Ιπτάμενο Βέλος

Page 1


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-086-5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr


Πρώτο ταξίδι μέ τό «Βέλος» ϋΕ I ΝΑ 1 ένα μελαχροινό κα'ι γεροδεμένο παιδί δεκαπέντε χμονών, μέ μάτια που λάμ­ πουν από εξυπνάδα και μέ χσιρακτηριστιικά οπού είναι άποτυπωμένη ή τόλμη και ή θέ ληισι. Είναι καθισμένος σέ μια παράξενη συσκευή πού μοιά­ ζει μέ αλλόκοτη «6έσπα» και μέ σταθερό χέρι ρυθμίζει με­ ρικούς διακόπτες πού είναι μπροστά του, πάνω σ’ ένα πλαίσιο τής συσκευής. — "Ολα είναι έτοιμα!, μουρμουρίζει. "Ετοιμα για τό πρώτο ταξίδι, στο π α ρ ε λ θό ν! Σέ λίγες στι­ γμές θά βεβαιωθώ άν ή μεγά­ λη έψεύρεσι τού πατέρα μου,

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒρΛΟΣ

ή εκπληκτική αυτή συσκευή, ^λος να μέ γύρίση πίσω σέ στην οποία έδώίσε τό όνομα Η!§ πέντε λεπτά! Θά μείνω πέντε «Βέλος», μπορεί πραγματικά “ μόνο λεπτά στη. Ρώμη. τού νά ,μετίοόφερη! τόν άνθρωπο σ' άλλες εποχές καί σ’ άλλους θά μέ φερη αυτομάτως πίσω! τόπους! "Αν αυτό άποδειχθή Δέν ξέρω τί θά βρω φτάνον­ πραγματικό, τότε πρόκειται, τας στή Ρώμη καί π ο ιούς κιν­ για τή μεγαλύτερη έφεύρεσι δύνους θά δ ιατρέξω!... Έ μ­ που έχει γνωρίσει ό κόσμος! προς, λοιπόν! "Οπως δάμασε τον χώρο, τό Μέ μάτια πού λάμπουν, τό άγόρι γυρίζει ένα διακόπτη. Δ ά σ τ η μ α, ό άνθρωπος θά έχη. δαμάσει και τό χ ρ ο­ Ή καρδιά του χτυπάει τρελλά. ν ο και θά μπορή νά ταξιδεύη στο παρελθόν και νά ξαναζή δσα συνέβησαν πριν από αιώ­ Ι ό συναίσθημα πού νοώθει είναι τρομακτικό, ανεξήγητο, νες ή χιλιάδες χρόνια! άπερίιγραπτο. Σαν ένας ακα­ ■Καί καθώς τά δάχτυλά του άγΜίζουν τούς διακόπτες συνετανίκητος αέρας νά φυίσηιξε ά­ ξαφνα τόσο δυνατά, πού έγινε χίζει: , — Θά ρυθμίσω τό Βέλος κι5 αυτός άξαφνα ένα χνούδι νά μέ πάη στη Ρώμη, άς πού­ από τήιν παγωμένη, πνοή του: με, του 80 μετά Χριστόν! Θά "Ένα τίποτα! βρεθώ ολοζώντανος ανάμεσα 5Αναλα(μπές υπέροχες, πρά­ σέ ανθρώπους πού έζησαν ε­ σινες, κίτρινες κόκκινες σάν δώ και δυο χιλιάδες χρόνια! ένα Ουράνιο Τόξο, πού σκάει ίΠιάνει ένα διακόπτη;, ,μά δεν σιωπηλά στο "Απειρο. "Υστερα, τό σκοτάδι κι* τόν γυρίζει. Τό πρόσωπό του γίνεται πολύ: σο'βσίρό. ένας φοβερός θόρυβος, μιά "Αν ή συσκευή 5έ λειτουρ6οή συγκλονιστική, πού λές γή)ση: καλά; Βέβαια έχει διορ­ καί θά τόν συνίθλίψη κάτω άπό θώσει τό λάθος εκείνο τού τό βάρος της. Βέλους πού είχε σκοτώσει τόιν Τό· αγόρι νοιώθει σάν νά πατέρα του... "Αν όμως τό κατραικυλάη στή γη καί τ' λ άίθο ς σ τού ς ύπ ολ ογ: σ μ ους αυτιά ταυ πάνε νά σπάσουν του δεν είναι ένα αλλά περισ­ από έναν τρομακτικό βρυχη­ σότερα καί τό «Βέλος» αντί θμό. Δέν βλέπει τίποτα. Ή νά τόν στείλη στο παρελθόν καρδιά του γεμίζει τρόμο. Ή γίνει ό τάφος του, όπως είχε τελευταΐίσ σκέψι πού φτεραυγίνει ό τάφος του πατέρα του; γίζει στο· παγωμένο μυαλό Ζαρώνει τά φρύδια του καί του είναι αυτή: προσθέτει: «Χάνομαι!... Μέ συνέΥριψαν — Θά κάνω μιά δοκιμή! οι Αιώνες πού προσπά­ Χωρίς τόλμη καί κίνδυνο, καμ θησα νά δ'.σπεράσω !» μιά πρόοδος δεν εΐνα-' δυνα­ Μέ τρόπο όμως παράδοξο, τή! Θά κανονίσω μόνο τό Βέκαταλαβαίνει τήν Ιδια στιγυη ΓΝ /-»

XX

>

X

Τ-^

X X


Ϊ6 ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑόί ίτώς δεν έχει συντριβή. Πώς άν άκούη κι* αισθάνεται, χω­ ρίς νά βλέπη, είναι γιατί κρα τάει σφαλισμένα τά μάτια ταυ... Τ' ανοίγει με λαχτάρα, άλλα τότε παγώνει περισσότε ΡΟ;

Απέναντι του μόλις ένα μέτρο μακρυά, βλέπει ένα άπαίίσιο κεφάλι. Δύο φοβερά μάτια, πού πετούν φωτιές ο­ λοκόκκινες. "Ενα πελώριο στό μα μέ σούβλερά δόντια. "Ενα πηγούνι μαλλιαρό, πού στά­ ζει φρέσκο αίμα! "Ενα κεφάλι λιονταριού! Τά σατανικά μάτια είναι καρφωμένα πάνω στά δικά του. Τό απαίσιο στόμα ανοί­ γει άκό|μα περισσότερο καί χύνεται προς τό μέρος του. Τό ένστικτο οδηγεί τό παι­ δί νά κατρακυλή,ση σαν βαρε­ λάκι στη γη καί έτσι τό λιον­ τάρι περνάει δίπλα του μ3 έ­ ναν καινούργιο, λυσσασμένο βρυχηθμό, χωρίς νά τό άγγίξη;· ίΠετ ιέται· όλό ρ θος γε μάτος φρίΐκη,. Μπροστά του κοίτεται τό καταΐξεσχισμένο κορμί ένός άνθιρώπου, πού ένα άλλο λιον ταίρι τον καταβροχθίζει Τά μάτια του αγοριού στρέ φουν ολόγυρα, ενώ ή τρέλλα τού αγγίζει τό μυαλό μέ τά παγωμένα της δάχτυλα. Βρίσκεται σ’ έναν τεράστιο κυκλικό χώρο γεμάτον ανθρώ­ πους πού τρέχουν πανικόβλη·τοι, ικυνηγημένοι άπό πελώρια λιοντάρια κι3 άλλους πού βρί­ σκονται σωριασμένοι στη γη, ακίνητοι, πλέοντας μέσα στό

αίμα τους, κοοταικομιματιασμένοι... Κι3 οί δύστυχοι αυτοί άν­ θρωποι. είναι παράξενοι. Φο­ ρούν κάτι μακρυές χλαμύδεςάνάρες καί γυναίκες- καί τίποτ3 άλλο. Τά μάγουλά τους είναι χλω μά καί βαθουλ ω μένα άπό τις στερήσεις καί τις κακουχίες, στά μάτια τους όμως υπάρ­ χει μια παράξενη — σάν θεϊ­ κή — λάμψι. Μερικοί τραγουδούν ύμνους καί δεν τρέχουν νά ξεφύγουν την ώρα πού τά θηρία ρίχνον­ ται καταπάνω τους, νά τούς ξεσχίσουν μέ τ3 ατσαλένια τους νύχια·. "Αλλοι κροατιώνται σφιχτά άπό τά χέρια, σάν νά παίρνουν θάρρος ό ένας άπό τον άλλον, για νά περά­ σουν τό σύνορο τής ζωής... Τό παιβί περνάει τό χέρι άπό τό μέτωπό του κι3 ανοι­ γοκλείνει τά μάτια. — "Ονειρεύομαι, μουρμουρί ζει^ , Τώρα βλέπει τούς όρθιους τοίχους πού υψώνονται ολό­ γυρα στην αρένα καί τά πλή­ θη πού ούρλιάζουν ξέφρενα στις κερκίδες κι3 είναι αυτά πού δημιουργούν τήν τρομα­ κτική βοή, πού τον έκανε στην αρχή νά πιιστέψη πώς εκμηδε­ νίστηκε. Ή έκπληξίς του είναι τόση πού άσφαλώς θά τού στοίχιζε τή ζωή, αλλά — σ’ αυτό τό σημείο τουλάχιστον στέκεται τυ'χερός — τό λιοντάρι, πού τού έπετέθη στην αρχή/ βρί­ σκει μπροστά του έναν άλλον

άπό τούς άνθ'ρώπους μέ τις


ΙΓίΤΑΜίΝθ Β£ΛΟΧ

χλαμύδες καί χύνεται- πάνω του. Τα νύχια του χώνονται στο στήθος του δυστυχισμέ­ νου, ττού σωριάζεται βαρεία... Τό παιδί άπαστρέφει τά μάτια ανατριχιάζοντας. «Βιρίισκομα στη, Ρώμη;» σκέπτεται και ή καρδιά του πάει νά σταιματτή/ση, χωρίς νά ξερή άν είναι από χαρά για τον θρίαμβο τής επιστήμης ή από οίκτο για τούς άμοιρους ανθρώπους που κείτονται γύ­ ρω του. «Βρίσκομαι στη Ρώ­ μη τό έτος 80 μετά την Γεννη|σι·. του Χριστού!... Τό «Βέ­ λος» — ή υπέροχη; συσκευή τού πατέρα δούλεψε μέ από­ λυτη ακρίβεια... Έγώ φταίω πού δεν ρύθμισα σέ ποιο ση-

ι

^•5

μεΤο τής Ρώμης επρείΐ! να βρεθώ καί τό άφησα στην τύ­ χη... Έτσι, βρέθηκα μέσα στο Κιολοσίσσΐο, την αρένα οπού οι Ρω<μα?οι φέρνουν τούς άμοι ρους Χριστιανούς, γιά νά τους φάνε τά λιοντάρια. 9Ω, τι φρίικη, θεέ μου! Κυτταξε πώς πανηιγύριζουν έξαλλοι, τον φο βερό θάνατο των συνανθρώ­ πων τους!...» Ή πικρή οσμή του αίματος γεμίζει τον αέρα καί τού φέρ­ νει κρύες ανατριχίλες. Τά λιοντάρ! α πήγα ινοέ,ρχοντα ι μα­ νιασμένα. Ψάχνουν γά τά τε­ λευταία τους θύματα... Οί πε­ ρισσότεροι μάρτυρες κείτωνται ττιά στην αρένα ,σάν ά­ μορφες μάζες...

Είναι 'μιά στιγμή ή χιλιάδες χρόνια;


Κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια τό σκισμένο παντελόνι τοϋ Πέτρον

«Ευτυχώς που πράβλεψα τουλάχιστον να μή μείνω στη Ρώμηι περισσότερο από πέν­ τε λεπτά!» συλλογίζεται μέ κάποια άνακουψισι. «Σέ λίγο τό «Βέλος» θά μέ ξαναγυρί­ ση κοντά του..,, 5Ελπίζω νά μπορέσω νά γλυτώσω τον θά­ νατο ατά ελάχιστα λεπτά που μου απομένουν...» Και μ* αυτές τις σκέψεις Φροντίζει νά βρίσκεται δσο τό δυνατόν μαχρύτερσ από τά άπαίσια θηρία που στριφογυρίζουν^ μανιασμένα. ^ Μαύροι σκλάβοι, πάνω άπό τά ψηλά τείχη, τά ερεθίζουν κεντώντας τα μέ κάτι μακριά κοντάρια που κρατούν, που

καταλήγουν σέ μετάλλινες αιχμές. ^-αφνικά τό άγόρι ξεχνά κάθε κίνδυνο. Λίγο πιο πέρα άπό τό ση­ μείο που βρίσκεται, ένα λιον­ τάρι ετοιμάζεται νά ριχτή πά­ νω σ3 ένα νεαρό κορίτσι, που, εντελώς σάστισμένο κι* όλόσσπρο άπό τον τρόμο, έχει σταθή^ ακίνητο σαν άγαλμα, περιμένοντας τον θάνατο μέ κλειστά τά μάτια. Ή ψυχή του παιδιού έπαναστατεΐ. Κάνει ένα πήδημα αίλου­ ρου προς τό^ τείχος τής αρέ­ νας ^κι* αρπάζει άπό έναν σκλάβο τό μακρύ κοντάρι τον,


Τά τραβά μ* δλη του τή δύνσΒέλος». Τό^ ότι καταλαβα ΐ* ,μ ι». νει· αυτά πού ξεφωνίζουν οι Σπαρακτική κραυγή άκουθΐεαται καί τό ότι κύ αυτός γιετται. μπορεί καί^μιλά στήν κοπέλ­ Ό μαύρος στήν προσιτάλα λατινικά, ,χιώρΐς δυσκολία, 'θεΐιά ^τόυ να μην άφήση το Θά τον παραξένευε άν δεν εί­ κοντάρι, χάνει την ισορροπία χε διαβάσει τήν έξήγηισι στά του και κατρακυλάει ουρλιά­ χειρόγραφα τού πατέρα του. ζοντας στην αρένα, για νά ζέρει^έτσι, πώς τά ηλεκτρονι­ ορεθή ατά νύχια τού λ ιόντα - κά κύτταρα πού βομβαρδί­ ριού που τό κεντούσε λίγο ζουν τόν^ εγκέφαλο τή σ τ ιπριν για νά το ερεθίση... γ μ ή τού ταξιδιού στον X ρ ό­ Το αγόρι ωστόσο χύνεται νο, πολλαπλασιάζουν ένα τρι καταπάνω στο άλλο λιοντάρι σεκατοιμμύριο φορές τήν τηλεπού ετοιμάζεται νά καταισπαπαθητιική ικανότητα τού μυα­ ράξη την κοπέλλα. Στο ανοι­ λού. Έτσ ι άπό τον τόνο καί χτό στόμα τού θηρίου, αντί μόνο τής κάθε φωνής, καταλα­ νά βρειθή τό κεφιάλι τού κορι­ βαίνει τό ακριβές νόημά της τσιού, καρφώθηκε βαθειά ή κα ί ταυτόχρονα μ εταφράζε ι σιδερένια αιχμή τού κονταριού τή σκέψ-ι του στους φθόγγους καί ένας τρομερός ράγχος τα­ έκείνους πού είναι απαραίτη­ ράζει τήν αρένα. τοι, γιά νά μιλήιση κι* αυτός ιΓΊάνω άπό τίς κερκίδες ά­ στην ίδια γλώσσα. κουγονται άγριες κραυγές εν­ "Αλλά τρία φοβερά λιοντά θουσιασμού: ρια προχωρούν τώρα εναντίον — Νά κι* ένας Χριστιανός τους καί τό άγόρι, προστα­ πού πολεμάει για τή ζωή τεύοντας τή δυστυχισμένη νέα του! ιμέ τό κορμί του, ολοένα υπο­ χωρεί. Τό απροσδόκητο... νούμε­ Τό πρώτο θηρίο επιτίθεται ρο κάθε άλλ,ο παρά έχει δοξαφνικά καί δέχεται κατάκαοσαρεστήσει τούς μισότρελλους θεατές. Οι σκλάβοι ωσ­ δα τήν σίχμη τού κονταριού. Καθώς όμως προσπαθεί νά τόσο κεντρίζουν τώρα τά υπό­ τιραβήξη πίσω τό κοντάρι του, λοιπα λιοντάρια νά ριχτούν πάνω στο αγόρι καί τήν κο­ επιτίθεται τό δεύτερο θηρίο. Ή κοπέλλα ξεφωνίζει ^τροπέλλα. μαγμένη καί τά νύχια τού τέ­ —- Κρύψου πίσω μου!, τή διατάζει αρπάζοντας την άπό ' ρατος περνούν ξυστά άπό τον μηρό του καί τού κατεβάζουν τό ,μπράτσο. ,μόνο μιά μεγάλη λουρίδα άπό Χαί δεν μπορεί παιρ5 δλ,ον τον τρομερό κίνδυνο που δια­ τό παντελόνι του, όπως τό α­ γόρι προλαβαίνει καί πηδάει τρέφει, νά μήν κάνη τή σκέψ η στο πλάϊ... πόσο υπέροχα λειτουργεί η Στήν κρίσιμη αυτή στιγμή κ αταπληικτ ιική μ ηχανή που ταξιδεύει στον Χρόνο —-τό τό παιδί έχει ξε;χάισει ποιος


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

είινα:ι και πώς έχει βρεθή μέσα στήν αρένα τών βασανιστηρί­ ων τής αρχαίας Ρώμης. Τό αί­ μα ταυ βράζει άπό τον πυρε­ τό τής μάχης και από την άγανάκτησι έναντίόν τών βασα­ νιστών. Τραβά τό κοντάρι άπό τό νεικοό θηρίο καί τό καρ­ φώνει στη ραχοκακκάλιά του άλλου. Τό ουρλιαχτό τών ξέφρενων ανθρώπων γεμίζει τ5 αυτιά του καί δεν ακούει την και­ νούργια στριγγλιά τής κοπέλλας. Βλέπει μόνο την τελευ­ ταία στιγμή τό στόμα του λιονταριού όλάνοιχτο εμπρός του καί νοιώθε: την καυτή του ανάσα τόσο κοντά στον λαιιμό του, που κλείνει μέ φρίκη τά μάτια. Τ' άνοιγει δμως πάλι απότομα μ’ ένα παράξενο συ­ ναίσθημα καί βλέπει πώς βρί­ σκεται πάνω στο θαυμαστό πλοίο του Χρόνου —τό «ιΒέλος»!... Εφιάλτης ή αλήθεια; !Ρ Ο ΚΟΡΜΙ του τρέμει από τη συγκίινησι καί την αγωνία πού πέρασε. Ωστόσο, τά μά­ τια του λάμπουν θριαμβευτι­ κά: Αυτός, ό Πέτρος Μέξης, ένα Ελληνόπουλο πού ώς χτες δεν είχε κάνει τίποτα στη ζωή του, είναι ό πρώτος πού μπόΙρεσε νά ταξιδέψη στο π α ρ ε λ θ ό! ν —οέ μιά επο­ χή πού έχει χαθή στο βάθος τών χρόνων ! Έζησε πέντε λεπά τής ώ­ ρας, στην άρχαη'α Ρώμη, την

9

εποχή τών φρικιαστικών διω­ γμών τών Χριστιανών —είδε μέ τά μάτια του τον θάνατο, την άρένα, τό μαινάμενο πλή­ θος, ακούσε τις κραυγές τους —ακόμα αντηχούν στ5 αυτιά του... ·» 7\λλά... ταφνικ,ά ταράζεται καί ή λάμψι του θριάμβου χάνεται από τά μάτια του. Μια σκέψι πού περνάει φτε­ ρωτή από τό μυαλό του, τον αναστατώνει:

«Μήπως ονειρεύτηκα; Μή­ πως τίποτ5 απ’ δλ’ αυτά δέν συνέβη στήν π οσγι μ α!τ ικ ό τ η τα; Δέν άπακλείετα· άπό τή μεγάλη μου λαχτάοα νά πετύχω, νά δημιούργησα μόνος μου αυτόν τον εφιάλτη, μέ τή Φαντασ ί α μου...» Δ λ/ ποοΦτο'ίΚ/'Γ,- νά σκεφθή ■ηττοη-* άλλο ξω άπό το δωυτΤ’Λ πού βο^ανε^α1 όν­ τα· βήματα πού πλη-^'άζουν. Ππ^άει β'αστ·κά πάνω άπό τό «Βέ^ος» καί τοένε' στον τοΤυο. Τά δάντυλά του κατε­ βάζουν έναν δ'ακόπτη.

Είναι παοάξενο τό δωμάτιο οπού βρίσκεται τό νεαοο άνόρι. Μια μεγάλη β'βλ'οθήκη γεμάτη βιβλία πού καλύπτει τον πλαϊνό τοίχο, στρέφεται σιγά - σιγά πάνω στον άξονα της καί κρύβει τό θαυμαστό μηχάνημα. Είναι καιρός, για­ τί ένα χτύπημα άκούγεται στήν πόρτα τού δωματίου, πού τώρα έχει μικρύνει πολύ καί μοιάζει σάν ένα κοινό έογαστήιοιο μέ επιστημονική βι­ βλιοθήκη. Ανόρεχτα γιαπί τον ένα-


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒρΛΟΣ

χλούν μια τέτοια στιγμή, το άγόιρι πηγίαίνει ν άνοιξη. Μό­ λις όμως βλέπει το συνομή­ λικό τοο παιδί πού μπαίνει μέ'σα, χαμογελάει χαρούμενα. — Έσύ ’σαι, Σάμ; λέει εγκάρδια. Πέρασε. Τά δυο παιδιά αποτελούν χτυττηιτή άντίθ'εσι όταν βρίσκωνται κοντά. Ό Σάμ είναι κατάξανθος και τά μαΐτάκια του· είναι τό­ σο στρογγυλά, μέσα σ’ ένα ο­ λοστρόγγυλο, σάν φεγγάρι πρόσωπο, πού καταντούν κω­ μικά. Ό Πέτρος είναι μελαχροινός, μέ σοβαρή έκψιρασι καί αρρενωπός. Ό Σάμ κρατάει μιά μπου-

κάλα γεμάτη γάλα καί έτοιμάζεται νά την φέρη στο στό­ μα του, ότοα/ ξαφνικά τά μά­ τια του γουρλώνουν τόσο, πού κοντεύουν νά του πεταχτούν καί νά τού... πέσουν μες στο μπουκάλι. — Έϊ!, ξεφωνίζει. Πού έσκισες έτσι τό παντελόνι σου, Πή;τ; Ό Πέτρος γίνεται μονομιάς ν εκ ρ ;ικ ά χλωιμ ό ς, βλ έποντα ς πώς τό παντελόνι του είναι σκισμένο από τον μηρό καί κάτω. — "Ωστε λοιπόν είναι αλή­ θεια! , ψελίζει. Δεν τό ονειρεύ­ τηκα τό λιοντάρι! — Λιοντάρι; Ποιό λιοντά­ ρι; κάνει ηλίθια ό Σά,μ, πού

Έ6ώ είναι το περίφημο Νησί τής Χελώνας!


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

11

Βρίσκονται άξαφνα στη θάλασσα!

πάλι ετοιμαζόταν να φέρη τη μπουκάλα ,μέ το γάλα στο στόμα και πάλι αναγκάστηκε νά την άποτιραβήιξη. -έφυγε από τον ζωολογικό κήπο κα­ νένα λιοντάρι;

"Αθελα πάει ά νους του στο ξαφνικό ταξίδι του στην Α­ μερική εδώ καί λίγον καιρό. Πόσο απροσδόκητα ήρθαν ά­ λα Ό πατέρας του ήταν διά­ σημος επιστήμων, πού βοήθη­ "Ενα 1 Ελληνόπουλο σε όσα κανείς άλλος τούς άμερ ικανούς, στήν^ εκτόξευα ι στην Αμερική των πυραύλων τού Διαστήμα­ τος. Μια μέρα δ μ ως ό υπέρο­ χος. αυτός άνθρωπος εξηΐφανίΡΈΠΕΙ^ νά πιστέψω σθη, μυστηριωδώς. Μερικοί φί­ πώς είναι αλήθεια», συλλογί­ λοι.. του,, στούς όποιους είχε ζεται με δέος ό Πέτρος. κάνει λόγο για κάτι «ιδιαίτε­ Ή συγκίνηοίς του σ’ αυτή ρα» πειράματά του, δήλωσαν τή σκέψι είναι τόση, πού δεν μπορεί ν’ άπαντήση στον φυ χ πώς ό ΝΤικος Μέξης θά είχε λο του πού περιμένει μέ^ τα |8| πέσει ασφαλώς θύμα κατασκό πων, πού πιθανόν νά τον πή­ μάτια γουρλωμένο^ καί με τή ραν μαζί τους καί πιθανόν νά μπουκάλα του μετέωρη...

Χϊ


12

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

τον σκότωσαν κιόλας, για νά κλέψουν τις σημειώσεις του. ■Πάντως οι Αμερικανοί, σάν φόρο τιμής για όσα τους εί­ χε προσφέρει, αποφάσισαν νά καλέσουν τον γυιό του, Πέ­ τρο Μέξη, από την 3Αθήνα, για νά τον σπουδάσουν με δικά τους έξοδα και νά τον κάνουν επιστήμονα αντάξιο τού πατέρα του. Κ ι5 όπως φάνηκε γρήγορα, αύτό δεν ή­ ταν καθόλου δύσκολο νά γίνη, γιατί ό Πέτρος, σε συνδυ­ ασμό βέβαια καί μέ τη νεαρή ηλικία του, έχει ένα μυαλό, πού φτάνει στά δρια τής μεγαλαφυ'ΐας. Τό αγόρι, ορφανό· άπό μη­ τέρα εδώ καί πολλά χρόνια, δεν άφησε κανόναν στενό συγ­ γενή πίσω του πού νά τού α­ ποσπά τό μυαλό άπό τίς με­ λέτες του καί άφωσιώθηικε όλότελα σ’ αυτές. Ταυτόχρονα όμως, προσπάθησε ν3 άνακαλυψη τί απογίνε ό αγαπημέ­ νος πατέρας του. Νά βρή τά ίχνη του. Καί σ’ αυτή τήν περίπτωσι, στάθηκε πάλι τυχε­ ρός. Δεν είχε παρά μόνο μερι­ κές μέρες πού ήρθε στον Νέο Κόσμο, όταν έλαβε ένα γράμ­ μα υπογεγραμμένο άπό κά­ ποιον κύριο Τζών Σάμσον, πού τού1 ώριζε ραντεβού, γιά νά τού πή «ώρισμένα ενδια­ φέροντα πράγματα γιά τον πατέρα του». Χωρίς νά σκεφθή τόν κίνδυ­ νο _πού πιθανόν νά διέτρεχε, 6 1 Ιέτρος έτρεφε γεμάτος λα­ χτάρα τήν ώρισμένη ώρα καί στο ώρισμένο μέρος. Έτσι

συναντήθηκε μέ τόν κύριο Σάμσον, έναν καλόκαρδο καί αγαθότατο άνθρωπο, που τού έδωσε έναν κλειστό· φάκελλο. Στο εξωτερικό του έγραφε τό όνομα τού Πέτρου καί το παι­ δί αναγνώρισε μέ συγκίνηρι τόν γραφικό χαρακτήρα τού πατέρα του. Αυτός ό τελευταίος—όπως τού εξήγηΙσε ό κ. Σάμσον— έ­ μενε επί έξη χρόνια στο· σπί­ τι του, στο Τρέντον, εκατό χι­ λιόμετρα νοτιώτερα τής Νέας Ύόρκης. ΈικεΤ μέσα έστησε τό κρυφό του εργαστήριο, πού τό κράτησε μυστικό άπ5 όλους, έκτος απ’ αυτόν καί τόν γυιό του Σάμ, πού τούς εΐχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Στον ίδιο είχε αφήσει εντολή, άν ποτέ τού συνέβαινε τίπο­ τα, νά μήν άναφέρη πουθενά γιά τό μυστικό εργαστήριό του, αλλά νά παρσβώση τό ,κλειδ'ί μόνο στον γυιό του τόν Πέτρο, όταν θά έφθανε στήν Αμερική. Γι3 αύτό τό λόγο μάλιστα καί παρά τίς^άντιρή­ σεις τού κ. Σάμσον, είχε προΓττληΙρώσει καί τά ενοίκια δέκα ετών. Ό Πέτρος λοιπόν, συνεχί­ ζοντας τίς σπουδές του, εγκα­ ταστάθηκε στο σπίτι τού Τρέντον, όπου έμενε καί ό πα­ τέρας του. Στά σαράντα πυκνογραμμένα χει ρόγραφα ^πού περιείχε ό φάκελλος εκείνος, βρήκε όλα τά μυστικά γύρω άπό. τήν θαυμαστή μηχανή που ταξιδεύει στον X ρό ν ο καν, φυσικά, πώς θά μετατό­ πιζε τή βιβλιοθήκη γιά νά τήν άνακαλύψη.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

13

άμερικάνικα— να τον κυττάζη ακίνητος και νά μή μιλάη, ξαναφέρνει τή μπουκάλα του μέ τό γάλα στο στόμα, άλλα πάλι δεν προφταίνει νά πιή, γιαίτι τό Έλληνόάουλο σέ μια ξαφνική έκρηξ,ι ενθουσιασμού, τον αρπάζει από τά μπρά­ τσα καί ξεφωνίζει: — Μά... Μά άν δεν ήταν όνειρο... τότε... Τότε θά πή πώς τό «Βέλος» είναι τέλειο! — Τό... τό γάλα!, ,μουγγΐρίΐζει λαχταρισμένος 6 ^Σάμ καθώς παρά τρίιχα νά του φυ­ γή ή άσπρη μπουκάλα από τά χέρια ^μέ την ξαφνική... ε­ πί θεσι του Πήιτ. Φυσικά ό Πέτρος δέν τον α­ κούει, μ’ όλο πού ξέρει πώς ό Σάμ, πού είναι ό μοναδικός του φίλος στην Αμερική, έ­ χει μια παθολογική αδυναμία γιά τό «λευκό υγρό τής ζωής» όπως λέει τό γάλα. — Τότε θά πή..., συνεχί­ ζει μέ βραχνή φωνή, πώς έζησα πραγματικά πέντε λε­ πτά στην άσχαία Ρώμη! — Στη Ρώμη!, στριγγλί­ ζει ό Σάμ καί χλωαάιζει. Μόλις εΐχε συγκροτήσει γε ιρά τό μπουκάλι του, άλλα τώρα ή εκπληξίς του είναι τό­ σο μεγάλη πού του ξαναξεφεύγει καί αναγκάζεται νά κάνη κανονικό πλονζόν σάν τερματοφύλακας για νά τό γλυτώση, την ώρα πού έφτανε Ό Σάμ Σάμσον στο πάτωμα. ΛοΥ^^'τσυ^'^ '^~ττό τ-Υ> 0 ΣΑΜ ΣΑΜΣΟΝ 6λέτγοό^-γτ·1 ο νσί "λ'» ποντας τον Πέτο ο —τον Πήτ, άγκαλιάζει καλά τό μπουκά­ οατως τον φωνάζει αυτός πιο λι ταυ για νά τό σιγουρέψη

Τά διάβασε καί τά ξανα­ διάβασε χίίλες φορές καί1, πι­ στεύοντας ακράδαντα πώς ό πατέρας του κάτι θά είχε πάθει προσπαθώντας να κάνη τό πρώτο ταξίδι στο Παρελθόν μέ τό «Βέλος» —όπως ονό­ μαζε τη μη/χιανή ταυ-— έπεσε μέ τά ρουιτρα στη δουλειά. Έκανε έλεγχο σέ δλα τά σχέ­ δια κατασκευής του «Βέλους» ένα προς ένα καί στο τέλος ανακάλυψε ένα πολύ μικρό λάθος, στη συσκευή εκείνη, πού κανόνιζε τή σύμπτωσι του Τόπου καί του Χρόνου, όπου θά βρισκόταν ό άνθρω­ πος πού θά ταξίδευε στο Πα­ ρελθόν. Ό Πέτρος λοιπόν βεβαιώ­ θηκε πώς ό πατέρας του· είχε διαλυθή στο κενό, προσπα­ θώντας νά δοκιιμάση την υπέ­ ροχη μηχανή του ! Γεμάτος θλίψι γι’ αυτή την εξακρίβωση αποφάσισε ώστό σο νά συνέχιση αυτός την προ απάθεια πού εκείνος άφησε στη μέση ,μέ τον θάνατό του. Μέ μεγάλη προσοχή και ύστε ρα από χιλιάδες ^ υπολογι­ σμούς, διώρθωσε τό σφάλμα καΐί', μέ αδάμαστο θάρρος και πεποίθησι για την επιτυχία, άνέβη,κε ό ίδιος στο «Βέλος», για νά βρεθή στη Ρώμη των Διωγμών — όπως ήδη γνωρί­ ζει ό αναγνώστης.


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

καί υστέρα λέει >μέ παράπο­ νο: —ιΚαβάλλησες το «Βέλος» καί ταξίδεψες στο Παρελθόν ! Μόνος σου! Είχες ύπσσχεθή νά μέ πάρης κι3 έμενα! Ό Πέτρος χαμογελά. -— ’Όχι στο πρώτο ταξίδι! του λέει. Στο πρώτο ταξίδι δέ θά σ3 έπαιρνα: ποτέ, γιατί μπορεί νά μην ξαναγύριζε κα­ νείς μαρ.. Έπρεπε νά βεβαι­ ωθώ πρώτα πώς δλα πηγαί­ νουν καλά... Καί, τώρα πού βεβαιώθηκα, είμαστε έτοιμοι νά ταξιδέψαμε όπου θέλεις, αγαπητέ μου Σάμ! Ό κό σμος είναι όλόικληρος δικός μας! "Από την εποχή πού δημ ΐ'ουργήθηκε από νερό καί φλόγα —ώς σήμερα! Ό Σάμ ξύνει το κεφάλι του μέ άιμηχανία καί στο τέ­ λος τά στρογγυλά ματάκια του αστράφτουν. — Δεν θέλω νά πάμε στην εποχή πού δημ ιουργήθηίκε τό νερό, αλλά στήν εποχή πού δημ ιουργήθηκε τό γάλα!, λέει. Άμεσους όμως χάνεται ό ενθουσιασμός του καί όχι ε­ πειδή ό Πέτρος έχει βάλει τά γέλια, αλλά επειδή κάποια άλλη σκέψας τον απασχολεί — Δεν θ.ά μου άρεσε όμως κανένα ταξίδι μ3 αυτή τή μηχανή πού., σκίζει παντελόνια! μουρμουρίζει. Θά περιμένω νά τή διορθώίσης! Γατί εδώ πρέπει νά πούμε πώς μιά δεύτερη αδυναμία τού Σάμ Σάμσον είναι τό ντύσιμό του. Είναι Ικανός νά

ττν'ί&η μΙ τά ΙΡ&ια

τον τά χέρια

τον άνθρωπο πού θά του λερόση τό παντελόνι του ή θά του τσαλακώση τον γιακά του. Έτσι ό φίλος του για νά τον κάθησοχάση τού διηγείται μέ κάθε λεπτομέρεια τήν πεν τάλεπτη, φοβερή περιπέτειά του στήν αρχαία Ρώμη καί ό Σάμ βεβαιώνεται πώς τό «Βέ λος» δεν... καταστρέφει τά ρούχα καί από τή χαρά του., πίνει μονορούφι τή μπουκάλα τό γάλα καί πάει για νά φέρη άλλη. **★ Ό Πέτρος βγάζει μιά μι­ κρή φωνή εκπλήξεως. Αιτία είναι πώς πηγαίνοντας νά κυτ τάξη, τήν ώρα, ανακαλύπτει πώς τό ρολόϊ δέν υπάρχει στον καρπό τού αριστερού χε­ ριού του. ^Αμέσως σκέπτεται πώς θά τού έχη. πέσει στο κρυ φό τμήμα του έργαστηΐρίου, κοντά στο «Βέλος». Βρίσκει τον μυστικό διακό­ πτη καί μετατοπίζει τή βιβλίο θήκη. Πηγαίνει κοντά στό κα­ ταπληκτικό μηχάνημα. Δέν χρειάζεται νά ψάξη πολύ. Δέν έχει κάνει λάθος. Τό ρολόϊ ίου είναι πεσμένο δίπλα στο «Βέλος». 3Αλλά πώς έχει καταντήσει έτσ1; Τά μάτια τού άγοριού άνοίγουν διάπλατα από τήν έκ~ κπληξι καί σκύβει σαστισμέ­ νος, γιά νά άνασηκώση τά..^. υπολείμματα τού ρολογιού του, πού έχει άπομείνει ^χω­ ρίς τή τζελατίνα πού σκέπα­ ζε τήν πλάκα του καί χωρίς

τά λ^νράκι του*


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Επειδή δεν μπορεί να θυμηθή αν γαντζώθηκε πουθενά τό χέρι του και επειδή δεν μπσρεΐ να έξηγήση τι απογίνε τό λουράκι, σκύβει πάλι κι5 άρχιζε ι νιά ψάχνη για να τό βρή. Δεν υπάρχει όμως που^ θενά. — Μυστήριο!, μουρμουρί­ ζει ό Πέτρος, θυμάμαι πολύ καλά πώς βρισκόταν στο χέ­ ρι μου, την ώρα που καθόμουν στο «Βέλος». Τό κύτταξα τε­ λευταία φορά πριν γυρίσω τον διακόπτη που θά μ5 έφερνε στη Ρώ;μη... Μέ τη βεβαιότητα πώς κά­ που θά βρίσκεται τό λουρί καί ή τζελατίνα του ρολογιού του ψάχνει άλλη μ ιά φορά ολόγυ­ ρα, άλλα πάλι μάταια. Τήϊν ίδια στιγμή άκούγεται ένας κρότος από τήν εί­ σοδο καί ό Πέτρος ανατινά­ ζεται χλομιάζοντας, γιατί έ­ χει αφήσει τή βιβλιοθήκη ά'νοκτήι καί τό «Βέλος» σέ κοινή θέα για όπτοιονδήποτε μπή μέ σα. Ή πόρτα άνοιγε;. Ευτυχώς όμως αυτός πού μπαίνει είναι πάλι ό Σάμ Σάμσον. Στο ένα του χέρι κρατάει μιά γεμάτη μπουκά­ λα γάλα καιί στο άλλο μιά ε­ φημερίδα, πού τή δ'είΐχνει στον Πέτρο θριαμβευτικά. ^ — Νά, πού θά πάμε!, φω νάζει μ5 ενθουσιασμό. Διάβα­ σε έκεΐ πού λέει: «ΟΙ ΘΗ­ ΣΑΥΡΟ I ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΤΗ ΜΟΡΓΚ ΑΐΝ» ^ · Τό 'Ελληνόπουλο παίρνει καί διαβάζει μέ δυνατή φωνή; ^ «Ή αποστολή τού αρχαιο­ λόγου καθηίγητρύ κ, ΟύΤλ-

II

λιαμσον, άπέτυχε και πάλι νά άνακαλιύψη! τούς θησαυρούς πού ώς ισχυρίζεται ό διάσημος αρχαιολόγος — έχει κρύ­ ψει κάπιοιυ, εις τά παίράλια τής νήσου Χελώνας, ό διάση­ μος "Αγγλος πειρατής τού 1 7ου αίώνος, Χένρυ Μόργκαν. "Ως γνωστόν ό κ. Ουίλλιαμσον πιστεύει πώς ό Μόργκαν έκρυψε μέρος των άμύθητων θησαυρών, πού άπεκόμισε α­ πό τό μεγαλύτερο πειρατικό κατόρθωμα τής "ιστορίας, δη­ λαδή τήν άλωσι τού Παναμά πού κατείχαν σί "Ισπανοί. Ό κ. Ούΐλλιαμσον έδήλωσεν προς τούς δημασιογράφίους πώς δεν άπεγοητεύθη, άλλα θά επιχείρηση, έκ νέου νά άναικο:λύψη; τούς κρυμμέ­ νους θησαυρούς.» Ό Πέτρος σταματά τήν άνάγνωσι καί κυττάζει ανήσυ­ χα τον φίλο του. — Λοιπόν; ρωτάει. Καί πού θέλεις νά πάμε οί δυό μας; ■—- Στο Νησί τής Χελώ­ νας!, φωνάζει θριαμβευτικά ό Σόμ. Τήν εποχή πού ό Μόρ­ γκαν έπέστρεψε άπό τήν άλωσι τού Παναμά! Θά προσ­ παθήσουμε νά δούμε πού θά κρύψη τούς θησαυρούς του κ·' ύστερα θά ξαναγυρίσωμε τήν εποχή μας καί θά πάμε νά ψάξωμε νά τούς βρούμε μπροστήτερα από· τον κ. Ούΐλλιαμσον! Ό Πέτρος κυττάζει τον φί­ λο του παράξενα. Δεν βρίσκει τώρα καί τόσο ^άσχημη την ιδέα του, πού1 στο κάτω - κάτω, άν τήν ακολουθήσουν, μπρ


16

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΡΑΟΣ

ρεΐ νά τούς φανή καί πολύ πολύ χρήσιρη... Βουτιά στους αιώνες Τ ΙιΠΟΤΑ δεν

λείπει

άπδ

την υπέροχη βιβλιοθήκη του πατέρα Μέξη. Τά διυο παι­ διά δεν άργοΰν νά βρουν χρο­ νολογίες, χάρτες, βιογραφίες καί δ,τι άλλο χρειάζεται, ώστε ν)ά κάνουν τό ταξίδι τους πλήρως κατατοτ σμένοι. "Υστερ5 ανεβαίνουν —ιμπρος 6 Πέτρος καί πίσω ό Σάμ— στο «Βέλος». Τό 1 Ελληνόπ ούλο «σ κ οπεύει» τό Νησί τής Χελώνας πάνα> σέ μια υδρόγειο πού υ­ πάρχει στο καντράν· τής ,μηχανής καί ύστερα στά υπόλοι­ πα ρολόγια του1 ίδιου καντράν κανονίζει τή χρονολογία πού θά πρέπει νά βρεθούν καί τό χρονικό διάστημα πού θά μεί­ νουν. — "Ολα ετοι'μα, λέει μετά. Μήπως άλλαξες γνώμη; — Ποτέ! — Κανόνισα: τό πρώτο μας ταξίδι γιά πέντε λεπτά, ώστε νά προλάβωρε νά γυρίάωρε άν παρουσιαστή κανείς απρό­ βλεπτος κίνδυνος;, γιατί, δπως ξέρεις, δεν ρπορούίμε νά έπιστ ρέψω με μόνοι ;μας δποτε θέλομε,., ούτε καί νά ρείινωρε πιο· πολύ. Μόλις θά λήξη ή ώρα πού σημειώνεται στον ρε τρη|τή τού «Βέλους», έπιστρέφιορε αυτομάτως! — Πέντε λεπτούλια μονα­ χά, -μουρμουρίζει γκρινιάρικα

9 Σάμ. Νά ταξιδέψωρε τόσα

χρόνια... δρομο, γιά νά μείνω^;με μονάχα πέντε λεπτά; ^— "Οταν δούμε πώς δεν υ­ πάρχει κανείς κίνδυνος, τότε θά ξαναγυρίσωρε γιά περισ­ σότερη ώρα... Έτοιράσου... Καί πρόσείχε: Την ώρα πού θά διασχίζομε τούς αιώνες, δεν θά π,ρολάβης νά μέτρησης τό χρόνο... Κρατάει λιγώτερο από ένα δευτερόλεπτο. Αυτή τή στιγμή διμως δεν πρέπει νά μιλάς, γιατί μπορεί νά μείνης μουγγός! Εξηγηθήκαμε; Ό Σάμ κουνάει τό κεφάλι του καταφατικά καί σφίγγει τά χείλια γιά νά μ,ή μιλήση. Ό Πέτρος πιάνει τον δια­ κόπτη. Ό Σάμ τον σκουντάει στον ώμο, ενώ τά ματάκια του στρ ίιφΟγυρίζουν τρορ αγμένα. Τρέμει ολόκληρος πάνω στη θέσι του. Ό Πέτρος αφήνει τον δια­ κόπτη ανήσυχος καί γυρίζει προς τό μέρος του. — Τί τρέχει; ρωτάει. — Τό... τό γάλα!, ψελλί­ ζει ό Σάμ. — Έ! Τί' έγινε τό γάλα; — Την ώρα πού μου μιλού­ σες, άφη!ρη)μένος ήπια δλη τή μπουκάλα, ενώ ήθελα νά την πάρω ραζί' μου!... -έρω 5γώ άν θαιχη κατσίκες στο Νησί τής Χελώνας; Στάσου μιά στιγμή σέ παρακαλώ, νά πάω > . ? <7* να φέρω ενα καινούργιο μπουκάλ ι! — Μά τρελλάθηκες, Σάμ; φωνάζει ό Πέτρος άγανακτισμένος. Πέντε λεπτά τής ώ­ ρας θά μείνουμε ! Τό ξέχασες;

Την άλλη φορά πού θά πάμε


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

για περισσότερο, παίρνεις μαζί σου ένα.. βουστάσιο! — Κι’ άν... Κι5 άν πάθη καιμμ,ιά βλάβη κα ι μείνω με παραπάνω; — ’Άν πάθωμε βλάβη, α­ ποκρίνεται νευριασμένος ό Πέ τρος, δεν θά σου χρειαστή πια τό γάλα, γιατί δεν θά έχης... στόμα νά τό πιης! — Καί τί θόήχω; μοορμουιρίζει παραξενεμένος ό Σάιμ αλλά ό Πάτρας δεν του απο­ κρίνεται πιά. ;— Εμπρός!, λέει. Ταξι­ δεύομε στον Χρόνο! Πάμε για τό Νησί τής Χελώνας! Τό ξακουστό λημέρι των πει­ ρατών τής Καραβαίκής! Μή •μιλάς τώρα! Κράτα καί την άναιπνίοή σου! Καί γυρίζει τον διακόπτη που βάζει σε λειτουργία την θαυμαστότερη μηχανή πού κατασκεύασε στους αιώνες τό ανθρώπινο ,μ ύαλο. Νοιώθει τά ίδια ακριβώς συναισθήματα πού ένοιωσε την πρώτη φοιρά καί ύστερα κατάλαβαίνε ι απροσδόκητα πώς... βρίσκεται μέσα στο νερό! ’ΑνοίΙγοντας τά μάτια, βλέπει τον Σάμ Σάμσον νά κολυμπάη κι3 αυτός πλάϊ του, μέ μάτια γορρλωμένα από την άπορίά... . 5Αλλά δεν προλαβαίνει ού­ τε αυτός νά 6γή άπ3 την α­ πορία του, ούτε ό Πέτρος νά σκεφθή τί λάθος είναι π'θανίον νά έχη γίνει. Τήν ίδια στιγμή άκθύονται λυσσασμένα ουρ­ λιαχτά, πού σκεπάζουν τον δυνατό παφλασμό των κυμά­ των.

17

(Γυρίζουν τά κεφάλια τους προς τό μέρος απ’ όπου προ­ έρχονται οι φωνές καί βλέπουν ένα παλιό πειρατικό καράβι πού πλέει καταπάνω τους μέ όλα τά πανιά απλωμένα. Με­ ρικοί κουρελιάρηδες πειρατές πού κρέμονται- από· την κου­ παστή τής πλώρης, τούς έ­ χουν δ'Ρικρίίνει καί γι' αυτό φω νάζουν έτσι. Κρεμάστε τους! !&ά 'Κ 01ΝIΑ

πέφτουν

στο

πλάϊ τους στο νερό. Ασυλλό­ γιστα τά αρπάζουν οί δυο φί­ λοι καί στη στιγμή οι πειρα­ τές τούς τραβούν επάνω. Δέ^ προφταίνουν ούτε μια κίνησι νά κάνουν. Χέρια άπλώνοντα ι απ’ όλες τις πλευρές καί σε δυο δεύτερόλειπτα, βρίσκον­ ται δεμένοι χειροπόδαρα, έτσι πού δέν μπορούν ούτε νά σα­ λέψουν. "Ενας φοβερός αγριάνθρω­ πος στέκει μπρος τους καί τούς κοπάζει εξεταστικά. — Σίγουρα είναι- Ισπα­ νοί κατάσκοποι!, μουγγρίζει αφρίζοντας. Να μή ^ μέ λένε καπετάν - ΓκρίΙπο, άν δέν εί­ ναι Ισπανοί κατάσκοποι! — Δέν βλέπεις, πού δέν μιλούν κιόλας; φωνάζει ένας δεύτερος, πού τό αριστερό του χέρι καταλήγει σ3 έναν γάντζο. Μού Φαίνεται πώς δέν καταλαβαίνουν καν τη γλώσ­ σα μας! — Κα... καταλαβαίνουμε!, φωνάζει ό Σόμ μέ φόβο. Δέν είμαστε Ισπανοί, παρά Ά-


μερυικανοι! Κ Γ ούτε είμαστε κατάσκοπο:!, Ό καπετάν - Πκρίπο άνσσηκώνει βαρυεστημένα τους ώμους του. —; Τί ττά νιά ττή «Αμερικα­ νοί;» (*) μαυίρμαυρίζει θυμω­ μένος. Δεν έχω ξανακούσει τέτοια φιυλή... Για καλό καί για κακό κρεμάστε τους! Δεν μπορώ νά χάνω άλλο τον και­ ρό μου ιμαζί τους! Ό Πέτρος προσπαθεί κι5 αυτός τώρα νά διαμαρτύρηση αλλά κι5 εκείνος 0έν προλα­ βαίνει·. Δεκάδες χέρια τους αρπά­ ζουν και τούς οδηγούν στο με σαΐο κατάστρωμα, κάτω από (τό ψηλό /κατάρτι. Δυιό σκοι­ νιά φτείρουγίζουν γρήγορα γρήγορα στά ξάρτια και οι άκρες τους δένονται θηλιές. Ό Σάμ ^μ5 όλο πού δεν ιμπορούμε νά πούμε πώς είναι φοβητσιάρης, έχει γίνει ά­ σπρος σάν χαρτί. "Ολα όσα ζή, μοιάζουν μ5 ένα κακό ό­ νειρο. Ό Πέτρος όμως, πού κι5 άλλη ιμά φορά βρέθηκε σέ παρόίμοια Θέσι, σκέπτεται πιο ψύχραιμα. Λογαριάζει τον χρόνο πού έχει περάσει από τη στιγμή πού κολυμπούσαν ώς τώρα καί καταλαβαίνει πώς όσο γρήγορα κι5 άν έγι­ ναν όλα, τά πέντε λεπτά θά τελειώσουν άπό στιγμή σέ στιγμή. Κάτι άλλο ό,μως εί­ ναι πού πάει νά τον τρελλάνη: Κυττάζει^ ολόγυρα καί •βλέπει παντού θάλασσα, έ­ κτος άπό ιμιά ,άρκετά μακρυνή (*) Την (έίττοχη 'έκ&ίνΐΊ ό (Νέος Κ,ότμος δεν είχε άκίόμη ονομαΐα^/} Άμειρική.

-’ί',νΛ

;·:»■

ψ 0 Πέτρος άρπαζει τδ κοντάρι καί επιτίθεται

άκτή^πρός τά δυτικά. Πώς όμως βρέθηκαν στη θάλασσα, τόσο μσκρυά άπό την ακτή, άκόιμα κι5 άν υποθέσωίμε πώς ή παραλία αυτή α­ νήκει· στο Νησί τής Χελώνας; θυμάται καλά πώς είχε ση­ μαδέψει τήν άκρη τής ξηράς στήν υδρόγειο του «Βέλους». 'Καί ξαφνικά μια καινούρ­ για σκέψις κάνει, τήν καρδιά του νά χτυπήση δυνατά, κα­ θώς βλέπει έναν απ’ αυτούς τούς φοβερούς ανθρώπους νάρ χεται καταπάνω του, για νά τού περάση τή θηλιά στον λαιμό: «Μήπως τό λάθος πού έχει γίνει στον Τ ό π ο, έχει γίνει καί στον Χρόνο, πού θά διαρκοΟσε τό ταξίδι τους; 5'Αν εΤν’ έτσι, άν περάσουν τά πέν­ τε λεπτά καί δεν επιστρέφουν στο «Βέλος», τότε είναι ιχαμένοι!...» Βλέπει άνατρι/χιάζοντας έ­ ναν άλλο πειρατή νά ττερνόη τή θηλιά στο λαιμό τού Σάμ ■Σάμσον τού άγαπηίμένοιυ του φίλου. Τήν ίδια στιγμή, μια όμορ­ φη κοπέλλα ξεπετάγεται ιμέσ’ άπό τό συγκεντρωίμένο ^ πλή­ θος των πειρατών καί χύνεται καταπάνω- σ5 εκείνον πού πάει νά κρεμάση τον Σάμ. Τού αποσπά τό σχοινί άπό τό χέρι καί σπρώχνει τον Σάμ πού κατρακυλάει στο- κατά­ στρωμα· φωνάζαντας: — Απρόσεκτη! Θά μου γε,μίσηΐς τά ρούχα μου λά­ σπες ! Ό άριχ πειρατής Γκιρίπο όιμως, βγάζει άφρούς λύσσας. Χύνεται πάνω της καί τήν τραβάει οπό τό χέίρι άγρια.


20

Τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Έισύ, βρω μ ο αρ ι στ ο.κ ρ ά­ πισα, -μουγγρίζει, θά πουληθής σκλάβα μέθαύριό και θά μάθ'ης νά ιμήν ανακατεύεσαι σέ ξένες υποθέσεις! Κλείστε την στ5 άμπάρ ι! Ή διαταγή του* έκτελεΤται στη στιγμή. "Ένας πειρατής αρπάζει τον Σάμ άττό τον γιακά και τον σηκώνει δρθτο. — Θά με. σκίσης, βλάκα!, ουρλιάζει τό παιδί κατακόκκινο από θυμό·. "Άσε τον για­ κά μου1! Οι άγρ άνθρωποι βάζουν τά γέλια. Περνούν πάλι τη θη­ λιά στον λαιμό του Σάμ κ«ι* ένας πειρατής τον ρωτάει σαρκαστικά: — Μήπως θέλεις καμ-μιά τελευταία χάρι; ^— Θάθελα λίγο γά... γά... γάλα!, μουρμουρίζει ό Σάμ καί τά λόγια αυτά γίνονται δεκτά μ5 ένα πανδαιμόνιο. Οί πειρατές ξεκαρδίζονται στά γέλια καί κύλιώνται στο κατάστιρω'μ^ ψωνάζοντσς: — Πάλα! Γάλα! Θέλει γά­ λα! ... Καί .μόνο 6 άρχιπειρατής Πκιρίητο θυμώνει. — Μπρος!, ουρλιάζει. Κρε μάστε τους! Ό δήμιος όςρπάζει αποφα­ σιστικά τό σχοινί καί τό τρα­ βάει· μέ δύναμι. Καί τά δυο παιδιά... βρί­ σκονται πάνω στο «Βέλος», την υπέροχη μηχανή του Χρό­ νου, που τούς έχει φέρει πί­ σω στην κρυσιιμάτ&ρη στιγμή.

3 Ιδιοτροπίες του «Βέλους» 0

ΣΑΜ φεύγει τρέχοντας.

Ανεβαίνει στο σπίτι του καί πηγαίνει ολοταχώς στην κου­ ζίνα. Ανοίγει τό ψυγείο. Παίρ νει· μια μπουκάλια παγωμένο γάλα καί την αδειάζει μονο­ ρούφι. "Υστερα παίρνει μ,ιά άλλη1 γεμάτη μαζί του καί ξαναγ υρ ίζει πάλ ι τρέχοντας κοντά στον Πέτρο, πού με τό μέτωπο ρυτιδωμένο απτό τίς σκέψεις, ελέγχει τά λεπτότα­ τα όργανα του «Βέλους» καί βρίσκει την αίτια που βρέθη­ καν στη θάλασσα, αντί νά βρε θούν στην παραλία του Νη­ σιού τής Χελώνας. Ή ^βελόνα πού δείχνει τον τόπο, έχει μετατοπτυσθή έλαφίρά καί θυμά­ ται οτι την τελευταία στιγίμή ό Σάμ εΐχε κάνει ,μιά άπρό.σεκ,τη κίνη|σι, πού σίγουρα εΐχε μετατοπίίσει τή βελόνα. Πρέ­ πει στο μέλλον νά πρσσέχη σέ τέτοιες στιγμές τίς κινή­ σεις του φίλου του. — Μπορείς νά μου πής κάτι; -μουγγρίζει ό Σάμ προσ­ παθώντας νά ξεβοοιλώση μέ τά δόντια τό μπουκάλι μέ τό γάλα. Μπορείς νά -μου πής τί έγινε τό ι μαχαίρι μου; — Τό μαχαίρι σου; Ποιο μαχαίρι; — "Ας τό είχα καί τά λέ­ γαμε άν θάφιηνα εκείνους τούς άγρανθρώπους νά μ’ άγγν ξουν! Τό είχα στερεώσει πο­ λύ καλά στη ζώνη μου, δταν όμως πήγα νά τδ ^τραβήξω για νά άμυνθώ, δεν ήταν πια


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ στη θέσι του! — Θές νά πής πώς είχες ■ πάρει μαζί σου μαχαίρι; — Και βέ6α·ια! Λέω: Σέ πειρατές πάμε, τρύπωσε το εκέΐ 6ά για καλό - κακό! Μπορεί να χρειαοτή! Κ αι πράγματι χρειάστηκε, αλλά εϊ|χε χαθή! ιΚαί μ5 αυτά τά λόγια φέρ­ νει τη μπουκάλα του ·—πού έχει καταφέρει έπϊ τέλους νά την ξε'βουλώση στο στόμα. Ό Πέτρος την ίδια στιγμή απλώνει το χέρι γουρλώνον­ τας τά μάτια. Φωνάζει: — ΈικεΤ! Ό Σάμ, για νά δη που τού δείχνει ό φίλος του κουνάει α­ πότομα τό κεφάλι. Τό στόμιο του -μπουκαλιού ξεφεύγει α­ πό τά χείλ ια του καί τό γάλα χύνεται επάνω του. Στριγγλί ζει σαν νά τον σφάζουνε. Ή συμφορά είναι διπλή, γιαιτι δεν φτάνει που χύθηκε γάλα αλλά χύθηκε κι* επάνω στά ρούχα του. 5Αλλά ό φίλος του έχει όρμήΐσει στο «Βέλος» καί σηκώ­ νει οστό κάτω κάτι πού του τό δείχνει: — Αυτό εΤναι; Ό Σάμ γουρλώνει τά μά­ τια. — Μοιάζει σάν νάνοι αυ­ τό!, ψελλίζει. 5Αλλά που εΐνει τό κοκκάλινο χέρι του. Εί­ χε μιά ωραία, κοικικάλινη λα­ βή! — Βρίσκεται στην Κσρσϊβιική. θάλασσα από τό χίλια εξακόσια έβόοίμήνα!, αποκρί­ νεται ό Πέτρος σοβαρά καί ό Σάμ τον κνττάζει ρπως κντ-

1\

τάζουν έναν τρελλό. — Τό... τό μανίκι τού μα­ χαιριού -μου; ψελλίζει. — Μάλιστα! Καί τό λαυ­ ράκι καί ή τζελατίνα του ρο­ λογιού μου, βρίσκονται στο Κσλοσσαΐο τής Ρώμης από τό ογδόντα -μετά Χριστόν! — Πή-τ! ?Ω, Πή;τ!, μουρ­ μουρίζει ό Σάμ απαρηγόρη­ τος. Μήπως ή -μηχανή σου κά­ νη ζημιά στο μυαλό; — 3Όχι, Σάμ! Μη ^φοβά­ σαι!, αποκρίνεται τό Ελλη­ νόπουλο χαμογελώντας. Μό'νο πού μεταφέρει τά πάντα μέσα στον Χρόνο, έκτος από τά μέ­ ταλλα. Γ ι3 αυτό έμεινε έδώ τό ραλόί μου χωρίς λουρί καί τζε λαττίνα καί γι’ αυτό έμεινε ε­ δώ καί τό .μαχαίρι σου, χωρίς την κοκκάλινη λαβή του!... Γ ι3 αυτό επίσης ξέφυγε καί ή αγκράφα· του παντελονιού μου —κι3 εγώ νόμισα πώς θάφιυγε πάνω στην πάλη μου μέ τό λιοντάρι! Ό Σάμ γουρλώνει τις ματούκλες τοιυ, καθώς ανακαλύ­ πτει πώς δεν υπάρχει ούτε τής δικής του ζώνης ή αγκρά­ φα. — Π ροβόσ ία!, ούρλ ιάζει. Ευτυχώς πού είχα. πιή πολύ γάλα καί είχε φουσκώσει ή κοιλιά μ-ου, διαφορετικά θά μού έπεφτε τό* βρακί καί κα­ ταλαβαίνεις τί’ ρεζιλίκι πού θά πσθ'αίναμε μέ τούς πειρα­ τές —ήταν κι* εκείνο τό κο­ ρίτσι μπροστά! Ό Πέηρος διμως δεν τον α­ κούει παρά τρέχει κοντά στο «Βέλος» καί ψάχνει. Δεν άργέί νά ά^κρλύψη τις δνό άΥ’


22

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΡΛΟΣ

ικράφες πού έχουν κυλήσει κά­ τω οπτό τους πάγκους του ερ­ γαστηρίου που είναι δίπλα. Την ίδια στιγμή ακούει μια σπαρακτική κραυγή. Πετιέται όρθιος. — Τίί επαθες, Σάμ; ρω­ τάει ανήσυχος και τρέίχει κον­ τά σττόν φίλο του. Τί σου συμβαίνει; Τό ξανθό αγόρι είναι απα­ ρηγόρητο και τό χρώμα του κέρινο. Κουνάει τό κεφάλι του μ5 απελπισία. — Τό δόντι ιμαυ!, μουγγρί ζει. Τόι ωραίο «μου χ|ρυσό δον­ τάκι ! Καλά έβαζα έγώ τη γλώσσα μου εδώ ,5ά κι* έλεγα πώς κάτι λείπει! Ή μηχανή σου μου τό ξερίζωσε, πανάθε,μά τη! Νά το! Έδω νέρα είχε πέσει! Καί κρατάει ανάμεσα στα διυό δάχτυλά του ένα χρυσό δόντι... Ό Πέτρος συγκροτώντας, ,μέ κόπο τά γέλια, τον αγκα­ λιάζει :μέ συμπόνια^ του άναση|κώνιει τό χέρι που κρατάει τη μπουκάλα και την φέρνει ατά χείλια του. ιΠρσγμστικά^ό Σάμ την α­ δειάζει ιμονορούφι και παρηγοριέτα: κάπως. — Αυτό όμως μέ τά μέ­ ταλλα εΐναι πολύ άσχημο!, μουρμουρίζει μετά. Είμαστε ύποχ'ρεωμένοα νά γυρίσω'με ά­ οπλοι κοντά στους πειρατές... Κ(ύ ήθελα νά,παιρνα ένα πο­ λυβόλο !... — Δεν μάς υποχρεώνει κα­ νείς νά ξαναγυρίσωμε κοντά τους!, λέει ό Πέτρος άνήισυγα,

'

— Κι’ ό θησαυρός; φωνά­ ζει ό Σάμ ζωηρά. Κι* εκείνος που... μου τσαλάκωσε τον γιακά; _ »Κιι’ εκείνο τό όμορφο κο­ ρίτσι που βρίσκεται στά χέ­ ρια τού φοβερού Γκρίπο; συλ­ λογίζεται τό ^Ελληνόπουλο. Κι5 έτσι, χωρίς νά τό πή κανείς τους, έχουν πάρει την άπόφασι νά ξαναγ ορίσουν στο Νησί τής Χελώνας, <μέ την καταπληκτική συσκευή πού ταξιδεύει στον Χρόνο... Στο νησί τής χελώνας 0! ΟΤΕ δεν είχε ξαναβρεθή τόσος κόσμος ραζεμένος πά­ νω1 στο Νησί τής Χελώνας. "Ενας ολόκληρος στρατός απτό παλιανθρώπους —ό ίδιος στρατός πού κατέλαβε καί λε­ ηλάτησε τόν Παναμά, κάνον­ τας στάχτη τη μεγαλύτερη πολιτεία τού Νέου Κόσμου— βρίσκεται τώρα εδώ καί ετοι­ μάζει ένα μεγάλο γλέντι, γιά νά γιορτάση τή νίκη του... Νά γιορτάση γιά τό κα­ ράβι τού κανετάν - Μόργκαν, που είναι τόσο γεμάτο χρυ­ σάφι καί πολύτιιμες πέτρες — όλους τούς θησαυρούς τού Πα ναμά έχει στην ξύλινη κοιλιά του— ώστε ιμόλις μπορεί καί στέκει πάνω στά νερά! Οι άμύθήτοι αυτοί θησαυ­ ροί θά μοιραστούν αύριο·, ύ­ στερα άπτό1^ τό γλέντι, σε ό­ λους καί είναι τόσοι, ώστε φτάνουν νά γίνουν όλοι πλούσι οι !·


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Μττοορουτ ακαπν καμένο ι, γε­ μάτοι λαβωματιές ο! περισ­ σότεροι, άλλοι μ5 ένα χέρι η μ3^ ενα πόδι η μ5 ένα μάτι,, γε­ μάτοι κουρέλιια, άνθρωποι που δεν έμαθαν στη ζωή τους τίττιατ3 άλλο από τό να σκοτώ­ νουν καί νά καίνε, ήταν ωστό­ σο ό ένδοξος στρατός τού πει ρατή Μόργικανι, ό στρατός πού πέτυχε τό μεγαλύτερο πειρατικό κατόρθωμα των αι­ ώνων: Την κατάληιψι τής πα­ νίσχυρης ισπανικής πολιτείας τού Παναμά. Ό Μόργκαν ό ίδιος ήταν ό μόνος πού δεν είχε βγή ακό­ μα στη στεριά. Σοβαρός, μέ τό μέτωπο ρυ τιδωίμένο από χιλιάδες σκέ­ ψεις, λεπτός και λυγερόκορ­ μος, χωρίς νά μοιάζη καθόλου μ3 όλους τούς άλλους άγριαν­ θρώπους πού τον τριγύριζαν, στεκόταν γερμένος στην κου­ παστή κι3 έβλεπε προς την παραλία την κίνήσι κι3 άκουγε την άσίγαστηι βοή πού ξε­ σήκωναν οΊ μεθυσμένοι πει­ ρατές. "Οποιος τον έβλεπε δύσκο­ λα θά πίστευε πώς αυτός ό άνθρωπος είχε καταλάβει κα­ τά σειράν τις μεγαλύτερες π αιράλ ιες ισπαν: ικές Π ολ ιτεΐες τού Νέου Κόσμου, την Αγία Αικατερίνη, τό Καμπές, τό Πουέρτο Μπέλλο, τό Μαραικάϊμπο καί τέλος τιόν ασύγκρι­ το _Π αναμά... -αφνιικά αφήνει τό πόστο του στην κουπαστή του πλοίου καί προχωρεί στο κα­ τάστρωμα. Κατεβαίνει στην κοφτοί, Κ'άφειτς&ι σ' §νο; ςτκςς

23

μνί. Είναι ολομόναχος. Σέ λί­ γο όμως έρχεται κάποιος νά τον συναντήση' καί στέκεται μέ σεβασμό1 μπιρός του. — "Ολα έτοιμα; ρωτά ό Μόργκαν. -—- "Ολα έτοιμα, καπετά­ νιο, αποκρίνεται ήρεμα ό πει­ ρατής. — Ταχείς καταλάβει καλά τό σχέδιό μου, Τζό; — Πολύ καλά, καπετάνιο! Στα καράβια δεν θά ύπάρχη κανείς. "Ολοι θά βρίσκωνται στη Χελώνα, στο γίλιέντι, καί όλοι τους θάναι μεθυσμένοι καί θά κυλιούνται κάτω... Τό­ τε οί δικοί. μας θά ξεκινήσουν καί θά σκαρφαλώσουν ένας σέ κάθε πλοίο, μ3 ένα πριόνι στο χέρι. Πριν πειράση μιά ώιρα, όλος ό στόλος θάναι άχρη­ στος.^ Κανένα καράβι δέν θά μπορή' νά σηικώση πανιά καί νά μάς κυνη}γήση. Κ αί τότ3 ε­ μείς θά σαλπάρουμε μ3 όλους τούς θησ αυρούς, κ απετάν ι ο ! Κι3 αυτοί οί ηλίθιοι θά μεί­ νε,ύν καί θά περιμένουν την αυγή για νά πάρουν τά κέρ­ δη τους άπό την έκστρατεία! -— Μην τούς λές ηλίθιους, Τζό !, μουρμουρίζει ό Μόίργκαν άφηρημένα. Μπορεί νά­ νοι μεθύστακες κι3 άγρι άν­ θρωποι, μπορεΐ νά μην τούς κάβη; τίποτα, δοξάστηκαν ό­ μως ! "Ολοι αύιτοί οί κουρελήδες, πού βλέπεις πέρα, κατέ­ λαβαν τον Παναμά! Πέρασαν στην ιστορία! — Χάρις σ3 εσένα, καπε­ τάνιο !

— Καμιμνά σημασία. Καί τφρσ όρκον κςα τφ <®\λρ;


24

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μιικ,ρο πλεούμενο δεν- θά του κόψετε τά κατάρτια όπως στά άλλ;α, πορά θά τό φέρετε: εδώ κοντά, όταν θάχη για τά κα­ λά σκοτεινιάσει. — Τίι χρειάζεται, καπετά­ νιο; <ΓΊ ρέτπει να κάνης ό,τι σου λέω δίχως νιά ρωτάς!, τον κό1βει άγρια ό Μόιρ'γικσν. Και τώ ρα δίνε του κι3 όπως είπαμε... "Εγώ θίά πάω μια βόλτα στη Χελώνα, μήπως ανησυχήσουν που δεν μέ βλέπουν κοντά τους. Χωρίζουν. Ό Μό,ργκαν (μπαίνει σέ ·μιά βάρκα και τρα βάει ά;ΡΥά κατά την παράλια κι" ό όπαρχηιγός του, ό Τζό Χώκινς, τρέχει νά βρή ανθρώ­ πους για νά τούς διαβίβαση τήιν καινούργια διαταγή του καπετάνιου του. Τον τρέμει τον Μόργκαν ό Χώίκινς, γιατί ξέρει πώς ό άρχικουρσάρος δεν είναι πο­ λύς καιρός πού σκότωσε τον πρώτο του υπαρχηγό, τον Κέρ ντε Γκρι,, .μέ τό ίδιο του τό χέρα... "Αλλά -μόλις φεύγει κι" εκεί νος, ξαφνικά ένας σιγανός θό­ ρυβος άκούγεται και μια με­ γάλη- ικασόνα μετακινείται λί­ γο. "Από πίσω ξεπροβάλλουν δυο δεκαπεντάχρονα αγόρια —τό ένα κατάξανθό καί τ" άλλο μελαχριοινό' σάν κοράκι. Είναι ντυμένοι στά κουρέ­ λια, όπως όλοι οι κουρσάροι τού Νησιού τής Χελώνας καί τά μούτρα τους είναι φοβερά μ ουτζουρωιμένσ. Τό- ένα —τό ξανθό·— κρα-

τρρ ρτφ χέρι του καϊ

μια

άσπρη ,μπουκάλα, πού τήν άνασηικιώνει αμέσως καί τή φέρ νει στο στόμα του. — Κόντεψα νά σκάσω!, μουρμοιφίζει γκρινιάρικα. Τό ση ώρα εκεί από πίσω καί δεν μπορούσα νά πιω ούτε μιά γουλιά γάλα! — Θά μέ τρελλάνης εσύ μ^’ αυτή τήν -μανία σου!, τού λέει ό σύντροφός του- μέ άγαναικτηισι. "Άντε! Λεν τό πίνεις μονορούφι μιά καί καλή, νά ξειμπε ρδεύαυμε; — Τί λες; φωνάζει μέ τρό­ μο ό Σάμ —γιατί όπως πολύ σωιστά έχει καταλάβει ό ανα­ γνώστης, τά δυό παιδιά είναι ό Σάμ καί ό Πέτρος, πού έ­ χουν φτάσει στο Νησί τής Χε­ λώνας μέ τήν καταπληκτική μηχανή πού ταξιδεύει στον Χρόνο· καίι, μαθαίνοντας πο:ό είναι τό πλοίο τού άρχιπειρατή Μόργκαν, έχουν ανέβει ν ακούσουν τά σχέδιά του. — Τί λες!, κάνει ό Σάμ τρομαγμένος, ^Θά μείνωιμε τό­ σες ώρες εδώ πέρα καί νά μήΐν έχω νά πιω μιά γουλιά γαλατάικ ι ; Ό Πέτρος άνασηΐκώνει τούς ώμους μέ κάποιον θυμό. Ωσ­ τόσο έχει άλλες πολύ σοβαρώτερες σκέψεις νά κάνη. "Έιχιει διαβάσει λεπτομερώς τήν ίστορίά πού1 τον ενδιαφέ­ ρει κι" έτσι ξέρει πώς ό Μόρ­ γκαν πρόκειται -νιά ξεγελάση τον στρατό του καί νά φύγη μέ όλους τούς θησαυρούς πού υάζεψιε από τον Πσνααά, Μα­ ζί όμως υπάρχει καί ή εκδο­ χή του αρχαιολόγου κ. Ούί'λ-

λιςψαοχ πώς %€ΐ κρύψει κΓ


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ίν·& μερός' τού θησάιυιρσύ στο Νησί τής Χελώνας. Τά μάτια το ο αστράφτουν 6-ρ ι αρδευτικά. — Αυτό εΐναι!, φωνάζει χαρούμενος. — Τί, Σικέφθηικες πού θά βρούμε... κατσίκες; ρωτάει ό Σάμ, με λαχτάρα. Ό Πετριάς είναι τόσο χα­ ρούμενος πού δεν έχει καιρό νά θίυιμώση μαζί του. — Ό|χι!, τού λέει γελών­ τας, Κάτι καλύτερο! — Πε... γελάδες; —"Οχι! 'Απλώς μπορώ νά σου πώ τί. τό θέλει ό Μόργκσν τό μ.ιικρό πλεούμενο πού διέταξε νά τού φέρουν τή νύ­ χτα ! — Τί τό θέλει; — Νά τό γέμιση, θησαυ­ ρούς καί νά πάη νά τούς κρύψη! — Πού; — Δεν ξέρω... ^Αλλά^ θάρθωιμε εκείνη την ώρα νά τον παρακολουθήσωίμε και θά μάθωίμε!... "Ως τότε όμως έχωμε άλλη δουλειά... "Ας πηγαί­ νομε. .. — Νσί, λέει κι^ό Σάμ, Εί­ μαι περίεργος άν υπάρχη, κα­ νένα γαλακτοπωλείο σ’ ολό­ κληρο τό νησί! Μπορεί νά εί­ ναι πειρατές οί κάτοικοί του αλλά στο κάτω - κάτω δεν έ­ χουνε μωρά; Γεμάτος άπέλπισία ό Πέ­ τρος τον παρατάει καί βγαί­ νει στο κατάστρωμα. Άπό τή βιασύνη του δμως δεν προσέχει άσο θάπρεπε. ’Από τό αμπάρι ανεβαίνει την ίδια στιγμή ένας πειρα­

25

τής πού βρίσκεται πίσω άπό τό Ελληνόπουλο καί βλέίποντάς το άξαφνα, γουρλώνει α­ παίσια- τά ,μάτια του. Ξέρει πώς δεν ανήκει στο πλήρωμα τού Μό|ργκσιν κι’ είναι σίγου­ ρος πώς έχει έρθει- ή χιά νά κλέψη ή για νά κατασκοπεύση. Τραβάει λοιπόν ένα πελώ­ ριο μαχαίρι άπό τή ζώνη του καί μέ μ:ά κραυγή λύσσας, χύνεται νά τον κατασπαράξη. Ό Πέτρος δεν προλαβαίνει νά γυΐρίση, καί νά άιμυνθή. Ό θάνατός τον είναι βέβαιος. Τό· μαχαίρι κατεβαίνει κιόλας πριός την πλάτη του. Ό Σό]μ βρίσκεται άξαφνα μ,τηροστά σ’ αυτή τή φοβερή σκηνή, όπως προχωρεί για νά άκολουθήση τον φίλο του. Ούτε αυτός προλαβαίνει νά καινή, τίποτα γιά νά σώση τον Πέτρο, γιατί τον χωρίζουν τουλάχιστον τρία μέτρα άπ’ αυτόν. Βλέπει τον πεηρατή που ετοιμάζεται νά τού μπήξη τό μαχαίρι καί παγώνει·. Ασυναίσθητα σηκώνει τό χέρι του καί σφεντονίζει μ’ δλη του τή δύναμ ι τή μπουκάλα μέ τό γάλα. Κι* έχε·1 μεγάλη δύναμι ό Σάμ, πού είναι ένα πολύ γε­ ροδεμένο παιδί. Ή μπουκάλα σχίζει τόν α­ έρα σαν οβίδα καί πάει καί προσγειώνεται- πάνω, στο κε­ φάλι, τού δολοφόνου. Άκουγεται ένα απαίσιο τρίιξιμο κα­ θώς ό βαρύς πάτος τού μπου καλιού τόν χτυπά στο κεφάλι. Μια πνιχτή -κραυγή του ξε­ φεύγει* άπό τό λαρύγγι και


τό μαχαίρι πέφτει· από τα δάΧ'τυ'λα. '0 δολοφόνος τινάζε­ ται προς τά πίσω, γέρνει άπό την κουπαστή καί με μια με­ γαλόπρεπη βουτιά βρίσκεται στη θάλασσα. Τό μπουκάλι πέφτει στο κατάστρωμα και γίνεται θρύψαλά α. Ό Σά'μ βγάζει κραυγή πιο σπαρακτική κι<5 άπό του πει­ ρατή . Ό Πέτρος, που μόλις πρό­ λαβε να παίρακολοιυθήσηι δλη τή σκηνή, τρέχει κοντά του συγκινημένος βαθειά και τον άγκαλιάζεΐι. — Σάμ, αγαπημένε μου φίλε!, λέει, βραχνά. Τοκανες αυτό για μένα; Χαλάλισες ως και τό γάλα σου;

—■ "Οχι... δεν... δεν τοδελο. Μου ξέφυγε !, δικαιολογείται εκείνος μ5 απόγνωση σαν νάχε κάνει τίποτα κακό. Έγινε χωρίς νά τό καταλάβω! Πάει τό γαλατόκΊ μου! "Έπρεπε νά φέρω δυο «μπουκάλια! Τί βλακεία, θεέ μου! Ό Πέτρος τον τραβάει α­ πό τό χέρι ανήσυχος. -—- Πάμε νά φύγουμε τώρα, του λέει. Μπορεί ν’ ακούστη­ κε ή φασαρία καί νάριθαυν νά μάς βρουν... Σχεδόν τον σέρνει πίσω του καί φτάνουν στη βάρκα πού έχουν δέσει στην πρύμνη καθώς ήρθαν. Πηδάνε μέσα. — Π'ίάσε τό ένα κουπί!, λέει, ό Πέτρος.

Μιά «μορφή κοπέλλα ξεφεύγει άνάμεσ’ άπό τούς πειρατές,


<

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Μηχανικά υπακούει ό Σάμ και ολοένα: μουρμουρίζει: — Πώς βά περάσω τόσες ώρες· χωρίς σταλιά γάλα; Δεν γίνεται τίποτα να γυρίσωμε πίισω< μ·ιά στιγμούλα; — Δυστυχώς όχι, καημένε μου φίλε! — Όχι, έ;^ "Αχ !... Αύαή ή μηχανή που έφτιαξε ό πατέ­ ρας σου, Πήτ, θέλει πάρα πο­ λύ διόιρθωίμα —και χωρίς νά θέλω να σέ θιίιξω! Ό Πέτρος χαμογελά. —Ησύχασε !, του λέει. Θά πρασπαίθιήΐσωίμε νά δρουμε κορμιά γελάδα πριν νυχτώση! ^ -τ— "Αχ, άλήθε ι α„Λ Π ήτ; Θά σέ φιλήσω! "Ας είναι καί-.

27

κατσκκουλσ! -έρεις, ό πατέ­ ρας μου είναι πολύ περήφα­ νος, επειδή, λέει, έχει τπή ουΐσκυ του 1888! Σκέψου εμένα, νάχω πιή γάλα του 1670! — Καλά νάμαστε καί μπο­ ρεί νά σου δοθή ευκαιρία νά πιής καί τής εποχής του Νώε. — "Αχ, ναί! Εΐχε μιά πο­ λύ σπουδαίΐα γελάδα, διάβα­ σα, στην ικι<βωΙτό του! ιΚαί μιλώντας έτσι φτάνουν στο ΝηΙσΐ τής Χελώνας, Ή άριστοκράτισοα

Τ Ο ΤΙ γίνεται στη Χελώνα είναι· απερίγραπτο. Αές καί §έν πρόκειται γΑ άνθρώπους,


28

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒρΑΟϊ

παρά γιά^χχίμόνε^ που έχουν κατέβΐειι νά γλεντήσουν στη γή. Φωνές,, ούρλ ιάχτά, άγρια ■μεθυσμένα τραγούδια, και ψρι χτες σκηνές παντού, στους δρόμους και στα άθλια κέν­ τρα. Στο ύπαιθρο είναι αναμμέ­ νες έκατοντάδιες φωίτ :ές όπου ψήνουν αρνιά καί χοροπηδούν γύρω - γύρω σαν άνθίρωπτοψάγοι κα.1 ουρλιάζουν. —Παναγύτσα μου! Ή πρώ τη κατσικούλια πού βλέπω... •είναι ψητή!, τσιρίζει ό Σάμ πού έχει βγή μόλις μαζί μέ τον φίλο του από τη βάρκα τους. — Σ ώπα!, του- λέει ό Πέ­ τρος. Δέν έχομε καιρό. "Οπου νάναι θά νυχτώσηι καί δεν θά μπορούμε νά δούμε εύκολα... Κύιττα λοιπόν, μήπως διακρίνης; πουθενά τον Γκρίπο. — Εκείνον πού ήθελε νά μάς κρεμάση; ρωτά ό Σ άμ α­ νήσυχος. — 5Ακριβώς... Πρέπει νά βρούμε το κορίτσι... ■— Έ: !, φωνάζει ό Σάμ. Μήπως αυτό τό «Βέλος» έχει κι5 άλλη θαυματουργή ιδιότη­ τα, νά έκπληρωίνη τις επιθυμί­ ες μας; —αλλά οιχι, γιατί τό­ τε θάχα βρή κι5 έγώ καμμιά κατσικούλα! Νά ό Γικρίπο μέ τό κσοίτσι που έλεγες, Πήτ! Δεν έχει άδικο ό Σάμ. Είναι πραγματικά ό καπετάν Γκρίπο μέ τον υπ αρχηγό του που έρχονται προς τό μέ­ ρος τους. ΚΓ 6 βρωμερός πει­ ρατής σέρνει μπρος του μέ σπρωξιές καί μέ βλαστήμιες έκεΐνο τό όμοΡ’Φο κάρίτσι.

-—(Προχώρα!, ουρλιάζει μέ μεθυσμένη, φωνή. Σου τδταξα νά σε πουλήσω, παλιοαριστοκράτισσα! Τώρα λοιπόν θά σε πουλήσω, γιά νά δής πώς κρατώ τον λόγο μου! Ό Πέτρος νοιώθει τον Σάμ έτοΊίμο νά χυθή μπροστά καί μόλις προλαβαίνει νά τον άρ­ πα ξη από τό χέρι. — Τι πας. νά κάνης; τού λέει αυστηρά. — Μά είν’ εκείνος... που μοΰ τσαλάκωσε τον γιακά!, διαμαρτύρεται τό ξανθό αγό­ ρι,^ δείχνοντας τον ύπαρχη,γό του Γκρίσπο. — Καλά... Θά τούς άκολουθήρωμε καί θά λογαρια­ στούμε όταν βρεθούμε μόνοι μας... Έδώ δλοι αυτοί οι άγρι άνθρωποι θά πάρουν τό μέρος τους! — ΠΡΟ τό ξέρεις; Τό διά­ βασες κι5 αυτό στην Ί στο ο ία; ρωτά πειραχτικά ό Σάμ από τό· θυμό του. Ωστόσο όμως ακούει τον Πέτρο· καί τον αφήνει νά τον τραβήξη· παράμερα. Ό Γκρίπο μέ τον ύπαρχητου καί σή δυστυχισμένη κ α­ πέλλα προσπερνούν καί τρα­ βούν προς τό εσωτερικό τού νησιού. Τά δυο παιδιά πάνε από πίσο:> τους. Χώνονται ανάμεσα στα στε νά δρομάκια μέ τά άθλια σπί­ τια!. Έ5ώ δέν υπάρχει ψυχή ζώσα, "Ολοι οι κάτοικοι τού νησιού, άντρες καί γυναίκες, έχουν καιτέβει στήν παραλία, απου τό γλέντι έχει άρχίσει. Ό Γκρίπο μέ ττόν υπαρχη-


ψο ΙΠΐΑΜέΝό ΙΙΑ6Ϊ ■γ6 του καί την καπέλλα κι,ττοοί'νουιν σ' ένα χαμηλό σπίτι. , —· Φτάσαμε \, σκούζει. 'Όττου νάνου θάρθη ·κΓ ό αγορα­ στής. Καβήστε, κυρία μου! Και ;μ>* αυτά τά είρ.ωνιικά λόγια τής δίνει μια τρομερή κλωτσιά καί την ττετάει στην άλλη* άκρη του δω!ματιού, πά­ νω σε κάτι παλιόρουχσ. — Έιμπτ;ρός!, λέει ό Πέ­ τρος στον Σάμ. Τώρα θά δώ τί πρωταθλητής του «ζίου ζίιτσου» είσαι! ■* * ·* Ή έπίθεσις των δύο ά χο­ ρίων εΐναι τρομακτική σέ τα­ χύτητα. Σαν πραγματικοί κεραύνοί χύνονται πάνω στους •κουρσάρους. Ή γροθιά τού Πέτρου κα­ τεβαίνει πάνω στο πηγούνι τού Γικρίπο πού πέφτει .ανά­ σκελα ουρλιάζοντας καί βρί­ ζοντας. Ό ύπσρχηγός του πού προ λαβαίνει καί αναγνωρίζει τά δυο παιδιά, φρενιάζει... — Πάλι εσείς; γαυλλίζει σαν αφηνιασμένο θήρίο. Τού­ τη τη φορά δεν θά μαύ γλυ­ τώσετε ! Καί ετοιμάζεται νά έπιτεθη, άλλα ό Σάμ δίέν τού δίνει τον καιρό. Τσν αρπάζει άπο τό χέρι καί τού τό γυρίζει έτσι, πού ό πειρατής ...απογειώνεται ξαφνικά σάν μπσλλόνι στον αέρα, για νά βροντήιξη ύστε­ ρα κάτω, σάν χταπόδι, μουγ­ κρίζοντας άπαιίΐσια; Προσπα­ θεί νά ξανασηιχωθή άλλα μ’ ενα χτύπημα τής παλάμης

του Σάιμ στο καρύδι, μένει α­ κίνητος. ^ Ό Πέτρος όμως δεν είναι τόσο γέρος στο «ζίου-ζίτσαυ» καί τού έχει τύχει καί πολύ Ισχυρότερος αντίπαλος. Ό Γκρίπο^τού έιχει δώσει μιά κλωτσιά καί τον έχει πατάξει κάτω. Τώ|ρα όρμάει από πίσω πάνω στον Σάμ. Τον αρπάζει άπο τή'*;μέισηι «μέ τρομερή δύναΐμι, τον σηκώνει ψηλά καί τον σφεντσνίζιει στο παράθυ­ ρο! λΜ5 έναν τροιμερδ θόΐρυβο α­ πό γυαλιά σπασμένα1 καί ξύ­ λα,,^ καί ξεφωνίζοντας κιόλας στόν-άέρα σάν ριουΐχέιττα, ό κα κομιοίρης ό^ Σάμ περιμένει νά προσγειωθή. ^Νοιώθει νά πέφτη πρώτα πάνω σέ κάτι μαλακά σανίδια πού βουλιάζουν από τό· βάρος του καί σπάνε. Πέφτει κι* άλλο, ρλλά πάλι είναι μαλα­ κά στο σημείο πού σκάει καί έπί πλέον Αγκαλιάζει χωρίς νά τό βέλη: ένα τριχωτό κεφά­ λι, πού τό βλέπει, γουρλώνει τά μάτια του τρομακτικά καί μπήγει... μιά τρανταχτή ζη­ τωκραυγή... Στο μεταξύ 6 Πέτρος, μέ­ σα στο σπίτι, βρίσκει ευκαι­ ρία πού ό Γικρίπο ασχολήθηκε μέ τον Σιάμ. 4Αρπάζει ένα βα­ ρύ, ξύλινο σκαμνί καί τού τό σπάει ατό κεφάλι. Ό πει­ ρατής σωριάζεται αναίσθητος πλάί' στον σύντροφό του. Τό Ελληνόπουλο απλώνει τό χέρι στήν κοπέλλα πού τον κυττάζει μέ θαυμασμό. — "Ελα, τής λέει. Γρήγο-


?§ ΙΠΤΑΜΕΝΟ Β£Λ05

•ρα, πριν συνέλθαυν... Που εί­ ναι ό Σάμ; Λεν προλαβαίνει όμως ν5 άναρωτηθή περισσότερο, για­ τί το ξανθό αγόρι εμφανίζεται στην πόρτα, κρατώντας μια κούπα γεμάτη; άχνιστό γάλα. — Στήιν ύγειά σας!, λέει ευτυχισμένος. Έπεσα στόν... σταύλο — δεν εΐιναι ιμιεγάλη τύχη αυτό; Μια ενδιαφέρουσα συνομιλία 0 ΧΑΙΡΕΤΑΝ - Χένιρυ Μόργκαν βρίσκεται ακόμα στην ακτή, ανάμεσα σέ Εκατοντά­ δες πειρατές, πού οι περισσό­ τεροι άπ’ αυτούς έχουν κιό­ λας άποκοι,μηθή στο χώμα σαν κτήνη,, ενώ Οι υπόλοιποι τραγουδούν βραχνά καί έτοι­ σάζονται κι9 αυτοί νά τον πά­ ρουν. Ό άρχπειρατής σηκώνεται γιά νά φύίγηι. Ό νους του εί­ ναι στο καράβι του. Την ίδια στιγμή όμως τον ζυγώνουν έ­ να μελαχροιινό αγόρι πού κρα τάει από τό χέρι ιμιά κοπέλλα. — Καπετάνιο, ψιθυρίζει σιγά τό άγό|ρι στον τρομερό κουρσάρο,Ε;ά σέ παροακαλέσω άπόψε πού θά σαλπάρης νά πάρης καί τή δεσποινίδα μα­ ζί σου! Κατάγεται άπρ οικο­ γένεια "Άγγλων ευγενών! Ό Μόργκαν μόνο πού δεν παθαίνει συγκοπή άπό τήν εκπληξι. Τό χέρι του άσυναί-

σθητα κατεβαίνει στή λαβή τού πιστολιού του. Τό αγόρι τον κόβει1: —"Ησυχα, καπετάνιο! Κά ποιος φίλος μου θά φωνάξη πώς έχεις κόψει τά κατάρτια όλων τών πλοίων καί πώς ε­ τοιμάζεσαι* νά φύγης μ" ό­ λους τούς θησαυρούς, άν μέ πειιράξης! Μή φοβάσαι! Ε­ γώ δεν θέλω τίποτ" άλλο, πα­ ρά νά πάρης μαζί; σου τήιν κοπέλλα καί νά τήν πας στήν Άγγλίά! "Ετσι· κι^ άλλοιώς έκεΐ πηγαίνεις. Αυτή ήταν ή τελευταία σου πειρατεία! Οί γονείς του κοριτσιού είναι ι­ σχυροί καί μπορέΐ νά σέ βοη­ θήσουν... Αλλά αυτά θά σού τά πή μάνηι της... Έγώ πρέ­ πει νά φύγω τώρα, καπετά­ νιο... Ό Μόργκαν έχει· άπομείνει άκίνητος σάν άγαλμα.^ Δέν μπορεί νά καταλάβη πώς αυ­ τό τό παιδί τά ξέρει όλα, ώς καί τά πιο απόκρυφα μυστικά του, πού δέν τάχει φανέρωση σέ κανέναν. Ό Πέτρος ωστόσο υποκλί­ νεται προς τό μέρος τού κορι­ τσιού πού τον κοπάζει μ5 ευ­ γνωμοσύνη κι" αγάπη κι9 ύστε ρα εξαφανίζεται· μες στη νύ­ χτα. Ό Μόργκαν μένει άκό.μα δυο στ ιιγμες άναποφάσ ιστός. "Υστερα σηκώνεται όρθιος. —"Ελα!., λέει στην τρομα­ γμένη κοπέλλα, σάν νά μή σύμ,βαίνη τίποτα. "Εχει· τρομακτική δύναμι θελήσεως αυτός ό άνθίρορπος.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟί 'ί * 01 θησαυροί 1 Α ΔΥΟ αγόρια βρίσκον­ ται κρυμμένα μέσα στο ρικρό πλεούμενο που μεταφέρει ένα μ/εγάλο ρέρος από τούς θη­ σαυρούς του Παναμά. 4Ο Μόργκαν, ρ’ όλο πού έ­ χει κόψει τά κατάρτι α των πειρατικών πλοίων, θέλει νάναι βέβαιος πώς θάχη άπομακρυνθή πολύ ώσπου νά τά ε­ πισκευάσουν και τό πλοΐο του, ρέ τόσο βάρος ποδχε στ5 άμπάίρια του, δύσκολα κου­ νιόταν. ίΠάει λοιπόν τώρα τά πιο βαρειά χρυσαφικά νά τά κρύψη. σ' ένα έρηρο, βραχώδες α­ κρογιάλι της Χελώνας. Λεν αργούν νά φτάσουν κι* ό άρχ πειρατής όλο φωνάζει: — Γρήγορα! Γρήγορα! Πρέπει νά βιαστούμε! Ρίχνουν άγκυρα καί οί τέσ­ σερις γεροδεμένοι άντρες που έχει πάρει μαζί του όλους - ό­ λους, ρί,χνουν μιά βάρκα στο νερό κΓ αρχίζουν νιά τη γερί­ ζουν ιμέ τον θησαυρό. "Υστε­ ρα μφταίνει ικΓ αυτός μέσα κΓ άπτομακρύνοντα,ι. Δεν περνούν δυο λεπτά καί ριά άλλη βάρκα πέφτει στο νερό άθόρυβα. Μέσα πηδιοΰν ό Πέτρος καί ό Σάρ καί μες στη νύχτα άκιολουθοΰν τη σκιά τής πρώτης. Οί πειρατές βγαίνουν στα βράχια. Φορτώνονται τό βαρύ άλλά πολύτιμο φορτίο του'ς κΓ ό Μόργκαν τούς όδηγεΐ. Ή δεύτερη βάρκα έχει άρά

ξει κΓ έκείνη λίγο πιο πέρα.

Ό Πέτρος κΓ ό Σάμ τούς ακολουθούν άθέατοι. Φτάνουν σέ μιά σπήλιά καί μπαίνουν ρέσα. Ό Μόργκαν δείχνει ατούς άντρες του πού ν’ άφήσουν τό χρυσάφι, άνάβσντας έναν δαυλό. Τό ξεφόρτωμα τελειώνει γρήγορα κΓ ό άριχητειρατης όλο ρουγγρίζει: — Τελειώνετε! Κοντεύουν μεσάνυχτα! Πρέπει νά σαλπά ρώμε! 'Έχρυρε κΓ άλλα χρυ­ σαφικά νά κουβαλήσουμε. Φεύγουν. Τά δυο παιδιά ξεκινούν γιά τή σπηλιά, -σφνικά, τό πόδι τού Σάμ σκοντάφτει σέ κάτι μεταλλικό. Σκύβει καί τό ση­ κώνει. Είναι ένα υπέροχο χιρυ σό κύπελλο, πού έχει πέσει φαίνεται οστό τούς πειρατές, χωρίς νά τό^ άντιληφθούν. — Δεν εΐναι θαύμα, Πήτ; λέει ένθίουΐσιασμένος. Θά τό πάρω μαζί μου, νά πίνω τό γάλα μου1 σάν ρεγάλος αρι­ στοκράτης: ! — Ανόητε! -εχνάς πώς δεν μπορείς νά πάρης τίποτα ραζί σου από τό Π α ρ ε λθ ό ν; — "Έχεις δίκιο!, λέει ό Σάμ άνέρελα. νΑς το καί τό παίΙρνωιμε όταν θά... άνακαλύψωμε τον θησαυρό ! ιΚαί ασυλλόγιστα τού δί­ νει ένα πέταμα γιά νά πάη νά συναντήιση τον υπόλοιπο θησαυρό μέσα στη σπηλιά. Φυσικά όμως γίνεται ρεγάλος θόρυβος. Κάτι άλλα χτυσαφικά κατρακυλάνε άπό τον σω­ ρό καί την ϊδια στιγμή άκούγονται άγριες φωνές άττό τήν


!

πλευρά τών πειρατών ικαϊ πο­ ρίιζει τον Πέτρο κοοι τό πρόάοα δοβολητό. πό του λάμπει από άγρια χα­ _ , Σέ δευτερόλεπτα,^κΓ ενώ ρά. ' Απλώνει τό1 χέρι του και τά δυο άγάρια κυίττοΰν άλόγυ ρα σαστίισρενα, οί άΥΡίάνθρω τον άρπάζει από τον λαιιμό. ποι είναι κοντά τους μέ τά — Έσύ 5σαι πάλι; μουγπιστόλια στά χέρια. γίριζει ρ αν ιασ μένος; Έφτασε Ό ΜόρΥκαν, ατό φώς του τό τέλος σου,, παλιόπαιδο! δαυλού πού κρατάει άναγνοοΓ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ ΤΕΛΟΣ \\*Α

ϋίΙΙϋΙΙΙΙΙΙΗϋ!

Προσοχή =

ΓΝΩΣΤΟ ΠΟ IΗ Σ I Σ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΝΑΓΝΩΣΤΑΣ ΜΑΣ

Ε§

^ 'Η διεύθυνσις τού «Μ. ΗΡΩΟΣ σάς καθιστά γνωστόν =

::

1) «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ» κυκλοφορεί κάθε ΤΡΙΤΗΝ.

2)

ΒΕΛΟΣ»

κυκλοφορεί

κάθε ΕΞ

=

«ΤΟ ΠΕΜΠΤΗΝ.

= =

3) «Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ» ΣΚΕΥΗΝ.

ΕΕ*:

4) Και τέλος ή σνατύττωσις του «Μ. ΗΡΩΟΣ» κύκλο- «ΞΞ φορεΐ κάθε ΣΑΒ ΒΑΤΟΝ. ν

Λ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

ΕΞ

*

κυκλοφορεί κάθε *

=

ΠΑΡΑ- = Ξ­


ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1 ΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΙΙ!» Ι!ΙΙ1 ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1 ΙΙΙΙ1 ΙΙ1 ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1

ΓΙΑ

ΪΗΙΕΤΕ

§

Ή Διεύθυνσις του «Μ. "Ηρωος» του «*Υττερανθρώττου» και του «Ιπταμένου Βέλους» στην έττιθυμία της 'νά ττροσ» φέρη σ’ δλους τους Αναγνώστες της μια σειρά δπτδ εκλε­ κτά βιβλία και νά τους κάνη έτσι να αποκτήσουν μέ λί­ γα χρήματα μια θαυμασία βιβλιοθήκη, αποφάσισε νά κυκλοφορήση;

Πρόκειται για μια σειρά από πολυτελή βιβλία των 130 σελίδων, γραμμένα από διάσημους^ "Ελληνες καί ξένους συγγράφεις, πού θά έχουν ώς θέμα περιπέτειες των Ανθρώπων στό διάστημα καί τούς πλανήτες, περιπέτειες όμως δοσμένες μέ τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο νά διασκεδάζουν καί νά συναρπάζουν, άλλα και νά διδάσκουν I Σέ κάθε ένα από

πού θά τελεώνετε δέ θά έχετε μόνο χαρή ένα Α­ νάγνωσμα από τά πιο συγκλονιστικά καί πιο γοη» τευτικά πού έχουν γραφή ποτέ, δέ θά χορταίνετε μόνο περιπέτεια καί δρασι, Αλλά καί θά έχετε μά­ θει, χωρίς νά τό καταλάβετε καλά - καλά καί χω­ ρίς νά κουρασθήτε, πλήθος πράγματα πού γιά νά τά μάθετε διαφορετικά θά έπρεπε νά μελετήσετε κουραστικά έπί μήνες! Αυτή είναι ή μεγάλη πρωτοτυπία των «Βιβλίων του Μέλλοντος»! Αγοράστε τό πρώτο βιβλίο καί θά πεισθήτε! θά κυκλοφορήση σέ λίγες μέρες!

ξξ:

=== — ^ — ~


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ I Η ’Έτσς Ιον — Τόμος 1ος — *Αιρ. τεύχους 1 — Αραχ. 2 Γραφεία: 'Οδός Λέκ-κα 22 (εντός τής στίοάς) Τηλ. 28-983 ΔημοσίΌγραίφΊΟος Α) ντήιςι; Σ. Άνειμοδουρ,άς. Στ-ρ. Πλαστήρα 2,1 Ν. Σμύρνη. Οιΐκιον^'μΐ'.ικιάς Δ)ντής ιΓ. Πεωργι,άδηις., Σφιιγγός 38. ΙΠρΌΪττ. τυπογιρ.: Α. Χατ'ζηβοκτπΛ&ί-ου, Ταταούλων 19 Ν. Σμίύρίνη ΛΕΙΜΑΤΑ ιΚΑΙ ΕΠΊ ΤΑΓΑ I; ιΓ. Γεωργυάδην, Λέκικκχ 22, Άθηναι ιΣιυνΙδρο'μοίί 'έσωτε.ρ:·κου: ΈτηρΊαι.............. .. δ,ροοχ. 100 Εξάμηνο ς .......... » 55

, ΣυνΙδρο μαί έξω τ ερ ι»κοΟ: ’Έτηα/όα .... Δολίλάίρικχ 4 Έξιάίμην: ς .......... » 2

■“ϊ ΣΤΟ Κάτι που ξεπερνά τή φαντασία καί φέρνει τον ίλιγγο!

τή θρυλική βουλιαγμένη ήπειρο κα λι στ >η>ν παιναρχ α ι α η να! Τρομακτικη μάχη ΑΘΗΝΑΙΩΝ ταγών ιστάς τους μικρούς ήρωές κτικός

ΰ I 0

με πρω­ ός!

Θά το θυμόσαστε σ5 όλη σας τή ζωή |

I

1

&*Ά ΚΒη» ?»« X»,

1*°% (Ρ&ί

ΚΤΤ-!

1»ΕΒ ΙΡ.Τ8

»>Μ

»»-



Λ» ·_

ΤΑΡΖήΜ! ΤΑρΖαμ' ζΥΠα/Λ κβ! ιρϊ£. τ0 μ.: ηΡο, ΝΗΜή...;

ΜΒ| ΜΟΠΎΜβ ΣΝΑλ 1ΙΗΡΡΙ ΠΙΘΗΚΟΙ ΤΡ£Χ(1 το ΜΝΤΡΟ ΟΠΟΎ, ο 7ΆΡ° Μ7ίΟ% ΖΤΟίΜβΤΤίΡΗΣΟΧ// , ΙΜ

&7Άί.Μ

■ο Κ/Λ/Ό/ ΠΙΘΗήΟΖ, ΡΡΧΙ7ΕΙ ΤΗΝ

ΙΖΤΟΡ/β ΤΟΥ Ρ£Γ0Ν7Ρί,ηη>£ΝΡΙ ηεγκοζ ηροκοάί/ηοι του είχε ίΠΠΕΟΒΙ νρ τον φαη. και για· Ρήήρηιι τον ταρζαν νρ. τον" ήήΟΫΙΟΥΘΗΖΗ, Πβ Νβ ΔΗ71ΒΖΜΗ

νά : εκ ει στη

ΝβΙ 7

ηρεη η Βηεηειι ΤΑΡΤΑΝ

εχείί οι-

ΚΙΟ^ΝΗΜβΙ

ΤΟΥ βία Ψ£ΜΗΡΤβ . . ■

ιηνεχιζετΑΐ..




«Τ'

--V

Μυστηριώδης έξαφάνισις

Ρ I ΣιΚΟιΜΑΣ , Ξ σπώ περΐ'βόηΐτο ΝηρΊ τής Χελώνας, τό άντρου όλων των μεγαλύ­ τερων πειρατών τοΟ 17ου αι­ ώνα. Είναι τό 1670 1—ή χρονιά που ό Χένρυ Μσργκαν, ο τρομερότερος πειρατής ό­ λων τών εποχών, κατέλαβε τον Παναμά και άρπαξε όλους τούς θίηΐσαυιρούς του. Ό Μάργκαν όμως δεν πρό­ κειται νά μοιιράση τούς θη­ σαυρούς αυτούς στις χιλιά­ δες τών ανθρώπων του, πού πήραν μείρος στην ιστορική, εκιστριατείία:. Έχει άπσφασίσει νά κράτηση μόνος του τήν τεράστια λεία. 1 Επειδή όμως τό πλοΐο του ποραφορτωμενο μέ τόνους

ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟΪ

χρυσού και πολυτίμων πετρά­ δι ών, θά ήταν πολύ βραδυκί­ νητο, ερχεται μ’ ένα μ,ικ,ρότερο καράβι νά κρύψη ενα. με­ γάλα μέρος τού θη(σαυρού, σέ κάποια; μΐυστική άκρη το·0 Νη­ σιού τής Χελώνας, Έκεΐ ανακάλυπτει άξαφνα δυιο δεκοπεντάχρονα άγόρ ισ, πού τον έχουν ακολουθήσει κρυφά ώς τή σπη(λιά πού κρύ­ βει τούς θησαυρούς του. Το ενα μάλιστα από τά δυο, τό συνάντησε την ίδια έκείινη νύχτα —νωρίτερα. Τό· άγάρι του φανέρωσε τότε πώς ήξερε ολη, την αλήθεια: Πως έπρόκειτο δηλαδή νά κοροϊδέψη τούς πειρατές καί νά φυ­ γή. μιέ τον θησαυρό· και πώς είχε κόψει όλα ^τά κατάρτια των καραβιών των άλλων πει­ ρατών για νά μη μπορέσουν νά τόν κυνηγήσουν άμέσως. Με άγρια χαρά τό άρπαζε, λοιπόν από τό λαιμό και τρα­ βάει τσ πιστόλι του ουρλιά­ ζοντας : — "Έφτασε τό τέλος σου! Τό παιδί κσταλαβαίνε, πώς δεν μπορεί νά κάνη τίποτα γ,ά νά ξεφύιγη. Τέσσερις ακόμα άγρσι πει ρατές είναι ολόγυρά τους μέ τά πιστόλια κι" αυτοί στά χέ ρια κι5 οί δύο μάλιστα απ’ αυτούς, έχουν αρπάξει βά­ ναυσα τό δεύτερο αγόρι κι* ετοιμάζονται1 νά τό σκοτώ­ σουν κι" αυτό, ενώ εκείνο τσι­ ρίζει μΐέ θυμό: — Μην τραβάτε έτσι! θά μού τσαλαικώισετε τά ρούχα μου! Σιγά, καλέ! Θά ξεχειλώσης τό πουκάμισό μου!

I

3Αλληλοκυττάζονται παραξενιεμένοΊ οί αγριάνθρωποι για μιά στιγμή, μή μπορών­ τας νά καταλάβουν αν έχουν νά κάνουν μέ τρελλό ή μέ κα­ νόναν μΙέχρι· τρέλλας γενναίο, πού κοροϊδεύει κατάμουτρα τον θάνατο. Ακόμα κι5 ό φοβερός άρχιπειρατής Μόργκαν κοντοστέ­ κεται γ;ά ένα δευτερόλεπτο και παρατηρεί τό άγόΐρι μέ γουρλωμένα μάτια.. "Υστερα όμως άνιασηικώνει τούς ώμους κι5 άνασηΐκώνει καί τόν κόΐκκορα τού1 πελώριου πιστολιού του;, άκουμπώντας την κάννη του στα μηνίγγι του παιδιού, — "Άς τελειώνουμε!, γρυλ λίζει. Καί πατάει αδίστακτα τή σκανδάληι. Μ ι α βροντή άκουγεται. "Ενα συννεφάκι καπνού τι­ νάζεται από την άκρη τού ό­ πλου καί ό... πειρατής πού στέκει απέναντι στον Μόργκσν, βγάζει μιά τρομακτική κραυγή αγωνίας καί πέφτει ανάσκελα μιέ τρυπημένο τό στήθος. "Οίσο γ:ά τό αγόρι, ή μάλ­ λον όσο καί για τά δυο παι­ διά, αυτά έχουν γίνει μέσα σ’ ένα χιλιοστό τής στιγμής ά­ φαντα ! Την ώρα πού ό Μόργκαν πίεζε τή σκανδάληι, κρατούσε γερά τόν νεαρό· αιχμάλωτό του καί τού είχε ακουμπισμέ­ νη την κάννη, οπτό μηνίγγι. Την ώρα πού τό όπλο βρόντηιξ'ε, ό άρχιπευρατής δεν κρατούσε πιά τίπατ’ άλλο άπό τόν αέρα καί γι’ αυτό ή σφαίρα βρήκε


τον άντικ,ρυνό άπό τούς Αν­ θρώπους του!... Πετρωμένοι, σαν αγάλματα φρίίκης,^ στέκουν για ώρα ακό­ μα εκείνοι οι φοβεροί άνθρω­ ποι,, ,μέ τις ιμαΰρες ψυχές τους γεμάτες υπερφυσικό τρόμο... Στις κόφες των ματιών τους λάμπει ό πανικός και τό παγωμένο χέρι τής τρέλλας αγγίζει τή σκιέ'ψι τους. Ό αμύθητος θησαυρός 0 ΣΑΜ Σ ΑΜΣΟ-Ν δλέποντας τον πειρατή Μόργκαν νά ετοιμάζεται1 νά σκοτώση τον άγαπηίμΐένο του φίλο, βάζει ό­ λη του τή δύναίμι για νά ξεφυγηΐ απ’ τά χέρια των κουρσά­ ρων και κάνει μια τρομερή βουτιά μέ τό κεφάλι προς τό μέρος του. Τό- υπέροχο όμως «Βέλος» — τό θαυμαστό· μηχάνημα πού ταξιδεύει στο Παρελθόν (*) —τούς έχει ξαναφέρει στην (κρισιμότερη ακριβώς στιγΙμή στον αιώνα μας καί τά δΐυιό παιδιά, μέ τρόπο μα­ γικό· σχεδόν, δέν βρίάκονται πιά στο φοβερό Νησί τής Χε­ λώνας άλλα μέσα στο μυστι­ κό εργαστήριο τοΰ Πέτρου Μέξη. Έτστ μέ τή βουτιά πού κάνει ό καημένος ό Σάμ, φεύ­ γει απλώς πάνω από τό κάθι­ σμα τού «Βέλους» καί πάει καί χώνεται μέ τό κεφάλι μες (*) ιΔ'.ιάΐβαΐσιε τό τεύχος 1 μέ τί­ τλο·: «Τό πιλοΐο τϋοό τρέχει στους

στή... βΐ'βλιαθήκ,η τού τοίχου. ΊΕνας σοφός από βιβλία μίέ πέτσινο δέσιμο πέφτουν α­ πό πάνω του καί τον κουκου­ λώνουν. Ό Πέτρος ακούει τον θόρυ­ βο κι5 ανοίγει τά μάτια πού τά είχε κλείΐσει π ερ μένοντας τον πυροβολισμό. Βλέπει τή σκηνή καί κατα­ λαβαίνει. _ Είναι1 καταπληκτικά θαρρα­ λέο παιδί/ γιατί1, παρ’ όλο τό τρομακτικό σοκ πού πέρασε μόλις ένα δευτερόλεπτο· πριν, βάζει τά γέλια μέ τό ατύχη­ μα τού φίλου του καί πηδάει Κι’ αυτός δίπλα του, για νά τον βοηθήση ν’ άνασηκωίθή. Πιραγματιικά τον... ξεθάβει άπό τον σωρό των βιβλίων, άλλα ό Σάμ, ζαλισμένος από τό· χτύπημα στο- κεφάλι, δέν καταλαβαίνει άικόίμα κ·αλά καλά τί! συμβαίνει καί νομίζει πώς εξακολουθεί νά παλεύη μέ τούς πειρατές. Οί _ γροθιές του ξεκινάνε σφυρίζοντας προς τό πρόσω­ πο τού1 Πέτρου, πού μόνο χά­ ρις στή μεγάλη, του ευλυγισία καί άντίληιψΊ καταφέρνει καί σκύβει συνεχώς επιδέξια καί τις αποφεύγει. — Τώρα θά σοϋς δείξω ε­ γώ,, ξΜλάρα, πο,ανού τσαλά­ κωσες τον γιακά!, γρυλλίζει ό Σάμ κοοταγανσκτ ισμέυος. — "Ησυχα, Σάμ !, φωνά­ ζει γελώντας ό Πέτρος καί υ­ ποχωρώντας. συνεχώς μπρο­ στά στή θυελλώδη· έπίθε,σι τού φίλου του. "Ησυχα! Έγώ είμαι: Ό Πέτρος! Τό ξανθό Αγόρι στέκεται άτ


ιό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ποταμιά σάν νά σκόνταψε, προσπαθώντας νά 6ί ακρινή μες στη ζαλάδα. του αν πρα­ γματικά ό άλλος του λέει την άλήθεια. — Βρισκάμαστέ στο εργα­ στήριο, Σάρ! Λεν βλέπεις; Τό «Βέλος» μοος έσωσε! — Ν;αί! Μάλιστα!, βρισκό μαστέ στο έργοστήίρνο !, πα­ ραδέχεται τιο Άμεριικανόπτ ού­ λο, πού άρχιζε ι· νά 'βλέττη τά γνώριμα αντικείμενά γύρω του. Και που είναι· αυτός ό ά­ τιμος δ Μόργκιαν; —1 "Εχει γίίνει... σκόνη,, Σόι μ! Έχει πείθανει εδώ και τρακ όσια χρόνια! Ό Σάμ ερχεταΐι έπΐ τέλους στα συγκαλά του-

ιΚυττάζει άλλη μια φορά όίλάγυρά του καί, από κεΐ πού άφριζε άπ3 τη -μανία, γελάει τώρα μέ τον ίδιο τάν εαυτό του. — Γιά σκέψου!, μουρμου­ ρίζει μέ θαυμασμό·. Νά έχω την άιπαίΐτησίι νά δείρω έναν άνθρωπο, που έζησε πριν από τρεΐς αιώνες! Πάει πολύ! Και επειδή μ3 όλ3 ^αύτά δέν έχει, πάψει νά χτιυπάη άκιόμα ή καρδιά του, από την^τρομε­ ρή περιπέτεια που πέρασαν, ξαναλέεΐι, ρίχνοντας ένα βλέμ­ μα γεμάτο δέος προς τό «Βέ­ λος»: —Δέν φοβάσαι πώς μπορεί νά μάς τρελλάνη αυτό τό μηχάνηίμα, Πήτ;

«Πάει και χώνεται μέ τό κεφάλι στη βιβλιοθήκη»


ΤΟ I ΠΤΑΜΕΝό &Ελ6ί

1

—* Τώρα θα σου δείξω., ξυλάρα, ποιανού τσαλάκωσες τον γι-α.ά!

^ — "Όχι^, Σάμ... Απλώς δέν ιμπτοροΰμε νά συνηθίσωμε άΐκ,άμα καλά, στην ιδέα άτι μέ τη βοήθεια του «Βέλους», ζοΰμε σέ δυο διαφορετικές ε­ ποχές... Μέ τον καιρό όμως, θά πάψη νά μάς κάνη τάση έντύπώσΐι... Κι" απότομα μιά παράξε­ νη σκιά περνάεΐι απτό τά μά­ τια του: — Μά... Τώρα που τό θυ­ μάμαι, Σάμ... έχω την ιδέα πώς κάτι του λείπει!... —-Του «Βέλους»; ρωτάει ε­ γώ τό σκέφθηικα, Πήτ! του λείπει μιά βράση] πού νά τρέχη... γάλα! ^ !ΐ. Και μέ τά λόγια αυτά, τό !’ι ξανθό αγόρι πού εχει μιά πα­

θολογική μανία μέ τό γάλα, ξεκινάει κιόλας για νά τρέξη στο επάνω πάτωμα πού εΤναι τό σπίτι του αλλά ό Πέτρος τον άρπάζει άπ" τό χέρι: — "Άφησε μτό γάλα, άδιό|ρθωτε! Δέν είπα πώς λείπει τίποτα στο «Βέλος»!... Είμαι βέβαιος πώς κάτι- συμβαίνει μέ τό Νησί τής Χελώνας!... "Οσο τό θυμάμαι τόσο βεβαι­ ώνομαι... "Έλα νά σου δείξω γιατί ό άρχαιολάγος Ούιλλιαμσον δέν μπόρεσε δυο φορές ν" ανακαλύψη τούς θησαυρούς του Μάργκαν! Ό Σάμ τον κ,υιττάζει παρα ξενεμένος. —Δέν είναι περίεργο, λέει. Άφοΰ εΐδε πώς τον άνακαλύ-


Ψύ ιήΐΑΜέΝό ψα)με, θά ξαναπήρε τά χρυσα­ φικά από κείνη τη σπηλιά καί θά τά πήγε άλλου.,. —- 5Αποκλείεται!, άποκρίνίεταΐι ρέ πεποίίθιησι Πέτρος^. Δεν εΐχε καιρό να κάνη, αυτή τή δουλειά, Σάμ. Προτιμούσε νά χάση ένα μέρος από τούς Βησαΐυΐρους του, παίρά όλους καί τή ζωή του μαΐζίΐ.. "Έπρε­ πε νά γυρίοη άμέσως στο κα ράβι τόυ καί νά ξεκινήση, γιαπί σε λίγες ώρες θά ξημέ^ ρωνε... Οι πειρατές θά ξυπνου σον καί;, βλέποντας κομμένα τά κατάρτια των πλοίΐων τους θά έτρεχαν μέ τις βάρκες νά καταλάβουν τό δικό του καί νά τον κιαμρατ ιάσουν... "Όχι... Δεν .μπορεί νά πήγε άλλου. Ό θησαυρός έμεινε σ’ εκείνη τή σπηλιά 1 —'Καί λοιπόν; ρωτά ό Σάμ σαστισμένος, γιατί βρίσκει κι" αυτός .λογικά τά δσα λέει ό φίλος τοου Γιατΐ ο ΟύΐΙλλιαίμσον δεν τον ανακάλυψε τό­ τε; "Έψρχνε άλλου; -— "Ό;χΐι, Σάμ... Δηλαδή... Κότταξ’ έδώ καί θά καταλάβης.... Τραβώντας τον άπ" τό χέ­ ρι· τον έχει φέρει πάνω άπό τόν λεπτομερή χάρτη του Νη­ σιού τής Χέλωνας, πού είναι ανοιγμένος σ" ένα τραπέζι του εργαστηρίου καί πού τόν εί­ χαν συμβουλευτή πριν οπό τό παράξενο ταξίδ ΐι τους στον Χρόνο. Του δείίχνει μέ τό δάχτυλο έναν 1 μικρό κόλπο στήν πιο βόρεια άκρη του: — Βλέπεις; Ό Σάμι γουρλώνει πάλι τά

ιματάκια του,

“ Β λέπω!,. παρ αδέχοτά ( Οτό τέλος. Βλέπω άλλα δεν καταλαβαίνω τίποτα! ^ — Κι" όρως! Σ" αυτό έδώ τό σημιείό έφτασε τό πλοίο του ΜόΙργκαν, Σάμ! Στο βο­ ρειότερο άκρον τής Χελώνας! Ό Σάμ Σάμσον ξύνει τό κεφάλι του. — Λάθος θά κάνης Πήτ!, μουρμουρίζει. Έκεΐ πού βγή­ καμε .με τή βάρκα, δεν υπάρ­ χει- κανένας κόλπος... *Ηταν μόνο ένα άκρωτήρι -μακρόστε­ νο κι" ολόισιο σαν νύχι! — Μπράβο, ^ Σάμ !, φωνά­ ζει ό Πέτρος καί τά .μάτια του άστράφτουν. Τό "ίδιο λέω κι" εγώ. Στήν πιο βφειά άκρη τής Χελώνας υπήρχε ένα μα­ κρόστενο άκρωτήρι κα·ί τώρα υπάρχει ένας κόλπος, όπως βλέπεις στον χάρτη!... Αυτό θά πή πώς κάποιος μεγάλος σεισμός έγινε στους αιώνες πού ιμεσολάβηίσαν άπό τότε ώς σήμερα... Τό άκρωτήρ ι βουλίαξε ολόκληρο στο βυθό του ωκεανού!... Μαζί με τή σπήλιά ^καί ιμέ ^ταύς θησαυ­ ρούς του πειρατή Μάργκαν!.. Ό Σάμ έχει μΐείνει· άκί'νητος σαν στήλη άλατος. "Αυυ5|ρά καταλαβαίνει πώς ό δαι μόνιος φίλος του έχει δίκιο. ιΓιά -μερικά δευτερόλεπτα, ξεχνιώνται κι" οί δυο νά κυττάζουν εκείνον τον χάρτη. ~αφνικά ό Σάμ λέει γελώντας: — ’ Τόν καημένο τόν κυρ ι ο Ουΐλλιαυιοον! Πρέπει νά του πούρε νά^ πάψη νά ψάχνη, για τί ·μπορεί νά φάη δλη του τή ζωή άδικα! Ό Πέτρος κ/υττάζει τόν φί-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

λ ο του (μέ άγάπη. «Ή ψυχή του είναι άδολη και καθαρή!», συλλογίζεται. «Χάνει έναν «μυθώδη, θηιααυιρό που θά βρίσκαμε κι3 όμως το πρώτο πράγμα, που σκέπτε­ ται, είναι να ειδοποίηση, κά­ ποιον ξένο, νά ιμήν κουράζε­ ται άδικα!...» Ή φωνή του ξανθού αγο­ ριού τον βγάζει και πάλι άπό τους λογισμούς του: — Έϊ! Πήτ! Τώρα πού είπες πως ενα κομμάτι του Νησιού τής Χελώνας βουλία­ ξε στά βάθη του ωκεανού, συλ λογιέιμαι πώς και >μιά ολάκλη ρος ήπειρος έπαθε την ίδια δουλειά!... — Ή 3 Ατλαντίδα! ^ -—- Αυτή ! Πολλοί λένε πώς δεν υπήρξε ποτέ... 3Αλλά... Τά βλέΙμίματα καί των 6υο φίλων, πέφτουν ταυτόχρονα πάνω στην θαυμαστή, συσκευή τού X ρ 6 ν ο υ. — 3Αλλά /μόνο τό «Βέλος» μπορεΐ νά δώση την αληθινή άπάντησι!, Ίμουρμουρίΐζει ό Πέτρος, συνεχίζοντας τή σκέψι. του Σάμ. 3Ίσως κάνωμε ενα ταξιδάικι, στή μυθική βου λ. ιογμένηι ήπε ιρο! Ό Σάμ ξεροκαταπίνει χλω

9

βιβλιοθήκη του. Ή βιβλιοθήκη αυτή που κα ταλαμβάνει ολόκληρο τον ένα τοΐχο του εργαστηρίου και ά­ πό την εσωτερική άλλα καί ά­ πό την έξωτειρική του πλευ­ ρά, είναι έργο — όπως καί τό εκπληκτικό «Βέλος» — του πατέρά του/, Νίκου Μείξη. Ό Νίκος Μέξης ήταν ένας λαμπρός επιστήμων, πού βοήθηίσε όσο κανείς άλλος στην κατασκευή των πρώτων Αμε­ ρικανικών πυραύλων τού Δια­ στήματος. Παράλληλα όμως, καί -μυστικά άπ3 όλους είχε νοικιάσει αυτό τό σπίτι, καί δούλεψε χρόνια ολόκληρα για νά κατασκευάση τό θαυμαστό ,μιηχάνημα πού έχει την ικα­ νότητα νά /μεταφέρηι τούς επι­ βάτες του στο Παρελθόν. ιΚάποια μόρα 6 υπέροχος επιστήμων έξηφανίίσθη, καί οί άρχές απέδωσαν την έξαφάνισί του στην δράσι των κατα­ σκόπων. Κάλεσαν τότε τόν γυιό του Πέτρο, ένα έξυπνο τατο καί τολμηρό άγόρι. δεκα­ πέντε χρόνων για νά τόν σπο-υ δάισουν -με δικά τους έξοδα καί νά τόν κάνουν έπιστήμονα αντάξιο τού πατέρα του, πράγμα κάθε άλλο παρά δύ­ ρ τάζοντας. σκολο, γιατί ό Πέτρος άν λο— Πρέπει... πρέπει νά γα-ριάισης καί τη νεαρή του πιω οπωσδήποτε λίίγο γάλα!, ηλικία, είναι αληθινή ,μεγαλοψελλίζει. Μουρχεται λιποθυφυΐα στη Μηχανική καί στή Φυσική. ιμιίά! _ Καί όρμάει άσυγκράτητος ^Φτάνοντας λοιπόν άπό την έξω άπό τό εργαστήριο... *ιΕλλάδα στην "Αμερική ό ήΌ Πέτρος κουνάει τό κεφά­ ρωάς ·μας„ πήρε ένα γράμμα λι- του χαμογελώντας για τή άπό κάποιον κύριο Τζών Σάμ μανία τού φίλου του καί ύ­ σον — πατέρα τού ’ μοναδικού στερα τρέχει στην πελώρια- του φ'ίλου, Σάμ. 'ϊ*

>

^

Κ\


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Ό κ. Σάμ πού ήταν σπιτο­ νοικοκύρης τού πατέρα του, του παρίέδωσε ένα πολυσέλιδο γράμμα απ’ αυτόν καί του έδήλωσε πώς ό Νίκος Μέξης είχε προπληρώσει ενοίκια δέ­ κα ετών, για να μείνιη ο γοιός του στο ίδιο σπίτι πού έμενε κι^ εκείνος. "Έτσι ό Πέτρος έμαθε από τό γράμμια τού πατέρα του πώς μετατοπίζεται μ’ ένα .μυ­ στικά κουμπί ή πελώρια βι6λ'οΟήικ,ηι πίσω από την οποία βρίσκεται ή κρυπτή τού «Βέ­ λους», όπως καί κάθε λεπτο­ μέρεια για τό θαυμαστό αυτό μηχάνημα. •Κατάλαβε πώς ό άνθρωπος πού τον είχε φέρει στον κό­

σμο, πέθανε δοκιμάζοντας νά ταξιδέψη; ρέ τό «Βέλος». Με­ τά από πολλές μελέτες καί ύπόλογ ιισμούς, βρήκε τό λά­ θος πού στοιίχισε τή ζωή τού πατέρα του. Τώρα τό «Βέλος» ήταν έτοιμο νά μεταψέρη τούς έπΐιβάτες του στό^ Παρελθόν, σέ όποιοδήιποτε μέρος τού κό σμου καί σέ όποιαδήποτε χρο νολογίά ως τό βάθος τών Αίώ νων... Τό ταλέντο τού Σάμ ΟΥΤΟ τό τόλμ.ηρα, πού αποφάσισαν τώρα, είναι ρι­ ψοκίνδυνο μέχρι τρέλλας καί ή επιτυχία του περισσότερο από αβέβαιη,.

«Υποκλίνονται μέ σεβασμό μπροστά τους»


Τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛόϊ

Υπήρξε τάχα ποτέ ή Άτλαντίδα, ή θροίλ ική βουλιαγμέ νη ήπειρος η είναι μονάχα, γέννημα τής άνήσυχης ανθρώ­ πινης φαντασίας; Ό Πέτρος^ Μίξης είναι βέ­ βαιος πώς δεν πρόκειται γιά έναν απλό ιμύθο. — Κάδε ιμΰθος, λέει στον ({χ(λο του Σάμ-, είναι γέννημα ενός λαού, πού κατοικεί ·μιά χ,ώρο:. Γιά την Άτλαυτίδα διμοος έχουν γράψει σοφοί απ' δλα τά ιμήκη καί τά πλάτη τής Γής. ΓνιοοιρίΙζουν γι’ αυτή καί την αναφέρουν στα συγ­ γράμματα τους οι αρχαίοι "Ελληνες.„ Τό ίδιο κι* οί αρ­ χαίοι Αιγύπτιοι — καί οί Κι­ νέζοι... Μιλούν για την δπαρ-

11

ξί της αλλά καί γιά τον τρομακιτ ιικό καταποντισ μό της, πού ήταν ασύλληπτος... Ή πληρέστατη επιστημονι­ κή βιβλιοθήκη πού έχει ό Πέ­ τρος στην διάθεσί του, τού δίνει την εύκαιρίία νά ιμιελετήση προσεκτικά, τά πάντα πού έχουν γραφή, από τό βάθος των αιώνων ώς σήίμερα, σχε­ τικά ρέ την ’Ατλαντίβα. Ό Πέτρος -— ίσως από φυ λετιιχή συμπάθεια —πιοπεύει πώς ό αρχαίος *Έλλην φιλό­ σοφος Πλάτων βρί'σκεται πιο κοντά άιττ3 όλους τούς άλλους στην πραγματικότητα. Συμ­ βουλεύεται λοιπόν όσα εκεί­ νος άνσφέρει καί κάνει τούς υ­ πολογισμούς του, πριν ρυθμί­


12

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛ02

ση στο καντράν τού «Βόλους» το σημείο και τη. χρονολογία. Μια όλόκληιρη εβδομάδα εργάζεται εντατικά, -μελετών­ τας -καί ύ'ττ ο λ ογίζ όντας, το δαι μόν ιο 1 ΕλληνόΙπουλ ο. τέρ ε ι πώς τό πρραμιικρό σφάλμα, μπορεί νά όδηγήση αστόν και τον ά)γαπτη|μ(εινο σύντροφό του σε αγνώστους καί τρομερούς κινδύνους. Κι* ό Σάμ είναι ό μόνος πού τον συνηροφεύει στην προσπάθεια του, -μέσα στο μύστικό του έργαστήριο, κυττάζοντάς τον -με -μάτια συνε­ χώς γουρλώμένα άττό τό θαυ­ μασμό και άδειάζόντας... στο στομάχι του... ποταμούς γά­ λα. * Ωστόσο ό Σάμ δεν .μένει συνεχώς μαζί μέ τον Πέτρο, πού φεύγει συίχνά άπό τό σπί τι, υποχρεωμένος νά παρακο­ λουθώ καί τίς σπουδές του. Τότε ό κατάξανθσς φίλος του τρέχει επάνω στο δωμάτιό του καί κλειδώνεται εκεί μέσα μέ τίς ώρες καί, όταν ό Πέτρος ξαναγυρίσηι, ξαναγυρίζει κι5 αυτός κοντά του μιέ ύφος μυ­ στηριώδες. Είναι Παρασκευή βράδυ. Τό δαιμόνιο ^Ελληνόπουλο έχει τελειώσει πια κάθε υπο­ λογισμό καί άναγγέλει στον Σάμ- μέ φωνή επίσημη: — Αύριο θά επιχειρήσου­ με τό ταξίδι στην Άτλαντίδα. "Ας ευχηθούμε πώς δέν θά άποτύχώμε... — Νά άποτύχώμε; φωνάζει ό Σάμ προσβεβλημένος. Νά άποτύχωμιε τή στιγμή πού τά λογάριασες δλα έσύ;

— Σ' εύχαιριστώ Σάμ, γ:ά τη γνώμη σου αλλά κάθε άν­ θρωπος... — Καί τή στιγμή πού στήΡ'ξες τούς υπολογισμούς σου πάνω στά γραφόμενα του.... προπάππου σου του Πλάτω­ να; — Κι5 ό Πλάτων, Σάμ, ή­ ταν άνθρωπος καί μάλιστα έζηΐσε σε -μιά εποχή πού... 5 Αλλά ό Σάμ ούτε αυτή τή φορά τον άφηνε ι νά προχωρήσηι παρακάτω· καί ξεφω­ νίζει ιμέ άγανάκτηισι: — "Αν ήταν ν* άποτύχώμε γιατί εγώ κάθηισα τόσες μέ­ ρες κι* έραβα... τίς κουστου­ μιές μας, γιά νά γίΐνωμε... βέ­ ροι "Ατλαντες καί νά περά­ σουμε τό Σ αβ-βατοκυρ ι ακό μας στη Χαμένη "Ηπειρο; Καί μέ τά λόγια αυτά άνο-ί γει ένα συρτάρι τού γραφείου καί παρουσιάζει δυο ενδυμα­ σίες κατοίΐκων τής Άτλαντίδος, όπως τίς βρήκε σχεδια­ σμένες στην Εγκυκλοπαίδεια — αυτή είναι, ή δουλειά πού έκανε όλη την έιβδαμάδα κλει­ σμένος στο δωμάτιό του. Ό Πέτρο-ς δέν μπορεΤ νά μη χαμογελάση μ-έ την αισιο­ δοξία του φίλου του. — 5Αφού είναι έτσι, Σάμ, λέει σοβαρά τότε θά τη βρου μΐε την 'Ατλαντίδα οπωσδή­ ποτε ! Στην Άτλαντίδα

Π Ρ I :Ν άπό 90 περίπου χρο­ νιά — αναφέρει. ό Πλάτων οπό σύγγραμμά του «Τίμαισς»


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

σταν ό βασιλεύς Σόλων έταξίδευιε στην Αίγυπτο, έσυνάντηισε στη Σα'Γδα έναν γέρο, σοψό ιερέα., πού του είπε τά έξης: «’Εοεΐς οι Αθηναίοι, δεν γνωρίζετε καλά την ιστορία τής πατρίδάς σας γιατί οι πρόγονοί σας δεν ήταν εξελι­ γμένοι δισο έπρεπε στα. γράμ­ ματα και δέν υπήρξαν ι­ στορικοί, που νά διατηρήσουν την άρχαίιά δόΐξα. "Έτσι., δεν ξέρετε πώς. πριν εννέα χιλιά­ δες χρόνια σάς έπετέθησαν σι "Ατλαντες, μέ τρομερά υ­ πέρτερες δυνάμεις και μέ χι­ λιάδες πλοία, τους όποίίους κατωρθώσατε καί έκδιώξατε με εκπληκτικό τρόπο καί έλαχίίΐστουις υπερσσπ ι στάς..» Πάνω σ’ αυτή την περακο­ πή βασίζεται τό γενναίο παι­ δί καί ρυθμίζει τό καντράν του «Βέλους» στο 9.500 προ Χρί­ στου. ΈπίΙση,ς ρυθμίζει τό σημείο του Ατλαντικού Ωκεανού πού θά βρεθούν ιμέ τον σύντροφό του, μέ βάσι τον χάρτη τής βουλιαγμένης ήπείΐρου, πού έ­ χει κατασκευάση ό Νορμανδο<ς άτλαντολάγος Κ ίρχερ. "Όλα εΐναι έτο·ιιμα πιά — κι’ ό Σάμ Σάμίσον άκό,μα άνεβασ,μένος στο πίσω μέρος του «Βέλους» κρατιέται σφι­ χτά από τον φίίλο του. — Είπες μονάχα μισό λε­ πτό την πρώτη: φορά, έ; Πήτ; φωνάζει ό τελευταίος ανήσυ­ χα. "Αν είναι γιά περισσότε­ ρο νά...

Νά ττάρ^ς μαζί σου κα­

13

νένα μπουκάλι γάλα; λέει εύ­ θυμα ό Πέίτρος. — Πώς τό κατάλαβες Πήτ; — Καμμαά φορά μοΰ κατεβαίρουνε κάτι σπουδαίες εμπνεύσεις!... 5Αλλά δέν σου χρειάζεται τό γάλα, Σάμ!... Μισό μόνο λεπτό.,θά μείνωμε κσί' φοβάμαι πώς^ είναι καί, πολύ... "Αν βρεθούμε σέ κανέναν κατακλυσμό, δύσκολα θά γλυτώσωμε, γιά τριάντα ο­ λόκληρα δευτερόλεπτα. Καί τό πιο πιθανόν βέβαια, εί­ ναι πώς θά κάνιωμε βουτιά στο ικέντ,ρον τού Ατλαντικού Ωκεανού! — Δέν πιστεύεις πώς υ­ πάρχει ή Άτλαντίδα; — Τό πιστεύω άλλά δύσκο λο νά την πετύχωίμε μέ τήν πρώτη;... Έτο ιμος; —Πανέτοιμος! Κλείνω τά μάτια μου! Καλή άντάμωσι, Πήτ! Ό Πέτρος βάζει σ* ένέργεια τήν εκπληκτική μηχανή τού X ρ ό ν ο υ, κατεβάζον­ τας έναν ιμοχλό. "Αναλαμπές υπέροχες τούς τυλίγουν, πράσινες κίτρινες, κόκκινες σαν ένα Ουράνιο Τό­ ξο ^ πού διαλύεται σιωπηλά ατό "Απειρο κι" αυτό κρατάει — ίσως μιά στιγμή κι" ίσως πολλές χιλιάδες χρόνια.. "Υστερα... "Υστερα κάτι· λάμπει εκτυ­ φλωτικά στά μάτια τους: Τό φως τού ήλιου πού πυρπολεί έναν όλογάλανο ουρανό απ’ άκρη σ’ ^άκρη,ν — Πή... Πήτ!, ουρλιάζει ό Σάμ σάγ τρ^λλός. Δέν βρισκρ


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μαστέ στη θάλασσα, Πήτ! Κι5 αλήθεια δεν βρίσκονται στη θάλασσα, παρά επάνω σ5 ένα ψηλό βουνά, στην άκρη μιας χαράδρας... Και πέρα, μπ,ρός στα μάτια τους απλώ­ νεται ,μ>ιά ατέλειωτη, καταπράσπνη κοιλάδα καί μιιά ασύλλη­ πτη στη φαντασία πολιτεία, με μυριάδές ναούς που οι θολοί τουις λάμπουν ολόχρυ­ σοι στον ήλιο. — Ή ^Ατλαντίδα!, ψελλλ ζει κομπιάζοντας από τη συγ­ κίνηση τό Ελληνόπουλο. — Ή 3Α... 3Α... Άτλαντίδα!, κάνει κι5 ό Σάμ. σαν χα­ ζός. "Ωστε δεν ήταν παραμύ­ θι, Πήτ!... — "Όχι, Σό?μ;! Δεν ήταν παραμύθι!·.. Κύτταξε έκεΐ α­ πέναντι... Και πραγματικά ένα άλλο μεγάλο βουνό βρίσκεται στ5 αριστερά τους, στο βάθος τού όοίζοντα. Φαίνεται πώς θάναι τό μεγαλύτερο τής ηπείρου, γατί ή σκουρόχρωμη! κορυφή του, ξύνει θαρρείς τον ουρανό και^ ταυτόχρονα, μιά γιγαντ.αία στήλη ολόμαυρου κα­ πνού υψώνεται προς αυτόν. "Αλλά έκεΐ πού βλέπει τό ηφαίστειο αυτό ό Σάμ, βλέ­ πει ξαφνικά στη θέσι του τη., βιβλιοθήκη; τού Πέτρου Μ έξη, γιατί τά τριάντα δευτερόλε­ πτα έχουν περάσει χωρίς νά γο καταλάβουν, μέσα στην τρομερή, τους έικπληξι και τό καταπληκτικό· «Βέλος», τούς έχει ξαναφέρη στην εποχή μας.

Ό χρησμός Ανο άχορδα ώς δεκαπέντε χρόνων, βαδίζουν μες ατούς δΐρόίμους τής θαυμαστής εκεί­ νης ^ πολιτείας, πού ολοι οί τρουλλοι των ναών της, λαμ­ ποκοπούν στο χ-ρυσάιφι. Φαί­ νονται κατάκοπα. Τά ρού­ χα τους είναι γεμάτα σκόνες από τον δρόΙμο. Είναι ντυμένα σχεδόν σάν όλους τούς άλλους διαβάτες, πού δ ιασταιυ ρώνοντα ι μ αζ ί τους, Τά πρόίαοοπά τους όμως είναι πολύ πιο λευκά από ε­ κείνων — πού έχουν ένα με­ λαψό χρώμα, ανάμεσα στο κόκκινο καί τό καφέ. 3Ακόμα και τά χαρακιτηοιστιικά τους είναι διαφορετικά — εξαιρετι­ κά πιο εκλεπτυσμένα. 3Από τού ενός τη ζώνη, κρέ μονται δυο παγούρια., ένα δε­ ξιά κι3 ένα αριστερά. Τά πα­ γούρια είναι κατασκευασμένα από μιά πλαστική ουσία καί είναι καί τά δυο μ-ισογεμάτα. Τό αγόρι αυτό σταματάει άξαφνα καί ξεκιρεμάει τό ένα αϊτό τά παγούρια του. Τό ξε­ βουλώνει, τό φέρνει στο· στόμα του καί ρουφάει με φανερή α­ πόλαυση μερικές γερές γου­ λιές. — "Ααασ!, κάνει μετά, πλαταγιάίζοντας τη γλώσσα ταυ. Νά ζήση ή κατσιικούλα πού θά κάνη αυτό τό ύπέοοχο γάλα ύστερα από... δέκα χιλιάδες χρόνια,, γιά νά τό πιω εγώ τώρα! Ό σύντροφός του χαραγή λ<&ι,


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Γ ιοοτι πίνεις μια αητό τό ένα και ιμιά απτό χό άλλο τιαγοό|ρ ι, Σ »άμ; ρωττάει. — Γ ιατί όητλούστατα» αν αδέιαζα τό ενα,^θίά έγερνα υ­ στέρα απτό την άλλη πλευρά! αποκρίνεται ό Σάιμ Σάμσον άφού όπως πολύ καλά έχει καταλάβει ό αναγνώστης τά δυό· έκεΐνα άγόρια είναι ό Πέ­ τρας Μείξης κι3 ό πιστός φί­ λος του, που έχουν έρθει για δεύτερη] φορά στην αρχαία "Ατλαντίδα, μέ τη βοήθεια της υπέροχης μηχανής που τ αξ ι δ ε ύ ε ι σ τ ό ν χ ,ρ ο­ ν ο καί ιμέ Ιτήν άιπόφασι νά μείνουν ένα ολόκληρο εικοσι­ τετράωρο τώρα· σ3 αυτόν τον μυθικό τόπο, πού δέν υπάρχει πια... 3 Αλλά δέν προλαβαίνουν νά πουν περισσότερα. - αφνικά, σ ιΘερένι α χέρια αρπάζουν τά μπράτσα τους. Έκπληκτα καί τρομαγμένα Φυσικά τά δυο αγόρια, πού ώς αυτή τη στιγμή είναι βέ­ βαια πώς ξεγελούν τούς πάντες μέ τις στολές τους, βλέ­ πουν πώς τούς τριγυρίζουν καυμιά δεκαριά στρατιώτες, πού οι πανοπλίες τους είναι ολόκληρες άπτό καθαρό ασήμι ενώ τά δόρατα πού κρατουν στά ^ χέρια τους, έχουν χρυ­ σαφένιες αιχμές. Όδηγουμενοι από τό ένστι­ κτο είναι έτοιμοι1 νά άντισταΒούν, όταν απρόοπτα εξακρι­ βώνουν πώς τά χέρια πού σφΓ χτηκαν σαν τανάλιες στά μπράτσα τους,, δέν είναι έχθρι κά. ©ΐ ^Ατλαντες υποκλίνονται

15

μέ σεβασμό μφτροστά τους καί τούς άΐφήνουν αμέσως ε­ λεύθερους. Ένας πανύψηλος άντρας πού φαίνεται νά είναι επικεφαλής του αποσπάσμα­ τος., δείχνει στά 6υό άγόρια έναν φορδύ δρόίμο δεξιά τους. — "Ακολουθήστε με, λέει γλυώά μέ μελωδική φωνή,. Ό βασιλεύς "Αζάης σάς περιμέ­ νει στο ανάκτορό* του! — Μάς περιμένει;, ψελλί­ ζει κατάπληκτος ό Σάμ μι­ λώντας στον Πέτρο. Δέν είναι δυνατόν νά μάς περιμένη ! Κά ποιο λάθος θά κάνη,! "Εκτός κι" άν θέλουν νά μου* κλέψουν τό γάλα μου! 'Ωστόοο οί "Άτλαντες δέν φαίνονται νά καταλαβαίνουν «γρυ» άπ" αυτά πού λένε τά δυο παιδιά μεταξύ τους. Πε­ ριμένουν υπομονητικά καί στέ κ,ουν όλοΊ προσοχή. — Κάτι περίεργο συμβαί­ νει !, λέει ό Πέτρος σκεφτικά. Κ αί οπωσδήποτε τό μόνο πού δέν φαντάζομαι νά θέλουν, εί­ ναι» νιά σου κλέψουν τό γάλα σου! Πάμε μαζί' τους. Δέν Φαίνεται νά έχουν κακές δια­ θέσεις... Ό ^Σάίμ πιάνει» σφιχτά τά παγούρια του καί μέ τά δυό του χέρια* καί άπαντά: — Ή ευθύνη δική σου! Καί ξεκινούν, περιστοιχι­ σμένοι ^άπό τούς Ατλαντες στρατιώτες. Περνούν όλόικληρον εκείνο, τον δρόμο καί προχωρώντας θαυμάζοιυν τά υπέροχα κτίιρια καί τούς^ ολόχρυσους θο­ λούς τών ναών, πού θυμίζουν Ελληνικό, Δωρικό ρυθμ©.


16

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Τέλος φτάνουν σ’ ένα ολό­ λαμπρο τταλάιτίι. Τότε οι φρουροί πού στέ­ κουν έξρ οπτό την μεγαλόπρε­ πη, μαρμίάρινη πύλη:, υψώνουν κάτι όλόίχρυσα κέρατα σαν σάλπιγγες καί ηχούν1 έναν θριαμβευτικό1 ρυθμό. "Υστερα καθώς τά δυο, αγόρια συνωδευόΙμενα πάντα όαπό τους άσηΐμ,οντυιμ έινουις ιστ ρατ ιώτ ες, προχωρούν στο έσωτερικό υ­ ποκλίνονται βαθειά μπροστά τους. Ό Σάμ δεν μπορεί να τά γωνέψη, άλ3 αυτά καί λέει, τού Πέτρου σκύβοντας στ3 αυ­ τί του: — Σαν νά μου φαίνεται, πώς αυτή τή φορά τό «Βέλος» ...τρελλάθηκε! Μην μού πής οχι, Πήτ! ιΚαί πραγματικά ούτε ό Πέ τρος ιμπορεί νά πή δχι, αυτή τή φορά, γιατί τό μυαλό του πηγαίνει μ3 «ΛΛ > > Λ νά σταιματήση οΙΑ αυτα. Περνούν μιά πελώρια σάλλα γεμάτη μ3 ολόχρυσα άγάλ ματα, πού παρασταίνουν διά­ φορες θεότητες. Μ3 ένα άγαλμ ατάκα άπ3 αυτά, θά μπορούσα ν3 αγορά­ σω.., τό .μεγαλύτερο πρστήρ ο γάλακτος τής "Αμερικής!, μουρμουρίζει ό Σάμ μ3 έναν κόμπο στον λαιμό. Μια καινούργια πύλη ανοί­ γει εμπρός τους. Ήχοι από σάλπιγγες πάλι, καμπανίζουν στους πανύψηλους θολούς τής νέας αίθουσας πού .μπαίνουν καί που έγειι κορμιά εκατο­ στή μέτρα ,μάκρος. ^ντί'κρμ, σ3 |ναν μεγαλό­

πρεπο, χρυσοστόλιστο θρό­ νο, κάθΙεται ένας άνθρωπος. Οΐ συνοδοί τους τους δεί­ χνουν πώς πρέπει νά προχω­ ρήσουν. 1 Βαδίζουν σιγά - σιγά, θαμ πωμϋνοι άπό' τον ονειρώδη πλούτο που βλέπουν παντού. ιΚ άπατε φθάνουν εμπρός στον θρόνο. Σ3 αυτόν κάθ'ετ3 ένας σεβάσμιος άνθρωπος ;μέ μακριά μαλλιά αλλά καθό­ λου γένεια καί πρόσωπο γε­ μάτο ψιλές - ψιλές ζαρωμα­ τιές άπό' τά χρόνια. Ήλάϊ του στέκονται δυο α­ λύγιστοι άσημίοντυμένοι φρου ροή πού βαστούν μακρυά δόρατα, ό ένας άπό τή μιά κι3 ό άλλος άπό τήν άλλη: μεριά τού θρόνου. Είναι τόΙσο ακί­ νητοι, πού θαρρείς πώς έχουν πεθάνει. Αυτός πού κάθεται στον θρόνο καί πού είναι βασιληάς δπως είχε π ή εκείνος ό αξιω­ ματικός στους δυο φίλους, ση­ κώνεται όρθιος καί φέρνει τά δυο κοκκαλιιάρικα χέρια του στο στήθος —- φανερό πώς πρόκειται για εγκάρδιο τρόπο χαιρετισμού. — Σάς πειρίίμενα!, λέει κι.3 ή φωνή του καμπανίζει χί­ λιες φορές στούς θ’όλους τής μεγάλης σάλας. Ό Πέτρος κάτι πήγαινε ι νά π ή έκπληκτος αλλά εκείνος, συνεχίζει μέ τήν ίδια βαθειά φωνή: λ— "Ήρθατε μέ τήν ευλογία των Θεών, νεαροί άνθρωποι άπό τό μακρυνό Μ έ λ λ ον! "Ήρθατε για νά σώσετε τό Γένος! Καλώς ηρθςρτρ!


ΙΠΤΑΜΕΝΟ Βΐ-Λό2

Ό Πέτρος χλωριάζει και γυρίζει στον φίλο του κατά­ πληκτος. —- Θα τρελλαίΘώ!, ιμουρμουρίζε ι. Μήπως όνειρεύομαιι; — Ναι -και βλέπομε το ί­ διο όνειρο; Ωραίο δεν είναι; αποκρίνεται ό Σάμ, πού πιο αφελής από τον σύντροφό του δεν επηρεάζεται και τόσο από τό τρομερό (μυστήριο καί έχει αρχίσει νά «τό γλεντάη». Τραβάει τό ένα παγούρι του, τό- ξεβουλώνει καί φέρ­ νοντας το στο στόμα* του λέει: — Καλώς σάς βρήκαμε! Εις υγείαν! — καί ρουφάει ,μιά γενναίΙα γουλιά. Ό βασιληιάς των Άτλάντων νομίζει πώς αυτός είναι ό χαιρετισμός των ξένων του καί θέλει νιά φ-ανή ευγενής. Πλησιάζει, απλώνει τό κοκικαλιάρικο χιείρι του καί παίρνει τό παγούρι από τό- χέρι του Σάμ, πού χάσκει. — Εις υγείαν!, λέει κι5 αυ­ τός κι5 αρχίζει νά πίνη γάλα. Ό Σ-σ)μ του τό τραβάει τρομαγμένος. — Σ ι,γά - σιγά!, του φ-ωνάζει <μέ την ψυχή στο στόμα. Δεν κάνει νά πίνης πολύ απ’ αυτό, στην ηλικία σου! Θά πάθίης αναφυλαξία. Μέγας εί­ σαι, Κύριε! Στόιμα είναι αυ­ τό ή πηγάδι; Τόφτασε στον πάτο! ■ΠαραδόΙξως αυτά τά τελευ­ ταία λόγια τά λέει σΤ Αμε­ ρικάνικα, γιατί κι5 εκείνος κι" ό Πέτρος, -μόνο όταν μιλούν απ’ ευθείας με τούς ’Άτλάν­ τε ς μιλούν στη γλώσσα τους, *μέ την τηλεπαθητική Ικανότη­

τα πού τούς δίνει τό «Βέλος» — δηλαδή -μιλούν -μια γλώσ­ σα πού στην πραγματικότητα 6 έ ν την ξ έ ρ ο υ ν! Ό Πέτρο-ς πού έχει ιμαρμαρώσει από την έκπληξη πάλι κάτι πηγαίνει νά πή άλλά καί πάλι δεν προλαβαίνει γιατί τον σταματάει ή φωνή τού "Ατλεντα βασιληά: — «Δεν θά γνωρίζω,με τη γλώσσα τους, ενώ αυτοί 9ά καταλαβαίνουν τή δική μας! » Ό Χρησμός είναι τέλειος!; — Πώς είναι δυνατόν νά ξέρετε από πού ερχόμαστε; ρωτάει ό Πέτρος πού κοντεύει νά σκάση. ι Είμαι ό βασιληιάς Άζάης ό 65ος!, αποκρίνεται ό γέ­ ρος έπί|σηΐμα. Είμαι κατ’ ευ­ θείαν απόγονος τού ρεγάλου Θεού Ποσειδώνα καί γι’ αυτό έχω τό προνόμιο νά -μπορώ νςχ μιλώ .μαζί1 του, όταν ανεβαί­ νω στην κορυφή τού πανύψηου βουνού του... "ΈκεΤ ανέβηκα καί τώρα πού ή Άτλαντί-δα κινδυνεύει καί ό Θεός Ποσειδών μού έ­ δωσε τον Χρησμό... — Ν-ά τον είχα-με στήν 5Α­ μερική· νά γρ-άφη παραμύθια, θάχε γίνει ζάπλουτος!, λέει ό Σιάμ, άγαναικτισμένος. Κάτι τέτοια δεν τά διαβάζουνε πια ούτε τά ,μωρά! "Αχούς να μού μίαγαρίίση ^ τό παγούρι -μου! Πώς νά πιώ από δαύτο; Αυτός πού βλέπεις τώρα, έχει γίνει όχι σκόνη αλλά κΤ εγώ δεν ξέρω καλά - καλά τί'! ■ Ό Πέτρος δεν τον ακούει καί ευτυχώς δεν άκούει ούτε ό 5Αζάης όλες αυτές τις κου-


ταμ άρε ς πού έχουν είπωθή φυ σικά στ3 "Αμερικάνικα. Κι3 ό βασιληιάς των "Ατλάντων συνεχίζει: ^ -— Νά, 6 Χρησμός πού μου έδωσε ό Ποσειδών: Ή 3Ατλ αν­ τί δα καταδικάσθηκε από τον Δία, τον θεό των Θεών ! ι ό Κρίμα του αύτοκράτορα είναι τά,σο -βαρύ, πού θά την κατσποντίση. ολόκληρη, ατά βάθη του Ωκεανού!» Απελπισμέ­ νος τον ρώτησα τότε: «Είναι λοιπόν γραφτό νιά χαθούν ό­ λοι ο ΓΑτλαντες για τό κρίμα του ενός άπό τούς δέκα: βασι­ λιάδες της;» Κι3 ακόυσα στο μουγγρητό τού Μεγάλου Κ ρατήρα, πού είναι ή φωνή του Ηασειδώνα, την άπάντησι: «Μόνο όταν θάρθουν εκείνοι πού ακόμα δεν έχουν γεννηθη .από δεκάδες αιώνες θά κυλή­ σουν πριν άπ3 τον ερχομό τους στον κόσμο, οι νικητές τού X ρ ό ν ο υ, μόνο τότε, υπάρχει μιά ελπίδα νά σωθή τό Γένος» «Πώς θά γνωρίάω­ μέ,, Θ'εΐε^ Πατέρα, τούς δαμα­ στές του Χρόνου;» ρώτημα. «Τό πρόσωπό τους, θ'άναι λευ­ κό κι3, ή καρδιά τους κ αβαρή. Δεν θά γνωρίζετε τη γλώσ­ σα τους, ενώ αυτοί θά κατα­ λαβαίνουν τη δική σας... "Αν θελή)σουν νά σάς βοηθήσουν, Βάχετε σωθή!» "Έτσι μίλησε ό Πασειδώνας, ό Θεός πού έ­ χτισε τούτη την ήπειρο πάνω στά κύματα... ^ — Μηχανικός νά σου πετύχη, !, λέει ό Σάμ στον Πέ­ τρο ^γελώντας. Τέτοια ντουβά­ ρια έβγαζε τό Πολυτεχνείο του Όλύμπου; "Αν την είχε στε­ ρεώσει καλύτερα μέ βράχια, από κάτω δεν θά βουλίαζε!

Τό κρ{\λ&. του αύτοκράτόρά

0 ΠΕΤΡΟΣ όμως εξακολου­

Οπισθοχωρούν κατατρομαγμένο ι, γεμάτοι δέος

θεί νά μη δίνη καμμιά σημα­ σία στις κουταμάρες του φί­ λου του. 3Ακούει βαθει-ό^Οονκινηΐμένος τά λόγια τού 3Αζάη: —- "Οταν ό Ποσειδών κατοί κ,ησε τούτη την ήπειρο, έκανε πέντε ζευγάρια δίδυμα παι­ διά: Τον "Ατλαντα: καί τον Γά δειρον, τον Άμφήρη καί τον Εύαίίμονα, τον Μνησέα καί τον ΑύτόχΙθονα τον Έλάσιππο καί τόν Μήσταρα καί ^τον 3Αζάην καί τον Διαπρεπής "Ολοι αυ­ τοί έζησιαν επί αιώνες καί έ­ καναν πολλά παιΐδιά καί παι­ διά τών παιδιών τους. Ό "Ατλαντος πού ήταν ό πρωτότο­ κος, έγινε αύτακράτωρ κΓ έ­ χτισε μια μεγάλη ^πολιτεία, την 'Ατλαντίιδα. Οί άλλοι εν­ νιά έχτισαν από- μιά πόλι κι3 αυτοί μέ τ3 όνομά τους κι3 έγιναν βασιλιάδες. Αύτή ή αΡχή διατηρήθηκε πάντα. ΟΊ άπόγονοι τού "Ατλαντα γίνον­ ται αύτοκράτορες κι3 οι από­ γονοι τών άλλων εννιά άδελφών του βασιλιάδες στις στό­ λο ιπ ες πολ ιτεΐες. «Ή γη ετούτη έχει όλους τούς θησαυρούς καί τά τρία πολυτιιμώτερα μέταλλα: Τό χρυσάφι,, ^ τό- ασήμι καί τον χαλκό-. -Είναι ένας πραγματι­ κός Παράδεισος, τόίσο πλού­ σιος, πού κανείς ποτέ δέν χρει άστηκε ν3 άναζηιτήιση τό πα­ ραμικρό- άπό καμμιά άλλη χώ­ ρα, γιατί τά πάντα υπήρχαν έ!δώ... "Ετσι κανένας "Ατλαντας ποτέ 9έν έφυγε άπό , τό νησί μας, νά πάη στον υπό-


λοιπο κόσμο... 3Αλλά και ό Θείος Νόμίος ήταν αυτός: «Κα νεΐς δεν έπρεπε ποτέ να φυγή από την "Ατλαντίδ'α. Σ" όλων των κατοίκων της στις φλέβες έτρεχε πάντα τό αΐ,μα τού Θεοί) Ποσειδώνα και δεν έ­ πρεπε ν3 άναμιχθή μ" άλλων κοινών θνητών... Νά, όμως, πού φτάσαμε στη σημερινή δυ στυχίία... Ό Γάδων, ό τελευ­ ταίος μας αυτοκράτωρ κι3 έξάδείλφός μου, γεννήθηκε μέ τον σπόρο τού κακού στην καρδιά του. "Ονειρεύτηκε νά κατακτήση ολόκληρον τον κό­ σμο ιμέ τή δόνα μι τών όπλων! "Αποφάσισε ν" άρχίίση από την "Αθήνα. Του είπαν οι μάν­ τεις νά μήιν τό κάνη αυτό, για τι ιθά όδηγηθή μόνος του στον άφανιισμό... "ΛΑν εμείς οί "Άτλαντες ^είμαστε παιδιά τού Ποσειδώνα και οί "Αθηναίοι, είναι παιδιά τής Θεάς "Αθη^ νάς!» — Τό> αγόρι άπό δώ είναι δισέγγονος, της!, φωνάζει θριαμβευτικά ό Σάμ πού τόν γαργαλάει ή γλώσσα του. "Α­ θηναίος βέρος ! Δείξε την ταυ­ τότητά σου, Πήτ! — Δυο φορές δοξασμένοι οι Θεοί που σάς έστειλαν!, .μουρμουρίζει μέ τρειμιάιμενη φωνή ό "Αζάιης. Ή σοφίία τού Ποσειδώνα είναι μεγάλη, νά στείλη ένα άπό τά παιδιά τής "Αθήνας νά μάς βαήθήση. "Αλ­ λοίμονο, κανόναν δεν θέλησε ν" άκούιση ό Γάδων... Ούτε α­ κόμα καί τή φωνή τού πατέρα Ποσειδώνα,, πού ξύπνησε καί τίναξε φλόγες καί κοπνΟυς στον ουρανό άπό τόν κρατή­

ρα τού βουνού τόυ, για νά τον ειδοποίηση!... Τά φρένα του σάλεψαν άπό τήν ιδέα νά γίνη πιο ισχυρός άπ" όλους τούς ανθρώπους καί "ίσιος μέ τούς Θεούς! — Γιατί δεν τόν πολεμού­ σατε εσείς οί ίδιοι νά τόν σταματήσετε; ρωτά ό Πέτρος συνεπαρμένος. — Γιατΐ καί τότε ή ίδια καταστροφή θά μάς περίμίενε! Ή ιερή Διαθήκη τού Ποσειδώνα λέει πώς ό,τιδήποτε κακό κΓ3 άν κάνη: ό ένας άπό τούς βασιλιάδες τής "Ατλαντίδας, ποτέ οί άλλοι, οί α­ δελφοί του δεν πρέπει νά ση­ κώσουν τά όπλα εναντίον του γιατί ολόκληρη ή ήπειρος θά καταποντιάθή! — "Από καταποντισμό σέ καταποντισμό· τό πήγαινε δη­ λαδή!, λέει ό Σάμ μέ γουρλωιμένα μάτια. "Είσείς, μάτια μου, καί πού περπατούσατε, έπρεπε νά τρέμουν τά φυλλο­ κάρδια σας, μην κουνηθή από­ τομα καί πάει φούντο! — Καί τί άπόκαμΙε ό Γά­ δων; ρωτά μέ άγωνίία ό Πέ­ τρος, κάνοντας νόημα στον Σάμ, νά σωπάση. — "Έχει ξεκινήσει έβώ κι" ένα μήνα μέ ^χίλια διακόσια πολεμικά πλοία! άποικρίνεται συντρ ιμμένος, ό "Αζάης. Σέ λί γες μόρες θά πρέπη νά φτάση στην "Αθήνα. "Άν καταστρέψιη, την πάλι τής "Αθήνας είμαστε οριστικά χαμένοι! — Καί τί μπορούμε νά κάνωιμ.3 εμείς; — Νά χαρίσετε τή νίκη, στούς "Αθηναίους! Νά πετά^


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ξετε τον Γάδωνα καί τον στρα τό του οπή θάλασσα... "Έτσι δεν Θάμαστ3 έμεΐς πού Θά τον ειχρίμε χτυπήσει καί το Γένος μας θιά σωθή! Έσεΐς έχετε δαμάσει τον Χρόνο. Μπορείτε νά 6ρεθη|τε στην 5Αθήνα πριν άπ’ αυτόν και νά προετοιμά­ σετε τον λαό τηίς... — Έχω μια άπορα!α!, του Λέει ό Σάιμ. — Ο'ΐ Θεοί νά ·μέ φωιτίσουν νά γνωρίζω τήν άπάντησί της! αποκρίνεται ό βασιλιάς Άζάη,ς. ...Γελάδες δεν έχετε καθό­ λου σ’ αυτό τό μέρος; ρωτά άνήσυχα ό Σάμ. Λεν :μουτυ·χε τόσον δ|ράμο νά ίδώ καμμιά! ★★★

Ό Πέτρος έχει εξηγήσει στον Άζάηι πως δεν ρπορούν νά κάνουν τίποτα πριν νά συμ πληρωθούν οι εΐικασ ιτέσσερ ι ς ώρες πού είναι υ.ποχρεω-μένοι άπό τή μηχανή του Χρόνου νά μείνουν στην ΆτλαντίΙδα. Ό γέρο - βάσιληάς, ώσπου νά περάση αυτή ή προθεσμία τους πιαίρνε,γ καί τούς γυρίζει σ’ ολόκληρο τήν-πάλι Άζάΐδα —- πού οί δυο φίλοι τήν εί­ χαν περάσει γιά τήν 5 Ατλαντίίδα δταν τήιν πρώτο είδανε. Ό πολιτισμός του λαού ε­ κείνου εΐναι αφάνταστος, άν λάβιη κανείς ύπ5 δψιν του πώς εζησαν στο βάθος των αιώ­ νιων. Ό Πέτρος κΓ 6 Σάμ με γουρλωμένα μάτια παρακο­ λουθούν τά πάντα;, γεμάτοι συγκίνησι πού βλέπουν πρά­ γματα ,τά όποια κάνεις ξένος προς τούς ^Ατλςεντεζ δεν είδε ΤΓΡΤ§?

21

Τέλος ό Άζάηις τούς γυρί­ ζει στο ανάκτορό του καί τούς, παρουσιάζει τή μικρή καί χαριτωμένη έγγονή του, τήν 3' I νίκα. — “Όταν γεννήθηκε ή 3Ίνκα, λέει ό Άζάηις περήφανος χαϊδεύοντας τά μεταξωτά μσλ λιά της, οί μάντεις μάς έδω­ σαν ένα παράξενο χρησμόν «ΓΗΐρθε σιτόν κόΐσιμο ή κόρη πού θ’ άναδιύθή μέσ’ οστό τά κύματα, σάν τον Πατέρα Ποσειδώνα, γιά νά σώση τό1 Γέ­ νος !» Άλλα οί ώρες έχουν περά­ σει καί σε λίγο οί δυο «χρονοναυιτες» βρίσκονται πάλ,ι πάνω στο «Βέλος», γιά νά ε­ τοιμάσουν τό καινούργιο ταξίΐδι τους, πηγαίνοντας στήν πανάρχοτα Αθήνα... Προετοιμασίες

! ΔΥΟ φίλοι έχουν πέσει σε βαθειά συλλογή, μές στο έριγαΐσ/τήριο τού Πέτρου. -—- Καί πώς Θά βοηθήσου­ με τούς Αθηναίους νά νική­ σουν διακόσιες χιλιάδες Άτλαντες; ρωτάει ό Σάμ άπορη γόρηιτος, αφού δεν μπορούμε νά πάρουμε ,μαζί μας πολυ­ βόλα, επειδή είναι μεταλλικά καί δεν1 περνάνε άπό τή μη­ χανή τού Χρόνου; Ό Πέτρος δεν τού αποκρί­ νεται. Κάποιοι σκέιψις στριφο­ γυρίζει άπό ώρα στο μυαλό του. Ό Σάμ αναπηδάει άπό τή θέσι ου καί ξεφωνίζει θριςρμ* &&ΜΤικ»;


22

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Έχω /μια ιδέα: Να κα­ τασκευάσαμε. .. χειροβομιβίίδες νάΟλον! Δεν είναι θαύμα Πήτ; Ό Πέτρος όμως άναπηΓ δάει κι* αυτός τήιν ίδια στι­ γμή:. Έτγι τέλους οι σκέψεις του ολοκληρώθηκαν. Τό σχέ­ διό του εΐιναι έτοιμο. — Δεν θα κάνωμε χειρο­ βομβίδες ναύλον, Σάμ!, λέει μΐέ μ.ιά παράξενη! λάμψι στα μάτια. Θά κάνοοιμε κάτι καλύ­ τερο... — Σαν τί'; — Πρώτα - πρώτα, θά βάλωιμε κάτω· τις χημείες και θά μάθωμε πώς κατασκευάζε­ ται τό δακρυγόνο αέριο... — Πολύ εύκολο, Πήτ!, λέει ό Σάμ ενθουσιασμένος. Τό βιάζουν μέσα σιέ γυάλινες σφαίρες καί τό πειτάνε! — Μπράβο σου!, αποκρί­ νεται ό Πέτρος γελώντας. Γιά νά μπή όμως στις γυάλινες σφαίρες πρέπει νά κατασκευα σθή προηγουμένως. — Αυτό ν5 άκούγεται! Καί πώς γίνεται; —- Είπαμε πώς θά διαβάσωμε καί Θά μάθωμε. "Οσο γιά τό γυαλί ξέρω πολύ κα­ λά πώς κατασκευάζεται... "Υ­ στερα πρέπει νά κάμω κι* έ­ ναν μπολ ογ ισμσ... Λ ογαρ: άζοντας τούς ηλιακούς κύκλους πρέπει νά φροντίσω ,νά βοώ με απόλυτη, ακρίβεια την πιο κοντινή ημερομηνία σ’ αυτήν πού βρεθήκαμε στην Άτλαντί δα, πού έγινε έκλειψις ήλιου ορατή από την 5Αθήνα... Ό Σάμ έχει άπομεί’νει μ* ρανοι\χτό τό στόμα: ^ Για νά τς> βρής αύτρ,

θά φας εκατό χρόνια λογαριά­ ζοντας Πήφ! — Μή φοβάσαι. Θά βάλω αυτό τό πρόβλημα στον Η­ λεκτρονικό Εγκέφαλο του1 5Αμερ ικανικου 51 νστιτούτου 5Ε­ ρευνών καί θά πάρω την άπάντησι σε λίγα λεπτά! Ό Σάμ ησυχάζει κάπως καί ύστερα λέει: — Κι* εγώ τί μπορώ νά κάνω γιά νά βοηθήσω, ωστό­ σο, Πήτ; — Νά... πίνης γάλα γιά νά δυναμώσης! Απεσταλμένοι του "Αρη...

Τ 0Υ7Η τη φορά βιριίσκ όν­ τα ι σ5 ένα άγριώτατο τοπίο. Μπροστά τους κι* αριστερά, υψώνεται ένας γυμνός βράχος καί πέρα, στο βάθος λάμπει στο φως του ήλιου ό καθρέ­ φτης τής θαλάσσης. Δεξιά τους υψώνεται ένας καταπράσινος λόφος, μέ έναν μεγάλο γκρίζο βράχο στην κοουφή του. "Αν όμως γιά τον Σάμ Σάμ σαν αλ* αυτά δεν λένε τίπο­ τα, ο Πέτρος Μέξης, τό θαρ­ ραλέο Ελληνόπουλο πού τε­ λειοποίησε την εκπληκτική συ σκευή πού ταξιδεύει στον Χρόνο, από τή συγκί,νησι δεν μπορεί ν* άρθρωση λέξι. Κυιττάζει ολόγυρα .σχεδόν τρο μαγμένος, ενώ ένα σιδερένιο χέρι σφίγγει την καρδιά του. Στο τέλος καταφέρνει καί ψελλίζει ικιύττάζοντας τόν πρά σινο λόφρ;


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Ό... ό Λυκαβηττός! Θεέ μοιΜ Κι5 δίληι αυτή η έκταισις με τά ποτάμια καί τά δέντρα, είναι ό τόπος πού γεν­ νήθηκα ! Είναι ό τόπος πού σή)μερα απλώνεται ή μεγάλου πολ :ς 5Αθήνα)! Ό Σάμ συγκινείται κι" αυ­ τός τώρα καί γουρλώνει τά μάτια του περισσότερο. — Μήπως κάνης κανένα λά θος Πήτ; ρωτάει. — "Ό;χι βέβαια... Γνωρίζιω πολύ καλά τον Λυικαβηιττό και εκείνον τον ρεγάλο· βρά;χο α­ πέναντι, όπου ό Περικλής θ'ά χτίσηι την "Ακρόήολι... ^ — Μά... έχω ακουστά πώς την έχτισε, Πήτ; — Μην ξεχνάς πώς β ρίσκο μαστέ έννιάμισυ χιλιάδες χρό ννια πρίν από τη γέννησι του Χρίστου., αποκρίνεται τό Ελ­ ληνόπουλο. Κύτταξε! Κύττα­ ξε εκείνες τις πέτρινες καλό­ βουλες εκεί κοιτώ... Αυτή εί­ ναι· ή πρώτη Αθήνα πού χτί­ στηκε... Βρισκόμαστε στην -α­ νατολή τής Ιστορίας, Σάμ! Νοιώθω... νοιώθω τόσο συγκινηΐμένος πού μούρχεται νά βά­ λω τά κλάματα! Ό Σάμ όμως δεν τον α­ κούει. — Βαστήξου, τού λέει τρο­ μαγμένος. Έχεις καιρό νά κλάψης π ιό ύστερα, πού θά πρέίπη νά τά βγάλης πέρα μ5 αυτούς τούς μαντράχαλους! Καί ό Σάμ δεν έχει άδικο. Καιμμ :ά πενηινιταρ ιά άγρ. άν­ θρωποι, πού είναι ντυμένοι μο νσχα μέ προ-βιές ζώων καί πού στά -χέρια τους κρατούν κάτι

πρωτόγονο; τσοκρύιρια , με λα­

βές από ακατέργαστα κλαδιά πεύκων καί κόψι χάλκινη έχουν πεταχτή άνάμεσ" από τά δέν­ τρα καί ρίχνονται ενάντιόν τους την Τδ-ια στιγμή μέ α­ λαλαγμούς. Ό Πέτρος κυττάζει μέ άνησυχίά τό δικό του ντύσιμο, πού είναι τό· ίδιο εκείνο μέ τό οποίο έπισκέφθη.καν την 3 Ατ­ λαντίδα. Συλλογίζεται κά­ πως άργά πώς έκανε λάθος νά μη. σκεφθή ότι οι πανάρχαιοι Αθηναίοι δεν θάχαν αρ­ χίσει ακόμα νά κατασκευά­ ζουν υφάσματα. Έτσν επό­ μενο νά δώσουν στόχο μέ τά τόσο ξεχωριστά ρούχα τους. Ωστόσο δεν τά χάνει. "Έχει έτοιμαστή για κάθε δύσκολη στιγμή καί περιμένει τούς αν­ θρώπου ς εκείνους νά πλησιά­ σουν. ^ Τότε σηκώνει μέ ψυχραιμία τό δεξ'ί του χέρι, στο οποίο κρατάει ένα ξύλινο στρογγυ­ λό κουτί,, άπ" τό οποίο κρέ­ μεται ένα· μίικρό φιυτιλάκι. "Α­ νάβει έντεχνα ένα σπίίρτο μέ τό δεξί του χέρι, πάνω στο κουτί -καί βάζει φωτιά στο φιυτιλάκι. "Αμέσως σχεδόν άκούγεται ένας κρότος καί μιά πελώρια λάμψις αστράφτει πάνω στο χέρι του. Οί "Αθηναίοι όπ ισθοχωιρ-οΰιν κατατρομ σιγμέ νοι, γεμάτοι, δέος καί μέ επιφωνήματα ψρί κης. — Είναι Θεοί!, ξεφωνίζουν μερικοί. —-Κρατούν τούς κεραυνούς τού Δία! Κι" αμέσως γονατίζουν σ" |νιργ κύκλο <οπ ςτκόβρνν τ9


24

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κεφάλια τους στη γη. — Σηικωθήτε!, λέει ό Πέ­ τρος ρέ δυνατή άλλα ήρεμη φωνή. Είμαστε απεσταλμένοι του 3'Αρη, του Θεού του πολέ­ μου. 3Ερχό)μαστε φιλικά, γιά να σώσουμε την πάλι σας, α­ πό ιμιά ρεγάλη καταστροφή. ΌδηίγήΙστε ίμιας στον βασιλιά σας! ,Αέν τολμούν να προφέρουν ούτε μια λέξι οί Αθηναίοι πο­ λεμιστές. Πιστεύουν στ'ις θεότητες σαν όλους τούς πρωτόγονους λαούς καί δεν τούς φαίνεται καθόλου περίεργο να κατεβσί νουν οί Θεοί στη γή γιά νά τούς μιλήσουν, άφαϋ όλο-ι οί θρύλοι τους είναι γεμάτοι από τέτοια παραδείγματα. Βαδίζοντας ανάμεσα τους τα δυο παιδιά, έχουν ,την ευ­ καιρία νά θαυμάσουν τά υπέ­ ροχα άγαλματένια κορρά τους. Μπορεί νά είναι πιο άπΰλί'τιιστοΊ από τούς "Ατλαντες, άλλά εκείνοι δεν ρπορούν νά συγκριθοΰν σέ σωρατική κατασκευή ικιαί. ισέ ευγένεια χαρακτηριστικών ,μό τούς 3Α­ θηναίους. Λεν αργούν νά φτάσουν στο μικρό χωριό ρέ τίις πέτρινες καλύβες —τήν 3 Αθήνα. Έκεΐ τούς οδηγούν στην κεντρ.κή πλατεία καί μπροστά στο μο­ ναδικό μεγαλύτερο οίκημα, πού έχει στολισμένη την εί­ σοδό του ιμέ δυό κολώνες από λαξευμένη πέτρα. Οί περισσότεροι ωστόσο α­ πό τη, συνοδεία τους έχουν σκορπιστή στα διάφορα μι'Κ-ρα ΘΠΤ?Τ>'9. "0^01 Ιχρνν μά­

θει σ* ελάχιστα λεπτά τό εκ­ πληκτικοί καί τρομερό νέο. Ή πλατεία γειμίίζει άπ3 ολον τον αρσενικό πλήθΐυσμό τής πό­ λης —οί γυναίκες έχουν μεί1νιει ,στά σπίτια. Κανείς όμως δεν καλωσορί­ ζει τούς «Θεούς». Τούς κυττουν μέν μέ φόίβο άλλά φαίνε­ ται πώς τό θέμα θά τεθή σέ δηιμοψήΐφίσμα. "Ενας πανύψη­ λος άντρας, παραπάνω από δυό μέτρα, άνεβαίνει σ3 ένα γκωνάρι καί .μέ βροντώδηι φω­ νή εξηγεί ατούς άλλους πώς άσφαλώς ρπορεΐ νά είναι Θεοί οί δύο παράξενοι ξένοι, άλλά φιοβάται πώς δεν πρόκειται γιά φίλους- λέει πώς μάλλον ό εχθρός τους 6 "Ηφαιστος, ό Θεός τής φωτιάς, παίζει κανέ­ να άσχιηριο παιγνίδι εις βάρος τους. "Υστερα ανεβαίνουν κι3 άλλοι καί -μιλούν, ενώ οί υπό­ λοιποι άκούνε τά πάντα μέ προσοχή καί κροφοκυττάζουν καλός τρομαγμένοι τούς «Θε­ ού ο». Τά δυό παιδιά καταλαβαί­ νουν όλα τους τά λόγια άλλά μόνο ό Σάμ φαίνεται ν3 ανή­ συχη. — 3Άν πάρουν άπόφασι πώς είμαστε οπαδοί τού- "Η­ φαιστου καί όχι τού 3Άρη, ψι­ θυρίζει στον φίλο του, νά ξ,έρης πώς θά -μάς κάνουν μέ τά τσεκούρια τους... δαδί γιά προσάναμα! Ό Πέτρος όρως χαμογε­ λάει /μυστικά. Έχει σκύψει τελείως αδιάφορος καί έχει σκαλίσει στό χώρα ένα ηλια­ κό ιρολόϊ, γνωρίζοντας μέ άη-άλι/ϊη τρν Ρρμρά


Τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ §Ελόϊ

σ5 αυτό τό τόσο γνωστό του περιβάλλον. "Βγει μ,πήξει ένα κάθετο ξυλαράκι στη γή και περιμένει νά ψιτάιση ή σκιά ταυ στο σημεία που θέλει. Τότε σηκώνεται όρθιος, προσ­ παθώντας νά φαίνεται τρομε­ ρά θυμώμένος. Προχωρεί μέ σταθερό βήμα προς τό... γκω ■νάρι των ρήτορων, ενώ ό Σάιμ ξεροκαταπίνει και κάνει τον σταυρό του, άπτό ανησυχία για τον φίλο του. Αυτός, που βρίσκεται πάνω στην πέτρα, κατεβαίνει τρο­ μοκρατημένος. Ό Πέτρος -μ5 ένα πήδημα βριίισκεται πάνω· σ" αυτή και φωνάζει: ^ — Ό πατέρας "Αρης ώργίίστηκε τρομερά μαζί σας! Θέλησε νά σάς σώση άπ" την καταστροφή ίμιας επιδρομής αλλά σείς δΙέν είστε άξ, οι γι" αυτό, γιατί αμφιβάλλετε για τίις προθέσεις του· Θεού! Πη­ γαίνετε λοιπόν νά κυλιστήτε στο αιώνιο σκοτάδι! Ό θεός του Πολέμου θά σάς πάρη τον ήλιο ικαι θά σάς άφήση στήν παντοτινή νύχτα! "Ενας μεγάλος ψίθυρος φρί κης άκούγεται από τούς συναίθίρο ιισμένοιυς άνίθρώπους κ;3 ύστερα μια τρομακτική κραυγήι απελπισίας, γιατί ό εκτυ­ φλωτικός δίσκος τού ήλιου έ­ χει στ3 αλήθεια άρχίΐσει νά σκοτεινιάζη καί νά χάνιη τό σφαιρικό σχήμα του. Καί κά­ θε δευτερόλεπτο που περνάει μαυρίζει ολόκληρος καί ή σκο τεινιά κατεβαίνει στή γή, σαν νά νυχτώνη μες στο μεσημέρμ

Ποερές κραυγές καί κλά­ ματα αντηχούν κι3 οι σκληροί εκείνοι άντρες, απελπισμένοι χτυπούν τά κεφάλια τους στή γή καί εκλιπαρούν τον Θεό νά τους συγχώρηση. Ό ήλιος έχει σκεπαστή ο­ λόκληρος. Ή άπόγνωΐσι έχει φτάσει στο κατακορυφο. Ό Σάμ βρίσκει ευκαιρία πού δεν ταΐν βλέπουν καί α­ δειάζει... μισό παγούρι γάλα. — "Αααα! Ψιθύριζε'. Νέ­ κταρ ! Αλλά ό Πέτρος σηκώνει με γσίλόπρεπα το χέρι του καί έπιιβάλει σιωπή. — Ό "Αρης σάς συγχωρή για τελευταίΙα φορά!, φωνά­ ζει. Διατάζω τον ήλιο νά ξανά’βιγή! Καί καθώς ο φωτεινός δί­ σκος αρχίζει πάλι νά λάμπη στο στερέωμα, ολοένα καί πε ρ σσοτερο, οί "Αθηναίοι χορο­ πηδούν από τή χαρά τους μέ δάκρυα στα μάτια καί φιλιούν τα-ι καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά στους δυο... θεούς, δηλώνοντας αιώνια υποταγή καί υποσχόμενοι νά σφάξουν χίλια κατσίΙκια για θυσία στον "Αρη, —οπού ό Σάμ τ3 ακούει καί ξεφωνίζει χλωμ ιάζ όντας: — Νά... αρμέξετε πρώτα τις θηλυκές, γιατί θά σβήσω τον ήλιο μ3 ένα φύσημα! Σ ύγκρουσις μέ τούς ’Άτλαντες

.£ ΞΗ ολόκληρους μήνες προ ετοΊΐμάζονται οί "Αθηναίοι, πού δέν διαθέτουν παραπάνω


16

ΐδ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛ0ϊ

άιττό δυο χιλιάδες πολεμιστές, για νά τά βάλουν μΐέ τους δια κιόσιες χιλιάδες ’Άτλαντες. Φτιάχνουν παράξενα ιμηίχανήμστα, πού δεν καταλαβαίνουν πώς και γιατί θά χρησιμοποι­ ηθούν. Τά δυο παιδιά ικάβε το σο έξαφαινίΐζοντα'ΐ από μπρος τους καί μετά απουσία πολ­ λών ώρώιν η καί ή μερών καμμιά φορά, εμφανίζονται πάλι γιά νά δώσουν καινούργιες όδηιγίίες. Φούρνοι που βράζουν παρά ξένα υγρά λειτουργούν καί άλλοι που φτιάχνουν γυαλί. 5Αλλου στήνουν πελώΐριους κα ταιπέλτες. Επίσης φτιάχνουν τόξα καί δέρατα κι' άσπίδες, γιά ν' άντ:καταστήσσυν τά

προοιτόΐγοντ α ταεκοιύ ρ ι ά τόυζ καί άλη ,μέιρα γυμνάζονται στα σημάδια, δισοι δεν ασχο­ λούνται στις διάφορες εργα­ σίας, γιά νά τούς άντικαταστή σουν ύστερα άλλοθι. "Οσο γιά τις παράξενες^έξαιφανίίισεις των δύο αγορών, τούς έχουν πείσει τελείως πώς έχουν νά κάνουν ;μ|έ θεούς κι' έτσι στά πρόσωπά τους ζω­ γραφίζεται ή βε'βαιοτης πώς θά νικήσουν τον πολυάριθμο εχθρό, αφού έχουν σύμμαχο τον 'Ά'ριη. Καί μιά μέρα τά κέρατα ή­ χουν δυνατά άπ' άκ,ρη σ' άιςρη καί άγγελιοφόιΟΟΊ έρχονται ν' αναγγείλουν πώς φάνηκαν τά καράβια τών Άτλάντων.

©ά τήιν τπάσοο!, γρυλλίζει πεισματάρικος


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

27

Τρέχουν ττάλι στους δρόμους τής πολιτείας που καταρρέει.

Οι δίυό χιλιάδες Άθηνσΐοι έτοιμόιζοντατ κι5 δταν ό ε­ χθρός φαίνεται από ·μαι:<ρυά, οι πολεμ-ιστές σχηιματ Οζουν παράταξη πίΐσω από τούς πελώριους καιταπέλτες, πού είναι έίφωδασιμένοι -με (μεγά­ λες γυάλινος ιμίττάλλες. Τούς τελευταίους αυτούς τούς χει­ ρίζονται γυναίκες καί ό Πέ­ τρος κι' ό Σό|μ γυρίζουν παν­ τού καί δίνουν τις τελευταίες οδηγίες, εμψυχώνοντας μέ την απάθεια τους τούς 5Αθηναί­ ους . Γ ιατί παρ' όλη τους τη σιγουριά αυτοί οι τελευταίοι, ξχουν άνη;συχήΐσεισοβορά, βλέ π όντας τον κάμπο απέναντι τους νά μυ,ρμηιγκιάζη από α­ μέτρητους εχθρούς, πού πλη­

σιάζουν χτυπώντας πελώρ.α τ'ύιμπανα καί διηιμΊουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Άλλα τό Ελληνόπουλο, μ5 όλο πού θά τρόΐμίαιζε κι5 αυτό γ:ά την έκιβασι ,μιάς τέτοιας άν,σης ράχης, παρά τά τρο­ μερά πράγματι όπλα πού δι­ αθέτουν οι δΑθιηιναΐοι, δεν έχει την παραμικρή· άμφ'ΐβολία πώς θά κερδίσουν, άίφού αυτό έχει ήδη γραφτή στην ιστο­ ρία. Ακίνητος στέκεται καί πε­ ριμένει τους έ)χΙθραύς νά πλη,σιάΐσουν. Κθ ό Γάδων δίστα­ ζε! νά ση/μάνουν οί σαλπιγγτές του έπίίθεσι. Οί χρυσαφο ρεμένίοι στρατιώτες του χύ­ νονται σάν τρικυμισμένη


28

ΤΌ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

λαετσα1 κοαταπάνω στους «τρελ λούς» έκεΐΜαυς ανθρώπους πού έχουν τό' θράσος να στέίκωνται όμηρός τους και δεν τό βιάζουν στα πόδια νά κρυ­ φτούν στις βουνοκορφές. 1 Ωστόσο άπό την παράταξι τών ΆθηναίΙων δεν σαλεύει κανένας. Περιμένουν τή διατα­ γή τού «ιμελαιχρο-ινου Θεού», λες και δεν είναι άνθρωποι παρά άγόίλματα πού τάχουν στήσει στον κάμπο. Μόνο ό Σάμ ανησυχεί κάπως. — Λες νάιχηι κάνα λάθος ή Ί ιστορία και νά βρεθΡύμε μπερδεμένοι; ρωτάει φοβισμέ­ νος τον Πέτρο. Έκεΐνος όμως δεν τον α­ κούει. Οΐ "Άτλαντες έχουν πληΐσιάσει στα έκατό' ρετρά περίπου. Υψώνει το χέρι του και τό· ξανακατεβάζει ορμητι­ κά. Οί "Αθηναίες γυναίκες κό­ βουν ρέ μια σπαθιά ή καθε,μιάι, τα λουριά πού κρατούν λογισμένους τούς τεράστιους καταπέλτες. Μεγάλες γυάλι­ νες- :μπάλλες φτερουγίΐζουν τό>τε στον ουρανό, σχηματίζουν φωτεινές καμπύλες καθώς λα­ μποκοπάνε στον ήλιο καί πέ­ φτουν ανάμεσα ατούς . ε­ χθρούς. Σκάζουν αθόρυβα καί λευκά σύννεφα τινάζονται ψη­ λά καί απλώνονται μέ κατα­ πληκτική ταχύτητα στον αέ­ ρα, χωρίς νά παίρνουν ύψος. Τρομακτικές κραυγές ξεσπούν άπό τήν πλευρά των "Αιλάντων, πού ολοένα καί δυ νσμώνουν. "Αλλόίφρονες κυλιώνται κάτω, τυφλωμένοι α­ πό τό άεριο καί ;μέ φοβερούς πόνους. · ' -·

Ό Πέτρος περιιμένει πάν­ τα. Οί πιο· πίσω άπό τούς ε­ χθρούς, πού βλέπουν τούς λευκούς καπνούς άλλα δεν .μπορούν νά φανταστούν τί συμβαίνει-, τρέχουν ολοένα καί πέφτουν επάνω στούς πρώ­ τους καί μέσα στήν ενέργεια των αερίων. ^ Είναι άδύναιτον νά περιγρα φή αυτό πού συμβαίνει. Μυριάδες άνθρωποι κυλίουν ται στή γή ουρλιάζοντας καί ύστερα, ξαφνικά, νορίζαντας πώς οί "Αθηναίοι ρχουν φτά­ σει· άνάμεσά τους, άρ,χίίζαυν νά χτυπούν στα τυφλά, τρελλθ'ί άπό1 τον πανικό. "Εννοεί­ ται πώς άλληλοσκοτώνονται άγρια. ’Κ ι" ό Πέτρος δίΐνει καινούρ γιο σύνθημα καί -καινούργιες μπάίλλες πού τοποθετήθηκαν στο .μεταξύ ατούς καταπέλτες πηγαίνουν νά άποτρελλάνουν τούς "Άτλανιτες. Ό άλληλοσκοτωίμός έχει Φΐ ρ ’ >:<; αστ: ικές δ: σστάσε ι ς. Τό αίμα τρέχει ποτάμι σέ τέτοια εχτασι, πού σέ λίίγη ώρα ό "Iλ ισσός κυλ άε ι καταικόκ κ ι-νο ς. Κι" όταν τό σύννεφο τών καπνών διαλύεται στον αέρα, τό Ελληνόπουλο δίνει τό σύν­ θημα πάλι· καί οί "Αθηναίοι πολεμιστές, όιριμούν ιμέ αλα­ λαγμούς νά αποτελειώσουν τό έργο τού δαι:< ρυγόνου. Κατά τό απόγευμα, ελάχι­ στοι άπό τούς "Άτλαντες — οί πσ τυχεροί πού είχαν μεί­ νει πιο- πίΐσω καί δεν ιμπόρε­ σαν νά φτάσουν στα τοομερά σύννεφα τού αερίου/καταφέρ-


ΙΠΤΑΜΕΝΟ §§Λ0ί

νδύν· κοα φτάνουν στά καράβια τους σαν τρελλοί, έπιβιβάζονχα ι σ' αυτά και απομακρύνον­ ται κωπηλατώντας μ' ολη τους τή δύναιμ ι. Πριν φύγουν όμως καί λυσσασμένοι αστό1 τό μιΐσος, βάζουν φωτιά στον ναό τιής ' Αθήνας που βρίσκετα ι στον δρόμο τους καί σπάνε τό πέτρινο ομοίωμα τής Θέας, πού είναι μέσα. ΤόΙτε μαύρα σύννεφα σκε­ πάζουν άξαφνα τον ουρανό καί αστραπές καί βροντές αύλακιώνουν τό στερέωμα. Τρο­ μερή τρικυμία ξεσηκώνεται1 σέ λίγα λεπτά καί τά πλοία των Άχλάνιτων συντρίβονται τό ένα επάνω στο άλλο καί τά τελευταία πού μένουν βουλιά­ ζουν μή μίπορώντας ν’ αντί στα θουν στη μανία· τής φύσεως. Ένώ αμιω'ς οί Αθηναίοι άλλόφρονες άπό χαρά γιά την απί­ στευτη νίκη τους, ψάχνουν ν' άναικ,αλύψουν τούς δυο νεα­ ρούς «θεούς», νά τούς προ­ σκυνήσουν καί νά τούς εύχαρι στήσουν μέ πλούσιες Θυσίές, ό Πέτρος κι’ ό Σάμ βρίσκον­ ται πάνω στην θαυμαστή συ­ σκευή πού πετά στους αιώνες, τό «Ιπτάμενο Βέλος»... Ή ΆτλαντίΙδσ κατατΕοντίζεται

.Α. ΛΑΑ οί δυο ηρωικοί «χρό­ νον αυτές» μας, εχουν^ καταλά­ βει πια, πώς τό «Βέλος» δέν κατασκευάστηκε άπό τον πα­ τέρα τού Πέτρου, γιά νά ικα­ νοποίηση τήν επιστημονική του περιέργεια, ούτε γιά νά **

V

*

κάνουν αυτοί «περιπάτους» στο Παρελθόν, "ιΕχουν νοιώσει πώς ή Μοίρα τούς ήχειι ορίσει νά πάίξουν τεράστιο ρόλο στην Ιστορία του Κόσμου. Αυτός είναι 6 λόγος πού ό Πέτρος εφοδιάζεται μέ και­ νού ργ ισ άποφασ ιιστ ιικότητα κ ι' ό Σάμ... μ|έ φρέσκο γάλα καί βρίσκονται άλλη μιά φορά στήν πολιτεία τού 'Αίζάη, στή θρυλική Άέλαντίδα, μιά μέρα άκρ.:ιβώς ύστερα άπό τήν τρο­ μακτική νίκη των Αθηναίων. Φοβερή έκπληιξις όμως τούς περιμένει... Μόλις τό «Βέλος» τούς φέρ­ νει στήν άπό χ,ιλιάίδες χρόνια βουλιαγμένη ήπειρο καί μέσα στήν γνώριμη τους πολιτεία, νοιώθουν τή γή νά πηβάη σάν αφηνιασμένο άλογο κόίτω απ' τά πόδια τους. Ή μεγαλόπρε πη Άζάίίδα έχει μεταβληθη σέ πραγματική · κόλασι. Τά πάντα καταρρέουν μέσα σέ ,έκ κ,ωφαντικό θόίρυ'βο, γύρω τους. Ναοί καί οικήματα φτιαγμένα άπό πελώριους ογκόλιθους, γκρεμίζονται σέ συντρίμμια, σάν νά εΐναι- άπό τραπουλό­ χαρτα. Τρομερές σχισμές α­ νοίγουν στή γή καί απειλούν νά τούς καταπιούν. Ή αγωνία σφίγγε,γ τήν καρ διά τού Πέτρου. «Τάχα θά κράτηση μιά ώρα ακόμα ή Άτλανιτίδα», συλλο­ γίζεται, γιατί ακριβώς μία ώρα έχει ρυθΜίσει στο καν­ τράν τού «:Β έλους», νά μεί­ νουν στήν πάλι τού Άζάη. «Φτάσαμε πάνω στή συντέ­ λεια ενός κόάμου!...» Κι* ό Σάιμ όμως φαίνεται


?5 ΙίΙΤΑΜέΝΟ ΒΕΑΟί άπαρηγόρητος πραγματικά, για άλλη αιτία όμως. > Καθώς το ,χώμα έχει ύψωθή στον .αέρα ολόκληρο σύννεφο, εκείνος τινάζεται μέ αληθινή μαΧία καί1 γρυλλίζει: —1 Πάνε τά ρουχαλάκια μου! Κι* ό/π τά είχα πλύνε» καί φρεσκ ©σιδερώσει! Την ίδια στιγμή δ.μως ή γη ραΐζεται κάτω άπδ τά πόδια του κι5 ό φουκαράς Σάμ πέ­ φτει ατή: σχισμή πού άχνιζε ι. Ευτυχώς γι3 αυτόν, όσο κι3 άν είναι οδυνηρό τδ πέσιμο, ή χαραμάδα διέν είναι πολύ βαθειά καί δέ'ν παθαίνει περισ­ σότερο άπδ ιμερικές γρατζαυνιές. Τά δυο παγούρια του ό­ μως διαλύονται πραγματικά καί τδ ...θρυλικό περιεχόμενό του έ'ξαφσνίζεται. Σ παρακτ ική ικ/ροοογή. αφήνει κι3 αυτός κι3 ό ΠέΙτρος ταυτόχρονα, πού νομίζει πώς 6 αγαπημένος του φίλος έχει χαθή. Χωρίς νά συλ λογιστή τον τρομερό κίνδυνο, ρίχνεται μέσα στδ άνοαγμα τής γης καί τδν τραβάει· έξω, Ό Σάμ είναι άγνώριστός, σέ κακά χάλια, πού όμως αυ­ τή τη φορά ό Σάμ δεν φαίνε­ ται νά τούς δί<νη σημασία. Καθώς ατούς «άφηνιασμένο,υ» δρόίμίους, εκτός άπδ τούς πανιικό)βλη|τοιυς άνίθρώπαυς τρέ χουν καί τά κατοικίδια ζώα, πού έσπασαν τις μάντρες, τους, ρίχνεται μ3 όλη τή δύναιμι των ποδιών του, πίσω άπδ μιά... γελάδα. — Σαμ!, ουρλιάζει 6 Πέ­ τρος τρομαγμένος καί τρέχε ι πίσω του. Τρελλάθηικες, Σάμ; &Τ#?9ν!

3Αλλά εκείνος έχει χάσέι τά λογικά του άπδ τή συγκίνησι. — Θά τήν πιάσω!, μουγγρίζει μέ πείσμα. Που τδ ξέ­ ρεις άν δεν εΐμαι δ... Νώε καί δεν πρέπει νά τήν πάρω δπωισ δήποτε στην Κ ιίβωτό; — Σόι μι! Σ τάσου! Προς Θεού! Έλα πίσω! 3 Αλλά οι απελπισμένες κραυγές του Πέτρου δέν άκούγονιται άπδ τδν φίλο του κι3 όπως τδ έδαφος εξακολουθεί νά τινάζεται εφιαλτικά, τδ Ελληνόπουλο δεν »μπορεί νά τδν φτάση, γιατί πολλές φο­ ρές κυλιέται κάτω·> όπως άλ­ λωστε κι3 δ Σάμ. Ή γελάδα όμως πού έχει πιο γερή 6άσι, επειδή έχει καί τέσσερα πόδια, τρέχει πα λύτερα. Σ,πάει μέ τδ κεφάλι έναν φράχτη πού βρίσκεται μπροστά της καί χώνεται σ3 έναν κήπο, πού δεν είναι· άλ­ λος άπδ εκείνον τού ανακτό­ ρου τού 3Αζάη. Ό Σάμ πηδάει κι3 αυτός άπδ τήν ίδια τρύπα καί ύστε­ ρα... σκοντάφτει καί πέφτει μέ τά ^μούτρα. Καί στδ μέρος άκριβώς πού έχει· πέσει, είναι μιά πέτρινη σκάλα καί οστό κάτω βρίσκεται καθισμένο έ­ να μιιικιρά κοριτσάκι πού κλαίει σπαρακτικά, τρέμοντας όλο. κλήρο. Είναι τόσο τραγικό τδ θέαμα, ώστε ό Σάμ — πού κατά τά άλλα έχει πολύ ευαί­ σθητη ψυχή— ξεχνάει εκείνη τή στιγμή ώς καί τήν άγελάλα άκόίμα. — Κάπου σ3 έχω ξανοδή έσένα!, λέει στη μικρή. Μην

κλαΐς! Τώρα πού εΐμ3 έγώ έ-


ΐδ ΙίΙΐΑΜΕΝ'δ ΒίΛδϊ βώ, δεν έχεις να φσβηΐθής τί­ ποτα ! Την ίδια στιγμή αμως βρί­ σκεται κοντά του κι3 ό Πέ­ τρος. — Είναι ή 3Ίνκα!, φωνάζει έκπληκτος. Ή έγγονή του βα σιλιά Άζάη! . . Καί σκύβοντας παίρνει στην άγκαλιά του τη μικρή, πού εξακολουθεί ττάντα νά κλαίηι σπαρακτικά. Ξαναλέε ι 6ι αστ ΐικά: —Γρήγορα, Σάμ ! Πρέπει νά φτάσωμε τό συντομώτερο στο λιμάνι... Ή Άτλαντίδα καταποντίζεται! Καί τούτη τη φορά θύον­ τας καί μη τον ακολουθεί ό φίλος του, γιατί και ή... άγελάδα πού τον ένδιέφερε ως τώρα, δεν φαίνεται πουθενά. βγαίνουν στους δρόμους τής τραγικής πολιτείας πού καταρρέει. Χιλιάδες άνθρωποι ξέφρε­ νοι άπό τρόμο, μέ τά μάτια γουρλωμένα καί τά πρόσωπα χλωμά, τρέχουν μαζί τους, χωρίς νά ξέρουν καλά - κιαλά που πηγαίνουν, γιατί ό θάνα­ τος καί ή φρίκη,; παραμονεύουν παντού, σέ^ κάθε τους βήμα, καθώς ή γή ανοίγει στόίματα γεμάτα λάβα γιά νά τούς κα­ τόπι ή. Τά σπίΚτα διαλύονται καί οί ναοί μέ τις μεγαλόπρεπες κολώνες γκρεμίζονται μέ φόβε ρό πάταγο καί μέσα σέ πελώ ρια σύννεφα σκόνης. Λ3Απέναντη μακροά, τό δρος τού Ποσειδώνα, τινάζει τέ­ τοιες τεράστιες στήλες φλο­ γισμένης λάβας άπό τον κρά­

τη ράπτου, πού λες πώς προσ­ παθεί νά κάψη τον ουρανό. Ό κεντρικός δρόμος τής πόλης πού όδηγεΐ στο λιμάνι, είναι άσφυκτιικά γεμάτος άπό άλλόφρονες ανθρώπους, γιατί όλοι οί άλλοι δρόμοι, μοιάζουν σαν παραπόταμοι, πού χύνουν τά νερά τους στον μεγάλο πο­ ταμό. Άπό ένστικτο περισσό­ τερο, οί "Ατλαντες καταλαβαί νουν πώς ή μόνη έλπίΐδα γιά σωτηρία πού τούς όπομένε^ι π;ά>, είναι στη θάλασσα και τρέχουν σάν τρελλοί1 προς αυ­ τήν. "Ενας φωτεινός καταρρά­ κτης άπό μεγάλες σπίθες πέ­ φτει συνρχώς πάνω άπό τά κεφάλια τους, σάν νάχη πάρει φωτιά καί ό άέρας. Δεν μπορεί πιά κανείς νά προχωιρήση ιμέσα σ3 έκεΐνο τό ανακάτεμα. Σπρώχνονται μέ τέτοια λύσσα, ποιος νά πρωτοπεράση, πού πολλοί πεθαί­ νουν άπό ασφυξία, ενώ άλλους τούς αποτελειώνουν οί μεγά­ λες μαρμάρινες κολώνες των ναών, πού πέφτουν κομμάτια πάνω τους, Ό Πέτρος μέ τη μικρή 3Ίνκα στην αγκαλιά του καί ό Σάμ άπό πίσω, βάζουν δλα τους τά δυνατά, γιά ν’^άν,θί­ γουν δρόιμο μέσα σ3 εκείνο τό τρομακτικό άνθρώπ ινο ποτά­ μι. Οί σπίθες πού πέφτουν άπ3 τον ουρανό σάν βροχή, έχουν κατακάψει τά ρούχα τους κι3 ό άδιόρθωτος Σάμ είναι άπαρηγόιρηΓΓος.

— Κρίμα ατόν κότηο πού έκανα νά καθήσω νά τά ράψω,


μουρμουρίζει» συνεχώς ^μ5 ά-

πελτπισίία Πάνιε τα ωραία μου ρομχσλάκ ια καί θά ^τά είχα και για τό... καρναβάλι! Καμμιά ^έκατοστή ^ μέτρα ίγγιο μπροστά, χωρίς νά τό ξέ­ ρουν τά δυο αγόρια, προχω­ ρεί μ ιά συνοδεία. Πιστοί ώς τον θάνατο οι σω|μ ατοφύλακες του 3Αζάη, τον κουβαλούν μέσα σ' ένα χρυσό φορείο προς τό λιμάνι, άνοϋγοντας πέρασμα άκόίμα και μίέ τά σπαθιά τους για νά μπορέσουν νά φτάσουν. Μέσα στο φορείο ό γέρο - βασιλιάς πλαίει σαν μιικρό παιδί για τή μικρή έγγονή του. θάθελε νά μπορούσε νά πη)δή:ξη έξω και νά τ.ρέξη, πίΐσω στό' ανάκτορό του νά τή βρή αλλά νοιώθει πώς είναι ανήμπορος ν3 αντι­ μετώπιση τήν ορμή του ακα­ τανίκητου άνΙθρώπ ι ν ου π οτ σμου. "Έτσι ή συνοδεία φτάνει καμμιά φορά στό λιμάνι. Πραγματική σφαγή γίνεται μίπροστά στα καράβια, καθώς οι ξέφρενοι οπό τον πανικό άνθρωποι1, αγωνίζεται- ποιους νά πρωτοιφτάση σ3 αυτά. Ή θάλασσα πού αφρίζει καί κοχλάζει τρομακτικά, εί­ ναι γεμάτηι κόσμο πού κολυ­ μπάει· απελπισμένα για νά Φτάση στα πλοία της σωτη­ ρίας. ' Βκατοντάδε ς "Άτλαντε ς κρεμασμένοι από τά σχοινιά σκαρφαλώνουν πάνω τουο, ένώ άλλοι γαντζώνονται- μέ τά νύχια, προσπαθώντας νά φτάσουν πάνω στό κατάστρωμα.

Οι ναύτες άρττάζαυν τά κου

πια κι* άριχίζουν νά λάμνουν μ3 όλη τους τή δύναμη και πολλοί, μίέ μυτερά άκόντια γκρεμίζουν κάτω αυτούς πού σκαρφαλώνουν γιατί τά πλοΐα κινδυνεύουν νά βουλιάξουν α­ πό τό βάρος. Ό θάνατος θριαμβεύει· στή στεριά καί στή θάλασσα. Μιά βάρκα; παίρνει· τον 3Αζάίη. κι3 οι στρατιώτες πολε­ μούν λυσσασμένα μέ τά σπα­ θιά του ο, για ν3 αποκρούσουν τή μανιασμένη επίθεσι των πανικόβλητων ανθρώπων. Τό τέλος τής 3ΑτλαντίΙδσς έχιει άριχίρει νάρχεται μέ τρο­ μακτική ταχύτητα. ίΓύρω - γύρω- στήν καταδι­ κασμένη; ήπειρο, Οι άκτές γκρεμίζονται στά βάθη τού ωκεανού, σηκώνοντας τιτάνια κύματα. Ό Πέτρος μέ τήν 3Ίνκα καί τον Σάμ, καταφέρνουν επί τέ­ λους νά φτάσουν στην1 απο­ βάθρα. Αύτε ένα πλοίο όμως δεν υπάρχει πια κοντά στή στεριά. Τά δυο αγόρια κυττάζουιν ολόγυρα μ3 άπόγνωοι. Βλέπουν πώς δέν υπάρχει καμμιά σωτηρίΐα, ούτε γι3 αυ­ τά, ούτε για τή μικρή 3Ίνκα. Καί τήν ίδια στιγμή νοιώ­ θουν καί τήν πέτρινη αποβά­ θρα πού πατούν νά κομματιά­ ζεται κάτω από· τά πόδια τους. Σ3 ένα δευτερόλεπτο τούς έχιει καταπιή καί τούς τρεΐς ή υγρή άβιυίσσος... Τε­ λευταία σκέψις τού Πέτρου εί­ ναι· νά κρατήση σφ·ιχτά τό· μι­ κρό κοριτσάκι, ενώ ό- Σάμ άγκαλιάζει· τόλ παγούρι μέ

τό γάλα, για να μην τοΟ τό


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

πάρουν τά έφιολτι.κά κύματα. Καί οί δυο φίλοι νομίζουν πώς έχει φτάσει ή τελευταία τους ώ,ρα. "Άξαφνα όμως ένα άκατανί κητο χέρι τούς αρπάζει καί τούς δυο και τούς τινάζει ψηλα ·μέ φοβερή ορμή. (Μια ολόκληρη· βραχώδης ακτή τής Άτλαντίδας έχει γκρειμιστή στηιν σκοτεινή ά­ βυσσο τού ωκεανού. Με εφιαλ­ τική όΐριμή ένα πελώριο κύμα γεννιέται, μέ'σ5 απ’ τά βάθη της ^χτυιπηίμένης θάλασσας. Έκεΐνο τό κύμα, είναι πού έχει τινάξει ψη|λά τά δυο άγόρια. Το ρεύμα πού τούς έχει παρα σύρει ταξιδεύει *μέ αφάνταστη ταχύτητα. Σέ χιλιάδες κομμάτια δια­ λύονται τά περήφανα καρά­ βια κι5 έτσι δπως γίνονται συν τρίίμμισ, κανένα δεν βουλιάζει γιατί τά ξύλινα -κομμάτια τους γεμίζουν ιμιά απέραντη έκταισι τής θάλασσας. "Οσοι από- τούς άμοιρους ανθρώπους βρίσκουν κοντά τους ένα απ’ αυτά τά συντρίίμ μια, αρπάζονται μ’ απελπι­ σία1 άπ" αυτό, γιά νά κρατη­ θούν ριερικά λεπτά, (μερικές ώρες ίσως άκόΙμα στην επιφά­ νεια, αφού βέβαια καμμιά έλτίΐδα δεν υπάρχει νά ταξιδέ­ ψουν πάνω σ’ ένα σπασμένο κατάρτι και νά περάσουν όλόΙκληρο ωκεανό. ■Είναι αλήθεια διμως πώς αυτό τό ίδιο εφιαλτικό κύμα, πού σκόρπισε τόση καταστρο ψή, έσωσε κιόλας όλους τούς - ................. Τ_ Ε Λ

33

άλλους πού τά πλοία τους δεν άναποδαγυρίιστηΐκαν καί δέν συνετρίίβηισαν από- τή δύναμί τους,, παρά γλύστρησαν πάνω ατούς λευκούς άφρούς καί βρε ■θΐηκαιν χιλιάδες μέτρα μακρυά. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ταξι­ δεύουν κρεμασμένοι πάνω σέ δυο σπασμένα κατάρτια καί ό Πέτρος ιμέ τον Σάμ καί1 ό πρώτος εξακολουθεί πάντα, νά κρατά σφιχτά ;μέ τό ένα του χέρι την -μικρή "Ίνκία, την έγγονή τού Βασιλιά Άζση, κι* ό άλλος φαίνεται καθαρά πώς θά προτΓμήισηι ν’ άφήιση νά τού ξεφύγηι τό' κατάρτι πού τον κ.ρατάει στην επιφάνεια τής θάλασσας, παρά ...τό πα­ γούρι μίέ τό γάλα πού σφίγγει απελπισμένα ιμέ τ5 άλλο του χέρ ι. Κι" άν ύποθέΙσωΙμε πώς ά­ ξαφνα ή θαυμαστή μηχανή τού X ρ ό ν ο υ, τό * Ιπτάμενο Βέλος, τούς γυρίίση πίσω καί τούς ισώση, τί θ’ άπογίνη ή μικρή δύστυχη "Ίνκα, πού θά άπομείνη μόνη- της μες στη -μανία τού ωκεανού; Κανένα πλοίο δέν υπάρχει π:ά κοντά τους. Τίποτ" άλο από τραγικά συντρίμμια κι* .άΜθρώπους πού λίιγο - λίίγο έγκ απολείπουν τον ρότατο άιγώνα καί αρχί­ ζουν νά βουλιάζουν στά σκο­ τεινά βάθη τού ωκεανού, δέν υπάρχει ολόγυρα. Ό χαμός τους είναι βέβαι­ ος...

Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ Ο Σ


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Κ Υ ιΚ Λ -

-

ο

Φ Ο Ρ Έ I ■

Κ Α Θ Έ

Π ΕΜΠΤΗ

. .

_■/

"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 2 — Δραχ. 2 Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 (εντός της στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσιο-γραψ κιος Δ)ντήίς: Σ. ’Αινεμοδουο,άς. Στρ. Πλαστήραι 2;1 Ν. Σμύρνη. Οιί'ΜονπμΓ.ίΚίός Δ)ντής ιΓ. Γειωργ ι-άίδης, Σφιιγγσς 3·8. Προΐστ. τυπογρ.: Α. Χατζη^αα «λείου, Τατ ασύλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ιΚΑΙ ·ΕΠ! ΤΑΓΑI: Γ. Γεωργ ιάδηιν, ΛέκΜο: 22, Άίθηναι ιΣΐυν6οο'μαι εσωτ ερ ι.κοΟ: Έτησία................. φραχ. 100 *ίΕξάμηινος .......... » 55

Σιυνδοομκχϊ εξωτερικού: Έτησιία .... Δαλίλάρια 4 Έξιάμην: ς .......... » 2

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:

Περιπετίΐα οιό 1000 π. X. "Ενα βιβλίο γεμάτο αγωνία καί δράσι. Γυρίζοντας τις σελίδες τής Ιστορίας μέ τή μαγική δύναμι τοΰ «Ιπτάμενου Βέλους»., οί δυο νεαροί ήρωές μας έχουν μια νέα, πιο δραματική καί πιο ενδιαφέρουσα από τις προηγούμενες, περιπέτεια., πού θα σας κράτηση κΓ έσάς αιχμάλωτους., όπως αιχμάλωτο κράτησε καί τόν Πέτρο ή βασίλισσα τού... Άλλα αυτό θά τό πούμε στό ερχόμενο τεύχος μας. Έτοιμαστήτε νά ύποδεχθήτε την

Περιπέτεια στό 1



ο πευμι ηΡοηοα&Λοζ. ΤΑΡΖΑΝίΑΥ

.

είμαι. περ/ϊρ-

Τ0£ Ο ΚΡΟΚΟ-/ ΓΟΣ ΝΑ ΤΟΝ Δ$, ΠΑΙΡιΟΣ, ΘΑ ( 0Μ9Σ ΣΙΓΟΥΡΑ ΠΡίΠΗ ΝΑ [\4£Μ ΘΑ ΣΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ Ί£09 ΚΟΝΤΑ... ^ ΎβΙ ΨΑΞΟΥΜΕ. Μ®»-/ ,Μ ΠΙΟ ΠΕΡΑ...

ΑΜΕΣ9Ζ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΝΑ ΨΑΞΟΥ! ΚΑΙ ΝΑ ΕΕΕΡΕΥΝΗΣΟΥΝ ΑΥΤΗ ΤΑΜ ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΑΜ. . .

πιο πέρα ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΛΙΜ­ ΝΗ·· ΕΚΕΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΨΑΞΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΞΑΦΝΟΥ.

μερικά χιλιόμετρα

ΜίΑ ΓΤΟΑΙΙ.. μια X ΈίΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΕΝΗ / β’ Τ^μ- η ι·ητί<—------ ΠΟΛΙΣ.

ΑΛΕΠ9 ΕΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΟΥ ΟύΗΓΕ! ΣΤΑΝ ΠΟΛΑ, ΜΠΟΥ..




Χαλασμός

Κ ΡΑΤΗίΜΒΝΟΙ ,άκόίμα άρό τά συντρίμμια των καραβιών, πού τά διέλυσε τό τιτάνιο κύ­ μα, ττλέουν φοβερά έξασθενη^ μένοι προς τό άγνωστο, άνάμιεσσ σέ ένα πλήθος από άλ­ λα παρόμοια άπομεινάρια των πίλοίων των Άτλάντων. (*). Οΐ τελευταίοι αυτοί, βου­ λιάζουν σιγά - σιγά, καθώς τά ,χέρια τους ιάρχύζουν νά πα ραλύουν από την εφιαλτική πάλη τους μέ τον αφηνιασμέ­ νο ωκεανό. Τά καράβια έχουν χαθ'ή στο βάθος πέρα... Τίποτα δεν φαίνεται πού νά ,σιηΐμαίνιηι σωτηρία τουλάιχ ιστόν γιά τη μικρή "Ινκα, πού κραΔ’^βασ'ε το προηγούμενο τεύχος: «Τό πλοίο πού τρέχει στους αΐιώνες».

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

Τ© ΙΠΤΑΜΕΝΟ Β1ΑΟΙ

τάει μισοοοναίσθήτη στην άγ'Κίχλ ισ του ό Πέτρος, το άτρόΐμηΐτο Ελληνόπουλο. Το παιδί αυτό που μέ τη βοήθεια τής έκπληικτιικής μηγανής. του Χρόνου έχει ταξι­ δέψει στο παρελθόν, ατό- βά­ θος των αιώνων, για νΙά φτά,ση, στην θρυλική ήπειρο την Άτλαντίίδα ιτήν ώρα τής κα­ ταστροφής τηις, ξέρει πώς για μ.ιά ώρα άκάμσ είναι ύποχρεω ίμιένο να μείνη* — κι* εκείνο κι* ρ σύντροφός του ό Σάμ — σ’ αυτή την εποχή. 'Γιά μια ώρα άκιόΐμα πρέπει νιά έπιζήση άπό τον φοβερό ,άγώνα του (μέ τά τρομακτικά κύματα που λες οΐ άφροί: τους προσπαθούν ν' αγγίξουν τον ουρανό, τόσο ψη|λά πού τινά­ ζονται. (Και ξέρει άκόμα ό Πέτρος πώς πρέπει νά φροντίίση και γιά τον φίλο του, τό ίδιο χρονιικό' διάστημα γιατί αισθάνε­ ται υποχρέωσι γιά την τύχη του, άφοΟ τον έχει πάρει μαζί του σ' αυτή την άφάνταστη περιπέτεια. Κι5 άκόμα θέλει νά σώση καί τή μικρούλα 'Ίνικα καί νά την παραδώση σώα στά χέ­ ρια τού παππού της, τ'ού βα­ σιλιά Άζάη... Πώς3 ρμως θά τά καταφέρη ΓΠ 3 /■ ολ αυτα; Ή άγωνία. σφίγγει την καρ­ διά του σάν ατσαλένια τανά­ λια. Τον Σάμ δεν μπορεΐ νιά τον πλησιάση, γ^ιατί ή μανία τής θάλασσας είναι ακατάσχετη. Αντί νά ζυγώνουν “μάλιστα, ολοένα καί απομακρύνονται

I

τά δυο αγόρια μεταξύ τους καί ή αγωνία τους μεγαλώνει. Μόνο ό ξανθά μ άλλος Σάμ καταφέρνει σε /μιά στιγμή καί ... ρουφάει -μερικές γουλιές α­ πό τή μπουκάλα του μέ τό γάλα καί παρηγοριέται κά­ πως. « Κ ι ’ ώστάσο, κάθε φορά που τά κήματα τούς τινάζουν ψη­ λά, πάνω στις γιγάντιες κο­ ρυφές τους 8έν μπορούν νά μην ικΐυττάξουν γιά λίγο και προς τό* -μέρος τού Κόσμου που χάνεται. Τό θέαμα τής 'Ατλαντίδας που καταπσντ ίζεται είναι κάτι χειρότερο κι' άπό εφιάλτης. Τώρα πια ολόκληρη ή ήπει­ ρος βουλιάζει στά βάθη τού απέραντου ωκεανού, σπάζον­ τας σ' εκατομμύρια κομμάτια. Κι' δπως τό* -μεγάλο ηφαί­ στειο τού Ποσειιδώνα, φτάνει στην επιφάνεια τού νερού, γί­ νεται μια κολασμένη έκρηξι. Ή φωτιά κι' ή θάλασσα πα λεύουν μανιασμένα, ποια άπότις δυο θά επικράτηση. Ή φλογισμένη λάβα χύνε­ ται -μέσα στο υγρό στοιχείο και τιτάνιες στήλες άτμοΰ, ξεπερνούν σέ ύψος κι' αύτά τά σύννεφα. Σέ λίγα δευτερόλεπτα ή τραγική ήπειρος δίέν υπάρχει πια. Μόνο οί κορυφές των πιο ψηλών βουνών της έχουν άπτομείνει εδώ κι' εκεί έξω άπό τήν επιφάνεια τής θάλασσας — τά βουνά αυτά πού υπάρ­ χουν ώς σήμερα, γνωστά στή γεωγραφία ώς «'Αζόραι Νή­ σοι».

'Απτό τήν τρομακτική αυτή


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ 8ΕΑ02 'ΜτίΌοβυθίισι ,ένα καινούργια κύμα άναητηδάει ,άττό τά απλά χνα τοΟ "Ατλαντικού Ωκεανού πολύ μεγαλύτερο απτό τό πρώ το. Βέβαια ή άπάστασις που 3 ίτ χουν αυτή τή φορά τά δυο παιδιά είναι κι" εκείίνη ασύγ­ κριτα ^μεγαλύτερη! άπ" δ^τι ή­ ταν τήν άλλή; φορά. ΏστόΙσο^τό άφηνιασμένο υ­ γρό στοιχείο έχει μια γιγαντ^αία δύναμη ττού τίττοτα δεν είναι σε θέσι νά τής άντισταθή. ; > Ό Πέτρος αρπάζεται με την ψυχή στο στόίμα από τό σπασμένο κατάρτι μέ τό ένα του χέρι, καθώς τό βλέπει νάρχεται και μέ τό άλλο σφί’γ γει επάνω του την "Ίνκα, γε­ μάτος καινούργια άγωνιία. ^Εκατοντάδες ιμέτρα πιο ιμακρυά του ικι" ό Σάμ Σάμσον κάνει ακριβώς τό Τδιο: [Μέ τό ένα του χέρι σφίγγει τό σπασμένο κατάρτι του κσί μέ τό άλλο άγικαλιάζει μέ άπάγνωίσι. τή ρπούκάλα του. "Αμέσως ύστερα κι" οι δυο τους χάνουν τον κόσμο από τά ιμάτια τους. Πέφτουν σ" έναν τρομακτι­ κό στρόβιλλο. Γ ιά ιμιά στιγμή νομίζουν πώς βρίσκονται κιόλας στον άλλο κόΙσμο... Ή προφητεία Α ΕΣ κι" ό ωκεανός όλόκλη'ρος έχει σκεπάσει τον Πέτρο. Τά μηλίγγια του πονάνε όπό την τρομακτική πίεσι. Τ’ αυ­

τιά του^ττάνΐ^νά αττάσουν. Σχεδόν όττό ένστικτο πιά κρατάει σφιχτά τή μικρή "Ίνκα κι" άκόμα δεν τού έχει ξε~ φύγει από τά χέρια. £Θ άέρας όμως πού πρόλαβε νά -μαζέψη ιμέσα στο στήθος του έχει τελειώσει. Αισθάνεται εφιαλ­ τική την .ανάγκη νά άναπνεύση και αγωνίζεται υπεράνθρω πα νά τό άναβάλή], γιατί ξέ­ ρει πώς αυτό θά είναι τό τέ­ λος του. Τά δευτερόλεπτα κυλάνε γρήγορα. Ή αντοχή του έξαντλεΐτάμ Τά ;μιέλη του παραλύουν. Τό ικίατάρτι τού ξεφεύγει καί .μέ μιά ύστατη προσπά­ θεια καταφέρνει καί κρατάει άκάμα μόνο τό ιμιικ,ρό κορι­ τσάκι, άν καί τό θολωμένο μυαλό του κάνη,· μηχανικά τή σκέψη πώς ή "Ίνικα δέν* μπο­ ρεί ν’ άντέξη, δσο αυτός καί καθόλου άπίθσνο νά είναι ήδη πεθαμένη από τό νερό πού, θάχη πιή... ^Καί τέλος αΰτ" αυτός <μπο­ ρεί ν" άντέξηι περισσότερο. Τό στόίμα του ανοίγει άθε­ λα καί τά πνευμόνια του λυσ­ σασμένα ρουφάνε ζητώντας άέ ρα. ΐΠεριίμένει νά νιοιώση τό αλμυρό νερό- τής θάλασσας νά κατρακιυλάιη, μέσια του γιά νά τού φέρη τον θάνατο άλλά μέ τρομερά ευχάριστη έκπληξη εξακριβώνει πώς έχει άναπνεύ ση, καθαρό^ καί ζωογόνο οξυγό­ νο. Στην κρίσι'μη άκριβώς στι­ γμή, το υποχθόνιο τεράστιο κύμα πού τον παρέσυρε άλλα


'Ψΰ ΙήΐΑΜΙΝΟ ΒΒΛΘ2 χιλιόμετρά μακρυά, «μέ μιά ά{τάλλίητπτηι ταχύτητα, τον έχει τ ινάξε ι Λ στην επ ιφάνεια του ωκεανού. Το κεφάλι, ταυ τώρα βρί­ σκεται πάλι έξω οπτό τό νερό. *Αναπνέει άλλες δυο φορές μέ λαχτάρα τη ζωή και νοιώ­ θει όλες του τις αισθήσεις νά ξαναγυρίΐζουν στο κορμί του. Βέβαια είναι αφάνταστα έξασθενημένος άπό την ύπεράν θρώττη προσπάθεια που κατέ­ βαλε, άλλα ή χαρά και μόνο πώς για μιά ιφορά ακόμα κατάφερε ν’ αποφυγή τον θάνα­ το του δίνει πολύ κουράγιο. Σκέπτεται, παρ' όλη τη φοβερή θεσι που βρίόκεται, τό αθώο πλάσμα πού κρατάει στήν αγκαλιά του. άλλα μόλις

τά μάτια του πέφτουν πάνω στήν ’Ίνκα τό αίμα παγώνει στις φλέβες του. Τό πρόσωπο του κοριτσιού είναι νεκρικά χλωμό. Τά μάτια της ερμητικά κλει στά. Τό όμορφο κεφαλάκι της γέρνει άψυχο στο ενα πλευρό. _ «ΐΕΤνοοι πεθαμένη !» συλλογίΐζεται μέ φρίκη. Τήν ίδια στιγμή όμως ά­ κου ει παράξενες φωνές. Γυρίζει τό κεφάλι ολόγυ­ ρα γεμάτος λαχτάρα και τά μάτια του αστράφτουν. °Ένα μεγάλο καράβι μέ ε­ κατοντάδες κουπιά πλέει εκεί κοντά του, σκαμπανεβάζοντας σάν καρυδότσουφλο πάνω στις

Μ*

Τούς ρίχνονν ©να σχοινί


ΐ6 ΙΓΙΐΑΜίΗό ϋΛΟί

9

Μέ κοοτάτπε μαζί ιμέ το κατάρτι πού κρατούσα!

κορφές των πελώριων κυμά­ των. Ή ελπίδα γεννιέται στην καρδιά του θαρραλέου παι­ διού. Σηκώνει — έπιστρατεύαντας τις τελευταίες του δυνά­ μεις — το ένα του χέρι για νά τους ^ κάνη σινιάλο άλλα αυτό φαίνεται πώς είναι πε­ ριττό. Οΐ άνθρωποι εκείνοι — άπό τους τυχερούς ’Άτλαντες πού κατάφεραν νά σωθούν ά­ πό· τόν Κατακλυσμό, τον έ­ χουν δη. Οί φωνές πού ακούσε ήταν ακριβώς γι’ αυτόν. Παλεύουν τώρα άπεγνωσμέ να μέ την ταραγμένη θάλασ­ σα, γιά νά φτάσουν κοντά του. Οί κωπηλάτες βάζουν δλη

τους τη δυναμι γιά ν’ άλλαξουν την πορεία τού σκάφους, πού τό ξεΐθυμασμένο πιά κύ­ μα, έχει ^ ώστόίσο άκόμα τη δύναμι νά τό παρασέρνη έκεΐ πού θέλει αυτό. Γιά μερικά λεπτά τής ώρας ή πιο σκληρή αγωνία. Ό Πέτρος άν δέν υπήρχε ή έλπίδα του καραβιού πιθανόν νάχε έγκαταλείψει τόν μάταιο άγώνα. Τώρα όμως κρατιέται ίμε τά δόντια πάνω στην έπιφάνεια. Τό πλοίο τόν πλησιάζει κι* ΰοτερα^άμέσως ένα άλλο δυ­ νατό κΟμα τό^ χτυπάει στά πλευρά και τό αναγκάζει νά άπαμακ,ρυνθή Και πάλι.


Αήτο ^άνΛόελαμ,6άνΐ£ται ττ·§λ λές φορές. Το άτράμητο άγόρι νοιώθει τήν άπαγοήτευισι νά τρυπώνή ύίπουλα στην καρδιά του1. Τά μέλη του μουδιάζουν α­ πό την φοβερή προσπάθεια. Τδ σώμα του έχει αρχίσει νά παγώνη. Τδ κεφάλι του αρχίζει μια νά βουλιάζη καί μιά νά ^ξα­ ναφαίνεται πάνω στα νερά. 5Αφού από τη μεριά του Φλοιού οι "ΑτλανΤες πλέον καταλαβαίνουν πώς δεν έχουν πολύ καιρό, έπιστ,ρατεύουν κι5 αύτοΐ δλες τους τις δυνά­ μεις .τούτη τη φορά. Τά κουπιά δαγκώνουν όλα μαζί τη Θάλασσα ρυθμικά. Τον πλησιάζουν. Ένα χοντρδ σκοινί πέφτει στο πίλάϊ του. Ό Πέτρος καταφέρνει καί τδ άρπαζει αλλά δεν έχει τη δύναμι νά σκαρφοαλώση. Μέ την ετοιμότητα όμως του πνεύ ματος που τον διακρίνει σ’ δλες τις κρίσιμες στιγμές^ τδ τυλίγει γύρω άπδ τό^σώμα του κι5 άπδ τδ κορμί τής *Ίνκας καί τδ δένει. θναι καιρός, γιατί αμέσως μετά χάνει τίς αισθήσεις του. *Όλα σκοτεινιάζουν γύρω του καί νοιώθει νά βυθίζεται σ’ ένα ολόμαυρο κιενό. "Οταν ξανανοίγει τά μάτια του, βρίσκεται ^ ξαπλωμένος πάνω στδ κατάστρωμα τού καραβιού των ’Ατλάντων. ΐΠλάϊ του σκάβουν μερικοί άνθρωποι γεμάτοι ένδιαφέρον κι* άγάπη. Χαρούμενες Φωνές ύποδέ-

χ©ντ®ι τδ άνοιγμα των μά^ιών του, πού δείχνει πώς ξαναγυρίζει οπή ζωή,. Τδ αγόρι κυττάζει σαστι­ σμένο. Στήν αρχή δεν μπορεί νά καταλάβιη καλά - καλά τί γίνεται. Προσπαθεί νά θυμηθη. 'Ύστερα άξαφνα διακρίνει κοντά του τδν γέρο - βασιλιά Άζάη. ιΚρατάει στά σκελετώμένα χέρια του τή> μικρή έγγονή του. Κάποιο χρώμα έχει ξαναγυρίσει τώρα καί στά δικά της μάγουλα κάί τά μάτια της είναι ανοιχτά. Φάίνεται πώς τήν έχουν συνεφέρει μέ τεχνητές αναπνοές. Τήν έχουν σώσει κι" εκείνη άπδ τού χάρου τά δόντια. Σ|τό βλέμμα τού ’Αζάη λάμπει ανείπωτη; ευτυχία. Κιυττάζει τον Πέτρο μ* ευ­ γνωμοσύνη κι5 ένα δάκρυ κα­ τρακυλάει στδ πετσιασμένο του μάγουλο. Υψώνει πάνω άπδ τδ κεψάφάλι του, θριαμβευτικά, τήν ” I νκα. — Ή προφητεία έπαληθεύ τήκε !, μουρμουρίζει μέ τρεμά μενη φωνή. Κι' αυτό έγινε χά ρις σ3 εσένα, νεαρέ άνθρωπε άπδ τδ μακ,ρυνό Μέλλον! Ό Πέτρος είναι τόσο ζαλι­ σμένος πού δεν καταλάβαίνει άκόίμα τδ νόημα των λόγων του. Ό 5Αζάης όμωις ξαναλέει, μέ τήν ίδια συγκίνη|σι καί μέ φωνή επίσημη αυτή τή φορά: ^ 9 Ηρθε στδν κόσμο ή κόρη πού θ’ άνιαίδυθή μέσ’ άπό τά κύματα, σάν τδν Ποτέ-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ρα Πασειβώνα, γιά να σώαη. τό Πέινος!» Ή "Ινκα πραγματιικά άναιδύθηκε ρέσ5 άπό τά κύματα πριν Λίγο — μέσ* α­ ϊτό τον απέραντο ωκεανό ττού την είχε καταπιή! Τό γένος θά σώθή! Ή Άτλαντίδα καταιποντίΐσθη|κε και δεν ρπορου με^ να ξαναγυρίσώμε πιά ε­ κεί*.. Θά βροϋμε όμως μια καινούργια ήπειρο για να την κάνωΡε πατρίδα μας ικΤ ή "Ινκα θάναι ή αρχηγός της νέας Φυλής! Τής Φυλής που Θά πάρη τό δικό1 της όνορα, γιατί τό όνομα των Άτλάντων είναι τπά καταραμένο από τούς Θεούς! Ό Πέτρος νοιώθει ενα: ρί­ γος νά διαπερνάη τό κορμί Του άπό τη συγκίνησ ι. — Ή νέα Φυλή!, ψιθυρίζει άχνά. Ο ί *Ί ν κ α ς ! Τά ράτια του Άζάη άστρα φτουν πάλι. — Γνωρίζεις τη φυλή των "Ινκας!, μουρμουρίζει ευτυχι­ σμένος. Αυτό Θά π ή πώς ή ποοφητεία ραυ θά βγή αληθι­ νή! Αυτό θά πή πώς ό Ποσει δώνας θά ιυάς βοηθήση ώς τό τέλος και θά φτάσουμε σέ μιά καινούργια πατρίδα... «0\ ’Ίνκας!», συλλογίζεται πάλι ό Πέτρος ρέ δέος. «Οι αρχαίοι έρυθροΒερμοι!... "Ε­ χουν δίκιο οι επιστήμονες πού υποστήριξαν πώς οι πανάοχαιοι κάτοικοι τής Αμερικής ήταν "Ατλαντες πού1 κατάφεραν νά σωθούν άπό τον Κα­ τακλυσμό!... Και ή φυλή τους πήρε τό όνομα του μικρού κορι τσιου, πού ό θάνατος τό άγγι­ ξε ρέ τά παγωΙμένσ του δά­

9

χτυλα άλλά δεν μπόρεσε νά τό τραβήξη στο σκοτεινό του βασίλειο... Του κοριτσιού πού εγώ έσωσα άπό τή μανία τής θάλασσας!... Τι τρομερό παιγνίδι πού έπαιξε ή Μοί­ ρα! ...» Ό Ιωνάς! Ε Ι»ΝΑ1 άιπίΐστευτα συγκινημένος. Τόισο πού δεν ρπορεΐ νά σκεφθή τίποτ5 άλλο γιά μερικές στιγμές, παρά κυττάζει ρονάχα χαμογελώντας τήν ευτυχισμένη σκηνή του γέρο Άζάη, που κρατάει στήν αγ­ καλιά του τή μικρή "Ινκα. Ή θάλασσα εΐναι άρκετά ήμερη πια και όσο περνάει ή ώρα ησυχάζει άκόρα περισ σότερο, ένώ τά σύννεφα δια­ λύονται πάνω στόν ουρανό κι5 ό ήιος άστράφτει χαρούμενος. _ Όλάγυρα δέν διακρίνεται τίποτ’ άλλο άπό τήν άττέραντη θάλασσα. Οί κορυφές των βουλιαγμέ­ νων βουνών έχουν χαθή. Αυτό σηΐμαίνει πώς ό Πέ­ τρος ρχει ρείνει άρκετή ώρα λιπόθυμος και έξηγεΐ και1 τις χαρούμενες φωνές πού έβγα­ λαν οί τελευταίοι "Ατλσντες ή οί πρώτοι "Ινκας - καθώς τόν είδαν ν5 άνοίγη τά μάτια του. "Ισως νά τόν πίστευαν κΓ έκεΐνον γιά πεθαμένον, ό­ πως είχε πιισπέψει αυτός γιά τή ριικρή "Ινκα. Ή σκέψις όμως αυτή του φέρνει ριά άλλη, ριά τρορερή σκέψι, πού τόν κάνει νά τιναχτή άξαφνα ολόρθος ρέ τό ποό


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

σωπτο κατάχλωίμο και την καρ διά σταματηΐμένη απτό αγω­ νία. — Ό Σάμ^; ουρλιάζει μ9 άπάγνωσι. Που είναι ό Σάμ; Το χαμόγελο φεύγει άττό τή φυοιαγνωΙμίά του ’Αζάη ενώ γύρω όλοι οι άλλοι σωπταίνουν. — Δεν είδαμε καθόλου τόν φίίλο σου, πού τα ιμαλλιά του Οχούν τό χρώμα του ήλιου!, του λέει πένθτμα ο γέρο - βα­ σιλιάς. Ό Πέτρος νοιώθει σά νά καταποντίζεται απότομα σέ μιά απύθμενη άβυσσο. Καταλαβαίνει πώς δεν πρέ πει νά έχη καιμμιά ελπίδα. 4Ο Σάμ είναι χαμένος!

ι

Ό άφηινιαισμένος ωκεανός τόν πήρε μαζί του, για να έκδι 'κη|θή πού τού έκλεψαν την ’Ίνκα...

Τό 4 Ελλη νόίπ ου λ ο νο ι ώθ ε ι τις δυνάμεις του νά τον εγκα­ ταλείπουν, ,μπτρος σ’ αυτό τό σκληρό χτύιπηιμα. Τά πόδια του λυγίζουν καί πέφτει με τά γόνατα στο κα­ τάστρωμα, ενώ τά ολόμαυρα ■μάτια του γεμίζουν δάκρυα. — Φτωχέ μου Σάμ!, ψελ­ λίζει- τρέμοντας. Πόίσο ανόη­ τος φάνηκα! Δεν έπρεπε νά τόν πάρω μαζί μου... Έγώ φταίω γιά τό θάνατό του.... Μόνο έγώ... 4Ο ’Αζάη ς πηιγαίνει κοντά του


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2

11

Πάνω απ’ τά κεφάλια τους πέφτουν καμμιά δεκαριά άντρες

'Απλώνει τό άΐσαρκ,ο χέρι του καί τ3 άικαυμπάει τρυφερά πάνω στο κεφάλι του αγοριού. ^ — Μην ττή,ς ποτέ πώς έφται ξες εσύ για κάτι πού κανόνισε ή Μοίρα νά γίίνη! Είμαστε μό νο άδύνατες σκιές, πού μπο­ ρεί νά «μάς σβύιση μ5 ένα φύ­ ση) μα. Τίποτα δεν μπορεί ν’ άλλάξη άπ3 <6,τι έγινε κι5 άπ3 οτι θά γίνη. Τό Παρελθόν και τό Μέλλον είναι πλεγμένα πα­ ράξενα σάν καλαμένιο καλάθι. Τό ότι υπάρχουμε είναι ένα με γάλο μυστήριο... Τό δτι θά φύγωιμε ιμιά ιμέρα, άλλο με­ γαλύτερο... "Εμάς τούς δυο μάς χωρίζουν χιλιάδες χρό­ νια κι* αυτή τη στιγμή σ3 αγ­ γίζει τό χέρι ιμοιτ. 3Εσύ δεν

έχεις γεννιηΐθή... ή έ!γώ έχω πε­ θαίνει κι3 έχω γίνει σκόνη; Ποιος μπορεί νά πή ποιο άπ3 τά δυο είναι αλήθεια; Κι3 άν είναι και τά δύο αλήθεια, τι διαφορά, έχει ή ζωή από τον θάνατο; Μή δακρύζης γιά τό φίλο σου, δσο κι3 άν τον αγα­ πάς..^ Όλοι ζουιμε αλλά κι3 δλο; έχομε πέθάνει... Τά λόγια του γέρου <μπορεΐ νά είναι σοφά. Γιά τον Πέτρο όμως δεν έχουν καμμ.ιά σημα­ σία. Αγαπά τον φίλο του μ3 δλη τήιν τρυφερότητα τής νεα­ νικής του ψυχής, τόσο πού δεν μπορεί νά φανταστή ■με­ γαλύτερη συμφορά απτό τόν χαιμό του.


12

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ 1

Δεν θέλει νά πιστέψη σ’ αυτόν. — Πόση ώρα έχω λιπόθυ­ μος; ρωτάει τον γέρο - βασι­ λιά. "Αλλά δεν προλαβαίνει ν’ άκούση την άπάντησι. Ξαφνικά, μ" έναν τρόπο μα­ γικό, παύει νά νοιώθη το κού­ νημα τού πανάρχαιου καρα­ βιού των "Ατλάντων. Απέναντι ταυ βρίσκεται ή βιβλιοθήκη τού εργαστηρίου του! Μέσα σε μιά στιγμή κατα­ λαβαίνει πώς το «Ιπτάμενο Βέλος» τον έχει ξαναφέρει στον εικοστό Αιώνα. Ταυτόχρονα ακούει πίσω του, μέσα στ5 αυτί! του σχε­ δόν, μια σπαρακτική κραυγή πόνου. Γυρίζει γεμάτος λαχτάρα, κι3 άντικρύζει... τον Σάμ Σάμ σον, νά κάθεται <ττή θέσι του, πάνω ατό θαυμαστό μηχάνη­ μα πού ταξιδεύει στον Χρό­ νο. Τό ξανθό1 άγόρι βγάζει εκεί­ νη ακριβώς τη στιγμή τό χέρι του από τό στόμα και τινάζει τά δάχτυλά του μέ μια πονεμένη γκρι μάτσα. — Δαγκώθηκα!, μουγγρίζει μέ άγανάκτησι. Μπά πού νά πάρη!... Έ|σύ πώς βρέ­ θηκες μες στο ίδιο ψάρι; — Σάμ! / φωνάζει ^ευτυχι­ σμένος ό Πέτρος,^ βλέποντας πώς ό φίλος του είναι θαυμά­ σια στην υγεία του. Σάμ! Δεν πέθανες λοιπόν; — Κουνήσου από τή θέσι σου, αδερφέ!, μουρμουρίζει ό Σάμ και σταυροκ-οπιέται.

Τήν ίδια ώρα που μιλάει, τά όλ οστρόγγυλα ματάκια του στριφογυρίζουν τριγύρω. Γιά πρώτηί φορά ανακαλύπτει πώς βρίσκεται πιά μέσα στο γνώριμο περιβάλλον τού εργα­ στηρίου τού Πέτρου και πάνω στο «Βέλος». Αρχίζει νά γελάη. Ό φίλος ταυ τον κυττά παραξενεμένος. — Τι έπαθες; τον ρωτάει. — Δεν είδες πού δάγκωσα τά δάχτυλά μου, κάνει ό Σάμ μέσα στά γέλια του. "Έτρωγα ψάρι! Καθώς όμως αυτή ή διαβολομηχανή μάς ξανάψερε απότομα πίίσω, χάθηκε τό κομ μάτι τού ψαριού πού κρατού­ σα καί... παραλίγο νά φάω τό χέρι μου! Ό Πέτρος πάει νά τρελλαθή. — Πού τό βρήκες τό ψάρι πού έτρωγες; άπορεΐ. Σ" ά­ φησα μέσ" στή μανία τών κυ­ μάτων καί τήν τελευταία φο­ ρά πού σέ είδα, βουλίαζες στά βάθη τού ωκεανού! ;— "ΊΞΠ Μπράβο!, λέει ό Σάμ. Στη θάλασσα βρίσκον­ ται τά ψάρια. Δεν τόξερες; — Κι" .έτρωγες ώμο ψάρι; — "Όχι... Βραστό! — Σάμ!^ Τό κωμικό, ,άγόρι βάζει και νούργια γέλια, βλέποντας τήν έκπληξι και τήν άμφιβολία στο πρόσωπο τού φίλου του. — "Άκου νά δήις πώς έγι­ νε, γιά νά καταλάβης!, τού λέει. Τό λοιπόν, εκείνη τήν ώ­ ρα πού λες πώς μέ είδες γιά τελευταία φορά, μ3 αρπάζει πραγματικά ένας στρόβιλος -


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ένα θεώρατο «μάτι» - καί μέ τραβά©ι ολοταχώς για τον πά­ το τοΟ ωκεανού! Κατέβα-ινακατέβσινα, μέ ιμιά ταχύτητα φοβερή. Τ’ αυτιά μου πήγαι­ ναν νά σπάσουν άπό την πίεσι. "Άξαφνα βλέπω .μπροστά μου ένα πελώριο κήτος! Αέν ■μπορώ να πάρω δρικο τι άκριβώς ήταν. Έμοιαζε μέ φάλαι­ να άλλα ίσως νάτοον καί καμμιά υπερφυσική μαρίδα! — Σάμ, μέ κοροϊδεύεις; 51 Εγώ κόντεψα νά πεθάνω από την αγωνία για σένα,.. — Άμ’ εγώ τ'ι κόντεψα νά πάθιω, βλέποντας άξαφνα ε­ κείνο τό τέρας, νά ιμέ κυττάζη ιμέ κάτι μάτια μεγάλα ^ σαν ιμυλόπετρες; Πήγα νά πω τό «Πάτερ ημών» άλλά ιμέ τό «Πά...» άνοιγει τή στοματάρα του καί βρίσκομαι στη κοιλιά του μαζί μέ τό κατάρτι πού κρατούσα! —Παραμύθια! Σάμ, άφη­ σε τα αυτά καί πές μου πώς έγινε καί δέν πνίίγηίκες; — Νάτονε τώρα!, κάνει ό Σάμ μ’ άγανάκτηίσι. Σ" ορκί­ ζομαι στη φιλία μας, παιδί υου, πώς σου λέω την άλήθεια! Ό Πέτρος ξαφνικά κοοταλα βαίνει πώς 6 ψιλός του πρα­ γματικά -μιλάει σοβαόά καί τότε σέ ιμιά στιγμή... χλωμιά ζει για τον φοβερό κίνδυνο πού πέρασε ό άλλος. — Καί πώς δέν έσκασες, μέσα στην κοιλιά του κήτους; μ ου ρμ συρίζε ι κ ομ'πιάζόντας. — Τί νά σκάσω πού κάθε φορά όταν άνοιγε τη στομα­ τάρα του, έρχόίταν ένας τέ*

13

τοιος άέρας, πού άρπαξα συ­ νάχι ! — "Αέρας στά βάθη του ωκεανού1; — "Όχι, παιδί ιμου! - Είχε βγεϊ στην επιφάνεια κι* έτρε­ χε σάν βενζινάκατος! Πού λές, εΐΐχε μεγάλη ευρυχωρία στο στομάχι που. "Επειδή ό­ μως κάθε Φοοά ρουφούσε κι* ένα σκαρμό θάλασσα σέ κάθε άνάσα του καί μ" έλουζε πστόκορψια, ξεκαρφώνω ένα κα­ δρόνι από τό κατάρτι καί τό στερεώνω ψηλά, σέ δυο κακκάλες! "Ανέβηκα ύστερα έκίεΐ πάνω καί κάθησα νά στεγνώ­ σω ! Έβλεπα τή θάλασσα νά χυμάη κάτω άπ* τά πόδια υου γεμάτη μεγάλες παλαμίδες πού σπαρταρούσανε καί σκε­ πτόμουν πώς άν μέσα σέ μια ώρα δέν τού έρχότσν νά πάρη βουτιά στον πάτο τής θάλασ σας θά την γλύτωνα. Ό Πέτρος έχει άοχίσει καί κυττάζει ιμέ μισό μάτι τον κω μικό Φίλο του άλλά εκείνος συνεχίζει απτόητος: — Στο μεταξύ, ,μού τέλειω σε καί τό γάλα πού είχα στο παγούρι ιμου καί μέ κόψανε οι πείνες! "Ένοιωθα τό στο­ μάχι μου άδειο, έβλεπα γεμά το τό στομάχι τής φάλαινας καί πήγαινα νά σκάσω από τη ^ζήλεια! Μ’ δλ’ αυτά δέν μουκανε καρδιά νά κατέβω νά πιάσω καμμιά παλαμίδα καί νά τη Φάω ζωντανή — μ* έ­ πιανε άηΐδίια πού τό σκεπτό­ μουν! Κι* άκου τώρα τύχη, νά θαυμάσης!

Ό Πέτρος δέν κάνει άλλο


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

από τό ν’ άκούη χαμόγελώνας. Ό Σάμ συνεχίζει, τονίζον­ τας τά λόγια του μέ ζωηρές χειρονομίες: — Φαίνεται πώς τό κήτος ταξίδευε κατά τη μεριά τής "Ατλαντίβας πού βουλίαζε και θά βρέθηκε ,χωρΐς άλλο κοντά στο ίμερος πού χυνόταν στη θάλασσα ή καυτή λάβα του ηφαιστείου, γιατί άξαφνα κα­ ταπίνει ένα θ'εώρατο κύμα α­ χνιστό πού κόχλαζε! Μέσα σέ μιά στιγμή, φιλαράκο μου δλα τά ψάρια πού βρίσκον­ ταν στην κοιλιά του, γίνανε βραστά! Κατέβηκα τό> λοιπόν κι* έφαγα μέ την ψυχή μου! Δέν μπορείς νά φανταστής τί νόστιμα ήταν τ" άτιμα! "Έ­ τρωγα ώσπου βρέθηκα εδώ πέρα, πάνω στο «Βέλος»! Μή μέ κυττάζης έτσι, Πήτ! Σου ορκίζομαι πώς δέν σου1 εΐπα ούτ" ένα γράμμα ψέματα! "Άν θέλης μάλιστα, μπορείς από σήμερα νά μέ φωνάζης "Ιω­ νά ! Ενωμένοι ώς τον θάνατο

Λ

ΥΟ ΜΕΡΕΣ έχουν περά­ σει από τά παραπάνω συγκλο νιστικά γεγονότα. Οι ήρωές μας ζούν τη συνη θισμένη τους ζωή, χωρίς κα­ νείς νά μπορή νά ύποψιαστή πώς αυτά τά δύο παιδιά, παί ζαυν έναν αφάνταστα τρομερό ρόλο στην Ιστορία τού κό­ σμου.

Ό Πέτρος πηγαίνει τακτι­

κά στο Πανεπιστήμιο δπου συμπληρώνει τΙς σπουδές του καί ό Σάμ, τακτικά επίσης κτ" αυτός, παραλαιμβάνει καθημε­ ρινά τις... μπουικάλες τού γά­ λακτος πού τού φέρνει τό φορτη|γό του ^ πρατηρίου καί τις τοποθετεί στο ηλεκτρικό ψυγείο, αφού πρώτα επιστρέ­ φει άδειες τίς χθεσινές. ΏστόΙσο κι" ό ένας κι" ό άλ­ λος όταν βρίσκονται μόνοι τους στο μυστικό εργαστήριο του Πέτρου, Μιέξη, είναι παρά ξένα συγκινημένοι καί άντικρύ ζουν τό θαυμαστό «Ιπτάμενο Βέλος» μέ δέος. Ή τελευταία τους περιπέ­ τεια μέ τους "Άτλαντες, τούς έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Σκέπτονται μέ ρΐγος πώς, άν δέν υπήρχαν αυτοί, δέν θά υ­ πήρχαν ούτε οί ερυθρόδερμοι τής "Αμερικής καί ή ^ιστορία του Νέου Κόσμου θά ήταν εν­ τελώς διάφορη — επομένως καί τού Παλαιού... "Όπως μάλιστα λέει ό Σάμ δέν θά υπήρχαν ούτε τά·.. κάου - μπόϊικα έργα μέ τους ίνδιάνους καί αυιτό θά ήταν ή μεγαλύτερη, συμφορά τής άνθρωπόΐτηΐτος! "Υστερα λοιπόν από δυο μέρες οι δυο φίλοι ξαναβρί­ σκονται μπρος στην υπέροχη μηχανή του Χρόνου, πού κα­ τασκεύασε ό πατέρας τού Πέ τρου μέ κάθε μυστικότητα, ε­ νώ ταυτόίχρονα - ό διάσημος αυτός επιστήμων - βοηθούσε τούς "Αμερικανούς στην κατα­ σκευή των πρώτων πυραύλων τού Διαστήματος. ι0 θαυμάσιος αύτος άν&ρ^


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ττος φαίνεται πώς χάθήΐκε στην προσπάθεια του1 νά ταξίδευα η πρώτος στο Παρελθόν, έξ αι­ τίας ενός απειροελάχιστοι; λά θους πού υπήρχε στην ρύθμισι των οργάνων του «Βέλους». Έτσι βρήικε ό Πιέτρος την εκ­ πληκτική αυτή μηχανή - κα­ θώς ήρθε στην Αμερική με υποτροφία τής κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών διόρθωσε τό λάθος και μαζί μέ τον αγαπημένο του φίλο τον Σάμ Σάμσον - γυιό του σπιτονοικοκύρη του - άρχισαν τά απίστευτα, · γεμάτα πρω­ τοφανείς περιπέτειες ταξίδια τους, σ' εποχές πού έχουν πια περάσει γιά όλους τούς άλ­ λους ανθρώπους κι5 έχουν χαθή πίσω από την ομίχλη^ των αιώνων καί τό σκοτάδι των χι­ λιετηρίδων... -—- Σάμ, λ&ει τό Ελληνό­ πουλο στόιν φίλο του, έχω νά σου πω κάτι σοβαρό... — Κι' εγώ είχα νά σου πω κάτι πού μέ απασχολεί, Πήτ...^ — Έχει σχέισι... μέ τό γά­ λα; —- Ακριβώς Πήτ! Πού τό κατάλαβες; ρωτάει ό Σάμ μέ γουρλωμένα μάτια. — Κι'εγώ δέν ξέρω! 1 Ω­ στόσο... άς τ' άφήΐσουμε προς τό παρόν αυτό;, άν θέλης νά μ ι λήισουμε γιά κάτι σοβαρώ,τερο... 'Άκουσε: Την τελευταία φορά πού βρεθήκαμε στήν 'Λτλαντίδα κινδυνεύσαμε πά­ ρα πολύ... Ό θάνατος μάς άγ­ γιξε 'Κίαί τούς δυό μας... — Δέν βαρύέσαι Πήτ! Μιά φορά τρυ ξεφύγαμε στο τέλος.

15

Μην τό σκέπτεσαι! ιΚαί, γιά νά τό ξεχάση κι* αυτός ό ίδιος άδειάζει μονο­ κόμματη τη ιμιά από τις δυο μπουκάλες γάλα πού έχει μα­ ζί του, χωρίς νά πάρη ανάσα. Ό Πιέτρος τον παρακολου­ θεί υπομονετικά, άλλά και μέ κάποιον* θαυμασμό σμολογουμένως. :— 'Άαααα!, κάνει ό Σάμ πλαταγίζοντας ευτυχισμένος τη γλώσσα του. Λοιπόν,, Πήτ; — Λοιπόν δεν πρέίπει νά ξεχάσωμε τον κίνδυνο πού πε­ ράσαμε άλλά απεναντίας νά τον λάβώμε πολύ σοβαρά υπ' όψιν μας... Μπορεί παρόμοιο καί χειρότερο άκόΙμα κίνδυνο νά άνίτιμετωπίσωμε κα ι σέ κα νένα καινούργιο μας «ταξίδι». 'Άκου, Σάμ: Στήν αρχή είχα αποφασίσει νά κάνωμε μερι­ κά πειράματα μέ τό «Ιπτά­ μενο Βέλος» καί1 όταν στεφθουν μ' επιτυχία, νά παραδώ σω την υπέροχη, αυτή εφεύρεσι του πατέρα μου στην Κυβέρνηΐσι τής Αμερικής. —Νά τούς βάλης νά μάς υποσχεθουν πώς θά μάς αφή­ νουν νά κάνω)με κι' εμεΐς καμμιά βόλτα που καί πού!, λέει ό Σάμ ανήσυχος. — Δέν ξέρω πιά άν έχω* τό δικαίωμα νά την παραδώσω!, μουρμουρίζει αμήχανα τό γεν ναΐο παιδί. ιΚι' επειδή ό Σάμ πού δέν καταλαβαίνει πιά τίποτα σω­ παίνει, ό Πέτρος συνεχίζει μέ σοβαρή φωνή: — Το «ταξίδι» μας στην Άτλαντίίδα άλλαξε την τύχη τού κόσμου ολόκληρου! Μηρ-


16

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ρεΐ νοο )μή άλλαξε τίπτοτ3 άπ3 ότι έίμεΐς γνωρίζαμε βέβαια,, άλλα για νά γίνουν όλα όπως έγιναν, ήταν απαραίτητο νά βρεθούμε έίμεΐς οΐ δυο στη βου λιαγΙμένη ήπειρο!... Είναι κά­ πως παράξενο κι5 δμως είναι αλήθεια... Είμαστε δεμένοι μέ τό Παρελθόν... "Ίσως πολλά άλλα σιη|μ αντ ιικ ά γεγονότα πού έγιναν σέ διαφορετικές γωνιές τής γήις και σέ διαφο­ ρετικές έπσχέις νά έγιναν έπει δή άκριβώς υπάρχει το «Βέ­ λος» ! Το καταλαβαίνεις αυ­ τό Σόίμ; — Σχεδόν τό καταλαβαίνω Πήιτ... "Ίσως αν πιω και τη δεύτερη μπουικάλα... ^ — Όχι, προς Θεού! Ζα­ λίζομαι πού σέ βλέπω!... Νά, τι θέλω νά πώ ιμέ δυο λόγια: Νομίζω δτι είμαστε ύποχρεω1μένοι νά κρύψώμε γιά πάντα τήν έφεύρεσι του πατέρα μου απτό τά μάτια του κόσμου... Πώς πρέπει ν3 ανεβαίνουμε στο «Βέλος» και νά ταξιδεύο­ με σέ άλλες εποχές στην τύ­ χη... "Οπου μάς έρχεται κάθε φορά... Τό ταξίδι μας θάναι πάντα κανονισμένο από τη Μο.ί ρα... — Συμφωνώ μαζί σου για­ τί μ3 αρέσει!, φωνάζει ό Σάμ μ3 ενθουσιασμό. — 3Αλλά ό θάνατος θά πα ραμσνεύει παντού σέ κάθε μας βήμα... Νομίζω πώς έχο­ με υποχρέωσι ν3 άδιαφοοήσωμε καί γι3 αυτό... Αυτό πού στην οορχή τό περάσαμε γιά διασκεδασι ή έστω γιά περι­ έργεια, τώρα έχει γίνει ένα κάθήκ/ον τεράστιο... Τουλάχι­

I

στον γιά μένα... Δέν θάθελα νά σέ υποχρεώσω ποτέ πια νά κινδυνεύσης κι3 εσύ μαζί; μου... — Δέν θάσαι καλά Πήτ! Τ3 εΐν3 αυτά πού λες; φωνάζει ό Σάμ κάί τινάζεται τρομα­ γμένος. Θές... νά κόψη τό γά­ λα μές στο στομάχι μου; Τί θά γίνης άν δέν μ3 έχης εμένα νά σέ προσέχω; Ό Πέτρος χαμογελάει συγ κινημένος. — Έστω, λέει. 3Αφού ε­ πιμένεις, τό δέχομαι... Μαζί λοιπόν από δώ καί πέρα, σέ κιάθε κίνδυνο! — Μαζί!, ,μαυγγρίζει ό Σάμ ένθουο' ι ασμ ένος. — "Ενωμένοι στη ζωή καί στον θάνατο! — Κολλημένοι σάν στρεί­ δια! Έβίιβα! 'Κι3 αυτή τή φορά ό Σάμ άδειάζει καί τή δεύτερη μπσυ κάλα του μονορούφι ένώ ό Πέ­ τρος έχει κλείσει τά μάτια του γιατί άρχ'ίζει νά αισθάνε­ ται ναυτίία. Αθήνα 1063 π. X.

Τϊ ΑΑI σκυμμένοι πάνω από τούς χάρτες τους καί τίις έγκιυκλαπαΐίδειές τους βρίσκον­ ται οι δυό αχώριστοι - καί μέ δρκο πιά - φίλοι. Τό νέο τους τ α ξ ί δ ι στο Παρελθόν βρίσκεται στα σκα­ ριά. Ό Πέτρος πού σάν "Ελλη­ νόπουλο τόν συγκ,ινεΐ ιδιαίτε­ ρα ή πατρίδα του, έχει απο­ φασίσει νά βρέθή γιά μια φο­

ρά άκό|μα στήν άρχαίσ 5Αθη-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ §ΕΛόί

νά - οχι βέβαια τόσες .χιλιά­ δες χρόνια πρίν άττό τή γέννιη|σι του1 Χριστούν όπως την πρώτη. Ψάχνοντας ν" ανακάλυψη ιμώ χρονολογία πού νά συνέ­ βη κάποιο σημαντικό γεγονός σ" αυτή τή θρυλΐικ,ή: πόλι, έχει σταματήσει σ3 ένα όνομα: «ίΚάδρας - ό βασιλεύς των "Αθηναίων». Ή Ιστορία του Κάδρου έ­ χει συγκινήσει ιδιαίτερα τό υπέροχο άχαρη οπό την επο­ χή πού πήγαινε άκάμα στο δημοτικό σχολείο. Τήιν ξαναδιαβάζει λοιπόν τώρα με λαχτάρα, για νά γνω ρίζη όλες τις λεπτομέρειές της - κι" αυτός κι3 ό Σάμ καί όταν δλα <εΙν*αι έτοιμα, τά δυό αγόρια ξαναβρίσκονται πάνω στο «Ιπτάμενο Βέλος». Τό' καντράν ρυθμίζεται στην •άνοιίξι του 1063 π. X. Ή διάρκεια πού θά μείνουν σ5 αυτή τήν εποχή θάναι δώ­ δεκα ώρες. Ό Πέτρος γνωρίζει πώς ή "Αθήνα του Κάδρου είναι αρ­ κετά πολιτισμένη. Οί κάτοικο·! της μπορεί νοοναι είδωλο λ σ­ τρες σάν όλους τούς αρχαίους είναι όμως εύγενεΐς καί δίΐκσιαι καί ή ποινή τού θανάτου γ;ά έναν εχθρό τους δεν επιβάλ­ λεται παρά (μόνο ύστερα από αυστηρή δ|ί(κιη„ πού θά απόδει­ ξη πλήρως τήίν ένοχή του. ^ "Έτσι είναι σίγουρος πώς δέν πρόκειται νά αντιμετωπί­ σουν άμεσο ικΐίνδυνο, αυτός κι" ό ψιλός· του. — Έτοιμος^ Σάμ; ρωτάει δπως πάντα, ενώ ή καρδιά του

χτυπάει δυνατά από τή συγκί νήσι. — "Ετοιμος!, αποκρίνεται μέ δυνατή φωνή τό ξανθό α­ γόρι,, αφού ρίχνει μια Τελευ­ ταία ματιά στά δυό.. γεμάτα ιμέ γάλα παγούρια τόυ. Την δίλλη στιγμή τούς πα­ ρασέρνει καί τούς δυό εκείνη ή μυστηριώδης τρελλή δίνη,, ιμέ τούς έκθαμβωτιικούς πολύ­ χρωμους ιριδισμούς. Αυτό τό συναίσθημα κρατάει ελάχιστα δπως πάντα, δέν παύει όμως ποτέ - μ" δλο πού τδχαυν δοκιμάσει αρκε­ τές φορές ώς τώρα - νά τούς πρακαλή ένα παράξενο δέος. "Αλλά αμέσως ύστερα βρί­ σκονται στους πράπσδες του Λυκαβηττού στο "ίδιο σχεδόν σημείο πού είχαν βρεθή καί τήν προηγούμενη φορά. Μέ γουρλωμένα μάτια κυττάζουν κι" οι δυό ολόγυρα ιδιαίτερα ό Σάμ. Τό τοπεΐο είναι τώρα εντε­ λώς διαφορετικό - κι" αυτό εί­ ναι φυσικό άφοϋ από τήν πρώτη έιπίισκεψίι τους ώς τώρα έχουν μεσολαβήσει σχεδόν έννιάμ«συ χιλιάδες χρόνια:!.. ' Η όργι ώδης βλάστησ ι ς πού είχαν δη τότε, έχει υπο­ χωρήσει αφάνταστα, περί (ορι­ σμένη, ατούς γύρω λόφους καί στις ρχθες τού "Γλισσου. Τό χωριούδάκι όμως πού είιχαν άντικρύΐσει δέν υπάρχει πια... Σ/τή θέισι του απλώνε­ ται μιά μεγάλη πολιτεία πού πιάνει ολον τον χώρο άνάμεσα στον Λυκαβηττό καί τον βράχο τής "Ακραπόλεως. Πά­ νω σ’ αυτόν τον τελευταΐον ύ-


άρχουν λαμπρά κΙτίρια άττό λευκό μάρμαρο. —- Κάναμε λάθος!, φωνά­ ζει ό Σάμ ανήσυχος. Δεν ήρ­ θαμε στο ίδιο ίμερος! Πρέπει νά γυρίσουμε πίσω! Ό Πέτρος χαμογελάει για­ τί αστός γνωρίζει τόσο καλά τό ρέρος πού γεννήθηκε και μεγάλωΙσε, ώστε δεν μπορεί να κάνη λάθος. Μ' δλο πού με τά από τρεΐς χιλιάδες χρόνια ή 5Αθήνα έχει εντελώς διάφο ρη σψι, υπάρχουν σημεία πού τόν βεβαιώνουν ότι τό «Βέ­ λος» έχει έργαστή και πάλι' -με τη συνηθισμένη* του ακρί­ βεια... — Μη φοβάσαι, του λέει. Βρισκόμαστε στην Αθήνα.... "Ας προχωρήσουμε προς τά έκεί γιά νά τη γνωρί'σης κι* άπό κοντά... Τά μάτια σου άνοίιχτά δμωις...Λ Δεν ξέρομε τί κίνδυνος μπορεί νά μάς παρου­ σιαστούν στον δρόμο μας... ;— Πώς δεν ξέρωμε!, απο­ κρίνεται 6 Σάμ κιυττάζόντας ολόγυρα μέ^ υποψία. Μπορεί νά πεταχτουν άξαφνα μπρο­ στά μας καμμιά κατοσΓαριά άγριάνθρώποι με προβιές ζώ­ ων και νά θέλουν νά μάς κά­ νουν μακαρίτες με τά τσεκού­ ρια τους! Γιατί δέν πηγαίνο­ με σέ κανένα άλλο μέρος Πήτ, πού οί κάτοικοί του νά είναι... φυτοφάγοι ; Τό Ελληνόπουλο δεν μπο ρεί νά μή γέλάση σ5 αυτά τά λόγια: — "Εννοια σου, Σάμ... Δέν πρόκειται νά συνάντησης πιά τέτοιους άγριανθροάποος... Ό Πολιτισμός έχει προχωρήσει, πάρα πολύ άπό τότε... "Ελα... Αφήνουν τά λόγια καί κοοτήφορίίζουν την πλαγιά του

Λυκαβήττου ττρός τήν τΤολιτέία πού άστράφτει κάτω άπ5 τό φως τού ■ ανοιξιάτικου ή­ λιου. Εαφνιικά, όμως, εκεί πού περνούν κάτω άπό τά τελευ­ ταία δέντρα του λόφου, οι φυλλωσιές αυτών τών τελευταί ων αναταράζονται. (Πάνω στά κεφάλια τους πέ φτουν καμμιά δεκαριά μεγάλο σωμοι άντρες, πού φορουν ό­ λοι παράξενες ομοιόμορφες στολές, "Ωσπου νά προλάβουν νά καταλάβουν τί συμβαίνει οι δυο φίλοι, βρίσκονται δεμένοι χειροπόδαρα καί ξαπλωμένοι πλάί - πλάί στη γη. Ό Πέτρος έχει άπομείνει άναυδος καί δέν μπορεί νά καταλάβιη τίποτα. Ό Σάμ διμ,ως σφυρίζει θαυ μαστικά καί μ5 δλη την έξαιρε τικά δύσκολη θέσι πού βρί­ σκονται, τού λέει κοροϊδευτι­ κά: — "Εχεις δίκιο πώς προ­ χώρησε ό πολιτισμός σ’ αυ­ τό τό μέρος, Πήτ! Την άλλη φορά μάς είχαν ριχτή καμμιά κιατοστή,, ενώ τώρα μονά­ χα δέκα... Μεγάλη πρόοδος!

Δάνα

Τ Ο Λ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ δέν αποκρίνεται καθόλου, γιατί τό μυαλό του ψάχνει απελπι­ σμένα νά βρή μια λυσι γι’ αυ­ τό τό φοβερό αίνιγμα. Ώστό'σο οί άνθρωποι πού τους έστησαν αυτή τήν ύπου­ λη ένέδοα, τούς άρπάζουν ά­ ξαφνα, τους σηκώνουν στά χέ ρια κι5 αρχίζουν νά βαδίζουν. Δέν παίρνουν όμως τόν


δρόμο προς την *Αθήνα. Αλλάζουν κατεύθυνση τρα­ βώντας προς τά αριστερά α­ πό την πόλι. Καθώς βαδίζουν ^τά δυο παιδιά βλέπουν κατάπίληκτα πώς κι’ ένα πληίθος άλλοι άν­ τρες που φορούν κι* εκείνοι τιις ίδιες στολές μέ τούς άπαγωγείς τους, γεμίζουν τον τόπο. 5Απ' όπου περνούν μάτια γεμάτα περιέργεια καρφώνον­ ται έπάνω τους. Μερικοί μάλιστα ακολου­ θούν· από ιμακρυά τη συνοδεία. Μέ έκπληξι πού ολοένα με γαλώνει, οι δυο νεαροί αιχμά­ λωτοι βλέπουν πώς ολόγυρα ό κάμπος είναι γη ματ ο ς άπό χι λιάδες πολεμιστές. Καί ξαφνικά ό Πέτρος κα­ ταλαβαίνει. Τά μάτια του άστράφτουν καί στρέφοντας μιλάει άφοβα στη γλώσσα τους στον φίλο του, βέβαιος πώς ο! άνθρωποι έκεΐνοι δεν πρόκειται νά τούς καταλάβουν; — Νά, τί συμβαίνει Σάμ !. Αυτοί πού μάς έπιασαν δέν είναι Αθηναίοι! Είναι Δω­ ριείς ! Ό Σάμ πού διάβασε κι* αύ τός αλη την Ίστορίία μαζί ιμέ τον Πέτρο, καταλαβαίνει. — Αυτοί πού έχουν έρθει νά κυριεύσουν την πόλι, έ Πή|τ; λέει. — Ακριβώς... — Καί πού μάς πάνε τώ­ ρα; — Φαντάζομαι σέ κάποιον απτό τούς άρχοντες τους για νά μάς άνακρίνη καί ν’ άπο-

φασί|ση για την τύχη μας... θά μάς περνάνε όοσφολώς για Αθηναίους... — Νά τούς πούμε πώς εί­ μαστε Αμερικανοί! Μην πής πώς είσαι Αθηναίος Πήτ! Μπορεί νά σού κάνουν κακό! Ό Πέτρος χαμογελάει στά λόγια τού φίλου του αλλά δέν προλαβαίνει νά τού δώση άπάντησι, γιοττί ξαφνικά αυτοί πού τούς μεταφέρουν σταμα­ τούν. Βρίσκονται έξω άπό ένα με γαλόπρεπο κτίριο πού μοιά^· ζει σαν ναός. Οι άπαγωγείς τους τούς α­ φήνουν κάτω„ τούις λύνουν τά πόδια, αφήνοντας μόνο τά χέρια τους δεμένα καί τούς βάζουν νά προχωρήσουν στο εσωτερικά. Άπό τη διαρρύθμιση καί άπό τό πλήθος τών άναπαραστάσεων πού έχει δή 6 Πέ­ τρος καταλαβαίνει πώς πρα­ γματικά βρίσκονται ιμέσα σ’ έναν ναό. Τόν ναό αυτόν θά τον έχουν χτίσει άσφαλώς οί Αθηναίοι λίγο έξω άπό την πάλι τους, αλλά οί πολιορκη­ τές Δωριείς τόν κατέλαβαν καί, όπως δέν υπήρχε άλλο κτίριο σ' ολόκληρο τόν κάμπο τόν χρησιμοποιούν τώρα για στρατηγείο τους. Τέτοια συλλογίζεται τό α­ τρόμητο αγόρι, πού κυττάζει τά πάντα μέ όλάνοκχτα μάτια μέ θαυμασμό καί ίε’ρή συγκίνη|σι, γιατί καταλαβαίνει πώς όλα δσο βλέπει κανένας άλ­ λος άνθρωπος τού αιώνα του δέν μπορεί νά τά δή - πώς είναι ένας προνομιούχος, που


11

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ζή μέσα στή μαγεία των έποχών πού έσβησαν στο βάθος των χρόνων. "Οσο για τον φίίλο του τον Σάμ, πού κι* αυτός είναι ο δεύτερος προνομιούχος κοντά του, πού έχει αυτή ^τη ζηλευ­ τή τύχη, δεν μπορεί νά τό έκτιιμήίση αύτό όσο θαπρεπε γιατί έχει καί πολλές άνθρώπινες αδυναμίες. Λόγου χάριν τούτη τή στι­ γμή πού τούς άναγκάζουν νά μπουν στον ναό λύνοντας τους τά πόδια, αυτός δέν σκάπτε­ ται· νά κυττάξη τίποτα γύρω του, /μόνο γικρινιάζει συνεχώς μέσ5 απ’ τά δόντια του, γλεί­ φοντας κιόλας ταυτόχρονα τά ξεραμένα του χείλια: — Γιατί μάς έλυσαν τά πό δια; Προτιμούσα νά ιμάς έλυ­ ναν τά χέρια καί νά μάς άφη­ ναν δεμένα τά ^πόδια μας! Μέ τά πόδια, πώς στήν ευχή θά πιω λίγο γαλατάκι; Οί σπρωξιές όμως των φρου ρών πού τούς συνωδευουν άνατγκάζουν ν* άφήίσηι τή ιμ ουρμούρα καί νά στ ραφή μπρο­ στά του. Οι άνθρωποι έκεΐνοι είναι δλοι άγριοι στήν δψι καί είναι δλοι τους ψηλοί καί γεροδεμέ­ νοι, Λεν υπάρχει ούτε ένας α­ νάμεσα τους μέ μέτριο άνάστηίμα ή μέ συνηθισμένες σω­ ματικές αναλογίες. Τά μπράτσα τους είναι σι­ δερένια καί τά πρόσωπά τους μέ λίγο χοντρά χαρακτηριστι­ κά άλλά γεμάτα* περήφανε ια καί περιφρόνηΐσι γιά τον κίίνδυνο...

Κ’ Ρ,υως σ’ Ινςχν ψηλό Θρό­

νο πού βρίσκεται απέναντι στούς δυο φίλους., στο μέρος πού στα)μιατούν, μές στον· ναό, κάθεται μιά γυναίκα! Είναι μιά ωραιότατη κοπέλλα. Φοράει έναν μονοκόμματο πράσινο χιτώνα πού τον χωρί­ ζει μόνο μιά χρυσή ζώνη στη μέση, καί στά ολόμαυρα μαλ­ λιά της είναι περασμένο ένα δάφνινο στεφάνι. Δεξιά κι* αριστερά της κά­ θονται σκληροί πολεμιστές κάί στά χέρια τους κρατουν μακρυά άκόντια. Στά πόδια της έχει κουρ­ νιάσει σάν γατούλα ένα τρο­ μερό λιοντάρι,, πού ρουθουνί­ ζει γιά λίγο άνήσυχα καθώς του μυρίζει ή παρουσία των δύο άγοριών άλλά ύστερα η­ συχάζει. Ό Σάμ Σάμσον γουρλώνει τά όλοστράγγυλα ματάκια του καί σκουντάει τον Πέτρο μέ τον αγκώνα. — Πήίτ!, σκούζει, *Έ Πήτ! Ό... ό... ονειρεύομαι; — Τί έποοθες, Σάμ; ρωτάει τό * Ελληνόπουλο μέ άληθινή περιέργεια, γιατί δέν μπορεί νά καταλάβη τί είναι έκεΐνο πού ηχεί κάνει τόση, έντύπωσι στον φίλο του. •— Θαορώ πώσ.. δηλαδή. Οητ... Δέν νομίζεις κι* έσύ πώς είναι ή Λί!ζ; — Ή Λίζ; Ποιά Λίζ; κά­ νει ό Πέτρος ζαρώνοντας τά φρύδια του άττό τήν άπορία. — Ή ΛίΙζ, ντε! Ή *Ελίζαμπεθ Ταίϋλορ! Πραγματικά λοιπόν έκέίνη

ή καπέλλα

κφτφς


22

.ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

τή διάσημη ηθοποιό πού πρό­ κειται να γεννηθη μετά άπό μερικές δεκάδες αιώνες (!) άλλα τό νά σκεφθή ό Σάμ πώς μπορούσε νά ήταν ή Τδια, εΐναι τόίσο άστείο, πού ό Πέ­ τρος δεν μπορεί νά κράτηση τά γέλια του. Ή γυναίκα πού κάθεται στον θρόνο σηκώνεται όρθια, θΐυμωίμένη. Χττυπά πεισματάρικα τό ποδαράκι της στη γη. Τό λιοντάρι άνασηκώνει τό κεφάλι του καί μουγγρίζει α­ πειλητικά. Ό Σάμ ζαρώνει και ό Πέ­ τρος σταματάει τά γέλια. — ΕΤμαι ή Ιέρεια Δάνα!, φωνάζει ή κοπέλλα, πού είναι φανερό πώς είχε θυμώσει ε­ πειδή οι δυο αιχμάλωτοι δεν φαίνονται νά την φοβούνται κα θολού. Ιδιαίτερα τά μάτια της είναι στραμμένα στον Πέτρο. Τον κυττάζει συνρχώς μ* έ­ ναν περίεργο τρόπο, πού κά­ νει ωστόσο τό άγόρι νά νοιώθη κι9 εκείνο ένα παράξενο κι* ανεξήγητο συναίσθημα μέσα του1. — Είμαι ή Ιέρεια Δάνα!, ξαναλέει εκείνη γιά δεύτερη φορά. Πέίς μου τον Χρησμό των Δελφών, νεαρέ άγγελε! — Δεν τον λένε "Άγγελο!, πετιέται ό Σ άμ μτσρεξηγημένος. Τον λένε Πέτρο! Ή Δάνα του ρίίχνει μιά βλο συρή ματιά, άλλα ^ υστέρα παύει πάλι νά τού δίνη σημα­ σία και ξαναγυρίζει προς τό Ελληνόπουλο περιρένσντας '0ΤΓάντη^ί>

I

Εκείνος έχει καταλάβει πώς ή ιέρεια τών Δωριέων τόν έχει περάσει γιά τόν .άγγελιαφόρο πού θΐά φέρνη στους Α­ θηναίους κάποιον Χρησμό πού περιμένουν άπ5 τό Μαντεΐον τών Δελφών. - έρει πώς οι αρχαίοι "Ελ­ ληνες δεν αποφάσιζαν καμμιά μάχη,, άν δέν ρωτούσαν προη­ γουμένως τό Μαντείο και πώς οί Δωριείς πολιορκηταίι, περι­ μένουν ανυπόμονα τόν Χρη­ σμό άπό τούς Δελφούς, γιά νά ίδουν άν θίά πρέπει νά επι­ τεθούν εναντίον τών Αθηνών. Ό Πέτρος γνωρίζει άπό την Ιστορία ποιος είναι ό Χρη|σμός αυτός αλλά καταλα βαίνει πώς δέν πρέπει νά τόν αποκάλυψη, στη Δάνα. Λέει λοιπόν μέ σταθερή φω νή: — Ό σύντροφός μου κι" ε­ γώ δέν είμαστε Αθηναίοι, με­ γάλη Ιέρεια... Δέν καταλα­ βαίνω γιά ποιόν χρησμό μοΰ μ ιλάς... Ή Δάνα τόν κυττάζει καχυπαπτα. Τό βλέμμα της εξε­ τάζει τά ρούχα πού φοράνε τά δυο αγόρια και πού είναι πο­ λύ παράξενα, αληθινά διαφο­ ρετικά άπό τών Αθηναίων. Φοβάται όμως μήπως έχουν μεταμφιεσθή έτσι άκριβώς γιά νά μην τούς γνωρίζουν. — Άν δεν είστε ^Αθηναίοι, ποιά είναι ή πατρίδα σας; ρωτάει άπότομα. —Ή Παλλήνη, μεγάλη Ιέ­ ρεια. Άσυλλόίγιστα είΗτε αυτή τή λέξι 6 Πέτρος, πού είχε δια§φ|ΐ γι’ αυτή τή μικρή


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ μό’πολι λίγα χιλιόμετρα έξω άπό την Αθήνα. Δεν πρόλαβε όμως. να σκεφθή πώς ή Παλλήνη βρισκόταν πάντα σέ φιλικώτατες σχέσεις μέ τούς 5 Αθηναίους. Ή Δάνα σηκώνεται όρθια και τά μάτια τη,ς αστράφτουν — Τότε εΐιστε σύιμμαχοι μέ τούς ήχθρούς μας!, φωνάζει μέ θυμό. Ασφαλώς σάς έστει λε ό Κόδρος νά περάσετε τις γραμμές μας και νά πάτε μη­ νύματα στους άλλους συμμά­ χους του... — Τί> εΐν’ αυτά πού βάζεις μέ τον νου σου·, καλέ Λίζυ; — παρντόν, Δάνα, ήθελα νά πώ! φωνάζει ό Σάμ μέ άγανάίκτησι. Γιά ταχυδρόμους μάς πέ­ ρασες ή γιά κατασκόπους ; Έμεΐς δεν κάνουμε τέτοιες δο-ύλειές! — Και τί δουλειές κάνετε; ρωίτάει ή Δάνα σκληρά. Ό Σάμ τά χάνει. (Γυρίζει, κιυττάζει τον φάλο του αλλά εκείνος προσέχει τη νεαρή κι5 ώμορφή Ιέρεια. Σαστίζει άκόμα περισσό­ τερο κα'ι τέλος τό μάτι του πέφτει στά δυο παγούρια του τά γεμάτα ιμέ γάλα καί λέει θριαμβευτικά: — "Αρμέγαμε κατσίκες! Ή Δάνα περνάει αυτή τήν άπάντησι γιά θρασύτατη κο­ ροϊδία. 1 Απλώνει τό χέρι προς τούς φρουρούς των δυο /άγοριών καί φωνάζει άγρια: — Νά τιμωρήσετε τούς ε­ χθρούς μας όπως τούς άξίζει!

01

γιγαντόσωμοι

Ικεΐνοι

23

άνθρωποι αρπάζουν τά δυο άγόρια από τά μπράτσα καί μέ δυνατές σπρωξιές τούς ο­ δηγούν προς τήν έξοδο. Ό Σάμ ψιθυρίζει στον Πέ­ τρο ανήσυχος: — Μου φαίνεται πώς δεν τό πίστεψε αυτό πού τής εί­ πα! Τη τιμωρία λες νά μάς βάλουν; "Εγώ ^ φαντάζομαι πώς θά μου πουν νά γράψω χίλιες φορές: «Δεν θά ξαναπώ ψέματα!» Θάνατος στην πυρά πού ΤΙΜΩΡΙΑ όμως τούς ετοιμάζουν, είναι εντε­ λώς διαφορετική άπ" αυτή πού φαντάστηκε ό καημένος ό Σάμ. Αυτό έχουν τήν ευκαι­ ρία νά τό εξακριβώσουν αρκε­ τά γρήγορα. Οί φρουροί τους τούς παίρ νουν καί τούς ρίχνουν μέσα σέ μιά άθλια ξύλινη καλύβα, ό­ που τούς ξαναδένουν καί τά πόδια. Κοντά τους βρίσκεται ένα χαμηλό παράθυρο. Ό Πέτρος άνασηκώνεται /μέ κόπο στά γόνατα καί ό Σάμ τον μιμείται. Ό πρώτος θέλεγνά δ ή από τό άνοιγμα έξω,, μήπως καταλάβη τήν τύχη, πού τούς περι­ μένει κι" ό δεύτερος προσπα­ θεί ν" άλλάξη θέσι, γιατί έτσι απως τον έχουν πιετάξει, βρί­ σκεται πάνω στο ένα πλαστι­ κό παγούρι του1, πού κινδυνεύ­ ει νά σπάση. Τό πρόσωπο τού Έλληνό-

ποολον γεμίζει ανησυχία.


24

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ 1

"Εξω οί Δωριείς πολεμιστές μαζεύουν ιμεγάλα κούτσουρα σ' -ένα σωρό. Ό Σάμ τούς βλέττει κι5 αυ τός. — Μττά!, φωνάζει . Θ’ άνάψούν φώτιά έκεΐ έξω! Βρε τους ...ικρυατσούλη,δες! Με τέ τοια λιακάδα τι τή θέλουν τη φωτιά; Έκτος άν πρόκειται νά ψήσουν αρνιά! Φαντάζονά μάς δώσουν* κι" εμάς κα­ νένα κιοψιβΙάκι - τι λες, Πήτ; Ό Πέτρος έχει χλωμ-ιάσει καί 6έν μιλάει. Καταλαβαίνει πώς τη φωίτιά δεν την έχουν ά νάψει για νά ψήσουν αρνιά αλ­ λά γιά νά κάψουν αυτούς τούς ίδιους, πού τους θεωρουν κα­ τασκόπους. Δεν θέλει όμως νά τό ττή στον φίλο του, μιά ττού αυτός δεν τό έχει καταλάβει άκ,όμα. Γ ι* αυτό αποκρίνεται, άφηρημένα: — Δεν ξέρω, Σάμ... Πολύ πιθανόν... Τό καλύτερο όμως είναι νά καταφέρωίμε νά λυ­ θούμε κι5 άς ιμάς λείίπη τό... κοψίΐδι! — Δεν είναι πρστιμώτερο νά την τηλώσουμε πρώτα; ρω τάει πάλι ό Σάμ ανήσυχα. — Νομίζω πώς δ;χι... Έξ άλλου, έτσι πού σ’ έχουν δεμένον, τσαλακώνονται και τά ρούχα σου, Σάμ! Ό Πέτρος τό λέει αυτό ξέ­ ροντας την παθολογική άδυνα μία τού φίλου του γιά τό ντύ σιμό του. Πραγματικά, ό κωμικός συν τροφός του ανατινάζεται* και τά ιματάκια του γουρλώνουν

τρρρσγίμΐνςχ κρί γεμάτα θμμ§.

<

— Μπτά, τούς απρόσε­ κτους!, ιμουγγρίζει. Αυτό θά ■μου τό πληρώσουν! Έλα, Πέ τρο νά λυθούμε γρήγορα! "Έ­ χω κορακιάσει κιόλας γιά λί­ γο γαλατάκι! Καί καθώς τινάζεται σάν τρελλός, προσπαθώντας τού κάκου νά μετατόπιση λίγο τά σχοινιά πού τον σφίγγουν, ξα ναρωτάει ξαφνικά, μουσκεμέ­ νος στον ιδρώτα: — "Αλλά πώς θά ^λυθούμε όμως; Έγώ δεν μπορώ νά σαλέωω! —Ούτ" εγώ, μπορώ νά χα­ λαρώσω καθόλου τά δικά μου σχοινιά, λέει ό Πέτρος. "Ίσως όμως τά καταφέρωίμε καλύτε­ ρα, άν βοηθήση ό ένας τον άλ λσν... "Έλα πιο κοντά μου... Με -μεγάλες προσπάθειες σέρνονται στο* χώμα., ώσπου έρχονται κοντά - κοντά. Τά χέρια τού Πέτρου φτά­ νουν τώρα τον Σάμ καί τά δά χτυλά του ψιηλαφίίζουν τά σχοι νιά που δένουν τον φίλο του, ψάχνοντας γιά τον κόμπο. Δεν άργεΐ νά τον άνακαλύψηι. Ή προσπάθεια είναι δύσκο λη γιατί 6έν έχει καθόλου ευ­ χέρεια στίς κινήσεις του καί ό κόμπος είναι δεμένος πολύ γε ρά. "Αγωνίζεται μέ όλη του την ψυχή καί ή καρδιά του χτυπά δυνατά από άγωνία, όσο βλέ­ πει* άπ" έξω νά ψηλώνη ό σω­ ρός των ξύλων. Ό ιδρώτας τόν μουσκεύει κι" αυτόν ολόκληρο αλλά εν­ τείνει τις προσπάθειες του, καθώς νοιώθει τον κ^μττρ νοε *


?0 ΙΠΤΑΜΕΝΟ 86Λ0Ϊ χαλαρώνη ολοένα. 5Απ' έξω ηχούν κέρατα και οίΔωριεΐς πολεμισταί ραζεύον ται ικατά χιλιάδες γύρω άττό τον σωρό των ξύλων, που φαί­ νεται πώς είναι πια έτοιμος. Ή καρδιά του Ελληνόπου­ λου κοντεύει 'να σπάοη άλλα δεν εγκαταλείπει τον αγώνα. 5ΑντίΙθεΙτα πάλευει μανιασ μέ­ να μ3 εκείνον τον κόμπο πού μπορεί νά τούς σώιση τή ζωή,, ώσπου τελικά καταφέρνει και τον λύνει. 3Απ3 έξω άπ3 την καλύβα τους, άκούγονται βήιματα πού πλησιάζουν. ;— Γρήγορα, Σάμ!, μουγγρίζει ό Πέτρος με την ψυχή στο στόμα. Γρήγορα, για τον θεό! Ό Σιό|μ πραγματικά πετάει μακρυά τό σχοινί άπό τά έλεύ θερα χέρια του καί σκύβον­ τας αρχίζει -νά λύνη τον κορπο πού του δένει τά πόδια. ιΚαθώς κάνει αυτή τή δου^ λειά, χασκογελάει καί μουρ­ μουρίζει θαυμαστικά: — Γ ι,ά κύττα τούς σατανά­ δες! Τούτος ό κάμπος, Πή.τ είναι προσκοπικός, μά τήν πί­ στη μου! Τό φαντάζεσαι; Νο ρίΐζω μάλιστα πώς είναι «καντηλίτσα»! — Σάμ ! Γρήγορα! — Καλά ντε! Γρήγορα κά­ νω. Δεν (μάς κυνηγάνε κιόλας αλλά νομίζω πώς αυτά τά ταξίιδια^τά κάνωμε γιά νά παρα­ τηρούμε τά επιστημονικά πε­ ρίεργα ! Δεν είναι, περίεργο νά ξέρουν αυτοί οι άγριάνθρω ποι τήν «καντηλίτσα»;

Τά βήματα έχουν πλησιά­ σει πάρα πολύ. 3Από στιγμή σέ στιγμή ή σανιδένια πόρτα θ3 άνοιξη καί Ρί στράτιώτες πού έρχονται λ νά τούς παραλάβουν, θά μπού νε μέσα. — Σάμ! Αύσε με, γιά τό θεό! Έρχονται! — Καλά, θά τούς πούμε νά π,εριιμέίνοιυν μ,ιοί στιγμή ! Κύττα, Πήτ, πώς μου τσαλα­ κώσανε τό πουκάμισο! Κύτ­ τα ! Κύττα χάλι! Τό παντελό νι μου γδάρθηκε σ3 εκατό με­ ριές! Ό Σάμ έχει λυθή, έχει σηκωθή όρθιος καί μέ τό πρόσω­ πο γεμάτο οδύνη ξεσκονίζε­ ται καί προσπαθεί νά συμμορ φώση τά ρού,χα του. Ό Πέτρος ουρλιάζει άπελπ ισμένα: — Αύσε με, ανόητε! θές νά ράς κάψουν σ3 εκείνη τή φιωτιά; —Ποιους; 3,Βμάς; ^Οχι!, ά ποκρίνεται άνήσυχα. Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα; Καί γονατίζει πλάϊ του γιά νά τον λύση, αλλά τήν ίδια στιγμή ή σανιδένια πόρτα μπαίνει μέσα μέ μιά κλώτσιά. Στο άνοιγμά της στέκουν δυο γιγαντόσωμοι· πολεμιστές καί στο άντίκρυσμα τού Σάμ πού είναι ελεύθερος, αντηχούν δυο ταυτόχρονες κραυγές έκπλήξεως καί λύσσας καί χύ­ νονται κι3 οι δυο προς τό μέ ρος του, τραβώντας άπό τή μέση τους κάτι χάλκινα μα­ χαίρια μέ μακρυές λάμες.


26

ΐό ΙΠΤΑΜΕΝΟ 6ΕΛ0Ϊ

Ό Σάμ μάχεται 1/ ΣΑΜ ΣΑΜΣΟΝ δμως δεν είναι καθόλου ε ϋ κ ολος άντίίπαλος, όπως φαντά­ ζονται, άπό τή νεαρή του ηλι­ κία. Ή φοβερή πάλη «ζίου - ζίτσου», τής οποίας είναι τελεί ος γνώστης, είναι γι’ αυτούς κάτι που ούτε νά φανταστούν την ΰπαρξίΙ του μπορούν. Εκείνοι έχουν .μάθει νά άγωνίιζωνται κατά μέτωπο καί νά βγαίνη νικητής ό πιο δυνα­ τός. Βλέπουν^ λοιπόν πώς δεν .μπορεί νά είναι πιο δυνατό ένα άγάρη δσο κι* αν είναι μεγαλόσωιμο, καί χύνονται κα

ταπάνω του νά τα κατασπαρά ξουν. Ό Σάμ αρπάζει. τον πρώ­ το άπό το πόδι σκύβοντας και τού κάνει .μια: απλή κίνηση ή οποία αναγκάζει τον ,μεγαλόσωμο Δωριέα πολεμιστή νά... άπογειωθή ξαφνικά μ5 ένα τρο μερό ουρλιαχτό πόνου. Διαγράφει ένα καταπληκτι κό τόξο στον αέρα καί πάει και σκάει στην άλλη γωνιά τού μικρού δωίματίιου, με τό κε φιάλη πού κάνει έναν ξερό κρότο. Μένει ακίνητος. Ό δεύτερος άπό τούς ποθά .μπορούσε άσφαβρή καιρό σ5 αυνά τού έπιτε-

’Άγ δεν είστε Αθηναίοι, ποια είναι ή πατρίδα σας;


Γ ·*"

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

27

Τον ικόονει ν5 ...άπογειωθή ξαφνικά,. μ’ £ν·α τρομερό ούρλιαχτό πόνου.

θη αλλά εκείνο πού δεν τον έ­ χει αφήσει να τδ κάνη, είναι ή εκ,πληξις. "Έχει μείνει κυριολεκτικά ά πολ ιδωμένος καί ικυττάζει τον σύντροφό του πού διαγράφει εκείνη την απίστευτη τροχιά στον άέρα, ιμ* ένα άπλό πιά­ σιμο τού ποδιού του, πού τού έκανε το νεαρό αγόρι. Άνοίίγει το στόμα του για νά φωνάξη άλλα ή εκπληξίς το·υ είναι τόσο μεγάλη πού ού τε αυτό ακόμα δεν κατα­ φέρνει ικαι από τό λαρύγγι του δεν βγαίνει ούτε ένας φθόγγος. Κι’ αταν πια βλέπει τον Σάμ πού στρέφει αυτή τη φο ρά ένο^τίον του, τότε συνέρ­

χεται θέλοντας νά πάρη έικδίκησι γιά δ,τι έπαθε ό πρώτος Τό ώπλισμένο μέ τό χάλκι­ νο ιμσχαΐρι χέρι του, υψώνεται καί πέφτει ,μέ αφάνταστη δύ­ ναμη προς τό μέρος πού βρί­ σκεται τό στηίθος τού Σάμ. Τό ξανθό άγόΐρι πηδάει σάν αίλουρος στο πλάϊ καί απο­ φεύγει τό χτύπημα. Τό χέρι τού Δωριέα πολε­ μιστή, δεν βρίσκει παρά τον αέρα στον δρόμο του καί ή λε πίδα τού μαιχαιριού του, πα­ ραλίγο νά του τρυπήση τό ί­ διο τό πόίδι του, γιατί ώς ε­ κεί έφθασε με τη φόρα πού είχε. — Τώρα θά σου δεί<ξω εγώ, ψηλέα!, γρυλλίζει ό Σάμ κα-


28

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ταίθυμωμένος. Σέ θυμάμαι ε­ σύ μ* εδ'βσες έτσι απρόσεκτα. Κύττα πώς έκανες τα ρούχα μου! Νά, για να ;μάθης! Ό άντρας έχει ξανασηκώσει τό χέρι του και ετοιμάζε­ ται να ξανσχτυπήση, στρέφον τας προς τό μέρος τού άγοριοΰ. Ό Σάμ όμως τον προλαβαί νίει τούτη τη φορά. Με την κόψη της παλάμης του τον χτυπά ακριβώς στα; καρπό τού χεριού του πού κρατάει τό μαίχαΐρι καί έκεΐνο ξεφεύγει στη στιγμή άπό τά δάχτυλά του πού παραλύουν, ένώ ταυτόχρονα -μια κραυγή πόνου ξεφεύγει άτιό τό λαρύγ­ γι του. Χοροπηδάει από τον πόνο καί άπλώνει τά χέρια του για ν' άρπάξη έκείνον τον νεαρό και θρασύ άντίπαλό του, πού εχει τήν άφάνιταστη τόλιμη νά τά βάζη μαζί του. Ό Σάμ όμως δεν κάθεται νά τόν πιάση,, γιατί ξέρει πώς αύτό θά είναι τό τέλος του. Τον πιάνει μονάχα αυτός ά πό τό χέρι καί ,μιε μιά ξαφνική κίΐνησι τού τό γυρίΐζει έτσι, πού ό Δωριέας, χάνει με τή σειρά του τό έδαφος άπό τά πόδια του καί βρίσκεται κι* αυτός στον αέρα, όπως τό είχε πάθει προηγουμένως κι5 ό σύν­ τροφός του. Ό Σάμ δεν δίνει σημασία ούτε στήν άίγίριοφωνάρα του ούτε στήν πτήσι ττού κάνει... Τό καλοκάγαθο αγόρι πού 6 μως γίνεται θηρίΐο, κάθε φορά πού τού στραπατσάρουν τό ντύσι-μό' του, σκύβει αμέσως

"1

καί σηκώνοντας άπτό κάτω τό πεσμένο ιμαχαΐρι, κόβει τά σχοινιά πού κρατούν δεμένο τόν σύντροφό του. Ό Πέτρος πετιέται όρθιος. *Απ* έξω δεν άκούγεται καμ μιά φασαρία. Φαίνεται πώς ακόμα δεν έ χουν άντίληφθή τίποτα οι Δω­ ριείς καί περιιμένουν τούς δυο άντρες πού έχουν στείλει, νά τούς φέρουν τούς αιχμαλώ­ τους, γιά νά τούς ανεβάσουν στήν πυρά. —<Νά ξεκαρφώσουμε δυο σανίδες άπό τήν αντίθετη με ριά καί νά φύγιωμε όπό έκεΐ! λέει τό έξυπνο άγόρι, ,μέ τήν έτοιιμάτητα πού τόν διακρίνει πάντα στίις δύσκολες στιγμές Δέν είναι κοπιαστικό νά γί νη αύτό τό πράγμα. Ή καλύβα είναι έτοιμόρρο πη. Σωίστό ερείπιο. Οί σανίδες μ* ένα όπτλό τρά βηγμα φεύγουν άπό τή θέσι τους καί δηίμιουργεΐται ένα ά­ νοιγμα, άρκετό γιά νά περά­ σουν οί δυό’ νεαροί χ ρ ο ν ο­ ν α ΰ τ ε ς. Ετοιμάζονται κιόλας νά τό κάνουν αλλά ό δεύτερος άπό τούς πολεμιστές πού αντιμε­ τώπισε ό Σάμ, δέν έχει τεθή άκόΙμα οριστικά εκτός «μάχης. Άπό τό ίμερος πού έχει πέσει τούς βλέπει νά φεύγουν καί τά δόντια του τοίΐζουν άπό τή μα νί,α^καί Λτή λύσσα. Ξεχνώντας τούς πόνους του τινάζεται- όρθιος καί χυμάει άπό πίσω πάνω τους. Αρπάζει άπό κάτω καί τό ■μαχαίρι πού έίχει πείσει άπό τόν σύντροφό τρυ κρί πού τφ


βρίσκει στον δρόμο του καί το χέρι του υψώνεται, ^δολαφρ νικά πάνω απτά Τη ράχι του Πέτρου, Τό γενναΐ,ο αγόρι ομως^τάν (Αντιλαμβάνεται, όπως εκείνος δεν φρόντισε, να μην κάνουν θόρυβο τά βήΐματά του. Στρέφεται· απότομα, τον άρ ίτάζει απτό το ώιπλισιμένο .χέρι καί σκύβοντας, στηρίζει αυτά τά χέρι πάνω στον ώμο του και το τραβάει απότομα προς τά κάτω μέ δύναμι. Ό Δωριέας για δεύτερη φο 'Ρα απογειώνεται καί πάει καί τσακίζεται πάνω στα σανίδια τής παράγκας. Πιέφτει κάτω σφαδάζοντας. Ό Σάμ^ σκύβει άπά πάνω ταυ καί του λέει έπιτιμητικά: ^ —Δεν σου έμαθαν πώς δέν είναι, σωστά νά χτυπάς ποτέ άπά πίσω; Ντροπή σου! Κι3 είσαι ...ικι3 αρχαίος! Ό Πέτρος όμως τον πιάνει άπά τά χέρι καί τάν τραβάει, αναγκάζοντας τον μέ μια γε­ ρή σπρώξιά νά περάση έξ,ω άπά το άνοιγμα πού έχουν δη­ μιουργήσει. "Ύστερα περνάει κι* αυτός καί τά βάζουν στά πόδια. Είναι, καιρός, γιατί πίσω τους άκαύγονται άγριες φω­ νές. Οί υπόλοιποι Δωριείς πολεμιστές, ανησυχώντας για την άργοπορία των δυο πού ε στειλαν, έχουν στείλει κι3 άλ­ λους νά δουν τί συμβαίνει κι3 αυτοί ιμόλις προφθαίναυν νά διακρίνουν τά θυο παιδιά νά τά σκάνε «Από τά δεύτερο άνοι γμα της καλύβας, στην πίσω πλευρά της,

1 Ρίχνονται νά τους ιτιάσουν, ξεφωνίζοντας ^ μ3 όλη τους ^τή δύναμι γιά νά έρθουν κι3 άλ­ λοι σέ βοήθεια τους. — Μαζί μου!, φωνάζει ό Πέτρος στον Σά|μ. Π έταξε αυ τά τά παγούρια, γιατί θά ο5 εμποδίζουν στο τρέξιμο! ^ — Προτιμώ νά πεθαίνω μα­ ζί- τους!, αποκρίνεται τά 3Αιμεριικανόπουλο καί χύνεται πί­ σω άπά τά φίλο του* μέ έκπλη τική γρηγοράδα. Ό άγγελος του θανάτου 0 ΣΟ κι3 αύτά φαίνεται πε­ ρίεργο, κι3 οι διυό· τους τρέ­ χουν πολύ γρηγορότερα άπά τούς εχθρούς πού τούς κυνηγυν. ^Εχοντας χρηματίσει αθλη­ τές κι3 ό ένας κι3 ό άλλος καί προπονημένοι μέ τά καινούρ­ για συστήματα του αθλητι­ σμού του 20ου αίώνος, διαθέ­ τουν ταχύτητα πού οί άλλοι δέν ιμποροϋν νά τη. συναγωνισθούν, όπως -μάλιστα είναι καί γιγαντόσωμοι κι,3 έχουν υ­ περβολικά βάρος. (Κάθε φορά πού άπά μακρϋά ό Πέτρος βλέπει Δωρι­ είς πολεμιστές, αλλάζει κα­ τεύθυνσή γιά νά :μήν βρεθούν μπροστά τους καί τούς φρά­ ξουν τον δρόμο. Φτάνουν στά πρώτα δέντρα στους πρόπαδες τού Αυικαιβητ τού καί καθώς ικρύβονιται προ­ σωρινά άπά τά ιμάτια των ε­ χθρών τους;, μέσα στίς πυ­ κνές φυλλωσιές, το Έλληνά-


36

Ϊ6 ίίΙΐΑΜέΝό ΒΕΑ6ί

π ούλο αλλάζει καί πάλι κατεύ θυνσι, ώστε αυτοί πού τούς κυνηγούν να πάνε άπό άλλου και να τούς ,χιάσουν. Τά δυο παιδιά παίρνουν στροφή και αρχίζουν να κατη φορίζουν προς την πλευρά τής πόλεως των "Αθηνών. -αφνιιικά δμως αναγκάζον­ ται να σταθούν για μιά άκόμα φορά. Κάτι βαγγη|τά άκούγον ται ιμέσα στα χαμόκλαδα, λί γα μέτρα πλάϊ τους. Οί δυο φίλοι κοντοστέκον­ ται. και άλληλοκυττάζανται μ" εκπληιξι καί άνηίσυχία. Στρέφουν τά κεφάλια τους π.ρος τά πίισω. Οί διώκτες τους δεν φαίνονται πιά. Φαί­ νεται πώς τούς έχουν χάσει. Επομένως μπορούν νό χασο­ μερήσουν λίγο. Πρώτος ό Πέτρος παραμερί ζει. τά πυκνά κλαδιά τών θά­ μνων καί βαδίζουν προς τό μέ .ρος πού ακόυσαν τά βαγγη;τά. Ό Σάμ πηγαίνει άδίστακτα μαζί του. Μέ την ευκαιρία μάλιστα πού έχουν πάψει νά τρέχουν, ξεκρεμάει γρήγορα τό παγού­ ρι πού βρίσκεται στο αριστε­ ρό πλευρό του, τό ξεβουλώνει στο δευτερόλεπτο καί τό φέρ νει στο στόμα του γεμάτος λα χτάρα, γιατί πρώτη φορά έ­ χει περάσει, τόση πολλή ώρα, χωίρίς νά βρέξη τά χείλια του έστω μέ λίγο γαλατάκι... Στέ κεται δμως πάλι άτυχος καί ούτε αυτή τή φορά δέν προλα βαίνει νά σβύση τήν τρομερή δίίίψα του. Μάλιστα παθαί(νει ά κάμα μεγαλύτερη συμφορά.

ξαφνικά καί τό στόμιο του πά γουριού ξεφεύγει άπό τά χεί λ η του μέ τήν άπότομη, τρο­ μαγμένη κίινηΐσι πού κάνει.. Τό πολύτιμο «λευκό υγρό τής ζω­ ής», οπως^ τ’ ονομάζει, χύνε­ ται στή γή καί ώσπου νά συνέλθη, κοντεύει ν’ άδειάση τό μισό παγούρι. Μέ μιά σπαρακτική κραυγή πόνου καταφέρνει καί τό ανα­ ποδογυρίζει γιά νά σώση τό υπόλοιπο. Αλλά δέν είναι α­ δικαιολόγητη δλη αυτή ή έκπληξις του, γιατί άπλούστα τα ό Σάμ, καθώς περπατούσε έχει σκοντάψει πάνω σ’ ένα ανθρώπινο κορμί πού είναι πε σμένο στή γή, άκίνηιτο, μέ τά μάτια γυάλινα καί μ’ ένα πε­ λώριο κοντάρι καρφωμένο στο στήθος του. Ό Πέτρος έχει σταθή στα πλάϊ του καί κυττάζει. κι’ αυ­ τός εκείνον τον δυστυχισμένο πού πρέπει νά είναι πολλή ώ­ ρα πού έχει πεθάνει. Συλλο­ γίζεται πώς δέν μπορεί νά εί­ ναι αυτός πού βογγοΰσε καί τον ακόυσαν καί δέν προλα­ βαίνει νά κάνη αυτή τή σκέψι καί τά βογγηιτά ξανακούγον­ ται. -Παραμερίζει καινούργια χα μόκλαδα, γιατί ή φωνή άκούστηκε σχεδόν μέσα στ’ αυτί του καί πραγματικά βλέπουν έναν δεύτερο άνθρωπο πεσμέ­ νο κοντά στον πρώτο. ιΕίναι κι,* αυτός γεμάτος φο βερές πληγές, σέ σημείο πού νά προξενή κατάπληξι τό πώς καταφέρνει καί ζή άκόμα. Τά δυο παιδιά κυττάζσνται

Τά μάτια του γουρλώνουν

μέ δέος καί ύστερα τό Έλλη-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΒΑΟί νόΗτόύλό^ σκύβει μέ συμπόνια πλάι στον ετοιμοθάνατο. Ό άνθρωπος αυτός δεν εί­ ναι ντυμένος μέ στολή πολεμιστοί), όπως άλλωστε και ό άλλος πού βρέθηκε νεκρός. Και οι δυο φορουν ένα μονο­ κόμματο και χοντρό σκουρό­ χρωμο ύφασμα, σαν ράσο κι3 έχουν μακρυά μαλλιά και μακρυά, .ακατάστατα γένεια. Ό Σάμ σκάβει κι3 εκείνος κοντά στον φιίίλο του και κάνει τή)ν ττιό γενναία χειρονομία α­ ϊτό την αρχή τής φοβερής αυ­ τής περιπέτειάς τους. 'Αττλώ νει τό χέρι του πού κρατάει τό παγούρι ιμέ τό γάλα, προς τό μέρος του ετοιμοθάνατου, λέγοντας: — θές γαλατάκι; Θά γίνης περδίκι! "Εκείνος κουνάει τό κεφάλι άδύναμα, πέρα - δώθε. Τά μά τια του στριφογυρίζουν μέ α­ γωνία. ^—- Πε... ρθαίνω..., ψελλίζει μέ φωνή που ό Πέτρος σκύβει μέσα στο στόμα του γιά νά τήν όοκούση. Μέ ...μέ σκό...τωσαν... γιά νά ,μή... μεταφέρω στον Κάδρο, τον Χρησμό τού ...Μαντείου... Ό Πέτρος καταλαβαίνει μονομιάς. ^ Αυτοί οίι δυο είναι άπεσταλ μένοι του Μαντείου των Δελ­ φών, που οι Δωριείς τούς περίμεναν και τούς είχαν στήσει ένέδρα καί μάλιστα είχαν κά­ νει λάθος καί είχαν συλλάβει αυτούς στήν θέσι τους, τήν πρώτη φορά. ^ —- Οι Δωριείς έμαθαν τόν Χρησμό; ρωτάει μέ άγωνία,

Ό Ιερέας κουνάει άδύναμα τό κεφάλι του, χαταφοοτικά: — Μέ ...ανάγκασαν.*, νά τον έπα.. .νάλάβω.. * Τό αγόρι βλέπει πώς ό άλ­ λος δεν κρατάει πολύ ακόμα. Ή ψυχή του έχει φτάσει στά δόντια του... Τά μάτια του έ­ χουν αρχίσει νά παίρνουν τη γυαλάδα τού θανάτου. — Μίιλησε!, τού σφυρίζει •βιαστικά στ3 αυτί. Θά μεταφέ ρω έγώ τόν Χρηστό στον Κόδρο! Γρήγορα! Ό έτοιμοθάνοπος τόν κυττάζει ιμέ τέτοια έκπληξι πού γιά μιά στιγμή τά μάτια του ζωηρεύουν. Π ροσπταθεΐ ν3 άνασηκώση τό κεφάλι του καί ό Πέτρος τό παίρνει στά γόνατά του γιά νά τόν βοηΐθήιοτμ Τώρα ή φωνή μπορεί νά βγαίνη κάπως πιο εύκολα όσιό τό στήθος του Ό Σάμ έχει πετρώσει από τή φρίΐκη καί τόν οίκτο καί κυτ τάζει σάν άγαλμα όλη αυτή τή σκηνή. 3Αφού έχει ξεχάσει ακόμα δτι κρατάει στο χέρι του ένα ξεβούλωτο παγούρι μέ γάλα, πού έχει νά πιή όλο κλήρες ώρες. Ό «άγγελος» τών Δελφών ψελλίζει: — Νά... τά Ιερά λόγια:... «Ή πόλις τής... 3Αθήνας... θά χαθή... άν ό Κόβρος... άπόΛχέ ρ ι... Δωρ ιέα δέν^.. . σκοτωθή!» Τό κεφάλι τού ηλικιωμένου ανθρώπου γέρνει καί βαραίνει άπάταμα μέσα στήν άγκαλιά τού Πέτρου Είναι νεκρός. Ό Σάμ νοιώθει έναν κάμπο στον λαιμό του. Γιά νά τ&ν


η

ΐΟ Ι«ΐΑΜΐΝβ ΙλΛΟΙ

Ι^ιαιτεβάση κάτω φέρνει Τ& π α­ γούρι στο σίτάμσ :μέ μιά έττίσήίμΐί ικιίνιηισι και ψιθύριζει: —- Αί^νίίΐα σου ή μνήμη-! 2ώή, σέ λάγου μας! "Αλλά φαίνεται οίγι βρίσκε­ ται -στον ττ ιο γρουσούζικο. α­ στερισμό του, γιατί τήν ώρα πού θάπινε την πρώτη γουλιά, κάτι σφυρίζει άνάλαψ-ρα στον άέρα κι" ενα φτερωτό βέλος έρχεται καί τρυητάει το πάγου Ρ! του πέρα πέρα καί του τό παίρνει άπό τά χέρια. Ό Σάμ ουρλιάζει πανεΐμένα σάν τό βέλος νά του είχε τρυπήσει τό στήθος και χύνεται να πιάση τό παγούρι του, ένώ τό πράσωΙπό του έχει με­ λανιάσει άπό θύμο. Ό Πέτρος ρμως προλαβαί νει καί τον αρπάζει άπό τό χέρι καί τον τραβάει μ9 ακα­ τανίκητη δίύναμι προς την κα­ τηφόρα, μαζί του. ΐΕΤναι καιρός, γιατί κι5 άλ­ λα βέλη Δωίριέων σφυρίζουν πλάϊ τους κι5 άν είχαν μείνει κι5 ένα δευτερόλεπτο παρα­ πάνω στην ίδια θέίσι, άσφαλώς θάχαν γίνει μακαρίτες τό ...1063 προ Χριστού... Κυκλωμένοι άπό τον θάνατο Κ I ’ ΑΚΟΜΑ όμως δεν έχουν γλυτώσει. Οί διώκτες τους πού^τούς είχαν χάσει, τους άνακάλυψαν πάλι καί τώρα ρί­ χνονται πίρω^τους μέ καινούρ για μανία. Τά βέλη πέφτουν βροχή γύρω τους κι* αυτό ση μαί'νει πώς έκεινοι πού τούς

κυνηγάνε Α|χόύν πληθύνέί, γιδ τί οί πρώτοι πού τούς είχαν καταδιώξει μέσ" άπό τό στρα τόΗτεδό^ τΡυς, ώς τούς πρόποδες τού Λύκαβηττού, κρατού­ σαν μόνο ακόντιά. Φαίνεται ό­ τι θά συναντήθηκαν μέ τοξό­ τες μέσα στο δάσος καί τούς πήραν μαζί τους γιά βοήθεια. Ή πυκνή βλάστηισ ι ωστόσο προστατεύεΐιάκόίμα τά δυο γεν ναΐά αγόρια, άπό τον θάνατο. Οί εχθροί τους δεν τούς βλέπουν παρά σ9 ελάχιστα διαστήματ κι9 έτσι δεν έχουν τήν ευχέρεια να σκοπεύσουν. Τοξεύουν μόνο όλοι μαζί, στην τύχη, μέ την ελπίδα πώς ενα -άπό τα πολλά βέλη, θά βρή τον στοίχο του. Φαίνεται όμως πώς ή θεά 9Αθήνα προστατεύει εκείνους πού προσπαθούν νά μεταφέ­ ρουν τον Χρησμό, στον βασι­ λιά Κάδρο... Οί τοξότες χάνουν διαρκώς έδαφος, αφού σταματούν κά­ θε τόσο γιά νά ρίξουν τις σαΐ τες τους, ενώ οί δυό χ μ ο ν ο ναύτες τρέχουν άδιάκοπα μ9 δλη τη δυναμι τών ποδιών τους. "Αλλά ξαφνικά τό δάσος τε λειώνει. ^9Απέναντι τους υψώνονται τώρα τά πέτρινα τείχη τής πό λεως τών "Αθηνών. Τρέχουν προς τά έκεΐ μέ καινούργια δυναμι. •Πίσω τους αντηχούν ήχοι ά πό κέρατα. χΟί διώκτες τους, βλέποντας πώς κινδυνεύουν νά τούς χά­ σουν, σημαίνουν συναγερμό. "Αλλοι Δωριείς πού βρίισκαγ*


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ται διασκορπ καμένοι στον κάμ ττο τους βλέπουν καί τρέχουν κι* αυτοί προς τό μέρος τους να τους φράξουν τον δρόμο γιά τήΐν 9 Αθήνα. Ευτυχώς στον δρόμο τους βρίσκουν μιά μικ,ρή ρεματιά καί_ ζώνονται μέσα σ9 θύτην. -ανσιβγαίναυν καί βλέπουν πώς πραγματικά οι διώκτες τους τρέχουν δλοι μαζί π'ρός ένα σήμιεΐα στα δυτικά - έκεΐ ασφαλώς θά βγαίνη αυτή ή ρε ματιά. Ό Πέτρος τον τραβά τρο­ μαγμένος. — Τρελλάθήκες; του λέει. "Ελα γρήγορα. Τρέχουν απ’ την αντίθετη πλευρά προς τά τείχη τής 5Α­ θήνας, χωρίς πια άμεσο κίν­ δυνο άφου δεν τούς κυνηγάει κανείς. Δεν άργουν νά φτά­ σουν. — Σωθήκαμε!,, λέει ό^Σάμ Σάμο ον ευτυχής. Μή μου πής νά μην πιω καί τώρα λίγο γάλα, έκτος κι" αν θές νά τήν πάθω σάν κι" εκείνον που έ­ φτασε άπό τον Μαραθώνα στήν 5Αθήνα κι9 έσκασε! Καί ξεκρεμάει τό παγούρι του αλλά τήν ίδια στιγμή μ:ά βροχή άπό βέλη τούς κυκλώ­ νει καί ή μανίία της ξεΐσπάει πάλι σ’ αυτό1. Τρεις σαΐτες μαζί τό κάνουν κόΙσκινο καί του τό παίρνουν άπό τά χέ­ ρια. "Αλαλος καί πανιασμένος ό δύστυχος ό Σάμ τό βλέπει νά κυλιέται στή γη, χωρίς στάλα άπό τό πολύτιμο υγρό του Τ Ε

33

πού γίνεται λάσπη. ^— Έ! Πάει! Έφτασε τό τέλος μου!,, ψελλίίζέι. Καί τά λόγια του δεν βρί­ σκονται μακρυά άπό τήν άλήθεια. Πάνω άπό τά τείχη οί Α­ θηναίοι εξακολουθούν νά τούς σήμάδεύαυν μέ τά τόξα τους, μήπμπορώντας νά φανταστούν πώς τά δυο άγόρια είναι φί­ λοι τους καί πώς δεν ανήκουν στίς τάξεις τών Δωριέων. Ό Πέτρος μέ τήν καρδιά γε μάτη άγωνία αρπάζει πάλι τον μαρμαρωμένο φίίλο του καί τον τραβάει μακρυά άπό τήν μ ικρή ευτυχώς ακτίνα βο­ λής τών τόξων. 5Αλλά ξαφνικά τό πρόσωπό του χλωμιάζει περισσότερο. ^ "Απέναντι τους βλέπουν τή στρατιά τών Δωριέων νά βαδίζη' έναντι ον τής πόλεως. Εί­ ναι όλόκλήρος ό στρατός τους αυτή τή φοοά κι9 έρχονται γιά τήν τελική έπίθεΐσι. Τά δυο παιδ ιά δεν μπορούν νά φύγουν άπό πουθενά·. Ό θάνατος τούς κυκλώνει άπό παντού. Κυττάζονται σαστισυένοι, μή μπορώντας νά σκε φθούν τίποτα, πού νά τούς βοηθήισηι στή σωτηρία τους. (Μόνο ό Σάμ ρωτάει μέ λα­ χτάρα τόν φίλο του: — Έίσύ είσαι άπό δω, ά­ πό τήν 9Αθήνα, Πήτ! Δέν ηχείς κανέναν γνωστό νά τούς πής νά τόν είδοποιήΐσουν γιά νά σ’ άναγνωρίση;

Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

Κ Υ ικ Λ Ο ΦΟΡΕ ϊ

ΚΑΘΕ --

ΠΕΜΠΤΗ ■

*

"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 3 — Δραχ. 2 Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 (εντός της στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσ ιογραιψ: κιός Δ) νιτττς: Σ. Άνεμιοδουράς. Στρ. Πλακττήραο 21 Ν. Σμύρνη·. Οί'κσναμιίικΔς Δ)ντής Γ. Πεωργ ιάδηις,, Σφίγγας 38. Προΐστ. τυττογρ.: Α. ΧατζηρασιιΛείσυ, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρινη ΔΕΜΑΤΑ ιΚΑ! ΕΠΊΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ κάδην, Λέκ'κια 22, Άθήναι Σύνδρομα] εσωτερικού: Έτηρίοα..................δραχ. 100 Εξάμηνο ς .......... » 55

Σύνδρομα;! έξωτερίικού: Έτησιία .... Δαλίλάρισ 'Είξιάίμηινο ς .......... »

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ: 'Η βόμβα σκάει! ΟΙ γεμάτες μυστήριο και γοητεία περιπέτειες ταυ Παρελθόντος., συνδυάζονται με τήν απει­ λή του θανάτου καί τής καταστροφής, πού ερχεται από τό Παρόν...

ΙΙΙΙ11ΙΙΙ!1!ΙΙΙΙΙ11ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙί!ΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙ!ΙΙΙ!ΙΙ1Ι!ΙΙϋΙ!Ι1Ι1ΙΙΙΙ1Ι1ΙΙΙΙΙΙΙ Τά λόγια περιττεύουν για κάτι πού μιλάει μόνο του....



/16ΥΗ 02 ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ Ζ0Χ9Ρ0ΥΧ ΖΤΟ ΕΠΙΗΙΝΖΥΝΟ " ΜΟΝΟΠΑΤΙ.. ΤΑ Ρ?ΑΝ, ΠΡΟ­ ΣΕΧΕ, λά μην πεζούΜε.. β/ιε719 ΤΟΝ Γη/ΜΛΑ ΖΤΑ ΝΕΡΑ...

////

29ΠΑ, ΛΉΛ/^ ΑΛΛΟ 192 ΣΙΓΟΥ­ ΡΑ ΘΑ ΤΤΕΖΗί ι ή Π ΤΟ <?ο»ο

ίλ

ζον..

ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΦΤΑΝΟΥΝ ΖΤΑ

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ . . . ΚΑΤΕΖΤΡΑΜΕΝΑ Π/'ΕΡΗΝΟ­ ΝΕΝΑ, ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ Ζ/ΓΟΥΡΑ-.

,

ΣΙΓΟΥΡΑ (ΜΗθΟβΑΟ ΓΚ1Μ-1 2ΑΙ.ΝΗΗΑ ' Ο! ΑΜΘΡ9 ΛΑ ! / ΕΙΝΑΙ ΠΕ- ΠΟΙ ΠΟΥ ( ΤΡΙΙ/ΟΖ.’Α ΖΟΥΕΑλΓ ’ΕΔ9 ΘΑ !ΙΑ­ ΤΡΕΥΑΝ ΤΟΥΣ ΚΡΟΡΙΟΑεί ΛΰΥί-

ΑΣ ΕΣΕΡΕΥΜΑ ΖΟΥΜΕ ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΑΡ-λ ΖΑΝ . . /

>

ΧΡΠΑ1 ΝΟ!9 Θ9 χρί 4£Χ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟ

ΜΟ)


Ιπτάμενο 4

ΕΒρ I

Γ

ι·ρ·ρρνΐ

Ϊγρ



"Ανάμεσα σέ δύο θανάτους ΤΡ Λ ΔΥΟ παιδιά βρίσκον­ ται σέ φοβερή θέσι. Ό θάνα­ τος τά κυκλώνει από παντού. "Από τή μια μεριά οι "ΑθηΓ ναίοι εξακολουθούν νά τούς πετουν σαΐτες πάνω άπό τά τείχη τους. Άπό την άλλη, οΐ Δωριείς έρχονται κατά μυρι­ άδες, γιά^ νά κατακτήσουν την πόλι των "Αθηνών και ο­ πού νάναι θά φτάσουν κον­ τά τους. (*) Ό Σάμ κυττάζει τον Πέ­ τρο και ό ^Πέτρος τον Σάμ. Είναι καί οι σαΐστιΙσμένοι. Δεν μπορούν νά καταλάβουν ακόμα πώς έγινε καί βρέθηι(*) Διάβασε τό 3ο τεΰχος: «Περιπέτεια στο 1000 π. X.».

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ, 2


4

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

καν σέ τόσο τραγική θέσι. Ό θάνατός τους φαίνεται άναπό Φ&υκτος και ταυτόχρονα κά­ νουν την ίδια σκέψι:

«Το· Βέλος» τούτη; τή φορά δΐέν είναι δυνατόν νά τους ,σώ σηι όπως συνέβη άλλες φορές στο Παρελθόν...» ζέρουν καλά πώς έχουν ακό­ μα πολλές ώρες μπροστά τους ώσπου ή θαυμαστή μη­ χανή του Χρόνου, νά τούς ξανανυρίση, στον 20όν Αιώνα. 'ΌγΠ... Δεν έχουν καμμιά ελπίδα. Δέν μπορούν νά περιμένουν τίποτα άιπό αυτή την πλευρά. Σ τήν π ρ αγμστ1 κόΐτητσ όίλ ο ς ό στρατός τών Δωριέων βα­ δίζει σιγά, κατά ;μέτωπο. "Ο­ μως στά δυο παιδιά δίνουν τήν έντύπωσι πώς έρχονται τρομερά γρήγορα. ■— Δέν σκέφθηκα πώς οι ύ περασπιιστές τής πόλεως δέν θά ήταν δυνατόν νά ,μάς γνω οίσουν, λέει ό Πέτρος νοιώθον τας ένοχος γιά τήν απερισκε­ ψία του. Αυτό έφτανε γ·ά νά σημάνη τήν καταστροφή μας. Είμαστε χαμένοι. — Πραγματικά χαμένοι!, τσιρίζει ό Σάμ απελπισμένος Οί βρωροσαΐτες τους μου τρυπήισαν .καί τά δυό· μου πά­ γου ρ ι α ! Δέν έχω ούτε μ ;ά στάλα γάλα πιά!1... ’Έϊ! Τή φωνή αυτή τή βγάζει ά θελά του τό ξανθό άνόρι καί τά ράτια του γουρλώνουν ο­ λοστρόγγυλα. Κυττάζει κάπου προς τά δεξιά του, σέ μιά μικρή ρε­ ματιά,, γεμάτη φουντωτούς θά μνους.

ΒΕΛΟΣ

— I ι τρεχει;, ρωτάει με ελπίδα ό φίλος του, πιστεύον τας πώς μπορεΐ νά έχη ανα­ καλύψει κάτι, πού ν5 άλλάξη τήν φοβερή τους τύχη;. -— Μιά κατσίκα!, ψελλίζει εκείνος χαζά. Μιά υπέρο­ χη κατσικουλά, Πήτ! Δέν τή βλέπεις; ’Ά! Αυτή τή φορά όμως δέν πρόκειται νά μου ξεφύγη! ■Και πρίν ό φίλος του προλάβη νά τον συγκρατήίση ή νά τού1 πή τίποτα, χύνεται προς τό μέρος εκείνης τής ρε μασάς καί έΐξαΦανίζεται πί­ σω από τούς θάμνους. Τό· 'Ελληνόπουλο κυττάζει μέ απογοήτευα ι προς τό μέ­ ρος πού χάθηκε. Γιά μιά στιγμή είχε έλπι­ σε: πώς ό φίλος του ίσως εΐνε άναικαλύιϋει τίποτα πού θά ήταν δυνατόν νά τούς χαρίση τή σω'τηιρίσ. ΏστόΙσο δέν θέλει κιόλας νά τον χάση.. Κι’ άν άικάρα πρόικειται νά τούς βρή ό θάνατος, προτιιιάει νά είναι μαζί μέ τό ξαν θό Άμερ'κανόπουλο. Νά του παρασταθή καί νά άνωνισθή γι’ αυτόν ώς τήν τελευταία του πνοή. Γιατί ό Πέτρος, σέ κάθε δύ σκολη στιγυήι τους, αισθάνε­ ται πάντα βαρεία τήν ευθύνη πώς αυτός έχει πάρει μαζί του τον Σάμ σ’ αυτές τίς ΐλΐιγγιώδεις περιπέτειες, μέσα στά βά,ίθηί τών χρόνων κι’ ανά­ μεσα σέ τροιμερούς, άγνω­ στους κινδύνους. Τον φωνάζει, αλλά εκείνος δέν ακούει, καί τό γενναίο ά-


ΐΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ί

νώ£ι Αναγκάζεται νά τρέξη πίσω του. Χώνεται κι5 αυτός ανάμε­ σα στους θάμνους και βρίσκε ται μέσα σέ μια ρεματιά πού ολοένα κατηφορίζει καί γίνε­ ται πιο βαθειά. -— Σάμ!, φωνάζει άλλη ιμιά φορά ό Πέτρος, χωρίς καί τώρα νά πάρη Απάντησι. -αφνικά όμως τά μάτια του αστράφτουν από ελπίδα. «ίΜήπως τό' μέρος τούτο εί­ ναι πραγματικά ή σωτηρία;» συλλογίζεται ιμέ αγωνία. «Μή πως μπορούμε νά μείνω1 με ε­ δώ μέσα κρυμμένοι τόσες ώ­ ρες, ώσπου τό «ΐΒέλος» νά μάς βγάλη από τή δύσκολη θέ,σι; Πιθανόν οι Δωριείς νά μή χωθούν εδώ μέσα... Δεν ε χουν κανένα λόγο νά τό κά­ νουν... Δέν πρέπει όμως^ νά χάσω τον Σάμ... Λυτός είναι ικανός άν ή κατσίκα που κυνηγάει^ τού ξεφύγη καί βγή ά πό τούτο τό φαράγγι, νά την πάρη από πίσω τρέχοντας κα ταπ άνω στ ο ύς Δωρ ιεϊς!...» Στήνει ανήσυχος τ’ αυτί του. Ό φί-λος του δέν είναι μακρυά. ίΚαθησυχάζει καθώς ακούει τον κρότο τών βημάτων του καί- τό> τρίξιμο τών κλα­ διών πού δη|μι ουργεΐ στο πέ­ ρασμά του. Οί θάμνοι εΐναι πολύ φουν­ τωτοί. Ό θόρυβος άκού,γιεται καν τά του, αλλά ό Πέτρος εξα­ κολουθεί νά μην μπορή νά δια κρίνη τον φίλο του. Κι5 όμως...

Ή φωνή,; αυτού τού τελευ­ ταίου, άκούγεται ολοκάθαρα: —* Κάτσε,, χρυσή μου κατσικούλα!, μουρμουρίζει. Κά τσε καί δέν πρόκειται νά σού κάνω κακό. Μόνο θέλω νά δα νειιστώ λίγο άπά τό γάλα σου! Δέν μπορείς νά μού άρ^ ν-ηθής ρύτή τή χάρι... Στο κά τω - κάτω εΐμαι φιλοξενούμε­ νος στον τόπο σου. "Έχω έρ­ θει Από πολύ μακρυά. Δέ^ πειράζει πού δέν τό έχεις.*; παστεριωιμένο! Στάσου λοι­ πόν ! Κι5 αμέσως Ακουγονται νέα τρεξίματα, νέα τριξίματα κλα διών καί τά βελάσματα τής μικρής κατσίκας, πού δείχνει πώς δέν συγκινή|θηκε άπό τις παρακλή,σεις τού Σάμ καί τό βάλε πάλι στα πόδια. Ό Πέ τρος δέν ανησυχεί προς τό· πα ρόν. Βλέπει πώς δέν υπάρχει άλλη διέξοδος πού νά βγάζη άπό αυτή τή ρεματιά. "Όχι μόινο δέν κινδυνεύει νά χάση τον Σιάμ άλλα ξα­ φνικά του γεννιέται ή περιέρ γεια, πού νά τελειώνη εκείνος ό κατήφορος, ό γεμάτος φουν τωτούς π ευκόθαμνου ς. (Είναι μια ^βαθειά σχισμή στά έγκατα τής γης, πού τό Αγόρι είναι βέβαιο ότι ^διευ­ θύνεται προς τά τείχη τών 5Α θηναίων. Ή βλάστηρις όμως όσο πάει καί φουντώνει κι5 εκείνη καί ή δίοδος γίνεται φοβερά δύσκολη. Αυτός είναι καί ό λόγος πού ό κακομοίρης ό Σάμ Σά-


Ψό ΐηΤΑΜΟΗΰ ΒΒλύί

μσον ϋχέι χάσει το κυνήγι του. Ή κατσΐ!Κΐθύλα> σαν πολύ μικρόσωμη) πού είναι βέβαια σέ σύγκρισι μέ τα δυο αγό­ ρια, καταφέρνει καί περνάει κάτω από τά κλαδιά των θά μνων καί ό κωμικός σύντρο­ φος τού Πέτρου· βρίσκεται σέ απελπισία. Τό Ελληνόπουλο δεν αρ­ γεί νά τον ψτάση. Ό Σάμ παλεύει μανιασμέ να μέ τά κλαδιά των θάμνων. ^— "Ησυχα,. Σάμ!, του λέει μέ άνακούφισι που τον βρήκε. Μη φοβάσαι. Δεν πρό­ κειται νά σου ξεφύγη ή κατσικουλα σου. ;

Ναι, Πήτ; λέει έκεΐνόξ μέ τά μάτια γουρλωμένα από έλπίδα καί ευτυχία. Είσαι σί Υόυρος γι’ αυτό; Που τό ξέ­ ρεις; — Τούτη, ή ,ρεματια, απο­ κρίνεται ό Πέτρος, δέν έχει άλλη διέξοδο, από τούτον τον δρόμο πού ακολουθούμε.. — Καί ποιος μάς λέει, Πήτ, πώς όταν θά βρεθή στην άλλη άκρη της, δέν 9ά^ βγή άπό κεΐ, νά τό βάλη στά πό­ δια, στον ά'νοιχτό κάμπο; Καί τότε... "Άντε πιάστηνε! Ό Πέτρος αποκρίνεται σο βαρά: — Έχω την ιοεα, Σαμ, ό­ τι αυτή ή ρεματιά, δέν θά

*0 Σάμ μέσα σέ μια ρεματιά γεμάτη φουντωτούς Θάμνους, κυνη­ γάει ,μιά κατστκούλα.


ιό ι·Μϊαμ£ΝΛ

— ’Έϊ\ Πήτ! Οί Αθηναίοι... μεταμορφώθηκαν σέ γκάγκστερς!

βγαίνη στον κάμπο... Θά πρέ πει νά φτάνη έξω άπό τά τεί χη των Αθηνών... Έχω μάλι στα την έλπίδα πώς Τσως υ­ πάρχει· κάποια μυστική πόρ­ τα στο τέλος της, πού νά φέρ νη μέσα στην πόλι. — Τί σέ κάνει νά τό πιστεύης αυτό Πήτ; — θάναι περίεργο άν οί κάτοικοι τής πολιτείας δεν έ­ χουν ανακαλύψει τη χαράδρα αυτή, πού κρύβεται τόσο κα­ λά άπό τό μάτι. Οί εχθροί δύ σκολα θά μπορούσαν νά την άνακαλύψουν καί άν τό έκα­ ναν θά έφταναν πίσω άπό μιά κλειστή πύλη. Οί πολιορκηιμένοι όμως εύκολα θά περνού σαν άπ' αυτό τό πέρασμα ά-

νάμεσα στις γραμμές των έχΟρών τους, γιά νά κάνουν μιά έξοδο ή νά στείλουν ένα μήνυμα στις γειτονικές φιλι­ κές τους πολιτείες... ^— ^Ωστε λες νά ύπάρχη κάπο,ια πόρτα, Πήτ; ρωτάει ό Σάμ καί τό πρόσωπό του, αντί νά είναι χαρούμενο σ' αύ τή τη, σκέψι, φαίνεται έξαιρε τικά άνήσοχο. •— Τό έλπίζω, όστοκρίνεται τό 4Ελληνόπουλο. — Μά τότε, Πήτ, υπάρχει ή περίπτωσις ν' άνοίξουν μό­ νο τής κατσικούλας κι* εμάς νά (μάς κλειδώσουν άπ’ έξω! Ό Πέτρος χαμογελά. Καταλαβαίνει πώς είναι περιττό νά προσπαθήση νά


βάλη μυαλό^ στόν φίλο του, πάνώ σ3 αυτό. τό θίέμα. Άπό τηιν ώρα ττού^όι σαΐ­ τες των Αθηναίων του τροπή σαν .και τό' δεύτερο ττάγούρι του, ό κακομοίρης εκείνος έ­ χει γίνει σαν τ,ρελλός κάι ή σκέψι του- ηχεί μόνιμα καρφωθη στην ιδέα ττώς πρέπει να πιη λίγο γάλα! — Και γιατί να συμπαθή­ σουν· οι ΆθηναΐοΊ πιο πολύ έ­ να τετράποδο άπό έσένα, Σάμ; τον ρωτάει χαμογελών­ τας. — Χμ!, κάνει μέ απελπι­ σία τό- ξανθό αγόρι. "Οσο για τή συμπάθεια που μου έχουν οί πρόγονοί σου, Πήτ, την εί­ δες καί προηγουμένοος. Τά δυο παιδιά κουβεντιά­ ζοντας έτσι, προχωρούν κιό­ λας μέσα, στο ποκνόφυτο κα~ τηφο ρ ικό φαρσιγγ ι. "Από τή βοή καί τά ουρλια χτά των Δωριέων που πλησιά ζουν, καταλαβαίνουν πώς οι τελευταίοι αυτοί, βρίσκονται πια πολύ κοντά. Άλλα τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τούς Αθηναίους. Ό Σάμ κι5 ό Πέτρος άκου νε τώρα τίς φωνές τους καί τις διαταγές πού δίνουν οί ά ξιωματικοΐ στους πολεμιστές πίσω από τά τείχη, γιά νά πάρουν τίς κατάλληλες θέσεις γιά τή. μάχη. ^ λχ Καί ξαφνικά, έκεΐ πού κό­ βουν τά κλαδιά τού τελευταί ου θάμνου που βρίσκεται εμ­ πρός τους, ό καθένας άπ5 αύ τούς διακρίνει έκεΐ άπό πίσω αύτό που τον ενδιαφέρει. Μ5 άλλα λόγια ό Πέτρος

βγάζει ριά χαρούμενη κράι> γή, γιατί έκεΐ βλέπει πώς δεν έπεσε έξιω στους υπολογι­ σμούς του. 'Μπρός τους βρίσκεται μια μικρή ξύλινη πύλη, που εΐναι ερμητικά κλεισμένη,. Κύ ό Σάμ όμως ξεφωνίζει χαρούμενα καί τά ολοστρόγ­ γυλα ματάκια του αστρά­ φτουν άπό ευτυχία, καθώς δι­ ακρίνει την κατσικούλα του, πού μ ή βρίσκοντας άπό πού νά ξεφύιγη ή δύστυχης έχει κουρνιάσει στή γωνία τής πόρτας Εκείνης καί βελάζει τρομαγμένη. Το πρόσωπο τού Σάμ έχει φωτισθή άπό ένα ηλίθιο χαμό γελο. Προσπαθεί νά κάνη τό ζώο νά τον συμπαθήση γιά νά πά ψη νά τον φοβάται καί νά μ ή θέληση νά τού ξεφύγη κι5 αυ­ τή τή φορά. Φυσικά ή κατσίκα δέν κατ­ ' ταλαβαίνει τά αίσθήματά του καί τή σημασία πού έχει τό γλυκό· του χαμόγελο. Ψάχνει μέ τά πανικόβλητα μάτια της νά βρή μια τρύπα ανάμεσα στα πόδια τού Σάμ καί νά ξεγλυστρήση άπ5 αυ­ τήν γιά νά γλυτώση.. Τό αγόρι τό· αντιλαμβάνε­ ται αυτό καί αποφασίζει νά βάλη τά... δυναμικά μέσα... Σκύβει καί μέ άπλωμένα τά χέρια προχωρεί σιγά -^σι γά πρός τό μέρος της, μιλών­ τας της πάντα γλυκά καί χαϊ δευτικά, Γ/ </ΐ Λ ΕΤ* ιναι όμως έτοιμος στην πρώτη ύποπτη, κίνηΐσί της νά χυμήιξη. καί νά τήν άρπάξη.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ -— Έλα, κατσικούλα μου! Τι θα τα κάνης τόσο γάλα του λόγου σου, πού κουβαλάς μαζί σου; Δέν βλέπω νάχης παιδιά νά μεγαλώσης! Σου προτείνω νά... υιοθέτησης ε­ μένα ! Το τετράποδο ούτε τα κα­ λαμπούρι. του Σάμ καταλα­ βαίνει. Μονομιάς βγάζει ένα και­ νούργιο βέλασμα και χύνεται προς τά εμπρός^ Ό Σάμ περιιμένει αυτή την κίνηισι. Τούτη·, τη φορά δέν έχε^ι σκοπό1 ν’ άιφήση τα θησαυρό ταυ νά πετάξη.. 4Απλώνει τά χέρια και κά­ νει ένα πλονζ,σν σάν πραγμα­ τικός τερματοφύλακας. Ή κατσίκα βρίσκεται στην αγκαλιά του. — Σ’ έπιασα!, μουγγρίζει θριαμβευτικά. Δέν πρόκει ται νά σ’ άφήσω νά μου ξεφύγης, άν δέν μου πλήρωσής τά δανεικά σου! Τή;ν ίδια στιγμή ακούει έ­ να κρότο, μιά βοή καί τήν τρομαγμένη κραυγή του Πέ­ τρου, που ανακατεύεται μέ έ­ να πονεμένο βέλασμα. Το ζώο που κρατάει στα χέρια του, σπαρταράει, θανά­ σιμα. Είναι καρφωμένο από δυο μεγάλα βέλη που προορίζον ταν γιά τον ίδιο τον Σάμ αλ­ λά καθώς είχε πάρει τό ζώο στήν αγκαλιά του σάν άσπί1δα„ τά δέχτηκε εκείνο. Δυό μέτρα μπροστά, ή πυ λη) των τειχών είναι όλάνοιχτη και καμμιά δεκάρά το­

9

ξότες βρίσκονται έκεΐ πέρα. Τά πρόσωπά τους είναι τρομερά άγριαν Τά βλέμματά τους γεμάτα θάνατο. 4Ο Σάμ άναυδος νοιώθει τά μέλη, του νά παραλύουν άπό τήν απελπισία. Τό νεκρό· ζώο πέφτει άπό τά χέρια του και κατρακυ­ λάει βαρύ στή γη. — Μα... μά αυτό δέν ήταν παγούρι, τρομάρα σας!, λέει μέ άγανάκτη|σι τό ξανθό α­ γόρι. Μου τρυπήσατε τά δυό παγούρια μου. Έταν ανάγ­ κη, νά ξεκάνετε και τό δύστυ­ χο τό κατσικάκι; Οι Αθηναίοι όμως πολε­ μιστές δέν φαίνονται νά συγκινοΰνται άπό> τά λόγια του, πού άλλωστε δέν τά καταλα­ βαίνουν. Τεντώνουν ξανά τά δοξάρια τους, περνώντας καινούργια βέλη. Εκείνοι πιστεύουν πώς τά δυό άγόρια είναι Δωριείς καί πώς έχουν ανακαλύψει τό κρυ φό πέρασμα, γιά τήν κρυφή αυτή πύλη. ■Πρέπει λοιπόν νά τους ε­ ξοντώσουν μέ κάθε θυσία και τό συντομώτερο, γιατί ή μι­ κρή αυτή ρεματιά, είναι ή τε­ λευταία ελπίδα τους γιά σω­ τηρία. 4Ο Πέτρος ρίχνεται προς τό μέρος του σαστισμένου και αγανακτησμένου φίλου του καί τον τραβάει δυνατά άπό τό· χέρι. Ξέρει όμως πώς δλα αυτά είναι πιά μάταια. Ό θάνατός τους είναι οί-


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

γαύρος, περισσότερο από κά θε άλλη φορά... Ό τρίτος θάνατος... _ί ΕΛΕΥΤΑΊΑ απελπισμένη σκέψι πού κάνει τό ατρόμητο £ Ελληνόπουλο, είναι πώς σέ μερικές ώρες θά βρεθούν νε­ κροί πάνω στην υπέροχη μη>χανή του Χρόνου, αυτός και ό δύστυχος σύντροφός του. Δεν σκέπτεται τη ζωή του μά περισσότερο έκείνη του δυ στυχου φίλου του. 'Κι’ ακόμα πιο πολύ, συλμέ φρίκη πώς .μοιδταν θά περάσουν πολ ή ίσως και μέρες χω

ι

ρίς νά δώσουν ίχνη ζωής ό πα τέρας τού Σάμ> και οι άλλοι γνωστοί τους θά τούς αναζη­ τήσουν. "Ασφαλώς θά τούς άνακαλυψουν τότε, ,μέσα στο κρυφό εργαστήριό τους καί μαζί μ" αυτό θά βρουν καί τό «Βέλος» την υπέροχη μηχανή πού έχει κατασκευάσει ό πατέρας του. Ό διάσημος αυτός επιστή­ μων, δεν είναι πολύς καιρός πού βοηθούσε τούς Άμερ(κά­ νου ς στην κατασκευή τών πρώτων πυραύλων του Δια­ στήματος.^ Δυστυχώς όμως φαίνεται πώς χάθηκε, στην προσπάθειά του νά ταξιδεύση πρώ­ τος στο Παρελθόν, εξ αίτιας

Ό Πέτρος τοΰ κάκου Εχει τρέ|ει νά προλάβη τον φίλο του..„


¥0 ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ 1

11

Αρχίζουν τα... «βασανιστήρια»!

ένας απειροελάχιστου λάθους που υπήρχε^ στη ρύθμισι των ό ργάνων τ ου«: Β έλους». Έτσι βρήκε ό Πέτρος την εκπληκτική αυτή μηχανή, κα­ θώς ήρθε στην Αμερική μέ υ­ ποτροφία τής Κυβερνήσεως των Ήνωίμενων Πολιτειών, δι όρθωσε το λάθος και μαζί ^μέ τον φίλο του τον Σάμ Σάμσον — γοιό του σπιτονοικο­ κύρη; του —άρχισαν τά απί­ στευτα, γεμάτα πρωτοφανείς περιπέτειες ταξίδια τους, σέ εποχές πού έχουν πιά περά­ σει για όλους τούς άλλους άν θρώποος καί έχουν χαθή πίσω από τήν ομίχλη των αιώνων καί τό σκοτάδι των χιλιετη­ ρίδων..,

Αυτά δλα περνούν σαν α­ στραπή άπο τδ μυαλό τού γενναίου παιδιού... Κ ι’ ωστόσο οί Αθηναίοι τοξότες τεντώνουν τις χορδές μέ δυναμι καί υστέρα τις αφή νουν ελεύθερες, σημαδεύοντας προσεκτικά. Οί φτερωτές σαΐτες σχί­ ζουν σφυρίζοντας τον αέρα καί τρέχουν νά χαρίσουν τον θάνατο ατούς δυο αγαπημέ­ νους φίλους. Μά ξαφνικά δλ’ αυτά^ εκεί­ νη, ή κρυφή πόρτα τού κά­ στρου των Αθηναίων καί οί ίδιοι αρχαίοι πολεμιστές, ε­ ξαφανίζονται από τά μάτια του. Γιά μια ακόμα φορά ή ύ-


12

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

πέροχη μηχανή πού ταξιδεύει στο Παρελθόν, τούς ε,χει σώ­ σει καί τούς δυο από τά νύ­ χια τού χάρου. 3Άν όμως, δλες τις προη­ γούμενες φορές αυτό έγινε α­ πό καλή τους τύχη, τώρα τό πράγμα είναι στ5 αλήθεια α­ νεξήγητο. Ό Πέτρος δεν μπορεί νά π ιστέψη στα Ϊ6ια του τά μ ά­ τι οο ζέρει πολύ καλά πώς δέν έπρεπε νά έπιατρέψουν αυτή τη στιγμή. Ό ίδιος έχει ρυθμίσει την ώρα τής επιστροφής τους καί είναι βέβαιος πώς αυτή θάπρεπε νά συμβή έξη ώς επτά ώρες αργότερα. 3Ακόμα ξέρει μέ τήν ίδια βεβαιότητα, πώς τό «βέλος» είναι εντελώς αδύνατον νά κά νη λάθος. Ή ακριβέ ιά του είναι εκ­ πληκτική. Δέν χάνει ούτε δέκατο του δευτερολέπτου σέ ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ούτε πρόκειται για βλάβη τού μηχανισμού του. Κάτι τέτοιο δέν θά τους γύ ριζε νωρίτερα άττό· τήν (ορι­ σμένη ή έστω άργόΐτερα άπ3 αυτήν. Κάτι τέτοιο θά σήμαι νε ασφαλώς τον θάνατο γιά τούς δυο νεαρούς χρ ον ο ναύ­ τες μας. Μέ τήν ταχύτητα τής α­ στραπής καί πάλι, δλ3 αυτά περνούν από τό μυαλό· τού Πέ τρου καί τού προξενούν τήν τρομερή εκείνη έκπληΐξι τής πρώτης στιγμής.

ΒΕΛΟ2

Αυτό όμως δέν κρατάει ττό λύ._ Ξαφνικά άκούγεται ^ πίσω του ή αγριοφωνάρα τού Σάμ: — Έϊ! Πήτ! Οί /Αθη­ ναίοι σου, μεταμορφώθηκαν σέ... γκάγκιστερς! Ό Πέτρος μ3 ένα κακό προ αίσθη/μα νά σφίγγη: τήν καρ­ διά του, στρέφει προς τό μέ ρος τού φίλου του. Μονομιάς πανιάζει. Τά μάτια του ανοίγουν γε~ ιμάτα άγων ιώδη ερωτηματικά Τούτη, τή φορά ό Σάμ δέν έχει καθόλου άδικο. Μέσα στο εργαστήριό τους μέσα σ3 αυτό τό δωιμάτιο πού δέν πρέπει νά γνωρίζη κανείς στον κόσμο τήν ϋπαρξί' του, έκτος άπ3 αυτόν καί τον Σάμ, βρίσκονται αυτή τή στιγμή τέσσερις άντρες, πού τά πρό σωπά τους, είναι άποκρουστι κά καί τά μάτια τους γεμάτα σκληρότητα. Οί δυο άπ3 αυτούς κρατούν στα χέρια τους πιστόλια καί σημαδεύουν τά δυο παιδιά. Υπάρχει όμως κι3 ένας πέ μπτος άνθρωπος στήν παρέα τους, πού ό Πέτρος δέν τον εί χε άντιληφίθή ·μέ τήν πρώτη ματιά. Αυτός διαφέρει από τους άλλους. Τό παρουσιαστικό του εί­ ναι πιο εξευγενισμένο. Κάθεται σέ μιά βαθειά πο λυθρόνα στήν άκρη τού εργα­ στηρίου καί παρατηρεί μέ μά τια γουρλωμένα τό «Βέλος». Είναι αρκετά μεγάλης ήλι


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κίας καί αρκετά παχύς. Ή φυσιογνωμία του δεί­ χνει απέραντο θαυμασμό. Μέ τήν πρώτη- ματιά ό Πέ τρος καταλαβαίνει πώς ρχει νά κάνη μ* ένα επιστήμονα. Αυτό όμως δεν ελαττώνει την ανησυχία του. Δεν χρειάζεται πολλή σκέ ψι γιά νά ικαταλάβη τι συμ­ βαίνει/ Τά πιστόλια που κρατουν στά χέρια τους αυτοί οι άν­ θρωποι,, μαρτυρούν πώς δεν πρόκειται γιά άτομα πού τά πηγαίνουν καλά ,μέ τον νόμο. "Οπως είπε και ό Σάμ Από την αρχή, Ασφαλώς θά πρόκειται γιά γκάγκστερς. Αυτός όμως πού φοβίζει Α­ κόμη περισσότερο τό υπέροχο Ελληνόπουλο, είναι ακριβώς ό παχύς άντρας πού κάθεται στήν πολυθρόνα απέναντι τους. Χωρίς αμφιβολία αυτός θά είναι ό αρχηγός τής συντρο­ φιάς. !Κι" άν στήν π,ραγματικότη τα είναι έπιιστήμων — όπως Αμέσως φαντάστηκε ό Πέ­ τρος — αυτό σημαίνει πώς ένδιαφέρεται γιά τήν εκπλη­ κτική; μηχανή πού ταξιδεύει στους αιώνες... ,Γιά νά έχη μάθει όμως σχε τιικά μέ τήν υιπαρξι αυτής τής τεευταίας και1 γιά νά έχη φέ­ ρει έκεΐ .μέσα τούς Ανθρώ­ πους του ώπλισμένους μέ πι­ στόλια, θά πή πώς ϊσως πρό­ κειται καί γιά κατάσκοπο... 7^ρα προσέχει τό μ έλα-

13

χροινό Αγόρι, πώς ό άνθρω­ πος εκείνος δέν μοιάζει γιά "Αμερικανός. Κι" άν διμω-ς δέν είναι ^κα­ τάσκοπος, οπωσδήποτε θάναι κακοποιός, πού φιλοδοξεί νά κερβίίση περιουσία εκμεταλ­ λευόμενος τό -υπέροχο «Βέ­ λος». Ή καρδιά τού- Αγοριού έ­ χει γεμίσει αγωνία σ" αυτή τή ,σκέψι. Τό «Βέλος» στα χέρια Αν­ θρώπων ,χω'ρίς συνείδησι, θάναι κάτι τό τρομερό-. Κάτι πού μπορεΐ νά έπιφέρηΐ Αφάνταστες καταστροφές στήν Ανθρωπότητα. "Ενα Ανακάτεμα πού δέν ,μπορεΐ νά τό χωρέση τό μυα­ λό- τού Ανθρώπου. Μέ τήν καρδιά σταματημέ νη σχεδόν, τό Ελληνόπουλο καρφώνει τό βλέμμα στά πι­ στόλια πού είναι στραμμένα καταπάνω του- και συλλογί­ ζεται μ" ένα κρύο ρίγος πώς ό τρίτος τουιτος θάνατος πού Απειλεί αυτόν καί τον φίλο του, μέσα στό> μικρό χρονικό διάστημα, είναι πολύ χειρό­ τερος άπό έικεΐνον πού θά τούς προσέφεραν οι Δωριείς, πολύ χειρότερος κι" Απ" αυτόν πού θάίβρίσκαν Από τις σα'ί'τες των πανάρχαιων "Αθηναίων. Σ" εκείνη τήν περίπτωσι τό «Βέλος» θά τδβίρισκε ό πατέ­ ρας του Σάμ καί θά κατέλη­ γε στά χέρια τής "Αμερικανι­ κής Κυβερνήισεως. Ποιος όμως μπορεί νά πή τί φοβερή τύχη τό περιμένει τώρα;


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Τό άποτράπαιο σχέδιο

οι σκέψεις πού κάνει τό *Ελλη νόπουλο την πρώτη στιγμή. "Ύστερα συνέρχεται. Λίγο λίγο τά σιδερένια του νεύρα τον βοηθούν νά ξαναβρή την αυτοκυριαρχία του. — "Ο,τι κι; άν είναι,^ψιθυ­ ρίζει βιαστικά στ* αυτί τού Σάμ, θά αντιμετωπίσω με κι5 αυτόν τον καινούργιο κίνδυνο. Π ρος το παρόν μάλιστα άς μην ξεχνάμε πώς οι άνθρωποι αυτοί μάς έχουν σώσει τη ζωή. Χωρίς αμφιβολία, αυτός έκεΐ που βλέπεις, μάς ξανάφερε πίσω στην κρισιμότερη στιγμή. Ό Σάμ τον κυπτάζει μέ γουιρλω μιέν α μ άτ ι α. —Πώς τά κατάφερε, Πήτ; — Δεν είναι καθόλου δύ­ σκολο, απάντησε τό 'Ελληνό πουλο. 4Απλώς, γύρισε τό ρο λόϊ τού «Βέλους» μερικές ώ­ ρες πριν... "Έτσι ή στιγμή τής επιστροφής μας άλλαξε πάνω: στο μηχάνημα... Δεν πρόλαβαν νά πουν περ ισσότερα. Ό άνθρωπος που καθόταν στην πολυθρόνα, σηκώθηκε ξα φνικά καί προχώρησε προς τό μέρος τους. — Καλώς ήρθατε,^ είπε μέ ύπουλα γλυκεία φωνή. Έλπί ζω νά μέ συγχωρήτε που σάς άνάγκαισα νά έπιατρέψετε λι γάκι άπροσδόΙκητα. Είδα ό­ μως πώς θ’ αργούσατε και

περιμένουν πέντε άνθρωποι ό λόκληρες ώρες. Έξ άλλου ό καιρός γιά ταξίδια στο πα­ ρελθόν πάντα υπάρχει... Ή τελευταία ελπίδα του Πέτρου που βρισκόταν ακόμα στην καρδιά του, πώς οί ξέ­ νοι μπορεί νά «μη γνώριζαν απόλυτα τη λειτουργία καί την αποστολή τού «Βέλους» χάθηκε. Ένοιωσε ένα καινούρ γτσ κρύο ρίγος νά κατρακυλάη στη ραχοκοκκαλιά του. Ό παχύς άντρας γέλασε. — Σου κάνει έκπληξι που γνωρίζω τόσα πράματα, έ, α­ γόρι μου; ρώτησε σαρκαστι­ κά. Λοιπόν πρέπει νά ξερής πώς στην αρχή κι5 εγώ δέν ή­ ξερα καλά - καλά τί θάβρί­ σκα εδώ μέσα. Άλλα οι ε­ πιστήμονες μπορούν εύκολα κ αί συνεννοούνται ι . μ εταξύ τους. ■•Κατάλαβες; Βρήκα κά­ τι σχέδια σ' εκείνο τό μυστι­ κό ντουλάπι. Τά σχέδια τής κατασκευής τού «Βέλους». Α λήθεια, πρέπει νά σέ συγχα­ ρώ γιά τον πατέρα σου. Ή έφεύρεσί του είναι πραγματι­ κά ή καταπληκτικότερη πού έγινε από καταβολής κόσμου Ή σημασία της είναι άνεκτί μητη. Πολύ μεγαλύτερη; απ' όση. θάπρεπε, γιά νά την κα­ ταλάβουν δυό' παιδιά σάν κι* εσάς.·. Μά ελπίζω γρήγορα νά σάς δώσω νά καταλάβετε την άξια της. Δέν πρόκειται νά σάς κάνωμε κακό. Απλώς ήρθαμε νά σάς προτείνωμε συνεργασία... Ό Πέτρος γελά κι5 αυτός μέ τη σειρά του σαρκαστικά.

πήγαινε λιγάκι πολύ, νά σας

Έχει βρή τελείως την ψν*

0 ΛΕΣ ΑΥΤΕΣ δμως είναι


1

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

/χροοιμία του. Τά μάτια του κυττούν σκλη ρά τον άνθρωπο εκείνον. — Συνεργασία, έ; ρωτά ειρωνικά. Μ5 αυτόν τον τρόπο συνηθίζετε νά προτείνετε συν­ εργασία στην πατρίδα σας; Παραβιάζοντας ένα ξένο σπί­ τι καί ψάχνοντας .μυστικά ντουλάπια; 5Από τό πανέξυπνο αγόρι, δεν έχει περάσει άπαροοτήρη τη ή ξενική προφορά του αν­ θρώπου εκείνου, που τά μά­ τια του σκληραίνουν μονομιάς άκόμα περισσότερο. Καταλαβαίνει πώς έχει νά κάνη ιμ’ έναν αντίπαλο επι­ κίνδυνο^ καί όχι μ* ένα παιδί δπως είχε φανταστή στην άργή. ^ Νοιώθει πώς δεν θάναι κα θολού εύκολο νά ξεγελάση ε­ κείνο τό δεκαπεντάχρονο άγό ,ρι καί νά του ξεσηκώση τό μυαλό μέ παχειά λόγια. Αυτό όμως δεν φαίνεται νά τον άπελπίζη, Αντίθετα δυναμώνει τό πεΐ σμα του. _ Σφίγγει τίς γροθιές καί τά δόντια του καί τον παρατηιρεΐ μ5 ένα βλέμμα σαν τής οχιάς.^ "Υστερα άμέσως χα­ μογελά πάλι καί δλη ή κακία που είχε φανή στο πρόσωπό του, εξαφανίζεται μονομιάς. — Είναι ώρισμένες περι­ στάσεις πού αναγκάζουν νά παραβλέπω με καί τούς τύ­ πους, άπαντά. Τό γεγονός εΐ ναι πώς πραγματικά θά συν­ εργαστούμε. Ελπίζω νά λύσωμε φιλικά τό ζήτημα. "Αν κάνης, δ,τι σου πω χωρίς άν

15

τιρρήίσεις, νά ξερής δτι θά ώΦεληΙθής πάρα πολύ άπό αυ­ τό. Μίλησες γιά την «πατρί­ δα» μου.. Κατάλαβες πώς δεν είμαι συμπατριώτης σου. Κα λά λοιπόν... Θά σου τό ομο­ λογήσω... "Οπως ομολογώ ό­ τι είσαι πολύ έξυπνος γιά την ηλικία σου. Λοιπόν ή Κυβέρνη)σίς μου ένδιαφέρεται πάρα πολύ γιά τό «Βέλος». — Ποιά είναι ή Κυβέρνησί σου, χοντρέ; τον κόβει θυμω­ μένος ό Σάμ την ίδια στιγμή Ό παχύς άντρας παρατη­ ρεί τό ξανθό αγόρι κοκκινί­ ζοντας άπό θυμό·. Φαίνεται πολύ ευέξαπτος καί πώς κά­ νει μεγάλη προσπάθεια γιά νά συγκρατή τόση.1 ώρα τά νεύρα του καί νά φέρνεται ή­ ρεμα. •— Δεν θά -άς πω ποιά εί­ ναι, γιά την ώρα,^ μουγγρίζει άπειλητικά. Θά τό μάθετε ό­ μως κι* αυτό... Θά τό μάθε­ τε γιατί πρόκειται νά ταξι­ δέψετε κι* οί δυο σας στη χώ ρα μου, ^μαζί μ5 ετούτο τό πλοίο τού Χρόνου! — "Αμπα ! Δεν γίνεται!, τού λέει ό Σάμ. Έμεΐς τώρα σ υνηιθ ίίσα μ ε νά ταξ ιδεύω μ ε στο Παρελθόν καί είχαμε βαρεθή τά ταξίδια ...«επί τού Παρόντος»! Τό ύφος τού Σάμ είναι τό­ σο πειρακτικό, πού ό άλλος θυμώνει τρομερά. Τό πρόσωπό· του γίνεται κατακόκκινο. Τον ζυγώνει καί αρπάζον­ τας τον άπό τό πέτο, τον τραντάζει μέ δύναμ ι. — "Αν δέν θέλατε νά υπσ-


Ιό

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ι

κούσετε μέ το καλό, μουγγρί ζει, ττρέττει νά ξερής πώς υ­ πάρχουν πάρα πολλοί τρό­ ποι για να βάληι μυαλό ένας νεαρός αυθάδης σαν κι5 εσέ­ να ! Κατάλαβες! Άλλα τό πρόσωπο του Σάμ κοκκινίζει κι5 εκείνο α­ κόμα πιο πολύ άητ’ ο,τι τού άλλου. — Κάτω τά ξερά σου, κύ­ ριος !, βρυχάται μανιασμένα. Κύιττα τον γιακά μου, πώς τον έκανες! Τον έσκισες! Δεν ντρέπεσαι νά είσαι πιο άπρό σέκτας και άπό τούς ...αρ­ χαίους ; Ό άντρας τώρα είναι πια πού γίνεται έξω φρένων, κα­ θώς βλέπει πώς τό ξανθό Άμερικανάπούλο δεν φαίνεται νά δίνη καμμιά σημασία στις άίπειλές του. Με μάτια πού αστράφτουν σηκώνει τό> χέρι του γιά νά τον χτυπηιση. Ό Σάμ όμως δεν τά τρώει κάτι τέτοια. Μέ μια κίνησι πιο γρήγορη κι5 άπό την α­ στραπή,, αρπάζει έκεΐνιο τό χέρι καί την άλλη στιγμή ό παχύς άντρας, βρίσκεται ψη­ λά στον αέρα., μ* ένα τρομα­ κτικό1 ουρλιαχτό πόνου. Ό Πέτρος του κακού έχει τρέξει νά προλάβτ τον φίλο του, πού είναι φοβερός στο ζίου - ύίτσου. Οί δυο κακομούτσουνοι τύ ποί' μέ τά πιστόλια, είναι έ­ τοιμοι νά ξεκάνουν τον Σάμ. Τούς σταματάει όμως τήν τελευταία στιγμή ή κραυγή τού αρχηγού τους, πού βγαί­ νει άπτό τό λαρύγγι του άνσ-

κατεμένη μ3 ένα βογγητό. — Μή„ ηλί'θιοΠ Τι πάτε νά κάνετε έκεΐ πέρα; Τούς χρειαζόμαστε ζωντανούς ! Εν νοια σας! Θά τον περιποιηθώ εγώ γι’ αυτό πού έκανε! Δέστε τους αμέσως! Γερά πού νά μήν μπορούν νά σα­ λέψουν... Οί τέσσερις άντρες βαδί­ ζουν απειλητικά εναντίον των δύο παιδιών. Ό Σάμ έχει πάρει πάλι στάισι γιά νά τούς ύποδεχτή, ό Πέτρος όμως πού τρέμει γιά τή ζωή- τού φίλου του, κα θώς βλέπει εκείνα τά δυο πι­ στόλια, τον συγκροτεί. — "Ησυχα, Σάμ, μ ου ρ μου ρίζει μ3 άγων'α. Μή φοβάσαι Δέν πρόκειται νά μάς κάνουν κακό. Τό «Βέλος» τους είναι εντελώς άχ'ρηστο χωρίς εμάς. Υπάρχουν πάρα πολλά πρά­ γματα πού πρέπει νά ξέρη κα νέίς καί πού δέν βρίσκονται μέσα στα σχέδια..,. — Μα δέν μπορώ πια άλ­ λο, Πήτ!, μουρμουρίζει υέ παράπονο τό ξανθό αγόρι. Έ χω τοελλαθή πιά! Τό μάτι μου έχει θολώσει γιά λίγο γά λα κι3 άν τούς άφήσω νά μέ δέσουν, ποιος ξέρει πόσες ώ­ ρες θά περιμένω ακόμα! Άλλα οί τέσσερις κακο­ ποιοί έχουν πέσει κιόλας άπάνω1 τους. Τ.ρεΐς άπτ5 αυτούς αρπάζουν τον Σάμ, πού φαί­ νεται πιο «άταχτος». Σέ λίγο βρίσκεται δεμένος χειροπόδαρα, πάνω σέ μια καρέκλα. Ό Πέτρος δέν φέρνει κσμμιά άντίρτρρμ


ιό

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

ιΚαταλαβαί'νει πώς κάτι τέ τοιο θά τον κούραση άδικα, γιατί θάναι μάταιο. ίΠροτιμώτερο νά δεχθή προς τδ παρόν την τύχη του, περιμένοντας γ ι5 αργότερα, τήν ευκαιρία νά δράσή. "Έτσι μέσα σέ λίγες στι­ γμές,, ο-ί χρονονα ΰτες μας, βρί σκόνται κΓ οι δυο δεμένοι χει ροπτόδαρα. Ό παχύς άντρας έρχεται καί στέκεται από πάνω τους. Τρίβει ακόμα το χέρι του υ’ έναν μορφασμό πόνου καί κυττόοζει τον Σάμ, σάν νά θέλή νά τον καταπιή. — Άκούστ’ εδώ καί προ­ σέξετε καλά τά λόγια μου!, γρυλλίζει. Αυτό τό μηχάνημα πού βλέπετε, δεν κατασκευάστη|κε γιά νά κάνουν τίς βόλ τες τους μέσα, στους αιώνες δυο ανήλικα σάν κι* εσάς! Τό «ιΒέλος» έχει έναν προο­ ρισμό μεγάλο! Θ’ άλλάξ,η τη μορφή τού κόσμου! Ναι! Ό κόσμος θά μεταφορφωθή όπως συμφέρει στη χώρα μου! Ή γεννιά ή δική σας θά σβήση άπό τό πρόσωπο τής γης! Πώς γεννήθηκε ή Αμερική μι κρέ μου έξυπνε; Τό ξέρεις α­ σφαλώς... Τήν ανακάλυψε ό Χριστόφορος Κολόμβος πριν άπό μερικούς αιώνες... Λοι­ πόν, άν στείλουμε ανθρώπους μ5 ετούτη; τή συσκευή νά βου λιάζουν τά καράβια του ή νά δολοφονήσουν τον Τδιο πριν απ’ τό ταξίδι του, ή ά~ ναικάλυψι αυτή, πού έγινε στο Παρελθόν, ιδ έ ν θ ά χ η γίνει π ι ά... Ό Νέος Κόσμος θά βρειθή πολύ αργό

ΒΕΛΟΣ

17

τέρα καί ή ιστορία του θ5 άλλάξή ολοκληρωτικά. Οί Α­ μερικανοί δεν θάναι. πιά ένας λαός πολιτισμένος καί οργα­ νωμένος. Ή χώρα σας θά πά­ ψη, νά,χη τή δύναμι πού έχει σήμερα:. Μέ τον ίδιο τρόπο μπορούμε ν’ αλλάξουμε πολ­ λά γεγονότα. Νά φτιάξωμε ρέ δυο κουβέντες - τον κόσμο, 6πως σου είπα καί στην αρ­ χή, όπως τον θέλομί έμεΐς! Γελά θριαμβευτικά. Στο βάθος τους τά ύπουλα μάτια του έχουν μια λάμψι τρέλλας. — Ναί! Έτσι θά γίνη Ε λέει πάλι, αγέρωχα. ΓΓ αυτό σου είπα άπιό τήν αρχή, πώς τιό «ιΒέλος» εΐναι ή μεγαλύτε­ ρη έφεύρεαις πού έχει γίνει άπό Καταβολής κόσμου! Γι­ ατί τό μηχάνημα αυτό εΐναι πιο δυνατό άπό· τούς ανθρώ­ πους ! Π ιό δυνατό άπό τήν 41 στ ορ ί α τους! Π; ό δ υνατό, κΓ άπό τή Μοίρα!... Μπορεί νά επιφέρη τον όλεθρο σ’ ό,τι Υπήρξε στο Παρελθόν καί μπορεί νά Δη)μ ιουργήση άλλα γεγονότα, καινούργια... Ή Ιστορία εΐναι ένα απλό παιγνίδι στα χέρια του! Μέ τό «Βέλος» μπορείς νά άιποκτήση ς πλούτη... Δό/ξ α!... Μπορείς νά νοιώσης τήν αΤσθηισι πώς είσαι Κυρίαρχος! Κυρίαρχος τού «κόσμου! Ό Πέτρος τον ακούει πα­ γωμένος. "Ενας τρελλός πανικός έ­ χει αρχίσει νά σφιίγγη τήν καρδιά του, σάν σιδερένια τα νάλ ι α. Άπό καιρό έχει καταλάβει


τώς ή υπαρξις του «Βέλους» δεν πρέπει να φα νεροΡθή στους άλλους ανθρώπους. Ποτέ ό­ μως δεν έβαλε μ»έ τό μυαλό του, τέτοιο τεράστιο σχέδιο Καταστροφής... Και ξέρει πώς άν τό σιχέδιο αυτό πρα­ γματοποίησή στο τέλος, θά■ναι ό Τδιος υπεύθυνος για την πραγματοποίησί του... Ό ί­ διος πού δ'έν φύλαξε καλά τό ανεκτίμητο μυστικό τού πα­ τέρα του. Ό ίδιος που δεν θόςχη εμ­ ποδίσει. αυτούς τούς απαί­ σιους ανθρώπους στά σχέδιά τους. — *Ω! "Όχι!, συλλογίζε­ ται μέ τρομακτική παγερότη τα. Δεν θά τούς άφήσω! Δεν θά τούς άφήσω ποτέ!... "Έ­ στω κι5 άν πρόκειται νά πεθάνω γι’ αυτό! Θά προτιμή­ σω νά ανατινάξω τό «Βέλος» και νά καταστρέψω τά σχέ­ δια τής κατασκευής του. ...«Βασανιστήρια»!

Τ Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟ

'Ελληνό-

πουλο έχε: υεβαιωθή πιά πώς ό άνθρωπος, μέ τον όποιο έχει νά κάνη, είναι ένας παράφρων επιστήμων. Ένας μεγαλοφυής τρέλλός. -έρει πώς αυτό κάνει τή θέσι τή δική του και τού Σάμ πολύ πιο επικίνδυνη. Τήν α­ πειλή εναντίον τής άνθρωπότπτο^' 'τολύ πιο τρομακτική. -έρει πώς πρέπει νά φερθή πολύ προσεκτικά γιατί ό έχίθρός τους δέν θά διστάση ούτε μπροστά στον θάνατο προκειμένου νά έκτελέση τον σκοπό1 του, Είναι ικανός νά περάση πο

Κάνει πλονζόν σαν τερματοφύλακας

χαμούς αίματός ώσπου νά φτάση σ’ αυτόν. Πλησιάζει περισσότερο τό γενναίο αγόρι. Τρέμει ολόκληρος από συγ κίνησι και μικροί θρόμβοι ι­ δρώτα:, έχουν άναβλύισεΐ' πά­ νω στό λιπαρό του μέτωπο. — Λοιπόν; ρωτάει. Τί έ­ χεις ν3 άπαντήισης; ^— Πάνω σέ τί; κάνει ό Πέτρος αδιάφορα καί ψυχρά. — Πάνω σ3 αυτό πού σου είπα. Πρέπει· νά μέ βοηίθήσης. Τά σχέδια πού βρήκα δέν εί­ ναι πλήρη. "Ενα μεγάλο μέ­ ρος τους λείπει. Μ5 αυτά πού έχω στά χέρια μου, δέν μπο­ ρώ νά είμαυκάτο'χος όλων των μαστικών τής λειτουργίας του «Βέλους». Θέλω νά μου δώσης τά σχέδια αυτά: Ό Πέτρος υποκρίνεται μέ φωνή αδιάφορη: — Δέν υπάρχουν άλλα αχέ δια. "Ολες οι λεπτομέρειες, γιά τίις οποίες ^μιλάς, βρί­ σκονται μέσα στό μυαλό μου αλλά δέν θά τις μάθηις ποτέ άπο μένα. — Έτσι λές; γρυλλίζει ό άντρας θυμωμένος. Κι3 έγώ σου λέω πώς θά τις μάθω, νεαρές μου ! Θά τίς μάθω ο­ πωσδήποτε^! Καί ξέρω ακόμα πώς μου λές ψέματα γιά τά σχέδια ! Κ ι’ αυτά όμως θά τά βρω χωρίς^ άμφιιβολία. Σέ προειδοποιώ... Θά τά βρω ό­ που κι3^ άν τάχης κρυμμένα. Γι3 ^αύτό καλύτερα είναι νά μιλησης άπο τώρα. Λέγε: Σ3 ακούω... ^ ^ Τίποτα δέν πρόκειται, νά μάθης άπο μένα, αποκρί­ νεται τόΈγόρι ήσυχα. — Είσαι ηλίθιος άν νομί­ ζεις πώς μπορείς νά τά βά-


ίό

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

λης μαζί1 μας... Έχομε πάρα πολλούς τρόπους νά σέ κάνωίμε νά λύσης τή γλώσσα σου. Έτσι κι3 Αλλοιώς αυτό πού θέλομ" έμ<ε?ς θά τό κάνωμε στο τέλος... "Άν όμως μάς βοήθήσης, θά γίνηίς ένας από τούς πιο Ισχυρούς άρχον­ τες τής κοσμοκρατορίας μας. Είναι ανόητο νά φερνής αν­ τιρρήσεις, Αφού δίέν θά μπό­ ρεσης νά κάνης διαφορετικά ώς το τέλος. Δεν τό καταλα­ βαίνεις; — Τό σχέ’διό σας είναι Α­ νόητο!, τού Αποκρίνεται τό Ελληνόπουλο με σταθερή φω νή. Πάρα πολλοί ώς σήμερα έχουν κάνει- σχέδια γιά μιά κο σμοκρατορία αλλά κανένας δεν έχει πετύχει. Είσαι τρελ λός νά σκέπτεσαι πώς ένας άνθρωπος μπορεί νά γίνη πιο δυνατός Από τή Μοίρα·.. Πι­ στεύεις οτι τό- «Βέλος» μπο­ ρεί νά την άλλάξη... Μά εγώ σου λέω πώς κι3 αυτό Ακόμα, είναι ένα Ασήμαντο πιόνι στά χέρια της... Κάτι πού "Εκεί­ νη ώρισε νά φτιαχτή, όχι γιά νά έκτελέση τούς σκοπούς τούς δικούς σας αλλά τούς δικούς της! Είσαι επιστήμο­ νας... 3Άν όμως ή τρέλλα τής μεγαλομανίας δεν είχε τρυπώ σει στο μυαλό σου, θάιξερες πώς δεν υπάρχει- περίπτωσι τίποτα -ν3 Αλλάξη άπ3 όσα έ­ χουν γίνει μέχρι σήμερα... Ή ύπαριξις του «Βέλους» βρί­ σκεται κι3 αυτή μέσα στήν Ιστορία πού έχει- γραφτή! — "Ανόητε!, καγχάζει ό άλλος. Ή καρδιά σου είναι γεμάτη παιδική αφέλ ε ι α!

ΒΕΛΟί

Δεν καταλαβαίνεις! Ό άνθρω πος γεννήθηκε γιά νά είναι κυ ιρίαρχος! "Από τον καιρό1 πού βρέθηκε απάνω στον κόσμο, κάθε κ α ι ν ούργ ια Ανακάλυφι > κάθε καινούργια τελείοποίήσι Ανεβάζει τό επίπεδό του καί τον κάνει πιο δυνατό! Μ ιλώντας έτσ ι στρέφ ε ι σίτον Σάμ. Ό άνθρωπος εκείνος δεν μπορεί νά §έρη πώς τό ξανθό Αγόρι- δεν γνωρίζει σχεδόν τί ποτά, γιά τή λειτουργία του «Βέλους». Φαντάζεται, πώς καί τά δυο παιδιά κατέχουν εξ "ίσου τά .μυστικά του. Πώς ίσως τό ξαν θό "Αμεριικανόπσυλο δεχτή πιο εύκολα νά τούς βαηθήσ·η.

— Ό φιίλος σου είναι α­ νόητος, τού λέει, προσπαθών τας νά δώση όσο μπορεί με­ γαλύτερη γλύκα στή φωνή του. "Εσύ φαίνεσαι γιά πιο έξυπνος... — "Από κεΐ καταλαβαίνεις τί μπουμπουνοκέφαλος πού είσαι!, τού1 φωνάζει ό Σάμ γελώντας δυνατά. "Εγώ πιο έξυπνος από- τον Πήτ; Ούτε στο νυχάκι του δεν του φτά­ νω ! Ό άντρας συγκροτεί μέ δυσκολία τά νεύρα του. Προσπαθεί νά χαμογελάση πετυχαίνοντας μιά κακόγου­ στη γκριράιτσα. Θέλει νά δείξη πώς^ πήρε στ" άστεΐα τά λόιγια τού Σάμ. — "Άκου, τού λέει. "Άν θά μάς βοηΐθήσης, θά κάνης καλό στο φίλο σου. Θά τον γλυτώσης από τά βασανιστή


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2 ρια που έχει νά τραβήξη, έ'ξ αίτιας τού πείσματός του... Δον θάχσνα τον και<ρό μου μαζί σας. Κάπου μας περίμέ­ νει ένα υποβρύχιο. "Ολους ε­ μάς μαζί μέ το «Βέλος». Θα σάς έπαιρνα καί θά σάς πή­ γαινα στην πατρίδα μου. Ε­ κεί θά καταλαβαίνατε πώς δέν μπορεί νά κάνετε τίποτ’ άλλο από τό νά συνεΡΥαστήτε μαζί μας. Μά θέλω πρϊν φύγωΙμε τά σχέδια πού λεί­ πουν. Κατάλαβες. Θά τά πάρω οπωσδήποτε αυτά τά σχέδια-..- "Εστω κι5 άν πράκειται νά σάς κόψω κομματάκια - κομματάκια! Μίλησε για νά σώσης τον εαυτό σου καί τον φιίλο σου! — Τί1 νά πω; τον ρωτάει ό Σάμ κοροϊδευτικά. Ό άλλος καταλαβαίνει πώς τό ξανθό αγόρι τον κοροϊδεύει άλλά δεν θέλει ακόμα νά κα­ τάθεση τά όπλα. — Νά μου φανέρωσης που βρίσκονται κρυμμένα τά υπό­ λοιπα σχέδια τού «Βέλους», καί νά τό πής γρήγορο:, για­ τί διαφορετικά θ’ αρχίσω α­ πό* σένα! Με νοιώθεις; Ό τόνος τής φωνής του, έχει γίνει τρομερά απειλητι­ κός. Χωρίς νά μπορούμε νά βεβαιώσουμε άν αυτό είναι α­ λήθεια, έχει βγάλει τό συμπέ­ ρασμα πώς 6 Σάμ έχει πιο άδύνατον χαρακτήρα από τον Πέτρο καί θά υποκυψη ευκο­ λότερα. Γι’ αυτό προσπαθεί τον τρομοκρατήση μέ ΤΟ

ψος Τφ-ν?

νά ύ­

21

Τά μάτια του λάμπουν· ά­ γρια. Ό Σάμ όμως δεν φαίνεται νά πτοήται απ’ αυτά. — Θά σου> πώ την αλή­ θεια, τού λέει, γιατί ή μακα(ρίτισσα ή μάνα μου μού έλε­ γε πώς έτσι πρέπει νά κάνω. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκονται τά σχέδια πού λες, ούτε κι* υπάρχουν. Μά καί νά τόξερα δεν θά σου τό έλεγα ποτέ! Ό Σάμ χαμογελά κρυφά. 'Κάποια παράξενη ιδέα έ­ χει περάσει από τό μυαλό του. — Θά μού πής «γιατί;», συνεχίζει στον ίδιο τόνο. Θά σού απαντήσω: Δεν σέ χω­ νεύω*! Γ ι5 αυτό. Τό μούτρο σου μού προκαλεΐ την άηβία. Έπρεπε νά στείλουν έναν λι­ γάκι πιο ώμορφο Τι5 αυτή τη δουλειά! Σέ συχαίλομαι όσο καί τό γάλα! - μάρτυς μου ό Θεός! "Οπως μπορώ νά πεθάνω από αηδία στη σκέψι πώς μπορώ νά βάλω καί μιά γουλιά άπό> δαύτο στο στόμα μου, άλλο τόσο μέ κάνει κι* ανατριχιάζω* ή ιδέα πώς μπο­ ρώ νά σού κάνω τό κέφι. "Α­ δικα χάνεις τον καιρό σου μα­ ζί μ ου! Ό άλλος τόση ώρα πού μι λάει ό Σάμ, φαίνεται νά βρά ζη άπό θυμό1. Σφίγγει τις γροθιές του μανιασμένα. Τό* κορμί του τρέμει ολό­ κληρο άπό· την* άγανάκτισι. Στά τελευταία όμως λό­ για τού ξανθού αγοριού, τό ύφος του άλλάζει. Τά μάτια του αστράφτουν. Στο τηράσοπο του χσράζιι


22

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ένα διαβολικό χαμόγελο. — Έτσι, ε; γρυλλίζει σαρ 6όνια. Τώρα θά σέ μάθω νά μιλάς ,βρωμόΤταιδο^ Κάνει νόημα σ" έναν από τους άντρες του. Εκείνος τον ζυγώνει κι* αύ τός κάτι του ψιθυρίζει γρή­ γορα στ* αυτί1. Ό κακοττοιός άττομακρύνέ­ τα ι γρήγορα και βγαίνει έξω από το εργαστήριο. Λεν αργεί παραπάνω από δέκα λεπτά τής ώρας. -αναγυρίζει φορτωμένος μέ δέκα μπουκάλια γάλα. Ό Σάιμ τά βλέπει και σκου πίζει μέ τή γλώισσα του τά ξεραμένα του χείλια. Κάνει τρόμερές προσπάθειες γιά νά μή δείξη; τον εν­ θουσιασμό του, αλλά αντίθε­ τα νά πρασποιηΙθή τον τρο­ μαγμένο. — Δέ... δέ... δέ φαντάζο­ μαι νά... ψελλίζει. — Τό συχαίνεσαι τό γά­ λα,, έτσι; Τον διακόπτει ό άλλος. Τώρα θά σέ κάνω1 νά τό συχαθής ακόμα περισσότερο/'Ανοιξε την πρώτη μπου κάλα, Σλίκ; Ό άνθρωπος υπακούει. "Αφήνει τά μπουκάλια κά­ τω και κρατάει μόνο ένα που βγάζει τό βούλωμά του. Ό παράιφρων έπ ιστήμων, τό παίρνει και ζυγώνει τον Σάμ. "Εκείνος δίέν μπορεί νά συγ κρατηιθή περισσότερο και ξε­ ρογλείφεται, αλλά ή αγωνία του μήπως καταλάβουν τό σχέδιό του εΐναι τόση, πού «αθάλον δύσκολο νά πιςττίφη

ό άλλος πώς εΐναι τρόμος και άηδία. Τά μάτια του λάμπουν δι­ αβολικά. — Λοιπόν; τον ρωτάει. Μήπως άλλαξες γνώμη; — "Άν μ" άναγκάσης ^νά πιω έστω καί μιά γουλιά απ’ αυτό τό πράγμα, θά σέ σκο­ τώσω!, γρυλλίζει ό Σσ\· -— Μιά γουλιά; κάνει ό άλ­ λος σαρκαστικά. Όλ" αυτά τά μπουκάλια πού βλέπεις θά τά ρίξω στο στομάχι σουΤ Μίλη(σε γρήγορα! Τελευταία φορά σου τό λέω! — Πήτ! *Ω, Πήτ! Δεν μπορείς νά μέ βοηθήσης; φω­ νάζει ό Σάμ σπαρακτικά. — Τί νά σου κάνω δυστυ­ χισμένε μου φίλε; του απο­ κρίνεται τό μελαχροινό αγό­ ρι. Δεν βλέπεις πού είμαι δε μένος καί δεν μπορώ νά σαλέ­

ψω;

Καί μέ δυσκολία κρατάει τά γέλια ό Πέτρος, στη σκέ ψι των «βασανιστηρίων» πού πρόκειται νά ύποστή ό φίλος του. — Λοιπόν, θά μιλήι.σης; Τό- ξανθό αγόρι αναστενά­ ζει. ^ Τό πρόσωπό του αλλάζει ύφος. Γεμίζει αποφασιστικό­ τητα. — "Όχι!, μουγγρίζει από τομα. Δεν θά πώ κουβέντα! Προτιμώ νά πεθάνω από αη­ δία! "Εμπρός! Ξεμπερδεύε­ τε! Μή μέ βασανίζετε περισ­ σότερο ! Κι" αυτή τη φορά ό Σάμ έχει, π ή τήν αλήθεια, γιατί βσσσνίζ&τοοι τρομερά,


ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

ττοντας έκεΐ δίπλα του τό μπουκάλι μέ τό γάλα και μή μπορώντας νά πιή έστω μια γουλιά. Και ό άπάίσιος εκείνος άν­ θρωπος πέφτει στην παγίδα πού του έχει στήσει τό αγό­ ρι· — 5Ανοΐξτε του τό στόμα!, διατάζει στους άντρες του. Και οι τελευταίοι αυτοί δεν δυσκολεύονται καθόλου νά έκτελέσουν τή διαταγή του, γιατί ό Σάμ τό ανοίγει καί μόνος του. — Θά μου1 τό πληρώσετε αυτό!, φωνάζει απελπισμένα. Θά σάς... Δεν προλαβαίνει νά πή πε­ ρισσότερα. Τό μπουκάλι βρίσκεται ά­ ντε στ ροο μ μ έν ο στο άνο ι χτό στόμα του καί τό»... «λευκό υ­ γρό τής ζωής» αρχίζει νά κα­ τρακυλά η σάν ποτάμι στο στομάχι του. Νοιώθει απέραντη; ευτυχία καί άπόλαυσι. / — Θά μιλήσης τώρα; γρυλ λίζοι 6 άντρας, καθώς τό πρώ το μπουκάλι έχει αδειάσει. — Φρόντισε νά μήιν πέσης καμμιά φορά στα χέρια μου! του αποκρίνεται ό Σάμ πού κάνει συνεχώς φοβερούς ψεύ τιικους μορφασμούς γιά νά δει ξη πόσο... υποφέρει. Αυτό μό νο έχω νά σου πω! —- Τή. δεύτερη; μπουκάλα !, διατάζει εκείνος. Ή Τδη α σκηνή έπαναλαμβά νεται. Μόνο την ήρα πού γέρνουν πίσω τό κεφάλι του ξανθού άγοριοί) γιά νά τρ.». άνςογκ&

ΒΕΛΟΣ

σουν νά πιή καί τή δεύτερη μπουικάλοζ, ό Σάμ βρίσκει· ευ­ καιρία νά κλείση τό μάτι στο φίλο του πού παρακολουθεί από την καρέκλα του τά.. «:βα σανιστήρια» κι5 εκείνος δαγκώ νεται συνεχώς γιά νά μή γελάση. Καί ή σκηνή εξακολουθεί γιά πολλή ώρα. Τό στομάχΐι του Σάμ Σάμ­ α ον- έχει γεμίσει από γάλα κι5 ρχει φουσκώσει σάν τού­ μπανο, αλλά ό τελευταίος αυ­ τόν δεν μπορεΐ πιά νά κρύψη την ευτυχία του. Τό πρόσωπό του έχει πά­ ρει μ'ιά έκφρασι υπέρτατης α­ πόλαυσης. "Ενα μπουκάλι μονάχα μέ­ νει άίκόίμα. Ό παράφρων επιστήμων έ­ χει άπελπιστή. Καταλαβαίνει πώς άφου τό τρομερό- αγόρι δεν μίλησε μέ τά εννέα μπουκάλια, δεν προ κειτσι βέβαια νά τό κάνη μέ τό τελευταίο. Τρελλός από τά νεύρα του τό άρπάζει καί ετοιμάζεται νά τό πετάξη στην άλλη ά­ κρη. — Μή! Τί πας νά κάνης έκεΐ; φωνάζει σπαρακτικά ό Σάμ, μέ γουρλωμένα μάτια. Είναι αμαρτία! Μπορεΐ... μπο ρεΐ δηλαδή... "Ισως θελήσης μετά... νά μέ βασανίσης ακό­ μα λιγάκι. "Αφησέ το σέ μια γωνιά νά βρίσκεται! Είναι τόσο ειλικρινής ό σπαραγμός του πού ό άντρας καταλαβαίνει τό σατανικό παιγνίδι πού του έχει παίξει

Τ© αγόρι,


24

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

Μονομιάς τό χρώμα τού προσώπου του γίνεται μελανί άπό τό κακό του. Τρέμ όντας σαν επιληπτικός γυρίζει προς τό μέρος του Πέ τρου. — Μίλησ’ εσύ!, γρυλλίζει απαίσια. Μίλησε άν 0ές να τον ,σώσης! Μίλησε, γιατί μ5 αυτό έ6ώ τό μπουκάλι που βλέπεις θά του συντρίψω τό κρανίο. ιΕΤναι τέτοια ή μανία του πού δεν υπάρχει αμφιβολία πώς θά έκτελέσηι την απειλή του. Ό Πέτρος διστάζει. Τό πρόσωπό· του έχει γίνει κατάχλώμο μέσα σε μια στι­

γμή. Κρατάει στα χέρια του τή ζωή του άγαπηΙμένου του ψη­ λού1. Μπορεί νά τον σώση„ αλλά έχει τό δικαίίωμα νά τό κά­ νη; — Μίλήσε!, σκούζει 6 άλ­ λος άνυπόΙμονα. — Μη, Πήτ !, φωνάζει ό Σάμ, καταλαβαίνοντας την πάλη πού γίνεται μέσα του. Μην τούς πής κουβέντα! Δεν μέ νοιάζει πιά νά πεθάνω... Πρώτη, φορά μου βρέθηκα τό­ σο... γεμάτος άπό γάλα. Ό παληάνθρωίπος σηκώνει ψηλά τό βαρύ μπουκάλι. -— Λοιπόν; βρυχάται. Ό Πέτρος δειλιάζει γιά τή ζωή τού1 φίλου του. — Εντάξει!, μουρμουρίζει μ5 άίπελπισίσ. Θά σου πώ αυ­ τό πού Θέλεις νά μάθης. Τά υπόλοιπα σχέδησ, βρίσκονται μέρα στρ Τδιο μυστικό ντον1"

ΒΕΛΟΣ

λάπι απ’ όπου πήρες και τά πρώτα! "Έχει έναν δεύτερο πάτο και είναι θαμμένα κάτω άπ5 αυτόν. Μ ιά θ ρ ιαμβευτ ική κρ αυγή βγαίνει άπό τά χείλια του άλ­ λου. "Αφήνει τό μπουκάλι και τρρχει προς τό μέρος τού μυ στ ικ ο ύ ντουλαπ ιού. — ^Ω! Πήτ!, φωνάζει σχε δον κλαί,γόντας ό Σάμ. Γιά­ τι τό έκανες αυτό; *Ω φίλε μου! Μου έβγαλες ξ,υνά... τά «βασανιστής ι α»! Ό Πέτρος αλλάζει

Τ Ο ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ αποκρίνεται.

δεν

Μέ σφαγμένα δόντια, παρα'Κίολο-υίθεΐ τούς τρομερούς έκείνους ανθρώπους, καθώς πηιγαί1 νουν στην κρύπτη πού βρί­ σκονται τά υπόλοιπα σχέ­ δια του «Βέλους». ιΦαβερήι αγωνία σφίγγει την καρδιά του. Τό ΤίδιιΟ' απελπισμένος φαί­ νεται και 6 Σάμ. Δεν μπορεΐ νά χωνέψη πώς αυτός είναι ή αιτία πού τά πολύτιμα σχέδια τής εκπλη­ κτικής ιμηχανής πού τ α ξ ιδ ε ύ ε ι στον X ρ ό ν ο θά φύγουν άπό τά χέρια1 τής πατρίδας του και θά βρεθούν σ5 ένα άλλο έθνος πού θέλει την καταστροφή της... Την καταστροφή· τού κόσμου... —- 7Ω, Πήτ! Πήτ!, μουρ­ μουρίζει κάθε τόσο σχεδόν κλαίιγοντας. Δεν έπρεπε νά τό κάνης αυτόν Πήτ! Δέν φ


Τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ β'ΕΛόϊ χες δικαίωιμα· νά το κάνης. Έπρεπε νά μ5 άψησης νά πε θάνω! Ό Πέτρος 61έν άπσκ-ρίνέ­ τα ι. Δεν κυττάζει καθόλου τό ψίλο του. "Αλλες βασανιστι­ κές σκέψεις τριβελίζουν τό μυαλό του. Τά μάτια του παρακολου­ θούν άγρυπνα και την τελευ­ ταία κίίνησι των κακοποΊων. 'Βκεΐνοι έχουν φτάσει στο μυστικό ντουλάπι καί τό έ­ χουν ανοίξει. Ό ίδιος ό παράφρων επι­ στήμων πού είναι αρχηγός τους, προσπαθεί νά βρη καί τη δεύτερη μυστική κρύπτη, πού υπάρχει μέσα σ5 αυτό, σύμφωνα μέ τά λό'για τού ' Ελληνόιπ ουλ ου. Μ5 ένα μαιχαιραικιι αποσπά τον πάτο του συρταριού καί αμέσως ένα' επιφώνημα χα­ ράς βγαίνει από τά σφιγμέ­ να του χείλια. Τά μάτια του γυαλίζουν α­ παίσια. Τό πρόσωπό· του δείχνει θρίαμβο. ^ ^5 Εδώ εΐνα ι!, ψελλ ί ζ ε ι, σάν μήν πίστευε πώς τό Ελ­ ληνόπουλο τού είχε π ή την αλήθεια. Σ άν νά -μην μπορή νά π ιστέψη ακόμα, πώς ή άποστο λή του έχει τελειώσει τόσο γρήγορα καί μάλιστα ;μέ έπ ιτυχι ία άπαλ υτη. Μέσα εκεί, μπροστά του, βρίσκονται τά υπόλοιπα σχέ δια τού «Βέλους». Ό Πέτρος λοιπόν του είχε πή την αλήθεια, Τά άρπάζει μέ χέρια παύ

τρέμουν από λαχτάρα. Γυρίζει κοντά ατούς δυο νεαρούς αιχμαλώτους του. Πηγαίνει κοντά στον Πέ­ τρο καί σκύβει από πάνω του. Τά μάτια του έχουν γίνει τώρα πια απειλητικά παρά, ποτέ. — Αυτά είναι τά σχέδια! Αυτά ήθελα!, γρυλλίζ,ει σαρ­ καστικά. Τώρα δεν σ5 έχω α­ νάγκη πια, νεαρέ μου! Δέν σέ χρειάζομαι καθόλου! Ού­ τε εσένα ούτε τον ανόητο φί­ λο σου! "Οταν θά τά μελετή σω, θά ξέρω τά ίδια πού γνω­ ρίζει ι ς κι3 εσύ. Τά Τβ ια ^ κι3 άκόιμα περισσότερα, γιατί ε­ γώ είμαι ένας διάσημος επι­ στήμων, ενώ έσό είσαι μόνο ένα παιδί, πού δέν καταλα­ βαίνει καί πολλά πράγματα Ό Πέτρος χαμογελάει πε­ ριφρονητικά. — Είσαι κουτός!, τού α­ παντάει μέ σταθερή φωνή. ιό πρόσωπο του άλλου κοκ κινίζει καί πάλι αλλά τό α­ γόρι δέν του δίνει κορμιά ση μασία. — Ναί„ είσαι κουτός καί νομίζεις πώς ξέρεις πολλά, χωρίς νά ξέρης τίποτα! ξαναλέει 6 Πέτρος. Τά σχέδια καί πάλι σού είναι άχρηστα χωρίς έμενα. Ό άλλος τόν παρατηρεί άνήσρχσ. — Τι διάβολο θέλεις νά ττής; ρουρμουρίζει. — Αυτό που· σού είπα. Στα σχέδια τό- «ιΒέλος» δέν είναι τέλειο. Πώς νομίζεις πώς χάθηκε ό πατέρας μου;


ιό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Γιατι έχει έξαφανιστή άττό τό πρόσωπο τής γης; Γιατί κάνεις ποτέ πια δεν ξανά μάθε γι' αυτόν, από τή μέρα πού χάθηκε; Γιατί χάθηκε μέ τό «βέλος». Χάθηκε δοκιμάζον­ τας την έφεύρεσί του! Χά­ θηκε έξ αιτίας ενός λάθους πού υπάρχει στα σχέδια τής κατασκευής του! Τώρα λοιπόιν πρέπει να διορθωθούν! Χρε ιάζετα ι μ ιά τελε ι οπο.ίησ ι, σέ μιά πολύ μιικρή άλλα δυ~ σκολώτατο νά βρεθή λεπτο­ μέρεια... Λυτή την τελειοπαίησι την έκανα μόνος μου καί δεν έχει γραφή άκό’μα στα σχέδια! Δεν θά την βρής πο­ τέ σου χωρίς τή βοήθεια μου ! Ό κακοποιός τον παρατη­

ρεί αποσβολωμένος^. •Καταλαβαίνει πώς τό παι­ δί εκείνο λέει την αλήθεια. "Ολος ό ενθουσιασμός του έχει πάει περίπατο. Ή φυσιογνωμία του είναι πάντα ύπουλη σαν τού φι­ διού. — "Ακούσε!, ψιθυρίζει μέ γλυκεία φωνή. Θά^ σ' άφήσω νά ζήσης, άν μου έξηγήισης αυτή τήι στιγμή, ποιά εΐναι αυτή ή λεπτομέρεια. "Αν μου δώσης ένα μικρό· σχέδιο τής τελειοποιήσεως... Ό Πέτρος καγχάζει: — Λεν τρελλάθηκα! ~έρω πώς δεν θά ζήσω στιγμή ύστερ’ απ' αυτό! Σ' έχω· κα­ ταλάβει τι βρωμερός άνθρω-

Μιά ρητή οττλοττολυβόλου/ του κομματιάζει τό κεφάλι,,,


ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

ΒΕΛΟΣ

27

'Ο Κ αδρός φοράει κι άλας τή λαμπρή πολεμική του πανοπλία.

πος είσαι! Φοβάσαι πώς, άν μέ πάρη;ς ιμαζί σου θά κατα­ λάβουν οι δικοί σου πώς τους είμαι πολύτιμος, Θές νάσαι ό μόνος πού θά πάρη. όλη. τή δόξα γιά τό «Βόλος»... Αλλά δέν· πρόκειται νά κερδίσης τί ποτά χωρίς έμενα! Παρ’ το άπάφασι! -— Θά σε κάνω νά μιλήσης!, ουρλιάζει ό κακούργος μανιασμένος. Μποιρώ νά σε κάνω νά μ ιλήση,ς είτε τό θές είτε όχι! Θά σε αναγκάσω νά μού ύπογράψης εκείνο πού ζητώ! — Δέν έχεις καιρό, μην έλπίζης!, του απαντάει τό Ελληνόπουλο μέ σταθερή ψω

νή. Καί άν άκόιμα μέ κατοφέρης στο τέλος νά μιλήσω θαμαι έτσι που δέν θά μπορώ νά σου γράψω τίποτα!.. ΓΊρέ πει νά φυγής. Πρέπει νά φυ­ γής τό σοντομώτερο καί νά πάρης μαζί σου καί τό «Βέ­ λος». Μόνο άν μάς πάρης μα­ ζί σου, θά μπόρεσης νά ^τό χρη|σ ιιμοποιήίσης. "Αλλο-ώς, θά χ.αθής κύ εσύ στήν πρώτη προσπάθεια σου νά ταξιδέψης στον Χρόνο... Θά χαθούν καί πολλοί άκόιμα από σάς καί πιθανόν ποτέ νά μήν βρουν αυτό που τού λείπει! — Έγώ δέν θέλω νά πάω πουθενά!, γρυλλίζει ό Σάμ

θυμωμένος.

Δέν φαντάζομαι,


28

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟI

Πήιτ, να συνεργαστής μαζί του·! Δεν φαντάζομαι να γινης σύμμαχος μ5 αυτά τά τέ­ ρατα! Χίλιες ψορές προτιμώ τερος -είναι ό θάνατος! Ό κατάσκοπος έχει πάρει την άπόιφασί του. — Μην τον άκοΰς, λέει του Πέτρου ϋιπουλα και μέ γλυ­ κεία φωνή. Είναι ανόητος και άφελής. Ποτέ 6 θάνατος δέν είναι προτιμότείρος από τίποτ5 άλλο. Ή ζωή είναι ^γλυ­ κεία και ώραίια... και ειδικά άταν είσαι ισχυρός.·.. Θάιρθετε μαζί μας... Έστω! Όμολογώ πώς είχα σκοπό νά σάς σκοτώσω: καί τους δυο καί νά πάρω· μόνος μου όλη τή δόΐξ,α.^. Άφου δέν γίνεται ό­ μως άλλοιώς, θ’ αναγκαστώ νά τή, μοιραστώ μαζί1 σου! Αυτό είναι καλύτερο άπό τό τίποτα... Βλέπεις πώς είμαι λογικός εγώ,., -έρω ν’ αντι­ μετωπίζω τή ζωή όπως έρχε­ ται καί όχι όπως τή θέλω... Γυρίζει στους άντρες του: — "Ας σηκώσωμε τό «Βέ­ λος»!,, διατάζει. Πρέπει νά φύγωμε τό συιντομώτερο άπό δώ... Μόνο όταν βρεθούμε στο υποβρύχιο δέν θά κινδυνεύου­ με πια,.. Λύστε αυτούς τούς δυο- για νά μάς βοηθήσουν... Μά νσχετε τό- νού σας... Μπο ρεΐ νά θελήσουν νά μάς παί­ ξουν κανένα άσχημο παιγνί­ δι... Οι απαίσιοι κακοποιοί τρέ χσυν νά έκτελέσουν αμέσως τή διαταγή τού αρχηγού τους. Ό Σάμ έχει γίνει κατακόίκ

κινος άττό

θύμο. Ή καρδιά

του πηγαίνει νά σπάση άπό δυστυχία. Δέν μπορεί νά πιστέψη πώς ό Πέτρος, τό ατρόμητο και ευγενικό Ελληνόπουλο, ό α­ γαπημένος του φίλος, έχει ύποικύψει τόσο εύκολα στον εκβιασμό- τού φρικτού εκεί­ νου ανθρώπου. Πώς έχει δε­ χτή νά γίνηι προδότης γιά νά γλυτώση τή ζςοή του... Την ώρα πού οι κακούργοι αρχίζουν νά τους λύνουν προ­ σπαθεί νά τον μεταπείση. — Πήτ!,, μουρμουρίζει καί- ή φωνή του είναι ένας λυγμός. "Αλλαξε γνώιμη;, πριν νά είναι πολύ αργά. Αυτό πού 6ές νά κάνης είναι τρομερό. Δέν σκέπτεσαι τί τρομερές καταστροφές θά επιφέρουν αύ το-ί οί εγκληματίες στην Αν­ θρωπότητα; Μέ τί καρδιά θά τούς βοηθήσης; Τί άΐξία έχει ή ζωιή μας, μπροστά στη ζωή έικατομ μυρίωΐν ανθρώπων; — "Ακου, Σάμ, λέει από­ τομα τό- Ελληνόπουλο συνο­ φρυωμένο. Δέν μέ νοιάζει γιά τή ζωή .μου... Πολύ πιο μεγά λ η: αγάπη, γιά τί ζωή, είναι ή αγάπη μου γιιά τό> «Βέλος» Μέσα σ’ αυτό- βρίσκονται ό­ λα μου τά όνειρα καί οί φι­ λοδοξίες καί ή άνάμνησι τού πατέρα μου... Βρίσκεται ή δ'ί ψα μου γιά την επιστήμη καί γιά. την τελειοποίησι... Εκεί νο πού έχει πιο μεγάλη- άξια όχι μόνο άπό τή ζωή τή δι­ κή μας, αλλά καί άπό- των ε­ κατομμυρίων ανθρώπων που λές, είναι ή πρόοδος! Ή πρό οδος τής Γενιάς μας, πού πρέ πει νά φτάση στο Τέλειο! Θμ


Τ6

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟί

μαισαι ασφαλώς, ττώς . ττότέ δεν λογάριασα τή ζωή μου, προκειμένϋυ να ίΚανω το καθ'ή κον μου... Μά τή φορά αυτή δεν εΐναι ή ζωή μου... Είναι το «Βέλος»! Αέν μπορώ νά το θυσιάσω... Δεν έχω τό δικΐαίΐωίμσ νά τό κάνω... "Ισως νά μή καταλαΐβσίνης αυτή τή στιιγμή, μά θίά με καταλάβης άττωσδήιποτε μιά μέρα... — Ποτέ! Ποτέ!, μουρμου ρίζει ό Σάμ. Ποτέ δέν θά σέ καταλάβω! Καί ποτέ δέν θά σέ συγχωρήσω ικαί ούτε θά σ’ άφήσω νά βοη^ήσης αυτά τά τέρατα! Καλύτερα1 πές τους νά μέ βγάλουν τώρα δά από τή μέση, Πή|Τ... Γιατί διαφο­ ρετικά, σου τ’ ορκίζομαι πώς μόλις βρω ευκαιρία, θά βυθί­ σω ένα μαχαίρι στήν καρδιά σου! Εΐσαι ένας π ρ ο δ ό της ! Γιά μένα έχεις πεθάνει άπ5 αυτή τή στιγμή! Ό Πέτρος τον ακούει ανα­ τριχιάζοντας. Σικάβ'ει τό κεφάλι. Δέν λέει όμως τίποτα. Δέν βρίσκει ούτε μιά λέξι γιά νά π ή, απαντώντας στά λόγια του φίλου του... Ή ,μάχη 0

I ΚΑΚΟΠΟΙΟΙ έχουν άρ χίσει νά τους λύνουν. Ό Πέτρος κυττάζει ανήσυ­ χα τον τρομερό θυμό πού εί­ ναι ζωγραφισμένος στο πρό­ σωπο του φίλου του. Λέει στον παράφρονα επι­ στήμονα που βρίσκεται κον­ τά του:

<?. ι*.

—^Καλύτερα ν* άφήσετε δε μένον τον φίλο μου.., Βίναι τόίσο εκτός έαυτΟυ^ πού μπο­ ρεί νά κάνη 'καμμιά κουταμά­ ρα... —- Καί γιατί δέν τον βγά­ ζομε άπό τή μέση; προτείνει ό κακούργος. "Έτσι κι* άλλόι ώς, βλέπω πώς δέν μάς χρει­ άζεται σέ τίποτα... ^— "Οχι!, λέες ό Πέτρος. Δεν θά τον πειράξετε ποτέ> τ5 άκαυτε; "Αν πεθάνη., θάναι σάν νοχω πεθάνη κΓ εγώ για σάς! — Τι άλτρουϊσμιός!, φω­ νάζει ό Σάμ σαρκαστικά. Έ χεις πολύ εύγενιικιά ψυχή, α­ γαπητέ Πήτ! Νομίζεις πώς θά μέ συγκίνησης! Γελιέσαι! Πές τους νά μέ σκοτώσουν... Στό' λέω άλληι μιά φορά... Ό Πέτρος δέν του αποκρί­ νεται. Ό άρχ'ΐκατόσκοπος διατά­ ζει ν5 άφήσουν τον Σάμ δεμένον, πάνω στην καρέκλα του. Τό Ελληνόπουλο άνασηκώ νει τούς ώμους. — Αεν θά προσπαθήσω νά σου βάλω μυαλό αυτή τή στιγμή, ^ Σάμ, ^ μουρμου ρίζει. ζέρω πώς αυτό θά γίνη σιγάσιγά μόνο του. Καί φεύγει άπό κοντά του. Εκείνος μένοντας χωρίς έ πιτήρησι πάνω στην καρέκλα του„ ανατινάζεται του κάικου προσπαθώντας νά συντρίψη τά σχοινιά πού τον δένουν... Εκείνα όμως είναι πολύ ίσχυ ρά καί δέν κάνει τίποτα πε­ ρισσότερο, άπό τό νά τά νοιώθη νά χώνωνται στις σάρ-


ΙίίΤΑΜ'ΒΝό κες του και νά τον πληγώ­ νουν. Ό Πέτρος ωστόσο βαδίζει αποφασιστικά. ^ — Τό μόνο πού απομένει, είναι ή μεταφορά του «Βέ­ λους», λέει. 3'Ας περάσωμε στο διπλανό; διαμέρισμα. — Τι νά κάνω με από κεί πέρα; ρωτά ό άρχικατάσκοπος καγύποπτα. — Θά δούμε πώς νά βρού­ με αυτοκίνητο, που νά χωράη μέσα τό «Βέλος»... Πρώτ3 οπτ3 δλα πρέπει νά δούμε άν έχη την ησυχία που χρειάζεται... Κι3 ύστερα πρέπει ν3 άμπαλάρωμε τό «Βέλος» μέ χον­ τρά πισσόχαρτα, γιά νά μην πάθη τίποτα από την υγρα­ σία, μέσα στο υποβρύχιο η ακόμα κι3 από τον άτμοσφαι ρΐίκό' αέρα... Τέλος πρέπει νά τό πραστατεύΐσωρε καί από τά μάτια^ των ανθρώπων για­ τί μπορεί νά κίνηση την περί έργεια... Προτιμώ νά μού κό­ ψουν τό* χέρι, παρά νά πάθη έκείνο, τό παραμικρό1! Ή φωνή του είναι πολύ πει στική. Ή αγωνία πού νοιώθει εί­ ναι ολοφάνερηι στο παρουσι α­ στικό του καί στη φυσιογνω­ μία του, ώστε δεν μπορούν νά τον ύποτευθούν πώς είναι δυ­ νατόν νάχη; τίποτα εναντίον τους στο νού του, — Πολύ καλά, μουρμουρί­ ζει ό άρχικατάσκοπος. Θά κά νωμε όπως το λές.„ Πήγαινε Σλίκ,, άπό κεί νά 6ής άν δλα είναι ήσυχα... Ό συμμορίτης φεύγει άμε σως νά έκτελέση τη διαταγή

τού άφεντικού του. Μετατοπίζει τη βιβλι οθήκή πού κρύβει τό εργαστήριο α­ πό τό υπόλοιπο διαμέρισμα καί περνάει άπό την άλλη πλευρά. Πηγαίνει κοντά στά παράθυρα, άνασηκώνει τίς κουρτίνες καί κυττάζει στον δρόμο. "Υστερα βγαίνει στο δρό­ μο καί κάνει μιά σχολά στική έρευνα. 3Ανεβαίνει καί στο δεύτερο πάγωμα, πού είναι τό σπίτι τού Σάμ, αλλά γιά καλή του τύχη, ό πατέρας του λείπει καί κανείς άλλος δέν υπάρχει μέσα... ^— "Ολα έντάξεΠ, άναγγέλει μέ ζωηρή φωνή ξαναγυρίζ όντας. — Μπορούμε νό φεύγω1 με τώρα; λέει 6 αρχηγός τών κα τασκόπων, άπευθυνόμεν ο ς στον Πέτρο. — Καί βέβαια, αποκρίνε­ ται εκείνος σκυθρωπός. Δέν μένει παρά μονάχα τό πισσό χαρτο, γιά νά καλύψωμε τό «Βέλος». — Δέν έχει τέτοιο πράγμα εδώ μέσα; ^— "Οχι... Μά δέν είναι κα βόλου δύσκολο ν3 άγοράσωμε Θέλετε νά πάω εγώ; — Γιά ...πρόσκοπο μέ πέ­ ρασες; ρωτά ό άρχικατάσκο­ πος κοκκινίζοντας άπό θυμό. Δέν τρελλάθηκα νά σ3 άφήσω νά σηκωθής νά φύγης! (Γυρίζει ατούς ανθρώπους του καί^ διατάζει έναν άττ’ αυ­ τούς, νά πάη νά άγοράση ά­ τι χρειάζεται. Εκείνος φεύγει καί ό Πέ·=


ίρός κάθεται σέ μιά γωνιά ήσυχος κοοΐ ττεριμένει. Αέν περνά πολλή ώρα καί άκούγεται τό κουδούνι τής ε­ ξωτερικής πόρτας. — *Ηρθε κιόλας; μουρμου ρίζει ό άρχιικ ατάσκοπος παρα ξενεμένρς. —ιΕΤναι εδώ στη γωνία, τό κατάστημα πού πουλάει αυτά τά είδη, ταυ αποκρίνεται τό Ελληνόπουλο. —Αέν τό πρόσεξα όταν έρ χόμαστε, κάνει εκείνος άνα­ σημώνοντας τους ώμους, στη σκέψι πώς ασχολήθηκε παρα πάνω άπ' δτι έπρεπε, για έ­ να ζήτημα χωρίς καθόλου, ση μ αίσια. Πήγαινε ν' άνοιξης, Σλίκ... Ό Σλίκ έχει φτάσει στην πόρτα. Ανοίγει. Μονομιάς μιά τρομερή κ ραυιγή έκπ λ ήΐξεως ξεψεύγ ε ι άπό τό λαρύγγι του καί τό χέρι του κατεβαίνει μέ τήν ταχύτητα τής αστραπής στήν τσέπη πού έχει το- πιστόλι του, ενώ ταυτόχρονα πη|δάει σαν σαλτιμπάγκος πίσω άπό τήν πόρτα. Αέν προλαβαίνει όμως ν' άγγίξη καν τό πιστόλι. Ή ριπή ενός αυτομάτου τον στέλνει νά κατρακυλήση μέ τό κορμί κατατρυπημένο στόι πάτωμα. Ούτε μιά φωνή δεν προλα­ βαίνει νά βγάλη. Έχει κεραυνόβοληθή. Οί υπόλοιποι κακούργοι οί όποιοι τραβώντας τά πιστό­ λια τους, προσπαθούν κι* εΚείνοι νά άμυνθούν, χωρίς νά

άκουνε τούς άστυνομικούς οι οποίοι τούς φωνάζουν νά παρΡδόθούν δεν έχουν καλύτερη τύχη. Σιτό δωμάτιο όρμοϋν ένα πλήθος άπό τούς άνθρώπους του Νόμου καί στα παράθυ­ ρα είναι ταμπουρωμένοι άλ­ λοι πού ρίχνουν βροχή τί>> σφαίρες εναντίον- τους. Ένας αστυφύλακας πέ­ φτει κι* αυτός χτυπημένος ά­ πό σφαίρα των κατασκόπων άλλα άπ* αυτούς τούς τελευ­ ταίους δέν έχει άπτομείνει κα­ νείς. Μόνο ό ίδιος ό άρχικατά­ σκοπος, μέ τό· πρόσωπο μελά νό άπό τον θυμό, μέ μάτια κόκκινα άπό τή λύσσα καί μέ τόν θάνατο κλεισμένο στήν καρδιά, δέν ένδιαφέρεται τό­ σο για τή ζωή του, όσο νά έΐκίδικηθή τό γενναίο Ελληνό­ πουλο, πού του έχει παίξει αυτό τό άσχημο παιγνίδι, κα ταστρέφοντας τά ιμεγαλεπήβολα καί έγικληματιικά του σχέδια. Είναι βέβαιος πώς εκείνος τούς ξεγέλασε. Τήν ίδια στιγμή όμως μιά ριπή οπλοπολυβόλου των άστυ νομικών του κομματιάζει τό κεφάλι. Τό- πα1 ,~Μ Η ΑΓΩΝΙΑ έξακολαυθεί νά σφίίγγη τήν καρδιά του Ελ­ ληνόπουλου. Οί άνθρωποι τού Νόμου μα ζεύουν τά πτώματα πού βρί­ σκονται στο δωμάτιο. Ζητούν


32

ΤΟ ίΠΤΛΜΐΝό ΒΕΛΟΪ

1

στοιχεία Κόυ πληροφορΐές ά-

ποίο πρέπει νά ζητήσης συγ^

1τό τον Πέτρο για τούς κα­ κούργους, άπό τούς όποιους κανείς 8ίέν έχει άπομείνει ζων τανός. Τό γενναίο παιδί αναγκά­ ζεται νά τούς άκολουθήση: έ­ ως τό· Τμήμα, όπου τούς δίνει ιΚίάΙθε πληροφορία1 πού ζη­ τούν, φροντίζοντας μόνο νά ά πακρύψη την υπαρξι τού «Βέ­ λους» και τού μυστικού εργα­ στηρίου. "Οταν ή άνάκρισις τελειώνη, μπαίνει σ5 ένα ταξί για νά γυρί'ση γρήγορα ατό σπί­ τι του. Φτάνοντας, ορμάει μ5 δλη του την ταχύτητα προς τό μέρος τής βιβλιοθήκης Ό Πέτρος μπαίνει στο ερ­ γαστήριο. Πηγαίνει, κοντά στον Σάμ χαμογελώντας. — Τί τρέχει, Σάμ; ρωτά ό Πέτρος έκπληκτος. Λεν α­ κόυσες τί γίνηικε; Λεν κατά­ λαβες πώς τούς κοροΐδεψα; Αυτή τη στιγμή δεν ύπάριχει κανείς τους. Καί δεν υπάρχει κανείς πού νά ξέρη καί γιά τό «ιΒέλος»... — Τό ξέρω, ψελλίζει τό ξανθό αγόρι, >μέ φωνή πού μό λις άκούγεται. Τό ξέρω, ό­ πως ξέρω πώς είμαι ένας η­ λίθιος, πού έβαλα με τό νου μου, τόσα τρομερά πράματα γιά σένα... Λεν πρέπει νά μέ συγχωρέσης ποτέ, μά ποτέ! θά πάψω νάρχκωμαι μαζί' σου Δέν άξίζω γι5 αυτή τήν τιμή. — Δεν υπάρχει λόγος νά σε συγχωρήσω, Σάμ, γατί δέν έκανες τίποτα, γιά τό ο­

γνώμη. Αντίθετα φέρθηκες τό σο γενναία καί θαρρετά, πού βεβαιώθηκα πώς ποτέ δεν Βα­ βό ίσκα τόσο υπέροχο σύντρο φο σάν κι.5 έσένα! Π ερί μένα πώζ θά φώναζες καί θά φανέ­ ρωνες τον κρυψώνα ,μας ατούς άστυνομ ιικούς. ■— 5ΛΈμ δέν είμαι καί κα­ ταντίπ χαζός!, αποκρίνεται περήφανα ό Σάμ. Τή στιγμή πού τού είπες εκεί νου τού κε φάλα, πώς τό μαγαζί πού που λάει τά πισσόχαρτα είναι στή γωνία, κατάλαβα πώς τούς έ­ παιζες παιγνίδι, γιατί τέτοιο κατάστημα πρέπει νά κάνης τρία χιλιόμετρα δρόμο από δω, γά νά συναντήσης... 5Ε­ κείνη τή στιγμή κατάλαβα άκόιμα πώς κι5 εγώ ήμουν ηλί­ θιος, Πήτ... 5Αλλά δέν μου κακοφάνηκε καθόλου αυτό! Ένοιωσα τήν πιο μεγάλη χα ρά καί περήφανε ια τής ζωής μου, επειδή εγώ ήμουν ηλί­ θιος κι5 έΐσύ αυτός πού ήσουν πάντα! 5Αλλά... μέ ποιόν τρό πο κατάφερες καί ειδοποίησες τήν άστυνομία; Ό Πέτρος χαμογελάει. — 5Εγώ δέν ειδοποίησα κανόναν, Σάμ!, του λέει. Μό νοι τους αυτοί οί παλιάνθρω­ ποι, τούς ειδοποίησαν! Ό ί­ διος 6 άρχίικατάσκοπος! — Μέ... μέ κοροϊδεύεις, Πήιτ; ^ —· Όχι, Σάμ, σου λέω τήν αλήθεια. Ό πατέρας μου δέν υπήρχε λόγος νάχη κρυμ­ μένα τά .μισά σχέδια στο ε­ πάνω μέρος τού μυστικού συρ

ταριου και τά μισά ατό κά*


ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

τω. "Οποιος δοκίμαζε νά α­ φαίρεση, τον ενδιάμεσο μεταλ λικο πάτο, χωρίς νά άπτοσυνδέση ένα κρυμμένο ειδικό μη­ χανισμό, έκανε νά χτυπήση την ίδια στιγμή τό σήμα κιν­ δύνου στην Αστυνομία! Μην ξεχνάς πώς δούλευε γιά την "Αμερικανική Κύβέρνησι και έπρεπε νάχηι κάθε είδους α­ σφάλεια στο σπίτι του... Ό Σάμ τον παρατηρεί μέ απέραντο θαυμασμό— Μωρέ ξέρεις κάτι; λέει ξαφνικά μ" ενθουσιασμό. "Έ­ χω κάνει «ικρά», γιά λίγο γά­ λα ! <Καΐ ρίχνεται προς τό μέ­ ρος πού ό άρχ ικακούργος έ­ χει άφήισει την τελευταία από τις δέκα μπουκάλες., την ξε­ βουλώνει και ...την αδειάζει μονορούφι! Ό Πέτρος πέφτει μισολι­ πόθυμος σ’ ένα κάθισμα. Ό Σάμ σκουπίζει μέ τό μανίκι τά χείλη του και μουρ μαυρίζει: — Καί τώρα, τί θά κάνου­ με, Πήτ; — Δεν θά πιής λίγο... γα λατάκι ακόμα; — Είναι πάνω! Στο ψυ­ γείο! Τώρα θά πάω νά φέ­ ρω! Εννοούσα όμως γιά τη δουλειά μας! -— Πρέπει νά^ ξαναπάμε στην "Αθήνα τού Κάδρου, ο­ πωσδήποτε, μουρμουρίζει τό γενναίο αγόρι. "Έχομε κάτι νά τελεί ώσ ου μ" έκεΐ πέρα·...

Τ Ε Λ

ΒΕΛΟΣ

33

Κόιδρος ΤΡ ΟΥΤΉ όμως τη φορά οι δυο χρονοναύτες μας, φροντί ζουν νά βρεθούν από τη μέσα πλευρά των τειχών των "Αθη­ ναίων και νάναι ντυμένοι μέ Τρόίπο πού νά μη δΐίνη, στόχο. Ό* Σάμ κι" αυτή τή φορά, πού είναι ή ...μοδίστρα τής παρέας, έχει κατασκευάσει δυο φορεσιές όμοιες μ" εκεί­ νων των δύστυχων ιερέων πού είχαν βρή νεκρούς, γιά νά πα ραστήισουν τούς απεσταλμέ­ νους τού Μαντείου. Πραγματικά, σάν βρίσκον­ ται μέσα στους δρόμους τής πανάρχαιας πόλης, κανείς δεν σκέπτεται νά ρωτήση από ττοιά πύλη μπήκαν... ίΚανείς δεν μπορεί νά φανταστή πώς δεν μπήκαν από κ α μ< μ ι ά ... "Έτσι οί δυο αγαπημένοι σύντροφοι., φτάνουν χωρίς κα νένα εμπόδιο στο ανάκτορο τού Κάδρου... Ζητούν νά ϊδούν τον βασι­ λέα, καί έτσι πού είναι ντυ'μένος γίνονται άμέσως δε­ κτοί γιατί1 ό Κόδρος, περι­ δένει ανυπόμονα τόσον και­ ροί, τούς απεσταλμένους τού Μαντείου. Ό βασιλιάς φοράει κιόλας τή λαμπρή πολεμική του πα­ νοπλία. Οι εχθροί βρίσκονται έξω άπό: τά τείχη». 'Πρέπει πρώτος αυτός υέ τό σπαθί στο- χέρι, νά βρεθή επάνω στις επάλξεις.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ

!Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ψ Ε I

ΒΙΒΛΙΑ

Κ Α € Ε

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΠΕΜΠΤΗ

"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 4 ·— Αρκχχ. 2 Γραφείο: 'Οδός Αέκκα 22 (εντός της στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ) νιττί'ς: Σ. Άνεμοδουράς. Στ·ρ. .Πλαστήραι 21 Ν. Σμύρνη. Οιΐ'κιονζμιίικας Δ) ντης ιΓ. Γεωργιάδης, Σφιιγγός 38. Προϊστ. τυπογιρ.: Α. Χατζηιβοσιιλιείου, Ταταούλ/ων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ 'ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργ ι-άδηιν, Λέκκια 22, Αθήναι Σύνδρομα! έσωτερικού: Έτηίσία..................δραχ;. 100 'ιΕξάμηινος .......... » 55

Σύνδρομα! έξωτερηκού: Έτησιία .... ΔολΙλάρια 4

'Ειξάμην^ς ........

»

2

"Ενα ακόμα αριστούργημα. Μια θαυμαστή ττεριττέτεια γεμάτη δράσι και συγκίνησι, στα χρόνια τής... Τούρκοκρατ ί ας:

Θά ξετρελλάνη μικρούς και μεγάλους.



ΟΛΖΥΑΟΖ ΗΡΟήΟΰΕ!ΛΟΖ ΠΡΑΓΜΑ ΤΙ ΕΤΑΛΛΟ! ΠΙΘΗΠΟ > ΜΤ!ή ΜΠΟΥΜ, ΟΡΜΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΥ

7Τ/ΑΖ0Υ 4η Α ΥΤΑ ΤΑ ΑΛΑΡ/ή ΠΑ ΑΪΤΟ. .

ΠΕΤΰΝΤΑΙ ΤΟ ΓΥΙΟ ΤΟΥ ΤΤΰλΤ ΤΟΜΟ Ο ΤΑΡΤΑΝ ΖΤΝ&ΟΓΥΡίΖεί ΠΑ Ν'ΑΝΤΙΜΕΤ°ΤΙΙΖΗ Τ0Υ2 ΕΠΙΤΙΘΖΝΕΧϋΥΖ ηίΘΗΗΟΥΙ. ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝεΆΟΜΑΤΕβΑΙΜΟΥΝ ΤΑΜ ΕΜΒΟΛΑ ΑΠοΚΡΟΥΟΝΤΑΖ Τ0Υ2 ΤηΘΗΥ)ΟΥΐ . .

ΑΜΟΥΖ 7Έ Μ6 £>/ ΝΑΓΟ/Γίοΐ ΤΡΙΥ &ΡΑΧ9λΤ, . .

Α4;


0Λ3Τΐφΐυ|,



Κόιδρος _Ε_ Α ΔΥΟ νεαρά άγάρια του 20ο0 αιώνας, ό Πέτρος Μέξης κι5 6 Σάμ Σάμσον, βρί­ σκονται ’μίΓραστά στον πανάρχαιο βασιλιά τής "Αθήνας τον Κάδρο την ώρα πού ή "Α­ θήνα πολιρρκεΐται οπτό τούς Δωριείς. (*) Ό ηρωικός βασιλιάς· φο­ ράει την λαμπρή πολεμική του πανοπλίαν καί ετοιμάζε­ ται να τρέξη στα τείιχη για νά βρεθή πρώτος επάνω στίς επάλξεις. Ό Πέτρος κι" ό Σάμ φο­ ρούν τά ράσα των ιερέων του Μαντείου κι" έχουν έλθει γιά νά δώσουν τον χρησμό στον (*) Δ ό,ίοα'σε τό ττ,ροηιγού'μίε'νο τεύχος: «Τό Βέλος κινδυνεύει».

ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Κάδρο που τον ακόυσαν από τους πραγματικούς ιερείς λί­ γο πριν πεθάνουν. Ό Κόδρος τούς κυττάζει ανυπόμονα. — Λοιπόν; ρωτάει. Περι­ μένω ν’ ακούσω τά λόγια τής μάντιδας, Ό Πέτρος κάνει ένα βήμα μπροστά. —Γενναίε βασιλιά, λέει μέ λύπη, ό χρησμός πού ζητάς είναι αυτός: «Μόνο άν ό βα­ σιλιάς Κόδρος σκοτωθή από τό χέρι Δωριεως, ή *Αθήνα θά^σωβή». Ένας ψίθυρος άδυνηρής έκ πλήξεως γεμίζει την αίθου­ σα του ανακτόρου. Οί άρχοντες, πού περιτρι­ γυρίζουν τον Κάδρο, κυττοΰν τον αγαπημένο τους βασιλιά μέ αγωνία. * Εκείνου τό πράσωίπο δεν δείχνει κανέναν φόβο. Είναι ό μόνος πού· έχει α­ πό μείνει απαθής στο άκου­ σμα τής φοβερής προφητείας. Τά μάτια του στό· βάθος τους έχουν μια υπέροχη λάμψι, — Πολύ καλά, λέει ^ μέ ψύχραιμη φωνή, θά κάνω λοιπόν αυτό πού πρέπει, θά δώσω στους Δωριείς στρατι­ ώτες την ευκαιρία νά μέ σκο τώσουν. "Ένας σεβάσμιος γέρο — άρχοντας τρέχει κοντά του μέ τό πρόσωπο κατάχλωμο α­ πό την αγωνία. — Βασιλιά μου, μουρμου­ ρίζει μέ ψρίΐκηι αυτό πού λες είναι τρομερό! Μπορούμε νά βγούμε όλοι από τη μυστική

πύλη και νά ξεφύγουμε από τούς πολιορκητές. Μπορούμε νά πάμε μακρυά νά χτίσομε μά καινούργια πάλι. Ό Κόδρος χαμογελά συγκι νημένος και άκουμπάει τό χέ­ ρι του στον ώμο του ηλικιω­ μένου ανθρώπου. — Καθήκον μου είναι νά σώσω τό βασίλειό μου από τούς εχθρούς λέει μέ σταθερή φωνή. 3Αφού υπάρχει τρόπος, πρέπει νά τό κάνω. Μην προσπαθήτε νά μ* εμποδίσετε. Είμαι άπό τους τυχερούς βα­ σιλιάδες γιατί σ’ ελάχιστους έγινε ή τιμή νά τούς, επι­ τρέψουν νά πεθάνουν για την πατρίδα πολεμώντας.^ Εμ­ πρός! ’Άς τρέξωμε στα τεΓ χη γρήγορα... — Δεν πρέπει νά βιαστής, Βασιλιά μου, επιμένει ό γέ­ ρο - άρχοντας πού είναι κον­ τά του. Μπορεί ό Χρησμός νά μην είναι ακριβώς εκείνος που νομίζεις. Μπορεί νά κρύβη κάποιο κρυίφό νόημα κΓ εσύ στη βιασύνη σου νά χαθή,ς άδικα. ^— Ό Χρησμός είναι ολο­ κάθαρος, άπ,οκρίνεται 6 Κό­ δρος ανυπόμονα. Εμπρός! Τούτηι τη φορά ό Πέτρος Μείξης τό^ ατρόμητο Ελληνό­ πουλο πού έχει ταξιδέψει στο Παρελθόν μέ την ασύγκριτη μηχανή του Χρόνου, είναι ε­ κείνος πού μπαίνει στον δρό­ μο του βασιλιά καί τον στα­ ματάει. Του λέει μέ σταθερή φω^ νή: — Μή β'άζοσαι βασιλιά! Οί εχθροί σου έχουν μάθει κΓ


η ΐηΤΑΜβΝΟ Ι1Α02 (έκέ,ίνοι τον Χρησμός Γνωρί­ ζουν πώς αν σκοτωθής εΐναι χαμένοι κι" έτσι κανείς δεν θα σηκώση τά σπαθί του να σέ χτυπήση. Θά προσπαθήσουν νά σέ πιάσουν ζωντανό. Ό ΚόΙδρος μένει ακίνητος σάν άγαλμα. — Πώς έμαθαν οι Δωριείς τον Χρησμό; ,ρωτάει παραξενεμένος. % — Τό Μαντείο, βασιλιά, Αποκρίνεται ό Πέτρος, σου εΐχε στείλει δυο άλλους Ιερείς πριν άπό μάς, που οι εχθροί σου τούς έπιαισαν στον δρόμο καί τούς σκότωσαν. 5 Απ’ αυ­ τούς έμαθαν τον Χρησμό. Ή θυσία 0 ΒΑΣΙΛΙΑΣ Κάδρος

πη-

γσιναερχεται μέσα στη σάλλα του (Ανακτόρου του σάν λι­ οντάρι ιστό κλουβίίΐ Οι άρχοντες πού τον τρι­ γυρίζουν φαίνοντ’ ευτυχισμέ­ νοι. Λατρεύουν τον βασιλιά τους και δεν θάθελαν νά χαθή„ Προτιμούν νά κάνουν έξο­ δο όλοι μαζί καί νά πάνε νά χτίσουν άλλου μια κουνούργια πολιτεία, μέ τον ϊδιο βα­ σιλιά. Ό Κάδρος όμως δεν συμμε ,ρίζεται τά αισθήματα τους. Τό πρόσωπό του είναι σκο­ τεινό. Τά μάτια του μισόικλειστα. Τό μυαλό του γεμάτο σκέ­ ψεις.

Βασανίζεται

προσπαθών­

3

τας νά βρή τη λύσε ^ Καί δέν άργεΐ νά τό κατάφερη. ζ^αψνικά, στέκεται. — Καλά λοιπόν, φωνάζει μέ , βροντερή φωνή. 'Κάί ·μονσμιάς αρχίζει· νά άγάζη τήν άστραφτερή του πανοπλία, ενώ ταυτόχρονα δί νει καινούργια διαταγή: -—1 'Νά μου φέρετε τήν πα­ ν οπλίά ενός όπλου πολίτη! ΓρήγοραΟι Δωριείς θά προ σήχουν νά μήν σκοτώσουν τρν βασιλιά τών 5Αθηναίων... Δέ θά τούς πειράζει όμως καθό­ λου νά σκοτώσουν έναν απλό στρατιώτη. Μόλις μέ δήτε νά πέφτω, νά μέ δείξετε πάνω άπό τά τείχη στους εχθρούς γιά νά μέ γνωρίσουν... "Οταν καταλάβουν πώς μέ σκότωσαν θά ξέρουν πιά πώς οι θεοί εΐ­ ναι μαζί μας καί θά τραπούν σέ φυγή τρομοκρατημένοι! Ή διαταγή του έκτελεΐται γρήγορα. Οί ^άρχοντες γεμάτοι αγω­ νία τον παρατηρούν πού φο­ ράει τήν πανοπλία τού στρα­ τιώτη άλλά έχουν καταλάβει πιά όλοι, άπό τήν αποφασι­ στικότητα του, πώς δέν μπο­ ρούν νά κάνουν τίποτα, γιά νά τον σταματήσουν. "Αρπάζει ένα σπαθί καί τρέχει μ1 όλη τή δύναμι τών ποδιών του πρός τά τείχη. Οί ^εύγενεις του τον άκολουθούν κΓ άκό.μα πιο πίσω Ακολουθούν τά δυό αγόρια, πού Ανήκουν σ’ έναν άλλον, ,εντελώς διαφορετικό κόσμο, άλλά μέ τήι βοήθεια τής επι­ στήμης έχουν φτάσει ως έκεΐ


4

ΐβ ίΠΤλΜίΝΟ ϋΙΑβέ

για να παράσχουν

μάρτυρες

σέ μια μεγάλη στιγμή τής * I ιστορίας. Ό Κόδρος ανεβαίνει πάνω στα τείίχη* την ώρα που οί Δωριείς κάνουν γενική έπί'θεσι. Πρώτος μέ τό σπαθί στο χέρι> ανάμεσα σέ μερικούς, άλλους στρατιώτες, πηδάει άφοβα έναντίίσν των έχθρών καί χωρίς νά προφυλάγεται. ^Βνα σπαθί πέφτει βαρύ έπάνω στο κεφάλι του και τον άφηνει νεκρό... Ό γενναίος βασιλιάς σω­ ριάζεται χαμογελώντας! Οί άρχοντες πού παρακο­ λούθησαν τή σκηνή, όρμουν

τώρα καί παίρνουν στα χέρια τους τό κορμί του νεκρού, η­ ρωικού βασιλέα...

Τό δείχνουν ατούς -Εχθρούς, ξαπλωμένο σέ μια ασπίδα. — Δωριέας στρατιώτης σκότωσε τον βασιλιά μας!, ουρλιάζουν. Οί Θεοί θά σάς συντρίψουν τώρα! Οί εχθροί πού ήξεραν πώς αν σκότωναν τον Κάδρο ήταν ,χαμένοι., οπισθοχωρούν μ,έ φρίκη στή, θέα τού νεκρού βα­ σιλιά μέ τή στολή τού οπλί­ τη. Τό φοβερό νέο διαδίδεται μέ τήν ταχύτητα τής αστρα­ πή ς απτό στόμα σέ στόμα κι* όιπ3 άκρη σ5 άκρη τού τερά-

<χ-

I ί τρέχει, Πήτ;

βαχίς μετά;

"Οταν Θά διαβάσης ολη τή βιβλιοθήκη,, τ(


ιό ΙΠΤΑΜίΚΟ 13έΛ02

Οί

Ψ

πράσινο κόκκινες άστραπτες τους τι/λίγουν ακόμα μια φορά.

στισυ στρατού των. Σέ λίγο (αρχίζουν νά τρέ­ χουν άτακτα... Τρομοκρατημέ ν°ι...

Οί 9Αθηναίοι παίρνουν θάρ­ ρος. / λ Βγαίνουν άπό τά τείχη καί τούς κυνηγούν. Εκείνοι όμως είναι πολύ φοβισμένοι για νά σταθούν νά δώσουν μάχη. Δεν πρόκειται νά πλησιά­ σουν άλλη φορά μέ κατακτη­ τικούς σκοπούς, την 3Αθήνα... Κι3 ό νεκρός Κόΐδρος, ξα­ πλωμένος^ μέσα στην ασπί­ δα πού είναι τό στερνό του κρεββστι, έχει πετρωμένο α­ κόμα στο ωραίο πρόσωπό του

τό υπέροχο χομόγελο τής θυ­ σίας, μέ τό όποΐο καλωσόρι­ σε τον θάνατο. Τά δυο άγόρια άφωνα άπό τή συγκίνησι παρακολουθούν 6λ3 αυτά/ καθώς έχουν ανέβει κι3 εκείνα πάνω στα τείίχη, ανάμεσα στούς "Αθηναίους πολεμιστές. λ— Ή Ιστορία έχει γράψε^ι μέ ολόχρυσα γράμματα αυτή τή, γενναία πράξι του Κόδρου!, μουρμουρίζει ό Πέτρος στον φίλο του. Μπορούσες πο τέ νά φανταστής πώς εσύ κι* έγώ θάχαμε κάποια άνάμιξι σ3 αυτή ενώ μάς χωρίζουν τρεις ολόκληρες χιλιετηρίδες; Πόα ο παράξενα είναι ολ5 αι>


τά καί πόσα μεγαλειώδης ή έφ,εύρεσις τού πατέρα!... Ή συγκίνησις του ατρόμη­ του Ελληνόπουλου όσο πάει και μεγαλώνει, καθώς βλέ­ πει γέροΐυς γυναίκες καί ποοιδιά, να κλαΐνε σπαρακτικά, γύρω από τον νεκρό του η­ ρωικού Κόδρου. — Κύτταξέ τους!, συνεχί ζει. Ζούν όλοι ^ γύρω μας^! Κλαΐνε, άλλα είναι καί περή­ φανοι γά τον βασιλιά τους., πού καίγεται νεκρός!... Μπο ρουμε νά τούς μιλήσωμε καί νά μάς άπαντήισουν... Μπορού με νά τούς άγγίιξωμε... Κι5 ό­ μως... Ή μ,ιά σ τ ι γ μ ή πού θά χρειαστή τό «Ιπτά­ μενο Βόλρς» γιά νά μάς ξαναγυρίση κοντά του, γύ αυ­ τούς έόώ θά μετατροπή σε άλυσσίΐδα ολόκληρη- από αιώ­ νες, πού δέ θ’ άφήση πάνω στον φλοιό τής γης, ούτε τη στάχτηι τους!... Είναι τρομε­ ρό! — Ναί', είναι τρορερό!, μουρμουρίζει κι5 ό Σάμ Σάμσον. 'Άφησα τά παγούρια .με τό γάλα πάνω στο «Βέλος», άντύ νά τ' άίφήισω στο ψυγείο καί δεν άποκλείίεται νά... κόψη! Σχέδια άμύνης 1Σ ΑΜΕΣΩΣ έπόίμενες ιμέρες πού περνούν, ό Πέτρος Μείξης είναι τιολύ ανήσυχος καί ταραγμένος. Δεν λέει τίποτα στον άγαπηιμένο του φίλο, γιατί δεν θέλει νά τον στενσχωρήση κι*

έκλιναν, άλλα ολες^ τόυς τις έλεύθερες ώρες κλείνεται συ­ νεχώς στη βιβλιοθήκη του καί διαβάζει χωρίς} διακοπή,, σάν νά π ρ ©σπάθή ν5 άναικαλύ ψηΐ κάτι πού έχει πολύ με­ γάλη σημασία. Ό Σάμ πού βρίσκεται τα­ κτ ιικώτατα μαζί του, δεν αρ­ γεί φΟσικά νά παρατηρήση την νευριίκότητα τού Ελλη­ νόπουλου. — Τί τρέ}χει, Πήτ; τον ρω­ τάει τέλος, μέ τά μάτια γουρ λωμένα. "Οταν θά διάβασης όλα τά βιβλία τής βιβλιοθή­ κης σου, τί θάχης μετά; Ό Πέτρος χαμογελάει. — Λεν θά τά διαβάσω ό­ λα1, Σάμ, αποκρίνεται. Μην άνησυχής! Δεν .μου φτάνει όλη ή ζωή μου γιά νά δια­ βάσω τόσα βιβλία πού έχει άγοράσει ό πατέρας μου... * Απλώς κάτι ψάχνω νά βρώ... — Σάν τί περίπου, Πήτ, νά ψάξω κι5 έγώ, μήπως σέ βοηβήσω ; *— Σάν κι5 αυτό πού εί­ χες βρή έίσύ την πρώτη φο­ ρά, Σάμ!., απαντάει ό Πέ­ τρος σχεδόν εύθυμα, εξ αι­ τίας τού ύφους τού φίλου του. — Τί εΐιχα βρή έγώ; Εκεί νη... την κατσικουλά, έξω1 από τά τείχη των Αθηναίων; — γΟιχι, αθεόφοβε! ^ Δεν μπορεί τό μυαλό σου νά πάη πουθενά, άλλού έκτος από τό γάλα; Ψάχνω νά βρώ έναν τρόπο γιά νά άνακαλύψω'με έναν κρυμμένο θησαυρό1, μέ τή βοήθεια τού «ιΒέλους»! Θυ­ μάσαι την πρώτη φορά πού σκέψθηικες νά βρούμε τούς θη


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ σαυρούς του πειρατή Μόργκαν; (*). Τότε σταθήκαμε άτυχοι, άλλ’ αυτή τη φορά θά προσπαίθήσωΐμε νά τά καταφέιρωιμε καλύτερα, γιατί εί­ ναι απόλυτη άνάγκη! — ΝαΓΊ Απόλυτη ανάγ­ κη!, λέει κι* ό Σάμ Σάμσον καί ξερ ογλεί'φετα ι. Π ρέπει ν5 άγοράσω εκείνο τό πρατή­ ριο τού γάλακτος.. *Ω, έν­ νοια σου, Πήτ! Δεν θά που­ λάω καθόλου! Θά τό πίνω δλο μόνος μου! —Τά λεφτά τά χρειαζό­ μαστε γιά κάτι σοβαρότερο προς τό παρόν... — Δέ μπορώ νά τό φαν­ ταστώ Πήτ! Ό Πέτρος χαμογελάει πά­ λι μέ τήιν αφέλεια του φίλου του— Θά σέ βοηβήσω έγώ νά τό φανταστής, τού λέει. Δέν είναι παρά λίγες μέρες που παραλίγο νά χάσωιμε τη ζωή μας καί τό «Βέλος» μαζί1, εξ αίτιας εκείνων τών κατασκό­ πων πού βρέΐθη)καν εδώ μέσα.. — Μά... πεθάνανε όλοι ηήτ! — Τό ξέρω... Δεν απο­ κλείεται όμως, πριν πεθάνουν νά έστειλαν αναφορά στη χώρα τους, σχετικά μ’ εμάς καί μέ τό «Βέλος» καί νάρθουν άλλοι νά μάς έπισκεφθάΰν, πού τώρα πιά θά εί­ ναι περισσότεροι καί πιο προ σεκτικοί άπό τούς πρώτους... Τά ματάκια τού Σάμ γί'νον ται καί πάλι ολοστρόγγυλα (*)

Διάι&σσ'ε τό

τεΰιχιοα:

«Τό

πλ-οΐςι των τρέχυ ςττνΟς αίων'εςυ.

9

καί γεμίζουν ανησυχία. -— Λές, Πήτ; τσιρίζει. Τό­ τε νά στήσουμε φάκες πίσω άπ5 την πόρτα! "Αν μαγκώσωίμε κανενός τά δάχτυλα, θά φωνάξ,η καί θά τον άκούσωμ£! Ό Πέτρος λέει σοβαρά: — Δέν είναι πολύ άσχη­ μη ή ιδέα σου, Σάμ! Προτι­ μότερο όμως άκιόμα εΐναι νά πάρωμε τελείως άπό βώ μέ­ σα τό «βέλος» κι* έτσι όποιος κΤ άν ξανάρθή στο μέλλον, δέν θά μπορέση νά άνακαλύψη, πού βρίσκεται! Ό Σάμ. κουνάει τό κεφάλι του δεξιά - αριστερά. —Μιά κουβέντα είναι νά τό πάμε άλλου!, λέει. Δέν είναι πινέζα, γιά νά την κρυ­ φής .μέσα σέ καμμ.ιά τρύπα! Πρέπει νά νοικιάσωρε όλόκλη ρο διαμέρισμα, Πήτ, γιά νά τό μεταφέρης κι5 άπ’ ό,τι ξέ­ ρω, δέν υπάρχουν λεφτά! Ό Πέτρος δέν ρπορεΐ νά μη γελάση. — ΓΥ αυτό· σου είπα κι’ άπό την αρχή πώς ψάχνω γιά τον τρόπο νά βρούμε λε­ φτά, αποκρίνεται. Τό διαμέ­ ρισμα πού λές, δέν ,μάς φτά­ νει, Σάμ... Πρέπει νά νοικιάσωιμε όλόίκληρο σπίτι, σέ άπο •μανωρένο μέρος, πού νά είναι κι5 άπόρθήΐτο σαν φρούριο! Πρέπει τό «Βέλος» νά είναι άπόλυτα έξασφαλ ισ μένα.... Είναι προτιμότερο νά χαθή, παρά νά πέση,' στά χέρια κα­ κοποιών. Ό Σάμ άνασηκώνει τούς ώμους κι* αδειάζει μονορούφι


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μια μπουκάλα γάλα, για νά κατεβάιση ιδέες. "Υστερα μουρμουρίζει, ενώ σκουπίζει τα χείλια του με τήιν παλάμη;: — Καί λένε τα βιβλία Πήτ σέ ποια μέρη υπάρχουν κρυμ μένοι θησαυροί; — Μην κόροϊδεύης... Κάτι θά βρούμε στο τέλος... Θά •μάς βοηθήση ή Ίιστορία! Ό Σάμ αμήχανος ετοιμά­ ζεται νά ξεβαυλώση μιά δεύ­ τερη μπουικιάλα μέ γάλα αλ­ λά την ίδια στιγμή τά ματά­ κια του λάμπουν από μιά φω τεινή ιδέα - Τσοος γιατί ένήργη σε ή πρώτη πού ήπιε. — Πήτ!, λέει ζωηρά. — Τί τρέχει;

ι

— Μην πάμε ν’ άνακαλάψωμε κανέναν θησαυρό... -μίση μερίδα! Νά βρούμε έναν πο­ λύ μεγάλο θησαυρό που νά φτάνη καί γιά το σπίτι πού θέλεις αλλά νά περισσεύουνε λεφτά καί γιά το... πρατή­ ριο! — "Έννοια σου Σάμ ! — Ευχαριστώ πάρα πολύ, Πήτ! 'Καί τώρα πιά ό κωμικός σύντροφος τού Ελληνόπουλου κατεβάζει μονορούφι καί τη δεύτερη μπουικιάλα καί παίρ­ νοντας καί τις δυο άδειες υ­ πό μαληις, πηγαίνει γιά τό επάνω πάτωμα που είναι τό σπίτι του γιά νά φέρη... και­ νούργιες............ ί?ί

ΘαΟμα τοΟ Αλλάχ!

Θαύμα του Μωάμεθ!


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛϋϊ

11

Βλέπουν την άμαξα νά σταματάη σττήν αυλόπορτα

Κωνσταντινσυπολις

1787

0 ΤΑΝ Ο ΣΑΜ ξαναγυρίζει στο κρυφό εργαστήριο τού Πέτρου, βρίίσκίΞΐ τον φΊλο του νά ρυθμίζη* κιόλας τά διάφορα όργανα του «Βέλους» γιά τό καινούργιο τους τ α ξ,ί δ ι... Τον κυττάζει μέ γουρλωιμένα τά ολοστρόγγυλα ματά κια του. — Τι κάνεις εκεΐ, Πήτ; φω νάζει μέ θαυμασμό. "Ανακά­ λυψες κιόλας τον θησαυρό; —ιΚαΐ βέβαια, Σάμ..., α­ ποκρίνεται ό Πέτρος χαμογε λώντας... *Ή τουλάχιστον, α­

νακάλυψα μιά ιστορία, πού ΐσως νά κλεινή μέσα της έναν θησαυρό... — Ό πατέρας μο·υ ισχυρί ζεται, κάνει ό Σάμ, πώς μιά ιστορία περιέχει μέσα της έναν θησαυρό, δταν περιέχει ένα σπουδαίο ήθιικο δίδαγμα ! Μήπως εΐνσ. τέτοια και ή δι­ κή σου Ιστορία Πήτ; — "Όχι, Σάμ. Ή Ιστορία γ:ά την οποία σου μίλησε ό πατέρας σου είναι πολύ κα­ λή και πολύ χρήσΐιμη όχι ό­ μως γιά νά άιγοράσης ένα σπίτι κι" ένα... πρατήριο γά­ λακτος! Ή ιστορία πού σου λέω εγώ, περιέχει πολλά χρή ματα. Φτάνει νά πάνε τά


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ! πράγματα όπως τά υπολογί­ ζω^. . Ό Σάμ έχει φτάσει κοντά ταυ. Σκύβει -αητό πάνω του και παρατη,ρεΐ πώς στη μικρή υ­ δρόγειο πού βρίσκεται στο καντράν του «Βέλους», ό δεί­ κτης «σημαδεύει» τήιν Κωνσταντινούπολι. — θά... θά πάμε στην Κων σταντινούπολι; Πήτ; ρωτάει τό περίεργο αγόρι, πού έχει μάθει πια μέσες - άκρες, πώς γίνεται ή ρύθμισις πάνω στα όργανα τής Εκπληκτικής συ­ σκευής πού ταξιδεύει στον Χρόνο. — Ναι, Σάμ... — Και 'θά... θά συναντή­ σουμε τον αύτοκράτορα του Βυζαντίου Πήτ τον Κωνσταν­ τίνο τον Πσλαιολόγο, νά του ζητήσωιμ ε δανε ικά; -— Ό,χη Σάμ... Θά πάμε στην Κωναταντινούπολ ι πολύ αργότερα... Τό 1787... — Τι έγινε τότε; — Τίποτα πολύ σπουδαίο. Διάβασα όμως στην Εγκυ­ κλοπαίδεια, πώς εκείνη τη χρονιά κάποιος πασάς, πού ονομαζόταν Μουφτή και που εΐίχε σχήμ ατίσε ι μεγάλη πε­ ριουσία ιάπό1 ληΐστεΐες καί εκ­ βιασμούς, σκοτώθηκε τό βρά­ δυ τής ένατης Μάίου του 1787, σέ μιά παράξενη συμ­ πλοκή... — Τι θά πή «παράξενη, συμπλοκή»; Πήτ; — θά πή πώς την ύπόθεσι τη σκεπάζει ρεγάλο μυιστή ριο, άπακρίνεται ό Πέτρος, σοβαρά. Γιά τον Μουφτή αυ­

τόν, όλα πήγαιναν καλά ώζ την ήμερα του θανάτου του. Τίποτα δεν έλεγε πώς πλησί­ αζε τό τέλος του ή ότι κινδύ­ νευε από κανόναν από τούς εχθρούς του. *Ηταν ένας πα­ νίσχυρος άρχοντας πού τόν έτρεμαν όλοι, όταν ξαφνικά, εκείνο τό βράδυ πού σοΰ εί­ πα, έγινε μιά συμπλοκή στον κήπο τού μεγάρου του. Ό Μουφτή βρέθηκε νεκρός, όπως καί πολλοί από τούς άντρες τής φρουράς του. "Οσο για τούς θηίσσυρούς του, πού τούς φύλαγε ^ στό ιδιαίτερο γραφείο του, είχαν κάνει φτε­ ρά. — Καί θά πάμε έμεΐς τώ­ ρα, Πήτ..; — Ναί, Σάμ! Θά πάμε νά ίδούμε τί άπέγινε αυτός ό τεράστιος θησαυρός τού Μουφτή... "Ισως μάθωμε κά­ ποια πάρα πολύ χρήσιμη πλη ροφορία άν ταξιδεύσωιμε στήν Κωνστσντ ινούπολ ι τού 1787, κ*αί πλησιάσωμε τό μέγαρο αύτουνού τού Μουφτή... — Χμ... Πάλι μπλεξίματα θάχωμε, μού φαίνεται!, μουρ μουρίζει ό Σάμ σκυθρωπός. "Οπου μυριστής πολύ ρεγάλον σαματά, τρέχεις αμέσως καί ρυθμίζεις τά όργανα τού «Βέλους», για νά πάμε ν’ ανακατευτούμε κι’ έμεΐς... Ό Πέτρος τόν κυττάζει πα ραξενε μένος. — "Ακου, Σάμ: "Αν νομίζης πώς θάναι πάρα πολύ επικίνδυνα... Ό φίλος του καταλαβαίνει τί θέλει νά πή καί τόν δια­ κόπτει μέ γουρλώμένα -μάτια


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ Β-ΕΛ02 καί μέ ύψος προσβεβλημένο: — Τρελλάθήκες, 'Π ήτ; Π η γα στην Άτλαντίδα που βου­ λίαζε καί στην πανάρχαια Α­ θήνα! -Πήγα καί ,μπερδεύτηκα μέ τους πειρατές του1 Μόργκαν στο τρομερό Νησί τής Χελώνας και δεν θά πάω τώ­ ρα στην Κων'σταιντι νούπ ολ ι, που ήταν τ3 όνειρό μου από τόν -καιρό πού ήμουν μικρό παιβίί'; — Τόνειρό σου; ρωτά ό Πέ τρος πιότερο παραξενεμένος. Γιατΐ τόση μεγάλη επιθυμία νά πας στην Κωνσταντινού­ πολη Σάμ; — Μά εΐναι νά τό ρωτάς; Δέν λέω πώς δεν υπάρχουνε πόλεις ιστόν κόσμο, Πήτ, που ναΐχουν πολλά... γαλακτοπω­ λεία,, αλλά ή Κωνσταντινούπολις είναι ή μόνη πού έχει ολόκληρη συνοικία... «Γαλα­ τά»! Δέν την έχεις ακούσει; Ό Πέτρος δέν μπορεί αυ­ τή τή φορά νά μη σκάση στα γέλια. — Και βέβαια την έχω α­ κούσει Σάμ! του λέει εύ­ θυμα. _ >Αλλά όλα εΐνα έτοιμα πιά και οι δυο Ψιλοί δέν έχουν πα, ρά νά κανονίσουν τις τελευ­ ταίες λεπτομέρειες. Ό Πέτρος κρίνει πως είναι προτιμώτερο νά βρεθούν στην Κωνσταντινούπολη μιά μέρα πριν όίπό τό παράξενο γεγο­ νός πού αναφέρει ή Ιστορία. ^Επομένως κι5 αυτός κι5 ό φί­ λος του θά πρέπη, νά μείνουν δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα στο Παρελθόν και θά πρέπη νφ βρρΰν έναν καλό τρόητο

13

νά δ ικα ι ολ ογήΐσ ουν τή ν άπ ου σία τους ένα τόσο μεγάλο δι­ άστημα. φυσικά δέν πρόκριτοι για τίποτα πολύ δύσκολο. Ό Σάμ λέει- πάλι στον πα τέρα του πώς θά πάνε μιά διήμερη εκδρομή μέ τόν φί­ λο του κΓ ό Πέτρος κανονί­ ζει νά είναι Σαββατοκύριακο πού θά κάνουν τό καινούργιο τους τόλμημα, γιά νά μή χρειαστή νά λείψη καθόλου, άπό τό Πανεπιστήμιο πού σπουδάζει. Τό Σάββατο λοιπόν τό άπόγευμα στις τρεΐς ή ώρα, οί δυο σύντροφοι βρίσκονται καί πάλι πάνω στό«Βέλος». Ό Πέτρος μέ αποφασιστι­ κότητα καί μέ σταθερό· χέρι κάνει τις τελευταίες ρυθμίσεις πάνω στο καντράν. Ό Σάμ βεβαιώνεται πώς τά δυο άπό· πλαστική ύλη παγούρια του βρίσκονται κα­ λά στερεωμένα στη θέσι τους καί φωνάζει πώς είναι έτοιμος\ Τό ' Ελληνόπουλο κατεβά­ ζει τόν τελευταίο μοχλό. Οί πρασινοΐκόκκινες αστρα­ πές τούς τυλίγουν ακόμα μιά φορά μέ τήν παράξενη μαγεία τους. Τούς στροβιλίζει τό πα ράξενο συναίσθημα πού νοιώ θουν πάντα καθώς εξαϋλώνον­ ται μέσα στο μυστηριώδες Διάστημα τού Χρόνου, για νά βρεθούν υστέρα μέ σάρκα καί οστά, σ3 ένα μέρος πού όσοι άνθρωποι έτυχ,ε νά βρεθούν κάποτε, δέν υπάρχουν πιά στη ζωή σήμερα... Την επομένη στιγμή, βρμ


14

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

σκόνται στη γραφική πρω­ τεύουσα του Βυζαντίου, πού μ'πρρεΐ να μην έχη καμμιά σχέίσι μέ τή μεγαλοπρέπεια καί τό ύψος τής Νέας Ύόρκης καί των άλλων αμερικα­ νικών μ εγαλουπόλ εων άλλα έχει ένα διαφορετικό μεγα­ λείο, πού δεν βρίσκεται που­ θενά άλλου. Πύργοι, κάστρα, επιβλητι­ κές πύλες, άρχοντικά μέγαρα πανύψηλοι μιναρέδες, τούς περιτριγυρίζουν άπό παντού. ΟΙ άνθρωποι πού περπα­ τούν στον δρόμο καί διασταυ ρώνονται μαζί1 τους είναι πα­ ράξενοι . Φορούν μακρυές βράκες Καί φέσια μέ φούντες, έχουν με­ γάλα στριφτά μουστάκια, τά πρόσωπά τους είναι μελαψά καί τά βλέμματά τους άπειλητικά καί άγρια. Γυναίκες κυκλοφορούν ελά­ χιστες μά κΓ δσες βρίσκον­ ται στον δρόμο, έχουν σκε­ πασμένα μέ φερετζέδες τά πρόσωπά τους καί προχω­ ρούν μέ γρήγορο βή,μα καί χαμηλωμένα κεφάλια. Ό Πέτρος κυττάζει ολόγυ­ ρα καί κάποια κρυφή ανησυ­ χία υπάρχει στο βάθος των ματιών του. — Θά μεί'νωμε τριανταέξη ολόκληρες ώρες σ’ αυτό τό μέρος!, μουρμουρίζει άθελα. Πρέπει νάχωμε τά μάτια μας δεκατέσσερα καί νά φροντί­ σουμε νά μήν μπλέξωμε που­ θενά;, γιατί ό κίνδυνος θάναι μεγάλος

Στο Σεράϊ του Μουφτή Αν ΛΑΒΩΜΕ ύπ’ όψιν τις χρονολογίες, τό ταξίδι τους αυτό στον Χρόνο, γίνεται σέ πιο πρόσφατη εποχή απ’ ό­ λα τά προηγούμενα. Π ιό πρόσφατο κατά έναν ολόκληρο αιώνα·, άκόμα κΓ ά­ πό κεΐνο πού είχαν κάνει στο Νησί τής Χελώνας, για νά συ ναντήσουν τον τρομερό Μόργκαν καί τούς πειρατές του. Ωστόσο τό Ελληνόπουλο γνωρίζει καλά πώς οι κίνδυ­ νοι πού διατρέχουν είναι πολύ πιο (μεγαλύτεροι ακόμα κι’ άπό κείνους πού είχαν ν’ άντιμετωπίσουν στο άγριόνησο εκείνο τών πειρατών. Οί Τούρκοι είναι ένας λαός πού δέν έχει άπαλλαγή άπό τή βαρβαρότητα τών προγό­ νων του. Οι συνεχείς ανταρσίες, πού γίνονται στην κατεχομένη, Ελλάδα·, τούς έχουν έξαγριώ σει καί τούς κάνουν νά φέρων ται βάναυσα σ’ όλους τούς "Ελληνες τής Κωνσταντινου­ πόλεως, όπου οι φόνοι καί οί αρπαγές περιουσιών τών Χρι στιανών, είναι κάτι πολύ συ­ νηθισμένο. Αυτοί πού σκοτώνουν ή λη­ στεύουν "Ελληνες σπανί’ως έ­ χουν ν’ άντιμετωπίσουν τή δικαιοσύνη,. — Ή πιο μεγάλη δυσκολία πού έχομε ν’ άντι μετωπί'σωμε λέει ό Πέτρος στον Σάμ, εί­ ναι πώς δέν έχωμε καθρλο!/ γρήμαΤ05?μ


ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Είδες έκεΐ άιναησία!, φωνάζει τό ξανθό αγόρι, χτυ­ πώντας τό μέτωπό του μέ την παλάμη. 'Νά μΐη σκεφθούμε ■να πάρωμε μαζί1 μας μερικά δολλάρια, νά τά έξαργυρώσωμε! Ό Πέτρος χαμογελάει. — Δολλάρια!, λέει μέ θαο μασμό. Θάταν ό καλύτερος τρόπος νά μάς πάρουν γρή­ γορα - γρήγορα γιά άπα^ τεώνες και νά μάς κρεμά­ σουν! . . — Γ ιατί' Πήτ; Δεν είχαν δολλάρια στην Αμερική τό χίλια έπτακόΙσια ογδόντα τό­ σο; — Καί βέβαια Σάμ! ^Αλ­ λά αχι μέ χρονολογία τού χί­ λια εννιακόσια εξήντα τόσο! αποκρίνεται1 τό Ελληνόπου­ λο γελώντας. Μά άς τ’ άφήσωμε αυτά κι5 άς προχω­ ρήσω με... Ό Σάμ άνασηκώνει τούς ώμους. — Έγώ μιά φορά έχω τά παγούρια μου γεμάτα καί δεν μέ νοιάζει καί πολύ, λέει. Έσύ νά κυττάξης πώς θά τά βολέψης. -— Μη οό νοιάζη γι’ αυτό. Ή Κωνσταντινούπολις είναι γεμάτη πλατείες όπου υπάρ­ χουν βρύσες μέ άφθονο, νερό.. ^ — Καί έχουν πουθενά καί τίποτα βρύσες, πού νά τρέ­ χουν... κοτολέττες καί μπιφτέ κια; ρωτάει ό Σάμ μέ γουρλωμένα μάτια. — Όχι, αλλά δέν πρέπει νά άπελπίΐζεσαι τελείως... Δέν άποκλείεται νά βρούμε κανήναν καλόν άνθρωπο νά μάς

15

κάνη τό τραπέζι, Σάμ. — Λες, Πήτ; Καί ιμόνο μέ την ιδ|έα πώς μπορεί νά μείνω νηστικός δυο μέρες αρχίζω νά πεινάω άπό τώρα! Μιλώντας προχωρούν συγ­ χρόνως μέσα στους δρόμους τής ιστορικής πολιτείας πού μιά φορος πριν μερικούς αιώ­ νες, ήταν ή πρώτη πολιτεία ολόκληρου τού κόσμου. Τά μάτια τους δέν χορ­ ταίνουν νά κυττάζουν όλόγυρα. Μιά στιγμή ό Σάμ γυρίζει καί λέει στον φίλο του: •— Πώς θά βρούμε όμως, Πήτ, τό σπίτι αύταυνού τού Μουφτή σου; Πρέπει κάποιον νά ρωτήσω με, άν δέν κάνω λάθος. Δέν μπορούμε νά πηγαίνωμε έτσι, συνέχεια, στά κουτουρού! Μπορεί νάχωμε πάρει καί την εντελώς αντί­ θετη ικατεύθυνσι· άπό κε.ί’νη πού πρέπει... "Ά! Νά μιά γυ­ ναίκα πιο πέρα, πού πηγαί­ νει μόνη, της! Νά πάω νά τη ρωτήσω! Ό Πίέτρος -μόλις προλα­ βαίνει νά τον άρπάξη άπό τό χέρι. — Τρελλάθηκες; τού λέει. Δέν επιτρέπεται ποτέ σ3 έναν άντρα, νά μιλήση, σέ μιά ά­ γνωστη γυναίκα στον δρόμο! Καί .μάλιστα όταν είναι μόνη της... Τά ολοστρόγγυλα ματά­ κια τού Σάμ βρίσκουν τήν εύκαιρίά νά γουρλώσουν καί πάλι. — Τί έπαθες, Πήτ; ρωτά

ποφεζενεμένρς. Νόμιζα

πώς


16

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

είχες π ιό... φιλελεύθερες Ι­ δέες ! ^ ^ ΊΕγώ ήχρ, ΛΣάμ, τού έξη(γεΐ υπομονετικά, ό φίλος του. Οί άνθρωποι όμως αυτοί πού βλέπεις είναι όλότελα, διαφορετικοί... "Αν πας να μιλήοης σ' εκείνη τή γυναίκα είναι ικανοί να σ' αρπάξουν και νά σε -κρεμάσουν χωρίς πολλές διατυπώσεις ή νά σέ ρίξουν σέ καμμιά φυλακή. Ό Σάμ άνασηικώνει καί πάλι τούς ώμους του: — Πολύ ικαλά^ Πήτ! Κάνε όπως νομίζεις έσύ. Είμαι πε­ ρίεργος όμως, πώς θά βρής αυτό πού γυρεύεις, άν δέν ρωτήσης... — Θά ρωτήσω με, Σάμ, άλλά κάποιον πού νάναι αρσενι­ κός! Νά: Εκείνος ό γέρος πού πουλάει φρούτα, ίσως νά μάς φωτίίση. Προχωρούν ως το καροτσά κι τού γέρου πού έχει δή ό Πέτρος. Στο μεταξύ οί δυο φίλοι έχουν ανακαλύψει πώς δέν εΐνα παράξενοι δλοι οι άνθρω­ ποι πού περπατούν ατούς δρό μους της Κωνσταντινουπό­ λεως. Παράξενοι είναι μόνο αυτοί οί ίδιοι· μ5 αυτά πού φο ρούν γιατί .όλοι στρέφουν καί τούς ικυττάζουν μέ γουρλωμέ να μάτια στο διάβα τους. Ό Πέτρος άνησυχεΐ γι' αύτό. ^— Μά τί συμβαίνει τέλος πάντων Πήτ; ρωτά νευριασμέ νος. Μήπως έχω καμμιά μουν­ τζούρα στη μύτη μου; — Ή μύτη σου δέν έχει φτρλύτως τίποτα, Σάμ... Τφ

ντύσιμό σου όμως είναι πολύ «ευρωπαϊκό» για την Κωνσταν τινούπολι τού 1787... — "Ας πάρουν παράδειγιά νά μάθουν νά ντύνωνται κι* αυτοί έδώ, ^ μέ τις βρά­ κες!, μουρμουρίζει τό κωμικό αγόρι μέ πείσμα. Δέν φαντά­ ζομαι νάθελες νά φορέσω με ■κι* έμεΐς τέτοιες βράκες! — Κι* όμως δέν θάταν κα­ θόλου άσχημο νά είχαμε.. ^Ή­ ταν άπρονοησίά πού ήρθαμε έτσι... Δέν πειράζει όμως τώ ρα πιά... "Ο,τι ήταν νά γίνη έγινε... "Ας έχομε μόνο τό νοΰ μας. Μ' αυτά τά λόγια έχουν φτάσει μπροστά στον γέρο, πού διαλαλεΐ τά φρούτα πού γεμίζουν τ’ άμάξι του. Ό Πέτρος τον ρωτάει γιά τό σπίτι τού Μουφτή. Ό άνθρωπος εκείνος παρά τήν περασμένη του ήλιικία, τούς ικυττάζει περίεργα. — Ποιος δέν ξέρει τό σεράϊ τού Μουφτή πασσά, μπρέ παιδί μου; ρωτάει μέ βραχνή φωνή. Υστερα από τό παλά­ τι τού Σουλτάνου, υπάρχει στην Κωνσταντινούπολι άλλο πιο πλούσιο σπίίτι; —- Είμαστε ξένοι, τού λέει ό Πέτρος, Ερχόμαστε από την "Αγκυρα... — Χμ... Είπα κι9 εγώ τζάνουμ! Νά: Θά προχωρήσετ* εκείνον τον δρόμο πού πάει όλόίσι α... "Οταν ζυγώσετε κοντά στη θάλασσα, θά βρη­ τέ μιά έπαυλι γεμάτη δέντρα καί λουλούδια... Αυτό για 'ναι το ρεράϊ του! Και τι τον §έ-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ β£Λ02 λεΐέ του λόγου σας, τον Μου φτή πασ’σά; — Είναι βεΐος μου!, του αποκρίνεται ο Σάμ. Έρχομαι να του ζητήσω ραυσφέτι! "Ί­ σως να μέ διορίση «γραμμα­ τικό» σέ καμμιά Τράπεζα! Ό άλλος τον παρατηρεί μέ μάτια γουρίλωμέ^αι, μην κατα λαβαίνοντας «γρΰ» άπ’ όσα λέει τό Άμερικανόπτουλο. "Αλλά επειδή ό Σάμ φαίνε τα_ι σαν νά,χηι συμπαθήσει έικεΐνον τον γέρο καί νάχη σκοπό νά κοοθήση ικαϊ νά κου βεντιάση -κι" άλλο μαζί του, ό Πέτρος αναγκάζεται νά τον τραίβήξη άπό τό χέρι, γιά νά προχωρήσουν παραπέρα. — Πρόσεχε, Πήτ! θά μου τσαλακωσης τό πουκάμισο και τόχω φρεσκοσιδερωμένο! φωνάζει γκρινιάρικα ό φίλος του. Συμπαθητικός γέρος δέ σόυ φάνηκε αυτός; Έταν ο­ λόιδιος μ" ένα θείο που έχω .στην ’ I νδ ιάνα! Ό δρόμος που έχουν πάρει τώρα, προχωρεί ολόισια προς τις όχθες του Βάσπορου. "Οσο πάνε τά σπίτια α­ ραιώνουν, άλλά ταυτόχρονα, γίνονται καί πιο· πλούσια καί πιο γραφικά. "Αρχίζουν άπό δώ καί πέρα οι έπαύλεις των αρχόντων τρι γυρισμένες άπό μεγάλους κή πους, πνιγμένους στά πολύ­ χρωμα λουλούδια καί στις εύώδιές. — ίΠ ή;τ!, μου ρ μ ου ρ ί ζ ε ι ό Σάμ ανήσυχα. Θά βρούμε και ρό ·νά πάμε καί στη συνοικία τού... Γαλατά, δεν εΐν* έτσι; — Φαντάζομαι, Σάμ... Μά

17

κΓ άν δέν βρούμε αυτή τή φορά τό «Βέλος» πάντα στη διάθεσί μας είναι. — ."Αλήθεια! Έχεις^ δί­ κιο! Τό ξήχασα!, λέει ό άλ­ λος ερχαρ ιστημένος καί τά μάτια του λάμπουν άπό εύτυχ/ίία. "Ο,τι ώρα θέλουμε ανε­ βαίνουμε άπάνω καί πάμε όπου μάς αρέσει έτσι δεν εί­ ναι Πήτ; — Ναί' Σάμ !, άποκ,ρίνεται τό 4Ελληνόπουλο άφηρηιμένα γιατί καθώς πλησιάζουν τή θάλασσα, προσπαθεί νά διακρίνη άπό μακρυά ποιά^ απ’ όλες τίς έπαύλεις μπορεί νά είναι ή τελευταία καί νάναι εκείνη που ανήκει στον Μου­ φτή πασσά. ΚΓ ό Σάμ μή έχοντας τί άλλο νά κάνη καλύτερο γιά την ώρα, ξεκρεμάει τό ένα πα γούρι του καί τό φέρνει μέ λαχτάρα στο στόμα. "Αδειάζει τό· ,μισό μονορού­ φι — Αοιπόν θά τό πιστέψης Πήτ;^ μουρμουρίζει γλεί­ φοντας τά χείλη του. — "Οταν ταξιδεύουμε έ­ τσι... (δηλαδή... μέ τό «Βέ­ λος» θέλω νά πώ... κάθε φορά πού πίνω γάλα, δεν μπορώ νά τό ευχαριστηθώ καλά καλά! — (Γιατί' Σάμ; — Μά είναι νά τό ρωτάς; "Οσο γεμίζει τό στομάχι μου τόσο άδειαζει τό παγούρΓ! Καί ύστερα., πού ξέρω άν θά βρω εγώ πουθενά αλλού γά­ λα, γιά νά τό ξαναγεμίσω; Μην κυττάς στο· σπίτι, πού έχω ολόκληρο ψυγείο γεμάτο


μ#αυκαΧες! Κι5 Ικεϊνο που είναι το χειρότερο άπ’ όλα, είναι πώς όπου πηγαίνομε, κάνει- «κρά» τό μάτι μου νά δούμε μια κατσικούλα η καμμιά γελάδα! Τί στην ευχή! Μέ τι λογής πράγμα μεγαλώ νάνε οι άνθρωποι, μια φορά ικι* έναν καιρό; Τί πίνανε; Μου ρ ουνόλαιδο; —-ιΜήν τό αποκλείεις Σάμ ! Γιατί; Μήπως αυτό δεν είναι δυναμωτιικό; Λύνεις όμως άλ­ λη ώρα αυτό τό πρόβλημα. Κότταξ’ εδώ: Σύμφωνα μέ όσα μάς είπε εκείνος ό γέ­ ρος, ετούτη πρέπει νάνοι ή έπαυλι τού Μουφτή πασσά. Φτάσαμε, κιόιλας! Δεν μπο­ ρούμε νάχωμε παράπονο άπό τό μεταφορικό μας μέσον... Τό «Βέλος» μάς πηγαίνει αρ­ κετά γρήγορα εκεί που θέλο­ με καί χωρίς πολλές ταλαιπω ρίες. Πραγματικά, εκείνη ή έπαυ λις πού βρίσκεται εμπρός τους, μοιάζει περισσότερο μέ όνειρο. -Είναι ένα υπέροχο κτίριο γεμάτο πυργίσκους καί επι­ βλητικές πύλες, χαμένο μέσα σ’ ένα ολόκληρο δάσος άπό λουλούδια κάθε είδους καί κάθε χρώματος, πού ή ευω­ διά τους γεμίζει όλη την έκτα σι τριγύρω. Κι’ εκεί έξω άπό την κεν­ τρική πύλη τού κήπου βρί­ σκεται ένας πελώριος καί βλοσυρός φρουρός, πού σουλατσέρνει πάνω - κάτω βαστώντας τή λαβή τού γιατα­ γανιού του. Ό Σάμ τόν δείχνει στον φί λο του καί λέει μέ θαυμασμό: — Νά καί τό κουδούνι,

Πήτ! Πάμε νά τό... χτυπή­ σουμε νά μάς άνθίξουν; Ή αιχμάλωτη

\ ^ ί' γ · 1 4®

"Ενας Δωριεύς σκοτώνει μέ σπαθί τον Κόβρο

έΐ ΕΝ ΠΤΟΑΛΒΑΙΝΕΙ ν’ άπσσώση τά λόγια του. Μιά παράξενη βοή άκούγεται άξαφνα, πού ολοένα πλη­ σιάζει προς τό μέρος πού βρί σκόνται τά δυο παιδιά. Γυρνούν τά κεφάλια τους ξαφνιασμένα καί τότε άπό τό βάθος τού εξοχικού δρόμου βλέπουν νά υψώνεται ένα πε­ λώριο σύννεφο σκόνης. ’Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν άλογα πού τρέχουν καί πίσω τους, μισοχαμένη στή σκόνη μιά άμαξα. Τά άλογα τρέχουν σάν άστραπή. Πριν τά δυο αγόρια προ­ λάβουν νά συνέλθουν άπό τήν έκπληξί τους, έχουν φτάσει κιόλας κοντά τους. Είναι μιά ολόκληρη συνο­ δεία. Τήν άμαξα εκείνη πού εί­ ναι πολυτελεστάτη, τή σέρ­ νουν έξη υπέροχα άλογα. Πίσω άκολουθούν άλλοι έξη ίκαβαλλάρηδες, ώπλιαμένοι ως τά δόντια. Σταματούν μπροστά στή μεγαλόπρεπη πύλη τού άρχοντικού. Ό φρουρός πού πηγαινοερ­ χόταν εκεί άπ’ έξω τρέχει άμέσως νά τήν άνοιξη.. Τήν ώρα πού σέρνει τά βα ρειά της ψύλλα ό Πέτρος πιά νει τό «μπράτσο τού Σάμ καί τό σφίγγει μέ νόημα. —Κύτταξε!. μουρμουρίζει στ’ αυτί1 του,


Ό Σάμ Ακολουθεί τό βλέμ μα τού συντρόφου ταυ και τά μάτια ταυ γουρλώνουν. Μια νεαρή κοπέλλα βρίσκε ται μέσα στην άμαξα. Μια νεαρή κοπέλλα μέ υ­ πέροχη ώμορφιά, πού παλεύει Απεγνωσμένα μέ δυο μεγαλόσωμου ς ευνούχους. Προσπαθεί του κακού νά ά­ νοιξη τήν πόρτα τής άμαξας και νά πη'δήξηι έξω, γιατί ε­ κείνοι τήν τραβούν μέ δόνα μι και τή σέρνουν πάλι πίσω. Τό κορίτσι ξεφωνίζει μέ α­ πελπισία. Κανείς όμως δέν Ακούει τις φωνές της, έκτος από τούς έ­ ξη καβσλλάρηΐδες, πού δέν φαίνονται νά δίνουν καμμιά ση μασιά σ’ αυτές καί τά δυο α­ γόρια, πού έχουν βρεθή τόσο απροσδόκητα σ’ εκείνο τό μέ ρος... Καί τότε τά μάτια τής νέ­ ας κοπέλλας πέφτουν επάνω τους. — Βοήθεια!, φωνάζει σπα ρακτικά. Ό Πέτρος νοιώθει μιά ανα­ τριχίλα νά περνάη τή ραχοκοκκαλιά του. Οί γροθιές του σφίγγονται μανιασμένα. Ό Σάμ ικ,ι3 εκείνος έχει θυ­ μώσει _τρομερά. ^— Ιί λές, Πήτ; μουρμου­ ρίζει. Πάμε νά τούς δώσουμε ένα μαθηματάκι, περί ...«έλευ θερίας τού Ατόμου»; — Είσαι θεότρελλος!, τού απαντάει ό φίλος του. Τούς βλέπεις πόσοι είναι, Σάμ; -— "Αχ! Τί νά σού κάνω έγώ!, απαντάει Απαρηγόρη­

τος εκείνος μέσα Από τά δον τια του. Αυτό· τό «Βέλος» εί­ ναι πού φταίει γιά όλα! Μοΰ φαίνεται πώς έχει· πάρα πολ­ λές Ατέλειες! Πρέπει νά τό κανονίίσης έτσι, πού νά μπο­ ρούμε νά παίρνωμε καί σιδε­ ρικά μαζί μας! "Αν είχα τώ­ ρα τό πιστόλι του πατέρα, θά έδειχνα τώρα σ’ αυτούς τούς μαντράχαλους, πώς έπρεπε νά φέρνωνται σέ μιά κοπέλλα. Μα... γιατί λές νά τήν τραβοκοπάνε έτσι; —· Σίγουρα τήν έχουν κλέ­ ψει καί τήν πάνε μέ τή βία στό' χαρέμι τού Μουφτή πασσά!, Αποκρίνεται ό Πέτρος. — Τούς παλιανθρώπους! Πήτ! ·Νά τρέξωμε αμέσως νά είδοποιήσωμε τήιν αστυνομία. Παρ’ όλη τήιν τραγική περίάτασι, ό Πέτρος δέν μπορεί νά μή χαμσγελάσηι μέ τά λό­ για του φίλου του. — Κοκομοίρη Σάμ!, του λέει. Ή αστυνομία είναι ό ί­ διος ό Μουφτή πασσάς! Κα­ νείς δέν μπορεί νά τού ,μιλήση! "Οποια γυναίκα τού α­ ρέσει, μπορεί νά τήν κουβαλή σηστό χαρέμι του, χωρίς ποχ λές διατυπώσεις... "Οταν μάλι'στα δέν είναι Τουρκάλα, τότε τά πράγματα είναι ακό­ μη π ιό εύκολα. Δέν έχει νά δώση σέ ικανέναν λογαριασμό. — Κι5 εκείνο τό κορίτσι, δέν είναι τουρκάλα, Πήτ; — "Οχι... Είναι Ελληνό­ πουλα ! Τά μάτια τού ξανθού Αγο ριού, γουρλώνουν κατά τή συν ήθειά τους. — Πώς τό ξέρεις; μουρμου


ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ρίζει παραξενωμένος. —- 5Ακούω τις φωνές της. Δεν μιλάει τούρκικα. Μιλάει ελληνικά... — Κα!ΐ θ’ άΐφήσης έτσι μια συμπατριώτισσά σου, νά... — "Ησυχα, Σάμ! ^Ελπίζω ττώς θά μπορέσομε νά τη βο­ ηθήσουμε. Μά όιχι αύτη τη στι γμή... Τώρα 6ά δεν μπορούμε νά ικάνωμε τϊποτα. Την ώρα πού μιλούν ό φρου ρός ηχεί άνοιξει διάπλατα τη, πύλη, έτσι πού νά χωράη νά περάση μέσα ή άμαξα. Οι φωνές τής άμοιρης κοπέλλας άκούγονται περισσό­ τερο σπαρακτικές. Δεν μπορεί δμως^ νά ξεφύγ,η άπό τά χέρια των άγριων ευνούχοον. -αφνιικά γίνεται κάτι τό άπροσδάκη,το: Ό Επικεφαλής άπο τούς έ­ ξη καβαλλάρη|δες πού άκολου θουν την άμαξα, κεντάει τό άλογά του, πού με δυο δρα­ σκελιές, βρίσκεται μπροστά στούς ήροοές μας. Ό αγριάνθρωπος ©κείνος, πού άπό τη στολή του φαίνε­ ται άξιωματιικός, παρατηρεί με πρόσωπο κατακάκκινο ά­ πό θυμό τον Πέτρο και τον Σάμ. — Όρε σείς!, βροχάται. Εϊσαστε παιδιά ακόμα άλλα λίίγος καιρός σάς μένει γιά νά .μεγαλώσετε!... Πρέπει νά μάθετε άπό τά τώρα, πώς δεν .μπορείτε νά κυττάτε καταπράσώπο, μια γυναίκα τού Μουφτή ποοσσά! *Άν εϊσαστε άντρες θά σάς έπαιρνα τά κε­ φάλια γι’ αύτη την άσέβ^ι^!

21

Επειδή εϊσαστε παιδιά, θά σάς δώσω μόνο ένα μάθημα γιά νά τό θυμώσαστε... Μ5 αυτά τά λόγια τραβάει ςΰπό τη σέλλα τού άλάγου του ένα μαστίίγιο, πού ή μακρυά γλώσσα του πέφτει σφυ ρίζοντας πάνω στα δυο αγό­ ρια. Ό Πέτρος σφίγγει τά δόν­ τια του γιά νά μην ξεφωνίση. Ό Σάμ δμως^ γρύλλίζει δπως τό γουρουνάκι και τά .μά τια του γίνονται κατακόκκινα άττό θυμό. —ιΒρέ ηλίθιε!, μουγγρίζει Κ ύττα τί ©καν ε ς! Μούσκ ίσες τό πουκάμισό μου! Τώρα θά σ' άνοίΐξω τον τάφο! Κι* ετοιμάζεται κιόλας νά χυθη πάνω στον καβαλλάρη άλλά ευτυχώς ό Πέτρος προ­ λαβαίνει και τον αρπάζει άπό τό χέρι. Τον τραβάει με δύναμι: — Τρελλάθηκες, Σάμ; —Μά, Πήτ! <Κύττα τό που κάμισό μου! ■— Τρέξε, ανόητε! Τό μαστίγιο κατεβαίνει με δύναμι σφυρίζοντας γιά δεύ­ τερη φορά, άλλά τώρα δεν βρί σκει παρά μόνο τον άέρα, γι­ ατί ό Πέτρος έχει τραβήξει τον Σάμ εγκαίρως και τρέ­ χουν καί οι δυο μ’ όλη τή δυ να μι τών ποδιών τους. Ό Τούρκος άξιΟματικός βά ζει τό μαστ'ίγιο στη θέσι του Θί υπόλοιποι κσβαλλαρέοι γελάνε χοντρά μέ τό πάθημα τών δυόι παιδιών. Μά ή άμαξα έχει περάσει κιόλας στον κήπο τού άνακτή ρου τρφ Μουφτή,*


22

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Ρίχνονται λοιπόν κι* αυτοί πίσω της και σέ λίγο έχουν χαθή δλοι μαζί ανάμεσα στις δενδροστοιχίες. Ό φρουράς ξανακλείνει την πύλη καί αρχίζει καί ττάλι τα σουλάτσα του έξω απ* αυτήν άγριοκυττάζοντας ίγοΟ καί πού ττρός το μέρος του Πέ-. τρου καί του Σάμ, πού βρί­ σκονται καμμιά πενηντάρια μέτρα παρακάτω...

Στο στόμα του λύκου 0

I

ΗΡΩΕΣ

μας απομα­

κρύνονται, γιατί ό φρουρός ε­ ξακολουθεί νά τούς κυττάζη άκό:μα επίμονα κι* αν μείνουν περισσότερο, κινδυνεύουν νά κινήσουν τις υποψίες του. — Τΐ θά κάνω με τώρα, Πήτ; ρωτάει ό Σάμ που γιά νά του περάσουν τά νεύρα α­ πό την απροσδόκητη αύτή πε ριπέτεια, τάχει βάλει με τό δεύτερο παγούρι του καί τού χει φτάσει κ·ι* αυτό ως τή με ση. Τά .μάτια τού Πέτρου λάμ πουν παράξενα. —Μού φαίνεται πώς ή μοΐ ρα μάς ώβηγηΐσε πάλι τή στι γμή πού έπρεπε, μπροστά σ* αυτό τό ανάκτορο τού Μου­ φτή, μουρμουρίζει. "Υστερα τό βλέμμα του γί νεται όνε ι ροπόλο καί τά μά­ τια του τά σκιάζει κάποια α­ πόκρυφη! σκέψι. — "Εχω τήν ιδέα πώς αύ­ τή τήν κ απέλλα, κάπου τήν έ-

γβ §ανα§ή!, λέει σά νά μι-

1

"■<

λάη στον έαυτό του, Αρκετά δυνατά όμως, γιά νά τον άκού ση κι* ο Σάμ, πού κοντεύει νά πάθη άποπληξία άπό τήν έκπληιξι. ----- Πήτ! Τρελλάθηκες; ψελ λίζει. Θά τδπαθες από κείνη τή μαστιγιά, φουκαρά_ μου! Ποιά έχεις ξαναδή; -εχνάς πού βρισκόμαστε; -εχνάς σέ ποιόν αιώνα μάς έχει φέρει τό «Βέλος»; Ό Πέτρος άνασηΐκώνει ψιη^ λά τούς ώμους καί χαμογε­ λάει. — Έχεις θίΐκιο!, αποκρί­ νεται. Γιά μιά στιγμή ξεχάστηκα... Τό δίχως άλλο τά χα ρακτηριστικά της θά μοιάζουν με κανενός κοριτσιού πού γνώ ρισα... "Ας είναι... Όπωσδήποτε πρέπει νά σκεφίθούμε έ­ ναν τρόπο γιά νά τήν έλευθερώσουμε. Ή καρδ-ιά τού Σάμ πάει στή θέσι της. — Τώρα μάλιστα!, μουο μαυρίζει ικανοποιημένος. Μί­ λησες σωΙστά καί λογικά! 'Ό μως, μού φαίνεται πώς δεν υ­ πάρχει άλλος τρόπος γιά νά τό πετύχω'με αυτό, άπό τό νά μπούμε μέσα σ’ εκείνο τό παλάτι... "Αν πάμε γύρω γύρω, θά βρούμε ίσως κάποιο σημείο τού ταίίχαυ πού δεν θά τό φρουρούν... Βαδίζουν κατά μήκος των τειχών τού άνακτόρου τού Μουφτή, πλησιάζοντας ολοέ­ να προς τή θάλασσα τού Β ά­ σπορου. — Χμ!, κάνει ό Πέτρος. Φρουροί πολλοί δεν βλέπω νά ύπαρχονν, Χ&μ, Αέν βλέπμ)


ί

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

2$

δμως καί μέ ποιόν τρόπο θά πέρασης, πάνω άπ3 αυτά τά τείχη... Είναι πολύ ψηλά καί άπό λεία πέτρα. Δεν έχει κα­ θόλου σκαλίσματα καί εγκο­ πές,, για νά μπορέση νά ακαρ φαλώση κανείς... .Πραγματικά. "Οπως κυττούν τά δυο παι διά το τόλμημα, αυτό φαίνε­ ται ακατόρθωτο. Δεν χάνουν ωστόσο τό θάρ ρος τους. Υπομονετικά έξαίκολου1θουν νά βαδίζουν ώσπου φτά­ νουν στην παραλία. Τά τείχη φτάνουν κι’ αυτά μαζί τους ώς εκεί καί προ­ χωρούν ώς τή θάλασσα, σε αρκετό βάθος. Τά μάτια το ου Πέτρου, δεί χνουν πώς κάποια καινούργια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του — Αλήθεια, Σάμ: ρωτάει Δεν σε ρώτησα ποτέ άν ξερής κολύμπι! —Ούτε δελφίνι δέν μέ συν αγωνίζεται!, αποκρίνεται αυ­ τός περήφανα. "Ομως για νά σου πώ την αμαρτία μου Πήτ τό αποφεύγω, ξέρεις... — Τι πράγμα; — Αποφεύγω δηλαδή νά ...νά βρεθώ μέσα στη θάλασ­ σα... Δέν κολυμπάω παρά πο λύ σπάνια καί σέ ειδικές πε­ ριπτώσεις μονάχα. ^— Μά τί λες, Σάμ; τρελλάθηκες; — "Όχι, αλλά γιά νά κάνω μπάνιο, πρέπει νά βρεθώ σέ μια στιγμή μέ τό στομάχι μου άδειο άπό γάλα... Κάτι

νά συμβή στή χάση καί στη φέξη! — Καλά... "Ολους τούς άν θρώπους τούς πειράζει νά κο λυμπάνε μέ γεμάτο στομάχι λέει ό Πέτρος. — Εμένα αυτό δέν μέ πει ράζει καθόλου!, αποκρίνεται ό ΣάμΛΜέ πειράζει μόνο ό­ ταν έχη γάλα μέάα, γιατί άν καταπιώ κατά λάθος καμμιά γουλιά θαλασσινό νερό καί ά νακατωίθή μαζί του τό ιώδιο καί τό αλάτι... θά κόψη στή στι γμή! Ό Πέτρος κουνάει τό κεφά λι του. — Τό σπουδαίο είναι πώς, στήν ανάγκη;, κολυμπάς μιά φορά, του λέει. — Σ τή ν άνάγκ η μ άλ ι στ α ! παραδέχεται ό Σάμ άντρίκια Ευτυχώς δηλαδή,, πού σ3 αυ­ τά τά ταξίδια μας δέν υπάρ­ χει ανάγκη γιά μπάνιο συχνά ·)> Τ~Ι ε, I — Καί ξέρεις καί μακροβούτια, Σάμ; — -έρω απ’ όλα! Μά τί μανία εΐναι αύ'τή πού σ3 έπια σε στα καλά καθούμενα μέ τό κολύμπι; 3Άν λιμπίστηκες τή θάλασσα, βγάλε τά ρούχα σου καί βούτα! 3Εγώ θά καθήΐσω νά σέ περιμένω και νά τά προσέχω κιόλας! — Έχω τήν ιδέα πώς θά χρειαστή νά κολυμπήσωμε μέ τά ρούχα!, άποκρίνεται ό Πέ τρος χαμογελώντας. — Νά ...κο-λυ-μπή-σω-με; ρωτάει ό Σάμ συλλαβιστά, μέ τά ματάκια του γουρλωμένα. 3Εγώ δέν θέλω, Πήτ!

τΙτριο,

Λεν %» άρχΙίσει οοκόμο;

όπως έννρςΐ^ μπορεί

Γ

τθ


24

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μπάνια, ετούτη1 τη χρονιά! — Τό ...1787 νά τ' άρχίσης λιγάκι νωρίτερα!, του λέει ό φίλος του εύθυμα. Λεν υπάρχει άλλος τρόπος άπ' αυτόν, Σάμ, για νά μπού με μέσα στ5 ανάκτορο του Μουφτή ! Ό Σάμ κάτι αρχίζει νά καταλαβαίνη. Κυ'ττάζει τον Πέτρο μέ α­ νησυχία. — Θά κολυμπήσω με μέχρι εκεί, στην άκρη των τειχών, συνεχίζει εκείνος. "Υστερα θά στρίψωμε καί θά βρεθούμε μέσα. "Αν εχη κόσμο αυτή την ώρα καί δεν μπορούμε νά βγούμε χωρίς νά μάς δουν θά περιμένωμε νά νυχτώση. Κι' άν ύπάρχη κανένας φρου­ ρός εκεί στην άκρη, του τεύ­ χους, θά χρειαστή νά περά­ σω με από μπρος του μέ μακροβαυτι... Θά τά καταφέρης Σάμ; — Καί... καί... καί τά πα γούρια μου; ψελλίζει έίκεΐνος χλωμιάζοντας. — "Ετσι όπως τάχεις καί τά δύο μισογεμάτα, λέει 6 Πέτρος, θά σ’ εμποδίζουν στα μαικρσβοΰτι μέ τόν αέρα πού έχουν μέσα. Γέμισε τό ένα ώς απάνω μέ τό γάλα πού έ­ χουν καί τά δυο μαζί καί γέ­ μισε τό άλλο μέ νερό τής Θά­ λασσας. "Ετσι δέν Θά σ' ένο χλούν καθόλου. Κι' αυτά όλα άν βέβαια έπιμένης νάρθ'ης μαζί μου... Διαφορετικά μπο ρεΐς νά μείνης εδώ καί νά μέ περιμένης νά γυρίάω. •—ΤρελλάθΙηκες, Πήτ; Σου

ύποσχεθή νά σέ προσέχω

— Λοιπόν; -εκινάμε; — Στάσου μια στιγμή, Πήτ, νά κάνω εκείνο πού εί­ πες μέ τά παγούρια... Κι’ ό Σάμ πραγματικά γε­ μίζει τό ένα παγούρι ώς έπά νω μέ γάλα, πίνει εκείνο πού περισσεύει, γεμίζει τό άλλο μέ Θαλασσινό νερό, τό βουλώ νει καλά - καλά καί λέει ικα­ νοποιημένος : — Καί τώρα στη διάθεσΓ σου! Τό ναυτικό έτοιμο προς δράσιν! — "Ας μή χάνω με καιρό, λέει τό γενναίο άγόρι, πού ε­ τοιμάζεται κιόλας νά πάρη βουτιά. Ό Σάμ τόν πιάνει από τό Χ'έρι: — Γιατί θέλεις νά κολυμπη σωμε μέ τά ρούχα, -Πήτ; — Γιατί όταν Θά βρεθούμε μέσα στο ανάκτορο, Σάμ, θά χρειαστή ίσως νά τριγυρίσω με παντού γιά νά μάθωμε τί συμβαίνει καί δέν μπορούμε νά γυρνάμε χωρίς ρούχα... — Γ ιατί δέν τά κάνωμε τό­ τε ένα δε ματάκι, νά τά βάλωμε επάνω άπό τό κεφάλι μας; Καταλαβαίνεις τί χάλι θά γί­ νουνε, Πήτ; Καί τάχω φρε­ σκοσιδερωμένα ! — Καί τί θά τό κάνωμε τό δε ματάκι, άν χρειαστή νά πά ρωμε μακροδούτι; — Αυτό νά μού πής!, α­ παντάει ό Σάμ μ' άπογοήτευ σι. Πολλές θυσίες τέλος πάν­ των κάνωμε γι' αυτή τήν τσου πρα! Καιί ούτε πρόλαβα νά προσέξω άν άξ'ίζη τουλάχι­ στον τόν κόπο! Νά ξέρης Ό­ τι ρλα ο?ύτά τά κάνω γιά 19


Τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ δικό σου τό χατήρι, ,Πήτ! Έ μπρος! Αμέσως οί δυο φίλοι βου­ τάνε στα νερά του Βάσπορου όπου άποδειίκνύετσι πώς εί­ ναι καί οί δυο δεινοί καί ισά­ ξιοι κολυμβητές. Μέ γρήγορες απλωτές πλη σι όζουν προς την άκρη των τειχών, που προχωρούν μέσα στη θάλασσα. Παρ5 όλο πού προχωρούν ντυμένοι καί μέ τα παπούτσια τους, δέν αρ­ γούν νά φτάσουν. Πρώτος ό Πέτρος βγάζει τό κεφάλι του καί κρυφοκυττάζει. Εξακριβώνει πώς δέν υ­ πάρχει φρουρός σ* έκεΐνο τό μέρος άλλα τό άνοιγμα όλο μεταξύ των δύο τειχών εκεί­ νων, πού βρίσκονται οί ήρωες μας καί των άλλων απ’ αν­ τίκρυ, καμμιά τρακοσαριά μέ τρα, είναι όλο πλεγμένο· μέ χοντρές, αγκαθωτές άλυσσύ δες, για νά μη μπορή κανείς νά πέραση κολυμβώντας. ^ Στη μέση περίπου εκείνης τής απτοστάσεως υπάρχει έ­ νας μύλος κΤ ένα άνοιγμα γιά νά ;περνούν τά πλοιάρια τού Μουφτή πασσά. Αυτό τό ά­ νοιγμα όμως φρουρεΐται ά­ γρυπνα από ένοπλους στρατί ώτες. 'ίΕιδω θά χρειαστή τό μακροβούτι, λέει ό Πέτρος στον φίλο του. Πρέπει νά φθάσωμε, τόσο βαβειά, ώστε νά πε­ ράσω με κάτω από τις άλυσσίΐδες, Σάμ. — Κι5 άν φτάνουν ως τον βυθό, Πη'τ; —■ Δέν φαντάζομαι, μουρ=

25

μουρίζει τό ατρόμητο παιδί. Δύσκολο νά τις έχουν τοπο­ θέτηση ως εκεί κάτω. Μην ξε­ χνάς πώς δέν υπάρχουν ακό­ μα... τά σκάφανδρα! "Αν ό­ μως, όπως λές είναι φραγμέ­ νο ολόκληρο τό μέρος, τό'τε ά ναγικαστικά δέν μπορούμε νά κάνωιμε τίποτ3 άλλο, από τό; νά περιμένω με νά νυχτώση... Θά σκαρφσλώισωμε κι3 αντί νά περάσωμε από κάτω, θά περάσωμε πάνω από τις άλυσ σίδες. — Πού θά σκαρφαλώσωρε; Πάνω σ3 αυτά τά σιδεράγκαθα; ;— Θά τά καταφέρωμε, Σάμ... Μη σέ νοιάζει... "Ας δοκιράσωρε όμως προς τό πα ρόν, νά περάσωμε από κά­ τω... Περίίμενε νά προσπαθή­ σω πρώτος. Καί ό Πέτρος παίρνει βαθειά αναπνοή καί βουτάει. Χά νεται στη στιγμή κάτω από τήίν επιφάνεια τού νερού. Στο σημείο πού βούτηξε βγαίνουν μονάχσ φυσαλίδες, πού ό Σάμ τις παρατηρεί άνή συχος. ^— Θέλεις νάιχη τίποτα σκυ λόψαρα στην υπηρεσία του ό Μουφτής - Πασσάς, μουρ­ μουρίζει μέ φόβο καί νά τον ξαναδώ τον Πήτ, ...χύμα πά­ νω στο «ιΒέλος»; Μάλιστα όσο ή ώρα περνά ει, τόσο οι φόβοι του μεγα­ λώνουν. -αφνικά όμως βλέπει τό με λρχροινό (κεφάλι τού φίλου του νά ξεφυτρώνη μέσ3 οπό τά νε οά, δυο μόλις μέτρα άπόστα σι απ’ αυτόν, αλλά πίάω από


26

ΤΟ ίΠΤΑΜίΝό ΒΕΛΟί

κείνη την αγκαθωτή άλυσσίδσ. — Το φράγμα πηγαίνει έ­ ως κάτω, Σάμ, λέει τό Ελλη­ νόπουλο. Υπάρχει δμως μια τρύπα άπ’ οπού πέρασα .και άργησα να την άνακαλύψω. Έλα νά σου δείξω άπό που θά περάσης... ^Πραγματικά, μέ τίς οδηγί­ ες τού Πέτρου, τό κωμικό α­ γόρι περνάει πολύ εύκολα και βρίσκονται και οι δυο μέ σα πια στον χώρο- του ανα­ κτόρου του Μουψτη πασσά. Άπό δώ καί πέρα ό κίνδυ­ νος για τη ζωή τους είναι με γάλος. ^ Πρέπει νά είναι πάρα πο­ λύ ποοσεκτικοί, γιατί άν παρ’

ελπίδα τούς πάρη. κανένα μά­ τι, δύσκολα θά ξεγλυτώαουν άπό τούς τουρκαλάδες. Έχουν μπή κυριολεκτικά μέσα στο στόμα του λύκου. Ή γαλοπούλα πού κάνει φτερά ]Ε ΥΤΥΧΩΣ γιά τους δυο ήρωές μας ή πυκνή βλάστησι του κήπου του ανακτόρου, άρ χίζει άπό πολύ κοντά οπήν παραλία κι5 έτσι κρύβονται μέσα στις φυλλωσιές καί βρί σκόνται ασφαλισμένοι προς τό παρόν τουλάχιστον. Βγάζουν καί τά ρούχα τους πού είναι μούσκεμα καί τά


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Τον χτυπάει στο καρύδι

27

μέ τήν κόψη τής παλάμης του

κρεμούν στα κλαδιά γύρω τους,για να στεγνώσουν. Ό Σάμ πέφτει ανάσκελα ευτυχισμένος, μέσα στα λου­ λούδια. Παίρνει τό παγούρι του, που ταχει αφήσει δίΗτλα, το ξεβουλώνει και το φέρνει λαίμαργα οπό στόμα του. Τραβάει μια γερή γουλιά καί τινάζεται πάνω·, μισοπνιγμένος, βήχσντας και μέ τά μάτια πεταμένα άιπό τις κόγ­ χες τους. Ό Πέτρος τον κυττάζει α­ νήσυχος. — Νά πάρη ή οργή!, λέει ό Σάμ. ?Ηταν αυτό πού τό είχα γεμίσει μέ θάλασσα!, Πήτ! Ό φίλος του δέν μπορεί

νά κρατηΐθή καί σκάει στά γέ λια. Ή εύβυμίά του όμως κόβε ται απότομα, καθώς καί ο βήχας του Σάμ. Κάπου έκεΐ κοντά τους, πί σω από τά δεντριά, άκούγονται εκπληΐχτες αντρικές φωνές — Τί τρέχει, ορέ; ^ -—- Ποιος είναι έκεΐ πέρα; Β ή μ ατ α πλ.ησ, άζ ο υ ν βια­ στικά. Τά δίυό παιδιά νοιώθουν νά τά περιλούη κρύος ιδρώτας. — Πάλι τά μούσκεψα! κά νε: ό Σάμ απαρηγόρητος. Ό Πέτρος όμως δέν χάνει καιρό·. Όρμάει προς τό μέρος πού έχουν απλωμένα τά ρούχα καί


23

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

τ’ άρπαζε ι στην αγκαλιά του. — ’Από δόο!, μουρμουρί­ ζει κι’ άρχιζει νά τρέίχη μέ χαμηλωμένο τό κεφάλι μέσα σ’τούς φουντωτούς θάμνους, ά κολουθώντας την αντίθετη κα τεύιθίυνσι άπό κείνη πού είχαν ακουστή οι φωνές. Ό Σαμ θέλοντας καί μη, τον ακολουθεί κι’ εκείνος. Φτάνουν σ’ ένα άλλο ση­ μείο πού τά φύλλα τούς κρύ βουν εντελώς. Ό Πέτρος σταματάει. Στήνει τ’ αυτί του. Ό Σάμ μένει κι’ αυτός κόκ καλό, σαν άγαλμα. Τά βήματα των ανθρώπων έ'κεΐ κοντά τους έχουν σταμα­ τήσει. Συνομιλούν όμως μετά ξύ τους καί τά λόγια τους φτάνουν ώς το μέρος των δυο άγαριών: — Δεν σου φάνηκε πώς α­ κόυσες γέλια άπό τούτο τό μέρος, ορέ; — Ναι... Καί σά νά άκου σα κάποιον νά βήχη,!, άποκρί νετα,ι μιά δεύτερη φωνή. Αμέσως ύστερα άκούγονται άνασκαλέματα μέσα στά φύλλα. Ό Πέτρος πέφτει μπρούμυ τα καί παραμερίζει λίγο τά κλαΐδιά πού βρίσκονται εμ­ πρός του. Δεν αργεί ν’ ανα­ κάλυψη τούς ανθρώπους πού ψάχνουν καμμιά δεκαπενταριά μέάρα πιο πέρα. Μιά φαίνον τα«ι· καί μιά χάνονται μέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Τούς αναγνωρίζει άπό τις στολές τους. — Είναι δυο ευνούχοι, γυ ρίζει καί λέει ψιθυριστά στο

»

αυτί τού Σάμ. Αυτό είναι κα λό σημάδι, γιατί θά πή πώς βρισκόμαστε κοντά στο χαρέ­ μι τού Μουφτή. Φαντάζομαι πώς κάπου έδώ θά έχουν φέ­ ρει κι’ εκείνο τό κορίτσι, πού ήρθαμε νά έπισκεφθούυε. Στο μεταξύ, κι’ οι δυο ευ­ νούχοι φαίνονται ν’ άπσγοητεύωνται άπό την ερευνά τους — Δεν είναι κανείς!, λέει ό ένας τους. Πάμε... Κάποιο νυχτοπούλι θά ξύπνησε μέ τά βήματά μας ικι’ έφυγε κρώζον τας... — Καί θάταν κρυολογημένο, γιατί τό άκουσα νά βήχη1! λέει ό άλλος μέ θυμό. Ωστόσο φεύγουν βαδίζον­ τας πλάϊ - πλάϊ καί μόνο καμ μιά φορά κοντοστέκουν καί κυττάζουν πίσω τους μ’ άνησυ χπχ. λ Τά δυο άγόρια δεν σαλεύ­ ουν ακόμα άπό τη θέσι τους, δσο πού τούς χάνουν τελείως άπό τά μάτια τους καί παύ­ ουν καί νά τούς αχούνε. *— Φτηνά ξεμπερδέψαμε!, μουρμουρίζει ό Πέτρος. ^— ’Έσύ ξεμπέρδεψες φτη,νά!, γρυλλίζε ό Σάμ απαρη­ γόρητος. Έγώ όμως ήπια τον ...μισό Βόσπορο καί μούρχεται τέτοια αναγούλα, πού δεν μπορώ νά σταθώ στά πόδια μου! ’Άν δεν βάλω κάτι στο στόμα του, θά λιποθυμήσω! Θά τό ρίξω στον εμετό! Τά ρουθούνια του όπως μι­ λάει άνοΓγοκλεί'νουν παράξενα καί πριν προλάβη ό Πέτρος νά τού άπαντήση, τό κωμικό αγόρι ξαναλέει: -—Σού μυρίζει τίποτα Πήτ;


ΐθ ΙΠ+ΑΜΕΗ© ΙΒΑΘί ίο *έλληνό'ττ6ϋλό μυρίζεται αυτό τον άέρά και ξερο­ γλείφεται : ^— Σά^νάχης δίκιό! Κάτι ψήνουν ιέ6ώ κΟντά πού μοσχο­ βολάει !. ^ . — Καιΐ μούρχεται καί μυρωίδά άπό κουνουπίδι, καπα­ μά! μουρμουρίζει 6 Σάμ. Νο μίζω δέ πώς φτιάχνουνε και σκορδαλιά! 'Ώχ ! Το στομαχάκΊ μου! Λες Πήτ, νά βρι­ σκόμαστε κοντά στην κουζί­ να του χαρεμιού; — Λέ'ν αποκλείεται... -— Πάμε... πάμε μια βόλ­ τα, νά... μυρίσουμε από πιο κοντά; Τό 'Ελληνόπουλο καταλα­ βαίνει πώς κάτι τέτοιο θάνάι πολύ ριψοκίνδυνο αλλά ό Θα­ λασσινός άέρας^ τού έχει άνοί ξ,ει κι5 αύτουνού τρομερά την ορεξι. — Θά πάμε!, λέει αποφα­ σιστικά. — Εμπρός, Πήτ! Και ό Σάμ Σάμσον κάνει νά ξεκινήση. κιόλας άλλά^ ό φίλος του τον τραβάει γελών­ τας άπό τό ,χέρι. — Γιά που τδβαλες βρε α­ θεόφοβε; — ·Γιά τό μαγειρείο, δεν είπαμε; — Θά τούς πής πώς είσαι ...ιό Άΐδάμ; Ό Σάμ γουρλώνει και πά­ λι τά ολοστρόγγυλα ματάκια του. — ’Α! Να,ί!! τέιχασα!, λέ­ ει. -Πρέπει νά ...ντυθούμε πρώ τα!

Ευτυχώς ό ήλιος είναι πολύ δυνατός καί τά ρούχα τους £-

/ στεγνώσει1. Ντύ­ νονται 'βιαστικά - βιαστικά καί όί δυο καί ύστερα αξεκι­ νούν γρήγορα, ακολουθώντας τίς μυρωδιές σάν κυνηγό σκυ λα. Δεν αργούν νά δουν εμ­ πρός τους ένα χαμηλό κτίριο μέ μια πανύψηλη καμινάδα, πού καπνίζει τού καλού και­ ρού. Ό Σάμ ξερογλείφεται* — Λες νάναι αυτό, Πήτ; Τό 4,' Ελλ η,νόπ ούλο κ ουν ά ε ί τό κεφάλκ του καταφατικά. Πηγαίνει μπροστά κι5 έπεί δη τά δέντρα έχουν τελειώσει καί συνεχίζουν μόνο οι φουν­ τωτοί θάμνοι, πέφτει μπρού­ μυτα καί προχωρεί σέρνοντας σάν φίΐδν Ό Σάμ τον μιμεί ται χωρίς καθυστέρησι. ^— Γρήγορα, Πήτ! Κάτι... κάτι κακίό γίνεται στο- στόμα χι μου! Τό γάλα τσακώνεται μέ τη θάλασσα! Ό Πέτρος όμως προχωρεί σιγά καί προσεκτικά, κοπιά­ ζοντας παντού ολόγυρα. Τέ­ λος φτάνουν χωρίς απρόοπτο έξω άπο^ τό μαγειρείο. Βλέ­ πουν αρκετούς σερβιτόρους καί σκλάβες πού βγαίνουν α­ πό αυτό, κρατώντας στα χέ­ ρια τσυς χρυσά καί ασημένια σερβίτσια, πού αχνίζουν, τρα βώντας προς τό μέρος ενός άλου, μεγαλόπρεπου κτιρίου πού υψώνεται δεξιά τους. — Πή... Πή... Πήτ! — Τί τρέχει, Σάμ; — Κύτταιξε έκεΐ μέσα! λέ ει λιγωμένο τό κωμικό1 αγόρι. Πίσω άπό ένα παράθυρο μπροστά ους, ένας παχύς καί ηλικιωμένος μάγειρος βγάζει


§6

Τό

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟί

από έναν φούρνο μιά όλόποοχη γαλοπούλα γαρνιρισμένη υπέροχα. Τή δοκιμάζει και τα μάτια του αστράφτουν αϊτό ευχαρίστηΐσιι. — Θά λιποθυμήσω!, ψελ­ λίζει 6 Σάμ. Νιάχα ένα^τόσο 5ά ικοψιδάκι άπ5 αυτή τή γα­ λοπούλα ! Άλλα πως νά μπού με έκεΐ μέσα, πού είναι τόσος κό|σμος! "Ένα θριαμβευτικό χαμόγε λ ο απλών εταυ στο πρόσωπο του Πέτρου. — Μείνε ακίνητος και κρύ ψου!, λέει του φίλου του. "Ερποντας πάλι χάνεται πίσω στους θάμνους, άλλά δεν άργεΐ νά ξαναγυρί'ση. "Έ­ χει τώρα στά χέρια του μιά ί­ σια και μακρυά βέργα καί κά νει μυτερή τή^ μύτη της, τρίβοντάς τη στη γη. — Ή γαλοπούλα είναι α­ κόμη στη θέσι της, Σάμ;λέει ανήσυχα. — Εκεί είναι, Πήτ Δεν τόχει κουΙνήσεΠ Αυτός ό χον τρομπαλάς τής ρίχνει συνε­ χώς από πάνω μυρουδιικά και σάλτσες! Πάει νά μέ τρελλάνη! — "Άκου τι θά κάνης τώ­ ρα και γρήγορα!, του λέει ό Πέτρος. Δέχεσαι νά ριψοκινδυνευσης γιά ένα καλό γεΰ ■μα; — Και τό κεφάλι μου, α­ κόμη, Πήτ! — Ωραία !^ Τρέξε ^ λοιπόν καί χτύπησε εκείνη την πόρ­ τα πού βρίσκεται στ" άριστε ρά του μάγειρου! "Υστερα φύγε άμέσως τρέχοντας καί

κρύψου πάλι μέσα στούς θά­ μνους. — Γιατί, Πήτ; Τί θά... — Γρήγορα! Μάς παίρ­ νουν τη γαλοπούλα! Ό Σάμ τινάζεται* σά νά τον κλώτσησε άλογο. Σ’ ένα δευτερόλεπτο βρίσκεται σ’ ε­ κείνη την πόρτα καί βροντάει τέσσερις φορές απανωτά. Κα τόπιν γίνεται λαγός καί πάει καί χώνεται, στους θάμνους μ’ ένα άπίίθανο πλονζόν. Είναι καιρός, γιατί ό παχύς μάγει­ ρος ανοίγει καί κυττάζει έξω νά ίδή ποιος χτύπησε. Τά μά τια του γουρλώνουν παράξενε .μένα, καθώς δεν βλέπει κανέ­ να! Κυττάζει καί ξανσκυττάζει καί ξύνει τό κούτελό του απο­ ρημένος. Άνασηκώνει τούς ώ μους καί ξαναγυρί'ζει μέσα, κλείνοντας πίσω του την πόρ τα. Τότε μπήγει· μιά τρομερή φωνή καί τά μάτια του πάνε νά πεταχτούν από τίς κόγ­ χες τους. Μένει μαρμαρωμέ­ νος. Βλέπει- την γαλοπούλα πού είχε στο ταψί, νά βρί'σκε ται> στον αέρα καί νά πετάη έξω από τό ανοιχτό παράθυ­ ρο! Δέν προλαβαίνει νά άντιλη'φθή πώς τό ψη,μένο που­ λερικό είναι καρφωμένο στήν άκρηι μιας λεπτής βέργας. Πέφτει μονομιάς στά γόνα τα κΓ αρχίζει νά ξεφωνίζη, σάν τρελλός καί νά κάνη με­ τάνοιες. "Ολοι μέσα στο μα­ γειρείο τρέχουν ξαφνιασμένοι κοντά του. — Θαύμα τού Αλλάχ! Θαύμα τού Μωάμεθ!, σκού­ ζει- ό μάγειρος μέ δακρυσμέ^


ιό

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟί

να μάτια. Ή ψημένη γαλόπόύ λα άναστήθηκε! Σηκώθηκε ά τγό το ταψί της και πέταξε — Τρελλάθηκες μπρε; — Την είδα μέ τά μάτια μου! Πέστε στα γόνατα καί προσκυνήστε τό μεγάλο θαΰ μα του Προφήτη! Την είδα μέ τά μάτια μου, να πέτα α­ πό εκείνο τό ανοιχτό παράθυ­ ρο! Φτερούγιζε μέ τά χωρίς πούπουλα, καψαλισμένα φτε­ ρά της και έκρωζε ολοζώντα­ νη! Την ακόυσα μέ τ’ αυτιά μου! Δυο-τρία παραπαίδια τρέ χουν προς τό παράθυρο, μην μπορώντας νά πιστέψουν τά άνήκουίστα λόγια του μάγει­ ρα. "Απ’ έξω όμως δεν υπάρ­ χει ψυχή. Τή γαλοπούλα μές στο ταψί την είχαν δη κι* άλ­ λοι· πολλοί1, μόλις προηγουμέ νως. Βλέπουν πώς τώρα λεί­ πει·, ενώ οΐ πατάτες καί οί άλλες γαρνιτούρες βρίσκονται ακόμα ολόγυρα καί μοσχοβο λάνε. θέλοντας καί μή Αναγ­ κάζονται νά πιστέψουν όλοι τό μεγάλο Θαύμα τού Αλλάχ. Πέφτουν στά πόδια γύρω άπό κείνο τό «άγιο» ταψί καί κά­ νουν όλοι· μετάνοιες, ξεφωνί­ ζοντας ύστερικά τό όνομα τού Προφήτη! Στο μεταξύ αυτό ό Πέτρος καί ό Σάμ, έχουν φτάσει α­ νάμεσα στά πρώτα δέντρα. Τό βάζουν στά πόδια κι* ό­ ταν βρίΐσκωνται πολύ μακρυά μέσα στην πυκνή βλάστηση σταματούν σκασμένοι στά γέ λια, γιατί είχαν ακούσει τό μάγειρο πού φώναζε μέ όλη

του τή δύναμη για τό «Θαύ­ μα» τού Αλλάχ. Αρχίζουν νά ξδκοκκαλίζουν τή γαλοπούλα τους.

Έπίθεσις στο χαρέμι 0 ΤΑΝ τό σκοτάδι εΐχε πολ λές ώρες πού σκέπασε τή γη, ό Πέτρος άνασήκώνεται. Καί τώρα, Σάμ, στή δου­ λειά λέει. Αρκετά τό γλεν­ τήσαμε ! —ιΝαί, Πήτ! Πού Θά πάμε τώρα; — Θά ψάξω με για εκείνη τή μιικρή... Ελπίζω νάχουν κοιμηθή πια όλοι* αυτή τήν ώρα... θυμάσαι εκείνο τό με γάλο κτίριο, πού πηγαίνανε οί σερβιτόροι· μέ τούς δίσκους τά φαγητά; Τό δίχως άλλο αυτό είναι τό χαρέμι-... "Έλα μαζίΐ μου καί προσπάθησε νά περπατάς αθόρυβα. — "Έννοια σου, Πήτ! Πραγματικά, τά δυο αγό­ ρια προχωρούν σάν φαντάσμα τα μέσα στο σκοτάδι. Δέν αργούν νά φτάσουν στο κτίριο πού είπε ο Πέτρος. ΊΞκεΐ ιάπ" έξω, στο μέρος πού βρίσκονται, πηγαινοέρ­ χεται ένας πελώριος άντρας καί σέ κάθε στροφή πού κά­ νει γιά νά ξαναγυρί'ση προς τά πίσω, Αστράφτει Απειλη­ τικά στο λιγοστό φώς των ά­ στρων τό Θεώρατο γιαταγάνι του. Ό Πέτρος κυττάζει ολόγυ­ ρα καί στήνει τ’ αυτί του. Κα νείς άλλος φρουρός δέν ύπάρ-


χέι« «όπ3 οώτή τήν πλευρά* Ό Σάμ παρατηρεί μια τόν φρουρό και μια τόν φίλο του καί ψιθύριζεγ ϋΥ αυτί του δεύτερου, μέ αστάθεια: —- Μήπως σ’ εμποδίζει ή π.αρουσία του, Πήτ; Θέλεις νά τον βάλω νά κοιμηθή; — Όχι, Σάμ, αποκρίνε­ ται ό Πέτρος ψιθυριστά. Πρέ πει· να τον κανονίσωμε έτσι που νά <μή ιφωνάξη ιάλλά νά μή χάση, καί τίς αισθήσεις του. Πρέπει νά μάς πή σε ποιο μέ ρος έχουν την κοπέλλα πού μάς ενδιαφέρει. -— Πολύ καλά, Πήτ! Κι* αυτό μπορώ νά τό κάνω! Κύτ τα! Ό Πέτρος δεν ανησυχεί καί πολύ. "Από τό· άπόΐγευμα έχει κόψει- ένα χοντρό ξύλο καί τό κρατάει σάν ρόπαλο στα χέρια του, έτοιμος νά έπέμβη άν κάτι πάη στραβά. ΐΜόίλις ό φρουρός τού γυρί­ ζει την πλάτη καί πηγαίνει προς τά πέρα, τό άγόρι τρέ­ χει καί τρυπώνει- μέ'σα στην πύλη πού φρουρεί ό άλλος. Ό ευνούχος δεν αντιλαμ­ βάνεται τίίττοτα. Κάνει· ολό­ κληρη την βόλτα του καί την ώρα που φτάνει μπρος στην πόρτα, ό Σάμ τόν χτυπά μέ την κόψι τής παλάμης του στο καρύδι, καθώς πετιέται άξαφνα από την κρυψώνα του. "Ένας σιγανός πνιχτός βόγγος βγαίνει από τό λαρύγγι του. Τά πόδια του παραλύουν κι3 αναγκάζεται- νά γονατίιση κάτω. Τά μάτια του πετάγον ται- άττό τίς κόγχες τους. Πια νει· απελπισμένος τόν λαιμό

του καί μέ τά δυο· του χεριά, σάν νά πνίγεται. 3Αγωνίζε­ ται τού κάκαυ ν1 άναπνεύση. —- 5Άν θές τη ζωή σου, ξα ναλέει τό γενναίο άγόρι, σδήιγη|σέ μας αμέσως στο δω­ μάτιο του κοριτσιού πού φέ­ ρανε σήμερα έδώ μέ τό ζόρι! Μισοπεθαμένος από τό φό βο καί τρεκλίζαντας καί βάίρειανασαίνοντας υπακούει ό­ σο μπορεί πιο γρήγορα. Τόν ακολουθούν άθόρυβα καί πεο νοΰν μερικούς σκοτεινούς δια δρόμους. 3Από παντού γύρω άκούγονται οι ανάσες καί τά ροχαλητά των γυναικών πού κοιμώνται·. Δεν αργούν νά φτάσουν ου τε δυσκολεύονται νά καταλά­ βουν ποιο είναι τό δωμάτιο εκείνης που ζητούν. Ξαφνικά, πίσω άπό μιά πόρτα, άκούν μιά κοριτσίάτικΐη φωνή, γεμάτη πείσμα καί θυμό: — Ό ήλ'ίθι-ος! Ό παλιάν­ θρωπος ! 3 Εγώ νά γίίνω· γυ­ ναίκα του·!... 3Άν δεν μπορέ­ σω νά ^σκοτώσω εκείνον, θά σκοτωθώ μονάχη μου! Ό Πέτρος νοιώθει απέραν­ το θαυμασμό γι3 αυτή την ά­ γνωστη κοπέλλα. «Μιά όποι αδήποτε άλλη στη θέσι· της» συλλογίζεται «θά τδχε ρίξει στο κλάμα! 3 Ετούτη εδώ έχει πάρει φωτιά καί άπό τόν τό­ νο της καί μόνα, καταλαβαί­ νεις πώς είναι ικανή νά κάνη ολα εκείνα πού λέει!» Καί διατάζει τόν ευνούχο, άγκυλώνοντάς τον μέ τήν αι­ χμή του γιαταγανιού;

~ "Ανοιξε!


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Εκείνος υπακούει τρέ μ όν­ τας πάντα. Μια λάμπα είναι αναμμένη στο δωμάτιο. Ή νε αρή κοπέλλα δεν έχει πέσει καθόλου στα κρ εβιβάτι της. Έ|χ.ει άπτομείνει έτσι· όπως άκριβώς την έχουν ντύσει αΐ σκλάβες της και φοράει, ακό­ μα τον Φερετζέ πού της έχουν βάλει. Μόλις βλέπει- τον ευ­ νούχο μαυγγρίζει σαν τίγρις κι5 αρπάζει μια βαιρειά, κρυ­ στάλλινη καράφα, πάνω άπό. ένα τραπεζάκι. — Άν ζυγώσης ένα βήμα, θά σου .σπάσω το χοντροκαύ1καλό σου μ" ετούτα δω!, λέεμ άλλα την ίδια στιγμή τά μάτια της πέφτουν πάνω στον Πέτρο και τον Σάμ. Βλέπει το γιαταγάνι που κρατάει τό Ελληνόπουλο άπειλώντας τον ευνούχο και καταλαβαίνει. Τά μάτια της, αστράφτουν υπέροχα. Φαίνε­ ται. πώς έχει αναγνωρίσει μέ την πρώτη ματιά τά δυο- παι διά, που εΐιχε δη έξω άπό την αμαξά της τό Τδιο απόγευμα. — "Ήρθατε γιά μένα. Γιά νά μ" -ελευθερώσετε!, μουρμου,οίίζε ι συγκ ινημένη. Τό Ελληνόπουλο δεν απο­ κρίνεται. Σηκώνει τό γιατσγά νι καί μέ τη λαβή του χτυ­ πάει μέ δόνα μι τον ευνούχο στο πίσω μέρος του κεφαλιού Έκεΐνος σωριάζεται· κάτω 51 χως νά βγάληι άχνα. Σέ δυο λεπτά τά δυο παι­ διά τον έχουνε δέσει χειροπό­ δαρα και τον έχουν φιμώσει για νά μή μπορή νά φωνάξη.

33

Ή κοπέλλα δεν μπορεί νά κρύψη τήν ευτυχία της, Ή χα ρά της είναι τόσο φανερή που ό Πέτρος τή βλέάει και χα­ μογελάει. — Μη χαίρεσαι ακόμα, τής λέει. Δέν πέρασε ό κίνδυ­ νος, — -?Ω! Και νά πεθάνω τώ ρα, θάμαι πιο ευτυχισμένη πα ρά εδώ μέσα!, άποκιρίνεται μέ θέρμη; και τό ^Ελληνόπου­ λο νοιώθει νά μεγαλώνη ακό­ μα πιο πολύ ό θαυμασμός του γιά κεί'νη τήν άτρόίμητη κοπέλλα. Τήν Τδια στιγμή όμως γί­ νεται. κάτι που κανείς δέν τό περιμένει. "Άγριες φωνές άκουγονται άπ5 έξω καί δυνατό· ποδοβο­ λητό στους διαδρόμους του χαρεμ ιού.

— Τί πάθανε αυτοί καί τρέχουν έτσι; ρωτάει ό Σάμ μέ περιέργεια·. — Θά ήρθαν γιά τήν αλ­ λαγή τής φρουράς, μουρμου­ ρίζει 6 Πέτρος ανήσυχα καί μή βρίσκοντας τον σκοπό στη ΘΙέσι του, τρέχουν μέσα νά ιδουν τί συμβαίνε ΐ1... Τά δυο γενναία αγόρια καί ή κ οπέλλα:, άλλ ηλοκυττάζ όν­ τα ι αμήχανα. Τά ποδοβολητά καί οι φω­ νές πλησιάζουν μέ τρομερή γρηγοράδα προς τό μέρος τους. Μοιάζουν κι" οι τρεις σάν ποντίκια, πού άξαφνα καταλα βαίνουν πώς έχουν πιαστή μέ σα στή φάκα.·.

ΤΕΛΟΣ

I


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε I

Κ Α Θ Ε

*Έτος Ιον — Τόμος 1ος — *Αρ. τεύχους

Π Τ Η 5 — Δρχ. 2

Γραφεία: 'Οδός Λεκκα 22 (εντός της στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντης: Σ. Άνεμοδουράς. Στρ. Πλαστήρσ 21 Ν. Σμύρνη. Οιϊ'κονομίι.κιας Δ)ντής ιΓ. Γεωργ ιάδης., Σφιιγγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασιιλιείου, Τστοαύλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ιΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ι-άδηιν, Αεκκα 22, Άθηναι ιΣύνδρομα! έσωτερικού: Έτησία..................δραχ. 100 Εξάμηνο ς .......... » 55

ΣΤΟ

.Σύνδρομα! έξωτερίικού: Έτησιία .... Δολίλάρια 4 'Έξάμηνος .......... » 2

ΕΡΧΟΜΕΝΟ:

Τό τέλος τής περιπετείας των δύο ηρώων μας στην Κωνσταντινούτπολι, σάς επιφυλάσσει μια υπέροχη έκπληξι! Δεν σάς λέμε τίποτα από τώρα, για να απολαύσετε καλύτερα. Μαζί όμως θά διαβάσετε και την καινούργια εκπλη­ κτική περιπέτεια των «χρονοναυτών» μας. στό βάθος των αιώνων:

Ανάμεσα στους αρχαίους Ινδιάνους τής Αμερικής! Τυλιγμένοι από τό μυστήριο των αιμοδιψών Ιερέων τους! "Οπου ό Σάμ κινδυνεύει νά πιή τό... κόκκινο υγρό τής Ζωής! ΣΤΟ

ΕΡΧΟΜΕΝΟ



Ο ΤΑΡΖΑ/Τ 0(1/ ΗΡΘδ £09 Γ/Α ΜΑ £ΑΖ ΖϊΟΛέΜΗΖΗ.· ΟΜ°1 ΘΑ ΥΠ6ΡΑΖΤ7ΙΖΜ ΤΟ// (ΑΥΤΟ ΤΟΥ. ΑΜ ΟΖΑδΤδ ΘΑ ΠΟλδΜΗΪΗ (ΜΑ//Τ10Μ Ή (λ/οί Ή ΟΛβ/ί..

ΤΠΑΣΤΟ// ΑΟΑ! 70 ΖΑΑδ/·.

£ΑΑ Λ0/Ζ70/Ρ ΤΙΊΟ £09.. (ΤΟ ΑΜΟ/ΓΜΑ. . .

■V

&

//Λ/ Λ

ΒΓ90 ΛΟΑ,βΑ πθΛ(ψ°ΜΑΖΙ ΖΟΥ ΤΑΡΖΑΗ.. ΜΟΜΰί Χ9ΡΟ. Α//0 Η( βΟΗΘΗΖΗ ΜΑ//&Σ.. . .

βΑΜΤΟΛΟ!

ΣΜηΡΟί !


ΟΛ3Ήφ11ί|,



Φυγή στη νύχτα ίΐ ΑΜΗΧΑΝΙΑ τους όμως κρατάει ελάχιστα δευτερόλε­ πτα. Ό Πέτρος πρώτος όρμάει προς την πόρτα και την κλεί­ νε;. Επειδή όμως όλες αυτές οι πόρτες δεν έχουν κλειδιά, φωνάζει τον Σάμ καί οί δυο μαζί σέρνουν πΐίίσω της τη βα ρειά ντουλάπα καί τό σιδερέ νιο κρε'βίβάτι τής κοπέλλας. — Γρήγορα άπό τό παρά­ θυρο ', φωνάζει τό Ελληνό­ πουλο. Ε.ιναι καιρός γ,ατί τά βήματα τών ευνούχων, έχουν σταιθή άκρί'βώς έξω άπό την πόρτα τους. 5Ακιούγ-οντα ι δυνατά χτυ­ πήματα.

'.ν.ν.

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Οί τουρκ-αλάδες έχουν κα­ ταλάβει πώς, δ,τι παράξενο κι5 αν συμβαίνη, θά προέρ­ χεται από το δωμάτιο εκείνης της Έλληνοπούλας πού έφε­ ραν την ίδια μέρα αιχμάλωτη γιατί δλες οί άλλες γυναίκες τού χαρεμιού, βρίσκονταν τό­ σον καιρό· έκεΐ μέσα, χωρίς νά δώσουν ποτέ την παραμι­ κρή αφορμή. Το παράθυρο ευτυχώς δεν είναι πολύ ψηλά. Ό Σάμ· βοηθάει την Έλλη νοπούλα νά κατέβη ικσιί ύστε ρα πηδάει κι5 αυτός πίσω της. Ό Πέτρος μένει τελευταί­ ος έπάνω στο περβάζι και τό χέρι του κρατάει άκοσμοι τό γιαταγάνι τού ευνούχου, φρου ρσυ>, πού βρίάκεται δεμένος καί φι ρω μένος πάνω· στο κρεββάτι τής νέας. (*) Οί άνθρωποι τού Μουφτή, μην παίρνοντας άπάντησ ι στά πρώτα χτυπήματα τους, έχουν πέσει τώρα όλοι μαζί έπάνω στην πόρτα καί προσ­ παθούν νά την παραβιάσουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς θά τό καταφέρουν σ’ έλάχιιστα λεπτά. Τό αγόρι ρίχνει μια τελευ­ ταία μα'τιά πίίσω του καί ύ­ στερα πη|δάει στον κήπο. Μόλις φτάνει κάτω κυττάζεγόλόίγυρα.^ ιά γεραχΙίσΓ,α μάτια του προσπαθούν νά τρυπήσουν τό σκοτάδι- καί νά διακρίνουν πίσω άπο- τις σκιές. (*) Δ'ΐάβπ^τ τό προηγούμενο τεΟχος: <<'Η αιχμάλωτη ελληνόπουλα2»«

Μοβ πουθενά δεν υπάρχει τίποτα τό ύποπτο. Καμμιά κιίνησι. Μόνο από μακρυά άκούγον ται ποδοβοληίτά καί φωνές. Είναι οί στρατιώτες πού τρέχουν προς τό χαρέμι του Μουφτή. — 5Από δώ!, λέει τό γεν­ ναίο παιδί1, άκολουθώντας μιά κατεύθυνσι αντίθετη: απτά εκεί νη πού άικούγεται νά φθάνη ό θόρυβος. Χωρίς καμμιά άντίρρηισι ό Σάμ καί1 ή Ελληνόπουλα τον ακολουθούν. Χώνονται- μέσα στίς πυ­ κνές φυλλωσιές των δέντρων κι5 αρχίζουν νά τρέχουν. "Οσο απομακρύνονται, τό σο απομακρύνεται καί ή βοή, πού έχουν ξεσηκώσει οί άν­ θρωποι τού πασά. Οί δυο νε­ αροί όμως καί ή κοπέλλα, ξέ­ ρουν πώς αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν ξεφύγει τον κίνδυ­ νο. Τρέχουν πάντα δσο μπο­ ρούν πιο γρήγορα, άλλα δσο μπορούν και ττιό· αθόρυβα. Ό Πέτρος τούτη: τη φορά, δεν ακολουθεί τον δρό'μο προς τη θάλασσα, γιατί1 ξέρει πώς αχι μόνο γιά κείνη τήΐν κοπέλ­ λα, άλλα καί γι’ αυτόν καί γιά τον Σάμ, θάναι τρομερά δύσκολο, άν οχ ι άδύναΦο, νά περάσουν μέ τό σκοτάδι, κά­ τω· από τά ,άγκισθυτά σύρμα­ τα^ πού έχει βάλει ό Μου­ φτής, γιά νά προστατεύει τό ανάκτορό1 του άιπό αυτή την πλευρά. Ακολουθεί στά τυφλά μιά κατεύθυνσι, πού δμως ελπίζει


Τβ ίηΤΑΜ'βΝΟ ΙΙλ5£ νά, τους^ φέρη κοντά άτό ση­ μείο πού βρίσκεται ή κεντρι­ κή πύλη, ταυ ανακτόρου·. Δεν μπορεί να είναι σίγου­ ρος αν βαδίζουν σωστά. Βα­ σίζεται μόνο στο ένστικτό του για νά μή ,χάνη τον προσανατολ ιίσμό του και ούτε ξέ­ ρει· πόίσηι ώρα θά πρέπει νά τρέχουν έτσι ανάμεσα σ* ε­ τούτα τά δέντρα, ώσπου νά φτάσουν στο· ,μέρος πού βρί­ σκονται τά τείχη. Πιστεύει μόνο πώς, όταν θά φτάσουν σ5 αυτά, δεν θάναι πολύ δύσκολο νά τά πε­ ράσουν και νά βρεθούν στον δρόμο, γιατί τά τείχη> έκεΐνα δεν ανήκουν σέ κανόναν· πολε=μιικίο πύργο κι* έτσι δέν είναι πάρα πολύ ψηλά. Τώρα πού έχουν γίνει τρείς θά μπορέσουν· ανεβαίνοντας ό ένας στην πλάτη του άλλου, νά φτάσουν στην κορυφή τους. "Ολ5 αυτά στριφογυρίζουν στο κεφάλι τού άτρό'μητου Ελληνόπουλου, καθώς τρέχει προς τό άγνωστο. Λογαριά­ ζει τά πάντα άπό τώρα για νά μή χάνιη καιιρό όταν θά φτάση ή κρίσιμη στιγμή. Έπίθεισις

π

ΟΣΗ ώρα τρέχουν κανείς τους δεν ξέρει νά πή. Τό μόνο πού έχουν κατα­ λάβει· είναι πώς ό κήπος του ανακτόρου τού Μουφτή είναι απέραντος. Ωστόσο κανείς τους δεν φαίνεται νά φοβάται,

•Πιότερο κάνει στά δυό παι διά έντύπωσί' τά θάρρος έκε'ίνης τής ατρόμητης καπέλλας; πού έχουν ελευθερώσει. Δεν φαίνεται νά ύπάρχη τί ποτά, που νά μπορή νά την φοβΐση. "Οσες φορές ό Πέτρος βρί­ σκεται τόσο κοντά της, που νά μπορή νά διακρίνη τη φυ­ σιογνωμία της, βλέπει πώς .είναι τόσο ήρεμη, σάν νά κά­ νη άπλώς τον περίπατό της, μέσα στον κήπο τού δικού της σπιτιού. — Καλέ αγόρια!, λέει ό Σάμ σέ μιά στιγμή. Τέτοιον κήπο δέν έχουν ,ματαδή τά • μάτια του, πανάθίεμά τον! Μήπως αντί νά τραβάμε ίσια στριφογυρίζομε όλο ατό ίδιο μέρος καί δέν φτάσωμε ποτέ; — Σσσσσς!, κάνει άνήσυχος ό ΠίέΗ-ρος, γιατί ό φίλος του μέ την ξεγνοιασιά καί την άφέλεια που τον διακρί­ νει, έχει μιλήσει-άρκε'τά δυνα­ τά. _ Ή άνη)συχία του όμως δέν είναιι μόνο γι3 αυτό. ^ 3Από μαικρυά βλέπε ι ένα φως, ανάμεσα άπό τά κλαδιά των δέντρων πού τους τριγυρί ζοιυν, πού μιά φαίνεται καί μιά χάνεται, καθώς ό έλαφρός αέρας τής νύχτας λικνί­ ζει τά φύλλα, τους. Καί τό φως εκείνο είναι έ­ να φανάρι·. "Ένα φανάρι πού βρίσκε­ ται ακριβώς στην κεντρική πύλη τού άναικτόρου τού Μου φτή, Καί πιο πίσω πηγαιναέρ χεται κι-* ένας φρουρός. Ό Πέτρος άρπαζε ι· μέ Τ9 ι·

.ί*


ενά χέρι τον Σάμ κάί με το άλλο τήν κοπέλλά άπό το μττράτσΟ κιάί τούς τραβάει κοντά του. — Είναι ευκαιρία.!, τούς Λέει ψιθυριστά. Σέ λίίγο, δταΐν θά καταλάβουν ττώς δραπέ­ τευσες άπό τό χαρέμι θά βά­ λουν πολύ περισσότερους φρουρούς σέ κάθε πύλη, και γύρω - γύρω σ’ όλα τά τεί­ χη. Μπορούμε εύκολα να ξε­ μπερδέψουμε μ5 αυτόν εδώ... *Αρχίζουν νά προχωρούν σι γά, κρυμιμένοι πίσω απ’ τά φύλλα, προσπαθώντας νά μην κάνουν τον παραμικρό θό ρυίβο, γιατί μέσα στη σιωπή τής νύχτας, ό φρουρός θά

τούς^ άκούση αμέσως, , Τέλος καταφέρνουν κάί φτάνουν πολύ κοντά του. Στο μεταξύ έχουν καταστρώισει τό σχέδιό τους με ψιθυριστή φωνή κάί τώρα εί­ ναι έτοιμοι· νά τό έκτελέσουν αλλά δεν προλαβαίνουν. ζαφνικά άπό ιμακρυά άκούγεται μια βοή, πού δεν άργεΤ νά ξεικαθαρίίση; καί νά κα­ ταλάβουν τά παιδιά από που προέρχεται·. Μιά άμαξα πλησιάζει τό ανάκτορο τοώ Μουφτή μ·έ γορ γό καλπασμό. Δέν περνούν τιιαιρά έλάχιστα λεπτά άπό τη στιγμή πού τήν πρωταάικουσαν κι5 έχει φτάσει· κιόλας έ-

—- Πιο ιός θά τον στοομοοτήση; — Έγώ!, λέει θαρρετά ή Έλληιναττούλοι»


ιό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒέΛόί

'Ο Πέτρος πηδάει πρώτος πάνω στην ομοοξσ.

ξω άπό την πύλη.. Έκεΐ στα­ ματάει ενώ ό φρουρός έχει ξεσπαθώσει. — Τί1 τρέχει, όρε; Άκούγεται ή φωνή ταυ. Ποιος εί­ ναι; — 5Αγγελιοφόρος τού κυ­ ρίου1 μας τού Μουφτή, απο­ γίνεται μια άλλη φωνή μες απ’ τ’ αμάξι. Τού φέρνω ένα κιβώτιο με διαμαντικά, πού άγόρ ασα για λ ο·γ οορ; ασμό του άπό τη Βαγδάτη. "Άνοι­ ξε την πύλη. — Να ίδώ τα χαρτιά σου πρώτα, ορέ!, λέει ό φρουρός με ψυχρή φωνή. Κάποιος κατεβαίνει άπό τό αμάξι και πηγαίνει κοντά

ΤΡν.

Κάτι βγάζει άπό τήν τσέ­ πη του. Άκούγεται τό τρίξιμο των χαρτιών πού ξεδιπλώνουν, άλ λα τά παιδιά δεν μένουν έκεΐ, για να παρακολουθήσουν περισσότερο. Τά μάτια τού Πέτρου λά­ μπουν αλλόκοτα. Αρπάζει πάλι τούς δυο συντρόφους του και τούς τρα βάει· προς τά πίόω, άπό τον δρόμο πού είχαν έλθει. "Όταν απομακρύνονται λί γο περισσότερο, αρχίζουν πά λι νά τρέχουν. Καμμιά διακο­ σαριά μέτρα παραπέρα στα­ ματούν. Ή κοπέλλα κι* ό Σάμ πα-


όάτήροΰν έκπληκτοι τό 4ΕΧΧή νοπουλο. — Τί· τρέχει, Ηήτ;^ ρωτά τό ξανθό άιγόρι. Τίΐ σ' έπιασε στα καλά καθούμενα;, Καλά δεν είχαμε φτάσει ως εκεί πέροο; — Σάμ, ξέχασες τον λό­ γο που εχομ' έρθει εδώ πέρα; ρώτάει ο άλλος βιαστικά, δέ­ νοντας έναν παράξενο τόνο στη φωνή του, γιά νά κατσλάβηι ό άλλος τί^θΐέλει νά πή. Σου ομολογώ πώς από την άίγωνί'α μου γιά την τυχη' αυ­ τού του κοριτσιού κόντευα νά τον ξεχάοω κι3 εγώ ! Μά δεν ακόυσες Τίί εΐπε εκείνος ό άγγελιοφόρος, πώς φέρνει στον Μουφτή πασσά* — ?Ω, ,Πήιτ! Λες νά... κά­ νει ό Σάμ μαρμαρωμένος α­ πό την έκπληίξι. — Λεν «λέω» μόνο! ΕΤμαι βέβαιος —_ Βέβαιος; Μά... Δηλα­ δή... -εχνάς, Π'ήτ... και τό- κω ιμικό αγόρι διστάσει νά μιλήση, κιυττάζοντας προς τό μέρος τού κοριτσιού— ξε­ χνάς πώς... Σήμερα δεν έχο­ με εννέα τού Μα'ί'ου άλλά όκττώ; Ό Πέτρος χαμογελάει. —Σέ γελάσανε, Σάμ!, άποκρ ίνετα' ι. 3Λ Ε)χο> μ ε εννέα! Μην ξεχνάς πώς τώρα είναι δύο ή τρεις μετά από τά με­ σάνυχτα. και είναι- ολόκληρες ώρες πού έχει μπή ή ένατη Μαΐου! — Μπά! Δεν τό συλλογίστη|κα καθόλου!, ψελλίζει έκεΐνος άλλά αμέσως ξαναλέει: Μά... και τότε ακόμα.

3 τό ^ βράδ ι τήξ ένάτή,ς Μαίου άλλά τό πρωί! ...Ψέματα;. Ό Πέτρος τού σφίγγει τό χέρι βιαστικά. — Σ3 αυτό έχεις δίίΐκιο, τού λέει. Καί δεν είναι μόνο αυ­ τό... 'Είναι κι3 εκείνο τό. κιβώ­ τιο, γιά τό όποιο κουβεντιά­ ζομε... Ή Ιστορία γράφει... ζεροκαταΤπίνει κι·3 αυτός κάι σταματάει γιά «μια στι­ γμή λοξοκυττάζοντας τό κο­ ρίτσι. — Θέλω νά ττώ... Υποτί­ θεται πώς αυτό τό τελευταίο, Σάμ, έχει χαθή μέΐσ3 από τό ιδιαίτερο γραφείο τού Μου­ φτή., ενώ ή αλήθεια είναι πώς δεν θά προλάβη, νά φίτάση πο τέ εκεί μέσα! Τό λάθος όμως είναι δικό μας και γιά τις δυο περιπτώσεις! — Δικό μας, Πήτ; Θές νά πής πώς μπορεί νά μήιν κατα­ λάβαμε ακριβώς τίί γράφει... Ό Πέτρος τον σταματάει πιάνοντάς του τό χέρι: ^— 3Όχι·, Σάΐμ... Κι3 ας μη χάνω με τον καιρό μας μέ λό­ για... Τό λάθος μας όμως εί­ ναι πώς περί μένω με απόλυτη άικρίίίβεια στίς ώρες και στα λεπτά και στις πσραμ ιερότε­ ρες λεπτομέρειες... από την Ίστορί’α, σέ πράγματα πού έχουν γραφή,, γιά γεγονότα πού συνέβιηισαν πριν από... αιώνες !... Κ αιτάλαβες, Σ άμ; — Χμ... Κάπως αρχίζω νά μπαίνω στο νόιηιμσ, Πήτ!, μ ουρμοιυρίζε ι εκείνος. 3Έχω όμως πολύ μπερδευτή. Νομί­ ζω πώς ή υπόθεσις αυτή ση­ κώνει λίγο... γαλατάκι |


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Ό Πέτρος του κρατάει τό χέρι. — Τρελλαθήκες; μουρμου­ ρίζει . Β ρήκες την ώρα! "Α­ κου: Ή άμαξα πλησιάζει! Ποιος θά τη σταματήιση; Ή 4 Ελληνόπουλα έχει τόαιη, ώρα ττού τους ακούει νά μιλούν και τά μάτια της εί­ ναι διάπλατα ανοιγμένα άπό την έκπληξη ένώ τό βλέμμα τη,ς τούς κυττάζει μια τον έ­ ναν ικάΐ μιά τον άλλον, σαν νά φοβάται μήπως έχει- νά κάνρ μέ τρελλούς. Το λόγια τους γιά την Ι­ στορία, γιά τούς αιώνες, γιά την ακρίβεια των γεγονότων σε μιά τέτοια στιγμή, είναι κάτι περισσότερο άπό άκαταλαβίστικα γι’ αυτήν, σέ μιά τέτοια, στιγμή... Βέβαια φαίνεται πολύ έξυ­ πνη; και στο βάθος καταλα­ βαίνει πώς τά δυο αγόρια μι­ λούν γιά κεΐνο τό κιβώτιο μέ τά διαμαντικά, που προορί­ ζεται γιά τον Μουφτή πασ­ τά, Μόλις λοιπόν ό Πέτρος ρω τάει ποιος θά στ αμ αίτηση την άμαξα, κάνει ένα βήμα μπρο ατά. — Έιγώ!, λέει. — Έισύ; τσιρίζει ό Σάμ. "Ασε μας, κυρά μου! Έσυ ’σαι... Κορίτσι πράμα! Επι­ τρέπεται τώρα ν’ ανακατεύε­ σαι σ’ αυτές: τις δουλειές; ΚάθίηΙσ’ εκεί στην άκρη πίσω απ’ αυτό· τό δέντρο, νά πα­ ρακολούθησης τό έργο! Θάχ,ηι καί.. επίκαιρα! — Τί θάχη; ρωτάει ή κοπέλλα μέ γουρλωμένα μάτια,

©

φέρνοντας τό χέρι στο στομάχ ι. , Ό Πέτρος σκουντάει τον φίλο του: — Σάμ! "Αφησε τις ανο­ ησίες! "'Ειχει δίκιο! Είναι ή π ιό1 κατάλληλη γιά νά σταματήση τ’ αμάξι... Καί γυρίζει σ’ αυτήν ένώ είναι ή.» σειρά του Σάμ τώρα νά τούς κυττάζη, και τούς δυο μέ γουρλωμένα μάτια. —"Ακούσε, τής λέει. Βγές έκεΐ στό' δρόμο, σάν νά μή συίμβσίνη τ'ίΗτοτα και περπά­ τα προς τό μέρος τής άμα­ ξας.... Νά^φροντίσης^ νάχης φτάσει εδώ μπροστά μας, την ώρα πού1 θά φτάνη κι’ ε­ κείνη.... — Κατάλαβα!, λέει τό κο ρίάσι καί μονομιάς αρχίζει νά τρένη καί χάνεται μές στη νύχτα. — Τί έγινε, Πήτ; τσιρίζει ό Σάμ. Πού πήγε; Πώς θά στάματήση την άμαξα; — Σάμ, άλλοτε τό μυαλό σου έκοβε περισσότερο!, τού λέει ό Πέτρος πειρακτικά. Κάτι έχεις πάθει! "Αν έσύ ή κι’ έγω ή καί οι δυο ακόμα, σταθούμε μπρος στην άμαξα καί προσπαϋήϊσωμε νά τη σταματήσωμε μέ τη βία, ε­ κείνος πού την οδηγεί, μπο­ ρεί νά μαστίγωση τ’ άλογα καί νά προλάβη νά ξεφύγη... Μέ την κοπέλλα όμως είναι άλλοιώτιικα. Μόλις τη δή, θά σπαματήση μόνος του... καί θά πιάση; την κουβέντα μαζί της... Τότε λοιπόν έγώ κι’ έσιύ... Καταλαβαίνεις, Σάμ, -τώρα;


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ — Σ ιγα τό σπουδαίο! Και βέβαια καταλαβαίνω!, λέει ό ΣαΙμ, Τι είμαι; Κανένας κε­ φάλας; Είναι κάτι άπλοόστα το! 5Από την αρχή τό είχα καταλάβει, Πήτ! "Ας αφήσωμε όμως τά λόγια... Νά, ή ά­ μαξα! Καί νά και τό κορίτσι. Περπατάει στον δρόμο με τά χέρια πίάω και ψάχνει γιά τό φεγγάρι, σάν νά μην συιμβαί»νη τίποτα! Αυτή., μάτια μου, φαίνεται πώς είναι τρελλούτσικηι! Τίΐ λες κι5 εσύ, Πήτ; Δεν μοιάζει νά φοβάται τί­ ποτα ! Δεν καταλαβαίνει τον κΐίίνδυνο! Καοφάκι δεν τής καίγεται άν πρόκειται νά πεθάνη ή νά πονέση ! Περίεργος είμαι: Δεν την τσίμπησε πο­

ϊ—-

“·

4

τέ της «καρφίτσα; Δεν πάτησε ξυπόλητη καμμιά φορά πινέ­ ζα; — Σάμ! Βούλωσ’ το και κύττα κεΐ πέρα! Ετοιμάσου. Δεν βλέπω κανέναν άλλον, έ­ κτος άπ’ αύτόν που οδηγεί την άμαξα!... ΓΥ αυτό χρειά­ ζεται προσοχή και ταχύτητα. Πρέπει νά τον βολέψωμε γρή γορα και αθόρυβα... Την Τδια στιγμή μιά δυνα­ τή φιωνή άκοόγεται, που ανή­ κει σε κείνον τον άγγελι αφό­ ρα του Μουφτή και απευθύ­ νεται πρός τά άλογα, καθώς τραβάει μέ δύναμι τά χαλι­ νάρια. Ή άμαξα σταματάει τώρα μπρος τους. Δυο «μέτρα μόλις

'Ο κύκλος των εχθρών έχει γίνει θανάσιμος ολόγυρά τους.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ!

ί

Μ’ ενα καταπληκτικό τέχνασμα ζίου-ζίτσσις τον τινάζει σαν μττάλλα

άπάστασι άπό τούς Θάμνους ττού τούς κρύβουν. '? ' λ Μ\ Τ ιΐ εισ εσυ, ορε κοπελλα ~ μου; ρωνάζε: ό άμαξας στην Ελληνόπουλα. "Αγγε­ λος, άε.ρ'.ίκια, νεράιδα η αληθι­ νή γυναίκα; Εκείνη, γελάει μ5 ένα μι­ κρό κρυστάλλινο γέλιο, γεμά το τσαχπινιά. — Π .άσε τό χέρι μου, να δής πού είμαι αληθινή!, τού λέει. — Μπρέ, μπρε, μπρε! Θά χάσω τό μυαλό .μου!, ψελλί­ ζει εκείνος. Και κυττάιζει μιά την Ελ­ ληνόπουλα πού τον πλησιάζει και μια προς τό π'ίσω μέρος τής άμαξας, πού θά ύπάρχη Γ\

5

5

5

έικεΐνο τό πολύτιμο κιιβώτιο, ■με τον Θησαυρόν- —— Και τίί κάνεις,{ ψυχή,μ,ου πού περπατάς ολομόναχη μες στη νύχτα; — Δουλειά! — Δούλε’ά; Ναί! Του άφαντη μας, του Μουφτή παισσά!, άποκρί νετ3 εκείνη. Μ5 έχει βάλει νά μετρήσω πόσα αστέρια ύπάρ χουν στον ουρανό άπό δώ καί πέρα ! Κι3 έχει βάλει καί μιά άλλη κ απέλλα, για νά μετρή­ ση τά άλλα μισά, που βρί­ σκονται άπό την άλλη μερ'ά! Κι3 όπως τοΰ' δείχνει μέ τό χέρ; κι3 αυτός γυρίζει σα­ στισμένος νά κιυττάξη, ό Πέ­ τρος μέ τον Σάμ όρμουν σαν


πραγματικοί αίλουροι πίίσω ,άπύ’ τις φυλλωσιές καί χύνον­ ται άπάνω του. Ή συμπλοκή

ο

ΠΈΤΡΟΣ ττηΐδ-άει ττρω­ τός πάνω στην άμαξα και υ­ ψώνει τό ώττλισμένσ μιέ τό για ταγάνι χέρι του. Θέλει να τον χτυπήση κι3 αυτόν στο κεφάλι μέ τη λαβή, για να τον ρΐίιξηι αναίσθητο, όπως εί­ χε κάνει κα;1 μέ τον μεγαλό­ σωμο ευνούχο μέσα στο χα­ ρέμι.

Ό άνθρωπος δμως ετούτος φέρεται ιμέ καταπληκτική έτοΊμότήτα. Ή άντίΐδρσσίς του είναι άστραπιαία. Φαίνε'τα ι συνηθισμένος στον κίνδυνο. Μονομιάς καταλαβαίνε ι την παγίδά. Μόλις ακούει τον θόρυβο καί πριν καλά - καλά τό πό­ δι τού Πέτρου πατήση πάνω στο αμάξι, χωρίς καν να στρέ ψη προς τά πίίσω, για νά μη χάση, καιρό, τινάζεται και πιη δάει στή γη άπό την άλλη μεριά. Τραβάει τό γιαταγάνι του. Εΐναι πολύ παχύς άλλα παρ’ δλ3 αυτά έχει μιά απί­ στευτη εύκτνιηάιίά. — Φρουρέ!, φωνάζει μ3 ό­ λη του τή δύναμι. Κάλεσε συναγερ'μό! Φίονιάδες! Φο­ νιάδες έδώ, μέσα, στον κήπο τού κυρίου μας! Και ρίχνεται μέ πρωτοφα­ νή μσνίία εναντίον τού αγο­

ριού, πού στέκει απάνω στην άμαξα γεμάτο έκπληξη λΥ[ά­ τι δέν είχε προβλέψει μιά τέ­ τοια τροπή των πραγμάτων. Ή άπόστασις άπό την πυ λη τού ανακτόρου, δέν θάναι παραπάνω άπό διακόΙσια πε­ νήντα ιμέτρα. Σιίίγουρα οί^ φω­ νές του θά έχουν άκουστή ώς έΐκεΐ. Γι3 αυτό ό Πίέτρος καταλα βαίνει πώς πρέΙπει νά τελει­ ών™ μαζί του τό γρηγορώτερο. Κάνει ένα εκφραστικό νό­ ημα στον Σάμ κι3 εκείνος τρέ χει πάλι και κρύβεται αμέ­ σως μέσα στην πυκνή βλά,στη σι. Την ίδια ώρα. τό γιαταγάνι τού άγγελιοφόρου τού Μου­ φτή, πέφτει μέ δύναμι στο ση μειο που βρίοΚεται τό γεν­ ναίο 'ΕλληνόΙπαυλο ή μάλλον στο σημείο πού βρισκόταν μιά στιγμή π ιό πρί'ν, γιατί 6 Πέτρος ιμέ εύκινηΐσίά αίλου­ ρου, αποφεύγει τό χτύπημα καί πηδάει κι3 αυτός στη γή. Τό γιαταγάνι τού άλλου έ­ χει πέσει μέ τόση δύναμι, πού χωρίζει τό ξύλινο κάθι­ σμα τής άμαξας στά δύο...^ Μιά μάχη τρομερή σέ πεί­ σμα καί άποφασιστικότητα αρχίζει τότε. Ό Τούρκος στο φως τής άστροφεγγιάς, διακρίνει πώς ό αντίπαλός του είναι πολύ νεαρός καί φαντάζεται πώς θάναι πολύ εύκολο νά τον ξεκάνη. — Γυιέ τού διαβόλου! λέ­ ει μέσα άπό τά δόντια του. Θά σέ λιανίσω, μωρέ! Θά σέ


I

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κόψω κομματάκια - κόμματά κια! Και τό γιαταγάνι του άνε βοκατείβαίνει μέ λύσσα και ττέ φτει σφυρίζοντας προς τό μέ­ ρος του κεφαλιού του Πέτρου, άλλα εκείνος μέ μια τρομακτι κή ψυχρά ;ιμία καί απάθεια άποκρούει δλα τά χτύπήματα χωρίς νά ύποχωιρή βή.μα. Ή Ελληνόπουλα έχει μεί νει άκίΐνφη, μαιριμαρώμίένη δυο μέτρα τγιο πέρα. Στήν άρχή φάνηκε νά τρομάζη για τή ζωή του Πέτρου άλλα τώρα βλέποντας τον νά μάχεται σάν λιοντάρι, τον πα ραπηιρή μέ μάτια γουρλω'μένα από θαυμασμό. Στο μεταξύ πίίσω τους άκσύγονται βήματα πού προέρ χονται άπό τον φρουρό τής πύλης, ό όποιος πλησιάζει τρρχόντας κάί φωνάζ όντας σάν τρελός. Άπό τή μεριά του χαρεμιού που υψώνεται τό παλάτι τού πασσά, άρχίΐζει νά άκούγεται ιμιίά άλλη συγκεχυμένη βοή. Κι3 ή μάχη τού Πέτρου μ3 έκεΐνον τον ταυρκαλά συνεχί­ ζεται. Τό άγόΐρι καταλαβαίνει ό­ τι πρέπει νά τελειώνη γρήγο­ ρα. Ρίχνεται στην άντεπί'θεσι. Τώρα τό δικό του γιατα­ γάνι είναι εκείνο πού φτερσυγίζει σφυρίζοντας γύιρω άπό τό^ κεφάλι τού άντρα, κι3 έκείνος^άρχίζει νά ύποχωρή σα στιαμένος καί τρόμος γεμίζει την ψυχή του, καταλαβαίνον­ τας πώς έχει νά κάνη ·μ3 έναν Φρβερό αντίπαλη

13

Αλλά ό φρουρός τής πύ­ λης είναι κοντά. Βλέπει τούς δύο μονομά­ χους. "Αναγνωρίζει τον αγγελιο­ φόρο τού Μουφτή καί όρμάει γιά νά τον βαήθήση. Την ίδια στιγμή όμως κά­ ποιο πόδι βρίΐσκεται ανάμεσα στά δ:ικά του, μπερδεύεται κίαίί κυλιέται στη γή γρυλλίζοντας καί βλαστημώντας φο­ βερά. Τό πόδι εκείνο είναι τού Σάμ Σάμσον, πού πετάχτηκε άξαφνα μπρος του καί τού έ­ βαλε μιά περίφημη τριικλοπο διά. Τό γιαταγάνι πού κρατου σε ό φρουρός ξεφεύγει άπό τά χέρια του. Κυλάει στη γή μαζί μέ τή δική του πτώισι, λίγα μέτρα πιο* πέρα. Μανιασμένος χύνεται νά τό ξαναπάρη αλλά βρίσκεται ε­ μπρός στον Σάμ, πού έχει πηδήξει ανάμεσα σ* αύτόν καί στο γιαταγάνι του. Μέ ορμή ταύρου επιτίθε­ ται εναντίον τού άγοριού μέ τό κεφάλι σκυμμένο, ·μουγγρί ζοντας σάν θηρίο. Ό Σάμ τον περιμένει υπο­ λογισμένα. Τήν κρίΐσκμηι στιγμή πηδά­ ει στο πλάϊ καί τό χέρι του κατεβαίνει μέ δύναμη. Ή κόψη τής παλάμης του τό’γ χτυπάει στο σβέρκο κι3 εκείνος βγάζει ένα φοβερό μουγγρητο πόνου καί κυλιέ­ ται πάλι στη γή, σχεδόν τυ­ φλωμένος οπτό τό χτύπημα άλ


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

λά μέ π ολ λ απ λ ασι ασμένη τή λύσσα ταυ. Άνασηκώνεται στα γόνα­ τα. Ψάχνει να β-ρή τον αντίπα­ λό του. Καταφέρνοντας νά δ ι.ακρι­ νή. ττώς ό Σάμ βρίσκεται α­ κόμα όρθιος από πάνω του, πετιέται πάλι όρθιος μέ λευ­ κούς άφρούς γύρω από τό στόμα του. ' Απλώνει τα ηράκλεια χέ­ ρια του για νά τον άρπάξη, γιατί είναι ένας πελώριος άν τρας μέχρι εκεί πάνω. Ό Σάμι όμως σκύβει. Ξεγλιστράει από ^τό θανα­ τερό αγκάλιασμα των χ,ερίων του, τον αρπάζει από τό πό­ δι και μ’ ένα καταπληκτικό τέχνασμα τού ζίου - ζίϊτσσυ, καταφέρνει νά τινάξη σαν μιά μπάλλα, στον αέρα, ολόκλη­ ρο εκείνο τό θηρίο, πού σκάει μέ β-ρόντο στη γη. Μ ισοζαλ ισιμένος προσπα­ θεί νά ξανασηκωθή, αλλά ό Σάμ χύνεται απάνω του και μέ δυο απανωτά χτυπήματα στον λαιιμό, τον κάνει νά μεί νη, ακίνητος, μέ τά μάτια κλει στά. Ταυτάχρονα σχεδόν άκούγε ται μιά φοβερή βλαστήμια κι* ένας ξερός, μεταλλικός κρό­ τος. Σ5 ένα τρομερό χτύπημα τού γιαταγανιού τού Πέτρου τό γιαταγάνι τού αντιπάλου του έχει σπάσει κ:5 έχει μεί­ νει στο χέρι του μόνο ή λαβή. Μέ μιά γρηγοράδα άπί'στευ τη πού δείχνει πόίσο θρασύ­ δειλος είναι καί πιστεύοντας

1

ότι τό Ελληνόπουλο θά τον σκότωνε αμέσως, πέφτει στά γόνατα μπροστά του και ενώ νει τά χέρια του παρακλητι­ κά, ζητώντας έλεος για τη ζωή του, μέ τρεμάμενη φωνή. Τό Ελληνόπουλο όμως από την αρχή δεν είχε καμμιά π'ρό θεσι νά τον σκοτώιση. Υψώνει τό χέρι του και τό (κατεβάζει πάλι μέ άίσύλληπτη δύναμι. Ό άγγελιαφόρος τού Μου­ φτή γουρλώνει τά μάτια του κι* ένας πνιχτός βόγγος βγαί νει άπό τό λαρύγγι του, για­ τί πιστεύει ότι έχει φτάσει τό τέλος του. Αλλά τό άγόρι τον έχει χτυπήσει μόνο ^ μέ τή λαβή του γιαταγανιού κοντά στο μηνίγγι κι5 εκείνος σωριάζε­ ται αναίσθητος οπτή γή. Οι δυο νεαροί σύντροφοι έ­ χουν άπτομείνει κυρίαρχοι στο π εδίσν τής μάχη ς. Ή βοή όμως έχε: μεγαλώ­ σει τρομερά, άπιό τήν κατεύ­ θυνση τού ανακτόρου τού πασ σά. ’ Ακ ούγ ετα ι άγρ: ο π οδο β ολητό πολλών ανθρώπων πού τρέχουν, καί λυσσασμένες φω νές. Ή κοπέλλα πηδάει κοντά στά διυό παιδιά. — *Άς ανέβομε στην άμα­ ξα καί νά τού δίνουμε!, φω­ νάζει. Αλλά ό δρόμος ανάμεσα στην δεντροστοιχία πού βρί­ σκεται ή άμαξα είναι στενός. "Ωσπου νά στρέψουν τά ά­ λογα και νά καταφέρουν νά

τή γυρίσουν πρός τά πίσςρ(.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Γ-------

θα έχη περάσει πολύς χρό­ νος και οι άντί'παλοί τους βρί σκονται κοντά. Δεν προλαβαίνουν. — Τό κ ΐ'βώτ ι·ο!, ψιθύριζε ι ό Πέτρος στον φίλο του. Καί όρμοϋν κι3 οι δυο μαζί προς το πίσω μέρος τής άμα ξας„ άνοίγουν την πόρτα καί τά μάτια τους πέφτουν αμέ­ σως σ’ ένα ,μεγάλο, σιδερένιο κουτί, μέ θωρακισμένες γω­ νιές. — Παρ’ το καί τρέξε!, λέ ει πάλι ό Πέτρος στο αυτί του Σάμ. Τρέξε όσιο μπορείς γρηγορότερα! Προς τη με­ ριά τής θάλασσας !... Κρύψε το όπου ^μπορείς σέ μέρος ό­ που νά είναι εύκολο να το ξα. ναορης έστω και μετά απο ττολύν καιρό... Ό Σάμ κοντοστέκεται. Κάτι πάει νά πή καί κυττάζει ανήσυχα προς τό μέρος άιπ’ όπου άκουγεται τό ποδο­ βολητό των ανθρώπων του Μουφτή, αλλά ό άλλος τον σπρώχνει μέ βία κι5 ό Σάμ άναγκάζ ετ α ι κα;ί φορτώνετα ι τό βαρύ κουτί καί χάνεται πάλι ανάμεσα στά δέντρα. Τήΐν ίδια στιγμή, πίσω άπό τις φολλόσιες, άπό την αν­ τίθετη πλευρά, εμφανίζονται οί εχθροί· τους. Είναι καμμιά τριανταριά τουλά|χ ιστόν. Τούς όδηγεΐ ό ίδιος ό Μου­ φτή - πασσάς, πού είναι έ­ νας γενναίος πολεμιστής καί μόλις ακούσε την φασαρία, πε τάχτηκε άπό τον ύπνο του καί μπήκε επικεφαλής των άν δρών του, '-ν

5/1

\

Λ

5

Λ

15

Ή άπόσταοις πού τούς χω ρίζει πιά άπό τον Πέτρο καί την κόπέλλα, δεν είναι ούτε τριάντα μέτρα. Τό άγόρι καταλαβαίίνειπώς είναι χαμμένοι κι3 οι δυό τους, άλλα δεν θέλε ι * νά παραδώση τά όπλα, ώς την τελευταία στιγμή. Μέ μάτια πού λάμπουν άπό αποφασιστικότητα, κατεβάζει, δυο φορές τό γιαταγάνι του καί ικαόΐβ όντας ιμ3 -αυτές τις σπαθιές τά λουίριά, έλεύθε ρά­ νει δυό άπό τά τέσσερα άλο­ γα τής άμαξ,ας. Πηδάει στη· ράχτ του ενός καί ύστερα βοηθάει την κοπέλ λα τραβώντας την άπό τό χέ οι, ν3 άνιέβιη κι3 εκείνη στο άλ­ λο. Μά τά ουρλιαχτά των τουρ καλάδων είναι τόσο φοβερά, πού τά άλογα τρομάζουν καί ορθώνονται στα πισινά τους πόδια. Ό Πέτρας προλαβαίνει κι3 αρπάζεται άπό την χαίτη του δικού του άλλα ή κοπέλλα, ό­ πως δεν υπάρχουν ούτε σέλ­ λα ούτε χαλινάρια, γλυστράει άπό τη ράχ,ι του καί σωριά ζεται στη γή. Τό Έλληνό'πουλο βλέπει ό τι σί εχθροί! είναι πιά «μπρο­ στά τους. Χωρίς κανένα δισταγμό πη δάει κι3 αυτός στο πλάϊ τού κοριτσιού. ;— Τρελλέ!, τού φωνάζει έ κείνη μέ πραγματικό θυμό. Γιαιτΐ τακανες αυτό; Εμένα τό πολύ - πολύ νά ιμ3 έπιαναν καί νά μέ ξαναγύριζαν ρκ§?


η

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μέσα, ενώ έΐσένα θά σέ σκο­ τώσουν \ -Στόΰσου πί'σίω μου!, λέει το άίγόιρι με αποφασιστική φω νή. Και προτείνονταος τό για­ ταγάνι του, ετοιμάζεται νατά βάλη μ5 ολον εκείνον τον στρα τό _τών Τούρκων. ~έρει δτι δεν υπάρχει καμ μιά ττιθανότης νά τά βγάλη πέρα μαζί τους.^ -*έρει ττώς τού χρειάζονται ακόμα εϊικοσιτέσσερις ώρες, ώσπου» τό «Βέλος» νά τον ξανατραβήξηι στον εικοστό1 αι­ ώνα. Ξέρει ιτώς είναι· χαμένος, αλλά είναι κι3 άποφασισμένος νά πολεμήση γενναία και νά πουλήση ακριβά τό τομάρι τον. — Τρέξε προς την πύλη! μουρμουρίζει πάλι στ5 αυτί του κοριτσιού. Τ.ρέξε νά σωθής! 3Εγώ θά τους κρατήσω έδώ! — Νά σ’ άφήσω νά σκοτωθής γιά /μένα κι3 εγώ νά φύ γω; γρυλλίΐζει εκείνη με μά­ τια που άστράφταυν άπό θυ­ μό, Γιά ποια με πέρασες; Δεν έχουν καιρό νά πουν περισσότερα λόγια. "Ενας Τούρκος, ό πιο βια­ στικός κι3 ό πιο γρήγορος άπ3 όλους, έχει φτάσει κιόλας ε­ μπρός στο άγόρι. Τό γιαταγάνι πέφτει προς τό κεφάλι του Πέτρου. Έκεΐνος σικυιβ ε ι, πη6 άε ι στο πλάϊ και τό χέρι του τι­ νάζεται μπροστάΉ λεπίδα τού δικού του γι ρτ^γαντού, .χώνεται ατά στή­

θος τού άντιπάλου τον, που ■βγάζει μιά τρομερή στριγγλιά καί πέφτει νεκρός. _ Τότε τό άγόρι βλέπει κάτι που κάνει τά μάτια του νά γουρλώσουν: Ή Ελληνόπουλα εκείνη πη δάει στο πλάϊ του κι3 αρπά­ ζει άπό κάτω τό πεσμένο για ταγάνι τοΰ Τούρκου. Στέκεται ύστερα δίπλα του, έτοιμη νά πολεμήση κι3 αυτή, σάν άντρας. — ΤρελλάΒηκες; φωνάζει τό άγόρι. > Εκείνη χαιμ ογ ελ ά ε ι. Δέν είναι πολλοί τώρα! του λέει. 3Από δεκαπέντε αν­ τί στ οι χούν στον καθένα μας! Κουράγιο! Κακά όμως είναι τά ψέμα­ τα. £ Η ^ λύσσα των Τουρκαλάδων είναι τρομακτική. Καί ό Μουφτή - πασσάς πρώτος - πρώτος όρμάει σάν λ ι οντάρ ι ένσντί ον τους. Τους αναγκάζει καί τους δυο νά υποχωρήσουν. Πολεμούν με αφάνταστη γενναιότητα. Δυό· αντίπαλοι άκάμα σω­ ριάζονται με σπασμένα τά κε φάλια. Ό ένας άπό μιά φοβερή σπαθιά εκείνης τής Έλληνοπούλας. Αλλά σέ δυό λεπτά τούς έχουν κυκλώσει άπό παντού καί ο·ί σπαθιές πέφτουν βρο­ χή ολόγυρά τους. — Αυτή τήιν τσούπρα την θ)ελω ζωντανή, όρε!, ουρλιά­ ζει ό Μουφτή - πασσάς. — Δέν θά μ5 άγγ'ίξουν ττο*


Τ6 ΙΠΤΑΜ^Νό ΙΙΑ52 τέ τά βρωιμόιχερά σας^ όσο ζώ ξεφωνίζει Εκείνη. Ποιος είναι έίκεΐνος πού θέλει να μέ π ι ό­ ση* ζωντανή! Εμπρός! Τον περί μένω! "Ας πλησ-ιάση! Ό Πέτρος -μ5 όλο πού βλέ­ πει πώς ό θάνατός του δεν είναι πια παρά ζήτημα δευ­ τερολέπτων, δεν μπορεΐ νά μή στρέψη; νά την ικ,υττάξη, μέ ανατριχίλα θαυμασμού. Ποτέ του δεν γνώρισε τέ­ τοια κοπέλλα. Ποτέ του δέν πίστευε ότι θά μπορούσε νά ύπάρχη ένα τόσο νεαρό· κορίτσι μέ τέτοια καρδιά. Τό γιαταγάνι στριφογυρί­ ζει στο χέρι του καί άποκρού ει τά χτυπήματα πού πέφτουν βροχή άπ3 όλες τις μεριές. Σπίθες βγάζει τό μέταλλο·. Τό ίδιο καί τής 'Ελληνό­ πουλα ς πού μάχέται δίπλα του. Μά τό αγόρι νοτώΙθει πώς το χέρι του αρχίζει νά κουρά ζεται πιά. Ή τελευταία του σκέψι πη γαίνει στον Σάμ Σάμσον. «Τουλάχιστον νά γλυτώση έκεΐνος», συλλ οιγίζέτ α ι. «Π ρέ πει νά γλυτώση, γιά τό χατήρί του «Βέλους».

Μπλούμ! 1Ρ ΙΧΝΕ! μιά ματιά στο κο ρίίτσι πού αγωνίζεται δίπλα του. Ή υπέροχη, κοπέλλα, πού έχει άκούσει τη διαταγή του Μουφτή νά τήν πιάσουν ζωντανή, έχει πάψει νά ένδι α­ φόρετα ι νά προφυλάη τον ε­

αυτό της από τά χτυπήματα των στρατιώτων του πασσά καί κάνει ό,τι ι μπορεί γιά νά βοηΙθήαηι τον Πέτρο. Κι5 εκείνη όμιως έχει αρχί­ σει νά κουράζεται πιά. Κι5 ενώ ό κύκλος τών ε­ χθρών έχει γίνει θανάσιμος ο­ λόγυρά τους, οι τελευταίοι αύ τοί ξεσπούν σέ λυσσασμένα ουρλιαχτά. . — Λυπάμαι πού δέν μπό­ ρεσα νά σέ σώσω ώς τό τέ­ λος άπό τά χέρια τους!, φω νάζει ό Πέτρος στην Έλληνο πούλα. Δέν μπορώ άλλο πιά. Καί καθώς τό χέρι του έχει γίνει βαρύ σάν μολύβι, τ’ α­ φήνει νά πέση στο πλάϊ καί κλείνει τά μάτια περκμένόν­ τας τό ;χτύπη)μα πού θά τού άφαιρέση τή ζωή. "Οπως όμως τό χτύπημα αυτό αργεί αναγκάζεται νά άνοίίξη πάλι τά ιμάτια, παρά­ ξενε μένος. Οι λυσσασμένες κραυγές των τουρκαλάδων καί ή βοή τής μάχης εξακολουθούν πάν τα κι3 αυτό κάνει τό μυστή­ ριο άκοΐμα μεγαλύτερο. Τιό πρώτο πράγμα πού άντιικ-ρύζει, είναι ένας στρατιώ­ της τού Μουφτή πού έρχεται έναντίίον του >μέ ύψώμένο για τ αγάνι καί τήν Έλληνο π ούλα νά τον πραλαβαίνη καί νά τον σουβλίζη εκείνη, μέ τό δι­ κό τηΐς. "Υστερα, καθώς ό Τούρκος σωριάζεται μέ μιά σπαρα­ κτική κραυγή .μπρος στά πό­ δια τους, ό Πέτρος βλέπει μέ μάτια γουρλωμένα. άπό κατά πληξι πώς ή μάχιη έξακ-ολου-


θε? καί θεριεύει οσο πάει και πιο πολύ, μόΐνο πού τώρα ό Μουφτή - παισσάς κι5 οι άν­ τρες του δεν ράχονται πια ένάνΤίον αυτού και τής Έλλη ναπούλας άλλα μέ ένα σωρό φούστα νελο’φόρους, που έχουν βρεθή απροσδόκητα σ' εκείνο τρ μέρος λες και τους γέννη­ σε ή νύχτα. ■Καί ο·ΐ άνθρωποι αυτοί εί­ ναι φοβεροί πολεμιστές. Δρεπάνια έχουν γί'νει στα χέρια τους τα γιαταγάνια κι’ οί τουρκαλάδες σωριάζονται στη γη ό ένας μετά τον άλλον σαν στάχυα. Ένας πανύψηλος άντρας μέ γκρίζα μαλλιά καί γένεισ, χάνεται πάνω στον Μουφτή τον ’ίΐδιο και ιμ3 ένα χτύπημα ,μρνο τής τρορερής σπάθας τόν τού πάίίρνει το* κεφάλι! * Τότε,, άσοι άπό τούς άνθρώ ττόυς του παισσά έχουν μείνει ζωντανοί, τά βάζουν στα πό­ δια ουρλιάζοντας σαν σατα­ νάδες. ] ΚΤ ή Ελληνόπουλα πού στέκει κι3 αυτή άναυδη δίπλα οπόν λ Πέτρα, βγάζει άξαφνα μίά κραυγή, αναγνωρίζοντας τόν ψηλό έκεΐνο άντρα >μέ τά γκρίζα μαλλιά: — Ό νονός μου! Δεν προλαβαίνει νά πή πε­ ρισσότερα, γιατί εκείνος πού έχει άποκαλέσει νονό της, την έχει δή κι3 αυτός καί τρέχει κοντά της. — ΛασκαόίΙνα!, φωνάζει καί τη σφίίίγγει μέ λαχτάρα στην άγκαλιά του. Είσαι κα­ λά; -— Πολύ καλά! Δεν έχω τί ποτά, νονέ!, αποκρίνεται τό κορίτσι. Δεν έπαθα τίποτα

·,

1

Τρομιερή ιμονομαχία αρχίζει τότε.

■·

χάρις σ5 έτουτό τό παλληικαρι κι3 έναν φίλο του πού λείπει αυτή τή· στιγμή... ----- Μήπως τόν πήραν αυ­ τοί; μούγγρίΐζει ό άντρας καί φουχτώνει τό γιαταγάνι του. — "Οχι, είχε μια άποστολή καί πήγε προς τη θάλασ­ σα, λέει ή κοπέλλα κι3 ό Πέτρο ς ·, τη θαυμάζε ι άλλη ρ ι ά φορά, πού δεν θέλει νά φανερώση τό μυστικό του. Στο μυαλά του όμως συμ­ βαίνει κάτι παράξενο. Το όνορα πού έχει δώσει ΐέκείνΌς ό άνθρωπος στην κοπέλλα τού φαίνεται γνωστό καί προσπαθεί νά βάλη σε τά ξι τις αναμνήσεις του μέσα στο μυαλό του. Δεν π ρολαβαίν ε ι. Ό νονός τής Λασκαρίνας φιωϊνάζει: — "Ολοι^πρός^τή θάλασσα γρήγορα, νά βρούμε τόν σύν­ τροφο αύτουνού τού αγοριού. Πρέπει νά κάνωρε γρήγορα, γιατί δπου.νάναι θάρθή στρα τόις... Σίγουρα ή φασαρία θά όιΐκούστηκε πολύ μακρυά... "Ολοι αρχίζουν νά τρέχουν χωρίς την παραμικρή άντΐρρηαι. Φυσικά κι3 ό Πέτρος πρώ­ τος καί καλλίτερος, πού ανη­ συχεί για τόν άγαπηρένο του φίλο. ^ Τούτη τή φορά δεν ενδια­ φέρει κανέναν νά μην ακου­ στούν τά βήματά τους κα'ι προχωρούν πολύ γρήγορα. Δεν κάνουν παραπάνω· άπό πέντε λεπτά νά φτάσουν. Πάνω· στην ώρα βλέπουν καί τόν Σάμ, πού γυρίζει. "Εχει τό· ένα του παγούρι στο στόμα καί προχοοίρεΐ πί-


25

το

ιηΐΑΜέΝά

νοντας ...γάλα! Μόλις τούς βλέπει, του βά ζει γρήγορα - γρήγορα τό βούλωιμα καί άψοο το κρεμάει στη θέσι του, φωνάζει άγρια: — ΠΙίΐσω- καί ισάς έφαγα ό­ λους., τταλ ι οτουρκα λάβες! — Σάμ!, φωνάζει ό ^Πέ­ τρος χαμογελώντας. Ήισ'υχασε! Δεν είναι Τούρκοι άλλα Έλληνες! — "Ελληνες! ^ Π άλ ι λάθος κάναμε; ρωτάει ό Σάμ απο­ ρών τα ς. Στην Ελλάδα βρι­ σκόμαστε; Τό Ελληνόπουλο έχει τρέξει κοντά του. — "Αφησε τις ανοησίες, του1 λέει καί πρόσεξε νά ,μήν πής τίποτα καί προ δ οθής! Είναι κάποιος συγγενής τής Αασκαρίνας πού1 έφερε τούς ανθρώπους του για νά την έλεύθέρώση! Καί ή Λασκαρίνα τί εΐναι; ρωτάει ό Σάμ. με γουρλ,ωιμένα μάτια. — Εκείνη ή κοπέλλα... Έν τάξει με τό κιίβώτιο; — Ό Θεός νά τό κάνη!, λέει ό Σάμ σηκών όντας τούς, ώμους. — Τό- έκρυψες; — Τό- παράκρυψα μάλι­ στα! αποκρίνεται εκείνος. — Που; — "Έτρεχα., έτρεχα,... — "Ας τά πολλά λόγια καί λέγε μου γρήγορα! Μπες στο θέμα! — Στο- θέμα ήμουνα παιδί μου! Τρέχοντας τακρυψα! — Με πειράζεις, Σάμ; — Καθόλου] Έκεΐ πού έ­ τρεχα τό λοιπόν, σκοντάφτω

— βλέπεις εΐναι καί νύχτα! Σκοντάφτω πάνω σ' ένα χα­ μηλό το ιχάκα καί πέφτω στα μπρούμυτα! Τό- κουτί μου φεύγει άπό τά χέρια καί... μπλοόμ! -— Μπλοόμ-; Τιί! -μπλούμ; φωνάζει ό Πέτρος τρομαγρένος. Σούπεσε στη θάλασσα; — "Οχι, μόνο σ3 έίνα πήγα 6ι! Παραλίγο νά κρυφτώ κι5 εγώ στόιν πάτο του, ιμαιζί μέ τό κουτί1! Παρά τρίχα κατάφερα καί κρατήθηκα άπό την άκρη τού τοίχου! Ό Πέτρος κάτι πηγαίνει νά πή„ γεμάτος άπογοήτευσι αλλά την ίδια στιγμή έρχεται κοντά τους ό νονός τής Λασκα ρίνας.. — Ελάτε, παιδιά, τούς λέ ει. Εΐναι επικίνδυνο νά μείνω με περισσότερο... Κι5 αναγκάζονται νά τον άκολ σοβήσουν. Ή Ελληνόπουλα 0 I

ΦΟΥ Σ ΤΑΝ ΕΛΟΦΟίΡ 01

τρέχουν ολόισια προς μια κα τεύθυνσι. Φτάνουν σ5 ένα σημείο του τείχους τού ανακτόρου κι3 έκεΐ τά δυο παιδιά βλέπουν πώς είναι στημένη μιά σκάλα. Χωρίς αργοπορία αρχίζουν ν3 ανεβαίνουν ένας - ένας, α­ φού βάζουν πρώτα νά περά­ σουν ή κοπέλλα καί τά δυο αγόρια. 3Από την έξώτερική πλευρά του τείχους υπάρχει καί δεύ­ τερη σκάλα. Σέ πέντε λεπτά άκομα ξα­


*

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΙΑΟΣ

νατρέχουν δλοι μαζ'ι προς τη θάλασσα! κ·Γ αυτή τη φορά δολ λά τώρα φυσικά εξρ από την περιοχή του κήπου1 του ανα­ κτόρου του Μουφτή. Ό Πέτρος και ό Σάμ κατα λαβαίνουν πώς κάποιο πλεου μενο άίσφαλώς θά τους περιμένη, και δεν πέφτουν έξω στους υπολογισμούς τους. Δεν περϋμεναν όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος., πως θα ταν ένα: τόσο μεγάλο πλοΐο — πραγματική πολεμική φρε γάτα «με τρία κατάρτια. <ΚΓ ή κοπέλλα όμως ακόμα φαίνεται κατάπληκτη; βλέπον τας αυτό τό καράβι. — Νονέ!, φωνάζει μέ μά­ τια γουρλωμένα. Τι1... τι είναι αύτό; -— Μια καινούργια1 μοίρα τού ελεύθερου ελληνικού στο λ ου, αγαπημένη μου μικρή! — Αιικ'ό μου καί δικό σου! Τώρα πια τούτο τό πλοΐο άν τιπροσωπεύει δλη μου την πε ριουσίια! "Ο,τι είχα καί δέν εΐ,χ,α τά πούλησα «καί τό άγό.ρασα για νά φύγω με από τήν Κωνσταντινούπαλι... Δέν μάς χωήάει ό τοΤτος ύστερα από τ' αποψινά... — Και πού θά πάμε; — Ακόμα καλά - καλά δεν ξέρω... Μπρος γιά τό κα ράβι τώρα... -— Γιατί δέν πηγαίνομε στή Μάνη που είσαι άρχον­ τας; φωνάζει ή νέα μέ λαχτά ρα. — Δύίσκολο κόρη μου... Οι Τουρκικές αρχές ασφαλώς θά

είδοποιήσουν τον Μπέη; τής Μώνηις νά μέ συλλάβη> άν γμ-

21

ρίσω έκεΐ πέρα... Αλλά υπάρ χουν πολλά μέρη, γιά νά πά­ με... Μή σκιάζεσαι... "Εμπα στή βάρκα... Υπακούει. Μπαίνουν καί τ' αγόρια μα ζί της καί τέσσερις φουστανελοιφόιροι παίρνουν τά κου­ πιά καί τραβούν γιά τό πλοΐο. Ό Σάμ παρατηρεί συνε­ χώς τό φίλα του, πού είναι διαρκώς βυθισμένος σε βαθειές σκέψεις. — Μην κάνης έτσι παιδί μου!,, τού λέει. Τό πώς πήγε στον πάτο τού πηγαδιού τό κουτί, δέν σημαίνει πώς χά­ θηκε όπωίσδήποτε! "Αν τό πη γάβι δέν ξεραθή ως τό χίλια έννιακό... -— Σσστ!, τον κόβει ό Πέ τρος ανήσυχος. -έχασε το ε­ κείνο τό- κουτί}, Σιάμ ! Καί μήν ξεψωνίζης, προπαντός,! "Αλ­ λος είναι ό λόγος πού μέ βλέ πεις έτσι σκεπτικό! — Καί ποιος είναι αυτός; — Ή κοπέλλα ετούτη!... — Τήν... αγάπησες; Μήν σικάς! Δέν έχεις παρά νά καθήσης ξανά πάνω στο «Βέ­ λος» καί νάρθης νά μεΐνης μα ζί της κάνα-χΙρόνο! — Ανόητε! μουρμουρίζει τό αγόρι κοκκινίζοντας. Δέν σου είπα εγώ πώς την^ αγά­ πησα! Προσπαθώ απλώς νά θυμηθώ πού τήν ξέρω«! Σου τό ειπ'α κι5 από τήν πρώτη στιγμή πού τήν είδα! — Μήπως... Μήπως ήταν συμμαθήτριά σου στο Γυμνά σιο; λ— "Ασε τις έξυπνάβες! Τήν- ξέρ» φτρ τήν Ιστρρί'®!


22

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟΙ

Πάω στοίχημα το κεφάλι μου ικί* αν δ'έν μέ ζάλιζες τάση^ώ ρα, μπορεί νά τάχα θυμηίθή! -— Καλά σ’ αφήνω νά σκε φθής μέ τό πάσσο σου!, Πήτ Όμρς, μόλις^ θμμηθής ττές^ μου γιατί μ5 έβαλες τώρα σέ περιέργεια κι* έμενα! Αλλά ...Πήτ! — ΤΙ τρέχεις — Τί ανοησία! 5Αντί νά σττάς τό κεφάλι σου, γιατί δεν τη ρωτάς αυτή την Τδια; — Καί μήπως θά ξέρη κι5 αυτή ποια είναι; — Έ! !, κάνει ό Σάμ σαν Ό Πέτρος χαμογελάει μέ τήν έκπληιξίί του. -— Σάμ, η κοπέλλα αυτή θά ττανΤρευτή καί θά ττάρη τό άνομα του συζύγου της! Μ5 αυτό· τό άνομα θά μείνη γνω στή στην Ίστορί'α! Πώς θές λοιπόν νά ξέρη, πώς λένε τον άντρα της, πού άκό'μα δεν τον έχει γνωρίσει; — Έλα ντε1! Αυ'τό σου λέω κι’ εγώ από τήν αρχή κιΓ έισυ επιμένεις! Φεύγω τώ­ ρα, γιατί έχω μια βιαστική δουλειά! Αυτά τά τελευταία λόγια τά έχει πή, γιατί βλέπει νά εμφανίζεται ατό κατάστρωίμα ό νονός τής Αασκαρίνας. — Νονέ!, φωνάζει, μην ξέ ροντας τ5 άνσμά του. Εκείνος χαμογελάει καλό­ καρδα. —- Τί τρέχει, αγόρι μου; — Έχει καθόλου... γάλα στο καράβι σας; — Γάλα; Τί νά τό κάνης Τ9 γάλα;

— Νά τό πιω! — Νά τό πιής; Πίνεις γά­ λα; — ΝαίΙ!, γιατί1; Κακό εί­ ναι; Μου τοίχει διατάξει ό γιατρός, αντί για πεντκιλίνη! — Πενιικίλίνη; ρωτά μέ μά τια γουρλωίμενα ό άλλος. Τί είναι αυτό; *— "Ενα φάρμακο... αλλά δεν τό έχουν ανακαλύψει άκό μα! Γι' αυτό καλύτερα μή βασίζεσαι σ’ αυτό! Τελικώς έχετε γάλα ή δ'έν έχετε; Ό άντρας παρατηρεί τό ά γόρι έκπληκτος καί κάνει τήν σκέ'ψιΐ μήπως είναι θεόιτρελλο. "Υστερα άνασηκώνει τούς ώμους του καί λέει: — Γάλα θά βρής στο αμ­ πάρι —_μεταφίέρθ'με κάτι κα­ τσίκες. ξέρεις νά τίς άρμέξης Πού είσαι; Κιύτ τάζει όλόίγυρα μέ τά μάτια γουρλωμένα διάπλατα, αλλά ό Σάμ τή στιγμή αυτή έχει ήδη φτάσει ατό άμπάρι καί άρίμέγει μια κατσίκα πού διαμαρτύρεται έντονα, γιατί πρώτη, φορά τήν ξυπνάνε πριν ξημερώση γι' αυτή τή δου­ λειά... Καί τό ταξίδι συνεχίζεται έτσι ατό Αιγαίο. Οί δυο χρονοναύτες μας υ­ ποχρεωτικά δεν μπορούν νά κάνουν τίποτ5 άλλο, από τό νά περιμένουν τή στιγμή πού τό «Βέλος» θά τούς κάλεση στον δικό1 τους αιώνα. 5Αλλά δεν βιάζονται. Τό ταξίδι μέσα σ' εκείνο τό ιστιοφόρο πολεμικό, είναι Υραιφ ικώτατο. Ή Λασκαρίνα βρίάκεται


I

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ συνεχώς κοντά στον Πέτρο καί τον κυττάζει μέ τά ύττέ ροχα μαύρα, της; μάτια. Το ά,γάρι ό'μως συζητάει συνεχώς μαζ'ί' της μέ ψεύτικη αδιαφορία... ζέρει πώς δεν έττιτρέπεται νά γεννηΙΘ'ή κανένα αίσθημα ά νάμείσά τους... Τό' βράδι πλησιάζει καί μα­ ζί ή ώρα πού θά χωρίσουν γιά πάντα... Βγαίνει τό φεγγάρι. 5Από μακριυά στον ορίζον­ τα διαγράφονται οι οικίες κά­ τι μακρυνών βουνών. Ή κοπέλλα τρέχει στην κουπαστή. Φαίν ετα ι συ γκ, ιινημ,ένη. — Ή Ελλάδα, Ν λέει μέ φωνή τρεμάμενη. Κύτταξε πό σο λυπηΙμένο είναι τό φεγγά­ ρι ! Γιατί πρέπεινά γεννιόμα στε καί νά πεθαίνοιμε σκλά6οι; -— Δέν πρέπει νά στενοχω Ρ'έσαι!, τής άποκρίΐνεται τό Ελληνόπουλο μέ την ίδια συγ κίνηση που του κάκου προ­ σπαθεί νά κιρύψη. Ό καιρός που ή πατρίδα μας θά έλευθε ρωΙθή πλησιάζει! λ— "Ολοι τό ίδιο ^ λέμε, ε­ δώ καί χρόνια... Έδώ καί αι­ ώνες!, άποκρίίνεται θλιμμένα. Κι* ό παππούς μου κι* ό πα­ τέρας μου πέθαναν μ9 αυτό τό όνειρο! Κι5 έγώ θά πεθάνω μιά μέρα κι5 οΐ Τούρκοι θά είναι άκάμα έκιέί πέρα... Μά ΘΙά άφήσω πίσω τά παιδιά μου... "Ίσως εκείνα νάναι πιο τυχερά... Ό Πέτρος δεν ξέρει τι νά πή»

23

Βρίσκεται σέ φοβερά δύ­ σκολη θέίσι. Στο ,μυαλό του στροβιλί­ ζονται χιλιάδες σκέψεις. Τής Λασκα ρίνας τά μάτια αστράφτουν. — "Ενα τέτοιο καράβι θά θελα νά κυβερνώ, φωνάζει μέ πάθος καί νά καίώ όλα. τά Τούρκικα καράβια πού θά βρί σκιω στον δοόμο μου! Ναι, μιά μέρα· θά αποκτήσω ένα δ: κό' μ ου π ολ ε μ ι κό ! Μ:ά άΐστρσηή Φτερουγίζει στο μυαλό του Πέτρου. Τά μάτια του ανοίγουν διά πλατα. Έπί τέλους έχει θυμηΐθ’ή! Ή καρδιά του πάει νά σπά ση από συγκίΐνησι. Τήν άρπάιζοί μέ θέρμη από τό χέρι. — Ό νονός σου, που είπες πώς είναι άρχοντας στή Μάνη ... λέγ ετ α ι Μούρτζ ι νο ς; μ ου ρ μουσίζε ι. Τον κυττάζει μ" έκπλη'ξι καί κουνάει τό κεφάλι της κα ταφατικά. — Κι" έσυ είσαι ή Λασκα ρίνα, ή κόρη του Σ ταυριανού Πινοτζη, πού πέθσνε φυλακι σμ ένο ς από· τ ου ς Τ ού ρκου ς! Κι" ή μάνα σου σέ γέννησε μέσα στή φυλακή! ου τα ςιερης ολ συτα; ρωτάει τό κορίτσι σαστισμέ­ νο.. Πώς γνωρίζεις τόσα πρά­ γματα γιά μένα; —Ή Μπουμπουλίνα!, ψελ λί'ζει ό Πέτρος μ5 ένα ρίγος Ιερής συγκινήσεως. Ή μεγα­ λύτερη ήρωίδα τής Έλληνα κής ί;Επαναστάσεως!

— Τι πίττες;


24

ι

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΑΟΙ

Την κυττάζει μοαρμοορωμένας. (Πώς νά της έξηγήση; Τι νά τής ττή; — "Άκου σε, Ααισκαρίνα!, τής λέει μόνο. Αυτό πού πο­ θείς θά γίνη! Νάσαι βέβαιη!' Θά απόκτησης τό δικό σου καράβι και θίά Υίνης φόβος και τρόμος γιά τους Τούρ­ κους! Κι* όχι μόνο θά ευτυχήιση-ς νά 16ης την Ελλάδα ελεύθερη, μά θόςχης βοηΙθήση γ:ά την ελευθερίά της, ττερισ σότερο άπο όποιανβήποτε άλ λη γυναίκα! — Γυναίκα νά πής τη θεία σου !, φωνάζει ό Σάμ άγανακτίισμένος. Τι έπαθες Πήτ; τρελλάθηκες; Τό "Ελληνόπουλο στρέψει κατάπληκτο και βλέπει τον Σάμ Σάμίσον νά στέκη πίσω του. ΚΓ οί 6υό τους είναι καθι­ σμένοι πάνω· στο «-Βέλος»! Τό- δραματικό τους ταξίδι έχει τελειώσει σ5 αυτό τό- ση­ μείο... — Τι έπαίθες, Πήτ; ξαναρωτάει ανήσυχος ό Σάμ βλέ π όντας τό ύψος του. — Τίποτα... ΤίΨτοτα... — Έσύ έχεις χάσει τό χρώμια,^σουύ Θέλεις τίποτα; — "Αν έχης, Σάμ,... λίγο •παγωμένο γάλα! !"ά μάτια τού ξανθού άγορ ι ού άίστρ άίψτουν. — Γάλα όκ-άδες έδώ πέρα πού ήρθαμε!, ξεφωνίζει καί πηδώντας άίπό τό «Βέλος» τρέχει γιά νά πάη στο επάνω πάτωμα πού είναι τό σπίτι Τ9ν?

Και τό "Ελληνόπουλο πού αυτό άκριιβώς ήθελε νά πετύ­ χε τρέχει κι5 άνοίίγει γρήγο­ ρα - γρήγορα μιά μεγάλη 5Α μ εριικ αν ιική έγκιυπλοπα ίδε ι α. Βρίσκει άμέσως αυτό πού θέλει και τά μάτια του καρ­ φώνονται πάνω στην φωτογρα φία τής θρυλικής Μπουμπου­ λ ίνας ΑασκαρίΙνας. Είναι βέβαια σέ πολύ με­ γαλύτερη ηλικία! στη φωτο­ γραφία αλλά δεν έχει την πα­ ραμικρή άμφΊΐβολίΙα πώς είναι αυτή... "Η άμοιότης της είναι καταπληκτ ιική... Πέφτει σε μιά πολυθρόνα και ή καρδιά του πάλλει άκό μα. δυνατά άπό τη συγΚίΙνησι. Πίνει με πραγματική από λαυσι τό παγωμένο· γάλα πού τού φέρνει ό Σάμ κ.Γ εκείνος τον κυττάζει ευτυχισμένος. — Νά δής πού θά τό συνη1θί|σης κι5 έσύ, Πή'τ!, φωνάζει θριαμβευτικά. Κι3 ύστερα θά παίρνω'με... τέσσερα παγού­ ρια στις εκδρομές μας! "Ω! ...Πήτ! Τά μάτια του έχουν πέσει ξαφνικά στην ανοιχτή εγκυ­ κλοπαίδεια καί γουρλώνουν ό­ σο δεν γούρλωσαν ποτέ άλ­ λοτε. — Τι είναι, Σάμ; — Αυτή έδώ !, ψελλίζει ό Σάμ παραξενεμένος, δείχνον­ τας τη φωτογραφία τής Μπου μ'πουλϋνας. — Έ... Τί; κιάνει αθώα ό ΠΙέάρος. — Κάπου την ξέρω! ,— " I σως νά ήταν συμ.μαθήτριά σου ρτο Πμμνόχπρ.

Σσμ!

■'

?


Τβ ΙΠΤΑΜΕΝΟ — "Ω, Πήττ! "Ασε τις κο ροϊδιές! Σου λέω αλήθεια!..

Στη χώρα των ’Ί νικάς

Τ

ΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ μέρες τά δυο παιδιά τις περνούν πο λύ άνήσυχα. Ό νους τους βρίσκεται συ νεχώς στον θησαυρό του Μου φτή - πασσά, που έπεσε μαζί με τό σιδερένιο κιβώτιό του μέσα σ' έκεΐνο τό πηγάδι, στη μοκιρυνη Κωνισταντινούπολι. Είναι πάρα* πολύ δύσκολο να υπάρχη, άκάμα, μά κι* άν υπάρχη, είναι πολύ δύσκολο νά ξεκινήσουν γι’ αυτό τό τε­ ράστιο ταξίδι. Έκτόίς άπό τον· χρόνο που θά χρειαστούν, τους είναι α­ παραίτητα και πολλά χρήμα τα γιά τά έξοδά τους και δεν έχουν. Δυστυίχιώς τό «{Βέλος» σ’ αυτή την περίίπτωσι, δεν μπο­ ρεί νά τους φανη χρήσιμο. "Οπως είναι γνωστό, ή υ­ πέροχη αάτή μηχανή μπορεί νά τούς βοηθήιση, νά ταξιδέ­ ψουν ανάμεσα ατούς αιώνες άλλά δεν μπορεί νά φέρη πί­ σω τίίποτ’ άλλο έκ'τός άπ’ αυ­ τούς τούς ίδιους. Αναγκαστικά λο·ιπόν τό ταξίδι αναβάλλεται. Καί άναβάλλετα,ι επ’ αόριστον, ενώ οί δύο φιίίλοα αρχίζουν νά μα­ ζεύουν τις οικονομίες τους, ώσπου νά συγκεντρώσουν τά χρήματα που θά τους είναι τελείως απαραίτητα, γι’ αυ­

τή την παράτολμη έπιχείρησ:. ■Κάθε άπόγευμα πού συ>ναντιώντα,ι στο κρυφό εργα­ στήριο του Πέτρου —-γιαπί τό πρωί τό Ελληνόπουλο πα ,ρσικολ ουθεΐ τά μσθή.ματά του ατό Πανεπιστήμιο και λείπει πάντα— βιάζουνε στο «κοι­ νό σημείο» δ,τι έχει μαζέψει ό καθένας και τά μετρούν και τά ξαναμετρούν άλλα δυστυ­ χώς ή περιουσία τους μεγα­ λώνει μέ πάρα πολύ αργό ρυθμό. Οί μέρες περνούν κι’ αυτοί βρίσκονται ακόμα πολύ μακρυσ άπό την πραγματοποίήσι τού ονείρου τους. Καί άν ό Σάμ εχεκ τον... «παγωμένο ποταμό τού γάλα κτος» πού βρίσκεται στο ψυ­ γείο του κ/ έτσι τά καταφέρ­ νει νά παρηγορ ιέται κάπως, γιά την κοίθυστέρη(σι, ό Πέ­ τρος όμως είναι απαρηγόρη­ τος καί ή ανήσυχία του συνε­ χώς μεγαλώνει. Μεγαλώνει καί θεριεύει π ο λύ γρηίγορώτερα άπ’ δ,τι ή μι. κρή τους περιούσιά. Το μυαλό του τρέχει συνε­ χούς σ’ εκείνους τούς κατα­ σκόπους, πού παρά λίγο νά τούς σκοτώσουν καί νά πά­ ρουν τό «Βέλος» στην κατοχή τους. Τί\ θά γί'νη στ’ άλήθεια άν ξ αν αρθούν; Προσποιθεΐ νά μη τό σκέ­ πτεται αλλά τό μυαλό του ά­ θελα ξαναγυρίίζει δλο σ’ αυ­ τή τήιν ιδέα. — Πήτ!, λέει ό Σάμ ένα άπόγευμα, πού βρίσκονται.


26

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΒΑ02

πάλι -κι' οι δ|υο το·υς στο μυ­ στικό εργαστήριο. — Τί' τρέχει, ,Σάμ; — Δεν νομίζεις πώς... Δη­ λαδή θέλω να πώ... Παρά­ σχου βιάσαμε νά ικαιθώμαστέ και νά... λΐιβανηζωμε αυτό το μηχάνημα ί ι ί! θάλεγες για κανένα .καινούργιο ταξιβάκι; — Χ>μ... κ\άν·ει τό * Ελληνό­ πουλο πιικρά. "Αν καθόμαστε συνεχώς εδώ πέρα, δεν είναι επειδή δεν μ5 άρεσε ι ή ιδέα, ε­ νός καινούργιου ταξιδιού, Σ·ο1μ, .μια πριοτι·μώ νά μένω καί νά φυλάω τό «Βέλος»... Δεν ξέρω τί ,μπορεί νά συμβή... Πρέπει νόϋμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί... Ή -μηχα νή αυτή δεν έχει προορισμό

ι

τήν αναψυχή δυο παιδιών... — ^Ω! Μόνο ένα ταξιδάικι εννοούσα, Πήΐτ!, φώναζες τό ξανδΙό αγόρι. "Ενα πολύ μιικρούτσ.'κο ταξιδάκι! Νά πάμε ικΐάπου για δυο ώρες, τό πολύ... "Η έστω και γ:«ά μία! Βλέπεις... Είναι τόσο μεγάλη ή Παγκόσμια Ιστορία! θυ'μάσαι πόσες σελίδες έχει,^ Πήτ; Πότε θά προλάβωμε νά τη γνωρίσω με άμα κιαθό μα­ στέ; Ό Πέτρος χαμογελάει. — θέλεις νά γνωΙρίίσης όλοΙ;<λη!ρη τήν Παγκόσμια Ι­ στορία, Σάμ, ταξιδεύοντας μέ τό «ιΒέλος»; ρωτάει. — Ναίι>, Πήτ! Τό^ καταλα­ βαίνω πώς αυτό, πού γυρεύω

'Η Μττουμπουλίνα!, ψελλίζει μέ Ιερό ρίγος συγκινήσεως


ι-

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

η

Το βαού παγούρι, βρίσκει τον δήμιο κατάστηθα

εΤναι παράλογο κ;3 όμως έτσι θάθελα! Το Έλληινόπουλο χιυττάζει ■τον ψιίίλο τοιυ με μάτια πού λάμπουν. — Λεν ζηΐιάς πολλά!, του λέει.. .Κι3 εγώ τό· ίδιο θάθελα. Θάθελα κάθε μέρα πού περ­ νάει, νά κάνω κ 3 άίπό ένα- τα§Π3ι στο Παρελθόν!... Ή ευ­ καιρίας πού έχομε στά χέρια μας είναι μοναδική και δεν θέλω νά την άιφήσω νά πάη χαμένη,... Θάθελα νά γυρίσω σ3 δλον τον Κόΐσμο καί σ·3 Ο­ λους τούς Αιώνες!... Νά μπο­ ρούσα^ μέσα στη μικρή μου [ζωή., ^ νά γνωρίσω δλα εκείνα πού έζησαν δλοι οί άνθρωποι πού ήρθαν κι3 έφυγαν ανάμε­

σα. στις χιλιετηρίδες, πάνω στην επιφάνεια τού πλανήτη μας!... — Εμπρός λοιπόν, Πήτ! Αυτό δίεν θά γίνη. ποτέ, αν καθόμαστε και παραφυλάμε πείτε θάιρβουν οι κ<χτό/σκοποί σου! Ό Πέτρος χαμογελάει. — "Εντάξει, Σάμ!, άποικρένετα ι. Πες μου λοιπόν, που θέλεις νά πάμε αυτή τη φορά κι3 εγώ θά έτο μάσω τό καινούργιο μας ταξίδι... Μό:.. θά ναι μόνο, γιά λίίγο! Νά μα­ στέ έξιριγηΐμένοι! — ?Ω, νοά, Πή'τ! Μόνο γιά μιά ώρίίτσα! — Πολύ καλά. Πές μου που έχεις έπιθυμΦα νά πας,


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Σάμ διστάζει.^ Γιά να βρή τό θάρρος να μ·ίλή|σηί, κοτ ε'βάζε ι μσνοροΟφ ι και μια μποοκάλα γάλα. "Υστερα πλαταγίζει· εύχ·αΙριστη|μένος τα χείλια του και λέει: ^ — ζέρεις τί;, Πήτ; "Ήθελα να γνωρίσω1 τούς "Ίνικάς! — Τούς "Ί νικάς; Τους πα­ λαιούς ίνδιάνους; — Νο4 λέει 6 Σάμ ζωηρά. Αυτοί είναι οι -πρώτοι "Αμε­ ρικανοί πού έζηΐσαν πάνω στην ήπειρό μας, Πήτ! Μπο­ ρεί να μην είναι κατ" εύθεΐαν πρόγονοί μας, μ'ά εγώ τούς νοιώθω ισόαν νάναι στ5 αλήθεια αφού είναι οι πρώίτοι πού κα­ τοίκησαν αυτά τά μέρη πού πατάμε έίμεΐς σήμερα... "Υ­ στερα... "Υστερα είναι κι" ε­ κείνο το κορ ιτΙσάικι... Ό 'Πέτρος τον κΐύττάζει πα ραιξενε μένος. — Ποιο κοριτσάκι; ρωτάει έκπληκτος. — Ή μικρή "Ίνκα, Πήτ! Τήιν ξέχασες; (*) Μόνος σου μου έπανέλαιβες τά λόγια του· βασιλιά των Άτλάντων, πώς ή φυλή τους όλόίκληρη θοόπαιρνε τ’ άνομα της! Κι" έτσι κι" έγινε!... Θυμάσαι ε­ κείνη; τήιν... αγελάδα:, πού κυ­ νηγούσα μέσα στον σεισμό, Πήτ; "Άν δεν το είχα κάνει δεν θά είχαίμε βρή την "Ίνικα καί ίσως σήμερα... Νά: "Ί­ σως νά μην υπήρχαν οί παλ ι οι αύτο ι "Αιμερ ικανό ι! "Ί­ σως γι" αυτό καί νά λατρεύ­ (*) Δ άβατε τό τεύχος 3·; «Οε-

μίτώτεκχ ντο Ι'ΟΟΌ Π. χ.»ί ί

—Ί

ανε καί τίς... αγελάδες ^ σάν θεότητες καί νά τίς κάνανε κι" άγάλμαιταί! "Αποικίλέίίεται, Πήτ; — Αέν άποκλείεται καθό'λου, Σάμ !, Αποκρίνεται το ΈλληνόΙπουλο κρατώντας μέ δυσκολία τη σοβαρότητα του. Λοιπόν, θά πάμε νά βρούμε τούς "Ίνκας! "Άς έτοι-μαστοΟμε! «Κι" Αλήθεια χωρίς καθυστέ ρη|σι, ό Πέτρος κάνει άλες τίς έτουμασίες πού εΐναπ άπαραί τηιτες γιά ένα τέτοιο ταξίδι. Οι χάρτες καί οί εγκυκλο­ παίδειες μπαίνουν σ" ενέρ­ γεια καί τό Αγόρι ικρατάει άπαραιίΐτητες σημειώσεις γιά τίίς χρονολογίες καί γιά τον τόπο πού πρέπει νά πάνε. — Θά ταιξιδ'έψωρε λοιπόν ατό Περού;, άναγγέλει ύστε­ ρα Από τίς πρώτες του αυ­ τές -μελέτες. —Τ" ήταν όκεΐ πέρα, Πήτ; — "Εκεί ήταν το κύριο κρά τος τών "Ίνκας. — Καί ποια χρονολογία θά πάμε; ■— Ή μεγαλύτερη τους άκ μ ή, αποκρίνεται τό Έλληνό^παυλο, ήταν ά:να;μέσα στο· χί­ λια είικοσιένα καί στο χίλια πενταικόά α τρισνΥαίδύο... — Τίί έγινε στο .χίλια πεν­ τακόσια τριανταδύο ικαί στα­ μάτησε τόσο Απότομα ή Ακ­ μή τους; ρωτάει ό Σάμ πε­ ρίεργος. -— Έφτασαν οί Ισπανοί καταικίτηιτές στην "Αμερική καί ,μέσα σέ λίίγο διάστημα έξωλάβρευσαν τούς παλιούς κατοίκους της.


ν ψ·ε νά δούμε τον τελευταίο αύτοικράτσρά τους, Πήτ, ΐτού ήταν —δον θυμάμαι καλά και τό -μυαλό1 μο·υ· 5®ν έχει γίνει... γιαούρτι άπό τό· πολύ1 γάλα —κάποιος Μάινκο "Ινκια; Κι5 ν έτσι μπορούμε νά δούμε κι’ αυτόν και μαιζι και τον Ίσπα νό κατακτηΐτή Πιζάρρο, που νίΙκήσε τούς αρχαίους αιύτούς Ινδιάνους και κατέλαβε την Αμερική! Ό Πέτρος χαμογελάει: — Τίποτ’ άλλο δεν -θέλεις νά δής, Σάμ; Σε μ·ιά ώρα πού θά βρεθούμε στο Περού τού 1532, θέλεις νά δής και τον αύτοκράτορα των "Ινκας καί τον Ισπανό καταχτητή; — Καί άν δεν δούμε αυ­ τούς, τι θά δούμε; — θά... δούμε!, άποκρίυε ται ό Πέτρος εύθυμα. Αυτό θά τό κανονίίση ή τύχη, Σ άμ ! Ποτέ ώς τώρα δέν μάς άφησε παραπονεμένους, ψέματα; — Χμ ! ,άπαιντάει τό ξανθό αγόρι. Δέν ρπορώ νά πώ πώς ...όχι, Πήιτ μά... "Ας μην τής δίίΐνουίμε και πάρα πολύ αέρα τής κιυρά - Τύχης! και νο·μίζει πώς είναι μόνο αύτή και άλλη κσμίμιά! — Εντάξει, Σάμ! ΓΤ αυ­ τό κι’ έμεΐς θά κανονί-σωμε .μόνοι >μ·ας την ώρα τού ταξι­ διού μας. Πότε θέλεις νά ψτά σωμε ,έικεΐ πέρα; Πρωΐ ή βράδυ; Τό 5Αμερικανοέτουλο άδειά ζει μιά μπουκάλα γάλα μονο ρούφι, για νά σκεφθ'ή καλύτε­ ρα και ύστερα λέει μέ στόμ­

φο;

Πρωί, Πήτ! Προοΐ μέ

την ' Αν στολή τ ού ' Ηλ ίου \ 1ΕκεΌνη τήν ώρα. δέν έκαναν ό·! ιερείς τους τις θυσίες τού αί­ ματος; Ό Πέτρος τον κυττάζει μ·έ γου ρλωΐμένα μάτ ι α. — ** Πώς σού ήρθε αυτό, Σάμ; ρωτάει παράξενε μένος. Δεν ήξερα πώς έχε! ς τόσο· αίμ αβορ α ένσ'τ ιικίτα! -—- Έ, παιδί; μου, άποκρίινετ5 εκείνος, νά πάμε ατούς " \ νικάς, νά ίδούμε καί κάτι πού νή άξίζη τον κόάο! · Τί νά ίδούμε; Κιυρίίες ίνδιάνες μέ ...τουαλέττες;, νά χορεύουν μέ σαι σέ κανένα σαλόνι ή γύρω άΙπό καμμιά φωτιά, γεμάτες πολύ,γ ρω'μα φτερά καί μπο­ γιές στά μούτρα; Αυτά άλα είχιω βαρεΙθήι νά τά βλέΤτω καί στο σινεμά! Ό Πέτρος άνασηικώνει τούς ώμους. -— Πολύ καλά, λέει. Α­ φού θέλεις πρωί... πρωί! Μέ τήν Ανατολή τού ήλιου. Μό­ νο που αυτό θ)άχη καί μιά μι­ κρή καθυστέρηισι παραπάνω·. Πρέπει νά βρούμε, τί ώρα άνατέλει ό ήλιος στο Περού, τήν^ημερομηνία τού καλοκαι­ ριού, πού έχω ρυΒμίΙσει πάνω στο «ιΒέλος». Φυσικά δέν πρόΙκειται για καμ μ1 ιά μεγάλη·, καίθυισάέρη)σ ι. Τό Ελληνόπουλα τακτο­ ποιεί πια τις τελευταίες λε­ πτομέρειες. Σημειώνει μέ άκρίίβε ια τό μέρος πού θά βρεθούν, για νά είναι μέσα στην πρωτεύουσα των Η νικάς.

'Ύρτερα κάθονται

κ/ ο!


16

ιηΐΑΜΙ

δυό πάνω στην υπέροχη^ μη­ χανή,, πού ταξιδεύει στον Χρό •νο. Τό χέρι τού Ελληνόπουλου πατάει τον τελεύταΐο μο<χλό. Γιά μια φορά ακόμα οι αΐώ νες κυλάνε στο πλάι* τους .μέ την ταχύτητα τής αστραπής, 'έν'τελώς άθόρυΐβσ, σαν όνει­ ρο... I ιά ίμια φορά ακόμα τους τριγυρίζουν τά σιωπηλά ου­ ράνια τόξα πού τους θαμπώ­ νουν... Ή θυσία του αίματος Βρίσκονται

9

ξαφνικά ΐ-

ξω αητό έναν πανύψηλο τοΐΧ°· Τόσο κοντά του, πού όσο κι’ άν υψώνουν τό κεφάλι, δεν μπορούν νά καταλάβουν σέ τί ■κίτίριο ακριβώς άνήικει. Είναι καμωμένος άπό χον­ τρή πέίτρα,, σάν νά πρόκειται για φρούριο. Άπό την άλλη μεριά όμως, πίΐσω τους, απλώνεται μια άτέΐλειωίτη; κοιλάδα, μέ μαγευ τική, ώμορφιά. "Έχει ψηλά φουντωτά δέν­ τρα, ένα ,μεγάίλο πεντακάθα­ ρο ποτάμι πού κυλάει προς τον Νότο και -αγρούς καλλι­ εργημένους σέ τέλεια γεωμε­ τρικά σχήματα ώς πέρα, πού ,χάνεται τό μάτι., πιο τεχνικά δουλεμένους, θά μπορούσες νά πής, άκόΙμα και από τούς σιη|μερινούς. Ή μέρα είναι γλυκέ ιά. Ό ουρανός πάνω ςστο τά

κεφάλια τους όλογάλάνόξ. Γ ιά λίίγες στιγμές τά δυό πα'ΐιδιά ξεχνούν τελέίώς τον τοΐχο εκείνον, πού βρίσκονται στη βάσι του. Απομένουν έκθαμβα νά 1 κύττάζουν την υπέροχη αυτή εικόνα τής ώμορφιάς καί τής ειρήνης... — Αυτά ναι ταξίδια, Πήτ, φωνάζει ό Σάμ ενθουσιασμέ­ νος, μέ γουρλωμένα όπως πάντα τά ολοστρόγγυλα μα­ τάκια του. Αυτό "ναι μέ όλες τις ανέσεις κι3 όχι τό άλλο πού θέλεις νά κάνωιμε στην ,Κωνστα^τινούΗτολι! ΙΚουνάει τό κεφάλι του νευ­ ριασμένος και συνεχίζει: — Καί νά δώσωμε κι5 έναν πε ρ<ί|δ«ρ ομ ο λ εφτ ά ! 5 Εδώ τ ου~ λόίχιστον έχομε καί... «έλευθέρας»! Ό Πέτρος χαμογελάει. Κι5 εκείνου τά μάτια δέν χορταίνουν νά κυττάζουν την ■ύπέρρχη ώμορφ'ΐά του τοπίου. — Ξέρεις τον λόίγο πού πρέπει νά πάμε στην Κωνσταντ ιν ούπόλ ι, Σ άμ, τού λέει. Δέν θά ταξίδευα ποτέ μου διαφορετικά, σέ κανένα μέρος και μέ κανένα· άλλο με­ ταφορικό μέσον, έκΗός άπό τό «Βέλος»... Είναι όμως α­ παραίτητο νά τό κρύψωμε κα­ λύτερα,, άκρίίβώς γιά νά μπο­ ρούμε νά κάνωιμε τέτοια ταξί­ δια στο μέλλον... — "Οχι τό... Παρελθόν, Πήίτ;

Τό Ελληνόπουλο χαμογε­ λάει μιέ τό καλαμπούρι του φίλου του, αλλά εκείνος ξ-αιναλέε ι πε ισμ ατάρ ικα;


— ΣικέφθηΙκες, !Πήτ> ^νά δώ σωμε όλα τά πολύ ωραΐα ,μας Λεφτά, πού θά τάχω'με μαζέ­ ψει μέ Ιδρώτα καί αίμα και νά πάμε έικεΐ πέρα., νά βρού­ με μονάχα ένα ξεροπήγαδο, μέ πέτρες στον πάτο. και τίττοτ5 άλλο; Εκείνος άνσσηκώνει τούς ώμΟυς. —'Κύ αυ'τό εΐναι μέσα στο σχέδιο!., άίποκρίνεται. "Αν τό πηγάδι έχει ξεραθή, σίγουρα κάποιος Βάχη βρή τον θηΐσαυρά... (Μόνο στην περΙίπτωσι πού θάχη άκάμα νερό η αν έχιη γκρεμιστή τίίποτα έκεΐ μέ­ ρα η άν χΤίάτηκε κανένα σπί τι στο· ίδιο ,μέρος, υπάρχει ττι θανόΤης νά μη άνακαλυφθή τό κιβώτιό μας... 'Κ-αί τό αγόρι ανατινάζεται ξαφνιικρ, σάν νά ξυπνάει από κάποιο όνειρο. — Αλλά τώρα βρισκόμα­ στε στο Περού! Αυτοί οι άν­ θρωποι- πού βλέπεις μικρούς σάν μυρμήγκια, νά κινιώνται έκεΐ κάτω, στα χωράφια, εί­ ναι οί πρώτοι κάτοικο· τής Αμερικής! —ή τουλάχιστον οι άπόγονού τους... Εΐναι ο! θρυλικοί " I νκας!... Θά σέ συγκινή περισσότερο αυτό ε­ σένα πού είσαι Αμερικανός, έ Σάμ; — Δεν ξέρω πόσο σέ συγκινεΐ έσένα γιά νά σου πώ!, άπαντάε ι τό- 5Αμερικανόποολο. Καί μονομιάς τραβάει τό παγούρι του μέ τό γάλα και τό φέρνει στο στόιμα. 'Π'ϋνει δυο γερές γουλιές και ξαναλέει;

Μέ συγκινεή άλλα δεν ήρθα έδώ πέρα, γιά νά ίδώ μυριμήγκίιΟ), Πήτ! θέλω· νά ίδώ κι5 άπό κοντά, μερικούς άπό δαύτους! — "Ας κάνωμε λοιπόν γρή γορα, γιατί ή ώρα περνάει, απαντάει τό Ελληνόπουλο γυρίζοντας τό βλέμμα του ο­ λόγυρα. — Τΐ ψάχνεις νά βρής; τον ρωτάει· ο Σάμ, πού παρα­ τηρεί πώς ό φΐίίλος του φαίνε­ ται πραγματικά, σάν κάτι νά ψάχνη. Κανένα μικρό πραγ ματάκι; -— Την... πρωτεύουσα των "Ινκας! -— ΤΙ πράγμα; — Την πρωτεύουσα των 3Ί νκας, Σάμ! Την πολιτεία πού σημαδέψαμε στον χάρ­ τη γιά νά -βρεθούμε σ' αυτήν, όταν ανεβήκαμε στο «'Βέλος». Βλέπεις εσύ καμ-μιά πολιτείά πουθενά, έξω άπό- τά χωρά­ φια, τά δέντρα καί τό ποτά­ μι; — "Όχι, δεν βλέπω!, κά­ νει. 6 Σάμ πού έχει χαζέψει, γιατί μέσα στη χαρά του γιά την ώμορφιά τού τοπίίου, είχε ξεχώσει εντελώς αυτή τή... μι κρή λεπτομέρεια... Κυττάΐζεΐι λοιπόν κι* αυτός ολόγυρα, όπως κι5 ό Πέτρος καί ξαφνικά... τρακέρνει ή μύ­ τη του πάνω στον πέάρινο τοίχο. -—- Μπορεί νά είναι άπό δώ πίσω, Πήτ Π φωνάζει-. — Τ'ύ νάνοι άπό κεΐ πί>σω; — Ή πολιτεία πού γυρεύ­ εις! Αυτή εδώ ή μάντρα, μάς


Ιο

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

κόβει τόν μισό κόσμο άπο τά μάττα μας! ·— "Εχεις δίδκνίο! > παρσδέχετάι τό Ελληνόπουλο παρά­ ξενε μένο πού δεν είχε σκεφθή ικί ι αύτός ένα τόσο άπλούστατο πράγμα. ,ΓΊ'αμε λοιπόν ένα γύρο, να ίδόύμε... Π ροχωρούν κατά μήκος τού ταίΐχου. Στο τέλος του συναντούν κάτι σκαλοπάτια, πέτρινα έπί|σης. Τα κατεβαίνουν. Στρίβουν τη γωνία πού βρίσκουν μπροστά τους και ό τοίχος συνεχίζεται έτσι ο­ λόισιος ικαΐ ψηλός κι5 άπ5 αυτή τη ,μ έριά. Τώρα δμως τα δυο αγόρια βλέπουν πραγματικά τα σπί­ τια τής μεγάλης πολιτείας; τών Ηνκσς, ν3 άπλώνωνται άπ3 αυτή τήν κατεύθυνση στον κάμπο. ειμ εγω!, λεει ο Σάμ θαυμάζοντας τον εαυτό του. Κάνω για εξερευνητής! Μπράβο μου! Είμαι πολύ εμχαριστηίμένος άπό μένα! Σε κερνάω φίίλε μου, Σάμ, μια γερή γουλιά... Και τό χέρι, του κατευθύνεται προς, τό παγούρι του, καθώς μιλάει^ έτσι άλλα ό Πέ­ τρος τού τό αρπάζει τήν ίδια στιγμή. — Σσστ!, κάνει. — ΤίΙ τρέχει; ρωτάει τό *Αμ ε ρ ικανόπουλ ο ανήσυχα. — Μια πόρτα! ^—- Έ και κακό είναι; Νά μή βάζανε πόρτα οΐ άνθρω­ ποι στο σπίτι τους;

—- Άπό μέσα άκούγοντοοι

6ίλΟΙ

παράξενες φωνές με βαθύ άλ» τίλαλο... Φαντάζομαι πώς θάναι. κανένας ναός.., —- Μπράβο!, κάνει μέ με­ γαλύτερο θαυμασμό τώρα ό Σάμ. Που τά ακόυσες δλ3 αυτά; Έγώ δεν άκούω ποτέ παρά μονάχα τήν ΐδια φωνή που μου τριβελίζει τό μυαλό άπό τό πρωί ως τό1 βράδι και μου λέει·: «Πιές γάλα, Σάμ! Πιιές κι5 άλλο γάλα! Άλλα ή μιλιά του κόβεται στο λαρύγγι, δπως καί όλο του τό κέφι, ιμέσα σέ μια στι­

γμή. Μια ταυτόχρονη πνιχτή κραυγή, φρίκης βγαίνει άπό τά χείλια τους,, καθώς σκύ­ βουν κι3 οί δυο νά κυττάξουν μέσα άπό κείνη τήν ποήτα πού είναι άνοιχτή. Τό· θέαμα πού βλέπουν εί­ ναι στ3 αλήθεια άνατριχιαστι κό. Απέναντι) τους, πάνω σ3 έ­ να βάθρο πού τό λούζουν τ.ορτοκαλλί1 οι πρώτες πλα­ γιαστές άκτΐνες του ήλιου πού άνατέλει, είναι δεμένη χειρ οπόίδα ρ α καί γο νατ ι σ μένη μιά νεαρή κοπέλλα μέ μακρυά μαλλιά 3Από πάνω της στέκει δρθι ος ένας απαίσιος ιερέας 3Ίνκο;, που φοράει στο κεφάλι μιά τρομακτική μάσκα πού παριστάνει τον ήλιο μέ τί·ς ακτίνες του καί στο χέρι του κρατάει έναν φοβερό πέλεκυ. Τή στιγμή ακριβώς αυτή τον υψώνει αργά καί επίσημα πάνω άπό τό κεφάλι τής κο~ τηελλας, πού ούτε κλαίει ούτε


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ φωνάζει, -μόνο τό -κορμάκι της τρέμει ολόκληρο πάνω οπό τραγικό βάθρο. Καιι πίάω- άπό κείνον τον ιερέα, στέκοι/ν κι9 άλλοι πολ­ λοί συνάδελφον του, πού πα­ ρακολουθούν ασυγκίνητοι, μέ τά^ χέρια σταυρωμένα στο στήθος, την απάνθρωπη έκτε λέσι. Σ9 ένα δευτερόλεπτο δλα βαίνουν τελειώσει·. Τά δυο άγόιρια δεν ξέρουν τι νά κάνουν για να εμποδί­ σουν αυιτό τό φιρ'ιηοιαστικό έγκλημα. Κι9 6 Σάμ μέ τρομερό θυ­ μό, τραβάει τό ένα παγούρι μέ τό γάλα από τη μέση του

33

και τό σφεντονάει, μέ όλη, του τη δυνα,μ ι καταπάνω στον άτηάίΐσιο δήμιο, την ώρα ακρι­ βώς πού ετοιμάζεται, νά κα^τεβάση τον βαιρύ πέλεκυ. * Τό παγουρη τον βρίίσκει κα τάστηθαι και μπορεί βέβαια νά μήν του προκαλεΐ κανένα τραύμα, αφού είναι άπό1 μαλα κ:ά, πλαστική ουσία αλλά μέ το βάρος του τον τινάζει πί­ σω καί τον πετάει ανάσκελα, ενώ ό φοβερός πέλεκυς τού φεύγει άπό τά χέρια καί τι­ νάζεται προς τό μέρος τών υ­ πολοίπων, πού χοροπηδάνε τρομαγμένοι γιά νά άποφύγουν νά πέίση απάνω τους... Γ. ΜΑΡΜΑΡ I ΔΗ Σ

ΤΕΛΟΣ

Προσοχή ΓΝΩΣΤΟΠΟ IΗΣ I Σ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΝΑΓΝΩΣΤΑΣ ΜΑΣ 'Η διεύθυνσις τοΰ «Μ. ΗΡΩΟΣ σάς καθιστά γνωστόν ότι: 1) «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ» κυκλοφορεί κάθε ΤΡΙΤΗΝ. 2) «ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ» κυκλοφορεί κάθε ΠΕΜΠΤΗΝ. 3) «Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ» κυκλοφορεί κάθε ΠΑΡΑ­ ΣΚΕΥΗΝ. 4) Καί τέλος η άνατύττωσις του «Μ. ΗΡΩΟΣ» κυκλο­ φορεί κάθε ΣΑΒΒΑΤΟΝ.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Κ Υ Κ ΛΟΦΟ 'Ρ Ε Ι'

Κ Α Θ Ε

ΠΕΜΠΤΗ

"Έτος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 6 — Δ ο αχ. 2 Γραψεΐα: 'Οδός Λέκκα 22 (εντός τής στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσ ιογραφ' κός Δ)νιτής: Σ. Άνεμιοδουρας. Στρ. Πλαστήροο 2:1 Ν. Σμύρνη·. Οιίκονομιιιοος Δ)ντης Γ. Γεωργιάδης, Σφι;:γ·γιος 38. •Ποοϊστ. τυπογιρ.: Α. Χσ,τζηβσσιιλείου, Τατ ασύλων 19 Ν. Σμύρινη ΔΕΜΑΤΑ 'ΚΑΙ ΕΠΤΤΑΓΑΙ: ιΓ. Γεωογ ιάδην, Λέκ'κίσ 22, ’Αΐ&ηναι ιΣύνθρονα! έσωτερίικού: Έτησίαι..................βίραχ. 100 Έιξάμιηνος .......... 2> 55

,Σύνδρομα! έξω χερικού: Έτησιία .... ΔαλΙλάρια 4 Εξάμηνο ς ..... :» 2

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:

3 Κ Τό ττιό πλούσιο σέ δράσι καί περιπέτειες τεύχος τού «ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ ΒΕΛΟΥΣ» άτΥ δλα δσα έχετε διαβάσει ως σήμερα. Οϊ δυο χρονοναυτες μας, άφου άντίιμετωπίζουν τον ττιό φρικ,τό κίνδυνο θανάτου από τους Ινδιάνους "Ίνκας, βρί­ σκονται στο μυθικό· νησί τής μάγισσας Κίρκης!

κ*

"Αντιμέτωποι μέ τή σατανική μάγισσα! ιΟ περιπλανώ, μ ενός 'Οδυσσευς.- ό δοξασμένος βασι­ λιάς τής Ιθάκης! Καί ό Σάμ... γουρουνάκι! Δράσι, αγωνία., μυστήριο ικαί γέλιο μέ τό... τσουβάλι!



ΟΛΕΥΠΟΙ 7>ΡΰΚΰύ£/Λ01 // ! ογηιμλα!οτλ/η/ιαI ΘΑ <ΡΑΗ ΤΟΗ ΛΟΚI -

ΜΑΧΕΤΑΙ Ο ΘΑΜΑ 701

·

έ/ί£1ΜΗ ΤΗ Ι7/ΓΜΗ ΜΙΑ ΑΖΤΡΑ ΓΤΗ ΕΤΑΙΐε ΤΑ ΜΟΡΑ ΤΟΥ 7707Α ΜΟΥ.. ΗΤΑΗ Ο ΤΑΡ2ΑΜ, 770Η ετρεχε μα βοΗοε/εΗ τοη Α//7!77ΑΛΟ ΤΟΥ. . .




Κυνήγι θανάτου κ

Τ

Ο ΤΙ έττακολούθησε είναι άδύνατον νά περιγραφή. Στην αρχή οι τρομεροί ε­ κείνοι ιερείς των "Ίνκας τά χάνουν καί οπισθοχωρούν κα τατρομαγμένοι, μή μπορών­ τας νά καταλάβουν τΐ ακρι­ βώς γίνεται. Ό Πέτρος αντιλαμβάνεται πώς αυτή είναι μοναδική ευ­ καιρία, για νά προσπαθήση νά σώση έκεί'νη τή δύστυχη, κοπέλλα, πού βρίσκεται άκό; μα επάνω στο ικρίωμα και πού έχει γλυτώσει ώς εκ θαύ1 ματος τον θάνατο. (*) 4Αποφασιστικός και γεν­ ναίος όπως πάντα,^ κινείται, μ5 δλη τή δύναμι των ποδιών (*) Δ άΐβοότε τό προηγούμενο τεΟ χος1: «Τό μυστήριο των Τ νκας·».

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

('||!λας πάνω άπό τόν^ Σάμ καί του προς το μέρος της. Σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα 4 σκύβει γιά νά τον άρπάξη άί πό τον λαιμό αλλά ταυτόχροέχει φτάσει κοντά της. Πηβάει επάνω στο ικρίωμα Γ να τό ξανθό άγόρι έχει τιναχτή όρθιο φέρνοντας κάθετο καί την παίρνει στην άγκατό παγούρι του, γιά νά πάψη λιά του. Ταυτόχρονα όμως μέ τον νά χύνεται άπό μέίσα τό γά­ .Πέτρο, έχει ξεκινήσει κι* ό λα. Μέ τό τίναγμα αυτό, χτυ­ Χάμ, πού βγάζει κι* ένα τρο­ πάει μές οπά μούτρα τον ιε­ μερό ουρλιαχτό, σαν νά τον ρέα που έχει σκύψει άπό πά­ σφάζουν. νω του καί τό χτύπημα αυτό Τό κωμικό άγόρι πού πά­ είναι τόσο απότομο καί δυ­ νω στη σαστι αμάρα του καί νατό, πού δέν μπορεΤ νά τον μή έχοντας τί άλλο νά κάνη προφύλαξη1 ή δερμάτινη μά­ για νά σώση από τον πέΐλεκυ σκα πού τού καλύπτει τό ,του δημίου την άμοιρη μικρή, του έ'ξακόντισε τό παγούρι μέ πρόσωπο. Τινάζεται άνάσκελα μ* ένα ,τό γάλα κι* έκέΐνο είχε πέσει φοβερό μουγγρητό ενώ τό στό κάτω, βλέποντας τώρα τό μα του έχει γεμίσει αΐματα «λευκό υγρό τής ζωής» νά καί... δόντια. χύνεται στις πλάκες,, ρίχνεται ίΚι* ό Σάμ όμως στριφογυ­ προς τό μέρος του σάν τί­ γρης, μ* όλη του τη γρηγο­ ρίζει στη θίέσι του ζαλισμέ­ νος,, τη στιγμή πού οι ύπόλοι ράδα, προσπαθώντας άπελπι ποι ιερείς ρίχνονται εναντίον σμένα νά γλυτώση όσο τό δυ του μέ καινούργιους αλαλα­ νατόν περισσότερο άπό τό πε γμούς. ριεχόμενό τουΚαί πραγματικά, όταν καΌ Πέτρος ευτυχώς τον βλέ ταφέρνη καί τό παίιρνη στά πει καί καθώς έχει πάρει τήν χέρια του, δέν έχει αδειάσει κ απέλλα στήν άγκαλιά του, ακόμα ούτε τό μισό. απλώνει τό χέρι κι* αρπάζον­ Άλλα καί οί φοβεροί αίμοτας τον Σάμ, τον τραβάει κι* βόροι Ιερεϊς, μέ τις απαίσιες εκείνον μαζί του. μάσκες στά κεφάλια, βλέ­ — Γρήγορα!, γρυλλίΐζει. πουν την Υδια στιγμή πώς έ­ Μά τό «γοήγορα» είναι μό­ χουν νά κάνουν μονάχα μέ νο μιά κουβέντα. δυο παιδιά. Οι ίερεΐς βρίσκονται πιά "Ολος ό αρχικός τους φό­ μόνο λίγα βήματα μακρυά βος φτερουγίζει μονομιάς. τους. Λυσσουν άπό μανία γιά Ό Πέτρος καταλαβαίνει, την αυθάδεια καί την ιεροσυ­ πώς μέ τό κορίτσι στήν αγ­ λία εκείνη καί μέ τρομακτικά καλιά του, δέν είναι εύκολο ουρλιαχτά, ρίχνονται εναντίον νά ξεφυγη τρέχ όντας. τους γιά νά τούς συλλάβουν. Τό μυαλό του δουλεύει και « Ό πρώτος έχει φτάσει κιό πάλι γρήγορα σάν αστραπή,


ίο ΐΛΐΜϋΗ6 ϋΑΘί

δ

Ιττως πάντοτε στις δύσκολες

Γρήγορα, Σάμ!, ξεφω­

στιγμές, Τά μάτια Του πέφτουν πά­ νω σ' ένα πανύψηλο ξύλινο τό­ τε μ> τής φοβερής Θεότητας του αίματος, που στέκεται πλά'ί στο ικρίωμα. Στη στιγμή σκύβει, αφή­ νει κάτω την κοπέλλα και όρμώντας σ5 αυτό, τό σπρώχνει μ3 όλη, του τη δόνα μι. ΐΚΓ έχει τρομερή δόνα μι τό ατρόμητο Ελληνόπουλο. Τό πελώριο ξύλινο είδωλο, γέρνει και πέφτει επάνω στους επιτιθεμένους Ιερείς. Καινούργιες άνατριχιαστι κές κραυγές γεμίζουν τον ναό. Αυό - τρία κεφάλια, σπά­ ζουν και όσοι καταφέρνουν να γλυτώσουν, πηδάνε προς τά πίσω τρομοκρατημένοι. Ό Πέτρος δεν θέλει νά χά­ ση αυτόν τον καιρό πού κέρ­ δισε. Παίρνει αμέσως πάλι τό δύστυχο κορίτσι στήν αγκα­ λιά του και τρέχόντας ρίχνε­ ται προς τήν έξοδο. Ό Σάμ έχει φτάσει κιό­ λας έκεΐ πέρα, από τό τράβη­ γμα πού τού εΐχε κάνει ό φί­ λος του. Μέσα στή ζαλάδα του ό­ μως δεν μπόρεσε νά άντιληφθή τίποτ5 άλλο και στέκε­ ται ιέκεΐ στήν είσοδο τού ναού καί στριφογυρίζει σαν παλα­ βός, προσπαθώντας νά δια­ κρινή πού βρίσκεται τό Έλλη νόπουλο. Ό Πέτρος περνάει δίπλα του καί τον τραβάει καί πάλι άπτό τό χέρι0

νίζει, —- Ναι, Πήτ! Γρήγορα!, ψελλίζει εκείνος χαζά. Πολύ γρήγορα γυρίζει όλος ό κό­ σμος ολόγυρά μου! Μού φαί* νεται σαν νά βρίσκωμαι πά­ νω σέ καμμιά πλάκα γραμμο φώνου... μόνο πού δεν ακούω τό τραγούδι! Τ.ρέξε γιατί θ5 άκούσης ψαλμωδίες, όταν θά μάς βρούν σφαγμένους σαν κοτόπουλα, πάνω στο «Βέλος»!, τού φω­ νάζει ό φίλος του κ-Γ αυτά τά λόγια κρύβουν τόσο ξεκάθςχ^ ρη απειλή, πού μίση από Τή ζαλάδα τού Σάμ περνάει καί τό ξανθό αγόρι αρχίζει νά τρέχη κοντά στον φίλο του. 3Αλλά ή άπόστασι πού έ­ χουν κερδίσει από τούς ιε­ ρείς, καθώς ό Πέτρος πέταξε πάνω στα κεφάλια τους τό ξύ λινό τοτέμ, δΙέν είναι καί τό­ σο μεγάλη. Αυτοί οί τελευταίοι έχουν κιόλας όρμήσει έξω από τον νοοό καί ρίχνονται μέ Ασυγ­ κράτητη μανία προς τό μέρος τους, κρατώντας κάτι πελώ­ ρια καί παράξενα μαχαίρια. 'Κσί, όπως τό ^Ελληνόπου­ λο κρατάει καί τό κορίτσι στην Αγκαλιά του, ή όατόστασι πού τούς χωρίζει μικραίνει. ΚΓ ό κάμπος απλώνεται α­ πέραντος κΓ ολόισιος μπρο­ στά τους καί δεν υπάρχει που θενά μέρος για νά κρυφτούν. Ξαφνικός ό Σάμ κοντοστέ­ κεται.

—- Έ'ϊ, Πήτ!, μουρμουρί­ ζει μέσϊ άττ1 τά δόντια τοιλ


4

χ

Τ5 ΐηΥΑΜίΝθ

— Τι τρέχει; *— Έσύ κάνεις έτσι; Ό Πέτρος αναγκάζεται νά Οπαίθή καί τον τραβάει καί πάλι από τό χέρι. _ — Πώς κάνω, Σάμ; λέει ανυπόμονα. "Έλα γρήγορα! Χρελλάθηκες κάί σταματάς; Τ.ρέξε! Ό Σάμ ανασηκώνει τούς, ώμους μέ απογοήτευα ι. — Μου φάνηκε ττώς... χλι­ μίντριζες, Πήτ!, του κάνει μέ ήλίθιο υφιΟς, γιατί άκοσμα δεν έχει σύνελθει τελείως άττό τή ζαλάδα του. —- Χλι... μίντριζα; μουρ­ μουρίζει το ^Ελληνόπουλο καί κοντοστέκεται εκείνο αυτή τη φορά.

'

1

Τά ματιάσου λάμπόυλ Κυττάζει ολόγυρα γεμάτος ελπίδα. Οΐ ιερείς πού τούς βλέπουν πώς έχουν σταθή, ορμουν ε­ ναντίον τους μέ θριαμβευτι­ κές κραυγές, κραδαίνόντας τά φοβερά μαχαίρια τους. — Άττό δώ, Σάμ!, μουγγρίζει ό Πέτρος. Έκεΐ πέρα, πού είναι έκεΐνα τά πανύψη­ λα χορτάρια! — Μπράβο! ^ "Εχεις δί­ κιο! Που τό σκέφίθη;κες; λέει ό Σάμ μέ θαυμασμό. Πρέπει νά^πάμε σέ τόπο... χλοερό α­ φού πρόκειται νά μάς σφά­ ξουν ! Αλλά τό Ελληνόπουλο, δέν έχει καμμιά διάθεοι νά

Χύνονται έξω από τον ναό του αίματος..,


ίό ΙίΐΤΑΜΕΝΟ ΙέΑΟϊ

9

— Στραβομάρα! 'Ολόκληρη Αμερική! Πάνω μου βρήκες νά πέσης;

καθήσηι νά τον σφάξουν. "Απλούστατα μέσα σ' ε­ κείνη! την άπί'στευτα πανύψη­ λη χλόη, έχει διακρίνει τις ράχες μερικών αλόγων πού βόσκουν ξέγνοιαστα και πού από τό μέρος τους προήλθε έκεΐνο τό χλιμίντρισμα πού α­ κούσε ό Σάμ. Με μερικά πηδήματα βρί­ σκονται κιόλας κοντά τους. — "Αλόγστα!, τσιρίζει μ" ένθουσιασμό 6 Σάμ Σάμσον πού τά βλέπει έκείνη μόλις τή στιγμή, -έρεις ιππασία, Πήτ; ^ ^— Καί να μην ήξερα θά μάθαινα ύπεχρεωτικά τώρα!, άτποκρίνεται το γενναίο άγόρι, ένώ τά μάτια του άστρά-

φτουν. Γρήγορα Σ άμ! 3Ασε τά λόγια. Καί μ3 ένα καταπληκτικό, πήδημα βρίσκεται στη ράχι ενός αλόγου, κρατώντας πάν­ τα στα χέρια του καί τή χει­ ροπόδαρα δεμένη κσπέλλα πού έχουν σώσει όοπό τούς φοβερούς ιερείς. Τά ολοστρόγγυλα ματά­ κια του Σάμ γίνονται μεγά­ λα σάν πιάτα. —· Μπράβο!, φωνάζει καί χειροκροτεί. Ούτε ό Τζών Γου έην δεν τά καταφέρνει σάν κΓ εσένα Πήτ! "Εκείνος χλωμισζει ξαφνικά γιατί βλέπει πώς ένας από τούς ίνδιάνους πού τρέχει γρη γορώτερα από τούς άλλους


I

Τ© ΗΤΓΑΜ1Ν® §«Α©Ι

Βνν^ράφ&υέ τ6ϋ, Ιχιι φτά«ι πάρα πολύ κοντά σ¥ον φίλο του καί χύνεται έναντι Ον του· μέ τό μαχαίρι υψωμένο. * Απλώνει τό πόδι του. κάί σκουντάει βιαστικά τό 5Αμερικάνόπούλο. — Γρήγορα, ττρός θεού1! > φωνάζει, Τι κάθεσαι; "Αλλά μέ την σκουντιά πετάει χωρίς νά τό θέλή τό πα­ γούρι μέ τό γάλα, από τά χέρια τού κωμικού αγοριού;

— Π,Ρ'όσεχε, αδελφέ μου Πήτ!, ψελλίζει αυτός χλωμιάζοντας. Καί χωρίς νά δίνη δεκάρα για τον Ινδιάνο, σκύβει γεμά­ τος λαχτάρα νά σηκώση, τό παγούρι. Μια κραυγή· άγωνίας ξε­ φεύγει από τό στόμα τού Πέτρου καθώς βλέπει τον αίμοβόρο ιερέα νά βρίσκεται κιόλας πάνω από τον Σάμ, έτοιμος νά τόν μαχαιρώση. "Αλλά τό απότομο σκύψιμο τού φίλου του γιά νά πιάση τό παγούρι μέ τό γάλα, τού έχει σώσει τή ζωή. Ό Ινδιάνος την ώρα ακρι­ βώς πού κατέβαζε τό μαχαίρι του, σημαδεύοντας την καρ­ διά τού άγοριού, τον χάνει από μπρος του καί όπως σκον τάφτει μέ τη φόρα που έχει, πάνω στο σώμα του καί παίρ­ νει μιά μεγαλόπρεπη τούμπα. Κυλιέται ουρλιάζοντας σάν τσακάλι ανάμεσα στα χορτά­ ρια. — Στραβομάρα!, τού φω­ νάζει ό Σάμ. Κι* είναι γεμά­ τα λάσπες, τά βρωμοπόδαρά 9"9υ! Όλόκληρη Αμερική —*

'-ν V

Απάνω μου βρήκες νά πέσίΐξ] ■—* ίάμ! ^ "Ελα], γαλλί­ ζει μέ κόμμένή Ανάσα ό Πέ­ τρος. Καί τό ξανθό Αγόρι απσφά σίζει νά τον άκούση, επί ,τγ λους καί μ5 έναν πή&ο, βρί­ σκεται πάνω στη^ ράχι ένός άλόγόυ καί ξεκινούν κι* οι δυό μαζί μέ γόργό κάλπασμό. •Είναι καιρός, γιατί όλοι αί ιερείς των "Ίνκας έχΟυν φτάσει πιά πολύ κοντά. ! Βλέποντας τους νά ξεφεύ­ γουν, πολλοί απ’ αυτούς τούς πετούν τά μαχαίρια τους, πού περνούν σφυρίζοντας πλάϊ α­ πό τά κεφάλια των δυο αγό­ ρι ών. Ευτυχώς όμως έκεΐνα τά, πανύψηλα χόρτα, τούς κρύ­ βουν άπό< τά μάτια τών εχ­ θρών τους, πού δεν είναι εύ­ κολο νά τούς σημαδέψουν κι* έτσι τελικά, όλα τά μαχαί­ ρια αστοχούν. "Αλλά ακόμα δέν έχουν γλυ τώσει. Οΐ λυσσασμένοι ίερεΐς δέν παραδέχονται ν’ άφήσουν νά τούς ξεφύγουν τόσα.* εύκολα, έκεΐνα τά δυό άγόρια, μαζί μέ την αιχμάλωτη τους. Καβαλλάνε κι* αυτοί τά υπόλοιπα άλογα, πού βό­ σκουν στο ίδιο μέρος καί ρί­ χνονται ξρπίΐσω τους, Περ ιικυ,κλ ω μένο ι Τ Α ΑΛΟΓΑ έκεΐνα είναι_ χω ρίς σέλλες, γιατί οι Ινδιάνοι

πάντοτε έτσι ίππευαν

καί


*-·

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

για πολλές εκατοντάδες χρό­ νια άργότερα. * Ωστόσο οί διυό νεαροί σύν­ τροφοι άναδεικνύονται υπέρο­ χοι καβαλλάρηδες. Ό Πίέτρος έχει σφιγμένο στο στήθος του το δεμένο κο­ ριτσάκι και μέ το άλλο κρατάει γερά τη χαίτη τού άλο­ γου, σκυμμένος στον λαιμό του. "Οσο γιά τον Σάμ κι* αυ­ τός μόνο μέ τό ένα χέρι κρα­ τιέται από τη χαίτη τού δι­ κού ταυ ζώου, γιατί τό άλλο βρίσκεται στο παγούρι του, πού ακόμα δΙέν έχει βρή ευ­ καιρία νά σταματηση νά τό κρεμάση στη ζώνη του. Προτιμάει νά τον μαχαιρώ­ σουν, παρά νά τό άφήση νά τού πέση και νά χαθ'ή. Ωστόσο οί αίμοβόροι ιε­ ρείς, έ'ξακολουθοιύν και κατα­ φέρνουν πάντα νά βρίσκωνται πίσω τους, στην ίδια άπόστα σι, μ* όλο πού τά δυο παιδιά στρίβουν και ξαναστρίβουν μέ σα στά πυκνά χόρτα, προ­ σπαθώντας ■ νά κάνουν τούς διώκτες τους νά τούς χάσουν. Με τον ίδιο ρυθμό περνούν την πεδιάδα καί στο τέλος τά χόρτα αρχίζουν V αραιώνουν καί νά χαμηλώνουνγ Τώρα πιά δέν έχουν καμμιά ευκαιρία νά κρυφτούν έ­ στω^ καί γιά λίγο άπό τούς Ινδιάνους. Οί τελευταίοι αυτοί, φαί­ νεται πώς περίίμεναν νά φτά­ σουν ως την άκρη τής κοι­ λάδας γιά νά κάνουν την α­ ποφασιστική τους έπίθεσι. 01 κραυνές τους γίνονται

9

ξαφνικά πολύ πιο λυσσασμέ­ νες κι* αυτό τό κάνουν γιά νά αναγκάσουν τ’ άλογά τους νά τρέξουν περισσότερο. Εκείνος πού μένει πίσω σι γά - σιγά άπό τούς δυο συν­ τρόφους, είναι ό Πέτρος. "Οπως τό άλογο πού ιπ­ πεύει είναι ξεσέλωτο καί' τό κορίτσι που κροπάει- στά χέ­ ρια του, δεμένο, δυσκολεύε­ ται πάρα πολύ καί κάθε τόσο κινδυνεύει νά έρθη κάτω. Ό Σάμ θά μπορούσε νά βρίσκεται κιόλας πολύ μα­ κρύ ά του αλλά δέν τό κάνει καί βρίσκεται πάντοτε δί­ πλα του, μη θέλοντας νά αφή ση μόνον τον φίλο του. Τό Ελληνόπουλο τον βλέ­ πει στο τέλος καί τό καταλα­ βαίνει. — Φύγε, Σάμ!„ φωνάζει μ* απελπισία. Φύγε νά σωθής τουλάχιστον εσύ! "Ενας άπό τούς δυο μας πρέπει νά γυμί­ ση οπωσδήποτε κοντά στο «Βέλος»... — "Η καί οί δυο μας ή κα­ νένας!, τσιρίζει ό Σάμ. Μή φαβάσαιι Πήτ! Θά τούς ξεφύγωμε! Αυτή ή αισιοδοξία τού ξαν­ θού αγοριού, δέν είναι εντε­ λώς αΐβάσιμη. Τό έδαφος αρχίζει ν* άνηφορίζη λίίγο - λίγο. Βρίσκονταιΐ κιόλας στην πλαγιά ενός ψηλού καί άπόκρυμνου λόφου, πού οπό την άγριότητα τού έδάφους του, φαίνεται πώς θάναι γεμάτος μέ βοθειά χαντάκια καί χαρά δρες. " ^

"Αν προλάβουν νά φτάσουν


ισ­

τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

ψηλότερα, ίσως καταφέρουν να τρυπώσουν σέ κάποια1 από τις τρύπες των βράχων και νά γλυτώσουν άπό τούς ιε­ ρείς. ’Αλλά κι’ αυτοί οι τελευ­ ταίοι φαίνεται νάχουν πείσμα τώσει τρομερά. Φαίνονται άποφασ ι σμένο ι νά κυκλώσουν οπωσδήποτε τά 6υό αγόρια, πριν φτάσουν στήιν κορυφή του λόφου. Είναι· καμμιά εικοσαριά ό­ λοι - όλοι καί ξαφνικά χωρίζοντα σέ τρεΐς ομάδες καί παίρνουν ισάριθμες διαφορετι κές κατευθύνσεις. Τώρα ό Πέτρος κι9 ό Σάμ με το έλάχιστο στρίψιμό τους δεξιά ή αριστερά, πλησιάζουν

1

κ-

αναγκαστικά προς τό μέρος κάποιας άπ5 αυτές τις τρεις ομάδες κΤ ούτε είναι δυνατόν νά προχωρούν ολόισια, γιατί τό έδαφος είναι γεμάτο ανω­ μαλίες, πού όσο πάνε γίνον­ ται καί περισσότερες. 'Γιά λίγο ακόμα συνεχίζουν νά καλπάζουν μ5 απελπισία, άν καί βλέπουν πώς δεν μπο­ ρούν πιά νά κάνουν τίποτα γιά νά σωθούν. Ό κλοιός στενεύει ολοένα γύρω τους. Ή μιά άπό τις τρεις ομά­ δες των διωκτών τους, έχει μπή ήδη μπροστά τους, προς τ’ αριστερά. Κι5 όπως τά δυο αγόρια α­ ναγκάζονται νά στρίψουν δε-

Συν^χίζονν μ’ άπτελπισίβ νά κςχλπάζονν,.,.


( '

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΕΕΛΟΪ

11

— Ή 10 δύσει ος Πήτ !

ξιά για να τούς άποφύγουν, βρίσκονται μπροστά στη δεύ­ τερη ομάδά, πού έρχεται α­ πό κεΐ. Μέ μια ύστατη προσπά­ θεια ρίχνονται προς τό κέντρο πού είναι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ομάδες. Πίσω τους άκούν τούς ά­ γριους αλαλαγμούς των ιε­ ρέων της τρίτης, πού έρχον­ ται ακάθεκτοι απ’ αυτή την πλευρά. Ό Πέτρος κι5 ό Σάμ νοιώ­ θουν ξαφνικά δτι τό έδαφος έχει αρχίσει νά κατηφορίζη, μπροστά τους. ^ Μια άστραπή παράξενης ελπίδας φώτιζει τό βλέμμα

του Ελληνόπουλου. Κάτι άγριόίθαμνοι φρά­ ζουν τη θέα προς τό μέρος πού πηγαίνουν αλλά ό κατή­ φορος συνεχίζεται. Δεξιά κι3 αριστερά τους υ­ ψώνονται μαύροι βράχοι. — Σάμ, νομίζω πώς μπαί νομέ σε μ:ά χαράδρα και τό­ τε... ίσως νά σωθούμε!, φω­ νάζει ό Πέτρος. Δεν προλαβαίνει νά τελειώση τά λόγια του καί οί θά­ μνοι μπροστά τους άραιιώνουν. · Βλέπουν τότε πώς πραγμα τικά βρίσκονται μέσα στο στόμιο μιας βαθειάς καί άγριας χαράδρας, πού την κλεί


η

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ

νουν αττό τις δυο μεριές πανύ­ ψηλοι πέτρινοι τοίχοι γεμάτοι σπηλιές, πρασινάδες καί κά­ κτους. Στον βυθό της, κυλάει κι* ένα δυνατό, άφρισμένο ρυάκι. Καθώς χύνονται μ3 όση γρη γοράδα μπορούν μέσα στη χα ράδρα, ξεφεύγουν οριστικά α­ πό τις δυο ομάδες των Ινδιά­ νων πού τούς κυνηιγούσαν α­ πό αριστερά καί δεξιά, προ­ σπαθώντας νά τούς κυκλώ­ σουν καί τό Ελληνόπουλο αν­ τιλαμβάνεται πώς όί Ιερείς είχαν θελήσει άκριβώς νά ε­ νωθούν σ3 εκείνο τό σημείο, για νά μην τούς άφήσουν νά φτάσουν στη χαράδρα. Τώρα πού βρέθηκαν έκεΐ μέσα, έχουν ξανακερδίσει μο­ νομιάς, όλο τό χαμένο έδαφος γιατί οι δυό εκείνες ομάδες τών εχθρών τους, θάναι αναγ­ κασμένες νά γυρίσουν πίσω, καί νά ένοοίθούν με την τρίτη πού όμως βρίσκεται άκσμα σέ άρκετή άπόστασι από τά δυό παιδιά. Κι3 έκεΐνα εξακολουθούν νά καλπάζουν μέ περισσότερο θάρρος. ^ * Ηταν τόσο δραματική ή θέσι τους, μερικά δευτερόλε­ πτα πιο πριν, πού τώρα χω­ ρίς νά είναι εύκολη καθόλου, ό Πέτρος κι* ό Σάμ πιστεύ­ ουν κιόλας πώς έχουν σωθη. ^'Αλλά τό βάθος εκείνης τής χαράδρας είναι φοβερά απότομο καί άγριο. Σέ λίγο δέν μπορούν πιά νά καλπάζουν. Υποχρεώνονται νά βάζουν τ’ άλογά τους νά πηδούν οστό

ΒΕΛΟΣ

βράχο σέ βράχο, πάνω άπο τό άφρισμένο κύμα τού ρυα­ κιού καί τά βράχια έκεΐνα εί­ ναι γλυστερά, όσο κι3 6 θάνα­ τος πού τούς περιμένει, άν οι οπλές τους ξεγλυστρήσουν καμμιά φορά καί τούς πετάξουν κάτω από τη ράχι τους. Πίσω τους οί αλαλαγμοί τών Ινδιάνων, αντηχούν πάν­ τοτε, όλο καί πιο δυνατοί1, γιατί έδώ μέσα στη χαράδρα άντιλαλούν καί καμπανίζουν χιλιάδες φορές πάνω στούς πέτρινους τοίχους, δημιουρ­ γώντας ένα σωστό πανδαιμό­ νιο. *— Έβλεπα κάτι τέτοια στο σινεμά καί μού φαινόν­ τουσαν «μούσια»!, μουρμου­ ρίζει ό Σάμ τρομαγμένος, θαρρώ πώς ούτε θά ξαναπάω άλλη φορά, Πήτ, για νά ίδω έργα μέ Ινδιάνους! Νά μού λείπη! θά νομίζω ολοένα πώς έρχονται πίσω μου αυτοί οί μαντράχαλοι, πού έχουν ό­ λη την καλή διάθεσι νά μάς κόψουν τά λαρύγγια! —- Σάμ! Προς θεού! "Α­ φησε τη φλυαρία!, τού λέει ό φίλος του γεμάτος ανησυ­ χία. Δέν καταλαβαίνεις πώς πρέπει νά προσέχης; ^— Έ; Προσέχω καί μ μ λώντας, Πήτ! Προσέχω μέ τά μάτια καί μιλάω μέ τό στόμα! Τό ^Ελληνόπουλο τό παίρ­ νει άπόφασι πώς τό καλύτερο είναι νά μή μιλάη καθόλου στον αδιόρθωτο φίλο του. Σωπαίνει λοιπόν κι3 εξακο­ λουθούν πάντα νά προχωρούν. Ή χαράδρα δέν πηγαίνει


Γ....... ί

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

όλο στα ϊσια άλλα στρίβει κάθε τόσο δεξιά κι* αριστερά καί το ρεύμα τοΟ ρυακιού έδώ κι* έκεΐ, σχηματπίζει μικρο>0ς καταρράκτες,. Πόση ώρα περπατούν, τταί ζοντας μέ τον θάνατο σέ κά­ θε τους βήμα, ούτε οί ίδιοι βέν_ ξέρουν. Ξαφν ι κά, άντ ι κ ρύζουν άπέναντί τους την έξοδο της χα­ ράδρας καί ή θέα της τους γε μίζε ι ένθουσ ι ασμό. Καί τη φορά όμως αυτή δεν προλαβο:ίνουν νά χαρουν πολύ. "Αξαφνα άκούνε τά ουρλια­ χτά των ίνδιάνων ιερέων, ν’ αντηχούν σχεδόν μες στ* αυ­ τιά τους. Στρέφουν τρομαγμένοι κι* άντ ι κράζουν τους αίμόβόρους *Ίνκας νά βρίσκωνται μόλις μερικά μέτρα πίσω τους. Οί τελευταίοι αυτοί έχουν κατέβει απτό τ* άλογά τους. -υπάλητοι καί μέ τά μαχαί ρια στά χέρια πηδούν μέ πο­ λύ μεγαλύτερη ευκολία σάν κατσίκια, άπό βράχο σέ βρά­ χο, άπ* άτι τά δυο παιδιά, πά νω στίς ράχες των αλόγων τους. Καμμιά δεκαπενταριά άπό δαύτους έχουν φτάσει τόσο πο λύ κοντά τους, που ό Πέτρος καταλαβαίνει μέ μιά ματιά, πώς δεν εΐναι δυνατόν, νά φτά σουν στην έξοδο της χαρά­ δρας πριν άπό εκείνους. * Ακόμα κι* ό Σάμ το κατα­ λαβαίνει την ίδια στιγμή. — Οήτ!, φιλαράκο μου! φωνάζει, κρίμα τη χαρά πού “ττήραμε! Καί δέν σκέπτομαι

. (Λ

13

τίποτ* άλλο, άπ* αυτό το δυ­ στυχισμένο κοριτσάκι! *Άν την είχαμε άφησε ι νά την ξε­ μπερδέψουν εκεί πέρα, τώρα πιά θάχαν τελειώσει δλα τά βάσανά της, ένώ έτσι τώρα θά ξαναπάθη την ’ίδια λαχτάρα δεύτερη φορά! — Κατέβα όοπδ τ* άλογό σου καί άκολούθηισέ με!, τού λέει ό Πέτρος χωρίς νά απάν­ τηση. — Γιά πού μέ το καλό; Θά πάμε στο... άστυνομικό τμήμσ; -— Πού τό βρίσκει ολο αυ­ τό το κέφι γιά ανοησίες, Σάμ ρωτάει ό Πέτρος μέ μιά παράξ,ενηι άγοονάκτησι, άνακατεμένη μέ θαυμασμό. — Νά σού πώ, άπσκρίνεται ό σύντροφός τού. Νά μην Ιχης κέφι τό καταλαβαίνω ό­ ταν έχης έλπίδες νά γλυτώσης καί σέ τρώει ή άγωνία άν θά τά καταφέρης ή οχι... Τώρα πού βλέπω πώς δέν μάς μένεΐΛπιά καμμιά ελπίδα, ξαναβρήκα τό κέφι μου! Δέν προ κειται καί γιά τίποτα τό τρο­ μερό! * Απλώς θά πεθάνωμε! — πράγμα πού θά γινόταν οπωσδήποτε άργά ή γρήγο­ ρα! Πες μου έναν άνθρωπο πού νά μην έχη πέθάνει ή κα­ νόναν άλλον πού νά πέθανε... δύο φορές! Ό Πέτρος πηδάει άπό τό άλογό του μαζί μέ τό κορίτσι πάντα στά χέρια του καί τραβάει καί τον φίλο του άπό τη ράχι τού δικού του, την ώ­ ρα πού οι ίνδιάνοι Ιερείς, δέν άπέχσυν ούτε πέντε μέτρα ά­ πό αυτούς. ·<

4


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Τρίξε μαζί μου, του φωνά­ ζει καί μην ξαναβγάλης λ έξι άπό το στόμα σου! — Λέίξι, Πήτ! "Οπως άγα πας.!, άπ οκ ρί'ν ετα ι το κω μ ι κό άγιόρι μέ μια καταπληκτική γρηγοράδα, στη γλώσσα. Σου χαλάω εγώ εσένα χατήρι πο­ τέ; "Αν ξαναβγάλω έστω καί μια τό!σηι δα λ εξ ούλα από τό στόμα μου, Πήτ, ^άπό δω καί πέρα, που μου είπες να μην μιλήσω, αυτό θα πηγαίνη νά πή πώς ότι δεν εΐμαι καθόλου έντάζει φΐίλος! Δεν πρόκειται νά ξανασκάσσυν τα χείλια μου για νά πώ ούτε συλλαβή καί όχι ολόκληρη λέξ,ι! Νά δής που δταν δίνω για κάτι τον λόγο μου, εγώ, ξέρω νά τον κρατάω! Καί δχι γιά νά τό πα ινευτώ, άλλά... — Βοόλωστο! — Έγινε, Πήτ! "Αλλά ε­ σύ δμως γιατί μιλάς; Μέ τό­ σα λόγια πού λες, δεν χάνομε τον καιρό μας, κι5 εγώ θέλεις νά μή βγάζω ούτε λ έξι; -— *Ω, Σάμ ! Γιά όνομα τού θεού1! Σταμάτα! Θά μπούμε σ' εκείνη έκεΐ τη σπη λι.άΓρήγορα! Είναι αλήθεια πώς τά δυό αγόρια παρά τή φλυαρία τού μικρού Ά,μερι κοτόπουλου καί παρά τό βάρος τής μικρής ίνδιάνας, πού κροτάει στά χέ­ ρια του ό. Πέτρος, δεν χάνουν καθόλου τον καιρό του. Σκαρφαλώνουν στά βράχια σάν κατσίκια καί μέ τέτοια ευκολία καί έπιτηίδειότητα, ώστε οι Ινδιάνο■ πού τούς κυ­ νηγούν καί1 τούς είχαν πλησιά ςτει στά πέντε μέτρα, τώρα

I

βρίσκονται περσσότερο από δέκα πίσω τους. Εκείνη τή στιγμή οί δυό ήρωές μας τρυπώνουν μέσα: στη σπηλιά, γιά τήν όποί'α έ­ χει κάνει λόγο ό Πέτρος. Βρίσκεται στην αρχή τού θεόρατου πέτρινου τοίχου τής χαράδρας. Τό έμπα της είναι γεμάτο μεγάλες πέτρες και αυτές α­ κριβώς έχει δή τό Ελληνόπου­ λο καί αποφάσισε νά καταφύ­ γουν έκεΐ μέσα. Αφήνει τή μικρή στο εσω­ τερικό τής σπηλιάς καί ξαναγυρίζει στον φαλο του: — Καί τώρα πιάσε δου­ λειά, Σάμ! — Πού θά έργασθούμε, Πήτ; ρωτάει εκείνος πού δεν έχει καταλάβει ακόμα τι έχει στο μυαλό του ό Πέτρος. Καί τι δουλειά θά κάντουε; Θά νι­ κελώνουμε καραβάνες; Αλλά τό- 'Ελληνόπουλο δεν τού άποκρύνεται. Αντί νά καθήση νά τού έξηγήση, σκύβει κι* άρπάζει μιά πέτρα. Τή σηκώνει πάνω άπό τό κεφάλι του καί τήν πε τάει μ3 ορμή, σημαδεύοντας τον ίνδιάνο ιερέα πού σκαρφα λώνει προς τό μέρος τους κι3 έχει φτάσει πά κοντά τους, άπ5 όλους τούς άλλους συν­ τρόφους του. Τό βαρύ αγκωνάρι τον βρί­ σκει κατάστηθα κι3 ένα τρο­ μακτικό ουρλιαχτό· ξεφεύγει άπό· τό λαρύγγι του, καθώς κατρακυλάει στά βράχια. "Ενα ουρλιαχτό, πού σβύνει μέσα στ3 άφρισμένο κύμα τού ρυακιού


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ Οί υπόλοιποι ίνδιάνοι ξεσπούν σέ άνατριχι αστικά ουρ­ λιαχτά καί κοντοστέκονται για μιά στιγμή, καθώς σκέ­ πτονται άν θά πρέπει νά συνε χίσουν την επίθεσίν τους. Ό Σάμ ωστόσο ενθουσιά­ ζεται. Σκάβει κι5 αρπάζει κι* αυ­ τός μιά πέτρα άίκόμα μεγαλύ­ τερη άπό εκείνη που ττέταξε ό φίλος του καί σέ λίγο ένας δεύτερος από τους ίερεΤς με­ τράει τό βάθος τής χαράδρας καί μιά δεύτερη σπαρακτική κραυγή καμπανίζει στους πέ­ τρινους τοίχους της. Ό Πέτρος πιάνει τρίτο κο τρώνι αλλά στο μεταξύ οί Ιν­ διάνοι οπισθοχωρούν τρομο­ κρατημένοι. Πη|δοΌν σάν κατσίκια στά βράχια. Ή πέτρα λοιπόν του Ελ­ ληνόπουλου δεν έχει αυτή τή φορά άλλο αποτέλεσμα, από τό νά τούς φοβί'ση περισσότε­ ρο. — Νικήσαμε!, ουρλιάζει ό Σάμ θριαμβευτικά καί χορο­ πηδάει σάν τρελλός από τή χαρά του. Ό Πέτρος όμως κουνάει τό κεφάλι του μέ ανησυχία. -— Θά μάς έπι τεθούν πάλι Σάμ!, μουρμουρίζει. Μή νομίζης πώς θά μάς άΐφήσουν... Κι5 άν έμεΐς, πού μάς μένει λίγη ώρα άκόμα ώσπου νά γυ ραΐσουμε στο «βέλος», κατα­ φέρουμε στο τέλος καί γλυτώσωμε, τί θ’ άπογίνη αυτό τό δύστυχο κοριτσάκι; Ό Σάμ έχει πάρα πολύ κα λή καί ευγενική καρδιά καί τό

15

πρόσωπό του γεμίζει μονο­ μιάς άπό άβασταχτη λύπην Κοντεύει νά βάλη τά κλά­ ματα. •— "Ω, Πήτ!, φωνάζει. "Αν τήν άγκαλιάσωμε... πολύ - πο λύ σφιχτά, βέίν μπορούμε νά τήν πάρωρε κι* αυτή μαζί μάς; , , Ό Πέτρος γελάει με τήν άφέλειά του. — "Οχι, Σάμ! Τό ξέρεις πώς αυτό δεν γίνεται... Τό ξέ ρεις πολύ καλά.. — "Αχ! Τό ξέρω^ πού νά μήν τόξερα!, αποκρίνεται τό κω μ ικό' άγό ρ ι. Τουλάχ ιστόν άς λυσωμε αυτήν εδώ τήν πι­ τσιρίκα, άφου βέν μπορέσαμε νά κάνω'με τί'ποτ* άλλο. Πιζάρρο

Το

-ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ όστοσπά μιά μυτερή πέτρα άπό τό_ τοίχωμα τής σπηλιάς καί κόβει γρήγορα τά σκοινιά πού δένουν τήν άμοιρη μικρή. Εκείνη κυττάζει καί τούς δύο, με βαθειά κατάπληξή αλ­ λά χωρίς φόβο. Τά μάτια της δεν είναι κα­ θόλου κλαμένα. Μ ολο πού δίέν θά είναι πά­ ρα πάνω άπό δέκα χρόνων, ωστόσο φαίνεται πώς ή μι­ κρή αυτή Ινδιάνα είναι ατρό­ μητη καί γενναία όσο λίγοι άντρες θά μπορούσαν νρ στα θούν μπροστά στον θάνατο, ■— Ποια είσαι; Πώς σέ λέ­ νε; τή ρωτά ό Πέτρος γεμά­ τος θαυμασμό καί συγκίνηση — ΜΙ λένε Σ αίέν! , άπο-


π

Τ@ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κρίνεται. Και είμαι κόρη του ’Αταχαυάλπα! Ό Πέτρος χλωμιάζει και τα μάτια του γουρλώνουν. Τό' ίδιο όμως και ό Σά:μ, ττού δεν του είναι άγνωστη ή ΜστορίΙα τής "Αμερικής. — Του "Αταχουάλπα!, ξε­ φωνίζουν μαζί καί τά δυο α­ γόρια. Εΐσαι ή κόρη του με­ γάλου αυτοκράτορα των "Ινκάς; Εκείνη αντί ν όποκριθή, κουνάει καταφατικά τό κεφά­ λι της καί φέρνει το χέρι της στο μέρος τής^ καρδιάς. —; Κόρη του αυτοκράτορα καί θέλανε νά σου κόβουν αύτό τό χαριτωμένο κεφαλάκι; τσιρίζει ό Σάμ άπορη μ ενός, Δεν φώναζες τον μπαμπά σου χαζούλα; — Μέ πήρανε μέ τή βία!, αποκρίνεται τό κορίτσι, μέ τον άπότομο καί1 ξερό τρόπο των Ινδιάνων. Ό μάγος του Θεού του Αίματος, μίλησε μέ τά Πνεύματα καί είπε πώς άν δέ τρέξη τό αίμα τής κόρης του αυτοκράτορα, ή αυτοκρατορία θά χαθή πολύ σύντομα ! Τό όνομα των "Ινκας θά σβύση από τον άνεμο των αιώνων που έρχονται... —Κολοκύθια στό πάτερο! ξεφω^ίζε^ ό Σάμ^ μέ θυμό. ^Έ­ πρεπε νά τόν εΤχα τον κύριο μάγο στά χέρια μου, γιά νά τόν χτυπήσω λιγάκι κάτω σάν χταπόδι, νά του φύγουν τ’... αρθριτικά! Τρέξει δεν τρέξει τό αΐμα σου, φουκαριάρα, μιά φορά θάρθουν άλλοι, πολ λοί λευκοί σάν κι* εμάς τούς

που βλέπεις γιατί ή αυ­

τοκρατορία του μπαμπά σου — μετά λύπης σέ πληροφορώ — βρίσκεται στά τελευταία της! — "Οχι! Δέν θέλω!, μουρ­ μουρίζει μ9 απελπισία ή Σαϊέν. ^— Καλά δέν θέλεις!, φω­ νάζει ό Σάμ γελώντας. Κι9 ε­ γώ δέν θέλω·! Αυτά όμως εί­ ναι πράγματα πού έχουν γί­ νει ! 'Ό,τι γράφει δέν ξεγρά­ φει!, τόιχ ε ι ς άκουστά; —■ Δεν θέλω! Όχ η δέν θέ­ λω!, φωνάζει ή μικρή Ινδιά­ να μέ πείσμα. — Καλά εντάξει!, τής λέ­ ει ό Σάμ. Μήπως τουλάχι­ στον θέλεις κανένα... γαλατάκι; "Αντε! Κερνάω εγώ! "Ε­ τσι κι9 άλλοιώς σέ λί!γο θά ξαναγυρίσω κοντά στίς μπου κάλες μου! Κάί πραγματικά, ή ίνδιανοπούλα γιά τό γάλα δέν λέει όχι. ■Παίρνει τό' παγούρι πού τής διίνει ό Σάμ καί τό φέρ­ νει στά χείλια της μέ τέτοια λαχτάρα που φανερώνει πώς, πριν νά την πάνε στό ικρίω­ μα οί ιερείς των "!νκα, την είχαν άφήσει νηρτική κατά τή συνήθειά τους, γιά νά εί­ ναι καθαρό τό σώμα καί ή ψυχή της, κατά τήν ώρα τής θυσ'ίας. ^— .Π ιές όσο θές κυρά μου! Φάε καί τό βούλωμα!, φωνά­ ζει ό Σάμ μέ καταπληκτική γενναιοδωρία. Σέ συμπάθη­ σα! Τόΐτε όμως άκούιγεται ή φωνή τού Πέτρου, πού τό'ση ώρα εχει σταθή σάν φρουρός


:

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2

Οπό άνόιγμά τής σπηλιάς καί κυττάζει προς τα κάτω. — Έρχονται πάλι! Κι5 έτούτη τη φορά έρχονται δλοι μαβί1! Ετοιμάσου Σάμ, νά τούς υποδεχθούμε! Ό Σάμ πήδάει δίπλα του στο δευτερόλεπτο. — Παρών!, φωνάζει. Καί ύστερα γυρίζει προς τη μικρή. — "Έλα κι* εσύ νά πετάς κανα - βστσαλάκι!, τής λέει. Πού ξέρεις; Μπορεί νά πιάση τόπο! 'Αλλ,ά τη φορά τούτη εί­ ναι φανερό πώς οί ίνδιάνοι Ιερείς είναι αποφασισμένοι νά μπουν με κάθε θυσία μέ­ σα σ' εκείνη τη. σπηλιά. ^Ε­ χουν διασκορπιστή όσο γίνε­ ται περισσότερο δεξιά κι* αριστερά, γιά νά μη δίδουν στόχο όλοι μαζί καί σκαρφα­ λώνουν σαν τσακάλια .στά κόπα άβροχα;, ου ρλ ι άζοντας με φοβερή μανία. Οί πέτρες αρχίζουν νά πέ­ φτουν βροχή γύρω τους. (Πολλοί* σωριάζονται μέ σπαρακτικές κραυγές καί κου τρουβαλάνε ώς τον πάτο τής χαράδρας αλλά οί υπόλοιποι συνεχίζουν μέ πείσμα τήν ά­ νοδο. Μέ το Τβιο πείσμα μάχον­ ται καί οί δυο ατρόμητοι ήρωές μας, άίκόμη καί ή μικρή Σατέν ή δεκάχρονη κόρη τού μ εγάλ ου 3Ατ α χ ου άλπα. Μ3 δλον τον ηρωισμό τους όμως, δέν μπορούν πιά ν' άναχαιτήσουν τούς μανιασμέ­ νους ιερείς. Σχεδόν οί μισοί άπ5 αυ­

17

τούς τούς τελευταίους Ι<όί-> τονται κιόλας νεκροί στο βά­ θος τής χαράδρας, από τις θεώρατες κοπρώνες, πού πετούν τά παιδιά. - , Οί υπόλοιποι όμως έχουν φτάσει πιά στο άνοιγμα τής σπηλιάς. Τήν ώρα μάλιστα πού ό Πέτρος έχει ύψωσει μιά μεγά­ λη κοτρώνα καί ετοιμάζεται νά τήν έξακοντίση πάνω σ’ έναν από τούς αντιπάλους τους, πού βλέπει άριστερά καί λίγο πιο κάτω άπό τά πόδια του, δυο μαζί ίνδιάνοι έχουν πεταχτή απτό δεξιά τόυ πίσω άπό κάτι βράχια καί μέ τά μαχαίρια υψωμένα όρμούν εναντίον του. Ή στιγμή είναι κρίσιμη., Τό μέταλλο αστράφτει πά νιω άπό τήν πλάτη τού ανύ­ ποπτου 'ιΕλληνόπ ουλου καί ούτε ό Σάμ κυττάζει προς τό μέρος του αυτή τήν ώρα, για τι κι* αυτός εξακοντίζει μιά μεγάλη πέτρα, έναντι ον άλ­ λων αντιπάλων. Ακόμα καί ή μικρή Σαϊέν είναι σκυμμένη γιά νά σηκώση μιά πέτρα άπό κάτω. .Κανείς - κανείς δέν βλέπει προς τό μέρος του... Έκτος ίσως οστό τό Μάτι τού Θεού, γιατί ενώ καί ό, ί­ διος ό θάνατος έχει πιστέψει πώς έχει κερδίσει· τό 'Ελληνό πουλο κι' απλώνει τις μαύ­ ρες του φτερούγες νά τό άγκαλιάση μέσ’ άπό κείνη τήν άγρια ιάπάτητη χαράδρα, άκούγονται άξαφνα κάτι έκκωφαντικοί δυνατοί κρότοι, πού ασφαλώς ουδέποτε άπό


Το βάθος των αιώνων δεν έ­ χουν ξανακουστή εκεί μέσα παρόμοιοι, γιατί οί κρότοι αυτοί είναι... — Πυ ροβ ολ ι σ μ οί! Π ήτ !... Πυ ρ σβολ ι σ μοίί'!,, ο ορλ ι άζε ι 6 Σάμ μέ γουρλωμένα τά μα­ τάκια του. Μήπως μοϋστριψε; ·, "Αλλα όχι... *· Διέν έχει τρελλαίθή... "Ακόμα κι5 οί δυο απαίσιοι ίερεΐς πού έχουν σηκώσει τά μαχαίρια πάνω άιπο τή ράχι του Πέτρου, τινάζονται την ίδια στιγμή, σαν νά τούς χτύ­ πησε αστροπελέκι καί μέ φο­ βερά ουρλιαχτά πόνου καί γεμάτοι βαβειά κατάπληξη γκρεμίζονται στο κενό.. Καί ύστερα άλλοι δυο καί ύστερα καί τρίτος καί τέταρ­ τος ακολουθούν την ίδια τύχη καθώς οί πυροβολισμοί γίνον­ ται ολοένα καί πυκνότεροι, Τώρα τά δυο ά)γόρια έχουν ξεφύγει κάθε κίνδυνο, τουλά­ χιστον από την πλευρά των ίνδιάνων. 'Όσο γι" ^αυτούς τούς τε­ λευταίους, είναι άδύνατον νά φανταστή κανείς τον τρελλό πανικό τους. Οί ελάχιστοι πού έχουν άπομείνει ζωντανοί, κατρακυ­ λάνε μέ σπαρακτικές κραυγές κα*ί κουτρου'βαλιάζονται καί τσακίζονται μόνοι τους, πά­ νω στά μυτερά βράχια, για­ τί, δεν μπορεί νά χωρέση τό μυαλό τους έναν τέτοιο φο­ βερό θάνατο πού έρχεται καί τούς βρίσκει από μακρυά σαν κεραυνός... Ποιοι είναι εκείνοι οί άγνω­ στοι μέ τά χλωμά πρόσωπα, πού έχουν γεμίσει άξαφνα τή

’ΐ.ν.ν.ν

Οί πέτρες αρχίζουν νά πέφτουν

γύρω τους

χαράδρα και που κρατουν μέ­ σα στά χέρια τους κάτι πα­ ράξενες «βέργες», πού φτύ­ νουν φωτιά καί καπνό καί πού σκορπίζουν τον θάνατο από μιά απόσταση πού ούτε βέ­ λος, ούτε τίποτ’ άλλο μπορού­ σε νά φτάση ποτέ; — Είναι οί 11 σπανοί!, ψι­ θυρίζει τό Ελληνόπουλο στον φίλο Του, ενώ τό πρόσωπό του έχει χλωμιάσεη όχι από φόβο βέβαια, παρά άπό συγκί'νησι. Βρισκόμαστε στην αρχή τής Ιστορίας τού Νέου Κόσμου Σάμ! Είναι οί πρώτοι λευκοί πού πατούν τήν απέραντη αύ τή ήπειρο, μέ σκοπό νά τήν κατακτήσουν!... Είναι αυτοί πού ιθά σβιύσουν τον θρύλο των ίνδιάνων καί πού θά διαλύσουν τήν ισχυρή αύτοκρατορία των "Ίνκας... Κι" όσο κι" άν φαίνεται παράξενο επειδή ετούτοι είναι Ισπανοί κι" εσύ λέγεσαι "Αμερικανός, Σάμ, εί ναι ωστόσο οί πρώτοι απόγο­ νοί σου! — Κύττα ποιος είναι εκεί πάνω, σ" εκείνο τό όλόασπρο άλογο, Πήτ! "Εκείνος ό ψη­ λός!,, ψελλίζει ό Σάμ μέ συγ κίνησι άκόμα πιο μεγάλη από τού φίλου του καί μέ τά μά­ τια αίωνίίώς γουρλωιμένα. Κά­ που τον έχω ξαναδή! — "Όχι μιά καί δυο φορές, Σάμ!, αποκρίνεται ό Πέτρος. Τόν έχεις δη α’ ένα σωρό χαλ­ κογραφίες καί σέ ξυλογραφί­ ες καί στις εγκυκλοπαίδειες! Είναι ό Πτζάρρο! Ό μεγάλος Ισπανός κατακτητής, πού υ­ πέταξε τούς "Ίνκας!... Ή ι­ στορία λέει πώς αυτός έσωσε τήν κόρη τού "Αταχουάλπα, άπό τά χέρια αί μ αβαρών ίε-


£® ρέων τής αντιπάλου παρατάξεως, πού έχει^ αρχηγό τον α­ δελφό τού μεγάλου αύτοκράτο ρα... Με την Σατέν ώς αντάλ­ λαγμα;, ό Ισπανός καταχτη­ τής, είναι· 6 πρώτος πού θά φίθάση μπροστά στον " I νκα αύτοκράταρα καί θά συνομιλήση μαζί του... Λίγο καιρό όμως αργότερος θά γίνη πό­ λεμος καί οι λευκοί θά συντρί ψουν τούς Πνκας... Ό Άταχουάλπα θά σκοτωθή. ^Καί μό νο μερικοί πιστοί τού αύτοκράτορα, μέ επικεφαλής την μικρή κόρη του, θά ξεφύγουν άπό τούς Ισπανούς καί θά ταξιδέψουν στη μακρυνή Δύσι... "Εκεί θά καταφύγουν πά­ νω στά βουνά καί θά ζήσουν σ’ αυτά γιά ολόκληρους αιώ­ νες, εξακολουθώντας νά πο­ λεμούν μέ λύσσα τούς λευκούς καταχτητές, άκόιμα κι" όταν οί τελευταίοι αυτοί θά έχουν κα ταλάβει πιά ολόκληρη την ή­ πειρο... Πρόκειται γιά μιά ά­ πό τις πιο ένδοξες ινδιάνικες Φυλές: Τούς θρυλικούς Σαϊέν. 5Αλλά δσο τά δυο αγόρια συζητούν, ενώ ή μικρή κόρη πού στέκεται δίπλα τους, τούς κυττάζει μέ γουρλωμένα μά­ τια, χωρίς νά μπορή νά καταλάβη λέξι άπ5 όσα λένε, οί Ισπανοί ανεβαίνουν κιόλας προς τό μέρος τους, γιά νά ε­ ξακριβώσουν τϊ συμβαίνει μέ­ σα σ’ εκείνη τήν σπηλιά, πού ρίχνονται μέ τόση μανία οί ίνδιάνοι ιερείς. — Παράξενο!, λέει ό Σάμ ελαφρώς προσβλημένος στον φίλο του. 5 Αφού είναι έτσι τά πράγματα, Πήτ, ή Ιστορία

1

δέν έπρεπε νά λέη πώς ό Πιζάρο ανακάλυψε μέσα σέ μιά σπηλιά τήν κόρη τού Άταχου άλπα! "ιΕίπρεπε νά λέη ακό­ μα, πώς βρήκε καΐ^ δυο άλ­ λους λευκούς, πού είχαν φτά­ σει στήν Αμερική πριν άπ’ αυτόν καί νά άναφέρη καί τά ονόματα μας! Τον Πήτ καί τον Σάμ! Δέν έπρεπε; Ό Πέτρος χαμογελάει πα­ ράξενα. — Γιά νά μην τό λέη. ή Ι ­ στορία, Σάμ, αποκρίνεται, θά πή ότι ό καϋμένος^ό Πιζάρρο όέν μάς βρήκε έδώ! — Λεν μάς βρήκε έδώ; Κα λέ έδώ δέν είμαστε, Πήτ; Πας νά μέ βγάλης τρελλό; Δέν εί μαστέ μαζί μ' αυτή τή μι­ κρούλα; Όρίστε! Οι Μ σπα­ νοί φτάσανε κιόλας στή σπη λιά! Κύττα'ξε ^ τό κεφάλι αυτουνού εκεί πέρα, μέ τή γε­ νειάδα, πού ξετρυπώνει στήν είσοδο αυτή τή στιγμή! Ό Πέτρος γελάει δυνατά καί δέν ξαφνιάζεται καθόλου, άκριβώς γιά τόν λόγο πώς πε ρίμενε ότι έτσι θά γινόταν: — Δέν βλέπω κανένα κε­ φάλι εκεί πού μού δείχνεις, Σάμ!, λέει ανάμεσα στά γέ­ λια του. Τό δάχτυλό μου δέν σημαδεύει κανένα γενειοφόρο κεφάλι Ισπανού, παρά τόν... τρίτο τόμο τής Μεγάλης °Αμ ερ ικαν ικής ';Βγκυκλοπαίδ ε ι ας άν δέν κάνω λάθος! •Καί στρέφει γιά νά δη τό κωμικό άγάρι, πού έχει άπομείνει άκίνητο, σαν άγαλμα, στήν πίσω θέσι τού «Βέλους», κυττάζοντας μέ τό στόμα 6λάνοιχτο, πώς πραγματικά


Γ

ΤΟ

ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

8εν βρίσκεται πιά μέσα σέ κσμμιά σπηλιά άλλά μέσα στο μυστικό εργαστήριό τους κι* απέναντι απτό την πελώρια βι-βλιοθή'κηι του Πέτρου, ττού πιάνει ολόκληρο τον τοΐχο. — Κατάλαβες τώρα, Σάμ^, του λέει εκείνος μέ σοβαρή φωνή, γιατί δεν γράφει ή Ι­ στορία., πώς ό Πιζσρρο βρή­ κε κι* εμάς τούς δυο σ’ έκείνη τήν σπηλιά, έκτος άπό τήν μικρή Σαϊέν; — Άν τό κατάλαβα, λέει; κάνει χαζά τό ξανθό άγόρι. Τό κατάλαβα και τό παρακα­ τάλαβα! Άλλα σκιέψου τ'ι με­ γάλη. πλάκα πού θίά εΐχε...άν τό έγραφε, Πήτ! Ταξίδι σ5 έναν θρύλο!

Έ®

Πήτ!... — Τι είναι Σάμ[ Τό κώμικό άγόρι έχει μπή μέσα στο εργαστήριο του φί λ ου του, πού τον βρίσκει σκυμ μένον όπως πάντα, πάνω από ένα ανοιχτό βιβλίο. Τή φορά όμως αυτή κι* ε­ κείνος, δηλαδή ό Σάμ, κρατάει επίσης ένα βιβλίο στο χέ ρι του, εκτός άπό τήν άπαραί τητηι και άγω ρι στη μπσυκάλα μέ τό γάλα, πού έχει στο άλλο. Κι* ό Πέτρος τό βλέπει αυ­ τό τό βιβλίο καί ξαναρωτάει έκπληκτος: — Τι είναι αυτό Σάμ; — "Ένα βιβλίο! — Τό βλέπω αλλά τι βι­ βλίο !

■Η** Ή Όδύάσειρ:, Πήτ!

21

—· Ή Όδίύσσεια; Τώρα διαβάζεις τήν Όδύσσεια; — Όχι, τήν έχω ξαναδια­ βάσει ολόκληρη καί μάλιστα πολλές φορές, άποκρίινεται ε­ κείνος. Αυτή τή φορά όμως μου μπήκε μια πολύ παράξε­ νη ιδέα... — ΤΙ ίιδέα; ρωτάει τό ^Ελ­ ληνόπουλο μέ αληθινή ιτεο ιέρ γεια, γιαάί βλέπει τό ύφος του φίλου του, πού είναι άλλόκοτο καί σοβαρό. — Νά, Πήτ... Δηλαδή.... Έχομε κάνει άρκετά ταξίδια μέ τό «ί Βέλος»; έτσι δέν είναι; — Βέβαια.. Λοιπόν; — Λοιπόν όλ* αυτά τά τα­ ξίδια τά κάναμε συμβουλευόμενοι τήν Ιστορία — ψέμα­ τα; — Λέγε μου, Σάμ, που θέ λεις νά κατάληξης, κάνει τό Ελληνόπουλο, πού κάπως άρχίζει νά καταλαβαίνη τήν ιδέα πού ό Σάμ Σάμσον έχει στο μυαλό του. — Νά: Μέ τήν Ιστορία, είμαστε βέβαιοι για τό μέρος καί τήν χρονολογία πού θ'ά πηγαίναμε... Τί διαφοοά δμως έχει ή * Ι στορία, άπό έναν θρυ λ ο, Πήτ; Ή Ιστορία εΐναι βέβαιο πώς εΐναι άληθινή, ό­ πως είναι βέβαιο πώς ένα πα ραμυθι είναι ψέματα... Ό θρύ λος δμως; Ό Πέτρος χαμογελάει. Τά μάτια του λάμπουν πα­ ράξενα. Έχει βρή πραγματικά τήν ιδέα του άγαπημένου του φί­ λου1 εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καί πρωτότυπη.

Ό γρύλος, Σάμ, <5ατο*


11

Τ© ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κρίνεται, είναι ή άλήθεια η ψέματα! Κάνεις δεν ξέρει τι άπό τά δυο! — Αυτό ίλέω κι5 εγώ!, φω νάζει θριαμβευτικά τό ξανθό άϊγόρι. Και γιατί άλλο τόχουμε τό «Βέλος», παρά γιά νά βεβαιωθούμε! — Σάμ, ή ϊδ'έα σου 6έν εί­ ναι καθόλου άσχημη1! — Κι3 εγώ λέω ττώς είναι πάρα ττολύ ωραία! Πήτ: Ή "Οδύσσεια είναι ένας θρύλος άν δεν κάνω λάθος.. — Ό ττιδ ώραΐος θρύλος πού υπάρχει από τά πανάρχαια χρόνια, Σάμ... — Και1 λοιπόν όλοι οί Ι­ στορικό» άμφιβάλλουν άν ό­ λα έγιναν στ5 άλήθεια., όπως τά περιγράφει ό "Ομηρος. Έ γίνε ό πόλεμος τήζ Τροίας; Υπήρξε ό Άχιλλεύς, ^ και ό ΑΤαντας και ό Όδυσσέας καί δλοι αυτοί οι μεγάλοι ήρωες; — "Έχεις δίΐκηο, αποκρί­ νεται ο Πέτρος. "Άν πάμε σ’ έκεΐνα τά μυθικά χρόνια καί συναντήσωμε όλους αυτούς, θά πή πώς υπήρξαν στ" αλή­ θεια·. Δεν θά χωράη ή παρα­ μικρή αμφιβολία πιά.. "Ολα έκεΐνα που ώςτώρα εΐναι θρύ­ λος, θά γίνουν άξαφνα 11 στορί'α! — Αύτό ήθελα νά σου πώ, Πήτ! — Λοιπόν, άφου ή ιδέα ή­ ταν δική σου, έσυ θά διαλέξης καί τό μέρος που θά..προ σπαθήσουμε νά πάμε, Σάμ! — Ευχαριστώ, Πήτ. Δεν μ5 ενδιαφέρει νά διαλέξη μό­ νος μου. Αυτό μπορείς νά τό ί^νονΐσης κι* έσύ?

— Τά ερείπια τής άρχαίας Τροίας ήχουν βρεθή, λέει τό 'Ελληνόπουλο. Είναι εύκολο λοιπόν νά πάμε σ’ αυτήν, θέ­ λεις νά παρακολουθήσης ένα κομμάτι άπό Τον περίφημο ε­ κείνο πόλεμο; — (Νά σου1 πώ την αλήθεια οχι, Πήιτ! Βαρέθηκα τούς πο­ λέμους καί τους σκοτωμούς. Θά ήθελα νά διαλέξομε κάτι πιο διοόσκέδαστικό αυτή τη φορά... -— ΔηΙλοόή; -—- Δηλαδή, νά: "Άν μπο ρούσαμε νά παρακολουθήσωμε τό πλοΐο ταυ· "Οδυσσέα στίς περιπλανήσεις του, μπο­ ρεί νά πέφταμε πάνω στό νη­ σί τών ...σειρήνων, ν" ακούσω με καν έναν... άμανέ! Ό Πέτρος σκάει στα γέλια — "Όχι κι" άμανέ, Σάμ!, φωνάζει. Οί άμσνέδες είναι τούρκικοι. 0«ί σειρήνες δεν έτραγουδούσαν άμανέ! — ΝαίΙ; κάνει ό Σάμ μέ μα τάκια γουρλωμένα. "Έχεις δί κηα, Πήτ! Πάντως δ,τι κι" άν λέγανε θά ήταν ασφαλώς χάρ μα νά τις άκους! "Αλλά κι" άν δεν πετυχαίναμε τις σειρή­ νες, μπορούσαμε νά πετύχωμε την Κίρκη — έκέίΐνη την μά­ γισσα! — Λοιπόν, φιλαράκο μου, φωνάζει ό Πέτρος μ" ενθουσι­ ασμό, πρέπει νά σου ομολο­ γήσω ότι σήμερα είσαι κατα­ πληκτικός σέ εμπνεύσεις! "Ε­ να τέτοιο ταξίδι, άσφσλώς θά είναι τό πιο ευχάριστο άπ" όλα όσα έχομε κάνει μέχρι σή μέρα κι3 αυτό θά τό χρωστά-

με σέ σένςε!


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

11

λακτος πού κρατάει στο χέρι Ό Σάμ .χαμηλώνει ντροπα­ λά τό κεφάλι του, γιατί δεν του. "Υστερα ξαναλέει: έχει συνηθίσει ν'* άκούη τόσες — Ώστόάο, Πήτ!.. κολακείες. — Τί είναι πάλι., Σάμ; — Σ’ όλα μας τά^ταξίδια περάσαμε πολύ ώραΤα,~ λέει — Τό άλλο μας ταξίβη θ’ μέ μετριοφροσύνη, μόνο πού άργήσωμε πολύ νά τό κάνω... παρατηρήθηκε μια μικρή έλ με; λειψις γάλακτος στα περισσό -— Ποιο ταξίδι; — Έκεΐνο, πού λέμε, στήν τέρα! ίΓΑν όμως κάνομε πώς Κωνσταντινούπολη για ν’ άνα πετυχαίναμε τό Νησί τής Κίρ καλύψου1 με τον θησαυρό μας.. κιης, θάναι τό ίδιο σά νά πά­ με στον Παράδεισο! Γιατι αύ — Θά τό κάνω με κι5 αυτό τη., λέει., έτρεφε χιλιάδες γουγρήγορα, Σάμ... Έχομε μα­ ροιυνάκια και κατσικουλές καί ζέψει πιά αρκετά χρήματα. Σε προβατάκια και γελαδίτσες λίγο θά συμπληρώσουμε δσα κι* απ’ δλα! Καταλαβαίνεις; μάς χρειάζονται, γά τά εισι­ — Εντάξει., Σάμ!, λέει, τήριά μας... τό "Ελληνόπουλο. Θά προσπα Κί έτσι λοιπόν τό άτρομη θήσώ λοιπόν νά σέ πάω κατ’ το 1 Ελληνόπουλο πέφτει μέ ευθεΐαν στο Νησί τής Κίρκης τά μούτρα στη δουλειά αυτή άφου θά τδθελες τόσο πολύ! τή φορά καί όμολογρυμένως, "Ομολογώ πώς είναι δύσκολη μέ πολύ μεγάλο κέφι κι* αυ­ δουλειά, γιατί οί χρονολογίες τός, γιατί τον ξετρελλαίνει ή είναι μπερδεμένες τόσο πα­ Ιδέα ότι θά ταξιδέψη ατούς λιά κι* ακόμα οί -διάφοροι σο μυθικούς χρόνους τής Ελλη­ φοί καί Ιστορικοί όλων των νικής Ιστορίας καί πώς ίσως έπρχών, δεν συμφωνούν ακρι­ θά του δοθή ή ευκαιρία ν’ άνβώς ποιο είναι τό νησί τής τι κράση ολοζώντανους, μέ μάγισσας αυτής ή τό άλλο σάρκα καί οστά, υπέροχους των Σειρήνων αλλά προσπα­ ήρωες, που τά κατορθώματα θούν νά τό καθωρίσοιυν άπό τους, κάνουν τούς ανθρώπους διάφορα συμπεράσματα... Θά νά τούς θαυμάζουν άκόμα σ’ προσπαθήσω λοιπόν κι* εγώ ολόκληρο τόν πλανήτη, υστέ­ τώρα μέ την σειρά μου, νά α­ ρα άπό τόσες χιλιάδες χρό­ νακάλυψα) ποιο απ’ δλα τά νια... συμπεράσματα, βρίσκεται πιο Τό εργαστήριό του γεμίζει κοντά στην αλήθεια... κυριολεκτικά άπό χάρτες καί — Ναί', Πήτ! Κάνε δ,τι βιβλία. μπορείς ! Λέν βλέπω την ώρα 4Ο Πέτρος κρατάει σημει­ νά ξεκινήσω με! η ώσεις, σχεδιάζει άλλους δι­ Σωπαίνει μιά στιγμή κι* Μ κούς του ,χάρτες, διαβάζει άάπό τή συΫκίΙνηάι* άδειάζει μο # ποσπάσματα άπό θεωρίες δι­

γοροΟφι τό μπουκάλι του γά-

*

αφόρων διάσημων Ιστορικήν


24

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2

και αυτά κρατούν όλόκληρες μέρες. Κι* ό καημένος ό Σάμ, πού τρέμει ολόκληρος από άνυπο μονησία, τον συντροφεύει συ­ νεχώς στην δύσκολη προσπά­ θεια του και τον βοηθάει.. μέ το να κάθεται δίπλα του και νά άδειάΙζη άκατάπαυστα γε μάτες μπσυκάλες μέ παγωμέ­ νο γάλα! -Και καμμιά φορά οι άναζητήσεις του μελαχροινού α­ γόρι ου τελειώνουν. Ό Πέτρος φαίνεται έξαιρε τι.κά ικανοποιημένος άπο το άποτέλεσμα των προσπαθει­ ών του. Τά μάτια του λάμπουν υ­ πέροχα. Ό Σάμ τον βλέπει και πα­ ραλίγο νά καταπιη το ντενεκε βένιο βούλωμα τής μπουκάλας του άπό τη συγκίνησι. — Αοι... λοιπόν, Πήτ; λέει τραυλίζοντας. —Λοιπόν, Σάμ, δλα καλά! —· Δηλαδή, Εντάξει; Βρή κες αύτό που ήθελες! — Μάλλον! — Τή διεύθυνσι τής Κ ίρκης; — Ακριβώς! — Καί τι καθόμαστε καί δεν ξεκινάμε; — ~Α, όχι» τώρα δά, Σάμ.. Εΐμαι πολύ κουρασμένος... Αύριο όμως, που είναι καί Σάββατο, θα κάνωμε την άπόπειρά μας. Καί άν δεν έχω γελαστή στους λογαριασμούς, μου, πιθανόν νά περάσωρε έ­ να άξέχαστο Σαββατοκύρια­ κο στο περιβόητο Νησί τής

Κίρκης, φιλοξενούμενοι

σ,πο

την θρυλική Μάγισσα! — *Ω, Πήτ! Τι θαύμα! Καί θά μάς εχη έτοιμα τά κρεββάτια μας μέ πουπουλέ­ νια στρώματα κι* εμένα θά μου έχη ετοιμάσει ένα υπέ­ ροχο μπάνιο μέ γάλα καί.. —- Γ ιά^ σταμάτα, Σ άμ! Τί εΐναι αυτά που λές; Τρελλάθηκες από τη χαρά σου; ρω­ τάει ανή συχο το * Ελληνόπου­ λο. — Όχι», καθόλου!, άποκρί νεται προσβλημένος ό Σάμ. Πώς σού πέρασε τέτοια ιδέα; — Μά άφοΰ μου λές πώς ή Κίρκη θά μάς περιρένη καί θάχη κάνει μάλιστα καί τό­ σες ετοιμασίες! —Τί τό περίεργο βρίσκεις; — 5Από που καί ώς πού θά μάς περι»μένη; Μήπως τής ..τηλεφώνησες; Ό Σάμ ξεκαρδίζεται στά γέλια. — Κρίμα καί σέ εΤχα γιά έξυπνο!, λέει ύστερα. Παιδά­ κι μου, έχει ανάγκη αυτή α­ πό τηλεφώνημα; Αέν είπαμε πώς εΐναι μάγισσα; Τί μάγια σα θά εΐναι άν δέν ξέρη πώς πρόκειται νά πάμε νά την έπισ.κεφθουμε; Κι* ό Πέτρος, θέλοντας καί μη μένει μέ τό στόμα άνοιχτό, μπροστά σ* αυτή την α­ καταμάχητη λογική. Καί την άλλη μέρα τό με­ σημέρι, τά δυο άγόρια βρί­ σκονται καί πάλι στο «'Βέλος» , Καί ό Πέτρος, γιά μιά άκόμα φορά, κάνει τις τελευ­ ταίες ρυθμίσεις, πάνω στο ε­ κπληκτικό μηχάνημα.

Κ»* Φ Σάμ γεμάτος άγ%


Τ0 ΙΗΤΑΜ&Ν0 Β§Λό1 νία και τά μονίμ,ως γουρλωμένα μάτια του, κυττάζουν ο­ λόγυρα, περί μένοντας νά πά­ ψη νά βλέπη το έργαστήριο του φίλου του καί την πελώ­ ρια βιβλιοθήκη, για νά ίδή.. Τό χέρι του άτρόμητου Έλ ληνάπουλου κατεβάζει τον μ ο χλό, που βάζει σ' ενέργεια την υπέροχη: συσκευή. ΟΙ πρασινοκόκκινες εκθαμ­ βωτικές άστραπές τούς τυλί­ γουν γιά μιά άκόμη φορά.. Οι αιώνες περνάνε αθόρυβα πλάϊ τους, μέ τή μορφή θεσπέσιων ουράνιων τόξων, που διαλύονται, στο Διάστημα... Τό νησί της Κίρκης

11

'Ρ I Σ ΚΟΝΤΑ I πάνω σ’ έναν καταπράσινο λόφο. Ολόγυρά τους απλώνονται πεδιάδες γεμάτες δέντρα καί μπροστά ή γαλάζια θάλασσα ώς εκεί πού φθάνει τό μάτι. Γιά μερικές στιγμές καί οι δυο τους μένουν εντελώς αμί­ λητοι, έπειβή τάζουν χαμέ­ να άπό την ασύγκριτη ώμορφιά του τοπείου. "Υστερα, Σάμ, ξεφωνά ζει μέ λαχτάρα: —- Πήτ! Λές νά πέσαμε ά κριιβώς; Λές νά είναι στ5 αλή­ θεια έτουτο, τό νησί τής Κ ίρ κης; — Κανείς δέν ξέρει, Σάμ.. Μπορεί καί ^ναί, μπορεί καί όχι... Μπορεί καί νά μην ύτάρχη καν ή Κίρκη! Μπορεί νά μήν ύπήρξε ποτέ!... Μπο­ ρεί καί νά υπήρξε πριν από

2*

πολλά χρονιάρη νά γεννήθηκε μετά άπό αιώνες... Προσπά­ θησα νά φθάσσυμε την ίδια ε­ ποχή πού έφτασε κι" ό μυθι­ κός Οδυσσέας άλλα δέν μπο­ ρώ νά σου υποσχεθώ δτι τό πέτυχα... Ό Σάμ όμως δέν φαίνεται νά στενοχωριέται γιά όλες αύ τές τις άμφιβολίες. — Πάντως είναι ένα πάρα πολύ ώμορφο νησί, δηλώνει καί θά περάσωμε υπέροχα! Κα) ό,τι κυ" άν^είναι, εΐναι... ένα άρχαΐο νησί στο κάτω κάτω! Ψέματα, ιΠήτ; — "Αλήθεια είναι ένα: ω­ ραίο νησί, Σάμ... "Ας άφήσωμε όμως τά λόγια κι" άς άρ χίσωμε την έξερεύνησί του.. — Μιά στιγμή.. — Τί θέλεις; — Νά κάνω όρε,ξι καί νά πάρω 'δόναμι γιά τον ποδαρό δρομο, Πήτ! ;Καί μ" αυτά τά λόγια τό κωμικό άγόρι τραβάει τό ένα άπό τά παγούρια του κι" α­ φού πίνει κάνα - δυο γουλιές ,τό κρεμάει στη ζώνη του καί σκουπίζει τά χείλια του μέ την ανάποδη τής παλάμης του. —* Τώρα είμαι έτοιμος, Πήτ!, δηλώνε μ ευτυχ ισμένος. "Έτοιμος νά σέ άκολουθήσω όπου θέλεις! Κι" ό Πέτρος, πού δέν μπο­ ρείς νά ξέρη, βέβαια, προς τά πού πρέπει νά πάνε, παίρνει μιά κ απεύθυνα ι προς τό εσω­ τερικό τού νησιού καί ξεκι­ νάνε. "Απ" όπου κι" άν περνούν,


1Τ6 ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2 δλα γύρω τους είναι μια πρα γμ αττική μαγεία. Τά δέντρα δλα είναι άνθισμένα κι3 6 αέρας δροσερός καί γεμάτος οστό την ευωδία τους. Ό ουρανός χαμογελάει ό­ λογάλανος πάνω από τα κεφά λια τους. Ό τόπος είναι γεμάτος τρε χουμενα νερά και κρύσταλλέ,νιες πηγές πού κελαρύζουν. Ή δροσερή αύρα λες και ψιιθυρ'ίζει στ3 αυτιά τους μια παράξενη, γλυκεία μουσική. — Πήτ! Μου1 φαίνεται ότι ό αέρας τραγουδάει και χω­ ρίς άστεΐσ!, μουρμουρίζει ό Σάμ σέ κάποια στιγμή, σχε­ δόν φοβισμένος.

Και το γενναίο Έλληνόπόυ λ ο δεν έχει χαμμιά διάθεσι να γελάση σ3 αυτά τά λόγια γιατί κι3 αυτό έχει την ίδια έντύπώσι, εδώ και πολλή ώ­ ρα. λ , Τό' άρωμα των λουλουδιών έχει άρχιίσει νά τούς μεθάη. Μοιάζουν κι3 οί δυό σάν νά χουν πιή κρασί. Όσο περισσότερο· χώνον­ ται στο εσωτερικό του νησιού τά βήματά τους αρχίζουν νά γί'νωνται παράξενα. Μια γλυκεία ζάλη τούς συ­ νεπαίρνει σιγά - σιγά, τόσο σιγά, πού δεν μπορούν νά τό προσέξουν και νά τό καταλά­ βουν. Έχουν πάψει νά μιλούν και

Δίνει εναν πήδο καί βρίσκεται μέσα


V

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

κοντεύουν να ςεχασουν πως ο ένας βρίσκεται κοντά στον άλ λον. 1 Κ οντεύουν να ξεράσουν πώς εΐναη φίλοι κι5 έχουν έρθει ώς έδώ, άπό το βάθος των αιώ­ νων........ Στο τέλος μάλιστα αρχί­ ζουν νά τΓερττατοΟν άλλου 6 έ νας κι* άλλου ό άλλος. Ό Πέτρος βλέπει μπροστά του ένα υπέροχο τριαντάφυλ­ λο και στέκει και το κυττάζει σαν μαγεμένος. Δεν βλέπει τον Σάμ πού συνεχίζει τόν δρόμο του σαν μεθυσμένος κι* αυτός κι5 άπσμακράνετοοι ολοένα από ςχύ τόν,-· '

27

Στο τέλος μάλιστα τό κω­ μικό άγόρι χάνεται όλότελα, μέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Τό Ελληνόπουλο έξακολου θεΐ για άρκετη ώρα άκόμα νά κυττάζηι τό πελώριο, ολοκόκ­ κινο τριαντάφυλλο λες και ή θέα του τον έχει υπνωτίσει. Στο τέλος καταφέρνει1 και ξεκολλάει τά μάτια από πά­ νω του καί1 συνεχίζει τόν δρό­ μο του. Ούτε μιά φορά όμως δεν στρέφει το κεφάλι του νά ίδη άν ό φίλος του εΐναι κοντά του καί τόν ακολουθεί . ^ Χώνεται σέ μια βοτθειά ρε ματιά, πού ο! όυό πλαγιές

της έΐναι. όλοπράσινες και στη


28

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

μέση κυλάει ένα ήσυχο ρυάκι. Και συνεχίζει νά ^ βαδίζη πάντα εκεί μέσα, σαν υπνο­ βάτης.

Αλλά το Αγόρι*, δταν φ^τάνη πάνω απ’ αυτόν τον τοίχο, βλέπει πώς γελάστηκε καί ά­ τι ή χαράδρα δέν τελειώνει εκεί. *Απλώς στρίβει προς τ’ α­ ριστερά καί ύστερα στρίβει πάλι· δεξιά καί γιά πολλή ώ­ ρα Ακόμα στρίβει Αρκετές φο ,ρές καί προς τίς δυο κατευ­ θύνσεις. Καί τό ρυάκι έχει μετατραπή -κι* έκεΐνο σ’ ένα πραγμα­ τικό, όρμηττικό ποτάμι-, πού ξαφνικά χώνεται μέσα σ’ έ­ ναν τεράστιο καί κατασκότει-, νο θόλο, στολισμόν ον μέ πλού σιες πρασινάδες. Χωρίς σκέψι ό Πέτρος πού είναι φανερό πώς άπο ώρα δέν ενεργεί πιά μέ τη δική του σκέψι, χώνεται σ’ αυτή την σκοτεινή: σήραγγα. Μόλις προ χωρεΐ μερικά βήματα, έκεΐ μέ­ σα, βέν μπορεί πιά νά διακρίνη τό παραμικρό, ούτε μπρος ούτε πίσω. Ακούει μόνο τον δυνατό βόγγο τού ποταμού πού κυ­ λάει υπογείίως Αλλά δεν κα­ ταλαβαίνει* τί είναι. Καί μ’ ολο πού τό έδαφος είναι γεμάτο ιμέ γλυστερές πέτρες κι* αυτόσ έχει με­ τατροπή σέ τυφλό, ούτε μιά φόρά δέν διστάζει, γιά τό μέ­ ρος πού θά πατήση, ούτε μιά φορά δεν γλυστράει καί δέν σκοντάφτει στα σκοτεινά. Λες καί κάποιος άλλος ο­ δηγεί τά βήματά του ή κά­ ποια άλλα μάτια βλέπουν γι’ αυτόν... Τέλος μακρυά μπροστά, 3

Ή Κχοκη... 0 ΥΤΕ κι* ό ίδιος δεν ξέρει ττόσηι ώρα περπατάει έκεΐ μέ­ σα. Τά πάντα εξακολουθούν ολόγυρα, νά βγάζουν παρά­ ξενα μεθυστικά άρώματα. Πά νω στον Αέρα φτερουγίζει α­ σταμάτητα, έκείνη ή Αόρατη, γλυκεία μουσική. Και το φαράγγι πού έχει πάρει ό Πέτρος ολοένα και βαθαίνει καί τό ρυάκι πού κυ­ λάει έκεΐ μέσα, γίνεται πιο φασδύ καί άρμητικό. Καί οι κινήσεις του γεν­ ναίου ^Ελληνόπουλου εξακο­ λουθούν νά είναι κινήάεις υ­ πνοβάτου καί τά μάτια του πού κυττάζουν στο κενό, δεί­ χνουν πώς εΐναι υπνωτισμένος καί δεν έχει* καμμιά αϊσθησι τής πραγματικότητος — δεν ξέρει ούτε που βρίσκεται, ού­ τε πού πηγσίΐνει.. Όσο γιά τον φίλο του τον έχε ι ξεχάσει τελ είως. Ούτε μια φορά Από τή στι γμή πού χώρισαν καί χάθηκαν δεν έχει στρέψει πίσω ή ολό­ γυρα τά μάτια του, γιά νά τον άναζητήση. Καί ξαφνικά, ή χαράδρα ε­ κείνη φαίνεται νά τελειώνη μερικές δεκάβες μέτρα μπρο­ στά του, πού υψώνεται ένας τεράστιος καί πανύψηλος βρά χινος τοίχος, γεμάτος αναρρι­ χητικά Φυτςτώς άττάν%

—«'—Μ

«

φογίζει νά Φσίν'έτο:ι κάποιρ


Γ •""’Β-!*·

ΐ§ ΙΜ*αμϊμ© IIλόί

άμυδρά φώς, ττού 8σ© τ8 άγό

$©, πώς έξοοκαλουθει νά είναι ύπνωτισμένόξ, ή ώμορφιά έδώ

ρι προχωρεί>Ατ6σο δυναμώνει. Ή βοή του ποταμού σιγάνεύει και ολό κάί Απομακρύ­ νεται σήμάδι πώς τό υποχθό νιο ρεύμα* εχει Ακολουθήσει κάποιον άλλο δρόμο^ Απ3 αυ­ τόν ίτού ακολουθεί το Έλληνό πόυλο. Φτάνει σέ μια πελώρια, φω τισμένη στοά, σκαμμένη μέσα στον βράχον 'Κάνεΐς δεν μπορεί να πη Από που φτάνε Γ εκείνο τό υπέ­ ροχο γαλάζιο φώς, γιατί που θενα δεν φαίΙνεται κανένα κομ­ μάτι του ουρανού. Περνάει κι3 αυτή τη στοά και φτάνει- στήΐν άλλη άκρη της. ^ Βρίσκεται μπροστά σέ τρεις μεγάλες θολωτές πύλες.; "Αδίστακτα μπαίνει σέ μιά α­ πό αυτές, σάν νά ξέ'ρη πολύ καλά Από πριν πού πρέπει νά πάη. ^ Τό φώς δυναμώνει. Ή μουσική έχει γίνει- κι’ αυτή τόσο δυνατή, πού λές κι3 αντηχεί από κάποια με­ γάλη Αόρατη ορχήστρα, κρυμ μένη έκεΐ μέσα. Τό Αγόρι ^βρίόκεται μπρο­ στά σέ μιά άλλη θολωτή πόρ τα, πού αυτή τή φορά είναι σκεπασμένη μέ .μιά βαρειά, βελουδένια ^κουρτίνα. Προχωρεί πάλι αδίστακτα ρός αύτή. Παραμερίζει την κουρτίνα μ’ ένα κίνηίμα του χεριού του οΑ μπαίνει^ μίέσα. Τότε στέκει- και κυττάζει λόγυρα, σάν μαγεμένος. Μ* όλο πού είναι όλοψάνε-

II

μέσα είναι τόσο Απίστευτη, τόσο Ανυπέρβλητη πού για ,μια στιγμή τά μάτια τΟυ γε^ μίζουν Απέραντο θαυμασμό καί κυττάζουν εκστατικά ολό­ γυρα... -Βρίσκεται σέ μιά Απέραν­ τη σπηλιά», τόσο- μεγάλη, πού κανείς δέν θά μπορούσε νά πιστέίψηι στήν όπαρξί της. ΐΠοαόψηλάι καί υποβλητι­ κοί, μεγαλόπρεποι ^θόλοι, τή σκεπάζουν κι3 όλουθε υπάρ­ χουν παρτέρια μέ ονειρώδη λουλούδια, δέντρα μέ υπέρο­ χα φρούτα, λι-μνούλες μέ συν τριιβάνια καί Αναπαυτικά κα θίσματα, σκεπασμένα μέ κά τι σπάνια γουναρικά. Ή Αόρατη μουσική έχει γί νει πάλι Απαλή καί γλυκεία κι3 ανακατεύεται τώρα μέ κά τι υπέροχες λεπτές, φωνουλες σαν νά είναι- κρυμμένη ανάμε­ σα στά λουλούδια, κάποια χο ριώδία από μικρούς αγγέλους του Παραδείσου. "Ανάμεσα σ3 όλα αυτά, ό Πέτρος Ακούει κι3 ένα από­ μακρο, κρυστάλλινο, γυναι­ κείο γέλιο. Κυττάζει μιά στιγμή προς τό- μέρος Απ" όπου Ακούστη­ κε Αλλα δέν μπορεί νά διακρίΐνη τίποτε. Προχωρεί τότε πάλι Ανάμε­ σα στά λουλούδια. Μέ δυσκολία κρατιέται· ότά πόδια του. ' Τό ^δυνατό άρωμά τών λουλουδιών, κοντεύει νά τον Ατο­ κοι μίση...

.

Και τέλος στέκεται για μιά


φόρά οοκόμά, κεραυνοβολημέ­ νος... Καθώς παραμερίζει κάτι ΙΤελώριους^ κάτασπρους κρί­ νους, βλέπει μια απίστευτη εικόνα: Μια γυναίκα στέκει έκεΐ εμ πρός του, που έχει γυρισμένη την πλάτη πρός τό μέρος του. Είναι ντυμένη <μ’ έναν ολό­ ισιο πράσινο χιτώνα καί τα πλούσια μαλλιά της είναι δε­ μένα μέ μια χρυσή κορδέλλα. Στέκεται άκίνητη μπρος σ’ ένοο/ πελώριο καθρέφτη μέ ο­ λόχρυση κορνίζα καί κυττάζει μέσα μέ βαθειά πρσσήλωσι. Ό Πέτρος μηχανικά κάνει μερικά βήματα ακόμα καί πάει καί στέκεται δίπλα της. "Αλλες φορές θά γούρλωνε τά μάτια άπ’ την έκπληξη βλέποντας την εί'κόνα πού πα ,οθυσιάζεται μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη. Τώρα όμως σέν φαίνεται νά δίίνη την παραμι­ κρή σημασί'α γι’ αυτήν, Δέν βλέπει τό πρόσωπό του στο κρύσταλλο, όπως θά συνέβαινε μέ όποιονδήποτε άλλον καθρέφτη. Ούτε τό πρό σωπο έκείνης τής άγνωστης καί μυστηΐριώδους γυναίκας. Βλέπει μόνο μια μεγάλη κι’ άφρτσμένη θάλασσα καί πάνω στ’ αγριεμένο της κύ­ μα, ένα μεγάλο πλεούμενο, πού προχωρεί μέ απλωμένα τά πανιά. Κι’ ή γυναίκα, σαν νά αντί λα μ β άνετα ι μόλις εκείνη τή στιγμή την παρουσία του, γυ ρίζει καί τον κυττάζει χωρίς την παραμικρόαερη έκπληξι καί τοϋ χαμογελάει μ’ ένα ύ­

πουλο χαμόγελο. —- Καλώς ώρισες, ξένε!, του λέει καί θαρρείς πώς^ ή φωνή της, εΐνάι ένα κομμάτι από τη μουσική που άκουγετα ι ολόγυρα. Κι’ 6 Πέτρος ανοίγει τό στόμα του καί μουρμουρίζει ασυγκίνητος, σαν νά μή συμβαίνη τίποτα καί σάν νάχη συνάντηση κάποιο πρόσωπο, που τό βλέπει κάθε μέρα: — Χαΐρε, Κίρκη! Ό Σάμ.... καί τό γοορουνάκ ι __ [ Α’ ΕΧΟΜΕ ξεχάσει^ τον κακομοίρη τον Σάμ Σάμσον. Τό κωμικό άγόρι λοιπόν, φεύγοντας κοντά από τον α­ γαπημένο του φίλο, προχω­ ρεί χωρίς νάχη την παραμι­ κρή ιδέα γιά που1 πηγαίνει και που βρίσκεται. Μπερδεύεται μέσ’ στά υ­ πέροχα λουλούδια εκείνου του Παραδείσου καί* περπατάει πάντα μέ τέτοιον τρόπο,^που δείχνει πώς είναι κι’ αυτός υ­ πνωτισμένος. Σ’ αυτόν μάλιστα άποδε.κνύεται περισσότερο αυτό τό πράγμα, γιατί ενώ βαδίζει ο­ λόκληρες ώρες, ούτε μιά φορά δέν φέρνει στο στόμα του^τά παγούρια του μέ τό γάλα, γιά νά τραβήξη έστω καί μιά νουλιά. Καί ό Σάμ άκσλουθεΐ όλό τελα διαφορετικό... δρομολό­ γιο, άπό κεΐνο που ακολούθη­ σε ό φίλος του.

Κατεβαίνει όλο πρός

τον


Γ

.Κατήφορο και βρίσκεται ύ* έ­ να υπέροχο, καταγάλανο α­ κρογιάλι καί συνεχίζει νά βαδίζη ττλάϊ στή θάλασσα. 2 τό τέλος έκεί πού πηγαί νε , βρίσκει μπροστά ιου^ άραγμένηι μια βαρκούλα. ΕΤνα. δεμένη μ3 ένα κοντό σχοινάκι άπό έναν βράχο. Χωίρις κανένα ν δ.σταγιμο το άγορι καί σάν νά περίμενε πώς θάβρισκε αυτό τό πλεού­ μενο έκεΐ πέρα, οίνε· έναν πή 5ο καί βρίσκεται μέσα. Λύνει τό σχοινί. Παίρνει τό ένα άπό τά δυο κουπιά πού βρίσκονται στη βάρκα καί στ ρίχνοντας μ3 οστό τον βράχο, την κάνη νά κυλήσηι πάνω στο κύμα καί ν3 άπομ.ακρυνθή άπό την ακτή. Κι3 ό Σάμ εΐναι γερός κω­ πηλάτης. "Αρχίζει καί ξεμακραίνει μέ γρήγορες καί δυνατές κουπιές καί μ3 αυτόν τον τρόπο κάνει ολόκληρον τον γύρο ενός α­ κρωτηρίου πού άπλώνεται σάν πελώριο νύχι μες στη θά­ λασσα. Πηγαίνει άττό την άλλη με­ ριά του. Φτάνει στη στεριά πάλι. Όδιηιγεΐ τη βάρκα του μέ­ σα σ3 ένα μικρό φυσικό λιμανάκι, περικυκλωιμένο άπό βρά Χία. χ Τή δένει πάλι σ3 ένα άπ9 αυτά μέ τό σχοινάκι της, α­ φήνει τά κουπιά στη θέσι τους καί1 πηδάει στην άκτή. Κι·3 άπό τούτη την πλευρά του νησιού υπάρχει όργιαστι κή βλάστησι καί τρεχούμενα νερά.

Αέν υπάρχουν ομως} λουλού δια καί δέν υπάρχει ^ εκείνη ή υπέροχη ευωδιά ^πού σε ζά­ λιζε καί σέ μεθούσε στο προ ηγούμενο τμήμα του. 3ίΕΐδώ όλη ή βλάστησι εΐναι σκέτη πρασινάδα, σάν νά προ κειται γιά βοσκότοπο. Όσο γιά τά νερά, δεν εί­ ναι γαλάζια καί πεντακάθα­ ρα αλλά σχηματίζουν σέ διά­ φορες μεριές λιιμνουλες καί καταλήγουν σέ^ μιά μαύρη καί βρώμικη λάσπη. Κι3 όσο καί γιά άρωμα υ­ πάρχει καί πολύ στον άέρα αλλά εΐναι βαρύ καί δυσάρε­ στο, πού αναγκάζει τον Σάμ νά κάνη άσχημες γκριμάτσες. — Τι στην ευχή! Σέ χοίρο στάσιο έπεσα; μουομουρίζει μηχανικά μέσ3 άπ9 τά δόντια του τό κώμικό άγορι μέ γουρ λωμένα μάτια, πού τά γυρίζει ολόγυρα, προσπαθώντας του κάκου ν3 άνακαλυψη κανένα γουρουνάκι. Φαίνεται ολοκάθαρα πως μέσα σέ μιά στιιγμή έχει πάψει νάναι υπνωτισμένος κι9 έ­ χει ξαναβρή τον εαυτό του. Πρώτη1 του δουλειά είναι νά γλείψη τά ξεραμένα ^ χείλια του καί νά τραβήίξη τό ένα ά­ πό τά δυο παγούρια του καί νά τό φέρη στο στόμα. '3ΑφσΟ κοντεύει νά τό άτ δε ι άσ ηι ολόκληρο μ ονορουφ ι άπό τή δΐίφα του, τελειώνει καμμιά φορά νά πίνη, σκουπί ζει κατά τή συνήθειά του τά χείλια του μέ την άνάστρο φη τής παλάμης του, κρεμάει τό παγούρι στη θέσι του καί


α

ΤΟ ΐΗΤΑΜΒΝό ΒΕΛΟ*

ξανακυττάζει έρευνητικά Ινα

ται πώς ή άπουσίσ του φΓλΡϋ

γύρο. , του, ίσως νά κρύβη κάποιον “ Τί έγινε άυτό§ ό Πήτ,ρ. κίνδυνό για τή ζωή του. μουρμουρίζει παράξενεμένος. ι"? ■“ Εΐνάι απίστευτο, πού Καί πώς βρέθηκα εγώ σ’ αυ­ δέν μπορώ νά θυμηθώ πώς τό τ© μέρος μονός μου; Θυ­ βρέθηκα έδώ πέρα!, ^μουγγρίμάμαι πολύ καλά ττώς είχαμε ζει θυμωμένος. Κι3 είναι τέρα βγή κι·9 οι δυο μαζί σ3 ένα άλ­ τώδες πού δέν ξέρω πώς χω­ λο σηίμεΐο του νησιού, πού δ'έν ρίσαμε μέ τον Πήτ! Τό τε­ έμόιαζε καθόλου1 με τούτο καί λευταίο πού θυμάμαι, είναι που... δέν είχε τέτοιου είδους οτι περπατούσαμε πλάϊ-πλάϊ εύωΐδιά! Κι9 άκόμη θυμάμαι καί τού έλεγα γιά κείνη τη πώς εκεί πέρα ήταν ψήλωμα, 1 μουσική πού άκουγόταν στον ένώ έδώ βρίσκομαι στην πα­ | αέρα... 3Αλλά... ιΠοΰ είναι ραλία ! ' πια ή μουσική; Σ ταυροκοπ ιέτα ι. ' Στήνει τ3 αύτί του αλλά — Δέν θάμαστε μέ τά κα­ δέν ακούει τίποτα. λά μας!„ ψελλίζει. Τί του ήρ­ — Θά μού στρίψη τελειωτι θε κι9 έφυγε από κοντά μου; κά καί οριστικά!, δηλώνει Δεν είπαμε πώς θά περάσωστον εαυτό ^του. Τέτοιο πρά­ με μαζί1 τό Σαββατοκύριακο; γμα δίέν μού έχει ξανασυμβή Δέν είν’ εντάξει! Θά του κά­ άλλη φορά ως τά τώρα! 3Άν νω φριχτά παράπονα! δέν είχα καί τά παγούρια γε­ Σωίπαίνει πάλι καί ξύνει μέ μάτα μέ γάλα στη ζώνη μου, αμηχανία τό· κούτελό του. θά ορκιζόμουν πώς μέ πήρε — Γ ιά στάσου όμως, μονο κανένας δυνατός δέρας καί λογεΐ πάλι. 3Αφού βρίσκομα· μέ πέταξε έδώ πέρα! 3Αλλά σέ άλλο σημείο του νησιού, πάνε κι3 αυτά τόσα κιλά!... θά πή πώς δέν έφυγε εκείνος — Δέν σ3 έφερε ό αέρας, άίπό κοντά μου αλλά έφυγα Σ άμ ! 5 Ηρθες μόνος σου! εγω! Π ερπατώντας! Κυττάζει άλλη μιά φορά "Ανατινάζεται. παραίξενεμένος γύρω του. Γίνεται κατάχλώμος από λ ^3Αλλά πώς βρέθηκα ε­ την έκπληιξι. δώ πέρα; αναρωτιέται φωνα­ Ή φωνή πού τού έχει πή χτά. Δέν Θυμάμαι νά περπά­ αυτά τά λόγια είναι παράξε­ τησα καθόλου! νη καί λεπτή αλλά δσο κι3 αν Ξαφνικά ή ανησυχία τρυπώ στρέφη τό βλέμμα του όλόγυ νει στην καρδιά του. ρα, δέν βλέπει πουθενά ψυχή "Αρχίζει νά καταλαβαίνη ζωντανή! πώς κάποιο φοβεοό κι3 άνεξή γητο μυστήριο τον τυλίγει — Ποιος... ποιος μίλησε; καί καθώς τό μυαλό του ξεκα ψελλίζει. Μήπως δέν μίλησε θαρίζει σιγά - σιγά ολοένα κανείς κι3 ήταν ή φαντασία Και περισσότερο άντιλαμβάνε μου;


Γ

Τ© ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

-— "Οχι, Σάμ! Έγώ σου μίλησα! Τώρα είναι κι5 αν εΐναι πού ττάει να παλαβώση. Τα γόνατά του Αρχίζουν νά τρέμουν. [Προσέχοντας περισσότερο βεβαιώνεται πώς κοντά του δεν υπάρχει κανείς, άν εξαί­ ρεσης ένα νεαρό γουρουνάκι, που μασουλάει κάτι φύλλα ττλάϊ του, χώμένο ώς τή μέση μέσα στη λάσπη;. Ετοιμάζεται νά τό βάλη στα πόΙδια κατατρομαγμένος. Αέν εΐναι δειλός άλλα αυτό τό φοβερό μυστήριο έχει γε­ μίσει την ψυχή του με δέος. — Έϊ! Που πας; Στάσου! Έγώ σου μιλάω! Δεν καταλαβαίνεις ντιΐπ πιά; Τα μάτια του Σάμ καρφώ­ νονται πάνω στο γουρουνάκι, τόσο διάπλατα ανοιγμένα, πού λες άπό στιγμή σέ στι­ γμή θά γλυστρήσουν άπό τις κόγχες τους και θά πέσουν απ’ έξω. — Ποιος... ποιος... ποιος έσύ; καταφέρνει νά πή με φο­ βερή ύποψιία. ^ — Έγώ[ Νά: Έγώ!, λέει τό γουρουνάκι και βγάζει τό ένα του ποδάρι μέσα άπό τή λάσπη και τό κουνάει σάν στ>μεΤο άναγνωρίσεως προς τό μέρος του σαστισμένου —ή καλύτερα του μαρμαρωμένου Άμερικανόπουλου. -— Έσύ!, ψελλίζει ίδρωμε­ νός. Τό... τό γουρούνι;

33

-— ΝαίΙ, γιατί; Κακό εΐναι; — Μι.,, μιλάς σάν άνθρωπος; — Μιλάω μάλιστα! — Πώς... πώς τά καταφέρ νεις; — Πήγα στο σχολείο! Κι* έσύ ϋκεΐ δέν έμαθες νά μιλάς; — "Οχι! Μου... ^ μουμαθε ή μαμά μου!, λέει ό Σάμ έ­ τοιμος νά λιποθυμίση. — Τ* 5 Αμερικάνικα σου μά­ θε ή μαμά σου!, λέει τό γου­ ρουνάκι... γελώντας. Τά Γαλ­ λικά δμως; Που τάμαθες; — Στο·., στο σχολείο! — Νά. Βλέπεις; Τί σου λέω; ΚΓ έμενα μ* έμαθε ή μα μά μου γουρουνίσια καί μετά πήγα στο σχολείο κΓ έμαθα καί1 τ* άνθρωπινά! Νόμισες πώς έσύ εΐσαι πιο έξυπνος,, πού έμαθες Γαλλικά; — Μά... μά έγώ δεν είμαι γουρούνι! — "Άν τό λές αλήθεια, άποτελεΤς έξαίρεσι! Γιατι οΙ άνθρωποι έχουν άρχίσει νά σπανίζουν στήν έποχή μας! "Άν έξακολουθήση έτσι τό πράγμα, σέ λίγα χρόνια άκόμα, θά πρέπει νά βγή κανείς μέ τό φανάρι, νά ψάξη νά βρή κανέναν άνθρωπο! — Θά... θά βγή ό Διογέ­ νης!, άποκρίνεται ό Σάμ πού τάχει πιά εντελώς χαμένα. —- Νά! Βλέπεις πού σου τάλεγα; κάνει τό γουρουνάκι Θριαμβευτικά. Γ. ΜΑΡΜΑΡ1ΔΗΣ

I Ε Α Ο I


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ

Κ Υ Κ Λ Ο ΦΟΡΕ I

ΒΙΒΛΙΑ

ΚΑΘΕ

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΠΕΜΠΤΗ

"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — *Αρ. τεύχους 7 — Δραχ. 2 Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 (εντός τής στοάς) Τηλ. 28-983 Δημοσ ιογραΐφ; κσς Δ) ντής: Σ. Άνεμοδουράς. Στρ. Πλοστήρα 2:1 Ν. Σμύρνη. Οιί'κιονοιμιίικιος Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προίστ. τυττογιρ.: Α. Χατζηβσσιιλείσυ, Τατ ασυλιών 1 9 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ιΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ΆΟηναι : Σύνδρομα! έσωτερι.κού: Έτησία.................. δραχ. 100 *Εξάμηινος .......... » 55I I

Σύνδρομα! έξωτερικού: Έτησιία .... ΔολΙλάρια 4 * Εξάμηνο ς .......... 5. 2

I

0

\

ΣΤΟ ΕΠΌΜΕΝΟ:

Γέλια ακράτητα αλλά μαζί και μυστήριο και αγωνία. Τό ττιό γοργό σέ δράσι άπ5 όλα τά μέχρι σήμερα βιβλία τού «Βέλους». Τό ττιό γεμάτο μέ περιπέτειες αφάντα­ στες! Τό ττιό απίστευτο σέ εκπλήξεις! Και στό τέλος Ο­ λες οί εξηγήσεις των μυστηρίων, που δεν αποτελούν κα­ νένα. .. μύστηο ιο !

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ



Ο

Λ^νΚΟΣ *Ρ0Κ04£/ ΑΟΙ

ΚΑΛΓΟΝΤΑΙ ΑλΓΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑ ΚΡΟ' Λ0Υ71Ι 97/9ΜΕ/ ΚΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΗ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ 7ΕΡΑΧ7/0Υ Α171Ρ0Υ Μ ΡΟΗΟά&Λ 07.. |—■— '776θΑ/Γ6 ΓΚ/ΜΑΑ. 40Λ0Φό*

Λ6 79 ΑΓ Τ71ΘΗΚ9Μ. . ·

ΚΑΙ Ιέ ΛΙΓΟ. .

,

ΑΠ6Π676: ΗΎΤ7Α57έ ΕΧΕΙ! 01 ΚΑΤΟΙΚΟΙ τεττ 3ΡΑΖ9/Γ ΒΙΤΓΑΙ Ο ΓΚΙΜΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΚ0Τ9ΙΕ\ ϋ ΤΑΡΖΑΝ. Ο ΚΑΚΟ* ΤΑ1ΜΛ Α 4ΕΚ ΘΑ ΙΑΟΖΡΙΗ ΑΛΛΟΥΙ ΑΠΟ ΖΑΖ.

ζγΜεκιζετΑί


8

Ο ΣΛΜ... ΗΟΜΤΑΡΟΜΑΧΟΙ!

Μ



Λ

'ΟΓΑΜ

Μεταξύ • · · · Τετραπόδων!

νΓ ΣΑΜ νοιώθει ένα παράξε­ νο μούδιοοσμα στα μέλη του και καταλαβαίνει δτι κινδυ­ νεύει νά τρελλαθή. Δεν είναι και λίγο πράμα δμως, πρέπει νά όμολογησωμε, νά εχη; μπροστά του ένα., γουρουνάκι μισοχωμένο λ στη λάσπη κι* εκείνο νά του μιλάη μέ φωνή ανθρώπινη,! (*) Στην αρχή τό κωμικό Αγό­ ρι έχει μια ελπίδα· πώς αλ’ αυτά δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα και αρχίζει νά τσιμπιέται και ν* άνοιγοκίλέί'νη τά μάτια του και νά χοροπηδάη, αλλά στο τέλος αναγκάζεται νά παραδεχτή, ■(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος: «Ή Κίρκη, ό Σάμ και ... τό γο σρουνάκ ι» ί

ϊίΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

πώς δεν πρόκειται για όνειρό καχ πώς είναι ξύπνος εκατό τοϊς εκατό. Αυτή ή δταπίστωσις, όπως καταλαβαίνει, άντί να τον ήσυχάση τον τρομάζει περισ­ σότερο άκόμα. Τό χρώμα του έχει γίνει σχεδόν σαν του χαρτιού ά­ σπρο. "Οσο για τό γουρουνάκι, τώρα, φαίνεται πώς καταλα­ βαίνει κι5 εκείνο πώς κάτι δεν πηγαίνει καλά μαζί του. — Μά τί έχεις; τον ρω­ τάει μιέ την παράξενη λεπτή Φωναυλα του. Μήπως είσαι άρρωστος; — Έσύ μ5 άρρώστησες !, του άποκρίΐνεται ό Σάμ χω­ ρίς περιστροφές,. Καί όχι μόνο μέ άρρώστησες αλ­ λά όπου νάναι θά μέ τρελλά νης κιόλας. —- Μά γιατί; Έγώ δέν^θέ­ λω τό κακό1 σου! "Ίσα - Τσα που σέ βρίσκω καί πολύ συμ παίθητ ιίκιό! Ξέρε ι ς;... "Έχω τήν ιδέα, πώς εσύ κι3 έγώ... δηλαδή έμεΐς οι δυο μοιάζο­ με! Δέν νομίζεις; — "Όχι! Δέν νομίζω κα­ θόλου!., τσιρίζει ό Σάμ θ'υμώμενος. Δέν νομίζω καθό­ λου - καθόλου! Αυτό μου έ­ λειπε καί νά νόμιζα! Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς σου πέρασε τέτοια τερατώδης ι­ δέα! Τί όμοιότηττα μπορώ νά έχω έγώ μ5 ένα... μ3 ένα... — Πές το!, του λέει τό γουρουνάκι εύθυμα. Γιατί δέν τό λες; — Ν ά.. % Δηλαδή.... Ν ά μ ή νομί'σης πώς θέλω νά σέ προσ

βάλλω1, αλλά του λόγου σου είσαι... είσαι... γουρούνι! αι είπα εγω οχι; Αλ­ λο τούτο πάλι! Γιατί φοβή­ θηκες πώς θά μέ προσβάλης; Κανείς· δέν πρέάει νά πειράζεται όταν τού λένε ακριβώς αυτό πού είναι! Θά μέ έκα­ νες νά θυμώσω πραγματικά, άν μου έλεγες πώς είμαι κά­ τι άλλο καί1 δχ,ι γουρούνι! Κάτι χειρότερο από γουρουν — γιατί τότε θά ήταν σάν νά μ5 έβριζες ή κάτι καλύ­ τερο γιατί τότε θάταν όλοφά νερό πώς θάχες διάθεσι νά μέ κοροΐδέψης! Τού Σάμ τά πόδια έχουν αρχίσει νά λυγίζουν. Α.ίσθάνεται πάρα πολύ ά­ σχημα. Ή τάσις προς λιποθυμία πού έχει έιδώ καί αρκετή ώρα δσο πάει καί γίνεται πιο ι­ σχυρή. -Καταλαβαίνει πώς κινδυ­ νεύει νά σωριαστή κάτιω καί γι’ αυτό, γ:ά νά τό άποφύγη κάθεται μόνος του. Σ3 δλο αυτό τό1 διάστημα τό γουρουνάκι δέν φαίνεται νά δίνη σημασία στην κατάστασι τού Σάμ καί συνεχίζει τή διάλεξί του: — Θά θύμωνα λόγου χάριν άν μ3 έλεγες άλογο ή πάπια ή βεντούζα τής θάλασ ας ή σαλιγκάρι! Θά ήταν ο­ λοφάνερη, κοροϊδία άν μου έ­ λεγες πώς δέν είμαι γουρούνι παρά κανένα μαγικό βοτάνι: 3 Απήγανος, πικ ραγγουρο, χαμο-μήλι ή άνθος τού λωτού! Θά γινόσουν εχθρός μου άν ισχυριζόσουν πώς είμαι σκαν


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ τζόγοι ρος η άσπρος ΤΓον^τικός γι-ΟίΤΪ τον πρώτο τον έχουν ανακατέψει κάκιστα μ5 έμάς τούς..* καθαρόαιμους χοίρους χωρίς νάχη τίποτα τό κοινό μαζί μας κι5 ενώ είναι καί γε­ μάτος μέ βρωμερά άγκάθιαέ3πΐ'Κίνδυνος 'καΐκοποίός ! Καί τον δεύτερο τον ονομάζουν καί «ινδικό χοιρίδιο»! 5Από πού κΓ ώς πού σιέ παρακαλώ; λΕνα ποντικάκι μέ άσπρη γού να, χοιρίδιο! Ασφαλώς στις Ινδίες θά γίνηι πολύ γρήγο­ ρα έπ ανάστ ασ ι ς! Έσ ένα ψ ι λαράκο μου, θά σου άρεσε στά καλά - καθούμενα νά σου πετούσανε κατάμουτρα την προσβολή πώς είσαι άνθρω­ πος; — Τί;... ΤΙ;... Τί;... Τί;..., κάνει ό φουκαράς ό Σάμ καί τά δόντια του έχουν αρχίσει νά χτυπάνε σάν καστανιέτες. — Λέω*. Θά σου άρεσε νά σου πουν πώς είσαι άνθρω­ πος; "Οχ ι, βέιβα ι α! Δεν π ιστεύω γιά σένα πώς έχεις λιγοστά μυαλά μες στο κεφάλ σου! Φαίνεσαι ισορρο­ πημένος αρκετά, γιά νά μή θές νάσαι τίποτα πιο πολύ καί τίποτα πιο λίγο άπό αυ­ τό που είσαι! — Καί τί... τί.,.^ τί1 είμαι; ψελλίζει ό Σάμ καί κρύος ι­ δρώτας άγωνίας κατρακυλάει σ’ όλο του τό^ κορμί. — Το τί είναι ό καθένας μας, τό κανονίζουν οι Θεοί! Ψέματα; Μπορούμε έμεΐς τά πλάσματά τους, νά τούς πάμε κόντρα; Θά είναι σάν νά σηκωθή ξαφνικά ή σανίδα καί νά χτυπήση ατό κεφάλι

τον μαραγκό έπειδή πήγε νά τήν πλανίιση καί νά τής δό­ ση σχήμα! Δέν έχω δίκιο; -—■ Πέ... πέ... πέ... πές μου Τί είμαι, σέ παρακαλώ [, ψι­ θυρίζει τό άγό-ρι σβυσμένα. —■ "Αλλο κι5 αυτό πάλι! "Εχεις αμφιβολίες γιά τό τί •είσια ι; — Πολλές! "Απειρες! Ε­ κατό χιλιάδες! — Εκατό χιλιάδες!, επα­ ναλαμβάνει καί τό γουρουνάκι καί σφυρίζει μέ θαυμασμό. "Αν σου πώ αυτό πού μέ ρω­ τάς, θά τις λιγοστέψουμε κα­ τά μία! Δέν είναι κρίμα νά χαλάσουμε τέτοιο ωραίο, καταστρόγγυλο αριθμό; Εκα­ τό χιλιάδες! λ — "Όχι, θέλω νά ξέρω τί είμαι!, φωνάζει σπαρακτικά ο Σάμ.^ Δέν θέλω τίποτ^άλλο άπό τό νά ξέρω τί είμαι! Πες μου! ^ —· Κ αλά!... Κ αλ ά!... Μην κάνης έτσι! Μπάσα! Σέ βλέ πω εκνευρισμένο καί πολύ φο βάμαι πώς καί νά σού πώ δέν θά μέ π στέψης! "Εχω την έντύπωσι πώς κάτι παράξενο σού έχει περάσει άπό τό μυα λό σου... Γιατί δέν πας νά δής μόνος σου τί εΐσσι, ώ­ στε νά π ι στέψης τουλάχι­ στον εκείνο που θά σού πουν τά μάτια σου; — Νά πάω; Πού νά πάω; —- Νά, σ’ εκείνη τη λιμνού λα είναι ένας καθρέφτης, μέ­ σα σέ ολόχρυση κορνίζα! Πρ νε νά κυττάξης τά μούτρα σου! Δέν είναι καλή ίδέα^ Καί δταν δής, γύρισε νά μοΟ


I ττής κι* έμενα μήπως εχω κά­ νεις,, λάθος, ναι1; ι0 Σάμ κουνάβι τό κεφά­ λι του καταφατικά καί τόση εΐναι ή βιασύνη του καί ή λα χτάρα τής καρδιάς του, πού έτσι δπως κάθεται κάτω, δεν σκέφτεται νά σήκωθή παρά αρχίζει ^νά τρέχη μέ τά τέσσε ρα κατά την τεχνητή λιμνούλα, πού του έχει πή τό γουρ ουνάκ ι. Ή άπόστασι δεν είναι κα­ θόλου μεγάλη, κι* έτσι δέν αρ­ γεί νά φτάση. Κ σπάζει στον καθρέφτη, πού ςχει πραγματικά μιά υ­ πέροχα σκαλισμένη, ολόχρυση κορνίζα καί... άλλοι θώρίζει.

Μέσα άητό τό κρύσταλλο βλέπει νά τον κυττάζη ένα τετράπαχο γουρουνάκι μέ τά ολοστρόγγυλα ματάκια του> τά όποια είναι τά μόνα που κάτι του θυμίζουν από... τον παλιό Σάμ! "Έχει μια μυτερή μακρυά μουσοόδα πού τελειώνει σέ μά στρογγυλή πλσκίτσα μέ δυο τρύπες, πού δέν μπορεί νάναι ^ τίποτ’ άλλο άπό... τά καινούργια του ρουθούνια! Στέκεται μαρμαρωμένος για αρκετής ώρα. Ή καρδιά του έχει παγώ­ σει. Στο τέλος περισσότερο πε θαμένος παρά ζωντανός άπό

’ — Περίεργο λέει, έγινεχ γουροννι;


— Τί γυρεύετε στο κτήμα τού σέρ Χέρμττερτ Ού'Γλκοξ;

την άπσγνωσι στρέφει και ξα ναγυρίζει μέ τά τέσσερα κον­ τά στο «άλλα γουροι/νάκι», πού τον περιμένει -πάντοτε στην ίδια ΘΙέσι, μισοχωμένο μέσα στη λάσπη του. λ-— Λοττόν; τον ρωτάει έκεΐνο. Μπορείς νά μοϋ πής άν ξέρης τώρα πιά, τι είσαι; — ΕΤ... εΐ... είμαι γουρουνάκι!, ψελλίζει ό Σάμ μέ ειλικρίνεια. — Κι3 εγώ!, του λέει έκεΐνο ζωηρά. Θές νά γίνομε φίλοι; Θά σ3 άφήσω νά καθή σης και στη λάσπη μου! ^ — Φίλοι γινόμαστε!, του λέει ό Σάμ πού έχει άρχί'σει πια νά το παίρνη κάπως φι-

λοσοφικώτερα το πράγμα. Γιά νά καθήσω δμως στη λάσπη σου δμως δχι. Προ­ τιμώ νά μείνω εδώ πάνω στά χορταράκια στην όχθη,... ~έρεις, κι3 άπδ τον καιρό πού ήμουν... δηλαδή ήμουν... Τέ­ λος πάντων! Γεγονός είναι πώς έχω μιά^άδυναμία πες ή δπως άλλοιώς θέλεις όνομα σέ την μέ την καθαριότητα! — Καθαριότητα!, κάνει τό ... κανονικό γουρουνάκι μέσ3 από τη λάσπη του. *Ω, Θεοί! Τι άναξιοπρέπεια! Καλέ πώς αντέχεις νά είσαι καθαρός; Δεν... δεν συχαίνεσαι; Άλλα ... άφου συμφωνήσαμε νά γί­ νω με φίλοι δέν πρέπει νά σου


ΤΟ ΙΠΤΑΜί μιλάω Ιτατι! Είμαι υτταχρεωμ; νο νοί σ’ άγαπάω με τά πώματά σου1! Αλήθεια πώς οχ λένε; — Σάμ; Χί χί χί! Πρώτη •μου φορά ακούω τέτοιο όνο­ μα στον κύκλο μας! Θά ψανή πολύ άστεΐο καί στά άλλα γνωστά μας γουρουνάκια που κατοικούν στις γειτονικές λα-* σπολα,·κ)κσ06ες! «Σ άμ - ΣάμΣάμ!» Σάν νά μασουλάς τρι φύλλι εΐναι, όταν τό λες συ­ νέχεια ! — "Εσένα πώς σέ λένε; ρωτάει τό κωμικό αγόρι έκνευ ρ;σ μένο. — Π Ογκο-! Και ό Σάμ κι" ό ΠίΙγκο αρ­ χίζουν γιά πολλή ώρα άκόμη ■τη συζήτησί τους αλλά εί­ ναι καιρός νά ίδουμε τι έχει απογίνει και ό Πέτρος τό άτρό μητο Ελληνόπουλο· πού μέ τη βοήθεια τής μηχανής πού ταξ'δεύει στον Χρόνο, έχει βρεθή μέσα σέ μά μυθική σπη λά τής Μάγισσας Κίρκης...

Τό νησί των θαυμάτων ΠίΕΙ ΡΟΣ φθάνει πολύ άρ Υστερα στή σπηλιά τής Κίρ­ κης άπό τήν ώρα πού ό αγα­ πημένος του σύντροφος ό Σάμ έψίθασε στή... λοσπολακκούβα του Πίγκο γιατί αυτός περίπλανήθηκε ώρες ολόκληρες μέσα στο κατάφυτο νησί καί προχωρούσε όπως είδαμε σι­ γά - σιγά σαν μεθυσμένος, μέσα σ5 εκείνη τή χαράδρα,

μέ τήν άγριά, ύττοβλητική ό•μορφιά. "Όπως ξέρουμε στάθηκε πλάϊ της, τήν ώρα πού κυττοΟσε σ’ έκεΐνό τον πελώριό μαγικά καθρέφτη καί τής εί­ πε: — Χαΐρε Κίρκη! ■ Ή θρυλική μάγισσα πού ή Ιστορία λέει πώς μάγεψε τούς συντρόφους του βασιλιά τής Ιθάκης, του πανούργου Όίδυσσέα καί τους έκανε γου ρουνάκια καί πώς μάγεψε κι5 αυτόν τον ίδιο, άτρόμητο καί πολυμήχανο άνδρα καί τον κράτησε καιρό στο νησί της, αιχμάλωτο τών θέλγητρων της δείχνει έκπληξι στά λόγια αυτά του άγοριοΟ καί παρα­ τηρεί τον Πέτρο ανήσυχη κά νόντας ένα βήμα προς τά πί­ σω. ■— Κίρκη!, ψελλίζει μόνη της. Πώς ξέρεις τ" όνομά μου; Ή φήμη, σου έχει άπλω στά πέρατα τού κόσμου!, αποκρίνεται μηχανικά τό λυ­ γερόκορμο αγόρι. Κανείς δεν υπάρχει πού νά μην ξέρη τ’ όνομά σου σ’ ολόκληρη τη γή! *— Τά παραλές !, κάνει θυ μωμένη. Νομίζω· πώς μέ πειράζεις !... Ναί'! Μέ ·κ ο ρ οϊδεύεις, νεαρέ μου! Αυτό είναι!... Δέν έχεις ζαλιστή αρκετά α­ πό τά αρώματα καί τή μου­ σική... καί... καί είσαι καί πολύ νέος, γιά νά ζαλιστής όσο πρέπει άπό μένα!... Χτυπάει τά χέρια της μέ θυμό κι" αυτό κάνει τον Πέ­ τρο νά τιναχτή παραξενεμένος


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ καί ν* άνοιξη· διάπλατα τά μά τια ταυ. *Ηταν πραγματικά υπνωτι­ σμένος τόση, ώρα, δμως τώ­ ρα μέ τις φωνές της Κίρκης και μ" έκεΐνο το χτύπημα των χεριών· της, μπρος τά μάτια του, δλη,< ή μαγεία έφυγε πά­ νω άπό τά βλέφαρά του και την κυττάζει σάν νά την βλέπη· γ:ά πρώτη φορά. Τά γουρλωιμένα μάτια του περιεργάζονται ολόγυρα την εκπληκτική εκείνη: κι5 άπέραντη σπηλιά μέσα στην οποία βρί'σκετα ι. Βλέπει τον τεράστιο κα­ θρέφτη και1 μέσα σ’ αυτόν δεν καθρεφτίζεται ό ίδιος κι5 ή Κίρκη, παρά έκεΐνο το ιστιο­ φόρο πού παραδέρνει πάνω στ5 άγριεμένα κύματα. ΐΓιά πρώτη φορά συλλογί­ ζεται τά λόγια της και κα­ ταλαβαίνει άπ’ αυτά πώς ή γυναίκα εκείνη ώς τώρα κρα­ τούσε αιχμάλωτη; τη σκέψα του μέ διάφορα τεχνάσματα πού άνάμεσά τους ήταν κι5 έκεΐνα τά μεθυστικά αρώματα πού ευωδίαζαν ολόκληρο το νησί καθώς καί ή γλυκεία μου σική πού πλανιώταν ανάλα­ φρα στον αέρα. Τρέχει σ’ ένα άπό κείνα τά συν'τρ ιβάνια πού βρίσκοντα ι, έκεΐ μέσα καί βάζει τό κε­ φάλι του κάτω· άπό τό παγω­ μένο τρεχούμενο νερό. 5 Α μ έσω ς αίαθάν ετ α ι πολύ καλύτερα. Εΐν α ι άποφαα ι σ μ έν ο ς νά μην άφήίση τη φοβερή εκείνη γυναίκα, νά τον μαγέ'ψη άλ­ λη Φορά.

Καθώς τη βλέπει νάρχεται κοντά του χαμογελώντας, άποφεύγει νά την κυττάξη στά μάτια-. Τό μυαλό του έχει ξεκα­ θαρίσει, φτερουγίζει σάν σ­ ατράπη στον αγαπημένο του φίλο πού δέν είναι πια κοντά του. 3Αλλά κι* ή Κίρκη δείχνει πολύ παράξενεμένη κι3 ακό­ μα καί κάπως φοβισμένη με τό ατρόμητο· Ελληνόπουλο. Τό δτ; τη φ/ώναξε μέ τ3 δνομά της, ενώ ποτέ δέν τον είδε άλλη φορά στη ζωή της τά αλλόκοτα λόγια πού της είπε για τον εαυτό της την έχουν άοήσει κατάπληκτη-. —Πες μου!, του λέει πα ρακαλεστά. Πες μου πώς ξέ­ ρεις τόσα πράγματα για μέ­ να! — Πες μου πρώτα εσύ τι έκανες τον φίλο μου!, άποκ οίνε τα ι ό Πέτρος μέ θυμό. 3ΛΑν τον έχης πειράξει αλλοί­ μονο σου! Της Κίρκης τά μάτια πε­ τουν φωτιές. — Κανείς δέν μπορεί νά μέ άπειλήση εδώ μέσα!, φω­ νάζει υστερικά. Τ3 άκους νεα •ρέ μου; Αυτό εδώ είναι τό νη­ σί μου καί τό βασιλέα μου κι3 δ,τι πώ έγώ γίνεται απ’ άκρη σ3 άκρη του! Μπορώ νά σέ μεταμορφώσω σέ γου ΟΌυνάκι αυτή· τη στιγμή, άν δέν γίνης λογ'κός, δπως με­ ταμόρφωσα καί τον φίλο σου πού λές! Ό Πέτρος νοιώθει ένα ε­ λαφρό σφίξιμο στο στήθος, αλλά δέν τό φανερώνει.


10

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Δέν σέ φοβάμαι Κίρ­ κη!, τής λέει ήρεμα και ^ χα­ μογελώντας άλλα άποφεύγον τας πάντα να την κυττάξη στα μάτια, επειδή ξέρει πώς ή γυναίκα αυτή, πρέπει να διαθέτη μια τρομακτική ^δό­ να μι θελήσεως και μπορεί νά τον υπνωτίση. Μπορεί νά βρίσκεσαι στο βασίλειό σου δπως λες μά άν 0ές νά σου δώσο> μιά συμβουλή, πρέπει εσύ νά φοβάσαι εμένα! Μπο­ ρώ νά εξαφανιστώ μπροστά από τά μάτια σου καί νά γί νω ένα μέ τον αέρα! Μπορώ νά έμφανισθώ με τόν^ ίδιο τρόπο κάπου άλλου, που δεν 6ά τό περιμένης! Μπορώ νά βάλω μιά μαύρη σκόνη σέ

κάποια κουψάλα του βράχου καί νά τινάξω στον άέρα ολό­ κληρη τή σπηλιά σου μαζί μέ τά μαγικά σου σύνεργα καί μαζί μ3 εσένα! Ή Κίρκη τον κυττάζει μέ φόιβο καί μ3 άμφιβολίσ. Τό Ελληνόπουλο ξαναρωτάει: — Πού είναι ό σύντροφός μου; 3 Αν χρειάζεται βοήθεια, πές το γρήγορα! Ή άσύγκριτα ώμορφή γυ­ ναίκα γελάει. -— Παραλίγο νά μέ φο­ βίσης!, λέει. Δέν πιστεύω σ3 δσα λές! "Αν ^ εΐν3 άλήθεια, πώς μπορείς νά γίνεσαι ένα μέ τον άέρα, κάνε το αυτή τή στιγμή για νά μέ βεβαίωσης!

Τον σέρνουν στην πίστα τών κονταρομαχιών.


?

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟ2

Αυό - τρία μέτρα τούς χωρίζουν...

"Ολα αυτά πού λες πώς μπορ·εΐς νά κάνης, είναι καλά γιά νά τρομάξης τούς κοινούς θνη τούς και όχι έμενα πού είμαι ή μισή άνθρωπος και ή μίση Θεά! — ΕΤσαι ολόκληρη ανόη­ τη!, αποκρίνεται τό αγόρι, σαρκαστικά. Δεν καταλαβαί­ νεις λοιπόν, πώς δεν έχεις μπροστά σου κανόναν από τούς βλάκες πού έχεις μάθει νά^ κοροΐδεύης; "Ολες οΐ μα­ γείες σου είναι διάφορα τε­ χνάσματα κόλπα με τά όποΐα ξεγελάς τούς αφελείς. Κι* ού­ τε εγώ σου είπα πώς είμαι μάγος γιά νά μπορώ νά έξαφανίζωμαι καί νά φανερώνο­ μαι όπου θέλω... Κι5 εγώ μέ

11

\ τεχνικά μέσα τό κατορθώνω.. Και ή σκόνη πού σου λέω, πού μπορεί νά τινάξη στον αέρα ολόκληρο τό νησί δεν είναι καμμιά μαγεία αλλά μιά ύλη, πού δεν την έχουν βρη ακόμα οί άλλοι άνθρωποι.... Δεν έχεις τή δύναμι νά μ·εταμορφώσης κανόναν σε γου­ ρούνι, όπως λες! Κάποιο κόλ­ πο μεταχειρίζεσαι καί κάνεις τούς αφελείς νά τό πιστεύ­ ουν!... "Ολα όσα έχεις εδώ μέσα, είναι τέτοια κόλπα γιά νά μπερδεύης αυτούς πού μπαίνουν καί νά πιστεύουν πώς .εΤσαι' κάτι παραπάνω α­ πό κοινή θνητή! Νά: Λόγου χάρι ό περίφημος αυτός κα­ θρέφτης σου! Είναι μαγικός


καθρέφτης δέν εΐναι έτσι; Ή Κίρκη γίνεται κατάχλωμη: μέσα σέ μιά στιγμή και χάνει δλη της την αύτοπεποί θηοι. — Μάλιστα!, μουρμουρί­ ζει. Γιατίί; Τϊ έχει ό καθρέ­ φτης μου, που δέν σ5 άρέσει; Ό Πέτρος γελάει. -—- Μην τρομάζης!, τής λέει. Σου ύ π οσ χάθηκα πώς δέν θά σου κάνω κακό καί πώς δέν θά μιλήσω σέ κανένα για όλ" αυτά τά τεχνάσματα σου! "Αν τόκανα, θά κινδύνευα νά χαλάσω τον πιο ώμορφο θρύ λο πού γεννήθηκε ανάμεσα, στους αιώνες! Λοιπόν: "Έ­ χεις βάλει αυτή τήν έπιάλητι κή κορνίζα γιά νά βεβαιώνε­ ται άλλος που το· βλέπει, πώς εΐναι καθρέφτης... "Έχει καί τό κρύσταλλο στή μέση αλλά τό κρύσταλλο αυτό εΐ­ ναι ένα κοινό' διάφανο γυαλί μέ ελαφρό κίτρινο χρώμα!... Τό γυαλί αυτό εΐναι εφαρμο­ σμένο σέ μιά τρύπα πού έ­ χεις σκάψει πάνω στο λεπτό τοίχωμα τού βράχου τής σπη λιάς σου... Δέν έχει παρά νά κυττάζη κανείς μέσα καί νά βλέΤτη, ο,τι υπάρχει από πίσω μόνο πού τό βλέπει μέσα από τήν αχνή κιτρινωπή διάθλασι καί τό περνάει γά ψεύ­ τικο καί γιά ονειρευτό! "Ε­ τούτη ή θάλασσα είναι ή αλη­ θινή θάλασσα πού περικυκλώ νετ τό νησί σου κι5 αυτό τό καράβι πού έρχεται ή πού φεύγει παλεύει στ" αλήθεια, πάνω* στά κύματά της!... Ή Κίρκη πέφτει απογοη­

τευμένη; σέ μιά βαθειά πολυ­ θρόνα. — ^ΓΤολύ καλά, λέει. Δέν μπορώ νά σέ ξεγελάσω!.... Ή μοίρα φάνηκε πολύ σκληρή μαζί μου, τον τελευταίο και­ ρό. Μετά από κείνον, πού τον έστειλε μόνο γιά νά ζήσω μα ζί, του ένα μικρό όνειρο ευτυ­ χίας καί φεύγοντας νά μ" άφήση δυστυχισμένη στέλνει τώρα κι" εσένα γιά νά μου ρε ζιλέψης όλες μου τις μαγείες πού μέ τόσα χρόνια ιδρώτα κατάφερα νά σκηνοθετήσω! „ — Δέν πρόκειται νά πώ τίποτα σέ κανέναν, τής λέει ό Πέτρος καί πηγαίνει κοντά της. Πες μου Κίρκη! «Εκεί­ νος» πού λές βρίσκεται μέσα σ" αυτό τό καράβι πού φεύ­ γει; — Ναι... Καί τά μάτια της καρφώ­ νονται μέ σπαραγμό πάνω στο πλεούμενο, πού μάχεται· μέ τις μανιασμένες κορφές των θεώρατων κυμάτων. -— Παρακαλώ ώρες τόν Π ο σειδώνα νά βαυλιάξη τό κα­ ράβι του, καί νά πετάξη τόν ίδιο αναίσθητο στήν άκρογια λ ι ά του νησ ι ου μ ου!... Τότε πια θά ναι γιά πάντα δικός μου κ" όπως δέν θάχη κοντά του εκείνους τούς ηλίθιους συντρό φους του, δέν θά τόν ένδιαφέρη πιά, νά ξαναγυρίση στήν πατρίδα του καί δέν θάχη κα­ νέναν λόγο νά βέλη νά φύγη άπ" αυτό τό παραδεισένιο νη σι... — Δέν έχεις; δίκιο, Κίρκη αποκρίνεται^ σοβαρά ό Πέ­ τρος. Ό Όδυσσέας θά γυρί-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ση στην Ιθάκη, ολομόναχος! Χωρίς κανέναν σύντροφο! Ή μυθική «μάγισσα» τινά ζετακ όρθια μέ τά μάτα γουρ Χωμένα. — Που ξέρεις για τον Ό,δ'υσσέα; φωνάζει μέ τρόμο. Που ξέρεις καν πώς τον έλε­ γαν Όίδυσσέα καί πού τό ξέρεις πώς θά φτάση^ στην πατρίδα του και θά ψτάση ο­ λομόναχος; Πού τά ξέρεκ; 6λ" αυτά; Μήπως είσαι κανέ­ νας άπό τούς "Ολύμπιους Θε­ ούς κι5 ήρθες νά μέ τιμωρήσης γ:ά τις αμαρτίες μου καί γιά τά τεχνάσματα μου; Δεν τακανα γιά^νά κλέψω την ^δό­ ξα των Θεών σου τ" ορκίζο­ μαι ! Θέλησα μόνο νά διασκε­ δάσω την πλήξη μου, καθώς ζοΟσα ολομόναχη εδώ πέρα, μέ μερικές σκλάβες... Καί ή έξήγησις των θαυμάτων 0 ιΠ ΕΤ Ρ·0Σ

χαμογελάει. ^

Έκειίνηι πού έχει κάνει τούς πάντες νά πιστέψουν πώς εί­ ναι μάγισσα πιστεύει τώρα γι’ αυτόν πώς είναι Θεός! Δεν θάχε καμμιά πρόθεσι νά την κοροίΐδέψη αλλά άνησυ χεΐ γιά τον Σάμ και θέλει νά τον βρή γρήγορα καί νά έξσκριβώση πώς είναι καλά. Τής λέει λοιπόν χαμογελα­ στά: —- Έ... Δέν είμαι καί κα­ νένας άπό τούς μεγάλους Θε­ ούς τού Όλυμπου, δά! Εί­ μαι... άς πούμε πώς είμαι μο χάχα1 ό γυιός τού Ποσειδώναί

13

Ή Κίρκη, κάνει άλλο ένα βήμα προς τά πί'σοα φοβισμέ­ νη.

Όστόσο άμΦι;βάλλει

ακό­

μα. Είναι πολύ έξυπνη γυναίκα. -— "Αν είσαι Θεός θά τά ξερής όλα: Πώς είναι τ’ όνο­ μα εκείνης τής γυναίκας πού τό ψΌύριζαν συνεχώς τά χεί­ λια του, ακόμα κι5 όταν βρι­ σκόταν στην άγκαλά μου και μ ισ μένος; — Εννοείς τη γυναίκα του Όβύσσέα; Τη λένε Πηνελόπη. Έκτος άπό τον φόβο, τώ­ ρα δείχνει καί θυμό καί ζή­ λεια τό πρόσωπό της. —- Καί είναι λοιπόν τόσο ώμορφη αυτή ή Πηνελόπη, ώ­ στε νά μ5 άίφήση γιά χάρι της; •— Ούτε καν πλησιάζει τή δική σου ώμορΦ>ιά καί χάρη Κίρκη! Τά μάτια της ξαφνικά λάμ­ πουν άπό ευτυχία. Φαίνεται τρομερά κολακευμένη πού α­ κούσε τέτοια λόγια, άπό τό στόμα ενός «Θεού!» "Αμέσως όμως τον κυττάζει μέ άμφιβολί'α. — Τότε γιατί δέν έμενε γιά πάντα μαζί1 μου; ρωτάει χωρίς νά καταλαβαίνη; Τόσο πολύ τήν αγαπάει; — Ούτε κι" ό ίδιος δέν τό ξέρει! Όταν ψιθύριζε τ’ ό­ νομά της όπως λες, δέν τόλεγε άπό άγάπη. "Αναρωτιώταν μόνο, άν άξιζε νά φύγη άπ" αυτόν τον παράδεισο γιά χά ρι της... "Έτσι ψιθύριζε καί τ’ όνομα τής "Ιθάκης τής πρ£

τριβάς τομ.,ο


14

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

— Ιοτε... ! οτε αν τον περίπο ιόμουν περισσότερο, ί­ σως νά τον κατάφερνα νά μεΐνη!, φωνάζει ή Κίρκη μέ άπόγνωσι. — "Όχι, δτι κι3 αν έκανες δεν θάμενε ποτέ!, της απαν­ τάει ό Πέτρος. Οί άνθρωποι είναι χωρισμένοι σε δυο κα­ τηγορίες: Σ3 εκείνους πού κά νουν αυτό πού τούς ευχαρι­ στεί και σ’ εκείνους που κά­ νουν αυτό πού πρέπει! Ό Όδυσσέας είναι από τούς δεύτερους. Εΐναι δεμένος μέ τη μοίρα του καί γεννήθηκε για νά στήση έναν κόσμο κι* ένα θρύλο γύρω απ’ τόνο μ ά του... 3Αλλά τώρα πές μου, που είναι ό φίλος μου... Τα μάτια τής Κίρκης α­ στράφτουν^ λ ^ — Αφού είσαι Θεός πρέ­ πει νά ξέρης! Τό Ελληνόπουλο γελά. — Πολύ καλά, λέει. Δέν είμαι Θεός, Κ ίρκη !^ Δέν έχω καμμιά σχέσι μέ τούς Θεούς! Πές πώς είμαι ένας κατερ­ γάρης σάν κι3 εσένα αλλά με ταξύ κατεργαρέων πρέπει νά ύπάρχη ειλικρίνεια! -έρω πά ρα πολλά πράγματα και δσα σου είπα εΐναι αλήθεια... Θά σου πώ κι3 άλλα πολλά πού κανείς άνθρωπος στον κόσμο δέν τά φαντάζεται σήμερα... καί κανείς όμως δέν είναι ά­ ξιος νά τά μάθη ή νά τά ό:· κούση... Νομίζω πώς εσύ μπο ρεΐς νά βαστήξης τό μυστι­ κό: Λοιπόν θά μου φανερώσης τά δικά σου μυστικά καί θά σου φανερώσω τά δικά

μου! Θά γίνωμε κΤ οί δυρ,

πολύ πιό σοφοί! Ή πανέμορφη γυναίκα χα­ μογελάει κι3 αυτή στον Πέ­ τρο ύστερα από έναν τελευ­ ταίο δισταγμό. —· "Εντάξει!, απαντάει. Παίρνει τον Πέτρο από τό χέρ καί θέλει νά άρχίση νά του εξηγεί ένα ένα τά «θαύ­ ματα» πού έχει οτήσει σ3 όλες τις γωνιές αλλά αυτός τής ζητάει νά πάνε ολόισια εκεί πού βρίσκεται ό λάμ. Μπαίνουν σέ μια στοά λοι πόν, σκαμμένη μέσα στο βρά χο καί βγαίνουν στην άλλη πλευρά τού νησιού όπου μια δυσάρεστη. μυρωδιά φτάνει στα ρουθούνια τού Πέτρου, πού μουρμουρίζει χαμογελώντας: — Σέ αυτές τις σπηλιές είχες φυλακισμένους τούς συν τρόφους τού Όδύσσέα καί αντί γι’ αυτούς είχες παρου­ σιάσει ένα κοπάδι χοίρους; Ή Κίρκη πέφτει από έκ­ πληξή σέ έκπληξι. -— Θάλεγα πώς είσαι στ3 άλήθεια Θεός!, μουρμουρίζει. Λίγο περισσότερο άν έπέμε­ νες θά μέ κατάφερνες νά τό πιστέψω! Πώς εΐναι δυνατόν νά ξέρης τόσα πράγματα; Μήπως ήσουν κοντά μας ό­ λες αυτές τίς μέρες και μάς π αρ α κ ολ ουθ ούσ ε ς; — Είναι αδύνατον νά βάλης μέ τό νου σου πόσο μακρυά σου βρισκόμουν!, απο­ κρίνεται ό Πέτρος. Δέν μιλούν άλλο. Στο τέλος βγαίνουν από, κείνες τίς σπηλιές καί βρί­ σκονται στο ύπαιθρο σ3 έκφ


Γ'

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

νη. τήν κοιλάδα μέ τίς λάσπες και την αραιότερη βλάστησι ττού βρίσκονται τά γουρούνια καί... ό Σάμ Σάμσον. Ό Πέτρος δεν έχει ανάγκη νά τον σδηίγήση περισσότερο ή Κίρκη. Βλέπει από μσκρυά τον φί λ ο του, πού ναι πεσμένος μπρούμυτα στην όχθη ενός, λασπόλακκου. Τρέχει κοντά του μέ λα­ χτάρα γιατί έτσι πού τον βλέπει πεσμένον κάτω, φοβά ται μήπως του συμβαίνει τί ποτά. Φτάνει από πίσω του, χοορίς εκείνος νά τον άντιληφΐ9'ή Τότε ανακαλύπτει πώς ό Σάμ δεν έχει άπολύτοος τί­ ποτα. * Απλώς προσπαθεί νά... πιάση κουβέντα μ5 ένα γουρουνάκη πού βρίσκεται χω­ μένο ώς τη μέση στη λάσπη σ’ εκείνον τον μεγάλο λάκκο. — Μίλησέ μου καλέ μου Πιγκάκοζ, τού λέει μέ φωνή παρακαλεστή. Γιατί δέν μού μιλάς άλλο; Τί ώραΐα δέν τά λέγαμε οί δυο μας προη­ γουμένως; Δέν είχαμε γίνει πρώτοι φίλοι; Είμαι έγοο: Ό Σάμ... τό γουρουνάκι! Ό φί λος σου! Ό Πέτρος γουρλώνει τά, μάτια του κατάπληκτος, ενώ ή Κίρκη πλησιάζει κι5 αυτή σι γά - σιγά μ5 ένα μυστηριώ­ δες χαμόγελο στά χείλη της. — Σάμί5 φωνάζει τό Ελ­ ληνόπουλα έπιτιμητικά. Τρελ λάθηκες; Στο γουρούνι μι­ λάς;

15

Ό άλλος γυρίζει βλέπει τό φίλο του καί... βάζει τά κλά­ ματα. — ^Ω, Πήτ!, ψελλίζει καταντροπιασένος. Τί θά λές που μέ βλέπεις έτσι, έ; Δέν θά τό περτμενες ποτέ νά ίδής τον φίλα σου γουρουνάκι [ Δέν φταίώ όμως^εγώ! Σου τ* ορκίζομαι! Δέν ξέρω πώς τοπαθα! Έκεΐ πού καθόμουν κι' ήμουν άνθρωπος... ξαφνι­ κά... όχι! Δέν ξέρω ^ πώς ταπαθα! Δέν μπορώ νά τό βά­ λω μέ τό νοΰ μου! — Σάμ! Τ' εΐν' αυτά πού λές; Ποιος σου τό είπε πώς είσαι γουρο-ύδνι; — ^Ω, δέν είναι βρισιά, Πήτ! Μή στενσχωρ ι έσα ι.. .* Αλλά δεν μπορείς νά καταλάβης έσύ! Τόν Πέτρο τον πιάνει ένας ξαφνικός τρόμος, μήπως ό φίλος του έγει τρελλαθή. Τόν άρπάζει άπό τό χέρι καί τόν τραβάει μέ δύναμι: —Σάμ! "Άσε τις βλακεΐς! Τ' εΐν' αυτά τά παιδιαρίσμα­ τα; Δέν είσαι καθόλου γου­ ρούνι ! Είσαι ένας κανονικώτάτος άνθρωπος σαν όλους τούς άλλους! Ό καϋμένος ό Σάμ κου­ νάει τό κεφάλι του θλιβερά. — Μήν προσπαθείς νά μέ παρηγορήσης Πήτ!, τού λέει. Τό ξέρω πολύ καλά πιά, πώς είμαι γουρουνάκι!! Δέν μού τό είπε κανεί'ς! Τό είδα μονά­ χος μου, μέ τά ίδια μου τά μάτια! Ό τρόμος τού Πέτρου μεγα λιώνει.

Γύριζε ι καί κμττάζει

την


Ιό

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Κ ίιρκη μέ τρομερό θυμό. Εκείνη δμως φαίνεται να γλενταη μέ την ψυχή της. Καί τό Ελληνόπουλο άναγ κάζεται να ξα,ναγυρίση στον φίλο του. -— Τό είδες μέ τά μ όπια σου; ρωτάει κατάπληκτος. Που τό είδες; — Στον καθρέφτη!! — Στον καθρέφτη; Σέ ποι­ όν καθρέφτη; *— Σ’ αυτόν εκεΐ πέρα! Στη λιρνούλα! Πήγαινε κΓ εσύ να κυττάξης για νά δής πώς είναι καθρέφτης!.. 9Ω, θεέ μου! ΕΤδα τά μούτρα μου Πήτ, άν μπορή κανείς νά τά πή π:ά·. μούτρα, έτσι όπως έχουν γίνει! Βρί... βρί'σκεις πολύ άπάίάια τη μουσούδα μου; Τά^ μάτια του γενναίου α­ γοριού αστράφτουν. Καταλαβαίνει άμέσως πώς εκείνος ό καθρέφτης είναι κι5 αυτός ένα από τά «τρυκ» πού μεταχειρίζεται αυτή ή φοβε­ ρή γυναίκα, για νά τρεΧλαί­ νη; τά θύματά της. Είναι ένα άπλό γυαλί1, ό­ πως εκείνο τό άλλο στή σπη­ λιά της, άπ5 όπου έβλεπε τή θάλασσα. Σίγουρα άπό πίσω θά εί­ χε βάλει κανένα γουρουνάκι, για νά τό δή ό Σάμ και νά νομίση πώς έβλεπε τον εαυ­ τό του. — Σάμ, κακομοίρη! Σέ κοροΐδεψαν!, φωνάζει γελών­ τας. Εκείνο πού είδες στον καθρέφτη δεν ήταν γουρούνι! —- Μά... Τώρα θά μέ βγάλης καί στραβό Πήτ; φωνά­

ζει κιι’ ό Σάμ προσβεβλημέ­ νος. Δεν μέ φτάνει ή σκασίλα μου πού έγινα τετράποδο; — Αέν ήθελα νά πώ αυτό! Δεν μέ κατάλαβες ! Έίκεΐνο πού είδες έσυ, ήταν πραγμα τικό γουρούν!! — Μπράβο! Τί άλλη άπόδειξι θέλεις; "Οταν βλέ­ πεις στον καθρέφτη γουρού­ νι, θά πή πώς είσαι κύ εσύ τό' ίδιο! ^ — Μά... εκείνος ό καθρέ­ φτης δεν είναι καθρέφτης! -— Καί1 τ’ είναι; Μπρίκι του καφέ; — Γυαλί! Σκέτο γυαλί1! Σέ κοροΐδεψαν σου λέω Σάμ! Δέν μέ πιστεύεις; "Ελα μαζί μου, νά ίδής καί μόνος σου άλλη μιά φορά, νά βεβαιωθής πώς σου λέω την αλή­ θεια! — "Α μπα μπά! Δέν ξα­ ναπηγαίνω εκεί πέρα!, λέει Τό Κωμικό άγόρι μέ φρίκη. Δέν αντέχω άλλο τό θέαμα! Έ,ξ άλλου, Πήτ, δέν εΐναι μό­ νο ό καθρέφτης! Είναι κι’ ό Πίγκο! "Εχομε γίνει φίλοι! ΘέΧει νά μ5 άφήση νά καθήσω στή λάσπη του! — Πο’ός είναι πάλι αυ­ τός ό Πίγκο; κάνει τό Ελ­ ληνόπουλο μέ διεσταλμένες άπό φρίκη τής κόρες των μα τιών του. — Αυτό τό γουρουνάκι στον λασπόλακκο! Πίγκο νά σου συστήσω τον Πήτ! Πες πώς «χαίρεις πολύ» γιά νά δείίξης πώς οΐ άνθρωποι λά­ θος φωνάζουν γουρούνια ό­ σους δέν έχουν καλή άνατρο φή!


¥6 ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒέΛόΧ -— Σάμ, τρελλάθηκες; φω­ νάζει ό Πέτρος μέ θυμό. Πε ρτμένεις από το γουρούνι νά σού μιλήση; —* Έγώ, όχι δεν περιμένω τέτο ι ο πράγ μα!, άπ οκρί ν ε ται αυτός. Εμένα μου ... μί­ λησε! Είχαμε πολλή ώρα συζήτησι μέ τον Π'ίίγκο! Είναι ένα πρώτης τάξεως γσυρουνάκι καί μου έδειξε μεγάλη συμπάθεια! -έρει πάρα πολ­ λά ωραία πράγματα! Του λέίω όμως νά σου μιλήση κι5 έσένα, για νά βεβσιωθής! — ?Ω, Σάμ! Αυτό είναι παραμύθι! Δεν υπάρχει γου­ ρούνι που νά μιλάη σάν άν­ θρωπος! Πώς σέ ξεγέλασαν έτσ ι; — Π'ίγκο; Πες του πώς δεν έχει δίκιο!, λέει παρακαλε­ στά ό Σάμ στο γουρουνάκι. Στην αρχή μού είπες τόσες κουβέντες κι* από κείνη τήν ώρα σταμάτησες καί δέν ξανάπες λέιξ,ι! Άπόδειξε του­ λάχιστον στον Πήιτ δτι μι­ λάς και πες του πώς είμα­ στε φίλοι και πώς μ5 αγα­ πάς πάρα - πάρα πολύ! Ό Πέτρος ετοιμάζεται ν’ άρπάξη τον Σάμ πάλι από τό χέρι και νά τον σηκώση όρθιο διά τής βίας αλλά τήν ίδια στιγμή μένει μαρμαρωμένος άπό τήν έκπληξι γιατί τό γουρουνάκι - 6 Πίγκο - άνοίγε πραγματικά τό στόμα του εκείνη τή στιγμή και λέει: — Καί βέβαια μιλάω! Ποιος σού είπε πώς δεν μι­ λάω; Ό φίλος σου είναι κου τός κι’ εγωιστής! Επειδή εί ναι άνθρωπος πιστεύει πώς

είναι πιο έξυπνος και πώς ξέ ρει περισσότερα άπό μάς τά γουρούν ι α! ’ΆφηΙσέ τον Σάμ! Μή τού δίνης σημασία κι5 έ­ λα στο λασπόλακκο! Θά πε ράσουμε πολύ καλύτερα οί δυό μας! Κι5 ό Σάμ γυρίζει καί κά­ νει τού Πέτρου θριαμβευτικά: — Τά βλέπεις; Τον ακόυ­ σες μέ τ’ αυτά σου! Και ξέ­ ρεις καί κάτι; Δέν μου κα­ κοφαίνεται πάρα πολύ νάμαι γουρουνάκι! Στον λόγο μου! Αρχίζω νά τό συνηθίζω! ’Αλλά ή έκπληξι ς τού γεν­ ναίου Ελληνόπουλου δέν κρα τάει πάρα πολύ. Ή λεπτότατη καί ένρινη, φωνή τού γουρουνιού κάτι τού θυμίζει. Κάτι που τό έχει, α­ κούσει αρκετές φορές στά θέατρα τής Νέας Ύόρκης, ά­ πό τον καιρό πού έχει πάει στην Αμερική. Τά μάτια του αστράφτουν καί γυρίζει καί κυττάζει τήν Κίρκη, πού στέκει πίσω του. — Είσαι εγγαστρίμυθος! ψελλίζει σάν νά μιλάη στον εαυτό του. Μιλάς εσύ *καΐ ή φωνή άκούγεται σά να βγαί νη άπό τό στόμα τού γουρ συν ι ου! Ετσ ι έξηγοΰντα ι λοιπόν όλα! Έτσ ι έξηγεΐτα ι ακόμα καί πώς ό πανούργος καί πολυμήχανος Όδυσσέας πίστεψε πώς οι σύντροφοί του έγ ι ναν γουρουνάκ ι α! Τά μάτια τής Κίρκης έχουν γεμίσει δάκρυα. Ή καρδιά της έχει γεμίσει άπό λύσσα γι’ αυτό τό τρο>μερό άγόρι πού έχει τήν α­ πίστευτη γι' αυτήν ίκανότη-


Φσ νά καταλαβαίνη δλα της τά τεχνάσματα μέσα σέ μια στιγμή και νόςχη γνώσεις πού ■κανείς δεν έχει, άπ; τούς αν­ θρώπους τουλάχιστον τής ε­ ποχής της. "Αλλά ό Πέτρος δεν τής δίνει τον καιρό νά συνέλθη, από την έκιπληιξι καί την τα­ ραχή της, ούτε νά προσπαθή ση νά κάνη τίποτα πάνω στον φοβερό θυμό της. Μέ μια ταχύτατη κίνησι τής άρπάζει τό ένα χέρι μέ το δεξι του χέρι καί μέ το άλλο τραβάει ένα εγχειρίδιο μέ διαμαντοστολισμφένη λαβή πού βλέπει νά έξέχη στη μέ­ ση της. Πριν εκείνη προφθάση νά κάνη την παραμικρή κίνηση ή λεπίδα αυτού τού μαχαι­ ριού, έχει άκουμπήσει πάνω στον λαιμό της. —Αυτή σέ κοροϊδεύει Σάμ ! φωνάζει ό Πέτρος στον φίλο του μέ θυμό. Αυτή μιλάει καί νομίζεις πώς μιλάει τό γουρουνάκι! Αυτή ήταν εδώ καί πιο πριν και σού μιλούσε καί ύστερα έφυγε καί ήθε μέσα στή σπηλιά, γιά νά συνάν­ τηση έμενα, καί γΓ αυτό έπαψε καί τό ζώο νά μιλάη! Τώα πού ξανάρθε μίλησε πά­ λι! Γιά ξαναρώτησε τίποτε τον... Πίγκο νά δής που θά πάψη- τή συζήτησι μόλις τής κόψω τό λα ι μό μέ αυτό τό μαχαίρι! Βλέπει τόσον θυμό οπό πρόσωπο τού άγοριού καί κα ταλαβαίνει άπό τό σφίξιμο τού ατσαλένιου του χεριού, πώς ζχει τόση δύναμη πού δεν είναι καθόλου έξυπνο νά προσπαθήση νά κάνη οτιδή­

ποτε γιά νά του ξεφύγη.

ΜίΙ

*

ι.

' ■·:

2111

*£τσι λοιπον ό Πίγκο δέν ... άνοίγει τό στόμα του νά βγάλη λέξι κΓ ό φουκαράς ό Σάμ, πού δέν είναι καί πολύ κουτός στο βάθος, αρχίζει νά καταλαβαίνη πώς έχει πέσει θύμα. — Είπες... είπες πώς είναι εγγαστρίμυθη, Πήτ; ρωτάει, οργισμένος. Μπά, την άτιμη! Παραλίγο νά μέ τρελλάνη! Τό φαντάζεσαι πώς κόντευα νά π στέψω πώς ήμουν στ’ αλήθεια γουρουνάκι; — Τί κόντευες κακομοίρη, πού είχες γίνει μέ τά δλα σου!, τού αποκρίνεται ό Πέ­ τρος μέ αγανάκτηση Περισ­ σότερο ακόμα κι3 άπό τον Πίγκο! — Καί ποια εΐναι αυτή ή κυρία, Πήτ; Παίζει σέ θία­ σο; —"Όχι Σάμ! Νά σού συ­ στήσω την πιο διάσημη μά­ γισσα τής Ιστορίας: Ή Κίρ κιη! — Μπά; Χαίρω πολύ!, λέει ό Σάμ, πού σηκώνεται επιτέλους όρθιος. Πώς τά πά τε στην υγεία σας; Άπαγοήτευσις 0ΓΑΝ ή Κίρκη, καταλαβαί

'-5|τ

Βλέπει άπό μακρι/ά τον φίλο του

νει πώς ό Πέτρος δέν αστειεύ­ εται καί πώς δέν μπορεΐ νά παίξη μαζί του, αποφασίζει νά φανή λογική καί νά μήν προσπαθήση άλλη φορά νά τον κοροΐδέψη, ούτε αυτόν οϋ τε τον φίλο του. Έξ άλλου είναι καί αρκετά λυπημένη άπό την άναχώρησι τού Όδυσσέα γιά την 51 θάκη.

"Έτσι

οί δυο άγαπημένοι


τό ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ σύντροφοι πού έχουν έρθει ώς τό μυθικό νηΐσί. τη,ς από τό βάθος των αιώνων, περνούν, πάνω σ’ αυτό ένα υπέροχο Σ αββατοκύρ ι ακο. Ή ασύγκριτη σε ομορφιά μάγισσα, πού στην πραγμα­ τικότητα δεν είναι παρά μια κσ,νή γυναίκα, πού κατάφερε να αξιοποίηση: τις μεγά­ λες ικανότητες πού της χά­ ρισε ή φύσις και πού εΐναι εν­ τελώς άγνωστες στούς αν­ θρώπους της εποχής της, τούς δείχνει ολόκληρο τό πα­ ράδεισόν ιο βασίλειό της. Οι πανώριες σκλάβες της, φέρνουν κάθε στιγμή στα δυο αγόρια δ,τι θελήσουν με απο­ τέλεσμα ό Σάμ νά π;στέψη στο τέλος, πώς βρίσκεται πραγματΓκά στον παράδεισο. Φτάνει ώς τό σημεΐο την Κυριακή τό μεσημέρι νά κάνη κι5 ένα κανονικό μπάνιο... με σα σέ γάλα (!) σέ μιά πε­ λώρια στέρνα κάτω από τά αιωνόβια δέντρα. Τό κωμικό· αγόρι δεν έχει ξαναβρή άλλη> φορά στή ζωή του τέτοια ευτυχία. Κάνει βουτιές από μιά σα­ νίδα ψηλάΛ μέσα στο γάλα και συνεχώς ρουφάει μέ τήν ψυχή του. Ό Πέτρος καί ή Κίρκη κά­ θονται σ5 ένα βραχάκι εκεί κοντά του, τον κυττάζουν καί γελούν μέ τήν καρδιά τους. — Πρόσεξε μήν άδειάσης τή στέρνα, Σ άμ!, του φωνά­ ζει τό Ελληνόπουλο κάθε τό­ σο. — Μή φοβάσαι Πήτ!, τού ιάποκρίνεται εκείνος, πού μοι­

άζει σάν μεθυσμένος. "Οσο κι5 άν σού φαίνεται απίστευ­ το νά ξερής πώς τό στομάχι μου, τή χωράει ολόκληρη αυ­ τή τή στέρνα, μέ τό· γάλα πού περιέχει! Ό Πέτρος ξεροκαταπίνει κι* ύστερα λέει: — Ποιος σού μίλησε γιά τό στομάχι σου, Σάμ; Δέν φοβάμαι γι’ αυτά... Έχω1 πιττράν πείρα, πια, τού τί μπο ρεΤ νά χωρέση μέσα... — Άλλα τότε, γιατί φο­ βάσαι; — Γιά τό κεφάλι σου! — Γιά τό κεφάλι μου1 Πήτ ! ξεφωνίζει τό κωμικό αγόρι πα ραξενεμένο. Τί φοβάσαι γιά τό κεφάλι μου; Τό γάλα πάει στο στο­ μάχι καί δχι σ’ αυτό! Ό Πέτρος τού αποκρίνεται προσπαθώντας νά κράτηση σοβαρότητα: — Ναί! άλλά... όταν άδειά σης όλη τή στέρνα καί βουτήίξης άπό κείνη τή σανίδα, δέν θά πάθη τίποτα τό στο­ μάχι σου Σάμ, αλλά θά σπά σης τό κεφάλι σου στον πά­ το της! ΚΓ ό φίλος του χλωμιάζει σ5 αυτά τά λόγια καί λέει μέ κωιμκό τρόμο: —^ Έχες δίκιο Πήτ! Πρέ πει νά προσέξω! ΚΓ ύστερα χτυπάει παλα μάκ ια: — Δούλες!, τσιρίζει αυ­ στηρά. Φέρτε κΓ άλλο γάλα νά γεμίσομε τούτη τή λακ­ κούβα καλά, γιά νά μήν έχο­ με κανένα δυστύχημα! Άλλά όπως άλες οί εύτυ-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

21

χισμένες ώρες στη ζωή μας, έτσι κι5 εκείνες περνούν πολύ γρήγορα για τα δυο παιδιά, πού ή μυθική. Κίρκη τα χάνει άξαφνα ά)πό τα μάτια της κι3 έκεΐνα βρίσκονται πάνοσ στην υπέροχη μηίχανή του Χρόνου, τό «Ιπτάμενο Βέλος». Τις επόμενες όμως μέρες που περνούν ό Πέτρος είναι έξ α ι ρ ε τ ικ ά άνή σ υχο ς. Ή αγωνία του για την τύ­ χη του «Βέλους» ολοένα και μεγαλώνει. Μάλιστα τις δυο τελευταί­ ες μέρες, όπως πηγαινοέρχε­ ται στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτά έχει την έντύπωσι πώς αόρατα μάτα είναι καρφωμέ­ να συνεχώς απάνω του και τον παρακολουθούν άγρυπνα. 3Αλλά όσο κι3 άν στρέψη κάθε τόσο ξαφνικά πίσω* του δεν μπορεΐ νά άνακάλυψη σε ποιόν είναι δυνατόν ν3 ανή­ κουν. «Πσως νά είναι καί ή φαν­ τασία μου μονάχα!», σκέπτε ται μ3 ένα παράξενο κρύο ρί­ γος. «"Ο,τι κι3 άν είναι δμως πρέπει νά τελειώνω πιά γρή­ γορα, μ3 αυτή την ύπόθ'εσι... Διαφορετικά, άν δεν καταφέ­ ρω νά ασφαλίσω τό «Βέλος» θά προτιμήσω νά τό1 καταστρέ ψογ παρά νά κινδυνεύση νά πέση στά χέρια άπαί'σιων αν­ θρώπων σαν εκείνων πού προ σπάιθησαν νά τό αποκτήσουν την άλλη φορά...» Ευτυχώς ένα τυχαίο περι­ στατικό κάνει τά δυο παιδιά νά μπορέσουν νά συντομεύσουν τό ταξίδι τους, γιά την

Ό Σάμ κερδίζει στο λα­ χείο ένα σημαντικό ποσόν πού μ3 αυτό συμπληρώνουν με τό παραπάνω τό κεφάλαιό τους και μπορούν πιά νά πραγμα­ τοποιήσουν αυτά τό ταξίδι, που είναι και ή μοναδική τους ελπίδα γιά νά άσφαλίάουν την εκπληκτική πηχανή πού έχει νικήσει τούς αιώνες.. Κι3 άκόμα ένα ευτύχημα εί­ ναι πώς ή Πανεπιστημιακή πε ρίοδος τής χρονιάς τελειώνει εκείνες τις ήμερες, Έτσι ό Πέτρος είναι έλεύθερος νά ταξιδεύση, χωρίς νά χάση καί τά μαθήματα του. Οί δυό άγαπημένοι σύντρο φσι λοιπόν, βρίσκονται ένα πρωΐ στήν Κωνσταντινο'όπολι. Πρώτη τους δουλειά είναι νά τρέξουν στο μέρος εκείνο που πριν άπό μερικούς αιώνες, βρισκόταν τό ανάκτορο τού, Μουφτή πασσά. Έκεΐ δμως τούς περιμένει μιά τρομερή άπογοήτευσις. Σήμερα στο ίδιο μέρος α­ πλώνεται μιά φτωχική συνοι κία. Βρίσκουν χωρίς μεγάλη δυ σκολία τό πηγάδι έκεΐνο πού είχε πέσει άπό τά χέρια τού Σάμ, τό κιβώτιο με τά δια­ μαντικά. "Οπως τό είχε φοβηθή ό Πέτρος πρόκειται γιά ένα ξε­ ροπήγαδο πού δεν έχει στά­ λα νερό εδώ καί πολλά χρό­ νια καί πού, φυσικά, δεν υ­ πάρχει ούτε τό ανεκτίμητο κι­ βώτιο στο βυθό του... Τόση είναι ή στενοχώρια τους, πού δεν έχουν διάθεσι

Κωνσταντ ινούπσλ ι.

νά μείνουν περισσότερο

σ’


22

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

έκείνο τό μέρος κι* έτσι παίρ­ νουν το επόμενο αεροπλάνο καί ξαναγυρίζουν στη Νέα Ύόρκη για νά βρίσκονται του λάχιστον κοντά στο «Βέλος». Τό τελευταίο ταξίδι

Μ

ϊΕ ΛΑΧΤΑΡΑ τό ατρόμη­ το Ελληνόπουλο μπαίνει μέ­ σα στο κρυφό του εργαστήριο καί μέ άνακούφισι βλέπει πώς ή θαυμαστή μηχανή του Χρό νου βρίσκεται στή θέσι της. Ευτυχώς ό φόβος πού εΐχε Φωλιάσει στήν καρδιά του, δεν έχει βγή αληθινός. Ταυτόχρονα τό εξαιρετικό αυτό παιδί πού ξέρει νά παίρ νη αποφάσεις πού κι* ένας, ώριμος άντρας θά δίσταζε πά ρα πολύ νά τις πάρη, ανα­ κοινώνει στον φιίλο του δτι πρόκειται νά καταστρέψη τό «Βέλος». Τήν πρώτη στιγμή πού τό ακούει ό Σάμ γουρλώνει τά μάτια του καί μια φοβερή δυ ατυχία ζωγραφίζεται στο πρό σωπό του. •— ^Ω, Πήτ!, μουρμουρί­ ζει. Δέν_ πρέπει νά τό κάνης αυτό! ^έχασες τί μου είπες τήν άλλη φορά για τή Μοί­ ρα; ^έχασες πόσα πράγμα­ τα γίνηικαν χάρι στο «Βέλος»; Ξέ>χασες πώς κι5 ό ίδιος πα­ ραδέχτηκες πώς ή Ιστορία τού κόσμου μπορεί νά ^ήταν διαφορετική άν δεν υπήρχε, αυτό; — "Όχι, δεν ξέχασα τή

Μόίρσ!, φτΓΡκρίνε'τοει

0

Πέ­

·<

τ

τρος σοβαρά. *Όλα είναι κα­ νονισμένα όατ* αυτήν, Σάμ! Ακόμα καί ή καταστροφή αυ τής τής υπέροχης μηχανής!.. Σκέπτεσαι πόσο τρομερό θά είναι νά πόση: σε χέρια αν­ θρώπων σάν εκείνων πού εί­ δες τήν άλλη, φορά; Καί 6 Σάμ σιγά - σιγά ό­ σο κι5 άν τού είναι άπ άκρουστική αυτή ή ιδέα αρχίζει νά καταλαβαίνη στο τέλος πώς ό φίλος του έχει δίκιο. -— Του... τουλάχιστον Πήτ του λέει μερικές ώρες αργό­ τερα πού έχουν καταλήξει πώς δέν μπορούν ν5 όστοφύγουν αυτό τό δυσάρεστο τέ­ λος, τουλάχιστον δέν θά κάνωμε ένα τελευταίο ταξίδι πριν από... από... — Εντάξει Σάμ!, του λέ­ ει τό Ελληνόπουλο. Αυτή τή χάρι θά σου τήν κάνω... Μπο­ ρείς νά διάλεξης κι* αυτή τή φορά που σου αρέσει νά πά­ με... Σέ ποιόν αιώνα καί σέ ποιόν τό'πο... — Θά... θά ήθελα νά γνω­ ρίσω τούς ιππότες!, αποκρί­ νεται τό κωμικό αγόρι. Θά ήθελα νά ίδώ στήν πραγμα­ τικότητά όλα εκείνα πού μ’ ιεχσυν μαγεύσει στον κινημα­ τογράφο: Τις ξιφομαχίες τίς κονταρομαχίες καί τούς ευγενείς ανθρώπους μέ τίς φαντα χτερές στολές... — Πολύ καλά... Δέν είναι καθόλου δύσκολο νά έκτελέσουμε αυτή τήν επιθυμία σου. Δέν ξέρεις κανένα συγκεκρι­ μένο μέρος πού θά ήθελες νά πας;

— Α£ν

στα νς>0 μρν τί


Τ0 ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ττοτα συτή^τή στιγμή·.. — Ώραΐα... Λοιπόν θά το άφήσωμε στη Μο-ίρα κι’ αυτό Σάμ, αφού εκείνη μάς οδη­ γεί σέ δλα μας τά βήματα. Καί λέγοντας έτσι προχοορεΐ προς τη βιβλιοθήκη. Ψάχνοντας για λίγο μέ τα μάτια, τραβάει ανάμεσα στις -χιλιάδες τους τόμους ένα χοντρό βιβλίο. Στο εξώφυλλό του γράψει: «Μέσα ιων ική Ί στορί α». Τ' αφήνει έπάνοο στο τραπέ ζ'· Κυττάζει τον φίλο του μέ σοβαρό βλέμμα. — 'Άνοιξέ το στην τύχη!, του λέει.. Σ' όποια σελίδα το άνοί'ξης θά τή διαβάσωμε προ σεκτικά καί θά... ταξιδεύσοομε σ' αυτήν! Κι' ό Σάμ άπλώνει τό χέ­ ρι του πού τρέμει ανάλαφρα. — ΕΤμαι πολύ συγκινη μ ε­ νός Πή,τ!, μουρμουρίζει μέ μιά κωμική γκρι μάτσα... — "Ίσως ... άν έπινα ένα μπουκάλι γάλα... Θέλοντας και μη πιά εκεί­ νος αναγκάζεται καί πιάνει, το βιβλίο σχεδόν από τή μέ­ ση του καί τό ανοίγει διάπλα τα. Ό Πέτρος σκύβει καί δια­ βάζει κι' εκείνος μέ φωνή συγ κινημένη κάπως, επειδή ξέρει πώς αυτό θάναι τό τελευταίο τους ταξίδι: — Κεφάλαιον 20όν: Σκω­ τία 1212 μ. X! Σέρ Χέρμπερτ Ούΐλκοξ. Ό κακούργος πού τιμωρήθηκε οστό τον Άρ γ άγγελο 1 Μιά δυσάρεστη γκριμάτσα

*3

ζωγραφίζεται γιά^μιά στιγμή στο πρόσωπο του Σάμ. — Λές πώς θ' άξ,ίζη τον κόπο, Πήτ; ρωτάει τον φίλο του μ' ανησυχία. 'Ή θά πρέ πει νά διαλέξω-με τίποτα καλά τερο γιά τό «Κύκλε:ο άσμα» μας; . — Ή Μοίρα διάλεξε γιά μάς Σάμ! Καί πραγματικά αφού τά δυο αγόρια διαβάζουν μ' έξαιρετική προσοχή ολόκληρη εκείνη τή σελίδα τής 4 ί σέορίας, ό Πέτρος τρέχει άμέσως ύστερα καί αρχίζει νά κάνη τις τελευταίες του ρυθμίσεις πάνω στα όργανα του εκπλη­ κτικού «Βέλους». Λίγο αργότερα οι δυο «χρο ν ον αυτές» β ρ ίσκ ο ντα ι έτ ο ι μ ο ι πάνω σ' αυτό τό τελευταίο. Παρ' όλες τις παρακλήσεις του Σάμ, ό Πέτρος δέν έχει δεχΙθή νά διαρκέση περ ισάστε ρο από δυο ώρες τό τελευταΤο ταξί'δι τους. Καί πάλι· ή ανησυχία του εΐ ναι τρομερή μήπως συμβή τί ποτά κακό την τελευταία στι­ γμή. Ωστόσο τά εκτυφλωτικά, ουράνια τόξα πού σκάζουν, αθόρυβα στο Διάστημα κα­ θώς κυλούν στο βάθος των αίώ νων, τούς τυλίγουν γιά μιά άκόμα φορά: Την τελευταία.. "Υστερα βρίσκονται νά ·κυ λιώνται γεμάτοι έκπληιξι στην πλαγιά ενός καταπράσινου λό φου, πάνω στο τρυφερό γρασίδι. Στ' αυτιά τους αντηχούν, ήχοι από μακρυνά βούκινα κυ­ νηγάν.


24

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Τόσο ομοια είναι όλα όπως τά παρουσιάζουν οι κινη.ματο γράφσι στα καλά ίπποτικά έργα πού ό Σάμ ξεγελιέται την πρώτη φορά και μουρ­ μουρίζει στενοχωρημένος στο φίλο του: — ^Ω, Πήτ! Λεν προλά­ βαμε τη ν αρχή! -— Τί έκανε λέει, Σάμ; — Λέω - δεν βλέπεις - τό -έργο έχει αρχίσει! Δέν προλαβαίνουν όμως νά πουν περισσότερα γιατί άξια ψνα άκοϋν μια άγρια φωνή καί στρέφουν κΓ οι δυο τρομαγμέ νοι. — ΤΙ γυρεύετε πάλι έσεΐς, παλιόπαιδα μέσα στο κτήμα τού παντοδύναμου κόρη Χέρμπερτ Ούίλκοξ; Δεν ξέρετε πώς ή λαθροθηρία απαγορεύ­ εται μέ θάνατο ή μήπως σάς έστειλε κανείς άπό' τούς εχ­ θρούς του για κατασκόπους; Χμ! Μάλλον αυτό μου φαί­ νεται πιο πιθανό! Για ελάτε μαζί μου καί μην τολμήσετε νά κάνετε καμιά ανοησία για τι ραθήκατε! Καί μέ τά λόιγια αυτά τρα βάει άπό' τη θήκη πού κρέ­ μεται στη ζώνη τής φανταχτε ρής στολής του, ένα ξίφος πού τό ατσάλι του γυσλοκσ­ πάει απειλητικά. Κονταρομαχία! .Α. Π Ο ΤΑ μούτρα του καί μόνο'δεν είναι δύσκολο νά κα ταλάβης τί λογής άνθρωπο ςή μάλλον τί τέρας μέ μορφή φνφρ&πρν - Φ “ ι * φ * φίπνς» φ κό-

μης Ούίλκοξ. Καθώς οδηγούν μπροστά του τούς δυο συντρόφους μέ τήν πρώτη ματιά ό Πέτρος κΓ ό Σάμ καταλαβαίνουν πώς τήν έχουν πολύ άσχημα καί βρίσκονται σέ τρομερό κίνδυ­ νο, άκόρα δεν πάτησαν καλά - καλά στο χώρα τής Σκω­ τίας του 1212. Κι5 εκείνου όμως τά μάτια αστράφτουν διαβολ ικά. Φαίνεται πώς κάποια σατα νική ϊιδέα έχει περάσει από τό μυαλό του, κάδώς βλέπει τά ΐδυσ αγόρια. Σκύβει αμέσως καί κάτι ψιθυρίζει στο αυτί ενός σώμα τώδους εύγενούς πού στέκει δίπλα του καί πού χωρίς αμ­ φιβολία είναι ό αρχηγός των σωματοφυλάκων του. Κάτι τού ψιθυρίζει στ αυ­ τί. Εκείνου ή όψι φεγγοβολάει μόλις ακούει αυτό τό «κάτι» καί τά μάτια του παίρνουν στή στιγμή τήν ίδια σατανική λάμψι,^που έχουν καί τά μά­ τια τού κυρίου του. "Υστερα ό σέρ Χέρμπερτ Ούίλκοξ ξανακάθεται άναπαυ τικά στήν πολυθρόνα του πού μοιάζει μέ θρόνο καί ρωτάει κυττάζόντας στά μάτια τούς «χρονοναύτες» μας: — Ποιοι εϊσαστ5 έσεΐς; Ποιος σάς έστειλε νά μέ κα τα σκοπεύσετε; — IΚανείς;, σ/ποκρίνεται, θαρρετά ό Πέίτρος. Εμείς τα­ ξιδεύομε συνεχώς μέ τον φί­ λο μου, γιά νά γνωρίσω.με τον κόσμο!.,. Έτσ ι βρεθήκα με

κρί μ|ρ« στά κτήριρτά


5 ίΠΐλΜΕΝό §§Λ6Ι Λες καί έχει ττη το τγιο πετυχημένο αστείο του κό­ σμου ό Πέτρος. Ό κόμης Ου'ίλκοξ σπαρά­ ζει από τα γέλια καί το ίδιο •κι* ό εύγενής πού στέκει στο πλάϊ του. — «βρεθήκατε» λοιπόν μέ­ σα στα Κτήματά μου έ; γρυλλίζει μέ ξαφνικό, τρομερό θυ μό. Πιο ηλίθια δικαιολογίά, δεν ξανάκουσα ποτέ! Μόνο πουλιά άν εϊσαστε θά μπο­ ρούσατε νά «βρεθήτε» σ’ αυ­ τό το μέρος πού τό περιτρι­ γυρίζουν πανύψηλα; κάστρα, καί τό φρουρούν εκατοντάδες στρατιώτες άπ3 όλες τις πλευ

Ρ'ές!

Ό Πέτρος κυττάζει τον Σάμ κι3 ό Σάμ τον Πέτρο καί καταλαβαίνουν κι3 οι δυο πώς δεν τά πάνε καθόλου καλά. -σφνικά τά μάτια τού σερ Ούΐλκαξ, πέφτουν πάνω στά παγούρια που κρέμονται στη μέση του Σάμ: — Τΐ έχεις εκεί μέσα εσύ; — Ποιος; Έγώ; λέει κομ­ πιάζοντας τό κωμικό αγόρι. — Νσί', εσύ, ηλίθιε! Τ3 εΐν3 αυτά τό δοχεία; — Πρόσεχε τά λόγια σου μή σου σφεντονίσω κανένα στο... δοζαπατρί1!, τού κάνει ό Σάμ προσβεβλημένος. Τό πρόσωπο τού άρχοντα μελανιάζει άπ3 τό κακό του, αλλα μ ολ αυτα όταν ο άλ­ λος πού στέκει δίπλα του, κάνει νά τραβήξη τό σπαθί του, γιά νά τιμωρήση επί τόπου την ανήκουστη αυθά­ δεια τον πιάνει από τό χέρι καί τον σταματάει.

— Μέ συγχωρεΐς πού σου μίλησα άπρεπώς λέει σαρκα­ στικά στον Σάμ. Θά είσαι τό χωρίς άλλο κανένας εύγε­ νής μεταμφιεσμένος! Τό βρή κα; — Καί βέβαια είμαι εύγενής!άποκ ρ ίν ετ α ι θυμωμέ­ νος ό Σάμ. ’Όχι μόνο εύγε­ νής αλλά εύγενέστατος ! "Ο­ λοι έχουν νά κάνουν μέ την ευγένεια μου ! Τά μάτια τού Ούΐλκοζ α­ στράφτουν. — Εύγενέστατος !, φωνάζει θρ;αμβευτικά. «ιΕύγενέστα τος» είναι ένας βούκας! Τ'3 άκθύσατε όλοι, πιστοί μου, πώς είναι δούκας; "Αρα μπο­ ρώ νά μονομαχήσω· μαζί του ! Οί κανόνες τής Ιπποσύνης μού τό επιτρέπουν! Νά τόν μεταφέρετε άμέσως στην πί­ στα των κονταρομαχιών! Ό Πέτρας πού δεν έχει μι λήσει τόση ώρα, επειδή δεν τού έχουν απευθύνει τόν λό­ γο προσπαθεί νά έπέμβη. τώ­ ρα, γιά τη ζωή τού φίλου του αλλά δεν προλαβαίνει, γιατί ό σέο Χέρμπερτ Ουί'λκοξ φω νάζει την ίδια στιγμή: — Συλλάβετε τόν άλλον καί δέστε τον γερά! Τού κάκου τό ατρόμητο α­ γόρι προσπαθεί ν3 άντισταθή - όπως έξ άλλου κι3 ό φίλος του. Οι σιδηρόφρακτοι στρατιώ τες τού κάμητος Ούΐλκοξ πού τούς έπ;τίθεντομ, είναι πάρα πολλοί καί οι βαρε·ές πανο­ πλίες πού τούς σκεπάζουν α­ πό την κορυφή ώς τά νύχια/ δεν επιτρέπουν στά δυο άγό-


26

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ 8ΕΑΟΪ

ρια νά χρησιμοποιήσουν κα­ νένα άπό τά κόλπα τους στο ζίου - ζί'τσου... Σέ δυο λεπτά βρίσκονται δεμένοι χειροπόδαρα καί δεν μπορούν ούτε νά σαλέψουν. Ό σερ Ούΐλκοξ φαί νέτα1 ε­ ξαιρετικά εύχαρ. στη μένος. — Σήμερα είναι μια με­ γάλη μέρος, λέει στον αρχηγό τής φρουράς του. Ό θεός ή ό διάβολος μου έστειλαν αυ­ τόν τον ηλίθιο για νά μέ βοηθήση νά πηδήξω καί τό τε­ λευταίο εμπόδιο πριν από τό Στέμμα! Οι ελάχιστοι εύγενεΐς που μένουν ακόμα πιστοί στον βασιλιά Ριχάρδο είναι γατί πιστεύουν σ’ αυτή την ανόητη προφητεία πού λέει

πώς θά μονομαχήσω μ3 εναν παράξενο ιππότη πού θάχή, έρ9ει άπό τον ουρανό γιά νά μέ τιμωρήση! Ασωπόν ετού­ τος εδώ ό βλάκας συγκεντρώ νει όλα τά προσόντα: Καί α­ πό τον ουρανό έπεσε καί θά μονομαχήση μαζί μου, γιατί διαφορετικά θά αποκεφαλί­ σω αμέσως τον φίλο σου καί εύγενής είναι ώστε νά έπιτρέ πεται ή κονταρομαχία μαζί1 του καί αρκετά ηλίθιος ώστε νά τον ξεκοιλιάσω μέ την προό τη ! Δέν μου φαίνεται νά ξανάχη πιάσει κοντάρι στά χέ ρια του! Γελάει σαρδόνια καί φωνάζε σάν τρελλός: — Μόλις λο-ιπόν νικήσοη

'Ο Σαμ γυρίζει, τον βλέπει και... βάζει τά κλαματα!


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

27

Μπαίνουν σέ μια στοά σκαμμένη στον βράχο....

και τον... Αρχάγγελο που θάχη έρθει από τούς ουρανούς δεν θά μείνη; κάνεις πού νά μη σκύψη τό κεφάλι μπροστά μου! Τότε θά βάλω νά πετάξουν τον αιχμάλωτό μου Ρι χάρδο στά λιοντάρια και θά 'στεψθώ αμέσως βασιλιάς! Εί δοποιήστε όλους τούς εύγενεΐς μου, νά μαζευτούν στην πί'στα των μονομαχιών! Καί ειδοποιήστε και τούς αντιπά­ λους μου, νάρθουν κι* αυτοί! Δεν πρέπει νά λείττη· κανείς! Πρέπει όλοι νά ίδοΰν μέ τά μάτια τους αυτή τη νίκη μου! "Οσο γι* αυτό εδώ τό ζώονκαΐ δείχνει τον Σάμ - νά του βρήτε μια πανοπλία πού νά του σκεπάζει ή κουκούλα της

όλο τό πρόσωπο, για νά μην παρατηρήση κάνεις πώς είναι ένας βλάκας και πολύ νεα­ ρός ! "Οταν συγκεντρωθούν όλοι, νά σημάνουν τά βούκινα καί ν5 ανοίξουν οι πύλες γιά νά μπή κι* ό λαός μου, νά κα ταλάβη τις κερκίδες! "Οσο πιο πολλοί παρακολουθήσουν τή μονομαχία μου, τόσο πιο στερεή ’θάναι ή βάσις τής βα­ σιλείας μου! Κανείς δεν θά τολμήση τγκχ, νά μιλήση γιά έναν ανόητο θρύλο!

Ό... 5Δρχά·νγ έλος ! Κλεισμένος μέσα

στά

υγρό κελλί τής πέτρινης φυ­


28

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

λακής περιμένουν οι δυο άγα πημένοι φίλοι. Οί ώρες δέν θέλουν νά πε­ ράσουν. Τα δευτερόλεπτα κυλούν δύ σκολα. ιΒαρειά... 5Αχούν ώς και τον χτύπο ίάπό τις καρδιές τους. Ό Πέτρος νοιώθει πολύ μ·ε γαλύτερη, αγωνία για τον Σάμ, γιατί ή τύχη τού φίλου του φαίνεται πιο αβέβαιη α­ πό τη βική του. — Σάμ, 6έν πρέπει νά δε­ χτής νά μονομαχήσης μ* αυ­ τόν τον άπαίαιο άνθρωπο ! , μουρμουρίζει κάθε τόσο. Θά εΐναι μιά καθαρή δολοφονία! Αυτός έχει μεγαλώσει μέ τις ξιφομαχίες και τις κονταρο­ μαχίες... Έσυ δ'έν έχεις ιδέα απ' αυτά.·. Ό Σάμ δεν αποκρίνεται. — "Ασε με στη μαυρίλα μου!, του λέει μονάχα καμμιά φορά αποφασίζοντας ν’ (άνοίξη το- στόιμα του.

— Φοβάσαι; — Τί νά φοβηθώ; Αυτόν τον ξυλάρα; Δεν θάμαστε μέ τά καλά μας, παιδάκι μου! — Μά είπες χιά τη «μαυρίλα» σου καί1... — Το είπα γιά τά χέρια μου πού είναι δεμένα στην πλάτη μου καί δέν μπορώ νά πιω λίγο γαλατά κι! -— ?Ω, ^Σάμ! Είσαι άδιόρ θωτος! Μην τό κάνης γιά μέ­ να! Θάχιω τύψεις μετά! "Ε­ τσι κι.3 άλλοιώς θά μέ σκοτώση κι3 εμένα ύστερα! Δέν πρέ πει νά τον άφήσης νά σέ δολοφονήση!

— "Ασε νά δούμε τι θά γί νη!, λέει ό Σάμ ανόρεχτα ε­ πειδή τό μυαλά του βρίσκε­ ται συνεχώς στο γάλα, πού εΐ ναι εκεί στή μέση του καί δέν μπορεί ν’ άπλώση τό χέρι του, γιά νά πιή έστω μιά γου λ ά. Μπορεί νά περάσουν οί δυο ώρες καί νά γλυτώσω με κι3 οί δυό... Κι3 αυτό όμως νά μή συμβή πάλι μπορεί έσυ νά προλάβης νά σωθής... — Δέν θέλω1 νά τό κάνης αυτό! Δέν θά σοΰ τό συγχω­ ρήσω ποτέ! — Πρέπει κάποιος νά μεί νη γιά νά έπιστρέψη κοντά στο «Βέλος», το ξεχνάς Πήτ; •Καί αυτός ό κάποιος πρέπει νάσαι εσύ! — Σ3 αυτή τήν περίπτωσι δέν έχει καμμιά σημασία ποι ος άιπό τούς δυο μας θά εί­ ναι άποκρίνεται τό ^Ελληνό­ πουλο. Γιά νά τό χαλάσης, μου φαίνεται πώς μπορείς νά τά καταψέρης κι3 εσύ καί κα­ λύτερα μάλιστα από μένα! — Δέν λέω όχι. Σ3 αυτές τις δουλειές είμαι μάνα!, λέ­ ει μέ περηφάνεια τό κωμικό αγόρι. "Ομως μου φαίνεται πώς αυτός ό βλάκας ό σέρ Ουΐλκσξ αποφάσισε γιά λογά ριασμό μας ποιος από τους δυο μας θά μείνη ζωντανός! 3Από τήν αρχή μ’ έβαλε στο μάτι ! — Σάμ !... — Δέν θάχη πλάκες Πήτ, τον δ ι σκάπτει εκείνος, νά του δώσω μιά μέ τό κοντάρι καί νά τον φέρω κορώνα - γράμ­ ματα; Καταλαβαίνεις τί έχει νά γίνη, άν συμβή κάτι τέ-


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ

Τ6ΐο;

Ασφαλώς

.μέ πά-*

ρασρμρφσρ-ήίΓή κι5 6 βασιλιάς Ριχάρδρς -,άιλλά νά μου ττής τι να το κάνώ το παράσημο, άφού δεν θά μπορέσω νά τό πάρω μαζί μου! "Έχω τη γνωμ-ή, Πιηιτ^ πώς 8έν τταραπειράζει που θά χαλάσης το «Βέλος» γιατί έχει ένα σω­ ρό ελαττώματα! Την άλλη φορά που θά φτιάξης τό και νούργιο νά πρόβλεψης νά μπο ρούν νά περνάνε καί τά μέ­ ταλλα ανάμεσα στον Χρόνο. Θάναι πολύ πιο εξυπηρετικό. Ό Πέτρος δεν προλαβαίνει νά του άπαντήση. Ή πόρτα τής φυλακής τους ανοίγει. "Απ’ το άνοιγμά της άκούγεται ο ήχος που .βγάζουν τά βούκινα. ^ — Οί επίσημοι έφτασαν !, λέε^ι ό Σάμ μέ μιά ευθυμία που ό φίλος του δέν μπορεί νά καταλάβη πού τη βρίσκει αλλά που τον αναγκάζει κιό­ λας νά κυττάξη τό κωμικό· α­ γόρι γεμάτος θαυμασμό γιά τό κουράγιο του. ^— Σάμ, μουρμουρίζει κα­ θώς σιδηρόφρακτοι φρουροί έρχονται προς τό μέρος τους. Γιά τελευταία φορά σέ πα­ ρακαλώ νά μη δεχτής νά μονομαχήσης μ’ αυτόν τον δο­ λοφόνο ! ^— Δεν θά μπορέσω νά σου κάνω αυτή τη χάρι Πήτ καί είμαι βέβαιος πώς θά μέ συν χωρήσης παρ’ αλ’ αυτά που λες! Πάντα δεν είχα^ άλλο, όνειρο, από τό νά κάνω κι* έγώ μιά κονταρομαχία, σάν

κι* αύτίζ πού βλέιτοο οπόν κι* νηματόΥράφο,!... . Οι φρουόό'ΐ Τούς κόοόυν έΚέίνή τή στιγμή τά σχοινιά που τούς δένουν τά πόδια* Τούς άφήνουν μόνο τά χέ­ ρια δεμένα καί τούς αναγκά­ ζουν νά περπατήσουν καί νά (βγουν άπό' εκείνο τό κελλί, σπρώχνοντας τους μέ τις αι­ χμές των σπαθιών τους. Καί τότε τούς χωρίζουν. Τον Πέτρο τον οδηγούν α­ πό έναν στενό καί μισοσκό­ τεινο διάδρομο πού καταλήγει σέ μιά πόρτα καί άπ’ αυτήν τον βγάζουν στην πίστα τών κονταρομαχιών. Πάνε καί τον δένουν σ5 έ­ ναν πάσαλλο μπροστά στην κερκίδα τών επισήμων καί α­ κριβώς μπροστά στη θέσι τού κόμητος Ουΐλκοξ όπου οι χρυ σοκέντητες πορφύρες κι* ένα στέμμα πού περιμένει πάνω σ’ ένα βελουδένιο μαξηλάρι, δείχνουν πώς ό κακούργος αυ τός είναι έτοιμος νά στεφθή βασιλιάς τής Σκωτίας αμέ­ σως ύστερα από τή δολοφο­ νία τού Σάμ... Ό Πέτρος μέ τήν καρδιά γεμάτη αγωνία τού κάκου προ σπαθεΐ νά σπάση τά δεσμά του. Ξέρει^ πώς καί νά φωνάξη δεν πρόκειται νά κερδίση τί­ ποτα καί γι’ αύτό’ σωπαίνει καί περιμένει. ’Π ρ οσεύχ ετα ι ν * αργή σ ουν, νά φανούν οι μονομάχοι, για­ τί καταλαβαίνει πώς δεν έ­ χουν περάσει ακόμα οι δυο ώρες πού θάταν ή σωτηρία


για τον φίλο του--καί γι3 αυ­ τόν. Σ5 αυτό τό μεταξύ ό Σάμ έχει όδηγηθή σέ μια μεγάλη πολύχρωμη; σκηνή, όπου του λύνουν και τά χέρια και ένα όλόκληρο συνεργείο από δού λους του φορούν τή βαρειά ιάττό γαλάζιο μέταλλο πανο­ πλία του. Μέ γερανό ανεβάζουν τον ασήκωτο ^ σιδερένιο θώρακα, για νά του τον φορέσουν αφού τον ανεβάζουν ολόκληρον πά­ νω στο άλογο. Ό Σάμ χασκογελάει μ' ά­ λα αυτά. — Καλαμπούρι έχετε, όγοράκια!, τούς φωνάζει. Ε­ σείς γινόσαστε... κονσέρβα, γιά νά πάτε νά πολεμήσετε! Τελικά δμως οι ετοιμασίες τελειώνουν. Κάποιος δούλος του δίνει τό κοντάρι του. Ό Σάμ πάει νά τό πιάση αλλά δέν... μπορεί νά σαλεψη τό χέρι του. Τά ματάκια του γουρλώ­ νουν από τον τρόμο. — Κάτι έπαθε τό χέρι μου! Τό χεράκι μου!, τσιρί­ ζει. Πάστηκε! Δέν μπορώ νά τό κουνήσοο ρούπι! Οι δούλοι γελούν μέ την καρδιά τους. — Δέν έπαθε τίποτα τό χέρι σου αλλά ή πανοπλία, είναι βαρειά!, τού λένε. Βά­ λε κι3 άλλη δύναμι! Πραγματικά, στο τέλος ό Σάμ καταφέρνει και τό σηκώ­ νει μερικούς πόντους καί πι­ άνει τό πελώριο κοντάρι. — Βρέ παιδιά! Πολύ μέ

βαραίνει ή στολή μου!, φωνά ζει ανήσυχος. Δέν μπορώ νά κουνηθώ μ3 δλ’ αυτά! Βγάλ­ τε μου τίποτα πού νά μην εί­ ναι απαραίτητο γιά ν’ άλαφρώσω λιγάκι! Νά: Βγάλτε έκεΐνο τό κόκκινο φτερό άπό' την περικεφαλαία μου! ""Όλοι νομίζουν πώς αστει­ εύεται καί τά γέλια πού γί­ νονται είναι άνευ προηγουμέ­ νου. Τού δίνουν μια σπρωξιά, καί χωρίς νά τό καταλάβη βρίσκεται στην άκρη τής πί­ στας καί απέναντι σ5 έναν άλλο σιδερόφρακτο καβαλλάρη πού περιμένει στην άντικρυνή πλευρά του «διαδρό­ μου». Τό σύνθημα δίνεται σχεδόν άμέσως, αφού ένας κήρυκας άνεγγέλει ποιοι 'θάναι οί μο­ νομάχοι : — θά πολεμήσουν μέχρι θανάτου, ό σέρ Χέρμπερτ Ούΐλκοξ, κόμης τής Γλασκώβης καί ό ιππότης Αρχάγγελος πού θά διατηρήση την άνωνυ μία του: ώς τό τέλος τής μο νομαχί'ας σύμφωνα μέ τούς, κανόνες τής Ιπποσύνης! Ένας βουερός ψίθυρος α­ νεβαίνει στον αέρα από την πλευρά τών κερκίδων πού έ­ χε ι καταλάβει ό λαός. "Όλοι καταλαβαίνουν πολύ καλά τί σημαίνει τό ψευδώνυ­ μο γιατί όλοι γνωρίζουν την περίφημη προφητεία καί ξέ­ ρουν πώς αυτός ό άγνωστος καβαλλάρης εΐναι ή τελευταία τους έλπίδα γιά νά σωθούν άπό την τυραννία τού σέρ

Χέρμπερτ,.»


ΐ Τά βούκινα ηχούν πάλι* Κάποιος σπρώχνει τό άλο­ γο του Σάμ κι" εκείνο ξεκι­ νάει. 5Απ’ άπέναντι ξεκινάει και τό άλογο τού Ούΐλκοξ. Σιγή απλώνεται παντού. Ό Πέτρος άπό τόν πάσαλο πού είναι δεμένος, παρα­ κολουθεί μέ τά μάτια γουρλωμένα απ' τον τρόμο. Είναι βέβαιος πώς θα 6ή τόν φίλο του να σωριάζεται νεκρός, λίγα λεπτά πριν άπό τό κλείσιμο των δυο ώρών, πού θά σήμαιναν τή σωτηρία τους και ή καρδιά του σπα­ ράζει. ^ Τ' άλογα προχωρούν μέ γοργό καλπασμό. Οι δυό καβαλλάρηδες μέ τά κοντάρια υψωμένα τά χαμη­ λώνουν τώρα δσο πλησιάζουν ό ένας τόν άλλον γιά νά πά­ ρουν σκοπευτική γραμμή. Τήν άπτόστασι τήν κατα­ πίνουν τά πέταλα των αλόγων μ’ έναν ρυθμικό κρότο. Λί'γα μέτρα θέλουν πιά γιά νά^ διασταυρωθούν οί αι­ χμές των κοντάριών τους. Τά χείλη τού Πέτρου ανοι­ γοκλείνουν συνεχώς μουρμου­ ρίζοντας προσευχές, ενώ τό πρόσωπό του είναι πιο χλωμό κι3_άπό πεθαμένου. -αφνικά, άχουγεται ένα δυ νατό «κράκ» καί μιά τσιρι­ χτή φωνή. Ό Σάμ πού έχει γείρει πιο πολύ απ' ότι πρέπει γιά νά σημαδέψη τόν αντίπαλό του δεν μπορεί ^νά κράτηση τό τεράστιο βάρος τής πανοπλί­ ας του καί 6... Αρχάγγελος

έρχεται κάτω σωρό - κουβάριί Τό κοντάρι του Ούΐλκοξ περνάει ξυστά άπό πάνω του καθώς έχει πέσει. Μιά φωνή φρίκης ξεσηκώ­ νεται άπό τήν πλευρά τού λαού καί ξεκαρδιστικά γέλια ιάπό τήν κερκίδα που έχουν, καταλάβει οί οπαδοί τού Ού­ ίλκοξ. Ωστόσο τό σπάσιμο τού λουριού τό έχουν δή οι κρι­ τές πού άναγγέλουν ότι επει­ δή. πρόκειται γιά άτύχημα θά ξαναδέσουν τό πόδι τού 3Αρ­ χάγγελου στον αναβατήρα καί ή μονομαχία θά συνεχι­ στή. Ό αντίπαλος περιμένει στήν άλλη πλευρά. Ό Σάμ μόλις τόν πλησιά­ ζουν τσιρίζει θυμωμένος: —- Βγάλτε μου αυτά τά παλιοσίδερα! Δεν μπορώ νά σαλέψω! Οί δούλοι τόν κυττάζουν μέ γουρλωμένα μάτια. — Θά μονομαχήσετε χω­ ρίς πανοπλία; Είναι καθαρή αυτοκτονία;, φωνάζουν πα­ νιασμένοι. — Αυτό πού σάς λέω! Άλλοι ως δέν πάω. πουθενά! Καί δώστε μου κι3 έκείνο τό παγουράκι νά τραβήξω μιά γουλιά! ^ 6Όλα γίνονται όπως τά λέει. Ό Ούΐλκοξ βρίσκεται μακρυά γ^ίά νά μάθη τί συμβαί­ νει καί νά τό άπαγορεύση. “Όταν μόνο βλέπει τόν Σάμ νάρχεται μέ τό πουκαμισάκι άπό άπέναντί του ακάθεκτος


Μ

ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ 8ΒΛΟΙ

μελανιάζει άττά τά κακά του, γατί το πλήθος θά δη ττόσ© νέος είναι ό αντίπαλός του1 άλλα δέν μττορεΐ ιτιά νά κά­ νη τίποτα. Χύνεται σαν μανιασμένος ταύρος προς τό μέρος του. Μια τρομερή κραυγή ανυ­ πόκριτου θαυμασμού ξεσηκώ­ νεται απ' τό πλήθος τού λαού άλλα καί' από τήν κερκίδα των εύγενών τούτη τή φορά, για το θάρρος τού «5Αρχάγ­ γελου». Ό Πέτρος είναι ο μόνος πού θάθελε νά τρσβήξη τα μαλλιά του αλλά δεν μπορεί γιατί τά χέρια του είναι δε­ μένα. Καί οι δυο καβαλλάρηδες ζυγώνουν πάλι. Τούτη τη φορά ό Σάμ είναι ανάλαφρος, τρέχει περισσότε

ρο\ ^ Ή άπόστασις που τούς χω ρίζει μικραίνει μέ αφάνταστη γρηγοράδα. πάλι Λυό - τρία μέτρα τούς χωρίζουν. Ό Πέτρος κλείνει τά μά­ τια. Ταυτόχρονα μια τρομακτι­ κή ιαχή ξεσηκώνεται απ’ τις χιλιάδες των θεατών έκείινης τής ιστορικής μονομαχίας. Ό άγνωστος καβαλλάρης δυο μέτρα μόλις πρίν από τον αντίπαλό του, έξαφανίζεται σάν αέρας, πάνω από τή σέλλα τού άλογου του ! Τό κοντάρι πού κρατούσε πέφτει στή γη μέ τό πίσω μέρος του καί ή αιχμή του

σηκώνεται ψηλά.

Ό σέρ Ούίλκοξ βγάζει μια φωνή καί1 γουρλώνει τά μάτια σάν νά βλέπη εφιάλτη. Ψάχνε νά 6ρή τον αντίπα­ λός του καί δέν προσέχει ε­ κείνο τό κοντάρι. Μέ όλη του τήν ορμή πάει καί πέφτει πάνω στήν αιχμή του και όπως τό πίσω· του μέ ρος έχει άκουμπήσει στή γη καί στηρίζεται σ' αυτήν, τό χοντρό μέταλλο τρυπάει τή λαμαρίνα τού θώρακα του καί βγαίνει από τή ράχι του! Ό δολοφόνος εύγενής, σω­ ριάζεται νεκρός μ5 ένα φριχτό ιβόγγο. Οί υπόλοιποι άπό> τήν κερ­ κίδα των επισήμων παρατη­ ρούν μέ γουρλωμένα μάτια τό άδειο άλογο τού «Αρχάγγε­ λου»... Ό λαός άντί·κρυ σταυροκο πιέται καί στον αέρα ξεση­ κώνονται κραυγές, πού ζη­ τούν νά πάρη τή. θέσι του στην έξέδρα ό βασιλιάς Ρι­ χάρδος ! Καί πραγματικά ό βασι­ λιάς αυτός μένει πιά στο θρό νο ως τον θάνατό· του γιατί κανείς δέν τολμάει νά διεκδί­ κηση τό Στέμμα του, πού τό έχουν υπό τήν προστασία τους σι Ουρανοί... 'Κιζ επί βασιλείας του ή Σκωτία περνάει πολλά ευτυ χισμένα χρόνια.

Λ** 'Αλλά σ' αυτό τό σημείο ό Πέτρος κι' ό Σάμ βρίάκον ται στο κρυφό εργαστήριό τους καί τό Ελληνόπουλο μέ χέρι πού δέν τρέμει καθόλου


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ άρχιζε ι την καταστροφή του «Βέλους». Σέ λίγες ώρες τό ί/ττέροχο μηχάνημα που ταξιδεύει στο Παρελθόν, δεν υπάρχει, πιά. Ό Σάμ βρίσκεται στά μαυ ρα του πανιά. Ό ΠέΤρος πηγαίνει κοντά του καί τον χτυπάει παρηγό­ ρα στον ώμο. -— Μη ■ στενοχωριέσαι!, του λέει. Τώρα μάς περιμένει

μελέτη για μερικά χρόνια.... Τό «Βέλος» όμως μπορεί νά άναστηΙθή !... Μην ξεχνάς πώς μου μένουν τα σχέδιά του1 και αυτά μπορούν νά κρυφτούν ευκολώτερα άττ’ ολόκληρο εκεί­ νο τό μηχάνημα... Κάπρια μέρα ίσως πάλι ταξιδεύσωιμε παρέα, νά γνω­ ρίσω! με μαγικές χώρες που έχουν χαθή στην πυκνή ομί­ χλη τών αιώνων... Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ

ΤΕΛΟΣ

ΠΡΟΣΟΧΗ

ί

33

Οι αναγνώστες μας που έτη θυμουν ν’ αποκτήσουν τά προηγούμενα τεύχη τών εκδόσεων μας. Μικρού "Ηρωος, Υ­ περάνθρωπος, Γκρέκο, Ζορρό, κλπ., μπορούν νά τά ζητή­ σουν άπο τά γραφεία μας, Αέκκα 22, εντός τής στοάς, καί από τά ακόλουθα καταστήματα διαφόρων πόλεων τής Ελ­ λάδος, και τού έξωτερικού: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ: Βιβλιοπωλεΐον Άθαν. Τουφεξή, οδός Βενιζέλου και Ευριπίδου γωνία, έναντι Εμπορικής σχολής. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοπωλεΐον Άνδρέα Ρέκου, Έγνατίας 67. ΒΟΛΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον Ίωάννου Μαναρίδη, Κ. Καρ= τάλη 48. ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοπωλεΐον Άθαν. Παπαδογιάννη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον Άλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλιοπωλεΐον Άλμπάνη. ΚΑΡΔΊΤΣΑ: Βιβλιοπωλεΐον 5Ιωάν. Τσοπελάκου. ΛΕΥΚΩΣΙΑ: Βιβλιοπωλεΐον Α. Πολίτη, Λεύκωνος 20 ΛΟΝΔΙΝΟΝ: Βιβλιοπωλεΐον ΖΕΝΟ, Δανίας 6, Δυτι­ κός τομευς άρ. 2. ΣΙΔΜΕΎ* ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ: Βιβλιοπωλεΐον Σαλαπάτα. ΑΔΕΛΑ ΤΔΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ: Βιβλιοπωλεΐον Παλάση. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ: Πρακτορεΐον Εφημερίδων Άθην. Τύπου.


ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ

Κ Υ Κ Λ Ο

Ρ Ε I

ΒΙΒΛΙΑ

ΚΑΘΕ

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Π Ε Μ Π Τ Η

"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 8 — Δραχ. 2 Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 (εντός τής στοάς) Τηλ. 28-983 Δηιμοσιογροοψ: κός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς. Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οιίκονοιμιικας Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφαγγός 38. Π,ροϊστ. τυττογιρ.: Α. Χατζηβασιιλείου, Ταταοόλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ιΚΑΙ ΒΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιώδην, Λέκκα 22, 'Αθήναι ; Σύνδρομα! έσωτερίικου:

Έτησία.............. .. δραχ, 100

* Εξάμηνο ς

.........

»

55

Σύνδρομα! έξωτερικοΟ: Έτησία .... Δολλάρια 4 Εξάμηνο ς .......... » 2

ΒΒΛ 2Κ3Β &Έ3 Γ333 ΗΕβ ΕΤΗ Κ39· ΗΖΠΒ8ΚΒΓ $

Β β£Σ 33 ΗΕβ Ε3Ξ 03 ΒΕ3 ΖΕΟ ΗΒ 9ΒΒ Β8Η ί

Β κ

Μέ τό τεύχος αυτό.., κλείνει ό κύκλος των περιπετειών

Β 8

τού « ΒΕΛΟΥΣ»/ πού σχηματίζουν ένα πολύ κομψό, δια*

I

(1 Ο 1

■ακεδοβατι-κό καί διδακτικό βιβλίο. "Οσοι άναγνώστσι μας

1

θέλουν ·νά δέσουν τά τεύχη τους σέ τόμο, να τά φέρουν ή

8 I

να τά στείλουν στα γραφεία μας. Λέκκα 22, Αθήνα ι.

]

I I

ο I I I

1

1 I

£Τ

8

1

Β

1 I •

I I

1) Τό πλοίο πού τρέχει στους αιώ­ νες. 2) Ή Άτλαντίδα καταποντίζεται 3) Περιπέτεια στο 1000 π.Χ. 4) Τό «Βέλος» κινδυνεύει.

5) *Η

αιχμάλωτη

Ελληνόπουλα,

6) Τό μυστήριο των ’Ίνκας 7) .Η Κίρκη, ό Σάμ καί... Γουρουνάκι 8) Ό Σάμ κονταρομάχος

ϊ

τό |

Β Β



ΟΛΕΥΚΟΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣΘΕΛΕΙΣ ΑΚΟΗΗ ΝΑίΙΑΑΜψΗΣ,ΜΕΤΟ ΤΑΡΖΑΜ. ΛΟΚ­

Ο* ι! ΗΑΓΚΟΛΑ ΟΛΟΚ ΕΙΜΑΙ ΦΙΛΟΙ, ΤΑΡΖΑΜ

Μ ΠΟΥ ΓΥΙΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑ ΛΙΓΚΑΜΙ.. ΜΙΚΡΟ, ΜΚΗΑι ΠΡΕΠΕΙ ΜΑ ΕΙ­ ΕΙΜΑΙ Ο ΜΕ­ ΣΤΕ ΦΙΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΟΣ ΦΙ­ ΜΐΙΟΫ, ΓΥΙΟ ι ΛΟΙ ΤΟΡ ΤΑΡ­ ΖΑΜ Κ! ΑΥΤΟΥ ΤΑΡΖΑΜ ϊ*ν

1

ΗΤΑ IV ΜΑΜ ίΚΑΛΛΙ ΤΑΡ' ζαν. είΝΆΐ

ΓΙΟ ΤΑΡΖΑΜ, ΕΙ­ ΜΑΙ ΦΙΛΟΙ.. . ΖΚΟΤ9ΣΕ, ΓΚΙΜ

ΦΙΛΟΙ. .. ι

9ίτε ετζυείΣΑί ο μεγάλοι. ΜΙΚΡΟΣ Φ/ΑΟΣ Γ'τκιΓ'.—~ τον ΤΑΡΖΑλΓ1 παρόλο που

ΤΡΕΜΕΙΣ ΤΗ ΣΑΆ ΣΟΥ.

ΤΟΖ.. .

ΪΒΛΟΣ.

ΜΗ ΜΑ,

ΠΟ ΤΑΡΖΑΜ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.