ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΔΡΑΧ
β
ISBN: 978-618-5531-83-6
ΧΑΡΡΙΕΤ ΜΠΗΤΣΕΡ ΣΤΟΟΥ
Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ Ά π ό 5 ο σ ι ς
ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΩΚΑ
ΦΘΗΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΘΗΝΑ!
Τελειώσαμε, λοι-τ*όνν εΐττε ό έμπορος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ι. ΣΥΖΗΤΉΣΙ αυτή γινόταν στο σαλόνι ενός πλούσιου σπιτιού, κόπτοιας πόλεως τού Κεντάκυ, ανάμεσα σέ δυο κυρίους η καλύτερα, ανάμεσα σ’ εν αν κύριο και σ’ Εναν κοντό και χοντρούτσικο άν θρωπο μέ άποκραυστικά χαρακτηριστικά, σπουδαίο ύψος καί φανταχτερό, πολύχρωμο ντύσιμο. Ή ομιλία του ήταν τό Τδιο άποκρουστική >με τό παρουσιαστικό του, άν δχι καί περισσότερο καί φαινόταν πώς δεν έδινε καί ,μεγάλη σημασία στη γραμματική καί τό συντακτικό, ιέινώ μεταχειριζόσαν :μέ πολλή ευκολία καί εξαιρετικά σωστά, τις πιο χυδαίες εκφράσεις τής αγοράς,^ πολλές απ’ τις όποιες δεν είναι δυνατόν νά γραφτούν σ’ ένα βιβλίο. Ό άλλος -— ό κύριος Σέλμπυ — ήταν ένας πρα γματικός τζέντλεμαν καί τό σπίτι που κουβέντιαζαν ήταν τό δικό του. Τά έπιπλα καί ή ατμόσφαιρα μαρτυρούσαν πλούτο καί αρχοντιά.
3
Ό κύριοξ Ιίλμττυ έλεγε έκέίνή τήν ά,ρΰέΐ
7
— Μ’ αυτόν τον τρόπ-ο ίσως θά μπορούσε νά τά~ κτοποιηθή ή ύπόθεσι. — Δεν μέ συμφέρει — όχι, μά την πίστι ,μου, δεν μέ συμφέρει καθόλου μιά τέτοια συμφωνία!, έκανε ό άλλος ξερά και σήκωσε ψηλά τό ποτήρι του, θαυμά ζοντας στο φώς τό χρώμα_του κρασιού του. _— Και γιατί, Χαλεϋ; -έρεις πώς ό θωμάς είναι εξαιρετικός σκλάβος. Θά μπορούσα νά ζητήσω άπ3 όποισνδήποτε αυτό τό ποσόν, άν ήθελα νά τον που λήσω άλλου. Ό Χαλεϋ ξερόβηξε. — Μάλιστα, συνέχισε ό κύριος Σέλμττυ. Τό ξέρεις πώς είναι εργατικός, άξιος, σοβαρός και τίμιος. Τον έχω επιστάτη στο κτήμα μου και όλα πηγαίνουν θαυ μάσια. — Τίμιος ένας νέγρος; έκανε ό άλλος ειρωνικά. Μωρέ μπράβο! Πρώτη μου φορά ακούω τέτοιο πρά μα! Καί γέμισε ξανά τό ποτήρι του. — Κι3 όμως είναι, είπε ψυχρά ό κύριος Σέλμπυ. Καί τίμιος καί σοβαρός καί θεοφοβούμενος. "Έχει γί νει χριστιανός έδώ καί τέσσερα χρόνια, από κάποιο κήρυγμα που ακούσε καί πιστεύω πώς είναι αλη θινός χριστιανός. Τού εμπιστεύομαι πάντα ό,τιδήποτε έχω, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό: Χρήμα τα, ζώα, σπίτι. Τον στέλνω όπου νάναι μονάχο του καί μέ πολλά λεφτά στην τσέπη καί ποτέ δεν σκάφθη κε νά μην ξαναγυρίση — ενώ θά μπορούσε νά τό εί χε κάνει. — Ό πιο πολύς κόσμος, Σέλ,μπυ, είπε ό Χαλεϋ, λέει πώς δεν υπάρχουν πουθενά θεοφοβούμενοι νέγροι. Έγώ όμως τό πιστεύω — αλήθεια! Στο τελευταίο φορτίο μέ μαύρους που κουβάλησα στη Νέα Όρλεάνη, είχα κι’ έναν, ίδιο σκαρί θά μ* άφησε καί έξακόσια δολλάρια καθαρό κέρδος, χωρίς υπερβολή! Τον αγόρασα βλέπεις, ευκαιρία, κάπό κάποιον φαληρημένο. Λοιπόν, στ3 άλήθεια, είναι χρήσιμη ή θρησκεία γιά τούς νέγρους^ ειδικά — ανεβάζει την τιμή τους\, Φτά νε: νά πιστεύουν πραγματικά δηλαδή, νά έξηγούμεθα. — ^Πάντως ό Θωμάς είναι πραγματικός Χριστια νός, είπε κουρασμένα ό κύριος Σέλμπυ. Τελευταία τον έστειλα στο Σινσινάτι νά μ-ου φέρη πεντακόσια δολλάρια κι’ έμαθα πώς βρέθηκαν πολλοί έκεί πέρα,
ττόυ τέν μβόύλευσάν να πάρη τα λεφτά καί νά τό σκάση. "Αιν πήγαινε στον Καναδά, λόγου χάρη δέν θά μπορούσε πιά κανείς νά τον πιάση, ούτε κάν τά χρήματα πίσω νά ζητήση. Κι5 εκείνος ξέρεις τί απάν τησε; «Έμενα μ3 εμπιστεύτηκε τ’ αφεντικό μου», τους λέει «και δεν θά τον γελάσω ποτέ!». ’Άν θές νά ξερής μου ραγίζεται ή καρδιά στη σκέψι πώς πρέπει νά^τόν πουλήσω. Τι νά χάνω όμως; Ή ανάγκη κί3 αυτό είναι τό μόνο πού δεν αλλάζει ^μέ τίποτα. Τό σωστό είναι νά κλείσουμε μέ τον Θωμά, Χάλεϋ, άν βάλης τό χέρι στην καρδιά. Μα τό βάζω, Σέλμπυ\ Και βέβαια τό βάζω! Έγώ όλες μου τις δουλειές έτσ^ι τις κάνω. Και θέλω νά σ’ ευχαριστήσω δπως μπορώ — πάντα θέλω νά υποχρεώνω τούς φίλους.^ Σέ βεβαιώ ωστόσο, πώς ό έφετεινός χ,ρόνος παρά είναι δύσκολος! Άνάσανε βαθειά κι3 έβαλε κι’ άλλο κσνιάκ στο πο τήρι. — 3Ειν τάξει, Χάλεϋ. Τί θές ακόμα λοιπόν, γιά νά ξωφλήσω; — Δέ βαρυέσαι·... Τίποτα σπουδαία πράγματα, Σέλμπυ... Νά, άν έχης κανένα μικρό αραπάκι ή καμμιά νεγρούλα περιπλέον από τον Θωμά, κλείνουμε τό ποσάν. — "Αλήθεια δεν έχω κανένα. 'Όσους έχω τούς χρει άζομαι. Κι3 αυτόν πού τον δίνω, δεν θά τό έκανα πο τέ σ’ άλλη περίπτωση απάντησε 6 κύριος Σέλμπυ. Τότε άνοιξε ξαφνικά ή πόρτα του σαλονιού και μπήκε ένα μικρό νεγράκη τεσσάρων ή πέντε χρόνων. 9Ηταν εκπληκτικά όμορφο τό προσωπάκι του καί τά ολόμαυρα σγουρά μαλλιά του ήταν σάν τό μετά ξι. Πανέξυπνα καί γεμάτα καλωσύνη τά ματάκια του πλαισιωμένα από μακρυές βλεφαρίδες, παρατηρού σαν ολόγυρα τό δωμάτιο μέ περιέργεια. — Χάρυ! φώναξε ό κύριος Σέλμπυ πού χαμογέλα σε μόλις τ’ άντίκίρυσε. Καί μ’ ένα σφύριγμα του πέταξε ένα τσαμπί στα φύλια, πού ό μικρός πήδηιξε καί τ3 άρπαξε στον α έρα. — ’Έλα δώ, Χάρυ Κράου. Τό παιδί ^πλησίασε χωρίς κανένα φόβο κι3 ό κύ ριός του του χάϊδεψε τά σγουρά μαλλάκια του καί τό μάγουλο. ’Εκεΐινο άρχισε τότε ένα μακρόσυρτο νέγρικο τρα-
γόύδι καί ή φωνή του ήταν _ λεπτή καί διάφανή κρυστάλλινη ,κλωστή. Τά λόγια του τραγουδιού τά συνώδευε μέ κωμικές, χαριτωμένες χειρονομίες, πού ταίριαζαν όμως θαυμάσια μέ τον ρυθμό. — Μπράβο!, φώναξε ό Χάλεϋ ένθουσιασμένος και τού πέταξε ένα πορτοκάλι, πού ό μικρός τδπιασε κι5 αυτό στον αέρα. — Περπάτησε σαν τον ,μπάρμπα Τζόε Κούντ, όταν τον πιάνουν ο! ρευματισμοί του, Χάρυ, εΐπε ό κύριος Σέλμπυ γελώντας. Αμέσως τά όλόϊσια ποδαράκια τού μικρού παρα μορφώθηκα. ν "Εγειρε την πλάτη του από τη μιά με ριά, πήρε τό μπαστούνι τού κυρίου του κι* άρχισε νά περπατάη κουτσαίνοντας μές τό δωμάτιο. "Εφτυνε δεξιά κι5 αριστερά μέ αστείες γκρι,μάτσες, πού έκαναν τούς δυο άντρες ινά ξεκαρδιστούν στά γέ λια. —- ^ ώρα, δείξε μας πώς διαβάζει τούς ψαλμούς του ό "Ελντερ Ρόμπενς, είπε ό κύριος Σέλμπυ. Τό αραπάκι φούσκωσε στη στιγμή τά μαγουλάκια του κΤ άρχισε νά ψέλνη μέ τη μύτη καί μία σοβαρό τητα αφάνταστη. —- Μπράβο! Μπράβο, παιδί μου!, φώναξε ό Χά λεϋ ενθουσιασμένος. Νά, μιά ευκαιρία, Σέλμπυ! Πές μου πώς θά μού στείλης αυτόν τον μικρό -μαζί μέ τον Θωμά και δέν μού χρωστάς πιά τίποτα! Πριν εκείνος προφτάση ν' άπαντήση, άνοιξε πάλι ή πόρτα καί μπήκε στο δωμάτιο μ·ιά μελαψή γυναίκα, όχι παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνων. Δέν θά χρεια ζόταν δεύτερη ματιά γιά νά καταλάβης πώς ήταν ή μητέρα τού παιδιού. ■Κοκκίνησε μόλις είδε τό αναιδέστατο θαυμαστικό βλέμμα, μέ τό οποίο τη κυττούσε ό Χάλεϋ, Απολαμ βάνοντας την ασυνήθιστη ομορφιά της. — Τί τρέχει, Έλίζ; ρώτησε μέ καλωσύνη ό κύριος Σέλμπυ. — Συγγνώμην, κυριε,^ ζητούσα τον Χάρυ. Ιό μικρό έτρεξε κοντά της χοροπηδώντας καί δεί χνοντας τά σταφύλια καί τό πορτοκάλι. — Μπορείς νά τό πάρης, είπε ό κύριος Σέλμπυ Εκείνη άρπαξε τό .μικρό απ’ τό χέρι κι5 έφυγε α μέσως. — Μωρέ τί μού λες!, σφύριξε μέ ανυπόκριτο θαυ μασμό ό Χάλεϋ. Τό λοιπόν, φίλε μου, θά μπορούσες $ .Λ.
· " V- ·φ*ζΛ"·ρ$.
νά κάνης την τύχη σου υέ δαύτη, χωρίς υπερβολή! "Εχω 6η να σκάνε χίλια δαλλάρια στή Νέα Όρλεάνη, για κάτ^νέγρες πού κάθε άλλο παρά ωραιότερες ήταν απ’ αυτήν. ^ — Δεν έχω διάθεσι νά κάνω μ’ αυτόν τον τρόπο την τύχη μου, είπε ό κύριος Σέλμπυ ξερά. Ό εμποοος όμως τον χτύπησε φιλικά οπήν πλάτη και χαμογέλασε. — Έλα!, είπε. Πόσα θέλεις γιά τό κορίτσι; — Δεν τη πουλώ, κύριε Χάλεϋ. Ή γυναίκα μου 6έν θά δεχτή νά την άποχωριστή, ούτε γιά ολόκληρο τό χρυσάφι του κόσμου. — Καλά τώρα! Και ποιά γυναίκα δεν τά λέει αυ τά; Με μερικά φτερά, στολίδια κι* ένα ρολογάκι, θά την κστάφερνες στη στιγμή. — 'Άδικσ τό κουβεντιάζεις, Χάλεϋ. ΆρνοΟμαι κα τηγορηματικά. — Πάει καλά. Θά μου δώσης όμως οπωσδήποτε τό παιδί. Είναι φανεοο πώς σου κάνω1 μεγάλη» υποχώρησι, αλλά έστω. Δώσε μου αυτόν τον πιτσιρίκο. — Στο Θεό σου! Τί θά τό κάνης ένα τόσο παιδάκ ι; — Υπάρχει κάποιος που κάνει άκαιδώς αυτή τη δουλειά, εΐπε ό Χάλεϋ. Αγοράζει και πουλάει καλοφτιαγ,μένα άγοράκισ. Τά παίρνουν οι πολύ πλούσιοι γιά ύπηρετάκια. 'Πάς στά σπίτια τους και βλέπεις κάτι τέτοια μικοά όμοοφούλικα νά σ’ άνοίγουν την πόρτα. Δίνουν ένα σωοό λεφτά, Σέλμπυ. Αυτός ό διαβολάκος πού εΐδες, είναι πρώτης τάξεως έμπόρευμα. — Δεν θά μ* άρεσε καθόλου νά τον πουλούσα, έκα νε σκεφακός ό κύριος Σέλμπυ. Μέ γεμίζει φρίκη ή ι δέα νά χωρί’ί&ουν τό παιδί από τη μητέρα του. — Πώ, πώ, πώ!, φώναξε ό Χάλεϋ μέ μια κίνησι δυσφορίας. Παντού βρίσκεις δυσκολίες. Δέ λέω πώς δεν εΐνσ' μπελάς νά ,μπλέκης <μέ γυναίκες καί υέ κλά ματα, αλλά υπάρχουν χίλιοι - δυο τρόποι νά ξεμπλέ ξει χωοίς αυτά. Στέλνεις τη μόνα του γιά μιά δου λειά, άς πούμε, κι* δταν γυοίση, τό παιδί έχει κάνει φτερά. Θά χλάψη, θά γτυπηθή, θά τής περάση — τής χαρίζει καί κάνα μπιχλιμπίδι ή γυναίκα σου καί ή ι στορία τέλος. — Δεν είναι τόσο απλά πού τά λες τά ποάματσ.. — "Όσα δεν μπορείς νά ξεμπερδέςιης μόνος σου, νά τ’ άφήνης στην κρίσι τού Θεού. Καί νά ξερής,
7
Σέλ,μπυ, πώς αυτές οί βρωμιάρες οί_νέγρες δένομαι ό ζουν στάλα μΛ εμάς τους άσπρους. Ξεχνάνε στη στι γμή — φτάνει νά ξερής πώς θα τούς τή σκάσης. Θάχης ακούσει καί του λόγου σου πώς αυτό τό είδος εμπόριο, .κάνει πέτρα την καρδιά τ’ ανθρώπου. Έ; Δεν είν’ αλήθεια ί Κακούς βρίσκεις σ’ όλες τις δου λειές. Έχω δή νά παίρνουν παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους κι* εκείνες νά κλαΐνε καί νά ουρ λιάζουν σπαραχτικά. Βρώμικες περιπτώσεις. "Ασε πού χαλνάνε καί τό εμπόρευμα έτσι, γιατί μιά νέ γρα πού θά ράί'ση ή καρδιά της μ* ένα τέτοιο^ γί νεται κι5 άχρηστη μετά. Είδα μιά πού τής πήραν τό παιδί της με σωστή μάχη. Γιά νά τό καταφέρουν στο τέλος αναγκάστηκαν νά τήν κλειδώσουν σ’ ένα δωμάτιο. Στην τιμή μου, Σέλμπυ, δεν μπορείς νά φαντασθής πώς έκανε. Τί κέρδισαν; "Οταν άνοιξαν νά τήν βγάλουν τή βρήκαν θεότρελλη καί σέ λίγο τά τίναξε κιόλας. "Αντε λογάριασε τα τώραλ Αυτή ά ξιζε δέκα φορές σάν τό παιδί. Εμπόριο είναι αυτό; Σέ ρωτάω. Γιά τούτο πιστεύω πώς πρέπει νά φέρνε ται κανείς σπλαχνικά σ’ αυτά τά πλάσματα. Ή πεί ρα μου τδχει μάθει, κύριε. Κ.ι’ ό Χάλεϋ τεντώθηκε νωχελικά στήν πολυθρόνα του. "Υστερα είδε πού ό κύριος Σέλμπυ άρχισε νά καθαοίζη ένα πορτοκάλι βυθισμένος σέ δύσκολες σκέ ψεις καί ξανάπε: — Είναι άσχημο νά ,μιλάη κάνεις γιά τον έαυτό του κΓ δμως πρέπει νά τό πώ: Είμαι ό πιο καλός έμπορος σκλάβων. Ολοι τό ξέρουν. "Ολοι οί δικοί μου φεύγουν σέ άριστη κατάστασι απ’ τά χέρια μου. Δε λέω πώς καμμιά φορά δεν υπάρχουν κι* ε ξαιρέσεις, δμως αυτά συμβαίνουν σ’ άλες τις δου λειές. Τήν επιτυχία μου λοιπόν τήν Αποδίδω στο γε γονός πώς ξέρω νά τά κανονίζω. Είμαι σπλαχνικός καί στή δουλειά ,μου ή βάσι είν’ αυτή. Τίποτ’ άλλο. —- Σωστά, είπε ό κύριος Σέλμπυ, πετώντας τά φλούδια τού πορτοκαλιού σ’ ένα πιάτο. Ό Χάλεϋ πήρε θάρρος κι5 είπε: — Νά: Είχαν έναν συνεταίρο μιά φορά, όνο μάτι Του Αόκερ. Καλόκαρδο παιδί αλλά οξύθυμος ό διά βολος —- σκέτο νεύρο! Τούς τάραζε τούς νέγρους. "Όλο τοϋλεγα: «Γιατί τούς σκοτώνεΐ'ς στο ξύλο, Τόμ κάθε φορά που κλαΐνε καί φωνάζουν; "Εχουν ψυχή ►Λ--· >Λ«
κι* αυτοί, πού νά πάρη καί νά σηκώση! Είναι κάτι που δεν γίνεται νά έξσφανιστή από τη μια στιγμή στην άλλη για το κέφι σου. Τί κερδίζεις μ5 αυτόν τον κακό τρόπο; Τους άρρωστα ίνεις, τούς κατα στρέφεις, τούς ρίχνεις την άξί>α τους, μέ δυο λόγια. "Ας τους νά κλάψουνε, αδελφέ! Πες τους και καμμιά καλή κουβέντα. Λίγη άνθρωπιά ά'ξίζει· πιο πολύ άπό χίλιες βουρδουιλιές». Αυτός, έκεΤ. Στο φινάλε άναγκάστηκα νά χωρίσω τά τσανάκια μου μαζί του, μ5 δλο πούχαμε στήσει καλή δουλειά. —“Πιστεύεις πώς το φέρσιμο το δικό σου είναι καλύτερο άπ’ του Λόκερ; ρώτησε ό κύριος Σέλμπυ. — Οϋουου ί Έγώ, όταν πρόκειται για τίποτα δυ σάρεστο, λαβαίνω τά μέτρα μου. Θά πουλήσω μι κρά; Μακρυά οι μανάδες! "Αμα γιά λίγαν καιρό δέν τά βλέπουν και δέν τά σκέφτονται, έρχεται πολύ πιο βολικό ύστερα. ΚΓ έπειτα μή νομίζης πώς μάς μοιά ζουν. Εμείς μεγαλώνουμε μέ τήν ιδέα πώς θά ψή σουμε μέ τήν οίκογένειά μας γιά πάντα. Εκείνοι δέν τά καταλαβαίνουν αυτά. "Υστερα το βλέπουν δτι πουλίώνται κι* άγοράζονται. Κάθε μέρα τό βλέ πουν. "Οταν κάνουν ένα παιδί, ξέρουν πώς μιά μέρα θά πουληθή — μ ή δέν τό ξέρουν; Γέλασε κΓ ύστερα ρώτησε: — Λοιπόν; Τί λές; — Θά τό συλλογιστώ μέ τήν ήσυχία μου, άποκρίθηκε ό κύριος Σέλμπυ. Ωστόσο μήν κάνης κου βέντα πουθενά, γιατί, αν τό μάθη ή γυναίκα μου, θά γίνη μεγάλο κακό. — Αυτό ν5 άκούγεται, είπε ό Χάλεϋ καί σηκώθη κε άπό τήν πολυθρόνα του. Φόρεσε τό παλτό του κΓ έφυγε. Σάν έμεινε μόνος του ό κύριος Σέλμπυ, μουρμού ρισε μέσ' άπό τά δόντια του: — Μέ τί ευχαρίστησι θά τον πετοΰσα έξω μέ τις κλωτσιές! 'Έχει καί Θεωρίες, τό κτήνος! αέρε; πώς μ' έχει στο χέρι όμως... ΤΑν μοϋλεγε κανείς πώς θά πουλούσα μιά μέρα τον Θωμά σ’ έναν άπ^ αυτούς τούς συχαμερούς εμπόρους, θά τού άπαντούσα ,πώς ό υπηρέτης μου δέν εΐναι σκύλος, γιά νά κάνω τέτοιο πράγμα. Καί νά τώρα! Πρέπει νά ^δώσω τον Θωμά καί πρέπει νά δώσω καί τό μικρό τής Έλίζ.... Θάχω μπελάδες μέ τή γυναίκα μου, νά παρ’ ή οργή, κύ όλ’ αυτά γιατί έπιασα καί χρεώθηκα!
9
Ό κύριος Σέλμπυ ήταν καλόκαρδος κύ εύγενικος άνθρωπος. Ποτέ δεν είχε συμβή κάτι πού νά ταράξη τήιν ησυχία των νέγρων πού δούλευαν στο κτήμα του. Κι" όμως ,μιά φορά έτυχε νά ξανοιχτή στο χρη ματιστήριο ανόητα κι" έχασε. Τά γραμμάτιά του έ πεσαν στά χέρια αυτούνου του Χάλεϋ και γι’ αυτό τώρα εΐχε γίνει εκείνη ή συζήτησι. Είχε συμβή όμως_ ταυτόχρονα και κάτι άλλο, δη λαδή τό αυτί τής 3 Ελίζ είχε αρπάξει μερικές λέξεις από την κουβέντα τους. Αυτό είχε σάν_ άποτέλεσμα νά γίνη τόσο ανήσυχη, πού ή κυρία Σέλμπυ, βλέποντάς τη το κατάλαβε μέ το πρώτο. — Τί σου συμβαίνει, Έλίζ; τη ρώτησε μέ καλωσύνη. —- *Ω, κυρία! Τά μάτια της γέμισαν μονομιάς δάκρυα κι5 άρχι σε νά κλαίη σπαρακτικά. —Μα τί τρέχει μικρή μου; Τί έχεις; —- "Αχ, κυρία μου, καλή μου κυρία! Ό κύριος κουβέντιαζε στο σαλόνι μ3 έναν έμπορο! — "Αλλο πάλι τούτο! Κι3 ύστερα; ^ — Λέτε νά θέλη νά πουλήση τον Χάρυ μου ό κύριος; — Γρελλάθηκες, παιδάκι μου; Τ3 εΐν3 αυτό πάλι πού σκέφτηκες; Πούλησε ποτέ του νέγρο ό κύριός σου, κουτουτσικο; "Η νομίζεις πώς όλος ό κόσμος δέν έχει άλλη έγνοια από τον Χάρυ σου —σάν κι3 εσένα; 3 Ανόητη, ιέ, ά'/όητη! Σκούπισε τά δάκρυα σου και κούμπωσέ μου τό φουστάνι γρήγορα. "Ελα. Φτιάξε μου και τά μαλλιά λιγάκι, πίσω. Καί νά πά ψης ;νά κρυφσκοΰς στις πόρτες. Τ3 ακόυσες; — Μάλιστα, κυρία... Εσείς όμως ποτέ δέν θ’ αφήνατε·... νά.,.νά... — Κακομοίρα ·μου! Παραεϊσαι κουτή! Γιατί επι μένεις καλά καί σώνει σ3 αυτή τήν ανοησία; Ν3 άφήσω νά πουλήοαυν τό παιδί σου; Έ όχι δά_! Τό ίδιο θά πουλούσα κι3 ένα από τά δ^ικά ,μουέ -έρεις κάτι όμως; Μου φαίνεται τό παραπήρες απάνω σου μέ τον γιό σου! Δέν μπορεί νά μπή ένας άνθρωπος εδώ μέσα καί θά πρέπει νά σου τον άγοράση! Γιά λογικέψου! Καί πράγματι ή Έλίζ καθησύχασε αρκετά καί τή βοήθησε νά ντυθή. Ήταν μιά εξαιρετική γυναίκα ή κυρία Σέλμπυ,
10
καλή κι* έξυττνη. ΈΤχε ανώτερες ηθικές αρχές και τις έφήρμοζε κιόλας στην καθημερινή της ζωή. Ό σύζυγός της μπορεί νά ,μήιν πολυπίστευε στην άποτελεσματικότητα πού έχουν οΐ καλές πράξεις για τις σχέσεις μέ τον θεό, είχε όμως ακράδαντη πεποίθησι πώς ή ευσέβεια κι* ή φιλανθρωπία τής γυναίκας του, ήταν αρκετές καί για τούς δυο τους. Φανταζόταν πώς αν πήγαινε στον ουρανό κρατώντας την από τό μπράτσο, θά τον άφηναν ασφαλώς νά μπή στο ΙΠαράδεισο, γιά νά μην την στενοχωρή σουν. Πρέπει νά σημειωθή άκόρα πώς ή κυρία Σέλμπυ ήταν απόλυτα ειλικρινής σέ δσα είχε πή στην Έλίζ, γιατί δεν είχε ιδέα γιά τις οικονομικές δυσκο λίες του άντρα της. Γι9 αυτό και τά ξέχασε πολύ γρήγορα δλ9 αυτά κι9 ασχολήθηκε μέ τίς έτσι μασιές γιά την εσπερίδα πού θά πήγαινε έκεΐνο τό βράδυ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ή ΚΥΡΙΑ Σέλμπυ είχε αναθρέψει άπό^ μικρό κοριτσάκι τήν Έλιζ καί ήταν ή χαϊδεμένη και ή αγαπημένη της. Είχε μια ξεχωριστή λεπτότητα, άπαλή φωνή, κα λούς τρόπους και υπέροχη όμορφιά. Αυτή ή Έλιζ δεν ήταν ένα πλάσμα πού τή γέννησε ή φαντασία άλλα ένα πραγματικό πρόσωπο, πού ποτέ δεν έσβη σε από τή σκέψι, άπ9 τήν έποχή πού τό συναντήσαμε στο Κεντάκυ(*). Παντρεύτηκε μ9 έναν έξυπνο καί δραστήριο νέο, πού τόν έλεγαν Τζώρτζ κι9 ήταν σκλάβος σ9 ένα γει τονικό κτήμαΤόν νέο αυτόν τον είχε νοικιάσει ό κύριός του σέ κάποιον έργοστασιάρχη κι9 έκεΐ ή εξυπνάδα του τούδωσε τήν ευκαιρία νά διακριθή. Εφεύρε καί υαά δι κή του συσκευή γιά τό καθάρισμα του καναβιου, πού έδειχνε τήν πραγματική ίδιοφυΐα του στη μηχανική, (*) Ό άναγνώστης δεν πρέπει νά 'ξοχνάη, πως ή «Καλύβα: τον Μπάιομπαι - θωριά» £χει γραφτή ;μρρ:.κά χοάνια τηρΐν άττό τόν έυκρύλιο ττόλε.νρ Νοτίων .καί Βορίων, που είχε σάν άττοτέλιεσμα νά έλευθερωβοΟν οί νέγρο :■ σκλάβο:. Οι ηρωος τεύ έργου, είναι ι ττρόσωπσ που υπήρξαν πραγμστ ΐικά·
11
άν λάβης ύπ’ δψιν την παντελι έλλειψι μορφώσεως πού είχε. ^Ηταν όμορφος και μέ καλούς τρόπους. Κι5 όμως, επειδή αυτός ό άνθρωπος κατά τον νό μο δεν ήταν άνθρωπος παρά πράγμα, ήταν οπήν α πόλυτη διάθεοι ενός στενόμυαλου και γεμάτου κα κίες αφέντη, πού μόλις ακούσε για την έφεύρεσ: του Τζώρτζ, έτρεξε στο εργοστάσιο, νά ίδή μόνος του τί ήταν εκείνα πού έφτιαχνε τό «πράγμα^ του. "■Εγινε έξω φρένων όταν διαπίστωσε τήν αξία τής έφευρέσεως. Μέ τι δικαίωμα τριγύριζε εδώ κι5 εκεί ό σκλά βος του κι·* έκανε εφευρέσεις καί κρατούσε ψηλά τό κεφάλι του, όταν -βρισκόταν ανάμεσα σέ κυρίους; Αυτά όλα έπρεπε νά τελειώσουν αμέσως. Αποφάσι σε νά τον ξαναπάρη κοντά του, νά τον βάλη νά σκάβη καί νά φτυαρίζη, γιά νά τον μάθη νά μην ξανακάνη τον σπουδαίο. Ό έργοστασιάρχης κι’ οι έργάτες μαρμάρωσαν σάν ακόυσαν την άπόφασί του. — Μά, κύριε Χάρρις, διαμαρτυρήθηκε^ ό πρώτος,, έτσι ξαφνικά, χωρίς αιτία, θέλετε νά μάς τον πά ρετε; — Λογαριασμό θά δώσω τώρα; φώναξ’^ εκείνος. ’Ή δεν είναι δικός μου καί δεν μπορώ νά τον κάνω ό,τι μ5 αρέσει; — Βεβαίως, κύριε αλλά... "Αν θέλετε νά του αυ ξήσουμε τον μισθό. — Δεν μ* ενδιαφέρει αυτό, κύριε. Δεν νοικιάζω τούς σκλάβους μου, όταν δεν ύπάρχη άνάγκη. — Ωστόσο πρέπει νά σκεφθήτε^πώς εδώ μέσα, στις μηχανές, έχει βρεθή στο στοιχείο του ό Τζώρτζ. — Μπορεί νάναι κι* όπως τό λέτε. Στις άλλες δουλειές πού του ανέθετα εγώ, μου τάκανε πάντα μούσκεμα! — "Έφτιαξε μόνος του μιά σπουδαία μηχανή! — Μάλιστα. Μιά μηχανή ποΰχει ^ προορισμό νά κάνη τούς ανθρώπους νά γλυτώνουν τή δουλειά! Μό νο ένας τεμπέλης νέγρος, μπορούσε νά σκαρφιστή τέτοια μηχανή! Θάρθη μαζί μου! Σαστισμένος κι" απελπισμένος εΐχε^ παρακολου θήσει αμίλητος την καταδίκη του^ ό Τζώρτζ. Οι φλέ βες του πετούσαν απ’ την άγανάκτησι καί ίσως νά εΐχε επιτεθή έναντίρν τον άφρντικου του, αν ό έργο-
στασιάρχης δεν τό καταλάβαινε και δεν του έσφιγ γε ένθαρρυνικά τό μπράτσο. — Υπομονή, Τζώρτζ!, του ψιθύρισε. Δεν θά σ’ άφησα} έτσι. Τό κακό όμως ήταν πώς ό απαίσιος αψέντικός του πήρε είδη σι τη σκηνή κι’ έγινε ακόμα περισσότερο μπαρούτι. Πήρε τον σκλάβο του στο κτήμα αποφα σισμένος νά του δώση νά καταλάβη τη δύναμί του. Τον έβαζε πάντα στις πιο εξαντλητικές δουλειές του υποστατικού. Την Έλιιζ ο Τζώρτζ τη γνώρισε τον ευτυχισμένο καιρός πού ςούσε στο εργοστάσιο. Τον γάμο τους τον είχε επιδοκιμάσει1 μ5 δλη της τήν καρδιά ή κυρία Σέλμπυ και τούς πάντρεψε στο σαλόνι της, μέ ό λες τις τιρές πού γίνονταν και γιά τούς λευκούς: "Ασπρα γάντια, όονθη λεμονιάς, γλυκά και κρασί γιά τούς έκπληκτους καλεσμένους, πού θαύμαζαν τήν ομορφιά τής νύφης καί τήν απέραντη καλωσύνη τής κυρίας της. Τά πρώτα χρόνια πέρασαν ήρεμα,λ μέ μια ευτυ χία πού τή μεγάλωσε ό ερχομός τού μικρού Χάρυ στον κόσμο. Κράτησε όμως ώς τή ,μέρα πού πήραν τόσο ά γρια τό Τζώρτζ από τό εργοστάσιο, γιά να τον σύ ρουν κάτω από τήν τυραννία τού αληθινού του κυ ρίου. Ό έργοστασιάρχης κράτησε τον λόγο του καί ξαναπήγε μετά άπό μερικές μέρες σ’ αυτόν, λογαριά ζοντας πώς θάχε μαλακώσει πιά ό θυμός του. Με ταχειρίστηκε όλη του τήν πειστικότητα κι* έκανε δε λεαστικές προτάσεις γιά νά ξαναπάρη* τον Τζώρτζ, ό άθλιος όμως εκείνος δέ δέχτηκε ούτε νά συζητήση. — "Αδικα κουράζεστε, κύριε!, φώναξε σκληρά. Ξέρω γώ τί κάνω. — 5Ασφαλώς— τό καταλαβαίνω, κύριε. Σκέφτηκα μόνο πώς αφού δεν επιτρέπετε στά αισθήματα σας νά σάς κάνουν ν5 αλλάξετε μια άπόφασι. ίσως νά τό πετύχαινε τό συμφέρον σας. Σάς προτείνω τον διπλό μισθό άπό κείνον πού σάς πρότεινα τήν άλλη φορά. —"Εννοια σας. Κΐ'’ αυτό τό ξέρω. Εΐδα^πού ψιθυρί ζατε στον σκλάβο τή μέρα πού τον πήρα. Δεν υ πάρχει λόγος νά πήτε ούτε λέξι παραπάνω. Δεν εϊμαστ, |λε6θεροι άνθρωποι πού ζούμε σ5 ελεύθερη
11
χώρα, κύριε; Λοιπόν 6 άνθρωπος αυτός είναι δικός μου και τον κάνω δ,τι μ’ αρέσει! Πόσες φορές θά τό πούμε; Μ’ αυτόν τον τρόπο οί τελευταίες έλπίδες του Τζώρτζ έσβησαν κι* αυτές. Ό Τζώρτζ δεν μπορούσε πια νά βλέπη τή γυναί κα και τό παιδί του, παρά σπάνια κι* αυτές σκα στός. ’Έτυχε νά 'βρεθή κοντά στην Έλιζ εκείνο τό ίδιο απόγευμα, την ώρα που ή κυρία Σέλμπυ είχε βγή γιά μερικές έπισκέψεις. — Πόσο χαίρομαι που ήρθες Τζώρτζ!, φώναξε ευτυχισμένη ή όμορφη νέγρα. Γιατι είσαι έτσι σκυ θρωπός; Κύττάξε τον Χάρυ ,μας, πόσο μεγάλωσε! Δεν εΐν’ όμορφος; — Καλύτερα νά μην είχε γεννηθή!, γρύλλισε ό άντρας μέ σφιγμένες τις γροθιές του. Ναί! θάδινα τό παν γιά νά μην είχε έρθει ποτέ στον κόσμο! Κατατρόμαξε ή νέα απ’ τον τρόπο του κι’ έβαλε τά κλάματα. — Φτωχή μου Έλίζ! Νάξερες ^ιτόσο ^φοβερό εί ναι γιά μένα νά σέ βλέπω έτσι!, είπ’ εκείνος τρυφε ρά^ Κι’ όμως τό καλύτερο ήταν νά μην είχαμε γνωριστή. θάσουν κι’ έσυ ήσυχη κι* ευτυχισμένη. —- Τζώρτζ! Τί τρομερά πράγματα λές; Μήπως θά γίνη τίποτα πολύ κακό; Γ ιατι εγώ ξέρω πώς πρέ πει νάμαστε ευτυχισμένοι! — Ναί, αγάπη μου — ευτυχισμένοι είμαστε. Κύτταξε αλλού και πήρε τό άγοράκι στα γόνατά του. Τό χάϊδεψε περνώντας τά δάχτυλά του στά μακρυά του σγουρά μαλλιά. — Κι* εγώ ήμουν ευτυχισμένος όπως εσύ, μουρ μούρισε. Είσαι ή πιο όμορφη γυναίκα που ξέρω καί δέν υπάρχει πιο καλή από σένα στον κόσμο. Καί πάλι όμως θάταν πολύ καλύτερα νά μη σ’ είχα γνωρίσε!! —Μά γιατί τά λες αυτά, Τζώρτζ; Πώς μπορείς; — ^"Ολα είναι μαύρα — γι’ αυτό μπορώ! Ή ζωή μου είναι πιο άθλια κι’ απ’ του πιο άθλιου σκουλη κιού. 'Χαμένη. Καταστραμμένη. Είμ’ ένας δυστυχι σμένος, φτωχός κι* απελπισμένος σκλάβος. Μαζί μου θά παρασύρω1 κι’ εσένα στην καταστροφή. Αυτά σκέπτομαι. Τί λόγος υπάρχει νά προσπαθώ νά κά νω κάτι; Τί λόγος υπάρχει γιά δ,τιδήποτε; Τί λόγος
■υπάρχει πού ζώ; ΚΓ υπάρχουν χίλιοι λόγοι γιά να πέθαινα! — Κακομοίρη Τζώρτζ! ?Ηταν πολύ κακό αυτό πού είπες τώρα δά. Λυπάσαι γιά τη θέσι πού έχα σες στα εργοστάσιο. Ό κύριός σου είναι φοβερός. "Αν όμως παρακάλεσης τον Θεό νά σοΰ δώση λίγη υπομονή.... — Υπομονή!, την έκοψε με ,μιά αστραπή στο βλέμμα. Έ, καί τί κάνω ώς τώρα, έκτος από υπο μονή; Μήπως έβγαλα λέ'ξι άπ5 το στόμα μου, σαν ήρθε καί μ3 άρπαξε έτσι, χωρίς λόγο, από κείνη την υπέροχη δουλειά πού είχα καί πού δλοι μου φέρον ταν μέ καλωσύνη; Μήπως δεν τουδινα μέχρι την τε λευταία πεντάρα τούς μισθούς ,μου; — Δεν λέω πώς δεν εΐναι τρομερό, είπε ή Έλίζ. 3 Αλλά, όπως καί νά τό σκεφτής, δεν γίνεται τίποτα. ΕΤνα·ι· αφέντης σου! Ό Τζώρτζ τινάχτηκε όρθιος κρατώντας τό κεφά λι του μέ τά δυο του χέρια. — Αφέντης μου! μοόγγρισε. Ποιος τον έκανε α φέντη μου; Αυτό συλλογιέμαι άπ3 τό πρωΐ ώς τό βράδυ. Τί δικαίωμα μπορεί νάχη απάνω μου αυτός; Δεν είμαι κι3 εγώ άνθρωπος; Γιά όλες τις δουλειές, μου κόβει περισσότερο από κείνον τί πρέπει νά γίνη. Διαβάζω καλύτερα του, γράφω καλύτερα κι3 ό λα τά κατάψερα τελείως .μόνος μου, χωρίς τη βο ήθεια του. Τώρα, λοιπόν, έρχεται αύτος καί μου φέρ νεται σαν νάμουν παλιάλογο, από κείνα πού σέρ νουν τά κάρρα. Γιατί μέ παίρνει άπ3 τη δουλειά πού μπορώ νά την κάνω χίλιες φορές πιο καλά άπ3 αυ τόν; Γιατί νάνοι .στο χέρι του νά μέ πετάη όπου τ3 αρέσει, χωρίς νά σκοτίζεται νά μέ ρωτήση, λές κι3 είμαι κτήνος; Καί λοιπόν αυτό ακριβώς θέλει: Νά μέ κάνη νά καταντήσω ένα κτήνος! Τό είπε — δεν είναι ή ιδέα μου. Θά μέ ταπείνωση, θά μ3 έξευτελί ση τόσο πού νά μην ύπάρχη περισσότερο, θά μέ πετάξη στην π ιό σκληρή καί στην πιο βρώμικη δου λειά. Επίτηδες γιά νά μέ έξοντώση! — Μέ τρομάζεις, Τζώρτζ! Δέν σέ ξανάκουσα πο τέ νά μιλάς έτσι. Μη σκέφτεσαι νά κάνης τίποτα κακό; Καί δέν μου φαίνεται περίεργο πού κάνεις αυ τές τις σκέψεις αλλά... πρόσεχε, Τζώρτζ! Πρόσεχε πολύ, αγάπη μου! Γιά μένα καί γιά τον Χάρυ μας πρέπει νά προσεχής.
15
— Δέν πάει ό νους σου τί μου κάνουν, Έλίζ... Τις άλλες μέ μαστίγωσε επειδή, παρακάλεσα τον γιο του νά μην πετάη πέτρες στο καημένο τό άλογο. Καλύτερα νά μή δής την πλάτη μου, πώς έχει γίνει. ΚΤ υστέρα... Θυμάσαι τον Κάρλο; — τό σκυλάκι πού μούδωσες; 5Ηταν ή μόνη μου παρηγοριά κεΐ πέρα. Λοιπόν σάν τον είδε μιά μέρα — τον τάϊζα μέ τ’ αποφάγια μου — έγινε έξω φρένων. Είπε πώς δέν μπορεί νά έπιτρέπη στον κάβε βρωμανέγρο νάχη κι5 άπό ένα σκύλο. Μέ διέταξε νά τον πνίξω στη λίμνη.... —^Ω, Τζώρτζ! Δεν πιστεύω νά... — Όχι βέβαια αλλά μ5 αυτό βέν βγήκε ^τίποτα. Τον έπνιξαν εκείνος κι5 6 γιός του καί μ5 είχαν νά τον κυττάζω. Καί πώς μ5 έβλεπε τό κακάμοιρο;... Τό πετροβολούσαν καί... «Κάθεσαι, καί τούς κυττάς, Τζώρτζ;... Τά μάτια του... Νάβλεπες τά μάτια του. Έγώ οέν έπαψα καθόλου νά τά βλέπω άπό κείνη την ώρα καί μετά... Πάλι μέ μαστίγωσαν επειδή δέν τον είχα πνίξει εγώ.... 3Αλλά λίγο... Πολύ λίγο αυ τή τή φορά... Θάπρεπε νά μέ ξέσχιζαν ώς τήν καρ διά γιά νά ξέχναγα πώς μέ κυττούσε... "Ενας λυγμός τού ςέφυγε άθελα καί σκέπασε τά μάτια του μέ τό χέρι. — Τί πρόκειται νά κάνης, Τζώρτζ; ρώτησε παν ισ ασμένη ή νέα. Θεέ μου! "Ας μήιν είναι^τίποτα πολύ κακό... Προσπάθησε νά κάνης τό καθήκον σου καί ό Θεός θά σ’ έλευθερώση. — Δέν μπορώ νά νοιώσω σάν εσένα τον Χριστια νισμό έγώ. Δέν τούχω του Θεού τυφλής εμπιστοσύνη γιά ν’ άφεθώ στο έλεος Του. Γιατί αφήνει νά γίνωνται- τέτοια πράγματα; — Ή κυρία λέει· πώς ακόμα κι5 όταν άλα έρχον ται ανάποδα, ό Θεός κάνει γιά μάς 6,τι είναι τό πιο καλό! — Κι’ έγώ θά μπορούσα νά λέω τέτοια. Καί μά λιστα άν ήμουν όλη μέρα ξάπλα σέ μιά πολυθρόνα κι* είχα γιά δουλειά νά κάνω επισκέψεις καί νά πη γαίνω σέ χορούς.... "Ας ερχόταν στή θέσι^.μου κι5 αμφιβάλλω άν θά^ξανάλεγε ποτέ τή λέξι- υπομονή. Θάθελα νά μπορούσα νάμαΐ' καλός, αλλά ή καρδιά μου έχει γίνει μιά πληγή καί δέν κλείνει. Κι* εσύ θά φούντωνες στή δική μου θέσι> κι* άν ήξερες... — Τί πράγμα, Τζώρτζ;
16
Τό άλογο έκανε ένα θεώροιτο πήδημα, άγγιξε στη σέλλα...
μόλις ό Χάλεϋ
— Λοιπόν θά σου τό πώ: Ό άψέντης είπε τις προάλλες πώς στάθηκε μεγάλος βλάκας νά μ* άψήση νά παντρευτώ μ.ά γυναίκα έξω από τό υποστα τικό του. Μισεΐ τόν κύριο Σέλμπυ και τό σόϊ του, λέει, γιατί ^ είναι περήφανοι· καί κάνουν τούς μεγά λους καί τό ίδιο πάω νά κάνω κι5 εγώ κοντά σας. ΚΥ είπε πώς δεν θά μ’ άφηνε νά ξανάρθω εδώ πέρα. Χτές μέ φώναξε καί με διέταξε νά παντρευτώ τη Μί να καί νά καθήσω μαζί της σέ μιά καλύβα, άλλοιώτι·κα θά μέ πουλήση. —Μά πώς; ρώτησε μ5 άλη την αφέλειά της ή νέα. Αφού εΐσσι παντρεμένος μ5 εμένα μ5 όλους τούς τύ πους — ακόμα καί μέ παπα, σάν τούς λευκούς! -— Λεν ξέρεις λοιπόν, πώς δεν υπάρχει γάμος γιά τούς νέγρους; Τίποτα δεν υπάρχει. Είμαστε πρά γματα κι5 όχι άνθρωποι·. -Νόμοι δεν μάς προστατεύ ουν σέ τίποτα. ’Άν τού κάνη κέφι νά μάς χωρίση, μπορεί νά μάς χωρίση. Γι’ αυτό είπα πώς θάταν πιο Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
καλά νά μή σέ γνώριζα ττοτέ. Νά μην είχα ^γεννηθή. Νά μην εΐχε^ γίνει κι" αυτό τό δύστυχο, ττού μπορεί νά τό περιμένη ή πιο μεγάλη δυστυχία. — Ό αφέντης μου είναι πολύ καλός, Τζώρτζ! — Μάλιστα... 'Κι3 όμως... Ποτέ δεν ξέρεις... 5Α κόμα και να μή ·βάλω χειρότερο στο νού μου, μπορεΐ νά πεθάνη μιά μέρα — άνθρωπος είναι. Στη στιγμή τότε, άλα τα πράγματα του σπιτιού θά που ληθούν — μαζί κι* ό Χάρυ! Τά τελευταία λόγια του έκαναν τήν Έλίζα νά παγώση όλόκληρη. Στο νου της ήρθε ή εικόνα εκείνου του απαίσιου ανθρώπου, του εμπόρου τώιν σκλάβων. Πόσο 6'άθελε νά μπορούσε νά έλεγε τού άντρα της όλη την αλήθεια, γιά τά λόγια εκείνα πού είχε ακού σει, άτι δηλαδή ό κύριός της ήθελε νά πουλήση τον μικρό γ;ό τους..... Κι* όμως ήταν αδύνατο νά γίνη κάτι τέτοιο. *Ηταν αρκετά λυπημένος μόνος του, ώστε νά μή χρειάζεται νά του πρόσθεση κι«* εκείνη περισσότερες στενοχώριες. ^ «Εξ άλλου δεν είναι κάν αλήθεια», σκέψθηκε. «Πο τέ ή κυρά μου δεν θ’ άψήση νά τό κάνουν αυτό». — Λοιπόν, αγαπημένη μου Έλίζ, μουρμούρισε ό άντρας, σφίξε τήν καρδιά σου. Πρέπει ν’ αποχωρώ ο·του.με_ τώρα.^ Έγώ θά φύγω·. -— I ιά πού; ρώτησε τρομαγμένη. — Θά πάω στον Καναδά. "Αν καταφέρω και φτά σω, τότε θ* αγοράσω κι3 εσάς. Αυτό είναι τό σχέ διο πού έχω κάνει και ή τελευταία μου ελπίδα. Μό νο νά θέληση ό Θεός νά μέ βοηθήση. — Χριστέ μου ί ιΚι* άν σέ πιάσουν, Τζώρτζ; ;— Αποκλείεται! "Αποκλείεται οπωσδήποτε νά μέ πιάσουν ζωντανό. , — Σκέπτεσαι νά σκοτωθ'ής μόνος σου; έκανε ή νέα μέ φρίκη. — Μή φοβάσαι. Μου φαίνεται πώς δεν θά χρείαστη. Θά μέ σκοτώσουν εκείνοι μόλις μέ πιάσουν, νάσαι βέβαιη γι’ αυτό. — Τζώρτζ, νά προσέχης αγάπη μου. "Αλλη μιά φορά, σέ παρακαλώ,^ νά προσέχης γιά χάρι μου. Καταλαβαίνω όμως τώρα ;μ’ οσα μου είπες, πώς δεν γίνετ* τίττοτ* άλλο και πρέπει νά φύγης. Μόνο νά προσέχης. Κι" έχε εμπιστοσύνη στον Θεό. Δεν είναι
κακό αυτό πού θέλεις νά κάνης κι5 έκεΐνος θά σέ 6οηθήση. — Και τώρα αντίο, είττε ήσυχα ό Τζώρτζ και τής έσφιξε τό χέρι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Γ|Ί I Ο ΚΑΛΥΒΙ του Μπάρμπα - Θωμά ή ταν φτιαγμένο αϊτό κορμούς δένδρων και βρισκόταν ττολύ κοντά στο «σπίτι» — μόνο την κατοικία του άφέντη ονομάζουν έτσι οι νέγροι. Τό καλύβι είχε μπροστά έναν όμορφο μικρό κή~ τγο, πολύ νοικοκυρεμένο, μέ πολύχρωμα λουλούδια, φρσοολιές και σμέουρα. Τά λουλούδια ήταν ή χαρά καί τό καμάρι τής θείας - Χλόης, γυναίκας του μπάρμπα - Θορμά. Τό πρόσωπο τής θείας - Χλόης ήταν ολοστρόγγυ λο, κατά μαύρο καί τόσο γυαλιστερό, πού σούδινε την έντύπωσι μήπως αλειβόταν συνεχώς μ' ασπρά δι αυγού. Στο κεφάλι φορούσε ένα κάτασπρο κολλα ρισμένο τουρμπάνι·, πού ήταν σύμβολο τού αξιώμα τος τη·^ — ήταν άρχιμαγείρισσα ατούς Σέλμπυ. Εκείνη την ώρα καταγινόταν νά μαγειρεύη τό φα γητό τού «γέρου» της. Δυο μικρά νεγράκια πιο πέρα, άποθαύμαζαν τό μωρό τού «σπιτιού», πού έκανε τρεκλίζσντας τά πρώ τα του βήματα. Κοντά στη φωτιά ήταν ένα τραπέζι, στρωμένα μέ φανταχτερό τραπεζομάνδηλο. Επάνω ήταν ακουμπι σμένα φλυτζάνια καί πιάτα, όλα σχεδιασμένα μέ χτυ πητά χρώματα καί^σχέδια. Στο τραπέζι εκείνο καθόταν ό μπάρμπα - Θωμάς, ένας άντρας σωστός γίγαντας — τό δεξιό χέρι τού κυρίου Σέλμπυ — μέ θεώρατο στήθος, 'ολόμσυοο καί γυαλιστερό. Τά χαρακτηριστικά του ήταν καθα ρά αφρικανικά καί τό βλέμμα του ήταν γεμάτα γα λήνη καί κσλωσύνη. Πεσμένος πάνω σέ μια πλάκα αυτή τη στιγμή, προσπαθούσε νά γράψη μερικά γράμματα όσο μπο ρούσε πιο καλλιγραφικά, χωρίς νά τά κατσφέρνη μ’ εύκ ολία. Στην προσπάθεια του τον βοηθούσε ό νεαρός μάσσα - Τζώρτζ, ένα έξυπνο αγόρι δεκατριών χρόνων
περίπου, πού φαινόταν νά του άρέση πάρα πολύ, πού έκανε τον δάσκαλο. — ^Ω! "Οχι βτσι, μπάρμπα - Θωμά! "Οχι έτσι»! φώναζε κάθε τόσο, γιατί ό νέγρος δεν κατάφερνε νά γράψη τό «θ» σωστά καί τό έκανε διαρκώς από την ανάποδη, έτσι πού έμοιαζε περισσότερο μέ 6. —- Αυτό είναι ολοφάνερο 6, όπως τό φτιάχνεις — δεν τό βλέπεις, παιδί μου; — Μέ την υπομονή θά τά καταφέρουμε στο τέλος, απαντούσε χαμογελώντας καλωσυνατα ό μπάρμπα Θωμάς. Τί λες καί σύ; Κΐ'3 ή φωνή του ήταν γεμάτη σεβασμό καί κυττοΰσε μέ αγάπη καί μέ καμάρι τον νεαρό του δάσκαλο, πού του έγραφε συνεχώς τό 6 καί τό Θ, γιά νά τά συ νηθίση καί νά τά ξεχωρίση καλά. — Πώς τά καταφέρνουν μιά χαρά σέ όλα οί ά σπροι, τέλος - πάντων!, φώναξε ή θεία Χλόη, γυ ρίζοντας μιά στιγμή από τη φωτιά της. — Λίγο ^θέλει καί θά ξέρη καί νά γραφή καί νά διαβάζη!, είπε ό Τζώρτζ μ3 ενθουσιασμό, -έρεις πώς πεθαίνω τής πείνας, θεία - Χλόη; Ακόμα δεν ετοί μασες εκείνο τό κέκ; — Στά τελευταία του είναι μάσσα - Τζώρτζ!, απάντησε περήφανα ή νέγρα. Καί που νά δής ένα ρόδισμα πάσχει πάρει! "Αμ είμαι- έγώ, παιδάκι μου, δ,τι πρέπει γιά κάτι τέτοια! Πόσος καιρός πάει πού άφησε ή κυρία τη Σάλλυ νά τής^φτιάξη_ένα κέκ, υόνο καί μόνο γιά νά την κάνη γούστο; -έρεις ^ τί τής είπα; «"Αχ, κόρά μου! Θά μου άναποδογορίση τό στομάχι, όταν δώ τά καμώματά της!» Καί στ’ αλήθεια κάηκε από τό ένα μέρος τό κακόυοιρο τό κέκ κι5 ούτε σχήμα είχε, ούτε μπορούσες νά τό μασήσης. Γέλασε: — Αληθινή σόλα, Θεούλη μου| "Ε! Σείς! Α ραπάκια! Κάντε πέρα! Υστερα είναι ή σειρά σας. Πρώτα θά φάη ό μάσσα - Τζώρτζης! Καί μ5 αυτά τά λόγια ή θεία - Χλόη άρχισε νά σερβίρη τό ροδισμένο κέκ. — -έρεις κάτι; είπε ό Τζώρτζ. Ό Τόμ Λίνκολν λέει πώς ή Τζέννυ τους είναι μαγείρισσα π ιό καλύτερή σου. — "Ελα Χριστός καί Παναγιά! 5 Αλήθεια; Δέν θα μάστε μέ τά καλά μας!, φώναξε πεπραγμένη ή νέ-
20
γ,ρα. Αυτοί οι Λίνκολν, παιδάκι μου, δέν άξίζουν και σπουδαία πράματα! Εννοώ πώς δέν εΐναι της σει ράς μ α ς! Βέβαια καλός καί σοβαρός κόσμος, αλ λά λιγουλάκι παρακατιανός. Μπροστά στους Σέλμπυ δεν πιάνουν μπάζα. Ή νύχτα μέ τή μέρα, χωρίς υπερβολή. Παράτα με μέ δαύτους! — Μπορεί νάχης δίκιο, είπε πονηρά ό Τζώρτζ, ό μως εγώ ακόυσα κι* εσένα την ίδια μιά φορά, νά λες πώς ή Τζέννυ είναι καλή μαγείρισσα. -—’Έ, καλά! Βέβαια — τό παραδέχομαι. "Οχι ό μως καί τίποτα πολύ - πολύ σπουδαίο. Απλώς ξέ ρει τή δουλειά. Τά συνηθισμένα φαγητά, τά μαγει ρεύει τής προκοπής. Γιά πές της όμως νά σου φτιά ξη τίποτε δύσκολο, νά δής πού θά τά θαλασσώση! -έρω πώς κάνει καί μηλόπιττες, αλλά πίττα από πίττα έχει διαφορά, παιδάκι- μου. Νά δής κοούστα νά σούρχεται νά κλαΐς. "Η σάμπως τής κόβει νά κάνη όπως πρέπει τή γέμισι; Σόλα - μπίτ σόλα. "Οταν θυμάμαι τά ψωιμάκια πού σκάρωσε στον γά μο τής δεσποινίς Μαίρης, μέ πιάνουνε δάκρυα από τά γέλια! Καί μέ φώναξε, μάτια μου, νά μου τά δείξη κιόλας! Άκοΰς εσύ! Δέν τής είπα βέβαια λέξι, γιά τά χάλια πού είχανε — είμαστε πρώτες φι λενάδες μέ τή Τζέννυ. "Ομως, άν είχα σκαρώσει εγώ τέτοιο έκτρωμα, θάχα δέσει μιά κοτρώνα στο λαιμό μου καί θάχα πέσει στο ποτάμι! Κ,ι* εδώ πού τά λέμε ή κακομοίρα ή Τζέννυ δικαιολογείται, επειδή όσο ξέρει κάνει. "Αμ τ’ αφεντικά της, πού ενθουσιά ζονται μ’ δ,τι τούς σερβίρει; ΓΥ αυτό λέω πώς ή οι κογένεια Λίνκολν είναι παρακατιανή. Νά δοξάζης τον Θεό, μάσσα - Τζώρτζ, πού γεννήθηκες σέ τέτοιο σπουδαίο σπιτικό. Σ’ αυτά τά λόγια τά μάτια τής θείας - Χλόης δά κρυσαν απ’ τή συγκίνησι. — Πραγματικά τον δοξάζω, θεία - Χλόη, εΤπε ό Τζώρτζ. Καί λατρεύω τις μηλόπιττες καί τις τούρ τες πού μου φτιάχνεις. Ροδτα τον Τόμ Λίνκολν πόσα τού λέω γιά σένα, κάθε πού συναντιώμαστε. Τον κά νω νά τού τρέχουνε τά σάλια! Ή θεία - Χλόη ξεράθηκε στά γέλια, τόσο πολύ, πού έπεσε στην καρέκλα της, γιά νά μην πέση στο πάτωμα. ^ — Τον κακομοιρούλη τον Τό-μ Λίνκολν!, φώναξε. Καί δέν τρν λμπρεσαι πού τόν κάνενς νά τρέχουν τά ...
.
31
σάλια, μάσσα Τζώρτζη; "Ωστε λοιπόν έτσι, έ; Θε ούλη μου, μ* έκανες -καί γέλασα μέ την καρδιά μου, πού εΐπες πώς του τρέχουν τά σάλια! — Του λέω: Τόμ, έπρεπε νά δοκίμαζες, φουκαρά μου, καμμιά μηλόπιττα τής θεία Γ Χλόης! Αυτές εί ναι· πίττες, παιδί ·μου! Κι* έτσι συνεχιζόταν ή συζήτησι, ώσπου ό Τζώρτζ δεν μπορούσε πια νά κατεβάση ούτε μια μπουκιά παρακάτω. Τήιν ίδια ώρα όμως που γίνονταν αυτά, στο γρα φείο του κυρίου Σέλμπυ, βρισκόταν αυτός ό τελευ ταίος μαζί μέ τον έμπορο των σκλάβων. Ό κύριος Σέλμπυ1 μετρούσε κάτι τοαπεζογραμμάτια, που τά έσπρωχνε μετά προς τό μέρος του Χάλευ. Τά υέτροιγε τότε κι* εκείνος μέ τή σειρά του. -— Σωστά, ε!πε στο τέλος. "Ας βάνουμε καί τίς υπογραφές τώρα, νά τελείώσ5 ή υπόδεσι. Ό Κμρισς Σέλμπυ υπόγραφε κάτι χαρτιά, μέ τρό πο πού έδειχνε πώς βιαζόταν νά τελείωση αυτή ή δουλειά. Ό Χάλευ πήρε μέ τή σειρά- του από μιά μεγάλη τσάντα ένα γραμμάτιο κι·1 άφου τό κύτταξε κάμπο σο, διατακτικά, τό έδωσε στόν άλλα/, πού τό άρπα ξε μέ -βιασύνη. — Τελειώσαμε λοιπόν, είπε ό έμπορος. — Τελειώσαμε, είπε καί ό κύριος Σέλμπυ καί ξανάπε μ5 έναν αναστεναγμό: — Ναι. Τελειώσαμε! — Δέ φαίνεσαι καί τόσο ένβουσιασμένος γ;ά δαυτο, τούπε ό Χάλείλ "Ετσι μου φαίνεται. Ό κύοιος Σέλμπυ εΐπε ζωηρά: _ — Ελπίζω νά μήν ξεχάσης την υπόσχεσί σου, πώς 6έν θά πουλήσης τον Θωμά, άν δεν είσαι σίγου ρος σέ τί χέρια τον δίνεις. — Κι* έσύ γιατί τον πούλησες τότε; ρώτησε ό έμπορος. — Τό «ξέρεις καλά πώς αναγκάστηκα, άπάντησί εκείνος περήφανα.^ — Λοιπόν θάταν σωστό νά καταλαβσίνης πώς μπορεί νά βρεθώ κι* εγώ σέ παρόμοια ανάγκη, είπε ξεοά ό Χάλεϋ. Όπωσδήποτε, άφού τον παίρνω από σόϊ, θά κάνω δ,τι πιο καλό γίνεται γι’ αυτόν. Καί ποτέ δέν πρόκειται νά τού φερθώ άσχημα. Νά εύχα-
η
.
.
ριστάς τον Θεό πού μ5 έκανε σπλαχνικό. Κ-ι’ ήτανε σίγουρο πώς ό κύριος Σέλμπυ δέν κα θησύχασε καθόλου, μ3 όλες τις διαιβεβαιώσεις του Χάλεϋ για τή φιλευσπλαχνία του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ V ΤΑΝ βρέθηκαν στο δωμάτιο τους ή κυρία Σέλμπυ ρώτησε τον άντρα της : — Ποιος, ήταν αλήθεια, λΑρθουρ, εκείνος ό χον τράνθρωπος, πού προγευμάτισε μαζί σου σήμερα; — Χάλεϋ τον λένε. — Και τί δουλειά είχε στο σπίτι μας; — Την τελευταία φορά πού πήγα στο Νατσέζ, άνοιξα κάτι δουλειές ,μαζί- του, απάντησε μέ δυσφο ρία ο κύριος Σέλμπυ κι3 έκανε πώς ήταν άπο,ρροφημένος νά διαβάζη μια επιστολή, χωρίς νά προσέξη πώς την κρατούσε ανάποδα. Το πρόσεξε όμως ή κυρία Σέλμπυ, που ρώτησε μουδιασμένη: — Μήπως είναι έμπορος σκλάβων; — Πώς σου ήρθε τέτοια ιδέα, χρυσή μου; — Έτσι μου είπε ή Έλίζ, που ήρθε καί μέ βρή κε κλαίγοντας. Λέει πώς θέλεις νά πουλήσης τον Χσρυ της. Δέν είναι ανόητη; Είμαι βέβαιη πώς τί ποτα τέτοιο δέν μπορεί νάναι αλήθεια. — 3Αγαπητή μου, 8ά τό μάθής οπωσδήποτε, γι3 αυτό τό καλύτερο είναι νά γίνη τώρα, είπε ό κύριος Σέλμπυ. Δυστυχώς είναι αλήθεια, πώς συμφώνησα νά τού πουλήσω τον Θωμά. — Πώς; Ι όν δικό μας τον Θωμά; Αυτόν τον πο λύτιμο κι3 άκακο άνθρωπο; Αυτόν πού μάς υπηρετεί από μικρό παιδάκι! Κύριε Σέλμπυ! Κάνατε τέτοιο πράγμα, τή στιγμή πού τού είχατε δώσει ^ τον λόγο σας νά τον ελευθερώσετε; Πόσες φορές τού τόχουμε πή κι3 οι δυό μας αυτό τό πράγμα; Τοόρα λοιπόν μπορώ νά πιστέψω ό,τιδήποτε! 3Ακόμα καί πώς μπορείς νά σχεδιαζης νά πουλήσης τό μσνάκριβο άγοράκι τής δύστυχης ^Έλίζ! — Κι3 αυτό πού είπες τώρα θά γίνη επίσης, άποκρίθηκε ό κύριρς Σέλμπυ βλοσυρός. Έκλεισα συμφωνία γιά τον Θωμά καί για τον Χάρυ μαζί. Κι3 άν θές νά ξέρης, δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί μέ .............................
23
ΚΙ/ΐτάζης σαν νάμαι άγριο θηρίο, έττειδή έκανα ττρώτη· φορά στη ζωή μου, κάτι πού οί άλλοι το κάνουν κάθε μέρα! — "Αλλά γιατί ξεχώρισες αυτούς τούς δύο, ανά μεσα σέ τόσους άλλους; ρώτησε ή κυρία Σέλμπυ. — "Επειδή οί δυο τους αξίζουν τπο πολύ άπ3 Ο λους τούς άλλους μαζί. Κι·" ούτε ήταν ή εκλογή στο χέρι μου — μάθε το κι" αυτό. Ό έμπορος μου πρόσ φορε ένα σωρό^ λεφτά γιά τήν "Ελίζ, άν σου φαίνεται πώς θά μπορούσες νά τήν χωριστής εύκαλώτερα, γιά νά μήν χάσουμε τον Θωμά. — Τον διαβολάνθρωπο!, βόγγηξε ή κυρία Σέλμπυ. — Κι" εγώ δεν δέχτηκα ούτε νά τό κουβεντιάσω αγαπητή μου. "Όχι μόνο επειδή ξέρω τήν αγάπη πού τής έχεις, μά ούτε κι" εγώ θά μπορούσα νά τό κάνω. Πρέπει όμως νά καταλάβης, γιατί αναγκάστηκα νά πουλήσω τούς άλλους δυό. • — Συγχώρεσέ .με, κύριε Σέλμπυ, άν βιάστηκα νά σέ κατηγορήσω, είπε ή καλή γυναίκα ή μερεύοντας ξαφνικά. 'Ωστόσο ξέρω πώς ό καημένος Θωμάς θά μπορούσε νά βοδση καί τή ζωή του γιά μάς. — Δυστυχώς τό γνωρίζω πολύ καλά. Κι" ή συζήτησι αυτή μού κάνει πολύ κακό. Αυτή τή στιγμή δεν μπορώ νά πιά νά κάνω τίποτα. — "Αλλά μπορούμε νά περιορίσωμε τά έξοδά μας, νά κάνουμε κι*" έμεΐς μιά μικρή θυσία γι" αυτόν. Ό, κύριε Σέλμπυ! Σ" όλη τή ζωή μου, προσπάθη σα νά κάνω έκεΐνο πού έπρεπε σάν χριστιανή. Τούς έμαθα γράμματα καί κατήχησε Χίλιες φορές μίλη σα στήν "Ελίζ γιά τά καθήκοντα πού έχει απέναντι στο άγοράκι της καί πώς πρέπει νά τό άναθρέψη μέ τήν άγάπη τού Θεού. Τής έχω πή καί τής έχω ξαναπή πώς μιά ψυχή, αξίζει περισσότερο άπ3 όλου τού κόσμου τό χρυσάφι! Πώς θά παρουσιαστώ μπροστά τους νά ομολογήσω πώς πουλάμε για λίγα χρήμα τα τον καημένο τό Θωμά καί τί θά πώ στήν άμοιρη "Ελίζ; Τί εμπιστοσύνη θά μάς έχη πιά; — Μέ λυπεί πολύ πού σκέπτεσαι μ" αυτόν τον τρόπο, "Εμιλυ, απάντησε ό κύριος Σέλμπυ σκυθρω πός. Σέβομαι τά αϊσθήματά σου — τό ξέρεις — μ" όλο πού δεν τά συμμερίζομαι απόλυτα. "Αλλά δεν γίνεται* πιά τίποτα, σου είπα. Τίποτα δέν μπορεί νά μάς βγάλη από τό άδιέξοδο. Δέν ήθελα νά σού πώ
24
τίποτα, γιά νά μή λυπηθής αλλά προς τί νά κρυ βόμαστε πίσω άπό τό δάχτυλό μας; Ή ανάγκη εί ναι σκληρή: "Ή θά χάσουμε τούς δυο τους ή όλα τ" άλλα. Ό Χάλεϋ βρέθηκε νάχη ένα γραμμάτιό μου, πού δον δεν τό έιξωφλούσα, θά μάς έπαιρνε, δ,τι εί χαμε και δεν είχαμε καί θά μάς πετούσε στον δρό μο. Τό λυπηρό είναι πώς έχασα πάρα πολλά χρή ματα τα τελευταία χρόνια καί δανείστηκα, χωρίς νά μπορώ νά καλύψω τό χρέος μου. * Ηρθε λοιπόν αδυ σώπητη ή ανάγκη νά πουλήσω αυτούς τούς δυό. Του Χάλεϋ του άρεσε πολύ τό παιδί. Δεν ήθελε τίποτ" άλλο, παρά αυτό. "Ήμουν στη διάθεσί του — κατα λαβαίνεις. "Ήξερε πώς μπορούσε νά μέ κάνη δ,τι ή θελε. "Έδωσα τούς δύο σκλάβους γιά νά μην μου τά πάρη δλα. — Είναι ή πιο φοβερή τού θεού κατάρα ή σκλα βιά!, φώναξε ή κυρία Σέλμπυ κάτασπρη. Κατάρα γιά τον κύριο καί γιά τον δούλο κατάρα. Ή ανόητη εγώ, πίστεψα πώς είχα τη δύναμι· νά ρίξω λίγο βάλσαμο σ" αυτή τή συμφορά, σ" αυτή τή μάστιγα τού Θεού. Είναι απάνθρωπο νά ζούν ανθρώπινα πλάσμα τα κάτω άπό τέτοιους νόμους. "Απ’ τον καιρό πού ήμουν κοριτσάκι, τό καταλάβαινα αυτό. Νόμιζα πώς μέ την καλωσύνη καί τή φροντίδα, θά μπορούσα νά κάνω υποφερτή τή ζωή, τουλάχιστον των δικών μας σκλάβων, αντισταθμίζοντας έτσι τήν ελευθερία πού δεν έχουν. "Ανόητη! "Ανόητη; πού φάνηκα! — "Αλλά τότε, γυναίκα μου, καθόλου απίθανο νά πιστεύης κιόλας πώς πρέπει νά καταργηθή ή δου λεία ! —- Μά τό πιστεύω ! Δεν έχω ανάγκη _νά μού πή κανείς τίποτα πάνω σ" αυτό τό θέμα, αέρεις καλά πώς ποτέ δεν βρήκα σωστό πράγμα τή σκλαβιά καί πώς ποτέ δεν θέλησα νάχω δικούς μου σκλάβους. — Ναι. Μ" αυτό όμως διαφωνείς μ" ευσεβείς^ καί σοφούς ανθρώπους, όπως ό κύριος Μπέρναρντ, λόγου χάρι, πού μίλησε στήν εκκλησία τήν περασμένη Κυ ριακή. — Νά μού λείπουν τέτοιοι λόγοι. Σέ βεβαιώνω πώς μ" έκανε έξω φρενών μ" αυτά πού ^είπε^ κι* άν θυμάσαι μάλιστα, τον κατάκρίνες κι* εσύ ό "ίδιος. _ — Μπορεί νάχης δίκιο, απάντησε ό κύριος Σέλ μπυ. Είναι άστεΐο πολλές φορές νά κάθεσαι καί ν’ άκοΰς πώς αντιμετωπίζουν τά πράγματα οί ίεροκή-
ρυκες, πού υστέρα έχουν τό θράσος νά μιλούν νιά^ η θική, ταπεινοφροσύνη και τέτοια παραμύθια.^ Τούτη την ώρα 6μω>ς, χρυσή μου, προσπαθώ νά σου δώσω νά κατσλάβης πώς δεν έκανα κάτι πού ήθελα νά κά νω, άλλα κάτι πού δεν ήταν δυνατόν νά τό άποφύγω. Στ’ αλήθεια κατάφερα το καλύτερο πού περ νούσε άπό τό χέρι -μου. — Ναι... ναι, τραύλισε άφηρημένα η κυρία Σέλμπυ, κυττάζοντσς τό ρολόϊ του χεριού της. Δυστυ χώς δεν έχω πολλά κοσμήματα, αλλά ίσως μποοουσε νά μάς φανή χρήσιμο έτουτο τό ,ρολόϊ... "Οταν μου τό χάοισαν εΐχ’ άχούσει* πώς στοίχιζε ένα σο>οό χρήματα. "Ίσως νά έσωνα τουλάχιστον τό μικρό τής ΙΕλίΔ μ^’ αυτό„. Θά θυσίοοζα ευχαρίστως δ,τι έχω και δεν έχω για νά τό καταφέρω. — ’Άχ! Ή καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια, Έμιλυ!, φώναξε ό κύριος Σέλμπυ. Δεν μπορώ νά σέ βλέπω τόσο λυπηιμένη κι* όμως σέ βεβαιώ πώς δεν γίνεται τίποτα πιά. Ή δουλειά κλείστηκε καί υπο γράψαμε τά συμβόλαια. "Όχι μόνο αυτό, μά ποέπει νάσαι ευχαριστημένη πού γλυτώσαμε τόσο φτηνά απ’ τά χέρια του. Μπορούσε νά ·μάς καταστοέψη άν ή θελε αυτός ό άνθρωπος. — Τόσο αίμοβόρος είναι λοιπόν; — "Οχι άκριδώς, όμως... πώς νά σου δώσω νά καταλάβης.... Μονοκόμματος άνθρωπος, δεν κάνει άλ λο άπό τό νάχηι στο- μυαλό του τό έμπόριο καί τό κέρδος. Ψυχρός υπολογιστής, δεν τον σταματάει· τί ποτα.. Αμείλικτος κι,’ αλύπητος σαν τον θάνατο. Καί τη μάνα του θά πουλούσε ευχαρίστως, Φτάνει νάβρισκε την τι·μή συμφέρουσα. — Κι* ό Θωράς καί τό δύστυχο μικρό τής Έλίζ. θάναι ατό έλεος αυτού τού τέρατος άπό δώ καί πέρα; — Δυστυχώς. Μη νομίζης πώς δέν μέ στενοχω,ρεΐ εμένα ή ιστορία αυτή. Καί μάλιστα ό Χάλεύ^θέλει νά τούς παραλάβη άμέσως αύριο. Θά σηκοοθώ καί θά φύγω πρωί - πρωΐ απ’ τό κτήμα. Δέ βαστάει ή καοδιά μου ν’ άντικρύσω τον Θωμά νά φεύγη. Καί γιά σένα θά ήταν τό καλύτερο νάφευγες μέ τ’ αμά ξι καί νάπαιρνες καί την ’Ελίζ μαζί σου. — ’'Α! Αυτό όχι! Ποτέ!, φώναξε ή κυρία^ Σέλ μπυ. Δέν πρόκειται· γιά τίποτα, νά γίνω συνένοχος σ’ ένα τέτοιο φοβερό έγκλημα! Θά πάω νά βρω τον
26
άμοιρο §ωμα και θά προσπορίσω νά τόν πάρηγόρήσω στην άττελπισία του.^ Θά ^ικετεύσω τον Θεό νά του παρασταθή, και θά δουν πώς ή κυρία τους στά θηκε κοντά τους ώς το τέλος. "Οσο γ;ά την καημένη την 'Ελίζ, δεν μπορώ ούτε νά τό συλλογιστώ ακό μα — είναι περισσότερο οστά τρομερά — ξεπερνάει τη φαντασία μου. Τί κάνουμε τάχα καί τιρωριόμαστε τόσο σκληρά; ^ Χωρίς νά τό ύποψιάζωνται, όλη τη συζήτησί τους είχε παρακολουθήσει καί κάποιος τρίτος. ^Ήταν ένας στενός διαδρομάκος δίπλα στο- δωμά τιό τους, που· επικοινωνούσε μέ τό· μεγάλο χώλ του σπ ιτ ιού. "Οταν ή κυρία Σέλμπυ είχε δώσει στην Έλΐζ την άδεια νά πάη νά κοιμηθή, εκείνη μες στην αγωνία καί την ά-νησυχία της, είχε μείνει έκεΐ από πίσω, γιά ν' άκαύση τί θάλεγαν ή κυρά -μέ τον αφέντη της. Μέ χαρακτηριστικά συσπασμένα από τόν πόνο αποχώρησε μέ σιγανά -βήματα στο τέλος τής κου βέντας τους καί γύρισε στο δωμάτιό της. Πάνω σ' ένα κρεβδατάκι κοιμόταν ό Χάρυ. — ίΚαημένο παιδάκι! "Αμοιρο πλάσμα!, είπε σιγά μ5 απελπισία, σκύβοντας από πάνω του. Σέ πούλησαν, άλλα ή μανούλα σου δεν θά σ' άφήση νά σέ πάρουν. Ουτ' ένα δάκρυ δεν κύλησε από τά μάτια της. Είναι στιγμές πού ή καρδιά σφίγγεται τόσο, ώ στε τά μάτια στερεύουν καί τρέχουν μόνο απ' αυ τήν αίμάτινες σταγόνες. "Επιασε ένα χαρτί κι' έγραψε: «Πολυαγαπημένη μου κυρά, Σάς παρακαλώ μη θυμώσετε μαζί μου καί ρή ,μέ περάσετε γιά άχάριστο πλάσμα. "Ακόυσα δλα αυ τά πού είπατε μέ τόν αφέντη^ απόψε. Θά κάνω δ,τι μπορώ γιά νά σώσω τό παιδάκι ρου. Ό Θεός άς σταθή κοντά σας καί θά τόν παρακαλώ πάντα^ νά σάς__ άνταποδώση δλα τά καλά που κάνοττε γιαρμάς». Τό' δίπλωσε γρήγορα κι' έγραψε τ’ όνομα τής κυ ρίας της άπ' έξω. "Υστερα έτρεξε σ' ένα μικρό ερμάρι καί μάζεψε μερικά ρουχαλάκια του μικρού. Στην απέραντη1 τρυ φερό τητά της καί μ' όλη την αγωνία τής στιγμής, δεν
ξέχάά£ νά τυλι|η στο ΐδιό μαντήλι Ίτού Τά τύλι|ε και μερικά από τά παιχνιδάκια ^του. Ύστερα σαν τρελλή πήγε κοντά του, το πήρε στην αγκαλιά της σηκώνοντάς το από τον ύπνο του κι* άρχισε νά τό ντύνη. — Που θά πάμε, μάνα; ρώτησε νυσταγμένο, βλέποντάς τη νά κρατά τό μικρό του σακκάκι καί τό κα σκέτο του. —"Άκου, Χάρυ μου : Δεν κάνει νά μιλάμε δυνατά, γιά ,νά μή μάς άκούση κανείς. "Ήθελε νά σ’ άρπάξη ένας πολύ κακός άνθρωπος και νά σέ πάη μακρυά, σ’ ένα μέρος πού δεν εΐχ.ε τίποτ3 άλλο από σκοτάδι! Γι3 αυτό ή μανούλα θά σέ πάρη μαζί της κρυφά τώρα καί θά σέ γλυτώση από τά χέρια του. "Ωσπου νά τά πή αυτά, τον είχε ντύσει κιόλας μέ γρήγορα δάχτυλα. "'Ανοιίξε τήιν πόρτα του δωματίου της πού έβγαζε στη βεράντα καί γλύστρησε άθόρυβα στην παγωμένη νύχτα. Τυλιιξε σφιχτά τό μικρό στο σάλι- της καί τό κόλ λησε με δόνα μι επάνω της. Ό γέρο - Μπρούνο, τό τεράστιο μαντρόσκυλο των Σέλμττυ, άφησε ένα σιγανό κι3 ύπό'κωφο γρύλλισμα. Τινάχτηκε ορθός από τον ύπνο του, αλλά, όταν γνώ ρισε την Έλίζ κι3 εκείνη τού ψιθύρισε δυο τρυφερά λόγια, σώπασε καί την πήρε ήσυχα από πίσω, κου νώντας την ουρά του. Σέ λίγα δευτερόλεπτα είχαν βρεθή έξω από την πόρτα τής καλύβας τού μπαρμπα - Θωμά. Είχαν περάσει μεσάνυχτα, αλλά κανείς από τούς μεγάλους δεν είχε κοιιμηθή άκόμα έκεΐ μέσα, γιατί μόλις είχαν φύγει οί άλλοι νέγροι, πού μαζεύονταν ταχτικά σ3 αυτήν, ψέλνοντας Θρησκευτικούς ύμνους. — Θεέ καί Κύριε! Ποιος είναι; φώναξε ανήσυχη ή θεία - Χλόη, άκούγοντας τά βιαστικά χτυπήματα στην πόρτα. Τράβηξε την κουρτίνα από τό παράθυρο καί προσ έθεσε : — (Πάω στοίχημα δτ3 είναι ή 3Ελίζ! Φόρα γρήγο ρα τά ρούχα σου, άντρα μου! 3ΊΞλα! "Ακούω τον γέ ρο - ΜπροΟνο πού γρατζουνάει την πόρτα μέ τις πο δάρες του! Πάω ν3 ανοίξω. "Έτσι- έκανε πράγματι καί κοκκάλωσε μονομιάς
28
ν
\
μ^Μΐά στήν κατωχρή μορφή και τ άγριά ράΐιδ τής νέας πού έστεκε άπ' έξω. —Ό Χριστός μαζί σου, Λίζυ! Τί συμβαίνει, παι δάκι μου ; "Άρρωστη είσαι; Έπαθες τίποτα; — Τδσκασα μπαρμπα - Θωμά καί θεία - Χλόη! Τδσκασα καί παίρνω καί το παιδάκι μου μαζί· μου— ό αφέντης τό πούλησε! — Το πούλησε; ψέλλισαν κι5 οι δυο μαζί κι" άπόμειναν μαρμαρωμένοι μ* αλάνοιχτο τό στόμα. — Μάλιστα. Τ’ ακόυσα όλα πίσω από την πόρτα του δωματίου τους άπόψε. Ακόυσα τον αφέντη μας νά λέη τής κόράς πώς^ πούλησε τον Χάρυ μου καί σένα, μπαρμπα - Θωμά! Σάς πούλησε σ’ έναν έμ πορο πού θά φύγη αύριο τό πρωί καί θά σάς πάρη μαζί του. Θά φύγη κι" ό ίδιος ό αφέντης, λέει, γιά νά μη σάς δή! Την πρώτη στιγμή ό Θωμάς είχε άπομείνει μ5 άπλωμένα τά χέρια καί τά μάτια γουρλωμένα. Δεν μπορούσε νά συλλάβη όλο τό νόημα που είχαν εκεί να τά λόγια καί τό καταλάβαινε μόνο σιγά - σιγά. Τότε σωριάστηκε σε μιά καρέκλα κι" έπιασε τό κεφόολι του με τά δυό του χέρια, πού άκουμπουσαν πά νω- στά γόνατά του; —Ό Θεός νά μάς λυπηθή, μουρμούρισε ή θεία Χλόη. Κάτι λάθος θά κατάλαβες παιδάκι μου. Λεν έκανε τίποτα ό κακομοίρης, γιά νά τον πουλήση ό καλός μας άφέντης! — Τίποτα. "Όχι, δεν έκανε τίποτα!, είπε ή Έλίζ κουνώντας τό κεφάλι μ’ απελπισία. Ό αφέντης δεν τόθελε καθόλου νά τον πουλήση. Καί ή κόρά άκόμα τού έκανε χίλια παράπονα καί τον παρακάλεσε πάρα πολύ γιά μάς. "Εγώ ή ίδια την ακόυσα. Μά έκεΐνος είπε πώς δεν γίνεται πια τίποτα. Χρωστάει πάρα πολλά λεφτά σ" αυτόν τον άνθρωπο, πού μπορούσε νά τον καταστρέψη άν ήθελε. Άν δεν πουλούσε τον Χάρυ καί τόν μπαρμπα - Θωμά, θά έχανε όλόκληρο τό σπιτικό του. Είπε πώς ή καρδιά του γίνεται κομ μάτια, ό άφέντης μας. Έπρεπε όμως νάσαστ’ έκεΐ πέρα, ν’ άκούγατε καί την κυρά μας! Ά! Ά! Αυτή άν δεν είναι άγγελος αυτή, τότε θάταν ψέματα πώς υ πάρχουν άγγελοι! Είμαι μιά συχαμένη καί τιποτέ νια πού φεύγω καί την παρατώ, μά εκείνη μόνη της είπε πώς μιά ψυχή άξιζει πιο πολύ άπ3 τό χρυσάφι τού κόσμου. Δεν μπορώ νά κάνω άλλοιώς. Τό δύστυ29
τό παιδάκι μου Ιχ,ει κι* άύΐά ψυχή, κι* δταν μ60 το πάρουν, ποιος ξέρει τί θ5 άττογινί]... Πιστεύω πώς είναι· σωστό αυτό πού χάνω κι* άν πάλι δεν «είναι, τό τε ελπίζω ό Θεός νά μπόρεση να μέ συγχωρέση, πού δεν κατάφερα νά συγκρατηθώ. ^—"Αχ, άντρα μου, γιατί δεν φεύγεις μαζί της; φώναξε απελπισμένη ή θεία - Χλόη. Θά καθήσης νά σέ πάνε στο σκλαβοπάζαρο καί νά σ’ άγοράση κα νείς άπό} κείνους πού βάζουν τούς μαύρους νά ψοφή σουν απ’ τη βαρειά δουλειά καί τις κακουχίες; "Έ λα! Ντύσου κι3 εγώ θά σου έτοιμάσω τά πράγματά σου. — Ποτέ! Έγώ δεν θά φύγω. *'Αφησε την Έλΐζ — εκείνη καί πρέπει νά φύγη κι3 έχει· δίκιο. Δεν θά την εμπόδιζα μέ κανέναν τρόπο. Γιά τίποτα δεν πρέπει νά μείνη αυτή. "Ακόυσες τί είπε όμως; ’Ή εμένα θά πουλήση ό αφέντης ή ο,τι έχει καί δεν έχει· — ακό μα καί τό^σπίτι. Τότε θά καταστροφή. Κατάλαβες; Μπορώ μου φαίνεται νά υποφέρω τό βάρος τής σκλα βιάς, σαν τόσους καί τόσους άλλους συντρόφους μου πού ζοΰν έκεΐ κάτω... Σ ωπασε μ ιά στι γμή γιατί τό πελώριο στήθος του τραντάχτηκε από λυγμούς. "Υστερα όμως ξανάπε : — Πάντα μέ βρήκε στη θέσι μου όταν μέ χρειά στηκε ό κύριός μου. Τομίδιο θά γ\νχ\ καί τώρα — αυτό εΤν* ολο. Δέν μπορώ νά φανώ άχάριστός, γιατί αυτός πάντα μ5 έμπιστεύθηκε. Πιο καλά νά πουλή σουν εμένα, παρά νά χαθή ολόκληρο τό σπιτικό. Δέν φταίει ό αφέντης, Χλόη κι3 εκείνος θά φροντίση γιά σένα καί γι’ αυτά τά καημένα... Σώπασε πάλι καί κύτταξε προς τό κρεββατάκι πού κορμόνταν τά μικρά. Τά μεγάλα μάτια του γέμι σαν δάκρυα, πού έτρεξαν ώς τό πάτωμα. Τέτοια δάκρυα, μανάδες, κύλησαν άπ3 τά μάτια σας, .μόνο όταν ακούσατε τά κλάματα τού ετοιμοθά νατου μωρού σας. Αυτό1 θά πή πώς ήταν κι3 εκείνος άνθρωπος, όπως κι3 εσείς. — Τί υά γίνη λοιπόν; ρώτησε ή 3Ελίζ, πού είχε άπομείνει όρθή στην πόιρτα. Είδα σήμερα τον άντρα μου, ^άλλά δέν είχα ιδέα τί έπρόκειτο νά πάβουμε : Τον έχουν τόσο βασανίσει τελευταία τον άμοιρο, πού πάει νά σκάση. Πέστε του πώς έφυγα καί θά προσ παθήσω νά φτάσω στον Καναδά. Πρέπει· νά του πήτε
30
.............................
και πόσο τσν^άγαπώ, έστω
κγ5
αν ποτέ δέν πρόκειται
να τον ξαναδώ. Στράφηκε νά φύγη κι’ υστέρα σαν νά μετάνοιωσε γύρισε καί ξανάπε : —"Αν αλήθεια δέν ξαναϊδωθούμε, πέστε του ^νά ψάξη νά μάς βρή στον άλλο κόσμο... Καί τώρα, πάρτε για λίγο μέσα τον κακομοίρη τον Μπροΰνο. Δέν πρέπει· νά .μάς άκολουθήση... Ψέλλισε δυο - τρεΐς λέξεις άκόμα πού δέν ακούστη καν, πνιγμένες στους στεναγμούς, καί σφίγγοντας στο στήθος της τό παγωμένο καί τρομαγμένο παιδί, βγήκε σάν σκιά στο σκοτάδι καί χάθηκε στην κρύα νύχτα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΠΩΣ κοιμήθηκαν πολύ αργά μέ τη χθε σινοβραδινή κουβέντα τους, φυσικό ήταν καί νά ξυπνή σουν άργότερα απ' τό συνηθισμένο την άλλη μέρα, ό κύρος καί· ή κυρία Σέλμπυ. — Τί νάγινε ή Έλίζ; ρώτησε έκείνη παράξενε μένη πού δέν εΐδε νάρχεται νά τή βοηθήση ή νεαρή μαύρη, αφού χτύπησε δυο φορές τό κουδούνι·. Ό κύριος Σέλμπυ άκόνιζε τό ξυράφι· του μπρος στον καθρέφτη τής ντουλάπας καί ξάφνου μπήκε ένα αραπάκι, φέρνοντας τό νερό για τό ξύρισμα. —"Αντυ, πήγαινε γρήγορα στο δωμάτιο τής Έλίζ καί πές της πώς χτύπησα τρεΐς φορές. Δύστυχο πλάσμα! — πρόσθεσε στενάζοντας, όταν ό μικρός είχε φύγει· σάν αστραπή. Ό "Αντυ ωστόσο δέν άργησε νά γυρίση μέ τά μα τάκια του γουρλωμένα διάπλατα από τήν έκπληξι. — Κυρά!, φώναξε. Τό ντουλάπι της είναι τέντα καί τά περισσότερα ρούχα της πεταμένα φύρδην μίγδην! Θαρρώ πώς τόσκασε! Ό κύριος Σέλμπυ χλώμιασε καί κύτταξε τή γυ ναίκα του μέ γουρλωμένα μάτια. -— Ωστε τό κατάλαβε καί χάθηκε!, τραύλισε. -—Δόξα σοι ό Θεός!, μουρμούρισε ή γυναίκα του. Έκεΐνος τή φώτισε νά τό κάνη αυτό! —"Αχ, Έμιλυ! Μίλησες σάν ανόητη αυτή τί στι γμή! "Αν στ’ αλήθεια έφυγε, τό πράγμα δέν είναι καθόλου ευχάριστο για μένα. Ό Χάλεϋ τό εΐδε πώς δέν ήθελα νά τού πουλήσω τό παιδί καί θά νομίζη ... '
.
31
πώς έγώ σκηνοθέτησα το φευγιό της. Κινδυνεύω νά μέ πουν άτιμο, άν δέν το κατάλαβες! Καί βγήκε απ’ τό δωμάτιο τρέχοντας, ξεχνώντας τό ξύρισμα. 3 Από δώ και λίγη ώρα είχαν μαθευτή τά νέα στο κτήμα^ και γινόταν μεγάλη άναστάτωσί'. "Ολοι έτρε χαν δώθε - κείθε κι* έλεγαν δ,τι τούς ερχόταν καί μό νο ή θεία - Χλόη ττού θά μπορούσε νά διαφώτιση πρα γματικά τό μυστήριο, δεν άνοιξε τό στόμα της νά βγάλη λέξι· γι’* αυτή την υπόθεση. Μέ σφιγμένα χείλια ετοίμαζε τις φρυγανιές γιά τό πρωϊνό' των αφεντικών της, σαν ;νά μην είχε καν κατα λάβει πώς κάτι ασυνήθιστο συνεβαινε ολόγυρά της. Κορμιά ντουζίνα αραπάκια σκαρφάλωσαν στά κάγ κελα τής βεράντας κι* ήθελαν όλα νά ήταν έκείνα που θάφερναν πρώτα την άσχημη εϊδησι στον έμπορο πού θά ερχόταν. — Θά λυσσάξη άπ3 τό κακό του — τό κεφάλι μου στοίχημα!, φώναξε ό "Αντυ γελώντας. ^ ---- θ’ άκούσης βλαστήμια πού θά πάη γόνα!, φώ ναξε ό Τζάκ, ένα άλλο άραπόπουλο. Κ ι·5 έλεγαν ένα σωρό άλλα τέτοια, κουτσομπολεύ οντας τον έμπορο, ώσπου στο τέλος φάνηκε ό Χάλεϋ, μέ τις ψηλές μπότες καί τά σπηρούνια του. /Από παντού καί μέ χίλιες φωνές έφταναν τά κακά νέα στ5 αυτιά του. Καί τ’ αραπάκια δέν είχαν πέσει έξω, γιατί οι βλαστήριες πού προφήτευσαν ακούστηκαν στή^ στι γμή απ’ τό στόμα του, κάνοντάς τα νά διασκεδάσουν αφάνταστα καί νά χοροπηδούν σαν παλαβά. — Χαθήκατε άν σάς πιάσω στά χέρια μου, βρωρόπαιδα!, ούρλιαξ,ε ό έμπορος μανιασμένος. —"Αμ δέν μπορείς νά μάς κάνης τίποτα!, του φώ ναξε κοροϊδευτικά ό 'Άντυ, τρέχοντας πίσω του μέ απερίγραπτες κωμικές γκριμάτσες. ^ Ό έμπορος βρέθηκε μπροστά στο αφεντικό^: — Τί υαθαίνω, Σέλμπυ; Αυτή ή υπόθεσή δέν μ^3 α ρέσει καθόλου! είναι αλήθεια πώς ή νεγρούλα χάθη κε μέ τό μικρό της; — Κύριε Χάλεϋ, δέν βλέπετε πώς είναι καί ή κυ ρία Σέλμπυ κοντά μου; —-Ζητώ συγγνώμην, είπε ό έμπορος, μέ μιά ελα φρά καί γρήγορη υπάκλισι προς τό μέρος^ του. Κι1* όμως ξαναλέω την έρώτησί μου : Είναι άλήθεια, κύ32
................
Τρίκλιζε, λύγιζε, βουλίαζε 'κι’δλο πηδούσε και προχωρούσε.
ρ:ε, αυτή ή ύποπτη εϊδησι πού έμαθα; Ό κύριος Σέλμπυ τινάχτηκε θυμωμένος. — Μπορείτε νά μου1 εξηγήσετε τί εννοείτε μ* αυτά τά λόγια; φώναξε άγρια. ’Άν κάνεις έχη την πρόθεσι νά μέ προσβάλλη, μόνο μια άπάντηαι έχω νά δώσω σ αυτό! Ό Χάλεϋ ζάρωσε κάπως σ5 αυτό επάνω, ωστόσο όμως άπάντησε, πιο ήρεμα αλλά μέ αναίδεια : — Θαρρούσα πώς ή δουλειά θά τελείωνε τίμια. —’Άν δεν υπολόγιζα πώς ή ταραχή σας είναι καί κάπως δικαιολογημένη, κύριε Χάλεϋ, εΐπε ό Σέλμπυ, νάστε βέβαιος πώς δεν θά σάς συγχωρούσα γιά τον τρόπο πού μπήκατε σπίτι μου και γιά τά λόγια που είπατε. Όπωσδήποτε δεν μ’ αρέσουν τά υπονοούμενα και δεν θέλω νά μέ πιστεύετε μπερδεμένον σέ βρώμι κες δουλειές. Θά σάς βοηθήσω μέ δλα τά μέσα πού διαθέτω, γιά νά ψάξετε καί νά βρήτε εκείνο πού σάς ανήκει. Τό καλύτερο γιά σάς αύτή την ώρα, εΐναι νά Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ - ΘΩΜΑ
-
3
κυττάξετε νά^ φτιάξετε τή διάθεσί σας και νά μείνετε νά πάρετε τό πρωινό μαζί μας. Μετά βλέπουμε τί θά γίνη. Ή κυρία Σέλμπυ εκείνη τή στιγμή εΐττε πώς είχε πολλές δουλειές και πώς έπρεπε ν" αποχώρηση. —Ή καημένη μας ή κυρά, δέν μου φαίνεται νά συμπαθή και πάρα πολύ τον κύριο Χάλεϋ, είπε ό έμπορος στον Σέλμπυ. Εκείνος άποικρίθηικε : — Δέν εΐμαι συνηθισμένος νά μου μιλούν μ3 αυτόν τον τρόπο^γιά τή γυναίκα μου, κύριε. — Ζητώ συγγνώμην άλλη μιά φορά — πού νά πάρη ό διάβολος, αστειεύομαι! — Ναί. Ωστόσο μερικά αστεία δέν είναι· και πάρα πολύ ευχάριστα. ^ —Ηλίθιος πού φάνηκα νά υπογράψω εκείνα τά χαρτιά, πρίν πάρω τούς σκλάβους μου στο χέρι!, ψιθύρισε ό Χάλεϋ μοναχός του. Δέν φτάνουν τά χά λια του, μου παριστάνει καί τον μεγάλο.! "Αφάνταστη είναι· ή συγκίνησι πού δημιουργήθηκε σ’ δλο τό υποστατικό, μόλις διαδόθηκαν τά νέα γιά τό πούλημα τού Θωμά. Φυσικά καί ή φυγή τής Έλίζ είχε πολύ μεγάλο μερίδιο στή γενική άναστάτωσι. Ό μαύρος - Σάμ, πού τον έλεγαν έτσι επειδή ήταν δυο φορές πιο μαύρος άπό κάθε άλλον μαύρο στο κτήμα, συλλογίστηκε πολύ γρήγορα τί συνέπειες μπορούσε νάχη γι’ αυτόν καί γιά τό μέλλον του, ή νέα κατάστασι· πού δημιουργήθηκε. —Ό Θωμάς έλειψε, μουρμούρισε, αλλά κάποιος άλλος θά χρειαστή νά μπή στή θέσι του σίγουρα. Μάλιστα. Τά πράγματα είναι άκρι'βώς έτσι. Ό Θω μάς έκανε ότι· τού άρεσε εδώ μέσα. Ηταν ό πρώτος υαύρος καί τώρα μπορεί Θαυμάσια νά γίνη ό Σάμ, εκείνο πού ήταν ό Θωμάς! —Έ! Σάμ! Πού ρεμπελεύεις; ακούστηκε ή τσι ριχτή φωνή τού "Άντυ. Ό αφέντης λέει νά σελλώσης γρήγορα τον Τζέρυ καί τον Μπίλ. Κι* ό άραπάκος έφτασε στή στιγμή κοντά του τρέχοντας^ — Τί συμβαίνει, μικρέ; ρώτησε υπεροπτικά ό νέ γρος. Τί τά Θέλουν τ’ άλογα; ^ — Δέν έμαθες πού ή Αίζυ πήρε τό μωρό της καί τό σκάσανε χτές τό βράδι;
34
Χαράς τά νέο! Φουκαρά μ#υΑ όταν πήγαι νες, έγώ είχα γυρίσει πρό καιρού! Φαίνεται όμως πώς Ιπσψαν νά μέ θεωρούν τόσο παρακατιανό, γιά νά μέ φωνάζουν τώρα. — Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο, παρά πώς ό άφέντης θέ λει· νά σελλώσης τ' άλογα — τον Μπΐλ και τον Τζέρυ. Θά πάμε, λέει, οί δυο μας, μαζί μέ τον κύριο Χά λεϋ, νά βρούμε τη Λίζα. — Αυτή "ναι· ευκαιρία γιά μένα!, φώναξε ό Σάμ τρίβοντας τά χέρια του. Δεν θάμαι τίποτα άν δεν την τσακώσω τη λεγάμενη! — Μου φαίνεται πώς δεν θάσαι τίποτα άν την τσακώσης!, τού είπε ό "Άντυ έμπιατευτικά. Ή κυρά δέν τό θέλει καθόλου νά την πιάσουν κι* άν κάνης κάτι τέτοιο, δέν θά τά πας καλά μαζί της. — Φίνα!, φώναξε χαρούμενος ό Σάμ. Και που τό ξέρεις εσύ, διαβολάκο; — Την ακόυσα μέ τ’ αυτιά μου. -έρεις τί είπε, μόλις της ανάγγειλα πώς ή Λίζυ εΐχε^ ξεπορτίσει μέ τό μικρό; «Δά£α σο^ι ό^Θεός, που τη φώτισε!», λέει! Ή κυρά δέν θελει νά τής πάρη τό παιδί της αυτός ό μίστερ Χάλεϋ — αυτό ’ναι άλο! — Φίνα, ξανάπε ό Σάμ ήρεμα. Κι* έτρεξε 6σο .μπορούσε... σιγώτερα στον σταύλο καί σέ λίγο βγήκε οδηγώντας τά ζώα. Τό άλογο τού Χάλεϋ ήταν ένα πολύ νεαρό πουλάρι, πού δλο ρου θούνιζε κι1* αναπηδούσε. — Χό! Σαν νά πάρα εΐσαι ζωηρούτσικο τού λόγου σου!, μονολόγησε δυνατά ό Σάμ. Τώρα θά σέ τακτο ποιήσω..^ Περνούσαν ^κάτω από μιά μεγαλόπρεπη όξυά καί κάτω στη γή ήταν πεσμένοι· αναρίθμητοι από τούς μι κρούς καί σκληρούς, τριγωνικούς καρπούς της. Ό Σάμ έσκυψε καί πήρε έναν καί τον έχωσε μέ τρόπο κάτω άπό τη σέλλα τού νεαρού αλόγου, σέ τρόπο πού μέ τό παραμικρό βάρος πού θά καθόταν έπάνω του, θά μπηγόταν στο πετσί του. — Φίνα!, ξανάπε ό άράπης γιά μιά φορά άκόμα. Κι" αυτό κανονίστηκε! Εκείνη την ώρα φάνηκε στο μπαλκόνι ή κυρία Σέλμπυ καί τον φώναξε. — Γιατί άργησες τόσο πολύ, Σάμ; Χάζευες στον δρόμο; "Έστειλα τον "Άντυ νά σού πή νά κάνης γρή γορα.
33
Ό Χριστές μαζί σαζ, κυρά, Απάντησε. ΑυΑί'ϋχως, τά σέλλοχτα όσο γρηγορωτερα μπορούσα! Την εΐχαν κοπανίσει· για το πέρα λιβάδι κι' αν δεν ήμουν έγώ και ήμουνα άλλος, χωρίς υπερβολή θά τά κυνη γούσα ακόμη, μα τον Θεό! ^—’Αχ, κακομοίρη Σάμ! "Ολο τον Θεό βάζεις στά λόγια σου! Ψωμοτύρι τον έχεις! «Μα τον Θεό», ό «Θεός ξέρει» κι^άλλα πολλά. Σούχω πή τόσες ψ-ορές, πώς αυτό δεν είναι σωστό. Είναι- Απαίσια. γ—Μόνο ό Θεός ξέρει·, κυρά... Νά το! Το ξέχασα πάλι! Νά^δής πού δεν θά τό ξαναπώ! — Κι1 όμως τό ξανάπες πάλι. “ Τό εΐπα έ; *Ω, θεέ ,μου! Δεν τόθελα, κυρά. Τλλλά νασαι βέβαιη πώς δεν θά ξανανοίξω τό στόμα μου. ;—* Απλώς κύτταξε νά προσεχής περισσότερο, Σάμ. — Βέβαια θά προσέχω, κυρά. Μια στιγμή νά συνέλθω λιγουλάκι κι5 όλα θά πάνε πρίμα κατόπιν. — Λοιπόν θά πας μέ τον κύριο Χάλεϋ, Σάμ, γιά νά τού δείχνης τον δρόμο και νά τον βοηθήσης. Πρό σεξε τ’ άλογα, -έρεις πώς του Τζέρυ τού πονούσε τό πόδι· του τις προάλλες. Μήν τον βιάζης νά τρέχη καί πάρα πολύ γρήγορα! Ή κυρία Σέλμπυ είπε πιο αργά καί τονίζοντάς τες ιδιαίτερα αυτές τίς λέξεις. —- Μή σάς μέλη γι' αυτό, κυρά, εΐπε ό Σάμ, πού μιλούσε πότε στον ενικό καί πότε στον πληθυντικό, κατά τό γούστο του. "Ενας Θεός ξέρει... Φίνα! Τό είπα πάλ ι! Καί τά μάτια του γούρλωσαν καί τού πιάστηκε ή Αναπνοή Από τό σάστισμα καί πήρε τόσο Αστεία έκψρασι, πού Ακόμα κι* ή κυρία Σέλμπυ Αναγκάστηκε νά γελάση, μ’ όλο πού δεν είχε καθόλου τέτοια όρεξι. Εκείνη τήν ώρα παρουσιάστηκε στή βεράντα ό Χάλεϋ. Μετά Από μερικά φλυτζάνια ζεστό καφέ πού είχε πιή, είχε κάπως ησυχάσει* καί βγήκε έξω ομιλητικός καί γελαστός, μέ εκπληκτικά καλή διάθεσι. Ό Σάμ κι5 ό 'Άντυ είχαν σκίσει κάτι μυτερά φύλ λα φοινικιάς καί τά φορούσαν γιά καπέλλα. 'Έτρεξαν κοντά στά άλογα, γιά νά βοηθήσουν τόν κύριο.
^ * Ηταν κ ι3 ο! δυο τους για γέλια μ3 έκείνα τά Κύ πελλα. — Φίνα, παιδιά, είπε ό Χάλεϋ. Τον νοΰ σας τώρα. Δεν πρέπει· νά χάσουμε άλλον καιρό. — Οϋτε λεπτό, κύριε φώναξε ό Σάμ, δίνοντάς του τά χαλινάρια του άλογου του... Ταυτόχρονα ό ’Άντυ έλυνε τ3 άλλα δυο ζώα, άλλα τή στιγμή πού ό Χάλεϋ καθόταν βαρύς πάνω στη σέλλα του άλογου του, εκείνο Ιβγαλ3 ένα δυνατό χλιμίντρισμα και μ3 ένα τεράστιο πήδημα και τίναξε τον άναβάτη του μερικά μέτρα πιο πέρα, πάνω στα μα λακά χορτάρια. Ό Σάμ χύθηκε πάνω του βρίζοντας γιά νά τό πιάση άλλά έκεΐνο τρόμαξε περισσότερο και χύθηκε προς τά λιβάδια. Τά δυο άλλα ζώα πού κρατούσε ό ’Άντυ τού ξέφογαν και ρίχτηκαν κι5 αυτά πίσω του. Οι νέγροι άρχισαν νά τρέχουν κυνηγώντας τα και ουρλιάζοντας σάν παλαβόί, χωρίς δ μ ως νά τά κατα φέρνουν νά τά φτάσουν, γιατί μέ τή φασαρία πού έ καναν, εκείνα τρόμαζαν ολοένα περισσότερο κι5 έτρε χαν και πιο γρήγορα. Ό Χάλεϋ είχε άνασηκωθή άναψοκοκκινισμένος και ξεφώνιζε κι3 εκείνος διαταγές δεξιά κι3 άριστερά και μέσα σ’ άλσν αυτόν τον σάλο, του κάκου ό κύριος Σέλμπυ προσπαθούσε κι’ αυτός νά δώση οδηγίες γιά νά βοηθήση τήν κατάστασι. Λίγο πιο πέρα,^ άπ3 τό παράθυρό της, ή^ κυρία Σέλμπυ κρυφογελούσε και άδικα προσπαθούσε νά καταλάβη τήν πραγματική άφορμή πού είχε δλη αυτή ή φασαρία και τό κακό. Κατά τό μεσημέρι πιά, παρουσιάστηκε θριαμβευ τικά ό Σάμ, κρατώντας και σέρνοντας πίσω του άπ* τά χαλινάρια το άσπρο και ζωηρό άλογο τού εμ πόρου ν Ακόμα πιο πίσω ερχόταν κι·3 ό Άντυ μέ τ3 άλλα δύο. — Τό τσάκωσα τέλος πάντων!, φώναξε ό άράπης μέ μεγάλο καμάρι καί μάτια πού γυάλιζαν πιο πολύ κι3 από τό πετσί του. Καλά πού βρέθηκα κοντά του, άλλοιώς δεν θά τά πιάνατε ούτε ως αύριο! Κι* όμως εγώ μπόςεσα καί τσπιασα! > —3Εσύ!, βρυχήθηκε ό Χάλεϋ. ’Άν δέν άνακατευό-
Λ
-
>
αουν έσυ, βρωμερέ άράττη, 81ν Ι&χά ττάθει ΐτοτέ μ» τέτοιο κάζο! —Ό Χριστός νά σάς^ συγχωρέση·, κ6ρι·ε, άττοκρίθηκε ό Σάμ ταπεινά. Μόνο Εκείνος ξέρει τί τράβη ξα ώσττου νά πιάσω αυτό το αγρίμι και νά το κου βαλήσω εδώ ττέρα. Κόντεψε νά μέ ξεσχίση!^ — Καλά - καλά... άς τελειώνουμε!, μούγγρισε ό έμττορος. Τρεις ολόκληρες ώρες χάσαμε άττό την βλακεία σου. ’Άς ξεκινήσουμε τώρα, μή χάσουμε κι* άλλον καιρό μέ τή συζήτησι. — Σοβαρά μιλάτε, κύριε; φώναξε ό Σάμ μέ γουρλωμένα ,μάτια. Στον Θεό σας, μου φαίνεται πώς τό βάλατε σκοπό νά μάς ξεμπερδέψετε, άλογα κι* αν θρώπους ! Έμεΐς δέν μπορούμε νά σταθούμε στά^ πό δια μας, τούτη τή στιγμή! Δέν θάταν^ πιο καλά νά καθόταν γιά τό φαγητό ό κύριος και νά ξεκινούσαμε ύστερα; Τ' άλογα τού κυρίου θέλουν ξυστρισμα ?— βέστε τα καί θά τό καταλάβετε καί μόνος σας. Έξ άλλου γιατί νά βιαστούμε; Εκείνη ή τσαπερδόνα, ή Λίζυ, ποτέ της δέν τάβγσλε πέρα μέ τό τρέξιμο -— μην άνησυχήτε. Ή κυρία Σέλμπυ, πού παρακολουθούσε τά πάντα, ακούσε αυτά τά λόγια κι* αποφάσισε νά πάρη μέρος στην κωμωδία. Πήγε κοντά στον Χάλεϋ κι* αφού τού έξέφρασε τή λύτη της μέ μεγάλη ευγένεια, κατάφερε στο τέλος νά τον πείση νά μείνη γιά τό φαΤ. θέλοντας καί μή, ό δουλέμπορος μπήκε τελικά ρτό σαλόνι. Ό Σοςμ, απ' εξω, ξεράθηκε στά γέλια καί πήρε τ’ άλογα στον σταύλο. — Τόν είδες, 'Άντυ; έσκουξε. Είδες πώς χοροπή δαγε καί κλώτσαγε; Καί τί; δέν ξεστόμισε ό κακόμοιρος! Κατάρες καί βρισιές, πέσανε μέ τό τσουβά λι! Θεούλη μου! Σάν νά τόν βλέπω ακόμα μού φαί νεται ! -Καί άκούμπησαν τή ράχι τους κι* οί δυο στον τοί χο τού σταύλου νά γελάσουν, γιατί άλλοιώς θά έπε φταν κάτω. — Σπίθες πέταξαν τά μάτια του, σάν μ' είδε νάρχωμαι· μέ τ’ άλογα! Θεούλη μου! Θά πλήρωνε δσο &δσο γιά νά ,μ’ άγάραζε καί νά μέ κάνη κομμάτια! — Εΐσαι όμως μεγάλο μούτρο, Σάμ!, παραδέχτη κε 4 'Άντυ γελώντας.
38
. ^—Δέ βαρυέσαι! 'Απλώς^ μου ^ κόβει λιγάκι το κε φάλι — κι* άρχισε νά ξεπλένη τό άλογο του Χάλεϋ. Να δούμε μόνο πώς θά τελείωση 8λ* αυτή ή ιστορία. Πρέπει·, φουκαρά μου 'Άντυ, νάσσι πολύ προσεκτι κός και παρατηρητικός σ’ αυτές τις δουλειές. Αυτά τά δυο προτερήματα, θά σέ κάνουν νά ξεχωρίσης άττ* τούς άλλους μαύρους. Είδες πώς τό κατάλαβα έγώ τί ήθελε ή κυρά στο βάθος, χωρίς νά μου πη τί ποτα; Στη στιγμή μπήκα! Αυτή τήν αξία έχει τό νάσαι παρατηρητικός! -—Σάν νά μου φαίνεται όμως πώς βοήθησα κι* έγώ λιγάκι στήν παρατηρητικότητά σου, είπε ό
3 Αυτό. —’Άντυ, είσαι στ* αλήθεια έξοχο παιδί και θά πας μπροστά στή ζωή σου!, δήλωσε ό Σάμ αγέρω χα. Λεν ντρέπομαι καθόλου πού παίρνω πότε - πότε καμμιά ιδέα σου — στή ζωή κανόναν μά κανόναν δεν πρέπει νά περιφρονάς. Καί τώρα πάμε σπίτι. Ή κυ ρά — έχω τήιν^ ιδέα — θά μάς έχει σίγουρα κανό ναν καλό μεζεοάκο!... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
II !0 απελπισμένο καί δυστυχισμένο πλά σμα άπό την Έλίζ στή φυγή της, δύσκολο νά βάλη ό νους του άνθρωπον. Ή φοβερή σκέψι πώς έπεδίωκαν νά τής άρπάξουν τό παιδί της, τήν έκανε νά τό σφίγγη συνεχώς μέ λα χτάρα στήν αγκαλιά της καί νά συνεχίζη τήν τρε χάλα της μέ μιά δυναμι, πού, χίλιες φορές νά τής τδλεγαν άλλοτε πώς θά μπορούσε νά τήν κλείση μέ σα του τό λεπτό κορμί της, αυτή τουλάχιστον δέν θά τό πίστευε. . Ή παγωμένη· γή έτριζε κάτω απ’ τά πόδια της κι* ανατρίχιαζε ή καρδιά της, καθώς άκουγε τό τρίξιμο αυτό. Ό κρότος απ’ τά ξερόφυλλα κι* σι άστατες σκιές τών δέντρων, τής έφερναν έναν τρελλό τρόμο κι* δλο έτρε χε κι* δλο έφευγε. Καί κάθε τόσο ψιθύριζε άνάμεσ* άπ’ τούς άναστεναγμούς της : — Βοηθησέ μας, Θεούλη μου! Σώσε μας, Χρι στέ μου! Πήγαινε δλόϊσια προς τό χωριουδάκι Τσέσλυ, πού
39
δέν ήταν καθόλου μακρυά άπό τις όχθες του Όχάϊο, και γνώριζε τον δρόμο καλά, επειδή είχε πάει ένα σωοό φορές μέ την κυρά της. Τό νά πέραση τον Όχάϊο ήταν το πρώτο και τό υ ανοδικό σχέδιο πού είχε βάλει στο υυαλό της, από τή στιγμή πού αποφάσισε νά δοαπετεύση. Άπό κεϊ κι5 ύστερα εκείνη πια δέν μπορούσε νά συλλογιστή τίποτα και θά τ’ άνσλάβαινε δ,λα ό Θεός. Στούς δρόμους τού χωριού σταμάτησε τό τρέξιμο κ;5 έβαλε τον Χάρυ νά περπατάη στο πλάϊ της, για τί άν συνέχιζε την τρελλή φυγή της μέ τό μωρό στην αγκαλιά, σίγουρα θά κινούσε την προσοχή καί θά τήν^ υποψιάζονταν. ΕΤχε πιά ξημερώσει σάν έφτασ3 εκεί πέρα. Πέρασαν καί χώθηκαν σ’ ένα δάσος. Κάθησαν σέ μιά μεγάλη πέτρα, πίσω άπό έναν βράχο πού τούς έκρυβε άπ3 τον δρόμο. "Εβγαλε κάτι φαγώσιμα πού είχε πάρει μαζζτης στο διπλωμένο μαντήλι κι5 έδωσε τού παιδιού νά φάη. Ό Χάρυ γκρίνιαζε πού δέν ήθελε νά φάη κι3 αυτή καί προσπάθησε νά τήν καταφέρη νά βάλη έστω μ ά .μπουκιά στο στόμα της. Ή δύστυχη μητέρα καταλάβαινε πώς κάτι τέτοιο ήταν ^ αδύνατο. Ό λαιμός της είχε φοβερά χάλια καί πονουσε φρικτά άπό τήν αγωνία. —"Οχι, καρδούλα μου. Ή μανούλα δέν θά φάη τίποτα, ώσπου νά σέ πάη σέ μέρος σίγουρο, πού δέν θά μπορούν νά σ3 αρπάξουν πιά... Πρέπει νά ξε κινήσουμε πάλι· αμέσως. Πρέπει νά φτάσουμε χωρίς καθυστέρησι στο ποτάμι. Καί πήραν πράγματι πάλι τον δρό,μο τρέχοντας. Μια ώρα πριν τό ηλιοβασίλεμα έφτασε στο ποτά μι. ^ Κύτταξε μέ αγωνία προς τήν άντικρυνή όχθη, πού ήταν γι’ αυτήν ή γή τής ελευθερίας. 7Ηταν μόλις έφτανε ή άνοιξι. Φουσκωμένος κυλούσε βουερά τά νερά του ό Όχάϊο κσΐ^ πάνω τους κατρακυλούσαν μεγάλοι όγκοι πάγου, πού μόλ'ς είχε σπάσει. Σκέφθηκε μέ φρίκη πώς ή βάρκα πού περνούσε συνήθως τούς επιβάτες απέναντι, δέν 8ά δούλευε μέ τέτοιον καιρό. λ Κι5 ^αληθινά σάν έφτασε σ’ ένα πανδοχείο έκεΐ κον τά στήν όχθη του καί ρώτησε, τή βεβαίωσαν πώς οι
40
* ·
..
α
> \
»
βάρκες δέν πηγαινοέρχονταν αυτές τις μέρες. Ή ξενοδόχαινα πού τής είχε μιλήσει, είδε την άπελπαία της καί τη ρώτησε : —* Καταλαβαίνω ττώς θάθελες νά πέρασης δσο γί νεται πιο γρήγορα, έ; Μήπως έχεις κανόναν άρρω στο, κοπέλλα μου; — Τό « παιδί μου... Κι5 είναι βαρεία άρρωστο... Περπατώ άπ" τό πρωί για νά ψθάσω, με την ελπίδα πώς κάποιον θάβρισκα νά με περάση απ’ τό ποτάμι... —Έϊ! Σολομών!, φώναξε ή ξενοδόχαινα έξω από τό παράθυρο. "Ενας άντρας μέ βρώμικα χέρια καί πέτσινη πο διά παρουσιάστηκε έκεΐ άπ5 έξω. —"Άκουσ’ εδώ, του είπε ή γυναίκα. Λεν είπες πώς κάποιος θέλει νά περάση κάτι βαρέλια απέναντι, τούτη τη νύχτα; ---- Ναί, εδώ παρακάτω μένει κάποιος κι* έχει ένα φόρτωμα άπό βαρέλια. Θά προσπαθήση νά περάση αντίκρυ μέ τά βαρέλια του. — Κάθησε νά τον περιμένης, μικρή μουΑ εΐπε^ή ξενοδόχαινα μέ καλωσύνη. Θά περάση άπό δω νά φάη σέ λίγο καί θά τά .κανονίσωμε μαζί του. Είναι χρυ σός άνθρωπος, θά δής. Καί τής πρόσφορε λίγη πίττα. Τό παιδί δμως δέν μπορούσε νά σταθή στά πόδια του. "Έβαλε τά κλάματα καί πήγε νά σωριαστή. — Βάλτ" τό μικρό σ’ εκείνο τό δωμάτιο, τής είπε ή γυναίκα. Σέ λίγο ό Χάρυ βρισκόταν σ5 ένα μαλακό κρεββάτι καί ή άμοιρη Έλίζ ήταν γονατ ισμένη πλάϊ του καί του κρατούσε συνεχώς τό παγωμένο του χεράκι, προσπαθώντας νά τό ζεστάνη.
Γιά νά μην ξεχνάμε τί γίνηκε καί στο σπίτι· άπό τη στιγμή πού άφησα με όλα- τά υπόλοιπα πρόσωπα τής ιστορίας μας, πρέπει νά πούμε πώς τό γεύμα ε τοιμάστηκε μέ έκνευριστικά άργό ρυθμό, σάν^δλοι οί υπηρέτες νάχαν πάθει κάτι· καί νά ,μήν μπορούσαν νά κουνήσουν τά χέρια καί τά πόδια τους. Ακόμα καί ή θεία - Χλόη ήταν ολοφάνερο πώς δέν ήταν ικανή γιά τίποτα σπουδαίο σήμερα. "Ενα είναι βέβαιο, πώς όλοι είχαν καταλάβει ότι
41
καθόλου δεν θά στενοχωριόταν ή αγαπημένη τους κτ> ρά, άν αργούσαν καί δεν κατάφερναν νά βρουν την Έλιζ με τό μικρό της. Στην κουζίνα γινόταν μεγάλο κουτσομπολιό εις βάρος του Χάλεϋ κι3 ό ’Άντυ είπε πώς σίγουρα αυ τός ό άνθρωπος θάπτρεπε νά ψήνεται στά καζάνια τής κολάσεως γιά παντοτινά. Μου φαίνεται πώς ούτε ξέρετε τ’ εΐν’ αυτά πού κα θόσαστε καί λέτε!, είπε μέ μια γαλήνια αυστηρό τητα ό μπαρμπα - Θωμάς,^ που είχε έρθει μόλις έκείνη τη στιγμή. Δεν έχετε ιδέα τί πάει νά πή «παντο τινά». "Ανατριχιάζω καί μόνο πού ακούω μια τέτοια ψριικτή λέξι. Γιά κανένα άνθρώπινο πλάσμα δεν πρέ πει νά-εύχεστε παντοτινή τιμωρία. — Είναι τόσο ελεεινά πλάσματα αυτοί οι δουλέμ ποροι !, μουρμούρισε ό ’Άντυ καταγανακτισμένος. — «ΐΠροσεύχεσθε διά τούς έχθρούς υμών», είπε ή συχα ό μπαρμπα - θωμάς. Έτσι· λένε τά βιβλία κΓ έτο'ΐ πρέπει νάνοι, γιατί τότε θάναι καλά. ■— Αυτό δεν μπορώ νά τό κάνω, όχι!, δήλωσε ή θεία - Χλόη άγρια. Νά προσευχηθώ γΓ αυτούς; Πο τέ, μα ποτέ, γέρο^μου! —Ή αγάπη τού Κυρίου είναι π ιό δυνατή οπτό όλα τ’ άλλα, Χλόη. Στο τέλος δεν πρέπει νάσαι κΓ αχά ριστη. Θάπρεπε νά ευχάριστης τόν Θεό πού σ’ έκα νε μια σκλάβα καί δεν α’ έκανε σαν κανέναν απ’ αυ τούς τούς δουλεμπόρους! Χίλιες φορές θά προτιμού σα νά ,μέ πουλήσουν, παρά νά μούδινε ή χάρι ί ου μιά ψυχή σαν του δυστυχισμένου του Χάλεϋ. Σ’ αυτά τά λόγια χτύπησε τό κουδούνι καί φώνα ξαν τόν θωμά στο ^σαλόνι. — θωμά, του είπε γλυκά 6 αφέντης του, θάθελα νά ξέρης πώς υποσχέθηκα στον κύριο έδώ νά του πληρώσω χίλια δολλάρια, στην περίπτωσι πού δεν θά σέ βρή όταν έπιστρέψη γιά νά σέ παραλαβή. Σήμερα είναι υποχρεωμένος νά άσχοληθή μέ κάποια άλλη του δουλειά καί έχεις όλη τη μέρα στη διάθεσί σου, νά πας όπου θέλεις, παιδί μου. — Ευχαριστώ, αφέντη. -— Καί νά μή σου φύγουν άπ’ τό μυαλό τά λόγια του^αφέντη σου!, του σφύριξε ό Χάλεϋ. Μην έχουμε τά ίδια ξανά. Δεν πρόκειται νά χαρίσω ουτ’ ένα σέν τσι του, κυρίου σου, άν δεν σέ βρώ στη θέσι σου όταν θά γυρίσω. Άν μάκουγε .μάλιστα, δέν θά σ’ ®μπι-
42
στευόταν — σάς ξέρω μια χαρά εγώ, τί χέλια εΐσαστε. Έννοια σου! Ό Θωμάς έστησε μπρος στον έμπορο τό μεγαλό πρεπο ανάστημά του. —"Ήμουν μονάχα οκτώ χρόνων, κύριε, δταν ή μα'κσρίτισσα ή μητέρα σας σάς έβαλε μωράκι μες τά χέρια μου. «"Ακούσε, Θωμά», μου είπε, «αυτός βλέ πεις, είναι ό καινούργιος αφέντης! Νά τον φροντίζης καί νά τον προσέχης». 'Ύστερ" από τόσα χρό νια, κύριε, έρχεται ή στιγμή νά σάς ρωτήσω μήπως καμμιά φορά έτοχε νά παραβώ τον δρκο πού έδωσα στη μητέρα σας; Δυο ρυάκια από δάκρυα εΐχαν σχηματιστή στά μά γουλα του κυρίου Σέλ,μπυ. —Ό θεός ξέρει πώς τίποτ* άπ* δσα είπες δεν εΤ«ι ψέματα, είπε. Τό χειρότερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου, είναι πού σέ πούλησα, άλλα υάρτυς μου πάλι ό Θεός, πώς δέν πβρνούσε άπ" τό χέρι μου νά κάνω διαφορετικά. — Κι" έγώ σου υπόσχομαι μπροστά στον Χριστό, είπε ή κυρία Σέλμπυ, νά σ’ Ελευθερώσουμε άμέσως μόλις καταφέρουμε νά μαζέψουμε τά χρήματα πού μάς χρειάζονται. Και προσέθεσε γυρίζοντας προς τόν Χάλεύ : ’ — Κύριε, σάς παρακαλώ θερμά νά κροοτήσετε σημείωσι που θά τόν δώσετε, νά μου τό πήτε. —*Ω, Θεέ μου! Μά και βέβαια[ Τι λόγος !^, Ικα νέ ό έμπορος. Σ’ ένα χρόνο μπορώ νά σάς τόν ξανσφέρω πίσω καί μάλιστα όχι σέ πολύ χειρότερη κατάστασι. Τότε άν θέλετε τόν ξσναγοράζετε. — Τότε θά συμφωνήσωμε την τιμή, άφου ύπολογίσω·με κι" ένα καλό κέρδος για σάς, είπε ή κυρία Σέλμπυ. —- Βέβαια, παραδέχτηκε χωρίς καμμιά δυσκολία ό Χάλεϋ. Ή δουλειά νά γίνεται, νά τά βολεύουμε κι* έ^εΐς μέ τά καθημερινό μας, κυρία. Γιά μένα τό ίδιο είναι νά τόν αγοράσω, όπως καί νά τόν ξαναπουλήσω. Δέν βγάζουμε όπως ξέρετε καί σπουδαία πρά γματα. Οί Σέλμπυ ένοιωθαν βαθειά στενοχώρια και ήθική κατάπτωσι γιά τή χοντρή οικειότητα μέ τήν όποια τούς μιλούσε ό έμπορος. Δέν μπορούσαν δμως νά κάνουν τίποτ" άλλο άπ* τό νά τόν ανέχονται. £τις δύο ό Σάμ και ό "Αντυ έφεραν τ’ άλογα. 9Η..........
:
;
.
ταν πάλι φρέσκα, ί/στερ’ απ’ ολο τό πρωϊνό ποδοβο λητό. Ό Χάλεϋ ανέβηκε στο δικό του και φώναξε : -—Εμπρός! -εκίνησαν. — Πρέπει νά τραβήξωμε όλόϊσια μπροστά, είπε ό έμπορος, όταν βρέθηκαν έξω από τό κτήμα. Τό ξέρω τί γίνεται μ’ όλους τούς διαβόλους πού τό σκάνε : Κατ’ εύθεΐαν για όπου υπάρχει ποτάμι τρέχουν! —Ασυναγώνιστη ιδέα!, φώναξε ό Σάμ ενθουσια σμένος. Ό κύριος Χάλεϋ κατάλαβε ά^μέσως ποιο εί ναι τό σωστό! Γιά σταθήτε όμως : Είναι δυο δρόμοι πού πηγαίνουν γ:ά τό ποτάμι, τό ξέρετε; Ό δημό σιος πρώτος κι’ ένας από την ερημιά : Διαλέγετε και παίρνετε. Ό ’Άντυ κύτταξε τον σύντροφό του απορημένος, όμως βιάστηκε νά συνηγαρήση κι’ έκεΐνος με τά λό για του, λέγοντας κι’ άλλα περισσότερα. — Φαντάζομαι πώς θά πήρε τον μοναχικό δρόμο, ξανάπε^ό Σάμ, πού δεν έχει βέβαια κίνησι καί δεν θά φοβάται όπως στον άλλον.. Ό Χάλεϋ ήταν αρκετά πονηρός γιά νά υποψιάζε ται και τον ίσκιο του μέ τούς νέγρους. —’Άν γινόταν νά σάς εμπιστευτώ, βρωμόσκυλα!, γρύλλισε καθώς δεν μπορούσε νά πάρη άπόφασι. —Έσεΐς θ’ αποφασίσετε, είπε ό Σάμ. Τώρα πού τό σκέφτομαι, μοϋ φαίνεται πώς έκανα λάθος. Μάλ λον τον δημόσιο δρόμο θά πάρη, γιατί είναι καί πιο εύκολος — πιο σίγουρος ήθελα νά πώ. Γιά μάς τούς δυό απ’ όπου καί νά πάμε, τό ίδιο είναι. Αλλά λέω πώς τό πιο σωστό είναι νά πάρωρε τη δημοσιά. —· Τό φυσικότερο είναι νά πήρε τον μοναχικό δρό μο, είπε σκυθρωπός ό Χάλευ. Ό Σάμ όμως δέν τόβαλε κάτω. ;—’Άν μ^ού επιτρέψετε, είπε, θά σάς πω, πώς ε μείς οί ^μαύροι — οι μαύροι θέλω νά πώ είναι περί εργοι τύποι : Ποτέ δέν κάνουν εκείνο πού νομίζουν οί άσπροι. ’Άσε τί ξεροκέφαλα όντα πού είναι οι άραπίνες^! Γιά πολλούς λόγους μοΰ φαίνεται πώς ή Λίζυ θά πήρε τον δημόίσιο δρόμο κι’ ένας απ’ αυτούς είναι πού φοβάμαι μήπως καί χαθούμε στον άλλον, κύριε. Δέν φαίνεται καθαρά παντού τό μονοπάτι κι’ υπάρχει φόβος νά μην τον βγάλουμε πέρα ώς τό τέλος.
— Τελείωσε!, τον έκοψε βλοσυρός ό Χάλεϋ. *Απ* αυτόν θά πάμε! — Τώρα που το θυμάμαι καλύτερα, είπε ό Σάιμ, θά σάς πώ πώς ακόυσα τις προάλλες δτι αυτόν τον δρόμο τον έκοψαν τά κτήματα μ5 ένα σωρό φράχτες κι* αυτή ή δουλειά θάναι μεγάλο χασομέρ: γιά σάς. Έ, ’Άντυ; Έτσι δεν ξέρεις κι* εσύ; Ό ’Άντυ εΐπε πώς δεν έπαιρνε δρκο. Κάτι τέτοιο είχε ακούσει ,κι’ εκείνος βέβ'αια, όμως δεν μπορούσε ννά πάρη κανένα ν· στον λαιμοί του, επειδή δεν είχε πάει ποτέ απ’ αυτό τό μέρος και δεν ήξερε σίγουρα. — -έρω γιατί μου τά λέτε όλα δαΰτα!, φώναξε ό Χάλεϋ αγριεμένος. Σάς ξέρω πολύ καλά, διαύλου φάρα! Κ ι* άλλα τόσα νά πήτε δμως, δεν αλλάζω άπόφασι! Σ_κασμός λοιπόν! 0ά πάμε από τον ερημι κό δρόμο. Ξεκινάτε! Ό Σάμ δεν ξανάπε τίποτα πάνω σ’ αυτό, άλλ’ ό μως βρισκόταν σέ μεγάλες φόρμες. "Ολο φώναζε : «Σάν νά βλέπω ένα άσπρο σκουφί πίσω απ’ τις καλαμιές»! ή «τ’ είναι εκείνο τό κόκκι νο πανί πίσω απ’ τά φύλλα, ικεΐ πέρα»; Κι* άλλα τέ τοια, πού έκαναν τόν έμπορο νά σταμχχτάη κάθε τό σο, γιά νά ίδή κι* εκείνος. Πάντα όμως δέν ήταν τίποτα. Έτρεξαν περισσότερο από μιά ώρα με τ’ άλογά τους, μ’ αυτόν τον τρόπο. Έφτασαν στο τέλος σέ μιά μεγάλη αγροικία. Ψυ χή δέν υπήρχε πουθενά, ώς φαίνεται όλοι θά βρίσκον ταν στά χωράφια. Επειδή όμως ή αποθήκη έφραζε όλο τόν δρόμο κι* ύστερα υπήρχαν ατέλειωτοι φράχτες, ήταν φανερό πως τό ταξίδι τους απ’ αυτή τήν πλευρά, είχε τελειωσει. — Τάδατε πού σάς τάλεγα, κύριε; Δέ σάς τάλεγα ό άμοιρος; φώναζε ό Σάμ μέ κωμική όπτελπισία. .Πώς θά μπορούσε ένας κύριος όπως εσείς, νά ξέρετε π ό καλά τά μέρη μας, από μάς τούς ντόπιους; Ε μείς γεννηθήκαμ’ έδώ πέρα καί δέν ζήσαμε πουθενά αλλού, παρά μόνο έδώ πέρα, ώς τά σήμερα! —Άτιμε! Διαύλου κατεργάρη!, έσκουξε ό Χά λεϋ άγρια. "Ωστε τάξερες όλα, έ; _—Μήπως δέν σάς τάπα 6 καημένος; Δέν σάς είπα πώς ό δρόμος αυτός έχει μεγάλα χάλια καί δέν θά τόν βγάζαμε πέρα; Νά, τά πού σάς τάλεγα! Δέν
καταλαβαίνω γιατί έπι,μείνατε τόσο πολύ ! Τό κακό για τον Χάλεϋ ήταν πού ό Σάμ φαινόταν νάχη απόλυτο δίκιο. "Αναγκάστηκε λοιπόν νά κοταπιή^τή λυσα του κι" έτσι ξαναγύρισαν πίσω για νά βρουν τον δημόσιο δρόμο. Παρ" όλες τις άργοπορίες τους όμως, έφτασαν μό νο τρία τέταρτα μετά άπό την Έλίζ στο μέρος πού είχε φτάσει κι" εκείνη. Ή κοπέλλα στεκόταν στο παράθυρο του ^πανδο χείου καί κυττούσε σέ άλλη κατεύθυνσι. ^Ένώ όμως αυτή δέν τούς είδε, τό γρήγορο μάτι τού Σάμ την πήρε αμέσως εΤδησι. Ό Χάλεϋ κι" ό "Άντυ έρχονταν δυο μέτρα πίσω. Ό Σάμ προσποιήθηκε πώς τού ξέφυγε τό καπέλλο καί πώς έκανε μια άδεξια κίνησι· γιά νά τό πιάση, μέ άποτέλεσμα νά χάση την ισορροπία του καί νά κυλιστή κάτοο άπ" τη ράχι τού αλόγου του. Μέ τό πέσιμο ,μαζΐ έβγαλε καί μιά διαπεραστική στριγγλιά τρόμου, αρκετή γιά νά την ^άκούση όχι ,μόνο ή Λίζυ αλλά καί πίσω ατό κτήμα των Σέλμπυ. Ή νέα τούς είδε. ^Ωρμησε^στό κρεββάτι μ* ανείπωτη ^λαχτάρα, άρ παξε^ τον Χάρυ στήν αγκαλιά τη<^ καί χύθηκε έξω άπό τήν άλλη πόρτα, πού έβλεπε στον δρόμο. Τό βλέμμα τού έμπορου δμως έπεσε έπάνω^της. -ανανέβηκε στο αλογό του ουρλιάζοντας στον Σάμ καί τον "'Αντυ νά κάνουν τό "ίδιο χύθηκε πίσοο της νά τήν κυνηγήση. "Εκείνη είχε φτάσει κιόλας στήν άκρη τής όχθης. Τά πόδια της βρέθηκαν στο νερό. Οί άλλοι τρεΐς είχαν φτάσει· άκριβώς πίσω της. Τότε ή μητέρα μέ τήν υπερφυσική δύναμΊ πού δί νει ή απελπισία, άφησε μιά πονεμένη κραυγή καί πή δησε μές στο* μανιασμένο ρεύμα. Βρέθηκε πάνω σ" ένα πελώριο κομμάτι πάγου. Μόνο ένας τρελλός μπορούσε νά έπιχειρήση κάτι τέτοιο, γι" αυτό κι" ό Χάλεϋ, αλλά κι" ό "Άντυ κι" ό Σάμ σήκωσαν ψηλά τά χέρια τους άθελα καί ξεφώ νισαν κι" οι τρεΐς μέ τρόμο. Τό μεγάλο πρασινόχρωμο κομμάτι· τού πάγου πού είχε πηβήξει έπάνω του, φάνηκε νά βουλιάζη κάποια στιγμή, αλλά εκείνη στο ίδιο άκριβώς δέκατο τού δευτερολέπτου, βρέθήκε νά πηδάη σ’ ένα άλλο πού περνούσε δίπλα. Μετά πήδηξε σ' άλλο καί πάλι σέ
άλλο. Μέ φωνές πληγωμένου ζώου, μέ τή λογική πού δίνει- ή απόγνωση πηδούσε συνέχεια έτσι άπ5 το ένα στο άλλο κομμάτι των πάγων. Τρέκλιζε, γλυστρούσε, λύγιζε, βουλίαζε καί σέ λίγο πάλι ξαναπηδούσε! Τό ένα παπούτσι της έφυγε. Οί κάλτσες της σκίστηκαν. Κάβε πάτημά της άφηνε ένα κόκκινο α ποτύπωμα πάνω στον πάγο. Αυτή όμως μήτε έβλεπε, μήτε ένοιωθε τίποτα, ώς τήν ώρα πού σαν μέσ’ από ένα* θολό σύννεφο, άντίκρυσε τήν όχθη τής σωτηρίας, καθώς κι5 έναν άγνωστο άνθρωπο πού στεκόταν έκεΐ καί τής άπλωνε τό χέρι γιά νά τή βοηθήση. Τήν άλλη στιγμή πιασμένη από κεΐνο τό χέρι, πα τούσε στή στεριάΛ — Τί καρδιά εΐν’ αυτή πού έχεις, παιδί μου! Α τσάλι!, τής εΐπε ό άνθρωπος μέ γουρλωμέν'α μάτια. Ή Έλίζ άναγνώρισε αμέσως έκεΐνο τό πρόσωπο κι’ εκείνη, τή φωνή. Έταν ένας κύριος, ιδιοκτήτης μιας αγροικίας, πο λύ κοντά στους Σέλμπυ. — Σώστε με, κύριε Σάϊ,μς! Κρύψτε με!, φώναξε μέ άπόγνωσι ή νέα. —-Άλλα τί συμβαίνεις ρώτησ’ έκεΐνος παραξενεμένος. Έφυγες άπ5 τούς λέλμπυ; — Τό παιδί μου! Μου πούλησαν τό άγαράκι μου! Ό καινούργιος αφέντης του εΐν3 έκεΐ αντίκρυ! —- έ δειξε μέ τό δάχτυλο, έντρομη, πρός τό μέρος πού έστεκε^ ακόμη 6 Χάλεϋ μέ τούς δυο νέγρους. 9Ω, κύ ριε Σάϊ;μς!... Καταλαβαίνετε, δέν είν* έτσι; είσαστε κι3 εσείς πατέρας! ---- Ναι... ναΐ..., μουρμούρισε^ ό άνθρωπος καί τήν τράβηξε άπαλά απ' τό χέρι. Είσαι σπουδαία κοπέλλα καί δέν ξέρω νά πώ τίποτ’ άλλο, παρά μόνο πώς σ3 ολόκληρη τή ζωή μου δέν είδα νά γίνεται ένα τέ τοιο πράγμα, σάν αυτό πού κατάφερες εσύ... Θά σέ βοηθούσα μ’ ολη μου τήν ψυχή, φτωχό κορίτσι. "Ομως δεν έχω τίποτα δικό μου άπ’ αυτή τή μ^εριά. Δέν μπορώ νά σέ κρύψω πουθενά. Πήγαινε έκεΐ πέ ρα αμέσως τώρα, Έλίζ. Σ’ έκεΐνο τό μεγάλο, λευκό σπίτι. Μένουν καλοί άνθρωποι καί θά σέ βοηθήσουν οπωσδήποτε. Πήγαινε. —Ό Θεός νά σάς ^εύλογή, είπε ή Έλίζ. Δέν θά πήτε πουθενά τίποτα, έ; — Πήγαινε μέ τήν ευχή τού Κυρίου. Καί βέβαια πού δέν θ’ άνοίξω τό στόμα μου, φτωχό κορίτσι.
47
Ποιος νόμισες πώς είμαι; "Αντε τώρα. Μή χασομε ράς... Μπορεί βέβαια ό Σέλμπυ,* άν μάθη ποτέ τί ποτα/ νά σκεφθή πώς δεν φέρθηκα καθόλου ευγενικά σαν γείτονας του... Ό Θεός άς .μέ συγχωρέση, κΓ άν ποτέ κα,μμιά από τις σκλάβες μου βρεθή στη θέσι σου, άς κάνη κΓ εκείνος το ίδιο. Δεν θά μου κακό φα νή. Έτσι μίλησε ό δύστυχος κι* ανίδεος εκείνος κάτοι κος τού Κεντάκυ, πού δεν ήξερε καθόλου τις συντα γματικές υποχρεώσεις του. Μ5 αυτό το φέρσιμο παρέβαινε τούς νόμους. Σίγουρα άν ήταν λίγο πιό πο λύ μορφωμένος κι5 έξυπνος, δεν θά τό έκανε αυτό! Ό Χάλεϋ εΐχε άπο μείνει- άφωνος θεατής εκείνης της σκηνής κι5 άπόμεινε στο ίδιο μέρος, οσο πού ή Έλίζ χάθηκε πέρα, πίσω από τις αραιές φυλλωσιές των ξ επαγ ι ασ. μ ένων δέντρω ν.
I1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
.
ϋ_ ΥΡΙΖΟ'ΝΤΑΣ απελπισμένος στο πανδο χείο ό Χάλεϋ είχε την άπρόπτη τύχη νά συναντηθή μέ τον παλιό του συνεταίρο, Τόμ Αόκερ, πού βρισκόταν εκεί μαζί μ’ έναν κοντούλη, απαίσιο τύπο, όνο μάτι Μάρκς, πού ήταν τώρα ό καινούργιος συνέταιρός του. Ό Χάλεϋ δεν άφησε την ευκαιρία νά πάη χαμένη κι* έκανε μιά καλή συμφωνία μ’ εκείνους τούς δυο. Τούς άφησε δηλαδή νά κυνηγήσουν εκείνοι την Έλίζ καί τό παιδί της. Αυτοί θά κρατούσαν τη γυναίκα νά την πουλήσουν γιά λογαριασμό τους κι5 αυτός δέν ήθελε παρά μονάχα τό παιδί. Στο μεταξύ οί δυο νέγροι, ό Σάμ κι5 ό 'Άντυ, εί χαν γυρίσει στό κτήμα των Σέλμπυ κι’ ό πρώτος έ δωσε τήν^ αναφορά του στην «κυρά». ---- Που είναι ό έμπορος, Σάμ; — Κατακουράστηκε κι* άπόμεινε στην ταβέρνα, καλή μου κυρά, είπε ό νέγρος. — ΚΓ η Έλίζ; —’Ά! Εκείνη πέρασε τον 51 ορδάνη. Δέν θάταν υ περβολή νά πώ πώς βρίσκεται τώρα στή Γη Χαναάν! — Τ' είν' αυτά πού λές, Σάμ; Τί έννοεΐς; ρώτησε ή κυρία Σέλμπυ κατατρομαγμένη, γιατί ό νους της πήγε στο κακό. — Νά : Δηλαδή ήθελα νά πώ, κυρά, πώς ό Θεός προστατεύει τούς καλούς ανθρώπους. Ή Λίζυ πέρα48
..
.
—Πώ, πώ!. φώναξε ;-·έ φρίκη, βλέποντας τις αλυσίδες. Τί ντροπή!
σε τον Όχάϊο μέ τή βοήθεια Του. Σίγουρα Εκείνος τή βοήθησε νά τό πέραση — έπρεπε νά τή βλέπατε καί θά τό λέγατε κι* εσείς. — Εξήγησε μας πώς ακριβώς γίνανε τα πράγμα τα, Σάμ, είπε ό κύριος Σέλ,μπυ που μπήίκε εκείνη την ώρα. — Μάλιστα αφέντη — αυτό πάω νά κάνω! Μέ τά ϊδ,α μου τά μάτια την είδα νά περνάη τον Όχάϊο, πηδώντας πάνω στους πάγους πού κατρακυλούσαν στο ρεύμα του, από κομμάτι σέ κομμάτι. Δεν τό χω ράει ό νους — είναι σί'γουρα κάτι πού δεν τό χω ράει ό νους. "Οχι, σεΐς πού δεν τό είδάτε, αλλά κι* εγώ πού τό άντίκρυσα, έρχονται στιγμές πού λέω μήπως τό ώνειρεύτηκα! Κατόπιν ένας άνθρωπος τής έδωσε τό χέρι του εκεί πού έφτασε αντίκρυ καί τή βοήθησε νά βγή. Δεν παίρνω όρκο μήπως δεν ήταν κι5 άγγελος — δεν ξέρω. Μετά όμως χάθηκε ή Έλίζ καί δέν τήν ξανάβαμε. Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
4
Κι* υστέρα^ άρχισε μέ μια τρομακτική φλυαρία ό Σάμ νά διηγήται μέ όλες τις λεπτομέρειας ττώς γί~ νηκαν τά πράγματα. Ή κυρία Σελμπυ τον άκουγε δίχως νά μιλάη καθό λου, κατάχλομη άπ9 τή συγκίνησι. — Αόιξ,α σοι ό Θεός πού ζή άκόμα!, εΐττε στο τέ λος. Ποιος νά ξερή τγοΟ νά βρίσκεται τώρα ή άμοιρη·... Και ή Λίζυ βρισκόταν πάνω σ’ ένα ,μαλακό κρεβδάτι μέσα εκείνο τό λευκό σπίτι πού εΐχε δή από την όχθη τού Όχάΐο και τώρα μόλις άνοιγε τά μά τια της, γιατί ή γυναίκα του γερουσιαστοΟ Μπέρντ την εΐχιε βρή λιποθ'υμισμένη, έξω από την πόρτα τους — τό σπίτι ανήκε στον γερουσιαστή Μπέρντ καί την οί,κογένειά του. —Χάρυ! Μήπως μου τον πήραν; -— ήταν τά πιρώτα λόγια πού εΐπε μόλις άνοιξε τά μάτια της κι* ανατινάχτηκε έντρομη. Τό παιδί όμως, πού καθόταν τόση ώρα πάνω ατά γόνατα του γιου του γερουσιαστοΟ, πήδησε κάτω σ’ αυτά τά λόγια κι·9 έτρεξε κοντά της. —Έδώ είσαι, καρδιά μου; έκανε μ* ένα σβυσμένο χαμόγελο καί ξανάπεσε Εξαντλημένη στα μαξηλάρια της. *Ω, κυρία — πρόσδεσε μιλώντας στην ά γνωστη γυναίκα πού έσκυβε από πάνω της, την κυ ρία Μπέρντ. Μην άφήσετε νά μοΟ πάρουν τό παιδί μου! —- Κανείς δεν μπορεί νά σέ πειράξη έδώ μέσα, κό ρη μου. Ησύχασε. —-Ό θεός νά σάς €χηι πάντα καλά, ψέλλισε ή κα κομοίρα ή Έλίζ, χωρίς δύνα,μι. Δεν εΐπε τίποτ9 άλλο καί βυθίστηκε πάλι σέ λή θαργο καί πέρασε πολλή ώρα ώσπου νά ξαναναίξη τά μάτια καί νά ξαναφέρη ολόγυρα τό τρομαγμένο βλέμμα της. — Μή φοβάσαι τίποτα, παιδί μου, τής ξανάπε η κυρία Μπέρντ. Είμαστε όλοι φίλοι σου έδώ πέρα, Πες μου από που έρχεσαι καί τί θέλεις. —"Έρχομαι άπτ9 τό Κεντάκυ. — Πότε έφτασες; ρώτησε ό γερουσιαστής. —"Απόψε. — Πώς ήρθες; — Πέρασα πάνω άπ9 τούς πάγους, στο ποτάμι. — Πώς πάνω άπ9 τούς πάγους; ρώτησαν όλοι μα ζί μέ τό ίδια ξάφνιασμα κι9 άλληΛοκυττάχτηκαν.
50
—-Ετσι πέρασα, είπε ήσυχα ή Έλιζ. Ό θεός μέ πήρε άπ* το χέρι και μέ ώδήγησε, γιατί πίσω μου βρίσκονταν οι άλλοι κι* άν δέν περνούσα θά μ* έ πιαναν ! — Καλά, σύμφωνοι, είπε ό γέρο - Καντζόε, ό παπούς. 3Αλλά ό πάγος όμως κομματιάστηκε άπ3 τό πρωί σήμερα κι3 έχει χωρίσει σέ κομμάτια πού δεν μπορούν νά κρατήσουν επάνω τόν άνθρωπο, χωρίς νά βουλιάξουν... — Το ξέρω, απάντησε ή Έλίζ. Κι3 έκείνη την ώρα τό ήξερα, όμως δέν συλλογίστηκα καν άν θά μπορού σα^ νά περάσωλαπέναντι. Έτσι κι* άλλοιώς προτι μούσα νά πνιγώ, από τό νά πέσω στά χέρια τους. Μέ βόηθηρε όμως ό Θεός! Μέ κράτησε πάνω στά κομμάτια των πάγων που, έτρεχαν στό ποτάμι. Κα νείς δέν μπορεί νά πιστέψη πόσο βοηθάει ό θεός κάποιον, πού μέ τη δική μου άτΓελπισία προσπαθεί νά ξεφύγη^άπ3 τό κακό. — Σκλάβα ήσουν; ρώτησε ό κύριος Μπέρντ. — Μάλ ι στα, κύρ ιε. Σ3 , έναν άφέντη ατό Κεντάκυ. —*Ηταν σκληρός μαζί σου; —’Όχι, κύριε. * Ηταν 6 πιο καλός άφέντης. -—Τότε σίγουρα ή κυρά σου θάταν κακία. Μπορεί ■καί νά σέ ζήλευε;... —Όχι, κύριε — οχι! Ή κυρά ου εΐναι μιά πρα γματική άγια! —·*Έ, τί λόγο είχες τότε νά φύγης, παιδάκι μου καί νά τρέχης στους δρόμους καί στή νόχτα; Δέν άπάντησε άπ3 εύθείας, άλλά γύρισε καί κύττά ξε την κυρία Μπέρντ. — Κυοία. ρώτησε, μήπως χάσατε ποτέ κανένα παιδί σας; Ή έρώτησι ήταν πολύ ξαφνική καί ή πληγή ^ιτού άγγιξε πολύ πρόσφατη. Δέν ήταν ούτε μήνας πού τό πιο αγαπημένο παιδί τού σπιτιού είχε πάει στον τάφο. Ό κύριος Μπέρντ σηκώθηκε καί προχώρησε ταρα γμένος προς τό παράθυρο. Ή κυρία Μπέρντ άρχισε νά κλαίη καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Γρήγορα όμως σκούπισε τά δάκρυα της καί ψιθύ ρισε · — Χάσαμε τό μικρότερο παιδί μας. Γιατί τό ρώ τησες αυτό;
— θά μπορέσετε νά μέ καταλάβετε αφού εΤν’ έτσι, κυρία! Έχασα δυο — το ένα υστέρα οπτό τό άλλο, πριν γεννηθή ό Χάρυ μου... Ήταν δίδυμα... Οι τά φοι τους άπόμειναν πίσω-, στο κτήμα πού ήμουν σκλά βα. Δεν μου άττόμεινε παρά μονάχα αύτό, τό ένα. Ούτε μιά νύχτα δέν κοιμήθηκα μακρυά του. “Όλο κι5 όλο δ,τι έχω στον κόσμο είναι αύτό. Καί ξέρετε λοι πόν/, κυρία; Θέλησαν νά μου τό πουλήσουν! Ναί. θέ λησαν νά μου τό πάρουν μακρυά στο Νότο! Σκά φθηκα πώς, αν «άφηνα νά τό κάνουν αύτό, θάμουν χει ρότερη) κΤ άπό σκουλήκι, δέν θάχα θέσι στον κόσμο ούτε για σκλάβα! Τό άρπαξα κι* έφυγα σαν- τρελλή μές στη νύχτα... 3 Αλλά μέ κυνήγησαν. * Αξαφνα τούς είδα κοντά μου κι* ήμουν στην όχθη τοϋ ποταμού... Πήδηξα λοιπόν πάνω ατούς πάγους καί πηδούσα καί πηδούσα... Ή φωνή της έσβησε σιγά - σιγά, σαν νά θυμήθη κε πώς τη συνέχεια την είχε ξαναττή. Τά δυο μικρά αγόρια είχαν χώσει τά μουτράκια τους στις διπλές τής φούστας τής μητέρας τους^ κι* έκλαιγαν γοερά. Ή κυρία Μπέρντ είχε εξαφανίσει όλο τό πρόσωπό της μές στο μαντήλι της. Ή γριά Ντίνα — ή γιαγιά — έλεγε καί ξ,ανάλιεγε κάθε τό σο : «Λυπήσου μας, Κύριε»! Ό γέρο - Καντζόε είχε βαλθή νά τρί'βη τά μάτια του μέ την ανάστροφη τής παλάμης του, ώσπου έγιναν κατακόχκινά. Ό γερουσιαστής όμως ήταν πολιτικός —- ένας άνθρωπος πού δέν τού επιτρεπόταν νά κλαίη σαν ό λους τους άλλους, διαφορετικά, μπορεί νά τό έκανε κι·’ αυτός ευχαρίστως. Στράφηκε λοιπόν προς τό παράθυοο κι5 άπόμεινε πολλή ώρα γυρισμένος άπό κεί νη τη μεριά, για νά μη βλέπουν τό πρόσωπό του. — Δέν έχεις τον άντρα σου; ρώτησε σέ μιά στιγμή ή κυρία Μπέρντ. —- Ναί, κυρία. Μόνο πού ανήκει σ’ άλλον αφέντη κΤ είναι πολύ σκληρός άνθρωπος καί δέν τον αφήνει πια νάρχεται νά μέ ολέττη. Τού εΐπε μάλιστα πώς θά τον πουλήση στον Νότο... Φοβάμαι πώς δέν πρό κειται νά τον ξαναδω. — Πού λογαριάζεις νά πας τώρα, φτωχό κορίτσι; — Στον Καναδά, κυρία. Δέν ξέρω πού πέφτει -— ακόυσα πώς στον Καναδά δέν θάχω κίνδυνο νά μοΰ πάρουν τον Χάρυ μου. Ελπίζω πώς δέν θάναι πάρα πολύ μακρυά ό Καναδάς..,
—"Αμοιρο πλάσμα!, έκανε δίχως νά τό θέλη ό κύριος Μπέρντ από την άκρη του. — Πολύ μακρύτερα απ’ δσο θά μπορούσες νά φαν* ταστής, μικρή μου, πρόσθεσε ή γυναίκα του. Θά δού με όμως τί μπορούμε νά κάνουμε γιά^ σένα, ό άντρας μου κι’ εγώ... Τό πρωί τά ξ,αναλέμε. "Ως τότε έχε πίστι στον Καλό Θεό κι* εκείνος πού σέ βόηθησε την πρώτη φορά, δεν πρόκειται πιά νά σέ ξεχάση... "Έτσι έστειλαν την Έλίζ νά κοιμηθή κι’ ό κύριος Μπέρντ με τη γυναίκα του, άπόμειναν ολομόναχοι στο σαλόνι, ύστερ’ από λίγο. Ό γερουσιαστής άρχισε νά κόβη> βόλτες πάνω κάτω στο δοομάτιο, μέ τά χέρια πλεγμένα πίσω από τή: ράχι του κι5 ολοένα αναστέναζε τόσο βαθειά, πού έλεγες πώς θάσκαγε. Σέ μ:ά στιγμή σταμάτησε και γύρισε στή γυναί κα του. — Ξέρεις κάτι, κυρία Μπέρντ; τής είπε. "Έχω τή γνώμη πώς τό δύστυχο αυτό κορίτσι πρέπει νά φύγη από τό σπίτι μας απόψε κιόλας! ’Άν εκείνος ό διά βολος πού τήν κυνηγάει, πάρει εΐδησι πώς βρίσκε ται εδώ, χαθήκαμε... Είναι βλέπεις καί τό μικρό μα ζί της — ακόμα κι5 άν καταφέρωμε νά υποστηρίξου με αυτήν, εκείνο θά τό πάρουν κΤ είναι τό ϊδιο^κακό καί περισσότερο... Δεν πρέπει νά βρίσκωντ, εδώ πέ ρα τό πρωί... Ναι. Τό σωστό είναι νά φύγουν τή νύ χτα. —Απόψε; Μά πώς μπορεί νά γίνη αυτό, άντρα μου; Πού θά πάνε; —"Ακου κάτι : Ιδέα δέν_ έχω πού θά πάνε!, εί πε κοφτά ό γεροσιαστής. -έρω μόνο πού θά τούς στείλω! Κι5 άρχισε νά φοράη στή στι.γμή τίς μπόττες του, σάν νάχε πάρει άμετάκλητη άπόφασι. "Οταν τελείωσε πήγε καί στάθηκε στο παράθυρο κ;5 από κεΐ είπε : — Ξέρεις κάτι; Ό Βάν Τρόμπ — τον θυμάσαι; — ήταν πελάτης μου κάποτε. Λοιπόν αυτός έφτασε από τό Κεντάκυ τελευταία κι ελευθέρωσε όλους του τούς σκλάβους. Αγόρασε κάποιο κτήμα δώδεκα χιλιόμε τρα πιο κεΐ απ’ τό ποτάμι, σ' ένα μέρος πού δεν πα τάνε ποτέ ξένοι. Εκεί πέρα πιστεύω πώς θά είναι αρκετά ασφαλισμένη. Ή σκοτούρα μόνο είναι πώς
μόνο έγώ μπορώ νά την πάω μέ τ’ αμάξι ως έκεΐ πέ ρα και κανένας άλλος. -—"Αλλά γιατί; Ό γέρο - Καντζάε ξέρει νά όδηγή θαυμάσια. —Εκείνος δμως δέν γνωρίζει καλά αυτόν τον δρόμο πού είναι δύσκολος κι* έτπκίνδυνος τη νυγτα, άφού ττερνάε^ι δυο φορές μέσ’ απτό τό ποτάμι. Έγώ δμως ενω πάει πολλές φορές και τον ξέρω απ’ έξω. Αυτό είναι. Ό Καντζάε θά ζέψη τ’ άλογα τά μεσάνυχτα κι* έγώ θά τούς πάω. —Ή καρδιά σου είναι τόσο καλή, Τζών, είπε ή κυρία Μπέρντ, πού τό μυαλό σου δεν μπορεί νά τής έναντιωθη σε τίποτα. Π ρέπει ^νά ξέρης πώς δεν τό εγ κρίνω αυτό, γιατί είναι πολύ έπικίνουνο άλλά άν σ’ αγάπησα καί σ’ άγαπώ τό ίδιο πάντα, είναι γιατί άκριδώς κάνεις κάτι τέτοια... ---- Μαίρη... Δεν μπορώ νά προεξοφλήσω τη γνώμη σου γιά μερικά ζητήματα... δμως... αν θυμάμαι κα λά,^ στο συρτάρι του μικρούλη μας Χένρυ, πρέπει νά υπάρχουν ένα σωρό ρούχα, πού θά κάνουν γι’ αυτό τό έρημο παιδί;.. Μ* έτούτα τά λόχια, στράφηκε, άνοιξε την πόρτα καί βγήκε, κλείνοντας τη πάλι πίσω του. Ή καλή γυναίκα χωρίς καμμ^ιά καθυστέρησι πήγε στο συρτάρι του νεκρού παιδιού της κι* έβγαλε δλσ τά μικρά .ρουχαλάκια άπό μέσα. "Υστερα πήγε καί στη ντουλάπα της καί πήρε δυο - τρία γυναικεία φο ρέματα. "Ως τίς^ δώδεκα άκριβώς, καταγινόταν μ5 αυ τά, νά τά μαντάρη δπου χρειαζόταν καί νά τούς ρά~ 6η μερικά κουμπιά πού έλειπαν. Τότε ακούσε άπ* έξω θόρυβο άπό τροχούς άμαξας καί σέ λίγο ό γερουσιαστής μπήκε πάλι στο δω μάτιο. — Μαίρη, πήγαινε ^ πιά νά την ξυπνήσης, είπε. Πρέπει νά φύγωμε αμέσως. Ή κυρία Μπέρντ μάζεψε όλα τά πράγματα πού είχε ξεχωρίσει καί γρήγορα - γρήγορα τάβαλε μέσα σ' ένα μικρό μπαούλο. "Υστερα πήγε στο δωμάτιο πού κοιμόταν ή Έλίζ κι* όταν βγήκε, μαζί της, ή άμοιρη νέα, φορούσε ένα φόρεμα, ένα σάλι καί ένα σκούφο πού άλλοτε άνήκαν στήν κυρία Μπέρντ. Κρστούςτε τον Χάρο κριμισμένον, στήν άγκαλιά της.
54
*0 γερουσιαστής τής είπε πώς επρεπε νά φύγουν πολύ γρήγορα. Εκείνη άπλωσε το λεπτό κι* όμορφο χέρι της προς την κυρία Μπέρντ. Κάρφωσε τά μεγάλα εκφραστικά μάτια της, στά λυπημένα μάτια τής άλλης. Τά χείλη της κινήθηκαν μερικές -φορές σε μιά μάταιη προσπά8ε;ά της νά προφέρη έστω και ,μιά λέξ,ι. Τέλος, χωρίς νά τό καταφέρη, στράφηκε απότομα, καθώς την άγ γιξε στο μπράτσο ό γερουσιαστής καί βγήκε στη νύχτα. Χώθηκε στην άμαξα, έπεσε βαρειά στο πίσω κά θισμα καί σκέπασε τό πρόσωπο μέ τά χέρια της. Ή άμαξα ξεκίνησε.
Μετά από απίστευτα βάσανα καί ταλαιπωρίες, πριν ακόμα περάση ή νύχτα, έφτασαν στην πόρτα μιας μεγάλης φάρμας. Χρειάστηκε νά χτυπήση πάρα πολλές φορές καί μ’ όλη του τη δύναμι ό γερουσια στής γιά νά τους ακούσουν. Στο τέλος παρουσιάστη κε ό σεβάσμιος ιδιοκτήτης τής φάρμας καί τούς ά νοιξε. Στάθηκε καί τούς κυττούσε μέ τό φανάρι ψη λά καί μέ μιά έκφρασι τόσο έκπληκτη, πού ήταν έξα;ρετικά άστεία. Ό κύριος Μπέρντ χρειάστηκε νά τού έπαναλάβη αρκετές φορές την ιστορία του, γιά νά καταλάβη τί ακριβώς έτρεχε. Πριν λίγα χρόνια ήταν ένας από τούς μεγαλύτε ρους κτηματίες τού Κεντάκυ, ό γέρο - Τζών Βάν Τρόμπ. ΕΤχε έκατονάδες δούλους καί απέραντες φυ τείες. Αργότερα όμως, ξαφνικά μιά μέρα, έλευθέρωσε όλους τούς σκλάβους του, άντρες, γυναίκες καί παιδιά, τούς φόρτωσε πάνω σέ κάτι μεγάλα αμά ξια καί τούς έστειλε νά κατοικήσουν γιά πάντα σ’ ένα κτήμα τεράστιο, πού αγόρασε απέναντι άπ3 τον Όχάϊο. ΚΤ ήρθε κι3 ό ίδιος απ’ αυτή την πλευρά, κι3 έμεινε σε μιά απομακρυσμένη κι’ ερημική φάρ^σ, γεμάτος γαλήνη καί μέ τη συνείδησί του αναπαυμένη. — Θά ήθελες νά κρύψης μιά δύστυχη μητέρα^ μέ τό παιδί της, πού την κυνηγούν κάτι έμποροι; τον ρώ τησε χωρίς περιστροφές ό γερουσιαστής Μπέρντ. — Νομίζω πώς σ3 όλη την περιοχή δεν υπάρχει άλ.
-
,
51
λος τηό κατάλληλος άττό ,μένα γι' αυτή τή δουλειά, άπσκρίθηκε ό γέρος περήφανα. — Γι’ αυτό ήρθα σ’ εσένα, δήλωσε ό Μπέρντ. ---- Κι’ άν τ’ άρέση καμμιανου νά τούς ζητήση, θά τον περιμένω!, ξανάπε ό Τρόμπ. ’Έχω κι’ εφτά γιους — εφτά παλληκάρια πού Φτάνει τα δυο μέτρα ό καθένας τους και θάναι κι5 αυτοί έτοιμοι μαζί μ’ εμένα, για την υποδοχή. Κι5 έσκασε στα γέλια. Ή Έλιΐζ κατέβηκε απ' τ’ αμάξι και γρήγορα προ χώρησε προς την πόρτα. Κρατούσε πάντα αγκαλια σμένο τό κοιμισ,μένο παιδί της. Ό γέρο - Τζών έφερε κοντά της τη λάμπα για νά τή δη καλά^καί την παρατήρησε μέ συμπάθεια. "Υ στερα τής εΐπε νά περάση σ’ ένα μικρό δωμάτιο πού βρισκόταν πλάι στην κουζίνα. Μπήκε κι’ ό ίδιος πί σω της κι’ άκούμπησε τή λάμπα επάνω στο τρα πέζι. —5Από δω καί πέρα μή φοβάσαι τίποτα, καημενσύλα μου, τής είπε. Έδώ .μέσα δεν μπορεί κανείς νά σ’ άγγίξη. Υπάρχουν καί κάμποσα τουφέκια σ’ αυτό τό σπίτι, πρέπει νά ξέρης! Πέσε καί κοιμήσου ήσυχη, όπως τον καιρό πού σέ νανούριζε στήν κού νια ή μανούλα σου. Καί βγήκε ξανακλείνοντας πίσω του την πόρτα. —’Όμορφη πού είναι!, είπε στον γερου'σιαστή πού περίμενε ακόμα απ’ έξω. Γι’ αυτό διατρέχει ακό μα μεγσ,λύπερον κίνδυνο. Τό δύστυχο πλάσμα — κι’ αυτή καί τό μικρό της. Νά τήν κυνηγάνε σάν σκυλί, ,μόνο καί μόνο επειδή, σάν καί τήν τελευταία μάνα στον κόσμο, θέλει κι’ αύτή τό παιδί της καί τ’ αγα πάει ! Νά : Κάτι τέτοια μέ κάνανε νά καταντήσω ε ρημίτης στά γεράματά μου! Καλά θάκανες νά μείνης ώσπου νά ξημε,ρώση εδώ πέρα. — Ευχαριστώ, φίλε μου, είπε ό κύριος Μπέρντ. Πρέπει νά φύγω γιά νά προλάβω τό βραδινό τραίνο τού Κολόμπο. — 'Κάνε αυτό πού νομίζεις του λόγου σου καλύ τερο. Θάρθω> λίγο μαζί σου, γιά νά σου δείξω ένα μονοπάτι καλύτερο από κείνο πού ήρθες. Φόρεσε τό παλτό του καί παίρνοντας στο χέρι ένα άλλο φανάρι, οδήγησε τήν άμαξα του γερουσια στή σ’ έναν άλλο δρομάκο, πού ξεκινούσε άπό τήν πίσω μεριά τής αγροικίας.
56
Την ώρα που χωρίζονταν, ό Μττέρντ έβγαλε καί τοΰ έβαλε στο χέρι ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα. — ΕΤναι γ;ά κείνη, του είπε. — Θά στεναχωρηθής άν δεν τό πάρω και λοιπόν τό κρατώ, απάντησε ό Τζών. Καλό ταξίδι. "Έσφιξαν τά χέρια και χωρίστηκαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ 0 ΘΩΜΑΣ έμεινε ξύπνιος όλη τη νύχτα, καθισμένος σ’ ένα σκαμνί καί τά μεγάλα εκφραστικά του μάτια δεν ξεκόλλησαν στιγμή από τό κρεββατάκι οπού κοιμόνταν τά παιδιά του. Με τό χάραμα σηκώθηκε ξαφνικά καί πήγε κΓ έ σκυψε από πάνω τους. Τά κύτταξε δπως κοιμόνταν βαθειά, χωρίς νά π ή λ έξι καί τράβηξε κατά την πόρτα. Ούτε ή θεία - Χλόη είχε κοιμηθή δλη τη νύχτα καί τοΰ σιδέρωνε καί ξανασιδέρωνε τά πουκάμισα πού θάπαιρνε μαζί του καί κάτι εσώρουχα. Μόλις τον είδε νά τραβάη στην πόρτα, τά παράτη σε, κάθησε σ’ ένα σκαμνί κι* άρχισε νά κλαίη. ---- Πρέπει λοιπόν νά κάνουμε δ,τι θέλουν; φώναξε σπαρακτικά. Νά σκύβουμε μόνο τό κεφάλι στη μοί ρα μας; Γιατί, Θεέ μου; Γιά ποιο λόγο; Νά μπορού σα νάξερα τουλάχιστον που θά σέ πάνε καί σέ ποιόν θά σέ πουλήσουν σκλάβο! Ή κυρά λέει πώς σέ δυο χρόνια θά σέ ξαναγοράση κΓ ό,μως ό Θεός τό ξέρει πώς ποτέ δέν είδα έναν απ’ αυτούς πού φύγανε, νά ξαναγυρίζη. Τούς ξεμπερδεύουν στά σκλαβοπάζαρα του Νότου·... —Ό ίδιος ό Θεός φροντίζει τούς ανθρώπους κι’ εκεί πέρα, Χλόη. — ΚΓ έτσι νάναι ακόμα, 6 Θεός σου αφήνει καί γίνονται, τρομερά πράγματα μερικές φορές. Δυστυχώς εγώ δέν μπορώ νά παρηγορηθώ μέ μια ίβεα! — Είμαι στά χέρια Του!, είπε ήσυχα ό Θωμάς. Τίποτα δέν 8ά γίνη άν Εκείνος δέν τό έπιτρέψη καί δέν τό θελήση. Καί είμαι βέβαιος πώς δέν θά μ’ άφήση έτσι. Τούτη την ώρα πρέπει νά θυ,μόμαστε μόνο τά καλά πού μάς έκαναν τ’ αφεντικά μας. — Ποια καλά; φώναξε φουρκισμένη ή θεία Χλόη. Γιά νά πώ την αλήθεια, δέν τά βλέπω πουθενά! "Ε να πράμα ξέρω μόνο, πώς ό αφέντης ποτέ δέν έπρε>
...
πέ νά πουλήση έσένα, γιά νά ξεπληρώση τά χ.ρ£η του! Έμεΐς τί και τί δεν έχουμε κάνει γι’ αυτόν! Βέβαια... Μόνο που σούχε ύποσχεθή νά σ5 έλευθερώση! "Ωραία έλευθερία, μά την αλήθεια! -Κανείς δεν θά μου το βγάλη απ' το μυαλό, πόσο άσχηιμα φέρ θηκε! Δούλεψες πιστά κοντά του, χρόνια και χρόνια. Πιο πολύ γιά κείνον ένδιαψερασουν, παρά γιά μένα καί γιά τά παιδιά σου. Καί τώρα... γι’ άνταμοιβή... "0 Θεός θά τού τό πλήρωσή! — Χλόη! Μή ^μιλάς έτσι άν μ* αγαπάς καί μάλι στα τις τελευταίες στιγμές που περνάμε μαζί. Έ πρεπε νά ξερής π'ό,σο μέ λυπεί ν άκούω νά κατηγο ρούν τον άφεντη- μου. λΑωρό τον άφησαν στά χέρια μου. Καταλαβαίνεις γιατί τον άγαπώ τόσο —- καί δέν^εΐχα βέβαια ποτέ την άπαίτησι νά μ5 άγαπάη κι* εκείνος τό ίδιο! Συνήθισε νά τάχη όλα αυτός καί νά τον άγαπούν όλοι. Δεν προσέχει ίσως μερικά πρά γματα αλλά σύγκρινέ τον ,μόνο μέ τούς άλλους αφέν τες, γιά νά νοιώσης ποιος είναι. ’Ά! Ποτέ, μά ποτέ δεν θά .μέ πουλούσε άν δέν άναγκαζόταν νά τό κάνη! Τό ξέρω καλά — είμαι βέβαιος πώς δέν θά μέ πού λαγε ! —Αυτά τά «δέν θά τό έκανε έάν...», φώναξε ή θεία Χλόη, άπ' τόνα μου μπαίνουνε κι* άπ5 τ5 άλλο μου βγαίνουνε, ξέρεις! Αυτές τις ψλυαρίες δέν τις κα ταλαβαίνω. Είναι που μαι. κουτή έγώ! — Θάπρεπε ωστόσο νά καταλαίβαίνης πώς ό Θεός βρίσκεται πάντα κοντά μας. Στη θέλησί Του πρέπει νά σκύβωμε τό κεφάλι. Εκείνος ξέρει τί πρό κειται ν* άπογίνη ό καθένας μας ώς τό τέλος. Ούτ’ έ να σπουργίτι δέν ,μπορεί νά πεθάνη δίχως νά τό θέλη Αυτός! — Αόγια! Λόγια! Καθόλου δέν μπορούν νά μέ παρηγορήσουν όλ' αυτά!, φώναξε ή θεία - Χλόη και αποκτά μάτια της έτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα. Τότε τά παιδιά ξύπνησαν κι* ή αγαθή νέγρα άλλα ξε κουβέντα. — Πρέπει νά βολέψω- τά ρούχα σου, είπε κι* άνασηκώθηκε. ιΚαί πράγματι ασχολήθηκε πολλή ώρα μ’ αυτά. "Ύστερα ακολούθησε τό πρόγευμα, πού κι* αύτό ή θεία - Χλόη τό είχε έτοιμάσει μέ τή μεγαλύτερη της έττι μέλει α. Ό Θωμάς έφαγε πολύ λίγο καί τά παιδιά ξεκαθά5$
ριάάν δΧ© τδ τραπέζι κι* αύτδς τ^δλειτΕ &άί ϋάμΦ γελούσε θλιμμένα. Είχε στα γόνατά του τδ μιαρό και δλο τοΟ χαΐδευε τό προσωπάκι του καί του Ανασκάλευε τά μιτουκλάκια του μέ τά πελώρια, χοντρ©δάχτυλά του. Εκείνο ξεσπούσε κάθε ράσο σέ τρανταχτά γέλια. — Γέλα! Γέλα, καοκόμοι,ρο!, έσκουξε ή θεία Χλόη. Πόσον καιρό θά σέ ορίζουμε κι* εσένα; Καμμιά μέρα μπαρεΐ νά δης νά σου παίρνουν τον άντρα σου νά τον πουλήσουν ή νά πουλήσουν εσένα την ίδια — γιατί όχι; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Και τά παι διά σου ,μπορεί νά σου πουλήσουν, δπως τό κακόμοιρο τό μικρό τής Έλΐζ! Οι μαύροι δεν επιτρέπε ται· νάχουν ψυχή κι* δσοι έχουν — κακό του κεφα λιού τους! Αυτό είναι ή αλήθεια! Τό ένα άπό τά δυο άγό,ρια την έκοψε φωνάζοντας : — 'Καλέ νά : Έρχεται ή κυρά μας ! — Κι* άν έρχεται τί μ* αύτό; φώναξε θυμωμένη ή θεία - Χλόη. Δεν πάει νάρχεται; Τήν ΐδια στιγμή μπήκε μέσα ή κυρία Σέλμπυ. Ή ηλικιωμένη νέγρα τής έδωσε ένα κάθισμα — σχεδόν τό πέταξε προς το μέρος της — μ* έναν τρόπο που όχι μόνο δεν τόχε ξανακάνει ποτέ άλλά ούτε θά μπορούσε νά διανοηθή δτι θάταν δυνατό νά τδκανε κάποτε. Εκείνη 6έ φάνηκε νά τό πρόσεξε. Τό πρόσωπό της ήταν κάτασπρο. ΚνττοΟσε τον αγαθό, μεγαλόσωμο νέγρο καί τά μάτια της ήταν γε μάτα αγωνία. — θώμά, ψέλλ ισε. * Ηρθα γ ιά... γ ι ά„. Σώπασε ξαφνικά. Κύτταξε γύρω τους σιωπηλούς ανθρώπους κι* ύστερα τά μάτια της γέμισαν μονο μιάς δάκρυα. Έπεσε βαρειά στην καρέκλα, σκέπα σε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια κι* άρχισε^ νά κλαίη μέ δυνατούς λυγμούς, πού συντάραζαν όλόκληρο τό κορμί της. Ή θεία - Χλόη γούρλωσε τά μάτια κι* έδαλε κι* έκείνη στη στιγμή τά κλάματα - κλάματα όμως σπα ρακτικά, ίκανά ν* ακουστούν ώς τήν άλλη άκρη τής φάρμας. — Μη! Μή!, φώναζε. Για τ’ δνομα τού Θεού, μήν κλαΐτε, κυρία! Καί γιά λίγα λεπτά τής ώρας έκλαιγαν δλοι μαζί καί κάθε δάκρυ τής κυρίας Σέλμπυ που έσταζε στο 59
Λ*
^
ι
V
.
'
,·4
^
άάνιβένιο πάτωμ^α, έ£αγόραζε ένα μεγάλο μέρος άπά τή δυστυχία των κακό μοιρών νέγρων, πού δεν θά μπορούσε νά έξαγορασθή ούτε μ* ένα κομμάτι χρυ σού. — Δυστυχισμένε φίλε μου, είπε ή λευκή κυρία στο τέλος. Λεν έχω καμμιά δύναμι πια, νά κάνω κάτι γιά σένα- Μόνο μπορώ νά σού δώσω τον λόγο μου, μπρο στά στον θεό, πώς θά παρακολουθώ συνεχώς πού βρίσκεσαι και μόλις καταφέρω καί μαζέψω τά χρή ματα πού χρειάζονται, θά σέ ξαναπάρω πίσω. "Ως τότε,άς μ ή χάνουμε την πίστι μας στον Θεό. Τότε είπαν τά παιδιά πώς έρχόταν ό κύριος Χάλεϋ. Ό έμπορος ^δέν^ είχε καμμιά διάθεσι νά την ξαναπάθη, όπως τψ επάθε με τον μικρά τής Έλίζ καί όσα κι* άν τουλεγαν γιά την τιμιότητα καί τή Χρι στιανική συνείδησι τού θωμά, τάκουγε βερεσέ. * Αλυσόδεσε τάν μαύρο καί στά χέρια καί στά πό δια, τον φόρτωσε στο κάρρο καί ξεκίνησε. Πίσω γιά αρκετή ώρα άκούγσνταν οί φωνές καί τά κλάματα τής θείας - Χλόης καί τών παιδιών κι* ύστερά δεν άκουγάταν πιά τίποτα. Βγήκαν στα χωράφια. Ό Χάλεϋ έστρεφε κάθε τόσο καί κυττούσε ανήσυ χος τί^ αλυσίδες πού έδεναν τά χέρια τού σκλάβου του. Δεν τού φαίνονταν άρκετά χοντρές γιά έναν Η ρακλή σαν κι* αυτόν. Είχαν κάνει λοιπόν κοντά δυο χιλιόμετρα, όταν στάθηκε έξω από ένα σιδεράδικο. Πήρε ένα ζευγάρι χειροπέδες καί τις πήγε νά τού τις διορθώσουν. Έπιασε την ψιλή κουβέντα μέ τον σι δερά, πού είδε τον Θωμά καί τον γνώριζε. Δέν μπο ρούσε νά πιστέψη πώς ό κύριος Σέλμπυ τον είχε που λήσει. Ό νέγρος στεκόταν έξω από τό μαγαζί καί ή καρδιά_του ήταν γεμάτη θλίψι. -αψνικά ακούσε γοργό ποδοβολητό καί πριν προφτάση νά γυρίση νά κυττάξη, μιά άμαξα στάθηκε πλάϊ του σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Άπό μέ σα πήδησε ό νεαρός του κύριος, ό Τζώρτζ. "Επεσε στήν άγκαλιά τού νέγρου, τον έσψιξ,ε μ* δλη του τη δύναμη κι* άρχισε νά κλαίη καί νά φωνάζη δυνατά. 60
Αέναου καίγετάί κάρφι τί §ά λεη 6 κόσμος, έ λεγε. Έγώ το λέω ξεκάθαρα, πώς αυτό είναι ντροπή και αίσχος ! ’Άν ήμουν άντρας εγώ, δεν θά τδκανσν ποτέ! ^ —Πόσο ευτυχισμένο μέ κάνετε, μάσσα - Τζώρτζ!, είπε συγκινημένος ο Θωμάς. Μου έκανε πάρα πολύ κακό, πρέπει νά ξέρετε, ή σκέψι πώς έφευγα χωρίς νά σάς δω. Πήγε νά κάνη μια κίνησι και τότε ό Τζώρτζ πρόσε ξε για πρώτη φορά τις άλυσίδες στά χέρια και στά πόδια του. Τά μάτια του γέμισαν φρίκη. — Πώ πώ!, φώναξε. Τί ντροπή! "Οχι... "Οχι αυ τό ποτέ! Μου φαίνεται πώς θά πιάσω αυτόν πόν άν θρωπο καί θά,τον ξεσχίσω! —’Όχι, μάσσα,- Τζώρτζ. Κι* ούτ^ κάνει νά φωνά ζετε έτσι. Δεν πρόκειται νά μέ ωφελήσετε άν τον θυ μώσετε ^ — Δί'κιο έχεις... Καλά λές, κακομοίρη! Σίγουρα σ’ έσένα θά ξεσπάση κι* δμως είναι τόσο μεγάλη ντροπής Κι3 έγώ δεν ήξερα τίποτα γιά δλ’ αυτά! Δεν είχα ιδέα, θωμά! Τώρα πριν λίγο μου τό είπε Λό Τόμ Αίνκαλν... ’Ά! Θά τρέξω στο σπίτι καί θά δής τί θά γίνη ! — Μου φαίνεται πώς δεν θάταν σωστό νά κάνετε καμμιά φασαρία, μάσσα - Τζώρτζ. — Μήπως μου μένει καί τίποτ' άλλο νά κάνω; 7Ω, πόσο ντρέπομαι, Θεέ μου! Κύτταξ έδώ, μπαρμπα Θωμά : Πήρε έναν τόνο γεμάτο μυστήριο ή φωνή του κι* έγινε μονομιάς σιγανή. Πιρόσθεσε : — Σουφερα τά λεφτά μου! — Δεν πρόκειται γιά τίποτα στον κόσμο νά πάρω έγώ χρήματα από σάς, μάσσα - Τζώρτζ!, είπε ό Θωμάς μέ γουρλωμένα μάτια. ;—Θά τά πάρης!, έκανε^ ό νέος. Τοχω πή καί τής θείας - Χλόης πώς θά σου δώσω τό οολλάριό μου. Εκείνη ,μοϋπε νά του κάνω αυτή την τρύπα καί νά του περάσω ένα κορδόνι, γιά νά μπορής νά τό κρε μάς στον,λαιμό σου. ’Άχ, νά μπορούσα νάκανα χί λια κομμάτια αυτόν τον άνθρωπο!, —’Όχι, μάσσα - Τζώρτζ. Μην κάνης καμμιά φασα ρία, γιατί εμένα θά 'βλάψης. — Θά κάνω αυτό που μου λές έσύ, Θωμά, μουρ μούρισε τό παλληκάρι, δένοντας τό κορδόνι γύρω από
φ&ν λαιμό τ©δ νέγρου. Κάθε φορά ττου ίά ΐό κυΉάζης, νά θυμάσαι πώς ζά μονάχα μέ τον σκοπό νά μαζέψω λεφτά νά σ* έλευθερώσω. Στιγμή δεν θά σέ ξεχάσω κι* έχει νά τραβήξη πολλά άπό μένα ό πα τέρας μου, άν δεν μέ βοηθήση δσο πιο πολύ μπορεί. — Μή μιλάτε έτσι γιά τον πατέρα σας. μάσσα Τζώρτζ. — Νάσαι ευχαριστημένος πού δεν λέω πολύ χει ρότερα πράματα γι’ αυτόν! — Καλά - καλά, μάσσα -^Τζώρτζ. Σας παρακα λώ νά μήν ξεχάσετε ποτέ, πώς πρέπει νοόσαστε κα λό παιδί. Νδ άκαυτε την μητέρα σας και νάστε σί γουρος πώς ποτέ δεν θά πάρετε τον κακό δρόμο. Ε γώ μόνο ένα έχω νά σου πώ γι’ αυτό, πώς υπάρχουν πράγματα που ό Θεός μάς τά χαρίζει πολλές φορές, όμως μητέρα δίνει μόνο μιά φορά στον καθένα μας. Θέλω νάμαι βέβαιος πώς θά την άγαπάς^και θά^ την άκους, γιά νάμαι περήφανος γιά σένα, όπου κι* άν βρίσκωμαι. Θά μου κάνης αυτή τή χάρι; — Ναι, μπαρμπα - Θωμά. — 'Καί δεν πρέπει νά βγαίνη άπό τό στόμα^ σας, έστω μ.ιά λέξι, που νά δείχνει ελλειψι σεβασμού γιά τους γονείς σας... Δέν θυμώνετε μαζί μου που σάς τά λέω δλ’ αυτά, μάσσα - Τζώρτζ; -—"Οχι, μπαρμπα - Θωμά./Ίσα ίσα, καταλα βαίνω πώς όπως πάντα, φροντίζεις γιά τό καλό μου και μου λές τό σωστό·. —-Επειδή είμαι πολύ πιο μεγάλος, ξέρετε, ψι θύρισε ό νέγρος και σηκώνοντας τό Αλυσοδεμένα χέ ρια του, του χαΐδεψε ανάλαφρα τά μαλλιά. Μάσσα Τζώρτζ, ξέρω πώς θά γίνετε ένας καλός άφέντης σάν τον πατέρα σας κι* ένας αληθινός χριστιανός σάν την καλή σας μητέρα. Κι* οί δυό τους θάναι πολύ περή φανοι γιά σάς — κι* εγώ, άν μου τό έπιτρέπετε. Μήν βγάλετε ποτέ άπό τή σκέψι σας τον Θεό, όταν θά με γαλώσετε. —·Σού δίνω τό λόγο .μου, μπάρμπα - Θωμά. Θά γί νω πρώτης τάξεως άνθρωπος, κατά πού λές. Και θά σε φέρω πίσω μιά μέρα. Θά σέ φέρω όπωσδήποτε — θά οής! Τό είπα και στή θεία - Χλόη πριν λίγο. Εκείνη τή στιγμή είδαν τόν Χάλεϋ πού έβγαινε άπ’ τό μαγαζί. — Καλή αντάμωση λοιπόν, ξανάπε, βιαστικά τό άγόρι. Καί νά κάνης υπομονή καί κουράγιο.
----Καλή Αντάμωση, μάσσα - Τζώρτζ. Ό Θεός να σάς εύλογή. ναί... Σίγουρα θά σάς προσεχή, για τί δέν ύπάρχει άλλος σάν κι* εσάς στο Κεντάκυ! Σέ λίγο ή άμαξα μέ τον άμοιρο νέγρο, είχε χαθή στην άκρη τού κάμπου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ £
ΤΖΩΡΤΖ, ό άντρας τής 3Ελίζ, έκανε ε κείνο που είχε πή, δηλαδή τδσκασε άπό τον Απαίσιο αφεντικό του και προσπάθησε νά Ανακάλυψη τα ίχνη τής γυναίκας του, πού έμαθε πώς είχε φύγει κι* έκείνη. Σέ μια ταβέρνα συνάντησε τον παλιό, καλό του έργοστασιάρχη κι* εκείνος τον βοήθησε άλλη μια φο ρά καί του δάνεισε δσα χρήματα είχε επάνω του, γιά νά μπορέσηι νά συνέχιση τό ταξίδι του. Ωστόσο ό άγριος Αφεντικός του τον είχε έπ[κηρύ ξει και είχε τάξει μ'ΐά καλή Αμοιβή σ' οποίον τον έ πιανε. Ό κίνδυνος λοιπόν παραμόνευε στο κάθε βή μα του. Στο μεταξύ ό Θωμάς συνέχιζε τό δικό του ταξίδι, μαζί μέ τον χόντρο - Χάλεϋ. Ό έμπορος Αγόρασε κι* άλλους σκλάβους στο σκλαβοπάζαρο τής Ούάσιγκτοον κί* ύστερα τούς φόρ τωσε όλους μαζί στο ποταμόπλοιο «"Ομορφο Ποτά μι», γιά νά ταξιδέψη στον Όχάϊο καί νά πάη /ά τούς πουλήση στον Νότο. Στο πρώτο κατάστρωμα πηγαινοέρχονταν ένα σω ρό κυρίες του καλού κόσμου. ΟΙ δυστυχισμένοι σκλάβοι βρίσκονταν στριμωγμένοι μαζί μέ άλλα εμπορεύματα, στο κατάστρωμα τής τρίτης θέσεως. — Παιδιά, είπε ό Χάλεϋ ζυγώνοντας, ελπίζω νό στε όλοι καλά κι* ευχαριστημένοι, -έρετε πώς δέν μ3 αρέσουν οι κατεβασμόνες μούρες κι* οΐ κλάψες. "Ο ταν φερθήτε καλά μαζί μου, θά σάς φερθώ κι3 εγώ πολύ κύριος! Σύμφωνοι; Ο! νέγροι είπαν τό συνηθισμένο «μάλιστα Αφέντη», χωρίς αυτό φυσικά νά σημαίνη, στ3 αλήθεια, πώς δέν ήξεραν τί νά κάνουν Από τή... χαρά τους. Μια νέα κι3 όμορφη νέγρα καθόταν κοντά στον Θω μά κρατώντας στην Αγκαλιά τό μικρό της, πού Ακό μα δέν είχε κλείσει χρόνο. — Πρώτης τάξεως πιτσιρίκος!, δήλωσε ένας κύ
ριος πού στάθηκα αντίκρυ της και την κυττοϋσε. Πό σο εΐναι; — Εντεκα μηνών, απάντησε ή μητέρα. Ό άντρας έπαιξε λίγο του μωρού και τουδωσε έ να κομματάκι ζάχαρη πού εκείνο την καταβρόχθισε άμέσως. — Διαβολάκι σωστό!, είπε ό άγνωστος. Στη στι γμή τά καταλαβαίνει όλα! Λίγο αργότερα βρέθηκε στην άπέναντι μεριά του καραβιού, μαζί μέ τον Χάλεϋ. —Σαν καλό τό εμπόρευμά σου τη φορά τούτη, τοϋ είπε. — Ναί. Κάτι λένε όλοι τους πράγματι, άποκρίθηκε 6 έμπορος. — Θά τούς πουλήσετε στον Νότο; — Ναί. Σίγουρα σέ κάποια φυτεία. Λέω νά μαζέ ψω κ:ι’ άλλους, πιο μπροστά. — Κι5 εκείνη τη γυναίκα μέ τό μωρό; — Σίγουρα. Μου είπαν ττώς είναι πολύ καλή μα γείρισσα. Κάτι τέτοιες είναι περιζήτητες. Θά κυττάξω νά την πλασάρω σέ καμμιά κουζίνα. — Μου φαίνεται όμως πώς τό μωρό δέν θά κοστίζη άκρί'βά, είπε ο άνθρωπος. — Αέν τό σκάφθηκα άκόϊμο: δαϋτο —- είναι πολύ μικρό, είπε ό Χάλεϋ. Είναι όμως καλοφτιαγμένο καί γερό. Τό κρέας του δέν τσιμπιέται — τόδες; ---- Βέβαια. Σκέψου όμως τί κόπους κι3 έξοδα πού χρειάζεται γιά ν' άναστηθή! — Μπά!, έκανε ό Χάλεϋ. Τίποτα πιο εύκολο άπ3 τό ν’ άναστήση ένα νεγράκι. Τά αφιλότιμα ξεπετιώνται δίχοος νά τό πάρης χαμπάρι! Σ3 ένα - δυο μή νες Βά τό 6ής νά τρέχη πάνω - κάτω καί δέν θάχη συμμάζεμά! —"Ελεγα νά τό πάρω νά τό μεγαλώσω εγώ, εί πε ό ξένος. "Εχασε τό μωρό της μιά ραγείρισσά μου την περασμένη έβδομάδσ. Θαρρώ πώς θά καταχαρή άν τής τό πάω. Δέν νομίζω πώς θά ζητόίτε παραπάνω άπό δέκα δολλάρια γι' αυτό τό νιάνιαρο, έ; Όπωσδήποτε πρέπει νά τό πάρετε άπ3 τή μάννα του. Ό Χάλεϋ κούνησε περίεργα το κεφάλι του κι3 έ φτυσε στο ποτάμι. — Δέν πήρα άπάφασι άκόμα, δήλωσε. — ΤΤάρτε τώρα : Πέστε μου, πόσο θέλετε γιά τό μωρό;
64
Τά~#υο~"τταϊδιά ττου κυττάζοντον ακίνητα έκείνη τή στι γμή, άντ πτ ο οσώττ ευ ον τά δυο άκρα-άντ ίΒετα τής κοινωνίας.
— ίΝά σου ττώ : Σκέπτομαι πώς μπορώ νά το με γαλώσω γιά λογαριασμό μου ή νά το δώσω νά το μεγαλώση κανείς άλλος γιά μένα. Είναι γερό καί όμορφο καί ρέ λίγο θά μπορούσε νά πιάση περισ σότερο άπό εκατό δολλάρια. Σε δυο χρόνια, θά ναι τρελλός οποίος τό δώσει γιά λιγώτερο άπό διακό σια δολλάρια καί γι5 αυτό δεν μπορώ νά τ’ άφήσω κι* έγώ τώρα, κάτω άττό πενήντα! —’Έεεεϊ! Σάν νά μάς τά παραλές!, έκανε ό άλ λος με θαυμασμό. Δεν τό νομίζεις υπερβολικό νά ζητάς τέτοιο ποσόν γιά ένα μυξιάρικο σάν αυτό; —- Ούτε δεκάρα παρακάτω, απάντησε ξερά - ξε ρά ό Χάλεϋ. —"Έλα. Σου δίνω τριάντα. Ούτε ένα παραπάνω όμως. —"Αν μοιραστούμε τη διαφορά καί νά μου δώσης σαρανταπέντε!, είπε ό έμπορος μετά άπό σκέψΊ. ΤΓποτ’ άλλο δεν μπορώ νά κάνω γιά σένα. Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
5
— Σύμφωνοι, άττάντησε ό άλλος γρήγορα. — Που 6ά κατέβετε; — Στο Λούσβιλ. λ—^Στό Λούσβιλ, έπανέλαβε^ κΓ ο Χάλεϋ ^μέσ" απ’ τά δόντια του. Καλά. Θα Φτάσω μ * εκεί πέρα κατά το ηλιοβασίλεμα. Τό παιδί θά κοιμάται — ή δουλειά μπορεί νά γίυη έξυπνα. Θά το πάρομε ήσυχα - ήσυ χα χωρίς φωνές και τσιριχτά. Συχαίνομαι τούς σπα ραγμούς και τις αηδίες αυτές. Τά λεφτά μετρήθηκαν και ή συμφωνία έκλεισε. Σάν έφτασαν στο Λούσβιλ, ή γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της τό μωρά που είχε βυθιστή στον ύπνο. Άκούγοντας τ" δνομα του λιμανιού πού είχαν Φτάσει, τά άφησε μέσα σ’ ένα μισό γεμάτο πανεράκι καί Φορώντας τό σάλι της έτ,ρεξε στην πλώρη, μέ την ελπίδα πώς ίσως κατάφερνε νάβλεπε έστω κι* από μ ακόυα μιά στιγμή τον άντρα της, πού εργαζόταν σ’ εκείνη την πόλι. —"Έλα!, Φώναξε ό Χάλεϋ στον ξένο καί παίρ νοντας στα χέρια τό μωρό, τό παράδωσε στον ξένο. Σέ λίγο τό καράβι ξεκίνησε καί ή γυναίκα ξσναγύρισε στη θέσι της. "Άρχισε νά ψάχνη αλλά τό μω ρό δεν υπήρχε πουθενά. — Μά που είναι; Γιατί δεν είναι εδώ πού τ’ άφη σα; άοχισε νά μουρμουρίζη μόνη της στην αρχή. — Τό πούλησα!, τής είπε ήρεμα ό έμπορος πού έστεκε κοντά της. Πιο καλά είναι νά τό μάθης στα γρήγορα. Καταλαβαίνεις πώς δεν γινόταν νά τό κουβαλάμε εκεί κάτω πού πηγαίνομε. Έ·ξ άλλου πα ρουσιάστηκε καί μιά ευκαιρία μοναδική. Τό πούλησα σέ μιά οικογένεια πρώτης τάξεως — στην τιμή μου! θά τό μεγαλώσουν σάν δικό τους*, μέσα στά καλά του Θεού — εσύ τί μπορούσες νά κάνης νά δαΰτο; "Έλεγε πολλά γιο: ν’ αποφυγή τον ρεγάλα σπαρα γμό, αλλά έκείνη δεν έδειξε καμμιά διάθ'εσι ούτε νά κλάψη ούτε νά φωνάξη. Φα'νότσν τελείως απαθής. —-Ξέοω πώς θά σου βαοιοφανή στην αρχή, ξανάπε^ό Χάλεϋ. Μην τό συλλογίζεσαι συνεχώς καί θά σου ττεράσπ. Αυτό είναι ή πιο καλή μέθοδος. "Εξ άλ λου ήταν κάτι πού δεν γινόταν άλλοιώς. ^ —Αφέντη, τουπέ εκείνη μέ φωνή γεμάτη άγωνία, σέ πασακαλώ μή μου μιλάς άλλο! — Είσαι καλή γυναίκα, συνέχισε αυτός χωρίς νά
δώσή σημασία. 6ά τα ιτ&με χαλά ο! δυό μάς κάι §ά φροντίσω νά σέ βάλω σ’ ένα καλά σπιτικό στόν Νόιο. Παντρεύεσαι άλλον τότε. Τ' είναι ένα παιδί; Α μέσως γίνεται! •ί όρισε κι* έφυγε και στο πρόσωπο τής νέγρας υ πήρχε ^τόση αγωνία και απόγνωση πού πραγματικά μπορούσε νά πούμε πώς μόνο ό Χάλεϋ ήταν ικανός νά μή την διακρίνη. Ό Θωμάς από δίπλα είχε παρακολουθήσει τη σκη νή κι5 είχε καταλάβει τά πάντα. I ϊά πρώτη ψαρά στη ζωή του υψώθηκε μέσα του ένα μεγάλο ερωτηματικό, πού έκανε την καρδιά του νά ματώση : «Γιατι ό Κύριος νά το έπιτρέψη αυτό;». Στενοχωρέθηκε ακόμα πιο πολύ πού είχε κάνει αυ τή τη σκέψι και σύρθηκε κοντά της, προσπαθώντας νά τής δώση κάποια παρηγοριά. Εκείνη όμως δέν τον άκουγε καθόλου καί μόνο έκλαιγε. Νύχτωσε. 9Ηταν μια ήσυχη καί γλυκεία νύχτα, πού ^τίποτα δεν κινιώταν. Μέσα στην απόλυτη σιω πή, δέν άκουγόταν τίποτ' άλλο άπό τό γύρισμα τής προπέλας. Ό Θωμάς ξαπλώθηκε πάνω σ’ ένα άδειο κιβώτιο καί ο τ' αυτιά του έφταναν τά μουρμουρητά τής ά μοιρης -νέγρας : « Γί θ' απογίνω ή δύστυχη; Βοήθησέ με, Θεέ μου»! θάταν μεσάνυχτα όταν ό καλοκάγαθος νέγρος ξύ πνησε οστό έναν ξαφνικό θόρυβο. Κάποια σκιά πέ ρασε μέ γρηγοράδα εμπρός του, καβάλλησε τό πα ραπέτο κι' ακούστηκε ένας παφλασμός μες στο νερό. Κύτταξε τρομαγμένος κι** ή θέσι τής γυναίκας ή ταν άδεια. Πετάχτηκε όρθιος καί έψαξε παντού νά τη βιρή — άδικα όμως. Τό πρωΐ ό Χάλεϋ ξύπνησε φρέσκος καί δροσερός. Πρώτη του δουλειά, όπως πάντα, ήταν νά τρέξη νά επιθεώρηση τό ζωντανό του εμπόρευμα. Άπόμετνε μέ τό στόμα ανοιχτό μή βλέποντας εκείνη τη δύσ τυχη. — Τί έγιν' εκείνη ή άραπίνα; ρώτησε τον Θωμά. Εκείνος απάντησε φρόνιμα : —Ασφαλώς δέν μπορεί νά τοσκασε, αφέντη, γιατί δέν είχα κοιμηθή άκόμα, όταν αφήσαμε πίσω μας τό τελευταίο λιμάνι. Ό Χάλεϋ γέμισε κακά προαισθήματα. "Έψαξε δ- ^
§7
λο τό καράβι χωρίς νά τη βρή και ξαναγυρισε κοντά στον θωμά.
—Έσυ κοιμόσουν εδώ κοντά της, ε?πε; Δεν μπορεί νά μην είδες τίποτα. Μίλησε. Σίγουρα κάτι θά ξερής. —Αλήθεια, άφέντη, δεν ξέρω. Τουλάχιστον δεν ξέρω άν αλήθεια είδα έκεί'νη τη σκιά πάνω στην κου παστή κι* άν ακόυσα τον Θόρυβο ενός κορμιού πού πέφτει στο νερό... "Ημουν μισοκοιραμένος... Ό έμπορος ούτε ταράχτηκε, ούτε παραξενεύτηκε. Κάθησε μόνο σ’ ένα κασόνι, βαθειά συλλογισμένος και βγάζοντας τό σημειωματάριό του, πέρασε τή γυ ναίκα έκιείνη στις ζημίες... Σίγουρα οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά!
Ή Έλι'ζ έμενε πάντα σ5 εκείνη τή φάρμα πού τήν είχε άφησε ι ό κύριος Μπέρντ. '^Ηταν έξαιρετικοί άνθρωποι όλοι όσοι ζουσαν ε κεί μέσα. Ή Ραχήλ Χαλινταίη καθόταν στήν πολυθρόνα της εκείνη τήν ώρα, πλάι στην πολυθρόνα τής όμορφης νέγρας. ?Ηταν μια γυναίκα λίγο περασμένης ηλικίας, πού διατηρούσε μιά σπάνια γλυκύτητα στή -φυσιογνω μία της. Κουνιώταν άδιάκοπα πάνω - κάτω στην πο λυθρόνα της και ό ρυθμικός κρότος που έκανε, ανάγ καζε τον γέρο - Συμεών Χαλινταίη νά λέη πώς άν ξαφνικά έπαυαν ν άκούνε αυτό τό κριτς - κράτς τής πολυθρόνας, θά ήταν σαν όλοι έκεΐ μέσα νά χάνανε ένα κομμάτι άπ5 τήν καρδιά τους. _—"Ωστε ακόμα επιμένεις νά πας στον Καναδά, ’ιΕλίζ; ρώτησε τήν κοπέλλα σέ μιά στιγμή, ξεφλου δίζοντας κάτι ροδάκινα πού είχε στήν ποδιά της. — Μάλιστα, κυρία. Πρέπει νά φτάσω εκεί πέρα. Πουθενά αλλού δεν έχω τό κουράγιο νά σταθώ. — Και τί θ’ άπογίνης σ’ εκείνο τό ξένο μέρος, κο ρίτσι μου; — Θά κάνω όποιαδήποτε δουλειά μπορέσω. "Ο,τ; μού παιρουσιαστή. —- Πάντως μπορείς νά μείνης όσο αρέσει εδώ κοντά μας. Και μή σκεφτής ποτέ πώς μάς δίνεις βά ρος. Χαρά μάς δίνεις. ---- Ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία. Άλλα... — έ-
68
δείξε τον Χάρι/. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι τή νύ χτα. Λεν μούρχεται Κτήνος κι' ούτε μια ώρα δεν μπο ρώ νά ξεκουραστώ μέ τη σκέψι του. Χτες βράδυ έ βλεπα στ5 όνειρό μου, πώς μπήκε ένας κακός άνθρω πος στην αυλή και παραλίγο νά πεθάνω άπό τον φό βο μου. — Καημένο παιδί, είπε ή Ραχήλ σκουπίζοντας τά μάτια της. Δεν πρέπει νά φοβάσαι ωστόσο. Σ 5 αυτό εδώ τό χώρια δεν πιάστηκε ποτέ κανείς απ' όλους τούς σκλάβους πού δραπέτευσαν καί ελπίζω πώς ό καλός Θεός, δεν θά θέληση νά γίνη αρχή άπό σένα. ^ Εκείνη τήν ώρα μπήκε ξαφνικά μέσα μιά παχειά καί ροδοκόκκινη γυναικούλα. *Ηταν ντυμένη στά γκρίζα σάν καί τη, Ραχήλ. — Γειά σου, Ρούθ, φώναξ εκείνη. Πώς είσαι; ---- Καλά, απάντησε κΓ έβγαλε άπ5 τό κεφάλι της τό μαντήλι πού φορούσαν όλες οί χωριάτισσες σ5 ε κείνο τό μέρος. —Ετούτη έδώ είναι ή φιλενάδα μου Έλίζ Χάρρις κι’ αυτό τό μικρό είναι τό παιδί της, πού σουλεγα. — Χαίρομαι πάρα πολύ πού σέ βλέπω, Έλίζ, είπε ή Ρούθ σφίγγοντας τό χέρι της^ μέ θέρμη. Έφε ρα ένα κέκ για τό ,άγοράκι σου. Το χρυσούλι μου! Τί έξοχο πού είναι! Ή Ραχήλ άρχισε νά τή ρωτάη γιά τά νέα τού χωριού καί γιά διάφορες γνωστές της. Υστερα μπήκε στο δωμάτιο κΓ 6 Συμεών Χαλινταίη, ^ ένας πανύψηλος, χειροδύναμος άνθρωπος, μέ πλατύγυρο καπέλλο. — Πώς είσαι, Ρούθ; Τί γίνεται ό Τζών; τή ρώτη σε απλώνοντας το χέρι του. ^ — ·ΚΓ ό Τζών κΓ όλο τό σόϊ είναι περίφημα, απάν τησε κεφάτη. —"Έχεις τίποτα νέα, πατέρα; ,ρώτησε ή Ραχήλ. —Ό Πήτερ μού είπε ότι θά έρθη σήμερα τό βρά δυ μέ κάτι φίλους, απάντησε αόριστα. "Υστερα άρχισε νά πλένη τά χέρια του σέ μιά λε κάνη καί ρώτησε ξαφνικά τήιν Έλνζ : — Χάρρις δεν είπες πώς είναι τό επίθετό σου; Απάντησε μ" ένα μασημένο «μάλιστα» καί ή φω νή της έτρεμε άπό κόστοια ξαφνική άνησ-υχία. — Μητέρα!, είπε ό Συμεών. — Τ5 είναι, πατέρα; απάντησε ή Ραχήλ πηγαί νοντας κοντά του. <5*
60 άντρας οώτής της ^οιτέλλάξ βρίσκ^τ' έβώ στδ χωριό μας κι* άττόψε τό βράδυ 0ά Ιρθη ατό σπιτικό μας, εΙΗτε ό Συμεών, — Και γιατί δεν τά^λές τόση ώρα; φώναξε ή Ρα χήλ ενώ τά μάτια της άστραψαν οπτό χαρά. — ιΓιά νά ττώ την αλήθεια, δεν είμαι κι* έντελώς βέβαιος, απάντησε. Ό ΓΙήτερ, λέει, έχτές τό βράδυ συνάντησε μια γριά καί δυό άντρες. Τον έναν τον έ λεγαν Τζώρτζ Χάρρις. Άτ οσα τουπέ ό Πήτερ κα τάλαβε πώς πρέπει νάναι αύτός πού λέω. "Ορκο δεν παίρνω. Είναι ένα έξυπνο καί ποίλύ καλό πάλληκάρι. ^ Τά είχαν πή μέ πολύ χαμηλή φωνή όλ' αυτά, γιά νά^μήΐν τ' άκούση ή Έλίζ. Ή Ραχρλ ρώτησε : — Νά τής τό πούμε τώρα; —’Άς ρωτήσουμε καί τή Ρουθ. — Τώρα! Βέβαια! Κι* αμέσως μάλιστα!, ξεφο νισε ή Ρουθ μόλις ακούσε τί έτρεχε, μέ μιά χαρά πού δύσκολα θά τήν έκανε κανείς ακόμα καί γιά δικό του άνθρωπο. Γιά σκεψήτε, νάμουν στή θέσι της καί νά ερχόταν ό καλός μου ό Τζών καί νά ρώταγαν άιν έ πρεπε νά μου τό πουν! Ού! Τώρα καί τώρα δά! Ή Ραχήλ γύρισε κοντά στήν Έλίζ καί τής είπε μέ καλωσύνηι : —'Έλα νά σου πούμε κάτι, παιδί μου. Ή νέα έγινε κατάχλωμη σέ μιά στιγμή άλλα ή Ρούθ τήν πρόλαβε : ^—Μήν τρομάζης, μικρούλα μου! Υπάρχουν καλά νέα γιά σένα. Ό θεός σέ λυπήθηκε. Ό άντρας σου ξέψυγε από τό σπίτι τής σκλαβιάς. Ή Έλίζ έπεσε σέ μιά καρέκλα, έτοιμη νά λιποθυμίση. —- Μή χάνης τό θάρρος σου, παιδ| μου, είπε ή Ραχήλ. Τον βρήκαν κάτι δικοί μας. Αυτό τό βράδυ θά είναι κοντά σου! — Αυτό τό βράδυ... Αυτό τό βράδυ!, ψέλλισε ή Έλίζ σάν χαμένη. Δεν καταλάβαινε τί είχε ακούσει ή δέν τολμούσε νά πιστέψη αυτό που είχε καταλάβει. Κι* όταν επί τέλους άπό τά βλέμματά τους περισσότερο τόνοιωσε, δέν μπόρεσε ν' άντέξη σέ τόσο μεγάλη χαρά καί λιποθύμησε. Τήν ξύπνησε ό ίδιος © άντρας της τό βράδυ, μέ τά
70
•V
" .·} . —Κ
δάκρυα του που κύλησαν καυτά στα μάγουλά της, καθώς την κυττουσε σκυμμένος άττό πάνω της. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Μ ΤΟ ΙΔΙΟ ποταμόπλοιο πού βρισκόταν ό θω'μάς, ήταν κι* ένας πολύ καλοντυμένος και συμπα θητικός κύριος, μαζί ,μέ τό κοριτσάκι» του, ένα υπέροχο πλάσμα πού κάνεις δέν θά μπορούσε νά πιστέψη πώς θάταν δυνατόν νά τό συνάντηση εδώ κάτω στη γη, ένώ ευκολοάτατα θά μπορούσε νά φανταστή πώς θά τδβρισκε στον παράδεισο, δταν μιά μέρα ή ψυχή του ταξίδευε στον ουρανό. Το κοριτσάκι αυτό θάταν έξη χρόνων πάνω - κάτω. Λεγόταν Εύαγγελινή Σαΐν Κλαίαρ. Δέν καθόταν ποτέ σ’ ένα μέρος καί περισσότερο δέν καθόταν στο κατάστρωμα τής πρώτης θέσεως. δπως θάποεπε, άλλα τρύπωνε πάντα σ’ έκεΐνο τής τρίτης κ-ι’ δλο έφερνε και μοίραζε ζαχαρωτά και γλυ κόλογα στούς δύστυχους σκλάβους. Είχε γίνει γι’ αυτούς μιά άληθινή ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι τής δυστυχίας τους. Ό Θωμάς δέ άργησε νά την προσέξη καί προσπά θησε νά σχετιστή μαζί της. Δέν του ήταν δά καί πολύ δύσκολο. ’Ήιξερε νά σκαρώνη μικρά καλαθάκια άπ’ τά κο τσάνια των κερασιών, άστεΐες φάτσες πάνω σε κα ρύδες κι* άλλα πολλά δμορΦα πραγματάκια. Ή μικρή έπαιρνε μέ μεγάλη σοβαρότητα στην άοχή τά δώρα του και κάπως μαζεμένη. ’Ίσως νά την τρόμαζε κάπως τό πελώριο ανάστημά του καί τό μαύοο χρώμα του. Στο τέλος βέβαια ό πάγος έσπασε καί πιάσανε την κουβέντα. , Ό Θωμάς, τη ρώτησε : — Πώς λένε τή μικρή δεσποινίδα; *—Εύαγγελινή Σαιν Κλαίαρ. Αυτοί πού μ’ αγα πούν, δπως ό μπαμπάς μου και άλλοι, μέ φωνάζουν Εύα — σκέτη. Εσένα πώς σέ λένε; — θωμά. Τά παιδιά έκεΐ κάτω στο Κεντάκυ, συ νήθιζαν νά μέ φωνάζουν μπαρμπα - θωμά. — Θά σέ λέω κι* εγώ έτσι! Θές νά μάθης κάτι; Σ’ αγαπώ! 71
Ό πελώριος νέγίρος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα κι5 ή μικρή ρώτησε : — Που πηγαίνεις, μπαρμπα - Θωμά; — Δεν ξέρω, μρς Ευα... — Δεν ξέρεις; Πώς μπορεί νά μην ξέρει κάνεις που πηγαίνει; — Μ,έ πάνε νά μέ πουλήσουν. Ό Θεός μόνο ξέρει πο’ός θά μ’ άγοράση. — Μπά! Μου ραίνεται πώς ξέρω κι* εγώ! Θά πώ του μπαμπά μου νά σ’ άγοράση εκείνος! — Ευχαριστώ πολύ, μικρή μου κυρία. Εκείνη την ώρα σταμάτησε τό πλοίο κι* Ευα ετρεξε κοντά στον πατέρα της. Ό Θωμάς πήγε κι’ ε κείνος κοντά για νά βοηθήση στο φόρτωμα. Ή Ευα στάθηκε πλάϊ στην κουπαστή, κοντά στον •κύριο Σαί-ν Κλαίαρ, γιά νά ίδή τό ξεκίνημα του πλοίου. Ό έλικας έκανε μερικές στροφές. Ή μικρή έχασε την ισορροπία της σ’ ένα απότομο τράνταγμα κι’ έ πεσε στο νειρό. Ό πατέρας της έβγαλε μιά φωνή τοόμου κι’ έκανε νά βγαλη τό σακκάκι του, έτοιμος νά πηδήξη πίσω της, άλλα κάποιο χέρι τον κράτησε, γιατί κάπο ος βρισκόταν κιόλας κοντά στο παιβί. ^ "Ενας πελώριος μαύρος είχε βουτήξει γοργός σαν βέλος καί τώρα κρατούσε την Ευα σάν παιχνιδάκ: στίς χερούκλες του καί την έφερνε πίρός τό πλοίο. τΗταν ό Θωμάς πού δεν άφηνε στιγμή άπ’ τά μά τια του τή μικρή του φίλη καί πήδησε από πίσω της τόσο γρήγορα, πού, πριν εκείνη βουτήση στο νερό, βρισκόταν κι’ αυτός στον άέοα. Άμέπρητα χέρια απλώθηκαν νά πάσουν τό παι δάκι καί πάνω στο ποταμόπλοιο έγινε μεγάλος σά λος, καθώς δλο: σκοτώνονταν ποιος νά τό πρωτοπεριποιηθή. ^ ’Από τί·ς πολλές φροντίδες ή δύστυχη Ευα δεν κατάφερνε νά συνέλθη! , Την άλλη μέρα, μέσα σέ μιά άποπνικτική ζέστη, έφταναν στη Νέα ’Ορλεάνη. εΟ μπαρμπα - Θωμάς καθόταν όπως πάντα στο κατάστρωμα τής τρίτης θέσε ως, τά μάτια του όμως ήταν καρφωμένα γεμάτα ανησυχία σέ μιά παρέα, πού βρισκόταν στο κατάστρωμα τής πρώτης.
72
*Ηταν 6 έμπορος ό Χάλεύ, ή μικρή Ευα κι5 ό πά~ τέρας της. Αυτός ό τελευταίος είχε, έναν άέρα ανώτερου Αν θρώπου, άλλα χωρίς νά παύη νάναι απλός και χαρι τωμένος. Φαινόταν νά διασκεδάζη — κάπως βαρετά πρέπει νά άμολογήσωμε — μέ τον Χάλεϋ, πού έξυμναύσε δλο ψωτιά τά χαρίσματα του εμπορεύματος του. —“Μμμ! Τί μου λέτεI, έκανε ό κύριος Σαίν Κλαίαρ. "Ωστε λοιπόν όλες οι χάρες τού κόσμου ήρ θανε καί ταιριάζανε πάνω σ’ αυτόν τον άράπη! Κα λύτερα αφήστε τα όλ5 αυτά καί πέστε μου μια καί καλή την τιμή πού ζητάτε. — Μέ χίλια τρακόσια δολλάρτα, στην τιμή μου, μόλις βγάζω τά έξοδά μου, κύριε, απάντησε σταράτα ό Χάλεϋ. Ό κύριος Σαίν Κλαίαρ γέλασε πάλι. — Τί μου λες, ^φιλαράκο μου!, φώναξε. Ελπίζω λοιπόν πώς Θά μου τον δώσης σ' αυτήν την τιμή, χατηρ:κώς_ καί μόνο γιά μένα — ναι; — Είναι πού ή δεσποινίς τον άγαπάει πάρα πο λύ κατά πώς φαίνεται — γι' αυτό, είπε ό Χάλευ. —^Βέβαια, βέβαια! Αυτή είναι ή αιτία γιά άλα! Αφού καταλαβαίνεις λοιπόν πώς τον αγοράζω από ευγνωμοσύνη καί χριστιανικό καθήκον, κάνε μου μιά τιμή πιό συγκαταβατική. Ο/τι κόψεις, θάναι γιά τό χατήρι τής μικρούλας, πού βλέπεις τί αδυναμία του έχει. — Μάλ:στα! Αυτό άκριβώς συλλογιζάμαυν τώρα δά!, είπε ό έμπορος. Κυττάξτε όμως τά πόδια του μιά στιγμούλα. Ρίξε μιά ματιά στο στήίθος καί στους ώμους του! Πιο γερός κι5 από άλογο είναι Γούτος. Κύττα τό κεφάλι του. 'Έχει ψηλό μέτωπο — είναι έ ξυπνος. Μπορείς νά τον βάλης σ' όποιαδήποτε δου λειά. "Υστερα θά τό ξέρετε κι* εσείς, πώς νέγρος μέ τέτοια λεβεντιά κοστίζει πάρα πολύ ακριβά. ’Άν σάς πώ άλες τις χάρες του, θά καταλάβετε μόνος σας, πώς άνεβαίνει τιμή του. Λεν είναι σαν κάτι άλλους πού ξέρετε. Τούτος διεύθυνε ολη τή φάρμα εκεί πού πού εργαζόταν πρώτα. Είναι σάς λέω έξαιρετικός! — Πολύ άσχημο αυτό — τόσο τό χειρότερο!, μουρμούρισε ό Σαίν Κλαίαρ. ΟΙ έξυπνοι νέγ,ροι δεν χρειάζονται καθόλου. "Η τό σκάζουν μιά μέρα ή κλέ βουν ολη την ώρα — έν’ απ’ τά δυο. Αφού είναι έτσι
73
έξυπνος, άξιζει τον κόπο νά μού κόψης διακόσια δαλλάρια. -—θεέ και Κύριε! Μ3 έσκασες άνθρωπέ μου!, φώ ναξε ό Χάλευ. Είναι όμως πού δέν μπορώ ν’ άποδείξω αλ3 αυτά πού λέω... Μά έχω στα χέρια μου τά πιστοποιητικά τού παλιού αφεντικού του — γιάΛ νά καταλάβης μέ ποιόν έχεις νά κάνης. * Ορίστε. ιΕΐναι κι* αληθινός χριστιανός. "Ενα καλό και τίμιο πλά σμα. ’Εκεΐ απ' όπου τον πήρα, τον φώναζαν ιεραπό στολο ! ^ — Μπά! Θά μπορούσα νά τον βάλω και νά μού ψέλνει στο σπίτι μου, έ; Πρώτης τάξεως έμπνευσι! Δέν ξέρεις πόσο λείπει ή θρησκεία άπό τό σπιτικό μου! — Θά αστειεύεστε, βέβαια... ---- Πως σούρθε; Μόνος σου δέν είπες πώς κάνει σπουδαίο κήρυγμα; "Ελα — νά τελειώνουμε... Δόσε τά χαρτιά του μιά στιγμή. Ό έμπορος έκανε τόση υπομονή, γιατί είχε βεβαιωθή πώς ή δουλειά θά τελείωνε καλά. Γι' αυτό έβγα λε τά χαρτιά του Θωμά — τ’ (ανακάλυψε μέ πολύ κό πο στις παραφουσκωμένες του τσέπες κι3 άρχισε νά τά διαβάζη μέ δυνατή φωνή. Ό Σαίν Κλαίαρ τόν κυττούσε μέ τό αιωνίως ειρω νικό του ύφος. —"Ω, μπαμπά! "Αγόρασε τον σέ παρακαλώ! Πλήρωσε ^όλα όσα σού ζητάει!, τού ψιθύρισε πολύ σιγά ή Εϋα, μές στ3 αυτί. Τό ξέρω πώς έχεις παλλά λεφτά και θέλω νά μου τόν άγοράσης. — Τί νά τόν κάνης, χρυσό μου; Δέν προτιμάς ένα άλογο; —Όχι. Θέλω αυτόν. Θέλω νάναι χαρούμενος! — ’Μμμ! Αυτό μάλιστα! Είναι ό σοβαρώτερος λό γος πού εχω ακούσει, γιά μιά αγορά δούλου! Πήρε ένα πιστοποιητικό μέ την υπογραφή τού κ. Σέλμπυ άπ3 τά χέρια τού εμπόρου καί τό κύτταξε επιπόλαια. —"Ανθρωπος πού μπορείς νά τόν εκτίμησης, εί πε. -έρει κι* ορθογραφία! 3Αλλά νά πάλι κάτι, πού μοΰ δίνει στά νεύρα : Χριστιανός! Δέν ήξερα πώς άρχισαν νά παραχώνουν τή θρησκεία και στά έμπορεύματα! Νόμιζα πώς μόνο στην πολιτική καί στις εκκλησίες κοροΐδευαν τόν κόσμο μέ τή θρησκεία! "Ε χω καιρό βλέπεις, νά διαβάσω έφημερίδα. Πόσα
74
δολλάρια παραπάνω βάζεις γι’ αυτή τη θρησκεία, πού λένε μέσα τά χα,ρτιά; —’Άν ήξερα πώς δεν αστειεύεστε τώρα δά, κύριε, είπε ό Χσλεϋ, θά σάς έλεγα πώς έχετε δίκιο σ’ αυ τά πού λέτε. Είναι όμως και μερικές φορές πού βρί σκεις πραγματικά τίμιες κ.ι’ ευγενικές ψυχές, πού γιά τίποτα στον κόσμο δεν θάκαναν το κακό. Τέτοιος λοι πόν είναι αυτός ό Θωμάς, χωρίς αστεία. Ό Σαίν Κλαίσρ έβγαλε μιά δεσμίδα χαρτονομί σματα. — -εμπέρδευε, είπε. Σου φτάνουν αυτά; Έγώ θέ λω νά ξέρω μόνο πώς ό μαύρος αυτός είναι άπό δώ και πέρα δικός μου κι’ άν τά χρήματα είναι παρα πάνω απ’ όσα ζήτησες, δεν φαντάζομαι νά σέ πειρσζη! Σύμφωνοι; "Εβγαλε απ’ τις τσέπες του στη στιγμή όλα τά σύνεργα — καλαμάρι, μελάνι καί χαρτιά κι’ έτοίμασε στο άψε - σβύσε το συμβόλαιο. Τόδωσε στον άγοραστή. ^ — Πολύ θάθελα νάξερα πόσο αξίζει ^στ’ αλήθεια αυτός ό άνθρωπος πού αγόρασα, μουρμούρισε ό Σαίν Κλαίαρ. Και τό σχήμα τού κεφαλιού καί τό ψηλό μέτωπο και τά χέρια κα’ οί πλάτες και τά χοντρά πόδια — ώς κι’.ή πίστι στον Θεό — όλα άνεβάζουν τήν τιμή.^’Άς είναι. ^Εΰα, έλα δώ. Πήρε τό παιδί απ’ τό χέρι καί πήγαν στήν άλλη άκρη τού πλοίου. ^ "Αγγιξε τό σφιχτό μπράτσο τού μαύρου καί τού είπε κεφάτος. — Μπρος, Θωμά! Σήκοχτε τά μάτια νά 5ή τον καινούργιο άφέντη σου. Ό νέγρος στράφηκε καί τον κύτταξε. Δεν μπορού σε νά μην κάνη καλή έντύπωσι έκεΐνο τό όμορφο, γε μάτο ευθυμία, καλωσύνη καί νειάτα πρόσωπο. Ό Θωμάς ένοιωσε δάκρυα ευγνωμοσύνης νά κατρα κυλάνε άπ’ τά μάτια του, καθώς είπε μέ θέρμη : —Ό Θεός νά σάς έχη πάντα καλά, κύριε! —-Ευχαριστώ. Μακάρι — γιατί όχι; Δεν μοΰ λες Θωμά : Ξέρεις άπό άλογα; — Βέβαια. Πάντα μέ τ’ άλογα είχα νά κάνω. Υ πήρχαν πολλά ατά κτήμα τού κυρίου Σέλμπυ. — Σκέπτομαι νά σέ πάρω γιά άμαξά μου, άλλά μέ ,μιά συμφωνία : Νά μή μεθάς παραπάνω άπό μιά φορά τή βδομάδα.
75
—Αλλά δεν ττ.ίνω ποτέ μου, αφέντη!, απάντησε στενοχωρημένος ό Θωράς, που πιθανόν να σκέφτηκε πώς τό μεθύσι μιά φορά τη βδομάδα θάταν υποχρε ωτικό... ^ — Κι5 εγώ πάλι, δεν ακόυσα ούτε έναν νέγρο πού νά μην πη τό ίδιο πράγμα!, είπε με κέφι ό κυοιος Σαΐν Κλαίαο. "Ας είναι όμως. Το πολύ - πολύ νά λέ,ς την αλήθεια — θά δούμε μέ τον καιρό. Πρόσεξε^τό στενοχωρημένο και κάπως σαστισμέ νο ύψος τοΰ_ νέγρου και πρόσθεσε : ^—Έλα. -έχασε αυτά πού είπαμε, παιδί μου. Στο βάθος εΐμαι εντελώς σίγουρος πώς είσαι πρώτης τάξεως άνθρωπος! ΚΕΦΑΛΑIΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ 0 ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΣΑΙΝ ΚΛΑΙΑΡ, ητσν γιος ενός πλουσίου άποίκου τής Λουϊζιάνσς. Ή μη τέρα του ήταν μιά αρχόντισσα Γαλλίβσ. Είχε μόνο έναν αδελφό, έγκατεστημένον καλά στον Καναδά. ^ 5Από παιδί είχε ξεχωρίσει γιά τον αφάνταστα ευ αίσθητο χαρακτήρα του. Τά προβλήματα τής καθημεο’νής ζωής τον έκαναν νά αισθάνεται απέχθεια κ.’ αηδία. "Οταν μεγάλωσε αγάπησε .μιά κοπέλλα, πού όμως ό κηδεμόνας της τής έκρυβε τά γράμματά του καί στο τέλος, λέγοντας της πώς την είχε ξεχάσει, την ανάγκασε νά παντοευτή τον γιο του. Στο μεταξύ ε πειδή κι' έκεΐνος είχε πιστέψει πώς ή αγαπημένη του άδ αφαοουσε γι’ αυτόν, είχε παντρευτή μιά γυναίκα πού τού ήταν αδιάφορη, έτσι άπό πείσμα. "Οταν έ μαθε την αλήθεια, ήταν πιά πολύ αργά. Τή γυναίκα του την έλεγαν Μαρία. "Οσο περνούσαν τά χρόνια, τόσο περισσότερο α νακάλυπτε πόσο ανυπόφορη ήταν — μιά πραγματι κή κούκλα χωρίς ψυχή, πού δεν έπεδίωκε τίποτ’ άλ λο άπό τό νά την θαυμάζουν καί ν* ασχολούνται μαζί της. Επειδή τό κοριτσάκι τους ήταν πολύ αδύνατο, ό Αυγουστίνος φοβόταν πώς δίχως άλλο θά τόχανε, μέ την άδιαφορί,α τής μητέρας του γι’ αυτό. "Ετσι τό πήρε μαζί του σ’ ένα μεγάλο ταξίδι ατό Βέρμοντ κι5 έκεΐ κατάφερε νά πείση τή δεσποινίδα Όφηλία ·—-
μιά έξαδέλφη του — νά ερθη να μείνη μαζί τους για να Φροντίζη τή μικρή. Ή δεσποινίς Όφηλία αυτή, ήταν μιά άμεμπτη γε ροντοκόρη, θεοφοβούμενη και οπαδός τής τάξεως στην ιδανική της μορφή. ’Απαισιώτερο ελάττωμα άττό την ακαταστασία, δεν υπήρχε στα μάτια της. Ήταν έξυπνη και μορφωμένη. Είχε διαβάσει πολ λή Ιστορία καί ο/λους τους "Αγγλους κλασσικούς. Σέ άλες τις περιπτώσεις καταλάβαινε ποιος ήταν ό δρόμος τής αρετής καί ήταν πιίστή σκλάβα τού «πρέπει». Πώς ήταν όμως δυνατόν μιά τέτοια γυναί κα, νά «κάνη χωριό» μέ τον Σαίν Κλαίαρ, έναν άν θρωπο άκατάστατον σέ άλα — ώς καί στις ιδέες του; Κι* όμως τό περίεργο ήταν πώς τον αγαπούσε καί ήξεοε νά του συγχωρή πολλά — ήταν ό μόνος. ’Άς πουι.ιε ή «αδυναμία της». Έτσι δεν δυσκολεύτηκε νά την καταφέρη νά τον άκαλουθήση.
Τό αμάξι στάθηκε έξω από την επιβλητική πόρτα ενός παλιού αρχοντικού. Όλόγυοα βρίσκονταν διάφορα άλλα μικοότερα οι κήματα. "Ενας μεγάλος κήπος μέ συντριβάνι καί λί μνη, δπου στά νεοά της πηγαινοέρχονταν εκατοντά δες χρυσόψαρο. Όλουθε παρτέρια μέ λουλούδια. Γεράνια, τριανταφυλλιές, κίτρινα γιασεμιά, λουζες κι* άφθονοι μενεξέδες. — Λοιπόν; Φώναξε ή Ευα καταχαρούμενη στή δε σποινίδα Όφηλία. Δεν είναι υπέροχο τό σπιτάκι μου; Έγώ τό λατρεύω! Λεν είναι άμορφο; Πές μου. — Βεβαίως είναι άμορφο, απάντησε ή δεσποινίς Όφηλία, κατεβαίνοντας άπ5 τ’ αμάξι. Μόνο πού για νά πώ την αλήθεια, δεν τό βρίσκω οσο θάπρεπε χρι στιανικό 1 Κατέβηκε κι5 ό Θωμάς καί κυτταξε ολόγυρα ευχα ριστημένος, χωρίς νά πή τίποτα. _ Ό Σαίν Κλαίαρ γέλασε μέ την παρατήρησ: τής έξαδέλφης του. — Λοιπόν Θωμά, είπε, δέν βρίσκεις πολύ άσχημο τό σπιτικό μας, ε; — Είναι πρώτης τάξεως, κύριε!
77
Στή στιγμή πεταχτή καν άιτό παντού υπηρέτες και υπηρέτριες καθώς και τσουρ,μο άραπόπουλα. Μπρο στά δμως έτρεξε ένας νέγρος γεμάτος μεγαλοπρέ πεια, που Θάταν ασφαλώς μεγάλο πρόσωπο — τό καταλάβαινες άπό τό ύφος του. — Πίσω!, φώναξε αυστηρά. Μέ ντροπιάζετε! Δεν επιτρέπεται νά ένοχλήτε μ" αυτόν τον τρόπο τον α φέντη, μόλις γύρισε απ’ τό ταξίδι του. Ούτε μπορεί τε νά τον χαιρετίσετε σείς, πριν άπό τούς δικούς του! Αυτός ήταν λοιπόν ό κ. "Αντόλφ και βοήθησε πρα γματικά τον κύριο Σαίν Κλαίσρ νά μπή ήσυχα στο σπίτι του, αφού τον χαιρέτησε ό ίδιος μέ μεγάλη ε πισημότητα. "Ανάλαφρη σάν πουλάκι ή Εύα φτερούγισε στο ε σωτερικό του σπιτιού κι* έπεσε στην αγκαλιά τής ,μητέρας της, που ήταν μισοξαπλωμένη στην πολυ θρόνα της. — Μαμάκα,! Μαμάκα!, φώναξε. — Φτάνει! Καλά! Ποόσεξε, χρυσό μου, θά μέ ζα λίσης!, είπε εκείνη φιλώντας τη άκεφα στο μέτωπο. Την ίδια ώρα μπήκε κι" ό κύριος Σαιν Κλαία-ρ και τής παρουσίασε την έξαδελφή του, μέ όλη τήν άπαιτούιιενη εθιμοτυπία. Τότε έφτασαν στο άνοιγμα τής πόρτας ένα σωοό καμαριέρες. Πρώτη καί καλύτερη ήταν μιά συμπαθη τική μαύρη, κάπως περασμένη στην ηλικία. — Μάμυ!, φώναξε ή Εύα κι" έτρεξε νά πηδήση στην άγκαλιά της. Ή άοαπίνα δεν πσραπονέθηκε καθόλου πώς τήν ζά λιζαν. "Αντίθετα, έσφιξε μέ λατρεία τό παιδί, γελών τας καί κλαίγοντας μαζί. "Υστερα τό κοριτσάκι «ο χ ισε νά πηγαινοέρχετα! άπ’ τη μιά καμαριέοα στην άλλη, φιλώντας τες μέ τόση αγάπη, πού στο τέλος ακόμα καί ή δεσποινίς "Οφηλία δήλωσε πώς είχε συγκινηθή! —?Εσεΐς τά παιδιά του Νότου, είπε, κάνετε κάτι πού εγώ δεν θά τό κατάφεονα ποτέ! — Σάν τί; ρώτησε ό έξάδελφός της. —’Ά πά πά! Λαχταοώ νά κάνω τό καλό σ" δλον τον κόσμο καί νά ,μή βλάψω ποτέ κανέναν — όχι καί νά τούς φιλάω δμως!... -—Τούς νέγρους; Αυτό ξεπερνάει τίς δυνάμεις σου, I;
— Τ3 ομολογώ. Κι* ούτε μπορώ νά καταλάβω πώς είναι δυνατόν νά γίνεται κάτι τέτοιο! Αργότερα ό Σαίν Κλαίαρ παρουσίασε στη γυναί κα του τον Θωμά και τής Ανήγγειλε πώς τον είχε πά ρει για τή θέσι* του άμαξα. Εκείνη του έρριξε ένα βαρυεστημένο βλέμμα καί δήλωσε : -----Είμαι σίγουρη ότι θά κάνη! — Μπά! αέρείις, μου έγγυήθηκαν δύο πράγματα γι' αυτόν, πώς δεν πίνει ποτέ καί πώς είναι θεοφο βούμενος. — Μακάρι ! ’Άς ευχηθούμε νά μή μάς γέλασαν. —Άντόλφ!, φώναξε τότε ό Σαίν Κλαίαρ. Ό5ήγησε τον Θωμά στην κουζίνα καί πρόσεξε, καημένε μου, ένα σου λέω μόνο : Κύττα μή τυχόν καί σκεφθής νά πάρης καί μαζί του το ύφος πού παίρνεις μέ τούς άλλους, γιατί 9ά τά πάμε άσχημα! Κουνιστός καί λυγιστός βγήκε άπ* τό δωμάτιο ό γοητευτικός κ. Άντόλφ κι" ό Θωιμάς τον ακολούθησε. — Χοντροκέφαλος μου φαίνεται, είπε, ή Μαρία Σαίν Κλαίαρ. — Θά (δούμε. Κύτταξε νάσαι καλή μαζί του. Λέ γε του καμμιά καλή κουβέντα πού καί πού του κακο μοίρη. , ’Εκείνη είπε μέ κατεβασμένα μούτρα : —Έλειψες δεκαπέντε ,μέρες παραπάνω άπ5 όσο μου είχες πή! ΚΕΦΑΛΑ IΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ 1
- ■-«*
'
*
,.
ν "ίΐ,--·
■_>. -,.γ·-.-«-ΑΗ.·.-
..
’' ’ " ^ V τ'. - '
—
-
ν..'
Λ
·
ΤΖΩΡΤΖ ΧΑΡ Ρ ΓΣ άμε την Έλίζ έπρεπε νά φύγουν τήν άλλη μέρα κιόλας από τή φάρμα του κυρίου Χαλινταίη. Εκείνοι πού κυνηγούσαν αυτόν καί τή γυναίκα του — ιδιαίτερα αυτόν πού τον έψαχνε ολόκληρη ή χωροφυλακή — ήταν πάρα πολλοί καί δεν θ’ αργού σαν νά φτάσουν κι* εκεί πέρα, για νά τούς αναζη τήσουν. Κατά τό σούρουπο ξεσηκώθηκε μεγάλη κίνησι στο κτήμα. Ό κύριος Χαλινταίη ήρθε μ’ έναν φίλο του, τον Φινέα Φέλτσερ.
79
£0 Φελτσερ ήταν πανύψηλος, χοντρός, μέ κατακάκκινα μαλλιά. Τό πρόσωπό του έδειχνε εξυπνάδα και πονηριά. 9Ηταν εντελώς διαφορετικός από τον ήρεμο Χαλινταίη. Περίμεναν πρώτα νά νυχτώση καλά κι* υστέρα έ φεραν ένα αμάξι, σκεπασμένο ,μ3 έναν μεγάλο μου σαμά. Ό Τζώρτζ πέρασε αποφασιστικά τό κατώφλι του σπιτιού καί ή Έλίζ άποχαιρέτησε μέ κλάματα την εξαίρετη γυναίκα του κυρίου Χαλινταίη, τη Ραχήλ. Κολό ταξίδι, φίλοΐι μου!, τους φώναξε ό Συμεών. —Ό θεός νά σ3 εύλογή πάντα, του άποκρίβήκαν όλοι, την ώρα πού τό άμάξι ξεκινούσε. *Ηταν ακόμα μιά γριά γυναίκα μαζί τους εκεί μέ σα κι3 ένας νέος άντρας, σχεδόν συνομήλικος μέ τον Τζώρτζ, που ήταν γιος της. _ Τον (έλεγαν Τζιμ κι3 αυτός έδώ καί πολλά χρόνια είχε φύγει γιά τόν Καναδά, αλλά άφησε την έλευθερία του καί γύρισε πίσω, γιά νά πάρη μαζί του καί τη γριά μητέρα του. —Έν τάξει τά πιστόλια σου, Τζίμ; τόν ρώτησε ό Τζώρτζ. — Καί ίβέβαια!^ Δεν είπαν τίποτ’ άλλο. Τό άμάξι πού τό οδηγούσε ό Φινέας, παράδερνε γιά ώρες ολόκληρες, στον σκο τεινό, ανώμαλο δρόμο. Κατά τις τρεΐς ό Τζώρτζ ξεχώρισε καλπασμό άλο γου πού ερχόταν ξωπίσω τους. ---- Μάλλον ό Μάϊκλ θάναι, είπε ό Φινέας Φέλτσερ, σκάβοντας κοντά τους, -έρω καλά τό τρέξιμο πού κά νει τ3 άλογατάκΐι του. .Κι3 άνασηκώθηκε ολόρθος στο κάθισμά του, νά έρευνήση καλύτερα τον .δρόμο πίσω1. Πήδηξε πλάϊ του κι3 ό Τζώρτζ καί δέν άργησαν νά δουν τόν έφιππο άντρα πού ερχόταν μέ καλπασμό προς τό μέρος του. — Πράγματι αυτός είναι, είπε ό Φινέας. Καί φώναξε : —Έ! ^ Μάϊκλ! —Έσύ ’σαι Φινέα; — Ναί. Τί νέα; Έρχονται αυτοί; — Πίσω μας τρέχουν καμμιά όχτακοσαριά μέτρα
80
θαρρώ. "Έχουν αδειάσει κι5 ένα βαρέλι ρακί κι5 είναι ίδιοι λύκοι! "Αόριστο και υπόκωφο ακούστηκε: από μακρυά τό ποδοβολητό των αλόγων πού έφταναν. Ό Φινέας μαστίγωσε τ" άλογα. -—"Αφού δεν μπορούμε ν" άπο^ύγ'ωμε να χτυπη θούμε μαζί τους, είπε, άς προχωρήσουμε τουλάχιστον όσο γίνεται... Τό βαρύ αμάξι άρχισε νά τρέχη δαιμονισμένα, με φοβερά τριξίματα, πού σ’ έκαναν νά πιστευης πώς από στιγμή σέ στιγμή θά διαλυόταν. Κι" όμως τό ποδοβολητό τώ αλόγων ζύγωνε ολοένα. Μόλις οί γυναίκες κατάλαβαν τί γινόταν, πάγωσαν απ’ τη φρίκη. Ή Έλίζ παραλίγο νά λιποθυμίση. Ή γριά - άραπίνα όλο μασούλαγε προσευχές. Ό Τζώρτζ κι" Τζίμ σφίγγανε τά πιστόλια τους μέ μανία. Τό άμάξι ξαφνικά άφησε τον δρόμο -καί χώθηκε πί σω από κάτι πελώριους βράχους. Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
6
Εκείνο το μέρος φαινόταν καλό καταφύγιο κι* ό Φινέας το γνώριζε, γιατί είχε έρθει- οχι λίγες φορές για κυνήγι έκεΐ πέρα. — Κατεβήτε!, φώναξε και πήδησε κι* ό ίδιος. Γρήγορα κάτω, δλοι. ’Ελάτε μαζί μου. Έσύ, Μάϊκλ, ζέψε τ’ άλογό σου στο αμάξι και τρέξε στη στιγμή στου Άμαρά και ξαναγύρισε μαζί μέ τους γιους του. "Ολοι είχαν κατέβει κιόλας κι5 ό Φινέας τούς έδει ξε κατά που έπρεπε νά τρέξουν. Άρχισε νά βηματίζη γαργά — σχεδόν τρέχοντας — πρώτος. Τελικά μέ χέρια καί πόδια κατάφεραν νά φτάσουν όλοι στήν κορυφή τών βράχων καί ήταν και ρός γιατί οι καβαλλάρηδες είχαν φτάσει κΓ έκεΐνοι στη .ρίζα τών βράχων καί είχαν κατεβή από τ’ άλογά τους. Εύτυχώς τά βράχια τους έκρυβαν καί δεν μπορού σαν ακόμα νά τούς δουν από κάτω. —Έν τάξει. Είμαστε παρόντες όλοι!, είπε ό Φινέας εύθυμα.^ 'Ύστερα έβγαλε τό κεφάλι νά παρατη ρήση κρυ φά καί διαπίστωσε πώς οί διώκτες του έτοιμό-ζονταν πράγματι νά σκαρφαλώσουν κι5 εκείνοι* στά βράχια. —Άς έρθουν λοιπόν!, είπε κυττώντας τον Τζώρτζ καί τόν Τζιμ. Πρέπει νάρθουν ένας - ένας γιά νά φτά σουν ως εδώ πού βρισκόμαστε, καί στή σειρά μάλι στα. ’Άς τολμήσουν καί θά τούς περιποιηθοΰμε μέ τά πιστόλια μας! Μέ καταλαβαίνετε, παιδιά; —Άκους λόγια!, είπε ό ^Τζώρτζ. Σέ παρακαλοϋμε μάλιστα ν’ άφήο’ης σ’ εμάς τούς δυο αυτή τη δου λειά. Δεν θέλουμε νά κινδυνεύσης γιά μάς. — Κάνε δ,τι καταλαβαίνεις!, είπε ό Φινέας μασουλώντας κάτι ■ — μυστήριο τί. Πάντως είναι σί γουρο πώς άν δώ καί βρισκόσαστε στά σκου,ρα, θά σάς βοηθήσω όπωσδήποτε. — Γιά δήτε τους! Λες καί κάνουν συμβούλιο γιά ν’ αποφασίσουν πώς θά επιτεθούν... Λέω πώς δεν θάπαν κακό νά τούς δίναμε ένα μαθηματάκι από δώ πάνω, γιά νά τούς κάνωμε νά πάρουν την άπόφασι. Οί διώκτες τους ξεχώριζαν καλά στο φώς φαναριών πού κρατούσαν. Ανάμεσα τους ήταν καί δυο παλιοί γνωστοί μας: Ό Τόμ Λόκερ καί ό Μάρκς. — Φαίνεται πώς οί λαγοί σου είναι πολύ ξεψτέ-
82
ρια, Τό*^, γιά να καταφέρουν νά φτάσουν ώς έκεΐ πά νω!, του είπε 6 άλλος. — Καί λοιπόν; Νά : θά πάρωμε αυτό το δρομάκι καί θά τους φτάσουμε. Δεν θά φάμε πολλή ώρα γιά νά τους ξετρυπώσομε. — Ναι αλλά δεν σκέφτηκες πώς μπορούν νά μάς κάνουν κόσκινο άπό κεΐ πάνω, είπε ό Μάρκς. — Βλακείες! "Όλο τέτοιες κουταμάρες^ μου λες!, έκανε κοροϊδευτικά ό Τόμ Λόκερ. Μή φοβάσαι, πααλληκάρι μου! Ξέρεις τι θρασύδειλα μούτρα είναι οί άραπαδες; Μέ τό παραμικρό τρέμει ή καρδούλα τους! — Σου φαίνεται περίεργο ν’ άνησυχώ γιά τό ^το μάρι υου; ρώτησε ό Μάρκς. Μήπως έχω καί δεύτε ρο; "Οσο γιά τούς άραπάδες σου, μου φαίνεται πώς δεν τους έχεις μάθει καί πολύ καλά. Πολλές φορές γίνονται χειρότεροι κι* άπό τά σκυλιά γιά την έιλευθερία τους... χ > Δεν πρόλαβε ν άποσώση^ τά λόγια του κι* άπό τήν κορφή των βράχων παρουσιάστηκε ό Τζώρτζ. Φώναξε δυνατά καί περήφανα : — Ποιοι εΐστ' έσεϊς, κύριοι καί τί θέλετε; -— Τί θέλουμε,; άποκρίθηκε ο Λόκερ. θέλουμε νά πιάσουμε μερικούς νέγρους πού μάς ξέφυγσν : Τον Τζώρτζ Χάρρις, τή γυναίκα του τήν Έλίζ καί τό!ν μι κρό τους, καθώς καί τον Τζίμ Σέλντεν μέ μιά γριά άραπίνσ. Είναι καί δυο αξιωματικοί τής χωροφυλα κής^ μαζί μας καί στην τσέπη μου έ^ω μιά δικαστική άπαφασι. ’Έχουμε τήν άδεια νά τους πιάσουμε καί είμαστε αποφασισμένοι νά τό κάνουμε οπωσδήποτε! Μ* άκους; Έσύ ποιος είσαι; Ό Τζώρτζ Χάροις, άν δεν κάνω λάθος; καί είσαι ό δούλος άπό τό Κεντάκυ πού ζητάμε! —Έγώ είμαι;!, φώναξε ό νέος. Καί ήμουν πρά γματι Ιδιοκτησία κάποιου, όπως λέτε, γιά άσχετόν καιρό. Τούτη τή. στιγμή όμως είμαι ελεύθερος άνθρω πος, σ’ ελεύθερο έδαφος, μαζί μέ τή γυναίκα μου καί τό παιδί μου. Θ’ άγωνιστώ ώς τήν τελευταία πνοή μου γιά τήν ελευθερία τους. Ό Τζίμ κι* ή μητέρα του βρίσκονται εδώ κι* αυτοί. Τό κα'λό πού σάς θέλουμε είναι νά μην πλησιάσετε προς τ* άπάνω, γιατί ό πρώ τος που θά τό κάνη, θά μετανοιώση σκληρά. —"Άντε! "Ας τελειώνουμε μέ δαύτουε;!, είπε ό έ νας χωροφύλακας καί έκανε μερικά βήματα μπρο στά. Φτάνουν οι κουβέντες, φιλαράκο, Εμείς δεν παί
ζουμε και είμαστε όργανα της εξουσίας! Κι* ένας στραβός θά τσβλεπε! "Έχουμε μέ τό μέρος μας καί τό νόμο καί τή δύναμι κι* ο,τι άλλο θέλεις! Μπρος! Κατέίβα μόνος σου από κεί πάνω καί πες καί στους άλλους νά κάνουν τό ίδιο, γιατί άλλοιώτικα θά βρεθητε χαμένοι. "Αλλοίμονο σας άν ανεβούμε κεΐ πάνω! ---- Θέλετε νά πάρετε τη γυναίκα μου καί νά που λήσετε γιά δούλο τό παιδί ,μου!, φώναξε ό Τζώρτζ. Γιά σάς δεν αξίζει περισσότερο άπό ένα μικρό υοσχαράκι!... Θέλετε νά ξαναδώσετε τή γριά - μητέρα του Τζίμ' σ’ έκεΐνο τό κτήνος τό αφεντικό· της, γιά νά την τσακίζη κάθε μέρα στο ξύλο μέ τον βούρδου λα... Θέλετε νά δώσετε πίσω στους άψεντάδες μας καί τον Τζίιμ κι" εμένα, γιά νά μάς σκοτοόσουν προς παοάδει γματισμό! Οί νό,μοι σας τά επιτρέπουν δλ" αυτά, τό κακό όμως είναι που έμεΐς δεν τούς παραδεγόμαστε τέτοιους αϊσγοούς νόμους ί Έδώ πέοα, σ5 ετούτο τό μέσος, θά ζήσουμε ελεύθερο! καί θά μάς προστατέψη ό Θεός γι* αυτό. Θ" αγωνιστούμε ώς τή στε.ονή μας πνοή γιά τήν ελευθερία μας. ’Από τήν έξαρσί του είχε σηκωθή ορθιος καί τά φώναζε αλ5 αυτά ακάλυπτος. Πιθανόν κανείς νά φανταστή πώς ιμπορούσαν νά συγκ ινηθούν οι διώκτες τους μ3 εκείνα τά λόγια καί .μέ τον ηρωισμό του. Αν τί γι5 αύτό, ό Μάρκς τράβηξε τό πιστόλι του χασκογελώντας κι5 είπε : — τέοετε κάτι; Καί ζωντανό καί νεκρό νά τον πά με στο Κεντάκυ, τήν Τδια ακριβώς αμοιβή πού έχουν τάΕει θά πάρουμε! Καί τον πυροβόλησε χωρίς κανόναν δισταγμό. Ό Τζώρτζ τινάχτηκε πίσω κι" ή Έλίζα ξεφώνισε τοομαγμένη, αλλά ή σφαίρα είχε πάοει μόνο ξυστά τά μαλλιά του άντρα της, γρατζοονίζοντάς τον ατό μέτωπο. — Δεν είναι τίποτ’ αγάπη ,μου, τής είπε καθησυχ αστικά. -—- Μέ τέτοια βοωμόσκυλα, είπε ό Φινέας, τό πό καλό είναι νά κρύβεσαι, νέε μου κι5 όχι νά τούς βγάζης λόγους. —Επιθεώρησε τά πιστόλια σου, Τζί μ, είπε ό Τζώρτζ, κι5 έχε τον νού σου. Μόλις πσρουσισστη ό πρώτος θά του ρίξω αμέσως. Έσύ νά κάνης τό ίδιο μέ τον δεύτερο κι* έτσι θά γίνη ώς τό τέλος. φίκρνρ-
μία στις σφαίρες. Δέν πρέπει να χαλάσουμε καμμιά φορά δυο, γιά τον "ίδιο άνθρωπο. — Νά το λες εύκολο είναι. Κι* αν άστοχήσης; — Δέν θ" αστοχήσω!, άττοκρίθηκε ψυχρά ό Τζώρτζ. "Από κάτω στο μεταξύ οι άλλοι δέν αποφασίζανε τίποτα. —· Σαν νά μου φαίνεται πώς τον πέτυχες, είπε ό ένας από τούς δυο αστυνομικούς στον Μάρκς. "Ακόυ σα ξεφωνητό. Ό Τόμ ήταν ό πιο παλληκαράς απ’ άλη την πα ρέα και ξεκίνησε π,ρώτος. Οι άλλοι πήραν κουράγιο καί ρίχτηκαν πίσω του. Σέ λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε ένα πυροβολι σμός. ΕΤχε ρίξει ό Τζώρτζ καί πέτυχε τον Λόκερ στο πλευρό. Αύτός^δμως ήταν φοβερός πεισματάρης. Δέν θά υποχωρούσε γ>:ά τίποτα στον κόσμο. "Έσφιξε τά δόντια καί μέ δυο πηδιές πέρασε την κορφή καί βρέθηκε ανάμεσα στους φαγάδες. Τότε ό Φινέας ώρμησε επάνω του καί μέ τά πελώ ρια χέρια του τού έδωσε μιά τρομερή σπρωξιά. — Δέ σέ θέλουμε στην παρέα μας!, φώναξε. Ό Τόμ κατρακύλησε στη χαράδρα. Το χοντρό σώμα του θρυμμάτισε κάθε κλαδί καί σκίνο πού βρέ θηκε στον δρόμο του. "Ενα σωρό πέτρες τον ακο λούθησαν μέ δυνατό θόρυβο. Σταμάτησε κάποτε σέ βάθος τριάντα μέτρων κατατσακισμένος καί καταματωμένος, αλλά ακόμα ζοοντανός. Δέν μπορούσε ό,μως ούτε νά σαλέψη πιά. — Αυτός είναι σωστός διάβολος, αδερφέ μου!, φώναξε ό Μάρκς. Δέν χοορατεύει! — κι" άρχισε «νά τρέχη κατατρομαγμένος προς τά κάτω. Οί υπόλοιποι τον άκολούθησαν χωρίς πολλή σκέψ'. Αές καί συναγωνίζονταν ποιος θάφτανε πρώτος κοντά στον Λόκερ. Οταν όμως έφτασαν εκεί, δέν στάθηκαν γιά νά τού δώσουν καμμιά βοήθεια, αλλά έφυγαν καβαλλώντας τ’ άλογά τους, γιά νά πάνε νά φέρουν ενισχύσεις. Τότε στίς παρακλήσεις τής Έλίζας κατέθηκαν οί φυγάδες καί σήκωσαν προσεκτικά τον πληγωμένο, τόν έβαλαν σ’ ένα αμάξι* καί τον πήγαν σ’ ένα κον
τινό άγιρόκτημα, όπου τον περί ποιήθηκαν και τον ξά πλωσαν σ’ ένα ,μαλακό και καθαρό κρε&βάτι. Τήν παρακολού'θησί του ανέλαβε μια θεοσεβούμενη γριά — ή γιαγιά του σπιτιού — πού έκανε δ,τι μπο ρούσε γιά ν* άπαλύνη τον πόνο του καί νά τον κάνη ,νά συνελθη. Στο τέλος, τά κατάψερε. Πρώτη δουλειά του Λόκερ μόλις άνοιξε τά μάτια του, όταν νά πετάξη άπό πάνω- του τά σκεπάσματα. — Νά πάρη ό διάβολος!, μούγγρισε φουρκισμέ νος. — Σέ παρακαλώ, μη βλαστη,μάς, Τόμ!, παρακάλεσε ήρεμα ή γριά. Καί τον ξανασκέπασε υπομονετικά. — Καλά, κυρούλα — θά προσπαθήσω!, άποκρίθηκε. Τούτη ή καταραμένη ζέστη όμως, μπορεί νά σέ βγάλη έξω άπό κάθε όριο !^ — Δέ θά μπορούσες νά κάνης τίποτε πιο καλό, άπό τό ν’ άφήσης αυτή τη συνήθεια — δηλαδή νά βρίζης καί νά καταριέσαι σέ κάθε σου .φράσι; τού ζσνάπε ή γριά. Πρόσεξε λιγάκι^τή συμπεριφορά σου, Τόμ, καί κυττα ν’ άλλάξης ζωή! — ιΝά προσέξω!, έκανε ό Τόμ Λόκερ γουρλώνον τας τά μάτια. Γιατί δηλαδή; Πιά νά κληρονομήσω την Αιώνια Ζωή; Μωρέ, δέν πάει στο διάολο; Εμένα μέ νοιάζει μοναχα γι’ αυτή έδώ χάμω! — καί ξαναπέταξε πέρα όλα του τά σκεπάσματα. "Υστερα ξανάπε κυττώντας γύρω του : -—Έκεΐνος ό νέγρος κι* ή άραπίνα, θ'άναι κάπου έδώ μέσα σίγουρα! — Ναι, είπε ή γριά. — Πες νά τού δίνουν τό γρηγορότερο γιά τη λί<μνη, μουρμούρισε ό Λόκερ. — Μου φαίνεται πώς γι’ αυτό ετοιμάζονται, είπε ή γιαγιά κι* έπιασε νά πλέκει σιγά - σιγά. — Ναι, Αλλά χρειάζεται νά προσέξουν, έπέμειν’ εκείνος. Στο Σαντάσκυ είναι άνθ'ρωίποί μας πού θά προσέξουν όλους όσους βγουν άπό το πλοΐο. "Αν θέ λουν νά τό σκάσουν οί φίλοι σου, άς τού δίνουν άμέσως. 0ά σκάση άπ’ τό κακό του αυτό τό γουρούνι ό Μάρκς_ — μέ συμπαθάς, κυρουλα, άλιλά άφού ’ναι γουρούνι, δέν μπορούσα νά τόν πώ μ’ άλλη λέξι! Πού νά τόν πάρη ό διάολος καί νά τόν σηκώση! — Σταμάτα πιά, Τόμ!
— Στο ξαναητα, γιαγιά : "Έρχονται στιγμές πού ■κύ ό πιο Θεοσεβούμενός άνθροπτος σκάει και γίνε ται χίλια κρμμάτια^ Τί περιμένεις λοιπόν από μέ νανε, _ τέτοιος πού είμαι; ιΠές νά μεταμφιεστούν καί νά βολοον άλλα ρούχα ή άραπίνα κι’ ό άντρας της, γιά νά μην τούς γνωρίσουν στο Σαντάσκυ, γιατί έ χουμε δώσει την ακριβή περιγραφή τους. — Θά τά^ φροντίσω με όλα έννοια σου. Κι>" Επειδή δεν πρόκειται νά ξαναμιλήσωμε καθόλου πια γιά τον Τόμ Λόκερ σ' αυτό τό βιβλίο, πρέπει νά πούμε μονάχα αυτά τά λόγια σάν επίλογο στη δι κή του ιστορία : Μετά από τρείς εβδομάδες πού έμεινε σ' εκείνο τό φιλόξενο σπίτι κι* αφού πέρασε κι’ έναν δυνοπό ρευ ματικό πυρετό, έπειτα από τις άλλες του άτυχίες, σηκώθηκε στο τέλος αγνώριστος από τό κρεββάτι του καί κάπως μελαγχολικός. "Από τότε δεν ασχολήθηκε πια μέ τό κυνήγι των σκλάβων κι* άρχισε νά κυνηγάη λύκους, αρκούδες κι5 άλλους κατοίκους των δασών. "Έβγαλε σπουδαίο ό νομα στην περιοχή. Μιλούσε δέ πάντοτε μέ τόν με γαλύτερο σεβασμό γιά την τάξι εκείνων των ανθρώ πων, πού είχαν σκοπό τους νά βοηθάνε τούς δύστυ χους σκλάβους φαγάδες. «Είναι σπουδαίοι οί κακόμοι,ροη έλεγε. Άκους! Θέλανε καί νά μέ βάλουνε στον δρόμο του Θεού ! Βέ βαια δεν τά κατάφερσν! Εκείνο πού τούς παραδέχο μαι, είναι πώς δεν έχουν τό ταίρι τους, γιά νά κά νουν καλά έναν άρρωστο. Σκοτώνονται γιά τόν κάθε δυστυχισμένο πού θά πέση στα χέρια τους...»· Δηλαδή ό Τόμ Λόκερ δεν τό κατάλαβε ποτέ του πώς είχε στ" αλήθεια μπή στον δρόμο τού Θεού... Ωστόσο ό Τζίμ μέ την μητέρα του κι" ό Τζώρτ μέ την Έλίζα καί τό Χάρυ, έφυγαν σέ λίγο μεταμφιε σμένοι σύμφωνα μέ* τις όδηγίες του$ καί κατάφερσν νά γ 3 _ .> λ > να περασουν απαρατήρητοι ακόμα κι απο τον ιοιο τον Μάρκς, πού παρακολουθούσε όσους ανέβαιναν στο πλοίο πού θά τούς έφερνε στον Καναδά — στην Ε λευθερία. Μόλις πάτησαν σ" εκείνη τη γη, γονάτισαν καί προσευχήθηκαν απ" τά βάθη τής καρδιάς τους, ευχα ριστώντας τόν Θεό, μ* αυτόν τόν ύμνο : «"Έτσι είν’ απ’ τόν θάνατο σάν πηδάς στη ζωή.
87
*£τσι ή νύχτα νικι-εται άπ’^τό φως, το πρωί. ^ 5 Απ’ τή γή των βασάνων, τής σκλαβιάς την πληγή, στού Θεού την ανέσπερη, ελεύθερη Γή! Ή φωνή τού Κυρίου μέσ’ στ’ αυτιά αντηχεί : Ζήστε τώρα κοντά μου, με χαρά στην ψυχή..·». Πήγαν τους δραπέτες στο σπίτι ενός ιεραποστό λου, πού τον συντηρούσαν μερικοί Χριστιανοί, ακρι βώς γιά νά δέχεται και νά βοηθάη τούς καταδιωγμέ νους πού έφταναν σ’ εκείνο τό μέρος. Γίνεται νά πής μέ λόγια πόση ευτυχία πλημμυρί ζει την ανθρώπινη ψυχή, την πρώτη μέρα πού αποκτά την ελευθερία της; Τρέμουν οί λέξεις μπρος στη θεία ευλογία τού τσακισμένου απ’ τή σκλαβιά κορμιού, πού γιά πρώτη φορά μπορεί νά γείρη ξέγνοιαστο σ’ ενα μαλακό κρεββάτι, γιατί τώρα τό προστατεύουν οί νόμοι, σάν όλους τούς οίλλουρ ανθρώπους. Κανείς άς μην πρασπαθήση νά περιγράψη τή χα ρά εκείνης τής μητέρας, τήν ώρα πού έσκυβε καί πα ρατηρούσε τό κοιμισμένο άγοράκι της. Εκείνη κι5 ό άντρας της ήταν αδύνατο νά κλείσουν μάτς άπό τήν άπέρσντη ευτυχία τους. Ούτε ένα κομ ματάκι^ γής δεν είχαν δικό τους κι5 ούτε μια δεκάρα, αφού είχαν ξοδέψει καί τό τελευταίο τους δολλάρι_> γιά νά φτάσουν ως εκεί. Δεν είχαν τίποτα πιο πολύ απ’ δ,τι έχουν τά πουλιά ή τά λουλούδια κι5 όμως ήταν τόσο χαρούμενοι πού δεν μπορούσαν νά κοι μηθούν. «"Ολοι έσείς πού στερείτε άπό τον άνθρωπο τήν ελευθερία του, τί θά βρήτε νά πήτε γι' απολογία στον Θεό, τήν ήμερα τής Κρίσεως»; ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ -* Τ ΜΠΑΡΜΠΑ - ΘΩΜΑΣ είχε γίνει λιγώτερο δυστυχισμένος τον τελευταίο καιρό. Ό Σαίν Κλαίαρ δεν μπορούσε νά μή διακρίνη σι γά - σιγά τά τόσα προσόντα του καί ατό τέλος έ φτασε νά τού άναθέση τή θέσι πού είχε ώς τότε ό ’Αντόλφ, δηλαδή τή γενική οικονομική διαχείριοι του σπιτιού, χωρίς ό νέγρος νά προσπαθήση καθόλου νά τό πετύχη αυτό — κάθε άλλο παρά ήταν άπό τούς
88
< άνθρώπους πού μπορούν νά ύποβλέψουν τη θέσ ενός άλλου. Στον αφεντικό του όμως είχε κάνει έντύπωσι ή ορ θή του κρίσι και ή στενοχώρια του για τις τρομα κτικές σπατάλες τού Άντόλφ, που σ’ αυτό το ση μεία έμοιαζε του ίδιου του Σαίν Κλαίαρ. 5Από τή μέρα λοιπόν πού άνέλαβε επίσημα επι στάτης, θά μπορούσε, αν ήθελε, νά κάνη την τύχη του, γιατί ό αψέντι κός του δέν μετρούσε ποτέ τα ρέ στα από τά χρήματα πού τού έδινε. Αυτό όμως θάταν κάτι το «εντελώς άδύνατο κι5 ασυμβίβαστο μέ τον ευθύτατο χαρακτήρα τού Θωμά. Φυσικά δεν γινόταν καί μέ τον Άντόλφ τό ίδιο ώς τότε, αλλά ό Σαίν Κλαίαρ δέν μετρούσε ποτέ τίπο τα καί ούτε τιμωρούσε κανόναν από τούς σκλάβους του, ακόμα καί γιά τά πιο βαρεία παραπτώματά τους. Αυτόν τον καινούργιο κύριό του, τον νεαρό, χαρού μενο, κομψό καί χαριτωμένα κυνικό, ό Θωμάς τον α γαπούσε μέ μια αγάπη όλο σεβασμό, αλλά παραδό ξους καί κάπως πατρική. Ό Σαίν Κλαίαρ ποτέ δέν έπιανε τή Βίβλο, ποτέ δέν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε ακούστηκε νά κα ταπιάνεται σοβαρά μέ κανενός είδους θέμα συζητήσεως. Συνεχώς ειρωνευόταν τούς πάντες καί τά πάν τα, πήγαινε στο θέατρο καί στις συναυλίες, τού ά ρεσαν τά γλέντα καί τό καλό κρασί καί γενικώς κά θε άλλο παρά σαν χριστιανός ζούσε κι’ αυτό ήταν πού στενοχωρούσε τον καημένο τον Θωμά. Δέν έχα νε λοιπόν την ευκαιρία νά τού κάνη; ακόμα καί παρατηοήσεις γιά νά τον συνετίση, μ5 έναν τρόπο δ μ ως πού πραγματικά αφόπλιζε καί δέν ήταν δυνατόν νά θνμώση τον κύριό του. Μια Κυριακή βράδυ πού έφεραν τον Σαίν Κλαίαρ σέ κακά χάλια από τό μεθύσι καί τον έβαλαν στο κοεββάτι του, εκείνος θέλησε νά μείνη κοντά του δλη τή νύχτα, γιά νά προσευχηθή γι’ αυτόν. Ό Άντόλφ έφυγε γελώντας μέ την κουταμάρα του κι5 ό κύριός του — την άλλη μέοα πια — ά'φου του έδωσε χρήματα γιά κάποια δουλειά πού τον έστελ νε, τον παρατήρησε παράξενε μένος πού στεκόταν α κίνητος καί ρώτησε : — Τί περιμένεις λοιπόν, Θωμά; Θέλεις τίποτ5 άλλο; Ύ.ν
89
—*Όχι, κύριε, εΐττε μέ σοβαρή και σταθερή φωνή άλ" ' ·■ Λ Τ κυττάς! Σίγουρα κάτι θέλεις να ζητήσης. — Τίποτα, κύριε. Τίποτα... για ,μένα. Ό άφέντης μου είναι τόσο καλός μαζί μου, που1 δεν έχω κανένα παράπονο. "Ομως... Χτες τό βράδυ, κοντά στις δυο μετά τά μεσάνυχτα, έκανα τή σκέψι πώς ό άφέντης μου φέρνεται πολύ άσχημα στον εαυτό του! Ό Σαίν Κλαίαρ κόκκινη,σε, ,μά δεν θέλησε νά δείξη τίποτα· και γέλασε βεβιασμένα. — Μπά!, είπε. Αυτό ήταν; — Μάλιστα, κύριε, ψέλλισε ό Θωμάς και ξαφνικά έπεσε στά γόνατα : Αγαπημένε μου άφέντη! Φοβά μαι πολύ μήπως χαθήτε, βγαίνοντας άπό τον δρόυ ο του Θεού! Θά καταστρέψετε τό σώμα σας καί θά καταστρέψετε τήν ψυχή σας, ένώ έχετε τόσο καλή καρδιά! Μάλιστα, καλέ μου κύριε... Και ή φωνή του κόπηκε απότομα, ένώ τά μάτια γέ,μισαν δάκρυα. — Κακομοίρη θωμά, είσαι μέ τά καλά σου; φώ ναξε ό Σαιν Κιλαίαρ κυττάζοντας άλλου, γιατί κα τάλαβε πώς γέμιζαν δάκρυα καί τά δικά του μάτια. Σήκω έπάνω, σέ παρακαλώ. Δέν μ* άοέσει νά μέ κλαΐνε ζωντανό! Ό Θωμάς δέν σηκώθηκε κι* ούτε είπε λέξη μόνο έρριξε ένα ικετευτικό βλέμμα στον κύριό του. — Καλά! Εντάξει!, έκανε ό Σαιν Κλαίοορ νίκη.μένος. Δέν θά ξανακάνω τέτοιες τρέλιλες, Θωμά, σου δίνω τό λόγο μου. Καί, γιά νά πώ τήν Αλήθεια, ού: τε ήξερα γιατί τίς έκανα ώς τώρα. *Από παιδί δεν μ’ άρεσε τό ποτό κι* όταν κορμιά φορά γυρνουσα άπό τέτοια γλέντια, συχαινόμουν τόν έαυτό μου ύστερα... Έλα λοιπόν, Θωμά! Σκούπισε τά μάτια σου καί πήγαινε νά κάνης τις δουλειές πού σου εί πα. Έλα... έλα... Ησύχασε. Μπάσα! Δέν είμαι καί κανείς άγιος ατό τέλος! Σου δίνω ωστόσο άλλη μ-ιά φορά τόν λόγο «μου, πώς δέν Θά μέ ξαναδής σέ τέτοια χάλια! Καί τόν τράβηξε άπαλά άπ* τό χέρι γιά νά ξεκινήση. Α
Πρέπει νά πούμε καί μερικά
90
Γ·1»
#
λόγια γιά τή δε-
όήτοινί&α 80φηίλί« καί! γΑ τδ ϋάξ
στήν καινούργια ζωή της» Άττ* τήν πρώτη μέρα σηκώθηκε σπίς τέσα^ριρ ·τό πρωί και αιγύρισε τό δωμάτιό της, πού ^τό σιγύριζε Θκτοτε πάντα μόνη της, προς μεγάλην εκπληξϋ τής καμαριέρας. "Υστερα έπεσε μέ τά μούτρα στη δουλειά. Επιθεώρησε ντουλάπια, άποθήκες, σοφίτες κΓ ο ποί©δήποτε ,μέρος του σπιτιού κλείδωνε και είχε έκείνη τό κλειδί του. Τά πάντα — ώς κι* ή κουζίνα μέ τά πιατικά — πέρασαν από σχολαστικό έλεγχο εκείνη; τή μέρα καί σχεδόν τίποτα δεν άφησε πού νά μην τού άλλάξη θέσι.^ Τό π,ροσωπιικό τού σπιτιού πίστεψε πώς σίγουρα είχε σηιμάνει ή «Ήμερα τής Κρίσεως», Οι πάντες α ναστατώθηκαν κι* άπό παντού άκουγες γκρίνιες καί μουρμουρητά παράπονα, για τις «κυράδες απ' τά βόρεια». "Αρχηγός τού κινήματος ήταν ή μαγείρισσα ή Ντίνα, πού ώς τότε κυβερνούσε σάν αύτοκράτειρα τό κράτος της καί δεν μπορούσε νά χώνεψη αυτή την κατάστασι κι" αυτή την τελείως περιφρονητική μετα χεί ρισι καί τήν πλήρη άδιαφορία γιά τά δικαιώμα τα της. Ή κουζίνα της έμοιαζε συνήθως σάν νάχε περάσει θύελλα άπό πάνω της. Ούδέποτε ένα πράγμα μπήκε δνό φορές τον χρόνο στην ίδια θέσι έκεΐ μέσα^. ’'Αν όμως ήθελες νά κάνης υπομονή μαζί της καί νά πας μέ τά κέφια της, θά σέ αποζημίωνε θαυμάσια ,μέ τά γεύματά της, γιατί κι" ό πιο ,μίζερος στο φαί δεν θάβρτσκε νά πή τίποτα. "Οταν ή μις Όφηλία πήγε γιά τήν έπιθεώρησί της, τή βρήκε νά κάθεται ανάμεσα σέ καμμιά δεκαριά α ραπάκια καί νά καπνίζη τήν ^πίπα της. Περιττό νά πούμε πώς άκόιμα κι" άν αναγκάστηκε νά σιγυρίση μόνη της εκείνον τον κυκεώνα πού λεγό ταν κουζίνα, τά πράγματα ελάχιστα στάθηκαν στή νέα του θέσι κι" αναστατώθηκαν πάλι στή στιγμή, τρισχειρότερα μάλιστα. Γενικά όλες οί προσπάθειες τής γεροντοκόρης σχετικά μέ τό προσωπικό, έμοια ζαν σάν κι" έκεΐνες των Δαναΐδων με τό πιθάρι τους. — ΕΤναψ αδύνατο νά βάλης μιά τάξι οπό σπίτι μέ τέτοιους υπηρέτες!, είπε αργότερα στον Σαίν Κλαίαι».
9\
;— Δίκιο έϋέιςΐ
..
Α
— Τέτοιο ανακάτεμα δεν ξαναδα στη ζωή μου! {,Ασε 5ά την ανυπακοή! — Σοβαρά; —’Άν ήσουν υποχρεωμένος να κάνης εσύ τ’ αφεν τικό μέσα σ’ αυτό τό σπίτι, δεν θαδειχνες τέτοια αδιαφορία. —Αγαπητή έξαδέλφη, πρέπει να μάθης μια καί καλή πώς οί άφεντάδες ή θά καταπιέζουν ή θά καταπιέζωνται — μέση λύσι δεν υπάρχει. Τυχαίνει λοιπόν καί βρίσκονται μερικοί πού, θές έχουν καλή καρδιά, θές τούς λείπει τό θάρρος, οπωσδήποτε αηδιάζουν τή σκληρότητα στο τέλος. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί σ’ εμένα. Άφου μόνοι μας γυρεύομε νάχωμε στά σπίτια μας αυτά τά μισοκοιμισμένα, ά,μόρφωτα καί κακομαθημένα πλάσματα, πρέπει ύποχρεωτικά νά πονοκεφαλιάζωμε ανάλογα ;μέ δαύτα. Βέβαια υπάρ χουν πολλοί πού μέ τή σκληρότητα καταφέρνουν πολ λά πράγματα μαζί τους, δυστυχώς όμως εγώ δεν έχω τέτοιου είδους διοικητικές χάρες.... Τοχω πάρει άπόφασι επομένως κι>’ αφήνω τά πράγματα νά τραβάνε τον δρόμο τους. Γιά ν’ άρχίσω νά μαστιγώνω αυ τούς τούς δυστυχισμένους, μήν τό περιμένεις ποτέ α πό μένα, δεν έχω τόσο κουράγιο. Καί τό ξέρουν κι’ αυτοί οί κανάγη&ες αυτό, όπως κι’ ότι- δεν εΐμ’ εγώ τ’ αφεντικό έ!δώ μέσα — τσχουν καταλάβει! — Οσα λες δεν είναι άσχημα, είπε ή μις Ό-φηλία. Μπορούμε όμως νά βλέπομε μ’ αδιαφορία πώς εδώ μέσα δεν γίνεται τίποτα σωστό καί τίποτα στήν ώ ρα του καί βασιλεύει παντού ή ακαταστασία καί ή ανυπακοή; —Όφηλία, καρδούλα μου! Λοιπόν εσείς οί βορει νές δείχνετε τρομερό ενδιαφέρον γιά πράγματα τιπο τένια! Αέν έχει ό χρόνος καί τόση σημασία — άσε τούς σοφούς νά ξελαρυγγιάζωνται! Τί άξια έχει νά κερδίζη χρόνο καί νά μή χάνη τις ώρες του ένας, πού δεν έχει· πώς νά τις χρησιμοποίηση; "Οσο γιά τήν περιβόητη σου τάξι καί ,μεθοδικότητα, άν, σέ παρα καλώ, φάμε μ ιά ώρα πιο νωρίς ή πιο αργά, τί θά συμβή, τη στιγμή πού δέν κάνουμε τίποτα παραπάνω άπ’ τό να σερνόμαστε άπ’ τον ένα στον άλλο κα ναπέ; Ή Ντίνα μάς ετοιμάζει υπέροχα φαγητά, σαλάτες, ραγκού, παραγεμιστά κοτόπουλα, μεζέδες, λι χουδιές κι’ άλλα πικάντικα. "Ολ’ αυτά βγαίνουν από
η
Το μυαλό της, να ξέρης! Μόνη της τα σκέπτεται καί ,μόνη της τά ετοιμάζει ικαί βρίσκω υπέροχο τον τρό πο πού τά φτιάχνει καί πού τά σερβίρει*. Αλλοίμο νο ,μου όμως αν έπρεπε νά κατεβαίνω μέσα σ’ έκείνη τή βαβυλωνία πού λέγεται κουζίνα, νά βλέπω τη μαγείρισσα νά καπνίζη την πίπα της, τ’ αραπάκια πενταβρώμικα νά κάθωνται καταγής όλόγυρά της κι’ αλο το πηγαινέλα τής προετοιμασίας του κάθε φα γητού. Λεν θάχα το κουράγιο νά ξαναβάλω μπουκιά ατό στόμα μου. Αφησε τα λοιπόν όπως έχουν, κοςλή μου ιέξαδέλφη, αφού στο κάτω - κάτω κάθε προσπά θεια είναι καί καταδικασμένη. Καί τη διάθεσί σου θά χαλάσης κι* ή Ντίνα θά γίνη μπαρούτι! ’Άς τη νά κάνη ο,τι τής αρέσει — τουλάχιστον θάχουμε ησυχία. — Είμαι βέβαιη πώς δεν έχεις ιδέα σέ τί κατάστασι βρήκα τήν κουζίνα της! —Έχω καί παραέχω! Θά βρήκες δίχως άλλο κά τω απ’ τό κρεββάτι της τον πλάστη γιά τά κουλουράκια καί τό ,μοσχοκάρυδο άνακατεμένο .μέ ταμπάκο μες στην τσέπη της. Τή ζάχαρι σ’ εξηνταπέντε κουτάκια καί βαζάκια, σκορπισμένα παντού, σ’ δλο τό σπίτι. Θά την είδες νά σκουπίζη τά πιάτα μέ μια παλιόπετσέτα τη ,μιά μέρα καί μέ μ ιά παλιοζακέττα τήν άλλη! Βλέπεις πώς ξέρω τά πάντα. ’Έ, λοι πόν αυτή ή τρομερή άραπίνα μαγειρεύει τά καλύ τερα φαγητά κι’ ετοιμάζει τον πιο υπέροχο καφέ σ’ ολόκληρη τήν Πολιτεία! Πρέπει επομένως νά τήν κρίνης όπως έναν πολιτικό ή έναν στρατηγό. Γιά δ, τιδήποτε, τή δικαίωσί' τους τήν άποτελεΐ ή επιτυχία. — ιΚαί τά έξοδα πού γίνονται; Ή αφάνταστη σπατάλη; — Κλείδωσε δ,τι σ’ αρέσει στο κελλάρι καί κρύ ψε τό ικλειδί στήν τσέπη σου. Μοίραζε τά τρόφιμα λίγα - λίγα, κάνε δπως θες, όχι όμως καί νά μαζεύης τά λυωμένα κεριά γιά νά φτιάχνης καινούργια, σαν μερικά αφεντικά πού ξέρω. "Ας μή φτάνουμε καί στήν υπερβολή. — Αυγουστίνε, ή νοοτροπία σου ,μέ^ αναστατώνει Περισσότερο^ ^ μάλιστα, ^γιατί οι ύττηρέτες δεν μου φαίνεται ναν’ εντάξει έδω μέσα. Μπορεί νά τούς έχει έ μ π ιστοσύνη κανεί ς; Ή έρώτησι έγινε πολύ σρβαρά καί μ’ ανήσυχο υ-
93
Φ6& ώάτ&τ® 6 κάριος £οΛν νβ« μή σκάση στά γέλια. *—Νσν’ έντάξει; φώναξε. Νά τούς Ιχης έμπιστοσύνη; "Ελα, Χριστέ! "Αλλά, έξαδέλφη μου, εΐχες κι* εσύ υπηρέτες! Πώς μπορείς νάχης τέτοιες άξ ιώσεις απ’ αυτούς; Νάναι τίμιοι; Πώς είναι δυνατόν; Μπο ρείς βέβαια νά το πετυχης έναν κάθε τόσο αφάνταστα απλοϊκόν κι* άφωσιωμένον, πού νά ,μήν επηρεάζεται από τίποτα για νά κατρακυλήση στο κακό. * Αλλά, α γαπητή μου, όλα τ’ άραπάκια από τη στιγμή πού θάρθουν επάνω στον κόσμο, μόνο πονηρούς δρόμους βλέπουν εμπρός τους και μόνο αυτούς μαθαίνουν ν' ακολουθούν. Πρώτα με τούς γονιούς τους, ύστερα μέ την κυρά τού σπιτιού και τις παραξενιές της και με τά μέ τον γιό της, ή την κόρη της, πού πρέπει νά κάνουν συντροφιά στά παιχνίδια τους. Κι* ολοένα τά βρίζουν και τά χτυπάνε και βλέπουν πώς ή μετα χεί ρισί τους διαφέρει από κείνη πού γίνεται στά κου τάβια, μόνο στο ότι. τά δεύτερα δέν κάνουν άγγαρεΐες! Μαθαίνουν λοιπόν ατό ψέμα και στην πονη ριά — θάταν παράλογο νάχης αξιώσεις άπ* αυτά. Δέν έχεις δικαίωμα νά τά τιμωρήσης. Πώς θέλεις νά ξέρουν τί εΐναι τιμιότης, άφού σ* όλη τή ζωή τους αποτελούν εξαρτήματα τρίτων; Δέν είναι σέ θέσι να εννοήσουν τι θά πή «σεβασμός ^ιδιοκτησίας»^ γιατί δέν έχουν τίποτα δικό τους — ούτε τον έαυτό τους. Έγώ τό βρίσκω λογικώτατο νά μήν είναι τίμιοι. Μήν κυττάς τον καλό μας τόν Θωμά. Αυτός είναι ένα φαι νόμενο —- κάτι όχι σπάνιο, άλλα κι* εγώ δέν ξέρω πώς νά τό^ χαρακτηρίσω. Μ5 έχει άφήσει μέ τό στό μα άνοιχτόί — Καί για τήν ψυχή τους τί κάνεις; Τί θ* άπο υ ί νουν; —*Ά, εΐν' ένα πράγμα πού δέν σκοτίζομαι διόλου νά τό μάθω, Όφηλία! Ό περισσότερος κόσμος πι στεύει πώς ή μαύρη φυλή, λόγφ χρώματος, εΐναι μέ τό μέρος τού διαβόλου! Αυτή ή έκδοχή καταλαβαί νεις πόσο μάς συμφέρει εμάς τούς άσπρους! ΓΥ αυτό δέν πρέπει νά μάς νοιάζη για τή θέσι πού θάχουν οί μαύροι στον άλλον κόσμο. — Είναι απαίσιο. Είναι φοβερή άμαρτία για κείνους πού έχουν σκλάβους! — Προσώπική γνώμη δέν έχω πάνω σ* αυτό. Κύττοςξε όπου θέλεις : Ή ίδια ιστορία. Παντού θά δής
94
■
- -7
την κατώτερη τάξι νά θυσιάζεται για την ανώτερη. Κ ί’ εδώ και στην^Αγγλία καί παντού. Κι* ή ^Χριστια νοσύνη αγανακτεί και διαμαρτύρεται έντονώτατα, ε πειδή ένώ κι* αυτή κάνει τό ίδιο, έμεΐς τό κάνουμε κάπως διαφορετικά. — Στην πολιτεία του Βέρμον δεν εΐν’ έτσι τά πράγματα. —*Ω, Θεέ ,μου! Στή Νέα Αγγλία σας αξίζετε βέ βαια πολύ περισσότερα άπό μάς! Άλλα χτυπάει το κουδούνι, καλή μου έξαδέλφη... Συνεχίζομε Αργότερα τή σπουδαία συζήτησι ιμας. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 0 ΜΠΑΡΜΠΑ - ΘΩΜΑΣ ήταν τόσο λαχα νιασμένος τή στιγμή έκείνη, πού ^θάλεγες πώς, τό λιγώτερο, έσκαβε. Κι* όμως τό μόνο πού έκανε,, ήταν νά κάθεται μπιροστά σ’ ενα τραπεζάκι, στή σοφίτα πού ήταν τό- δωμάτιό του και να γράφη κάτι· όρνιθοσκαλίσματα πάνω σ’ ένα χαρτί, γεμάτος άγωνία. Τότε χώθηκε ,μέσα ατό δωμάτιο ή μικρή Εύα, πε ταχτή καί χαρωπή σαν πουλάκι. — Μπαρμπα - Θωιμά!, φώναξε γελαστά. Τί τρο μερά γράμματα εΐν’ αυτά πού σκαρώνεις εκεί; — Βάζο} τά δυνατά μου για νά γράψω στή δύστυ χη γυναίκα μου καί στά παιδιά μου, μις Εΰα,^ εΐπε ό νέγρος, σκουπίζοντας τά υγρά μάτια του μέ την ξανάστροφη τής παλάμης. Πολύ φοβάμαι όμως ότι στο τέλος δεν θά τά καταφέρω! —'Άχ, άν μπορούσα νά σε βοηθήσω! Ξέρω νά γρά φω λίγο... Πέρυσι, ξέρεις, έγραφα όλα τά γράμματα, άλλα έχω τήν ιδέα πώς θά τά ξέχασα. "Εσκυψε τό χρυσόμαλλο κεφάλι της στό πλάϊ του κί5 άρχισαν τότε κι* οί δυο μαζί μέ την Τβια σοβα ρότητα και άγωνία, νά παιδεύωνται γιά νά σκαρώσουν έκεΐνο τό γράμμα. "Οταν τελείωσαν, είχαν μείνει κι* οΐ δυο ^ευχαρι στημένο:, ,μέ τήν ακράδαντη βεβαιότητα πού εΤχαν, ότι έκεΐνο πού είχαν φτιάξει, ήταν οπωσδήποτε ένα γράμμα. λ — Μπαρμπα - Θωιμά μου! Μου φαίνεται πώς άρ χισε νά γίνεται πολύ ωραίο!, φώναςε μέ τρελλή χαρά τό κοριτσάκι. Πόσο θά χαρουν οι δικοί σου! Μά
95
δεν μπορώ νά καταλάβω πώς δεν ντράπηκαν νά σάς χωρίσουν. Θά πώ μια μέρα στον πατέρα μου νά σ’ άφήση νά ξαναγυρίσης σ’ αυτούς! ^ —Ή παλιά μου κυρία, άποκρίθηκε ό Θώμάς, μου είχε ύποσχεβή ότι θά μου έστελνε τά χρήματα — μόλις μπορούσε — γιά νά ελευθερωθώ. Λοιπόν περι μένω νάρθουν τά λεφτά. Ό μικρός μου κύριος, ό Τζώρτζ, είχε πή πώς θά ερχόταν νά μέ βρή. Αφού μάλιστα, γιά σιγουριά, μου έδωσε και τό δολλάριό του! Νά : Κυττάχτε το! — καί τής έδωσε τό άση>μένιο δολλάριο, που περασμένο μέ τον σπάγγο κρε μόταν άπό τον λαιμό του. —’Έ! Ασφαλώς θά ερθη τότε!, φώναξε χαρούμε νη ή Εύα, χτυπώντας τά χεράκια της. Τί χαρά! — IV αυτό θέλω νά τούς στείλω τό γράμμα, μις Ευα — καταλάβατε; Γιά νά τούς έξηγήσω πού βρί σκομαι καί γιά νά πώ τής καημένης τής Χλόης πώς περνώ τόσο καλά μαζί σας καί νά μη στενοχωριέται γιά μένα. Νά βλέπατε την απελπισία της, τότε πού έφυγα! — Θωμά!, ακούστηκε κείνη τη στιγμή πίσω τους, ή φωνή του κυρίου Σαίν Κλαίαρ, πού μέ τήν κουβέν τα δεν εΐχαν ακούσει τά βήματά του. Ό νέγρος κι" ή μικρή τινάχτηκαν. — "Ρ είν* αυτό εκεΐ πέρα; — Είναι ένα γράμμα του Θωμά, ε1|πε τό κοριτσάκι. Τον βοηθούσα νά τό γράψη. Δεν είναι όμορφο; —"Αχ, Θωμά, κακοίμοίρη μου!, είπε ό άφεντικόε γελώντας. Τό κ<χλό πού σού θέλω, νάρθης νά σου γράψω εγώ τό γράμμα σου, μόλις γυρίσω άπό τήν Ιππασία. — Θέλει νά γράψη πολύ σπουδαία πράγματα!, φώναξε ή ^ μικρή. Τού έχουν ύποσχεθή νά τού στείλουν λεφτά νά έλευθερώθή. Ό κύριος Σαίν Κλαίαρ σκέφθηκε, χωρίς νά π ή τίποτα, πώς άσψαλώς αυτά ήταν άπ’ τά λόγια πού έλεγαν πάντα στους πιστούς υπηρέτες όταν τούς που λούσαν. Πρόσταξε τον Θωμά νά έτοιμάση τ' άλογό του. Τό Ιδιο βράδυ τό γράμμα γράφτηκε όπως έπρεπε καί ταχυδρομήθηκε αμέσως. Στο μεταξύ ό καιρός περνούσε καί όλο τό ανώ τερο προσωπικό εξακολουθούσε νά «τάχη» μέ τή μις
96
"Αρχισε να τον χτυπάη ;μέ λύσσα στο ττρόσωττο.
Όφηλία, πού ήθελε πάντα καλά καί σώνει να βάλη δική της γ.ραμμή ατό σπιτικό. "•Ελεγαν — από τη Ντίνα καί τον Άντόλφ, ώς τό τελευταίο αραπάκι — πώς δεν ήταν καλή γυναίκα καί οπωσδήποτε καθόλου «κυρία», γιατί οι κυρίες δεν ανακατεύονται ποτέ στις κουζίνες καί στά νοι κοκυριά. Ή Τζέννυ καί ή Ρόζος οι πιο παλιές καμαριέρες, απορούσαν τί συγγένεια μπορούσε νά είχε μέ τήν κυ ρία Σαίν Κλαίαιρ εκείνη ή «στριμμένη». Καί ή Τ5ια η Μαρί'α Σαίν Κλαίαρ, αλήθεια, ^έβλε πε πώς τήν κούραζε πολύ, νά βλέπη συνεχώς τήν έξαδελψη Όφηλία πνιγμένη στή δουλειά.
^Ενα πρωΐ που ή Όφηλία ήταν πάλι άνασκουμπωμένη στήν κουζίνα, ακούσε τή φωνή τού έξαδέλφου της: Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
7
ί/Γ
Έλα κάτω, έξαθέλφη! "Εχω κάτι για σένα.... —Τί συμβαίνει* ρώτησε παραξενεμένη και παρα τώντας τή δουλειά της έτρεξε κοντά του. —ΣοΟ αγόρασα· κάτι τι — κύττα δώ!, έκανε εύ θυμα ό Σαίν Κλαίιρ και μ3 αυτά τά λόγια έσπρωξε μπροστά του μια μικρούλα άραπίνα, όχι πιο μεγάλη από εννιά χρόνων. 9Ηταν ένα μαύρο πλασματάκι, μέ μάτια ολοστρόγ γυλα σάν χάντρες, πού κυττούσαν αυτή τή στιγμή ολόγυρα στο δωμάτιο, μέ καταπληκτική ταχύτητα, δίχως νά σταματούν πουθενά. Τό στόμα της είχε άπομείνει ανοιχτό άπό τήν’ έκπληξη γιά τά ώραΐα πράγματα πού έβλεπε, στο γραφείο τού νέου αφεν τικού της. Τό κατάμσυρο μαλλί της ήταν δλο μικρούτσικα - μικρούτσικα δαχτυλιβάκια. Τό προσωπάκι της έδειχνε μεγάλη εξυπνάδα καί πονηριά. Κι3 δμως καί τά δυο αυτά τά σκέπαζε τό αχνό πέπλο μιας θλιμμέ νης σοβαρότητας καί μιας παράξενης συστολής. Μό νο ένα κουρέλι ίσιο πάνω-κάτω φορούσε, γιά νά σκεπάζη τή γύμνια της. 9Ηταν φτιαγμένο άπό σσκκί. Κρατούσε τά κοκκαλιάρκκα χεράκια της σταυρο:·μένα μπροστά. 'Όλο τό παρουσ (αστικό της είχε κάτι πα σά ξένο καί κάτι μυστηριώδες — πράγμα πού έκανε τί δεσποινίδα Όφηλίσ νά πή πιο ύστερα, πώς ήταν μιά εντελώς «ειβωλολατρική έμφάνισι». Στην αρχή κατατρόμαξε ή καλή αυτή γυναίκα. Είπε ,μέ γουρλωμενα μάτια στον κύριο Σαίν Κλσίρ: — Αυγουστίνε! Δεν έχεις τό θεό σου! Τί σ3 έπιά σε καί μούφερες αυτό έίδώ τό πράμα; —Έτσι! Γιά νά τή μαζέψης, νά τή συμμόρφω σης, νά τή Φερης σέ λογαριασμό, νά τήν κάνης άν θρωπο! Έχω τήν ιδέα πώς είναι ένα πολύ αντιπρο σωπευτικό δείγμα τής ράτσας της. Έλα, Τόψη! — καί τής σφύριξε χτυποδντας καί τά δυο δάχτυλα,^ ό πως κάνουν στά σκυλιά. Πές μας κανα - τραγουδάκι, χόρεψε κιόλας, ξέρεις εσύ. Τά έξυπνα ολόμαυρα χαντράκια, πού είχε γιά μά τια, σπίθισαν, φανερώνοντας πονηριά καί ειρωνεία μαζί. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου νά κάνη δ,τι τής ζήτησαν. 3'Αρχισε νά ψέλνη μία νέγρικη μελωδία, μέ καβαοή καί λεπτή φωνή. Χτυπούσε καί τά χέρια της τσυτόχοονα, κρατώντας τον ρυθμό. Στο φινάλε αφού έκανε δυο γύρους, άφησε μιά μακιρόσυρτη κορώνα, πού πιότερο έμοιαζε σέ σφύριγμα ποταμόπλοιου καί
98
άτάμάτησε, Σταύρωσε πάλι τά χέρια στο στήθος της, όπως τά είχε προηγουμένως, άπομένοντας ακί νητη σάν άγαλμα. Κ ιο ή μις Ό'φηλία είχε μείνει- ακίνητη·» "Έλεγες πώς είχε μαρμαρώσει οστό την κατάπληξι. Ό Σαΐν _Κλαΐρ φάνηκε πώς διασκέδαζε τρομερά μαζί της. -αναγύρισε λοιπόν κι" είπε στη μικρή άραπίνα: 1 — Τόψη, εΐναι ή νέα σου καρά, αυτή πού βλέπεις. Σέ χαρίζω σ" «εκείνην. Πρέπει νά κυττάξης νά τά πηγαί'νης καλά .μαζί της. — Μάλιστα, κύριε, άποκρίθηκε ή Τόψη κουνώντας και τό κεφάλι της προς τά κάτω απότομα. — Πρέπει νάσαι φρόνιμη καί καλή, κατάλαβες; — 'Ναί, ναί, αφέντη!, φώναξε χωρίς νά ξεσταυρώση τά χέρια λτη<£. — Δεν μου λες, Αυγουστίνε, είπε ή μις "Οφηλία. Είσαι ,μέ τά καλά σου; Τί την ήθελες αυτή τή μικρή; "Έχεις τόσα αραπάκια εδώ μέσα, πού δέν μπορεί νά σαλέψη^τό πόδι του κανένα, χωρίς νά πατήση κι" ενα από δαυτα ! Τί ο~" έπιασε νά κουβαλήσης κι" άλλο ένα; — Χρυσουλα μου, δεν σου είπα πώς τό έφερα γιά νά τό μεγαλώσης εσύ, αποκλειστικά; "Ολη τήν ώρα έχεις νά μιλάς γιά τή διαπαιδαγώγησι. Νά, λοιπόν, μια σπουδαία ευκαιρία νά έφαρμόσης στην πράξι τις θεωρίες σου! Συμμόρφωσέ τη δπως κα ταλαβαίνεις! —"Έ, οχι! Λεν τή θέλω!, φώναξε ή μις "Οφηλία άγανακτισμένη. "Αρκετά τραβάω ,μ" όλους τούς άλ λους! Νά μου λεέιτη! — Τς! Τς! Τς!, έκανε ό Σαίν Κλαίρ μέ κωμική απογοήτευαι. Τ" είσαστε σείς οί χριστιανοί τέλος πάντων! Μαλλιάζει ή γλώσσα σας νά μιλάτε γιά τό πώς θά διορθωθή ή κοινωνία, στέλνετε ιεραπόστολους στοΰ διαόλου τήν άκρη γιά νά προσηλυτίσουν κάτι τέτοια αγρίμια σαν αυτή εδώ τή μικρή κΤ όταν σάς τά φέρνουν μέσα ατά πόδια σας, άρνεΐσθε νά κάνετε κάτι γι" αυτάί^ Βρίσκετε πώς είναι μεγάλη σκοτούρα νά καταπιαστήτε μαζί τους! — Αυγουστίνε! Τό ξέρεις πώς, άπ’ όσα είπες, τίποτα δεν ισχύει γιά μένα!, φώναξε ή μις "Οφηλία κι" υστέρα κύτταξε μέ κάποια συμπάθεια τή μικρή. "Αλήθεια, ξανάπε. Μιά τέτοια προσπάθεια ίσως είναι -αληθινή αποστολή.
99
'Ο ϊαίν Κλαιό, λοιίτόν, είχε Αγγίξει τήν εόσίσβήτη χορδή^της. Ωστόσο τήν πήρε Αμέσως λίγο πιο πέ ρα και της εΐπε σιγά, χαμογελώντας μ’ αγάπη: — Γιά ,νά είμαι ειλικρινής, ξαδέλφη, σέ πείραζα προηγουμένως. Ό λόγος πού έφερε έδω αυτό τό δύ στυχο, είναι πού τό σακάτευαν κυριολεκτικά στο ξύ λο τά παλιάς αφεντικά του. Το είχαν σέ μια ταβέρνα καί, κάθε μέρα πού περνούσα απ' έξω, βαριό,μουν ν5 ακούω τις βρισιές πού τής έλεγαν καί τά ουρλια χτά της απ’ τό ξύλο πούτρωγε. Την αγόρασα τό λοι πόν και σου την έφερα. Δέν έχεις παρά νά τή φρον τιστής. Δώσε της την εγγλέζικη, ορθόδοξη ανατροφή, πού σ’.αρέσει. ^ — Σύμφωνοι. 0ά κάνω δ,τι γίνεται!, είπε μέ νόημα ή μις Όφηλία, κυττάζοντας ανήσυχα τό παι δί. Είναι πενταβρώμικο καί Θεόγδυτο!, πρόσθεσε. — Στείλε την κάτω λοιπόν καί διέταξε νά την πλύνουν καί νά την ντύσουν. λΉ μις Όφηλία πήρε την Τόψη από τό χέρι καί την πήγε στην κουζίνα. — Δέν μπορώ νά καταλάβω τί τά θέλει τόσα α ραπάκια ό κύριος!, φώναξε ή Ντίνα μ,’ απελπισία. Βαρέθηκα νά τάχω μές στά πόδια μου απ’ τό πρωί ώς τό βράδυ! — Οφφ!, έκαναν κι* ή Ρόζα κι’ ή Τζένυ μ’ αηδία. Δέν ,μάς έφταναν τόσα ποΰχαμε; — Νά λείπουν οί πολλές κουβέντες!, είπε ξερά ή Ντίνα πού νεύριασε μέ την έπέμβασί τους. Τί νο μίζετε πώς εϊσαστε σείς; Ή δεσποινίς Όφηλία είδε πώς δέν γινόταν τίποτε καί αποφάσισε νά καταπισστή μόνη της μέ την κα θαριότητα τής μικρής Αραπίνας, Δέν ήταν όμως κα θόλου εύκολη δουλειά. Αναγκάστηκε νά φερθή πολύ ηρωικά σέ πολλές περιπτώσεις, γιά νά καταφέρη στο τέλος νά την καθαρίση καλά. Πολλά μαύρα ζουμιά έφυγαν από πάνω της, ώσπου νά τελειώση αύτή ή ύπόθεσις καί ή μικρή πάλι, μέ τή σειρά της, ύπόμεινε στωϊκά αυτό τό (μαρτύριο, δπως θά ύπόμενε καί βασανιστήρια ή ένα καλό μαστίγωνα, από τον παλιό αφεντικό της, χωρίς όμως τόσες πολλές φωίνές φυ σικά. "Οταν στο τέλος την έπλυνε καί την έντυσε, την κύτταξε κάπως ικανοποιημένη καί εΙΗτε πώς τώρα είχε κάπως πιο... χριστιανική έμφάνισι.
100
Κάθησε κοντά της και τη ρώτησε: — Πόσων χρόνων εΐσαι, Τόψη; -— Δεν ξέρω, κυρία. — Δεν ξέρεις πόσων χρόνων είσαι; Καλά, δεν σου το είπε ποτέ κοονείς; Που κατοικούσε ήν μητέρα σου; Πώς ττγ λέγανε; —-Δεν είχα ποτέ μητέρα, κυρία, απάντησε τό παι δί γελώντας, σαν νά τής φάνηκε αστεία ,μιά τέτοια έρώτησι. Δεν την είδα ποτέ μου. — Πώς μπορεί νά μην είχες μητέρα; Που γεννή θηκες; — Πουθενά!, φώναξε Θριαμβευτικά ή Τόψη. — Μη μιλάς μ3 αυτόν τον τρόπο, παιδί μου, εΐπε ήρεμα ή μις Όιφηλία. Δεν παίζουμε τώρα. Πές μου που γεννήθηκες και που έμεναν ό πατέρας κι’ ή μη τέρα σου; — Δεν γεννήθηκα! πουθενά σάς λέω, είπε ή Τόψη σοβαρά αυτή τη φρρά. Μέ μεγάλωσε κάποιος έμπο ρος, με πολλά άλλα παιδιά παρέα. Κάποια γριά μάς φρόντιζε ολα. Τί σάς φαίνεται παράξενο, κυρία; Αυτά είναι πολύ συνηθισμένα πράγματα! Οι έμποροι αγο ράζουν γιά δεκάρες τά μωρά αραπάκια καί τά που λάνε ακριβά δταν μεγαλώνουν. — Πόσον καιρό έμεινες μαζί μέ τον έμπορο κι4 έκείινη την κυρία; — Δεν ξέρω, κυ ρ ία ν ■—Κανένα χρόνο πάνω - κάτω; Ή Τζέννυ φώναξε: — Χάνετε τον καιρό σας, μις Όφηλία. Αυτά τά παλιοαραπάκια δεν ξέρουν απολύτως τίποτα. Ούτε μπορούν νά καταλάβουν τίποτα, ούτε μπορούν νά με τρήσουν τό χρόνο. — Τόψη, σού είπαν ποτέ τίποτα γιά τον Θεό; Τό παιδί την παρατήρησε μ3 έκπληξι την πρώτη φορά κι3 ύστερα γέλασε, άνασηκώνοντας τούς ώμους. ---- Μήπως έχεις ιδέα ποιος μάς έχει πλάσει; — Κανένας ! Τουλάχιστον εμένα δεν μ5 έπλασε κα νένας, κυρία. Τό ξέρω καλά, φώναξε ή Τόψη πού ήταν ολοφάνερο πώς αυτή ή ιδέα τή διασκέδαζε αρκετά. — -έρεις ράψι.μο; τήν ξαναρώτησε ή δεσποινίς Όφηλία. —Όχι, κυρία. —>Έ, λοιπόν, τί ξέρεις; Μπορείς νά μου πής μόνη
101
&όν τί ξέρεις; ΐι δουλειές Ικανές όταν Αλλο Αφέντη σου; — *Ανέβαζα νερό, άιτ3 τό πηγάδι, έπλενα τά ιτιάτα, έτριβα τά μαχαίρια και ττεριττοιόμουν τούς ξένους, Ή δεσποινίς Όψηλία σταμάτησε έπιτέλους τις ε ρωτήσεις και τήιν ττήγε έπάνω, πού ό κύριος Σαιν Κλαϊΐρ ήταν ξαπλωμένος σέ μια πολυθρόνα. ^ — Καθώς βλέπεις, έξαδέλψη, τής είπε, έχεις παρ θένο έδαφος νά καλλιεργήσης. Μπορείς νά έμπνευσης άλες τις Ιδέες σου σ* αυτή τη μικρή, χωρίς νά κουραστής για να βγάλης τις προηγούμενες, άφου δεν υπάρχουν κάθόλου.
Την Τόψη την πήραν άπό την αρχή πώς ήταν σκλά βα τής μίς^ Ό^ηλΐας. Επειδή μάλιστα^ δεν την χώ νευαν και δεν την ήθελαν στην κουζίνα, ή μις Όφηλία την κρατούσε^ συνεχώς στο δωμάτιό της. Σιγά-σιγά προσπαθούσε νά τής μαθη τό στρώ σιμο του κρεββατιου και διάφορες δουλειές του σπι τιού. Ή αλήθεια είναι πώς ή Τόψη καθόλου δέν ήταν κουτή. "Έπαιρνε πολύ εύκολα όλα όσα τής έλεγαν καί τά κατάψερνε τόσο καλά, που ή κυρία της ήταν πολύ ικανοποιημένη άπό τη μαθήτρια της, τον πρώτο καιρό. Σέ λίγο όμως παρουσιάστηκε άπ" άλλου άλλη δυ σκολία. Μια μέρα είδε νά ξεφυτρώνη από την άκρη του μα νικιού της. μιά κόκκινη-κορδέλλα; — Τ* είν" αυτό, παλιόπαιδο, φώναξε θυμωμένη. Βά ζω στοίχημα πώς τό έκλεψες άπό δω μέσα! Ή Τόψη δέν τάχασε καθόλου. Τράβηξε την κορδέλλα άπό τό μανίκι της και φώ ναξε σαν νά την έβλεπε για πρώτη φορά: — Για δες I Κύτταξε έδώ. Αυτή είναι στ* άλήθεια ή κορδέλλα τής μις "Όψης! Πώς βρέθηκε στο μανίκι μ°·υ; ---- Είσαι κακό παιδί! Μη λες ψέματα! Έσύ την έκλεψες! ^ — Έγώ δέν λέω ψέματα ποτέ, μΐ^ "Όψη !, φώναξε τό αραπάκι, μέ πολύ μεγάλη σοβαρότητα. Σάς είπα την άλήθεια σκέτη και τίποτα παραπάνω άπ3 αυτή!
102
“Τόψη, θά ,μέ φέρης στην ανάγκη νά σέ δείρω μέ τον βούρδουλα!, είπε αυστηρά ή κυρία της. "Αν εξακολούθησης νά λες ψέματα, χάθηκες. — Μά, κυρία, και μια ολόκληρη μέρα νά μέ δέρ νατε, πάλι* δέν Θά κερδίζατε τίποτα, γιατί δεν Θά όμολογήσω κάτι που δέν έγινε στ* αλήθεια. Αυτή την κοιρδέλλα τη βλέπω τώρα, πρώτη φορά. 51 δέα δέν έχω πώς βρέθηκε μές στο μαντήλι μου. Φαίνεται πώς Θά μπερδεύτηκε εκεί μέσα όπως ήμουν στο κ,ρεββάτ'. Ή .μις Όφηλία είχε Θυμώσει τόσο πολύ μέ τό ξεδιάντροπο ψέμα της, ώστε την άρπαξε απ’ τό χέρι και την τίναξε δυνατά. Μέ τό τίναγμα όμως έπεσαν κάτω ένα ζευγάρι γάντια. — ΊΗ είναι πάλι αυτά; έκανε κατάπληκτη. Μήπως δέν έκλεψες κι3 αυτά, όπως την κορδέλλα; Ή Τόψη δέν μπορούσε πιά νά κάνη διαφορετικά «κι3 έτσι παραδέχτηκε πώς είχε κλέψει τά γάντια, εξα κολουθούσε όμως μ3 ένα εξωφρενικό πείσμα, νά φωνάζη πώς δέν είχε ιδέα γιά την κορδέλλα. Οταν όμως ή μίς Όφηλία τής ύποσχέθηκε νά μή τή δείρη, άν ομολογούσε τά πάντα, παραδέχτηκε τέ λος πάντων πώς είχε κλέψει καί την κορδέλλα. — Πάει καλά. Καί τώρα πες μου καί τί άλλα πράγματα έχεις κλέψει, εκτός άπ" αυτά τά δυο. -έρω πολύ καλά πώς έχεις πάρει κι3 άλλα. —"Ά, κυρία! Πήρα... πή,ρα έκεΐνο τό κόκκινο που βάζει ή μίς Ευα στον λαιμό της! — Παλιοκόριτσο! Τί άλλο; — ιΚαί τά σκουλαρίκια τής Ρόζας, τά κόκκινα σκουλαρίκια. — Πήγαινε νά μου τά φέρης όλα αμέσως. "Άκου σες; Δον πρόλαβε όμως ή μικρή νά ξεκινήση καί μπή κε ή Ευα στο δωμάτιο. Φορούσε στον λαιμό της τό κόκκινο κοραλένιο κολιέ της. — Που τό βρήκες τό κολιέ σου, Ευα; ρώτησε ή μίς Όφηλία έκπληκτη. — Τί έννοεΐς που τό βρήκα; Τό φορώ άπ’ τό πρωί. — Τό φορούσες κι·3 έχτές; — "Ασφαλώς. Μάλιστα ξέχασα νά τό βγάλω χτες που έπεσα νά κοιμηθώ καί τό φορούσα κι3 όλη τή νύχτα.
103
Ή Όφήλία τάχε χάσει για τά καλά. Ή^σαστισμάρα της .μάλιστα έφτασε στο κατακόρυφο δταν ξαφνι κά μπήκε μέσα κι· ή Ρόζα μ3 ένα καλάθι στο μαύρο κεφάλι της και φορώντας στ5 αυτιά της τά αιώνια, κόκκινα σκουλαρίκια της. — Θεούλη μου! Τί' θ3 αποκάνω μ5 αυτό τό παιδί!, ψέλλι'σε. Τόψη, γιατί κάθησες και μου είπες άλες αυτές τις ψευτιές στά καλά - καθούμενα; — Θέ... θέλατε νά παραδεχτώ πώς έκλεψα, μις "Οψη!, άποκρίθηκε σαστισμένη κι3 ή ,μικρή άραπίνσ. Αφού τό ήθελε ή κυρία λοιπόν, κάθησα και τής είπα πώς έκλεψα, δ,τι μου ερχόταν στο νου! Ή Ρόζα την κύτταξε ,μέ περιφρόνησι. —’Άν ήμουν στη θέσι του αφέντη μου, είπε, θά τής έδινα τόσο ξύλο, πού τό αίμα νά τρέχη ποτάμι άπό πάνω της! Μόνο έτσι μπορούσε νά ελπίσουμε πώς θάβαζε μυαλό! ^—-3Όχι, Ρόζα!, φώναξε μέ θ’υιμό ή Ευα. Δεν θέλοο νά λές τέτοια πράγματα! —3Ά, μις Ευα! ΕΤσαστε τόσο καλή εσείς! Δεν ξέρετε καθόλου πώς μπορείτε νά τά βγάλετε πέρα μέ τούς βρωμομαύρους! Πρέπει νά τούς κόβετε από μιας αρχής τον αέρα, άλλοιώς δεν κάνετε τίποτα! — Ρόζα, μην ξαναπής τίποτα, σέ παρακαλώ!, εί πε η μικρή. Είχε γίνει κατακόκκινη και ή Ρόζα την κύτταξε κουνώντας τό κεφάλι: καί άνασηκώνοντας τούς ώμους καί βγήκε χωρίς νά πή τίποτα. Ή Ευα στάθηκε καί κύτταξε την Τόψη άπό πάνω ώς κάτω. Την παρατήρησε κι3 ή άλλη μέ γουρλωμένα τά χάντρινα ματάκια της. Τά δυο παιδιά πού κυττάζονταν ακίνητα έκείνη τη στιγμή, αντιπροσώπευαν τά δυο άκρα αντίθετα τής κοινωνίας. Τό ξανθό καλοψτιαγμένο κοριτσάκι μέ τά χρυσά μαλλιά, τά βαθειά γαλάζια μάτια, τό γεμάτο εξυ πνάδα κι5 ευγένεια μέτωπο, έμοιαζε σάν άλήθινή πρ ι γκ ηποπ ούλ α. Τό άλλο ήταν μαύρο, πονηρό, όλο κακά ένστικτα καί συχαμερές συνήθειες. Τό πρώτο αποτέλεσμα τού μακροχρόνιου άγγλοσαξωντκοΰ πολιτισμού καί τό δεύτερο αντιπρόσωπος τής αφρικανικής φυλής. Πάνω στούς άσαρκους ώμους
104
?6υ, βάραιναν χρονιά σκλαβιάς καί καταπίεσης κι* ενα σωρό κακίες, Αποτέλεσμα αυτής τής κατάστασης. Ή Ευα έγινε πολύ μελαγχολική και είπε ,μέ φωνή ττου έτρεμε άττό συγκίνησι και λύπη: — Καημένη Τόψη! Δεν υπάρχει λόγος νά κλέβης. Νά θέοης πώς θά σού^ έδινα με Αληθινή χαοά, ό,τι κι* άν θέλης από τά δικά μου πράγματα. Γιατί λοιπόν νά τά παίρνης μόνη σου; "Ίσως ποτέ απ’ την εποχή που γεννήθηκε τό παιδί εκείνο νά μήιν εΐ'χε ακούσει άλλη κουβέντα γεμάτη καλωσύνη όπως αυτή. Στην άγρια, βάρβαρη καρδιά της, ή καλωσύνη είχε έναν αλλόκοτο αντίκτυπο. Γέ λασε πάλι δπως συνήθως, γιατί ήταν σίγουρη πώς εκείνη ή άλλη τήν πείραζε, λέγοντας ψέματα πού δεν ήταν δυνατόν νά γίνουν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΈΜΠΤΟ
ϊ
ΣΩΣ δμως πρέπει νά δοΰμε_ τΐ γίνονται καί τά άλλα γνώριρά μας πρόσωπα αυτής τής ιστο ρίας, εκεΐ κάτω στο Κεντάκυ. Είναι καλοκαιριάτικο δειλινό. Ό κύριος καί ή κυρία Σέλμπυ κάθονται^στή μεγά λη βεράντα. Έκεΐνος απολαμβάνει τό πούρο του κι* εκείνη είναι σκυμμένη στο ράψιμό της. Συζητούσαν ακριβώς γιά τον Θωμά καί γιά τό γράμμα πού είχε πάρει απ’ αυτόν ή θεία Χλόη, ό ταν παρουσιάστηκε κΓ εκείνη στή βεράντα. — Κυρία, είπε, σάς παρακαλώ... *—"Ελα, Χλόη. Τί θέλεις; — Θά ήθελα νά ρίχνατε μιά ματιά στο φαγητό, κυρία. "Ηθελα νά ήξερα άν ή κυρία... δηλαδή άν θά θέλατε νάφτιαχνα κοτόπιττα... — Κάνε δ,τι σ’ αρέσει, Χλόη. Ή Χλόη όμως δεν έφευγε, παρά στεκόταν σαν χα μένη καί τήν κυττούσε— Μέ συγχωρήτε, κυρία... Πρέπει νά πω πώς ούτε ή κυρία ούτε ό κύριος πρέπει νά στενοχωιριώνται, γιά τά χρήματα πού χρειάζονται γιά τον Θωμά. — Δεν καταλαβαίνω τί θέλεις νά πής, Χλόη. — Νά: Οί άλλοι κύριοι, όταν χρειάζωνται λεπτά, νοικιάζουν τούς σκλάβους τους. Τί νά τούς κάνουν τόσους ανθρώπους, μόνο νά κοιμώνται καί νά τρώνε;
105
-— * Εξηγήσου,^ Χλόη, είπε ή κυρία Σέλμπρ που στα μάτια της άστραψε μ·ιά υποψία. Μου ζητάς νά σέ βάλω πουθενά νά έργαστής; —Όχι,έγώ δεν ζητώ τίποτα από τήιν κυρία. Μόνο ό Σάμ μου έλεγε πώς στο Λουκάιλ, είναι ένας ζαχα ροπλάστης πού γυρεύει έναν βοηθό γιά νά φτιάχνη τά γλυκά του... Λέει πώς δίνει τέσσερα βολλάρια την εβδομάδα... —Αλήθεια, Χλόη; — Μάλιστα, κυρία. —Ή Σάλλυ μου .μεγάλωσε πιά. Μπορεί νά τά καταφέρη μιά χαρά στη θέσι μου... "Οσο γιά γλυκά πού θέλουν οι ζαχαροπλάστες, εγώ... — Χλόη, δεν σέ πειράζει ν’ άφήσης τά παιδιά σου; — Δεν σάς είπα, κυρία; Είναι μεγάλα πιά, τά καταφέρνουν μιά χαρά καί μονάχα τους. Έξ άλλου το μικρό θά τό περιποιήται ή Σάλλυ μου. — Τό Λοάκβιλ είναι μακρυά. — Τί πειράζει·, κυρία; Δεν είναι κατά ,κεΐ πού βρί σκεται και ό Θωμάς έξ άλλου; —Όχι·, Χλόη! Είναι άντίθετα καί πολλά μίλλια μακρύτερα. Πάντως άν θέλης μπορείς νά πάς. "Ο,τι βγάζεις, θά τά βάζης στην άκρη... Τό πρόσωπο τής Χλόης φωτίστηκε σέ μιά στιγμή, σάν νά ήταν ό ήλιος κρυμμένος πίσω άπ’ τά σύννεφα καί νά βγήκε εκείνη τη στιγμή. ---- Θεέ μου! Θεέ μου! Τί καλή πού είναι ή κυρία! Τό ήξερα πώς θά μέ αφήνατε! Κι’ έγώ δεν θέλω ού τε φουστάνια, ούτε παπούτσια, ούτε τίποτα - τίποτα. Όλα^τά χρήματά μου θά τά φυλάω, κυρία... Πόσες βδομάδες εχει ό χρόνος, άν ξέρετε; — Πενηνταδυο, είπε ή κυρία Σέλμπυ μ5 έναν κόμπο στον λαιμό. — Καί δέν μου λέτε... ’Άν δέν σάς κουράζω, κυ ρία, πόσα λεπτά θά βγάλω σέ πενηνταδύο βδομάδες; — Διακόσια όχτώ βολλάρια, Χλόη. ---- Διακόσια όχτώ; Δηλαδή πόσο θά χρειαστή νά δουλέψω σ’ έκεΐνο τό μέρος; — Κοντά πέντε χρόνια, Χλόη. Δέν θά εΐναι όμως άνάγκη νά βάλης όλα τά χρήματα έσύ. Θά δώσω κι* έγώ τό μερίδιό μου. — Καθόλου δέν θέλω ν’ άκούω πώς ή κυρία θά δίνη χρήματα εΐπε ή θεία Χλόη ταραγμένη. Δέν πρέπδΐ νά γίνη τέτοιο πράγμα. Κανείς δέν χρειάζε1Θ6
τοοι να μέ βοηθήση, άφοΰ τά χέρια μου μπορούν να δουλεύουν. ---- Μή φοβάσαι, Χλόη. Δεν πρόκειται νά ντροπιά σω τό σόι ,μας... Πότες λες νά φυγής; —Ό Σσμ θά περάση^σέ λίγο το ποτάμι, γιατί εχει νά κουβαλήση κάτι ζώα. ’Άν θέλη ή κυρία, μπο ρεί νά φύγω αύριο τό πρωί μέ τον Σάμ. — Πολύ καλά, Χλόη;. Θά τό συζητήσω μέ τον κύ ριο Σέλμπυ. Ή φιλία ανάμεσα στην Εύα καί τόν Θωμά μεγά λωνε ολοένα όσο περνούσε ό καιρός. Δεν είναι καθό λου εύκολο νά πή κανείς, ποια θέσι είχε πάρει ό με γαλόσωμος νέγρος την καρδιά τού μικρού κοριτσιού. Εκείνος πάλι δεν την αγαπούσε μόνο αλλά τη λά τρευε. σάν ένα αιθέριο καί θεϊκό1 πλάσμα. Ή πιο ευτυχισμένη του στιγμή ήταν όταν, πλησιά ζοντας την έξώθυρα τού σπιτιού, έβλεπε τό χρυσό κεφαλάκι της, νά τόν περιμένη υπομονετικά, παρα τηρώντας τόν δρόμο απ’ όπου θά ^ερχόταν.^ — Καλημέρα, μπαρμπα - Θωμά. Τί ,μοΰ έφερες σήμερα; 'Παντα κάτι τής είχε φέρει, που όσο μικρό κι αν ήταν, εκείνη τό δεχόταν μέ τόση χαρά, πού δέν διέφερε καθόλου άπό την ευτυχία. "Υστερα χάνονταν μάζί οι δυό τους γιά ώρες μέ σα στον κήπο. Κάθονταν κοντά - κοντά σ’ ένα παγ κάκι, μπροστά στη λιμνούλα.^ — Θωμά!, εΤπε τό κοριτσάκι. Νά τη! Τη βλέπεις; — Τί πράγμα, μις Εύα; — Μά νά! Έκεΐ πέρα! Δέν τη βλέπεις; Ή «γυά λινη -θάλασσα, ή ανακατεμένη μέ φωτιά!» Άστραφτοκοπούσε εκείνη την ώρα λί μνη άπό τό φώς τού ήλιου. Τά λόγια τού κοριτσιού ήταν άπό τη Βίβλο, πού ήταν τό πιο άγαπημένο της βιβλίο. —"Αλήθεια, μις Εύα!, μουρμούρισε έκστστικός ό νέγρος καί τής τραγούδησε μέ τη βαθειά φωνή του Ιναν ψαλμό, πού μιλούσε γιά τη Νέα Ιερουσαλήμ. — ·Πού βρίσκεται ή Νέα Ί ερουσαλήμ,^Θοοιμα; — (Κάπου πέρα απ’ τά σύννεφα, μού φαίνεται, μις Εύα. —"Αλήθεια! Νομίζω πώς τη βλέπω κιόλας! Κύτταξε κι" έσύ έκεΐνα κεΐ πέρα τά σύννεφα! Δέν μοιά 107
ζουν σάν πελώριες διαμαντένιες πάλες; Θά πάω κΓ εγώ έκεΐ ψηλά! Θά πάω πολύ γρήγορα μάλιστα! Ό Θωμάς χλώμιασε καί ταράχτηκε. Πρώτη φορά συλλογίστηκε πόσο πολύ εΐχε αδυνατίσει ή μικρού λα, στούς έξη τελευταίους μήνες πού είχαν περάσει. Τό δήρμα της πήγαινε νά γίνη σχεδόν διάφανο καί ή αναπνοή της άκουγόταν δλο καί πιο λίγο. Τά ,μαγουλάκια της πολλές φορές γίνονταν κατακόκκινα καί τά χέρια της καίγανε. * Αραγε υπήρχαν στον κόσμο άλλα παιδιά σάν την Εϋα; Ναι... Πολλά τέτοια παιδιά γεννήθηκαν κι5 άλλο τε. Τά όνόματά τους αμως δεν τά βρίσκεις παρά μο νάχα πάνω στις λησμονημένες ταφόπετρες. 9Ηρθαν στον κόσμο μας μόνο γιά νά σκορπίσουν λίγη ούράινια δροσιά στις πονεμένες καρδιές, μέ τό ουράνιο χαμόγελό τους καί κάθε τους πράξι, κάθε τους λέξη έχουν την σφραγίδα του ύ»περ γήϊν·ου καί του θεϊκού — θησαυροί ανεκτίμητοι πού θάφτηκαν μιά μέρα ιμαζί τους... ^Αλλοίμονο... "Ενα τέτοιο παιδί ήταν καί ή Εϋα... "Ενα από κείνα τ5 αστέρια πού σχηματίζουν μιά φω τεινή αστραπή κι5 ύστερα σβύνουν στον μαύρο ου ρανό. Ή συζήτησι τού Θωμά μαζί της, κόπηκε άξαφνα. Άπ’ τό σπίτι αντήχησε ή φωνή τής μις Όφηλίας : -—-Εϋα! Εϋα! "Ελα μέσα, παιδί μου! "Έχει τόση υγρασία σήμερα! Γιατί βρίσκεσαι έξω τέτοια ώρα; Ή μίς Όφηλία ήταν ή μόνη πού πρόσεχε πώς ή υγεία τού παιδιού δέν πήγαινε καλά. Τδλεγε τού κυ ρίου Σαίν Κλαίαρ, αλλά αυτός πάντα τήν πείραζε καί τήν έλεγε σχολαστική. Τούς επόμενους μήνες ήρθε νά μεί'νη μαζί τους ένας έξάδέλφος τού κυρίου Σαίν Κλαίαρ, μαζί μέ τον γιο του, τον Ένρικ. ΚΓ 6 πατέρας κΓ ό γιος δέν έμοιαζαν καθόλου του κυρίου Σαίν Κλαίαρ. *Ηταν σκληροί καί μαστίγωναν τούς νέγρους στο παραμικρό παράπτωμα. "Οταν έφυγαν, ή Εϋα πού ήταν πολύ λυπημένη δλο αυτό τό διάστημα, γιά τον χαρακτήρα τού έξαδέλφου της, έπεσε άρρωστη. Αυτή τή φορά θορυβήθηκε ακόμα κΓ ό πατέρας της, άλλα σέ λίγο τό κοριτσάκι πήγε στο καλύτερο καί σηκώθηκε αητό τ° κρέ&βάτι.
-αναρχισε τους περίπατους μέ τον μπάρμπα Θωμά. Μι'ά μέρα τοϋ διάβαζε πάλι και ξαφνικά έκλεισε το βιβλίο καί του είπε : — Μπαρμπα - Θωμά, τάρα καταλαβαίνω, γιατί ό Χρίστος πείθανε για μάς. — Τί, μις Ευα; — Ναι!... Κι* εγώ τό αίσθάνθηκα αυτό ! — Πώς δηλαδή, μις Ευα; Δεν καταλαβαίνω... — Δεν είναι εύκολο νά σου εξηγήσω. "Οταν είδα εκείνα τά δύστυχα πλάσματα, τότε πού ερχόμαστε μέ τό ποταμόπλοιο — θυμάσαι; Πρόσεξα πώς άλλα είχαν μείνει χωρίς τή μητέρα τους ή πολλές μητέ ρες έκλαιγαν γ;ά τά μωρά τους... "Οταν ακόυσα την ιστορία τής γριάς - Π,ριού — πού ή δυστυχία την κα τάντησε νά μεί'νη αναίσθητη απ’ τό μεθύσι σ’ εκείνο τό υπόγειο ώσπου την έφαγαν ζωντανή τά ποντίκια... Ανατρίχιασε χλωμιάζσντας καί συνέχισε : — Δεν είναι φρυκτό; Καί πολλές άλλες φορές, α κόμα, αίσθάνθηκα πώς μέ πολύ μεγάλη χαρά κι’ άνακούφισι θά πέθαινα, αν .μπορούσε ό θάνατός μου νά σταματήση αυτή την ανείπωτη δυστυχία. Ναί ναί.·. θά πέθαινα ευχαρίστως γιά δλ’ αυτά τά δύσ μοιρα πλάσματα, μπαρμπα - Θωμά! Κι’ έπιασε τά μεγάλα, μαύρα χέρια του, μέ τά μι κρά της κερένια χεράκια πού έκαιγαν... Τό ίδιο βράδυ ό καλός νέγρος έλεγε δακρυσμένος στή γριά - παραμάνα τή Μάμυ : —’Άδικα πασχίζουμε νά κρατήσουμε τή μίς Εϋα κοντά μας... Πάνω στο μέτωπό της είναι τό φωτεινό σημάδι του Θεού! Κι* ή Μάμυ κούνησε τά κεφάλι μέ θλίψι καί ύψωσε παρακλητικά τά χέρια προς τον ουρανό, σάν άνθρω πος πού του άνάγγολναν πώς ό ήλιος δέν έπρόκειτο νά ξαναιβγή ποτέ πιά... Ό Σαίν Κλαίαρ παρατήρησε κάπως ανήσυχος την κόρη του όταν γύρισε μέσα. — Ευα, χρυσή μου, τής είπε, δέν είσαι καλύτερα τώρα; — Πατερούλη, θέλω νά σου πω πολλά πράγματα τώρα, πρίιν νά χειροτερέψω πάλι, απάντησε μέ απί στευτη σοβαρότητα. Κάθησε ατά γόνατά του καί τάνοιωσε ττού έτρεμαν άπό ταραχή.
— Δεν πρέπει πια νά κρατώ μυστικό δ,τι εχω μέ σα μου, εΐπε τό κοριτσάκι·, γιατί πλησιάζει ό καιρός πού θά σάς άφήσω. Όταν φύγω δεν θά ξανά,ρθω πο τέ πιά πίσω... —·Τ είν’ αυτά πού λες, μικρή μου; βόγγηξε Σαίν Κλαίαρ κατάχλωμος, μ5 όλο πού προσπαθού σε νά κρύψη τον πόνο του καί νά φαίνεται χαρούμε νος. Μή συλλογιέσαι τέτοια πράγματα. 'Έλα νά δής ένα άγαλματάκι πού σου αγόρασα. —Όχι, πατερούλη... Δεν πρέπει νά π στέψης πώς είμαι καθόλου καλύτερα... ΙΕγώ το καταλαβαίνω πώς δεν θά ζήσω πολύ ακόμα καί ούτε μέ στενοχωρεΐ κα θόλου αυτό. ’Άν δεν υπήρχες μάλιστα εσύ, άγαπημέ νε μου, κι’ ώρισμένοι καλοί μου φίλοι, θά χαιρό-μουν αφάνταστα γι’ αυτό πού ποόκειται νά γίνη. Τό θέ λω νά φύγω, μέ πιστεύεις; Τό θέλω πάρα πολύ! — Μά γιατί, χρυσό ,μου; κατάφερε νά πή ό Σαίν Κλαίαρ κι* ύστερα θέλησε νά προσθέση καί κάτι άλ λο άλλά άνοιξε τό στόμα του καί δέν βγήκε πιά φωνή από μέσα. — Θάθελα καλύτερα νά βρίσκωμαι στον ουρανό. 5Εδώ πέρα υπάρχουν πολλά πράγματα πού γεμίζουν λύπη την ψυχή — φρικτά πράγματα. Ό κόσμος αυ τός είναι άσχημος καί γι’ αυτό θάθελα νά βρισκό μουν εκεί πάνω. — Τί σέ στενοχωρεΐ, Εύούλα μου; Τί σου φαίνεται τόσο πολύ φρικτό; —"Ενα σωρό πράγματα πού γίνονται. Κάθε μέ ρα... Λυπάμαι πάρα πολύ γιά τούς καημένους τούς υπηρέτες μας. Μ’ αγαπούν τόσο κι* είναι τόσο καλοί κι* ευγενικοί μαζί μου... ’Άχ, πώς θάθελα νά μπο ρούσαν νά ήταν όλοι τους ελεύθεροι, πατερούλη! — Μά Εύα, δέν συλλογίζεσαι πώς εδώ δέν περ νούν καθόλου άσχημα; — Αυτό πού λές είναι αλήθεια, άν όμως πάθαινες κάτι μια μέρα, τί υ απογίνουν; Τό ξέρεις καλά πώς σαν κι* εσένα άνθρωποι δέν υπάρχουν στον κόσμο, παρά ελάχιστοι1. Ό θείος "Άλφρεντ είναι σκληρός καί δέν σού .μοιάζει καί ή μητέρα, ούτε κι* αυτή σου μοιάζει καθόλου. "Ολοι αυτοί σκέπτονται σαν τον κύριο εκείνης τής άμοιρης γριάς Πριού. — Χρυσή μου μικρούλα, είσαι τόσο ευαίσθητη! Πολύ μέ λυπεΐ πού σ’ άφησαν ν* άκούσης αυτές τις άσχημες ιστορίες. 110
-—!*Αλήθεια, μέ πειράζουν πολύ κάτι τέτοια. Μά δεν μπορώ να ζώ ευτυχισμένη καί να ξέρω πώς υπάρ χουν χιλιάδες δυστυχισμένα παιδάκια σαν κι* έμε να, πού δεν γνωρίζουν ούτε μια χαρά. Τέτοιες λυπη τερές ιστορίες κάνουν την καρδιά ,μου νά πονάη πάρα πολύ, πατερούλη, πού μου φαίνεται πώς τη νοιώθω νά σχίζεται. Πες μου : Δεν είναι δυνατόν νά γίνη, νά ελευθερώσουμε δλους μας τούς σκλάβους; — Είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα, παιδί μου. Χωρίς άμφιδολία ή δουλεία είναι άπαίσιο καθεστώς ■κι* υπάρχει πολύς κόσμος πού τό πιστεύει αυτό πιά. Κι5 εγώ ό ίδιος τό πιστεύω καί τό μισώ. Θά ευχό μουν νά μην ύττήρχε ούτε ένας σκλάβος στη χώρα μας καί σ’ ολη τη γη, μόνο πού δεν ξέρω πώς μπο ρεί νά γίνη αυτό τό πράγμα. — Πόσο καλός κι3 ευγενικός είσαι, πατερούλη! Πάντα λες ευχάριστα πράγματα καί άστεΐα σωρό. Δεν θά τά κατάφερνες νά γυρίζης παντού καί νά λες στον κόσμο πώς πρέπει νά κάνη τό σωστό; Οταν θά έχω^πεθάνει, τότε νά συλλογιστής πολύ δλ3 αυτά πού σου λέω καί πρέπει· νά τά κάνης για τό χοττήρι μου. "Αχ, νά μπορούσα νά τό έκανα εγώ — αλλά δεν έχω τη δύναμι. --"Οταν θά έχης πεθάνει! Μή μιλάς έτσι, αγάπη μου! Έσύ είσαι τό πάν γιά μένα σ3 αυτόν τον κόσμο. Δεν έχω άλλο φώς κι3 άλλη, χαρά... — Κο:ί τό παιδάκι τής δύστυχης Πριού ήταν τό παν γιά κείνη κι3 όμως τδφερε ή μοίρα νά δή νά τό σκοτώνουν μέ βασανιστήρια μπρος της, χωρίς νά μπορή νά κάνη τίποτα γι’ αυτό. Πατερούλη, αυτοί οί κακάμοιροι αγαπούν τά παιδιά τους, δσο κι:3 εσύ έ μενα —> πρέπει νά τό π ι στέψης! Κάνε κάτι γι3 αυ τούς. ΚιΤη άμοιρη Μάμυ λατρεύει τά παιδιά της. Τή βλέπω πώς τρέχουν ποτάμια τά δάκρυα άπ3 τά μά τια της κάθε φορά πού τά θυμάται. Είναι φοβερό πού επιτρέπεται νά γίνωντσι τέτοια πράγματα. —- Ναί, ^χρυσή μου. Μή μου στενοχούριέσαι μόνο καί μή μού μιλάς γιά θάνατο κι3 έγώ θά κάνω γιο σένα δ,τι θέλεις! ^—Νά μου ύποσχεθής, πατερούλη, πως θά έλευθερώσης τό Θωμά μόλις... — σώπασε, δίστασε κι3 εί πε ύστερα σιγά - σινγά : Μόλις πεθάνω! Ναί, άγάπη μου. *Ό/π θές! Σώττα τώρα... 111
— Πώς δαθελσ να πηγαίναμε μαζί, καλέ μου τΤ(Χ* τερούλη;! /—Που γλυκεία μου; ρώτησε ό Σαίν Κλαίαρ δαγ κώνοντας τά χείλη του. — Στον ουρανό. Είναι τόσο ήσυχα και τόσο όμορ φα εκεΐ^πάνω! Αέν θαθελες να πάμε μαζί; Τήιν έσφιξε μ" απελπισία στην αγκαλιά του και ψέλλισε : ^—’Άν .ττάς εσύ, καρδούλα μου, νάσαιι βέβαια πώς θαφθώ πολύ γρήγορα κοντά σου. Τό δειλινό προχωρούσε κι* οι σκιές πύκνωναν καί μάκραιναν κι5 ό Σαίν Κλαίαρ είχε άπομείνει σαν ά γαλμα πάνω στην πολυθρόνα του, με την κορούλα του στην αγκαλιά του. Στό τέλος την πήρε στα χέρια καί την πήγε στην καμαρούλα της. Την έβαλε στό μιικρό της κρεββάτι καί τής τραγούδησε μέ τη γλυκεία φωνή του, ώσπου αποκοιμήθηκε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ 0 ΤΑιΝ τό άττόγευ,μα τοϋ Σαββάτου καί ή Μαρία Σαίν Κλαίαρ, γυρμένη σ" ένα ντιβάνι μπρος στό παράθυρο πού έβγαζε στη βεράντα, ήταν τυλι γμένη μ5 ένα πολύ λεπτό, τούλι·, για νά μην την ενο χλούν τά κουνούπια. Ή μις Όιφηλία είχε φύγει μέ τό αμάξι- πού τό ώδηγούσε 6 Θωμάς, καί μέ τή μικρή Εύα μαζί της, για νά πάνε σέ κάποια θρησκευτική συγκέντρωσι. ^—Αυγουστίνε, «νά ξερής πώς θαχω φασαρίες μέ την καρδιά μου, έλεγε ή Μαρία. Πρέπει νά φωνάςωμε τόν^ δόκτορα Πόσεϋ. —"Οπως σ" αρέσει. Γιατί όμως είδικώς αυτόν, α φού έχομε τον τόσο καλό γιατρό τής Ευας; — Δέν τον εμπιστεύομαι γιά μιά τόσο σοβαρή περίπτωσι. Θαρρώ πώς είμαι πολύ άο'χημα. Τό σκέφθηκα πάρα πολύ. Έχω τόσο ενοχλητικούς πόνους καί νοιώθω τόσο αλλόκοτα... —7Ω, Μαρία! "Αστειεύεσαι! Αυτές οί καρδιακές προσβολές γιά τούς νέους άνθρώπους, είναι παρα μύθια. — Περίμενα πώς κάτι τέτοιο θάλεγες! Σου φαί-
Π2
—Μην κλαϊς! . . . Είμαι κοιντά στον
ο ύ ρ α .ν ό !
νεται. βουνό 6 παραμικρός βηχάκος τής Εύας, γιά μένα όμως δεν σου καίγεται καρφί! —"Αν σ’ ευχάριστή νάχης καρδιακές κρίσεις, καμμιά άντίρρησι: "Έχε της!, είπε ό Σαιν Κλαιρ άκεψα. — Καλά. Εύχομαι νά μή λυπηθής όταν θά είναι πάρα πολύ αργά... Όπωσδάποτε ή αγωνία μου για την Ευα και όλες οι προσπάθειες πού κατέβαλα γιά χάρι της τελευταία, έχουν χειροτερέψει πολύ την κατάστασί μου! Ηταν ακαθόριστο ποιες άκριβώς προσπάθειες εν νοούσε ή Μαρία Σαιν Κλαίαρ. Ό σύσυγός της τις συλλογίστηκε άλες δίχως νά πή λέξι κι5 εξακολού θησε νά καπν,ί'ζη αδιάφορος, ώσπου έφτασε τό αμά ξι, φέρνοντας πίσω την έξαδέλφη και την κόρη του. Ή Εύα ετρεξε αμέσως κοντά στον πατέρα της. κάθησε στά γόνατά του κι5 άρχισε νά τού λέη εκείνα πού είχε ακούσει στο κήρυγμα. "Αξαφνα άκούστηκαν φωνές απ’ τό δωιμάτιο τής Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ
8
Όφηλιας, που ϊβγαινε κκ5 έκεΐνο στή ^βεράντα. ίζ μερικά λεπτά ^ακούστηκε καί ή φωνή της ϊδιας, πού κατσάδιαζε κάποιον. —’Ασφαλώς καμμιά καινούργια διαβολιά τής Τόψης !, εΐπε χαμογελώντας ό Σαίν Κλαίαρ. ^ Στή στιγμή παρουσιάστηκε ή μις Όφηλία, κρα τώντας απ’ τό χέρι τήν ένοχο. -—"Ελα δώ, μουσίτσα !, φώναξε. Θά τά πώ δλα του αφέντη σου! — Τί συμβαίνει, άγαπτητή μου; — Συμβαίνει πώς δεν μπορώ νά τυραννιέμαι περισ σότερο μ' αυτό τό παλιόπαιδό σας! Είναι τό πιο ελε εινό πλάσμα που γνώρισα. "Ω, Θεέ μου! "Εχω σκά σει π;ά! Ούτε γίνεται· νά βρεθή άνθρωπος σαν όλους τούς ανθρώπους, πού νά μπορή νά κάνη μαζί της! Τήν κλείδωσα στο δωμάτιο, αγαπητέ μου καί τής έ δωσα νά διαβάση ψαλμους. Έσύ τί θαρρείς πώς έ κανε ή καλή σου; 5 Αναστάτωσε τά πάντα εκεί μέσα, ψάχνοντας νά βρή πού βάζω τό δεύτερο κλειδί μου! ;Εψαζε τό γραφείο κι* όταν δέ βρήκε αυτό πού ήθελε, κομμάτιασε έναν σκούφο μου, γιά νά φτιάξη φορεματάκια γιά κούκλες! Ή Μαρία Σαίν Κλαίαρ δήλωσε βαρυεστημένα απ’ τό ντίβαν ι< της : — Σού τό είπα, έξαδέλφη, πώς αυτά τά πλάσμα τα μόνο μέ τή σκληρότητα μπορείς νά τά κάνης καλά. 'Άν εΐχα τήν υγεία μου τώρα — κι* απάνω σ' αυτή έρριξε μια φοβερή ματιά προς τό μέρος τού συζύγου της — θά τόδερνα αυτό τό παιδί, ώσπου νά λιποθυμοση! — Δεν αμφιβάλλει· κανείς κανείς γΤ αυτό!, είπε ό Σαίν Κλαίαρ. — Περιττό νά ειρωνεύεσαι. Ή έξααέλφη μας έχει αρκετή κρίσι γιά νά καταλάβη πώς είχα δίκιο όταν της μιλούσα. 4Η μις Όφηλία, ,μ5 όλο πού ήταν φοβερά θυμωμένη, είπε στενάχωρα : —Όχκ Δεν θά τό κακομεταχειριζόμουν γά τίπο τα τό παιδί, "Ομως, Αυγουστίνε, δεν μπορώ άλλο μαζί του. "Εχει μαλλιάσει η γλώσσα μου π;ά καί δεν παίρνει οπτό λόγια. Τήν έχω- δείρει· κιόλα καί τήν τιμώρησα με χίλιους τρόπους. Κύ όμως σέ βεβαιώ πώς δεν πέτυχα απολύτως τίποτα. Είναι τώρα οά, όπως ήταν καί τή στιγμή πού μού τήν πρωτόφερες 114
— έκτος άττό τη βρώμα!, πρόσθεσε
ρίχνοντας της
μια ματιά. —"Ελα δω, μαϊμουδίτσα!, είπε ό κύριος Σαίν Κλαίαρ στην Τόψη. Εκείνη ζύγωσε. Τά χάντρινα ματάκια της τον κύτταξαν στα μάτια, δίχως νά τούς λείπη τό ειρωνικό
ύψος.
— Γι<ατι τά κάνεις όλ3 αυτά, μικρές — Φταίει πού έχω πολύ κακή ψυχή — πιο μαύρη κι3 άττό τό ρούτρο μου!, δήλωσε ξεκάθαρα ή Τόψη. "Ετσι λέει ή ^μίς "Οφη.^ — Δέν βλέπεις λοιπόν, πόσο φροντίζει για σένα ή μίς ’Οφηλία; Λέει· πώς έκανε δ,τκ μπορούσε για νά σέ φέρη στον ίσιο δρόμο. — Ναι, αφέντη! Και ή παλιά μου κυρά μου τδλεγε!Λ Μέ ^τύπαγε, μου τραβούσε τά μαλλιά καί κο πανούσε το κεφάλι μου πάνω στον τοίχο! Μ3 δλ3 αυ τά κι3 εκείνη δεν κατάφερε τίποτα μαζί μου. Είμαι πολύ κακή φύσι. Αλλά δέν γίνεται κι<3 άλλοιώς, άφού είμαι άραπίνα! — Μπορεί ,νά σέ τ,ρελλάνη ,μ3 αυτά πού λέει!, φώ ναξε ή Όφηλία. Δέν αντέχω πιά! — Μποοω νά ρωτήσω κάτι; εΐπε ό Σαίν Κλαίαρ. — Τί; —’Άν ή ηβική τού Ευαγγελίου δέν καταφέρνη ν3 άλλάξη τη φύσι μ:*άς μικρής άραπίνας, πού την έχεις τού χεριού σου άπ3 τό πρωΐ ώς τό βράδυ, κλεισμένη μέσα σέ τέσσερις τοίχους, τί θέλουν καί στέλνουν ιε ραποστόλους τότε, στην άκρη τού κόσμου; Σίγουρα σ3 εκείνες τις άγριες φυλές, 8ά βρίσκωνται πολλοί καί χειρότεροι άπδ τούτη. Ή μίς Όφηλί'α δέν άποκρίθηκε αμέσως. Ή Εύα την ώρα πού ή θεία ης συλλογιζόταν, έκα νε νόημα^στήν Τόψη νά πάη κοντά της. Γήν πήρε^άπ5 τό χέρι- καί χώθηκαν σ3 ένα πλαϊνό δωμάτιο, πού τό χρησιμοποιούσαν γι3 αναγνωστήριο. — Πού πήγε ή Εύα; Πολύ θά ήθελα νά ίβώ, είπε ό κύριος Σαίν Κλαίαρ. Προχώρησε στά νύχια ώς την πόρτα άπ3 δπου εί χαν φύγει τά παιδιά κι3 έγνεψε τής Όφηλίας νά τον άκολουθήση. "Ανοιξε άθορυβα ,μιά μικρή χαραμάδα καί κυτταξε μέσα. Ή έξαδέλφη του τον μιμήθηκε. Τά δυο κοριτσάκια είχαν καθήσει κατάχαμα τό ένρ αντίκρυ στο άλλο,
ί 15
Ή Τόψη είχε το συνηθισμένο αδιάφορο και ειρωνι κό ύφος. Τό πρόσωπο τής Εΰας ήταν ζωηρό και φλογισμένο και τά μάτια της ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα : — Γιατί, Τόψη, είσαι τόσο κακό παιδί; Γιατί δεν κάνεις μια προσπάθεια νά γίνης καλή; Δέν αγαπάς κανέναν; Πές μου. —"Έχω ακούσει κι3 άλλοτε αυτή τη λέξι αλλά 6έν πάει νά πή τίποτα!, απάντησε ή μαύρη. "Η... "Όχι, όχι! Ή Ρόζα,Λ λέει, άγαπάει* τά ζαχαρωτά καί τίς σοκολάτες. Μου φαίνεται πώς κι3 έγώ τό ίδιο! — Δέν αγαπάς τον πατέρα καί τη μητέρα σου; — Δέν τό ξέρετε πώς δέν εχω πατέρα καί μητέρα; Σάς τό έχω πή, μις. — Ναι, Τόψη, έκανε λυπημένη ή Εΰα. Δέν έχεις κανέναν αδελφό όμως; Καμμιά άδελφή, καμμιά εια η... — Τίποτ3 άπ3 αυτά! Δέν είχα κανέναν, ποτέ! — Ναα... Κι3 ομω^, Τόψη, άν προσπαθούσες νά γί νης καλή, ίσως καταψερνες... ^—Γιατί νά παιδευωμαι, μις Εΰα; 'Ό,τι καί νά κάνω, πάλι άραπίνα θά μείνω στο τέλος! ’Άν μπο ρούσα ν3 άλλαζα πετσί, Θάκανα μεγάλες προσπά θειες τότε! — Ναί, αλλά οί άλλοι μπορούν νά σ3 αγαπούν α κόμα κι3 έτσι πού εΐσαι μαύρη. Ή μις Όφηλία Θά σέ αγαπούσε πρώτη - πρώτη, άν γινόσουν καλή. Ή Τόψη γέλασε κοφτά καί άνασήκωσε τούς ώμους. Τής φάνηκε πολύ άστεΐο. — Δέν τό παραδέχεσαι; είπε ή Εΰα; — Μά δέν γίνεται αυτό πού λέτε, μίς! Ή μις 3Όφη δέν μπορεί νά .μέ ύποφέρη, επειδή είμαι άραπίνα. Μέ συχαίνετα^ όπως συχαίνονται τά βατράχια! Δέν υπάρχει άνθρωπος πού ν3 άγαπάη τούς μαύρους καί γι3 αυτό αυτοί δέν μπορούν νά κάνουν τίποτα. 3Αλλά δέν μέ νοιάζει!, πρόσθεσε αμέσως κι3 άρχισε νά σφυρίζη παράξενα. Δέν δίνω σέντσι για τίποτα! λ— Μά, Τόψη, πώς τό λέζ αυτό, αφού έγώ σ3 αγα πώ ! φώναξε πνιγμένη ή Εΰα κι3 άπλώνονταρ τό χέ ρι τής χάΐδεψε τρυφερά τά μαλλιά. Σ3 άγοττώ πολύ, γιατί δέν έχεις πατέρα, μητέρα, συγγενείς ή φίλους κι3 όλοι σέ κατατρέχουν. Σ3 άγαπώ καί Θάθελα νά γίνης καλή, γιατί έγώ δέν θά ζήσω πολύν καιρό α κόμα, Τόψη — τό ξέρω! Νάξερες πόσο λυπάμαι· ττρύ
εΐσαι καλό παιδί καί πού δεν μπορώ νά μείνω κοντά σου, παρά μόνο λίγο!... Δάκρυα τινάχτηκαν άξαφνα απ’ τά μάτια της Τό-
ψης. /
Δάκρυα χοντρά, πού κύλησαν ποτάμι κι* έβρεξαν τό λευκό χεράκι της Εύας καί κύλησαν ύστερα στο πάτωμα. Εκείνη τή στιγμή μια λεπτή ήλκχχτίδα αγάπης, είχε τρυπήσει τή φοβερή σκοτεινιά καί εΐχε χωθή μέσα στήν ψυχή τής μικρής άραπίνας καί τήν εΐχε ανα στατώσει ! "Έγειρε τό σγουρόμαλλο κεφάλι της, τό έκρυψε στις δυο φούχτες της κι* έκλαψε πολύ, μέ βαθειούς στεναγμούς. Ή Εύα έσκυψε από πάνω της καί τή χάϊδευε κι" έμοιαζε σάν ένας φωτεινός άγγελος, πού κατέβηκε άπ’ τον ουρανό γιά νά σώση έναν αμαρτωλό. — Καημένη Τόψη!, μουρμούρισε. Δεν ξέρεις πώς ό Χριστός μάς αγαπάει τό ίδιο όλους; Κι* έσενα σ’ αγαπάει όσο κι5 έμενα καί σίγουρα πιο πολύ, γιατί είσαι βασανισμένη. Σέ αγαπάει πιο περισσότερο κι* από μένα, γιατί κανείς άλλος δεν μπορεί νάχη τόση αγάπη όση Εκείνος. Θά σέ βοηθήση νά γίνης καλή καί νά πας στον ουρανό όπου θά γίνης ένας άγγελος καί δεν θάχη πιά καμμιά σημασία εκεί πέρα, άν γεν νήθηκες άσπρη ή μαύρη, γιατί οι ψυχές δέν έχουν καθόλου χρώμα, παρά μόνο φωτεινά φτερά! Μέ λίγη προσπάθεια, μπορείς νά γίνης ένας από τούς φωτει νούς αγγέλους πού άκοϋς νά λέη κάθε τόσο ό μπάρ μπα - Θωμάς στις προσευχές του. ?Ω, καλή μου μίς Εύα! Χρυσή μου .μίς Εύα!, έ κανε μέσα σέ λυγμούς τό αραπάκι·. Θά προσπαθή σω! Κι* άς μήν προσπάθησα ποτέ μου άλλοτε γιά τίποτα! Ό Σαίν Κλαίαρ έκλεισε τήν πόρτα, έτσι αθόρυβα πού τήν εί)ξε άνοιξει. Είπε στην έ'ξαδέλφη του : —Ή μητέρα μου έλεγε : «Γιά νά χαρίσουμε τή λύτρωσι στον δυστυχισμένο, πρέπει νά φερθούμε ό πως κ:<* ό Χριστός. Νά τον φωνάξουμε κοντά μας καί ν’ άκουμπήσουμε πάνω του τό χέρι μας». — Δέν χωράει αμφιβολία πώς άντιπαθούσα πάν τα τούς νέγρους, μουρμούρισε γεμάτη τύψεις ή μίς
Όφηλία. ,Ναί. Δεν μπορούσα νά^ νοιώθω αυτό το παιδί ν" άκουμπάη έπάνω μου. Δεν φανταζόμουν ό μως ποτέ, πώς τό είχε καταλάβει! — Οναν μάλλον διαίσθηση είττε ό Σαίν Κλαίαρ. Δεν μπορείς νά κρύψης άπ’ τά παιδιά ό,τι αίαθάνεσα>, γι" αυτά. "Ολες τις θυσίες κιι" άν κάνης για τό καλό ενός παιδιού, τίποτα δεν θά πετύχης, άν διατηρής έστω κι·’ απόκρυφα στην ψυχή σου, κάποια άποσΤροφή γι* αυτό. Είναι περίεργο άλλά είναι αλήθεια. —"Αχ, τί νά κάνω, θεέ μου, γιά νά γλυτώσω άπ’ αυτό πού νοιώθω!, έκανε ή μις "Οφηλία. Δεν συμπα θώ καθόλου τούς νέγρους καί ιδίως αυτή τη φοβερή Τόψη! Κι* όμως πρέπει ν" άλλάξω τά αίσθήματά μου — ναή πρέπεί ν" τ" άλλάξω. — Είδες τήν Εΰα μας; Εκείνη τδχει καταφέρει κιόλας! —9Ω, εκείνη! Είναι τόσο καλή! Κανόναν δεν ξέ ρω πού νά τής μοιάζη σέ τίποτα. Πόσα πράγματα θά μπορούσε νά μου μάθη!
Ή Εύα, όπως^ τόχε προφ^τεύσει ή ίδια, γύρισε σύντομα προς τό χειρότερο. "Αρχισε νά μή βγαίνη απ’ τό δωμάτιό της: έμενε ξαπλωμένη στην πολυθρονίτσα της, πού τήν είχαν βάλει· προς τό παράθυ ρο, καί τά ανήσυχα φωτεινά μάτια της παρατηρού σαν επίμονα τά χρυσά νερά τής λιμνούλας. Ένα απόγευμα πού ήταν πάλι έτσι* ξαπλωμένη, μέ τή Βίβλο μισάνοιχτη στά χέρια, ακούσε τή μη τέρα της νά ξεφωνίζη άπ τή βεράντα : — .Νά δούμε τί άλλο θά κάνης, ελεεινό πλάσμα ! Γιατί έκοψες λουλούδια; Κι* ή Εύα ακούσε τον ήχο ενός χαστουκιού. — Μά, κυρία! Τά πήγαινα γιά τί μις Εΰα!, αντή χησε ή φωνή τής Τόψης. — Στή μις Εΰα, έ; "Ήθελα ναξερα πού τις βρί σκεις τόσο πρόχειρα τις δικαιολογίες γιά τό κάθε τι! Νομίζεις πώς έχει ανάγκη άπό τά λουλούδια σου, τιποτένια, άραππνα; Στη στιγμή τινάχτηκε ή μικρή καί βρέθή,κε στή βεράντα. -—Μσνούλα!, φώναξε. Μή, σέ παρακαλώ. Τά θέ λω τά λουλούδια! Τά θέλω πολύ! Π|
£ Ρ 9 Γιατί, χρυσό μου; ^Εχεις τόσα στο δωμάτιο σου! — Δεν έχω καί τόσα κΓ υστέρα αυτά τά θέλω πιο πολύ άπ’ τ άλλα. Ασσε μου τα, Τόψη! Ή Τόψη που στεκόταν πιο πέρα μέ χαμηλωμένο κεφάλι, ήρθε κοντά της καί τής έδωσε τά λουλούδια. Το ύφος της δεν είχε τίποτα απ’ την πονηρή καί μο χθηρή έκφ,ραστ που γνωρίζαμε. — Τί υπέροχο μπουκέΙτο!, φώναξε ή Ευα μέ θαυ μασμό. 5Ηταν αλήθεια παράξενο μπουκέτο. Κατακόκκινα γεράνια καί μια ιαπωνική λευκή καμέλια μέ γυαλι στερά φύλλα στή μέση. Τό κάθε λουλούδι είχε τοποπηθη μ* επιμέλεια στή θέσι του. Τής άραπίνας τά μάτια άστραψαν σάν ακούσε τήν Ευα να λεη : — Πόσο όμορφα ξέρει-ς νά διαλέγης τά λουλού δια, Τόψη! Κανένα μπουκέτο σάν κΓ αυτό δέν έχω! Θάσελα νά μου έφερνες ένα κάβε μέρα. — «Καλά τώρα!, γκρίνιασε ή μητέρα της. Τί τά θές όλ’ αυτά, παιδί μου; — Χάρηκα τόσο πολύ, μητερούλα, πού μέ συλλο ϊ γίστηκε ή Καλά, παιδί μου. 3Αφού ευχαριστιέσαι, χαίρο μαι κΓ εγώ. Τόψη, ακόυσες τί σου ζήτησε ή μικρή κυρία σου; Πρόσεξε μήν τό ξεχάσης! Ή Τόψη έκανε μιά αδέξια ύπόκλισι καί τήν ώρα πού γύρισε νά φύγη ή Ευα πρόσεξε πώς κάτι λαμ πύριζε στις άκρες των ματιών της. — Μανουλα, είπε ή Ευα. θάσελα νάκοβα μερικά μαλλιά από τό κεφάλι μου — αρκετά μαλλιά. — Γιατί πάλι·; — Θέλω νά τά χαρίσω στους φίλους μου, τώρα πού μπορώ νά τά δώσω ακόμα μόνη ^μου. Μπορείς νά παρακάλεσης τή θεία νά έρθη νά μου τά κόψη; Ή Μαρία φώναξε τήν έξαδέλφη της από τό πλαϊνό δωμάτιο. Τό παιδί άνασηκώθηκε στά μαξηλάρια του καί κούνησε χαρούμενα τό κεφάλι μέ τις πλούσιες ξαν θές μπουκλίτσες. —"Έλα, θείτσα. Κούρεψε με! Ό Σαίν Κλαίαρ μπήκε έκείνη τήν ώρα στο δωμά τιο καί σάν άκουσε τί έτρεχε, μουρμούρισε χλωμιάζοντας : 119
“ Πρόσεξε, έξαόέλφη, μην τό τταρ-ακάνης... Κόψε τά πίσω, πού δεν πολυφαίνονται·... -έρεις πόσο κα μαρώνω για τις ,μπουχλίτσες τής Εϋας μου. —·Ώ, πατερούλη! — Δεν έχει «ώ»! Θέλω νά είσαι όμορφη όταν θά σέ πάω στη φυτεία του θείου σου, νά δής τον Ένρικ, τον έξάδελφό ο~ου. — Δεν θά πάω εκεί, ψιθύρισε τό κοριτσάκι. Έκεΐ που θά πάω δμως, θάναι 'καλάτερα. —-ιΓιατί έπιμένεις νά πιστέψω ένα τόσο σκληρό πράγμα, Εύούλα μου; ρώτησε ό Σαίν Κλαίαρ. —Επειδή είν’ αλήθεια κι5 έπειδή άν τό πιστέψης θάναι λιγώτερο σκληρό και θά τό αίσθανθής όπως τό αίσθάνομ’ εγώ. Πατερούλη, θάθελα νά^έρθουν ε δώ δλοι^μας οι υπηρέτες... "Έχω νά τους πω κάτι... Ή μις Όφηλία τής είχε πια κόψει τις μπουκλες που εκείνη κρατούσε σπασμωδικά ατά χεράκια της. Σέ λίγο όλο τό προσωπικό είχε μαζευτή στο δω μάτιό της. ΆνασηκώΙθηκε στά μαξηλάρια της κι* εΐπε μ5 α δύνατη φωνή : — Σάς^ ζήτησα όλους, γιατί σάς αγαπώ κι5 ήθελα νά σάς πώ κάτι, για νά τό θυμόσαστε πάντα. Σέ λί γο δεν θάμαι μαζί σας... Σ’ αυτά τά λόγια τό δωμάτιο γέμισε από δυνατά άναφυλλητά και θρήνους. Κίνησε τά χεράκια της ανήσυχη : — Μή μέ σταματάτε, άν μ’ αγαπάτε. Ακουστέ τί έχω νά σάς πώ. Φοβάμαι γιά κεάους από σάς, που δεν σκέπτονται παρά μονάχα ετούτον τον κόσμο. Έγώ δμως τώρα θά πάω στον άλλον, σ’ εκείνον πού βρίσκεται ό Χριστός μας. Αυτός ό κόσμος ^εΐναι κα λύτερος, γιατί είναι γιά όλους τό Τδιο. Είναι αλή θεια πώς καθένας από σάς μπορεί νά γίνη άγγελος καί τέτοιος νά μείνη παντοτεινά. Π,ρέπει νά προσευ χόμαστε στον Χριστό. Πρέπει νά διαβάζετε... Τούς κύτταξε μιά στιγμή μέ θλίψι σταματώντας κι’ ύστερα ξανά,πε : , —’Άχ, δεν μπορείτε... δέν ξέρετε νά διαβάζετε! Δυστυχισμένοι! ’Έκρυψε τό κεφάλι της στά μαξηλάρια κι’ άρχισε νά κλαίη καί μόνο σάν άκου σε τά κλάματα όλων τών άλλων δυνατώτερ’ απ’ τά δικά της, συνήλθε κι’ άνασηκώθηκε γεμάτη ταραχή.
120
— Δεν πειράζει, εΐττε, Προσευχήθηκα πάρα πολύ γιά σάς κι* Εκείνος θά σάς κυττάξη κι* άς μην ξέρετε νά διαβάζετε. Φτάνει νά τού ζητάτε νά σάς βο ή,θήση και σίγουρα θά σάς ξαναδώ δλους στον ου ρανό. —Αμήν, μουρμούρισε ό μπαρμπα - Θωμάς. — Το ξέρω πώς μέ αγαπάτε, εητε ή Εΰα. — Ναί, ναί, ολοι μας! Ό Θεός νά σ’ εύλογή, κα λή μας .μικρή κυρία! —"Ολοι σας σταθήκατε καλοί κι* ευγενικοί μαζί μου- Γι5 αυτό θέλησα νά σάς δώσω κάτι, νά τοχετε νιά νά αέ θυμόσαστε πάντα. Θά δώσω στον καθένα σας μ ά μικ,οή μπούκλα από τά μαλλιά μου. "Οταν τη βλέπετε θά σκέπτεστε πόσο σάς αγαπούσα και θά θυμάστε πώς σάς περι-μένω στον ουρανό. Δεν θά περιγράφουμε καθόλου την τραγικότητα τής σκηνής και τις σπαρακτικές φωνές πού ακούστη καν, καθώς οι άμοιροι μαύροι προχωρούσαν ένας ένας στο κοεββατάκι της κι* έπαιρναν απ’ το κρινένιο της χέρι τή μικρή χρυσή μπούκλα. Ή μις Όψηλία τούς έβγαλε έναν - έναν έξω, κα ταλαβαίνοντας πόσο τρομερή ήταν γιά τήν υγεία τής μικοής αυτή ή συγκίνησ: κι5 αυτή ή κούρασι. Στο τέλος δεν άπόμειναν παρά ό μπαρμπα - Θω μάς κι* ή Μάμυ. "Υστερα απ’ τά λόγια καί τ’ αγκαλιάσματα τής Εΰας, ή Όφηλία τούς έκανε νόημα νά βγούν κι* ε κείνοι έξω και νόμιζε πώς είχαν πιά βγή ολοι, όταν γυρίζοντας άντίκρυσε μπρος της την Τόψη. — Μπά! από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ; —Έδώ ήμουν, απάντησε ή μικρή, σκουπίζοντας μ·έ τήν αντίστροφη τής παλάμης τά δακρυσμένα της μάτια. 7Ω, μις Εΰα! Έγώ ήμουν πάντα κακό παιδί αλλά... θά θέλατε νά μού δοόσετε κι5 εμένα κάτι; — Καί βέβαια, αγαπημένη μου Τόψη! Σ’ εσένα θέλω πιο πολύ, παρά σ5 δλους τούς άλλους! Νά, πάρε... Είναι ή πιο ^μεγάλη μπούκλα. Νά θυμάσαι πόσο πολύ σ’ αγαπούσα κάθε φορά πού 9ά τήν κυττάς, έτσι; Καί νά θυμάσαι πώς ή επιθυμία μου είναι νά γίνης ένα πάρα πολύ καλό κορίτσι. — Προσπαθώ πάρα πολύ, μίς Εΰα!, είπε σοβα ρά ή Τόψη. Αλλά ξέρετε... Μή νομίζετε πώς είναι καθόλου εύκολο. Σάς τ’ ορκίζομαι! "Ισως νά μού φαίνεται τόσο δύσκολο, επειδή δεν τδχα συνηθίσει.
121
— Μη φοβάσαι, άγάπη μου. Ό Χρίστος θά σέ βοηθήση και θά τό πετόχης. Ή Τόψη σκέπασε ξαφνικά τό πρόσωπό της μέ την ποδιά της και βγήκε τρέχοντας απ’ τό δωμάτιο, για νά μ ή βάλη τά κλάματα μπροστά της. Ή μις Όφηλία έκλεισε την πόρτα της. Ό Σαίν Κλαίαρ καθόταν σέ μια πολυθρόνα σέ μια γωνιά από ώρα, χωρίς νάχη σαλέψη καί χωρίς νάχη πή μια λέξι. — Πατερούλη, μουρμούρισε ή Ευα. Αναστέναξε αυτός καί τής άγγιξε τό χέρι. _ — Δέν μπορώ!, βόγγηξε. Δεν μπορώ νά τό αντέξω! Ό Κύριος φέρνεται πολύ σκληρός σ’ εμένα! ^ — Αυγουστίνε, ό Θεός έχει δικαίωμα νά κάνη δ,τι θέλει τούς ανθρώπους πού έπλασε!, είπε ή μις Ό φηλία. ,— Κι’ άν είναι έτσι, νομίζεις πώς μ" ευκολύνει αυ τό, νά υποφέρω αυτό τό τρομερό μαρτύριο; Καί σώττασε, γιατί δέν μπορούσε νά μιλήση άλλο. *Ηταν σαν νάσπασαν .μονομιάς όλες οί χορδές τής ψυχής του.
Τίς^έπόμενες μέρες ό μ,παρμπα - Θωμάς κρατούσε ο~υνεχώς στά στϋβαρα χέρια του τη μικρή Εύα, τριγυρνωντας τη στον κήπο, γιατί ό καιρός ήταν θαυμά σιος. Την είχε τυλιγμένη σ’ ένα σεντονάκι καί τό κεφσλάκι της άκουμπισμένο πάνω σ' ένα μικρό λευκό μαιΛυ,.υ ι.
Ό πατέρας της ήταν πάντα μαζί τους καί τής διάβαζε^δ,τι ήθελε. Καί όλοι οί υπηρέτες δμως έκαναν τά πάντα γιά τη μικρή άρρωστη. Ή κακομοίρα ή Μάμυ ήταν απελπισμένη πού δέν μπορούσε νά βρίσκεται συνεχώς κοντά της. Δυστυ χώς γι’ ^αυτήν η Μαρία Σαίν Κλαίαρ δέν την άφηνε νά κουνήση ρούπι από δίπλα της, γιατί έλεγε πώς ήταν χάλια καί πήγαινε νά τρελλαθή. I ίς σκέψεις λοιπόν καί τά προαισθήματα τής Ευας, δέν τά ήξερε κανείς άλλος έκτος άττό τον Θω μά, τόν πιστό σύντροφο τών περιπάτων της, πού εί χε πάψει πια νά πηγαίνη στο δωμάτιό του καί τις
122
νύχτες Ι&πτΧωνε καί κοιμόταν §ξω άττ" τήν ιίόρτά τής βεράντας τη£, σάν σκαλί. Εκείνοτά άπογευμα ή Ευα ήτσν^ θαυμάσια^Είχε Ανασηκωθή στ^ κρεβοάτι· της, κυττσυσε όλόγυρά της τά μικρόπραγματάκια τόυ δωματίου της κι* έλεγε τί ήθελε νά δώσουν στόν καθένα·, άττ’ αυτά. Ή φωνή της ήταν ζωηρή τόσο, πού είχαν έ'βθομάδες νά την Ακούσουν νά μ [Χάη έτσι. Ό πατέρας της είχε πη πώς τή βρήκε πολύ καλύτεοα. — Ναΐ, ασφαλώς, εΤναι πολύ καλύτερα, έξοοδέλφη, είπε στην Όφηλία. Καί ασφαλώς Θά μπορεσωμε νά την κρατήσαμε κοντά μας — έτσι, φαίνεται·. Κι·^ έφυγε μέ φαλακρωμένη ψυχή. Εΐχε πάρα πολ λές μέρες νά ν ο ίωση έτσι χαρούμενος. Κοντά μεσάνυχτα όμως, Ακούστηκε ένας ήχος .μέσ3 απ’ τό δωμάτιο. Ή μις Όφηλία άνοιξε την πόρτα ^τρομαγμένη και φώναξε στον μπαρμπα - Θωμά που ςαγ,ρυπνούσε απ’ έξω : — Γρήγορα τον γιατρό! Μη χάνης λεπτό! Έτρεξε ύστερα και χτύπησε την πόρτα τού Σαίν Κλαίαρρ — ζάδελφε! Σέ παρακαλώ νάρθης γρήγορα... Οί λέξεις εκείνες άντήχησαν στην ψυχή του, σάν φτυαριές από χώμα πάνω σέ φέρετρο. Σέ λίγο βρίσκονταν κι3 οί δυό πάνω απ3 τό παιδί. Στήν δψι της δεν υπήρχε καθόλου αγωνία. Μόνο μια έκψρασί' υπέροχη καί υπερκόσμια, που έμοιαζε νά σημειώνη την αυγή μιας ζωής ατέλειωτης, γι·3 αυ τή την αγγελική ψυχούλα. Σέ λίγο γύρισε κι3 ό Θωμάς μέ τον γιατρό. 3Εκεΐνος έρρί'ξε μόνο μιά ματιά καί στάθηκε Ακί νητος, όπως καί οί άλλοι. Ρώτησε μόνο : —3Από τί ώρα άρχισε αυτό; Ή Μαρία, που ξύπνησε ^άπ3 τον ερχομό τού για τρού, ώρμησε όΰπ* τό πλαϊνό δωμάτιο. — Αύγουστΐνε! Έξαδέλφη!, φώναξε. Τί... τί τρέχει ; -—Σστ!, είπε ξερά ό Σαΐν Κλαίαρ. Πεθαίνει ! 4Η Μάμυ άκσύγοντας αυτά τά λόγια, δάγκωσε τά χείλια της γιά νά μην ξεφωνίση κΓ ύστερα έτρεξε —3Απ* τά μεσάνυχτα, Απάντησε ή μις Όφηλία.
12$
Τρικλίζοντας γιά νά φωνάξη δλους τους υπηρέτες. Πρόβαλαν^ άπο παντού κεφάλια και βουρκωμένα ,μάτια κυττούσαν πίσω από τά κρύσταλλα τής πόρ τας. Ό Σαίν Κλαίαρ ούτε ακούσε ούτε είδε τίποτα. Εί χε 6ή μόνο εκείνη τή σφραγίδα, πάνω στο πρόσωπο τού παιδιού του. —'Ώ, άς ξυπνούσε!, ψέλλισε τρέμόντας όλοχλη ρός. ’Άς μιλούσε τουλάχιστον μια φορά ακόμα! "Εσκυψε κοντά στ5 αυτί της καί ψιθύρισε : —5Αγαπημένη .μου Ευα! Μισάνοιξαν τά πελώρια, γκριζοπράσινα μάτια της κλ ένα άδιήρατο χαμόγελο χάραξε στά χειλάκια της. Προσπάθησε νά σηκώση τό κεφάλι και νά μιλήση. — Με βλέπεις μικρούλα μου; (—Αγαπημένε πατερούλη!, ψέλλισε κι5 έκανε μιά κίνησι νά τον άγκαλιάση. Τά χέρια της γρήγορα ξανάπεσαν κάτω κι·9 ό Σαΐν Κλαίαρ είδε έναν σπασμό άγωνίας νά ταράζη τό λα τρεμένο προσωπάκι. — Θεέ μου! Αυτό είναι τρομερό!, βόγγηξε ό δύσ τυχος πατέρας. Δίχως νά τό θέλη, αρπάχτηκε από τό χέρι του Θωμά. —’Ώ, Θωμά μου!, τραύλισε. Αυτό εδώ είναι κι9 ό δικός μου θάνοοτος! Ό νέγρος πήρε στά δικά του τά χέρια του αφέντη του. 5Απ3 τά μάτια του τά δάκρυα κατρακυλούσαν ποτάμι. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τώρα, παρακαλούσε τον Θεό νά βοηθήση τον άφέντη του. — Κυττάξτε την, κύριε!, ψιθύρισε άξαφνα. Οι κάρες των ματιών τής μικρής πηγαινοέρχονταν εδώ κι9 έκεΐ. Ή επίγεια ζωή είχε τελειώσει κι* οι πό νοι· της τό ίδιο. 'Όμως υπήρχε πάνω στο προσωπάκι της μιά τόσο μεγαλόπρεπη και μυστηριώδης θριαμ βευτική λάμψι, πού σχεδόν μπορούσε νά δίωξη αμέ σως κάθε λύπη. — Ευα!, τραύλισε ό πατέρας της. Δεν φάνηκε νά τον ακούσε. — Ευα! Τί κυττάζεις, αγάπη μου; Τί βλέπεις; —'Αγάττη! , ψιθύρισε τό κοριτσάκι μ' ένα υπέροχο χαμόγελο. Μόνο αγάπη!... Και μ9 έναν αναστεναγμό πέρασε τό κατώφλι τής 124
■
/
2ωηζ και μπήκέ στβ μυστηριώδες βασίλειο του θα νάτου. 01 αιώνιες φωτοπλημμυρισμένες πύλες σφάλισαν πίσω του... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Π.ΝΙΓΜΕΝΟΙ λυγμοί, ψίθυροι και σβυσμένα βήματα άκούγονταν μόνο, τ’ άλλο πρωί μες στο σπίτι. Ή Εϋα κοιτόταν στο κρεββάτι της, ντυμένη μΛ ένα ολόλευκο φόρεμα κι5 έμοιαζε σαν νά κοιμόταν γλυκά, μόνο πού δεν έπρόκειτο νά ξυπνήση ποτέ. Τό δωμάτιο τδχαν σιγυρίσει και τόχαν γεμίσει Λουλούδια ό Άντόλφ και ή Ρόζα. Ό Σαιν Κλαίαρ καθόταν ακίνητος, βουλιαγμένος σέ μιά πολυθρόνα. Ή ,Ρόζα έβαζε λουλούδια πάνω στο νεκρό κοριτσά κι, τοποθετώντας τα μέ αξιοθαύμαστη τέχνη, όταν ά νοιξε ή πόρτα και παρουσιάστηκε ή Τόψη, με τά μά τια κατακάκκινα από τά κλάματα. Κάτι κρατούσε κάτω άπό^ την ποδιάς της. Έκανε νά πλησιάση αλλά ή Ρόζα τής έδειξε αυταρχικά την πόρτα, άναγκάζοντάς της νά σταθή. Δεν υποχώρησε ωστόσο και μιά στιγμή έκανε ακόμα ένα βήμα μπροστά. — Πήγαιν’ έξω!, στρίγγλισε ή Ρόζα υστερικά. Τί δουλειά έχεις εσύ έδώ μέσα; —"Άφησε με, σέ παρακαλώ! Τής έφερα ένα λου λούδι τόσο όμορφο!, είπε ή Τόψη κΓ έβγαλε ενα πε λώριο μισάνοιχτο κόκκινο τριαντάφυλλο κάτω απ’ την ποδιά της. Άφησέ με νά τό άκουμττησω δίπλα της... έκεΐ κάτω... — Τράβα έξω γρήγορα, σου είπα ! Ό Σαιν Κλαίαρ άνατινάχτηκε σάν νά ξυπνούσε από όνειρο καί βρόντηξε τό πόδι- του κάτω μέ δύναμι καί θυμό. —Άφησε την ήσυχη, Ρόζα!, διέταξε. Θέλω νά μείνη! Ή νέγρα μαζεύτηκε τρομαγμένη. Δέν είχε ξαναδή τόσο θυμωμένο τον κύριό της. Ή Τοψη ζύγωσε μέ μικρά βηματάκια κι.* άκούμπησε τό τριαντάφυλλό της στά πόδια τού νεκρού παιδιού. Άξαφνα μιά τρομερή καί άγρια πονεμένη .
.
125
κραυγή ξέσχισε τ6 λαρύγγι· τής και κυλίάτή&β αττάραΐζοντας στο πάτωμα, όπου άττομεινε κλαίγοντσς μέ δυνατούς λυγμούς και βόγγους. Ή μις Όφηλία έτ,ρεξε στη στιγμή μέσα ατό ^δωμάτιο και προσπάθησε νά τη σηκώση και νά την ήσυχάση. Μάταια. ■—"Ω, μις Εύα!, ούρλιαζε τό κοριτσάκι. ’'Ω, μις Εύα! Πάρτε με μαζί* σας ! θέλω νά πεθάνω κι’ εγώ! Λύτη ή απελπισμένη κραυγή δεν είχε τίποτα ^ τό ανθρώπινο. Το κάτασπρο πρόσωπο του Σαΐν Κλαίαρ κοκκίνισε μονομιάς. Τά ματια του γέμισαν δάκρυα για πρώτη φορά από τη στιγμή πού είχε πεθάνει ή Εύα. , — Πήγαινε^ μικρή μου,^ εΐπε μαλακά ή μις Όφηλία. Ή μις Εύα έχει πεθάνει. Είναι στον ουρανό τώ ρα. Είναι ένας άγγελος. — Ναι, άλλα όμως εγώ δεν θά μπορέσω νά τήν ξαναδώ ποτέ πιά, τραύλισε ή Τόψη, ξαναρχίζοντας τά κλάματα. ιΓιά λίγο όλοι σώπασαν. Ή μικρή μαύρη φώναξε σπαρακτικά : —Εκείνη μουχε πή πώς μ1 αγαπούσε! 3,Ω, χρυ σή μου! *Ώ λατρευτή μου! Τώρα πιά δεν υπάρχει κανείς για μένα! —Έχει δίκιο!, μουρμούρισε μέ σκυμμένο κεφάλι ό Σαίν Κλαίαρ. Προσπάθησε ωστόσο νά τήν παρηγορήσης τήν καημένη, έξαοέλφη. Ή μις 3 Οφηλία τήν άνασήκωσε απαλά καί κρα τώντας την αγκαλιασμένη τήν τράβηξε έξω άπό τό δωμάτιο. Στον δρόμο όμως τά μάτια της άρχισαν νά τρέχουν δάκρυα. — Καημενούλα, Τόψη!, τής είπε μέ σπασμένη φω νή. Μου ξαίνεται πώς σ’ αγαπώ εγώ τώρα, ξέρεις, μ3 ολο που ή καρδιά μου δέν μπορεί νά χωρέση τόση αγάπη σάν^ τή δική της... Ελπίζω όμως πώς πρό λαβε νά μου μάθη πώς πρέπει ν άγαπουμε εκείνους πού είναι κοντά μας... Ναι... Τώρα θά μπορέσω νά σέ κάνω ένα καλό κορίτσι, γιατί σ’ αγαπώ. τόνος τής φωνής της έλεγε πολύ^ περισσότερα άπ3 όσα έλεγαν τά λόγια της. Τά καυτά δάκρυα που κυλούσαν άπ3 τά μάτια της, ακόμα πιο πολλά... 3Από κείνη κιόλας τη στιγμή πήρε μιά θέσι μές στην καρδιά τού δυστυχισμένου μικρού παιδιού.
126
Ό Σαίν Κλαίαρ κύτταξε τό νεκ,ρό κοριτσάκι του και ψέλλισε : —Αγαπημένη μου Ευούλα! Πόσο λίγο εζησες κσ^ί πόσο καλό πρόφτασες νά κάνης! Έγώ όμως; Πώς θά ζήσω άλλο έγώ τώρα;
Στην κηδεία και μέρες ύστερ* απ’ αυτήν, ό κύριος Σαίν Κλαίαρ δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Έκτος του δτι συνεχώς αδυνάτιζε και γινόταν όλοένα και πιο χλωμός, δεν έδειχνε καθόλου τη λύπη του. Ή σύζυ γός του ήταν πολύ δυσάρεστημένη μαζί του κι’ έλεγε στην έξαδέλφη της πώς πίστευε για περισσότερο αί α θη ματ ία τον άντρα της. Τον ζήλευε πού μπορούσε νά ξεχάση τόσο γρήγορα την Εΰα τους, μά τον κατη γορούσε που δεν τής είπε ποτέ ούτε μια κουβέντα γιά νά την παρηγόρηση, γιατί έπρεπε νά ξέρη πώς κάνεις δεν πονάει· περισσότερο από τη μητέρα, για τον χαμό ενός παιδιού... Την ίδια ώρα πάνω ατό γραφείο του Σαίν Κλαίαρ —ό όποιος απ' τη μέρα τού θανάτου τής κόρης του είχε αρχίσει νά κάνη τις νόμιμες διατυπώσεις για. την άπέλευθέρωσι τού μπαρμπα - Θωμά — συζητού σε μέ τον νέγρο : — Λοιπόν, θωμά, από δώ καί πέρα, θά σέ κάνω ελεύθερο άνθρωπο. Θά μπόρεσης λοιπόν νά τά μαζέψης καί νά τού δίνης αμέσως γιά τό Κεντάκυ. Ή χαρά πού φώτισε τό πρόσωπο τού μαύρου σ’ αυτά τά λόγια, τον πείραξε. -— ! όσο άσχημα λοιπόν πέρασες εδώ πέρα, ώστε νά χαίρεσαι τόσο πού θά φυγής; τον ρώτησε. ^—Ώ, όχι, αφέντη!^ Πώς τό λέτε αυτό! Χαίρομαι μόνο πού θά γίνω ελεύθερος άνθρωπος! — Δεν πιστεύεις πώς μαζί μου μπορεί νά περνού σες καλύτερα, άπ’ δ,τι άν θά γίνης έλεύθε,ρος; —-Αλλά γιατί; θά μπορής μέ τη δουλειά σου νά κερδίζης τόσα, ώστε νά ντύνεσαι, νά τρως καί νά διασκεδάζης τόσο, δσο έδώ; — Αέν πιστεύω, αφέντη! Σταθήκατε τόσο καλός μαζί μου! Αλλά... πώς νά τό πώ; Θά προτιμούσα τό π:ό^ φτωχό σπίτι·, τά πιο άθλια ρούχα, δ,τι· πιο ταπεινό υπάρχει, φτάνει νάξερα πώς εΐναι δικά μου
'Ρ
— πώς είμαι· άνθρωπος! Και μου φαίνεται πώς είναι φυσιικό πού νοιώθω έτσι. — Μπορεί, Θωμά. Θά πρέπει λοιπόν να χαριστού με σέ κάνα - μήνα, έκανε στενοχωρημένος ό Σαιν Κλαίαρ. Σωστά... Αέν υπάρχει λόγος νά μείνης άλ λο μαζί μου, πρόσθεσε -κάπως εύθυμα καί σηκώθηκε κι·" άρχισε νά βηματίζη πέρα - δώθε. — Ποτέ δεν θά φύγω, δσο ό κύριος είναι λυπημέ νος, είπε ό Θωμάς απλά. Θά μείνω κοντά του δσον καιρό νομίζει πώς έχει την ανάγκη ,μου. —"Οσο θάμαι λυπημένος; έκανε ξαφνιασμένος ό Σαιν Κλαίαρ. Φαντάζεσαι λοιπόν, πώς μπορεί νάρθη μέρα πού νά πάψω άμαι; ^ — Βεβαίως, αφέντη! "Οταν θά γίνεται χριστια νός ! — Κι αλήθεια υπολογίζεις νά μείνης μαζί μου, ώσπου νά γίνω χριστιανός; έκανε χαμογελώντας ό Σαιν Κλαίαρ, βάζοντας τρυφερά τό χέρι του στον ώμο του νέγρου. Καλέ μου, αγαπημένε μου Θωμά! Πολύ θά τσθελα νά μείνης ώς τότε μαζί μου, αλλά πρέπει1 νά γυρίσης στη γυναίκα σου καί στά παιδιά σου. — Θά έρθη γρήγορα^αυτή ή μέρα, αφέντη, απάν τησε δακρυσ μένος ό μαύρος. Ό Θεός έχει πολύ δου λειά γιά σάς. — Δουλειά γιά μένα; Τί λογής; _—"Ολοι πρέπει νά δουλεύω με γιά τον Κύριό μας. Έγώ είμαι- ένας φτωχός κι* άμοιρος σκλάβος κι3 ό μως έχω τόσα νά κάνω γι3 Αυτόν! Κι·3 ό αφέντης μου, πού ξέρει τόσα γράμματα, πού έχει τόσα πλθύ τη καί φίλους, τί δεν θά μπορούσε νά κάνη! —"Αλήθεια πιστεύεις πώς ό Θεός έχει ανάγκη νά δουλεύουν οι άνθρωποι γι-3 Αυτόν; —- Μάλιστα. Καί δουλεύομε γιά τον Κύριο, σαν βοηθάμε τά πλάσματά Του. — Τά λες καλύτερα άπό τον παπά μας στά κηρύγματά του!, είπε χαμογελώντας ό κύριος Σαιν Κλαίαρ. Καί ή συζήτησι κόπηκε σ3 αυτό τό σημείο, γιατί έφτασαν κάτι επισκέψεις. ■Πρέπει όμως νά πούμε καί δυο λόγια γιά τη δε σποινίδα Όφηλία. ^3Απ3 την ημέρα που χάθηκε ή Εύα, είχε γίνει πιο καλή καί πιο ευγενική με όλους. Είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη υπομονή μέ τήν Τόψη,
128
δεν άπόψευγε νά^τήν άγγίζη κι* ούτε ένοιωθε καμμιά Βυσφοοία όταν της έπιανε το νέοι ή μικρή μαύρη. Ή Τόψη, πάλι, δέν έγινε βέβαια άγγελος από τή μια μέρα στην άλλη. Σίγουρα δμως εΐγε σημειωθή μια άπίστευτη αλλαγή άπάνω της, ποός το καλύ τερο. "Έδινε πάρα πολλές έλπίδεο. "Έβλεπες καθαρά πώς τδθελε κγ* ή ίδια νά γίνη καλή και προσπαθού σε υ* δλες της τίς δυνάμεις γιζαύτό. Μια μέρα μπήκε στο σπίτι κρύβοντας κάτι κάτω άπ* τήν ποδιά της. Ή Ρόδα τήν είδε κι* έβαλε τΙς φωνές : — Τί εγεις κλέψει εκεί πέρα, παλιοκόριτσο; Χά θηκες, καημένη μου! Κι* άρχισε να τής τοαβάη άγοια τό χέρι άλλα ή μικοή κάθησε κάτω και δέν τό άφηνε μέ τίποτα. Εκείνη τήν ώρα μπήκε στο σπίτι κι* ό κύριος Σαιν Κλαίαρ. — Κάτι έκλεψε!, στρίγγλισε ή Ρόζο. — Δέν έκλεψα τίποτα!, ξεφώνισε ή Τόψη βάζον τας τά κλάματα.
-—Δόσε μου αυτό έκεΐ!, είπε αποφασιστικά ή μις ΌΦηλία πού είχε τρέξει. Ή Τόψη δίστασε, αλλά υστέρα υπάκουσε. "Έβγα λε άπ’ τον κόρφο της ένα βε ματάκι, τυλιγμένο σφιχτά μέ μιά παλιά, γυναικεία κάλτσα. Ή μις Όφηλία τό ξετύλιξε. Μέσα ήταν ένα μικοό βιβλιαράκι πού τής είχε χαρίσει πσλιότερα ή Εύα <;* εΐχε σημειωμένη μιά Φοάσι- τής Βίβλου, για τήν <άθε μέρα του χρόνου. Σ* ένα χαρτάκι ήταν τυλι γμένη ή μττούκλα από τά χρυσά μαλλάκια τής νεφήζ. Ό κύριος Σαιν Κλαίαρ έγινε κάτωχρος μόλις τ* χντίκρυσε. — Γιατί τύλιξες μ* αυτό τό βιβλίο; ρώτησε τα ραγμένος, δείχνοντας τήν κάλτσα. — Γιατί... Γιατί ήταν της δεσποινίς Εύας, κύριε! Ώ, μή μου τά παίρνετε, σάς παρακαλώ! — καί κσ'ησε στο πάτωμα κλαίγοντας σπαρακτικά, σκεπά ζοντας τό κεφάλι της μέ τήν άσπρη ποδιά της. 9Ηταν ένα αλλόκοτο κλάμα, γεμάτο πάθος, πού τή •υγκλόνιδε ολόκληρη. Ό Σαιν Κλαίαρ χαμογέλασε αλλά τά μάτια του ίχαν γεμίσει δάκρυα. 1 ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ. ΘΩΜΑ
Β
—-Ελα, μικρή, μην κλαΐς, είπε τρυφερά. Δεν σου τά παίρνει κάνεις. Είναι δικά σου. •Κι* αφού τύλιΐξε μέ συγκίνηση άλα έκεΐνα τά μικροπραγματάκια, τ’ άκούμπησε κοντά της. "Ύστερα πήρε την Όφηλία και πήγαν στο σαλόνι. — Νομίζω δτι- κάτι αρχίζει να γίνεται μ5 αυτό τό παιδί, είπε. Μια ψυχή, δταν νοιώθη αληθινό πόνο, δεν μποοεΐ νάναι κακή. Πρέπει να συνέχισης τίς προσπάθειες σου γι’ αυτήν. —"Έχει γίνει· αγνώριστη!, απάντησε περήφανα η μις Όφηλία. αέρεις κάτι όμως, Αυγουστίνε; — και τοϋπιασε τό χέρι. Θέλω νάναι και τυπικά δική μου ή Τόψη! —"Άλλο τούτο πάλι! Ξαδέοφη.! Συ; Συ θέλεις νάχης έναν δικό σου σκλάβο; Χάλασε λοιπόν ό κόσμος; —Ανοησίες! Θέλω νά ξέρω πώς την παίρνω· δ,τι ώοα θέλω και την πάω στις βόρειες πολιτείες. Θέλω νά ξέρω πώς μπορώ κάθε στιγμή νά την κάνω ελεύ θερη, γιά νά μην καταστραφουν ξαφνικά όλες μου οι προσπάθειες. Θέλω ένα επίσημο χαρτί, πού νά λέη πώς είναι δική μου. — Πολύ καλά, ξαδέλφη. Θά τδχης! — Τό θέλω τώρα. — Μά γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ; — Γιατι είναι ή καταλληλότερη στιγμή γιά νά μοΟ κάνης αυτό πού θέλω. Πάρε χαρτί και μελάνι- κσ; γράφε. "Έτσι μετά από λίγη συζήτησι ακόυα, ή Τόψη πέοασε στην επίσημη ιδιοκτησία τής μις Όφηλίας, μ’ ένα έγγραφο δωρεάς.
Πολύ προφητική φάνηκε ή βιασύνη αυτή τής Όφηλίσο, νά πάοη τή μικρή Τόφη οπήν κατοχή της. Τήν επομένη μέρα, ό Σαίν Κλαία.ρ είχε άναστατωθή από ένα κομμάτι τής Βίβλου πού του εΐχε δια βάσει ό Θωμάς και πού μεταφράζεται σ’ αυτά περί που τά λόγια : «Πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ τής κολάσεως — εΤττεν ό Κύριος. Δ’ότι έπείνασα και δεν μου δώσατε να Φάω. Δ ότι έδίψασα και δεν μου δώσατε νά πιω. Διότι ήμουν βένος και μέ αγνοήσατε, διότι ήμουν γυμνός καί μ’ έγκαταλείψοττε, διότι ήμουν ασθενής ή φυλακι
130
σμένος και δέν μέ έλεήσατε. Τότε του άποκρίθηκαν λέγοντας : Πότε, Κύριε, σέ είδαμε έ'μεΐς διψσσμένον και πεινασμένον ή ξένον ή γυμνόν ή άσθενή η στη φυλακή; Και άπήντησεν εις αυτούς : 5Αφού δεν πράξατε τίποτα απ' αυτά γιά κανέναν οπτό τούς δυστυχι σμένους πού συναντήσατε, δέν τό κάνατε ούτε σ’ εμένα». Ό Σαιν Κλαίαρ ένοιωσε^ δυνατές τύψεις ύστερα α πό την άνάγνωσι αυτού τού κομματιού, πού τού φαι νόταν πώς είχε γραφή ειδικά γιά κείνον. Είπε αργό τερα στην έξαδέλψη του πώς θά ελευθέρωνε όλους του τούς σκλάβους και θά έκανε δ,τι μπορούσε γι’ αυ τούς. "Ύστερα βγήκε έξω νά κάνη έναν περίπατο, αλ λά στην ταβέρνα πού πήγε έγινε καυγάς. Δυο μεθυ σμένοι πήγαν νά μαχαιρωθούν, ό Σαιν Κλαίαρ προσ πάθησε νά τούς χωρίση, μέ αποτέλεσμα νά δεχθή αυ τός, στη μέση, τη μαχαιριά πού προωριζόταν γιά άλλον...^ Ίον έφεραν σπίτι σέ κακά χάλια. Τό σόμπαν αναστατώθηκε. Οι σκλάβοι έκλαιγαν καί ούρλιαζαν κι’ έπεφταν κά τω και χτυπούσαν τά κεφάλια τους. °Όλ’ αυτά φυσικά δέν μπορούσαν νά κάνουν καθό λου καλό στον ετοιμοθάνατο. Ξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ, μέ μιά έκφρασι πόνου στο πρόσωπο, άφησε τον γιατρό νά τού περιποιηθή την πληγή του καί ύστερα παρακάλεσε τον Θωμά νά προσευχηθή, μουρμουρίζοντας ,μέσ’ άπ’ τά δόντια του : — Δυστυχισμένε μου φίλε! — Θέλετε νά φωνάξουμε κανέναν παπά; ρώτησε ό γιατρός. Ό τραυματίας κούνησε αρνητικά τό κεφάλι κι’ είπε στον Θωμά μέ σοβαρή φωνή : — Προσευχήσου! «Κι* ό νέγρος προσευχήθηκε μ’ όλη τή δύναμι τής αγνής ψυχής του, γιά τον άνθρωπο πού πεθαίνοντας τον κυττούσε τόσο λυπημένα, μέ τά μεγάλα και με λαγχολικά γαλάζια μάτια του. Μουρμούρισε κι’ εκείνος μέ δυσκολία τά λόγια κά ποιου ύμνου. —Έχει παραλήρημα, είπε ό γιατρός. —’Όχι!, απάντησε δυνατά ό Σα'ιν Κλαίαρ. Μόνο
131
ΐΓϊΐγ&ίνώ στ& ατπτι μου-! Πηγαίνω γιά ττάν^ά κόνιά της!Η Επιτέλους! Τον είχε εξαντλήσει φοβερά η προσπάθεια πού έ κανε για να μιλήση. Το κοκκαλιάρικο χέρι του θανά του είχε κιόλας αγγίξει επάνω του κι5 όμως στο πρόσωπότου είχε άπλωθή μια έκφρασι υπέρτατης γαλή νης. Ξαφνικά άνοιξε τά μάτια πού ελα,μψαν άπό χα ρά, σαν κάτι ν' άντί!κρυσε πού τον έκαν5 ευτυχισμένο και ψέλλισε : -— Μητέρα!... 5'Ηταν ή τελευταία λέξι του κι5 ή τελευταία στιγμή του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ I ΜΕΡΕΣ πού ακολούθησαν ήταν φοβε ρές για τούς δύστυχους σκλάβους. Ή κυρία Σαίν Κλαίαρ πού ήταν απαρηγόρητη γιά τον χαμό του άν τρα της, δήλωσε πώς θά πωλούσε τούς περισσότε ρους — δεν τής χρειαζόταν δά τόσο προσωπικό. Μά ταια ή μις Όφηλία προσπάθησε νά την μεταπείση. Μάταια την παρακάλεσε ιδιαίτερα καί τουλάχιστον γιά τον Θωμά. "Αδικα τής υπενθύμισε πώς ή τελευ ταία θέλησι του μακαρίτη, ήταν νά έλευθερωθή ό αγαπημένος του σκλάβος. —-Τί λες εκεί!, φώναξε νευριασμένη ή Μαρία. '0 Θωμάς είναι ό πιο ακριβός υπηρέτης μου! Έιξ άλλου αυτοί δεν ξέρουν νά ζήσουν μόνοι τους. Θέλουν την έλευθερία τους, μόνο καί μόνο έπειδή δεν τήν έχουν, ’Άν τούς τη δώσης θά χαθούν οπωσδήποτε. Μ5 έναν καινούργιο άφέντη σίγουρα θά περάση καλύτερα. Τά λόγια όλα πήγαν άδικα. Ό Θωμάς πουλήθηκε μαζί με τον 'Αντόλφ κΓ άλ λους υπηρέτες τού σπιτιού. Κανενός όμως απ' αυτούς, ή μοίρα του δεν στά θηκε τόσο σκληρή, όσο ή δική του. Ό νέος του κύριος, ό άνθρωπος πού τον αγόρασε, ήταν ένας κτηνώδης άνθρωπος, ένα πραγματικό τέ ρας, χωρίς το παραμικρό ίχνος αισθήματος μέσα του, Τον ελεγαν Σίμωνα Λεγκρή καί αγόρασε τόν δύσ τυχο Θωμά μαζί μέ μιά / όμορφη νεαρής κοπέλλα — την Έμελίνα — μέ δυο άλλους γεροδεμένους νέγρομ καί μέ μιά νέα κΓ άδύνατη νέγρα.
Τώρά ό μπάρμπας- Θωμάς, μΰοζί μέ ΐόύς καινούρ γιους συντρόφους της δυστυχίας του, κυλούσε αλυ σοδεμένος πάνω σ’ έναν παλιόδρομο, στο πίσω μέ ρος ένας αμαξιού. Μέσα στ3 αμάξι καθόταν 6 Σίμων Λεγκρή. Είχαν διανύσει πολλά μίλια προς τό νότο με τό ποταμό πλοιο καί τώρα έκαναν τό τελευταίο μέρος του τα ξιδιού τους, για νά φτάσουν στο κτήμα του. —Έ! Σείς!, γύρισε καί φώναξε ξύνόντας την αρ κετά πεταχτής κοιλιά του. "Αντε, παιδιά! Πέστε κα νένα τραγουδάκι! Θά κοιμηθούμε έτσι. Οι άμοιροι έκεΐνοι άλληλοκυττάχτηκαν. Ποιος έχει διάθεσι νά τραγουδήση; Κι^όμως ό Λεγκρή τούς είχε έξηγηθή από την αρ χή του ταξιδιού τους, επάνω στο ποταμόπλοιο, πώς δεν ήθελε άντίρρησι σ5 δ,τι έλεγε καί πώς τά χέρια του είχαν γ^ινει έτσι σκληρά, σάν τό ατσάλι, από τό ξύλο πού είχε δώσει στούς νέγρους, σ’ όλη του τη ζωή! ^ ... "Αρχισαν λοιπόν νά ψέλνουν έναν θρησκευτικό ύ μνο, πού μιλούσε γιά τή Νέα Ιερουσαλήμ. Ό Λεγκρή ξύνισε τά μούτρα του, αλλά δεν είπε τίποτα.1 Ασχολήθηκε μέ τή μικρή Έμελίνα πού την είχε μαζί του καί πού μάταια ή κακομοίρα προσπα θούσε νά κρύψη^τόν φόδο καί την απέχθειά της, γιά τον τρομερό έκεΐνον άνθρωπο. "Εφτασαν καμμιά φορά στά σύνορα τής φυτείας του. Μόλις ακούστηκε ό θόρυβος από τις ρόδες τού άμαξιού, τέΟσερο^ άγριόσκυλοο χύμηίξαν προς τό μέρος τους καί μερικοί άθλιοι στην έμφάνισι υπηρέτες πού βγήκαν από τό σπίτι, μέ πολύ κόπο καταφεραν να τά συγκρατήσουν, γιά νά μην ξεσχίσουν τον Θωμά καί τούς άλλους νεοφερμένους. — Είδατε; φώναξε περήφανα ό Λεγκρή, χαϊδεύ οντας τά σκυλιά του. Καταλαβαίνετε τί έχετε νά πάθετε, άν σκεφθήτε νά την κοπανήσετε καμμιά φο ρά! Τούτοι εδώ είναι γιά νά προσέχουνελ τούς νέ γρους μου — γι5 αυτή τή δουλειά! Μπορούν νά χά ψουν χωρίς χασομέρι έναν από σάς καί τούς γουστά ρει τό κρέας των μαύρων, περισσότερο απ' τό φα γητό πού τούς ρίχνουμε! "Ε, Σάμπο — πώς τά πάμε;
133
“Φίνα, μαύρος.
Αφέντη!,
άττοκρί&ηκε
Ινας
κουρελής
*—4<ι* έαύ1, Κίμπο; — Πολύ1 φίνοι, αφέντη! Αυτοί ήτοι αΐ δυο έμπιστοι του Λεγκρή. Τους έδωσε τή δύστυχη σκλάβα πού είχε αγόρασε:, λέγοντας πώς τούς την είχε ύποσχεθή καί, παίρνον τας μαζί του τήν Έμελίνα, μπήκε στο σπίτι. Τον Θωμά καί τούς άλλους τούς ώβήγησαν σε κάτι καλύβες, χειρότερες κι5 απ’ τις πιο απαίσιες τρώγλες, δπου ήταν γεμάτες παλιόξμλα καί κουρέλια, δίχως κανένα έπιπλο, παρά μονάχα ένα άχυρένιο στρώμα, καταξεσχ ισμένο, κατάχαμα. ^Εβαζαν άπό δυο μαύρους σέ κάθε τέτοια καλυβούλα.
Είχε σχεδόν βραδιάσει δταν γύρισε στις ^ καλύβες τό κοπάδι τών σκλάβων πού δούλευε στο κτήμα. Μάταια ό Θωμάς έψαξε νά βρή μια υποφερτή φυ σιογνωμία άνάμεσα σ’ όλους αυτούς, κάποιον πού θά μπορούσε νά συνδεθή μαζί1 του καί νά πή μερικά λό για, άνακουφίζοντας τήν ψυχή του. Είδε μόνο κουρασμένα, βαρειά κι5 αποκτηνωμένα πρόσωπα άντρών καί απελπισμένες γυναίκες ή γυ ναίκες πού δεν είχαν απολύτως τίποτα γυναικείο ε πάνω τους. Επειδή τά μεταχειριζόταν^σάν κτήνη δλ’ αυτά τά πλάσματα ό αφέντης τους, είχαν σιγά - σιγά ξεπέσει, περισσότερο — άν μπορής νά πής — απ’ δσο μπορεί νά ξεπέση καί νά έξαθλιωθή ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ή μόνη τους τροφή ήταν τό λιγοστό στάρι πού τούς μοίραζε ό Λεγκρή — ανάλογα μέ τό ποσοστό τής εργασίας τους — καί πού μ’ αυτό έφτιαχναν τό πικρό ψωμί τους. Ό κρότος απ’ τούς μύλους πού τό άλεθαν, άκουγόταν ώς αργά τή νύχτα κι’ αυτό επειδή οι μύλοι ή ταν λιγοστοί καί οι εργάτες πολλοί. ’Έτσι οι πιο δυνατοί απ’ αυτούς τούς έπιαναν πρώτοι καί οι πιο Αδύνατοι καί κακομοιριασμένοι, μόνο πολύ αργά τή νύχτα κατάφερναν νά πάρουν σειρά καί νά τελειώ σουν.
134
, - -· ΐ»*··;»! - ·'~ «5^
Ό Κίιμπο ττέταξε μία παλιοσακκούλα γεμάτη στά ρι, στα πόδια του Θωμά. — Πάρ3 τη κι* έχε τό· νοϋ σου, του φώναξε. Λεν πρόκειται νά πάρης άλλο δλη την υπόλοιπη βδομάδα! Ό Θωμάς πού περίμενε άπ3 τούς τελευταίους νά ττάρη σειρά στους χειρόιμυλους, μ5 δλη τη φοβερή του κούρασι, λυπήθηκε δυο δυστυχισμένες γυναίκες, ττού δέν εΐχαν δόνα μι οί καημένες, ούτε νά σηκωθούν δστ* τη ’θέσι τους καί άλεσε και τό δικό τους στάρι κι* υστέρα τούς άναψε φωτιά. Αυτό ήταν κάτι δλότελα καινού ο γιο γιά κείνους τούς ανθρώπους. Μ:ά ττοάξι φιλανθρωπίας ττού δσο κι* άν ήταν μικρή τούς ξάφνιασε κι* έκανε νά ξυπνήση στίς καρδιές τους ένα αίσθημα ττού κοιμόταν έκεΐ μέσα άττό πάρα πολύν καιρό. Στά σκληρά πρόσω πα έκείνων των γυναικών, έλαμψε μιά ξεχασμένη έκφρασι τρυφερότητος κι1 ευγνωμοσύνης. Ό θωιμάς κάθησε κάτω κι* έβγαλε τη Βίβλο του. — Τι εΐν3 αυτό; ρώτησε μιά γυναίκα. —Ή ΒίΙβλος! — θεέ και Κύριε! Δεν την είχα ξαναδή, άπ3 τον καιρό πού μέ πήραν άπ3 τό Κεντάκυ! — Στο Κεντάκυ γεννήθηκες; ρώτησε ό Θωμάς. — Ναέ. Κι3 ούτε μπορούσα ποτέ νά φανταστώ, πώς θά καταντούσα! — Τί είδους βιβλίο εΐν3 αύτό'; ρώτησε ξάφνου ή άλλη γυναίκα. — Δεν άκ ουσες; Ή Β ίιβλος! —Έ, καλά : Τ3 εΐν3 ή Βίβλος; — Γιά σκέα>ου! Πρώτη φορά ακούει γιά τη Βί βλο!, είπε ή άλλη, Ή κυοία μου μου διάβαζε συχνά άπ3 αυτήν στο Κεντάκυ. Τώρα τελευταία όμως άλλο από βοίσιες και προσβολές, δεν άκούμε... — Γιά διάβασε τίποτα, είπε ή πρώτη γεμάτη πε ριέργεια. —«Ελάτε όλοι πρός Εμένα», είπε ό θωμάς, «οι κουρασμένοι καί οί βασανισμένοι κι* 3Εγώ θά σάς αναπαύσω». — Ποιος είπε αυτά τά λόγια; ρώτησε ή γυναίκα. —Ό Κύριος, απάντησε ό Θωμάς. ---- θάτρεχα αμέσως σ3 Αυτόν γιά νά ^μέ ξεκούρα ση άν ήξεοα πού είναι ! "Ομως ξέρω μονάχα πως δεν θά βρω 'ξεκούρασι ποτέ σ3 δλη μου τη ^ ζωή... Τό κρέας μου έχει· νερουλιάσει και δέν μπορώ νά μαζέ
135
ψω γρήγορα τό μπαμπάκι πιά. Ό Σάμπο μέ φοβε ρίζει διαρκώς μέ τον βούρδουλα... Γιά νά καταφέρω ν’ άλέσω τό σιτάρι μου, χτυπάει κάθε φορά μεσά νυχτα... Δέν προλαβαίνω νά ξαπλώσω καλά - καλά στο στρώμα μου κι9 άκούγσντας τή σφυρίχτρα γιά τό ξύπνημα, πετάγομαι πάλι όρθια γιά τή δουλειά... "Αχ, νάξερα που είναι ό Κύοιος! — ΕΤν’ εδώ μέσα. Παντού μπορείς νά Τον βρής!, είπε ό Θωμάς. •—Τ’ εΐν9 αυτά πού λες; Κάνεις δέν βρίσκετ9 εδώ! Πάω νά ξαπλώσω, μήποος και προλάβω νά κοιμηθώ λιγάκι. Κίνησαν γιά τό καλύβι τους κι* ό Θωμάς κάθησε ολομόναχος πλάϊ στη φωτιά, πού έρριχνε τις κοκκι νωπές ανταύγειες της στο πρόσωπό του. Ή καινούργια ζωή άρχισε γι’ αυτόν από τήν άλλη μέρα. "Οπως ήταν πάντοτε τίίμιος, πιστός κι5 εργατικός και άξιος σ’ ό,τιδήποτε καταπιανόταν, γρήγορα ξε χώρισε άπ’ τούς άλλους κι* ό ίδιος ό Λεγκρή ακόμα, τον κατέταξε στήν πρώτη κατηγορία των εργατών του. Μ9 όλ9 αυτά αισθανόταν μιά περίεργη αντιπάθεια γι’ αυτόν, δίχως νά του έχη δώσε: τήν παραμικρότε ρη αφορμή. *Ηταν ή φυσική αντιπάθεια του κακού προς τό καλό. Ό Θιωμάς έκανε πάντα δ,τι μπορούσε γιά νά απα λύνει τή δυστυχία τών άιμοιρων συντρόφων του κι9 ό κύριός του τόβλεπε μέ πολύ κακό μάτι αυτό, γιατί τον εΤ'χε αγοράσει μέ τή μυστική πρόθεσι νά τον βάλη νά προσεχή τούς άλλους μιά μέρα. Κατά τή γνώμη του όμως, εκείνο πού χρειαζόταν γιά μιά τέτοια δουλειά, ήταν ή σκληρότητα. Πίστεψε λοιπόν πώς αυτός ό ίδιος θά κατάφερνε νά τον κάνη
σκληρό. Λίγες εβδομάδες λοιπόν μετά τον ερχομό τού Θω μά, αποφάσισε ν’ άρχίση τις σχετικές προσπάθειες. "Ενα πρωί ό καλοκάγαθος νέγρος είδε νά περπα τάς πλάϊ του, τήν ώρα πού πήγαιναν γιά ^τούς α γρούς, μιά άγνωστη γυναίκα, σαράντα χρόνων πάνω - κάτω. ^Ητσν ακόμα πολύ όμορφη καί φαινόταν πώς στά νειάτα της θάταν πολύ περισσότερο, γιατί τώρα τό
136
πρόσωπό της ήταν βαθειά χαραγμένο άττ9 τόν ττό■νο. Ωστόσο τό βλέμμα της ήταν περήφανο. Ό Θωμάς την έβλεπε, για πρώτη φορά και την παρατηρούσε παραξενεμένος πού βάδιζε πλάϊ του, μέσα στο θαμπόφωτο τής αύγής. Οι άλλοι όμως ασφαλώς τή γνώριζαν., — Νά τη! Ήρθε επιτέλους!, εΐπε κάποιος. — Χά, χά!, πρόσθεσε άλλος. Τώρα θά δή τί έστΐ δουλειά! — Γιά νά δούμε άν θά φάη καμμιά ώς τό βράδυ ή θά μείνουν όλες για μάς! — Γί δέ θάδινα γιά νά δώ νά την ξυλοκοπάνε! Ή γυναίκα άκουγε, αλλά δεν φαινόταν νά δίνη την παραμικρής σημασία σ' άλ^αύτά. Περπατούσε πάντο τε με τό ίδιο περήφανο βήμα καί την ίδια περιφρο νητική ματια. Ό Θωμάς είχε ζήσει πάντα μέσα σε μορφωμένους •καί πολιτισμένους ανθρώπους κι3 αμέσως ξεχώρισε πώς κι3 εκείνη ανήκε στην ίδια τάξι. Πώς δμως είχε ξεπέσει εκεί πέρα; Δεν μπορούσε νά τό χωρέση τό κεφάλι του. Μ3 όλο πού βάδιζε πλάϊ του σ3 όλον τον δρόμο, ούτε τόν κύτταξε ούτε τού μίλησε καθόλου. Ό νέγρος έπεσε μέ τά μούτρα στη δουλειά. Ή γυναίκα δούλευε αρκετά μακρυά απ’ αυτόν καί γι3 αυτό εκείνος σταματούσε πότε - πότε καί σήκω νε τό κεφάλι γιά νά την κυττάξη. Είδε κι* άπ3 αυτή την απόσταση πώς ήταν γρή γορη κι3 ευκίνητη στή δουλειά. Ό Θωμάς δούλευε όλη, τή μέρα πλά'ήστή μαύρη πού ό Λεγκρή είχε αγοράσει μαζί του. 5 Ηταν πολύ αδύνατη κι3 ανήμπορη. "Ολη ώρα τρέκλιζε καί κινδύ νευε νά σωριαστή κάτω κι3 ό νέγρος τήν ακούσε πολ λές φορές πού ζητούσε από τόν Θεό νά τής δίνη κου ράγιο. Κάθε τόσο έπαιρνε φούχτες μπαμπάκι καί τής πετούσε μέ τρόπο στο δικό της καλάθι αντί γιά τό δικό του. — Μή ! Μή!, τουπέ ή γυναίκα κυττάζοντάς τον μέ γουρλωμένα μάτια. Θά σέ μαστιγώσουν άν σέ 5ούν! Καί πράγματι τούς είχε δή ό Σάμπο. Ήρθε κοντά κι3 έδωσε μιά τρομερή κλωτσιά στή γυναίκα καί μιά μέ τόν βούρδουλα στο πρόσωπο τού Θωμά. Αυτός δεν εΐπε τίποτα κι3 εξακολουθούσε νά δου-
137
λεύη, σκυμμένος στις μπαμπακιές. *0μως ή γυναίκα λιποθύμισε. , Ό Σάμπο τής τρύπησε το μπράτσο μέ μια βε λόνα κι' ή δόλια αναστέναξε κι* άνοιξε τά μάτια. λ—Δούλευε, φουκαριάρα μου, γιατί χάθηκες!, τής φώναξε. 'Άν σέ ξαναδώ να τεμπελιάζης, Θά σέ κάνω έτσι πού Θά παρακαλάς νά σέ σκοτώσω! — Μακάρι!, ψιθύρισε ή δύστυχη: κι* ό Θωιμάς την ακούσε. Μόλις λοιπόν άττομακρύνθηκε ό Σάμπο, αδειασε ο λόκληρο τό κοφίνι του στο δικό1 της αυτή τή φορά. —^Τρελλάθηκες; φώναξε εκείνη μέ τρόμο. Δεν φαντάζεσαι ^τί μπορεί νά σου κάνουν ! ^ — Μπορώ να άντέξω πιο πολύ από σένα, σ’ δ,τ νάναι, τής απάντησε. Κι' αμέσως ξαναγύρισε στη θέσι του. Ξαφνικά γ\ ξένη γυναίκα πού δούλευε πιο κεΐ, σή κωσε τά .μάτια της και παρατήρησε επίμονα τον Θω μά, μεμιά αλλόκοτη! έκφρασι. Μετά πήρε αρκετά μπαμπάκια από τό κοφίνι- της καί τά έρριξε στο δι κό του. — Δέν ξέρεις τίποτα ακόμα, γι' αυτό έκανες δ,τ: έκανες, τούπε. "Οταν 6ά κλείσης ένα μήνα έδω πέ ρα, δέν θά βοηθάς κανέναν πιά! ^—Ό Κύριος δέν θά μ' εγκατάλειψη1, κυρία!, α πάντησε μ' έναν αθέλητο σεβασμό. —Ό Κύριος δέν πάτησε ποτέ σ' αυτόν τον τόπο, απάντησε κι' ή γυναίκα μέ πίκρα, ενώ στά χείλια της χαράχτηκε πάλι τό συνηθισμένο περιφρονητικό χα μόγελό της. ^ Ό Σάμπο ωστόσο είχε δή άπό πέρα τή χειρονο μία της.Λ -—ιΙ ίώς!, ούρλιαξε τρέχοντος κοντά της. "Ωστε μου κάνεις καί τέτοια, έ; "Α! Νά τό ξέρης πώς αυτή τή στιγμή είσαι στο έλεος μου! Πρόσεξε μήν τά βάζης μαζί μου! —^Αγγιξε με άν τολμάς, σκύλε!, φώναξ’ εκείνη σταυρώνοντας τά χέρια στή μέση καί τά μάτια της πετούσαν φωτιές. 'άχω αρκετή δύναμι ακόμα γιά να σέ ρίξω νά σέ φάνε τά σκυλιά ή νά σέ κάψω ζωντα νό! Άρκεΐ μια λέξι μου! — Τί διάβολο γυρεύεις εδώ πέρα τότε; μουρμού ρισε αληθινά τρομαγμένος ό Σάμπο κι' υποχώρησε
138
μερικά βήματα. Δέ βέλα) νά σού κάνα) κακό, μις 'Κάσυ! — Φύγε άττό μίτρας μου λοιπόν! Ό κτηνάνρωπος έφυγε τρέχοντας και βρέθηκε στην άλλη άκρη τού κτήματος. Ή γυναίκα άρχισε νά δουλεύη μέ την Τβια γρηγο ράδα, σάν νά μην είχε συμβή τίποτα. ^ΓΊρίν τελείωση ή μέσα, το κοφίνι της ήταν πάλι γεμάτο ώς απάνω. "Οταν ή συνοδεία γύρισε στον καταυλισμό, εΐχε νυχτώσει. Ό Λεγκρή ήταν εκεί πέρα και κουβέντιαζε μέ τούς δυο επιστάτες του : — Αυτός ό Θωμάς θά ^μάς άνακατέψη ^άσχημα... "Ολη ώρα έορίχνε μπαμπάκι στό> κοφίνι τής Αούση. Σέ λίγο θ* άρχιζαν όλοι· οί νέγροι νά κάνουν τό Τδιο, άν βέν κάνη τίποτα ό αφέντης. — Νά μην κάνω τίποτα; Τί λες τό παλιόσκυλο! θά τού δώσω τό μάθημα που τού αξίζει! Οί δυο νέγροι έκαμαν μιά γκρίμάτσα γεμάτηι θρί αμβο καί σαδισμό·, σάν άκουσαν αυτά τά λόγια. — Πρέπει^ νά τιμωρηθή καί ή Αούση!, φώναξε μέ πείσμα ό Σάμπο. Δεν άξίζει δεκάρα! —Πρόσεξε!, τού σφύριξε ό Λεγκρή.^ θά αρχίσω νά συλλογιέμαι γιά ποιό λόγο ταχείς μαζί της! ΚΕΦΑΛΑ IΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ Λ ΝΑΣ - ΕΝΑΣ έρχονταν μισοπεθαμένα! αττ’ την κουρασι οί δύστυχοι σκλάβοι καί παράδιναν τά κοφίνια τους γιά^ζύγισμα.^ Ό Λεγκρή βαστούσε σημειώσεις : Τό κοφίνι τού θωμά ζυγίστηκε δίχως νά του γίνη καμμιά παρατήρησι. "Υστερα πλησίασε ή Αούση τρεκλίζοντας. Έγινε τό ζύγισμα καί βρέθηκε τό κανονικό βάρος καί κάτι πιό! πολύ. Ό Λεγκρή τό εΐίδε πολύ καλά, άλλα άρχισε νά φωνάζη: θυμωμένος πώς ήταν λιγώτερο. — Μωρή, παλιοτεμπέλα! Πάλι λειψό τβφερες τό καλάθι σου; "Λ, δεν ύποφέρεσαι πιά! θά σέ κάνω γώ νά βάλης γνώσι τώρα δά! Ή άμοιρη έβγαλ’ έναν αναστεναγμό φοβερής άπελπιρίας κι* έπεσε βαρεία σ’ έναν πάγκο.
139
Τότε πλησίασε ή Κάσυ κι* έδωσε τό καλάθι της μέ μια κίνησι γεμάτη περιφρόνηση Ό Αεγκρή την πα ρατήρησε απορημένος. Αυτή του είπε απότομα^ κάτι στα γαλλικά, πού κανείς δεν τό κατάλαβε, μόνο ό άψέντης, πού έγινε κατακάκκινος από οργή και ύψω σε τό χέρι σαν νάθελε νά τή χτυπήση, άλλα ύστερα δίστασε και τό ξανακατέβασε. Τότε ή Κάσυ έφυγε βγαίνοντας έξω κι* ό Αεγκρή μουγγοισε άγρια : — Για έλα δω, θωμά! Πρέπει νά ξέρης πως δεν σ’ αγόρασα νά κάνης τήν ίδια δουλειά μεστούς άλ λους. Θέλω νά σέ κάνω ανώτερο. Νά σέ κάνω φύλα κα. Μπορείς μάλιστα ν’ άοχίσης κι* από άπόψε^ με ρικές δουλειές τέτοιου είδους : Μαστίγωσε λόγου γάρι καλά - καλά, αυτή τή βρωμοαοαπίνα. "Εχεις 5ή πολλές φορές νά πέφτη< ξύλο κι* έτσι πρέπει νά ξέρης πώς τό δίνουν. — Ζητώ συγγνώμη από τον κύριο, είπε ό· Θωμάς ταπεινά. Ελπίζω νά μήν έπιμείνη νά κάνω εγώ αυτή τή δουλειά. Ποτέ δεν τδχω κάνει καί νομίζω πώς δεν μπορώ νά τό κάνω. — Νά σου πώ κάτι : Πιστεύω πώς δέν τό ξανάκανες, όμως εδώ πέρα θά μάθης νά κάνης μόνο πρά ματα πού δέν έχεις ξανακ-άνη άλλη φορά! Μ* ακους; Κι* αρπάζοντας ένα χοντρό πέτσινο καμτσίκι, άρ χισε νά τον χτυπάη μέ λύσσα στο πρόσωπο. — Λοιπόν; έσκουξε σταματώντας ν* άνασάνη. Θά ξαναπής πώς δέν μπορείς νά κάνης αυτό πού σου λέω; — Μάλιστα, κύριε!, απάντησε ατάραχος ο Θω μάς, σκουπίζοντας μέ τό χέρι τό αίμα ^πού έτρεχε από το πρόσωπό του. Μπορώ νά δουλεύω γιά σάς μέσα - νύχτα, νά δουλεύω πιο πολύ άπ^όλουςηώς την τελευταία πνοή μου! "Ομως δέν μπορώ νά κάνω κά τι, πού αισθάνομαι πώς δέν είναι σωστό. Μάλιστα, αφέντη. Ποτέ δέν θά τό κάνω αυτό! Ποτέ! Ό Θωμάς είχε μά απίστευτα ήρεμη καί γλυκεία φωνή, πού τον έδειχνε πράο καί γΓ αυτό ό Αεγκρή είχε πιστέψει πέος θά μπορούσε πολύ εύκολα νά τον δαμάση. Μέ τά λόγια πού είπε όμως, όλοι δσοι βρί σκονταν εκεί μέσα τάχασαν κι* άπόμειναν άλσλιασμένοι νά τον κυττάζουν μέ γουρλωμένα μάτια. Ό Αεγκρή φαινόταν νά τάχη χαμένα. Στο τέλος όμως ξέσπασε.
— Πώς; Τ* είπες, μωρέ ^ άθλιε; Είπες σ’ έμενα, νοιώθεις δτι δέν είναι σοχττό αυτό πού σέ πρόσταζα νά κάνης; Και ποιος σου είπε πώς όποιοδήποτε από σάς τά κτήνη έχει δικαίωμα νά κρίνη τις αποφάσεις μου; Μη θαρρείς πώς είσαι κανένας αριστοκράτης, κύριε Θωμά; "Ωστε είναι άδικο καί λάθος νά φάη ξύ λο ή άραπίνα, έτσι; — Μάλιστα, αφέντη, έτσι νομίζω!, απάντησε εκεί νος ήσυχα. Είναι άρρωστη κι* αδύνατη- ή κακομοίρα. Θά ήταν πολύ σκληρό νά τιμοορηθη πού δεν απορεί νά δούλεψη δσο ποέπει, σέ τέτοια κατάστασι. Γι* αυ τό ούτε μποοώ νά σκεφθώ νά τη δείρω. "Αφέντη, αν σκέπτεσαι σύ νά μέ σκοτώσης, σκότωσέ υε. Κανείς δυως ποτέ, στον κόσμο, δεν θά μέ άναγκάση νά ση κώσω τό χέρι υου και νά χτυπήσω έναν άνθρωπο. "Όχι... Ποτέ! Προτιμώ νά μέ κάνης χίλια κομμάτια! Μίλησε μέ ήρεμη φωνή αλλά μέ τόση άποφασιστικότητα, πού δεν άφηνε την παραμικρή Αμφιβολία γι’ αυτό πού έλεγε. Ό Λεγκρής άφριζε. Τά γένεια του έτρεμαν μαζί μέ τό σαγόνι του. Ωστόσο δέν ξέσπασε σμέσοος, παρά είπε είρωνικά : ι —"Έχουμε λοιπόν νά κάνουμε μ" ένα ευσεβέστα το σκυλί! Σκέψου πώς ανάμεσα σ’ εμάς τούς αμαρ τωλούς, ζή κι* ένας τζέντλεμαν — ένας άγιος μάλ λον! Που πήγα και τον πέτυχα, φίλε μου! Προσωπικότης σπάνια! Για πές μου, έσύ πού κάνεις τον θεο φοβούμενο : Γιατι δέν έοαρμόζεις αυτό πού γοσφει η Βίβλος σου : «Οί υπηρέτες νά ύπακούουν τούς κυρί ους των»; ’Ή μήπως δέν τσδες καμμιά φορά; Δέν εί μαι ό αφέντης σου εγώ: Λεν είσαι «ψυχή τε και σώυατ! δικός μου»; Έ; Μίλα! Παο" δλο τον τρομερό πόνο πού ένοιωθε ό Θωμάς, πσο" αλη την καταπίεση, ή έρώτησι αυτή έκανε ν’ σνεβη στο πρόσωπό του ένα φως θριάμβου. "Ορθωσε τό ανάστημά του κυττάζοντας προς τον ουρανό και είπε : —*Ω, οχι! "Όχι! Δέν είναι δική σου ή ψυχή μου, κύρ ε! Αυτή κάνεις δέν μπορεί νά τήν άγοράση. Μό νο ένας έχει τη δύναμι νά τό κάνη αυτό κι" "Εκείνος τήν έχει από καιρό Αγοράσει! "Όχι! Μην βασανίζε σαι! Τήν ψυχή μου δέν μπορείς νά τήν πληγώσης! ί!"------ —
"
Μονάχα τό σώμα μου ορίζεις κι* αυτό μπορείς νά το κάνης ο,τι σ’ αρέσει! — Δεν μπορώ είπες; έσκουξε έξαλλος ό Λεγκρή. Τώρα θά δης άν μπορώ! Ελάτε! Σάμπο! Κί'μπο! Δώστε του νά καταλάβ-η αυτουνου του σκύλου! Σπά στε του τα πλευρά νά μείνη κανένα μήνα κατάκοιτος! Οι δυο γιγάντιοι νέγροι άρπαξαν τον θωμά μέ άπα ί σ ι α εύχαρίστησ ι. λΉ Λούση ξεφώνισε κατατρομαγμένη, εκείνοι όμως πήραν μαζί τους τον κοπάδικο και βγήκαν έξω.
Κοντά μεσάνυχτα, ό Θωμάς κοιτόταν στο στρώμα του σακατεμένος και γεμάτος αίματα, ολομόναχος σ’ ένα δωμάτιο — άποθήκη του σπιτιού1. Τά κουνούπια κι* ή δίψα του μεγάλωναν τους πό νους του· μαρτυρίου του. — Καλέ θεέ!, ψέλλιζε. Γιά κύτταξε, κάτίο στη γή... Βόηθησέ με νά μη λυγίσω... 'Ακουστηκε κάποιο βήμα. "Ενας άνθρωπος έμπαι νε στο δωμάτιό του καί τό φως από ένα φανάρι του χτύπησε τά μάτια. , — Ποιος είναι; τραύλισε. Στο όνομα τού θεού! Λίγο νερό! ^ Ηταν ή Κάσυ. "Αφησε κάτω τό φανάρι της και άνασηκώνοντας προσεκτικά τό κεφάλι του νέγρου, του έδωσε νά πιή από μιά μπουκάλα. "Επινε - έπινε κι* ήταν μιά φωτιά μέσα του καί δεν ήθελε νά σβύση. — Τόζερα πώς θά σ5 είχαν κάνει!, του είπε. Δεν είναι ποώτηι φορά πού βγαίνω τά μεσάνυχτα, νά πάω νερό σέ σακατεμένους! — Ευχαριστώ, κυρία, είπε άχνά ό θωμάς σάν έπαψε νά πίνη. — Μή μέ λές κυρία! Μά δύστυχη σκλάβα σάν κι* εσένα είμαι... Πιο βασανισμένη κι* από σένα — δσο κι* άν σου φαίνεται περίεργο... Τώρα ξαπλώσου έδώ πάνου νά ξεκουραστής καί νά άνακουφιστής λίγο, πρόσθεσε καί του άπλωσε κάτι βρεγμένα σεντόνια που είχε φέρει. Μέ πολύ κόπο κατάφερε νά ααλέψη ό άμοιρος. "Υστερα ή Κάσυ του είπε :
— Βόυ\ε τό κεφάλι σου τώρα, σ’ αυτό τό μπαμπά κι. Δεν ξέρω τίι άλλο μπορώ νά σού κάνω. Ό Θωμάς την ευχαρίστησε πάλι κι’ εκείνη κάθησε στο πάτωμα μέ τά πόδια σταυρωτά κι5 έπειτα τ5 αγ κάλιασε με τά χέρια της. "Αρχισε ξαφνικά, ξεσπάζοντας, χωρίς κανόναν πρό λογο : —-Λεν βγαίνει τίποτα, νά τό ξερής! Καμμιά αξία δεν έχει αυτό πού πήγες νά κάνης, φίλε μου! Εί σαι γενναίος άνθρωπος κι·' είχες τό δίκιο μέ τό μέρος σου. Είναι όμως μάταια όλα. Λεν αξίζει νά αγωνίζε σαι γιά τό τίποτα. Στού διαβόλου τά χέρια βρίσκε σαι κι' είναι δυνατώτερός σου, γι’ αυτό πρέπει νά υποχώρησης' — Θεέ μου!, ψέλλισε ό Θωμάς ταραγμένος. Πώς γίνεται νά υποχωρήσω; — "Ασε τον Θεό! τουπέ σκληρά ή Κάσυ. Δεν υ πάρχει Θεός! Κι5 άν πούμε πώς υπάρχει κάπου, μιά φορά εμάς μάς έχει ξεχάσει όλότελα. 'Όλα στρέφουν καταπονώ μας. ί ή κι' ουρανός. "Ολα μάς σπρώχνουν στην κάλασι. I ’ιατί προσπαθούμε νά την άποφυγουμε, άφοϋ δεν υπάρχει ελπίδα; Ό Θωράς έκλεισε τά μάτια, τρομαγμένος από τά φοβερά λόγια της. — Λεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτά πού σου λέω εσύ, είπε πάλι εκείνη. Έγώ ο.μως έχω πέντε ολόκληρα χρό νια σ' αυτό τό κτήμα, -Πέντε χρόνια στην εξουσία αυ τού τού κτήνους — ψυχή καί σώμα! Κάτω απ’ τή μπότα του. Καί^τον μισώ σά τον σατανά τον ίδιο. Είναι ερημιά έδώ γύρω και δίπλα οι βάλτοι. Μιλιά ολόκληρα δεν υπάρχει άλλο κτήμα κοντά μας. Δε βρί σκεις πουθενά λευκόν άνθρωπο, νά μαρτυρήση άν σέ δείρουν ώς τον θάνατο, άν σέ κόψουν χίλια κομμάτια, άν σέ κρεμάσουν, άν σέ ρίξουν ατά σκυλιά ή στους βάλτους. Λεν υπάρχει ούτε Θεού νόμος ούτε ανθρώ που. "Οσο γι’ αυτό τό τέρας, δεν θάκανε γιά τίποτα κάτι καλό- στη ζωή του. Θά σηκωνότανε ή τρίχα σου καί θά τρίζανε τά δόντια σου, άν ήθελα νά σου διηγηθώ τίι έχουν δή τά μάτια μου έδώ πέρα καί τί ξέρω γι' αυτό τό μέρος. Λέ χρειάζεται λοιπόν ν3 αντιστέκε σαι καί νά περνάς τόσο φριχτά βασανιστήρια. Μή πως κι5 έγώ δεν ήμουν λεπτή καί καλομαθημένη; «Κα θωσπρέπει;» Κι3 όμως έζησα πέντε χρόνια μ3 αυτό τό τέρας. Τώρα αγόρασε μιά άλλη. Μιά μικρούλα δεκα-
143
'ΓΓέντε χρόνων... 7Ηρθε έδώ μέ τή Βίβλο της ή άμοιρη! Έφερε τη Βίβλο μέσα στην κόλασι! και ξέσπασε σ’ ένα άγριο γέλιο. Ό θωμάς σταύρωσε τά χέρια του μ3 απελπισία. χ— Ιησού Χριστέ μου! Μάς ξέχασες λοιπόν, έμάς τά φτωχά πλάσματά Σου; τραύλισε. Βοήθησε με, Κύριε, χάνομαι! — 'Ή αξίζουν τίποτα αυτά τά σκυλιά που δουλεύ ουν μαζί μας καί πρέπει νά ύποφέρης γιά χάρι τους; ξαναπε ή γυναίκα. "Ολοι τους είναι ταπεινοί κι3 άλληλοτρώγανται σάν άγρια Θηρία. — Κακόμοιροι άνθρωποι!, είπε ό Θωμάς. Π τούς έκανε τόσο κακούς; "Αν υποχωρήσω λοιπόν σ' αυτόν τον άνθρωπο, θά γίνω κι5 εγώ σάν κι3 εκείνους. "Οχι, κυρία! 47Ολα τάχασα: σπίτι, γυναίκα παιδιά κι3 έναν καλόν αφέντη, που θά μέ^ είχε ελευθερώσει άν ζοϋσε μιά εβδομάδα μονάχα ακόμα! Τά πάντα τάχασα σ' αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό γαντζώνομαι απ’ τον ου ρανό — δεν πρέπει νά τον χάσω κι3 αυτόν! —- Πιστεύω, είπε ή Κάσυ, πώς ό Θεός δεν έχει τό δικαίωμα νά μάς λογαριάζη γιά αμαρτίες, πράγματα πού είμαστε ανήμποροι νά τά άποφύγωμε. Θα τά ρίξη επάνω σ3 εκείνους πού μάς σπρώχνουν στο κακό. — Αύτό δεν μπορεί νά μάς προφύλαξη άπ’ τό να γίνωμε κι5 έμεΐς κακοί κι3 αμαρτωλοί, είπε ό Θωμάς. "Αν καταντήσω σάν τον Σάμπο, όολοίμονό μου τότε. Αύτό μέ τρομάζει καί γι3 αυτό πρέπει ν’ αντί σταθώ. Γιά να μη χάσω σιγά - σιγά την ψυχή μου, χωρίς νά τό καταλάβω. Ή γυναίκα τον κύτταξε άγρια, αλλά καί παραξενεμένη. "Υστερα ξαφνικά φώναξε μ3 απελπισία: — ΦΩ, Θεέ μου! Σ3 ευχαριστώ, Είπες την αλή θεια. — Σάς παρακαλώ, κυρία, μουρμούρισε ο Θωμάς. I Ιετάξανε τό σακκάκι, μου εκεί σε μιά γωνιά... Είναι ή Βίβλος μου μέσα. Θά θέλατε νά μου τή δώσετε; Ή Κασυ πήγε καί τού την έφερε. Την παρακάλεσε πάλι νά του βιαβάση καί πάλι εκείνη έκανε όπως τής είπε κι3 όσο τού διάβαζε, δάκρυα έτρεχαν άπό τά μά τια του καί σιγά - σιγά ή φωνή της άρχισε νά κόβε ται, σημάδι πώς έκλαιγε κι3 εκείνη μέ τό μαρτύριο του Κυρίου. ^Υστερα άφησε τό βιβλίο καί τούπε μέ λίγα λό-
144
V
για την ιστορία της. "Αλλοτε, ήταν ττλούσιΟε καί ζουσ' ελεύθερη, γιατί 6 πατέρας της ήταν λευκός τζέντλε μαν. Κάποτε όμως εκείνος πέθανε ξαφνικά κι" επειδή ή μητέρα της ήταν σκλάβα, τή πούλησαν. Την αγόρα σε τότε κάποιος πού την άγάπησε καί τον αγάπησε κι" αυτή. "Εκανε δυό παιδιά μαζί του. "Ολο έλεγε πώς 0 ά την ελευθέρωνε, αλλά ξαφνικά έψτασ' ένας έξάοελφός του, ένας απαίσιος άνθρωπος, πού τον παρεσυρε στά χαρτοπαίγνια καί του γνώρισε καί μιά άλλη γυναίκα. Αποτέλεσμα ήταν νά χρεοοθή τόσο, πού την πούλησε στον έξάδελφό του — εξ άλλου α γαπούσε καί την άλλη τώρα. Αυτός ό παλιάνθρωπος αγόρασε καί τα δυό της παιδιά κύ αψου την άνάγκασε^νά γίνη γυναίκα του, φοβεριζοντάς τη πως θά που λούσε τά παιδιά της, ύστερα από καιρό τά πούλησε στ' .αλήθεια. Εκείνη είχε αγριέψει τόσο πού ρίχτηκε νά τον σκοτώση. Δεν τό πέτυχε, αλλά αυτός τή φοβό ταν πιά καί αποφάσισε νά την πουλήση. Τήν αγόρα σε ένας άλλος τζέντλεμαν, πού ύποσχέθηκε νά ξαναβρή τά παιδιά της νά τ άγοράση. Μαζί του έκανε ένα τρίτο παιδί, πού όμως τόπνιξε μέ λάβδανο μέ τά ίδια της τά χέρια, όταν έγινε δεκαπέντε ημερών, γιά νά μή γνωρίση τήν πικρή κι5 αφόρητη ζωή τής σκλα βιάς. Κατόπιν ό άντρας της πέθανε από χολέρα στη Νέα Όρλεάνη καί τήν αγόρασε ό Λεγκρή. Σ5 αυτόν είχε καταφέρη νά έπιοληδή άπ’ τήν αρχή, γιατί ήταν ένας άξεστος άνθρωπος κύ εκείνη όμορφη πάντα, μορ φωμένη, έξυπνη καί δυναμική. Είχε γίνει όμως τρομε ρά οξύθυμη καί εΐχε αρχίσει νά τή φοβάται καί γύ αυτό αγόρασε την άλλη. "Οταν έπαψε νά μιλαη άρχισε πάλι νά κλαίη μέ σπαρακτικούς λιγμούς. Σέ λίγο συνήλθε κάπως. Άνασηκώθηκε κι5 είπε συγκρατημένα: — Τί άλλο μπορούσα νά σου κάνω, φτωχέ μου φίλε; Θέλεις μήπως κύ άλλο νερό,· Ή φωνή της ήταν ανείπωτα γλυκειά κι’ ευγενική, τόσο πού ν’ άπορης μέ τήν προηγούμενη μανία της καθώς_μιλούσε γιά τον Λεγκρή. — -Νόσο θάθελα νά πηγαίνατε κοντά σ^ Εκείνον πού μπορεί νά σάς 6ώση τό νερό τής Ζωής, κυρία, είπε ό Θωμάς. —"Οταν ήμουν μικρή, του άποκρίθηκε, μ5 άρεσε νά κυττάζω τήν εικόνα Του, στο ιερό. ^Ομως έδώ δεν Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ - ΟΟΜΑ
10
υπάρχει "Εκείνος! "Εδώ υπάρχει μονο αμαρτία και απελπισία ατέλειωτη κι" αβάσταχτη...^ Μη μιλάς άλ λο. Προσπάθησε νά κοιμηθής άν μπορής... Τ·οί> έβαλε πιο κοντά το νερό, ταχτοποίησε λίγο πιο καλά τά σεντόνια του κι" υστέρα έφυγε. Την άλλη μέρα τό πρωί, συνάντησε τον Λεγκρη. Του είπε: —"Ακούσε: Χαλά θά κάνης νά παρατήσης τον Θωμά. — Τί ανακατεύεσαι εσύ; Τι σ’ ενδιαφέρει; — Φυσικά δεν θάπρεπε ν’ άνακατεύωμαι! Φταίω εγώ πού ένδιαφέρομαι γιά τά δολλάριά σου! Θυμά σαι πόσα έδωσες γι" αυτόν; Χίλια διακόσια! Λοι πόν έκανα ό,τι μπορούσα γι" αυτόν! — Τί έκανε λέει; Τί έχωσες την ουρά σου στις δουλειές μου; — Μην ανησυχείς. Σ’ έχω γλυτώσει από πολλές χιλιάδες δολλάριά ως τώρα κι" ούτ" ένα ευχαριστώ δεν άκουσ" από τό στόμα σου! Θάθελες νά χάσης τό ιμπαμπάκι σου ιφ'έτο και τά στοιχήματα σου μαζί, με τό ν" άχρηστεύης τούς καλύτερους εργάτες; Ό Λεγκρη είχε τη φιλοδοξία όλων των καλλιεργη τών, νά 'βγάζη τό περισσότερο μπαμπάκι στην πε ριοχή. Στοιχημάτιζε μάλιστα με διάφορους γνωστούς του πάνω σ" αυτό. Ή Κάσυ λοιπόν είχε αγγίξει τη μοναδική ευαίσθη τη χορδή του. — Χαλά, θά τον παρατήσω, έκανε. Πρέπει νά ζητήση συγγνώμην όμως και νά ύποσχε'θή πώς θά φέρ νεται καλύτερα στο μέλλον. — Αυτό αποκλείεται. — Τί πά νά π ή ««αποκλείεται»; — Δεν θέλεκ
— Μπορώ νά μάθω και τον λόγο, κυρία μου; ρώτησε ό Λεγκρη ειρωνικά. ^ — Ξέρει πώς ο,τι έκανε ήταν σωστό — γι" αυτό. — Βρε τίι ιμέ νοιάζει μένα, τί τσαμπουνάει αυτός; Θά κάνη τό κέφι .μου, διαφορετικά... — Διαφορετικά Ιθά χάσης τό στσίιχημα γιά τά μπαμπάκ ια! — Μά θά ύποχωρήση! Τό ξέρω καλά! Δεν μπο ρεί! Δεν ξέρω γώ τούς νέγρους τώρα; Σύ θά μοϋ μάθης τι κουμάσια είναι; Θά συρ'θή στα πόδια υου σάν τό σκυλί!
146
— Δέν πρόκειται, Σίμων! Δεν τον ξέρεις και ποτέ δεν γνώρισες άλλον τέτοιο μαύρο... — Πολύ καλά... θά τό δούμε! Κι* ό Λεγκρη βγήκε θυμωμένος καί πήγε κατ’ ευ θείαν στο δωμάτιο πού είχαν τον Θωμά. Τούδωσε μιά κλωτσιά δπως ήταν ξαπλωμένος κι* είπε κοροϊδευτικά: — Λοιπόν, ψίλε; Πώς τά πηγαίνεις; Μιά χαρά, ε; Σ5 άρεσε; Για λέγε! Δε φαντάζομαι νάχης ακόμα τη χτεσ ινοβραδυνή ξεροκεφαλ ιά! Ό Θωμάς δεν εΐπε λ έξι. — Σηκού πάνων ζώον!, διέταξε ό Λεγκρη καί τον ξανακλώτσησε. Δεν ήταν καθόλου εύκολο νά γίνη αυτό κι* ό δύ στυχος νέγρος έβαλε όλες του τις δυνάμεις καί κατσνικώντας τούς πόνους σηκώθηκε καί στάθηκε στα πό δια του. Ό Λεγκρη τον παρατή,οησε μέ γουρλω·μένα μάτια. — Βρε τό διάβολο! Σηκώθηκε!, είπε. Τί δαίμο να! Νηστικοί ήταν* έχτές έκεΐν’ οι δυο βλάκες; "Έλα! Ηονάτισε τώρα καί νά ζήτησης άμέσως συγγνώμη γι* αυτά πού είπες ’κι* έκανες έχτές. Ό θωμάς Βέν κουνήθηκε. -—Γονάτισε, σκύλε! — καί τον μαστίγωσε στο πρόσωπο. — Δεν μπορώ νά τό κάνω αυτό, άφέντη, είπε ό Θωμάς. *Ό,τι έγινε κι* δ,τι είπα, έπρεπε νά γίνουν. "Οταν μάλιστα ξαναβρεθώ οπήν ίδια θέσι, θά τό ξα νακάνω. Ποτέ μου δεν πρόκειται νά κάνω αγριότητες. — Μπά: Τί μου λές; Δεν φαντάζεσαι ου ως τί μπο ρώ νά σου κάνω! Νομίζεις πώς είναι τίποτα αυτό πού έπαθες; Πώς θά σου Φαινόταν νά σ’ έψηνα σέ σιγανή Φωτιά — τίί λές; *Έ, θωμά; — 'Κύριε, τό ξέρω πώς υπορεΐτε νά κάνετε φοβερά πράγματα, αλλά απλώς θά καταστρέφετε τό σώυσ υου. Τίποτα πιο πολύ δεν μπορείτε νά κάνετε. Κι* ύστερα άπ* αυτό θά έρθη ή αιωνιότητα! ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΛΕίΠΚΡΗ διέταξε νά πάη ό Θωμάς στά χωράφια, πολύ πριν κλείσουν οϊ πληγές του κι* από τότε ή κάθε καινούργια ρέρσ πού ξημέρωνε, έφερνε
147
για τον φτωχό σκλάβο τπό πολλές ταπεινώσεις καί κόπους καί δυστυχίες, που έκαναν ακόμα πιο βαρείες τις εις βάρους του αδικίες, που ^σοφιζόταν συνεχώς τό μυαλό του απαίσιου αφεντικού του. Μια νύχτα καθόταν βυθισμένος στη χειρότερη α πελπισία καί, στις φλόγες της φωτιάς πού έβραζε τον χυλό του, προσπάθησε νά διαβάση μερικές φρά σεις από τη Βίβλο του. ^Ηταν δμως πολύ κουρα σμένος. Τά πάντα στριφογύριζαν γύρω του. Οι λέ ξεις χοροπηδούσαν μπρος στα μάτια του χωρίς κα νένα νόημα. Τό μυαλό του ήταν πολύ σκοτισμένο. "Έβαλε απογοητευμένος τό βιβλίο στην τσέπη του και τότε ακούσε ένα στριγγό και σαρκαστικό γέλιο. "Αντίκρυ του στεκόταν ό αφέντης του. ό Λεγκοή. — Δεν κατάφερε τίποτα σήμερα η βοησκεία σου, κατά πώς βλέπω, γέρο μου!, τουπέ έκεΐνος κοροϊ δευτικά.^ Τδξερα πώς μια μέρα θά τό χώνευε αυτό, τό χοντροκέφαλο σου. Ό θωμάς σώπασε, σκύβοντας τό κεφάλι. ^ — Φέρθηκες ηλίθια, τουπέ ό Αεγκρη. 'Όταν σέ α γόρασα εΐχα για σένα τις καλύτεοες διαθέσεις. Λο γά οι αζα νά σέ βάλω παραπάνω κι* απ’ τούς δυο επι στάτες μου.^θασουν ό πρώτος εδώ μέσα υστερ* από μένα" αντί να κάθεσαι νά βασανίζεσαι. Πότε - πότε θά μπορούσες νά κοπανάς και κανένα ουΐσκυ, παοέα υέ τον άοέντη σου! Έλα, Θωμά... Δεν είναι πιο καλά νά βάλης μυαλό πιά; Ρίξε αυτό τό κουρελιάρικο βι βλίο στη φωτιά κι" έλα μαζί μου! — θεέ μου, βοήθα!, μουρμούρισε ανατριχιάζοντας ό Θωμάς. ^ —Ό Θεός δεν έκανε τον κόπο καθόλου νά σέ βοηθήση, όπως βλέπεις, τουπέ ό Αεγκρη. "Αν ήθελε, δεν θά σ* άφηνε^νά πέσης στα χέρια μου! Ή θρησκεία σου εΐναι μιά απάτη, κατάλαβε το. Είναι φτιαγμένη Υ'ά νά παρσσέρνη στον όλεθρο τούς ηλίθιους! Τό μόνο πού σου μένει ^ είναι νσρθης μέ τό μέρος μου. Θά 6ής; πόσα μπορώ νά κάνω για σένα. — Δέν πρόκειται ν’ αλλάξω, άφέντη, άποκρίθηκε σιγά ό Θωμάς. "Ακόμα κι* άν δεν μέ βοηθήση ό Κύ ριος, δεν θ'" αλλάξω! Θέλω νάμαι κοντά Του καί νά πιστεύω σ* Αυτόν ώς την τελευταία .μου στιγμή! -— Μ άλλ α λόγια επιμένεις νά μείνης ένα ζώον!, τούπε^μέ θυμό ό Αεγκρη και φτύνοντας τον στά μού τρα τον κλώτσησε μέ δύναμι. Κάνε τό κέφι σου! Κι* !4|
έγώ σου λέω πώς δεν θά σ* άφήσω σέ χλωρό κλαρί καί πώς στο τέλος θά υποκυψης, θέλοντας και μή! Αυτά είπε κι* Εφυγε μανιασμένος. Κι* όμως, χωρίς νά το ξέρη, είχε φέρει κάτι στον δύστυχο σκλάβο του μέ τον ερχομό του, κάτι πού, πριν έρ'θη, εκείνος κινδύνευε νά το χάση: Την πίστι του! "Έπεσε στά γόνατα πλάϊ στη φωτιά, σάν νά τον εΐχε χτυπήσει σφαίρα. Κι* άξαφνα τού φάνηκε πώς όλα χάθηκαν από γύ ρω του και παρουσιάστηκε ένα κεφάλι Κάποιου, μέ στεφάνι από αγκάθια, πληγωμένο και βουτηγμένο στά αίματα. Ό Θωμάς κύτταξε μέ τρόμο, αλλά κι’ ένα ρΐγοο θαυμασμού μαζί, την απέραντη υπομονή πού χαραζόταν στη φυσιογνωμία Εκείνου τού προσώπου. ίΛΑπλωσε θαμπωμένος τά χέρια προς τό μέρος του καί τότε τό δραμα άλλαξε καί τ5 αγκάθια μάκρυνανμάκρυναν, ώσπου έγιναν όλόχουσες ακτίνες δόξας, μέ σα σ’ ένα φως εξαίσιο κι* άκουσε μια ζέστη Φωνή, νά ψιθυοίζη, μες στο μυαλό του: «Αυτός πού θά νικήση, θά καθήση δίπλα μου, στον θρόνο μου. γιατί κι* εγώ ό ίδιος νίκησα καί κάθησα μέ τον Πατέρα μου, στον θρόνο Του...» Τό ίδιο βράδυ μέσα στο φτωχοκάλυβο τού Θωμά ηοθε ή Κάσυ καί τό πρόσωπό της ήταν άλλοκώτικο. Μ:ά λάμψι φοβερή στις κόρες των ματιών της. ΕΤπε μέ χαμηλή φωνή στον σκλάβο, πώς είχε ρί ξει ναρκωτικό στο πιοτό τού κυρίου της, πού τώρα κο'υ.όταν βαθειά. Τούχε φέρει κι5 ένα τσεκούρι καί τού είχε ετοιμάσει τον δρόμο για νά φτάση ώς εκεί νον. θά χτυπούσε μόνη της, άλλα φοβόταν πώς δεν είχε δση δύναμι χρειαζόταν. Ό Θωμάς τρόμαξε. —"Όχι, μις Κάσυ!, φώναξε. Γιά τίποτα στον κό σμο δεν θά τό κάνω αυτό. Ποτέ από τό κακό δεν βγαίνε: καλό. Ποοτιμώ νά κόϋιω τό δεξί μου χέρι! — Τότε θά τό κάνου εγώ, είπε αποφασιστικά ή γυ ναίκα κι’ έκανε νά φυγή, σφίγγοντας τό τσεκούρι. —*Ω, μις Κάσυ!, φώναξε ό Θωμάς κι* ώρμησε νά τής φράιξη τον δρόμο, γιά χάρι τού Κυρίου, πού σταυρώθηκε γιά μάς, μήν πουλάς στον διάβολο την ψυχή σου! Μόνο συμφορές θά βγούν απ’ αυτό πού σκέπτεσαι νά κάνης! Αέν μάς έπλασε γιά νά παίρ-
νωμ' ιέκδίκ-ησι. Πρέπει νά περιμένωμε υπομονετικά την ώρα που Εκείνος έχει ορίσει! — Νά περιμένουμε; Και τί άλλο κάνω σ' όλη τη ζωή μου; φώναξε ή Κάσυ. Δεν ύπόφεοα άρκετά; Κι* έσύ, Θωμά, δεν έχυσες πολύ αίμα; "Α! Ακούω τις φωνές των θυμάτων του νά με φωνάζουν! Θέλω νά δώ τό αΐμα τής καρδιάς του! —"Όχι, όχι!, βόγγηξε ό νέγρος αρπάζοντας τά χέρια της. Όχι, δέν πρέπει νά τό κάνης αυτό, δύ στυχο, βασανισμένο πλάσμα !Ό Κύριος ποτέ δέν έχυ σε αίμα άλλου, παρά μόνο τό δικό Του. Και τόκανε γιά μάς — γιά νά μάς έλευθερώση! “Όταν μπορού με ν’ αγαπούμε τούς έχθρούς μας και νά προσευχό μαστε γιά όλους, τότε ό άγώνας έχει τελειώσει καί έχει φτάσει ή νί'κη! Ή βάθειά του συγκίνησι κι5 ό παλλόμενος τόνος τής φωνής του, άπλώθηκαν σαν βάλσαμο πάνοο στη βασανισμένη ψυχή τής Κάσυ καί ή φωτιά έσδυσε απ’ τις κόρες των ματιών της. Ό Θωμάς ένοιωσε τά δυο μικρά χέρια πού κρατούσε, νά χαλαρώνουν. — Με καταδιώκει τό Κακό Πνεύμα!, ψέλλισε ή Κάσυ. Ό, πάτερ-θωμά, θέλω νά προσευχηθώ, αλ λά δέν μπορώ ! Λεν προσευχήθηκα ούτε τότε πού μου πούλησαν τά παιδιά μου! Δέν μπορώ νά παρακαλέσω τον Θεό! —Φτωχό πλάσμα!, εΤπε λυπημένος εκείνος. Ό Σατανάς άγωνίζεται νά σέ κερδίση. Θά παρακαλέσω εγώ τον Θεό γιά σένα, μις Κάσυ. "Ακούσε... "Αν μπορής^νά φυγής άπό δώ — αν γίνεται αυτό χωρίς νά χυθή αΐμα -φυσικά — θαλεγα νά πάρης μαζί σου καί την Έμελίνα... —-Δέν θέλεις νάρθης κι* εσύ μαζί μας; —Όχι, δέν ήρθε ή ώρα μου. Πρέπει· νά μείνω κι5 άλλο -μ’ όλους αυτούς τούς δυστυχισμένους. Γιά σάς δέν ισχύει τό ίδιο — ιδίως ή μικρή... πρέπει· νά φύ γετε ! ^ — Μόνος τρόπος γιά νά φύγη,ς άπό δώ, είναι ό θάνατος! Δέν υπάρχει άλλος. Πέρα στους μαύρους βάλτους θά στείλουν τά σκυλιά νά μάς κυνηγήσουν. Θά μάς ξετρυπώσουν οπωσδήποτε — όλα είναι εναν τίον μας, ακόυα καί τά ζώα! Ό θωμάς έμεινε κάμποση ώρα αμίλητος κι* ύστε ρα είπε: —Εκείνος πού έσωσε τόν Δανιήλ άπό τόν λάκκο
των λεόντων, "Εκείνος πού γλύτωσε από τό καμίνι μέ σα τα παιδιά, Αυτός πού περπάτησε πάνω στη θά λασσα και πρόσταζε τούς ανέμους να σωπάσουν, Αυ τός υπάρχει και πιστεύω πώς θά σάς βοηθήση. Κά νετε 6,τι πρέπει κι" εγώ Θά προσεύχομαι γιά σάς, μ" ολη τη δύναμι τής ψυχής μου. Είναι περίεργο κι" όμως πολλές φορές, μιά ιδέα πού γιά χρόνια ολόκληρα σου φαίνεται απραγματο ποίητη, έρχεται στιγμή πού μόνο μ ιά λέξι σέ πείθει πώς μπορεί νά γίνη^ Καί στο μυαλό τής Κάσυ σχηματίσθηκε απότομα εκείνη τη στιγμή μιά σκέψη ένα έξυπνο σχέδιο πού θά μπορούσε ίσως νά πετυχη τό ακατόρθωτο. — Πάτερ Θωμά, θά προσπαθήσω!, είπε αποφα σιστικά. Αμήν! Ό Κύριος μαζί σου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ιι· ΓΑΝ μιά σοφίτα πού ποτέ δεν κατοικήθηκε τά τελευταία χρόνια, έπάνω από τό σπίτι του Αεγκρή κι" ό αγέρας έμπαινε απ’ τά παράθυρα και ούρλιαζε παράξενα τις νύχτες κι" όλοι πίστευαν πώς έκεΐ πάνω κατοικούσαν φαντάσματα καί κανείς όέν τολμούσε νά τη ζυγώση — ακόμα κι" ό ίδιος ό Αεγ κρή, που ή δεισιδαιμονία βασίλευε στη μαύρη ψυχή του. Κι" αυτό γιατί έκεΐ μέσα είχε πεθάνει πριν άπό πολλά χρόνια, μιά δύστυχη μαύρη πού ό τύραννος την είχε φυλακίσει καί την είχε σκοτώσει μέ βασανι στήρια. Σίγουρα λοιπόν ενέδρευε ή ψυχή της έκεΐ πά νω, διψώντας γιά αίμα καί γιά έκόίκησι... Αυτό τό σχέδιο συνέλαβε στο ,μυαλό της ή Κάσυ καί τό έκμυστηρεύθηκε μονάχα στον Θωμά. "Αφού γιά αρκετές μέρες μάζευε λίγα-λίγα τρόφιμα, σκεπά σματα καί νερό στη σοφίτα, ώστε νά φτάνουν γιά νά μείνουν έκεΐ μέσα καιρό δυο άνθρωποι, πήρε την ίΡ:με λίνα κι" άρχισαν νά τρέχουν κατά τούς βάλτους, ένα βράδυ; Φυσικά κι5 οι μαύροι ώρμησαν προς το σπίτι, να τό αναφέρουν στον αφέντη τους. Ό Αεγκρή μελάνιασε μόλις τ’ άκουσε. — Σάμπο! Κίμπο!, ούρλιαζε. "Ολοι στο πόδι! κι* έτρεξε προς τις καλύβες.
151
V αύτό τό μεταξύ ο\ δυο γυναίκες χώθηκαν ατό βαθούλωμα ενός ρυακιού και ^κάνοντας κύκλο βρέθη καν άπ3 την πίσω πόρτα τού σπιτιού κι3 ανέβηκαν στη σοφίτα. Οι άλλοι άπ3 έξω είχαν πάρει τά^ σκυλιά και είχαν όρμήσει στους βάλτους. "Ολη τη νύχτα έψαχναν τού κάκου καί πριν τά χαράματα γύρισαν κατακουρασμένοι κι3 απελπισμένοι. Τό ανελέητο κυνηγητό βάσταξε καί όλη την ^ άλλη μέρα. Ό Λεγκρή είχε δανειστή σκυλιά κι3 ανθρώπους κι3 από τά γειτονικά κτήματα, άλλά φυσικά καί πάλι γύρισαν όλοι άπρακτοι. — Τώρα, Κίμπο, είπε βραχνά ό αφέντης ξαπλώ νοντας σε μιά πολυθρόνα στο σαλόνι, πήγαινε νά μου ψέρης εδώ εκείνον τον Θωμά. Αυτό τό μούτρο χωρίς αμφιβολία θά τά ξέρη όλα. "Η θά τά όμολογήση λοιπόν καί με τό νί καί μέ τό σίγμα ή θά τον κάνω κομμάτια! Ό Κίμπο έφυγε τρέχοντας γιά νά κάνη δ,τι τον είχε διατάξει ό κύριός του. Ο Θωμάς, σάν ακούσε τί συνέβαινε, κατάλαβε. "Ηξερε αλήθεια τά πάντα γιά την άπόδρασι κι3 α κόμα πού κρύβονταν εκείνη τη στιγμή ή Κάσυ κι3 ή Έμελίνα. Σήκωσε ψηλά τά μάτια καί μουρμούρισε: — Κύριε, παραδίδω σ3 εσένα τό πνεύμα. Έσύ μέ ελευθέρωσες, Κύριε τής αλήθειας! "Υστερα ακολούθησε τον γίγαντα, πού τον έσερνε σάν κτήνος άπό τό σακκάκι. — Τώρα θά μάθης τί πάει νά πή νά παράκους τον αφέντη, παλιάραπα!, τοϋλεγε στον δρόμο. Θά γελώ μέ τά μούτρα πού θά σού φτιάξη, επειδή τόλμησες νά βοηθήσης σκλάβους του νά τό σκάσουν! — Λοιπόν, Θωμά; έκανε ό Λεγκρή μόλις τον είδε καί πηγαίνοντας κοντά τον άρπαξε άπό τον γιακά καί τάν τράνταξε. Μιλούσε μέ δόντια σφιγμένα. Βρισκόταν σέ τρομερό παροξυσμό θυμού: — Τό ξέρεις πώς άποφάσισα νά σέ σκοτώσω; — Καλά, αφέντη, απάντησε ό Θωμάς ήσυχα. — ΙίΤές πώς σέ σκότωσα κιόλας, γρύλλισε ό Λεγ κρή μέ φοβερή ηρεμία, άν δεν μού πής δ,τι ξέρεις γιά τίς δυο άραπίνες πούφυγαν. — Δέν έχω νά σού πώ τίποτα, αφέντη!
152
— Τολμάς νά μου λες πώς δεν ξέρεις, παλιά μούτρο; — Ξέρω, άφέντη. Άλλα 8έν μπορώ νά πώ τίποτα. Μπορώ νά πεθάνω — είμαι έτοιμος! Ό Λεγκρη άνάσανε βαθειά. Είπε υπόκωφα: —"Άκου :6ώ, έξυπνε! Μή νομίίης πώς είμαι όλο λόγια, επειδή στη χάρισα την άλλη, φορά! Τώρα τόχω αποφασίσει: π θά νικήσω ή θά σέ σκοτώσω! Θά σου πιω γουλιά- γουλιά τό αΐμα ώσπου νά κάνης έκεΐνο πού θέλω! Εκείνη τη φοβερή νύχτα, ό άνθρωπος πού μέ τόση γενναιότητα ύπόμενε τά μαρτυρικά χτυπήματα, τά α ποτρόπαια σέ έυπνευσι βασανιστήρια καί τήν τόση απέθαντη κτηνωδία, ήταν μόνος του; "Όχι! Δίπλα του στεκόταν Εκείνος. Ό Υιός του Θεού — καί μόνο ό σκλάβος τον έβλεπε. Ό βασανιστής είχε τυφλοοθή από τή μανία καί τον έγωϊσμό του. Λαχταρώντας άγρια νά τον κάνη οπωσ δήποτε νά ύποχωρήση, κάθε στιγμή τούλεγε πώς θά τον άφηνε αμέσως μόλις του φανέρωνε που κρύβονταν οί δυο γυναίκες. Μά^ τά χείλια του Θωμά δεν σάλεψαν. Του Σάμπα τό χέρι είχε αρχίσει νά τρέμη. Ή άγο:σ καρδιά του εΐχ’ επαναστατήσει καί δεν χωρούσε τήν εικόνα του νά πεθαίνει· κάποιος μέ τέτοιον τρόπο γιά άλλους! — Δέ θά βαστήξη πολύ άκόμα, αφέντη!, ψέλλισε σέ μιά στιγμή. — Δός του! Δός του ώσπου νά μιλήση! Ξέσχισε τον! Θέλω νά τρέξη όλο του τό αίμα κόμπο - κόμπο! Θά μαοτυρήση! Ό Θωμάς άνοιξε τά μάτια του ;θολά καί κύττσξε τον κύριό του. — Δυστυχισμένε!, του είπε. Τίποτα δεν μπορείς νά μου κάνης πιά! Σέ συγχωρώ μ’ όλη μου τήν ψυ χή! — καί λιποθύμησε. ---- Μου Φαίνεται πώς μάς άποχαιρέτησε ό κανά γιας! Τή γλύτωσε!, βογγηξε ό Λεκρή καί πήγε κι* έσκυψε από πάνω του. Ναι! Μάλιστα! Τουλάχιστον θά κλείση τό στόμα του μιά γιά πάντα! Ποιος όμως θά σβύση τή φωνή του μέσ’ απ’ τήν ψυνη σου, Λεγκρη; Ό Θωμάς ήταν στ5 αλήθεια έτοιμοθάνατος. Μόλις όμως ό αφέντης του γύρισε τις πλάτες κι' έφυγε, έγι νε κάτι παράξενο:
153
Ό Κίμπο κι* ό Σάμπο τον μ ετέφεραν σ* ένα ύπόστεγο κι* εκεί έκαναν δ,τΓ μπορούσαν για νά τον συνεφέρουν. — Τά βάλαμε μ5 αυτόν τον άμοιρο κι* δυο!, ψέλ λισε ό Κίμπο ταραγμένος. Ελπίζω το κρίμα νά πέση στον άίΦ'έντ-η μας! Του έπλυναν τις πληγές και τον έβαλαν σ’ ένα μα λακό1 στρώμα. — Πόσο άσχημα σου φερθήκαμε, Θωμά, είπε ό Σάμπο μόλις άνοιξε τά μάτια του. — Δέ φταίτε, σάς συγχωρώ, είπε εκείνος μέ σβυσμένττ Φωνή. —"Ακούσε, θωμά, μουρμούρισε 6 Κίιμπο. Ποιος εΐναι αυτός ό Χριστός; "Ελεγες ολη νύχτα πώς έστε κε κοντά σου, αλλά δεν είδαμε κανέναν! Ποιος είναι*; Σχεδόν ζωντάνεψε ό βασανισμένος σ’ αυτά τά λό για κι* άρχισε νά τους μιλάη μέ θέρμη γιά τον Κύ ριο κι* άξαφνα τά μάτια τών δυο τεράτων γέμισαν δάκρυα^ —ΙΠώς δεν είχαμε ποτέ ακούσει τίποτα γι* Αυτόν; εΐπε ό Σάμπο απαρηγόρητος. Γιατί εγώ τά πιστεύω δλα! Μόνο έτσι μπορεί νά έξηγηθή!... *Ω Κύριε! Συγχώρεσέ μας! — Θά δεχόμουν νά ζήσω άλλη μιά νύχτα σάν κι* αυτή γιά νά σάς φέρω κοντά στον Χριστό!, ψιθύρισε ό θωμάς, θεέ μου, σέ παρακαλώ, δός μσυ κΓ αυτές τις 6υό ψυχές! Σίγουρα ή προσευχή του είσακούσθηκε. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ -ια Π Ο τό στενό δρομάκι μέ τά δέντοα τής κίνας, έφτασε υστερ5 άπό δυο μέρες ένα αμάξι μ* έ ναν νεαρό κύριο — ήταν ό Τζώρτζ Σέλμπυ. Γιά νά έξηγηθή πώς βρέθηκε1 έκεΐ πέρα, πρέπει- νά ανατρέξουμε λίγο πίσω στην ιστορία μας. Δυστυχώς τό γράμυα τής δεσποινίδας ΌΦηλίας στην κυρία Σέλμπυ, είχε καθυστερήσει δυο όλόκληρους μήνες καί φυσικά ό Θωιμάς βρισκόταν ήδη σ’ εκείνο τό απομακρυσμένο κτήμα του Λεγκρή, δταν τό πήρε. "Ομως μ’ δλο τό ένδιαφέοον καί τη θλΐψ: της γιά τά νέα, δεν μπορούσε νά κάνη τίποτα άμέσως.
154
έ5 σύζυγός της ήταν ατά τελευταία του και παραληρούσε άττό πυρετό. Ό Μίστερ Τζώρτζ πού τώρα εΐχε γίνει ένα ψηλό καί δυνατό παλληκάρι, ήταν ό μόνος πιστός βοηθός τής μητέρας του και φρόντιζε για τις δουλειές τής οικογένειας. Κι* έττειτα ό Θάνατος του κυρίου Σέλμπυ ήταν φυσικό νά φέρη στην επιφάνεια άλλα, πιο επεί γοντα ζητήματα, για ένα μήνα τουλάχιστον. Ό μακαρίτης ώρισε γενικό διαχειριστή τής περιου σίας του την κυρία Σέλμπυ κι5 έτσι τής παρουσιά στηκαν άπειρες μπερδεμένες υποθέσεις, αρκετά σοβα ρές. Φρόντισε ωστόσο μέ την γνωστή της ένεργητικότη-τα νά τακτοποιήση τά πάντα καί σ5 αυτό τό μεταξύ ήρθε κι5 ένα γράμμα απ’ τον δικηγόρο που τούς άνέφερε ή Όφηλία, πώς ό Θωμάς είχε πουληθή σέ πλειστηριασμό κι* έτσι κανείς δεν ήξερε ποιος τον είχε αγοράσει. Ούτε ό Τζώρτζ ούτε ή μητέρα του μπόρεσαν νά βρουν ησυχία, μ5 αυτά τά νέα. "Οταν λοιπόν μετά έξη μήνες ό νεαρός Τζώρτζ βρέθηκε στά Νότια, γιά κάτι υποθέσεις τής μητέρας του, αποφάσισε νά πάη αυτοπροσώπως στη Νέα Όρλεάνη, ελπίζοντας νά βρή κάποιον πού Θά είχε γνωρί σει τον Θωμά και Θά γνώριζε πού είχε πουληθή. Και πραγματικά, μετά από πολλές άκαρπες έρευνες στην άρχή, τό εΐχε μάθει. "Έβαλε λοιπον στην τσέπη τά χρήματα πού Θά του χρειάζονταν γιά την άπελευθέρωσί του καί κίνησε... Ό Λεγκρή τον δέχτηκε πολύ κακοδιάθετα. —9Ηρθα νά κουβεντιάσουμε γιά τό ζήτημα ενός μαύρου πού είχαμε άλλοτε στην υπηρεσία μας, του είπε ό νέος. Τον λένε Θωμά καί θέλω νά τον εξα γοράσω. Ό Λεγκρή σούφρωσε τά φρύδια καί μούγγρισε: — Μάλιστα! Μεγάλο κελεπούρι! "Ενα πεισματά ρικο κι* Αναιδέστατο παλιόσκυλο! Θά κάνετε την τύ χη σας μοοζί του ! "Εβαλε νά τό σκάσουν δυο σκλά βες μου, πού στοίχιζαν κοντά χίλια δολλάρια ή κα θεμιά! ΓΎ αυτό, νά ξέρετε, νεαρέ μου, τούδωσα τό μεγαλύτερο βρωμάξυλο πούχει φάει ποτέ νέγρος ώς τά σήμερα! Φαντάζομαι πώς θά παρασταίνη τον μι σοπεθαμένο, άλλά δέν ξέρω τί θά κερδίση μέ δαΰτο! — Που βρίσκεται τώρα; μούγγρισε ό Τζώρτζ καί κ- ·
155
ΐ6 ΐτράσωιτό του Ιγινε κάτακόκκινό. ^
^ . — Είναι σ3 έκείνο^το υπόστεγο αντίκρυ, τουπέ ένά
αραπάκι πού κρατούσε τό άλογό του κι5 ό Αεγκρή έδωσε μια τρομερή κλωτσιά τού μικρού και τον σκυ λόβρισε. Όλ Τζώρτζ στράφηκε αμίλητος καί πήγε έκεΐ πού τού είχε πή τό παιδί. Ό Θωμάς κοιτόταν ακίνητος δυο μέρες, ύστερα5 α πό κείνη τη φοβερή νύχτα. _ Δεν πονούσε καθόλου πιά, γιατί δεν είχε άπομείνει ούτε ένα γερό νεύρο σ’ ολόκληρο τό κορμί του. Σαν μπήκε ό Τζώρτζ έκεΐ μέσα κόντεψε νά χάση τό μυαλό του κι5 ένοιωσε τήν καρδιά του νά ξεσχίζε ται. — Πώς είναι- δυνατό; Πώς είναι δυνατό; ψέλλισε καί γονάτισε κοντά στον άναίσθητο, αγαπημένο σκλάβο. Μπάρμπα - θωμά! Καλέ μου φίλε! — Ό μίστερ Τζώρτζ!, έκανε ό Θωμάς μ5 αδύναμη φωνή μά δυνατή έκπληξι. "Άνοιξε τα μάτια καί τά γούρλωσε: — Μήν^ πήτε τής... καημένης^ τής Χλόης... πώς μέ βρήκατε έτσι... Πέστε της μονάχα.... πως μ5 είδατε νά πεθαίνω.... επειδή δεν μπορούσα νά ζήσω... τόσο μακρυά.... Πέστε πώς ό Κύριος^δεν μ5 άφησε στιγμή μόνο μου... Τά καημένα τά παιδάκια μου! Ραγίζεται ή καρδιά μου.... όταν τά συλλογίζομαι... Πήτε τους νά πάρουν τον ίδιο δρόμο μ5 εμένα... Πήτε στον κύριο καί τήν καλή μου κυρία... πόσο τούς αγαπώ.·.. "Ο λους τούς αγαπώ, μίστερ Τζώρτζ! Μόνο αγάπη υ πάρχει μέσα μου! Εκείνη τήν ώρα παρουσιάστηκε ό Αεγκρή στο κα τώφλι τού υπόστεγου. — Τον άθλιο!, γρύλλισε ό νέος. Παρηγοριέμαι μο νάχα στήν ιδέα πώς ό αφέντης του ό διάβολος θά τού τά πληρώση όλα μιά μέρα! — Μην τό λέτε αυτό, μίστερ Τζώρτζ!.... Πολύ στενοχωριέμαι... Μήν νοιώθετε έτσι.... Δεν μούκανε στ’ αλήθεια κακό, μόνο μού άνοιξε τις πύλες! Καί στή στιγμή, όλη ή δύναμι πού είχε βάλει γιά νά μιλήση στον νεαρό, αγαπημένο του κύριο, τέλειωσε. Έπεσε προς τά πίσω πραγματικό πτώμα από τήν έξάντλησί1. Γιά ένα δευτερόλεπτο φάνηκε πώς ήταν κι όλας νεκρός κι* ύστερα τά χείλια του σάλεψαν ακόμα
156
φόρα &\* είπε μ£ τόσο σιγανό ψίθυρο, ΐτόύ μόλις άκουγόταν: &ιά
— Κανείς... κανείς... δεν μπορεί πια... νά μέ χω ρίση... άπ* Αύτόν... Χαμογέλασε κι* έγειρε άπαλά τό κεφάλι — άποκοιμήθηκε για πάντα. Ό Τζώρτζ ρώτησε ψυχρά τον Λεγκρή πόσο έπρεπε νά τον πληρώση γιά τό πτώμα του Θωμά κι’ εκείνος απάντησε πώς δεν πουλούσε πεθαμένους νέγρους καί μπορούσε νά τον πάρη δποτε ήθελε. Τον σήκωσε μέ τη βοήθεια μερικών παιδιών, τον κουβάλησε στ5 αμάξι του καί πήγε καί τον έθαψε σ’ έναν ίσκιερό λόφο, κάτω απ’ τά δροσερά πλατάνια. Την ίδια νύχτα ό Λεγκρή ξύπνησε από ένα παρά ξενο ήχο καί είδε δυο Αευκοντυμένα πλάσματα νά κα τεβαίνουν από τη σοφίτα. Τό ένα τον πλησίασε καί του ψιθύρισε: —- "Έλα... "Έλα μαζί μας!.... Κόντεψε νά τρελλαθή κι* από τότε έλεγαν πώς ή ταν στ* αλήθεια μισότρελλος κι5 είχε αρχίσει νά πίνη πολύ περισσότερο από άλλοτε. Ωστόσο ή Κάσυ — πού ήταν τό ένα οστό τά δυο «φαντάσματα» — έχοντας φροντίσει νά πάρη αρκετά χρήματα άπό τό συρτάρι του, έφτασε μαζί μέ την προστατευομένη της, την Έμελίνα, στη γειτονική πολι*. *Όπως είχαν χρήματα καί ξόδευαν κι* ήταν καί κα λοντυμένες — αγόρασε δ,τι τής χρειαζόταν — κα νείς δέν ένδιαφερόταν νά ρωτήση περισσότερα γι’ αυτές. Είδε τον Τζώρτζ Σέλμπυ πού περίμενε νά πάρη τό ίδιο ποταμόπλοιο καί αναγνώρισε πώς ήταν ό νέος πού είχε δή άπό την τρύπα τής σοφίτας καί πού είχε πάει· γιά νά έξαγοράση τον Θωμά. Κατάλαβε πώς μπορούσε νά του έχη εμπιστοσύνη καί γνωρίστηκε μαζί του. Ό Τζώρτζ άπό την πρώτη στιγμή πού την άντίκρυσε, σάν κάποια σβησμένη άπό καιρό εικόνα, ανέβηκε στη μνήμη του καί την παρατηρούσε μέ μάταιη προ σπάθεια νά θυμηθή... Πλάϊ στην καμπίνα τής Κάσυ έμενε μιά γαλλίδα κυρία — ή μαντάμ ντε Τού. Ή κυρία αύτή, μαθαίνοντας πώς 6 Τζώρτζ ήταν άπ’ _......................................
157
τό Κεντάκυ,^ ίδει|ε τρομερό ένδιαφέρον κι* άρχισε νά τον ρωτάη ένα σωρό πράγματα, ενώ ή Κάσι; άκουγε.. "Αφού έμαθε για τό μέρος πού βρισκόταν τό κτή μα τους ·κΓ άλλα σχετικά, υστέρα τον ρώτησε: — Γνωρίζατε κάποιον Χάμψρες, πού θάπρεπε νά μένη- κοντά σας; — Μάλιστα, μένει· πράγματι κοντά μας άλλα πο τέ δεν είχαμε μεγάλες σχέσεις, — Φαντάζομαι θάχη πολλούς σκλάβους, είπε ή κυ ρία ντε Τού. — Μάλιστα. Έχει πάρα πολλούς... — Μήπως ακούσατε τίποτα σχετικά μ5 έναν νέγρο πού τον έλεγαν Τζώρτζ; — Μά βέβαια! Τον Τζώρτζ Χάρρις^Τόν ξέρω καλά! Παντρεύθηκε κάποια υπηρέτρια τής μητέρας μου, άλλα τόσκασαν κΓ οί δυο για τον Καναδά! — Δόξα σοι ό θεός! ψέλλισε ή κυρία Ντέ Τού. Ό Τζώρτζ Σέλμπυ δεν κατάφερε νά κρύψη την έκπληιξ,ί του κΓ ώστόσο^δέν είπε τίποτα. Ή κυρία ντε Τού είχε κρύψει τό κεφάλι στά χέρια της κΓ έκλαιγε. "Άξαφνα είπε: — Εΐναι αδελφός μου! — Ό, κυρία! έκανε άποσβολωμένος ό Τζώρτζ. — Ναί!, είπε πάλι περήφανα, σκουπίζοντας τά δάικρυά της. Ό Τζώρτζ Χάρρις εΐναι αδελφός μου! — Μου κάνει κατάπληξι· αυτό! Μέ πούλησαν στο Νότο, όταν ήταν μικρός. Μ" αγόρασε ένας πολύ καλός άνθρωπος πού μ5 άγάπησε, μ" έλεύθερωσε καί μέ παντρεύθηκε. Μέ πήρε μαζί του στις Ινδίες, Πέθανε δυστυχώς τελευταία καί πούλη σα την περιουσία μου, νάρθω στο Κεντάκυ, νά ψάξω γιά τον άδελφό μου. — Τον άκουγα νά λέη γιά κάποια άδελφή του Έμιλυ, πού την πούλησαν στο Νότο, είπε ό Τζώρτζ. — "Αλήθεια; "Εγώ είμαι ! Γιά πέστε μου τί εί δους..^. Είναι σπουδαίος!, φώναξε αυθόρμητα ό Τζώρτζ. Ή σκλαβιά δεν μπόρεσε νά χαλάση την ψυχή του. Εΐναι· πολύ έξυπνος κΓ έχει σπουδαίο χαρακτήρα. Βλέπετε πήρε κοπέλλα άπ" τό σπιτικό μας, γΓ αυτό τον ξέρω τόσο καλά. — Τί είναι αυτή ή κοπέλλα; — Σωστός Θησαυρός, εΐπε ό Τζώρτζ, "Όμορφη, έ
ξυπνη κι* αξιαγάπητη. Πολύ καλή χρκττιανή. Ή μη τέρα μου τη μεγάλωσε σαν νά ήταν άληθινή κόρη της. “έρει νά γράφη και νά διαβάζη καί κεντάει υπέροχα. Τραγουδάει κιόλας, πάρα πολύ δμαρφαι! — Γεννήθηκε σπίτι σας; "Οχη την εΦερε ό πατέρας μου από κάποιο τα ξίδι του στη Νέα Όολεάνη. τΗταν πάνω κάτο;> οχτώ εννιά χοόνων τότε. Ό πατέρας μου δεν είχε πή ποτέ πόσο έδωσε γιά νά την άγοράση. Τώρα που πέθανε ό καημένος, είδαμε τό έγγραφο τής αγοράς της. Λοι πόν είχε πληρώσει ένα υπέρογκο ποσόν για χάρι της! Ή Κάσυ πού δεν είχε μιλήσει· καθόλου ώς αυτή την ώρα, γύρισε κι’ είπε: — Μήπως θυμάστε πώς έλεγαν αυτούς πού την πούλησαν στον πατέρα σας; — Θαρρώ Σί'μμονς... Δεν πρόλαβε νά πή περισσότερα κι5 ή Κάσυ σωρι άστηκε λιπόθυμη στο πάτωμα, μουρμουρίζοντας: — Θεέ μου! Αλήθεια ή Κάσυ ήταν μητέρα τής Έλίζας και μέ τη βοήθεια τής κυρίας ντε Τού, πού ένδιαφερόταν κ·5 αυτή γιά τον Τζώρτζ Χάρρις — τον άδελφό της, πή γε στον Καναδά. Ακολούθησαν πολλές ευτυχισμένες στιγμές δταν γ· οικογένεια πού τόσο βασανίστηκε και κυνηγήθηκε α πό τή μοίρα, βρέθηκε ένω·μέ;νη. Ό Χάρρις πού είχε πάντα τή φλόγα γιά μάθησι, αλλά υποχρεωμένος εδώ και πέντε χρόνια νά δουλεύη γιά νά τρέφη την οικογένεια του — είχε πραστεθή κΓ ένα κοριτσάκι σ’ αυτήν — δεν μπορούσε νά κάνη τίποτα μέ τά χρήματα τής αδελφής του, έγινε ένας άξιος έπιστή,μων. > Ό Τζώρτζ Σέλμπυ, σΦ·ού γύρισε στο κτήμα του, μέ τό άσχημο νέο τού θανάτου τού μπάρμπα — Θωμά κι5 αφού ολοι έκαναν δ,τι μποοούσαν γιά νά παρηγοοήσουν τήν άμοιρη θεία —· Χλόη, φώναξε μιά μέοα δλους τούς νέγρους του, κρατώντας στο χέρι του ένα μάτσο έγγραφα, πού ήταν «πράξεις άπελευθερώσεως». "Ετσι1 δέν έμεινε κανείς δούλος πιά, στο υποστα τικό των Σέλμπυ κι5 δ μ ως κάνεις δέν δέχτηκε νά φύγη
■ ' '
·
.......................... 159
κι* δλοι έκλαιγαν καί παρακαλουσαν τον άφέντη τους, να μήν τους διώξη. Χαμογελώντας τούς δήλωσε πώς μπορούσα νά μεί νουν, γιατί κι* εκείνος τούς χρειαζόταν, μόνο πού θά πληρωνόταν από δώ κι* εμπρός καί αν ποτέ πάθαινε κάτι· αυτός ή άν χρεωκοποΰσε, κανείς δεν θά μπορού σε νά τούς πουλήση. 'Όσο γιά την Τόψη, πού στάθηκε ή πιο τυχερή από τούς δύστυχους σκλάβους του Σαίν Κλαίαρ, μεγάλω σε στο Βέρμοντ μέ την φροντίδα τής «μίς *Όφη». Μορφώθηκε κι* έγινε μια έξυπνη καί καλή κοπελλα, πού βαφτίστηκε χριστιανή κι* άργότεραι μάλιστα έγινε καί ιεραπόστολος^ καί πήγε στήν Αφρική, νά δώση τή χαρά μέ τό φως τής γνώσης, στούς δυστυ χισμένους ραύρους. Στο στήθοο της κρέμεται πάντα ένα φυλαχτό μέ σα σέ χρυσή θήκη, πού περιέχει· μιά μικρή μπουκλίτσα από χρυσά μαλλιά... ΤΕΛΟΣ
>
Οί συγκλονιστικώτερες περιπέτειες. ιΗ πιο καταρρακτώδης δράσις. Οί πιο απίστευτοι ηρωισμοί.
I
ΤΟ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΕΣ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ:
01 ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ V
Ε3ϊ*ΗΒΗ!Βϊβ®ΪΙΗβΒ3»3ΠίΕ3Κ2;ΕΗίΙΒΒΕ6ϊ3®:Β3ίΠΒΕ9Ε2ΒΗ«Η!?Εϊ!Ε®Β3Β«1ΕΕ]ΕΒ;ΕΠΙΒΒ«·Ε»»
ΑΑΕΞ. ΔΟΥΜΑ "Ενα μνημειώδες έργο, πού ό χρόνος δέν μπο ρεί νά σβήση τίποτα από τη γοητεία του.
01 ΤΡΕΙΣ
*Κ*Κ9ΒΚΒ*5Ε»®9Β>86ΙβΕΪΒί3ΕΗ θά είναι τό πέμπτο βιβλίο τής σειράς μας, σέ ριά προσεγμένη, λογοτεχνική άπόδοσι, ανώτερη άπο κάθε προηγούμενη. Περιμένετε το σέ λίγες μέρες.