Επιμέλεια: Γιώργος Βλάχος • Νίκος Δημ. Νικολαΐδης Εικονογράφηση αφηγημάτων: Κώστας Φραγκιαδάκης
ΑνθολογίΑ ίστορίών
2 σπάνιά Κάι 6 άδημοσιευτά ΚομιΚσ & 7 άΦηΓημάτά με νεά ειΚονοΓΡάΦηση
9786185531409
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
5
Έγραψαν για τον Στέλιο Ανεμοδουρά & το έργο του Ο Στέλιος Ανεμοδουράς, παίρνοντας στοιχεία από τον Όμηρο, τον Δουμά, τον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, τον Καραγκιόζη, την κατασκοπική λογοτεχνία, κατόρθωσε να αφηγηθεί τα περιστατικά της Ιστορίας με τους κανόνες του παραμυθιού. Φίλιππος Φιλίππου (ΤΟ ΒΗΜΑ - Αύγουστος 2001)
Ο Στέλιος Ανεμοδουράς, έχοντας ως εφόδιο αυτό το γλωσσικό σαν συνεργάτης στη Μάσκα, που επιμείναμε και επιβάλαμε την εποχή εκείνη, κάθισε και απευθύνθηκε και κείνος στα παιδιά με το ίδιο μέσο, τη γλώσσα τη δημοτική, την ομιλουμένη γλώσσα. Ο ρόλος που παίξανε όλα αυτά τα περιοδικά, ακόμη και τα νεανικά, η κατάληξή τους ήταν να ωφελήσουνε. Έμαθαν τον Ρωμιό να διαβάζει, ο οποίος αγνοούσε ότι υπάρχει έντυπο, ότι πρέπει να το διαβάζει για να εκπολιτιστεί, να μορφωθεί. Τα περιοδικά αυτά πλησιάσανε το κοινό και του δώσανε σωστή γραμματική, σωστή γλώσσα, σωστά θέματα, γιατί και η εγκυκλοπαιδική γνώση δεν είναι παρακατιανή, και νομίζω ότι το να είσαι ευπρόσιτος είναι μια προσφορά. Απόστολος Μαγγανάρης (Περιοδικό ΩΛΗΝ - Απρίλιος 1982)
Λογοτεχνία ή Παραλογοτεχνία; Το ερώτημα συνεχίζει να απασχολεί τους ανθρώπους των γραμμάτων – και όχι μόνο. Οι απόψεις διίστανται. Για μας εδώ, όμως, που ζούμε έντονα τις νέες «αξίες» ενός αποπτωχευμένου κόσμου, την κυριαρχία του ισοπεδωτικού μαζικού πολιτισμού των καιρών μας, το ξέφτισμα των οραμάτων, και μόνο η ανάσυρση από το βάθος της μνήμης του ευγενικού αρώματος μιας αφήγησης που ποτέ δεν υποτίμησε και δεν προσέβαλε το νεαρό αναγνώστη, η επανεπικαιροποίησή της, μας δίνει μια ζωτικότητα πρωτόφαντη. Χρήστος Παπουτσάκης («Αντί» ειδική έκδοση #577 - Μάιος 1995)
Τα χρόνια πέρασαν, τα γραφεία στη Λέκκα έκλεισαν, εσύ κάπου χάθηκες – το ίδιο όπως και εμείς. Η παλιά γειτονιά μετακόμισε οριστικά στο βασίλειο των αναμνήσεων, οι τόποι και οι άνθρωποι άλλαξαν, μεγάλωσαν, έγιναν αγνώριστοι. Κάθε φορά, όμως, που σε ξανασυναντώ, παλιέ μου φίλε, όταν ξαναδιαβάζω τις κιτρινισμένες σελίδες που με τόση μαεστρία αφηγείτο ο Στέλιος Ανεμοδουράς, όταν ξαναβλέπω το πρόσωπό σου στις εικόνες της αιώνιας νεότητας που σου χάρισε ο Βύρωνας Απτόσογλου, μου έρχεται πάντα η διάθεση να ξαναπιάσω το στιλό και να ολοκληρώσω – επιτέλους - όλα όσα είχα να σου πω σε εκείνη την πολυκαιρισμένη ανεπίδοτη επιστολή. Πού ξέρεις; Ίσως κάποτε τα καταφέρω. Θα σου φανούν, ίσως, λίγο μπαγιάτικα τα νέα μου. Αλλά τι στην ευχή! Και εμείς, στο κάτω - κάτω, ακόμα περιμένουμε να μάθουμε τι απέγινες μετά το 798ο τεύχος σου. Τα δικά σου, επίσης ανεπίδοτα, μαντάτα για τα χρόνια που ακολούθησαν και για τα όσα συνέβησαν σε εσένα, την Κατερίνα και τον Σπίθα. Μας το χρωστάς, παλιέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση... Άρης Μαλανδράκης (Μια ανεπίδοτη επιστολή στον Γιώργο Θαλάσση - Ιούνιος 2001)
6
H
κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ» ήταν για εμάς ένα όνειρο ζωής, μια συνολική παρουσίαση του έργου του μεγάλου συγγραφέα και εκδότη,
πλησιάζοντας να κλείσει ο κύκλος των 100 χρόνων από τη γέννησή του. Όταν, όμως, ολοκληρώθηκε, κάτι έλειπε... Οι απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού και πιο πολύ οι δικές μας, μας υπέδειξαν ότι θα πρέπει να υπάρξει και συνέχεια... Και λέγοντας συνέχεια, εννοούμε μια έκδοση με αυτοτελείς ιστορίες όλων αυτών των ηρώων! Από πού... όμως, να αρχίσεις και πού να τελειώσεις... Εκατοντάδες χαρακτήρες, χιλιάδες εκδόσεις, αμέτρητες ιστορίες. Το «αμάρτημα», να αδικήσουμε κάποιους αφήνοντάς τους εκτός, ήταν αναπόφευκτο. Ο «κλήρος» έπεσε σε 15, τους 15 πιο εμβληματικούς. Αυτούς με τους οποίους τουλάχιστον 3 γενιές αναγνωστών μεγάλωσαν, γαλουχήθηκαν, χαμογέλασαν, συγκινήθηκαν... «Μικρός Ήρως», «Υπεράνθρωπος», «Γκρέκο», «Τάργκα», «Ταγκόρ», «Μικρός Ιππότης», «Μικρός Μπουρλοτιέρης», από την α’ περίοδο (1951 - 1968), και «Μπλεκ», «Μαρκ», «Ζαγκόρ», «Μίστερ Νο», «Κάπταιν Μίκι», «Τεξ», «Δίκαιος», «Κοκομπίλ», από τη β’ περίοδο (1969 - 2016). Αγαπητέ αναγνώστη, πριν ξεκινήσεις το διάβασμα αυτού του βιβλίου, φύλαξε μια θέση στα όνειρά σου για όλους αυτούς τους ήρωες. Ακόμα και αν είσαι ώριμος πια, θα χρειαστεί. Γιατί θα έρθουν να σε επισκεφτούν ξανά, μόνοι τους ή μαζί με όλους εκείνους που συντρόφευαν τότε τις μέρες και τις νύχτες σου.
Λεωκράτης Ανεμοδουράς
7
Περιεχόμενα Περίοδος 1951 - 1968 • Γιώργος Βλάχος Εισαγωγή περιόδου 1951 - 1968
9
Υπεράνθρωπος: Σιμούν, σώσε μας!
11
Τάργκα: Η σπάθα του Δημίου
33
Μικρός Ήρως: Ένας μικρός, μικρός, μικρός, Ήρως
55
Ταγκόρ: Ο Θριαμβευτής
75
Μικρός Ιππότης: Η μεγάλη νίκη
97
Μικρός Μπουρλοτιέρης: Το τρεχαντήρι του Θανάτου
119
Γκρέκο: Μια ήττα και μια νίκη
141
Περίοδος 1969 - 2016 • Νίκος Δημ. Νικολαΐδης Εισαγωγή περιόδου 1969 - 2016
163
Μπλεκ: Τα γαλάζια Βέλη!
165
Μαρκ: Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας
213
Ζαγκόρ: Ο χάρτης του Θησαυρού
279
Μίστερ Νο: Μανάους, 1975
289
Κάπταιν Μίκι: Πολιορκία στο Φρούριο
299
Τεξ: Θάνατος στην Έρημο
311
Δίκαιος: Βουντού στην Αϊτή
325
Κοκομπίλ: Ο Κοκομπίλ σε άλλη διάσταση
337
Βιογραφίες
360
8
1951-1968
Κ
οντά 25 χρόνια (1946 - 1970) διήρκησε η «χρυσή εποχή» του παιδικού λαϊκού φυλλαδίου εγχώριας γραφής και παραγωγής στην Ελλάδα. Δεκάδες ήταν τα περιοδικά του είδους που κυκλοφόρησαν σε αυτό το διάστημα. Τα περισσότερα ήταν σε μορφή αναγνώσματος, τυπωμένα σε φτηνό χαρτί γραφής, και κάποια άλλα, λιγότερα σε αριθμό τίτλων, ήταν με τη μορφή κόμικ. Τα με μορφή αναγνώσματος διεκδίκησαν, στο σύνολό τους, μερίδιο από την πίτα του αγορίστικου δυνητικού αναγνωστικού κοινού με ήρωες και περιπέτειες όλων των ειδών. Κοριτσίστικο αναγνωστικό κοινό μόνο με την ιδιότητα του συμπληρωματικού μπορεί να αναγνωριστεί. Τα περισσότερά τους υπήρξαν βραχύβια, φτάνοντας από τέσσερα (ή και λιγότερα) έως 30 - 40 το πολύ τεύχη, άγνωστα ή ξεχασμένα σήμερα. Τα ελάχιστα εκείνα που ξεπέρασαν το πιο πάνω όριο, διεκδικούν πλέον κοντά 50 χρόνια από τη δύση της «χρυσής εποχής» τους, τον τίτλο του εμβληματικού θρύλου της εκδοτικής δραστηριότητας εκείνης της περιόδου. Kατά πρώτο λόγο, «Ο Μικρός Ήρως», το πιο εμβληματικό περιοδικό του είδους, το δίδυμο «Μικρός Σερίφης» και «Μικρός Κάου-μπόυ», δίδυμο που άντεξε και για πολλά χρόνια μετά την εισβολή των ξενόφερτων κόμικς. Kατά δεύτερο, δε, λόγο, ήταν επίσης οι τίτλοι «Γκαούρ - Ταρζάν», «Υπεράνθρωπος» και «Γκρέκο». Από τον συγκεκριμένο χώρο, αυτά είναι τα παιδικά περιοδικά με το μεγαλύτερο μερίδιο αναγνωρισιμότητας. Οι Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε. των Ανεμοδουρά - Γεωργιάδη υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι leaders των λαϊκών παιδικών αναγνωσμάτων, αφού, με τους 40 περίπου τίτλους στο παλμαρέ τους, κατείχαν αδιαμφισβήτητα την κυρίαρχη θέση στο είδος των «pulps». Άλλωστε, έχοντας στη φαρέτρα τους τα τρία από τα έξι πιο μακρόβια περιοδικά, τον «Μικρό Ήρωα» με τρεις εκδόσεις, (αν και οι δυο ανολοκλήρωτες), τον «Υπεράνθρωπο» με δυο εκδόσεις και τον «Γκρέκο», δικαιολογούν
9
τη δεσπόζουσα θέση τους στην εκδοτική δραστηριότητα της χρονικής περιόδου 1946-1970. Για κάθε περίπτωση απορίας, διευκρινίζεται ότι δεν παραβλέπονται οι εμβληματικές επίσης εκδόσεις της ίδιας περιόδου, όπως οι τρεις σειρές κόμικς των εκδόσεων Πεχλιβανίδη («Κλασικά Εικονογραφημένα», «Γέλιο και Χαρά» και τα «Καλύτερα Κόμικς»), το «Ελληνόπουλο / Θησαυρός των Παιδιών», «Διάπλασις των Παίδων», «Μίκυ Μάους» (Τερζόπουλου). Αλλά αυτά τα περιοδικά ανήκαν σε διαφορετικές κατηγορίες, παρόλο που απευθύνονταν στο ίδιο παιδικό αναγνωστικό κοινό. Στην πριν από έναν χρόνο θεμελιακή έκδοση για το σύνολο της συγγραφικής και εκδοτικής δραστηριότητας του Στέλιου Ανεμοδουρά, «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ», είχαν παρουσιαστεί αναλυτικά και οι 100 περίπου τίτλοι περιοδικών με τα οποία συνεργάστηκε, διηύθυνε ή εξέδωσε. Με την ίδια διάρθρωση της ύλης και το παρόν βιβλίο. Δηλαδή στις δύο διακριτές περιόδους της εκδοτικής του δραστηριότητας (λείπει η πρώτη - πρώτη και αποκλειστικά συγγραφική του δραστηριότητα σε εκδοτικές επιχειρήσεις τρίτων). Στο πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου, περιέχονται «σελίδες» από την πρώτη περίοδο (1951 - 1968), στην οποία οι τίτλοι ήταν σχεδόν στο σύνολό τους αγοροκεντρικά αναγνώσματα περιπέτειας. Πρόκειται για επιλεγμένη ανθολογία ολόκληρων τευχών από επτά τίτλους, που η επιλογή τους έγινε με συγκεκριμένο σκεπτικό. Πρώτο κριτήριο ήταν να συμπεριληφθούν τα τέσσερα αναγνώσματα που έγραψε ο ίδιος ο Στέλιος Ανεμοδουράς για τις εκδόσεις του. Δηλαδή «Υπεράνθρωπος», «Τάργκα», «Μικρός Ήρως» και «Ταγκόρ», κατά χρονολογική σειρά έκδοσης. Τα τρία πρώτα με την υπογραφή του ως Θάνος Αστρίτης και το τέταρτο ανυπόγραφο, όπου η συγγραφή του εικάζεται από το ύφος γραφής, το οποίο είναι το ίδιο με τα τρία προηγούμενα. Δεύτερο κριτήριο ήταν το να συμπεριληφθούν τα τρία μακροβιότερα: «Μικρός Ήρως», «Υπεράνθρωπος» και «Γκρέκο», κατά σειρά αριθμού τευχών. Τρίτο κριτήριο ήταν το να καλύπτει όσο μεγαλύτερο πλάτος από τα είδη περιπέτειας στα οποία η παρουσία του εκδοτικού οίκου ήταν μεγαλύτερη. Σε αυτό το κριτήριο ο «Υπεράνθρωπος» αντιπροσωπεύει την περιπέτεια (επιστημονικής) φαντασίας, ο «Τάργκα» την περιπέτεια ζούγκλας, ο «Γκρέκο» την αθλητική περιπέτεια, τα οκτάτευχα μυθιστορήματα ίσως μια ενότητα από μόνα τους, «Ταγκόρ», «Μικρός Ιππότης» και «Μικρός Μπουρλοτιέρης», μοναδικό είδος στις εκδόσεις των λαϊκών παιδικών εβδομαδιαίων φυλλαδίων ελληνικής γραφής, που χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα περιπέτειας εποχής σε πραγματικό ιστορικό πλαίσιο», με κύριο χαρακτηριστικό την εκτός κειμένου πληθώρα ιστορικών πληροφοριών. Και τέλος, «Ο Μικρός Ήρως», που για πολλούς λόγους υπήρξε μια κατηγορία από μόνος του. Σε τεχνικούς λόγους που είχαν να κάνουν με την έκδοση, «θυσιάστηκαν» εκπρόσωποι από τα είδη της αστυνομικής παραλογοτεχνίας και του γουέστερν, ελπίζοντας να δηλώσουν… παρών συμμετοχής σε μελλοντική επανέκδοση! Ένα άλλο, διαφορετικό κριτήριο επιλογής των συγκεκριμένων τευχών που επιλέχτηκαν σε αυτό το πρώτο τμήμα ήταν για το ποιο τεύχος του κάθε τίτλου θα επιλεγόταν. Όντας χαρακτηρισμένο το βιβλίο ως «ανθολόγιο» των εκδόσεων, θα έπρεπε να επιλεγεί κάποιο τεύχος του οποίου η περιπέτεια να είχε το τεκμήριο του καλύτερου στην πλοκή. Απόλυτα υποκειμενικό κριτήριο, που ίσως να προκαλούσε διχογνωμίες, πέρα και από την αντικειμενικά δύσκολη επιλογή του, τουλάχιστον στους πολύτευχους τίτλους. Επιλέχτηκε, λοιπόν, η λύση να «ανθολογηθεί» το τελευταίο τεύχος του κάθε τίτλου, ώστε να υπάρξει στον αναγνώστη η δυνατότητα να γνωρίζει πώς ολοκλήρωσε ο τίτλος τον κύκλο του, πράγμα που δεν θα το γνώριζε, αν επιλεγόταν η πιο κλασική λύση, να ανθολογούταν το πρώτο τεύχος. Εξάλλου, σε συνδυασμό με το εισαγωγικό σημείωμα, που δίνονται συνοπτικά κάποια βιογραφικά του ήρωα και στοιχεία της δράσης του και της πλοκής στο χρονικό πλαίσιο του αναγνώσματος, ο αναγνώστης θα έχει τη δυνατότητα της σφαιρικής γνώσης του αναγνώσματος… Και για κάθε παραπάνω πληροφορία, υπάρχει και το βιβλίο «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ» με τις λεπτομερείς πληροφορίες για τον κάθε τίτλο. Μια καινοτόμα πρωτοβουλία στην εικονογράφηση ήταν να εικονογραφηθούν οι περιπέτειες των επτά τίτλων από τον Κώστα Φραγκιαδάκη, αποτίοντας, ωστόσο, φόρο τιμής στον Βύρωνα Απτόσογλου, ο οποίος έχει ταυτιστεί με τις εικονογραφήσεις αυτών των φυλλαδίων, με το να κρατηθούν οι δικές του εικονογραφήσεις στα εξώφυλλα των ανθολογημένων τευχών.
10
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
11
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
«ΣΙΜΟΥΝ, ΣΩΣΕ ΜΑΣ!» #96
A
ντλώντας έμπνευση, ιδέες, χαρακτήρες, ακόμα και επεισόδια από τα δύο αμερικανικά του πρότυπα, τον Superman και τον Captain Marvel, ο Στέλιος Ανεμοδουράς δόμησε τον δικό του, ελληνικής γραφής, Υπεράνθρωπο. Τον απογαλάκτισε αρκετά γρήγορα, κρατώντας για τον ήρωά του μόνο τις υπεράνθρωπες ιδιότητές τους. Έκτισε γύρω του ένα περιβάλλον που αποτέλεσε τον πυλώνα - πρότυπο του δικού του universe χαρακτήρων και συγγραφικών δομών. Αν και χωρίς να ξεφεύγει από τις αφηγηματικές προδιαγραφές των αμερικανικών προτύπων (πανίσχυροι, σατανικά εφευρετικοί και καταχθόνιοι εγκληματίες, άτρωτοι, ιπτάμενοι κι αυτοί, απόκοσμα πλάσματα από τα έγκατα της Γης ή από το διάστημα κλπ), τον περιέβαλε με οικογένεια που κάποια στιγμή τον έκανε και… παππού, ενώ πρόσθεσε σαν αναντικατάστατο συνεργάτη του έναν δαιμόνια εφευρετικό Έλληνα, τον Ελ Γκρέκο, ο οποίος διεκδίκησε και πέτυχε συγκυριαρχία στον τίτλο του αναγνώσματος, για να δώσει αργότερα μέρος του μερτικού του στον ανήλικο γιο του, τον Υπερέλληνα. Στρατηγική κίνηση του συγγραφέα για την ελληνοποίηση του αναγνώσματος, η προσθήκη οικογένειας και η πρωταγωνιστική παρουσία Έλληνα υπερήρωα. Η οικογένεια υπήρξε πάντα πρωτεύον στοιχείο στη δομή της ελληνικής κοινωνίας και για τούτο υπήρξε αποδεκτό από τους αναγνώστες να μοιράζεται τη δράση του ο κεντρικός ήρωας με μέλη της οικογένειάς του, τα οποία είχαν και αυτά τις ίδιες υπεράνθρωπες ιδιότητες. Από την άλλη μεριά, η παρουσία ενός Έλληνα με πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της περιπέτειας ενδυνάμωνε το φρόνημα των νεαρών αναγνωστών, που την εποχή εκείνη, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει από τη δεκάχρονη λαίλαπα πολέμου, κατοχής και εμφυλίου, αναζητούσαν ηθικά πρότυπα προερχόμενα από την ηρωική και πολυμήχανη ραχοκοκαλιά της ράτσας τους. Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού, δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον, μόλις πριν από τρία τεύχη, βρεφικής ηλικίας εμφανισθέντα Σιμούν, γιο του Κεραυνού και της Λάουρας. Κάπου στα βάθη των Ινδιών (προφανώς πριν από την ανεξαρτητοποίησή τους, αφού κάπου αναφέρεται Άγγλος στρατιωτικός διοικητής) κάποιος Ινδός, με απεριόριστες πνευματικές δυνάμεις ταγμένες στην υπηρεσία του Κακού, ονειρεύεται να αφανίσει το ανθρώπινο γένος απάγοντας παιδιά, τα οποία εκπαιδεύει ως γενίτσαρους για να στραφούν κατά των γονιών τους. Βρίσκεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με τους υπεράνθρωπους υπερασπιστές του Καλού και συγκεκριμένα με τον πιο μικρό από αυτούς, το… υπερβρέφος Σιμούν, γιο του Κεραυνού, ο οποίος τελικά καταφέρνει και εξοντώνει τον υπερεγκληματία. Για τούτο και ο τίτλος - κραυγή αγωνίας του τεύχους «Σιμούν, σώσε μας!», που υπάρχει και σαν φράση μέσα στο κείμενο, αναφέρεται στο κατόρθωμα του ανήλικου υπερπαιδιού με το αφύσικο - για κοινό θνητό - χάρισμα της αξιοποίησης του συνόλου των πνευματικών δυνάμεων του μυαλού του. Η τελευταία δημοσιευμένη περιπέτεια του αναγνώσματος δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν η κορύφωση και κλείσιμο του κύκλου. Ολοκληρώνεται απλώς μια περιπέτεια στην οποία, χωρίς να αφήνεται καμιά εκκρεμότητα, κλείνουν οι λογαριασμοί με έναν ακόμα «κακό», ο οποίος επιβουλευόταν κι αυτός την επικυριαρχία ή την καταστροφή της Γης. Σύνηθες τέλος κάθε αυτοτελούς περιπέτειας κι ο αναγνώστης αναμένει φυσιολογικά την επόμενη αυτοτελή περιπέτεια στο επόμενο τεύχος. Αντ’ αυτής, την επόμενη Τρίτη ο Στέλιος Ανεμοδουράς θα έστελνε στα περίπτερα της επικράτειας τον «Μικρό Ήρωα», το έπος της ελληνικής λαϊκής παιδικής λογοτεχνίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι υπεράνθρωποί του συνεχίζουν τη δράση τους μακριά, πλέον, από τα φώτα της δημοσιότητας… Το τελευταίο τεύχος του αναγνώσματος είχε κυκλοφορήσει στις 17 Φεβρουαρίου 1953.
12
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Ο τρόμος του νάνου
Ο
Ι ΜΕΡΕΣ περνούν τώρα ήσυχα και ειρηνικά για την Ανθρωπότητα. Κανένας κίνδυνος δεν απειλεί τη Γη. Οι Υπεράνθρωποι, οι πανίσχυροι προστάτες του κόσμου, μένουν αδρανείς. Περνούν τον καιρό τους ήρεμα, χωρίς αγωνίες και καρδιοχτύπια. Είναι τώρα καθισμένοι στη βεράντα του σπιτιού τους και απολαμβάνουν το ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο. Ξαφνικά, η πόρτα του κήπου ανοίγει και ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος μπαίνει μέσα και προχωρεί παραπατώντας και βογκώντας προς τη βεράντα. Είναι ο Κοντοστούπης, ο κωμικός νάνος, σύντροφος και βοηθός των Υπερανθρώπων. Το πρόσωπό του είναι συσπασμένο από τρόμο και η χοντρή και μεγάλη μύτη του σαλεύει σαν ένα υπερφυσικό... σκουλήκι από την ταραχή. Ανεβαίνει με δυσκολία τα σκαλοπάτια της βεράντας και πέφτει βαριά σε μια πολυθρόνα. - Αχ! βογκάει. Αχ - βαχ! Πεθαίνω! Η καρδούλα μου! - Τι τρέχει, Κοντοστούπη; ρωτάει ο Υπεράνθρωπος. Κανένας τους δεν ανησυχεί, γιατί ξέρουν ότι ο Κοντοστούπης τρομάζει και λιποθυμάει με το παραμικρό. - Τι τρέχει; κάνει ο νάνος. Βλέπεις εσύ κανένα να τρέχει; Παράτα με ήσυχο, λοιπόν, Υπεράνθρωπε, στον πόνο και στη λαχτάρα μου! Ωχ! - Θείε Κοντοστούπη, λέει ο Υπερέλληνας γελώντας, μήπως είδες στο δρόμο σου κανένα... βατραχάκι; Το πρόσωπο του νάνου γίνεται κατακόκκινο. - Ορίστε κατάσταση! γρυλίζει. Αυτοί είναι οι σημερινοί νέοι! Δε σέβονται τους μεγαλύτερούς τους! Βρε παλιόπαιδο, αν σου πω τι συνέβη, θα κάνεις το… πιπί σου πάνω σου από το φόβο σου! - Τι συνέβη, Κοντοστούπη; ρώτησε ο Κεραυνός. Λέγε γρήγορα τι συνέβη, γιατί έχω φαγούρα... στις παλάμες μου, επειδή έχω πολύ καιρό να δώσω... καρπαζιές! - Βαρέθηκες τη ζωή σου, Κεραυνέ; λέει άγρια ο Κοντοστούπης. Δεν ξέρεις πως όποιος βαρέσει καρπαζιά στο κεφάλι του Κοντοστούπη πεθαίνει; - Καλά σου λέει ο Κοντοστούπης, Κεραυνέ! λέει ο Ελ Γκρέκο. Όποιος του δώσει καρπαζιά πεθαίνει από... βαθιά γεράματα! Βάζουν όλοι τα γέλια, ενώ ο Κοντοστούπης κοντεύει να πάθει συγκοπή από το θυμό του. - Ας αφήσουμε τώρα τ' αστεία! λέει ο Υπεράνθρωπος αυστηρά. Τι συνέβη, Κοντοστούπη; - Εί... είδα ένα ολόκληρο κτίριο, απαντάει ο νάνος, ένα σχολείο, να χάνεται! - Να χάνεται; Πώς; - Ένα πράγμα σαν ιπτάμενος δίσκος κατέβηκε από τον ουρανό και το ρούφηξε! Βάζουν όλοι πάλι τα γέλια. - Το… ρούφηξε; λέει ο Κεραυνός ξεκαρδισμένος. Τι ήταν… αβγό; - Αβγό είναι το κεφάλι σου και μάλιστα… κλούβιο! γρυλίζει ο νάνος. Κατέβηκε, σου λέω, ένας ιπτάμενος δίσκος από τον ουρανό, ξεκόλλησε το σχολείο από τα θεμέλια του, το ρούφηξε και χάθηκε! - Το ρούφηξε μαζί με τα παιδιά; ρωτάει ο Κεραυνός παίρνοντας σοβαρό ύφος. - Ναι! σου λέω! Το ρούφηξε ολόκληρο, μαζί με τα παιδιά! Ο Κεραυνός γελάει πάλι. Αυτή τη φορά, ο Υπεράνθρωπος θυμώνει! - Κεραυνέ! λέει αυστηρά. Είπα ν’ αφήσετε τ’ αστεία! Σιμούν, θα πας στο μέρος που θα σου πει ο Κοντοστούπης, για να δεις αν πραγματικά έχει χαθεί το κτίριο που λέει. Αν όλη αυτή η ιστορία είναι ένα πλάσμα του φόβου και της φαντασίας του, θα… καρπαζωθεί από όλους μας! Αν πάλι ο Κοντοστούπης είπε την αλήθεια, τότε πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας, γιατί φαίνεται ότι κά-
13
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Οι γροθιές του είναι σφιγμένες και το μυώδες κορμάκι του τεντωμένο. ποιος καινούριος κίνδυνος απειλεί τον κόσμο! Κοντοστούπη, πού ήταν το σχολείο που χάθηκε; - Στην… στην πλατεία Όρεγκον! - Εμπρός, Σιμούν! Το παιδάκι μένει ασάλευτο. Οι γροθιές του είναι σφιγμένες και το μυώδες κορμάκι του τεντωμένο. Τα μάτια του είναι καρφωμένα ολόισια μπροστά του, στο κενό. - Σιμούν! λέει πάλι ο Υπεράνθρωπος. Είπα να πας να… Οι γροθιές του γιου του Κεραυνού ξεσφίγγονται. Τα μάτια του γυρίζουν προς τον Υπεράνθρωπο. - Δεν είναι ανάγκη να πάω εκεί! λέει το Υπεραγόρι. Βλέπω, με τη δύναμη της σκέψης μου, το μέρος που περιέγραψε ο θείος Κοντοστούπης. Πραγματικά, ένα κτίριο έχει εξαφανιστεί! Δεν μένουν παρά μόνο τα θεμέλια του κι ένα μικρό μέρος από τους τοίχους του! Ο νάνος γυρίζει θριαμβευτικά προς τον Κεραυνό. - Βλέπεις, εξυπνάκια μου; φωνάζει. Βλέπεις ότι είχα δίκιο; Γέλα τώρα! Τι κάθεσαι; Γέλα για ν’ ακούσουμε το χαριτωμένο σου γέλιο. - Ο θείος Κοντοστούπης είπε την αλήθεια! συνεχίζει ο Σιμούν. Στην πλατεία… Ξαφνικά, σωπαίνει. Οι γροθιές του σφίγγονται και το κορμί του τεντώνεται. Τα μάτια του καρφώνονται στο κενό. Το Υπεραγόρι, που είναι προικισμένο με υπερφυσική δύναμη θέλησης και υπνωτιστική τηλεπαθητική σκέψη, βλέπει με τη φαντασία του κάτι που συμβαίνει μακριά, πολύ μακριά. - Βλέπω, μουρμουρίζει, ένα ιπτάμενο αντικείμενο, που μοιάζει με ιπτάμενο δίσκο! Χαμηλώνει… Πλησιάζει σ’ ένα κτίριο… Είναι… είναι ένα σχολείο! Με μια απότομη εκτίναξη των ποδιών του, ο Σιμούν απογειώνεται. Το λυγερό κορμί του, με την παράξενη μωβ στολή του, σκίζει ολοταχώς τον αέρα.
14
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Σχολεία εξαφανίζονται!
Ο
Ι ΑΛΛΟΙ Υπεράνθρωποι, εκτός από τον Κοντοστούπη, τον ακολουθούν. Πετούν ξοπίσω του προς την άλλη άκρη της Νέας Υόρκης, όπου διακρίνουν κιόλας έναν ιπτάμενο δίσκο! Ο Σιμούν φτάνει πρώτος κοντά στο δίσκο. Βλέπει ένα ολόκληρο κτίριο, ένα μεγάλο σχολείο να αποσπάται από τη γη και να σηκώνεται στον αέρα! Στα παράθυρα του κτιρίου βλέπει τρομαγμένα κεφαλάκια παιδιών να κοιτάζουν έξω. Μερικά αναγνωρίζουν το γιο του Κεραυνού και φωνάζουν: - Σώσε μας, Σιμούν! Ο Σιμούν ορμάει, αρπάζει δυο παιδιά στην αγκαλιά του, προσγειώνεται χάμω και ακουμπάει απαλά τα παιδιά στο έδαφος. Έπειτα, απογειώνεται πάλι. Στο μεταξύ, δυο πράγματα έχουν συμβεί. Οι υπόλοιποι Υπεράνθρωποι έχουν φτάσει κι αυτοί και το κτίριο, μαζί με τα παιδιά, έχει χαθεί! Έχει καταβροχθιστεί από τον ιπτάμενο δίσκο! Οι προστάτες της Ανθρωπότητας ορμούν όλοι μαζί εναντίον του παράξενου αερόπλοιου κι ένα τρελό κυνηγητό αρχίζει μέσα στους ουρανούς! Η ταχύτητα που αναπτύσσει ο δίσκος και η επιδεξιότητα των ελιγμών του είναι απίστευτες. Οι Υπεράνθρωποι - ακόμα κι ο ταχύτατος Υπερέλληνας - δεν κατορθώνουν να τον φτάσουν. Κάθε τόσο, τα δάχτυλά τους πάνε ν' αγγίξουν το ιπτάμενο αντικείμενο, αλλά την τελευταία στιγμή αυτό τους ξεφεύγει μ' έναν ελιγμό. Και, κάθε τόσο, ο ιπτάμενος δίσκος χαμηλώνει απότομα και... ρουφάει ένα κτίριο! Και πάντα το κτίριο αυτό είναι ένα σχολείο γεμάτο παιδιά! Τέλος, ο ιπτάμενος δίσκος αφήνει μια εκτυφλωτική λάμψη και χάνεται! Χάνεται ολότελα, χωρίς ν' αφήσει πίσω του κανένα ίχνος! Ο Σιμούν προσπαθεί να τον συλλάβει με τη σκέψη του μα δεν το κατορθώνει. Μια άλλη σκέψη, εξίσου δυνατή με τη δική του, μπαίνει ανάμεσα στο δίσκο και στο Υπεραγόρι και τον εμποδίζει να επικοινωνήσει με τον οδηγό και τους επιβάτες του παράξενου αερόπλοιου. Οι Υπεράνθρωποι επιστρέφουν στο σπίτι τους με την ψυχή γεμάτη απορία, φρίκη και αγωνία. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Ένας ιπτάμενος δίσκος που ρουφάει κτίρια! Και μάλιστα σχολεία γεμάτα παιδιά! Γιατί; Πώς; Από πού προέρχεται ο δίσκος αυτός; Με ποιο σατανικό τρόπο, με ποια διαβολική δύναμη κατορθώνει να καταβροχθίζει ολόκληρα σχολεία; Και γιατί να αποσπά από τη γη κτίρια; Και γιατί να αποσπά αποκλειστικά σχολεία; Αυτές οι απορίες στριφογυρίζουν στο μυαλό των Υπερανθρώπων, καθώς είναι καθισμένοι στο σαλόνι του σπιτιού τους με τα πρόσωπα συννεφιασμένα. - Δεν μπορώ να καταλάβω... αρχίζει να λέει ο Ελ Γκρέκο. Ένα κουδούνισμα τον κάνει να σωπάσει. Είναι το τηλέφωνο. Ο Υπεράνθρωπος σηκώνει το ακουστικό, ακούει για λίγη ώρα, ανταλλάσσει μερικές φράσεις και το ακουμπάει πάλι. Όταν γυρίζει στους συντρόφους του, το πρόσωπό του είναι ρυτιδωμένο από ανησυχία. - Ήταν ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Κυβέρνησης, λέει. Μου είπε ότι δεκάδες άλλοι ιπτάμενοι δίσκοι έκαναν την εμφάνισή τους σε διάφορα σημεία του κόσμου και εξαφάνισαν πολλά σχολεία γεμάτα παιδιά! Φαίνεται ότι άγνωστοι και μυστηριώδεις εχθροί απειλούν πάλι την Ανθρωπότητα και μάλιστα το μέλλον και την ελπίδα των ανθρώπων, τα παιδιά! Άγνωστο γιατί! Η Παγκόσμια Κυβέρνηση ζητάει τη βοήθειά μας! Πρέπει να δράσουμε! Πρέπει να προστατεύσουμε τα παιδιά, τα αθώα αυτά πλάσματα, που ποιος ξέρει τι κίνδυνο διατρέχουν αυτή τη στιγμή! Πώς όμως; Οι μυστηριώδεις ιπτάμενοι δίσκοι είναι, όπως φαίνεται,
15
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
ασύλληπτοι και… - Έχω μια ιδέα! φωνάζει ο Υπερέλληνας. - Χμ! κάνει ο Κοντοστούπης. Ας την ακούσουμε αυτή την ιδέα! Σίγουρα καμιά ανοησία ετοιμάζεις! Ο Υπερέλληνας χαμογελάει πονηρά. - Είμαι βέβαιος ότι θα σου αρέσει πολύ η ιδέα μου, θείε Κοντοστούπη! λέει. Έχω να προτείνω το εξής: αφού οι άγνωστοι εχθροί μας έχουν βάλει ως στόχο τα παιδιά, ας μεταμφιεστούμε σε συνηθισμένα παιδιά εγώ κι ο Σιμούν κι ας πάμε να παρακολουθήσουμε μαθήματα σ' ένα σχολείο! Αν οι εχθροί μας «ρουφήξουν» το σχολείο με τα παιδιά, θα είμαστε κι εμείς ανάμεσα στα παιδιά! Έτσι, θα μπορέσουμε να μάθουμε τι συμβαίνει. Και προτείνω να πάρουμε μαζί μας το θείο Κοντοστούπη, μεταμφιεσμένο κι αυτόν σε... παιδί! Ο νάνος ανασκιρτάει σαν να τον δάγκωσε σκορπιός! - Ε; κάνει χαζά. Τι είπες; Εμένα; Μεταμφιεσμένο σε παιδί; Χριστός φυλάει! Κουνήσου από τη θέση σου! Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Το πρόσωπό του έχει χλομιάσει από το φόβο. - Καλά, θείε Κοντοστούπη! λέει ο Υπερέλληνας πονηρά. Δεν πειράζει! Μην έρχεσαι, αφού φοβάσαι! Νόμιζα πως δε θα άφηνες δυο παιδιά να πάνε μόνα τους και απροστάτευτα σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή! Ο Κοντοστούπης γίνεται κατακόκκινος από ντροπή. Δε θέλει να παραδεχτεί πως φοβάται. Καταλαβαίνει την καζούρα που τον περιμένει, αν ομολογήσει το φόβο του. - Ε; κάνει πάλι. Είσαι ανόητος, Υπερέλληνα! Ποιος σου είπε ότι δε θα έρθω μαζί σας; Μπορώ να σας αφήσω απροστάτευτους; Εγώ, ο φοβερός Κοντοστούπης... Ο Υπεράνθρωπος τον διακόπτει: - Καλά, καλά! λέει ανυπόμονα. Τα ξέρουμε τα υπόλοιπα! Είσαι ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών του κόσμου! Πηγαίνετε τώρα και οι τρεις να ετοιμαστείτε!
Ο... ελεφαντοπίθηκος!
Μ
ΟΥΡΜΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ανάμεσα στα δόντια του εναντίον της μοίρας του, που τον ρίχνει κάθε τόσο σε καινούριες περιπέτειες και λαχτάρες, ο Κοντοστούπης ακολουθεί τα δυο παιδιά. Όταν, έπειτα από λίγη ώρα, ο Υπερέλληνας, ο Σιμούν κι ο Κοντοστούπης κάνουν πάλι την εμφάνισή τους, ξεσπούν όλοι σε γέλια. Το θέαμα είναι αφάνταστα κωμικό. Όχι βέβαια για τον Σιμούν και τον Υπερέλληνα, που έχουν απλώς αντικαταστήσει τις στολές του με κανονικά ρούχα και μοιάζουν με δυο συνηθισμένα παιδιά. Ο Κοντοστούπης, όμως, με κοντά παιδικά παντελόνια είναι απερίγραπτα κωμικός! - Γιατί γελάτε, γρυλίζει ανεβοκατεβάζοντας τη μύτη του σαν προβοσκίδα. Τι βλέπετε και γελάτε; Αβγά σας καθαρίζουν; Περισσότερο απ' όλους γελάει η Ελχίνα. Το πράσινο μουσούδι της είναι συσπασμένο, θυμίζοντας φάτσα... κρυολογημένης φώκιας! Το στόμα της χαχανίζει ορθάνοιχτο, κάνοντας το πρόσωπό της ακόμα πιο άσχημο και πιο κωμικό. - Χα, χα, χα! κάνει. Χου, χου, χου! Ο… ο ωραίος Κοντοστούπης παιδί! Ο γενναίος Κοντοστούπης... μαθητούδι! Ο ασύγκριτος Κοντοστούπης... αγοράκι! Χο, χο, χο! - Ελχίνα! γρυλίζει ο νάνος. Πρόσεξε καλά, παλιοχήνα! Θα σε αρπάξω από το λαρύγγι και θα με πάνε φυλακή για... τερατοκτονία! - Πήγαινε τώρα! λέει ο Υπεράνθρωπος, γελώντας ακόμα. Τηλεφώνησα στο σχολείο της περιφέρειάς μας και τους εξήγησα τι συμβαίνει. Γέλασαν. Δεν με πίστεψαν, αλλά δέχτηκαν να σας
16
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
- Γιατί γελάτε, γρυλίζει ανεβοκατεβάζοντας τη μύτη του σαν προβοσκίδα.
αφήσουν να παρακολουθήσετε τα μαθήματα μαζί με τ' άλλα παιδιά! Τα δυο παιδιά βγαίνουν μαζί με τον Κοντοστούπη. Ο νάνος αρχίζει τώρα να βρίσκει την περιπέτειά του διασκεδαστική. Χοροπηδάει σαν ένα παιχνιδιάρικο παιδάκι, τραγουδώντας: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάσματα, του Θεού τα πράγματα!» Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουν στο σχολείο και μπαίνουν στην τάξη. Όπως καταλαβαίνετε, τα μαθητούδια ξεσπούν σε ακράτητα γέλια, όταν αντικρίζουν τον Κοντοστούπη. - Κύριε, λέει ένα παιδάκι σηκώνοντας το χέρι του. Τι είναι αυτό; Το φέρατε από το ζωολογικό κήπο για να μας κάνετε μάθημα φυσικής ιστορίας; Τι ζώο είναι; - Ε; κάνει ο Κοντοστούπης, σαλεύοντας τη μύτη του. - Κύριε! λέει ένα άλλο παιδάκι. Εγώ το βρήκα τι ζώο είναι! Μοιάζει με... πίθηκο, αλλά δεν είναι! Η μύτη του είναι σαν... προβοσκίδα! Είναι... ελεφαντοπίθηκος, κύριε! Ο Κοντοστούπης είναι έξω φρενών. Κοντεύει να πνιγεί από το θυμό του. Μα δεν μπορεί να τα βάλει με τα παιδάκια! Ευτυχώς, επεμβαίνει ο δάσκαλος και τον βγάζει από τη δύσκολη θέση. - Ησυχία! φωνάζει. Δεν είναι ζώο! Είναι ένας συμμαθητής σας! Καθίστε! Ο Κοντοστούπης κάθεται, στραβοκαταπίνοντας από τη φούρκα του, δίπλα σ' ένα παιδάκι, που πετάγεται αμέσως όρθιο τρέμοντας. - Κύριε, λέει, φοβάμαι!
17
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
- Τι φοβάσαι; ρωτάει αυστηρά ο δάσκαλος. - Μήπως με... δαγκώσει! Οι μαθητές ξεσπούν πάλι σε ακράτητα γέλια. Την επομένη, όμως, στιγμή τα γέλια μεταβάλλονται σε ξεφωνητά τρόμου. Το κτίριο συγκλονίζεται! Οι τοίχοι τρέμουν! Τα κάδρα πέφτουν και ο μαυροπίνακας σωριάζεται χάμω! Έπειτα, ολόκληρο το σχολείο αποσπάται από το έδαφος και ταξιδεύει στον αέρα, προς τον ουρανό. Μέσα στην τάξη, η ατμόσφαιρα γίνεται ασφυκτική. Ένα δυνατό φως θαμπώνει τα παιδιά, που χάνουν τις αισθήσεις τους. Ο Υπερέλληνας, ο Σιμούν κι ο Κοντοστούπης διατηρούν τις δικές τους αισθήσεις για μια - δυο στιγμές ακόμα. Έπειτα, λιποθυμούν κι αυτοί...
«Ραμπινταχάρ!»
Ο
ΤΑΝ ανοίγει τα μάτια του ο Κοντοστούπης, βλέπει γύρω του μια πολύ μεγάλη αίθουσα με μετάλλινους τοίχους. Εκατό ή διακόσια παιδιά είναι ξαπλωμένα εκεί μέσα αναίσθητα. Κοντά στους τοίχους της αίθουσας στέκονται μερικοί άντρες, περίεργα ντυμένοι. Φορούν μακριές ρόμπες και σαρίκια στο κεφάλι. Μερικοί από αυτούς έχουν μακριά γένια. Τα χαρακτηριστικά τους δείχνουν ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι Ανατολίτες, από το Θιβέτ ή ίσως από κάποια περιοχή των Ινδιών. - Παναγίτσα μου! μουρμουρίζει ο νάνος. Πού είμαι; Ποιοι είναι αυτοί; Και... ποιος είμαι εγώ; Έτσι που μασκαρεύτηκα με τα κοντά παντελόνια, δεν ξέρω αν είμαι εγώ ή κανένα μαθητούδι! Δίπλα του, ο Σιμούν κι ο Υπερέλληνας έχουν ανοίξει κι αυτοί τα μάτια τους. - Περίεργο! μουρμουρίζει ο Σιμούν. Είμαστε άραγε στο κρησφύγετο των εχθρών μας ή μέσα στον ιπτάμενο δίσκο; - Αν επιτεθούμε, λέει ο Υπερέλληνας, και αιχμαλωτίσουμε αυτούς τους σαρικοφόρους, θα μπορέσουμε ίσως να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση του δίσκου και… - Όχι! λέει ο Σιμούν. Πρέπει να εξακριβώσουμε πρώτα τι ακριβώς συμβαίνει και ποιοι είναι οι σκοποί των ανθρώπων αυτών. Περίμενε... Σφίγγει τα χέρια του, τεντώνει το λυγερό κορμάκι του και τα μάτια του παίρνουν μια παράξενη έκφραση. Καρφώνονται στα μάτια ενός σαρικοφόρου. Αυτός χλομιάζει. Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν και γλαρώνουν. Τα χέρια του σταυρώνονται στο στήθος του. Μια κουβέντα αρχίζει. Μια σιωπηλή κουβέντα ανάμεσα στην πανίσχυρη σκέψη του Σιμούν και στη σκέψη του σαρικοφόρου: «Ποιος είσαι; Πού βρισκόμαστε;» ρωτάει ο Σιμούν. «Είμαι ο Αχίμ, μέλος της μεγάλης φυλής των Αμπντουλέ! Βρισκόμαστε μέσα σ' ένα αερόπλοιο του μάγου των μάγων, του φοβερού Γκουάρ!» «Πού πηγαίνουμε;» «Πηγαίνουμε στο μάγο των μάγων, Γκουάρ!» «Γιατί;» «Γιατί έτσι θέλει ο μάγος των μάγων, Γκουάρ!» «Γιατί μαζεύετε παιδιά;» «Γιατί έτσι θέλει ο μάγος των μάγων, Γκουάρ!» «Τι τα κάνετε τα παιδιά;» «Ό,τι θέλει ο μάγος των μάγων, Γκουάρ!»
18
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Ο Σιμούν καταλαβαίνει ότι κάθε προσπάθειά του να αποσπάσει περισσότερα από τον σαρικοφόρο είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο κι αν αγωνίζεται, δεν καταφέρνει να εισχωρήσει περισσότερο στη σκέψη του σαρικοφόρου. Και καταλαβαίνει γιατί. Ο μυστηριώδης μάγος των μάγων, Γκουάρ, έχει μισο - υπνωτίσει τους ανθρώπους του και τους έχει επιβάλει να κλείσουν την πόρτα του μυαλού τους, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να διαβάσει εκεί μέσα με τη δύναμη της θέλησής του. Ο Κοντοστούπης, που - φυσικά - δεν πήρε είδηση ότι ο Σιμούν είχε κουβεντιάσει μ' έναν από τους σαρικοφόρους, αποφασίζει να σηκωθεί και να κάνει μια βόλτα μέσα στην αίθουσα. Σηκώνεται πραγματικά και κάνει μερικά βήματα, όταν η φωνή ενός σαρικοφόρου αντηχεί βροντερά: - Καού μα ραμπινταχάρ! Ο Κοντοστούπης μαρμαρώνει και γυρίζει αργά, με τα μάτια γουρλωμένα: - Ε; κάνει χαζά. Ραμπινταχάρ; Απολύτως σύμφωνοι, αγαπητέ μου! Έχεις την καλοσύνη να μου εξηγήσεις τι θα πει ραμπινταχάρ; - Καού μα ταγκόρ! - Τώρα μάλιστα! λέει ο νάνος. Συνεννοηθήκαμε μια χαρά! Ταγκόρ! Ραμπινταχάρ! Ραμπόρ! Ταγκινταχάρ! Και προσθέτει γυρίζοντας στα δυο παιδιά: - Έρχονται στιγμές που θαυμάζω τον εαυτό μου! Πώς τις αρπάζω τις ξένες γλώσσες! Είμαι πραγματικός άσος! Λοιπόν; Τι λέγαμε, αγαπητέ μου; Α, ναι! Ραμπόρ, Ταγκόρ, Ραμπινταχάρ, Ταγκινταχάρ! Κομπρί! - Ακουαλί! κάνει ο Κοντοστούπης. Γιατί όχι; Χίλιες φορές ακουαλί. Παρλέ βου φρανσαί; Μακαρόνια φρικασέ! - Καού μα ραμπινταχάρ! ουρλιάζει ο σαρικοφόρος, προχωρώντας απειλητικά προς το μέρος του. Σταματάει μπροστά στον Κοντοστούπη και σηκώνει τη χερούκλα του πάνω από το νάνο. - Προσεξού, μαντραχαλάρ! φωνάζει ο νάνος. Κατεβού τη χερουκλάρ για να μη σου τη σπασάρ! Καταλαβάρ; Μα η χερούκλα κατεβαίνει με ορμή και χαρίζει στον Κοντοστούπη ένα χτύπημα τόσο δυνατό, ώστε ο νάνος πέφτει στα γόνατα. - Άγιοι Πάντες! γρυλίζει ο Κοντοστούπης. Άγιε Ονούφριε, προστάτη μου! Θα κάνω φονικό! Θα του τσακίσω τη μουτράρ! Μα ο Σιμούν τον προλαβαίνει. Δεν πρέπει να επιτεθεί ο Κοντοστούπης εναντίον του σαρικοφόρου και να τον χτυπήσει! Δεν πρέπει να δημιουργηθεί επεισόδιο και να προδοθεί έτσι η αποστολή τους! Η πανίσχυρη σκέψη του παιδιού αντηχεί μέσα στο μυαλό του Κοντοστούπη: «Κάθισε χάμω!», διατάζει. «Κάθισε χάμω και βάλε τα κλάματα σαν πραγματικό παιδάκι που το έδειραν!» Ο νάνος υπακούει άθελά του. Κάθεται χάμω και τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει ταραγμένο από τους λυγμούς. - Ωγούουουουου! κάνει κλαίγοντας γοερά. Ωγούουου! - Γιατί μ' έδειρες; Θα το πω της... μαμάς μου! Θα φωνάξω αστυνομία! Ωγούουοου! Κακέ! Είσαι κακός, κακός, κακός! Περίμενε να μεγαλώσω και θα σου δείξω εγώ! Ωγούουου! Ο σαρικοφόρος απομακρύνεται γελώντας και πηγαίνει και στέκεται πάλι κοντά στον τοίχο. Ο Κοντοστούπης συνεχίζει: - Φεύγεις, ε; Φοβήθηκες! Θρασύδειλε! Θα σε πιάσω, όμως, στα χέρια μου κι αν δε σε βάλω να καταπιείς το... σαρίκι σου, να μη με λένε εμένα Κοντοστούπη!
19
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Ξαφνικά το αερόπλοιο σταματάει μ’ ένα σιγανό κλονισμό!
Μπροστά στο μάγο των μάγων
Ξ
ΑΦΝΙΚΑ το αερόπλοιο σταματάει μ' ένα σιγανό κλονισμό! Αμέσως ο Αχίμ, ο σαρικοφόρος, που είχε δείρει τον Κοντοστούπη, βγάζει από την τσέπη της ρόμπας του ένα μικρό μηχάνημα και πιέζει ένα κουμπί. Το μηχάνημα αρχίζει να λειτουργεί βουίζοντας. Τα αναίσθητα παιδιά συνέρχονται μέσα σε λίγες στιγμές. Η αίθουσα γεμίζει από κραυγές έκπληξης και τρόμου, ξεφωνητά και κλάματα. Μια μεγάλη πόρτα ανοίγει στο βάθος της αίθουσας. Χειρονομώντας και φωνάζοντας, οι σαρικοφόροι δείχνουν στα παιδιά την πόρτα. Βγαίνουν όλοι έξω. Βρίσκονται σ' ένα εξοχικό μέρος γεμάτο λόφους και δέντρα. Από τη βλάστηση, ο Σιμούν κι ο Υπερέλληνας καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται σε κάποιο μέρος των Ινδιών. Οδηγημένα από τους σαρικοφόρους τα παιδιά, και μαζί οι τρεις φίλοι μας, προχωρούν ανάμεσα στους λόφους, ώσπου φτάνουν σε μια πλαγιά, όπου χάσκει ένα τεράστιο στόμιο σπηλιάς. Μπαίνουν μέσα και προχωρούν σ' ένα μακρύ και πλατύ υπόγειο διάδρομο, που οι τοίχοι του είναι σκεπασμένοι με μάρμαρο. Ηλεκτρικοί γλόμποι κρέμονται από το ταβάνι, σκορπίζοντας τα σκοτάδια. Περπατούν έτσι αρκετή ώρα. Τέλος φτάνουν σ' ένα μέρος, όπου ο διάδρομος σταματάει μπροστά σε μια μεγάλη μετάλλινη πόρτα. Η πόρτα ανοίγει μόνη της στο πλησίασμά τους, αποκαλύπτοντας ένα καταπληκτικό θέαμα. Εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά πηγαινοέρχονται εκεί μέσα. Περπατούν με ρυθμικό στρατιωτικό βήμα, σύμφωνα με τα παραγγέλματα που τους δίνουν σαρικοφόροι αξιωματικοί. Είναι όλα τους
20
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
οπλισμένα με τουφέκια και αυτόματα και χειρίζονται τα όπλα σαν πραγματικοί στρατιώτες σε γυμνάσια! Τα γυμνάσια αυτά γίνονται μέσα σε μια απέραντη σπηλιά, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το βάθος της. Στο κέντρο της σπηλιάς, πάνω σ' ένα θρόνο, είναι καθισμένος ένας σαρικοφόρος γέρος, που τα μάτια του λάμπουν όπως τα μάτια της κουκουβάγιας μέσα στο σκοτάδι. - Παναγίτσα μου! μουρμουρίζει ο Κοντοστούπης. Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Μπελάδες θα έχουμε! Δε μου αρέσει καθόλου η φάτσα αυτού του παλιόγερου! Απλώνει το χέρι του και πιέζει ένα κουμπί σ' ένα είδος ρολογιού, που είναι περασμένο στο αριστερό του χέρι. Μα δεν είναι ρολόι. Είναι ένας μικροσκοπικός ραδιοπομπός, ένα ασύρματο ραδιοτηλέφωνο, με το οποίο είναι εφοδιασμένοι όλοι οι Υπεράνθρωποι για να μπορούν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει και να ειδοποιήσει τους άλλους Υπερανθρώπους, αλλά μένει σιωπηλός. Φοβάται μήπως τον ακούσουν οι σαρικοφόροι. Δε μιλάει, λοιπόν. Προχωράει βουβός μαζί με τους άλλους, αφήνοντας το μικροσκοπικό ραδιοτηλέφωνο σε λειτουργία. Οι νεοφερμένοι διασχίζουν τη σπηλιά, περνώντας ανάμεσα στα οπλισμένα παιδιά, που γυμνάζονται, και συγκεντρώνονται μπροστά στο θρόνο του γέρου. Αυτός τους κοιτάζει χαμογελώντας σατανικά και τα μάτια του λάμπουν πιο έντονα και πιο αλλόκοτα. - Γονατίστε! λέει με δυνατή φωνή στην αγγλική γλώσσα. Τα παιδιά πέφτουν στα γόνατα. Ο Κοντοστούπης υπακούει κι αυτός, νιώθοντας τη θέλησή του να υποτάσσεται στη θέληση του γέρου. Το ίδιο κι ο Υπερέλληνας. Ο Σιμούν αντιδρά στη θέληση του αρχηγού των σαρικοφόρων. Με την πανίσχυρη σκέψη του, δεν την αφήνει να τον επηρεάσει. Γονατίζει, όμως, κι αυτός για να μην καταλάβουν οι εχθροί του κόσμου ποιος είναι. - Από εδώ κι εμπρός, συνεχίζει ο γέρος, είστε δικοί μου! Είστε πιστοί δούλοι του μάγου των μάγων, Γκουάρ! Είστε δούλοι της μεγάλης φυλής των Αμπντουλέ! - Γιατί όχι; μουρμουρίζει ο Κοντοστούπης. Είμαστε δούλοι του Γκουάρ και των Αμπντουλέ! Τι άλλο θέλουμε; - Είστε προορισμένοι να κατακτήσετε τον κόσμο! εξακολουθεί ο μάγος Γκουάρ. Μαζί με άλλα παιδιά από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Ρωσία, που βρίσκονται εδώ μέσα, θα σχηματίσετε ένα τρομερό στρατό, πάνοπλο και καλά γυμνασμένο, και θα κατακτήσετε τον κόσμο! - Σύμφωνοι! λέει ο νάνος. Θα κατακτήσουμε τον κόσμο! Μπορώ, όμως, να σου ζητήσω κάτι, αγαπητέ μου Γκουάρ; Διόρισέ με αρχηγό! Εγώ που με βλέπεις ήμουν άλλοτε... στρατηγός! - Σκασμός! βρυχάται ο Γκουάρ. Και συνεχίζει: - Είστε δικοί μου! Είστε δούλοι μου! Προσέξτε όμως! Όποιος τολμήσει να σκεφτεί να αντισταθεί στη θέλησή μου, θα δοκιμάσει τον φριχτότερο θάνατο! Κοιτάξτε! Κοιτάξτε καλά, ω, δούλοι του Γκουάρ. Και δείχνει προς το βάθος της σπηλιάς. Μια ομαδική κραυγή τρόμου ξεπηδάει από τα στήθη των παιδιών. Ο Κοντοστούπης νιώθει την καρδιά του να κάνει είκοσι απανωτές τούμπες μέσα στο στήθος του, σφυροκοπώντας τα πλευρά του. - Αχ! κάνει. Τι είναι αυτό; Χριστουλάκη μου! Ενα πελώριο τέρας έχει κάνει την εμφάνισή του στο βάθος της σπηλιάς. Είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από έναν ελέφαντα. Το κορμί του είναι ογκώδες και μακρουλό
21
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Mια τρομερή μονομαχία αρχίζει. Μια σιωπηλή μονομαχία θελήσεων χωρίς εκρήξεις και κρότους. και καταλήγει σε μια μεγάλη ουρά. Στην πλάτη του φυτρώνουν δυο γιγαντιαία φτερά. Το στόμα του είναι τόσο μεγάλο, ώστε εύκολα θα μπορούσε να χωρέσει είκοσι παιδιά! Ολόκληρο το κορμί του φεγγοβολάει, σαν να είναι από φώσφορο! - Κοιτάξτε καλά! λέει ο μάγος Γκουάρ. Το ζώο αυτό ανυπομονεί ν' αρπάξει εκείνους που θα τολμήσουν να αντισταθούν στη θέλησή μου! Και θ' αρχίσει κιόλας να δουλεύει! Γιατί αυτή τη στιγμή ανάμεσά σας, υπάρχει κάποιος που νομίζει ότι η θέλησή του είναι πιο δυνατή από τη δική μου! Υπάρχει κάποιος που είχε την αφέλεια να νομίζει ότι μπορούσε να ξεγελάσει εμένα, φορώντας κοινά ρούχα παιδιού! Σωπαίνει, κοιτάζει γύρω με μάτια που αστράφτουν διαβολικά και προσθέτει: - Αυτός και δυο σύντροφοί του είχαν την έμπνευση να έρθουν εδώ μεταμφιεσμένοι, για να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις μου! Χα, χα, χα! Σιμούν, Υπερέλληνα! Κοντοστούπη! Σηκωθείτε όρθιοι! Αμέσως! - Άγιοι Πάντες! τραυλίζει ο νάνος. Την πάθαμε για τα καλά! Θα μας φάνε τώρα ζωντανούς τα τέρατα! Ωχ, η καρδούλα μου! Ήμουν προορισμένος να πάω... φαγωτός!
Ο μάγος και το παιδί
Τ
Α ΔΥΟ παιδιά κι ο Κοντοστούπης υπακούουν. Φυσικά, ο Υπερέλληνας κι ο νάνος υπακούουν παρά τη θέλησή τους, που είναι υποταγμένη στον Γκουάρ. Ο Σιμούν, όμως, σηκώνεται, γιατί καταλαβαίνει ότι δεν έχει να κερδίσει τίποτα με το να εξακολουθήσει να κρύβεται. Ο αντίπαλός του έχει ανακαλύψει την παρουσία του! - Είσαι τρομερός, μάγε Γκουάρ! λέει. Κατάφερες να μαντέψεις τα σχέδιά μου! Αλλά κι εγώ ανα-
22
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
κάλυψα το κρησφύγετό σου και τους σκοπούς σου! Ο γέρος βάζει τα γέλια. - Και τι μ' αυτό, Σιμούν; Δεν πρόκειται να σε ωφελήσουν σε τίποτα αυτά. Θα πεθάνεις εδώ μέσα! Κανένας δεν μπορεί να βγει ζωντανός, αν εγώ δεν το θέλω! Κοίταξε προς την πόρτα από την οποία μπήκες! Ο Σιμούν γυρίζει και το αίμα του παγώνει. Δυο άλλα τέρατα, όμοια με το πρώτο, στέκονται μπροστά στην πόρτα, φεγγοβολώντας απαίσια. Την ίδια στιγμή νιώθει ένα δυνατό κλονισμό σ' ολόκληρο το σώμα του. Καταλαβαίνει. Ο Γκουάρ έχει ρίξει εναντίον του όλη τη δύναμη της θέλησής του! Ο γιος του Κεραυνού γυρίζει απότομα και τα μάτια του συγκεντρώνουν και εξακοντίζουν εναντίον του μάγου όλη την πανίσχυρη σκέψη του. Μια τρομερή μονομαχία αρχίζει. Μια σιωπηλή μονομαχία θελήσεων, χωρίς κινήσεις και κρότους. Σ' ολόκληρη τη σπηλιά κάθε κίνηση έχει σταματήσει. Τα παιδιά έχουν μείνει ακίνητα. Οι σαρικοφόροι, με τα μάτια τους γουρλωμένα, παρακολουθούν την αλλόκοτη αυτή μάχη μεταξύ του αρχηγού τους και του περίεργου αυτού παιδιού. Ποιος θα νικήσει; Ο γέρος ή το παιδί; Ο πανίσχυρος μάγος των μάγων ή ο μικροσκοπικός Υπεράνθρωπος; Καθώς οι θελήσεις τους διασταυρώνονται και συγκρούονται, ο Γκουάρ λέει: - Καλά τα είχα μαντέψει! Οι μόνοι αντίπαλοι, που θα συναντούσα και που θα μπορούσαν να με ενοχλήσουν κάπως, είναι οι Υπεράνθρωποι! Είστε παράξενοι, Υπεράνθρωποι! Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί επιμένετε να προστατεύετε τους ανθρώπους και να υπερασπίζεστε το Δίκαιο και το Καλό. Κι όμως, είναι τόσο πιο ευχάριστο να κάνει κανείς καταστροφές! Να εξοντώνει ανθρώπους και να βλέπει το Κακό να επικρατεί στον κόσμο! - Το λες αυτό, λέει ο Σιμούν, γιατί είσαι όργανο του Σατανά! Είσαι ένας εγκληματίας, που θα τιμωρηθεί σύντομα για τα εγκλήματά του με τον πιο σκληρό τρόπο! - Χα, χα, χα! Είναι πιο ανόητος, απ' όσο φανταζόμουν. Είναι, όμως, δύσκολο να γίνει εδώ, Σιμούν! Θα πεθάνεις! - Είναι εύκολο να το λες αυτό, Γκουάρ! λέει ο Σιμούν. Είναι όμως δύσκολο να το κάνεις! Για πες μου, όμως, πού βρήκες τους ιπτάμενους δίσκους; Και γιατί αρπάζεις μόνο παιδιά κι όχι και μεγάλους, που θα ήταν πιο κατάλληλοι ως στρατιώτες; - Πού βρήκα τους ιπτάμενους δίσκους; Τους κατασκεύασα μόνος μου! Έχω, κάτω από τη σπηλιά αυτή, ένα μεγάλο εργαστήριο, όπου κατασκευάζει όχι μόνο δίσκους, αλλά και διάφορα όπλα, που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη Γη μέσα σε λίγα λεπτά! Οι ιπτάμενοι δίσκοι, που κάνουν τους επιστήμονές σας να σαστίζουν, προέρχονται από εδώ! Όσο για τα παιδιά, τα προτιμώ για στρατιώτες! Σκέψου πόσο ευχάριστο θα είναι να βάλω τα παιδιά να επιτεθούν εναντίον των ίδιων των γονιών τους! Θα τους σκοτώνουν και αυτοί δε θα τολμούν να πυροβολήσουν από φόβο μήπως κάνουν κακό στα παιδιά τους! - Μα γιατί να δημιουργείς στρατούς από παιδιά, αφού μπορείς να καταστρέψεις τη Γη με τα όπλα σου; - Γιατί η χαρά μου θα είναι μεγαλύτερη έτσι, απαντάει σατανικά ο Γκουάρ. Με τα όπλα μου, η Γη θα καταστραφεί αμέσως και η ευχαρίστηση θα είναι λιγόστιγμη! Ενώ έτσι, για πολλά χρόνια, η ανθρωπότητα θα κυλιέται στο αίμα της, χτυπημένη από τα ίδια τα παιδιά της. - Είσαι ο ίδιος ο διάβολος! μουρμουρίζει ο Σιμούν. Το Υπεραγόρι, τρέμοντας από θυμό, συγκεντρώνει όλη τη θέλησή του στο βλέμμα του και την εξακοντίζει με μανία εναντίον του Γκουάρ. Τα μάτια του μάγου των μάγων γεμίζουν φόβο. Τα μέλη του τρέμουν. Με αργές κινήσεις, κατε-
23
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
βαίνει από το θρόνο του και πέφτει στα γόνατα μπροστά στον Σιμούν! - Είσαι δούλος μου! λέει ο γιος του Κεραυνού! - Είμαι δούλος σου! απαντάει ο μάγος. Με νίκησες, Σιμούν! - Θα διατάξεις αμέσως να καταστρέψουν το εργαστήριό σου, να μεταφέρουν τα παιδιά πίσω στις πατρίδες τους και να καταστρέψουν έπειτα τους δίσκους! - Θα κάνω ό,τι εσύ θελήσεις! λέει ο Γκουάρ. - Φώναξε τους ανθρώπους σου! Και τότε συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Κάτι καταπληκτικό. Ο Γκουάρ, με μια ξαφνική κίνηση, βγάζει από την τσέπη του μια μικρή συσκευή, που μοιάζει με κουτάκι σπίρτων. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα ακούγεται, ενώ μια χλομή ακτίνα ξεπηδάει από το κουτάκι και χτυπάει το παιδί στο κεφάλι! Ο Σιμούν αρχίζει να τρέμει σπασμωδικά. Να τρέμει ολόκληρος σαν να τον άγγιξε ξαφνικά ένα ηλεκτρικό σύρμα. Το μυαλό του θολώνει! Δεν μπορεί να σκεφτεί! Δεν μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη του! Δεν μπορεί να χτυπήσει το μάγο με τη δύναμη της θέλησής του! Προσπαθεί να αντιδράσει. Προσπαθεί να αντισταθεί στην επίδραση της διαβολικής συσκευής. Μα τίποτα! Είναι ανίσχυρος μπροστά στη συσκευή αυτή του Γκουάρ.
Ο νάνος δρα!
T
ΗN ίδια στιγμή, όμως, δυο πράγματα συμβαίνουν. Ο Κοντοστούπης, ελευθερωμένος από τη θέληση του μάγου χάρη στη μονομαχία του με τον Σιμούν, σηκώνεται όρθιος και γρυλίζοντας από θυμό, αρπάζει τον πιο κοντινό σαρικοφόρο. Του εφαρμόζει μια συντριπτική λαβή ζίου - ζίτσου και τον εκσφενδονίζει μακριά με τόση δύναμη, ώστε το κορμί του Ινδού πηγαίνει και βροντάει πάνω στον τοίχο της σπηλιάς και γίνεται κομμάτια. Ταυτόχρονα, τινάζεται όρθιος κι ο Υπερέλληνας. Ο γιος του Ελ Γκρέκο, που είναι το ταχύτερο πλάσμα που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, ορμάει εναντίον του Γκουάρ. Πριν ο μάγος προλάβει να αντιδράσει και να τον δεσμεύσει με τη θέλησή του, ο Υπερέλληνας ρίχνεται πάνω του και, με μια γροθιά στο σαγόνι, τον στέλνει να κυλιστεί πολλά μέτρα μακριά μαζί με τη σατανική συσκευή του. Ο Κοντοστούπης αρπάζει έναν άλλο σαρικοφόρο, τον σηκώνει ψηλά και τον πετάει πάνω στον Γκουάρ. Μα ο μάγος των μάγων φαίνεται προικισμένος με απίστευτη ταχύτητα και με εκπληκτική αντοχή. Πετάγεται αμέσως όρθιος και, καθώς ο Υπερέλληνας κι ο Κοντοστούπης ορμούν εναντίον του, στρέφει εναντίον τους τη θέλησή του. Μαρμαρώνουν κι οι δυο. Μένουν ασάλευτοι. Τα γόνατά τους λυγίζουν. Γονατίζουν πάλι! Είναι πάλι αιχμάλωτοι της πανίσχυρης σκέψης του Γκουάρ! Ο Σιμούν, ελευθερωμένος από την επίδραση της συσκευής, κουνάει για μερικές στιγμές το κεφάλι του, για να διώξει τα σύννεφα και την καταχνιά, που έχουν συσσωρευτεί εκεί μέσα, εμποδίζοντάς τον να σκεφτεί! Γυρίζει προς τον Γκουάρ το ισχυρό βλέμμα του. Μα είναι πολύ αργά! Ο μάγος έχει εξουδετερώσει τους δυο άλλους αντιπάλους του και στρέφει πάλι προς τον γιο
24
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Τα δυό παιδιά υπακούουν. Πηδούν και βρίσκονται μέσα σε ένα κυκλικό δωμάτιο με μετάλλινους τοίχους. του Κεραυνού τη σατανική συσκευή. Ο Σιμούν αρχίζει πάλι να τρέμει. Το μυαλό του θολώνει ξανά. Δεν μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Δεν μπορεί να αντιδράσει. Δεν μπορεί να αντισταθεί! Είναι δούλος του Γκουάρ! Είναι στην απόλυτη διάθεση του μάγου των μάγων. Το γέλιο του Γκουάρ αντηχεί απαίσια μέσα στην αίθουσα. - Χα, χα, χα, χα! Μου προκαλείτε τον οίκτο. Υπεράνθρωποι! Σας λυπάμαι! Είστε τόσο ανόητοι, ώστε να νομίζετε ότι μπορείτε να τα βάλετε μαζί μου! Και ήσουν τόσο ανόητος, Σιμούν, ώστε να πιστέψεις ότι θα μπορούσες να με νικήσεις με τη σκέψη σου! Σου αξίζει, λοιπόν, ο θάνατος! Οι ανόητοι πρέπει να πεθαίνουν! Δεν έχουν θέση στον κόσμο! Α! Καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι! Νομίζεις ότι θα σε παραδώσω στα θηρία μου, για να σε κατασπαράξουν! Όχι! Δε θα κάνω κάτι τέτοιο! Για δυο λόγους: Πρώτον, ξέρω ότι το κορμί σου είναι άτρωτο και ότι κανένα θηρίο δεν μπορεί να σε κατασπαράξει! Δεύτερον, τα θηρία αυτά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα! Είναι πλάσματα που δημιουργεί η φαντασία μου και η θέλησή μου, για να τρομάζει και να πειθαρχεί τα παιδιά! Γελάει πάλι σατανικά και συνεχίζει: - Έχω έναν άλλο θάνατο για σένα, Σιμούν! Για σένα και για τον Υπερέλληνα! Τον Κοντοστούπη
25
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
θα τον αφήσω να ζήσει, γιατί τον προορίζω ως αρχηγό του παιδικού στρατού μου! Θα σας σκοτώσω με επιστημονικό τρόπο. Θα κάνω τα κορμιά σας να χάσουν σιγά - σιγά την αντοχή τους κι έπειτα θα δώσω το τελειωτικό χτύπημα! Θα σας κλείσω μέσα σ' ένα άθραυστο κελί μαζί με δυο τέτοιες συσκευές! Όταν περάσουν αρκετές ώρες, τα κορμιά σας θα έχουν πια χάσει όλη την αντοχή τους! Τότε θα σας τοποθετήσω μέσα σε δυο ατομικές βόμβες και θα ρίξω τις βόμβες στη θάλασσα! Θα εκραγούν στο βυθό του ωκεανού και θα εξοντώσουν για πάντα δυο από τους πιο αγαπητούς Υπερανθρώπους! Χα, χα, χα, χα! Και λέει, αποτεινόμενος στον Υπερέλληνα: - Σήκω! Σήκω όρθιος και ακολούθησε τον Σιμούν! Ο γιος του Ελ Γκρέκο υπακούει. Σηκώνεται σαν ρομπότ χωρίς θέληση και ακολουθεί τον Σιμούν, που, υποταγμένος στον Γκουάρ, προχωρεί προς το βάθος της σπηλιάς. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του παιδιού μια μόνο σκέψη σχηματίζεται και στριφογυρίζει με μανία: «Πρέπει να ελευθερωθώ! Πρέπει να δράσω! Πρέπει να απαλλαγώ από την τρομακτική επίδραση του Γκουάρ! Διαφορετικά, είμαι χαμένος! Και μαζί μου είναι χαμένος κι ο Υπερέλληνας! Και η Ανθρωπότητα ολόκληρη!» Σταματάει μπροστά σε μια μεγάλη τρύπα ανοιγμένη στο έδαφος. - Πηδήξτε μέσα! διατάζει ο Γκουάρ. Πηδήξτε κι οι δυο μέσα! Τα δυο παιδιά υπακούουν. Πηδούν και βρίσκονται μέσα σ' ένα κυκλικό δωμάτιο με μετάλλινους τοίχους. Από τη μια και από την άλλη μεριά είναι τοποθετημένες δύο συσκευές, σαν εκείνη που κρατάει ο μάγος. Καθώς τα δυο παιδιά πέφτουν, οι συσκευές αρχίζουν να δουλεύουν, σφυρίζοντας και ρίχνοντας πάνω τους ένα χλομό φως. Η μεγάλη στρογγυλή τρύπα κλείνει και ο Σιμούν με τον Υπερέλληνα μένουν εκεί κάτω, μέσα στο κελί του θανάτου, συντροφιά με τις συσκευές που θα τους χαρίσουν το θάνατο. Ο Υπερέλληνας χάνει τις αισθήσεις μέσα σε λίγες στιγμές. Ο Σιμούν εξακολουθεί να μένει όρθιος. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του η ίδια σκέψη στριφογυρίζει με μανία: «Πρέπει να ελευθερωθώ! Πρέπει να αντιδράσω! Αν δεν ελευθερωθώ, θα πεθάνω και μαζί μου θα πεθάνει ολόκληρη η Ανθρωπότητα! Πρέπει…»
Πενήντα φυλές Αμπντουλέ!
Η
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ των Υπερανθρώπων περνάει δραματικές στιγμές αγωνίας. Είναι συγκεντρωμένοι στο σαλόνι του σπιτιού τους και περιμένουν νέα από τα παιδιά και τον Κοντοστούπη, που είχαν φύγει για την επικίνδυνη αποστολή τους. Είναι εκεί ο Υπεράνθρωπος, ο Κεραυνός, η Αστραπή, ο Ελ Γκρέκο, η Έλσα, η Λάουρα και η Ελχίνα. Ξέρουν ότι το σχολείο, όπου είχαν πάει τα παιδιά και ο νάνος, είχε «ρουφηχτεί» από έναν ιπτάμενο δίσκο. Από τότε, όμως, μολονότι είχαν περάσει πολλές ώρες, καμιά νεότερη είδηση δεν είχε έρθει. Ξαφνικά, μέσα από το ρολογάκι ραδιοτηλέφωνο του Υπερανθρώπου, που αυτός είχε φροντίσει να αφήσει ανοιχτό, ακούγονται ήχοι και φωνές. Με τα πρόσωπα γεμάτα αγωνία, όλοι οι Υπεράνθρωποι ανοίγουν τα ραδιοτηλέφωνά τους και στήνουν αφτί. Έτσι, μέσω του ραδιοτηλεφώνου του Κοντοστούπη, οι ήρωές μας παρακολουθούν όλες τις δραματικές εκείνες σκηνές, την τρομερή πάλη του Σιμούν με τον Γκουάρ, την πρόσκαιρη νίκη
26
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
του πρώτου, τη νίκη έπειτα του δεύτερου και την επίθεση του Κοντοστούπη και του Υπερέλληνα. Τέλος, παρακολουθούν την υποταγή και των τριών και ακούνε την τρομερή θανατική καταδίκη που προφέρει ο μάγος των μάγων! Οι γυναίκες κλαίνε! Τα πρόσωπα των αντρών είναι χλομά σαν νεκρικά! Τα παιδιά είναι καταδικασμένα να πεθάνουν, χωρίς οι Υπεράνθρωποι να μπορούν να τα βοηθήσουν! Μέσα από τα ραδιοτηλέφωνα ακούγεται η φωνή του Κοντοστούπη: «Ωγούουουου!» κάνει ο νάνος. «Πάνε τα παιδάκια! Τα πέταξε μέσα στο πηγάδι ο παλιόγερος! Αχ, και να μπορούσα να ειδοποιήσω τους Υπερανθρώπους! Τι να τους πω όμως; Πού είμαστε; Μέσα σε μια σπηλιά, στα βάθη των Ινδιών, στην περιοχή μιας άγνωστης φυλής Αμπντουλέ! Ωχ, η καρδιά μου!» - Δεν πρέπει να μείνουμε αδρανείς! λέει ο Υπεράνθρωπος. Πρέπει να πάμε στις Ινδίες! Βέβαια υπάρχουν εκεί διάφορες φυλές! Ποιος ξέρει όμως; Ίσως είμαστε τυχεροί και ανακαλύψουμε εγκαίρως τη φυλή των Αμπντουλέ! Πετάγονται και οι τέσσερις όρθιοι και μ’ ένα πήδημα βρίσκονται στη βεράντα. Εκεί λυγίζουν τα γόνατά τους, τα τεντώνουν απότομα και απογειώνονται, ενώ οι τρεις γυναίκες, η Έλσα, η Λάουρα και η Ελχίνα, τους κοιτάζουν με δάκρυα στα μάτια. - Να μου φέρετε τον ωραίο μου Κοντοστούπη! φωνάζει με λυγμούς η πράσινη μαγείρισσα των Υπερανθρώπων. Σαν τέσσερα τεράστια γεράκια, ο Υπεράνθρωπος, ο Ελ Γκρέκο, η Αστραπή και ο Κεραυνός, σκίζουν τον αέρα με απίστευτη ταχύτητα, ταξιδεύοντας προς τις Ινδίες, με μια ελπίδα στην καρδιά. Να φτάσουν εγκαίρως και να βρουν το μέρος όπου βρίσκονται τα δυο μελλοθάνατα παιδιά. Δεν αργούν να φτάσουν πάνω από τις Ινδίες. Προσγειώνονται σε μια πόλη και τρέχουν στο διοικητήριο, αδιαφορώντας για τον πανικό που προκαλεί η εμφάνισή τους στους ιθαγενείς. Εκεί, παρουσιάζονται στον Ευρωπαίο διοικητή και του εξηγούν με λίγα λόγια τι συμβαίνει. Αυτός κουνάει το κεφάλι του. - Θα δυσκολευτείτε να βρείτε αυτό που ζητάτε! λέει. Υπάρχουν πενήντα τουλάχιστον φυλές Αμπντουλέ, στις Ινδίες! Να οι τοποθεσίες τους... Και σημαδεύει σ' ένα χάρτη διάφορα σημεία. Οι Υπεράνθρωποι αρπάζουν τον χάρτη, ευχαριστούν το διοικητή και απογειώνονται. Σκορπίζουν προς κάθε κατεύθυνση και αρχίζουν να ψάχνουν πυρετωδώς στα μέρη που είναι σημαδεμένα στο χάρτη. Δεν αμφιβάλλουν ότι τελικά θα βρουν το κρησφύγετο του Γκουάρ. Θα το βρουν, όμως, εγκαίρως; Ή, όταν φτάσουν, θα είναι πια νεκροί ο Υπερέλληνας και ο Σιμούν; Περνούν ώρες, χωρίς οι έρευνές τους να φέρουν κανένα αποτέλεσμα! Ξαφνικά, μέσα από τα ραδιοτηλέφωνα των Υπερανθρώπων, μια φωνή, η φωνή του Κοντοστούπη, λέει κλαψιάρικα: «Πα... Παναγίτσα μου! Χριστουλάκη μου! Ήρθε η ώρα! Ο παλιόγερος πηγαίνει να βγάλει τα παιδιά από το πηγάδι! Ανοίγει την τρύπα! Τους βγάζει έξω! Άγιοι Πάντες! Είναι και οι δύο αναίσθητοι και χλομοί σαν νεκροί! Πάνε τα παιδάκια! Πάνε τα παιδάκια!...» Για μερικές στιγμές δεν ακούγεται παρά μόνο ένα σιγανό κλάμα, το κλάμα του νάνου. Έπειτα, η φωνή του λέει: - «Ε; Τι; Να τους πάρω στην πλάτη μου; Μην τα σκοτώσεις τα παιδιά, κύριε Γκουάρ! Να χαρείς το σαρίκι σου! Μην τα σκοτώσεις! Καλά, καλά! Δε λέω τίποτα άλλο!... Ωχ!... Υπερελληνάκι μου! Σιμούλη μου! Τι κακό είναι αυτό; Ε; Να τους κουβαλήσω έξω; Μετά χαράς, κύριε Γκουάρ!...» Και η φωνή του Κοντοστούπη προσθέτει ψιθυριστά: «Άντε, μωρέ παλιόγερε, και πού θα μου πας! Αν σε αρπάξω από το λαρύγγι, θα σε πνίξω σαν κοτόπουλο!...» Ακολουθούν μερικά λεπτά σιωπής. Έπειτα, ο νάνος συνεχίζει: «Τους έβγαλα έξω, κύριε Γκουάρ! Άσε με τώρα να τους πάρω και να τους κουβαλήσω στο
27
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
σπίτι! Σου υπόσχομαι να μη σε ενοχλήσουμε άλλη φορά! Σου δίνω το λόγο της τιμής μου!... Καλά - καλά! Πού να τους βάλω; Μέσα σ' αυτές τις δυο ανοιχτές βόμβες; Χριστούλη μου! Σοβαρολογείς; Αστεία το λες, ε; Καλά - καλά! Θα τους βάλω! Πρόσεχε όμως, γέρο! Πρόσεχε! Αν καμιά φορά ελευθερωθώ από την επίδρασή σου.... Ε; Τι θα κάνω; Θα... θα... θα... πεθάνω από τη λύπη μου!.... Ακούγονται βήματα. Ένας αναστεναγμός. - Ωχ! Τα καημένα τα παιδάκια! Γιατί μωρέ, κύριε Γκουάρ, έχεις τόσο σκληρή καρδιά; Γιατί θέλεις να τα σκοτώσεις τα καημένα; Δε σε γέννησε μάνα εσένα;
Ο θάνατος των δύο παιδιών
Κ
ΑΙΝΟΥΡΙΑ σιωπή. Μερικοί κρότοι. Ένα βούισμα. Μετά η φωνή του Κοντοστούπη ακούγεται μέσα από τα ραδιοτηλέφωνα γεμάτη σπαραγμό: «Πάει! Απογειώθηκε ο ιπτάμενος δίσκος! Πηγαίνει να ρίξει τις ατομικές βόμβες, να στείλει στο θάνατο τον Υπερέλληνα και τον Σιμούν! Ωχ, η καρδούλα μου! Κι εγώ ο μαγκούφης, δεν μπορώ να κάνω τίποτα! Δεν μπορώ να τους βοηθήσω! Είμαι δούλος της θέλησης του παλιο - Γκουάρ! Μάλιστα, πηγαίνω μαζί του κοντά στην παραλία, για να παρακολουθήσω το θάνατο των δυο παιδιών!...» Ο Υπεράνθρωπος μιλάει γοργά μέσα από το ραδιοτηλέφωνό του: «Υπεράνθρωποι! Γρήγορα! Θα κάνουμε το γύρο των παραλιών των Ινδιών! Θα ανακαλύψουμε έτσι τον Γκουάρ και τον Κοντοστούπη!...» Για πρώτη φορά στη ζωή τους, οι Υπεράνθρωποι αναπτύσσουν τόση ταχύτητα! Πετούν τόσο γοργά, ώστε δεν μπορεί να παρακολουθήσει το πέταγμά τους το ανθρώπινο μάτι! Μέσα σε λίγες στιγμές, συγκεντρώνονται όλοι πάνω από ένα σημείο της παραλίας των Ινδιών, όπου κοντά στο ακρογιάλι, διακρίνονται δυο σιλουέτες: ο Γκουάρ και ο Κοντοστούπης! Ταυτόχρονα, οι ήρωές μας διακρίνουν στον ουρανό, πάνω από το πέλαγος, έναν ιπτάμενο δίσκο. Είναι ο δίσκος που μεταφέρει τις ατομικές βόμβες με τα δυο παιδιά. Οι Υπεράνθρωποι ετοιμάζονται να πετάξουν προς τα εκεί, για να εμποδίσουν τις βόμβες να πέσουν. Μα είναι αργά πια! Πολύ αργά! Μέσα από τη θάλασσα δύο βουνά σηκώνονται. Δυο βουνά από νερό. Η Γη τρέμει. Ένα υπόκωφο μουγκρητό αντηχεί. Δυο τεράστιες στήλες νερού υψώνονται προς τον ουρανό, μαζί με φλόγες και πυκνά μαύρα σύννεφα! Οι δυο ατομικές βόμβες έχουν εκραγεί στο βυθό της θάλασσας. Οι δυο ατομικές βόμβες που είχαν μέσα τους τον Υπερέλληνα και τον Σιμούν! Τα δυο παιδιά, οι δυο μεγάλες ελπίδες της Ανθρωπότητας, είναι νεκρά! Αφήνοντας ένα μουγκρητό μανίας, ο Υπεράνθρωπος γέρνει το κεφάλι προς τα κάτω και εφορμά, σαν βόμβα που πέφτει, εναντίον του σατανικού μάγου των μάγων. Ο Ελ Γκρέκο, ο Κεραυνός και η Αστραπή τον ακολουθούν. Είναι όλοι τους αποφασισμένοι να εξοντώσουν το τέρας που είχε σκοτώσει τον Σιμούν και τον Υπερέλληνα! Μα ο Γκουάρ έχει κιόλας δει τους Υπερανθρώπους και το διαβολικό πρόσωπό του αστράφτει από χαρά. - Οι Υπεράνθρωποι! μουρμουρίζει. Έρχονται μόνοι τους να πέσουν στο στόμα του λύκου! Δεν
28
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
μπορούσα να ελπίζω τίποτα καλύτερο! Μόλις εξόντωσα τους δύο, τους πιο επικίνδυνους, έρχονται και οι άλλοι, για να υποστούν την ίδια τύχη! Βγάζει τη σατανική συσκευή του και τη στρέφει προς τον Υπεράνθρωπο, που επιτίθεται πρώτος εναντίον του. Η μικρή συσκευή σφυρίζει και μια χλομή ακτίνα χτυπάει τον Υπεράνθρωπο στο κεφάλι. Ο ήρωας των ηρώων συσπάται, χάνει την ισορροπία του πετάγματός του και βροντάει στο έδαφος μ' έναν υπόκωφο γδούπο! Ο Κεραυνός και η Αστραπή, που ακολουθούσαν, παθαίνουν το ίδιο. Ο Ελ Γκρέκο προλαβαίνει να τραβήξει το πιστόλι του και να πιέσει τη σκανδάλη της ατομικής ενέργειας, χτυπώντας κατάστηθα τον Γκουάρ και στέλνοντάς τον να κυλιστεί πενήντα μέτρα μακριά! Μα η νίκη του είναι πρόσκαιρη. Γιατί την ίδια στιγμή, η αλλόκοτη ακτίνα τον χτυπάει στο κεφάλι. Με το μυαλό θολωμένο, πέφτει κι αυτός δίπλα στους συντρόφους του! Και, πριν συνέλθουν και σηκωθούν, ο μάγος των μάγων βρίσκεται πάλι κοντά τους με την συσκευή του στο χέρι και τους χτυπάει διαδοχικά με την ακτίνα του. Οι Υπεράνθρωποι τρέμουν ολόκληροι, μη μπορώντας να αντιδράσουν στην καταπληκτική επίδραση αυτής της ακτίνας! Είναι στην απόλυτη διάθεση του τρομερού Γκουάρ αυτοί, οι ήρωες του κόσμου, οι προστάτες της Ανθρωπότητας! Ο μάγος γελάει κοροϊδευτικά: - Χα, χα, χα! Αυτό είναι το τέλος των Υπερανθρώπων! Πού είναι η δύναμη σας, ήρωες μου; Πού είναι η μαχητικότητα σας, προστάτες του Καλού; Μείνετε ήσυχοι! Θα σας απαλλάξω σε λίγο από κάθε όρεξη όχι μόνο για μάχες, αλλά και για την ίδια τη ζωή! Θα σας κλείσω μέσα σε μερικές όμορφες ατομικές βόμβες και θα σας ρίξω στη θάλασσα, αφού προηγουμένως σας αφήσω λίγες ώρες κάτω από την επίδραση της ακτίνας μου, για να εξασθενήσει ο οργανισμός σας και να χάσει την αντοχή του! Γελάει πάλι και προσθέτει: - Ήταν πια καιρός να δοθεί ένα τέρμα στην απαίσια σταδιοδρομία σας, Υπεράνθρωποι! Όσο ζείτε εσείς, δεν μπορεί να ορθοποδήσει το Έγκλημα, το Κακό και η Αδικία! Τώρα, που θα πεθάνετε, θα αρχίσει επιτέλους η βασιλεία του Κακού! Εμπρός! Προχωρήστε προς τους λόφους εκείνους! Έφτασε το τέλος σας! Έφτασε η αρχή της Κοσμοκρατορίας του Κακού! Τώρα που θα λείψετε εσείς, θα μπορέσω να μεταβάλω τον κόσμο σ' ένα απέραντο σφαγείο, όπου οι άνθρωποι θα αλληλοεξοντώνονται!
Στο κελί του θανάτου
Λ
ΙΓΑ λεπτά αργότερα μπαίνουν στη σπηλιά. Διασχίζουν το διάδρομο και φτάνουν στη μεγάλη αίθουσα. Τα παιδιά συνεχίζουν εκεί μέσα τις στρατιωτικές ασκήσεις τους με τα όπλα, περπατώντας ρυθμικά κάτω από τις διαταγές σαρικοφόρων αξιωματικών. Ο Γκουάρ οδηγεί τους αιχμαλώτους του προς το μετάλλινο κελί, που είναι στο βάθος της σπηλιάς. Εκεί τους διατάζει να πέσουν μέσα στην ανοιχτή τρύπα. Οι Υπεράνθρωποι υπακούουν και με μηχανικές κινήσεις, σαν ρομπότ, πηδούν μέσα στο κελί του θανάτου. Τον Κοντοστούπη τον έχει πιάσει παραλήρημα.
29
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
Ο ήρωας των ηρώων συσπάται, χάνει την ισορροπία του πετάγματός του και βροντάει στο έδαφος μ΄ έναν υπόκωφο γδούπο! - Κύριε Γκουάρ μου! ικετεύει. Κύριε Γκουαρουκάκι μου! Μην τους σκοτώσεις! Άφησέ τους να φύγουν! Όχι τίποτ' άλλο, δηλαδή, αλλά είμαι ο προστάτης τους και σκέψου τι θα πει ο κόσμος, όταν μάθει πως οι Υπεράνθρωποι εξοντώθηκαν! Πού ήταν ο Κοντοστούπης; θα πουν. Γιατί τους εγκατέλειψε; Γιατί δεν τους προστάτευσε; Άφησέ τους, κύριε Γκουάρ, και σου υπόσχομαι να μη... θυμώσω μαζί σου για όσα έχεις κάνει! Μια δυνατή κλοτσιά στα... μαλακά κάνει τον Κοντοστούπη να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κι αυτός στην τρύπα, μέσα στο κελί του θανάτου! - Πήγαινε και συ να πεθάνεις μαζί με τους άλλους! γρυλίζει ο Γκουάρ. Δε θέλω να μείνει κανένας από την καταραμένη αυτή οικογένεια του Καλού! Μπορεί σε μια στιγμή να βρεις την ευκαιρία να δράσεις εναντίον μου! Και να ματαιώσεις τα σχέδιά μου! Η τρύπα κλείνει. Οι Υπεράνθρωποι μένουν κλεισμένοι εκεί μέσα μαζί με δυο συσκευές που σφυρίζουν και τους βομβαρδίζουν με χλομές ακτίνες. Η ώρα περνάει... Οι Υπεράνθρωποι, ένας - ένας, χάνουν τις αισθήσεις τους και σωριάζονται χάμω! Έτσι, όπως είναι ξαπλωμένοι χλομοί, λουσμένοι από το χλομό φως των συσκευών, θα έλεγε κανείς πως έχουν κιόλας πεθάνει!... Επάνω, μέσα στη σπηλιά, ο μάγος των μάγων περιμένει με υπομονή, μ' ένα σατανικό χαμόγελο στο απαίσιο πρόσωπό του. Ξαφνικά, χτυπάει τις παλάμες του και λέει κάτι στη γλώσσα της φυλής του. Αμέσως μερικοί σαρικοφόροι τρέχουν στο βάθος της σπηλιάς, ανοίγουν την τρύπα και τρα-
30
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
βούν έξω τους αναίσθητους Υπερανθρώπους. Τους φορτώνονται στους ώμους τους και, ακολουθούμενοι από τον Γκουάρ, τους κουβαλούν έξω από τη σπηλιά. Εκεί ετοιμάζονται να τους βάλουν μέσα σε πέντε ατομικές βόμβες, που είναι ανοιχτές στο πίσω μέρος τους. Ο μάγος των μάγων μονολογεί: - Λίγες στιγμές ακόμα, και οι Υπεράνθρωποι δεν θα υπάρχουν πια! Θα έχουν μεταβληθεί σε απειροελάχιστα μόρια, που θα σκορπιστούν στα πέρατα του κόσμου! Κι εγώ, ο Γκουάρ, ο μάγος των μάγων, θα γίνω κύριος της Γης και αφέντης της Ανθρωπότητας! Θα βάλω τα παιδιά να σκοτώσουν τους γονείς τους και τους γονείς να θανατώνουν τα παιδιά τους! Θα σκορπίσω τον όλεθρο, την καταστροφή, το έγκλημα, την αδικία! Θα μεταβάλω τη Γη σε μια ατέλειωτη κόλαση! Θα... Δεν προλαβαίνει να αποτελειώσει τη φράση του. Κάτι τρομαχτικά δυνατό τον χτυπάει στο κεφάλι ζαλίζοντάς τον! Δυο δυνατά μπράτσα τον αρπάζουν και τον κρατούν ακίνητο. Δυο άλλα χέρια τον ψάχνουν και παίρνουν από μια τσέπη της ρόμπας του τη σατανική συσκευή του! Μια κραυγή τρόμου ξεπηδάει από το στήθος του Γκουάρ. Δεν είναι δυνατόν! Θα τον ξεγελούν τα μάτια του! Έχει μπροστά του δυο νεκρούς, δυο φαντάσματα! Μπροστά του στέκονται ο... Υπερέλληνας και ο Σιμούν! Ο Σιμούν, που κρατάει τη μικροσκοπική συσκευή, πιέζει το κουμπάκι. Ένα σφύριγμα ακούγεται και μια χλομή ακτίνα χτυπάει τον Γκουάρ. Ο μάγος νιώθει τα μέλη του να τρέμουν και το μυαλό του να θολώνει. Δεν μπορεί να αντιδράσει! Μένει εκεί ανίσχυρος, στη διάθεση δύο φαντασμάτων! - Γύρισε πίσω στη σπηλιά! διατάζει η φωνή του Σιμούν. Θα δοκιμάσεις το θάνατο που θέλησες να δώσεις στους άλλους!...
«Χάνομαι! Ένας σαρικοφόρος!»
H
ΕΥΤΥΧΙΑ είναι απλωμένη πάλι μέσα στο σπίτι των Υπερανθρώπων. Είναι όλοι τους εκεί ζωντανοί και γεροί, και τα πρόσωπά τους λαμποκοπούν από χαρά! - Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πώς σωθήκατε από τις βόμβες! λέει η Λάουρα, σφίγγοντας στην αγκαλιά της το παιδάκι της, τον Σιμούν. - Ηταν απλό! απαντάει το Υπεραγόρι. Μέσα στο κελί του θανάτου, όπου μας είχε κλείσει ο Γκουάρ, πάλεψα με τη χλομή ακτίνα της συσκευής του! Πάλεψα άγρια και αποφασιστικά, με όλη τη δύναμη της θέλησής μου, ξέροντας ότι απ' την πάλη αυτή κρεμόταν η τύχη μου και η τύχη της ανθρωπότητας! Και κατάφερα να μη χάσω εντελώς τις αισθήσεις μου! Όταν μας έβγαλε ο Γκουάρ, έκανα τον λιποθυμισμένο. Δεν δυσκολεύτηκα να τον ξεγελάσω, γιατί ήμουν πράγματι σε κακά χάλια. Όταν μας έκλεισαν μέσα στις ατομικές βόμβες, εγώ είχα αποκτήσει πια εντελώς τις αισθήσεις και τις δυνάμεις μου! Έκανα υπομονή, όμως, γιατί ήξερα ότι μόνο με αιφνιδιασμό θα μπορούσα να νικήσω τον Γκουάρ, αρπάζοντάς του τη διαβολική εκείνη συσκευή!... Έτσι, τους άφησα να ρίξουν τις βόμβες στη θάλασσα. Μόλις όμως τις σκέπασαν τα νερά, άνοιξα με μια γροθιά μια τρύπα στη δική μου βόμβα, βγήκα έξω, άνοιξα μια τρύπα στη βόμβα του Υπερέλληνα και τον έβγαλα κι αυτόν έξω. Δυστυχώς, όμως, οι βόμβες έσκασαν πριν βγούμε από το νερό και η δύναμη της έκρηξης μας πέταξε μακριά, στη στεριά, με τις αισθήσεις μας χαμένες! Γι' αυτό αργήσαμε να γυρίσουμε στο κρησφύγετο του Γκουάρ!
31
Ο
Υ
Π
Ε
Ρ
Α
Ν
Θ
Ρ
Ω
Π
Ο
Σ
- Τι απόγινε ο Γκουάρ και οι σαρικοφόροι του; ρωτάει η Έλσα. - Ο Γκουάρ πέθανε κλεισμένος μέσα σε μια ατομική βόμβα, στο βάθος του ωκεανού, όπως ήθελε να κάνει σε μας, απαντάει ο Υπερέλληνας. Όσο για τους σαρικοφόρους του, τους πιάσαμε όλους και τους παραδώσαμε στην Παγκόσμια Κυβέρνηση, για να δικαστούν και να τιμωρηθούν για τα εγκλήματά τους! Καταστρέψαμε, βέβαια, το εργαστήριο και όλα τα όπλα και τους ιπτάμενους δίσκους του Γκουάρ και στείλαμε όλα τα χαμένα παιδιά πίσω στους γονείς τους! - Φαντάζομαι πόσο θα υπέφερε ο καημένος ο Κοντοστούπης σ' όλη αυτή την τρομερή περιπέτεια! λέει η Έλσα. Πόσο θα φοβήθηκε! - Εγώ; φωνάζει ο νάνος κατακόκκινος. Εγώ φοβήθηκα; Εγώ που δε φοβάμαι τίποτα στον κόσμο; Το ξέρετε ότι, αν δεν ερχόταν ο Σιμούν και ο Υπερέλληνας, ήμουν έτοιμος να χάσω την υπομονή μου, να συνέλθω και να σπάσω στο ξύλο και τον Γκουάρ και όλους τους σαρικοφόρους του; Εγώ... Παναγίτσα μου! Χάνομαι! Ένας σαρικοφόρος! Και σωριάζεται χάμω αναίσθητος! Οι άλλοι γυρίζουν προς το μέρος που είχε κοιτάξει ο Κοντοστούπης και βάζουν τα γέλια. Η Ελχίνα μπαίνει στο σαλόνι μ' ένα... σαρίκι τυλιγμένο στο κεφάλι της! Το πρόσωπό της χαμογελάει πονηρά, μοιάζοντας με μουσούδι μαντρόσκυλου που πάτησε αγκάθι!
ΤΕΛΟΣ
32
Τ
Α
Ρ
33
Γ
Κ
Α
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
«Η ΣΠΑΘΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥ» #22 πό τη στιγμή κατά την οποία ο Στέλιος Ανεμοδουράς έβαλε τα θεμέλια της δικής του
A
εκδοτικής εταιρίας, το περιοδικό «Τάργκα» ήταν το δεύτερο χρονικά σε αυτή του την
προσπάθεια. Όπως και το πρώτο, «Ο Υπεράνθρωπος», που συνέχιζε να εκδίδεται παράλληλα, γραφόταν από τον ίδιο, κυκλοφορώντας τα και τα δυο ταυτόχρονα. Για τον «Υπεράνθρωπο» είχε χρησιμοποιήσει πηγή έμπνευσης και μαγιά πρώτης ύλης δυο δημοφιλείς υπερήρωες των αμερικανικών κόμικς, των οποίων περιπέτειες δεν είχαν κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά. Για τον «Τάργκα» πρότυπο ήταν σαφώς ο Ταρζάν του Έντγκαρ Ράις Μπάροους, που από τη δεκαετία του ’40 κλώνοι του είχαν εμφανιστεί στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου… Ήταν και οι κινηματογραφικές ταινίες με ήρωα τον βασιλιά της αφρικανικής ζούγκλας, που εξακόντιζαν τη δημοτικότητα και την αναγνωρισιμότητα του χαρακτήρα παγκοσμίως. Παρά τον αστικό μύθο, μάλλον εκπορευόμενο από τον Νίκο Ρούτσο, ότι το όνομα του νέου περιοδικού προερχόταν από συνδυασμό των ονομάτων των δικών του ζουγκλο - ηρώων (ΤΑΡζάν - ΓΚΑούρ), υπονοώντας ότι ο νέος ήρωας έχει αθροιστικά τα προσόντα και των δύο, ο Ανεμοδουράς θα δανείστηκε το όνομα από τον «Ταρζανίδη» Targa, γαλλικής προέλευσης, άγνωστο ήρωα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Όπως και να έχει η προέλευση του ονόματος, ο Τάργκα του Ανεμοδουρά είναι χαρακτήρας που περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της συνταγής «Ανεμοδουρά» - και τον απαραίτητο Έλληνα ως πρωταγωνιστή - με τα οποία τον τοποθέτησε σε ζουγκλικό περιβάλλον δράσης έντονα επηρεασμένο από τον αμερικανικής γραφής ζουγκλικό ήρωα Καέγκα, τον οποίο γνώριζε καλά και περιπέτειές του στα κόμικς χρησιμοποίησε κατά κόρον στα οπισθόφυλλα των περιοδικών του. Και αυτό το τελευταίο τεύχος του «Τάργκα» - «Η Σπάθα του Δημίου» - αν και δεν είναι, φυσικά, copy paste κάποιας περιπέτειας του Καέγκα, είναι το δίχως άλλο έντονα επηρεασμένο από ανάλογες περιπέτειες και με στυλ γραφής (κοφτό, τηλεγραφικό) που παραπέμπει στις κόμικ ιστορίες με τον Καέγκα (Kaäga στην ξενική γραφή του). Εξάλλου, σχετικά με το εύρημα του φωτοβόλου λιονταριού, υπάρχει ένα αντίστοιχο επεισόδιο με φωσφορίζοντα ελέφαντα σε περιπέτεια του Καέγκα. Το «Τάργκα» σταμάτησε κάπως απότομα στο 22ο τεύχος του σαν μια οποιαδήποτε αυτοτελής περιπέτεια, όχι μόνον χωρίς να κλείσει φαινομενικά τον κύκλο του, μα ούτε να ολοκληρώσει τον τρίτο τόμο του αναγνώσματος, τυπική διαδικασία που ο Ανεμοδουράς είχε κρατήσει σε όλους τους τίτλους των εκδόσεών του, εκτός από τον «Μικρό Ήρωα», για τον οποίο τουλάχιστον υπήρχε λογικοφανής αιτία στρατηγικού λόγου… Πάντως, επικοινώνησε ως λόγο της διακοπής τον φόρτο εργασίας από την προετοιμασία νέου επαναστατικής μορφής παιδικού εντύπου, το οποίο ωστόσο δεν βγήκε ποτέ! Ο τίτλος του τεύχους «Η Σπάθα του Δημίου», παραπέμπει σε μια σύντομη περιγραφή του λευκού δουλέμπορου, ο οποίος επιτίθεται στη Μαλόα απειλώντας την με μια σπάθα… Ουδεμία σχέση με την απεικόνιση στο εξώφυλλο, όπου τη σπάθα την κραδαίνει μαύρος φύλαρχος. Το τελευταίο τεύχος είχε κυκλοφορήσει την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 1952.
34
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Ο TAPΓΚA, TO ATPOMHΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ, ΑΝTIMETΩΠιΖΕI ENA NΕΟ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΜΥΣΤΗΡιΟ ΚΑι ΔΡΑ ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΑ ΓιΑ ΝΑ ΣΩΣΕι ΤΗ ΜΑΛΟΑ ΚΑι ΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΡιΧΤΟ ΚιΝΔΥΝΟ!
Όπου ο Τάργκα κι η Μαλόα δεν αναγνωρίζουν ένα φίλο τους
Τ
ΕΣΣΕΡιΣ μέρες και τέσσερις νύχτες χτυπούν τα τύμπανα των Μπαντού. Χτυπούν παράξενα, στέλνοντας ένα μυστηριώδες μήνυμα. Από την περασμένη μέρα ο Τάργκα έχει στείλει τον Ατσίδα με τον Σάμπα στο χωριό ιτάμπα, για να δουν τι συμβαίνει. Μα δεύτερη τώρα μέρα, ούτε ο Ατσίδας ούτε ο Σάμπα φαίνονται. Ο Τάργκα αποφασίζει να πάει ο ίδιος, μαζί με τη Μαλόα. - Παράξενο πράγμα, λέει η όμορφη κοπέλα στο ατρόμητο Ελληνόπουλο. Τα τύμπανα σταμάτησαν, κι όμως, ούτε ο Ατσίδας ούτε ο Σάμπα φάνηκαν. Τι να έγιναν άραγε; Ο Τάργκα της κάνει νόημα να σωπάσει. Το αφτί του πήρε έναν αδιόρατο θόρυβο. Πιάνεται σε μια κληματίδα και μ' ένα τίναγμα πηδάει ψηλά στα κλαδιά ενός δέντρου. Γρήγορα ανεβαίνει στην κορυφή, στέκει για λίγο και ξανακατεβαίνει. - Πέντε μαύροι... λέει στη Μαλόα. Πέντε μαύροι προχωρούν κατά κάτω κουβαλώντας κάτι... Μα τι δεν μπόρεσα να διακρίνω. Όμως... - Σαν ν' άκουσα ουρλιαχτό λιονταριού, λέει η Μαλόα. Ο Τάργκα είχε κιόλας νιώσει την οσμή του βασιλιά της Ζούγκλας. Και για να φτάνει τόσο δυνατή η οσμή σημαίνει πως είναι περισσότερο από ένα λιοντάρια. Εν τω μεταξύ η Μαλόα σφυρίζει ελαφρά. Μέσα από τα δέντρα προβάλλει ένας ελέφαντας. Είναι πέντε μέρες τώρα που ο Τάργκα συνάντησε τον ελέφαντα αυτόν μέσα στη ζούγκλα, όταν του είχε επιτεθεί μια τίγρη. Με το μαχαίρι του το ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε σκοτώσει την τίγρη κι ο ελέφαντας, σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους ακολουθούσε παντού. Η Μαλόα τον είχε ονομάσει Μάουα (λουλούδι). Και το πελώριο ζώο έχει αγαπήσει τόσο την όμορφη νέα, ώστε σ' ένα σφύριγμά της τρέχει δίπλα της. Η Μαλόα πηδά πάνω στη ράχη του ελέφαντα. Ο Τάργκα, κάνοντάς της νόημα να τον ακολουθήσει, προχωρεί μπροστά. Θέλει να φτάσει τους πέντε μαύρους που κουβαλούν το άγνωστο αυτό αντικείμενο που δεν μπόρεσε να διακρίνει μέσα στους θάμνους. *** Ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα, τέσσερις μαύροι κρατούν ένα είδος φορείου. Ένας πέμπτος βαδίζει πίσω τους οπλισμένος με δόρυ και ασπίδα. - Γρήγορα, Ντούγκου! (αδέλφια) λέει ο οπλισμένος μαύρος. Γρήγορα να βγούμε από τα μέρη τούτα! Ξαφνικά και οι πέντε στέκονται. Μπροστά στο μονοπάτι που ακολουθούν, τρία λιοντάρια έχουν φράξει το δρόμο. Βλέποντας τους μαύρους, βγάζουν άγριους βρυχηθμούς. Οι μαύροι, πανικόβλητοι, πετούν το φορείο που κρατούν και το βάζουν στα πόδια. Το ένα απ' τα λιοντάρια έχει χυμήξει κι έχει βυθίσει τα νύχια του στη ράχη ενός μαύρου, ενώ το δεύτερο έχει αρπάξει έναν άλλον από τα πόδια. Ένα τρίτο κυνηγά έναν άλλο κι απέχει μόλις μια πιθαμή από τον τρίτο μαύρο. Την ίδια, όμως, στιγμή, ο Τάργκα, που έχει φτάσει πηδώντας από κληματίδα σε κληματίδα κι
35
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Ο Τάργκα, κάνοντάς της νόημα να τον ακολουθήσει, προχωρεί μπροστά.
από δέντρο σε δέντρο, πέφτει πάνω στο ένα λιοντάρι – αυτό που έχει βυθίσει τα νύχια του στη ράχη του ενός μαύρου - και του βυθίζει το μαχαίρι στον αυχένα. Το θηρίο πέφτει σαν κεραυνοβολημένο. Μα τώρα τα δυο άλλα λιοντάρια αφήνουν τη λεία τους και γυρίζουν ν' αντιμετωπίσουν τον καινούριο τους αντίπαλο. Ο Τάργκα έχει τώρα ν' αντιμετωπίσει δυο θηρία, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο. Ξαφνικά ακούγονται οι φωνές της Μαλόα: - Γρήγορα, Μάουα, γρήγορα! Και μέσα από τα δέντρα φαίνεται να έρχεται καλπάζοντας ο Μάουα, φέρνοντας στη ράχη του τη Μαλόα. Με την πελώρια προβοσκίδα του αρπάζει από τη μέση το δεύτερο λιοντάρι και αρχίζει να το χτυπά στο χοντρό κορμό ενός δέντρου. Το λιοντάρι βγάζει άγριους βρυχηθμούς, μα ο Μάουα δεν το αφήνει. Εξακολουθεί να το χτυπά στο δέντρο. Εν τω μεταξύ, ο Τάργκα έχει πιαστεί σε θανάσιμη πάλη με το τρίτο λιοντάρι. Άνθρωπος και ζώο κυλιούνται στο έδαφος. Μα ο ατρόμητος Έλληνας δεν είναι ανίδεος σε κάτι τέτοια. Σε μια στιγμή που κατορθώνει να ελευθερώσει το δεξί του χέρι, βυθίζει το μαχαίρι του στην καρδιά του λιονταριού. Το θηρίο τινάζεται δυο - τρεις φορές και μένει ακίνητο. Εκεί, νεκρό. Αφήνοντας το νεκρό λιοντάρι, ο Τάργκα γυρίζει προς τον ελέφαντα και βλέπει το τρίτο θηρίο ν’ αγωνίζεται απεγνωσμένα, για ν' απαλλαγεί από το τρομερό σφίξιμο της προβοσκίδας του
36
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Μάουα. Ο ελέφαντας καταβάλλει τεράστια προσπάθεια να κρατήσει το επικίνδυνο ζώο. Μα τώρα το έργο είναι εύκολο. Μ' ένα χτύπημα του μαχαιριού του, το τρίτο λιοντάρι μένει ακίνητο. Ο ελέφαντας χαλαρώνει την προβοσκίδα του. Εν τω μεταξύ, η Μαλόα πάνω από τη ράχη του Μάουα βάζει μια φωνή: - Οι μαύροι, Τάργκα! Φεύγουν, το βάζουν στα πόδια! Πρέπει να τους προλάβουμε! *** Πράγματι, οι μαύροι έχουν απομακρυνθεί. Βλέποντας ότι απαλλάχτηκαν από τον κίνδυνο των λιονταριών στέκονται για μια στιγμή. - Το φορτίο που κουβαλάμε είναι καταραμένο, Ντούγκου, λέει ο μαύρος με την ασπίδα και το δόρυ. Πάμε να φύγουμε! Ας το παρατήσουμε εδώ χάμω! - Ο λευκός που σκότωσε τα λιοντάρια θα επιτεθεί σ' εμάς τώρα! λέει ένας άλλος. Πάμε! Μα δεν προλαβαίνουν. Γιατί μόλις γυρίζουν να το βάλουν στα πόδια, με δυο πηδήματα τους φτάνει ο Τάργκα. - Έλεος, μπουάνα! (κύριε) λέει ο ένας απ' αυτούς. Αυτή τη μούμια τη βρήκαμε στο δρόμο. Δεν την κάναμε εμείς έτσι! - Δεν πρόκειται να σας πειράξω, λέει ο Τάργκα. Μόνο σταθείτε μια στιγμή να δούμε ποιος είναι αυτός που βρήκατε! Οι μαύροι στέκονται. Η Μαλόα έχει πηδήξει κάτω από τον ελέφαντα κι έχει τρέξει κοντά στο φορείο, που έχουν πετάξει οι πέντε μαύροι. - Δε φαίνεται για μούμια, Τάργκα! φωνάζει η Μαλόα, στον Τάργκα που πλησιάζει. Μονάχα... για κοίτα! Είναι βουτηγμένος όλος, από το κεφάλι ως τα πόδια, μέσα στο βούρκο! Ο Τάργκα έχει πλησιάσει. - Βούρκο; λέει. Χμ! Ο βούρκος αυτός είναι... Βέβαια, δεν υπάρχει τέτοιος εδώ κοντά. Θα είναι από τους βάλτους Τίνγκα. Ε; κάνει ξαφνικά ο Τάργκα. Μα τούτος φαίνεται να με γνωρίζει! - Και βέβαια, μπουάνα Τάργκα, λέει ο ανθρωπάκος, που ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά του από το παχύ στρώμα του βούρκου που ήταν κολλημένο επάνω του, σε γνωρίζω… Η Μαλόα βγάζει μια κραυγή. Έχει αναγνωρίσει από τη φωνή το κοντόσωμο ανθρωπάκι. - Ο Σάμπα! φωνάζει. Πράγματι είναι ο Σάμπα. Μα έχει τέτοια χάλια, που θα ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσει ο Τάργκα. - Εσύ είσαι, Σάμπα; λέει κατάπληκτος ο Τάργκα. Πώς διάβολο έγινες σ' αυτά τα χάλια; - Με στέλνει ο Μουσούνγκου, μπουάνα Τάργκα! Ερχόμουν από το ιτάμπα. Έχουν ανάγκη από βοήθεια. Ο Ατσίδας είναι αιχμάλωτος... Ο Τάργκα αναπηδά. Ο Ατσίδας αιχμάλωτος; Αυτό σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Δεν είναι εύκολο να πιαστεί αιχμάλωτος ο Ατσίδας. Εκείνος που θα τον πιάσει πρέπει να είναι πολύ πιο δυνατός. Ο Τάργκα φωνάζει τους πέντε μαύρους. - Πάρτε τον στο φορείο! προστάζει. Και δρόμο όλοι για το ιτάμπα! Οι τέσσερις μαύροι πιάνουν το φορείο πάνω στο οποίο είναι ο Σάμπα. Ο νάνος είναι τελείως εξαντλημένος. Στο δρόμο, καθώς προχωρούν, ο Σάμπα διηγείται πώς βρέθηκε σ' αυτά τα χάλια. Έφτασαν στο ιτάμπα κι ο Μουσούνγκου, ο αρχηγός των Μπαντού του χωριού, τους είπε να τρέξουν γρήγορα να φέρουν τον Τάργκα, γιατί όλη η φυλή τους κινδύνευε. Πράγματι, ο Ατσίδας με τον Σάμπα είχαν ξεκινήσει για να γυρίσουν και να συναντήσουν τον Τάργκα, όταν καμιά πενηνταριά μαύροι τους είχαν επιτεθεί. Ύστερα από ηρωική πάλη ο
37
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
- Περίμενε, Τάργκα, λέει. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Μουσούνγκου. Ατσίδας είχε πιαστεί αιχμάλωτος, αλλά ο Σάμπα είχε κατορθώσει να ξεφύγει, χάρις στο μικρό ανάστημά του. Φεύγοντας, όμως, βρέθηκε μέσα στους βάλτους και είχε βουλιάξει ως το κεφάλι. Αν δεν περνούσαν οι πέντε εκείνοι μαύροι Μπαντού, θα είχε σίγουρα πνιγεί. Αυτή ήταν η ιστορία του Σάμπα. Δεν ήξερε τίποτε άλλο για την τύχη του Ατσίδα. Οι πέντε μαύροι με το φορείο, ο Τάργκα κι η Μαλόα προχωρούν προς το ιτάμπα. Δεν είναι μακριά. Φαίνονται μάλιστα ανάμεσα από τα δέντρα οι καλύβες τους. Μόλις πλησιάζουν, ο Μουσούνγκου μ' έναν άλλο υψηλόσωμο Μπαντού έρχονται σε συνάντησή τους. - Χαίρε, μπουάνα Τάργκα! λέει ο Μουσούνγκου, υψώνοντας το χέρι του. - Χαιρετούμε το γενναίο αρχηγό των Μπαντού! απαντάει ο Τάργκα, υψώνοντας κι αυτός το χέρι του...
Όπου ο Ατσίδας βρίσκεται κλεισμένος σε μια κλούβα!
Ο
ΥψΗΛΟΣΩΜΟΣ Μπαντού που στέκει δίπλα στον Μουσούνγκου, ρίχνει γύρω του μια ματιά και βλέπει στο φορείο τον πασαλειμμένο μέσα στο βούρκο Σάμπα. - Άλλος ένας σημαδεμένος από τους δαίμονες των βάλτων! λέει. Και γυρίζοντας στους μαύρους που είχαν ακουμπήσει χάμω το φορείο, φωνάζει: - Πάρτε τον και ρίχτε τον στο ποτάμι! Τι τον κρατάτε; Πνίξτε τον να φύγει το κακό από το ιτάμπα! Ο Τάργκα επεμβαίνει. - Μιλάς σαν άμυαλος αρχηγός, λέει στον υψηλόσωμο Μπαντού. Ο άνθρωπος αυτός φέρνει είδηση για το φοβερό κίνδυνο που διατρέχετε... Ο Μπαντού κοιτάζει ειρωνικά τον Τάργκα.
38
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
- Ο Κιπάνγκα δεν φοβάται κανέναν! λέει αγέρωχα. Ο Τάργκα είναι έτοιμος να τον αρπάξει από το σβέρκο, για να τον μάθει αν φοβάται κανέναν, μα επεμβαίνει η Μαλόα. - Περίμενε, Τάργκα, λέει. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Μουσούνγκου. Ο αρχηγός των Μπαντού του ιτάμπα σπρώχνει ελαφρά τον Κιπάνγκα. - Ο γενναίος Κιπάνγκα, λέει, έχει ανησυχήσει, γιατί κάθε βράδυ βρίσκονται δυο - τρεις δικοί μας πνιγμένοι στο βούρκο. Όλοι οι υπήκοοί μου έχουν τρομοκρατηθεί. Άκουσε όμως τι τρέχει... *** - Το ιτάμπα, αρχίζει τη διήγησή του ο Μουσούνγκου, βρίσκεται όπως ξέρεις, μπουάνα, στα σύνορα των βάλτων Τίνγκα και τα τύμπανα που άκουγες είναι η απάντηση στο στοιχειωμένο λιοντάρι... Ο Τάργκα σουφρώνει τα φρύδια του. Πάλι το στοιχειωμένο λιοντάρι, πάλι ο Σίμπα Μπουάνα! - Δυο - τρεις νύχτες κάθε μήνα, συνεχίζει ο αρχηγός των Μπαντού, όταν το φεγγάρι είναι γεμάτο, από το μέρος των βάλτων ακούγεται ένας βρυχηθμός λιονταριού. Και τότε συμβαίνει κάτι παράξενο: όλα τα ζώα μας τρομοκρατούνται. Κι όχι μόνο τα ζώα μας, μα κι όλα τα θηρία της ζούγκλας. Και πέρα, στο ξέφωτο, κοντά στους βάλτους, οι άνθρωποί μου βλέπουν κάτι τρομερό. Ένα αστραποβόλο, φωτεινό λιοντάρι, ένα λιοντάρι που πετάει φωτιές... Πέρα στα χωριά Ουμόζα, Νγκόντα και Ουκίβα οι άνθρωποι προσκυνούν το φλογερό λιοντάρι. Κι όταν ακουστεί ο βρυχηθμός του, την άλλη μέρα το πρωί έρχεται στο ποτάμι μια πελώρια πιρόγα, που χωράει ίσαμε διακόσιους ανθρώπους. Κάθε χωριό δίνει από είκοσι - τριάντα νέους. Πού τους πηγαίνουν, τι τους κάνουν, κανείς μας δεν ξέρει. Δεν ξαναγυρίζουν πια. Κι αρχηγός της πιρόγας και των ανθρώπων της είναι ένας λευκός... Σίμπα Μπουάνα τον ξέρουν εδώ... Ο Κύριος του Λιονταριού... Ο Τάργκα ακούει σιωπηλός και σκεφτικός. Ξέρει πολύ καλά τι γίνονται αυτοί που φορτώνονται στην πιρόγα. Πάνε για δούλοι ποιος ξέρει πού... - Για συνέχισε, λέει στον Μουσούνγκου. - Εδώ και τρεις μέρες ξανακούστηκε το λιοντάρι. Και προχτές και χτες πάλι. Κι αύριο το πρωί θα φανεί η πιρόγα. Και πρέπει να στείλουμε και εμείς είκοσι δικούς μας. Την περασμένη φορά δεν στείλαμε. Κάθε δυο - τρεις, όμως, ημέρες βρίσκαμε και μερικούς δικούς μας πνιγμένους στο βάλτο. Γι' αυτό ζητήσαμε τη βοήθειά σου, μπουάνα. Κι εγώ κι ο Κιπάνγκα, που είναι αρχηγός των μαύρων του Ουμόζα... - Και θα σας βοηθήσουμε όσο μπορούμε, απαντάει ο Τάργκα. Μόνο τώρα ας πάρει ένας τον Σάμπα από εδώ κι ας πάει να τον πλύνει λίγο, για να βγει από πάνω του ο βούρκος. Δύο μαύροι αρπάζουν τον Σάμπα κι απομακρύνονται. Ο Τάργκα, η Μαλόα κι οι δυο αρχηγοί των Μπαντού κάνουν συμβούλιο. - Πού πρέπει να στείλετε τους είκοσι ανθρώπους σας; ρωτάει ο Τάργκα τον Μουσούνγκου. - Στο Ουμόζα. Από εκεί περνάει ο μεγάλος ποταμός Μτο. - Λοιπόν, εγώ θα προχωρήσω μόνος μου προς το Μτο. Οι είκοσι μαύροι σου θα προχωρούν μόνοι τους, για να πάνε στο Ουμόζα. Εγώ θα τους παρακολουθώ χωρίς να με βλέπουν... - Κι εγώ; ρωτάει ανήσυχη η Μαλόα. - Εσύ μπορείς να περιμένεις εδώ, Μαλόα, λέει ο Τάργκα. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για σένα να έρθεις μαζί μου. Η Μαλόα δε μιλάει. Από μέσα της, όμως, είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει κι αυτή κρυφά με τον Μάουα τον Τάργκα. Δεν του λέει, όμως, τίποτα, γιατί καταλαβαίνει ότι ο σύντροφός
39
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Πιάνεται από τα κλαδιά του και σαν αίλουρος βρίσκεται σε λίγα δευτερόλεπτα στην κορυφή.
της δεν θα την αφήσει. Την ίδια στιγμή φαίνεται και ο Σάμπα. Έτσι όπως είναι πλυμένος τώρα, μπορεί κανείς εύκολα να τον αναγνωρίσει. - Ο Σάμπα θα έρθει μαζί μου, λέει ο Τάργκα. Θα τον χρειαστώ, για να βρω τον Ατσίδα. Σ' ένα νεύμα του Μουσούνγκου, είκοσι νέοι Μπαντού, υψηλόσωμοι και γεροδεμένοι, μαζεύονται γύρω από τον Τάργκα. - Εσείς, δίνει οδηγίες το Ελληνόπουλο, θα προχωρήσετε μόνοι σας για το χωριό Ουμόζα. Εγώ θα σας παρακολουθώ κρυφά. Δεν θα υπακούσετε, όμως, σε κανέναν άλλον παρά σε μένα. Πάμε. Οι είκοσι μαύροι, άοπλοι, γιατί αυτός ήταν ο όρος του Κυρίου του Λιονταριού, ξεκινούν. Ο Τάργκα περιμένει ν' απομακρυνθούν αρκετά κι ύστερα ξεκινάει κι αυτός με τον Σάμπα. Είναι βέβαιος ότι εκεί στο Ουμόζα θα βρει την απάντηση στο μυστήριο που περιβάλλει το φλογερό λιοντάρι, το λιοντάρι που είχε τρομοκρατήσει τα πάντα μέσα στη ζούγκλα. Προχωρούν έτσι όλη τη νύχτα. Οι είκοσι Μπαντού, μολονότι κοιτάζουν γύρω τους, δεν έχουν αντιληφθεί τον Τάργκα, που, όμως, προχωρεί σκυφτός ανάμεσα στους θάμνους κοντά τους. Σε μια στιγμή, τους πλησιάζει και βγάζει ένα σφύριγμα. Οι Μπαντού σταματούν. Ο Τάργκα έχει διακρίνει το μεγάλο ποτάμι. - Εσείς θα περιμένετε εδώ, λέει στους Μπαντού. Εγώ θ' ανέβω σ' ένα δέντρο κι από εκεί θα δω τι γίνεται στο ποτάμι. Εσείς καθίστε εδώ με τον Σάμπα. Και λέγοντας αυτά ξεκινά αθόρυβα. Πλησιάζοντας σ' ένα πανύψηλο δέντρο, πιάνεται από τα κλαδιά του και σαν αίλουρος βρίσκεται σε λίγα δευτερόλεπτα στην κορυφή. Από εκεί πάνω απλώνεται πλατύς ο ποταμός. Ίσαμε χίλια μέτρα πιο κάτω είναι αραγμένη μια πελώρια πιρόγα, σαν μαούνα. Από την κίνηση που γίνεται, ο Τάργκα καταλαβαίνει ότι μέσα στη μαούνα στοιβάζονται μαύροι από τα διάφορα χωριά. Κατεβαίνει γρήγορα. Γυρίζει σε λίγο στους Μπαντού με τον Σάμπα, που τον περιμένουν. Αυτός κι ο Σάμπα έχουν και τόξο και βέλη κι επιπλέον ένα μαχαίρι. Μα οι άλλοι είκοσι είναι
40
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
άοπλοι. Και σίγουρα οι άνθρωποι του Σίμπα Μπουάνα θα ήταν οπλισμένοι. - Εδώ κοντά, μπουάνα, λέει ένας από τους Μπαντού, είναι το χωριό Ντόνγκο. Μέσα εκεί έχω δικούς μου φίλους. Μπορούμε να βρούμε όχι μόνο δόρατα μα κι ανθρώπους. - Τότε θα μείνει εδώ ο Σάμπα με τους άλλους, λέει ο Τάργκα, και εσύ κι εγώ θα πάμε στο Ντόνγκο. Πράγματι, αφού δίνει οδηγίες στον Σάμπα και τους μαύρους να μη μετακινηθούν από εκεί, ξεκινάει με τον Μπαντού για το Ντόνγκο. *** Ο αρχηγός των Ντόνγκο δέχεται μ' ευχαρίστηση τον Τάργκα και τον Μπαντού. Ο Τάργκα του εξηγεί ότι ήρθαν εκεί, για να ζητήσουν όπλα. Ο αρχηγός τους πηγαίνει σε μια καλύβα μέσα στην οποία υπάρχει πλήθος από δόρατα, ασπίδες και τόξα. - Θέλουμε να μας στείλεις τρεις - τέσσερις ανθρώπους σου να μας βοηθήσουν να κουβαλήσουμε μερικά απ' αυτά, λέει ο Τάργκα. - Γιατί όχι; λέει ο αρχηγός των Ντόνγκο και βγάζει ένα σφύριγμα. Τρεις - τέσσερις μαύροι έρχονται τρέχοντας. Μα την ίδια στιγμή το μάτι του Τάργκα παίρνει κάποιον μαύρο, που απομακρύνεται σκυφτός, για να μη τον δει κανείς. - Περίμενέ με εδώ! λέει ο Τάργκα στον Μπαντού. Κι αρπάζοντας ένα δόρυ, αφήνει τον κατάπληκτο αρχηγό των Ντόνγκο και τρέχει πίσω από τον μαύρο, που είχε φύγει κρυφά. Ο μαύρος Ντόνγκο, χωρίς να αντιληφθεί ότι ο Τάργκα τον παρακολουθεί, προχωρεί προσεκτικά κι αθόρυβα. Ύστερα από μισή ώρα δρόμο φτάνουν σ' ένα ξέφωτο. Ο μαύρος τρέχει προς το ξέφωτο, ενώ ο Τάργκα περιμένει κρυμμένος μέσα στους θάμνους. Πεντέξι μαύροι με φτερά στα κεφάλια χορεύουν γύρω από μια φωτιά. Λίγο πιο κάτω μερικοί άλλοι μαύροι στέκονται γύρω από μια... κλούβα. Και μέσα στην κλούβα βρίσκεται ο Ατσίδας! Ο Ατσίδας μουγκρίζει διαρκώς και δαγκάνει το χαλκά του με θυμό. Ο Τάργκα σφίγγει το δόρυ του. Και καθώς οι μαύροι αμέριμνοι χορεύουν γύρω απ' τη φωτιά, ορμά κατά πάνω τους. Με ένα χτύπημα του δόρατος αφήνει ένα μαύρο στον τόπο, ενώ με μια γροθιά ρίχνει ένα δεύτερο μέσα στη φωτιά! Τα φτερά του μαύρου αρπάζουν φωτιά. Οι δυο - τρεις άλλοι που βλέπουν τι έπαθαν οι σύντροφοί τους, χωρίς να σταθούν να δουν περί τίνος πρόκειται, το βάζουν στα πόδια. Οι άλλοι που είναι γύρω από τον Ατσίδα, ορμούν επάνω στον Τάργκα. Μα αυτός πετά το δόρυ στον πρώτο ακριβώς που τρέχει κατά πάνω του. Ο μαύρος πέφτει κι ένας άλλος που ερχόταν πίσω του, σκοντάφτει και πέφτει από πάνω του. Αρπάζοντας ένα μισοκαμένο κούτσουρο από τη φωτιά, ο Τάργκα αρχίζει να αλωνίζει τους υπόλοιπους μαύρους. Δυο - τρία κεφάλια σπάζουν κι οι άλλοι μαύροι γίνονται άφαντοι. Ο Τάργκα τρέχει κι ανοίγει την κλούβα. Ο Ατσίδας βγαίνει έξω, βράζοντας από θυμό. - Κύριος Τάργκα, λέει, Ατσίντα ντεν νοιάζει που κλείνει - κλείνει κλούβος, αλλά αφήνει νηστικός. Ούτε καρύντες, ούτε πεπόνις... Ο Τάργκα βάζει τα γέλια. - Έλα μαζί μου, λέει του Ατσίδα. Κι οι δυο μαζί τρέχουν για το χωριό των Ντόνγκο. Όταν φθάνουν εκεί, τους υποδέχονται ο αρχηγός των Ντόνγκο με αρκετούς πολεμιστές του. - Μέσα εδώ, λέει ο Τάργκα στον αρχηγό, έχεις έναν ίσως και περισσότερους προδότες. Φρόντισε να τους παρακολουθήσεις και να τους τιμωρήσεις όπως τους αξίζει.
41
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Και διηγείται στον Ντόνγκο τι συνέβη. Παίρνουν ύστερα τα δόρατα και ξεκινούν για το Ουμόζα, όπου τους περιμένουν οι είκοσι Μπαντού. Πράγματι, ύστερα από αρκετή πορεία, φτάνουν στο μέρος όπου είχαν αφήσει τους Μπαντού κι ο Τάργκα τους μοιράζει τα δόρατα, τις ασπίδες και τα τόξα...
Όπου ο Ατσίδας, μη μπορώντας να τα βάλει με άλλους, τα βάζει με τον Σάμπα!
Ε
ΤΣι ΕιΝΑι ΤΩΡΑ όλοι οπλισμένοι. Ο Τάργκα δίνει τις τελευταίες οδηγίες: - Εγώ θα προχωρήσω προς την όχθη του ποταμού, λέει. Όταν θα δείτε ένα βέλος μου να ρίχνεται προς το μέρος σας, θα τρέξετε όλοι προς την όχθη. Και λέγοντας αυτό ξεκινά τρέχοντας. Όταν φτάνει κοντά στην όχθη, ανεβαίνει γρήγορα σ' ένα δέντρο. Κοιτάζει προς το ποτάμι. Η μεγάλη μαούνα είναι ακόμα αραγμένη εκεί. Είναι όμως γεμάτη μαύρους. Πιασμένος από μία κληματίδα, ο Τάργκα πηδάει στο ποτάμι. Τα νερά στο σημείο αυτό είναι πολύ ρηχά. Βγαίνοντας έξω ρίχνει με το τόξο του ένα βέλος προς το μέρος που περιμένουν ο Ατσίδας, ο Σάμπα και οι είκοσι Μπαντού. Ο Ατσίδας βλέπει πρώτος το βέλος. - Κύριος Τάργκα θέλει εμάς! φωνάζει. Ο Σάμπα μεταφράζει στους Μπαντού τι λέει ο Ατσίδας. Όλοι μαζί ορμούν προς την όχθη, ακολουθώντας τα ίχνη του Τάργκα. Μόλις έχουν προχωρήσει λίγο, όταν μέσα από τα δέντρα φαίνεται ο ελέφαντας Μάουα με τη Μαλόα. Η κοπέλα κρατά στο χέρι της ένα λάσο: το λάσο του Τάργκα, που το είχε αφήσει στο μέρος που κατοικούσαν. Οι Μπαντού, ο Ατσίδας και ο Σάμπα φτάνουν στο μέρος που τους περιμένει ο Τάργκα. Ο ατρόμητος Έλληνας καθορίζει τώρα τη θέση του καθενός. Σύμφωνα με το σχέδιο του Τάργκα, ο Ατσίδας με τον Σάμπα θ' ανέβαιναν σ' ένα δέντρο ο καθένας. Ο νάνος θα χρησιμοποιούσε το τόξο με τα δηλητηριασμένα βέλη κι ο Ατσίδας το φυσοκάλαμό του. Ο Τάργκα θα χτυπούσε με το δόρυ του αυτούς που φύλαγαν τους σκλάβους. Οι μισοί Μπαντού θα τον βοηθούσαν, ενώ οι υπόλοιποι θα ορμούσαν μέσα στη μαούνα να απελευθερώσουν τους δούλους. - Αν ο Σίμπα Μπουάνα, προσθέτει στο τέλος, φανεί θα τον αφήσετε σε μένα. Έχω προσωπικούς λογαριασμούς με δαύτον και πρέπει να τους ξοφλήσω. Το σύνθημα θα ήταν φωνή τσακαλιού. Μόλις το άκουγαν από τον Τάργκα, θα άρχιζαν την επίθεση... *** Στη μαούνα γίνονται οι τελευταίες προετοιμασίες για την αναχώρηση. Οι δούλοι έχουν φορτωθεί μέσα κι απέξω στην όχθη καμιά τριανταριά μαύροι με φτερά στα κεφάλια, οπλισμένοι με δόρατα και ασπίδες, επιτηρούν τα γύρω. Ξαφνικά μια φωνή τσακαλιού ακούγεται. Την ίδια στιγμή δυο μαύροι που στέκονται όρθιοι στην πρύμνη της μαούνας φέρνουν το χέρι στο λαιμό και πέφτουν μέσα στο ποτάμι. Κραυγές ακούγονται. Οι μαύροι, που είναι στην όχθη, αρπάζουν τα δόρατά τους και τρέχουν γύρω για ν' ανακαλύψουν τους αόρατους εχθρούς. Μα δεν φαντάζονται ότι ο Ατσίδας με τον
42
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Είναι η Μαλόα, που έχει ρίξει το λάσο της κι έχει πιάσει το μαύρο από τα πόδια! Σάμπα βρίσκονται στην κορυφή των δέντρων. Την ίδια στιγμή δυο μαύροι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον Τάργκα. Μ' ένα γερό χτύπημα του δόρατός του ο Τάργκα περνά και τους δυο στο λαιμό. Οι άλλοι μαύροι βλέπουν το Ελληνόπουλο και συγκεντρώνουν την επίθεση εναντίον του. Μα τώρα μπαίνουν στην μάχη οι δέκα Μπαντού. Καθώς ο Τάργκα χτυπάει δεξιά κι αριστερά, ένας μαύρος, που είναι κρυμμένος στους γύρω θάμνους, βγαίνει και προσπαθεί να πλησιάσει αθέατος στο μέρος της συμπλοκής με σκοπό να χτυπήσει από πίσω τον Τάργκα. Καθώς προχωρεί, όμως, σκυφτός ξαφνικά νοιώθει να πιάνονται τα δυο του πόδια σε μια θηλειά! Είναι η Μαλόα, που έχει ρίξει το λάσο της κι έχει πιάσει το μαύρο από τα πόδια! Μη χάνοντας καιρό, η κοπέλα τον τραβάει πίσω προς τους θάμνους. Λίγο πιο πέρα είναι ο Μάουα. Χωρίς να πει τίποτα στο ζώο, η Μαλόα του δένει την άκρη του λάσου στην προβοσκίδα. Ο Μάουα καταλαβαίνει: σηκώνει την προβοσκίδα του και παίρνει δρόμο, σέρνοντας από τα πόδια τον δεμένο στο λάσο μαύρο. Εν τω μεταξύ η Μαλόα ξαναγυρίζει στο μέρος της συμπλοκής. Τώρα οι μαύροι μπλεγμένοι σε άγρια μάχη με τους Μπαντού, έχουν αποτραβηχτεί πιο πέρα. Μαζί είναι κι ο Τάργκα. Η κοπέλα δεν επεμβαίνει. Βλέπει ότι οι φίλοι του Τάργκα είναι οι νικητές. Μα την ίδια στιγμή, δυο μαύροι που έχουν ξεφύγει από το μέρος της συμπλοκής, ορμούν πίσω από τη Μαλόα και την αρπάζουν στους ώμους τους. Τρέχουν προς την μεγάλη πιρόγα. Ο Τάργκα, όμως, γυρίζοντας ξαφνικά, βλέπει τη Μαλόα στους ώμους των μαύρων. Μ' ένα πήδημα βρίσκεται κιόλας στην πιρόγα. Στην πιρόγα - μαούνα ανεβαίνουν ταυτόχρονα και οι άλλοι δέκα Μπαντού, που σκοπός τους είναι να απελευθερώσουν τους σκλάβους. Η σύγκρουση γενικεύεται. Ο Ατσίδας με το Σάμπα δεν ρίχνουν πια, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσουν τους δικούς τους. Μα ο Ατσίδας δεν είναι από εκείνους που μπορεί να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Κατεβαίνει γρήγορα από το δέντρο και τρέχει προς τη μαούνα.
43
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
M' ένα πήδημα βρίσκεται επάνω. Η Μαλόα έχει ξεφύγει από τους δυο μαύρους, που τρέχουν πάλι να την πιάσουν, ενώ ο Τάργκα κυκλωμένος από μερικούς άλλους, προσπαθεί να απαλλαχτεί απ' αυτούς, για να τρέξει σε βοήθειά της. Ο Ατσίδας πλησιάζει προς τους δυο μαύρους, που προσπαθούν να πιάσουν τη Μαλόα. Αρπάζει τον ένα από το πόδι και τον κοπανάει στο ξύλο της μαούνας. Ούτε «κιχ» δεν κάνει ο μαύρος. Ο δεύτερος, βλέποντας ότι ο σύντροφός του έσκασε κάτω σαν καρπούζι παραγινωμένο, πέφτει μέσα στο ποτάμι. Εν τω μεταξύ, ένας από τους μαύρους, που είχαν κυκλώσει τον Τάργκα, τρώει μια γερή γροθιά απ' το Ελληνόπουλο και έρχεται προς τα πίσω, πέφτοντας πάνω στον Ατσίδα. Μια δεύτερη γροθιά απ' αυτόν τον ξαναστέλνει πίσω με το κεφάλι στον Τάργκα. Μα την ίδια στιγμή ορμούσε με το κεφάλι ένας άλλος μαύρος να χτυπήσει τον Τάργκα. Κι αντί να χτυπήσει αυτόν, ακούγεται ένα τρομερό «πανγκ!» και τα δυο κεφάλια τρακάρουν με τέτοια δύναμη, που ανοίγουν σαν αβγά κλούβια. Εν τω μεταξύ, οι δέκα Μπαντού είχαν απελευθερώσει τους άλλους σκλάβους, λύνοντας τα δεσμά τους. Έτσι η μάχη στη μαούνα πήρε τέλος. Πεντέξι μαύροι που βαστούσαν αντίσταση, θεώρησαν φρόνιμο να ριχτούν στο ποτάμι για να γλιτώσουν. Μα για κακή τους τύχη, ένα κοπάδι κροκόδειλοι, που είχαν μυριστεί πτώματα, φάνηκαν να πλησιάζουν. Μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα. Αναγκάζονται να βγουν στην ξηρά. Μα και εκεί τους υποδέχονται οι άλλοι Μπαντού, οι οποίοι έχουν κιόλας ξεμπερδέψει με τους αντιπάλους τους έξω στην ξηρά. Η μάχη έχει τελειώσει. Οι απελευθερωμένοι σκλάβοι φιλούν μ' ευγνωμοσύνη τα χέρια του Τάργκα. Οι τέσσερις μαύροι του Ντόνγκο αναλαμβάνουν να συνοδέψουν τους ελεύθερους πια μαύρους στα χωριά τους. Μαζί τους θα πάνε και οι Μπαντού. Πράγματι, σε λίγο όλοι φεύγουν και μένει ο Τάργκα, ο Ατσίδας, η Μαλόα κι ο Σάμπα, που έχει κατέβει από το δέντρο. Σ' ένα από τα πτώματα ο Ατσίδας βλέπει περασμένο στη μέση του ένα τσεκούρι. Χωρίς να πει κανενός τίποτα το αρπάζει και πηδάει στην άδεια πια μαούνα. Γερά χτυπήματα ακούγονται μέσα από το κύτος. Σε λίγο ο Ατσίδας πηδάει έξω, κρατώντας το τσεκούρι. Και πριν οι άλλοι προλάβουν να τον ρωτήσουν, βλέπουν τη μαούνα να γέρνει και σε λίγο να βυθίζεται. Ο Ατσίδας είχε σπάσει με το τσεκούρι μερικές σανίδες και τα νερά είχαν κατακλύσει τη μαούνα. Ξαφνικά μια τρομερή κραυγή ακούγεται. Και κατάπληκτοι όλοι βλέπουν να πετάγεται μέσα από τα δέντρα ένας υψηλόσωμος λευκός, κρατώντας μια πελώρια σπάθα στα χέρια του. Είναι ο Σίμπα Μπουάνα, ο Κύριος του Λιονταριού! Αστραπιαία ο Τάργκα ορμά κατά πάνω του, την ώρα ακριβώς που το σηκωμένο σπαθί του λευκού πέφτει προς το κεφάλι του Έλληνα. Μα την ίδια στιγμή το τσεκούρι του Ατσίδα φαίνεται να πετάει στον αέρα. Πράγματι ο Ατσίδας το έχει ρίξει με τέτοια δύναμη, ώστε το τσεκούρι χτύπησε το σπαθί και το έσπασε στα δύο. Τώρα ο Τάργκα κι ο Σίμπα Μπουάνα έρχονται στα χέρια. Ο Ατσίδας θέλει να βοηθήσει κι ορμά κι αυτός στη μέση. Μα καθώς ο λευκός βρίσκεται από κάτω από τον Τάργκα, τινάζει δυνατά τα πόδια του σαν να σπαράζει. Και η μπότα του λευκού βρίσκει τον Ατσίδα στο πρόσωπο. Χάνοντας την ισορροπία του, ο Ατσίδας πέφτει ανάσκελα, βγάζοντας ένα τρομερό «γρρρ!», που αντήχησε γύρω σαν κανονιά. Ο Τάργκα, χαλαρώνοντας την πίεσή του για μια στιγμή πάνω στο λευκό, γυρίζει να δει τι έπαθε ο φίλος του.
44
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Ανήσυχος ο Τάργκα τρέχει κοντά της. Μα την ίδια στιγμή ο Σίμπα Μπουάνα τινάζεται, ξεφεύγει και εξαφανίζεται μέσα στη λόχμη. Ο Ατσίδας έχει σηκωθεί. Τα μάτια του έχουν γουρλώσει από το θυμό κι είναι σίγουρο ότι αν έβρισκε μπροστά του το λευκό, θα τον έτρωγε ζωντανό. Μα ο λευκός έχει εξαφανιστεί. Και για να βγάλει το άχτι του ο Ατσίδας τα βάζει με τον Σάμπα. - Έλα ντώ, Μικρόβιος! φωνάζει. Εσένα τρέχει - τρέχει φέρνεις πεπόνις, καρπούτζις, καρύντος... Αλλιώς Ατσίντα τρώει - τρώει εσένα! Κι ο Σάμπα τρέχει να βρει κανένα αγριοπέπονο. Άλλωστε, όλοι είναι πεθαμένοι της πείνας...
Όπου ο Τάργκα μεταχειρίζεται σύγχρονα πολεμικά όπλα χωρίς να θέλει
Π
ΡΑΓΜΑΤι, Ο ΣΑΜΠΑ ανακαλύπτει ένα μέρος με άφθονα αγριοπέπονα. Βάζει τις φωνές στον Ατσίδα και σε λίγο όλοι έχουν πέσει με τα μούτρα στο φαΐ. Έχουν, άλλωστε, τόσες ώρες να φάνε κι είναι και κουρασμένοι από τους τόσους κόπους. Αφού έφαγε η Μαλόα, σηκώνεται να περπατήσει λίγο ανάμεσα στα γύρω πολύχρωμα λουλούδια. Ξαφνικά εκεί που κάνει βόλτες, βλέπει ένα μεγάλο κασόνι. Παραξενεμένη ζυγώνει κοντά. Το κασόνι είναι δεμένο γύρω με λάμα σιδερένια κι έχει γράμματα απέξω. Γράμματα σε μια ξένη γλώσσα. Φωνάζει τον Τάργκα να τρέξει γρήγορα. Ανήσυχος ο Τάργκα τρέχει κοντά της. Πίσω ακολουθούν ο Ατσίδας κι ο Σάμπα. Ο Τάργκα διαβάζει την επιγραφή απέξω. Είναι γραμμένη αγγλικά: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΒΟΜΒΑ!» Ο Ατσίδας θέλει να πιάσει το κασόνι, να το σπάσει να δει μήπως έχει τίποτε φαγώσιμο μέσα. Με κόπο του δίνει ο Τάργκα να καταλάβει τι τρομερός κίνδυνος κλείνεται μέσα στο κασόνι. Φαίνεται πως θα το είχε κρύψει εκεί ο Σίμπα Μπουάνα για κάθε ενδεχόμενο. Ο Τάργκα μένει για λίγο συλλογισμένος. Σκέπτεται τι να κάνει το κιβώτιο αυτό, όταν ένα «γρρρ!» τρομερό του Ατσίδα τον κάνει να τιναχτεί.
45
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
- Εκεί, εκεί! φωνάζει ο Ατσίδας. Κύριος Τάργκα εκεί! Σ' ένα κορμό δέντρου λίγο πιο κάτω, ένα βέλος έχει καρφωθεί. Κάποιος το είχε ρίξει για τον Ατσίδα, αλλά αστόχησε και το βέλος καρφώθηκε στο δέντρο. - Χάμω όλοι! φωνάζει ο Τάργκα για μια στιγμή, που κάτι παίρνει το μάτι του. Χωρίς να σκεφτούν, οι άλλοι πέφτουν χάμω. Και την ίδια στιγμή δεκάδες βέλη σφυρίζουν γύρω, απ' όλες τις μεριές. Ο Τάργκα κοιτάζει γύρω του. Φαίνεται να υπάρχουν πολλοί μαύροι γύρω, μα κανείς δε φαίνεται. Είναι όλοι κρυμμένοι μέσα στην πυκνή βλάστηση. - Είμαστε κυκλωμένοι απ' όλες τις πλευρές, λέει ο Τάργκα. Φαίνεται πως ο Σίμπα Μπουάνα έχει κουβαλήσει εδώ όλους τους ανθρώπους του. - Να τους επιτεθούμε! λέει η Μαλόα. - Πριν προλάβουμε να τους φτάσουμε, θα μας κάνουν κόσκινο με τα βέλη τους, λέει ο Τάργκα. Μας βλέπουν αλλά δεν τους βλέπουμε. - Τι θα κάνουμε τότε; - Θα πιάσουμε ο καθένας μια πλευρά, τέσσερις καθώς είμαστε. Και μόλις κανένας μας αντιληφθεί την παραμικρή κίνηση θα ρίχνει. Ετοιμάστε τα τόξα σας. Όλοι κατεβάζουν τα τόξα που έχουν περασμένα στον ώμο τους. Μόνο ο Ατσίδας βγάζει το φυσοκάλαμό του. Και περιμένουν... *** Εκεί που κάθεται ο Ατσίδας ανοιγοκλείνει ξαφνικά τα μάτια του και δαγκώνει το χαλκά του. Του φαίνεται πως βλέπει κάτι να κινείται. - Γρρρ! μουρμουρίζει. Μερικοί θάμνοι κινούνται. Κι όχι μόνο κινούνται μα και προχωρούν μια - δυο πιθαμές. Κάποιος είναι τυλιγμένος μέσα στους θάμνους και προσπαθεί να προχωρήσει χωρίς να διακρίνεται. Ο Ατσίδας φέρνει το φυσοκάλαμο στο στόμα του. Δίνει ύστερα ένα γερό φύσημα. Μια κραυγή πόνου ακούγεται μέσα από τους θάμνους, που τινάζονται σαν τρελοί. - Τι είναι, Ατσίδα; ρωτάει από την άλλη μεριά η Μαλόα, που ακούει την κραυγή. - Τίποτα, κύριος Μαλόα! λέει ο Ατσίδας. Ατσίντα χτυπάει ένα γκουρούνις! Βροχή από βέλη σφυρίζουν από πάνω τους. Οι πολιορκητές βλέποντας έναν από τους συντρόφους τους, που είχε μεταχειριστεί το κόλπο των θάμνων για να πλησιάσει τους τέσσερις φίλους, πεθαμένο, θέλουν να τον εκδικηθούν. Μα οι τέσσερις φίλοι είναι καλά κρυμμένοι και δεν παθαίνουν τίποτα. Ξαφνικά ένα «πλαφ!» ακούγεται. Ένας μαύρος έχει πέσει από την κορυφή ενός δέντρου κι έχει χτυπήσει κάτω σαν σακί με άμμο. - Α! καταραμένο γουρούνι! ακούγεται η φωνή του Σάμπα. - Τι είναι τούτος, Μικρόβιος; ρωτάει ο Ατσίδας, που κοντά του είχε πέσει το απροσδόκητο... δώρο. - Είχε ανέβει κρυφά στην κορφή του δέντρου κι ήταν έτοιμος να πηδήξει επάνω σου! απαντάει ο Σάμπα. Του έριξα μια κι ησύχασε. - Τεός σχωρέσ' τον, λέει ο Ατσίδας. Άξαφνα, όμως, συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Ένας ρινόκερος έτυχε να περνάει από το μέρος αυτό και βρέθηκε κοντά στη Μαλόα. Το θηρίο θα περνούσε χωρίς ίσως ν' αντιληφθεί την κοπέλα, αν εκείνη τη στιγμή ένας από
46
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
τους μαύρους που πολιορκούσαν τους τέσσερις φίλους, δεν έριχνε ένα βέλος. Το βέλος χτυπάει το θηρίο στο πλευρό. Ο ρινόκερος γίνεται μανιώδης από τον πόνο κι ορμά κατά της Μαλόα, που έχει σηκωθεί, για να τραβηχτεί πιο πέρα. Μα ο Τάργκα που έχει δει τη σκηνή, αρπάζει ένα δόρυ και χτυπά το ρινόκερο στην κοιλιά. Τρελό από τους πόνους το θηρίο, βγάζει άγρια μουγκρητά. Οι μαύροι βλέποντας τον Τάργκα και τη Μαλόα ανασηκωμένους, αρχίζουν να τους ρίχνουν βροχή τα βέλη. Μα μπροστά από τα βέλη βρίσκεται ο ρινόκερος, που τα δέχεται όλα στη ράχη του και βγάζει τέτοια μουγκρητά, που αντιβουίζει όλη η ζούγκλα. Τρελός από τον πόνο, αφηνιασμένος, παίρνει δρόμο. Καθώς περνά από τη ζώνη των πολιορκητών, ένας μαύρος που βρέθηκε μπροστά του αναπηδά, για να μη τον συντρίψει το θηρίο. Μα ο ρινόκερος, βλέποντάς τον μπροστά του, σκύβει το κεφάλι του και, χτυπώντας τον με το κέρατο της μύτης του, τον τινάζει τέσσερα μέτρα ψηλά. Ο μαύρος πέφτει μ' έναν υπόκωφο γδούπο στο έδαφος και μένει ακίνητος. Ειναι νεκρός. Εν τω μεταξύ, η πολιορκία συνεχίζεται, μέχρις ότου πέφτει η νύχτα. Όλοι, όμως, ξέρουν πως μέσα στη νύχτα δεκάδες μάτια αγρυπνούν, παρακολουθώντας τους. Ο Τάργκα μαζεύει κοντά του τους δικούς του. - Ακούστε τι θα γίνει, λέει σιγά. Εγώ κι ο Ατσίδας θα πάρουμε το κιβώτιο με τις βόμβες και θα προσπαθήσουμε να βγούμε έξω από τον κύκλο των μαύρων. Εσείς δε θα μετακινηθείτε από εδώ. Πού και πού ρίχτε και κανένα βέλος προς όλες τις διευθύνσεις, για να φαίνεται πως είμαστε όλοι εδώ κι έχουμε το νου μας. Το δύσκολο δεν είναι πώς να βγουν, γιατί ο Τάργκα θα μπορούσε από κληματίδα σε κληματίδα να περάσει ψηλά από τα δέντρα μέσα στο σκοτάδι. Θα άκουγαν ίσως θόρυβο οι μαύροι, μα μέσα στο σκοτάδι θα ήταν αδύνατο να τον διακρίνουν, για να τον χτυπήσουν. Το δύσκολο ήταν να κουβαλήσουν το κιβώτιο, που ήταν μεγάλο και εξαιρετικά βαρύ. Αποφασίζουν να το ανοίξουν. Με το τσεκούρι που έχει ο Ατσίδας, κόβουν τη λάμα, που έδενε το κασόνι και τ' ανοίγουν. Ο Τάργκα ανοίγει διάπλατα τα μάτια του. Μέσα στο κιβώτιο υπάρχουν αντί βόμβες... χειροβομβίδες! Φαίνεται πως άλλοτε το κιβώτιο θα περιείχε βόμβες κι ύστερα έβαλαν χειροβομβίδες. Η ανακάλυψη αυτή κάνει τον Τάργκα ν' αλλάξει σχέδιο. Δεν ήταν ανάγκη τώρα να φύγουν. Θα έπρεπε μόνο να μείνουν πεσμένοι χάμω, για να προφυλαχτούν από τα θραύσματα των χειροβομβίδων. Φυσικά δε χωράει συζήτηση ότι τις χειροβομβίδες θα τις έριχνε ο Τάργκα. Ο Ατσίδας για μια στιγμή θέλησε να πάρει δυο - τρεις, έτσι να τις πετάξει για γούστο, χωρίς φυσικά να ξέρει τι τρομερό όπλο είναι. Μα ο Τάργκα τον σταματά, γιατί ξέρει ότι αν γίνει κάτι τέτοιο, ο πρώτος που θα σκοτωνόταν, θα ήταν ο Ατσίδας. Το ύφος του Τάργκα είναι τόσο σοβαρό, ώστε ο Ατσίδας δεν φέρνει αντίρρηση. Κάνει μόνο ένα «γρρρ» και δαγκώνει το χαλκά του. Ο Τάργκα πιάνει μια χειροβομβίδα. Κοιτάζει με προσοχή τους απέναντι θάμνους μήπως δει καμιά κίνηση. Πράγματι σε μια στιγμή του φαίνεται πως κάποιος θάμνος κινείται ελαφρά. Βγάζοντας τον κρίκο από την χειροβομβίδα, τη ρίχνει με δύναμη. Πεντέξι δευτερόλεπτα περνούν και ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι αστράφτει μια λάμψη και ένας τρομαχτικός κρότος ακούγεται. Ο κρότος συνοδεύεται από άγρια ουρλιαχτά. Σίγουρα θα είχαν χτυπηθεί δυο - τρεις μαύροι. Φαίνεται πως είναι αραιά ο ένας με τον άλλον, γιατί από τις γύρω μεριές αρχίζουν να πέφτουν τόσο πυκνά τα βέλη, ώστε ο Τάργκα κι οι δικοί του δεν μπορούν ούτε το κεφάλι να σηκώσουν.
47
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Ο Ατσίδας με το Σάμπα, που ακούν τον εκκωφαντικό κρότο, βουλώνουν σαστισμένοι τ' αφτιά τους. Κοιτάζουν προς το μέρος του Τάργκα χωρίς να καταλαβαίνουν. Ο Τάργκα περιμένει για λίγο. Τα βέλη σταματούν και ακολουθεί ησυχία. Φαίνεται ότι οι μαύροι απομάκρυναν όσους είχαν χτυπηθεί από τη χειροβομβίδα. Μέσα από το κιβώτιο πιάνει άλλη μια χειροβομβίδα. Τη ρίχνει στο ίδιο μέρος που είχε ρίξει την πρώτη. Νέα λάμψη και νέος κρότος ακούγεται. Αυτή τη φορά, όμως, δεν ακούγονται φωνές. Φαίνεται πως δεν είναι κανείς στο μέρος αυτό. Μα είναι οπωσδήποτε γύρω πολλοί άλλοι. Ο Τάργκα σκέφτεται ν' ανοίξει δρόμο. Θέλει να τρομοκρατήσει τους μαύρους, έτσι που να βρει ελεύθερη δίοδο, για να φύγουν. Καταλαβαίνει ότι, όταν ξημερώσει, τα πράγματα θα είναι άσχημα, γιατί δεν αποκλείεται ο Σίμπα Μπουάνα να ερχόταν με τίποτα πυροβόλα όπλα, οπότε θα ήταν δύσκολη η θέση τους. Ρίχνει μια χειροβομβίδα τώρα προς την αντίθετη πλευρά, ύστερα άλλη κι άλλη... Ο τόπος σείεται από τους τρομαχτικούς κρότους και τις λάμψεις. Ταυτόχρονα χαλά ο κόσμος από τα ουρλιαχτά των μαύρων. Εκείνο, όμως, που προσέχει ο Τάργκα είναι ότι τα ουρλιαχτά κι οι φωνές ακούγονται όλο και πιο μακριά, σημείο ότι οι μαύροι απομακρύνονται τρομοκρατημένοι. Δυο - τρεις χειροβομβίδες ακόμα και μετά απόλυτη ησυχία επικρατεί. Ο Τάργκα θέλει να βεβαιωθεί ότι κανείς πια δεν είναι γύρω. Κόβοντας ένα μεγάλο θάμνο από τη ρίζα του με το μαχαίρι, τον ανασηκώνει και τον κινεί δυνατά. Είναι αδύνατο, αν υπάρχουν μαύροι γύρω, να μην αντιληφθούν την κίνηση έστω και μέσα στο σκοτάδι ή τουλάχιστον ν' ακούσουν θόρυβο. Τίποτα όμως... Απόλυτη σιωπή επικρατεί. Ο Τάργκα κόβει από ένα φυτό κοντά του δυο πελώρια φύλλα, που έχουν μάκρος ένα μέτρο και πλάτος μισό. Μέσα σ' αυτά τυλίγει καμιά εικοσαριά χειροβομβίδες και δένει απέξω γερά το δέμα με κληματίδες. Όσο βρίσκεται στα μέρη αυτά ο Σίμπα Μπουάνα, σκέφτεται, καλό θα είναι να λάβει τα μέτρα του. Σηκώνονται τώρα όλοι να φύγουν. Μα ο Τάργκα δεν έχει σκοπό ν' αφήσει το κιβώτιο με τις χειροβομβίδες εκεί. Γιατί δεν αποκλείεται να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον τους, αν τις βρουν οι μαύροι, που θα τους οδηγούσε στον τρόπο να τις μεταχειριστούν ο λευκός δουλέμπορος. Ρίχνοντας το μπόγο με τις χειροβομβίδες στον ώμο του, στον οποίο τον περνά με κληματίδες, πιάνει δυο άλλες χειροβομβίδες από το κιβώτιο. - Πάμε! ψιθυρίζει στους δικούς του. Πίσω του ακολουθούν η Μαλόα, ο Ατσίδας και τελευταίος ο Σάμπα, που μόλις διακρίνεται με το κοντό του ανάστημα μέσα στο σκοτάδι. Όταν προχωρούν έτσι καμιά τριανταριά μέτρα, ο Τάργκα στέκεται. - Εσείς, λέει στη Μαλόα και τους άλλους, προχωρήστε καμιά διακοσαριά βήματα και περιμένετέ με. - Τί θα κάνεις; ρωτάει ανήσυχη η Μαλόα. - Μη φοβάσαι, της λέει καθησυχαστικά ο Τάργκα. Θα καταστρέψω εκείνες τις χειροβομβίδες του κασονιού. Μόνο απομακρυνθείτε εσείς, γιατί είναι επικίνδυνο. Η Μαλόα, ο Ατσίδας κι ο Σάμπα απομακρύνονται. Ο Τάργκα πλησιάζει σ' απόσταση είκοσι μέτρων από το κιβώτιο. Βγάζει γρήγορα τον κρίκο από τη μια χειροβομβίδα που κρατά και την πετά προσέχοντας να πέσει, ακριβώς μέσα στο κιβώτιο. Κι αμέσως πέφτει πρηνηδόν στο έδαφος. Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούγεται και μια λάμψη. Τίποτε άλλο. Η χειροβομβίδα δεν είχε πέσει στο κιβώτιο, αλλά αρκετά πιο πάνω και καθώς τα θραύσματά της τινάχτηκαν πέρασαν
48
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
πάνω από το κιβώτιο. Ο Τάργκα ανασηκώνεται. Βγάζει τον κρίκο από τη δεύτερη χειροβομβίδα που κρατά και τη ρίχνει. Τούτη τη φορά η χειροβομβίδα πέφτει μέσα στο κιβώτιο. Ένας τρομερός κρότος, σαν να έριξαν εκατό κανόνια μαζί, αναταράζει την ηρεμία της απέραντης ζούγκλας. Οι λάμψεις φωτίζουν τα γύρω σαν αστραπές. Το κιβώτιο με τις χειροβομβίδες τινάχτηκε στον αέρα. Λίγες στιγμές αργότερα ο Τάργκα βρίσκεται μαζί με τους τρεις φίλους του, που τον περίμεναν φοβισμένοι από τον τρομακτικό κρότο...
Όπου αποκαλύπτεται το μυστήριο του στοιχειωμένου λιονταριού
Σ
Ε ΜιΑ ΚΑΛΥΒΑ στο χωριό Ουτάντα κάθεται καπνίζοντας την πίπα του ο Σίμπα Μπουάνα, ο Κύριος του Λιονταριού. Έχει ξημερώσει κι ο ήλιος φωτίζει με λαμπρότητα τα γύρω. Μερικοί μαύροι, δυο - δυο ή τρεις - τρεις, κάθονται έξω από τις καλύβες. Ξαφνικά ακούγεται θόρυβος. Καμιά δεκαριά μαύροι φαίνονται που έρχονται τρέχοντας. Άλλοι έχουν ματωμένα τα μούτρα, ξεσχισμένα τα χέρια και ένας έχει τα μαλλιά καμένα. Ο λευκός υψηλόσωμος άνδρας αναπηδά όρθιος. Ένας από τους μαύρους που έρχονται τρέχει και τον πλησιάζει. - Μπουάνα! φωνάζει, χαθήκαμε! Πάνε οι δικοί μας, σκοτωμένοι πολλοί! Ο Κύριος της Ζούγκλας κρατά τον κεραυνό στο χέρι του. Ο Σίμπα Μπουάνα τον αρπάζει από τους ώμους και τον τινάζει δυνατά. - Λέγε, μωρέ, τι έγινε; ρωτάει άγρια. - Τους είχαμε κυκλώσει γύρω, Μπουάνα. Και τι θα έκαναν; Θα παραδίνονταν σε μας, γιατί θα τους ανάγκαζε η πείνα κι η δίψα. Μα ξαφνικά αντήχησε γύρω μας ο κεραυνός. Πέντε δικοί μας έγιναν κομμάτια... Ύστερα άλλοι δυο... Κι ο μαύρος διηγείται στο Σίμπα Μπουάνα την επίθεση του Τάργκα με τις χειροβομβίδες. Ο λευκός έχει γίνει ωχρός. Βάζει μια φωνή. Οι γύρω μαύροι τρέχουν κοντά του. - Πάρτε τα δόρατά σας, διατάζει ο λευκός κι ακολουθήστε με! Αυτός που τον λέτε Κύριο της Ζούγκλας, σκότωσε μερικούς δικούς σας. Το αίμα των σκοτωμένων ζητάει εκδίκηση. Ελάτε μαζί μου! Με άγριες πολεμικές κραυγές οι μαύροι του Ουτάντα τρέχουν κι αρπάζουν τα δόρατά τους. Λίγες στιγμές αργότερα έχουν μαζευτεί γύρω από το Σίμπα Μπουάνα. Ξεκινούν όλοι μαζί. Ο μαύρος με τα καμένα μαλλιά χρησιμεύει για οδηγός. Θέλει να τους οδηγήσει στο μέρος που ρίχτηκαν οι χειροβομβίδες. Προχωρούν έτσι ως δυο ώρες πορεία, όταν ξαφνικά στέκονται. Ο οδηγός έχει διακρίνει ίχνη βημάτων. - Από εδώ πέρασαν! λέει στο λευκό. Όλοι στέκονται. Ο οδηγός προτείνει ν' ακολουθήσουν τα ίχνη. Ο Σίμπα Μπουάνα είναι σύμφωνος. Έτσι, μπροστά ο οδηγός και πίσω όλοι οι άλλοι, προχωρούν ακολουθώντας τα ίχνη, που φαίνονται ευδιάκριτα στο έδαφος. *** Ο Τάργκα, η Μαλόα, ο Ατσίδας κι ο Σάμπα έχουν καθίσει κάτω από ένα δέντρο να ξεκουρα-
49
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
στούν. Ο Σάμπα έχει ανακαλύψει μερικά αγριοπέπονα και γύρω διακρίνονται οι φλούδες που είχαν πετάξει, αφού έφαγαν. Σε μια στιγμή ο Τάργκα σηκώνει το κεφάλι του. Το ελαφρό αεράκι που φυσά, τον κάνει ν' ανοιγοκλείνει τα ρουθούνια του. Χρόνια στη ζούγκλα τώρα, μπορεί με τη μυρωδιά να νοιώσει την προσέγγιση ανθρώπων. Κι η μυρωδιά του λέει πως κάπου κοντά είναι μαύροι και πολλοί μάλιστα. Τινάζεται όρθιος. - Μαλόα, λέει στην όμορφη κοπέλα, εσύ, ο Ατσίδας κι ο Σάμπα ανεβείτε στον Μάουα και τραβήξτε προς τα ανατολικά. Γρήγορα όμως. Εγώ θα έρθω να σας βρω. - Τι συμβαίνει; ρωτάει ανήσυχη η Μαλόα. - Τίποτα. Αρκετοί μαύροι, όμως, έρχονται κατά δω. Για καλό και για κακό απομακρυνθείτε. Θα τους κανονίσω μόνος μου. Η Μαλόα βγάζει μια φωνή κι ο ελέφαντας Μάουα που γύριζε κάπου εκεί κοντά έρχεται τρέχοντας. Πιάνει τη Μαλόα με την προβοσκίδα του από τη μέση και την ανεβάζει στη ράχη του. Το ίδιο κάνει για τον Ατσίδα κι ύστερα για το Σάμπα. Σ' ένα σφύριγμα της Μαλόα ο ελέφαντας απομακρύνεται προς τ' ανατολικά. Ο Τάργκα μένει μόνος του. Περιμένει κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Σε λίγο φαίνονται οι πρώτοι μαύροι, προχωρώντας προσεκτικά και κοιτάζοντας γύρω τους. Μέσα από το δέμα που είχε διπλωμένο με φύλλα ο Τάργκα βγάζει μια χειροβομβίδα. Οι μαύροι βρίσκονται σ' απόσταση πενήντα - εξήντα μέτρων. Εκείνο, όμως, που θέλει να κάνει ο Τάργκα, είναι όχι να τους σκοτώσει αλλά να τους τρομοκρατήσει. Έτσι θα τους αναγκάσει να το βάλουν στα πόδια. Και τότε ο Σίμπα Μπουάνα, μόνος, χωρίς τη βοήθεια των μαύρων όχι μόνο θα ήταν ανίσχυρος, μα θα ήταν ευκολότατο να τον συντρίψει ο Τάργκα. Γιατί καταλάβαινε ότι οι μαύροι φοβόντουσαν το λευκό, που τους τρομοκρατούσε με το φλογοβόλο λιοντάρι του. Ρίχνει τώρα τη χειροβομβίδα. Ο κρότος είναι εκκωφαντικός. Η χειροβομβίδα σκάζει στα είκοσι μέτρα. Οι μαύροι βρίσκονται αρκετά μακριά και τα θραύσματα της χειροβομβίδας περνούν από πάνω τους, ενώ ο Τάργκα είναι κρυμμένος πίσω από ένα πελώριο κορμό δέντρου. Καθώς οι μαύροι βλέπουν τη λάμψη κι ακούν τον τρομερό κρότο, τρομοκρατούνται. Το βάζουν στα πόδια και τρέχουν σαν κυνηγημένα τσακάλια. Ο Κύριος του Λιονταριού, που μαντεύει ότι ο Τάργκα έχει βρει το κιβώτιο με τις χειροβομβίδες, προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει τους μαύρους που φεύγουν. Μα αυτοί πανικόβλητοι ούτε τον βλέπουν ούτε τον ακούν. Έτσι αναγκάζεται κι αυτός να υποχωρήσει και ν' αναβάλει για ευθετότερο χρόνο την επίθεσή του. Όταν ο Τάργκα βλέπει ότι όλοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, παίρνει το δέμα του και ξεκινάει κι αυτός προς τα ανατολικά. Πάει να συναντήσει τους φίλους του, που μαζί με τον ελέφαντα Μάουα θα τον περιμένουν. Πράγματι, ύστερα από αρκετή ώρα, τους συναντά. Η Μαλόα, που ήταν εξαιρετικά ανήσυχη, βλέποντάς τον χαμογελά. Ο Ατσίδας βγάζει ένα τρομερό «γρρρ!» απ' τη χαρά του. Ο Σάμπα πηδά σαν μικρή μαϊμού. - Τι τα κάνεις τώρα, κύριος Τάργκα; ρωτά ο Ατσίδας. Φάει - φάει εμάς πεπόνις; - Θα πάτε να βρείτε να φάμε και εμείς, λέει ο Τάργκα. Και φάτε καλά, γιατί δεν ξέρουμε πότε θα ξαναφάμε. Μόνο μην πάτε μακριά από εδώ, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Ατσίδας κι ο Σάμπα απομακρύνονται και σε λίγη ώρα γυρίζουν φορτωμένοι με αγριoπέπονα. Ο Ατσίδας έχει σκοτώσει κι ένα μικρό ζαρκάδι. Η Μαλόα ανάβει γρήγορα φωτιά, ενώ ο Τάργκα γδέρνει με το μαχαίρι του το ζαρκάδι. Ο Ατσίδας έχει κιόλας πέσει με τα μούτρα στα
50
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
πεπόνια, περιμένοντας να ψηθεί το ζαρκάδι. Σε λίγο κι οι τέσσερις κάθονται και τρώνε. Είναι απόγευμα και πλησιάζει να νυχτώσει. - Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, λέει ο Τάργκα. Είναι βέβαιο πως θα μας επιτεθούνε τη νύχτα. Γι' αυτό πρέπει να φυλάξουμε βάρδια. - Φυλάει Ατσίντα! πετάγεται ο Ατσίδας. Μόνο μαζεύει εμένα κι άλλος πεπόνις! Η Μαλόα γελάει. Ο Σάμπα χωρίς να πει τίποτα φεύγει και σε λίγο γυρίζει φορτωμένος αγριoπέπονα. - Μπράβο, Μικρόβιος! λέει ευχαριστημένος ο Ατσίδας και γλείφει το χαλκά της μύτης του. Εσένα ντώσει Ατσίντα έναν μαύρο τρώει - τρώει ψητόνε! Ο Σάμπα κάνει μια γκριμάτσα. Δεν του αρέσει σίγουρα το δώρο του Ατσίδα. *** Νυχτώνει. Όλοι ξαπλώνουν να κοιμηθούν. Μόνο ο Ατσίδας έχει μαζέψει γύρω του ένα σωρό πεπόνια και κάθεται ξάγρυπνος, ακουμπώντας τη ράχη του σ' ένα δέντρο. Ο ελέφαντας Μάουα είναι λίγο πιο πέρα και στέκει ακίνητος σαν να κοιμάται όρθιος. Ξαφνικά το ζώο δείχνει σημεία ανησυχίας. Ο Ατσίδας γουρλώνει τα μάτια του και τεντώνει τ' αφτιά του. Το ζώο κάτι έχει προαισθανθεί. Και μέσα στο σκοτάδι αντηχεί τώρα ένας τρομερός βρυχηθμός λιονταριού. Χωρίς να το δει ο Ατσίδας μαντεύει περί τίνος πρόκειται: το λιοντάρι του Σίμπα Μπουάνα, το στοιχειωμένο λιοντάρι! - Κύριος Τάργκα! φωνάζει. Το λιοντάρις! Ο Τάργκα τινάζεται όρθιος κι αρπάζει το μαχαίρι του. Και την ίδια στιγμή ένα αστραποβόλο, φλογερό λιοντάρι φαίνεται να ορμά προς το μέρος τους. Ο ελέφαντας τρομοκρατημένος το έχει βάλει στα πόδια. Από το θόρυβο η Μαλόα κι ο Σάμπα έχουν ξυπνήσει και φαίνονται τρομαγμένοι, καθώς βλέπουν το υπερφυσικό αυτό θηρίο. Μα ο Τάργκα είναι αποφασισμένος ν' ανακαλύψει τι πράγμα είναι αυτό το τερατώδες ζώο. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, μπαίνει μπροστά στο λιοντάρι. Αυτό στέκεται για μια στιγμή ακίνητο. Για μια στιγμή όμως. Γιατί αμέσως χυμάει πάνω στον Τάργκα. Το ατρόμητο Ελληνόπουλο, με μια αστραπιαία κίνηση βυθίζει το μαχαίρι του ακριβώς στο σβέρκο του λιονταριού, που πέφτει κεραυνοβολημένο. Ο Τάργκα σηκώνεται όρθιος. Η Μαλόα, ο Ατσίδας κι ο Σάμπα τρέχουν κοντά του κοιτάζοντας το παράξενο ζώο. Ο Τάργκα σκύβει και τρίβει την παλάμη του στο φωτοβόλο δέρμα του θηρίου. Σηκώνεται, το κοιτάζει και το μυρίζει. Ξαφνικά βάζει τρανταχτά γέλια. Οι άλλοι τον κοιτάζουν χωρίς να καταλαβαίνουν. - Για κοιτάξτε, λέει στους φίλους του, με τι απλό πράγμα προσπάθησε να τρομοκρατήσει τους κακόμοιρους τους μαύρους αυτό το κάθαρμα, ο δουλέμπορος. Έπιασε κι άλειψε το ζώο όλο με… φώσφορο! Ο φώσφορος φέγγει τη νύχτα. Γι’ αυτό το λιοντάρι τούτο είναι έτσι φωτεινό. - Τώρα τι θα το κάνουμε; ρωτάει η Μαλόα. - Θα το κρεμάσουμε σ’ αυτό το δέντρο. Όπου να’ ναι θα φανούν οι μαύροι του Σίμπα Μπουάνα. Γι’ αυτό εκείνος έστειλε πρώτα το λιοντάρι του. Έχει την ιδέα πως θα μας τρομοκρατούσε, ενώ ταυτόχρονα θα έπαιρναν θάρρος οι δικοί του. Μα άμα δουν το λιοντάρι κρεμασμένο στο δέντρο, θα καταλάβουν ότι ο Τάργκα είναι πιο δυνατός από τον αφέντη τους και θα τον παρατήσουν να φύγουν.
51
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Το ατρόμητο Ελληνόπουλο, με μια αστραπιαία κίνηση, βυθίζει το μαχαίρι του ακριβώς στο σβέρκο του λιονταριού!
Έτσι, κάθονται όλοι περιμένοντας. Και σε λίγο φαίνονται μερικές σκιές να κινούνται μέσα στο σκοτάδι. Ο Τάργκα σηκώνεται και φωνάζει: - Πολεμιστές του Ουτάντα! Το λιοντάρι που σας τρομoκρατούσε, είναι όπως βλέπετε, κρεμασμένο σ' αυτό το δέντρο! Ο Σίμπα Μπουάνα, στον οποίο υπακούτε, είναι ένας απατεώνας, ένας παλιάνθρωπος, που σκοπό έχει να παραδώσει τους πατριώτες σας για δούλους! Πιάστε τον και φέρτε τον ζωντανό στον μόνο Κύριο της Ζούγκλας, στον προστάτη των αδικημένων, στον Τάργκα τον Έλληνα! Και λέγοντας αυτά σωπαίνει.
Όπου ο Ατσίδας κάνει κάτι που δεν θέλει ο Τάργκα!
Ξ
ΑΦΝιΚΑ τρομερές κραυγές ακούγονται. Ο Τάργκα καταλαβαίνει ότι είναι αγγλικά. Σίγουρα είναι ο Σίμπα Μπουάνα, που θα ήρθε σε σύγκρουση με τους μαύρους του. Πράγματι, οι μαύροι του Ουτάμπα, καθώς προχωρούσαν, άκουσαν τα λόγια του Τάργκα. Και στάθηκαν σαν αποσβολωμένοι. Απέναντί τους ήταν κρεμασμένο το τρομερό λιοντάρι νεκρό! Τώρα που ο φόβος του στοιχειωμένου ζώου δεν τους κρατά πια, οι μαύροι σκέφτονται ότι μπορούν να κάνουν καλά το λευκό, που τόσες ζωές δικών τους τους στοίχισε. Και προτού ο Σίμπα Μπουάνα προλάβει ν' αντισταθεί, ορμούν πάνω του. Άγριες φωνές βγάζει ο λευκός, προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Μα οι μαύροι είναι πολλοί και ο φόβος του Τάργκα τους κάνει γενναίους. Έτσι λίγες στιγμές αργότερα μερικοί μαύροι κουβαλούν το λευκό από τα χέρια και τα πόδια στον Τάργκα. Ένας μαύρος μιλάει:
52
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
- Μπουάνα Τάργκα, λέει, σου ζητάμε συγνώμη. Μα τούτος εδώ μ’ αυτό το τρομερό λιοντάρι είχε τρομοκρατήσει όλους μας. Στον παραδίνουμε. Κάνε τον ό,τι θέλεις. - Αφήστε τον, λέει ο Τάργκα, και φύγετε. Πηγαίνετε στο χωριό σας ήσυχοι πια. Οι μαύροι αφήνουν το Σίμπα Μπουάνα, που φαίνεται τρομοκρατημένος, και φεύγουν. Τώρα ο Τάργκα στέκει μπροστά του. - Πώς σε λένε; ρωτάει το λευκό. Αυτός δε μιλά. Τα μάτια του Τάργκα αστράφτουν στο σκοτάδι. - Αν θέλεις τη ζωή σου, λέει στο λευκό, μίλα! - Μπέντελ, απαντάει αυτός. - Κι η δουλειά σου το δουλεμπόριο. Δεν είναι ανάγκη να σε ρωτήσω. Ο Μπέντελ δε μιλάει. - Επειδή είσαι λευκός, λέει ο Τάργκα, δεν θέλω να σε παραδώσω στους μαύρους να σε σκοτώσουν. Ούτε θέλω να βάψω τα χέρια μου στο αίμα σου. Μα να σ' αφήσω πάλι δεν μπορώ. Γι' αυτό θα σε πάω ως το ποτάμι. Σ' ένα από τα χωριά που είναι στην όχθη του ποταμού, θα σου δώσουν μια πιρόγα. Μ' αυτή θα ακολουθήσεις το ποτάμι, ώσπου να σε βγάλει στην παραλία. Από εκεί θα φύγεις όπου θέλεις. Ο Τάργκα σωπαίνει για μια στιγμή. Ύστερα προσθέτει: - Αν, όμως, σε ξαναδώ κατά τα μέρη τούτα, δεν πρόκειται να σε δώσω στους μαύρους. Θα σε σκοτώσω με το ίδιο μου το χέρι! Πήγαινε! *** Εν τω μεταξύ, καθώς ο Τάργκα μιλά, δεν έχει αντιληφθεί ότι ο Ατσίδας δε βρίσκεται κοντά τους. Πράγματι, ο νέγρος έχει εξαφανισθεί. Αλλά καθώς όλοι παρακολουθούν τον Τάργκα που μιλάει, δεν προσέχουν τι γίνεται γύρω τους. Ο Μπέντελ απομακρύνεται γρήγορα. Ο Τάργκα κοιτάζει γύρω του. - Πού είναι ο Ατσίδας; ρωτάει μη βλέποντάς τον κοντά του. Για πρώτη φορά η Μαλόα κι ο Σάμπα παίρνουν είδηση ότι ο φίλος τους λείπει. - Θα έχει πάει γι' αγριοπέπονα! λέει ο Σάμπα. - Τελοσπάντων, λέει γελώντας η Μαλόα, ο νους του Ατσίδα είναι διαρκώς στο φαΐ. Μόνο ο Τάργκα δε μιλάει. Το πρόσωπό του μόνο είναι συννεφιασμένο. Λίγη ώρα αργότερα ο Ατσίδας γυρίζει. - Πού ήσουν; ρωτάει ο Τάργκα. - Κύριος Τάργκα, απαντάει ο Ατσίδας, Ατσίντα τέλει παίρνει λίγκος αέρας. Ντροσιά είναι, ένα περίπατος κάνει καλό Ατσίντα. Ο Τάργκα τον πιάνει από το μπράτσο. - Λέγε μου την αλήθεια! του λέει. Ο Ατσίδας τον κοιτάζει για λίγο. Ύστερα λέει με ήσυχη φωνή: - Κύριος Τάργκα, αυτός άντρωπος σκοτώνει τόσους άλλους και βάζει σκοτώνει - σκοτώνει εμάς. Ντροπή είναι να τον αφήσει Ατσίντα φεύγκει. Ατσίντα ξέρει ένας πράγμα: Όποιο σκοτώνει άντρωπος άντικα, πρέπει πεθαίνει. - Τον σκότωσες; ρωτάει η Μαλόα με φωνή που τρέμει. - Όκι. - Αλλά; - Ατσίντα στέλνει αυτόνε παράντεισο και αφήνει ήσυχο κόσμο.
53
Τ
Α
Ρ
Γ
Κ
Α
Ο Τάργκα δεν μιλάει. Ο Ατσίδας έχει σκοτώσει τον Μπέντελ. Δεν ήταν άραγε δίκαιο; Εξαιτίας του ανθρώπου αυτού είχαν χάσει τη ζωή τους κι είχαν βασανιστεί τόσοι άλλοι... - Πάμε! λέει σκυθρωπά ο Τάργκα. - Κι αυτά; ρωτάει η Μαλόα δείχνοντας το δέμα με τις χειροβομβίδες. - Σκάψε ένα λάκκο και θάφ' τες! λέει ο Τάργκα στον Ατσίδα. Λίγη ώρα αργότερα οι χειροβομβίδες ήταν βαθιά θαμμένες στη γη. Κι οι τέσσερις φίλοι ξεκινούν για την μόνιμη κατοικία τους, σιωπηλοί...
ΤΕΛΟΣ
54
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
55
Η
Ρ
Ω
Σ
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
«ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ, ΜΙΚΡΟΣ, ΜΙΚΡΟΣ, ΗΡΩΣ» #798
Ο
«Μικρός Ήρως», το ανάγνωσμα του οποίου η μακρά διαδρομή στον εκδοτικό χώρο
σχεδόν ταυτίζεται χρονικά με τη διάρκεια της χρυσής εποχής του παιδικού λαϊκού
περιοδικού, ολοκλήρωσε τον πρώτο και μοναδικό αυθεντικό κύκλο του με τρεις σύντομες περιπέτειες του Παιδιού - Φάντασμα και των τριών φίλων του, εντός του ελληνικού χώρου. Στην πρώτη, κλείνει την εκκρεμότητα από το προηγούμενο τεύχος, όπου το Παιδί - Φάντασμα, μερικοί Άγγλοι σαμποτέρ και μερικοί αντάρτες της περιοχής του Ολύμπου έχουν παγιδευτεί σε μια σπηλιά με Γερμανούς απ’ έξω, έτοιμους να τους συλλάβουν ή να τους εξοντώσουν με φλογοβόλο. Χάρη σε παράτολμη ενέργεια του Γιώργου Θαλάσση, απεμπλέκονται και ενώνονται με τους υπόλοιπους αντάρτες, έχοντας σώσει και τους κατοίκους του χωριού Πλατάνι από τη σφαγή που τους επεφύλασσαν οι Γερμανοί ως αντίποινα. Στο δεύτερο αυτοτελές επεισόδιο του τεύχους, οι Άγγλοι και οι Έλληνες αξιωματικοί - σαμποτέρ του Συμμαχικού Στρατηγείου διατάσσονται να ανατινάξουν μια γερμανική αποθήκη πυρομαχικών, κάπου στην Αττική. Επιμένοντας να την αναλάβουν χωρίς τη βοήθεια του Παιδιού - Φάντασμα, αποτυγχάνουν και αναγκάζονται να δεχτούν το εξωφρενικό σχέδιο του Γιώργου και με τη βοήθεια ενός… κοπαδιού από 100 πρόβατα, η αποστολή στέφεται τελικά με επιτυχία. Στο τρίτο και τελευταίο επεισόδιο, τα τέσσερα Ελληνόπουλα παίζουν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα, για να σώσουν από τα χέρια των Ες - Ες ένα ζευγάρι πατριωτών, στελεχών της αντιστασιακής τους οργάνωσης. Η Κατερίνα αναλαμβάνει να σώσει και να προστατεύσει από τα χέρια των Γερμανών την μικρή κόρη του ζευγαριού, ενώ τα τρία αγόρια εισβάλλουν στο άντρο των Ες - Ες στην Αγία Παρασκευή. Καταφέρνουν να αποσπάσουν από τα χέρια των δημίων το ζευγάρι την τελευταία στιγμή πριν το εκτελέσουν και με το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν έρθει, φεύγουν ανενόχλητοι. Αυτό ήταν και το τελευταίο επεισόδιο δράσης στο ανάγνωσμα. Παρά το ότι η αφήγηση διακόπτεται κάπως απότομα, έστω και χωρίς εκκρεμότητα για το επόμενο τεύχος, ήταν κίνηση προαποφασισμένη. Ο «Μικρός Ήρως» θα συνέχιζε από την επόμενη εβδομάδα ως εικονογραφημένο ανάγνωσμα, δημοσιεύοντας παλιότερες περιπέτειες με μορφή κόμικς. Ο τίτλος του τεύχους αναφέρεται σε παράτολμη ενέργεια του Λίλιπουτ (ο τελευταίος μικρός - μικρός ήρωας που πλαισίωσε τη βασική τριάδα) να τα βάλει με δυο Γερμανούς στο τελευταίο επεισόδιο και να τους θέσει εκτός μάχης! Το τεύχος είχε κυκλοφορήσει στις 18 Ιουνίου 1968.
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
Το φλογοβόλο
O
ΓΙΩΡΓΟΣ Θαλάσσης, το θρυλικό Ελληνόπουλο, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας του, βρίσκεται σε τραγική θέση. Κατόρθωσε, με ένα πανούργο σχέδιο, να ελευθερώσει έξι συμμαχικούς αξιωματικούς – τρεις Έλληνες και τρεις Άγγλους -, που είχε στείλει το Συμμαχικό Στρατηγείο στην Ελλάδα για να κάνουν σαμποτάζ εναντίον του εχθρού και που είχαν παγιδευτεί μέσα στο χωριό Πλατάνι του Ολύμπου, το οποίο είχαν κυκλώσει οι Γερμανοί. Έπειτα από σκληρή μάχη εναντίον Γερμανών αλεξιπτωτιστών, οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τους αξιωματικούς κατάφεραν να ξεφύγουν από έναν υπόνομο, που τους έβγαλε σε μια σπηλιά, τη Σπηλιά της Νεράιδας. Από τη σπηλιά αυτή, που είχε δύο εξόδους, θα βγουν πιο ψηλά στον Όλυμπο, όπου θα είναι ασφαλείς. Ο Γιώργος όμως, ο Σπίθας, ένας Έλληνας αξιωματικός, ένας Άγγλος και μερικοί νέοι του χωριού έχουν παγιδευτεί μέσα στη σπηλιά. Βράχοι έχουν πέσει κι έχουν φράξει το δρόμο προς την ελευθερία, έπειτα από μια έκρηξη που προκάλεσε ο Γιώργος για να εμποδίσει τους Γερμανούς να τους κυνηγήσουν. Το αποτέλεσμα είναι αντίστροφο. Βράχια και χώματα φράζουν το δρόμο προς την άλλη έξοδο της σπηλιάς, ενώ η είσοδός της από το μέρος των Γερμανών μένει ελεύθερη! Γεμάτοι αγωνία, ακούνε βήματα να πλησιάζουν και μια φωνή να λέει γερμανικά: - Να έχετε έτοιμο το φλογοβόλο! Αν τους βρούμε στο δρόμο μας θα τους κάψουμε σαν ποντίκια! Για μια στιγμή, ο Γιώργος νιώθει να τον κυριεύει πανικός. Η μοίρα τους τους έχει καταδικάσει να πεθάνουν στα έγκατα της γης, καμένοι από γερμανικό φλογοβόλο. Έπειτα, το Ελληνόπουλο σφίγγει τα δόντια του και συγκεντρώνει όλη τη θέλησή του. Βασική αρχή της ζωής του είναι το λατινικό ρητό «Ντουμ σπίρο σπέρο», που σημαίνει «Όσο ζω ελπίζω»! Ποτέ δεν πρέπει να χάνει κανείς τις ελπίδες του όσο ζει. Ανακτά την ψυχραιμία του και το γόνιμο μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς. Υπάρχει ένας τρόπος σωτηρίας. Η ελπίδα δεν είναι μεγάλη, αλλά δεν έχει να χάσει τίποτε δοκιμάζοντας. Λέει σιγανά στους άλλους: - Μείνετε εδώ! Ακίνητοι, αμίλητοι και με τα φανάρια σβηστά! Εγώ θα δοκιμάσω να τους σταματήσω! Δώστε μου ένα αυτόματο! Ο Άγγλος αξιωματικός του δίνει το αυτόματό του και ρωτάει σιγανά: - Τι σκοπεύεις να κάνεις; Είναι προτιμότερο να παραδοθούμε! Θα μας κάψουν ζωντανούς! Θα... Μα το Παιδί - Φάντασμα έχει χαθεί κιόλας, αθόρυβα, σαν αληθινό φάντασμα. Γλιστρά προς την κατεύθυνση των Γερμανών, που τα βήματά τους γίνονται όλο και πιο δυνατά, καθώς πλησιάζουν. Όταν φτάνει σε απόσταση τριάντα περίπου μέτρων από το μέρος όπου είναι οι άλλοι φυγάδες, σ’ ένα σημείο όπου ο φυσικός υπόγειος διάδρομος σχηματίζει καμπή, το Ελληνόπουλο σταματάει, πέφτει μπρούμυτα και περιμένει με το αυτόματο έτοιμο. - Θεέ μου, μουρμουρίζει, βοήθησέ με! Και συγχώρησέ με αν αναγκαστώ να σκοτώσω ανθρώπους! Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά! Δεν μπορώ ν' αφήσω τους Γερμανούς να κάψουν ζωντανούς τόσους ανθρώπους! Τα μάτια του είναι καρφωμένα μπροστά του. Μετά την καμπή, ο φυσικός διάδρομος είναι ολόισιος για καμιά σαρανταριά μέτρα, πριν στρίψει πάλι. Στη στροφή εκείνη έχει καρφώσει τα μάτια του ο Γιώργος. Το σκοτάδι είναι μαύρο, μα το Ελληνόπουλο βλέπει καθαρά. Τα μάτια του, έπειτα από μια εγχείρηση, έχουν αποκτήσει, εντελώς τυχαία, από κάποια ανεξήγητη ιδιοτροπία της φύσης, την ικανότητα να βλέπουν στο σκοτάδι, σαν τα μάτια της κουκουβάγιας και των άλλων νυχτόβιων
57
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
Το Ελληνόπουλο σταματάει, πέφτει μπρούμυτα και περιμένει με το αυτόματο έτοιμο. πουλιών και ζώων. Τα βήματα των Γερμανών πλησιάζουν. Μια φωνή λέει: - Προσοχή στη στροφή! Θα ρίξουμε πρώτα το φως των φαναριών μας. Αν φανερώσουν την παρουσία ανθρώπων, το φλογοβόλο θ' αρχίσει αμέσως να ξερνά φωτιά! Έτοιμοι! Ο Γιώργος, ξαπλωμένος πίσω από μια ανωμαλία του εδάφους, βλέπει ένα κεφάλι να προβάλλει στη στροφή. Ένα φανάρι κι έπειτα άλλο ένα ανάβουν. Οι φωτεινές δέσμες τους σαρώνουν το φυσικό διάδρομο, αλλά δεν αποκαλύπτουν την παρουσία του τολμηρού παιδιού. - Κανένας! λέει μια φωνή. Προχωρήστε! Το φλογοβόλο μπροστά για κάθε ενδεχόμενο! Ο Γιώργος σφίγγει τα δόντια του. Η κρίσιμη στιγμή έχει φτάσει. Αν αποτύχει, θα πεθάνει μέσα στις φλόγες και την ίδια τύχη θα έχουν και οι άλλοι. Αν πετύχει, θα σωθούν και θα μπορέσουν ν' ανοίξουν ένα πέρασμα ανάμεσα στα πεσμένα βράχια και να ενωθούν με τους άλλους αξιωματικούς, την Κατερίνα και τους κατοίκους του χωριού, που έχουν προχωρήσει μπροστά. Από τη στροφή προβάλλει τώρα ένας λοχίας, που κρατάει ένα όπλο, που μοιάζει σαν κανονάκι. Το έχει στον ώμο του και το στόμιο της κάννης του είναι στραμμένο προς το μέρος του Γιώργου. Το Παιδί - Φάντασμα ξέρει ότι αρκεί να πιέσει ο λοχίας τη σκανδάλη για να ξεπηδήσει μέσα από το στόμιο αυτό μία τεράστια φλόγα και να χαρίσει στο κρυμμένο παιδί το θάνατο, ένα φριχτό θάνατο! Ανασηκώνει το αυτόματό του, σημαδεύει γοργά και πιέζει τη σκανδάλη. Η σπηλιά αντιβουίζει από το τερέτισμα του αυτόματου και ο λοχίας παίρνει μια απότoμη στροφή γύρω από τον εαυτό του και πέφτει, μαζί με το φλογοβόλο! Οι άλλοι σαστίζουν για μια στιγμή. Έπειτα, καθώς άλλος ένας Γερμανός πέφτει χτυπημένος από τις ριπές, το βάζουν στα πόδια και χάνονται πίσω από τη στροφή. Ο Γιώργος ρίχνει μερικές ακόμη ριπές κι έπειτα φωνάζει γερμανικά: - Παραδοθείτε! Ερχόμαστε να σας τσακίσουμε! Παραδοθείτε! Σηκώνεται και προχωρεί με μεγάλα βήματα, πυροβολώντας πάντοτε και αψηφώντας τον κίνδυνο να τον σκοτώσουν οι Γερμανοί, πυροβολώντας τον από τη γωνία. Μα το θάρρος του αυτό
58
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
φέρνει αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί, νομίζοντας ότι έρχονται εναντίον τους πολλοί, προτιμούν να εγκαταλείψουν τη θέση τους και να αποσυρθούν πιο πέρα, πίσω από μιαν άλλη καμπή της σπηλιάς. Ο Γιώργος φτάνει στην καμπή, τοποθετεί στη γωνία το φλογοβόλο και φωνάζει: - Αν δοκιμάσετε να φέρετε ενισχύσεις και να προχωρήσετε προς τα εδώ, θα σας κάψω ζωντανούς! Πιέζει, για μια μόνο στιγμή, τη σκανδάλη του φλογοβόλου και μια τεράστια φλόγα τινάζεται από το στόμιο του, ταξιδεύει κατά μήκος του φυσικού διαδρόμου προς το μέρος των Γερμανών και σβήνει. Ο Γιώργος χαμογελά καθώς ακούει πάλι τα βήματα των Γερμανών που έντρομοι, το έχουν βάλει πάλι στα πόδια. Θέλουν να βγουν από την καταραμένη αυτή σπηλιά, πριν καούν ζωντανοί. - Παιδιά! φωνάζει ο Γιώργος στους φίλους του. Όλα εντάξει. Εγώ θα μείνω εδώ για να κρατήσω τους Γερμανούς μακριά, αν δοκιμάσουν να ξανάρθουν. Εσείς προσπαθήστε να ανοίξετε ένα πέρασμα στο φράγμα! Έχουμε τώρα καιρό μπροστά μας για να δουλέψουμε... Δυο ώρες αργότερα, δουλεύοντας σκληρά, έχουν κατορθώσει ν' ανοίξουν ένα πέρασμα. Συνεχίζουν το δρόμο τους προς την άλλη έξοδο της σπηλιάς και προς την ελευθερία...
Μάταιος ηρωισμός
Μ
ΕΡΙΚΕΣ μέρες έχουν περάσει. Τα τέσσερα Ελληνόπουλα έχουν επιστρέψει στην Αθήνα, έπειτα από την τρομακτική και μεγαλειώδη αποστολή τους στον Όλυμπο, όπου, χάρις σ' αυτά, σώθηκαν οι συμμαχικοί αξιωματικοί και οι κάτοικοι του χωριού Πλατάνι. Στην Αθήνα έχουν έρθει επίσης οι έξι αξιωματικοί. Σύμφωνα με τις διαταγές του Συμμαχικού Στρατηγείου, οι τρεις Άγγλοι και οι τρεις Έλληνες αξιωματικοί πρόκειται να δοκιμάσουν να ανατινάξουν ένα συγκρότημα αποθηκών με πυρομαχικά και άλλο υλικό, που έχουν οι Γερμανοί έξω από την Αθήνα, σε μια ερημική περιοχή της Αττικής. Ο Γιώργος έχει υποσχεθεί να τους βοηθήσει, αν παραστεί ανάγκη, οι Άγγλοι όμως επιμένουν να κάνουν οι αξιωματικοί μόνοι τους το σαμποτάζ. Θέλουν να δείξουν ότι κι αυτοί είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα, χωρίς το Παιδί – Φάντασμα. Στο σπίτι όπου έχουν εγκατασταθεί, μια μονοκατοικία στους Αμπελόκηπους, ένας από τους Έλληνες αξιωματικούς λέει: - Έχω τη γνώμη ότι πρέπει να ζητήσουμε αμέσως τη βοήθεια του Παιδιού – Φάντασμα. Εμείς μπορεί να είμαστε καλοί αξιωματικοί και να έχουμε εκπαιδευθεί ειδικά για τη διενέργεια σαμποτάζ, αλλά το Παιδί – Φάντασμα έχει πολύ μεγάλη πείρα, ξέρει θαυμάσια όλα τα κατατόπια και έχει μυαλό που γεννάει. Το απέδειξε στον Όλυμπο! - Όχι! λέει ένας από τους Άγγλους. Θα είναι υποτιμητικό για μας. Πρέπει να κάνουμε το σαμποτάζ μόνοι μας! Βέβαια, δε λέω, η δουλειά είναι πολύ δύσκολη. Οι γερμανικές αποθήκες είναι τριγυρισμένες από διπλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα και φρουρούνται άγρυπνα. Επιπλέον, από το συρματόπλεγμα περνάει ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσεως. Θα βρούμε όμως τον τρόπο να μπούμε και να κάνουμε τη δουλειά μας. Έχει κανένας σας να κάνει καμιά πρόταση; Κανένα σχέδιο; - Ναι, λέει ένας άλλος Άγγλος. Ένας από μας θα προσπαθήσει να εισδύσει στο στρατόπεδο και να φτάσει ως τον ηλεκτρικό υποσταθμό. Αν τον ανατινάξει, οι υπόλοιποι θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα, κόβοντας τα συρματοπλέγματα, να αφήσουμε τις βόμβες μας κοντά στις αποθήκες με τα πυρομαχικά και να φύγουμε… - Πώς θα μπει ο πρώτος; ρωτάει ένας από τους Έλληνες. Το στρατόπεδο φρουρείται άγρυπνα
59
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
από δεκάδες στρατιώτες, που κάνουν περιπολίες μέσα από το συρματόπλεγμα και έξω από αυτό. Οι πληροφορίες μας λένε ότι μόνο με επίθεση ολόκληρου λόχου μπορεί να περάσει κανείς από τους φρουρούς! - Θα μπω εγώ πρώτος! λέει ένας Άγγλος. Η δουλειά θα γίνει αύριο τη νύχτα. Θα κάνετε ένα μικρό αντιπερισπασμό, ένα θόρυβο, για να τραβήξετε την προσοχή των φρουρών αλλού. Στο μεταξύ, εγώ θα πλησιάσω έρποντας στα συρματοπλέγματα και θα δοκιμάσω ν’ ανοίξω, κάτω από αυτά, μια τρύπα στο χώμα, από την οποία θα περάσω μέσα. - Εύχομαι, απαντάει ο ίδιος Έλληνας αξιωματικός, να πάνε όλα καλά. Το εύχομαι με όλη μου την ψυχή… Την άλλη νύχτα, οι έξι αξιωματικοί είναι κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα σε θάμνους, σε μικρή απόσταση από τα συρματοπλέγματα του γερμανικού στρατοπέδου. Κάπου πιο πέρα, ένα αυτοκίνητο τους περιμένει, για να τους πάρει μακριά μόλις τελειώσουν τη δουλειά τους. Η νύχτα είναι προχωρημένη, αλλά βλέπουν πολύ καθαρά τα συρματοπλέγματα, γιατί στον ουρανό ταξιδεύει ένα μεγάλο λαμπερό φεγγάρι. - Εντάξει! λέει ένας Άγγλος σιγανά με τα μάτια καρφωμένα στις περιπόλους, που κινούνται αδιάκοπα έξω από το συρματόπλεγμα και μέσα από αυτό. Τον αντιπερισπασμό τώρα! – Τον αναλαμβάνω εγώ, λέει ένας Έλληνας. Και απομακρύνεται σκυφτά και αθόρυβα μέσα στη νύχτα, γλιστρώντας ανάμεσα στους θάμνους. Ένα λεπτό αργότερα, από ένα σημείο καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, ακούγονται κρότοι από τενεκέδες, μια κραυγή και ποδοβολητά. Αμέσως, μία περίπολος, που βρισκόταν κοντά στα συρματοπλέγματα, σε μικρή απόσταση από τους σαμποτέρ, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του θορύβου. Ο Άγγλος δεν χάνει ούτε στιγμή. Τρέχει σκυφτός προς το συρματόπλεγμα, σταματάει κοντά στη βάση του και αρχίζει να σκάβει μ΄ ένα κοντό ειδικό φτυάρι. Η επιδεξιότητά του είναι εκπληκτική. Μέσα σε δύο λεπτά, έχει ανοίξει κάτω από τα συρματοπλέγματα ένα άνοιγμα, απ΄ όπου με δυσκολία μπορεί να περάσει το κορμί ενός ανθρώπου. Στο φως του φεγγαριού, οι άλλοι τον βλέπουν να χώνεται στο άνοιγμα και προσεύχονται σιωπηλά να μην αγγίξει τα συρματοπλέγματα, διαφορετικά θα γίνει αμέσως κάρβουνο από το δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα! Και προσεύχονται ν' αργήσει να γυρίσει η περίπολος. Πραγματικά, η περίπολος γυρίζει ακριβώς τη στιγμή που ο Άγγλος, χωρίς ν΄ αγγίξει το συρματόπλεγμα, περνάει από την άλλη μεριά και απομακρύνεται έρποντας. Ακούνε τον επικεφαλής της περιπόλου να λέει: - Δεν ήταν τίποτε. Κάτι άγρια σκυλιά που έψαχναν να βρουν τίποτε φαγώσιμο μέσα σε παλιοτενεκέδες! - Παιδιά, ετοιμαστείτε! λέει σιγανά ένας από τους δύο άλλους Άγγλους. Μόλις ανατιναχθεί ο ηλεκτρικός υποσταθμός, θα… Σωπαίνει. Τα υπόλοιπα λόγια πνίγονται στο λαρύγγι του. Από το εσωτερικό του στρατοπέδου, ακούνε να ηχούν σειρήνες συναγερμού. Ταυτόχρονα, ισχυροί προβολείς ανάβουν και σαρώνουν το στρατόπεδο. Στο φως τους, οι αξιωματικοί βλέπουν τον Άγγλο να τρέχει σκυφτός. Ακούνε ένα πολυβόλο να τερετίζει. Ο Άγγλος σηκώνει ψηλά τα χέρια του, παίρνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, πέφτει μπρούμυτα και μένει ασάλευτος. Κάποιος ουρλιάζει στη γερμανική γλώσσα: - Στα όπλα! Σαμποτέρ του εχθρού! Ψάξτε το στρατόπεδο και την εξοχή γύρω. Θα υπάρχουν κι άλλοι μαζί του! - Να φύγουμε! λέει ένας από τους δυο Άγγλους. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε πια! Ο συνάδελφός μας πέθανε ηρωικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα! Ας φύγουμε πριν μας ανακαλύψουν! Το βάζουν στα πόδια αθόρυβα, προς το αυτοκίνητο που περιμένει.
60
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
Μέσα σε δύο λεπτά, έχει ανοίξει κάτω από τα συρματοπλέγματα ένα άνοιγμα.
Έvα τρελό σχέδιο
O
ΓΙΩΡΓΟΣ ρίχνει μια ματιά γύρω, στους πέντε άντρες, που είναι καθισμένοι γύρω από το ίδιο τραπέζι μ' αυτόν, και λέει με συγκινημένη φωνή: - Είναι απίστευτος ο ηρωισμός του ανθρώπου αυτού! Πρέπει να ομολογήσουμε ότι, αν δεν τον αντιλαμβάνονταν οι Γερμανοί εγκαίρως, το σχέδιό του θα πετύχαινε ίσως. Μα οι δυνάμεις που φρουρούν το στρατόπεδο είναι πολύ μεγάλες και είναι αδύνατο να μη γίνει αντιληπτός κανείς! Η απόπειρα ήταν καταδικασμένη από πριν! – Θέλεις να πεις ότι δεν μπορεί να μπει κανείς στο στρατόπεδο αυτό; ρωτάει ένας Έλληνας αξιωματικός. Προτείνεις να εγκαταλείψουμε την αποστολή αυτή; - Όχι βέβαια! απαντάει ο Γιώργος. Η αποστολή πρέπει να εκτελεσθεί, έστω κι αν χρειαστεί να σκοτωθούμε όλοι! Είναι διαταγή του Συμμαχικού Στρατηγείου. Απλούστατα, ήθελα να πω ότι δεν μπορεί να μπει κανείς με τον τρόπο αυτό! Χρειάζεται πονηριά. - Καταλαβαίνω, λέει ένας από τους Άγγλους. Σκέπτεσαι να παρουσιαστούμε σαν Γερμανοί και να μπούμε χωρίς να μας σταματήσουν! Αν έχεις κάτι τέτοιο στο μυαλό σου, ξέχασέ το! Οι πληροφορίες μας είναι ότι οι Γερμανοί, έπειτα από το χθεσινοβραδινό επεισόδιο, έχουν πάρει πολύ αυστηρά μέτρα. Για να μπει κανείς εκεί, πρέπει να έχει έγγραφη εντολή υπογεγραμμένη από τον ίδιο το φρούραρχο. Και δεν αρκεί αυτό! Πριν του επιτρέψουν να μπει, κάνουν τηλεφώνημα στο φρουραρχείο, για να βεβαιωθούν αν πραγματικά έχει δοθεί μια τέτοια άδεια! Φο-
61
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
βούνται μήπως δοκιμάσουμε ακριβώς να μπούμε μεταμφιεσμένοι σε Γερμανούς στρατιώτες! Να σκεφθείς ότι απαγορεύουν να πλησιάζουν άνθρωποι σε απόσταση μικρότερη των χιλίων μέτρων από το στρατόπεδο! Ακόμη και τα κοπάδια των βοσκών της περιοχής απαγορεύεται να πλησιάζουν... Μια λάμψη περνά από τα μάτια του Γιώργου. - Κοπάδια, ε; κάνει. Κοπάδια! Τι κοπάδια; Πρόβατα; - Πρόβατα! κάνει ο Άγγλος σαστισμένος. Γιατί ρωτάς; - Έχω μια ιδέα! λέει το Ελληνόπουλο με πονηρό ύφος. Σκοπεύω ν' αγοράσω πρόβατα. Καμιά εκατοστή πρόβατα! Ο Σπίθας, που είναι καθισμένος πιο πέρα, σε μια πολυθρόνα, και μασουλάει μερικά χαρούπια για να ξεγελάσει την πείνα του, μουρμουρίζει: - Εκατό... πρόβατα! Μανούλα μου! Η ιδέα σου είναι σπουδαία, Γιώργο! Σε παραδέχομαι. Εκατό πρόβατα! Λοιπόν, κύριοι, αν είχα αυτή τη στιγμή μπροστά μου εκατό ψητά πρόβατα, τα έτρωγα όλα και... - Πάψε, Σπίθα! λέει ο Γιώργος. Κύριοι, πρέπει ν' αγοράσω εκατό πρόβατα και κάθε πρόβατο κοστίζει μια χρυσή λίρα. Μπορείτε να μου βρείτε εκατό χρυσές λίρες; Οι αξιωματικοί τον κοιτάζουν παραξενεμένοι. Ο Γιώργος βάζει τα γέλια. - Δεν τρελάθηκα! λέει. Ούτε σκοπεύω να γίνω βοσκός. Έχω ένα σχέδιο... Ακούστε με προσοχή... Μιλάει για λίγη ώρα. Όταν τελειώνει, οι αξιωματικοί μένουν για μερικές στιγμές σιωπηλοί. Έπειτα, ο ένας από τους Άγγλους λέει με θαυμασμό: - Κακό βόλι να με φάει, αν έχω ακούσει πιο τρελό και πιο αστείο σχέδιο! Κι όμως όσο το σκέπτεται κανείς τόσο πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει! - Ναι! λέει ένας από τους Έλληνες αξιωματικούς. Έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει, ακριβώς επειδή είναι... απίθανο! Καλό κόλπο! Χα, χα, χα! Μου θυμίζεις τον Οδυσσέα, τον πρόγονό μας, Παιδί - Φάντασμα! Τα πρόβατα επιτίθενται και... γίνονται λύκοι! Χα, χα, χα! Ποιος θα κάνει το βοσκό, Παιδί - Φάντασμα; - Ο Σπίθας! - Ε! κάνει χαζά ο Σπίθας. Μανούλα μου! Βοσκός. Σε εκατό πρόβατα! Ευχαριστώ, Γιώργο! Είσαι φίλος! Θα ψήνω και θα τρώω! Θα ψήνω και θα τρώω! Γιώργο, μου χαρίζεις τον Παράδεισο! Και αρχίζει να απαγγέλει ένα ποίημα που το συνθέτει αυτή τη στιγμή: «Βοσκός ο Σπίθας έγινε μ’ ένα κοπάδι πρόβατα, κάτω σε λειβαδότοπους και πάνω σε ψηλώματα!» Και ξεφωνίζει σαν κανίβαλος: - Γιούχουουουου!
Ο βοσκός
Η
ΝΥΧΤΑ είναι σκοτεινή απόψε. Το φεγγάρι είναι κρυμμένο πίσω από μερικά μεγάλα σύννεφα και το φως του δεν έρχεται να ασημώσει τη γη. Μέσα στο στρατόπεδο των γερμανικών αποθηκών, ο επικεφαλής της φρουράς νιώθει μια παράξενη ανησυχία. Έχει ένα κακό προαίσθημα. Έχει την εντύπωση ότι κάτι θα γίνει απόψε. Κάτι κακό. Βέβαια, οι φόβοι του, επιφανειακά τουλάχιστον, είναι παράλογοι. Έχει ενισχύσει τις περιπό-
62
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
λους, που φρουρούν το στρατόπεδο μέσα και έξω από τα συρματοπλέγματα και είναι αδύνατον να μπει στο στρατόπεδο ακόμη και πουλί. Κι όμως ανησυχεί. Έχει την πληροφορία ότι το Παιδί - Φάντασμα έχει αναμιχθεί στην ιστορία της απόπειρας ανατίναξης των αποθηκών και, όταν το καταραμένο αυτό Ελληνόπουλο αποφασίζει να κάνει κάτι, σπάνια αποτυχαίνει... Ξαφνικά, ένας φρουρός μπαίνει τρέχοντας στο γραφείο του. - Κύριε λοχαγέ, λέει, μια περίπολος ανέφερε ότι ένα κοπάδι πρόβατα είναι στο λόφο δυτικά του στρατοπέδου! - Πόσο απέχει ο λόφος αυτός; - Πεντακόσια μέτρα περίπου! - Επομένως είναι μέσα στην απαγορευμένη ζώνη! Ρίξτε έναν προβολέα προς τα εκεί! Ένας προβολέας ανάβει και η φωτεινή δέσμη του σαρώνει το λόφο. Οι Γερμανοί βλέπουν καμιά εκατοστή πρόβατα να βόσκουν εκεί. Τα επιβλέπει ένας βοσκός. - Πρέπει να τιμωρηθεί! λέει ο λοχαγός. Βέβαια, ίσως να μην ξέρει ότι απαγορεύεται να πλησιάσει τόσο πολύ, αλλά πρέπει να τιμωρηθεί, για να το μάθουν οι άλλοι βοσκοί της περιοχής και να πάψουν να πλησιάζουν με τα ζώα τους στο στρατόπεδο. Στείλτε μια περίπολο να τον συλλάβει. Η τιμωρία του θα είναι ένα γερό ξύλο και πέντε πρόβατα! Θα του πάρουμε πέντε πρόβατα, θα τον δείρουμε αλύπητα και θα τον αφήσουμε έπειτα να πάει να πει στους άλλους βοσκούς αυτό που του συνέβη. Αυτό θα τους συνετίσει όλους! Δυο λεπτά αργότερα, μια περίπολος από τέσσερις Γερμανούς ξεκινάει για το λόφο, όπου το κοπάδι τα πρόβατα εξακολουθούν να βόσκουν αμέριμνα. Ο βοσκός, που φοράει μια κάπα, για να προστατεύεται από τη δροσιά της νύχτας, είναι καθισμένος σ' ένα βράχο, ανάμεσα στα πρόβατά του. Μουρμουρίζει: - Μανούλα μου! Εκατό πρόβατα και κανένα τους δεν είναι ψητό! Ξέρεις τι είναι να πεινάς και να έχεις γύρω σου εκατό πρόβατα και να μην μπορείς να φας ούτε ένα; Θα... Χμ! Έρχονται οι Γερμανοί! Μανούλα μου! Θα γελάσουμε! Πραγματικά, η γερμανική περίπολος πλησιάζει. Οι Γερμανοί, βαδίζοντας ανάμεσα στα πρόβατα, φτάνουν κοντά στο Σπίθα. Ο ένας από αυτούς λέει σε σπασμένη ελληνική γλώσσα: - Εσύ όκι καλό βοσκό! Εσύ όχι πρέπεις εντώ βόσκει πρόβατος! - Εντώ, απαντάει ο Σπίθας στον ίδιο τόνο και στην ίδια γλώσσα, καλό χόρτο, πρόβατα τρώεις τρώεις - τρώεις, πρόβατος παχαίνεις! Εγώ καλό βοσκό! - Εμείς πιάσει εσένα πάει εσένα ντιοικητής! Και ένας από τους Γερμανούς απλώνει το χέρι του για να τον πιάσει. Την ίδια στιγμή γίνεται κάτι εκπληκτικό. Έξι από τα πρόβατα σηκώνονται... όρθια! Η προβιά τους πέφτει και αποκαλύπτει πέντε άντρες και ένα παιδί! Τους πέντε αξιωματικούς και το Παιδί - Φάντασμα! Πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συμβαίνει, οι Γερμανοί πέφτουν χτυπημένοι από μικρά ρόπαλα που κρατούν τα… πρόβατα! Ο Γιώργος λέει: - Γρήγορα! Φορέστε τις στολές τους! Τέσσερις από σας. Ο πέμπτος κι εγώ, θα ξανακρυφτούμε μέσα στις προβιές μας! Γρήγορα! Δεν πρέπει να αντιληφθούν τίποτε οι Γερμανοί από το στρατόπεδο! Δέκα λεπτά αργότερα, oι φρουροί της εισόδου του στρατοπέδου βλέπουν μια γερμανική περίπολο να έρχεται από την κατεύθυνση του λόφου. Οι στρατιώτες της περιπόλου σπρώχνουν μπροστά τους πέντε πρόβατα και έχουν ανάμεσά τους ένα βοσκό. Οι φρουροί της εισόδου βάζουν τα γέλια... - Χα, χα, χα! Χο, χο, χο. Για κοίταξε κάτι βοσκούς! Οι τέσσερις αξιωματικοί, απεσταλμένοι του Συμμαχικού Στρατηγείου, που έχουν φορέσει τις στολές της περιπόλου, δεν απαντούν. Γελούν μόνο κι αυτοί καθώς περνούν ανάμεσα στους φρουρούς και μπαίνουν στο στρατόπεδο.
63
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
Οι Γερμανοί, βαδίζοντας ανάμεσα στα πρόβατα, φτάνουν κοντά στο Σπίθα. - Πηγαίνετέ τον στο διοικητή! λέει ο επικεφαλής της φρουράς της εισόδου. Περιμένει για να τον μαστιγώσει. Τα πρόβατα να τα πάτε στην κουζίνα. Θα τα παραλάβει ο μάγειρος. Αύριο θα φάμε ψητό αρνί! - Μανούλα μου! μουρμουρίζει ο Σπίθας καθώς βαδίζει μέσα στο στρατόπεδο. Ακούς αναίδεια! Θα φάνε λέει, ψητό αρνί! Έτσι μου’ ρχεται να γυρίσω πίσω και να του σπάσω τα μούτρα! Ένα, από τα... πρόβατα, που είναι ο Γιώργος, λέει: - Ήσυχα, Σπίθα! Θέλεις να μας χαλάσεις τα σχέδια και να σκοτωθούμε όλοι; Προχωρούν προς το διοικητήριο, μπροστά στο οποίο στέκεται ο λοχαγός και τους περιμένει, μαζί μ' ένα λοχία. - Φέρτε τον μέσα! φωνάζει όταν τους διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Θα τον περιποιηθούμε όπως του αξίζει! Οι τέσσερις συμμαχικοί αξιωματικοί, που φορούν τη στολή των Γερμανών, σπρώχνουν το Σπίθα και τον μπάζουν μέσα στο γραφείο του λοχαγού. Τα πέντε πρόβατα μένουν έξω. Ξαφνικά, τα δύο από αυτά, ο Γιώργος και ο πέμπτος αξιωματικός, πετούν την προβιά τους και ανορθώνονται, κρατώντας από ένα αυτόματο και έχοντας κρεμασμένο στον ώμο τους από ένα φουσκωμένο και βαρύ σακίδιο. Σπρώχνουν την πόρτα και μπαίνουν κι αυτοί στο γραφείο του λοχαγού. Αυτή τη στιγμή, ο Γερμανός λοχαγός λέει: - Εγώ μαστιγώσει εσένα! Εσύ γιατί πλησιάζει πολύ... Σωπαίνει και το πρόσωπό του γίνεται νεκρικά χλομό, καθώς βλέπει τους δύο άλλους να μπαίνουν με τα αυτόματα προτεταμένα. Η χλομάδα του γίνεται πιο έντονη, όταν γυρίζει στους στρατιώτες για να τους διατάξει να εξοντώσουν τους δύο αυτούς πράκτορες του εχθρού και διαπιστώνει, για πρώτη φορά, ότι τα πρόσωπά τους του είναι άγνωστα. Πριν βρει τον καιρό να μιλήσει, ο Γιώργος λέει:
64
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
- Μια λέξη αν βγάλετε από το στόμα σας, εσύ ή ο λοχίας, είστε χαμένοι! Δε θα διστάσουμε να σας κόψουμε κυριολεκτικά στα δύο με τα αυτόματά μας. Είμαστε όλοι απεσταλμένοι του Συμμαχικού Στρατηγείου και έχουμε ορισμένη αποστολή. Θα την εκτελέσουμε είτε αντισταθείτε είτε όχι! Αν αγαπάτε τη ζωή σας... Μη! Και ο λοχαγός και ο λοχίας δοκιμάζουν να φέρουν τα χέρια τους στα πιστόλια, που κρέμονται από τη ζώνη τους, ανοίγοντας συγχρόνως τα στόματά τους, για να φωνάξουν. Μα δεν προλαβαίνουν να κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η έκρηξη
O
ΣΠΙΘΑΣ που είναι πιο κοντά στο λοχαγό λέει: - Εσύ όκι τραγούντι - τραγούντι! Εσύ ύπνο - ύπνο! Να! Και η γροθιά του κατεβαίνει στο κρανίο του αξιωματικού του Χίτλερ, που πέφτει μονοκόμματος σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Ο Γιώργος, ταυτόχρονα, μ' ένα πήδημα βρίσκεται δίπλα στο λοχία και η κάννη του αυτομάτου του τον χτυπάει στο κεφάλι, πριν αυτός προλάβει να τραβήξει το όπλο. Ο λοχίας μένει για μια στιγμή όρθιος, με τα μάτια γουρλωμένα, κι έπειτα πέφτει μονοκόμματος. - Γρήγορα! λέει ο Γιώργος στους τέσσερις αξιωματικούς με τις γερμανικές στολές. Πάρτε τα σακίδια με τις εκρηκτικές ύλες. Θα τις τοποθετήσετε εσείς οι δύο στο κτίριο που είναι στη δυτική πλευρά και εσείς οι δύο στο άλλο κτίριο που είναι προς το νότο. Αυτά είναι οι αποθήκες και τα πυρομαχικά. Αν αυτές πάρουν φωτιά, δε θα μείνει τίποτε από το στρατόπεδο. Ρυθμίστε τις συσκευές πυροδότησης να γίνουν οι εκρήξεις σε δεκαπέντε ακριβώς λεπτά. Οι τέσσερις συμμαχικοί αξιωματικοί βγαίνουν μέσα στη νύχτα. Ο Γιώργος συνεχίζει, αποτεινόμενος στον πέμπτο αξιωματικό: - Φόρεσε τη στολή του λοχία. Εγώ θα φορέσω τη στολή του λοχαγού. Πρέπει όμως να βρούμε μία και για το Σπίθα! Φορεί γοργά τη στολή του Γερμανού λοχαγού και προβάλλει στην πόρτα του διοικητηρίου. Βλέπει πιο πέρα ένα λοχία να περνά. Κρατάει ένα καζανάκι, που ασφαλώς περιέχει φαγητό. Σίγουρα, είναι το φαγητό της φρουράς της εισόδου, που τους το πηγαίνει εκεί, για να μπορέσουν οι στρατιώτες να φάνε χωρίς να απομακρυνθούν από τη θέση τους. - Λοχία! φωνάζει μιμούμενος θαυμάσια τη φωνή του λοχαγού. Έλα εδώ! - Μάλιστα, κύριε λοχαγέ! Και ο λοχίας αλλάζει κατεύθυνση και προχωρεί προς το Γιώργο, μέσα στο σκοτάδι. Ο Γιώργος παραμερίζει για να τον αφήσει να περάσει, λέγοντας: - Πέρασε μέσα! Ο λοχίας υπακούει και... ταξιδεύει στον κόσμο των ονείρων, μ' ένα χτύπημα που δέχεται στο κεφάλι από τη γροθιά του Σπίθα! Το αχόρταγο παιδί, που έχει μυριστεί από μακριά το φαγητό, δεν αφήνει να πέσει χάμω το καζανάκι και να χυθεί το περιεχόμενό του. Το αρπάζει από τη χειρολαβή του, καθώς την παρατάει ο αναίσθητος λοχίας, και ακουμπάει έπειτα με στοργή και τρυφερότητα το καζανάκι πάνω στο τραπέζι! Κοιτάζει μέσα και γρυλίζει: - Θα τρελαθώ! Σάντουιτς! Περιέχει καμιά δεκαπενταριά σάντουιτς! Θα την κάνω ταράτσα! Θα... - Δε θα βάλεις ούτε ψίχουλο στο στόμα σου, δηλώνει ο Γιώργος, πριν φορέσεις τη στολή του! Γρήγορα! - Μανούλα μου! μουγκρίζει ο Σπίθας. Θέλεις δηλαδή να με κάνεις να πεθάνω από την πείνα, ε;
65
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
Φίλος να σου πετύχει! Καθώς μιλάει, βγάζει με ασύλληπτα γοργές κινήσεις τη στολή του Γερμανού και τη φοράει. Έπειτα, ρίχνεται με τα μούτρα στα σάντουιτς, αφήνοντας σιγανά υπόκωφα γρυλίσματα πεινασμένου αγριμιού. Τώρα και οι τρεις τους φορούν γερμανικές στολές. Ο Γιώργος πηγαίνει πάλι στην πόρτα και κοιτάζει γύρω. Τα προικισμένα μάτια του σαρώνουν το κατασκότεινο στρατόπεδο. Βλέπει τους δύο αξιωματικούς, που έχουν τοποθετήσει τις βόμβες τους και γυρίζουν. Βλέπει τους άλλους δύο, κοντά στην άλλη αποθήκη, σκυμμένους ακόμη πάνω στις εκρηκτικές ύλες. Τέλος, τους βλέπει να ανασηκώνονται και αυτοί και να κατευθύνονται προς το διοικητήριο. Όλα πηγαίνουν καλά! μουρμουρίζει. Αν είμαστε τυχεροί και αν θέλει ο Θεός, θα πάνε όλα καλά ως το τέλος! Λίγο πιο πέρα, είναι σταματημένο ένα μικρό φορτηγό αυτοκίνητο. Ο Γιώργος λέει στο Σπίθα και στον αξιωματικό: - Πηγαίνετε στο αυτοκίνητο. Σπίθα κάθισε στο βολάν και βάλε σε κίνηση τη μηχανή. Περιμένετέ μας! Ο Σπίθας, κρατώντας στα χέρια του μερικά σάντουιτς που έχουν απομείνει, προχωρεί προς το αυτοκίνητο με τον αξιωματικό. Όταν, μισό λεπτό αργότερα, φτάνουν και οι άλλοι, ο Γιώργος φορεί στον αναίσθητο Γερμανό λοχαγό την κάπα του βοσκού και, βοηθούμενος από τους άλλους, τον μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Μπαίνουν όλοι μέσα. Ο Γιώργος δίπλα στον Σπίθα και οι άλλοι πίσω, με τον «βοσκό» στη μέση τους. - Θα προχωρήσουμε προς την έξοδο, Σπίθα, λέει ο Γιώργος. Στην πύλη, θα κόψεις ταχύτητα, για να μπορέσω να μιλήσω στον επικεφαλής. Έπειτα, θα βγούμε και θα φύγουμε, αναπτύσσοντας όση ταχύτητα μπορεί να δώσει αυτό το αυτοκίνητο! Εμπρός! Πραγματικά, στην πύλη, ο Σπίθας κόβει ταχύτητα και ο Γιώργος φωνάζει στον επικεφαλής της φρουράς, μιμούμενος τη φωνή του λοχαγού: - Ο βοσκός είναι πράκτωρ του εχθρού! Ομολόγησε και τον μεταφέρουμε στην Αθήνα, στο φρουραρχείο! Τα μάτια σας δεκατέσσερα όσο να γυρίσω! - Μάλιστα, κύριε διοικητά! Ο Γιώργος σκουντάει το Σπίθα, για να βάλει ταχύτητα. Βγαίνουν και ακολουθούν το δρόμο, που ενώνει το στρατόπεδο με την Αθήνα. - Μανούλα μου! μουρμουρίζει ο Σπίθας. Γιατί δεν σκάζουν ακόμη οι βόμβες; - Έχουμε μερικά λεπτά ακόμη, λέει ο Γιώργος. Πάτα γκάζι, Σπίθα! Βρίσκονται τρία περίπου χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, όταν ξαφνικά βλέπουν τεράστιες γλώσσες φωτιάς να τινάζονται προς τον ουρανό, σαν να θέλουν να γλείψουν τ' άστρα και το φεγγάρι. Το έδαφος κλονίζεται κάτω από το αυτοκίνητο και τ’ αφτιά τους πονούν από την απότομη μετατόπιση του αέρα. Ο Γιώργος μουρμουρίζει: - Οι γερμανικές αποθήκες δεν υπάρχουν πια! Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή εκείνων που σκοτώθηκαν και ας παρηγορήσει τους δικούς τους, που μάταια θα περιμένουν στη Γερμανία την επιστροφή τους!...
Το κοριτσάκι
Μ
ΕΤΑ τη θύελλα έρχεται σχεδόν πάντοτε η γαλήνη. Αυτό όμως δε συμβαίνει με τα τέσσερα Ελληνόπουλα, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στον αγώνα για την ελευθερία της σκλαβωμένης πατρίδας τους. Πολύ συχνά, τη μία θύελλα διαδέχεται μία άλλη και τα ηρωικά παιδιά δεν προλαβαίνουν να πάρουν ανάσα. Έτσι συμβαίνει κι αυτή τη φορά.
66
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
Βρίσκονται τρία περίπου χιλιόμετρα από το στρατόπεδο. Το μεσημέρι της άλλης μέρας, ενώ τα Ελληνόπουλα αναπαύονται ακόμη από την τρομακτική νυχτερινή τους περιπέτεια, ο Γιώργος παίρνει τηλεφώνημα. Το μέτωπό του συννεφιάζει, καθώς ακουμπάει το ακουστικό στη θέση του. Γυρίζει στους φίλους του και λέει: - Παιδιά, έπιασαν τον Θόδωρο Πικρό και τη γυναίκα του! Τ' άλλα τρία παιδιά ανασκιρτούν. Ξέρουν καλά τους δύο αυτούς πατριώτες. Τους έχουν γνωρίσει κατά τη δράση τους εναντίον των εχθρών της Ελλάδος και ξέρουν ότι αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από τον εαυτό τους. Είναι δύο υπέροχοι άνθρωποι, πολύ μορφωμένοι, με μεγάλα οράματα για το μέλλον της Ελλάδος μετά τον πόλεμο. - Ναι! συνεχίζει ο Γιώργος. Τους έπιασαν και τους βασανίζουν σ' ένα κτίριο των Ες - Ες, στην Αγία Παρασκευή. - Γιώργο, λέει η Κατερίνα, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε γι' αυτούς. Πρέπει να δώσουμε και τη ζωή μας για να τους σώσουμε! Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύτιμοι για την πατρίδα μας! - Ναι, Κατερίνα, απαντάει ο Γιώργος. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Θα καταστρώσω ένα σχέδιο δράσης. Πρέπει όμως, παράλληλα, να κάνουμε και κάτι άλλο. Να σώσουμε το παιδάκι τους. - Το παιδάκι τους; ρωτάει ο Λίλιπουτ με απορία. - Ναι. Έχουν ένα κοριτσάκι πέντε ετών περίπου. Το άφησαν στο σπίτι τους, όταν βγήκαν νωρίς σήμερα το πρωί για να πάνε σε μια αποστολή. Πιάστηκαν πριν γυρίσουν στο σπίτι τους, όπου το κοριτσάκι τους έμεινε μόνο. Τώρα, οι Γερμανοί ψάχνουν να βρουν το σπίτι τους, γιατί ξέρουν ότι, αν έχουν στα χέρια τους το κοριτσάκι, έχουν ελπίδες να αναγκάσουν τους γονείς του να μιλήσουν. - Οι άτιμοι! μουγκρίζει ο Σπίθας, σπρώχνοντας μακριά του μερικά χαρούπια που ροκάνιζε. Δεν μπορώ να φάω άλλο. Έχω ένα κόμπο στο λαιμό! Οι άνανδροι!
67
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
- Εσύ, Κατερίνα, θα πας στο σπίτι τους και θα πάρεις το κοριτσάκι. Το λένε Ελενίτσα. Θα το πας στην Ευτέρπη Βασιλειάδου, ξέρεις, εκείνη την ηλικιωμένη κυρία που είναι μέλος της πατριωτικής οργάνωσής μας! Θα την παρακαλέσεις να κρατήσει το κοριτσάκι ώσπου να δούμε τι θα γίνει. Φύγε αμέσως. - Κι εσείς; - Εμείς θα δούμε τι θα μπορέσουμε να κάνουμε στο μεταξύ... - Να προσέχετε! - Να προσέχεις κι εσύ, Κατερίνα! Η Ελληνοπούλα ξεκινάει. Μισή ώρα αργότερα, βρίσκεται σε μια φτωχική συνοικία της Αθήνας, μπροστά στην πόρτα μιας μικρής μονοκατοικίας. Κοιτάζει γύρω. Όλα είναι ήσυχα. Χτυπάει στην πόρτα. Μια λεπτή φωνή λέει από μέσα: - Ποιος είναι; - Μ' έστειλε ο πατέρας σου να σε πάρω και να σε πάω σ' αυτόν, Ελενίτσα! απαντάει η Κατερίνα. Άνοιξε! Ένα παραθυράκι ανοίγει στην πόρτα και δυο μεγάλα σοβαρά μάτια εξετάζουν την Κατερίνα, που χαμογελάει. Φαίνεται ότι η εξέταση αυτή ικανοποιεί τη μικρούλα, που λέει: - Ο μπαμπάς και η μαμά μου έχουν πει να μην ανοίγω σε ξένους γιατί μπορεί να’ ρθουν κακοί να με πάρουν. Εσύ όμως δεν είσαι κακιά, ε; - Όχι, Ελενίτσα! Είμαι καλή! Και σ' αγαπώ! Άνοιξε! Η πόρτα ανοίγει. Η Κατερίνα πιάνει από το χέρι τη μικρή και λέει: - Πάμε! Μπορεί να΄ρθουν κακοί άνθρωποι και πρέπει να φύγουμε αμέσως! - Πάμε! λέει η μικρή. Είναι μακριά; - Όχι! Προχωρούν προς τη γωνία του δρόμου. Πριν όμως φτάσουν εκεί, η Κατερίνα βλέπει να προβάλλει μια γερμανική περίπολος! Ο επικεφαλής της λέει: - Αυτός είναι ο δρόμος! Το σπίτι είναι στον αριθμό 24! Αριθμός 24 είναι το σπίτι των δύο πατριωτών! Η Κατερίνα νιώθει το αίμα να παγώνει στις φλέβες της. Οι Γερμανοί πλησιάζουν προς το μέρος της και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να τις αρπάξουν και τις δύο. Η Ελληνοπούλα είναι έτοιμη να φέρει το χέρι της στην τσέπη όπου έχει το όπλο της και να πουλήσει ακριβά τη ζωή της και τη ζωή της μικρής Ελενίτσας. Μα οι Γερμανοί δεν προσέχουν τα δύο κορίτσια. Έχουν τα μάτια τους στους αριθμούς των σπιτιών. Η Κατερίνα ταχύνει το βήμα της και στρίβει στη γωνία. - Ελενίτσα, λέει, αυτοί που είδαμε… - Ξέρω! την διακόπτει το κοριτσάκι. Είναι κακοί. Πολύ κακοί. - Ναι! Και θα... - Ε, εσείς! ακούγεται μια φωνή πίσω τους στη γερμανική γλώσσα. Σταθείτε! Το αίμα της Κατερίνας παγώνει πάλι. Σταματάει και γυρίζει. Ένας από τους Γερμανούς της περιπόλου έχει γυρίσει πίσω και πλησιάζει με μεγάλα βήματα. Δείχνει την Ελενίτσα και λέει: - Πώς λέγεται αυτό το κορίτσι και που μένει; Μήπως στον αριθμό 24 της οδού… Η Κατερίνα καταλαβαίνει ότι, αν δεν δράσει αμέσως, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Ενώ ακόμη μιλάει, παρατάει την Ελενίτσα και το δεξιό χέρι της κινείται προς τα πάνω και προς τα πλάγια, με την παλάμη τεντωμένη σαν σπαθί! Χτυπάει το Γερμανό στο λαρύγγι με τόση δύναμη, που ο στρατιώτης του Χίτλερ χάνει τη μιλιά του και το κορμί του παραλύει από τον πόνο. Παραπατάει σαν μεθυσμένος. Η Κατερίνα δε χάνει ούτε στιγμή. Σκύβει, αρπάζει την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και το βάζει στα πόδια.
68
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
- Καλέ, εσύ είσαι πολύ δυνατή! λέει το κοριτσάκι με θαυμασμό. Του έδωσες μια του κακού και έμεινε κόκαλο! - Στα όπλα! αντηχεί πίσω τους μια κραυγή στη γερμανική γλώσσα. Στα όπλα! Ένας πυροβολισμός ακούγεται και μια σφαίρα περνάει ανάμεσα στα κεφάλια των δύο κοριτσιών. Η Κατερίνα στρίβει σε μια άλλη γωνία την επόμενη στιγμή. - Θεέ μου! μουρμουρίζει. Κάνε να γλιτώσω αυτό το κοριτσάκι. Κάνε να το παραδώσω σώο και ζωντανό! Κάνε... - Καλέ, τι μουρμουρίζεις εκεί; ρωτάει η Ελενίτσα. Μόνη σου μιλάς; - Όχι, απαντάει η Κατερίνα. Μιλούσα σε Κάποιον, που, αν θέλει, μπορεί να μας γλιτώσει! Πίσω τους, ακούγονται τώρα κι άλλοι πυροβολισμοί και άλλες σφαίρες έρχονται να περάσουν σφυρίζοντας δίπλα στα κορίτσια. Η Κατερίνα στρίβει σ' άλλη γωνία, έπειτα σ' άλλη και τέλος κάνει κάτι απροσδόκητο. Μόλις στρίβει, χώνεται σε μια πόρτα αυλής, που βρίσκει ανοιχτή. Διασχίζει την αυλή, πηδάει μαζί με την Ελενίτσα ένα χαμηλό τοίχο που είναι στο βάθος της και βρίσκεται σ' έναν άλλο δρόμο. Τώρα, βαδίζει προς την κατεύθυνση από την οποία έχει έρθει, από την οποία έρχονται και οι Γερμανοί. Με τη διαφορά ότι, τώρα, ακολουθεί άλλο δρόμο. Αυτό το κόλπο σώζει τα δύο κορίτσια. Απομακρύνονται χωρίς να συναντήσουν άλλο Γερμανό στο δρόμο τους...
Ο Λίλιπουτ και οι Γερμανοί
O
ΓΙΩΡΓΟΣ δίνει οδηγίες στους φίλους του, το Σπίθα και τον Λίλιπουτ. Τα τρία παιδιά έχουν σταματήσει σε μικρή απόσταση από το κτίριο των Ες - Ες, στην Αγία Παρασκευή. Ο Γιώργος λέει: - Μελέτησα τα κατατόπια του σπιτιού και τις θέσεις της φρουράς και διαπίστωσα τα εξής: Πρώτον τον Πικρό και τη γυναίκα του τους έχουν στο υπόγειο του σπιτιού, που έχει ένα παράθυρο με κάγκελα που βλέπει στην πίσω αυλή. Δεύτερον, η φρουρά του κτιρίου αποτελείται από δέκα στρατιώτες. Δέκα φανατικούς Ες - Ες, που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για τον Χίτλερ. Τρίτον, από τους δέκα αυτούς, οι πέντε είναι διαρκώς σε υπηρεσία. Τρεις στην αυλόπορτα του κτιρίου και δυο άλλοι, έξω από την αυλή. Αυτοί οι δύο κάνουν διαρκώς τη βόλτα του σπιτιού από την πρόσοψη, ξεκινώντας από τη μια γωνία και καταλήγοντας στην άλλη, βαδίζοντας χωριστά. Σε κάθε βόλτα τους, συναντώνται στο δρομάκο που είναι στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το μέρος αυτό είναι το μόνο από το οποίο μπορούμε να μπούμε. Επομένως, πρέπει να θέσουμε εκτός μάχης αθόρυβα τους δύο φρουρούς που κάνουν τις βόλτες. - Τους αναλαμβάνω εγώ, Γιώργο! λέει ο Λίλιπουτ παίζοντας με το μικρό, σκληρό και βαρύ καουτσουκένιο τόπι του. - Εντάξει! Θα μείνεις εσύ έξω και θα μας περιμένεις. Θα μπω εγώ με το Σπίθα. Αν μπορέσουμε να αιφνιδιάσουμε τους άλλους πέντε φρουρούς, που είναι μέσα στο κτίριο, όλα θα πάνε καλά. Αν όχι, μπορείς να μας ξεγράψεις από τον κατάλογο των ζωντανών! - Μανούλα μου! βογκάει ο Σπίθας. Δε θέλω να πεθάνω νηστικός! Δε μου λες, Γιώργο, μπορώ να κάνω μια μικρή επίσκεψη στην... κουζίνα του σπιτιού πριν με σκοτώσουν; Λένε ότι όποιος πεθάνει νηστικός βασανίζεται από την πείνα στους αιώνες των αιώνων! - Άφησε τις ανοησίες, Σπίθα! κάνει ο Γιώργος αυστηρά. Εμπρός, παιδιά. Πηγαίνουν στον πίσω δρόμο. Κρυμμένοι πίσω από τον τοίχο ενός άχτιστου οικόπεδου παρακολουθούν τις κινήσεις των δύο φρουρών. Τους βλέπουν να περνούν και να ξαναπερνούν. Έχουν κανονίσει τις κινήσεις τους έτσι ώστε να μη μένει αφρούρητο καμιά στιγμή κανένα μέρος του αυλότοιχου.
69
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
- Μανούλα μου! βογκάει ο Σπίθας. Δε θέλω να πεθάνω νηστικός! - Αρχίζουμε, Γιώργο; ρωτάει το αγοράκι. - Αρχίζουμε! Πρόσεχε, Λίλιπουτ! - Πρόσεχε, Πίλιπουτ! λέει και ο Σπίθας που δεν καταφέρνει ποτέ να προφέρει σωστά το παρατσούκλι του μικρού φίλου του. Πρόσεχε, Πίπιλουτ! - Εντάξει! Το αγοράκι βγαίνει στο δρόμο και προχωρεί παίζοντας με το τοπάκι του. Από την αντίθετη κατεύθυνση έρχεται ο ένας από τους δύο φρουρούς. Καθώς βαδίζει, έχει χώσει το χέρι του στην τσέπη του. Ο Λίλιπουτ ζαρώνει τα φρύδια του. Τι θέλει να κάνει; Να βγάλει κανένα πιστόλι; Δε του φτάνει το τουφέκι που έχει στον ώμο του; Όταν φτάνει σε απόσταση τεσσάρων βημάτων από το παιδάκι, ο Γερμανός βγάζει το χέρι του από την τσέπη του. Κρατάει ένα... σάντουιτς! Παραλίγο να βάλει τα γέλια ο Λίλιπουτ, καθώς σκέφτεται τι θα νιώθει αυτή τη στιγμή ο Σπίθας, βλέποντας το σάντουιτς! Μα δεν είναι ώρα για γέλια! Είναι ώρα δράσης. Το χέρι του τινάζεται απότομα και το τοπάκι που κρατάει πηγαίνει και χτυπάει το Γερμανό κατακούτελα, κάνει γκελ, γυρίζει πίσω και ξαναβρίσκεται στη χούφτα του μικρού αγοριού. Το χτύπημα είναι τόσο καλά δοσμένο, που ο Γερμανός χάνει τον κόσμο και αρχίζει να παραπατάει σαν μεθυσμένος. Ο Γιώργος λέει στο Σπίθα: - Έλα! Γρήγορα! - Μα... κάνει το αδιάκοπα πεινασμένο παιδί, εκείνο το... σάντουιτς... - Προχώρει! Θέλεις να μας σκοτώσουν και να αποτύχουμε στην αποστολή μας; Θέλεις να μείνει ορφανό το κοριτσάκι που πήγε να πάρει η Κατερίνα;
70
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
- Όχι! Μανούλα μου! Εμπρός! Τα δύο Ελληνόπουλα παίρνουν φόρα, πηδούν, πιάνονται από τη ράχη του τοίχου και σαν δύο καλογυμνασμένοι ακροβάτες τινάζονται πάνω από τη ράχη του τοίχου και προσγειώνονται από την άλλη μεριά. Την ίδια στιγμή, ο Λίλιπουτ ξαναχτυπάει με το τοπάκι του. Το νέο χτύπημα, που βρίσκει το Γερμανό στο ίδιο ακριβώς σημείο με το πρώτο, τον αποτελειώνει. Πέφτει με τις αισθήσεις του χαμένες. Ο Λίλιπουτ προλαβαίνει, όμως, και αρπάζει στον αέρα το σάντουιτς που ξεφεύγει από τα δάχτυλά του! Τώρα, το αγοράκι κάνει κάτι πολύ παράξενο. Κάθεται πάνω στον αναίσθητο Γερμανό και αρχίζει να τρώει το σάντουιτς! Κάθεται με τη ράχη προς το μέρος απ' όπου σε λίγες στιγμές θα φανεί ο δεύτερος φρουρός! Το κάνει επίτηδες αυτό, ο Λίλιπουτ. Ξέρει ότι αν ο Γερμανός δει από μακριά ότι το αγοράκι τον είδε, θα φοβηθεί ίσως μήπως του πετάξει καμιά χειροβομβίδα και θα πυροβολήσει, ξεσηκώνοντας τη φρουρά. Αν όμως νομίσει ότι ο Λίλιπουτ δεν τον έχει πάρει είδηση, θα πλησιάσει αθόρυβα, για να χτυπήσει τον Λίλιπουτ από πίσω και να τον αιχμαλωτίσει. Έτσι, το αγοράκι θα βρει την ευκαιρία να δράσει. Βέβαια, το σχέδιο του μικρού παιδιού είναι επικίνδυνο, γιατί δεν αποκλείεται να πυροβολήσει ο φρουρός, αλλά ο Λίλιπουτ δε λογαριάζει τη ζωή του όταν δρα για την πατρίδα του. Ακούει πίσω του τα βήματα του άλλου φρουρού. Αρχίζει να τρώει το σάντουιτς, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι του, έτσι που να βλέπει το Γερμανό με την άκρη του ματιού του, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει. Τον βλέπει να κοντοστέκεται. Βλέπει τα μάτια του να γουρλώνουν, έπειτα τον βλέπει να προχωρεί, πατώντας στις μύτες των παπουτσιών του και προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Ο Γερμανός σταματάει πίσω από το αγοράκι και σηκώνει το τουφέκι του, για να το χτυπήσει με τον υποκόπανο στο κεφάλι. Ο Λίλιπουτ διατηρεί την ψυχραιμία του. Μένει εντελώς ακίνητος. Και μόνο την τελευταία στιγμή, καθώς πια ο υποκόπανος κατεβαίνει με ορμή προς το κεφάλι του, το μικρό Ελληνόπουλο κάνει μια πλάγια κίνηση. Ο υποκόπανος δε βρίσκει το στόχο του. Περνάει δίπλα στο κεφάλι του Λίλιπουτ. Ταυτόχρονα, το αγοράκι σηκώνει το ένα του χέρι, πιάνει το όπλο του Γερμανού και τραβάει. Το τράβηγμα αυτό είναι αρκετό, συνδυαζόμενο με τη φόρα, που έχει πάρει ο Γερμανός για να δώσει το χτύπημα, για να τον κάνει να τιναχτεί προς τα εμπρός, να σκοντάψει πάνω στον αναίσθητο σύντροφό του και να πέσει μπρούμυτα. Ζαλισμένος, σαστισμένος και κατάπληκτος, δοκιμάζει να ανορθωθεί, ενώ ανοίγει το στόμα του, για να φωνάξει. Μα δεν προλαβαίνει. Το τοπάκι του Λίλιπουτ ξεκινάει με εκπληκτική φόρα και πηγαίνει και χώνεται στο... ανοιχτό στόμα του! Αμέσως έπειτα, το αγοράκι σηκώνει με δυσκολία το βαρύ τουφέκι και χτυπάει το Γερμανό στο κεφάλι με τον υποκόπανο. Ο στρατιώτης του Χίτλερ ξαπλώνει χάμω, δίπλα στον συμπατριώτη του, και μένει ασάλευτος! Ο Λίλιπουτ του τραβάει το τοπάκι από το στόμα, γιατί μπορεί να τον πνίξει φράζοντάς του το λαρύγγι, και ξανακάθεται. Κοιτάζει το σάντουιτς, κάνει να το δαγκώσει, αλλά μετανιώνει. Το χώνει στην τσέπη του, λέγοντας: - Ας το φυλάξω για το Σπίθα!
Τολμηρή επίθεση
Μ
ΕΣΑ στην αυλή του γερμανικού κτιρίου, ο Γιώργος και ο Σπίθας μένουν ακίνητοι για μερικές στιγμές. Δεν είναι κανένας εκεί μέσα. Το Παιδί - Φάντασμα κάνει νεύμα του Σπίθα να μην κάνει θόρυβο και γλιστράει προς την πίσω πόρτα του κτιρίου. Πιάνει το πόμολο, το γυρίζει
71
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
απότομα και ανοίγει, κρατώντας το πιστόλι του με το δεξί χέρι. Κανένας! Μια κουζίνα απλώνεται μπροστά του. Μια άδεια κουζίνα! Ο Σπίθας μπαίνει ξοπίσω του, ανοιγοκλείνει τα ρουθούνια του και μουρμουρίζει: - Μανούλα μου! Στην κουζίνα αυτή έχουν να μαγειρέψουν φαγητό μήνες ολόκληρους! Το έκαναν επίτηδες, Γιώργο! Ήξεραν ότι θα΄ ρθω και το΄ καναν επίτηδες, για να πεθάνω από την πείνα! - Σσστ! Ακολούθησέ με! Ανοίγει αργά και με προφυλάξεις τη μέσα πόρτα της κουζίνας. Βλέπει ένα διάδρομο. Αριστερά, είναι ένα χολ, όπου, καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, πέντε Γερμανοί παίζουν χαρτιά και πίνουν κονιάκ. Ο ένας τους λέει αυτή τη στιγμή: - Άντε να τελειώνουμε! Σε δέκα λεπτά θα γίνει αλλαγή φρουράς και θα βγούμε να κάνουμε τη βάρδια μας! Πάσο! - Πάσο κι εγώ! λέει ένας άλλος. Ο Γιώργος κάνει ένα νεύμα του Σπίθα. Τα δυο παιδιά βγαίνουν στο διάδρομο σκυφτά και προχωρούν προς το βάθος του, όπου υπάρχει μια σκάλα που οδηγεί κάτω. Απορροφημένοι από τα χαρτιά, οι Γερμανοί δεν κοιτάζουν προς το μέρος τους. Φτάνουν στη σκάλα και κατεβαίνουν αθόρυβα. Στο τέρμα της, βρίσκονται μπροστά σε μια ανοιχτή πόρτα. Βλέπουν ένα υπόγειο, που είναι γεμάτο από διάφορα σύνεργα βασανιστηρίων. Ο Πικρός και η γυναίκα του είναι δεμένοι πάνω σε καρέκλες εκεί μέσα. Ένας αξιωματικός του Χίτλερ είναι καθισμένος απέναντί τους με τη ράχη του προς την πόρτα. Κοντά του στέκεται ένας μεγαλόσωμος στρατιώτης μ΄ ένα μαστίγιο στο χέρι. Οι δυο πατριώτες είναι καταματωμένοι και πληγωμένοι από τα χτυπήματα. Ο αξιωματικός λέει αυτή τη στιγμή: - Είστε τυχεροί! Ανακαλύψαμε το σπίτι σας! Και στείλαμε για να πάρουμε το κοριτσάκι σας... Μια νέα, όμως, κατάφερε και μας το πήρε κάτω από τη μύτη μας! Οι στρατιώτες την κυνήγησαν, αλλά την έχασαν μαζί με το κορίτσι σας! Ο Γιώργος αφήνει έναν στεναγμό ανακούφισης. Ο Πικρός λέει: - Αυτό είναι ευτύχημα και για την κόρη μας και για σας! - Για... μας; κάνει ο αξιωματικός. Δε σε καταλαβαίνω... - Θα κάνατε ένα φριχτό έγκλημα χωρίς λόγο! Ακόμη κι αν σκοτώνατε την κόρη μας μπροστά στα μάτια μας, δε θα μιλούσαμε! Χωνέψτε το αυτό! - Το έχω χωνέψει πια! λέει ο αξιωματικός του Χίτλερ. Γι' αυτό αποφάσισα να σας σκοτώσω! Βίλφρεντ! Μπορείς να τους πυροβολήσεις! Ο στρατιώτης παρατάει το μαστίγιο και φέρνει το χέρι του στη ζώνη του όπου κρέμεται ένα πιστόλι. Την ίδια στιγμή, μια φωνή λέει από το μέρος της πόρτας: - Αν το χέρι σου αγγίξει αυτό το πιστόλι, θα πέσεις νεκρός! Οι Γερμανοί γυρίζουν και βλέπουν ξαφνιασμένοι δυο παιδιά να μπαίνουν με πιστόλια στα χέρια. Η έκπληξή τους είναι τόσο μεγάλη ώστε μένουν για μερικές στιγμές μαρμαρωμένοι, ανίκανοι να αντιδράσουν. Όταν συνέρχονται κάπως και αποφασίζουν να αντισταθούν και να φωνάξουν, είναι πολύ αργά. Ο στρατιώτης δέχεται στο κρανίο ένα χτύπημα από την κάννη του πιστολιού του Γιώργου και πέφτει μονοκόμματος, σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Όσο για τον αξιωματικό, δέχεται στο σαγόνι του τη γροθιά του Σπίθα και το κορμί του ανασηκώνεται από την καρέκλα, ταξιδεύει δυο μέτρα στον αέρα, βροντάει χάμω και μένει ακίνητο! - Γρήγορα! λέει ο Γιώργος. Με σουγιάδες, τα δύο Ελληνόπουλα κόβουν τα δεσμά των δύο μαρτύρων, ενώ ο Πικρός λέει με φωνή γεμάτη συγκίνηση:
72
Ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
Ο Σ
Η
Ρ
Ω
Σ
- Ευχαριστούμε, Γιώργο. Παίξατε κορώνα – γράμματα τη ζωή σας για μας και για το κοριτσάκι μας! Η Κατερίνα είναι αυτή που πήγε και πήρε την Ελενίτσα, ε; - Ναι! Και δε χρειάζονται ευχαριστίες. Μην ξεχνάς ότι, στον πόλεμο για την πατρίδα μας, είμαστε ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Μπορείτε να βαδίσετε; - Μπορούμε! απαντάει η γυναίκα του Πικρού. - Πάρτε τα όπλα των Γερμανών και ακολουθήστε μας. Βγαίνουν από το υπόγειο των βασανιστηρίων και ανεβαίνουν τη σκάλα με χίλιες προφυλάξεις. Η καρδιά του Γιώργου είναι σφιγμένη από αγωνία. Θα μπορέσουν να περάσουν το διάδρομο χωρίς να τους αντιληφθούν οι στρατιώτες που παίζουν χαρτιά; Στο κεφαλόσκαλο, σταματάει και ρίχνει μια ματιά προς το χολ. Οι Γερμανοί παίζουν πάντοτε. Κάποιος λέει: - Δέκα τσιπ! - Τριάντα τσιπ! λέει ένας άλλος. Ο Γιώργος κάνει ένα νεύμα και ο Σπίθας προχωρεί σκυφτός μαζί με τη γυναίκα του Πικρού. Φτάνουν στην πόρτα της κουζίνας, ακούνε ένα Γερμανό να λέει: - Κύριοι, τα ρέστα μου! Τα ρέστ... Στα όπλα! Στα όπλα! Οι Γερμανοί δοκιμάζουν να τραβήξουν τα όπλα που κρέμονται από τις ζώνες τους. Ο Γιώργος και ο Πικρός πυροβολούν. Ο Σπίθας πυροβολεί. Δύο Γερμανοί πέφτουν χτυπημένοι. Οι υπόλοιποι κάνουν βουτιά κάτω από το τραπέζι ή στις γωνίες του χολ. - Εμπρός, παιδιά! φωνάζει ο Γιώργος, καθώς χώνεται ορμητικά στην κουζίνα μαζί με τον Πικρό. Δρόμο! Βγαίνουν τρέχοντας στην αυλή και πλησιάζουν στον τοίχο του βάθους. - Πηδήστε πρώτοι! διατάζει ο Γιώργος. Γρήγορα! Ο ίδιος μένει με τη ράχη κολλημένη στον τοίχο και το πιστόλι του στραμμένο προς το σπίτι. Από τη μια γωνία του κτιρίου, ξεπροβάλλουν τρέχοντας τρεις Γερμανοί. Είναι οι φρουροί της αυλόπορτας που έρχονται να δουν τι συμβαίνει. Ο Γιώργος πυροβολεί δύο φορές και δύο από τους Γερμανούς πέφτουν. Ο τρίτος δέχεται μία σφαίρα από το πιστόλι του Σπίθα. Πριν χτυπηθεί όμως, προλαβαίνει και πυροβολεί. Ο Πικρός, που είναι αυτή τη στιγμή καβάλα στη ράχη του τοίχου, δέχεται τη σφαίρα και πέφτει από την άλλη μεριά, όπου βρίσκεται κιόλας η γυναίκα του. - Γρήγορα, Σπίθα! φωνάζει ο Γιώργος. Τα δύο παιδιά πηδούν, πιάνονται από τη ράχη του τοίχου και με μια καταπληκτική εκτίναξη περνούν από πάνω του και προσγειώνονται από την άλλη μεριά, ακριβώς τη στιγμή που από το σπίτι βγαίνουν τρέχοντας στην πίσω αυλή οι υπόλοιποι Γερμανοί. Προσγειώνονται δίπλα στους δύο πατριώτες. Ο Γιώργος ρωτάει: - Χτυπήθηκες, Πικρέ; Βαριά; - Όχι βαριά! Μια σφαίρα μου τρύπησε το μπράτσο. - Μπορείς να τρέξεις; - Ναι! - Εμπρός, λοιπόν! Το βάζουν στα πόδια ακολουθούμενοι από τον Λίλιπουτ. Στρίβουν σε μια γωνία, έπειτα σε μια άλλη και μπαίνουν σ' ένα δρομάκο. Εκεί, τους περιμένει ένα αυτοκίνητο. Ο Σπίθας κάθεται στο βολάν, με το Γιώργο δίπλα του. Οι τρεις άλλοι κάθονται πίσω. Το αυτοκίνητο ξεκινάει απότομα, σαν αφηνιασμένο άλογο. Ξεχύνεται προς το βάθος του δρόμου, αναπτύσσει ταχύτητα, στρίβει πάνω στις δύο πλάγιες ρόδες του, κινδυνεύοντας να ανατραπεί, μπαίνει σ' έναν άλλο δρόμο πιο πλατύ και αναπτύσσει ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα. - Δε θα κατεβούμε από τη λεωφόρο Κηφισιάς, λέει ο Γιώργος. Αλλιώς κινδυνεύουμε να πέσου-
73
Ο
Μ Ι
Κ
Ρ
Ο
Σ
Η
Ρ
Ω Σ
Ο Γιώργος πυροβολεί δύο φορές και δύο από τους Γερμανούς πέφτουν.
με σε μπλόκο. Θα ακολουθήσεις το δρομολόγιο που ξέρεις, Σπίθα! Εντάξει; - Εντάξει! λέει ο Σπίθας. Ο Σπίθας είναι άσος του βολάν! Δεν πρόκειται να μας πιάσουν ποτέ οι Γερμανοί! Όσο ζω μην ανησυχείτε! - Όσο ζεις; κάνει η γυναίκα του Πικρού με απορία. Τι θέλεις να πεις, Σπίθα; - Από στιγμή σε στιγμή, θα πέσω νεκρός. Τέζα! Κόκαλο! Από την πείνα. Όλη αυτή η συγκίνηση και η γυμναστική μου άνοιξαν την όρεξη και μ' έχει πιάσει μια λιγούρα… - Σπίθα, έχω κάτι για σένα, λέει ο Λίλιπουτ. Και του δίνει το σάντουιτς. Ο Σπίθας γουρλώνει τα μάτια του, αρπάζει το σάντουιτς, το φέρνει στο στόμα του και το κάνει μια μπουκιά. Έπειτα, μουρμουρίζει: - Νόστιμο ήταν! Να΄χα καμιά... εκατοστή τέτοια σάντουιτς!
ΤΕΛΟΣ
74
Τ
Α
Γ
Κ
75
Ο
Ρ
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
«Ο ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ» #8
T
ο ανάγνωσμα «Ταγκόρ» είναι το πρώτο από τα τρία οκτάτευχα μυθιστορήματα με ιστορικό πλαίσιο που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε. και κυκλοφόρησε από 27 Αυγούστου έως 17 Οκτωβρίου 1954. Συγγραφέας του - χωρίς να το υπογράφει - ήταν ο Στέλιος Ανεμοδουράς, που την ίδια εποχή έγραφε ταυτόχρονα και τον «Μικρό Ήρωα». Τα δύο αναγνώσματα είχαν μεταξύ τους ένα ουσιώδες κοινό χαρακτηριστικό στο περιεχόμενό τους. Οι μικροί τους ήρωες μάχονταν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους από ξένο κατακτητικό ζυγό σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η διαφορά του «Ταγκόρ» από τον «Μικρό Ήρωα» ήταν ότι το μήνυμα που περνούσε ήταν ιστορικά αλληγορικό. Αφηγούταν τον απελευθερωτικό αγώνα των Ινδών και παρέπεμπε στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, ο οποίος στην εποχή που κυκλοφόρησε το περιοδικό βρισκόταν σε φάση εκρηκτικής γιγάντωσης του αιτήματός του για αυτοδιάθεση. Λίγους μήνες αργότερα, θα εκδηλωνόταν και με ένοπλη αναμέτρηση (ΕΟΚΑ), την οποία κατά κάποιο τρόπο ο «Ταγκόρ» προφητικά προανήγγειλε. Το γεγονός ότι ο Ταγκόρ, ο οποίος στο πραγματικό του όνομα λεγόταν Δημήτρης Σάρτας, ήταν ελληνοκυπριακής καταγωγής και ο εχθρός που, καθόλου συμπτωματικά, ήταν ο ίδιος, δηλαδή οι Βρετανοί, απλούστευε τους συνειρμούς πρόκλησης συναισθηματικής φόρτισης στους αναγνώστες. (*) Στο 8ο τεύχος με τίτλο «Ο Θριαμβευτής», το ανάγνωσμα ολοκληρώνει τον κύκλο του στρογγυλεμένα. Οι εκκρεμότητες στην αφήγηση, οι οποίες δομούν την πλοκή από το πρώτο τεύχος και αποτελούν τους άξονες των επεισοδίων, τακτοποιούνται και κλείνουν με τη νομοτέλεια μυθιστορήματος. Η ινδική υπο - ήπειρος αποκτά την ανεξαρτησία της με την καταλυτική συμβολή του ιστορικού ηγέτη της, της παθητικής αντίστασης, τον Μαχάτμα Γκάντι. Χωρίζονται σε ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη, μεταξύ των οποίων και η αχανής Ομοσπονδία των παλιών μαχαραγιάτων της Ινδίας. Σε ένα από αυτά, στο μαχαραγιάτο του Κασμίρ, στο θρόνο του ανεβαίνει ο εικοσάχρονος Ταγκόρ, αφού παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ζανγκάρ, την όμορφη κόρη του μαχαραγιά Νιρούκτα. Τον θρόνο του τον παραχώρησε ως δώρο γάμου, ο παραιτηθείς γέρο - πεθερός. Προηγουμένως, ο θάνατος του Γκάλεμ, του μασκοφόρου ηγέτη των Ελευθέρων Ινδών γίνεται η αιτία να αποκαλυφθεί το μεγάλο μυστικό του. Ο άντρας αυτός, που με τη δράση του είχε γίνει θρύλος στους Ινδούς και υπ’ αριθμόν 1 εχθρός των Βρετανών, αποκαλύπτει με επιστολή του, που ο Ταγκόρ διαβάζει μετά το θάνατό του, ότι ο μασκοφόρος ήρωας δεν είναι άλλος από τον διάσημο ακροβάτη… πατέρα του, τον Παναγιώτη Σάρτα, που ο μικρός Δημήτρης νόμιζε ότι είχε σκοτωθεί μαζί με την επίσης ακροβάτισσα μητέρα του, εκτελώντας ένα νούμερο σε τσίρκο της Καλκούτας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ταγκόρ, ο οποίος είχε ενταχθεί κι αυτός στην απελευθερωτική οργάνωση, αναλαμβάνει την αρχηγία της και συντροφιά με τον φύλακα άγγελό του, τον δύσμορφο γίγαντα Μαλαμπάρ, διατρέχουν την ινδική χερσόνησο από άκρη σε άκρη ξεσηκώνοντας τους Ινδούς, αλλά και προκαλώντας σημαντικές δολιοφθορές στους Βρετανούς, οι οποίοι κινούν γη και ουρανό να τον συλλάβουν, αλλά αυτός παραμένει ασύλληπτος και «θριαμβευτής» σε κάθε αναμέτρηση μαζί τους, καθώς και από τον απηνή διώκτη του, τον συνταγματάρχη Μάξγουελ. Με το οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του και με τον αρχισυμμορίτη Ναντίρ Χο, ηγέτη των δολοφόνων Τεγκ, οπαδών της θεάς Κάλι, κλείνει ο κύκλος των εκκρεμοτήτων, που τρέχουν από το πρώτο τεύχος. Ο Ναντίρ Χο που εποφθαλμιά το μαχαραγιάτο του Κασμίρ, τα πλούτη του καλού και φιλελεύθερου Νιρούκτα, τον απαγάγει με πρόθεση να τον υποχρεώσει να τον κάνει διάδοχό του και να του δώσει την Ζανγκάρ για γυναίκα. Ο Ταγκόρ επιστρέφοντας στο Κασμίρ ανακαλύπτει τα ίχνη του Ναντίρ Χο και ξεπληρώνει τον κακούργο για τα εγκλήματά του με δυο σφαίρες κατάστηθα, λυτρώνοντας ταυτόχρονα τον Νιρούκτα και την αγαπημένη του Ζανγκάρ. Ακολουθούν τα ραγδαία γεγονότα της απελευθέρωσης και του ευτυχισμένου τέλους στις περιπέτειες του ερωτευμένου ζευγαριού. (*) Αναλυτικότερα βιογραφικά του Ταγκόρ έχουν καταχωριστεί στο ομώνυμο λήμμα του βιβλίου - λευκώματος με τη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα του Ανεμοδουρά «ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ», του οποίου αυτό το βιβλίο αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια.
76
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
H Μεγάλη Νίκη
Η
ΜΑΧΗ είναι σκληρή και σύντομη. Ο αιφνιδιασμός έχει πετύχει. Μέσα στη φοβερή χλαπαταγή των πυροβολισμών και των πολεμικών κραυγών, το άφοβο Ελληνόπουλο, ο θρυλικός Ταγκόρ, καβάλα στο άλογό του, με γυμνό το αστραφτερό του σπαθί, μοιάζει σαν ένας ημίθεος που επιτίθεται. Τα παραγγέλματά του ηχούν σαν βροντές στον αέρα και εμψυχώνουν εκείνους που τον ακολουθούν σε τούτη την ηρωική προσπάθεια. Απ' τα παράθυρα του σταματημένου τρένου, τα αυτόματα και τα πολυβόλα των Άγγλων στέλνουν βροχή τις σφαίρες. Μα ο Ταγκόρ και οι Ελεύθεροι Ινδοί δε λογαριάζουν τα καυτά μολύβια και το θάνατο. Προχωρούν κι ύστερα από λίγο έχουν τσακίσει κάθε αντίσταση. Οι Άγγλοι βλέποντας πως χάνουν το παιχνίδι ξεχύνονται απ' τα βαγόνια στην έρημη πεδιάδα και σκορπίζουν, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και πληγωμένους. - Μαλαμπάρ! φωνάζει το ηρωικό παιδί στο γίγαντα. Κυνήγησέ τους κατά το λόφο και μην τους αφήσεις να γυρίσουν στο Δελχί. - Εντάξει, Ταγκόρ! Να μείνεις ήσυχος! Εμπρός, Νουρεντίν! Και ο Μαλαμπάρ, καβάλα στον Νουρεντίν, τον ελέφαντα, έχοντας πίσω του ολάκερο το κοπάδι των ελεφάντων, αρχίζει την άγρια καταδίωξη. - Να είσαι καλό παιδί, Νουρεντίν, λέει στον παχύδερμο φίλο του. Όταν τελειώσει τούτο το γλέντι, θα πάρεις όλη την παρέα σου και θα έρθετε να τα κοπανίσουμε στην έπαυλη του Νιρούκτα. Να είσαι βέβαιος ότι ο μαχαραγιάς, όταν μάθει τα καθέκαστα, θα μας αφήσει ν' αδειάσουμε καμία πενηνταριά βαρέλια απ' το υπόγειό του, χωρίς να πει κουβέντα! Και ο Νουρεντίν, καθώς τρέχει πίσω από τους Άγγλους, κουνάει τα τεράστια αφτιά του και ροχα-
Ο θρυλικός Ταγκόρ, καβάλα στο άλογό του, με γυμνό το αστραφτερό του σπαθί, μοιάζει σαν ένας ημίθεος που επιτίθεται. 77
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
λίζει ευχαριστημένος: - Γρρρ! Γρρρ! Σ’ αυτό το μεταξύ, ο Ταγκόρ, ψάχνοντας από βαγόνι σε βαγόνι, βρίσκει τον Γκάλεμ. Είναι πεσμένος σ' ένα κάθισμα, δεμένος χειροπόδαρα. Τρέχει κοντά του και τα μάτια του αστράφτουν από χαρά. - Επιτέλους! φωνάζει. Τα καταφέραμε, Γκάλεμ! Είσαι ελεύθερος... Μα ξαφνικά ένας κόμπος έρχεται και τον πνίγει στο λαιμό. Το βλέμμα του γεμίζει απελπισία και φόβο. Ο αρχηγός των Ελευθέρων Ινδών, ο άνθρωπος με το σκεπασμένο πρόσωπο, μένει ασάλευτος στη θέση του. Δεν ακούει. Είναι βαριά πληγωμένος και μια μικρή λίμνη αίματος σχηματίζεται στα πόδια του. Ο Ταγκόρ κόβει βιαστικά με το μαχαίρι του τα σκοινιά που τον κρατάνε δεμένο και τον ανασηκώνει. Ένα αδύνατο βογγητό βγαίνει από το στόμα του πληγωμέvou. Μια θαμπή ελπίδα φτεροκοπάει στην ψυχή του παιδιού. - Γκάλεμ! του λέει κι η φωνή του τρέμει. Είμαι εγώ, ο Ταγκόρ, κοντά σου! Πες μου, τι συνέβη; Και, καθώς μιλάει, απλώνει το χέρι του να τραβήξει το μαντίλι να του ξεσκεπάσει το πρόσωπο. Έτσι ο πληγωμένος θα μπορέσει ν' αναπνεύσει καλύτερα, να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Όμως απότομα σταματάει. Όχι. Δεν έχει δικαίωμα. Δεν πρέπει να παραβιάσει το μυστικό που κρύβει τούτος ο άνθρωπος, σε μια στιγμή που εκείνος είναι ανίκανος να το προστατέψει. - Σε χτύπησαν, Γκάλεμ; ρωτάει. Εκείνος ανοίγει τα μάτια. Μέσα από τις δυο τρύπες του μαντιλιού, τα μάτια του φεγγοβολούν παράξενα και καρφώνονται πάνω στο παιδί. - Δεν είναι τίποτα, Ταγκόρ, ψιθυρίζει με σπασμένη φωνή. Κάποιος Εγγλέζος, όταν αρχίσατε την επίθεση, θέλησε να βγάλει το άχτι του σε μένα που ήμουν δεμένος και με πυροβόλησε. Μα θα περάσει. Πες μου. Νικήσαμε; - Ναι, Γκάλεμ. Τους διώξαμε απ' το τρένο. Νικήσαμε. - Εντάξει! Αυτό είναι που έχει ενδιαφέρον. Όλα τ' άλλα θα περάσουν...
Ένας ήρωας πεθαίνει
Μ
ΕΡΙΚΕΣ ώρες αργότερα ο Γκάλεμ, ελεύθερος πια αλλά βαριά τραυματισμένος, μεταφέρεται στην έπαυλη που μένει ο μαχαραγιάς Νιρούκτα. Τρεις από τους καλύτερους γιατρούς στέκουν πάνω από το κρεβάτι του πληγωμένου. Πριν λίγη ώρα έκαναν μια δύσκολη εγχείρηση. Έβγαλαν τη σφαίρα που είχε σφηνωθεί πλάι στην καρδιά του. Αλλά και πάλι η ζωή του Γκάλεμ κρέμεται σε μια κλωστή. Έχει χάσει πολύ αίμα και το βλήμα έχει κάνει σοβαρές ζημιές στο εσωτερικό του θώρακος. Ο Νιρούκτα στέκει πλάι στο προσκέφαλο του πληγωμένου και είναι χλομός και ακίνητος. Έξω από την κλειστή πόρτα της κάμαρας στέκουν γεμάτοι αγωνία ο Ταγκόρ κι η Ζανγκάρ. Τα δυο παιδιά νιώθουν την ψυχή τους βαριά από θλίψη και παρακαλούν το Θεό να βοηθήσει τον γενναίο τους φίλο να ξεφύγει το θάνατο. Όλοι όσοι βρίσκονται στην έπαυλη έχουν θλιμμένη έκφραση στα πρόσωπα. Μιλούν χαμηλόφωνα και κάθε τόσο, όταν βλέπουν κάποιον απ' τους γιατρούς να βγαίνει απ' την κάμαρα, τρέχουν και τον ρωτάνε. Οι γιατροί δεν λένε ψέματα. - Είναι πολύ σοβαρά. Ένα θαύμα μονάχα μπορεί να τον σώσει. Την άλλη μέρα το απόγευμα η κατάσταση χειροτερεύει. Ο Γκάλεμ καταλαβαίνει πως ζυγώνει το τέλος του. - Θέλω να μιλήσω του Ταγκόρ, λέει. Πριν πεθάνω θέλω να του μιλήσω. Το παιδί μπαίνει στην κάμαρα. Ο Γκάλεμ είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και το πρόσωπό του είναι πάντα σκεπασμένο με το μαντίλι του. Ούτε τούτες τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν αφήνει να του ξεσκεπάσουν το πρόσωπο. Ο Ταγκόρ πλησιάζει στο προσκέφαλό του και έχει δακρυσμένα μάτια.
78
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
- Δεν πρέπει να κλαις, Ταγκόρ, του λέει ο πληγωμένος που τον βλέπει. Η μοίρα του ανθρώπου αυτή είναι. Μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε. Είναι ευτυχισμένοι, όμως, εκείνοι που πεθαίνουν για την ιδέα της Ελευθερίας. Εγώ είμαι έτοιμος να παρουσιαστώ στο Θεό, αφού έκανα το χρέος μου σ' αυτόν τον κόσμο. Είμαι ευχαριστημένος, γιατί πρόφτασα να οργανώσω τους Ελεύθερους Ινδούς, που αργά ή γρήγορα θ' αποτινάξουν τον αγγλικό ζυγό και θα χαρούν ελεύθερη την πατρίδα τους. Η φωνή του είναι αδύνατη και κάθε τόσο σταματάει για να πάρει ανάσα. Είναι φανερό πως αγωνίζεται να συγκρατήσει τις δυνάμεις του. - Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, Ταγκόρ, λέει ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής. - Το έργο που αφήνω μισοτελειωμένο πρέπει να το αποτελειώσεις εσύ. Οι Ινδοί ξέρουν πόσο αξίζεις και τ' όνομά σου είναι σ' όλων τα στόματα. Σε καμαρώνουν για την παλικαριά σου και για την τόλμη σου. Ως αυτή τη στιγμή ήξεραν πως εγώ διηύθυνα τη μάχη εναντίον των Άγγλων. Τώρα πρέπει να μάθουν πως θα τη διευθύνεις εσύ. Όλα είναι έτοιμα. Σ' όλες τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις, οι πατριωτικές οργανώσεις έχουν το μυστικό στρατό τους και με το πρώτο σύνθημα η επανάσταση θα ξεσπάσει. Ο αγώνας είναι σκληρός, αλλά στο τέλος η νίκη θα είναι δική μας. Λοιπόν, μου υπόσχεσαι, Ταγκόρ, πως θα συνεχίσεις εσύ τη μεγάλη προσπάθεια που άρχισα; - Σου υπόσχομαι, Γκάλεμ! λέει το παιδί. - Σ' ευχαριστώ, Ταγκόρ. Ο μαχαραγιάς Νιρούκτα θα σε βοηθήσει. Μίλησα προηγουμένως μαζί του. Όπως μίλησα και με τους αξιωματικούς. Όλοι είναι σύμφωνοι. Όλοι σε αναγνωρίζουν από τώρα για αρχηγό. Αναστενάζει. - Έλα πιο κοντά μου, αγαπημένο μου γενναίο παιδί, λέει. Το Ελληνόπουλο σκύβει κοντά του κι εκείνος απλώνει το χέρι του που τρέμει και του χαϊδεύει τα μαλλιά. - Ήθελα να ζήσω να σε καμαρώσω, Ταγκόρ, συνεχίζει και η φωνή του μοιάζει σαν κλάμα. Μα άλλο είναι το θέλημα του Θεού... Το παιδί του φιλάει το χέρι με σεβασμό. - Δεν θα πεθάνεις, Γκάλεμ, του λέει. Οι Ινδίες σε χρειάζονται. Θα γίνεις καλά και θα αναλάβεις και πάλι την αρχηγία των Ελευθέρων Ινδών. - Ο αρχηγός των Ελευθέρων Ινδών είσαι εσύ, Ταγκόρ! αποκρίνεται εκείνος. Και σωπαίνει. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει βιαστικά. Μια ερώτηση ζεματάει τα χείλια του παιδιού. Μια ερώτηση που τον κρατάει τόσον καιρό σ' αγωνία. - Γκάλεμ! Μ' ακούς; ρωτάει. Ο πληγωμένος γυρίζει το σκεπασμένο πρόσωπό του προς το μέρος του. - Σ' ακούω, Ταγκόρ. - Ήθελα να μάθω, Γκάλεμ… Είναι κάτι που με βασανίζει πολύ αυτές τις τελευταίες μέρες. Μέσα στη σκηνή σου, στο δάσος με τα μπαμπού, βρίσκεται ένα άλμπουμ και μέσα στο άλμπουμ αυτό, ανάμεσα στις άλλες, υπάρχει και μια φωτογραφία με δυο ακροβάτες. Έναν άντρα και μια γυναίκα. Είναι ο πατέρας μου, ο Σάρτας και η μητέρα μου, που σκοτώθηκαν πριν από χρόνια σ' ένα δυστύχημα μέσα στο τσίρκο. Να με συγχωρείς που άνοιξα το άλμπουμ και βρήκα αυτή τη φωτογραφία. Μα, καθώς σε περίμενα προχτές, το ξεφύλλισα και την είδα. Ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω αν γνώριζες τους γονείς μου και πότε τους γνώρισες. Από την πρώτη στιγμή που μου μίλησες, η φωνή σου δεν μου φάνηκε άγνωστη. Ίσως λοιπόν με βοηθήσεις να θυμηθώ τώρα... Πίσω από τις δυο τρύπες του μαντιλιού τα μάτια του Γκάλεμ ανοιγοκλείνουν βιαστικά. - Έχεις ένα γράμμα στα χέρια σου, Ταγκόρ. Έτσι δεν είναι; - Ναι, έχω το γράμμα. Μου το έδωσε ένας από τους υπασπιστές σου... - Αν πεθάνω, θ' ανοίξεις αυτό το γράμμα τρεις μέρες μετά τον θάνατό μου. Όταν το διαβάσεις θα λυθούν οι απορίες σου...
79
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Με τα μάτια μουσκεμένα από τα δάκρυα, ξαναδιαβάζει απ΄ την αρχή πάλι την επιστολή. Το Ελληνόπουλο δεν τολμάει να ξαναρωτήσει. Μια παράξενη σιωπή απλώνεται μέσα στην κάμαρα. Ύστερα, ακούγεται πολύ αδύνατη αυτή τη φορά η φωνή του Γκάλεμ. - Δώσε μου το χέρι σου, Ταγκόρ. Η ώρα να σ' αποχαιρετήσω, έφτασε. Καλή τύχη, παιδί μου! Το παιδί του δίνει το χέρι και ξαφνικά νιώθει το κορμί του πληγωμένου να τινάζεται σαν να το χτύπησε κεραυνός. Ύστερα μένει ακίνητο. Οι γιατροί που βρίσκονται στην άλλη άκρη της κάμαρας, τρέχουν κοντά του. Ένας εξετάζει το σφυγμό του Γκάλεμ. - Πέθανε, κύριοι, λέει με φωνή θλιμμένη.
Η εκπληκτική αποκάλυψη
Τ
ΡΕΙΣ μέρες ύστερα από το θάνατο του Γκάλεμ, ο Ταγκόρ ανοίγει το γράμμα. Κάτι του λέει πως αυτή η επιστολή θα λύσει το μυστήριο που σκέπαζε τον γενναίο αυτόν άντρα. Και δεν έχει άδικο. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, πολλά πράγματα αρχίζουν να εξηγούνται. Όσο προχωρεί όμως στο διάβασμα, τόσο και περισσότερο νιώθει μια ασυγκράτητη θλίψη να του βαραίνει την καρδιά. Κι όταν τελειώνει, δεν μπορεί να συγκρατηθεί πια. Ξεσπάει σε λυγμούς... -Αχ, Θεέ μου, λέει ανάμεσα στα αναφιλητά του. Είναι απίστευτο! Είναι κάτι παραπάνω από απίστευτο! Κι ύστερα από λίγο, με μάτια μουσκεμένα από τα δάκρυα, ξαναδιαβάζει απ' την αρχή πάλι την επιστολή: «Αγαπητέ μου Ταγκόρ,
80
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Η ίδια η ζωή δημιουργεί πολλές φορές μερικά γεγονότα που φαίνονται απίστευτα και εντελώς απίθανα. Είναι πράγματα που η φαντασία και του πιο μεγάλου ακόμα μυθιστοριογράφου δεν τολμάει ποτέ να συλλάβει. Κάτι τέτοιο είναι και το περιστατικό που πρόκειται να σου διηγηθώ τώρα. Θυμάσαι το τσίρκο Πιεραντόνι: Ήσουν πολύ μικρός τότε, αλλά πρέπει να θυμάσαι τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Τον Παναγιώτη Σάρτα και τη Μαρία Σάρτα, τους δυο περίφημους ακροβάτες, που έκαναν τους θεατές να κρατάνε την αναπνοή τους, όταν εκτελούσαν το Πήδημα του Θανάτου. Θα θυμάσαι ακόμη και το τραγικό τέλος τους. Ένα βράδυ, όταν το ιπποδρόμιο ήταν γεμάτο από χιλιάδες κόσμο, έπεσαν και σκοτώθηκαν από ένα μεγάλο ύψος. Δηλαδή έτσι νόμισαν όλοι. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε σκοτωθεί μόνο η μητέρα σου. Ο πατέρας σου είχε σωθεί. Αλλά ήταν σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε χίλιες φορές προτιμότερος θα ήταν γι' αυτόν ο θάνατος. Πάλεψε με το χάρο πολλούς μήνες και, όταν επιτέλους συνήλθε και κατά τύχη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ανατρίχιασε. Το πρόσωπό του είχε γίνει απαίσιο. Αυτός ο άνθρωπος με το συμπαθητικό πρόσωπο, είχε μεταβληθεί σ' ένα φοβερό και αποκρουστικό τέρας. Ακόμα και οι γιατροί, που τον περιποιήθηκαν τόσο καιρό στο νοσοκομείο, δεν μπορούσαν να τον αντικρίσουν χωρίς να αισθανθούν μια δυνατή φρίκη. Τότε ο Παναγιώτης Σάρτας, αφού δε μπορούσε πια να εμφανιστεί ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, αποφάσισε να εξαφανιστεί. Παρακάλεσε τους γιατρούς να τον λυπηθούν και να διαδώσουν πως πέθανε. Και αυτοί δέχτηκαν να τον βοηθήσουν. Δεν ήθελε να τον βλέπουν σ' ένα τέτοιο κατάντημα. Και πολύ περισσότερο δεν ήθελε να τον δει το παιδί του. Ξεκίνησε τότε, γυρίζοντας από πολιτεία σε πολιτεία και από χωριό σε χωριό, και στο τέλος κατέληξε στο Κασμίρ. Ο μαχαραγιάς του τόπου αυτού ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά. Τον γνώρισες άλλωστε και συ τον Νιρούκτα και ξέρεις τα ευγενικά του αισθήματα. Ο Νιρούκτα, λοιπόν, πήρε στο ανάκτορό του τον Παναγιώτη τον Σάρτα και κουβέντιασε μαζί του. Φαίνεται ότι τον συμπάθησε, όταν άκουσε την τραγική του ιστορία, και δεν τον άφησε πια να φύγει από κοντά του. Από τότε ο Σάρτας φόρεσε ένα μαντίλι σαν προσωπίδα, που έκρυβε το παραμορφωμένο από το πέσιμο πρόσωπό του και πήρε το όνομα Γκάλεμ. Μ' αυτό το όνομα έμεινε πολλά χρόνια σύμβουλος του μαχαραγιά του Κασμίρ και, όταν οι Ινδίες άρχισαν να ξεσηκώνονται εναντίον των Άγγλων, ο Γκάλεμ ανέλαβε να οργανώσει τον μυστικό στρατό της ελευθερίας. Κατάλαβες τώρα ποιος είμαι. Είμαι ο πατέρας σου, Δημήτρη Σάρτα. Όταν ο Νιρούκτα σε βρήκε στη ζούγκλα και σ' έφερε μαζί του πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους, σε αναγνώρισα αμέσως κι ένιωσα μια μεγάλη ευτυχία να πλημμυρίζει την καρδιά μου. Αναγνώρισα σε σένα, που σε λέγανε τώρα Ταγκόρ, το αγαπημένο μου παιδί, αλλά δεν τόλμησα να σου πω την αλήθεια. Προτίμησα να υποφέρω παρά να σ' αφήσω να δεις το πρόσωπό μου. Ήθελα να θυμάσαι τον πατέρα σου όπως ήταν τότε, τα παλιά χρόνια, κι όχι όπως είναι σήμερα. Θ' ανατρίχιαζες σαν θα‘ βλεπες την απαίσια μορφή που έκρυβα κάτω από το μαντίλι. Απ' όλους εδώ, μονάχα ο Νιρούκτα γνωρίζει το μυστικό μου. Αυτός ξέρει πως είσαι ο γιος μου, ο Δημήτρης Σάρτας, και έχει μεγάλα όνειρα για σένα. Δεν ξέρω πόσο θα ζήσω ακόμα, Ταγκόρ. Αλλά κάποιο προαίσθημα υπάρχει μέσα μου, που μου λέει πως σύντομα θα πεθάνω. Πριν, λοιπόν, ξεκινήσω να συναντήσω την αγαπημένη μου μητέρα σου στους ουρανούς όπου βρίσκεται, αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα. Όταν το διαβάζεις, εγώ θα βρίσκομαι στον τάφο. Έτσι, όταν μάθεις πως είμαι ο πατέρας σου, δε θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου. Συγχώρεσέ μου αυτή την αδυναμία, αγαπημένο μου παιδί. Θέλω να με θυμάσαι πάντα όπως ήμουν τότε, όταν ζούσαμε στο τσίρκο κι οι τρεις. Εσύ, η μητέρα σου κι εγώ. Αυτό θα είναι το καλύτερο. Σε χαιρετώ, Ταγκόρ. Είμαι υπερήφανος για σένα και πεθαίνω ευχαριστημένος που σε είδα και σ' ένιωσα πάλι κοντά μου. Μην ξεχάσεις ποτέ ότι είσαι Έλληνας. Σ' αυτή τη χώρα που ζούμε εμείς σήμερα, πριν από δυο χιλιάδες και περισσότερα χρόνια, ζούσανε κι άλλοι Έλληνες. Ο Μέγας Αλέξανδρος κι οι στρατιώτες του. Χιλιάδες απ' τους στρατιώτες αυτούς εγκαταστάθηκαν εδώ, παντρεύτηκαν, πήραν Ινδές, έκαναν παιδιά και δημιούργησαν απογόνους. Ελληνικό αίμα τρέχει στις φλέβες των περισσοτέρων Ινδών. Και μη σου φαίνεται παράξενο, αν σου πω πως υπάρχουν ακόμα περιφέρειες ολάκερες, κοντά στην έρημο του Κόμπι, που μιλάνε πα-
81
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
ραφθαρμένα ελληνικά, τα ελληνικά του Μεγάλου Αλεξάνδρου (*). M’ αυτό θέλω να σου εξηγήσω πως δεν είμαστε ξένοι και γι’ αυτό ο αγώνας τους για την Ελευθερία πρέπει να μας συγκινεί. Θέλω, λοιπόν, να συνεχίσεις το έργο μου και να θεωρείς πάντα τον Νιρούκτα σαν ευεργέτη σου, όπως υπήρξε και δικός μου ευεργέτης. Η μητέρα σου κι εγώ θα σε παρακολουθούμε από τον ουρανό και θα βρισκόμαστε κοντά σου να σε οδηγούμε στο σωστό και τίμιο δρόμο. Ένα λεύκωμα με φωτογραφίες στη σκηνή μου στο δάσος με τα μπαμπού είναι η μόνη κληρονομιά που σου αφήνω. Δεν έχω τίποτ' άλλο. Γεια σου, αγαπημένο μου παιδί. Ο πατέρας σου: Παναγιώτης Σάρτας - Γκάλεμ.»
Ο αγώνας συνεχίζεται
Ο
Ι ΜΗΝΕΣ πέρασαν ο ένας μετά τον άλλο. Ο χρόνος επουλώνει και τις πιο βαθιές πληγές. Σιγά - σιγά, η μεγάλη θλίψη για το χαμό του πατέρα του, κατακάθισε στην ψυχή του παιδιού και, ακολουθώντας την τελευταία θέλησή του, ρίχνεται με καινούρια ορμή στον αγώνα για την απελευθέρωση. Ο θρυλικός Ταγκόρ, αρχηγός τώρα των Ελευθέρων Ινδών, έχοντας πάντα στο πλευρό του τον γίγαντα Μαλαμπάρ, γίνεται ο εφιάλτης των Άγγλων κατακτητών. Έχει καταντήσει ένας άνθρωπος - φάντασμα κι ενώ την μια μέρα τον αναζητούν στο Δελχί, εμφανίζεται ξαφνικά στο Τζάιπουρ. Κι όταν στέλνουν στο Τζάιπουρ να τον πιάσουν, τον βλέπουν στο Αλλαχάμπαντ καβάλα στο άσπρο άλογό του να επιτίθεται. Ταξιδεύει μυστικά από πόλη σε πόλη και μιλάει για την Ελευθερία που έρχεται, οργανώνει στρατό, μοιράζει όπλα, εκγυμνάζει στρατιώτες. Οι εξεγέρσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Ο πόλεμος εναντίον των Άγγλων δίνει και παίρνει μέσα στα χωριά και στις πόλεις. Η ύπαιθρος καίγεται από ενθουσιασμό. Μια κραυγή δονεί ολάκερη τη χώρα, από τη μια ως την άλλη της άκρη: - Ελευθερία ή θάνατος! Κάτω οι Άγγλοι! Ο Ταγκόρ έχει γίνει θρύλος και οι Ινδοί ορκίζονται στ' όνομά του. Όλοι έχουν μάθει τώρα πως ο Ταγκόρ είναι γιος του αλησμόνητου Γκάλεμ. Στο πρόσωπό του βλέπουν τον άνθρωπο που θα συντρίψει τον αγγλικό αποικιακό ζυγό, και τον ακολουθούν μ' ενθουσιασμό κι εμπιστοσύνη. Ο μαχαραγιάς Νιρούκτα τον καμαρώνει, αλλά τρέμει για τη ζωή του. - Πρόσεχε, παιδί μου! του λέει κάθε τόσο που έρχεται και τον βλέπει. Πρόσεχε, Ταγκόρ. Η ζωή σου είναι πολύτιμη για τις Ινδίες. Οι Ινδοί σε χρειάζονται. Το παιδί χαμογελάει. - Μη φοβάσαι, Μαχαραγιά! Θα είμαι ζωντανός και θα γιορτάσουμε μαζί την ελευθερία μας. Η γλυκιά μελαχρινή Ζανγκάρ τον λατρεύει κάθε μέρα και περισσότερο. - Δεν θ' αργήσουμε να παντρευτούμε, Ζανγκάρ, της λέει. Η ημέρα της νίκης είναι κοντά. Το Ελληνόπουλο κινείται κεραυνοβόλα και καταφέρνει ισχυρά χτυπήματα στους κατακτητές. Εξαφανίζεται για ένα - δυο μήνες και, ξαφνικά, φανερώνεται εκεί που δεν τον περιμένουν. Επικεφαλής των Ελευθέρων Ινδών μπαίνει στις πολιτείες, τσακίζει τις τοπικές αγγλικές φρουρές κι ύστερα χάνεται. Στο Δελχί, στην Καλκούτα, στη Βομβάη, στο Ραγκούν, στην Άγρα, στο Αλλαχάμπαντ, στο Τζάιπουρ, στη Λαχώρη, στο Μαντράς, συγκρούεται σε τακτικές μάχες με τον αγγλικό στρατό. Προξενεί καταστροφές, αιχμαλωτίζει, καίει στρατιωτικές εγκαταστάσεις και αεροδρόμια, ανατινάζει τρένα και κτίρια. Μεταφέρει με την παρουσία του την ελπίδα στους σκλαβωμένους και η φλόγα της Ελευθερίας όσο πάει και δυναμώνει στις ψυχές των Ινδών.
(*) Στις Ινδίες ακόμα και σήμερα μιλάνε για τον Μέγα Αλέξανδρο σαν ένα μυθικό πρόσωπο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Στα αρχαία ινδικά κείμενα όπως και στα σύγχρονα, ο Αλέξανδρος αναφέρεται με το όνομα Ισκαντάρ ο Γιονά, που θα πει ο Αλέξανδρος ο Λευκός ή ο Έλληνας.
82
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
O Ταγκόρ έχει γίνει θρύλος και οι Ινδοί ορκίζονται στο όνομά του. Ο Άγγλος Αντιβασιλέας μάταια από μέρα σε μέρα αυξάνει το ποσόν της επικήρυξης. Από 12 χιλιάδες ρουπίες έφτασε να προσφέρει τώρα 100 χιλιάδες για τη σύλληψη ή την κατάδοση του κρησφύγετου του Ταγκόρ. Αλλά κανείς δεν προδίδει. Το Ελληνόπουλο βρίσκεται παντού και πουθενά. Είναι ένα ασύλληπτο φάντασμα. Όλοι οι Ινδοί θεωρούν ιερό καθήκον τους να τον φυλάξουν απ' τις παγίδες και να τον προστατέψουν από τους Άγγλους, που τον καταδιώκουν και τον αναζητούν παντού. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι αφίσες με τη φωτογραφία του Ταγκόρ. Οι αφίσες τοιχοκολλούνται παντού και αναγγέλλουν ότι η Αγγλική Κυβέρνηση θα πληρώσει αμέσως μια ολάκερη περιουσία σ' εκείνον που θα βοηθήσει τις αρχές να πιάσουν το ατρόμητο παιδί. Το Ελληνόπουλο, όμως, δεν τα λογαριάζει όλα τούτα. Τις νύχτες, παρέα με τον Μαλαμπάρ, που είναι τώρα υπασπιστής του, διασχίζουν καβάλα στ' άλογά τους τους μεγάλους δρόμους και σκίζουν με τα σπαθιά τους τα χαρτιά. Δείχνουν μ' αυτό τον τρόπο πως γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις διαταγές του Αντιβασιλέα και τούτο ακριβώς είναι που κάνει τους Άγγλους να αφρίζουν από τη λύσσα τους... Ο Μαλαμπάρ, όμως, αυτές τις μέρες γίνεται ξαφνικά μελαγχολικός. - Τι έχεις; τον ρωτάει παραξενεμένος ο Ταγκόρ. - Θυμήθηκα τον… Μάξγουελ! απαντάει ο γίγαντας. - Κι επειδή τον θυμήθηκες μελαγχόλησες; Αυτό μου φαίνεται περίεργο! - Έμαθα, λέει ο Μαλαμπάρ, ότι έγινε από λοχαγός συνταγματάρχης και αρχίσανε να με τρώνε οι χούφτες μου. Τον έχω δείρει ως τα τώρα κάμποσες φορές, αλλά συνταγματάρχη δεν τον έδειρα ακόμα. Θέλω να του τις βρέξω και στον καινούριο του βαθμό... Το παιδί χαμογελάει. - Φύλαξε την όρεξή σου, Μαλαμπάρ! Θα έρθει κι η ώρα του Μάξγουελ.
83
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
- Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί! Ταγκόρ! Αναστενάζει ο γίγαντας.
Ο Αντιβασιλέας και ο Μάξγουελ
Ο
ΜΑΞΓΟΥΕΛ είναι πραγματικά κάμποσους μήνες συνταγματάρχης. Την προαγωγή την πήρε ύστερα από την επιχείρηση του «Πράσινου Αετού». Αλλά τώρα κινδυνεύει να ξαναγίνει πάλι... λοχαγός. Ο Αντιβασιλέας είναι πυρ και μανία εναντίον του. Κάθε μέρα τον φωνάζει στο γραφείο του και τον περνάει... γενεές δεκατέσσερις... - Είσαι εντελώς ανίκανος, συνταγματάρχα! του λέει. Ο Ταγκόρ με την παρέα του εξακολουθεί να μας ντροπιάζει. Ορίστε, διάβασε τούτο το καινούριο τηλεγράφημα. Αυτό το παλιόπαιδο έκανε πάλι την εμφάνισή του στο Μπεναρές! Επιτέθηκε πάλι εναντίον της φρουράς, την διασκόρπισε, απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους που κρατούσαμε και χάθηκε. - Θα πάω αμέσως στο Μπεναρές, Εξοχότατε! - Είσαι φελλός, Μάξγουελ! αγριεύει απότομα ο Αντιβασιλέας και βροντάει τη γροθιά του στο τραπέζι. Κατάλαβες; - Μάλιστα, Εξοχότατε! Κατάλαβα. - Όσο να φτάσεις εσύ στο Μπεναρές, αυτό το διαβολοελληνόπουλο θα είναι στο Δελχί ή δεν ξέρω πού αλλού! Η δουλειά σου είναι να προλαβαίνεις, όχι να τρέχεις το κατόπι του. - Σας δίνω το λόγο μου ότι αυτή τη φορά δεν θα μου ξεφύγει, Εξοχότατε. Θα τον φέρω ζωντανό ή πεθαμένο μπροστά σας τούτες τις μέρες. Ο Αντιβασιλέας κατσουφιάζει. - Βαρέθηκα να σ' ακούω, Μάξγουελ! λέει. Κάθε φορά μου δίνεις το λόγο σου και κάθε φορά βρίσκεις μια δικαιολογία. Πήγαινε! Ο συνταγματάρχης Μάξγουελ φεύγει σαν βρεγμένη γάτα από το ανάκτορο και επιστρέφει στο γραφείο του. Αρχίζει να πηγαινοέρχεται μόνος εκεί μέσα. Είναι η πρώτη φορά που το έχει πάρει κατάκαρδα. - Ακούς εκεί να με πει φελλό! Θα του αποδείξω, λοιπόν, εγώ ότι δεν είμαι! Και όχι μόνο αυτό! Αλλά σε λίγες μέρες θ' αναγκαστεί να μου ζητήσει συγνώμη και να με κάνει και στρατηγό!... Στέκει μπροστά στον καθρέφτη που έχει στο γραφείο του και φουσκώνει σαν διάνος. Καμαρώνει τον εαυτό του. - Λοιπόν, συνταγματάρχα Μάξγουελ, λέει, μιλώντας προς το είδωλό του που φαίνεται στον καθρέφτη. Αρκετά φόρεσες αυτή τη στολή! Καιρός είναι ν' αλλάξεις τ' αστέρια του συνταγματάρχη με τ' αστέρια του στρατηγού. Και θα τ' αλλάξεις! Σε συγχαίρω από τώρα, στρατηγέ Μάξγουελ! Αφήνει ευχαριστημένος τον καθρέφτη και πηγαίνει σε μια διπλανή κάμαρα. Εδώ έχει λογής - λογής κοστούμια και διάφορες πλαστικές ύλες, τις οποίες χρησιμοποιεί, όταν θέλει να κυκλοφορήσει αγνώριστος έξω στους δρόμους. Βγάζει τα στρατιωτικά ρούχα και αρχίζει να μεταμορφώνεται γοργά. Σε λίγο ο συνταγματάρχης Μάξγουελ δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται ένας κακομούτσουνος Ινδός με σαρίκι και κοντή ρόμπα. Κάτω από τη ρόμπα κρύβει δυο εννιάσφαιρα ημιαυτόματα περίστροφα, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και βγαίνει έξω. Στο προαύλιο ο λοχίας, που τον έχει δει πολλές φορές να μεταμφιέζεται, τον αναγνωρίζει. - Φεύγετε, κύριε συνταγματάρχη; ρωτάει. - Ναι, φεύγω. - Μόνος; - Μόνος. Αλλά όταν γυρίσω θα έχω μαζί μου και κάποιον άλλον χειροπόδαρα δεμένο. - Τον Ταγκόρ; - Ναι. Τον Ταγκόρ! Αυτή τη φορά δεν θέλω να με βοηθήσει κανείς. Θα συλλάβω μονάχος μου αυτό
84
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
το βρομόπαιδο. Και απομακρύνεται με γοργό βήμα. Ο λοχίας, που τον βλέπει να βγαίνει από την πόρτα και να χάνεται στο μεγάλο δρόμο, αναστενάζει. - Πάλι θα έχω ολονύχτια υπηρεσία απόψε! λέει. Πρέπει να ετοιμάσω ένα καμινέτο και μια κατσαρόλα με καυτό νερό για κομπρέσες. Προβλέπω ότι όταν γυρίσει η μύτη του θα είναι πάλι πρησμένη σαν μελιτζάνα, όπως κάθε φορά που... συλλαμβάνει τον Ταγκόρ!
Οι κομπρέσες του Άγγλου
Ο
ΜΑΞΓΟΥΕΛ, όμως, έχει τις πληροφορίες του. Ένας από τους πληροφοριοδότες του τον έχει ειδοποιήσει ότι ένας γιγαντόσωμος άνδρας κι ένα παιδί εμφανίζονται στην ταβέρνα «Το τζαμί» κάθε τόσο και συναντούν διάφορα άτομα, που φροντίζουν να φτάνουν εκεί με κρυμμένα πρόσωπα τη νύχτα. - Ο μεγαλόσωμος άντρας δεν ξέρω ποιος είναι, του λέει ο πληροφοριοδότης. Αλλά για το παιδί είμαι σχεδόν βέβαιος ότι πρόκειται για τον Ταγκόρ. Έρχεται κάθε τόσο και δίνει οδηγίες, φαίνεται, στους συνωμότες. Αν έστελνες μια περίπολο να περικυκλώσει την ταβέρνα, ίσως τον έπιανες μια απ' αυτές τις νύχτες. - Δεν έχω ανάγκη από τη βοήθεια κανενός! λέει ο Μάξγουελ. Αυτό έλειπε τώρα να κινητοποιήσουμε καμιά μεραρχία, για να πιάσουμε αυτό το... μωρό! Θα τον συλλάβω μονάχος μου... Από νωρίς, λοιπόν, έχοντας αυτό το σχέδιο στο μυαλό του, ο Άγγλος συνταγματάρχης, μεταμφιεσμένος καθώς είναι, αρχίζει να τριγυρίζει στους δρόμους που φέρνουν σ' αυτή την ταβέρνα. Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να τον υποψιαστεί μ' αυτή την εμφάνιση και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως κάτω από τα φτωχικά ρούχα του Ινδού κρύβεται ο φοβερός και τρομερός Μάξγουελ. - Κι αν δεν έρθει σήμερα αυτό το βρομόπαιδο, θα έρθει αύριο. Κι αν δεν έρθει αύριο, θα έρθει μεθαύριο. Είμαι αποφασισμένος να περιμένω ένα χρόνο εδώ... Αλλά δε θα μου ξεφύγει! Είναι, όμως, τυχερός, φαίνεται, ο Μάξγουελ, γιατί αργά το βράδυ, βλέπει δυο καβαλάρηδες να ξεπεζεύουν έξω από «Το τζαμί» και να μπαίνουν μέσα. Ο ένας είναι ο γιγαντόσωμος Μαλαμπάρ και ο άλλος είναι ο Ταγκόρ! Δεν γελιέται. Αυτούς τους δυο πιο θανάσιμους εχθρούς του μπορεί να τους αναγνωρίσει ανάμεσα σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. - Τώρα σας έχω στο χέρι! λέει και χαμογελάει κάτω από τα ψεύτικα μουστάκια και γένια που φοράει. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια! Αύριο το πρωί ο Αντιβασιλέας θα καταλάβει πως δεν είμαι... φελλός! Ο δρόμος είναι έρημος, αλλά στην ταβέρνα υπάρχουν μερικοί που πίνουν κρασί και κουβεντιάζουν. Έχουν τα ποτήρια μπροστά τους και μιλάνε μεγαλόφωνα και λένε το ένα και τ' άλλο. Ο Μάξγουελ παραπατώντας για να δείξει μ' αυτό τον τρόπο ότι είναι μεθυσμένος, μπαίνει στο «Τζαμί» και κανείς δεν τον προσέχει. Παραγγέλνει κάτι και κάθεται σ' ένα γωνιακό τραπέζι που βρίσκεται κάπως στη σκιά. Από εδώ μπορεί να παρακολουθεί κάθε κίνηση χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Ο ταβερνιάρης που τον σερβίρει προσέχει μόνο πως τούτο το πρόσωπο του είναι εντελώς άγνωστο. - Είσαι ξένος; τον ρωτάει. Δεν σ' έχω ξαναδεί άλλη φορά στο μαγαζί μου. - Είμαι περαστικός από εδώ, λέει εκείνος. Έρχομαι από το Σάρκτο. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ' ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται στον παρακάτω δρόμο κι ήρθα να πιω ένα ποτήρι. Έχω λεφτά. Δεν πιστεύω να φοβάσαι πως δε θα σε πληρώσω. Ο ταβερνιάρης χαμογελάει. - Εντάξει, πατριώτη! του λέει. Δεν είπαμε και να σου κακοφανεί! Και ξαναγυρίζει στη θέση του ανύποπτος, χωρίς να δώσει περισσότερη σημασία στον καινούριο του πελάτη. Ο Μάξγουελ, όμως, κάνει τώρα μια χαρά τη δουλειά του. Βλέπει τον Μαλαμπάρ σ' ένα
85
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
τραπέζι που πίνει με μια παρέα και διηγείται μεγαλόφωνα διάφορες ιστορίες. Οι άλλοι τον ακούνε και γελάνε. Πιο εκεί ξεχωρίζει τον Ταγκόρ. Το παιδί μιλάει χαμηλόφωνα με τρεις Ινδούς και εκείνοι φαίνονται να παρακολουθούν με προσοχή τα λόγια του. - Θα έδινα χίλιες ρουπίες, για ν' ακούσω τι τους λέει αυτό το μωρό! μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του ο Άγγλος. Κάτι σοβαρό πρέπει να τους λέει για να τον ακούνε τόσο προσεχτικά. Αφήνει να περάσει λίγη ώρα. Ύστερα λογαριάζει να ενεργήσει κεραυνοβόλα. Κρατώντας και τα δυο περίστροφα στα χέρια θα επιτεθεί και τότε όποιος θέλει ας μην παραδοθεί! Αλλά, σ' αυτό το μεταξύ, κάτι γίνεται που του ανατρέπει τα σχέδια και αναγκάζεται ν' αλλάξει τρόπο ενέργειας. Ο Μαλαμπάρ, που έχει έρθει στο κέφι και ρίχνει απευθείας με την κανάτα, χωρίς να χρησιμοποιεί ποτήρι, το κρασί στο στομάχι του, δίνει διαταγή στον ταβερνιάρη να κεράσει όλους όσους βρίσκονται μέσα στο «Τζαμί» για λογαριασμό του. - Απόψε κερνάω όλο τον κόσμο! λέει ο γίγαντας. Όλοι θα πιούνε εις υγείαν των Ελευθέρων Ινδών και του φίλου μου του Ταγκόρ! Όποιος δεν πιει θα του κόψω τα πόδια! Όλοι γελάνε, εκτός απ' τον Μάξγουελ. Ε! Όχι και ως εκεί! Να καταντήσει να πιει και εις υγείαν του Ταγκόρ! Αυτό πάει πολύ. Η αξιοπρέπειά του ως συνταγματάρχη δεν του το επιτρέπει. Αλλά ο ταβερνιάρης έχει φέρει κιόλας μπροστά του ένα γεμάτο ποτήρι και ο Μαλαμπάρ σηκώνει την κανάτα και δίνει το σύνθημα. - Όλοι όρθιοι και όπως είπαμε! φωνάζει. Όλοι σηκώνονται, κρατώντας τα ποτήρια στα χέρια τους κι ετοιμάζονται να πιουν, αλλά δεν προφταίνουν. Μια άγρια μεταλλική φωνή γεμίζει την ταβέρνα. - Όλοι τα χέρια ψηλά και ακίνητοι! Όποιος θα δοκιμάσει να παρακούσει, θα πέσει αμέσως νεκρός μ' ένα καυτό μολύβι στην καρδιά. Μιλάω σοβαρά και δεν αστειεύομαι... Ξαφνιασμένοι γυρίζουν προς το μέρος από όπου έρχεται η φωνή και καθώς βλέπουν τον κακομούτσουνο Ινδό να κρατάει τα δυο πιστόλια στα χέρια και να τους σημαδεύει, παγώνουν. Ο Ταγκόρ, που, απορροφημένος απ' τη συζήτηση που κάνει, δεν έχει προσέξει τι ακριβώς έχει συμβεί, τινάζεται όρθιος και δοκιμάζει να βγάλει το περίστροφό του. - Πάνω τα χέρια, Ταγκόρ! ακούγεται πάλι η φωνή. Μην κάνεις τον έξυπνο! Αυτή τη φορά σταματήσανε τ' αστεία! Ο Ταγκόρ, σηκώνει τα χέρια, αλλά το μυαλό του δουλεύει γοργά. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ν' αχρηστεύσουν αυτά τα δυο πιστόλια. Όλοι σηκώνουν τα χέρια εκτός από τον Μαλαμπάρ. Ο γίγαντας μοιάζει σαν να δέχτηκε ένα κεραυνοβόλο χτύπημα και μένει ασάλευτος. - Η φάτσα σου μου είναι άγνωστη! γρυλλίζει κοιτάζοντας άγρια τον Άγγλο. Μα η φωνή σου είναι η φωνή ενός παλιού μου φίλου. Του λοχαγού Μάξγουελ! - Είμαι συνταγματάρχης τώρα, Μαλαμπάρ! αποκρίνεται φουσκώνοντας από μια ασυγκράτητη υπερηφάνεια εκείνος. - Είμαι ευτυχής, Μάξγουελ! λέει ο γίγαντας. Ανέκαθεν το όνειρό μου ήταν να δείρω έναν συνταγματάρχη του αγγλικού στρατού! - Σκασμός! αγριεύει ο Άγγλος. Βούλωσε το στόμα σου και σήκωσε τα χέρια ψηλά κτήνος! Εγώ διατάζω εδώ μέσα! Ο Μαλαμπάρ γίνεται ξαφνικά φρόνιμος και σηκώνει τα χέρια. Καθώς σηκώνει όμως τις χερούκλες του τα δάχτυλά του διπλώνονται γύρω στο φανάρι που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του στο ταβάνι και με μια σβέλτη κίνηση το τραβάει και το ξεκολλάει από τη θέση του. Ακούγονται τζάμια που σπάνε και γίνεται πηχτό σκοτάδι. Ο Μάξγουελ βλαστημάει και δυο γλώσσες φωτιάς βγαίνουν από τις κάννες των πιστολιών του προς την κατεύθυνση, όπου πριν ένα λεπτό στεκόταν ο γίγαντας. Οι σφαίρες τρυπούν τον αέρα, γιατί ο Μαλαμπάρ έχει σαλτάρει πλάγια. Την ίδια στιγμή ακούγεται η φωνή του Ταγκόρ. - Μην τον αφήσεις να φύγει, Μαλαμπάρ!
86
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Ο Άγγλος δέχεται δυο σφαίρες στα χέρια και τα σιδερικά που κρατάει πέφτουν στο πάτωμα. - Μείνε ήσυχος, μικρέ! Δεν θα ξεφύγει! απαντάει εκείνος. Δυο γλώσσες φωτιάς βγαίνουν πάλι απ' τα πιστόλια του Μάξγουελ. Μα αυτό περιμένει και το παιδί. Αμέσως στέλνει την απάντηση, με το περίστροφό του. O Άγγλος δέχεται δυο σφαίρες στα χέρια και τα σιδερικά που κρατάει πέφτουν στο πάτωμα. - Τον κρατάω! φωνάζει ο γίγαντας. Ανάψτε το φως. Ανάβουν ένα άλλο φανάρι και γίνεται φως. Ο Μαλαμπάρ σέρνει στη μέση του μαγαζιού τον Μάξγουελ. Είναι αξιοθρήνητος. Η μισή ψεύτικη γενειάδα έχει ξεκολλήσει από το πρόσωπό του και η άλλη μισή κρέμεται κάτω από το σαγόνι του. Τα ψεύτικα μουστάκια του έχουνε περπατήσει κι έχουνε πάει στα φρύδια του. Η μύτη του έχει γίνει σαν μελιτζάνα απ’ τις γροθιές του γίγαντα. Μόλις σέρνεται στα πόδια του. - Σου είχα πει πως θα σε δείρω, Μάξγουελ! του λέει ο γίγαντας, καθώς προσπαθεί να τον κρατήσει όρθιο. Και δεν το πίστευες! Άλλη φορά να ξέρεις πως κρατάω το λόγο μου. -Δέστε τον! διατάζει ο Ταγκόρ. Φορτώστε τον σ’ ένα γαϊδούρι και στείλτε τον στον Αντιβασιλέα να καμαρώσει τα μούτρα του… - Τι; θα τον αφήσουμε ζωντανό; ρωτάει κάποιος. - Δε χρειάζεται να πάθει περισσότερα! λέει ο Ταγκόρ. Έτσι που τον κατάντησε ο Μαλαμπάρ θα μείνει πάνω από δυο μήνες στο κρεβάτι. Κάνετε ό,τι σας λέω. Κι ύστερα από λίγο, όταν έχουν φορτώσει τον λιποθυμισμένο Μάξγουελ σ' ένα γαϊδούρι, που φεύγει και κατηφορίζει τρέχοντας προς το κέντρο της πόλης, το παιδί γυρίζει στους τρεις Ινδούς που μιλούσε προηγουμένως. - Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι; Σε δυο μέρες. -Σύμφωνοι, σε δυο μέρες! απαντούν αυτοί.
87
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
- Κλείστε το μαγαζί και σκορπιστείτε τώρα. Δεν είναι απίθανο να έρθουν οι Εγγλέζοι να κάνουν επίσκεψη. Έξω από την ταβέρνα περιμένουν τα δυο άλογα. Ο Ταγκόρ κι ο Μαλαμπάρ σαλτάρουν επάνω τους και ξεκινούν καλπάζοντας μέσα στη νύχτα. Την ίδια πάνω κάτω ώρα ο Μάξγουελ που έχει συνέλθει στο μεταξύ φτάνει καβάλα στο γαϊδούρι έξω από τους στρατώνες όπου βρίσκεται το γραφείο του. - Λοχία! φωνάζει άγρια. Ο λοχίας τρέχει κοντά του και, καθώς βλέπει τα απερίγραπτα χάλια του, χλομιάζει. Δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει μ' αυτά που βλέπει. - Συνέβη τίποτα άσχημο στον κ. συνταγματάρχη; ρωτάει. - Όχι. Δε συνέβη τίποτα. Ετοίμασε μονάχα ζεστό νερό, γιατί πρέπει να βάλω κάμποσες κομπρέσες στη μύτη μου απόψε. - Είναι έτοιμες οι κομπρέσες, συνταγματάρχη μου! αποκρίνεται αυτός και χαμογελάει πονηρά. Τα είχα έτοιμα όλα από νωρίς και σας περίμενα...
Ελευθερία ή Θάνατος
Υ
ΣΤΕΡΑ από δυο μέρες, ξέσπασε η μεγάλη εξέγερση του Δελχί. Πριν ξημερώσει, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ταγκόρ, οπλισμένες ομάδες από Ινδούς στρατιώτες ξεχύνονται από διάφορα σημεία της μεγάλης πολιτείας στους δρόμους με κραυγές: - Ελευθερία ή Θάνατος! - Κάτω οι Άγγλοι! - Δεν θέλουμε πια να είμαστε αποικία! - Αυτοδιοίκηση! Ανεξαρτησία!... Οι ισχυρές δυνάμεις, όμως, του Αγγλικού στρατού, που βρίσκονται όλες αυτές τις μέρες σ' επιφυλακή, κρατούν τα επίκαιρα σημεία και απαγορεύουν την κάθοδο των ενόπλων προς το κέντρο της πρωτεύουσας. Σημειώνονται οι πρώτες συγκρούσεις και από τη στιγμή εκείνη ο αέρας γεμίζει από βροντές. Τα πολυβόλα και τα αυτόματα σκορπίζουν το θάνατο κι από τις δυο πλευρές. Τα μαγαζιά δεν ανοίγουν και τα γυναικόπαιδα, κλεισμένα μέσα στα σπίτια, περιμένουν με αγωνία την έκβαση του αγώνα που άρχισε. Οι δρόμοι, όπου δεν γίνονται μάχες, είναι έρημοι και πολλά από τα δημόσια κτίρια καίγονται. Τεράστιες φλόγες και μεγάλα σύννεφα μαύρου καπνού σκεπάζουν την πολιτεία. Ο δαίμονας της καταστροφής και του θανάτου φτερουγίζει πάνω από την ινδική πρωτεύουσα. Κατά το μεσημέρι, η νίκη φαίνεται ότι κλίνει προς το μέρος των Άγγλων. Οι επαναστάτες αρχίζουν να λυγίζουν. Και τότε απ' το δημόσιο δρόμο έρχονται καλπάζοντας οι Ελεύθεροι Ινδοί. Είναι χίλιοι καβαλάρηδες οπλισμένοι ως τα δόντια με επικεφαλής τον Ταγκόρ και τον Μαλαμπάρ, αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν... - Εμπρός, λεβέντες! φωνάζει το ηρωικό παιδί. Αρχίζει η μάχη! Είναι ένας πραγματικός σίφουνας. Ένα ασυγκράτητο ανθρώπινο ποτάμι που δεν μπορεί τίποτα να το σταματήσει. Τα αγγλικά τανκς, που προσπαθούν να τους κόψουν το δρόμο, κυριεύονται το ένα ύστερα από το άλλο και χρησιμοποιούνται τώρα απ' τους επαναστάτες. Οι νεκροί γεμίζουν τις μεγάλες πλατείες και τους δρόμους. Τα βογγητά των πληγωμένων ακούγονται παντού. Οι σφαίρες πηγαινοέρχονται σαν χιλιάδες σφήκες στον αέρα και σφυρίζουν απαίσια, σκορπίζοντας το θάνατο. Το απόγευμα οι Άγγλοι αρχίζουν να υποχωρούν προς τα γύρω υψώματα. Στο ανάκτορο του Αντιβασιλέα σηκώνουν άσπρη σημαία. Οι Ινδοί πατριώτες, που το έχουν κυκλώσει απ' όλες τις πλευρές, ζητούν να το πυρπολήσουν. - Όχι! φωνάζει ο Ταγκόρ, όρθιος πάνω στο κάτασπρο άλογό του. Θα υπαγορεύσουμε τους όρους μας! Δε βλέπετε τη λευκή σημαία; Κάνουμε έναν τίμιο πόλεμο και είμαστε υποχρεωμένοι να σεβα-
88
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
στούμε τον αντίπαλο που ζητάει ανακωχή! Η αυστηρή φωνή του παιδιού συνεφέρνει τους πιο ευέξαπτους και γίνεται ησυχία. Εκείνοι που ζητούν να βάλουν φωτιά στο ανάκτορο καταλαβαίνουν πως ο νεαρός αρχηγός τους που τους μιλάει έτσι έχει δίκιο. - Μαλαμπάρ! διατάζει ο Ταγκόρ. Φέρε τον Δάσκαλο. Ο γίγαντας που βρίσκεται πάντα κοντά στο Ελληνόπουλο απομακρύνεται και επιστρέφει ύστερα από λίγο. Δίπλα του, πάνω σ' ένα ήμερο άλογο, βρίσκεται ο μεγάλος Γκάντι. Ο φιλόσοφος και πρώτος ηγέτης της Ινδικής επανάστασης. Τα πλήθη αναγνωρίζουν τον λιγνό αυτό γεροντάκο με το ξυρισμένο κρανίο και τα χοντρά μυωπικά γυαλιά στα μάτια και ξεσπούν σε ζητωκραυγές. Ο Γκάντι συγκινημένος κουνάει τα χέρια και χαιρετάει με το ήρεμο χαμόγελό του... - Ο σεβαστός σε όλους μας Γκάντι, φωνάζει ο Ταγκόρ, θ' ανέβει στο ανάκτορο ως αντιπρόσωπος και θα μιλήσει με τον Αντιβασιλέα. Θα του αναπτύξει τους όρους μας και θα του πει πως ζητούμε την ανεξαρτησία μας. Από την απάντηση που θα του δώσει θα εξαρτηθεί αν θα συνεχίσουμε τη μάχη ή θα διακόψουμε τον αγώνα. Δέχεστε; - Δεχόμαστε! Δεχόμαστε! είναι η απάντηση. Τότε ο Ταγκόρ συνοδεύει ως την πόρτα του ανακτόρου τον Γκάντι, τον βοηθάει να ξεπεζέψει από το άλογο και του σφίγγει το χέρι. Ο φιλόσοφος μαζί με δυο αξιωματικούς των Ελευθέρων Ινδών ανεβαίνει τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες και περνάει την κεντρική πόρτα του μεγάρου... Μια ολάκερη ώρα περνάει σε μια αγωνιώδη αναμονή. Τα πλήθη που περιμένουν συγκεντρωμένα έξω από το ανάκτορο του Αντιβασιλέα των Ινδιών αρχίζουν να αδημονούν. Πολλοί φοβούνται ότι οι Άγγλοι έστησαν παγίδα, σηκώνοντας άσπρη σημαία και παίρνοντας κοντά τους τον Γκάντι, για να τον έχουν αιχμάλωτο και όμηρο. Ο Μαλαμπάρ έχει γίνει πολύ νευρικός. Κι ο ίδιος ο Ταγκόρ αρχίζει τώρα ν’ ανησυχεί. Όμως ξαφνικά γίνεται μια νεκρική σιγή. Οι μεγάλες μπαλκονόπορτες του ανακτόρου ανοίγουν και εμφανίζεται ο Γκάντι. Πλάι του χλομός στέκει ο Αντιβασιλέας. Ζητωκραυγές δονούν τον αέρα. Κι όταν επιτέλους ξαναγίνεται ησυχία, ακούγεται σοβαρά και επίσημα η φωνή του μεγάλου ηγέτη: - Συμπατριώτες! Ο Αντιβασιλέας δέχτηκε τους όρους μας. Μέσα σε διάστημα λιγότερο από δυο μήνες οι Ινδίες θα είναι ανεξάρτητες. Ο αποικιακός ζυγός καταργείται και θα είμαστε ελεύθεροι να διευθύνουμε όπως εμείς θέλουμε τις τύχες μας. Ο Αντιβασιλέας επικοινώνησε με το Λονδίνο και έχει καταρχήν την έγκριση της Αγγλικής Κυβέρνησης. Το πλήθος ξεσπάει σε νέες ζητωκραυγές κι ένας ασυγκράτητος ενθουσιασμός απλώνεται σ' όλη την πόλη, καθώς από στόμα σε στόμα μεταδίδεται η είδηση. Ο λαός μαζί με τους πατριώτες πολεμιστές και τους Ελεύθερους Ινδούς αποθεώνουν τον Γκάντι και τον Ταγκόρ. - Επιτέλους, κερδίσαμε! λέει ο Μαλαμπάρ. - Είναι το πρώτο βήμα προς τη νίκη, συμφωνεί ο Ταγκόρ. Όμως θα βρισκόμαστε πάντα σε επιφυλακή για κάθε ενδεχόμενο. Οι Εγγλέζοι ξεχνούν πολλές φορές τις υποσχέσεις τους. Όλη την υπόλοιπη μέρα οι Ινδοί πανηγυρίζουν και τη νύχτα το Ελληνόπουλο με τους Ελεύθερους Ινδούς ξαναγυρίζουν στο στρατόπεδό τους, στο δάσος με τα μπαμπού. - Και τώρα καιρός να ειδοποιήσουμε τον μαχαραγιά Νιρούκτα, λέει το παιδί, για τη νίκη μας. Θα πάμε παρέα, Μαλαμπάρ, να τον δούμε...
Στα χέρια του Ναντίρ - Χο
Ο
ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ, όμως, και η μελαχρινή Ζανγκάρ, η όμορφη κόρη του και αρραβωνιαστικιά του θρυλικού Ταγκόρ, δεν είναι πια στη βίλα τους. Ο σατανικός αρχηγός των Τεγκ, ο αιμοβόρος Ναντίρ - Χο, που ονειρεύεται πάντα να κάνει δικό του το χρυσάφι του Νιρούκτα, τους έχει στα χέρια του.
89
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Την ίδια μέρα που η μάχη έχει φουντώσει στο Δελχί, ο Ναντίρ - Χο, και οι συμμορίτες του, ξέροντας πως ο Ταγκόρ και ο Μαλαμπάρ βρίσκονται μακριά, περικυκλώνουν την ερημική έπαυλη και εξοντώνουν ύπουλα τη φρουρά της. Ύστερα, αιχμαλωτίζουν τον Νιρούκτα και την Ζανγκάρ, τους φορτώνουν στα άλογα και καλπάζοντας εξαφανίζονται... Και τώρα οι δυο αιχμάλωτοι, πατέρας και κόρη, βρίσκονται δεμένοι χειροπόδαρα σ' ένα σκοτεινό και υγρό υπόγειο της συμμορίας, στη μικρή πόλη Άρντεκ. - Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, λέει χαμογελώντας κοροϊδευτικά ο Ναντίρ - Χο στο κορίτσι, σ’ είχα αφήσει στο κλουβί ενός λιονταριού. Μα εσύ κι η παρέα σου, ο Ταγκόρ, καταφέρατε να ξεφύγετε. Ήταν το τελευταίο κόλπο σας. Τώρα κανείς δεν θα μπορέσει πια να σας πάρει ζωντανούς από τα χέρια μου… - Τι ζητάς από μας πάλι, ληστή; τον ρωτάει ο Νιρούκτα. Ο συμμορίτης σουφρώνει τα φρύδια του και μια αστραπή λύσσας περνάει από τα σκούρα μάτια του. Σηκώνει το χέρι να χτυπήσει τον μαχαραγιά, μα συγκρατείται. Ξέρει πως το συμφέρον του είναι να μην εκτραχύνει τα πράγματα. Προσποιείται λοιπόν τον αδιάφορο και εξακολουθεί να χαμογελάει. - Αυτό νομίζω πως το ξέρεις, Νιρούκτα! Έχουμε κουβεντιάσει για το ίδιο ζήτημα πολλές φορές. Θέλω να μάθω πού βρίσκεται εκείνο το σεντούκι με το χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες, που έχεις κρυμμένο στη ζούγκλα. - Αυτό δε θα το μάθεις ποτέ! φωνάζει το κορίτσι. - Εσύ να μη μιλάς, όταν κουβεντιάζουν οι άντρες! την κόβει άγρια ο Ναντίρ. Ύστερα γυρίζει πάλι στον Νιρούκτα. - Σκέφτομαι, μαχαραγιά, συνεχίζει, να κάνω ένα ταξιδάκι ως την Αμερική και τα χρυσαφικά μου χρειάζονται. Μου είπανε πως εκεί όποιος έχει λεφτά ζει καλά. Αν μου αρέσει, μπορεί να εγκατασταθώ μονίμως στη Νέα Υόρκη ή σε καμιά άλλη απ' τις πολιτείες και δεν θα με ξαναβρείς στο δρόμο σου. Αναστενάζει. - Βλέπεις πως σου ανοίγω την καρδιά μου και σου λέω όλα μου τα σχέδια. Κι εσύ, λοιπόν, πρέπει να φανείς εντάξει απέναντί μου. Πες μου πού έχεις κρυμμένο το χρυσάφι και τα διαμάντια και ύστερα δεν θα έχεις να φοβηθείς τίποτα. Κάποτε ήθελα να πάρω τη θέση σου και να γίνω μαχαραγιάς του Κασμίρ, κι ήταν μια ευκαιρία για μένα, τώρα που σε κυνηγάνε οι Εγγλέζοι. Μα δεν ενδιαφέρομαι πια για τέτοια πράγματα. Όπως δεν σου ζητάω πια την κόρη σου για γυναίκα μου, αφού ξέρω πως αγαπάει εκείνο το παλιόπαιδο, τον Ταγκόρ. - Αυτό το παλιόπαιδο, όμως, όπως το λες εσύ, πολεμάει τώρα για την ελευθερία της πατρίδας μας! φωνάζει το κορίτσι. Πολεμάει παλικαρίσια και δεν τα βάζει με γέρους και γυναίκες, όπως οι Τεγκ. Ο Ναντίρ - Χο ξινίζει τα μούτρα του και δαγκώνει τα χείλια. - Έχεις μεγάλη γλώσσα, Ζανγκάρ, και θα μετανιώσεις! της λέει. - Ζανγκάρ! τη μαλώνει κι ο πατέρας της που φοβάται για τη ζωή της. - Λοιπόν, τι λες; ρωτάει ο ληστής. Σε προειδοποιώ πως, αν αρνηθείς να μου αποκαλύψεις που έχεις κρυμμένο το θησαυρό, θα πεθάνει η όμορφη κόρη σου! Θα στενοχωρηθείς, φυσικά, που θα την βλέπεις μπροστά σου να σπαράζει, καθώς θα τη βασανίζουν. Μα δε θα φταίω εγώ. Λοιπόν θα μιλήσεις; - Μη μιλήσεις, πατέρα! Το χρυσάφι και τα διαμάντια ανήκουν στην πατρίδα μας. Μ' αυτά αγοράζουμε όπλα και πυρομαχικά, για να πολεμήσουμε τους Άγγλους! Δεν έχεις δικαίωμα να τα παραδώσεις σ' αυτόν τον ληστή! Ο Ναντίρ χαμογελάει απαίσια. Τα μάτια του στενεύουν και αστράφτουν γεμάτα απειλή. - Είσαι η πιο κουτή γυναίκα του κόσμου, Ζανγκάρ! της λέει. Προτιμάς λοιπόν να σε κρεμάσουν σ' ένα τσιγκέλι και να σε γδάρουν ζωντανή; Αν είναι έτσι, δεν έχω αντίρρηση.
90
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Kαθώς ξεπεζεύουν έξω από την έπαυλη του Νιρούκτα, ο Μαλαμπάρ κι ο Ταγκόρ νιώθουν ένα χέρι να τους σφίγγει τη καρδιά. Χτυπάει τα χέρια του. Δυο μεγαλόσωμοι Τεγκ, γυμνοί ως τη μέση, μπαίνουν στο υπόγειο, κρατώντας δυο γυμνά κοφτερά σπαθιά στα χέρια τους. - Η μικρή είναι λίγο πεισματάρα! τους λέει. Θέλω να την περιποιηθείτε όπως της αξίζει. Εμπρός! Το κορίτσι νιώθει μια φοβερή παγωνιά σ' όλάκερο το κορμί της, καθώς βλέπει τους δυο δήμιους να την πλησιάζουν. - Μια στιγμή, Ναντίρ! λέει ο Νιρούκτα με φωνή που τρέμει. Άφησέ με να σκεφτώ. Δεν θέλω να γίνω εγώ αφορμή να πεθάνει η κόρη μου. Δώσε μου μια προθεσμία. Ο αρχηγός των Τεγκ τον κοιτάζει λοξά. - Έστω! λέει ύστερα από μικρή σκέψη. Θα σου κάνω κι αυτό το χατίρι, μαχαραγιά. Σου δίνω προθεσμία δυο μέρες. Να το ξέρεις πως δεν θα περιμένω περισσότερο. Σ’ αυτό το μεταξύ θα μείνετε δεμένοι σε τούτο το υπόγειο. Μη δοκιμάσετε να κάνετε φασαρίες. Έχω αφήσει στο φύλακα εντολή να σας σφάξει, αν θέλετε να παραστήσετε τους έξυπνους… Γυρίζει προς τους δυο δήμιους. - Πάμε! τους λέει. - Είμαστε χαμένοι! αναστενάζει ο μαχαραγιάς, καθώς βλέπει τους Τεγκ να φεύγουν. Έχει ψυχή φαρμακερού φιδιού και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει!
«Kαρντέκ... Kαρντέκ...»
Κ
ΑΘΩΣ ξεπεζεύουν έξω από την έπαυλη του Νιρούκτα, ο Μαλαμπάρ και ο Ταγκόρ νιώθουν ένα χέρι να τους σφίγγει την καρδιά. Τρεις από τους άντρες της φρουράς είναι ξαπλωμένοι στην εξώπορτα νεκροί. - Εδώ μέσα έγινε μακελειό! γρυλίζει o γίγαντας. Ο Ταγκόρ σκύβει και εξετάζει τα πτώματα. - Είναι χτυπημένοι με μαχαίρι, λέει.
91
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Με γοργό βήμα και γεμάτοι άσχημα προαισθήματα, διασχίζουν την αυλή. Να κι ένας άλλος Ινδός της φρουράς του μαχαραγιά νεκρός. Να κι άλλος πιο εκεί. Οι πόρτες της βίλας είναι ανοιχτές. Ο Ταγκόρ τριγυρνάει έξαλλος από την αγωνία όλα τα δωμάτια. Δεν υπάρχει κανείς. Όλοι οι άντρες της φρουράς σκοτωμένοι κι ο Νιρούκτα κι η όμορφη Ζανγκάρ έχουν γίνει άφαντοι. Μια φοβερή απελπισία κυριεύει το παιδί και τον γίγαντα. Τα μάτια του Ελληνόπουλου είναι κιόλας υγρά. - Θα τους σκοτώσουν κι αυτούς! λέει ο Μαλαμπάρ. Βρήκαν την ευκαιρία. Λες να είναι δουλειά των Εγγλέζων; Το παιδί δεν απαντάει. Ένα αδύνατο βογγητό ακούγεται κάπου από το μέρος της αυλής. Τρέχουν. Το βογγητό ακούγεται δυνατότερα. Έρχεται από την αποθήκη. Με δυο βήματα ο Μαλαμπάρ έχει φτάσει εκεί και ανοίγει την πόρτα. Κάτω στις πλάκες, με μια μεγάλη πληγή στο στήθος, βρίσκεται μια γριά υπηρέτρια. - Η Αϊσά! ξεφωνίζει. Η παραμάνα της Ζανγκάρ! Η γριά είναι ετοιμοθάνατη. Το παιδί που έχει φτάσει τώρα τον γίγαντα, σκύβει και την ανασηκώνει. - Μ' ακούς; τη ρωτάει με αγωνία. Είμαι ο Ταγκόρ που σε ρωτάω. Πες μου, τι έγινε εδώ; - O Ναντίρ - Χο… Οι Τεγκ…, λέει με ξεψυχισμένη φωνή η γυναίκα. Ήρθαν με τ' άλογα και πήρανε την Ζανγκάρ και τον πατέρα της. - Για πού τράβηξαν; Η γυναίκα πνίγεται από τον επιθανάτιο ρόγχο. Αγωνίζεται να μιλήσει. Αλλά δεν μπορεί. - Για το όνομα του Θεού! παρακαλεί ο Ταγκόρ. Αϊσά, άκουσες για πού ήταν να πάνε; Μίλησέ μου, Αϊσά... Η γυναίκα κάνει μια τελευταία προσπάθεια. - Καρντέκ, λέει. Καρντέκ. Το πρόσωπό της συσπάται άγρια και μένει ακίνητη. - Πέθανε! λέει το παιδί και αφήνει απαλά το παγωμένο κορμί της στις πλάκες. - Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό! μουγκρίζει ο γίγαντας. Το Καρντέκ είναι η σφηκοφωλιά των Τεγκ. Πρέπει να βιαστούμε... - Εμπρός, Μαλαμπάρ! Είμαι έτοιμος! αποκρίνεται ο Ταγκόρ και σαλτάρει στ' άλογό του. Αυτή η φορά θα είναι η τελευταία που έπαιξε μαζί μας αυτός ο ληστής, ο Ναντίρ - Χο... - Φτάνει να τους προφτάσουμε ζωντανούς! λέει μέσα από τα δόντια του εκείνος, καθώς πατάει τα σπιρούνια στα πλευρά του αλόγου του...
Στο στρατηγείο των Tεγκ
Σ
ΤΟ χωριό, όπου έχουν το στρατηγείο τους οι Τεγκ, αυτή την εποχή, φτάνουν αργά τη νύχτα. Είναι κατάκοποι από το μακρινό δρόμο και ο γίγαντας... διψάει! Στέκουν, λοιπόν, σ' ένα φτωχικό πανδοχείο που βρίσκεται στην είσοδο του Καρντέκ και ζητάνε κάτι να ρίξουν στο στομάχι τους. Τούτο είναι μια καλή σύμπτωση, γιατί μέσα στο πανδοχείο αυτό υπάρχουν ανάμεσα στους άλλους και μερικοί μεθυσμένοι, που φαίνεται από τις κουβέντες τους ότι ανήκουν στη συμμορία των Τεγκ. Ο Ταγκόρ και ο Μαλαμπάρ για κάθε ενδεχόμενο παίρνουν προφυλακτικά μέτρα. Δεν πρέπει να τους αναγνωρίσουν. Αποφεύγουν να δείξουν τα πρόσωπά τους και κάθονται σε μια γωνιά, που δε φωτίζεται και τόσο καλά. Ο γίγαντας παραγγέλνει μαζεμένες τρεις οκάδες κρασί, τις κατεβάζει μονορούφι και πλαταγίζει τη γλώσσα του ευχαριστημένος. - Τώρα που ξεδίψασα, λέει στον ταβερνιάρη που τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, φέρε μου κάτι να φάω. Η παρέα των Τεγκ είναι στην απέναντι πλευρά του πανδοχείου και, καθώς τρώνε, ο Μαλαμπάρ και
92
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
το παιδί παρακολουθούν τις κουβέντες τους. Δεν χρειάζεται άλλωστε και μεγάλη προσπάθεια. Κουβεντιάζουν μεγαλόφωνα και δεν νοιάζονται αν τους ακούνε και άλλοι. Όλοι στο Καρντέκ φοβούνται τους Τεγκ και τους τρέμουν. Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει μαζί τους. - Που λες... Εμένα μού είπε ο Ναντίρ την αλήθεια. Ο γέρος φαίνεται πιο μαλακός και θα μας δείξει την κρυψώνα. Γι’ αυτό τους έδωσε και προθεσμία να σκεφτούνε. Αύριο το βράδυ θα γυρίσει να πάρει την απάντηση. - Δόξα σοι ο Θεός! αναστενάζει ο Ταγκόρ, που απ' αυτά που ακούει καταλαβαίνει ότι ο μαχαραγιάς κι η Ζανγκάρ είναι ζωντανοί. Φτάσαμε εγκαίρως... - Δεν τα ξέρεις καλά τα πράγματα! λέει ένας άλλος τώρα. Ο Ναντίρ - Χο έχει ένα έξυπνο σχέδιο. Όταν μας δείξει την κρυψώνα ο Νιρούκτα και βάλουμε στο χέρι το χρυσάφι και τα διαμάντια του, δεν θα τον αφήσει ελεύθερο. Ούτε αυτόν, ούτε εκείνη την ομορφούλα, τη Ζανγκάρ. Το γέρο θα τον παραδώσει στους Εγγλέζους να τον κρεμάσουν και θα τσεπώσει κι από εκεί το παραδάκι. Όπως ξέρεις, ο Αντιβασιλέας πληρώνει για τον Νιρούκτα είκοσι χιλιάδες ρουπίες. - Φσσσς! κάνει ένας άλλος από την παρέα των Τεγκ. Πολλά λεφτά! - Ναι. Πολλά λεφτά! Ας αφήσουμε και τα λεφτά που θα πάρει από την κοπέλα. Θα την πουλήσει για σκλάβα και θα εισπράξει κάμποσο χρυσάφι. Ο Μαλαμπάρ, που παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του εκείνους που κουβεντιάζουν και ακούει τη συζήτηση, σκύβει στ' αφτί του Ταγκόρ. - Με τρώνε οι χούφτες μου! του λέει χαμηλόφωνα. Τι λες; Να σηκωθώ να τους διαλύσω; Το παιδί δαγκώνει τα χείλια του. - Όχι κουταμάρες, Μαλαμπάρ! αποκρίνεται. Μόνος σου το είπες πριν πως εδώ βρισκόμαστε στη σφηκοφωλιά των Τεγκ. Το πράγμα χρειάζεται υπομονή και πονηριά. Πρέπει ν' απελευθερώσουμε τη Ζανγκάρ και τον Νιρούκτα, χωρίς να τους εκθέσουμε σε κίνδυνο. Έπειτα, δεν ξέρουμε ακόμα πού τους κρατάνε φυλακισμένους. Αν αρχίσουμε από τώρα τις φασαρίες, θα τα κάνουμε θάλασσα... Ο γίγαντας ξεφυσάει στενοχωρημένος και κατεβάζει μια ακόμα οκά μονορούφι. Φυσάει και ξεφυσάει, μα δεν θέλει να παρακούσει και τον Ταγκόρ. - Θα με πιάσει λόξυγκας! γκρινιάζει. Άφησέ με τουλάχιστον να βρω μια άλλη αφορμή για να τους δείρω! - Φύλαξε την όρεξή σου για άλλη φορά, Μαλαμπάρ! τον μαλώνει το παιδί. Νάτοι κιόλας! Σηκώθηκαν να φύγουν. Θα τους πάρουμε το κατόπι και θα μάθουμε πού μένουν. Εκεί θα κρατάνε σίγουρα και τους δυο φίλους μας. - Εντάξει, Ταγκόρ! λέει ο γίγαντας και αρχίζει να τρώει τα νύχια του. Θα κάνω υπομονή. Ύστερα από λίγο, οι Τεγκ που συνεχίζουν ακόμα την κουβέντα τους μεγαλόφωνα, βγαίνουν στο δρόμο. Βαδίζουν ξέγνοιαστα και γελάνε κάθε τόσο… - Φανταστείτε τα μούτρα που θα κάνει ο γέρος όταν, καθώς θα περιμένει να φύγει ελεύθερος με την κόρη του, δει τους Εγγλέζους που θα έρθουν να τον παραλάβουν για την κρεμάλα! Μα την Μεγάλη Κάλι, που προστατεύει όλους τους Τεγκ, δεν θα ήθελα να ήμουνα στη θέση του! Κάτι τέτοια λένε μεταξύ τους και γελάνε και ούτε λογαριάζουν πως δυο ίσκιοι, ένας άντρας κι ένα παιδί, τους παρακολουθούν βήμα προς βήμα μέσα στο πηχτό σκοτάδι και δεν τους αφήνουν από τα μάτια τους.
Το τέλος ενός ληστή
Τ
ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα το μεσημέρι, ένας αράπης καμηλιέρης έρχεται και στέκει έξω από την πόρτα του σπιτιού, όπου έχουν το στρατηγείο τους οι Τεγκ. Κρατάει από το χαλινάρι μια ψωριάρικη καμήλα. Η καμήλα έχει τρεις καμπούρες και αλλήθωρα μάτια. Κι επάνω στις καμπούρες είναι φορ-
93
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
τωμένο ένα μεγάλο μπαούλο. - Ποιον ζητάς αράπη; ρωτάει ένας Τεγκ που τον βλέπει παραξενεμένος. - Εδώ είναι το σπίτι του αφέντη του Ναντίρ - Χο, του πολυχρονεμένου; ρωτάει ο καμηλιέρης. - Ναι. Εδώ είναι, λέει ένας άλλος. - Ε! Τότε καλά σταμάτησα σε τούτη την πόρτα. Ο αφέντης Ναντίρ στέλνει αυτό το μπαούλο. Σας παραγγέλνει να το κρατήσετε μέσα στο σπίτι και να μη το πειράξετε. Όταν θα γυρίσει, θα σας εξηγήσει ο ίδιος για τι πράγμα πρόκειται. - Μα ο Ναντίρ - Χο έρχεται απόψε. Γιατί έστειλε εσένα νωρίτερα; Ο αράπης σηκώνει τα μάτια στον ουρανό. - Μα τον Αλλάχ δεν ξέρω το γιατί, αφεντάδες μου! Όταν έρθει τον ρωτάτε και σας λέει. Εμένα μου είπε να φέρω το μπαούλο και το έφερα. Τίποτα άλλο δεν γνωρίζω. Αλλάχ Μασαλλάχ… - Αν είναι έτσι, φέρ' το μέσα! λέει ανύποπτος ο Τεγκ. Ο καμηλιέρης ξεφορτώνει από το ζώο το μπαούλο, το αφήνει μέσα στο σπίτι και φεύγει. Καθώς στρίβει, όμως, την απέναντι γωνία κι όταν δεν τον βλέπουν πια οι Τεγκ αφήνει το ηλίθιο ύφος που έχει και γίνεται άλλος άνθρωπος. Τώρα κάτω από την έκφραση του μουτζουρωμένου αυτού μούτρου, όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν τον Μαλαμπάρ. - Αυτό που σοφίστηκε ο μικρός, λέει μέσα από τα δόντια του, είναι μια τρέλα. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτείς, Μαλαμπάρ, πως είναι πολύ έξυπνο το κόλπο. Πήγαινε, λοιπόν, να πλύνεις τα μούτρα σου να ξαναγίνεις όπως ήσουνα κι ετοιμάσου να… πιάσεις δουλειά! Θα έχουμε ωραίο γλέντι απόψε… Την ίδια αυτή στιγμή, μέσα στο μεγάλο μπαούλο που βρίσκεται στο σπίτι των Τεγκ, κάτι σαλεύει ελαφρά και δυο μάτια καρφώνονται σε δυο δυσδιάκριτες τρύπες που βρίσκονται στο τοίχωμά του. Τα δυο μάτια, που δεν είναι άλλα από τα μάτια του Ταγκόρ, γιατί το θρυλικό Ελληνόπουλο βρίσκεται μέσα στο μπαούλο, κατασκοπεύουν τα γύρω. Βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Οι Τεγκ πηγαινοέρχονται αμέριμνοι, γιατί βέβαια δεν μπορούν να φανταστούν ότι τόσο κοντά τους βρίσκεται το ηρωικό παιδί, που τόσο πολύ μισούν και φοβούνται. Πηγαινοέρχονται, κουβεντιάζουν και ο Ταγκόρ κατατοπίζεται. Ξέρει τώρα πως πρέπει να κινηθεί και να δράσει κεραυνοβόλα. Πρέπει μονάχα να βρει την κατάλληλη στιγμή. Και η στιγμή αυτή φτάνει το απόγευμα... Ο διάδρομος όπου βρίσκεται το μπαούλο είναι έρημος. Οι περισσότεροι συμμορίτες λείπουν από το σπίτι. Οι άλλοι κοιμούνται, καθώς είναι μεθυσμένοι ακόμα από το μεσημέρι, και μονάχα ένας, ο δεσμοφύλακας, που βρίσκεται μαζί με τους δυο φυλακισμένους στο υπόγειο, είναι εκείνος που λογαριάζεται. Αυτός πρέπει να εξουδετερωθεί όσο γίνεται πιο απρόοπτα και αθόρυβα, πριν προφτάσει να ειδοποιήσει τους άλλους και πριν προφτάσει να βλάψει τον μαχαραγιά και την κόρη του. Ο Ταγκόρ αποφασίζει, λοιπόν, να δράσει και, ελευθερώνοντας το καπάκι που κρατιέται κλειστό από έναν εσωτερικό σύρτη, βγαίνει απ' το μπαούλο. Το ξανακλείνει και με προφυλάξεις προχωρεί στο βάθος του σπιτιού, όπου βρίσκεται το υγρό και σκοτεινό υπόγειο. Μια πέτρινη σκάλα οδηγεί σ' αυτόν τον τάφο. Ένα αμυδρό φως φτάνει από κάτω. Ακούει τα βήματα του δεσμοφύλακα που πηγαινοέρχεται. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Δεν υπάρχει λόγος να την κλείσουν, αφού οι δυο αιχμάλωτοι είναι χειροπόδαρα δεμένοι και δεν μπορούν να κινηθούν. Το παιδί αρχίζει να κατεβαίνει. Σε κάθε σκαλοπάτι, όμως, στέκεται και αφουγκράζεται με χτυποκάρδι. Στη μέση του έχει ένα πιστόλι. Αλλά δεν πρέπει να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα σε έσχατη ανάγκη. Ο πυροβολισμός είναι επικίνδυνος αυτή την ώρα. Θα ακουστεί απ' τους άλλους συμμορίτες και όλοι θα τρέξουν να δουν τι συμβαίνει. Τότε η θέση του θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αλλά πιο δύσκολη θα είναι η θέση των δυο φίλων του, που ζητάει τώρα ν' απελευθερώσει… Κατεβαίνει με πλάγια βήματα, έχοντας πάντα τη ράχη του κολλημένη στον τοίχο. Έτσι ο Τεγκ που βρίσκεται στο υπόγειο δεν μπορεί να τον δει. Δε μένουν παρά μονάχα τρία σκαλοπάτια. Το παιδί λογαριάζει να επιτεθεί τη στιγμή που ο Ινδός θα του έχει γυρίσει τα νώτα. Έτσι όλα θα τελειώσουν
94
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
Το λαστιχένιο κορμί του κουλουριάζεται και τα πόδια του τινάζονται εμπρός. πιο εύκολα. Αλλά τα πράγματα έρχονται ανάποδα. Καθώς κατεβαίνει, γλιστράει, παραπατάει και, χάνοντας την ισορροπία του, πέφτει ανάσκελα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ο δεσμοφύλακας ακούγοντας το θόρυβο γυρίζει ξαφνιασμένος και, καθώς βλέπει μπροστά του το άγνωστο παιδί, ορμάει επάνω του, βγάζοντας το κοφτερό μαχαίρι του… - Ο Ταγκόρ! ακούγεται η φωνή της Ζανγκάρ, που από τη θέση που βρίσκεται δεμένη βλέπει το παιδί που έχει πέσει. Ο Ταγκόρ! ξεφωνίζει και τα μάτια της γεμίζουν τρόμο. Θα τον σκοτώσει! Πραγματικά, το Ελληνόπουλο βρίσκεται σε κίνδυνο. Πάνω από το κεφάλι του αστράφτει τώρα το κοφτερό μαχαίρι. Δεν προφταίνει να σηκωθεί και ο Ινδός πατάει το στήθος του και γρυλίζει απαίσια. Έχει ακούσει τη φωνή του κοριτσιού και ξέρει τώρα με ποιον έχει να κάνει. - Εσύ λοιπόν είσαι ο Ταγκόρ; μουγκρίζει. Ο Ναντίρ - Χο θα ευχαριστηθεί πολύ που θα σε δει χωρίς κεφάλι! Καθώς κατεβάζει, όμως, το μαχαίρι, σημαδεύοντας το λαιμό του παιδιού, ο Ταγκόρ γέρνει πλάγια και αποφεύγει το χτύπημα. Η λεπίδα βροντάει στο πέτρινο σκαλοπάτι. Το Ελληνόπουλο τώρα κινείται ραγδαία. Το λαστιχένιο κορμί του κουλουριάζεται και τα πόδια του τινάζονται εμπρός. Ο δεσμοφύλακας δέχεται ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι. Δυο ακόμα φοβερές γροθιές του Ταγκόρ τον στέλνουν σαν άδειο σακί στον απέναντι τοίχο. Βογκάει και πέφτει με τα μούτρα στις παγωμένες πλάκες αναίσθητος. Τώρα ο Ταγκόρ τρέχει προς το μέρος των δυο αιχμαλώτων, που παρακολουθούσαν με αγωνία τη σκληρή πάλη, κόβει με το μαχαίρι του τα σχοινιά και τους ελευθερώνει. Ο μαχαραγιάς δακρύζει από τη συγκίνηση. Η Ζανγκάρ τον αγκαλιάζει και τον φιλάει.
95
Τ
Α
Γ
Κ
Ο
Ρ
- Και τώρα πρέπει να φύγουμε απ’ αυτή τη φωλιά της συμμορίας! λέει το παιδί. Ελάτε μαζί μου. Ο Μαλαμπάρ μας περιμένει. Έχει έτοιμα τέσσερα άλογα. Σε λίγο θα είσαστε ελεύθεροι… - Όχι ακόμα, Ταγκόρ! Μη βιάζεσαι να δίνεις υποσχέσεις. Το Ελληνόπουλο γυρίζει ξαφνιασμένο. Στην είσοδο του υπογείου στέκει ο Ναντίρ - Χο! Κρατάει ένα περίστροφο. - Πάνω τα χέρια όλοι! διατάζει ο Ναντίρ. Διαφορετικά θα πυροβολήσω και αυτή τη φορά θα τελειώσουν τ' αστεία. Ο Ταγκόρ σηκώνει τα χέρια. Σηκώνουν τα χέρια κι οι άλλοι... αλλά μονάχα για ένα λεπτό. Γιατί τούτη ακριβώς τη στιγμή ο Μαλαμπάρ κατρακυλάει σαν ελέφαντας από την κορυφή της σκάλας και ο Ναντίρ, πριν προφτάσει να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει, έχει δεχτεί τρεις σφαίρες στη ράχη απ' το πιστόλι του γίγαντα. Την ίδια στιγμή πυροβολεί κι ο Ταγκόρ. Ο αρχηγός των Τεγκ κάνει ένα απαίσιο μορφασμό, παίρνει μια βόλτα πάνω στις φτέρνες του και πέφτει νεκρός... - Εντάξει! μουγκρίζει ο γίγαντας. Ένας σκορπιός λιγότερος... - Πρέπει να βιαστούμε! λέει ο Ταγκόρ. Εμπρός, πριν μας προφτάσουν οι συμμορίτες του!
Επίλογος
Ύ
ΣΤΕΡΑ από κάμποσο καιρό, η ζωή στις Ινδίες αρχίζει να κυλάει πάλι ήσυχα. Οι Άγγλοι αυτή τη φορά κράτησαν την υπόσχεσή τους και η μεγάλη αυτή χώρα έπαψε να είναι αποικία. Απέκτησε την ανεξαρτησία της και έγινε κτήση. Δηλαδή κάτι όπως η Αυστραλία κι ο Καναδάς. Από εδώ κι εμπρός οι Ινδοί είναι ελεύθεροι να κανονίζουν όπως αυτοί θέλουν τα εσωτερικά τους ζητήματα, χωρίς κανείς ξένος να επεμβαίνει… Ο Νιρούκτα ξαναγύρισε στο Κασμίρ και τώρα η όμορφη Ζανγκάρ είναι παντρεμένη με τον Ταγκόρ. Τα δυο παιδιά, που έχουν μεγαλώσει πια αρκετά, ζούνε πολύ ευτυχισμένα. Γιατί ο Νιρούκτα, κουρασμένος από τις τόσες περιπέτειες, τους έκανε ένα περίφημο γαμήλιο δώρο. Τον θρόνο του μαχαραγιά. Το Ελληνόπουλο είναι τώρα μαχαραγιάς του Κασμίρ και ζει μέσα στα παραμυθένια ανάκτορα, τα γεμάτα χρυσάφι, ασήμι, διαμάντια και ελεφαντόδοντο. Ο Μαλαμπάρ, που είναι υπασπιστής του, είναι πάντα κοντά του και μιλούν κάθε τόσο για τα παλιά. Είναι όμως στιγμές που ο Ταγκόρ γίνεται μελαγχολικός. Αυτό συμβαίνει όταν βλέπει απ' το παράθυρό του έναν αδριάντα που στολίζει τον κήπο μπροστά στην είσοδο του παλατιού του. Είναι ένας γεροδεμένος καβαλάρης με σκεπασμένο πρόσωπο. Ο θρυλικός Γκάλεμ που οργάνωσε τους «Ελεύθερους Ινδούς» και προετοίμασε το δρόμο προς την ελευθερία. Ο Παναγιώτης Σάρτας, ο πατέρας του ηρωικού παιδιού. Και ο Ταγκόρ βυθίζεται σε πικρές σκέψεις, καθώς βλέπει το μεγαλόπρεπο άγαλμα. - Έπρεπε να ζούσες ακόμα, πατέρα μου, ψιθυρίζει. Έπρεπε να ζούσες να χαιρόσουν μαζί μας τη νίκη... Και τα μάτια του τότε δακρύζουν…
ΤΕΛΟΣ
96
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
97
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
«Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΙΚΗ» #8 ο ανάγνωσμα «Ο Μικρός Ιππότης», που κυκλοφόρησε μετά τον «Ταγκόρ» και πριν από τον «Μικρό Μπουρλοτιέρη», ήταν το δεύτερο χρονικά της τριλογίας ιστορικών μυθιστορημάτων τα οποία εκδόθηκαν σε οκτάτευχη σειρά φυλλαδίων από τις Γενικές Εκδοτικές Επιχειρήσεις. Το κείμενο για άγνωστους λόγους είναι ανυπόγραφο. Η βεβαιότητα, όμως, ότι πρόκειται για έργο του Στέλιου Ανεμοδουρά, ο οποίος, τότε, συνέγραφε τον «Μικρό Ήρωα», είναι κάτι που έχει υποστηριχτεί από το σύνολο των όσων έχουν ασχοληθεί με την ιστορία των εντύπων αυτής της περιόδου. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ανεμοδουράς δεν το είχε επιβεβαιώσει σε σχετικές αναφορές του στην περίοδο. Από κάποιες λεπτομέρειες στις περιγραφές και στις προσθήκες - με μορφή ιστορικών πληροφοριών εκτός κειμένου το ύφος γραφής και η δομή δείχνει Νίκο Μαράκη. Ενδείξεις είναι φυσικά και όχι αποδείξεις, οι οποίες βασίζονται στη συγκριτική ανάγνωσή του με το υπογεγραμμένο ανάγνωσμα από τον Νίκο Μαράκη (ως Π. Πετρίτης) «Μικρός Μπουρλοτιέρης». Ο χωροχρόνος της δράσης του τοποθετείται στον 17ο αιώνα στη Γαλλία στην εποχή του Λουδοβίκου του 13ου και του καρδινάλιου - πρωθυπουργού Ρισελιέ. Κανένα άλλο ανάγνωσμα ελληνικής γραφής δεν είχε έως τότε, αλλά και ούτε κατόπιν, σαν περιβάλλον δράσης την μετα - αναγεννησιακή Γαλλία. Είναι φανερό ότι η βάση της μυθοπλασίας του αντλεί επεισόδια δράσης από την τριλογία του Δουμά με τους «Τρεις Σωματοφύλακες», όπου ο νεαρός ευπατρίδης Ανρύ Ντυβερνουά είναι ένας Ντ’ Αρτανιάν σε εφηβική ηλικία. Άφοβος και θρασύς, με το σπαθί στο χέρι, ιπποτικά ευγενής στις κυρίες. Το ανάγνωσμα έχει τη δομή και τη ροή μυθιστορήματος. Αρχή, κορύφωση και τέλος, καθώς και έναν κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο μπλέκονται τα επεισόδια δράσης και κάποιες παράλληλες ιστορίες. Ο νεαρός Ντυβερνουά επιστρέφει στο Παρίσι από την Αγγλία για να διεκδικήσει τους τίτλους και την περιουσία του οίκου του που, μετά την καταδίκη και εκτέλεση του πατέρα του από χαλκευμένη κατηγορία για προδοσία, έχει δημευτεί. Και προπάντων, επιθυμεί να αποκαταστήσει τη μνήμη του πατέρα του, αποκαλύπτοντας και τιμωρώντας τους συκοφάντες του. Πίσω, όμως, από τη σκευωρία κρύβεται ο ίδιος ο καρδινάλιος Ρισελιέ, που συνωμοτεί επιθυμώντας να αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γαλλίας, στήνοντας σατανικές πλεκτάνες σε βάρος του βασιλιά Λουδοβίκου. Η κορύφωση φτάνει σε αυτό ακριβώς το τελευταίο τεύχος του αναγνώσματος, όπου αφού πρώτα σώζει από το ικρίωμα τον πιστό στον βασιλιά δούκα του Σαιντ Ετιέν, κι αυτόν με χαλκευμένες κατηγορίες προδοσίας, βρίσκει καταφύγιο στον πύργο δούκισσας φίλης της βασίλισσας, αλλά παράλληλα διακινδυνεύει προκειμένου να αποσπάσει την έγγραφη ομολογία του τελευταίου από τους συκοφάντες του γονιού του. Οι συγκυρίες το φέρνουν να γίνει γνώστης σχεδίου δολοφονίας της βασίλισσας Άννας της Αυστριακής και την τελευταία στιγμή να καταφέρει, με την παρέμβαση του, να της γλιτώσει τη ζωή. Η πράξη του, σε συνδυασμό με την παράδοση στον βασιλέα των ομολογιών των ενόχων, εκτιμάται από τον Λουδοβίκο, ο οποίος τον χρίζει ιππότη αποδίδοντας πίσω την περιουσία του πατέρα και τους τίτλους ευγενείας του οίκου του. Παράλληλα, κλείνοντας η αφήγηση, αφήνει νύξεις για ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου του με τη μικρή ανιψιά της βασίλισσας, την πριγκίπισσα Λουσιέν. Η μοναδική εκκρεμότητα την οποία αφήνει έχει να κάνει με τον μεγάλο «κακό» της ιστορίας. Μένει ατιμώρητος! Και είναι λογικό. Ο Ρισελιέ είναι ιστορικό πρόσωπο και αρμόδια για να τον κρίνει ήταν η Ιστορία κι όχι το σπαθί του fiction χαρακτήρα Ανρύ Ντυβερνουά. Το τελευταίο τεύχος είχε κυκλοφορήσει στις 10 Δεκεμβρίου 1954.
Τ
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Μάχη στο ικρίωμα
Ο
ΝΕΑΡΟΣ Ανρύ Ντυβερνουά παίζει σήμερα πάλι κορώνα γράμματα τη ζωή του, παλεύοντας να σώσει από τα χέρια του δήμιου το κεφάλι ενός αθώου. Αυτό το ιστορικό πρωινό του 1624, που αποτελεί ένα θαμπό προμήνυμα των μεγάλων γεγονότων, που θα συγκλονίσουν τη Γαλλία αργότερα, το παιδί με τη γενναία καρδιά, κρατώντας το σπαθί στο χέρι, προχωρεί άφοβα ανάμεσα στο πλήθος που μάχεται με μια απερίγραπτη λύσσα στην πλατεία της Γρέβης. Κάθε στιγμή που περνάει τον φέρνει και πιο κοντά προς το θάνατο. Όμως δε λέει να σταματήσει. Ξέρει πως η ελάχιστη αναβολή θα φέρει σίγουρα μια φοβερή καταστροφή… Ο αέρας είναι γεμάτος από βροντές πιστολιών που εκπυρσοκροτούν, από μεταλλικούς κρότους σπαθιών, που διασταυρώνονται με λύσσα, από κραυγές και βλαστήμιες. Ο λαός έχει μοιραστεί στα δύο. Το σύνθημα «Ζήτω ο βασιλεύς!» επαναλαμβάνεται από στόμα σε στόμα και οι εχθροί του Ρισελιέ – λαός και ευγενείς – ορμάνε σαν λιοντάρια προς το ικρίωμα, ζητώντας να σπάσουν τις γραμμές των λογχοφόρων και ν’ απελευθερώσουν τον μελλοθάνατο Σαιντ Ετιέν. Από την άλλη μεριά οι φίλοι του Καρδιναλίου αγωνίζονται το ίδιο άγρια και πέφτουν απάνω τους σαν ένας άγριος σίφουνας, ζητώντας να τους κόψουν το δρόμο, να τους εμποδίσουν. Είναι μια σκληρή και πρωτοφανής μάχη που θα έχει ως έπαθλο την ελευθερία ή το θάνατο. Αυτό το ξέρει καλά ο Ανρύ Ντυβερνουά που έχει οργανώσει κατ’ εντολήν της Βασίλισσας την τολμηρή αυτή επιχείρηση που αν πετύχει θα σώσει τον δούκα του Σαιντ Ετιέν από την ύπουλη παγίδα του Ρισελιέ. Γι’ αυτό παλεύει τώρα, προσπαθώντας να περάσει ανάμεσα σ’ αυτή την αγριεμένη ανθρωποθάλασσα, να φτάσει στο ικρίωμα όπου ο καταδικασμένος σε θάνατο
Με το φρεσκοακονισμένο τσεκούρι σκορπίζει τώρα δεξιά κι αριστερά κεραυνοβόλα χτυπήματα. 99
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
δούκας και ο αυτοσχέδιος δήμιος, ο Τριμπουσόν, αγωνίζονται να διασπάσουν τον κλοιό που έχει σχηματισθεί γύρω τους από τους στρατιώτες και τους σωματοφύλακες του καρδιναλίου. Αν τους αιχμαλωτίσουν είναι χαμένοι. Αλλά κι οι δύο πολεμούνε αντρίκια και αποκρούουν τις άγριες επιθέσεις. Δεν τους αφήνουν να ζυγώσουν. Ο Σαιντ Ετιέν χειρίζεται με παλικαριά το σπαθί του. Με γοργές κινήσεις καταφέρνει θανάσιμα χτυπήματα. Και ο Τριμπουσόν όμως δεν πάει πίσω. Τούτος ο άνθρωπος με τη βαρελοειδή εμφάνιση είναι να μην πάρει… φόρα! Μια και παίρνει όμως… τίποτα δε μπορεί να τον συγκρατήσει πια. Με το φρεσκοακονισμένο τσεκούρι, με το οποίο ήταν να εκτελεσθεί ο δούκας, σκορπίζει τώρα δεξιά κι αριστερά πραγματικά κεραυνοβόλα χτυπήματα. - Χριστούλη μου! φωνάζει. Μωρέ τι γίνεται εδώ; Έναν χτυπάω… σαράντα ξεφυτρώνουνε! Βάστα, καρδούλα μου γιατί θα… λιγοθυμήσω! Είναι στιγμές που τον πιάνει… το τρέμουλο κι είναι πάλι στιγμές που γίνεται θηρίο ανήμερο! Τότε στριφογυρίζει σαν σβούρα, σαλτάρει σαν λύκος και πέφτει σαν μεθυσμένος ταύρος… σε γυαλάδικο. - Πίσω όλοι! φωνάζει. Είμαι ο Τριμπουσόν και δε σηκώνω κουβέντες. Πίσω γιατί θα φάμε τα μουστάκια μας και θα’ ναι μέρα μεσημέρι! Ένας είναι ο Τριμπουσόν! Και καθώς φωνάζει χτυπάει πότε εδώ και πότε εκεί και το τσεκούρι του βροντάει και κομματιάζει τους σιδερένιους θώρακες των λογχοφόρων που πέφτουν βαριά πληγωμένοι γύρω του.
Ο Τριμπουσόν επεμβαίνει
Ο
ΣΟ ηρωικά όμως κι αν παλεύουν, είναι φανερό πως δεν θα μπορέσουν ν’ αντέξουν για πολύ. Οι στρατιώτες κι οι σωματοφύλακες επιτίθενται με λύσσα και, κάθε στιγμή που περνάει, ο κλοιός γίνεται στενότερος. - Θα με πιάσουν και θα με ταράξουν πάλι στο ξύλο, αναστενάζει ο Τριμπουσόν, καθώς αποκρούει με το τσεκούρι του μια σπαθιά. Θα φάω ξύλο που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή… αν μείνω ζωντανός. Γιατί όπως πάνε τα πράγματα, μπορεί και να με σουβλίσουνε!... Και δεν έχει άδικο να φοβάται. Ένας απ’ τους γιγαντόσωμους λογχοφόρους έχει ορμήσει τούτη ακριβώς τη στιγμή εναντίον του έτοιμος να τον διαπεράσει σαν… κοτόπουλο. - Φυλάξου! του λέει ο δούκας. Κάποιος έρχεται πίσω σου! Ο Τριμπουσόν γυρίζει, γουρλώνει τα μάτια και νιώθει να του λύνονται τα γόνατα. - Μανούλα μου! βγάζει μια τρομαγμένη κραυγή. Έπεσα σε… ενέδρα. Με σκοτώνουνε μπαμπέσικα. Μα καθώς φωνάζει και… τρέμει από οργή έχει και το νου του να δει πώς θα ξεφύγει! Σαλτάρει πλάγια και σηκώνει το τσεκούρι. Η λόγχη περνάει μισό πόντο πάνω από τον ώμο του και σκίζει ένα κομμάτι από τη ζακέτα που φοράει. Τούτο το σκίσιμο το περνάει για τραύμα θανάσιμο και αρχίζει να βογκάει ο Τριμπουσόν… - Σ΄αφήνω γεια, κυρ δούκα! φωνάζει. Ο Θεός με παίρνει κοντά του! Συγχωράτε με! Κι ετοιμάζεται να γονατίσει. Μα καθώς φέρνει το χέρι στον ώμο του και δε βλέπει αίματα… ξαναζωντανεύει. Η λόγχη δεν τον πέτυχε. Αλλά δεν προφταίνει να χαρεί και πολύ, γιατί σχεδόν αμέσως ο στρατιώτης που επιτίθεται ξεφωνίζει ξαφνιασμένος: - Βρε! Βρε! Ο παραμυθάς! Χμ! Εσύ λοιπόν είσαι που μου την έσκασες εκείνο το βράδυ στο Λούβρο! Μου ζάλισες πρώτα το κεφάλι με τα λιοντάρια που σκότωνες σαν… μερμήγκια στην Αφρική κι ήρθε κατόπιν εκείνος ο πιτσιρίκος και σε πήρε από τα χέρια μου! Στάσου λοιπόν να δεις τώρα! - Όχι! Δεν ήμουν εγώ! φωνάζει ο Τριμπουσόν. Κάποιο λάθος κάνεις, χρυσέ μου άνθρωπε! Να
100
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
χαρείς… το μούσι σου, μη με χτυπάς! Αλλά ο άλλος έχει σηκώσει πάλι τη λόγχη και σφίγγει τα δόντια. Αυτό το μισό δευτερόλεπτο που βλέπει τη λόγχη να έρχεται εναντίον του, είναι το πιο φοβερό της ζωής του Τριμπουσόν. Με το τσεκούρι που κρατάει δε μπορεί ν’ αποκρούσει τη μακριά λόγχη που τον σημαδεύει σαν κεραυνός. - Χάθηκα, Παναγίτσα μου! ψελλίζει. Και κάνει μερικά βήματα πίσω, αλλά κάπου σκοντάφτει και πέφτει ανάσκελα. Την ίδια στιγμή ο στρατιώτης μουντάρει σαν τίγρη απάνω του. Όμως η ζωή είναι γλυκιά και ο Τριμπουσόν δεν θέλει να πεθάνει. Καθώς βλέπει λοιπόν τον αγριεμένο λογχοφόρο να σκύβει, για να τον σημαδέψει καλύτερα, διπλώνει τα γόνατά του κι ύστερα απίστευτα γοργά τα τινάζει με δύναμη προς τα εμπρός. Τα χοντροπάπουτσά του προσγειώνονται στο στομάχι του στρατιώτη, που οπισθοχωρεί βγάζοντας ένα βογκητό πόνου. - Σ' έφαγα! φωνάζει ο Τριμπουσόν που κατά τη συνήθεια του έχει ξαφνικές μεταπτώσεις παλικαριάς και δειλίας. Εγώ ξεπάστρεψα μια φορά στη ζούγκλα μέσα σ’ ένα τέταρτο… ογδόντα λιοντάρια και νόμιζες πως θα σε φοβόμουνα; Αμ δε σφάξανε! Και καθώς μιλάει, τινάζεται ορθός και με τον μπαλτά του καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα στο χέρι ενός στρατιώτη που πλησιάζει ύπουλα τον δούκα. Ο Σαιντ Ετιέν που αγωνίζεται απεγνωσμένα, αποκρούοντας τις λυσσασμένες επιθέσεις, κινδυνεύει σοβαρά και ο Τριμπουσόν αρχίζει πάλι να παλεύει δίπλα του. Όμως η μοίρα κυνηγάει σήμερα τον βαρελοειδή υπηρέτη του νεαρού Ανρύ Ντυβερνουά. Τρεις σωματοφύλακες με γυμνά σπαθιά, αφήνοντας στους άλλους τον δούκα, ρίχνονται εναντίον του. Ο Τριμπουσόν τους βλέπει με την άκρη του ματιού του και ανατριχιάζει. - Δεν είσαστε άντρες! τους φωνάζει, γυρίζοντας προς το μέρος τους. Αν είσαστε άντρες, ελάτε ένας - ένας, όχι τρεις - τρεις μαζί!... Εκείνοι όμως δεν αποκρίνονται. Τον ζυγώνουν ολοένα και περισσότερο και τα μάτια τους αστράφτουν από έχθρα. Ο Τριμπουσόν βλέπει τα πράγματα πάλι… μαύρα. Τούτη τη φορά δε γλιτώνει. Γι’ αυτό πρέπει να δράσει… κεραυνοβόλα πριν πλησιάσουν περισσότερο. - Ακίνητος! του φωνάζει κάποιος. - Να μένει… το βύσσινο! απαντάει ο Τριμπουσόν. Και την ίδια στιγμή τους γυρίζει τις πλάτες και κάνει ένα γραφικότατο… μακροβούτι! Τινάζεται σαν λάστιχο και το βαρελοειδές κορμί του περνάει σαν… ιπτάμενο πούρο πάνω από τα κάγκελα του ικριώματος και πέφτει σαν ουρανοκατέβατος μπόγος απάνω στο πλήθος. Τα πόδια του μπερδεύονται ανάμεσα στα κεφάλια του κόσμου, γίνεται μεγάλη φασαρία, δέχεται μερικές γερές γροθιές στο πρόσωπο από τους εξαγριωμένους ανθρώπους και, όταν επιτέλους βρίσκει την ισορροπία του, καταλαβαίνει ότι είναι σκαρφαλωμένος στο σβέρκο ενός ψηλού σωματοφύλακα που γαυγίζει. Ο σωματοφύλακας έχει ανασηκώσει το αστραφτερό σπαθί του κι ετοιμάζεται να το κατεβάσει στο κεφάλι κάποιου. Ο Τριμπουσόν που βλέπει αυτόν τον κάποιον που πρόκειται να δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα, κερώνει και γουρλώνει τα μάτια του. Είναι ο Ανρύ Ντυβερνουά! Το παιδί δεν έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο που διατρέχει γιατί έχει γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος του σωματοφύλακα που τον ζυγώνει ύπουλα. Έχει γυρίσει τις πλάτες και διασταυρώνει το σπαθί του με δυο στρατιώτες που του κλείνουν το δρόμο προς το ικρίωμα, όπου αγωνίζεται να φτάσει, για να βοηθήσει τον δούκα. Ο Τριμπουσόν όμως είναι παρών! - Το νου σου αφεντικό! φωνάζει. Και μονομιάς, καθώς είναι σκαρφαλωμένος στο σβέρκο του σωματοφύλακα, σκύβει και ανοίγει τη στοματάρα του και καρφώνει τα δόντια του στο οπλισμένο μπράτσο που ετοιμάζεται να
101
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως με τριγυρνάνε τόσο ανίκανοι άνθρωποι! κάνει τη θανάσιμη κίνηση. Ο σωματοφύλακας βγάζει ένα ουρλιαχτό από το δυνατό πόνο και αφήνει το σπαθί να πέσει από το χέρι του. Την αμέσως επόμενη στιγμή ο Τριμπουσόν κινείται γοργά και καταφέρνει τρεις γροθιές, την μια πίσω από την άλλη στ’ αφτιά του αντιπάλου του που ζαλίζεται και γονατίζει. Ο χοντροϋπηρέτης πατάει απάνω του, αρπάζει το σπαθί του και τρέχει πλάι στον Ανρύ. - Σ’ ευχαριστώ, του λέει. Μου έσωσες τη ζωή. Αλλά πώς βρέθηκες εδώ; - Είδα πως κινδύνευες να δεχτείς μια σπαθιά στο κεφάλι και… σάλταρα και σε γλίτωσα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείς! Φυλάξου!... Η μάχη συνεχίζεται κάμποση ώρα ακόμη σκληρή και άγρια. Οι φίλοι του καρδιναλίου δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Αλλά και οι φίλοι του δούκα είναι αποφασισμένοι να κερδίσουν. Και σε λίγο η νίκη είναι με το μέρος τους. Οι σωματοφύλακες και οι λογχοφόροι κατατροπώνονται και αφήνουν τρέχοντας την πλατεία, για να σωθούν. Ο λαός τους κυνηγάει με πέτρες και ξύλα και ό,τι άλλο πρόχειρο έχει στα χέρια του. Ο Ανρύ κι ο Τριμπουσόν έχουν φτάσει σ’ αυτό το μεταξύ στην εξέδρα. Ο Σαιντ Ετιέν είναι εξαντλημένος από τον άνισο αγώνα. Έχει μερικά ελαφρά τραύματα σε διάφορα μέρη του κορμιού του, αλλά δεν τα λογαριάζει. Καθώς βλέπει τον Ντυβερνουά, ρίχνεται στην αγκαλιά του. - Πώς να σ’ ευχαριστήσω; του λέει και τα μάτια του δακρύζουν από συγκίνηση. Είσαι ένα πραγματικό παλικάρι! - Δεν έχουμε καιρό, δούκα! Σε λίγο ίσως στείλουν ενισχύσεις. - Πρέπει να φύγουμε! τον κόβει το παιδί. Ο Θεός μας βοήθησε… Πηδάνε από το πίσω μέρος του ικριώματος, επάνω στο οποίο λίγο έλειψε να αποκεφαλισθεί ο δούκας, διασχίζουν την πλατεία τρέχοντας και φτάνουν σε κάποια πάροδο. Εδώ τους περιμένουν τρία άλογα. Σαλτάρουν στη ράχη τους και οι τρεις καβαλάρηδες, ο Ανρύ Ντυβερνουά, ο δούκας του Σαιντ Ετιέν και ο Τριμπουσόν, χάνονται στο βάθος του δρόμου αφήνοντας πίσω τους ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης…
102
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
O καρδινάλιος μαίνεται
Μ
ΙΑ ώρα αργότερα, ο καρδινάλιος Ρισελιέ πηγαινοέρχεται σα μια αγριεμένη τίγρη μέσα στο γραφείο του. Το πρόσωπό του είναι χλομό και τα χέρια του τρέμουν. Είναι φοβερά οργισμένος και βροντάει κάθε τόσο τη γροθιά του πάνω στο γραφείο του. - Είστε ηλίθιοι όλοι σας! φωνάζει. Είστε δειλοί και δεν αξίζετε τίποτα! Σας εξευτέλισε ένα παιδί δεκάξι χρονών. Ένα μωρό! Κατάφερε να σκαρώσει όλη αυτή την ιστορία και να πάρει μέσα από τα χέρια σας τον δούκα του Σαιντ Ετιέν. Τον πιο θανάσιμο εχθρό μου, ενώ εσείς κοιμόσαστε τον ύπνο του… δικαίου. Είναι ντροπή σας. Ένα παιδί! Οι τρεις αξιωματικοί που στέκουν μπροστά του τα έχουν χαμένα. Είναι οι τρεις λοχαγοί της φρουράς, των λογχοφόρων και των σωματοφυλάκων. Ο τελευταίος, τον οποίο γνωρίζει πολύ καλά ο αναγνώστης, είναι ο λοχαγός Ροσεφόρ. Ακούνε το ξέσπασμα της οργής του Ρισελιέ και δεν τολμούν να τον κοιτάξουν στα μάτια. Καταλαβαίνουν πως έχει δίκιο, ό,τι και να πει. - Τους καταδιώξατε; ρωτάει ύστερα από μια μικρή σιωπή. - Τους καταδιώξαμε μα στάθηκε αδύνατο να τους προφτάσουμε, λέει ο αξιωματικός της φρουράς. Είχαν πολύ κόσμο με το μέρος τους και μας εμπόδισαν να κινηθούμε. - Εγώ ερεύνησα στα δυο πανδοχεία των αδελφών Βιλλάρ, λέει ο Ροσεφόρ. Δεν φάνηκαν καθόλου από εκεί. - Ούτε στο σπίτι του επέστρεψε ο δούκας, συμπληρώνει ο λοχαγός των λογχοφόρων. Πήγα ο ίδιος με μια περίπολο και τον αναζήτησα. Έψαξα όλες τις κάμαρες και τα υπόγεια του μεγάρου του. Δεν υπήρχε εκεί. - Δεν πιστεύω ν’ άνοιξε η γη και να τους κατάπιε! λέει κοροϊδευτικά ο Ρισελιέ. Κάπου μέσα στο Παρίσι πρέπει να βρίσκονται. - Αυτό είναι σίγουρο! συμφωνεί ο Ροσεφόρ. Δεν πέρασαν τα τείχη. Οι φρουρές στις πύλες διπλασιάστηκαν και ειδοποιήθηκαν να παρακολουθούν με άγρυπνο μάτι και να ελέγχουν εκείνους που θέλουν να βγουν από την πόλη. - Και ο δήμιος; - Τον βρήκα σε κακά χάλια, στο δωμάτιό του, λέει ο λοχαγός της φρουράς. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος. Μας είπε πως ένα παιδί κι ένας άντρας μπήκαν την περασμένη νύχτα στην κάμαρή του κι ενώ κοιμόταν του επετέθησαν. Δεν πρόφτασε να αμυνθεί και τον έδεσαν. - Κι όλα αυτά έγιναν χωρίς εσείς να μυριστείτε τίποτα! ξεσπάει πάλι ο καρδινάλιος. Θεέ μου! Είναι φοβερό. Δε θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως με τριγυρνάνε τόσο ανίκανοι άνθρωποι! Είναι κάτι παραπάνω από απίστευτο! Ένα παιδί να ξεσηκώσει το λαό σε στάση μέσα στην καρδιά του Παρισιού! - Ο νεαρός Ντυβερνουά δεν κινήθηκε μονάχος του, λέει ο Ροσεφόρ. - Τι θες να πεις; - Θέλω να πω πως κάποιο υψηλό πρόσωπο τον βοήθησε σ’ αυτές του τις ενέργειες. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να πετύχει τα όσα πέτυχε. - Ποιο υψηλό πρόσωπο εννοείς; ρωτάει ο καρδινάλιος. Ο Ροσεφόρ φαίνεται για μια στιγμή να διστάζει. - Λέγε, λοιπόν! - Την Βασίλισσα εννοώ, παναγιότατε! Το βλέμμα του Ρισελιέ γεμίζει θολά σύννεφα. - Αυτό δεν χρειάζεται να μου το πεις. Το έχω μαντέψει. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η Άννα η Αυστριακή τον χρησιμοποιεί σε διάφορες επικίνδυνες αποστολές. Εμείς όμως πάντοτε τον αφήσαμε να γλιστρήσει από τα χέρια μας. Πέφτει βαρύς σ’ ένα κάθισμα. Αισθάνεται πολύ άσχημα. Μια βαριά σιωπή απλώνεται μέσα στο
103
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
γραφείο του. Οι αξιωματικοί ρίχνουν ματιές ο ένας στον άλλον. Είναι φανερό πως αισθάνονται τον εαυτό τους μειωμένο ύστερα από όσα έγιναν. - Μας χρειάζεστε άλλο, εξοχότατε; ρωτάει ο λοχαγός της φρουράς. Ο Ρισελιέ ανασηκώνει το κεφάλι. - Όχι! λέει. Μπορείτε να πηγαίνετε. Θέλω να συνεχίσετε τις έρευνες. Αυτός ο νεαρός ταραχοποιός και ο υπηρέτης του πρέπει να συλληφθούν. Ύστερα γυρίζει στον Ροσεφόρ. - Εσύ λοχαγέ, να μείνεις. Οι δυο αξιωματικοί φεύγουν κι όταν κλείνει πίσω τους η πόρτα, ο Ρισελιέ σηκώνεται από το κάθισμά του. Κάνει μερικά βήματα μέσα στην κάμαρη με σκυφτό το κεφάλι. Έχει τα χέρια του πίσω στην πλάτη και τα δάχτυλά του ανοιγοκλείνουν νευρικά. Σκέφτεται. Στο μυαλό του μια φοβερή ιδέα στριφογυρνάει. Διστάζει ν’ αποφασίσει. Αλλά το δυνατό μίσος του στο τέλος νικά. Έρχεται και στέκεται μπροστά στον Ροσεφόρ. Το σκοτεινό του βλέμμα διασταυρώνεται με το βλέμμα του λοχαγού του. Εκείνος καταλαβαίνει πως η απόφαση έχει παρθεί πια οριστικά. - Λοιπόν, πρέπει να τελειώνουμε, λοχαγέ! του λέει. - Μέχρι σήμερα είχα μερικούς δισταγμούς. Αλλά ύστερα από τα όσα έγιναν πρέπει να πραγματοποιηθεί το σχέδιο. Μονάχα αν απαλλαγούμε απ’ αυτήν θα μπορέσει η Γαλλία να αναπνεύσει. Θα σταματήσουν οι δολοπλοκίες και η αντίδραση στο έργο μου. Ο Ροσεφόρ κάνει μια υπόκλιση. - Θα τελειώνουμε, παναγιότατε, λέει. - Έστειλε το κιβώτιο ο Σαβινύ; - Μάλιστα. Ο Σαρλ Καντέλ ο ίδιος παράδωσε στον Σαβουατύρ το κιβώτιο με τα φίδια. Του εξήγησε πώς πρέπει να τα χρησιμοποιήσει. Με τη διαφορά ότι ο Σαβινύ δεν θα μπορέσει να χαρεί γι’ αυτά που θα γίνουν. - Γιατί; ρωτάει ξαφνιασμένος ο καρδινάλιος. - Πέθανε χθες, ύστερα από μια γερή σπαθιά που δέχτηκε απ’ τον Ανρύ Ντυβερνουά. - Πάλι αυτός; κάνει με σφιχτά δόντια. Ο λοχαγός κουνάει το κεφάλι του. - Η παναγιότης σας δεν πρέπει να λυπάται πολύ, λέει. Τώρα που έλειψε ο Σαβινύ θα υπάρχει ένας μάρτυρας λιγότερος. Ο Ρισελιέ κάνει πάλι μερικά βήματα σκεφτικός. - Έχεις εμπιστοσύνη στο Σαβουατύρ; ρωτάει. - Απόλυτη, εξοχότατε. Είναι άνθρωπος αφοσιωμένος σε σας και θα ευχαριστηθεί πολύ όταν πάψει να είναι Βασίλισσα της Γαλλίας η Άννα η Αυστριακή. Ένα σατανικό χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπο του Ρισελιέ. Το βλέμμα του αστράφτει παράξενα. - Εντάξει, λοχαγέ! λέει ύστερα από λίγο. Σου αναθέτω υπευθύνως να οργανώσεις με όλες του τις λεπτομέρειες το σχέδιο και να το βάλεις σ’ εφαρμογή. Προσοχή να μην αποτύχουμε. Ο Ροσεφόρ κάνει μια καινούρια υπόκλιση. - Η παναγιότης σας να μένει ήσυχος, λέει. Ύστερα από μερικές μέρες ο Λουδοβίκος ο 13ος θα κηδεύει με τιμές την υψηλή σύζυγό του.
Ο Τριμπουσόν και το λιοντάρι
Σ
ΤΟ μεταξύ οι τρεις φίλοι μας, ο μικρός Ανρύ Ντυβερνουά, ο δούκας του Σαιντ Ετιέν και ο Τριμπουσόν, έχουν φτάσει στο μέγαρο της κόμισσας Μελβίλ, της κυρίας επί των τιμών της
104
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Βασίλισσας. Στο μέγαρό της, που τριγυρίζεται από ένα μεγάλο κτήμα και βρίσκεται κοντά στον Κεραμεικό, είναι και οι τρεις σίγουροι πως βρίσκονται εν ασφαλεία. Κανείς δεν θα σκεφτεί να τους αναζητήσει εδώ. Αλλά και αν το σκεφτεί, δεν θα τολμήσει ποτέ να κάνει έρευνα. Η κόμισσα Μελβίλ είναι μια απ’ τις ισχυρότερες προσωπικότητες την εποχή αυτή στο Παρίσι και ο καθένας φοβάται να τα βάλει μαζί της. Ακόμα και αυτός ο πανίσχυρος Ρισελιέ. Εδώ τους οδήγησε ο Σαιντ Ετιέν, που έχει κάποια συγγένεια με την κόμισσα. Η ίδια η κυρία Μελβίλ τους υποδέχτηκε με χαρά και ανέλαβε αμέσως να μεταβιβάσει την ευτυχή πληροφορία για τη σωτηρία τους στη Βασίλισσα. - Εδώ μπορείτε να μείνετε όσο να ησυχάσουν τα πράγματα, τους λέει. Κανείς δεν θα τολμήσει να σας ενοχλήσει. Είναι λοιπόν κι οι τρεις ευχαριστημένοι και περισσότερο απ’ όλους ο Τριμπουσόν, που ζει ζωή χαρούμενη. Η κόμισσα έχει εφτά αδελφές που μένουν μαζί της και οι οποίες είναι… ξετρελαμένες με τον Τριμπουσόν. Δεν χορταίνουνε ν’ ακούνε τις ιστορίες του. Ύστερα από εικοσιτέσσερις ώρες, τις έχει κατακτήσει και τις εφτά. - Ώστε έτσι λοιπόν, κύριε Τριμπουσόν! Έχετε πάει στην Αφρική. - Μόνο στην Αφρική; Έχω ταξιδέψει στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στις Ινδίες, στην Αυστραλία, στο Μεξικό, στον Καναδά και στην Αλάσκα ακόμα. Αλλά πάντα με τράβαγε το Παρίσι και ξαναγύριζα. Ήξερα ότι η Γαλλία έχει την ανάγκη μου και δεν μπορούσα ν’ αφήσω τον Ρισελιέ να κάνει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό κάθε τόσο γύριζα πάλι στο Παρίσι. - Και είναι αλήθεια λοιπόν πώς κυνηγούσατε λιοντάρια και τίγρεις; - Α! Όσο γι’ αυτό, όλος ο κόσμος το ξέρει! Δεν άφησα λιοντάρι για λιοντάρι ζωντανό. Μια φορά μάλιστα μ’ έφαγε ένα λιοντάρι. - Σας έφαγε λιοντάρι; κάνουν τρομαγμένα τα κορίτσια. Ο Τριμπουσόν στρίβει το μουστάκι του ευχαριστημένος. - Ναι! Βέβαια μ’ έφαγε. Αλλά ο Τριμπουσόν δεν… χωνεύεται εύκολα! Να σας πω μάλιστα πώς έγινε αυτό, να μείνετε… κόκαλο! Μια φορά λοιπόν, περνούσα ένα στενό μονοπάτι στην άκρη ενός γκρεμού. Είχα σκοτώσει καμιά διακοσαριά ελέφαντες και ήμουνα ευχαριστημένος. Καθώς προχωρούσα λοιπόν, βλέπω μια τίγρη μπροστά μου. Δεν είχα μαζί μου τίποτα. Ο σουγιάς μου μου είχε σπάσει τη στιγμή που σκότωνα τον τελευταίο ελέφαντα. Ήμουνα λοιπόν εντελώς άοπλος και καθώς καταλαβαίνετε, έκανα… όπισθεν. Αλλά καθώς κάνω όπισθεν, βλέπω ένα λιοντάρι να’ ρχεται πίσω μου. Ήταν αδύνατο να γλιτώσω. Να φύγω φυσικά δε μπορούσα. Τα δυο θηρία με είχανε στη μέση και πλάι βρισκόταν ο γκρεμός. Τι έπρεπε να κάνω λοιπόν; - Τι κάνατε; ρωτούν με αγωνία οι αδελφές της κυρίας Μελβίλ. - Κάθισα απλούστατα και μ’ έφαγε το λιοντάρι! - Μα πώς; Και τώρα πώς είσαστε ζωντανός; Ο Τριμπουσόν ρίχνει μια ματιά θριαμβευτική γύρω του. - Αν το βρείτε! Τα πρόσωπα των κοριτσιών τον κοιτάζουν με απορία. Φυσικά δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται να είναι ζωντανός ένας άνθρωπος που τον… έφαγε ένα λιοντάρι. Αλλά ο Τριμπουσόν είναι… άφθαστος σε κάτι τέτοια. - Να σας το εξηγήσω εγώ λοιπόν, λέει. Την ώρα που με κατάπινε το λιοντάρι, του… γαργάλησα το λαιμό. Τότε αυτό άρχισε να γελάει! Κι απ’ το πολύ γέλιο μ’ έφτυσε και ξαναβγήκα ζωντανός από το στόμα του. Οι εφτά κοπέλες έχουν ζαλιστεί και κουνάνε το κεφάλι τους, για να συνέλθουν. Μα ο Τριμπουσόν δεν τις αφήνει… - Άλλη μια φορά τη γλίτωσα πάλι παρά τρίχα… χάρη στη σιδερένια πανοπλία που φορούσα… Έχετε όρεξη ν’ ακούσετε την ιστορία;
105
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
- Παναγία μου! λέει ένα κορίτσι. Μήπως σας ξανάφαγε κανένα λιοντάρι; - Όχι. Αυτή τη φορά παραλίγο να με… φάει. Ήμουνα λοιπόν άλλη μια φορά στην Αφρική και κυνηγούσα πεταλούδες. Φορούσα τη σιδερένια πανοπλία μου κι ήμουνα σωστός ιππότης. - Γιατί φορούσατε σιδερένια πανοπλία; τον ρωτάνε οι κοπέλες. - Γιατί μ’ ενοχλούσανε τα… κουνούπια! Ο σιδερένιος θώρακας και η περικεφαλαία δεν τ’ άφηναν να με τσιμπάνε. Μια μέρα, λοιπόν, κατά το μεσημεράκι, ξαπλώνω κάτω από ένα φοινικόδεντρο και παίρνω έναν υπνάκο. Ξαφνικά όμως ξυπνάω από κουβέντες που ακούω δίπλα μου. Ανοίγω τα μάτια και τι να δω; Δυο λιοντάρια στεκόντουσαν πάνω από το κεφάλι μου και κουβεντιάζανε. Ήτανε ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Αντρόγυνο φαίνεται. Λοιπόν ακούω το αρσενικό να λέει στο θηλυκό: «Τι λες; Σ’ αρέσει αυτός ο μεζές;» Και έδειχνε εμένα. - Μα καλά, μιλάνε τα λιοντάρια; ρωτάει μια κοπέλα με απορία. - Τα λιοντάρια μιλάνε σαν τους ανθρώπους, όταν είναι μόνα τους! λέει σοβαρά χωρίς να… κοκκινίσει ο Τριμπουσόν. - Να, κάτι που δεν το ήξερα! λέει ένα από τα κορίτσια. Ο Τριμπουσόν κουνάει το χέρι του και αλληθωρίζει. - Έχετε να μάθετε τώρα που γνωριστήκαμε, πολλά πράγματα από μένα! - Λοιπόν; Τι έγινε κατόπιν, κύριε Τριμπουσόν; - Α! Ναι! Δεν τελείωσα. Λοιπόν το αρσενικό λιοντάρι μ’ έδειξε στο θηλυκό και το ρώτησε αν του άρεσα για μεζές. Το θηλυκό τότε έσκυψε πιο πολύ και με μύρισε. Όταν είδε το θώρακα και τα άλλα σιδερικά, με τα οποία ήμουν τυλιγμένος, κατσούφιασε. «Δεν ντρέπεσαι;» λέει στο αρσενικό. «Κονσέρβα θα φάω πάλι; Πάμε να φύγουμε!» Και φύγανε! Και έτσι γλίτωσα! Και οι εφτά αδελφές της κόμισσας Μελβίλ μαρμαρώσανε… όπως ήταν φυσικό, αλλά ο Τριμπουσόν δεν καταδέχτηκε να το προσέξει…
Ο Ροσεφόρ και τα φίδια
Τ
ΗΝ άλλη μέρα το πρωί ο Τριμπουσόν πήγε για κυνήγι. Μέσα στο απέραντο κτήμα που τριγύριζε το μέγαρο Μελβίλ, έμαθε πως υπήρχαν πέρδικες. - Τρελαίνομαι για πέρδικες! λέει στην κόμισσα. Μπορώ να κυνηγήσω; - Μετά χαράς, κύριε Τριμπουσόν. Φορτώνεται το όπλο, λοιπόν, ο Τριμπουσόν, κρεμάει το δίχτυ στον ώμο του και πάει για κυνήγι. Το βράδυ γυρίζει νικητής και τροπαιούχος. - Τι έγινε; τον ρωτούν με περιέργεια τα κορίτσια. - Σκότωσα τρεις πέρδικες! λέει και ρίχνει βλέμματα θριάμβου γύρω του. Κουράστηκα λίγο αλλά έκανα καλή εσοδεία. Ένα από τα κορίτσια ανοίγει το δίχτυ του, όπου όμως βλέπει σκοτωμένες δυο πέρδικες κι έναν κόρακα. Τον κόρακα τον αναγνωρίζει αμέσως από το μαύρο γυαλιστερό χρώμα του. - Οι πέρδικες είναι δύο, κύριε Τριμπουσόν! του λέει. - Τρεις είναι! Δεν βλέπεις; - Βλέπω τρία πουλιά, αλλά το ένα είναι μαύρο. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι πέρδικα. - Πέρδικα είναι, επιμένει ο Τριμπουσόν. Αλλά να σας εξηγήσω τι συνέβη. Τα δυο ανοιχτόχρωμα πουλιά που βλέπετε τα σκότωσα πριν απ’ το μεσημέρι. Το άλλο το σκότωσα τ’ απόγευμα. Είναι φυσικό λοιπόν να είχε μάθει τον θάνατο των δύο συναδέλφων του και φόρεσε μαύρα για να δείξει το πένθος του! Όταν το χτύπησα, λοιπόν, φορούσε τα πένθιμά του φτερά, γι’ αυτό το βλέπετε έτσι. - Παράξενο! λέει μια κοπέλα.
106
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Δυο βήματα πιο κει βλέπει τον Ροσεφόρ! - Δεν είναι καθόλου παράξενο! λέει με έμφαση ο Τριμπουσόν. Τέτοια πράγματα γίνονται κάθε μέρα! - Να κάνετε δώρο τις πέρδικες στη Ζινέτ, λέει το ένα κορίτσι. Έχει αύριο τα γενέθλιά της και φυσικά θα δέχεται δώρα. Η Ζινέτ είναι η μικρότερη από τις εφτά αδελφές που… καταπίνει πιο εύκολα απ’ όλες τα φανταστικά κατορθώματα, που διηγείται ο Τριμπουσόν. Γι’ αυτό κι αυτός, μόλις πληροφορείται το νέο… ξύνει τη μύτη του για να κατεβάσει, κατά τη συνήθειά του, καμιά ιδέα καλύτερη. - Βρήκα! λέει ύστερα από λίγο. Οι πέρδικες μια και είναι και… η πενθηφορούσα μαζί τους, δεν κάνουν για δώρο. Μπορεί να πάει γρουσουζιά και να με… ταράξουνε πάλι στο ξύλο! Θα κάνω ένα πιο αριστοκρατικό δώρο στη δεσποινίδα Ζινέτ. Θα της αγοράσω μια ανθοδέσμη. Τα κορίτσια γελάνε. - Δεν πιστεύω, κύριε Τριμπουσόν ν’ αγοράσετε την ανθοδέσμη σας από τον κύριο Σαβουατύρ! τον πειράζουνε. - Απ’ τον Σαβουατύρ; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα. Ποιος είναι αυτός ο Σαβουατύρ; - Ο ανθοπώλης που προμηθεύει λουλούδια στο παλάτι. Προμηθευτής της Βασιλικής Αυλής. Ο Τριμπουσόν σηκώνει τους ώμους. - Και γιατί τάχα να μη γίνει και δικός μου προμηθευτής; Με περνάτε δηλαδή για… μισή μερίδα; Ένας είναι ο Τριμπουσόν στο Παρίσι! Και μια και του σφηνώθηκε αυτή η ιδέα στο μυαλό, κανείς δεν μπορεί να του τη βγάλει. Η διαταγή είναι ρητή: Κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει από το μέγαρο. Οι άνθρωποι του Ρισελιέ παραμονεύουν παντού. Αλλά ο Τριμπουσόν δεν λογαριάζει κάτι τέτοια! Φεύγει λοιπόν κρυφά το άλλο πρωί για του κυρίου Σαβουατύρ και το μεσημέρι βρίσκεται στο αριστοκρατικό ανθοπωλείο. Πριν μπει κάνει μερικές βόλτες απ’ έξω και τέλος τραβάει προς την πόρτα, προσπαθώντας να δείξει όσο γίνεται περισσότερη αξιοπρέπεια… Ξαφνικά όμως νιώθει να τον πιάνει… τρέμουλο! Τα γόνατά του λυγάνε και κολλάει τη μύτη του… στη βιτρίνα. Δυο βήματα πιο κει βλέπει τον Ροσεφόρ! Ο λοχαγός των σωματοφυλάκων
107
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
του Ρισελιέ, που φαίνεται βυθισμένος σε σοβαρές σκέψεις, περνάει από μπροστά του χωρίς να τον προσέξει και μπαίνει στο ανθοπωλείο. Τώρα ο Τριμπουσόν σταματάει να τρέμει. - Όχι παίζουμε! λέει. Με είδε και να… του πήγε! Τον έπιασε φόβος και τρόμος και τρύπωσε στο μαγαζί, για να μην τον πειράξω. Μπράβο, Τριμπουσόν! Αφού άρχισε να σε φοβάται ο Ροσεφόρ, θα πει ότι είσαι πραγματικός παλικαράς. Ας του δίνω λοιπόν τώρα πριν με δει και με σβερκώσει! Κάνει μερικά βήματα αλλά σε λίγο πάλι στέκεται. - Και όμως τα κορίτσια περιμένουνε τα λουλούδια! λέει. Τους υποσχέθηκα να είναι από του κυρίου Σαβουατύρ, και θα είναι! Ας ξαναγυρίσω. Ξαναγυρίζει και μπαίνει στο ανθοπωλείο. Αλλά δεν βλέπει πουθενά τον Ροσεφόρ. Ποιος ξέρει τι να έγινε. Ένας νεαρός υπάλληλος κοιτάζει από κορυφής μέχρις ονύχων με κάποια περιφρόνηση τον Τριμπουσόν. Αλλά του κολλάει στα μούτρα ένα σακουλάκι με χρυσά σκούδα ο Τριμπουσόν και ο υπάλληλος αρχίζει να κάνει υποκλίσεις. Ο υπηρέτης δίνει την παραγγελία κι εκείνος αρχίζει να ετοιμάζει την ανθοδέσμη. Καθώς περιμένει όμως ο Τριμπουσόν, ακούει χαμηλόφωνες ομιλίες στο διπλανό δωμάτιο. Ζυγώνει προς την κλειστή πόρτα και στυλώνει το αφτί. - Λοιπόν, κύριε Σαβουατύρ, όλα θα είναι εντάξει τη Δευτέρα; ρωτάει ο Ροσεφόρ. - Μα και βέβαια, κύριε λοχαγέ. Η πανιερότης του πρέπει να είναι ήσυχος. - Και τα φίδια; - Εξακολουθούν να βρίσκονται σε κατάσταση νάρκης. Την ώρα όμως που θα χρειαστεί να δράσουν, θα ξυπνήσουν. Εκείνος που μου τα έφερε εκ μέρους του κόμητος Σαβινύ, μου τα εξήγησε όλα. Αρκεί μέσα στην ανθοδέσμη να μπει κι ένα μικρό κλαδί από ευκάλυπτο. Τότε θ’ αρχίζουν να δουλεύουν τα δοντάκια τους και όλα θα πάνε μια χαρά… - Ο καρδινάλιος έχει εμπιστοσύνη σε σένα, κύριε Σαβουατύρ, και ελπίζει πως με τη βοήθειά σου θα λείψει το εμπόδιο… - Θα λείψει! ακούγεται με βεβαιότητα η απάντηση. Την Δευτέρα ο κόσμος θα πληροφορηθεί ενδιαφέροντα γεγονότα και κανείς δεν θα υποψιαστεί πως μέσα σ’ αυτά τα όμορφα λουλούδια κρυβόταν ο θάνατος. Ο Τριμπουσόν δεν είναι και τόσο έξυπνος. Όμως από τα λίγα λόγια που ακούει καταλαβαίνει πως κάποιο καινούριο έγκλημα του Ρισελιέ ετοιμάζεται. Και τη φορά αυτή μέσα στο έγκλημα είναι μπερδεμένος ο Σαβουατύρ, τα λουλούδια του και δυο φίδια. - Πρέπει να του δίνω, λέει από μέσα από τα δόντια του. Ανθοπωλείο με φίδια πρώτη φορά ανταμώνω στη ζωή μου. Πρέπει να φύγω γιατί δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Μπορεί να ζωντανέψει κανένα φίδι και τότε είμαι χαμένος. Εδώ είναι Παρίσι. Δεν είναι Αφρική. Στην Αφρική τα… μασάω κάτι τέτοια πράγματα. Αλλά εδώ αλλάζει! Πληρώνει, παίρνει την ανθοδέσμη και βγαίνει θριαμβευτικά. Ο υπάλληλος, που έχει πάρει ένα γερό πουρμπουάρ, τον συνοδεύει ως την πόρτα με υποκλίσεις. - Μωρέ, μου φαίνεται ότι έχω γεννηθεί για αριστοκράτης! λέει χαμογελώντας. Σκοτώθηκε να με προσκυνάει ο άνθρωπος. Αυτό θα πει να σε λένε Τριμπουσόν.
Μια παγίδα
Α
ΛΛΑ δεν είναι μόνος ο Τριμπουσόν που λείπει από το μέγαρο της κυρίας Μελβίλ σήμερα. Περίπατο έχει βγει και ο μικρός φίλος μας, ο Ανρύ Ντυβερνουά. Καβάλα στ’ άλογό του, με κατεβασμένο ως τα φρύδια το πλατύγυρο καπέλο του, έτσι που να του κρύβει το μισό πρόσωπο, διασχίζει τους δρόμους του Παρισιού και κατευθύνεται προς την οδόν Σαντέ, όπου πηγαίνει ν’ ανταμώσει κάποιον με τον οποίο έχει έναν εκκρεμή λογαριασμό: Τον κόμητα Τίρμπλεϋ.
108
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Είναι κι αυτός ένας από εκείνους που έγιναν όργανα του Ρισελιέ και τόσο άδικα συκοφάντησαν τον πατέρα του που πέθανε μαρτυρικά στην πλατεία της Γρέβης. Έχει στην τσέπη του πέντε χαρτιά. Όλα τούτα φέρνουν τις υπογραφές εκείνων που έγιναν αφορμή να καταδικασθεί ένας αθώος. Μια υπογραφή του λείπει ακόμα. Ένα σημείωμα με την υπογραφή του Τίρμπλεϋ στο οποίο να ομολογεί το ανήκουστο έγκλημα που ομολόγησαν κι οι άλλοι. - Ο Τίρμπλεϋ είναι ο πιο ύπουλος απ’ όλους, του έχει πει ο Βιλλάρ. Πρέπει να τον προσέξεις. Ο Ανρύ θα προσέξει. Αλλά έστω κι αν πεθάνει δεν θα φοβηθεί. Έχει ορκιστεί να κάνει το χρέος του, αποκαθιστώντας την μνήμη του ηρωικού Μωρίς Ντυβερνουά, του πατέρα του, και τίποτα δεν μπορεί να τον συγκρατήσει στην εκτέλεση του καθήκοντος αυτού. Στην οδό Σαντέ το παιδί κατεβαίνει από το άλογο και πριν πλησιάσει τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα του μεγάρου, το αφήνει να τον περιμένει ανάμεσα σε μια συστάδα δέντρων, που βρίσκονται μερικά μέτρα πιο εκεί. Ύστερα ζυγώνει και χτυπάει το βαρύ σιδερένιο ρόπτρο. Ένας γέρος υπηρέτης του ανοίγει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος. Κάπου τον έχει ξαναδεί αυτόν τον νεαρό, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί πού ακριβώς. - Είναι ανάγκη να δω τον κόμητα Τίρμπλεϋ, λέει ο Ανρύ. - Σας περιμένει; ρωτάει ο υπηρέτης. - Όχι. Αλλά, δεν έχει σημασία αυτό. Πες του μόνο ότι έρχομαι από τον πύργο του κόμητος Σαβινύ. Πρέπει να του μιλήσω για μια πολύ επείγουσα υπόθεση, που τον ενδιαφέρει προσωπικώς. Ο υπηρέτης ανασηκώνει τους ώμους. - Ο κύριος είναι μερικές μέρες που δεν δέχεται κανένα, λέει. Αλλά αν είστε απεσταλμένος του κ. Σαβινύ, το πράγμα αλλάζει. Πιθανόν να σας δεχθεί. Περιμένετε ένα λεπτό να τον ειδοποιήσω. Φεύγει και ο Ανρύ Ντυβερνουά περιμένει στο χολ. Ύστερα από λίγο ο υπηρέτης επιστρέφει: Αν πρόσεχε λίγο περισσότερο, θα μπορούσε ο μικρός Ντυβερνουά να ξεχωρίσει ένα παράξενο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Όμως δεν πρόσεξε. - Ο κόμης σας περιμένει, λέει στο παιδί. Ελάτε μαζί μου. Μπροστά ο υπηρέτης, πίσω ο Ανρύ, προχωρούν και διασχίζουν ένα φαρδύ διάδρομο, που σε διάφορα σημεία του δεξιά κι αριστερά αστράφτουν παλιές σιδερένιες πανοπλίες ιπποτών. Φτάνουν σ’ ένα εσωτερικό χολ και στέκουν έξω από μια πόρτα. Ο υπηρέτης την ανοίγει και παραμερίζει. - Περάστε, λέει. Ο κ. κόμης θα είναι σε δυο λεπτά εδώ. Το παιδί ανύποπτο περνάει το κατώφλι. Η πόρτα ξανακλείνει αργά πίσω του. Κοιτάζει γύρω του. Βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο επιπλωμένο με βαριά έπιπλα παλιού ρυθμού. Τα παράθυρα είναι σκεπασμένα με γκρενά βελουδένιες κουρτίνες. Ένα μισοσκόταδο επικρατεί στην κάμαρη. - Εδώ μέσα φαίνεται πως δεν αγαπούν τον ήλιο, σκέφτεται ο μικρός ιππότης. Ο Ανρύ περιμένει κάμποσο αλλά δεν φαίνεται κανείς. Μια παράξενη ανησυχία τρυπώνει στην καρδιά του. Η ώρα περνάει και ο Τίρμπλεϋ δεν κάνει την εμφάνισή του. Ο μικρός ιππότης τότε πλησιάζει προς την πόρτα, θέλοντας να πληροφορηθεί από τον υπηρέτη τι ακριβώς συμβαίνει. Δοκιμάζει να την ανοίξει και τότε με έκπληξή του διαπιστώνει πως είναι κλειστή. Την κλείδωσε ο υπηρέτης χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Μα τότε; Για να τον κλειδώσουν και να τον αφήσουν μόνο να περιμένει σε τούτο το δωμάτιο, θα πει πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο καλά. Είναι λοιπόν φυλακισμένος; Έπεσε σε παγίδα; Αρχίζει να βροντάει με τις γροθιές του την πόρτα. Φωνάζει. Αλλά κανείς δεν του απαντά. Ένα σύγκρυο τον κυριεύει. Ήρθε κι έπεσε λοιπόν μονάχος του στα δόντια του λύκου; Είχε δίκιο ο Βιλλάρ. Ο Τίρμπλεϋ ξέρει να στήνει δόκανα και είναι πολύ πιο ύπουλος από τους άλλους. Σφίγγει τη λαβή του σπαθιού του. Ό,τι κι αν γίνει, όμως, θα πουλήσει ακριβά τη ζωή του. Εκείνοι που θα τον πλησιάσουν πρώτοι θα καταλάβουν πως ο γιος του Μωρίς Ντυβερνουά δεν είναι
109
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
To παιδί, κρυμμένο πίσω από τη βαριά βελούδινη κουρτίνα, βλέπει και ακούει. εύκολη λεία. Αν μπορούσε τουλάχιστον να ξεφύγει από τα παράθυρα! Πλησιάζει τις βελούδινες κουρτίνες. Τις ανασηκώνει μία - μία φέρνοντας βόλτα ολάκερο το δωμάτιο. Πίσω από τις κουρτίνες δεν υπάρχουν παράθυρα. Άλλοτε στις θέσεις αυτές ήταν παράθυρα. Μα τώρα όλα αυτά τα ανοίγματα είναι κλειστά, χτισμένα με χοντρές πέτρες. Πέφτει σε μια πολυθρόνα απογοητευμένος. Ξαφνικά, όμως, νιώθει κάτι παράξενο να συμβαίνει. Η πολυθρόνα κουνιέται. Ένας οξύς μεταλλικός ήχος ακούγεται. Το μυαλό του παιδιού από ένστικτο εγκαταλείπει το κάθισμα απίστευτα γοργά και τινάζεται προς τα πλάγια. Με τρόμο τότε βλέπει ένα τετράγωνο κομμάτι του πατώματος να υποχωρεί. Η πολυθρόνα ανατρέπεται και χάνεται, πέφτοντας στο κενό μ’ ένα βαρύ θόρυβο. Την ίδια στιγμή ακούει βήματα και κουβέντες. Τραβάει το ξίφος του και τρέχει και κρύβεται πίσω από μια κουρτίνα. Και είναι καιρός, γιατί ύστερα από ένα λεπτό η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν δυο άνθρωποι. Ο ένας σίγουρα είναι ο κόμης Τίρμπλεϋ. Τον αναγνωρίζει αμέσως. Είναι όπως τον έχουν περιγράψει. Ένας ψηλός άντρας ντυμένος στα μεταξωτά, με σατανική έκφραση στα μάτια. Ο άλλος είναι ο υπηρέτης. Ο κόμης προχωρεί προς το μέρος της καταπακτής και σκύβει πάνω από το σκοτεινό άνοιγμα. Θόρυβος από τρεχούμενο νερό ακούγεται. - Χμ! Δεν το περίμενε φυσικά αυτός ο νεαρός πως θα την πάθαινε έτσι, λέει και χαμογελάει. Πρώτα εσύ, Τζιμ, που τον αναγνώρισες, αξίζεις κάθε έπαινο. Ο υπηρέτης υποκλίνεται ταπεινά. - Ήμουν στον πύργο του κόμητος Σαβινύ, όταν τον είδα να παλεύει σα λιοντάρι με τους σωματοφύλακες, αποκρίνεται. Δεν ήταν φυσικά δυνατό να τον ξεχάσω. - Έπειτα και να μην τον αναγνώριζες, προδόθηκε μόνος του, συμπληρώνει ο Τίρμπλεϋ και
110
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
πατάει ένα μοχλό που βρίσκεται πλάι στο άνοιγμα. Το πάτωμα ξανάρχεται αργά στη θέση του και τίποτα δεν δείχνει πως κάτω από το παχύ χαλί, που το σκεπάζει, κρύβεται ένα βάραθρο. Προδόθηκε μόνος του, Τζιμ, λέγοντας πως έρχεται από μέρους του Σαβινύ, που ξέρουμε όλοι πως δεν ζει πια, χτυπημένος από το σπαθί αυτού του παλιόπαιδου. Ευτυχώς τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, αφού ξέρω πως αυτός ο νεαρός ψευτοπαλικαράς γιος του Ντυβερνουά ταξιδεύει τώρα στην κόλαση. Την έπαθε σαν αγράμματος! Ήθελα να’ βλεπα τι μούτρα έκανε όταν άνοιξε και τον κατάπιε το… πάτωμα κι ύστερα βρέθηκε στον υπόνομο. Ο υπηρέτης γελάει. - Φυσικά, δεν θα έμεινε καθόλου ευχαριστημένος! Το παιδί, κρυμμένο πίσω από τη βαριά βελούδινη κουρτίνα, βλέπει και ακούει. Νιώθει μια δυνατή οργή να φουντώνει μέσα του και σφίγγει τη λαβή του γυμνού σπαθιού του. Μέχρι αυτή τη στιγμή πιστεύουν πως το κόλπο τους έχει πετύχει και είναι ήσυχοι. Ούτε υποψιάζονται πως δυο βήματα πιο εκεί παραμονεύει εκείνος που νομίζουν τώρα νεκρό. Όμως ξαφνικά καθώς κάνει μιαν απρόσεχτη κίνηση ο Ανρύ, η κουρτίνα κινείται ελαφρά. Ο υπηρέτης πρώτος κοιτάζει παραξενεμένος προς το μέρος του. Δεν του διέφυγε αυτός ο ανεπαίσθητος, ο σχεδόν ανύπαρκτος θόρυβος, που κάνει η κουρτίνα απάνω στους χαλκάδες της. Μ’ ένα πήδημα βγάζει το πιστόλι του και σαλτάρει προς τα εκεί. Έχει καταλάβει. - Έβγα απ’ την κρυψώνα σου βρομόπαιδο! γρυλίζει. Ο νεαρός Ντυβερνουά ξέρει ότι δεν πρέπει να περιμένει να του το πουν δεύτερη φορά. Με μιαν απίστευτα γοργή κίνηση παραμερίζει την κουρτίνα και τινάζεται στη μέση της κάμαρης. Ο υπηρέτης χαμογελάει απαίσια και πιέζει τη σκανδάλη. Το παιδί όμως σκύβει και η σφαίρα περνάει ξυστά από τον ώμο του. Ταυτόχρονα το σπαθί του σηκώνεται και πέφτει με δύναμη. Ο υπηρέτης δεν προφταίνει να πυροβολήσει δεύτερη φορά. Πέφτει βογκώντας στο πάτωμα. - Κακούργε! μουγκρίζει ο Τίρμπλεϋ που βλέπει με τρομαγμένο βλέμμα τον πιστό του υπηρέτη να σωριάζεται. Είσαι λοιπόν ζωντανός ακόμα; - Καθώς βλέπετε! αποκρίνεται κοροϊδευτικά το παιδί. - Τώρα, όμως, δεν πρόκειται να γλιτώσεις! Και τραβώντας το ξίφος του ορμάει σαν σίφουνας προς το μέρος του μικρού ιππότη με σφιχτά δόντια. Όμως ο Ανρύ δε σαλεύει. Τον περιμένει. Με μια σβέλτη κίνηση αποκρούει την ατσάλινη λεπίδα που απειλεί το στήθος του και, κάνοντας μια κεραυνοβόλο προβολή, τινάζει το οπλισμένο χέρι του με ασύλληπτη ταχύτητα. Αλλά και ο άλλος ξέρει να φυλάγεται. - Δεν με πέτυχες, νεαρέ! γρυλίζει ο κόμης. Τώρα φυλάξου, αν αγαπάς τη ζωή σου. Το σπαθί του τούτη τη στιγμή είναι πραγματικά ίδια ρομφαία που φέρνει μαζί της το θάνατο. Έχει υπολογίσει το χτύπημα και είναι σίγουρος χίλια τα εκατό για την επιτυχία του. Ο νεαρός Ντυβερνουά καταλαβαίνει τον κίνδυνο. Η βαριά λεπίδα κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του. Αν δεν προφτάσει είναι χαμένος. Με μια γοργή ματιά, βλέπει τη μύτη της να τον ζυγώνει. - Αποχαιρέτησε λοιπόν τη ζωή, μωρό! καγχάζει ο Τίρμπλεϋ. Όμως, τούτο ακριβώς το πιο κρίσιμο δευτερόλεπτο ο μικρός ιππότης κάνει μια κίνηση, που δεν την έχει υπολογίσει ο άλλος. Λυγάει στα δυο το κορμί του, γονατίζει και πέφτει προς τα εμπρός. Το σπαθί του κόμη τρυπάει το κενό. Την ίδια στιγμή το ξίφος του παιδιού τινάζεται προς τα επάνω και χτυπάει με δύναμη το οπλισμένο χέρι του κόμη. Το χτύπημα είναι σφοδρό και το σπαθί του Τίρμπλεϋ φεύγει από τα δάχτυλά του, διαγράφει ένα τόξο στον αέρα και πέφτει μακριά στο πάτωμα. Αφήνει μια βαριά βλαστήμια και ορμάει να το σηκώσει. Όμως, ο Ανρύ προφταίνει και το πατάει. - Φρόνιμα, κόμη! διατάζει. Στάσου ακίνητος γιατί αυτή τη φορά τ’ αστεία τελειώσανε. Είμαι αποφασισμένος να σε σκοτώσω σαν ένα σιχαμερό σκουλήκι που βρομίζει τον αέρα με την ανάσα του. Δεν θα αισθανθώ καμιά τύψη γι’ αυτό.
111
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Ο Τίρμπλεϋ στέκει ασάλευτος. Το πρόσωπό του είναι χλομό σαν το πρόσωπο ενός πεθαμένου. Τα μάτια του ωστόσο αστράφτουν γεμάτα λύσσα. - Τι ζητάς από μένα; ρωτάει. - Αυτό δεν είναι ανάγκη να σου το πω! λέει το παιδί και τον κοιτάζει λοξά. Το ξέρεις καλά γιατί ήρθα. Λοιπόν προχώρησε και κάθισε στο γραφείο σου! Θα γράψεις ό,τι σου πω. Είσαι ένας από εκείνους που στείλανε τον πατέρα μου στο δήμιο. Θα γράψεις και θα υπογράψεις ένα χαρτί που να λέει την αλήθεια. Ότι δηλαδή ο Μωρίς Ντυβερνουά δεν υπήρξε ποτέ προδότης και άδικα συκοφαντήθηκε. Ο Τίρμπλεϋ δαγκώνει τα χείλη και σφίγγει τις γροθιές του. - Ποτέ δεν θα υπογράψω ένα τέτοιο χαρτί! - Χμ! χαμογελάει ο Ανρύ. Και άλλοι το είπανε αυτό, μα την τελευταία στιγμή αλλάξανε γνώμη. Και καθώς μιλάει σηκώνει το χέρι του και το κατεβάζει με δύναμη στο πρόσωπο του συκοφάντη. - Αυτό είναι μια προειδοποίηση! λέει. Ο Τίρμπλεϋ κλονίζεται, μα στηρίζεται κάπου κι ετοιμάζεται να επιτεθεί. Με μια αστραπιαία κίνηση αρπάζει ένα μπρούτζινο καντηλέρι που βρίσκεται απάνω στο γραφείο του και το πετάει προς το μέρος του παιδιού. Ο νεαρός Ντυβερνουά, όμως, σκύβει και το καντηλέρι βροντάει στον απέναντι τοίχο. Την αμέσως επόμενη στιγμή η γροθιά του τινάζεται σαν κεραυνός και πέφτει σαν ένα σιδερένιο σφυρί στο στομάχι του κόμη. Εκείνος βγάζει ένα βογκητό κι ετοιμάζεται να πέσει. Το παιδί, όμως, τον συγκρατεί και τον σέρνει στην καρέκλα του γραφείου του. Τον υποχρεώνει να καθίσει. Σπρώχνει μπροστά του την πένα και το χαρτί. - Γράψε! τον διατάζει κι η φωνή του είναι γεμάτη απειλή. Ο Τίρμπλεϋ που έχει χάσει τώρα τελείως το ηθικό του, δεν έχει το κουράγιο ν’ αρνηθεί. Παίρνει το φτερό και γράφει και υπογράφει τα όσα του υπαγορεύει. Το παιδί βάζει στην τσέπη του το χαρτί. - Και τώρα θα φύγω, κόμη, λέει. Αν είσαι φρόνιμος δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αν όμως δοκιμάσεις να φωνάξεις, τότε δε θα φταίω εγώ για το ό,τι μπορεί να επακολουθήσει.
Από μηχανής θεός
Ο
ΚΟΜΗΣ δεν μιλάει. Μέσα στο βλέμμα του, όμως, φεγγοβολάει μια άγρια αστραπή. Το παιδί απομακρύνεται, πιάνει το πεσμένο στο πάτωμα σπαθί του Τίρμπλεϋ, το σπάει στο γόνατό του και προχωρεί προς την πόρτα. Δεν απέχει παρά μονάχα δυο βήματα, όταν ακούει έναν παράξενο θόρυβο και νιώθει το πάτωμα να κινείται κάτω από τα πόδια του. Καταλαβαίνει αμέσως. Τούτη η κάμαρη είναι γεμάτη καταπακτές. Ο κόμης έχει κινήσει πάλι κάποιον αόρατο μοχλό και το πάτωμα υποχωρεί, αφήνοντας ένα σκοτεινό άνοιγμα στο σημείο αυτό. Το παιδί νιώθει να γκρεμίζεται στο χάος μα την τελευταία στιγμή τα χέρια του γαντζώνονται στο χείλος της καταπακτής και δεν πέφτει. Κρέμεται, όμως, στο κενό κι από κάτω ακούει τα νερά να κυλούνε με ορμή. Είναι χαμένος αν δεν κινηθεί γοργά. Ο Τίρμπλεϋ, βγάζοντας έναν απαίσιο γρυλισμό, έρχεται καταπάνω του. Ο νεαρός Ανρύ τούτη τη φορά νιώθει έναν πραγματικό φόβο να τον κυριεύει. Πρέπει να προφτάσει! Με μια σβέλτη κίνηση, πραγματοποιώντας μια δύσκολη έλξη, τινάζει το λαστιχένιο κορμί του προς τα πάνω και με μια δεύτερη κίνηση βρίσκεται ορθός πλάι στο σκοτεινό στόμα που οδηγεί προς το θάνατο. Και είναι καιρός. Ένα, μισό δευτερόλεπτο αργότερα, όλα θα ήταν χαμένα. Από μια κλωστή κρέμεται η ζωή του. Γιατί ακριβώς ύστερα από μισό δευτερόλεπτο ο κόμης, σφίγγοντας τα δόντια και κρατώντας ένα μικρό σιδερένιο άγαλμα, που βρήκε μπροστά του σ’ ένα τραπέζι, τον ζυγώνει. Το βαρύ σίδερο σηκώνεται στον αέρα κι
112
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
είναι έτοιμο να πέσει και να συντρίψει το κρανίο του παιδιού. - Δεν θα ξεφύγεις, ληστή! γρυλίζει ο κόμης. Δώσε μου πίσω το χαρτί! - Το χαρτί μου χρειάζεται! απαντάει κοφτά ο Ανρύ, καθώς σκύβει κι αποφεύγει το χτύπημα. Δεν πρόκειται να το πάρεις! Μα ο Τίρμπλεϋ είναι τυφλός από τη λύσσα που τον παιδεύει και ορμάει πάνω του. Αλλά δεν έχει λογαριάσει καλά τα πράγματα. Ξέχασε το βάραθρο που χάσκει μπροστά του και καθώς επιτίθεται, το πόδι του βρίσκεται στο κενό. Κλονίζεται, χάνει την ισορροπία του και χάνεται μέσα στο στόμα της καταπακτής. Ο νεαρός Ντυβερνουά ακούει ένα άγριο ουρλιαχτό που πνίγεται μέσα στον παφλασμό του νερού, που σκεπάζει τον κόμη. - Όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα! λέει μελαγχολικός. Όμως δεν υπάρχει καιρός τώρα για μελαγχολικές σκέψεις. Πρέπει να φύγει από τούτο το μέγαρο όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ανοίγει την πόρτα, περνάει το διάδρομο, βγαίνει στο δρόμο, τρέχει προς το άλογό του και σαλτάρει στη ράχη του. - Και τώρα, στο μέγαρο Μελβίλ! λέει. Αύριο μεθαύριο θα ζητήσω να παρουσιαστώ στο Βασιλέα. Θα του δείξω αυτά τα χαρτιά και φυσικά θ’ αναγνωρίσει τις υπογραφές. Τότε θα καταλάβει το σατανικό ρόλο που έπαιξε ο Ρισελιέ στην καταδίκη του αθώου πατέρα μου… Καθώς καλπάζει, όμως, και κάνει τούτες τις σκέψεις, βλέπει ξαφνικά έναν καβαλάρη να του κόβει το δρόμο. Η στολή του δείχνει πως είναι ένας από τους σωματοφύλακες του καρδινάλιου. - Αλτ! ακούγεται βαριά η φωνή του. Σταμάτα αν αγαπάς τη ζωή σου, νεαρέ Ντυβερνουά! Το παιδί νιώθει ένα δυνατό χτυποκάρδι. Τον αναγνώρισαν λοιπόν! Στη βιασύνη του να εγκαταλείψει το μέγαρο του Τίρμπλεϋ ξέχασε να κατεβάσει το πλατύγυρο καπέλο του ως τα φρύδια, για να κρύψει το μισό πρόσωπό του και τον αναγνώρισαν. Κρατάει τα γκέμια και το άλογο σταματάει. Ο σωματοφύλακας πλησιάζει με γυμνό σπαθί προς το μέρος του. Τώρα φυσικά τον αναγνωρίζει κι ο Ανρύ. Είναι ένας από τους φρουρούς του δικαστηρίου που συνόδευαν τον μελλοθάνατο δούκα Σαιντ Ετιέν στην πλατεία της Γρέβης. - Τι ζητάς από μένα; ρωτάει τάχα με απορία το παιδί. - Άφησε τις εξυπνάδες! γκρινιάζει εκείνος. Ο λοχαγός μου ο Ροσεφόρ σε χρειάζεται! Ο Ντυβερνουά δεν έχει καμία διάθεση να παραδοθεί χωρίς να παλέψει. Καθώς βλέπει λοιπόν τον σωματοφύλακα να τον πλησιάζει, τραβάει γοργά το σπαθί του και είναι έτοιμος ν’ αμυνθεί. - Χμ! Θέλεις λοιπόν να σε σφάξω; του φωνάζει. Πέταξε το σπαθί σου και σήκωσε τα χέρια ψηλά! - Αν σου χρειάζεται το σπαθί μου, έλα κοντά να το πάρεις! αποκρίνεται αποφασιστικά το παιδί. Ένας Ντυβερνουά δεν παραδίνει ποτέ το ξίφος του! Αυτό το ξέρεις. Έχουν συγκεντρωθεί μερικοί περίεργοι διαβάτες γύρω τους. Μα καθώς τους βλέπουν έτοιμους να χτυπηθούν, απομακρύνονται τρομαγμένοι. Ο καθένας φοβάται και δεν θέλει να μπλέξει. - Παραμέρισε να περάσω! φωνάζει ο Ανρύ. Ο σωματοφύλακας, όμως, δεν έχει όρεξη για πολλές κουβέντες. Όχι μονάχα δεν παραμερίζει, αλλά απεναντίας επιτίθεται με λύσσα. Πιέζοντας με τα σπιρούνια τα πλευρά του αλόγου του, ορμάει προς το μέρος του μικρού ιππότη. Το παιδί που έχει προβλέψει αυτή την κίνηση, είναι έτοιμο. Βλέπει τον σωματοφύλακα, που έρχεται κραδαίνοντας το βαρύ σπαθί του, και με μια σβέλτη κίνηση αποκρούει το χτύπημα. Οι δυο λεπίδες βροντούνε κι αστράφτουν και γεμίζουν σπίθες τον αέρα. Ο καβαλάρης, βλέποντας τη σπαθιά που είχε προετοιμάσει να πηγαίνει χαμένη, γκρινιάζει και βλαστημάει. Ο Ανρύ όμως, ψύχραιμος πάντα, υποχρεώνει το άλογό του να κάνει μια στροφή επί τόπου και τινάζοντας το οπλισμένο του χέρι προς τα εμπρός, απειλεί σοβαρά τα πλευρά του αντιπάλου του. Μα τούτη η κίνηση λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Καθώς ο άλλος ξεφεύγει το χτύπημα, το παιδί τινάζεται πιο πολύ προς τα εμπρός, για να τον φτάσει, και τότε χάνει την ισορροπία του και κινδυνεύει να πέσει στο έδαφος. Ένα τέτοιο, όμως, πέσιμο σε τούτη την κρίσιμη στιγμή της σκληρής μάχης, ισοδυναμεί με θάνατο. Και όλα
113
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Οι δυο λεπίδες βροντούνε κι αστράφτουν και γεμίζουν σπίθες τον αέρα. ίσως θα τελείωναν άσχημα για τον μικρό ιππότη εδώ, αν δεν φαινόταν ξαφνικά σαν από μηχανής θεός ο… Τριμπουσόν!
Τα λουλούδια του Τριμπουσόν Ο ΒΑΡΕΛΟΕΙΔΗΣ υπηρέτης του μικρού Ντυβερνουά γυρίζει πραγματικά από το ανθοπωλείο του Σαβουατύρ, κρατώντας τη μεγαλοπρεπή ανθοδέσμη για την Ζινέτ, τη μικρότερη αδελφή της κόμισσας Μελβίλ. Κατευθύνεται προς το μέγαρο καμαρώνοντας σαν… γύφτικο σκεπάρνι, όταν ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια του και κατά τη συνήθειά του, αλληθωρίζει. Καθώς στρίβει τη γωνία και μπαίνει στην οδό Κάρλτον, βλέπει τον Ανρύ να διασταυρώνει το σπαθί του με τον σωματοφύλακα. - Χμ! Τον κατεργάρη! λέει. Δεν είμαι λοιπόν μονάχα εγώ σκασιάρχης σήμερα. Και άλλος βγήκε περίπατο! Ας τολμήσει λοιπόν να μου πει κουβέντα! Αλλά καθώς μιλάει μονάχος του, βλέπει το παιδί να κλονίζεται από τη ράχη του αλόγου του και τον σωματοφύλακα έτοιμο να του καταφέρει με το σπαθί του ένα θανάσιμο χτύπημα. - Χριστούλη μου! Πάει τ’ αφεντικό! ψελλίζει. Και χωρίς να το πολυσκεφτεί, σαλτάρει σαν αστραπή ανάμεσα στους δυο καβαλάρηδες με την ανθοδέσμη στο χέρι. - Αλτ! Σωματοφύλακα, στάσου! κραυγάζει. Εκείνος ξαφνιασμένος γυρίζει να δει ποιος του φωνάζει μ’ αυτόν τον επιτακτικό τόνο και μένει με ανοιχτό στόμα, καθώς βλέπει τον Τριμπουσόν.
114
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
- Α! Κι εσύ εδώ λοιπόν είσαι; μουγκρίζει. Άρπαχ' τη για να μάθεις! Και ξεχνώντας το παιδί, τινάζει το σπαθί του προς το μέρος του υπηρέτη. Αλλά ο Τριμπουσόν την αγαπάει τη ζωή του και τρυπώνει κάτω από το άλογό του. Και τότε γίνεται κάτι που σώνει την κατάσταση και φέρνει τη σωτηρία. Τα λουλούδια που κρατάει στην αγκαλιά του ο Τριμπουσόν γαργαλάνε και τσιμπάνε την κοιλιά του αλόγου του σωματοφύλακα και το δυστυχισμένο ζώο, που πρώτη φορά παθαίνει μια τέτοια δουλειά, αρχίζει να τσινάει και να χοροπηδάει σαν παλαβό. Ο σωματοφύλακας τα χάνει και μάταια, τραβώντας τα γκέμια, προσπαθεί να το συνεφέρει. Το πράγμα, όμως, χειροτερεύει, γιατί ο Τριμπουσόν ολοένα και γαργαλάει περισσότερο την κοιλιά του αλόγου, που στο τέλος αγριεύει και, ορθώνοντας τα μπροστινά του πόδια, αρχίζει να καλπάζει σαν αφηνιασμένο προς το βάθος του δρόμου, παρασύροντας μαζί του και τον καβαλάρη του. Ο Ανρύ Ντυβερνουά, που σ’ αυτό το μεταξύ έχει βρει την ισορροπία του, βγάζει μια χαρούμενη κραυγή. - Τριμπουσόν, είσαι ο σωτήρας μου! λέει. - Είμαι και φαίνουμαι! αποκρίνεται σοβαρά αυτός. Και το παιδί που τώρα μόλις προσέχει τη μισομαδημένη ανθοδέσμη, παραξενεύεται. - Πού τα πας αυτά τα λουλούδια; ρωτάει. Ο Τριμπουσόν στρίβει το μουστάκι του. - Ε! Έχουμε κι εμείς τις αδυναμίες μας! λέει με ύφος βαρυσήμαντο. - Καβάλησε στο άλογο, λοιπόν. Θα πάμε παρέα να γνωρίσουμε την… αδυναμία σου. Ο βαρελοειδής υπηρέτης σαλτάρει στα καπούλια του αλόγου και σε λίγο καλπάζουν προς το μέγαρο της κόμισσας Μελβίλ.
Η Βασίλισσα κινδυνεύει ΑΥΤΗ η ημέρα που την γιορτάζει όλο το Παρίσι, αρχίζει χαρούμενα. Οι μουσικές από την αυγή γυρίζουν στους δρόμους και παιανίζουν πατριωτικά θούρια. Η πόλη είναι γεμάτη σημαίες και οι στρατιώτες που πρόκειται να παρελάσουν μπροστά στους Βασιλείς, ετοιμάζουν τις αστραφτερές πανοπλίες τους. Όλο το Παρίσι είναι χαρούμενο σήμερα. Μόνο τρεις άνθρωποι φαίνονται μελαγχολικοί, γιατί δεν θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν την όμορφη γιορτή. Ο Ανρύ Ντυβερνουά, ο δούκας του Σαιντ Ετιέν και ο Τριμπουσόν. Δεν μπορούν να βγουν από το μέγαρο της κυρίας Μελβίλ όπου φιλοξενούνται, γιατί διατρέχουν τον κίνδυνο να αναγνωριστούν και να συλληφθούν. Ύστερα από το επεισόδιο με τον σωματοφύλακα κοντά στην οδό Σαντέ, ο Ρισελιέ έδωσε καινούργιες εντολές στους ανθρώπους του και υποσχέθηκε γερή αμοιβή για τη σύλληψη του μικρού ιππότη. Ο ίδιος ο Ροσεφόρ, παρόλες τις «σκοτούρες» του, δεν ξεχνάει το ηρωικό παιδί. Οι περίπολοι έχουν πυκνωθεί και αυτό το ξέρουν οι τρεις φίλοι. Είναι κι οι τρεις μελαγχολικοί αλλά περισσότερο λυπημένος μέχρι… δακρύων, είναι ο Τριμπουσόν. Δεν μπορεί να το χωνέψει ότι είναι δυνατό να μείνει κλεισμένος εδώ μέσα, ενώ ολόκληρο το Παρίσι γιορτάζει. - Αν ήμουνα μονάχος μου και δεν… φοβόμουνα για σας, λέει σοβαρά, θα έκανα τον περίπατό μου σήμερα. Αλλά έχω… ευθύνες και πρέπει να σας προσέχω. Το παιδί και ο δούκας χαμογελούν. - Και τον Ροσεφόρ, δεν τον φοβάσαι; τον πειράζει ο Ανρύ. Ο Τριμπουσόν ανασηκώνει τους ώμους περιφρονητικά. - Τον Ροσεφόρ δεν τον λογαριάζω. Αυτός με φοβάται και όχι εγώ. Προχτές που τον συνάντησα στο δρόμο, το’ βαλε στα πόδια μόλις με είδε!
115
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
- Είδες τον Ροσεφόρ; ρωτάει ο δούκας. - Συναντηθήκαμε έξω από το ανθοπωλείο του Σαβουατύρ. Και λοιπόν όταν με είδε, τρύπωσε στο μαγαζί και πήγε και κρύφτηκε στο γραφείο του ανθοπώλη κι έπιασε κουβέντα, περιμένοντας να φύγω για να ξαναβγεί. - Μπράβο, Τριμπουσόν, είσαι θηρίο! - Είμαι και ανάγκη δεν έχω κανένα. Καθώς, όμως, ο Τριμπουσόν κουβεντιάζει, αρχίζει να… ξύνει τη μύτη του. Κάτι θυμάται: - Δεν μου λες, αφεντικό, ρωτάει, πουλάνε και φίδια στα ανθοπωλεία; Ο Ντυβερνουά γελάει. - Και όμως, λέει σοβαρά ο Τριμπουσόν, μέσα στο ανθοπωλείο άκουσα τον Ροσεφόρ να κουβεντιάζει με τον Σαβουατύρ για δυο φίδια, που θα στόλιζαν μια ανθοδέσμη. Αν κατάλαβα καλά, θα κρύβανε τα φίδια ανάμεσα στα λουλούδια μαζί μ’ ένα κλαδί ευκάλυπτο. - Κάτι θα ονειρεύτηκες, τον μαλώνει ο δούκας. Ο Σαβουατύρ είναι ο ανθοπώλης της Βασιλικής Αυλής. Πώς μπορεί να πουλάει φίδια; - Και όμως, το άκουσα με τ’ αφτιά μου. - Ευκάλυπτος… Φίδια… λέει σα να παραμιλάει ο Ανρύ. Μα ναι, τώρα θυμάται. Όταν μπήκε στον πύργο Σαβινύ άκουσε μια παρόμοια συζήτηση του ψευτοκόμη με κάποιον άνθρωπο που φορούσε μαύρη μπέρτα, γι’ αυτά τα φίδια και για κάποιον ανθοπώλη Σαβουατύρ. Ναι. Τώρα θυμάται και μια αστραπή περνάει από το νου του. - Θα προσφέρουν σήμερα ανθοδέσμη στη Βασίλισσα; ρωτάει τον δούκα ταραγμένος. - Ναι. Έτσι συνηθίζεται. Μα γιατί ρωτάς; - Η Βασίλισσα κινδυνεύει! φωνάζει ο μικρός ιππότης και τινάζεται ορθός. Ελάτε μαζί μου. - Ωχ! Πάλι δουλειές άνοιξα, γκρινιάζει ο Τριμπουσόν. Χριστούλη μου, βάλε το χεράκι σου, γιατί δεν αντέχω σε άλλο ξύλο!
Ο… λοχαγός της φρουράς! Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ έχει αρχίσει. Ο Λουδοβίκος ο 13ος και η Άννα η Αυστριακή, οι Βασιλείς της Γαλλίας, παρακολουθούν από την εξέδρα, που έχει στηθεί ειδικώς γι’ αυτή την εορτάσιμη μέρα στην πλατεία Βαντόμ, τους στρατιώτες που παρελαύνουν. Πίσω τους στέκει η μικρή πριγκίπισσα Λουσιέν και λίγο πιο πέρα σε στάση προσοχής βρίσκονται οι υπασπιστές μέσα σε στολές που λαμποκοπούν. Η Βασίλισσα κρατάει μια ανθοδέσμη, που μόλις πριν από λίγο της προσέφεραν. Είναι φτιαγμένη από μεγάλα τριαντάφυλλα και χρυσάνθεμα. - Δεν είναι περίεργο, Λουδοβίκε; ρωτάει. Κοίταξε εδώ… Ο Βασιλεύς κοιτάζει αυτό που του δείχνει. - Ένα κλαρί από ευκάλυπτο, λέει. - Ναι. Ένα κλαρί από ευκάλυπτο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω ανάμεσα σε μια ανθοδέσμη τριαντάφυλλα και χρυσάνθεμα ευκάλυπτο. Περίεργο… Ξαφνικά, όμως, σταματάει να μιλάει. Μια φοβερή αναταραχή γίνεται ανάμεσα στο πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στην πλατεία Βαντόμ. Τρεις άνθρωποι σπρώχνοντας δεξιά αριστερά τρέχουν σαν δαιμονισμένοι προς το μέρος της εξέδρας. Μπροστά ο Ανρύ, πίσω ο Τριμπουσόν και τελευταίος ο δούκας του Σαιντ Ετιέν. - Πίσω όλος ο κόσμος! φωνάζει ο Τριμπουσόν. Η Βασίλισσα κινδυνεύει! Οι άνθρωποι παραμερίζουν τρομαγμένοι. Κι αυτοί οι στρατιώτες που κρατούν την τάξη στην παράταξη, τα χάνουν και πριν προφτάσουν να κινηθούν, οι τρεις φίλοι έχουν διασπάσει τις γραμμές τους και φτάνουν στην εξέδρα.
116
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
Aπό σήμερα εσύ, ο Ανρύ Ντυβερνουά, παίρνεις τον τίτλο του ιππότη...
- Ο Ντυβερνουά! ξεφωνίζει η Βασίλισσα. - Ο Ανρύ! κάνει χαρούμενη η Λουσιέν. Μονάχα ο Λουδοβίκος δεν μιλάει, αλλά τα μάτια του γεμίζουν έκπληξη και απορία καθώς βλέπει ένα παιδί να σαλτάρει στην εξέδρα, ν’ αρπάζει από τα χέρια της Βασίλισσας την ανθοδέσμη και να την πετάει χάμω. Δυο μικρά φίδια τινάζουν τα κεφάλια τους και δείχνουν τα δόντια τους, έτοιμα να επιτεθούν. - Παναγία μου! κάνει τρομαγμένη η Βασίλισσα και γίνεται χλομή. Το παιδί, όμως, προφταίνει. Έχει τραβήξει κιόλας το σπαθί του και με δυο σβέλτες κινήσεις τσακίζει τα κεφάλια των ερπετών, που σφαδάζουν τώρα μπροστά στα πόδια των Βασιλέων ανίκανα να βλάψουν. - Τι σημαίνει αυτό; ρωτάει ο Λουδοβίκος. - Απόπειρα δολοφονίας κατά της Βασίλισσας! λέει το παιδί και κάνει μια βαθύτατη υπόκλιση. Με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, για τον τρόπο που εμφανίστηκα ενώπιόν σας. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Την ίδια μέρα το απόγευμα, στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, στο Λούβρο, γίνεται μια επίσημη τελετή. Ο Λουδοβίκος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το ηρωικό κατόρθωμα, ονομάζει τον μικρό Ανρύ Ντυβερνουά, ιππότη. - Είσαι σωτήρας της Γαλλίας, του λέει. Η πατρίδα σε ευγνωμονεί. Διάβασα τα χαρτιά που μου έδωσες. Από τη θέση αυτή δηλώνω πως δεν υπήρξε προδότης ο πατέρας σου. Το δοξασμένο όνομα των Ντυβερνουά θα παραμείνει λευκό και έντιμο στους αιώνες, όπως ανέκαθεν ήταν. Από σήμερα εσύ, ο Ανρύ Ντυβερνουά, παίρνεις τον τίτλο του ιππότη…
117
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Ι Π Π Ο Τ Η Σ
- Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε, λέει το παιδί με δακρυσμένα μάτια. - Και συ, δούκα του Σαιντ Ετιέν, που άδικα σύρθηκες στην πλατεία της Γρέβης, είσαι από σήμερα ελεύθερος. Οι πραγματικοί ένοχοι του εγκλήματος θα τιμωρηθούν όπως τους αξίζει. Ύστερα ο Λουδοβίκος γυρίζει στον Τριμπουσόν. Ο χοντροϋπηρέτης με την ηρωική καρδιά, στέκει πλάι στη μικρή Λουσιέν, που το πρόσωπό της αστράφτει από χαρά. - Έλα εδώ, Τριμπουσόν! του λέει. Ο Τριμπουσόν προχωρεί με καμάρι, ρίχνοντας δεξιά και αριστερά ματιές θριάμβου. - Έμαθα ότι είσαι ένας άντρας με ψυχή λιονταριού! λέει. - Είμαι και φαίνουμαι! αποκρίνεται ο βαρελοειδής υπηρέτης. Μια φορά στην Αφρική, όταν κυνηγούσα λιοντάρια… - Σταμάτα! του ψιθυρίζει απότομα ο Ανρύ. Σταμάτα! Και τον τραβάει απ’ τη ζακέτα. Ο Τριμπουσόν σταματάει δυσαρεστημένος και κατεβάζει τα μούτρα του. - Καλά! λέει. Σταματάω… - Λοιπόν, Τριμπουσόν, συνεχίζει επίσημα ο Βασιλεύς, επειδή είσαι γενναίος και έντιμος, σε προσλαμβάνω από σήμερα στην υπηρεσία των ανακτόρων με το βαθμό του λοχαγού της φρουράς. Ο χοντροϋπηρέτης κάνει μια βαθιά υπόκλιση. Γονατίζει και φιλάει το χέρι του Λουδοβίκου. Ύστερα φιλάει και το χέρι της Βασίλισσας. - Σας ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη! λέει. Το ήξερα εγώ πως μια μέρα θα γίνω στρατάρχης της Γαλλίας!... Η Άννα η Αυστριακή χαμογελάει με καλοσύνη. Το βλέμμα της πηγαίνει σε μια γωνιά της αίθουσας του θρόνου, όπου κρυφοκουβεντιάζουν ο νεαρός Ανρύ Ντυβερνουά και η πριγκίπισσα Λουσιέν. - Όλοι θα γίνουμε ευτυχείς μια μέρα! λέει. Η Γαλλία, που περνάει αυτή την εποχή δύσκολες στιγμές, θα ξαναβρεί το δρόμο της χαράς και της καλοσύνης. Θα λείψουν τα μίση και οι δολοπλοκίες και το χαρούμενο χαμόγελο θα’ ρθει πάλι στα χείλη των ανθρώπων…
ΤΕΛΟΣ
118
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
119
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
«ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» #8
T
Ο «Μικρός Μπουρλοτιέρης» ήταν το τρίτο και τελευταίο οκτάτευχο λαϊκό παιδικό μυθιστόρημα της τριλογίας με ιστορικά θέματα, που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε. Εξιστορεί τη δράση και τα κατορθώματα του έφηβου Έλληνα Κουρσάρου στο Αιγαίο, του Νικήτα Αστρακάρη, λίγο πριν από τον Μεγάλο Ξεσηκωμό του 1821 και συγκεκριμένα αρχίζει με τη μύηση του ήρωα στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και ολοκληρώνεται με την αυγή του Ξεσηκωμού. Παρ’ όλο που η αφήγηση - σε ενεστώτα χρόνο πάντα - δεν παρέχει πληροφορίες από το παρελθόν για το πώς ο ατρόμητος 16χρονος κουρσάρος καπετάνιος κατόρθωσε από τόσο μικρός να είναι το φόβητρο του αυτοκρατορικού οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο και θρύλος στις αναφορές των Ελλήνων νησιωτών για αυτόν, δεν ξενίζει τον αναγνώστη. Αποδέχεται ως δεδομένη την πρότερη δράση του έστω κι αν δεν την πληροφορήθηκε ποτέ. Στο όγδοο και τελευταίο τεύχος της σειράς των φυλλαδίων, με τίτλο «Το Τρεχαντήρι του Θανάτου», η αφήγηση ολοκληρώνεται στρογγυλεμένα σε ό,τι αφορά στις εκκρεμότητες που έτρεχαν από τα προηγούμενα τεύχη. Η μοναδική που αφήνει, αν και ουσιαστικά δεν είναι εκκρεμότητα, αλλά βεβαιότητα για το τι θα συμβεί μετά το τέλος του αναγνώσματος, έχει να κάνει με τη δράση του Μικρού Μπουρλοτιέρη παίρνοντας ενεργό μέρος στον Ξεσηκωμό που ήδη έχει αρχίσει να φουντώνει στην Ελλάδα. Αυτό, όμως, είναι άλλη ιστορία. Ο Νικήτας, ο αναπάντεχα εμφανισθείς αδελφός του Αργύρης και ο Στραπάτσος, ξεπερνώντας μύριους θανάσιμους κινδύνους, παραδίδουν το σκήνωμα του μαρτυρικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ σε Έλληνα ναυτικό ο οποίος το μεταφέρει στην Οδησσό, όπου ενταφιάζεται με τιμές… Παραμένοντας, ωστόσο, οι ίδιοι εγκλωβισμένοι στην Πόλη, πραγματοποιούν μια σειρά από εντυπωσιακά σαμποτάζ στις εγκαταστάσεις όπλων και πυρομαχικών του οθωμανικού στόλου πριν η αρμάδα αποπλεύσει για τον επαναστατημένο Μωριά… Στο τέλος, κλέβοντας ένα τρεχαντήρι, ξανοίγονται στο Αιγαίο, ενώ ο οθωμανικός στόλος τους καταδιώκει. Η τύχη τους είναι μεγάλη καθώς συναπαντιούνται με ένα ελληνικό λατίνι και η χαρά τους μεγαλύτερη, επειδή το λατίνι είναι το «Ελευθερία ή Θάνατος», το λατίνι του Αστρακάρη...! Στο πλήρωμα του σκάφους βρίσκεται και η αγαπημένη του Νικήτα, η Ανθή, ντυμένη αντρικά, προσφέροντας στον Ξεσηκωμό και τις δικές της δυνάμεις! Η απρόσμενη χαρά του Νικήτα είναι ανείπωτη. Το πλοίο χαράζει ρότα για τον Μωριά με τα τρία παλικάρια έτοιμα να ριχτούν με όλες τους τις δυνάμεις στον κατά θάλασσα αγώνα της Λευτεριάς. «Ο Μικρός Μπουρλοτιέρης» κατέχει μια ξεχωριστή θέση στα παιδικά αναγνώσματα της δεκαετίας του ’50. Περισσότερο από κάθε άλλο σχετικό ανάγνωσμα του είδους του, οι περιγραφές και οι διάλογοι εμπλουτίζονται με αναφορές λέξεων, αντικειμένων, τοπωνυμίων της εποχής και δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι ζει στη συγκεκριμένη εποχή ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ας θεωρηθεί εξίσου θετικό ότι σαν δημιούργημα είναι καθαρά ελληνικής έμπνευσης, μην έχοντας επηρεασμούς ούτε κοντινούς ούτε μακρινούς από κάποιο ξένο πρότυπο. Απλώς μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής επιλογής του εκδοτικού οίκου για αναγνώσματα με ήρωες παιδικής ή εφηβικής ηλικίας ως πρότυπα ανάδειξης ορισμένων αξιών στο παιδικό αναγνωστικό κοινό, «προικίζει» τον έφηβο πρωταγωνιστή του με ιδιότητες, δεξιότητες και ικανότητες μεστωμένου άντρα. Η υπερβολή υπήρξε σίγουρα αποδεκτή από το συγκεκριμένο αναγνωστικό του κοινό. Το κείμενο ήταν του Νίκου Μαράκη, ο οποίος το υπέγραφε ως Π. Πετρίτης και η εικονογράφηση του Βύρωνα Απτόσογλου (Byron). Το τελευταίο αυτό τεύχος είχε κυκλοφορήσει στις 31 Μαρτίου 1955, ενώ το πρώτο του στις 10 Φεβρουαρίου 1955.
120
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
στο Βάραθρο
Ο
ΝΙΚΗΤΑΣ Αστρακάρης, χωρίς σπαθί τώρα – το γιαταγάνι του έχει ξεφύγει από τα χέρια του και βρίσκεται μακριά – οπισθοχωρεί, προσπαθώντας να φυλαχτεί απ’ το θανάσιμο χτύπημα που ετοιμάζεται να του δώσει ο Τούρκος αντίπαλός του. Έχει ξεχάσει, όμως, πως η σκληρή αυτή μάχη γίνεται στην άκρη του γκρεμού και πως κάτω από τα πόδια του, μισό μέτρο πιο εκεί, χάσκει σε μεγάλο βάθος η θάλασσα. Καθώς οπισθοχωρεί λοιπόν, νιώθει ξαφνικά να βρίσκεται στο κενό. Τα μάτια του στρογγυλεύουν από τον τρόμο κι ανασηκώνει τα χέρια. Μα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τον κρατήσει. Πέφτει ανάσκελα και αρχίζει να κατρακυλάει στο βάραθρο. Αμυδρά βλέπει στην άκρη του γκρεμού τη σιλουέτα του μεγαλόσωμου Τούρκου που, κραδαίνοντας ακόμα το γιαταγάνι του, σκύβει και παρακολουθεί την πτώση του με μια έκφραση άγριας χαράς στο πρόσωπο. - Τα σκυλόψαρα θα χορτάσουν τώρα με τα κρέατά σου, βρομογκιαούρ! του φωνάζει. Έτσι θα πεθάνεις, χωρίς να λερώσω το σπαθί μου με το βρόμικο αίμα σου. Η φωνή φτάνει σαν από κάπου πολύ μακριά στ’ αφτιά του. «Είμαι χαμένος!» σκέφτεται. Μα σχεδόν αμέσως ξαναβρίσκει το κουράγιο του. «Όχι. Δεν πρέπει να πεθάνω!» Αυτή τη στιγμή, την πιο κρίσιμη της ζωής του, το Ελληνόπουλο καταλαβαίνει πως πρέπει ν’ αντιδράσει. Και, καθώς πέφτει, αναδιπλώνει το λαστιχένιο κορμί του, παίρνει μια βόλτα στον αέρα κι απλώνει τα δυο του χέρια μπροστά. Σ’ αυτή τη στάση, μπορεί να βουτήσει στη θάλασσα με λιγότερο κίνδυνο. Αν έχει τύχη και τα νερά είναι βαθιά και δεν χτυπήσει στο βυθό το κεφάλι του, οι πιθανότητες σωτηρίας αυξάνουν… Και ξαφνικά νιώθει τη θάλασσα να’ ρχεται καταπάνω του. Το κορμί του βροντάει στο νερό και η ανάσα του κόβεται. Βυθίζεται σαν βολίδα με μια ασύλληπτη ταχύτητα κι έχει την αίσθηση πως δεν πρόκειται πια να ξαναδεί το φως. Για μερικές στιγμές, πιστεύει πως έφτασε το τέλος και δεν έχει να ελπίζει τίποτα. Τώρα θα χτυπήσει κάπου, θα χτυπήσει απάνω στους μυτερούς βράχους του βυθού, θα κομματιαστεί, θα γίνει ένας άμορφος όγκος από ματωμένες σάρκες και οστά. Όμως η θάλασσα στα μέρη αυτά έχει βάθος πάνω από διακόσιες οργιές και σιγά - σιγά ο Νικήτας καταλαβαίνει πως η ορμή της κατάδυσης λιγοστεύει, ενώ ο βυθός είναι ακόμα μακριά. Τώρα απλώνει τα χέρια, παίρνει μια βόλτα μέσα στο νερό, τινάζει τα πόδια και, διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο, αρχίζει ν’ ανεβαίνει. Λίγες στιγμές αργότερα, βγαίνει στον αφρό… Τ’ αφτιά του βουίζουν. Αισθάνεται μια φοβερή δύσπνοια. Η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον έχει εξαντλήσει. Αναπνέει με δυσκολία. Ρουφάει και στέλνει όσο μπορεί περισσότερο οξυγόνο στα πνευμόνια του. Μα δεν ωφελεί. Τα χέρια του δεν μπορούν να κινηθούν… καταλαβαίνει πως δε θα μπορέσει να κρατηθεί για πολύ στην επιφάνεια. Οι δυνάμεις του τον έχουν εγκαταλείψει. Ξαφνικά, όμως, ακούει θόρυβο από κουπιά κάπου εκεί κοντά. Μέσα στο σκοτάδι ξεχωρίζει μια βάρκα που έρχεται προς το μέρος του. - Κουράγιο, μικρέ! του φωνάζει κάποιος. Σ’ ένα λεπτό είμαστε κοντά σου… Αναγνωρίζει τη φωνή του Στραπάτσου. Αυτό του δίνει κουράγιο. Όχι λοιπόν, δεν θα χαθεί μέσα σ’ αυτά τα αφιλόξενα νερά ούτε θα γίνει τροφή για τα σκυλόψαρα! Συγκεντρώνοντας όσες δυνάμεις του απομένουν, αρχίζει τις απλωτές και ύστερα από λίγο τέσσερα γερά μπράτσα τον αρπάζουν, τον τραβούν έξω απ’ το νερό και τον ρίχνουν μέσα στη βάρκα. - Σε είδαμε από μακριά, του λέει ο Αργύρης, να πέφτεις από τον γκρεμό και καταλάβαμε πως είχες μπλεξίματα. Ευτυχώς δεν έπαθες τίποτα. Το παιδί χαμογελάει. - Λίγο ακόμα και θα’ βαζα σε φασαρίες το Στραπάτσο, αποκρίνεται. Θ’ άρχιζε τις ψαλμωδίες, αλλά εγώ δεν θ’ άκουγα…
121
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Τώρα απλώνει τα χέρια, παίρνει μια βόλτα μέσα στο νερό, τινάζει τα πόδια και, διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο, αρχίζει να ανεβαίνει.
Το σώμα του Πατριάρχη
Τ
ΩΡΑ οι τρεις Έλληνες είναι έτοιμοι για το ταξίδι στο Καδίκιοϊ. Φορούν, όπως θυμάται ο αναγνώστης, ψαράδικα ρούχα κι έχουν μέσα στη βάρκα όλα τα σύνεργα της ψαρικής, για την περίπτωση που θα συναντηθούν με κανένα απ’ τα μικρά τούρκικα περιπολικά, που τριγυρνάνε τις νύχτες στον Κεράτιο. Κανείς δεν θα υποψιαστεί τρεις φιλήσυχους ψαράδες, που βγήκαν να δουλέψουν για το ψωμί των παιδιών τους. Ούτε φυσικά είναι δυνατό να φανταστεί κανείς ότι αυτοί οι τολμηροί άντρες άφησαν την ασφαλή κρυψώνα τους στο Τοπ Χανέ, για να ξεδιαλύνουν ένα όνειρο. - Δεν φεύγει από τα μάτια μου το όραμα του Πατριάρχη, λέει το Ελληνόπουλο. Είναι κάτι πρωτοφανέρωτο αυτό που μου συμβαίνει. Όλη την ώρα τον βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου με τη θηλειά στο λαιμό. Η νύχτα είναι γλυκιά και γεμάτη άστρα κι η βάρκα γλιστράει απαλά στο νερό με κατεύθυνση προς το Καδίκιοϊ. Στο δρόμο τους, συναντούν πολλά ψαροκάικα, που έχουν απλώσει τα δίχτυα τους και περιμένουν να ξημερώσει. Κανείς δεν τους υποψιάζεται κι ύστερα από μια ώρα βρίσκονται στα νερά του Καδίκιοϊ. Εδώ είναι φουνταρισμένα δυο τρικάταρτα. Ένα σλοβένικο κι ένα με ρούσικη σημαία. Είναι περαστικά από την πόλη και θα συνεχίσουν έπειτα από μια - δυο μέρες το ταξίδι τους. - Αυτό το σκαρί δεν μου φαίνεται άγνωστο, λέει ο Στραπάτσος, δείχνοντας εκείνο που έχει ζωγραφισμένη στη μάσκα της πλώρης τη ρούσικη σημαία. Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το καράβι. - Μπορεί να είναι κανένα ελληνικό, λέει ο Νικήτας. Μια φορά το «Αγία Τριάς» του καπετάν Γκίκα, που περιμένουμε να μας φέρει πίσω στην Ελλάδα, δεν είναι… - Κοιτάξτε εκεί! τους κόβει την κουβέντα ο Αργύρης. Γυρίζουν ξαφνικά κατά το μέρος που δείχνει. Σε απόσταση είκοσι μέτρων από τη βάρκα τους κάτι
122
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
επιπλέει στη θάλασσα. - Τι να’ ναι αυτό το πράγμα; παραξενεύεται ο Στραπάτσος. - Περίεργο! κάνει συλλογισμένος ο Νικήτας. Πρέπει να πλησιάσουμε… Λάμνουν ελαφρά τα κουπιά και πλησιάζουν προς τα εκεί. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης, που τον τρώει η περιέργεια, τρέχει πρώτος προς την πλώρη και σκύβει ολάκερος προς τα έξω, προσπαθώντας να ξεχωρίσει το παράξενο αντικείμενο που σκαμπανεβάζει από το ελαφρό κύμα μέσα στο νερό. Απότομα, όμως, γουρλώνει τα μάτια και ρίχνεται προς τα πίσω. - Θεούλη μου! ξεφωνίζει. - Τι τρέχει, Γεράσιμε; ρωτάει με αγωνία ο Νικήτας. - Ο… ο… Πατριάρχης! κάνει με κοντή ανάσα ο Στραπάτσος. Αφήνουν τα κουπιά και τρέχουν κοντά του. Πραγματικά, μέσα στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο εκεί επιπλέει το πτώμα του Πατριάρχη! - Το όνειρο! λέει ανατριχιάζοντας το Ελληνόπουλο. Να πώς εξηγείται το όνειρο! Σταυροκοπιούνται κι οι τρεις, νιώθοντας ένα παράξενο δέος να τους κυριεύει και μένουν για μερικές στιγμές αμίλητοι με τα μάτια καρφωμένα στο ιερό σκήνωμα του εθνομάρτυρος… - Η ψυχή του, λέει με φωνή που τρέμει από συγκίνηση ο Νικήτας, ταξιδεύει μαζί με τους αγγέλους στον ουρανό. Μα το σώμα του πρέπει να βρει ανάπαυση σ’ έναν τάφο. Γι’ αυτό με τόση λαχτάρα ήρθε στο όνειρο μου και με προσκάλεσε στο Καδίκιοϊ. - Μα πώς ξαναβγήκε στον αφρό; ρωτάει με κατάπληξη ο Στραπάτσος. Αφού μας είπαν πως είχαν δέσει στο λαιμό του ένα κοτρώνι που ζύγιζε εκατό οκάδες… - Τούτο είναι ένα θαύμα, εξηγεί το παιδί. Η πέτρα από θεϊκή θέληση ξέφυγε από τη θηλειά και ο νεκρός ξανανέβηκε στην επιφάνεια. Σταυροκοπιέται πάλι. Σταυροκοπιούνται κι οι άλλοι. - Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! ψιθυρίζει ψέλνοντας χαμηλόφωνα ο Κεφαλλονίτης. - Εμπρός, παιδιά! λέει ο Αργύρης. Να τον τραβήξουμε στη στεριά… - Πρώτα θα τον βάλουμε στη βάρκα! λέει ο Νικήτας. Και κατόπι θα σκεφτούμε πού πρέπει να τον θάψουμε. Ζυγώνουν περισσότερο. Τώρα μπορούν να διακρίνουν καθαρά το πρόσωπό του. Είναι ανέγγιχτο. Τα μάτια του μονάχα είναι ανοιχτά και κοιτάζουν τον γεμάτο απ’ τα διαμάντια των άστρων ουρανό. Στο λαιμό του είναι περασμένη ακόμα η θηλιά του σκοινιού. Οι δυο άντρες και το παιδί αρχίζουν τώρα να δουλεύουν γοργά. Ένας από τους τρεις πρέπει να πέσει στη θάλασσα για να βοηθήσει, ανασηκώνοντας το πτώμα, να το βάλουν μέσα στη βάρκα. Ο Στραπάτσος, χωρίς χασομέρι, ρίχνεται στο νερό. Οι άλλοι σκύβουν από την κουπαστή. Τα δάχτυλά τους γαντζώνονται στο ράσο και το τραβούν προς τα πάνω. Από τη θάλασσα ο Κεφαλλονίτης βοηθάει. - Άντε παιδιά! Λίγο ακόμα! φωνάζει ο Νικήτας. Ο νεκρός βρίσκεται τώρα ο μισός έξω απ’ το νερό. Λίγο ακόμα και θα’ χουν τελειώσει. Όμως ξαφνικά κάτι γίνεται και όλα μπερδεύονται κι έρχονται άσκημα. Η βάρκα, που είναι γερμένη από τη μια μπάντα, καθώς δέχεται το βάρος του Πατριάρχη γέρνει πιο πολύ και απότομα ανατρέπεται. Ο Νικήτας κι ο Αργύρης βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη στο νερό κι ο Στραπάτσος που ετοιμάζεται να βλαστημήσει… δαγκώνει τη γλώσσα του… - Την πάθαμε! λέει. Τώρα κολυμπούν κι οι τρεις γύρω από το πτώμα. - Πρέπει να ξαναφέρουμε τη βάρκα στη θέση της, διατάζει το παιδί. Διαφορετικά δε γίνεται.
123
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
- Στάσου, ωρέ πατρίδα! φωνάζει. Κι εμείς γραικοί είμαστε.
Μόνο τα βουνά δε σμίγουν
Κ
ΑΘΩΣ όμως αρχίζουν τις πρώτες προσπάθειες, ακούνε μερικές κουβέντες, που τους ξαφνιάζουν. Μερικοί άνθρωποι από το πλήρωμα του τρικάταρτου με τη ρούσικη σημαία, που είναι αραγμένο εκεί κοντά, τους έχουν αντιληφθεί και προσπαθούν να ξεχωρίσουν τι κάνουν μέσα στο σκοτάδι. Κοιτάζουν και μιλούν μεγαλόφωνα. - Μα τον Άγιο Γεράσιμο, τον πατριώτη μας, λέει κάποιος, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκαρώνουνε αυτούνοι εκεί κάτω οι τρεις Τουρκαλάδες… - Κλέφτες θα’ ναι, καπετάνιο! Κλέφτες θα’ ναι και βγήκανε για πλιάτσικο, αποκρίνεται κάποιος άλλος. - Έτσι μου’ ρχεται, μα τον Άγιο, να τους ρίξω ένα σμπάρο να δω τι θα κάνουνε! Ο Στραπάτσος γουρλώνει τα μάτια και τεντώνει τ’ αφτιά. Αυτοί οι δυο που μιλάνε είναι Έλληνες. Αλλά η προφορά τους κι οι λέξεις που μεταχειρίζονται δείχνουν ακόμα κάτι περισσότερο. Είναι Κεφαλλονίτες. - Στάσου, ωρέ πατρίδα! φωνάζει. Κι εμείς γραικοί είμαστε. Αφήστε τ’ αστεία με τα σμπάρα κι ελάτε να βάλετε κανένα χέρι να βοηθήσετε. - Προς το καράβι, παιδιά! διατάζει ο Νικήτας. Να πάμε τον Πατριάρχη προς τα εκεί. Αφού είναι Έλληνες, θα βοηθήσουν… Αφήνουν την αναποδογυρισμένη βάρκα και κολυμπώντας σπρώχνουν τον νεκρό προς το πλοίο. Από τις κουπαστές τους βλέπουν τώρα και σταυροκοπιούνται. - Μωρέ, τι κάνετε εκεί; ρωτάει κάποιος. Πεθαμένους μαζεύετε; - Αφήστε μας να ζυγώσουμε πρώτα και κατόπι σας δίνουμε ρεπόρτο! αποκρίνεται το παιδί. Κι όταν φτάνουν σε απόσταση που μπορούν να μιλούν χωρίς να φωνάζουν, ο Νικήτας εξηγεί με δυο λόγια τι συμβαίνει. - Είναι ο Πατριάρχης Γρηγόριος, λέει, που κρεμάσανε πέντε μέρες πριν στο Φανάρι οι Τούρκοι. Πέθανε σαν μάρτυρας για την ελευθερία του Γένους. Θέλουμε να τον θάψουμε. Αυτό το αναπάντεχο νέο φέρνει μια δυνατή αναταραχή στο κατάστρωμα του τρικάταρτου. Ακούγονται βιαστικές κουβέντες και τώρα από τις κουπαστές κρέμονται πολλοί ναύτες που παρακολουθούν με περιέργεια αυτούς που μιλάνε.
124
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
- Βοηθήστε τους! διατάζει κάποιος. Τραβήχτε τον Πατριάρχη στο πλοίο! - Ο καπετάν Σκλάβος! ξεφωνίζει ο Στραπάτσος που αναγνωρίζει τη φωνή εκείνου που διατάζει. Μωρέ, για κοίταξε συναπάντημα! Μονάχα βουνό με βουνό δε σμίγει! Ύστερα από λίγο, ο νεκρός Πατριάρχης βρίσκεται στην κουβέρτα του τρικάταρτου. Σκαρφαλώνουν κι οι άλλοι. Τελευταίος πατάει στο κατάστρωμα ο Νικήτας. Ένας κοντόχοντρος άντρας τους υποδέχεται. - Καπετάν Σκλάβε! φωνάζει ο Στραπάτσος. - Γεράσιμε! κάνει αυτός και γουρλώνει τα μάτια σαν να βλέπει όνειρο. Εσύ, μωρέ Στραπάτσο, στην Ισταμπούλ; - Ολόκληρος, καπετάνιο! Ήρθα να τους τα… ψάλλω λιγάκι! Ρίχνονται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιλιούνται. Είναι παλιοί φίλοι, έχουν μεγαλώσει από παιδιά μαζί στο Αργοστόλι και τώρα που ξαναβλέπονται δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους. - Να σου συστήσω την παρέα μου! λέει ο Κεφαλλονίτης και κάνει τις συστάσεις. Ο καπετάν Σκλάβος, καθώς ακούει το όνομα του Νικήτα, ανασκιρτάει. - Εσύ, μπρε πατρίδα, είσαι ο Αστρακάρης, ο μπουρλοτιέρης; Το παιδί χαμογελάει. - Έτσι με λένε! αποκρίνεται. - Τις προάλλες, καθώς κατέβαινα το μπουγάζι της Σάμος, αντάμωσα τον καπετάν Ανδρέα τον Μιαούλη με πεντέξι υδρέικα. Άναψε η φωτιά στις θάλασσες του τόπου μας και σε χρειάζονται. Καθώς έμαθε πως θα περνούσα από την Πόλη μου’ πε να ρωτήσω για σένανε. Όλοι νομίζουνε πως χάθηκες. - Πρώτα ο Θεός, λέει το Ελληνόπουλο, λογαριάζουμε σε λίγες μέρες να βρισκόμαστε στο Μωριά. Όλοι ρωτάνε νέα για τον αγώνα και ο καπετάν Σκλάβος τους ιστορεί το ένα και τ’ άλλο. Ύστερα η κουβέντα γυρίζει πάλι στον Πατριάρχη. - Θα τον πάρω μαζί μου, λέει ο καπετάνιος του τρικάταρτου. Αύριο σαλπάρω για την Οντέσσα. Στη Ρουσσία είναι χριστιανοί. Θα τον θάψουν με τιμές όπως του ταιριάζει. Έτσι θα βρει ανάπαψη το άγιο σώμα του… - Αυτή είναι η πιο σωστή λύση, συμφωνεί ο Νικήτας. - Αν θέλετε έρχεστε και σεις μαζί μου, συνεχίζει ο καπετάν Σκλάβος. Στο γυρισμό, σας πάω στην Ελλάδα. - Είμαστε βιαστικοί! λέει ο Στραπάτσος. Έχουμε… εισιτήρια επιστροφής με την «Αγία Τριάδα» του καπετάν Γκίκα. Σήμερα αύριο θα περάσει να μας πάρει. - Τότε αλλάζει. Όλη την υπόλοιπη νύχτα σαβανώνουν τον Πατριάρχη και τον κρύβουν στο αμπάρι του καραβιού για κάθε ενδεχόμενο. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι Τούρκοι μπορεί να κάνουν έρευνα. Κατά τα ξημερώματα ο Στραπάτσος, ο Νικήτας κι ο Αργύρης βγαίνουν στη στεριά. Από την παραλία παρακολουθούν το μεγάλο τρικάταρτο που σαλπάρει. Το μεγάλο σκάφος ανοίγει τα πανιά του και βάζει ρότα για τη Μαύρη Θάλασσα. - Έφυγε ένα βάρος απ’ την καρδιά μου! αναστενάζει ο Νικήτας. Επιτέλους το βασανισμένο κορμί του Πατριάρχη θα βρει ανάπαψη σ’ έναν τάφο. (*)
(*) Το κεφαλλονίτικο του καπετάν Σκλάβου έφτασε ύστερα από μερικές μέρες στην Οδησσό και το ιερό λείψανο παρεδόθη στο λοιμοκαθαρτήριο. Εκεί, κατά διαταγήν του Ρώσου διοικητού, εξητάσθη το πτώμα και αναγνωρίσθη ότι πράγματι ήταν του Πατριάρχη. «Δοθείσης δε της ειδήσεως εις Πετρούπολιν, γράφει ο ιστορικός Σπυρίδων και η Ιερά Σύνοδος της Ρωσίας εις την εκκλησιαστικήν λαμπρότητα της κηδείας και την 17 Ιουνίου 1821
125
▼
Τρικούπης, εξεδόθη διάταγμα ίνα αποδοθώσιν εις τον νεκρό δημοσίως όλαι αι προσήκουσαι τιμαί. Συνέδραμε δε
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Ο ναργιλές του Στραπάτσου
Σ
ΤΟ Καδίκιοϊ, ντυμένοι με τα ψαράδικα ρούχα, οι τρεις Έλληνες περιμένουν να νυχτώσει για να μπορέσουν να επιστρέψουν στο Τοπ Χανέ. Κυκλοφορούν αγνώριστοι ανάμεσα στους Τούρκους και κανείς δεν τους υποψιάζεται. Τ’ απόγευμα πίνουν τούρκικο καφέ σ’ ένα καφενείο και ο Στραπάτσος, καθισμένος σταυροπόδι σ’ έναν καναπέ, φουμάρει σαν πραγματικός αγάς έναν γιαβάσικο ναργιλέ. Ο Νικήτας κι ο Αργύρης κουβεντιάζουν για την επιστροφή στην Ελλάδα και κάνουν όνειρα. - Αν τελειώσει αυτός ο πόλεμος που ανοίξαμε εναντίον του τυράννου, λέει ο Αστρακάρης, θα πάμε στην Τεργέστη να πάρουμε τη Λένα, την αδερφούλα μας. Θα έχει γίνει τώρα σωστή κοπέλα και θα χαρεί πολύ, Αργύρη, όταν σε δει. Ήσουνα, βλέπεις απ’ τον καιρό που σ’ άρπαξαν οι γενίτσαροι, νεκρός για όλους μας… Ο Αργύρης κουνάει το κεφάλι. - Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νιώθω αυτό τον τελευταίο καιρό, Νικήτα. Είναι σαν να ξαναγεννήθηκα. Και δε βλέπω την ώρα να φτάσουμε στο Μωριά να πολεμήσω κι εγώ για το Γένος σαν αληθινός Αστρακάρης… Ξαφνικά, όμως, καθώς κουβεντιάζει, νιώθει κάποιον να τον σκουντάει. Το γουργουρητό του ναργιλέ που συνοδεύει την κουβέντα τους σταματάει και ο Στραπάτσος μισοκλείνει στα δυο αδέλφια με νόημα το μάτι και τους δείχνει με τρόπο τρεις Τούρκους που μιλάνε χαμηλόφωνα δίπλα τους. Το παιδί και ο αδερφός του στυλώνουν τ’ αφτί. Είναι μια κουβέντα πραγματικά που τους ενδιαφέρει. Ο ένας από τους τρεις έχει φτάσει μόλις πριν μισή ώρα από το Τοπ Χανέ και κάτι διηγείται στους άλλους. - Η αστυνομία τους κυνηγάει, λέει συνεχίζοντας τη διήγησή του. Μόλις σήμερα το πρωί μάθανε πως κρύβονταν στο ξενοδοχείο του γκιαούρη του Μιχαήλ, που παράστανε τον φίλο του σουλτάνου. Ψάξανε, μα δεν τους βρήκανε. Βρήκανε, όμως, τον Μιχαήλ και τον κρεμάσανε στην πόρτα του μαγαζιού του για παράδειγμα. Τώρα κοιτάζει από ψηλά τα καλντερίμια του Τοπ Χανέ. - Κι ο Αστρακάρης; - Αυτός με δυο άλλους που έχει παρέα ξεφύγανε. Μα όλοι ψάχνουν τώρα παντού και λογαριάζουν πώς θα τον πιάσουν. Ένας ακτοφύλακας χτυπήθηκε χτες μαζί του στον κόρφο της Άτζας. Απάνω στη μάχη έσπασε το σπαθί του γκιαούρη και, θέλοντας να γλιτώσει, ρίχτηκε στον γκρεμό. Έπεσε από μεγάλο ύψος στη θάλασσα. Στην αρχή ο ακτοφύλακας πίστεψε πως ο Αστρακάρης πνίγηκε. Κατόπι, όμως, είδε πως τον μάζεψαν από μια ψαράδικη βάρκα. Αυτή τη βάρκα τώρα ψάχνουν να βρουν. Καθώς μιλάνε, απομακρύνονται και οι τρεις Έλληνες δεν μπορούν ν’ ακούσουν τη συνέχεια της κουβέντας τους. Από όσα άκουσαν, όμως, καταλαβαίνουν πως δεν είναι και τόσο ευχάριστη η θέση τους. - Κλάφτα, Χαράλαμπε! αναστενάζει ο Στραπάτσος σπάζοντας πρώτος τη σιωπή. Δεν είμαστε καλά. Μου μυρίζονται μπλεξίματα.
συνήχθησαν εις το λοιμοκαθαρτήριον αι πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί του τόπου, τρεις επίσκοποι, ο κλήρος όλης της επαρχίας, οι δυστυχείς πρόσφυγες Έλληνες και μέγα πλήθος λαού και υπό τον νεκρώσιμον ήχον των εκκλησιαστικών κωδώνων, των ψαλμωδιών, των πυροβόλων, της στρατιωτικής μουσικής και υπό τας αδιαλείπτους εις τον Ύψιστον ευχάς, συνόδευσαν και άρδιμον εις την μητρόπολιν της Οδησσού, όπου διέμεινε τριήμερον μέχρι της 19, καθ’ ήν, αφού εψάλη πάλιν η νεκρώσιμος ακολουθία και εξεφωνήθη παρά του ιεροκήρυκος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντίνου Οικονόμου κατανυκτικός λόγος, μετεκομίσθη εν μεγάλη και αύθις πομπή και παρατάξει εις την εκκλησίαν των Ελλήνων και απετέθη εν μνήματι καινώ, εντός του Αγίου Βήματος…».
126
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Τώρα δεν μπορούν να γυρίσουν πια στο Τοπ Χανέ. Δεν έχουν μέρος να μείνουν. Το ξενοδοχείο του Μιχαήλ θα φρουρείται φυσικά απ’ τους Τούρκους. Ο καπετάν Γκίκας, σαν φτάσει με το καράβι του, θα τους αναζητήσει εκεί και, όταν μάθει τα καθέκαστα, θα φύγει, γιατί βέβαια δεν μπορεί να ψάχνει όλη την Πόλη να τους βρει. - Ένας ακόμη μάρτυρας! λέει το παιδί που αισθάνεται γεμάτη θλίψη την καρδιά του για το τραγικό τέλος του ασπρομάλλη Μιχαήλ. Δε θ’ αφήσουν λοιπόν κανένα ζωντανό τα σκυλιά; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούγονται ποδοβολητά και φωνές έξω απ’ το καφενείο. Τέσσερις αστυνόμοι καβαλάρηδες ξεπεζεύουν και μπαίνουν μέσα με τα χατζάρια στα χέρια. - Βράσε ρύζι! Αρχίσανε νωρίς - νωρίς οι επισκέψεις! μουγκρίζει ο Στραπάτσος. Και το γουργούρισμα του ναργιλέ του αρχίζει να γίνεται πιο άγριο. Ο Νικήτας σφίγγει τα δόντια και δε μιλάει. Φέρνει με τρόπο το χέρι στο γιαταγάνι του που είναι κρυμμένο κάτω από την ψαράδικη φορεσιά και χαϊδεύει τη λαβή του. Ο Αργύρης φουχτιάζει το πιστόλι του. - Αν είναι για μας, ψιθυρίζει, θα πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας. Οι αστυνομικοί σκορπίζουν μέσα στο καφενείο και αρχίζουν να κάνουν έρευνα στους θαμώνες. Ένας λιγνός Τουρκαλάς πλησιάζει το Στραπάτσο. Εκείνος τον κοιτάζει με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν σαλεύει από τη θέση του. Καπνίζει γαλήνιος τον ναργιλέ του και είναι σαν να μην ενδιαφέρεται για τα εγκόσμια. - Γκελ μπουρντά, ωρέ! του λέει ο Τούρκος. Αλλά ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης είναι σα να μην άκουσε. - Δεν ακούς, ωρέ; αγριεύει ο Τούρκος. Γκελ μπουρντά! Σε σένα μιλάω… - Σαλαμπαχαέρουμ! αποκρίνεται ο Στραπάτσος. - Ποιος είσαι, ωρέ, και φουμάρεις τον ναργιλέ σου και δεν ακούς τι σου λέει η εξουσία; Γκελ μπουρντά! - Γκελ μπουρντά εσύ! Εγώ δεν το κουνάω από δω. Αν σ’ αρέσει. Αν δεν σ’ αρέσει τράβα στον παρακάτω μαχαλά. Εγώ, κύριος, πλήρωσα το ναργιλέ και θα τον φουμάρω μέχρι… δευτέρα Παρουσία! Ο Τούρκος, όμως, δεν σηκώνει αστεία και ούτε έχει όρεξη για πολλές κουβέντες. Ζαρώνει τα φρύδια, σφίγγει τα δόντια και κραδαίνοντας το χατζάρι του, ζυγώνει απειλητικά το Στραπάτσο. Αλλά τώρα κι εκείνος ξεροβήχει… καθαρίζοντας το λαρύγγι του. - Φρόνιμα, Γεράσιμε! του ψιθυρίζει το Ελληνόπουλο που καταλαβαίνει ότι ο σύντροφός του ετοιμάζεται… να ψάλλει. Δεν είναι ώρα για φασαρίες! Αυτός, όμως, δεν ακούει και, καθώς είναι πια αρκετά κοντά του ο Τούρκος αστυνόμος, κάνει μια ξαφνική κίνηση, ανασηκώνει τον ναργιλέ του και του τον κατεβάζει με δύναμη στο κεφάλι. Ακούγεται ένα δυνατό ουρλιαχτό μπερδεμένο με τον θόρυβο σπασμένων γυαλιών και ο Τούρκος γονατίζει. - Αλλάχ! Αλλάχ! βογκάει. - Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν… Μετά των αγίων ανάπαυσον τον δούλον σου, αρχίζει να ψέλνει ο Στραπάτσος και τραβάει το γιαταγάνι του. - Πίσω όλη η Τουρκιά, γιατί θα φάμε τα μουστάκια μας! φωνάζει διακόπτοντας το ψάλσιμο.
Τα… τραπεζοπόδαρα!
Ο
ΛΑ αυτά γίνονται με γρηγοράδα αστραπής και ολάκερο το καφενείο σηκώνεται στο πόδι. Οι μισοί απ’ τους θαμώνες τρέχουν τρομοκρατημένοι προς τις πόρτες, άλλοι κρύβονται κάτω από τα τραπέζια και μερικοί μαζί με τους τρεις αστυνομικούς μουντάρουν προς το μέρος του Κεφαλλονίτη. - Μα τον Μωχαμέτη! φωνάζει κάποιος. Αυτός πρέπει να είναι ο Αστρακάρης! Απάνω του παιδιά!
127
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Το σιδερένιο μπράτσο του ανεβοκατεβαίνει τρεις φορές και ισάριθμοι Τούρκοι κυλιούνται στο έδαφος. Γιαταγάνια και χατζάρια αστράφτουν στον αέρα και άγριοι αλαλαγμοί γεμίζουν το χώρο του καφενείου, καθώς ολάκερο αυτό το σκυλολόι ορμάει προς το μέρος του Στραπάτσου. Σε λίγο θα τον κυκλώσουν και, όσο σβέλτος και χειροδύναμος κι αν είναι, θα τον λιανίσουν με τις κοφτερές λεπίδες τους. Ένας από τους αστυνομικούς, που έχει φτάσει κιόλας κοντά του, ετοιμάζεται να του καταφέρει το πρώτο χτύπημα. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης αποκρούει με το γιαταγάνι του και σαλτάρει σ’ ένα τραπέζι. Αυτό, όμως, είναι ένα σφάλμα που μπορεί να του κοστίσει τη ζωή. Γιατί το τραπέζι είναι σαράβαλο και τσακίζουν τα πόδια του και, μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, ο Στραπάτσος βρίσκεται φαρδύς - πλατύς ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα. Τώρα είναι χαμένος! Μα οι σύντροφοι του αγρυπνούν. Ο Αργύρης τινάζεται ορθός και σημαδεύει. Η διμούτσουνη πιστόλα του βγάζει δυο γλώσσες φωτιάς και δυο μολύβια τσακίζουν δυο Τούρκους που είναι έτοιμοι να κατεβάσουν τα γιαταγάνια τους απάνω στο κεφάλι του Στραπάτσου. Την ίδια στιγμή, ο Νικήτας Αστρακάρης σαλτάρει σαν βολίδα και πέφτει ανάμεσα στο σωρό με το σπαθί στο χέρι. Το σιδερένιο μπράτσο του ανεβοκατεβαίνει τρεις φορές και ισάριθμοι Τούρκοι κυλιούνται στο έδαφος. Ταυτόχρονα, διαπερνάει το στήθος ενός τέταρτου, που έρχεται πλάγια για να τον χτυπήσει. Αυτός πέφτει με τα μούτρα απάνω στον κοντόχοντρο Κεφαλλονίτη, που βρίσκει την ευκαιρία τώρα να σηκωθεί, χρησιμοποιώντας τον σαν ασπίδα. - Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. Η φάλτσα φωνή του ακούγεται πάλι ανάμεσα στις κλαγγές των σπαθιών και τα βογγητά των χτυπημένων. - Ανάπαυσον αυτούς εις τόπον χλοερόν ένθα ουκ έστι πόνος ουδέ στεναγμός. Το Ελληνόπουλο κι οι δυο σύντροφοί του κυκλωμένοι τώρα, παλεύουν άγρια, σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά σπαθιές και προσπαθώντας ν' ανοίξουν δρόμο και να φτάσουν στην πόρτα. Κι οι τρεις έχουν κάνει την ίδια σκέψη. ΄Εξω από το καφενείο βρίσκονται τα τέσσερα άλογα των αστυνομικών. Αν καταφέρουν και φτάσουν ως εκεί, έχουν σωθεί. Διαφορετικά είναι χαμένοι, γιατί σε λίγο ολάκερη η πλατεία του Καδίκιοϊ θα γεμίσει στρατιώτες και χωροφύλακες... Πολεμούν λοιπόν άγρια οι τρεις Έλληνες αλλά κι οι Τούρκοι δεν αστειεύονται. Είναι βέβαιοι τώρα πως έχουν να κάνουν με τον Αστρακάρη και την παρέα του κι ο καθένας ονειρεύεται τις χιλιάδες τα γρόσια που θα πάρει, αν καταφέρουν να τους ξεκάνουν. Όμως όσο πολλοί κι αν είναι οι Τούρκοι
128
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί τους. Ο Νικήτας μπροστά τσακίζει κρανία και πίσω οι δυο άλλοι οπισθοφυλακή, προστατεύοντας τα νώτα του, καταφέρνουν θανάσιμα πλήγματα γύρω τους. Προχωρούν με δυσκολία. Αλλά προχωρούν πάντα κι ολοένα περισσότερο ζυγώνουν στην πόρτα. 'Υστερα από λίγο, πατούν στο κατώφλι. Λίγο ακόμα και θα βγουν στο δρόμο. Να τα άλογα. Πέντε βήματα πιο εκεί, με ανασηκωμένα αφτιά και γεμάτα περιέργεια τα μεγάλα τους μάτια, παρακολουθούν τη μάχη και βροντούνε τα πέταλά τους στο χώμα... - Φτάσαμε! αναστενάζει ο Στραπάτσος που έχει μουσκέψει απ' τον ιδρώτα. - Κουράγιο και τελειώνουμε! φωνάζει ο Νικήτας. Μα ξαφνικά νιώθει κάτι σαν σφάχτη στην καρδιά του. - Χάνομαι! ακούει μια πνιχτή κραυγή. Βοήθεια. Καθώς γυρίζει, τα μάτια του γεμίζουν απελπισία. Ο αδερφός του ο Αργύρης είναι πεσμένος στο πάτωμα και με σπασμένο το γιαταγάνι του αγωνίζεται να φυλαχτεί από τα χτυπήματα εκείνων που έχουν μουντάρει σαν λυσσασμένα σκυλιά απάνω του. - Βοήθεια! - Κουράγιο, αδελφέ μου! του φωνάζει. Και, παίρνοντας μια βόλτα στις φτέρνες του, σαλτάρει προς τα εκεί. - Μου χρειάζεται ζωντανός! φωνάζει κάποιος. Δέστε τον και πηγαίνετέ τον στο στρατώνα. Θα’ ρθω σε λίγο να τον ανακρίνω. Εμείς κρατάμε σ' αυτό το μεταξύ τους δυο άλλους. Ο Νικήτας ακούει και σφίγγει τα δόντια. Δεν πρέπει να τους αφήσει να πάρουν τον Αργύρη. Ρίχνεται σαν σίφουνας πάνω στον όχλο. Το βαρύ σπαθί του τινάζεται προς τα εμπρός, ανεβαίνει και κατεβαίνει γοργά, διαγράφει καμπύλες και τόξα, σκορπάει τον όλεθρο. - Αφήστε τον άνθρωπο! ουρλιάζει ο Στραπάτσος που βρίσκεται πίσω απ' τον Αργύρη. Κάτω τα χέρια, γιατί τρώω τζιέρια απόψε! Κρατώντας δυο τραπεζοπόδαρα, ένα από κάθε του χέρι, ο Στραπάτσος τ' ανεβοκατεβάζει με ρυθμό πάνω στα τούρκικα κεφάλια. - Γκαπ! Γκουπ! Άγιος ο Θεός... Γκαπ! Άγιος ισχυρός... Αλλά οι Τουρκαλάδες δεν λένε να οπισθοχωρήσουν. - Τα μάτια σου ανοιχτά, Γεράσιμε! φωνάζει το Ελληνόπουλο. Δεν πρέπει να τον πάρουν απ' τα χέρια μας. - Μη σε νοιάζει, μικρέ! έρχεται η απάντηση. Δεν θα τον πάρουν. Άγιος ο Θεός... Άγιος ισχυρός! Όμως ο Νικήτας, ενώ χτυπάει δεξιά κι αριστερά, παρακολουθεί με αγωνία τον αδερφό του. Ο κλοιός γύρω του έχει γίνει στενότερος. Βλέπει να πέφτουν πάνω του, να τον δένουν και να τον σέρνουν προς την άλλη πόρτα του καφενείου, ενώ εκείνος αγωνίζεται απελπισμένα. Τον βγάζουν έξω στο δρόμο, τον φορτώνουν σ' ένα άλογο και δυο καβαλάρηδες τον παίρνουν και φεύγουν προς το αριστερό μέρος της πλατείας. Ο Νικήτας νιώθει μια φοβερή οργή να φουντώνει μέσα του. Τα μάτια του πετούν φλόγες και το αίμα σφυροκοπάει στα μηνίγγια του. «Θα τον κρεμάσουν!» σκέπτεται. «Θα τον κρεμάσουν!» Αλλά δε θα τους αφήσει! Πρέπει να κινηθεί γοργά, να τους προφτάσει. Τώρα ο δρόμος του είναι πάλι προς την πόρτα. Κάνοντας μια απότομη μεταβολή με τεντωμένο το χέρι, αποκρούει ένα επικίνδυνο χτύπημα και ταυτόχρονα συντρίβει τρία κεφάλια. Σαλτάρει πάνω από τα κορμιά των χτυπημένων και ορμάει σαν αστραπή. - Αλλάχ! Αλλάχ! Αυτός είναι ο σεϊτάν! βογγάει ένας Τούρκος. - Εδώ! Μαζί μου, Γεράσιμε! φωνάζει το παιδί. - Μαζί σου είμαι! αποκρίνεται εκείνος, ενώ τα δυο ρόπαλα στα σιδερένια μπράτσα του διαγράφουν θανάσιμες τροχιές στον αέρα και βροντούν κάθε τόσο καθώς πέφτουν πάνω στους Τουρκαλάδες. Προχώρα κι έφτασα να... ψάλλω κάποιον! Αυτή τη φορά οι Τούρκοι είναι αδύνατον να τους συγκρατήσουν. Μπροστά το παιδί, πίσω ο Στρα-
129
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
πάτσος με τα... ψαλτικά του, προχωρούν και βγαίνουν στο δρόμο, αφήνοντας πίσω τους βαριά πληγωμένους και σκοτωμένους. Τρέχουν προς το μέρος που πριν από λίγο ήταν τα άλογα των αστυνομικών. Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα. - Μας τη σκάσανε! γκρινιάζει ο Στραπάτσος. - Καβάλα στα καπούλια! διατάζει το παιδί καθώς σαλτάρει στη ράχη του ζώου και πιάνει τα γκέμια. Κρατήσου καλά, γιατί πρέπει να προφτάσουμε εκείνους που πήραν τον Αργύρη. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης δεν περιμένει δεύτερη κουβέντα. Σκαρφαλώνει στα καπούλια και, κραδαίνοντας ηρωικά το τραπεζοπόδαρο, αρχίζει να ψέλνει...
Η απελευθέρωση
Ο
ΝΙΚΗΤΑΣ τραβάει τα γκέμια και πιέζει με τα τακούνια του τα πλευρά του αλόγου. Το ζώο καταλαβαίνει πως έχει να κάνει μ' έναν έμπειρο καβαλάρη κι αφήνοντας ένα άγριο χλιμίντρισμα, χύνεται προς τα εμπρός. Διασχίζει σαν αστραπή την πλατεία, ενώ πίσω του προσπαθούν να το φτάσουν, τρέχοντας και χειρονομώντας με λυσσασμένους αλαλαγμούς, οι Τούρκοι. Μερικές σφαίρες σφυρίζουν πάνω απ' το κεφάλι του Στραπάτσου και μια παίρνει ξυστά τον Νικήτα στο δεξιό ώμο. Μα σε λίγο όλα αυτά είναι πολύ μακριά, γιατί το Ελληνόπουλο κι ο αχώριστος σύντροφός του, καβάλα στο άλογο, έχουν στρίψει τη γωνία του δρόμου και έχουν μπει σ' ένα ανηφορικό καλντερίμι. Ο άγριος καλπασμός γεμίζει με ποδοβολητά τον αέρα και μερικά παράθυρα ανοίγουν και κλείνουν βιαστικά. Σαν αστραπή έχει διαδοθεί μέσα στη μικρή τούτη πολιτεία το αναπάντεχο νέο. - Ο Αστρακάρης! - Ο σεϊτάν Αστρακάρης στο Καδίκιοϊ! - Ο Αλλάχ να προστατέψει το Ισλάμ! Μα το παιδί δε σκέφτεται αυτή την κρίσιμη ώρα τίποτα άλλο, εκτός από τον Αργύρη. Ο αγαπημένος του αδερφός κινδυνεύει! Πρέπει με κάθε θυσία να προφτάσει αυτούς που τον οδηγούν χειροπόδαρα δεμένο σε σίγουρο θάνατο! - Νάτοι! ξεφωνίζει ο Στραπάτσος και δείχνει προς τ' αριστερά. Το Ελληνόπουλο κοιτάζει. Πραγματικά, στο βάθος του δρόμου, που ανοίγεται προς τ' αριστερά, ξεχωρίζουν τους δυο Τούρκους καβαλάρηδες κι ανάμεσα τους τον Αργύρη. Ένα χαμόγελο θριάμβου αστράφτει στο πρόσωπό του. - Ετοιμάσου, Γεράσιμε! του φωνάζει. Καθάρισε το λαρύγγι σου γιατί σε λίγο θ’ αρχίσεις να ψέλνεις. - Εντάξει, μικρέ! Είμαι έτοιμος... Τώρα, το άλογο με τους δυο Έλληνες κάνει μια απότομη στροφή και τινάζεται με όσο γίνεται πιο μεγάλη ταχύτητα προς την κατεύθυνση των Τούρκων. Σε λίγο, είναι αρκετά κοντά τους. Και, καθώς εκείνοι ακούνε το ποδοβολητό του αλόγου που έρχεται ξοπίσω τους, γυρίζουν ξαφνιασμένοι. - Σταματάτε, ωρέ σκυλιά! ουρλιάζει ο Νικήτας και τραβάει το γιαταγάνι του. - Πίσω γκιαούρηδες! έρχεται η απάντηση. Και ταυτόχρονα οι Τούρκοι πυροβολούν. Οι σφαίρες περνούν κοντά τους, χωρίς να τους αγγίξουν. Μα τα καυτά μολύβια, που σφυρίζουν δεξιά κι αριστερά σαν σφήκες, κάνουν τον Αστρακάρη πιό άγριο. Δε λογαριάζει τίποτα πια. Είναι ασυγκράτητος σαν μια φοβερή καταιγίδα και κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να τον κάνει να σταματήσει. Το άλογό του βγάζει αφρούς απ' το στόμα κι αγκομαχάει. Δεν το σκέφτεται. Τραβάει πιο πολύ προς τα πίσω τα χαλινάρια και το υποχρεώνει να πραγματοποιήσει τεράστια σάλτα. Το ζώο βογγάει και μουντάρει έξαλλο απ' τον πόνο. - Έτοιμος, Στραπάτσο; ρωτάει το παιδί. - Έτοιμος!
130
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, το άλογό του περνάει πλάι από τον πρώτο Τούρκο καβαλάρη κι ο Στραπάτσος με μια σβέλτη κίνηση τινάζεται όρθιος και κάνει ένα μακροβούτι στον αέρα. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, γατζώνεται στο σβέρκο του Τούρκου και το ρόπαλό του ανεβοκατεβαίνει βιαστικά. Γκαπ! Γκουπ! - Μετά των Αγίων... Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν... Ο Τούρκος γουρλώνει τα μάτια, βγάζει ένα σιγανό σφύριγμα σαν να ξεφουσκώνει και γκρεμίζεται στο έδαφος. Ταυτόχρονα, ο Νικήτας, που έχει φτάσει τώρα τον δεύτερο καβαλάρη, γέρνοντας ολόκληρος προς τα πλάγια, τεντώνει το οπλισμένο του χέρι και η κοφτερή λεπίδα του σπαθιού του τσακίζει στα δύο σαν σπιρτόξυλο τον Τούρκο. Ταλαντεύεται μερικές στιγμές σαν φασουλής πάνω στη σέλα του αλόγου του και ύστερα βουτάει με το κεφάλι στη γη. Τώρα το παιδί τρέχει κοντά στον αδερφό του. - Είσαι χτυπημένος, Αργύρη; ρωτάει με αγωνία. - Με ζαλίσανε μονάχα με δυο χτυπήματα στο κεφάλι! αποκρίνεται αυτός. Τώρα είμαι εντάξει πάλι. Με γοργές κινήσεις το παιδί τον απαλλάσσει απ' τα σκοινιά. - Σ' ευχαριστώ, Νικήτα! του λέει και τον αγκαλιάζει. Είσαι ένα πραγματικό παλικάρι. Φοβόμουνα πως δεν θα σε ξαναδώ. - Μην ξεχνάς πως έχουμε συμφωνήσει να πάμε παρέα στην Ελλάδα, όπου μας χρειάζονται! αποκρίνεται χαμογελώντας το Ελληνόπουλο. Πώς θα σ' άφηνα εδώ; Έχουν κι οι δυο δακρυσμένα μάτια. Κι είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να τους βλέπει έτσι κανείς αγκαλιασμένους να κοιτάζονται με λατρεία. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης τους καμαρώνει λίγο πιο πέρα και δε μιλάει. Μονάχα τα μάτια του φαίνονται υγρά. - Τι; Κλαις, Γεράσιμε; ρωτάει το Ελληνόπουλο, καθώς γυρίζει και τον κοιτάζει. - Δεν είναι τίποτα! αναστενάζει αυτός, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του μ' ένα μικρό ψέμα. Ένα πετραδάκι μπήκε στο μάτι μου και το έκανε να δακρύσει...
Η μπαρουταποθήκη
Ξ
ΕΚΙΝΑΝΕ πάλι. Έχουν πάρει τα όπλα και τα γιαταγάνια από τους χτυπημένους Τούρκους και, καβάλα στα τρία άλογα, προχωρούν χωρίς να ξέρουν ακόμα πού θα καταλήξουν. Είναι σίγουροι πως τώρα σ' ολόκληρο το Καδίκιοϊ θα ψάχνουν να τους βρουν και πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα πρέπει να δώσουν καινούρια μάχη. - Δεν βλέπω τον τρόπο πώς θα ξεφύγουμε απ' αυτό τον διαβολότοπο, γκρινιάζει ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης. Στο Τοπ Χανέ δεν μπορούμε να ζυγώσουμε τώρα πια, αν δεν θέλουμε να μας κρεμάσουν σαν τον Μιχαήλ. Απ' το Καδίκιοϊ δεν είναι δυνατόν να ξεμυτίσουμε, αφού τώρα οι Τουρκαλάδες θα έχουν πιάσει όλα τα παράλια. Θαρρώ πως πέσαμε στη φάκα και θα ψοφήσουμε στην πείνα σαν τα ποντίκια. - Μην απελπίζεσαι, Γεράσιμε! τον παρηγορεί το παιδί. Έχει ο Θεός! Κάτι θα γίνει και για μας... Σ' αυτό το μεταξύ, έχει νυχτώσει και τα πρώτα άστρα φαίνονται στον ουρανό. Από το μέρος όπου βρίσκονται, στην πλαγιά ενός λόφου, βλέπουν μπροστά τους τη θάλασσα. Πιο πέρα, απέναντι, φεγγοβολούν τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών και οι φωτισμένες πόρτες των μαγαζιών που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του Κεράτιου. - Θα κατηφορίσουμε το λόφο, λέει ο Νικήτας και θα κρυφτούμε σ' αυτή την έρημη ακτή. Μπορεί να περάσει κανένα ψαράδικο με Ρωμιούς, να μας λυπηθούν και να μας πάρουν. Έπειτα, μην ξεχνάς πως εδώ κοντά είναι και το Ψαροχώρι και κάπου εδώ ζει και βασιλεύει ο Χαμόδρακας, ο φίλος μας. - Ποιος είναι ο Χαμόδρακας; ρωτάει με περιέργεια ο Αργύρης. - Ένας Ρωμιός πατριώτης που ψαρεύει για το σεράι. Αυτός μας βοήθησε πριν από καιρό να μπούμε
131
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Καβάλα στα τρία άλογα, προχωρούν χωρίς να ξέρουν ακόμα πού θα καταλήξουν. από ένα λαγούμι στο παλάτι του σουλτάνου να ελευθερώσουμε την Ανθή την αρραβωνιαστικιά μου από τα χέρια του Ρεσίτ καπουδάν - πασά. Κατηφορίζουν ένα κακοτράχαλο μονοπάτι και φτάνουν στην ακτή. Κατά το δεξιό τους χέρι υπάρχει ένας μικρός φυσικός κόρφος. Εκεί όμως ξεχωρίζει κι ένας λιμενοβραχίονας χτισμένος με τσιμέντο. - Δεν είναι και τόσο έρημο το μέρος, λέει ο Νικήτας. Για να υπάρχει λιμενοβραχίονας θα πει πως σ' αυτό τον κόρφο έρχονται και παίρνουν πριμάτσες καράβια. Καλύτερα να απομακρυνθούμε. - Εδώ είναι απαγορευμένη περιοχή, εξηγεί ο Αργύρης. Στο βάθος του κόρφου και μακριά απ' την πολιτεία για λόγους ασφαλείας είναι χτισμένη η μπαρουταποθήκη Μετζιτιέ. Έχω υπηρετήσει σ' αυτή τη φρουρά κάμποσους μήνες... - Μπαρουταποθήκη; ξαφνιάζεται ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης. - Ναι. Είναι μια από τις μεγαλύτερες της Ισταμπούλ. Από εδώ φορτώνουν πυρομαχικά τα πολεμικά της αρμάδας. - Αμ' τότε βρήκαμε δουλειά να περνούμε την ώρα μας! λέει ο Στραπάτσος και τα μάτια του σπιθοβολούν παράξενα. - Δηλαδή; ρωτάει το παιδί. - Δηλαδή θα βάλουμε φωτιά στα μπαρούτια να γελάσουμε λιγάκι! Το Ελληνόπουλο ετοιμάζεται να το ρίξει στο αστείο, μα ξαφνικά το πρόσωπό του γίνεται σοβαρό. Ναι, βέβαια. Δεν είναι άσχημη η ιδέα του Στραπάτσου. Αν καταστρέψουν αυτή την αποθήκη, θα προσφέρουν μιαν ακόμα σημαντική υπηρεσία στον αγώνα του Γένους. - Τι λες, Αργύρη; Ο Αργύρης χαμογελάει. - Έξυπνη δουλειά! αποκρίνεται μ' ενθουσιασμό. Λίγο δύσκολη, μα θα τα καταφέρουμε, γιατί ξέρω τα κατατόπια. Μας λείπουν όμως τα σύνεργα. Με τι θα την τινάξουμε στον αέρα; - Φιτίλι και δυναμίτες θα βρούμε εκεί μέσα, επιμένει ο Στραπάτσος. Δε γίνεται σε μια τέτοια αποθήκη να μην υπάρχει δυναμίτης. Όσο για τ' άλλα, είναι μάστορας ο μικρός. Αλλά και η αφεντιά μου
132
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
δεν πάει πίσω. Τα κουβεντιάζουν ακόμα λίγο και παίρνουν την απόφαση. - Εντάξει! λέει το Ελληνόπουλο. Απόψε θα δουλέψουμε εις μνήμην του αξέχαστου ασπρομάλλη φίλου μας του Μιχαήλ. Οι Τούρκοι θα πληρώσουν ακριβά τον απαγχονισμό του... - Τώρα τα λες καλά! ξεσπάει ο Στραπάτσος. Θα πάρουμε εκδίκηση... Αφήνουν τ' άλογά τους πίσω από μερικούς βράχους και τα κρύβουν με τρόπο που να μη φαίνονται ούτε από το δρόμο ούτε από τη θάλασσα και ξεκινούν προς το μέρος του κόρφου. Βαδίζουν στο σκοτάδι με προφυλάξεις με τα πιστόλια στο χέρι, έτοιμοι να ρίξουν στον πρώτο ύποπτο ίσκιο που θα συναντήσουν. Ο Αργύρης που ξέρει το δρόμο και τους χρησιμεύει για οδηγός, προπορεύεται. Αφήνουν το στενό μονοπάτι, μπαίνουν σ' ένα στενό φαράγγι και σκαρφαλώνουν στην άλλη πλαγιά. Από εδώ μπορούν να ξεχωρίσουν καθαρά την μπαρουταποθήκη. Είναι ένας στρογγυλός φαρδύς πύργος χτισμένος - φαίνεται - από παλιά χρόνια. Ο όγκος του διαγράφεται απειλητικός μέσα στη νύχτα. - Θα ευχαριστηθώ πολύ, όταν τον δω να καίγεται σαν λαμπάδα και να τινάζεται στον αέρα! λέει ο Στραπάτσoς. - Μη μιλάς, Γεράσιμε! τον μαλώνει το παιδί. Αν μας μυριστούν, δεν κάνουμε τίποτα! Προχωρούν ακόμα κάμποσο και φτάνουν μπροστά σ' ένα ψηλό μαντρότοιχο. Εδώ υπάρχουν σκοπιές, σε αρκετή απόσταση η μια από την άλλη. Στέκουν για μερικές στιγμές κρυμμένοι στη σκιά και περιμένουν ν' ακούσουν βήματα ή κουβέντες. Η ησυχία όμως είναι απόλυτη. Οι Τούρκοι, σίγουροι - φαίνεται - για τον εαυτό τους και μην πιστεύοντας ότι είναι δυνατό να τους συμβεί τίποτα κακό σ' αυτή την ερημιά, έχουν εγκαταλείψει τη φύλαξη της περιοχής στον Αλλάχ! - Εμπρός! διατάζει το παιδί. Κι ο Θεός βοηθός. Σκαρφαλώνουν στον τοίχο, φτάνουν στη ράχη του και πέφτουν ελαφρά στο εσωτερικό προαύλιο. Αυτή τη φορά, όμως, μένουν ασάλευτοι. Στην κεντρική μεγάλη πόρτα του πύργου, που είναι η είσοδος της μπαρουταποθήκης, υπάρχουν διπλοσκοποί. Με τα ντουφέκια στον ώμο σουλατσάρουν και σιγοκουβεντιάζουν. Δεν έχουν αντιληφθεί τους τρεις Έλληνες, που μένουν κρυμμένοι στη σκιά του τοίχου και τους παρακολουθούν. - Ο ένας απ' τους δυο είναι δικός μου! ψιθυρίζει στο αφτί του Νικήτα ο Κεφαλλονίτης που σέρνει αργά το σπαθί του. - Αν μου υποσχεθείς πως η δουλειά θα γίνει... χωρίς ψαλτικά, στον αφήνω! Διαφορετικά τον αναλαμβάνει ο Αργύρης... Ο Στραπάτσος κατσουφιάζει λίγο, αλλά στο τέλος αναγκάζεται να συμφωνήσει. - Καλά, δεν θα τον ψάλλω! αναστενάζει. Σου κάνω το χατήρι. Με τη ράχη κολλημένη στον τοίχο, προχωρούν με πλάγια βήματα και ζυγώνουν προς το μέρος των δύο Τούρκων. Ύστερα στέκονται πάλι. Περιμένουν να κάνουν οι φρουροί τη βόλτα τους. Κι όταν τους γυρίζουν τις πλάτες, με δυο σάλτα διασχίζουν την αυλή και τρυπώνουν στο πίσω μέρος του πύργου. Οι φρουροί και πάλι δεν άκουσαν τίποτα. Εξακολουθούν να σουλατσάρουν μπροστά στην μεγάλη είσοδο, συνεχίζοντας την κουβέντα τους...
Τολμηρό επιχείρημα
Ο
Ι ΤΡΕΙΣ Έλληνες πέφτουν στο χώμα κι αρχίζουν να σέρνονται με την κοιλιά σαν σαύρες. Γλιστρούν αθόρυβα και κάθε λεπτό που περνάει ζυγώνουν όλο και περισσότερο στους Τούρκους. Ύστερα από λίγο δεν βρίσκονται παρά σε ελάχιστη απόσταση απ' αυτούς. Ο Νικήτας σφίγγει τα δόντια. Ο Στραπάτσος δαγκώνει τα χείλη του, γιατί φοβάται πως θα του ξεφύγει... καμιά ψαλμωδία και δεν θέλει, αφού έδωσε το λόγο του στο παιδί. Ο Αργύρης μένει πιο πίσω, έτοιμος να επέμβει,
133
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
για να χτυπήσει όπου παρουσιαστεί ανάγκη. - Έτοιμοι! ψιθυρίζει το Ελληνόπουλο. Και μονομιάς τινάζει το λαστιχένιο κορμί του προς τα εμπρός. Ταυτόχρονα, ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης σαλτάρει δίπλα του. Οι δυο Τούρκοι αισθάνονται ξαφνικά σαν να γίνεται σεισμός και, πριν προφτάσουν να κινηθούν, διπλώνονται στα δυο και κυλιούνται στο χώμα σαν δυο σπασμένες κούκλες, αφήνοντας ένα σιγανό βογγητό... - Δεύτε λάβετε... - Σκασμός! Βούλωσέ το! κάνει νευρικά το παιδί. Ο Στραπάτσος δαγκώνει τα χείλη του. - Να με συμπαθάς! λέει. Το ξέχασα. Με γοργές κινήσεις τραβούν προς το πίσω μέρος του τοίχου τους δυο Τούρκους και τους γδύνουν βιαστικά. - Ντύσου! διατάζει το Στραπάτσο ο Νικήτας. - Τι να κάνω; ρωτάει μ’ απορία εκείνος. - Να φορέσεις τα τούρκικα ρούχα! Θα φυλάξεις σκοπός στην πόρτα. Εγώ κι ο Αργύρης θα τρυπώσουμε στην αποθήκη. Σε περίπτωση που θα παρουσιαστεί κίνδυνος, θα σφυρίξεις τρεις φορές βάζοντας τα δυο δάχτυλά σου στο στόμα... - Δε θα με πάρετε μαζί σας; λέει παραπονιάρικα ο Στραπάτσος. - Μην πολυκουβεντιάζεις, Γεράσιμε! γκρινιάζει ο Νικήτας. Κάθε λεπτό που περνάει είναι πολύτιμο... - Καλά ντε! Δε σε είπαμε και... καμπούρη! Εντάξει, ντύνομαι... Και αρχίζει να ντύνεται γοργά. Ύστερα από τρία λεπτά είναι ολόιδιος μ' έναν κοντόχοντρο Τουρκαλά στρατιώτη και κανείς δεν θα μπορέσει, όσο εξασκημένο μάτι κι αν έχει, να υποψιαστεί πως κάτω από αυτά τα ρούχα κρύβεται ο αχώριστος... καλλίφωνος σύντροφος του Νικήτα Αστρακάρη! - Λοιπόν, όπως είπαμε! Τρία σφυρίγματα, Γεράσιμε! - Εντάξει! Ο Αργύρης κι ο Νικήτας περνούν την πόρτα και, πατώντας στις μύτες των ποδιών τους, γλιστρούν σ' ένα σκοτεινό διάδρομο. Ο Αργύρης, που ξέρει καλά αυτή την αποθήκη, προχωρεί πρώτος και δείχνει το δρόμο. Οι περισσότεροι άντρες της φρουράς κοιμούνται και μονάχα πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα βλέπουν να βγαίνει μια λωρίδα φως. Κοντοστέκουν κι αφουγκράζονται. Είναι μερικοί στρατιώτες, που ξαγρυπνούν παίζοντας ζάρια. Το καταλαβαίνουν απ' τις κουβέντες τους. Οι δυο ίσκιοι προσπερνούν την πόρτα και προχωρούν ολοένα και περισσότερο στο εσωτερικό του πύργου. Εδώ κάπου σταματάει ο Αργύρης. - Εδώ πρέπει να βρίσκονται τα κλειδιά της μεγάλης αποθήκης! λέει. Μια στιγμή. Ψάχνοντας ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι βρίσκει πραγματικά κρεμασμένο στον τοίχο ένα μεγάλο κλειδί. - Τώρα όλα θα γίνουν εύκολα! ψιθυρίζει. Κάνουν μερικά βήματα ακόμα και σταματούν. - Εδώ; ρωτάει ο Νικήτας. - Ναι, εδώ είναι το μεγαλύτερο διαμέρισμα. Άμα φουντώσει αυτό εδώ, όλα τ' άλλα θα πάρουν φωτιά σε λίγα λεπτά της ώρας. Τίποτα δε θα μπορέσει να σώσει την αποθήκη. Ακούγεται το κλειδί που τρίζει στην κλειδαριά. Η πόρτα ανοίγει και περνούν το κατώφλι. Ξανακλείνουν την πόρτα πίσω τους. - Τώρα μπορούμε ν' ανάψουμε φως, λέει ο Αργύρης. Χρειάζεται μονάχα μεγάλη προσοχή μην τιναχτούμε και εμείς στον αέρα... Ένας λύχνος υπάρχει σ' ένα τραπέζι. Τον ανάβουν. Το Ελληνόπουλο ρίχνει μια ματιά γύρω του. - Φσσς! κάνει με θαυμασμό. Εδώ είναι πραγματικός θησαυρός!
134
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Κρατώντας τα πιστόλια τους στα χέρια προχωρούν τώρα με γοργό βήμα προς την έξοδο... Βαρέλια με μπαρούτι, κιβώτια με σφαίρες, μπάλες για τα κανόνια και δεσμίδες δυναμίτη σχηματίζουν ολόκληρα βουνά. - Να και φιτίλι, λέει ο Αργύρης ανοίγοντας ένα κιβώτιο. Ο Στραπάτσος είχε δίκιο. Από όλα υπάρχουν εδώ μέσα. Ο Νικήτας δεν αποκρίνεται. Τα δάχτυλά του αρχίζουν να κινούνται γοργά. Ο Αργύρης τον παρακολουθεί με θαυμασμό, καθώς εργάζεται. Το παιδί αυτό είναι πραγματικά ένας έμπειρος μπουρλοτιέρης. Σε λίγο έχει έτοιμες τρεις μικρές μπόμπες και τις τοποθετεί ανάμεσα στα βαρέλια του μπαρουτιού. Περνάει ένα μακρύ φιτίλι στην καθεμιά, κι όταν είναι έτοιμοι να φύγουν, πασάρει μερικά πακέτα δυναμίτη στον αδερφό του. - Θα μας χρειαστούν ίσως αργότερα, του λέει. Κράτησέ τα. Αν μας κυνηγήσουν, θα τους χτυπήσουμε μ' αυτά. Κάνουν καλύτερη δουλειά απ' τα πιστόλια. Ρίχνει κι αυτός στον κόρφο του κάμποσα πακέτα και τυλίγει στη μέση του μερικές οργιές φιτίλι. Τώρα όλα είναι έτοιμα. Μπορεί να βάλει φωτιά. Ανάβει την ίσκα του τσακμακιού του... Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ακούγονται τρία άγρια σφυρίγματα. - Ο Στραπάτσος σφυρίζει! λέει με κοντή ανάσα ο Αργύρης. Δίνει το σύνθημα του κινδύνου. - Δεν τελειώσαμε! αποκρίνεται ψύχραιμα το παιδί. Έχουμε δουλειά ακόμα... Κρατάει την αναμμένη ίσκα στα χέρια του και γονατίζει. Τη φέρνει στην άκρη του πρώτου φιτιλιού. Το φιτίλι ανάβει. Ακούγεται το χαρακτηριστικό σφύριγμα της φωτιάς και η μικρή φλόγα αρχίζει να σέρνεται προς το δυναμίτη, που είναι κρυμμένος ανάμεσα στα βαρέλια με το μπαρούτι. - Πάει το πρώτο! λέει. Ύστερα διαδοχικά ανάβει το δεύτερο και τρίτο φιτίλι. Τώρα τρεις γλώσσες φωτιάς σέρνονται σαν πύρινα φίδια στο πλακόστρωτο κι ολοένα ζυγώνουν και περισσότερο τους δυναμίτες. - Τώρα μπορούμε να φύγουμε! λέει κι ένα χαμόγελο θριάμβου σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. Σε λίγο όλα τα σπίτια του Καδίκιοϊ θ' αρχίσουν να χορεύουν καρσιλαμά κι απ' το σεράι του ο σουλτάνος θα καμαρώνει τη φωταψία. Η ψυχή όμως του Μιχαήλ, που βρίσκεται στον ουρανό, θα χαμογελάει. Παίρνει επιτέλους εκδίκηση!
135
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Κλείνουν πίσω τους την πόρτα και βγαίνουν στο διάδρομο. Ησυχία. Κανείς δεν ανησύχησε απ' τα σφυρίγματα του Στραπάτσου. Η φρουρά εξακολουθεί να κοιμάται. Και όσοι είναι ξύπνιοι παίζουν ακόμα ζάρια. Όλα μέχρι της στιγμής πάνε καλά. Κρατώντας τα πιστόλια τους στα χέρια προχωρούν τώρα με γοργό βήμα προς την έξοδο...
Ο Στραπάτσος… φρουρεί!
Σ
ΤΗΝ έξοδο, όμως, γίνεται σωστό γλέντι με το Στραπάτσο. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης είναι για... κλάματα. Ντυμένος με τα τούρκικα στρατιωτικά ρούχα, παρουσιάζει ένα αξιοθρήνητο και κωμικό μαζί θέαμα. Το βρακί του έρχεται ως τα γόνατα, γιατί ο... μακαρίτης ήταν λίγο πιο λιγνός και πιο κοντός απ' αυτόν. Το γιλέκο έχει σκιστεί στη ράχη γιατί φυσικά δε χωράει τις τετράγωνες πλάτες του και μονάχα το σαρίκι και το φέσι του έρχονται κάπως φαρδιά και του σκεπάζουν τα μάτια, γιατί ο Τούρκος που τα φορούσε πριν είχε πολύ μεγαλύτερο κεφάλι απ' αυτόν... Παρ' όλα, όμως, τα χάλια του, ο Στραπάτσος έχει πάρει στα σοβαρά την υπηρεσία που του έχουν αναθέσει και με το όπλο στον ώμο πηγαινοέρχεται μπροστά στη μεγάλη πόρτα φροντίζοντας να κρατάει πάντα το βήμα του σε αυστηρό στρατιωτικό ρυθμό και ψέλνοντας χαμηλόφωνα ένα τροπάριο. Ξαφνικά, όμως, σταματάει το πήγαινε - έλα. Κάποιος θόρυβος έρχεται από το μέρος της θάλασσας. Γουρλώνει τα μάτια και το βλέμμα του διαγράφει ένα φαρδύ τόξο προς το μέρος του κόρφου. - Ένα καράβι! λέει μέσα απ' τα δόντια του. Κλάφτα, Χαράλαμπε. Αρχίσανε οι επισκέψεις. Ένα μικρό σκάφος, ένα τρεχαντήρι, από εκείνα που χρησιμοποιεί για βοηθητικά της αρμάδας ο καπουδάν πασάς, γλιστράει σαν σαΐτα με ανοιχτά όλα του τα πανιά στη θάλασσα και πλησιάζει την τσιμεντένια προβλήτα. Ύστερα από μερικά λεπτά διπλαρώνει και παίρνει πριμάτσες. - Τώρα είμαστε ωραία! αναστενάζει. Δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Να σφυρίξει, για να ειδοποιήσει τους δυο συντρόφους του που βρίσκονται μέσα στην μπαρουταποθήκη για τον κίνδυνο που παρουσιάστηκε; Να περιμένει να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Ν' αρχίσει να πυροβολεί στον αέρα και να το ρίξει... στα ψαλτικά; Στο μυαλό του όλα αυτή τη στιγμή είναι μπερδεμένα και αόριστα. Δεν μπορεί να πάρει απόφαση. Σ' αυτό το μεταξύ όμως δυο άνθρωποι, που έχουν βγει από το τρεχαντήρι, έρχονται προς το μέρος του. Μπροστά βαδίζει ο ένας, κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. Πίσω έρχεται ο άλλος. Ο πρώτος, από τα ρούχα που φοράει, φαίνεται απλός ναύτης. Ο δεύτερος όμως σίγουρα είναι αξιωματικός, γιατί η στολή του είναι γεμάτη χρυσάφια και επωμίδες. - Αλτ! Βγάζει ένα ουρλιαχτό ο Στραπάτσος. Οι δυο άντρες στέκουν ξαφνιασμένοι. - Αξιωματικός του ναυαρχείου! λέει ο ένας. Θέλουμε το διοικητή. - Δεν επιτρέπεται! αποκρίνεται ο Κεφαλλονίτης. Πίσω γιατί σας έφαγα το μάτι! Και προτείνει το όπλο έτοιμος να πυροβολήσει. - Δεν άκουσες τι σου είπα; ρωτάει ο αξιωματικός. Θέλω το διοικητή σου. Είναι επείγουσα ανάγκη. Μας ειδοποίησαν πως αυτός ο σεϊτάν Αστρακάρης τριγυρνάει με άλλους δυο ληστές στο Καδίκιοϊ. - Σκασμός! διατάζει ο Στραπάτσος. Πριν απ' όλα μη βρίζεις, γιατί θα φάμε τα μουστάκια μας. Ο Αστρακάρης δεν κάνει παρέα με ληστές! Ο αξιωματικός τα χάνει. Τρελός πρέπει να είναι αυτός ο στρατιώτης! Μα τον Αλλάχ, τρελούς φρουρούς βάζουν στις πόρτες μιας τόσο μεγάλης μπαρουταποθήκης; Είναι άνω ποταμών! Αύριο θα το αναφέρει στον καπουδάν πασά και ο διοικητής της αποθήκης θα τιμωρηθεί αυστηρά. -Λοιπόν, τι θα κάνεις; Θα ξυπνήσεις το διοικητή σου; Ναι ή όχι; Ο Στραπάτσος φέρνει τα δυο δάχτυλα στο στόμα και βγάζει τρία άγρια σφυρίγματα.
136
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
- Τι κάνεις, ωρέ, εκεί; - Στέλνω την ειδοποίηση! Δεν άκουσες; Τώρα ο αξιωματικός είναι βέβαιος ότι έχει να κάνει μ' έναν παλαβό και προχωρεί απειλητικά προς το μέρος του. Ο Στραπάτσος πετάει το ντουφέκι του, γιατί δε θέλει να πυροβολήσει. Οι πυροβολισμοί θ' αναστατώσουν τη φρουρά. Πετάει το ντουφέκι και τραβάει το σπαθί του. Την ίδια στιγμή, όμως, ο ναύτης που κρατάει το λαδοφάναρο μουντάρει πάνω του. Έχει τραβήξει κι αυτός το γιαταγάνι του και μουντάρει γεμάτος λύσσα. Αλλά ο Στραπάτσος ξέρει να φυλάγεται. Μ' ένα σάλτο αποκρούει το χτύπημα και την αμέσως επόμενη στιγμή το σπαθί του σφυρίζει, διαγράφοντας μια θανάσιμη τροχιά στον αέρα. Ο δεξιός ώμος του Τούρκου κομματιάζεται και το γιαταγάνι του βροντάει στο χώμα... - Άτιμε! ουρλιάζει ο αξιωματικός, καθώς βλέπει τον ναύτη να σωριάζεται. Θα το πληρώσεις με τη ζωή σου αμέσως. Έχει βγάλει το πιστόλι του κι ετοιμάζεται να ρίξει. Αν πυροβολήσει, όλα θα είναι χαμένα. Ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης καταλαβαίνει πως δεν έχει πολύ καιρό. Κάνει μια απεγνωσμένη προσπάθεια και πετάει με μια σβέλτη κίνηση το σπαθί του προς το μέρος του. Η βαριά λεπίδα τινάζεται σαν σαΐτα και ο Τούρκος δέχεται ένα θανάσιμο χτύπημα στο μέτωπο. Γέρνει προς τα εμπρός, διπλώνεται στα δυο και γονατίζει αφήνοντας ένα βογγητό. - Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν... - Βούλωστο, Γεράσιμε! Θα σηκώσεις όλο το Καδίκιοϊ στο πόδι με τα ψαλτικά σου! Φεύγουμε! κόβει τον ψαλμό στη μέση κάποιος. - Εντάξει; ρωτάει ο Στραπάτσος. - Εντάξει, Γεράσιμε! Φεύγουμε, γιατί σε λίγο θ' αρχίσουν οι φωταψίες...
Το τρεχαντήρι
Κ
ΑΘΩΣ απομακρύνονται με γοργό βήμα, από την είσοδο του πύργου, ο Νικήτας διακρίνει στην τσιμεντένια προβλήτα διπλαρωμένο το τούρκικο τρεχαντήρι. Ο Στραπάτσος του εξηγεί με δυο λόγια τα καθέκαστα. - Αυτό το καράβι μας χρειάζεται, λέει το παιδί. Ελάτε μαζί μου. Στην προβλήτα σουλατσάρει ένας Τούρκος σκοπός. Τον πλησιάζουν αθόρυβα. Το Ελληνόπουλο έχει ετοιμάσει κιόλας μια μεγάλη θηλιά από σκοινί. Όλα πρέπει να γίνουν χωρίς φασαρία. Το μικρό σκάφος μονάχα με αιφνιδιασμό μπορεί να πέσει στα χέρια τους. Το σκοινί τινάζεται προς το μέρος του Τούρκου και ξετυλίγεται σαν φίδι στον αέρα. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, η θηλιά αιχμαλωτίζει το σκοπό και τον κρατάει ακίνητο. Πριν προφτάσει να καταλάβει τι του συμβαίνει, αισθάνεται να τον σέρνουν στο σκοτάδι. Αυτό το ξαφνικό του κόβει την ανάσα και τη μιλιά. Μα ύστερα από μια στιγμή, και να θέλει, δεν μπορεί να μιλήσει. Ο Στραπάτσος ανεβοκατεβάζει δυο φορές τις γροθιές του και το κρανίο του Τούρκου βροντάει σαν τούμπανο. - Καθαρή δουλειά! γρυλίζει ο Κεφαλλονίτης. Θ' αργήσει πολύ να ξυπνήσει... Με γοργές κινήσεις γλιστρούν τώρα σαν φαντάσματα προς το τρεχαντήρι. Στην πρύμνη του στέκουν κοιτάζοντας κατά το πέλαγος και κουβεντιάζοντας ανυποψίαστοι οι τρεις ναύτες, που αποτελούν το πλήρωμά του. Πρώτος σαλτάρει, δρασκελίζοντας τη χαμηλή κουπαστή, στο κατάστρωμα ο Νικήτας, με την πιστόλα στο χέρι. - Πάνω τα χέρια, μπουομάδες! διατάζει. Εκείνοι γυρίζουν ξαφνιασμένοι. Ο ένας από τους τρεις, αναγνωρίζει το παιδί και τα μάτια του γεμίζουν τρόμο. - Είναι ο Αστρακάρης! ψελλίζει. Αλλάχ! Αλλάχ!
137
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Ταυτόχρονα ρίχνονται και οι τρεις στη θάλασσα για να σωθούν. - Στα πανιά! ακούγεται πάλι η φωνή του Νικήτα. Το Ελληνόπουλο δίνει το παράδειγμα. Κινείται σβέλτα κι οι άλλοι βοηθούν. Σε λίγα λεπτά, το τρεχαντήρι μ’ απλωμένα όλα του τα πανιά ξεκινάει, αφήνοντας πίσω του τον κόρφο. Ο Αστρακάρης κάθεται στο τιμόνι... - Για πού το βάλαμε; ρωτάει με απορία ο Στραπάτσος. - Για την Ελλάδα, Γεράσιμε! έρχεται η απάντηση. Ο Στραπάτσος γυρίζει και κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια τον Νικήτα. - Μ' αυτό το καρυδότσουφλο; - Ναι, μ' αυτό! αποκρίνεται το παιδί και χαμογελάει. Ξαφνικά ακούγεται ένας τρομακτικός κρότος. Ταυτόχρονα, τεράστιες γλώσσες φωτιάς τινάζονται προς τον ουρανό σαν να θέλουν να πιάσουν τα άστρα. Φοβερές εκρήξεις και βροντές γεμίζουν τη νύχτα. Ολόκληρο το Καδίκιοϊ συγκλονίζεται συθέμελα. Τούφες άσπρου καπνού σκεπάζουν τον πριν λίγες στιγμές ήρεμο κόρφο. Οι φλόγες αντανακλώνται ανατριχιαστικά στη θάλασσα. Η μεγαλύτερη μπαρουταποθήκη της Ισταμπούλ είναι τώρα φλόγες και στάχτη... - Έξοχα! κραυγάζει ο Στραπάτσος. Άρχισε η παράσταση...
Για την ελευθερία
Τ
Ο ΜΙΚΡΟ τρεχαντήρι με τους τρεις Έλληνες σκίζει τώρα σαν σαΐτα τα νερά. Το έμπειρο χέρι του Νικήτα, που κάθεται στο τιμόνι, το οδηγεί προς τα δυτικά, κάπου εκεί προς τα Στενά, από όπου ύστερα ανοίγεται ο δρόμος προς την ελευθερία. Αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Η έκρηξη της μπαρουταποθήκης έχει σηκώσει στο πόδι το στρατό και την αρμάδα. Μικρά βοηθητικά σκάφη τρέχουν προς τον τόπο της καταστροφής. - Θαρρώ πως θα έχουμε γλέντι! λέει ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης, καθώς βλέπει ένα απ' αυτά να έρχεται προς το μέρος τους. Τα χέρια του αρχίζουν να ετοιμάζουν τους δυναμίτες. - Τώρα μπορούν να κοπιάσουν! γρυλίζει μέσα απ' τα δόντια του. Το μικρό τούρκικο σκάφος έχει πλησιάσει τώρα αρκετά το τρεχαντήρι κι ένας από τους Τούρκους που βρίσκονται μέσα, βγάζει μια άγρια κραυγή. - Σταματήστε! Μπουγιουρντί του σουλτάνου να γίνουν έρευνες σ' όλα τα καράβια. - Όχι! λέει ο Νικήτας χαμογελώντας. Δε θα σταματήσουμε! Οι Τούρκοι, βλέποντας πως το τρεχαντήρι δεν σταματάει, ρίχνονται ξοπίσω του. Ο Νικήτας κόβει επίτηδες ταχύτητα. Θέλει να έρθουν πιο κοντά... Το Ελληνόπουλο λογαριάζει με το μάτι την απόσταση που τους χωρίζει από το τούρκικο. Περιμένει ακόμα λίγο να ζυγώσουν πιο πολύ. Ύστερα γυρίζει στο Στραπάτσο που περιμένει. - Άιντε, Γεράσιμε! διατάζει. Στείλε τους μερικά μπουρλότα να φωνάζουν! Ο Στραπάτσος βγάζει ένα βρυχηθμό και φουχτιάζει τους δυναμίτες. Η ίσκα του τσακμακιού του είναι αναμμένη κιόλας. Βάζει φωτιά στο φιτίλι και τινάζει το πρώτο μπουρλότο προς το μέρος του τούρκικου. Ένα μικρό κόκκινο αστράκι - το φιτίλι που καίγεται - διαγράφει μια καμπύλη στο σκοτάδι και πέφτει στο καράβι που τους κυνηγάει. Σχεδόν αμέσως πετάει και το δεύτερο. Δυο ισχυρές εκρήξεις, η μια πίσω από την άλλη, γεμίζουν με βροντές τη θάλασσα. Κραυγές αγωνίας και τρόμου φτάνουν στ' αφτιά τους. Το τούρκικο τινάζεται σε χίλια κομμάτια στον αέρα. - Ζήτω η λευτεριά! φωνάζει ο Στραπάτσος. - Το νου σου, Γεράσιμε. Κατάπλευρα έρχεται άλλο καράβι. - Εντάξει. Θα τους περιποιηθούμε κι αυτούς! Μη στενοχωριέσαι...
138
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
Με το πρώτο μπουρλότο που στέλνει, το τούρκικο βοηθητικό κόβεται στα δύο. Το άλλο καράβι που έρχεται καταπάνω τους είναι κι αυτό ένα μικρό τούρκικο βοηθητικό. Οι Τούρκοι, που έχουν δει το πρώτο να τινάζεται στον αέρα, καταλαβαίνουν πως μέσα σ' αυτό το τρεχαντήρι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Μανουβράρουν, λοιπόν, τώρα να του κόψουν το δρόμο και πυροβολούν. - Αλτ! - Αμέσως, έφτασε! αποκρίνεται ο κοντόχοντρος Κεφαλλονίτης. Αυτή τη φορά δε χρειάζονται δυο μπουρλότα. Με το πρώτο μπουρλότο που στέλνει, το τούρκικο βοηθητικό κόβεται στα δύο κι οι επιβάτες του, όσοι απομένουν, ύστερα από την έκρηξη του δυναμίτη, ζωντανοί, βρίσκονται στη θάλασσα βγάζοντας κραυγές απελπισίας. - Ν' αρχίσω να ψέλνω; - Τα μάτια σου ανοιχτά! αποκρίνεται το παιδί. Αρχίσανε να μας κυνηγάνε. Το τρεχαντήρι για μια στιγμή βρίσκεται σχεδόν κυκλωμένο απ' όλες τις μπάντες και χαλάζι πέφτουν οι σφαίρες στις κουπαστές και στα ξάρτια του. Ο Νικήτας Αστρακάρης, όμως, ψύχραιμος στο τιμόνι, κρατάει την πορεία που χρειάζεται. Κάτω από το στιβαρό του χέρι το μικρό σκάφος παίρνει απότομες κλίσεις και πραγματοποιεί ακροβατικές στροφές, γλιστράει σαν φίδι ανάμεσα από τον κλοιό και σκορπίζει γύρω του με τα μπουρλότα το θάνατο και την καταστροφή. Όσα από τα τούρκικα ζητάνε να το ζυγώσουν κομματιάζονται απ' τα μπουρλότα του Στραπάτσου κι η θάλασσα γεμίζει πτώματα... Είναι μια ηρωική εξόρμηση, ανώτερη από κάθε περιγραφή, προς την ελευθερία. Το τρεχαντήρι με τους τρεις Έλληνες σκορπίζει το θάνατο και συνεχίζει την πορεία του. Ύστερα από μια ώρα δεν υπάρχει πια κανείς να το κυνηγάει. Μια ξαφνική μπόρα, που ξέσπασε, γεμίζει με πηχτό πούσι το πέλαγος και κάνει πιο σκοτεινή τη νύχτα. Το μικρό σκάφος, με φουσκωμένα όλα του τα πανιά, ξεμπουκάρει από τα Στενά και βγαίνει στην άσπρη θάλασσα. Τα ξημερώματα βρίσκεται ανοιχτά στο Μούδρο. - Θαρρώ πως ξεφύγαμε, λέει ο Νικήτας. Οι Τούρκοι θα ψάχνουν ακόμα να μας βρουν στο Βόσπορο. Η θάλασσα είναι άγρια, αλλά το σκάφος είναι γερό και αντέχει. Εκείνος που υποφέρει λίγο, γιατί ζα-
139
Ο
Μ Ι Κ Ρ Ο Σ
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ Ι Ε Ρ Η Σ
λίζεται, είναι ο Αργύρης. Αλλά η χαρά που του φέρνει η σκέψη ότι σε λίγο, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, θα ξαναπατήσει τ’ αγαπημένα χώματα της πατρίδας, τον γεμίζει κουράγιο. - Μη σας νοιάζει για μένα! λέει. Δεν είναι τίποτα, θα μου περάσει. Κατά το μεσημέρι, όμως, γίνεται κάτι που δεν το περιμένει κανείς. Καθώς κρατούν πορεία προς την όστρια, βλέπουν από μακριά ένα μεγάλο καράβι που ταξιδεύει. Κρατάει αντίθετη ρότα και ολοένα πλησιάζει τη γραμμή που κρατάνε. O Νικήτας το κοιτάζει με ιδιαίτερη προσοχή. - Είναι το καράβι μας! βγάζει ξαφνικά μια φωνή που φτάνει ως τον ουρανό ο Στραπάτσος. Είναι το «Ελευθερία ή Θάνατος». Σωθήκαμε! Το παιδί δεν πιστεύει στα μάτια του. Ναι! Έχει δίκιο ο Στραπάτσος. Είναι το λατίνι το δικό του. Το αγαπημένο του καράβι. Το χέρι της Θείας Πρόνοιας είναι φανερό πως το οδήγησε αυτή ακριβώς την ώρα σ' αυτά τα νερά. Μισή ώρα αργότερα ο Νικήτας κι οι δυο σύντροφοί του πατούν στο κατάστρωμα του «Ελευθερία ή Θάνατος». Φαντάζεται ο καθένας τη θερμή υποδοχή που τους γίνεται. Όλοι είναι βαθιά συγκινημένοι, που ξαναβλέπουν το νεαρό καπετάνιο τους. Ο Αστρακάρης ζητάει με αγωνία νέα για τον ξεσηκωμό του Γένους και μαθαίνει πως όλα πάνε καλά. Είναι ενθουσιασμένος. - Ξέχασα, όμως, με την κουβέντα να σου συστήσω τον λεβέντη, που σε αντικαθιστούσε όσον καιρό μας έλειπες, λέει ο καπετάν Μάρκος, ο ασπρομάλλης λοστρόμος. Είναι λίγο μικρός, μα το λέει η καρδιά του. - Ποιος είναι; ρωτάει ξαφνιασμένος ο Νικήτας. - Νάτος! Ενα όμορφο αμούστακο παλικάρι πλησιάζει χαμογελώντας προς το μέρος του. Φοράει ναυτικές βράκες, φέσι στο κεφάλι κι έχει κρεμασμένο στη μέση το γιαταγάνι του και στο ζωνάρι περασμένα τα πιστόλια του. Το παιδί ανοίγει διάπλατα τα μάτια του σαν να βλέπει ένα απίστευτο όνειρο. - Ανθή! ξεφωνίζει. Ανθή μου! - Νικήτα! αποκρίνεται η κοπέλα που είναι ντυμένη αντρικά και ρίχνεται στην αγκαλιά του. Σε ξαναβλέπω, επιτέλους, αγαπημένε μου... Μένουν για μερικές στιγμές αγκαλιασμένοι, βουβοί απ' τη συγκίνηση και τη μεγάλη χαρά που τους πνίγει. - Μα πώς βρέθηκες εδώ; ρωτάει ύστερα από λίγο το Ελληνόπουλο. -Πολεμάω κι εγώ για το Γένος, λέει χαμογελώντας το κορίτσι. Δεν είναι μονάχα οι άντρες που πολεμάνε τον τύραννο. Κι οι Ελληνίδες τώρα παίρνουν μέρος στον αγώνα. Η αρραβωνιαστικιά σου φυσικά δεν μπορούσε να μείνει πίσω... Το Ελληνόπουλο της χαϊδεύει τα μαλλιά. - Σε καμαρώνω, Ανθή! λέει. Από εδώ κι εμπρός θα πολεμάμε ο ένας πλάι στον άλλο. Και, γυρίζοντας κατά το μέρος του λοστρόμου, συνεχίζει: - Άιντε, καπετάν Μάρκο! Βάλε πλώρη κατά το Μωριά. Έχω πολλά να πω στους καπετανέους. Κι ύστερα ανοιγόμαστε πάλι στο πέλαγος κι αρχίζουμε την παλιά μας τέχνη. Τα μπουρλότα! - Εντάξει, καπετάνιο! Έγινε! Δέκα λεπτά αργότερα, το «Ελευθερία ή Θάνατος» σκίζει τα νερά της άσπρης θάλασσας με ρότα κατά το Μωριά. Η πατρίδα, που αγωνίζεται να ξαναβρεί τη λευτεριά της θα έχει σε λίγο τρεις καινούριους στρατιώτες. Δυο άντρες κι ένα παιδί, που θ' αρχίσουν πάλι να παίζουν κορώνα - γράμματα τη ζωή τους, πολεμώντας τον τύραννο...
ΤΕΛΟΣ
140
Γ
Κ
Ρ
141
Ε
Κ
Ο
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
«ΜΙΑ ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΙΚΗ» #72
Ό
ταν το 1958 η Εθνική Βραζιλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στη Σουηδία, ο κόσμος γνώρισε μια γενιά Βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών που κυριολεκτικά ήξεραν να μαγεύουν την μπάλα κι αυτή να τους κάνει κάθε ζογκλερίστικο καπρίτσιο. Μαέστρος αυτής της «μπάντα μπραζιλέιρα» ο πρωτοεμφανιζόμενος, τότε 17χρονος, κατοπινός θρύλος Πελέ! Το όνομά του αμέσως σχεδόν έγινε συνώνυμο του «Μάγος της μπάλας». Καθετί που γραφόταν έχοντας σχέση με βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και με Πελέ, ρουφιόταν από τους φιλάθλους όλου του κόσμου. Δεν είχε κλείσει χρόνος από τον βραζιλιάνικο θρίαμβο στη Σουηδία και οι Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις ΟΕ ρίχνουν στην ελληνική αγορά ένα ποδοσφαιρικό ανάγνωσμα, του οποίου η δράση εκτυλίσσεται στα βραζιλιάνικα γήπεδα, με πρωταγωνιστή έναν νεαρό ξανθό ποδοσφαιριστή που ευθέως παραπέμπει όχι ακριβώς στον πραγματικό Πελέ, αλλά στον θρύλο και στον μύθο των εκπληκτικών ποδοσφαιρικών του δεξιοτήτων. Συνεπές το ανάγνωσμα στις προδιαγραφές των ελληνικής γραφής φυλλαδίων, ο ποδοσφαιριστής αυτός είναι Έλληνας και για τούτο το περιοδικό ονοματίστηκε από το προσωνύμιο που του έδωσαν οι Βραζιλιάνοι φίλαθλοι, σύμφωνα με το ανάγνωσμα: Γκρέκο! Ένας ολόκληρος κόσμος προσώπων, ομάδων, γηπέδων, πόλεων, άλλα υπαρκτά και άλλα φανταστικά (όπως π.χ. τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας, καθώς και η ποδοσφαιρική ομάδα «Τόρεντ»), περιστρέφονται γύρω από τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή Γκρέκο. Τον Γκρέκο, που δεν διακρίνεται μόνο για τη λάμψη του ποδοσφαιρικού του ταλέντου, αλλά και για την εμπλοκή του σε διάφορες περιπέτειες αστυνομικής υφής, τις οποίες ενθέτει σε παράλληλη εξέλιξη ο συγγραφέας του αναγνώσματος, Γιώργος Μαρμαρίδης, προκειμένου να αποφύγει τον σκόπελο να είναι ολόκληρο το ανάγνωσμα κάτι σαν απομαγνητοφωνημένη ραδιοφωνική περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα!... Συμμορίες παράνομων στοιχημάτων, που επιδιώκουν αποτελέσματα σύμφωνα με τα πονταρίσματά τους, προσπαθούν να τον βγάλουν οριστικά ή πρόσκαιρα εκτός μάχης σε συγκεκριμένους αγώνες, αλλά ο Γκρέκο καταφέρνει είτε από μόνος του είτε χάρη στην επέμβαση του δαιμόνια τυχερού αλλά άσχετου και εξωφρενικά ηλίθιου αστυνομικού σωματοφύλακά του, να φτάνει έγκαιρα στο γήπεδο και να δίνει τη νίκη στην ομάδα του. Σε γενικές γραμμές, τα επεισόδια κινούνται απαράλλαχτα σχεδόν μέσα στο ίδιο αυτό πλαίσιο αναλογίας ποδοσφαιρικής περιγραφής και αστυνομικής πλοκής. Κάπως ξεφεύγει το επεισόδιο - περιγραφή του Τελικού του Κυπέλλου Βραζιλίας, όπου αναλώνεται ολόκληρο στον αγώνα, που ο Μαρμαρίδης πασχίζει να τον περιγράψει δραματικά συγκλονιστικό. Και η διαφορετικότητά του δεν έχει τόσο να κάνει με τη διακύμανση του σκορ, που φυσικά αυτή ορίζεται για τον Γκρέκο από το τμήμα του τίτλου «και μία νίκη», αλλά για το σκέλος του τίτλου «Μία ήττα», που με χιουμοριστική διάθεση κλείνει τον κύκλο του αναγνώσματος. Είναι η σύντομη τελευταία σεκάνς δυο - τριών παραγράφων, όπου ο Γκρέκο - Κώστας Γεωργίου, το πραγματικό και ξεχασμένο όνομά του - παντρεύεται την αγαπημένη του Άμπυ με κουμπάρο τον «κολλητό» στην ομάδα και στην καθημερινή ζωή, τον ινδιάνο Ίντσου Να Τιάρα Λα Μάτα, που για συντομία τον φώναζαν «Σιου»… Η τέλεση ενός γάμου ή η προοπτική σε σύντομο χρονικό διάστημα τέλεσής του είναι ένας τρόπος για να ολοκληρώνει κάποιο ανάγνωσμα τον κύκλο του. Το τελευταίο τεύχος είχε κυκλοφορήσει στις 8 Σεπτεμβρίου 1960.
142
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο τελικός του Κυπέλλου
Μ
Ε ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ισόπαλο 3 - 3 συνεχίζεται ο τελικός του Κυπέλλου Βραζιλίας μέσα στο γήπεδο της Ιντεπιέντε, ανάμεσα στη γηπεδούχο και στην πρωταθλήτρια Τόρεντ. Το πώς έχει φτάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα το παράξενο και δραματικό αυτό παιχνίδι που θα κρίνει ποια ομάδα θα κατακτήσει το Κύπελλο Βραζιλίας, είναι πραγματικά μυθιστορηματικό κι εκπληκτικό συγχρόνως. Ακόμα οι γηπεδούχοι δεν μπορούν να χωνέψουν αυτό το σκορ. Ύστερα από ένα θριαμβευτικό ημίχρονο που κέρδιζαν με τρία - μηδέν τη θρυλική αντίπαλό τους, δεν έχουν άδικο που δεν μπορούν να πιστέψουν ότι το σκορ στο πέμπτο μόλις λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου έχει μετατραπεί σε τρία - τρία! Είναι κάτι που πρώτη φορά το παθαίνει η Ιντεπιέντε στη μακριά και δοξασμένη ιστορία της. Κάτι που να το πάθει μια ομάδα σ' ένα συνηθισμένο ματς κάπως δικαιολογείται, αλλά που είναι φοβερό να γίνει σ' ένα ματς τέτοιας σημασίας. Ωστόσο μια λαίλαπα ξέσπασε εναντίον τους στο δεύτερο ημίχρονο. Μέσα απ' τα αποδυτήρια βγήκαν δέκα παίκτες αντίπαλοι και ένας ζωντανός χείμαρρος, που συνεπήρε τα πάντα και τους πάντες με την ορμή και τη μανία του. Ο χείμαρρος ήταν ο Γκρέκο. Τρία διαδοχικά γκολ μέσα σε τέσσερα λεπτά της ώρας, ούτε ο ίδιος ο Αετός του Σάο Πάολο δεν έχει ξαναβάλει... Μέσα σ' αυτά τα πέντε λεπτά, που έχουν περάσει από την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου και που έχει ακυρωθεί κι ένα τέρμα ακόμα της Τόρεντ (!) ως οφσάιντ, έχει αλλάξει το κάθε τι μέσα στο κοσμοπλημμυρισμένο γήπεδο της Ιντεπιέντε. Η μεγάλη κραυγή του πλήθους, που προέτρεπε τους ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας στο φτερωτό δρόμο προς το θρίαμβο, έσβησε στο τέταρτο κιόλας λεπτό, όταν ο Γκρέκο ισοφάρισε τον αγώνα και η Τόρεντ σαν θύελλα ρίχτηκε προς τα εμπρός για τη νίκη τώρα... Βουβοί πια όλοι παρακολουθούν το «μπαλέτο του Γκρέκο» να κάνει μια υπέροχη επίδειξη τεχνικής μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Η απεγνωσμένη άμυνα που κρατούσε η φιλοξενούμενη ομάδα στο πρώτο μέρος, έχει μετατραπεί σε μια μανιασμένη πραγματικά επίθεση, που παρασέρνει στο δρόμο της τα πάντα. Συνδυασμοί αστραπιαίοι ξεκινούν από τα πόδια του θρυλικού Ελληνόπουλου, που όλοι οι συμπαίκτες του τον κοιτούν με κάτι περισσότερο από αγάπη - με αληθινή λατρεία! Όλοι σκέπτονται συγχρόνως κοιτάζοντάς τον: «Είναι στην πραγματικότητα ένας «ξανθός Θεός» των γηπέδων, όπως τον ονομάζουν οι εφημερίδες...!». Κι ωστόσο μονάχα τα παιδιά της Ιντεπιέντε καταφέρνουν και σηκώνουν για λίγο το ανάστημά τους απέναντι στο χείμαρρο. Γίνεται δηλαδή αυτό το καταπληκτικό σήμερα μέσα στο απέραντο γήπεδο, να νικηθεί πρώτα των φιλάθλων το ηθικό και ύστερα των παικτών που αγωνίζονται στο καταπράσινο τερέν! Για τους φιλάθλους, ενώ το αποτέλεσμα - όσο κι αν ήρθε φοβερά απότομα - εξακολουθεί να είναι ισόπαλο, δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα! Η περιέργεια των εκατόν είκοσι χιλιάδων ανθρώπων δεν είναι τίποτε άλλο από το πόσα γκολ θα βάλει στην Ιντεπιέντε η ποδοσφαιρική μηχανή του Αετού του Σάο Πάολο. Κι όμως οι έντεκα ποδοσφαιριστές φαίνονται ξαφνικά σαν να συνέρχονται. Ίσως να μην είναι καν ο πόθος της νίκης πια, αλλά είναι η αθλητική αξιοπρέπεια. Θυμούνται ξαφνικά ότι κι αυτοί είναι μια μεγάλη ομάδα και πως σήμερα αγωνίζονται στον τελικό του Κυπέλλου της Βραζιλίας. Θα είναι, το λιγότερο, ατιμωτικό γι' αυτούς να παραδοθούν χωρίς αντίσταση.
143
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Με αποτέλεσμα ισόπαλο 3 - 3 συνεχίζεται ο τελικός του Κυπέλλου Βραζιλίας μέσα στο γήπεδο της Ιντεπιέντε, ανάμεσα στη γηπεδούχο και στην πρωταθλήτρια Τόρεντ. Έτσι αποφασίζουν να τα παίξουν όλα για όλα μετά την τρομερή αυτή ψυχρολουσία των τριών γκολ που δέχτηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα... Και πραγματικά πετυχαίνουν να ισορροπήσουν το παιχνίδι από το έκτο λεπτό του αγώνα και ύστερα. Ως το δέκατο λεπτό το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο. Ο Αετός του Σάο Πάολο έχει τρεις σωματοφύλακες γύρω του και έτσι δεν μπορεί να δεχτεί πάσα από τους συμπαίκτες του μ' ευκολία, για να οργανώσει μια καινούρια επίθεση. Στο 11ο λεπτό γίνεται η πρώτη επίθεση της Ιντεπιέντε. Ο Περέθ δίνει στον Μάριο κι εκείνος σεντράρει στο κέντρο που βρίσκεται ο Πιάβο. Τα πλήθη παίρνουν θάρρος κι ενθουσιάζονται με την ωραία ενέργεια της μπροστινής τους γραμμής. Μερικές δειλές φωνές ακούγονται που προτρέπουν τον μέσα αριστερά της γηπεδούχου για σουτ. Πραγματικά σουτάρει ο Πιάβο. Πιάνει ένα περίφημο σουτ που αποκρούεται από τα δοκάρια του Λορέντσο και ξαναγυρίζει. Εκεί που πηγαίνει αυτή τη φορά ο Σιου αποκρούει με θεαματική κεφαλιά πάνω από ένα τσούρμο παικτών. Στο σουτ του Πιάβο που βρήκε το δοκάρι, το τεράστιο γήπεδο της Ιντεπιέντε έμοιαζε σαν έναν κοιμισμένο γίγαντα που ξαφνικά ξυπνάει και πετιέται όρθιος, τρομερός… Να, όμως, που δεν έχουν καιρό οι μυριάδες των θεατών να χαρούν πάρα πολύ: Ο Λάντος παίρνει την μπάλα από την απόκρουση του Σιου και την πετάει στον νεαρό Ολφίνι. Ο Ολφίνι είναι ο μόνο παίκτης που κινήθηκε κάπως καλύτερα μέσα στο γήπεδο στο πρώτο ημίχρονο, όταν όλοι είχαν σπάσει - εκτός φυσικά από τον Λορέντσο και τον Σιου, που ήδη τους αναφέραμε.
144
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο νέος αυτός παρουσιάζει μεγάλα σημάδια σταθερής και γρήγορης εξέλιξης, από την πρώτη ημέρα που πρωτόπαιξε στη φημισμένη Τόρεντ και μπόρεσε και στάθηκε σαν ίσος ανάμεσα σε τόσους και τόσους διάσημους άσους. Αλλά για την ώρα... Ο Ολφίνι παίρνει την μπαλιά του Λάντος και κατεβαίνει ταχύτατα. Θέλει να ξεπεράσει την επιθετική γραμμή της Ιντεπιέντε, που έχει κλειστεί γύρω από το τέρμα τους και το καταφέρνει. Δίνει στον Τζέντο κι εκείνος βλέποντας όλους τους αμυνομένους σχεδόν της Ιντεπιέντε να τρέχουν προς το μέρος του Αετού του Σάο Πάολο, γυρίζει στον Βελούδινο. Εκείνος δεν αργεί. Το τρομακτικό πόδι του - «το πόδι με τους κεραυνούς» - υψώνεται απειλητικά. Η μπάλα φεύγει με τρομερή δύναμη. Σχίζει τον αέρα βουίζοντας σαν οβίδα. Φρίκη διαπερνάει τις ραχοκοκαλιές των μυριάδων θεατών που γεμίζουν τις εξέδρες. Και τέλος, ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, έρχεται η ανακούφιση. Κρότος σαν τουφεκιάς ακούγεται! Η μπάλα έχει χτυπήσει στα δοκάρια του Σέφεϋ, που ο δύστυχος δεν θα προλάβαινε την μπάλα. Στο μεταξύ η μπάλα ξαναγυρίζει στο γήπεδο και γυρίζει σ’ένα σημείο που βρίσκεται μονάχα ο Ράντο. Αυτός δίνει στον Σάντρο από το κέντρο. Ο σέντερ φορ της Ιντεπιέντε δίνει ωραία μπαλιά στον κενό χώρο για τον Πιάβο, που έχει αναδειχθεί χωρίς αμφιβολία σήμερα ο καλύτερος κυνηγός του γηπεδούχου, μετά τον Ζουλχίνο. Ο Πιάβο δίνει στον Βισέντο που είναι σε καλή θέση για σουτ. Εκείνος όμως προτιμάει να ξαναγυρίσει στον Σάντρο που κόβει πάλι στον Πιάβο. Ο Πιάβο πιάνει δεύτερο υπέροχο σουτ μέσα σε λίγη ώρα. Τούτη τη φορά η μπάλα κατευθύνεται ολόισια για τα δίχτυα του Λορέντσο. Ο αίλουρος της Τόρεντ όμως σώζει την κατάσταση με μια υπέροχη βουτιά στη γωνία του. Τα λεπτά κυλούν τώρα και όλα στρώνουν. Στρώνει και η ψυχολογία του ωκεανού των φιλάθλων που έχει κατακλύσει το γήπεδο. Έχουν χωνέψει πια όλοι πως βλέπουν έναν αγώνα στον οποίο δεν προηγείται η ομάδα τους αλλά είναι ισόπαλος και πως από εδώ και πέρα κάθε αποτέλεσμα είναι δυνατό. Ο Λορέντσο λοιπόν δίνει την μπάλα με το χέρι στον Ολφίνι. Εκείνος περνάει έναν αντίπαλο με ευχέρεια και δίνει προς τον Γκρέκο. Από τους τρεις όμως αντιπάλους που «φρουρούν» το θρυλικό Ελληνόπουλο ο ένας πηδάει μπροστά του εγκαίρως και αποκρούει σε πλάγιο άουτ. Το άουτ κάνει ο Γκομέζ που ξαναδίνει στον Γκρέκο. Ο Αετός του Σάο Πάολο καθώς δύο αντίπαλοι έρχονται εναντίον του να τον μαρκάρουν, φαίνεται ολοφάνερα ότι θα δώσει με κεφαλιά στον Γκομέζ και πάλι. Αντί γι' αυτό, όμως, κάνει απότομα ένα βήμα πίσω κι η μπάλα βρίσκει πάνω στο γόνατό του. Ο Σέντο που έχει πηδήξει κοντά του περιμένοντας κεφαλιά, ξαναπέφτει πάνω στα πόδια του στο έδαφος χωρίς... να δει την μπάλα. Ο Γκρέκο τον ξεγελάει μ' αυτή τη γονατιά και τη στέλνει επάνω από το κεφάλι του στον Τζέντο. Ο διάσημος σέντερ φορ της Τόρεντ γυρίζει για τον Βελούδινο, που βρίσκεται στη θέση του και πιάνει ένα τρομακτικό σουτ. Ο Φερόν που βρίσκεται μπροστά του... πέφτει τρομοκρατημένος μπρούμυτα στο χορτάρι, για
145
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Κρότος σαν τουφεκιάς ακούγεται! Η μπάλα έχει χτυπήσει στο δοκάρι του Σέφεϋ, που ο δύστυχος δεν θα προλάβαινε την μπάλα. να μην τον χτυπήσει ο κεραυνός από τόσο κοντά… Η μπάλα ωστόσο φεύγει βουίζοντας απειλητικά, αλλά περνάει έξω από το δεξιό κάθετο δοκάρι του Σέφεϋ. Τα πλήθη αφήνουν να σηκωθεί ως τον ουρανό μια μεγάλη κραυγή γεμάτη ανακούφιση. Και ο τελικός του Κυπέλλου φτάνει στο δέκατο όγδοο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου. Τώρα πια ο αγώνας έχει πάρει πραγματικά μορφή τελικού, γιατί όλ' αυτά τα λεπτά, μετά από το πρώτο εκπληκτικό πεντάλεπτο με τη συντριπτική υπεροχή της Τόρεντ και τα αλλεπάλληλα γκολ του Αετού του Σάο Πάολο, η μάχη έχει γίνει πεισματώδης και αμφίρροπη. Την επίθεση της μιας ομάδας διαδέχεται επίθεση κεραυνοβόλα της αντιπάλου. Και οι δυο τερματοφύλακες έχει χρειαστεί να κάνουν δύσκολες αποκρούσεις, για να διαφυλάξουν τα δίχτυα τους από νέα παραβίαση. Οι φίλαθλοι, καθώς η Ιντεπιέντε αγωνίζεται τώρα μ' ένα θαυμαστό πείσμα, που τη φτάνει αρκετές φορές κοντά στην επιτυχία, αρχίζουν πάλι να ελπίζουν και αρχίζουν επομένως πάλι να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα για την έκβαση του αποτελέσματος. Ανάμεσά τους υπάρχει και ένας άλλος ήρωας της ιστορίας μας, ο διάσημος ντετέκτιβ Νίνο Ζανίνο. Αυτός βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα των κερκίδων και έχει έρθει εκεί στο δεύτερο ημίχρονο, γιατί στο τέλος του πρώτου πήγε να συναντήσει τον υπέροχο σκύλο του, τον Ναύτη, και να παρακολουθήσει μαζί του το υπόλοιπο μέρος του αγώνα. Γιατί σήμερα ο διάσημος αστυνομικός άσος που φοράει τη μεγαλόπρεπη στολή του, είναι μόνος του! Η Άμπυ λείπει από το γήπεδο, ενώ στην αρχή είχε παρακολουθήσει μερικά από τα πρώτα λεπτά του αγώνα. Γιατί, λοιπόν, έφυγε; Ο εκπληκτικός Νίνο Ζανίνο σπάει το κεφάλι του, για να το καταλάβει, αλλά δεν τα καταφέρνει. - Μεγάλο μυστήριο! μουρμουρίζει κάθε τόσο μέσα απ' τα δόντια του. Τι έγινε η μις Άμπυ; Δεν είναι φυσιολογικό να λείπει!... Κάποιο λάκκο έχει η φάβα και πρέπει να τον ανακαλύψω
146
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
οπωσδήποτε! Και θέλει να σηκωθεί και ν' αφήσει τη θέση του, για να πάει ν' ανακαλύψει τον... λάκκο αλλά το ματς δεν τον αφήνει. Έχει τόσο ενδιαφέρον ο αγώνας... Είναι σε τόσο κρίσιμο σημείο το σκορ και είναι τόσο αμφίρροπο και για τα δύο συγκροτήματα το παιχνίδι! Ο Νίνο Ζανίνο κάθεται στ' αναμμένα κάρβουνα για την αδερφή του Τζέντο, την όμορφη Άμπυ, μα κάθεται στ' αναμμένα κάρβουνα και για τ' αποτέλεσμα του αγώνα, που θα κρίνει την ομάδα που θα κατακτήσει το Κύπελλο Βραζιλίας... Του κάκου μόνο προσπαθεί να καταλάβει τι από τα δύο τον ενδιαφέρει περισσότερο. Ο Ναύτης, ωστόσο, ενδιαφέρεται ασφαλώς περισσότερο για το ματς και το δείχνει καθαρά, γιατί δεν ξεκολλάει τα υπέροχα, εκφραστικά μάτια του από το πράσινο ταπέτο…
Το ένα μυστήριο…
Π
ΡΕΠΕΙ όμως πια, αλήθεια, να εξηγηθεί το ένα μεγάλο μυστήριο της παράξενης αυτής ιστορίας. Λίγα λεπτά πριν από την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, ο θρυλικός Γκρέκο βρισκόταν αιχμάλωτος του απαίσιου Μιρέλες, που τον άφησε στα χέρια του αντάξιου μπράβου του κι έφυγε για το γήπεδο, να συναντήσει τον «συνέταιρό» του. Πως είναι δυνατόν τώρα αυτός ο ίδιος παίκτης να βρίσκεται μέσα στο κοσμοπλημμυρισμένο γήπεδο και να αγωνίζεται με τα χρώματα της αγαπημένης του ομάδας στον τελικό του Κυπέλλου; Είναι αυτός ο ίδιος; Ασφαλώς είναι ο ίδιος, γιατί δεν υπάρχει στη Βραζιλία και σ' ολόκληρο τον κόσμο, δεύτερος παίκτης ικανός για να κάνει τα ίδια απίθανα κατορθώματα. Μόλις λοιπόν ο παλιάνθρωπος εκείνος χτύπησε τον Γκρέκο στο κεφάλι και τον έδεσε χειροπόδαρα αναίσθητο και τον άφησε στον καναπέ, κάθισε ύστερα απέναντι στην οθόνη της τηλεόρασης και σαν να μην συνέβαινε τίποτα άρχισε να παρακολουθεί το μουσικό της πρόγραμμα. Στο τέλος άκουσε βήματα από την μέσα πόρτα κι είπε με χαρά μικρού παιδιού: - Έλα, αφεντικό, να δεις την τραγουδίστρια ετούτη εδώ τι φίνο κομμάτι που είναι! - Καλύτερα να σηκώσεις τα χέρια σου ψηλά και να μην κινηθείς, γιατί θα βρεθείς στη στιγμή στον Παράδεισο! του λέει μια φωνή. Ο κακοποιός σαν απόπληκτος σηκώνει τα μάτια τότε και βλέπει εμπρός του να στέκει ένας αστυνομικός με αυτόματο στα χέρια και πίσω του - κοντά στην πόρτα - άλλοι αστυνομικοί της Ασφάλειας του Ρίο ντε Τζανέιρο, με... άλλα αυτόματα! Καταπίνει τη γλώσσα του από την τρομάρα και κάθε του σκέψη για αντίσταση πάει περίπατο. Έτσι ο... σενιόρ Αντζελίλο που βρίσκεται μαζί με τους αστυνομικούς εκείνους, γονατίζει με την ψυχή στο στόμα κοντά στον Αετό του Σάο Πάολο, που για μια στιγμή τον έχει περάσει για νεκρό… Όμως ο Γκρέκο δεν έχει τίποτα το σοβαρό. Με τις περιποιήσεις του αγαπημένου του προπονητή σε κάτι λεπτά είναι περδίκι. Τότε τον παίρνει ο σενιόρ Αντζελίλο και τον βάζει σ' ένα αυτοκίνητο και φεύγουν ολοταχώς για το γήπεδο της Ιντεπιέντε. Στον δρόμο του εξηγεί κιόλας πώς έχει η κατάσταση... Του λέει δηλαδή ότι το πρώτο ημίχρονο έπαιξε στη θέση του ένας νέος που έμοιαζε τρομερά
147
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Βγήκε με επιθετική μανία στον αγωνιστικό χώρο, ξέροντας πως έπρεπε να κάνει τους φιλάθλους και τους φίλους του να ξεχάσουν εκείνο το φοβερό πρώτο ημίχρονο... μαζί του. Του λέει ότι το πρώτο ημίχρονο τέλειωσε με τρία - μηδέν υπέρ της Ιντεπιέντε... Πού τα ξέρει όλ' αυτά ο σενιόρ Αντζελίλο; Απλούστατα: Του τα είπε ο ίδιος ο «σωσίας του Γκρέκο»! Να, πώς εξηγείται το μυστήριο: Ο νέος αυτός κατάλαβε μέσα σε τρία τέταρτα της ώρας που έμεινε στον αγωνιστικό χώρο, πολλά πράγματα που δεν τα ήξερε... Ο Μιρέλες τα είχε λογαριάσει όλα πολύ καλά προκειμένου να κάνει τη δουλειά του, εκτός από ένα πράγμα: Ότι ο νεαρός που θα έπαιζε τον ρόλο του Γκρέκο σ' αυτή την υπόθεση, δεν ήταν ένας κακούργος σαν αυτόν, μαθημένος σε οτιδήποτε έγκλημα, προκειμένου να κερδίσει λεφτά! Το παιδί εκείνο συγκινήθηκε τρομερά, όταν κατάλαβε τι αγάπη έτρεφαν όλοι για το πρόσωπο του αληθινού Γκρέκο! Για τα λίγα λεπτά της ώρας που έβλεπε από παντού ματιές να τον κοιτάζουν με λατρεία και θαυμασμό, ένιωθε τρομερή ντροπή για ό,τι είχε κάνει... Δεν μπορούσε όμως να υπάρξει κανείς τρόπος για να διορθώσει εκείνη την ώρα... Αναγκαστικά, λοιπόν, περίμενε να τελειώσει το ημίχρονο και ύστερα έτρεξε και τα είπε όλα στον σενιόρ Αντζελίλο, βρίσκοντάς τον ιδιαιτέρως σ' ένα μέρος.
148
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Κανείς δεν το παρεξήγησε αυτό. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο να παίρνει ιδιαίτερα ο προπονητής της Τόρεντ το θρυλικό Ελληνόπουλο και να του δίνει συμβουλές, προπάντων στις κρίσιμες στιγμές για την ομάδα τους... Όταν του είπε πως είχε μετανιώσει και γι' αυτό του τα έλεγε όλα, ο σενιόρ Αντζελίλο συγκινήθηκε κι αυτός με τη σειρά του και αποφάσισε να δράσει με τέτοιον τρόπο που να μην γίνει γνωστό τίποτα, για να μην πάει φυλακή ο σωσίας του Γκρέκο που είχε μετανιώσει ειλικρινά. Ειδοποίησε έναν γνωστό του αστυνόμο, που βρέθηκε στο γήπεδο, και έτρεξαν μαζί στο σπίτι του Μιρέλες που ο σωσίας του Γκρέκο τον γνώριζε καλά. Προηγουμένως ειδοποίησαν τον ίδιο τον Μιρέλες ότι τον γύρευε ο συνέταιρός του στο γήπεδο. Ο σωσίας του Γκρέκο ήξερε ότι ο άγνωστος αυτός, ο συνέταιρος του Μιρέλες, βρισκόταν στο γήπεδο. Του το είχε πει ο Μιρέλες. Δεν τον γνώριζε όμως. Έτσι, πηγαίνοντας ο Μιρέλες να τον συναντήσει, νομίζοντας πως τον είχε ζητήσει, η αστυνομία θα τους έπιανε και τους δυο, όπως και έγινε... Στο μεταξύ, όμως, ο σενιόρ Αντζελίλο εξήγησε του Γκρέκο όλα όσα συνέβησαν. Το θρυλικό Ελληνόπουλο όχι μόνο δεν ένιωσε έχθρα και κακία εναντίον του σωσία του, αλλά αντίθετα αισθάνθηκε μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί κατάλαβε ότι, αν ο νέος εκείνος δεν είχε καλό χαρακτήρα, θα ήταν χαμένος για πάντα... Έτσι παρακάλεσε να μη μαθευτεί ποτέ και από κανέναν ότι δεν ήταν αυτός ο ίδιος παίκτης του πρώτου ημιχρόνου. Γι' αυτό δεν θέλησε να πει και τίποτα στον Τζέντο, όταν εκείνος έκπληκτος παρατήρησε τα σημάδια από τα σχοινιά στα χέρια του και τα ξεραμένα αίματα... Γι' αυτό εντούτοις βγήκε με τέτοια επιθετική μανία στον αγωνιστικό χώρο, ξέροντας πως έπρεπε να κάνει τους φιλάθλους και τους φίλους του να ξεχάσουν εκείνο το φοβερό πρώτο ημίχρονο που αυτός ο ίδιος είχε χαντακώσει κυριολεκτικά την αγαπημένη του ομάδα.
Το τέλος του τελικού
Τ
Ο ΜΑΤΣ ωστόσο συνεχίζεται πάντοτε και μάλιστα όσο περνάει η ώρα και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι παίκτες της Ιντεπιέντε βλέποντας πως μπορούν να αντιμετωπίσουν ως ίσοι προς ίσους τους αντιπάλους τους, παίζουν πραγματικά λυσσασμένα. Οι θεατές έχουν πάρει πολύ μεγάλο θάρρος κι έχουν αρχίσει και πάλι να χαλάνε τον κόσμο από τις φωνές τους. Ωστόσο οι επιθέσεις της Τόρεντ είναι πάντοτε πιο επικίνδυνες. Ο θρυλικός Γκρέκο, μ' όλο που τον φρουρούν άγρυπνα στο κάθε του βήμα, καταφέρνει και ξεφεύγει πολλές φορές και τότε σκορπίζει τον πανικό στους αμυνόμενους της Ιντεπιέντε. Από την άλλη μεριά το ίνδαλμα είναι ο Ζουλίνχο! Ο υπέροχος αυτός έξω αριστερά, παίζει σήμερα το παιχνίδι της ζωής του, σαν να καταλαβαίνει ότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει τον τρομερό Αετό του Σάο Πάολο. Οι μυριάδες των φιλάθλων τον αποθεώνουν κυριολεκτικά σε κάθε του ασυγκράτητη κούρσα και η αποθέωση αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν ο εκπληκτικός παίκτης σε μια από τις θυελλώδεις του κούρσες τριπλάρει και ξεπερνάει και αυτόν τον Γενναίο Αετό με την Τρυφερή Καρδιά!
149
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Κανείς ποτέ δεν ξανάδε άλλο ποδοσφαιριστή να περνάει τον ινδιάνο μπακ της Τόρεντ και της Εθνικής… Εκείνος όμως που πρώτος κάνει το θαύμα του είναι ο Γκρέκο. Η ώρα, για να πέσει και πάλι η βουβαμάρα στις εξέδρες, φτάνει ακριβώς στο 24ο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου. Ο Αετός του Σάο Πάολο παίρνει μια μακρινή μπαλιά από τον Ολφίνι. Βρίσκεται αυτή τη στιγμή ανάμεσα στους τρεις φρουρούς του που συγκλίνουν όλοι προς το κέντρο, για να τον βάλουν στη μέση και να του κόψουν τη δίοδο απ' όλες τις πλευρές. Ο Γκρέκο ρίχνεται προς τα εμπρός με μία ταχύτητα απίστευτη αλλά δεν κάνει παρά μόνο τρία βήματα και σταματάει απότομα. Οι αντίπαλοι που βρίσκονταν μπρος του είναι ένα μέτρο ακόμα απ' αυτόν και του έχουν φράξει το δρόμο. Ο Περέθ όμως που ερχόταν από πίσω, βλέποντάς τον να ρίχνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, έχει φυσικά χαλαρώσει την προσοχή του. Ο Γκρέκο λοιπόν πασάρει στον Τζέντο που σπεύδει προς αυτή την πλευρά, έχοντας δει το σταμάτημα του φίλου του. Ο Γκρέκο του κάνει πάσα. Η μπαλιά είναι ακριβέστατη. Ο Τζέντο την σταματάει και σουτάρει από πολύ καλή θέση. Είναι μια μπαλιά στρωμένη και το σημάδι του κεντρικού κυνηγού της Τόρεντ, καλό. Τα δίχτυα του Σέφεϋ τινάζονται παρά την απελπισμένη του προσπάθεια. Στον πίνακα των αποτελεσμάτων το σκορ γίνεται: Τόρεντ 4 - Ιντεπιέντε 3. Με πρώτο τον εκπληκτικό Γκρέκο τρέχουν όλοι κι αγκαλιάζουν και φιλούν τον βετεράνο Τζέντο, που έχει πετύχει το γκολ που θα τους οδηγήσει στη νίκη, όπως πιστεύουν. Ωστόσο με τη σέντρα φαίνεται πως αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Βρισκόμαστε στο 28ο λεπτό. Η Ιντεπιέντε δεν έχει παραδώσει τα όπλα. Για μια φορά ακόμα φαίνεται ανώτερη από τους φιλάθλους της, που έχουν κυριολεκτικά βουβαθεί. Ο Σάντρο δίνει στον Πιάβο κι εκείνος ανοίγει στον Ζουλίνχο που κατεβαίνει από τ' αριστερά με την ταχύτητα του κεραυνού. Ο Σιου κι ο Λάντος μαζί ορμούν προς το μέρος του… Ο δεύτερος περιμένει λίγο απόμερα, έτοιμος να επέμβει αν αποτύχει ο πρώτος. Ωστόσο ο Ζουλίνχο δεν περιμένει να τον μαρκάρουν ούτε επιχειρεί για δεύτερη φορά να τριπλάρει τον Γενναίο Αετό με την Τρυφερή Καρδιά, γιατί ξέρει ότι θα αποτύχει αυτή τη φορά... Δίνει σέντρα στο κέντρο... Τη στοπάρει ο Σάντρο. Ο Σάντι ρίχνεται εναντίον του κι ο Σάντρο τη σπρώχνει στον Βισέντο. Εκείνος σουτάρει. Ο περίφημος Λορέντσο τινάζεται απεγνωσμένα. Είναι ένα σουτ τρομακτικά δυνατό και από φοβερά κοντινή απόσταση. Ο Λορέντσο με την υπεράνθρωπη σχεδόν βουτιά του καταφέρνει και αποκρούει την μπάλα όχι όμως σταθερά. Εκείνη αναπηδάει στο χέρι του και κάνοντας μια καμπύλη στον αέρα, πηγαίνει ολοταχώς προς το βάθος των διχτυών του, ενώ οι μυριάδες των θεατών έχουν πεταχτεί όρθιοι στις κερκίδες. Μόνο που έχουν λογαριάσει χωρίς... τον ξενοδόχο.
150
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ξενοδόχος στην περίπτωση αυτή είναι και πάλι ο εκπληκτικός Ίντσου Να Τιάρα Λα Μάτα! Ο απίθανος ινδιάνος βρίσκεται στην κρισιμότατη αυτή ώρα κοντά στο τέρμα του. Κάνει ένα ανάποδο ψαλίδι που μόνο ένας πεπειραμένος ακροβάτης θα μπορούσε να τολμήσει. Την ώρα που η μπάλα θα περνούσε τη λευκή γραμμή του τέρματος και ενώ ο Λορέντσο βρίσκεται στην άλλη μεριά ύστερα από την άστοχη απόκρουσή του, το πόδι του την πιάνει στον αέρα. Ξερός ακούγεται ο ήχος της. Η μπάλα λίγο πριν περάσει τη γραμμή και λίγο πριν γίνει γκολ, ξαναγυρίζει προς το γήπεδο. Ο Λορέντσο τρέχει και φιλάει τον ανεκτίμητο Ινδιάνο. Μα το παιχνίδι συνεχίζεται και πάλι... Από την απόκρουση του Σιου που έχει έτσι σώσει την κατάσταση για την Τόρεντ, η μπάλα ξαναγυρίζει σε ποδοσφαιριστή της Ιντεπιέντε και συγκεκριμένα στον Πιάβο. Ο Πιάβο που έχει οπισθοχωρήσει ελαφρώς, παίρνει φόρα και σουτάρει κατευθείαν. Πιστεύει ότι μέσα στην αναμπουμπούλα, μπορεί κανείς να πετύχει σπουδαία πράγματα. Να, όμως, που το σουτ που κάνει μ' όλο που είναι ευθύβολο και αστραπιαίο σαν κεραυνός, βρίσκει το δοκάρι του Λορέντσο, που φαίνεται αυτή τη φορά τυχερός! Τα πλήθη ουρλιάζουν μανιασμένα ζητώντας τώρα τουλάχιστον την ισοφάριση, αφού βλέπουν πως οι αγαπημένοι τους παίκτες παίζουν με όλη τους την ψυχή για τη νίκη. Η Ιντεπιέντε λοιπόν ξεκινάει και άλλη επίθεση που τελειώνει με σουτ άουτ του Βισέντο. Ύστερα ξεκινάει και μια επίθεση ακόμα, που καταλήγει κι αυτή σε σουτ μακρινό του Πιάβο, το οποίο όμως μάλλον με ευχέρεια αποκρούει ο Λορέντσο αυτή τη φορά. Στο 30ο λεπτό τα πράγματα έχουν «σκουρύνει» πολύ για την Τόρεντ. Ο λόγος είναι που τα παιδιά της Ιντεπιέντε το έχουν πιστέψει πως μπορούν να ισοφαρίσουν. Παίζουν μ' όλες τους τις δυνάμεις γι' αυτό το σκοπό. Ο Γκρέκο καταλαβαίνει πως μόνο αν επέμβει δυναμικά είναι δυνατόν να σταματήσει αυτή η κατάσταση. Κατεβαίνει λοιπόν στην άμυνα και λύνει την στενή πολιορκία που έχουν στήσει οι γηπεδούχοι. Παίρνει δηλαδή την μπάλα μόνος του και ρίχνεται σαν τον άνεμο προς την αντίπαλη περιοχή. Σαν αληθινή θύελλα προσπερνάει έναν - έναν τους αντιπάλους. Μια βοή θαυμασμού ξεσηκώνεται μέσα από το λαοπλημμυρισμένο ποδοσφαιρικό γήπεδο. Οι άνθρωποι που με γουρλωμένα μάτια παρακολουθούν αυτό το ρεσιτάλ της ανώτερης τέχνης του Αετού του Σάο Πάολο, δεν είναι δυνατόν να καταλάβουν πώς γίνεται να κρύβει τόσες ανεξάντλητες δυνάμεις μέσα του ένας παίκτης. Ωστόσο ολόκληρη η γηπεδούχος ομάδα δεν μπορεί να του ανακόψει τον τρελό δρόμο του. Όλοι εκτός από τον Σέντο, που είναι το τελευταίο εμπόδιο. Ο Σέντο ρίχνεται προς το μέρος του. Από την κλίση που παίρνει το σώμα του ξανθού «Θεού» των γηπέδων την τελευταία στιγμή δεν του μένει αμφιβολία ότι θα τον περάσει απ' αριστερά και από εκείνη την πλευρά γέρνει ο δεξιός μπακ της Ιντεπιέντε, για να σταματήσει την ανθρώπινη θύελλα. Με μάτια γουρλωμένα βλέπει τον Γκρέκο να περνάει από τα δεξιά του και να ρίχνεται προς το τέρμα του Σέφεϋ, παίρνοντας ήδη κλίση για σουτ... Καταλαβαίνει πως μόνο ένας τρόπος απομένει, για να εμποδίσει το μοιραίο, και μέσα στην απελπισία του, δεν διστάζει να τον χρησιμοποιήσει. Το πόδι του υψώνεται ταχύτατο. Προλαβαίνει το πόδι του Γκρέκο και τον χτυπάει από πίσω στον αστράγαλο, προσποιούμενος ότι προσπαθεί να φτάσει την μπάλα. Ξερός ακούγεται ο κρότος της κλοτσιάς.
151
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Σαν αληθινή θύελλα προσπερνάει έναν - έναν τους αντιπάλους του!
Ο θεατές βλέπουν το υπέροχο Ελληνόπουλο να σωριάζεται σαν δέντρο που το κόβει το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Η μπάλα φεύγει από τα πόδια του και πηγαίνει στα χέρια του Σέφεϋ που την περιμένει. Ωστόσο ο διαιτητής έχει σφυρίξει. Τα πλήθη σηκώνονται όρθια με ανακούφιση που για την ώρα το γκολ έχει αποσοβηθεί. Ένα φάουλ επάνω από τη γραμμή της περιοχής και πλάγια είναι προτιμότερο από τον Γκρέκο να τρέχει ολομόναχος προς το τέρμα τους... Ωστόσο ο διαιτητής έχει άλλη γνώμη. Σφυρίζει διακεκομμένα και καλεί το Σέντο κοντά του. Μόλις εκείνος αρχίζει να τον πλησιάζει, ο «άρχοντας του αγώνα» του δείχνει πως πρέπει να βγει έξω! Διαμαρτυρίες ακούγονται από τις εξέδρες. Μερικοί παίκτες της Ιντεπιέντε τρέχουν τρομαγμένοι κοντά στο διαιτητή και προσπαθούν να τον πείσουν να αλλάξει γνώμη. Του λένε ότι το χτύπημα ήταν τυχαίο. Εκείνος όμως έχει δική του γνώμη. Είδε καλά ότι ο Σέντο χτύπησε επίτηδες το θρυλικό Ελληνόπουλο και τον αποβάλλει γι' αυτό από τον αγώνα. Είναι ανένδοτος και φαίνεται καθαρά ότι τίποτα δεν πρόκειται να τον κάνει να αλλάξει την απόφασή του. Ο Σέντο στο τέλος αναγκάζεται να βγει από τον αγωνιστικό χώρο... Το ίδιο όμως γίνεται και με τον Αετό του Σάο Πάολο!
152
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Πραγματικά ο Γκρέκο δεν μπορεί να πατήσει το πόδι του που έφαγε την κλοτσιά. Πρέπει να του το δέσουν σφιχτά και να του κάνουν μασάζ, μήπως μπορέσει και ξαναμπεί στα τελευταία λεπτά, για να βοηθήσει την ομάδα του... Έτσι ο αγώνας θα συνεχιστεί χωρίς να έχει την αριθμητική υπεροχή η Τόρεντ, από την αποβολή του Σέντο. Ο διαιτητής σφυρίζει για να μαζευτούν όλοι στις θέσεις τους και να ξαναρχίσει ο αγώνας. Ο Βελούδινος παίρνει φόρα, για να χτυπήσει το φάουλ. Οι γηπεδούχοι μαζεύονται όλοι μπροστά του σ' ένα τείχος, για να αποκρούσουν τη φοβερή βολίδα του. Ο συμπατριώτης του Γκρέκο, με το σφύριγμα του διαιτητή, ορμάει σαν μανιασμένος ταύρος εναντίον της μπάλας που βρίσκεται στημένη στο σημείο του φάουλ. Ένας ξερός χτύπος ακούγεται. Η μπάλα φεύγει σαν σφαίρα... Οι μυριάδες των θεατών βλέπουν μια αστραπή να σχίζει τον αέρα και να περνάει σύριζα από τον δεξιό στύλο του τέρματος του Σέφεϋ. Άουτ!... Όλοι αναπνέουν. Και το παιχνίδι τώρα συνεχίζεται, ενώ η κάθε ενδεκάδα έχει από δέκα παίκτες!... Η Ιντεπιέντε επιτίθεται πάλι. Έναν καινούριο αέρα τώρα έχουν πάρει ξαφνικά οι ποδοσφαιριστές της μετά την απομάκρυνση του Γκρέκο από τον αγώνα. Το γεγονός ότι κι απ' αυτούς έχει φύγει ο Σέντο δεν τους φοβίζει. Ξέρουν πως η Τόρεντ, χωρίς τον Αετό του Σάο Πάολο, είναι μια ομάδα χωρίς την ψυχή της. Το είδαν και στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα, που στην πραγματικότητα ήταν σαν να μην υπήρχε ο Γκρέκο μέσα στο γήπεδο... Ρίχνονται με μανία προς την περιοχή του Λορέντσο, γιατί βλέπουν ότι μένουν μόλις έντεκα λεπτά για να τελειώσει ο κρίσιμος αγώνας. Μοιάζει στ' αλήθεια με ορμητικό χείμαρρο η ομαδική κάθοδός τους προς τα εμπρός. Οι φίλαθλοι, στο μεγαλείο αυτής της επίθεσης, ενθουσιάζονται κυριολεκτικά. Στην αποφασιστικότητα των κινήσεων των ποδοσφαιριστών τους βλέπουν να ξαναγεννιούνται οι ελπίδες τους για την κατάκτηση του Κυπέλλου της Βραζιλίας... Οι κραυγές τους ξεσηκώνονται και πάλι ως τα ουράνια, για να δώσουν το θάρρος που χρειάζεται στους παίκτες τους να σημειώσουν το πολυπόθητο τέρμα της ισοφάρισης. Ο Σάντρο παίρνει την μπάλα από τον Πιάβο και ανοίγει θαυμάσια στον Ζουλίνχο. Ο αέρινος έξω αριστερά της Ιντεπιέντε και της Εθνικής Βραζιλίας στο παρελθόν κατεβαίνει αστραπιαία. Δεν προσπαθεί αυτή τη φορά να τριπλάρει τον Σιου, γιατί δεν θέλει να διακινδυνεύσει καθόλου την επιτυχία της κατεβασιάς, που μπορεί να δώσει στην ομάδα του την πολυπόθητη ισοφάριση. Σέντρα κατευθείαν και γρήγορα. Η μπάλα με ακρίβεια πηγαίνει στο κεφάλι του Πιάβο. Απ' αυτόν στα πόδια του Βισέντο. Ο Σάντι του κάκου προσπαθεί να ανακόψει τον μέσα αριστερά της Ιντεπιέντε. Έχει κι αυτός ενθουσιαστεί από τη γενική εξόρμηση της ομάδας του. Τριπλάρει αριστουργηματικά τον Σάντι, μπαίνει ακόμα δυο βήματα πιο μέσα στην περιοχή του Λορέντσο και ενώ ο αίλουρος της Τόρεντ έχει πιάσει τη γωνία του, αυτός σουτάρει με δύναμη και ευθύβολα, σημαδεύοντας την αντίθετη γωνιά.
153
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο Λορέντσο τον καταλαβαίνει. Ο υπέροχος γκολκίπερ της Εθνικής κάνει ένα τίναγμα αγριόγατου προς τα έξω. Με τη γροθιά του καταφέρνει και αγγίζει την μπάλα που τινάζεται μακριά από την αρχική πορεία της και βγαίνει κόρνερ, κοντά στο άουτ. Οπωσδήποτε ο Ζουλίνχο τρέχει να εκτελέσει αυτό το κόρνερ και όλοι οι παίκτες και των δύο ομάδων μαζεύονται στο τέρμα της Τόρεντ, οι μεν για να αποκρούσουν και οι δε με την ελπίδα να πετύχουν το γκολ που θα σημάνει την ισοφάριση. Ο διαιτητής σφυρίζει. Ο Ζουλίνχο παίρνει φόρα. Σουτάρει. H μπάλα διαγράφει μια μεγαλόπρεπη καμπύλη πάνω από τα δοκάρια του Λορέντσο. Όλοι οι παίκτες πηδούν. Ένα κεφάλι με μια σχεδόν κωμική φούντα στη μέση ξεχωρίζει επάνω από όλα τα άλλα. Είναι ο Ίντσου Να Τιάρα Λα Μάτα, όπως είναι ολόκληρο το ινδιάνικο όνομα του θρυλικού Σιου. Η μπάλα απομακρύνεται αλλά προς στιγμήν. O Γκρίλλο που έχει φτάσει ως τη γραμμή της μεγάλης περιοχής της Τόρεντ, την επαναφέρει με μελέ μέσα στη μικρή περιοχή του Λορέντσο, ο οποίος δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα, γιατί εμπρός του είναι μαζεμένοι ένα σωρό ποδοσφαιριστές κι από τις δύο ομάδες. Τώρα πια δεν υπάρχει ο Γκρέκο, για να πάρει την μπάλα και να κατέβει σαν θύελλα προς το αντίπαλο τέρμα. Ο Πιάβο πιάνει ένα τρομερό σουτ. Κάποιο πόδι αποκρούει. Η μπάλα ξαναγυρίζει στον Βισέντο, που αποφασίζει να σουτάρει κι εκείνος προς τη διεύθυνση που πρέπει να υπάρχει το τέρμα, γιατί ούτε οι επιτιθέμενοι μπορούν να το διακρίνουν καλά καλά από τον συνωστισμό που υπάρχει εμπρός τους. Το τι γίνεται είναι αδύνατον να περιγραφεί. Απίθανες καραμπόλες κάνει η μπάλα από πόδια σε πόδια και σε στήθη και σε κεφάλια. Ένα τρομακτικό ανακάτεμα. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το κάθε χέρι και το κάθε πόδι σε ποιον παίκτη ανήκει. Oι θεατές κοντεύουν να πεθάνουν από την αγωνία. Ουρλιάζουν όλοι μαζί σαν τρελοί και γουρλώνουν τα μάτια τους, για να δούνε την μπάλα να καταλήγει στα δίχτυα του τέρματος του Λορέντσο… Είναι μια στιγμή τρομερής σύγχυσης για την άμυνα της Τόρεντ. Οποιασδήποτε ομάδας στον κόσμο η άμυνα, δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχε πανικοβληθεί σε μια τέτοια περίπτωση, αφού ο κάθε παίκτης δεν ξέρει πού είναι η μπάλα, δεν γνωρίζει καλά - καλά κατά πού είναι στραμμένος (!) και όλοι αποκρούουν ή σουτάρουν στα τυφλά! Τελικά τα δίχτυα του Λορέντσο τινάζονται. Η μπάλα έχει βρει το δρόμο μέσα σ' αυτό το ανακάτεμα… Η ισοφάριση είναι γεγονός! Απίστευτη τρικυμία ξεσπάει στις κερκίδες που βρίσκεται η λαοθάλασσα των θεατών… Είναι αδύνατον να περιγραφεί αυτό το πανηγύρι. Το μεγάλο χρονόμετρο του γηπέδου δείχνει πως το παιχνίδι βρίσκεται στο 39ο λεπτό του. Ο πίνακας των αποτελεσμάτων δείχνει πως το σκορ είναι και πάλι ισόπαλο: Τόρεντ 4 - Ιντεπιέντε 4. Έξι λεπτά μένουν ακόμα για τη λήξη... Έξι ολόκληρα λεπτά μέσα στα οποία μπορούν να συμβούν τα πάντα... Οι θεατές τουλάχιστον το ελπίζουν και το πιστεύουν.
154
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Τελικά τα δίχτυα του Λορέντσο τινάζονται. Η μπάλα έχει βρει το δρόμο μεσα σ΄ αυτό το ανακάτεμα... Το ότι μέσα στον αγωνιστικό χώρο δεν υπάρχει ο θρυλικός Γκρέκο, είναι κάτι που τους έχει ενθουσιάσει. Δεν φοβούνται κανέναν... Ξέρουν πως τώρα είναι η ευκαιρία η μοναδική, για να κερδίσουν ανέλπιστα πραγματικά το Κύπελλο της Βραζιλίας, γιατί αλίμονο αν περιμένουν έναν δεύτερο αγώνα μέσα στην έδρα της αντιπάλου, στο Σάο Πάολο. Με τη σέντρα που γίνεται μετά ένα λεπτό και μέσα σε πραγματικό πανζουρλισμό, η Τόρεντ προσπαθεί να παίξει κάπως ψύχραιμα και να διοργανώσει μια αντεπίθεση. Ο Τζέντο δίνει στον Βελούδινο κι εκείνος ξαναδίνει στον Τζέντο και ο ίδιος ρίχνεται μπρος. Ο σέντερ φορ της Τόρεντ σημαδεύει προσεκτικά τον Βελούδινο και του ξαναπετάει γρήγορα τη στρογγυλή «θεά» μέσα στα πόδια του. Ωστόσο οι παίκτες της Ιντεπιέντε έχουν μυριστεί τον κίνδυνο. Δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν την πολύτιμη νίκη μέσα απ' τα χέρια τους, μόνο και μόνο από μια μικρή απροσεξία. Μαζί ο Ράντο κι ο Περέθ ρίχνονται προς το μέρος του και του κλείνουν τον δρόμο για σουτ, ενώ ο πρώτος από τους δυο τους επιτίθεται πιο αποφασιστικά για να του πάρει την μπάλα. Ο Βελούδινος κάνει ότι θα περάσει στον Τζέντο και, γελώντας τον Ράντο, φεύγει από την άλλη μεριά. Ετοιμάζεται πάλι για σουτ. Πάλι όμως βρίσκεται μπρος του ο Περέθ. Τώρα ο Βελούδινος υποχρεώνεται να δώσει πραγματικά στον Τζέντο, γιατί ξαναγυρίζει στο μεταξύ κι ο Ράντο.
155
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο Τζέντο παίρνει την μπαλιά και ανοίγει στον Γκομέζ, ο οποίος όμως βιάζεται να τρέξει και συλλαμβάνεται οφσάιντ από τον διαιτητή. Η κατεβασιά της Τόρεντ έχει λήξει. Με την απόφαση να παίξουν επιθετικά στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού, οι παίκτες της γηπεδούχου κατεβαίνουν όλοι κάτω από τη σέντρα, για να δεχτούν την πάσα που θα στείλει ο Φερόν με το σφύριγμα του διαιτητή. Έτσι και γίνεται. Ο Φερόν σουτάρει γερά και η μπάλα διαγράφει μια επιβλητική καμπύλη μέσα από το κέντρο του γηπέδου και φτάνει σ' ένα μέρος που βρίσκονται ο Πιάβο και ο Σάντι και πηδούν για κεφαλιά. Ο Σάντι αποκρούει. Η μπάλα όμως πηγαίνει στον Βισέντο. Εκείνος προσπαθεί να σουτάρει αιφνιδιαστικά. Ο Σιου όμως κάνει ένα τρομακτικό σάλτο και βρίσκεται μπρος του. Η μπάλα από το σουτ του Βισέντο κοντράρει επάνω στο κορμί του και αποκρούεται. Φτάνει ως τον Ολφίνι, που προσπαθεί να τη στοπάρει. Πίσω του, όμως, χωρίς να τον έχει αντιληφθεί, επέρχεται σαν θύελλα ο δεξιός χαφ της Ιντεπιέντε, Γκρίλλο. Μ' ένα εντυπωσιακό άλμα κερδίζει την μπάλα και τη στέλνει στον έξω δεξιά Μάριο. Ο Μάριο μπαίνει διαγώνια προς τα μέσα, ενώ ο Σάντι δεν τον προλαβαίνει στο τρέξιμο, γιατί έχει από την αρχή υπερφαλαγγιστεί. Κάνει κοφτή μπαλιά στο κέντρο. Ο Λάντος παίζοντας με αυτοθυσία πέφτει στα πόδια του Πιάβο και του απομακρύνει την μπάλα. Ο Περέθ όμως παίρνει την απόκρουση του Λάντος και την ξαναστέλνει με μελέ προς το τέρμα του Λορέντσο. Μια καινούρια φάση, ίδια ακριβώς σαν κι εκείνη που δημιούργησε το γκολ της Ιντεπιέντε, αρχίζει να δημιουργείται... Οι θεατές έχουν την ευκαιρία ακόμα μια φορά να πεταχτούν όρθιοι πάνω στις κερκίδες έξαλλοι από ενθουσιασμό. Κάνουν μια τέτοια τρομακτική βοή, που οι καρδιές των «φιλοξενούμενων» παιδιών της Τόρεντ σφίγγονται από ένα συναίσθημα δέους... Αρχίζουν να τρέμουν τα πόδια τους. Ο Σιου που είναι ο μόνος ο οποίος ούτε μια στιγμή δεν έχει λιποψυχήσει από την αρχή του αγώνα, αποκρούει και τη φορά αυτή με κεφαλιά, πηδώντας επάνω από όλους τους αντιπάλους και συμπαίκτες του. Μόνο που η Ιντεπιέντε δεν λέει να το βάλει κάτω… Την απόκρουση του Γενναίου Αετού με την Τρυφερή Καρδιά - όπως είναι η μετάφραση του ινδιάνικου ονόματός του - την παίρνει ο σέντερ χαφ της γηπεδούχου, Φερόν, ο οποίος έχει κατέβει κι αυτός ως τη γραμμή της περιοχής της Τόρεντ. Ο Φερόν βλέπει μια έξυπνη και γρήγορη κίνηση του Πιάβο στον κενό χώρο. Του πετάει αστραπιαία την μπάλα. Ο Πιάβο σουτάρει. Ξερός ακούγεται ο κρότος του ποδιού πάνω στην μπάλα… Αυτή η τελευταία φεύγει σαν σφαίρα προς τη γωνία του Λορέντσο. Ο τερματοφύλακας της Τόρεντ κάνει με ασύλληπτη ταχύτητα μια θεαματική βουτιά. Όλοι μένουν με ανοιχτό το στόμα και η μεγάλη κραυγή, που πήγε να ξεσπάσει με το κεραυνο-
156
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
βόλο σουτ του Πιάβο, κόβεται ακριβώς στη μέση… Ο ήρωας Λορέντσο είναι σήμερα ένας μεγάλος τερματοφύλακας!… Η γροθιά του φτάνει την μπάλα την ύστατη στιγμή και την πετάει κόρνερ. Ο Σιου τρέχει και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει. Ο Ζουλίνχο παίρνει την μπάλα στα χέρια του και τρέχει να χτυπήσει το κόρνερ. Κοιτάζει συνεχώς το μεγάλο ρολόι του γηπέδου. Ξέρει ότι τα δυο λεπτά που απομένουν πια, για να τελειώσει το παιχνίδι, είναι παραπάνω από αρκετά καμιά φορά για να βγει ένα γκολ πολύτιμο, γιατί μετά ο αντίπαλος δεν υπάρχει περίπτωση να το ανταποδώσει… Να όμως που μια φωνή ακούγεται... Ο διαιτητής στρέφει προς το μέρος της και σηκώνει το χέρι του. Κάνει νόημα σ' έναν παίκτη ότι μπορεί να μπει στον αγωνιστικό χώρο. Ο παίκτης αυτός είναι ο Αετός του Σάο Πάολο! Μια βοή από μέρους των θεατών τον υποδέχεται. Είναι μια μεγάλη βοή απογοήτευσης. Ο Γκρέκο τρέχει προς το κέντρο του γηπέδου... Κανείς δεν είναι κοντά του για να δει τις γκριμάτσες που κάνει, αποτέλεσμα των φοβερών πόνων του ποδιού του. Ο Γκρέκο μπαίνει σχεδόν άχρηστος αυτή τη στιγμή μέσα στο γήπεδο... Μπαίνει όμως γιατί ξέρει πως η παρουσία του θα δώσει κουράγιο στους συντρόφους του και θα κρατήσουν αυτά τα δυο τρομερά τελευταία λεπτά που απομένουν, για να λήξει το κανονικό παιχνίδι... Πραγματικά νέα ψυχή λες και παίρνουν μονομιάς όλοι οι παίκτες της Τόρεντ. Στο κόρνερ του Ζουλίνχο ο Σιου πηδάει ψηλότερα από κάθε άλλη φορά και αποκρούει. Την απόκρουσή του την παίρνει ο Ολφίνι. Τώρα είναι προσεκτικότερος από πριν και γυρίζοντας ψάχνει με το μάτι να βρει τον Γκρέκο. Του κάνει πάσα από μακριά. Ευτυχώς για το θρυλικό Ελληνόπουλο που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να τρέξει και θα προδινόταν ότι είναι σχεδόν άχρηστος, η μπαλιά του Ολφίνι έχει τέτοια ακρίβεια, ώστε πέφτει ακριβώς επάνω στο πόδι του. Ο Γκρέκο χωρίς να κινηθεί ούτε έναν πόντο από τη θέση του, τη στοπάρει εκεί που βρίσκεται. Η μπάλα κοκαλώνει κάτω απ' τα πόδια του. Για μια στιγμή ακινητούν και όλοι οι άλλοι παίκτες που βρίσκονται μέσα στο γήπεδο. Τι θα κάνει ο θρυλικός Γκρέκο; Προς τα πού θα διευθυνθεί; Tο Ελληνόπουλο καταλαβαίνει ότι κάθε στιγμή που περνάει μπορεί να είναι σωτήρια για την ομάδα του. Δεν κουνάει λοιπόν από τη θέση του. Móvo σηκώνει τα χέρια και κάνει νόημα στους συμπαίκτες του να κατέβουν μπροστά. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο ξεκινούν όλοι μαζί προς την επίθεση! Είναι απίστευτα μεγαλόπρεπο και συγκινητικό ακόμα αυτό το θέαμα, ενός ποδοσφαιριστή που έχει τη δύναμη να δίνει θάρρος και ζωή σε μια ολόκληρη ομάδα και να γεμίζει με πεποίθηση για τη νίκη παίκτες που την έχουν ήδη χάσει εδώ και πολλή ώρα!... Ο Φερόν κι ο Ράντο τρέχουν προς το μέρος του, για να του αποσπάσουν την μπάλα που κρατάει στα πόδια του. Δεν καταφέρνουν όμως τίποτα, γιατί στο μεταξύ έχουν ξεκινήσει και οι ποδοσφαιριστές της Τόρεντ.
157
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
O Γκρέκο ανάμεσα στους δυο αμυντικούς παίκτες της Ιντεπιέντε που του επιτίθενται, δίνει την μπάλα στον Τζέντο. Αυτός πάει να την ξαναγυρίσει στον Γκρέκο αλλά εκείνος του δείχνει επιτακτικά προς το μέρος του Γκομέζ. Ο σέντερ φορ της Εθνικής Βραζιλίας καταλαβαίνει. Ανοίγει χωρίς χρονοτριβή στον αριστερό εξτρέμ της ομάδας του. Εκείνος έχει πάρει φόρα και φτάνει ως τη γραμμή του κόρνερ απ' όπου κάνει υπέροχη σέντρα. Πηδούν για κεφαλιά ο Βελούδινος, ο Φερόν και ο τερματοφύλακας Σέφεϋ πηδάει κι αυτός ανάμεσά τους και αποκρούει με τις γροθιές. Η μπάλα ξανάρχεται στον Τζέντο ο οποίος σουτάρει. Το σουτ είναι ευθύβολο και γρήγορο. Ο Σέφεϋ αιφνιδιάζεται και δεν προλαβαίνει να τρέξει ή να πηδήξει προς το μέρος της μπάλας. Στέκεται και την βλέπει κατατρομαγμένος, πού, φτερωτή, πάει να χωθεί στο βάθος των διχτυών του. Την τελευταία στιγμή όμως η στρογγυλή «θεά» αλλάζει απόφαση. Ένας κρότος ακούγεται μέσα στη σιωπή που απλώνεται ξαφνικά στο κοσμοπλημμυρισμένο στάδιο και έχουμε ακόμα ένα σουτ του Τζέντο στον στύλο και ακόμα μια θαυμάσια ευκαιρία για την Τόρεντ χαμένη. Καθώς ο Βελούδινος τρέχει προς την μπάλα, που ξαναγυρίζοντας από το γκολ - ποστ του Σέφεϋ πηγαίνει στα πόδια του Φερόν, ο διαιτητής σφυρίζει τη λήξη του κανονικού παιχνιδιού, που βρίσκει ισόπαλα τα δυο συγκροτήματα, με 4 - 4.
Η Παράταση
Φ
ΥΣΙΚΑ δίνεται ημίωρη παράταση όπως προβλέπουν οι κανονισμοί για ένα ματς Κυπέλλου. Οι δυο ομάδες αλλάζουν πάλι τέρματα. Περνάει ένα ολόκληρο πεντάλεπτο ώσπου να γίνει αυτή η δουλειά. Στο διάστημα της μικρής αυτής διακοπής που είναι ωστόσο πολύτιμη για τον Γκρέκο, ο Αετός του Σάο Πάολο ξαναβρίσκεται στα χέρια του μασέρ και του γιατρού του. Όταν τα πέντε λεπτά περνούν και η Τόρεντ πρέπει να ξανακάνει μια καινούρια σέντρα για να συνεχιστεί ο αγώνας, ο Γκρέκο βρίσκεται στη θέση του πλάι στον Τζέντο απ' τα αριστερά. Όχι μόνο αυτό αλλά είναι και πολύ καλύτερα. Αισθάνεται ότι μπορεί να πατήσει ελεύθερα το πόδι του και οι μικροί πόνοι που νιώθει είναι κάτι που το θρυλικό Ελληνόπουλο δεν τους δίνει καμιά σημασία. Ο διαιτητής σφυρίζει. Ο Τζέντο δίνει πάσα στον Γκρέκο. Εκείνος γυρίζει στον Τζέντο και τρέχει μπροστά. Ο Τζέντο καταλαβαίνει τι θέλει ο συμπαίκτης και αγαπημένος του φίλος. Καθώς ο Αετός του Σάο Πάολο ξεπερνάει τη γραμμή της αντίπαλης επιθετικής πεντάδας, του ξαναστέλνει την μπάλα. Ο Γκρέκο πασάρει στον Βελούδινο που έχει αφήσει κι αυτός τη σέντρα και έχει ριχτεί προς την αντίπαλη περιοχή. Είναι φυσικά ακόμα πολύ μακριά από το τέρμα. Κάπου σαράντα μέτρα... Δεν διστάζει όμως, γιατί βλέπει ότι ο Αετός του Σάο Πάολο θέλει απ' αυτόν σουτ.
158
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο κεραυνός του συγκλονίζει το ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ιντεπιέντε με τις μυριάδες των φιλάθλων... Η μπάλα με μια απίθανη και τρομακτική ευθεία στον αέρα πάει και καρφώνεται στα δίχτυα του Σέφεϋ, ο οποίος απομένει άναυδος, μην προλαβαίνοντας να αποκρούσει παρά την προσπάθειά του… Το πρώτο λεπτό από την έναρξη της παράτασης δεν έχει κλείσει, όταν ο διαιτητής σφυρίζει δείχνοντας τη σέντρα. Το τι γίνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο από την πλευρά των παικτών της Τόρεντ, εύκολο να το φανταστεί κανείς. Ο Βελούδινος και ο Γκρέκο χάνονται κυριολεκτικά κάτω από τον όγκο των συμπαικτών τους, που ορμούν να τους γεμίσουν με φιλιά για την υπέροχη επιτυχία. Ο διαιτητής όμως σφυρίζει. Ο χρόνος που κυλάει είναι πολύτιμος ιδιαίτερα γι' αυτούς που τούτη τη στιγμή ακολουθούν στο σκορ, που διαμορφώνεται έτσι στον πίνακα των αποτελεσμάτων: Τόρεντ 5 - Ιντεπιέντε 4. Γίνεται πάλι σέντρα, ένα μόλις λεπτό μετά από την προηγούμενη που έκανε η Τόρεντ, μόνο που αυτήν τώρα την κάνει η Ιντεπιέντε. Ο Σάντρο δίνει στον Πιάβο που ανοίγει αμέσως στον Ζουλίνχο. Ο υπέροχος έξω αριστερά της γηπεδούχου επιχειρεί καινούρια κάθοδο, με το ταχύτατο τρέξιμό του. Όταν όμως φτάνει στη γραμμή του άουτ, ενώ έχει ήδη μπροστά του τον ανυπέρβλητο Σιου, από την δική του ομάδα κανείς δεν έχει προλάβει να τον ακολουθήσει και όλοι βρίσκονται πολύ πίσω από την περιοχή της Τόρεντ. Ο Ζουλίνχο προσπαθεί να γυρίσει προς τα πίσω αλλά ο Σιου δεν περιμένει. Ορμάει μ' ένα πελώριο πήδημα επάνω του και του παίρνει την μπάλα. Την πετάει στον Ολφίνι. Ο Ολφίνι τη δίνει στον Λάντος. Ο Λάντος κατεβαίνει και πασάρει στον Βελούδινο. Ο Βελούδινος έχει μπρος του δυο αντιπάλους που, φοβούμενοι ότι θα σουτάρει πάλι, του φράζουν με αυτοθυσία το δρόμο με τα σώματά τους. Το δεύτερο Ελληνόπουλο της Τόρεντ πετάει την μπάλα στον Τζέντο με ακρίβεια. Ο Τζέντο τη γυρίζει στον Γκρέκο. Χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα ο Αετός του Σάο Πάολο κάνει σουτ από το μέρος που βρίσκεται. Ένας ξερός χτύπος ακούγεται. Είναι μια πραγματική βολίδα, που ξεκινάει από το δεξιό του πόδι που είναι το «γερό» αυτή τη στιγμή. Σφυρίζοντας η μπάλα χύνεται σαν βέλος προς το τέρμα του καημένου του Σέφεϋ. Την τελευταία στιγμή όμως βγαίνει σύριζα άουτ. Γενική ανακούφιση στις τάξεις της Ιντεπιέντε, δηλαδή σ' ολόκληρη τη λαοθάλασσα των εξεδρών. Ο Σέφεϋ τρέχει και παίρνει την μπάλα και τη στήνει στη γωνία της μικρής του περιοχής. Ο Φερόν παίρνει φόρα και σουτάρει προς το κέντρο, όπου βρίσκεται ο Σάντρο. Ο Σιου δεν τον αφήνει ούτε ν' αγγίξει τη στρογγυλή «θεά». Πέφτει επάνω του και μ' ένα σάλτο θεόρατο διώχνει μακριά την μπάλα με κεφαλιά. Εκείνη φτάνει στον Γκρέκο που δίνει αμέσως στον Τζέντο που είναι δίπλα του. Ο σέντερ φορ παρατηρεί ότι το δοξασμένο Ελληνόπουλο δίνει αμέσως την μπάλα κάθε φορά που έρχεται στα πόδια του.
159
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Είναι μια πραγματική βολίδα που ξεκινάει από το δεξί του πόδι που είναι το «γερό» αυτή τη στιγμή.
Προσπαθεί να μην τρέξει καθόλου. Καταλαβαίνει ότι ο Γκρέκο υποφέρει από το πόδι του. Ότι ο Αετός του Σάο Πάολο κάνει αυτή τη στιγμή ακόμα μια μεγάλη θυσία για την αγαπημένη του ομάδα... Αγωνίζεται με φοβερούς πόνους, για να της χαρίσει δεύτερη χρονιά συνέχεια και το Κύπελλο Βραζιλίας. Αποφασίζει, λοιπόν, κι αυτός να μην τον κουράσει από εδώ και πέρα, δίνοντάς του πάσες που του έδινε άλλες φορές, πολύ μπροστά, ξέροντας ότι ο Γκρέκο μπορεί να τις φτάσει, ξεπερνώντας σε ταχύτητα όλους τους αντιπάλους του... Ο ίδιος χύνεται μόνος του προς την περιοχή του Σέφεϋ και τον ακολουθεί ο Αετός του Σάο Πάολο με σιγανό τρέξιμο. Ο Τζέντο, βλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει την μπάλα από επίθεση αντιπάλων, τη γυρίζει στον Βελούδινο. Τρεις της Ιντεπιέντε πέφτουν τρομοκρατημένοι μπρος στα τρομερά του πόδια. Εκείνος δεν σουτάρει, αλλά γυρίζει και κάνει ψηλοκρεμαστή σέντρα προς το μέρος του Γκρέκο. Το θρυλικό Ελληνόπουλο έχει φτάσει εγκαίρως. Δυο αντίπαλοι είναι κοντά του και προσπαθούν να τον σταματήσουν αλλά είναι αργά. Ο ξανθός «Θεός» των γηπέδων πιάνει ένα στριφτό βολέ, πριν η μπάλα αγγίξει καθόλου τη γη. Είναι ένα αριστούργημα εκτέλεσης! Η μπάλα καρφώνεται στα δίχτυα του Σέφεϋ μ' ένα βαρύ γδούπο, ενώ εκείνος ο δύστυχος του κάκου προσπαθεί να κάνει κάτι για να αποσοβήσει το γκολ... Ο διαιτητής δείχνει τη σέντρα σφυρίζοντας. Ο Γκρέκο γίνεται για μια φορά ακόμα αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων των συμπαικτών του... Το Κύπελλο φαίνεται πως έχει γείρει οριστικά προς την πλευρά της ομάδας που ήδη το κατέχει από πέρσι, της θρυλικής Τόρεντ...
160
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Ο διαιτητής σφυρίζει διακεκομμένα, για να ξαναγυρίσουν στη σέντρα οι παίκτες των δυο ομάδων, αλλά τα παιδιά του Σάο Πάολο που έχουν κουκουλώσει κυριολεκτικά τον Γκρέκο, δεν λένε να τον αφήσουν! Κοντεύουν να τον σκάσουν με τα φιλιά τους και τις αγκαλιές... Στο τέλος βέβαια αναγκάζονται να τον αφήσουν και να ξαναγυρίσουν στη σέντρα. Το παιχνίδι ξαναρχίζει μέσα σε μια ατμόσφαιρα που προσπαθούν να την κάνουν ενθουσιώδη οι ελάχιστοι οπαδοί της Τόρεντ που βρίσκονται στο μεγάλο γήπεδο. Αλλά το ματς αυτό καθαυτό έχει χαλαρώσει πολύ. Οι παίκτες της Ιντεπιέντε έχουν καταλάβει ότι χάνουν. Εκείνοι της Τόρεντ που έχουν όλη τη χαρά του θριάμβου, είναι ωστόσο τρομερά κουρασμένοι από την τρομακτική προσπάθεια που έχουν καταβάλει δυο ολόκληρες ώρες παιχνιδιού. Το 6 - 4 υπέρ αυτών εξάλλου, σ' έναν τελικό του Κυπέλλου Βραζιλίας, είναι ένα σκορ που τους ικανοποιεί απόλυτα. Έτσι, το παιχνίδι πάει ολοταχώς να τελειώσει μ' αυτό το σκορ... Γίνεται και το ενδιάμεσο ημίχρονο του ενός τετάρτου. Η Τόρεντ και στο δεύτερο τέταρτο της παράτασης παίζει επιθετικά και οι αντίπαλοι αμύνονται απεγνωσμένα, για να μη γίνει αληθινή πανωλεθρία η ήττα τους... Ο Γκρέκο ωστόσο που είναι η πνοή της ομάδας της Τόρεντ, παίζει μαζεμένα. Παίρνει και δίνει την μπάλα χωρίς να τρέχει πολύ από τη θέση του, για να έχει δυνάμεις αν συμβεί τίποτα δυσάρεστο στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Περνούν όμως και τα δέκα λεπτά από το τελευταίο τέταρτο. Οι αντίπαλοι φαίνονται καθαρά ότι είναι απογοητευμένοι. Τότε και ο Αετός του Σάο Πάολο αποφασίζει ξαφνικά να κινηθεί, καθώς παίρνει μια μπαλιά από τον Ολφίνι, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και το πόδι του. Μονομιάς χύνεται προς την αντίπαλη περιοχή σαν την ξαφνική θύελλα. Είναι μια στιγμή που όλα έχουν ησυχάσει. Οι παίκτες της Ιντεπιέντε δεν περιμένουν πια τίποτα, παρά να περάσουν τα τελευταία πέντε λεπτά του παιχνιδιού και να πάνε να ξεκουραστούν. Κανείς δεν φανταζόταν κάτι τέτοιο σαν αυτό που γίνεται. Ώσπου να πάρουν είδηση την επίθεση, ο Αετός του Σάο Πάολο έχει περάσει τους μισούς και κοντεύει να φτάσει στη γραμμή της μεγάλης τους περιοχής. Φτάνει και σ' αυτήν καθώς οι Φερόν και Ράντο ορμούν επάνω του να τον αναχαιτίσουν. Μέσα σε μια στιγμή όμως μένουν κι οι δυο τους πίσω. Ο Γκρέκο με εκπληκτικό τρόπο, με αστραπιαία ταχύτητα, με αέρινο πέρασμα, τους έχει ξεγελάσει και έχει περάσει ανάμεσά τους έτσι, που αυτοί πέφτουν ο ένας επάνω στον άλλον και σωριάζονται και οι δυο μαζί κάτω! Ο Σέφεϋ, βλέποντας πως είναι το τελευταίο εμπόδιο που έχει απομείνει, κάνει απελπισμένη έξοδο αποφασισμένος να πέσει στα πόδια του Γκρέκο, για να τον σταματήσει... Τίποτα όμως δεν υπάρχει που να σταματάει τον Αετό του Σάο Πάολο αυτή τη στιγμή. Ο Γκρέκο στον τρελό δρόμο του ξεπερνάει ακόμα και τον αντίπαλο τερματοφύλακα και μπαίνει με την μπάλα στα πόδια μέσα στα δίχτυα! Είναι κάτι που ξεπερνάει τη φαντασία! Κι οι θεατές της Ιντεπιέντε ξεχνούν ποιοι είναι και τι γυρεύουν μέσα στο γήπεδο και πετιούνται όρθιοι κι αρχίζουν να χειροκροτούν σαν δαιμονισμένοι τον ξανθό «Θεό» των γηπέδων! Ο Νίνο Ζανίνο, που βρίσκεται όπως είπαμε στην εξέδρα, δίνει ένα σκαστό φιλί ακριβώς στη μουσούδα του Ναύτη! Στον πίνακα των αποτελεσμάτων το σκορ μετατρέπεται:
161
Γ
Κ
Ρ
Ε
Κ
Ο
Τόρεντ 7 - Ιντεπιέντε 4. Αυτή είναι και η τελική του μορφή, γιατί σε λίγο ο διαιτητής σφυρίζει την λήξη του μεγάλου αγώνα. Δεν φεύγουν όμως και οι δυο ομάδες μέσα από το γήπεδο... Η Τόρεντ μένει και ο Γκρέκο σε λίγο ανεβαίνει περήφανος τα σκαλιά των επισήμων, για να πάρει το Κύπελλο από τα χέρια του Κυβερνήτη. Τα πόδια του τρέμουν από τη συγκίνηση... Έχει χλομιάσει, καθώς ο Κυβερνήτης τον συγχαίρει εγκάρδια και του παραδίδει το Κύπελλο της Βραζιλίας, που ο Αετός του Σάο Πάολο το παίρνει έτσι για δεύτερο κατά σειρά χρόνο!... Ύστερα μέσα σε μια αποθέωση ο εκπληκτικός αυτός παίκτης παίρνει το Κύπελλο, οι συμπαίκτες του παίρνουν αυτόν στην πλάτη τους και κάνουν όλοι μαζί τον «γύρο του θριάμβου», ενώ το όνομα της Τόρεντ φτάνει ως τα ουράνια, για να γίνει θρύλος αληθινός του Ποδοσφαίρου...
Και μια ήττα…
«
ΜΙΑ Νίκη και μια Ήττα!», θα γράφουν την άλλη μέρα το πρωί οι εφημερίδες για τον θρυλικό Γκρέκο. Και θα συμπληρώνουν: «Μόνος του ο μεγάλος αυτός παίκτης κατέκτησε τη νίκη και το Κύπελλο της Βραζιλίας! Το ίδιο βράδυ όμως είχε και... μια ήττα, ο διάσημος Γκρέκο! Η καρδιά του υποτάχθηκε από τα θέλγητρα της δεσποινίδος Τζέντο Άμπυ, την οποία και νυμφεύτηκε στην μικρή εκκλησία του Σαν Σεμπάστιαν, ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της Τόρεντ, το συμβούλιο της ομάδας και όλων των πιστών του φίλων!» Πραγματικά αυτός ήταν ο λόγος που η πανέμορφη Άμπυ είχε φύγει νωρίς από το γήπεδο για να ετοιμαστεί. Και όλοι λένε πως ο δοξασμένος Γκρέκο και η χαριτωμένη Άμπυ ήταν το πιο ταιριαστό και όμορφο ζευγάρι που έγινε ποτέ στη Βραζιλία.
ΤΕΛΟΣ
162
1969-2016
πιχειρώντας μια διεισδυτική ματιά πίσω σε όλες εκείνες τις τόσο ξεχωριστές και ιδιαίτερες εκδόσεις της λεγόμενης «χρυσής» εποχής των ελληνικών εικονογραφημένων (κόμικς), τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα. Αυτά τα περιοδικά που, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια» στην ελληνική αγορά από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, συγκροτούν ένα πλούσιο - πολυθεματικό «μωσαϊκό» εικόνων και διαλόγων, γεμάτο από πολλαπλά μηνύματα και προεκτάσεις. Πρώτα απ’ όλα, είναι η εποχή που διαθέτει έναν ξεχωριστό συμβολισμό. Μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που δεν επέτρεπε πολλές πρωτοβουλίες, καθώς σχεδόν κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής θα έπρεπε να διαθέτει την επίσημη έγκριση του τότε καθεστώτος, ο έμπειρος δημοσιογράφος Στέλιος Ανεμοδουράς μελετούσε προσεκτικά την κάθε του κίνηση στην εκδοτική σκηνή. Τα έντυπα που δημιούργησε και οι χαρακτήρες που επέλεξε να εισαγάγει από το εξωτερικό, προέκυψαν μετά από υπεύθυνη και ενδελεχή έρευνα και σίγουρα απηχούσαν ή τουλάχιστον εξέφραζαν σε μεγάλο βαθμό την προσωπική του κοσμοθεωρία. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε για ποιους λόγους κατέληξε στους συγκεκριμένους εικονογραφημένους ήρωες. Χώρα εισαγωγής των ιστοριών ήταν (βασικά) η Ιταλία, με την πλούσια παράδοση στο είδος. Ξεκινώντας από λιγότερο σύνθετα σενάρια, μας γνώρισε χαρακτήρες που αγωνίζονταν για την επίτευξη ευγενών στόχων και υψηλών ιδανικών, αλλά και που διέθεταν το απαραίτητο «διαπιστευτήριο» της αμερικανικής υπηκοότητας, ώστε να μην συναντήσουν εμπόδια από το «ψαλίδι» των εντόπιων λογοκριτών. Έτσι, λοιπόν, πρώτος ο ρέιντζερ Κάπταιν Μίκι εμφανίσθηκε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1968, μέσα από τις σελίδες του «Εικονογραφημένου Μικρού Ήρωα», της συνέχειας δηλαδή του θρυλικού περιοδικού που απόλαυσε η πρώτη μεταπολεμική γενιά των
Ε
163
Ελλήνων αναγνωστών. Ήταν δημιουργία μιας συνεργατικής ομάδας τριών Ιταλών καλλιτεχνών που υπέγραφαν ως «EsseGesse» (απ’ τα αρχικά των επωνύμων τους). Ένα χρόνο αργότερα (Ιούνιος 1969) εμφανίσθηκε στα περίπτερα ο Μπλεκ (των ίδιων δημιουργών), για να ακολουθήσει τον Δεκέμβριο του 1970 ο Ζαγκόρ, επίσης ιταλικής προέλευσης. Σύντομα (Ιούνιος 1971) επέστρεψε και ο Λοχαγός Μαρκ («Il Comandante Mark», των «EsseGesse»), μέσω του περιοδικού «Όμπραξ». Ο τίτλος αυτός παραπέμπει σε ακόμη έναν χαρακτήρα της ανεξάντλητης ιταλικής τριάδας («Alan Mistero», τον οποίο εξέδωσαν στις 23 Απριλίου του 1965, αμέσως μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους με τον εκδοτικό οίκο Dardo), αλλά χρησιμοποιείται η ονομασία με την οποία έγινε γνωστός στη Γαλλία («Ombrax»: Φεβρουάριος 1966 - Μάρτιος 1986, με συνολικά 242 τεύχη από τις εκδόσεις Lug). Και λέμε ότι ο Λοχαγός Μαρκ επέστρεψε, διότι είχε πραγματοποιήσει λίγα χρόνια νωρίτερα (1967) μια πρώτη αλλά βραχύβια εμφάνιση στην Ελλάδα (με μόλις τρία τεύχη) από τον εκδοτικό οίκο Φλεβοτόμου σαν «Κάπταιν Σουίγκ», έναν τίτλο δανεισμένο επίσης από την αντίστοιχη γαλλική έκδοση («Captain Swing»: Ιούλιος 1966 - Φεβρουάριος 1991, με συνολικά 296 τεύχη από τις εκδόσεις Adventures & Voyages – Mon Journal). Ο Στέλιος Ανεμοδουράς δεν παρέλειψε να επενδύσει και σε κάποιες σταθερές, παραδοσιακές μορφές, όπως εκείνη του ρέιντζερ Τεξ Ουίλερ. Στην Ελλάδα παρουσιάσθηκε αρχικά το 1969 στο περιοδικό «Ροκ», από τις εκδόσεις Νέος Παρνασσός, φθάνοντας τα 36 τεύχη, για να επανέλθει το 1988 και για 118 εβδομαδιαία τεύχη χρησιμοποιώντας, όμως, το λογότυπο των ιταλικών εκδόσεων («Ροντέο»). Η θεματολογία του συγκεκριμένου εντύπου αντλείται μέσα απ’ το αχανές πεδίο της «Άγριας Δύσης», με ενδιαφέρουσες προσθήκες ακόμη και μεταφυσικών στοιχείων. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, ο ευρηματικός Ανεμοδουράς έφερε στη χώρα μας μια σειρά χιουμοριστικού χαρακτήρα, αλλά και με μια ειρωνική διάθεση που «τσάκιζε κόκαλα». Αναφερόμαστε στο ιδιαίτερα πρωτοποριακό, για τα τότε ελληνικά δεδομένα, μηνιαίο περιοδικό «Κοκομπίλ», το οποίο είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στη γειτονική Ιταλία. Ο Κοκομπίλ (Cocco Bill) είχε σουρεαλιστική μορφή και μπορούμε να πούμε ότι περισσότερο αποτελούσε παρωδία ουέστερν, βασισμένη σε αναπάντεχες και εξωφρενικές καταστάσεις, παρά τυπικό κόμικ. Στην Ελλάδα εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1974 με την ιστορία «Οι τρομεροί 7» («CoccoBill fa+7») – η πρωτότυπη ιταλική έκδοση της συγκεκριμένης ιστορίας δημοσιεύθηκε στο έντυπο «Corriere dei Piccoli», από το τεύχος #48 της 1ης Δεκεμβρίου του 1968 έως το τεύχος #7 της 16ης Φεβρουαρίου του 1969. Αξιοσημείωτο, πάντως, είναι ότι στο ελληνικό «Κοκομπίλ» παρουσιάσθηκε πλην του βασικού χαρακτήρα και ένας δευτερεύων, ο Ζορρό Κιντ, ο οποίος φιλοξενήθηκε στα μισά τεύχη της έκδοσης. Ο Ανεμοδουράς επιχείρησε και μια ενδιαφέρουσα στροφή σε - πάντα αλτρουϊστικούς - αλλά περισσότερο «γήινους» ήρωες, παρουσιάζοντας το 1976 ένα εξαιρετικό δίπτυχο χαρακτήρων. Από τη μία τον μποέμ αεροπόρο Μίστερ ΝΟ κι απ’ την άλλη τον κοσμοπολίτη Δίκαιο. Ο πρώτος ήταν ένας σκληρός τυχοδιώκτης που - έχοντας ζήσει τη φρίκη του πολέμου - σιχαινόταν κάθε μορφή βίας, αλλά και που σαν σύγχρονος Σίσυφος αναγκαζόταν τελικά να την αποδεχθεί ως μέσο επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Δίκαιου, καθώς ο ανθρωπιστής γιατρός υποχρεώνεται συχνότατα να καταφύγει στις ανατολίτικες πολεμικές τέχνες (των οποίων είναι άριστος γνώστης), προκειμένου να γλιτώσει από επικίνδυνες καταστάσεις. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό - περισσότερο η νεολαία - αγκάλιασαν θερμά σχεδόν όλα τα προαναφερθέντα έντυπα. Ο λόγος είναι πως αφενός τους προσέφεραν την ικανοποίηση να ταυτίζονται νοερά με τους ήρωες των ιστοριών, αλλά και τους βοηθούσαν αργότερα να διαμορφώσουν την προσωπικότητά τους σαν ενήλικες. Παρότι αρκετά από εκείνα τα περιοδικά δεν μακροημέρευσαν, εντούτοις το άγγιγμα που άφησαν στον ψυχισμό των μικρών αναγνωστών υπήρξε πολύ έντονο. Πάρα πολλοί από τους σημερινούς πενηντάρηδες δε διστάζουν να ομολογήσουν ότι διατηρούν ακόμη μέσα τους ζωντανά τα συναισθήματα που ένιωθαν διαβάζοντας τις περιπέτειες εκείνων των, θρυλικών πια, περιοδικών. Ας μην ξεχνάμε πως όλα τα παραπάνω έντυπα «γεννήθηκαν» στο κρίσιμο μεταίχμιο μεταξύ δυο εντελώς διαφορετικών περιόδων της σύγχρονης ιστορίας μας και, γι’ αυτό και μόνο τον λόγο, θεωρούνται μοναδικά και αναντικατάστατα. Πιστεύουμε δε, ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει την ευκαιρία μιας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης των εντύπων της συγκεκριμένης εποχής, η οποία θα τους χαρίσει τη θέση που δικαιούνται στο πάνθεον της εγχώριας εικονογραφημένης παραγωγής. Ας προχωρήσουμε, όμως, στην επιμέρους παρουσίαση των ιστοριών.
164
ΤΑ
ΓΑΛΑζΙΑ ΒΕΛη!
165
«ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΒΕΛΗ!»
Ο
«Ξανθός Γίγας» Μπλεκ (στα ιταλικά «Il Grande Blek» ή «Blek Macigno», με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 3η Οκτωβρίου 1954, από τις ιταλικές εκδόσεις Dardo του Gino Casarotti) αναμφίβολα αποτελεί την πλέον πετυχημένη «μεταγραφή» που πραγματοποίησε ο Στέλιος Ανεμοδουράς στην προσπάθειά του να επιβάλλει έναν ξενόφερτο χαρακτήρα που αγωνιζόταν για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ο σωματότυπος του ήρωα (πλην του χρώματος των μαλλιών) είναι εμπνευσμένος από τον χαρακτήρα «Natty Bumppo», πρωταγωνιστή της σειράς διηγημάτων με γενικό τίτλο «Leatherstocking Tales», του περίφημου λογοτέχνη James Fenimore Cooper (1789 – 1851). Ο Ανεμοδουράς τον πρωτοπαρουσίασε, ως εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό, στην Ελλάδα στις 25 Ιουνίου του 1969 και - από ό,τι ο ίδιος δήλωνε κατά καιρούς - ουσιαστικά αποτελούσε τη συνέχεια του «Μικρού Ήρωα» («Γιώργου Θαλάσση»), που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα με τη λογοκρισία της χούντας και τελικά η έκδοσή του διακόπηκε το 1971, μετά από μια σχετικά σύντομη, πλήρως εικονογραφημένη εκδοχή. Εκεί όμως που ο Ανεμοδουράς ξεπέρασε ίσως ακόμη και τον εαυτό του, ήταν με τις επτά νέες ιστορίες του Μπλεκ που ο ίδιος συνέγραψε, έχοντας πάντοτε δίπλα του τη σχεδιαστική εγγύηση που άκουγε στο όνομα Βύρων Απτόσογλου. Στα «Γαλάζια Βέλη» (46 σελίδων), όπου το σενάριο δεν υστερεί σε τίποτα από τα αντίστοιχα έργα των Ιταλών δημιουργών, ο Ανεμοδουράς ξετυλίγει μαεστρικά το νήμα μιας περίτεχνης συνωμοσίας, ενώ ο «Byron» έχει την ευκαιρία να μας παρουσιάσει εικόνες υψηλής ποιότητας. Η περιπέτεια ξεκινά σύμφωνα με τα πρότυπα που οι Ιταλοί καλλιτέχνες είχαν καθιερώσει, δηλαδή μια χιουμοριστική εισαγωγή που χαρίζει ευχάριστη διάθεση στον αναγνώστη, πριν περάσουμε στην αγωνιώδη εξέλιξη που έπεται. Ο μικρός «Ρόντυ» (επισημαίνουμε την πρώτη του εμφάνιση σαν αυτόνομος χαρακτήρας το έτος 1953, εντός του περιοδικού «Cagliostro») γίνεται υπαίτιος να ματαιωθεί ο επικείμενος γάμος του ευέξαπτου «κουτσού Σμιθ» με μια όμορφη χήρα, γεγονός που τον καθιστά στόχο του μουστακαλή κυνηγού. Ωστόσο, η εμφάνιση ενός ζεύγους Γάλλων ευγενών μέσα στο δάσος έξω από την πόλη Τζέιμς – Τάουν, όπου βρίσκονται ο Μπλεκ με τον «Καθηγητή Μυστήριο», οδηγεί την τριάδα των φίλων μας σε μια σατανική ενέδρα που έχει στηθεί απ’ τον Βρετανό κυβερνήτη της περιοχής. Ο πράκτορας των Άγγλων «Φιλίπ Ντε Σικονιάκ» παραπλανά τον Μπλεκ, αναφέροντάς του πως μαζί με την αδελφή του μεταφέρουν ειδοποίηση εκ μέρους της πατριωτικής οργάνωσης «Γαλάζια Βέλη», που δρα σε μια γειτονική πόλη. Και ενώ ο Μπλεκ αιχμαλωτίζεται από μπράβους των Άγγλων, ο Καθηγητής Μυστήριος βάζει σε λειτουργία την εξυπνάδα του. Πετυχαίνει να τον ελευθερώσει - μαζί με το δήθεν σύμμαχο ζευγάρι - μη γνωρίζοντας, όμως, ότι έτσι παίζουν το παιχνίδι των αντιπάλων τους. Τη λύση δίνει η ευρηματικότητα του επικεφαλής των πατριωτών, ο οποίος με τη βοήθεια του Ρόντυ ξεγελά τους Άγγλους πράκτορες, αντιστρέφοντας ουσιαστικά την παγίδα που είχαν στήσει σε βάρος τους. Οι ατσάλινες γροθιές του Μπλεκ έρχονται για ακόμη μια φορά να επισφραγίσουν την επικράτηση του καλού σε βάρος του κακού, ενώ η ιστορία ολοκληρώνεται με μια απρόσμενη αποκάλυψη που εξηγεί πώς οι ήρωές μας έφτασαν στην τελική επιτυχία. Τα «Γαλάζια Βέλη» δημοσιεύθηκαν στον «Μεγάλο Μπλεκ» υπ’ αριθμόν 73, του Δεκεμβρίου 1976. Ο Μπλεκ κατέκτησε μεγάλη αναγνωστική επιτυχία και στη Γαλλία, χάρις σε δυο ξεχωριστές σειρές του Οίκου Lug απ’ τον Marcell Navarro (1923 – 2004). Αρχικά (από τις 10 Σεπτεμβρίου του 1955 έως τον Δεκέμβριο του 2003, συνολικά 582 τεύχη) ο Μπλεκ ήταν φιλοξενούμενος χαρακτήρας του μηνιαίου περιοδικού «Kiwi», σε ασπρόμαυρη μορφή και υπό τη σύνθετη επωνυμία: «Le Petit Trappeur - Blek le Roc». Από τον Ιούλιο του 1963 έως τον Μάρτιο του 1994, βγήκε σε δική του έγχρωμη έκδοση («Les Albums du Grand Blek», συνολικά 519 τεύχη) με τίτλο της πρώτης ιστορίας τη φράση «Le Roi de Forêts» («Ο Βασιλιάς του Δάσους»). Στην Τουρκία ο Μπλεκ εκδόθηκε σαν «Steel Blek-Teksas», στην (πρώην) Γιουγκοσλαβία σαν «Veliki Blek» και στη Σκανδιναβία σαν «Davy Crockett».
ΣΕΝΑΡΙΟ: Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΣΧΕΔΙΟ: Β. ΑΠΤΟΣΟΓΛΟΥ
167
168
169
170
171
172
173
174
175
176
177
178
179
180
181
182
183
184
185
186
187
188
189
190
191
192
193
194
195
196
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
ΤΕΛΟΣ 212
213
Ο πόλεμος της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
«Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ» «Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» αποτελεί παραφθορά του πρωτότυπου ιταλικού τίτλου και είναι η πρώτη, εμβληματική περιπέτεια 64 σελίδων του διάσημου «Λοχαγού Μαρκ» («Il Comandante Mark») και των δυο αχώριστων συντρόφων του, του γενειοφόρου «Μίστερ Μπλουφ» («Mister Bluff») και του προληπτικού Ινδιάνου «Θλιμμένου Μπούφου» («Gufo Triste»), αποτίει δε φόρο τιμής στον αγώνα των Αμερικανών πατριωτών (1776 - 1783) για ελευθερία και ανεξαρτησία από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Είναι μια ιστορία σχεδιασμένη καθ’ ολοκληρίαν απ’ το υπέροχο πενάκι του Pietro Sartoris (1926 - 1989), ίσως του πιο εκλεπτυσμένου – σχεδιαστικά - μέλους των περίφημων «EsseGesse». Ο Sartoris, μαζί με τους συνεργάτες του Dario Guzzon (1926 - 2000) και Giovanni Sinchetto (1922 - 1991), είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν έναν ακόμη Αμερικανό χαρακτήρα μετά τους «Capitan Miki» (1951), «Il Grande Blek» (1954) και «Alan Mistero» (1965). Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1966 «γεννήθηκε» ο «Λοχαγός Μαρκ των Λύκων του Οντάριο» από τον εκδοτικό οίκο Araldo, με τίτλο του πρώτου τεύχους «Il Comandante Mark». Η έκδοση εξακολούθησε έως και τον Ιανουάριο του 1990, φθάνοντας τα 281 επεισόδια (τελευταίο: «L’ Ultima Vittoria» - «Η Τελική Νίκη»). Η ιστορία που παρουσιάζουμε εδώ, φαίνεται να χωρίζεται σε έξι επιμέρους κεφάλαια (καθένα με χαρακτηριστικό τίτλο), όσες δηλαδή ήταν και οι αντίστοιχες συνέχειες του ελληνικού εβδομαδιαίου περιοδικού «Όμπραξ» (με το αρχικό του τεύχος να κυκλοφορεί στις 19 Ιουνίου του 1971), μέσω του οποίου ο Στέλιος Ανεμοδουράς παρουσίασε για πρώτη φορά το νέο ήρωά του στη χώρα μας. Ξεκινά με μια εμφαντική αναφορά στα αίτια που οδήγησαν τους Αμερικανούς πατριώτες να εξεγερθούν, ενώ ο Μαρκ σχεδιάζεται να ξιφουλκεί έφιππος, ένας αληθινά ατρόμητος και αποφασισμένος ηγέτης που έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των πατριωτών και είναι επικεφαλής μιας άρτια εκπαιδευμένης ομάδας τολμηρών μαχητών. Ορμητήριό τους έχουν ένα απόρθητο φρούριο, χτισμένο πάνω στο μικρό νησάκι της λίμνης Οντάριο, πολύ κοντά στα σύνορα με τον σημερινό Καναδά, το οποίο υποστηρίζεται από θαλάσσης χάρις στο πολεμικό ιστιοφόρο του πρώην κουρσάρου της Καραϊβικής «Κάπτεν Γάντζου» («El Gancho») και του πληρώματός του. Σε ένα χωριό της περιοχής καταφθάνει τραυματίας και καταδιωκόμενος απ’ τους Άγγλους κάποιος πατριώτης, πληροφορώντας τον Μαρκ και τους φίλους του ότι του έκλεψαν ένα μήνυμα το οποίο περιείχε πολύτιμες πληροφορίες για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Οι τρεις πρωταγωνιστές (καθώς απ’ το σενάριο της αρχικής αυτής ιστορίας απουσιάζει ο τέταρτος της παρέας, το σκυλί του Μίστερ Μπλουφ, ονόματι «Φλοκ» [«Flok»] το οποίο θα εμφανισθεί στην 7η συνέχεια) ρίχνονται αμέσως στα ίχνη του αγνώστου με την ασημένια αγκράφα στο παπούτσι και φτάνοντας σε μια γειτονική πόλη, προσπαθούν να ανακαλύψουν τον προδότη. Ο Μαρκ τελικά καταφέρνει να διεισδύσει στο αγγλικό κυβερνείο και ν’ αποσπάσει το μισοκαμένο σημείωμα απ’ τα χέρια των εχθρών, ενώ δεν παραλείπει να αποδώσει δικαιοσύνη, επιστρέφοντας σε μια χήρα το μοναδικό αναμνηστικό που είχε από το νεκρό παιδί της και που οι Άγγλοι τύραννοι της είχαν αρπάξει. Εν συνεχεία, οι σεναριογράφοι έχουν την ευκαιρία να μυήσουν τον αναγνώστη στη σκληρή εκπαίδευση των ανδρών του Μαρκ, ενόσω ο Θλιμμένος Μπούφος πετυχαίνει να διαβάσει το σημείωμα, προς πλήρη απογοήτευση του Μίστερ Μπλουφ, που παιδευόταν χωρίς αποτέλεσμα για πολλές ώρες. Ο Ινδιάνος ανταμείβεται απολαμβάνοντας μια νόστιμη τούρτα, φτιαγμένη απ’ τα χέρια της πανέμορφης μνηστής του Μαρκ «Μπέτι» («Elizabeth Gray»), ενώ τώρα οι Λύκοι του Οντάριο αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τους κατοίκους του μικρού χωριού Νιου Ροκ, προς το οποίο κινούνται ήδη απειλητικά (βάσει των πληροφοριών του σημειώματος) δυο ολόκληρα αγγλικά τάγματα, υπό τον άσπλαχνο συνταγματάρχη Σπάροου. Με ένα ευφυές τέχνασμα, ο Μαρκ ξεγελάει τους αντιπάλους του και τους συντρίβει, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατιώτες του να τραγουδήσουν τον ύμνο τους, με τον οποίο ολοκληρώνεται ιδανικά η ιστορία. «Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» δημοσιεύθηκε αυτούσιος στο πρώτο τεύχος του εβδομαδιαίου περιοδικού «Περιπέτεια», το οποίο κυκλοφόρησε την Πέμπτη 16 Ιουνίου του 1983.
O
214
ΣΕΝΑΡΙΟ & ΣΧΕΔΙΟ: ESSEGESSE
Ο πόλεμος της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΕΤΟΣ 1773... Η ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ, ΞΕΣΠΑ ΜΕ ΣΠΟΡΑΔΙΚΕΣ ΑΝΤΑΡΣΙΕΣ...
ΠΟΛΛΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΝΑ ΘΥΣΙΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ...
ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΙΝΑΙ ΒΙΑΙΑ...
215
Ο ΔΗΜΙΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ...
... ΕΝΩ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΕΤΑΙ...
ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΕΝΟΠΛΩΝ, ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ: ΕΙΝΑΙ ΟΙ “ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ’’!
ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΜΕΝΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΚΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ!
216
Σ’ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΩΡΙΟ...
ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΟΥ, ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ! Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΗΛΙΟ! ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ! ΧΑ! ΧΑ!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΘΥΜΟΣ ΒΛΕΠΩ, Ε;
ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑ! ΔΥΟ ΩΡΑΙΕΣ ΚΥΡΙΕΣ... ΔΙΠΛΗ ΧΑΡΑ! ΧΑ! ΧΑ! ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΖΙ... ΔΙΠΛΗ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ! ΟΥΓΚ!
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ Σ’ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ, ΑΝ ΒΛΕΠΩ ΠΡΩΤΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΣΙΓΟΥΡΑ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ! ΟΥΓΚ!
ΧΑΙΡΕΤΑΙ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ!
ΜΑ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ;
ΤΙ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ!
ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΞΕΡΕΙΣ, ΘΕΙΑ ΑΡΑΜΠΕΛΑ; ΕΙΝΑΙ Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ ΚΑΙ Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΠΟΥΦΟΣ, ΟΙ ΔΥΟ ΑΧΩΡΙΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΛΟΧΑΓΟΥ ΜΑΡΚ! ΤΟΥ... ΜΑΡΚ; ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ;
ΝΑΙ, ΘΕΙΑ!
217
ΑΧ! ΠΟΣΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΩ! ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΟΣ, ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΚΑΙ ΩΡΑΙΟΣ ΣΑΝ ΗΜΙΘΕΟΣ!
ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΕΝΕ, ΘΕΙΑ! ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΑΡΚ!
ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΟΜΩΣ... ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΦΟΒΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ, ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ!
... ΟΤΑΝ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΛΕΝΕ, ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΠΟΥ ΣΑΡΩΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!
ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ! ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ! ΕΛΑ, ΜΠΟΥΦΟ!
Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΙΚΑΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ... ΜΑ Ο ΑΛΛΟΣ, Ο ΙΝΔΙΑΝΟΣ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΑΝ... ΣΑΝ ΜΑΡΑΜΕΝΟ ΦΥΛΛΟ!
ΟΥΓΚ! ΚΟΙΤΑ!
ΜΑ... ΕΙΝΑΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ Ο ΓΚΡΕΓΚ!
ΕΝΑΣ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΦΙΛΟΣ... ΟΥΓΚ... Η ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΒΛΕΨΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ!
218
ΧΑ! ΧΑ! ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΛΕΝΕ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΜΠΟΥΦΟ! ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ...
ΒΟΗΘΕΙΑ... ΒΟΗ... ΘΕΙΑ...
ΓΚΡΕΓΚ! ΤΙ ΣΟΥ ΣΥΝΕΒΗ, ΓΚΡΕΓΚ;
ΠΡΟΔΟΤΙΚΑ; ΠΟΙΟΣ;
ΕΦΕΡΝΑ ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΛΟΧΑΓΟ ΜΑΡΚ... ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΘΗΚΑΝ ΠΡΟΔΟΤΙΚΑ... ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ...
... ΑΓΚΡΑΦΕΣ! ΜΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΚΙ... ΕΦΥΓΕ... ΤΩΡΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΟΙ ... ΑΓΓΛΟΙ!
ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΒΑΡΙΑ! ΟΥΓΚ!
ΔΕΝ... ΞΕΡΩ... ΕΙΔΑ ΜΟΝΟ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ... ΕΙΧΑΝ ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ...
ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΗΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΗΝΥΜΑ, ΓΚΡΕΓΚ;
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙΠΟΤ... ΑΑΑΧ!
Ο ΔΥΣΤΥΧΟΣ Ο ΓΚΡΕΓΚ ΛΙΠΟΘΥΜΗΣΕ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΟΥΜΕ!
ΝΑ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΒΟΗΘΟΥΝ! ΝΑ ΤΑ ΣΥΛΛΑΒΟΥΜΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ! ΟΣΟΙ ΒΟΗΘΟΥΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ, ΖΗΤΑΝΕ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ!
ΟΥΓΚ! ΑΓΓΛΟΙ!
219
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ! ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ! ΕΜΠΡΟΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ! ΣΤΗ ΜΑΧΗ!
ΒΟΗΘΑ ΜΕ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΩΡΑ, ΜΕΓΑΛΕ ΜΑΝΙΤΟΥ!
ΑΜ ΜΠ
ΠΥΡ! ΑΧ!
ΜΠΑΜ
ΧΤΥΠΗΣΑΜΕ ΔΥΟ, ΜΑ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΟΡΜΟΥΝ ΠΑΝΩ ΜΑΣ! ΧΑ! ΧΑ! ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΩ... ΕΝΑ ΜΑΣΑΖ ΣΤΑ ΑΠΑΙΣΙΑ ΜΟΥΤΡΑ ΤΟΥΣ!!!
ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΣΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ! ΠΟΛΕΜΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ ΣΑΝ ΑΞΙΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ!
ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΜΑΣΑΖ; ΧΑ! ΧΑ! ΟΥΧ!
ΜΠΑΜ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΜΠΟΥΦΟ! ΚΟΙΤΑ ΤΟΥΣ! ΜΑ... ΑΛΙΜΟΝΟ! ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΕΝΟΙ! ΣΑΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ! ΠΟΛΛΟΙ!
ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΚΙΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ!
ΕΜΠΡΟΣ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
Ε; ΠΟΙΟΣ ΦΩΝΑΖΕΙ;
220
ΑΚΟΥΣΕΣ ΜΙΑ ΒΡΟΝΤΕΡΗ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΕΙΠΕ: ‘’ΕΜΠΡΟΣ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!’’; ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ; ΘΕΙΑ... ΑΥΤΗ Η ΔΥΝΑΤΗ ΦΩΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ... ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ!
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! ΧΑ! ΧΑ! ΣΩΘΗΚΑΜΕ!
ΕΦΤΑΣΑ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
ΟΥΓΚ! ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΩΡΑ ΑΚΟΜΗ!
ΚΑΤΑΡΑ! Ο... ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
ΕΦΤΑΣΑ, ΠΑΙΔΙΑ!
ΑΧ!
ΑΧ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΣΚΟΡΠΙΖΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΜΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚ, ΣΑΝ ΚΟΠΑΔΙ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΩΝ ΛΑΓΩΝ!
ΒΟΗΘΕΙΑ!
ΤΙ ΗΡΩΑΣ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
Ο ΜΑΡΚ ΤΡΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ ΣΕ ΦΥΓΗ...
221
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΚΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΔΙΩΞΑΝ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ! ΖΗΤΩΩΩ!
ΕΙΔΑΤΕ; Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! ΕΠΕΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ ΣΑΝ ΘΥΕΛΛΑ!
ΖΗΤΩ Ο ΜΑΡΚ! ΖΗΤΩ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
Ο ΓΚΡΕΓΚ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ! ΟΥΤΕ ΤΙ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΚΛΕΨΑΝ!
ΕΙΠΕΣ ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΤΥΠΟΣ ΕΠΙΤΕΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΓΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΝΑΙ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΕ ΑΣΗΕΙΧΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ; ΜΕΝΙΕΣ ΑΓΚΡΑΦΕΣ ΣΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ!
ΧΜ... ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΗΝΥΜΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ! ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΓΚΡΕΓΚ ΣΕ ΚΑΛΑ ΧΕΡΙΑ!
ΘΑ ΤΟΝ ΑΝΑΛΑΒΩ ΕΓΩ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ! ΘΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΩ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ!
222
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ! ΦΥΛΑΧΤΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ, ΜΑΡΚ!
ΣΤΟ ΚΑΛΟ! Ο ΘΕΟΣ ΜΑΖΙ ΣΑΣ!
ΘΑ ΠΑΨΕΙΣ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙΣ ΣΥΜΦΟΡΕΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ; ΕΜΠΡΟΣ, ΠΑΙΔΙΑ! ΘΑ ΨΑΞΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ!
ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΙΝΟΥΝ ΕΥΧΕΣ; ΚΑΚΟΤΥΧΙΕΣ ΣΙΓΟΥΡΕΣ!
Ο ΓΚΡΕΓΚ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΤΟΥ ΕΠΙΤΕΘΗΚΑΝ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ! ΙΣΩΣ ΕΚΕΙ ΒΡΟΥΜΕ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΑΓΚΡΑΦΕΣ!
ΠΟΛΛΑ ΧΛΩΜΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΧΟΥΝ ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΑΓΚΡΑΦΕΣ ΣΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥΣ! ΔΕ ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΟΥΜΕ! ΣΗΜΕΡΑ Η ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΜΑΣ!
ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΙΣΩΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ... ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ! ΑΡΚΕΙ ΕΝΑ ΔΥΝΑΤΟ ΓΕΛΙΟ, ΕΤΣΙ... ΧΑ! ΧΑ! ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΩΞΕΙ ΚΑΘΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ! ΧΑ! ΧΑ! ΟΥΓΚ! ΠΡΟΣΕΧΕ!
223
ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΜΑΣ; ΧΑ! ΧΑ! ΧΑ!
NΤΑΠ!
ΑΑΧΧ!
ΑΑΑΧ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΚΙ ΜΟΥ... ΒΛΕΠΩ ΑΣΤΡΑ ΠΑΝΤΟΥ! ΕΣΥ ΦΤΑΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΣΟΥ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ!
... ΚΟΙΤΑΧΤΕ! ΜΙΑ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΑΓΚΡΑΦΑ!
ΦΤΑΣΑΜΕ!
ΒΛΕΠΩ ΙΧΝΗ ΑΠΟ ΜΟΚΑΣΙΝΙΑ... ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΓΚΡΕΓΚ! ΚΑΙ ΙΧΝΗ ΑΠΟ ΠΕΣΜΕΝΟ ΣΩΜΑ...
ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ! ΣΙΓΟΥΡΑ ΤΗΝ ΕΧΑΣΕ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ!
ΟΙ ΠΑΤΗΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΕΣ... ΠΑΕΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΚΙ ΟΧΙ ΜΕ ΑΛΟΓΟ! ΔΕΝ ΘΑ ΔΥΣΚΟΛΕΥΤΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ, ΜΕ ΛΙΓΗ ΤΥΧΗ, ΝΑ ΤΟΝ ΠΙΑΣΟΥΜΕ!
224
ΝΑ ΚΑΙ ΙΧΝΗ ΑΠΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΙ...
ΑΥΤΟ ΘΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΙ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΑΣ! ΕΜΠΡΟΣ! ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ...
ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ!
ΟΥΓΚ! ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ ΠΑΛΙ! ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ! ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ! ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ! ΠΑΛΙ ΑΡΧΙΣΕΣ ΤΙΣ ΑΠΑΙΣΙΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΣΟΥ; ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΛΑ...
... ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΒΑΛΟΥΜΕ Μ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΑΓΓΛΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!
ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΑΓΚΡΑΦΕΣ ΣΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥΣ...
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΞΕΠΕΖΕΨΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΩΡΙΣΤΟΥΜΕ! ΘΑ ΨΑΞΟΥΜΕ, ΕΤΣΙ, ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΟΥΓΚ! ΛΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΤΕΣ ΟΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ! ΦΥΛΑΚΕΣ ΕΔΩ; ΚΑΙ ΤΙ ΤΥΠΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ Ο ΔΗΜΙΟΣ; ΦΥΛΑΚΕΣ; ΔΗΜΙΟΣ; ΑΧ!
225
ΓΙΑΤΙ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ Μ’ ΕΒΑΛΕ ΔΙΠΛΑ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΛΑΨΙΑΡΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ;
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΧΩΡΙΖΟΥΝ... Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΚΙ Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ ΠΑΝΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ...
... ΚΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ...
ΜΑ ΤΟΝ ΔΙΑ! ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ! Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
ΕΣΤΡΙΨΕ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΡΟΜΑΚΙ!
226
ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΙΖΩ ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ!
ΧΜΜ... ΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΥΠΟΔΕΧΤΩ ΜΕ... ΕΥΓΕΝΕΙΑ!
ΠΟΥ ΚΡΥΦΤΗΚΕ; Α... ΜΑ...
ΣΜΑ
ΟΙ... ΑΓΓΛΟΙ!
ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ ΕΔΩ;
227
Κ
ΑΟΥΧ...
ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ, ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΟΡΜΑΤΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥ!
ΠΥΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΛΟΧΑΓΟΥ ΜΑΡΚ!
ΚΑΝΟΥΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΠΑΤΑΛΗ ΣΦΑΙΡΩΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΒΛΑΚΕΣ!
ΕΜΠΡΟΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΑΣ!
ΜΠΑΜ!
ΜΠΑΜ
ΑΑΧ!
!
ΕΜΠΡΟΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ! ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΤΕ ΤΟΝ! ΕΧΕΤΕ ΠΟΛΥ... ΛΕΠΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ, ΚΥΡΙΟΙ! ΘΑ ΣΑΣ ΦΕΡΘΩ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΚΛΕΠΤΥΝΣΗ! ΕΠ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΧΑΓΟ ΜΑΡΚ!
ΑΑΑΧ!!!
ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑΚΙΑ ΞΙΦΑΣΚΙΑΣ, ΦΙΛΕ! ΚΑΤΑΡΑ! ΑΥΤΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΘΑ ΤΟΝ ΧΤΥΠΗΣΕΙ ΠΙΣΩΠΛΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΞΙΦΟΛΟΓΧΗ!
228
ΟΥΧ...
ΕΕΕ;
Μ! Α ΜΠ
ΓΙΑ ΚΟΙΤΑ! ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ... ΜΕ ΒΟΗΘΑΕΙ!
ΑΧΧ...
ΑΑΧ...
ΣΟΚ!
ΝΑ ΕΝΑ ΧΑΔΙ!
ΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! Ο ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΜΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ!
ΦΥΓΕ ΕΣΥ! ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ! ΑΟΥΧ!
229
ΚΑΛΗ ΓΡΟΘΙΑ, ΦΙΛΕ!
ΜΑ...
ΜΑ ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ!
ΣΟΚ!
ΣΜΑΚ
ΑΝ ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ, ΟΣΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΔΕΝ ΕΦΥΓΑΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΡΙΞΕΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ! ΚΑΛΑ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ, ΠΡΙΝ ΦΤΑΣΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ! ΄Η ΜΗΠΩΣ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΕΙΡΕΤΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΑΓΓΛΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ;
ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΣΑΣ... ΠΩΣ ΕΛΑΜΠΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΣΦΥΡΙΖΕ! ΕΙΣΤΕ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΞΙΦΟΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
ΚΑΙ ΤΙ ΓΡΟΘΙΕΣ! ΕΓΩ ΑΝΤΕΧΩ ΣΤΟ ΞΥΛΟ, ΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΟΘΙΑ ΣΑΣ ΜΕ ΡΙΞΑΤΕ ΚΑΤΩ!
230
!
ΣΕ ΧΤΥΠΗΣΑ ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΘΕΙΣ, ΕΝΩ ΕΣΥ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΣ! ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ! ΤΙ; ΕΣΕΙΣ, Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ, ΖΗΤΑΤΕ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΠΟ ΜΕΝΑ; ΑΣΤΕΙΕΥΕΣΤΕ;
ΧΑ! ΧΑ! ΜΑ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕΣ;
ΣΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΑ, ΜΑ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΣΑ ΝΑ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΩ... ΛΕΓΟΜΑΙ ΜΑΡΕΪ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΦΛΟΓΕΡΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ! ΘΕΛΩ... ΘΕΛΩ ΝΑ...
ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΗ ΜΟΥ ΠΟΥ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΑΤΕ! ΕΓΩ ΘΑ ΑΦΗΝΑ ΤΟΝ ΘΡΥΛΙΚΟ ΜΑΡΚ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ Μ’ ΑΡΧΙΣΕΙ ΣΤΙΣ ΚΛΩΤΣΙΕΣ!
... ΚΑΤΑΤΑΓΩ ΣΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ... ΜΑ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ! ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΕΝΩ ΕΓΩ... ΕΙΣΑΙ ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣ ΜΑΧΗΤΗΣ, ΜΑΡΕΪ!
ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΦΙΛΕ ΜΟΥ! ΛΟΙΠΟΝ... ΜΕ... ΠΑΙΡΝΕΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ;
ΝΑΙ! ΝΑ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΡΑΧΙΑ... ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΑΥΓΗ, ΑΝ ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ!
231
ΖΗΤΩΩΩ! ΘΑ ΓΙΝΩ ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
ΧΑ! ΧΑ! ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ, ΜΑΡΕΪ!
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΣ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ, ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΤΗ ΜΙΑ ΑΓΚΡΑΦΑ!
ΟΥΓΚ! ΩΣ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΙΧΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΛΩΜΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΧΩΡΙΣ ΑΓΚΡΑΦΑ! ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΛΕΩ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ; ΟΤΙ...
ΞΕΚΟΥΡΑΣΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ! ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ...
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ...
... ΟΤΙ Η ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ ΜΑΣ ΚΥΝΗΓΑΕΙ! ΟΤΙ ΘΑ ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΠΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΦΥΛΑΚΙΣΟΥΝ Ή... ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ!
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΕΣΥ ΜΑΝΤΗΣ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ!
232
ΜΑ ΤΗΝ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΜΕΝΗ ΑΡΚΟΥΔΑ! ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΜΑΝΤΕΨΩ! ΤΟ ΠΙΟ ΕΥΘΥΜΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ... ΦΕΡΕΤΡΟ!
ΚΙ ΟΜΩΣ, ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΛΑΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΟΥΓΚ!
ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΕΡΟΙ! ΟΥΓΚ!
ΝΑΙ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΕΡΟΙ, ΓΙΑΤΙ ΠΕΙΝΑΩ ΚΑΙ ΔΙΨΑΩ... ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕ... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΤΑΒΕΡΝΑ! ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΩ!
ΕΕΕ; ΕΙΠΕΣ ΤΥΧΕΡΟΙ;
Ή ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΕΠΑΘΑΝ 'Η ΕΣΥ ΤΡΕΛΑΘΗΚΕΣ!
ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΣΕ ΞΕΡΩ, ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΛΕΣ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟ Ή ΣΥΜΦΟΡΑ... ΟΜΩΣ ΠΕΙΝΑΩ ΚΑΙ ΔΙΨΑΩ ΚΙ ΕΓΩ! ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ!
ΔΥΟ... ΠΕΛΑΤΕΣ! ΚΑΤΑΡΑ!
233
ΕΙΔΕΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ;
ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑ ΑΥΤΟ! ΠΡΟΣΕΞΕΣ ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΤΥΠΟΣ ΜΟΛΙΣ ΜΑΣ ΕΙΔΕ ΝΑ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ;
ΚΡΥΩΝΕ! ΧΕ! ΧΕ! ΤΙ ΨΕΥΤΗΣ! ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΖΕΣΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!
ΟΥΓΚ! ΕΝΑΣ ΜΟΝΟ ΠΕΛΑΤΗΣ! ΚΑΚΟ ΣΗΜΑΔΙ! ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΥΝ ΚΑΛΑ ΕΔΩ!
ΟΥΓΚ! ΣΚΕΠΑΣΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ! ΝΑ ΤΟ ΜΠΙΦΤΕΚΙ! ΜΑ... ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ;
ΠΡΟΣΕΞΕΣ ΤΗ ΦΑΤΣΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ; ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΔΕΞΙΑ ΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΡΥΨΕΙ ΚΑΤΙ! ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ;
234
ΚΡ... ΚΡΥΩΝΑ ΚΑΙ... ΣΚΕΠΑΣΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ!
ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ;
ΟΥΦ!!! ΕΝΝΟΟΥΣΑ: ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ; ΜΑ ΕΣΥ, ΕΝΑΣ ΑΞΕΣΤΟΣ ΑΓΡΙΟΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΜΥΑΛΟ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΤΗ ΛΕΠΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ ΜΟΥ!
ΟΥΓΚ! ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΟΤΙ ΙΣΩΣ ΤΟ ΧΛΩΜΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΝΑ ΣΚΕΠΑΣΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΥΨΕΙ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ, ΤΟ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ, ΙΣΩΣ, ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΓΚΡΑΦΑ ΤΟΥ!
ΔΗΛΑΔΗ, ΙΣΩΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΤΥΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΦΟ, ΜΕ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ! ΟΥΓΚ! ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΕΙΣ! ΣΚΕΠΤΟΜΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΑΓΜΑ!
ΟΥΓΚ! ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ Ο ΜΑΝΙΤΟΥ ΚΑΤΑΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΛΙΓΗ ΕΞΥΠΝΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΧΛΩΜΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ!
ΤΙΙ!!! ΜΑ...!
ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΦΛΥΑΡΗΣΕΤΕ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΠΑΤΕ ΕΞΩ! ΕΔΩ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΑ ΦΑΝΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΙΟΥΝ... ΟΣΟΙ, ΒΕΒΑΙΑ, ΕΧΟΥΝ ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ! Α... ΒΕΒΑΙΑ! ΦΕΡΕ ΜΑΣ ΝΑ ΦΑΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΙΟΥΜΕ, ΠΑΝΔΟΧΕΑ!
235
ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΝΑ ΦΑΝΕ! ΚΑΤΑΡΑ!
ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΓΑΪΔΑΡΟ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ;
ΟΥΓΚ! ΟΧΙ... ΠΟΤΕ! ΓΙΑΤΙ;
ΝΑ ΕΝΑ ΔΕΙΓΜΑ ΓΑΪΔΑΡΟΥ ΜΕ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ! ΔΕ Θ’ ΑΠΟΡΗΣΩ ΑΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΓΚΑΡΙΖΕΙ ΞΑΦΝΙΚΑ! Α... ΓΚΟΥΛΠ!
ΕΓΩ... ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΙΟ, ΚΥΡΙΕ! ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ, ΕΠΑΘΑ ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ... ΞΕΡΕΤΕ...
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΝΑ ΠΕΤΑΧΤΕΙ ΟΡΘΙΟΣ ΑΠΟ ΘΥΜΟ! ΕΤΣΙ, ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ ΘΑ ΕΠΕΦΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΒΛΕΠΑΜΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ... ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;
ΜΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΕΝΕΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΤΟ ΠΟΝΗΡΟ ΜΟΥ ΠΟΝΗΡΟ ΚΟΛΠΟ; ΟΥΓΚ! ΚΟΛΠΟ ΔΕΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ! ΕΠΙΑΣΕ! ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΕΒΑΛΕΣ ΤΟ ΧΛΩΜΟ ΠΡΟΣΩΠΟ;
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΙΣΩΣ ΤΟ ΧΛΩΜΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΒΛΑΚΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΔΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ! ΟΡΙΣΤΕ...! ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΠΟΝΗΡΟΣ! ΟΥΓΚ!
236
ΠΟΥΦ! ΒΡΑΣΤΟ ΨΑΡΙ; ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ! ΘΑ ΣΟΥ ΤΟ ΠΕΤΑΞΩ ΣΤΗ ΜΟΥΡΗ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ!
ΗΜΟΥΝ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΘΑ ΕΣΚΥΒΕ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΚΑΙ ΟΤΙ...
ΨΑΡΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ; ΟΥΓΚ! ΤΡΕΛΑΘΗΚΕΣ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ;
ΤΟ ΒΡΑΣΤΟ ΨΑΡΙ ΜΕ ΑΗΔΙΑΖΕΙ! ΦΑΤΟ ΕΣΥ!
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ!
ΙΙΙΙΙΙ ΣΟΥ
ΩΩΩ! ΓΚΑΣΠ!
ΤΣΙΑΦ!
ΣΣΣ
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ; ΕΠΑΙΞΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ! ΤΩΡΑ ΘΑ ΟΥΓΚ! ΘΑ ΠΗΔΗΣΕΙ ΠΑΝΩ ΣΑΝ ΘΥΜΩΣΕΙ ΣΙΓΟΥΡΑ! ΓΚΡΙΖΑ ΑΡΚΟΥΔΑ!
237
ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΑΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΨΑΡΑΚΙ; ΠΟΣΟ ΕΥΓΕΝΙΚΟΙ ΕΙΣΤΕ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΚΥΡΙΟΙ ΜΟΥ!
ΟΥΓΚ! Ο ΜΑΝΙΤΟΥ ΜΕ ΦΩΤΙΣΕ ΜΕ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ! ΑΚΟΥΣΕ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΚΑΒΓΑΔΙΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΧΤΥΠΙΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ... ΨΟΥ...
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΕΕΕ;!
Ε...; ΝΑΙ! ΝΑΙ!
ΠΕΤΑΞΕΣ ΤΟ ΨΑΡΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΑΔΕΙΟ! ΘΑ ΣΕ ΤΑΡΑΞΩ ΣΤΙΣ ΓΡΟΘΙΕΣ!
Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ ΚΑΝΕΙ ΟΤΙ ΔΙΝΕΙ ΜΙΑ ΓΡΟΘΙΑ ΣΤΟΝ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΜΠΟΥΦΟ, ΠΟΥ ΤΙΝΑΖΕΤΑΙ ΠΙΣΩ...
ΤΩΡΑ ΘΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΤΙΣ ΚΟΤΣΙΔΕΣ ΣΟΥ!
238
ΜΟΥ’ ΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΔΗΣΩ ΤΑ ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ! ΤΟΥ ΠΕΤΑΜΕ ΨΑΡΙΑ ΣΤΗ ΜΟΥΡΗ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΜΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙ! ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ!
ΤΙΙΙ; ΕΜΕΝΑ;
ΑΟΥΧ!
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ... ΟΥΓΚ!
ΜΑ...
ΩΩΧ! ΕΙΧΑ ΣΚΕΠΑΣΤΕΙ ΓΙΑΤΙ ΝΤΡΕΠΟΜΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙΤΕ ΜΕ ΤΑ ΕΣΩΡΟΥΧΑ! ΩΧΧ!
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΔΕΝ ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΑΓΚΡΑΦΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ! ΑΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΕΚΛΕΨΕ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ!
ΝΑ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΣΟΥ ΠΛΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΤΕΓΝΟ, ΠΙΤΕΡ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ ΝΑ ΜΗ ΧΥΝΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΟΥ ΤΗ ΣΟΥΠΑ! ΕΤΣΙ;
ΟΥΓΚ! ΕΙΝΑΙ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟΣ!
ΚΑΝΑΜΕ ΤΟΣΟ ΚΟΠΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ!
239
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ... ΚΑΝΕΝΑ ΙΧΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ! ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ...
... ΜΑ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΕΣ! ΑΝ ΒΛΕΠΩ ΚΑΛΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ...
... ΕΚΕΙΝΟΥ ΕΚΕΙ, ΛΕΙΠΕΙ...
ΠΑΕΙ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ! ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΓΚΡΕΓΚ ΚΑΙ ΠΗΡΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ! Σελ. 29
240
... Η ΑΓΚΡΑΦΑ! ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ! ΘΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ!
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ; ΕΧΩ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ! ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ, ΚΥΡΙΕ ΛΑΤΙΜΟΡ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΛΗ! ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΥΠΟΔΕΧΤΟΥΝ ΜΕ... ΑΓΑΠΗ!
ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ! ΜΙΛΗΣΕ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ! ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΝΝΟΟΥΣΕ ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ!
ΠΡΟΤΙΜΩ ΝΑ ΨΑΞΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ! ΘΑ ΚΟΥΡΑΣΤΩ ΛΙΓΟ, ΜΑ...
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, ΣΕ ΛΙΓΟ...
241
ΚΛΙΝΤΟΝ! ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΠΟΥ ΞΥΡΙΖΟΤΑΝ... ΧΑ! ΧΑ! ΠΕΣ ΤΟ ΜΟΥ ΑΜΕΣΩΣ! ΛΕΓΕ!
ΛΟΙΠΟΝ... ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΞΥΡΙΖΕΤΑΙ... ΑΦΗΝΕΙ ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ, ΜΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ ΜΙΑ ΒΟΥΡΤΣΑ... ΛΟΙΠΟΝ; -
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΛΕΕΙ: ΞΥΡΙΣΤΗΚΑ... ΧΙΚ... ΜΑ ΤΑ ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ... ΧΙΚ... ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ ΑΠΟ ΠΡΙΝ! ΧΑ! ΧΑ!
... ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ, ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΗ ΒΟΥΡΤΣΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙ ΟΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΠΤΗ ΤΗ ΦΑΤΣΑ ΤΟΥ... ΧΑ! ΧΑ!
ΧΑ! ΧΑ!
ΛΟΙΠΟΝ!
ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΕΓΩ ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ! ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΒΛΑΚΕΣ ΦΡΟΥΡΟΥΣ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΑΘΑΝ ΞΑΦΝΙΚΑ! ΕΕ!!!
242
ΤΗ ΒΟΥΡΤΣΑ, Ε; ΤΙ ΑΣΤΕΙΟ! ΧΑ! ΧΑ!
ΤΙ ΤΥΠΟΙ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ! ΤΟΥΣ ΔΙΗΓΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟ ΡΙΧΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ! ΠΟΥΦ!
ΤΟΚ!
ΠΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ;
ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΔΕΝ ΜΕ ΕΙΔΕ! ΑΣ ΜΠΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ! ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ!
ΕΙΜΑΙ Ο ΛΑΤΙΜΟΡ, ΕΞΟΧΟΤΑΤΕ!
ΠΕΡΑΣΤΕ ΜΕΣΑ!
ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ! ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ!
243
ΕΞΟΧΟΤΑΤΕ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΡΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΖΕΙ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗ... ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ ΚΥΒΕΡΝΗΤΑ!
ΝΑΙ, ΓΙΑΓΙΑΚΑ! ΕΧΩ ΨΥΧΗ ΛΕΠΤΗ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ, ΣΑΝ ΨΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ!
ΔΩΣΤΕ ΤΟ ΜΟΥ ΠΙΣΩ! ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΔΩΣΤΕ ΤΟ ΜΟΥ!
ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ ΜΟΥ! ΤΟ ΜΟΝΟ ΕΝΘΥΜΙΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΟΥ!
ΔΙΩΞΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΡΙΑ ΣΤΡΙΓΓΛΑ! ΕΙΔΕΣ, ΛΟΧΙΑ; ΠΩΣ ΕΙΣΠΡΑΤΤΟΝΤΑΙ ΟΙ ΦΟΡΟΙ;
244
ΤΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ! Η ΚΑΗΜΕΝΗ! ΜΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ!
ΘΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΡΟ! ΧΑ! ΧΑ!
ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΠΟΛΥ, ΜΑ ΠΑΝΤΩΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΟ! ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΗ ΜΑΣΤΙΓΩΣΩ! ΦΕΡΟΜΑΙ ΜΕ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗ Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΗΤΕΣ!
ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ... ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΠΗΡΕ Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ! ΟΥΟΥΟΥ...
ΔΡΟΜΟ, ΠΑΛΙΟΓΡΙΑ! ΑΤΙΜΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ!
ΚΑΤΑΦΕΡΑΤΕ ΝΑ ΚΛΕΨΕΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ, ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΟΤΑΝ ΣΤΟΝ ΛΟΧΑΓΟ ΜΑΡΚ; ΜΠΡΑΒΟ, ΝΑΤΟ! ΛΑΤΙΜΟΡ!
ΔΕΝ ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΩΣ ΑΓΕΝΕΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ; ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ!
245
ΤΗΝ ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ Η ΧΗΡΑ ΡΟΝΣΟΝ! ΜΟΛΙΣ ΦΥΓΕΙ Ο ΛΟΧΙΑΣ, ΘΑ ΜΠΩ ΝΑ ΠΩ ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΠΑΛΙΑΝΘΡΩΠΟ, ΤΟΝ ΑΓΓΛΟ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ!
ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΤΟ ΜΙΣΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΠΟΥ ΕΧΩ ΣΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΑ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΩ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΧΑΓΟ ΜΑΡΚ!
ΔΙΑΒΟΛΕ! ΠΟΙΟΣ...
ΕΙΝΑΙ Ο... ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
ΟΧΙ ΠΙΣΤΟΛΙΕΣ, ΚΛΕΦΤΗ ΚΑΙ ΦΟΝΙΑ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΕΝΟΧΛΗΣΟΥΝ ΤΡΙΤΟΙ!
ΚΑΤΑΡΑ!
ΤΩΡΑ ΠΑΡΕ ΕΝΑΝ ΥΠΝΑΚΟ, ΦΙΛΕ!
ΣΟΚ!
ΑΟΥΧ!
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ, ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΤΣΑΛΙ!
ΤΟ ΤΣΑΚΑΛΙ ΕΓΙΝΕ ΤΙΓΡΗ ΚΑΙ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ;
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΥΤΕΡΑ!
ΜΙΛΑΣ ΣΑΝ ΧΑΣΑΠΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΑΧΕΙΣ ΣΑΝ ΧΩΡΙΑΤΗΣ ΠΟΥ ΘΕΡΙΖΕΙ!
ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΧΙΛΙΕΣ ΦΕΤΕΣ!
ΚΑΤΑΡΑ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ! ΣΕ ΛΙΓΟ Θ’ ΑΡΠΑΞΕΙ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ! ΛΑΤΙΜΟΡ! ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ!
246
ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΠΑΛΛΑΓΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΩ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!
ΑΧΧΧ!
Ο ΜΑΡΚ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΡΙΞΩ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙ!
ΔΕΝ ΘΑ ΒΓΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ!
ΠΕΤΑΞΕΣ ΤΟΝ ΦΑΚΕΛΟ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ! ΚΑΘΑΡΜΑ!
ΣΟΚ!
ΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΕΣ! ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΜΙΣΟΚΑΗΚΕ!
ΠΙΟ ΠΕΡΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ... ΤΟ ΣΗΜΑ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ! ΣΤΑ ΟΠΛΑ!
Ν ΝΤ ΤΙΝ ΝΤ ΙΝ ! ΙΝ ! !
247
ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ! ΓΡΗΓΟΡΑ!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ!
ΠΥΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ! ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ; ΠΥΡ!
ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΗ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕΤΕ!
Ο ΜΑΡΚ ΠΗΔΑΕΙ ΣΤΟ ΠΛΑΪ ΚΙ ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ ΧΤΥΠΟΥΝ, ΠΡΑΓΜΑΤΙ, ΤΟΝ ΛΑΤΙΜΟΡ! ΑΑΧΧΧ!
ΠΟΛΥ ΜΕ ΠΕΡΙΠΟΙΕΙΣΤΕ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ! ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΩ ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΓΩ!
ΜΠΑΜ! 248
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ... ΚΑΛΛΟΥΣ!
ΩΩΧ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ! ΑΑΑΧ!
ΠΡΩΤΑ, ΟΜΩΣ, ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΡΟΝΣΟΝ, ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ! ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΠΑΙΔΙΑ!
ΦΕΥΓΩ, ΕΓΓΛΕΖΑΚΙΑ! Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΑΣ ΕΓΙΝΕ ΠΛΗΚΤΙΚΗ!
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ... ΚΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΟΒΟΛΗΤΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΠΟΛΛΟΙ! ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΩ! ΓΡΗΓΟΡΑ! ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ!
249
ΜΑ... ΔΙΑΒΟΛΕ!
ΩΩΧ!
ΝΤΑΠ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΣΤΕ; ΣΑΣ ΒΟΗΘΑΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ, ΚΥΡΙΟΙ!
ΕΝΑ ΑΛΜΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΦΗΚΟΦΩΛΙΑ! ΓΚΟΥΛΠ!
ΑΟΥΧ!
ΖΙΠ
ΦΕΥΓΕΙ! ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ!
ΖΙΠ
250
ΚΟΥΝΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΥ! ΜΑ ΤΡΕΧΩ, ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ; ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ, ΖΩΝΤΑΝΟ Ή ΠΕΤΑΕΙ! ΝΕΚΡΟ!
ΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΛΙΜΝΩΝ!
ΕΠ!
ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ! ΑΥΤΟΣ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΕΧΕΙ ΦΤΕΡΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ!
ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΣΑΝ ΣΚΥΛΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΟΛΗ Η ΦΡΟΥΡΑ ΘΑ ΞΕΣΗΚΩΘΕΙ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ!
ΚΑΙ ΦΤΕΡΑ ΝΑ ΕΧΕΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΞΕΦΥΓΕΙ!
251
ΟΥΓΚ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΠΕΡΑΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΟΨΙΑΣΤΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ!
ΣΚΕΦΤΗΚΑΜΕ ΟΤΙ ΙΣΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΣΟΥΝ ΚΙ ΗΡΘΑΜΕ ΕΔΩ ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΑ!
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ, ΜΑΡΚ; ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ Η ΦΑΣΑΡΙΑ;
ΜΟΥ ΣΩΣΑΤΕ ΤΗ ΖΩΗ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΜΕ ΕΔΩ ΜΕΣΑ! ΜΑ ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΤΕ ΕΔΩ;
ΓΥΡΙΖΑΜΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΤΟΥΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥΣ... ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ ΟΤΙ ΕΙΧΕΣ ΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΣΟΥ, ΜΑΡΚ!
ΕΙΔΑΜΕ ΝΑ ΣΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ... ΚΑΙ ΧΩΘΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΤΡΑΒΗΞΟΥΜΕ ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΠΕΡΝΟΥΣΕΣ!
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ! ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ! ΤΟ ΠΗΡΕΣ;
252
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ! ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ ΝΑ ΞΕΠΟΔΑΡΙΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΣ ΦΥΓΟΥΜΕ!
ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΚΑΜΕΝΟ, ΒΕΒΑΙΑ, ΑΛΛΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΟΥ!
ΜΑΡΚ... ΕΙΣΑΙ ΑΧΤΥΠΗΤΟΣ! ΕΣΕΙΣ ΠΡΟΧΩΡΗΣΤΕ, ΠΑΙΔΙΑ! ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ! ΕΧΩ ΜΙΑ ΔΟΥΛΙΤΣΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ!
ΟΥΓΚ! ΑΝ ΜΕΙΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΟΥΝ!
Σ’ ΕΝΑ ΔΡΟΜΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ...
ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ; ΤΟ... ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ!
ΑΧ! ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ... ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΟΥ... ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΠΗΡΑΝ!
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ... ΕΔΩ; ΑΚΟΥΣΑ ΠΩΣ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΨΑΧΝΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΒΡΟΥΝ!
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ! ΣΑΣ ΔΙΑΤΑΖΩ! ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ; ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ! ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΗΣΩ, ΓΙΕ ΜΟΥ!
ΣΑΣ ΕΦΕΡΑ ΤΟ ΕΝΘΥΜΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΣΑΣ! ΕΙΣΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ;
ΚΑΙ ΤΩΡΑ... ΦΥΓΕ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΠΡΙΝ ΣΕ ΠΙΑΣΟΥΝ!
253
ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΠΙΑΣΟΥΝ!
ΤΙ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ! ΒΑΖΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΤΩΧΗ ΓΡΙΑ! Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ!
ΑΡΓΟΤΕΡΑ Ο ΜΑΡΚ ΚΑΛΠΑΖΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ...
ΤΕΛΟΣ, ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΥΝ... ΝΑ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΛΙΜΝΗ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΠΟΣΟ ΛΑΜΠΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ!
Ο ΜΑΡΕΪ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΑ ΧΤΕΣ! ΣΕ ΕΙΧΑ ΣΧΕΔΟΝ ΞΕΧΑΣΕΙ, ΜΑΡΕΪ!
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ!
ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΝΑ ΒΡΕΘΩ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
254
ΛΙΓΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΦΤΑΣΑΜΕ!
ΛΟΧΑΓΕ! ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ!
ΝΑ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΜΑΣ! ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΑΝ ΑΠΟΡΘΗΤΟ ΟΧΥΡΟ! ΕΚΕΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΟΙ ΘΡΥΛΙΚΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ; ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ; ΤΡΕ... ΤΡΕΜΩ ΑΠΟ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ...
ΣΕ ΛΙΓΟ...
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ...
ΟΥΓΚ! Ο ΜΑΡΚ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ! ΟΥΓΚ! Ο ΑΝΕΜΟΣ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ... ΣΗΜΑΔΙ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑΣ!
ΟΥΦ! ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ! ΘΑ ΕΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΤΟ ΙΔΙΟ, ΜΠΕΤΙ! ΠΟΙΟΣ ΤΟΛΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΚΟΥΣΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚ;
ΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΤΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΟΛΑ ΜΑΥΡΑ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ!
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ; ΤΙ ΤΡΑΒΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΦΑΛΑ;
ΕΓΩ... ΑΝ Ο ΜΑΡΚ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕΙ...
255
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΦΗΣΕΤΕ ΤΟΝ ΜΑΡΚ ΜΟΝΟ! ΕΙΣΤΕ ΔΥΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ! ΕΓΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΑΣ...
ΜΕ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ, Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ ΦΥΣΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ, ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΟΣ ΗΧΟΣ ΑΝΤΗΧΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΜΝΗ...
ΟΥΓΚ! ΠΡΟΒΛΕΠΩ ΚΑΚΟΤΥΧΙΕΣ, ΠΡΟΒΛ... ΑΟΥΧ!
...
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΟΣ! ΕΙΝΑΙ Ο ΜΑΡΚ! ΖΗΤΩ! ΑΚΟΥΤΕ; Ο ΜΑΡΚ ΓΥΡΙΣΕ! ΧΑ! ΧΑ!
ΟΥ Υ Ο Υ ΤΟ
ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ... Ο ΗΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΙ ΞΕΡΟΥΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΤΟ ΚΕΡΑΣ...
ΚΑΛΩΣΗΡΘΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΜΑΡΚ!
ΜΙΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ! ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΦΙΛΟΣ, ΜΑΡΕΪ!
ΑΝ Σ’ ΕΠΙΑΝΑΝ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ, ΘΑ’ ΡΧΟΜΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ ΝΑ Σ’ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΜΕ, ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΚ! ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ! ΜΑΡΚ!
256
ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ! ΝΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ! ΚΑΝΤΕ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ‘’ΛΥΚΟ’’!
ΨΗΤΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ... ΜΕΛΟΠΙΤΑ... ΧΕ! ΧΕ! ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΑΡΑΤΣΑ!
ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΑΡΑΤΣΑ! ΟΥΓΚ!
Η ΦΩΤΙΑ ΤΟ ΕΧΕΙ ΜΙΣΟΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ...
ΜΑΛΙΣΤΑ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ! ΕΛΑ, ΜΑΡΚ, ΣΟΥ ΕΤΟΙΜΑΣΑ ΨΗΤΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΜΕΛΟΠΙΤΑ!
ΤΑ ΕΤΟΙΜΑΣΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΚ! ΕΣΕΙΣ ΦΑΓΑΤΕ ΦΑΣΟΛΙΑ ΜΕ ΛΑΡΔΙ!
ΟΥΓΚ! ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ...
257
ΕΧΩ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ!
ΚΑΙ ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΕΣΥ, ΑΜΑΘΕΣΤΑΤΕ; ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΞΥΠΝΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ! ΕΓΩ ΕΧΩ ΕΞΥΠΝΑΔΑ ΜΕ ΤΟΝΟ, ΕΝΩ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΜΠΟΥΦΟΣ...
ΣΟΥ ΕΧΩ ΕΤΟΙΜΑΣΕΙ ΝΟΣΤΙΜΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ, ΜΑΡΚ!
ΠΟΣΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΣ, ΜΑΡΚ;
ΘΑΥΜΑΣΙΑ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΞΕΧΑΣΑΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΓΕΥΜΑ, ΟΙ ΑΓΕΝΕΣΤΑΤΟΙ... ΚΙ ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΕΙΝΑ!
ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΤΡΩΝ, ΜΠΕΤΙ! ΕΣΥ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΦΕΡΕ ΜΟΥ ΤΗΝ ΠΙΤΑ!
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ, ΜΑΡΕΪ!
ΟΥΓΚ! ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΙΔΑ ΝΑ ΠΕΤΟΥΝ ΔΥΟ ΚΟΡΑΚΙΑ... ΣΙΓΟΥΡΟ ΣΗΜΑΔΙ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑΣ! ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΦΑΜΕ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ!
ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙΣ ΟΛΑ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΙΤΑ!
ΟΥΦ... ΚΛΕΙΣΕ ΠΙΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΓΡΟΥΣΟΥΖΗ, ΚΙ ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ!
ΠΡΟΤΙΜΩ Ν’ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΩ ΔΕΚΑ ΑΓΓΛΟΥΣ, ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ! ΚΑΛΑ, ΘΑ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΘΩ...
ΤΙ; ΕΥΚΟΛΗ ΑΣΚΗΣΗ; ΚΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΝΟΜΙΖΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ!
258
ΤΟ ΠΕΤΥΧΕ ΜΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΣΦΑΙΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ! ΘΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ ΣΑΣ, Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ ΜΑΣ Ε; ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ! ΑΥΤΟΣ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ!
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΥΓΜΑΧΙΑ, ΜΑΡΕΪ! ΧΤΥΝΑ ΣΕ ΧΤΥΠΗΣΩ; ΞΕΡΕΙΣ, ΠΗΣΕ ΜΕ! ΦΙΛΕ, ΧΤΥΠΩ ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΑ!
ΕΜΠΡΟΣ! ΑΣ ΜΗ ΧΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙΡΟ! ΧΤΥΠΗΣΕ ΜΕ ΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΜΠΟΡΕΙΣ! ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ! ΜΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΕΙΣ...
ΜΑ...
ΩΩΧΧ!
259
ΕΙΣΑΙ ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ! ΜΕ ΜΕΡΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ!
ΠΙΣΤΕΥΑ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ ΑΣΟΣ ΣΤΙΣ ΓΡΟΘΙΕΣ... ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΑΡΑ ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ! ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ! ΘΑ ΙΔΡΩΣΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΑΥΤΟΥΣ!
ΕΓΩ... ΩΧ!
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΥΝΑ... ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ!
ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ! Η ΣΚΟΠΕΥΣΗ ΕΓΙΝΕ, ΛΟΧΑΓΕ!
ΟΥΜ! Π Μ
260
ΚΡΑΣ!
ΚΑΛΟΥΤΣΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ...
ΚΑΛΟΥΤΣΙΚΟ; ΔΕΝ ΘΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΟΥΝ ΠΟΤΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ΕΤΣΙ!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΓΟΣ! ΙΣΩΣ ΜΠΟΡΩ ΕΓΩ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ...
ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΓΑΖΕΙ ΚΑΠΝΟΥΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΣΚΕΨΗ... ΚΙ ΟΜΩΣ, ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΩ ΟΥΓΚ! ΝΑ ΒΡΩ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΑΜΕΝΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ!
ΜΑ ΤΑ ΓΕΝΙΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ! ΘΑ ΠΑΨΕΙΣ ΝΑ Μ’ ΕΝΟΧΛΕΙΣ, ΑΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΕ ΒΑΡΒΑΡΕ;
ΜΠΑΦΙΑΣΑ ΠΙΑ! ΑΝ ΕΙΧΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΚΑΤΙ ΝΑ ΦΑΩ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΜΠΙΡΑ ΝΑ ΠΙΩ... ΙΣΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΛΥΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ... ΜΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΗ ΠΑΤΑΤΑ!
ΕΙΣΑΙ ΦΑΓΑΣ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΤΟΥΡΤΑ ΜΕ ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΠΙΡΑ ΘΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΣΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΟΥ! ΕΙΣΑΙ ΣΩΣΤΗ ΜΑΓΙΣΣΑ, ΜΠΕΤΙ!
ΟΥΓΚ!
261
ΤΟΥΡΤΑ ΜΕ ΦΡΑΟΥΛΕΣ! ΠΟΣΟ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ!
ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ! Η ΤΟΥΡΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ, ΠΟΥ ΚΟΥΡΑΖΕΙ ΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΤΟΥ!
ΑΟΥΧ!!!
ΤΙ ΝΟΣΤΙΜΙΑ! ΕΝΩ ΕΓΩ ΘΑ ΤΡΩΩ, ΕΣΥ ΜΑΖΕΨΕ ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ ΑΠΟ ΚΑΤΩ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ, ΜΠΕΤΙ!
ΤΟΚ!
... ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΟΥΓΚ! ΚΟΙΤΑΧΤΕ ΕΔΩ... ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟ... ‘’ΟΙ ΑΓΓΛ... ΙΤΕΘΟΥΝ... ΧΩΡΙΟ... ΝΙΟΥ ΡΟΚ... ΜΕ... ΥΝΑΜΕΙΣ...''
ΟΥΓΚ! ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΑΤΥΧΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ! ΑΣ ΜΑΖΕΨΩ ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ ΚΙ ΑΣ...
ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΟ! ΟΥΓΚ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΘΑ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ ΜΕ ΔΥΝΑΜΕΙΣ!
ΜΑ ΤΟ ΓΕΝΙ ΜΟΥ! ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ!
262
ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥ- ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΦΟ; ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΓΟΣ! ΟΥΓΚ!
ΖΗΤΩ! ΛΥΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ, ΘΑ ΦΑΩ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΟΡΕΞΗ! Ε;
ΟΥΓΚ! ΤΙ ΝΟΣΤΙΜΙΑ! ΜΙΑΜ... ΜΙΑΜ...
ΟΥΓΚ! ΣΤΑΣΟΥ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΕΓΩ ΒΡΗΚΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ... ΕΓΩ ΘΑ ΦΑΩ ΤΗΝ ΤΟΥΡΤΑ!
ΤΡΕΞΕ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚ! ΓΡΗΓΟΡΑ, ΤΕΜΠΕΛΗ! ΑΧ!
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΘΑ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ!
ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΛΙΓΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ!
263
Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ!
ΜΑΡΚ! Ε, ΜΑΡΚ! ΩΧ... ΜΟΛΟΝΟΤΙ ΓΥΝΑΙΚΑ, Η ΜΠΕΤΙ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΓΕΡΑ ΜΠΡΑΤΣΑ... ΜΟΥ ΤΑΡΑΞΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ, ΜΑΡΚ!
ΣΑΛΠΙΣΕ ΑΜΕΣΩΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟ!
ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΤΡΕΧΟΥΝ ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΚΑΛΕΙ ΣΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ... ΕΙΝΑΙ ΑΣΟΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΘΕΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΘΑ ΕΚΕΙ ΜΕΝΕΙ Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΑΜΑΧΩΝ, ΟΙ ΤΥΡΑΝΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΤΗΣ! ΝΟΙ! ΤΟΥ ΝΙΟΥ ΡΟΚ!
ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ... ΙΣΩΣ ΤΡΙΠΛΑΣΙΟΙ ΑΠΟ ΜΑΣ! ΜΑ ΕΝΑΣ ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΣΟ ΤΡΕΙΣ ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ!
ΣΕΛΩΣΤΕ Τ’ ΑΛΟΓΑ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ! ΣΤ΄ ΑΛΟΓΑ!
ΛΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΝΕΥΡΙΚΟ ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΜΑΡΚ;
ΟΠΛΙΣΘΗΚΕΣ... ΣΕΛΩΝΕΙΣ ΑΛΟΓΟ... ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ, ΜΠΕΤΙ;
264
ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΘΑ' ΡΘΩ ΚΙ ΕΓΩ ΜΕ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΣΟΥ, ΜΑΡΚ! ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΠΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΔΙΑΡΚΩΣ ΜΕ ΑΓΩΝΙΑ!
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΜΠΕΤΙ! ΓΥΡΙΣΕ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΣΟΥ! ΠΟΙΟΣ ΔΙΑΤΑΖΕΙ ΕΔΩ; ΕΣΥ ‘Η ΕΓΩ;
ΑΣΤΕΙΕΥΕΣΑΙ! ΑΥΤΗ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ! ΘΑ’ ΜΑΣΤΕ ΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΡΙΩΝ! ΠΟΛΛΟΙ ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΟΥΝ!
ΕΣΥ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ! ΟΥΦ...
ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΘΑ' ΡΘΩ ΚΙ ΕΓΩ! ΜΑΡΚ... ΕΓΩ...
ΕΜΠΡΟΣ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΣΕ ΚΑΛΠΑΣΜΟ!
ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚ ΑΝΙΧΝΕΥΟΥΝ ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ...
... ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΠΟΤΟΜΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ...
265
ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ...
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ ΜΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ! ΑΛΤ!
ΕΙΔΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ! ΔΥΟ ΤΑΓΜΑΤΑ... ΤΟ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ, ΤΡΑΒΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ! ΔΥΟ ΤΑΓΜΑΤΑ! ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥΣ;
ΜΑΥΡΗ ΜΟΙΡΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ! ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΣΠΑΡΟΟΥ ΠΡΙΝ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ Σ’ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ; ΕΚΑΨΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ!
ΕΙΝΑΙ Ο ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣΠΛΑΧΝΟΣ ΑΓΓΛΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΣΠΑΡΟΟΥ! ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ... ΤΟ ΠΡΩΙ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ!
ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΘΑ ΒΡΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
266
ΔΥΟ ΤΑΓΜΑΤΑ... ΧΜ... ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΠΟΝΗΡΙΑ! ΕΣΕΙΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ! ΕΓΩ ΕΧΩ ΚΑΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ!
ΜΟΝΟΣ; ΤΙ ΣΚΟΠΕΥΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ, ΜΑΡΚ; ΘΑ΄ ΡΘΩ ΚΙ ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!
ΟΧΙ! ΣΟΥ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΩ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ!
Ο ΜΑΡΚ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΚΟΙΛΑΔΕΣ ΚΑΙ ΒΟΥΝΑ, ΩΣΠΟΥ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ... ΔΕΝ ΘΑ' ΜΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ!
ΝΑΤΟΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ!
ΑΝ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΣΤΗΣΕΙ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΜΟΥ, ΘΑ ΣΑΣ ΜΑΣΤΙΓΩΣΩ! ΜΑΛΙΣΤΑ, ΚΥΡΙΕ! ΑΜΕΣΩΣ!
267
ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΣ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΣΠΑΡΟΟΥ! ΘΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΣΕΙ ΕΔΩ... ΤΟΣΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ!
ΕΝΩ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ, ΕΝΑΣ ΙΣΚΙΟΣ ΓΛΙΣΤΡΑ ΑΘΟΡΥΒΑ ΣΑΝ ΑΙΛΟΥΡΟΣ...
ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ ΔΕΝ ΤΡΕΜΕΙ! ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΣΙΜΟΥΔΙΑ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΑ!
ΑΥΡΙΟ ΔΕΝ Θ’ ΑΦΗΣΩ ΠΕΤΡΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ! ΘΑ ΤΡΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΣΠΑΡΟΟΥ!
ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΣΥΣΤΗΘΩ; ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ!
Ο... ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ! Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
Ε!
ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΘΑ ΘΕΩΡΗΣΟΥΝ ΤΙΜΗ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΑΣ ΕΧΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ! ΣΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΩ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΤΕ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ...
Ο... ΜΑ...
268
ΤΟΝΚ!
ΔΙΑΒΟΛΕ!
ΣΤΑ ΟΠΛΑ!
ΚΑΠΟΙΟΣ ΦΩΝΑΞΕ ‘’ΣΤΑ ΟΠΛΑ’’!
ΕΜΠΟΔΙΣΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΝΑ ΦΩΝΑΞΕΙ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΣ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΣΑΝ ΤΣΑΚΑΛΙ!
ΠΑΨΕ, ΠΑΛΙΟΤΣΑΚΑΛΟ!
ΣΤΑ...
ΣΟΚ!
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΣΜΕΝΟΣ ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ!
269
ΟΥΧΧ!
ΠΥΡ!!!
ΑΜ! Π Μ ! ΑΜ Π Μ
ΧΑΘΗΚΕ! ΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΠΙΕ Η ΝΥΧΤΑ!
ΠΛΗΓΩΘΗΚΑΤΕ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΑ; ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ, ΗΛΙΘΙΟΙ!
ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ!
ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ! ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ! Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!
ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΓΡΑΤΖΟΥΝΙΑ! ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ... ΠΕΡΙΦΗΜΑ! ΑΥΤΗ Η ΤΡΥΠΑ ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΜΟΥ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ!
ΤΟ ΑΛΛΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ ΒΑΔΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ!
ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑΝ, ΚΥΡΙΕ ΛΟΧΑΓΕ! ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ!
270
! ΜΠΑΜΔΙΑΒΟΛΕ!
ΕΚΕΙ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΠΑΝΩ!
ΠΟΙΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ;
ΕΧΩ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΣΑΣ, ΑΓΓΛΟΙ! ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΣΠΑΡΟΟΥ!
ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΙ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΔΙΑΛΥΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! Η ΙΔΙΑ ΤΥΧΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΚΑΙ ΣΑΣ! ΕΚΑΤΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΟΥ!
ΝΑΙ! ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ! ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΥΠΗΜΕΝΟ... ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ! ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΑΠΟ ΣΦΑΙΡΑ... ΜΑ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ;
ΚΑΤΑΡΑ! ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΑΡΚ! ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ! ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΥΠΗΜΕΝΟ ΚΑΠΕΛΟ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΤΙ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ... ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΙ! ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΥΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ!
271
ΚΑΝΟΥΝ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΦΕΥΓΟΥΝ, ΣΑΝ ΔΑΡΜΕΝΑ ΣΚΥΛΙΑ! ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΥΠΗΜΕΝΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥΣ ΕΠΕΙΣΑΝ! ΧΑ! ΧΑ! ΠΩΣ ΘΑ ΓΕΛΑΣΟΥΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΟΥ ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΑΘΟΥΝ ΑΥΤΟ!
ΑΛΙΜΟΝΟ ΜΑΣ... ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΝ ΣΕ ΛΙΓΟ!
ΟΥΓΚ! ΘΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ!
ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΘΕΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΕΤΟΙΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ! ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ!
ΤΗΝ ΑΥΓΗ, ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΙΟΥ ΡΟΚ...
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ! ΙΣΩΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΑΚΟΜΗ! ΜΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥΣ! ΕΜΠΡΟΣ, ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΤΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!
ΟΥΓΚ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ!
272
ΞΑΦΝΙΚΑ, Η ΜΑΧΗ ΞΕΣΠΑ...
ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ...
ΠΥΡ!!!
ΜΠΑΜ!
ΜΠΑΜ!
ΜΠΑΜ! ΜΠΑΜ! ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΣΥΝΑΝΤΟΥΝ ΠΑΝΤΟΥ ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!
ΟΥΓΚ! Ο ΜΑΡΚ ΔΕΝ ΦΑΝΗΚΕ!
ΠΟΣΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΤΑΝ ΕΔΩ! ΑΞΙΖΕΙ ΟΣΟ ΔΕΚΑ ΑΠΟ ΜΑΣ! ΜΗΠΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΒΗ ΤΙΠΟΤΑ;
ΜΠΑΜ! ΜΠΑΜ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΛΟΦΟ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ...
ΜΑ ΤΟΥΣ ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΣΤΟΡΕΣ! ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙ!
ΚΑΙ ΜΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΕΔΩ ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΑΓΜΑ! ΕΙΝΑΙ Ο ΜΑΡΚ!
273
ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΑΓΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΘΕΙ, ΠΑΙΔΙΑ! ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΕ! ΕΦΤΑΣΕ Ο ΜΑΡΚ!
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ...
ΤΩΡΑ... ΑΣ ΠΗΔΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕΙΣ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΕ!
ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΔΩΡΑΚΙ, ΑΓΓΛΕ!
! Μ ΣΒΑ
ΑΚΟΥΣΑ ΘΟΡΥΒΟ... ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΑΧΤΗ!
ΠΑ
Κ!
ΜΑ ΤΟ ΓΕΝΙ ΜΟΥ! ΑΚΟΥΩ ΘΟΡΥΒΟ! ΕΡΧΟΜΑΙ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΩ, ΘΛΙΜΜΕΝΕ ΜΠΟΥΦΟ!
ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΜΕ ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑΚΙΑ! ΟΥΓΚ!
ΟΥΓΚ! ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΓΛΟΣ, ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΡΙΞΕΙ ΠΙΣΩΠΛΑΤΑ!
ΠΕΡΙΤΤΟ, ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΚΟΤΩΜΑ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΠΑΧΥΣ!
;! ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ!
274
ΓΚΡΡΡ!
ΑΣ ΜΕΙΝΕΙ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟ ΤΙ ΕΙΔΕ Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΦΡΑΧΤΗ... ΟΥΓΚ!
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ!
ΣΕ ΚΑΘΕ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, Η ΜΑΧΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΚΛΗΡΑ! ΠΟΣΟ ΦΟΒΑΜΑΙ! ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ
ΚΑΛΥΦΘΕΙΤΕ, ΚΥΡΙΑ... ΑΧ!
ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ!
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ...
ΑΕΡΑΑΑ!
ΕΜΠΡΟΣ, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ! ΕΜΠΡΟΣ!
275
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΓΓΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ! ΗΤΑΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙ... ΓΟΥΡΟΥΝΙ! ΧΑ! ΧΑ!
ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΧΑΓΟ ΜΑΡΚ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ, ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΟΡΜΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ...
ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ, ΕΦΟΔΟΟΟΣ!!!
ΟΣΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΑΠΟΜΕΝΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΟΙ, ΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΤΑΚΤΗ ΦΥΓΗ! ΕΤΣΙ... ΤΟΥΣ ΔΩΣΑΜΕ ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΧΑ! ΧΑ! ΠΩΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ, ΝΟΥΣ ΝΑ ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΑΝ ΛΑΓΟΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ! ΜΑ ΤΟΝ ΣΤΟΥΝ! ΠΟΛΛΑ ΣΠΙΜΑΝΙΤΟΥ! ΤΙΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΒΟΗΘΕΙΑ!
ΩΣΤΕ ΕΤΣΙ, ΜΑΡΚ! Μ’ ΕΝΑ ΣΚΕΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΕΚΑΝΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ ΕΝΑ ΑΓΓΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ! ΧΑ! ΧΑ!
ΜΑΛΙΣΤΑ, ΛΟΧΑΓΕ!
ΟΥΤΕ Ο ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ ΜΟΥ, Ο ΜΑΓΟΣ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΚΑΝΕ ΤΕΤΟΙΑ ΜΑΓΕΙΑ! ΟΥΓΚ! ΖΗΤΩ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΖΗΤΩ ΜΑΡΚ! Ο ΜΑΡΚ! ΧΑ! ΧΑ!
276
ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ...
ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΦΙΛΗΣΩ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ! ΕΙΣΤΕ ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ! ΣΩΣΑΤΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ... ΤΟ ΧΩΡΙΟ!
ΜΕ ΤΑ ΓΕΝΙΑ ΣΟΥ, ΘΑ ΕΚΑΝΕΣ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ! ΟΥΓΚ!
Ω... ΕΓΩ... ΜΑ...
ΠΑΨΕ, ΦΙΛΕ ΤΩΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙΩΝ!
ΘΑ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΟΥΜΕ ΕΔΩ... ΛΙΓΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΗ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΟΥ, ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΑ ΜΑΧΗ! ΘΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ...
ΖΗΤΩ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ!!!
ΕΠ! ΚΙ ΕΓΩ ΒΟΗΘΗΣΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ... ΦΙΛΗΣΤΕ ΜΕ, ΛΟΙΠΟΝ, ΚΙ ΕΜΕΝΑ! ΕΣΕΝΑ; ΠΟΥΦ!
ΤΟ ΒΡΑΔΥ... ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΕΣΒΗΣΑΝ... ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΗΚΑΜΕ ΤΟΥΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ... ΕΧΟΥΜΕ, ΟΜΩΣ, ΤΡΕΙΣ ΝΕΚΡΟΥΣ, ΜΑΡΚ!
ΤΗΝ ΑΥΓΗ... ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΙΠΠΕΥΣΟΥΝ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ!
277
ΚΑΛΑ!
ΘΑ ΖΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΩΤΩΝ!
ΛΟΧΑΓΕ ΜΑΡΚ!
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΔΩ! ΛΕΙΠΟΥΝ Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΜΠΟΥΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΛΟΥΦ!
ΜΑ... ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΥΠΙ ΣΤΟ ΜΕΘΥΣΙ!
ΜΑ ΤΟΝ ΔΙΑ! ΧΑΘΗΚΑΝ;
ΕΙΜΑΣΤΕ, ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ! ΟΥΓΚ! ΧΙΚ! ΛΥΠΑΜΑΙ, ΜΑΡΚ... ΧΙΚ... ΜΑ ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟ... ΧΙΚ!
ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΥ ΜΑΡΚ ΟΙ ΛΥΚΟΙ... ΧΙΚ... ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ... ΧΙΚ... ΤΡΕΜΕ, ΤΡΕΜΕ, Ω ΑΓΓΛΙΑ... ΧΙΚ... ΖΗΤΩ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΧΙΚ!
ΣΕ ΣΕΝΑ, ΜΑΡΚ... ΧΙΚ... ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ... ΣΕ ΜΑΣ, ΤΑ ΒΑΡΕΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΣΙ... ΧΙΚ!
ΣΕ ΛΙΓΟ, ΣΤΙΣ ΑΓΡΙΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ, ΗΧΕΙ ΤΟ ΕΠΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΤΟ ΟΧΥΡΟ ΤΟΥΣ... ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΥ ΜΑΡΚ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ! ΤΡΕΜΕ, ΤΡΕΜΕ, Ω ΑΓΓΛΙΑ... ΖΗΤΩ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
ΕΤΣΙ ΠΗΡΕ ΤΕΛΟΣ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΗΡΩΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ...
ΤΕΛΟΣ 278
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ
279
«Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ» ταν το 1961 ο Ιταλός εκδότης και σεναριογράφος Sergio Bonelli (1932 - 2011) αποφάσιζε
Ό
μετά από πολλή σκέψη, όπως ο ίδιος έχει παραδεχθεί, να χαρίσει το όνομα «Zagor» στο
νέο χαρακτήρα που είχε εμπνευσθεί, είναι βέβαιο ότι δεν φανταζόταν πόσο μεγάλη επιτυχία θα γνώριζε αυτή η σειρά. Επηρεασμένος από τη βαθιά μέχρι τότε λογοτεχνική του παιδεία, ο S.B. δανείσθηκε πολλά στοιχεία από αντίστοιχους ήρωες μυθιστορημάτων, λαϊκών θρύλων ή θεατρικών έργων («Don Quixote», «Robin Hood», «Tarzan», «David Crocket», «Phantom» κ.α.) για να συνθέσει τη συγκλονιστική προσωπικότητα του «Patrick Wilding», που επιβάλλει τον δικό του νόμο στην ευρύτερη περιοχή των βορειοανατολικών ΗΠΑ, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο «Za-Gor-Te-Nay» ή «Πνεύμα με το τσεκούρι» («The Spirit with the Hatchet», όπως τον αποκαλούν οι Ινδιάνοι), δρα με επίκεντρο το δάσος «Darkwood» και συντροφεύεται απ’ την κωμικοτραγική φυσιογνωμία ενός στρουμπουλού Μεξικανού φίλου («Cico»). Το σενάριο αποτελεί κράμα μεταξύ πρώιμου ουέστερν, ψυχολογικού θρίλερ, υπερφυσικού μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας, βάσει του οποίου ο εμβληματικός εικονογράφος Gallieno Ferri (1929 - 2016) αποδίδει τραγικά απρόβλεπτες αλλά και ασυνήθιστα μυστηριακές καταστάσεις, μαγνητίζοντας τον αναγνώστη. Οι περιπέτειες του «Ζαγκόρ» εκδόθηκαν σε όλες τις χώρες της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, στην Αυστρία, την Τουρκία (όπου μάλιστα παρήχθησαν ανεπίσημα και δυο ταινίες), την Πορτογαλία, το Ισραήλ, ακόμη και στις ΗΠΑ από την εταιρεία Epicenter Comics (2015), αλλά και στη Βραζιλία. Χάρις στην ελληνική του απόδοση, που υλοποίησε ο Στέλιος Ανεμοδουράς στις 26 Δεκεμβρίου 1970, ο Ζαγκόρ έχει καταγραφεί ως «ευσεβής πόθος» χιλιάδων νοσταλγών στους οποίους κύρια απευθύνεται και η 8σέλιδη ιστορία που παρατίθεται εδώ, με πρωτότυπο τίτλο «La Mappa del Tesoro». Δημιουργήθηκε από τον Έλληνα σχεδιαστή Γιάννη Γκινοσάτη και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «INK», τεύχος #58, τον Απρίλιο του 2011 και στο έντυπο «ΖΑΓΚΟΡ Streghe & Tesori» τον Ιούλιο του 2015. Στο μικρό νησάκι όπου βρίσκεται η καλύβα του Ζαγκόρ και του Τσίκο, φτάνει ένας παλιός γνώριμος. Διαθέτοντας στην κατοχή του κάποιο χάρτη του 18ου αιώνα, που του πούλησε ένας πλανόδιος έμπορος, ο γραφικός «Ντίγκινγκ Μπιλ» - που φυσιογνωμικά μάλλον θυμίζει τον Βαρώνο Μινχάουζεν - πιστεύει ότι έχει μπροστά του τη χρυσή ευκαιρία να ανακαλύψει έναν θαμμένο θησαυρό. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται μόλις στην περιοχή καταφθάσει μια τετραμελής συμμορία που έχει βάλει τον ίδιο στόχο. Θα μπορέσει αλήθεια ο Ζαγκόρ να επιβληθεί εναντίον τόσο πολλών και αποφασισμένων αντιπάλων;
280
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟ & ΣΧΕΔΙΟ: Γ. ΓΚΙΝΟΣΑΤΗΣ
ΜΠΑ! ΚΑΙΡΟ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΜΕ!
Ε, ΤΣΙΚΟ! ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΗΡΘΕ! Ο ΝΤΙΓΚΙΝΓΚ ΜΠΙΛ!
ΖΑΓΚΟΡ!
ΠΟΙΟΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΣΕ ΕΦΕΡΕ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΜΑΣ;
ΝΑ ΠΑΡΩ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΟ ΚΟΥΠΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ!
... ΓΙΑ ΚΑΝΑ ΘΗΣΑΥΡΟ!
ΘΑ ΜΑΣ ΤΑ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΟΛΑ ΜΕ ΗΡΕΜΙΑ...
ΣΙΓΟΥΡΑ ΨΑΧΝΕΙΣ ΠΑΛΙ...
ΑΣΤΟ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΕ ΝΑ ΦΑΣ ΚΑΤΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ, ΜΠΙΛ!
ΓΙΑ ΝΑ ΠΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ... ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ ΟΣΟ ΣΕ ΞΕΡΟΥΜΕ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΒΡΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΔΟΥΒΛΟΝΙ, ΟΥΤΕ ΜΙΣΟ ΔΟΛΑΡΙΟ!
281
ΧΕ! ΧΕ! ΧΕ! ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΕΧΩ ΒΡΕΙ ΗΔΗ!
ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΕ ΠΡΩΤΑ...
... Ο ΧΑΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟΣ ΕΚΑΤΟ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ... ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΕΤΕ ΤΑ ΜΙΣΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΒΡΟΥΜΕ! ΦΟΒΕΡΟ! ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ; ΙΣΩΣ ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ...
... ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΜΑΣ;
ΕΧΜ... ΝΑΙ! ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΙΒΩΤΙΟ ΓΕΜΑΤΟ ΧΡΥΣΕΣ ΣΤΕΡΛΙΝΕΣ, ΠΟΥ ΕΚΡΥΨΕ ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ!
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΙ ΠΟΤΕ... ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΜΕΝΟΥΝ ΘΑΜΜΕΝΕΣ ΕΔΩ, ΣΤΟ ΝΗΣΑΚΙ ΣΑΣ! ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ...;
ΕΔΩ;
ΑΚΡΙΒΩΣ! Ο ΧΑΡΤΗΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ, ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ ΔΕΝΤΡΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΛΩΡΙΔΑΣ ΓΗΣ...
ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ...
282
ΚΑΡΑΜΠΑ ΚΑΡΑΜΠΙΤΑ! ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ ΜΑΣ!
ΑΜ
Κ
Μ
Π
ΠΡΙΝ ΑΡΧΙΣΕΙΣ ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ... ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ!
ΖΙΙΙΝΓ
ΠΑΝΤΩΣ ΜΑΣ ΑΞΙΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΙΣΑ, ΑΠΑΙΣΙΕ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗ!
ΧΕ! ΧΕ! ΧΕ! ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ!
ΒΟΗΘ...! ΜΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥΝ!
283
ΜΑ ΤΑ ΤΥΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΝΤΑΡΚΓΟΥΝΤ!
ΑΚΙΝΗΤΟΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ, ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΖΗΣΕΤΕ!
ΞΕΡΩ ΟΤΙ Ο ΦΟΞ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΠΟΥΛΗΣΕ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ ΧΑΡΤΗ ΣΤΟΝ ΝΤΙΓΚΙΝΓΚ ΜΠΙΛ... ΚΑΙ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΧΕΙ! ΓΙ΄ ΑΥΤΟ, ΔΩΣΤΕ ΤΟΝ ΑΜΕΣΩΣ!
ΠΡΟΣΕΧΕ, ΜΟΝΚ! Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΤΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ!
ΑΛΗΘΕΙΑ;
;
Ο ΦΟΞ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ; ΧΑ! ΧΑ! ΧΑ! ΤΩΡΑ ΤΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΟΛΑ!
ΨΑΧΝΟΥΜΕ ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΑΠΟ ΣΑΣ... ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ!
!
284
ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΤΟΥ ΝΤΑΡΚΓΟΥΝΤ! ΚΟΡΟΪΔΕΨΕ ΤΟΝ ΜΠΙΛ...
... ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΕΙΣΤΕ ΠΙΟ ΑΝΟΗΤΟΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ!
ΚΑΙ ΘΑ ΣΚΑΨΕΙΣ ΕΣΥ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΑ!
ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΨΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ...; ΘΑ ΤΟ ΔΟΥΜΕ!
ΕΜΠΡΟΣ...
ΞΕΚΙΝΑ ΔΟΥΛΕΙΑ!
ΚΛΙΚ
ΩΧ!
ΜΠΑΜ Α ΜΠ Μ
285
ΜΠΑ Μ
ΣΜ Α Κ
ΑΜ Π Μ
Π Α Τ N
ΤΑΜ
Μ
Π ΑΜ
286
ΑΡΚΕΤΑ ΠΙΑ, ΦΙΛΕ!
Π
ΑΝΟΗΤΟΙ! ΟΛΟΙ ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΦΟΞ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ! ΟΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΤΙΓΚΙΝΓΚ ΜΠΙΛ!
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΔΕΣΩ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΛΑΚΕΣ... ΘΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΟΔΕΥΣΩ ΣΤΟΝ ΠΙΟ ΚΟΝΤΙΝΟ ΣΕΡΙΦΗ! ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΑΘΑΡΙΣΟΥΝ ΤΟ ΜΥΑΛΟ!
ΓΚΛΟΥΠ!
ΜΜΜ...
ΚΙ ΑΝ Ο ΧΑΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΣ;
ΕΜΠΡΟΣ! ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΛΤΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ!
ΕΤΣΙ...
287
ΝΑΙ!
ΗΣΥΧΑΣΕ, ΖΑΓΚΟΡ!
Κ Α Π ΕΝ Γ Μ Π Τ ΟΥ Τ
NΤ N
ΘΑ ΓΥΡΙΣΩ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΩ, ΤΣΙΚΟ! ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΕΣΥ ΚΙ Ο ΝΤΙΓΚΙΝΓΚ ΜΠΙΛ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΚΑΜΙΑ ΒΛΑΚΕΙΑ!
ΤΕΛΟΣ 288
ΕΦΥΓΕ;
ΜΙΑ Ν ΕΚΡΗ ΕΑ ΚΤΙΚ ΠΡΟ Η ΣΩΠ ΙΚΟΤ ΗΤΑ
ΜΑΝΑΟΥΣ, 1975 289
«ΜΑΝΑΟΥΣ, 1975»
O
χαρακτήρας «Mister NO» είναι, με απόλυτη βεβαιότητα, ό,τι πιο αντισυμβατικό και ρηξικέλευθο έχει να παρουσιάσει το αξεπέραστο δίδυμο των Sergio Bonelli - Gallieno
Ferri στη διάρκεια της πολύχρονης συνεργασίας τους. Ο S.B. βρίσκει εδώ την ευκαιρία να ταυτισθεί με τον ήρωά του, αφού μέσα στις ιστορίες (που, σύμφωνα με το σενάριο, εκτυλίσσονται κατά τη χρονική περίοδο 1952 - 1969) έχει φροντίσει να ενσωματώσει ολόκληρο τον πλούτο των ταξιδιωτικών εμπειριών που απέκτησε σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο «Jerry Drake Junior» (το κατά κόσμον όνομα του πρωταγωνιστή) είναι ένας Αμερικανός πιλότος που πολέμησε κατά των Ιαπώνων στον Β΄ Π.Π. Μάλιστα στα χέρια τους απέκτησε και το προσωνύμιό του «κύριος ΟΧΙ», αντέχοντας στα βασανιστήρια της ανάκρισης. Ωστόσο, η μεταπολεμική πραγματικότητα των μεγαλουπόλεων τον απωθεί κι έτσι αναζητεί την «Ιθάκη» του στο εξωτικό χωριό Μανάους της Βραζιλίας, όπου εργάζεται ως τουριστικός ξεναγός με ένα μικρό αεροσκάφος τύπου «Πάιπερ». Χαρακτήρας ανθρώπινος και τρωτός (ευέξαπτος, αθυρόστομος και πότης), απεχθάνεται τη βία, αλλά δεν καταφέρνει να την αποφύγει, λόγω μιας ανήσυχης φύσης και ενός ανυπόταχτου εσωτερικού κόσμου. Δίπλα του, εκτός από όμορφες γυναίκες, βρίσκεται ένας ακόμη απόκληρος της κοινωνίας, ο Γερμανός αντιναζιστής, πρώην μέλος των «Afrika Korps» του Erwin Rommel και δεινός μαχαιροβγάλτης, «Otto Kruger», που οι ντόπιοι τον αποκαλούν κοροϊδευτικά «Esse Esse». Σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την εμφάνισή του στην Ιταλία (Ιούνιος 1975, με την αρχική σειρά να τερματίζεται τον Δεκέμβριο του 2006) ο «Mister NO» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά σε μηνιαία μορφή και στο ελληνικό κοινό στις 17 Απριλίου του 1976, πάντα από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά. Οι εξωτικές ιστορίες του «Mister NO» γνώρισαν επίσης μεγάλη επιτυχία τόσο στην Τουρκία όσο και στην (πρώην) Γιουγκοσλαβία, αλλά και σε Ισπανία και Πορτογαλία. Στην περιπέτεια (8 σελίδων) που ακολουθεί, με τίτλο «Μανάους, 1975», μια όμορφη Ιταλίδα αναζητεί εναγωνίως τον Τζέρι Ντρέικ, προκειμένου να του ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό. Όμως ούτε ο Κρούγκερ, ούτε κανείς άλλος στην πόλη είναι σε θέση να την βοηθήσει, αφού ο «Mister NO» έχει γίνει άφαντος απ’ όλα τα γνωστά του στέκια... Τελικά τι μπορεί να ήταν αυτό το τόσο σπουδαίο νέο που ο ήρωάς μας δεν κατάφερε να πληροφορηθεί έγκαιρα; Η συγκεκριμένη ιστορία είναι μια πολύ πρόσφατη δημιουργία των Luigi Mignacco και Roberto Diso, δημοσιεύτηκε δε σε μια ειδική έκδοση του περιοδικού «Cronaca di Topolinia», τον Ιούνιο του 2015.
290
ΜΑΝΑΟΥΣ, 1975 ΣΕΝΑΡΙΟ: L. MIGNACCO ΣΧΕΔΙΟ: R. DISO
ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ! ΜΙΣΤΕΡ ΝΟΟΟ!
291
ΟΥΦ... ΘΑ ΔΟΚΙΜΑΣΩ...
ΤΙΠΟΤΕ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ...
ΚΡΟΙΙΙΝΚ
ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ;
ΜΜΜ...
ΟΧΙ!
;
292
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΩ, ΚΟΥΚΛΑ; ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΦΡΕΣΚΑΡΙΣΤΩ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΟΛΟΣ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ!
ΕΧΜ... ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΤΖΕΡΙ ΝΤΡΕΪΚ, ΤΟΝ ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ!
"... ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΠΑΡ ΤΟΥ ΠΑΟΥΛΟ ΑΝΤΟΛΦΟ;"
ΤΟΤΕ ΨΑΞΕ ΤΟΝ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΝΩΣΤΑ ΤΟΥ ΜΕΡΗ...
OH WHEN THE SAINTS... GO MARCHIN' IN...
293
ΟΧΙ, Ο ΓΚΡΙΝΓΚΟ ΔΕΝ ΦΑΝΗΚΕ ΑΚΟΜΑ...
... ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΑΛΚΟΟΛ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΑΠΟΥΛΑ ΓΙΑ ΠΟΚΕΡ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΕΔΩ...
ΟΣΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, Ο ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ ΘΑΜΜΕΝΟΣ!
WHEN THE SAINTS GO MARCHIN' ΙΝ...
... ΚΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ!
... AND I' LL BE IN THAT NUMBER... ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΠΑΟΥΛΟ!
ΑΛΗΘΕΙΑ, ΜΕΟΥ ΜΠΕΜ; ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΒΑΖΕΙΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ;
WHEN THE SAINTS GO MARCHIN' ΙΝ...
ΟΥΦ! ΘΕΛΕΙΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ, ΦΙΛΕΝΑΔΑ; ΞΕΧΝΑ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΥΠΟ...
ΜΜΜ...
... ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΕΔΩ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΠΕΤΑΕΙ!
294
ΟΧΙ, ΔΕ ΝΟΜΙΖΩ ΝΑ ΠΗΓΕ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ...
ΜΑ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ, Ε; ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΠΩΣ...
"... ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΓΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ!"
... ΜΕ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΚΟΛΠΟ!
ΣΠΟΥΤ
ΤΑΜΠ
ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ;!
ΒΡΡΡΡΡ
;
ΒΡΡΡΡΡ
295
ΕΜΕΝΑ ΛΕΤΕ; ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΕΧΩ ΜΑΘΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ! ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΤΟΥ ΜΙΛΗΣΕΤΕ ΤΩΡΑ, ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΕΙΤΕ...
"... ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΑΜΑΖΟΝΑΣ!"
ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΝ;
ΟΥΤΕ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ! Ο ΤΖΕΡΙ ΝΤΡΕΪΚ, ΓΝΩΣΤΟΣ ΩΣ ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ, ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ! ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΧΑΣΙΜΟ!
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΡΚΕΤΑ!
ΜΑ... ΑΥΤΟ ΘΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΟΥ ΠΕΙΤΕ;
ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ! ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ... ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ!
ΩΧ!
ΝΤΑΠ
296
ΣΥΓΓΝΩΜΗ, ΜΙΣ! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΣΑΣ;
ΜΠΑ, ΔΕ ΝΟΜΙΖΩ! ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙ!
ΑΝΤΙΟ, ΜΑΝΑΟΥΣ!
Α, ΗΡΘΕΣ! ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΕΨΑΧΝΕ ΠΑΝΤΟΥ ΤΟΝ "ΤΖΕΡΙ ΝΤΡΕΪΚ, ΓΝΩΣΤΟ ΩΣ ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ"!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΟΥ ΣΕ ΑΦΟΡΑ...
... ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ!
297
Α, ΝΑΙ; ΚΑΙ ΤΙ ΗΘΕΛΕ;
;!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΧΩΡΑ...
ΒΓΗΚΕ Ο ΜΙΣΤΕΡ ΝΟ;
ΣΤΑΣΟΥ, ΝΑΙ... ΗΡΘΕ ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΝΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ!
ΙΟΥΝΙΟΣ 1975, ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ...
ΠΡ
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΑΚΟΜΑ!
298
Μ ΕΚ ΙΑ ΝΕ Ρ ΟΣ ΗΚΤ Α ΩΠ Ι ΙΚΟ ΚΗ ΤΗ ΤΑ
ΤΕΛΟΣ
299
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
«ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ» ια από τις πρώτες δημιουργίες των τριών φίλων απ’ το Τορίνο, που επί σχεδόν μισό αι-
M
ώνα άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην παγκόσμια παραγωγή εικονογραφημένων
ιστοριών, υπογράφοντας τα έργα τους με το ακρωνύμιο «EsseGesse», είναι ο «Capitan Miki». Ξεκίνησε να εκδίδεται απ’ την ιταλική εταιρεία Dardo (με έδρα το Μιλάνο) την 1η Ιουλίου του 1951, έχοντας ως τίτλο της 1ης ιστορίας τη φράση «I Rangers del Nevada». Τον βασικό ήρωα - ένα νεαρό Αμερικανό ρέιντζερ - πλαισιώνουν, εκτός της μνηστής του (ονόματι «Susy»), και δυο πιστοί φίλοι. Πρόκειται για τους «Doppio Rhum» (στα ελληνικά «Τσικουδιάς») και «Doctor Salasso» («Αφαίμαξη»), φυσιογνωμικά πρότυπα των οποίων αποτέλεσαν οι ηθοποιοί του παλιού αμερικανικού κινηματογράφου Walter Andrew Brennan (1894 - 1974) και Thomas Mitchell (1892 - 1962), αντίστοιχα. Ωστόσο, για τον «Τσικουδιά» έχει υποστηριχθεί πως η μορφή του είναι βασισμένη στον George Francis «Gabby» Hayes (1885 - 1969). Θεωρείται πάντως ότι και ο ίδιος ο «Miki» είναι φτιαγμένος πάνω στο «καλούπι» του ηθοποιού Anthony Perkins (1932 - 1992). Η αρχική σειρά ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1967. Λίγους μόνο μήνες μετά τον τερματισμό της έκδοσης στην Ιταλία, ο Στέλιος Ανεμοδουράς αποφάσισε να την παρουσιάσει και στη χώρα μας, μέσα απ’ το νέο 15θήμερο έντυπό του «Εικονογραφημένος Μικρός Ήρως», που κυκλοφόρησε την 1η Ιουλίου του 1968. Μάλιστα την 1η Ιουνίου του 1986 επανέλαβε την έκδοση από τον εβδομαδιαίο «Μικρό Ιππότη» και για 159 συνεχόμενα τεύχη. Εκδόθηκε επίσης στη Γαλλία (σαν «Miki», απ’ την εταιρεία Lug, το χρονικό διάστημα 1958 - 1998, με συνολικά 494 τεύχη), τη Σκανδιναβία (Σουηδία 1953 - Νορβηγία 1954), την Ισπανία, την Τουρκία και την (πρώην) Γιουγκοσλαβία. Στην 10σέλιδη ιστορία «Πολιορκία στο Φρούριο» («Assedio al Forte»), σε σενάριο και σχέδιο του Ισπανού καλλιτέχνη Jose Ortiz (1932 – 2013), που δημοσιεύθηκε το 1959 στο ετήσιο Αλμανάκ με τίτλο «Pequeno Heroe», οι ρέιντζερς του «Κούλβερ» και ο ίδιος ο διοικητής τους πέφτουν σε μια καλοστημένη παγίδα, χάρις στη δολιότητα του αρχηγού μιας άγριας ινδιάνικης φυλής και ενός λευκού συνεργάτη τους. Ο Μίκι και οι πιστοί σύντροφοί του αιχμαλωτίζονται από τους ερυθρόδερμους και ανακρίνονται για να αποκαλύψουν το μέρος που φυλάσσονται τα όπλα των στρατιωτών. Έρμαιο στα χέρια των κακούργων η Σούζυ, καθώς την έχουν απαγάγει για να δοκιμάσουν την αξιοπιστία του ήρωά μας, θα καταφέρει άραγε να αποφύγει το θάνατο που την απειλεί άμεσα; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες που ακολουθούν.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ TO ΚΑΡΑΒΑΝΙ ΤΟΥ ΣΙΝΓΚΕΡ ΕΧΕΙ ΔΕΧΤΕΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΝΔΙΑΝΟΥΣ... ΣΤΟ ΑΣΠΕΝ ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ... ΚΑΝΥΟΝ... ΘΑ ΣΩΡΙΑΣΤΕΙ!
ΣΕΝΑΡΙΟ & ΣΧΕΔΙΟ: J. ORTIZ
ΕΝΑΣ ΙΠΠΕΑΣ ΦΤΑΝΕΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΟΥΛΒΕΡ...
Ο ΤΟΜΑΣ ΣΙΝΓΚΕΡ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΒΟΗΘΗΣΩ! ΕΣΥ, ΛΟΧΑΓΕ ΜΙΚΙ, ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙΣ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΟΣΟ ΘΑ ΛΕΙΠΩ!
ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΣΑΣ, ΣΥΝΤΑΓMΑΤΑΡΧΑ!
ΜΙΑ OMAΔΑ ΑΝΤΡΩΝ, ΜΕ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΜΠΡΑΟΥΝ, ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ...
ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ!
... ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ, ΟΜΩΣ, ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΕΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΕΙ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ... ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ!
301
ΑΝΤΙΟ, ΜΙΚΙ! ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΤΗ ΣΟΥΖΥ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΛΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΣΤΗ ΦΥΛΑΞΗ ΜΑΣ!
ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ! ΚΥΚΛΩΣΑΝ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ!
ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ! ΣΤΑ ΟΠΛΑ! ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ!
ΘΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ! ΡΙΧΝΕΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ, ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΙΣ ΣΦΑΙΡΕΣ!
ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΕΣΥ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΜΟΥ, ΚΟΜΠΟΓΙΑΝΝΙΤΗ!
ΜΑ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΜΕΘΥΣΙΑ! ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΝΑ ΦΥΓΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ Ο ΑΦΑΙΜΑΞΗΣ, ΠΟΥ ΠΕΡΙΠΟΙΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ...
ΜΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΑΥΤΟΣ;
AXX!
ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ!
302
ΠΡΟΔΟΣΙΑ!
ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΗΣΟΥΝ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ...
ΕΛΑΤΕ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ! ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ...
ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΛΥ, ΜΙΚΙ! ΑΝ ΗΤΑΝ ΕΔΩ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ...
303
ΜΑ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΜΠΟΣΙΑ! ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΑΦΑΙΜΑΞΗΣ;
ΘΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΟΥΜΕ, ΚΑΛΗ ΜΟΥ, ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ!
ΘΑ ΜΑΣ ΓΔΑΡΟΥΝ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΙ ΟΙ «ΦΤΕΡΩΤΟΙ»! ΑΛΛΑ ΘΑ ΠΟΥΛΗΣΟΥΜΕ ΑΚΡΙΒΑ ΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΜΑΣ!
ΕΙΔΕΣ ΠΩΣ ΤΟΥ ΞΥΡΙΣΑ ΤΟ «ΛΟΦΙΟ»;
ΝΑΙ! ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ «ΦΤΕΡΑ»!
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΕΡΓΟΣ ΤΟΥ, ΣΜΙΘΣΟΝ, ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ, ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣ ΤΥΧΗ...
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΕΔΩ!
ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ! Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΙΚΙ ΘΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ!
ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ ΡΙΧΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΛΥΣΣΑΛΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΥΝ ΠΟΣΟΥΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΘΑ ΧΑΣΟΥΝ...
ΚΡ
ΜΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΘΥΣΙΑ! ΒΑΛΕ ΓΥΑΛΙΑ, ΑΦΑΙΜΑΞΗ! ΕΓΩ ΤΟΝ ΠΕΤΥΧΑ!
ΑΚ
304
Ο ΜΙΚΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ...
ΛΟΧΑΓΕ ΜΙΚΙ, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΝΑΣ ΡΕΪΝΤΖΕΡ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΝΕΧΩΡΙΣ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ, ΝΑ ΜΑΣ ΤΑΙ ΕΤΣΙ ΕΥΚΟΛΑ, ΠΑΡΑΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΟΠΛΑ ΚΟΚΚΙΝΕ ΑΕΤΕ! ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΕ! ΔΕΝ ΣΕ ΦΟΒΑΜΑΙ!
ΑΘΛΙΟΙ! ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝ!
ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ, ΜΙΚΙ! ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!
305
... ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΤΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ, ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΙΑΣΟΥΝ... ΘΑ ΚΑΤΑΡΑΣΣΤΟΝ ΠΑΣΣΑ- MIKI! Ω, ΘΕΕ ΜΟΥ! ΣΤΑ ΤΕΙΣ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΛΟ ΤΩΝ ΒΑΣΑΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΣΟΥ! ΝΙΣΤΗΡΙΩΝ! ΑΓΡΙΩΝ!
ΟΧΙ ΑΥΤΟΝ! ΒΑΣΑΝΙΣΤΕ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ! ΚΑΨΤΕ ΤΗΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΕ ΒΡΑΣΤΟ ΝΕΡΟ!
ΟΥΓΚ! Ο ΧΛΩΜΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ!
ΚΟΚΚΙΝΕ ΑΕΤΕ! ΤΑ ΟΠΛΑ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΔΩ... ΜΕΡΙΚΑ ΦΥΛΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΜΑΝΥΟΝ, ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ ΣΤΗ ΓΕΛΟΟΥ ΒΑΛΕΫ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΩ, ΜΙΚΙ! ΛΟΙΠΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΣΟΝ... ΓΙΑΤΙ ΜΙΛΗΣΕΣ; ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΩ!
ΑΝ ΧΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ, ΘΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΠΑΝΟΠΛΟΙ ΤΟΝ ΣΥΝΤΑΓΣΑΝ ΕΓΓΥΗΣΗ ΜΑΤΑΡΧΗ, ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΨΕΙ ΣΤΟ ΦΡΟΥΜΑΣ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ! ΑΝ ΡΙΟ! ΜΑΣ ΕΙΠΕΣ ΨΕΜΑΤΑ, ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!
ΕΓΩ ΘΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΩ ΤΟN ΦΡΟΥΡΟ ΜΑΣ! ΕΣΥ, ΜΙΚΙ, Θ’ ΑΝΕΒΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥ ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΕΙ ΣΤΟ ΔΟΚΑΡΙ ΤΗΣ ΟΡΟΦΗΣ...
ΜΑ ΤΙΣ ΧΙΛΙΕΣ ΚΡΑΙΠΑΛΕΣ! ΤΙ ΒΛΑΚΕΙΕΣ ΛΕΣ;
ΚΑΝΕ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΜΙΚΙ! Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΔΕΝ ΞΕΓΕΛΙΕΤΑΙ ΕΤΣΙ ΕΥΚΟΛΑ! ΑΧΧΧ... Η ΜΕΣΗ ΜΟΥ!
ΚΟΝΤΕΥΩ... ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ!
ΘΕΕ ΜΟΥ! ΑΦΑΙΜΑΞΗ, ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ! ΕΧΕΤΕ ΚΑΜΙΑ ΙΔΕΑ; Η ΣΟΥΖΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΑΜΕΣΑ!
ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΟΙΤΑ ΑΥΤΟΣ; ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΡΟΥΜΙ ΔΕΝ ΣΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΟΥΤΕ ΧΑΛΙΑ! ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΚΟΥΣΤΕ, ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ!
ΜΗΠΩΣ ΕΧΕΙΣ ΛΙΓΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, ΦΙΛΕ; ΣΤΕΓΝΩΣΕ ΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΑΣ!
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!
306
ΛΟΙΠΟΝ, ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ!
OXI, ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΕΡΟ ΦΩΤΙΑΣ!
ΧΜΜ... ΕΓΩ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ!
ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΤΕΡΟ... ΛΙΓΟ ΡΟΥΜΙ...
ΒΓΕΙΤΕ, ΠΑΙΔΙΑ! ΕΧΕΙ ΑΛΛΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΦΡΟΥΡΟΥΣ ΑΠΟ ΔΩ!
ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΕΡΟ ΦΩΤΙΑΣ!
ΜΑ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΜΕΘΥΣΙΑ! ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ!
MΠΡΑΒΟ, ΜΙΚΙ!
ΣΕ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΪΝΤΖΕΡΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ... ΛΟΧΑΓΕ ΜΙΚΙ! ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΣΑΣ!
ΟΙ ΛΙΓΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ, ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΗ ΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΜΕΘΩΝΤΑΣ...
ΝΑ ΤΑ ΟΠΛΑ ΠΟΥ ΕΨΑΧΝΑΝ! Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΤΑ ΕΙΧΕ ΚΡΥΨΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΠΗΓΑΔΙ!
307
ΜΑΝΙ,
ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ! ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!
ΕΓΩ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΙΝΔΙΑΝΩΝ...
ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ ΑΛΚΟΟΛ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ...
ΜΑ ΤΟΝ ΜΑΝΙΤΟΥ!
ΛΟΧΙΑ, ΣΤΕΙΛΤΕ ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ!
ΕΛΠΙΖΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ, Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΜΙΘΣΟΝ, ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΠΕΙΡΑΞΕΙ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΣΟΥΖΥ!
ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΣΑΣ, ΛΟΧΑΓΕ!
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΟΥΖΥ ΚΡΕΜΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΛΩΣΤΗ... ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ! ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΡΕΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΕΝΟΣ ΡΕΪΝΤΖΕΡ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!
308
ΑΠΟ ΔΩ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΛΟ ΤΟ ΓΕΛΟΟΥ ΒΑΛΕΫ! ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΚΑΝΕΝΑ ΦΥΛΑΚΙΟ...
ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΤΟΥ ΣΟΥΖΥ;
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΜΙΚΙ ΕΙΠΕ ΨΕΜΑΤΑ!
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΕΤΟΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ! ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ! ΠΕΤΑ ΤΗΝ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ, ΣΜΙΘΣΟΝ!
ΕΧΕ ΓΕΙΑ, ΚΟΥΚΛΑ! ΧΑ! ΧΑ!
ΕΓΩ... ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ!
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ! ΣΟΥΖΥ!
ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΟΣ!
ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΙΚΙ!
ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ! ΤΟΥΣ ΘΕΛΩ ΝΕΚΡΟΥΣ Ή ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ!
ΑΚΙΝΗΤΟΣ, ΣΜΙΘΣΟΝ! ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ!
ΣΟΥΖΥ! ΩΩΧΧ!
ΛΟΧΑΓΕ ΜΙΚΙ! ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΝΑ ΤΗ ΣΩΣΕΙΣ!
ΣΟΥΖΥ, ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ... ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ, ΕΣΠΑΣΕΣ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΚΑΛΟ;
Ο ΜΙΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΧΑΝΟΥΝ ΕΔΑΦΟΣ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ... ΙΧΑΑΑΑΑΑ! ΘΑ ΣΟΥ ΠΑΡΩ ΤΟ ΣΚΑΛΠ, ΡΕΪΝΤΖΕΡ!
309
ΑΧΧΧ!
Μ
Π
! Κ Γ Ν Α
ΠΙΣΩ! ΚΑΝΤΕ ΟΛΟΙ ΠΙΣΩ!
OI ΡΕΪΝΤΖΕΡΣ! ΣΩΘΗΚΑΜΕ!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ!
Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΝΔΙΑΝΩΝ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΑΡΧΗΓΟΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ...
ΛΟΧΑΓΕ! ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΜΟΛΙΣ ΕΛΑΒΑ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ! ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΝΔΙΑΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΜΑΝΥΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΣΟΝ, ΘΑ ΒΡΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΥΠΟΔΟΧΗ! ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΝΕΑ!
Η ΙΔΕΑ ΝΑ ΧΩΡΙΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΙΝΔΙΑΝΟΥΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΣΩΣΕ!
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΦΤΑΣΑΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΩΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ! ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ ΜΟΥ!!!
ΤΕΛΟΣ 310
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
311
«ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ» ια τους Ιταλούς (και όχι μόνο) η φιγούρα ενός κάου - μπόυ με
Γ
πλατύγυρο καπέλο και το κολτ ανά χείρας, αποτελεί μια από
τις πλέον αναγνωρίσιμες μορφές λαϊκής κουλτούρας. Γέννημα της ανεξάντλητης φαντασίας του ιδρυτή της εικονογραφημένης παράδοσης στη γειτονική χώρα, Gian Luigi Bonelli (1908 - 2001), ο «Tex Willer» «ζωντάνεψε» στο χαρτί απ’ το πενάκι του εικονογράφου Aurelio Galeppini (1917 - 1994). Ο G. L. Bonelli εμφάνισε
τον ήρωά του στις 30 Σεπτεμβρίου του 1948, μέσω του εκδοτικού οίκου L’ Audace, προγόνου της εταιρείας Sergio Bonelli Editore, όπως εξελίχθηκε αργότερα η επιχείρηση του γιου του, Sergio. Σε μια εποχή κατά την οποία ο αμερικανικός κινηματογράφος προσέγγιζε την «Άγρια Δύση» με το απόλυτο στερεότυπο δυο αντίθετων πόλων, αποδίδοντας ξεδιάντροπα τον ρόλο των «κακών» στους ερυθρόδερμους, ο ιδεαλιστής Bonelli εισήγαγε έναν ήρωα που όχι μόνο αμφισβητούσε την «de jure» αθωότητα των λευκών, αλλά επιπλέον υπεράσπιζε τα δίκαια των ανίσχυρων και των καταπιεσμένων, ανεξάρτητα απ’ το χρώμα και τη φυλή τους. Συνεπικουρούμενος από μια τριάδα συντρόφων (που την αποτελούν ο γιος του «Kit Willer», ο πιστολέρο «Kit Karson» κι ο Ινδιάνος – της φυλής των Navajo - «Tiger Jack») ο Tex ή «Αετός της Νύχτας» περιδιαβαίνει ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια χωρίς να περιορίζεται ούτε στο χρονικό (καθώς απ’ το σενάριο δεν λείπουν οι μελλοντολογικές επιρροές) ούτε στο ιστορικό πλαίσιο που, ωστόσο, αφορά στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι ιστορίες του δημοσιεύθηκαν σε Κροατία, Σερβία, Γαλλία, Νορβηγία, Φινλανδία, Τουρκία, Ισραήλ, Ινδία, ακόμη και στη Βραζιλία (υπό τον τίτλο «Tex Colecao») σε μηνιαία βάση από τις εκδόσεις Globo, με κυκλοφορία 1ου τεύχους τον Φεβρουάριο του 1987. Ο Tex μεταφέρθηκε και στο ιταλικό σινεμά από τον Amadeo («Duccio») Tessari (1926 - 1994) με την ταινία «Tex e il signore degli abissi» (1985), έχοντας βασικό πρωταγωνιστή τον δημοφιλή ηθοποιό Giuliano Gemma (1938 - 2013). Επίσης παρουσιάστηκε και στις ΗΠΑ, τη χώρα όπου γεννήθηκε το ουέστερν, χάρις στην υπέροχη επίτομη δημιουργία (224 σελίδων) του εμβληματικού Joe Kubert (1926 – 2012) «ΤΕΞ, ο Μοναχικός Καβαλάρης» («TEX, the Lonesome Rider», Sergio Bonelli Editore / Strip Art Features, 2001), σε σενάριο του Claudio Nizzi. Στην παρούσα ιστορία (12 σελίδων) με τίτλο «Morte nel Deserto» (σενάριο του C. Nizzi και σχέδιο του Giovanni Ticci), ο Τεξ, καταδιώκοντας δυο ληστές τραπεζών μέσα στην έρημο της Τουλαρόζα, καταφέρνει γρήγορα να βρει τα ίχνη τους. Ωστόσο, δίπλα στον ένα ημιθανή κακοποιό καραδοκεί ο άλλος, προσποιούμενος το νεκρό. Ο Τεξανός ρέιντζερ αιφνιδιάζεται και εξουδετερώνεται απ’ τον ληστή, ο οποίος και τον εγκαταλείπει λιπόθυμο πάνω στην καυτή άμμο. Μια τεράστια δοκιμασία ξεκινά για τον ήρωά μας που, εκτός από την υποχρέωση να συλλάβει τον παράνομο, θα πρέπει να παραδώσει στα χέρια του Νόμου και τον ετοιμοθάνατο σύντροφό του... Η ιστορία αυτή δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1992 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «TV Sorrisi e Canzoni».
312
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
ΣΕΝΑΡΙΟ: C. NIZZI • ΣΧΕΔΙΟ: G. TICCI
Το πρόσωπο του Τεξ είναι έργο του G. I. Bonelli και γραφική δημιουργία του Aurelio Galleppini.
ΕΝΑ ΚΑΥΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΡΟΖΑ...
ΞΕΚΑΘΑΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΕΤΡΑΠΟΔΕ ΦΙΛΕ...
... ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥΣ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΑΠΟ ΔΙΨΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑΝ ΝΑ ΤΑ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ...
ΗΞΕΡΑ ΟΤΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΠΟΛΥ, ΑΦΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΝΕΡΟ!
ΒΑΜΟΣ!*
*ΠΑΜΕ!
313
Ο ΓΕΡΟ-ΚΑΡΣΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΗΣΩ ΕΝΩ ΚΟΙΜΟΤΑΝ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟΝ ΤΡΑΒΑΩ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΠΟΥ ΑΡΠΑΞΕ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΒΓΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ...
ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΟΙΡΑ... ΑΥΤΗ Η ΕΡΗΜΟΣ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΙ!
... ΚΙ ΕΓΩ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΩ ΝΑ ΞΕΦΥΓΟΥΝ!
ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ...
!
; ΦΤΑΣΑΜΕ!
314
ΤΟ ΟΤΙ ΟΙ ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΕΒΕΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΝ ΤΟ ΤΣΙΜΠΟΥΣΙ ΤΟΥΣ, ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΔΥΟ ΦΥΓΑΔΕΣ ΔΕΝ ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΤΙΝΑΞΕΙ ΑΚΟΜΑ...
ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΡΑ!
!
315
ΜΜΜ... ΙΣΩΣ ΕΠΕΣΕ Η ΑΥΛΑΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ!
ΟΧΙ... ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΙΑ, ΑΛΛΑ ΖΕΙ...
ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΑΛΛΟ...
!
ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΒΛΑΚΑ! ΣΕ ΕΙΔΑ ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ!
ΝΑ ΠΑΡΕΙ! ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑ ΣΑΝ ΠΡΩΤΑΡΗΣ!
ΕΜΠΡΟΣ! ΒΓΑΛΕ ΤΗ ΖΩΝΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ!
316
ΔΕ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ; ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΚΑΚΑ ΧΑΛΙΑ...
ΤΩΡΑ ΚΑΝΕ ΠΙΣΩ ΜΕ ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!
ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ ΔΕΝ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΓΙ΄ ΑΥΤΟ ΑΣ ΣΩΘΩ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΓΩ!
ΑΛΗΘΕΙΑ, Ο ΓΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ ΠΕΘΑΝΕ;
ΧΑ! ΧΑ! ΧΑ! ΕΣΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ, ΡΕΪΝΤΖΕΡ!
ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΑ! ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, ΣΚΟΥΛΗΚΙ;
ΛΥΠΑΜΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΣΕ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΩ! ΘΑ ΖΗΣΕΙ ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΕΙ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟ!
ΞΑΦΝΙΚΑ Ο ΤΕΞ ΒΓΑΖΕΙ ΕΝΑ ΣΦΥΡΙΓΜΑ...
! ! ! Ι Ι ΦΙ 317
ΑΣΤΟΝ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!
... ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ, ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΤΑΕΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΓΚΕΜΙΑ, ΤΙΝΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟΤΟΜΑ...
ΗΡΕΜΑ, ΑΘΛΙΟ ΖΩΟ!
ΜΕΓΑΛΟ ΦΙΔΙ!
ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕΙΣ, Ε; ΘΑ ΣΕ ΕΣΤΕΛΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΟ ΠΤΩΜΑ ΣΟΥ!
NΤΑΠ
Ο ΦΟΝΟΣ ΕΝΟΣ ΡΕΪΝΤΖΕΡ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΩ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΩ... ΑΣΕ ΠΟΥ ΘΑ ΤΑ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙ ΟΛΑ Η ΕΡΗΜΟΣ!
318
ΣΗΚΩ, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΙΝΗΘΟΥΜΕ ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ!
Η ΝΥΧΤΑ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ...
ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ... ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ...
ΓΙΑΤΙ... ΘΕΣ ΝΑ... ΜΕ ΣΩΣΕΙΣ;
ΜΗΝ ΤΟ ΛΕΣ ΑΚΟΜΑ... ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ, ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΗΓΑΔΙ...
319
ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΡΙΞΩ ΣΕ ΕΝΑ ΚΕΛΙ ΜΕ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ, ΒΕΒΑΙΑ!
ΜΕΡΙΚΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ...
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ...
ΚΡΑΤΑ ΓΕΡΑ...
ΑΧ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΑΜΕΣΩΣ... ΝΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΟΥΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ...
320
ΑΛΛΑ, ΤΕΛΙΚΑ, Ο ΗΛΙΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΞΑΝΑ...
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΚΤΟΙ... Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ...
... ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΔΙΨΑΣ...
... ΚΑΙ Η ΚΟΥΡΑΣΗ... Η ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ...
321
;!
ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕΤΑ...
ΚΑΤΑΡΑ! ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΟN ΓΙΑΤΡΟ, ΓΡΗΓΟΡΑ!
*
*ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΑΛΟΓΑ.
322
ΕΙΣΑΙ ΤΡΟΜΕΡΑ ΤΥΧΕΡΟΣ, ΟΥΙΛΕΡ! ΑΝ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΓΕΡΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΔΕΝ ΣΑΣ ΕΒΡΙΣΚΕ ΕΓΚΑΙΡΑ, ΘΑ ΕΙΧΕΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ...
ΠΕΘΑΝΕ;
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ;
ΕΔΩ ΚΑΙ ΩΡΑ! ΗΣΟΥΝ ΠΟΛΥ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΕΣΕΡΝΕΣ ΕΝΑ ΠΤΩΜΑ...
ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΣΕΡΙΦΗ!
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ... ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΣΟ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ, ΑΛΛΙΩΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΒΛΑΚΑΣ ΘΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
323
ΑΝΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΕΝΑ, ΣΚΟΥΛΗΚΙ!
Μ ΠΑ Μ ΑΜ Π Μ
Σ
Κ Α Μ
;!
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ... ΤΑ ΛΑΘΗ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ, ΦΙΛΕ!
ΣΟΚ ΦΕΥΓΕΙΣ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΟΥΙΛΕΡ;
Ε, ΝΑΙ! Ο ΓΕΡΟ-ΚΑΡΣΟΝ ΘΑ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΒΡΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΘΥΜΟ...
ΑΝΤΙΟΣ, ΣΕΡΙΦΗ!
ΤΕΛΟΣ 324
Η
Β
Σ ΤΗΝ Υ Ο Τ Ν ΑΪ Υ Τ Ο
325
«ΒΟΥΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΪΤΗ» σειρά «Docteur Justice» είναι αποτέλεσμα της συνεισφοράς του Γάλλου σεναριογρά-
H
φου Jean Olivier (1925 - 2005) και του Ιταλού σχεδιαστή Raffaele Carlo Marcelo (1929
- 2007). Πραγματεύεται τα έργα και τις ημέρες του γιατρού «Benjamin Justice» (μια φυσιογνωμία που βασίζεται στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν), ο οποίος εργάζεται για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, παράσχοντας τις ανθρωπιστικές του υπηρεσίες ανά την υφήλιο. Εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου του 1970, στο τεύχος #69 του γαλλικού εβδομαδιαίου περιοδικού «Pif Gadget» της εταιρείας Valliant και απέκτησε μεγάλη δημοφιλία, με συνέπεια (έπειτα από 28 εμφανίσεις) να μετατραπεί σε αυτόνομη, ομότιτλη τριμηνιαία έκδοση, με συνολικά 22 τεύχη από τον Απρίλιο του 1973 έως και τον Σεπτέμβριο του 1977. Μάλιστα η ιστορία μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο (πρεμιέρα στις 17 Δεκεμβρίου του 1975) σε σκηνοθεσία του Christian-Jaque (1904 - 1994), με πρωταγωνιστή τον Αμερικανό ηθοποιό John Philip Law (1937 - 2008). Το 1978 είχε αναπαραχθεί και στην Ιταλία σαν «Doc. Justice», από τις εκδόσεις Arnoldo Mondadori, με 11 εμφανίσεις μέσα απ’ τις σελίδες του πολυθεματικού περιοδικού «Super Gulp!» που μεταξύ άλλων, δημοσίευε εναλλάξ διάφορα κόμικς. Η σειρά συνεχίσθηκε υπό διάφορες μορφές (έκτακτα τεύχη, άλμπουμ κλπ.) έως και το 1993. Τα εξώφυλλα της αντίστοιχης ελληνικής έκδοσης, η οποία ξεκίνησε την Πέμπτη 1η Ιουλίου του 1976, είναι σχεδιασμένα απ’ τον Βύρωνα Απτόσογλου (1921 - 1990), απεικονίζοντας είτε τον βασικό χαρακτήρα του περιοδικού είτε τον δευτερεύοντα. Στην 10σέλιδη ιστορία που ακολουθεί, με αυθεντικό τίτλο «Mission Rouge Retro» (των Jean Olivier, Francois Corteggiani και Emanuele Barison), o Dr. Justice φθάνει στην πρωτεύουσα της Αϊτής, Πορτ - ο - Πρενς, και συναντά μια παλιά του φίλη η οποία αγωνίζεται να ξεσκεπάσει ένα τεράστιο ιατρικό σκάνδαλο, που όμως απασχολεί ήδη από πολύ καιρό και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Εκείνη, ο πατέρας της και ο «Δίκαιος» σύντομα εγκλωβίζονται σε μια θανάσιμη παγίδα, απ’ την οποία μόνο ένα θαύμα δείχνει ικανό να τους σώσει... Η περιπέτεια αυτή δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της Β’ περιόδου του περιοδικού «Pif Gadget», τον Ιούλιο του 2004.
326
ΒΟΥΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΪΤΗ
ΣΕΝΑΡ ΙΟ:
ΤΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΡΤ-Ο-ΠΡΕΝΣ, ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΑΓΙΕΝ...
F. COR
TEGGIA NI, J. O LIVIER
ΣΧΕΔΙΟ
:
E. BAR
ISON
... ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΣΤΡΑΤΟ ΤΩΝ ΑΠΟΙΚΙΩΝ Ή ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΗΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΖΑΝ ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΑΡΙΣΤΙΝΤ...
ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ, ΔΡ. ΠΑΤΡΙΚ ΔΙΚΑΙΟΣ...
ΠΟΥ ΕΧΩ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ; ΔΟΥΛΕΥΕΙ, ΕΙΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΣ;
Ε, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΓΙΑΤΡΕ!
; ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΣΑΣ; ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ... ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΤΗΣ ΓΟΥΙΑΝΑΣ, ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ...
ΚΑΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ! ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ!
ΜΕΙΝΕΤΕ ΗΣΥΧΟΣ, ΛΟΧΙΑ! ΘΑ ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΜΠΟΡΩ!
... ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ!
... ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΡΟΠΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ, ΟΠΩΣ Η ΦΙΛΑΡΙΑΣΗ ΤΟΥ ΜΠΑΝΚΡΟΦΤ...
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;
327
... ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗ ΡΟΥΤΙΝΑ ΜΟΥ, ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΗΣ ΕΚΚΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ... Α, ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ...
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΗΣ, Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΟΜΠΙΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΣΕ ΕΝΑ ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΣΤΗΝ ΓΚΟΝΕΒ ΤΗΣ ΑΪΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΗΡΘΕ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ, ΣΤΟ ΠΟΡΤ-Ο-ΠΡΕΝΣ...
ΠΑΤΡΙΚ!
... ΕΙΧΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ... ΦΕΛΙΣΙΤΙ, ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕΣ ΚΑΘΟΛΟΥ! ΠΑΝΤΑ ΟΜΟΡΦΗ!
ΞΕΡΕΙΣ, ΜΟΝΟ ΣΕ ΣΕΝΑ ΕΧΩ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ! ΓΙ΄ ΑΥΤΟ ΣΕ ΕΒΓΑΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΣΟΥ...
ΚΙ ΕΣΥ, ΠΑΝΤΑ ΙΚΑΝΟΣ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ! ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ! ΞΕΡΕΙΣ, ΑΦΟΥ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΒΑΛΑΝ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΙΝΤ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΔΙΩΞΟΥΝ ΞΑΝΑ, Η ΑΪΤΗ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ... ... ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, ΔΙΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ!
ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΣΘΟ ΠΕΙΝΑΣ, ΡΑΒΟΥΝ ΤΙΣ ΜΠΑΛΕΣ ΤΟΥ ΜΠΕΪΖΜΠΟΛ ΤΩΝ ΗΠΑ! ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΑΙ, ΠΑΤΡΙΚ!
ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΟΤΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΗΕ, ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΑΪΤΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΕΚΑΕΤΗ ΠΟΛΕΜΟ! ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΜΗΝΕΣ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΑΚΡΙΒΥΝΑΝ ΚΑΤΑ 20%!
ΤΟ ΜΟΝΟ ΘΕΤΙΚΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΙΝΤ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ, ΙΣΩΣ, ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ... ΔΗΛΑΔΗ; ΤΑ 300.000 ΠΑΙΔΙΑ-ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΥ ΑΝΘΟΥΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, ΤΑ ΠΕΡΙΦΗΜΑ "ΤΙ ΝΤΟΜΕΣΤΙΚ", Ν' ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΝΑ ΞΕΣΗΚΩΘΟΥΝ!
ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ 250%! ΕΣΥ ΤΙ ΚΑΙΣ ΤΩΡΑ; ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ;
ΝΑΤΟΙ! ΠΑΜΕ!
ΟΥΤΕ ΕΓΩ! ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΣ;
328
;! ΚΟΨΕ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ!
Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΦΡΕΝΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΣΤΙΧΑ ΣΤΡΙΓΚΛΙΖΟΥΝ...
... Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ ΠΕΦΤΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΤΖΙΠ, ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ...
... ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΤΡΕΣ, ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΓΥΑΛΙΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΚ, ΠΕΤΑΓΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΤΑΜΕΝΑ ΤΑ ΟΠΛΑ!
ΕΙΝΑΙ ΧΙΜΕΡ*...
*ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ.
ΜΑΥΡΗ ΖΩΝΗ ΜΕ 7 ΝΤΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ΑΝΤΑΡΤΗ ΠΟΛΗΣ...
329
Ο ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ...
... ΚΙ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΧΤΥΠΑΕΙ!
... ΑΛΛΑ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ ΠΕΔΙΟ...
ΑΟΥΤΣ!
... ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΟ ΣΚΑΝΕ ΣΑΝ ΛΑΓΟΙ...
ΕΙΝΑΙ ΜΠΑΚΑ*! ΔΡΟΜΟ! ΦΕΥΓΟΥΜΕ! *ΚΑΚΟ ΠΝΕΥΜΑ.
ΠΟΛΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΝΙΩΘΑ ΟΤΙ ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΔΕ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟΛΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΘΟΥΝ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ...
ΠΑΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ! ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ! ΘΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΩ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ! ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΖΗΤΩ! ΤΟΥΣ ΘΕΛΩ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ... ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΜΑΣ ΑΥΤΗ Η ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΟ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟ...
Ο ΞΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΟΣ, ΚΥΡΙΕ! ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΕΒΓΑΛΑΝ ΠΕΡΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ! ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΑΝ ΤΟΥΣ ΘΕΛΑΤΕ ΝΕΚΡΟΥΣ!
330
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΦΕΛΙΣΙΤΙ; ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΛΕΞΕΣ;
ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ! ΘΑ ΞΑΝΑΚΑΛΕΣΩ!
ΗΤΑΝ ΑΔΕΞΙΑ ΚΙΝΗΣΗ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΓΩΓΗΣ... ΑΥΤΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΠΡΙΝ...
ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΤΟ ΝΙΩΘΩ... ΑΛΛΑ ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ, ΑΚΟΥ...
ΦΤΑΣΑΜΕ... ΠΡΙΝ... ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ... ΤΩΡΑ, ΟΜΩΣ, ΜΑΘΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ! ΟΠΩΣ O ZΑΣΜΙΝ ΖΟΖΕΦ, Ο ΦΙΛΙΠ ΟΓΚΟΥΣΤ, ΄Η O ΠΡΕΦΕΤ ΝΤΙΦΟΤ...
... Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΦΕΛΙΣΙΤΙ, ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΟΜΠΕ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΑΪΦ ΖΩΓΡΑΦΟΣ, ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΙΣΠΑΝΙΟΛΑ... ΣΤΗΝ ΑΪΤΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΑ ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ, ΠΑΤΡΙΚ...
... ΑΠ' ΟΤΑΝ Η ΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΟΛΟΜΒΟΥ ΕΡΙΞΕ ΑΓΚΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΣΕΝΤ ΝΙΚΟΛΑ, ΣΤΙΣ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1492... ΝΑ ΤΟ ΠΟΡΤ-Ο-ΠΡΕΝΣ!
... ΑΝ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙΣ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Η ΕΝΔΗΜΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΤΑΤΡΩΕΙ ΤΗ ΧΩΡΑ, ΟΛΑ ΟΣΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ Η ΦΥΣΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ!
331
ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ! ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΡΑ... Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΜΑΣ ΑΔΕΙΟ!
ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΣ ΗΡΕΜΑ, ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ! ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΚΑΘΙΣΕΤΕ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΤΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ...
ΜΙΑ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΤΗΣ ΑΪΤΗΣ; ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΕΛΑΦΡΥ ΤΡΟΠΟ, ΦΕΛΙΣΙΤΙ... ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΕΤΣΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΑ!
ΜΙΑ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΤΟΥ ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΟΜΠΕ!
Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΣΧΕΔΟΝ ΔΕΝ ΤΡΩΕΙ, ΚΑΘΩΣ ΕΧΕΙ ΝΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ, ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΡΓΑΝΩΝ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΤΑΣΗ...
ΔΕΚΑΔΕΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ... ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΗΔΕΣ, ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΛΙΓΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΘΡΕΨΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥΣ...
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΜΑΤΕΡΗ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ... ΤΟΥ ΕΛΕΙΠΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΦΡΑ!
ΥΠΗΡΞΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ; ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ, Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕ ΟΤΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ, ΑΝ ΟΧΙ ΟΛΕΣ, ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΕΛΕΤΩΝ ΠΕΤΡΟ* ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΝΑΟ!
ΕΞΑΛΛΟΥ, ΤΑ ΒΟΥΝΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΡΙΖΩΜΕΝΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ!
ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΒΟΥΝΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ; * ΤΟ ''ΚΑΚΟ'' ΕΙΔΟΣ ΒΟΥΝΤΟΥ.
ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ!
ΤΑ "ΧΟΥΜΦΟ", ΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ ΒΟΥΝΤΟΥ, ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ, ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤ-Ο-ΠΡΕΝΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ...
332
ΟΡΙΣΤΕ, ΦΤΑΣΑΜΕ!
Η ΜΑΜΠΟ* ΜΠΡΙΖΙΤ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΓΝΩΡΙΜΗ... Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ, ΑΝΡΙ ΚΡΙΣΤΟΦ, ΗΤΑΝ ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ ΟΥΓΚΑΝ*...
... ΜΟΝΟ ΓΙ΄ ΑΥΤΟ ΔΕΧΤΗΚΕ ΝΑ ΜΑΣ ΔΕΙ! ΑΝΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ...
*ΙΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΕΑΣ ΒΟΥΝΤΟΥ, ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ.
ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ, ΜΠΡΙΖΙΤ, ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΦΕΛΙΣΙΤΙ! ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΚΡΥΦΤΗΚΕΣ; ΠΟΙΟΝ ΤΟ ΔΟΚΑΡΙ! ΦΟΒΑΣΑΙ; ΚΑΝΕΙΣ ΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕΣ ΜΕ ΜΑΖΑΝΓΚΑ*!
ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΗΤΑΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕΝΗ! ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΕΙ...
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ, Ο ΔΟΚΤΩΡ ΔΙΚΑΙΟΣ, ΗΡΘΕ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙ...
ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ, ΓΙΑΤΡΕ! ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ!
*ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΣ.
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ! ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ...
ΟΛΟΙ ΧΑΘΗΚΑΝ! Η ΜΑΓΕΙΑ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΗ, ΤΟΥΣ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΠΗΓΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!
ΑΛΛΑ ΚΑΘΩΣ Η ΦΕΛΙΣΙΤΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΤΗ ΣΤΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΟΜΗ ΣΚΑΛΑ...
ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΕΤΣΙ!
ΜΠΡΙΖΙΤ! ΜΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; ΜΗΗΗ!
333
... Η ΜΑΜΠΟ ΚΛΕΙΝΕΙ ΑΠΟΤΟΜΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ, ΑΠΟΚΟΒΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΥΣ...
ΤΡΕΛΑΘΗΚΕ ΕΝΤΕΛΩΣ!
ΟΧΙ, ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΕΝΑ, ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ!
... ΠΑΜΕ!
Η ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΑΣ ΕΔΕΙΞΕ ΕΝΑ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΔΡΟΜΟ... ΛΟΙΠΟΝ... ΜΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ...
ΜΑ, ΠΑΤΡΙΚ, ΑΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΓΙΔΑ... ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΣΤΕΝΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ, ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΚΑΚΟΦΩΤΙΣΜΕΝΟ... ΠΑΝΤΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΙΣΩ... ΩΧ... ΚΟΙΤΑΞΤΕ...
ΜΑ ΝΑΙ... Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΠΕΧΕΙ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΟ! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑ ΣΚΕΦΤΕΙ ΑΥΤΟ;
ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΙΑΛΕΣ... ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ...
ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟ! ΕΙΝΑΙ...
ΕΧΕΙ... ΟΡΓΑΝΑ...
... ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ!
ΕΛΑΤΕ... ΕΛΑΤΕ...
... ΘΑ ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ ΚΙ ΑΛΛΑ, ΔΡ. ΔΙΚΑΙΕ! ΕΧΕΤΕ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΠΟΛΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!
334
ΠΗΡΑ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ ΣΑΣ!
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ! ΜΙΚΡΗ ΑΛΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ, ΧΑ ΧΑ! ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΑΛΥΣΙΔΑ... ΕΚΑΣΤΟΣ ΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ! ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΚΥΡΙΩΣ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΝΕΦΡΑ! ΤΑ ΕΧΕΤΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΟΛΑ ΤΩΡΑ! ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ, ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ...
ΗΡΕΜΑ, ΓΙΑΤΡΕ! ΟΧΙ ΑΠΟΤΟΜΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ! ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΟΥ ΜΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΑΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΣΟΥ ΣΤΗ ΜΑΧΗ...
ΗΣΥΧΑΣΕ...
... ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΑΛΑΣΩ ΤΟ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΟ ΝΕΟ ΡΟΛΟΪ ΠΟΥ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΑΝ!
ΑΡΚΕΤΑ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΠΕΡΗΦΑΝΕΥΕΣΤΕ ΣΕ ΕΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΙΚΗ ΣΑΣ!
ΟΥΤΕ ΕΣΕΙΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕΤΕ, ΕΤΣΙ, ΚΥΡΙΕ... ΠΩΣ ΟΝΟΜΑΖΕΣΤΕ;
ΑΛΛΟ ΣΚΕΦΤΗΚΑ! ΑΝ ΣΕ ΣΥΛΛΑΒΩ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΜΠΟΡΟΥΣ ΤΡΟΜΟΥ;
ΟΧΙ, ΟΧΙ... ΧΤΥΠΩΝΤΑΣ ΑΠΛΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ, ΕΤΣΙ!
ΚΛΑΚ ΚΡΑΟΥΣΤΟΝ! ΓΙΑΤΙ ΡΩΤΑΣ; ΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ; ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ! Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΜΕΝΗ! ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΞΟΔΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΕΝΕΣ!
ΠΩΣ; ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ; ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΧΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΟΜΑ; ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ! ΟΔΗΓΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΟΥ ΔΡ. ΔΙΚΑΙΟΥ, ΓΑΛΛΟΙ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΕΙΔΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ, ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΗΔΗ ΣΕ ΔΡΑΣΗ...
ΝΑ ΠΑΡΕΙ! ΑΣ ΦΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΥΜΦΟ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΛΙΝΙΚΗ...
... ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ...
335
... ΚΙ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΣΑΓΟΝΙ!
ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ, ΜΟΝΚ! ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΚΕΙ...
ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΣΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ, ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΕΤΕ, ΓΙΑΤΡΕ...
ΑΨΟΓΟΙ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ, ΛΟΧΙΑ! ΧΩΡΙΣ ΕΣΑΣ...
ΠΑΤΡΙΚ, ΕΣΥ ΤΑ ΗΞΕΡΕΣ ΟΛΑ;
ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ! ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ! ΝΑΙ, ΦΕΛΙΣΙΤΙ, ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΤΥΧΑΙΑ... Η ΚΛΗΣΗ ΣΟΥ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΟΨΙΑΖΟΤΑΝ ΕΔΩ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΟΥΛΕΥΩ...
... ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΡΓΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ! ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΑΥΤΟ, ΤΑ ΚΟΛΠΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ, ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ! ΚΙ ΕΣΥ
... ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΟΥΙΑΝΑ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΧΡΥΣΟΘΗΡΕΣ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΝ! ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΕΚΕΙ, ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΜΕΛΕΤΩ ΤΙΣ ΤΡΟΠΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ...
ΜΑΛΙΣΤΑ, ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ, Ο ΧΙΑΜΟΥΡΙ: "ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΕΧΕΙΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ, ΠΑΤΡΙΚ! ΣΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΣΤΟΧΟΣ!" ΣΤΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΤ-Ο-ΠΡΕΝΣ, Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ...
ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΑΣ, ΠΑΤΡΙΚ; ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΣΟΥ;
Ο ΣΤΟΧΟΣ ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ, ΦΕΛΙΣΙΤΙ! ΜΟΝΟ Η ΠΟΡΕΙΑ!
... ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ, ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ!
336
ΤΕΛΟΣ
Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
337
«Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ» αξεπέραστος «Cocco Bill» του Ιταλού γελοιογράφου Benito Jacovitti (1923 - 1997),
O
εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 28 Μαρτίου του 1957 στο πρώτο τεύχος του
«Giorno dei Ragazzi», ένθετη έκδοση εντός της εφημερίδας «Il Giorno» και είναι χαρακτηριστικό ότι η ιστορία συνεχίσθηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του δημιουργού της. Είχε δε τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε αποδόθηκε ακόμη και σε τηλεοπτική μορφή (2001), με συνολικά 104 επεισόδια. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, βγήκαν μόνο 10 μηνιαία τεύχη, από τον Ιούλιο του 1974 έως και τον Απρίλιο του 1975. Οι τίτλοι τους ήταν, κατά σειρά: «Οι Τρομεροί 7», «Ο Παροιμίας», «Το Τραίνο», «Το Μάτι του Κόκορα», «Επτά επί Δύο», «Ζορρό Ούγκ! Ούγκ!», «Ζορρό εναντίον Ζορρό», «Ζορρό Κιντ: Ζικ-Ζακ-Ζικιζάκ!», «Ζορρό και Ζήτα», «Έφοδος». Η σειρά εκδόθηκε επίσης σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία, (πρώην) Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Σκανδιναβία (περιλαμβανομένης και της Δανίας) αλλά και Βραζιλία. Σαν ένας κακέκτυπος «Lucky Luke» (του Morris), ο έφιππος Κοκομπίλ αρέσκεται να απολαμβάνει το... χαμομήλι(!) του στα μπαρ, όταν δεν καταδιώκει παρανόμους. Η 21σέλιδη περιπέτεια με τίτλο «Cocco Bill nell’ Aldiqua» δημοσιεύθηκε σε ισάριθμες συνέχειες από τις 2 Ιανουαρίου του 1964 έως και τις 2 Μαΐου του ίδιου έτους, στα τεύχη 1 – 21 του περιοδικού «Giorno dei Ragazzi». Έπειτα από έναν συνήθη, για αυτόν, σύντομο καυγά μέσα σε ένα σαλούν του χωριού Τατάνα Σίτι του Τέξας, ο Κοκομπίλ δέχεται μια δελεαστική πρόταση από τον εύπορο Καντ Αβερόν, που αντιμετωπίζει δυσκολία στο να πουλήσει τον σκοτσέζικο πύργο του, λόγω... φαντασμάτων! Αναζητώντας τι κρύβεται πίσω από... αλυσίδες που τρίζουν, ομιλούντα κρανία και σεντόνια που πετούν στον αέρα, ο ήρωάς μας βρίσκεται απέναντι σε μια σπείρα επικίνδυνων κακοποιών, της οποίας ο επικεφαλής είναι άτομο υπεράνω υποψίας.
338
Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΦΕΡΕ ΤΟΥ ΣΑΝΟ ΦΡΙΚΑΣΕ! ΓΙΑ ΣΤΟ ΜΕΝΑ ΔΥΟ ΑΥΓΑ, ΟΡΤΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΑΧΑΜΟΜΗΛΙ ΣΤΗ ΣΟΥΒΛΑ! ΛΟΥΝ ΤΟΥ ΤΑΤΑΝΑ ΣΙΤΥ, ΣΤΟ ΤΕΞΑΣ, Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΠΑΡΑΓΓΕΛΝΕΙ...
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΤΡΩΕΙ!
ΓΚΑΡΣΟΝ, ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΤΗ ΣΟΥΠΑ ΜΟΥ!
ΣΕΝΑΡΙΟ & ΣΧΕΔΙΟ: B. JACOVITTI ΕΥΤΥΧΩΣ ΑΔΕΙΟ...
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙΑ... ΟΧΙ, ΟΡΤΥΚΙΑ! ΚΑΛΑ, ΨΑΡΙΑ ΕΙΝΑΙ...
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΤΑΙ...
ΤΙ ΕΙΝΑΙ;
ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΣΑΙ;
Υ! ΤΣΑΡΛΥ, ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ!
Κ ΠΕ ΣΜ
ΘΙΑ ΡΟ
ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ;
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ! ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ;
Γ
ΒΓΑΛΤΑ ΠΕΡΑ ΕΣΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ!
ΤΟΟΟΝΦΟ
;!;
ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ, ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!
ΤΣ ΑΡ Λ
ΤΣΑΡΛΥ! ΦΑΣΟΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!
ΤΣΑΡΛΥ! ΣΑΝΟ ΦΡΙΚΑΣΕ! ΔΥΟ ΑΥΓΑ, ΟΡΤΥΚΙΑ ΚΑΙ ΧΑΜΟΜΗΛΙ ΣΤΗ ΣΟΥΒΛΑ!
ΦΑΣΟΛΑΔΑ! ΘΑ ΤΟΥ ΣΠΑΣΩ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ!
339
ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΦΕΡΑΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΙΣΙΑ ΜΙΝΕΣΤΡΟΝΕ;
ΕΙΝΑΙ Η ΣΠΕΣΙΑΛΙΤΕ ΜΑΣ! 'Η ΑΥΤΗ 'Η ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ!
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΜΠΟΥΝΙΕΣ, ΠΑΡΕ ΜΙΑ!
ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΜΙΛΑΤΕ ΓΙΑ ΦΑΣΟΛΙΑ;
ΘΕΜΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ... ΠΕΙΤΕ ΤΟ ΚΙ ΑΥΓΑ 'Η Ο,ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΕΛΕΤΕ!
ΞΕΡΩ, ΕΝΑΣ ΣΤΡΙΜΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΙ! ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΡΑ!
ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΝ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙΣ!
ΜΠΕΛΑΔΕΣ ΨΑΧΝΕΙΣ;
ΑΣΤΟ ΚΑΤΩ ΑΥΤΟ!
ΝΓΚΕ ΝΓΚΕ! Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕ... ΝΓΚΕ!
Γ
ΘΙΑ Ο Ρ Κ ΚΚΚ Γ Ν Α ΜΠ
ΣΛΟΠ
ΝΖ ΣΛΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, ΠΕΛΑΤΕΣ ΚΑΙ ΦΑΓΗΤΟ ΧΑΛΙΑ! ΠΑΜΕ!
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;
Ο ΣΛ
ΥΡΓΚ Χ/
ΜΙΣΤΕΡ ΚΑΝΤ ΑΒΕΡΟΝ!
ΕΙΜΑΙ Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΑΠΟ ΒΑΤΕΛΑΠΕΣΚΑ!
ΕΣΕΙΣ;
... ΕΙΣΤΕ ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ!
ΓΝΩΣΤΟ ΟΝΟΜΑ! ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΕΙΔΑ...
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΚΟΥΝΗΣΩ ΒΛΕΦΑΡΟ!
ΣΙΓΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΔΕΝ ΦΟΒΑΣΤΕ!
ΣΛΚ ΟΠΣ
ΔΕΝ ΤΟ' ΠΙΑΣΑ! ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ ΕΙΣΑΙ;
ΔΕ ΦΟΒΑΣΤΕ ΟΥΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ... ΟΥΤΕ ΝΕΚΡΟΥΣ!
ΘΕΛΩ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΣΑΣ! ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ... ΘΕΛΕΤΕ ΠΙΣΤΟΛΕΡΟ; ΜΟΝΟ ΘΑΡΡΟΣ! ΔΙΝΩ 1000 ΔΟΛΑΡΙΑ!
1000 ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΠΥΡΓΟ ΠΟΥ ΔΟ- ΕΧΤΙΣΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ! ΛΑΡΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΣΩ, ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΦΑΘΑΡΝΤΑΣΜΑΤΑ... ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΡΟΣ; ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΑ ΔΙΩΞΕΙΣ!
340
ΠΥΡΓΟΙ ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΤΕΞΑΣ; ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΕΧΟΥΜΕ; ΧΜΜ... ΙΣΩΣ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...
Α, ΝΑΙ; ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΔΙΩΞΩ ΟΛΑ... ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ!
ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΔΩΡΕΑΝ;
ΝΑ ΦΑΩ ΠΡΩΤΑ!
ΠΟΥ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΜΙΛΙΑ! ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ! ΕΙΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΠΟΛΛΑ! ΝΑΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ;
ΜΠΡΡΡ... ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑ! ΘΑ ΜΠΛΕΞΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΟΧΙ... ΘΑ ΤΡΟΜΑΞΕΙΣ ΠΟΛΥ!
Ο ΗΛΙΟΣ ΔΥΕΙ ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΠΥΡΓΟ... ΝΑΤΟΣ! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΣΚΕΤΟ ΕΡΕΙΠΙΟ! ΤΟΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΖΩ ΣΤΗΝ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΚΤΩ ΠΟΛΗ! ΑΙΩΝΕΣ ΣΤΗ ΣΚΩΤΙΑ! Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΤΟ ΜΕΤΕΦΕΡΕ ΠΕΤΡΑ ΠΕΤΡΑ!
ΚΑΛΟ ΑΥΤΟ!
ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ! ΟΡΙΣΤΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ!
ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ... ΧΜΜ!
ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΓΛΑΚΙΑ... ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ ΚΑΙ ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΑ! ΕΞΗΓΗΣΕ ΜΟΥ!
ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΣΚΟΝΗ ΚΑΙ ΑΡΑΧΝΕΣ!
ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ ΩΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ! ΚΑΥΓΑΔΙΖΟΥΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ! ΔΑΙΜΟΝΕΣ!
ΔΑΙΜΟΝΕΣ, ΚΑΥΓΑΔΕΣ... ΩΡΑΙΟ ΑΣΤΕΙΟ!
Η ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ, ΤΡΙΖΟΝΤΑΣ...
ΕΛΑ, ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ! ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ!
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΟΙΞΕ... ΕΜΜ! ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΚΑΝΕΝΑΝ! ΟΧΙ ΑΣΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ!
341
ΕΪ! ΣΠΙΤΙΙΙ!
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΣΚΟΝΗ ΚΑΙ ΝΕΚΡΙΚΗ ΣΙΩΠΗ...
ΜΗΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ!
ΚΙ ΟΜΩΣ, ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞ...
ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΗΣΕ; ΕΙΠΕ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ!
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΗΣΑ ΕΓΩ ΜΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΟΥ...
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙΣ;
ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΑΠΟΥ...
Μ ΠΑ Μ
ΕΝΑ ΚΡΑΝΙΟ...
ΠΑ
Μ Μ
ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΙ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ;
Μ
ΝΤ
ΕΤ! ΑΝΚ Ι Τ ΣΝ ΣΣ Μ ΠΑ
ΝΤΛΑ ΝΚ!
ΛΕΝ Κ!
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ!
Π
Μ
Μ
Μ ΠΑ ΑΜ
ΜΕ ΕΚΑΝΕΣ ΣΑΝ ΓΡΑΒΙΕΡΑ!
ΠΡΟΣΟΧΗ!
ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΕ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ...
... ΕΝΑΣ ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΣ!
ΒΑΘΙΑ ΦΩΝΗ... ΣΕΝΤΟΝΙ... ΠΑΛΙΟ ΑΣΤΕΙΟ!
Ε, ΤΡΕΛΕ! ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ! ΒΓΕΣ ΕΞΩ 'Η...
ΧΕ! ΧΕ! ΧΕ! ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΕΛΕΙΠΕ! ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΕ ΣΕΝΤΟΝΙ!
ΕΝΑ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟ ΓΕΛΙΟ ΑΝΤΗΧΕΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ...
Ζ ΣΛΟΝ
ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ!
ΕΣΕΝΑ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΕΤΑΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ!
342
ΕΠ! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ! ΔΕΝ...
ΛΟΙΠΟΝ...
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙΣ ΗΣΥΧΟΥΣ; ΜΑΣ ΕΝΟΧΛΕΙΣ!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΣΤΑ... ΜΟΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙ!
ΕΝΤΡΟΜΟΣ Ο "ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ", ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΑΝ ΣΑΪΤΑ...
ΕΠ! ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΣΚΑΩ; ΕΤΡΕΞΑ ΣΑΝ ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΑ! ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΡΑΝΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΥΣΙΔΑ! ΜΑ ΤΑ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ!
Ο ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΟΣ...
... ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟΣ ΦΑΡΣΕΡ ΠΟΥ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...
ΕΓΩ ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΤΕ! ΑΣΕ ΤΑ ΕΙΡΩΝΙΚΑ ΓΕΛΙΑ!
ΣΜ
ΠΕ
ΕΞΥΠΝΟΙ! ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!
... ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΕΜΕΝΑ... ΔΕΝ ΜΕ ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΛΑ!
ΚΤ ΑΝ Π Μ ΝΤΑ Α Π
Μ
Μ
ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ!
ΩΧ! ΩΧ! ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ! ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ;
Τ ΝΚ Α Π Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ
Μ ΝΤΑ Α Π
ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ!
ΑΑΑΑ Μ ΙΓ ΝΟ
Α
Ν ΤΑ Π ΤΟ ΤΡΙΚ ΜΕ ΤΟΝ ΣΚΕΛΕΤΟ! ΛΙΓΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ ΑΡΚΟΥΝ!
Κ
ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ, ΑΛΛΑ Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΑΠΑΝΤΑ! ΝΑΙ! ΚΕΡΑΤΑ, ΟΥΡΑ, ΦΤΕΡΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΡΜΑ!
ΣΒΟΝΦ! ΚΑΤΑΡΑ!
ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΣ... ΑΛΛΑ ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ! ΧΕ! ΧΕ!
343
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΒΛΑΚΑ!
ΕΚΠΛΗΚΤΟΣ Ο ΜΠΙΛ, ΨΑΧΝΕΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ!
ΤΑ ΠΙΣΤΟΛΙΑ ΜΟΥ;
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ!
ΔΙΑΒΟΛΑΚΟ! ΤΑ ΚΟΛΠΑ ΣΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΙΘΟΥΝ!
ΕΜΕΙΝΑΝ ΠΙΣΩ!
ΠΑΝΦΤ!
ΟΥ
Σ ΝΤ
ΘΑ ΤΟ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΟΡΥΧΕΙΟΥ ΕΔΩ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ!
ΑΝ
ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙ, Ο ΜΠΙΛ ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ ΤΟΥ ΜΟΙΡΑ...
ΕΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΕΔΩ!
Τ! ΑΚ
! ΓΚ
ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΙ ΑΛΛΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ!
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙΣ;
ΣΜΠΕΚΤ!
ΔΕΝ ΜΑΣ Ο ΕΧΕΙ ΞΑΚΟΚΟ- ΝΑΤΥΧΕΙ ΜΠΙΛ ΑΥΤΟ... ΠΕΦΤΕΙ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΣ, ΕΝΩ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ! ΣΒΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ!
ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΣΟΥΜΕ ΤΑ ΚΟΛΠΑ... ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΥΝ! ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ!
344
Ο ΚΟΥΡΝΤ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ: ΤΟΝ "ΑΦΟΒΟ" ΤΟΝ ΕΣΤΕΙΛΕ Ο ΚΑΝΤ ΑΒΕΡΟΝ... ΑΝ ΒΡΟΥΝ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... ΛΟΙΠΟΝ, ΤΑΤ;
Ο ΑΤΥΧΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΠΕΤΑΝΕ ΣΕ ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΗΓΑΔΙ...
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΤΑ ΔΥΟ ΨΕΥΤΙΚΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΑΚΟΥΝΕ...
ΑΥΡΙΟ ΕΣΥ ΚΙ Ο ΣΒΕΣ ΘΑ ΠΕΙΤΕ ΟΤΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑΤΕ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΕΝΤΡΟΜΟΣ!
ΤΟΝ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΑΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ... ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ!
ΠΕΡΑΣΕ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑ ΓΔΟΥΠΟ!
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ...
ΝΓΚΕ! ΝΓΚΕ! ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΑΝΗΚΕ... ΝΓΚΕΕ!
ΝΓΚΕΝΓΚΕ! ΙΠΙΑΙΕ! ΝΓΚΕΝΓΚΕ!
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΑΤΟ ΜΕΤΡΑ ΒΑΘΥ! ΕΤΣΙ, ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΖΗΤΑΕΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΤΑΤΑΝΑ ΣΙΤΥ!
Σ
! ΟΥ Λ Π
... ΚΙ ΕΓΩ ΤΟΝ ΔΕ ΝΟΜΙΖΩ ΕΙΔΑ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΕΣΚΑΣΕ ΕΝΤΡΟΜΟΣ! ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ! ΜΠΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΚΑΙ...
ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ; ΚΡΥΒΕΣΑΙ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ ΠΟΥ ΤΟ' ΣΚΑΣΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ...
ΤΕΜΠΕΛΗ! ΤΡΑΒΑ ΚΑΜΙΑ ΑΜΑΞΑ!
ΕΦΥΓΕ ΣΑΝ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΙ Ο ΣΤΗΝ ΛΑΓΟΣ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΕΙΝΑΙ ΤΑΦΟΒΟ ΤΟΥ! ΑΦΟΒΟΣ! ΒΕΡΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΛΟΓΟ... ΤΟΥ ΤΣΑΡΦΩΝΑΖΕ ΛΥ, Ο ΤΗ ΜΑΜΑ ΚΑΝΤ ΤΟΥ! ΑΒΕΡΟΝ ΑΚΟΥΕΙ ΤΑ ΝΕΑ...
ΕΝΤΡΟΜΟΣ! ΚΙ ΑΝ ΕΣΥ, ΓΕΡΟ-ΚΑΝΤ, ΑΜΦΙΒΑΛΛΕΙΣ, ΘΑ ΤΟ ΑΔΕΙΑΣΩ ΠΑΝΩ ΣΟΥ!
ΤΙ ΛΕΣ; ΔΕΝ ΤΟ ΕΣΚΑΣΑ! ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΑΝ!
ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ... ΣΕ ΕΙΔΑΝ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ!
ΠΑΩ ΝΑ ΔΩ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ... ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟ!
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ...
ΣΥΓΓΝΩΜΗ, Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΣΟΥ ΠΥΡΓΟΣ ΤΡΟΜΑΞΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ! ΕΙΣΤΕ ΣΙΓΟΥΡΟΣ;
ΦΟΒΟΤΑΝ;
ΜΙΣΤΕΡ ΚΑΝΤ!
ΠΟΙΟΣ ΜΕ ΕΙΔΕ ΝΑ ΦΕΥΓΩ; ΑΠΟ ΠΟΥ; ΤΙ ΨΕΜΑΤΑ ΛΕΣ; ΤΟ ΛΕΝΕ Ο ΚΟΥΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΣΒΕΣ! ΗΣΟΥΝ ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΦΟΒΟ...
345
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΟ... ΧΜΜ...
ΠΟΙΟΣ... ΕΠ! ΚΟΚΟΜΠΙΛ;!
ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΜΕ ΕΙΔΑΝ ΝΑ ΤΟ ΣΚΑΩ; ΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑ ΑΠΟΨΕ... ΝΑΙ... ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ... ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ!
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ... ΒΡΕΘΗΚΕΣ ΣΕ ΣΤΙΓΜΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ...
ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕ...
ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΥ ΣΕ ΕΙΔΑΝ;
ΜΙΑ ΞΕΡΕΤΕ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΓΑΤΕ! ΩΡΑ ΜΕΤΑ, Ο ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΤ ΒΡΙΣΚΟΚΟ; ΚΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΥΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ...
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΡΕΛΑΘΗΚΕ! ΘΑ ΤΟΥ ΤΗ ΡΙΞΩ...
ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΣΟΥ ΕΙΔΑ ... ΚΑΙ ΑΛΥΣΙΔΕΣ, ΣΚΕΛΕΦΟΒΗ- ΤΟΥΣ, ΚΡΑΝΙΑ, ΑΔΕΙΑ ΘΗ- ΣΕΝΤΟΝΙΑ... ΑΛΛΑ ΑΠΛΑ ΚΕΣ! ΓΕΛΑΣΑ...
ΛΟΓΙΑ! ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ!
ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ ΟΛΟΙ... ΚΙ ΕΓΩ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...
ΗΡΕΜΑ, ΜΙΣΤΕΡ ΚΑΝΤ ΑΒΕΡΟΝ! ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ ΕΔΩ, ΣΤΟ ΤΑΤΑΝΑ ΣΙΤΥ;
Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΔΕΝ ΕΤΡΕΧΕ ΓΙΑΤΙ ΕΙΔΕ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΑΚΟΥΣΕ ΤΟΝ, ΚΟΥΡΝΤ!
ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΚΟΣΜΟ... ΘΑ ΜΑΣ ΠΙΑΣΟΥΝ!
... ΚΑΓΧΑΣΑ! ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΤΑΦΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΠΕΤΑΞΑΝ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΟΡΥΧΕΙΟ ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ!
ΑΡΚΕΤΑ! ΔΗΛΑΔΗ ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΣΟΥ;
ΝΑΙ, ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ; ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΛΗΣΤΩΝ ΠΟΥ ΤΑ ΕΒΑΛΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ!
ΟΧΙ; ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ, ΓΕΡΟ; ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ!
ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ!
ΘΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ! ΘΑ ΤΟΝ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΣΕ ΠΙΟ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ!
Π!
ΛΑ ΣΦ
346
ΑΧ! ΔΗΛΑΔΗ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ; ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΠΟΥ ΜΕ ΤΥΛΙΞΑΝ ΣΚΑΛΩΣΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΛΑΔΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΑ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΑ!
ΗΜΟΥΝ ΣΙΓΟΥΡΟΣ! ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΟΡΥΧΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΙΔΑΝΙΚΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ!
ΕΝΑΣ ΠΥΡΓΟΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ! ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΜΕ ΕΙΔΑΝ ΝΑ ΤΟ ΣΚΑΩ...
ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ! Ο ΠΥΡΓΟΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ...
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΘΑ ΤΟΥ ΡΙΧΤΟΥΜΕ!
;!; ;!;
ΧΕ! ΧΕ! ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ! ΕΤΣΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ! ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΟΥΝ!
Ο ΜΙΣΤΕΡ ΚΑΝΤ ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΥΚΝΟ ΔΑΣΟΣ...
ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ! ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ!
;!;
;!;
ΚΡΥΨΟΥ! ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΠΟΙΗΘΩ ΕΓΩ!
ΘΑ ΣΕ ΛΙΩΣΟΥΜΕ, ΓΕΡΟ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ!
ΕΪ! Ο ΓΕΡΟ-ΚΑΝΤ ΧΑΘΗΚΕ! ΙΣΩΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ...
ΜΗ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΕΤΣΙ...
ΚΟΚΟΚΟΜΠΙΜΠΙΛ! ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ;
ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΚΙ ΕΓΩ!
ΣΒΕΣ! ΕΙΝΑΙ ΑΟΠΛΟΣ! ΠΑΡΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΣΟΥ!
ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΦΑΝΤΑΣΜΑ!
ΑΑΑΑΑΧ!
! ΓΚ Ν Α ΣΝΤ
ΑΣΤΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ!
Τ!
ΜΠΑNΓ Κ
ΘΑ ΚΕΛΑΗΔΗΣΕΤΕ... ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ!
ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ, ΤΙ ΑΠΑΙΣΙΟ...
ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ; ΕΜΕΙΣ... ΕΚΕΙ; ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΦΑΝΤ...
347
ΕΣΕΙΣ ΕΙΣΤΕ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΣΒΕΣ, ΠΟΙΟΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ;
ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ...
ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ ΓΙΑ...
ΤΡΕΞΕ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ, ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕΤΕ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΘΑ ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΟΛΑ! ΕΦΥΓΑ!
ΓΙΑ ΣΑΣ ΕΔΩ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΓΡΟΘΙΕΣ! ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ, ΘΑ...
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΣ!
ΣΜΠΕΚΤ!
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ! ΟΝΟΜΑΤΑ ΟΣΩΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΝΩ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ! ΑΧ, ΟΧΙ! ΞΕΡΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...
ΠΑΝΩ ΤΟΥ, ΣΒΕΣ! ΠΑΡΕ ΤΟΥ ΤΑ ΟΠΛΑ!
ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΤΟ ΕΝΑ!
ΕΧΩ ΚΙ ΑΛΛΟ ΠΙΣΤΟΛΙ... ΝΑ! ΑΧΧ!
ΜΠΑΝΓΚ! ΩΡΑ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ!
! ΓΚ Ν Α ΜΠ
ΤΩΡΑ ΕΓΙΝΑΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΝΑ ΠΑΡΕΙ! ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ! ΚΡΙΜΑ!
ΜΠΑΝ ΓΚΕΤ !
ΡΙΞΕ ΤΟΥ!
ΑΝ ΕΙΧΑΝ ΜΙΛΗΣΕΙ, ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ! ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙΠΟΤΑ!
ΑΜΗΝ!
ΩΧ! ΝΑ Ο ΣΕΡΙΦΗΣ!
! ΓΚ ΑΝ ΜΠ 348
ΑΚΟΥΣΑ ΠΥΡΟΟ ΚΑΝΤ ΒΟΛΙΣΜΟΥΣ! ΑΡΑΒΕΓΗΣΑΜΕ; ΡΟΝ ΝΕΓΥΡΙΚΡΟΙ; ΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΚ ΤΟΥΤΟΥ!
ΤΟΥΣ ΑΝΕΚΡΙΝΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ...
Ο ΚΑΝΤ ΑΒΕΡΟΝ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ! ΗΡΘΑ ΚΑΙ ΒΡΗΚΑ ΝΕΚΡΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΟΤΙ ΕΦΥΓΕΣ ΕΝΤΡΟΜΟΣ! ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ!
ΜΑ ΤΙ ΛΕΣ; ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ!
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ!
ΣΕΡΙΦΗ, ΜΕ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΣ; ΘΑ ΚΕΛΑΗΔΟΥΣΑΝ, ΑΛΛΑ ΕΚΑΝΑΝ ΤΟΥΣ ΠΟΝΗΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΝ!
ΚΥΡΙΕ ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΝΕΣ! ΤΟΥΣ ΑΝΕΚΡΙΝΕΣ, ΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΧΤΥΠΗΣΕΣ... ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ; ΛΙΓΟ ΑΠΟΤΟΜΟΣ!
ΣΙΩΠΗ! ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΑΠΛΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ!
ΟΛΟΙ ΣΕ ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΛΑ! ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΟΥ! ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ!
ΩΠ! ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ, ΣΕΡΙΦΗ...
ΑΠΕΙΛΕΙΣ ΤΟ ΝΟΜΟ;
! ΟΣ ΕΝΤΑΞΕΙ, ΣΕΡΙΦΗ! ΚΑΤΑΛΑΒΑ! ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ!
... ΕΚΔΙΚΗΣΗ! ΣΕ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ!
ΕΤΣΙ, ΠΗΡΕΣ...
ΣΛ ΔΕ ΜΙΛΗΣΑΝ, Ε; ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ!
ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ! ΤΟΥΣ ΞΕΡΩ! ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΥΡΝΤ ΚΙ Ο ΣΒΕΣ!
ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΓΥΡΙΣΩ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΩ... ΜΕ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΝΕΚΡΟ; ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΩ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΩ!
349
ΕΣΥ ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΕΙΣ! ΘΑ ΣΕ ΕΠΙΚΗΡΥΞΩ!
Ο ΝΟΜΟΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ! ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ! ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...
ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ... ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ!
ΝΑ ΤΟΝ ΚΥΝΗΓΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ! Ο ΝΤΡΟ- ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ! ΝΑ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΤΣΙ ΗΡΕΜΑ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ! ΟΛΑ ΕΓΙΝΑΝ... ΠΙΑΣΣΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ! ΜΕΠΑΡΑΤΑ ΝΟΣ Ο ΜΕ ΚΙ ΕΣΥ, ΣΕΡΙΓΕΡΟ! ΦΗΣ, ΗΡΕΜΑ, ΜΑΚ ΑΡΠΑΤΟΥΤΟΥ! ΖΕΙ ΤΑ ΠΕΣΜΕΝΑ ΟΠΛΑ...
Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ! ΑΠΕΙΛΗΣΕ ΕΜΕΝΑ, ΤΟ ΝΟΜΟ!
ΒΑΛΕ ΜΕ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΚΠΛΗΚΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ! ΕΙΣΑΙ ΣΥΝΕΡΓΟΣ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ!
Ο ΞΕΝΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΜΙΛΗΣΕ! ΣΤΗΝ ΚΡΕΜΑΛΑ! ΕΙΔΑΝ ΝΑ ΤΟ ΣΚΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ!
Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΤΡΕΛΑΘΗΚΕ! ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ... Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΕΜΠΛΕΞΕ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΥΟ... ΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ...
ΑΦΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΟΝ ΕΚΠΛΗΚΤΟ ΚΑΝΤ ΣΤΟ ΚΕΛΙ, Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...
... ΧΛΟΜΙΑΣΕ ΚΑΙ ΤΡΑΥΛΙΖΕ!
... ΑΛΛΑ Ο ΣΕΡΙΦΗΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΦΩΝΑΞΑ...
... ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΟΡΦΑΝΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΑΤΑΝΑ ΣΙΤΥ!
ΕΔΏ; ΠΟΥ; ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ;
ΗΘΕΛΕ ΜΟΝΟ ΝΑ ΣΟΥ ΠΕΙ...
ΜΕΤΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕ!
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΒΑΖΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΚΥΝΗΓΗΣΟΥΝ! ΕΠ! ΑΡΑ, Ο ΜΑΚ ΤΟΥΤΟΥ...
ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ!
... ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ... ΑΝ Ο ΜΑΚ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΟΡΙΤΗΣ, ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ! ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΚΑΝΕΝΑ... ΑΚΟΥΩ ΟΠΛΕΣ... 31.-TOH Α! ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΟΚΟΜΠΙΛ!
350
ΜΑ ΕΠΙΑΣΕΣ ΤΟΝ ΚΑΝΤ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΡΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ...
Ε, ΤΕΤΡΑΠΟΔΟ! ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΕΧΑΣΕΣ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΟΥ... Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΖΕΙ! ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ...
ΠΩΣ;! ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΚΑΛΑ!
ΑΡΚΕΤΑ, ΚΑΝΤ! ΚΑΤΙ ΣΤΗΝΕΙΣ ΕΣΥ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ!
ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΡΓΟΣ ΤΟΥ! Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΤΟ ΕΣΚΑΣΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΧΗ! ΑΜΟΙΒΗ ΧΙΛΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ... ΖΩΝΤΑΝΟΣ 'Η ΝΕΚΡΟΣ!
Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ... ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΤΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ! ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΜΟΥ! ΧΜΜ!
ΕΛΑ!
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ, ΑΛΛΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ! ΒΓΑΛΕ ΜΕ ΑΠΟ ΕΔΩ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ! ΕΝΤΑΞΕΙ;
ΕΙΣΑΙ ΣΑΝ ΕΚΑΤΟ ΑΛΟΓΑ!
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΒΓΑΖΕΙ ΜΙΑ ΜΠΑΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ...
ΣΕΡΙΦΗ, Ο ΓΕΡΟ-ΚΑΝΤ ΤΟ' ΣΚΑΣΕ ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ!
ΝΑ ΠΑΡΕΙ!
ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΤ! ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟ...
ΜΑ ΕΓΩ ΚΙ Ο ΚΟΥΡΝΤ ΤΟΝ ΠΕΤΑΞΑΜΕ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΛΙΠΟΘΥΜΟ ΣΕ ΕΝΑ ΣΕΝΤΟΝΙ! Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΖΗΣΕ!
ΕΒΓΑΛΕ ΤΗ ΜΠΑΡΑ... ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΗ... ΚΑΙ ΒΡΗΚΕ ΚΑΙ ΑΛΟΓΟ...
ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΣ..;
ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΟΥΜΕ! ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ...
ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΟΤΙ Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΜΑΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ!
ΕΓΙΝΕ! ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ! ΦΥΓΑΜΕ! ΕΧΩ ΚΑΙ ΑΛΟΓΟ!
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΣΚΟΡΠΙΖΕΤΑΙ ΚΙ Ο ΤΑΤ ΚΟΥΚΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ...
ΜΗΠΩΣ Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ...
ΕΝΗΜΕΡΩΣΕ ΟΤΙ ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΕΠΙΤΕΘΕΙ! ΝΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ! ΤΡΟΜΑΞΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΣΚΙΑΧΤΡΑ!
351
ΦΕΥΓΕΙ ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ...
ΠΟΛΙΤΕΣ! Ο ΣΥΝΕΡΓΟΣ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟ' ΣΚΑΣΕ... ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΖΙ!
ΕΛΑ, ΤΑΤ!
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΚΡΥΒΕΤΑΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ...
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΟΥΜΕ ΠΡΩΤΟΙ!
ΝΑ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ!
ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΕΤΥΧΕΣ!
ΣΙΓΟΥΡΑ Ο ΕΝΑΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΑ ΠΙΣΤΟΛΙΑ ΜΟΥ!
Σ
Α ΝΤ
ΝΓK
ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΟΡΥΧΕΙΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΠΕΡΑΣΜΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΘΑ ΜΠΩ! ΑΝ ΠΑΝΕ ΟΛΑ ΚΑΛΑ, Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ!
ΓΙΑ ΚΟΙΤΑ!
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ, ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ...
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΝΤ! ΕΙΝΑΙ ΦΩΛΙΑ ΑΕΡΙΚΩΝ!
ΝΑΙ! ΔΡΟΜΟ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ! ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!
ΚΑΝΕΙ ΝΑΝΑΚΙΑ! Ω! ΕΙΧΕ ΤΑ ΠΙΣΤΟΛΙΑ ΜΟΥ! ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ! ΜΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ... ΧΕ! ΧΕ!
ΘΑ ΦΩΝΑΞΩ ΧΑΜΗΛΟ- ΚΟΚΟΜΠΙΛ! ΠΟΥ ΦΩΝΑ... ΕΙΣΑΙ; ΚΟΚΟ! ΚΟΚΟ!
ΘΑ ΤΟΝ ΧΤΥΠΗΣΩ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟΣ!
ΤΩΡΑ ΘΑ ΓΙΝΩ ΕΓΩ ΦΑΝΤΑΣΜΑ! Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΚΠΛΗΞΗ!
ΟΙ ΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΑΦΤΙΑ...
Ο ΗΛΙΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΜΠΩ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ!
ΣΝΤ
ΩΧ! ΝΑ ΕΝΑΣ ΜΕ ΣΕΝΤΟΝΙ!
ΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΚΡΑΤΗΣΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΤΕΣ ΜΟΥ!
ΚΙ ΕΝΩ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ...
ΑΝΓ Κ!
ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ... ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ!
ΤΟ ΕΣΚΑΣΑΝ ΣΑΝ ΛΑΓΟΙ!
ΚΟΚΟ! ΚΟΚΟ! ΕΛΑ!
ΟΥΟΥΧΟΥΟΥ!
ΕΣΥ ΚΡΥΨΟΥ ΚΑΠΟΥ... ΕΓΩ ΘΑ Ο ΒΡΩ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΟΥ ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΤ ΝΑ ΜΕ ΔΟΥΝ! ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΜΙΣΟ ΜΙΛΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΚΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ...
ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ! ΑΚΙΝΗΤΟΣ! ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΑΨΑ!
ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΚΟΤΑ... ΑΛΛΑ ΓΡΙΑ... ΧΜΜΜ!
352
ΟΠΠΠΑ!
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΟΡΥΧΕΙΟ ΔΕΝ ΠΤΟΕΙ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ...
ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ, ΚΑΡΛ; ΤΟΥΣ ΤΡΟΜΑΞΕΣ;
ΝΑΙ! ΓΥΡΙΖΩ ΣΤΗ ΒΑΣΗ!
ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ... ΣΤΗΝ ΤΡΥΠΑ! ΕΠ! ΑΚΟΥΩ ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΛΟΓΑ... ... ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ ΝΑ ΜΠΩ!
ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΩ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΩ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ...
ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΗΡΑΓΓΑ, ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ...
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΜΜΟΡΙΤΕΣ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΤΗ ΒΑΣΗ...
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ!
ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΕΔΩ ΝΟΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΕΙ... ΕΧΕΤΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑ ΤΑ ΟΠΛΑ! ΤΟΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΖΩΝΤΑΝΟ 'Η ΝΕΚΡΟ! ΘΑ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ!
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΠΙΟ ΑΡΓΑ... Η ΦΩΝΗ..; ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Ο Κ...
ΕΙΜΑΙ Ο ΥΠΝΟΣ!
ΑΝ ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΡΟΥΡΟ, ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΟΥΝ!
ΕΛΑΤΕ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΙΩ ΚΑΤΙ!
ΑΔΕΙΑΣΑΜΕ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ... ΜΑ ΤΙ ΕΧΕΙΣ; ΕΙΣΑΙ ΧΛΩΜΟΣ! Ο ΚΟΚΟ...
ΚΙ Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΟΡΙΤΕΣ...
Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ... ΠΩΣ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΖΩ; ΙΣΩΣ Ο ΣΕΡΙΦΗΣ... ΟΥΦ! ΩΡΑ ΓΙΑ ΔΡΑΣΗ!
... ΜΠΙΛ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ! Ο ΤΑΤ ΚΟΥΚΑ ΜΑΣ ΜΑΖΕΨΕ ΟΛΟΥΣ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ... ΠΑΜΕ!
ΕΣΥ; ΕΙΧΕΣ ΣΚΟΠΙΑ... ΒΓΑΛΕ ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΤΩΡΑ! ΚΑΛΑ, ΘΑ ΤΟ ΒΓΑΛΩ!
353
ΨΗΛΑ ΑΛΛΑ Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΕΧΕΙ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΠΟΛΥ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΝΩΡΙΣ... 'Η ΤΗΝ ΕΦΑΓΕΣ!
Τ! Κ Γ ΑΝ ΜΠ
! ΣΛΟΦΦ
ΝΑ ΤΟ ΕΝΑ!
! ΓΚΤ Ν Α ΜΠ
ΠΟΙΑ ΧΕΡΙΑ;
ΚΛΑΣΙΚΟ ΔΕΙΓΜΑ ΒΙΑΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ! ΣΥΝΕΧΙΖΩ 'Η ΠΑΡΑΔΙΝΕΣΤΕ;
ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΔΩ! ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ! ΠΕΤΑΞΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΣ!
ΜΑΜΑ!
ΚΟΚΟΚΟΚΟ!
ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΡΤΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΑΣΕ ΤΟΝ ΚΑΝΤ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ...
ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!
ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΠΕΤΑ ΤΑ ΟΠΛΑ, ΝΑ ΜΗ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟΝ ΑΒΕΡΟΝ!
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΗΡΩΑ... ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑΩ... ΕΝΑ... ΔΥΟ... ΚΡΑΤΑΣ ΤΟΝ ΓΕΡΟ... ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΙ... ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ!
ΟΛΟΙ ΟΡΜΑΝΕ ΣΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΓΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ...
ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΟΥΜΕ...
ΤΟΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΖΩΝΤΑΝΟ! ΤΟΝ ΚΡΑΤΑΜΕ... ΗΡΕΜΑ, ΠΑΙΔΙΑ!
ΘΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ!
354
ΜΠΑΝΓΚΤ!
ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑΤΕ; ΝΑ' ΜΑΙ!
ΡΙΓΗ ΤΡΟΜΟΥ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΟΛΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ...
ΜΕΤΡΑΩ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΡΙΑ! ΠΩΣ ΘΕΣ ΤΟΝ ΚΑΝΤ; ΖΩΝΤΑΝΟ 'Η ΝΕΚΡΟ; ΜΗ! ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣ... ΔΩΣΕ ΤΟΥΣ ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ!
ΝΑ ΤΟΝ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ! ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ Ο ΜΑΚ ΤΟΥΤΟΥ!
ΣΟΥ ΕΙΠΑ! ΣΩΠΑ!
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΝ!
! ΘΙΑ Ο ΓΡ
ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ! ΤΟΥΣ ΩΧ! ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ, ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΕΒΑΘΑ ΕΡΘΕΙ ΓΕΡΟ! ΑΛΛΙΩΣ... ΖΟΥΝ ΦΑΛΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ! ΣΕ ΜΟΥ... ΤΟΥΣ... ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑ!
ΧΤΥΠΗΣΑ ΤΟΝ ΦΡΟΥΡΟ ΚΑΙ ΠΗΡΑ ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ!
Ο ΓΕΡΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΠΙΛ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΕΛΝΕΙ ΠΙΣΩ...
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΞΕΦΥΓΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΤΩΡΑ!
ΣΥΓΝΩΜΗ, ΚΑΝΤ! ΠΑΝΩ ΤΟΥ...
ΚΟΚΟΚΟ-ΜΠΙΛ! ΣΤΑΣΟΥ!
ΘΑ ΕΧΕΤΕ ΑΣΧΗΜΟ ΤΕΛΟΣ, ΔΕΙΛΟΙ!
ΠΩΣ... ΓΚΛΑΚΤ!
ΠΑΕΙ ΕΝΑΣ!
Τ! ΝΓΚ Α Π Μ
ΘΑ ΚΡΥΨΩ ΤΟΝ ΚΑΝΤ, ΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ... ΘΑ ΑΚΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥΣ!
ΜΠΑ ΝΓΚ Τ!
ΘΑ ΚΡΥΦΤΩ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΩ ΟΛΟΥΣ!
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΥΟ...
ΜΙΛΑ, ΜΠΟΥΛ! ΠΩΣ ΤΟ' ΣΚΑΣΑΝ;
ΧΤΥΠΗΣΑ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΟΠΛΟ! ΠΟΥ ΝΑ ΓΕΡΟ, ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ...; Ο ΑΛΛΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ...
355
ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΤ... ΧΕ ΧΕ! ΜΑΣ ΨΑΧΝΟΥΝ!
ΚΙ Ο ΚΑΝΤ ΚΟΙΜΑΤΑΙ... ΒΓΑΙΝΩ!
ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΑ ΜΟΥ ΕΛΕΙΠΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ!
Ο ΛΗΣΤΗΣ ΠΟΥ ΧΤΥΠΗΣΕ ΠΡΩΤΟ Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ...
ΕΙΧΑΜΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΚΟΜΠΙΛ... ΠΑΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ...
ΨΑΧΝΟΥΝ ΠΑΝΤΟΥ... ΘΑ ΚΡΥΦΤΩ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ!
... ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!
ΕΝΑΣ ΛΗΣΤΗΣ ΤΟΝ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ...
ΝΑΤΟΣ! Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ! ΤΡΕΞΤΕ...
ΤΙ ΕΓΙΝΕ, ΛΟΡΙΣ;
ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΙΣΚΟ! Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟΝ ΛΟΡΙΣ!
ΧΑΘΗΚΑ!
ΚΤ! ΜΠΑΝΓ
ΚΤ! ΜΠΑΝΓ
ΜΠΑΝΓΚΤ!
ΕΚΕΙ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΙΣΟΔΟ!
ΠΡΟΣΟΧΗ... ΜΕΙΝΑΜΕ ΕΞΙ!
ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟΥΣ ΜΙΣΟΥΣ... ΗΡΘΕ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ!
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ...
Ε, ΑΛΗΤΕΣ! ΑΚΟΥΣΤΕ ΚΑΛΑ! ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ! ΘΑ ΣΑΣ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ ΟΛΟΥΣ! ΜΕ ΜΕΤΑΞΩΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΣΑΠΟΥΝΙ! ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!
ΕΣΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ!
ΜΠΑΝΓΚΤ!
ΚΤ! ΜΠΑΝΓ
ΚΤ! ΜΠΑΝΓ
ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΕΒΕΙ ΚΑΤΩ... ΕΡΧΟΜΑΙ!
ΜΠΑΝΓΚΤ!
Τ! ΓΚ ΑΝ ΜΠ
ΜΠΑΝ ΓΚΤ!
356
ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΟΜΜΑΤΙΑ!
ΠΡΟΣΟΧΗ! Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ...
ΤΙΜΠ!
ΜΠΑΝΓ Κ Τ!
ΜΠΑ ΝΓΚ Τ!
ΜΕ ΜΙΑ ΕΥΘΕΙΑ ΒΟΛΗ, Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΣΩΖΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ...
ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΔΥΝΑΜΙΤΗ!
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΥΣ!
ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΘΑ ΕΠΙΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΠΥΚΝΟ ΔΑΣΟΣ...
ΜΙΑ ΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΔΥΝΑΜΙΤΗ ΚΑΙ... ΦΟΒΕΡΗ ΕΚΡΗΞΗ!
Κ
ΔΥΟ ΚΑΤΩ! ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟ' ΣΚΑΣΑΝ!
ΠΟΥ ΠΑΤΕ, ΠΡΟΒΑΤΑ; ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤ...
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ! ΕΜΕΙΣ ΖΗΣΑΜΕ!
ΕΙΝΑΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ! ΑΚΟΥΣΤΕ! ΜΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ!
ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ! ΘΑ ΔΕΙΤΕ!
ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ ΣΤΟΥΣ ΘΑΜΝΟΥΣ, ΔΕΙΛΟΙ! ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ!
ΧΤΥΠΑΝΕ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΣΑΣ... ΘΑ ΣΑΣ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ΣΤΟN ΣΕΡΙΦΗ!
... ΚΑΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ!
357
! Τ ΟΣ ΡΟ
ΚΑΛΑ, ΑΡΧΗΓΕ!
ΑΚΟΥΣΑΤΕ; ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ! ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΟΥ, ΔΕΙΛΟΙ!
ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΤΟΥΣ ΕΠΙΑΣΑ ΕΓΩ! ΕΛΑ ΕΔΩ! Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΕΡΙΦΗ!
ΤΕΛΙΚΑ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΗΤΑΝ... ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΓΙΑ...
ΑΚΟΥΣΑ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΗΡΘΑ! ΕΤΡΕΧΑΝ ΣΑΝ ΛΑΓΟΙ!
ΠΕΣΑΤΕ ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ, Ε; ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΠΩΣ... ΑΤΥΧΙΑ!
ΚΑΤΑΛΑΒΑ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟΥΣ! ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ!
ΗΡΕΜΑ, ΑΛΗΤΕΣ! ΤΕΛΕΙΩΣΑΤΕ! ΘΑ ΠΑΤΕ ΦΥΛΑΚΗ! ΟΜΩΣ... ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ;
ΜΠΑΝΓΚ!
Ε ΕΤ Κ ΝΓ
ΝΤΑ
Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΨΑΧΝΕΙ, ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΤΡΑΒΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΟΥ...
Ο ΤΟΥΤΟΥ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ΤΟΝ ΚΟΚΟ, ΑΛΛΑ...
ΕΠ! ΠΟΙΟΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ ΜΕ ΕΝΑ ΠΕΤΑΛΟ; ΑΚΟΥΩ ΘΟΡΥΒΟΥΣ... ΑΚΙΝΗΤΟΙ! ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΧΤΥΠΗΣΩ!
ΞΑΦΝΙΚΑ, ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΠΕΤΑΛΟ!
ΙΠΙΙΙΙΙΑΙΙΙΕ! ΦΡΡΡΡ!
ΓΙΑΤΙ ΔΕΙΧΝΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥΣ ΠΕΤΑΞΕΣ ΤΟ ΠΕΤΑΛΟ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ; ΣΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ; ΤΟΣΟ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΘΕΙΣ; ΓΙΑΤΙ ΤΑΡΑΖΕΣΑΙ;
ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΜΟΥ! ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΧΑΘΗΚΕΣ!
ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΑΚΟΥ ΜΕ! Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ! ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΗΣΑΝ ΝΑ ΣΟΥ ΤΟ ΠΩ!
ΑΦΟΥ ΣΕ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑ! ΘΑ ΜΕ ΧΤΥΠΟΥΣΕ ΕΠΙΚΗΡΥΞΕ, ΠΙΣΩΠΛΑΤΑ, Ο ΜΕ ΦΥΛΑΚΙΣΕ! ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΤΙΜΟΣ! ΑΛΟΓΟ ΣΟΥ...
ΑΝΑΘΕΜΑ ΚΙ ΕΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ!
358
ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ;
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΣΚΑΣΕΤΕ, ΑΘΛΙΟΙ! ΘΑ ΠΑΤΕ ΦΥΛΑΚΗ!
ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΕΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΣΟΥ! ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ! ΓΚΡΡΡΡ!
ΑΦΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ, Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ΚΙ Ο ΚΑΝΤ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ...
ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜAΓΟΡΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ! ΧΕ! ΧΕ! ΧΕ!
ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ, ΜΙΑ ΣΤΟΛΗ ΔΙΑΒΟΛΟΥ... ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑΕΙ ΦΛΟΓΕΣ! ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΜΕ ΣΚΟΙΝΑΚΙΑ ΔΕΜΕΝΑ ΣΤΟ ΤΑΒΑΝΙ! ΟΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΦΟΒΟ!
ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΚΟ! ΕΠΙΣ- Ο ΣΕΡΙΦΗΣ ΓΙΑ Ο ΤΟΥΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΜΙΛΗΤΟΣ!... ΤΡΟ- ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ; ΤΙ ΕΓΙΝΕ; ΦΗ ΣΤΟ ΤΑΤΑΝΑ ΣΙΤΥ...
Η ΠΟΛΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΝΕΟ ΣΕΡΙΦΗ ΚΙ ΕΣΥ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙΣ ΑΚΡΙΒΑ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΣΟΥ! ΜΠΑ... Ο ΠΥΡΓΟΣ ΘΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ! ΚΑΛΟ;
ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ!
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕΙΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ Ο ΚΑΝΤ ΑΒΕΡΟΝ!
ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΛΟΣ Ο ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ... ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΝΩ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ! ΘΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΣΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΔΥΝΑΤΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ! ΘΑ ΒΑΛΩ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ, ΘΑ ΒΡΩ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ... ΚΑΙ ΘΑ ΒΓΑΛΩ ΤΡΕΛΑ ΛΕΦΤΑ!
ΚΙ ΕΣΥ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΑΝ ΞΑΝΑΠΕΙΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΗ! ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΘΡΙΑΜΒΕΥΣΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ!
ΕΝΩ Ο ΚΑΝΤ ΜΙΛΑΕΙ, Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΠΑΕΙ ΦΥΛΑΚΗ! Η ΛΕΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΩ: ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΤΡΕΛΟΣ ΓΕΡΟΣ! ΕΙΜΑΙ Ο,ΤΙ ΕΙΜΑΙ! ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΕΞΗΓΗΣΗ!
ΑΝΤΙΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΕΚΑΝΑ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ! ΣΚΕΤΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ!
ΩΡΑΙΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ...
ΤΕΛΟΣ
359
Γιώργος Βλάχος Δημοσιογραφεί από το 1974, κυρίως σε περιοδικά ποικίλης ύλης, και γράφει βιβλία και λεξικά αναφοράς ποικίλων γνωστικών πεδίων από το 1988. Η θεματολογία του τα τελευταία 20 χρόνια, γράφοντας είτε σε περιοδικά είτε αναρτώντας τα σε εξειδικευμένα προσωπικά του blogs, είναι η ιστορία του λαϊκού εντύπου στην Ελλάδα. Εστιάζει δε στα παιδικά αναγνώσματα του ’50 και του ’60, από τα οποία έχει προσωπικά βιώματα ως αναγνώστης τους. Το δίτομο λεξικό του «Μικρός Ήρως - Το Λεξικό» (2005), αναφορά στο θρυλικό ανάγνωσμα, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο η ασφαλιστική δικλείδα εκτόνωσής του στο ότι δεν μπόρεσε να γράψει τον ίδιο τον... Μικρό Ήρωα! Η περιπέτεια του Παιδιού - Φάντασμα στο βιβλίο "ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ", εκπληρώνει μερικώς αυτό το παιδικό του όνειρο... Επιλεκτική εργογραφία: Εβδομαδιαία παιδική εφημερίδα Junior (ένθετο στην Απογευματινή) • Σύντομη Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου • Μικρές Ιστορίες από τους αρχαίους και σύγχρονους Ολυμπικούς Αγώνες • Περίεργα και άλλα από την Ιστορία του Mundial • Η Ιστορία του Μαραθωνίου δρόμου.
Νίκος Δημ. Νικολαΐδης Ο Νίκος Δημ. Νικολαΐδης γεννήθηκε στο Αιγάλεω το 1964. Αφού ολοκλήρωσε τη Β/βάθμια εκπαίδευση στην Ιωνίδειο Σχολή του Πειραιά, σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή της Αθήνας και, ακολούθως, άσκησε για περισσότερα από 20 έτη το ελεύθερο επάγγελμα του οδοντιάτρου. Έχει ασχοληθεί με την τοπική και αθλητική ιστοριογραφία, καθώς και με τη μελέτη των εικονογραφημένων περιοδικών. Παράλληλα σχεδιάζει κόμικς («Πορτιέρο Μάκης Ροδίτης»), ενώ υπογράφει το σενάριο της ελληνικής εικονογραφημένης σειράς με ήρωα τον «ΤΕΤΡΑΚΟΣΑΡΗ» στο περιοδικό Νέος Μπλεκ. Ακόμη, ιστορικά κείμενά του έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του διαδικτύου 24grammata, ενώ έχει εκδώσει διάφορα ποδοσφαιρικά - στατιστικά πονήματα. Το 2009 ήταν ο επικεφαλής συντονιστικής επιτροπής φιλάθλων με σκοπό τη ματαίωση συγχώνευσης μεταξύ των ομάδων του Αιγάλεω και του Ηλυσιακού. Για το συγγραφικό του έργο έχει τιμηθεί από τον Δήμο Αιγάλεω, τον Σύνδεσμο Βετεράνων Ποδοσφαιριστών του Αιγάλεω Α.Ο., τον Σύνδεσμο Φιλάθλων του συλλόγου και την Πανελλήνια Ένωση Ασσυρίων. Είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά.
360
Κώστας Φραγκιαδάκης (ΜΥΘΟΣ) Γεννήθηκε το 1969 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Νοσηλευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εδώ και 20 χρόνια, έχει σχεδιάσει σχεδόν κάθε είδους κόμικ (επικής φαντασίας, κοινωνικά, περιπέτειες, παραμύθια, sci-fi, ερωτικά, γουέστερν, κ.ά.), που έχουν εκδοθεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. ‘Εχει εικονογραφήσει ιατρικά βιβλία, παιδικά περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει σε διάφορα comic projects ως μεταφραστής, letterer, editor κ.λ.π., καθώς και σε πολλές εκθέσεις και συνέδρια κόμικς. Ακόμη, έχει σχεδιάσει ιστορίες του θρυλικού ήρωα ΜΠΛΕΚ, του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, του ΜΙΚΡΟΥ ΣΕΡΙΦΗ και πολλών άλλων γνωστών ηρώων. Το 2016 κυκλοφόρησε σε Graphic Novel το σύγχρονο κόμικ του για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, «Ο ΤΕΤΡΑΚΟΣΑΡΗΣ» (σε σενάριο Νίκου Δημ. Νικολαΐδη), από τις εκδόσεις Comics & Crosswords Publications Lp. Από το 2014, εικονογραφεί μια σειρά παραμυθιών του Άρη Δάγλα με τίτλο «ΤΑ ΜΕΓΑΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη. Η τελευταία του δουλειά περιλαμβάνει την εικονογράφηση πολλών ιστοριών διάσημων ηρώων του αείμνηστου εκδότη και συγγραφέα Στέλιου Ανεμοδουρά, για το δεύτερο βιβλίο-ανθολογία, αφιερωμένο σε εκείνον. Εργάζεται ως νοσηλευτής στην Αθήνα, όπου ζει με τη γυναίκα του και τον γιο του. To επαγγελματικό του site στο διαδίκτυο: www.mythoscomics.gr • Facebook page: The Art of Mythos
361