει ένα σκοτει νό άνοιγμα. — Ό γάντζος πού πιάστη κες στον τοίχο ήταν ένας μο χλός, κάνει ό Μάκ στον Γκάφα. Νά κάτι πού μπορεί νά μάς βγή σέ καλό. ' Και μέ γοργές κινήσεις βγαίνει απ’ τό νερό καί σκαρφαλώνει στά σκαλοπά τια. Ρίχνει μέ προφυλάξεις μερικές ματιές στη σκοτεινή τρύπα. —Φσσσ! "Ενας ολάκερος διάδρομος!, λέει. Κάτι συμ βαίνει έδώ μέσα. Είναι μιά ευκαιρία νά κάνουμε έναν πε ρίπατο δσο νά σβύση εντελώς ή φωτιά. Τί λές, "Ελλεν; — "Ερχομαι μαζί σου!, άποκρίνεται ή κοπέλλα. — ΚΓ έγώϊ, λέει δ Τζίμ
Ό Γιαπωνέζος δέχεται την κε ραυνοβόλο έπίθεσι του Μάκ και δεν προφταίνει νά πυροβόληση.
πού έχει ξαναβρή πάλι τό κέ φι του και μασάει. Παίρνουν τά όπλα τους και μπαίνουν στο άνοιγμα. Στην αρχή πρέπει νά προχωρούν σκυφτοί. "Υστερα όμως μπο ρούν νά βαδίζουν όρθιοι. Ό διάδρομος γίνεται πιο υψη λός καί πιο ευρύχωρος. ■— Αυτή ή πόρτα πού ανοί γει στο πηγάδι |ΐέ κάποιο μυ στικό μηχανισμό, λέει ό Μάκ,
πρέπέι
νά
είναι - μιά
εξύΒύζ
κινδύνου.. Ποιος ξέρει 1·θά .μαγειρεύουν έδώ μέσα ο! Γιαπωνέζόι... 'ΑτΓοτομα δμως^ σταματάει νά μι Χάη. ’Ατγο τό βάθος του διαδρόμου άκούγονται κουδέν τες. Κάποια πόρτα ανοίγει και .κλείνει και μια άοπραπη φωτός σπάει τό σκοτάδι. —■·Προσοχή!, ψιθυρίζει ή "Ελλεν. Κάποιος έρχεται προς τά εδώ... •'Τά τρία παιδιά κολλούν τή ράχη τους στον τοίχο καί μέ νουν ακίνητα. Πραγματικά, κάποιος έρχεται προς τό μέ ρος τους. Είναι ένας μικρό σωμος Γιαπωνέζός που κρα* τάει στά χέρια του ένα ηλεκ τρικό φανάρι. Προχωρεί ψά χνοντας. Φαίνεται πώς αυτοί που βρίσκονται σέ τούτη την υπόγεια κρύπτη ακόυσαν τον θόρυβο τών βημάτων των παι διών κι9 έστειλαν κάποιον νά εξακρίβωση τί συμβαίνει. Ό άνθρωπος μέ τό φανάρι προχωρεί προς τό μέρος τους Τό φωτεινό τόξο που κινείται δεξιά κΓ αριστερά ολοένα και περισσότερο τους ζυγώνει. — Θά τού ρίξω! Αέ βα στάω!, ψιθυρίζει © Γ κάψας. Ό Μάκ του πιάνει τό χέρι. ■— "Όχι κουταμάρες!, του λέει· αυστηρά. ’Άν άκούσουνε πυροβολισμό 9ά ξεφυτρώσουν άλλοι έκατό σαν κι* αυτόν... ■ Λεν προφταίνει όμως νά τε λεί ώση την κουβέντα καί τό φώς του φαναριού πέφτει άπά νω τους. Ό Γιαπωνέζος βλέ πει τά τρία παιδιά καί μέ μι® γοργή κίνησή φέρνει τ©
έλευβερο χέρι.
κάνω# άττό
τό κιμονό που φοράει. "Ενα περίστροφό ^ αστράφτει στά χέρια του. Ή στιγμή είναι κρίσιμη. Ή ζωή τους κοέμε-' ται σέ μιά κλωστή. 'Ο Μάκ τό βλέπει αυτό καί δεν θέλει νά τον αψήση νά πυροβόληση. Μέ μιάν απίστευτη ταχύτη τα σαλτάρει απάνω του σά βολίδα. Τά τρία μέτρα πού τόν χωρίζουν άπ3 αυτόν εκ μηδενίζονται μέσα σ’ ενα χι λιοστό του δευτερολέπτου και τό άφοβο παιδί μέ τή λι ον ταρίσια καρδιά φουχτιάζει τόν καρπό του ώπλισ μενού χεριού. Τό άλλο του χέρι δια γράφει ένα σύντομο τόξο στον αέρα καί ή γροθιά του πέ-> φτει μέ δύναμι στό στομάχι του Γιαπωνέζου. Μία δεύτερη γροθιά τόν κάνει ανίκανο νά μιλήση. Ό άγνωστος διπλώ νεται στα δύο καί γονατίζει. Ή "Ελλεν πού έχει φτάσει κιόλας κοντά του, αρπάζει -τό πιστόλι καί τό φανάρι από τά χέρια του. Μέ γοργές κινήσεις ό Τζίμ Γκάφας καί 6 Μάκ άναση κώ νουν τόν λιποθυμισμένο Για πωνέζο καί τόν κρύβουν πίσω από μιά κώχη τού διαδρόμου. "Υστερα αρχίζουν πάλι νά προχωρούν. — Κάτι ακούω!, λέει ή "Ελλεν. ^ Τά τρία παιδιά στέκουν α σάλευτα, σέ μιά στροφή πού παίρνει ο υπόγειος διάδρο μος δεξιά. Ναί. "Εχει δίκη© ή ΓΈΑλεν; Κάποιος απροσδιό ριστος θόρυβος φτάνει στ3 αυ τιά τους.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
·
■
'9
»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»*Λ»>»»»>>>»»»»>»»η»»^»>»>»η
— Μείνετε έδώ!, διατάζει ό Μάκ. Θά προχωρήσω νά δω τί συμβαίνει καί θά έπιστρέ φω ά μ έσω ο. Σταμάτα νά μα» σάς έσύ, Τζί'μ! Οι μασέλες σου μπορεί νά σηκώσουν στο πόδι ολάκερη την. Ιαπωνία μέ τη φασαρία που κάνουν! Ό άραπάκος καταπίνει α μάσητο ένα μεγάλο κομμάτι σοκολάτας, γουολώνει τά μά τια καί σταματάει νά μασάη. -— Θεούλη μου!, Αναστε νάζει, κάνε νά βγοΰυεμιά ώ ρα άοχήτερα Από έδώ μέσα γιατί θά λιγοθυμήσω άπο τη λιγούρα ...δσο συλλογίζομαι πώς οι γλυκοπατάτες είναι μόνες καί απροστάτευτες στο ξενοδοχείο! 4 Ο Μάκ δοά ·μέ τρίλίμη και ήρωΐπιιό, άλλα το τέλος ςρτάνει!
ΤΟ μεταξύ αυτό ό Μάκ απομακρύνεται πατών τας στίς. μύτες των ποδιών του. Ό θόρυβος δσο πάει καί γίνεται" ζωηρότερος. Τώρα ■ μπορεί νά προσδιορίση γιά Το ηρωϊκό ά.ϋερικανόττουλο μτταί τί Ακριβώς πρόκειται. "Ενας νες σά σίφουνας^ στην κάμαρα ττοι» μυστικός πομπός δουλεύει ε βρίσκεται ό ασύρματος των κατα σκόπων... · δώ μέσα *ν*·*« Αδιόρατη Ακτί να φωτός βγαίνει άπο τή χα ξαν ένα κουβά παγωμένο νε ραμάδα μιας πόρτας καί οισ^ ρό στή ραχοκοκκαλιά, Ό Φουλύει τ^ σκοτάδι. Προχωοεί κακούσα Αυτός © σα προς τα έκεΐ καί στ ηλόνε' τ* τανικός Γιάτίωνέζός μέ τά φιαυτί. Ναί, έδώ μέσα είναι ό 6ίσια μάτια, είναι πάλι μπρο μυστικός πομπός. Αέ γελά στα-του! στηκε. ’,ντγν κλειδαρότρυ ; Είναι όρθος στη μέση τής πα σκύβοντας μπορεί νά 8η κάμαρης, κρατάέι ένα χαρτί τ ί γ ί ν ζτ α ι στ ό έσω· γ εΛ ι κό αώ στά χέρια .του καί ίτ«ί οτου του δωματίου. Βλέπει καί ρεύει ένα ραδιογράφημα σέ αισθάνεται σά νά του" ερρι- κάποιον πού κάθεται μπροστά
Σ
ίο
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>»»»»»
στον μυστικό ασύρματο» Ό Μάκ σφίγγει τα δόντια κι* έτοιμάζεται ν’ άνοιξη τήν ττόρ τα και νά μουντάρη σά σί φουνας, νά συντρίψη έπι τέ λους μέ τις γροθιές του αυτόν τον θανάσιμο εχθρό τής πα τρίδας του. "Ομως τήν τελευ ταία στιγμή κρατιέται. Τό πιο σωστό είναι νά κοατήση τήν ψυχραιμία του. Στερεώ νει τ* αυτί του στήν πόρτα
Σ’ αυτή την κρίσιμη στινιη η 'ΊΞλλεν κι* ό Τζιμ κάνουν την φάνισί τους μέ τά πιστόλια στο χέοι.
καί άκούει. Τό ραδιογράφημα φαίνεται πώς βρ.ίσκεται στο τέλος του άλλα κι* αυτά τά λίγα πού μαθαίνει 6 νεαρός φίλος μας άστυνομικός ρέπορτερ του Νταίηλυ Χέραλντ, είναι πολύ σπουδαία: «Εξαπολύσατε νέα βλήμα τα, υπαγορεύει στον ασυρμα τιστή ό Φουκακούσα καί αυ τός κινεί ρυθμικά τό δάκτυλό του έπάνω στ© πλήκτοο του μηχανήματος. Εξαπολύσατε τό ταχύτερον νέα βλήιιατα προς πλήρη συντριβήν ηθικού εχθρικών πόλεων. Στοπ. Μέ γνωστόν μέσον άποστέλλομεν εις βάσιν Κιού - Σίου νέους έθελοντάς καμικάζι Στοπ. Υ πογραφή «Μπλε Παγώνι» Τό κιο». *0 Μάκ σημειώνει καλά στ© μυαλό του αυτό το ΚιούΣίου. "Υστερα ψουχτιάζει τό έννεάσφαιρο πιστόλι του καί γυρίζει τό πόμολο τής πόρ τας. Σαλτάρει μέσα στήν κά μαρη σάν αστραπή καί δυο γλώσσες φωτιάς φεύγουν άπό τό όπλο του. ’Ακούγεται ό θόρυβος σιδερικών καί γυα λικών πού σπάνε και ό μυ στικός πομπός ξερρι ζώνεται άπό τή βάσι του καί κατρα κυλάει στό πάτωμα. Ή έπέμβασί του εχει γίνει μέ τόση ταχύτητα πού, πριν προλά βουν ακόμα νά συνέλθουν, οι 6υό Γιαπωνέζοι βλέπουν τήν κάννη του όπλου του παιδιού νά τούς σημαδεύη. ^ — "Οποιος σαλέψη, λέει μέ σφιχτά δόντια τό ήρωϊκό παιδί, θά βρή άσκημο θάνα το μέ βυό κσφτά μολύβια ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ 11 »»»»»»»»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
νάμεσα στα φρύδια του! — Δεν... Δέν... κάηκες;... κάνει σά νά βλέπη ένα φάν τασμα μττροστά του ό Φου κακούσα. Δέν κάηκες; — "Οχι φυσικά. Άφοΰ^μέ βλέπεις, δέν κάηκαΔόοε μου τό χαρτί πού κρατάς στα χέρια σου, Φουκακούσα! Μου χρειάζεται. Και υστέρα σή κωσε ψηλά τά χέρια! "Εχου με νά κουβεντιάσουμε πολλά πράγματα οι δυό μας! 'Ο Γιαπωνέζος σηκώνει τά χέρια και τά μάτια του στε νεύουν και κυττάζουν το παι δί γεμάτα λύσσα. "Υστερα άφήνει τό χαρτί πού κρατάει νά πέση στο πάτωμα. Ό Μάκ σκύβει νά τό πιάση. Μά αυ τή ή κίνησι είναι ένα φοβερό σφάλμα. Πριν καταφέρη ν’ άγγίξη τό χαρτί, ό ασυρμα τιστής πού βρίσκεται λίγο πλάγια όρ^άει απάνω του καί τόν ανατρέπει. Τώρα οι πλά τες του Μάκ βρίσκονται στο πάτωμα καί ό Γιοιπωνέζος πα τάει μέ τό γόνατό του στο στομάχι του καί προσπαθεί νά τόν άφοπλίση. — Σκότωσε τον, Μίσιο!, ουρλιάζει ό Φουκακούσα. Σκό τωσέ τον! Τό Άμερικανόπουλο βλέ πει αυτή τή στιγμή τό Χάρο μπροστά του. Ό ασυρματι στής κρατάει στα χέρια του ένα μεγάλο σιδερένιο κοττσαβίδι καί σημαδεύει μ5 αυτό τό λαιμό του. Μισό δευτερό λεπτο ακόμα καί εΐναι^ χαμέ νος. Τό μυτερό εργαλείο, πιο φοβερό κΓ από ένα μαχαίρι, θά του τρυπήση τό λάρυγγα
"Ενας σκληρός άτωνας στον άέρα.
αρχίζει
καί δλα πια τελειώνουν. "Ό μως ό Μάκ ξέρει νά παλεύη! Συσπειρώνεται καί ολάκερο τό κορμί του, σάν ένα δυνςχτό λάστιχο, τεντώνεται καί μα ζεύεται πάλι. Ιο γόνατο τ©0 Γιαπωνέζου τινάζεται μακρυά από τό στομάχι τού παιδιού καί μέσα σέ τούτο τό μισό δευτερόλεπτο, πού βρίσκει τήν ευχέρεια νά κινηθή, ό ρέπορτερ τεντώνει τό χέρι του
η
· · ■ ΓΕΡΑΚΙ, Ο Μ ΕΌ 1 *»>»»»»>»»»»»>>»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»> Και^ πιέζει την σκανδάλη» Τρε^Ις σφαίρες σχεδιάζουν τρεις ματωμένες τρύπες στο στήθος,, κατά τό μέρος τής καρδιάς του αντιπάλου του. Τον αφήνει. Τό κατσαβίδι πέ φτει και κυλιέται μαζί, του στο πάτωμα. . . Τώρα 6 Μάκ είναι ελεύθε ρος κι" έτοιμάζεται νά σηκωθή. Μά 6 σατανικός Φουκα» κούσα είναι κιόλας κοντά του. ■Με μια δυνατή κλωτσιά, κά νει τά δάχτυλα του. χεριού που κρατάνε τό πιστόλι, νά παραλύσουν. Τό παιδί βγά ζει ένα βογγητό πόνου καί ά φηνε ι νά του ξεφύγη τό ό πλο. Μονομιάς ρίχνεται απά νω του.ό Φουκακούσα. Τούτος ό μικρόσωμος Γιαπωνέζος μέ τά φίδίσια μάτια .δεν είναι παίξε - γέλασε. Παλεύει σαν τίγρις. Αγκαλιασμένοι .στο πάτωμα, πλάι στον σκοτωμέ νο. οί δυο θανάσιμοι αντίπα λοι αγωνίζονται τώρα απε γνωσμένα. Ό ^ καθένας προ σπαθεί ν’ άρπαξη τό πιστό λι πού βρίσκεται στο πάτω μά, γιατί ό καθένας ξέρει ότι αυτό είναι πού θά του δώση τή νίκη... Σέ μια στιγμή τό χέρι του Μάκ χό· ζυγώνε-ι περισσότερο. Τά δάχτυλά του αγγίζουν κιό Αας τή λαβή. του. Λίγο ακό μα καί θά ξανάρθη στα χέ ρια του. Κάνει μιά τελευταία προσπάθεια. "Ομως ξαφνικά αφήνει μιά άγρια κραυγή πό νου, Τά σουβλερά δόντια του Γιαπωνέζου καρφώνονται μέ μιά πρωτοφανή -Αγριότητα στό μπράτσο τού. Τό παιδί
ουρλιάζει .καί τά δάχτυλα του χάνουν την επαφή μέ τό πολύ τιμο· οπλο. Τήν ίδια στιγμή αρπάζει τό πιστόλι ό Φουκα κούσα. Ό Μάκ νοιώθει τό αΐ■ μα του νά παγώνη. Κυλιέται καί δυο σφαίρες πού σημα δεύουν τό κεφάλι του, σφη νώνονται στο πάτωμα. Τήν α μέσως επόμενη στιγμή όμως ή σόλα τού παπουτσιού του κολλάει επάνω στο κίτρινο πρόσωπο τού αντιπάλου του. Τινάζει τ© πόδι καί ό Γιαπω νέζος μουγγρίζει σαν πληγω μένος λύκος. Τό πιστόλι ξα ναπέφτει στο πάτωμα. Άλ λα τό παιδί δεν έχει καιρό νά τό πιάση. Γιατί ό 'Οουκακούσσ είναι κιόλας όρθιος καί κατευθύνεται μέ μιαν απί στευτη^ γρηγοράδα απάνω του. 'Ο Μάκ δέν προφταίνει νά φυλαχτή καί δέχεται μιά καλοζυγισμένη γροθιά στο σαγόνι πού τον στέλνει στον τοΐχο απέναντι. Τό κεφάλι του γυρίζει. "Ολα γυρίζουν γύρω του. Αισθάνεται μιά φο βερή ζάλη; Λίγο ακόμα καί θά σωριαστή. Στερεώνει τή ράχη του στον τοίχο καί βλέ πει σά σέ όνειρο τον κακουογ© μέ τά φίδίσια μάτια νά σκύβη, νά παίρνη τ© πιστόλι από τό πάτωμα καί νά τον σημαδεύη, Τό παιδί χαμογελάει πι κρά- "Ως έΒώ ήταν. Τελειώ σανε τά ψέματα... — "Έφτασε ή τελευταία σου ώρα, άσπρε κατάσκοπε!, γρυλλίζει ο Γιαπωνέζος κα θώς περνάει τό ·Γάντ-·- - οπήν σκανδάλη. Ή βρωμερή σου
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
'
11
η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»*»»»»»»»»» ψυχή, Αμερικανέ, θά πάψη νά ίπτάρχη σέ λίγο. Αυτό ή ταν το τέλος σου! *Ό Μάκ πέφτει αϊτό έκπλτξ'ΐ σέ «.κπλη&ι καί 6 Γκάφας τΐζ τοώ-ει ήρωικά! ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ φτά νει σαν βροντή στ" αύτ»ά ■του. Νοιώθει νά γλυστράη πό τον τοίχο δπου έχει στηρί ξει τή ράχη του καί νά σοριάζεται στο πάτωμα. "Όλα γύρω του χάνονται κΓ έναττηχτό σκοτάδι τον τυλίγει, "Υ στερα άκούγεται κι1 άλλος, πυροβολισμός, κι" άλλος. Γλώσσες φωτιάς σπαθίζουν το σκοτάδι. "Ακούγεται μ»ά πόρτα βαρειά που βροντάει και κάποιος τον φωνάζει μέ τ5 όνομά του. — Μάκ! "Αγαπημένε μου, Μάκ! Νοιώθει κάποιον νά σκύβη άπάνω του και νά τον άνσσηκώνη. Τινάζει τό κεφάλι του. Τό θολό σύννεφο που τυλίγει τό νοΰ του, φεύγει. Ή φοβερή ζάλη πού τον παιδεύει χάνε ται σιγά - σιγά. Είναι σά νά γυρίζη άπό κάποιο όνειρο. —Είσαι χτυπημένος, Μάκ; Αναγνωρίζει τή φωνή τής "Ελλεν. Ή όμορφη μελαχροινή βοηθός του βρίσκεται στο πλάϊ του. —- Μά τί έγινε, "Ελλεν; ρωτάει. — "Ε! Τίποτα τό σπου δαίο!, λέει αυτή. "Ακούσαμε τούς πρώτους πυροβολισμούς και τρέξαμε. "Οταν μπήκαμε στην κάμαρη έγώ κΓ © Τζίμ^
0
σέ είδαμε στον τοΐχο ετοιμ© νά σωριαστής καί τον Φονκακούσα νά σέ σημαδεύη μέ τό πιστόλι.του. Τον πυροβό λησα και τον ττέτυχα στο ·ώπλισμένο χέρι. Τό όπλο του , πήγε περίπατο κΓ 6 Τζίμ. Γκάφας γιά νά μπερδέφη πιο πολύ την κατάστασι πυροβό λησε. τό ηλεκτρικό λαμπιόνι ά- πού ήταν κρεμασμένο ·Ατγ\ τό ταβάνι. Τό έσπασε κΓ εγινε σκοτάδι... . . ;· *— -Έχει γερές γροθιές ό Γιαπωνέζος!, λέει 6 Μάκ; Μου εδωσε καί κατάλαβα. — Πώς είσαι τώρα; ρω° τάει ή κοπέλλα. — Μια περαστική ζάλη ή ταν. Αέν εχω. τίποτα!, λέει τ© παιδί. "Αλλά αυτός δέν ποε« πει νά μάς ξεφύγη^ Θά βρήκε όμως τήν ευκαιρία μέ τό σκο τάδι. ^ ; · Πριν τελειώση τήν κουβέν τα του, άκούγονται φωνές ά πό κάπου έκεΐ κοντά. Είναι ό. Τζίμ Γκάφας πού φωνάζει: — Κύριε Μάκ! "Ελλεν! Κύριε Μάκ! Τρέχτε καί τον γράπωσα τον - Γιαπωνέζαρο! Τον τάραξα στο ξύλο καί ζα λίστηκε! "Ωχ! "Αμάν Θεού λη μου, κάτι . γροθιές πού . τρώω! — Που είσαι Τζίμ; ρωτάει ό Μάκ. — Έδώ! Τρέχτε άν θέλε τε νά τον πΡοφτάσετε ζων τανό, γιατί ·μ" έχει σακατέψει στις γρήγορες! "Ωχ! ’ Μωρέ τί γροθιές χορταστικές είναι, αυτές πού μου κοπανάει; Βο ήθεια, να μέ γλυτοόσετε γιατί θέλει νά μου ξεφυγη ό κσ~·
14
ΓΕΡΑΚΙ, Ο
ΝΕΟΣ
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> κουργαρος. "Αμάν! "Αλλη γροθιά! "Αρχίζω νά χάνω τον κόσμο, Τρέχτε πριν τον σκο τώσω. Βοήθεια, χριστιανοί! "Ελάτε νά μέ κρατήσετε πριν κάνω φονικό! "Ωχ! Πάει τό σαγόνι μου! Τά 6υό παιδιά προσπα θούν νά μαντέψουν από που έρχεται ή φωνή γιατί, όπως καταλαβαίνουν από τά μπεο» δεμένα λόγια που άκοϋνε, 6 Τζίμ Γκάφας τρώει τής χρο νιάς του καί αγωνίζεται απε γνωσμένα νά ψάη... οσο γίνε ται λιγώτερες! Μέσα στο πη χτό σκοτάδι, προχωρώντας στα τυφλά, φτάνουν σέ μια πόρτα πού συνδέει τό δωμά τιο του άσυομάτου μέ μιάν άλλη κάμαρη. Τώρα άκοϋνε καθαρά θόρυβο πάλης. . Δυο άνθρωποι παλεύουν άγρια ε δώ μέσα. Ό ένας από τούς δυο είναι σίγουρα ό Τζίμ. — Κουράγιο, Τζίμ!, φω νάζει ό Μάκ. Κράτα τον γύ ρα καί φτάσαμε! — Τρέχτε αν θέλετε νά μή τον πάρετε πεθαμένον από τά χέρια μου! "Ωχ, Θεούλη μου, άλλη γροθιά! Πάει τό μάτι μου! Τό ματάκι μου έγινε κο λοκυθοκορφάδα ! "Ωχ! Μωρέ τί γροθάρες εΐναι αυτές; Βοή θεια, γιατί θά τον σκίσω μέ τά νύχια μου! "Ωχ! Ή μυτί τσα μου πρήστηκε σάν μελι τζάνα. "Ωχ! "Ωχ! "Ωχ! Προφτάστε γιατί μέ χτυπάνε μπα μπέσικα! Ό Μάκ έχει απλώσει τό χέρι του καί ψάχνει τον τοί χο αναζητώντας τον διακόπτη του ηλεκτρικού. Έπί τέλους
τον βρίσκει. Τον γυρίζει καί γίνεται φώς. Είναι όπως τό είχαν καταλάβει, στη διπλανή κάμαρα άπ" τό ^δωμάτιο του άσυρμάτου. Βλέπουν τον άραπάκο νά παλεύη άγρια μ" έναν χειροπόδαρα δεμένον άν θρωπο που εΐναι πεσμένος στο πάτωμα. Ό Τζίμ έχει γαν τζωθή στα γερά απάνω του καί κυλιέται πότε εδώ καί πό τε έκεΐ. Γιατί, παρ" όλο πού εΐναι δεμένος, ό άνθρωπος έ χει φαίνεται μια τρομερή 80ναμι, άφου κάθε τόσο κατα φέρνει κινώντας ολόκληρο τό κορμί του, νά δίνη μέ τά δε μένα του χέρια χτυπήματα στο πρόσωπο του άοαπάκου. Ό Μάκ κι" ή "Ελλεν τρέ χουν νά βοηθήσουν τον φίλο τους, μά καθώς βλέπουν ποιος είναι ό αντίπαλός του... χά νουν τή μιλιά τους. "Αλλά καί ό "ίδιος ό Τζίμ Γκάφας τώρα πού άναψε τό φώο καί βλέ πει ποιος εΐναι έκεΐνος πού τον δέονει, ξεφωνίζει σάν ουρακοτάγκος καί τινάζεται όρθός. "Εχει συμπλακή στο σκο τάδι μέ τον... επιθεωρητή Τζαίημς Στούαρτ πού βρίσκε ται χειροπόδαρα δεμένος στο πάτωμα... — Τζαίημς!, φωνάζει ό Μάκ. Πώς βρέθηκες εδώ; — Ό κ. Στούαρτ!, κάνει έκπληκτη ή "Ελλεν. -— Ό αστυνόμος!, λέει μέ γουρλωμένα μάτια ό άραπάκος. Εκείνος χαμογελάει. —- Τί καθόσαστε καί μέ κυττάζετε!, λέει. Λύστε μου τά χέρια καί τά πόδια, γιατί
ΥΠΕΡΑΚ0ΡΩΠΟ2 Ι§ »»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»„ παραμούδιασα έδώ μέσα! "Αντε, λεβεντόπαιδα! Τά παιδιά μέ γοργές κινήσεις τον απαλλάσσουν από τά δεσμά και ό Αμερικανός έπιθεωρητής τους διηγείται πώς, παρακολουθώντας κά ποιον Γ ιαπωνέζο, έπεσε σέ παγίδα. —-Μέ πιάσανε στον ύπνο!, λέει. 3 Αλλά θά μου τό πληρώ σουν σύντομα. Ευτυχώς πού βρεθήκατε εσεΐς καί τη γλύ τωσα. Είχα έτοιμάσει τη δια θήκη _μου! Καί, σά νά μην έ φταναν τά χάλια μου, ήρθε καί Λ παρέα σας, ό Γ κάψας, νά με άποτελειώση. "Οταν... Λ*Όταν έσβυσε τό ψώς, εξηγεί ό άραπάκος, είδα τον Φουκακούσα νά φεύγη από τη μιά κάμαρη οπήν άλλη. ^Ετρεξα ξωπίσω του καί, καθώς ήταν σκοτάδι, σκόνταψα άπάνω στον κύρ>© Στούαρτ. Τον πέρασα γιά τον Γιαπωνέζο καί... έφαγα τής χρονιάς μου! Ό άραπάκος πραγματικά έχει χάλια απερίγραπτα από τό ξύλο, αλλά... είναι ευχαρι στημένος γιατί οί γροθιές πού του στραπατσάρανε τό μούτρο ήταν ...άμερικάνικες καί όχι γιαπωνέζικες. —- Αισθάνομαι έθνική υπε ρηφάνεια! , λέει. Είμαι υπε ρήφανος πού μ5 έδειρε ένας Αμερικανός κΓ όχι ό Γιαπωνέζος. — Καιρός νά του δίνουμε όμως!, λέει ό Στούαρτ. * Α
λήθεια τό Γεράκι (*) δέν εί ναι παρέα σας; Κυττάζει λοξά τον νεαρό ρέπορτερ καί χαμογελάει. ■— Αέν φάνηκε Ακόμα!, α ποκρίνεται ό Μάκ. Του έστει λα ενα τηλεγράφημα στη Νέα Ύόρκη αλλά δέν ήρθε ακόμα! — Στείλε του ένα καινούρ γιο ύπερεπειγον τηλεγράφη μα!, λέει ό Στούαρτ μέ τό ι'διο ύφος. Αρχίζω νά κατα λαβαίνω πώς σύντομα 9ά μάς χρειαστή ή κεραυνοβόλα δράσι του. -— 3Εν τάξει, Τζαίημς. Θά του στείλω... Ό Μάκ, καθώς φεύγουν καί περνούν πάλι από την κάμα(*) Ό Μάκ Ντάνυ ό νεαρός ρέ πορτερ τοΟ ^ «Νταίηλυ Χέραλντ» νάοις σε δυο θαυματουργά δαντυ λίδια πού έγει στά γέρια του — κληρονομιά που του άφησε πεθαί νοντας ό πατέρας του— μπορεί νά μεταμορφωθή από τη μιά στιν μη στην άλλη στο θρυλικό Γεράκι τον άηείλικτο και Φοβερό διή κτη του έγκληματος. τον Νέον Ύ πεοάνθρωπο που τον φοβούνται και τον τρέμουν όλοι οί κακο ποιοί του κόσμου. Τό ένα δακτυ λίδι ένει μιά υπλέ πέτρα. Κάτω άπ’ αυτήν κρύβεται ένα θαυμα τουργό 6γοό. Μιά απειροελάχιστη στανόνα απ’ αυτό τό υγρό που άγγίζει τη γλωσσά του τολμηρού παιδιού είναι ικανή νά τό μετα μόρφωση σέ μισό δευτερόλεπτο. Τότε ό Μάκ γίνεται τό Γεράκι μέ τη μπλε φόρμα και την κόκκι νη μπέρτα μέ τά νρυσά κρόσια στους ώμους. Τά μπράτσα του γίνονται γαλύβδινα. ένας άόοατος θώοακας τον τυλίγει καί τό κορμί του γίνεται άτρεοτο^ από σΛαΐοες. Τό ύνοό της ποσσινης πέτρας τον Ξαναφέρνει στην κα νονική κατάστασι. Ό Στούαρτ ύποΦιάΓεται, νωρίς νά μπορη νά τό άποδείξη. δτι τό Γεοάκι κΓ ο Μάκ είναι τό ϊΒι© πρόσωπο.
16
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
*»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ρη του ασυρμάτου, μέ τή βο ήθεια ένός ηλεκτρικού φανα ριού ^ψάχνει τό πάτωμα. Ό νεκρός του Γιαπωνέζου ασυρ ματιστή υπάρχει πάντα έκεΐ. Αυτό πούζητάει δμως έχει έξαφανιστή. — Τί ψάχνεις νόί βρής; ρωτάει ό έπιθεωρητής. —"Ενα χαρτί, λεει τό παι δί. Άλλα δεν τό βλέπω. Θά πρόψτασε και τό πήρε ό Φουκακούσα κΓ έξαφανίστηκε μα ζί του. Βγαίνουν πάλι στον σκο τεινό διάδρομο και κατευθύνονται προς τό άνοιγμα του πηγαδιού. Αυτός είναι ό πιο σίγουρος δρόμος. ’Άν δοκι μάσουν νά βρουν άλλη έξοδο, φοβούνται πώς μπορεί νά πε ρί πλανηθούν και νά μπλέξουν σε καινούργιες περιπέτειες πού δεν ξέρουν που μπορούν νά καταλήξουν. Καθώς προ* χωοουν ό Μάκ έξηγεΐ στον έ πι θεωρητή τά δσα έγιναν καί μέ ποιο τρόπο έφτασαν σ’ αυτή τή σκοτεινή στοά. — Τώρα είμαι σίγουρος δτι οι ασημένιες ρουκέτες ξε κινούν από έδώ, λέει ό Στουρατ. Πρέπει νά πείσω τίς στρατιωτικές αρχές νά κινη θούν δραστήρια. "Υστερα από λίγο φτά νουν, χωρίς κανέλα άλλο ε πεισόδιο, στο πηγάδι κΤ από έκεϊ σκαρφαλώνοντας στα σι δερένια σκαλιά βγαίνουν στην επιφάνεια τής γής. Έκεΐ πού ήταν πριν τό ξύλινο σπιτάκι δεν υπάρχουν πιά παρά μο νάχα στάχτες καί σωροί από μισοκαμμένα ξύλα.
— Μπρρρ! Φτηνά τή γλυ τώσαμε!, λέει ό Γκάφας κα θώς κυττάζει γύρω του. μέ γουρλωμένα μάτια. ’Άν δεν ήταν τό πηγάδι θάμαστε καί μεΐς τώρα κάρβουνο! Μισή ώρα αργότερα φτά νουν στο ξενοδοχείο τους. Έ κεΐ άφίνει τά παιδιά ό αστυ νομικός έπιθεωρητής. — Θά πάω κατ’ ευθείαν στη Στρατιωτική Διοίκησι, λέει. Θά ζητήσω μερικούς άν τρες καί θά κάνω έναν αιφνι διασμό στις «Γαλάζιες Κερα σιές». "Υστερα θά κάνω μιά έρευνα στήν υπόνομο τού πη γαδιού. Ό Μάκ κουνάει τό κεφάλι του. — Σού εύχομαι καλή επι τυχία. Τζαίημς! Άλλα πολύ άυψιβάλλω άν θά καταφέοης τίποτα. Αυτοί οί συμμορίτες τού «Μπλέ Παγωνιού» δέν εί ναι κουτοί. Απεναντίας, έ χουν μιά σατανική έξυπνάδα. Θά έχουν ειδοποιηθή καί θά είναι κρυμιιένοι τώρα σέ άλ λα πιο σίγουρα καταφύγια. Τά παιιδιά ζώνουν σχέ δια μιας περίεργης άεροαΌιριΟ'.ής έαΐ'θέσεως
Α ΠΑΙΔΙΑ κοιμούνται, κατάκοπα καθώς είναι, μέχρι αργά ^ τό απόγευμα. "Οταν ξυπνάνε, πρώτη δου λειά τού Τζίμ Γκάφα είναι να ριχτή μέ τά μούτρα στο μπα ούλο μέ τίς... γλυκοπατάτες. — Άχ! Θεούλη μου πόσο τίς πεθύμησα!, αναστενάζει καθώς κοττεβάζει κάτι μπου*
Τ
ΥΠΙΜΝ0ΡΩΠ0Ϊ
Μ
►»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»>»»»»»»»»»» κιές σαν γατοκέφαλσ κινδυ νεύοντας νά πνίγη. Δεν υπάρ χει καλύτερη λιχουδιά στον κόσμο από τις γλυκοπατά τες! —"Άφησε τις σαχλαμάρες, Τζίμ!, τον μαλώνει 6 Μάκ. "Έχουμε σοβαρώτερα πράγματα νά κουβεντιάσου με. Πραγματικά έχουν πολύ πιο σοβαρά πράγματα νά κουβεντιάσουνε καί κανείς 6έν τό νοιώθει αυτό καλύτερα άπό τό ηρωικό παιδί μέ τη λιονταρίσια καρδιά που ξέ ρει πώς κινδυνεύει λ πάτοίδα του. «Τώρα οί ασημένιες ρου κέτες κάνουν έναν ά8ώο πεοίπάτο πάνω άπό τίς Ηνωμέ νες Πολιτείες!» του είπε ό Φουκακουσα όταν 6 Μάκ κιν δύνευε άπό οτπνιιτ! <τέ στινμή νά συντριβή ανάμεσα στίς 8υό τεράστιες μεταλλικές πλά κες τής σατανικής παγίδας. «Σέ λίγο ουως που Θ’ άοχίσουν νά πέφτουν σά βοοχή μέσα στις μεγάλες πόλεις καί^ θά τίς μεταβάλλουν σέ στάντες καί έοείπια, θά εχη άρχίσει ή έκδίκησι...» (*). Ή άντίδρασι λοιπόν πρέ πει νά είναι σύντομη καί α ποφασιστική. — Τώοα ξέρουμε συγκε κριμένα, λέει ό νεαρός ρέποοτερ στά παιδιά πού έχουν μαζευτή γύρω άπό τό τραπέ ζι καί τον άκοΟνε, τί είναι αυτές οι ασημένιες ρουκέτες. Είναι έναέριες τορπίλλες μέ
μιαν απερίγραπτη καταστρε πτική δύναμι πού διευθύνον ται στο στόχο τους άπό εναν εθελοντή θανάτου. "Εναν κα μικάζι. Ό καμικάζι χάνεται μαζί .μέ την έκρηξι, άλλα οί άεροτόρπίλλες δέν αστοχούν ποτέ. Υποψιάζομαι πώς οί Γιαπωνέζοι, μολονότι δέν τό έχουν πληροφορηθή οί επίση μες αμερικανικές αρχές ακό μα, έχουν στά χέρια τους το μυστικό τής ατομικής ενερ γεί ας. Οί άσημένιες ρουκέ τες λοιπόν είναι κάτι όμοιο μέ τίς άτομικές βόμβες. "Α τομικές βόμβες όμως διευθυνόμενες άπό ζωντανούς αν θρώπους καί όχι άπό μηχα νή υ στα, πού όσο τέλεια κι" άν είναι δέν μπορούν ν’ αντι καταστήσουν τον ανθρώπινο νου... Ζτίς «Γαλάζιες Κερα σιές» γινότανε ή στοατολογία των καμικάζι. ’Άν δέν σάς έπιαναν οί Γιαπωνέζοι κΓ άν δέν αναγκαζόμουν νό. έπέμβω, ίσως τώρα θά ήμου να κΓ εγώ ένας καμικάζι καί θ’ αποκαλύπταμε τό μενάλο μυστικό του Φουκακουσα Ζοζό, που είναι ένας άπό τους πιο Φανατικούς εχθρούς τής Αμερικής, ένας σαμουράι που διψάει για έκδίκησι (*). "Αλ λά αυτό δέν σημαίνει πώς πρέπει ν’ άπελπιστοΰμε. 'Η τελευταία περιπέτεια " ματ μάς έδωσε ένα όνομα. Τό κρά τησα στο μυαλό μου άπό τήν πρώτη στιγμή. "Ακόυσα τον Φουκσκούσα νά μιλάη στον
(*) Διάβασε τό τέθνος «Θαΰ
(*) Αιάβσσ«· -<·0νΟς 13 «Τό μη ^άνημα τού "Ολέθρου».
μα που σώζει.»
13 ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝέΟΣ »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»» ασυρματιστή καί το θυμάμαι: Κιού - Σίου. —■ Κιού - Σίου; ξεφωνίζει ή Έλλεν. Μά αυτό είναι ένα νησί γιαπωνέζικο, έρημο καί ακατοίκητο. Μια άδιαπέρα-
μια μυστική βάσί'τής συμμο ρίας του «Μπλε Παγωνιού». Εκεί θά πάμε! ^— Μά^πώς; απορεί τό κο ρίτσι. Πως θά φτάσουμε ως εκεί; — Ξεχνάς ότι τηλεγράφη σα στον αρχισυντάκτη μας, τον κ. Έμορυ, νά μάς στείλη ένα από τά αεροπλάνα τής εφημερίδας; Μέ αεροπλάνο θά πάμεχ "Εκτός άν θέλης νά μείνης εδώ νά ξεκουραστής. — "Ώ! "Όχι. Αυτό δέ γί νεται!, λέει αποφασιστικά ή Έλλεν. Τό ξέρεις πώς άνησυχώ περισσότερο όταν δέν είμαι κοντά σου. — Είσαι έν τάξει, Έλλεν. "Απόψε τή νύχτα ξεκινάμε... —*Κι’ έμενα δέ μέ λογα ριάζετε; ρωτάει παραπονιά ρικα ό Γκάψας. Ό Μάκ κλείνει τ© μάτι στην κοπέλλα. -—^ Έσύ; ^ "Εσύ θά μείνης έβώ όσο νά κατασπαράξης όλες τις -γλυκοπατάτες πού βρίσκονται οπό μπαούλο! “Ένα ιείρττνι,κό ταξίδι ■διακόπτεται ξαφνικά άπό πύρινα βλήματα
Τά τρία-τολμηρά παιδιά αφήνον τας τό φλέγόμενο αεροπλάνο τους πέφτουν μέ τα αλεξίπτωτα στη ζούγκλα τού Κιου - Σίου.
στη ζούγκλα... Το παιδί χαμογελάει. -— "Ήσουν ανέκαθεν δυνατή στη γεωγροιψία, “Έλλεν!, τής λέει. Μάλιστα, γι’ αυτό τό νησί πρόκειται.- Εκεί είναι
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ του Νταίηλυ Χέραλντ κράτη σε τό λόγο του. "Έστειλε ένα άπό τά καλύτερα αεροπλάνα τής έφημερίδας: Τήν «Α στραπή». "Ένα μοντέρνο τε τραθέσιο άεριοπροωθούμενο, ένα καμουφλαρισμένο πολεμι κό αεροπλάνο πού χρησιμο ποιούσαν οί πολεμικοί άπεσταλμένοι του στην Κορέα.
«
ΥΠΕ Ρ Α ΝβΡΩΠ Ο ί ν ►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»>»»»»»»»*»»>*>*>»*
Ό Μάκ παίρνει ένα βιαστικό τηλεφώνημα από τό αεροδρό μιο στο ξενοδοχείο: — Γειά σου Μάκ!, του λέει ό πιλότος πού είναι φί λος του. Μόλις προσγειώθη κα μέ την «Αστραπή»^ στο Τόκιο καί σου τηλεφωνώ. Το αεροπλάνο είναι στη διάθεσί
νει τά χαρτιά καί σφίγγει τό χέρι-του Πάϊτον. =—Ί* ευχαριστώ, Νίκ!, του λέει. Γειά χαρά καί καλήν άντάμωσι. Τά τρία παιδιά προχωρούν
σου. Ενα τέταρτο αργότερα τά τρία παιδιά φτάνουν μ’ ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο. Ό πιλότος ό Νίκ Πάϊτον, τούς σφίγγει θερμά τό χέρι καθώς τούς βλέπει. — Ό κ. Πήτερ ’Έμορυ, τούς λέει, μου είπε άν μέ χρειάζεστε νά μέ πάρετε πα ρέα σας. Τί λες, Μάκ; —'Ό^ι, Νίκ, αποκρίνεται τό παιδί. Αέν υπάρχει λόγος νά μπλέξης. Είναι μιά άσκη μη δουλειά. ΚΓ άν πάθης τί ποτα θά έχω τύψεις σ3 δλη μου τή ζωή. — Όκέϊ’, Μάκ! Άφοΰ δέ μέ θέλεις, θά σέ περιμένω νά γυρίσης. Τό αεροπλάνο έχει μιά μηχανή πού δουλεύει ρο λόι. Θά σέ γνωρίση αμέσως καί θά κάνη δ,τι τής πής. Εί σαι καλός πιλότος καί ή μη χανή τής «Αστραπής» αγα πάει τά καλά παιδιά. γ— Βενζίνα; ρωτάει ό Μάκ — Είναι γεμάτες οι απο θήκες της. Μποοείς νά κάνης τό γύρο τού κόσμου 6υό φο ρές. ’Έχω καί χαρ-πά στ* ό νομά σου απ’ τό Υπουργείο Άμύνης, πού σο3 δίνει το δι καίωμα νά πετάξης όπου θέ λεις πάνω απ’ την Ιαπωνία. Ό νεαρός ρεπόρτερ παίρ
*Η ζούγκλα εΐναι πυκνή κΓ αδια πέραστη κι5 αναγκάζονται ν’ α νοίξουν τό δρόμο μέ τά μαχαί ρια τους.
μέ κάποια συγκίνησι καί μπαίνουν στην «Αστραπή». Ό Μάκ μπαίνει στο διαμέρι σμα τού πιλότου καί έπ&κοινωνεΐ μέ τον θάλαμο επιβατών του άεροσκάφους μέ δυο ά-
20
ΓίΜ((ΐ,
Ο
ΝΕΟΣ
►»^>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»>»»»»»»»»»»»»» σύρματα τηλέφωνα. Πατάει ενα κουμπί και ανοίγουν οι κρύπτες των πολυβόλων. 5Εν τάξει;_ 'Όλα μπορεί να χρει αστούν. Φοράει τό άλεξίπτω τό^ του. ΦοροΟν κι* ή °Έλλεν κΓ ό Τζιμ τά δικά τους αλε ξίπτωτα. Πρέπει νά τά ποο» ολέψουν δλα γιατί δέν πάνε σέ ταξίδι αναψυχής. Τό ξέ ρουν δτι ό κίνδυνος σέ κάθε βήμα τους παραμονεύει. Ό Μάκ ανοίγει τή μηχανή και ή έξαεοούμενη βενζίνη βγαίνει σέ πύρινες γλώσσες, άπό τό πίσω μέοος τοι) αερο σκάφους. Τά τρία παιδιά κα θώς αρχίζει τό αεροπλάνο νά ρολάρΐ} ανάμεσα στά κόκκινα λαμπιόνια του διαδρόμου άπογειώσεως, κουνάνε τά χέ ρια και χαιρετούν τον Π αϊ τόν, που τά χαιρετάει κι* αυ τός κουνώντας τό άσπρο μαν τήλι του. Ή «Αστραπή» άφίνει σι γά - σιγά τό έδαφος καί δλα αρχίζουν σέ λίγο νά γλυστροϋν μέ μιάν αφάνταστη γρηγοράδα. "Ανθρωποι, κτί ρια, προσγειωμένα αεροπλά να, Φωτεινά σήματα. Πέντε λεπτά αργότερα, τό άεριοπροωθούμενο ταξιδεύει ψηλά, στον άέρα. — Σάν πολύ τρέχουμε!, φωνάζει ό Τζιμ Γκάφας πού για πρώτη φορά βρίσκεται σέ άεροπλάνο χωρίς έλικες. * Α μάν, κύριε Μάκ, θά μου ξεβιδωθή τό κεφάλι... Άλλα ό νεαοός φίλος μας δέν δίνει άπάντησι. "Εχει μπροστά του τά πηδάλια ύ ψους και πλεύσεως και μέ
προσεκτικούς χειρισμούς δί νει κατεύθυνσι στο σκάφος προς ^νότον% Έκεΐ κάπου εί ναι τό Κι ου - Σίου, τό μυ στηριώδες νησί μέ την αδια πέραστη ζούγκλα, όπου τό «Μπλε Παγώνι» έχει μια απ’ τις βάσεις του, την πιο εν διαφέρουσα ίσως. Στο χάρτη έχει χαράξει την πορεία του καί ξέρει ποιά γραμμή πρέ πει ν’ άκολουθήση. Είναι α νάγκη όμως νάχη τά μάτια του ανοιχτά, γιατί ανάμεσα στά 4652 νησιά πού αποτε λούν την Μ απών ία, ό ακριβής προσδιορισμός του στίγμα τος σέ νυκτερινή πτήσι δέν είναι εύκολο πράγμα. Κάνει δι(έφορους μαθημα τικούς υπολογισμούς νοερά, λογαριάζει την άντίστασι των ρευμάτων αέρος, την τα χύτητα καί τό ύψος και υπο λογίζει δτι υστέρα άπό όυό ώρες ταξίδι μέ 300 χιλιόμε τρα την ώρα, θά πρέπει τό σκάφος νά βρίσκεται πάνω άπό τό Κιού - Σίου. Είναι έ να ωραίο ταξίδι κάτω άπό τ* άστρα καί τίποτα δέ δείχνει, πώς τούτο τό άεροσκάφος έ χει ξεκινήσει γιά έναν θανά σιμο αγώνα. Τά φώτα το) Τόκιο 6έν φαίνονται πιά. Τό μεγάλο λιμάνι τής Γιοκοχά μας σχεδιάζεται τώρα κάτω άπό τά πόδια τους. Είναι γε μάτο άπό εμπορικά καράβια καί ,άμερικάνικα πολεμικά. Τά φώτα όμως των μεγάλων δρόμων καί τών πλοίων χά νονται σέ λ*γο κι* σ^ά *^ίσω τους. Τώρα κάτω άπό τήν «Αστραπή» απλώνεται ό ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 2ί »»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»? τέλειωτος ωκεανός. Και κάθε τόσο, σάν νά ξεφυτρώνουν μό λις τούτη τη στιγμή άπό τη θάλασσα, διαγράφονται σε παράξενα σχέδια οι σκοτεινοί όγκοι των νησιών. "Ολα πηγαίνουν ωραία και όλα δείχνουν γεμάτα γαλήνη και ηρεμία. Ό Τζίμ Γκάψας τό έχει ρίξει τώρα στον ύπνο καί ροχαλίζει μακάρια καί ονειρεύεται ότι έγινε... ζαχα ροπλάστης! Ή "Ελλεν βυθι σμένα σέ.σκέψεις, παρακολου θεΐ τα τυλιγμένα στις μπλε σκιές τοπία, ρίχνοντας μα τιές έξω άπό τό φινιστρίνι. Είναι πραγματικά γεμάτο γαλήνη αυτό τό ταξίδι στο διάστημα. "Ομως τούτη ή γα λήνη δέν είναι νά κοατήση για πολύ, ^αψνικά κάτι γίνεται και ό Μάκ Ντάνυ κινεί μέ α στραπιαία ταχύτητα τό πη δάλιο βάθους καί ή «Αστρα πή» μουγγρίζοντας άγρια βουτάει προς τά κάτω. Τήν ίδια στιγμή ή φωνή του ά~ κούγεται άιτ* τό μικρόφωνο που υπάρχει στον θάλαμο ε πιβατών: — "Ελλεν! Τζίμ! Προσο χή ! Μάς παρακολουθούν καί μάς ρίχνουν μέ πολυβόλα. Δεθήτε στά καθίσματά σας καί χειρισθήτε μέ ψυχραιμία τά όπλα της «Αστραπής». Ό Τζ ίμ, πού έχει κατρα κυλήσει κιόλας άπό τό κά θισμά του υστέρα άπό τον άπότου.ο χειρισμό τού Μάκ, γκρινιάζει, γιατί τού δισκά ψανε τό όνειρο τή στιγμή άκριβώς πού έτοιμαζότανε,,.να ψάη μιά πάρπα άμυγδάλου!
Γατζώνεται άπό κάπου καί ξαναβρίσκει τήν ισορροπία του. —■* "Ωχ! Θεούλη μου!, λέ ει. Θά μάς ρίξουνε στή θά λασσα καί θά μέ κατόπι ή κα νένας καρχαρίας... ■— Κάνε αυτά πού σου λέ νε, Τζίμ!, τον μαλώνει ή "Ελλεν πού έχει κιόλας πσ° τήσει ένα ειδικό κουμπί και τό καπάκι πού σκεπάζει το πολυβόλο τής δεξιάς, πλευράς τού σκάφους άνοίγει καί σχε διάζεται ή χαλύβδινη κάννη του. Μή χασομεράς, Τζίμ! Δέν χρειάζονται κουβέντες! Τά τρία ποΛά παίλεύουν μέ τό Θάνατο· νοαΐ παίζουν τή ζωή τους κορώνα γράμματα ΟΜΑΚ μέ μιάν επιδέξια κίνησι τού πηδαλίου έλαττώνει τήν κλίσι τού αερο πλάνου καί τό ξαναφέρνει στην ευθεία. Τώρα μπορεί νά δή πάνω άττ9 τό κεφάλι του τό έχθρικό αεροσκάφος, που φάνηκε τόσο απρόοπτα μπρο στά του καί πού προσπαθεί νά τού κόψη τό δρόμο βάλλον τας μέ τις ομοχειρίες των πο λυβόλων του. Ανάμεσα άπο τούς συγχοονισμένους έλικες του άστράφτουν γλώσσες φωτιάς. καί πύρινα βλήματα δια γράφουν καμπύλες καί ευθεί ες στο σκοτάδι. Χρησιμοποι ώντας πηδάλια καί μοχλούς τό ηρωικό παιδί ύπονοεωνει τήν «Αστραπή» νά διαγρα φή ένα απίθανα απότομο τό ξο καί τώρα τό άεριοπροωθού μενο όρμάει τά βολίδα προς
η
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο ΝΕΟΣ
»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» τό μέρος του ξένου άεροπλσνου. Ταυτόχρονα τό ηλεκτρι κό πολυβόλο αρχίζει νά στέλ νη πόρινα βέλη άπάνω του. Τό ξερό κροτάλλισμα των ο πλών του όλέθρου γεμίζει τόν άέρα από άστραπές και βρον τές. Μά ό πιλότος που μάχε ται έναντίον του Μάκ είναι τό Υδιο επιδέξιος όπως κΤ έκεΐνος. Δίνει μιαν απότομη κλίσι στο σκάφος του, γέρ νει πλάγια μέ τό δεξιό του φτερό προς τή γη, κάνει ιχια βουτιά και μένει άθικτος από τά βλήματα που του στέλνει ή «Αστραπή». — Παραδόσου, Μάκ Ντανυ!, άκούγεται μιά φωνή. Ε δώ Φουκακουσα - Ζοζό. Π«ραδόσου, πριν γίνης στάχτη μαζί μέ τό σκάφος σου. Του μιλούν από τό έχθρικό αεροπλάνο μέ τό ασύρμα το τηλέφωνο. Ψάχνοντας έ χουν βρή τό μήκος κύματος και τόν διατάζουν τώρα νά παραδοθή. Μά ό Μάκ Ντάνυ δέν παραδίνεται εύκολα. — "Άδικα χάνεις τά λό για σου, συχαμερέ Γιαπωνέζε!, αποκρίνεται μέ σφιχτά δόντια. Δέν θά τά καταφέοης οϋτε αυτή τή φορά νά χτυπήσης ύπουλα... Μπορείς νά είδοποιήσης τή συμμορία σου ότι δεν παοαδίδομαι. Και τήν ίδια στιγμή άρχι ζε ι πάλι τό κροτάλλισμα του πολυβόλου του. Τό γιαπωνέ ζικο αεροπλάνο δέχεται ξυ στά ένα βλήμα στο φτερό, αλλά δέ φαίνεται νά υποφέρη γΓ αυτό. Μέ μιαν απότο μη περιδίνισι, άφίνει νά
τρακυλήση σέ βάθος κι* υ στέρα όρμάει πάλι μ5 έναν αι φνίδιο άλλα καλό μελετημένο χειρισμό, κάθετα προς τ*' ά πάνω. Τούτη τή φορά, ή «Α στραπή» αναγκάζεται νά πάρη μιάν επικίνδυνη κλίσι για ν’ άποφύγη τήν αναπόφευκτη σύγκρουσι. Τό μοτέρ μουγγρίζει άγρια σάν ένας απελ πισμένος άνθρωπος. 4Η μη χανή βογγάει από τή Φοβερή προσπάθεια καί τό πολυβόλο πού χειρίζεται ή "Ελλεν αρ χίζει νά στέλνη καφτό μολυ βί στον εχθρό πού βοίσκεται αυτήν ακριβώς τή στιγμή — γιο: ένα όμως μονάχα δευτε ρόλεπτο — απέναντι της. -— Αμάν θεούλη μου!, ξε φωνίζει κάθε τόσο ό Γκάφας πού έχει κρεμαστή στο δικό του πολυβόλο και... ρίχνει στον άέρα. Κάνε τό θαύμα σου, Θεούλη μου, νά τούς ρί ξουμε! Γιατί, αν δέν τούς ρί ξουμε, θά μας θίξουμε οτ’τοί καί τότε... κλάφτα Χαράλα μπε!... Τό γιαπωνέζικο παίρνει μιά τουμπα στον άέρα σάν μεθυσμένος ακροβάτης σέ τσίρκο καί βοίσκεται υστέρα από ένα λεπτό έξω από τήν περιοχή τών πυοών τής «Α στραπής». "Υστερα ανεβαί νει κατσκρουφα προς τά ά στρα καί άπό τό ύφος αυτό, ξεονώντας άπό τή μύτη του καί άπό τά πλάγια του χι λιάδες βλήματα, κατεβαίνει μέ μιάν απερίγραπτη ταχύ τητα σάν κομήτης. Τούτη εί ναι μιά πολύ κρίσιμη στιγμή
καί 6 Μάκ νοιώθει ένα σφά°
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ 3$ >>>>>>>>>>>>>>>>>>>η>>>ηη>>ηηηηη^η^^^ηηη>ηηηηηηηηη>ηη^η>ηρ ' χτη στην καρδιά. Τον έαυτό του ούτε τον σκέπτεται. Τά δυο παιδιά, τούς δυο Αγάπημένους του συντρόφους, την "Έλλεν και τον Τζίμ, λογα ριάζει μονάχα πού ταξιδεύ ουν μαζί του καί διατρέχουν έναν θανάσιμο κίνδυνο μέσα σ’ αυτή την άπαίσια νύχτα. Σφίγγει τά δόντια. Πατάει το πεντάλ και τά χέρια του δουλεύουν μέ μιάν υπεράνθρω πη εντασι τού<^ μοχλούς. Ή «Αστραπή» παίρνει μιά τρελ λ ή βουτιά και ό Μάκ και ο! φίλοι του αισθάνονται τον φο βερό ίλιγγο τής πτώσεως στο κενό. Τό άερι©προωθούμενο σφίνει μιά πύρινη ουρά πίσω του, και ό ουρανός φωτίζε ται γιά μερικά δευτερόλεπτα σά νά είναι μέρα. "Ύστερα τό ήρωϊκό παιδί κρατώντας στα θερά τό πηδάλιο αρχίζει νά δίνη πάλι ύψος στό αερο πλάνο του. Παίρνει κατόπιν μιά νέα κατεύθυνσι καί στέλ νει την «Αστραπή» κατ5 ευ θείαν στά πλευρά των Γιαπωνέζων. Εΐναι μιά μέθοδος^κεραυνοβόλου έπιθέσεως πού Ε χει διδαχτή στη Σχολή, όταν έπαιρνε μαθήματα πιλότου άπό άσσους τής καταδεκτι κής αεροπορίας πού είχαν διαποέψει στον δεύτεοα παγ κόσμιο πόλεμο. Τά φτερά τρί ζουν και νομίζει κανείς πως από τή μιά στιγμή στην άλ λη θά κομματιαστούν καί ή «/Αστραπή» θά μεταβληθή σ’ ένα φλέγόμενο μετέωρο... 5Αλλά τό αεροσκάφος πού έστειλε στά παιδιά ^ό Αρχι συντάκτης τ@υ «Νταίηλυ Χς-
ραλντ» μπορεί νδ άντέξη σέ ταχύτητα πιο μεγάλη Ακόμα κι* Απ9 τήν ταχύτητα του ή χου. Τό γιαπωνέζικο βρίσκε ται τώρα σέ δύσκολη θέσι. Αέν έχει τήν ευχέρεια κινή σεων καί μένει εκτεθειμένο στά συγκεντρωμένα πυρά τής «Αστραπής». Τα πυρωμένα μολύβια πού φεύγουν Από τίς κάννες των πολυβόλων τού Αεριοπροωθο υμ έ ν ο υ πάνε γραμμή αυτή τή φορά προς τον στόχο τους. Τό ένα φτερό του γιαπωνέζικου, γαζωμένο Από τίς σφαίρες τσακίζεται σαν χαρτόνι καί μένει πίσω στριφογυρίζοντας στον Αέρα. Τήν ίδια στιγμή μιά καινούρ για όμοβροντία συντρίβει τούς δυο κινητήρες του καί τό εχθρικό Αεροσκάφος τυλίγε ται άπό κίτρινες καί γαλά ζιες φλόγες. Περνάει σάν βο λίδα ^μισό μέτρο μπροστά Α πό τήν «Αστραπή», σφυρί ζοντας Απαίσια τό τραγούδι τού θανάτου, καί χάνεται φλέ γόμενο πρσ^ τό μέρος τής Α πέραντης θάλασσας... —- 9Εν τάξει παιδιά!, φω νάζει απ' τό τηλέφωνο ό Μάκ. Ό δρόμος είναι πάλι ελεύθε ρος. Μποοεΐτε νά ξαπλώσετε τώρα στίς πολυθρόνες σας. —- Ζήτω! ϊ ούς φάγαμε τό μάτι!, ξεφωνίζει ό Γκάφας. Είμαστε θηρία... Ανήμερα! Τά το,λιμιηιρά πχχι διά πέ<ρτ·ουν στό -κενό χαί προσγειώνονται σέ ,μιιά άγρια ζούγκλα!
Η
«ΑΣΤΡΑΠΗ» # ταξιδεύει τώρα πάλι Ανενόχλητη
24 · ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΜΕΟΥ ►η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*,»»»»»»»»»»»»»»»
μέ 300 χιλιόμετρα την ώοα, καί 6 θόρυβος τής μηχανής μέσα στη νύχτα, συνεχίζον μας δέν άκούγεται στο έδα τας την ποοεία της προς τό φος. . Λ τό μυστηριώδες νησί, πού Καί, καθώς άοχίζει τις μα κρύβει τό Μεγάλο Μυστικό νούβρες, πότε προς τ3 απάνω του «Μπλε Παγωνιού». Οί δυο πότε προς τά κάτω, πότε δε ξιά καί πότε αριστερά, τό ώρες περνούν σύντομα κι* ό Μάκ Ντάνυ, κάνοντας τούς υ άεροπλάνο του γιά ν’ αποφυ πολογισμούς του στο χάρτη, γή το φως, βλέπει καινούρ βρίσκε^ πώς σέ λίγα λεπτά γιους προβολείς ν’ άνάβουν θά πετάνε πάνω από τό Κ ιού σέ πολλά σημεία. "Ενα πλή - Σίου. Ελαττώνει ταχύτητα θος άπό φωτεινές ευθείες σπα και μέσα στο σκοτάδι δισκρί θίζουν τή νύχτα. Ευθείες πού νει θαμπά τό σχήμα τού νη διαγράφουν μεγάλα τόξα προ σιού καί τούς χαμηλούς λό σπαθώντας νά τον άνακαλύφους πού πλαισιώνουν την πυ ψουν. κνή ζούγκλα. "Εχει επίσημα. "Ενας προβολέας περνάει νει στο χάρτη ένα μικρό όρο- πάνω άπό την «Αστραπή». πέδιο έπάνω στο όποιο λο Αυτό σημαίνει μήνυμα θανά γαριάζει τώρα νά προσγειω- του. Τά χαλύβδινα φτερά τού θή. Μέ τό ένα του χέρι λοιπόν σκάφους αντανακλούν τό ψώς στο πηδάλιο καί μέ τό άλλο σάν καθρέφτες καί σχεδόν ά~ κρατώντας μπροστά στα μά μέσως δλες οι φωτεινές ευ τια του τά κυάλια νυκτός, θείες των προβολέων τό ση μαδεύουν. Είναι σάν τεράστια προσπαθεί νά ξενωρίση τό μικρό αυτό οροπέδιο πού θά πόδια άράχνης πού αγκαλιά του έπιτρέψη μιά οπωσδήπο ζουν σέ μιά απαίσια περί* τε ομαλή προσγείωσι. πτυξι τό άεροπλάνο μέ τά "Ομως ξαφνικά, καθώς έ- τρία παιδιά..., πισκοπείς τά γύρω, νοιώθει "Αδικα αγωνίζεται ό Μάκ την καρδιά του νά σκιρτάη νά ξεφύγη. Ή «3Αστραπή» τρομαγμένα. 3Από τό έδαφος είναι τώρα ένας θαυμάσιος ξεπετιέται ένα εκτυφλωτικό στόχος·. Καί μονομιάς αρχί φως. Δέν αργεί νά καταλάβη ζουν ν3 ανεβαίνουν άπό τό έ πώς πρόκειται γιά έναν με δαφος τά πυρωμένα βλήματα γάλης έντάσεως προβολέα, καί τό άεοοσκάφος μπαίνει πού σκίζει τό σκοτάδι καί σέ μιά κόλασι έκοήξεων καί διαγράφει βιαστικά τόξα ψά καπνών. "Ενα αδιαπέραστο χνοντας τον ουρανό. φράγμα πυοός σχηματίζεται ■— Μάς μυρίστηκαν!, λέει γύρω του. Καί άπότουα κά μέσα άπό ·τά δόντια του τό τι άκούγεται πού μοιάζει σάν παιδί. Μάς έ'πιασε τό ραν κεραυνός. "Ενα βλήμα μεγά τάρ τους καί σημειώνει τώοα λου διαμετρήματος βροντάει την παρουσία μας. Γιατί βέ άπάνω στον χαλύβδινο θώρα βαια πετάμε σέ μεγάλο ύψος κα τού αεροπλάνου, "Ενας α*
ΥΠΕΡΑΝβ^ηηΟΪ ■ 15 »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»>>»»»»»»»>»»»»»»»»» νεμοστρόβιλος θανάτου τυλί γει την «Αστραπή». — "Ελλεν! Τζίμ!, άκου* γετοα βραχνή και γεμάτη α γωνία ή φωνή του Μάκ. ίο άεροπλάνο μας πληγώθηκε ά σκημα στις αποθήκες βενζί νης. Έτοιμαστήτε νά τό έγκαταλείψουμε. Θά πέσουιιε στο νησί μέ αλεξίπτωτα. Θά σάς ειδοποιήσω πότε ακρι βώς θά ριχτούμε στο κενό. Καί μέ μια καταπληκτική ψυχραιμία, που του δίνει ή κρίσιμη αυτή ώρα, πατάει τό μοχλό βάθους καί βουτάει ποός τό έδαφος. Ή ουρά τάς «Αστραπής» φλέγεται. Τά βλήματα τώρα πέφτουν βρο χή απάνω στο σκάφος που. καίγεται. —"Ετοιμοι!, διατάζει. *Αφίνουυιε τό ο’κάφος. Καί ήταν πραγματικά και ρός. Τά τρία παιδιά σαλτάρουν ταυτόχρονα στον αέρα καί, καθώς κατεβαίνουν σά βολίδες προς τη γή πριν ακό μα ανοίξουν τά αλεξίπτωτα, άκουνε μιά φοβερή έκρηξι καί ή νύχτα μεταβάλλεσαι νιά με ρικές στιγμές σέ ημέρα από τις τεράστιες Φλόγες πού τι νάζονται προς ολα τά σημεία. Κ*’ ύστερα ξαναγίνεται σκο-' τάδι... Μέσα σέ τούτο τό σκοτάδι τά τρία αλεξίπτωτα, πού έ χουν ανοίξει σ’ αυτό τό μετα ξύ, κατεβαίνουν αργά. Είναι πολύ χαμηλά καί αί προβο λείς 5έν τά πιάνουν. Τά τοία τολμηρά Ά μ ε ρικανόπο·’λα τούς βλέπουν σέ λίγο νά σβύνουν 6 ένας ύστερα από τον
άλλον καί μονάχα κάπου μακρυά, προς τό μέρος τής α κτής φαίνονται τά υπόλοιπα τού κατεστραμμένου άεροπλά νου πού στπθοβολάνε καί κα πνίζουν ακόμα. — Δέν είναι καί άσκημα έδώ!, λέει 6 Μάκ στους φί λους του καθώς προσγειώνον ται καί απαλλάσσονται από τά άλεξίπτωτα. Θέλει νά τούς 6ώση κουρά γιο γιατί τούτη ή πεοιπέτεια τούς έχει^ κλονίσει κάπως τά νεύρα. Τά ποόσωπά τους μέ σα στο σκοτάδι δείχνουν χλω μά καί κουοασμένα. Τό βλέμ μα τους διατηρεί άκόμα τά σημάδια τών τοομαχτικών στιγμών πού πέρασαν. — Μπρορ!, κάνει ό Τζίμ Γκάφας. *Αν είχαμε τουλάχι στον κάτι νά Φάμε! Αυτό τό ταξίδι μέ τό άλεξίπτωτα μου άνοιξε -ήν ορεξι. *Η "Ελλεν κι' 6 Μάκ δέν μιλάνε. Δέν είναι ώοα γΓ α στεία. Βρίσκονται σ’ ένα μι κρό ξέφω^ο καί γύοω τους υ ψώνεται άγρια, σκοτεινή καί γενάτη θάνατο ή ζούγκλα τού Κιού - Σίου. Ό νεαρός ρέποοτεο άνοίγει ένα σακκίδιο πού έχει στους ώμους του. — Ποίν δούμε πού θά κα τασταλάξουμε, λέει, πρέπει νά καταμετρήσου ηε τά χοντά μας. Έδώ μέσα έχω κάτι πού σίγουρα θά μάς χρε»σστή. "Οταν ήταν νά ξε κινήσουμε, έκανα για ώρα α νάγκης μεοικές προμήθειες! — Θά έχης σίγουρα στο σακκίδιο καμμιά κομματάρα
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
>»»»»»»»»»»»»»»»^>^>>>>>>>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»
κέικ!. ξεφωνίζει ό Γκάφας και αισθάνεται μια δυνατή λιγούρα καί γλύφεται. Τό ή ξερα εγώ, κύριε Μάκ, δτι ή σουν ανέκαθεν καλό παιδί... Αμάν, Θεούλη μου, κι* ήθε λα να βάλω κάτι στο στόμα μου. Τό παιδί τον κυττάζει καί χαμογελάει. 7— "Οχι. Αέν έχω κέϊκ, Τζίμ! "Εχω τρία πιστόλια, τρία κυνηγετικά μαχαίρια,
Στην κραυγή τής "Ελλεν που βιαΓρέγει θανάσιμο κίνδυνο το Γε
ράκι έττι τίθεται κεραυνοβόλα.
κάμποσες σφαίρες κΓ έναν μικρό πομπό ασυρμάτου. Τά κουβάλησα μαζί μου για κά θε ενδεχόμενο. ΓΥά... λιχου διές δέν ύπήρχε χώρος στο σακκίδιο.^ Και νά που θά μάς χρειαστούμε αυτά που έφερα. Ό άραπάκος κατεβάζει τά μούτρα του, αλλά δέν τολμάει νά ξαναμιλήση γιά κέϊκ, για τί βλέπει πώς ό Μάκ έχει δίκηο. — Είσαι έν τάξει, Μάκ!, λέει ή "Ελλεν που έχει ξαναβρή πάλι τό κέφι της. Δοσε μου τό μερδικό μου απ’ τό σακκίδιο. λ Παίρνει ένα περίστροφο, τό γεμίζει μέ σφαίρες, τό περνάει στη ζώνη της, παίρ νει κι* ένα από τά τρία κυ νηγετικά μαχαίρια. Ό Μάκ δίνει καί στον Τζίμ... τό με ρίδιό του κι* ό άραπάκος τό παίρνει, μελαγχολικά. — Τον ασύρματο θά τον χρησιμοποιήσουμε αργότερα, λέει τό παιδί. Καί τον τοποθετεί πάλι στο σακκίδιο. Κάτι ετοιμά ζεται ακόμα νά πή, άλλα η φωνί του σκεπάζεται από έ ναν άγριο βρυχηθμό πού έρ χεται από τό σκοτεινό δάσος. — Μεγάλε Θεέ των νέ γρων!, βγάζει μια κραυγή ο Τζίμ Γκάφας καί τρέχει καί κρύβεται πίσω από τά φου στάνια τής "Ελλεν. Μάς πή ρανε μυρουδιά τά θηρία κι* έρχονται νά μάς κάνουν έπίσπεψι! Τά δυο άλλα παιδιά καρ φώνουν τό βλέμμα προς τό σημείο, άπ* δπου υπολογίζουν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ 27 »»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»3>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
δτι ήρθε ό βρυχηθμός, καί μέ νουν άσάλευτα σά νά τά χτύ πησε κεραυνός. Άκούγεται ό θόρυβος από κλαρίά που σπά ζουν κι* ένα καινούργιο ουρ λιαχτό φτάνει στ3 αυτιά τους. "Ομως τούτη τή φοοά ό ^βρυ χηθμός έρχεται από κάπως μακρύτερα. "Ανασαίνουν. — Τό αγρίμι δεν μάς κα ταδέχθηκε, λέει προσπαθών τας νά χαμογελάση ό Μακ. Πάει για κανένα πιο νόστι μο μεζέ... *Ένας πελώριος
βδας
ξεπροβάλλει χουί δ Νέ ος Υπεράνθρωπος κά νει την έιμφάνκπ τοι?
ΛΗ την υπόλοιπη νύχτα την περνούν σ3 αυτό τό ξέφωτο άγρυπνοι και γεμάτοι αγωνία. 3Από τή ζούγκλα κά θε λεπτό φτάνουν τά άγρια ουρλιαχτά των τίγρεων και ο! φοβεροί βρυχηθμοί των λιον τάρι ών, που έχουν 6γη ανα ζητώντας τροφή. Δεν τολμουν νά κινηθούν. Ό θάνατος πα ραμονεύει παντού καί ό Τζίμ Γκάφας, που παίρνει κάθε τό *() Τζίμ Γκάφας καθώς όκούει σο κανέναν υπνάκο κλεφτά, τους άγριους βρυγηθμούς των άγριμιών τής ζούγκλας κρύβεται τινάζεται τρομαγμένος καί πίσω οπτ5 τό φουστάνι τής *Έλξεφωνίζει: Αεν τρομα^ ·>?νος. — 3Αμάν! 3Αμάν! Θεούλη μου!... Αέ γλυτώνουμε! Θά γρίμια κουρασμένα από τό μάς καταπιούνε. *Άχ! Τί ω κυνήγι της νύχτας γυρίζουν χοοτασμένα στις φωλιές τους ραία που ήμαστε στο Τόκιο! Βάλε τό ^έρι σου, Θεούλη νά κοιμηθούν. Τά ουρλιαχτά μου, γιατί χαθήκαμε. Στείλε καί οί βρυχηθμοί σταματούν μας ένα αεροπλάνο νά φύγου καί δλα ξαναγίνονται ήρεμα. με και σού όρκίζομαι πώς δέν — Καιρός είναι νά μπού 6ά ξαναπατήσω πια στο Κ ι με στη ζούγκλα, λέει ό Μάκ. ού - Σίου... Οί Γιαπωνέζοι τώρα πού ξη Κατά τά ξημερώματα τ* ά- μέρωσε θ’ αρχίσουν νά ψά-
Ο
2Β χνουν. Λεν είναι βέβαιοι αν χαθήκαμε μαζί μέ το άεροπλάνο ή άν είμαστε ζωντα νοί. Πρέιτει για κάθε ένδεχόμενο νά βρούμε μια κρυψώνα. Κάνουν μια θερμή προσευ χή μέσα τους- στο θεό, παρακαλώντας τον νά τους ποοστατέψη στη δύσκολη θέσι που βρίσκονται, και αρχί ζουν _νά προχωρούν. Ή ζούγ κλα είναι γεμάτη υγρασία και μούχλα. Αιωνόβια δένττα, αναρριχητικά φυτά, άγρια βλάστησι, κάνουν δύσκολη την πορεία τους. "Ομως μέ τά μαχαίρια τους ανοίγουν δρόμο κόβοντας τά κλαδιά και προχωρούν και κάθε τόσο ...κόβεται το αιιια του Τζίμ Γκάφα, καθώς βλέπει νά ξεπετιούνται μποοστά τους πα ράξενα πουλιά μέ χρωματι στά φτερά, άσπροι μικοοί πί θηκοι. πού σαλτάρουν κάνον τας κωμικούς μορφασμούς άπο δέντρο σέ δέντρο, καί άλ λα περίεργα μικοά άγρίμισ, άνίκανα νά βλάψουν. Που καί που διακρίνουν καί κάποιο φίδι, πού σέρνε ται τεμπέλικα απάνω στα ξε ρά φύλλα καί στους πεσμέ νους κορμούς. Τότε τά παιδιά στέκουν ακίνητα. Ή παραμι κρή κίνησί τους μπορεί νά τούς κοστίση τή ζωή. Μονά χα σέ ώρα άνάγκης θά πυ ροβολήσουν. "Υστερα άπό άρκετή πο ρεία, σταματούν· κάπου. Εί ναι μιά σπηλιά κρυμμένη α νάμεσα σέ μεγάλα άρτόδεντρσ καί καρυδιές. Πλάϊ στή
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
σπηλιά υπάρχει μιά μικρή πηγή. — Έδώ είναι το καταλλη λότερο μέρος πού μπορούμε νά μείνουμε, λέει ό Μάκ. Μέ τούς καρπούς των δέντρων αυ των μπορούμε νά ζήσουμε χω ρίς νά πεινάσουμε. Ή πηγή έξ άλλου 0ά μάς χαρίση τό δοοσεοό νεοό της κΓ έτσι δέ θά μάς λείψη τίποτα. — Μονάχα πού τά δέντρα αυτά δεν βγάζουν...κέικ ή γλυκοπατάτες τουλάχιστον!, λέει μέ καημό ό Τζίμ και Α ναστενάζει. — Θά ξεγελάσης λιχούδη τή λαιμαργία σου μέ μπα νάνες!,, λέει ό ρέποοτεο. Κύτ τάξε .γύρω σου. Εκατοντάδες μπανανιές φορτωμένες καρπό. Φτάνει νά σκαοφαλώση κα νείς ώς έκεΐ πάνω. "Υστερα άπσ λίγο έχουν καθαρίσει τή σπηλιά καί ξα πλώνουν νά ξεκουραστούν. Ό Μάκ κόβει μερικές καούδες καί τίς σπάζει. Τά παιδιά ρουφούν τό άσπρο δοοσεοό γάλα τους καί τραγανίζουν κατόπιν τον ωραίο χορταοπικό καρπό... ■— Δέν είναι άσκημα κι5 έ δώ !, λέει ό άρσπάκος καθώς καταβροχθίζει τήν πέμπτη κατά σειρά καρύδα καί νοιώ θει έπί τέλους γεμάτο τό στομάχι του. Μ* αρέσει νά έγκατασταθώ μόνιμα σ’ αυτό τό ν^σί. Μποοο! θεούλη μου! Τί είναι αυτό; Ό Μάκ κι* ή "Ελλεν τινά ζονται ξαφνιασμένοι καί αυ τό πού βλέπουν τούς κάνει νά παγώσουν. Άπό μσκρυά
ψη®ρ&η®ρα®0%
. ..
ξβχΜρίξουν {ναν ηρ&σνιο %«
κο, ττ0ϋ €τέρν£Ύ©(ΐ μέ άργές κινήσεις άναμεσα στα δέντρα και πλησιάζει προς τη σπψ λιά. — "Ενας βόας! "Ενας βό6ς!, .ξεφωνίζει ή κοπέλλσ. — ιΝα κάτι που 6έ σκεφτήκαμε!, γρυλλίζει ό Μάκ. Δέ σκεφτήκαμε πώς αυτή ή σπηλιά μπορεί νά ήταν ή φω λιά αυτοί) του φιδιού! ^ Καί, καθώς μιλάει, μέ γορ γές κινήσεις βγαίνει έξω από τό σπήλαιο. Είναι φοβερό καί μεγαλόπρεπο μαζί τό θέαμα αυτοί) του μεγάλου έρπετοΰ, που έχει μια τεράστια δύναμι καί πού μπορεί μ’ ένα Αγ κάλιασμά του νά συντρίψη ένα λιοντάρι η νά γκρεμίση ένα θεόρατο δέντρο. Τό κορ μί του έχει πάχος 6υό ανθρώ πων μαζί καί τό μάκρος του ξεπερνάει τά είκοσι μέτρα! -—Ριχτού, Μάκ!, λέει κλα ψιάρικα ό Τζιμ πού έχει πε ταχτή μαζί μέ την "Ελλεν έ ξω ·άπό τη σπηλιά. Ρίχτου μέ τό πιστόλι σου γιατί χα θήκαμε! "Ενα χαμόγελο πικρό σχε διάζεται στο πρόσωπο του παιδιού. Τί ^νά τού ρίξη; Νά τό* πυροβόληση μέ τό περί στροφό του; Μά τό πετσί αυ τού τού καταπληχτικοϋ φιδιού είναι ισχυρό ©σο πάνω - κά τω ένας θώρακας άπρ χάλυ βα. Τίποτα 8έν μποο.εΐ νά τό πέραση. Μονάχα μιά επανα ληπτική καραμίνα μέ μεγά λα βλήματα θά μπορούσε κά τι νά κάνη στά χέρια ένός
έμπειρου κυνηγού, πού θά κα-
· ..
$9
τάφφκ; νά σηίλη §υύ σφαί ρες οπό καύκαλό του, άνσμε* σα στά^ δυο μάτια, ^ ■— Νά φύγουμε, Μάκ!, λέει ή "Ελλεν μέ φωνή πού τρέμει. -— Δέ θά προφτάσουμε, α παντάει αυτός. Ό βόας θά τινάξη σάν αστραπή τήν ού ρα του καί θά μάς συντρίψη ■ "Οσο νωθρός καί δυσκίνητος φαίνεται, άλλο τόσο σβέλτος καί κεραυνοβόλος είναι στήν πραγματικότητα. — Είμαστε χαμένοι!, άκούγεται ή φωνή τού ϊζίμ. — Θά παλέψω μαζί του!, λέει αποφασιστικά ύστερα από μιά στιγμή σιωπής ό Μάκ.- Π,ροσέχτε. Θά τον α πασχολήσω εγώ κΤ έτσι θά βρήτε τήν ευκαιρία ν’ άπομακρυνθήτε. Ελπίζω πώς θά τά καταφέρω. Καί, καθώς μιλάει, φέρνει τό δαχτυλίδι μέ τήν μπλέ πέ τρα στο στόμα του. Τό μαγι κό υγρό μέσα σέ μισό δευτε ρόλεπτο αρχίζει κιόλας τήν έπίδρασΐ του. Μπροστά στά μάτια των δυο τρομαγμένων παιδιών γίνεται ή θαυματουρ γή μεταμόρφωσι. Καί τώρα τό θρυλικό Γεράκι, ό Νέος Υ περάνθρωπος, με τή μπλε φόρμα καί τήν κόκκινη μπέρ τα στούς ώμους, είναι ^έτοι μος νά δώση τή σκληρή μά χη. Τό έρπετό αυτή μόλις τή στιγμή βλέπει τά τρία παι διά. ΟΊ τεράστιες μασέλες του ανοιγοκλείνουν απαίσια καί άκούγεται ένα άνατριχιαστικό φύσημα, καθώς ανα πνέει θυμωμένα, Τά μικρά
86 μάτιο^του καθρεφτίζουν
Γβ*ΑΚΐ, Ο Μ101 τή
ψοβεοή λύσσα, που ιό έχει κυριέψει, αντικρίζοντας τρεις ξένους στη φωλιά του. Ό φοβέρος κύλινδρός του κορμού του κινείται κυματιστά και δλο ζυγώνει προς το μέρος τους. Ξαφνικά τινάζει την ου ρά του ψηλά καί ενα θανάσι μο τόξο σχηματίζεται στον αέρα γιά μιά μονάχα στιγμή. "Ύστερα δλος τούτος ό δγκος πέφτει προς τδ μέρος των παιδιών και ή "Έλλεν πού δο κιμάζει νά οπισθοχώρηση τρομαγμένη, αισθάνεται κάτι παγωμένο νά τυλίγεται στη μέση της. — Μάκ! Βοήθεια!, βγά ζει μιά σπαραχτική κραυγή. Βοήθεια! — Θεούλη μου!, ξεφωνίζει ό^Γκάφας καί γουρλώνει τά μάτια. Αλλά τό Γεράκι έχει δή. Δεν περιμένει ν' άκούση. Βλέπει τή φοβεοή οποά του έρπετοϋ, πού έχει διπλωθή γύρω άπδ την δμοοφη βοηθό του, νά σηκώνεται στον αέρα, παρασέρνοντας μαζί καί τό κορίτσι! Χωρίς νά σκεφτη τον θανάσιμο κίνδυνο, τινά ζει τά πόδια του, σ αλτ άρει ψηλά καί τά σιδερένια μπρά τσα του γατζώνονται γύρω άπό τή θηλειά πού κρατάει αΙχμάλωτη την "Ελλεν. — Κουράγιο "Ελλεν!, τής
φωνάζει. Α/λά τό κορίτσι δεν μπο ρεί νά τον άκούση πια. "Έ χει χάσει τις αισθήσεις της καί αυτό είναι πού κάνει τό; Νέο Υπεράνθρωπο φοβερό
και άσυγκράτητο οπήν του. Με σφιχτά δόντια καί τεντωμένους όλους τούς μυώ νες του άνίκητου κορμιού του τό Γεράκι μπαίνει σ’ έναν ά γριο καί ανελέητο αγώνα γιά νά σώση άπό ένα φριχτό θά-* νατό τήν άγαπημένη του "Ελ λεν. ^ Τό φίδι, ξαφνιασμένο άπό τούτη την κεραυνοβόλα έπέμβασι τού Υπεράνθρωπου παι διού, κάνει άπαίσιες συσπά σεις προσπαθώντας νά σφί ξη περισσότερο τή ζωντανή θηλειά, πού έχει σχηματίσει γύρω άπό τή μέση τής Αιποθυμισμένης κοπέλλας. "Ομως μέ μιά κατάπληξι, πού ζων τανεύεται στο πανωυένο του βλέμμα, αντιλαμβάνεται πώς κάτι παράξενο συμβαίνει. Τό Γεράκι πού έχει γαντζωθή α πάνω του, δεν τό άφίνει καί τούτο φέονει άφΛούς λύσσας στο τεράστιο στόμα του.
Ό Μάκ, ή "Ελλεν κι* δ Τζυμ δίοπο έχ ουν έ σχατο κίνδυνο θανάτου ΟΝΤΡΟΙ κόμποι ιδρώ τα κατρακυλούν άπό τό μέτωπο τού Γερακιού καί τά χαλύβδινα μπράτσα του πάνε νά σπάσουν άπό τήν ύπερέντασι. Ό βόας στριφογυρίζει άφίνοντας ένα άνατριχιαστι κό σφύριγμα θανάτου καί τινάζεται^ πότε εδώ καί πότε έκεΐ, ένώ τά μικρά μάτια του κυττάζουν μέ μίσος τον μικροσκοπικό αντίπαλό του, πού τολμάει νά άναμετρηθή μαζί του. Μά δλα τούτα δέν τον ωφελούν σε τίποτα &€αί
τό θρυλικό Γεράκι, βάζοντας σέ κίνησι καί τήν τελευταία ϊνα του κορμιού του, καταφέρ νει νά χσλαρώση τή θανάσι μη θηλειά. ι η> ιοια στιγμή άνασηκώνει στα μπράτσα του τήν "ΕΑΑεν^καί σαλτάροντας προς τ5 άπάνω σά βολίδα ξεφεύγει α πό τήν ακτίνα δράσεως τοΰ φοβερού ερπετού. "Υστερα προσγειώνεται πάλι κΓ ά κου μπάει απαλά τή λιποθυμί α μένη κοπέλλα στο χώμα μακρυά από κάθε κίνδυνο. εικεινη ανοίγει τά μάτια. Συνέρχεται. — ί^ισαι καλά, "Ελλεν; ρωτάει μέ αγωνία τό παιδί. — Ευχαριστώ, Μάκ, απο κρίνεται. Χωρίς εσένα θά ή μουν τώρα χαμένη. Δέν έχω τίποτα. Ευτυχώς πού πρόλαβες. Αλλά ό αγώνας μέ τον βόα δέν ένει τελειώσει ακόμα. Τό φίδι ζητάει νά πάρη έκδίκησι και μέ ύπουλες κινήσεις ζυ γώνει προς τό μέρος τους. Ό Τζιμ Γκάφας όμως πού έχει τρέξει κΓ αυτός κοντά στήν "ΕΑΑεν, βλέπει πρώτος τον κίνδυνο. - Τό φίδι! Τό φίδι!, φω νάζει μέ γουρλωμένα μάτια. ιο Γεράκι τινάζεται ορθό και παίρνει μιά βιαστική βόλτα στις φτέρνες} του. ^ Ε χει δίκηο ό μικρός άραπάκος προστατευόμενός του! Τό με γάλο έρπετό, βγάζοντας άφρούς λύσσας από τό στόμα, πλησιάζει μέ βιαστικούς κυματισμούς τοΰ κορμιού του. Ό Νέος Υπεράνθρωπος ό
μως, τώρα πού δέν βρίσκεται πια αιχμάλωτη^ ή "Ελλεν, μπορεί νά κινηθή περισσότε ρο άνετα ^ και μέ ταχύτητα πραγματικά κεραυνοβόλα. Μέ νει για μιά στιγμή ασάλευ τος και τό κοφτερό σάν ατσά λι βλέμμα του διασταυρώνε ται μέ τό απαίσιο βλέμμα του φιδιού. .Εκείνο σά νά αι σθάνεται νά τό διαπερνάη έ να δυνατό μαγνητικό ρεύμα, στέκει απότομα ακίνητο. Τού την ακριβώς τή στιγμή περι μένει τό θρυλικό Γεράκι! Σφίγγει τά δόντια και σαλτάρει σάν κεραυνός σημαδεύ οντας μέ τις σιδερένιες γρο θιές του τό κρανίο τοΰ έρπετοΰ. Τά χέρια του σάν ηλεκ τρικά σφυριά, πού ζυγιάζουν εκατό τόννους τό καθένα, κα ταφέρνουν μιά σειρά από φο βερά χτυπήματα. Ό βόας άφίνει ένα σφύριγμα οργής και πόνου μαζί. Είναι φανερό πώς τά ξαφνικά πλήγματα τον έ χουν ζαλίσει. "Ομως είναι ζωντανός καί διαθέτει τερά στια δύναμι ακόμα. Κάνει μιά τελευταία προσπάθεια καί, καθώς τό Γεράκι πραγματο ποιεί μιά δεύτερη έφόρμησι, τό λαστιχένιο κορμί τοΰ έρπετοΰ τυλίγεται σέ μιά φοβε ρή βόλτα γύρω του. — Μάκ!, ξεφωνίζει μέ ά γων ία ή "Ελλεν πού βλέπει τό φίδι νά τυλίγη τό φίλο της.. ^— Κύριε Μάκ! Πρόσεχε κύριε Μάκ!, φωνάζει καί ό Γκάφας πού τρέμει όλόκληρος.
Μή ζυγώνετε!,
άπαν- -
η
.
τάβί τά ^αιβί, Μγι ττλησιάζι* τε!
Και μίτρόστα όπά γεμάτα τρόμο μάτια των δυο φίλων του ,αρχίζει εναν καινούργια σκληρό άγώνα μέ Τον τέρά* στιο βόα πού ζητάει νά τον συντρίψη, νά τον μεταβάλη σέ μια άμορφη μάζα από σάρ κες και οστά για νά τον ρίξη κατόπιν στο στόμα του. Τό θρυλικό Γεράκι πρώτη φο ρά νοιώθει ένα παράξενο φό βο νά τό κυριευη. Είναι ή πρώτη άλλωστε φορά που συμπλέκεται υ’ έναν τέτοιον γίγαντα. Αισθάνεται τή ζων τανή θηλειά νά σφίγγεται ο λοένα καί περισσότερο στο κορμί του και ή ανάσα του γίνεται κοντή καί δύσκολη. "Έχει τήν αίσθησι πώς σέ λί γο θά σπάσουν τά πλευρά του καί δέν θά μπορή πια νά άμυνθή. Ό θάνατος τον ζυνώνει μέ μεγάλα βήματα. ΚΓ όχι μονάχα αυτόν, αλλά καί τους δυο αγαπημένους του φί λους, πού χωρίς αυτόν σίγου
ΓΡ^ΑίΙ.
β
ΜΙΟΙ
ρα θά ναθουν σέ τουτοΐδ μυ
στηριώδες νησί, ότίου έχει τή φωλιά της ή συμμοοία του <<Μπλέ Παγωνιού». Ή θέσι των τοιών παιδιών πραγ ματικά είναι τραγική. Καί μιά στιγμή αργότερα γίνεται περισσότερο τραγική. "Ενας παράξενος θόρυβος άπό κλα διά πού σπάνε άκούγεται καί κάποιοι μιλούν μεγαλόφωνα, καθώς πλησιάζουν προς τό μέοος τους. Είναι μιά περί πολος Γιαπωνέζων, πού ψά χνουν ν’ άνσκαλύυ>ουν τούς έπιβάτες τής «Αστραπής». Βρήκανε τά συντρί μ ματ του αεροπλάνου, μά δέν βρήκαν τά πτώματα εκείνων πού ήταν πλήρωμα καί επιβάτες του. Κατάλαβαν πώς γλύστρησαν μέσα στο σκοτάδι μέ αλεξί πτωτα καί τώοα βγήκαν πε ριπολίες καί άρχισαν έντοττικές έρευνες. Ή ζωή τοΟ Μάκ, τής "Ελλεν καί του Τζίμ Γκάφα κρέ μεται σέ μιά κλωστή...
ΤΕΛΟΣ
Γ) Ρ Ο Ε Ο X Η Τήν Παραο&ευϊ 27 Αύγουστου (5 Σεπτεμβρίου στις Επαρχίες) κυκλοφορεί ό Τ Α Γ Κ Ο Ρ
Τό Ελληνόπουλο πού έγινε Μαχαραγιάς 4
(3 Σεπτεμβρίου για τις επαρχίες) θά κυκλοψορήση ενα νέο έββομο^ιαΐο ανάγνωσμα, πού θά κάνη την καρδιά κάθε Ελληνόπουλου νά χτυπήση άπό συγκίνησι, ένθουσιασμό και χαρά! Θά κυκλοψορήση ό
Τό Ελληνόπουλο πού έ'νίνε Μοχαρανιάζ "Ένα καταπληκτικό άνάγνωσμα, ενα πανόραμα πλοκής περιπετειών, ηρωισμού, μυστηρίου, αυτοθυ σίας και εύγενών αισθημάτων!
"Ενα άνάγνωσμα πού θά ξετρελλάνη άκόυα και τούς πιο δύσκολους αναγνώστες περιπετειών! Εί ναι ή ιστορία ενός τολμηρού Ελληνόπουλου, πού κατόρθωσε νά δσμάση άγρια θηρία και κακούργους ληστές και νά σώση ένα παραμυθένιο κράτος των Ινδιών! Κυκλοφορεί την
(3
Σεπτεμβρίου γιά τις επαρχίες)
= Ξ
ΡΓρητ/Τ I £Γ Μ Μ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ·|·ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ I ΩΝ
§
Γραφεία: 'Οδος Λέκκα 22 "ν’· Άριθ. 15 "ν’ Τιμή δραχ. 2 Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στ. Άνεμοδαυράς, Άριστεί» 8ου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
ΪΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙΗΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ
ίηιιτιπιιΐΜΐηηιιιιιιτπΐπΐΐπππιιτππτιΠϊΗΐιπιΐΏΐΐιππιιιιιιι^
ΓΐΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒ1ΙΙϋΒΒΙΒ1821ΙΒΒ8!ΙΙΙβ3Ι89ΒΙ3Ι{ΙΙ!ϋβ8ΙΙ9&!Ι023ΒβίΒ1Ι2ΒΗΗ3ΙΙΙΙΙΙΕ1Ι8ΙΙΙΙκ
ΕΞΕΔΟΘΗΙΑΝ 1) Τό Παιδί τοίϊ Μυστηρίου 2) 3} 4) 5) 6)
Τό Γεράκι συντρίβει Τό * Ιπτάμενο Παιδί Τιτανομαχία :0 Προστάτης^ του Κόσμου Τό Μαύρο καί τό 'Άσ'ττρο
Γεράκι
7) Τό Φοβερό Μυστικό
8) Ό Αόρατος Θάνατος. 9) °0 Τζιμ Γκάφας θυμώνει. 10) 01 Κίτρινοι Δ<τίυο'-ες
11)
Στάνέοιατών Έρυθροδέρμω
12) 13) 14) 15)
*0 Μυστηριώδης Φυλακισμένος Τό Μηνά νήμα του * Ολέθρου. Τό θαύμα τπου Σώίει. Τό Αΐνιγιμα της Ζούγκλας.
Στο επόμενο τεύχος, τό 1 6, που κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΤΑΞ συνεχίζεται άδισώπητα ή πάλη των τριών παιδιών έναντίον τής έγκληματικής οργανώσεων του «Μπλε Παγωνιού» καί καταλήγει σέ μια θριαμβευτική άλ λα πικρή νίκη!
ΤΑΞ "Ενα τεύχος, που θά μείνη αξέχαστο στις καρ διές τών θαυμαστών του «Γερακίου»!
Ο ϋΠΕΡΗΝΒΡβΠΟΣ ΜΙΚυ ΜβΟυΣ.
ΟΓΡΤΟΣ ΜβΐΓΕΛΟΙΟΠΟΙΗΣΕ! ΝV ΠΑΜΕ Λ/Π ΤΠΝ Π^ΙΟυΜΕ'
ΖυΝΕΧίΙΕΤβΙ.
ο Νιοο, *
' υπεράνθρωποι __ _ 1 «Κ5ΓΗΒ* «βϊ«
■Τ; Ρ'/^Μ.·
-
;Ι 8
40 Νέος 'ΤπεαάΜθρω.τος περνάει τις πιό κρί σιμες καί σκάρες στιγ μές της ζωής του
^ 5 ΑΥΤΗ την πιό κρίσιμη ^ στιγμή τής ζωής του, τό θρυλικό Γεράκι αισθάνεται νά τον τυλίγη τό κρύο σάβα νο του θανάτου. Ένώ παλεύει άπεγνωσμένα νά ξεφύγη άπό τή ζωντανή θηλειά του τε ράστιου βόα, πού οσο πάει γίνεται πιό στενή και άπό τή μια στιγμή στην άλλη άπειλεΐ νά τού συντρίψη τά κόκκαλα, τά βήματα των Γι απωνέζων, πού ένεργοϋν ερευ νες στο δάσος, ζυγώνουν ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
προς τό μέρος του. (*) Τό ήρωϊκό ’Αμερικανόπουλο παί ζει πάλι κορώνα - γράμματα τή ζωή του στήν προσπάθειά του νά έξοντώση τούς εχθρούς τής πατρίδος του. Άλλα δέν ένδι«φέρεται για τον εαυτό του τούτη την ώρα. Μέσα στήν αφιλόξενη καί μυστηρι ώδη αυτή ζούγκλα του νησιού Κιού - Σίου, δέν είναι μονά χος. Λίγα ^ιέτρα πιο έκεΐ στεκουν μέ έντρομο βλέμμα καί παρακολουθούν, χωρίς νά μπορούν νά τού προσφέοουν τήν έλαχίστη βοήθεια, ή ΓΈλλεν Τζόρνταν, ή μελαχροινή βοηθός του, τό κορίτσι μέ τή γενναία καρδιά, καί ό άραπάκος προστατευόμενός του, ό λιχούδης Τζίμ Γκάφας. "Έ χουν ακούσει καί τά δυο παι διά τά βήματα καί τις κου βέντες τής περιπόλου των Γι απωνέζων πού ψάχνουν νά τούς άνακαλύψουν, μά δέν σα λεύουν. Θά μείνουν έκεΐ νά χτυπηθούν μαζί τους, νά πεθσνουν άν χρειαστή, δίχως δέ θ’ άφήσουν μόνο τον Νέον Υ περάνθρωπο, πού αγωνίζεται νά ξεφύγη άπό τό άγριο αγ κάλιασμα τού μεγάλου αυτού φιδιού, πού τινέίζει τή φοβε ρή γλώσσα του καί ανοιγο κλείνει τά γεμάτα λύσσα μά τια του, γιατί βλέπει πώς έ(*) Διάβασε ττραηγοάυ.ε'ν:) τεάχ: ς «Το ·σΤινγμα τός Ζοεγχλας».
4 χει νά κάνη μ5 Εναν παράξενο καί καταπληκτικά χειροδύνα μο αντίπαλο. — Κουράγιο, Μάκ!, του λέει μέ πνιχτή Φωνή ό Γκά ψας, γιατί δέ θέλει νά τον α κούσουν οι Γιαπωνέζοι. Λο στού νά καταλάβη ! ’Απάνω του καί τούς ψάγαμε! Αλλά το Γεοάκι δεν χρει άζεται συμβουλές. Τό μυαλό του δουλεύει γοργά καί όλοι ο! μυώνες του ακατάβλητου κορμιού του έχουν μπή σέ κίνησι. Μέ φουσκωμένο τό στή θος καί τεντωμένο τό στέρνο, άντιστέκεται στη φοβεοή πίεσι τού έρπετου, που ζητάει νά τού σπάση τά πλευοά. Μέ τις βροθιές του πού είναι Ε λεύθερες καταφέρνει δυνατά χτυπήματα στο κορμί του. Τό φίδι πονάει, σφυρίζει α παίσια, βγάζει άψρούς απ’ τό οπό μα, αλλά δέν τον άφήνει. "Οσο περνάει ή ώοα, κου λουριάζεται περισσότερο καί όσο οί θηλειές γύρω από τό Γεράκι γίνονται πιο πολλές, τόσο τό φιδίσιο κεφάλι έρχε ται πιο κοντά στό Νέο Ύπεσ άνθρωπο. Τό σχέδιό τον εί ναι —έτσι άλλωστε θανατώ νει όλα τά θύματά του— νά φέρη οπό στόμα του τό παι δί, νά τό άρπάξη άνάμεσα οπίς τεράστιες μασέλες του κΓ υστέρα νά τό κατατπή. Τό ί'διο ό·’ως ακριβώς ζη τάει καί τό Γεοάκι. Αυτό πε ριμένει γιά νά δράση κεραυνοβόλα. "Εχει τό σχέδιό του κΓ ό Νέος Υπεράνθρωπος. Ένώ λοιπόν προσπαθεί ν’ άντιδράση στήν πίεσι τού κου-
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
λουριασυένου φιδιού, άφίνει το τεράστιο στόμα του νά τον ζυγώση. Ή γλώσσα του σχεδόν τον αγγίζει τώρα. Αι σθάνεται την καφτη του ά^άσα, πού έχει μιά Φριχτή βρώ μα^ άπό τά πτώματα πού χω νεύει στό στομάχι του, νά τσουοουψλίζη το πρόσωπό του. Τά μάτια τού ερπετού αυτήν άκριβώς τη στιγηή δι ασταυρώνονται υέ τό βλέυμα τού ήοωϊκού παιδιού. ΕΤ αι τό κρισιμώτερο δευτερόλεπτο πού ^νει ζήσει ό Μάκ Ντάνυ. (*) — Ποόσεχε, Μάκ!, ΕεΦωνί ζει μέ σπαοαγμό η "Ξλλεν πού βλέπει τον κίνδυνο. Τό θρυλικό Γεράκι χαυογε λάει. Τής στέλνει Ενα βλέυμα γευάτο λατρεία καί τεντώνει απότομα τά μπράτσα. Τά 6ά χτυλά του ψουχτιάζουν τό φο βερό κεφάλι τού βόα και ή άσυγκράτητη δύναμι τού Νέοϋ Υπεράνθρωπου μπαίνει σ’ Ε νέργεια. Σφίγγει τά δόντια, παίρνει μιά βαδειά άνάσα καί άκουμπάει απάνω στό να λυβδινο στέρνο του τό κεφάλι τού απαίσιου έοπετού. Ταυ τόχρονα. τό δεξιό του χέοι σχηματίζει κλείνοντας μιαν θανάσιμη τανάλια γύρω άπό τό λαιμό τού φιδιού. Εκείνο βγάζει ένα λυσσασμένο σφύ ριγμα καί προσπαθεί νά ξεφυγη. Τό κοομί του κυματί ζει σαν μιά φουρτουνιασμένη θάλασσα καί τινάζεται κάθε '*) Οί άη»οτγ*,"Λτ-ΐς μ-ας ξέ ρουν πώς το Γεράκι και ό νεαοο ς ρ·έττοιοτ©ο Μσκ Ν' όρνυ είναι §να και τό αυτό τΓθάο'ωπο0
τόσο μέ μιά φοβερή Αγωνία, Τότε το Γεράκι Αγκαλιάζει και ^μέ τά δυο σιδερένια μπρατσα του τό κεφάλι του βόα και μέ μια καλό μελετη μένη από πριν κίνησι τό ττεριστρέψει σαν μια βίδα γύ ρω άπ5 τό λαιμό του. ’Ακούγεται ένας ξερός κρότος σαν σπάσιμο κοκκάλων. Ή σπον δυλική οτήλη τού έρπετού έ σπασε! Τό ψίδι τινάζεται με ρικές στιγμές ακόμα, σψαδά ζει καί μενει ακίνητο σαν νά τό χτύπησε κεραυνός. Ή θηλειά πού είχε τυλίξει τό Γεράκι χαλαρώνει και © Μάκ Ντάνυ είναι τώρα ελεύ θερος. Ό ιδρώτας έχει μου σκέψει τό πρόσωπό του και τά χαρακτηριστικά του έχουν πάρει μια σκληρή έκψρασι από την υπεράνθρωπη προσ πάθεια. Τρέχει^ προς τό μέ ρος των παιδιών. —- Ζήτω!, φωνάζει ό Γκά ψας ενθουσιασμένος. Μά τό Γεράκι τού κλείνει τό στόμα. — οιίσαι τρελλός!, γρυλλίζει. Ο! Γιαπωνέζοι ψάχνουν ακόμα. Δέν πρέπει νά μάς δουν... Ελάτε μαζί μου! Τά παιδιά τον ακολουθούν στή σπηλιά και μένουν αμί λητα. Και ήταν καιρός. Γιατι μερικά λεπτά αργότερα άκου γονται πάλι τά βήματα τής περιπόλου. Τά κλαδιά σπά ζουν από τά βσοειά πατήμα τα των Γιαπωνέζων, πού συνεχίζουν την έρευνα. Τά βή ματα πλησιάζουν. Τό Γεράκι κρύβει γιά κάθε ενδεχόμενο Ανάμεσα σέ χώματα και ξερά
φύλλα στό βάθος της σττηλι* άς τή μικρή συσκευή του Α συρμάτου (*). Ή 'ΊΞλΑεν κι5 ό Τζίμ σφίγγουν τά πιστό λια οπή φούχτα τους κΓ έ χουν το δάχτυλο στην σκαν δάλη. ^—■ Μονάχα σέ έσχατη α νάγκη θά πυροβολήσετε, ψι θυρίζει ό Μάκ. Φυσικά θάμπ© ρούσα μονάχος μου νά τούς περί ποιηθώ. Αλλά προτιμώ νά πιστεύουν πώς χαθήκαμε μαζί μέ^ τό αεροπλάνο μας. "Έτσι θά μπορέσουμε άνετώτέρα νά φέρουμε σέ πέρας την αποστολή μας. Τώρα άκοϋνε κουβέντες. Οί Γιαπωνέζοι έχουν σταθή έξω από τή σπηλιά και κου βεντιάζουν. —Θαρρώ πώς άδικα κσπτ όζουμε, άκούγεται μιά φωνή. Οί μουσαφίρηδες γίνανε κάρ βουνρ μαζί μέ τό αεροπλάνο. ^ —- Ό αρχηγός όμως είπε, λέει κάποιος άλλος, πώς πέ σανε μέ αλεξίπτωτα. ^Καΐ για νά ξεσηκώση τόσο: άττο/ σπάσματα γιά έρευνες θά πή πώς φοβάται πώς ο! έπιβάτεο τού αεροπλάνου μπο ρούν νά μάς κάνουν κακό. — Δέ βαρυέσαι!, ακούγεται μιά τρίτη φωνή. Καί νάπεσαν μέ αλεξίπτωτα, πάλ^ι θά είναι μακαρίτες. Τώρα θά βρίσκονται στά στομάχια τί (*)
Τά
τρία παιδιά ^
έχουν
φτάσει στο νησί Κιού-Σίου. προσπαδΔντσς ν' άνακαλύψοιιν τή βάσι, άπ* δ-ιτου εκσφενδονίζονται οι άσηιμέν ι ε ς ρουχέ ι>εςΝ Διάβασε ιτροηγούμενο τεύχος «Το αίνιγμα της Ζούγκλας».
ιτοτα άγριμΐών... "Αδικα ψά χνουμε! —· Τί εΐναι αυτό, άκούγεται ξαφνικά νά ρωτάει κά ποιος^ άλλος. — Μττά! ΜτγοεΙ "Ενας βόας! "Ενας βόας ττεθαμένος! Σίγουρα θά τον σκότω σε καμμιά λεοπάρδαλι. —Καιρός λοιπόν είναι νά του δίνουμε από οώ!, λέει 6 πρώτος. Δέ μου αρέσουν κα θόλου τά νύχια αυτού του ά-
γβίμφΊ *Ί&ύάς τρι γυρνάει β* κόμα κάπου εδώ κονία.,* Τά παιδιά άκοΰνε τις κου βέντες καί κρατούν την ανα πνοή τους. Ευτυχώς όμως, τά μεγάλα φυλλώματα τών^ 8έν-’ τρων καί οι λογής - λογής θά μνοι κρύβουν την είσοδο της σπηλιάς καί δέν τους βλέ πουν. ΟΙ άνδρες τής περιπό λου προσπερνούν καί χάνον ται μέσα στην πυκνή καί πρωτόγονη βλάστησι. Σέ λί γο όλα πάλι είναι ήσυχα ό πως πρώτα. Οι Γιαπωνέζοι βρίσκονται μακρυόε Τα Γεοάχι άιπογειώνεται καί ανακαλύπτει κά τι τ,οομέρα καί εκπλη κτικό
’ΣΗ ώρα αργότερα, το Γεράκι αποφασίζει νά άτο /ειωθή. —Πρέπει νά κάνω μια βόλ τα πάνω από τό νησί, λέει στα παιδιά. "Απ© ψηλά θά μπορέσω νά ξεχωρίσω τή μυ στική βάσι, από όπου έκσφεν δονίζονται οί ασημένιες ρου κέτες._ "Έπειτα, πρέπει νά μάθουμε που βρίσκονται αυ τοί οί καμικάζι, οι έθελοντές του θανάτου, που μπαίνουν στις ^άεροτορπίλλες καί τις διευθύνουν αποφασισμένοι νά πεθάνουν. "Υστερα, θά ^κινη θούμε κεοαυνοβόλα. Στην α νάγκη, θά ζητήσουμε μέ τον ασύρματο πού έχουμε ένισχύ σεις άπό^τό Τόκιο. Αυτή τή φορά έλπίζω πώς οί στρατίω τικές αρχές θά μάς πιστέ ψουν καί θά μάς βοηθήσουν. Δίνει ακόμα μερικές όδη-
Μ
Το Γεράκι β'λέττει μέ μάτια γεμά τα εκιπιλΐΤιξ,ι την άσ^μόν-ια ρουκέττα ν’ άνοεσιιικώνειται.
γίϊίΡΑΝ*ΡήΓ»Οί γίες ατούς 8υέ φίλους του, νους συμβουλεύει νά μην άπο μσκρυνθουν από τη σπηλιά όσο νά επί στρέψη καί, χαμο γελώντας, τινάζει τά πόδια υψώνει τά χέρια μπροστά στα γεμάτα θαυμασμό μάτια τής 'Έλλεν και τού Τζΐμ καί απογειώνεται. Τινάζεται σά βολίδα στον ουρανό καί ή κοκ κινη μπέρτα μέ τά χρυσά κρό οια, καθώς άνεμίζει στους ώ μους του, μοιάζει σά φλόγα. Σέ λίγο ταξιδεύει πάνω από τό απέραντο πέλαγος που σχηματίζουν οί πράσινες φούντες τών μεγάλων δέντρων τής ζούγκλας. Τό βλέμμα του διαγράφει μεγάλα τόξα στά γύρω. Άπό μακρυά φαίνον ται οί ακτές τού νησιού στε φανωμένες από τούς άφρούς τών κυμάτων τού ωκεανού. Ξαφνικά αισθάνεται ένα α πότομο χτυποκάρδι. Κάτι |γκίρτησε χαρούμενα μέσα του. Έπί τέλους! Ανάμεσα στα φυλλώματα τών δέντρων τής αδιαπέραστης ζούγκλας, διακρίνει κάτι παράξενα πράγματα, πού μοιάζουν σαν τεράστιες σκοτεινές κάννες πυροβόλων πού σημαδεύουν τόν ουρανό. Είναι αυτό πού είχε Φαντασθή! 5Από αυτά έδώ τα σκοτεινά στόματα, πού είναι κρυμμένα σ’ αυτό τό μικρό καί φαινομενικά α κατοίκητο νησί, ξεκινούν οί ασημένιες ρουκέττες. Κάνει μια κάθετη έφόρμησι καί πλη σιάζει περισσότερο. Τώρα μπορεί νά δή καλύτερα. Αυτά τά σκοτεινά στόματα είναι μεγάλοι σωλήνες φτεισγμέ-
1
'Η ^σιδερένια γροθιά ρΰ1 5 Γερα κίου τινάζεται προς τά έμττρός καί ώνατρέιτειΐ τον Καμικάζι.
νοι από τσιμέντο καί σίδερο καί πρέπει νά έχουν ποαγμα τικά μια τρομερή αντοχή Άπ’ έξω είναι βαμμένοι πρά σινοι μέ καφετιές σκιές. "Ε τσι μ5 αυτό τό έξυπνο καμουφλάζ, μπερδεύονται μέ τά δεν τρα καί δύσκολα μπορούν νά γίνουν ορατοί από τά αερο πλάνα, πού τυχόν θά περά σουν πάνω από τό νησί. Τό ί,Γεράκι μετράει. "ΕΥα, δύο, τρία, πέντε, είκοσι τεράστια
1
πυροβόλα, τ© ϊνα «σέ άττόστα σι εκατό μέτρων άπό τό άλ λο! "Εχουν γερά θεμέλια δα θειά στη γή και στη βάσι τους, οσο μπορεί νά διακρίνη άπό τή θέσι ιτού βρίσκε ται, υπάρχουν μεγάλα λοξά ανοίγματα, μπροστά στά ό ποια στοςματοϋν σιδερένιες ράγιες. "Ενα χαμόγελο θρι άμβου αστράφτει στο πρόσω πό του. —- "Εχουν κάνει πραγματικάκαλή δουλειά!, λέει μέ σα άπό τά δόντια του. Φροντίζοντας πάντα νά μην κάνη αισθητή την παρου σία του κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά, φτάνει στις κο ρυφές των δέντρων, πιάνεται άπό κάποια φοινικιά καί κρύ βεται ανάμεσα στά κλαδιά της^. "Από εδώ είναι σαν νά βρίσκεται σ’ ένα θεωρείο. Παρακολουθεί αθέατος, άπο πολύ κοντά τώρα, την πυρετώβη εργασία που γίνεται γύ ρω άπό τις χτισμένες μέ τσι μέντο καί ο’ίδερο κάννες αυ τών τών μεγάλων κανονιών καί μένει κατάπληκτος. Οί άνθρωποι, που μοιάζαν μέ μυρμήγκια μπροστά στους φοβερούς αυτούς όγκους, κι νούνται σά νευροσπαστα, τρέ χουν πότε έδώ πότε εκεί, έκτελοϋν διαταγές, σέρνουν μι κρά βαγόνια απάνω στις σι δερένιες ράγιες. Είναι σάν νά κάνουν μιά βιαστική καί πολύ επείγουσα εργασία. Κι5 υοπερα μονομιάς όλοι πα ραμερίζουν καί μένουν άκίνη τοι. Άπό μακρυά άκουγεται ένα σφύριγμα ατμομηχανής
καί μέσα άπό το πυκνό δα* σος προβάλλει ένας μικρός σιδηρόδρομος μέ ένα μονάδα βαγόνι. Καί απάνω στο άνοι χτό αυτό βαγόνι, πού μοιά ζει σάν τό πίσω μέρος ενός μεγάλου φορτηγού αυτοκινή του, είναι ακουμπισμένη μιά άσημένια ρουκέτα άπό εκεί νες πού κάθε τόσο κάνουν την έμφάνισί τους πάνω άπό τις μεγάλες πόλεις τών Η νωμένων Πολιτειών! Τό Βαγόνι παίρνει μιά στροφή άπάνω^ στις ράγες, τό έδαφος κινήται κάτω άπό τούς τροχούς του καί στέκει μπροστά στό λοξό άνοιγμα πού βρίσκεται στή βάσι του τσιμεντένιου κανονιού. Σχε δόν αμέσως ένα μεγάλο χα λύβδινο βίντζι μπαίνει σέ κί νησί. Μιά χοντρή αλυσίδα κα τεβαίνει προς τό μέρος τής ασημένιας ρουκέττας καί οι άνθρωποι άρχίζουν πάλι τήν εργασία τους. Μέ γοργές κι νήσεις τοποθετούν σ5 ένα χον τρό μεταλλικό δίχτυ τή ρουκέττα, στερεώνουν τον γάν τζο τής αλυσίδας στις δυο άκρες του καί άκούγεται ό ί3όρυβος μιας τροχαλίας. Ή άεροτορπίλλα άνασηκώνεται άργά στον αέρα καί ή ατμο μηχανή απομακρύνεται. Τώ ρα εκατό Γιαπωνέζοι μέ προ σοχή οδηγούν τό μεγάλο βλή μα στο άνοιγμα του κανο νιού. "ΕΤπαράδοξο μηχά νημα πού μοιάζει μέ άσανσέρ παραλαβαίνει τήν άσημε νισ ρουκέττσ και χάνεται μέ σαε στό κανόνι... Άκούνοντα» διαταγές καί
ΥΠΕΡΑΝ0?ΏΠ0 *
>»»>»»' »?>»»* »»»»> '■)»>«
9
Γ> »»»»»»»>»»»»
παραννέλμετπχ ττίλι καί δλοι άτταυακούνονιαι. Ο Νέ ος Υπεράνθρωπος στυλώνει τό ^άτι σέ κάποιον πού έχει μείνει τελευταίος κοντά στον τσιμεντένιο αυτόν πύργο. Εί ναι ένας ψηλός Γιαττωνέζος μέ σσποη ρόμπα. — "Ενας καμικάζι!, λέει τό Πεοάκι. Ό Γιαπωνέζος, πού δεν εί ναι περισσότερο από είκοσι χρόνων, γονάτιζε». κάνει μια συ ντο»» η ποοσευχή 'Γ υστέ ρα σηκώνεται καί προχωρεί μέ Αποφασιστικό βήκα στην πό^τα τον κοτνονϊοΟ. Ο Νέος Ύπεοάνθοωπος κοητσλσόαίψ€Η. Τούτος ο καμικάζι εί ναι αυτός που θά μττή στην Ασημένια ρουκέτα. Ή καρ διά του γεμ'Τ' ά”πσυχια. Αυτή ή ρο«^κέτα θα ξειανήση' σίγουρα σέ λίγο γιά την 5Α μερική. όπως και τόσες άλ λες. Μπορεί. Φυσικά, νά πέ ραση Οπως κι3 οί άλλες πά νω από τ'ς μεγάλες ττολιτεΤε~ νωρίς »»ά κάνη κακό κο:ί νά χαθή στό διάστημα, "Αν ό ' Ο Γ ;«χΦ α ς άψττν ο ν'τ ας ίιο: κ ρ οττμως τούτη είναι ή πρώτη ρευ γή κ<χτ,οαικυλάει σά·ν 6 ο·λ ί£α, α> πάνω στο Γισπωνέζο. κέττα πού θ* Αργίση το έρ γο τής έκβικήσεως που εγει Τό Γεράκι δοκιμάζει \ά παοετο ι υ άντε ι ή συ μ μο ο ? α αιχμαλωτίσω έναν κα του «Μπλε Παγωνιού»; "Ενα μικάζι καί αιχμαλωτί παγωμένο ρ'νος διατρέχει τό ζεται σώι*α τού ΓεοσκιοΟ καθώς Αί ΤΟΤΕ τό θρυλικό Γε φέονει στο νού του τις καταράκι, ό Νέος Ύπεράνθρω στοοΦες και τά Ανθρώπινα πος, Αποφασίζει νά κάνη μια θύματα που είναι δυνατόν νά τρέλλα. Θά τά ρισκάρη δλα δημιουργήσω αυτό τό μεγάλο γιά δλα. Αέν πρέπει ν’ αφήρομβοειδές βλήμα, άν πέση όση τούτο τό βλήμα νά τό εκ δηγη·»ένο από τον Φανατικό σφενδονίσουν στον ουρανό. καμικάζι σέ κάποια αμερικα Μέ γοργές κινήσεις αφήνει νική πάλι.
10
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΣ
>»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» τή φοινικιά, τινάζεται ψηλά και αρχίζει πάλι νά ταξιδεύη στον αέρα. Κάνει 6υό βόλτες πά,νω από το τσιμεν τένιο κανόνι καί παίρνοντας μιά βουτιά στόν άερα γλυστράει στο σκοτεινό του στό μα. Μια δυνατή θερμοκρα σία, που ξεπερνάει τούς πε νήντα βαθμούς, υπάρχει έδώ μέσα. Τά εσωτερικά τοίχωμα τα του τεραστίου αυτού πυ ροβόλου έχουν μιαν ισχυρά
'Η δυ/.χτη γροθιά της "Ελλεν, τΓροο-γ^. ' ^εται στό ττιροσοττο του1 ά βίρώττου μέ τά λοξά μάτια.
έπένδυσι από γιαλιστερό χά λυβα καί νομίζει κανείς πώς ξερνουν φωτιά. "Ενας πεαίερ γος βόμβος φτάνει στ’ αυτιά του. Κάπου έκεΐ έογάζοντα_ι μηχανήματα παράξενα πού δεν τά βλέπει μά αισθάνεται την παρουσία τους. Γλυστράει αθόρυβα προς τά κά τω. Μέσα στό μισοσκόταδο πού επικρατεί ξεχωρίζει την ασημένια ρουκέτα. Είναι ορ θή μέ τη μύτη προς τή στρογ γυλή έξοδο τού τσιμεντένιοι) σωλήνα πού σημαδεύει τον ουρανό. Είναι φανερό πώς ό λα είναι έτοιμα γιά τήν έκσφενδόνισι. Μέ γοργές κινήσεις σέρνε ται μέ τήν κοιλιά προς το μέοος. της, γλυστοάει άπάνω στό χοντρό περίβλημά της πού αστράφτει, σαν καλογια λισμένο ασήμι καί προσπα θεί νά βρή κάτι πού θά μπό ρεση νά τον φέρη στό εσωτε ρικό της. Ξαφνικά κάτι κινεί ται. "Ενα μικοό τετράγωνο σιδερένιο παράδυοο ανοίγει καί τό κεφάλι τού Γιαπωνέζου μέ τήν άσπρη ρόμπα Εμ φανίζεται. "Εχει καταλάβει πώς κάτι πεοίεργο συμβαίνει καί σκύβει έξω νά 5ή. Τά μά τια του γεμίζουν εκπληξι κα θώς άντικρύζει τή μπλέ Φόρ μα καί τήν κόκκινη μπέρτα τού Γερακιού. Δέν προφταί νει όμως νά συνέλθη, γιατί τήν ίδια στιγμή σάν άστροπελέκι μουντάρει στό ανοιχτό παράθυρο ό Νέος Ύπεοάνθρωπος. Ό καμικάζι νοιώθει τό βάρος τού Γερακιού* άπά νω του καί άνατρέπεται πέ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ 1! ►»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»».»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ψτοντας μέσα στο εσωτερικό τής ρουκέττας. Τό παιδί ό μως δεν τον αφήνει και μισό δευτερόλεπτο αργότερα κυλι έται μαζί του σέ μια άκληρη πάλι στο πάτωμα τοϋ μεγά λου βλήματος. Είναι μια συν τομή και σκληρή μάχη πού φυσικά δέ μπορεί νά τήν κερ δ ίση ό καμικάζι. Μια ελα φρά γροθιά στο κρανίο του τον ζαλίζει καί τον κάνει α νίκανο νά παλαίψη. Ζαλίζε ται καί χάνει τις αισθήσεις του. Τό Γεράκι εχεΓ τους Λό γους που δεν θέλει νά τόν ε ξόντωση. Του χρειάζεται ζων τανός_. Αυτός 6 Γιαπωνέζος ξέρει πολλά πράγματα. Θά τον άπαγάγη καί θά τον φέρη στή σπηλιά νά τον άνακρίνη. 5Από τό στόμα του θά μάθη τά καθέκαστα καί τότε ό πόλεμος σέ τούτο τό άγριο νησί μέ τή συμμορία του «Μπλε Παγωνιού» θά γίνη πιο εύκολος, γιατί θα ξέρη πού καί πως θά χτυπήση. Θά τον απαγαγη και το ολημα καθώς 6ά έκσφενδονισθή χω ρίς πιλότο θά μείνη ακυβέρ νητο, θά χάο'η το στόχο του καί 6έ θά μπορέση νά κάνη κακό... Φορτώνεται λοιπόν τόν λητο θυμισμένο Γιαπωνέζο στους ώμους καί πηγαίνει πρός^ τό παράθυρο. Πριν όμως κάνει τό πρώτο βήμα, ακούει ένα ξερό κρότο, ί ό άνοιγμα κλεί νει αυτόματα καί σχεδόν α μέσως μιά φοβερή βροντή γε μιζει τ’ αυτιά του. Κάποιος πίεσε κάποιο ηλεκτρικό κου μπί καί ή ασημένια ρουκέτ-
'Η μαύρη λεοπάρδαλι ς απειλεί μέ ενα φρακτο θάνατο ιά παιδιά. τα έκσφενδονίζεται μέ μιαν άπίστευτη ταχύτητα στό^διάστημα. Τό Γεράκι αισθάνε ται ένα φοβερό τράνταγμα χάνει τήν ισορροπία του καί πέφτει μέ τά μούτρα στο σι δερένιο πάτωμα... "Ενας άπε ρίγραπτος ίλιγγος τόν παι δεύει.,.. Τούτο εΐναι σίγουρα κάτι που δεν ^ερίμενε. Ή ζωή του βρίσκεται πάλι σ’ έναν απε ρίγραπτο κίνδυνο. Φυλακι
12 σμένος μέσα σ* ένα βλήμα ττ©ύ ταξιδεύει μέ χίλια καί περισσότερα μιλιά, ανάμεσα σέ λογής - λογης μηχανήμα τα πού δουλεύουν έντστι&ά και πού 8έ γνωρίζει τό χειρι σμό τους, κινδυνεύει άπό τή μια στιγμή στήν άλλη νά συν τριβή μαζί' μέ την ασημένια τούτη ρουκέτα, νά γινη, κα πνός, μερικά μόρια σκόνης. Νοιώθει ένα παράξενο βά ρος στήν καρδιά και καταλα βαίνει μιά φοβερή πίεση στο στήθος, "Ενα δυνατό ρίγος παιδεύει τό σώμα του. Σέρ νεται μέ τήν κοιλιά προσπα θώντας νά γαντζωθή κάπου,νά σταθή όρθιος. "Ενα καινούρ γιο όμως τράνταγμα τον τι νάζει προς τά πίσω. Τό βλή μα πού ανεβαίνει ώς τούτη τή στιγμή καθετα προς τον ουρανό παίρνει μιάν απότο μη κλίσι και αρχίζει νά τα» ξιόεύει τώρα παράλληλα πρός τή γή„ Τινάζεται λοι πόν τό Γεράκι απ’ τήν από τομη τούτη αλλαγή τής πο ρείας καί πέφτει σάν άδειο σακκί πλάι στον λιποθυμισμένο καμικάζι. Αισθάνεται νά τον αφήνουν οι δυνάμεις του καί ανατριχιάζει στήν ίδέα_ πώς μπορεί σέ λίγο νά «χυνέλΒη τούτος ό Γισπωνέ» ζος καί νά τον βρή αναίσθη το. Είναι σίγουρα χαμένος. Καί ό νους του τούτη τήν τε λευταίσ στιγμή γυρίζει στα δυο παιδιά, τήν "Ελλεν καί τόν Τζίμ, πού μένουν απρο στάτευτα μέσα στήν_ άγρια ζούγκλα τού Κι ου - 2. ίου»..
ΓΕΡ ΑΚ
Ο
ΝΕΟ £
Ή ^ λιχουδιά του ΤζΙμ Γκάφα βάζει σέ κίνδυ
νο τα δυο παιδιά
ΑΙ δεν έχει άδικο ν5 α νήσυχη, Τά δυο παιέ.ά διατρέχουν κΓ αυτά τήν ίδια ώρα ένα σοβαρό κίνδυνο. Α φορμή καί πάλι είναι... ή λι γουδιά τού Τζίμ Γκάφα. Λί γο^ ύστερα άπό τό ξεκίνημα τού Γερακιού ό μικρός άραπάκος αισθάνθηκε πάλι μια δυνατή... λιγούρα νά τόν βα σανίζω καί γυρίζει πρός τό μέρος_ τής όμορφης κοπέλλας, πού είναι ξαπλωμένη απάνω στά ξερά φύλλα γεμάτη συλ λογή. Ό νούς της είναι στον Μάκ Ντάνυ, τό παιδί μέ τη λιονταρίσία καρδιά, πού ξε κίνησε νά κάνη μιά άνίχνευσι πάνω άπό τό νησί. «Θεέ μου, προστάτευσέ τον!» παρακαλει μέσα της. Τό Γεράκι λοιπόν έχει στο νου της καί 6έν μιλάει όταν ή φωνή τού λιχούδη άραπάκου διακόπτει τούς ρεμβασμούς της. —"Ελλεν, λέει, ό Τζίμ γλυ κά. Χρυσή μου "Ελλεν. ’Εσύ πού είσαι τόσο καλό κοριτσά κι... —Λέγε, Τζίμ*ν Τί θέλεις; ρωτάει ξαφνιασμένη ή κοπελ λα. Εκείνος σέρνεται περισσό τερο κοντά της. Είναι έτοι μος νά βάλη τά κλάμματα. -— "Ελλεν, θά μου κάνης μιά χάρι; — 8 ι χαρι; ^ — * θά μ’ άψησης να πάω νά κόψω μερικά τσαμπιά μέ χουρμάδες; Θά σού φέρω και σένα! Τούς είδα νά κρεμών-
Κ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 1Β ^»»»η^>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»>>»»»»» ται άπδ κάτι χουρμαδιές καί, Θεούλη ι?ου, άπδ κείνη την ώρα τοέχουνε τά σάλια μου. 3Άχ3 αν δεν μ* άφήσης *Έλλεν.. θ3 αυτοκτονήσω... Τδ κορίτσι χαμογελάει, αλλά δεν έχει καμιιιά αρεξι νά τταοαβή την εντολή του Γε ρακιού. Ό Μάκ Ντάνυ τής τδ είπε καθαρά. Αέν πρέπει νά βγουν από τή σπηλιά γιατί κινδυνεύουν. *Η ζούγκλα είναι γεμάτη α,μίμια καί παγί δες 'Αρν^ται λοιπόν νά έπιτρέψη την έξοδο στον Τζίμ καί ό μικρός άραπάχος μα ζεύεται πος στλ γωνιά του ττς^Μ. Τά μενάλα γο*’τλωτά υάτια του γεμίζουν δά κουα καί τδ στήθος του άνεβοκστε^αίνει σαν Φυσαρμό νικά άπο τεάς λυγμούς. — "Αχ, Υουσιιάδες, χουρμ σΚάκ»α μου!, λ έε ι Α νά μ εσσ στα κλάματά του. Θά^ πεθάνω ^ωοις νά σάς γευτή 6 ου ρανίσκος **ου και τδ στομά χι μου. Θεούλη μου, πώς γουργουρίζει και κάνει γοόρ, νούρ, Υούο, ν^ύο... Θεούλη μου, δεν υπάρχει λοιπόν κα νένας νά ιιέ λυπηθή; Αμάν! Θά π^θάνω άπδ τή λιγούοα καί 0ά Φο~έση υ.αύοα ή Ηέσ Ύόοχη. Που είσαι, ιισνούλα μου, νά δυς τδ παιδί σου, τδ μονάχοιβό σου άγοοι, τον καν^κά^ του! *Η ΓΈλλ~ν τον κυττάζει με την ακοή τών μεστών της καί τον άφηνε ι νά λέπ. 5Αλλά κΓ εκείνος την κυττά^ε* μέ την άκοη τού ματιού του, προσπα 'θώντα^ νά μαντέψη άν την
συνεκίνησε. Τδ κορίτσι τον αΦηνει κάμποσπν ώρα νά λέη καί δταν στο τέλος βαουέται νά τον ακούει νά παραμιλάει άποΦσσίζει νά κάνη μιά υπο χώρηση. — Σταυάτα νά κλαΐς, λαί μαργε!, τον μαλώνει. — "Ελλεν, Έλενίτσα μου χουσό μου Έλλενάκι, νά χά ρης δ,τι αγαπάς!, παροτκαλάει αυτός. "Ενα τσαμπάκι μόνο σού ορκίζουμε*. Δέ θά λείφω ούτε μισό λεπτό. — Είσαι απελπιστικός!, αναστενάζω τδ κορίτσι. Κα λά αόκ*»! Οά πάμε κι* οϊ 6υό. Αχ μπορώ νά σ* άφήσω μθ”άνο. Τά δυο παιδιά βγαίνουν άπ3 τή σττη><ά καί ο Τζίμ Γκάφας τταίονει τρεις τούμπες άπδ τή ναοά του πλάι στον σκοτωμένο βόσ. Ποοχο ρεΐ πρώτος καί δείχνει την χουομαδιά πού εχει... έπισημάνει. Είναι ένα ψηλό δέντρο μέ μσκουά Φύλλα, φορτωικένο ποανματικά άπδ τσαυπιά μέ ώαιμους χουρμάδες που άστραΦτουν σά νουσάφι στον ήλιο. 3Αλλά τδ δέντρο μέ τις λοιχταριστές λβνουδιες δεν είναι τόσο κοντά δσο φαίνε ται Ποοχωοουν μέ δυσκολία προς τδ μέρος του άνοίγοντας δρόμο μέ τά μαχαίρια τους, γιατί μεγάλοι θάμνοι καί αναρριχητικά Φυτά τούς δημιουργούν σέ κάθε βήμα έμπορα. ’Έτσι χωρ'ς^ νά τδ καταλάβουν έχουν μπή γιά καλά στη ζούγκλα. 3Επί τέ λους φτάνουν κάτω άπδ τή μεγάλη χουρμαδιά καί ο
14
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»» Υζίμ1 Γκάφας παίρνει άλλη μια τοΰμπα από τον ενθουσι ασμό του καί βγάζει ένα ουρ Αιαχτό χαράς. Την επομένη στιγμή αρχίζει νά σκαρφαΑώνη στον κορμό του δέντρου και σέ λίγο πέφτει μέ τά μου τρα στο γλέντι! Καταπίνει εφτά - εφτά τούς χουρμάδες και για νά μή χασομεονάει κατεβάζει καί τά κουκούτσια μαζί. — 5/Αχ θεούλη μου!, άνα στενάζει. Τί πράγμα είναι οιύτό. Τί... τερφιλοφύγγια εί ναι τούτα που κατεσκεύασε σ’ αυτή την ερημιά ή σοφία Σου; "Έτσι ξεφωνίζει μπουκω μένος © Γκάφας, καί ή ΈΑλεν πού στέκει κάτω από τό δένδρο καί τον ακούει χαμο γελώντας, δεν προσέχει δυο παράξενα μάτα πού τήν πα ραμονεύου^ πίσω από ενα θάμνο καί δεν μαντεύει φυσι κά τον θανάσιμο κίνδυνο που τήν ζυγώνει μέ ύπουλα βήμα τα.
τα στο νού του. Πρέπει νά φύγουν. Ετοιμάζεται νά τον φωνάξη λοιπόν, όταν νοιώθη κάτι σκληρό νά πιέζη τή μέ ση^ της. Γυρίζει ξαφνιασμένη καί άντικρύζει τό άσκημο μούτρο ενός Γιαπωνέζου. — "Αν δοκιμάσης νσε κουνηθης, τής λέει κΓ ή φωνή του^ μοιάζει ^σά σφύριγμα φι διού, θά σου φυτέψω μεοικά μολύβια στά νεφοά καί δέ 8ά κάνης δεύτερη κίνησι... Ψηλά τά χέρια! Ό αρχηγός ζητάει εσένα καί τήν παρέα σου α πό τήν πεοασμένη νύχτα... Θάρθης μαζί μου. Ή Έλλεν προσπαθεί νά χαμογελάση, μά τό μυαλό της δουλεύει γοργοί καί μέ τό βλέμμα της ζυγιάζει τήν κ©:~ τάστασι. Τό βλέπει πώς εί ναι σέ δύσκολη θέσι. "Ομως μένει ασάλευτη. Μονάχα ένα θαύμα^ μπορεί νά τή σώση α πό τούτο τον άνθρωπο πού ξεφύτρωσε τόσο απρόοπτα μπροστά της καί έχει ^στηρί ξει τώρα τήν κάννη τού περι στρόφου του στη μέση της... Οί χουρμάδες τοϋ Τζίμ Καί τούτο τό θαύμα έρχε Γκάφα φέρνουν γοργά ται... από ψηλά στην πιο κρί τήν αγωνία καί τού θά σι μη ώρα. Μιά γοερή κραυγή νατο άκούγεται στον άέοα καί ό Τζίμ Γκάφας έρχεται ψηλο ίΧΝΕΙ μιά ματιά στο κρεμαστός φορτωμένος μέ α ρολόι της. Ό Τζίμ Γκά σήκωτα τσαμπιά χουρμάδες, φας τρώε« .. μισή ώρα χουρ "Έσπασε τό κλαδί τού ^ δέν μάδες! Είναι καιρός λοιπόν τρου /πού κρατιόταν καί κα νά κατέβη. "Ίσως σ’ αυτό τό τρακυλάει ξεφωνίζοντας από μεταξύ έχει 'γυρίσει\ Ο6 Λ Μάκ. VI 3> λ ψηλά καί σκάει σά βόμβα α Αν εχη γυρίσει και αη πως πάνω στο κεφάλι του Γιαπω λείπουν άπ" τή σπηλιά, σί νέζου, πού ετοιμάζεται νά γουρα θά γέμιση ανησυχίες αιχμαλωτίση τήν "Ελλεν. Ό καί, μέ τό δίκηο του, θά βάάγνωστος μέ τό πιστόλι ζαλι λη ένα σωρό άσκημα πράγμα
Ρ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
1»
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»» σμένος άπό την φοβερή σύγ κρουση μέ τον φορτωμένο άράττη ττού έρχεται άττό τον ουρανό, παραπατάει και γέρ νει -να πέση. Τούτη τή στιγμή, ή "Ελλεν κινείται μέ απίστευτη τα χύτητα. Ακούει τον Τζιμ Γκάφα πού έχει κυλιστεί δυο υέτρα πιο έκεΐ και βογγάει: — "Ωχ! Τά κοχκαλάκια μου! Θεούλη μου. γιατί μου τό έκανες αυτό; "Ωχ, κι* ευ τυχώς πού έπεσα στα μαλα κά! "Άν έπεφτα κατ’ ευθείαν στο χώμα... κλάφτα χαράλαμπε! Ακούει τον Τζ£ μι, άλλα δεν έχει καιρό νά τον βοηθήση. Τινάζεται γοογά πλάγια καί κάνει ένα σάλτο προς τά ε μπρός καί ή γυμνασμένη γρο θιά της ποοσγειώνεται βα ρεία ανάμεσα σπά δυο φούδια τού Γιαπωνέζου. Εκείνος ζαλισμένος άπό την... σύγκρουσι μέ τον Γκάφα, ζαλί ζεται περισσότεοο άλλα δέν πέφτει. Μέ τό ένα του χέρι σηκώνει τό πιστόλι καί μέ τό άλλο φέρνει μια μικρή σιδε ρένια σφυρίχτρα στο στόμα του. "Ενα όξύ καί διαπερα στικό σφύριγμα σκορπίζεται ανάμεσα στήν πυκνή ζούγ κλα. Ταυτόχρονα μια τιστολιά αντηχεί. Αλλά ό πυροβο λισμός δέν εΐναι άπό τό δικό του οπλο. Ό Τζίμ Γκάψας, βλέποντας τήν Έλλεν νά κινδυνεύη, συνέρχεται μονομιάς καί μέ τό πιστόλι του σημα δεύει καί τσακίζει τό χέοι τού άνθρώπου, πού έτοιμάζεται νά πυροβόληση τήν κοπελλσ.
Μια δεύτερη σφαίρα άπ’ τό πιστόλι τού άροπτάκου κάνει τον Γιαπωνέζο νά γονατίση καί νά πέση γοργά σφαδά ζοντας στο χώμα. —Έν τάξει!, ζητωκραυγά ζει ό Γκάφας. Τον καθάρισα! Πού είναι οι άλλοι νά τους... πάρω φαλάγγι; Πίσω όλοι γιατί σάς έφαγα! ’Αλλά δέν προφταίνει νά τελείωση τήν κουβέντα του. Άπό διάφορα σημεία της ζούγκλας άκουγονται σφυρί γ ματα. Είναι ή άπάντησι πού έρχεται στο σφύριγμα τού Γιαπωνέζου πού είναι σκοτω μένος πιά. —Γρήγορα, Τζί μ !, φωνά ζει ή "Ελλεν. Πρέπει νά τρέξουμε στη σπηλιά πριν μάς προφτάσουν. —"Ετοιμος, "Ελλεν!, απο κρίνεται εκείνος καί σκύβον τας παίρνει τό πιστόλι του Γιαπωνέζου καί φορτώνεται τούς ώμους μερικά τσαμπιά μέ χουρμάδες. Τώρα πού θά πάμε στή σπηλιά 9ά δόκιμάσης καί σύ απ’ αυτές τις λι χουδιές και θά γλυφής τά χείλια σου. — Φτάνει νά προφτάσουμε νά πάμε στή σπηλιά!, λέει μέ αγωνία τό κορίτσι. Τα σφυρίγματα ζυγώνουν καί α κούω βαρειές πατημασιές καί φωνές γύρω μας... Καί τά δυο παιδιά αρχί ζουν νά τρέχουν προς τήν κατεύθυνσι τού καταφυγίου τους, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο πού είχαν πάρει οτοιν ξεκίνησαν για τήν χουρμαδιά. Μά ξαφνικά σταματούν. Μπρο
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
»»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»-»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
στά τους, σε άπόστσσι λιγώτερο άπό πενήντα μέτοα, άκουνε ομιλίες καί βήματα. Κρύβονται πίσω από τον κορ μό ένός δέντρου. Βλέπουν κά τι μπροστά καί αισθάνονται ένα βιαστικό χτυποκάρδι. Πέντε ώπλισμένοι Γιαπωνέζοι έχουν κλείσει τό δρόμο! “ Πρέπει ν’ άπομακρυνθουιιε από εδώ!, ψιθυρίζει ή 'Έλλεν. ^9Αογίζουν νά βαβίζουν προς την άλλη πλευρά. Μά ϋστεοα άπό πέντε λεπτά αναγκάζον ται νά τρυπώσουν μέσα σέ μιά συστάδα πυκνών θάμνων. Καί άπό έδώ "οχεται υιά Α μάδα Γ ιαπωνέζων που ψά χνουν. — Ποός ί3 άοιστεοά!. λέ ει ό Τζίμ χαμηλόφωνα. Προς τά έκεΐ! 1 ρέχουν σκυφτά ποός τά έκεΐ. 9 Αλλά καί ^ πάλι δεν κά νουν τίποτα. Κι9 άπό τούτο τό μέρος υπάρχει άλλο απόσπα σμα. Είναι δέκα άντρες μέ ο.υ τόμοπτα και μεγάλα σπαθιά Τά άγρια μούτρα τους και ό λυσσασμένη έκφοσσι πού έ χουν τά μάτια τους δεν προμηνουν τίποτα καλό. — Θαρρώ πώς πιαστήκα με στη φάκα!, αναστενάζει μ* άπελπισία ό σοαπάκος. "Ας φάω τουλάχιστον μερι κούς χουρμάδες πριν μέ α ναγκάσουν νά τους αποχωρι στώ ! •— Είναι αδύνατον νά, ξεφύγουμε!, συμφωνεί ή 'Έλλεν. Ό κλοιός γύρω μας στενεύει άπό στιγμή σέ στιγμή. "Έλα άπό έδώ, Τζίμ!
ΓλυστροΟν άνάμεσα άπό πυκνές φυλλωσιές καί σκαρ φαλώνουν σ5 ένα δέντρο. Ή καρδιά τους χτυπάει τρομαγ μένα. Κρύβονται στά κλαοιά καί δεν μιλούν. Τά βήιιατσ καί ο! κουβέντες πλησιάζουν. — Βοήθησε μας ..θεούλη μου !, πσρακαλεΐ ό Γκάφσς που ένει γίνει σταχτύς άπό τό φόβο του. Μπρρο... Θεού λη μου! Τί είναι πάλι αυτό; ^Ελλεν γυρίζει καή κυττάζει κατά τό μέρος, πού τής δείχνει ό νέγρος ποοστατευό*»ενος τού Μά·< Μτάνυ. Αι σθάνεται ν* άνοττρ’χιάζη! Μιά μεγάλη μαύρη λεοπάοβσλις τριγυονάει κάτω άπό τό δεντοο που έχουν σκαρφαλώσει. Τοιγυονάει καί νιαουρίζει σάν πε*νασμέ,,η γάτα δεί χνοντας τά σουβλεοά της δόν τια. *Έχει ηυρισ^η τά δυο παιδιά καί έ~ο?μάζεται νά σαλτάρη εναντίον τους... ■— Μπ^όο νκοεμός καί πί σω ρέμμα!, λέει κλσψ άοικα ό Γ κάψας. 9 Απ’ τή μιά μεο'ά οι Γιαπωνέζοι! 9Αττ9 την άλ λη τούτη ή πελώρια γάτα! Αέν ήμαστε ποτέ άλλοτε κα λύτερα! "Ας φάω^τουλάχι στον κανέλα χουρμά να μην πάω ξελιγωμένος...περίπατο. ΟΙ Γιαπωνέζοι ζητω κραυγάζουν «νο'α κι* ό,νέαίος ..-κυριεύονται άπό πανικό! ΣΤΗΝ άκρη τής ^ζούγκλας τού Κιού - Σίου, κάτω άπό τά μεγάλα δέντρα, εί αι χτισμένο ένα μεγάλο κτίρια που έχει κυκλικό σχήμα» Οί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΠΠΟΪ ί? »»»»»»»»»»>»,»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»ρ»»»>»»»»»η> τοίχοι κι" ή στέγη του είναι βαμμένα πράσινα μέ μερικές ευθείες και τεθλασμένες λου ρίδες καψέ χρώματος, "ειτσι άτο μ ο:κρυά είτε ψηλά άπ* τον αέρα είναι αδύνατο κά νεις νά το ξεχωρίση και νο μίζει πώς είναι ένα κομμάτι τής απέραντης ζούγκλας. Μέ σα σ αυτό το κυκλικό κτίριο είναι οι εγκέφαλοι πού διευ θύνουν την όργάνωσι του «Μπλε Παγωνιού», πού έχει άπλω μένους πλοκάμους σ’ ο λάκερη την Ιαπωνία και στην Αμερική. Έ6ώ καταστρώθη καν τά σχέδια τής «άντεπιθέσεως» εναντίον των Ηνωμέ νων Πολιτειών και από έδώ ξεκινούν κάθε τόσο ο! διατα γές γιά την έκσφενδόνισι των ασημένιων ρουκετών. Πιο πέρα, μέσα στη ζούγ κλα, αθέατα, λειτουργούν μυ στικά εργοστάσια πυρηνικής ενεργεί ας, εργαστήρια μέ λογής - λογής τελειοποιημένα μηχανήματα πού κατασκευά ζουν τις φοβερές άεροτορπΐλλες και πιο μέσα ακόμα, κα τά τά νότια τού νησιού, ">ά φοβερά, από τσιμέντο και σί δερο, τηλεβόλα, πού εκσφεν δονίζουν τις ασημένιες ρουκέ τες. Είναι δύσκολο νά πιστέψη κάνεις ότι μέσα στό πυκνό καί άδιαπέραστο αυτό δάσος κινούνται χωρίς νά τό υποακάζωνται ο! αμερικανικές αρχές κατοχής πού εδρεύουν στο Τόκιο, χιλιάδες άν·3ρο> ποι, αποφασισμένοι νά κατα φέρουν ένα ξαφνικό και ύπου λο χτύπημα στις * Ηνωμένες
Πολιτείες. "Ολα έχουν γίνει με υπομονή καί σύστημα. "Η λεκτρικά εργοστάσια παρα γωγής ρεύματος, σιδηροδρο μικές γραμμές καί αυτοκινη τόδρομοι ακόμη, κοντά στις ακτές. "Ολα αυτά όμως είναι καμουφλαρισμένα μ5 ένα τό σο επιδέξιο τρόπο, ώστε εί ναι αδύνατο νά τά ξεχωρίση καί τό πιο έξασκημένο μάτι. "Εχουν περάσει χιλιάδες αεροπλάνα πάνω από τό Κιού - Σίου κι5 ωστόσο κανείς αε ροπόρος δεν βρέθηκε νά πή ποτέ μια κουβέντα ή νά κάνη μια τυπική αναφορά στις στρατιωτικές αρχές τού Τό κιο δτι είδε κάτι τό ύποπτο σ’ αυτό τό νησί. "Ολα από μακρυά φαίνονται έρημα καί άγρια, πρωτόγονα καί ανεξε ρεύνητα... Ηλάϊ από το κυκλικό κτί ριο μέ τό πράσινο χρώμα, μένουν ο! καμικάζι. Είναι έ να μεγάλο τριώροφο σπίτι μέ ευρύχωρους θαλάμους, αίθου σες κινηματογράφου, γήπεδα γιά αθλητισμό, μπαρ μέ ά μορφες Γ ιαπωνέζες γκέϊσσες. Τό «Μπλε Παγώνι» θέλει νά ικανή τις τελευταίες ήμερες των εθελοντών του θανάτου ό σο γίνεται πιο γλυκές. Στη δεξ^ιά πτέρυγα τού σπιτιού, υπάρχει καί μιά κομψή παγό δα, ένας ναός φτιαγμένος μέ εξαιρετική τέχνη. Έδώ μπαι νοβγαίνουν οί Βου8διστες ιε ρείς τυλιγμένοι στα κίτρινα ράσα τους. Είναι σοβαροί καί αμίλητοι μέ ασκητικές μορ φές καί ξυρισμένα κρανίου Σήμερα λοιπόν τό Κιού -
18
Γ6ΡΑΚΙ,
8
Μ60ί
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»» Σίου βρίσκεται σε εξαιρετι κή κίνησι. Τό Συμβούλιο τών Σαμουράι, πού διευθύνει αυ τόν τον ακήρυκτο πόλεμο, συ νεδριάζει στη μεγάλη αίθου σα του κυκλικού κτιρίου. ΕΤ-
Το Γΐ;ρ·ο::<ι μ’ ενα ττή!$Μ'μ« τινάζε ται μοοχρι/α ά-ιτ’ τή ρ-ουχεπτα.
ναι μαζεμένοι εκεί περισσό τεροι από έξήντα Γιαπωνέζοι. Αποτελούν την αφρόκρε μα τής μυστικής οργανώσεις καί άνάμεσά τους βρίσκονται εφευρέτες, επιστήμονες καί στρατιωτικοί, πού καταζη
τούνται χρόνια τώρα από τής αμερικανικές στρατιωτικές άρχές για εγκληματική δράσι... "Ένας απ' όλους αυτούς κάθεται σ’ ένα ψηλότερο κά θισμα καί φαίνεται πώς έχει το γενικό πρόσταγμα. Φο ράει ένα πολυτελές κιμονό πού στο μπροστινό του μέ ρος έχει κεντημένο μέ χρυσά φι ένα μεγάλο παγώνι. Μερι κές άσπρες τρίχες κρέμονται στο πηγούνι του, μια γελοιο γραφία γενειάδας, καί τά μά τια του έχουν μια παράξενη εκφρασι. Πλάι του στέκει όρθός . ό Φουκακούσα - Ζοζό, ό ύπσ.ρχηγός τού «Μπλέ Παγω νιού», πού έχει φτάσει πριν λίγες ώρες μέ ένα ελικόπτερο στο νησί. — Κύριοι, σάς κάλεσα ε δώ, αρχίζει εκείνος που φαί νεται για αρχηγός, νά σάς α νακοινώσω ότι από σήμερα άρχίζει ό πόλεμος εναντίον τών πιο μισητών έχθρών τής Ιαπωνίας: Τών Αμερικα νών. Οί επιδεικτικές καί θεα ματικές πτήσεις σταμάτησαν. Ή πρώτη ασημένια ρουκέτα μ’ έναν ηρωικό καμικάζι στο πηδάλιό της, εκσφενδονίστηκε άπό τις εγκαταστάσεις μας καί ταξιδεύει τώρα μέ χίλια χιλιόμετρα πάνω άπό τον ώκεανό. Σέ λίγες ώρες θά πέση στην καρδιά τής Νέας Ύόρκης καί 8ά μεταβάλη σέ έρείτπα μια έκτασι άπό δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ου ρανοξύστες. άνθρωποι, αύτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, πλοία., πού θά βρεθούν μέσα στην
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
. ,
νεται η ασημένια ρουκέτα περιοχή αυτή των δέκα χιλιο πού ταξιδεύει προς τις ακτές μέτρων, θά γίνουν μέσα σέ τής Αμερικής. Γ'Ολοι κοιτά λίγα δευτερόλεπτα μια μαύρη ζουν μέ θαυμασμό τήν πορεία στάχτη. Σήμερα έφυγε ή πρώ τού φοβερού βλήματος πού τη ασημένια ρουκέτα. Αύριο κινείται μέ καταπληκχ^κή ταθά ξεκινήσουν πέντε μαζεμέ νες καί 8ά σκορπίσουν τον ό λεθρο και τον θάνατο σέ ι σάριθμες αμερικανικές πό λεις. Μεθαύριο ό αριθμός θα γίνη μεγαλύτερος και όσο περνάει ό καιρός τά έρείπια 8ά γεμίζουν τις Ήνωμέ/ες Πολιτείες. Σάς καλώ νά ζη τωκραυγάσετε υπέρ τού θεό πνευστου Μικάδο και υπέρ τής μεγάλης καί ανίκητης Ια πωνίας πού θά συντρίψη τήν Αμερική! Ό ακήρυκτος πό λεμος άρχισε! "Ένα άγριο ουρλιαχτό υ ποδένεται τις τελευταίες λέ ξεις τού ρήτορα καί όλοι ό σοι δρίο'κονται σ’ αυτή τή μεγάλη αίθουσα σηκώνονται όρθιοι καί μέ σμιχτές γρο θιές ζητωκραυγάζουν. — Τώρα μπορούμε νά πε ράσουμε, συνεχίζει ό άονηγός όταν ξαναγίνεται ησυχία, νά πεοάσουμε στο διαμέρι σμα των υπερηχητικών ραν τάρ. Άπό εκεί 8ά μπορέσου με νά παρακολουθήσουμε τήν πορεία τής ασημένιας ρουκέ τας προς τήν Νέα Ύόρκη. Ο Γιαπωνέζος πυροβολεί άλλα Πρώτος προχωρεί αυτός το Γεράκι όπως πχ«,να μενει ακαί άκολουθούν οί άλλοι. Πεο τρωιτα άπό τίς σφαίρες. νάνε ένα φαρδύ δρόμο καί μπαίνουν σέ μιά μακρόστενη χύτητα καί απόλυτη ευστά· θεία. κάμαρη φωτισμένη μέ μπλε Ξαφνικά όμως όλοι χλω· ηλεκτρικά λαμπιόνια. Όλάμιάζουν. Κάτι γίνεται στην κερος ό ένας της τοίχος^ μοιά φωτεινή οθόνη πού τούς κά ζει μέ κινηματογραφική οθό νει χλωμούς καί ανήσυχους. νη έπάνω στήν οποία διακρί-
ίό
ΓΕΡΑΚΙ,
Ή ασημένια ρουκέτα αλλάζει πορεία. Διαγράψει ένα μεγά λο τόξο πάνω από τον ωκεα νό και επιστρέφει. Ή μύτη της δέν είναι πια στραμμένη προς τις ακτές τής 5Αμερικής. Γυρίζει προς τά γιαπωνέζι κα νησιά. — Κάτι παράδοξο συϋβσ'. νει!, άκούγεται μια βοαχ η φωνή. Ή ρουκέτα έχει κατεύθυνσι προς τό νησί μας! — Τρελλάθηκε ό καμικάζι πού τη διευθύνει; ρωτάει με γαλόφωνα ένας άλλος μέ τρομθιγμένη έκφοασι στα μάτια. Δέν μπορεί παρά νά τρελλά θηκε! — Κάτι συμβαίνει! Κάτι συμβαίνει! Πρέπει νά προ λάβουμε! — Αυτό δέν *ίναι καλό ση μάδι! — Ειδοποιήστε τον πύρ γο κατευθύνσεις! Και ανάμεσα στους εξήν τα αυτούς ανθρώπους, πού λί γες στιγμές νωρίτερα ζητω κραύγαζαν μέ σφιγμένες γρο θιές, απλώνει τώρα τά φτε ρά του ό πανικός. "Ολοι σκορ πίζουν στους διαδρόμους του μεγάλου κυκλικού κτιρίου καί ό αέρας γεμίζει από ανήσυ χες κραυγές, διαταγές καί παραγγέλματα. Ή ασημένια ρουκέτα πέφτει καί καταστρέφει τά πάντα γύρω!
Ρ ΑΓΜΑΤI Κ Α κάτι παρά δοξο συμβαίνει μέ τού τη τήν^ άσημέ/ια ρουκέτα. 3 Από τή στιγμή πού έκσφενδονίστηκε μέχρι τώρα έχουν
Ο
ΝΕΟί
περάσει δυο σωστές ώρες καί μέσα σε τούτο τό χρονικό διά στημα γίνανε πολλά πράγ ματα στη σιδερένια κοιλιά της. Τό θρυλικό Γεράκι, ύ στερα άπ3 τό δυνατό τράν ταγμα, πού τό συγκλονίζει καθώς ή ρουκέτα, άφίνοντας αυτόματα τήν κάθετη πτήσι της, παίρνει μια πλάγια κλίσι καί ταξιδεύει παράλληλα προς τή θάλασσα πού βρί σκεται δέκα χιλιάδες πόδια κάτω της, χάνει τίς αισθή σεις του. Μά ή δυνατή καί α νίκητη θέλησί του 6έ λυγίζει. Κάνοντας μια υπεράνθρωπη προσπάθεια ξαναβρίσκει πά λι τον έαυτό του καί σέ λίγο αρχίζει νά κινήται γοργά. Πρώτα - πρώτα θέλει νά κστοποττιστή. Ό μικρός αϋτός θάλαμος στο εσωτερικό τής ρουκέτας μοιάζει σέ μι κρογραφία μέ διαμέρισμα μηχανημάτων υποβρυχίου. Χί λια - δυο πολύπλοκα καί πα ράξενα μηχανή ί,'ατοι δουλεύ ουν έδ ώμέσα σά νά τά Βι ευ θύνη ένα αόρατο χέρι μέ α κρίβεια ρολογιού. Έ5ώ μέσα εΤ'αι ή καρδιά τής άεροτορπίλλας. Μπροστά καί πίσω, σέ στεγανά διαμερίσματα, βρίσκονται οι εκρηκτικές ύ λες καί οι κώνοι κραυσεως. ιΗ πρόσκρουσι τού ένας από τούς 6υό κώνους σέ στερεό αντικείμενο βάζει σέ ενέργεια τίς βαλβίδες άναφλέξεως καί ολάκερη ή ασημένια ρουκέτα μεταβάλλεται σέ μια τερά στια βόμβα πού σκορπίζει φλόγες καί θάνατο γύρω της. Τό Γεράκι, προσπαθώντας
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
II
»»>»»»»»»»»»»>»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»ν»»»>»»»»?
νά κοατήση σε ίσοοοοπία τό κορμί του, παρακολουθεί άπό κοντά ιιέ προσοχή τήν λειτουο γία των μηχανημάτων θέλον τας νά μαντέψη τή χρησιμό τητα καί τον προορισμό του καθενός απ’ αυτά. Οι γνώ σεις της Μηχανολογίας που έχει τον διευκολύνουν κι* ϋστεοσ άπό λίγο είναι σέ 9έσι νά διευθύνη μονάχος τοίτο τό βλήμα του ολέθρου. Τώ ρα ξέρει ποιο είναι τό πη δάλιο. τά κουμπιά των τα χυτήτων και οι μοχλοί υψους καί βάθους. Μιά ιδέα πεονάει ξαφνικά άπό τό νοΟ του. Καί. καθώς λογαοιάΓει νά την 6σλη σ’ έφαουογή, ένα παράξενο χα μόγελο σχεδιάζεται στό ποό σωπό του. Κάθεται στη θέσι του πιλότου καί πιάνει ο*τά στιβα^ά του χέρια τό πηδά λιο. Μέ γοργές κινήσεις κά νοντας νοεοά ώρισυέ'ους μα θηματικούς υπολογισμούς, άλ λά£ει την κατεύθυνσι του ακάΦους. Ή ασημένια οουκέτα διαγράφει ενα μεγάλο τόξο στον άέοα καί εγκαταλείπει την πορεία προς τίς αμερι κανικές άκτές. Λυτή τή φοοά κάτω άπό τή διευθυνσι του Νέου Υπεράνθρωπου, ξα4ίαγυρίζει ποος την άφετηοία της. Ή άεροτοοπίλλα ταξι δεύει ποός τή βάσι του κΜ^λέ Παγωνιού», στό νησί Κιού Σ ίου! —- Θά ξαφνιαστούν δταν δουν τούτη την άεροτοοπίλλα νά πέφτη πάνω στα κε φάλια τους!, ψιθυρίζει καί χαμογελάει τό Γεράκι» "Ηθε
λα νάδλεπα τί μούτρα θά κά νουν ! Καθώς μονολογεί όμως μιά δυνατή αγωνία γεμίζει την ψυχή του. Ναί, βέβαια, ή άσημένισ ρουκέτα θά πέση στο Κιού - Σίου. Καί ξέρει που ακριβώς θά την κατευθύνη. ’Αλλά αυτός; Τί θά γίνη αυ τός; "Οσο Υπεράνθρωπος κΓ άν είναι, δεν θά μπόρεση νά άντέξη σέ μιά τέτοια έκρηξι. Πρέπει νά βρή τό μι κρό παοάθυοο που έκλεισε πίσω του αυτόματα όταν δό μησε μέσα στην άεροτορπίΑ λα. % Θρόμβοι ίδρωτα γεμίζουν τό μέτωπό του καί ή κοηδιά του χτυπάει βιαστικά. Τίπο τα δέ μποοεί νά άνακαλύψη ! Ή ανησυχία φουντώνει μέσα του ένώ ή ρουκέτα σχίζοντας τον άέρσ σάν άστοαπή πλη σιάζει τό Κιού - Σίου μέ τα χύτητα χιλίων χιλιομέτρων. Ξαφνικά όμως κάτι γίνεται πού κάνει πιο δύσκολη τή θέ σι του. Κάποιος σφυρίζει δί πλα του σά ψίδι: — Ακίνητος, Αμερικανέ κατάσκοπε! Καί, πριν προφτάση ν’ άντιληφθή ποιος είναι που του μιλάει, ακούει ένα βαρύ με ταλλικό θόρυβο καί κάτι βα ρύ πέφτει γύρω άπό τό κορ μί του. "Ενα κλουβί φτιαγ μένο μέ χοντρές σιδερένιες βέργες τον ^κρατάει ^ αιχμά λωτο καί 6έν μπορεί νά κινηθή. Άφίνει μιά κοαυγή ά γρια καί σφίγγει τά δόντια. Είναι πιασμένος σέ μιά φοβερή παγίδα καί 6 Αιποθυ-
11 ΓΕΡΑΚΙ, Ο ΝΕΟΣ »»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»5 μισμένος καμικάζι, που τον είχε τόσην ώρα ξεχάσει, στέ κει απέναντι του καί χαμογε λάει απαίσια. Συνήλθε καί, όσην ωρα άγωνιζότανε αυτός νά βοή μιαν έξοδο, πάτηο'ε κάποιον αόρατο μοχλό καί τό θρυλικό Γεράκι κλείστηκε μέ σα στο σιδερένιο αυτό κλου βί. — Αυτό είναι, του λέει 6 Γιαπωνέζος, ένα κλουβί για τους καμικάζι που διστάζουν την τελευταία στιγμή ή μετανοιώνουν καί άρνουντσι νά μπούνε στην άεροτορπίλλα. Έτσι φυλακισμένοι ταξιδεύ ουν προς τό θάνατο. Ύπόθεσε λοιπόν καί συ πώς είσαι ένας καμικάζι. Εΐμαι ευχα ριστημένος που 9ά πεθάνουμε παρέα. Κυττάζει τό ρολόϊ' του. — Σέ έψτά ώοες θά βοισκώ μαστέ πάνω από τή Νέα Ύόρκη. Σέ εφτά ώοες καί δυό λεώτά θά έχουμε γίνει κΓ οι δυό ένα πυροτέχνημα, παρασυροντας στην κοπαστροφή έκατοντάδες ουρανοξύστες καί χιλιάδες συμπατριώτες σου. Τό Γεράκι τον άκούει κΓ ένα παγωυένο ρίγος διατρέ χει τό κορμί του. — ’Αοχισε λοιπόν 6 πό λεμος; ρωτάει. — Εμείς κάνουμε την άοχή τής έπιθέσεως!, αποκρί νεται έκείνος χαμογελώντας. Άπό αύριο θ5 άρχιση για κα λά τό νλέντι καί οί Αμερι κανοί 6έν θά προφταίνουν Ά σβυνουν Φωτιές καί νά θά βουν ανθρώπους. Τό Γεράκι δέν μιλάει. "Απ’
τις κουβέντες του καμικάζι καταλαβαίνει ότι δέν έχει άντιληφθή την αλλαγή τής πο ρείας. Αέν ξέρει πώς ή αση μένια ρουκέτα δέν κατευθυνεται πιά ποός τήν Νέα Ύόρ κη άλλα προς τό Κιου - Σίου. Τόσο τό καλύτερο. ’Άν πεθάνη, θά πεθάνη τουλάχιστον παρασύροντας στο θάνατο ό σο τό δυνατόν περισσότερους συ η μ ο οίτες του «Μπλε Πα γωνιού». Άλλα καί τούτη ή ελπίδα ο-βύνει σέ λίγο. 'Ο καμικάζι περνάει στ ή θέσι του πιλό του καί ρίχνει μια ματιά ατά ρολόνια καί στις πυξίδες που βρίσκονται μπροστά του. Α πότομα δείχνει άνήσυχος. Πατάει διάφορα κουμπιά, άναδοσβυνουν διάφορα κόκκι να καί μπλέ φωτάκια καί κά νει υπολογισμούς. Τό Γεοάκι, που βλέπει μονάχα τή οάχη του, τον άκούει νά βλα· στπμάη. "Ύστερα σηκώνεται καί τραβάει ένα μοχλό. Ή καρδιά του Νέου Υπεράνθρω που σκιοτάει. "Ένα βαου έ λασμα σέρνεται έλαφοά καί τό μεγάλο τετράγωνο άνοιγ μα, τό παράθυοο τής άεοοτορπίλλας που ζητούσε τόσην ώοα, ανοίγει. "Ένα χοντρό τζάμι από πλαστική ισχυρό τατη υλη, εμποδίζει τον αέ ρα νά μπή στο σκάφος. *0 καμικάζι οίχνει μια ματιά .προς τά έξω καί βεβαιώνεται. "Ύστερά άνασηκώνει τό μο χλό καί κλείνει πάλι τό πα ράθυρο. Ξανακάθεται στή θέ σι του πιλότου καί πιάνει το πηδάλιά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
I®
►»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»>»»»»»>»»»»»»»»»»»»» Τούτη ακριβώς τη στιγμή -περιμένει τό Γεράκι. Βάζον τας σ’ ενέργεια δλες τις δυ νάμεις του, φουχτιάζει δυο κάγκελα του κλουβιού πού τον κρατάει αιχμάλωτο και σφίγγοντας τά δόντια τά λυ γίζει και σέ ένα λετττό έχει σχηματίσει ενα άρκετά με γάλο άνοιγμα. Περνάει άθόρυβα, και ό πιλότος, που έχει γυρισμένες τις πλάτες του καί δεν τον βλέπει, δέ χεται ξαφνικά ενα άστροπελέκι στο κεφάλι. Ή βαρεία γροθιά του Γερακιού τοΟ συν τρίβει τά κόκκαλα. Πέφτει σά νά τον χτύπησε κεραυνός. Τώρα ό Νέος Ύπεοάνθοωπος παίρνει πάλι τό πηδά λιο στα χέρια του. Ή ρου κέτα κάνει μια καινούρνια στροφή καί αρχίζει νά ταξι6εύη προς το Κιού - Σίου Μισή ώοα άργότεοα, φαίνε ται ή ζούγκλα. Μέ σταθεοό χέρι τό Γεοάκι διευθύνει τήν σεροτοοπίλλα του ολέθρου προς τό μέοος τών είκοσι χτι ατών πυροβόλων. Αυτά πρέ πει πρώτα νά καταστοαφούν. Χωρίς αυτούς τούς άπό τσι μέντο καί σίδερο πύογους πού μοιάζουν μέ τεοάστιες καμινάδες, ο! ασημένιες ρου κέτες δεν μποοοΟν νά εκσφεν δονιστούν καί γίνονται άνοηστες. Κατ' ευθείαν απάνω τους ΥσοάΓει λοιπόν τήν πο ρεία του βλήματος ό Νέος *Υπεράνθρωπος κι1 ύστεοα μέ γοργές κινήσεις κατεβάζει τό μοχλό του πσοαθύρου. Μέ μιά γροθιά συντρίβει τήν ττΑσστι
κή ύλη καί τινάζεται προς τά εξω σά βολίδα. Είναι πραγματικά μιά τρο μερή στιγμή! Καθώς βρίσκε ται άπότομα στον άέρα πέ φτει σέ μιά άγρια περιδίνισι καί γιά μερικά λεπτά αι σθάνεται νά κατρακυλάη στο κενό, χωρίς νά μπορή νά κατευθύνη τις κινήσεις του. "Υ στερα όμως πραγματοποιών τας ενα πλάγιο μακροβουτι ξαναβρίσκει τήν Ισορροπία του. Τότε ακριβώς μιά έκτυφλω τική λάμψις απλώνεται πάνω από ολάκερο τό νησί κΓ ένας άγριος κρότος σά νά βρον τούν ααζϊ χίλια κανόνισυγ κλονίζει τον άέοα, τη γή καί τή θάλασσα. "Ενα τεράστιο σύννεφο καπνού ανεβαίνει στον ουρανό! ΚΓ δταν ύστερα άπό λίγο σταματούν οι εκρήξεις καί ό καπνός παρασύρεται απ’ τον άνεμο, οι τσιμεντένιοι πύρ γοι δεν υπάρχουν πιά. "Ενα χαμόγελο θριάμβου σχεδιά ζεται στο πρόσωπο τού Γε ρακιού. Ή Νέα Ύόρκη εχει σωθη! Τό Γεράκι καλεΐ ένισχυσεις καί παίρνει αιά ίκ ανοπ ο ιητ ική ά π άντ ηρ ι
ΜΕΡΙΚΑ λεπτά αργότερα τό Γεράκι, πεονώντας πάνω απ’ τό τμήμα τής ζούγ κλας πού καίγεται ακόμη, προσγειώνεται έξω άπό τή σπηλιά, δπου λίγες ώρες νω ρίτερα είνε άφήσει τον Τζίμ καί τήν "Ελλεν. Άλλα τά δυο παιδιά 6έν βρίσκονται πιά I-
24
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕ02
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» κεί. "Ενα πελώοιο χέρι σφίγ γει την καρδιά του και μια δυνατή ανησυχία τον κυριεύ ει. Χίλιες ιδέες βασανίζουν τό μυαλό του. Πρέττει να κινηθή γοργά για νά ττρολάβη. "Αν έχουν πέσει στα χέρια των Γιαπω νέζων, πρεττει νά δοάση κεραυνοβόλα. Οι συιπιοο^ες του «Μπλε Παγωνιού» έξαγριωμένοι άπό την ξαφνική καταστροφή των χτιστών πυ ροβόλων που ματαιώνει τά έγκληυατικά σχέδιά τους, 9ά υποβάλουν τά δυο παιδιά σέ απερίγραπτα μαρτύοια άφίνοντας τή λύσσα τους νά ξεσπάση άπάνω τους. Πρέπει νά κινπθη λοιπόν. 5Αλλά, πριν ξεκινήση,^ έχει μιά άλλη έξ ίσου σοβο:ρή 5ου λεία νά κάνη. Σκαλίζει στο βάθος τής σπηλιάς και βγά ζει τον ασύρματο πού είχε κρύΰιει 'έκεί τά ξημεοώυοττα. Βάζει τ’ άκουστικά στ’ αυτιά καί αρχίζει να καλή τό Α μερικανικό Στρ/τηγεΐο '^ού Τόκιο στο μήκος κύματος πού γνωρίζει. Τά δάχτυ/ά^ του χτυπούν νευρικά τά πλήκτρα: «Καλώ επειγόντως Στρατηγεΐον Τόκιο. Έδώ Μακ Μτάνυ, απεσταλμένος έψημερίβος «Νταίηλυ Χέραλντ» τής Νέας Ύόρκης. Επείγου σα ανάγκη. Καλείται Άμερικσνικόν Στρατηγείον...» Τά έρτζιανά κυιατσ μεταφέοουν την αγωνιώδη έπίκλησι χιλιάδες μίλια μακρυά. Επακολουθούν πέντε λεπτά σιωπής, πού φαίνονται πέν
τε αιώνες και γεμίζουν άπόγνωσι τό ήοωϊκό παιδί. Τον ακόυσαν; Δεν τον ακόυσαν; Τό ερώτημα αυτό τον βασα νίζει καί γεμίζει απελπισία την ώυχή του. "Υστεοα έοχεται έπί τέλους ή άπάντησι: «Έδώ Στρατηγείον Τόκιο! Σας άκούμε. Όμιλήτε!» Ή καρδιά του Γεοακιού σκιρτάει χαρούμενα καί άονίζει πάλι νά χΐυπάη τά πλήκ τρα: ? «Έ6ώ Μάκ Ντάνυ. Εύρίσκομσι εις νήσον Κιού-Σίου. 'Ανεκάλυψα βάσιν ασημένιων ρουκετών. Εις Κιού - Σίου υ πάρχουν μεγάλες τεχνικές εγ καταστάσεις καί στοατώνες καμικάζι. Χιλιάδες Γιαπωνέ ζοι προετοιμάζουν ύπουλη ε πί θεσιν εναντίον Ηνωμένων Πολιτειών. Εργοστάσια καμουφλαρισ’ΐένα δυτικόν άκοον ζούγκλας. Άποστείλατε αερο πλάνα προς βουβαπδ'σι.ιόν στόνων καί ρίφατε δΓ αλεξι πτώτων στρατιωτικός δυνά μεις. Πλπσίον αυτών υπάρ χει άεοοδρό'.πον ποός προσ γείωσήν. Επείγουσα Ανάγ κη. Επαναλαμβάνω: Επεί γουσα ανάγκη...» Μεσολαβεί μιά μεγάλη σι ωπή πάλι καί ή άπάντησι έρ χεται τούτη τή όορά λακωνι κή: «Άποστέλλομεν δυνά μεις». Τό Γεράκι βγάζει ένα στε ναγμό άνακουφίσεως. "Ολα πάνε καλά! Βγάζει τά ακου στικά άπό τ* αυτιά του, κρύ βει πάλι τον άσύοματο στο βάθος τής σπηλιάς καί ήσυ χος πια, άφοΰ έχει κάνει τό
υπεράνθρωπο!
»»>»»»»»>»»»»»»»»»»»»»>η»»»ϊ»>»»$>»»ϊ»»»»»»»»»»»»
καθήκον του ττρός την ττατρίδα, ξεκινάει αποφασισμένος μέ κάθε θυσία νά βρή τά ί χνη τής "Ελλεν και του Τζίμ. Τινάζει τά πόδια, σηκώνει τά χέρια και απογειώνεται. Μερι ιά λεπτά αργότερα ταξι δεύει πάλι πάνω από τή ζούγ κλα. άιακρίνει πολλούς Για πωνέζους πού αγωνίζονται νά σβύσουν τη μεγάλη πυρκαϊά πού έχει ανάψει στο σημείο πού υψώνονταν πριν από μιά ώρα τά σκοτεινά στόματα των τσιμεντένιων κανονιών καί ξεχωρίζει άλλες ομάδες (οπλισμένων, πού ξεκινούν α πό το σπίτι μέ τό κυκλικό αχήμα, καί ξαφνικά νοιώθει μιά μαχαιριά στην καοδιά. Τό διαπεραστικό του βλέμμα καρφώνεται απότομα στην ψη~ ληπαγόδα πού βρίσκεται πεν τακόσια μέτρα από τούτο τό κτίριο, πλάϊ στους στρατώ νες των καμικάζι... Ή 'Έλλεν κΓ ο Τζίμ Γκάφας μέ δεμένα τά χέρια πί σω στις πλάτες, βαδίζουν α νάμεσα σέ μερικούς Γιαπωνέ ζους πού φορούν κάσκες καί κρατούν αυτόματα. Τά^ 6υό παιδιά κάθε τόσο άρνουνται νά προχωρήσουν, μά εκείνοι πού τούς συνοδεύουν τούς σπρώχνουν βάναυσα καί τους υποχρεώνουν νά περπατούν. Μισό λεπτό αργότερα, ή "Ελλεν κΓ ό χΤζίμ χάνονται πίσω από μιά μεγάλη πόρ τα πού βρίσκεται στο άοιστερό μέρος τού προαυλίου καί τό Γεράκι σφίγγει τά δον τια κι* έτοιμάζεται νά έπιτε8ή, Καλά τό είχε καταλάβει.
ιά δυο ήρωϊκά Άμερι «ανά παυλα βρίσκονται σέ άσκι^μη θέσι. Τά δυο παί'διά παλεύο'^ν μέ ηρωισμό καί άπόγνωσι για τη ζωή καί την ελευθερία
ΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ή /Έλλεν κΓ ό Τζίμ διατρέχουν έ να μεγάλο κίνδυνο. "Οτον σκαρφάλωσαν πάνω στό δέν τρο, ίσως νά μή τούς έβλε παν οι Γιαπωνέζοι κΓ ίσως νά είχαν γλυτώσει. Μά ή μαύ ρη λεοπάρδαλις πού τούς εί χε μυριστή τριγυρίζει κάτω απ’ τό δένδρο καί βγάζει ά νοια νιαουρίσματα τούς πρόβωσε. Ο! συμμορίτες τού «Μπλε Παγωνιού» άκαΰνε τά ουρλια χτά της καί τρέχουν προς τά εκεί. Την βλέπουν νά προσπαθή νά σκαρφαλώση στό ψη λό δέντρο, ρίχνουν μιά μα τιά στά κλαριά καί διακρί νουν ανάμεσα τους τά δυο παιδιά. ^— Ωραίο 8ά^ ήταν, λέει κάποιος, νά ρίξουμε αυτήν την κσπέλλα καί τον άράπη στά δόντια τού αγριμιού. Θά ξεκαρδιζόμαστε μέ τά μού τρα πού θά κάνανε, καθώς θά τούς τραγάνιζε γλυκά-γλυκά. — Μπρρ! Θεούλη μου!, κάνει ό Γκάόας πού τον α κούει καί τρέμει. Θαρρώ πώς μπλέξαμε άσκημα, ζέΞλλεν. Ποτέ δεν πήγε ό νους μου πώς ήταν δυνατό νά τελειώ σω τις ωραίες ήυέοες ^ μου στό στομάχι μιας λεοπάρδα
Π
26
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
*»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»» λης. Αμάν Θεούλη μου, βάλε το χέρι σου! Ή "Έλλεν δεν μιλάει. Αι σθάνεται ένα ρίγος νά διαπερνάη ολόκληρο τό σώμα της και έχει γίνει νλωμη. — 'Ωραίο θά ήταν αυτό πού λες!, αποκρίνεται στον πρώτο Γιαπωνέζο ένας άλλος άπό τό απόσπασμα. Καί σέ μένα θά άρεσε νά τούς έβλε πα ανάμεσα στις μασέλες τής άνριας αυτής γόπας. 3Αλ λά ό αρχηγός τούς θέλει ζων τανούς... ίΓ
Καί άροπζει &να βυ.ι,μο'νισμέν'© κυ νηγηιτό μέ τ* αύτοικ.ίνηπτα.
Καθώς μιλάνε, ζυγώνουν μέ αργά βήματα προς τό δέντρο, κρατώντας τά αυτόματα στά χέρια. Ή λεοπάρδαλις πού τούς έχει άντιληφθή, ξεχνάει τώρα τά παιδιά, πού βοίσκον ται κρυμμένα στά κλαδιά, καί γυρίζει πρός τό μέρος τους Τά κίτρινα μάτια της φεγγο βολούν καί ή ουρά της πη γαινοέρχεται πότε δεξιά, πό τε αριστερά, χτυπώντας τον αέρα. Τά σουβλερά δόντια της είναι απαίσια. Κυττάζει γύρω της καί, καθώς βλέπει πώς ό κλοιός απ’ τούς αν θρώπους στενεύει όσο πάει περισσότερο, αγριεύει καί ξεφυσάει θυμωμένα. "Ύστερα, δίνοντας ένα ξαφνικό σάλτο, τινάζεται σά λάστιχο καί πέ φτει απάνω σ’ έναν απ’ αυ τούς πού ήρθαν μέ τόση α ναίδεια νά τής χαλάσουν την ησυχία. Γά σουβλερά της νύ χια καρφώνονται στο στήθοτ του καί τά δόντια της χώνον ται στο λαιμό του. Άκούγεται μια άναρθρη κραυγή α γωνίας καί τό κροτάλισμα πολλών αυτομάτων. Τό ζώο, πού έχει κομματιάσει μέσα σέ μια στιγμή τον Γιαπωνέ ζο, τραυματίζεται άπό τά καφτά μολύβια πού γαζώνουν τό κο_ρμί του, παίρνει μια βόλτα στον αέρα, καί πέφτει μερικά μέτρα πιο εκεί σφα δάζοντας. Δυο - τρείς τρέ χουν πρός τό μέρος τού κατακρεουργημένου συμμορίτη καί οι άλλοι περί κυκλώνουν τό δέντρο. —~ Εμπρός!, διατάζει ό ένας απ’ αυτούς σημαδεύον
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
►>»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»» τας τά -παιδιά. Κατεβήτε πρίν αρχίσουμε νά θυμώνουμε! — Πολύ ζόρικος είναι αυ τός, θεούλη μου!, λέει ό Γκάφας στην "Ελλεν. Δέ βαστάω! Θά τού ρίξω νά δώ άν θά θυμώση περισσότερο! Και πριν προφτάση ή κοπέλλα νά τον κράτηση, πιέ ζει τή σκανδάλη του πιστο λιού του και ό Γιαπωνέζος αισθάνεται ένα κάψιμο ανά μεσα στά δυο μάτια του. Παίρνει μιά βόλτα στις φτέρ νες του καί πέφτει άνάσκελα. Την ίδια στιγμή ένας άλλος πού βλέπει τον συμπατριώτη ιου νά σωριάζεται νεκρός, άφίνει μιά βλαστήμια καί ση κώνει τό αυτόματό του έτοι μος νά στείλη μερικά μολύ βια απάνω στά παιδιά. ■—"Όχι! Στάσου!, φωνά ζει κάποιος άλλος πού φαί νεται πώς εΐ^αι έπΐ κεφα>ης του αποσπάσματος. Είπαμε πώς μάς χρειάζονται ζωντα νοί αυτοί οί κατάσκοποι. Πρέ πει νά τούς άνσκρίνη ό άοχη« γός! Μή πυροβολής! Τον έμποδίζει· νά πυροβό ληση κι5 υστέρα αρχίζει νά σκαρφαλώνη σάν αίλουρος στο δέντρο. Τον άκολου^ο ν κΓ άλλοι 6υό. Καί τότε άπά· νω στά κλαριά του μεγάλου αυτού δέντρου αρχίζει μιά σκληρή μάχη. Τά δυο παιδιά πού άρνούνται νά παραβο0ουν πυροβολούν, μά οί Για πωνέζοι ξέρουν νά γλυστρουν καί σαλτάρουν άπό τό ενα κλαδί στο άλλο. — Παραδοθήτε!, φωνάζει ό άρχηγός.
•Λ,
Τόν τελεί τάΐο λόγσ τόν εΐτταν οί βόιμβες ττον Ιστειλαν τά άεροττλάνα.
— Ηρίτς, πού θά παραδο θούμε!, γρυλλίζει ό άραπάκος. Ό Τζίμ Γκάφας ποτέ δεν παραδίνεται! ’Άν μπορήτε, πιάστε μας! Ή 'Έλλεν, πού σ’ αυτό τό μεταξύ έχει χρησιμοποιήσει όλες τίς σφαίρες τού πιστο λιού της, έρχεται στά χέρια μέ έναν απ’ τούς διώκτες της καί ή γυμνασμένη γροθιά της# πού πέψτειι μέ δύναμι
28
στο κίτρινο μούτρο του, τον ζαλίζει καί τον άνατ^έπει. "Ενας άλλος δμως της επιτί θεται τώρα καί νοιώθει τά δάχτυλά του νά τυλίγωνται στο λαιμό της Τής κόβεται ή αναπνοή καί καταλαβαίνει πώς λυγάει. Την ίδια στιγμή όμως γί νεται κάτι τρουερό. Άκοόγεται μια φοβερή έκςνιξι καί τά δυο παιδιά με τούς Γιαπωνέ ζους πού βρίσκονται απάνω στο δέντρο, τινάζονται ψηλά στον άέρα κΤ ύστερα πέφτουν βαρεία στο χώμα. ΚΤ όλοι οί άλλοι δμως, πού βρίσκον ται κάτω απ’ το 5ένττα, έ χουν κυλιστή στο εδαΨος, πού τραντάζεται σαν νά τό παιδεύη ένας φοβερός σεισμός. 'Ο ουρανός σκοτεινιάζει καί σύννεφα καπνού σκεπάζουν τά πάντα. Αέν ξέρουν τί α κριβώς έχει συμβή. * Αργότε ρα Θά μάθουν οτι ή έκοηδι προερχόταν άπό την άσημένιο: ρουκέτα, πού έστειλε τό Θρυλικό Γεράκι άπάνω ατούς τσιμεντένιους πύργους των πυροβόλων. Ποός τό παοόν λοιπόν δεν ξέρουν τί άκοιβώς έχει συνβή, άλλα καταλαβαί νουν πώς κάτι σοβαρό έχει γίνει. Ό πανικός κάνει τούς Γιαπωνέζους νά ποοφάζουν α παίσια καί ό Τζίμ ΓκάΦας που νομίζει... πώς βομβαρ δίσανε τό δέντρο, κυλιέται στο χώμα. —Αμάν Θεούλη μου! Μάς ψάγανε μπαμπέσικα μέ ατο μική βόμβα!, ξεφωνίζει. Ή φωνή τού χαζού άραπάκου ξαναφέρνει στην πραγ
ΓΕΡΑΚΙ,
Ο
ΝΕΟΙ
ματικότητα τούς συμμορίτες πού αρχίζουν νά συνέρχον ται άπό την πρώτη κατάπληξι. Πρέπει ν5 Απομακρυνθούν τό ταχύτερο άπό εδώ.. Ή έκρηξι καί ή πυρκαίά είναι ε δώ κάπου γύρω κοντά. Με γοργές κινήσεις άνασηκώνουν τον Γκάφα καί τού δένουν τά χέρια., παρ’ ολη τήν άντίστασι τού προβάλλει. "Υστερα δέ'Όυν τήν "Ελλεν. Βάζουν στη μέση τά δυο παιδιά και μέ βιαστικό βήμα κατευ'^ύνονται προς ένα ξέφωτο πού βρίσκεται μακρυά απ’ τις φλόγες. ζΟ Μάκ Ντάνυ οοηλ\ι τους φίλους του και την 5Αμερική, άλλα τραυ ματίζεται βαρεία
ΣΤΕΡΑ άπό δυό ώρες, ο Τζίμ κι* ή "Ελλεν έχουν μεταφεοθή στο κυκλικό κτί ριο. Τούς κλείνουν σ’ ένα μι κρό δωμάτιο πού ροιάζει μέ κελλΐ φυλακής και σέ λίγο δέχονται τήν έπίσκεψι τού Φουκακούσα - Ζοζό. Ό μι κρόσωμος Γιαπωνέζος μέ τά ψιδίσια μάτια συνοδεύεται άπό δυό γεροδεμένους άντοες πού κρατούν συρμάτινα άγκαθωτά μαστίγια στά χέοια. Είναι πολύ νευρικός καί τό βλέμμα του γεμάτο λύσσα, καρφώνεται απάνω στά παι διά. — Που είναι ό δημοσιο γράφος; ρωτάει καί τά μάτια του αστράφτουν παράξενα. Σάς ποοειδοποιώ πώς αυτή τή φορά κανείς δέν μπορεί *>ά σάς σώση άπό τό θάνατο. ’Άν
Υ
μιλήσετε όμως, θά σάς χαρί σω τη ζωή. Που είναι ο ά σπρος κατάσκοπος; Τά δυο παιδιά τον κυττάζουν αμίλητα. Κρατουν κλει στό τό στόμα και δεν του α παντούν. Αύτό κάνει τον Φουκακούσα ν* άγριέψη περισσό τερό. — Καταλάβατε τί σάς ρω τάω; γρυλλίζει. Αλλα ούτε αυτή τη φορά παίρνει άπάντησι. ιΟ Τζίμ και ή "Ελλεν όρθοί μέ τά χέ ρια δεμένα στη ράχη, δέν^μιλούν. Πλησιάζει περισσότε ρο κοντά τους: —* Ακούσατε τί ρώτησα; λέει. -— Εμένα ρωτάς; κάνει μέ ύφος ηλίθιο ό Γκάφας. -— Ναι. Εσένα ρωτάω!, λέει και πηγαίνει κοντά του. Που είναι ό δημοσιογράφος; —- ,ΛΑν ρωτάς για τον κύ ριο Μάκ, απαντάει ό άραπάκος# μάθε πώς χαίοει άκρας υγείας και σου στέλνει χαι ρετίσματα. Ό Γιαπωνέζος καταλαβαί νει την ειρωνία καί γίνεται πράσινος. Τά μάτια του α στράφτουν. Σηκώνει τό χέρι καί τό κατεβάζει- μέ δύναμι στο πρόσωπο του παιδιού. Ό Γκάψας αισθάνεται ένα δυ νατό πόνο καί δίνει αμέσως την άπάντησι. Σηκώνει τό πόδι καί τό χοντροπάπουτσό του τινάζεται μέ δύναμι απά νω στο καλάμι του Φουκακούσα. — "Ω!, ξεφωνίζει ό Για πωνέζος. "Ωχ τό πόδι μου! Καί στριφογυρίζει σαν Τρελλός,
"Οχι παίζουμε!. Χέει 6 Γκάφας. Μόνο έσυ θά χτυ* πάς; ^3Αλλά βέν προφταίνει νά πή περισσότερα. Οί δυο άν τρες μέ τά μαστίγια πέφτουν απάνω του. Τό κορμί τού παι διού δέχεται άγρια χτυπήμα τα καί σωριάζεται άναίσθητο στη γωνιά τής κάμαρης. Τώρα ό Γιαπωνέζος γυρίζει προς τό μέρος τής "ί^λλεν. — Είναι ή σειρά σου, τής λεει. ’Άν δεν μιλήσης, θά πάθης^τά ίδια. Πού είναι ό Μάκ Ντάνυ; Αεν ξέρω!, άπαντάει μέ πείσμα τό κορίτσι. "Αδι κα κοπιάζεις. Δεν πρόκειται νά μάθης τίποτα από μάς. —- Αυτό ^@ά τό δούμε!, μουγγρίζει έι^εινος. Κάνει ένα νόημα στους δυο άντρες κΓ εκείνοι ρίχνονται τώρα μέ τά συρμάτινα μαστί για απάνω στην δεμένη κοπέλλα. Τ3 αγκάθια σκίζουν τά ρούχα της καί τό κορμί της. Αλλά 6έ μιλάει. — Αφήστε την τώρα, δια τάζει ό Φουκακουσα. ίυ πρωί 8ά ξαναγυρίσουμε. Μπορεί ώς τότε νά έχουνε λύσει τή γλώσσο; τους. 13 Αν εξακολου θούν νά είναι μουγγοί, θά τους περιποιηθούμε όπως ται ριάζει αύριο... * & ☆ 3Αλλά αυτό τό αύριο δεν ήρθε ποτέ. Γιατί σ’ αυτό τό μεταξύ τό Γεράκι έχει αρχί σει πάλι την κεραυνοβόλο δράσι του, προσπαθώντας νά σώση τούς δυο αγαπημένους του φίλους. Προσγειώνεται
Μ άθόρϋβα πίσω άττο τήν^ιταγό8α πού βρίσκεται πλάι στο στρατώνα των καμικάζι και προσπαθεί νά βρή ένα τρόπο νά μπή στο κυκλικό κτίριο ό που είδε νά οδηγούν τά παι διά. Καθώς όμως ποοχωοεΐ προς τά εκεί, ένας Γιαπωνέζος πού τον βλέπει ξαφνιά ζεται κι’ έτοιμάζεται νά πυ ροβόληση. Τό Γεράκι μουντά ρει σαν αστραπή απάνω του καί η βαρειά γροθιά του κά νει θούψαλλα τό κρανίο του. Ό Νέος Υπεράνθρωπος γλυστρώντας έπειτα σάν σκιά— έχει αρχίσει τώρα νά νυχτώνη — πλησιάζει τό μεγάλο κτίριο. Κρύβεται πάλι πίσω άπό ένα τζιπ, πού είναι σταματημένο κάπου εκεί κοντά, καί περιμένει. Ή ευκαιρία δέν αργεί νά τού δοθή. Ή με γάλη πόρτα τού κτιρίου α νοίγει καί τρεις Γιαπωνέζοι βγαίνουν απ’ αυτήν συνομι λώντας. Πριν προφτάσουν νά τήν κλείσουν πίσω τους, τό Γεράκι επιτίθεται. Μέ τρία κεραυνοβόλα χτυπήματα οι τρεις συμμορίτες τινάζονται στήν αυλή καί τό παιδί μέ τή λιονταρίσια καρδιά προ χωρεί μέ μεγάλα βήματα στο εσωτερικό τής φωλιάς τού «Μπλε Παγωνιού». Περνάει έναν έρημο διάδρομο, στρί βει δεξιά καί βρίσκεται μπρο στά στον Φουκακούσα καί στους δυο σωματοφύλακες του μέ τ1 αγκαθωτά μαστίια. Σφίγγει τά δόντια καί φίνει μιά δυνατή κραυγή Ό Γιαπωνέζος μέ τά φιδίσια μάτια δέχεται μιά γροθιά
ΗΡΑΚΙ, « ϋβΟΧ στ© σαγόνι καί τό κεφάλι τασ ξεβιδώνεται άπ* τή θέσι του, Ή άλλη γροθιά τού Γερακιού τσακίζει τό κρανίο τού πρώ του σωματοφύλακα που έτο>μάζεται νά πυροβολήση. Ό άλλος τρομοκρατημένος προ σπαθεί νά χωθή τρέχοντας στο ^ διάδρομο. Ό Νέος Υ περάνθρωπος σαλτάρει σό:ν βολίδα καί τον άνασηκώνει κρατώντας τον άπ5 τά μαλ λιά. — Πού είναι τά παιδιά; ρωτάει. ^Εκείνος τρέχει καί Βέν μπο ρεί νά μιλήση. — Πού είναι τά παιδιά; ξαναοωτάει τό Γεράκι. Ό Γιαπωνέζος τρέμοντας δείχνει μιά μικρή πόρτα. Ό Νέος Υπεράνθρωπος τον σερ νει μαζί του. Μ’ ένα χτύπη μα τών ώμων του ή πόρτα ξεριζώνεται άπό τή θέσι της καί μέσα στο μισοσκόταδο διακρίνει τά παιδιά, πού εί ναι πεσμένα στο πάτωμα μέ δεμένα τά χέρια καί βογγάνε. Ή καρδιά του σπαράζει ά πό άγωνύα. * Αρπάζει άπό τά χέρια τού συμμορίτη τό μαστίγιρ καί τό κατεβάζει μέ δυναμι στο πρόσωπό του. Ό Γ ιαπωνέζος τινάζεται στον αέρα καί τό κεφάλι του βρον τάει στον απέναντι τοίχο. "Ύ στερα σωριάζεται αναίσθη τος. Μέ γοργές κινήσεις, τό Γε ράκι λύνει τα χέρια τών παι διών, τά παίρνει στήν αγκα λιά του καί ξεχύνεται προς τήν έξοδο. Τό βλέμμα του ψά-
αν<ΜΛΛΟ*
χνει όλα τά γύρ&5. ΒΧε-ττέί τό τζίπ. Τρέχει προς τά έκεΐ. Τοποθετεί την "Ελλεν καί τον Τζϊμ στο πίσω του μέρος. Αυτός κάθεται μπροστά καί πατάει τό γκάζι. Τό αυτοκί νητο ξεκινάει σαν βολίδα μέ σα στο σκοτάδι. "Ύστερα από λίγο, έχουν μπή στον αυτοκινητόδρομο, που βρίσκεται έξω άπ5 τη ζούγκλα πλάι στην ακτή. Δεν ξέρει φυσικά, που βγάζει αυ τός ό δρόμος, αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Εκείνο που έχει σημασία τούτη την ώρα είναι νά άπομακρυνθή όσο γίνεται πιο πολύ από τή ζούγκλα καί τά καμουφλαρισμένα κτίρια των Γιαπωνέζων, γιατί από στιγμή σέ στιγμή θά φανουν τ’ αμερικανικά αεροπλάνα καί θ5 άρχίση ένας άγριος βομβαρδισμός. ΚΓ εκεί, καθώς οδηγεί, βλέπει ξαφνικά νά χάνεται ή μπλε φόρμα πού φοράει καί νά ξαναγίνεται ό Μάκ Ντάνυ! Ή έπίδρασι του ύγροϋ του δαχτυλιδιου μέ τή μπλε πέτρα, έπαψε. Τό θρυλικό Γεράκι παραχώρησε τή θέσι του πάλι στον όμορφο έφηβο μέ τό γεροδεμένο κορμί. — Απάνω στήν ώρα!, λέει χαμογελώντας. Μά τό χαμόγελο γίνεται απότομα μια γκρι μάτσα κα καταπλή ξεως καί φόβου.Ναι! Κάπως ένωρΐς μετέβαλε εμ φάνιση καί προσωπικότητα. Θά έπρεπε λίγο ακόμα νά διατηρούσε τήν ύπόστασί του του Υπεράνθρωπου γιατί α κόμα δέν είχε άπομακρυνθή
ιΐ
από τήν έιτίκίνδυνη ζώνη. Ύ στερα σκέψτηκε καί τούς φί λους του : τον Τζίμ* καί τήν 'Έλλεν, Τΐ θά γίνονταν κΓ αυτοί; ΚΓ όλα αυτά τά συναισθή ματα του βασάνιζαν κΓ έδι ναν στο πρόσωπό του αυτήν τήν έκφρασι του τρόμου, για τί πρώτος αυτός είχε ακούσει τον αδύνατο άλλα ομαδικό βόμβα των αμερικανικών αε ροπλάνων που πλησίαζαν α πειλητικά καί διέγραφαν τή σΑτυέττα τους στον μακρύνό ορίζοντα. " άρπαξε τό μπράτσο του Τζίμ. — "Ίσως νά μήν προλά βουμε νά ζήσουμε!, του ψιθύ ρισε στ" αυτί. — Τΐ μοΰ λές, Ντάνυ!, έ κανε ό Τζίμ μαζεύοντας τούς ώμους του. — Τούς βλέπεις; "Έρχον ται ! — Ποιοί; ρώτησε ή Έλλεν. — Οι γλάροι!, έκανε μέ τρεμουλιαστή φωνή ό Τζίμ. — Οι γλάροι; τραύλισε ή Έλλεν κυττάζοντας τον ου ρανό. — Ναι οί γλάοοι, μέ τά... χαλύβδινα φτερά! — "Αφησε τά τραγικά ά στεγα!, τλν έκοψε θυμωμένα ό Μάκ Ντάνυ. Τώρα ό ουρανός συγκλονί ζονταν από τούς κινητήρες των άεοοπλάνο^ν. Καί σέ λίγο μια φοβερή έκρηξι συγκλονί ζει τό αυτοκίνητο καί τό τινά ζει στον αέρα. Τότζίπ μέ τά
|1
ΓβίΑΚΙ,
τβία παιδιά άνατρέττετοα και κατρακυλάει σ3 ένα βα3υ χαντάκι προς ^τ© μέρος της θάλασσας. Μια δυνατή λάμψις κι3 δλα χάνονται γύρω τους... Δεκαπέντε ολόκληρες μέρες χρειάστηκαν για νά συνέλθη ό Μάκ Ντάνυ. ΒαΟειά τραυ ματισμένος μεταφέρθηκε μέ στρατιωτικό νοσοκομειακό α εροπλάνο από τό Τόκιο στη Νέα Ύόρκη. Ή σωτηρία του ήταν ενα σωστό θαύμα γιά τους γιατρούς. Κάνεις δεν πί στευε πώς ήταν νά ζήση. Ή "Έλλεν κι’ ό Τζίμ είχαν τραυματισθή επίσης. 3Αλλά τά τραύματά τους ήταν απλές γρατζουνιές μπροστά στα τραύματα τού Μάκ Ντάνυ. — Μά τί έγινε; ρωτάει ό ταν άνοίγη τά μάτια και βλέ πει πάνω από τό κρεββάτι του στο νοσοκομείο τή χλωμή μορφή τής μητέρας του, την 'Ελλεν μέ κρεμασμένο από τό λαιμό και τυλιγμένο μέ γάζες τό χέρι και τον Τζίμ μ3 ένα άσπρο σαρίκι στο σπασμένο του κεφάλι. Τί έ γινε; — Τό τζιπ μας έπεσε α πάνω σέ νάρκη!, λέει ή "ΕλΤ Β*
6
Η
λεν, Οί Γιαπωνέζοι είχαν πονομεύσει τό δρόμο καί ξέ^ ράνε μόνο αυτοί τά ασφαλή περάσματα. Τώρα σιγά - σιγά αρχίζει νά θυμάται ό Μάκ. -— Καί τό Κιού - Σίσυ; —- Τό Κιού - Σίου ακόμα καίγεται!, αποκρίνεται χαμό γελώντας ή κοπέλλα. Δέν ά φησαν τίποτα όρθιο οι αμερι κάνικες βόμβες. Ευτυχώς οι στρατιώτες πού πέσανε μέ α λεξίπτωτα κάνανε έρευνες καί μάς ανακαλύψανε. 3Έτσι σωθήκαμε. Ό Μάκ Ντάνυ χαμογελάει ευχαριστημένος. 3Επί τέλους οί ασημένιες ρουκέτες δέν θά ξαναφανούν πιά. Χαμογελάει γιατί δέν ξέρει ακόμα πώς θά χρειαστή ένας τουλάχιστον χρόνος γιά νά σηκωθή άπ3 τό κρεββάτι του. Πολύ αργότερα θά μάθη πώς είναι σπασμένα τά δυο του πόδια καί πώς μερικά πλευρά του έχουν τσα κιστή καί θ3 αργήσουν νά ξαναγίνουν -καλά, όπως πρώτα, Τό θρυλικό Γεράκι δέν θά μπορέση νά δράση πιά! "Ε κτός άν, ύστερα από ένα χρό νο, οι γιατροί αλλάξουν γνώ μη καί τού τό επιτρέψουν...
οτ Συγγραφείς: 11. ΠΕΤΡΙΤΗΣ * Απαγορεύεται ή άναδηιμοσιευσις.
Τό σημερινό τείχος τού «Γερσιοο.0» είναι τό τελευταίο της πρώτης περιόδου, που πεοιορίζεται στους 8υό πρώτους τόμους. Ή Δ*εύ9υνσις άποφάσισε νά άναβάλη τή δημοσί ευα ι των τευχών της δειπέρας περ:όόσυ {τεύχη 17—32) για &τγόπερα, για \α μπόρεση στο μεταξύ νά προσφέρη στα Ελληνόπουλα ενα νέο καταπληκτικό και άριστουργηματικό άνάγνωσμα, πού θά ξετρελλάνη μικρούς και μεγάλους! Πρό κειται για τον
ίό
Ελληνόπουλο πού έγινε Μαχαραγιάς
Τό νέο άνάγνωσμα, πού θά ττάρη για ενα διάστημα τγ θέσι του «Γερακίου» είναι ενα έκΘαμβωτικό πανόραμα περι πετειών, ηρωισμού, δράσε ως, συναρπαστικών επεισοδίων μυστηρίου! Διαδραματίζεται στις μυστηριώδεις Ινδίες, σ’ ένα παραμυθένιο κράτος, μέ ήρωα ένα έκπληκτικό Ελληνό πουλο μέ θαυμαστές ικανότητες και μεγάλη καρδιά!
ίό Ελληνόπουλο πού έγινε Μαχαραγιάς "Ενα πρωτοφανές άνάγνωσμα, πού αιχμαλωτίζει τον άναγνώστη καί χαρίζει ώρες γοητείας, χαράς, αγωνίας, γέλιου, δακρύων, συγκινήσεως. Θά κι/κλοφορήση την έρχόμενη
27__ Δάνοΰστου (3
Σεπτεμβρίου στις Επαρχίες)
ΠΡΟΣΟΧΗ : Επειδή πολλοί άναγνώστες άρχισαν νά ζη τούν από τώρα τον «Ταγκόρ» καί ττροδλέπεται μεγάλη ζήτησις, συνιστώμεν σ’ όλους νά προμηθευτούν τό πρώτο τεύ χος τού «Ταγκόρ» πρωί - πρωί την έρχόμενη Παρασκευή, γιατί άλλοιώς κινδυνεύουν νά μην προλάβουν!
8»
Γραφεία: Όδός Αέκκα
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ Η ΡΩ-Ι-ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤ Ε I Ω Η 22 Φ Άριθ. 16 "γ* Τιμή δραχ. 2
2
'«β$Η6ΐ9Ι9{*ϋξ$!Π8ΗΙΙ2Ι
I ΓΓ Ό Α V 1 1 1 Γ,Γ Μ Μ
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστειδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25 ?6»9δ!Ιί33ΙΕ9Ι9ΒΕΒΒ!ΙΙ!Β@9!1ΕΒΒΒ9ΒΒΒΕΙΒΠ8ΒΙΙΒ19ΙδΙ18ΕΚΜίΚΗΒ&ϋί§31ΙΚΙΙ1ΗΙΙΠΙΙΙΒ@Ι39Ββ.
ΕΞΕΔΟΘΗ^ΑΝ 1) Τό Παιδί του Μυστηρίου 2) Τό Γεράκι συντρίβει 3) Τό 1 Ιπτάμενο Παιδί 4} Τιτανομαχία
5) £0 Προστάτης τού Κόσμου 6) Τό Μαύρο καί τό Άσποα Γεράκι 7} Τό Φοβερο Μυστικό
1
8)^ 'Ο * Αόρατος Θάνατος. 9) Ό Τζίιμ Γκάφας θυμώνει. 10) 11) 12.) 13) 14) 15)
Ο! Κίτρινοι Δαίυο ες Στα χέοια των Έουθοοδέσμω 10 Μυστηριώδης Φυλακισμένος Το Μηχάνημα του ’Ολέθρου. Τό Θαύμα πού Σώζει. Τό Αϊν ι γιμα της Ζούγκλα ς.
Ή Διρ·'8"νσ'ς τών έκδόσεων «'Ο Μικρός "Ηρω ζ»/ θέ λοντας νά βοηθήση τά Ελληνόπουλα να περάσουν ευχά ριστα καί ωφέλιμα τις διακοπές του καλοκαιριού, απο φάσισε νά τους προσψέρη σέ έξευτελιστικές τιμές, σχε δόν δωρεάν, δυο από τις καλύτερες έκδόσεις της, τό «Παιδικό Πανεπιστήμιο» και τό ανάγνωσμα περιπετειών ζούγκλας «Τάργκα». Άπό τής ΙΟπς Ιουλίου μέχρι τής 31ης Αύγουστου, κάθε Ελληνόπουλο 6ά εχη τό δικαίωμα νά άγοράση άπό τά γραφεία μας: 1) Τον Πρώτο Τόμο του «ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ ΜΙΟΥ», πού άποτελείται άπό τά 6 πρώτα τεύχη, δεμένα μέ πανί πολυτελείας καί μέ χρυσά γράμματα. Ή τιμή του ώρίστηκε στις 30 δραχμές. ’Από τής 10ης Ιουλίου όπως μέχρι τής 31ης Αύγουστου, θά μπορήτε νά άγοράα-'-ε τ· ^•'τιηο σύ·τλ τά”ο μέ την άπίστευτη τιμήν τών... 13 μ 6 ν ο ν δραχμών! -ρήτε επίσης νά άχοράσετε, στο ίδιο διά στημα, τά 22 τεύχη τού «ΤΑΡΓΚΑ», πού ή τιμή τους είναι 44 δραχμές, πληρώνοντας... μόνο 10 δραχμές γιά Τέλος, θά ενετε τό δικαίωμα νά αγοράσετε τούς δυο τό μους του «Τάργκα», πληρώνοντας μόνο 10 δραχμές γιά τον καθένα! ΣΗΜΕΙΩΜΑ : " Οσοι θέλουν νά πάρουν τά τεύχη ή τους τόμους ταχυδρομικώς θά έπιβσρυνθοϋν μέ τά τα χυδρομικά (2 δραχμές γιά κάθε τόμο καί 4 δραχμές γιά όλα τά τεύχη του «Τάργκα»).
•*ν-·
Ο υ/ΙΕΡΟΝηΡύπητ
μιίΐπ
ΜηηαΓ
μ ΜΐΗβτυχ/μ πηνθ
ΣΤΟ ΠΓΟυΡβ 0ΠΙΝΕΤΙ1Ι Π01 α μεφ/ιτπφελοι ήτοι αεη προ ΚΕ/ΤΗ* ΝΟΒΡΜ ΠΟΤΕ ΜΥΟΛΟ'
ΤΙ ΡΙ/Ρ ΕΧΕΙ Μ1!) ΠΟΛΟ0 ΠΟΡΕ!
Ηίίαρν πηοτε ΒΕΛΒΝΡβρεψπ
Μια Μ/Μαύρη
ΜΟ ΜΙΚυ, ΕΧΕΙΣ ΧΡΙΕΙ ΕΗΟ ΚΟΜ
μππ πη'
το/ν ουραίου/
μ?~~,
το ςποοδρ/ο ε/Α/ρι ταυ τούτο ΣΟΜΕ! ΟΛΗ ΤΡΑΛΟβαΠΡΗΟ