Καλ - Ο Κύριος της Ζούγκλας

Page 1

ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ

16 ΤΕΥΧΗ


ISBN: 978-618-206-013-1


ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

0 ΞΑΝΘΟΣ ΤΙ ΜΩΡΟΣ

ΤΗΝ οργιαστική βλά­ στημη τής ζούγκλας προχωρεί αργά .μια συ­ νοδεία. Τό απαίσιο σφύριγμα τού μαστιγίαυ αντηχεί συ­ χνά. Ουρλιαχτά πόνου. το συ­ νοδεύουν. Φωνές άτογνώσεως δυστυχισμένων νέγρων, πού, ανοίγουν δρόμο μέ τά τσε­ κούρια τους για, τον λευκό τύραννο πού έρχεται πίσω. —ιΠαλ ιοσατανάβες!, μουγ χρίζει αυτή τή. στιγμή έξαλ­ λος από θυμό. Βρωμεροί τεμ­ πέληδες ! Πιο γρήγορα! Πρέ­ πει νά φτάσωμε πρώτοι καί

θά φτάσωμε, ακόμα κι3 άν χρειαστή. γι’ αύτό νά σάς στεί λω (όλους ιστήν κάλασι! Κσυνηθή τε, μ αύρ α σκυλ ι ά! Τό τρομερό σύμπλεγμα α­ πό τις λρχ'μίες καί τις πειριπλακάδες, πού πρέπει νά τις κόβουν για νά περάσουν, τε­ λειώνει κάποτε. Τώρα ή ζούγ­ κλα γίνεται π ιό ομαλή, μ’ έ­ να (μεγάλο πλάτωμα πού τό σκιαίζρυν πελώρια}, αιωνόβια δέντρα. λ -αφνιικά, ό λευκός σταμα­ τά. Μπροστά του βρίσκεται ένας μεγάλος γορίλλας. Δέν έχει άντ ι,ληφθή, καθόλου την παρουσία τού καραβανιού καί παίζει ευτυχισμένος μέ τό μι-

ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 1


4

κρό γσριλλάκι, τό γυιό του. Ό τυχοδιώκτης ξεκρειμά α­ πό τον ώμο του την καραμπίνα του. Την διευθύνει προς τό μέρος των δυο ζώων. — Θά σκοτώσω τό μικρό! λέεΐ' ενθουσιασμένος ιμέ τη δια:βολ ΐική. ιδέα του. θμαι περί­ εργος πώς θά του φανή του πατέρα του! Στηρίζει καλά στον ώμο του τό οπλο-ικάι σημαδεύει». 01 νέγροι κυττάζουν μέ συμ­ πόνια τά δυο ανύποπτα ζώα, μά κάνεις δεν έχει την τόλμη νά έπέμβη. Ωστόσο ό (Πκάρετ δεν προ λαβαίνει νά πυροβόληση. Τη στιγμή πού τό εγκληματικό δάγτυλό του αρχίζει νά πιέζη την σκανδάλη, ένας (μεγά­ λος λευκός όγκος πέφτει; στη ράχΗ' του, από τό χαμηλότε,ρο ικλαδί ένός αιωνόβιου δέν­ τρου. Πρίν ο σκληρός τυχοδι­ ώκτες ιποολάβηι νά συνέλθη από την έκπληξί του, τό όπλο έχει άποσπασθή. από τά χέ­ ρια του καί βρίσκεται τώρα στά χέρια του γιγαντόσωμου λευκού άγοριού που έπεσε α­ πό τό δέντρο. Ό ίΓκάρετ μέ τό ποόσωπο κατσικόκκινο α­ πό τη λύσσα, κυπάζει τό α­ προσδόκητο, ουρανοκατέβατο πλάσμα. ιΕΐναι ένα παιδί πού μόνο από τό πρόσωπό του μπορείς νά κατάλάβης ότι δεν είναι μεγαλύτερο ιάπό δεκαεφτά χ,ρονών. Γιατι τό στήθος του είναι- φαρδύ και πελώ»ριο, ενώ τά μπράτσα και τά πόδια του είναι, γεμάτα ατσαλένιους μυς που μαρτυρούν τρομακτική

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ δύναμι. Τό πρόσωπό» του είναι αρρενωπό και συμπαθητικό παίρά τήν κάπως άγρια λάμψι των καταγάλανων ματι»ών του. Τά ολόχρυσα υαλλιά του πέφτουν ανακατεμένα γύρω στό κεφάλα του και τό μόνο του ντύσιίμο είναι ένα πέτσινο μαγιώ <μέ μνά Ητιεοίεργη ζώνη. *

*

*

Τό λευκό αγόρι σηκώνει τήν καοαυπίνα τού τυχοδιώ­ κτη και τήν τσακίζει στά δύο έρτάνω στο γόνατό του σάν σσνιδάκι,! Πετάει πέρα τά ά­ χρηστα κομμάτια της καί κυά τάζει θυμωρένα τον άντίίπαλό τρυ. Εκείνου τό χρώμα γίνε­ ται από κόκκινο μελανί. "Α­ σπροι άφιροι λύσσας βγαίνουν από .τά χείλη του. — Αυτό πού έκανες θά τό πλήρωσής μέ τή ζωή σου, παλιόσκυλο!, ουρλιάζει». — Ό λεύκός άνθρωπος εί­ ναι (μοχθηρός και άγριος!, μουγγρίζει τό άγό»οι μέ μιά περίεργη προφ»ορ»ά. Ό Κάλ τον διατάζει νά γυρίζη πίσω ! "Αν δεν υπακούση θά τΐιμωρηθή σκληρά! Ό Γκάρ»ετ γίνεται πραγμα τικό θηρίο από τή λύσίσα. —>Έσεΐς μαύρο ι βιαβόλοι!, βρύχάται άφρ,ίζοντας. Π ι ά­ στε τον καί ΐμαστιγώστε τον αμέσως, ώσπου νά μή )μείνη »ούτε υιά στάλα αΤματος μέσα στο άθλιο κορμί του! Οι μαύροι όρμουν άμέσω-ς εναντίον τού άγοριού. Μά αυ­ τός πού έχει ονομάσει τον έαυτό - το»υ Κάλ, άρΙπάζει τον Γκάρετ από τά ρούχα ιμε τά δυο χέρια, τον σηκώνει ψηλά


ΎΗ2 20ΎΓΚΛΑΪ

πάνω ιάητό το κεφάλι του καί τόν τινάζει μέ τρομακτική δύναμι προς το μέρος των επι­ τιθεμένων! Ό λευκός πεψτε ι επάνω στους άραπάδες καί τους πα ρα^έίρνειί' κι5 αυτούς στην τττώ σι του. Ό Ντάμπο, ό νέγρος κολοσ σός άρχιεπιίστάτης του τυχο­ διώκτη Βάν Γκάρετ, πηδάει προς τά πλάγια εγκαίρως καί σηκώνοντας την ικαραμπίνα του σημαδεύει το λευίκο άγόρι στην καρδιά. Μα, πριν νά προλάβη, νά πυροβόληση, μια μεγάλη καρύδα έρχεται από τον ουρανό καί σκάει μέ πά­ ταγο επάνω στο κεφάλκ του; ■— Αυτή την ικαρύδα στην κάνω δώρο για τά γενέθλιά σου!, ακουγεται .μίιά τσιραί* χτή κΐαί αστεία φωνή ανάμε­ σα Ιάπό τον πράσινο θόλο τών δέντρων. Ό Ντάμπο παρατηρεί ο­ λόγυρα ·μ ισοζαλισμένος. Το λευκό άγόρι όμως έχει πηδηξει ισάν αίλουρος σ’ ένα κλα­ δί κι5 έχει γίνει άφαντο. —·λ Ποιος δαίμονας μίλησε; δρυχάται/'Ας ξετρυπώση τή μαυίσσύδα του νά τόν εύχαριστήσω για τό δώρο του!·.. "Ένα στρίγγό καί παράφω­ νο γέλιο σαν καμμιάς γριάς μάγισσας άκούγεται. Τά φύλ λα ιένίσς (5(έίντρου! παρσμερί!■ζοιυν ξαφνικά καί μια παρδαλή καρακάξα μέ πελώριο άστεΐο ράμφος ψτερουγίζει δυ' νατά ιστόν αέρα κάνοντας δαι­ μονισμένη φασαρία. Ό Ντάμπο πάνω στη λυσ*σα του πυροβολεί τό πουλί*,

μά^ τό· ©πλο ν του . είναι γεμ κ σμόνο μέ βλήμα κι" όχι μέ σκάγια κΐι" έτσι αστοχεί. Ή κωμ ική φωνή ξανακούγεται τότε: — Μανταλένα! Μωρή Μανταλένα! ^ "Έλα πίσω αμέσως καί δεν έχω καμιμιά όρεξι για κηδείες! Στ" ^άλήίθεια, στο· άκουσμα τής φωνής ή. καρακάξα ξαναχώνεται· στίς φυλλωσιές καί χάνεται, "Οσο κι*" άν ψά­ χνουν οι νέγροι καί ό λυσσα­ σμένος ίΒάν Γκιάρετ, δεν μπο­ ρούν ν’ /άνακαλύψουν ψυχή πουθενά γύρω. Ό τυχοδιώ­ κτης φωνάζει στο τέλος ά­ γρια: —^Εμπρός! "Αρκετόν και ρό χάσαμε."'Ας πραχωρή>~ σωμε καί τά λέμε στον γυρι­ σμό μ" αυτούς τούς έξυπνους! ΚΑΛ ΚΑΙ ΧΟΥΠ

ΠΟ ΑΡΚΕΤΗ ώρα ένα παράξενο ζευγάρι πα­ ρακολουθούσε τό καρα­ βάνι του Βόα/Τκάρε.τ. Ό ένας ήταν Κάλ, τό λευκό παιδί τής ζούγκλας, πού πηδώντας μέ^τεράστια άλματα (ανάμεσα στις φυλλωσιές άπό τό ένα δέντρο στο άλλο, ακολουθού­ σε τή συνοδεία χωρίς νά Φαί­ νεται. Ό δεύτερος ήταν σκσρ φαλωμένος στην πλάτη τού Κάλ καί σέ ' κάθε πήδημα μαύρος τρόμος ζωγραφιζόταν στο .. .κατάμαυρο πρόσωττό του. 15 Ηταν ένας μικροκαμω•μένος πυγμαίος 1 τής φυλής Χαλόα. Πρίν*άπό έννέα χρόνια„όί πολεμιστές τής "φυλής' αυτής

Α


4*

είχαν ίάν^οοκιοολύψείι ρές στή ζούγκλα ένα λευκό άγώρι όκτώ χρόνων. *Ηταν γυμνό, πεινασμένο και πληγωμένο ά ή ο ένα βέλος που είχε καρφωιθη .στον ώμο του. Μια πυ­ γμαία ιάνέλαβε τότε νά το μεγαλώση ^οζΐ 'μέ τον δικό της γυιό, τον Χούπ. Ό Κάλ έμεινε έξη χρόνια μαζί /με τούς θετούς γονείς του. 'Όταν έφτασε δεκατεσσά ρων χρόνων, τό ύψος του κόν­ τευε νά είναι διπλάσιο από των πιο μεγαλόσωμων πόλε μι στών τής φυλής. Οί Χαλόα δεν μπορούσαν νά έχουν κον­ τά του<£ έναν τέτοιο ^γίγαντα τ— που εξακολουθούσε κιό-ι λ ας νά ψηλώνηι συνεχώς. Του έΐπαν πώς έπρεπε νά φύγη άπό τό χωριό τους, μά άν πο τέ χρειαζόταν τή βοήθεια τους ^ά την ζητούσε χωρίς καδένα δισταγμό. Πραγματικά, ό γί γαντας άφησε τούς Χαλόα

*0 Χαυττ χαμογελάει ευτυχισμέ­ νος γιά τη γροθιά ττου έφοογε!

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΙ

Κάλ, ό Κύριος τής ζούγκλας

καί γύρισε στη ζούγκλα. Μα­ ζί του έφυγε ικαί ό Χούπ, πού είχε γίνει αχώριστος σύντρο­ φός του αφού τούς μεγάλωσε ή ίδια μάνα. Αυτός λοιπόν, δη­ λαδή ό Χούπ — ήταν σκαρ­ φαλωμένος στην πλάτη του Κάλ ικαθώς πηδούσε άπό δέν­ τρο σε δέντρο·. Ό Χούπ έχει ένα ^κωμικό κεφάλι περιέργου σχήματος* Πελώρια .μάγουλα. Όλοστρόγ γυλα -μάτια καί πεταχτά αυ­ τιά, πού ιστό δεξιό κρέμεται ένας χαλκάς. Ή προβιά πού φοράει αντικαθιστά γι’ αυτόν καί τό πρωινό ντύσιμο καί τού περιπάτου καί τό επίση­ μο. Στη μέση του κρέμεται ένα παράξενο όπλο, γνωστό ως «μπούμερανγκ». Είναι ά­ πό σκλη,ρό κέρατο κι* έχευ τό ιδίωμα όταν τό πετάς καί δεν πετύχη τό στόχο του νά στρίιβη στον αέρα καί νά ξαναγυρίζη σ' έσένα γιά νά τό


7

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ '

ξαναπετάξης ί Ό Χούπ φο­ ράει κι3 ένα σαραβαλιασμένο ψηιλό κάΐπέλλο και δυο επίση­ μα λευκά ,μανιικέτια στα γυ­ μνά του χέρια: Μόνο ό Θεός ξέρει που τά 'βρήκε ό αστείος πυγμαίος και σε ποιόν ιερα­ πόστολο θα ανήκαν κάποτε. Πάντως ό Χούπ είναι τρομε­ ρά περήφανος γι3 αυτά καί καμαρώνει σάν διάνος πού τά φοράει. Τέλος, τον άστεΐο πυ γμαΐο έχει ακολουθήσει από τό χωρ ιό των Χαλόσ καή ή Μανταλένα, ' ή έξη/με σωμένη καρακάξα του, πού συνήθως ^βρίσκεται καβαλλ ικεμένη στον ώμο του. Κανείς 5έν έμαθε πώς ό μι κρός Κάλ βρέθηκε έρημος στη ζούγκλα. Αυτός ό ίϊβιός φαί:νέται πώς κάτι θυμάται όπό τά πρώτα του χρόνια καί ώ­ ρες - ώρες τό πρόσωπό του

Μπέλλα, ή ομορφη λευκή.

παίρνει ένα ύφος όνειροπόλο. Μά τού παίΙρινάει γρήγορα καί ποτέ δεν .μιλάει γι3 αυτό τό θέμα... ΚΙΝΔΥΝΟΣ

ΚΑΛ, γυρνώ ντας στον άστεΐο σύντροφός του μετά την τιμωρία τού Γικάρετ, λέει σοβαρά: — Χούπ, σ3 αυχαριστώ! Μσύ Ισωσες τη ζωή πετώντας την καρύδα στο κεφάλι τού μαύρου γίγαντα. Ό Χούπ παίρνει ηλίθιο ύ­ φος. — Μά εγώ δεν την πέταξα γιά νά τον χτυπήσω!, διαμσρ τύρεται. Είπα την ^ αλήθεια πώς τού την έκανα δώρο επει­ δή ,' τον .. ,συιμπ0#ησα! I Ό ιΚάλ χαμογελάει. Αρ­ πάζει τον Χούπ καί τον καθί­ ζει στην ράχι του,

Ο

Ό Νάμπο σηκώνει την καραμπινα και πυροβολεί την καρακάξα.


— Εμπρός, λέει. "Ας του δίναμε γιατί έχω αφήσει καί τή Μπέλλα άπό τδ ττρω'Γ καί β5 ανησυχή..*.. — Κι5 δ μένα οί... Χούλες μου, 'φιωνίάζέι>, Τ|ραμαίγ|μένος ο Χούπ, ιθάναι απαρηγόρητος 'τταύ λεί|πω τόΐσες ώρες ! "Εχω άπό προχτές νά φάω σφαλιά­ ρα απτό τίς αγαπημένες μου καί κοντεύω νά ρέψω! Ό Κάλ μαζί με τό^ εξωφρε­ νικό φορτίο του πηδώντας α­ πό δέντρο σέ δέντρο, δεν αρ­ γεί νά φτάίσή στην κατασκήνωσί τους. Μά φβάνοντα,ς στην σπηλιά τους, στην αχθίη του ποταμού τά μάτια του γεμίζουν άνη,συ χία. Ή νεκρική σιωπή που α­ πλώνεται γύρω τους του φέρ­ νει κακά προαισθήματα. — Μπέλλα!, φωνάζει τα­ ραγμένος, Μπέλλααα!... Δεν παίρνει καμμιά άπάντησι. Ό Χούπ πού στέκει πν σω του τον σκουντάε ι στον ώμο. — Πιο σιγά κύριος!, τού κάνει δυΐσαρεστηΐμένος. Μπο­ ρεί οι... Χούλες μου νά κοιμώντα,ι καί νά ρέ βλέπουν στον ύπνο τους! Τι αγριοφω­ νάρες είναι αυτές; Το πρόσωπο όμως τοΰ λευ­ κού άγοριού παραμένει σο6αρό καί ανήσυχο,. —ΨΤ Μπέλλα δεν βρίσκεται έδώ!, μουρμουρίζει.. Ούτε καί ή Χουλα! Καί δεν ιμ’ άρεσε ι καβόλου αυτό.... —— Λες νά βρήκαν τίποτα μυστήριους καί νά μάς παρα­ τήσανε; ξεφωνίζει ό Χούπ κατ «τρομαγμένος. Καί καλά, ε­

σύ χάνεις ριά γυναίκα, Άμ5 έγώ που χάνω*.. τρεις Ό Κάλ τρέχει γύρω - γύ­ ρω στην όχθη τού ποταμού ικιάί Ιστό τέλος άνακαλύπτεΐ' τά "ίχνη των δυό γυναικών. Σ5 ένα ση|μεΐο τά χόίρτα είναι σπασμένα καί τσαλαπατημένα σαν νά έχη γίνει κάποια πάλη. Κι5 έκεΐ πέρα ό Κάλ ανακαλύπτει κι5 ενα λευκό κουρελάκι που αναγνωρίζει πώς είναι, άπό το πουκάμισο τής Μπέλλα. Τά μάτια του δείχνουν τρομερή αγωνία. — Έδώ!, φωνάζει. ιΚύττα ξε! Πατήματα άπό αντρικές μπότες! Χούπ, τ'ίς πήρανε! Τίς άπήγαιγαν! Πιοιός όμως, καί γιατί; Τί θέλουν άπό τη Μπέλλα; Ασφαλώς ή ζωή τής θά βρίΐσκεται σέ τρομερό κιν δυνο! Καί ό Κάλ τρέχει προς τη ζούγκλα. Ό Χούπ ανοίγει δσο μπορεί πε)ρ ισσοτερο τά μικρά ποδαράκΐια του γιά νά τον φτάσηι. — "Ελα, μωρή Μανταλέ'να!, λέει στήν ικαρακάξα του πού .ξαφνιάζεται καί φτερουγίζει πάνω άπό τό κεφάλι του "Ελα νά ψάξω με γιά τή μις Μπέλλα πού σου δίνει καί.·, κεχρί! ΜΠΕΛΛΑ ΚΑΙ ΧΟΥΛΑ

Α ΠΡΕΠΕΙ ό ά,ναγνώ στης νά ,μάθη, ποια είναι αυτά τά δυο πρό αωπα γιά τά οποία μιλούν συ νεχώς οι ήρωές μας. Ή Μπέλλα Ρέυνολντς, κό­ ρη του διάσημου έξερευνητου

Θ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ρέϋνολντς, κληρονόμησε άπό τον πατέρα της μαζί με την τεράστια περιουσία του κι* έναν χάρτη μιας άγνωστης περιοχής τής Μαύρης Ηπεί­ ρου. Τον χάρτη αυτόν τον εΐ• χε φτιάξει 6 ίδιος 6 Ρέϋνολντς. Πίΐστευε ^ ττώς στην περιοχή αυτή ήπήρχε κάποια πανάρχαια πολιτεία και τό όνειρό του ήταν νά τήν άνακαλύψη. Καίθώς όυως πέθανε πρίν προ λάβη νά έκπλιηρώση τό όνει­ ρό του, άνέλαβε νά τό έκτελέση ή κόιρη του Μπέλλα. Διωργάνωσε μια αποστολή καί ιξεκίνηίσε για τήν Αφρική. Μά έκεΐ, όταν έφτασε στα ενδό­ τερα, ή συνοδέ ίΐα έπεσε σέ ιμιά ένέδρα αγρίων και εξολο­ θρεύτηκε. Τήν Μπέλλα τήν έσωσε ως έκ θαύματος ή πε­ λώρια νέγρα υπηρέτρια της ή Χούλα. Ή Χούλα είχε αρ­ πάξει τήν Μπέλλα καί είχε καταφέρει νά τρυπώση ιμσζί της στη φουντωτή φυλλωσιά ενός θάμνου, ξεφεύγοντας τήν προσοχή των άγριων. *Έτσι, μερικές μέρες αργότερα καί ενώ περιπλανιόνταν χωρίς να ξέρουν πρυ πηγαίνουν, τίς α­ νακάλυψε μες >στή ζούγκλα ό Κάλ. Τό μυστηριώδες λευκό άγό ρι έμεινε μαγεμένο από τήν ομορφιά τής Μπέλλα. ΚΓ έέκείνη όμως /μαγεύτηκε γρή­ γορα άπό τήν ομορφιά του Κάλ κι5 άποφάσισε νά μείνη γιά πάντα μαζί του. Φυσικά και ή υπηρέτριά της που τή λάτρευε δέν δέχτηκε νά τήν άποχωριστή. Τό γεγονός αυ­ τό τό πανηγύρισε ό Χούπ πού

9 ένοιωσε κεραυνσβόλα αγάπη γιά τήν πελώρια Χούλα, ε­ πειδή — όπως: έλεγε — μόνη της έκανε γιά ...τρεις γυναί­ κες τής φυλής του μέ τό ύ­ ψος τ^ς! ΓΓ αυτό τής μιλού­ σε πάντα σάν νά Ιμήν ήταν μία άλ^λά... τρεις!, και κα­ θώς ήτόν καί τρομερή φιαγου ^ής κουβαλούσε φαγητά και φρούτα γιά ιμαιά διμοιρία! Ή Χούλα όμως παρά τις πεο ιποιήσειις του τον ευρ ισκε ανυπόφορο και δέν έχανε ευ­ καιρία νά τον άρχίση στις καρπαζιές. Μά κατά περίεργο τρόπο, κάθε φορά πού έτρωγε τέτοια καρπαζιά έκανε τον θαυμασμό του Χούπ νά μεγαλώνη. Μελαγχολούσε μάλιστα, όταν είχε καιρό νά αίσθσ.θή το πελώριο χέρι τής άγαπημένης του καί του κο­ βόταν ή όρεξη! Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ Α ΤΙ 'ΕΙΧΕ^ συμ'βή στις δυο γυναίκες; Μιά ώρα «μετά πού τό λευκό αγόρι μέ τον κωμικό φίλο του ξεκίνησαν γιά κυ­ νήγι, ή νεαρή άμερικανίδα μα ζί ίμέ τή νέγρα υπηρέτριά της έβγαιναν άπό τό ποτάμι πού είχαν πάρει τό μπάνιο τους. Μόλις ντύθηκαν κι5 άνέ/βηκ άνοστη βραχώδη όχθη· τής σπηλιάς τους, βρέθηκαν ιμπρο στά σέ δυο λευκούς. Ό ένας ήταν σωματώδης καί ψηλός μέ πρόΙσωπο χοντρό καί κτη­ νώδες. Ό άλλος πολύ λεπτό­ τερος καί πιο κοντός, αλλά μέσα στο βάθος τών ματιών του έλαμπε μιά φλόγα κακί­


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

ΊΟ

ας. Μόλις είδε τις δυο γυναί­ κες τα χείλη του άνοιξαν σ’ ένα ύπουλο χαμόγελο. Ή Μπέλλα, πού μήνες όλό κλη,ρους τώρα ιμαζί ιμέ τον :Κα)λ δεν είχε δη ούτε έναν άν­ θρωπο μέσα σ5 εκείνη την ά­ γρια ζούγκλα, τρόμαξε καί κάτι έσφιξε την καρδιά της. — Μπά! Μ)πά! Μπά;!, φώ

ναξε ό πιο λεπτός από τούς δυο ξένους. Τί ;βλέπω! Τό ίμερος λοιπόν εδώ 'βγάζει καί νεράιδες! Μις Ρέϋναλντς, λέ­ γομαι Φίλ Τάαμα. Νά σάς συστήσω από δώ καί τον φίλο μου Μπίλ Ρένταν... Ή νέα έκανε -μια τραμαγμέ νη ικίΐνιησι.. Τά μάτια της έλαμφαν έκπληκτα. —- Πώς ξέρετε τ’ όνομά μου, κύριε; μουρμούρισε μέ απορία. — Διάβολε!, φώναξε ό Τά

! ό «Μπούμερανγκ» έρχεται καί χτυπάει κατακέφαλα τον Χούπ!

Ή γροθιά τού Κάλ χτυπάει μέ δύναμι τό λευκό.

σμαν γελώντας. "Ολος ό κό­ σμος έχει γεμίσει από τή φω­ τογραφία σας, μις Μπέλλα, καθώς φύγατε για την Αφρι­ κή καί άπό τότε δεν ξαναβρέ θηκε ούτε ένα τόσο δά σημαδάκι σας! "Ολες οί εφημερί­ δες δημοσιεύουν τή μεγάλη, προσφορά του θείου σας "Αντυ Ρέϋνολντς·.. — Προσφορά; — Ακριβώς. Δλ/ει διάκοσες χιλιάδες δολλάρια σε ό­ ποιον κατακρέρη νά σάρ σνα­ κ αλύψη καί νά σάς όδηγήση σ’ αυτόν ζωντανή ή εκατό, χι­ λιάδες σε όποιον του δωση πολύτιμες πληροφορίες για την τύχη σας! Ό σύντροφος τού Τάσμαν, πού όμως φαίνεται δεν εΐ^ε γνωρίσει κι’ αυτός όοπό την αρχή τις δυο γυναίκες, φάνηκε νά ενθουσιάζεται. Τό κτη^ νώδες πρόσωπό του καθρέφτι­ σε ζωηρή συγκίνησι·


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

11

— Διακόσα χιλιάρικα!, ξε ψώνισε ιμέ ενθουσιασμό. Δηλα­ δή,, Φίλ, είναι σά νά βγήκαν ξαφνικά μπροστά μας ιμεσα οπό τό ποτάμι, διακόσα χιλ'άριίκα! — 5 Ακριβώς, Μτΐίίλ! ^ Ή Μπέλλα γέλασε "ανήσυ­

χα. ·

— Κύριοι, μουρμούρισε, ευχαριστώ γυά τό ενδιαφέρον σας, αλλά δεν πρόκειται νά γυρίσω πια στην 5 Αμερική. "Αν θέλετε >μιόνο μπορώ νά σάς ύπσγράψω ένα σημείωμα για τον θεΐο :μσυ, ττού φαντά­ ζομαι, νά σάς ιχρησιιμεύση, αρ κετά. θά τον βγάλη ικΓ αστόν από την ανησυχία του... — Τό σημείωμα αυτό τό πολύ νά μάς άφήση κέρδος ε­ κατό χιλιάρικα, αλλά και ζη μία άλλα εκατό!, φώναξε ευ θυμα^ό Φίλ Τάσμαν. Γι’ αυτό θά μάς ακολουθήσετε είτε τό θέλετε είτε όχι!

Οι μαύροι κυκλώνουν τή χοντρή Χούλα.

'Ο γορίλλας άφίνει ξαφνικά μια τρομερή κραυγή...

Ό σύντροφός του γέλασε χοντρά. — Δηλαδή άν βρούμε αυ­ τό πού ψάχνουμε^ ρουγγρ ισε βραχνά, δεν θά .μάς χρειάζον­ ται ιτιιά τά διακόσια χιλιάρι­ κά σου!... "Αν δεν τό βρού­ με όμως, τουλάχιστον νά βγά λουμε ...τά έξοδά μαο^ί Μέσα ιστά .μάτια των δυο αυτών πάλι ανθρώπων ή απλη­ στία έλαμπε ολοκάθαρα, πού ή Μπέλλα κατάλαβε πώς δεν είχε ικαμ:μ.ιά ελπίδα νά τούς συγκίνηση. "Αρπαξε^ λοιπόν ξαφνικά από τό ιμπράτσο τη νέγρα συντρόφιίσσά της καί νυρνώντας ρίχτηκε με αλη τή δυναμι τών ποδιών της προς ποτάμι.. Οι δυο τυχοδιώ­ κτες .με άγριες φωνές πατά­ χτηκαν .και άρχισαν νά τις κυ νηγουν. Τις έφτασαν λίγο^πρΐν ή Μπέλλα πατήση στην όχθη.


η

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

λύ μεγάλη, φασαρία, άφηνε ι κάθε τόσο ένα ικρώξιμο πού μοιάζει σαν γέλιο γριά- μά^ γιισσας. — Γ ιατί γελάς, μωρή Μαν τολένα; τής λέει ό πυγμαίος δυσαρεστημένος. Μήπως είναι καλύτερη ή δική σου φωνή τού μοιάζει σαν χαλασμένη κόρνα; Γιά τραγούδησε το ε­ σύ νά σ ακούσω, ...έξυπνοπούλ ι μου! Αναγκάζεται όμως ξαφνι­ κά νά σταματήρη τή φλυαρία του γιατί έτσι όπως τρέχει σκοντάφτει ξαφνικά επάνω σ’ ένα εμπόδιο πού δεν εΐναι άλ λο παρά ό Κάλ, τό παιδί τής ζούγκλας. — Τι σπάθες καί σταμά­ τησες, μάτια μου; τού λέει ό Χούπ παράξενε μένος. Φού­ σκωσε ή σπλήνα σου μήπως; "Εχουν φτάσει πάλι σ5 έ­ ΤΑ ΙΧΝΗ να στρίψιμο τού ποταμού καί ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ τό νερό κατρακυλάει κελαρύ­ ζοντας μπροστά στα πόδια ΚΑΛ καί ό Χούπ τρ&· τους. χρυν ακόμα μες στη ;— Κ ύτταξε έκεΐ!, λέει ό ζούγκλα. Τό λευκό άγό Κάλ στον φίλο του. Αυτή ή ρι παρακσλουίθεΐ τά ίχνη που χαρακιά επάνω στην άμμο εί­ έχουν αφήσει στο πέρασμά ναι άπό την ικαρίνα μιας πι­ τους οί άταγωγεΐς τής όμορ ρόγας ! Ο1! άπαγωγεΐς μαζί ψης Μπέλλας καί τής νέγρας μέ τή Μπέλλα καί τή Χούλα, συντρόφισσάς της. μπήκαν μέσα σ’ αυτήν ! Ό αστείος Χούπ μέ δυσκο­ — "Α, τούς άτιμους!, τσι­ λία πάντα φθάνει τον φίλο ρίζει; ό Χούπ, άγανακτησμέτου καί είναι ίδρωμένος καί νος καθώς ή Μανταλένα έρ­ λαχανιασμένος. Παιρά τό λα­ χεται· καί __σκαρφαλώνει στον χάνιασμά του όμως τραγου­ ώμο του. -έρεις τ’ εΐναι μια δάει συνέχεια άπαςηγρρητος ρωμοπΊΐκη βαρκάδα στά πο­ ένα τραγουδάκι: «Μάς τις πή­ τάμι; Κίνδυνος θάνατος! Πά­ ραν καί παν, πάν μανούλα μ* ει! Μάς τά φάγανε τά κορί­ πάν!». τσια! Πρέπει τώρα εμείς να Ή κωμική καρακάξσ πού ιβρούμε ένα κόττερο καί νά φτερσυγίζει πλάϊ του μέ πο­ "Αν πηδούσε στο ποτάμι δεν θά ιμποροΰσε πια κανείς να τή φτάση γ ιατί ή κσπέλλα μέ το ΐάγαίλιμιοιτενιο σώμα ήταν πρωταθλήτρια τής κολυμβήσε οος στην πατρίδα της. "Οταν είδε ατι δεν προλά­ βαινε νά ξεφύγη,, τράβηξε τό μαχαίρι της άπδ τή θήκη τής μέσης της καί γύρισε νά αντι­ μετώπιση· τον Τάσμαν. Μά ε­ κείνος ήταν πιο δυνάτός. Την άγρια πάλη που άρχισε άνάμεσα ιστούς δυο άντρες ^ καί τις δυο γυναίκες, την κέρδι­ σαν οί πρώτοι. Ή Μπέλλα ικΐάί ή Χοΰλα άντιστάθησαν οσο «μπόρεσαν μά άναγκάστη ικα,ν στο τέλος νά ύποκύψουν. 4Υπό την άπειίλή των όπλων των δύο τυχοδιωκτών προχώ­ ρησαν προς τό εσωτερικό τής παρθένας ζούγκ λ ας...

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τούς ττάρουμε από πίσω! Μό νο έτσι 'θά κάνομε τό κομμά­ τι ιμίας καί θά |μα·ς άγαοπήσουν πάλι! Ό Κάλ δεν τον προσέχει* Είναι άτταιρηιγορητος καί σφίγ γει τί-ς γροθιές του με ανήμ­ πορη λύσσα. — ζιόρεις τί σημαίνει αυ­ τό; μουρμουρίζει μέ απογοή­ τευα ι. Σημαίνει πώς χάσαμε τά ίχνη τους! Δεν μπορούμε να τους άκολουθήσωμε πια! Δεν ιξέ)ροιιμε αν $ιευ(θύνθηκαν αντίθετα ή ακολούθησαν τό ρεύμα. Θεέ μου... Τί θά κά­ νω μιε τώρα; — Νά σου πώ!, του λέει ό Χουπ θριαμβευτικά καί ση­ κώνει από κάτω μιά μικρή πλατεία πέτρα. Θά τό ρίξωμε στην τύχη από ποια με­ ριά πήγανε καί θά τούς ακο­ λουθήσομε. "Έννοια σου κι5 ό

01 δυο λευκοί κακούργοι πυρο­ βολούν τό γοριλλα,

13

Τό βάζει ατά πόδια μέ την καρακάξα ξοπίσω του.

Θεός θά φανέρωση, την άδικία! Καί φτύνοντας από τη ιμιά με,ριικά την πέτρα του ρωτάει σοβαρά: — Φτυσμένο ή άφτυστο; Ή Μανταλένα βγάζει ένα δυνατό παράφωνο ’Κ,ρώξιμο σά νά διαμαρτύρεται για τη βλα κεία τού αφεντικού της. Ό Κάλ σφίγγει τό ξανθό του κε­ φάλι ανάμεσα στά δυο χέρια καί από τά χείλη: του θγάίινουν αυθόρμητα κάτι παρά­ ξενα λόγια σε μια γλώσσα πού ό Χουπ δεν την κατα­ λαβαίνει. — Πάει κΓ αυτός μαζί μΐέ τούς άλλους!, μουρμουρίζει ό αστείος πυγμαίος. "Εγώ έ­ χασα τρεις ολόκληρες Χούλες κι·5 όμως διατηρώ την άξισπρέιπειά μου! 3Άϊ, μωρή Μανταλένα, καί θά σομ βρω


14

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

ικ ι Λ εσενα έναν .. .καρακά ξο, \ για να/μη γέρνω από τον άιρκστειρό ώμο γιατί άρχισες να δαραίνης! — "Ολα αυτά πού συμβαί'ν νουν σήμερα είναι πολύ παρά­ ί ξενα!, μουρμουρίζει την ϊδια ώρα ό Κάλ. Γιά ,μήνες ολό­ η κληρους δεν είχε πατήσει τό τπάδι του άνθρωπος σ' αυτό τό μέρος τής ζούγκλας, και σήμερα πού συναντήσαμε τό πρωΐ εκείνον τον απαίσιο τυ­ χοδιώκτη, πέρασαν ταυτόχρο να κι’ άλλοι δυο από 6ώ δ πέος φαίνεται από τά πατήματα τους... -αψνικά, ό Κάλ σωπαίνει και ιμιά θριαμβευτική φλόγα 'Η Μπέλλα τράβηξε τό μαχαίρι χοροπηδάει στα μάτια του. της, έτοιμη νά έπιτεθή. Ό Χούπ πού μ’ όλη τη βλα­ κεία του τό παρατηρεί αυτό, — Χούπ !, φωνάζει ^τό παι λέει στη Μσντσλένα: δί τής ζούγκλας· θυΐμάμσι ό­ — Σώπα και τοϋρθε ή τι όλο τό πρωΐ εκείνος ό τε­ Θεία Φώτισις! ρατώδης άνθρωπος φώναζε στους μαύρους του νά κάνουν γρήγορα γιατ'ί έπρεπε νά ■φ τ ά σ ου ν πρώτοι! — Μπορεί νά έχουν αγώνες για τό πρωτάθλημα Βορειοδ υτ ικών... ζούγκλων!, . παρα­ δέχεται ό αστείος πυγμαίος. — Αυτό θά πή, συνεχίζει ό Κάλ χωρίς νά του δίνη, ση­ μασία, πώς μπορεί οί άπαγωγεΐς τής Μπέλλας και τής Χούλας νά είναι αυτοί πού φοβόταν αυτός ό άνθρωπος μην τόν προλάβουν.... — Καί παρ όλη τη βια­ σύνη τους είχαν τό νου τους καί στα κορίτσια οι αλητήριοι!, λέει ό Χούπ. Έ καί νά πέση κανείς τους στά χέρια ■μου! Θά τον καρπαζώνω ώ5

'Ο κωμικός Χοίπτ ρίχνει σμένο η άφτυστο»!

«φτυ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σττου νά φωνάξη ή μσρτον! Ή άγωνία κοίι πάλι δκχδέίχεται τη χαρά στο βλέμμα του, παιδιού τής ζούγκλας. — ΚΓ άν όλα αυτά πού σκέπτομαι δεν είναι σωστά; μουρμουρίζει. ΚΓ άν ή πα­ ρουσία των δυο άπαγωγέων τή,ν ΐδια μέρα δεν είναι παρά μια απλή σύμπτωσις ικΓ ε­ γώ ακολουθήσω τούς άλλους; Τότε δεν θά ξανάβρω ποτέ ιτιά την ίΑπέλλα πού ποιος ξέρει- τι τρομερό κίνδυνο νά διατρέχη... — "Ολο για τη Μπέλλα του κλαψουρίζει, λέει δυσσρεστη;μένος ό άστεΐος πυγμαίος, καί για τις Χουίλες ιμου δεν του καίγεται καρφάκι! Για κάνε μια αναγνωριστική πτήσι μω,ρή Μσνταλένα, εδώ γύ­ ρω 1 μήπως δής εκείνον τον θε σπέσιισν φιόγκο πού έχουν οι αγαπημένες -μου στο κεφάλι κΓ έλα νά ιμου πής! Μ5 αυτά τά λόγια αρπάζει την ικαρακάξα καί την πετάει οτόν αέρα. -Π ραγιματ ικά τό κωμικό πουλί ρίχνεται κράζον τας παράφωνα πρός τη με­ ριά τής ζούγκλας καί έξαφανίζεταιι. Τότε ό Χούπ γυρίζει κα'ί -βλέπει έκπληκτος τον φΓ λο του νά απομακρύνεται σι­ γά - σιγά πρός μια συστάδα δέντρων. — νΕ, άγοράκι!, του φω­ νάζει ιμέ τρόμο·- Αέν σου φαί­ νεται δτι> κάτι ξέχασες; — Μείνε έκεΐ πού είσαι καί περίίμενέ ιμε, Χούπ!, του λέει ό Κάλ μέ παράξενη φωνή. Θά γυρίσω! Και μέ τά λόγια αυτά χάνε

15

ται πίσω άπό τά δέντρα. Ό οστειος πυγμαίος κυττάζει την άγρια καί μεγαλόπρεπη έοημιά πού τον τριγυρίζει- καί (μονολογεί: — Καί δεν έχω καί τράπου λα νάρριχνα καμ'μιά πασιέντ ο α ταυλάχ ιστόν! ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

Ο ΠΑΙΔΙ ΤΗΣλ ΖΟΥΓ; ΚΛΑΣ προχωρεί για λί γο ανάμεσα στα φουντω τά δέντρα καί ύστερα στέκε­ ται. Γονατίζει κάτω στη γή, σταυρώνει τά χέρια στο στή­ θος του καί κλείνει τά ,μάτια. Τό πρόσωπό του έχει -μια τρο μερή έκφρασκ αυτή τη στι­ γμή. Ο! φλέβες του λαιμού του φουσκώνουν σιγά - σιγά καί φαίνεται νά καταβάλη κά ποια τεράστια ψυχική προ­ σπάθεια. Μά για νά καταλάβη ό αναγνώστης τί προσπα­ θεί νά πετύχη ό Κάλ, πρέπει νά γυρί σω μ ε μερικά χρόνια πίσω. Την έποχή πού τό λευκό άγσ οι ιμέ τό γιγάντιο παράστημα έφΜγε άπό τούς; πυγμαίους μα ζί μέ τον Χουπ, περιπλανήΙθήκε ,σέ πολλές μάκρυνες καί ά/νωστες περιοχές, ψάχνον­ τας για κάτι πού ποτέ δεν εί­ πε στον κωδικό φίλο του τί ήταν, άλλα καί πού ποτέ δεν κστάφερε νά τό 6ρή..· Σέ μια άπό αυτές τίς πε­ ριπλανήσεις του συνάντησε σέ -μια σπηλιά έναν μ-υστηρι­ ώδη. -καί σκελετωμένον άσκητή, πού, δπως έμπιστεύθηκε


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ ατό λευκό παιδί, ζούσε έκεΐ άπό τό βάθος των αιώνων καί θά ίζρυσιε ακόμα ώς τό τέίλος τους:.,. Ό άνθρωπος αύτός άντ ίπροσώττειυίε ΊΪό (—Πνεύ­ μα— Τής— Υπέρτατης — Σοφίας. Τί'ποτε δεν υπήρχε κρυφό άπό τά μάτια του δσο μακρυά κι5 άν συνέβαινε αυ­ τό. -Ό σοφός καί άγιος ασκη­ τής διάβασε ιμιά καθαρή καρ διά μέσα άπό τά καταγάλα­ να μάτια του Κάλ καί άποφάσπε γι1 αυτό νά βαηιθήση τό νέο^ καί νά τον διδάξη πολλά χρήσιμα πράγματα. Κ ιι’ άίλήθεΐα ό γυιός τής ζούγκλας έμεινε έναν ολόκληρο χρόνο κοντά του πηγαίνοντας κάθε πρωΐ> οπή σπηλιά του γέρου χωρίς νά πή τίποτα στον Χούπ γιατί Εκείνος τό είχε απαγορεύσει· Μέσα σ’ αυτό τό χρόνο, ό Κάλ έμαθε πολλά ανεκτίμη­ τα πράγματα γιά τον δόλο των ανθρώπων καί γιά τίς πα­ γίδες· που εΤναΐ' ανοιχτές σέ κάθε ,μας βήμα. Τήν ήιμέρα ττού χωρίστηκαν γιά πάντα, αυτός πού ήταν Τό— Πνεύμα —Τής— Υπέρτατης— Σοφί­ ας, του εΐπε: — "Άν ποτέ χρειαστής τη βοήθεια μου, νεαρέ μου φίλε, ιμέ σέ τρομάξη, ή άπόστασις πού θά μάς χωρίζη... Γονάτι­ σε, σταύρωσε τά χέρια καί συγκέντρωσε τη σκέψι σου σ’ εμένα... Προσπάθησε νά φέρης εμπρός στά μάτια σου τό πρόσωπό Ιμου. Μόλις τά καταφέρεις, εγώ θ’ άκούσω τή φωνή σου οπού κι’ άν βρί­

σκεσαι καί θ5 απαντήσω στην έρώτησί' σου..· Καί τώρα, έ­ χε γειά, (μικρέ μου φίλε μέ τήν άγνή καΐρδιά, ικαί ό δρόμος τής ζωής σου νάναι ευλογη­ μένος !.... Δυο χρόνια έχουν περάσει άπό τότε σχεδόν, καί τό λευκό αγόρι των παρθένων δασών ποτέ δέν σκέφτηκε νά ενόχλη­ ση τον άγιο άσκητή στο μακρυνό έρημητήιριό του, μ" δλο πού πολλές φαοες βρέθηκε σέ δύσκολη θέσι. Τώρα όμως πού ό κίνδυνος του θανάτου άπει λούσε δχι αυτόν αλλά τό προ σφιλέστερό ·του πλάσμα στον κόσμο, τήν όμορφη, Μπέλλα, αποφάσισε νά τό κάνη. Μέσα σέ ·μιά τρομερή ψυ­ χική υπερέντ ασι προσπαθεί νά φέρη στη μνήμη του κάθε λεπτομέρεια τής^ σκελετωμέ­ νης μορφής του ΙΓερου. Τά δυο χρόνια πού έχουν περάσει ά­ πό τότε τον δυσκολεύουν σ’ αυτή του τήν προσπάθεια. Σι γά - σιγά δμως αρχίζει νά θυ μάται..· Μιά - μιά έρχονται στο νσύ του οι βαθειές χαρα­ κιές πού οι αιώνες έχουν χαχάξει πάνω ατό ξεραμένο δέρ μα τού ασκητή. 'Γιά ιμιά στι­ γμή του φαίνεται πώς τον βλέπει όλοζώντανο μπροστά του καί κάτι ανεξήγητο τον σπρώχνει ν’ άνοιξη τά μάτια του. Πολύχρωμοι καπνοί στρο6ιλλί|ζονταν έμιπρός τουι έκεΐ πού πριν λίγο δέν ήταν παρά οί άγριοι φουντωτοί θάμνοι. Ανάμεσα άπό τούς καπνούς αυτούς τόν κυττάζετ τό σκε­ λετωμένο κεφάλι, του Γέρου


ΤΗΣ ΖΟΥΓ-ΚΑΑ1

ΐμέ τά κατοχώνιασιμέίνα στις κόγχες τους μάτια. Ή φωνή του άκούγεται βαθειά από­ κοσμη, σαν να: φτάσηι άπό τον Κάτω ιΚόσμο: —- "Ωστε δεν μέ ξέ χάσες μικρέ (μΙου φίλε ιμιέ τή,ν αγνή (καρδιά! Βλέπω πώς έγινες σωστός άντρας ιπίά!... Τό κορ ιμιί σου είναιι δεμένο (με άτσάλένιιες ίνες κι5 έχεις άκόμ,α κα θορή την ψυχή, σου, διαφορε­ τικά ή φωνή σου δεν θά έφτα νε ώς εμένα.·. Τι έχεις να μου ζητήσης; ^— Δάσκαλε, μουρμουρίζει μέ συγκίνησι και δέος τό λευ­ κέ/ αγόρι, έ(σύ πού ή σκέψι σου καθρεφτίζει Τό— Πνεύ(μα— Τής— Υπέρτατης — Σοφίας, ιβοήθήΐσέ ίμε! Βρίσκο ,μαΐι βυθισμένος σ’ ένα κυκλώ­ να από κακίες πού έφεραν μα­ ζί τους στήν πράσινη: πατρίδα μου άνθρωποι πού τό δέρμα τους έχει τό χρώμα του διά­ κου μου... Βασανίζουν σκλη,ρά τούς δυστυχισμένους μαύ ρους;... Σκοτώνουν ανυπερά­ σπιστα ζώα όχι για νά χορτά οουν τό κρέας τους αλλά μό­ νο άίπό σαδισμό·... Άπήγαγαν την κοπέλλα μέ τη μορφή αγ­ γέλου, πού^ ένα μεγάλο μέρος τής καρδιάς ,μου είναι δικό τηςν. 'Οδήγήσέ με τι νά κάνω Πνεύμα*— Τής— Υπέρτατης —Σοφίας.... — Βλέπω έναν τεράστιο μαγνήτη, μικρέ μου φίλε!, α­ ποκρίνεται τριεμουλιαστή ή φωνή του Γέρου. “Έναν μα­ γνήτη πού σκορπίζει πολύ­ χρωμες λάμψεις και φωτεινές ανταύγειες καί πού έχει τη

%7 δύναμι νά τραβάη τούς άνθρώ πους πού ή καρδιά τους είναι γεμάτη άπληρπία! — Π ολύτι μα πετράδ ;α! 7 μουρμουρίζει μ5 ένα ρίγος ό Κάλ. — Ναι, πολύτιμα πετρά>&ια! Διαμάντια καί ζαφείρια κάί σμαράγδια... Καί βλέπω γ ύρω τους, μ ιικρέ μου φίλε ξοσπρισμένους σκελετούς αν­ θρώπων μέ απλωμένα ακόμα τά ιχέρια τους πιρός τόν θά^νάσιιμο μαγνήτη ! Μαύρα κο­ ράκια φτερουγίζουν από πά­ νω τ ους καί ή απληστία πού τραβηγμένη) ώς έκεί άπό τή. όυναμί τους τούς ώδήγησε στο. χαμό, δεν ζή πια ούτε αυτή. Τίποτα δεν ζή εκεί πέρα πάι δί μου, γιατί ό μεγάλος μα­ γνήτης μέ τις εκτυφλωτικές λάμψεις, βρίσκεται ’ κλεισμέ­ νος ιμ έσα στο Βασίλειο του θανάτου ! —* "Εχω ακουστά γιά έναν καταραμένο θησαυρό πού πολ λοί έψαξαν νά τόν βρουν χω­ ρίς κανείς τους νά γυρίση πμ σω!, μουρμουρίζει μέ δέος ό Κάλ· Πίσω άπό τούς έπτά καταρράκτες!.... — Ναι, πίσω άπό τούς ε­ πτά καταρράκτες απλώνεται τό Β α ισ ί1 λ ε ι ο τ ο ύ θ α ν ά τ ο υ !, ξαναλέει τρεμάμενη ή φωνή του (Γέρου. Πρόσεξε, μικρέ μου φίλε, γιατί τώρα έ­ νας άλλος μαγνήτης υπάρξει, πού θά τραβήξη κι5 έσενα προς τά εκεί... "Ενας μαγνή­ της πού έχει ολόμαυρα μάτια καί μαλλιά σκοτεινά σάν τή νύχτα! ..· — Ή Μπέλλα!, ψιθυρίζει


18

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

ό ιΚάλ καί ιΐςίρύος ιδρώτας τρέ­ χει στο ώρα:ΐο του πρόσωπο. — Αυτή μουρμουρίζει Τό Πνεύμα —Τής —Υπέρτατες —Σοφίας. Σ' εκείνο τό μέ­ ρος, παιδί μου· , ή γη σκορ­ πίζει αόρατες αναθυμιάσεις πού τό αγκάλιασμά τους εί­ ναι θανατηφόρο!... "Έχε τ|ό νοΰ ισου>, ,.μιικιρέ μου φίλε.·, καί καλή τύχη... Οί πολύχρωμοι καπνοί αρ­ χίζουν νά^ ξεφτάνε^ ιμπρος στα .μάτια του παιδιού τής ζούγ­ κλας καί τό σκελετωμένο α­ σκητικό πρόσωπο γίνεται έ­ νας άδιόρατος αχνός πού τον διαλύει μια ανάλαφρη πνοή τού άνέΙμου. Ό Κάλ ,μένει ακίνητος σαν

μίαρμαρωιμένος για μερικές στιγμές άκόιμα καί ύστερα σηκώνεται καί σίγά - σιγά κατευθύνεται προς τό μέρος πού τον περιμένει ό Χούττ. ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΩΝ

ΛΟΚΛΗΡΗ την υπόλοι­ πη μέρα καθώς καί τήν επομένη τήν έχουν πε­ ράσει όαδίζόντας μέσα σε α­ πάτητες περιοχές πού σε κά­ θε βήμα τους ενεδρεύει ό θά­ νατος με τή μρρφή ενός φο­ βερού θηρίου ή ενός δηλητη­ ριασμένου ερπετού πού ανα­ δεύεται άνάμεσ'α στά πόδια τους. Οι δυο σληροί τυχοδιώ-

Ο

Μιά γέρικη μορφή κάνει τότε τήν έμφάνισί της


19

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

"Ενας πελώριος γορίλλας τους κλείνει το δρόμο.

κτες ^πηγαίνουν πίσω από τις γυναίκες που τις έχουν μπρο­ στά για να -μπορούν νά τις ε­ πιβλέπουν. Ή Μπέλλα βαδίζει άφοβα· Περιμένει νά «βρή την κατάλ­ ληλη στιγμή για νά τό σκα­ στή από τους οόποογωγεΐς τους. Μά αυτό1! την προσέχουν άγ.ρυ πνα. ιΠΙληρ-υάζει τό βράδυ καί τά μάτια του Τάσμαν φανε­ ρώνουν ίικανσποίησι αλλά καί ανυπομονησία. — 'Βαδίζομε καλά!, λέει ευχαριστημένος. Έχομε περά σει έξη καταρράκτες στη σει­ ρά.... Ξαφνικά ή Χούλα βγάζει μια τρομερή φωνή φρίκης. Οί φυλλωσιές ένός πελώριου θά­

μνου έχουν τηαΐραμιεριστή α­ πότομα κΓ εμπρός τους στέ­ κει ένας τερατώδης γορίλλας πού τό ύψος του ζυγώνει τά τρία μέτρα· Χτυπάει τά χα­ λύβδινα στήθη, του μέ τίς τι­ τάνιες γροθιές του καί όλόκίληιρη ή ζούγκλα άντηγεΐ α­ πό αυτό τό γτήπη)μα. Οί δυο τυχοδιώκτες βλσστη μουν άγρια καί τραβούν τά όπλα τους πού είναι κρεμα­ σμένα στούς ώμους των. Όλη τους ή προσοχή είναι τώρα στραμμένη προς; τό φοβερό -θηρίο- καί ή Μπέλλα τό βλέ­ πει αυτό καί τά μάτιια της α­ στράφτουν. — Έλα!, φωνάζει στ ή Χούλα καί τήν αρπάζει από τό χέρι καί ρίχνονται προς


20

τη ζούγκλα. Ό Μπΐλ Ρέντον τις αντι­ λαμβάνεται καθώς ξεκινούν και αερίζοντας Από τό κακό του1 κάνει νά γυρίση1 προς τό ίμερος τους για νά τις πυρο­ βόληση·. Μά ό πελώριος γορίλλας κάνει ένα πήδημα ε­ μπρός κάί μουγκρίζει άγρια ά ναγικάζοντας τον τυχοδιώκτη νά στροφή πάλι με τρόμο προς τό μέρος του. Ό Τάοιμαν ·άπό δίπλα του πυροβο­ λεί κι5 εκείνος τον μιμείται. Ιό τέρας βγάζει ένα φοβερό ουρλιαχτό άλλα δεν πέφτει. Αντίθετα όρμάει έναντι ο ν τους μέ μεγαλύτερη μανία και αί δυο σύντροφοι αναγκά­ ζονται νά πυροβολήσουν γιά δεύτερη φορά· Στο μεταξύ αυτό ή Μπέλλα και ή νέγρα συντρόφ.ισσά της ηχούν χ.αιθή ανάμεσα στη πυκνή βλάστηισι. Ούτε κι5 αυτές οί ίδιες δεν ξέρουν άν είναι μ,ιά ώρα πού τρέχουν^ ή δυό. Ό ήλιος πέ­ φτει στη δύσι του κάί ή ζούγ­ κλα αρχίζει νά σκοτεινιάζη όταν πια Αποφασίζουν νά σταίθοϋν. -— Σαν νά μου φαίνεται ό­ τι γλυτώσαμε καλή μου Χουλα!, .μουρμουρίζει ή Μπέλλα. Δεν προλαβαίνει νά τελειώσ,η τά λόγια της καί πολλά ολόμαυρα χέρια τινάζονται ά νάμεΐσα Από τις φυλλωσιές τών θάμνων καί τις αρπά­ ζουν ! Ή Χούλα βάζει πάλι τις στιγγές /καί προσπαθεί νά Αντ ισταθή. Οί αντίπαλοί τους είναι πολλοί ικι’ ό ένας

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ Από αυτούς πού κρατούν τή νέγρα]/ είναι ένας μαύρος πο­ λύ πιο συματώδης ικι’ Από αυ­ τήν. Κουβαλούν οηΐκωτές καί τις δυό τους σ’ ένα μικρό ξέφωτο μερικά βήματα παραπε ρα, πού είναι στημένη μια σκηνή. Εκεί Απ’ έξω στέκε­ ται ένας λευκός άνθρωπος πού τά μάτια του λάμπουν Από κα κία καθώς τις βλέπει. — Δυό γυναίκες!, μουγγρίζει με θυμό καί περιφρόνη^σι· Έγώ έλεγα πώς θά είναι εκείνοι οί δυό σατανάδες! Τί γυρεύετε του λόγου σας, μέ­ σα σ' αυτή την κόλασι; ^ Ή Μπέλλα φαντάζεται πώς θάναι. αστυνομικός πού κυνηγάεΊ τούς Τάσμαν καί Ρέντον. — Μάς είχαν αιχμαλωτίσει δυό τυχοδιώκτες όνόματι Φίλ Τάσμαν καί Μπίλ Ρέντον, α­ ποκρίνεται- -Καταφέραμε^ πριν δυό ώρες περίπου νά τούς τό σικάσωμε καί νά ελευθερωθού­ με···· —· Μπά!,, ξεφωνίζει μ’ εν­ θουσιασμό ό λευκός. Σπου­ δαίο νέο, κοπέλλα μου! Καί πού ήταν όταν τούς τό σκάσοττε; — Προς τή μεριά τών κα­ ταρρακτών, ιαπσκρίνεται, ή Μπέλλα καί δείχνει κατά τη δύσι. Είναι επτά καταρρά­ κτες στη σειρά στο δρόμο τού ποταμού. Τούς Αφήσαμε ακρι βώς (μετά τον έκτσν·.. Τό πρόσωπο τοΰ λευκού α­ φρίζει Από τό θυμό καί τά μάτια του πετούν φλόγες. — Οί ^άτιμοι!, βογγάει. "Ώστε βρήκαν τούς καταρρά^


ΤΗΧ„ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κ,τες τηριν άπό (μας καώ βρί­ σκονται πτιό (μίπραστά! Γρήγο ρα! Ξεσηκώστε τη σκηνή, δια βόλοι! θα ^ξεκ ινήσωμε άμέσως! θά μας ιόδηγήισουν αυτά τά βύσ θηλυκά ιτού θά τά χρη σιιμαποιήσω καί ώς δόλωμα γιά νά πιάσω τούς δυο βρω­ μερούς καρχαρίες!... Ή Μπέλλα έχει καταλάβει πια τή γκάψα της, (μά είναι αργά ικαι ούτε, υπάρχει τρό­ πος .νά την έπανορθώση. ζιέρει μόνα τώρα ότι ξέφυγε άπό τά χέρια των δυΐά τύχοδιωκτών γιά νά ττέστη σε άλλα χειρό­ τερα καί άπ3 όπου είναι πολύ δυσκολώτερο νά ξεφόγη;. Ό φοβερός άνθρωπος πού ορίζει τώρα τις τύχες τούς ουρλιάζει την ίδια στιγμή ά­ γρια συνεχίζοντας τις απει­ λές του: — Νά μή ιμέ λένε Βάν Γκά ρετ, άν δεν τούς ψήσω ζωντα­ νούς καί τούς δυο! ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΙΧΝΗ

ΑΛΑ ξεχάσρμε τον χαζο-Χούπ πού περιμένει στην όχθη του ποταμού τον Κάλ. Πριν άπό το λευικό παιδί τής ζούγκλας γυρίζει κοντά στον πυγμαίο ή παρδαλή καρακάξα του κρώζοντας άπελπ ισιμένα. — ιΚατάλαβα, μωρή Μανταλένα!, τής λέει ό Χούπ κου νώντας το κεφάλι του* Τζίφος^. Τί νά κάνωμε; Αυτά έχει ό πόλεμος! Σ τάσου νόςρθη ο στρατηγός τώρα κι’ αυτός θά μάς πή τί σχέδιο θ5 άκολου-

21 Θησσυμε... τ'Ωστε λοιίπόν δεν είδες κανένα φιόγκο πουθενα, ε; Ή εξημερωμένη, καραίκάξα πού είναι πολύ πιο έξυπνη, ά­ πό τό αφεντικό της, κουνάει δυο φορές τό κεφάλι της αρ­ νητικά καί κάνει «κρά-κρά» πού σημαίνει πώς δεν είδε τό φιόγκο τής Χσύλας. —Μου φαίνεται πώς θά σέ πάω ιστό στραΙβόγ ιατρό νά σού 'βάλη φακούς ατά γκα­ βά σου, ,-μωρή Μανταλένα! τής λέει ό Χούπ αυστηρά. 3'Αν είχα εγώ τις φτερούγες σου, κακομοίρα 'μου θά την είχα ιβρή τώιρα κι* αυτήν καί τήν (μις Μπέλλα καί Θά έκανα «σουπρίζ» σ’ εκείνον τον καψούρη τον Κάλ πού κοντεύει νά τρελλαθή άπό τή στενοχώ­ ρια του!... Τό λευκό παιδί τής ζούγκ>ας εμφανίζεται την ίδια στι γμή ττίσω άπό τίς φυλλωσιές των θάμνων. Στο αδρό πρό­ σωπό του λάμπει ιμιά καινούργ ια άποφ ασιστ ιικότα. — Αφού ^δέν μπορούμε νά παρακαλουθησωιμε τούς άπαγωγείς τής Μπέλλίας καί τής Χούλας, λέει, θά γυρίσουμε πί σω εκεί πού αφήσαμε τόν λευ κό τυχοδιώκτη; με τή συνοδεία των ιμαύρων του- Τά ίχνη πού θαχουν άφησε ι τόσοι άνθρω­ ποι θάναι πολλά καί εύκολα θά τά βρούμε. — Δηλαδή ισώνει καί καλά πρέπει κάποιον νά παρακο­ λούθησης γιά νά σου φύγη τό μεράκι!, κάνει ό Χούπ γούρλώνοντας τά μάτια του σαν φινιστρίνια!


12 — Οι άνθρωποι αυτοί πάνε στο ίδιο 'μέρος πού πάνε κι εκείνοι με τα κορίτσια, λέει ό Κάλ σοβαρά. "Έτσι θά τούς βρουίμιε κι5 αυτούς καί τις συν τράφ ιίσσές μας! — Μωρέ μπράβο!, φωνά­ ζει ιμέ θαυμασμό ό πυγμαίος. Είναι καμιμια κιαφετζου έκεΐ πίσω άττό τούς θάμνους; 5Αλλά τό γιγαντόσωμο- αγό ρι δεν έχει καιρό νά καθήση νά φλυαρήσΠι (μέ τον άστεΐο φίλο του. Προχωρεί κιόλας προς τή ζούγκλα κι’ ό Χούπτ από πίσω του βάζει ολα του τά δυνατά στην τρεχάλα για ν,ά καταφιέ!ρη; νά τον φτάση,. "Οταν βρίσκωνται κάτω άπό τά δέντρα του απέραντου ά­ γριου δάσους, ό πυγμαίος α­ νεβαίνει οπή ράχι του Κάλ κί’ εκείνος μαζί μέ τό φορτίο του αρχίζει νά πηδά άπό κλαδί σε κλαδί τρέχοντρος έτσι ιμέ

— Περίμενε μια στιγμή, λέει ό Κάλ στον σύντροφό τον.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Χού·π\ ό κωμικός πυγμαίος

τή γνωστή καταπληκτική του ταχύτητα. Ή Μανταλένα τούς άκολου θεΐ φτερουγίζοντας άπό πίσω τους καί κρώζοντας συνεχώς μέ τή στρίιγγιά φωνή- της... Δυο ώρες πριν άπό τή δύ­ ο ι τού ήλιου φτάνουν στο οτμ μεΐο πού τό -ίδιο πρωί είχαν ανταμώσει τή συνοδεία του Βάν Γκάρετ. "Από έκεΐ ό Κάλ ανακαλύπτει εύκολα τον νέο δρόμο πού ακολούθησε ό τυχο διώκτης ,μέ τούς -μαύρους του· "Ωσπου νά νυιχτώση έχουν προχωρήσει ένα μεγάλο διάστηιμα καί έχουν κερδίσει άρικετή άπόστασι άπό αυτούς πού παρακολουθούν. Καθώς τό σκοτάδι τής νύ­ χτας σκεπάζει τή ζούγκλα, τά ίχνη τής συνοδείας δεν §ι·


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σκρί νονται πιά. "Όμως ό κα­ ημένος ό Χούπ του κάκου περιμένει νά σταματήση τό εναέριο ταξίδι τους. Ό Κάλ καί ιχ,ωρίς νά μπορή νά δη τ’ άχνά ρ ια πού I ιταραικρλ ουθούτε ως τώρα, εξακολουθεί ατά τυφλά ^τό τρέλλό τρέξιμο. Ό πυγμαίος πού φοβάται δτι μπορεί νά γκρεμοτσακιστούν καμμά στιγμή καθώς ό σύν­ τροφος του δεν μπορεί νά διαικρίνη καλά τά κλαδιά των δέντρων πού αρπάζει, ξεφωνί­ ζει με φόβο: -— Ψιτ! Σ ωφζρ! "Έτσι πού τρέχεις νυχτιάτικα χωρίς φανάοια, θά μάς πιάση ή τρο χαία'! Δεν κάνεις κομμά στά σι νά έρθη ή καρδιά μου στη θέσι της, γιατί έχει κατεβεΊ στον αστράγαλο ! — "Ίσως αυτοί πού κυνη­ γάμε νά μην σταμάτηΐσα,ν τή

'Ο Κάλ μέ τον Χούπ στον ώμο ταξιδεύουν από δέντρο σέ δέντρο.

23

Χούλα, ή αγαπημένη του Χούπ.

νύχτα κι5 άν σταθούμε εμείς θά χάσωμε πολλή ώρα, λέει ό Κάλ. -έρω τώρα ποιον δρόμο ακολουθεί αυτός ό λευκός και δεν μου χρειάζεται πιά νά βλέπω τ’ αχνάρια τής συνο­ δείας του... "Άν τρέξωμε έτσι αλη,^τή νύχτα (μπορεί νά τούς βγούμε καί -μπροστά. λ— Μου φαίνεται πώς 0ά μάς φάη. τό ·..σκοτάδι!, μουρ­ μουρίζει ο Χούτ .μέ απελπι­ σία. Καί τό χειρότερο είναι πως ικίαιί δίπλα στις Χούλες νά περάσω τώρα, δεν θά τής διιαίκίρίνω έτσι μαύρες πού εΐναα! Τό- μόνο πού μέ παρηγορεΐ εΐναι πώς έφαγαν σκορ­ δαλιά τό πρωΐ καί μποοεΐ νά μυρίσω· τό άρωμά τους! Ό /Κάλ πολύ αργότερα .α­ ποφασίζει νά σταθούν μά ώ­ ρα γιά νά ξεκουραστούν, ώ­


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

24

στε τό π,ρωΤ να εχαυν ακμαι­ ότερες τις δυνάμεις τους. "Υ­ στερα συνεχίζουν τηάλι καί τό χάραμα τους βρίσκει νά πηδούν πάντα άπό τό ένα δέν­ τρο στο άλλο. Οι πίθηκοι και οι γορίλλες που ξυπνούν άπό τον 'βραδυνό' τους ύπνο, κοονουν τά πελώρια χέρια τους σε χαιρετισμό προς τό μέρος του 'Κάλ καί του Χσύπ καθώς πρρνσύν άπό μπροστά τους. Ό χαζό- πυγμαίος όμως παρεξηιγεί αυτήν τήν κίνησί τους καί γελάει; μέ τή βλα­ κεία τους — όπως νομίζει. — Σου δίνουν τό σήμα νά κάνης στάσι!" του λέει του Κάλ ξεκαρδισμένος. 'Καί γυρνώντας πρός τους πιθήκους πού κουνούν τά χέ­ ρια τους σαν παλαΐβοί, τούς ψωνάζει< κοροϊδευτ ιικά: — Τό όχημα είναι... πλή­ ρες όπως βλέπετε! Περιμένε τε _τό άλλο! ααφνιικά άκουγεται ατό .μια κρυά ένα υποχθόνιο βογγητό'·

—· ιΕίναι ό έβδομος καταρ­ ράκτης !, λέει ό Κάλ. "Ας ελ­ πίσω με ότι οι λευκοί τυχοδιώ­ κτες δεν έχουν φτάσει άκόμα εοω... —'Κι’ άν ήρθα'με πρώτοι κερδίζομε καί τό πρωτάθλη­ μα!, συμπληρώνει ό άδιόριθω τος Χούπ. Έχει όπως πάντα κέφι για φλυαρία/ άλλα ό Κάλ δεν τον αφήνει νά συνέχιση. Τον αρ­ πάζει άξαφνα άπό τό χέρι καί τού δείχνει πέρα πρός τή ζούγκλα, φέρνοντας: συγχρό­ νως τό δάκτυλο στα χείλη,. * (·*

Α

Αυό λευκ οί

μ ισσδιακρ ί νον-

^αι κάθε τόσο ανάμεσα στήν πυκνή βλάστηση καθώς προ­ χωρούν μέ γοργό 'βήμα πρός τή μεριά τού καταρράκτη). Τό παιδί τής ζούγκλας σφίγγει τις γροθιές του μέ λύσσα. — Είναι χωρίς άλλο αυτοί πού πήραν τις συντρόφισσές μας!, λέει ανήσυχος. Μά πού είναι λοιπόν ή Μπέλλα καί ή Χούλα; -—- Στήν εποχή μας τά δι­ αζύγια βγαίνουν στο άψε-σβΰ σε!, τού κάνει ό Χούπ. Μπο <ρεΐ νά μή συμφωνούσαν οι χαρακτήρες τους καί χωρ ιο αν! 3 Εξ άλλου οι Χούλες μου είναι πολυέξοδες μ5 αυτά πού τρώνε! Μά τον Κάλ τον πνίγει ή άγωνία κι5 αποφασίζει νά μάθη ίάμέσως τί συμβαίνει· Πα­ ρατάει τον πυγμαίο πάνω σ’ ένα κλαδί καί μ’ ένα τεράστιο άλμα -βρίσκεται πάνω στο δι­ πλανό δέντρο κι5 άπό εκεί στο έπόμίενο. Μέ μερικά άκόμη τέ τοία πηδήματα έχει φτάσει πάνω άπό τά κεφάλια των δυο ανύποπτων τυχοδιωκτών καί τότε άφήνεται νά πέση στο κενό καί βρίσκεται μπρο­ στά τους ουρανοκατέβατος. ΟΊ δυο λευκοί κάνουν μια ταυτόχρονη) κίνηισι τρόμου καί τά μάτια τους γουρλώνουν άπό έκπληξί,. Ό Μπίλ Ρένταν π ιό αποφασιστικός, άπό τον σύντροφό τουι τραβάει αμέ­ σως τήν καραμπίνα άπό τον ώμο του, άλλα ό Κάλ τού τήν αρπάζει μέ μιά θυμωμένη^ κα νηΐσι καί τήν τσακίζει πάνω στον κορμό ενός δέίντρου

Ό τρελλό “Χούπ πού παρρ


Τ-ΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! κολουθεΐ ολιη, αυτή τή σκηνή ενθουσιάζεται. — Κηρύχτηκε ό πόλεμος!, λέει στην καραικάξ,α του θρι­ αμβευτικά. Φόρεσε τό κρου­ νός σου, μίωρή Μιανταλένα, κιι5 έλα να διής πώς πολεμάνε οι ήίρωεις! :Καί μ5 αυτά τά ,λόγια πηδάει άπό τό δέντρο του ικΓ "αρχίζει, νά τιρέχη προς τό μέρος, του1 φάλου του. ' Στο μεταξύ ό κτηνώδης Ρέν τον, άφρίζοντας άπό τον ^ θυμό του χύνεται μέ ασυγκράτητη μανία εναντίον τού Κάλ. Μά εκείνος είναι πιο ευκίνητος ά πό τον τυχοδιώκτη. Πηδάει στο πλάϊ ικαί ή γροθιά του πέφτει σαν ικαταιπέλτης στο πρόσωπο του Ρένταν που σω ριάζεται κάτω μ5 ένα άγριο μουγγρητό. Μά την ώρα πού συμβαί­ νουν αυτά ο Φίλ Τάσμαν β ρί­ σκο την ευκαιρία νά ξεκρεμάση ικιαί τή διική του καραμ'πίνα πού τή φέρνει στον ώ­ μο του σημαδεύοντας τό λευ­ κό παιδ'ί τής ζούγκλας* 'Όσο για τον Χαύπ, παραικολουθών τας άλα αυτά ικαι ιβλέποντας τον κίνδυνο γιά τον φίλο του, καταλαμβάνεται άπό πόλε μ ιυ κιό μένος. Τραβάει τό «μπού­ μερανγκ» άπό τή μέση, του και μέ όλη του τή δύναμι τό εξακοντίζει εναντίον του τυ­ χοδιώκτη. "Υστερα κάθεται καί παρακολουθεί τον Τάσμαν πού ετοιμάζεται νά πυροβό­ ληση, τον Κάλ, μέ γουρλωμέ* να μάτια. — Τι διάβολο έγινε; μουΐρ μρυρ'ίζει μέ άπορία. "Αν τον

28

πέτυχα γιατί στέκεται ακό­ μα όρθιος; "Αν δεν τον πέτυ χα γιίατι δεν ξαναγυρίζεί πί­ σω σ’ εμένα τό «μπούμε­ ρανγκ»; Ξαφνικά, νοιώθει έτα τρόμε ρό ,χτύπημα στο κεφάλι, και καταλαβαίνει \πώς κάτι πέ­ φτει πλάϊ του. Σκύβει Κι βλέ πει τό «μπούμερανγκ». Χαμο­ γελά. — Νάτο!Ξαναγύ)ρισε!, λέ ει ευχαριστημένος. Είπα κΓ εγω! Καί στρώνεται κάτω λιπό­ θυμος άπό τό κτύπημα πού έ­ φαγε στο κεφάλι μέ τό ίδιο του1 τό όπλο, ενώ ή Μαντάλένα στριφογυρίζει άπό πάνω του κακαρίζοντας στρ'ίγγλικα. Τήν ίδια στιγμή ένας πυ­ ροβολ ιισμός σκεπάζει όλους τούς άλλους θορύβους τής ζούγκλας. Ό Κάλ νομίζει δτι έχει φτάσει ή τελευταία του στιγμή, αλλά παραδόιξως βλέ πει τον Φίλ Τάσμαν νά σωριά ζεται στη γή μονοκόμματος μέ ιμ,ιά φωνή πόνου, σημάδι πώς τον εΐχε πυροβολήσει κά ποιος άλλος! Καί πριν προλάβη νά κάνη τήν παραμικρή ισκέψι ή κίνημ­ α ι, δυο άντρες (μέ τά πιστό­ λια στά χέρια ξεπροβάλλουν ανάμεσα άπό τή φυλλωσιά ε­ νός θάμνου καί προχωρούν προς τό μέρος του σημαδεύον τας τον συνέχεια* Ό ένας είναι ό Βάν^Γκάρετ καί ό άλλος ο γ'ΐγάντιος επιστάτης του Ντάμπο!


26

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

ΑΠ’ ΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

ΤΑΣΜΑιΝ καΐ ό Ρένταν είχαν ογκώσει τις ικΚχιραιμπίνες τους για δεύ­ τερη ψαρά καί πυροβόλησαν πάλι τον γορίίλλιοο ανάμεσα ιστά (μάτια,, πού αυτή τή φο­ ρά σωριάστηκε κάτω νεκρός ,με κόκκινους άφρούς στο στό μα. Ωστόσο οί δυο καπέλλες εΐχιαν ξεφύγει πια καί γά τούς τυχοδιώκτες δεν υπήρχε ελπίδα νά τις 'ξαναιβρουν κι5 έτσι ξεκίνησαν προς τον τε­ λευταίο καταρράκτη· που υπήρ χε πριν από την περιοχή μΐέ τους θησαυρούς. Τό βράδι το Μϊά μεγάλη καρύδα πέφτει στό πέρασαν πάνω στα κλαδιά ε­ κεφάλι τοΰ Νάμπο. νός δέντρου ικαί τό πρωΐ συ­ νέχισαν την πορεία τους. προχώρησε πολλές ώρες μές 3Από την άλλη ,μεριά ό στη νύχτα, άλλα επειδή δεν Β*αον Γικάρετ με τον άρχιΐεπι­ ήταν εντελώς βέβαιος για την στάτη του τον Ντάμπο καί πορεία πού ακολουθούσε μέ­ την υπόλοιπη συνοδεία του, σα στό σκοτάδι, αναγκάστη­ κε στό τέλος νά σταματήση. Μά τό έπόρενο πρωΐ τον πε­ ρί μενε μ ιά_ πολύ δυσάρεστη έκπληξις: -υπνώντας βρήκε μόνο τον Ντάμπο κοντά του καί τις δυό αιχμάλωτες πού τ|«ς είχαν δέσει πάνω σ5 έναν κορμό δέντρου. Οί νέγροι τής ακολουθίας του, μή ύπομένον τες περισσότερο τά φρικτά βασανιστήρια στά όποια τούς ύπέβαλλε, εΐιχαν γίνει δλοι τους άφαντοι. Ό τρομερός .Βάν Γικάρετ ώ στοά ο δεν άπογοητ ευθηκ ε. Καταλαβαίνοντας πώς τό τέ|ρ μια τής πορείας του δεν βρι­ σκόταν πια μακριά, συνέχισε Ή καρακάξα τσιμπάει την κοι­ τον δρόμο του σέρνοντας μσ>λιά του κΓ ό Χούπ γραργαλιέται

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

27

ζί και τή Μπέλλα μέ τή Χο6λα. Φτάνοντας στον καταρρσ ικτίηι τΙς ιείδίεισε πάλα σ ένα δέν τρο· Μάλις είχε τελειώσει μ5 αυτή τή δουλειά ακούστηκαν άπό μακρυά φωνές. ’Έτρεξε •μαζί με τάν Νταμπο κι5 έφτα­ σαν τή στιγμή ττού ό Τάσμαν ήταν έτοιμος να πυροβόληση τον Κάλ. Ό Γικάιρετ χωιρίς ττο λύ σκέψη τράβηιξε τό πιστόλι του καί σημάδεψε τό ώπλισμέ νο“ χήρι του τυχοδιώκτη. Ή σφαίρα1 όμως δεν βρήκε ακρι­ βώς τον προορισμό της έτσι όπως ρίχτηκε βιαστικά, παρά 'φύπησε πέρα γιά πέρα τό στήθος του Τάσμαν και τον σώριασε κάτω νεκρό.. *

Ό κτηνώδης λευκός μαζί μέ τον αντάξιο μαύρο σύντρο φό του ζυγώνουν μέ τά πι­ στόλια στα χέρια στο μέρος ττού βρίσκεται ο Κάλ καί ό μσαανσίσθητος Μπίλ Ρέντον

’ΊΞπεααν ξαφνικά σέ μιά ένέδρα μαύρων..?

Γιά μιά στιγμή τρεκλίζει σάν μεθυσμένος ανάμεσα στους σκε­ λετούς.

πού προσπαθεί νά σηκωθή α­ πό έκεΐ πού τον ερρυξε ή τρο­ μερή γροθιά του Κάλ. Σηκώ­ νεται επάνω καί βλέποντας ε­ μπρός του τον Γκάρετ, τό πρό σωπό του γίνεται χλωμό σάν πεθαμένου. — Θελήσατε νά μέ γελά­ σετε ! ιμουγγρίίζει· ο Γκάρετ άγρια. Σάς εΐπτια γιά τό θη­ σαυρό κΤ έσεΐς τό σκάσατε καί ξεκινήσατε μόνοι σας νά τον βρήκε! Άπάδει-ξις πώς εί­ στε ηλίθιοι γιατί έπρεπε νά ξέρετε πώς οπού κι5 άν πηγαί­ νατε θά σάς εϋριισκα! Ώρκίστηκα νά σάς ψήσω ζωντα­ νούς, Ρέντον, καί θά τό κάνω αμέσως! Αντί γά τον Τά­ σμαν μόνο πού πρόλαβε να πεθάνη, θά καούν αυτός εδώ 6 λευκός χιμπαντζής καί οί δυο μορφονιές πού σάς ξέφυ-


28

γαν·. Δεν μου χρειάζονται ιτιά αφού σάς βρήκα μια ώρα γρη, γορώτερα! "Υστερα θά πάω νά πάρω τους θησαυρούς που >μο0 ανήκουν! ·... ιΠραγματ ικά σε λίγο βρίΐσκον ται όλοι δεμένοι σ’ ένα δέν­ τρο απτοίμονωμένο κοντά στον καταρράκτη, γύρω από τον χοντρό κορμό1 του κι5 ό Γκάρετ μαζεύει μπροστά στους αιχμαλώτους του ξερά φρύ­ γανα. Ή συνάντησες του ^Κάλ με τή Μπέλλα ικια'ί ■ τή νέΥρα εί­ ναι συγκινητική, άλ'λίά δεν κρα τάει ττολλή ώρα γιατί ό >Γκά ρετ τρέμει από την άνυιττομονηισίία και τον πυρετό τορ θη­ σαυρού. Οΐ πρώτες φλόγες ξεπετιώνται κιόλας άπό τά ξε ρά ξύλα. Ό θάνατος είναι κον τά..· Ό 'Πκάρετ χασκογελάει ■•με σαδισμό: — Στο γυ|ρισμό θά δώ όον ψηθήκατε καλά!, ’ φωνάζε ι. Καλό κατευώδιο στηιν Κόλασι! Πάμε, Ντάμπα! "Πήν ίδια στιγμή ένα ιτταρβα λό πουλί 'τετάε'ι επάνω άπό τούς αιχμαλώτους, πορ φυ|σι­ κά ό κακούργος δεν τού δίνε^ι σημασία. Ό Κάλ όμως ττου τό βλέπει νοιώθει τή χαμένη ελπίδα νά τρυπώνη στην καρ διά του. Περιρένειι νά άπομακρυνθή ό Πκά|ρετ κι* ύστερα φωνάζει ·μέ αγωνία: — Τον Χούπ, Μανταλένα! Φώναξε γρήγορα τον Χούπ! ΓΙέταξε! Τρέξε νά τον φέρης! Κάπου εδώ κοντά είναι. Τό λευΙκό παιδί τής ζούγ­ κλας δεν μπορεί νά ξιέρη πώς ό κωμικός φίλος του βρίσκε­

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΙ

ται άναίαθητος αυτή τή στι­ γμή μερικές δεκάδες μέτρα π ιό πέρα και πώς τό θρυλικό του «μπούμερανγκ» τού έχει σώσει τή ζωή γιατί άν δεν ξα ναγύριζε νά τον χτύπήρ-η στο κεφάλι, θά βρισκόταν τώρα κι* αυτός δεμένος στο δέντρο περιμέναντας τον θάνατο. Ωστόσο τό εξημερωμένο τετραπέρατο πουλί καταλα­ βαίνει καί φτεριουγίζει γοργό σαν τον άνεμο. Πέφτει σάν στούκας πάνω στον άνσίσθη το Χούπ καί τον άριχίζει στις τσιμπιές! Ό πυγμαίος σιγά -σιγά συνέρχεται κάί ξαφνι­ κά πετάγεται· επάνω καί βά­ ζει τις φωνές: —”Α στην ευχή, μωρή Μαν ταλένα!, φωνάζει θυμωμένος. Τί καταλαβαίνεις τώίοα! Μου βγάζεις ικάνα-μάτι μέ τις σαχλαμάρες σου; Τό πουλί όμως δεν κάθεται ήσυχο. "Οπως ό Χούπ προ­ στατεύει τό πρόσωπο μέ τά χέρια του, αρχίζει νά τον τσι μπάη στην πεταχτή κοιλιά του. Ό πυγμαίος κυλιέται στά χορτάρια. — Μη!, Μη, μωρή Μαντα­ λένα, καί γαργάλΐίέμαι, παναθεμά σε! Χαρά στην όρεξί σου- Τράβα ιάπό δώ! ~ίτ! 'Ή φωτιά θεριεύει πέρα στο δέντρο καί ζυγώνει επικίνδυνα τούς αιχμαλώτους, που αρχί­ ζουν κιόλας νά τσουρσυφλίζων ται. Ή παρδαλή καρακάξα γίνεται έπιθετικώτερη. Βγά­ ζει απεγνωσμένα κρωξίίματα καί τραβάει μέ τό ράμφος τον πυγμαία άπό τήν προβιά. Ό


ΤΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Χούπ σκάει πάλι στα γέλια σέ μια στιγμή. —-Τώρα· κατάλαβα!, ξεφωνί ζει κρατώντας την κοιλιά του. Θά βρήκες κανένα καρακά ξο και Ιθες νά πάμε νά του ζητήσηις ...τό πόΙδι του, ε; Τσι­ μέντο νά γίνη! "Αντε! Τί, έπε 5ή δηλαδή έχασα έγώ^ τις Παύλες μου, πρέπει κι* εσύ νά μιείνης γεροντοκόρη; "Ελα! Σηκώνεται |καμ άκο λουθεί τή Μανταλένα ττού φτεροκο­ πάει. μανιασμένα. ^ — Σ ιγά, μ,ωρή !, τής φωτ νάζε ι λαχαν ιάζοντ ας. Μπας νομίζεις πώς έχω κι* έγώ ^φτε­ ρά; Μπά! "Αλλο πάλι τούτο! μουρμουρίζει έκπληκτος και γουρλώνει τις ματάρες του· Βρίσκεται μπροστά οπό δέντρο που είναι δεμένοι οι σύντροφοί1, του μαζί μέ τον Ρέντον. Ή φωτιά θεριεύει ο­ λοένα καί τριζακοπάει, μπρο­ στά τους. Ή έκπληξις τού ττυ γμαίου είναι μεγαλύτερη από τή χαρά του πού ξαναβλέπει τις... Χούλες του. — Καλέ έΐσείς!, τσιρίζει. Τι καρφί είναι αυτό πού σάς βάρεσε; Μες στο κατακαλό­ καιρο ανάψατε φωτιά νά ζεσταθήτε; — Χούπ!, ξεφωνίζει μέ α­ γωνία ό Κάλ. Λύσε μας γρή­ γορα! Θές νά καούμε ζω'ντανοί; ■— Καλά ντέ!, λέει ό Χούπ δυσαρεστημένος. "Αν δεν σάς άρεσε ή φωτιά δεν υπήρχε λό γος νά δεθήτε! "Ας είναι ομως·.. Θά σάς λύσω γιατί έ­ χω καλή καρδιά!

29 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

ΧΑΖΟ- ΧΟΥΠ τρέχει νά λύση πρώτα την πε­ λώρια νέγρα, γιαπί φυ­ σικά τό αίμα... νερό δεν γί­ νεται. Δυσκολεύεται όμως τρο μέρα γιατί τά σκοινιά είναι πολύ ισφιχτοδεμένα καί ούτε τού περνάει από τό μυαλό νά χρησιμοποίηση τό μαχαίρι του. —^ Μά τί σόϊ κό μπους έχε τε κάνει εδώ πήρα!, διαμαρ­ τύρεται /με θυμό1. «Σταυρό­ κομπος» είναι τούτος ή «καν τηλίτσα»; Πανάθεμά τον1 καί θά μαυρίσουν καί τά μ σινικέτια του από τούς καπνούς ! — Βρέ βλάκα!, ξεφωνίζει ή Χούλ εξαγριωμένη, τράβ*α τό μαχαίρι σου καί κόψε τά σχοινιά γρήγορα! Καίγομαι! Ό πυγμαίος γουίρλώινει τά μάτια του· ιμέ θαυμασμό! —ιΚύπτα έμπνευσι .οι αγα­ πημένες μου!, μουρμαυίρίζε υ Καί τραβώντας τό μαχαίρι του- κόβει τά σκοινιά πού κρσ τούν δεμένη; τή νέγρα. Εκεί­ νη ιδμωρ είναι έτσι φουρκισμε νη, σηκώνει την πελώρια χε­ ρούκλα της καί τού άστρου φτει μία καρπαζιά.. Ό Χούπ παίρνει τρεις στροφές καί στό πράσω'πό του ζωγραφίζεται ή, άπόλαυισις· —^ "Αχ!, κάνει. Καιρό εί­ χα νά δοκιμάσω τέτοια εύχοοίρίστησι! Χρυσές μου Χούλες, ελάτε νά σάς άγκάλιάσω ! Μά μ* όλα αυτά ή φωτιά Φουντώνει αδιάκοπα κι* ό θά­ νατος άγκαλιάζει μέ τά μαύ­

Ο


Ιδ

ρα φτερά του» τό δέντρο πάνω στο άποΐο είναι, ακόμα δεμέ­ νοι ό Κάλ ιμέ τή Μπέλλα καί τον τυχοδ ιώικτη Ρέντον. — Χούλα! Χούπ!, ξεφωνί­ ζει ό Κάλ με απελπισία. — Ρέ για κύττα πράματα, αποκρίνεται ό τρελλο- ττυγμ,αΐ

ος. 3 Εδώ κινδυνεύει νά ψηθή κακομοίρης καί θέλει, Λέει, ;.. Χούλα - Χουτ! Άλλα τί νά κάνης; Μπορείς νά χαλάσης^χατήρι σε πρώτο φίλο; Ελάτε, χρυσές μου*. Χσύλες! ιΚαί πριν προλάβη, ή νέγρα νά διρμαρτυρηθή, αρπάζει τά χέρια της καί αρχίζει νά στρι φογυρίζη μιαζί της χοροπηδών τας σαν σαλτ υμπάγκος, Μιά γλώσσα της φωτιάς τι νάζεται στο πρόσωπο της Μπέ'λλας καί ό καπνός την πνίγει. κοπέίλλα βγάζει μια πονεμέινη στριιγγλιά- Ή Χούλα καταφέρνει νά άπαλ6

Σηκώνει τον Γκάρετ ψηλά και τον εκσφενδονίζει ,μακρυά.

&ΑΔ — <5 -ΚΥΡΙΟΙ λαγή άπό τό άγκάλιασμα του πυγμαίου. Του δίνει μιά τέτοια σφαλιάρα πού ό αδιόρ­ θωτος Χούπ παίρνει, δέκα τού μπες ξεφωνίζοντας εύτυιχισμέ νος σε κάθε στροφή: — Χούλα - Χούπ! Ζήτω! Μά ή νέγρα τού εχει άποσπάσει καί τό. μαχαίρι καί μέ τρεις κινήσεις ρρμάει καί κόβει τά σκοινιά των αιχμα­ λώτων τη στιγμή πού κοντεύ συν νά λιποθυμήσουν άπό τούς .άποπνιικτιικούς καπνούς την τρομακτική θερμότητα. Ή πρωτηι κίνησί! τους (μό­ λις βρίσκονται ελεύθεροι εί­ ναι νά ρυχτούν ό ένας στην αγκαλιά τού άλλου. Δεν προλαβαίνουν όμως. Ό Μττϊλ Ρέντον πού πάνω στη χαρά τους τον,· έχουν ξεχιάσει ,· ορμά αφρίζοντας προς τό μύρος που βρίσκεται- τό πρώμα τοΰ φίλου του τού Τάσμαν. ^ — Σκύλε!, μουγγρ'ίζει άγρια. Θά τά πλήρωσής τώρα ο/\α! Ό Κάλ κάνει νά ριχτή πίσω του κι5 ή Μπέλλα τού πι­ άνει μέ ανησυχία τό μπρά­ τσο. — Δεν αξίζει νά διακινδυνεύοιης γι’ αυτά τά τέρατα!, του λέει. Άς τους νά κανο­ νίσουν μόνοι, τις διαφορές τους·... — Έκεΐ πού πάνε τούς πε­ ριμένει ό θάνατος!, ψιθυρίζει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. "Ο,τι κΓ άν είναι ύχω^ χρέος νά προσπαθήσω νά τούς σώ­ σω ! Στο μεταξύ ό Ρέντον έχει


ΤΗΣ ΣΟΥΐ-ΚΛΑί φτάσει· έπάνω άπό τον Τά­ σι μαν. Παίρνει την πεταμένη, κάραμπίνά του ικαΐΐ χύνεται τΤ,ρος την κοιλάδα πού έχουν κατευθυνθή κι5 ό Γικ'άρετ μέ Τον Ντάπο. Ό Κάλ τρέχει πίσω του* — Στάσου!, τού φωνάζει. Μην πηγαίνεις πιο πέρα! Σέ περιμένει ό θάνατος! Μα ό τυχοδιώκτης δεν άκούει γιατί ή καρδιά του είναι γεμάτη λύσσα καί γεμάτη α­ πληστία. Ό Κάλ άναγκάζεται να σταΐματήση γιατί ξέρει πώς είναι επικίνδυνο νά προχωιρηση πιο πέρα. Ανεβαίνει σ’ έναν βράχο· ικαί, ή Μπέλλα, ή Χοάλα κι* ο Χούπ. μέ τη Μαντολένα στον ώμο έρχονται δίπλα του. — Δεν (καταλαβαίνω τί έ­ χει!, λέει ή άμορφη Μπέλλα κυττάζοντας ανήσυχα το θλιμ μένο πρόσωπο του Κάλ. — Κύπταξε!... της απο­ κρίνεται ,μόνο αυτός κιαί δλων τά ιμίάτια στρέφουν προς την κατεύθυνσι που δείχνει το δά χτυλό του. "Από τό σημείο πού στέ­ κονται, βλέπουν δλο τό έδαψος της άπέίραντης κολάδας νά πετάη έκτυφλωτ ικές ανα­ λαμπές κάτω άπδ τό φως του ήλιου, σέ χιλιάδες χρώματα. — “ΌλΙή ή κοιλάδα είναι στρωμένη μέ πολύτιμα πετρά δια!, λέει ή Μπελά μαγεμένη. ^ — Μέ τά πετράδια του θα νάτου!, ψιθυρίζει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Κύτΐα6* 1 „ —■ Πώ, πω! , κάνει μέ θαυ­

μασμό ό Χούπ! Κυτταξε ώ-

'0 Κάλ συντρίβει την καραμπίν« τοΰ λευκού. 1

ραία πράγματα, Χούλα! Νά πάω ^νά σου φέ|ρω> μερικά για νά ιφάς; Τό πρόσωπο τής χοντρής νέγρας αγριεύει καί τό δεξί χέρι της υψώνεται καί φιλοδω­ ρεί τό σβέρκο τού αγαπημέ­ νου της μέ μια γερή καρπα­ ζιά. — Δεν τρώγονται αυτά, βλάκα!, του λέει. —Τότε, κάνει χαζά ό Χούπ, τί τά κάνουν; — Μέ αυτά στολίζονται οι άνθρωπο ιι. ^ — Τότε νά σου φέρω γιά νά στολίίσης την όμορφιά σου, επιμένει ο Πυγμαίος καί κάνει νά προχωρήσηι πιρός τό μέρος του θησαυρού. ^ — Χούπ!, τον σταμίατάει ή φωνή τού Κάλ, μείνε στη θέ:σι ,σου! —'Γιατί; . άναρωτιέται θ κωμικός νάνος*


32

— Κύτταίξε εκεί κάτω, βλά κα! Ταυ δεί(χνει κάτ ι, απλώνον­ τας τό ιχήρι του κοαί μίαζΐ ^μέ τον Χούπ κυττάζουν καί οί άλ­ λοι. Ένα^ΐγος · τρέχει· στη σπονδυλική τους στήλη καί ό Χούπ ζαρώνει ατά φουστάνια τής Χούλας, τρομοκρατημένος άπό τό θέαμα που είδε. Δυο νεκρούς! ιΚαί οι νεκροί αυτοί δεν είναι άλλοι από τον Γκάΐρετ καί τό Νάμπο, τό νέγρο έπιστάτη του·.... Τά κορμιά τού ΝτάμΙπο καί του Γκάρετ είναι σωριασμένα επάνω στά αμύθητης άξίας πετ,ράδ ια, άκ ίνητα, Καμμ ιά πεντακασαρ'ά μέτρα ιμέσα σιήιν κοιλάδα. Ό Ρέντον πού βαδίζει τρέχοντας προς τό ίμερος τους γά μά στιγμή σταματά· "Υστερα κάνει πά­ λι νά τρέξη, καί ξαφνικά τρεκλίζει σάν μεθυσμένος. Ή κραυγή' τής απελπισίας πού φεύγει άπό τά στήθια του φτάνει ώς τ’ αυτιά τους. “Ύ­ στερα σηκώνει τά χέρ·ια ψη­ λά γά νά σωριαστή άμέσως κάτω καί νά μείνη κι5 αυτός ακίνητος, μέσα σε μά θάλασ σα^άπό πολύτιμες πέτρες κι* ανάμεσα σε σω,ρούς άπό ξαοπρισμένα ανθρώπινα κόκ,κό­ λα.·. — Δεν καπ αλαβαίνω!..., μουρμουρίζει ή Μπέλλα χλωμάζαντας. — Ή γή είναι ραϊσμένη σε πολλές μεριές κι* ένα δηρ λητηιρ ιώδες άχρωμο αέριο βγαίνει άπό τά σπλάχνα της, αποκρίνεται ό Κάλ. “"Οποιος πατήσει έκεΐ πέρα αναπνέει

ΚΑΛ — Ο ΚΎΡΙΌΝ

αυτό τό άέριο καί πεθαίνει α­ μέσως.·.. Ό θάνατος φυλάει καλά τούς θησαυρούς του μές. στο Βασίλειό του·.. Μά ό Χούπ δεν (βρίσκει έν-' δαφήρον σ’ όλα αυτά καί δέν; το; προσέχει. Ζυγώνει τη Χού λα του καί τής λέει τρυφερά: — Χούλες, τί προτιμάτε, ώραΐες μου; Μπανάνες ή κα­ ρύδες νά πάω νά σάς φέρω; Ή νέγρα ’ όμως θυμωμένη ογκώνει τη χερούκλα της καί την κατεβάζει μέ φάρα επάνω ατό κεφάλι του. — Νά, γά νά μάθης τηρώ τον νά μην είσαι αναίσθητος, καί δεύτερον ^ νά μην ^ άκουμπάς πάνω στη δαντελένια ποδίτσα μου μέ άπλυτα χέρια! Ό πυγμαίος φωτίζεται ο­ λόκληρος άπό ένα χαμόγελο μαζί ευτυχίας καί ήλιθάτηκ­ τος. — Μέ κάτι τέτοιες σβουΡΠΧτές σφαλιάρες μέ κρατάς σκλάβο σου!, φωνάζει μ5 εν­ θουσιασμό. Δόσε (μου κι3 άλ­ λη μία νά πάω νά πέσω μές στη φωτιά γά χαπήρι σου! -—- Τί λές, Χουπάκο μου!, μουρμουρίζει ή Χούλα μέ τρό μο. Καί ποιός θά μέ θρέψη ύ­ στερα; — Αυτό είναι πάλι·!, λέει 6 Χούπ περήφανα. Είμαι α­ ναντικατάστατος, ^ όπως λένε κ αί στά υπουργέ ια!... · 5 Αλλά ό Κάλ, τό λευκό παι δί τής ζούγκλας, έχει μιά ποο­ ράξενη και μυστηριώδη έκφρα οί. Μοιάζει σόον .νά μιή συμμε τέχη στή γενική χοαρά γά τή σωτηρία, Οί φίλΙβες του λοοι-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

μού του* φουσκώνουν καί τά πει να μάθης..· όσο είναι και ιμάτια του λάμπταυν περίεργα. ρός! Ό όλεθρος ερχεται· ά,μεί Μιιά μυστηιριώδης φωνή^, πού λιικτος!.... λες και φθάνει ιάττό τό,ν Κάτω — Φίλοι! μου, περιμένετε με Κόσμο, άντη,χεΐ στ5 αυτιά εδώ!, φωνάζει ό Κάλ ταρα­ του. Μια φωνή ;ττού δεν την α­ γμένος. Δεν θ’ άργησω νά γυ­ κούε ι' κανείς άλλος αϊτό τούς ρίσω... συντρόφους του, παρά μόινον •Κι5 ένώ οι άλλοι τον παρα­ αυτός. ...Ή ,μ ισοσβυσ}μένη, φωνή κολουθούν ανήσυχοι εξαφανί­ Αυτού πού εΐναι· Τό— Πνεύμα ζεται πίσω δΰττό τά πρώτα δεν —Τής —Υπέρτατης — Σο­ τρα·.. — ιΒρέ μυστήρια πράγμα­ φίας: ’ , τα !, κάνει πίσω ό Χούπ, στρι— Παιδί ροο.·. Πρέπει να μάθης! Ό κίνδυνος έρχεται ά φογυΐρ ίζρντας τά μ αν ίΐκέτ ι α του. Αυτό τό παιδί δεν εΐναι πό παντού... Ό θάνατος φτεσίγουρα στά καλά του. Μάς ρουγίίζει επάνω από τά κεφά­ λια σας!... Ένας θάνατος άιάφήνεΐι καί φεύγει χωρίς νά π αίσιος <μιικρέ >μσυ φίλε! Γΐρέ μάς πή πού πάε ι! ΤΕΛΟΣ 'Αποκλειστικστης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο. Ε.

ΓΙΩΡΓΟΣ

ΡΩΜΑΝΟΣ


ΚΑΛ

-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΕΒΔΟΑΒΑΔΒΑΚΘ ϋΗΟΔΙΚΘ ΖΟΤιΓΚΑΑΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία:

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

4Οδός Λέκκα 22—Αριθμός

1—Τιμή δραχ. 2

Δημοσιογραφιικός Δ)ντής: Σ. *Ανεμιοδουράς,Στρ.Πλιαοστήρ<χ 21 Ν. Σμύρνη. Οίικίονοιμιι·κ?ό·ς Δ)ντής Γ. Γεωργιά&ης, Σφιγγός 3ι8. Προΐστ. ταττογρ.: Α. Χατζηβασιλιεί'ου, Τοοτοοούιλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γ©ωργιάδην, Λέκκα 22, ’Α8%©ι.

Το δεύτερο τεύχος τού «ΚΑΛ» πού κυκλοφορεί την έρχόμενη Παρασκευή με τον τίτλο:

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΟΛΕΘΡΟΥ είναι ακόμη καλύτερο, άττό τό πρώτο. 'Ο θρυλικός ΚΑΑ, ό ήρωας τής ζούγκλας, μαζί μέ τούς φίλους του άντιμ£τωπίζουν κίνδυνο θανάτου καί υστέρα άπό συναρπαστώ κές περιπέτειες κατορθώνουν νά βνοΰν ζωντοονοί. "Οσο για τον Χουπ τον κωμικό πυγμαίο μέ τό τσαλακωμένο ήμίψηλο καί τά ακριβά μανικέτια, δέχεται καινούργιες καρ­ παζιές άπό τήν αγαπημένη του Χούλα καί λέει κΓ «εύχαριστω» ι

Γ

Γ'-

■ :[Γ.

1' »

Ρ»


ΕΠ/ 35 λΡ0Μ5 Ο 5ΡΘ0/Ρ ΗII) ΟΛ' Α' ΕΛΟΗΡΛ ΛΑ! Μ£ ϊΠΟ' *10λ/·Η °1 βΙΟλ-ΗΝΙΙΗΟί. Λ/9/ Η ΑΗΟ)

-

βΗ ΤΟΥ ΗΤΑΝ τ/ποτε . ΰ(Ν Λ ΤΟΝ 0ΥΤ6 άτβΝΟ/Ν ο/τε τχλίΑοε .*·«?<? οτς,/

ί

*Ε~γ/Υ£Χϊζετηι



ΠΡΟΦΗΤΕIΑ ΟΛΕΘΡΟΥ

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ Μττέλ λα -μαζί μέ την πελώ^ ρΐα νέγρα υπηρέτρια της τη Χούλα καί τον τρελλοΧούπ μέ την έξημ ερωμένη κα ρακάξα του τη Μανταλένα, πε ρΐίμένουν τό λευκό παιιδΐ της ζούγκλας, τον Κάλ, να γυρίση (*). Είναι δλοι τους λίγο ανήσυχοι, γιατί τούς έχει φο­ βίσει ή έκφρσσις τοϋ Κάλ πού ήταν τόσο μυστηριώδης καί παράξενη, λίγο πριν χα(*) Δ.'ά'βασ'ε τό προηγούμενο 1 ο τεύχος του «ΚΑΛ», μέ τ·ίιτλο «'0 βάνο: το ς βασίλευε ι».

θή πίσω από τά δέντρα. Μόνο ό αδιόρθωτος πυγμαΐ ος μέ τά αστεία λευκά μανικέτια καί τό επίσημο ψηλό κα πέλλο, ό Χούπ, δεν εννοεί νά βάλη μαράζι στην καρδιά του γιά τίποτα. "Έχει αλωνίσει ολους τούς γύρω θάμνους τρελ λός από τη χαρά του πού ξα ναβρήκε τη Χούλα του. "Ο,τι Φ,ρουτο βρήκε, από μπανάνα μέχρι καρύδα των δέκα οκά­ δων τής τοχει κουβαλήσει. " Ενας ολόκληρος λόφος σάν τό μπόϊ της έχει σχηματισθή από φρούτα πλάϊ στη νέγρα Φρούτα πού ό Χούπ ξέρει κα­ λά πώς ή Χούλα τούς έχει ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

πολύ μεγάλη αδυναμία. Μά τώρα ή καημένη δεν έχει δρε ξι γιατί βλέπει στενοχωρημέ­ νη την κυρία της· Τρώει βέ­ βαια, αλλά δχι μέ βουλιμία δπως πάντα. Μασουλάει μη­ χανικά και από συνήθεια. Τά χάντρινα μάτια της κυττούν τυρός τό μέρος πού χάθηκε ό Κάλ, δπως και τά μάτια τής κυράς της. Καΐμμ ι ά φορά ό Χοόπ τό προ σέ,χει αυτό. — Μπιά! Μπά! Μπά!, ξε­ φωνίζει μέ την τσιριχτή φωνή του. Αγαπημένες μου Χούλες, τί καημός σάς μαραζώνει "ήν τρυφερή καρδούλα σας αν έπ ιτρέπετ α ι κιόλα ς; Β λέπω πώς δεν έχετε φάει ούτε μισό τόννο φ-ρουτ ιικό ακόμα! ’ Τέ{τοιες ανορεξίες δεν είναι φυ­ σικό πράγμα σε σάς ! Μήπως σάς πονάνε ο! κοιλίπσες σας; Έάν ναι, ορίστε, περικαλώ! ’Απ’ εκεί έχει και άλλες πρα σ ινάδες.... κυρ ιών! Σ κάσε, >μω|ρή Μανταλένα — συνεχί­ ζει νευριασμένος καθώς ή έξη μερωμένη καιοακάιξα του πετά γύρω από τό κεφάλι του καίι χαλάει τον κόσμο από τις στριγγιές καί τά κρωξίματα. Μά τό πουλί γίνεται άντιθέτως π ιό1 επιθετικό καί τά κρωξίματά του πιό στρίγγλικα και άπεγνωισμένα. — Μωρή σύ!, τής λέει αυ­ στηρά ό κωμικός πυγμαίος· ί έτοια ανατροφή σουδωσα ε­ γώ, τρομάρα σου; Δεν βλέ­ πεις πού μιλάω τώρα μέ τρείς πυγμαίες τη μία.... πάνω στην άλλη! — Ή Μανταλένα μου φαί­

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ νεται ανήσυχη καί τρομαγμέ νη!, λέει ξαφνικά ή Μπέλλα ταραγμένη, Σαν νά θέλη νά σου πή κάτι, Χούπ! λ—Μά κι5 άν είσαι καί πα­ πάς. μέ την αράδα σου θά πάς!, ^αποκρίνεται εκείνος νευ ριασμέινος^. "Οτι κι* άν θέλη νά πεοιμένη τη σειρά της! Προηγούνται οί Χούλες μου! Δεν μπορεί νά μάς διακόπτη τώρα ένα τσιροπουλι! Φρόνν μα Μανταλένα! Θά σού τσου ρομαδήσω την ουρά, κακομοί­ ρα μου καί θά μοιάζης σάν κολοβό κ αταδ ιωκτ ι κό ! Μά δεν προλαιβαίνει νά τε λειώισηι τά λόγια του ό ΧαζοΧούπ καί ξαφνικά γίνεται κά τι πού τούς αφήνει άναυδους. 5Από τούς φουντωτούς θά­ μνους πού βρίσκονται δωρίστε ρά τους, ξεπηδούν καί όρμουν εναντίον τους μέ άγριες φω­ νές καμιμιά τριανταριά διαβο­ λικά όντα, πού άνεμίζουν στά χέρια τους μίακρυά κοντάρια μέ αιχμές πού αστράφτουν στό φως τού ήλιου σάν νά εί­ ναι από χρυσάφι. Μοιάζουν μέ άνθρωποι, σέ δλο τους τό σώμα., άλλα τά κεφάλια τους είναι σάν γεν­ νήματα τής κολάσεως. "Έχουν στό μέτωπο κέρατα σάν τού βωδιού καί μακρυά, σου'βλερά δόντια σάν τού πάνθηρος· Τ5 αυτιά τους είναι τριχωτά καί μυτερά δπως τού λύκου. — "Άς τοέξουμε ! ,ξεφωνί­ ζει ή Μπέλλα μέ τρόμο. Γρή γορα! Προς τά εκεί πού έφυ­ γε ό Κάλ!.... Μά είναι φθονερό πώς δέν θά μπορέσουν νά ξεφύγουν γι


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! ατί εκείνοι τά τερατάμορφα όντα τ,ρεχουν γοργά σαν τον άνεμο. — ’Ά, μωρή Μανταλένα!, τσιρίζει ο χαζό -πυγμαίος μέ θυιμό. Τί τάχης τά φτερά, μω ρή ανεπρόκοπη; Δεν μττορ ο Ο­ σες νάρθης νά ιμέ είδοπαιήρης πώς πλακώνει ό καρνάβαλος; Μέσα σέ δυο λεπτά οι τερατό'μοιρφοι έπιδρόμεΤς τούς έχουν κυκλώσει από όλες τις μεριές. 3Αρχίζουν νά κλείνουν γοργά τον κλοιό γύρω τους. — Την νάθαμε!, μουρμου­ ρίζει ή Μπέλλα ιμέ θυμό και τραβάει τό μαχαίρι^ της. Ή καημένη ή Μανταλένα προ­ σπάθησε νά μάς ειδοποίηση, αλλά έ}μεΤ·ς δεν τό κα,ταλάβα «με ! — Λός; ξεφωνίζει ό Χουπ γουρλώνοντας τά ,μάτια. Κα­ λά μαύλεγε λοιπόν ή μαμαΧούπαινα νά εξημερώσω ένα παπαγάλο καί ν5 άφήσω αυ­ τή τή βρωμοκαροκάξα! Μά δεν έχουν άλλον καιρό για κουβέντες· Στα σατανικά μάτια των επιδρομέων που βρίσκονται πια πολύ κοντά, στα σαυίβλερά δόντια τους καί στις άστραφτερές μύτες των ακοντίων πού κρατούν, λαμ­ ποκοπάει ό θάνατος. Ή Μπέλλα τραβάει τό μα­ χαίρι της έτοιμη νά πουληση όσο μπορεί ί πίιό άκριβά τή ζωή της. Ή Χσύλα σηκώνει ά πειίλητιικά μια πελώρια καρύ­ δα που εχ'έι πάρει (μαζί στη φυγή της, από τό σωρό. "Ο­ ρο για τον Χούπ, αυτός προ­ σπαθεί νά τά συι,μβιβάση τά πράγματα ιμέ την πολιτική,

5

^— ,Καλώς τά παιδιά!, φω νάζει εγκάρδια σ’ εκείνα τά τέρατα. Καλές άπόίκρηες καί τού χρόνου νάμαστε καλά νά ξσναμασκ αρεστού με! 5 Εμείς εδώ δεν ξέραμε πώς άνοιξε ά τγο τώρα τό τριώδιο! Ό πιο ψηλός καί σωματώ­ δης άιπό τούς επιδρομείς πού πηγαίνει μπροστά - μπροστά, υψώνει τή χερούκλα του. — Π ιάστε τους !, βρ'υχάται σαν λιοντάρι·. Έπανω τους! Ή Χούλα σηκώνει την κα­ ρύδα της ψηλά καί την εκ­ σφενδονίζει μέ τρομερή δόνα» ;μι· Βρίσκει ένα από κείνα τά τέρατα ατό κεφάλι καί τό σω­ ριάζει χάμωι \άνα:ίσθητο. Ή Μπέλλα προσπαθεί νά άμυνθή μέ τό μαχαίρι της. Παλεύ £' απεγνωσμένα μά μάταια. — Κάλ!, ξεφωνίζει μέ όλη της τή δύναμι. Κάααλ! "Οσο για τον τρελλα-Χούπ αυτός δ-έν φέρνει κορμιά άντίσ-τασι ατούς επιδρομείς καί σαύρας τρο|μιος έχει ζωγραφι­ στή στο... ,κατομαυρο μούτρο του. —- Σιγά, καλέ άγοράκια! τσιρίζει μέ άπόγνωσι. Θά μου τσαλακώσετε τά μανιικέτισ μου καί τή βελάδα! Σιγά! Σας λέω πώς δέν θ’ άντισταθώ! Μη μέ στραπατσέρνετε! Δώστε μόυ μόνο τή διεύθυνσι κι’ έγώ ^ριχομοίΐ μόνος (μόυ! Μά τά τερατόμορφα] όντα δέν δίνουν φυσικά καμμιά προ σοχή στις έξυπνάδες τού χα ζο-Χούπ καί μέσα σέ έλάχι-


ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΙ στα λέτττά τους Εχουν τυλίξει και τούς τρεις μέ σχοινιά και τούς έχουν φορτώσει στους ώμους τους· Τότε ξεκινούν πά λι προς τή ζούγκλα τρέχον­ τος σαν τον άνεμο και κρα­ τώντας τούς αιχμαλώτους τους στα χέρια. ^ Ή Μπέλλα και η Χούλα Φω νάζαυν απεγνωσμένα ,μέ όλη τους τή δύναρι τό όνομα του Κάίλ, άλλα τό γιγαντόσωμο λευκό αγόρι δεν φαίνεται που θενσ... "Έχει γίνει άφαντο.... Ή παρδαλή καρακάξα έρ χεται και προσγειώνεται κρω ζοντας έπάνω στον ώμο του Χούπ, ττού βρίσκεται έπάνω στον ώμο ενός άπό τά τερα­ τόμορφα έκεΐνο όντα. — Κάτι ξέρεις εσύ κι* έργεσαι παρέα, >μωρή Μανταλένα!, τής λέει ό πυγμαίος εύ-

Κάλ, ό Κύριος τής ζούγκλας

χιαριστηιμένος. Νά 0ή ςΐ τταύ θά πρόκειται για κανένα... σσυρπράϊζ πάρτυ! \ . Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΜΑΓΟΣ

1ΣΩ άπό τούς έπτά καταρράκτες και πλάϊ στην απέραντη κοιλάδα ιμέ τούς θησαυρούς (τό Βα­ σίλειο τού Θανάτου), βρίσκε­ ται ή τρομερή χαράδρα τών γυπαετών. Τό τέλος τής χα­ ράδρας αυτής βγάζει σέ μιαν άγνωστη περιοχή πού ποτέ δεν τήν έχει πατήσει πόδι λευ κοΰ άθρώποο. Είναι ένα άγριο και αφιλόξενο οροπέδιο μέσα στο όποιο είναι χτισμένη ή πρωτεύουσα τής φυλής Χόνγκο. Οι Χόν/ικο είναι ό πιο άπα-ί σ;ος λαός πού κατοικεί πέρα άπό τις άπάτητες ζούγκλες

Π

Οι Αγριάνθρωποι μέ τά τερατώ­ δη πρόσωπα πέφτουν έπάνω στον Χούπ μέ ©ρμή.


ΤΗ 2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ τής Μαύρης Ηπείρου. * Αρ­ χηγός τής φυλής είναι τρομακτικός (μάγος πού τ’ 6νομσ του είναι Γκόίθ. ·*■-* Ο Γικόίθ είναι ένα τέρας μέ ψυχή μαύρη σαν τή νύχτα καί στις κόρες των μοπιών του κα τοκκεί ό θάνατος. Κανείς άπ5 δσους έχουν πατήσει τό πό­ δι τους στη γή των Χόνγκο δέν έχει ξαναιφύγει απτό εκεί. Μα καί κανείς απ’ όσους ττερ νουν κοντά άπΓ τους έπτά καταρράκτες δεν μπορεί να γλυτώση. Γιατί ό Γκόθ έχει τρομερές υπερφυσικές (δυνά­ μεις στις διαταγές του. Μέσα στο κεντρικό δωμά­ τιο τής φοβερής καλύβας του πού είναι στολισμένη; μέσα Μπέλλα, ή όμορφη λευκή. κΓ έξω με δεκάδες νεκρακεπού^ βγάζει πράσινους κα­ ψαλές, βρίσκεται ένα πέτρι­ πνούς. Πάνω στο βάθρο εί­ νο βάθρο μπροστά στο όποιο ναι τοποθετημένη μια άλλάκο καίει ένα παράξενο θυμιατό τη γυάλινη σφαίρα πού πετάει τριγύρω της πολύχρωμες εκτυφλωτικές λάμψεις καί μέ­ σα στο εσωτερικό της στροβι λίζεται αδιάκοπα ένας μαύρος αχνός , σαν τό ποΡλΐ τοΰ θα νότου..... Μέσα σ’ αύτή^ τή μαγική σφαίρα ό τρομερός Γκόθ βλε πει όλα όσα γίνονται πολλά χιλιόμετρα γύρω στό^ βασυ λειό του. Μέσα σ’ αυτήν είδε καί την συντροφιά των τεσσά­ ρων ήρωων^μας, από τη στι­ γμή πού λύθηκαν άπό τό δέν­ τρο καί γλύτωσαν τις φλόγερ. Τά μάτια του πέταξον άστ ροπές θαυμασμού καθώς έ­ πεσαν οπό πρόσωπο τής όμορ φης Μπέλλας Ή σατανική α>υ* Ή Μπέλλα δεν καταφέρνει να χή του δεν είχε φαντοοστή ξεψυγη.


ΚΑΑ — 6 ΚΥΡΙΟΙ τέ πώς επάνω στη γή, θά μπο ρούσε νά υπάρχη μια τέτοια ομορφιά. "Υψωσε τά μαύρα κοκκαλιάρικσ χέρια του προς τον ουρανό καί τά κίνησε ά­ γρια. — Πνεύματα τής Νύχτας καί τού Όλέθιρσυ!, φώναξε με τήν άπα,ισια καί σφυριχτή σάν τού φιδιού φωνή του. Κατάρα καί χαλασμός σ’ ό­ λους αυτούς πρύ συνοδεύουν τή λευκή' θεά πού θά τήν φέ­ ρω έιδώ νά τήν κάνω γυναίκα καί βασίλισσα μου! Τό μσρ τύ,ριο τού αργού θανάτου θά εγκαινίαση τίο γαμήλιες τέ λετές καί τά άσαρκα κρανία τους θά στολίσουν τον ^νυφι­ κό κοιτώνα! 1 Στρατιώτες! Στρατιώτες! Στο απαίσιο πρόσταγμά ~συ οί σωματοφύλακες του έτρεξαν καί πέφτοντας μπρος του άγγιξαν με τά κεφάλια τους τή γή. — Σηκωθήτε!, έσκουξε ό Γκό,θ ξέφρενα; Τρέξτε στους επτά καταρράκτες·., θά συ­ ναντήσετε μιά συντροφιά α­ πό δυο λευκούς καί δυο μαύ­ ρους, άντρες καί γυναίκες.... Θά μού τούς φέρετε εδώ.... Προσέξτε μή σάς ξεφύγη ή μήπως σκοτώσετε κανέναν γι ατί ξέρετε τι σάς περιμένει. Τούς θέλω ζωντανούς.... ΟΊ Iάγριοι πολεμιστές ίετρεξαν έξω άιπό τήν καλύβα τού βαισιίλιά ,μέ τά δέρατά ■Γους κι5 αφού πήραν κι3 άλ­ λους πολλούς μαζί τους ξ,εκί νησαν τρέχοντος σάν τον άνε ,μο προς τή χαράδρα των γυ­ παετών.

Αυτοί ήσαν που αιχμαλώ­ τισαν τήν Μπέλλα μαζί μέ τή Χούλα κα:ί τον Χουπ καί τούς πήραν μαζί τους για νά τούς οδηγήσουν στον απαί­ σιο μάγο, τον Γκόίθ.... Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ

ΚΑΛ τό λευκό παιδί τής ζούγκλας,, ύπακθύ­ οντας στη μυστική φο> νή τού Π ροστάιτηι του πού ^αν­ τιπροσωπεύει Τό— Πνεύμα —Τής —-Υπέρτατης —Σο­ φίας, ε|χε χωΐθή μέσα στη ζούγκλα, απομακρυνόμενος ά πό τούς αγαπημένους του συν τροφούς. Τό πρόσωπό του ή­ ταν συνωφρυωμένο καί ανήσυ­ χο, γιατί στ5 αυτιά του είχαν αντηχήσει απόκοσμα, φοβε­ ρά τά λόγια τού Γέρου. Ό Προστάτης αυτός τού Κάλ είναι ένας γέρος ασκη­ τής πού πριν τρία χρόνια τον εΐχε συναντήσει τό λευκό παι 6ί τής^ ζούγκλας μέσα σέ μιά σπηλιά. ’"Εναν ολόκληρο χρό νο τον δίδασκε καί τού- μετέ­ δωσε ένα μεγάλο μέρος από τή σοφία του. "Οταν χώρισαν τού είπε πώς όταν θά βρισκό ταν σέ κίνδυνο μπορούσε νά συγκέντρωση τή σικέψι του σ’ αυτόν κι5 εκείνος θά άκουγε τήν ερώτησί του καίί θά τού απαντούσε. Μά τή φορά αυ­ τή, μόνος του ό σοφός, ασκη­ τής είχε μπή μέσα στη σκέψη τού Κάλ καί προσπαθούσε νά τον κάνη ν5 άκουση τή φωνή του πού προφήτευε μιά φοβε­ ρή καταστροφή. Γι’ αυτό τσ

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

λευκό άγόίρι ήταν τόσο ανή­ συχο. ζιέροντας πιώς έΙτηρεττε νά εχη άπόλυτη· ησυχία για να μπόρεση νά συγκέντρωση τή σκέψι του καλά, .μπήκε μέσα σέ μια σπηλιά που βρήκε έμ^ προς του. Έκεΐ μέσα στο μι­ σοσκόταδο, γοντάτισε στη γη και κλείνοντας τά μάτι σταυ ρωΟε τά χέρια στο στήθος του. Συγκέντρωσε ολη του τή σκεψι σ.ό σκελετωμένο προ γέρου. Μιά -μιά σωπο τού ζωγραφίστηκαν στο νού του οι βαθειές χαρακιές που τό πέρασμα των αιώνων είχε χα ράξει πάνω στο ξεραμένο δέρ μα του. Πολύχρωμοι καπνοί άρχι­ σαν νά στροβιλίζωνται μποός του σάν νά ξεπήδηισαν μέσα από τή γή. ΚΓ ανάμεσα από τους καπνούς αυτούς εΤ6ε νά τον κυττά τό άσαρκο κεφάλι του Γέρου μέ τά καταχωνια­ σμένα στίς κόγχες τους μά­ τια. — Δάσκαλε, συγχώοησέ με πού σ’ ενοχλώ στην άσκη τική έρη-μιά σου!, ψιθύρισε μέ δέος τό παιδί τής ζούγ­ κλας. Μου φάνηκε πώς άκοσσα τή σεβάσμια φωνή σου νά μέ καλή, θέλοντας νά μού μιλήιση γιά κάποιον κίνδυνο... — 9Εγώ σέ κάλεσα απ’ ά λήίθεια, παιδί μου! αντήχησε άπόμαικοη σά νάφτανε άιπό τον "Αλλον Κόσμο ή φωνή τού Γέοου. Βλέπω έναν τρόμε ρό μαύρο Τσκιο πού πλανιέ­ ται πάνω από τά κεφάλια σας μικρέ φίλε.... ΚΓ ό ίσκιος συ

9

τός είναι ό ίσκιος τού θανά­ του.... Βλέπω πολλά κρανία μέ άδεια μάτια σκοτεινά καΐί χωρίς καθόλου σάρκα νά σάς κυτταύν άγρια.... — Ή προφητεία σου είναι κ Προφητεία Όλέθρου», δάσκα λε.... Μά τά λόγια σου δεν είναι κΡθαιοά και δεν μπορώ νά καταλάβω.... Ποιος είναι αυτός πού μάς στέλνει τό θά­ νατο και γιατί; — Μικρέ μου φίλε, ό έ'χθρόΐς σας είναι τοομερός... Έχει συμμάχους τις σκοτει­ νές δυνάμεις του κακού... Ένσς μαΰοος άχνας σάν πουλί τού θανάτου στροβιλίζεται δι αοκώς ανάμεσα σ’ αυτόν καί σέ μένα και δεν μπορώ νά δώ καθαρά..... Αυτό ακριβώς εί­ ναι πού μέ τρομάζει μικρέ μου φίλε, καί μ’ έκανε νά σέ κ αλ έσω.... Γιατί έκ εΐ πού δ έν Φτάνουν τά δικά μου μάτια, είναι μόνο τά σημεία πού κυ­ βερνούν τά πανίσχυρα πεύμα τα τού Κακού.... Ό έχθρός είναι ακαταμάχητος αφού μπο οεΐ καί κρύβεται κι’ από τά δικά μου τά μάτια... —Δάσκαλε, ψέλλισε ανή­ συχος ό Κάλ, τί πρέπει νά κάνω λοιπόν; Όδήγιηΐσέ με! Έσύ πού είσαι Τό— Πνεύμα —-Τής —Υπέρτατης —Σο­ φίας, θά ξέοης καλύτερα από μένα τί πρέπει νά κάνω γιά νά γλυτώσω τούς αγαπημέ­ νους μου συντρόφους από τον φοβερό κίνδυνο... Οι φωνές τής Μπέλλας πού τον κάλούσε απεγνωσμένα κα θώς τούς άρπαξαν οι τρομεροί πολεμιστές τού Γκόθ, έφτα-


10

νάν ολοκάθαρα ως τή σπηλιά εκείνη τή στιγμή, μά τό λευκό αγόρι τής ζούγκλας δεν θά μπορούσε νά άκούση και ο­ βίδα άκόμα άν εσκιαγε δίπλα του. Ή ψυχή του- κα)1 οι αι­ σθήσεις του δεν ήταν μαζί ίου, αλλά βρίσκονταν μακρυά σε κάπο.α σπηλιά ενός Γέ­ ρου ασκητή, με σεβάσμιο ά­ σαρκο π,ρόσωπο. Οι φωνές του κοριτσιού και των πολεμιστών Χόνγκο έσβη σαν..... Αυτός πού αντιπροσωπεύει Ιό— Πνεύμα —Τής Ύπέρτα της —Σοφίας εΐπε: — Παιδί μου, πρέπει να φυγής..·. Νά φυγής μακρυά μαζί μέ τούς φίλους σου...Μά δεν μπορώ νά διακρίνω καθα­ ρά άν ό δρόμος γιά τή φυγή σου είναι πια άνοιχτόςΠ.. Βλέπω έναν άλλον δρόμο τώ-

Ή Χούλα σηκώνει ψηλά την κα­ ρύδα της και την έκσφενδονίζει.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ή παρδαλή καρακάξα έρχεται και προσγειώνεται κρώζοντας στον ώμο τού Χουπ.

ρα.. "Εναν δρόίμο πού είναι μακρύς καίι ίσιος μέ βρόχι­ νους τοίχους δεξιά κι5 άριστερά.·.. —Μια χαράδρα!, μουιρμου ρίζει ό Κάλ. — Ναι... Μια χαράδρα... Μά μέσα σ’ αυτήν ο θάνατος άκουμπάει πάνω σε εκατομ­ μύρια φτερά!... Και ^πίισω·.. Πίσω δέν μπορώ νά δώ καθα­ ρά, μιικρέ φιίλε!.... ΣτροβΑίζετσι πάλι μπρος μου ό μαύ­ ρος αχνός... Τό πουλί του θα νάτου!.·.. — ’Ίσως οι φίλοι μου βιρί σικωνται σε μεγάλο κίνδυνοΓ μουρμουρίζει ό Κάλ μέ τήν α γωνία ζωγραφισμένη, στο πρό σωπο. ’Ίσως πρέπει νά τρέξω κοντά τους... — Ναί... Μά, παιδί μου, πρόσεξε: ’Άν όλοι οι δρόμοι έχουν κλειστή... άν ό σιδερέ­


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νιος κλοιός σέ σφίγγη απτό παντού -...Τότε βρες τον μαΰ ■ρο αχνό.... τό Πουλί του θα­ νάτου. .. ικιαί σκότωαέ το!.... Τότε θά μπορώ νά δω καθαρά Και τότε φώναξε με πάλι, μι κρέ μου φίλε·... Οι πολύχρωμοι αχνοί δια λύθηκαν σιγά -σιγά. Τό παι δί τής ζούγκλας άπόιμεινε για μερικά δευτερόλεπτα άκίνη/το μέ τά , μ άτια απλανή νά κυτ ^ όζουν στο σημείο όπου έξαφανίστηΐκε ή μορφή του Γό­ ρου. Μά ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος. Τά μάτια του πέταξαν φίλόγες καί ετρεξε γρηνορώτερα κι3 από τό ζαρκά­ δι στο μέρος όπου είχε αφή­ σει τούς τρεις αγαπημένους του συντρόφους. Δέν βρήκε όμως κανόναν κεΐ... Μόνο κάτω στη γή εΐ-

Μέσα στη μαγική σφαίρα ό Γκόθ βλέπει όλα όσα γίνονται στο βασίλειό του.

11

4 Ο Χουπ τό βάζει στα πόδια μέ τή Μανταλένα στην πλάτη

δε καθαρά σημάδια πάλης καί ΐ;χνη από πολλά γυμνά πό δια... ΕΧδε καί την σπασμένη καρύδα πού ή Χούλα είχε πε τάξει στο κεφάλι ενός Χόνγκο καί βρήκε καί τό μαχαίρι τής Μ'πέλλσς πού τής είχε πέσει από τά χόρια. Κατάλαβε. Τό πρόσωπό του πήρε τή χλωμάδα τού θανά­ του· Ή προφητεία τού ολέ­ θρου είχε βγή άληθινή καί μά λίστα τρομακτικά γρήγορα. Χωρίς κορμιά ελπίδα, φώ­ ναξε τό όνομα τής Μπέλλας καί ύστερα τής Χούλας καί τού Χούπ, μέ όλη του τή δύ νσμι. Ακόμα καί τη. Μανταλόνα φώναξε γιιοπί τό έξυπνο πουλί μπορούσε πολύ εύκο­ λα νά εΐχε ξεφύγει-άπό όποια δήποτε έπίθεσι. Μά ούτε οώ τή δέν ετρεξε στη φωνή του κρώζοντας χαρούμενα όπως συνήθως....


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ Με βαρεία καρδιά καί περ­ νώντας καί τό μαχαίρι τής Μπέλλας στο αριστερό μέρος τής ζώνης τουν ξεκίνησε ακο­ λουθώντας τά ίχνη των Χόνγικο, παίρνοντας τον δρόμο προς τή χαράδρα των γυπαε­ τών...· "Έτρεχε μέ όίλη τή δόναμι των ποδιών του χωρίς νά νοι οιζεται για τις μυτερές πέ­ τρες που πολλές φορές τού ξέσχιζαν τις σάρκες. Μόνο ε­ πάνω στους φρικτούς πόνους του, του ξέψευγαν που καί που μερικά παράξενα καί α­ κατάληπτα λόιγια, σέ μια γλώισσα πού κανείς από τούς συντρόφους του δέν θά μπο­ ρούσε νά την κοπαίλάβη άν την άκουγε....

τος δώ, μουρμουρίζει ό χαζόΧουπ σαστισμένος, πού χα­ λάει τον κόσμον καί δέν δρο σίζει τουλάχιστον λιγάκι; Κα λέ σύ! Μπάρμπα!, φωνάζει σ" ένα τρομακτικά άσχημο άνρ ιάνθρωπο πού βαδίζει στο πλάϊ του. Τί φασαρία είναι αυτή; Φυσικά ό άγριος πολεμι­ στής ούτε γυρίζει νά τον κυττάξη· — "Άς είναι καλά τό γ ι­ νάτι σου!, λέει χασκογελώντας ό Χούπ^ ΚΓ είσαι κΓ ό­ μορφος, μωρέ άθεόφοβε! Συμ πσιθέστατος! Καί ό πυγμαίας ίκανοποιη, μένος από τό αστείο του, σκά­ ει στα γέλια μονάχος του. Μά ή συνοδεία μπαίνει μέ­ σα στή χαράδρα καί τότε ό ά Η ΧΑΡΑΔΡΑ έρας που ζητούσε ό Χουπ, άρ ΤΩΝ ΓΥΠΑΕΤΩΝ χΐζει πραγματικά νά πνέη γύ­ ρω τους. Μά δέν είναι φυσι­ I ΑΠΑΙΣΙΟΙ στην οψι κός αέρας. Τον προκαλοϋν χι πολεμ ιστές τοΰ Γκόθ, λάδες φτερά γυπαετών πού ιμέ τή Μπέλλα, τή Χού- πεταύν κο)ί ξεφωνίζουν εκεί, λο: καί τον Χουπ δεμένους, •μέσα συνεχώς καί είναι τόίσο φτάνουν στην είσοδο τής τρο πολλοί πού είναι αδύνατο σέ μερής χαράδρας των γυπαε­ όποιον περνάει τή χαράδρα τών πού δέν είναι πολύ μα­ νά μπόρεση νά διακρίνη τόν κριά ^ μετά τον τελευταίο κα­ ουρανό! ταρράκτη:. Ή όμορφη Μπέλλα χλώριά Μόλις ζυγώνουν μιά βοή ζει σ" αυτό τό θέαμα. Σκέπτε πού ολοένα μεγαλώνει έρχε­ ται πώς, ώσπου νά περάσο:υν ται στ5 αυτιά τους καί, όταν από τή μιά μεριά τής χαρά­ φθάνουν ακριβώς ' μπροστά δρας στήν άλλη, ασφαλώς αυ στήν είσοδο τής χαράδρας, τό* τά τρομερά όντα θά τούς ό θόρυβος είνα;ι τόσο δυνατός ξεσχίσουν. Ή Χουλα επίσης πού πολύ δύσκολα .μπορεί ν’ γουρλώνει, τά μάτια τρομο­ ακούση ό ένας τί λέει ό άλλος κρατημένη. άκό)μα κΓ άν φωνάζουν μέ όση — Μέ τό μπαρδόν !, λέει δυναιμι · έχουν. στον αγριάνθρωπο πού τή φυ — Τί σόϊ αέρας είναι τού λάει. Δέν μού λύνεις τά χέρια

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νά μπορώ νά διώχνω τουΐλάχ.ιστόν αυτά τά όρνια δταν θά ιμού ριχτούν; ^ Ό Χόνγκο τρίζει τά δόν­ τια του μονάχα άγρια καί δεν της ιμιίλά καθόλου· Ό τρελλα-Χούπ τσιρίζει παρακαλεστικά: — Καλέ συ, Μπάρμπα! Μάζεψε μου δυο αυγά καθώς βά περνόςμε νά τά κάνω χτυ πηιτά μέ ζάχαρα! Μά δεν προλαβαίνει νά πη κορμιά άλλη εξυπνάδα γιατί νοιώθει μιά ένάχληρΊ. στο στη θος του. Ή παρδαλή καιρακά ξα του, πού τόση ώρα καθό ταν στον ώμο του, βλέποντας ολα εκείνα τά όρνια πού θά απορούσαν νά την κάνουν την καημένη; μιά μπουκιά, προ­ σπαθεί νά τρυπώση -μέσα στη προβιά πού σκεπάζει τό κοο μ· τού Χούπ γιά νά κρυφτή. Ό πυγμαίος δεν έχει έλευθε-

Λεκάδες άλλοι γυπαετοί πέφτουν επάνω τους...

13

Μ3 ένα μοχθηρό μουγγρητό βυθί­ ζει τό μαχαΐρς στα σπλαχνα του ανθρώπου του.

ρα τά χέρια του γιά νάρής σηικώση την προβιά κΓ έτσι ή καρακάξα στριμώχνεται κα ι ατρομαγμένη γιά νά χωβή καί σπαρταράει. Ό τρελλόΧούπ, λύνεται, στά γέλια καί χοροπηδάει άτπο την πολλή εύθυμίια. —Μή, μωρή Μανταλένα!, τσιρίζει χαχανίζοντας. Θά μέ πεθάνης στο γαργαλητό, πανάιθεμάσε! Δεν σηκώνεις τό καπέλλο μου νά μπής από κά τω πού είναι πιο βολικά; Εί­ ναι ανάγκη έκεΐ πέρα; *Έ! Μανταλένα! Στήν κοιλιά μου έφτασες μωρή! Θά μέ ξελιγώσης! ’Ώχου, μανούλα μου. Πεθαίνω στο... καλαμπούρι! Κ ι3 είναι δεμένα τά κουλά μου καί δέ μπορώ ούτε νά ξυθώ! Μανταλένα ! Μανταλένα είπα! Κάτσε, μωρή φρόνιμα τουλάχιστον έκεί πού χώθη­ κες!


14

Ή συνοδεία στο μεταξύ προχωρεί πάντα κι* έχουν πιά μπη για τά καλά μέσα σ’ ε­ κείνη τή φοβερή χαράδρα. Οι γυπαετοί, σύννεφα- σύννεφα, χυμουν έπάνω στους αγρίους αλλά 5έν μπορούν να τούς φτάσουν καί υποχωρούν, για τι αυτοί στριφογυρίζουν τά κοντάρια τους ιμέ έξαιρετική τέχνη έτσι πού σχη!ματίζουν έναν άδιαπέραστο θάλο θανά­ του πάνω άπό τά κεφάλια τους. Προχωρούν όλοι μαζί, κοντά - κοντά, γιατί οποίος μένει στο τέλος καί ξεμοναχιαστή, είναι χαμένος, Τά έφι αλτικά όρνια θά τον κατασπα ράξουν μέσα σε έλάχιστες στι γμές. Πολλά άπό αυτά πέ­ φτουν στις πέτρες χτυπημένα άπό τά κοντάαια των Χόνγκο καί τότε δεκάδες άλλοι γυπαε τόί πέφτουν καί τά ξεσχίζουν. — ιΓιά κύττα έκεί μουρ-

ι0 άγριος φύλαρχος σηκώνει τό μαχαίρι ψηλά πάν» απ* τον Χούπ

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

'0 παράξενος άνθρωπος κυττάζει τη γυάλινη σφαίρα.

μαυρίζει ό χαζο-Χούπ πού τί ποτά δεν μπορεί νά πάρη στά σοβαρά. Φίλοι σου λέει ό άλ­ λος καί τρώγονται μεταξύ τους! "Αμα έχεις τέτοιους φί λους τούς εχθρούς τί τους χρε ι άζεσα ι; Μαινταλένα! " Αϊ στήιν ευχή μην κουνιέσαι λοι­ πόν ! Θές νά λυθη ό άφαλός μου πιά; Αούψαξε! Ή καρακάξα δμως δεν έ­ χει βιολευτή άκόμα καί ό χαζό Χούπ ξελιγώνεται για άλλη μ ιά φορά στα γέλια μέχρι πού χοροπηδάει ολόκληρος, Ό αγριάνθρωπος πού πηγαί­ νει δίπλα του τον κυττάζει μέ γουρλω|μέ)νες τις ματάρες του. — Τί αστείο βρίσκεις καί γελάς, βρωμο-τριπίθαιμε; λέ­ ει θυν»'Μΐένος. — "Ετσι! Κάτι θυμήθίη-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

κα!., τοΟ λέει, ό Χούπ. Ό Χόνγικο σηκώνει τό χέ­ ρι τοσ και αστράφτει μια στα μούτρα τού τρελλο -πυγμαί ου. Ό Χούπ βλέπει μερικά ά­ στρα και φωνάζει ενθουσια­ σμένος : — Κρΐμα στο μπόϊ σου·!, καημένε. Μπροστά στη σφαλι άρα που ρίχνουν οι Χοόλες μου, δεν βάζω ούτε είκοσι δι­ κές σου! "Αν φάς εσύ μια τέ τοια θά γίνης... άνάμνησι! Μά, έξω άπο τον κωμικο­ τραγικό πυγμαίο πού πάντα νομίζει πώς δλα εΐναι άστεΐα πορεία μέσα στη χαράδρα είναι δραματική και τρομερά επικίνδυνη» Μέ απελπισία ή Μπέλλα πού στην αρχή υπολόγιζε στή βοήθεια του Κάλ, καταλαβαι νει τώρα δτι θά εΐναι τελείως αδύνατο γιά τό λευκό παιδί τής ζούγκλας νά περάση μό­ νο του άπό έκεΐ μέσα. Τελικά ή συνοδεία καταφέιρ νει καί περνάει καί βρίσκεται στην αντίπερα μεριά τής χα ράδρας. Ό κίνδυνος του θα νότου έπαψε νά τούς απειλή όίμεσα. Μά γιά τις δυο γυνο.Τκες καί τον Χούπ ένας άλ­ λος κίνδυνος πολύ τρομερώτ^ ρος αρχίζει τώρα....

15

λο καί φοβερό χορό, κραυγά­ ζοντας συγχρόνως τρομακτι­ κά. 3Από τή μεγάλη; καλύβα πού βρίσκεται στο κέντρο τής πλατείας, βγαίνει ένας άπαί σιος μαύρος πού τό ύψος του φτάνει τά δυο μέτρα· Τά μά τια του ..πετούν αστραπές καί τό βλέμμα του ψάχνει άχό,οταγα ανάμεσα στή συνο δέίια νά άνακαλύψη τό πρό­ σωπο πού τον ενδιαφέρει. Εΐναι ό Γκόθ. -αφνικά τά χείλη; του γε­ μίζουν άσπρους άφρούς λύσ σας καί τρίζει τά δόντια του άπό τήιν οργή. Χύνεται σαν /εράκι καταπάνω στούς άν­ θρωπο υς τής συνοδείας του καί άρπαζε ι τον έπιικεφαλής άπό τό λαιμό. — Ηλίθιοι!, γρυλλίζει μέ "ή σφυριχτή φωνή του. Σάς είπα πώς ήταν τέσσερις! Πού εΐναι τό λευκό άγόιρι; Γιατί μου φέρατε μόινο τούς τρεις; Μήπως τόν σκοτώσατε; Μίλα σκύλε! Ό άνεκδι,ήγηιτος Χσύπ πού ακούει αυτά τά λόγια, δ’έν μπορεί νά μήν πεταχτή πάλι στή μέση. — Μέ τό συμιπάθειο, καπε τάνιο!., φωνάζει. Δέν ικιάνει νά π.ροσβάλης τούς φιλοξε­ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ νούμενους σου! Τέτοια άναΤΟΥ ΓΚΟΘ τοοφή σούδωσε ή γρηά σου; ΘΑΝΟΥΝ στις καλύβες Πού μάς βλέπεις τρεΐς; Τρεΐς των ΧόΥγκο. Τούς ύπο εΐναι οι Χούλες μου καί δυο έγώ /μέ την μις Άμεοική. πέν δέχεται όλόικληρος ο ά­ γριος λαός συγκεντρωμένος τε τό δλον. Έκτος άν δέν έ­ στή μεγάλη πλατεία. Μόλις μαθες καί πρόσθεσι! βΛέπουν τους αιχμαλώτους άρ Ευτυχώς γιά τόν Χούπ που χίζουν νά χορεύουν έναν έξαλ ο θυμός του καί ή λύσσα τού

Φ


16

Γκόθ είναι τάση, πού ούτε καν τον ακούει. — Μίλα!, ουρλιάζει στάν κατατραμαγμένο υπήκοό του πού τρόμει ολόκληρος· — Μεγάλε Γκάθ!, μουιρμουρίζει εκείνος σαν χαμέ­ νος· Ούτε σκοτώσαμε κανένα λευκό αγόρι, ούτε είδαμε κά­ τι τέτοιο! Αυτοί οί τρεις ή­ ταν δλοι κι-5 όλοι πού τούς πιάσαρε και σου τούς φέραμε άμέσως.... Ό Γκόθ δεν χάνει καιρό σ5 εκείνα τά λόγια. Μ5 ένα μο­ χθηρό μουγγρητό τραβάει α­ πό τη μέση του ένα πελώριο μαχαίρι και μέ μια μανίσαμε νη. κίνηισι τό βυθίζει στο στη θος του ανθρώπου, πού με μια απελπισμένη κραυγή κυ λιέται νεκρός στα πόδια του. Ή Μπέλλα καί ή Χούλσ ά ψήνουν νά τούς ξεφύγουν τρο ιμαΥμένες κραυγές φρίκης. Ό φουκαράς ό Χούπ — κι5 αυ­ τός ακόμα τούτη τη φορά — τοΰρχεται νά λιποθυμήση από την τοοράρα του ,μπρο' στά στην άγρια αυτή δσλοφο νίία. Μά, σάν από μηχανής θεός, ή καρακιάξα του, πού φαίνεται ενοχλήθηκε υέσα στή κοιλιά του, αρχίζει νά στριφο γυοίζη για νά ξαναταχτοποι ηθή καί ό πυγμαίος θέλει καίί δεν θέλγει ξεσπάει καί πάλι σέ τρανταχτά γέλ ια· Ό Γκόθ αυτή τή φορά γυ­ ρίζει καί τον κσττάζει καί στά μάτια του αστράφτει ό θαύμα σιμός, γιαπί φαντάζεται ότι ό μικροσκοπικός αυτός πυγ­ μαίος τόσο πολύ περ [φρονεί τρν θάνατο, πού βρίσκει α­

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

στείο αυτό πού όλους τούς άλλους τούς έχει κάνει νά πα γώσουν. — Γιατί γελάς εσύ; ουρ­ λιάζει ξέφρενα. —θυμήθηκα τή μακαρίτισ σα τή γιαγιά μου!, αποκρί­ νεται ό Χούπ εξακολουθώντας νά γελάη παρ5 σλον τον τρό μ ο του, γιατί ή Μανταλένα δεν λέει νά σταθή σε μιά θέσι. -έρεις, καπετάνιο, είχε μιά μακρυά κάί στραβή μύτη πού αν τήν έβλεπες δεν μπο­ ρούσες νά μήν ξεραθής στο χαχανητό! "Οπως όλοι οί κακούργοι έ τσι καί ό Γκόθ, τίποτε άλλο δεν ,μπορεΐ νά θαυμάση ή μαύ ρη ψυχή του από τήιν άψοβία μπροστά στο θάνατο. Νομί­ ζει λοιπόν πώς ό Χούπ τόν κο ροΐδεύει, χωρίς νά ζέση πώς 6 καημένος ό πυγμαίος δεν έ χει^ καθόλου κέφια, αλλά α­ πλώς ψάχνει απελπισμένα νά βρή μια δικαιολογ'ία για τά γέλια του. Αυτή ή σκέψι τόν γεμίζει θαυμασμό αλλά καί λύσσα συγχρόνως. — Πολύ καλά!, μουγγρίζει με μανία. Νά δούμε άν θά γελάς έτσι καί τήν ώρα πού θό' πεθαίνης με τόν αργό θά­ νατο, πού είναι τό μεγαλύτε­ ρο μαρτύριο χτού υπάρχει! — Έξαρτάται από τό πού θά βρίσκεται εκείνηι τήν ώρα ή Μναντσλένα!, τού λέει ό Χούπ σοβαρά -σοβαρά. Ό Γκόθ φρενιάζει. Το χέρι του φουχτώνει τή λαβή τού μα χ>αιριοϋ του καιΐ τό τραβάει έξω, ζυγώνοντας τόν χαζο-πμ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νμαΤο, πού ά)πό :μαΰρος γίνε­ ται γκρίζος από την τρομάρα του· Ό άγριος φύλαρχος σηκώ νει τό μαχαίρι, ψηλά κΓ ό Χούπ ετοιμάζεται νά ξεφωνίί­ ση τρομοκρατημένος, αλλά ή Μα/νταλένα, πάνω στην ώρα, αλλάζει και πάλι θέσι μέσα στην κοιλιά του κΓ ό φουκα­ ράς ξελιγώνεται στο γέλιο και τραντάζεται ολόκληρος. Τά μάτια του Γκόιθ -στρογ­ γυλεύουν και γουρλώνουν από την έκπληιξι καί τον θαυμα­ σμό1. — Πενύματα τής 'Νύχτας καί του ολέθρου1, ουρλιάζει ξέφρενα. Τίέτοιο ηρελλό θάρ­ ρος δεν έχω ξαν ασυναντ ή σ ε_ι ποτέ μου! Όχι! Δεν θά σε σκοτώσω αμέσως, μικρέ), γεν ναΐε πυγμαίε! Θά σού χαρί­ σω τόν αργό θάνατο, γιά νά δώ άν Θά βΙείξης τό ίδιο θοιρρος ώς τό τέλος!.... Ό Χούπ βλέποντας τον νά ξαναβάζη τό μαχαίρι στη θή­ κη του, βίρίσκει πραγματικά τό θάρρος του. — Δεν θέλω νά .μου χαρί­ σης τίποτα, καπετάνιο !, τού λέει. Ή γιορτή μου άργεΐ α­ κόμη. νάρθη! ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ '

Α^ ΜΑΤ IΑ τού^ τρομερού μάγου αστράφτουν ά­ γρια. — Δεν 'ξέρετε τή δύναμί μου, άνόη,τοι, μουγγρίζει καί ίσως νομίζετε., ότι έχετε ελ­ πίδες γιά νά σωθήτε! Δεν έ­ χετε όμως κορμιά ελπίδα! Έ

Τ

17 σύ μικρέ πυγμαίε, κΓ αυτή ή χοντρή νέγρα καί τό λευκό άγόρι θά πεθάνετε μέ τόν αρ­ γό, μαρτυρικό· θάνατο.! Όσο γιά την πεντάμορφη κοπέλλα πού είναι μαζί σας, αυτή θά γίνη γυναίκα καί βασίλισσα ,μου! Ό Χούπ παρ' όλη τή χαζό μόρα του έχει καταλάβει πως δσο πιο τολμηρό τόν περνάει ό 'Γκόθ, τόσο τό λιγώτερο κιν­ δυνεύει, γιά την ώρα τουλάχι­ στον. — Μωρέ φάτσα γιά γαμ­ πρός !, ξεφωνίζει χαχανίζον­ τας. 'Ή μήπως τό πίστεψες ότι είσαι συμπαθητικός, ούρα κοτάγκο; 'Άσε νάρθη, ό Κάλ καί τότε Θά τραγουδήσης! Θά σέ κάνη αλοιφή γιά τό συ ίνάχ·ι! — Ό ιΚάλ, πού είναι τό λευκό αγόρι, τής παρέας σας,. Θά βρίσκεται σέ λίγο κΓ αυ­ τός αιχμάλωτος στά χέρια μου!, γρύλλίιζει απαίσια ό τρομερός Γκόιθ. — Μωρέ τί μάς λές!, χα­ χανίζει^ ό (αδιόρθωτος Χουπ. Δεν πάς νά τόν πιάσης; Μό­ νο ή γλώσσα σου θά σού βγή, καπετάνιο, καί τίποτα δέν θά κοπαφέρης 1 — Έτσι λές, έ; βρυχάται ό Γικόΐθ μανιασμένα. 'Ελάτε μέσα μαζί μου, ηλίθιοι ξένοι, καί τότε θά καταλάβετε πό­ σο ανόητοι είσαστε! 01 φρουροί σπρώχνουν εμ­ πρός τούς αιχμαλώτους τους, πού, θέλοντας καί ,μή, άναγκά ζονται νά μπούν μέσα στη με γάλη καλύβα τού τρομερού


18

μάγου πού είναι άρχηγός των Χόνγκο. Μες στη μέση, τής καλύβα$ βρίσκεται τό βάθρο πού στη βάσι του καίει τό παράξενο θυμιατό πού βγάζει πράσι­ νους καπνούς. — Ελάτε! Πλη,σιάστε, λέ ει ό Γκόθ μέ /μια θριαμβευτι­ κή λάίμψι στα γεμάτα μοχθήρία ,μάτια του· ^ Οί φρουροί σπρώχνουν τούς αιχμαλώτους καί τούς αναγ­ κάζουν να σταθούν μπροστά στο βάρθρο. Ό Γικόθ αρχίζει να κινή μ·’ έναν περίεργο καί φοβερό μα ζι τρόπο τά κοκκαλιάρικα χέ ρια του πάνω από την έκτο φλωτική κρυστάλλινη, σφαίρα

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ πού βρί'σκεται στο βάθρο. "Έ νας μαύρος αχνός που στροβι λίζεται συνεχώς έκεΐ μέσα άρ χίζει σιγά - σιγά νά γίνεται αραιότερος ώσπου στο τέλος χάνεται, εντελώς ικα'ί τό έσωτε ρικό τής σφαίρας φωτίζεται σαν κάποιος ήλιος νά άνετειλε ιέκεΐ μέσα. — Κυττάξτε!, ουρλιάζει ό Γκόθ θριαμβευτικά. ίΚυττάξτε μέσα στη σφαίρα καί πέστε μου τί βλέπετε! Ή Μπέλλα βγάζει ,μιά φω­ νή τρήμου καί τά μάτια της γεμίζουν φρίκη. Ή Χούλα άρ χίζει νά στ αυ ρ ο κο π ι έτα ι καταφοβισμένη. Μέσα στο γυαλί βλέπουν καθαιρωτατα τήιν αρχή τής φο

ιΗ Μπέλλα βγάζει μια κραυγή τρόιιου και τά μάτια της γεμίζουν φρίκη και αγωνία.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Τους ρίχνουν έτσι διτως είναι δε-μένοι σέ μια σκοτεινή και στενή καλύβα.

βερής -χαράδρας των γυπαε­ τών. ΚΓ άκεΐ πέρα, ό Κάλ, τό λευκό παιδί τής ζούγκλας, τρι γυρίζει άνήισυχος .με σφιγμέ­ να τά χείλια καί τις γροθιές, αλλά [με την απελπισία ζω­ γραφισμένη στο πρόσωπο. Είναι .αδύνατον νά μπή μέσα στη φοβερή χοράδρα έτσι άο­ πλος πού βρίσκεται καί ολο­ μόναχος — γιατί ;μέ τό μα­ χαίρι του δέν μπορεί βέβαια νά σκοτώση τις χιλιάδες των τρομαχτικών ορνέων που ύπάρ χουν έκεΐ ιμέσα· "Αν κάνη την ανοησία ικαί τό άιτοφασίση ό ό θάνατος θά είναι περισσοτε ρο από σίγουρος καί υστέρα οι άγοοπηιμένοι του σύντροφοι

δέν θά έχουν πιά νά περιμέ­ νουν ικαρμιά βοήθεια άπό που θενά.... Δέν απομακρύνεται όμως κ ι όλας. Τρι γύριζε ι συνέχε ια σάν φυλακισμένο λιοντάρι ε­ κεί ιμπροατά ατό στόμιο τής χαράδρας, προσπαθώντας νά βρή μια λύσι>, άλλα του κάκου γιατί δέν υπάρχει καμμιά.... — Τί λέτε τώιρα; βογγάει μεθυσμένος άπό τόν θρίαμβό του ο Ρκόθ. Θά τόν ιβρώ ή δέν θά τόν^βρώ τόν αγαπημένο σας σύντροφο; Στρατιώτες! Τρεχάτε γρήγορα νά μου τον φέρετε! Καί προσέξτε! Τόν θέλω ζωντανό, χωρίς νά έχετε


20 πειράξει ούτε τρίχα ταυ<! -έρετε τί σάς -περιμένει άν άπο τυχετε! Οί άγριοι άδειάζουν τό δω­ μάτιο. Μένουν μαζ,ΐ μέ τον Γκσθ κάνα-δυό Φρουροί και οί δεμένοι αιχμάλωτοι· —Λοιπόν; συνεχίζει άγρια τό ανθρωπόμορφο τέρας. Κα­ ταλάβατε πώς είμαι παντο­ δύναμος, ιέτσι δεν εΐναμ Λύ­ τη ή μαγική σφαίρα είναι ή δύναμίς μου! — Σιγά τον πολυέλαιο!, κάνει· ό τρελλο -Χούπ περι­ φρονητικά. "Ή με άλλα λόγια κάτι τρέχει στα γύφτικα, κα­ πετάνιο! Στο χωριό τό δικό μου, -κάβε καλύβα είχε κύ άπό μια τηλεόραση ικύ επί τή ευκαιρία δεν παίρνεις κανένα ξένο σταθ|μό νά σπάσουμε λί γιη πλάκα; "Έλα, γυρνά τό κουμπί ικι5 άσε τις αηδίες! ^Αφου φαίνεσαι ότι στο βά­ θος είσαι ένα κομμάτι μάλα­ μα! — Μικρέ πυγμαίε, όλα α,ύ τά θά τά /πλήρωσής μέ φρικτά βασανιστήρια καί θά μέ παρακαλάς νά σε σκοτώσω, αλλά εγώ δέν θά τό κάνω !, λέει αφρίζοντας ό Γικόθ. — Χούπ, (μουρμουρίζει ή Μπάλλα στο αυτί τού πυγμαί ου. Μη τον έξοργίζης περισ­ σότερο! -Είναι ικανός νά μάς σκοτώση καί τούς τρεις αυτή τή στιγμή... — Ποιος, ό καπετάνιος; ιά βες καί τά λες, μις Αμε­ ρική; Λεν τό (κατάλαβες ακό­ μα πώς γίναμε κιόλας πρώτοι φίλοι; "Άν δέ τό κατάλαβες κύττα νά τό καταλάβης: Ψιτ,

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

αντεροβγάλτη !, γυρίζει καί λέει του Γικόθ. Μου κάνεις μια χάρι, σέ παρακαλώ; Ό σατανικός μάγος τον παρατηρεί μέ , μ άτια διάπλα τα γουρλωμένα. Τέτοιο θρά­ σος δέν τό έχει συναντήσει πο τέ του, ούτε τό έχει φσνταστή· Τον έχει αφήσει κυρ ιολε κτικά άναυδο κι* αυτό ακρι­ βώς έχει κάνει τον Χούπ νά ά ποθρασυνθή. —■ Τί χάρι θές νά σου κά­ νω; μουρμουρίζει ύπουλα τρί­ ζοντας τά δόντια του. — Πιάνεις μια στιγμούλα τό Παρίσι στην τηλεόρασι; του λέει ό χαζο-Χούπ. Μπορεί νά ΐπετύχουμε τή... Μπριζίτ Μπαρντό! Νέοι άφροί λύσσας άνεβαί νουν στο στόμα τού εφιαλτι­ κού (μάγου. Τά μάτιαπου κοκ­ κινίζουν από την κακία σά νά έχουν γεμίάει σ.Τμα. — Φρουροί!, ουρλιάζει σά μανιακός. Π άρτε αυτόν τον πυ γμαΐο από δώ! Προσπαθεί να μέ κάνη νά τον σκοτώσω για να γλυτώση τον άργό θάνα­ το, άλλα δέν θά τά καταφέρη..·. Γάρτε κι5 αυτή τή μαύ­ ρη ! Αφήστε μόνο τή λευκή Ήαΐ ττού θά γίνη, βασί­ λισσα των Χόνγκο! — Τέρας!, ουρλιάζει ή Μπέλλα μέ φρίκη. Φαντάζε­ σαι πώς θά γίνω εγώ ποτέ γυ ναΐκα σου; Θά προτιμήσω νά μπήξω ένα (μαχαίρι στην καρ διά μου την πρώτη (στιγμή πού θά βρεθούν ελεύθερα τά χέρια μου! Λ 'Ο ιΓκόθ γελάει άγρια καί μέ «μοχθηρία.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ —Σάς ξανάπα δτι είμαι παντοδύναμος, ανόητη!, μουγ γρ'·ί/ζει·. Αυτή τη στιγμή μέ μι­ σείς καί είσαι ικανή ινά τό κά­ νης αυτό πού λες... Μά θά γεμίίσω την καλύβα σου1 μ5 ένα βότανο, που ή μυρουδιά του θά σε κάνη νά είσαι ξετρελλαμένη μ'αζί η ου ως αύριο τό πρωΐ! Καί τότε θά παρακο­ λούθησης την έκτέλεσι των φί λων ίσου καίί τού λευκού άγορ ιού, γελώντας ενθσυσ ι ασ μέ νη, γιατί ή καρδιά σου θά εχη γίνει σαν τη δική μου καί θά ναίρεται στο αίμα καί ατό θάνατο! Ή Μπέλλα γίνετο&ι. χλωμή σαν νά εχιη πεθάνει από τώρα σ’ αυτά τά τρομερά λόγια. Καταλαβαίνει δτι 6 φρικτός σΰτάς μάγος δεν είναι αδύνα­ το νά τηραγμ ατοπο ιήιση την ά πειλ,ή του· ιΚαί σκέπτεται δτι πρέπει νά βρή τον τρόπο νά πεθάνη όσο γίνεται πιο γρή­ γορα.... ΊΊρίν αυτό τό σαταινι κό βότανο άρχίση νά δηλητη ριάλη τά σωθικά της.... Στο μεταξύ οί φρουροί έρ­ χονται καί αρπάζουν τό Χούπ καί τή Χούλα καί τούς ρίχνουν έτσι όπως είναι δεμένοι σε μια σκοτεινή καί στενή κα­ λύβα. —"Αχ, Χουπάκο μου !, κλα ψουρίζει ή Χούλα. Τ’ ήταν αύ ;

—ιΝαί!, παραδέχεται ο χα ζο-πυγμαίος γιατί νομίζει ότι ή άραπίνα κλαιίει από τή . .γορά της! Μεγάλη ευτυχία. Επιτέλους ...μόνοι!

21 Κ Γ Ο ΚΑΛ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ

Ο ΛΕΥΚΟ αγόοι τριγυ­ ρίζει στο στόμιο τής τρο μακτικής χαράδρας των γυπαετών μέ την απελπισία στην καρδιά. Ξαφνικά βλέπει από τδ βά θος τής χαράδρας αυτής να ξεχωρίζη μια συνοδεία μαύ­ ρων πολρ μ ιστ ών, ώπλ ισμ ένων μέ δόρστα,πού έρχονται προς τό Ιμερος του καί μόλις τόιν βλέπουν ξεσπουν σέ άγριες κραυγές χαράς καί όρμουν μέ άίλλαλαγμους εναντίον του). Ό Κάλ, είναι στο τρέξιμο πιό_γοργός ικι* από τό ζαρκά δι. -έρει πώς άν τό 'βάλη στά πόδια, δσο καί νά τόν κυνη­ γήσουν οί Χόνγκο, δέν πρόκει ται ποτέ νά τόν πιάσουν. Μά έκτος από την αρχική του σικέ ψι νά φύγηι, μια άλλη ιδέα ψω τίζει ξαφνικά τό μυαλό του: Οί πολεμιστές αυτοί έχουν τόν δικό τους τρόπο δπως εΐ δε καί μόνος του νά περνούν τή χαράδρα τού θανάτου. Ε­ κείνος μόνος του ποτέ δέν θά καταφερη κάτι τέτοιο. "Αν λοι πόν ιάφήση νά τόν πιάσουν, θά τόν περάσουν μαζί τους στο γυρισμό κι’ έτσι, έστω*καί οαί χμάλωτος, θά μπόρεση νά φτά ση κοντά στους άγαττημένους του συντρόφους πού τούς α­ πειλεί ασφαλώς τρομερός κίν­ δυνος· Γι5 αυτόν ό θανάσιμος κίΐνδυνος πού διατρέχει από τούς τριάντα έκείνους τρομερούς στην δψι αγριάνθρωπους, δέν λογαριάζεται, Στη στιγμή

Τ


12 παίρνει την μέχρι τρέλλας τολμηρή άπάφασί του. Μά ό Κόαλ δέν είναι μόνο γενναίος αλλά και έξυπνος. Δεν θέλει νά τούς άφήση, να τον συλλάβουν χωιρίίς μάχην γιατί τότε θά καταλάβουν ό­ τι πηγαίνει ιμιαζιί τους εθελον­ τικούς κι5 αυτό δεν τον συμφέ­ ρει, γιατί θά έχουν περισσό­ τερο τό νου τους. Κάνει, λοι­ πόν πώς τρέχει για νά ξεφύγη μόλις τούς βλέπει νά χά­ νο ·νται καταπάνω του. Μά δεν βάζει στο τρέξιμό του ούτε τη μισή από την ταχύτητα πού θά μπορούσε νά 6άλη άν ηθε λε. ""Ετσι ή σπόΙστασις πού τον χαρίζει από τούς τρομε­ ρούς διώκτες του, λιγοστεύει συνεχώς. Οί Χόνγκο με άγριες φωνές προσπαθούν νά τον τρομοκρα τήσουν καί πολλοί του πετουν τά δόρατά τους. Κανένα από

Σηκώνει στα ηράκλεια μπράτσα του τον πρώτο αγριάνθρωπο που βρέθηκε μπροστά του.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Χουπ, ό κωμικός πυγμαίος

αυτά δέν τον χτυπάει. Οι ά­ γριοι πολεμιστές δέν θέλουν νά τόν χτυπήσουν αλλά μόνο νά τόν τρομάξουν για νά τόν κάνουν νά σταματήση τό τρέ­ ξιμο. Ξέρουν πώς, άν τόν σκο τώσουν, ούτε αυτοί ύστερα δέν θά γλυτώσουν από την τρομερή ρργή του σατανικού όρχηγού τους· Ό Κάλ καταφέρνει μόνος του στο τέλος, νά βρεθή κυ­ κλωμένος από τούς τριάντα άγριους πολεμιστές. Τότε μέ κραυγές θριάμδου οί Χόνγκο ρίχνονται επάνω του κραδαίνοντας τά πελώρια δόρατά τους. Ό Κάλ ούτε αυτή τη φορά παραδίνεται εύκολα. Άντιστέ κεται σάν λιοντάρι για νά ,μήν


ΤΗ.Χ ΖΟΥΓΚΛΑΣ μέίινη· «κορμιά άμφιβολία στους αντιπάλους του ότι τον αΐχμα λώτισαν πα|ρά τη θέίλησί, του. * Αρπάζει τον ττ-ρώτο άγριον; θρωΓΓΓΟ πού βρέθηκε μπροστά του, τον σηκώνει ψηλά στον ά έιρα μέ τά ηράκλεια μπράτσα του καί τον εκσφενδονίζει μέ ασυγκράτητη μανία εναντίον των υπολοίπων. Πέντε - έξη Χόνγκο σωριάζονται με άγριας κραυγές στη γη ενώ είκοσι άλ λοι ορμουν άμέσως έναντίον του. Ο! χαλύβδινες γροθιές του γ ι γαντόισωμου πα ιδ ιού ηπς ζούγκλας πέφτουν δεξιά καί άρ ιστερά ιμέ βρόντο καί κάνουν θραύσί ανάμεσα στους αντιπάλους του πού αρχίζουν νά ανοίγουν τρομοκρατημένοι τον κύκλο ολόγυρά του. θά μπορούσαν νά τον σκο τώσουν από μακρυά με κανέ

Μέ τρομαχτικά ουρλιαχτά οί Χόνγκο όρμουν έπάνω του καί ιόν βένουν.

23

Χούλα, ή αγαπημένη του Χούπ.

να δόρυ, ιάλλά αυτό είναι άπηίγαρευμέινο από τον Γκόθ· "Έτσι, για μια στιγμή ό Κάλ -καταλαβαίνει δτι κινδυ­ νεύει νά... νικήση τούς αντιπά λους του καί νά τούς κάνη νά φύγουν τρέχοντας πρός ττη χα ιράδιρα απ’ δτου ήρθαν. Κάνει λοιπόν δτι γλυστράει καί πέ φτει στο -έδαφος. 3 Αμέσως το τε μέ τρομαχτικά ουρλιαχτά ο. Χόνγκο χύνονται έπάνω του καί τον τυλίγουν σφιχτά μέ χοντρά σχοινιά. Τραγουδώντας ένα πρωτό­ γονο τραγούδι, από τη χαρά τους, φορτώνονται τον αιχμά­ λωτό τους στούς ώμους τους καί παίρνουν τό δρόμο τού γυ­ ρισμού. Περνούν ανάμεσα α­ πό τη φοβερή χαράδρα τών γυπαετών άνεμίζοντας τά μα


24 κρυά κοντάΙρια τους για νά γλυτώσουν από τις επιθέσεις των τε,ράτων ,καΓι τελικά φτά­ νουν στην αντίπερα άκρη,. Α­ πό εκείνη τή στιγμή μέσα σέ λίγα λεπτά τό λευκό αγόρι βρίσκεται στην ιμεγάλη καλύ­ βα του απαίσιου 'Γικόθ, που τόν βλέπει και τά (μΐάτια του γεμίζουν μοχθηρή χαρά. Έκτος όμως άτ5 αυτόν ό Κάλ βλέπει καί τή Μπέλλα πού στέκει1 δεμένη· χειροπόδα ρα σέ μιά γωνιά τού δωμα­ τίου· Τόν βλέπει κ.ιί εκείνη ταυτόχρονα καί μιά κραυγή απελπισίας ξεφεύγει από τά χείλια της: — Κάλ!

^— Μπέλλα.!, μουρμουρίζει τό γιγαντόσωμο άγόίρι. Είσαι καλά λοιπόν; Φοβόμουν πώς θά σέ είχαν σκοτώσει αυτά τά τέρατα! Στήιν τελευταία εκείνη λ έξι τού Κάλ, τό πρόσωπο τού ,μο χθηΐρού Πκόθ άφριζει καί πάλι. κι5 ένα φοβερό μουγγρητό βγαίνει από τό στήθος του. Σηκώνει τό χέρι του γιά νά χτυπήσηι τό παιδί τής ζούγ­ κλας στο πρόσωπο με δλη του τή δύναμι. Μά ο Κάλ κάνει κάτι πού δεν τό περιμένει ό Γκόθ. "Έ­ τσι όπως στέκες δεμένος χει­ ροπόδαρα εμπρός του, σκύβει ξαφνικά τό κεφάλι του καί τό χέρα τού απαίσιου μάγου δεν βρίσκει τόν στοίχο του. Ταυ­ τόχρονα ό Κάλ τινάζεται έ!μπρός σαν βέλος καί τό κεφάλι, του βρίσκει στο στομάχι τόν σκελετωμένο Πκόθ καί τόν τι νάζει πέντε μέτρα μαίκρνά. Ό

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ίδιος ό Κάλ σωριάζεται κι* αυτός στο πάτωμα. "Ενα πνιχτό βογγητό ^πό­ νου βγαίνει από τό στήθος τού Πκόιθ καί τόν πιάνει, ένας άγριος βήχας. Τό αίμα ανε­ βαίνει στο κεφάλι του πού γί νεται μέλανό. Οί φρουροί όρμουν έπάνω ατό πεσμένο αγόρι καί σηκώ­ νουν τά δόρατά τους γιά νά τό καρφώσουν όπως βρίσκε­ ται πεσμένο· στο έδαφος. Ή Μπέλλα στή σκηνή, πού βλέπει μπροστά της, αφήνει νά τής ξεφύγη. μιά σπαραικτι κή κραυγή φρίκης. Ό τερατόμορφος Πκόθ ξε­ φωνίζει κι* αυτός άγρια, αλλά μέ δυσκολία, γιατί τού έχει κοπή ή αναπνοή: -— Μη !^ Μή τόν αγγίξετε, σκύλοι! Είναι δικός μου! Ε­ νώ θά χαρώ τον θάνατό του! ΓΊαρτε τον! Π άρτε τον καί πε τάξτε τον στήν φυλακή! Κα:ί ^ ενώ οί φρουροί σηκώ­ νουν τόν Κάλ μέ μεγάλη δυ­ σκολία, γιατί άν καί δεμένος άντ ιστέκετα ι ά π εγ νωσ μένα καί τό κρρμύ του τινάζεται σαν χαλύβδινο ελατήριο, ό τε ρατώιδης ίΠκόιθ πλησιάζει τήν Μπέλλα. -—- "Ωστε τόν αγαπάς, έ; μουγγρίζει σαν δαίμονας. Τό βλέπω ατά μάτια σου, άμορ­ φη κόρη! Τό διάβασα μέσα στή φωνή πού έβγαλες όταν πήγαιναν νά τόν σκοτώσουν! Μά δεν μέ νοιάζει!...· Δεν ζη­ λεύω! Απόψε θά μείίνης εδώ μέσα μέ τή μυρωδιά ενός μα γικού βότανου·.. Αύριο ή καρ άά σου καί ή σκέψις σου θα


ΤΗΣ Ϊ0ΥΓΚΑΑ1 •είναι δικές μου! "Ο,τι κάνω θά είναι καλό για σένα και Θά ιμέ βρίσκης χίλιες φορές πιο όμορφο από τον νεαρόν γενναίο σύντροφό σου! Κα·ί ή οχίοικηισίς μου θά είναι νά σέ ' άλω νά τον σκοτώσης στο τέ λος τού .μαρτυρίου του μέ τό ίδιο σου τό χέρι.... Μ5 αυτά τό λόγια καί μ5 έ­ να εφιαλτικό· γέλιο, ό τερατώ 6ης μάγος βγαίνει από τό δω μάτι ο τής καλύβας του αφή­ νοντας μέσα ιμόνηι της τή δύ­ στυχη κοπέλλα πού ξεσπάει σέ απελπισμένο· κλάμα. Μά δέν κλαίει για πολλή ήρα ή θαρραλέα κοπέλλα. Τά μάτια της λάμίτουν άποφασι στικά καί αρχίζει νά άγοον'Α ζεται απεγνωσμένα γιά νά έλευθερωιθή άπό τά δεσμά της. — Πρέπει νά ελευθερωθώ ! Γ’ιρέίπει!, μουρμουρίζει κάθε τόσο μέσα άπό· τά σφιγμένα μέ πείσμα χείλια της καί ό ίδρωτας τρέχει ποτάμι από τό ωραίο της μέτωπο. Πρέπει νά ελευθερωθώ γιά νά σκοτωθώ αμέσως μέ τό ίδιο μου τό χέ­ ρι.·. πριν γίνω σκλάβα στην ψυχή αυτού τού σατανικού μά γου καί συνεργάτης στά εφι­ αλτικά εγκλήματα του... Αλ­ λοίμονο μου! ' Πρέπει νά έλευ θερωθώ.. Μά όλες οί προσπάθειες πού καταβάλλει ή δυστυχι­ σμένη κοπέλλα δέν καταφέρνει τίποτα, Τά σκοινιά μπαίνουν στο κρέας της ιάπό τήν υπερέντασι καί τό αίμα αρχίζει νά κατρακύλάη: καί νά άνακα τεύεται μέ τον ιδρώτα της· Μά σιγά- σιγά καί οί προσ

πάθειές της ακόμα αρχίζουν νά λιγοστεύουν χωρίς καί ή Υ δια νά καταλσβαίνη, τό γιατίΟί κινήσεις της γίνονται όσο πάνε καί πιο νωχελικές καί στο τέλος παύει εντελώς νά αγωνίζεται γιά νά έλευθερω 6ή. Μια βαρεία μυρωδιά πού έ­ χει^ γεμίσει τήν ατμόσφαιρα τού φοβερού δωματίου, τής έ­ χει φέρει μια ακατάσχετη ζάλη. Ή Μπέλλα βλέπει στην ά­ κρη τού τοίχου κάτι σάν ντιβάνι. Πηγαίνει σιγά - σιγά όος εκεί μέ βήματα πού τρέκλίζουν. Πέφτει καί κλείνον­ τας αμέσως τά όμορφα μάτια της βυθίζεται σ’ έναν μσλυβένιο ύπνο .σάν τού Θανάτου... ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

ΕίΧΑΣΑΜΕ όμως τον 0 χαζο-Χουπ καί τήν άΒβ3Ι μοιρη; τή Χούλα ριγμέ­ νους μέσα σέ μια άδεια καί σκοτεινή καλύβα καί μέ δυο θεώρ ατούς φρουρούς έξω άπό τήν πόρτα τους. Ό Χούπ ό­ πως είπαμε είναι ευχάριστη μένος πού βρέθηκε επί τέλους μόνος του ιμέ τήν αγαπημένη του νέγρα, μά εκείνη» δεν συμ μερίζεται καθόλου τήν ...εύτυ χία του καί κλαψούριζε συνε­ χώς, ώσπου στο τέλος προκαλεΐ τήν περίεργειά του. —· Αγαπημένες μου Χουλες, τής λέει τρυφερά ό άδιόρ θωτος πυγμαίος, έχω· βέβαια ξαναδή κι5 άλλες γυναίκες να κλαΐνε άπό ευτυχία γιά... μέ να, αλλά τέτοιον σπαραγμόν


24

και μάλιστα.·. από τρεις μαζί, δεν ξάνάδα και <ϊ>·ϋλ·όοοα και σταυροί! — ΕΤσαι πολύ βλάκας καί με τό μπσρδόν, Χουπάκο μου. ρουγγιρίζει άγρια ή νέγρα. Τι νά σου κάνω όμως πού εΐναι δεμένα τά... χεράκια μου! — Μή μου θυμίζης τί σφα λ'άρες χάνω, έτσι πού σ’ έ­ δεσαν, νά χάρης!, μουρμουρί­ ζει απαρηγόρητος ό Χούπ. Μωρή Μανταλένα! Δεν νομί­ ζεις πώς είναι καιρός πια νά βγής λιγάκι από τήιν κοιλιά μου νά ξανασάνω; "Ενα κρώ-ξιμο άκούγεται πραγματικά μέσα από τήιν προβιά του πυγμαίου μά ή καρακάξα δεν εμφανίζεται. — "Ελα, μωρή 1, τής ξανα λέει ό Χούπ. Δεν ακόυσες πού βάρεσε λήξι ό συναγερμός; ’Ή τά βρήκες ζεστά έικεΐ μέ-

Τινάζεται σαν βέλος καί τό κε­ φάλι του βρίσκει στο στομάχι τον τερατόμορφο μάγο.

ΚΑΑ — 0

ΚΥΡΙΟΙ

— Μωρή Μανταλένα! Δεν κό­ βεις μέ τό ράμφος σου αυτό τό σχοινί;

σα καί σου καλάρεσε; Μαντα λένα! Μανταλένα Είπα! Βγες γιατί θά πέσω μπρούμυτα καί θά ισέ λυώσω, ψουκαριάρα μου! Σ' αυτή τήν τελευταία α­ πειλή τό πουλί βγάζει^ τρομα γΐμένο τό άστεΐο κεφάλι του έξω από τήν προβιά του πυ­ γμαίου καί αρχίζει νά κακσρί ζη τρομαγμένη. — Σκάσε, μωρή, πανάθεμάσε!, τσιρίζει ό πυγμαίος ανήσυχος· Θέλεις νά νομίσουν οϊ φρουροί πώς κακαρίζω εγώ καί νά μπουν νά μου ζητάνε νά τούς κάνω αυγό; Μπά! Τί βλέπω! Κι5 ό τρελλο - Χούπ ξαφνι κά ξεραίνεται πάλι στα γέλια — Τί επα'θες; τον ρωτάει ή Χούλα παράξενεμένη καί νευ βιασμένη^ πού ό βλάκας αυτός έχει όρεξη γιά γέλια.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— Μά δεν βλέπετε, Xου­ λές ιμου; λέει ό πυγμαίος χα­ χανίζοντας πάντα. Τό ένα πο­ δάρι τής καψερής τής Μαντα λένας έχει μ πλεχτή στο ακοι νί πού πειρνάει επάνω από την κοιλιά μου καί γΓ αυτό δεν υπορεί να βγή από κεΐ .μέσα! Γι5 αυτό στριφογύριζε κιόλας τόσες ώρες καί με πείθανε στο γαργαλητό! — Κύττα νά την έλευθερώ σης την κακομοίρα!, λέει ή καλόκαρδη Χούλα. Εμάς μπο ρεΐ νά -μάς σουβλίσουν — μέ τό μπα,ρδόιν — άλλα εκείνη, έ χει φτειοά καί θά πετάξη μακρυά νά σωθήι! — Που ακούστηκε νά σου βλίζουν τούς ανθρώπους κάί ν’ αφήνουν ελεύθερα τά που­ λιά; μουρμουρίζει ό Χούπ άνοίγοντας τ ρ αμακρστημένος τις ματάρες του.

Δυο πολεμιστές τγετουν στην φυ­ λακή τον Κάλ δεμένον χειρο­ πόδαρα.

27

'Ο τρελλο - Χουπ καταφέρνει καί λύνει τον Κάλ.

ιΚΓ έπειδή ή Χούλα δεν έχει Ορεξη για αστεία καί σωπαί­ νει, ό τρελλο- Χούπ ξαναλέει. — Μωιρή Μανταλένα! Δεν κόβεις με τό ράμφος σου αυ τό τό σκοινί πού περνάει άπό πάνω άπό την κοιλιά μου; 3Έ τσι Θά έλευθερωθουμε καί οι δυο, πού είμαστε τόσο στενά χω|ρα! Τό τετραπέρατο γυμνασμέ νε πουλί δεν αργεί νά καταλά βη καί μόνο ταυ πώς τό σχο^ι νί για τό όποΐο λέει ό Χούπ εΐ ναι αυτό πού κρστάει αιχμά­ λωτο τό πόδι του καί για νά καταφερη νά απαλλαγή, αρ­ χίζει νά τό τσιμπάη μέ τό ραμ φος του μέ μιά ταχύτητα κα­ ταπληκτική. Μά μέ τό σύστημα αυτό οί μιισές τσιμπιές πέφτουν έπά νω στο σχοινί καί οι άλλες μισές στην κοιλιά του πυγμαί


28 ου1, πού βάζει ττάίλι τις φωνές. —Μωρή Μανταλένα!, τρελ λάθηκες; Θά μέ γέμισης ιμπι μπίκους ,μέ τη μύτη σου και θά ξύνωμαι δυο χρόνια! Μή, μωρή και γαργαλιέμσι κιό­ λας! Χί, χί, χί! "Αϊ στην ευ­ χή, Μανταλένα! Καλέ έπίτη δες το κάνεις; — Μά αναίσθητος είσαι; λέει αυστηρά από δίπλα του ή Χούλα.. Χασκογέλάς σάν ζώ ον — με τό μπαοδόν κιόλας — τη στιγιμή που πρόκειται αυτός ό απαίσιος μαύιοος νά σκοτώση τή μίς Μπέλλα κι* εμάς και τον φίλο σου τον Κάλ! — Καλέ Χουλίτσες, τό πι στεύετε τώρα; λέει ό Χούπ χασκογελώιντας. ’Εγώ για νά σάς πω την αλήθεια μου τον συμπάθησα αυτόν τον Γκόθ από την πρώτη στιγμή! Κα­ λό παιδί φαίνεται· Νά δής πού όταν του περάσουν τά πρώτα μπουρίνια του, θά μάς κάνη τό τραπέζι. Καί τότε έγώ θά τσιμπήσω μόλις τόσο δά, κα λες μου Χούλες, και ολη, την άλλη μερίδα μου θά σάς τή δώσω έσάς νά τή φαρμακώ­ σετε! — με τό μπαρδόν κιό λας! -—- συμπληρώνει κοροϊ­ δευτικά. —/"Αχ! "Εχε χάρι πού εί ναι τό χέρι μου δεμένο!, λέει με θυμό ή νέγρα. Μά ό Χούπ δεν την ακούει. — Μωρή Μανταλένα!, τσι ρίζ&ι. Με τρέλλανες πιά! "Α­ στό νά πάη στήν ευχή τό βριω μόσκοινο! Μή σώσης και τό κόψης άν είναι νά μέ μουρλά νης στο γαργαλητό! "Ωχ!

καα

— Ο ΚΥΡΙΟΙ

δεν μπορώ — καί ζεσπάει πά •λι σε τρανταχτά γέλια ώσπου ή πόρτα τής καλύβας ανοίγει γιά μιά στιγμή και κάνει την έμφάνισί του θυμωμένος ό έ­ νας από τούς δυο φρουρούς τους. — ΤΙ έπαθες καί γελάς έτ σ ι., βρωμ οπυγμ αΐε; μ ουγγρ ί ζει άγρια. Μάς πήρες τό· κεφά λι! —Κ αί σάμπως καταλαβαί νεις από χιούμορ, χοντροκέ­ φαλε; του λέει ό Χούπ προσβλημένος, άλλά τήν ώρα πού ό Χόνγκο ετοιμάζεται νά πάη κοντά γιά νά τον τιμωρήση γιά τήν αναίδειά του, ή πόρ­ τα ξανανοίγεί’. 5Απ’ έξω άκού γονται φωνές. Τέλιικά έρχον­ ται μέσα δυο άλλοι Χόνγκο καί πετουν μέσα δεμένον χειρο πόΙδαρα τον Κάλ· — Μπά! Σάν τά μ άραβα, του λέει μέ έκπληξι ό Χούπ. Πώς 'βρήκες τό δρόμο χοοοίς σχιεβ-ιάγραμιμια}/ άν \)έπιτρέπε ται κιόλας; ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

ΟΛΙΣ οί φρουροί φεύ­ γουν από τό δωμάτιο, ό Κάλ μουρμουρί­ ζει γεμάτος αγωνία: — Πρέπει νά τρέξωμε δσο γρηγορώτερα μπορούμε νά ε­ λευθερώσουμε τή Μπέλλα α­ πό τά χέρια αυτού τού τέρα­ τος ! — Σιγά, μήν τρέχεις έτσι καί δέν μπορώ νά σέ φτάσω! τού κάνει ό χαζό - Χούπ κο­ ροϊδευτικά. Δέν λές νά λυθής πρώτα παρά θές κάί νά τρέξης έτσι όπως είσαι σάν δέ­

Μ


29

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

μα έξ "Αμερικής! — Πρέπει να λυθούμε και νά ένεργήσωιμε γρήγορα! Χούπ, κι" εσύ καλή μου Χούλα, προσπαθήστε όσο μπορεί τε νά λυθήτε! Πρέπει με κάθε θυσία νά ελευθερωθούμε! — Καλά και μάς τώπες και δεν τό ξέραμε!, μουρμου ιρίζει ό Χούπ γκρινιάρικα. "Ε­ μένα ή κοιλίτσα μου πετάει φωτιές από την... προσπάθεια κι" έα ύ... "Ώωωωχ ! ·. Μωρή. Μανταλένα! Έγχείρησι σκωληικοηειδίτιδος μου κάνεις; Μήηη !... Πραγματικά ή καρακάξα, τΓού όλη αυτή την ώρα συνεχί ζει τη δουλειά της προσπα­ θώντας νά κόψη, το σχοινί1, βλέποντας ότι δεν καταφέρ­ νει τίποτε, νευριάζει καί αρ­ χίζει νά τσιμπάη με όλη της τη δύναμι. Ό καημένος ό πυ γ μ αΐος τ ινάζεται άλαφ ιασμέ­ νος για νά γΐλιυτώσηί, άλλα τό τε άκοόγεται ένα «κιράκ» καί ή Μανταλένα βρίσκεται νά πε τάη στον αέρα, ενώ ό Χούπ βλέπει τό ένα χέρι του μ προ στά στά μάτια του. — Μπά!, λέει με τρομερή έκπληξι. Τί βλάκας πού είμαι τάση ώρα! Τό ένα μου χέρι είχαν ξιεχιάσει νά μου τό δέ­ σουν! "Εκτός πάλι κι" άν έχω .-.τρία! Σάμπως κάθηΐκα καμ μιά φορά νά τά μετρήσω μέ προσοχή; Μά φυσικά, ούτε τρία χέ­ ρια έχει ό χαζός πυγμαίος; ούτε είχαν ξεχάσει νά του δέ οουν κανένα οί Χόνγίκο. ^Α­ πλό ύστατα ή καρακάξα είχε κόψει αρκετά τό σκοινί μέ τό

ράμφος της τάση, ώρα καί^κα θώς εκείνος άνατ ινάχτηικε από τον πόνο καί τεντώθηκε, δέν άντεξε καί έσπασε! — Χούπ!, μουρμουρίζει ο Κάλ τρελλός ^άπό τή χαρά του. Λύσου γρήγορα καί λύ­ σε μας κι" εμάς! Καί στήν περίπτωσι αυτή παρ" όλη τή χαζομάρα του ό τρελλο - Χούπ καταφέρνει καί λύνει τον Κάλ κι" εκείνος ε­ λευθερώνει γρήγορα τή Χούλα. Ό κωμικοτραγικός Χούπ, τρ έχε ι τ ότ ε κ ατ αχαρού μένος νά άγκαλιάση τήν αγαπημέ­ νη του, άλλα εκείνη του τάχει μαζέψει από πολλή ώρα καί του δίνει μιά σβουριχτή κατα κεφαλιά, πού τον φέρνει πέν τε ^τοϋμπες. Ό πυγμαίος α;ί σθάνεται μεγάλη, ευτυχία καί στήν τελευταία τρύμπα ξεφω νίζει θΐρ ιαμβευτικά: -----Ζήτω ή ελευθερίά! ΤΟ ΤΡΟΜΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ

Ε ΟΛΗ τή λαχτάρα πού έχει ό Κάλ να τρέ ξη- ικοντά στή Μπέλλα πού κινδυνεύει στά χέρια εκεί νου του τέρατος, σκέπτεται πώς δέν πρέπει νά κάνη καμ μ«ά ένήργεια ώσπου νά ρρβη ή νύχτα, γιατί βρίσκεται μέ­ σα σ" ένα πλήθος εχθρών καί δέν πρέπει νά διακινδυνεύση τή ζωή κανενός από τούς φί­ λους του. Μά όταν έρχεται ή νύχτα καί από τή σιωπή πού βασιλεύει γύρω τους καταλα βαίνουν πώς όλοι έχουν κοι μηθή, ανοίγουν τήν πόρτα μα ζί μέ τή Χούλα, σιγά - σιγά

Μ


^ΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

Μ

και βγαίνουν έξω. Οι δυο Χον γκο πού τούς φρουρούν στέ κουν ακίνητοι σαν αγάλματα. Ό Κάΐλ αρπάζει τάν έναν από τό λαιμό, με τέτοια δύναμή πού δεν προλαβαίνει νά βγά λη ούτε άναστεναγιμό. Ό συν τροφός του κάνει νά ξεφωνίση κάι νά σηικώιση τό δόρυ του, αλλά τότε ή πελώρια χερού­ κλα τής Χου'λας πέφτει πάνω στο κεφάλι του και ό άγριος σωριάζεται κάτω αναίσθητος. ^—Μέ τό μπαρδόν!, κι άλας λέει ή νέγρα όλο ευγένεια. — "Ά! "Ολα κιόλα!, τσι­ ρίζει ό κουτό - πυγμαίος πί­ σω της. Αέν θέλω απιστίες, ά γαπηιμένες μου Χούλες! Σφα λιάρες θά δίνης .μόνο σ" εμένα εϊπαίμε, άλλοιώς σέ χωρίζω! ιΜά ό Κάλ τρέχει ήδη, μες στο σκοτάδι προς την κεντρί κή καλύβα τού Γκόθ, κρατών τας στα χέρια του τό δόρυ τού μαύρου πού είχε άχρηστέ

Ζήτω

ή...

Ελευθερία!

ψει. "Έτσι ή Χαάλσ καί 6 ιτυ γμαΐος αναγκάζονται νά τον ά κολουθησουν άνοί/γοντας οσο μπορούν τά πόδια τους. Ευτυ χώς ή πλατεία τού χωριού ε! ναι έντελώς έρημη. "Ολα είναι βυθισμένα στον ^υπνο καί κα­ νείς δεν περπατά πουθενά. —- Μωρέ σχολάσανε Ακό­ μα καί τά Θέατρα!, μονολογεί ό^ Χούπ λ παραξενεμένος. Τι τόπος είναι τούτος δω; Μέ τις κότες κοιμούνται; "Αλήθεια είπα κότες! Πού είναι ή Μαντολ ένα; Μωίρή Μαντάλένα! — Σ ιγά, βλάκα !, μουρμου ρίζει λ ό Κάλ ανήσυχος. Θες νά μάς ακούσουν καΓι νάρθουν νά μάς πιάσουν; — 3Άς τολμήσουν!, λέει ό Χούπ περήφανα* "Εγώ έτσι τεντώνομαι καί σπάω... παλα μά)ρι όπως είδες! Σκέψου ν άποφασίσω νά θυμώσω ! Ωστόσο ή Μανταλένα προσ γειώνεται πάνω στον ώμο του κάί ή συνοδεία προχωρεί προς τή μεγάλη ικαλύβα χωρίς άλ­ λο επεισόδιο. Ό Κάλ δεν μπαίνει αητό τηνλκεντρική εί­ σοδο πού τή φυλάνε δυο φρου ροίι. Πάει από τό πίσω· μέρο£ τής καλύβας, βγάζει μερικά καλάμια ίσα^νά χωρέση και ά ψήνοντας τούς φίλους του^νά τον περιμένουν χώνεται μέσα στο άνοιγμα. — Σκέψου χαρά που θά κά νη ό_ Γκόθ δταν δη πώς τού φτιάξαμε καί πόίρτα... ύπηρε αίας!, λέει ό Χούπ στίς Χού λες του! Στο μεταξύ ό Κάλ τηζοχω* ρεΐ μέσα στό σκοτάδι καί φθά


ΐΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νει στο βώθ|ρο ,μέ τό παράξένο θυμιατό- Σκύβει καί βλέ πει την εκτυφλωτική κρυστάλ λινή σφαίρα, πού παρ^' όλο πού είναι νύχτα, αυτή άστρα φτει όπως καί τη μέρα. Στο έσωτερ ικό της βλέπε ι τον μαΰ ,ρο άχνό πού στροβ'λίζεται καί αμέσως στο νοΰ του έρχον ται τά προφητικά λόγια αυ­ τού πού αντιπροσωπεύει Τό— Πνεύμα— Της— Υπέρτατης —Σοφίας: «"Ενας μαύρος άχνας σαν τό πουλί του θανάτου στροβι λιζεται συνεχώς άνάμεσα σ' έμιένα καί σ' αυτόν καί δεν μπορώ νά δώ καθαρά... ”Αν 6 σιδερένιος κλοιός σε σφίγγη άπό παντού ...τότε βρες τον μαύρο... άχνό·... Τό πουλί τού θανάτου... Καί σκότωσε το!» Χωρί ς νά δ ιστάση καθόλου ό Κάΐλ αρπάζει την κρυστάλλι νη σφαίρα επάνω άπό τό βά­ θρο της καί τρέχοντας στο μέ ρος πού κοιμόταν ή Μπέλλα την παίρνει κΓ αυτήν οπτήν άγ καλιά του χωρίς νά προσπά­ θηση νά τήν ξυπνήση καί ^ξα ναιβγαίνει άπό κεΐ πού είχε μπη. -αφνικά ένας ίσκιος προ* βάλλει μέσα στή νύχτα που τήν άχνοφωτίζει ένα μικρό κομμάτι φεγγαριού πού γέρ­ νει προς τή δύσι του. "Ενας ίσκιος πού όρμάει άπό τον ού ρανό μ5 ένα τρομερό φτερο­ κόπημα καί πρακαλεΐ ένα ρί­ γος ανατριχίλας στο κορμί Τού θρυλικού παιδιού. Ό ίσκιος κ απευθύνεται προς τό μέρος του καί ό Κάλ δεν άργει νά κατταλάβη πώς

31

Χωρίς νά 6ιστάση ο Κάλ* άρπά» ζει τή μαγική κρυστάλλινη σφαίρα...

έχει νά κάνη μ5 ένα άπό τά αίμοβόρα όρνεα. Άποθέτει τότε τήν κοιμισμ ένη Μπέλλα καταγής, ,άφί^ νει δίπλα της τήν γυάλινη καί μαγική σφαίρα κι* έτοιμα ζεται, ν' άντιιμετωπίση ^τό όρ­ νεα πού κατεβαίνει τώρα μέ ορμή εναντίον του, άφήνοντας ένα βραχνό κρώξ,ιμο. — Π ανάθεμά το!, λέει ό χαζό Χούπ βλέποντας το. Φυλαχτήτε Χούλες μου νά μή γί νετε μακαρίτισσες καί δεν θάχω-κανέναν νά ιμέ καρπαζωνη. Πού είσαι, μωρή Μανταλένα! φωνάζει, συνέχεια στην κα~ ρακάξα του. Κρύψου κακομοί­ ρα γιατί θά σε κάνη μια μπου κιά αυτό τό ξωτικό. Στο μεταξύ, ό Κάλ, μέ ό* λες του τις αισθήσεις σέ επι­ φυλακή, περιμένει- Κι* όταν σέ μια στιγμή τό πελώριο


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ πουλί δεν απέχει πα|ρά ενα μέ τρο πάνω από τό κεφάλι, του, σκάβει άπότοιμα καίΐ κάνει έ­ να βήμα -μπροστά. Τό όρνεο μέ την ταχύτητα πού έχει δεν προβλΙόττειι την μετατόέ πιισι του αντιπάλου του και πέφτει ,μέ όριμή πάνω στη γη. Ό Κάλ στρέψει τώρα από τοιμα καί πέφτει πάνω στον μαύρο όγκο τού φοβερού πτη νού, ζητώντας να αιχμαίλοοτί­ ση τό λαιιμό του ανάμεσα στα δυο ατσαλένια χόρια του. Ό Χούπ, πού ενθουσιάζε­ ται απ’ όλη αυτή τή σκηνή, σηκώνει τά ρανικέτια του ώς τόν αγκώνα, τακτοποιεί τό ε­ πί σηιμο καί χιλιοτσάλακω μέ­ να καπέλλο του1 στο ικεφάλι καί πλησιάζει τό συμπλεγύ μα τού ανθρώπου καί του που λ ιού για νά... βόηθήιση κι5 αύ Τός! Σφίγγει τή γροθιά του κα’ί τήν κατεβάζει ιμέ δυναμι, χωρίς να βλέπη, πάνω στο κε φάλι τοΰ..· Κάλ! — Τό σκότωσα!, φωνάζει ένθουσ ι ασμένος. Τό σκότωσα τό πουλί! Ή Χούλα, όμως, πού είδε τί συνέβη, στριφογυρίζει τό χέρι της καί τόν φιλοδωρεί ιμέ ;μιά σβουριχτή γροθιά πού κάνει νά λάμψουν ιμπροστά στα -μάτια του αστέρια, φεγ­ γάρια καί ήλιοι. Τή στιγμή εκείνη: σηκώνε­ ται ό Κάλ, αφήνοντας στο έ­ δαφος νεκρό πια τό τροίμερό πουλί. * * * Γιά ώρες ολόκληρες, ως τό πρωί, τρέχουν οί τρεΐς σύντρο φοι προς τά άγρια βουνά πού

τριγυρίζουν τό οροπέδιο των Χάνγκο. Ό ύπνος τής Μπέλλας είναι παράξενος καί βα θύς καί παρά τις προσπάθει ες τού Κάλ δεν έχει μπορέσει νά ξυπνήση. Τό λευκό παιδί τής ζούγκλας είναι τρομερά ά νήσυχο· Κάποτε, τό πρωΐ, την ώρα ακριβώς πού βγαίνει ό ήλιος, ή πεντάμορφη κοπέλ λα ανοίγει τά .μάτια της καί κυττάζει γύρω της έκπληκτη,. —-Πού βρίσκομαι; ιμοεριμουρίζει τρομαγμένη. — Μπέλλα! 3 Ελευθερωθήκαιμε!, τής λέει συγικινη|μένος ό Κάλ. Θά φύγωμε πίσω άπό τούτα τά βουνά γιατί δεν μπο ,ρ-ούμε νά περάσουμε τή χαρά δρα τών γυπαετών.... Σωπαίνει καί τά ράλλιά του ορθώνονται άπό φρίίκη, γιατί βλέπει πώς ή Μπέλλα τόν κυτ τάζει άγρια... Μέ -μίσος προ μερό! — Θέλω νά γυρίσω στον Γικό.0!, ουρλιάζει ιμέ θυμό Γι­ ατί ρέ πήρατε άπό· τόν αγα­ πημένο μου Γκόιθ; Τότε γιά πρώτη φορά ό Κάλ προσέχει μέ δέος πώς οί κινήσεις τής Μπέλλας είναι άκαμπτες σάν νά βρίΐσκεται υ πνωτισμένη— Μπέλλα!, φωνάζει σπα ρακτικά, τί έπσθες; Τί σου κάνανε; -— Μη ,μέ πλησιάζης! Θά σού βγάλω τά ιμάτια!, στριγ γλίζει άγρια ή κοπέλλα. Θέ­ λω νά γυρίσω στον Πκόιθ, που τόν αγαπώ σάν ικυριο. καί σάν θεό μου ! # / Ό Κάλ παρά τήν απειλή της -κάνει νά τήν πλησιάσή,


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

άλλα ό Χούπ τον τραβάει α­ ϊτό το χέρι. —"Άκου, ψάτ !, ταΰ λέει αυ στηρά. "ΟΙλα κΓ όλα! Μόνο τέτοια δεν θέλω! αέρεις πώς οι γυναίκες είναι μυστήριες! 5 Αφού τής άρεσε ό Γκόθ, γιά μάς περισσεύει! Νά την αφήσηις νά πάη κοντά του! Αυτά είναι τίμια πράγματα, ξέρω ενώ! Γιατί νά μτνν είσαι κΓ

εσύ έτσι γόης σάν και μένα πού με αγαπάνε πάντα οι κα λες μου; "Έτσι Χοϋίλες μου; 3 Αλλά ή νέγρα εΐναι πυρ και μανία αυτή τη στιγμή καί! τού δίνει τον πιο τρανταχτό σφάλιαρο απ’ όσους του έχει δώσει ποτέ. — Τριάντα στροφές! Νέο ρεκόρ!, ξεφωνίζει ό Χούπ θρι αρδευτικά.

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Άποκλειστικότης:

ΡΩΜΑΝΟΣ

Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο. Ε.


Κ ΑΛ­

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑ!

ΖΘΥΓΧΛΑΖ ΟΡΕΙ

Γραψεΐα:

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

'Οδός Λέκκα 22—Αριθμός 2—Τιμή δροοχ. 2

—————ΒΜ— ίΓ ——1—— ■

—————— — -."Τ. Λ ·«—^—

Δημκχτ ιογραΐφ ιικός Δ)ντής: Σ. 'Ανεμιοδουρας,Ζτρ.Πλαχττ^ρα 21 Η. Σμύρνη. ΟΊΜονορίικός Δ)<ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 3ι8. Προϊστ. τυπταγρ.: Α. Χατξηβασι λείου, Τοοτασώλων 19 Ν. Σιμμρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γαοριγιάδην, Αέκχα 22, *ΛΜ)ραι.

ΚΑΘΕ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ «ΚΑΛ» ΠΙΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ :

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΖΩΗΣ Μια καταπληκτική περιπέτεια γεμάτη δράσι καί συγ­ κινήσεις. Τό λευκό παιδί τής ζούγκλας 6ά πεθάνη άπ5 τό χέρι τής αγαπημένης του συντρόφισσας;

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΖΩΗΣ Μια σπαρταριστή σειρά από... εξυπνάδες τοϋ χαζό Χουπ. που τόν άναδεικνύαυν σέ... παντοδύναμο καί... φόβητρον τής φυλής Χόνγκο! Γ Α I Μ Τ ϊ...

ι'|/ ,


ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΙΤΟ Μ€Πί\θλ/ ε/Ϋ9

άχοί

Η£Χθη€/Τθ Μβ ΤΗ Μ /9Λ7? ΜήΛΥΡΗ πεογ Φιπτροχ ηη> τ&γαμ . βι 6η η ιΐ9 ο η

ηεΤΥλΑ 7ΡΡη Ηριβ

αοή. / -----β* 1 ο 1

ί-

Κ:

%Ι,βΜ6£9£ ΡΗΗΨδ 6λ/Α Πβ Η* Το ύΟΠΐ/1ή£Η·

&Χ€ Ζ)0ΜΙΜΑ£€1 ν£Ρ/ ΤΗ όΚ/ίΑΡΑ. ΟΤΑΝ ΡΡΜ/ΛΉ£6 Π* ΤΟ Ζ/1Ι7Ρ ΖΟΧ.

ΗΟΥ Ψή/β/βΤβ! ΟΤΙ ΤΟ ΤΊβΓ/Υβ ■ · Η71ΡΑΒΟ. .

Τι ζ/ΜβΗηΥά/ /46Η =€ΡΡ. ΑΡ' ήΤΝ€ ΗΡΟΟΥΡ;\ΧΙΤ4 *Η ΖΑΛ! ~

Σ%Ν Μη ΜΗ* ΜΡΠΗΙ' Ζ€ ΤΜΓβΡΟ Μέ ψ/ΡΤΡΟ

Ρ/9ΙΗ6ΖΤ6 77θ/)Υ /ΖΟΡΙΑ] ΙδΑβίΡΙ Χί)9Μθ£ ■ ■ /( =/4Φ*/Ζ5ή .

ι



ΗΙΙΙΙΜίΙΙ ΗΙΜΙ ϋ

ΚΥΝΗΓΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΕΣΑ στη νύχτα άντη [ΜΜI χρΐ ίμια άγρια κραυγή & ψ ί&καΓι ύστερα άμέσως και δεύτερη καί τρίτη. Οι Χόν γικο αναστατώνονται /μέσα στον ύπνο τους κοϋ πετάγον­ ται στη .μεγάλη πλατεία τού, χωριού τους <μέ τά ακόντια στά χέρια. Ή κραυγή τού τρό)μου ξα­ νακούγεται καί λέει αυτά τά λόγια: — ζ,έψυγαν! Τό λευκό α­ γόρι μέ τούς συντρόφους του τόσκασαν από τή φυλακή τους! — Ψάξτε ολουθε!, στριγ­

γλίζουν άλλες φωνές καί οι άγριοι μαύροι πΡλείμιστές τρέχουν σάν τρελλοί εδώ κι έκεΐ στο ρεγάλο χωρ ιό>. 5

Ό τρομακτικός ιμσγος Γκόθ, πετιέται έξω από τήν καλύβα πού κοιμόταν, :μέ τό πρόσωπο απαίσια συσπασ,μέ νο από τή μανία. Τά ράτια του φωσφορίζουν εφιαλτικά μέισα στο σκοτάδι. — 5Αλλοίμονο!, ουρλιάζει ξέφρενα. Αλλοίμονο σ’ εκεί­ νους πού τούς ξέφυγαν οι ξέ­ νοι! Τό α'Τρα θά τρέξη ποτά μ! άν δεν βρείθοΰν αμέσως!... Άνάφτε δαυλούς καί ψάξτε! Ψάξτε παντού! ιΓιά μιά στιγμή ή μεγάλη, πλατεία καί όλοι οί πλαϊνοί ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 2


4

δρόμοι του χωρίου γεμίζουν μέ μακροσκοπικές φωτιές πού τρέχουν προς άλες τ^ϊς κατευ­ θύνσεις. Μά, όσο κι5 αν ψάχνουν, άκ ττό πουθενά δεν άκούγεται ή κραυγή του Θριάμβου πού θά άναγγέίίλη πώς «βρέθηκαν οι διραπετες. Αντίθετα οί Χόνγικο ξεφωνίζουν τρομαγμένοι; — Χάθηκαν! "Έγιναν ά­ φαντοι ! Δέν είναι πουθενά! — "Άφ αντ οι!., μουγγρ ί ζε ι σαν θηρίο ό τρομερός μάγος μέισα από τα δόντια του πού τρίζουν άπό' λύσσα. "Άφαντοι Αυτό θά πή πώς πήραν μαζί τους και την κοπέίλλα!... Ή λίθιιοι! "Άν την πήραν θά σάς κόψω όλων τά κεφάλια! Καί σαν μαύρο γεράκι τοΰ ολέθρου χύνεται τηρός 'τη μεγάληι καλύβα όπου είχε αφή­ σει αιχμάλωτη την όμορφη ΜττέΙλλσ^ (*). Όΐριμάει· μέσα από τή!ι/ πόρτα, περνάει τον διάδρομο καί βρίσκεται στην κεντρική σάλα της. Τά μάτια του γε­ μίζουν αίμα καί τό στόμα του λευκούς άφιρούς. — Την πήραν!, ούρλιαζες απαίσια. Ά! Θά εκδικηθώ τρομερά! Νομίζουν πώς μπο ρούν νά μου ξεφύγουν έ; Τώ­ ρα, θά δουν οί άνόίητοι! ..· Τρέχει μανιασμένα προς τό βάθρο όπου καίει τό πράσινο θυμιατό. Μόλις φτάνει έκεΐ κοντά, κοκκαλώνει ξαφνικά, σά νά τον χτύπησε κεραυνός Τά μάτια του γουρλώνουν (*) Αιιάδαΐσιε το τπροηγούμβνο τεύχος του «ΚιΑιΛ», τό 2, μέ τίτλο: «ιΠραφητείά όλεθρον».

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

φριικτά καί τά δόντια του χτυ πάνε από τό κακό· του. Οί γροθιές του σφίγγονται λυσ­ σασμένα. Μια σπαρακτική κραυγή ά γριμιου πού τό σφάζουν βγαί νει από τό στήθος του καί πέφτει στα γόνατα, γιατί τά πόδια του λυγίζουν από τό τρομερό χτύπημα. — Πήραν καί τό μαγικό μου μάτι!, ψελλίζει σαν χα μένος. Μου έκλεψαν τη δύναμί μου! "Έκαναν τη μεγαλύ­ τερη ίεοασυλία καί πρέπει νά τιμώρηίθή μέ . θάνατο γιά νά μή ρίξουν επάνω μας την όργή__τους τά Πνεύματα!... -αφνικά, ένα καινούργιο κύ μα λύσσας πιάνει τον τερατό μορφο μάγο. Πέφτει κάτω κάί χτυπιέται! Χτύπάει τό κεφάλι του μέ τά χέρια από τή μανία· Καταοαέται. Άπει ·>εΐ θεούς καί δαίιυονες. 'Ύστε οα πετάγεται όοθιος καί έντε λώς τρέλλός άπό την οργή ^ου αρχίζει νά πετάη, δ,τι βίοί σκέται έκεΐ μέσα καί νά σπάηι τά πάντα, μέχρι πού ξερριζώνει καί τά καλάμι'α! τής κα λύ'βας καί την καταστρέφει. Μας, ξεσπώντας (μ* αυτόν τον τρόπο τά μεγάλα του νευ οα, πετάγεται ιστό τέλος έ­ ξω, στην είσοδο τής καλύβας του καί κυττά άγρια τό συγ κεντρωμένο (πλήθος τών πο­ λεμιστών του πού τόν κοιτά­ ζει κατατρομαγμένο γιά την ασυγκράτητη; μανία, του. — ΠοΟ είναι; ουρλιάζει. Που είναι αυτοί οα ηλίθιοι φρουροί Ιπού δεν έκαναν κα­ λά τή δουλειά τους καί τούς


δ

ΤΗ£ Χ0ΥΓΚΑΑ2

ξεγέλασαν οί 1 αιχμάλωτοι; ■Νιος παρουσιασθοΰν αμέσως [μπροστά μου! (Κανείς δεν τολμά όμως να πλησιάση. -έρουν πώς <3 θά­ νατος -μετά |άπό τό σφάλμα ■^ους είναι ισίγουρος ικιαΐ έχουν φροντίσει νά έξαψανισθούν 1 Β ιρίισκοντα ι κ ιόλας μακρυά αυτή τή στιγμή, τρέχοντας ιμέ ιολη τή δύναμι των ποδιών τους, προς τά Οεώρατα βουινά που κυκλώνουν τό χωριότους. "Ενα ικαινομργ ιο, άγριο μρυγγιρτρά βγαίνε ι από τό στήθος του Γκόιθ. — ιΠολυ καλά!, βογγάει. Έφυγαν, έτσι; "Οταν γυρί­ σουμε, θά τούς βρω καί θά τούς τιμωρήσω όπως τούς τ α ιρ κόαζε ι... 5 η μπρος τώρα! ·.. Δεν έχομμε καιρό· νά χάνου­ με... θά τράβηξαν π:οός τά βουνά... Λοιπόν θά τούς βρού με καί χωρίς τό (μαγικό μου (μάτι! θά τούς κυνηγήσουμε ώς τό θάνατο, απ’ όλους τούς δρόμους πού υπάρχουν! Καί ό θάνατός, τους θά είναι Φρικτός σαν τήιν κόίλασι... Ό άπα ίσιος ι μ άγος (μ5 αυ­ τό: τά λόγια χοορίζει τούς πο­ λεμιστές του σέ όράδες καί .«μπαίνοντας ό ίδιος αρχηγός σέ ιμία άπ’ αυτές, ρίχνεται προς τό [μέρος των βουνών..* ΧΟΥΠ... Ο ΠΑΝΤΟΔΥΝΟΜΟΣ!

ΜΠ ΕΛΛΑ είναι άικομα υπνωτισμέ^ από τό τρομερό μαγικό βότα­ νο ^τού ^Γικόθ. Τά μάτια

Η

Ιτού πάντα κυττουσαν μέ α­

γάπη τό λευκό παιδί τής ζούγκλας, τώρα τον κυττ ό­ ζουν ιμέ ,μίσος καί μέ άπέραν τη κακία. Ετοιμάζει σάν τίγρις τά νύχια της για νά τού έπιτεθή άν κάνη πώς τήν πλη,σιάζει. Ό .Κάλ μένει κεραυνόπλη­ κτος από τό τρομερό αυτό χτύπημα τής (μοίρας καί δεν ξέρει τί νά κάνη. Μέ τά μάτια γουιρλω,μένα κυττάζει τήν κοπέλλα πού άφησε τά πλούτη της γιά νά ζήση για πάντα κοντά του «μέσα οτή ζούγκλα καί τώρα τού φέρεται σά νά είναι ό (μεγαλύτερος εχθρός της. Καταλαβαίνει ότι ό α­ παίσιος (μάγος Τίκάθ έχει χώ σει τήν ούρίτσα του μέσα σ' αυτή τή δουλειά, ιόλλά δεν ξέ ρει ιμέ ποιόν τρόπο κοτάφερε αυτή, τή σατανική άηλαγή. Δεν ξέρει ακόμα καί τί πρέπει νά κάνη, για νά τή συνεφέρη,. Καί ι ξαφνικά ,μιά κραυγή λυσσασμένου αγριμιού ξεφεύ γει άπό τά-' σφιγμένα χείλια τής κοπέλλας. Γυρίζει προς τά πίσω ικαί ρίχνεται μέ όλη τή δύ ναμ ι τών ποδιών της να φύγη. Πελώρια (μυτερά βρά­ χια πού προσπαθούν να ξεσίχί σουν τον· ουρανό, ό,ρθώνοντο; ι πιρός τήν ικατεύθυνσι πού πη­ γαίνει. Ό Κάλ μένει για μια στι γμή ακίνητος ικαί πάλι, σάν νά ιμή^μπορή νά άποφασίση άν πρέπει νά τήν άκολουθήσπ η Οχυ λ . Ό πυγμαίος ό Χουπ, βά­ της, ζει τις φωνές, — Καλέ τό. πίστεψες πού

V 3/,


&ΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟί

6

σου είπα νά κράτησης χαρα κτήρα καί νά την άφΐσης; "Αχ! Λεν ξέρεις πώς άιγάττηι δίχως πείσματα δεν έχει ^νο­ στιμάδα; ΐΠιάστη, κιαί δώσε της ένα μπερντάκι νά δής γιά πότε στρώνει! Κι* εγώ μέ τις Χουλες μου το ίδιο ^κάνω, αλ­ λά επειδή εκείνες είναι ψηλές και δεν τις φτάνει το χέρι (μου, τρώω εγώ τις σφαλιάρες. , ( Τό λευκό άγό,ρι δε\τ άκούει τ'; πια τον αστείο ττυγμάΤο. Κα^αλαβαΐίίνει πώς δεν μπορεί νά άφήση τη Μπέλλα νά τρέχ-η μόνη της σ’ εκείνες τις ά­ γνωστες ικαΐ άγριες περιο­ χές, διατρέχοντας έτσι τρο­ μερούς κινδύνους σέ κάθε της Ετοιμάζει σαν τίγρις τά νύ­ βήμα. χια της... Ρίχνεται σαν ζαρκάδι, πί­ σω της και στη μεγάλη του ρα πού έχει πάρει από τήν ανησυχία γιά την τύχη, τής καλύβα του Γκόθ κιαί τήν έ­ πεντάμορφης κοπελλας ξεχνά χει αφήσει πλάϊ σέ ιμιά πέ­ την σατανική γυάλινη σφαΐ- τρα τήν ώρα που πρσσπαθού σε νά ξυπνήση. τή Μπέλλα. Ή Χούλα, ιμέ τήν ίδια άνη συχία κι5 αυτή γιά τήν κυ­ ρία της, τρέχει πίσω από τον Κ άλ. Ό Χούπ αναστενάζει: — Πάλι ανώμαλα^ δρόμο θάχωμε! 3Από τή μέρα πού αυτός ό μυστήριος συνάντησε εκείνη, τήν καφετζου πίσω α­ πό τούς θάμναυς(*), έχω ξεχάσει πώς κάθονται! Φαίνε­ ται θά του είπε πώς Θά τρέχη·... τρία τέρμινα!

— Πήραν το μαγικό μου μάΤΐΙ, ψελλίζ®ι σαν χαμένος.

(*) *Ό άστείσς ιίιυγμιοαίος άνοαφέ» ρετιαι στην τηρώ τη φοιρά που το ιτοιιδι τής ζούγκλάς ακούσε Την π,ρόφητείσ οστού πού είνοοι Τό—■ ΠνεΟμια — Τής — Ύτΐιέρταΐης —Σσφίσς, (τεύχος Ιο ιμέ τίτλο: «Τό

Βασίλειο τού θανάτου*.


ΐΗί 20ΥΓΚΛΑΖ Μ5 αυτά τά τεελευτταΐα λό για κάνει νά άκολουθηση κι9 αυτός τόν Κάλ, και τή Χαύλος ,άλλά την ίδια στιγμή τό ιμάτι του πέφτει στη μαγική σψαΐρα του Γκόθ, πού είναι πετούμενη κάτω. —-Μεγάλος τράκας φ Κάλ, μουρμουρίζει μέ θαυμασμό. I ούφίαγε τήν τηλεόρασι του ιμυστήριου! ΤΙ, τά θές... "Α­ μα το παιδί έχει κακό χα­ ρακτήρας! Τώρα εμάς ή ίδια μάνα μάς (μεγάλωσε, τήν ί­ δια ανατροφή πήραμε, αλλά έγώ δεν αγγίζω ποτέ μου ξέ­ νο πράμα! " Ενα δαιμονισμένο κράξι­ μο άκούγεται πού διακόπτει τήν ήλίθια φλυαρία του πυ­ γμαίου. Είναι ή παρδαλή καιρακάξα του πού - τόν ττροτρέπει να άκαλουθήση τή Μπέλ λα καί τόν Κάλ. 4— Σ Τάσου, μωρή Μανταλέ

— Μεγάλος τράκας ό Κάλ!, μουρμουρίζει. Τουψαγε Την τηλεόρασι του μυστήριου!

1

— Μοονταλενα, φρόνιμα είπα! Έσύ θά μου πής τώρα τί θά κά­ νω, κοκορόμυαλη; ...

να!, τής λέει χασκογελώντας . Σ τάσου νά πιάσωμε κανό­ ναν σταθμό νά σπάσωμε κα­ λαμπούρι ! Σκύβει επάνω άπό τή μα­ γική κρυστάλλινη σφαίρα καί άρχίζει νά τήν στριφογυρίζη ανάμεσα στά μαύρα του δά­ χτυλά. — Που στην ευχή είναι τά κουμπιά της; μουρμουρίζει δυσαρεστημένος. Μύστη ρ ι ο μηχάνημα μά Την άλήθεια! Ή καρακάξα άρχίζει νά κρώζη καί πάλι ανήσυχα· Τόν άρπαζε ι με τό ράμφος Της α­ πό τήν πιροβιά καί Τόν τρα­ βάει. —- Μαντάλένα, φρόνιμα εί­ πα!, τσιρίζει ό Χούπ. 9Εσυ 'θά μου πής τί θά κάνω Τώρά, κοκκορόμυαλη; 1Αρπάζει νευριασμένος τή σφαίρα καί άρχίζει νά την


κουδουνίζω ιμέσα στα χέρια του μπας καί πάρει μπρος. "Υστερα -σκύβει μέ τα (μάτια γουρλωμένα και κοττάζει, άλ λα δεν βλέπει μέσκχ άλλο ά­ τι 6 εκείνον τον ,μαύρο αχνό πού στροίβ :>λ ίζετ α ι συνεχώς σχωματίζοντας τρομερά σχή •ματα. — 3Άϊ στην ευχή,! Παρά­ σιτα ·' ' γκριν ιάζει ό πυ­ γμαίος. Δεν είναι για προ­ κοπή ό Κάλ! Τό σαραβάλια­ σε ραίνεται μέ τό τρέξιμο καί που νά β,ρουιμε τώρα..., ράδιοτεχνίτη νά τό φτιάξη!.... Ή Καραΐκάξα κρώζει σαν τρελλ,ή και τραβάει απεγνω­ σμένα τον χαζό πυγμαίο από τήν προβιά, χωρίς βέβαια νά μπορή καί νά τον κουνήση. --— Μπά σε καλό σου!, τσι ρίζει ο Χουπ θυμωμένος καί >υρίζε-ι προς τό μέρος της ση κώνοντας τό χέρι του. αλλά μένει σ’ αυτή ,τή στάισι σάν στήλη., άλατος, γιατί βλέπει τέίσσερι ς πελ.ώιρ ιους άιγρ ι ο;|νιθρώπτους τής φυλής Χόνγκο με τά δέρατα στα χέρια, νά προχωρούν άπειλητικοί κατα­ πάνω του! ,(Οί άγριοι αυτοί πολεμι­ στές είναι εκείνοι, που Φρου­ ρούσαν τον Κάλ καί τή Χουλα με τον Χούπ οι δυο καί οι άλλοι ,δυό τή Μπέλίλα στήν καλύβα του ΠκόΟ. Είναι αυτοί που, ξεφεύγοντας άπό τήν ορ γή του απαίσιου ,μάγου, πή­ ραν τό διοομο των βουνών για νά σώσουν τή ζωή τους. Μά τώοα, βλέποντας ξαφνικά έμ προς τους τον μικρό πυγίμαΐο μετά άπό αλονύκτιο τρέξιμο,

έλπίζοφ πώς1 καί οί άλλοι θά εΤινιαιι κοντά κι5 άν κατα­ φέρουν νά τους συλλάβουν ό­ λους, ασφαλώς θιά έξευμενίσουν τήν οργή του φοβερού αρχηγού τους. Βαδίζουν λοι­ πόν μέ μια κυκλωτική κίνηισι καί μέ τά δόρατα υψωμένα ε­ ναντίον του για νά ιμή τον άφήσουν νά τους ξεφυγη. Ωστόσο ό τρελλο· - Χούττ μέ τήν απέραντη χαζομάρα του δεν καταλαβαίνει καθό­ λου ότι διατρέχει κάποιον κίν δυνο- 5 Αφού μάλιστα δίέν όρ­ μουν μέ^ φωνές εναντίον του παρά πάνε σιγά - σιγά, σιγουιριεύεται ότι δέν έχουν ...κ.α κές διαθέσεις καί τούς ύπαδέ χεται »μέ έγκαιο/51ότητα! -— Βρε καλώς τά παιδιά!, τούς φωνάζει μέ ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Εσένα σ3 έχω κάπου ξαναδή καί πάω στοί­ χημα !, ^ προσθέτει στον ένα άτό τούς μαύρους, που είναι αυτός πού τού είχε βάλει τις φωνές γιατί γελούσε όταν ή­ ταν ακόμα φυλακισμένος. Πέ ρασες ποτέ άπό τό χωριό τών Χολόα; (*) Μά κανείς άπό τούς άγρι­ ους Χόνγικο δέν τού αποκρί­ νεται. Τά μάτια τους γυαλί­ ζουν μοχθηρά καθώς τον ζυ­ γώνουν ολοένα. Δέν απομένει πια παρά ένα μόνο μέτρο καί (*) Ο.ι Χολόα ·εΐνιςχιΐ< ή φυλή τών ττυγιμσιίων ττου βρήκε τον 'Κάλ ολο­ μόναχο >κιαιί τπληγοοιμέινα στη ζούγ­ κλα ο τον ή τον οκτώ χρονών. Ή μη­ τέρα του Χούττ τον ,μιεγάίλωσίε τότε ■μαιζί »μέ τ'όιν γνιό τ,ης *κιαιι νΐι* αυτό τά δυο συνο·μήιλ ικίοο σχεδίαν ττιατ,ιδκά έγπναν αχώριστοι φίλοι.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

απλώνουν κιόλας τά χέρια τους νά τον αρπάξουν, στον του τρελλο - Χούπ του έρχε­ ται ίμια καταπληκτική ιδέα. —Μήπως υπάρχει κανένας μηχανικός σγάμεσά σας να μου διόρθωση, αυτό το σαρά­ βαλο; ρωτάει. Κάι τους δείχνει τή μαγι■κή σφαίρα, που τόση ώρα δέν φαινόταν κρυμμένη, ανάμεσα στα γόνατά του. Μά ή έμφάνιαις τής έκτυφλωτ ικ ή ς κ,ρ υστ άλλ ινηις σφα ί ρας φέρνει άποτελέσμστα κα ταπληΐκτικά καί εντελώς αντί θετά από εκείνα πού περιμέ­ νει ό Χούπ. Οι! τέσσερις μεγαλόσωμοι Χόνγκο, πετουν μέ ιμιά ταυτόίχρονη κίνησι τά ακόντιά τούς μακρυά καί τά πρόσω­ πά τους γεμίζουν ιερό τρόμο. Πέφτουν στά γόνατα τρέμοντας σύγκορμοι καί άκουμπά νε τά κεφ'άλια τους κάτω στη γη πολλές φορές, μπροστά στον /μικοό' πυγμαία πού μέ­ νει μέ τό στό|μσ ανοιχτό. Ή έκπληξίς του δμως^κρα τά πολύ λίγο. Κάνει αμέσως τή σκέψι δτι ασφαλώς αυτός θά είναι ό χαιρετισμός αυτών ^ών άνθοώπων. Πέφτει λοιπόν κΓ αύτός στά γόνατα κΓ ά:κομμπάει τό κεφάλι του στη γη. Τότε οί Χόίνγκο άικουμπάνε πάλι τά δικά τους καί ιμιένουν σ’ αυτή τή θέαι. Ό Χούπ βγάζει τότε την κα πελιλαδουοα του, την άικούμπάει δίπλα καί κολλάει κΓ αυτός την κεφάλα του κάτω γιά τά καλά. Κάθε τόσο ση­ κώνει τό ένα του μάτι και κ-ρυ

§'

Φοκυττάζει νά δ ή τι γίνεται, αλλά οί Χόνγκο μένουν ασά­ λευτοι στη θέσι τους. Ό χαζό Χούπ αρχίζει νά νευριάζη Τε λικά αφού βλέπει- πώς οί μαυ οο ι δέν παρουσιάζουν καμμ.ιά διάθεσι νά σαλέψουν από τή θέσι τους, πετάγεται όρθιος καί ξαναφοοσει τό καπέλλο του· — 'Άμετε στην ευχή, τσι­ ρίζει γκρινιάρικα. Μέ τοεΐς τ£ τοιες καληΐμέρες θά μου πέ­ σουν τά νεφρά! Κυττάόει μέ γουολωρένα ■μάτια τούς Χόνγκο πού εΐναι ακόμα στην ίδια θέσι, τόσο ακίνητοι- πού μοιάζουν αγάλ­ ματα σκαλισμένα επάνω σέ σέ μαύρη, πέτρα. — Κύττσ, μωρή Μσνταλένα, λόξες πού έχει ό κόσμος! ιμουρμουρίζει ό Χούπ στην παοδαλή καρακάδα του. Δη λαίδή αυτοί οί άνθρωποι ώσ­ που νά πουν καλ,ημέρα, γίνε­ ται... καληγύχτ α! Μά φυσικά δέν πρόκειται γιά κανόναν χαι,ρ,ετ ιίσμό, ό­ πως όλοι θά έχουν καταλά­ βει. Άπλουστατα ό σατανι­ κός ιμάγος Γκόθ έχει έμπνεύσει σέ δλον τον λαό του ιερό ταόιμιο γιά τή μαγική σφοΐρσ του. Γιά νά μην τολμήση πο­ τέ κανείς νά επιχείρηση νά την κλέψη, τούς έχει κάνει νά πιστέψουν πώς ό ποώτος πού θά την άνγίξη θά πέση κεραυ νός την Τ6ία στιγμή νά τον κάνη. στάχτη. Μά εκείνος πού μπορεί καί την κόστα στά νέ ρ·ια του είναι ό εκλεκτός των Πνει/μάτων! ΕΙΙναι Παντοδύ­ ναμος !. ·.. Μπορεί νά 61 στάξη


10

τον κεραυνό και την Ανεμοθύ­ ελλα. Μττορεΐ νά σκορπίση τά σύννεφα η νά σβύση τον ήλιο ! "Ολες αυτές οι τρομακτι­ κές Ικανότητες υπάρχουν για τους δε ιο* «δαίμονες Χάνγκο, αυτή τή στιγμή επάνω στο χιαιζο- Χούπ, ό όποιος ούτε τό φαντάζεται! Εκείνου τό μυα λό του ούτε καν μπορεί νά φ'ανταστή τέτοια πράγματα κάΐ γυρίζει άλλου1. Ξαφνικά, λοιπόν, δίνει μια με τήν πα­ λάμη του καί χτυπά τό κού­ τελό του. — Τί χαζός πού εΐμαι !■, ξεφωνίζει. Δεν έχει, τίποτα ή φουκαριάρα ή τηλεόρασής πού τήν κατηγόρησα! 'Απλούστα το αυτός ό κουτεντές ό Κάλ δεν πήρε μαζί του καί τήν κεραία! Ξήνει τό πηγούνι του ευχα­ ριστημένος καί συνεχίζει; . — Ψίτ! Όμορψάπαιδα!

Βλέπει τέσσερις πελώριους άγριανθρώπους της φυλής Χάνγκο να προχωρούν Απειλητικοί κατα­ πάνω του.

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

Οί τέσσερις μεγαλόσωμοι Χσνγκο πετουν τα κοντάρια τους τρομαγμένοι.

"Οποιος από σάς δεν είναι ά ληθινό άγαλμα, νά σηκώσητό χέρι του! Τότε ένας από τούς άγρι­ ους σηκώνεται ξαφνικά όρθιος καί ξαναπέφτει αμέσως στά γόνατα αγκαλιάζοντας τά πό δια του Χούπ*. — 'Ώ, Παντοδύναμε πυ­ γμαίε !, ξεφωνίζει μέ τρόμο. Σέ παρακαλοΰμε μή μάς σκοτώσης! Μή στείλης τις ιρυχές μας στον κάμπο των αιω­ νίων βασάνων.·. Οί ματάρες του Χούπ γουρ λώναυν ολοστρόγγυλες. — Αμάν καιραμπόλα, μωρή Μανταλένα!, λέει στο παρ δαλό πουλί, πού έχει έρθει καί κάθεται στον ώμο του. Φαίνεται θάχουν ξεφύγει από τό τρελλοκαμεΐο του Ρκόθ καί πρέπει- νά τους γυρίοουίμε πί σω!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

—"Οχι, Παντοδύναμε! Αν πήσαυ μας!, ξεφωνίζουν σττα ρακτίικά και οΐ τέσσερ ις πο­ λεμιστές^ μαζί. Ό Γκόθ θά μάς χαρίση- τον αργό θάνατο άν μάς ξαναστείλης σ’ αυτόν! —θά σάς τον χαρίση; °Έ; Καλά! Μην τον παίρνετε ε­ σείς!, (μουρμουρίζει ό χαζόΧουπ απορημένος. — Μή ιμάς στείλης σ5 αυ­ τόν!, ικετεύει τρέμοντας σύγ κ αρμός ό άγριος. Θά σέ ύπη,ρετήσουμε πιστά άν μάς άφη σης νά μείνουμε μαζί σου! ΚαΓι τή ζωή μας θά δώισουμε ευχαρίστως για σένα', άν μάς ύποσχεθής νά όδηγήσης τις ψυχές μας στην Κοιλάδα τής Δεύτερης Ζωής! — "Εχετε Ααξάρα σύννεμ φο!, λέει διασικεδάζοντας α­ φάνταστα ό Χαύπ. Γ ιά νά πώ την αλήθεια όμως εμένα τι μέ νοιάζει; Είπατε θά μέ υπη­ ρετήσετε πιοτά;

Πέφτουν στά γόνατα κι* άκουμπάνε τά κεφάλια τους στη γή.

Π

4 Ο Χουπ κρυφοκυττάζει νά δή τί γίνεται.

— "Ω, ναΓ, Παντοδύναμε! — ξέρετε, δεν ΘΙέλω ζαβο­ λιές, έτσι; Στην πρώτη κου­ τσουκέλα θ’ αγριέψω! Κι3 άμα αγριέψω θ3 άψήσω τις ψυχές σας νά πάνε στον κάμπο που λέγαμε στην άρχή! Μαρρο ς τ ρό) μο ς ζω γρ αφ ίζε ται στά μάτια των άραπτάδων καί ό Χουπ σκάει στά γέλια. — ’Ώ, Παντοδύναμε! Ε­ σύ μπορείς νά διαβάσης τή σκέψι μας οποία ώρα θέλεις! ΓΊώς μπορούμε νά σέ προδώσουμε; — Είναι1 κι5 αυτό!Τ6χα ζεχάσει!, τσιρίζει ό Χουπ μή μπορώντας νά συγκράτηση τό κέφι του καί βαστώντας την κοιλιά του από τά πολλά γέ­ λια. "Ε, ρε τρέλλα ! Να φάν κι3 οί κότες! Λοιπόν: "Ορκι­ ζόσαστε πώς θά εϊσαστε πι­ στοί μέχρι θανάτου; — Τ ορκιζόμαστε!


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

πού είναι σκορπισμένα σ3 ε­ κείνο τό τρομερό οροπέδιο, α­ ποτελούν ένα απέραντο λα­ βύρινθο που έχει χιλιάδες ρϊ κρούς δρόμους πού είναι όλοι τους ρμοιοι κάί δεν ξέρεις ποι ον άπ3 αυτούς νά πάρης. "Οταν ό Κάλ καταλαβαίνη οίι έχιει χαθή ανάμεσα σ3 αύ τον τον απίστευτο λαβύρινθο των καταικορύιφων βράχων, σκέπτεται ότι είναι καλύτερα νά ξαναγυρίση στον Χούπ. Ή σκέψι του πηγαίνει στην αστεία καρακάξα του φίλου του. Εκείνη /μπορεί νά πετάξη επάνω από τά βράχια καί από ψηιλά νά δ ιακρίνη σέ^ ποιόν άπό τις μυριάδες των δρόμων βρίσκεται ή Μπέλ­ λα. Μά γρήγορα καί μέ καιινούρ για αγωνία τό γιγαντόσωμο αγόρι καταλαβαίνει δτι ούτε πίσω1 δεν μπορεί νά γυρίση πιά, όπως ακριβώς βέν μπο­ ρεί νά πάη καί μπροστά. Στέ κεται τότε καί κυττάζει τή νέ γρα μέ απελπισία. — Χούλα, τής λέει άνήοιυ χα, μου φαίνεται πώς χαθήπ κάμε! Ή μαύρη υπηρέτρια τής Η ΟΡΓΗ Μπέλλσς πού τόση ώρα τρι >όριζαν καί δέν καταλάβαινε ΤΟΥ ΓΚΟΘ τίποτα άπό την αγωνία του Ο ΛΕΥΚΟ ^ παιδί τής λευκού παιδιού, γουρλώνει τώ ζούγκλας, ό Κάλ τρέχει ρα τά χόντρυνα μάτια της μαζί με τή Χοόλα νά μέ απορία. πραλάβη τή Μπέλλα. Γρήγο­ — Χαθήκαμε; μουρμουρί­ ρα όμως αντιλαμβάνεται δτι ζει σαστισμένα. Μέ τό μπαρ αυτή^ή ελάχιστη, ώρα που κα δον κιόλας, άφέ'ντη Κάλ, άλ θυστέρησε νά ριχτή από πίσω λα ούτε βλέπω ούτε ακούω νά της είναι .μοιραία. μάς κυνηγάη κανείς! Τά όρθια εκείνα βράχια — Δέν κατάλαβες... Δέν έν —'Να πεθάνη ή μάνα σας σν λέτε ψέματα; —■ Να πεθάνη! —<Πάει, ή ψουικαιρί'άρα!, λέ •ε* ό Χουττ μέ λύπη· "Άντε λο·ι> πάν, ξεκινάμε;, παιδιά! Α­ πό εκεί θά πάμε, που είναι τά βιράχια... Θέλω νά βρω κά­ ποιον φίλο μου... Θά τον κά­ νω εγώ νά τρείλλαιθή από τη σαστιμάρα του... "Οσο πια γιά τις Χούλες μου! Θεούλη .μου! Τέσσερις μαντράχαλοι θά της κουβαλάνε νά τρώη κι* εγώ θά κάθομαι σάν πασάς δίπλα της και θά καμαρώνω. ίΚαι που καί που θά μου ρίχνη καί τή σφαλιάρα μου! Κάπως έτσι πρέπει νά είναι ό Παράδεισος! Ζητώ ή τρέλλα! .·.. Και μ3 αυτόν τον θριάμβου τικό μονόλογο, μπαίνει επί κεφαλής του αγήματος των πολεμιστών του καί τραβάει ανάμεσα στά βράχια πού εί­ χε 6ή νά χάνωντα,ι ό Κάλ μέ τή Μπέλλα καί τή Χοόλα, κρσ τώντας πάντα στά χέρια του κ αί την ... τηλεόρασ ι. Ή Μανταλένα τον άκουλου 6ε? κρώζοντας κωμικά επάνω από τό κεφάλι του.

Τ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νοώ ότι χαθήκαμε γιατί μας κυνηγάνε, άλλα δεν μπορού­ με νά βγούμε μέσα από τά φοβερά βράχια πού μπλέξα­ με ! "Ολοι ^οι δρόμοι· είναι ίδτοι. Γερνάμε καί ξαναγυρνδαμε στο Τ5 ιο μέρος χωρίς α­ ποτέλεσμα·.. ^-ιΚαι αφού όλοι οι δρόμοι είναι ίδιοι, ρωπάει ή Χούλα, που τό ξέρεις, αφέντη Κάλ, δτι στεκόμαστε συνεχώς στο ίδιο ,μέρος; Μπορεί καί νά προχωρούμε... —Ν σι, άλλα ή Μπέλλα* Θά είναι ασφαλώς χαμμένη μέ σα σ3 αυτό τό κσταοσιμένο σύ|μπλεγμ α ιάπό βράχου ς... Πώς θά την ανακαλύψου με καί πώς θά την ξετρυπώσου­ με από δώ ιμέσα; — Πρέπει νά ΐτφοχωρήθ σοϋμε!, λέει ή Χούλα, Θά προχωράμε όσο βαστάνε τα πόδια μας, άφ-έντη Κάλ. ·Πρέ πει νά βρούμε την κυρία μου.

13

— Ναι! Πρέπει!, λέει ^καί τό αγόρι· στενοχωρημένο^ 3Άς προχωρήσουμε λοιπόν όπως λες κιαί ό θεός βοηθός·.. Ξεκινούν καί βαδίζουν μέ •μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν τρέ χοντας. Ό Κάλ προσπαθεί παρ3 όλα τά^στριψίιμστα που κάνουν συνεχώς νά κρατάη κά­ ποιον προσανατολισμό. Πέρνα ει έτσι λίγη ώρα καί ξαφνικά τά ιμάτια του λάμπουν καί στέκει μπροστά σ3^ ένα παοά ξένο σημάδι πού είναι σκαλι­ σμένο στη γωνιά του βράχου. — ΕΤδα καί άλλα δυο τέ­ τοια σημάδια ώς τώρα, χωρίς νά δώσω σημασία!, φωνάζει θριαμβευτικά. Κι3 όμως! ”Ε πρεπε νά τό καταλάβω! Ά σφαλώς οι λαοί πού κατοι­ κούσαν εδώ, ίσως καί οί ίδιοι οί Χόνγκο, θά ποέπει νά περ νουν τακτικά από αύτό τό -μέ ρος. Δεν μπορούν λοιπόν νά περνούν κάθε φορά μέ τή'μνή μη τους -μόνο. Θάχουν ση,μαδέ ψει -μ3 αυτά τά σημάδια γιά νά τον βρίσκουν. 3Άς τά α­ κολουθήσουμε !... · Πραγματικά, ό Κάλ έχε-, δίκηο. Μόλις .μπαίνουν στο έπόίμενο δρομάκι πού σχη,ματί ζεται από δυο όρθια βράχια, βλέπει ένα άλλο σηιμαδάκι ό­ πως τό προηγούμενο, σκαλι­ σμένο επάνω στην^ πέτρα. ΓΙα ρακάτω συναντούν -μια διασταύρωσι πού ανοίγονται τέσ σερις δρόμοι ανάμεσα^ στούς β,ράχους. Μά -μόνο στον έναν οπό τούς τέσσερις υπάρχει τό σημάδι πού θέλει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Δέν υπάρχει πιά καμμιά


14

αμφιβολία δτι ακολουθούν τόν σωστό δρόμο καί το μόνο που δεν είναι βέβαιο είναι πώς θά βρουν τή Μπέλλα όταν βγουν μέσα ιάπό το βραχώδες χάο^. ΤΙ όντως βαδίζουν πια στα σί­ γουρα οδηγούμενοι από τά σημάδια καί ή πορεία τους είναι γρήγορη. Ωστόσο περνούν ακόμα τρεις ολόκληρες ώρες περπα­ τώντας βιαστικά — σχεδόν τρέχοντας. Ή καημένη ή Χού λα ιμέ όλο τόν όγκο της υπο­ φέρει αφάνταστα- Έχει μου­ σκέψει ολόκληρη. από τόν ι­ δρώτα και εχει λαχανιάσει σαν σκυλί. "Αν ήταν ό Κάλ μόνος του δεν θά χρειαζόταν ούτε μισή ώρα για νά περάση τό λαβύρινθο. Τέλος, τά ιβράχισ τελειώ­ νουν ικαί τό αγόρι κι3 ή νέ­ γρα βγαίνουν στην άλλη ά­ κρη τους. 5Αντί όμως ν3 άναοάνουν βαθεΐιά πού βρίσκον­ ται επιτέλους σε ελεύθερο χώρο, τούς κόβεται ή ^άνάσα καί τά μάτια .καί των δύο τους γουρλώνουν από τόν θσυ μασίμό. Μπροστά τους τό έδαφος σχηιμστίζει ιά πλαγιά καί κάτω από την πλαγιά αυτή απλώνεται μια απέραντη κα­ τάφυτη κοιλάδα, γειυάτη. λου λούδια με εκ ατ θυμάρια χ σώ­ ματα καί τρεχούμενα νεοά. Ό Κάλ, πόλις περνά π τι.οώτη του έκπληξις φέονει τά χέρια στο στόυα σάν χωΜί καί φωνάζει πολλές φορές ιμέ όλη του τή δυναυι τό όνομα τδς /Απέλλας. "Υστερα από αϊτόν δοκιμάζει καί ή Χούλα

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Είδα κι3 άλλα δυο τέτοια σημάδια, ώς τώρα!, λέει ό Κάλ. "Ας τ3 ακολουθήσαμε.

μέ τή στρίγγλιικη φωνή της που ιμπορεΐ νά ακουστή ολό­ κληρα ιμίλια ,μακρυά. Μά δεν παίρνουν καμμιο απάντηση Ούτε από τό μέρος τοΰ λαβύ­ ρινθου, ούτε από· κείνο τής κοιλάδας. —Χάθηκε!, λέει σιγά, πέν θμα ό Κάλ. Ζήτημα είναι άν θά τήν ξαναβρούμε ποτέ πια ! Ή Χούλα αρχίζει νά ,μυξοκλαίη. Τόσο απαρηγόρητη εί ναι, πού δεν προσέχει ότι κα­ θαρίζει τή μύτη της στην πε­ ρίφημη: δαντελλένια ποδίτσα της πού τήν έχει μή βρέξη καί μή στάξη... — "Ελα!, τής λέει άποφα σιστικά τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. "Ας πάμε στην κοι­ λάδα νά ψάξωμε κι3 εκεί. Δέν τι ρέπει ν3 άφήισουμε καμμιά πιθανότητα όσο μικρή κι3 άν είναι..,.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Μέ βόρεια καρδιά προχω­ ρούν πιρος την έξαίσιαν αυτή κοιλάδα ιτού άλλη ώρα θά γέ μ ιζε την ψυχή τους άγαλλίασι 'κοΰι ευτυχία καί μόνο νά την βλέπουν. Μά τώρα τά ιμάτ.α ίκαί των δυό τους είναι1 μόνο για τη Μπέλλα καί δσο δεν την βλέπουν δεν μπορούν τπατα νά χαρούνΦθάνουν οπήν ικοιλάδα καί χώνονται κάτω από τά δέντρα Χιλιάδες ιμεθυιστικά άρώματα τους τριγυρίζουν (μά κανείς από τούς δυό τους δεν τά κα­ ταλαβαίνει. Ψάχνουν μέ τις ώοες, ώσπου ή καημένη ή Χού λα δεν ,μπορεΐ πια νά σταθή πάνω ατά πόδια της καί σω­ ριάζεται κάτω σάν άψυχο κου ψάρι. Ό Κάλ άναγκάζεται νά σταθη κι5 αυτός. — Μέ τό ρπαρδόν κιόλας, του λέει ή νέιγιρα πένθιμα. "Αν θέΙλης, αφέντη Κάλ, συ­ νέχισε (μόνος ίσου τό ψάξιμο Κι9 έλα νά μου πής άν βρδί­ κες τήν καημένη τήν μις Μπέλ λα. — Όχι, λέει ό Κάλ. Χά­ σαμε τή Μπέλλα καί τον κα κομο'ίιρη. τον Χού'π πού δεν ξέρω τί θά άπογίνη μόνος του σ’ εκείνη τήν ερημιά. "Ας μ ή χωρίσουμε καί οι δυο μας. — "Αχ!, κλαψουρίζει ή Χούλα απαρηγόρητη στή σικέ ψι του νεαρού πυγμαίου. Ό καημένος ό Χουπάκος μου! Καί τί δεν θά μου κουβαλού­ σε τώρα νά φάω, πού δεν μπο ρω νά >σταθώ ατά πόδια μου από τήν κούρασι καί τήν πεί­ να! Έκεΐνος θάφερ'νε συνε­ χώς μπανάνες, καρύδες χουρ

15

μάδες κι5 δ,τι άλλο βάζει ό νούς σου κι5 εγώ θά καθόμουν έδώ δά κάί θά τά περιδρόμια ζα —- μέ τό μπαρδόν^κιολας! Μά τώρα πάει!·... Πάει κι9 ο Χούπ, πάει κι’ ή δυσπυχισμέ νη ή μις Μπέλλα^ Χί, χί*, χΠ ιΚαί ή νέγρα τό ρίχνει στο κλάΐμα. — Μήν κλάίς, τής λέει ο Κάλ. θά κυττάξω· νά σου βρω εγώ κάτι νά σου φέρω νά φάς. 5 Εγώ δεν έχω ικαμμιά 6ρεξι νά βάλω τίποτα οπό οπό μα μου, ιμά εσύ πρέπει νά φάς καλά" νά βρής τις δυνά­ μεις σου, νά μπορέσης νά συ νεχίσης τον δρόμο... Κι’ ό Κάλ σηκώνεται καί ετοιμάζεται νά πάη νά κόψη Φρούτα. Μά δέν προλαβαίνει νά κάνη ούτε ένα βήμα. Τήν ίδια στιγμήν άκουγεται μια άγρια κραυγή πού μοιάζει ουρλιαχτό θηρίου1, άλλα έχει βγή από τό λαρύγγι τού τ,ρο μερού μάγου Γκάθ ! Τήν κραυ γή αυτή τήν άκολουθεΐ μια τρομακτική φασαρία από δε­ κάδες άλλες άγριες φωνές μί­ σους καί έκδικήσεως καί αμέ­ σως επάνω από τά κλαδιά των δέντρων πού τούς σκε­ πάζουν, ξεπηδούν σάν πρα­ γματικοί διάβολοι ο! πολειμι στες Χόνγκο τού απαίσιου μάγου. Ό Κάλ δέν προλαβαίνει νά άμυνθή;. Πάνω άπό εκατό ολόμαυρα χέρια τον αρπάζουν άπό παντού κάί χοντρά σκοι νιά άπό φυτικές ιίνες αρχί­ ζουν νά τυλίγουν τό κορμί του Όσο για τή δύσ]μοιρη τή Χαύλα, αυτή καί νά τούς έ­


16

βλεπε νά τρέχουν άττό μακρυά εναντίον της, δεν θά είχε τό κουράγιο νά σηκωθή από τη θέισι της γιά νά τό 'βάληι στά πόδια. Μέσα σέ δυο δευτερόλεπτα ό Κάλ καί ή Νέγρα είναι αι­ χμάλωτοι του σατανικού μάγου. Καί1, τότε, μέσα από τ ι ς φυλλ ωσ ιέ ς, /παρουσ ιάζεται και ή πεντάμορφη Μπέλλα. Οι κινήσεις της είναι άκο μη κάί τώρα σπασμοοδ ικές σάν ρομπότ. Τά μάτια της αστράφτουν από μίσος καθώς κυττάζει τον Κάλ και τη Χοό λα. Σηκώνει τό χέρι της μέ μια έπίσημη κίνησι καί δεί­ χνει τούς δυο αιχμαλώτους. ^— Πρέπει, νά πέθάνουν α­ πό τό χέρι μου, μεγάλε Γκόθ, μουρμουρίζει μέ φωνή αλλα­ γμένη από τό μΐσος. Γιατί αυτοί οί 6υιό θέλησαν νά μέ πάρουν από κοντά σου! Ό μάγος γελά σάν πρα^ γματικός δαίμονας καί στά μάτια του καθρεφτίζεται ό θάνατος. —"Έννοια σου, ωραία κό­ ρη!, φωνάζει άγρια,. Θά πάρης την έκδίικιησι πού πρέπει· Θά^ σου δώσω ένα μιαχαΐρι πού θά τό βύθισης στην καρ­ διά των αίιχμσλώτων μας!... Μά όχι ακόμα... "Οταν έρθη ή ώρα.... ^Πρώτα> πρέπει νά βασανιστούν γιατί τόλμησαν νά τά βάλουν μαζί μου! Πρέ πει νά μ εταινοιώθουν χίλιες φορές γιά δ,τι έκαναν πριν πέθάνουν!.... Ό Κάλ καί ή Χούλα κυττάζουν μέ φρίκη αυτό τό φάν­ τασμα πού είναι ή Μπέλλα.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Τά μάτια της είναι σατανι­ κά σάν τού Γκόθ, καί τό παι 6ί τής ζούγκλας καταλαβαίνει μέ φρίκη ότι είναι υπνωτισμέ­ νη ιάπό αυτό τό τέρας. Στο μεταξύ ό μάγος ζυγώ­ νει από πάνω του κιάί μουρ­ μουρίζει άγρια μέσα στ5 αυ­ τί του γιατί δέν θέλει νά τον ακούσουν οι πολεμιστές του: — Λευκό σκυλί, πές μου πού έχεις τή μαγική σφαίρα μου καί θά σού χαΙρίσω τον γρήγορο θάνατο! "Ηχείς την ύπόσχεσί μου! ^ — Είμαι, σίγουρος, οτι δέ θά κρατούσες τό λόγο σου, Γκόθ!, λέει ό Κάλ μέ θάρ­ ρος^. Μά όπως καί νάχη τό πράμα, τή μαγική σου σφαί­ ρα δέν την έχω πιά! Μού έ­ πεσε ^στά βράχια κΓ έγινε κομμάτια! "Ενα σπαρακτικό1 ουρλια­ χτό σάν θηρίου πού τού μπή­ γουν^ μαχαίρ^ι οπήν καρδιά, ξεφεύγει από τά χείλια τού τερατώδους μάγου· Λευκοί άφριοί λύσσας ξεπηδάνε από τό στόμα του. Σφίγγει τις γροθιές του μέ μανία καί τά μακρυά σάν τού γερακιού νύχια του μπήγονται στις οά.οκες του ξεσχίζοντας τες. -— Πνεύματα τής Νύχτας καί τού "Ολέθρου!, στριγγλί ζει ,μέ τή στριγγιά σατανική φωνή του* "Αγρια Στοιχειά τού μίσους καί τής έκδιικήσεως! ^ "Αστροπελέκια κι5 ανε­ μοζάλες.^ Δηλητηριασμένα έρ πέτα καί μαύρα σαρκοβόρα κοράκια! "Ολοι εσείς, πιστοί μου φίλοι καί σύμμαχοι! Ε­ λάτε νά παρακολουθήσετε την


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

έκδίκησι τοϋ Γικάθ στον τγιο θανάσιμο έχθΙρό' του!... Γυρίζει μέ μανία στους πο λεμ ιστός του πού πσρσικολου­ θούν με τρόμιο την ασυγκρά­ τητη οργή του και ουρλιάζει ξέφρενα: — Κουνηθήιτε, σκύλοι!, Κ αρφώιστε πασσάλους στη γη και δύστε επάνω τους τούς αιχμαλώτους μου! Οΐ Χόνγκο τρόμοντας από τον φόβο τους τρέχουν νά έκτελέσουν τη διαταγή τού φο­ βερού κυρίου τους.... ...ΚΑΙ ΧΟΥΠ, Ο ’ΘΑΥΜΑΤΟΠΟ ΙΟΣ

ΩΣ ΟΜΩΣ βρεθηκαν σ έκεΐνο τό μέρος ο καταχθόνιός Γκόθ μέ τούς πολεμιστές του; Καί πώς βρέθηκε μαζί του καί ή πεντάμορφη, Μπέλλα; 'Απλούστατα ό σατανικός μάγος επικεφαλής ριάς από τις ορώδες πού είχε βάλει νά ψάξουν για τούς διραπέτες, έφθ|ασε επάνω στις κορυφές των βουνών πού τριγύριζαν τό οροπέδιο μέσα στο οποΐο βρισκόταν ή πόλις τών Χόν­ γκο· Έκεΐ ανακάλυψε τά ί­ χνη τών τεσσάρων ηρώων αύτής της ίστορίιας στο σιημεΐο πού είχαν σταθή για νά συνεφέρουν τη Μπέλλα. Δεν βρή κε όμως κανόναν κΓ έτσι ακο­ λουθώντας τ αχνάρια τους τά εΐίδε νά κατευθύνωνται προς τό λαβύρινθο τών βράχων. Ό ταν μπήκε κι5 αυτός ρέ τούς πολεμιστές του έκεΐ μέσα, δε μπορούσε πιά νά παρακολου^θήιση ίχνη, γιατί τό έδαφος ή­

Π

Μ

ταν όλο βράχος καί δεν έμε­ νε κανένα αποτύπωμα. Μά ό Γικόθ γνώριζε πολύ καλά τό δρόμο μέσα από τό λαβύριν­ θο, γιατί αυτός είχε κάνει τά σημάδια στά βράχια για νά μπαρ ή νά πηγαινοέρχεται οποτε ήθελε μέ ευκολία. 5Απο­ φάσισε λοιπόν νά πέραση; α­ πέναντι καί φθάνοντας ανά­ μεσα στην πυκνή βλά'στησι τής κοιλάδος νά περιμένη τούς εχθρούς του. Την ώρα πού ό σατανικός Γκόθ βρισκόταν μέσα στο λα βύρινθο, ήταν έπίσιης έκεΐ μέ­ σα καί όλοι οΐ άλλοι γνωΐστοίμας. Ό Κάλ μό τή Χούλα περιπλανιό(ταν ανάμεσα στά βρά χια χωρίς νά έχουν ανακαλύ­ ψει ακόμα τό σωστό δρόμο -καί γΓ αυτό δεν συναντήιθηκαν μέ τον φοβερό εχθρό τους Ή μόνη πού βρέθηκε στο δρό μο τών Χόνγκο καί τοϋ Γκόθ ήταν ή Μπέλλα. Μόλις εΐδε τον απαίσιο μάγο έτρεξε νά πέση στήν αγκαλιά του! "Έ­ τσι ο σατανικός Γκόθ τήν πή ρε μαζί του καί φτάνοντας στήν εύφορη κοιλάδα, στρατό πέδεψε ανάμεσα στά δέντρα, όπου καί έστησε τήν ένέδρα στον Κάλ καί στ ή Χούλα..· Μά ό Χο-ύπ, ό πυγμαίος, που βρισκόταν τήν ώρα που ό τερατόμορφος Γκόθ περνούσε τον λαβύρινθο; Ό Χούπ λοιπόν, βρισκόταν κΓ εκείνος μέσα ακριβώς στόιν ίδιο λαβύρινθο τών βράχων! Είχε μπή επικεφαλής τών τεσ σάρων Χόνγκο δούλων του, μέ τήν καρακάξα τή Μαντα-


ΚΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΙ

λένα στον ώμο, τή φοβερή κρυστάλλινη -σφαίρα στο χέρι και τον θρίαμβο στο πρόσωπο. Στην αρχή τό γλένταγε κιόλας σίγστρσγουδώντας μέ τήν παράτονη φωνή του·. Τρα­ βούσε -μπροστά στρίβοντας τον πρώτο δρόίμο πού ανοιγό­ ταν τήν κάθε φορά στο διάβα του και στ αν βρισκόταν σέ δ;ασταύρωσι δυο ή περ ισσοτέρων στενών, τραβούσε μές τά σλα θριαμβευτικά χωρίς νά ένδιαφέρεται για τίποτα καί (κρατούσε καί πόζα για νά κάνη τό κομμάτι του στους συνοδούς του. "Αν τούς ρω­ τούσε βέβαια θά τοΰ έλεγαν τον σωστό δρόμο πού οί Χόν

γκο τον γνώριζαν. Μά ούτε στιγμή δεν πέρασε από τό ·μυ αλό του χαζού πυγμαίου οτι ήταν δυνατόν νά τριγυρίζη ά­ σκοπα στο ίδιο -μέρος τόσες ώρες. Οί τέσσερις πολεμιστές πάλι έβλεπαν δτι βάδιζαν στά τυφλά άλλα δεν τολμού­ σαν νά πουν λέξι στον ...παν τοδύναμο αρχηγό τους! 9Η­ ταν ίικανοί νά τον ακολουθούν στις βόίλτες του χωρίς νά βγά λιουν λέξι, μέ,χιρι πού νάβγσινε ή ψυχή; τους άπό τήν κου­ μάσι καί τήν πείνα, άφοϋ ή­ ταν έξαισφαλιισμένο δτι θά πή γα,ιιναν στήν... Κοιλάδα τής Δεύτερης Ζωής, δηλαδή στον Παράδεισο τών αγρίων.

-— Μακριά οπτ’ τις λακκούβες νά μην τραντάζομαι πιάνει ή ζάλη!, λέει ό Χ©ύιτ αυστηρά.

γιατί

μέ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Δίπλα στον φοβερό Γκόθ κάθεται

Κορμιά φορά όμως, ό Χούπ αρκετή ήρα μετά πού ό Γκόθ με τούς πολεμιστές του είχε περάσει ανάμεσα από τό λα βύ;ρινθο, βαρέθηκε αυτό τό βι ολί. ★ * * ■Κοντοστέκεται και κυττάζει αύστηρά τούς τέσσερις α­ γριάνθρωπους, πού στο βλέμ μα του αυτό αρχίζουν να τ,ρέ μουν από τή λαχτάρα. -— Έϊ! Τίρέλλακομεΐο !, τούς φωνάζει αγέρωχα. Τρα­ βάει, μακ,ρυά ή βαλίτσα — άν επιτρέπεται κιόλας; — Παντοδύναμε πυγμαίε! ■μουρμουρίζει δειλά, ό ένας α­ πό αυτούς. Πες μας δ,τι Βες κι5 έμεΐς θά τό κάνωιμε άμέ-

ή υπνωτισμένη Μττέλλα.

σχος!....

— Είσαι τσίφτης, αδερφέ μου, τού λέει ό Χούπ χασίκογε λώντας. ΚΓ εγώ είμαι... παν τοδύναρος...· ιβλάκας, πού δεν τό σκέφθηκα τόση, ώρα! Θέ­ λω νά με πάρετε στα χέρια σας και νά ,μέ βγάλετε από τούτη την ξεραΐλα! Ψοφάω για μια τοποθεσία κάπως πιο άνοιχτόκαρδη, ;μέ λίγη, χλάη ικαΐ νρρό καθαρό πού νά πίνεται! — Ή επιθυμία σου θά έκτελεσθή, παντοδύναμε! θά σε οδηγήσουμε σε μια όνειρε μένη κοιλάδα πού τά νερά .κε­ λαρύζουν αδιάκοπα ικαι πού ανθούν ολόκληρες θάλασσες από μεθυστίικά, πολύχρωμα


2ύ λουλούδια...· — Γ ιά κ-ύττα πού τόιν έπια σε ό ρωμαντιισμός τό βλάΐχο!^ ιμοοριμοΜΡ ίζε ι έκιστ αη ιικός ο Χούττ. Δεν μού λες...· μικρέ, φρούτα έχει σ' αυτό τό μέρος πού μού λες; —"Ολων των δέντρων τά κλαδιά γέρνουν αβάσταχτα κάτω από τό βάρος τους, παν τοδύναμε! Φρούτα όλων των λογ ιών, λαχταριστά, γλυκά σαν τό μέλι! — Μωρέ ευφράδεια!, θαυ­ μάζει και πάλι ό χαζό - πι>γμαΐος. Έσύ μορφονιέ μου, έ π,ρεπε ν’ άνοιξης μανάβικο 1 Καί πρέπει νά βρω καί τίς Χοΰλες μου νά τίς πάρω σ' αυτό τον γαργαλιστικό τόπο! Καί τότε θά δής δουλειές μέ φούντες πού θάχετε, τσαχπίνιιδες! Έ μπρος! 'Αρπάχτε με στά χέρια ικαί τρεχαλάτε κα­ λά! Καί μοκρυά από τίς λακ κσΰίβες νά μήιν τραντάζωμαι γιατί μέ πιάνει ζάλη! Στη στιγμή ή διαταγή του εκτελεΐται. Δυο άπό τούς ά­ γριους Χόνγκο κάνουν τά χέ­ ρια τους σκαμνάκι καί τον κα­ θίζουν επάνω. "Έπειτα αρχί­ ζουν νά τρέχουν σάν καθαρό­ αιμα άλογα· Ή παρδαλή κα•ρακάξα κάθεται πάντα στον ώμο του τρέλλό - πυγμαίου καί χαίρεται κι5 αύτή τό μο­ ναδικό- σέ πολυτέλεια ταξί­ δι. — Είδες, μωρή Μανταλένα, τι σπουδαίο αφεντικό πού έχεις; τής λέει ό Χ-ουπ καμα­ ρωτά. Κρίμα πού ή... τηλεσρα|σι δεν δουλεύει μέ μποοτα-

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

(ρίος, νά βλέπαμε καί κανένα χορευτ ικό ! Ψοφάω γ ιά κάτ ι τέτοια! Περνούν δυο ώρες στις ό­ ποιες 6 Χούπ είναι απόλυτα ευτυχής καί μέ τό δίκιο του. Τέλος πάντων ό λαβύρινθος των βράχων τελειώνει καί βρί­ σκονται μπροστά σ’ εκείνη την υπέροχη κοιλάδα. Ό πυ­ γμαίος γουρλώνει τί-£ ματάρες του καί πηδάει κάτω άπό τά χέρια τών συνοδών του·. — Μωρέ κύττα πράμα!, λέει δυνατά ενθουσιασμένος, Παίρνει φόρα καί τραβάει μια δυο βαθειές ανάσες. — "Ως έδώ πάνω φτάνει τό μυρουδ-ιΙκό !,. μονολογεί. Λοιπόν, λεβέντες, τώρα θέλω νά ιμέ πάτε σ' ένα ποταμάκι νά ξαπλώσω στην όχθη του καί νά πιω νερό-! Ό τυχερός Χούπ μ5 · αυτά τά λόγια σώζει χωρίς νά τό ξέιρη τη ζωή του, γιατί γι,ά νά τον οδηγήσουν στο ποτά­ μι οί Χόνγκο, παίρνουν άναγ κ αστικά άλλον δρόμο άπό ε­ κείνον πού είχαν πάρει ό Κάλ μέ τή Χούλα. Δεν αργούν νά φτάσουν στο μέρος πού θέλει ό κωίμικός πυ νμαίος. Τό ποτάμι είναι ττρα γ ματ ιικό όνειρο καθώς κε­ λαρύζει ανάμεσα σέ δυο- άνθοστόλιοτες όχθες. Κι" όπως καί τό μεσημέρι έχει πιά πε­ ράσει άπό αρκετή ήρα, έχει μιά( δροσιά απολαυστική υ­ στέρα άπό την κάψα τόσες ώρες κάτω άπό τόιν τροπικό ήλιο. ^ Χούπ βγάζει μέ προσο­ χή τήν καπελλαδούρα καί τά


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ρανικέτια του, τ’ αφήνει στη χλόη κι’ ύστερα πέφτει μέ τή μούρη στο νερό καί πίνει μέχιρ ι σκασμού. Σηκώνεται, πλαταγίζει τή, γλώσσα του ευχαριστημένος και κυιττάζει τους Χόνγκο πού θέλουν νά πιουν νερό, άλλα δεν τολμούν νά τό κάνουν χωρίς τή(ν άδειά του. Παραδάξοος λοιπόν, καί παρά τή συνήθειά του, τό μυ­ αλό του χαζού πυγμαίου δου λεύει καί καταλαβαίνει τήν ε­ πιθυμία των άγριων. — "Άντε! Πιέστε, ιμουφλού ζηΐδες!, τούς λέει, γενναιόδω­ ρα. Γιά νά ξέρετε πώς, στσν μ’ εύχαριστήτε, θά τά πηγαί­ νουμε καλά ! Π ιέστε, ψουσκώ στε, σκάστε, λίγο μέ μέλλει! Κι5 ενώ οι μαύροι πέφτουν κι5 αυτοί με τά μούτρα στο ποτάμ ι, έκεΐνος ξαναφορ άε ι μέ /μεγάλη, επισημότητα τά μανικέτια καί τό καπέλλο του Κυττάζει τούς αγριάνθρωπους πού πίνουν αχόρταγα τό νε­ ρό κάί φωνάζει σκάζοντας στά γέλια: — Βρε άθεόφοβοι! Δεν εί­ παμε ν’ άδειάισετε καί τό πο τάμι! Τί θά κάνουν υστείρα τά ψάρια! Στή στιγμή οί Χόνγκο πε­ τάγονται έξω από τό νερό καί τον κυττάζουν δπως τά σκυ­ λιά κυτ τάζουν τό αφεντικό τους. Ό Χούπ κάθεται κάτω καί κρατάει τήν κοιλιά του άπό τά πολλά γέλια. —Μωρέ θησαυρός είναι αύ το τό τρελλοκοιμεΐο! μονολο­ γεί. Θάναι αμαρτία νά τούς χάσω πριν νά 6ρώ τις Χού-

21

λες μου! "Εχει νά γίνη μεγά­ λο γλέντι· (μαζί τους! ιΜιά πραγματικά σατανική ιδέα περνάει άπό τό (μυαλό του καί πετάγεται επάνω. Φωνάζει: — Στρατιώτες! Στή στιγμή οΐ τέσσερις πολεμιστές κάνουν παράταξι υπροστά του κάί στέκονται προσοχή. — -έρετε ποιος είμαι ε­ γώ; τούς φωνάζει ό πυγμαίος βλοσυρά. —όσαι παντοδύναμος καίί κρατάς στά χέρια σου τήν τύ χη του κόΙσιμου!, είναι ή άπάντησις άπό ιμέρους των άγριανθρώπων πού τρέψουν ά­ πό τήν άγριάδα του. — Κουραφέξαλα! Δεν εί­ μαι ιμόνο άπ’ αυτό. Είμαι καί μάγος καί θαυματοποιός!, πολύ ανώτερος άπό τον μαγ κούφη τον Γκόιθ σας! Ήα έ δώ εσύ!, λέει στον έναν αϊτό τόύς τέσσερις. Ό πολεμιστής κάνει δυο βήματα καί στέκει; εμπρός ταυ κστα,τρομαγμένος. — Πέτα μ ιά πέτρα! Ό μαύρος έκπληκτος αλλά καί χωρίς καθυστέρησι, αρ­ πάζει ένα .μεγάλο βότσαλο καί τού δίνει ιμία πού έξαφανίζεται στην αντίπερα όχθη τού ποταροΰ. Ό πυγμαίος μέ μια σατανική λάμψι στις ματάρες του κάθεται καί περιμέ νει·. Φαίνεται καθαρά ότι. γλεν τάει. — Λοιπόν; Τί θά γίνη; λέ ει< στο τέλος τού ιμαύρου. — Τί επιθυμείς, παντοδύ­ ναμε; ρωτάει αυτός ι|αέ φόβο,


12

— Δεν θά γυρίαη ττίσω ή πέτρα: σου καμμιά φορά; Ό Χόινγικο και μαζί του και αι λοιποί τρεΐς γουρλώνουν μάτια καΐΐ στόιμα. — 3 Αφού έπεσε απέναντι, παντοδύναμε, πώς θά γυρίση πίσω; 1 μουρμουρίζει τρήμαντας. Ό Χούπ δεν ,μίπορεΐ νά κρσ τηθή περισσότερο και σκάει στά γέλια. — Βρε, εϊσαστε μπιτ α­ γράμματοι από αυτά!, τσι­ ρίζει θριαμβευτικά. Κυττάτε εδώ καί πέστε μου άν ό Δον Ζουάν ό Γκόθ, μπορεί νά κά­ νη τέτοιο κατόρθωμα; Καί μ3 αυτά τά λόγια ξεκρεμάει τό «μπούμερανγκ» α­ πό τή ζώνη, του, βάζει όλη του τή φόρα καί τό πετάειΤό παράξενο όπλο σχίζει τον αέρα καί φθάνει ιμακρυά, κον ταά στην άλλη όχθη του πο-

Άπο τά δέντρα πέφτουν πολλοί μαύροι.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟί

ταμού. Εκεί, κάνει στροφή στον αέρα καί μπροστά στά έκπληκτα καί έντροιμα μάτια τών τεσσάρων Χόνγκο, γυρί­ ζει πίσω προς τό μίέρος^ του Χούπ. Ό μαύρος πού βρίσκε­ ται δίπλα του πηδάει στο πλάϊ γιά νά μή φάη τό «μπού μερανγκ» στο κεφάλι καζ βγά ζει μια άγρια κραυγή τρόμου. Ό Χούπ χαχανίζει μέ α­ συγκράτητη ευθυμία. "Οσο γιά τούς άγριους πολεμιστές τον κυττάζουν ιμέ τέτοιον τρό μ ο υστέρα από τό ακατανό­ ητο αυτό «θαύμα» πού τούς έχει κάνει, πού είναι αδύνα­ τον νά περιγραφή. Μά ξαφνικά ό χαζό - πυ­ γμαίος σταματάει τά γέλια καί τεντώνει τίς αύτάρες του. 5Από κάπου ιμέσα στήν απέ­ ραντη εύφορη, κοιλάδα, άγούγε ται ένα άγριο τραγούδι, ρυ­ θμικό καί .μονότονο σαν ύμνος τπρός το θάνατο. Οι ματάρες του Χούπ γουρλώνουν πάλι κι’ αυτή τή φορά από εύχαρί στησι. Μαζί όμως γουρλώνουν καί τα μάτια τώιν Χόνγκο α­ πό τρόμο. Ό πυγμαίος δεν παίρνει εϊδη,σι τίποτα. -— Κάπου έχουνε στήσει γλέντ1.1, λέει θρ ιαμ βευτ ι κά. Μπορεί νά είναι κανόνας ρα­ διοσταθμός! Σίγουρα εκεί θά βρω κανόναν ειδικό γι’ αυτή τήν ξεχαρβαλωμένη μηχανή! Πάω νά δώ μήπως έχουν κσμ υ ά ^ κερσί α! Θάρθετε παρέα, λεβέντες; — "Αν δέν μάς χρειάζεσαι, παντοδύναμε, θά μείνωμ'ε ε­ δώ !, ψελλίζει ό ένας άπό τούς; τέσσερις πολεμιστές καί κρυ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ος ιδρώτας κατρακυλάει από τό μέτωπό ταυ. Ο ι Χόνγκο μοιάζουν σαν τό τραγούδι αυτό νά τούς^ φέ)Ρνη τό άνατρίχιασμα του θα­ νάτου. Μά ό Χαζό - Χούπ δεν σκαμπάζει από τέτοια. — Κάντε ό,τι σάς ικαπνίση τους λέει εύθυμα., άλλα να ει στε φρόνιμοι και αγαπημένοι μέχρι ς στου γυρίσω! Δεν θέ­ λω καυγάδες, έτσι; Και παίρνοντας μαζί του την τρομερή κρυστάλλινη σψαιΐιρα του -με τό ένα χέρι καί •παίζοντας με τό ^μπούμε­ ρανγκ» μέ τό άλλο, χάνεται ανάμεσα στην οργιαστική βλάστη/σ ι, ενώ ή ικαρακάξαΐ του ψτερουγίζει πάντα επά­ νω από τό κεφάλι του, κρώ­ ζοντας ευτυχισμένη πού άρ­ θηκε σ5 ένα τόσο θαυμάσιο μέρος... ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

I ΔΥΟ πάσσαλοι μπή­ γονται γερά στή γη κι3 επάνω σ’ αυτούς δένον ται ό Κάλ και ή Χούλα γρρά πού δεν /μπορούν νά σα λέψοον ούτε τό δαχτυλάκι τους· Ό τρομερός Πκό'θ είναι τόσο φρενιασμένος πού έμαθε από τον Κάλ ότι ή μαγική του σφαΐρα έχει σπάσει, πού λαχταράει νά δη τον θανάσι­ μο εχθρό του νά πεθαίνη και δεν έχει ούτε τήν υπομονή νά περί μένη, νά τον βασανίΐσουν. 3Εξ άλλου ή Θκδίικ,ησίς του νά βάλη τήν ίδια τήν Μπέλλα νά σκοτώση τό λευκό παιδί τής ζούγκλας είναι τόσο τρομερή

©

23

Ή Χούλα δέν είχε τό κουράγιο νά σηκοοθή.

πού τού φθάνει. Μά δεν μπορεί καί νά δω-, ση τον θάνατο χωρίς τήν ιερό τελεστία εκείνη τής έκτελέσεως πού είναι απαραίτητη στους άγ,ρίίους. Γι’ αυτό άν καί τρίζοντας τά δόντια του από ανυπομονησία:, κάθεται σ' ένα βάθρο πού του ετοιμά­ τόσο ζουν καί δίπλα του βάζει άλ­ λο ένα παρόμοιο βάθ(ρο για νά καθήση καί ή Μπέλλα. Μόλις γίνεται αυτό καί βρί σκόνται καί οί δυό τους καθι­ σμένοι απέναντι ατούς αίχμα λώτους, κάνει ένα μεγαλόπρε­ πο καί άγριο νεύμα. Τότε α­ μέσως οι πολεμιστές του άρ χίζουν νά χορεύουν σαν άλη8 νά τέρατα τής κολάσεως γύ ρω από τον Κάλ καί τη Χού λα. καί συγχρόνως νά τραγου­ δάνε ένα μοχιθηρό τραγούδι, ρυθμικό κα/ί μονότονο, πού ό­


ΚΑΑ

24

λα του τά λόγιο λέινζ για θά τατο καί για αίμα. Ό απαίσιος μάγος παρα­ κολουθεί το πονεμένο βλέμμα μέ το οποίο ό Κάλ κυττάζει την πεντάμορφοι, υπνωτισμένη κοπέλλα. "Ενα άγριο χαμό­ γελο γεμάτο σαρκασμό καί σαβίσμό ζωγραφίζεται ατά χείλια του. Τά μάτια του εί­ ναι σατανικά κόκκινα* Τό χέ­ ρι του κρατάει φουχτωμένο ά πό τή λαβή τό μεγάλο μα­ χαίρι πού βιρίσκεται στη θή­ κη τής μέσης του. Ό χορός καί τό άγριο τρα γουδί, των πολεματων κρα­ τάει πολλή ώρα και τό χέρι τού ΓίκόΘ πού σφίγγει τό έρ γάλεΐο τού θανάτου, αρχίζει νά ηρέμη από ανυπομονησία. Τέλ ιίκά 6*έν μπορεί νά κρατηίθή περισσότερο και πετά­ γεται ρρθιος μπήγοντας μιά τρομερή κραυγή ζώου. Στην κραυγή του αυτή ^όλα σωπαίνουν και άκινητούντσι. Οί πολεμιστές μένουν ό καθένας στη θέσι πού βρέθη­ κε σαν αγάλματα φρίκης. Σι γή τάφου πέφτει μέσα στο μικρό ξέφιωτο πού είναι στη­ μένοι οί πάσσαλοι. Ό Γκόθ με μιά μανιασμένη κίίνηισι τραβάει τό μαχαίρι του. Γυρίζει καί τό δίνει στη Μπέλλα μέ μιά δεύτερη κραιυ γή πού μοιάζει μέ κράξιμο πειναισμένου κορακιού. —Σκίσε τους τήΐν καρδιά! ουρλιάζει σά|ν μεθυσμένος. Καί ν’ άρχίσης άπ’ αυτόν! Αυτόν τό σκύλο πού μου έκα νε τό μεγαλύτερο κακό πού μπορούσε νά γίνη! ·,,

Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ή Μπέλλα αρπάζει τό μα χαΐρι καί κάνει δυο βήματα προς τό μέρος τής Χουλας καί του Κάλ. Ή αψι της^ εί­ ναι άγρια καί γεμάτη θάνα­ το. Μά ξαφνικά κλονίζεται σά νά την έχη χτυπήσει κεραυνός Τά μάτια της άνοιγοκλείνουν τρομαγμένα σά νά ξυπνάη α­ πό κάποιον εφιάλτη. "Ενα πα ράξενο έπιφώνημια βγαίνει α­ πό τά χείλια της. — Προχώρησε ! Σκότωσε! ουρλιάζει πίσω της μέ άσυγκράτητη μανία ό άπαίσιος μά γος·

Ή Μπέλλα κάνει ακόμα έ­ να βήμα καί σταματάει καί πάλι. Έχει φτάσει μπροστά στο λευκό παιδί τής ζούγκλας — Σκότωσε!, ωρύεται ό Γκόθ μέ λύσσα, Ή κοπέλλα σηκώνει τό ώπλισιμένο χέρι της επάνω α­ πό τό κεφάλι τού Κάλ. Τό χέρι αυτό μένει εκεί μετέω­ ρο. Τά μάτια της κυττάζουν τό λευκό αγόρι μέ τρομερή έκπληξι. -—- Κάρφωσε τον! Πάρε του την ψυχή !, στρ ιιγ■γλίζει τρέμοντας ολόκληρος από τό μίσος ό εφιαλτικός Γκόθ. ■— Μπέλλα!, μουρμουρίζει "ήν Τδιία στιγμή τρέλλός άπό τή χαρά του ό Κάλ. Δεν εί­ σαι πιά υπνωτισμένη! Μέ γνώρισες! ιΠίραγματικά. Τό απαίσιο βότανο μέ τό ^όποΐο ό Γκόθ έ­ χει δηλητηριάσει τά σωθικά τής^ νέας, κρατάει μέχρι είκο σι τέσσερις ώρες, όταν κάποι ος τό άναπνεύει μιά ολόκληρη νύχτα καί την άλλη νύχτα


πρέπει πάλι νά άναπνεύση τή μυρουδιά του για να έξακολουθή ή έτπδροασίς του. Μα ή Μπέλλα — πράγμα που είχε ξεχάσει νά υπολογίσει ό φ·ρικτός ;μάγος — δεν άνέπνευσιε τό βάτσινο ολόκληρη τή νύχτα γιατί ό Κάλ την ελευΙθέρωσε πολλές ώρες πρΓιν άρτο τά χα ράματα. "Έτσι και ή έπίδρασίς του πέρασε γρηγορότερα και στην τραγική εκείνη* στι­ γμή που θά έκανε ένα φοβερό έγκλημα, ξύπνησε! Ο ΑΠΑΙΣΙΟΣ ΔΗΜΙΟΣ

Ί|, βξ ΕΣΑ σε .μια στιγμής ή ί^Μϊ κοπελλα ^ άναμετράει αΥί&μέ τό βλέμμα την καταστασι και τά καταλαβαίνει, ολα. Τρελλή από δίκαιο θυμό ένίαντίον του Γκόθ, γυρίζει προς τό μέρος του καί μέ μιά αστραπιαία κίνησι τού πετ α­ εί ^όρμητιικά τό μαχαίρι πού ό ίδιος τής έχει δώσει για νά σκοτώιση τον Κάλ. Μά οσο γρήγορη κι* άν εί­ ναι ή Μπέλλα και ό ιΠκοθ δεν είναι εύκολος αντίπαλος. Κά­ νει ένα αιλουροειδές πήδημα στο πλάϊ, βάζοντας συγχρό­ νως μ ιά λυσσασμένη κραυγή τρόμου· Τό μαχαίρι περνάει σύρριζα στον λαιμό· του καί πάει και καρφώνεται στο χώ­ μα μέ τέτοια δύναμι πού μπή γεται σ5 ^αυτό ώς τή λαβή. — Π άστε την τή σκύλα»! ουρλιάζει τό τέρας καί τό άν παίΐσιο μούτρο του γίνεται μελανό άπό τό αίμα πού άνε βαίνει σ’ αυτό. Πιάστε τη καί δέστε τη. πλάϊ στους άλλους

δυο! 5Αφού τό θέλει, θά πεθά νη κι3 αυτή μαζί τους ! Ή διαταγή του έκτέλεΐται μέ καταπληκτική ταχύτητα. Μέσα σέ λίγα λεπτά ένας α­ κόμα κοντόχοντρος πάσσαλος έχει στηθή πλάϊ σ' εκείνον τού Κάλ: καί πάνω του βρίσκε ται δεμένη ή πεντάμορφη κοπέλλσ. Γυρίζει καί κυττάζει μέ έ­ να χαμόγελο ευτυχίας τό λευ ■κό παιδί τής ζούγκλας, — Είμαι ευτυχισμένη πού θά πε'θάνω μαζί σας!, μουρ­ μουρίζει. 3Άν αυτό τό τέρας μέ είχε βάλει νά σάς σκοτώ­ σω, θά ήμουν καταραμένη σέ αλη μου τή ζωή !.... Ό Κάλ δέν (μπορεί νά τής απάντηση. "Ενας κόμπος έ­ χει ανέβει μέχρι τό λαιμό του καί τον πνίγει. Δέν σκέ­ πτεται καθόλου· τον εαυτό του αυτή τή στιγμή. Λυπάται τά νειάτα καί τήν ομορφιά τής Μπέλλας πού θά πάνε χα μένα άπό την οργή εκείνου τού απαίσιου τέρατος. Καί πραγματικά, ό Γκόθ πλησιάζει προς τό μέρος τους αφού προηγουμένως ξεκαρφώ νιει τό μαχαίρι του άπό τή γή δπου βρίσκεται. Στέκει απέ­ ναντι στους αιχμαλώτους καί τούς κυττάζει μέ τά ματωμέ­ να ματ ια του. Οί πολεμιστές του αρχί­ ζουν καί πάλι τό άγριο τρα­ γούδι τους, πού γίνεται ολο­ ένα π ιό γρήγορο καί πιο δυ­ νατό. Οί κινήσεις αυτών πού χηρεύουν είναι πρωτόγονες καί βάρβαρες· Βγάζουν φωνές πού είναι άγριες σαν ούρλια-


26

χτά θηρίων. Ό Γκόθ σηκώνει το χέρι του ψηλά. "Ολοι σωπαίνουν σέ ·μιά στιγμή και ή σιγή του θανάτου σπιλώνεται για μια φορά σκοίμσ μέσα στην ορ­ γιαστική βλάστησι. Τή φορά Ομως αυτή ό θάνατος είναι σί γοηρος. Δεν υπάρχει καμμιά σωτηρία. Ό Γκόθ πλησιάζει. Πλησι­ άζει σιγά - σιγά και στο τέ­ λος στέκεται, ιμπιροστά στά θύ μ ατά του. Τούς κυττάζει καί τούς τρεΤς έναν - έναν ιμέ μο­ χθηρό χαμόγελο, δείχνοντας τά σουβλερά δόιντια του. — Θά πεθαίνετε !, ,μουγγρίζει σαρκαστικά. Τίποτα πιά δεν σάς γλυτώνει! Ή οργή μου θά ξεσπάση επιτέλους! Τά Πνεύματα του Όλέθρου παίρνουν τήν έκδίκηισί τους! Τό Πουλί του Θανάτου θά

*0 μαύρος πηδάει τρομοκρατη­ μένος ν* αποφυγή τό «μπούμε­ ρανγκ» κι* ό Χουπ χαχανίζει.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

'Η κοπέλλα υψώνει τό ώπλισμένο της χέρι επάνω από τό κεφάλι του Κάλ.

δαγκώση πρώτα τό λευκό σκυ λι πού τό ίλευθέρωσε! "Έτσι ■κι5 έσυ, ώραίσ κόρη, θά δής δ τ. εντελώς άδικα θυσίασες τή ζωή σου! —Χίλιες φορές νεκρή παρά στά χέρια σου, τέρας!, μουγ γρίζει άγρια ή Μπέλλα. — Πολύ κάλά! Πεθάνετε λοιπόν αφού τό θέλετε! *ΚΤ ό απαίσιος ιμάγος άκό <μα^ περισσότερο μανιασμένος πού βλέπει ότι κανείς από τούς τρεΐς αιχμαλώτους του 5έν φαίνεται νά φοβάται τό θάνατο,, υψώνει ιμέ μιά τρομα­ κτική κίνησι τό δολοφονικό χέ Ρ« του επάνω από τον άνυπεράσπιστο (Κάλ, πού τον κυττάζει κατάρατα ,μ’ ένα πε ρ ιφρονητ ικό χαμόγελο ατό ώ ραΐο πρόσωπό του· Μιά τό^ χέρι τού δημίου δεν προλαβαίνει νά κατέβη για νά^χαρίοη τον θάνατο. Κάτι πού πετά στον άέρα έρχεται


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

και τάν χτυπά την ίδια στι~ γΐμή στο κεφάλι. Το χτύπημα είναι τρομερό κΓ ό απαίσιος Γκόβ χωρίς νά προλάβηι νά 6'γάλη άχνα, σωριάζεται· άναί σθη,τος στά χορτάρια, ενώ τό μαχαίρι κατρακυλά κι5 αστό δίπλα του. 'Όισο για τό άντιικεί μενο πού έχει ικάνιει αυτή την ξα­ φνική και θαυματουργή επέμ­ βαση δεν είναι άλλο άπό τό θρυλικό ... «μπούμερανγκ» τού τρελιλο - πυγμαίου, τού Χούπ. 'Πώς βρέθηκε όμως έκεΐ πε­ ίρα στην καταλληλότερη, στι­ γμή πού μπορούσε ποτέ νά γίίνη; Αυτό εξηγείται ακριβώς κατά γράμμα παρακάτω: Ο... ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ

27

Υψώνει τό δολοφονικό του χέρι επάνω άπό τον άνυπεράάπιστον Καλ

ΧΟΥ,Π προχωρεί μέσα γουδιού για νά πρασανοπΌλκ στην ονειρεμένη κοιλά­ ζεται* Καί όσο ό ήχος αυτός δα ακολουθώντας πάν­ δυναμώνει, σημαίνει ότι άκολουθεΐ τον σωστό δρόμο. τα τον ήχο τού άγριου τραΌ χαζό' - πυγμαίος βρί­ σκεται σήμερα ατά πιο τρελ λά του· κέφια. Έχει χαρακτη­ ρίσει ώς εξαιρετική αυτή τή μέρα πού άπό τά χαράματα ώς τώρα την έχει περάσει σαν αληθινός πασσάς. Πετάει συ­ νεχώς τό «μπούμερανγκ» πού άλλοτε έρχεται (μόνο του πί­ σω κι5 άλλοτε χτυπάει στον κορμό κανένας δέντρου καί τού τό φέρνει στο ράμφος της ή τετραπέρατη καρακάξα του. — "Α, μωρή Μανταλένα!, μονολογεί κάθε τόισο ό Χούπ. Γκατί νά κάνη έτσι μυστήριες ο θεός τις γυναίκες! Τώρα μπορείς νά (μου πής τί πέτρα της κάθησε τής μις Αμερι­ Τρελλή άπό δίκαιο θυμό εξακον­ τίζει τό μαχο^ρι έναντίρν του κής νά τού κάνη τέτοια λς$*

Ο


Ι€ΑΑ

28

χτάίρα τού Κάλ; *Ή λες ^ να παιραξηγη'θήικανε καμμτά ώρα που δον είχα το νου μου; "Ο­ λα γίνονται! ■ "Έχουν πλησιάσει πολύ κον τά στο μέρος πού άκούγεται τό τραγούδι καί ξαφνικά οι φωνές σταματούν κ.α:ί οοτγό λυ­ τή σιωπή βασιλεύει στην και λάδα. Ό Χούπ σταματάει Κι* αιυτος τή φλυαρία του. Σταιμα τάεΐ' και ό (ίδιος, — Τόμπολα!, μουρμουρί­ ζει- -Καί τώρα ιτρδς τά που θά πηγαίίνω που δέιν ακούω οσματα; "Ήτανε νά σταματήση, ή εκπομπή ακριβώς πά­ νω στην ώρα; Τέλος πάντων ποίλυ γρουσούζικο μηχάνημα αύτή ή τηλεπρασις, έκτος κι* άν αλλάζουνε πλάκα! ■■Κι* ό γσζο - Χούπ, μια και δεν έχει- νά κάνη τίποτα καλύτερο για την ώρα, κάθε­ ται κάτω κρατώντας στά γό­ νατά του τή φοβερή γυάλινη σφαίρα του .Γκόθ. Ή παρδαλή καρά,κάζα του έρχεται και τήν αράζει όπως συνήθως πάνω στο καπέλλο του. — Κυτταξε, ιμωρή Μανταλένα, ρή μου κάνης κανένα λεκέ στο καπέλλο μου!, τής λέει αυστηρά ο πυγμαίος. Περιεργάζεται λίγο τήν κρυ­ στάλλινη σφαίρα, τήν κουδου­ νίζει πάλι μ" ελπίδα, μα δεν καταφέρνει· τίποτα. Εκείνος, ό φοβέρας ,μαύρος αχνός που στροβιλίζεται! μέσα της και που ό χαζό· - Χούπ τον νομί­ ζει γιά....παράσιτα, δεν εννοεί νά λειψή ούτε στιγμή. — Αυτό τό μηχάνημα θά μέ τρ&λλάνη στο τέλος.!, λέει

■Ο ΚΥΡΙΟΙ

ό Χούπ νευριασμένος· "Άν γι­ νόταν νά τό διορθώσω μόνος ιμου, δεν θάχα ’άνάγκη νά ψά­ χνω καί γι’ αυτόν τον παλιόσταθμό που μια παίζει κάί μιά σταματάει! Τέτοιους μη, χσνικούς πού έχει ό σταθμός τους, τόσο θά μου κάνουν καί τή δουλειά μου.... μωρή Μ αν τάλένα! Τί κάνεις εκεί; Τρελ λάθηικες; -ύνεις τά βρωμόνυχιάσου πάνω ιστό καπέλλο μου Θές νά μου τά γδάρης; Το πολύχρωμο πουλί στή φωνή του πυγμαίου τινάζεται στον^αέρα καί αρχίζει νά ψτε ρουγ^ίζη γύρω του κρώζοντας παράφωνα. Μιά ιδέα φωτίζει τά πελώρια μάτια του Χούπ. —Μωρή!, τής λέει. Κάνε ικαμμιά αναγνωριστική πτήσι {μήπως άνακαλύψης αυτόν τόν σταθμό εδώ γύρω! Μπρος! Τσακίσου, χαραμοφάίκο πλά­ σμα ! Πρέπει νά κάνης κα'ί κορμιά δουλειά! Τζάμπα θά τρως τό κεχρί·; Ή πανέξυπνη· Μανταλένα υπακούει κάί εξαφανίζεται κρώζοντας πάνω από τά δεν τρα. Ό Χούπ μένει μόνος κι* αρχίζει γιά άλλη μιά φορά νά κουδιουνίζη τό φοβερό μαγικό όργανο του άπάίάιου Γκόθ. Βαρυέται όμως γρήγορα καί παρατώντας τό ικρύσταλλο α­ νάμεσα στά χόρτα σηκώνεται Ορθιος·

— Τί έγινε κι* αυτή ή Μαν τ.αλένα; μουρμουρίζει!. Τή φου ικαριάρα! Βαρειά δουλειά τήν έστειλα νά κάνη.!... ζαφνικά άκούει ένα παρά­ ξενο τσιριχτό γέλιο πού μοιά ζει πολύ μέ τό δικό του. Χο-


•ροττηθάΐθ ι κ αιτ οοτρομαγμένο ς. — Πώς γέλασα ιέγώ πάνω από ικεϊνο τό δέντρο άφοΰ εί­ μαι· -εδώ κάτω; ψελλίζει, μέ γ-ουρλωμένα μάτια. 3Άϊ στην ευχή! ,Δέν ήμισυν εγώ! Είναι έχεΐνος ό πίθηκος! Πιραγματ ικά μ ιά μαϊμού τόν κοροϊδεύει πάνω από τά φυλλώματα ένόις δέντρου. Του βγάζει τή γλώσσα κα!ΐ του 6ε ί χνε ι θρ ι αμβευτ ικά ^ αύτό πού κρατάει και πού είναι ή ...-μαγική σφαίρα του Γ-κόθ! Μια στιγμή που ό πυγμαίος δεν πρόσεχε ψάχνοντας για τή (Μανταλέινα ή μαϊμού εκεί­ νη ικατέβηκε και τήν άρπαξε· 'Ό Χσύπ γίνεται έξω φρέ­ νων. —· Φέρε τήν τηλεόρασι γρήγορα παλ ιοκλόφταίρε, τσι ρίιζει, γιατί θά ανέβω εκεί πά νω -και θά σ’ άρχίίσω στις καρ παζιές! Ή μαϊμού χοροπηδάει στο κλαδί της καί τού βγάζει πάλ: τή γλώσσα. Ό Χούπ θυ­ μώνει, τραβάει τό «μπούμε­ ρανγκ». Σ ημαδεύε ι. "Υστερά τό τινάζει μ3 όλη του τή 6ύ~ ναμι. Τό όπλο περνάει κοντά στο πουλί. Δεν τό πετυχαίνει και κάνε ι ένα μεγάλο -κύκλο στον αέρα. Ταυτόχρονα όμως θυμώνει και ή μαϊμού. Μ5 έ­ να τσιριχτό εκσφενδονίζει τή μαγική σφαίρα στο κεφάλ^ι του Χούπ· Αυτός πηδάει στο πλάϊ. Ή σφαίρα πέφτει ατά χόρτα πλάϊ του. — Στήν. έσκασα, ασχημο­ μούρη !, τσιρίζει θριαμβευτι­ κά ό Χούπ. Σού πήρα καί τήν τηλεόρασι και δεν ιμέ πέτυ­

χε ς κιόλας! Τήν ίδια στιγμή τό «μπού­ μερανγκ» γυρίζοντας σκάει έ πάνω στο κεφάλι του1 καί τόν σωριάζει κάτω* φαρδύ - πλα­ τύ ! * * *

Ξυπνάει από τις τσιμπιές τής Μανταλένσς. — Μπά!, μουρμουρίζει-. Μέ ...πήρε ό ύπνος! Τι έγινε, μω ρή; IΒρήκες τίποτα; "Αλλά δεν προλαβαίνει νά τελειώση τή φράισι του καί τήν ΐδια στιγμή ξαναρχίζει ε­ κείνο τό άγριο τραγούδι, — Αοιπάν είναι τά τρα­ γούδια τού βουνού και του κάμπου, για νά ξέρης!,’ λέει στην καραικάξα του. Σηκώνει τή μαγική σφαί­ ρα και ξαναβρίσκοντας τό κέ φΐ του αρχίζει πάλι νά χο­ ροπηδά καί νά πετά τό πα­ ράξενο όπλο του, τρέχοντας συγχρόνως προς τό μέρος άπ3 οπουι έρχονται οι φωνές. Εί­ ναι πια τόσο ικοντά πού δέν κινδυνεύει νά χάση, τον προ-^ σανατ-ολισμό' του ακόμα κι3 άν σταματήση, εντελώς τό τραγούδι. -Καί /πραγματικά, δέν περνάει λίγη·, ώρα καί στα ματάει. Ό Χούπ βρίσκετα ι αυτή τή στιγμή μπροστά σε μια σειρά φουντωτούς θά­ μνους πού τού κρύβουν τή θέα. ■— Νά ξέρης μωρή Μαντά λ ένα -πώς ό σταθμός, βρίσκε-* ταυ πίσω ακριβώς άπό αυτούς τούς θάμνους! Καί για νά δείξη καλύτερα πού εννοεί, παίρνει φόρα και αμολάει τό «μπούμερανγκ» I


30

πάνω άπό τις κορυφές τους. Το περιμένει ωστόσο νά γο­ ρίση, άλλα του κάκου· Χωρίς νά δώση, κορμιά σημασία στην οχλοβοή πού ξεσηκώνε­ ται, ιμουιρμουρίζει: ---- Να ξέρης πώς κάπου θά βρήκε!....

ιΚάί μ" αυτή την τελευταία φράσι παραμερίζει τούς βα­ ρόνους και -βρίσκεται ιμέσα^ σ’ ένα ξεφωτο -πού είναι γεμάτο άπό τούς πολεμιστές του Γκόθ. Στη ιμέση του ξέφωτου είναι (μπηγμένοι τρεις πάσσα λοι και σ’ αυτούς είναι δεμέ­ νοι οι σύντροφοι του. Μπρο­ στά τους ακριβώς είναι πεσμέ νος ό τρομερός μάγος των Χόνγκο καί δίπλα του βρί­ σκεται το θρυΐλικό «μπούμε­ ρανγκ»; Ό Χούπ τά βλέπει^ δλα αυ τά μέ γαυρλωμένα ιμάτια καί στόμα, χωρίς νά καταλαβαί-

Κάτι πού πετά στον άέρα έρχε­ ται την Υδια οτιγμή καί τον χτυ­ πά στο κεφάλι.

ΚΑΑ — 6 ΚΥΡΙ02 νη τίποτα. Μά τήν ίδια στι­ γμή άπο τό ίμερος των Χόγκο πού στην αργή κάνουν μι<ά κίνησι νά άριμήσουν έναντίον του, ξεσηκώνεται μια τρομα­ γμένη βοή ,κι’ όλοι μαζί πέ­ φτουν στά γόνατα καί άκουμπδονε τά κεφάλια τους στή γην "Έχουν δή τήν τρομερή μα γιική σφαίρα πού κρατά στά χέρια του κι* αυτό φτάνει γ^ιά νά τούς κάνη- νά νομίσουν πώς έφτασε ή τελευταία τους στί γμή* "Όισο γιιά τον Χούπ αυτός νομίζει ότι τον χαιρετάνε καί τούς βγάζει τό καπέλλο του ευγενικά προχωρώντας προς τό Ιμερος τους. — Χαίρετε!, τσιρίζει εγ­ κάρδια. Μήπως σάς βρίσκε­ ται! ίκανενός κ'αίμμιά 'κειραία για τούτο τό μαραφέτι; * — Χούπ!, ξεφωνίζει ό Κάλ Τρελλάθηικες; "Έλα λοιπόν νά μας λύσης! Πάρε τό μαχαίρι του ιΠκάθ πού είναι πεσμένο πλάϊ του! Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας έχει καταλάβει μέ τήν πρώτη ματιά τον τρόμο πού προκαλεΤ ή κρυστάλλινη σφαΐ ρα στους μαύρους εκείνους καί ξέρει πώς πρέπει νά έπω φεληιθοΰν οσο είναι καιρός, "'Αν ό τρομερός μάγος σηκωβή άπό κάτω, τότε τίποτα δεν θά είναι ικανό νά τούς γλυτώση ικάί 6 κωμικός πυ­ γμαίος θά είναι τό τέταρτο θύμα γιά έναν άκόμη πάσσα­ λο. Ωστόσο ό Χούπ νευριάζει μέ τά λόγια του Κάλ.

λ


ΤΗΪ 1ΦΎΓΚΑΑ2

31

— Γ ιά νά σου πώ, νεαρέ μου!, γκρινιάζει μέ την τσι­ ριχτή φωνή του. νΟπου πάω κι" οπού σταθώ σέ βρίσκω έμ προς μου δεμένο ικαί /μου φω­ νάζεις νά σέ λύσω! Δεν /μπο­ ρεί νά γίνεται αυτή ή δουλειά επ" άπειρον! "Εγινες ολόκλη­ ρο παιδί καϋ πρέπει πια νά σοβ αρεστής! —' Χούπ! Τρελλάθηκες λοι πόν; — Φαίνεται πώς δεν έχεις δή πραγματικούς τιρελλούς (καί γι9 αυτό τδ λές!, του α­ παντάει ο πυγμαίος χασκογέλώντας. "Εννοια σου κι9 έ­ χω αφήσει τέσσερις πού μέ Άρχίζει στα χαστούκια τδν τρο° περιμένουν! θά τους δής καί μερό μάγο τΓροστταΟώντας νά τον θά καταλάβης τή διαφορά! σννεψέρηι. Κιαί ιμέ τά λόγια αυτά σκύ βει έπάνω από τον πεσμένο ζει στά χαστούκια τδν τρο­ Γκάθ, ενώ γύρω του δλοι οι μερό μάγο προσπαθώντας νά Χόνγκο εξακολουθούν νά -μέ­ τον συνεφέρη! Συγχρόνως βά νουν σκυμμένοι ικαί ιμέ το κε ζει καί τδ ένα χέρι στο μέ­ φάλι άκου|μπισμένο στη γη. τωπό του γιά νά δή άν έχη Ό πυγμαίος παίρνει το «μπου πυρετό! μερανγκ» ικαί τδ κρεμάει με Ή ψυχή καί τών τριών αιχ­ την ησυχία στη μέση του· μαλώτων ανεβαίνει στά μάτια — Χούπ!, μουρμουρίζει ^ή τους. Μπέλλα παρακαλεστικά. Πά­ —^ Χούπ! Χαυπάκο μου! ρε τδ μαχαίρι κάΐ κόψε μας Πεθαίνω! , τσιρίζει ή Χούλα τά σκοινιά! Γρήγορα! καί βέν λέει καθόλου ψέματα. — Σπάσου μιά στιγμή, Ό πυγμαίος αυτό δον μπο μις "Αμερική! Βλέπω^έδώ έ; ρεΐ νά τδ^άντέξη,. ναν φουκαρά πού τδν έχει βία Έσύ, φαντάρε!, λέει σ' ρέσει δ ήλιος στο κεφάλι καί έναν πολειμιστή πού βρίσκε* κανενου δεν του καίγεται καρ ται κοντά τόυ σκυμμένος. Πιάσε τδ μαχαίρι καί λύσε αυ­ φί γιά την υγεία του! Μπά! Εΐναι ρ ιΓκόθ! Βρέ ^ τρέλλα τούς τούς τρεΐς! στά τάκο—6 πού σάς δέρνει! "Αφήνετε τδν τάκα! Ό Χόνγκο έκτελεΐ σάν άάρχηΐγό σας ιέτσι, ^ζωντόβο­ λα; Αέν βλέπετε πού εΤναι ά- στ ροπή την εντ ολή του ένώ ό χαζό- Χούπ έξακολουθεΐ νά διαθετος; ιΚαί άγσνοκτ ισμένος άρχί- δίνη- ..-τις πρώτες βοήθειες


ΚΑΑ — ϋ ΚΥΡΙΟΙ στον τερατόμορφο Γκόθ! Μά δεν προλαβαίνει νά συ­ νέχιση. Ό Καλ είναι ελεύθε­ ρος κα'ί ερχιέται και τον τρα­ βάει άπ5 το χέρι. Τού παίρνει καί τή ματγιική (σφαίρα καί α­ κολουθούμενος από τή Μπέλλα καί τή Χούλα τραβάει έξω από τό ςέφωτο. 5Από τούς Χόινγκο κανείς δεν τολμάει νά σαλέψη. Ό Χούπ ξεφώνιζε, ι δυΐσαρεστημένος: — Μά δεν μού λες, αφεν­ τικό τί τραβάς έτσι; Έχω κά νει χιλιόμετρα ποδαράτος για νάρθω νά ζητήσω ίμια κεραία για την τηίλεόρασι! Μά τό λευκό παιδί τής ζούγ κλας δεν έχει καιρό νά καθήίση νά τού έξηίγήίση τή χα­ ζομάρα του1· "Έχουν βγή πια άπό τό ξόφκοττο καί καθώς δέν Τούς βλέπουν οί Χόινγκο, μπο ρουν νά τό βάλουν στα πόδια μέ ιδση δυναμι διαθέτουν. Τον τραβάει λοιπόν ιμέ περισσότε­ ρη δυναμι κι* ό Χουπ τσιρίζει άγαν ακτισμ ενός: — Τί καταλαβ αίνε ι ς τώρα Μου σκίζεις καί κανένα ιμανικέτι άπό πάνω;

Ή Χούλα, πού πηγαίνει δί πλα του, δεν ιμπορεΤ νά κρα τηιθή περισσότερο καί του δί νει ιμιά στά μούτρα, που άν δέν τον κρατούσε ό Κάλ άπό τό χήρι θά σηκωνόταν ψηλά. — "Άχ, εσύ, παμπόνηρη ! φωνάζει ό πυγμαίος ένθουσια σμένος. Είσαι ή μόνη πού ξέ­ ρεις νά με κάλοπιάνης μέ τό πρώτο! "Έχουν άπομαικρυνθή αρκε­ τά πια, αλλά οιχι τόσο· πού νά ιμήν ιόοκούσουν τις λυσσα­ σμένες κραυγές των Χόνγκο πού ρίχνονται σέ ικαταδίωιξί τους.... Φαίνεται πώς τά χαστού­ κια τού χαζό - Χού|τ έφεραν τό άποτέλεσμά τους. Ό τρο μέρος. Γκόιθ συνήλθε γρηγορώτερα ικαί έβαλε τούς πόλεμυ στες του νά κυνηγήσουν τούς Φυγάδες*

-—■ Δέν θά μπορέσουμε νά ξεφύγουμεί, λέει ό Κάλ μέ α­ γωνία στη Μπέλλα πού τρέ­ χει δ ίπλα του. Αν είμαστε οί ουο μας ιμέ τόν Χούπ ίσως τά καταφέρναμε. Μά ή Χούλα δέ μπρρεΐ νά τρέξη, σαν τούς Χόν γκο ικα'ί δέν μπορούμε βέβαια νό- την άφήσουμέ....

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν. Έκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο. Ε.


Πά τ®ύ% Αναγνώστες μας, τά προηγούμενα τεύχη τών Ικ&όσεών μας πωλούνται στα γραφεία μας (Λέκκα 22, 6νόγεισν, Αθήνα»), και στα έξης καταστήματα: ΠΕίΡΑΙΙΞΥΣ:^ Κατάστημα Άθαν. Τουφεξή, δδός Βενιξέλου καί Εΰριπίδου (γωνία), Ιναντι τής Εμπορικής Σχο­ λής. Τηλ.: 42-966. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλείων Χαραλ. Δημητριάδου, όδός Παντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλείων Παναγ. Χρηστάρα, πλατεία "Άγ. Νικολάου. ΠΛΑΚΑ: Καπνοπωλείων 'ϊωάν. Αημητριάδη, &8©ς * Α­ κριανοί) και Θέσπιδος γωνία. ΑΠΟ! ΑΝΑΡΓΥΡΟ! (Αττικής): Βιβλιοπωλείων Βασ. ΑύγερινωΟ, όδος *Αγίων Αναργύρων 8. Μ0ΣΧΑΤ0Ν: Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσαρη, όδδς Χρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ: Βιβλιοπωλεΐον 6 «ΦΑΡΟΣ». ΒΟΤΑΝ3ΚΟΣ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπύρου

Ηάτση 117.

ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμέ­ νης 160, τηλ. 91-484. ΚΟΡΩΠΙ: Περίπτερον Παντελή Σιδέρη. ΑΡΓΟΣ: Πρακτορεΐον έφημε^ίδων, χαρτοπωλεΐον, Εθνι­ κόν Ααχεΐον, Θεοφάνη Παυλοπούλου, τηλ. 2-82. ΑΜΦΙΑΑΗ Πειραιώς: βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άνδρέα Δημητριάδη, &δός Π. Τσσλδάρη και Νισύρου 2. ΚΟΛΩΝΑΚΙ: Κατάστημα Ευαγγέλου Βογιατζή, &δδς Καψάλη 10. ΚΑΛΛΙΘΕΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Θ. Πίσσα. Ξενοφώντος 67. ΚΥΨΕΛΗ: Βιβλιοχαρτοπωλ. X. Κοσμάτου, Πυθειας 33. ΒΟΛΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Μωαν. λιαναρίδη, Κ. Καρτάλη 48. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άνδρέα Ρεκου, Έγνατίας 67. ΡΟΔΟΣ: Κατάστ. Δικαίας Καντζηκακη, Σωκροετους 1 ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον *!ωάν. Παπαδογιάννη, Κεντρική Πλατεία. ΠΑΤΡΑ!: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Νίκου Παπαχρήστου, °Αγ. Νικολάου 16. ΝΙ ΣΥΡΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Παναγ. Διακοβασίλη ΚΑΡΠΑΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λογοθέτη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίών Β. Άλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίών Β. *Αλμπάνη.


ΚΑΔ-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

... £ΒΑ«ΜΗΑΔΐαΐβ Πε*»!9&1Κ® ΖβΤΓΚΑλΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

Κ

Ε

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22—Αριθμός 3—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. 'Ανεμοδουρας,Στρ.ΠΑαστήρα 21 Ν. Σμύρνη, Οικονομικός Δ)<ντής Γ. Γεωργιώδης, Σψιγγός 38. Προΐστ. τυπτογρ.: Α. Χατζηβασιλεί'ου, Τατσούλων 19 Ή. Σιμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΠΙΤιΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, *ΑΜ*ναι.

υΟο ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Μια ακόμη καταπληκτική περιπέτεια του ατρόμητου καί μυστηριώδους κυρίου της ζούγκλας ΚΑΑ. Μία ακόμα σειρά άπο σπαρταριστά επεισόδια με ηρώα τον μοναδικό κωμικό τύπο ΧΟΥΠ. Μιά αδυσώπητη μάχη μέ απάνθρωπα όντα, και μεγάλος αντίπαλός τους:

Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ... ΘΕΟΣ ! Θεός του Μίσους καί του ’Ολέθρου ΒΑΑΛ/ που γυ­ ρεύει από τούς πιστούς του ποταμούς αίματος!

Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ... ΘΕΟΣ ! Κάτι πού δεν Εχετε ξαναδιαβάσει παρόμοιο.

*

1

··< ΐν_·

?»ν V V '>


μι*

η*ηη ιτοΜβηηοτ/ το μονο πον ηηορογέέ να η* ΗΗ Η7βΛ/ ΥΗ *ΓΗ ν'βΝβΤΐΝ6/Μ Ο000ΤΟ Ρ/ΓΓ>β. ΠΡΑΓΜΑΤΙ £ΤΝΜ Θέ Ο/ΓΟ.

ΟΠ9ί 77ΒΝΤΟΤε ΣΤ0ΗΘΤΗΣ6 στο ηοπτιτβτο /νο πότη την ΟηΟΓζγΓίβΤΙΝΗ ΤΟΥ 6ΨΗΓ7ΤΤ/ΟΗ

Μ!ΠΟΝ ΤΗΝ ) βγΧβΡ/ΐΤ2 64ΗΜ6Ρ/4ΑΣΜ \ ΤΟίβ ΧΡο/γ/ι9-. ΤΗΡΟ £ηβΟΑ 1 Λ___ Ώ! Ο, Δ !/\&>Ζε Τ£^/$ί γ \\

ΖΤο Πξ,οφορειο ηβ το ιηπι το/ βηββ ΚΟΝΤΗΝ τη ΣτΝίΠαίι ΤΗΙ λϋΙΘΘ6ΣΙΡ)ίΤ0Χ. £4θΟΟ<ΡθΑ/ΗΘΗ

ο

β/)Τ>&Η6Ζ

?.'οεε μου ηθ/>τοκεφΑ/)οε Ηε ν/βΛτει. . .

' ' ηηο

°4Λί}λ) ί<3θΛι

-τ/ΝεχίΣάΤ/}/



Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ... ΘΕΟΣ ο

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΗΔΗΜΑ

δικήισεως. Ουρλιάζει δπως τ* άγρια θηρία τής ζούγκλας. Μαζίι του και όλοι ο! Χόγκο ΥΝΗΓΗΜΕΝΟI ο'ι τέσ­ πολεμιστές αφήνουν τρομακτι σερις ήρωές μας τρέ­ κά ούρλιαχτά. χουν μέσα στη ζούγκλα Οί ήρωές μας έχουν , στην μιέ δλιη> τή δύναμι των ποδιών αρχή κερδίσει μια αρκετά με­ τους. Τούς κυνηγούν τά αν­ γάλη; άπάστασι από τούς διώ θρωπόμορφα τέρατα του Γικόθ ικτες τους, "Οσο όμως περνά­ (*)-Οι απαίσιοι πολεμιστές ει ή ώρα., ή άπάστασι ς αυτή τής; άγρια φυλής Χόνγκο. μικραίνει διαρκώς. Ο φοβερός μάγος «Γκάθ ε­ Ή καημένη, ή Χούλα είναι ίχε ι ιμόλις συνέλθει από τό βαρεία και δύσκαμπτη. Δέν κτύπημα που δέχθηκε στο κε­ μιπορεΐ να τρέξη σαν τούς άφάλι από τό «μπούμερανγκ» γρ ιάνθρωπους Χόνγκ ο. του Χούπ. Τά μάτια του πε­ Ό ,Κάλ, ή Μπέλλα και ό χα τουν αστραπές μίσους και έκ- ζο - Χούπ, αναγκάζονται νά λιγοστεύουν καί τή δική τους (*) Διάβασε τό προηγούμενο ,ί ταχύτητα για νά μήν άφήσουν τρίτο τεύχος τού «ΚΑΛ» μέ τί ιυόνηι της τήν πελώρια νέγρα· τλο: «ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΖΩΗΣ». Εκείνη τό καταλαβαίνει. ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2


4

— Μας Μπέλλσ! , ξεφωνίζει. Φεύγατε! Αφήστε ,με έμενα! Έτσι κι·9 άλλοιώς έγώ δεν γλυ τώνω... Λέν Βά κερδίσω τίπο­ τα αν ιμάς σκοτώσουν όλους... — "Άφησε τις ανοησίας, Χσύλα! , λέει αύίστηιοά ό Κάλ, τό λευκό· παιδί τήις ζούγκλας, "Ή όλοι θά ξεφύγωιμε ή κα­ νείς ! ΊΠρέξε όσο ,μττορεΐς! Οί Χόνγικο είναι ακόμα ,μακρυά! — Τρεχάτε, χρυσές ιμου Χοϋλ ε ς !, λέε ι λαχ αν ι ασμένος καί ό κουτοπτυγίμαΐος. Εσείς έχετε τό προσόν πού εΤσαστε καί τρεις! "Οταν κουράζεται ή ιμία άς τρέχηι ή άλληι! Ή πεντάμορφη Μπέλιλα δεν ι μιλάει καθόλου. Μόνο κυττάζει μέ εύγνωμοσύνη' τό λευκό σύντροφό της. -έρεα πώς για χατήιρι της ό Κάλ διακινδυνεύ ει· άκόιμα ,μιά φορά τη ζωή του γιά νά ιμή στενοχωρηθή χάνον τας την άγαπηιμένη, της νέγρα πού τής έχει σώσει τή ζωή ό­ ταν ,μιά φυλή μα,ύίρων έπετ έ­ θη στήν αποστολή τους (*). Ό Κάλ έχει τήν πιο θανά­ σιμη άγωνίΐα ζωγ,οσίφιίσμένη στο πρόσωπό1 του. Αέει ψέμα τα πώς οί Χόνγικο είναι μα­ κό οά, γιά νά παρίΤΊίγοοήιση, τή Χούλα. Μά ιξερει· ότι σέ λίγα λεπτά οί Χόνγκο ΘΙά τούς φτά σουν καί τότε πιά τίποτα δεν θά είναι ικανό νά τούς γλυτώ ση! από τά χέρια του λυσσα­ σμένου Πκόθ. Κι9 όσο ή ώρα προχωρεί ή κατάστασις χειροτερεύει. Οί φωνές των Χόνγκο άκούγονται I **) Διάβασε τό πρώτο τεΟγος τοΟ «ΚΑΛ» μέ τίτλο: «ΤΟ ΒΑ­ ΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ».

ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΣ

πιά τόσο δυνατές, πού οί φί­ λοι <μας πολλές φορές στρί­ βουν τό κεφάλι βέβαιοι πώς θά τούς άντιικιούσουν νά όριμοΰν καταπάνω τους. — Αφήστε ρε καί φεύγα­ τε ! , ξαναλέει απελπισμένη ή Χούλα· — Χουλίιτσες /μου, αυτό 5έ θά γίνη ποτέ! τσιρίζει ό χα­ ζό-Χούπ ήιρωϊκά. Ξαφνικά τά δέντρα τής ζούγ κλας τελειώνουν. Μπρος τους ανοίγεται ιμιά ιμεγάληι πεδιά­ δα, στρωμένη, ,μέ ψηλό1 πράσι­ νο χορτάρι. — Άτυχίια!, ,μουγγρίζει ό Κάλ ,μέ θυιμό'. Αυτή είναι ή τελειωτική καταδίκη μας! Πραγματικά ιμέσα σ5 αυτή τήν πεδιάδα, οί Χόνγκο δέν θα χουν ούτε αυτή τήν έλάχιστη καθυστέρηΐσι πού είχαν ώς τώ ρα γιά νά ακολουθούν τά ίχνη τους. Θά τούς έβλεπαν άπό πολύ μαικριυά κιαιί θά όριμουσαν όλόίσια εναντίον τους. Ωστόσο δέν ιμπορούν νά κά νουν τίποτε άλλο παρά νά συνεχίσουν τή φυγή τους ιμέσα στην πράσινη· κοιλάδα· — Γιά κύττα, φίλε μου, ε­ πιτυχία !, ξεφωνίζει ό Χούπ •μέ γουρλωίμένα σάπια. Μια γριά μάγισσα πού κότταξε τήν τύχη μου ,στά σταυρωτά κόικικαλα, λίγες μέρες πριν, μου είχε π ή ότι θά φτάσω συν τομσ σέ τόπο..·, χλοερό! Ή καηιμένη ή Χούλα, πού σαν υαύρηι είναι πολύ προλη πτιική. βγάζει ιμιά φωνή τρό­ μου σ3 αυτά τά λόγια. — Χούπ! Π άψε πιιά τις άνοηΐσίες! , τού φωνάζει αύστη-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ιβά ό Κιάΐλ. ^ Δέν βλέπεις δηη τρόμαξες τή Χούίλια; — 5Εγώ; Πότε; μουρμουρί­ ζει ό χαζοπτυιγμαΐος άπορημέ νος. Δέιν θυιμοςμαι! "Ί σως νατυχε κορμιά φορά χωρίς νά το θέλω! Βρε παιδιά! Δεν τό ξαπλώνουμε λιγάκι σε τούτο το υπέροχο γρασίδι, νά βο­ σκήσουμε κιόλας; "Ας τό α­ ναβάλουμε τό... πρωτάθλημα· Φυΐσιικά κανείς δεν ακούει τις βλακείες του Χουτ τή δρα ματική αύτή στιγμή,. "Εχουν τρέξει καμμ ιά τρακοσαρ ιά_μέ τρα μέσα στην κοιλάδα. -αφινιικά, ανάμεσα άπό τά τελευ ταίά δέντρα τής ζούγκλας Ίτρο βάλλουν οι Χόνγκο. Καθώς βλέπουν τούς φυγάδες ξεσπούν σέ άγριες θριαμβευτι­ κές ίαιχές καί όρμουν εναντίον τους γοργοί σαν τον άνεμο. Καί σ όλο τό δρόμο ουρλιά­ ζουν σαν δαιμονισμένοι καί ά νεμίζουν τά φοβερά ακόντιά τους. —"Ωχ! Αές νά μάς^ξεπερά σουν τώρα ικαΐί νά βγουν πρώ­ τοι; τσιρίζει τρομαγμένος ό. Χουπ στον Κάλ. Πιο γρήγο­ ρα, παιδιά! Πιο γρήγορος χρυσές μου Χούλες! Τρεχάλά τε καί αί τρεις μαζίΐ! "Αν νιική σουιμε θά σάς κάνω δώρο· ένα τόννο καρύδες! ΐΜά δυστυχώς, δεν φαίνεται νόζχουν ελπίδες νά «νικήσουν» όπως λέει κι’ ό Χούιπ. "Υστερα από πέντε λεπτά, τά τριακόσια μέτρα πού τους χωρίζουν έχουν γίνει λιγώτερα από διακόσια. Καί αί Χόνγκο ολοένα καί πλησιάζουν· ΚόΓι ή καη|μένη( ή Χούλα όλο

8

παρακαλεΐ νά την άφήσουν καί νά τρέξουν μόνοι τους. Μά όπως είναι όλοι άποφασ ισμέ νοι νά μην την άφήσουν ως την τελευταία στιγμή, ό θάνα­ τός τους φαίνεται σίγουρος. Κορμιά ελπίς σωτηρίας δεν ύ πάρχει. Κι-5 όμως... Έκεΐ πού ή Χου λα ξεθεωμένη, εντελώς πιά ή κακομοίρα, βάζει καί τίς τε­ λευταίες δυνάμεις στο τρέξιμό της, ενώ· οί άλλοι τρεις την α­ κολουθούν από κοντά, ξαφνι­ κά σταματούν όλοι, εκτός άπό τον Χούπ. Αυτός τρέχει χωρίς νά κάνη, τον κόπο νά κυτταζη εμπρός, του-. Μά ευτυχώς που περνάει δίπλα άπό τον Κάλ κι3 εκείνος τον αρπάζει την τελευταία στιγμή - άπό τό χέρι, γιατί ένας τρομερός γκρεμός άνοίγεται μπρος στά πόδια τους. — Χαθήκαμε!, ψιθυρίζει ή Μπέλλα χλωμιάζοντας. θαρ^ ρεΐς ότι όλα τά πνεύματα του κακού τούς βαη|θάνε!\· Οι Χόνγκο βλέπουν πώς οί φυγάδες έχουν σταματήσει ξα φνικά καί μέ ξέφρενα ουρλια­ χτά θριάμβου ρίχνονται έναντίιον τους μέ νέες δυνάμεις. Ό Κάλ ζυγώνει πολύ κον­ τά στην άκρη, τού βαράθρου κάί κυττάζει κάτω. Ή δψις του φωτίζεται. Κορμιά εκα­ τοστή μέτρα χαμηλότερα περ νάει ένα στενό ποτάμι. Είναι τό πιο περίεργο ποτάμι πού έχει 5ή τόί λευκό παιδί τής ζούγκλας, άφου οί όχθες του είναι εκατό ^ -μέτρα ψηλότερα άπό την κοίητΐ του, κάί ύψώ~ νονται πάνω άπό αυτήν σόον


ΚΑΑ — © ΚΫΡΙΟΪ βρόχινοι τοίχοι*. Σαν αστραπή σε ταχύτητα άπα τό μυαλό τού αγοριού περνούν αυτές σΐ σκέψεις: «"Αν τά νερά είναι άβαθή, θά τσακιστούμε! "Αν είναι βα θειιά θά γλυτώσουμε. Ό,τιδήποτέ είναι προτιμότερο από τό νά πέσουμε ατά χέρια τού ,Γϊκάθ και νά πεθαίνουμε μέ ψρι χτά βασανιστήρια·..» Καί μ5 αυτές τις σκέψεις ό Κόςλ διστάζει αδίστακτα: — Πηί&ήξτε! Είναι, ποτάμι από κάτω! Χωρίς την παραμικρή καθυ στέρη|σι ή Χούλα, που προτι­ μάει καί τον θάνατο άκόμοο αντί ν.ά χαΐσομερήση; κι* άλλο τους συντρόφους της, ρίιχνεται στο βάραθρο. — ’ Εμπρός! Πηίδήξτε λοί; πόν! Μπέλλα! Χούπ!, φωνά ζει ό Κάλ θέλοντας νά μείίνη τελευταίος, γιά νά είναι βέ­ βαιος δτι θά έχουν σωθή όλοι.

4Η χοντρής Χούλα τρέχει μέ με γάλη δυσκολία.

"Ενα τεράστιο καβούρι τήν τυ­ λίγει μέ τά πλοκάμια του.

Ή καπέλλα έτοιμάζεται νά συμμορφωθήι μέ τή διαταγή του. Ό τρελλό - Χούπ, δμω^, έχει έπάνω στη φοβερή, έκει^ νη; στιγμή μιά οολλη* πρωτάκου στη έρπνευσι: Τρέχει στην ά­ κρη; τού γκρεμού κακαρίζον­ τας από ασυγκράτητα γέλια καί ξαπλώνεται μπρούμυτα κυιττάζοντας προς τά κάτω% — Μανούλα μου!, ξεφωνί­ ζει τσιριχτά. Ούτε στη μέση δεν έχει φτάσει ακόμα! Σκεφτήτε τί... «πλάτς» θά κάνη βουιτώντας ! Νά μέ φτύσετε, άν άέν τιναχτή τό νερό ώς έδώ πάνω! — Πήδα, βλακέντιε!, 6ύρ λιάζει άνήισυχα ό Κάλ καί τρ4 χει· προς τό μέρος του. —^ Έγώ νά πηδήξω εκεί κά το3; τσιρίζει ό Χούπ μέ γουρ λώιμένά μάτια· Δεν τρελλάθη κα! Στις βουτιές από ψηλά βουίζουν τ’ αυτιά μου! — Θά μάς σκοτώσουν, βλά


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ικα!, μουγγρίιζει τό λευκό π,.. 51 τής ζούγκλας. Κάνε γιρήγο *ρα! Δεν βλέπεις; Μάς έφτα­ ναν ! Πραγματικά οι Χόνγκο δεν απέχουν πιά παραπάνω από κορμιά ογδονταριά μέτρα και έτσι όπως τρέχουν σε μερικά δευτερόλεπτα θά τούς έχουν φτάσει. Ωστόσο ό χαζό - Χούπ ε­ ξακολουθεί νά διατηιρή την α­ ταραξία τσυν — Δεν ξέρω εσύ τί έχεις μαζί τους, λέει* ^ψυχρά. 3 Εμέ­ να ιμ ιά φορά μου έχουν φερθή πάντα σάν κύριοι! "Άσε μου την τηλεόραΐσι καί πήδα! •Καί με τά λόγια^ αυτά^ α­ Μέ τό μαχαίρι τυφλώνει τό α­ παίσιο καβούρι. πλώνει τό χέρι καί αρπάζει την τηλεάρασι καί πήδα! ρα του 'Γκόθ (*) από τά χέ- ρια του Κάλ. Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας μ5 ένα ανυπόμονο μουγ-. (*) Διάβασε τό 2ο τεΰνοε τού γρηιτό, όρμάει επάνω στον πυ­ «ΚΑΛ» μέ τίτλο «ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΟΛΕΘΡΟΥ». γμαίο, ενώ ή Μπέλλα περ ιμέ­ νει ακόμα μέ άγωνία τό απο­ τέλεσμα.^ Ό Χουπ τη βλέπει καί γιά νά μην του πάρη> την έκτυφλω τιική κρυστάλλινη) σφαίρα 6 Κάλ, την πετάει σ’ αυτήν σάν μπάλλα. — Πάσσα, Μπέλλα!, τσι­ ρίζει* χασκογελώντας. Οί Χόνγκο είναι καμμιά τρ\ σνταριά μέτρα μακρυά τους· Μέ τρομακτικές ιαχές λύσσας αρχίζουν κιόλας νά πετουν τά άκόντιά τους εναντίον των η­ ρώων μας. Ή Μπέλλα, χωρίς νά διστά ση καί χωρίς νά άφήση. τη μα γική σφαίρα, πηδάει στο βά­ ραθρο. "Εχει δή τον γιγαντό­ — Σιγά σκσυληκάκι μου, μή σωμο σύντροφό της πού άρπά μέ σφίγγεις οέ παρακαλώ!


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡ 101 ζει σαν κούκλα στα ατσαλένια χέρια του τον Χούπ, τον καθί­ ζει δια τή(ς 'βίιας στον ώμο του ικαιι πηδάει κι* αυτός. Οΐ Χόνγκο φθάνουν ούρλιά ζσντας στην άκρη, του γκρεμού Τά ακόντια σφυρίζουν δέκα δέκα γύρω από τον Κάιλ και τον ανόητο πυγμαίο- και ή κα ραικάξα ή Μανταλένα, φτερού νίζει κι* αυτή άιπό κοντά... Ευ τυχώς κανένα από τά ακόντια δεν βρίσκει τό στοίχο του... ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ

ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ Χούπ κρατάει την καητελλαιδιουιρα του νά μην του φυγηι και ξεφωνίζει τρομοκρατηΐμένος: —'Ρώτηίσες κύριε, πριν πηδή ξης, άν είναι κρύο τό νερό; Καίί ξέρεις ότι εγώ στο κρύο νερό ^ συναχώνομαι αμέσως; 'Κσί λες πώς ήθελα εγώ νά κά νω .μπάνιο ιμιέ τά καλά μου τά ρούγα, γιά νά γίνω ύστερα ρε ξίίλι ,μπροστά στις Χουλες (μου; Νά μέ .-.γυρίσης πίσω ά μέσως, άν δεν βες νά τσακω­ θούμε ! Μίπρρρ! Τι στην ευχή γυρεύει, αυτό τό ψαράκι μπρο­ στά στη μύτη μου; Φτάσαιμε στο τέρμα;... Αυτά τά τελευταία λόγια ό ανισόρροπος Χουπ τά έχει π ή μέσα στο νερό και γιά νά τά πή πίνει μερικές γερές γουλι­ ές κι* άριχίζει νά σπαρταράη (μέ τά ολοστρόγγυλα ματάκια του Υουρλωιμένα ατό την τρο­ μάρα. Ό Κάλ όμως τον κρατάει γερά καί δεν τον αφήνει. Μέ

Ο

μερικές γερές άπλωτές τον ά νεβάζει στήν επιφάνεια. Ή Μπέλλα κολυμπάει μερικά μέ τ.ρσ πιο μπροστά: τους καί ή παρδαλή κ αραικάξα έρ-χετα1 καί τήν αράζει πάνω στον ώ­ μο του χαζό- Χοσπ. Ό πυγμαίος παρά τήν δυ~ σαίρέσκειά του γιά τό νερό πού ήπιε τής φωνάζει θυμωιμιένος: — Μωρή Μανταλένα! Δέν ντρέπείσατ νά παίρνης τό μπά νιο σου χωρίς -..μαγιώ; Τέ­ τοια ανατροφή σου έδωσα ε­ γώ, π ιαλιοθήλυικο;... 5Ά! Μα νούλα ,μου! — Τί §τταβες επιτέλους; μουρμαυρίζει ό Κάλ νευριασμέ νος μέ τήν ανοησία του φίλου του. — Τό>... τό ιΚαιπέλλο μου!, τσιρίζει ό Χουπ- μέ κωμική α­ γωνία. Τό καίπελίλάικι μου! Τό ...φοράει ένα ψάρι! Ό λευκός κύριος τής ζούγ­ κλας δεν μπορεί αυτή τή φο­ ρά νά μήν ξεσπάισηι σέ γέλια. Γιατί φυΐσιικά τό καπέλλο τού ανεκδιήγητου Χουπ δέν τό φο ράιει κανένα, ψάιρι, άιλλά μέ τό φοβερό πέσιμο· του έφυγε από τό κεφάλι- καί πέφτοντας όρ­ θιο πλέει κοντά τους επάνω στήν επιφάνεια μέ τήν ταχύ­ τητα πού τού δίνει τό δυνατό ρεύμα:. Ό Κάλ τό φθάνει μέ δυιό άπλωτές καΐί σέ μ.ισό λε­ πτό ό Χούπ είναι ό πρώτος κολυμβητής του κόσμου... μέ ψηλό καιπέλλο·! Ό πυγμαίος ευχαριστιέται καί ξεχνάει^ τό θυμό του. —·*Άς είναι!, λέει συγκα­ ταβατικά. Νά χρωίστάς χάρι


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

πού το νερό είναι ζεστό., άλ­ λο ιώς θά ιμαλλώναιμ-ε άσχημα. Στο μεΤαξύ έχουν φτάσει και τή Μπέλλα, που συγκρο­ τήθηκε επίτηδες για νά τούς περιίμένη. Την ίδια στιγμή ό Χούπ κάνει καινούργια άνακά λυψι. — "Ενα νησάκι έκεΐ κάτω! φιωνάιζε ν θρ ι αιμιβευτ ιικά δε ίχνον τας προς τά εμπρός. Ό Κάλ καί ή Μπέλλα σκάνε .στα γέλια. —Λεν είναι -νηισάκι του λέει ή πεντάμορφη κοπέλλα. Είναι ...οι Χοΰλες σου! — /Άϊ στην ευχή!, κάνει ό Χούπ σαστισμένος. Λοιπόν έ­ χεις δίκιο, .μας Αμερική, άλ<ιλά που νά τό φανταστώ; Καί ιμένα μου φάνηκε παράξενο, πώς γίνεται νησί ιμέ λόφους καί >μέ χωρίς δέντρα! Μέ την ασταμάτητη φλυα­ ρία τού Χούπ τό ταξίδι μέσα στο περίεργο εκείνο ποτάμι συνεχίζεται καί τά βρόχινα τοιχώιματά του δεν λένε νά χα ρηλώσουν, πράμα πού αρχί­ ζει νά άνησυχή δίλ,ους. — Νισάφι πιά! γικρινιάζει τσιριχτά ό χαζό - πυγμαίος. -Πιάστηκε ή καρδιά μου τόση ώρα εδώ ,μιέισα! Μά ό Κάλ,, τό λευκό παιδί τής: ζούγκλας· είναι ανήσυχος για άλλον λόγο. — "Οσο πάμε τρέχουμε πε ρισσότερο!., λέει στη Μπέλλα πού κολυιμίπάει δίπλα του* Ή όριμή του ρεύματος δυναμώνει Αυτό πρέπει νά σημαίνη δτι πλησιάζρυμε σε καταρράκτη, εκτός κι5 άν είναι πολύ κατη­ φορική ή κοίτη-,... Θά δούμε. ??

9 λΉ Μπέλλα ρμως δεν άνησυ χεί άσ-ο αυτός. Τον κυττάζει ιμέ θαυμασμό- καί έμπιστοσύνη. — Θά τά καταφέρουμε πά λι!, λέει ιμέ βεβαιότητα. Εύτυ χώς δτι εκείνοι οί απαίσιοι α­ γριάνθρωποι δέν τόλρησαν νά πηίδήιξουν ' από κεΐ πάνω στο νερό, διαφορετικά θά την εί­ χαμε πολύ άσχηιμα άν μάς κυ νηγούσαν άκόμα.·. Δέν μιλούν για λίγο καί τό πρωτότυπο ταξίδι τους συνε­ χίζεται. Γ ιά νά μην κουράζον ται δέν κολυμπούν καθόλου, ιμά άφήνουν τό ρεύμα νά τούς πηγαίνη μόνο του. Καί σιγάσιγά οί ολόρθοι βρόχινοι τοΐ χοι πού υψώνονται δεξιά καί αριστερά τους, αρχίζουν νά χαμηλώνουν, πράγμα πού τό παρατηρεί πρώτος ό Κάλ καί τά μάτια του λάμπουν. — Μού φαίνεται πώς τό τα ξίδι μας πλησιάζει στο τέλος του!, λέει μέ χαρά. ιΠΐραγ)ματΐ(κά οι βράχινοι τοίχοι τού φοβερού εκείνου φα ,ραγγιού πού στο βάθος του περνάει τό όριμηρπικό ποτάμι, αρχίζουν πιά όλοφ-άνερα νά χα Ιμηλώνουν.

Μά ξαφνικά καί ενώ σι τέσ σερις κολυμίπούν ήσυχα: περιμένοντας άνυπόιμσνα νά δούν ποιος θά είναι ό καινούργιος τόπος πού θά τούς βγάλη αύ τό τό άρμηιτ ικό ρεύμα, ή Χούλα σηκώνει τή χερούκλα της καί αστράφτει μια σβουσιχτή σφαλιάρα τού χίαζο - Χούπ, πού κάνει πάλι μπορμπουλή''θοες από τή σαιστιιμάιρα του. Χρυσές ,μου Χοΰλες!, ξε


10

ψωνίζει, τρομαγμένος ιμόλις μπορώντας νά μιλήσηι. Σάς παρακαλώ, μέσα στο νερό ό­ χι σφαλιάρες,- γιατί θά πνιγώ ...άπό την ευτυχία! — Γ ιά νά μάθης νά μή μέ ξ αναγαργαλήσης στάν άστρα γάλο, βρωμοπυγμαίε! — ,μέ τό μπαρδόν κιόλας! — μουρ­ μουρίζει ή πελώρια νέγρα θυ­ μωμένη· — Έγώ! 5 Εγώ τούς άστρα γάλους σας, άγαπητές μου Χαΰλες; τσιρίζει μέ τρομερή έκπληξι. ό Χούπ. Μνήσθητί μου, Κύριε! Καλέ εγώ κρατώ τόση; ώρα τά κουλά ιμου έξω ά}πό τό νερό γιά νά .μή μου­ λιάσουν τά μανικέτια μου! Κάποιο λάθος θά κάνατε! Μή πως είναι κανένα καλαμαρά­ κι; Τήιν ίδια στιγμή ή παρδαλή ίκαροκάξσ του πυγμαίου πού μέ τή σφαλιάρα έχει πετάξει άπό τον ώμο του και φτερουγί ζει επάνω άπό τά κεφάλια

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

τους, άρχίζει νά κρώζη κατατροραγμένη· μέ τή στριγγιά, σάν γριάςγμάγισσας φωνή της. — Σκάσε, μωρή Μανταλένα κι* έσύ, πού κοροϊδεύεις!, τσιρίζει ό Χούπ άγανακτισμέ νος. ^ — Ή Μανταλένα δεν κορο­ ϊδεύει, λέει ό Κάλ άνήσυχα. Μου φαίνεται πολύ ταραγμέ­ νη. .. —Ναι1, αυτό τό πουλί είναι πολύ ευαίσθητο!, παραδέχε­ ται ό πυγμαίος χασκογελώντας. Συγχίιζεταΐ’ μέ τό πρώτο·. Μπορεί νά κακοπήρε τό ζή­ τημα τής σφαλιάρας. Μά δέν προλαβαίνει νά τε­ λείωση τά λόγια του- Ή Χού λα ξαφνικά ξεφωνίζει καί πά­ λι κι5 αυτή τή φορά τά μάτια της γουρλώνουν καί γίνονται πελώρια άπό τήν τρομάρα. — Πάλι κάποιος μ5 έπιασε άπό τον άστράγαλο! — -μέ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

τό μπαρδόν κιόλας! — τσιρί­ ζει καταφαβισιμένηι. ’Άα ! Πα ναγίτσα -μοι;! Καί σέ ίμ ια στιγμή εξαφα­ νίζεται ολόκληρη ιμέσα στο νε' ρό, ενώ στο σηίμιεΐο όπου χά'θηικε ανεβαίνουν στην επιφά­ νεια καί σίκάνε ένα σωρό με­ γάλες φούσκες. —· Θεέ -μου!, ξεφωνίζει ή Μπέλλα. Τί έπαθε ή Χούλα; — Μή φοβάσαι, μις Άιμερι -κή, της λέει ό πυγμαίος θρ-ιαμ βευτιικά. Οί φούσκες σηιμαί^ νουν ευτυχία! Μου τώχει π η ιμιά καφεντζοΰ, στο χωριό ιμας! Μά ό Χουπ 6έν προλαβαί­ νει καΐλα - καλά νά τελείωση την προφητεία του περί ευτυχίας καί την ΐδικχ στιγμή τό ικατατρομαγμένο κεφάλι της Χούλας κάνει πάλι; την έ)μφάνιισί του ιμέσα στο νερό. Μια τρομερή κραυγή φρίκης ξεφεύ­ γει από τό ανοιχτό στόμα της

Κουνάει τή σφαίρα για νά φύ­ γουν τά παράσιτα!

11

ρας ξεπροβάλλει κι5 αυτό από τά νερά. Μοιάζει ιμέ καβουρε Τό κεφάλι του όμως μόνο., εί­ ναι σάν τή Χούλα ολόκληρη. "Έχει καί κάτι πελώρια πλο­ κάμια σάν του χταποδιού, πού έχουν άρπάξει τή δύστυχη νέ γρα άπό πόδια κάί χέρια. — Αμάν μιά καβουρομά:να!, φωνάζει ό κωμικός Χούπ με θαυμασμό. Μωρή Μανταλέ να! Τρέξε γρήγορα νά μού ψε­ ιρής κανένα σκουληικάκι γιά δό λωμα νά τήν ψαρέψω ! Μπά! -έχασα! Αέν έχω πετονιά! Στο μεταξύ τό άνατριχιαστιικό τέρας έχει τραβήξει γιά δεύτερη· φορά τή φτωιχή Χού­ λα στο βυθό τού ποταμού· Ή Μπέλλα βγάζει ιμιά φωνή τρό­ μου καί ό Κάλ τραβάει τό μα ,χαΐρι του καί ρίχνεται σάν ά• στραπή προς τό- μέρος όπου τά αναταραγμένα νερά δείκαί ταυτόχρονα ένα φοβερό τέ


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

χνουν πώς εκεί κάτω από την επιφάνεια διεξάγεται μια ά­ γρια και άπελπ ισμένη πάλη θανάτου. — Πρύσεΐξε, Κάλ!, ξεφωνί ζει τό λευκό· κορίτσι· μέ φόβο. — 3Απομαικρυνθήτε έσεΐς δ σο μπορείτε!, λέει τό παιδί τής ζούγκλας δυνατά κάί άμε σως ύστερα βουτάει μέσα στο νερό,

κόμπο γιά νά ικουτσαίνη !'... Ό Κάλ, την ίδια στιγμή ση κώνει τό (ηράκλειο χέρι του καί χτυπά τό τέρας απανωτά στά δυο μάτια. Τό (μαχαίρι μέ την ατσάλινη· λεπίδα χώνεται ώς τή λαβή στους λωΐβούς τών ματιών ταυ. Τό νερό βάφεται κόκκινο. Τό κολιασμένο· τέρας παρατάει τή Χούλα κι3 αρχί­ ζει νά χτυπιέται τρομακτικά προσπαθώντας νά σκοτώση μέ ΠΑΛΗ τά πλοκάμια του τον θανάσι­ ΜΕ ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ μο εχθρό του. — ’Ώχ!,, τσιρίζει ό Χούπ Χ0ΥΠ δεν έννοεΐ νά ξεικολλήισιηι άπο τό σημείο μέ απελπισία- 3'Αδικα τό κα­ πού βρίσκεται κα:ί ή πα μάκωσε ό Χάλ τό ικακόμοιιρο! /Πρέπει νά βρούμε τηγάνι σάν νέ,μορφηι Μπέλλα τού φωνάζει: — Χούπ! Δεν ακόυσες; Φύ τήν πλατεία τού χωριού μου γιά νά τό (μαγειρέψουμε! γε άπο εκεί! Ή ιΜπέλλα: μέ δυο - τρεΐς Ό κίνδυνος νά άρπάξη τον χαζό -πυγμαίο κανένα άπο τά γρήγορες απλωτές φθάνει στο τρομακτικά πλοκάμια τού τέ­ ίμερος πού βρίσκεται ή Χούλα. Ή δυστυχισμένηι νέγρα είναι ρατος, εΐναΐ' μεγάλος. Μά ό τόσο άποκσμωμενιη πού δεν Χούπ δεν καταλαβαίνει τον μπορεί νά σταιθή στήν έπιφάκίνδυνο. νεκα τού νερού ικα;ί βουλιάζει. —- Νά φύγω; στριγγλίζει κουνώντας τό κεφάλι του. 3,Αχ, Ή λευκή ικιοπέλλα τήν όορ.ικαιημενη μις "Αμερική! Πώς πάζει στά χέρια της καί όπως φαίνεσαι δτι δεν ξέρεις νά είναι δεινή κολυμβήτρια, άρφάς! κείρεις τί μερακλίδικος χίζει νά τή μεταφέρη προς τή ιμεζές εΐναι τό καβούρι ιμέ λα στεριά. Γιστί τό δυνατό ρεύδολέιμονο; μα τούς έχει μεταφέρει πιο ■Πάνω άπο τό νερό πού γε­ κάτω όλη αυτή τήν ώρα. Τά μίζει· λευκούς άφιρούς, ξεπρο­ βράχινα τοιχώματα έχουν χα­ βάλλει την ίδια στιγμή τό φιρί μηλώσει· /πολύ ικαί /μερικές ε­ κτό κεφάλι τού τέρατος. Ό κατοντάδες μέτρα μακρύτερα Κάλ εΐναι γαντζωμένος επά­ τό έδαφος σιαλώνεται ανοιχτό νω του καί ή Χούλα Ιμισοπνι- δεξιά κι·3 αριστερά στις όχθες γμένηι προσπαθεί νά γλυτώ- τού ποταμού. ση άπο τά άνατρ ιιχ ια’στ ικά Στό> μεταξύ ό ιΚάλ τού κα­ του πλοκάμια. κού αγωνίζεται. Ή ατσάλινη — Χούλα!, /ξεφωνίζει τσι­ λεπίδα τού μαχαιριού του εί­ ριχτά ο.·, δαιμόνιος Χούπ. Δέ ναι άδύνατον νά διαπεράση σε του τά δυο πισινά πόδια τον ισχυρότατο θώρακα πού

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

έχει παντού τό κεφάλι του τε ρατώδους καβουριού· Καταλα βαίνει 6τι όσο ,μένει ικοντά του δεν (κερδίζει τίποτ’ άλλο από το νά κινδυνεύη, τή ζωή του. "Ένα από τά πλοκάμια του τέρατος τον έχει αρπάξει από τή ιμέσηι και τό σφίξκμο είναι τόσο τρομερό πού τό λευ ικιό παιδί τής ζούγικλ-ας δεν ίμιπορεΐ νά άναίπνεύση και πά ει νά σκάση. Τά κόκκαλά του τρίζουν. Χωρίς νά ιχάση καιρό καί ιμέ ιμερικές .μαχαιριές, ό άτρόιμηΐτος Κάλ κόβει αυτό τό πλο ικό:|μ.ι· πού τον ικρατεΐ αιίχμάλω το. Τό τέρας σπαράζει καί πά Ιλι από τούς πόνους. Ό .Κάλ ιμέ την ευκαιρία αυτή, ξέρον­ τας πώς τό φρικιαστικό κάβου ρι δέν ιμπορεί πιά νά τον δή, ξεγλυστράει προς τον βυθό καί παίρνοντας ένα μεγάλο μα κροβαύτι, βγαίνει ρακρυά α­ πό τό σημείο οπού χτυπούν τά ιάπαίισια πλοκάμ.ια τού άν τιπάλου του καί πού ένα χτύ­ πημά τους εΐναι αρκετό γιά νά τον συντρίψη. Βλέπει κάπου έ κεΐ κοντά του τόν χαζό -Χούπ πού ισκέκει· άκόιμα Ικαί τόν πα­ ρακολουθεί ιμέ τά μάτια γουρ λωίμένα.. Τόν αρπάζει από τό χέρι καί τόν τραβάει. — "Αασα!, τσιρίζει κατατραμαιγ μένος από τό ξάφνιά­ σιμα 6 πυγμαίος· Μ’ έπιασε έ­ νας πελώρ ιος αστακός! — "Ασε τις ανοησίες καί πιάσου επάνω ιμου νά κάνου­ με γρήγορα !^ τού λέει ό Κάλ. — Έσύ εΐσας. καημένε; Μί λα ντέ;. τού κάνει ό πυγμαίος γκρινιάρικα. Θέλεις δηλαδή

13

νά ιμέ κάνης νά βγάλω τή χρυ σή; >Καί ιό χαζό - ΧούΙπ κινδυνεύ ει νά βγάλη στ5 άλή(θεια τή (χρυσή., γιατί τήν ίδια στιγμή, ένα κολοσσιαίο νερόφ ιδο κου λουριάζεται έξω από τό νερό καί χύνεται μ5 ένα απαίσιο σφύριγμα καταπάνω του. Τά μάτια τού πυγμαίου ανοίγουν διάπλατα από τόν τρόμο. -— Μαράκα ιμου!, στριγγλί ζει. "Ένα μεγάλο... σκουλήκι! Ό Κάλ δέν προλαβαίνει νά όπέιμβη- Γιά ίμιά στιγμή μένει ακίνητος στο νερό, μαρμαρωIμένος από τό φρικι αστικό θέ­ αμα τού τέρατος αυτού πού μοιάζει σάν πραγματικό γέν­ νημα τής κολάσεως, Τό νερό­ φ ιδο βρίσκει τήν ευκαιρία νά Φτάσηι τόν Χούπ καί τυλίγε­ ται ιμέ καταπληκτική γιά τόν όγκο του ταχύτητα γύρω στο κοριμί τού πυγμαίου, πού σ’ ένα (δευτερόλεπτο εξαφανίζε­ ται ολόκληρος εκτός άτό τό κεφάλι του. ααφνιικά έκεΐ πού ξεφωνίζει κ ατ ατ ρα μ αγ μένος, παύε ι τ ί ς φωνές καί χασκογελάει. - — Γιά δίες πού μ’ άγκιάλιασε!, τσιρίζει. Θά |μιέ ...συιμπά θησε φαίνεται! Καλό μου σκουιληκάκ ι, ιμή σφίγγης αμως έτσι, γιατ'ί θά ιμου βγάλης τ’ άντερα! Ευτυχώς γιά τόν χαζό -πυ­ γμαίο, τήν ώρα πού τά κόκκα λά του άρ-χίιζουν νά τρίζουν επικίνδυνα καί στριγγλίζει α­ πό τούς πόνους, ό Κάλ είναι ικαί πάλι κοντά καί τό (μαχαί­ ρι του χτυπά ιμέ μανία τό τέ­ ρας στον λοαιμό πολλές φορές.


14

Τό νερό βάφεται και πάλι κοκ ικινο καί τό σφίξιμο του τέρα­ τος χαλαρώνει. Ό 'Κάλ τραβάει τον Χούπ από τή ίθανάσιμη αγκαλιά του νερόφιδου καί κολομπώντας σαν δελφίνι άπομσκρύνεται, έχοντας καί τον πυγμαίο επάνω ιστήν πλάτη του. Ό τε­ λευταίος αυτός κλαψουρίζει· ά κομά από τούς πόνους. Τό λευ κό αγόρι δεν τον προσέχει. Ψάχνει μέ αγωνία νά άνακαλύ ψηι τή Μπέλλα καί τή Χούλα, άλλα δεν μπορεί νά τις διαικρί νη, πουθενά. — Χούπ!, μουρμουρίζει μέ τρόμο. Τί έγιναν οί συντρόφια σές μας; ^ —Τί θές νάγιναν; λέει πέν θιμα ό πυγμαίος. "Οταν τό κά θε καβούρι είναι μεγάλο σαν ..•δίπατη καλύβα κι5 δταν ένα σκουλήκ ι είναι είκοσι μέτρα μάκρος, βγάλε συμπέρασμα! Κούφια νάναι ή ώρα, αλλά έ­ χω τήν έντύπωσι πώς μείνα­ με ...χήροι!

1 Αρπάζουν καί τή χοντρή Χούλα μαζί μέ τή Μπέλλα...

ΚΆΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ό .Κάλ δεν τον ακούει κα­ θόλου. Γεμάτος αγωνία ψάχνει όλουθε. Βγαίνει1 καί στήν Λκτή καί άγναντεύει μέ τό μά­ τι μακρυά. Ούτε ίχνος όμως τής Μπέλλας καί τή^ Χούλας· Καί τότε, ξαφνιικα, ενώ τό παιδί τής ζούγκλας μέ σφι­ γμένη τήν ψυιχή είναι έτοιμο νά βουτηξη στο· νερό, ή παρδα Ιλή καρακιάξα του Χούπ χύνε­ ται κρώζοντας διαβολεμένα ά νάμεσα σέ κάτι θάμνους. Ό κύριος τής ζούγκλας ξέ­ ρει πώς ή Μανταλένα, αντίθε­ τα μέ τον χαζό κύριό της, εί­ ναι τετραπέρατο πουλί, πού πολλές φορές μέ τήν εξυπνά­ δα του τούς έχει γλυτώσει α­ πό φοβερούς κινδύνους. Τρέ­ χει λοιιπόν κοντά της μ5 ελπί­ δα. Παραμερίζει τά φύλλα τού θάμνου πάνω από τον οποίον χτυπιέται ή καραικάξα καί τό τε ό τρελλο - Χούπ πού τον έ­ χει ακολουθήσει ώς έικεΐ, α­ νοίγει διάπλατα τά ματάκια του χαρούμενος καί τσιρίζει: — Ζητώ! Ή... τηλεόρασ ι! Γειά σου, ιμωρή Μανταλένα, μαυσικόιφιίλη! Πραγματικά, ή φοβερής κρυ στάλλινη σφαίρα του μάγου Πκόθ βρίσκεται έκεΐ πέρα, πε σμένη μέσα στην πυκνή φυλ­ λωσιά τού θάμνου. Τό πρόσω­ πο τού Κάλ γίνεται χλωμό ό­ πως τού πεθαμένου* — Γιά νά είναι ή σφσΐοα ε­ δώ, πού τήν κρατούσε ή Μπέλ λα, λέει μέ φωνή πού^ τρέμει, θά πή πώς δεν τις άρπαξαν τά τέρατα τού ποταμού μά βγήίκαν στην ξηρά... Καί για νά φροντί,ση νά τήν κρύψη μέ*


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σα σ’ αυτή τη φυλλωσιά, θά πή ττώς αυτοί που τους ριχτή καν ήταν ό ίδιος ό απαίσιος 'Γικόθ, ιμέ τους πολεμιστές του!... — Κάτι κοτσάνες πού πετάς αφεντικό!, του κάνει ό χα ιζο πυγμαίος · κοροϊδευτικά. Που _βρέθηικε ό 'Γκόθ εδώ πέ­ ρα; ΐ-έχασες που τον άφήσα,με; Κάνεις δεν πηίδη'ξε στο πο τά|μι σάν εμάς τους τρελλούς. >Κι? άν πήδαγε θά τραβιόταν ακόμα με τά καβουράκια, τά σκουλήκια και τούς κοικοβιούς γιατί θά ήταν πίσω από μάς! — Κι* όμως·.. Άν ήταν άλ­ λοι, ή Μπέίλλα δεν θά έκρυβε τή (μαγική σφαίρα... Πρέπει νά τρέξωμε... Νά τις βρούμε. Μά προς τά που νά πάμε; — Άπό το στόμα; μου το πήρες, του λέει ό Χούπ. Που νά τις βρούμε άφου δεν άφη­ σαν διευθυνσι; Τό έδαφος, ώς έκε? πού φτά νει τό ιμάτι άπό τή δεξιά με­ ριά προς την κοιλάδα, είναι στρωμέίνο με ιμεγάλες πέτρες στρογγυλές σάν βότσαλα, πού κανένα ίχνος δεν υπορεΐ νά μείνηι επάνω τους άπό τις πατημασιές των άγριων. Άπό την άλλη! πλευρά στην παρα­ λία του ποταμού των τεράτων ή βλάστησις είναι οργιαστική. Μά δεν υπάρχει ούτε άπό αυ­ τή τήν κατεύθυινσι κανένα ί­ χνος ποδιών, σημάδι πώς οί επιδρομείς έφυγοον προς τήν ά γονή κοιλάδα· Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας μένει για μερικά δευτε­ ρόλεπτα αναποφάσιστο, με τή ιμαγική σφαίρα στα χέρια.

15

Τά κοιντάριια καίρφώνοιντοοι δίπλα στ ό δ εμ έ νο κορ ίτ σι...

Στα (μεγάλα του ,μάτια, χορο πήδάει .μια φίλόγα φοβερή, πού άν τήν έβλεπε ό απαίσιος ιΓικόθ, ασφαλώς θά άνατρίχια ζε άπό τον φόβο του... Τέλος αφήνει πάλι τήν κρυ στάλλινη σφαίρα κάτω και προχωρεί ανάμεσα στα δέν­ τρα. Ό Χούπ τον παρακολου­ θεί μέ γουρλωμέ'νες τΙς ματάρες του. — Πάλι σ’ έπιασε εκείνο τό άλλοιώτικο; του φωνάζει. Κύττα μή χαθής σάν τήν άλ­ λη φορά και σέ ψάχνω ! — Μεΐνε εκεί πού είσαι, Χούπ!...· Θά γυρίσω γρήγο­ ρα, λέει τό γιγσντόσωμο^άγόρι. Πρέπει νά μάθω πού πή­ γαν τις συντρόφισσές μας οι Χόνγκο... Ό Χούπ μουρμουρίζει μό­ νος του, δυσαρεστημένος: ^ — Έμ βέβαια!^ Ή τρέλλα δεν πάει στα βουνά! Αυτός έ-


16

δώ ιμάτια ιμου, νομίζει πώς ε­ πάνω σε κάθε δέντρο κάθεται κι5 άπό μια καφεντζαΰ! Κι3 ό ικαταπληικτιικος σέ χα ζομάρσ Χούπτ, μόλις ό Κάλ ε­ ξαφανίζεται μέσα στην πυκνή βλάστηση τρέχει· προς τό μέ ρος πού έχει αφήσει τή ιμαγι ική σφαίρα του Γικόιθ. ■— "Ελα μωρή Μαντα(λένα, λέει στην καρακάξα του, νά δούμε μήπως παίιξηι τίποτα αυτή ή ριηΐμάδα ή τηλεόρσσις! Πολύ άκαταλαβίστικο μηχάνη μα, ;μά τήν αλήθεια! Είναι α­ δύνατο νά κατάλάβω πώς παίρνει μπρος.·. Εκείνος ό (μουρλός ό Γκόθ θά ξέρη, άλλα πώς νά τον ρωτήσης αφού εί­ ναι δική του καί τού τήν έκλε­ ψε ό κλέφταρος ό Κάλ; Παίρνει τή σφαίρα στά χέ­ ρια του καί γουρλώνει τις ματάρες, του· 5 Εκείνος ό άπατοι ος μαύρος αχνός στροβιλίζε­ ται πάντα στο· εσωτερικό· της παίρνοντας αλλόκοτα καίί τρο ιμακτικά σχήμοπα. — "Εχει παράσιτο πού πά ει· γόνα, τρομάρα της!, γικρινιάιζει ό Χούπ στρ^γγλικα. Μιού φαίνεται πώς είναι γιά πέταίμα! Καί τήν κουδουνίζει νευρια σμένος καί τήν τραντάζει μ ή πως καί πάρει μπρος, αλλά τού κάκου, δεν καταφέρνει άπολοτ ως τ ίποτ ε...

ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΣ

τή Χούλσ, πώς είχε βρεθή σ’ έκεΐνο τό μέρος; Γιά νά τό κα ταλάβιη, ό άναγνώστης πρέπει νά παρακολουθήίσωμε από τήν αρχή τον απαίσιο μάγο μέ τούς πολεμιστές του. 3Από τή στιγμή πού οί ήρωές μας πή­ δησαν στο ποτάμι τών τερά­ των, γλυτώνοντας τό τελευ^ ταίο δευτερόλεπτο τή ζωή τους. 3Εκείνη λοιπόν τή στιγμή ό σατανικός Γικόιθ έφθασε στήν άκρη· τού γκρεμού κι3 ένα ούρ λιαχτό άγριας λύσσας ξέφυγε ά?τό τό στόμα του πού ήταν γεμάτο άσπρους άφιρούς. Τά μάτια του έλιαμψαν τρομακτι­ κά· — Μέσα σ? αυτό τό ποτάμι πού έπεσαν δέν θά γλυτώση κανείς τους!, βρυχήθηκε μέ κο λαισμένη, χαρά. Τά φοβερά τέ­ ρατα πού παραμονεύουν κάτω από τά νερά του, θά άναλάιβσυν νά εκδικηθούν γιά λογα­ ριασμό μου!... Μά κι3 όν άκό μα τό τρομερό λευκό άγόρι, ό θανάσιμος εχθρός μου, κατα^ φέρει νά ξεφυγπ άπό τά νύχια τους, πάλι δεν θά ξεφύγηι έμε­ να ! ...Τό ξέρω καλά αυτό τό ποτάμ ι!... Έ! Σ εις! Μαύρα σκυλιά! "Ακολουθήστε με ! Οι Χόνγκο όρμούν πίσω ά­ πό τον κολασμένο Γκόθ· Μά αυτή τή φορά δέν ουρλιάζουν καθώς τρέχουν, γιατί ό Γκόθ 0 ΘΕΟΣ μέ μια χειρονομία τούς έπιβάλ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ λει σιωπή,. Γνωρίζοντας τις Α ΑιΝ ήταν στ3 αλή­ στροφές τού ποταμού, κόιβε'ΐ θεια ο τρομερός Γκόθ δρόμο άπό ένα κρυφό μσνοπά ιμέ τούς Χόνγκο αυτός τι καί φθάνει σ’ εκείνο τό ση­ μείο πού άπήγαγε τή Μπέ’λλα ιμέτής όχθης πού αρχίζει ή

Μ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

φουντωτή βλάστηρτς. Βάζει τους άντρες του νά κρυφτούν μέσα στις φυιλλωσιές. Έτσι κρυμμένοι .περιμένουν. Αέν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο. Περνούν μερικά λεπτά. Και ξαφνικά ό Γκόθ βλέπει τή λευ κή κ απέλλα καί τή νέγρα που τή βγάζει σέρνοντας στήν ό­ χθη ή Μπέλλα. Τά μάτια1 του λάμπουν διαβολικά. Περιμένει νά προχωρήσουν λίιγο Οι δυο γυναίκες καί ύστερα λέει ιστούς πολεμιστές του. — Επάνω τους!, ουρλιά­ ζει. "Αν σάς, ξεφύγουν άλλούμονό σας! Ή Μπέλλα άκούει τό απαί­ σιο ουρλιαχτό του καί μέ μεγάληι ετοιμότητα αρπάζει τήν ικίρυστόΰλλιινηι σφαίρα πού τόση ώρα κρατάει κάτω από τή μα σχάλη της καί τήν πετάει μέ­ σα σ5 έναν φουντωτό θάμνο. "Υστερα κάνει νά ριχτή προς τό «μέρος τής κοιλάδας, μά οί Χάνγκο τήν έχουν κιόλας φτά­ σει. Κι5 αυτή καί ή Χούλα πού δέν μπορεί νά φέρη καμμ ι,ά άν τίστασι στήν κατάστα'σι πού είναι, βρίσκονται αιχμάλωτες γιά μια ακόμη; φορά. Ό Γικόθ στέκει μπροστά στή Μπέλλα καί χαμογελά εί ρωνκκά. —Αυτή τή φορά δεν θά μου ξεφύγετε!, ιμουιγγρίζει μέ φω­ νή σφυριχτή σάν του ψιδιού. Ή ατρόμητη καί έξυπνη, κο πέλλα, καταλαΐβαίνει από τή ματιά πού ,ρίχνει ό φρικτός μάγος προς τό ποτάμι, δτι ό Γίκόθ έχει σκοπό νά περιμένη για νά συλλαβή καί τον Κάλ. Κοΰί ξέρει πώς ό υπέροχος συν

π

τροφός της μαζί μέ τον Χούπ δέν θ’ άργήσου νά βγουν στήν άχθη. Μιά ιδέα περνάει τότε άΐ «τό τό μυαλό της. Άποφασί ζει νά θυισιάση; τή δική της ζωή για νά σώιση τον Κάλ. Μέ υπέροχη ηθοποιία, βάζει τά κλάματα ξαφνικά· —Αέν μέ φοβίζει πιά ό θά­ νατος, Γκόθ!, φωνάζει μέ μί­ σος ανάμεσα στους λυγμούς της. 5Από τή στιγμή πού εκεί­ νο τό φρικτό τέρας τού ποτα­ μού κατεσπ άραξε τον καημέ­ νο τον Κάλ καί τον δύστυχο Χούπ, δέν τήν θέλω πιά τή ζωή ! Χάρι θά μου κάνης, άν /μέ σκοτώίσης! Κ ύ άν δέν τό κάνης εσύ, θά τό κάνω μόνη μου!... Τά άτταίρτα μάτια τού τρο μερού Γκόθ, πετούν αστραπές χαράς. —"Ωστε δέν ζή πιά, ό Θανά­ σιμος εχθρός μου!, σφυρίζει, θά πέρασης τέτοια φρικτά βα σανιστήρισ, άμορφη κόρη., πού θά δής οτι ό θάνατος είναι μιά πραγμ ατ ικά ,μεγάληι χ αρά!... Θά δής!.·. Καί χαμογελώντας μέ σαδιομό, γυρίζει στούς άντρες του. — Πάρτε τις!, ξεφωνίζει. Γρήγορα! Αέν (ύπαρχει λόγος νά μείνουμε περισσότερο εδώ. Οι πολεμιστές Χόνγκο, φορ τώνονται τις δυο .γυναίκες, ζε κινούν τρέχοντας. Ακολου­ θούν τον φοβερό μάγο Γκόθ πού κατευθυνεται.πρόις τήν ά­ γονη κοιλάδα. Περνούν από τούς πρόποδες ενός ψηλού λό φου. "Υστερα περνούν μιά ά­ γρια χαράδρα, στρωμένη; μέ


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

18 ξασπρισμένα κόκκσλσ μεγά­ λων ζώων* Ή χαράδρα αυτή (βγάζει σε ιμιά ,μικρή κοιλάδα κλεισιμένιη γύρω - γύρω από πανύψηλα βουνά. Ή κοιλάδα είναι γειμάτη με σκόρπια ε­ ρείπια από ικάποια παλιά πο­ λιτεία. Χώνονται ανάμεσα στά έρεί πια. Προχωρούν μέσα από στενά γειμάτα ογκόλιθους πε ΐράσιματα που κάποτε ήσαν οι δρόιμοι τής πολιτείας. Φθάνουν στη μεγάλη πλατεία. Μπρο­ στά τους υψώνεται τό ,μισογκρεμιισμένο κτίριο ενός μεγα­ λόπρεπου ναού. 5Αδίστακτα ό ιμάγος Πκόθ χώνεται ,μεσα στο ικατασκότεινο εσωτερικό του.

Οι Χόνγκο ιμέ τις αιχμάλωτες τον ακολουθούν. Σέ ,μιά άγρια διαταγή τού , μάγου ανάβουν δαυλούς και τούς καρφώνουν στούς τοί­ χους τού ναού. "Αθλια έαεί-πια φωτίζονται τρ.γύρω τους Κι* ανάμεσα σ’ αυτά ένα πα­ νύψηλο άγαλμα, πού τό κεφά­ λι του φθάνει ώς την οροφή. Είναι τό είδωλο τής πιο αί ,ματοβαιμ.μένηίς θεότη,τας πού έχουν ποτέ λατρεύσει οι άν­ θρωποι. Τό είδωλο τού απαί­ σιου Βάαλ, τοΰ Θεού τού Ό­ λεθροι; και τής Καταστροφής. Πάνω σέ^ δυο όρθιες μαρίμαρε· νιες κολώνες δένουν τή Μπέλλα καί τή Χούλα.

Γονατίζει μπροστά στο πελώριο άγαλμα


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

19

Τό ρόπαλο του Κάλ κατεβαίνει μέ ορμή.

— Άν&ψτε φωτιά!, διατά­ ζει ό Πκόβ ιμέ τρομερή φωνή. Στη στί'γίμή ή διαταγή του έκτελεΐται. Μπροστά στο ά­ γριο άγαλμα τής απαίσιας θεότητας υπάρχει ίμια πελώ­ ρια σκαλισμένη πέτρα πού τό εσωτερικό της είναι άδειο. Μέσα ατό «κοίλωμα αυτό οι Χόνγικο .μαζεύουν ξερά ξυλά. Ιούς βάζουν φωτιά. Οί φλό­ γες τριζακοπάνε καί ανεβαί­ νουν ψηλά. Ό Γ-κόθ πλησιάζει. 5Από έ­ να πέτσινο σοχκουλάκι πού «κρέμεται ισάν φυλαχτό ά[τό τό λαιμό του, βγάζει μια πράοι νη σκόνη, πού την τινάζει επά^ νω στη φωτιά- Μονομιάς πο­

λύ: χιρω μ ο ι ικ αίπνοΐ τ ι ν άζοντ α ι ψηλά ικαΐ αρχίζουν να στροβιλίζωνται στον ιάόρα. Ό φοβε­ ρός μάγος γονατίζει μπροστά στη σκαλισμένηι πέτρα. "Ολοι «ο! Χόνγκο πέφτουν μπρούμυ­ τα στο έδαφος και άικουμπάνε τά κεφάλια τους στη γη. Και τότε αρχίζει νά άκούγεται ένας άπακασμος ψίθυρος. Σιγανός στην άρχή, μά σιγά -σιγά δυναμώνει και θεριεύει. Ή ήχοο του πσλλαπλασ ιάζεται (μέσα .ατούς πέτρινους τοί χ«ους του ερειπωμένου ναού. Γίνεται ένα τρομακτικό μουρ ιυουρητό πού επαναλαμβάνε­ ται χιλιάδες φορές σά νά τό λένε πολλά μαζί στόματα.


2ΰ Ό ήχος αυτός βγαίνει α­ τό τή φωτιά). Ώφείλεται στην παράξενη σικόνη που τής ερ·ρι ξε ό ιΠκόθ· ιΜά αυτός μόνο τό ξέρει έκεΐ μέσα. 1 Είναι ένα α­ πό τά σατανικά κόλπα που μετα|χειρίιζ|εταΐ; γιά( νά προ■καλή τον φόβο τού λαού του. — Άκαυτε τή φωνή του /με γάλου Βαάλ!, ουρλιάζει με μοχίθηρίια. Ό1 θεός του- Όλε­ θροι* και του Αίματος, κατα­ δέχτηκε νά μ,ιλήση μέ τον πι­ στό υπηρέτη του τον Γκόθ! — Λυπήσου μας, Βάαλ!, μουρμουρίζουν κ ατατιρομ αγμένοι όλοι μαζί οί Χόνγικο μή τολμώντας νά σηκώσουν τά κεφάλια τους άπό τό έδαφος. — Ό θεός μας ζητάει έκδίκησι!, θρυχάται ό Γκόθ. Ά ικαυιστε τά λόγια του! Ή φοβερή ηχώ καμπανίζει απαίσια μέσα στο ναό. Οί Χόνγικο τρέμουν. Ό Γκόθ ού'ρ λιάζει: — Αυτά είναι τά λόγια του Βάαλ, που μόνο ό μεγά­ λος ιερέας του μπορεί νά τά καταλάβη. Ποταμοί αίματος πρέπει νά τρέξαυν για νά ξεπλυΒή ή προισβολή που μου έκαναν οι - ξένοι! Τό αίμα άς άρχίΐσει νά κυλάη- άπό αυτές τις ιδυό γυναίκες,... Μά χρει­ άζονται καί πολλές άλλες θυσίες ακόμα... Τό ρίμα πρέπει νά σχηματίρη ένα μεγάλο πο τάμι καί τότε αυτό θά πνίξη τήν οργή μου! Προσέξτε, γι­ ατί άν εσείς οί πιστοί μου βέν ιμ’ ευχαριστήσετε, ή οργή μου καί ή καπάρα μου θά πέ­ σουν έπάνω σας! "Ενα παγωμένο ρίγος τρό­

ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΣ

μου διαπερνάει όλους τους Χόνγικο. — Λυπήσου μας, Βάαλ!, ουρλιάζουν. —- Ό θεός μίλησε!, ,μουγγρίζει ό !Πικό)θ σατανικά. Ίό έργο μας αρχίζει ί Αυτές οί δυο «βέβηλες γυναίκες θά ■βα­ σανιστούν καί ύστερα τό αΐμα τους θά τρέξη προς τά πόδια του 'Βάαλ·.. "Οσο γιά τά άλ­ λα μας θύματα θά τά βρούμε ανάμεσα στις γειτονικές μας φυλές,! Έγώ, ό Γκόθ, ό μέγας ίερεύς ;ταϋ Βάαλ, θά οδηγή­ σω τον στρατό μου· έκεΐ πού μέ πρόσταιξε ή οργή τού τρο­ μερού Κυρίου μ ας! Ή ιέπίΐδρασις τής σατανι­ κής πράσινης σκόνης, στή φω τά, αρχίζει· νά τελειώνη. Ό ψίθυρος αδυνατίζει συνεχώς ώσπου χάνεται. Οί πολύχρω­ μοι καπνοί πού στροβιλίζον­ ται· στον αέρα, ξεφτάνε ώσ­ που διαλύονται. Οί Χόνγκο τρέμοντας ακόμα άπό ιερό τρόμο σηκώνονται ατά πόδια τους καί περιμένουν νά πά­ ρουν διαταγές άπό τον άπα>σιο άρχηγό' τους. — Πρώτη δοκιμασία!, ούρ λιάζει εκείνος καί τά μάτια του λάμπουν άπό σαδιστική χαρά. ίΠάει καί κάθεται σ’ ένα ψη λό βάθρο. Οί πολεμιστές του στέκουν στή σειρά απέναντι στις αιχμάλωτες. Ό Γκόθ ικυττάζει τό πελώριο, πέτρινο πρόσωπο τού τρομερού Βάαλ. Οί άναΐλαμπές τής φωτιάς χο ροπηίδάνε πάνω σ’ αυτό καί τό κάνουν ακόμα πιο άγριο κα)ί τρομακτικό άπ5 ότι είναι-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Ό Γκόθ κατεβάζει έπίση,μα τό χέρι δίνοντας το σύν­ θημα νά αρχίοιουν τα βασανι­ στήρια. Στη στιγμή οι άγριοι πολεμιστές του οργίζουν νά άλαλάζουν απαίσια. Τρέχουν ό ένας πίσω από τον άλλο ε­ ναντίον των δυο δει μενών γυ­ ναικών. Μόλις φθάνουν σε από στασι δυο ή τριών .μέτρων, πε τούν τά ιμεγάλα κοντάρια ,μέ τις φοβερές σιδερένιες αιχμές τους. Μά κανένα από αυτά δέ χτυπά τή Μπέλλα ικα'ΐ τή Χού λα. "Ολα περνάνε σύρριζα στα πρόσωπά τους. Τόσο καν τά πού οι αιχμάλωτες νοιώ­ θουν τό ανέμισμά τους στο μάγουλό τους,. Ή Μπέλλα σφίγγει τά δόντια περήφανα γιά νά <μή φωνάξη., Ή Χοόλα προσπαθεί κΓ αυτή νά κρατη<θήί, μά δεν (μπορεί νά τό καταφέρη, γιά πολλή ώρα και ύστερα αρχίζει νά τσιρίζη γο ερά· 5 Από μαύρη γίνεται σαν τή στάχτη γκρίζα, από τήν τρομάρα της ! "Οταν σι Χόγικο πετουν α­ πό δυο και τρεις φορές ό κα­ θένας τά ακόντιά τους, ό Γκόθ κουνάει και πάλι τό χέρι του. Οι πολεμιστές του παρατούν τά ακόντια και τριγυρίζουν τις δυο γυναίκες μέ γυμνά τά μαχαίρια τους. Αρχίζουν νά χτυπούν μέ τις αστραφτερές τους λεπίδες, μέ πραγματική μανία. Μά τή στιγμή πού τό μαχαίρι πέφτοντας μέ ορμή, φθάνει νά ξεσχίιση τή σάρκα τής Μπέλλας και τής Χούλας 'άλλόζέι ιξαφνιικά' Ιδιεύθυνσι και περνάει σύρριζα χωρίς νά κάνη, ούτε γρατζουνιά.

21

Ή καηΙμένη ή Χούλα σπα­ ράζει στο κλάμα. Δεν την φο­ βίζει ό θάνατος, άλλα δέν μπο ρεΐ νά ύποφέρη τό μαρτύριο αυτό. Στριγγλίζει υστερικά καί παρακαλάει νά τή σκοτώ­ σουν γιά νά ήισυιχάση\. Ή Μπέλλα (μένει ατάραχη. Ή αγωνία σφίγγει καί τή δι ική κιης ψυχή, αλλά δαγκώνει τά χείλη της μέχρι αίματος για νά μήν <ξεφωνί|ση, καί τό φανέρωση· Ό Γκόθ σκυλιάζει από τό κακό του. — Αυτή ή λευκή έξακολου θεΐ νά πρασβάλλη τόν Βάσλ^! ουρλιάζει. "Αν δέν τής σπά­ σετε τήν καρδιά, ή οργή του θά πέση στά κεφάλια σας! Πυρώστε σίδερα στη φωτιά χαρακώσετε τό κορμό τους! Ή άμορφη, καί γενναία λευ κή ικοπέλλα κλείνει τά μάτια ί ης. Προσεύχεται. Παραικαλά ει τό Θεό νά τής χαρίση αυτή τή στιγμή τό θάνατο γιά νά 'μήν ύποστή τό φοβερό μαρτύ­ ριο. Στο μεταξύ όμως τά σΓ δερα άρχίζουν νά κοκκινίζουν στη φωτιά. Τά μάτια τοΰ^άπαίσιου Γκόθ είναι ικι5 εκείνα κστακάκκινα από τό μίσος καί τή λύσσα;. Πετιέται επάνω από τό βάθρο του ικαί τρέχει προς τό μέρος τής φωτιάς. 4Αρπάζει δυο πυρακτωμένα σίβείρα καί ζυγώνει μπροστά στις δυό αί χμάλωτες . Υψώνει αργά αργά τις ολοκόκκινες φλογι­ σμένες αιχμές τους, μπροστά στά πρόσωπα τής Μπέλλας καί τής Χούλας. Ή όμορφη


12

λευκή κρατάει τά ,μάτια κλει­ στά και τά δόντια σφιγμένα· Μ* όλο όμως που δεν μπορεί νά δή, νοιώθει την καυτή α­ νάσα τοΰ πυρακτωμένου με­ τάλλου, στο μάγουλό της. —■ Θεέ μου!, μουρμουρί­ ζει. Δόσε μου δύναμι! "Ολοι οι Χόνγκο έχουν πάψει τις φωνές και τά χοροτπγδη,τά και παρακολουθούν μέ κομμένη! τήν ανάσα τον φοβε­ ρό μάγο. Νεκρική σιγή άπλώνεται στον έρειπτωμένο ναό. — Μεγάλε Βάαλ!, ουρλιά­ ζει ό Γικόθ άγρια. ^Ή σπαρα­ κτική κραυγή αυτής τής λευ­ κής μάγισσας που θά ακου­ στή αμέσως, άς λ,ιγαστέψη τήν όργήν σου εναντίον μας! Κι3 εμείς σου υποσχόμεθα νά έχης γρήγορα τό αϊμάτινο ποτάμι που ζήτησες! Μεγά-

Ή Χούλα τσιρίζει τρομαγμένη βλέποντας τό μαχαίρι.

1€ΑΑ — © ΚΥΡΙΟΙ

λε Βάαλ, πού ή καρδιά σου χαίρεται στο αίμα και στον όλεθρο, έφθ'ασε ή στιγμή νά σ’ ευχαριστήσωμε, έμεΐς οί πιστοί σου!... Τό χέρι τού απαίσιου μά­ γου1, πού κρστάει τό ένα πυ­ ρακτωμένο σίδερο, αρχίζει νά κατευθύνεται σιγά - σιγά ό­ λο και πιο κοντά στο λευκό δέρμα τής Μπέλλας πού σφίγ γει τά δόντια της μέ όλη της τη δύναμι για νά μην ξεφωνπ ση. Μά δεν προλαβαίνει ν3 άκομμπήση πάνω σ3 αυτό·. Μια δυνατή νεανική φωνή_, πολύ γνώριμη· στ3 αυτιά του φοβερού μάγου, σχίζει τήν α­ πόλυτη ησυχία πού έπικρατεί μέσα ιστό ναό. Και ^ ή φωνή αυτή λέει τά εξής λόνια: — Αέν υπάρχει^ Θεός πού ή καρδιά του νά χαίρεται στον όλεθρο, Γκόθ! "Αν ύπή,ρ^ε, θά ήταν Καταραμένος άπ3 όλους τούς άλλους Θεούς! Ή λύσσα πού νοιώθει ό α­ παίσιος μάγος είναι τόση,, πού μένει για μερικά δευτε­ ρόλεπτα ακίνητος σαν άγαλ­ μα στή θέσι του, μέ τά χέρια /μετέωρα στον άιέραγ νά κρατσνε τά πυρακτωμένα σίδε. ρα. Τά μάτια του γεμίζουν αΐ μα άπό τήν οργή. (Γιατΐ ή φωνή αυτή πού α­ κούστηκε, ανήκει στον Κάλ, τον λευκό κύριο τής ζούγκλας πού στέκει μεγαλόπρεπος μέ τό έπ υβλητ ι κό παράστηιμά του στήν είσοδο τού ναού, κρατώντας ένα χοντρό κλαδί ατά χέρια σάν ρόπαλο!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

23

Ο ΧΟΥΠ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ

ΩΣ ΟΜΩΣ βρέθηκε ό Κάλ την κρσιΐμώταττ), αυτή στιγμή μέσα στον ερειπωμένο ναό του Βάαλ; Τον είχαμε αφήσει νά προχωρή μόνος του κατά την τταρθένα βλάστησι πλάι στο πο­ τάμι των τεράτων -και νά εξα­ φανίζεται πίαω άπ1 αυτήν· Λοιπόν τό παιδί τής ζούγ κλας ιδέν πήγε πολύ ιμακιρυά. Στάθηκε ανάμεσα στούς θά­ μνους. Γονάτισε στη γη καί σταύρωσε τά χέρια του. Συγ κέντρωσε τό μυαλό του μέ ό­ λη του τη δύναμι σέ :μ.ιά ώριΠαρουσιάζεται ξόανά ή μορφή σμένη σικέψι. -αψνίικά, περίερ τού Γέρου.. >οι καπνοί άρχισαν νά στρο 6 ιίλίζωνται μπρος του κι’ άνά λάβη τά λόγια τού Προστά­ μεσά τους φανερώθηκε ή α­ τη του. Οι τρομερές περιπέ­ σκητική μορφή του Γέρου που τειες τον έχουν κάνει να ξεχά αντιπροσωπεύει Τό— Πνεύμα ση ώρισμένα περιστατικά πού —Τής —Υπέρτατης, ·—Σο­ θά μπορούσαν νά τού φανούν φίας. πολύ χρήσιμα σ’ αυτή την Τά άσαρκα χείλια του κι­ περίστασι γιά νά νοιώση το νήθηκαν καί ή φωνή του άκου νόημα των προφητικών εκεί­ στηκε όπως πάντα, απαλή κα^ί νων λόγων. απόμακρη σά νά έφτανε από — Δάσκαλε, μουρμούρισε, τον "Αλλο Χάσιμο: ό εχθρός μου είναι πολύ μο­ — Μικρέ φ'ίιλε, βλέπω πώς χθηρός καί δυνατός! Τον υ­ τό πουλί τού θανάτου, «3 μαύ­ ποστηρίζουν τά Κ ακά Πνεύ­ ρος αχνός πού στροβιλίζεται ματα. "Εχει στα χέρια του ανάμεσα σ’ εμένα καί στους τή Μπέλλα. θέλω νά τρέξω εχθρούς σου, έχει απλωμένες νά τή βρω, μά δέν ξέρω πού τις φτερό ύγες του πολύ κον­ βοίσικετα;... "Ισως τά^ δικά τά σου... Έσύ όμως δεν τό σου μάτια πού μπορούν νά σκότωσες καί δεν μπορώ νά φτάσουν πολύ μακρυά·.. διακρίνω καθαρά τον δρόμο — Ό μαύρος αχνός σικιάγιά νά σέ οδηγήσω·.. ζει τά (μάτια μου, μικρέ μου Ό Κάλ νοιώθει ένα σιδε­ φίλε!, τον κόβει τρεμάμενη ρένιο χέρι νά τού σφίγγη τή καί μυστηριώδης ή φωνή τού καρδιά. Δέν μπορεί νά κατα- Γέρου. Δέν (μπορώ νά διακρί­

Π


24

νω πίσω του... Βλέπω πολύ άχνά κάτι ξασπρ ι σι μένα κόκικαλα'... Τίποτ3 άλλο.·. Κα;ί βλέπω καθαρά, το Πουλί τού θ ανάτου, που ( >φτορουγ ίζε. ι κοντά ίσου, μέ γυμνά τά κόκ­ κινα νύ'χια του... Ό κίνδυνος εΐναι ,μειγάλος! Πρόσεξε!... Ή άμορφη του Γέρου άρχί ζει σιγά - σιγά νά εξαφανί­ ζεται στον αέρα, .μέσα στους μυστηριώδεις καπνούς πού την τυλίγουν. Ό Κάλ ίμένει για μερικά δευτερόλεπτα άκί νητος, προσπαθώντας τού κ ά­ κου νά καταλάβη τά παράξε­ να λόγια του. Τέλος σηκώνε­ ται και μέ αργά βήματα προ­ χωρεί προς τό ι μέρ ος που ά­ φησε τον χαζό σύντροφό του. ΟΙ γροθιές του είναι σφιγ­ μένες πεισματικά· Ή αγωνία σφίγγει την καρδιά του σάν σιδερένια τανάλια. Βγαίνει ανάμεσα από τά δέντρα και διακρίνει τον χα­ ζό - Χούπ. Τό λευκό παιδί της ζούγκλας κυττάζει παραξενεμένο τον άστεΐο πυγμαίο. Ό Χούπ χοροπηδάει συνεχώς καί χειροκροτεί μ3 ενθουσια­ σμό, ενώ ή παρδαλή καρσκάξα του φτεοουγίζει άπό· πάνω του κρώζοντας κωμικά. —ιΕΤδες ιμωρή, Μανταλένα, τι αφεντικό έχεις τέλος πάν­ των! , τσιρίζει ό πυγμαίος θαυ ιμάζοντας τον εαυτό του. Θά τούς ζητήσω δίπλωμα <κύ άν 6έν ,μοΰ τό δώσουν, θά τους πετάξω την τηλεόρασι στο κε φάλι I Ό Κάλ έχει πλησιάσει πια

κοντά στον ' κοντό φίλο τον.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡ ΙΟΣ

Τότε γιά πρώτη φορά παρα­ τηρεί τί είναι αυτό πού προ'κα'λεΐ τον ενθουσιασμό του Χούπ καί.·, μένει κέ αυτός γιά ιμιά στιγμή έκθαμβος μέ τουρλωμένα μάτια... Αλλά πριν περιγραφή τί ακριβώς είδε ό λευκός Κύριος τής ζούγκλας καί τού έκανε τόση εντύπωση πρέπει, νά δι ηγιηθουμε τί έκανε ό χαζο-πυ γμα'ΐος, από τήν αρχή πού ό Κάλ άποτραβήιχτηκε πίσω α­ πό τήν παρθένα βλάστησι γιά νά συμβουλευθή αυτόν που ε! ναι I ό— Γνεύμα “Τής ■— ' Υπέρτατης — Σ οφ· ία ς. "Οπως ό καθένας θυμάται, 6 Χούπ, τράνταζε τή μαγική σφαίρα τοΰ απαίσιου Γκόίθ, προσπαθώντας νά τή διορθώ ση από τά ...παράσιτα, πού είχε όπως νόμιζε· Μά δσο κι’ ά < τήν τράνταζε καί τή χτυ­ πούσε απ’ άλες τίς μεριές, δεν /μπορούσε νά πετύχη φυ­ σικά τίποτα. Ό φοβερός μσΰ ρος αχνός στροβιλιζόταν πάν τα στο εσωτερικό της μέ τά τρομακτικά σχήματα πού έπειρνε. Ό Χούπ, όπως συνέβαινε πάντα, βαρέθηκε γρήγορα. Παράτησε λοιπόν τήν «τηλεόρασι» νευριασμένος καί κάθή σε δίπλα της πάνω στίς πέ­ τρες. —· -Μωιρή Μανταλένα !, εί­ πε στην παρδαλή καρακάξα του. Νύσταξα! θά πάρω έ­ ναν υπνάκο ώσπου νά γορίση, εκείνος ό..· ανισόρροπος ό Κάλ. Στο μεταξύ πού θά κοι μάμαι, άν δής κανένα... μεγά­ λο σκουλήκι νά βγαίνη από


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

τό ποτάμι σφυρά μου, έτσι; Κα:ι καθώς νύσταζε πραγμα τικά ο αστείος πυγμαίος, χα­ σμουρήθηκε, τεντώθηκε κουλού ριάζοντας τά χΐέίρισ του πάνω από τό κεφάλι του κι5 έτοιμα στηχε να ξαπλώση... δταν..· έμε ιν ε ξαφν ;κ ά κακικάλωΙ μεν ο ς καί μέ γουρλωμένες τις . ματιά ρες του! Ή μαγική κρυστάλ­ λινη σφαίρα που βρισκόταν πλάϊ του, έβγαζε κάτι παρά­ ξενες λάμψεις και όταν ό χα­ ζό - Χούπ έσκυψε από πάνω της για να 6ή καλύτερα, είδε ...τή συνοδεία των Χόνγκο με επικεφαλής τόν 'Γκόθ καί μέ τις αιχμάλωτες συντρόφισσές τους, νά μπαίνουν μέσα'σέ μια ιχαράδιρα πού ό βυθός της ή­ ταν στρωμένος με χιλιάδες ξασπρισμένα, κόικκαλα.! — Τή διόρθωσα! Βρέ^ τόν άτιμο, τή διόρθωσα!, τσίριξε ό Χούπ καί πετάχτηκε ο,οθιος ξεχνώντας μονοιμιάς τή νύστα του. (Κάί πραγματικά, εκείνος τήν εΐιχε.·. διορθώσει τή μα­ γική σψαΐρα; του 'Γκόθ, όσο κι* άν αυτό φαίνεται άπίστευ το καί άστεΐο! Πιατί τήν ώρα που τέντωνε πάνω από τό κε φάλι του τά χέρια για να πέση νά κοίιμηθή, έκανε χωρίς να τό ξέρη τις ίδιες κινήσεις α­ κριβώς πού έκανε καί ό φοβε­ ρός μάγος δταν ήθελε ψά δη μέσα στη σφαίρα εκείνη, τί γινόταν γύρω από τό απαίσιο βασίλειό του! Φυσικά ό ανόητος Χούπ οϋ τε μπορούσε νά φανταοτή κα τά ποιόν τ,οόπον είχε «;5ιορθω σει» τό μαγικό όργανο πού

25

βρισκόταν ,ατά χέρια του. Νό μιζε πώς αυτό τό είχε πετύ­ χε ι ,μέ τά τραντάγματα καί τά χτυπήματα καί γΓ αυτό ό ενθουσιασμός του ήταν εκ­ ρηκτικός. "Άρχισε νά χοροπη δάΐη καί νά χειροκροτή κΓ ή φουχαριάρσ ή Μανταλένα βλέ π όντας τή χαρά του αφεντι­ κού τους καταχάρηκε κΓ αυ­ τή κι’ άρχισε νά ψτερουγίζη πλάϊ του καί νά καικκαιρίζη ό­ σο μπορούσε πιο θριαμβευτι­ κά. "Οσο γιά τόν Χούπ, ούτε γιά μια στιγμή δεν σκέψτηκε νά είδαποιήσιη τόν Κάλ^καί αύτε γνώρισε καν τή Μπέλλα καί τή Χούλα ανάμεσα στους Χόνγκο. Θαρρούσε ότι απλώς είχε πετύχε ι κάπο ιον στ αθμό τη,λεοράσεως καί τό γλεντού σ ε ιένθουσ κασμένος. ΣΤΗ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

’ ΑΥΤΗ λοιπόν τήν έ­ ξαλλη, κστάστασι^ βρί­ σκει ό Κάλ γυρνωντας τόν αστείο φίλο του. Καί κυττάζοντας μέσα στην κρυστάλ λινιη σφαίρα, -βλέπει τήν Μπέλ λα καί τή Χούλα στα χέρια των Χόνγκο καί τά μάτια του μέ τρόμο. Γιά γουρλώνουν μια στιγμή μένει σάν μαρμα ρωμένος. Δεν μπορεί νά κατα λαβή. τί συμβαίνει, γιατί το λευκό παι)δί δέν είχε ξαναδή τή. μαγική σφαίρα τού Γχόθ νά λειτουργή. —1 Είδες; τού λέει κσμαρω τά ό Χούπ. "Εγώ τόφιαξα! Κάτσε τώρα πού /θά βάλη καί μουσική νά τό χορέψου­ με!

Σ


26

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

—; Χούπ I, ξεφωνίζει ό Κάλ ιμέ θύμο. .Γιογγι δεν με ειδο­ ποιούσες τάσηι ώρα ανόητε; Δεν βλέπεις πού ή Μπέλλα ,μέ τή Χοόλα βρίσκονται ·μέσα οπή σφαίρα·; Ό Χούπ ιμένει κοκκαλωμέ νος ,σάν σγαλιμα σ’ αυτά τά λόγια καί κοττάζει παράξενα τό λευκό αγόρι. — Μωρ5 έσύ δεν γλυτώ­ νεις ούτε ,μέ ζουρλομανδύα!, του φωνάζει ατό τέλος, Καλέ: που χωράνε οί Χοΰλες (μου ιμέ σα σ’ αυτό εκεί τό πουλάκι; Τόχαΐσες καί τό λίγο πούχες; —Χοόπ! ιΓιιά τό Θεό! Κά βείσαι καί παίζεις τή στιγμή πού τίς συντρόφ ισσός ,μας τις απειλεί τρο,μέρος θάνατος; Δέ 'θλέπεις εκεί ιμέσα, ατά χέρια του Γκόθ καί των Χόνγκο, τίς δυο αιχμάλωτες; Οναι ή Χού λα, καί ή Μπέλλα! 5Αλλά... Θεέ ιμου! Δεν (μπορώ νά κα-

ΓΙοοίρνει

μιά βουτιά προς βαθύ ποτάμι.

τό

Κόβει τά δεσμά τής ΜπέλΑας μέ τό μαχαίρι.

ταλάβω τίποτα... Τ’ί σηιμαίνει αυτό; Τί πράγμα παράξενο είναι αυτό τό κρύσταλλο, γιά τό άποΐο 6 ιΠκόΐθ θύμωσε πο­ λύ όταν τού εΐπα πώς έσπα­ σε; Ό πυγμαίος δεν ακούει κα Βόλου τά τελευταία του λόι-. για, μόνο σκύβει κοντά - κον τά στο γυαλί!· — Κύττα, ιμυστήρια!, τσι ρίζει στο τέλος μέ έκπληξι. Λοιπόν τής μοιάζει στ5 αλή­ θεια τής Χούλας αυτή εδώ! "Ίσως νά είναι ή ιριικρότερη ά δερφή της! Μά δεν θά μου τολεγε πώς είχε αδερφή; Ό Κάλ σκύβει κι5 αυτός τώρα επάνω· από τή μαγική σφαίρα γιά δεύτερη φορά. Δι ακρίνει πώς ή συνοδεία βγαί νει από τή χαράδρα τή στρω­ μένη (μέ τά ξασπρισιμένα κοκ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

καλα. Μια ερειπωμένη πολιτεία απλώνεται εμπρός τους. Γά ,μάτια του λευκού αγοριού λήμπουν παράξενα και μια βαθίειά ρυτίδα σχηματίζεται ανάμεσα στα φρύδια του-. — Αυτή ή πολιτεία^!, ψιθυ ρίζει σά να ιμιλάη οπόν εαυ­ τό του. ΕΤίμαι βέβαιος πώς έχω ξαναπάει σ’ αυτήν τήν πολιτεία! — Ψέματα!, τσιρίζει ό Χουπ ·μέ βεβαιότητα. Λεν έ­ χομε πάει ποτέ σε τέτοιο ·μέ ρος πού νάναι όλα τά σπίτια τάβλα κάτω! — "Όχι!... Πριν..· Πρίν ,μέ βρουν οί γονείς σου καί ιμέ φέ ρουν στο χωριό των Χαλόα!, ....ψελλίζει ό Κιάλ. !Κα άσυναίσθη,τα φέρνει τό χέρι· στον αριστερό του ώμο, έκεΐ πού κάποτε, πριν πολλά χρόνια, οί πυγμαίοι Χαλόα είχαν βρή καρφωμένο ένα βέ-

Οί Μαύροι πολεμιστές πέτο Ον τά κοντάρια τους...

27

"Ενα κοντάρι του περνάει πέρα ώς πέρα τό κορμί.

λος.,. -αφνικά τινάζεται όρθιος. — "Ας άφησωμε τά λόγια Πρέπει νά πάμε έκεΐ γρήγο­ ρα!, φωνάζει αποφασιστικά. Όλ3 αυτά τά .μυστήρια θά λυθούν αργότερα.· Αυτή τή στιγμή πρέπει νά σώσουμε τή ιΜπέλλα καί τή Χουλα ιάπό τον θάνατο! -έρω πολύ καλά τό δρόιμο πού θ5 ακολουθή­ σουμε ! — Βρε δεν ξέρω τί θάκανες εσύ χωρίς έμενα!, του λέει ό Χούπ κορδωμένος. "Αν δεν σούφτιαχνα πάλι τήν τηλεόραισι, θά καθόσουν τώρα καί θά -μάσαγες βότσαλα από τό καικό σου! "Αντε, ξεκινάμε γι ατί σε λυπάμαι! ,. Ρίχνει μια τελευταία ματ,,τιά στή γυάλινη:, ιμαγική σφαΐ ^’ρα καί .μουρμουρίζει -με γουρλωμένα μάτια:


28

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Γϊά κύττα εκεί! Θάσου - ΐμένη, με ξ ασπρισμένα κόκκα■να καπετάν - φασαρίας δη,~ λα. Καί σε λίγη, ώρα ακόμα λαιδή, δταν ήσουν πιτσιρίκος! έχουν φτάσει στήν άλλη άκρη Πήγε, λέει, εττίισκεψι σ' εκεί­ της κα'ί άντικρύζουν τά θλιβε­ νο το χωριό καί 6έν Εμεινε ρά της ερείπια.. σπίτι για σπίτι όρθιο! 5Από ,μακρυά τότε άκούνέ Μ' αυτά τα λόγια φόρτωνε τούς τρομερούς αλαλαγμούς τσ.ι την κρυστάλλινη σφαίρα τών Χονγικο. Είναι ή στιγμή και φωνάζει στην παρδαλή κ« πού έχουν άρχίίσει τά μαρτύ ραικάξα του: ρια τής Μπέλλας καί τής Χού — Μωρή Μανταλένα! 'Άν λ ας καί οί απαίσιοι πολεμι­ τε, κουνήσου, γιατί αυτός ό στές πετούν τά ακόντιά τους τρελλός θά (μάς βγάλη πάλι πλάϊ στις δυο αιχμάλωτες. τη γλώσσα... Δηλαδή εσύ τί Ό Κάλ διευθύνεται προς ανάγκη, έχεις (με τις φτερού- τό ίμερος απ’ όπου έρχονται οί γες σου!:.·. Αλλοίμονο σ' έ­ φωνές. Πηδάει πάνω από τούς μενα ! σωοιασμένους ογκόλιθους πού Πραγματικά, τό λευκό φράζουν τούς δρόμους τής παιδί τής ζούγκλας βλέπον­ γκρε μ ισμένης πολ ιτείας. τας ότι δεν ,μιπορεΐ νά συνενΌ Χοόπ δεινοπσθεΐ πίσω νοηθή σοβαρά ιμέ τον χαζό φί του για νά τον φτάση. "Έχει λο του, αρχίζει νά τρέχη προς μείνει σέ πολύ μεγάλη άπότή μεριά τής άγονης κοιλάδας στασι πίσω, καί μόλις διαικρί τής στρωμένης ιμέ χοντρά^ βό­ νει από μακρυά τό κεφάλι τού τσαλα. Ό Χούπ τον παίρνει Κάλ. από πίσω λαχανιάζοντας καί — 'Έϊ, αφεντικό!, στριγ­ συνεχώς γκρινιάζει με τήν τσι γλίζει δυσαρε,στημένος- Μπας ριχτή φωνή του. καί νομίζεις πώς έχουμε τις —Τί στήν ευχή ! Δεν υ­ ποδάρες σου όλοι; Για βάστα πάρχει... δήμαρχος σ5 αυτόν λίγο φρένο ! τον τόπο, νά φτιάξη κάνα Μά τό λευκό πατδί ούτε δρόμο τής προκοπής; Θά τον ακούει κάν. Κι5 άπό πάνω σπάσωμε τά ποδάρια μας σ' ό Χούπ σκοντάφτει καί σέ αυτά τά κατσάβραχα ! μια πέτρα καί παίρνει δέκα Ωστόσο φαίνεται ότι ό Κάλ ξέρει στ’ αλήθεια τον δρόμο κουτρουβάλες κάτω. Τού ξε­ προς τή γκρεμισμένη πολιτεία φεύγει κάί ή κουστάλλινη^ μα γιατί τραβάει άδίιστακίτα α­ γική σφαΐιοα άπό τά χέρια πό τά ίδια μέιρηι πού έχει πε καί τή χάνει ανάμεσα στίς ράσει ό Γκόθ μέ τούς άγριους τρύπες πού σχηματίζουν οί πολεμιστές του. Περνούν ετσ· π εσμένο ι όγκόλ ιθο ι. Ευτυχώς από τούς πρόποδες^ εκείνου τή ιβρίσκει γρήγορα καί^ παίσ του ψηλού λόφου- Φθάνουν στο νει πάλι· τό δρόμο προς τό στόμιο τής τρομερής χαρά- μέρος πού έχει δη για τελευ δραςπού είναι ολόκληρη στρςο ταία φορά τον Κάλ....


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

πρόΙσωπο τής Μπέλλόος φωνά­ ζει: — Δέν υπάρχει Θεός που ΚΑΛ τό λευκό παιδί ή καρδιά του νά χαίρεται στό της ζούγκλας, φθάνει έ­ αίμα καί στον όλεθρο, Γκόθ! ξω από τό ναό τού τρο ’Άν υπήρχε θά ήταν καταρα­ ραικτικού Βάαλ. Γ ιά ·,μ ιά μένος στι απ’ όλους τούς άλλους γμή στέκεται τγαρσιξενεμένος Θεούς! Το φοβερά ουρλιαχτά πού άΌ φοίκτος μάγος μαρμα­ κουγονταν ώς τώρα, δεν άκου ρώνει από τήν έκπληιξι καί γονται πιά. Νεκρική σιωίτή τον τρόμο. Μαζί του καί ό­ βασιλεύει; ολόγυρα. Μά τό α­ λοι οι Χόνγκο τρέμουν γιά τρόμητο παιδί προχωρείς ώς τή θανάσιμη αυτή ιεροσυλία την εϊσοδο του ναοϋ. Βλέπει μπροστά στό είδωλο του Φο μέσα τις φωτιές. Ανάμεσα βέρου θεού. Μά ό Γκόθ συνέρ στις φλόιγες διακρίνει τον α­ χεται γρήγορα. Βλέπει πώς παίσιο Γκόθ νά τραβάη μέσα τό λευκό παιδί έχει έρθει .μό­ από τή φωτιά δυο πυρακτω­ νο του καί όχι μέ άλλους συν­ μένα σίδερα και μπροστά του τρόφους του, όπως έχει υπσθέ δεμένες σε δυο μαιρμαρένιες σει στήν αρχή· "Ενα σαρδό­ κολώνες τή Μπέλλα και τή νιο χαμόγελο φωτίζει τό α­ Χούλα· παίσιο πρόσωπό του. Ή καρδιά του γεμίζει τρό­ — Επάνω του!, ουρλιάζει μο. Κυττάζει ολόγυρα μέ α­ ξέφρενα. Π ιάοτε τον! Πρέπει γωνία. Είναι εντελώς άοπλος νά τον θυσιάσωμε στον ,μεγά γιατί βέβαια μόνο μέ τό μα λ ο Βάαλ! Μόνο έτσι θά ξε­ χαίρι του δεν μπορεί νά άν- πλύνουμε τήν ιεροσυλία πού τιμετωπίσηι τό πλήθος των έκανε .καί θά γλυτώσουμε α­ πόλε μ ι ατών Χόνγκο. πό τήν οργή του Θεού!... Ξαφνικά τό μάτι του παίρ­ Μά τό άτρόιμητο αγόρι δεν νει ένα μακρύ και χοντρό κλα περιμένει νά έρθουν νά τό πι δί σαν ρόπαλο πού βρίσκεται ό.σουν. Μέ μιά ματιά βλέπει πετομένο κοντά στήν είσοδο ότι αυτή τή στιγμή οί Χόνγ­ του ναού. Στήν άπελπ σία κο δέν κρατούν τά κοντάρια του και στή βιασύνη του νά •τους πού άφησαν γιά νά παί προλάιβη νά σώση τή Μπέλ- ξουν τό φοβερό παιχνίδι των λσ από τό θάνατο, αρπάζει μαχαιριών μέ τις δυο αιχμά­ τό. ξύλο αυτό γιά όπλο κα;ί λωτες. Καταλαβαίνει ότι εί­ όομάει μέσα στή φωλιά του ναι ή πρώτη καί τελευταίΐα λύκου — ιστόν ναό τού τρο ευκαιρία πού τού δίνεται γιά ίμερου Θεού τού Όλέθρου. νά αιίφνιδιάση εκείνος τούς αν Ακούει τά τελευταία λόγια τι πόλους του. Μέ μιά άγρια ιαχή χύνεται τού ιάπαίσιου ιΓκόθ καί βλέ­ ποντας τον νά ύψώνη τό πυ­ εναντίον τους, κραδσί|νανταις ρακτωμένο σίδερο επάνω στο τό πελώριο ιρόπαλό' του. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗ Σ'ΜΑΧΗΣ

©


30

-— Κάλ! Φύγε! Θά σέ σκοτώσουν κι5 εσένα!, άκούγεται για μια στιγμή ή φωνή τής Μπέλλας γεμάτη σπαρα­ γμό. Τό λευκό παιδί δεν τήν άικούέι. Τό ρόπαλό του στριφο­ γυρίζει -μανιασμένα κα’ι όσοι όαττό τους φρικτούς πολεμι­ στές του Γικό;θ βρίσκονται κον τά του, πέφτουν στή γη ουρ­ λιάζοντας ιμέ τά κρανία ανοι­ γμένα στά δυο- Γιά μιά στι­ γμή, .όλοι οι αντίπαλοί του, όπ ισθοχωροΰν 1<ατ ατρομ-αγμε νοι μερικά βήματα, αίφνιδιασμένοι από αυτόν τον χείμαρ­ ρό. , Αι/τό ακριβώς περιμένει κι5 ό Κάλ και μέ δυο πηδή,μα τα φθάνει στους ραρμαρένι­ ούς πασσάλους πού είναι δε­ μένες ή Μπέλλα κι5 ή Χούλα. Τοαβάει τό μαχαίρι του και μέ δυο αστραπιαίες κινήσεις

Πέφτει από τά χέρια του και γί­ νεται συντρίμμια;

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

κόβει τά σκοινιά πού Φις κρά τουν δεμένες. ““ Γρήγορα μαζί -μου!, ξε­ φωνίζει μέ δύναμη Μά δεν είναι καθόλου εύκο­ λο νά ξεφύγουν. Οί Χόνγκο έ­ χουν συνελθεί από τήν πρώτη τους έκπληξι. "Έχουν αρπάξει τά κοντάρια τους και κάνουν αντεπίθεσι. Ό Γκόθ^ ουρλιάζει: ..— Επάνω τους, σκύλοι! Α/όνο το αίμα τους θά σώση τά^κεφάλίςχ! σας από τήν οργή του Βάαλ! Οί άγριοι πολεμιστές έφσρύοΰν. 'Ο Κάλ μέ τίς δυο γυναΐ κες πού γιά (μιά στιγμή έχουν αποκτήσει τήν ελευθερία τους δεν μπορούν νά τρέξσυν κατά την ^εξοδο. Ό δρόιμος προς τά . έκεΐ είναι αποκλεισμένος από τούς αντιπάλους του. Ό π ισθοχωροΰν λοιπόν σέ μιά σκοτεινή κάμαρα πού σχήμα 'πζεχ ή .μεγάλη; σάλα του πα­ λιού ερειπωμένου ναού. Ό Κάλ 'πηγαίνει τελευταίος γιά νά σκεπάζη μέ τό σώμα του τις δυο συντρόφισσές του. Ένας Χόνγκο του ρίχνει λυσ­ σασμένα τό κοντάρι του. Ό ατσαλένιος λευκός κύριος τής ζούγκλας τό αρπάζει στον άέρα ιμέ μιά καταπληκτική ψυ­ χραιμία. Τό στρέφει ιμέ άστρα πια ία ταχύτητα καί τό έξ α­ κοντίζει ιμέ δύναμι κεραυνού. Ό πολεμιστής πού τό είχε π£ τάξει· τό δέ,χεται στο στήθος ικα τό ακόντιο τον περνάει πέ ρα γιά πέρα. Μ* ένα ουρλια­ χτό απελπισίας καίι λύσσας σωριάζεται νεκρός· Μά οί άλ­ λοι ετοιμάζονται όλοι μαζί τώ


ΤΗ 2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ

,ρα νά πετάξουν τά Ακόντιά τους ικαΐ «βέβαια το γενναίο παιδί δεν θά ΐμπορέσηι να τά πιάφηι όλα. Ό άγων είναι άνισος. Καταλαβαίνει ότι έφθασε τό τέλος. — 5 Αντίο, Μπέλλα!, μουρ­ μουρίζει στην πεντάμορφη κοττέλλα /πού είναι δίίττλα του. Νόμιζα πώς θά καταφέρω νά ισέ σώσω μά γελάστηκα!... — Δεν έπρεπε νάρθης!, λέ ει. το λευκό κορίτσι άπελπισμένα. — Σκοτώστε τους!, ουρλι­ άζει ο Γκάθ μανιασμένα. Καρ φώστε τούς βέβηλους! Τά Ακόντια υψώνονται· Καί ιμένουν σ' αυτή τη θέσι ακίνη­ τα.,.. ■Κάποιος έχει μπή .μέσα ιστό ναό. (Κρατάει στά χέρια του μια κρυστάλλινη σφαίρα πού φωσφορίζει απαίσια. Οΐ Χόνγκο την -βλέπουν καί μέ­ νουν μαγνητισμένοι καί άφω­ νοι από τον τρόμο. "Ακίνητοι σαν αγάλματα. Σ ιγή θανάτου απλώνεται μονομιάς. Καί τό­ τε ιαντηχεΐ ή τσιριχτή καί εύ­ θυμη φωνή του ^ χαζό - Χούπ γιατί αυτός έΐναι ο απρόο­ πτος επισκέπτης πού κρατάει ΐή ,μαγική σφαίρα. — Τί χαζομάρα^ είναι πάλι αύτή; "Αρχίσατε το πάρτυ χω ρίς τήν τηλεόρασι; Οι Χόνγικο κατεβάζουν τά κοντάρια καί υποχωρούν έν­ τρομοι. Ό Γκάθ καταλαβαίνει τον κίνδυνο που διατρέχει ξα­ φνικά, γιατί ξέρει τί τρόμο προκάλεί ή μαγική σφαίρα του στούς πολεμιστές του. Νι Κάει τήν εκπληξίι του πού τήν ξαναβλέπει ένώ τη νόμ ιζε για

81

Μαύρος καπνός υψώνεται βγαί­ νοντας ά·πο τή σφαίρα.

πάντα χαμένη καί στριγγλίζει άγρια: — Επάνω του! Πάρτε του τό (μαγικό μάτι! Κουνηθητε, μαύρα σκυλιά! ^ "Αλλά κανείς δεν τολμάει νά ύπακούση. Αυτός ό "ίδιος έχει έμπνεύσει τό δέος γι" αυ­ τή τή σφαίρα στούς άνθρώπόυς του. Ό Κάλ παρακολου θεί ιμέ περιέργεια καί ένδίαφέ ρον όλες αυτές τις αντιδρά­ σεις.^ Τά μάτια του λάμπουν παράξενα. Ωστόσο ό Χούπ φαίνεται τρομερά δυσαρεστημένός. Κυτ τάζει τήν κρυστάλλινη: σφαίρα μέ γουρ Χωμένα μάτια. Μέσα δεν υπάρχει πάλι παρά μόνο ό μαύρος αχνός πού στροβι­ λίζεται. — Πάλι τά παράσιτα!, φω νάζει ό πυγμαίος άπαρηγόρη τος.


32

Την ίδια στιγμή ό απαίσιος Γκόιθ, βλέποντας τον τιρό>μο των άνδιρών του1, καταλαβαίνει πώς μόνο αν πάρη; ό ίδιος στα χέρια του τή σφαίρα από τον κωμικό πυγμαίο θά ξαναβρή τό κύρος του· Ρίχνεται λοιπόν ικαταπάνω του μέ -μανία. Μά δεν προλαβαίνει νά τον φτάση, γιατί στο ,μεταξύ ό Χούπ έχει θυμώσει τρομερά. — ’Άϊ στην ευχή για μη­ χάνημα ! , τσιρίζει άγανακτησμένος. Πιάστηκαν τά νεφρά ιμου νά σε κουβαλάω ,κι’ εσύ 6 λο χαλάς! Μά λες θά σκάσω έγώ μ’ έ'σένα; Νά, για νά μάθηις! 'Πετάει ιμέ μανία τή μαγική σφαίρα πού γίνεται Θρέψαλ­ λα -στο πέτρινο έδαφος, μπρος ιστά πόδια τοιύ Γικόθ. Μια σπα ρακιτική κραυγή φρίκης ξεφεύ γει άπό τό στήθος του μάγου, Ισά νά του μπήγουν μαχαίρι στήν καρδιά. Τήν ίδια στιγμή γίνεται κά τι τρομακτικό: ένας μαύρος ά χνός τινάζεται μέσα άπό τά συντρίμμια τής μαγικής σφαί ρας καί στροβιλίζεται τρομα χτ ιικα ιστόν οοεραί, ώσπου παίρ νει» τή μορφή μιας σατανικής καί απαίσιας νυχτερίδας, με μάτια πού πετουν φωτιές καί γαμψά κόκκινα νύχια. 5Αφήνει ενα δαιμονισμένο κρώιξιμο καί ιστό άνοόίπλωμσ των τρομε­ ρών φτερών της σβύνουν όλοι οΐ δαυλοί μέσα στο ναό καί μένει αναμμένη; ιμόνο ή μεγό^ λη φωτιά μπροστά στο άγαλ­ μα του Βάαλ. Τό σατανικό πουλί φτερουγίζει ύστερα και

χάνεται έξω άπό τήν είσοδο

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ του ερειπωμένου κτιρίου. Τήν ίδια στιγμή ή γη άργί ζει νά τιρέμη, καί χοροπηδάη ορμητικά κάτω άπό τά πόδια τους. — Μαζίι μου!, ουρλιάζει ό ιΚάλ δυνατά στήν Μπέλλα καί τή Χούλα καί όρμώντας πρώ τος, αρπάζει τον Χούπ στήν αγκαλιά του πού έχει μείνει σαν άγαλμα άπό τήν τρομάρα του καί χύνεται· έξω·. Οι Χόνγκο όριμούν κι5 αύτοί άπό πίσω τους, μά δεν προ­ λαβαίνουν νά φτάσουν στήν πόρτα. Ό σεισμός είναι τρο­ μακτικός. Ό ερειπωμένος ναός δεν ,μπορεΐ ν’ άντέξη περισσό­ τερο. Σωριάζεται ολόκληρος έπάνοο' τους καί τούς πλακώ­ νει με τούς τεράστιους όγκόλι θους άπό τούς όποιους είναι χτισμένος. 3Ανάμεσα στή βοή του σει σμού, γοερές κραυγές φρίκης καί απελπισίας άκούγονται καί ύστερα πια τίποτα... — Σωθήκαμε!, μουρμουρί· ζει ό Κάλ σά νά μην τό πί­ στευε ακόμα. Ό Χούπ έκανε πάλι τό θαύμα του! Ή Χούλα είναι τόσο σογκι νημένη καί ενθουσιασμένη., πού πιάνει τον πυγμαίο καί τον φι λάει στα δυο μάγουλα. Ό πυ γμαϊος κατόπιν αυτού πέφτει κάτω λιπόθυμος άπό τήν ευτυχίια!... ☆ * Μά ενώ οί τέσσερις φίλοι γλύτωσαν μια γιιά πάντα άπό τον απαίσιο Γικόθ καί ενώ ό σεισμός σταματά πιά, ό ίδιος ο Γικόθ μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω^ τρέχει όλοςώντανος προς τό μέρος των


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

βουνών πού ζώνουν τη μικρή κοιλάδα τής γκρεμισμένης πο λιτείσς. Το ανθρωπόμορφο αύ τό τέρας, πρόλαβε καί -βγήκε ιάπό τό ναό από τό πίσω μέ­ ρος του., ιάπό μια .μυστική πόρ τα που ήξερε μόνο αυτός. Κα θώς τρέχει τώρα, από τά ά-

'φρισίμένα χείλη, του βγαίνουν κατάρες καί άπειλές καί τά μάτια του γυαλίζουν σατανι­ κά. — Θά έκίδιικηιθώ, μικρέ λευ'κέ! θά εκδικηΐθώ καί ή εκδί­ κησής ,μου θάναι τόσο τρομε­ ρή που δεν φαντάζεσαι!..·

Τ Ε Λ Ο Σ ΓΙΩΡΓΟΣ Άποκλειστικότης:

ΡΩΜΑΝΟΣ

Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο. Ε.


ΚΑΑ-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ .ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΘΤΓΚΑΑΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία:

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

*Οδός Λέκκα 22—Αριθμός

4—Τιμή δραχ. 2

Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμο&ουρας,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεω,ργ ιώδης, Σφιγγός 3.8. Προΐστ. τυττογρ.: Α. Χατζηβασ ιλείον, Ταταούλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Πεωργιάδην, Λάαοα 22, ΊΑΜ|ναι>.

οΟη Νέες άγωνίες και νέα γλένπια στο ερχόμενο τεύχος τού «ΚΑΑ»! Οί θαυμαστές ττεριττέτειιες τού μυστηριώδους παιδιού τής ζούγκλας, δεν έχουν τέλος... Οι γκάφες του αδιόρθωτου χαζο-Χούττ γίνονται όλο και χειρότερες!

«ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΠΑΝΘΗΡΕΣ» Ένώ ό τρομερός Γκόθ ετοιμάζει την σατανική έκδίκησί του, οι ήρωές μας πέφτουν στα χέρια μιας φοβερής φυλής... Μή χάση κανείς το έπόμενο τεύχος, με τίτλο:

«ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΠΑΝΘΗΡΕΣ»


ΜΙΑ ΜβΤ/β ΣΤΟ Μέηηοί/

ΑΦΟΥ ΑΥΤΤΑΞέ Τύγί ΊΙΤηΟΥί ΓΥΡΙ' Σέ ΤΗΝ £ΨΗΗ£ΡΙ<}β ΣΤΗ ΣβΓΗΔβ ΤΟΥ ΧΡΗ/ηήπΣΤΗΡ/Ο/. ._____________ ΤΓέτβίΡέίβ πετρ£0Η/Φ/γ βτηβί ΑΗ£.ΚΑΠΥΨ£ Ν€£ί &/)£&££ 7€-

ΤΡεΠΗίΟγ

Τβ ΓΡΑΡίΜΑΤΡ ΑΡ/ίΣβΗ Ηβ χο~ .

ΡίΥΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΆ ΤΟΥ ■

'Ύιοτε 4£λ θΐΣοβΜΘΗΗ~η~εη,

£)Γο@ ·#Κ<ΥβΟΥΝ

οι ηετοχεε. τιεριερτο 4/βηβζρ τη εε/Ι/ΣΗ Η/ΤΗ ΛΡΟ/Υ/Ρ Χβί 4£Χ £Χ9 οτη μ/β Υ/ετολΗ·

Χβηρζρ τε στο ηα ·<ι ηον! 4(Υ Η 7ο*<? Λ 9 ·?Η9 Γ· 7076

Ασχημα .. τβ ηετρε/ΐβ/β αταρι ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ Λ/79 ΠΝ9 ΤίΑοΥ' Σ/ΟΣ ..ΟΝ9Σ 6X9 βΟΜΟ £βΟ Σοηηβριβ στην τρηπεΧΑ

46Ν Φβ/Η££βΙ ΚβΓ\β ΑΡβΟΥΡ. . Ρ)Ρβ/Τ£Ρη ΝΑ

7ΑΣ να ηεΣΗΣ.



ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΠΑΝΘΗΡΕΣ

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΟ!

τι ξέρω πώς έχω ευαίσθητη Ι ΤΡΕΙΣ ψιλοί γελούν καρδιά! Μά ό 'Κάλ, τό λευκό παιδί μέ το 'ττάθηιμιο^τού ;χαζο τής ζούγκλας, γρηγορότερα -ΧούτΓ, πού τον φίλησε από τούς άλλους συντρόφους ή Χούλα καί έπεσε κάτω του λι­ σοβαρεύεται καί κυττάζει πόθυμος άπό τή χαρά του. ανήσυχα τόν ουρανό. (*) Ωστόσο κόπαφέρνουν ευ "Όπως σχεδόν πάντα μετά κόλα καί τον συνεφέρνουν. Ή Χούλοί είναι ξεκαρδισμέ από κάθε μεγάλο σεισμό, πυ­ νη στα γέλια και ο πυγμαίος κνά μαύρα καί ηλεκτρισμένα σύννεφα σκεπάζουν τόν ουρα­ διαμαρτύρεται: — .Γιαιτί γελάτε, καλέ Χαυ νό μέ καταπληκτική γρηγορά­ λες; Γι<* αυτό κι<* εγώ σάς λέω δα ικι* αρχίζουν νά χαίμηλώτόσον καιρό ότι- προτιμώ τις νσυν επάνω από τά κεφάλια καρπαζιές από τά φιλιά, για- των ηρώων .μας απειλητικά. — Εμπρός!, φωνάζει, ό Κάλ. Πρέπει νά φύγομε γρή­ (*) ιΔιιάΙβοκτιε τιό τροηγιούμιενο -τΙβΟχός ΐτοΰ «ΚΑΛ» ιμέ τόν τίτλο; γορα!... Πρέπει νά «βρούμε έ­ «Ό .Κ-αίτσιρίαιμένοιζ... θεός». να καταφύγιο γιατί ή καται-

Ο

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

γίίδα ίθά ξεσπάση φοβερή και δέν θά έχωρε που νά ττροφυλαχτούμ,ε, τώρα πού κι5 ό να­ ός αυτός σωριάστηκε σε ερεί­ πια. — Καίί δεν- τάν·.. ξανα­ χτίζουμε ·μιά στ ιγμ. ούλα !, λέ­ ει ό χαζό-Χούπ |μέ μεγάλη προθυμία. Τά υλικά υπάρχουν τά χέρια υπάρχουν, φτάνει νά χοομε ικαί την καλή διάθεσι! Έδώ εγώ κουβαλάω 6λάκλη­ ρους τόννους φρούτα στίς άγα πημένες ;μσυ Χοΰλες και δεν θά αηΐκώισω αυτά τά γκοονάρια; — "Αχ !μουρμουρίζει ή πελώρια νέγρα λιγω-μένη. Τί ΐμου τά θύμησες τώρα τά φρου τα, Χουπάκο ρου; Κοντεύω νά λιποθυμήσω από τήν πεί­ να κι εδώ δεν υπάρχει* ούτε ένα πράσινο* φύλλο! Πρέπει νά γυρίσουμε τό γρηγαρώτερο οπή ζούγκλα.... -— Και δεν σου φυτεύω *μιά στιγμή 'μεριικά όπωοαφόρα δέντρα; Φωνάζει ό Χούπ θρι­ αμβευτικά. Μά αυτή τήν τελευταία του εξυπνάδα. 6 καιηΙμένος ό Χούπ 6έν τήν εΐπε για αστείο άλλα μέ όλη τήν καλή διάθεσι νά φανή χρήσιμος στήν αγαπη­ μένη του. δέν τή γλύτωσε τήν καρπαζιά του. Ή Χούλα ση­ κώνει τή χερούκλα της κι9 ό Χούπ παίρνει πέντε τού μπες στο χώμα. "Υστεοα πετιέται όρθιος και ξεφωνίζει μέ ένθου σ ιάσιμο: — Εμπρός! Ξεκινάμε! Ό Κάλ καί ή ΛΑπέλλα έχουν κιόλας ξεκινήσει* προς τήν ικατεύθυνσι του φαραγγιού, άπό

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

τό ίόποΐο μπήκαν μέσα σ5 ε­ κείνη τήν παλιά ερειπωμένη πολιτεία. Ή Χούλα ικι’ ό πυ­ γμαίος τους άκολουίθούν χο­ ροπηδώντας. Στο μεταξύ τά ιμαύρα σύννεφα χαμηλώνουν τόσο που λες θά πέσουν επάνω στά κε­ φάλια τους. Ή βροχή άρχιζει απότομα σάν ν’ αδειάζουν ά­ πό τον συριανό κουβάδες. -— Τί ήθελα εγώ ό ^βλάκας καί πλύθηκα εχθές στο ποτά­ μι!, γκρινιάζει ό χαζο-Χούπ. Πήγε τσάμπαί τόσος Κόπος μου! Κανείς δέν τον ακούει Φυ­ σικά μέσα ιστόν τρομερό θάρυβο που -κάνει ή νεροποντή. Ή * βροχή όσο πάει καί δυναμώνεΐι. -Κεραυνοί χαρακώ­ νουν τό στερέωμα μέ δυνατές (βροντές καί σκάνε ιμέ πάτα­ γο στά πανάρχαισ ερείπια γυ -ρω τους. — "Ω λα λά, στοοοκοΡτρού ικες!, τσιρίζει ό αδιόρθωτος Χούπ πού δέν ,μπορεΐ ούτε ιμιά στιγμή νά ιάφήση ακίνητη τή γλώσσα του. Λες νά μουρ θη, ικαμμιά άπ5 αυτές στο κε­ φάλι! Πάει τό ψουκαριάρικο τό·.. καπελλάκι μου! Μά τήν ίδια στιγμή ό Κάλ, ό λευκός κύριος τής ζούγκλας, πού πηγαίνει μπροστά κρα­ τώντας άπό τό χέρ ι την Μπέλλιος, σταματάει απότομα. Μια φωνή άπογοητεύσεως ξεπηδά ει άπό τά χείλη του. Ή ικοπέλλα μένει κι’αυτή δίίπλα του μέ τό στόμα ανοι­ χτό. — Γ ιατί στ-α μστήσαμ ε; ρω τάει ο άγαθός Χούπ. -έχασες


ΤΗΣ 20ΥΓΚΑΑ1 μήπως τίποτα πίσω στον ναό μις Αμερική; Πάει, ξέγραφτσ! «Που νά τρέχουμε τώρα εκεί κάτω ιμ’ αυτόν τον βρωμόκαιρο; ’Αμάν «και θά βαρύ­ νουν τά φτερά τής φουκαριάρας τής Μανταλένας μ5 αυτή τη βροχή ικαϊ δεν θά μττορή νά_πετάξηι ή καψερή !... -αφνιικά, ή γλώσσα του πυ Υ'μάίου πού πηγαίνει ροδάνι, σταματάει. Τά μάτια του ττέψτουν εκεί πού κυττάζουν κοκκαλωμένοι οί τρεις σύντροφοί ίου ικαί κακκαλώνει κύ αυτός. Τά μάτια του γουρλώνουν σά πιατάκιια του καφέ. — Μανούλσ μου!, τσιρί­ ζει· Τά δυο βουνά κολλήσανε! Καί πραγματικά. Είναι /| μόνη, φορά ττου ό Χούττ δεν έχει πέσει καθόλου έξω στον χαρακτηρισμό του. ’Από τον τρομακτικό σε^ οίμό, τά δυο βουνά, ττου ανά­ μεσα τους ιάνοιγόταν ή χαρά­ δρα ττού τούς είχε φέρει ως έκεί„ έχουν κινηθή από τή θεσ· τους. ~Εχουν έρθει πολύ κοντά τό ένα με τό άλλο. Οί πέτρινοι τοίχοι τής χαράδρας έχουν σχεδόν ένωθήι. Μά, κι* όπου δεν είναι τελείως κολλη­ μένα, τεράστια βράχια έχουν •πέσει από ψηλά καί ^ έχουν κλείίσει εντελώς τον δρόίμο. — Κι5 ύστερα σου λέει, μουρμουρίζει καί πάλι ό χαζο -πυγμαίος, πώς βουνό με βου νό δεν σμίγει! — Τί θά κάνουμε τώρα; ξα ναλέει ή Μπέλλα στον Κάλ. — Είμαστε ιάπακλεισμένοι ιμέσα σ’ αυτή την μικρή κοι­ λία πού ήταν χτισμένη ή πα

λιά πολιτεία!, ιμουριμουρίζεει τό παιδς τής ζούγκλας. Τά βουνά μάς τριγυρίζουν από παντού! Μά κάπου άνάίμεσά τους θά ύπάρχη ιμιά δίοδος γιά νά περάσουμε. Εμπρός! Καίι, χωρίς νά απογοητεύ­ εται, ό κύριος τής ζούγκλας, παίρνει ξανά τό δρόμο από τον όποιον είχαν έρθει ως ε­ κεί. Οι άλλοι ακολουθούν. Ό Χούπ λέει στην παρδαλή καρσκάξα του: — Πάει τό καημένο τό παι δί! Λίγο (μυαλό είχε καί τό έχασε κύ αυτό! Εμπρός λέε· ικαί πηγαίνει πίσω! Καί πέτυχε καί τή λιακάδα για νά κάνουμε δρομολόγια! Ωστόσο δεν μπορεί παρά νά άκολοοθήση, κι* αυτός τούς συντρόφους του. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΟΥΠ

ΕΡΝΟΥΝ άλλη, μιά φο­ ρά τά ερείπια τού ναού τού Βάαλ. Εξακολου­ θούν τό δρόμο τους καί,^χωρίς νά τό ξέρουν, ακολουθούν τον ίδιον δρόμο πού είχε πάρει καί ό τρομερός μάγος Γκόθ πού όλοι τον έχουν γιά νεκρό. Μουσκεμένοι ώς τό κοκκίαλα οί τέσσερις σύντροφοι χώ­ νονται ανάμεσα στα άγρια βουνά. Τεράστιες μαύρες κορ Φες σαν νύχια όορπακ,τικών ορ­ νέων υψώνονται πάνω άπό τά κεφάλια! τους. Καί ή καταιγ,δα αντί νά σταματήση όλοέ να δυναμώνει. Οί ιάστραπές γι νονται όλο ικαί πιο συχνές καί λες πώς ολόκληρος ό ουρανός καίγεται·, Ό κωμικός πυγμαΤ

Π


α

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

ός είναι άπαιρηγότητος καί ό­ λη την ώρα τσιρίζει: —ιΠάέι το καπελλάκι μου! .Καλέ παιδιά! Δεν σταματά­ με κάτω από κανένα δέντρο ώσπου νά περάση, ή βροχή; —- Τρελλάθηικες, θεόκουτε; — ;μέ το μπαιρδόν κιόλας! — στριγγλίζει ή Χούλα που το βάρος της δεν της Επιτρέπει νά τριέχη όσο ό Κάλ και ή Μπέλλα κι5 έχει μείνει κι5 έκεί νη πίσω μαζί ιμέ τον Χού'π* Που τό είδες τό δέντρο, τρι­ πίθαμε; Έδώ είναι ή ξεραΐλα τοϋ θεού! "Άλλο από πέτρες και βράχια δεν υπάρχει. — Ναί, είδες!, λέει^ πυ­ γμαίος απτόητος. Κ ι’ έγώ τό πρόσεξα! "Οπου είναι έτσι βραχότοπος, δεν μποοεΐς να βρής ούτε ένα δέντρο! Ένώ μέσα στη ζούγκλα πού δεν

καρπαζιά τής Χούλας τον φέρνει κορώνα - γράμματα.

'0 χαζοπι/γμαΐος τρέχει όσο μπορεί μέσα στη βροχή.

τά έχης καί πολύ ανάγκη, σε κάθε σου βήμα συναντάς κι5 από ένα. Ή Χσυλα μένει άναυδη |μ αυτόν τον τρομερό συλλογι­ σμό. Ό Χούπ που νομίζει οτι ή σαστίίμάρα της προέρχεται από θαυμασμό, συνεχίζει εν­ θουσιασμένος : — Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τό νερό! Στην έρημο σκά; άπό τή δίψα καί δεν βρίσκεις ούτε σταγόνα, ένώ μερικά πο­ τάμια είναι τόσο βαθειά,^ πού μπορείς ικαί ν,ά πνίγη ς μέσα! — Δεν σταματας νά λές βλακείες—μέ τό μπαιρδόν κι­ όλας; — στριγγλίζει ή Χού­ λα. Κι5 έδώ έρημος είναι. Πώς δεν βρίσκεις νερό·, άφοΰ έχου­ με μουσκέψει ώς τό μεδούλι; Αυτή τή φρρά είιναι ή σει­ ρά του Χούπ νά γουρλώση τά μάτια. — Αλήθεια!, ξεφωνίζει. Εί


ΤΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

βίες όκεΐ; Πρώτη φορά μου συμβαίνει ικάτη τέτοιο! Μά ό ανόητος πυγμαίος δεν προλαβαίνει νά πή περισσό­ τερες άνοησίίες, -σψνικά, α­ κούει τά πένθιμα κρωξιματα τής παρδαλής^ 'καρακάξας του που ακολουθεί από πίσω. Γυ­ ρίζει καί τη βλέπει κάτω οπό χώ|μα νά τσαλαβουτάη στις λάσπες. — Πάει ή κατακαημένη^ ή Μανταλένα!!, τσιρίζει γελών­ τας· Μούλιασε από νερό καί δεν μπορεί νά φτεροκοττη!ση> άλλο! Τορρίίξε στο κολύμπι*! 5Από πουλί έγινε ψάρι ή κα­ κομοίρα ! Τή λυπάται όμως καί τρέ­ χει κοντά της. — "Ελοί, μωρή Μανταλένο.!, τής λέει. "Ελα νά σέ πά­ ρω Ιέγώ οπήν αγκαλιά μου, άλ λά πρόσεχε νά μήν τινάζης^τά φτερά σου καί μέ... πιτσιλάς!

Βλέπει τή βρεγμένη .. κοορακάξοε καί γελάει χ®ζά„

Σ κόβει πάνω στον Χουπ για νά τον βοηθηση. — Βρε βλάκα! — μέ, τό μπαρδόν κιόλας! —- φωνάζει ή Χούλα θυμωμένη,. Έδώ πέ­ φτουν καταρράκτες οπτό τον ουρανό καί φοβάσαι νά μή σέ πιπσιλίση ή Μανταλένα; —Αυτό νά ιμόύ πής!, μουρ μουρίΐζει 6 πυγ-μαΐος μέ θαυ­ μασμό. Μπά! Τί έπαθε ό Κάλ καί σταΐμάτηΐσε; Πραγματικά, τό λευκό παιδ της ζούγκλας μ,αζί μέ τή συντρόφι σσά του, που έχουν φτάσει κορμιά πενηντάρια μέ Τρα πιο (μπροστά άπό τόν πυ γμαΐο καί τή Χούλα., έχουν σταμιαίτησει. Βρίσκονται άκρ ι 6ώς οπήν κορυφή τού βουνοΰ. Στέκονται άκίνητοι καί κύπ­ τουν (μπροστά τους μέ τά μά τια γουρλωμένα. — Τί νά συμβάίνη; ,μουρ" μαυρίζει ή Χούλα ανήσυχη. — Θάχασε κανένα σκουλατ


8

ρί’Κΐ/ ή κυιρά σου!, τής λέει ό Χούπ· — 'Όλο βλακείες λες!, φω ναιζει ή Χούλσ. Ή μις Μττέλλσ δεν φοράει σκουλαρίκια! — Κακώς!, δηλώνει ό πυ­ γμαίος αυστηρά. Δεν έπιτρέ' ττεται μις Αμερική χωρίς σκουλαρίκια! Θά τής χαρίσω ί ά δ ΐ'κά μου ! —Νομίζεις πώς ή μ'ις Μπέλ>•<03 θά χρεμάση στ’ αύτάκια της τους βρωμοχαλκάδες σου; τσιρίζει ή νέγρα περιφρονη­ τικά. — Και όμως, αγαπητές μου Χουλιτσες !, λέει σοβαρώ τατα ό Χουπ. Αυτοί οί χαλ­ κάδες είναι ή τελευταία μό­ δα — άν Θέλετε νά ξέρετε^— στις Νοτ’6ανατολι(κές ζούηλ κλες! — Αλήθεια; μουρμουρίζει ή Χούλα πού τής αρέσουν παν τα τά στολίδια πού πάνε μέ τή μόδα. Τότε... Τότε^ μου τά χαρίζεις έμεινα, Χουπάκο μου* Ό πυγμαίος ξεραίνεται νά νελά. — Κομμένη!, τής λέει κοκ κοιμίζοντας σαν κότα- Άστει εόθηκα, Χουλίτσες μου! Γιά νά πάρης τά σκουλαρίκια πρέ πει νά μου κόψης μαζί ικιαιί τ5 αυτιά γιατί είναι πριτσινωυένα!... Κι* άμα εχης καί τ’ •αύι ιά μου, ύστερα αυτά πού •θσ μου λένε έμενα θά ...τ’ α­ χούς έσύ! Ή νέγρα μένει στη στιγμή κόχχαλο. "Όχι· βέβαια αϊτό τό αστείο του Χούπ, αλλά γιατί μέ την κουβέντα έχει φτάσει κν1 αυτή εκεί πού στέκουν ό Κάλ μέ τή Μπέλλα. Τά μάτια

ΚΑΛ — 0 ΚΥΡΙΟΙ της βλέπουν τήν ίδια εικόνα πού άντικρύζουν καί τά μάτια του λευκού παιδιού καί τής συντρόφίσσάς του; Είναι μιά απέραντη ζούγ­ κλα πού απλώνεται, σε πολ­ λών μέτρων βάθος κάτω από τά πόδια τους. Μιά ζούγκλα πού εκτείνεται» ως έκεΐ πού φθάνει τό βλέμμα τους,, στήν άκρη του ορίζοντα· Ή πιο με γάλη καί άγρια ζούγκλα πού έχουν άντικρύσει ώς τώρα τά μάτια του Κάλ. Ό χαζό -Χούπ μένει κι5 ε­ κείνος ακίνητος, αλλά βέν ένδ',αφέρεται αυτός καθόλου γιά τό ιέίτιβλητικό τοπίο. Κυττάζει μόνο τούς συντρόφους του με τά μάτια γουρλωμένα από τήν άπορίια. — Λοιπόν τί θά γίνη; φω­ νάζει. 5 Εδώ πέρα 8;ά τή βγά^ λουμε; Έχουμε γίνει στουπί κΓ έκεΐ κάτω όπως βλέπω δεν ρίιχνει ούτε σταγόνα! Πραγματικά, πέρα στήν άπέρα]ντη ζούγκλα δεν βρέχει. Τά σύννεφα τελειώνουν μερι­ κές εκατοντάδες μέτρα πιο κά τω, ώς έκεΐ πού φτάνουν οΐ πρόποδες τού βουνού πού βρί σικοινται. —:Κάλ, λέει ή Μπέλλα στο λευικό παιδί. Ό Χούπ έχει δί­ κιο... Πρέπει νά φτάσουμε έ­ κεΐ κάτω πρίιν νυχτώση... Μέ τό σκοτάδι θά είναι έπικίνδιυνο νά κατεβοΰμε τά άγρια βράχια τού απότομου αυτού βουνού... Μά τό παράξενο αγόρι ούτε ακούει καν τή συντρόψισσά του. Τά » μ άτια του έξ ακολου­ θούν νά κυττάζουν πέρα μα-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

κρυά. Έχει -μια εκφρασι μυ­ στηριώδη,. Μοιάζει σά νά εί­ ναι μαγεμένος·.. Σαν το μυα­ λό του νά βρίσκεται πολύ π&σω, χαμένο στο βάθος τών παιδικών του χρόνων. —Κάλ!, ξαιναλάει ή κοπέλλα ανήσυχη, ιμά εκείνο,ς ου τε καί τώρα την προσέχει. — Άττό’ τη βροχή θά νε­ ρούλιασε τό ,μυσλό του!, φω­ νάζει ο Χούπ ίκίατατ,ρομαγ μέ­ νος. Ελάτε νά τον τπάσουιμε από τά πόδια νά τον γυρί­ σουμε ανάσκελα, νά τον τι­ νάξουμε ! Εννοείται πώς ή Μπέλλα 6έν δίνει, καμμιά σημασία στις ανοησίες του κουτοϋ πυ γμαίον. ' Απλώνει τό χέο·ι· και αγγίζει απαλά σ1σ μπράτσο τό λευκό πιάιβί τής ζούγκλας. 'Έκείνος ξσφ/ν ι άζετσι. Τ ι νάζεται σά νά ξυτπνάη. από .κάποιο βαθύ όνειρο. — Τί είναι; μουρμουρίζει ταραγμένος. 'Γιιοττι στεκόμα­ στε ακόμα εδώ πάνω; "Ας τρέ ξουιμε..· Πρέπε« νά φτάσουμε στη ζούγκλα αυτή ποιν νυχτώση,! — Φέξε μου -και γλύστοηισα!, τσιρίζει ό Χούπ σκάζον τας στά γέλιια. Αυτό τό παι­ δί ή τρελλό είναι η τον τρελλό παριστάνει! "Ελλά, μωοή Μονταλένα, δεν βάζεις μπρος τό μοτειράκι λίκνο; Βάρυ­ νες από τη βροχή κΓ εγινες δέκα οκάδες! "Αντε, κατηφό­ ρα είναι, 8ά τά καταφέοης! -Καί τινάζει τό παρδαλό πουλί ιμέ τό χέρι του, που, θέ λοντας καί μη, αρχίζει νά φτε ρουγίζη πραγματικά προς τά

9

κάτω, στους πρόποδες του βουνού. Ό Κάλ, ή^Μπέλλα, ή Χουλα καί ό Χούπ, κατηφορίζουν κΓ αυτοί όσο μπορούν γοηγορώτερα, γιατί στή ζούγκλα νυχτώνει γρήγορα, καί θέλουν νά προλάβουν. Κι5 όσο φτά­ νουν πιο χαμηλά, τόσο ή νε­ ροποντ ή λ ι-γοστεύε ι ώσπου στα; ιστ άε ι τ ε λε ίωο. — Καί τώρα, τσιρίζει ό Χούπ, θριαμβευτικά, θά ανά­ ψω ·μιά φωτάρα δυο φοοάς σά τό ιμπόϊ μου, -γιιά νά στεγνω­ θούμε όλοι -υας καί νά ζεστα0ή τ ο κ οκ καλ ό κι υπ~ ! Τ ο λ Κ άλ τ ά μ άτ ισ γε11 ί ζουν

ανησυχία. /~ν I — 3'ί/ΥΊ ι

> /■ ' /·~5! >''■·"\ 'τεα,εο-

νο ύφος. Δ

ιίουμ ε α - %τ ;Ά ί 'Γ τ ι ά!

γυ

δ~'Λ. -·'

που;τε* *

')'·* α'»'ν·,ηυιιε ~ π Α·λ υ £

γ

τ-) ί τ. ι ο, —τπν*1—π >! ■'-' -

■> κλο Ρ

3 \

ανσ-

.

Γ

-* ί ομ-Α/

3 \ σ*ε '^ΐΎ71 στο 3' η,,'.'0'ΙΓ~ Ατ. * —' γ· γπ" Τρ '

^

ΙΙΑ

ο ωτ ■ α τ α ττ' πς" ~σ σκ ο 11 ά­ στε καί °' διστοέδ^’ »μ ^ θανασιιννο 'νίν^ΉΌ

— 3Αμάν, ξουο'ία!, τσιρί­ ζει ό Χούπ μά γη> ολωμένσ μά τ<σ. Παιδιά, ό ορίζομαι στη νε νει-άβα της μάνας μου πώς λέ ει δέματα* Πάτε ^εν εχουιιε βσνάοθπ σ’ αυτή εδώ τη ζούν κλα! Τό λοιπόν πώς ?έοε» τί σόί φιΑές κάθονται εδώ μέσο*; — Τό απέθαντο αυτό δά­ σος. Χούπ, μουουουο’ίζε,’ ό Κάλ τό εχω πεοάσει όλόκληοο οπό τη μιά άκοη ώς την άλλη! "Εχουν πεοάσει πάοσ πολλά χρόνια... "Ημουν μι­ κρός τότε·.. Δεν ξέρω άν θά


10

θυμάμαι πιά τα κρυφά μονο­ πάτια καί τις περιοχές ττοιύ δεν -ενεδρεύει ό θάνατος... θά προσπαθήσω νά θυμηθώ τον δρόμο... Κι5 ώς τόΤε, ώς αυιρ-ιο, τό πρωΐ, θά κοιμηθούμε επάνω ατά κλαδιά ενός δέν­ τρου. .. —(Καί τ’ είμαστε, καρδερί­ νες, γΐιά νά ικοι:μτ|1θουιμε πάνω ατά κλαδιά; τσιρίζει ό άδιό,ρθωτος Χούπ. Σκέπτεσαι τή Μανταλένα, τι γνώρη θά σχηΓ ματτίαιηι γιά μένα άν τό κάνω αυτό; Ή Χούλα σηκώνει τή χε­ ρούκλα της καί δίνει ιμ.ιά σβου -ριχτή καρπαζιά πάνω στην κε φάλα του πυγμαίου. — Χουπάκο -μου, του λέει τρυφερά καθώς αυτός στριφο­ γυρίζει σάν σβούρια1 άπό τό χτύπημα. ΊΊεθαίΙνω τή,ς πεί­ νας ! Δεν θά :μαυ φέρηις τίπο­ τα νά ψάω;

Εκείνη τή στιγμή νοιώθει κάτι νά τον τσιιμττάη.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ανάβει φωτιά και ρίχνει σκόνη στις φλόγες.

μιά

Ό Χούπ Ενθουσιάζεται καί ξεχνάει στή στιγμή ο1λ>α τ’ άλλα καί τό κρύο του ακόμα. — Άμέσωωως!, ξεφωνίζει. ΓΈνα περιττό ιηιμένο κολατσιό για τις ...,μαμζέλ Χουλες ! Έλ πίζω πώς ώς δυο τόννοι κα­ ρύδες καί (μπανάνες τις φτάνουν γιά νά τσιμπήση κάπως. Τρέχει στο κοντινώτερο δεν τ,ρο πού είναι γεμάτο μέ κα­ ρύδες ικαί σκαρφαλώνει στά χαμηλότερα κλαδιά του. Πλη σιάζει, τήν πρώτη, άπ5 αυτές καί ετοιμάζεται νά τήν κόψη -αφνικά, μιά -μιαΐμου, που κοι ιμόίταν :πάνω στο ίδ ιο κλαδί, ικαί ό Χούπ τήν ξύπνησε χω­ ρίς νά τήν 6η, θυμώνει καί του δίνει μιά ιστά -μούτρα. Ό καυτό -πυγμαίας (βγάζει μιά στριγγλιά μισοπεθαμένος ά­ πό τό φόβο του1· Τά χέρια του αφήνουν τό κλαδί καί έρχεται


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σωρό ικουΐβάριι κάτω. — 01 σύντροφοί τουπού άικσΰνε τη στριγγλιά του1, τρο­ μάζουν. Τρέχουν ικοντά του, Ή Μπέλλα σκύβει από πάνω ταυ*. Χούττ, του λέει ανήσυ­ χη. Είσαι ικαλά; Ό πυγμαίος την κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια. — Και πού βες να ξέρω άν εΐμαι καλά; της λέει παραξενεμένος... Γιατρός είμαι; Ό Κάλ σκάει· στα γέλιαΉ Μπέλλα χαμογελάει κι5 αυτή. — Μά καλά, κάνει* περίερ­ γη, Γιατί έβγαλες αυτή τη στριγγλιά κι5 έπεσες από τό δέντρο; — Αμάν, μ,ανούλα μου!, τσιρίζει ό πυγμαίος κιατατρο ιμαγιμένος. Τι ιμου το θυμίζεις, καλέ, καί τοχα ξεχάσει; Π σ­

'0 Χούπ άινοίγει τό μάτι για νά δή άν ξημέρωσα.

11

Βρίσκεται αντιμέτωπος μ* είνοον παράξενο άνθρωπο.

με νά φύγουμε από δώ γρή­ γορα ! —Μά τί έπιαθες επιτέλους; τόιν ρωτάει ό Κάλ -μέ περιέρ γειια. — 'Άστα! Ανεβαίνω στο δέντρο γιιά νά κόψω καρύδες για Τις Χούλες μου... —Καί λοιπόν; — Καί (λοιπόν -βλέπιω -μια στρογγυλή καί παχουλή ώς ογδόντα οκάδες! —- Κρρύδα; — Αιμ’ τίι; Τζάνερο; 3Αφού καρυδιά εΐναι τό δέντρο! — Καλά, κι5 υστέρα; — Πάω λοιπόν νά τήιν κό­ ψω καί ξαφνικά ή καρύδα ση­ κώνει τό χέρι της ικα,ί μού α­ στράφτει· ιμιά σφαλιάρα! — Ή καρύδα; — Πάλι τά Τδιια! Καί βέ­ βαια ή καρύδα! Μαζί μιλάμε καί χώρια κατάλαβα-ί·ν συ με;


12

νη την άγρια ζούγκλα. Στό πλάϊ του βάδιζαν άλλοι άν­ θρωποι μέ ιάστραψτερές στο­ λές καί μακρυά κοντάρια στα ■χέρι(α}... "Υστερα προσπαθεί νά φέρηι ατό νοΰ του! τά κρυ­ φά μονοπάτια τού παρθένου κ?α»ΐ απέραντου δάσους, μά ό­ λα αυτά μπερδεύονται μέσα στό μυαλό του- καί σχηματί­ ζουν έναν αδιαπέραστο λαβύ­ ρινθο. Ξαφνικά, σνατινάζετα ς, ξαψνιασμένος. "Ενα κρώξιμο κά ποιου πουλιού τής αυγής τον κάνει νά προσέξη πώς ή ζούγ •κλα έχει- αρχίσει νά πσίρνη ένα θαμπό φως. Η ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ — Γιά πότε πέρασε ή νύ­ χτα!, ψιθυρίζει- Ούτε τό κα­ Ι ΤΕΣΣΕΡ I Σ σύντρο­ τάλαβα !... φοι κοιμώνται επάνω Κυττάζει τούς συντρόφους στα κλαδιά ενός πελώ­ του. Κοιμώνται ακόμα όλοι ριου δέντρου. Μόνο ό Κάλ ιβαθειά, δεν καταΐκουρσσιμένο ι α­ έχει κλείσει -μάτι όλη τή νύ­ πό τις ταλαιπωρίες τής^χθεσι χτα. νής μέρας. Τά μάτια του λευ­ Το θρυλικό παιδί τής ζούγ κού αγοριού στέκουν πολλή κλσς είναι φοβερά ανήσυχο. ώρα πάνω στό πρόσωπο τής Στριφογυρνάει πάνω στο χον πεντάμορφ η ς συντρόφ ισσάς τρό κλαδί του που σχηματί­ του. "Υστερα κυττάζει· χαμο­ ζει διχάλα και χιλιάδες σκέ­ γελώντας τον κωμικό πυγμαίο ψεις τον βασανίζουν· Τά χεί­ πού ροχαλίζει σαν παράφωνη λη του ανοιγοκλείνουν μόνα τρομπέττα. Τέλος την πελώ­ τους χωρίς νά τό καταλαβαί- ρια νέγρα πού έχεκ κάνε\ ο­ νη και μουρμουρίζει αλλόκοτα λόκληρο το δέντρο νά γέρνη λόγια σ' εκείνη την παράξενη προς τό μέρος της. Κοιμάται γλώσσα που κανείς μέσα οπή κρατώντας μια μεγάλη αρμα­ -.ρυγκλα δεν μπορεί νά την θιά μπανάνες στην άγκαλια καταλάβη έκτος από αυτόν... της, από αυτές πού τής έφε­ Παμπάλαιες αναμνήσεις, ρε ό τρελλο - Χούπ. θαμπές από τό πέρασμα των Ό Κάλ ■ ξαφνικά σοβαρεύε­ χρόνων, τον βασανίζουν. Θυ­ ται. Γι' άλλη μια φορά τό μάται μια εποχή που πολύ βλέμμα του δείχνει τρομερή μικρός βάδιζε μέσα σ’ εκεί­ ανησυχία·

Ό Κάλ κι ή όμορφη συντρόφισσά τον γλεντάνε. — Μά καλά, λέει ή Μπέλλα, κάνοντας τή σοβαρή. Οι καρύδες ο ον έχουν χέρια! — Άμ' φουκυρι-άρα μου, Τό Τ6ιο νόμιζα κι" εγώ!, τής λεει ό Χουπ. Αυτή όμως, είχε και μάλιστα... τριχωτό! —- Καταπληκτικό!, του λέ ε· ή Μπέλλα μέ θαυμασμό. Και...· γιατί σε χτύπησε; — Ξέρω γώ; μουρμουρίζει ό χαζο-Χούτπ. Μπο-ρεΐ νά μην ήταν... ώριμη ακόμα και γι’ αυτό!

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— Πρέπει νά συμβσυλευθώ τον -Προστάτη -μου!, (*) ψιθυρίζει, θά προλάβω νά γυ ρίίσω πρ'ΐν ξυπνήσουν οι σύν­ τροφοί -μου... ΕΤναι πολύ νω­ ρίς άκόιμα... Ναί, θάναι τρελλα νά επιχειρήσω αυτό τό θα νάστμο τόλμημα χωρίς τή συιμ βουλή του. Εκείνος θά μου πή τί πρέπει νά κάνω·.. "Εχει κιόλας πάρει την άπόφασίί του- Γλιστράει από τό κλαδί του καί σε μισό λε­ πτό τά πόδια του πατουν στή γή. 5 Απομακρύνεται. Δε; πη­ γαίνει άμως πολύ μακρυά. Σ’ ένα σημείο πού οι θάμνοι εί­ ναι πολύ πυκνοί καί φουντω­ τοί-, γονατίζει κάτω! Έ5ω ιμπορεΐ νά συγκέντρωση τή σκέψι του δλη. στο άσκητικό πρόσωπο του μεγάλου φίλου του, χωρίς τίποτε άλλο νά τού την άπσσπάση... Σταυρώνει τά χέρια του στο χαλύβδινο στήθος του. 3υ θίζει· τό βλέμμα εμπρός του. Οί φλέβες του λαιμού του ψου σκώνουν καί γίνονται .μελα­ νές. .Ξαφνικά, πολύχρωμοι κα­ πνοί αρχίζουν νά στροβιλίζων ται μπροστά του, σχηματίζσν τας περίεργα σχέδια. Κι5 α­ νάμεσα τους, .παίρνει φορφή σιγά-σιιγά το άσκητικό πρό­ σωπο αυτού πού -είναι Τό—Πνεύμα —Τής —Υπέρτατης —Σοφίας. (*) Δΐ/άβαισ£ τό ττρώτο τεύχος τού «ίΚ-ΑιΑ», -με τίτλο; «Τό Βοοσί-

λξίιιρ τρΟ Θανάτου».

13

—Δάσκαλε !, μουρμουρίζει μέ δέος τό λευκό παιδί. Συγ~ χώρεσέ με πού σ' ενοχλώ αυ­ τή τήν ακατάλληλη ώρα στήν ασκητική ερημιά σου... — Γιά ιμένα, ρικρέ ιμου Φί­ λε, άκουγεται ή φωνή τού Γέ ρου τρεμουλιαστή σά νά φτά νη από τον "Αλλο Κόσμο., δεν υπάρχουν ώρες... Ό Χρόνος κυλάει πάντα τό ίδιο..· 4Η νύ­ χτα καί ή .μέρα δεν έχουν γιιά ιμένα διαφορά... Τό σκοτάδι δεν υπάρχει για τά μάτια μου.... Εί μαι εύχαρ ι στημένος., πίαιΙδιίΐ ιμου, πού δεν βλέ­ πω πιά νά φτερουγίζη πλάι σου τό Μαύρο Πουλί τού Θα­ νάτου..·. ΤΗ το ν μιά σατανική δύναμις πού έκανε ρεγάλο κα κό, ·μά τώρα τήν άνό,γίχσσες νά γυ,ρίση για πάντα στή φω­ τιά τής κολάσεως καί. δεν θά •μπόρεση νά βλάψη πιά... -— Τό φοβερό Πουλί πού πέταξε ιμέσα απ'· τή υ ανία ή σφσΐρα του ΓκούΠ ψελλίζει ό Κα.Λ ·με φρίκη. Ναι,.. Αυτά.· ! , 1 »<ιν ουνοι δεν πέοοσ νν ά :·,.ό •μ ι­ κ η·ρι- Φ ι λ·ε, ν; * τ .;ο; ί;ο • για π*· ούς συντρο ' ττα ■5 Γ ν( / ενια νυνια ει οι ιγο εσ---ε, ν·:: > β Ο ' 3ξεσγΛ ιο -ευν • ' Ρ( .0 —ν -■ εοός υ ο ά εχ ροο ό Γ κζ 3 Γ* / τάζει τ η σατενί'-' , *ι · - ^ι έο ϋ π σι... - Μ, 6 Γκέ 0ο \ π:°σνρ !, λέε ι τό λευκό π^' • ·| 1 νε 1 :ρλωμ ένα μάτια· Ό?σκληρός 6 ν αός τού θεού του Μίσους έτεσε στο κεφάλι του καί τον συνέθλιφε μαζί μέ τούς πολεμιστές του!.... -— Ό Γκό-θ ζή ?. είπε γα­ λήνια ή φωνή τού Γέρου. Τό \

Γ

V

Γ-

τ

./

Γ

*ν>

--1

·

«


14

.μΐσος είναι στη ι μαύρη καρδιά ταυ καί οί σιδειρίένιες λόγ­ χες στα χέρια των τταλεμι­ στών του... Τά πόδια ταυς τρέ χσυν άσταμ'άτητα.. · Ή άπόστασις πού σάς χωρίζει μα­ κραίνει ολοένα... Μά δεν είναι μόνο αυτό... Βλέπω κάτι α­ τσαλένια νύχια που ετοιμά­ ζονται νά σάς ξεσχίσουν! Τά μάτια του Κάλ γεμίζουν αγωνία. —Ή φυλή των «5Ανθρωπο­ πανθήρων»!, ψελλίζει. "Έχουν τό (βασίλειό τους μΙέσα σ’ ε­ τούτη τη ζούγκλα·.. Δάσκα­ λε... θέλω νά περάσω αυτό τό άπέραντο δάσος άπό τή μα άκρη του ώς την άλλη. Οι κίνδυνοι είναι πολλοί... ^Α­ γριες φυλές κα:ί τρομερά τέ­ ρατα παραμονεύουν.... θυμά­ μαι πώς πριν πολλά χρόνια ξαναπέρασα αυτή τή ζούγκλα

Τρέχουν τότε πρό^ τό δέντρο πού βρίσκεται ή Μπέλλα.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Μά δεν θυμάμαι καλά·.. Τά μάτια τά δικά μου βλέπουν πολύ θαμπά καί πολύ κοντά. "Αν μπόρεσης νά με οδήγη­ σης ιστόν σωστό δρόμο, δά­ σκαλε,, νομίζω πώς θά γλυ­ τώσουμε όλοι τήν οργή του Γίκόθ... Αισθάνομαι σάν κά­ ποιοι, νά μέ περιμένουν έκεΐ... "Έκανε μερικά δευτερόλε­ πτα ώσπου νά ξανακουστή ή τρεμουλιαστή φωνή του Γέ­ ρου. ^ — Ό κίνδυνος είναι φτερω­ τός σάν τον άνεμο, γυιέ μου! "Έχει απλώσει κιόλας τά σικέ λετωμένσ (δάχτυλά του· πάνω σας καί δεν μπορείς νά τον α­ ποφυγής!..· Μά ό κίνδυνος εί­ ναι μιά δοκιμασία γιά τούς γενναίους.... Βλέπω έναν· όλό^κληρο λαό πί'σω άπό τά δάση; πού Βες νά πείράσης... Είναι σκληρός άλλα δίκαιος.·.. Καί στήν καρδιά του κάθε υπηκό­ ου του λαού αύτού... υπάρχει κλεισμένη ή μορφή σου, μι^ κρέ φίλε!... Ναι!, σε περιμέ­ νουν... Ένα λαμπερό στέμμα πού ή δόξα του εΐναι άσύγκρι τη σ’ αυτόν τόν κόσμο·, πέρα μένει γιά νά στολίση τό ξανθό σου κεφάλι·.. — Δάσκαλε... —-"Ενα στέμμα πού ζή πε­ ρισσότερο άπό τέσσερις χιλι άδες χρόνια, όση είναι κΓ ή ηλικία τής φυλής σου πού σέ γέννησε... Ή πραγματική σου πατρίδα Βρίσκεται μακρυά... Είναι μιά μικρή γαλάζια χώ­ ρα ξαπλωμένη οπή Μεσόγειο· — Τ" όνομά της; ψιθυρίζει με λαχτάρα ο κύριος τής ζούγ κλιας καθώς ρί παιδικές άνσ~


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ μνήσεις κονεύουν νά ζωντα­ νέψουν μΐονομυιάς στο μυαλό του». Μά ξαφνικά νοιώθει ένκχ δυ νοατο σκούντημα στο χέρι καί κάτι άνεμίζει μπρος στα μά­ τια του. Ή σκέψις του παύει για μια στνγμή νά είναι συγ κεντρωμένη) ιστόν σοφό Γέρο. Και τότε, ώς διά μαγείας, γ] -σεβάσμια ιμαρφή αυτού πού είναι Τό— Πνεύμα *—Τής Υπέρτατης —Σοφίας εξαφα­ νίζεται οπτό μπροστά του. Βλέπει έκπληκτος ένα^ π,αρ δαλό πουλί νά τόν χτυΐπάτνμέ το μακρύ του ράμφος πάνω στο μπράτσο -και που οι φτεραύγες του ανοιγοκλείνουν μέ φασαρία έμπρος στα μάτια του. Είναι ή Μαντολίνα ή καρακάξοι τού χαζό - Χουπ!... Ο ΓΚΟ0 ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΕΚΛΙΚΗΣΙ

ΙΧΑΜΕ αφήσει τόν τρο μερό μάγο -Γκάθ νά τ,ρέ χη< προς τό- δρόμο των βουνών πού άνοιγόταν από τό γκ,ρεμ ισμένο ναό τού Βάαλ μετά τόν σεισμό- Κατά ρες φοβερές και απειλές μουρ μαύριζε συνεχώς, κάθώς σκαο φάλωνε σα/ν /(άγρ^σκατσικο στα άπότομα βράχια. Τά μά τια του" γυάλιζαν άγρια από τό μίσος καί ή καρδιά του ήταν γεμάτη φαρμάκι για τό λευΙκό παιίδί τής ζούγκλας καί την όμορφη συντρόφ ισσά του. Γιά ένα μεγάλο διάστημα ακολούθησε τόν Υδιο δρόμο που πήραν μετά οί ήρωές μας Μά, όταν έφτασε ψηλότερα,

Ε

15

Ή Χούλ<χ αντιμετωπίζει μέ θάρ­ ρος τον άνθρωτταττανβηροί.

άλλαξε κατεύθυνσι. Πέρασε μια χ-αράδρα κΓ έφθασε σέ μιά άλλη κορφή. 3Από αυτήν φαινόταν ή άλλη, ζούγκλα, αυ τη πού ήταν χτισμένη τό χω­ ριό τών Χόνγκο. Ό Γικάθ χωρίς νά καθυστέ­ ρηση καθόλου, μάζεψε σ’ έ­ να σωρό μεγάλα ξύλα καί ξε πίϊσω ρά φρύγανα. Σέ λί'γο^μιά τε­ ράστια φωτιά πετούσε τις φλόγες τη-ς ψηλά πρός τόν ου ρανό. Ό απαίσιος μάγος Iπιασε ένα από τά μικρά πέ­ τσινα σακκσυλάκια πού κρέ­ μονταν στο λαιμό του καί τό πέταξε μέσα στη φωτιά. Στη στιγμή πολύχρωμοι καπνοί γέ μ,ιισσν τόν αέριαΤά μάτια τού Γκάθ έλα|μψαν. "Ήξερε πώς τώρα οι υ­ πήκοοί του θάχ-αν δή άπό τό χωριό τόν καπνό. Ό παραπ^ ρητής θά ειδοποιούσε όλους τούς πολεμ ιστές χτυπώντας


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

16

τό- μεγάλο τάμ-τάμ. Σέ λίγο θά ξεκινούσαν τρέχοντας με ό­ λη τους τή δύνοαμι, ώπλισ μό­ νοι μέχρι τά δόντια, γκά να τον συναντήσουν. Μά ή άπόστάσις ήταν ακόμα μεγάλη,. Θά έκαναν ώρες πολλές ώσ­ που νά φτάσουν. ΚΓ ό φοβε­ ρός μάγος ξ σπιλώθηκε πίάω από ένα βράχο για νά περάση τη νύχτα του. ΊΊραγματιικά, κατά τά χα­ ράματα έφθασαν οι στρατιώ­ τες του. — Θανάσιμη, προσβολή έ­ καναν οι εχθροί μιας στον με­ γάλο Βάαλ!, οΰρλιιαξε μόλις μαζεύτηκαν γύρω του τρέμοντας μπρος στην οργή του. Ό ναός του θεού μας (βρίσκεται αυτή τή στιγμή σωριάσιμενος σέ ερείπια καί υπαίτιοι είναι αυτοί1! "Αν δεν πάρουμε εκ­ δίκηση ή οργή του θά πέση επάνω μας! Μιά φωνή τρόμου ξέφυγε ά πό όλους μαζί τους πολεμι­ στές· •—-Εμπρός!, φωνάζει ό μάγος ξέφρενα. Δεν πρέπει ινά μάς φύγουν πολύ μακρσά! -ημέρωνε όταν ξεκίνησαν τρέ χοντσς μ5 όλη τή δύναμι των ποδιών τους...

ξε! Πρέπει νά ξυπνήσω και νά κάνω τή γυμναστική μου. Κλείνει τό μάτι που είχε ά νοίξει και ανοίγει τό άλλο. __— Θαυμάσια!, ^τσιρίζει^ Εχε ι φέξε ι ·.. κι* από τά ^δυς μάτια! Σημάδι πώς ξημέρω­ σε οριστικά! Εμπρός! Γυ­ μναστική. Κ αί πρώτα - πρώ­ τα τρέξιμο νά ξεμουδιάσω ! ;Πετάγεται επάνω Ικαΐ κάνει νά τρέξη, μέ αποτέλεσμα νά γλυστρήση τό πόδι του από τό ικλαδί καί νά γείρη, πρός τά έξω. Τελευταίία στιγμή κα ταφίέιρνει καί κρατιέται άπό ένα άλλο ικλαδί πάνω^άττό τό κεφάλι του καί τά μάτια του γουρλώνουν άπό την τρομά­ ρα κυττάζοντας πόσο ψηλά βρίσκεται. — Γιά κύττα θαύματα πού γίνονται μέσα σ αύτή τή ζούγκλα!, μουρμουρίζει. 5 Ε­ κεί που κοιμόμαστε ξεφύτρω­ σε ένα δέντρο καί (βρεθήκαμε όλοι πάνω ιστά κλαδιά του τό πρωΐ! Ό χαζός ό Χούπ έχει κΐόλ ας ξεχάσει πώς σκαρφάλω­ σαν την περασμένη, νύχτα πά νω στο δέντρο γιά νά κοιμη­ θούν. Γ ιά μιά στιγμή κυττάζει τή Χούλα καί τή Μπέλλα καί σκέπτεται αν πρέπει νά 0 ΧΟΥΠ... τίς ξυπνήση ή όχι. Κ15 Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΤΟΥ - — "Αστες νά κο ιμηθούν λι Ο Ρ ΟΧΑ Λ Η ΤΟ του # πυ γάκι οι φουκαριάρες!, λ λέει στο τέλος χ ασκόγελώντας1. Υ μα ίου σταματάει από ταμα. Ό αστείος Χούπ Αυτός ό Κάλ τίς έχει ρέψει ανοίγει πρώτα τό ένα του στον μά­ ποδαρόδρομο τί καψερές τι καί ικυττάζει γύρω του σα άπό τότε πού τίς γνωρίσαμε ! Μά που εΐναι άλήθεια^αυτός; στιισμένος. Κυττάζει γύρω γεμάτος έκ — Γιά δές!, μουρμουρίζει μόνος του. Πρωί - πρωί έψε­ πληιξι άλλα ό Κάλ έχει γίνει

Τ

^


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

άφαντος, αφού βρίσκεται αυ τη τη στιγμή άρικετά μέτρα μοοκρύτεροζ, κρυμμένος μέσα στις πυκνές φυλλωσιές των θά μνων. —Αές νά τον κολατσίσα­ νε τά μυρμήγκια; τσιρίζει τρομαγμένος ό ττυΎ,μαΐος βλέ πσντας ένα πλήθος άττό αυτά τά έντομα νά σνεβοκατεβαί1νη πάνω στα κλαδιά του με­ γάλου δέντρου. -—· Μπά! δεν πιστεύω ! Π ι θανόν νά γλύστιρησιε από το κλαδί του τα βράδυ καί θάχη ανοίξει καμμιά τρύπα στη γή έδώ από ικάτω! Γιά έλα, μωμη Μανταλένσ, νά πάμ,ε νά τον βρούμε! Θά γελάσουμε! -έρεις τί είναι νά πέσης νά κοιμηθής σε.·, ρετιρέ καί νά ξυπνήαης σε υπόγειο ; Παρ’ δλη τή χαζομάρα του ό Χούπ είναι ξεφτέρι στο ν’ άνεβαίνη καί νά κατειβαίνη σέ δέντρα, γιατί δεν κάνει κΓ άλλη δουλειά ιάπό τότε πού γεννήθηκε. Σέ δυο λεπτά έ­ χει φθάσει ικάτω· καί ή καρακσξα του έρχεται καί πρασγει ώνεται στο καπέλλο του, πού από τή χθεσινή νεροποντή έ­ χει γίνει ακόμα πιο άθλιο α­ πό ότι ήταν συνήθως. ^Αρχίζει νά ψάχνη, μέ τά μάτια γουρλωμένα άλλα δέν μπαρεΐ νά άναικαλύψη καμμιά ....τρύπα. — "Αλλο μυστήριο κΓ αυ­ τό!, λέει χωρίς νά καταλιαβαί νη. Αές νάπεισε προς..· τ5 α­ πάνω αντί νά πόση· προς τά κάτω; Ή Μανταλένα διαμαρτύρε ται για την ανοησία του μ5 έ­

π

να παράφωνο κρώξιμο. — Καλά, της λέει ό Χούπ. Συμφωνώ μαζί σου, ιμωρή φτε ρωτή αντιλογία! Κι5 εγώ δέν έχω πέσει ποτέ μου προς τ5 απάνω. Εκείνος ό Κάλ όμως είναι μυστήριος! Πάμε λοι­ πόν νά βρούμε κανένα άγνω­ στο φρούτο γιά τις Χούλες /μου, μαά καί δέν μπορούμε νά βρούμε αυτόν. Προχωρεί πρός τή ζούγκλα καί ή παρδαλή κ,αραίκάξα τόν ακολουθεί κρώζοντας πάνω από τό κεφάλι του πού φτερουγίζει. Δέν πάνε πολύ μακρυά Ξα­ φνικά, ό πυγμαίος βλέπει έ­ ναν πολύχρωμο, μεγάλο καιρ πό πάνω ισ’ ένα δέντρο, πού δέν έχει ξάναδη ποτέ παρό­ μοιον. 5 Ενθουσ ιάζεται. — Αυτός οπωσδήποτε, καί νά μην είναι ωριαίος νά τόν τρως, τσιρίζει, θά άρέση στις Χούλες μου γιά τά χρώματά του^Οι αγαπημένες μου έχουν πολύ ευαίσθητες ψυχές. Λοι­ πόν, στάσου εδώ εσύ, ν’ ανέ­ βω εγώ νά τόν κόψω. Χωρίς χασομέρι αρπάζει ένα κλαδί καί αρχίζει νά σκσ,ρ φαλώνη σαν μαϊμού. Τό δέν­ τρο εκείνο έχει φουντωτή καί πυκνή φυλλωσιά. Ό Χούπ χά νεταΐι ανάμεσα στα φύλλα του κι3 εκεί που προχωρεί μπτουοουλώντας γιά νά ψτάσηι στον πολύχρωμο καρπό βλέπει κά­ τι πού τόν κάνει νά μείνη κόκ καλό από την έκπληξι: Μέσα άπό τά φύλλα ξεπρο­ βάλλει ένα άγριο αλλά καί παράξενο μαζί κεφάλι. Είναι τό κεφάλι ενός μαύρου πόλε-


ΚΑΑ

18

μ. ιστού. Τά χαρακτηρ ιοτ ικά του είναι πρωτόγονα και χον­ τρά. Τά μάτια του γεμάτα μο 'Χ'θηίραα, σαν μάτια θηρίου. ,Κιαι πάνω στην κορυφή του κρανίου του είναι κολληιμένηι ή προβιά μιας άγριας πανθηΐρακεφαλής. "Ενα φοβε­ ρό ραυγγρηιτό βγαίνει άπο τό λαρύγγι τού τέρατος εκείνου. — "Αν αυτό θά πή «καληιμέρα» ιστή γλώσσα σου, καιληιμέρα και σ’ εσένα! ^του λέ­ ει ο χαζό - Χο6ίγ γεμάτος ευ­ γένεια· Ή Οικογένεια ισας τί κάνει; Ή κυρία; Τά παιδιά; " Ενα αλλόκοτο γρύλλ ι σ μα 'βγάίνει άπο τό λαρύγγι τού άγρίίονθρώίπου. — Π; Δεν έχετε παιδιά;

Ο ΚΥΡΙΟΣ

συνεχίζει ό Χούπ απτόητος. Σάς εύχομαι ν3 άποκτήσετε •μια ντουζίνα ολόκληρη! Νέος είσαι ακόμα! Νά μέ συιμπαθάτε πού άνέβηκσ στο δέντρο σας χωρίς να χτυπήσω... στη ρίζα,^ άλλα τό πέρασα γ ιά άκατοίκοιτο! Εμείς καθόιμαστε από χθες τό βράδι σ5 ένα κον­ τινό δέντρο, μετά τον πέμπτο θάμνο δεξιά! ΕΤμαΙστε γείτο­ νες δηλαδή. Ελπίζω νά βλεπώμαστε τακτικότερα άπο δώ καί πέρα! Ό φοβερόςμαύρος φαίνε­ ται πως εξοργίζεται όσο πάει βλέποντας πώς εκείνος ό τρι­ πίθαμος πυγμαίος δεν τραμο κρατείται άπό την παρουσία του. "Ενα δεύτερο γρύλλισμα

Ό Χούπ αρπάζεται, πηδώντας, άπό $να χοντρό κλαδί.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

19

Τό «Μπούμερανγκ» χτυπάει αντί για τον μαύρο τον Κάλ.

πολύ τιρο,μιοακτίικώτερο από τό πρώτο ξεψεύγ-ει από τό σπο­ ρά του ιμέ τά μυτερά δόντια. — Μου φαίνεται πώς εΤαβε ικρυοιλαγηιμένος !, του λέειι τό­ τε ιό Χούπ ιμέ ανησυχία. Α­ κούω τη φωνή σας κάπως βρα χνη ικαιΐ έχω τή γνώμη πώς φταίει τό... καπέλλο σας για την κοπάσπασΐ σας! 3Όχι ότι δεν είναι τής .μόδας καί πώς 6έν σάς πηγαίνει, άλλα χρει­ άζεστε ένα άλλο πού να σάς σκεπάζη καί τ* αυτιά! Ό αγριάνθρωπος παραμε­ ρίζει μέ /μια βάναυση κίνηΟι τά πυκνά φύλλα πού βρίσκον­ ται εμπρός του. Ό Χούπ όλε πει μέ γουρλωμένα μάτια τά πελώδια άτσαλένια νύχια πού

κρέμονται στα δάχτυλα εκεί­ νου του τέρατος. — Καλέ!, του φωνάζει. Μ' αυτές τις νυιχάρες μπορεί νά το. ιαγκ ρουν ιστήτε στον ύπνο σας! Τό τέρας γίνεται έξω φρέ­ νων. Τά μάτια του γεμίζουν αΐ μα >ά1πό τή ιμανία του· "Αρπά­ ζει τις φυλλωσιές πού^ βρί­ σκονται κοντά του καί τις ξε­ κολλάει λυσσασμένα. Καθώς τό ικλαδί γυμνώνεται,^ από τά Φ'ύλλο^ ό Χούπ διακρίνει εκεί­ νο τό υπέροχο φρούτο πού γιά χάρι του είχε ανέβει πά­ να) ιστό δέντρο. — Μπορώ νά κόψω εκείνον τον θαυμάσιο καρπό γιά τίς αγαπημένες μου; ,ρωτάει χο·


Ο ΚΥΡΙΟΣ

μαγελώντας 6 χοοζο- πυγμαί­ ος. Και μέ ισογχο^ρήτε κιόλας που σας απασχολώ από... τη γυμναστική ισας! Ό αγριάνθρωπος τρελλαί^ νεται οπτό το κακό. του. ΑΑ’ ένα ρανιασρΐένο ουρλιαχτό χο -ροπη|δάει σαν στοιχειό πάνω στο κλαδί που βρίσκεται. Α­ πό τό στόμα του βγαίνουν ά­ σπροι αφιροι άπό τή λύσσα του που δεν ,μπαρεΐνά τρομάξη. από τό ασήμαντο πλάσμα πού οτέίκεται μπροστά του1. Μά |μ* όλα αυτά τά καμώρατα ό Χούπ δεν παίρνει εΐδηισι τίποτα άπό τις διαθέ­ σεις του τέρατος. Αντίθετα, καθώς από τό χοροπηδητό τοΰ αγριάνθρωπου τραντάζε­ ται τό κλαδί καί ο πολύχρω­ μος καιρίπός πέφτει στο έδοτ φος, ό πυγμαΐοις ενθουσιάζε­ ται· —”Ω!, ιμιίλ μερσί, (*) όπως λένε καί οι Χουλες μου1!, τσι­ ρίζει. Ή ^ καλοσύνη σας, κυ­ ρ ιε! Περάστε όποτε θέλετε ά πσ τό δέντρο ίμιας νά σάς κειράσωρε ιμπανάνες! ιΓειιά καί χαρά! ,Κι’ ό τρελλο - Χούπ γεμά­ τος ευτυχία πηδάει σ’ ένα πλαϊνό κλαδί για νά κατέίβη από τό ψηλό δέντρα, τήιν ίδια στιγμή πού κι5 ό .τερατώδης αγριάνθρωπος ,μή ρπορώντας νά κρατήση περισσότερο τη ρανίά του, οριμάει καταπάνω στον πυγμαίο για νά τον ξε(*) ιΣημοΐύνίει στα Γαλλικά: «Χϊλΐιΐοα ©ύίχρορι-σιτω».

σχί|ση ρέ τά τρορερά νύχια τ ου! ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟ - ΠΑΝΘΗΡΕΣ

Λ ΟΠΩΣ ό Χούπ δεν βρίσκεται πια στη θέ σι του, τά θανάσιρα νύχια τοΰ τέρατος δεν συναν­ τούν παρά μόνο τον αέρα. Ό αγριάνθρωπος χάνει την ίσορ ροπία του. Βγάζει ;μιά τρόμερή φωνή. 'Αρπάζεται άπό έ­ να κλαδί για νά στερεωθή, άλ λά τό ικλαδιί αυτό1 εΐνοοι πολύ λεπτό καί σπάει. Τό τρορερό πλάσιμα (μέ μια φωνή φρίκης πέφτει άπό ύψος επτά μέτρων κάτω στη γη καί τσακίζεται. •— Τον ψουκαριάρη !, τσι­ ρίζει ό χαζό- Χούπ μέ απελ­ πισία- Αυτό εΐναι πού λένε: «ι σακιάστηκε γιά νά ρέ περιποιηΐθή!». Τρέχει κάτω καί σέ ριίσό λεπτό βρίίσκεται στο πλάι τοΰ αγριάνθρωπου. ΈΤναι χτυπηρένος πολύ άσχημα, άλίλά δεν έχει πεθάνει. Σέρνεται κάτω καί 'βογγάει ιμέ τρορερούς πό νους γιατί έχει τσακίσει τά κόικκαλά του. — ,Μωρή Μανταλένα!, φω νάζει ό κωμικός πυγμαίος τής καρακάξας του. Τρέξε νά μοΰ βρής τον Κάλ πού ξέρει άπό γ.ιατροσόφια, γιά νά περιποΐη θοΰιμε τον γείτονά μας! Τσακίΐσου, άκόμα έίδώ είσαι; Κι* άν κάνη νάζια, τρέλλανέ τον στις τσιμπιές! Τό τετραπέρατο πουλί ξέ­ ρει θαυράσια τό όνομα τοΰ Κάλ καί δεν θέλει πολύ γιά νά καταλάβη τί ζητάει άπό


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σύτό ό χαζός άφεντικός του. *Ανοίγει- τίς παρδαλές φτερού νες του και ττετάει στον αέρα. Δεν άργεΐ νά δ ιακρινή, από κεΐ πάνω πού βρίσκεται τον Κάλ, πού είναι γονατιαμένος οπή γη ανάμεσα, σέ κάτι θά­ μνους. Πέφτει σαν πραγματι­ κό καταδιωκτικό επάνω του κΓ αρχίζει νά τον τραβοκοπάϊη για νά τον σναγκάση νά πάη μίαζί του. Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας έχει ακόμη.· μπροστά του τό όραμα του ασκητικού κε­ φαλιού του Δασκάλου του·. Γιά μιά στιγμή κυττάζει τη Μσνταλένα πού δ ι έκοψε την τηλείπαθητιική συνεννόησί του στο κρισιμότερο σημείο της, χωρίς νά κσταλαβαίνη τί γί­ νεται · Αμέσως όμως τό μυαλό του φωτίζεται. Τά μάτια του γεμίζουν τρόμο και Αγωνία, “άρει ότι τό τετραπέρατο που λι ποτέ δεν θά έρχόταν νά πέση μ’ αυτόν τον τρόπο επάνω του χωρίς λόγο·. *Ή κάποιος τό έχει στείλει νά τον ειδο­ ποίηση ή καί (μόνο του ακόμα μπορεί νά τό έκανε βλέποντας τον κίνδυνο. Ό Κάλ πετιέται όρθιος. — Τί συμβαίνει, Μανταλένα; φωνάζει χλομιάζοντας. Ό δήγησέ με γρήγορα! "Απλω^σε τά φτερά σου κΓ εγώ σ* ακολουθώ! ι Πραγματικά, τό έξυπνο πουλί τινάζεται σάν βέλος στον αέρα. Ό Κάλ τρέχει πί σω του σάν ζαρκάδι παρακο­ λουθώντας τό πέταγμά του. Μά δεν χρειάζεται νά πάη, μα

21 κιρυά. Απότομα ή παρδαλή καρακάξα χαμηλώνει, καί τό λευκό παιδί τής ζούγκλας τη βλέπει νά στρογγυλοκάθεται πάνω στο άθλιο καίπέλλο τού Χουπ. Βλέπει ακόμα πώς κωμικός πυγμίαΐος είναι σκυμ μένος πάνω άπό ένα ξαπλωμέ νυ σώμα. Δεν μπορεί νά τό δ ιακρί,νηι άπό τη θέσι πού 6ρί σκέτα ι γιίατί τό κρύβουν τά χορτάρια. Ό νους του όμως πηγαίνει στη Μπέλλα καί ή καρδιά του σπαράζει άπό την αγωνία. Όρμάει γοργός σάν τόν ά­ νεμο καζ μέ τέσσερα πηδή­ ματα βρίσκεται πλάϊ στον α­ στείο σύντροφό του. Σκύβει πλάϊ του μέ λαχτάρα. Βλέπει γεμάτος έκπληιξι τό ,άποκραυ στικό πρόσωπίο εκείνου του άγ οι ανθρώπου ικαί γιά μιά στι γμιή ησυχάζει. Ησυχάζει γιά την τύχη- τής Μπέλλας, αλλά ή θέα του τέρατος εκείνου μέ τά^ μακρυά ατσαλένια νύχια του φέρνει καινούργια αγωνία στην (καρδιά. — Τά ατσαλένια νύχια εί­ ναι έτοιμα νά μάς ξεσχίσουν! μουρμουρίζει μέ δέος. Οι χρη σμοί τού Γέρο - Δασκάλου μου είναι πάντα σωστοί. Πρέ πει , νά τρίέξωμε κοντά στη (Μπέλλα. Χούπ, ακολούθησε με γρήγορα! — Μά, καλέ, αναίσθητος εΐσαι τού λόγου σου; τσιρί­ ζει ό κωμικός πυγμαίος θυ­ μωμένος; Ή Μπέλλα σου μό­ σχοκοιμάται κΓ ετούτος ό φουκαράς υποφέρει άπό επτά κατάγματα κΓ έντεκα στραμπουλήγματα! Κάτσε νά τόν


22 περιποι/η0ης λιγάκι! Αυτός ό καημένος έπεσε άπό εκεί ττά νω που βλέπεις έπειιδή ώρμησε !νά με σφίξη ιστήν -αγκαλιά του ιάλλά 6έν μέ·.. πέτυχε! — "Έλα, ανόητε!, μουγγρίζει ό Κάλ> καί τον αρπάζει, άπό το χέρι. Μπορεί αυτή τή στιγμή οί συντρόφισσές μας νά βρίσκονται στα χέρια πολ λών τέτοιων τεράτων καί νάχουν ανάγκη· τή βοήθεια μας!_ — Να μου ττής για τις Χου λες πώς χρειάζονται πολλοί για νά τις ττάρουν στα χέρια τους, 'μάλιστα, λέει ό Χουπ. Μά για τή Μπιέλλα σου καί ένας μίόνο τήν καταφέρνει! ·ν\ά ό φλύαρος ττυγμαΐος δέ ττιρολαβάίνει νά ττή ττρρισσό'τερες άνοηισίΐες. "Οπως ό Κάλ τον τραβά ιμαζί του άπό το χέρι, νοιώθει ξαφνικά τή γη νά χάνεται κάτω άπό τά πό­ δια του καί βρίσκεται κι5 ε­

ΚΑ-Α — © ΚΥΡΙΟΙ

κείνος στον αέρα σαν τήν καιρακάξα του. — -εκόλλησέ μου κάνα-χέρι νά γελάμε!,, τσιρίζει θυ­ μωμένος ό Χούττ. "Ασε ;με7 καλέ, κάτω νά πάω νά φέρω έκεΐνο τό ωραίο φρούτο γιά τις Χούλες μου! Μά ίδέν τού δίνεται καιρός νά γρινιάσιηι άλλο. Τρομερές φωνές άκούγονται άττό κά­ που κοντά τους μέσα στή ζούγκλα. /Κ/ ανάμεσα στίς φωνές αυτές, άκούγονται οί στριγγλιές τής πελώριας νέ­ γρας συντρόφ ισσάς τους, που καλούν σέ βοήθεια τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Ό Κάλ παρατάει τον πυ­ γμαίο καί ^ ρίχνεται σάν λιον­ τάρι, γιατί;, καθώς περνούν άττό ιμιά φουντωτή λόχμιη, βλέ πει πώς ή Μπέλλα ικαί ή Χούλια εΐιναι· ττερ ι|κυκλώ> μένες ά­ πό του^ τερατόμορφους ανβρωποπανθηρες. Ή Χούλα βρίσκεται ακόμα άνεβασμένηι φτάνω στο δέν­ τρο. Καμμιά δεκαριά άτπο ε­ κείνα τά τέρατα έχουν σκαρ­ φαλώσει! κι5 αυτά έκεΐ πάνω καί προσπαθούν νά τήν πιάπ σουν, αλλά δεν τά καταφέρω νουν. Ή πελώρια καί χειροδύ­ ναμη) νέγρα αντιστέκεται η­ ρωικά. "Εχει κόψει ένα χον­ τρό κλαδί τού δέντρου καί μ5 αυτό δέν άφήνει τούς άντιπτάλοος της /νά ζυγώσουν. Μάλι­ στα έναν άπό αυτούς τόν έχει στείλει στον άλλο κόσμο μ3 έλα φοβερό χτύπημα στο κεφάλι1. πού τό άνοιξε στά δυο. "Οσο γιά τή Μπέλλα, στέ­ κεται στή ρίζα του δέντρου»


23

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Είναι άποφασισμένη -νά ττουληοη ακριβά τη ζωή της. Κρα το τό μεγάλο (κυνηγετικό μαχσί|ρι. και οί τρεΐς άνθρωπο πάν Θήρες ιτού την τριγυρίζουν δι στάζουν ποιος νά τήις πρώτο ριχτή, γιατί φοβούνται τό· «ατσάλινο νύχι» της ττσύ είναι πολύ μακρύτερο από τά δικά τους. Λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας, χωρίς νά λογάριάση καθόλου τον .κίνδυνο καί τά φοβερά νύχια πού είναι τά μόνα όπλα των εχθρών τους, ρίννεταιι σαν γεράκι ενάντιόν τους· Ό Χούπ άγριεύει κι5 αυτός κι* αφήνει την πολεμιΙκή του κραυγή, πού είναι ένα κατα­ πληκτικό τσιριχτό άνευ προκ ηγουμένου. Τραβάει τό θρυλικό του ά­ τι λο τό «μπούμερανγκ» καί ση μοδεύει τον πιό· 'κοντικό στη Μηέλλια άνθροοποπάνθηρα. Τό εξακοντίζει μέ δλη του τη δύνοιμι’. Τό καταπληκτικό όπλο τΓερνάε ι αρκετά ι μακριά άίπό ο:όταν πού θέλει νά χτυπήση καί ξαναγυρίζει φτερωτό πίισω στον πυγμαίο. Τό αρπάζει καί θυμωμένος τό ξανα'πετάει Αυτή τη φορά όμως τό όπλο του 6έν αστοχεί. "Οπως ό Κάλ έχει φτάσει τούς άνθρωπσπάν Θήρες καί μ5 ενα τεράστιο άλ μα πηδάει πάνω σ’ έναν από αυτούς, τρώει... τό (μπούμε­ ρανγκ στο κεφάλι κίαί σωριά­ ζεται αναίσθητος κάτω! Ή δμορφηι Μπέλλα βγάζει μιΐά φωνή φρίκης· Ό χαζό Χούπ μένει κατάπληκτος σαν κεραυνοβολημένος, Τά μστά-

ενα λάκκο τσν κάκκαλα.

Τούς ρίχνουν σ’

γεμά-

κια του γουρλώνουν μέ θυμό. — ιΜά τί βλάκας είναι αυ­ τός ό Κάλ!, τσιΐρίζει. 5Αφού εγώ τό πέταξα γιά τόν άλλον ...δεν πισνεται .αυτή πού εφα γε! Γιατί λοιπόν στρώθηκε κάτω! ΟΊ τερατώδεις εχθροί τους ωστόσο ορμουν μέ θριαμιβευτι κές (κραυγές επάνω ιστό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Ή Μπέλ λα τρελλή από την άγωνίία της ρίχνεται κΤ αυτή έναντίίον τους, μά δεν καταφέρνει νά κάνη, τίποτα. Κι’ άλλοι άνθρω ποπάνθηρες πηδούν γύρω της από ψηλά καί την άφοπλίζαυν Στο μεταξύ ικαί ή Χούλα δεν μπόρεσε νά κράτηση πε­ ρισσότερο στη λυσσασμένη έ πί'θεσι των τεράτων κΓ έχει πέσει κι’ αυτή στά χέρια τους· Ό χαζό -Χούπ βλέπει την ϊδι'α ΟΤίγμή τούς άγριανθρώ-


24

'τταυις νά όρμοΰν καί εναντίον του καί του πάει τσιριπιτο. Το βάζει στα πόδια αλιαψιιασμένος άπό την τρομάρα του, Πιρέπει δέ νά σημειωΐθή πώς, άν ο μαύρος αυτός διαβολαχος είναιι στην πραγματικό­ τητα! ανίκανος, για ό,τιίδήποτε άλλο, στην τρεχάλα δεν μπο­ ρεί νά τον πιάατηι ούτε ζαρκά­ δι. — Μωρή Μανταλένα!, τσι­ ρίζει στην παρδαλή καρσκάξα του. Τρέξε αμέσως νά -μου φέρης τό «μπούμερανγκ» άπό κεΐ πού έπεσε! Γρήγορα! Σαν πουλάκι! Τό -εξημερωμένο πετούμενο 8έν χάνει καιρό γιά νά εκτέ­ λεση την παραγγελία τοΰ α­ φεντικού της. Σέ λίγο φτερουγίζει πάλι πλάι στον κύριό της. Αυτή τή φορά όμως κρα­ τά στο ράμφος τηις και τό θρυλικό «μπούμερανγκ» ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΜΜΟ ΧΩΡΙΌ των τρομερών & ιά;νΐθρωπαπια|νθήρων είναι χτισμένο μέσα στήν πυ­ κνή ζούγκλα. Οί καλύβες τους είναι μακροσκοπικές και πλεγμένες μέ ένα είδος ψά­ θας επάνω στα κλαδιά των δέντρων. > Μόλις οί πολεμιστές τής φ·υ λής φέρνουν τούς -αιχμαλώ­ τους στο χωριό, αληθινός συ­ ναγερμός ιξέσηκώνεται μέσα σ’ αυτό· Γυναπικες. καί παιδιά άρχίζουν νά τρέχουν εδώ κι5 εκεί κάνοντας διαβολεμένο θό ρυβο. Τά ουρλιαχτά τους εί­ ναι άπαίσισ και δέν έχουν τί­

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΙ

ποτα τό ανθρώπινο μέσα τους λές και βγαίνουν άπό λαρύγ­ για πραγματικών πανθήρων. Χωρίς καμιμιά καθυστέρησι οδηγούν τους τρεις συντρό­ φους που τους έχουν δεμένους με χοντρά φυτικά σχοινιά, στήν πλατεία τού χωριού τους. Ή πλατεία αυτή εΐναι ένας μιικρός χώρος, που τον έχουν φτιάξει μόνοι τους οί άνθρωποπάνθηρες, κόβοντας μερικά άπό· τά δεντριά τής ζούγκλας. Μέσα στη μέση- τής πλατεί ας είναι ανοιγμένος ένας βα­ θύς λάκκος με ολόρθα τοιχώ­ ματα γύρω - γύρω. Καθώς ο­ δηγούν τούς αιχμαλώτους στην άκριη, τού λάκκου αυτού, μιά κραυγή φρίκης ξεφεύγει ά πό τό λαρύγγι τής δύστυχης Χούλας. Ή δύστυχηι ρίχνοντας τό βλέμμα της στο βάθος τού τρομερού λάκκου, βλέπει πώς είναι στρωμένος ολόκληρος μέ ανθρώπινα κόκκαλα! Καί τά μάτια τής Μπέλλας άλλα καί τού λευκού παιδιού τής ζούγκλας, πού μόλις έχει συνελθεί, γεμίζουν φρίκη, στο απαίσιο αυτό θέαμα; "Ενα α­ τσαλένιο χέρι σφίγγει τις καρ δ'ές τους· Μά οί φοβεροί άνθίρωπσπάν Θήρες δέν χάνουν τον καιρό τους ισέ διατυπώσεις. Είναι εν τελώς πρωτόγονοι, μέ άγρια, ένστικτα. -Πραγματικά θηρία. Σπρώχνουν τους τρεις αι­ χμαλώτους καί τούς πετούν μέσα στο φοβερό λάκκο. Κραυ γές πόνου ξεφεύγουν άπό τά ρτρμ-ατςχ τής Μπέλλας καί τής


ΤΗ! ΖΟΥΓΚΛΑ!

Χούλας, γιατί τό ύψος άπό τό όποΐο τούς πετουν είναι μεγάλο. Ό λάκκος είναι κά­ που πέντε 'μέτρα βαθύς καί περισσότερο από όλους ή νέ­ γρα πού είναι πελώριος, νομί­ ζει πώς έχει φτάσει· ή τελευ­ ταία της ώρα. Μά δεν παθαίνουν τίποτα παραπάνω από ιμερικούς μώ­ λωπες καί λίγα ξεγδάρματα στα σκληρά κόικκαλσ. "Ολη, ή ψιυλή των άθρωίποπανιθήρων έρχεται καί μαζεύ­ εται γύρω στα φοβερό· λάκκο. "Άντρες, γυναίκες καί παιδιά στέκουν στην άκρη του καί χο ροπηδούν καί ξεφωνίζουν μα­ νιασμένα- Τά θηριώδη μάτια τους είναι καρφωμένα με σαδιίσμό πάνω· στους αιχμαλώ­ τους τους. Περνούν μερικά λεπτά έτσι μέσα στην τρομερή αυτή φαη σαρία χωρίς νά συμιβαίνη τί­ ποτα. Σ5 αυτό τό διάστημα τό λευκό παιδί τής ζούγκλας ό Κάλ, περιεργάζεται τό απαί­ σιο εκείνο ίμερος πού τούς εχει ρί|ξει ή μοίρα τους. Με φ,ρί Κί| (βλέπει πώς στο βάθος τού λάκκου υπάρχει καί μια μι­ κρή θολωτή πέτρινηι πόρτα. "Ενα κακό προαίσθημα βα σανίζει τή σκέψι του. Καταλα βαίνει ποια είναι ή τύχη πού τούς περιμένει καί ή καρδιά του σπαράζει καθώς νοιώθει πώς είναι ανίκανος αυτή τήν στιγμή νά υπερασπιστή τήν αγαπημένη τιου... Γυρίζει ικαΐ τήν κυττάζει μέ σα στα μάτια. Καί τότε βλέ­ πει Ιμέ ακόμη» μεγαλύτερη φαί. κη δτι καί ή Μπελλα έχει οή

τή μικρή πορτούλα·.. .Πώς κΓ αυτή έχει καταλάβει... —τΜπελλα!, μουρμουρίζει. Πόσο μετανοιώνω πού1 σέ κρά τηισα ικοντά μου·, μέσα στήν άγρια πατρίδα μου.... — Έγώ τό θέλησα!, λέει περήφανα ή κοπέλλα. Καί πο­ τέ δεν μετάνοιωσα γΓ αυτό ου τε άκόμα καί τώρα, Κάλ! "Έν νοια σου καί δεν θά σε ντρο­ πιάσω στον θάνατο..· Τό παιδί τής ζούγκλας α­ νατριχιάζει από τή συγκίνη­ ση. θέλει νά ριλήση μά ένας κόμπος πού έχει ανέβει, στο λαιμό του τον εμποδίζει. Τέ­ λος καταφέρνει καί μουρμου­ ρίζει : — Δεν πρέπει νά κρατάμε καμμιά κακία στον καημένο τον Χούπ, Μπέλλα! Προσπά­ θησε κΓ αυτός νά βοηθήση... ?Ηταν γραφτό από τή μοίρα νά γίνη έτσι.... — Ό κακομοίρης ό Χούπ! λέει ή κοπέλα. Μάς έσωσε τό σες φορές, Κάλ, πού ήταν δί καιο νά μάς πάρη, καί μια στο λαιμό του! Λες όμως νά κατάφεριε νά ξεφύγη, τουλάχ ιστό αυτός ή θά τον έπιασαν αυτά τά τέρατα; — ’Άν τον είχαν πιάσει θά τον έφερναν κΓ αυτόν εδώ... Μά δεν είναι καθόλου εύκολο νά τον πιάσης τόν Χούπ ό­ ταν ιάποφασίίση νά τό βάλη στα πόδια! Έμενα μου έχει βγάλει πολλές φορές τή γλώσ σα όταν είμαστε πιο μιικροί. Ό Κάλ σωπαίνει γιατί την ίδια στιγμή καί ή διαβολεμέ­ νη εκείνη φασαρία πού κάνουν οί άνθρωπαπάνθηιρες στα μ α-


ΚΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΙ

26

τάει καί νεκρική (σιγή βασιλεύ ει όλόγυρα. "Ενα τμήμα των Ιάγΐρ ΐιοινθρώτπων πού βρίσκον­ ται στρίιμωγμένοι στον κύκλο εκείνοι; ταυ λάκκου*, ανοίγει. "Ενας αληθινός κολοσσός τα ρουσιάζεται ατό ό&νοιγμ-α αυ­ τό. 3Ανήκει ικιι* αυτός στην Ί­ δια φυλή κι5 έχει το Τ6ιο ντύσιιμο -με τούς άλλους^ Μόνο πού τα στολίδια του είναι πο λύ περισσότερα καί το κεφά­ λι του ξεπερνάει σέ ανάστη­ μα τά κεφάλια όλων πού τον περιτριγυρίζουν. Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας δεν εχει την παραμικρή αμφιβολία πώς πρόκειται για τον αρχηγό τής φυ·λής· Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΠΑΛΗ

ΤΡΟΜΕΡΟΣ αγριάν­ του. -αφνικά, σηκώνει τό ^η­ θρωπος ίκυττάζει ιμέ τά ράκλειο χέρι του καί στο χέρι κατ,ακόκκινα από τη ·μα αυτό άστράφτει ή λεπίδα ε­ νία 'μάτια του τούς αΐχίμσλώνός μαχαιριού. Ό ιΚάλ ,μέσα σέ μια στι­ γμή αναγνωρίζει τό μιαχαίρι του! Ό αρχηγός τής φυλής ση­ μαδεύει προσεκτικά κι5 ύστε­ ρα τό /μαχαίρι φεύγει μέ τρο μακτική δύναμι ιάπό τά δάχτυ λά του σφυρίζοντας. λ Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας ιάνατρί'χιάζει. Βλέπε,ι μά λάμψι σαν άστραπή στο φως του ήλιου νά κατευθύνεται πρός τό στήθος του. Νο-μίζε^ι πώς ή τελευταία του στιγμή έχει φτάσει. Κλείνει τά μά­ τια. ιΜά τό μαχαίρι δεν καρφώ­ νεται στο ικορμΤι του. Περνάει σύρριζα άπό τά δεμένα χέρια άπαίσιος μαύρος τινάζει μέ του καί περνώντας·., ή λεπίδα ορμή τό μαχαίρι.

©

*0

Τό μαχαίρι κόβει τά δεσμά του αιχμάλ&ϊταυ -τταιδιοΰ.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

του κόβει τα σκοινί πού κιρατάει. αιχμάλωτον τον Κάλ! Ό ήρως των παρθένων δαμ σών ινοιώθει άμέσως τό ξελανσκάρισμα των σκοινιών. Τινά ζει ιμέ Λαχτάρα τά χέρια του .και] με τρομερή έκπληξι βλέ­ πει πώς είναι ελεύθερα! Γυρίζει και κυττάζει σαστι ο μένος τον αρχηγό των άνθρω παπανθηρων. Την ίδια στιγμή άγρια φυλή ξεσπάει σε ούρανομήκεις κραυγές, πανηγυ­ ρίζοντας την τρομερή έπίδειξι δεξιοτεχνίίαις οπό πέταγμα μα χαιριου του αρχηγού τους. Τά ανθρωπόμορφα τέρατα αρχίζουν πάλι τον φοβερός χο­ ρό τους γύρω από τά χείλια του απαίσιου* λάκκουι. Τότε ό 'Κάλ καταλαβαίνει. Γυρίζει οπήν όμορφη συντρόφισισά του πού στην άρίχή κι5 αύτή είχε άπομέίΐνει μαρμα­ ίρω μένο από τον τρόμο της.

Λύνει τότε βιαστικά τά χέρια της Μπέλλοίς.

27

'Έινας πελώριος πάνθηρας μπαΤ νει τότε στο λάκκο...

Καθώς τό μαχαίρι κατευθυνόταν καταπάνω στον Κάλ, μ-ιά δυνατή ιστργγλιά τρόμου εΐχε ξεσχίσει τό λαρύγγι της. "Ύστερα όμως, ιβλέποντας τρ αποτέλεσμα πού είχε τό ίτ& ταγμα, είχε ιμείίνει κι5 αύτή άφωνη μή μπορώντας νά καταλάβη τι συνέβαινε. Ό .Κάλ διαβάζει ατά μάτια της την άπορίορ — Δεν κατάλαβες ακόμα, Μπιέλλα; φωνάζει δυνατά γιά ν’ άκαυίστή ιμέσα στο πανδαι μιόνιο πού γίνεται. Τά θηίρία α-ύτά θέλουν νά παρακολουθή αουν παράστασι ί Δεν τούς φθάνει νά δουν τούς πάνθηρες νά. ξεσχίζουν τις σάρκες μιας! Προτιμούν νά παρακολουθη-· οοΰν τήν τρομεοή άγωνία μας και τήν απεγνωσμένη προσπαθεί ά μας νά σωθούμε. Τό τέλος έτσι κι’ άλλοιώς θά είναι τό ίδιο για μάς!... Μά


28

τό προτιμώ ιετίσι! Μ3 άρεσε ι καλύτερα νά πε'θάνω κρατών­ τας τό μαχαίρι καί αγίωνιζόμ.ιενος για τη ζωή ίσου, Μπέλλα·£! Ή κοπέλλα δεν μπορεί να άρθρωση λέξι 'άπτό τή συγκτνησί. Τό λευκό παιδί πάει κοντά της καί μέ μΐιά μοοχαιριά κόβει τά σχοινιά τού την κρατούν αϊ χ.μ άλωτη · "Υατέρια κόβει καί τά δεσμά τής Χούλας τού δεν έχει ττάψει ούτε στιγμή νά βογγά/η. —"Αχ, τά ικοκ,καλάκιια μου! τσιρίζει πένθιμα. "Αχ! ^Καλέ δεν είχαν... σκάλες νά μάς κα τεβάσουν; ?Ηταν ανάγκη νά μάς ρίξουν απτό κεΐ ττάνω; Ενα τρομερό μουγγρητό τής κόβει ξαφνικά κάθε όρεξί νά συνεχίίση; τή γκρίνια της. Τά κεφάλια καί των τριών αι­ χμαλώτων .μαζί γυρίζουν κατά τό μέρος τής μικρής τάρτας στ3 ότταυ ακούστηκε τό μουγ γρητό καί τού είναι τώρα α­ νοιχτή. Δυο κατακόικκινα μά­ τια τούς κυττάζαυν απαίσια ατό τό άνοιγμά της. Είναι τό κεφάλι ενός πελώ­ ριου τάνθηρα πού βγαίνει άρ γά καί μεγαλόπρεπα ατό τή,ν πόρτα καί στέκεται τάνω στά κόκκαλα τού στρώνουν τό έ­ δαφος, ακριβώς απέναντι τους. Ό Κάλ σφίγγει άποφ ασι­ ατικά στο χέρι του τό μαχαί­ ρι— Κάντε τίΐσω!, λέει ήρε μα στις δυο γυναίκες. 3Ακουμτήΐστε στον τοίχο κα] περι­ μένετε... Ή Μτέλλα και ή Χουλα ύ*

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

πακσυαυν. Τά μ,άτια τους εί­ ναι γεμάτα τρόμο. ^ —Μτέλλα, λέει ό Κάλ, κυτ τάζοντας πάντα στά μάτια τό φοβερό θηρίο τού στέκει άπόναντί του. "Αν τελειώσω εγώ,... θά πάρης αμέσως τό μαχαίρι μου καί ξέρεις τί βά κάνης!.·. Είναι πολύ τιό γρή γάρο κιαί τιό εύικολο άτ3 αυ­ τό... 'Καί γιά σένα καί γιά τή Χούλα... — Θά κάνω ό,τι πρέπει, Κάλ!, μουρμουρίζει ή κοτέλΓλα μ3 ένα λυγμό στη φωνή ΤΙη'ς\ Τό αίμοβόρο θηρίο ιμουγγρίζει ξαφνικά δυνατώτερσ κι’ ανασκαλεύει μέ τά τρομε­ ρά νύχια του τά κόκκα.λα ττού στρώνουν τή γή. Ετοιμάζε­ ται νά έτιτεθή κι3 αγριεύει τού ό αντίπαλός του δεν δείιχνει νά φοβάται κιαί τού τό περιμένει ιακίνητος καί κυττάζοντας το κατάματα. "Αμ­ φιβολία λάμπει γιά μαά στι­ γμή στά κόκκινα μάτια τού θηρίου· Κάνει ένα βήμα ττίίσω καιί ξύνει πάλι τά ατσαλένια νύχια του, αναταράζοντας τά θλιβερά ξασπριισμένα κόκκαλα... Τά τρομερά ουρλιαχτά των άνθμωποπανβήρων έίπάνω α­ τό τό κεφάλι του τό ταρωτρύ νουν καί τό ερεθίζουν. Κάνει πάλι δυο βήματα μπροστά. Τώρα στέκει ακριβώς εμπρός στον Κάλ. ιΓΊρίιν από τή με­ γάλη: μάχη οι αντίπαλοι κυττάζονται στά μάτια άγρια καί ο'ϊ ματιές τους είναι τό Τδιο θανάσιμες καί φοβερές όσο καί τά άτσαλένια νύχια τού


?ΗΖ ΖΟΥΓΚΛΑ* θηρίου η ή αστραφτερή λεπί­ δα τού μαχαιριού τοΟ Κάλ... Ό πάνθηρας κουιλουριάζεται έτοιμος νά έπιτεθή. Σκύ'βει τό κεφάλι μπροστά και δείχνει τά τρομακτικά σου’βλε ρά δόντιια του·.. Οί αγριάνθρωποι σωπαί­ νουν. Αυτή τή στιγμή μπορείς <ν’ άκούσης και το πέταγμα τής ιμύγας έκεΐ γύρω! Ό πάνθηρας ρίχνεται σάν σαΐτα· Τά ατσάλινα νύχια του τινάζονται μπροστά. Τά δον τια του αναζητούν τον λαιμό τού παιδιού πού έχει τό θρά­ σος νά στέκεται άφοβα μπρο^ οτά του. Μά τό πήδημα του Κάλ εί­ ναι πιο εκπληκτικό ικΓ από ε­ κείνο τού πάνθηρος. Οί Τνες του κορμιού του πρέπει νάναι ατσαλένια ελατήρια; γιά νά μπόρεση νά τιναχτή έτσι στό πλάϊ. Καί ταυτόχρονα τό η­ ράκλειο χέρι ταυ, που κρατά τό μαχαίρι, τινάζεται κι5 αυ­ τό· προς άλλη, κατεύθυνσι. Ή λεπ'ίΐδια του .μαχαιριού του βρί σκει τό θηρίο καθώς περνάει με ταχύτητα πλάϊ του. Τό βά ρος καί μόνο το(ύ πάνθηρα σπρώχνει τό μαχαίρι ώς την καρδιά του πού την τρυπάει πείρα - πέρα με τό πρώτο κιό­ λας αυτό χτύπημα! 01 αγριάνθρωποι ξεσπούν σέ ιμανιασμένες κραυγές μί­ σους καί έικπλήξεως. Χοροπη δουν σάν στοιχειά στην άκ,ρη τού μεγάλου λάκκου καί δεν μπορούν νά πιστέψουν τό α­ πίστευτο θέαμα που είδαν τά μάτια τους· Ό τερατώδης αρχηγός τους

29

ο-φίγγει τις μεγάλες γροθιές του μανιασμένος. Αυτός ό πε­ λώριος πάνθηρας έχει σκοτώ­ σει δεκάδες αιχμαλώτους του, πολύ πιο μεγαλόσωμους άπό αυτό τό λευκό αγόρι πού δεν τοΰ είχε δώσει, καί τόση ση­ μασία. Καί τώρα τό θηρίο κείτεται νεκρό ! Ή μάχη έχει τελειώσει άδοξα καί τό φοβε­ ρό θηρίο πέθανε χωρίς νά κατορθώιση νά κάνη ούτε μιά γρατζουνιά ιστό λευκό παιδί! Χωρίς ούτε καν νά τό άγγΐξη! Σηκώνει μέ λύσσα τό χέρι του καί τό ξανακατεβάζει α­ πότομα. ί Πριν ή Μπέλλα προλάβ,τ) νο άποτελειώση, την κίνησι της πού θέλει νά ριχτή στην αγκαλιά τού ιΚάλ, ή πέτρινη πόρτα ξανανοίγει καί ένας δεύτερος πάνθηρας μπαίνει στον απαίσιο λάκκο. 'Έχε^ τό ίδιο ανάστημα μιέ τον πρώτο, άλλα φαίνεται έξαιιρετιικά πιο άγριος άπό εκείνον. Τό κορμί του τρέμει ολόκληρο άπό, α­ νυπομονησία καί ανατριχιάζει οπό τή λαχτάρα νά ριχτή πά­ νω ιστούς αιχμαλώτους καί νά ξεσχίίσηι μέ τά νύχια του τις σάρκες τους... ιΜά ό Κάλ ούτε κΓ αυτή τή φιορά δεν φαίνεται νά λογαρ-ιά ζτΐ καθόιλου τον κίνδυνο. Βρί­ σκει δυο μεγάλα κόκκαλα πού είναι γερά στερεωμένα κάτω, όπως έκανε καί τήν πρώτη φο ρά· "Ετσι, τή στιγμή πού θά χίρει,αστή νά κάνη τό άπαφασι στιικό πήδημα δεν θά κινδυνεύ ση νά γλυστρήση, άν ύποχωρή σουν τό οστά κάτω άπό τά πόδια του.


ΚΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

Ό ικιαινιουργιος πάνθηρας μουγγρίζει μανιασμένος καί ά νε βαίνει μέ θυμό μέ τα δυο μπροστινά του1 πόδια πάνω στο πτώμα του συντρόφου του. 'Ύστερα απλώνει τό ένα απ’ αυτά τά δυο μπροστινά ποδάρια για νά χτυπηση το θρασύ άν που στέκεται μπρο^ στα του χωρίς νά κινηται, καν. Ό Κάλ δεν άφηνε ι άναπάν Τητη αυτή την κίνησι. Καθώς τό θηρίο τινάζει προς τό προ σωπό του τά ατσαλένια του νύχια, τινάζει ·κΤ αυτός τό α­ κατανίκητο χέρι τουι. Ή λε­ πίδα του μαχαιριού του καρ­ φώνεται ατό πέλμα του θίγ ρίου κι* άμέσως ό ή,ρως τών παρθένων δασών τό άποτραβά πίισω. Ό ^πάνθηρας 'βγάζεπ } ένα τόσο άγριο ουρλιαχτό απ’ τον πόνο καί τη λύσσα ιμιοοζί, που οι άγριάνθρωποι, που είναι

Τ© μ®8χθϊρΐΛ του παιδιού βρίσκει

τ@ πώμα του θηρίου.

μαζεμένοι άλόγυρα οπόν άπαί σιο έκεΐνσν λάκκο, κάνουν ολοι ,μιαζί ιάσ αναίσθητα ένα βήμα προς τά πίισω άπό τον φόβο τους καί μόνο ό τερατώδης άρχηγός τους μένει άκλόνη,τος στη βέίσι. του· Τά χαράκτη ρίΐστικά του προσώπου του εΤ~ ναι σιυσπαοιμίένα άπό τη μα­ νία καί οί γροθιές του σφιγ μέ νες μέ λύσσα. Ό πάνθηρας με ασυγκρά­ τητη ορμή χύνεται σαν δ έλος επάνω οπό παιδί της ζούγ­ κλας. Ή Μπέλλα ξεφωνίζει άπό τον τρόμο, γιαπί βλέπει πώς ό σύντροφός της αιυτή τή Φορά δεν φάίνεται διατεθειμέ­ νος νά πηβηξη ατό πλάϊ όπως πριν. Στέκεται όρθιος, άκλόνητος καί περιμένει τό τρομε­ ρό θηρίο, που τό σώμα του σχημιατίζει ένα υπέροχο τόξο στον αέρα. Αυτή η εικόνα κρατάει, μό­ νο ένα _δέκατο του δευτερολέ­ πτου. ζαφνικά, ό ακατανίκη­ τος ίΚάλ ισκύβει καί ξαπλώ­ νεται μτφούμυτα. ίΠάνω άπο τό κεφάλι του κρατάει όρθιο τό μαχαίρι του. Τό θηρίο που δεν περιμένει άπό τον αντίπαλό του αύτή ΐήν κίνηση δεν μιπρρεΐ καί νά σταματήση πια τή φόρα του άφοΰ βρίσκεται στον άέρα. Ή κοιλιά του όλόκλη,ρηι σέρνεται πάνω οπήν κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού του ΙΚάλ άπό τή μ ια άκρη ώς τήν άλλη καί χωρίζεται ιστά δυό! Τό αΐμα τού πάνθηρος λούζει σάν συν τριβάνι τό λευκό άγόιρι, άλλα τό θηρίο σωρ ιάζεται πάνω στα ξασπρισμένα κόκκαλα μ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ενα λυσσασμένο ουρλιαχτό, βάφοντας τα κι* έκεΐνα κόίιοιΚΙΜΟΟ* ^ ιΠιροσπαθεΐ νά ξανασηικωθη για να έπιτεθή, ιμά δεν τά καταφέρνει καί σωριάζεται για δεύτερη κάτω, για να μεί νη ιτιά έκεΐ άκίνητο γιά πάν­ τα). ιΓιά δεύτερη) φορά καί οι τε ρατώδεις άνθρωπσπάνθηρε ς παραληρούν από την όργή και τη λύσσα ικαι χοροπηδούν σαν ■ μαοαν ΐίεηεημ€ύοΐ' γύρω άπό τά χεί λια τού τρομερού λάκκου. Ό άρχηγος τους >μέ τά μά τιια κατακόκκινα;, τγιο κόκκινα κΓ άπό το αΐμα των δυο θηιΡ'ίΐων, σηκώνει πάλι ψηλά το χέρι του και το κατεβάζει (με ορμή, ένώ μιά παράξενη κροου γη σαν μσύγγιρισρα ζώου βγαίνει ιάτττό τά σαρκώδη, χεί­ λια του. Ό Κάλ, ή Μττέλλα καί ή Χούλα παρακολουθούν άκίνητοι σαν αγάλματα την τροιμερή εκείνη πόρτα άπο την ό­ ποια ιμπαίνουν στον λάκκο τά άπάίσια αιμοβρρια θηιρίια. Τά πράματα πηγαίίνουν πολύ κα λά γιά την ώρα κι’ αυτό άκιρι6ώς είναι που τους βάζει σέ μεγαλύτερη ^ ιάκόιμα άγωνίία. -Περιμένουν πώς κάτι χειρότε­ ρο θά συμβή από οτιγμή σε στιγμή που θά ιβάλη τέρ,μα στις έλπίδες ικαϊ στη ζωή τους. Και οΐ φόβοι τους δυστυ­ χώς γίνονται στη στιγμής τηρα γιματικότητα γιατί αύτή^ τη Φορά δεν ιμπαίνει ένας πάνθη ρας άπό την πέτρινη πέτρα, άλλα δυό μαζί!

31

40 πάνθηρας όρμάει πάνω στο «κινητό παιδί...

Ό ατρόμητος Κάλ νοιώθει ένα κρύο ρίγος νά διαπερνάη τή ραχοκοκκαλιά του. Λεν δει λιάζει όμως καί περιιμένει άκίνητος κι* άκλόνητος όπως πάντα· Άπό την αρχή εΐναι αποφασισμένος νά παλέψη ώς τον θάνατό του κΤ άπό την άρ χή δεν έχει πιστέψει πώς υ­ πάρχουν έλπίδες γιά νά γλυτώση άπ: αυτόν... Τά αί,μοβόρα τέρατα έρχον ται γύρω - γύρω;, ιμέ την τχιρό θεσι νά τόν βάλουν στη μέση. Με την πρώτη -ματιά κΓ εκεί να άκόμη, έχουν καταλάβει ό­ τι αυτός είναι ,μόνο ό άντίπαλός τους καί όχι οί δυο κοπέλ λες που στέκονται στήν άλλη γωνίά τού θανάσι,μου πηγα­ διού. — Πρόσεξε, Κάλ!, στριγ­ γλίζει ή Μπελλά υστερικά, γί ατί δεν ιμπρρέΐ πιά νά ύττο-


ψέρη> αυτά τά φοβερά θηρίία νά όρμσύν για νά ξεσχίσουν τον άγαπημένο της. — "Έννοια «σου, ΜπέΙλλα!, Φωνάζει το γενναίο αγόρι.. Δε θά τ" ώφ-ήρω νά μέ πειράξουν. Λέει ψέματα γιά νά τής 5ώ ση, ικουράγιο πριν από τό θά­ νατο. ζέρει πώς λίγες στι­ γμές απομένουν πιά. -ΚΤ άν ά κόρα καταιφέρη- νά νιικήση τους δυο καινούργιους πάνθη ρες, άλλοι ι θά τούς αντικατα­ στήσουν αμέσως κι5 υστέρα άλλοι κι5 άλλοι.·. Μάχεται όΐμως πάντοτε ,μέ τό ίδιο θάρ­ ρος και την ίδια αποφασιστι­ κότητα, όπως θά τό έκανε κι·" άν είχε πολλές ελπίδες. Τή φορά -μάλιστα αυτή πού βλέ­ πει Ητώς οι αντίπαλοί του εί­ ναι. δυο κι5 ά κίνδυνος δέκα φο ρές -μεγαλύτερος, δεν θέλει νά άφήίση στά θηρία την πρώτηι κίνησι, όπως έκανε ώς τώρα. Κάνει μιά κίνησι ίου ,μαχαι^ ριόΰ του προς τον έναν πάν­ θηρα και ισάν ατσαλένιο έλα τηριο τινάζει τό κορμί του ε­ ναντίον του άλλου. Πριν τό ζώο προλάβη νά π,ροφυλιαχτή ή νά κάνη και την παραμικρή κίνησι, βρίσκεται καβαλλη.μέ­ νος στη ράχι του και τό χέρι του πέφτει μέ ασυγκράτητη· ορμή. Ή λεπίδα τού (μαχαι­ ριού του -βυθίζεται στο* λαιιμό τού (ζώου δυο φορές μέχρι τη λαβή. Τό κεραυνοβολημένο θηρίο ουρλιάζει άποόίσια. Προσπα­ θεί νά τον άρπάξηι μέ τά νύ­ χια του αλλά βρίσκει μονάχα τον άέρα. Πέφτει, άλλα στην ΐττώσι του άνατρέπει και τον

Κάλ που -βρίσκεται πεσμένος -μπρούμυτα πάνω- στά απαί­ σια κάκκαλα. 1 Κάνει νά σηκωθή, αλλά τό­ τε μιά κραυγή πόνου πού δεν μπιορεΐ νά την συγκράτηση τό σο ιξαφνικά πού έρχεται, τού ξεσχίζει τά στήθια. Τά τρο­ μερά ατσαλένια νύχια τού τε ,λευταίου πάνθηρα έχουν μπη­ χτή στον λαιμό του· Ό Κάλ παρ’ όλους τούς πό νους του κατρακυλάει άπελπι σμένα βάζοντας σ" αυτή τή-ν προσπάθεια του όλες του τις δυνάμεις. Τά δόντια τού πάν­ θηρα κλείνουν μέ κρότο στον άερ-α -κι5 ένας λυσσασμένος βρυχηθμός -βγαίνει από τό λα ρύγγι του. Χύνεται μ5 ένα πελώριο πή δη/μα καταπάνω στο λευκό παιδί τής ζούγκλας, πριν έκιεί νο προλάβη νά σηκωθή. ιΚυλιώνται μαζί -κάτω, σ" ένα φο­ βερό σύμπλεγμα θανάτου, κα τακόκκινο από τά αίματα. Τά νύχια τού απαίσιου θηρίου γ:ά δεύτερη φορά -ξεσχίζουν τής σάρκες τού αγοριού. Ό πόνος πού νοιώθει ό Κάλ είναι τρομερός. Γιά ίμια στι­ γμή σκέπτεται ότι είναι μά­ ταιο ν5 αγωνίζεται καί νά ύπσφέρη -πιά... "Άν άφήση ε­ κείνα τά τρομερά δόντια πού αναζητούν μέ ιμανιία τον λαι­ μό του νά κλείισουν επάνω σ" αυτόν, όλα θά τελειώσουν μέ­ σα σέ μιά στιγμή·.. "Από την ιδέα αυτή τον άποτρέπει ή στριγγλι-ά τής βύ άτυχης Μπέλλας, πού νομίζει πώς ό -θάνατος χτύπησε πιά οριστικά τον. άγαπημένο της


33

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σύντροφο και ξεφωνίζει μέ συντρόφισσές του και τούς άν θρωποπάνθηρες και τον θανά­ φρίκη,. Ή φωνή του κοριτσιού του σιμο αντίπαλό του. Μέ την δίνει νέα δύναμι. ' Απλώνει τό τρομακτική του δύναμι θά κρατήση επ’ άρΐιστερδ χέρι και αρπάζει τό μπορούσε νά θηρίο αϊτό τό λαιμό·. Έκεΐνο άπειρον μακρυά του τό κε­ προσπαθεί νά ιχαμηλώση τό φάλι, τού θηρίου, δηλαδή ^ ώ­ κεφάλι του για νά φτάσουν τά σπου νά τό άναγκάση, νά άλ·δόντια του τον λαιμό του αγο­ λάξη τακτική· Και τότε ή κα τάστασιις θά γύριζε έναντίισν ριού. Μέ τό άλλο του χέρι — τό του. 3Ενώ τώρα... ώπλισμένο— 6 Κάλ, δεν α­ ζούφνικά, ένώ τά δόντια^ τού φήνει τά τρομακτικά νύχια πάνθηρα τον άγγιζαν, σήκω­ -τού θηρίου νά τον φτάσουν, σε τό άλλο του χέρι καί χτύλαβώνοντας βαθε ιά τό ττοδι πηΐσε! Ή λεπίδα του έκοψε πέριοοτου κάθε φορά που έπειχειρεΐ γ ιά πέρα την καρωτίδα τού νά τον ξεσχίση,. Μά τό κεφάλι τού πάνθηΓ ζώου, πού ήταν τόσο^ κοντά ρα όλο καί χαμηλώνει προς του ώστε δεν μπορούσε νά τον λαιιμό τού Κάλ. Ή άπό- άσταχήση. Ό πάνθηίρας γκρε στασις πού χωρίζει τά φοβε­ μίιστηκε επάνω του, άψυχο ρά δόντια ατό τή σάρκα του κουφάρι πιά... Μά 'Κΐ’ όταν ό ιΚάλ σηκώ­ ολοένα μ ικραίνει.. · Ή Μπέλλα τρέμει σύγκορ θηκε όρθιος, μέ δυσκολία στε ιμη,. "Οσο για τη Χούλα έχει κόταν επάνω· στά πόδια του. μιαζευτη και κάνει προσευχές Τρέκλιζε· Τό αΤμα τον έλουζε οπτό μέσα της, ενώ δάκρυα Ολόκληρον άπό την κορυφή ώς τρέχουν άπό τά μάτια της, τά νύχια. Τά φοβερά δόντια δεν άπέ Καί τότε σέ ιμ ιά νέα μανία χουν παρά μερικούς πόντους σμένη χειρονορίαταύ αρχηγού από τό λαιμό του λίευκού άγο τών τεράτων εκείνων, ή πέτρι­ ριού. Κ Γ έκεινού τό χέρι ψάί» νη Ητόρτα άνοιιξε πάλι καί νεται πιά εντελώς ανίκανο νά τρεις πελώριοι πάνθηρες χώθη συγκράτηση! τό βάρος τού κε καν μέσα στο φοβερό λάκκο. οάλιού τού θηρίου. Οι αγρι­ "Αρίχισαν νά μαυγγρίζουν τρο άνθρωποι από πάνω τους μέ μακτιικά. ερεθισμένοι άπό τη μυρουδιά τού αίματος πού άγρια ουρλιαχτά θριάμβου δι σλαλούν τον ενθουσ ιασμό τους γέμιζε τον άέρσ... καί /μέ μάτια που λάμπουν α­ Ό Κάλ γύρισε καί κύττα1πό σαδιίσμό’. & τή Μπέλλα μέ άπελπιισ'ίά. Μά ό υπέροχος Κάλ τους Τό βλέμμα του ήταν βλέμμα έχει ξεγελάσει όλους. Και τις αποχαιρετισμού.... ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ 8ΑττΘκλεκττικέτης: Γεν. Έκδοτικαί Επιχειρήσεις ©. Ε.


ΚΑΑ-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

£1«ΜΗ»@ ΐϋρϋ^ϋθ Ζ9ΥΓΚΛΑΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία:

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

*Οδος Λέκκα 22—Αριθμός 5—Τιμή δραχ. 2

Δημχχτιογραφιικός Δ)ντής: Σ. 'Ανεμιοδουράς,Στρ.Πλαιστήρα 21 Κ. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωμγ ιώδης, Σφίγγός 38. Προΐστ. τυπαγρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΊΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, “ΑΒΑναΐ1.

"Ολοι ο! αναγνώστες του ΚΑΑ αναγνωρίζουν μ* ενα στό­ μα ότι κάβε καινούργιο τεύχος τού αγαπημένου των ήρωος είναι καλύτερο απ’ τό προηγούμενο. Γ Γ αυτό δεν χρει­ άζεται ίκαμμιά διαφήμησις για τό ερχόμενο τεύχος μας που εχει τόν τίτλο:

Ο ΒΑΑΑ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ Είναι άσυγκρίτως πιο συγκλονιστικό σπαρταριστό, άπ’ όλα τά προηγούμενα.

άλλα καί πιο

ΠΡΟΣΟΧΗ Σε δύο έ βδομάδες κυκλοφορεί ό

ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τό θρυλικό περιοδικό των διαπλανητικών περιπετειών! Εί­ ναι τό περιοδικό των προφητικών άναγνωσμάτων, πού πε­ ριγράφουν τή ζωή καί τις περιπέτειες τού άνθρώπου στους άλλους πλανήτες! Άγόροοσε τόν «Υπεράνθρωπο»! "Ισως μια μέρα ταξιΒέψης κι* έσύ στους πλανήτες!


!*

Μι* ΜΗΤΗ) 170 ΜΟηηΟΑΓΠΟΙΜΗΘΗΗι9 ΑΜεΖ9Σ. .

όί*

Το €ΠΟΜ€ΗΟ

ΠΡ£Ϊ βίΣΘΑ/ΓΟλΓ'

ΡΗ. .

ηι?Α.. ποτέ

ππορεςα αγα ΤΗί 09Σ9 ΟΤ\*ΤΗε Θί126 . . . όβΗ ΜΠΟ Ρξίβ μα ε=ηεΦβηιΐ2 Τη ΓΗΡ&16ΙΣ) ΗΑΖ. .

ΜΟΥ €Κβ/Υ£ κηοοο ΥΠΗΟΖ . ΟΜ 91 06* όΙβ&βΖΗ ΤΗ// 64>ΗΜ€Ρ/4Α βΚΟΜΗ ΤΗ

ά€κ ε<Ρ6Ρεε έφΗΜ£ΡΊ4Α ΑΡΘΟΥΡ. .

ΧΘ€1. . βΙΜβΙ ΣΙΓΟΥΡΗ. . .

ΧΘβΣΐ/ϊΗ . . ΠΟΥ ει

4ΐβήΟΠΤ2Μ£/Υ 70 πΡό ΓΡΑΜΜΗ Γ/Α ΜΑ

πεΤΓ)<39Σ9πε ηΐή ε/αΗΣΗ. * ο ττρεε&εγτΗί βη/όΑΡ€2

εαοήοΦοκΗΟΗ

αρμ* μια ρρα

ειρ Απ' το ΓεΜοοοχε/ο τον.

Τ£~ Η!Α~5^Α ΤΛ'; Η4Υ/ΥήΤ0Μ:

* &/*£*/*€ Τ/9 /


κίίίϊ*

Ο ΚΥΡΙΟΕ ΤΗΕ ΖΟΥ

Α

ίΤ>7 Μ

;]

/

/

// 1 4 / /

ίΠ

ι

/ /

Ια]//Μ/^ίί /η/χ/ ϊ

■ ί 11 / / / ® 1 1/ / / / Λ-'/ι' 8 // / / / β /| / /

λ

^ X /»

ιΜ

1ΔΓ

ίΓ

ι

41 *»«*

1 4 /■ X

.Ο'Λίίν■"**>

Μ.

ρ


ΟΒΑΑΛ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣ1Σ

λους συντρόφους του. (*) Μά 6έν είναι καθόλου εύκολο νά τον φτάσουν. Ό κουτός τυΧΟΥΠ τρέχει ιμέσα στή γ, μ αίος τρέχει σάν τραγί μάτιζούγκλα ιμέ φοβερή τα­ κό ζαρκάδι και όσο μάλιστα χύτητα. Έτάνω απτό τό γυρίζει τίσω τό κεφάλι, του κεφάλι του φτερουγίζει ή και γυ- βλέτε ι ότι τον κυνηγούν ΐμνασμένη σύντροφός του ή ακόμα, γουρλώνει τα ,μάτιια Μανταλάνα. Ή ταρααλή κατου και δυναμώνει την τρεχά­ ρακάξα του τυγμαίου ικιρατά^λα του· ει στο ράμφος της τό φρυλιικό 0 ί άγρ ΐ'άνθρωτο ι ά ρχίζουν «μίτούμερανγκ» του Χούπτ. Μα ικίουΐράζωινται. Λαχανιάζουν. Είναι έτομοι νά έγκ σταλείΠ'ί'σχο του τον κυνηγούν μέ ι|*ουν την τροστάθειά τους άγρια ουρλιαχτά καίμμιά δεκατενταριά ατό τους τρο­ (*) Δΐιάβαιαιε 'τό πιροηγούμιεινο μακτικούς ιάνθΡ'ωτατάνθίηρες 5ο τεύχος του «ΚΑΛ» ιμιέ τίίτλιο: του έχουν σύλλάβε ι τούς άλ­ «"Ανθρωποι — Πάνθηρίες ».

©

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4 για νά πιάσουν έικεΐναν τον τριπίθαμο έιχθρό τους.Μα τή στιγμή πού θά σταματούσα;/ σταματά... ό Χούπ! — Στραβομάρσ!, τσιρίζει θυμωμένος. Δεν βλέπεις μωρό Μανταλένα; Πάνω στο καπέίλλο μου βρήκες νά πέσης; Πραγματικά, τό πουλί, πό: νω στη βιασύνη του «καί όπως ψτειρο-υγ ίζε ι συνεχ ώς δ ί πλία στο κεφάλι του πυγμαίου, πέ φτει, χωρίς νά τό θέλη, πάνω οπό σαραβαλιασμένο καπέλ­ λα, ιστό σποΐο ό Χούπ έχει· πο­ λύ (μεγάλη αδυναμία. Τό καπιέλλο φεύγει άπό την κεφάλα, του Χούπ καί μένει καμιμιά δεκαριά (μέτρα πίσω του. ό­ πως τρέχει με μεγάλη φόρα, κα:ΐ δεν προλαβαίνει νά σταΐματήση. 'Πυρ καί ^μανία ό χαζο-πυγμα.ΐος γυρίζει πί(σω, χωρίς νά ίλογαριάιση· καθόλου τούς άνθρωποπάινθηοες πού τον κυ νηγουν καί όρμιάει..· ακράτη­ τος επάνω τους! Δηλαδη ό Χούπ οπήν πρα­ γματικότητα τοέχει απλώς νά πάρη τό καπέλΙλο του, αλλά αυτό δεν μπροεΐ νά πέραση ούτε στιγμή άπό τό ρυαλό των άγρ ιανθρώπων. Βλέπον­ τας τον πυγμαίο νά ρίχνεται καταπάνοί τους ιμέ όλη του τή ταχύτητα, σταματούν. Σχηματίζουν ένα τείχος με τά κορμιά τους καί απλώνουν τά χέρια ιμέ τά φοβερά ατσα­ λένια νύχια τους γιά νά τον αρπάξουν. Κι5 ό Χούπ, απτό­ ητος, συνεχίζει την ...επίθεσή του. Ή άπόσταισις πού τον χωρίζει άπό τούς εφιαλτικούς

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ έχθρούς του συνεχώς λιγοστεύ ει· Θέλει μόλις πέντε μέτρα νά τούς φτάση. Τρία. Δύο!.. Οί άινθρωπαπάνθηρες άπλώ νουν τά φρικτά χέρια τους καί στά μιάτια τους πού είναι κατσκόίκικινα, σπιθίζει ό θ|ρίαμ­ βος. Δεν καταλαβαίνουν γιατί ό βλάκας εκείνος έρχεται μόνος του νά πέση στην αγκαλιά τους, αλλά ιμιά καί έρχεται, είναι έτοιμοι νά τον υποδε­ χτούν. "Ενα ιμιέτιρο άκριβώς μπρο­ στά τους ό Χούπ φοενάρει ά­ πό τομα σάν αυτοκίνητο πού έχει υδραυλικά φρένα. Κοκκιάλώνει. Σκύβει, παίρνει τό κσιπέλλο του, τό ξεσκονίζει καί μουομσυιο-ίζει μόνον του: — Ευτυχώς πού δεν έπαθε .στραπάτσο, μωρό κοκκορόμυ^ αλη, γιατί θά σε τσουιρομαδοΰσα όλόίκλήρηι! Οί άνθροστοπάνθηρες _ μέ­ νουν γιά ιμιά στιγμή ακίνητοι σάν αγάλματα άπό την έίκπληξι. "Υστερα μέ άγριες ατοιγγλιές χύνονται νά τον πι άσουν· Ό πυγμαίος τό βάζει στην τρεχάλα καί οί αγριάνθρωποι μένουν μέ τά χέρια αδειανά. Ρίχνονται πάλι πί)σω του μα­ νιασμένοι καί ιμέ άίφοαύς λύσ­ σας ατό στόίμα, αλλά δεν μπο •ρουν πιά νά τον πιάσουν, γι­ ατί ό ιχαζο-Χούπ, πού πηιγε νά χάση τό ζωή του γιά ένα παλιοκαπέλλα·,, έχει ξανακερ­ δίσει κιόλας τη χαμένη, άπόστασι. — Τρεχάτε!, τσιρίζει μο­ νάχος του χασκογελώντας. *Ό


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! χι θά σάς άφηνα εγώ το επί­ σημο καπέλλο μου νά^μοϋ τό κάνετε ρεντίκολο ! Που ακού­ στηκε πάνθηρας μέ καπέλλο! Σταματάει πάλι γιατί οι αγριάνθρωποι, παρ" όλο τον τρείλλό θυμό και τή λύσσα τους, έχουν ρέψει πάνω στα πόδια τους και δεν μπορούν να τρέξουν άλλο. Καταλαβαί­ νουν ότι δεν μιποροΰ,ν νά φτά­ σουν εκείνο τον διαβολεμένο πυγμαίο καί! ότι από μια όλα κείια τους έχασαν την μοναδι κή ευκαιρία πού τούς έδωσε η βλακεία τού Χούπ. — Καλέ σείς!, τούς φωνά ζει θυμωμένα ο χαζό - πυγίμσΐ ος. "Άδικα μέ κυνηγάτε! Τό καπελλάκ ι μου εγώ δεν τό δί νω σε κανόναν! Έσεΐς δεν κά νετε ούτε για τραγιάσκες,, ό­ χι πού μου θέλετε καί ψηλή καπελλαδούρα! ^ Οί ανθρωποπάνθηρες,, πού τον βλέπουν ξανά στα|ματηρ μόνον, ρίχνονται για άλλη μια φορά εναντίον του ιμέ άγρια ουρλιαχτά. Ό Χούπ ξεκινάει και πάλι σάν πυραυλοκίνητο. — Έ ρέ τρέλλα!, ξεφωνί­ ζει1· Τι θέλουν και ξεποδαριά­ ζονται οί βλάκες αφού βλέ­ πουν ότι τρέχω περισσότερο; Άλλα οί άνθρωπο πάνθηρες καταλαβαίνουν καί μόνοι τους ότι άδικα τρέχουν. Σταματούν σχεδόν σκασμένο ι από· τό λα­ χάνιασμα. Βλέπουν τον Χούπ πού τούς φεύγει καίλ για μια ακόμα φρρά ξεσπούν σέ ά­ γρια καί -μανιασμένα ουρλια­ χτά. — Λέν φτάνουν όλα τ’ άλ­

λα, νομίζουν πώς είναι καί ...καλλίφωνοι!,, τσιρίζει ό πυ­ γμαίος νευριασμένος. Μπά! Τί τρέχω άδικα! Φεύγουν! Γυ ιρίίζαυν πί'σω! Σταματάει. Κυττάζει απο­ ρημένος τούς άνθίρωποπάνο'ηιρες πού ^φεύγουν τραβώντας για τό χωρά τους. — Μωρή Μανταλένα!, φω­ νάζει στην παρδαλή καρακάξα του. Φέρε εδώ τό^ ^μπού­ μερανγκ,» γιατί μπορεί νά μού χρειαστή· Τό τετραπέρατο πουλί πεΊΐάει. άπό πάνω του. Ανοίγει τό ράμφος του καί τό περίερ­ γο βαρύ όπλο πέφτει ατά πό­ δια τού Χούπ. — Σπάσε μου καί κανακεφάλι τώρα!, γκρινιάζει αυ­ τός καθώς σκύβει καί τό ση­ κώνει. Τό κρεμάει στή συνηθισμέ­ νη του θεσι στήιν προβιά του καί φωνάζει στήιν καρακάξα: — Μωρή ΜανταλέΙνα! "Έ­ λα κάτσε εδώ άπέναντίι μου! θά κάνωμε πολεμικό συμβού­ λιο ! Στρώνεται κάτω καί τό κω μικό πουλί έρχεται καί τήν α­ ράζει μπρος του. — Μ5 εκείνους που είδες καί φεύγανε, βρ ισκόίμαστε σέ έμπόλίεμο καιτάστασι!,, λέει ό χαζό- πυγμαίος μέ πολύ σο­ βαρό ύφος. "Έχουν βάλει στο χέρι τον κακομοίρη' τον Κάλ, τή μιίς "Αμεριιική καί τις, Χούλες μου. Τέλος πάντων αυτά τά παιδιά δεν προσέχουν κα­ θόλου καί καλά πού έχουν ε­ μένα καί τούς φροντίζω.


ΚΆΑ — ύ ΚΥΡΙΟΣ Ή Μαντάλένα άφηνε ι ένα περίεργο ικρώξιμο· —1 Σ κασμός!, τής λέει ό Χούπ αυστηρά. Αέν σου έδω­ σα τον λόγο ακόμα· "Οταν θά ζητήσω^ τη γνώμη, ^ σου, τότε θά μιλήσης! Λοιπόν: Ή κατάστασις δπιως είπαμε δεν ε! ναι καθόλου καλή. Αυτοί οι άνθρωποπάνθηρες είναι σωστό τρείλλακομεΐο! Εμείς μια φοιρά ιστό χωριό μας είχαμε έ­ ναν πού νόμιζε δτι ήταν ζέδρος και εΐχιε πάρει μια ψούν τα από φοινικόΙδεντρο τη βου ταγέ στη μαύρη μπογιά και τραβούσε γραμμές σ' όλο του το σήμα. Αυτόν τον είχαμε στείλει δώρο σε μιιά φυλή κάννιβάλων, πού την είχε άναλά6ε ι ένα ιεραπόστολος και δεν τούς άφηνε νά τρώνε πια αν­ θρώπινο κρέας. Εκείνος όμως πιάστηκε για ζέδρας και τον

— θός έχουιμε πολεμικό συμ­ βούλιο, λέει στην καροοκάξα του.

“Η μοοντοαλένα! ρίχνει μπροστά του τό «μπούμερανγκ», κάνανε στιφάδο! Ή Μαντάλένα κρώζει ανή­ συχη και ξύνει τά νύχια της σέ ιμιά πέτρα, γεμάτη ταρα­ χή—Μανταλένα, μη βγάζης άχνα γιατί θά σέ καρπαζώσω, μουγγρίζει ό Χούπ θϋμωμένος. Κι5 άσε στη μπάντα το μανικιούρ αυτή την ώρα πού έγώ σου μιλώ σοβαρώτατα! Μη διακόπτης τό πολεμικό συμβούλιο, γιατί θά σέ κα­ πακώσω μιέ τό καπέλλο καί θά σέ άφήισω άπό κάτω ώσ­ που νά λάβω άπόφασι! Ή παρδαλή καίρακάξα ζα­ ρώνει φοβισμένη άπό την α­ γριάδα τού αφεντικού της καί ό χαζό -Χούπ παίρνει ύφος στρατηγού. —Λοιπόν αυτά μΐέ τον ζέδρο τον κακομοίρη,, αλλά δέν τού φταίει καί κανένας!, συ-


ΤΗ! ΖΟΥΓΚΛΑ! υεχίζει σκειπτιικάς· Έδώ όμως έχουμε τό φαινόμενο μιας ο­ λόκληρης φυλής πού νομίζουν πώς είναι πάνθηρες! Και οί πάνθτίοες δεν τρώγονται, όπίως τρώγονται οι ζέβροκ Μάλλον τγιο σίγουρο είναι ό­ τι οΐ πάνθηρες τρώνε! ! 5'Λν έχουν λοιπόν πολύ μεγάλη τρελλάρα, ιμπτορεΐ να θελή>σουν νά φάνε τις Χούλες μου ττού είναι σαν μοσχαράκι του γάλακτος! Καί τότε, κλάφτα, Χαράλαμπε! Μανταλένα, μέ παρακολουθείς; Που τρέχει ό νους σου, ξεμυιαλ ιοιμένη; θά πάψης νά ξυνης τά νύχια σου καί νά κρώζης ύττοχθον'ίως; Έδώ τό συμβούλιο προσπα­ θεί νά καταστρώση ένα σχέ­ διο δράσεως κι* έσύ φέρνεις συνέχεια έμπόδια μέ τη στάσι σου! Ή παρδαλή κορακάξα σω­ παίνει1 καί πάλι καί ζαρώνει

Δυο δυνατά χέριατόν αρπάζουν καί τον κρατούν άκίνητο.

7

Δείχνει στον Γκόθ τον νεκρό άνθρωποπάνθηρα. κ·’ ό Χούπ συνεχίζει απτόη­ τος: -— Που εΐχμε μείνει; "Α, ιναίΐ: Στο μοσχαράκι τού γά­ λακτος. .. 5Αλλά τι δουλειά έ­ χουν τά ιμοσχαράκια σ3 αυτή τήν υπάθεσι; 3Εδώ έχουμκουκιά μετρημίένα: 3Από τή μια με,ριά οί τρελλάρες οί άν θρωποπάνθηρες κι3 άπό τήν άλλη ό Κάλ μέ τή μ<ίς "Αμε­ ρική καί οί Χούλες μου. Που έμπλεξα εγώ μέ τό μασχαράκι, καί τί δουλειά έχει αυτό τό μοσιχαράκι |μέ τό συμβού­ λιό μας; Νά, βλέπεις τί κά­ νεις, μωρή Μαντολένα; "Άν ξανατσιρίξης θά σου κόψω τήν ουρά. Μιλημένα- ξηιγημένα! Ή ικαρακάξα βγάζει, ένα άγριο κρώξιμο καί τινάζεται ψηλά στον άέρα. — νΕλα κάτω,^ μωρή!, ξε­ φωνίζει ό πυγμαίος καί τον


Ι€ΆΛ — Ο ΚΎΡΙΟΣ παίρνουν τά γέλια,. — "Ακου τώρα!, μουρμου­ ρίζει (μανάχος του κρατώντας την κοιλιά του αϊτό Το κέφιΠ βάτεψε δτι θά τής έκοβα ρήν ουρά! Και τι με πέρασε έ)μένα; Για κουρέα... καρΡ'καξώρ; Ή Μανταλένα ατό μεταξύ εξακολουθεί νά ^ φτερουγ ίζη και νά κρώζη )μέ ολη της τη δύν-αμι κατατρομαγιμένη. Ό Χο6π παρ αιξενεύετ α, ι. — Τί στην εύχή έπαθεραί ξιελαιρυγγ ιάστηκε; λέε ι ^ ιμόνος του. Λες νά θείλιη νά κάνη^κα μένα αύγό ικαί κακαρίζει; "Ε­ λα, μωρή! "Ελα!, Νά, εδώ ! Στο καΙπέλλο μου! Κομμάτια νά γί|νης! Μια Μανταλένα^ βλέ πιεις έχουμε; ’Έΐλα. θά σου βά λω καί άχιυράικια μέίσα νά τό κάνουμε φωλιά! "Ετσι τόπε ό χαζό- πυγμαί ρς καί τό αποφάσισε κιόλας 6τι ή Μαντάλέν,α δεν μπορούοε νά ήθελε τίποτ5 άίλλιο εκτός από τό νά κάνη αυγό· Μια ικαί 5υό λοιπόν ετοιμά­ ζεται ινά σηικωθή επάνω γιά νά τρόξη ινά τής ,μσζέψη, άχυιράκια. Δεν προλαιβάίΐνει ^ διμως νά άποτελειώση την κίνηίσί του. Δυο σιδερένια χόρια τον αρ­ πάζουν ξαφνικά από πίσω καί τον καθηλώνουν ακίνητον στην θειοι του. "0 Χούπ πού τό γέλιο γΓ αυτόν είναι ή εύικολώτερη, δου λειά, χασκογείλάει πάλι. — "Ελα!, τσιρίζει. Χούλες μου, σάς κατάλαβα! Ε­ σείς εΤσαστε! Δοξάζω τό Θεό πού ο! άνθρωποπάνιθηιρες δεν τιρώνε μοσχαράκι!

"Ενα φοβερό μουγγρηιτό άκούγεται πί|σω του. Ό Χούπ γουρλώνει τά /μάτια. — Μπά!, λέει με μεγάλη έκπλιηιξι. Τί πούντα είναι αυ­ τή πού αρπάξατε, Χούλίες μου κι5 έγινιε ό λαιμός σας σ’ αυ­ τό τό μαύρο χάλι; Στον πάγο σάς έβαλαν αυτοί οι τρελλάρες; "Ενα απαίσιο γρύλλισμα τόν διιαικόίπτεΐί. Την ίδια στιγή καί χωρίς τά δυό σιδερέ­ νια χόριια νά πάψοιυν νά τον κρατούν, ένα; τερατώδης μαύ­ ρος πετιέται μιπρός του, που τά μάτια του λάμπουν άγρια καί γεμάτα μοχΘηρία. Ό κουτο^πυγμαΐος τόν βλέ πει καί τά μάτια του ...λά­ μνουν από χαρά. — Βρέ!,, τσιρίζει σ/άν άν­ θρωπος πού βλέπει μετά πο­ λύ καιρό κάποιον παλιό του φίλο. Ό.·. κύριος Γικόθ! Λοι­ πόν, μάτια μιου ήρθες επάνω στην ήρα! Ο ΧΟΥΠ... ΑΡΝΙ ΤΗΣ ΣΟΥΒΛΑΣ! ΡΑΠΜΑΤΙ.ΚΑ, είιν,αι ο ιΓκόθ, ό απαίσιος μά­ γος των Χάνγκο, (*) πού κυνηγάει σαν λυσσασμέ­ νος τόν Κάλ καί την συντρο­ φιά του, γιά νά έκδιΐκηιθή γιά την ιεροσυλίία πού έγινε μπρο ατά στο είδωλο τού τρομερού Θεού Βάαίλ ικαί γιά τό γκρέμι σιμά του ναού του. Ό Γκόθ έχει 'καλέσει τους (*) Διάβασε το 4° τεύχος τού «ΚΑΛ» μιέ τίτλο: «Ό 'Κατιαίρα-

/μένος... θεός».


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πόλε μ ιιστές του άνάβοντας φω τιά πάνω στην κορυφή του βουνού και τώρα επικεφαλής του στρατού του, τρέχει νά ά ναικαλίύψη τούς εχθρούς του. Ό Κάλ όμως μέ τη Μπέλλα και τή Χούλα είναι ήδη. αϊχμά ίλιοοτοι τών τρομερών ττανθήρων ικ,Γ έτσι ό απαίσιος μάγος μα ζ' μέ τούς πολεμιστές του βρ-δακουν στο δρόμο τους τον χαζό πυγμαίο, τήιν ώοα πού κάθεται κα'ι κάνει·., πολεμικό συμβούλιο μέ την παρδαλή κα •ρακάξσ του την Μανταλιένα! 01 Χσνγκο δεν ξέρουν βέ•'βσισ τ-ι κάνει ό Χούπ εκεί πού κάθεται. Ούτε ξέρουν ότι οι τοεΐς άλλοι· σύντοοφοί του δι­ ατρέχουν αυτή τή στιγμή ε­ φιαλτικό κίνδυνο θανάτου μέ­ σα ιστόν λάκκο τών σαρκοβό­ ρων θτοίων. Ό Γκιόθ φαντάζεται δτι κά που έκεΐ κοντά στον πυγμαίο θά βιρίίσκωνται οι υπόλοιποι τής παοέας και κΓ αυτό βά­ λει τούς πελεμιστές ^του νά βσδίσουν σιιγά - σιγά χωρίς κανένσιν θόρυβο για νά μήν τούς ακούση ό Χουπ. Ή καημένη. ή Μανταλιένα εΐ ναι ή μόνη, πού όντιλαμβάνεται τήιν παρουσία τους καί ε­ πιχειρεί του κάκου, νά είβοποι ήση τον βλάκα άίΦεντιίκό της για τον κίνδυνο. Έκεΐνος φαν τάζεται ότι θέλει νά κάνη... αυγό καί θέλει νά τής κάνη τό καπείλλάκι του φωλιά για αυτή τή δουλειά. Μά ακριβώς αυτή τή στιγμή ένας άγριος τον αρπάζει ξαφνικά απτό πί αω όπως είδαμε καί ό φοβειρός αρχηγός τών Χόνγκο, 6

9 ^Γικόθ!, πετι/έται ρανιασιμένος μπροστά του. 5Αντί ρμως νά δη — όπως φαντάζεται· — τον Χούπ νά τρελαίνεται ιάπό τό Φόβο του τον βλέπει αντίθετα νά γελάη ηλίθια καί τον ακούει· νά του λΐέη δτι έχει φτάσει επάνω στή,ν ώ,ρρ! •Γιά μια στιγμή ό άπαίσιος μάγος νομίζει- δτι ό τριπίθα­ μος εχθρός του εχει· τό θρά­ σος νά τον κοροϊδεύη και γί­ νεται έξω φρενών. Τό χέρι του φουχτώνει τή λαβή του μαίχαι ιρ.ού του πού βρίσκεται περα­ σμένο στή μέση του. Ό Χούπ καί πάλι δεν παίρ νει χαμπάο*! τίποτα. — Γκοθάκι- μου·, λέει στον τρομακτικό μάγο, πρέπει νά κάνουμε γρήγορα άν θές νά προλάβουμε! Άλλοι ώς θά τον χάσουμε για πάντα και τον Κάλ ικαι τις δυο λεγάμενες, μαζί1 του! Ό Πκόθ συγκροτεί τήν όρ μή του. Τά μάτια του γεμί­ ζουν έκπληξι. Δεν καταλαβσί νει τι του λέει ό πυγμαίος. — "Έφυγαν καί λες πώς θά τούς χάσουμε; γριίλλίζει άπειληιτικά. Σ’ άφησαν μόνο; — Καλά τό κατάλαβα ε­ γώ άπό τήν πρώτη στιγμή δπ χίαζοφέρνεις λιγάκι!,, τού λέει ό Χούπ νευριασμένος. Κα λέ δεν μέ βλέπεις πού εΐμαιι μονάχος μου; Είναι· ανάγκη νά ρωτάς κιόΐλίας για νά χά­ νουμε τον καιρό μας; Σου λέω ικαι σου επαναλαμβάνω πώς άν δεν τρέξουρε δσο μπο­ ρούμε γρηίγορώτερα, δεν πρόΐκειται νά τούς προλάβουμε!


10 Ό σαΐταν ικός μάγος, κατα­ λαβαίνει οτι εκείνος ό πυγμαΐ ο ο εΐναι έντελώς ηλίθιος. Ε­ άν πραγματικά οί θανάσιμοι εχθροί του έχουν φύγει, εκεί­ νος φαίνεται διατεθειμένος νά τον οδηγήση κοντά τους. Ό ύπουλος ΤΊκόθ (μονομιάς ίόλλάζε^ ύψος- Χαμογελάει στον Χούπτ για νά τον καλοττιάση. —Καί ξέρεις, εσύ, :μ ικρέ πυγμαίε, τού λέει ύπουλη καί γλυκεία ή φωνή τού μάγου, προς τά πού έχουν πάει για νά τούς βρούμε; ιΚαιί συγχρόνως ό πονηρός μάγος κάνει νόημα στον πο­ λεμιστή πού τον ικρατάει από τά μπράτσα, νά άφήιση έλευ θέρο τον Χούπ. Ό Χούπ θυμώνει·. — Μά δεν μιού λες: Κουρ­ κούτι έχεις στο κεφάλι σου αντί γιά μυαλό; φωνάζει τού

ΚΑΛ — © ΚΥΡΙΟΣ

Φορτώνονται τον δεμένο πυγμαίο στον ώμο τους καί ξεκινούν.

τρομακτικού μάγου. Τρεις φο ρές μέ ρώτησες τό ίδιο πρά­ γμα κι* ύστερα όταν δεν θά τον προφτάσουμε τον Κάλ καί τά κορίτσια θά μοΰ λες άτι φταίω εγώ! "Αντε! ’Ακολουθάτε με! θά κουνηιθήτε, βρε παιδιά, καμριά φορά·; Τί θα γί'νη]; Οί πολεμιστές κυττάζουν τον αρχηγό τους ικαί περιμιέτ νουν απ' αυτόν νά τούς δώση τό σύνθημα. Εκείνος διιστάζει. ΐΓιά ιμιά στιγμή περνάει άπό τό ίμυολά του, μήπως ό Χούπ τον κοροϊδεύει καί προ­ σπαθεί νά τον τραβήίξη σέ πα γίδα ιμ’ αυτόν τον τράτο. «Γρήγορα όμως ή ηλίθια φά­ τσα τού πυγμαίου τον κάνει νά πάρη τήν ιάπσφασί του. — Εμπρός!, ξεφωνίζει ά­ Δένουν τον χαζοπυγμαΐο σ’ ένα γρια. “εκίνια καί σέ ακολου­ καντάρι, σαν αρνί στή σούβλα. θούμε !


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Χούπ έτονμάζετακ νά ηρέξηι, αλλά σε μ·ιά στιγμή σταματάει· Γυρίζει καί λέει του Γκόθ': — "Ακου1 νά σου πώ, Γκοθάκι! 3έ)ρεις τι λέω; "Επειδή τρέχω πολύ γρήγορα καί δεν θά (μπορούν νά μέ φτάσουν οί λεβέντες από δώ, καλύτερα νά πηγαίνετε εσείς (μπροστά κιάΐ νά έίρχιωμαι εγώ από πί­ σω ! ^ Τού τρομερού μάγου τά μάτια πετούιν φωτιές. — Αφού εσύ ξέρεις, ανόη­ τε, προς τά πού πήγε ό Κάλ •μέ τις συντρόψισσές σας,, φω­ νάζει, πώς θά πηγάίνωμε ε­ μείς (μπροστά; — Τί! Παίζει ρόλο αυτό; ρωτάει ό Χούπ χαζά.^ Ό Γκοθ δεν |μπορεί νά συγκραττήισηι περισσότερο τά νεύ­ ρα του ρ5 αυτόν τον θεότρελλο πυγμαίο. Τού δίνει μιά

Τό κοντάρι πετυχαίνει τον άνθρωποπάνθηρα και τον ρίχνει.

11

Οι μαύροι τού Γκοθ σκοτώνουν τον τελευταίο πάνθηρα. σπρωξιά πού τον πετάει δέκα μέτρα (μπροστά. — Τρέξε ηλίθιε!, τού φω­ νάζει» μανιασμένος. Τρέξε κι5 εμείς \σ ακολουθούμε! Ό Χούπ τρέχει πραγματι­ κά θέλοντας καί μη. Μουρμου ρίζει όμως μέσα από τά 6όντια του: — Δεν θά)μαστέ μέ τά κα­ λά μας, ,μού φαίύεται! "Ολων των λογιών τά τρελλακοιμεΐα έβώ μέσα <ττή ζούγκλα μαζει>τήικανεί Δεν είναι ούτε μισό λεπρό πού τούς έλεγα νά τρέ ξουν καί δεν κουνιόντουσαν καί τώρα τούς έπιασαν οί ά­ γριες φούριες! Ωστόσο τά ποδαράκια τού Χούπ δουλεύουν όσο δεν δου­ λεύει τό μυαλό του. Οί Χόνγκο ιδρώνουν πραγματικά ώσ­ που νά^ τον φθάσουν, καθώς^ ό πυγμαίος τρέχει προς τό δεν-


η τρο οπού βρίσκονταν ή ΜπέΙλλα ιμιέ τη Χούλα σταν τούς ρί­ χτηκαν οι άνθρωποπάινθηρες. Μέσα σε πέντε λεπτά έχει ικ ιόίλισος φτάσει έικεΐ και στα­ ματάει,Εκεί, στη ρίζα του δέντρου· εΤνοίι· πεσμένος εΜαις άνθρωπο πάνθηιρας μέ σπασμένο το κεφώλι. Οι Χάνγικο μαζεύονται όλόΥΜρα και ό Γκόθ βουττσζει το σκοτωμένο τέρας με γουρλωμένα τά ιμάτιοζ. _ — Αυτόν πού βλέπεις, τού λέει ό Χούπ θριαμβευτικά, τον κανόνισαν οι Χούλες )μου·! —* ΊΞβώ έχει γί(νει ολόκλη­ ρη μάχιηι!, λέει παραξενεμένος 6 Γκόθ παρατηρώντας ο­ λόγυρα μέ τό έμπειρο μάτι του. 5 Ενώ όμως ό φοβερός μάγος προσπαθεί απ' αυτά πού βλέπει νά ικαταλάβιη. γιατί τον έχει φήρει ώς έκεΐ ό πυγμαίος ό Χούπ τον πλησιάζει και τον τραβάει σιγά από τη ζώνη. —· Καλέ, Γκοθάκι!, τού λέ­ ει φιλικά. Ό μάγος μουγγρίζει άγρια γι' αυτή την οικειότητα πού δεν του αρέσει καθόλου, αλ­ λά έξίακολουθεΐ νά κάνη: τον κουτό. — Τί συμβαίνει; ρωτάει περίεργος. * — Μήπως σου βρίσκεται καμριά φούχτα... κεχρί; — Τι πράμα! !, σκούζει ά γριά ό Γκόθ καί χοροπηδάει από τή λύσσα του^—- Κεχρί! !, τού έπαναλαμ βάνει· ό Χούπ ιμέ όλη του την απάθεια. Γι,αττα σου κακοφαί­

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ νεται; θέλω νά δώσω σ' αυ­ τήν έκεΐ την ιπτάμενη αντιλο­ γία! Δέν ξέρω τί έχει πάιθει καί δέν εννοεί νά ερθη κοντά? Κι5 ό Χούπ φωνάζει δυνατά στην παρδαλή καρακάξσ πού ψτερουγίζει στον αέρα καμμιά είκοσαΐριά μέτρια παρακά­ τω, κρώζοντας σαν γριά-μάγισσα: —- Μωρή Μανταλένα! "Έ­ λα δώ, μωρή ! Δέν ντρέπεσαι ; Τί θά λέη κι' ό ξ'ένος κόσμος για την ανατροφή σου; Αλλά ή κ,αιρακάξσ δέν είναι χαζή σάιν τό αφεντικό της. Δέν εννοεί τέ κανένα τρόπον νά πλησιάση* στον 'ΓκόΙΘ πού τον φοβάται πάρα πολύ, ούτε στούς άγριανθρώιποος πού τον περ.ιτρ [γυρίζουν. Ό τρομακτικός Γκόθ άοπά ζει ανυπόμονα τον Χούπ από τό χέρ ι, -— Πού είναι ό Κάλ; μουγγρίζει άγρια. ;Πού πήγαν; ^— Καί τί λες πώς εΐ,μ5 ε­ γώ; Καφετζοΰ; τού λέει ό Χούπ χασκογελώιντας. Πού θές νά ξέρω; Έδώ ήταν πού τούς ρίΐχηηικαν αί λεγάμενοι. Τούς μάγκωσαινι, τούς φόρτω­ σαν στον ώμο κι’ από δώ πάνε κι3 οί άλλοι! Μή μέ ιρωτήσης πού ακριβώς, γιατί δέν άφη­ σαν διεύθυΜσι! —- Ποιοι τούς ρίχτηκαν; — Ο ί τρελίλάρες! — Μικρέ πυγμαίε, θά χάπ σω την υπομονή μου! , μοιυγγρίζει ιό (Γικόιθ μή μπορώντας νά συγκρατηίθή περισσότερο. —Δώσ' τη, μου έμενα νά στ ή φυλάξω! τού λέει ό πυ­ γμαίος μέ προθυμία. Έγώ δέν


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ χάνω τίποτα! "Άσπροι άφροί λύσσας βγαίνουν ιοπτό τά χείλη, τού απαίσιου ραγού. Καταφέρνει· όμως για ριά φορά άικόρα νά συιγκρατηθή. —ίΠώς ήταν αυτοί πού έπετέθηισσν στους φίίλους σου; Τούς είδες εσύ; ρωτάει τον χα ζο-Χούττ· — Μά τι ,μέ πέρασες, για στραβό, για νά (μιήν τούς δώ; τσιρίζει ο Χούπ θυρωριένος. 9 Ηταν ψηλοί, δυιό φορές στο ιμποϊ μ(ουι, ,μέ ωραία... χαρα­ κτηριστικά... γαρίλλα καί κάτ, νύχια έξη πήχες! — Σάν κι3 αυτόν εδώ; λέει· ό ·Γκο9 με μ·:ά άγρια λάμψι σιτά μάτια. — Ναι (μπράβο. Αφού τον έχεις μπροστά σου, μέ ρωτάς τ ως είναι! Έσύ παιδί ρου εΤ σαι πολύ ρ ττουζουκοκέφσλος! — Τούς έπιασαν οί άνθρω ποπάνθηρες!, ιμουγγρίίζει μέ λύσσα ό Γκόιθ κια'ϊ τά ράτια του 'Κ οκικ ιν ίζουν π ερισσότερο άπ3 δ,τι είναι κόκκινα. Άν δέ τρέξουμε αυτή τή στιγρή.... Μά ούτε... φσβάραι πώς και ^ώρα πια δέν πρσλαβαιίΐνοομιε. Αυτοί δέν περιμένουν. Θά τούς έχουν ρίξει κιόίλας στούς πάνθηρες!... —Ποίίούς θά έρριξαν ρέσα στους πάνθηρες; τσιρίζει ό Χούπ ιμέ ράτια. γουρλωμένα ά πό τον τρ(ό|μσ. — Τον Κάλ μιέ την Μπέλλα καί τήν χοντρή άραπίινα... Τήν ξέρω πολύ καλά αυτή τή φυλή!... Οί φίλοι σου πού εΐ ναι οί καπαρωμένοι εχθροί μιου, θάχουν κιόλας πεθάνει·.,

13 ιΚιΐ’ άν έχη γίνει αυτό, έσύ, μικρό τερατάκι, θά πλήρωσης γ ιά άλα, τή φοβερή άργή ,μου 1 — Τώρα μάλιστα! Τάπια σες τά λεφτά σου! του λέει ό Χούπ σκάζοντας στα γέ­ λια. 3Εγώ, λέει θά τά πλη­ ρώσω όλα! Βγάλτο άπό το νού σου πώς έχεις νά βής δε­ κάρα από τό χέρι ιμου! Π ιό μίπατιράκι άπσ ·μένα δέν υ­ πάρχει σ3 όλες τις ζούγκλες, Βόρειες ^κιαί Νότιες! — Πιάστε τον!, ουρλιάζει ό Γικόθ ιμΙέ ριανία. Πιάστε τον καί βίέστε τον γερά τον βλά­ κα. ! Κι3 ακολουθήστε ρε αμέ­ σως !.... 3Ί σως προλάβωρε.... Μά κι3 άν δέν προλάβωρε, οί σνθρωποπάνθηιρες πού τόλμ η σαν νά αγγίξουν τούς διίκούς μου εχθρούς, θά τιμωρηθούν σκληρά! Θά ξεροίζώσω όλόκλήρο τό χωριό τους καί θά σκοτώσω οποίον άπ’ αυτούς βρεθή στον δρόμο μου!.·. Ό Χούπ, για πρώτη φορά καί παιρ3 όλη τήν παροιμιώδη χαζομάρα του, καταλαβαίνει επί τέλους τά πραγματικά αί σθήιματα καί τούς πραγματι­ κούς σκοπούς του σατανικού μάγου Γκάθ. ·Καθώς οί Χόνγκο όρμίαΰν καταπάνω του νά τον αρπάξουν κάνει νά τό σκάση, βγάζοντας ένα στριγ γό τσιριχτό φόιβου. Μά δέν προλαβαίνει. Δεκάδες έχθροί του είναι κοντά καί α­ πλώνουν τά χέρια τους απ’ όλες τις μεριές. Στη στιγμή τον αρπάζουν κι* όσο κι3 άν φω νάζη κι3 άν ικλωτσάη, δέν κα­ ταφέρνει νά κάνη τίποτα. Μέ­ σα σ3 ένα λεπτό έχουν φέρει


14 φυτικά σκοινιά ικοοΐ τον δένουν κάλά-καλά, πάνω σ’ ένα... κοντάρι! “Ύστερα δυο άπό τους μαύ ρους πολεμ ιιστές φορτώνονται στον ώμο τους τον καντάρι συ τό αάν σούβλα, *μετοοφέροντας έτσι καί τον άνοικσνόμητο πυ γ,μιαΐο. — Γρήγορα!, ουρλιάζει ό ΓκόΙΘ. Ξέρω ένα ικρυφό μονοπά τι που θά μάς βγάλη πολύ πιο γρήγορα στο χωρίο των άνθρωποπανθήρων .. Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ •ρ & ΑΘΩΣ τρέχουν σαν δαιΚβΓ μον καμένοι τηρος το χωΐο^ριό των τεράτων εκείνων πού χορταίνουν μέ ανθρώπινη, σάρκα τά τρομερά φυλακισμΙένα θηρία, ό Χουττ πάνω στη σούβλα του... μονολογεί: — Δηλαδή, έτσι πού ήρθαν

Πετάει μέ δύνοομι τό κοντάρι μέ τόν Χουπ στο λάκκο.

ΚΑΑ

© ΚΥΡΙΟΣ

τά πράγματα πάλι καλά την τωσούρα; _ Καί φωνάζει θυμωμένος σ’ αυτούς πού τον κουβαλάνε: — Καλέ σείς! Λεν μπορεί τε νά μέ τραντάζετε λιγότε­ ρο, γιατί μούρχετακ άνακατοσούρα; Εννοείται πώς οΐ άγριοι Χόνγκο δεν του δίίνουν καμμίά σημασία. "Εχουν φτάσει πιά πολύ κοντά. "Ακοΰνε κιόλας τά ουρλιαχτά των πανθηρ αν­ θρώπων πού παρακολουθούν την άγιων ιώδη μάχη τού λευ­ κού παιδιού της ζούγκλας, μέ­ σα στον απαίσιο λάκκο των πανθήρων. Ό 'Τρελλο-Χούπ ακούει τις ιαχές τους καί μονολογεί: — "Ά! Τί ωραία! Θά δού­ με καί ματς! Φτάνει νά ύττάρ χουν στο γήπεδο θέσεις γιά·.. θεατάς τής σούβλας! Την ίδια στιγμή αρχίζουν κιόλας νά περνούν ανάμεσα άπό τις καλύβες των άθρωπο πανθήρων. Δεν συναντούν ό­ μως ικίανενίαν στο δρόίμο τους, γκατί οι κάταιΐκοι τού χωριού ώς καί τά μωρά ακόμα, είναι μαζεμένοι γύρω άπό τον α­ ποτρόπαιο λάκκο τον στρωμέ νο μέ .ανθρώπινα κόκικαλα και παρακολουθούν τή μάχη τού τρομερού αγοριού μέ τούς έξαγρ κοο) μένους πάνθηρες. Μια δυνατή κραυγή άπογο ητεύσεως δονεί τον αέρα. Εί­ ναι ή στιγμή πού ό ακατανί­ κητος Κάλ έκοψε τό λαρύγγι τού τελευταίου πάνθηρα. Μιά στιγμή πριν τρία ακόμα άπ5 αυτά τά αΐ,μοβόρα θηρία εμ­ φανιστούν άπό την πόρτα τού


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! λάκκου για να ριχτούν έναΐντί« ον του. — ’Οφσάϊτ!, τσιρίζει οκού γόντας την κραυγή τής απο­ γοητεύσεις. Σχεδόν τουτάχρονα μέ την κραυγή του χαζο-Χούπ, συ­ ναντούν και τους πρώτους άν~ Βρωποπάνθηιρες που είναι άνε βασμενοΐ' στα τελευταία δέν­ τρα τής πλατείας, γιαπί δεν βλέπουν να παρακολουθήσουν τή θανάσιμη, πάλη άπό τά χεί λη τού λάκκου πού είναι γε­ μάτη, κόσμο. — Ποσά - πάσα είναι ,^παι δ·ιιά; τσιρίζει 6 άνο ικανό μητος Χούπ σ’ έναν άνθρωποτιΐάνθη|ρα πού είναι σκαρφα­ λωμένος στο πλαϊνό του δέν­ τρο. Μα δεν προλαβαίνει νά τε­ λείωση ούτε τήν έρώτησί του κολά-καλά καί ένας Χόνγκο καρφώνει με το ακόντιό του τον άνθρώποπάνΟηρια στο στή θος καί τον γκρεμίζει άπό τό δέντρο, ενώ εκείνος άφηνει έ­ να άπελπισμιένο ουρλιαχτό πο νου. — Αυτά παθαίνουν οί τσα -μίπαζήδες!, λέει ό Χούπ κου νώντοος τό κειφάλι του. Δεν έχει τον καιιρό νά πή περισσότερα, γιιατί αμέσως ή έπίίθεσις γενικεύεται. Οί πυ λεμι στες τού Γκόθ, στή σκλη­ ρή δΐιιαταγή του, ρίχνονται άσυγκίράτητοι έναντίον των παν βηοοανθρώπων πού δεν έχουν άλλο οπλο άπό τά τρομερά ατσάλινα νύχια τους· Είναι ή στιγμή πού μέσα στον λάκκο, ό Κάλ, τό λευκό παιδί τής ζούγκλας σφίγγον-

15

'Αρπάζει τον Χούπ κοοϊ τον άνεβάζει πάνω στα κάγκελα. τας τό μα]χαίίρι του στή φού­ χτα του καί τρεκλίίζοντας ά­ πό τήν κούρασή ετοιμάζεται νά_πεθάνη! σάν ήρωας. -αφνικά, ή Μπέίλλα κυατάζει ψη|λά καί μια χαρούμενη φωνή ξεφεύγει· άπό τό λαιμό της: — Ή Μαντάλένα! Πραγματικά είναι τό παρ­ δαλό πουλί τού Χούπ, πού έχει, άκολουιθήσει άπό· ψηλά τό άφεντικόι της καί πετάει αυτή τή στιγμή πάνω άπό τό λάκκο. Γιά ,μιά στιγμή, στα μα­ τ ιια τού Κάλ, λάμπει· ή έλπίδα. Για νάναι έκεΐ ή Μανταλένα, θά είναι άπσραιτήτως κι5 ό Χούπ. Κάί νάναι όμως ό μιικροσκΟπιικόις: .πυγμαίος,, τΐ μ'πορεί νά κάνη μόνος του ε­ ναντίον όλων αυτών τών άγρ·ιανθρώπων; —- Μάλλον θά τον έχουν πι


16 άσει· και θά τον φέρουν νά μοι ραστή κι3 αυτός την τύχη. μας μουρμουρίζει , θλιμμένα: καί κυττάζει ατά ι ματ ία τους θ'αμάσι/μίους αντιπάλους του, πού αυτή τη φορά είναι τρεις. — Κάλ! Κάτι συμβαίνει! φωνάζει πάλι μέ χαρά ή Μπέλ λα γιά νά του δώση κουράγιο. ιΚαί πραγματικά, από τά χείλη του φοβερού λάκκου άρ χίζουν οί τερατώδεις θεατοί "ής ανθρωποθυσίας νά σκορπ ίΐζαυν παιν ικόδλητο ι. — λ Γρήγορα στο λάκκο !, ουρλιάζει στο * μεταξύ ό Γκόθ στους ανθρώπους του, σώσ~ε οποίον ζη άπό τούς τρεις. Έχο> καλύτερον θάνατον γΓ αυτούς ! ·.. ιΓιριήγορα!... 01 ^6υό πιαλεμ ιιστές πού κρατούν τον Χούπ, φθάνουν πρώτοι στο χείλος του λάκ­ κου. χ Ταυτόχρονα σχεδόν, δυο ά πο τούς πάνθηρες χύνονται κα τα πάνω στον Κάλ. Ό ένας άπό τούς δυο πο­ λεμιστές πετάει τό καντάσι του με ορμή καί το σίδερο της αιχμής του τρυιπάει την καρδιά του πρώτου θηρίου πέ ρα γιά πέρα. Ό δεύτερος ό­ μως δέν έχει άλλο πρόχειρο δπλο, παρά τό κοντάρι, πού έχει μετατροπή σε ...σούβλα. Χωρίς όμως, νά ένοιχληΐθή καί πολύ όΐτό τό βάοδς του Χούπ, το σηκώνει ψηλά καί τό εξα­ κοντίζει ! Τό1 καντάρι πετυχαίνει τό θηο'ίο άκρι-βώς τη στιγμή πού έκτινάσεται. μέσα στο άνοαχτό στόΙμα! Καρφώνεται βα θειά στον λαιμό του καί τό

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

κεφάλι τού χαζο-Χούπ, βρίσκεταα σχεδόν ολόκληρο, μέ­ σα στο στόμια τοΟ^ θηρίου, που ευτυχώς όμως είναι ^κιό­ λας νεκρό καί δέν μπορεί νά κλιεί/σηι τις μασέλες του· —Αμάν!, τσιρίζει ό Χούπ Αυτός ό πάνθηρας έχει... ένα κούφιο δόντι! Στο μεταξύ ή μάχη μαίνε­ ται πάνω ιστήν πλατεία του χωρίου. Οι δύο άγριώτερες φυ λες τής περιοχής δίνουν αγώ­ να έξοντώσεως, ιμεταιξύ τους. Μά ή μάχη αρχίζει νά^γέονη γιοήγαοα μέ τό ιμέ|ρος τών Χόιν γκο. Τά δπλα τους είναι πολύ π ιό μαικρυά από- τά νύχια τών ανθρωιποπανθήρων καί μπο­ ρούν νά χτυπούν πριν οι ε­ χθροί τους προλάβουν νά τούς πλησιάσουν. Οι άνθρωποπάν'θηιρες κατα λαβαίνουν δτι δέν μπορούν νά τά βγάλουν πέρα ιμέ τή λεγε­ ώνα τού Γκόθ. Μέ λυισσασμέ­ να ουρλιαχτά τρόμου ^καί μί­ σους, εξαφανίζονται ιμέσα στή ζούγκλα πού τριγυρίζει τό χω ριό τους. Τότε ό Γκόθ μέ μιά άγρια λάμΙψι χαράς στά μάτια^του πλησιάζει- στο, χείλος τού α­ ποτρόπαιου πηγαδιού καί κυ,τ ^άίζει τούς τέσσερις αϊχμάλω τους πού βρίσκονται· μέσα καί πού τώρα είναι δικοί του αι­ χμάλωτοι. Τά θηρ'ίία είναι δλα νεκρά καί κείτσνται ακίνητα πάνω στά θλιβεοά άνθίρώάινα οστά πού σκεπάζουν όλίόίκληρο τό βυθό τού τεράστιου λάκκου. Τό τελευταίο άπ3 αυτά τό οκό τωσε ένας πολεμιστής Χόνγκο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κι’ έτσι ό Κάλ οϋτε χρειάστη­ κε νά έϊτέμβη. ΚΑΛ, Ο ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΟΣ Α ΜΑΤΙΑ του απαίσιου Πικόθ, αστράφτουν από τον υρόαμίβο. Ό θανάσι­ μος εχθρός του ό Κάλ, μέ όλους τους συντρόφους του βρίσκεται αιχμάλωτος^ μέσα στον λάκκο τον στρωμένο μέ ανθρώπινα κόκκαλα. Δεν μ πιο ρουν νά βγοΰν μέσα απ' αυ­ τόν. Είναι- στην απόλυτη διά­ θεση! του. λ — ΙΊιάστε τους!, ουρλιά­ ζει μανιασμένα μιέ την αντι­ παθητική σφυριχτή φωνή του. Δέστε τους όλους χειροπόδα­ ρα και άνεβάστε τους επάνω Τ ούς θέλω ζωντανούς! Οι1 Χάνγικο διστάζουν γιά μιά στιγμή. Φοβούνται νά πη δήξουν μΐέσα σ3 αυτόν τον άτ,αιίσιο λάκκο του θανάτου, έ­ στω κι3· άν τά αίμοβό'ρα θηρία κείτονται νεκρά πάνω ατά άν θοώιπινα οστά. Γη στιγμή αυτή του διστα γμαΰ των μαύρων πολεμιστών ό Κάλ„ τό λευκό παιδί, τής ζούγκλας, δεν την αφήνει νά πάη χαμένη. Μπροστά στην ελπίδα τής σωτηρίας; όλη του ή κούραση ρχιει φύγει από τό ατσαλένιο κορμί του ώς διά μαγείας. Όρμάει επάνω στον τρέλλο - Χούπ που εξακολου­ θείς νά βρίσκεται- δεμένος στο 'άκάντ ιο μ ισοχωμένος μ έσ α στο στόμα του πάνθηρα. Ση­ κώνει ψηλά τό μαχαήρι. Ό κουτός πυγμαίος, τον βλέπει και τά ματάκια του γυ ρίΐζουν σάν σβούρα από τον

Τ

17 φόβο του. —Τι κάνεις εκεί, καλέ; τσι ρίζβΐ μέ όλη του τη δύναμη. 3Εγώ είμαι ό Χούπ! Τό άδερ φάκ,ΐ' σου! "Αντε βάλε γυαΓ· Ιλισ, κακομοίρη, πριν μου βρά λης τ' άντερα! μαζί Μά φυσικά ό Κάλ, δεν έχει κιαμιμ,ιά πρόθεση νά μαχαιρώση τον Χούπ. Κατεβάζει ^ τό μαχαΐιρι* μέ αστραπιαία κίνη­ σί κ|αΐ κόβει τά σκοινιά πού κρατούν δεμένον τον Χούπ. Ό πυγμαίος στριγγλίζει κατατρομαγμένος. Νομίζει ό­ τι ό Κάλ τον χτύπησε μέ τό μαιχαήΐρι και βάζει τά κλάμα­ τα. — 3Αμάν!, τσιρίζει γοερά. Μου την κάρφωσε ό άτιμος! Παιδιά, ένα φελλό γρήγορα νά βουλώσουμε την τρύπα, γι στί θά χυθή τό αίμα μου! Μά τό λευκό παιδί τής ζούγ κλας δεν έχει τον καιρό νά όσχαληθή μέ τις βλακείες τού χαζο-πυγμαίου. Οι Χόγγκο πολεμιστές, βλέποντας ότι. άρ πάζει στα ατσάλινα χέρια του τό ακόντιο καί τό ξεκαρ­ φώνει μέ μιά κίνηισι από τον λαιμό: τού θηρίου, αρχίζουν νά πηδούν μέσα στο λάκκο ιού θανάτου, μέ άγριες ιαχές. Ό Κάλ αρπάζει τον Χούπ οπό τό σβέρκο καί τον σηκώ­ νει ψηλά. Ταυτόχρονα φωνά'ζει προς τό μέρος τής Μπέλλας καί τής Χούλας: —Γρήγορα! Προς την πορ τούλα των πανθήρων! Τά μάτια τής νέγρας γεμί­ ζουν τρόμο. 3Αρχίζει νά τρέμη καί μόνο μέ τη σκέψι ότι θά


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

18 μπή μέσα σ5 εκείνη τή φοβε­ ρή τρύπα απ’ όπου βγαίνουν τά τερατώδηι θηρία. Ή Μπέλλα την σπρώχνει άποφασ ιατ ΐικ ά μπροστά. — Γρήγορα, Χούλα!, φω­ νάζει επιτακτικά στ3 αυτί της. Κάνε ό,τι λέει ό Κάλ! Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να σωθούμε... Όρμοΰν ,στήν πόρτα. Πρώ τη ή Χούλα γονατίζει για να περάση και ώσπου νά μπή περνούν αρκετά δευτερόλεπτα γιατί είναι τόσο χο'ντρή πού δεν χωράει. Στο μεταξύ ό Κάλ τούς έ χει- πετάξει κοντά και τον π«υ γ,μάϊο. Ό Χούπ δεν έχει δή ότι άπ5 αυτή τήν πορτοόλα

βγαίνουν σί πάνθηρες και δεν έχει κορμιά άντίρρηρη νά χω 6ή ιμέσα. Μά δεν μπορεί φυ­ σικά νά τό κάνη προτού πε­ ράση: ή Χούλα· — Πάει!, τσιρίζει τρομο­ κρατημένος. Φρακάραμε! ^Κα­ λέ Χοΰλες! Δεν εΐναι άνάγικη νά περάσετε καί οΐ τρεις μα ζί! ΜίαΗμία για νά χοοιρεσετε. Τή στιγμή αυτή ή νέγρα κα ταφιέρινει επιτέλους; καί περ νάει. —Μπράβο!, λέει ό πυγμαΐ ος ενθουσιασμένος· Μά όλα έγώ θά σάς τά λέω, τέλος πάντων; Ή Μπέλίλα δεν τον αφήνει νά συνεχίίσηι τήν φλυαρία του1. Του δίνει μιιά γερή σπρωξιά καί τον πετάει μέσα άπ3 τήν

4 Η σούβλα μέ τον Χούττ καρφώνεται στο λαιμό του θηρίου.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

19

Τό κεφάλι τοΰ Χουττ σφηνώνεται στο στόμα του πάνθηρα πορτούλα. — Κυττα ευγένεια, κορί­ τσι πράμα!, .μουρμουρίζει ό χούπ φουρκισμένος. "Ετσι σ5 έμαθε ή μαμά σου νά φέρνε­ σαι; Στο μεταξύ, ό Κάλ .μάχε­ ται απεγνωσμένα νά συγκιρα τηαη τους θηριώδεις Χάγκο. Με το κοντάρι πού κρατάει στά χέίρια του, χτυπάει, όπου 6ρή μέ φοβερή μανί(α καί δεν τους άφήνει νά ττληριάαουν. "Έχει ακούσει τον Γκόθ πού δκ,εταξε νά τούς πιάσουν ζων­ τανούς και καταλαβαίνει ότι δεν κινδυνεύει νά σκοτωθή πά­ νω στη μάχη. Οι Χάνγκο πού έχοον πηδήξει στον λάίκκα κιρα τουν τά άκόντιά τους, αλλά

δεν τά πετούν· Προσπαθούν ιμόινο νά τον χτυιπήισισυν στο κε φάλι μ5 αυτά γιά νά τον ρί­ ξουν άναί|σθη(το. Δεν είναι εύ­ κολο ρμως νά τον πληισιάση κανείς γιά νά τον χτυπήση.. Την ίδια στιγμή ακούει τή φωνή τής Μπόλ/λας; πού έχει ■μπή ιμέσα στήν πορτούλα;,, πί­ σω από τον Χούπ. — "Ελα, Κάλ! Τό γιγαντόσωμο αγόρι κά νει έναν κύκλο θανάτου με τό άκάντιο που κρατάει. Οι! Χόνγ κο οπισθοχωρούν δυό βήματα τρομαγμένοι. Πολλοί άπτ’ αυ­ τούς πέφτουν κιόλας πάνω στά ικόκκαλα πού είναι κάτω από τά πόδια τους καί μετα­ κινούνται σέ κάθε τους βήμα


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

20

Μέσα σ αυτή τή )σύγχυσι ό Κάλ όρμάει προς την .μικρή πορταύλα των πανθήρων καί, πριν ικρανείς προλάβη, νά τόιν κυνηγήση, χώνεται μιέσα. Ή πόρτα είναι μια βαρειά πετριά που τό παιδί τής ζούγ ■κ-λιοος την τραβάει καί την κλείνει με μ(ιά κίνηισι. Ο1! άγριοι πολεμιστές τοΰ Γκόθ χύνονται λυσσασμένοι ά πο εξω καί προσπαθούν νά την ανοίξουν, άλλα δεν τα καΦερνουν γι-ατί ή βαρεία πέτρα οτερίεώνεται ατό μέσα μ5 ένα μοχλό. Γιά μια στιγμή οί τέσσε­ ρις σύντροφοι πού έστω καί προσωρινά έχουν άποφύγει τη συλληιψι καί τον θάίνοΰτο, κυττσζουν τό μέρος εκείνο που τούς έχει ρίξει ή μοίρα. "Ενας στενός διάδρομος ανοίγεται μπροστά τους, σκαμμένος μέ σα στη γή. Είναι πολύ χαμη­ λά καί μόνο ό Χούπ μπορεί νά περά,ση όρθιος έκεΐ μέσα. "Ολοι οι άλλοι είναι ύποχρεω μένοι νά σκύβουν τά κεφαλιό: τους γιά νά μην τραΐκιάρουν στην όριοφή. — Τι θά κάνωμε τώρα; λέ­ ει ή Μπέλλα: ανήσυχα, κυττάζοντας τόν Κάλ. Ό αδιόρθωτος Χούπ βρί­ σκει την ευκαιρία νά πετάιξη πάλι τό διικό του: — ’Άν έχη, κανείς τράπου­ λα νά παίξουμε ξερή!, λέει θριαμβευτικά. Ή Χούλα δεν ιάντέχει. Ση­ κώνει τή -χερούκλα, της καί τού1 δίνει μιά σφαλιάρα. Ό χιαζο - πυιγμαΐος τρελ,λός άιπό ευτυχία στριφογυρί­

ζει σαν σβούρα από τή σφα­ λιάρα;. —· Είκοσι στροφές!, ξεφω V ίΐζε ι ένθουσ ιασμένος. Νέον ρεκόρ-·.. κλειστού ^ στίβου! "Αχ, χιρυισές μου Χούλες ! Π ο λύ είχα λαχταρήσε,ς αυτή τή στιγμή! ’Άν σάς είχε μασή­ σει εκείνος ό φαφούτης ό παν Θήρας, ποιος 8ά μ-ούρΐρ ιχ,νε τώ ρα .εμένα τό... δυναίμωτικό μου; ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΘΗΡΕΣ Ο ΛΕΥΚΟ παιδί τής ζούγκλας δίνει τό κοντά ρι στη Μπέλλα καί σψίγ γει εκείνος στο χέρι τό μα­ χαίρι του. — Εμπρός !, ^ φωνάζει με μιά άποφασιστική λσμψι στα μάτια. Ακολουθήστε με ^ καί μήΐν απομακρυνόμαστε ό ένας από τόν άλλον. Μόλις στρί­ ψουμε στο τέρμα αυτού του διαδρόμου Ιθά συναντήσουμε τούς πάνθηρες... Πραγματικά τά -βάθη εκεί νου τού τρομερού ύπαγειάυ άναταιράζονται από φοβερά ουρλιαχτά πανθήρων. Ό Κάλ βαδίζει άφοβος μπροστά. Εί­ ναι “βέβαιος πώς τά θηρία θά βρίίσικωνται μέσα σέ κλουβιά κύ έτσι δεν ανησυχεί ότι μπο­ ρεί νά τούς επιτεθούν. Ή πεντάμορφηι Μπέλλα βα δίζει δίπλα του. Δέν φοβάται κ,\3 αυτή καθόλου. "Εχει από­ λυτη εμπιστοσύνη, στο άκατσνήκητο παιδί τής ζούγκλας. 'Ωστάσο ιστό πρόσωπό της εΐ ναι ζωγίραφισμιένη ή απορία. —· Μα ό «Γκάθ είχε πεθάνει

Τ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κάτω άπό τά συντρίμμια τού (ναού Βαάλ!, 'λ<έ)ει σέ μια στι­ γμή -στον Κάλ. Πώς είναι ζων τανός τώοα; Καί πώς δεν σέ παραξενεύει κι5 εσένα αυτό τό γεγονός; — Το ήξερα πώς ζουσε ό Γ’κόθ!, αποκρίνεται άφηρημέινα τό παιδί της ζούγκλας. Τώ,ρσ ή έκπληξις της Μπέλ λιας γίνεται ακόμα μεγαλύτε­ ρη· — Τό ήξερες; μουρμουρί­ ζει. Δεν έλεγες ικΓ εσύ δτι είχαμε γλυτώσει μια νι-ά πάν­ τα απ’ αυτόν τον άπαίίσιο μά­ γο; Ό Κάλ κουνάει παράξενα τό ικεφάλι του. - Γ·ά τήν ώρα έχει σημα­ σία νά ξεφύγουυε άπό τά χέοιια του, λέει ξεοά. 'Ύστερα έρχονται αλα τ’ άλλα... "Εχει φτάσε; στο στρίίψιμο ί ου δ ι αδρό)μου. Περνώντας το βρίσκονται σέ μαά απέραντη υπόγεια αίθουσα, πού τό ύ­ ψος της οοοφής της περνάει λίίγο περισσότερο τά ύψος ε­ κείνο του δισδοόιμου τιαύ έ­ χουν περάσει. Ή αίθουσα αυ­ τή είναι γεμάτη! πελώρια σι­ δερένια κλουβιά. Μέσα σέ κά­ θε κλουβί 'βίρίΐσικεται κι5 άπό έ­ νας μεγάλος πάνθηρας. Τά θηιρΐΐα ουολιάΓουν σαν δα ιιμονισμέΐνα ικ αί πήγα ινοέρχονται ανήσυχα Ιμέσα στά κλουβιά τους. Δ ο άνίο-ιάνθρωποι, φύλακες τών σίμοβόοων ζώων πού βρί­ σκονται έκεΐ. δέν έχουν τολιμή σει νά βγουν έξω στην πλα­ τεία τού χωοαού, καθώς ακόυ­ σαν τη βοή τής ιμάχηις μέ

21 τους Χόνγκο· Καταλαβαίνουν δτι ό εχθρός, οποίος κίαί νάναι δέν θά τοιλίμιήιση. νά μπη έκεΐ μέσα στη φωλιά έινος ο­ λόκληρου στρατού άπό έξαγρι ωμένους πάνθηίρες. Τώρα, βλέποντας τούς τέσ­ σερις συντρόφους, .ρίχνονται μανιασμένοι καταπάνω τους. Μά ό άτράμίηττος Κάλ καί η αντάξια συντρόφισσά του δέν είναι απ' αυτούς πού φο­ βούνται εύκολα. Ή κοπέλλα ζυγιάζει ικαλά ατά χέρια της τό τρομερό ακόντιο καί τό ε­ ξακοντίζει μέ τρομακτική δύνοιμι. Τό ακόντιο διιαπερνάει ^ό ανθρωπόμορφο τέρας στο στήιθος καί τό σωριάζει νεκρό. Ό Κάλ αρπάζει τον δεύτερο άνθρωπο πάνθηρα στά άτσαλε νισ χέρια του καί τόν χτυπάει κάτω στάν χταπόδι, χωρίς νά μεταχειριστή τό μαχαίρι του, αφήνοντας τον ιστόν τό-πο. Ό χαζό -Χούπ φωνάζει εν­ θουσιασμένος : —Αφήστε καί κσνέναν για (μένα, 'βιοέ παιδιά, νά δείΐξω Στο μίεταξύ ό Κάλ- -ανακα­ λύπτει· κάτι μαικρυά καί χον­ δρά ξύλία πού έχουν οι άνθ,οωποπά/νθηρες γιά νά καθοδη­ γούν τά θηρία προς τό διάδρο ιμιο πού οδηγεί σ’ εκείνον τον άπαίίσιο λάκκο του θανάτου. —Π άρτε άπό ένα!, φωνά­ ζει στους συντρόφους του. Θά βγάλουμε ©λα τά θηρίΐα άπό τά κλουβιά τους καί θά τά όφήσουμε νά ξεχυθούν έξω στήιν πλατεία! Είναι ικαμμιά τριανταριά πάνθηρες· 3Ασφα­


22

ΚΑΛ ■V

λώς οι εχθροί ρας θά τρομο­ κρατηθούν και θά σκορπίσουν Πολύ ευκόλώτρρα! θά ξεψυχού­ με όταν δεν είναι συγκεντρω­ μένοι όλοι μαζί γιιά νά μας κν νηγήσουν!... — Παναγίτσα μου!. στριγ γλίζει ή Χούλα ικ>αι τά μάτια της γυαλίζουν <5οττο τον φόβο, αάν αναμμένα κάρβουνα. "Αν βγάλετε έξω αυτά τά άγρια θηρία, εγώ θά λ ιποθυμήσω! — 3Απαγορευονται οί λιατρ θυμίες ον ώρα μάχης!, τσιρί­ ζει ο χαζό Χούπ αυστηρά. Ελάτε νά σάς ^ δθίιξω ^ττώς θά γίνη ή δουλειά! Στο χωριό μου έβοσκα κατσίκια! Μ3 αυτά τά λόγια τρέχει κιόλας κι5 είναι έτοιμος νά ανοίιξη τη σιδερένια τάρτα ενός κλουβιού, αλλά ό Κάλ (μ5 ένα πήδημα φτάνει· κοντά του και του αρπάζει τό χέρι. — Χούπ!, φωνάζει μέ θυμιο. "Αφησε τις ανοησίες άν

Έτοιιμάζετοοι ν’ άμυνθη ένοοντίον των μαόρων...

™ ■ ' —Τ

,

.

ι.,.,.,ι·

.|-··“-1Ί-

Ο ΚΥΡΙΟΣ ιΊ..··πΓ,ι

|- ιί

...)^|.Ι·Γ·Π·»»-Τ>1|(ί!·^·Γι

θές νά γλυτώσης τη ζωή σου! — ιΚα! πώς δε θέλω!, δι­ αμαρτύρεται ό πυγμαίος. ’Αλ λά δεν κάνω ανοησίες. Κάνω μονάχα αύτό πού εΙΗτες τζα­ ναμπέτη, ! — "Ακου τι θά κάνης!,, του λέει ό Κάλ μέ καταπληκτική υπομονή. Βλέπεις εκεί ^τήν πόρτα τής έξόδου πού έχει αυτή ή αίθουσα; —' Ολόκληρη. πρρτα και νά μή τη 'βλιέττιω; τσιρίζει ό χαζο-Χουπ γουρλώνοντας τά μά τια του· -— Ώοαΐα. Λοιπόν, όπως βλέπεις εργάζεται μέ τέτοιο κρότο, ώστε νά άνοίίγη δταν τραβάς ©κείνο τό σκοινί και φεύγει ή μπάρα πού την κρστάει κλειστή άπό μέσα. — Φέξε μου και γλίστρη­ σα! τσιρίζει ό πυγμαίος κου­ νώντας την κεφάλα του. Πες μου: «τραβάμε τό σχοινί κι3 ανοίγει ή πόρτα!» Όλα τ’ άλλα είναι· για μένα κινέζικα! Λοιπόν; θέλεις νά πάω νά τό τραβήξω; — "Όχι ακόμα, λέει ό Κάλ. Τρέξε καί σκαρφάλωσε ήκεί πάνω στά κάγκελα του κλου­ βιού, δσο πιο ψηλά μπορείς. — Δεν μπορώ στά ψηλά!, ζαλίζομαι-!, λέει ό Χούπ μου τριωμένος. — Χούπ, άφησε τις άναησίΐες τέλος πάντων!,, διατάζει ό Κάλ αυστηρά. Πρέπει νά κά νσυμιε γρήγροα γιά νά αίφνι­ διάσουμε τούς Χόνγκο. Διαφρρετ ικά θά χάσουμε τη ζωή μας! — Τέτοιος κουφιοκεφαλάκης πού είσαι έσύ, .μπορείς


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ να χάσης ικιοοί το παντελόνι σου!, τσιρίζει ό αδιόρθωτος πυγμαίος νευριασμένος. 5Εγώ δεν χάνω τίποτα! Ό Κάλ βλέπει ττώς δεν ιμττο ρεΐ ινα συνεννοηΐθή μέ τον πυ­ γμαίο- Τον αρπάζει λοιπόν στα στιβορά του χέρια καί τρέχει .στο τελευταίο κλουβί πού είναι ιμπραστά στην πόρ­ τα. Σηκώνει τον Χουπ ψηλά (μέχρι την οροφή καί του λέει: — Κρατήσου ατό τά κάγ­ κελα καί .πρόσεξε (μην πόσης, γιατί εδώ από κάτω θά μα­ ζευτούν σε λ ίγιο όλοι οί πάν­ θηρες ! — Που τό ξέρεις; Προφή­ της είσαι; ρωτάει ιμέ άπορία ό Χούπ. — Καί όταν θά μαζευτούν, συνεχίζει ^ό Κάλ ανυπόμονα;, μόλις σου πω νά τραβήιξης τό σκοινί για ν’ άνοιξη ή πόρ τα ικάί νά φύγουν τά θίηιρία. Κ απόλαβες; — "Οχι!, λέει ό πυγμαίος ηλίθια. Ό Κάλ τραβάει τά μαλλιά του από την άπελπ ισίΐα. Μα πρέπει νά έπιμείνη, γιατί μό­ νο ό Χουπ μπορεί νά κάνη ε­ κείνη τη δουλειά. Ή Χσύλα είναι βαρεία ικαί δυσκίΐνη,τη καί δεν μπορεί νά κρατη(θή για πολύ σκαρφαλωμένη, πάνω ιστά κάγκελα του κλουβιού Ή Μπέλλα κι5 εκείνος πρέπει νά βγάλουν τούς πάνθηρες α­ πό τά .κλουβιά τους πού είναι ή δυσκολότερη) δουλειά καί ή πιο επικίνδυνη. — Βρε χαζή, του λέει του πυγμαίου νευριασμένος, τί εΐ ναι αυτό πού δεν κατάλαβες;

23

Ή Μητέλλα εκσφενδονίζει \ιε 5ύνοίμι καί τέχνη τό κοντάρι. — 3Αφού θά κάνετε τόσον κόπο για νά μαζέψετε τούς πάνθηρες εδώ πέρα, γιατί ε­ γώ ν’ άναίξω την πόρτα νά μάς ξεψύγσυνε; τσιρίζει ό πυ γμ.αΐος μέ γουρλωμένα τά μά­ τια του. — Γιατί πρέπει νά βγουν έξω νά τρομάξουν τούς Χόνγκο καί νά τούς κάνουν νά δια λυθούν! Καί μόνο όταν βγουν όλοι μαζί ιμπορεί νά γί'νη, αυ­ τό· "Αν βγούν ένας -ένας ό,τως θά τούς ελευθερώνουμε ά πό τά κλουβιά, θά βλέπουν τό πλήθος των άγριων καί θά τιρέ χουν φοβισμένοι ποός τή ζούγ κλα. — "Αντε, μέ κατάφωρες· !, μουρμουρίζει ό Χουπ μέσα α­ πό τά δόντια του. Σαχλαμά­ ρα είναι, αλλά τέλος πάντων! —- Στηρίξου καλά!,, τού ξαναλέει ό Κάλ ανήσυχος. Κάί κράτα καί τό σκοινί. Κύτ


24

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ό χαζό-Χούπ, πού κάτω α­ πό τά πόδια του έχουν ιμαζευτή ικαμμιά εικοσαριά από τά πελώρια αυτά αιλουροειδή, έ­ χει αρχίσει νά τρέμη ολόκλη­ ρος από τό φόβο του. Δυιό τρεΐς πάνθηρες τόν παίρνουν εϊδηισΐ; κι3 άρχίζουν νά πηδούν αγριεμένοι πιρός τό ίμερος του·, προσπαθώντας νά αρπάξουν τά πόδια του. Ο ΧΟΥΠ — ~η, καλέ!, στριγγλίζει ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΩΝΕΙ ό Χούπ κατατριρμιαγμένος. Ά πό έξω σάς έχομε στρωμένο ΚΑΛ τιρέχει κοντά στις δυο γυναίκες. Ή Κου­ τραπέζι! 3Ειμένα θά φάτε πού λά κρατάει κΓ έκείνηι δεν φτάνω ούτε γιά μεζές; ένα από αυτά τά ,μακρυά ξύ­Στο μεταξύ ό Κάλ. μιέ τη Μπέλλα ανοίγουν πιά τά τε­ λα. στά χέρια: της, άίλλά μένει λευταία κλουβιά;. πίσω-πίσω·, γιατί δεν αντέχει — Στόσου, δεν τά μετρή­ στη θέα των τρομάρων θηρίων. σαμε άν είναι σωστά!3 λέει ό Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ ανεκδιήγητος πυγμαίος. Βάλ3 κλας ραζί ρΐέ την ατρόμητη τα μια στιγμή νά κάτσουν στη σιυνηριόΐφαισισά του οργίζουν ν3 γραμμή! * ανοίγουν τά κλουβιά των παν —* Χούπ, γιά τ όνομα: του Θηρών καΐί ριέ τά κούτσουρα Θεού! ^Ανοιξε την πόιριται!, τνού κρατούν τά διώχνουν φωνάζει ή Μπέλλα ιμέ άπελπιπιρός τό ιμέρος τής πόρτας. σία. Τά θηρία ουρλιάζουν άπαί­ σα. Προαισθάνονται όμως ό­ —Βεβαιωθήκατε δμως ποιώ τι θά τά Ελευθερώσουν, γιατί τα^ άν είναι καίλά κλεισμένη γνωρίζουν πολύ ικ,αίλά την ττόίο ή άλΙλη από πίΐσω, γιά νά μή τα ιάπό την όποίά τά έχουν σχηιυατισθή ιρεύίμια; τσιρίζει ό χ αζο-τπυιγμ αΐο ς · ιρίΐξει σ’ εκείνα τά κλουβιά. 3 Εξ άλλου κάθε φορά πού οί 0 Κάλ καταλαβαίνει δτι κύριοί τους τά έβγαζαν από δεν πρόκειται νά καταφέρουν τά κλουβιά τους, ήταν γιά νά να ισυνειννοηιθούν μέ τον ηλί­ γευματίσουν κι/3 έτσι κΐαίί τώθιο σύντροφό τους. Όιομάει ρα δεν διαμαρτύρονταν πάνω στά κλούβιά κιαί φθόνον —Είμαστε τυχεροί πού δεν τσς στην οροφή μέ ένα τινα­ αφηνιάζουν!, μουρμουρίζει ό γμό τών^ ατσαλένιων χειοιών Κάλ στην Μπέλλα, γιατί τό­ του, αρχίζει νά ταξιδευη έναε τε ιάλίλοίμονό- μας !... ριως μέ μεγάλη ταχύτητα ι Κ άναυιν ^ γρήγορα γ ι ατ ί;. όπιρός τό μέρος τού Χούπ. Σέ οο τά θηίρίΐα μαζεύονται, τόσο τρία δευτερόλεπτα τόν έχει ό κίνδυνος μεγαλώνει, φθάσςη Και τότε ο κωμικότα ιμιή φσβηιθής κι3 έρθηίς κά­ τω ! — Έγώ νά φοβηθώ; τσιρί­ ζει ό Χούπ προσβ εβληι μεα>ς. Καί δεν κλείνω τά μιάτι,α μίου νά ιμή τά β'λάπω τά Οποία; Κι5 άμα ιμουγγρίζαυνε πολύ δυνα­ τό:, θά λέω άτι τάχα τραγου­ δάει ή ιμάνα (μου. πού έχει, φω­ νή μπάσα!

©


ΤΗ1 10ΥΓΚΑΆΪ τραγικός πυγμαίος γυρίζει και τον βλέπει πλάϊ του. —- "Αοαα!, τσιρίζει μισοπε θομένος άπό το φόίβο του. Μπά! Έσύ ήσουν, καλέ καί μέ τρόμαξες; Τί κατάλαβες τώρα ιμέ την εξυπνάδα σου; "Ορίστε! Μου ξίέφυγε τό σκοι νι άπό: τά χέρια! Ό ,Κδολ μαριμίαρώνε,ι ά|πό τή ψρίικη γιατί πραγροτικά από τό ιφάβο του ιό χαζό- Χούπ έ­ χει αφήσει τό σκοινί που θά άνοιγε την πόρτα να του γλυστρήισιη άπό τά χιέρια! Τώρα : βρίσκονται φυλακι­ σμένοι ,μιέσα στην φοβερή υ­ πόγεια αίθουσα, χωρίς νά εί­ ναι δυνατόν νά ανοίγουν την πόρτα πού θά έλευθερώση, τους πάνθηρες. Καί τά απαί­ σια θηρία από στιγμή σε στι γμίήι 1 άιγρι ι ευουιν πειρ' ιάσότερο καί ουρλιάζουν μανιασμένα ά ναζητώντας μια διέξοδο.·. 01 ΠΑΝΘΗΡΕΣ ΕΞΟΡΜΟΥΝ ||ΑΗ ΤΥΧΗ βοηθάει |ΠΜ| αυτή τή φορά τούς Ψ τέσσερις φυάσκισμέ­ νους πού διατρέχουν τρομακτι ικον κίνδυνον θανάτου. "Ο ίδιος ό άιπαίάιος είχθρός τους, ό Γικόιθ, τούς σώζει, χω­ ρίς ψυΐσικά νά τό ξέρη. Βλέ­ ποντας δτι ο! άντρες του δεν Μπορούν νά ανοίξουν τήν πάρ τα^ πού βρίσκεται στον βυθό του λάκκου καί πού τον κλεί­ νε ι ή βαρειά πέτρα, τούς φω­ νάζει καί τούς οδηγεί στή πί σω ιμρριά τής πίλατείας, κά­ που ανάμεσα στα δέντρα, πού ξέρει πώς είναι ή δεύτερη πόρ

25

τα άπ5 όπου οι αγριάνθρωποι κατεβάζουν τούς πάνθηρες πού συλλαμβάνουν. Έικεΐ αφού τούς βάζει νά παραταχθούν γύρω- γύρω μέ τά κοντάρια τους, για νά μήν κοιταφιέρη κανείς άπό τούς ε­ χθρούς του νά τού ξεφύγη, βί νει διαταγή ν ανοίξουν τήν πόρτα. Οί Χόνγκο προσπαθούν νά τήν ανοίξουν, άλλα δεν τά κα ταφέρνουν γιατί είναι άμπαρωιμένη, άπόι ιμέάσ. Ωστόσο ο ί φυλαικ κσ)μ ένο ι μέ τή φασαρία πού κάνουν οί πάνθηρες, δεν άντίλαμβάνονται πώς κάποιος προσπάθησε ν άνο,ίξη τήν πόρτα τής φυ^λακή,ς τους. Ό Γίκόθ διατάζει τότε νά φέρουν έναν μειγάλο κορμό δέν τρου. Στή στ υγμή, όλοι οί πολεμι στες του μαζί πάνε καί φέρ­ νουν έναν τεράστιο κορμό Τον στήνουν επάνω στην κλει στή πόρτα καί χτυπάνε;με φό ,ρα. Τήν πρώτη, φορά ή πόρτα αντέχει στο χτύπημα καί δέν υποχωρεί. Μόνο πού μέσα στή φασαρία άικούγεται ή τσιρι­ χτή φωνή τού χαζο-Χαύπ πού ξεεφωνίζει: — Δέν δεχόμεθα επισκέ­ ψεις μόνο τήν Τετάρτη τό άπόγευ/μ α,! Ό Γικόθ φρενιάζει. — Πιο δυνατά!, ουρλιάζει λυσσασμένος. Οί πολεμιστές του παίρ­ νουν φάρα. Πέφτουν μέ όλη τους τή δύναμ,ι πάνω στήν κλειστή πόρτα. Ό κορμός τή τσακίζει καί σπάει τήν άμπά


26 ρα πού τή συγκροτεί. °Όλόκληρη ή πό,ρτα βουλιάζει μέοια. Οι επιδρομείς μέ την ορμή τους πέφτουν επάνω στά ανον χτά στόματα τών ττανθήρων. "Εν,α φοβερό μαικελλειό άρ χίζει τότε· Τρομερά ουρλια­ χτά των αίιμοβόρων θηρίων α­ νακατεύονται μ!έ τις ξέφρενες κραυγές, τρόμου και τά ξεφω­ νητά πόνου των μαύρων πο­ λεμιστών. Οτ Χόνγικο οργίζουν νά τρέ χουν ισάν τ,ρείλλοΐ και νά σκορ­ πίζουν εδώ κ 2 εκεί, ενώ οι μανι σσμιένο ι πάνθηρες τούς κυνηγούν και όσους φτάνουν τούς ξεσχίζουν μέσα σέ ,μιά στιγμή ιμιέ τά τρομακτικά νύ­ χια τους. Ούτε κι5 αυτός ό Γκόθ δέν έχει το κουράγιο νά συγκρα-

Οί πάνθηρες προσπαθούν νά φθά σουν τον χαζοπυγμσιο.

ΚΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

τήση τους πολεμιστές του. Τά μάτια του γεμίζουν τρελ λό τρόμο μπροστά στην έπέ λασι τών εξαγριωμένων θηΓ ρί,ων. Τό βάζει στά πόδια μ’ ένα φοβερά μσυγγρητό μίσους καί εξαφανίζεται μέσα στά δέντρα... Περνά λίΐγη ώρα. Πρώτος ο, Κάλ, τό λευκό παιδί τής ζούγκλας, κάνει την έμφάνισί του στο άνοιγα τής πόρτας τού κολασμένου υπο­ γείου. Κυττάζει, δεξιά καί α­ ριστερά.^ 5Από τους Χόνγκο που άπόμειναν ζωντανοί δεν υπάρχει ούτε ίχνος έκεϊ γύρω. Μόνο μερικοί πάνθηρες μένουν ακόμα καί ά τοτελειώνουν λαί μαργα τό απαίσιο γεύμα τους --τούς νεκρούς άγριους πού είναι ξαπλωμένοι εδώ κι’ εκεί στην πλατεΊΙα.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Κάλ ξέρει, δτι και να βγουν τώρα, δεν κινδυνεύουν. Τα σαρκοβόρα θηρίίοο και να τούς δουν, δεν πρόκειται^ να άψήίσαυν τό ετοΐίμο γεύμα τρυς για νά τούς κυνηγήσουν. (Γυρίζει ττιρδς τό μέρος των συντρόφων του πού βρίσκον­ ται πίσω του και ττερ ι μένουν. — Ελάτε!, τούς φωνάζει. Πρέπει νά φύγουμε τώρα για τΐ υπάρχει κίνδυνος όταν φύ γουν όλα τά θηρία νά γυρί­ σουν οι άνθρωπαπάνθηιρες στό χοο,ριό τους. — Δικό τους είναι τό χω­ ριό ! Γ ιιατι νά 'μή γυρίΐσουνε; λέει παρα ξενε<μένος ό άδιόΐρθω τος Χουπ. Ωστόσο ό Κάίλ ιμιέ τό μα­ χαίρι έτοιιμιο γιά κάθε ένδεχό ιμενο βγαίνει καΐί προχωρεί εμ πράς. Ή Μπέλλα και ή Χουίλα πάνε πίσω του και ό πυ-

Οί πάνθηρες χύνονται έξιοογριο» μένοι καταπάνω τονς...

27

Ή πκχρακάξα κόβει πρόθυμα μέ τό ράμφος της τά φροΰτα. *γ μαΐος κλείνει την ουρά. Την ίδια στιγμή πέφτει ουρανο­ κατέβατη πάνω ιστό ψηλό καπέλίλο' του ή παρδαλή του καρακάξα, πού τόση, ώρ α περί με νε νά βγή ό κύριός της από τή φυλακή του· — Βρε! Καλώς την!, τσι­ ρίζει, ό πυγμαίος μέ^ ευχάρι­ στη) έκπληξι. Κλειστήκαμε ε­ μείς ;στό ,μπουντρούμΊ και βρή ικες εύκαιράα ν5 άλη,τέψης του λόγου σου, έ; Μήπως έφαγες κανένα σκουλήκι, μωρή, όπως δεν ιμέ είχες νά σέ προσέχω, κάί πάθειις τίποτε κοιλιακά; Ή καρακάξα κρώζει ιστρυγγά, ευχαριστημένη· πού γλύ­ τωσε ό άφεντιικός; της, —"Αντε, σέ πιστεύω!, τής λέει ο πυγμαίος μεγαλάκαρδα "Αν καί αυτό θά φανή μόνο του!...


ΤΟ... ΣΚΟΥΛΗΚΙ

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΙ

κάνει ό κακομοίρης ό Χούπ. Δεν ρέ βαστούν πιά τά πόδια Ι ΤΕΣ ΣΕΡ I Σ η,ρωέις ιράκια .μου! Νά μήν ξεκουρα­ μας προχωρούν μέ γρή στώ ποώτα λιγάκι; _ γορο βήμα μέίσια στην —·Έ, κάτσε λοιπόν καί μή ζούγκλος, για να απομακρυν­ στέκεσαι· καί με κυττάζεις χά θούν δσο μπορούν άπό την ε­ σκόντας!, φωνάζει νευιρισσμέ πικίνδυνη περιοχή πού υπάονη ή νέγρα καί σηκώνοντας τή χει άκο\μα (κίνδυνος άττό τους χερούκλα της φιλοδωρεί τον ά ά,νθρωποπάνθηρες η άπό τους δ άριθωτο πυγμαίο μέ ,μιά άπό Χόνγκο. τις συνηθισμένες της σβουριΚατά το απόγευμα ^πιά χτές καρπαζιές. πού έχουν περπατήσει όλόκλη Ό χαζο-Χούπ έαχεται κά}ρα χιλιόμετρα, σταματούν. *Έ τω σωρό-κουΐβάρ ι, κ αί τά μ ατά χουν Φτάσει στους ποόποδες κια του λάμπουν άπό ένθουσι ενός βραχώδους βουνού πού ασμό_ υψώνεται ανάμεσα στην απέ­ —· 'Άσσαχ ! -εκουιράστη,ραντη εκείνη ζούγκλα;. Κάθον κα!, τσιαίζει θριαμβευτικά. τοί εκεί στη ρίζα των βράχων Μωιοεαυτή δεν είναι σφαλιά­ για νά ξεκουραστούν. ρα ! Είναι βάλσσμο! 'Πετιιέται επάνω. Τό λευκό παιδί της ζούγ­ κλας άπό την ώοα της τρο­ — Λοιπόν, ΧούλεΙς μου; μερής πάλης, με τούς πάν­ ρωτάειλφουριόζος.^Τί φρούτα θηρες δεν έχει στάθή ούτε μια ποοτιΐμάτε νά σάς συνάξω; στιγμή νά άνσσάνη καί παρά Μπανάνες, καρύδες, ανανάδες την τεοάστια αντοχή του εί­ δαμάσκηνα... ναι πεθαμένο στην κούρσα ι.. — 'Ό,τι. νάναι κοκορόμυα­ Σωριάζεται λοιπόν πάνω σέ λε !. τού λέει ή Χούλα ,μέ τρυ ιμιά πέτρα και ή ΜπέλΙλα πη­ φερόιτη,τα. Δέν ακόυσες πού γαίνει κοντά του. σοΰ είπα ότι πεθαίνω τής ττεί Ή Χούλα προτιμάει νά κα νας; θίσηι στη ρίζα ενός φουντωτού Ό Χούπ εξαφανίζεται μέ­ δέντρου ικσϊ νά άκουμπήση σα οπή ζούγκλα χοροπηδών­ ιστόν κορμό του τήν πλάτη, τας κι5 άπό πάνω του φτειοου της. γίζε,'ϋ ή παίρίδαλή καιρακάξα κρώζοντας. Ό Χούπ πάει καί στέκεται κοντά τηις καί τήν κυττάζει ^ — Μωρη Μσνταλέναι! „ τής μαγεμένος άπό· τήν ...ομορφιά λέει ό Χούπ όταν άπομακρύμωνται λιγάκιοέρεις τί θά κά τη,ς· —Τί κάθεσαι καί χαζεύεις, νης τώιρα γιά νά μή σκαρφα­ καλέ; τού λιέθιι ή νέγρα θυμω­ λώνω πάνω στα δέντρα! "Ελα μένη. Δεν καταλαβαίνεις ότι γειά σου! έχω· ξελ/γωθή τής πείνας — Ήραγυοπιικά, τό τετραπέρα ιμέ τό μιπαρδόν κιόλας; το, ^γυμνασμένο πουλί, ξέρει — "Αχ, Χρύλίίτσες μου!, πολύ καλά τί πρέπει νά κάνη

Ο


ΤΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑ!

γιά να βοηΐθήση, τό αφεντικό της* ΦτερουγίΙζει ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων κα[ϊ όπαυί βλέπε ι( Φραυτο-,τρέχει και μιέ ίμια ρσμ φιά τού κόβει τό κοτσάνι! "Ε­ τσι τά φρούτα αρχίζουν νά πέ φιουν έτοιμα πραγματική βρο χή δΐίιπλσ ιστόν πυγμαίο, που δεν έχει παρά ν5 άναίγη τά χέ ρια του γιά νά νά μαζεύηι. "Έ­ τσι·, ιμέσα σε πέντε λεπτά τής ώρας, έχει γεμίσει μια άγκσ λά ώς έκεΐ πάνω ικαίι την τρέ χει στην αγαπημένη του. Ή Χούλα γουρλώνει τά μία τια τηις. ιμέ θαιύμασμό (μπρο­ στά σ’ εκείνο τό θαύμα1 που έχει πετύχει ό χαζός πυιγμαΐος; Δεν μπορεί νά βάληι ;μέ τό νου της ττώς είναι δυνατόν ιμέ σα σε τόσο λίγη ώρα ό Χούπ νά μάζεψε τόσα πολλά λαχτα ριστά φρούτα. — "Αχ, Χούπάκο μου!, ξε φωνίΐζει ικατασυγικινημένη. Κου βολητή μουι! Είσαι ό ικαλύτε ρος άντ,ριας που υπάρχει στον κόσμο! Τον τρελΙλο-Χουπ τον πιά­ νουν οι ζήλειες του. — Και που τό ξέρεις; τής Φωνάζει με θυμό. Τούς γνωρί­ ζεις μήπως όλους τούς άλ­

λους;

— Όχι, καλέ!, λέει ή Χού λα προσβεβλημένη. 4 Απλώς Φαντάζομαι ότι δεν μπορεί νά ύπάρχη άλλος πιο καλός από σένιαν! — "Ετσι πάει κι3 έρχεται! μουρμουρίζει ό Χούπ ικανοποι ημένος. Πάω γιά τό δεύτερο φόρτωμα! Ό πυγμαίος χώνεται και

29 πάλι μέσα οπή ζούγκλα. 4Η Μαντοίλένα φτερουγίζει πάντα κοντά του και αρχίζει πάλι τή δουλειά της. Σέ άλλα πέντε λεπτά ή αγκαλιά του Χούπ είναι γεμάτη ξανά μέ λαχτα­ ριστά φρούτα καί ή Μανταλέ να έρχεται ικαί αράζει θριαμ βευτικά ..στην κορυφή τους. Ό Χούπ επιστρέφει έτσι γιάήδεύτερη φορά γεμάτος Φρούτα και ευτυχία, κοντά στη Χούλα του. Μα, καθώς πλησιάζει., ή ικαρακάξα του άρχιζει νά ικ,ρώζη· ανήσυχη, καί νά χοροπτηδάη. τρομαγμένη έ πάνω σ’ ένα μεγάλο μήλο πού βρίσκεται στην κορυφή του. Ό Χούπ γυρίζει καί την κυττάζει παραξενεμένος. — Τί έπαιθες, μωρή Μαντα Λένα; ρωτάει μιέ γουρλωμένα μιόχη. Μυίγα σέ τσί(μπησε; Τό πουλί κρώζει άκόμία δυ νατώτερα. Ό πυγμαίος σηκώ νει τούς ώμους του. — Δεν βαρυέσαι!, λέει χα σκογέλώντας. ΕΤναι φαίνεται ή ώρα που σέ πιάνει! θά σού περάση;! (Καί γυρίζει προς τό μέρος τής Χούλας γιά νά άκουμπτή ση τά φρούτα στά πόδια της μαζί μέ τ’ άλλα. Την Τδια σττι γμιή όμως ικοκικαλώνει κι3 ένα το ιραχτό φόβου1 βγαίνει από τά χείλη του. Στον κορμό τού δέντρου πού άκουμπάει τήν πλάτη της ή Χούλα, έχει τυλιχτή ένα πε­ λώριο- φίδι καί πλησιάζει σιγά-στγά άπείλητ ικά τό κεφά­ λι τής νέγρας, που αυτή τη στιγμή είναι πολύ άφηριημένη νά καταβιροχθίζηι ένα μεγάλο


1 μήλο. Το τρομερό έρπεττό έ­ χει βγάλμένηι τη διχαλωτή γλώσσα του καί ετοιμάζεται νά δαγκώση την ανύποπτη Χούλα. —"Λ, τό παλιολωποΐδύτικίο, ΌΤριγγλίιζει ό χαζο-Χουπ ιμέ θυμό. Καλέ Χαύλες!^ Πιρασέξετε ! " Ενα πολύ μεγάλο σκου λήκι, θά σάς άρπάξη τό...μή λο! Ή νέγρα γυρίζει απότομα τρομαγμένη, την Τδια στιγμή πού τό ψίδι τινάζεται για νά δαγκώση. Ή κί'νησις αυτή τής σώζει τη ζωή, γιατί^τό φοβερό στόμα τοΰ ερπετού άντ] νά βρή τό μάγουλό της, βρίσκει τό μεγάλο μήλα πού κρατάει ή Χούλα στά χέρια τη^ς. Τό φρούτο σφηνώνεται άνήμεσα στις δυο μασέλες του καί εί­ ναι τόσο μεγάλο πού τό φίδι δεν μπορεί νά ξανανοίίξη τό στόμα του καί (μένει μέ τό μή$

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

Χούττ, ό κωμικός πυγμαίος. λο καρφωμένο μέσα σ’ αυτό! Τρομαγμένο καί τό ϊδιο τό φ'δι τήρα άπό τό πάθημά ταυ πέφτει στη γη καί έξαψανίζε ται ερποντας γρήγορα άνάμε σα στά χόρτα. Ή καηιμένη ή Χούλα πού κόντεψε νά σπάση ή χολή της βάζει τάΛ κλάματα. — Σάς τόπα πώς θά τό βαυτήξη!, τσιρίζει ό χαζο-πυγμαΤος χασκαγελώντας. "Ελα, δεν χάθηκε κι’ ό κόσμος τώρα για ενα μήλο! "Ας φάη καί τό σκαυλη|κάκι! Ο ΒΑΑΛ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ... ΒΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ πού κάθεται ό Κάλ μέ την Μπέλλα συμβαίνει κάτι τρομερό: ΐΠάνω στην κορυφή τού πα­ νύψηλου βράχου κάτω άπό τόν όποιον κάθεται τό λευκό παι-

Τ

Μέ την αγκαλιά γεμάτη ττλησιά* ζει τήν χοντρή Χούλα 0


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ δι της ζούγκλας μαζί μέ την συντρόφιαισά του, σκαρφαλώ­ νει ύπουλα καί χρρΙΙς τον πα­ ραμικρό θόρυβο, ίμια άττοτρότταια σκιά. Είναι ό απαίσιος μάγος, ό Γκόθ! Ό φοβερός έ)χθρός τού Κάλ καί της Μπέλλας, ττού ή μανία τής έκδικήσεως έχει ψω λιάσει ιμέσα στη μαύρη, ψυιχή τοα πιο δυνατή άπό κάθε άλ­ λο αΤσβηιμα. Πώς βρέθηκε αμως έχει αυ­ τή τή στιγμή ό εφιαλτικός μά γος; Ο Γκόθ, δταν χάθηκε τρέχοντας προς τήν ζούγκλα τήν ώρα που έξορμούσαν οί πάνθηρες, δεν πήγε πολύ μοκρυά. Σκέφθηικε πώς αν έχα­ νε τά ίχνη τού λευκού αγο­ ριού καί τών συντρόφων του, δεν θά τους ξανάβρισκε. ποτέ. Καί τό μίσος του για τον λευ κό κυρίαρχο τής ζούγκλας

31

Χούλα, ή χοντρή νέγρα.

στάθηκε μεγαλύτερο άπό τό φόιβο του για τούς αίμοβόρους πάνθηρες. Σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο καί περίιμενε κρυμμένος μέσα στήν πυκνή φυλλωσιά του* "Οταν σέ σε Ιλί'γο τά παιδιά βγήκαν από τή φυλακή τους, τούς ακολού­ θησε άιπό μακριά, τρίζοντας τά δόντια του άπό μανί|α. Τώ ρα ήταν μόνος του. Δεν είχε τούς πολεμιστές κοντά του κιαί ήξερε πώς έπρεπε νά τηρο σέχη πολύ, γκαττί τό ατρόμητο λευκό παιδί ήταν ικανό νά τον σι/ντρίψη άν τον έβλεπε. Τούς ακολούθησε σέ όλη, τή μακρυνή ποιρείια τους ώς ττι στιιγμή πού σταμάτησαν. Τό τε, βλέποντας πώς ό Κάλ μέ τή Μπέλλα είχαν ^καθήσει κά­ *0 τρομερός Γκοθ πετάει^τό κον­ τω άπό έναν πανύψηλο βρά^ο τάρι του έναντ&ον τού Κάλ... στή ρίζα τού βουνού, προχω-


^ΑΧ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

32 ρη,σε άθεαιτος. Έφθαοε ^άπό τό πί|σω μέρος των βράχων κα ι άιρ/χοσε νά σκαρφάλωνη α θόρυβα σόον γάτα. Καμμιά φορά εφθίαΐσε στην κορυφή*. Κύτταξε τα διυό παιδιά που στέκαν κάτω αητό τά νπόδια του καί τά ,μάτια του έλα|μφαν άγρια. Το 'χιέΐρι του σφί­ χτηκε μαΐνιαίσρέ’νσ πάνω στο κοντάρ ι πού κρατούσε. Ύψωνε ΐ' .τά μάτια του προς τον ουρανό. — Αυτή τή φορά δεν θά μίου ιξεφυγης, λευκό παιδί·!, μουρμουρίζει καί ή φιδίσια φωνή του τράμίει άίπό τό μίσος Τό τέλος σου έφτασε καί δέν θά περιμένω όπως καί τίς

άλλες φορές· πού την έπαθα. Θά πεθάνης αυτή τή στιγμή από τά χέρια μου! 5Επί τέ­ λους , ό Β άαΐλ έικδ ικεΐτα ι.! ·.. Μ5 αυτά τά λόγια σηκώνει τό έγκληιματ ικό' χιέρι του τό ώπλισμένο μέ τό τρομερό α­ κόντιο καί σημαδεύει τον Κάλ πού κάθεται εντελώς ανύπο­ πτος άττό κάτω του. »Γ ιά τον φριικτό μάγο, πού είναι έξασικημένος δσο κανέ­ νας άλλος )στήν τέχνη, του α­ κοντισμού μέσα στη ζούγκλα δέν υπάρχει ικαμμιά έλπίΐδαι νά άποτυχη ατό σημάδι του... Αυτή τή φορά ό Κάλ, ό κόρι>τής ζούγκλας,, είναι όριστι κά κατ αδ ικασμένος...

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Άττοκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο. Ε„


ΑΝΛΚΟΙΝΩΣΙΣ Γ τ©ύς Αναγνώστες μας, τά προηγούμενα τεύχη των ΙκΜτβών μας πωλουνται ατά γραφεία μας (Αέκκα 22, 6πάγειαν, Άβηναι), και στα έξης καταστήματα: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ:^ Κατάστημα ’Άθαν. Τουφεξή, όδός Βενι(£λσν και Εύριπίδου (γωνία), Ιναντι τής Εμπορικής Σχο­ λής. Τηλ.: 42-966. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλεΐον Χαραλ. Δημητριάδου, &Βος ΓΙαντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλεΐον Παναγ. Χρηστάρα, πλατεία Άγ. Νικολάου. ΠΛΑΚΑ: Χαπνοπωλεϊον Ίωάν. Δημητριάδη, δδός *Α­ κριανού και βέσπιδος γωνία. ΑΠΟ! ΑΝΑΡΓΥΡΟ! (Αττικής): Βιβλιοπωλεΐον Βασ. Αύγερινου, δδος Αγίων Αναργύρων 8. ΜΟΣΧΑΤΟΝ: Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσαρη, δδές Χρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ: Βιδλιοπωλεΐον <5 «ΦΑΡΟΣ». ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπόρου Πάτση 117. ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμένης 160, τηλ. 91-484. ΚΟΡΩΠΙ: Περίπτερον Παντελή Σιδέρη. ΑΡΓΟΣ: Πρακτορεΐον έφημερίδων, χαρτοπωλεΐον, Εθνι­ κόν Ααχεΐον, Θεοφάνη Παυλοπούλου, τηλ. 2-82. ΑΜΦΙΑΑΗ Πειραιώς: βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άνδρέα Δη­ μητριάδη, δδός Π. Τσαλδάρη και Νισυρου 2. ΚΟΑΩΝΑΚ3: Κατάστημα Ευαγγέλου Βογιατζή, δδός Καιμάλη 10. ΚΑΛΛΙΘΕΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Θ· Πίσσα. Εεν®φώντος 67. ΚΥΨΕΛΗ: Βιβλιοχαρτοπωλ. X. Κοσμάτου, Πυθείας 33. ΒΟΛΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λιαναρίδη, Κ. Καρτάλη 48. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άνδρέα Ρέκου, Έγνατίας 67. ΡΟΔΟΣ: Κατάστ. Δικαίας Καντζηκάκη, Σωκρατους 1 ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Παπαδογιάννη, Κεντρική Πλατεία. ΠΑΤΡΑΙ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Νίκου Παπαχρήστου, Άγ. Νικολάου 16. ΝΙ ΣΥΡΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Παναγ. Διακοδασίλη ΚΑΡΠΑΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λογοθέτη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίών Β. 'Αλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον ΥΙών Β. 'Αλμπάνη.


ΕΒΔΟΜΑΔ1ΑΙΟ ΠΕΡΙΘΔΙΚΘ Ζ0ΥΓΚΛΛΧ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΙΑ01

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γραφεία: ιΟδός Λέκκα 22—Αριθμός 6—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Αν^μοδοσράς,Στρ.Πλσχττήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 3(8. Προΐστ. τυτττογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22,

οΟ^ Χτυπάει λοιπόν ό Θάνατος τό λευκό παιδί τής ζούγ­ κλας; Αυτό Θά τό δούν οι άναγνώστες μας στο έπάμενο τεύχος μας μέ τον τίτλο:

Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ Μαζί μέ άλλες δραματικές περιπέτειες καί μέ ενα πλήθος κωμικών έττεισοδίων του άνεκδιήγητου Χούπ...

οΟ">


ίΐβ

ματια

ετο ΜέηοοΑ/·

£ΙΠ£ ΓίΙή 9ΡΗ ΠΡΙΝ.. ΘΗ ΤΡβηΠΗ'

0Ρ.β τοΔιη&βεβ ΙΤΗ Χ^€ίίηθδΜ4Υ' ΑΓΗ € Ή Μ6ΡΜΗ ΤΗΝ €4>6Ρ#..ΠΡ€77όΙ

ζτο ειηπ ον άβΝ ε/ΝΗΙ

ΗΗ ΤΗΝ 646ΡΗ . .

£Δ&.. <3£Χ ΤΗ

) Ηποε &ρ#<3χ -2ΐ

€ζ'βηοον ΤΗ ΦεΡΜΈ

&Ρ+/ΚΗ ΪΤΟΧ&6 Νή . '

Λ

ΪΡόΝΙβ Τ?ρβ - . - )

ηβηογ €49κβεικΜ*

βη/)9ΐ Το ΦΗΝΤΝεΤΗΗβί ΝΑ9ΡΤΡΙ ι ήη ηη ββ ( α££ βχβιε Οικία. ΊβΝΗΪ Ν/9 ) ΚΓΟΜΟΪ Τ]0Τ6 Ο 6Ν' ΡΥΓΗί η Η ΤΗ \ Α*°**27? 70ν (ΙΟΥΟέΙή £07 \ 0£ ΦΗΝΤΗΖΤΗΚβ ΓΙΑΤΙ $ΡΓΗΪ€ί\ ρ&Τ! /γογ <7<?νν

Η ήΟ ΟΔΟΝ ΝΡΧΙέβ Λ Η ΟΥΡΤΗΤβί .

ΤΗ Τϊ€ΤΡ£θή Η Τ)ΤΡΗ£ ΜΗϊΤ9ί ΤΗ ΦΗΝΤΑΣΤιπκ,Η Η! ΗΤΤΑ

Π9£

Γ(Ν£ΐ'Ηΐ ΝΆ ΓΡβΦη $ιδη£6/£ Η €ΦΗΜγΡ! ύβ ίΤο> <)(,Ν £ ΚΟΤ'/ν'

Η££Μ ον ΐηβρ Χ^1)

ΧΎ/τε\ιζόΐΑ ι -


Ο ΚΥΡΙΟΓ

■ργ-γ 3μΦί *** "η*

-^ί

Η ί^——· Ί


Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ό Γκοθ εΐναι δεινός σκο­ πευτής με τό ακόντιο. Δεν υ­ πάρχει καίμιμιά ελπίδα γιά τό ΚΑΛ, τό λευκό παιδί τής ζούγκλας, ξεκουρά­ άμοιρο παιδί τής ζούγκλας ζεται μαζί μέ την πεν- νά άστοχήση· καί νά γλυτώτό μορψηι συντρόφ ισσά του<ΓΠΐ τή ^ -αψνιικά, ·μιά στριγγιά φω­ Μπέλλα, ανύποπτος για τον νή άκοόγεται. Μιά φωνή πού τρομ ακτ ΐικό ικ ίίνδυνο. •Πολλά μέτρα ψηλά πάνω ά ;μοιάζει σά νά βγατνη από τό λαρύγγι κοίμ-μασς γριάς μίάτγο τό κεφάλι του, στην κορυ­ φή του γιγαιντιαίιου βράχου, γιισσας. Κάποιο· πολύχρωμο* ό εφιαλτικός ,μάγος Πκόθ έ- σντ ικείιμενο που φτεοουγίζει στον άιέ(ρα οριμάει σάν βολί­ τοιιμάζεται νά έξαικοντίίση τό ακόντιό του για νά σκοτώση δα προς τό -.μέρος τού κακούρ­ τον θανάσιμο εχθρό του τόν γου Πκόιθ. Ό απαίσιος μάγος ακούει τήν κραυγή. Βλέπει Κάλ (*). πως κάτι όρμάει ακάθεκτο ε­ ναντίον του. Γιά μιά στιγμή (*) Λιιάβασε τό προηγομμιεινια 6ο σαστίζει. Τό δολοφονικό χέ­ τευχας τον «ίΚΑΛ» <μέ τον τίτλο: «*Ό 'Βάυλ εκδικείται:». ρι του μένει άικίΜητο. Τά ,μά-

Ο


4

τκχ του γουρλώνουν μέ τρόμο. 1': Τό φτερωτό βέλος, σά νάΐ τινάχτηκε άπό κάποιο αλά­ θητο τόξο, χύνεται ολόισια ά νάιμεσα στά δυο μάτια τοϋ έψ ι.άλ,τ ιικ,οΰ’ Γικόθ. Ό τερατώδης μάγος αφή­ νει ιμιά λμσσασμιένηι κραυγή πόνου, οργής και απελπισίας μαζί- Τό ακόντιο ξεφεύγει ά­ πό τή φούχτα του. Φέρνει και τά δυΐό χόρια του στο άττοίκρουΐστικό πρόσωπό του πού αυτή τή στιγμή είναι γεμάτο σϊ μ στα, Ταλσντεύετσ ι. Στο μεταξύ, ό Κάλ με τή Μπέλλα έχουν πεταχτή όρθιοι άπό τή ρίζα του πελώριου κσ· πανύψηλου βράχου που κάθ'ον ταν. Ή Χούλα κα ι ό Χούττ,, πού κΓ αυτοί ακόυσαν τις φω νές, τρέχουν τρομαγμένοι άνά μέσα στά δέντρα ττου είναι δ ίίτπλα. Κυττάζουν δλιοι μαζί μέ Φ,ρί κη καί άττορίσ τον κολασμένο ιμάγο, του όττοίου τή σ ιλουιέτ τα γνωρίζουν πολύ καλά... Αέν μπορούν νά καταλά­ βουν ωστόσο τί συμβαίνει. Ή οΐτόιστασις είναι· μεγάίλη για­ τί τό υψοο του βράχου ξεπεο νάει τά δώδεκα μέτραΌ Γκόθ έχει σκεπασμένο τό πρόσωπό του μέ τά χόρια. Αφήνει ικιαί δ/εύτερηι στριγ­ κλιά γεφάτη φρίκη και άπόγνωσι. Ταλαντεύεται πάλι. Πέ φτει στά γόνατα. Γλυστράει άπό την άκρη του κολοσσιαί­ ου βράχου. Τό κορμί του βρί­ σκεται στον αέρα. Τά κοκκαλιάρικα χέρα και τά πόδια του τινάζονται σπαρακτικά. Μοιάζει σάν ένα απαίσιο δηρ

ΚΆΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

λητηρ·ιώδες έντομο πού έχει ξεφύγει ιμέσα άπό την κ,όλασι. "Ενα άνατοΊΐχιαστικό1 ούρλασίμα συνοδεύει την πτώσι του καί σβύνει απότομα κα­ θώς τό σώμα του τσακίζεται πάνω .στά μυτερά βράχια ιμ’ έναν αηδιαστικό γδούπο·. ΟΊ τέσσερις σύντροφοι μέ­ νουν για μερικές στιγμές ά­ φωνοι. Ό ·Κάλ σηκώνει τό κε­ φάλι του καί κυττάζει ψηλά. Ή παρδαλή καραικάξαι τού χαζο-Χούπ, ή τετραπέρατη καί άφωισιωμένη. Μανταλένα, κάνε ι θρ ιισιμβευτ ικούς κύκλους πάνω στον άέοα. κοντά στην κορυφή τού βράχου στον ο­ ποίο λίγο πριν στεκόταν ό φο βέρος Γκόθ... Καί πραγματικά,' ή Αλανταίλένα ήταν αυτή που είχε σώσει τή ζωή τού Κάλ! Τό έξυπνο καί γενναίο πουλί, βλέποντας τον δολοφόνο πού ετοιμαζόταν νά σκοτώση. τον φίλο τού άφεντικού του, ώρμησιε σάν βέλος εναντίον του καί μέ τρομακτική ορμή καί δύνσμι τον χτύπησε ανάμεσα στά δυο μάτια, μέ τό μεγά­ λο καί σκληρό σάν ατσάλι, ράμφος της! Ό Κάλ, βλέποντας καί τό ακόντιο που έπεσε άπό τά χέ­ ρια τού μάγου, καταλαβαίνει πολύ καλά τί συνέβη, Τά μά­ τια του βουρκώνουν άπό την ευγνωμοσύνη; καί τή συγκίνησι— Καλή μου, Μανταλένα! ψιθυρίζει μέσα άπό τά δόντια του. "Εξυπνο κι5 άψωσιωμένο πουλί!... Τι μώρησες όπωο τού άξιζε αυτό τό άπταιστο τέ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σης κι5 εσύ! ρσς και μου έσωσες τή ζωή! Ή Μπέλλα την ίδια στι~ Ό Χούπ σκάει στά γέλια. —Χαλά, ίλαιρά έχει καί θά γιμή κρύβει τό άμορφα κεφάλι κολλήσω; τσιρίζει κοροϊδευ­ της στο φαρδύ στήθος του Κάλ για νά μή βλε'πη τό άτ τικά. "Επεσε ό άνθρωπος κΓ πατρόπαιο θέα)μα τού νεκρού έσπασε τό καυκάλι του! Αυ­ τό είναι όλο! (Καλά νά πάθη ΐμάχου. Η Χούλα έχει άπορε ίνει για νά ,μάθη άλλη, φορά νά μή σαν άγΐαλ|μα άπό τή σαστι- παίρνη βουτιές όπου βρή, καί ιμάρα της και κάνει τό σταυ­ τό κυριώτερο νά φοράη καί τό ρό της ψιθυρίζοντας ξόρκια. ιμαγιώ του όταν θέλη νά κάνη Ό άδιό,ρθωτος Χούπ είναι •μπάνιο! ό πιο ευδιάθετος απ’ όλους. Ό Κάλ καταλαβαίνει ότι υπάρχει Έχει γουρλώσει τά γεμάτα ένας μόινο τρόπος βλακεία ,ματάκισ του καί κρα- γ·ά να γλυτώσουν άπό· τή βλακεία τού χαζο-πυγμαίου, ΐάει την κοιλιά του από τά καί φωνάζει: γέλια τά πολλά· —· Εμπρός,!, φεύγουμε ^— Γιά δε! Για δ>έ άιψηιρη5Αρκετά καθή σια)με. " Εχουμε μάδα ό χαζο-ιΓκόθ!, τσιρίζει ανάμεσα ατά γέλια του. Ανέ­ πάρα πολύ καί δύσκολο δρό μο ώσπου νά φθάσουιμε στον βηκε στο βράχο νά πάρη 6ου τιά καί ξέχασε νά δη άν είχε τ.ροορισιμό ιμας... Μπαίνει ό ίδιος μπροστά νερό από κάτω! Έ, μιά τέ­ τοια κουπουιράδα δεν έχιω ξα- ΐμαζί με τή ΑΑπέλλα καί χώνε­ ται στη ζούγκλα. Ή Χούλα ή ναισυναντήσει! Τρέχει κοντά στο πτώμα πελώρια νέγρα τρέχει άπό πί τού ιμάγου καί εκεί σκύβοντας σω τους καί ό Χούπ αναγκά­ άπό πάνω του κάνει άλλα γε ζεται ν5 άφήση τις φιλοσοφί­ ες του καί νά τρέΙξη κοντά λα χειρότερα. — Όρΐιστε!, λέει. "Ανοιξε . .ισπΐς αγαπημένες του! — Αυτά πού λέτε με τις α­ κΓ ή μύτη του! Καί δείχνει τά αίματα στο φηρημάδες, ΧουΐλίΙτσες ,μου!, πρόσωπο τού νεκρού πού έ­ λέει. Καί μού κάνει έντύπωσι χουν τρέξει άπό τό ράμψισίμα πού είναι, λέει, κα'ί μάγος! Καλά: Δεν είχε πραφητεύσει τής Μανταλένας. —■ Χούπ!, φωνάζει αυστη­ άπό τό πρωί ότι θά φάη τά (μούτρα του σήμερα νά προσε­ ρά ό Κάλ. Φύγε άπό κεΐ! χή; Ό πυγμαίος πετάιει πάλι την παρόλα του: ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ — Δηλαδή, τώρα ό Γκόθ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ θά πρέπει νά είναι γιά τά κα ΡΕΙΣ ,μέρες καί τρείς λά άρ,ρωιστσς! — ΝαίΊ, τού λέει ό Κάλ νύχτες περπατούν οί τέσ! γιά νά ήσυχάοη;. Φύγε λοιπόν σερις φίλοι στήν άγνω-· άπό εκεί γιά νά ιμήν κόλλη­ ο τη, καί ^μυστηρ ιώδη εκείνη


6

περιοχή. Ή ζούγκλα είναι α­ τέλειωτη καί άγρια. ΚΓ όσο προχωρούν τόσο ή βλάστη,σις γίνεται ττιό άγρια άκόμιη. Τά δέντρα αλλάζουν μορφή. Και νούργια φυτά πού δεν τάχουν 'ξιαναδή τά μάτια τους φανερώ νονται μπρος τους. Καρποί παράξενοι πού ό Χούπ κατεν θουσιαοιμένας θέλει νά τούς μαζέψη για τις... Χούλες του, άλλα τό λευκό παιδί τής ζούγ κλας δεν τον αφήνει λέγοντας του ότι είναι δηλητηριώδεις... Γιά όλων τά μάτια εκείνα τά μέρη είναι πρωτόφαντα· Δε συμβαίνει όμως τό ίδιο καί με τό γιγαντόσωμο Κάλ. Έκεΐνος τά βλέπει όλα σαν νά τάχη ξαναδή κι* άλλοτε, πριν από πολλά χρόνια. Πολ λες φορές σταματά καί τά μά τια του ψάχνουν. ’Βαθειές ρυ­ τίδες σχηματίζονται στο πλα-

'ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

'0 χαζό Χούπ κυττάζει τό νεκρό Γκόθ, γελώντας.

τύ του μέτωπο... 5Ανεβαίνει στά ψηλώματα πού συναντούν στον δρόμο τους ή σκαρφαλώνει στά πιο πανύψηλα δέντρα καί άγναντεύει πέρα μακρυα, σά^νά θέλη ν’ αναγνώριση, τό ίμερος α­ πό όπου θά προχωρήσουν. Ή άμορφη Μπέλλα τά βλέ­ πει όλα αυτά, αλλά δέν μιλά. Καταλαβαίνει ότι κάποιο με­ γάλο μυστήριο κρύβεται στή ζωή τού ξανθού αγοριού πού είναι όσυντροφόις της. Μά νοι ωθεί, πώς αφού αυτός μόνοι; του, δέν τής λέει τίποτα, θά πή ότι δέν πρέπει νά τον ρωτήση. Τού έχει απόλυτη εμπι­ στοσύνη. Ή τετραπέρατη, νέγρα Χού λα κι* αυτή έχει καταλάβει δΤ’ κάτι περίεργο συμβαίνει* Μά δέν ιμιλα καθόλου. Δου-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

7

λοά της είναι νά πηγαίινη (με την κυρά της μαζί, τή Μπελ- : λα. Τίιποτ’ άλλο δεν τή νοιά­ ζει. Ό Χούπ δεν καταλαβαίνει τίποτα, άλλα δεν μπορεί και να καταλάβη γιατί τραβούν τόσες μέρες μπροστά μέσα σ’ εκείνη, την άγνωστη κι* άγρια ζούγκλα ιμέ τά φοβερά θηρία πού ασο πάνε καί γίνονται καί περισσότερα. Κάθε τόσο, γκρινιάζει στις % άγαπη) μόνες του·..· Χουλες: — Καλά, αστός τρελλάθηικε, Χουλες μου! Εμάς όμως, τί βίδα μάς έστριψε καί πάμε όπου πάει; "Ασε πού έχει γί­ νει καί μυστήριος! Τά πιο λα χτάριστά φρούτα πού βρίσκω Χάνει τότε την υπομονή της καί δεν μέ αφήνει νά σάς τά^προτον καρπαζώνει... σφήρω! Βλέπει ένα ώραΐο πο τάίμι νά κυλάη ανάμεσα στά από έκιεΐ, αλλά μάς ανεβοκα­ δέντρα καί δεν θέλει νά πάμε τεβάζει στά κατσάβραχα! Ά κολουιθομμιε, λέει, ώρισμένον δρόμο! Μου φαίνεται ότι γλεν τάει μέ τή χαζομάρα μας καί θέλει νά δ ή μέχρι πού φτάνει ή βλακεία μας! "Αλλοτε πάλι τά βάζει μέ την παρδαλή κορακιάζα τον: — "Αχ, μωρή Μανταλένα! , της λέει. Είδες τί αδικίες πού γίνονται στη ζωή; Αντί ^νά κάνη ό Θεός έμενα μικρούλη κΓ έσένα έξη, μέτρα πού έχεις ικαί φτερά καί θά μέ σήκωνες καί θά πηγαίναμε ξεκούραστα έκανε τ’ ανάποδο! "Εμ τσίλ^ιμποσρδίζεις δλη, μόρα στον α­ έρα, έμ δταν σού βγαίνη ή γλώσσα έρχεσαι καί την αρά­ ζεις πάνω στον ώμο μου, πού δεν έχω σταθή άπό τό πρωί! *Η Χούλα άρχιζες νά ποορακοολάη Ό Κάλ σταματάει. τον πεισματάρη Χούπ.


8

Μπροστά τους ή ζούγκλα ■αραιώνει· καί ένα φοβερό βου­ νό μέ χιονισμένες κορφές τούς φράζει τον δρόμο. Άνομεσά του άνοίγεταιι μια άγρια τρομακτίίκή χαράδρα. — Θά περάσωμιε τό^ «φα­ ράγγι του θρήνου»!, λέει τό λευκό άγόιρι μέ παράξενη φω •νή. — "Άσε με! Βαρέθηκα!, τσιρ'ίζει 6 χαζο-πυγμαίος άγανακτ ισμένος. 3 Από θρήνο σέ θρήνο τό πάμε από τον και ρό πού κάνουμε χωριό! Δεν ή­ ξερες κανένα^ φαράγγι τής πλάκας νά ιμοος περάσης; Αυ­ τό διάλεξες; Έγώ δεν περ­ νάω ! θά ικάτσω εδώ χιάιμω! — Χουπάκο μου!, φωνάζει η πελώρια νέγρα κατατπρομ.αγμένη -μήπως ό πυγμαίος τΓρα γμ αποποίηση; την άπειλή του. Καιι ποιος θά μου κουβαλάς έμενα εκείνα τά υπέροχα φροΰ τα, άν δεν έχω εσένα; — Στο φαράγγι- δέν έχει φρούτα!, λέει ό Χούπ πείσμα τόρ-ικα· Μόνο γικωνάιρια έχει! Καί τά γκωνά,ΟΊα δέν έχεις α­ νάγκη, νά σου τά κουβαλάς κανένας! Μπορεί νά οούρθουν κ:’ άπό ψηλά, -.μόνα τους! Καί τότε θ’ άμχίίσης τά τσιρί γμστα καί θά γίνη τό φαράγ­ γι, «φαράγγι θρήνου» που λέ­ γαμε: Θά κάτσω εδώ χάμω καί θά σάς περ-μένω νά ξαναγυρίίοτε! — "Έλα!, τού λέει ό Κάλ σοβαρά, Δέν πρόκειται νά ξα ναγυρίΐσουμε, Χού γγ !.... ^— Πώ ! Πώ ! αουρία!, φω­ νάζει ό πυγμαίος γουρλώνον­ τας τά μάτια του. Αφού τό

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

χωριό μου* είναι άπό εκεί 1" σω! — "Από τό χωριό- σου μάς έδ ιω-ξα-ν! Δέν μπορούμε να ξάνσι πάμε! —- ’Έμ^ βέβαια! "Αφού έγ νες ένας ςυλάρας ίσαμε κεΐ πάνω, τί νά σε κάνανε; "Έ­ κανες για τ-ρεΐς, έτρωγες για τρεις,^έπιανες χώρο γιά τρεις κ α ί είχες -μόνο έναν... ψήφο!, τού λέει ό Χούπ. Ποιος θά ή­ ταν τόσο βλάκας νά σε τρεΦη; , ς— "Έλα τώρα!, τού λέει ό Κάλ γελώντας. Δέν πρέπει νά χασομερήσουμε λ άλλο. Θάναι επικίνδυνο· νά μάς πιάση ή νύ Χ'«α μέσα στο φαράγγι. "Άς προχωρήσουμε! —; "Όχη έγώ, δέν έχω κανέ νο: κέφι γιά θρήνους!, επιμέ­ νει ό κουτο-πυγμσΐος πεισματόρκα. Γραιβάτε υ-όνοι σας. Έγώ θά γυρίσω πί(σω καί θά ξαναπάω στο χωριό μου. Άτοθύμ,ηισα καί τή θεία Χουρ-ου χούρου! ,—Χουπάκο μου! ""Αχ, Χου πάκο μου! Θά μ" άφήσης μό­ νη κι" έρημη!, τσιρίζει ή πο­ νηρή Χούλα γιά νά τον κατα:ψερη κι-5 άρ-χίίζει νά προσποι­ ητοί· ότι κλαίει γοερά. Ό Χούπ δέν αντέχει. Συγκινεΐταΐ'. — Ελάτε τώρα, Χούλες -μου ! λέει τρυφερά. Δέν πρέ­ πει νά τό παραξηλώνουμε κι­ όλας! Είπαμε πώς τό φαράγ­ γι εϋνστ τού θρήνου, άλλα δ-χι να κιλαΐμε κι" απόξω! — Χουπάκο μου!, επιμέ­ νει ή Χούλα καί σπαρ-άζει 5υνατώτερα ενώ ό Κάλ καί ή 6-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

9

μορφή; συντρόφ ι.σοά του κ,ρα>- νη \, τσιρίζει ό πυγμαίος άφαγσλουν. Δεν μ5 οογαττας τπά. παρηίγόιριητος κιαί τό· ρίχνει — Έγώ!, ξεφώνιζε1 ο πυ­ για τά καλά στά δάκρυα. Τή γμαίος^ θυμωμένος. "Ομοιος λυπάμαι τήν κακομοίρα, ^άλ­ τόπε είναι ψεύταρος! Θά σάς λα δέν μπορώ νά τό περάσω^ ιέλεγα νά σάς ττά,ρω στο χω­ κΓ αυτό τό κατσούφικο φαράγ' ριό μου ακόμα, άλλα περνάτε γι! κατά πολύ τό έπιτρεπόμενον — "Ελα πιά, Χουπ!, λεε^ι οριον τού ύψους .και φάρδους! ή ^ Μπέλλα συγκρατώντας ιμέ Θά σάς πετάξουνε έξω σάν κόπο τά γέλια της. "Αν τή λυ τον Κ·άλ και θά μείνετε στις πάσαι τήν καημένη τή X ού­ .. .πέντε ζούγκλες ! λα δπως λες. γιατί δέν τής -— "Αχ, Χουπάκο μου! "Ε κάνεις τό χατήρι; λα ιμαζί μου! Μή μ5 έγκατα— Τί τής φταίω έγώ; μουιρ λείπης! μαυρίζει ό χαζό “πυγμαίος μέ Ό πυγμαίος έχει άρχισες όπορίΐα. Τά χέρια της που τά καί μυξοκλαίει κι5 αυτός άπό χιει; "Αν μου είχε δώσει τήν τη συιγκ,ίίνηισι. ■■■αρπαζιά μου θά είχαμε ξεκι­ — Μέ υισοκαταφέοατε!, νήσει κιόλας! — Μπά, τί άφηρηίμένη πού •λέει στο τέλος σκουπίζοντας τη μύτη του μέ τον αγκώνα. είμαι·!, φωνάζει ή νέγρα καί 5Αλλά μιά φορά μέσα άπ’^ αυ­ σηκώνοντας τή χεοούκλσ της τό τό κλαψούοΊΐκο φαράγγι αστράφτει μια τού πυγμαίου δεν περνάω. "Αν θέλετε νά πά που φτάνει μέ τουμπες ώς τήν με άπό γύρω-γύιρω! είσοδο του φαραγγιού! — Δεν έχει άλλο δρόμο!, Μόλις οι τέσσερις σύντρο­ λέει ό Κάλ κλείνοντας τό μά­ φοι βρίσκονται ιμέσα σ’ αυτό, τι στην Μπέλλα. Μόνο άπό τό εξακριβώνουν δλοι δτι τό φα­ φαράγγι μπορούμε νά περά­ ράγγι του θοήνου εΐναι τέτοιο σουμε. όνομα και πράμα. "Ενας τοο-— Δικηγόρους δεν θέλου­ ιυερός παγωμένος άέρσς πού με!., τσιρίζει 6 Χουπ μέ άξι δέν σταματάει ποτέ έκεΐ μέ­ απρέπεια· Τό πολυ-πολύ νά σα, ουρλιάζει συνεχώς άνάμεπάμε κι5 άπό πάνω άπό την σα στις τεράστιες βιοάχινες κορυφή νά κάνουμε καί χιονόρωγμές. "Ενα μακάβριο άστα μπαλλες! μάτη,το κλάμα άκουγετα; που — "Αχ, Χουκάκο μου !, μυ­ αντιβουίζει τοομα.χτ ικά στους ξοκλαίει ή Χούλια. Δέν μπορώ πέτρινους τοίχους του καί γε­ καθόλου στο κρύο έγώ! Βγά­ μίζει τη χαοάδοσ άπό τή μια ζω χιονίστρες, ή κακομοίρα μεριά ώς τήν άλλη. Είναι τό καί τά δάχτυλά μου γίνωνται σφύριγμα τού άγριου ανέμου. σάν λουκάνικα! "Ελα μαζί —Αμάν, μαμαικουλα μου! ■μας , λεβέντη, μου Χουπ! Μή τσιρίζει ο... λεβέντης Χούπ· μέ βασανίζεις άλλο! "Αχ! σέρω τ’ είναι αυτά πού κλαί— Κύτταξε τί πάε. νά κά­ νε! Είναι ύ..κα)λικατζοράκια


10

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

πού κατοικούν ιμέσα σ’ αυτές τις τρύπες και δέν τ’ αφήνει ή γΙριά τους νά βγουν νά παί­ ξουν γιατί κάνει κρύο! Τά ιμάττία τής Χούλακ* γεμί­ ζουν τρόμο. Ή γενναία νέγρα ,μπρρεΐ καί στον θάνατο ακό­ μα νά σταίθή ατρόμητη, άλλα σαν όλους τούς νέγρους είναι πολύ δεισιδαίμων κι’ όταν άκούη γιά καλικαντζάρους ,μπο ιρεΐ νά λιποθυμήση, από την τρομάρα της. — 3Ώ, μις Μπέλλα!, φω­ νάζει. 5Αλήθεια είναι καλ ι καν τζαράκια; — "Οχι, Χουλα, ησύχασε! ΝΕΑ ΑΠΕΙΑΗ Ρίχνει τά διαμάντια για νά μά-

Α ΤΟ ΤΡΟΜΕΡΟ αυ­ θη τη θέλησι των Θεών. τό φαράγγι τελειώνει ^καμμιά φορά. Οι τέσ­ αντίπερα άκρη, του την ώρα σερις σύντροφοι φτάνουν που στην βασιλεύει ό ήλιος. "Ενας τόπος εντελώς αλλό­ κοτος απλώνεται μπιοός στά ιμάτια τους άπ5 αυτή τη ιμειριά. "Ενα πυκνό δάσος ιμέ κα­ τ' δέντρα πού ό Χούπ καί ή Χουλα δεν τ αχούν ξαναδή πο­ τέ τους και γουρλώνουν τά μά τ.α τους. Ή Μπέλλα άμως τά ξέρει κ σ ι φωνάζε ι κατάπληκτη,: — Ποτέ δέν θά τό πίστευα δτι θά συναντούσα πεύκα μέ­ σα σέ μιά ζούγκλα τής Αφρι­ κής! Είναι πεύκα! Τά γνω­ ρίζω ! Μά τά πρώτα σκοτάδια τής νύχτας αρχίζουν νά σκεπάζουν ^ήν πλάσι και δέν μπορούν νά δουν καλά τό καινούργιο μέ­ ρος. Φορτώνεται τον κωμικό πυγμαίο και φεύγει... —Πρέπει νά βρούμε κάπου

Μ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νά περάσουμε τή νύχτα μας, λέιει τό λευκό οσγόιρι, και τό πρωΐ συνεχίζουμε πάλι. Κι3 ό χαζο-Χούπ που απο­ φασίζει να κάνη; πάλι καλαμ­ πούρι, άνσγγέλε ι έπίάημα: — Μάλιστα, κυρίες και κύ ριοι! Τό πρωΐ συνεχίζουμε τό δρόμο μας! Στο αυριανό μας πρόγραμμα έχουμε νά περά­ σουμε τό «δάσος των δακρύ­ ων» και την «κοιλάδα τής κλά­ ψας»! Και έχει και συνέχεια. Ωστόσο οι άλλοι έχουν ξε­ κινήσει και έτσι ό αδιόρθωτος Χούπ αναγκάζεται νά τρέξη από πίσω τους. Φτάνουν στα πρώτα δέν­ τρα του πευκόδασους καί χώ · νονται μέσα. Βρίσκουν ένα μέρος πού τό έδαφος δεν είναι ανώμαλο και κάνουν χάμω, στη γή, ένα στρώμα από τα βελόνια, τώιν πεύκων. Σέ λίγο, κατακουιρασμένο,

Κάνει τή;ν έμφάνισί του ένας άν­ θρωπος μέ μακρυά γένεια...

11

Βουλώνει τό στόμα τού Χουπ για νά μή μιλάη... από τις ταλαιπωρίες καί τις συγκινήσεις τής μέρας πού πέρασε, τό ρίχνουν στον ύ­ πνο. Μά δεν θάχαν περάσει ού­ τε δυο ώρες από τή στιγμή πού έκλεισαν τά μάτια τους καί ξαφνικά γίνεται κάτι φο­ βερό : Χωρ ίς καμμ ιά πρσε ιδοποί ησι, χωρίς νάχη ακουστή ό παραμικρός θόρυβος μέσα στο δάσος, κάτι παράξενα δί­ κτυα πέφτουν επάνω ατούς τέσσερις κοιμισμένους συντρό φους. "Ολοι έχουν συνηθίσει πια νά κοιμώντ αι ελαφρά. Π ετά­ γοντα ι αμέσως όρθιοι καί προ σπαθοον του κάκαυ νά έλευβε ρωθούν. Τά δίχτυα κλείνουν σφιχτά καί τούς φυλακίζουν μέσα σέ έλάχιστες στιγμές. ιΚάτι πλάσματα πού τά δι­ ακρίνουν μόνο σαν σκιές μέ-


12

σα στο σκοτάδι, τούς φορτώ­ νονται στους ώμους τους, έ­ τσι όπως είναιι τυλιγμένοι μέ­ σο: ατά δίχτυα και τούς κου­ βαλούν ,μίσα στο (μυστηριώ­ δες δάσος... Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

ΠΟΡΕΙΑ -μέσα στο δά­ σος δεν κ,ρατάει πολύ· Φθάνουν στην πλαγιά τού βουνού τή γεμάτη απότο­ μους βράχους. Τά όντα πού κρατούν αιχμαλώτους τούς τέσσερις ήριωός μας, χώνονται ανάμεσα σ5 αυτούς. Μπρος τους βρίσκεται ξαφνικά τό πε λώριο λσκοτεινό άνοιγμα μιας σπηλκχς. Χώνονται μέσα.. Προ χωρούν στο βάθος. Ή σπηλιά εκείνη έχει άΐπίΐστευτο μάκρος Σέ λίιγο περπατούν σέ μια με νάλη και στενή υπόγεια σή­ ραγγα πού κατεβαίνει βαθειά στα σπλάχνα τής γης. Τά βήματα των αντων πού έ­ χουν σύλλαβε ι τούς φίλους μας αντηχούν σαν ένα μακά­ βριο σύρσιμο. Τό σκοτάδι εί­ ναι κολασμένο. Ό αέρας έχει αρχίσει νά γίνεται υγρός. "Ο οε προχωρούν υγραίνεται α­ κόμα περ. ισσότερο · 5Από τή βράχινη οροφή τής σήραγγας αρχίζουν νά πέ­ φτουν στάλες νερού και νά καταβρέχουν τούς αιχμαλώ­ τους. Κι5 δσο πάνε γίνονται καυτές περισσότερες κα:ί κά νουν έναν θόρυβο σά νά βιρέχη μέσα σ5 εκείνο τό βάθος !· Καί πραγματικά, είναι τώρα σά νά βρέχη. Οι τέσσερις σύν­ τροφοι έχουν μουσκέψει ολό­

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

κληροι κι3 αρχίζουν νά τρέ­ μουν από τό κρύο. Τά δόντια τού φουκαρά του Χούττ χτυπάνε δυνατά σάν κα­ στανιέτες καί γρήγορα σάν πολυβόλο. — Καλέ!, φωνάζει σ’ αυτόν πού τον έχει ριγμένο πίσω στον ώμο του σάν σακκί. Λεν ανάβεις κανένα ρετσινόξυλο νά βλέπουμε; "Ετσι όπως πα με στά στραβάι, θά ψάς τά μούτρα σου· καί θά μού κάνης κ[> εμένα κανένα καρούμπαλο. Ή τρομερή πορεία συνεχί­ ζεται. Καί όλο κατηφορίζουν. Κανείς δεν μπορεί νά ύπολογίση; πόσο βαθειά μέσα στά σπλάχνα τής γής έχουν φτά­ σει. Ή καρδιά τού λευκού παι­ διού τής ζούγκλας, τού Κάλ, έχει γεμίσει θανάσιμη; άιγωνία γιά την τύχη τής Μπέλλας καί των άλλων συντρόφων του. Τέλος, από τον ήχο των βη υάτων των αντων εκείνων, κα ταλαβαίνει ότι ή σήραγγα: με σα στήν οποία περπατούν έ­ χει αρχίσει νά φαρδαίνηι. Λίγο_ ακόμα βαδίζουν αμί­ λητοι. -αφνικά, στο βάθος έκείινης τής σήραγγας διακρί­ νουν ένα αχνό γαλάζιο φως. Καμμιά φορά βγαίνουν από τή στοά. Βρίσκονται τώρα κά­ τω· άπό έναν τιτάνιο βράχινο •βαλο. Στήν οροφή καί στους τοίχους του Βόλου αυτού πού έχει εκατοντάδες μέτρα μά­ κρος καί φάρδος κι5 άλλες τό­ σες σέ ύψος, λαμπυρίζουν έκα τομμύρια πετράδια, πού σκορ τΓούν αυτό τό αχνό γαλάζιο φως πού φωτίζει όλόίκληιρη τήν


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛ/ Σ

υπόγεισι αίθουσα. — Ό ιεραπόστολος πού τον φ άγονε οι κανινίίβαλοι και τούμεινον τά μανικέτια καί τό καπέλλο του, μούλεγε για ένα τέτοιο ίμερος!, φωνάζει ό χαζο-Χούίτ. Εκκλησία είναι, παιδιά! Μα ό Κάλ με τη Μπέλλα καί τή Χούλα δεν άκούν τον κωμικό πυγμαίο. Με τά μά­ τια γοορλωμένα παρατηρούν ολόγυρα τό παράδοξο εκείνο μέρος πού βρέθηκαν χωρίς νά τό περιρόνουν. Μέσα στον τεράστιο εκεί­ νον υπόγειο βόλο, πολλά μέ­ τρα κάτω από την επιφάνεια τής γης, είναι χτισμένη, μια πολ ι τ ε ία, ολόκληρη [ Τά κτίριά της είναι γρανί­ τινα καί στους τοίχους τους λαμποκοπάνε τά ίδια γαλά­ ζια πετράδια πού βρίσκονται καί στους τοίχους τού ασύγκρ ιτσυ σπηλαίου·. 01 ΥΠΟΧΘΟΝΙΟ ί

ΩΡΑ μέ τό αχνό αυτό φως μπορούν να βλέπουν κάπως καί οι τέσσερις ή ρωές μας· Παρατηρούν μέ με­ γάλη έκπληξι καί ανησυχία τούς φρουρούς πού βαδίζουν π'λάϊ σ: αυτούς πού τούς ση­ κώνουν, κρατώντας στα χόρια τους κάτι μακριά ακόντια. Είναι κάτι τρομακτικά όν­ τα, πού καί στον πιο φοβερό εφιάλτη δεν έχουν φανερωθή παρόμοια. "Έχουν μακριυά μαιλλιά καί γένεια πού φτάνουν ως την κοιλιά τους. Είναι ντυμένοι μέ προβιές τρωκτικών από αύ

Τ

13

τά πού ζούν στις υπόγειες σπηλιές. Τό δέρμα τους θά πρέπει νάναι κάτασπρο αλ­ λά εκεί μέσα παίρνει τό γα­ λάζιο χρώμα εκείνων των πε­ τράδι ών πού φωτίζουν όλόκλη ρη τή σπηλιά. Τά πρόσωπά τους είναι ά­ σαρκα καί οστεώδη,. Τά μά­ τια τους λάμπουν σαν αναμ­ μένα κάρβουνα. Βαβίζουν προς την παράξε νη καί μεγαλόπρεπη, πάλι τ·ού είναι χτισμένη, στο κέν­ τρο τού μυθικού υπόγειου σπη λαίου. — Κάλ!, μουρμουρίζει μέ γουρλωμένα μάτια ή Μπέλλα οέ μια στιγμή πού βρίσκεται στο πλάϊ τού θρυλικού- παι­ διού. -— Κάλ, τ5 είναι άλα αυτά πού βλέπω; Τά βλέπω πρα­ γματικά ή μήπως ονειρεύο­ μαι ακόμα μέσα σ’ έκεΐνο τό δάσος; — "Έχω ακουστά γι’ αυτόν τον παράξενο λαό των έγκ α­ τών!, λέει ήρεμα ό γ-υιός τής ζούγκλας. Είναι ,ένας μυστη­ ριώδης κόσμος πού γεννήθη­ κε μέσα στα σπλάχνα τής γης καί ζή πάντα μέσα σ’ αυτά. Τό ψώς τής μέρας δεν τούς έχει δή ποτέ· ’Άν βγαίνουν καμμ,ιά φορά πάνω στην επι­ φάνεια τής γής, είναι τις σκοτεινές νύχτες σαν αποψινή πού δεν ύπάρχοι τε άστρα ούτε φεγγάρι... Κα­ νείς δεν ξέρει πώς ζούν καί τις συνήθειές τους. Ασφαλώς όμως είναι ένας πρωτόγονος κόσμος... — Κι5 εσύ πού τά ξέρεις


14

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

δ>5 θϋύτά,Λ Κάλ; (μεγάλο πλήθος είναι μαζεμέ­ — Μου τάχει πή ένας άν­ νο τριγύρω ατούς αιχμαλώ­ θρωπος πού δεν υπάρχει τί­ τους. ποτα οπόν κόσμο πού νά μή Τότε άπό ένα μεγαλόπρε­ μπορή νά τό δη... πο κτίριο βγαίνει ένας φόντα Ό Χούπ πού τόση ώρα ά- αιματώδης άνθρωπος. Μέσα ικούει την κουβέντα τους χω­ στή νεκρική σιγή πού απλώ­ ρίς νά μιλάη, δεν μπορεί νά νεται μονομιάς γύρω, πληισιά βα'στάξη και τσιρίζει νευρια­ ζει τούς αιχμαλώτους κι5 άρ σμένα : χίζει νά τούς κοττάζη καλά—Αφού τά ξέρει όλα αυτός καιλά έναν- έναν κι5 ύστερα ό μυστήριος, δεν σου έλεγε νά τούς ψηλσφίΐζη, άπταίλά μέ νά ιμήν περάσουμε άιπό^ αυτόν τά κοκκαλιάριικα χέρια του. τό δρόμο γιά νά μή μας τσι­ —Καλά τόλεγα εγώ !, τσι μπήσουν οι·., μαλλιαροί; ρίζει ό Χούπ λαχανιασμένος Τή στιγμή εκείνη ή παίράξε άπό τό φόίβο του. Αυτός θανη.· συνοδεία μπαίνει στην ύττο νοι ό αρχιμάγειρας καί κυτχιθόνια πολιτεία. "Ολο εκείνοι τάζει νά δ ή, πώς θά μάς μαοι άνθοωποι των εγκάτων, βλέ γειρέψηι τον καθένα! Έγώ, ποντας τούς αιχμαλώτους ά- πού είμαι όλος κόικκαλα θά κολουθούν κι* εκείνοι τή συνο μέ κάνη σούπα χωρίς άλλο. δεία. "Οταν φτάνουν σΓην πλα "Οσο γιά τις Χοΰλες μου θά τεΐα πού βρίσκεται στή μέση τρέφουν ολόκληρο σύνταγμα τής γρανίτινης πολιτείας, ένα γιά καμμιά ^βδομάδα\... Ό πυγμαίος δεν πρόλαβαί νει νά πή περισσότερα· 01 φρουροί πού τον κρατούν τού ■φράζουν τό στόμα μέ τά χέ­ ρια τους. Ό Χούπ νευριάζει. Στριφο > υρίζει σάν σβούρα. Ελευθε­ ρώνει μιά στί'γμή τό στόμα του καί στριγγλίζει: — Μή, καλέ σείς! Χέρ ια είναι αυτά πού έχετε ή ξύλου Μή μ5 άκουμπάτε γιατί θά σάς' κόψω δαγκωνιά! — Χούπ!, φωνάζει ό Κάλ ανήσυχος. Κάθησε φρόνιμα καί μήν τούς ερεθίζεις γιατί μπορεί νά σου κάνουν κακό ! — Ποιου; Οι μαλλιαροί; Μπά! Αέν τό φαντάζομαι ΦαίίΙνοντ α ι .. .πονόψυχο ι κατά Κλεισμένους στα δίχτυα, τούς ρίχνουν στή σκοτεινή φυλακή. βάθος!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Αυτή τή φορά οι φ,ρουροι του Χούττ πέφτουν όλοι ιμαζϊ επάνω του καί του βουλώνουν οριστικά τό στόμα· Ό παράξενος άνθρωπος, πού είχε έρθει κοντά τους, ξα ναγύρισε τώρα στην είσοδο του (μ εγαλόπρ επου κτ ιρ ί ου. Μπαίνει για μιά στιγμή μέσα καί ξαναβγαίνει κρατώντας στα κοκκαιλιά|ριικ·α χέρια του τέσσερις μεγάλες γαλάζιες πέτρες πού πετουν αναλαμ­ πές. Γονατίιζει κάτω στο βρό­ χινο έδαφος. Αρχίζει νά πετάη τις πέτρες του μπρος του καί σκύβοντας άπό πάνω τους νά τις κυττάζη μέ μεγάληι προ σοχή. Φωνάζει κάτι άλλόκοτες Φράσεις. — Τί νά λέη άραγε; ψιθυριζει στ αυτί του Καιλ η ομορφιη λευκή κόρη, πού βρί­ σκεται πλάϊ του μέσα στο δί

'0 Χούπ τρίβει μέ δύναμι τα δυο ξυλοοράκια

15

χτυ όπως κι5 αυτός. — Λέει* πώς ό θεός "Ατσν 6ά μιιλήση καί θά πή άν δεχτή τή θυσία μας, (μουρμουρίζει τό παιδί τής ζούγκλας. Καί φοβάμαι πώς ή άπόφασις θά είναι· οπωσδήποτε καταδικοσ στική..·.> — Μά πώς μπορείς καί κα τάλαβαινείς τή γλώσσα του. ,ρωτάει ή Μπέλλα μέ γουρλωμένα μάτια. — Ό δάσκαλός μου γιά τόν όποιον σου μΐληΐσα, μου έχει -μάθει όλες τις διαλέκτους οι οποίες μιλιώνται στις ά­ γριες αυτές περιοχές. Δέν κα ταλα'βαίνω πολύ καλά όλα τά λόγια αυτού τού μάγου^ μά άπό μερικές γνωστές λέξεις βγάζω τό νόημά τους.... Ο ΧΡΗΣΜΟΣ

|^ϊ*3 ΑΦΝΙΚΑ, άπό τό μεγα ^3 λύτερο βράχινο κτίριο πού υπάρχει μέσα σ’ ί κείνη τήν πλατεία, βγαίνει έ­ νας άλλος μεγαλόσωμος άνθοωπος, πού τά γένεια του φθάνουν πολύ πιο χαμηλά ά­ πό τών άλλων, ενώ άντιθέτως, τά μαλλιά του είναι ελάχιστα γιατί έχουν πέσει σχεδόν ό­ λο: πια επάνω άπό τό κεφάλι του. Τόν ακολουθούν άλλα δυο άπό τά καταχθόνια όντα, πού στέκουν μέ σεβασμό δυο βή­ ματα πίσω του· "Ολος ό λαός τών υποχθο­ νίων γονατίζει μποοστά σ’ συ τόν τόν καινουργιοφερίμένο*, πού άρχιζει·. νά μιλάη, μέ ζωη­ ρές χειρονομίες στον -μάγο. — Τί λέει; ψιθυρίζει ή συν


16

τρόφισσα του Κάλ με αγωνία. — Λέει πώς ό 'Άτον περί ιμένει πάντα μέ χαΐρά τις θυ­ σίες των ξένων και πώς είναι περιττό νά κάνη: δλη αυτή τήν ιεροτελεστία. Ίού ζητάει νά' κ·άνη: τη θυσία γρήγορα για νά εξευμενίσουν τον θεό καί νά μην κάνη, τη γη νά χοροπη|δάΐη σαν αφηνιασμένη... — Φαίνεται, θά γίνωνται συχνά ^σεισμοί εδώ πέρα, λέει ή Μπέλλ α σκ επτ ική. Τήν |5ια στιγμή άκσύγεταί πάλι τό τσιριχτό του Χούπ που έχε καταφέρει νά έλευθερώση για μια στιγμή τό στό­ μα του. π ιό άγριο άτια κάθεάλίληι φορά : ^—'ΚοΙλέ μή μου κρατάτε τή ΐμυτη πια! Θέλετε νά σκάσω; Φίτ! Θείε, ιμέ τίς...^ τσακμα­ κόπετρες ! Μου πετάς δυο νά τις χτυπήσω ν’ ανάψω καΐμμ;ά φωτίτσα, γιατί έχω τουρ­ τουρίσει ! Δεν προλαβαίνει νά πή άλ­ λα. Οι φρουροί του τον ξανακαπακωνουιν· Ανάμεσα στον μάγο τής παράξενης φυλής καί στον άλλον που είναι άιρχηγος^της, διεξάγεται ,μιά π ο λυ ζωηρ ή σ υζήτηισ ι ς. — Τί λένε; μουρμούριζει ή Μπέλλα μέ λαχτάρα. ^ — Ό μάγος είπε έναν πο­ λύ περίεργο χρησμοί, άπτοκρί νεταα ό Κάλ μέ συγκίνησι. Λέει δτι κάποιος από μάς τους τέσσερις είναι· προστατευόμενος των Θεών καί θά εΐ ναι μεγάλη: καταστροφή άν τον πειράξουν! Μά ό άιρχηγός του λέει άτι τουλάχιστον τό­ τε νά θυσιάσουν τούς άλλους

ΚΑΛ —Ο ΚΥΡΙΟΙ

τρεις. Ανέθεσε στον μάγο σέ σύντομο χρονικό διάστημα να βρή ποιος είναι αυτός πού τον προστατεύουν οί Θεοί-... — Πήρε ίμια αναβολή δη­ λαδή ή έκτέλεσίις μας...

Πραγματικά, ό Κάλ έχει καταλάβει πολύ καλά τά λό­ για των δυο εκείνων παράξε­ νων πλαΐσμάτωιν· Οί Φρουροί τούς αρπάζουν καί έτσι· ό­ πως είναι κλεισμένοι μέσα στά δίκτυα τους, τούς φορ­ τώνονται πάλι καί τούς όδηΓ γουν σ3 ένα οίκημα. Εκεί α­ φού τούς δένουν καλά-καλά μέ τά ίδια τά δίχτυα μέσα στά οποία είναι τυλιγμένοι, τούς αφήνουν, καί φεύγουν, φράζοντας μέ μιά πλατεία πέ­ τρα τήν είσοδο. —Κουράγιο, φίλοι μου!. λέεμό Κάλ δυνατά, χωρίς νά φοβάται μήν τον άκούση κα­ νείς, γιατί δεν πρόίκειται να καταλάβουν τά λόγια του. Έ χω ακόμα τό μσχα'ίίρι μου ε­ πάνω μου. ’Άν καταφέρω καί λασκάρω λίγο τά χέρια μου, θά ελευθερωθούμε πριν ξανάρθουν οί φρουροί μας. — Μωρέ θά μάς φάνε, δεν γλυτώνουμε!, τσιρίζει ό πυ­ γμαίος καί ή φωνή του τρέ­ μει σά νά κάνη γαργάρα. Δεν βλέπετε πού μάς πέταξαν μέ­ σα στο ψυγείο για νά μάς κά νουν κ ατεψυγρένους; ΣΤΟΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΩΝ

-ΚΑΛ δεν αργεί νά κατσφέοη νά φτάση τό χέ ρι του ώς έκεΐ πού εί­ ναι ή λαβή τού μαχαιριού τομ

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

5 Από τή στιγμή αυτή κιοαι ύ­ στερα άλα είναι εύκολα. Τρα­ βάει τό μαχαίρι καί μέ τή λάμα του κόβει σιγά-αιγά τά λεπτά σχοινάκια πού αποτε­ λούν τό δίχτυ. Ελευθερώνε­ ται. Ελευθερώνει σέ λίγες στιγμές καί όλους τους συν­ τρόφους του. -— "Αχ! -Μουδ ιάσανε τά χε .ράκια μου καί τά ποδαράκια μου!, γκρινιάζει ή Χού'λα καί χοροπηδάει μέσα στο σικοτάδ. για νά ξεμουδιάσιη. Είναι τόσο σκοτεινά εκεί μέσα πού κανείς δεν μϊπορεΐ νά διακρίνη: τον άλλον· Ή πέ­ τρα μέ την οποία οι φρουροί τους έχουν φράξει την είσοδο είναι συρταρωτή μέσα στον βράχο καί τοποθετείται απ’ έξω. "Ετσι μόνο απ’ έξω μπο­ ρούν νά την ανοίξουν. Οι φί­ λοι μας είναι υποχρεωμένοι ινά περιμένουν λοιπόν, ώσπου οι φρουροί νά ξαναγυρίσουν γιά ν5 ανοίξουν τή * πόρτα. —- "Ας έξερευνήισουΙμε τή φυλακή μας ώσιπου ν5 ακού­ σουμε στι. έρχονται, λέει ό λευ κός κύριος τής ζούγκλας. "Ι­ σως βρούμε τίποτα πού νά μάς χρησιμεύση γιά όπλο. " Οταν αίφν ιδ ιάίσο υμ ε τούς Φρουρούς θά πάρουμε τά δι­ κά· τους κοντάρια. Γιά την ώ­ ρα έχομε μόνο τό μαχαίρι μου αλλά κι’ αυτό είναι αρκετό... — Καί τό μπούμερανγκ πού τό βάζεις; φωνάζει ό χαζο-Χούπ προσβλημέΙνος, /Δεν είναι όπλο αυτό; -έχασες πού τό έφαγες στην κεφάλα κι5 έμεινες ξερός; 5Αλλά δεν είναι ώρα γιά

17

νά προσέξουν τις εξυπνάδες τού χαζού πυγμαίου. 9 Αρχί­ ζουν νά ψάχνουν όλοι γύρω-γύ ρω μήπως βρουν κανένα ξύλο ή .κορμιά βαρεία πέτρα πού νά μπορή νά χρησιμοποιηθή γιά απλ.ο· Ή ιό τυχερός" όμως άπ5 ό­ λους στέκει ό Χούπ. ιΚαθώς α­ πλώνει τά χέρια του στο σικο '.’άδι, πιάνει ένα ξύλινο ακόν­ τιο σάν κΓ αυτά πού έχουν οι τρομεροί κάτοικοι τής ύποχθό νιας πολιτείας τού Σκότους. Δεν έχει μπροστά την σκλη ιρή αιχμή πού έχουν τά δικά τους ακόντια καί γι’ αυτό εί­ ναι πεταγμένο καί ξεχασμέ­ νο ιμέσα στη φυλακή. "Αλλά ό πυγμαίος δεν τό θέλει κα­ θόλου γιά όπλο. Στο /μυαλό του δεν έχει άλλη ιδέα παρά μόνο πώς θά ζεσταθή λιγάκι πού έχει ξεπαγιάσει από τό φοβερό κρύο που κάνει στά έγκατα. ίΐαίίρνει τό κοντάρι πού εί­ ναι μιά^ μ ακόυα βέργα οστό κλαδί δέντρου καί αρχίζει νά το ικόιβη σέ μικρά κομματά­ κια. Ό Κοΐλ ακούει τόν κρότο τού ξύλου πού σπάει. — Τί συμβαίνει; ρωτάει α­ νήσυχος. Τί κρότος είναι σύ~ός; _ —-Ετοιμάζω μαγκάλι γιά νά ζεσταθούμε!, λέει ό Χούπ 9οιαμβευτικά. Βρήκα ξύλα! — Καί μέ τί θά τ5 άνάψης, φτωχέ μου φίλε; τού θυμίζει ή Μπέλλα- Τά σπίρτα μού τε­ λείωσαν πιά... — Μή σέ νοιάζει, μίς Α­ μερική!, τσιρίζει ό Χούπ ξε-


ΚΑΑ

καρ δ καμένος. Θά δής τις φλό­ γες και θά τρίιβηις τά γλαρά σου ιμάιτια! Και πραγματικά, ό ιμικροσκοπικός πυγμαίος, όσο κι5 άν είναι χαζός, ξέρει όμως ,με ρικά πράγματα πολύ χρήσι­ μα πού δεν τά ξέρουν οι σύν­ τροφοί του. -έρει λόγου χάριν ν5 άνάψη: φωτιά τρίβοντας δυο κλαδάκια μεταξύ τους, ό­ πως κάνουν όλοι οι πυγμαίοι τής φυλής του. Είναι μιά τέ­ χνη, πού την γνωρίζουν οί πιο άγριοι λαοί τής Αφρικής. Καί πραγματικά σέ δυο λε πτά τά κλαδάκια πού κοατάει στά χέρια του ό χαζο-Χούπ, πετοΰν φλόγες! Ό πυγμαίος αφήνει ένα θρι

Ο ΚΥΡΙΟΣ

αμβευτικό τσιριχτό. Μέ τό ξσλαράκι πού έχει ανάψει, βά­ ζει φωτιά στά άλλα πού έχει τοποθετήσει τό ένα πάνω στο άλλο. Τά ξύλα εΐναι λίγο υγρά α­ πό τό πολύ κρύο πού κάνει έκεΐ ιμιέσα αλλά τελευταία δυ­ νατές φλόγες .κάνουν τό ,μικρό δω,ματιάκι τής φυλακής τους νά φέξη,. Ό Χούπ απλώνει τά χέρια του πάνω από τή φωτιά κατενθουσιασμένος και πιο πολύ ζεσταίνεται από τή χαρά του πού τά κατάφερε παρά από τις φλόγες πού δεν είναι ούτε τόσο πολλές ούτε τόσο δυνα­ τές. Και οι τρεΐς φίλοι του ό-

01 άνθρωποι του σκότους φεύγουν τρομαγμένοι


ΐΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!

19

'Ο Χούττ κατορθώνει κι* ανάβει φωτιά

μως χαίρονται ,μέ τή φωτιά. Είναι μια ιμικρή παρηγοριά καί ή ποζρα μικρότερη σπίθα μέσα στο φοβερό εκείνο 6 αο ίίλε ιο του Σ κότο υς. 5/Ερχονται όλοι κοντά του κ!’ απλώνουν τά χέρια νά τά ζεστάνουν. Παρ’ όλη τή δρα­ ματική θέσι πού βρίσκονται γελούν με την επιτυχία του πυ γμαίου καί τού δίνουν συγχα­ ρητήρια, Εκείνος πια καμα­ ρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι. Μά ή χαρά τους κρατάει λί γο. Τά ξύλα 6σο κι5 άν είναι λίγα είναι υγρά καί βγάζουν πυκνό καί άιποπνικτιικό καπνό. Τό μικρό δωμάτιο γειμί'ζει σε λίγες, στιγμές, κι5 δπως δεν έχει παρά ελάιχιστες ρωγμές

από την πέτρα τής εισόδου γιά νά αερίζεται, ό καπνός δεν ,μπορεί νά βγή από που­ θενά. Αρχίζουν νά βήχουν. —Νά σβήσουμε τή φωτιά, λέει ή Μπέιλλο τρομαγμένη. Θά σκάσούμε! Καί κάνει ν’ άπλώση τά χέρια της για νά δυαΙλύσιη τά ξΆαράκια· Ό Χούπ όμως φω­ νάζει με άπΡλπισία καί τή σταματάει. — Όλα .κι’ όλα, μις Αμε­ ρική !, τσιρίζει μέ θυμό. ’Άν δεν σ’ άρέση^, παρακάλεσε τούς μαλλιαρούς νά σέ βόλου νε σέ άλλο ψυγείο ! Έγώ προτιμίό νά σκάσω παρά νά ξυλ.άσω. "Ενα κι’ ένα κάνουν δυό! ’Άν μου σβήσης τή φω­


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

τιά, θά σου «κόψω» και δεν θά (ξαναμιλήσουμε ποτέ! — Χούπ, λέει ό Κάλ για νά τον κάλοπιάση, ό καπνός θά μάς πνίίξη σάν ποντίικια! Δεν υπάρχει καμμιά τρύπα γιά νά φεύγη... — Τόση ώρα που καθόσα­ στε άς ανοίγατε μία!, τσιρί­ ζει δυσαρεστημένος ό πυγμαΐ ος. Αλλά μάθαιτε στην τεμ­ πελιά! "Ολα έτοιμα τά θέλε­ τε! Φρρτε και σκοινιά άπτο τά δίχτυα νά τά κάψουμε κι5 αυ­ τά ! 'Και πριν οί φίλοι του προ λάβουν νά τον εμποδίσουν, ό χαζο-Χούπ παίρνει μιά όλόκληρη. στί'βα σχοινιά καί τά κρατάει πάνω άπό τις φλό­ γες ν5 ανάψουν. Ό Κάλ καταλαβαίνει ότι, άν δεν τον έ)μιποδίση, θά πνί­ γουν οριστικά από τούς κα­ πνούς, καθώς μάλιστα τά δί^ χτυα πού είναι από φυτικά σχοινιά, παίρνουν φόκο σάν λαμπάδες καί βγάζουν σύννε­ φο καπνούς όπως εΐιναι υγρά. Μά τη στιγμή πού τό χέρι τού λευκού παιδιού τής ζούγ­ κλας είναι έτοιμο νά βάλη τέ­ λος στην έμπνεύσι τού χαζο­ πυγ μα ίου, άκούγεται απ' έξω ^ό σύρίσ!μο των ποδιών των άν θρώπων των υποχθονίων πού έρχονται ν' άνοίιξουν τήν πάρτα τής φυλακής τους. Ό Κάλ πετιέται σάν ελα­ τήριο κοντά στην είσοδο καί τό ηράκλειο χέρι του κρατάει σφιχτά τό μοναδικό άλλα τ,ρο μειρό όπλο τής συντροφιάς, τό ατσάλινο μαχαίρι του. Καί ή μεγάλη πλατειά πέ­

τρα παραμερίζεται. Άλλα πριν καν άνοιξη, ολόκληρη, φρι καστικά ουρλιαχτά τρόμου καί απελπισίας άκούγονται ά πό έξω καιί ύστερα τά βήμα­ τα καί οι φωνές των φρουρών τους πού απομακρύνονται τρέ χοντας όσα μπορούν γρηγοριώτερα. Σέ μιά στιγμή μέσα σ' ολόκληρη, τήν πόίλι τού σκό τους ξεσηκώνεται μιά τρομα­ κτική οχλοβοή. Τά παιδιά μένουν άφωνα. Ακίνητα σάν άγάλματσ άπό τήν έκπληξι. Καί ξαφνικά τό πρόσωπο τού Κάλ φωτίζεται άπό μιά άγρια λάμψι χαράς. —Υπέροχε φίλε μου,^ξε­ φωνίζει. ό Κάλ με άσυιγκράτητο ενθουσιασμό1. Μάς έσωσες πάλι Χούπ! Ό πυγμαίος τρομοκρατεί­ ται. Αρπάζει ένα φλέγόμενο ξυλίσ,ράικι καί οπισθοχωρεί κα ταφοβ καμένος ώς τήν άκρη τού τοίχου τού δωματίου. — Τρελλάθηικε ό... θετός γυιός τής μάνας μου], τσιρί­ ζει μέ γαυρλωμέναγμάτιοΰ. Μη τον άφήσετε νά μέ ζυγώση! Θά μέ πνίξη! Μ,ά ό Κάλ ^όρμάει κιόλας νά τον άγικαλ ιάση. Ό Χούπ βάζει ^τά κλάμστο καί πετάει τό ξυλαράκι τοιλ

— Αυτό πού κάνεις είναι άν ανδ,ο ίΐα!, τσ ιρ ίζε ι. Δέν ντρίέπεσαι, άλ,όκληιρος ξυλάρας νά τά βάζης ιμ’ έναν στο μπόϊ μου; Καλά, θά τή σβοσω τή Φωτιά αφού λύσσαξες! Μή μ5 άγγίζης! Πρόσεξε τό καπελλάκι μου!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— Χούπ !, αγαπημένε μου φίλε, ξεφωνίζει ό Κάλ καί τον αγκαλιάζει και τον φιλάει. Δεν τρελλάθηκα! Μάς Ισωσες στ’ αλήθεια καί είμαι βλάκας πού δεν το σκέφθηκα νωρίτε­ ρα! Τυφλώνονται όπως τυφλω ινομαοτε εμεΐς τή νύχτα, άλλα και φοβώνται ιμαζί γιατί ε­ μείς τή νύχτα την ξέίροφε, ε­ νώ αυτοί δεν γνωρίζουν τή φωτιά! Την τρέμουν διτως και τά άγρια ζώα! Πράττει νά πά­ ρουμε ιμαζί μας τό φλεγόμενο δίχτυ καί νά βγούμε έξω·.. Δεν θά τολμήσουν νά μάς ζυ­ γώσουν !... Δεν αργούν. Μαζεύουν τά ύπολλείμματα τής φωτιάς καί μέ τηροοχή την άνασηκώνουν, κρατώντας τη μέ τά μικ,ρά ξύ λα τού ακοντίου. Βγαίνουν α­ πό την μ ιαάνοτχτη πόρτα. "Έξω οί υποχθόνιοι φεύγοντας έχουν πετάξει από την τρομά­ ρα τους κα:ί τ’ ακόντιά τους. — Σταθήτε!, λέει τότε ό Κάλ, μέ μια λάμιψι στά μάτια. Θά φτιάξουμε ι μεγάλους δαυ­ λούς ;μέ τά ξύλα τών ακον­ τίων! Χωρίς νά χάση καιρό, κό­ βει τά ξύλα: τών ακοντίων κον τά καί τά ενώνει πολλά μαζί. Τά δένει ;μέ τά κομμάτια! τού σκοινιού πού έχουν περισωθή άπο τις φλόγες. Σέ λίγο έχει ετοιμάσει τέσσερις χοντρούς δαυλούς πού τούς ανάβει καί παίρνει από έναν ό καδένας τους. λ— 3 5μπρος !, φωνάζει γε­ μάτος ελπίδες- Ακολουθήστε με! Τρέχουν καί περνούν ανά­

21

μεσα στην τρομακτική υπο­ χθόνια πολιτεία. Άλλόφρονες άπο τήν τρομάρα τους οι κά­ τοικοι τών εγκάτων τρέχουν προς άλες τις κατευθύνσεις μέ γοερές κραυγές πόνου. Κρατούν τά μάτια τους. "Ε­ χουν τυφίλωιθή, από τό φως που γιά πρώτη, φορά στη ζωή τους άντικρύζουν! Τό^ καμάρι πια τού Χούπ πού έχει καταλάβει δτι αυτός πάλι είναι πού έχει κάνει τό θαύμα του, δέν περίγράφεται. — Σάς μουφλάριίσα, μαλ­ λιαροί μου καιννίβσλοι!, τσι­ ρίζει χοροπηδώντας. -άρετε ποιος είναι εγώ πού πήγατε νά τά βάλετε μαζί μου; Ό Χούπ ό Ι ος ιμέ τ3 ανρμα! Ό Χούπαΐρος! "Αν σάς κοτάη ελάτε κοντά! 5Ελάτε νά σάς τσοφουφλίσω τή μύτη, κατεψυγιμένοι! Ελάτε νά σάς βάλω φωτιά στά γέινεΐα σας! Μά δχι νά πάνε κοντά τους δέν τολμούν οι υποχθόνιοι αλ­ λά τρέχουν από εντελώς αν­ τίθετη! , μεριά τού τεράστιου υπόγειου θολούς δσσι, κλεί­ νοντας τά μάτια τους, ^κατά­ ρεσαν νά μην τυφλωθούν· 01 άλλοι κυλιώνται καταγής μέ τρομερούς πόνους καί ουρλιά­ ζουν σάν δα ιμον ισμένο ι. φαμμιά φορά ό Κάλ καί οί σύντροφοί του φθάνουν στο τέλος τής πελώριας υποχθό­ νιας πολιτείας. "Ενα σωρό μαύρες τρύπες ανοίγονται έμ προς τους. Για μια στιγμή ό γυιός τής ζούγκλας διιστάζιει καί τά μάτια του γεμίζουν α­ νησυχία· <<Πριά άραγε απ’ δλες αμ-


ΚΑΑ

22

τές, ανεβάζει στον Επάνω Κόσμο;» συλλογίζεται. Κανένας όμως δεν υπάρχει πού νά του τό πή αυτό. "Έτσι μέ την άποφασιστικότη,τα πού τον διίαοκιΡ'ίνει ρπαίνει τρέχοντας στην πρώτη σήραγγα πού β,ρίσκε ι ρπραστά του. —^Γρήγορα!, φωνάζει. Πρέ πει νά φτάσουμε έξω πριν νά σβύσουν οι δαυλοί ρας, για­ τί τότε τά απαίσια αυτά όν­ τα θά ρόος ξαναπιάσουν. Καί ή έΐκδίκηισίς τους αυτή τη φο­ ρά θά είναι τρομερή... — Πφ!, κάνει ό χαζό-πυ­ γμαίος περιφρονητικά. Μέ τά δυο ξυιλαράκισ τούς κάνω έ­ χω νά χορέψουν ..^καρσιλαμά, τούς κυρίους (μαλλιαρούς! "Αλλά ή ώρα περνά, Τά ξύ λα των δούλων καίγονται· σιγά-σιγά. Ή έξοδος ωστόσο, πού θά τούς όδηγήση στήν

πολυπόθητη ελευθερία, δεν φαίνεται. "Έχουν μπλέξει μέ­ σα σ" έναν φοβερό λαβύρινθο σπό υπόγειες στοές καί μ* δλο πού ό Κάλ ακολουθεί ε­ κείνες πού άνηφορίζουν, δεν έ χουν καταφέρει άκαμα τίπο­ τα. Πολλές φορές μάλιστα φθάνουν σέ αδιέξοδο .καί ^α­ ναγκάζονται νά γυρνούν πάλι προς τά πίίσω. Ή ανησυχία έχει αρχίσει νά τρυπώνη ύπούλα στις καρ­ διές των τριών συντρόφων. Των τριών, γιατί ό Χούπ δεν 7 παίρνει χαμ,πάρει οπτό τέτοια. Εκείνος δέν έχει σκοπό ν’ άφήση τίποτα νά τού χάλάση τον θρίαμβό του· Σ" όλη, αυτή τήν άπελπισμένη φυγή τους ό πυγμαίος χυ ροπηδάε ι καί τρ αγουδάε ι κατευχαριστηιμόνος. Βρίσκε ι μάλιστα καί τόιν καιρό νά έςετάζη τά «μέρη· πού περνά­ νε καί νά Θαυιμάζη, τούς ύπερο χους σταλοκτίτες πού σέ πολ λές στοές λαμπυρίζουν θαυ­ μάσια στο φώς τών δαυλών τους. — Δουιλευταράδικα παιδιά όμως οί μαλλιαροί·!, μουρμου ρίζει μονάχος του μέ γουρλωμένα μάτια. Γιά κύτταξε λα­ γούμια πού έχουνε ...σκάψει! Ι ΔΑΥΛΟΙ τους έχουν /μείνει πιά οι μ ίσοι καί ευτυχώς πού τά ξύλα είναι υγρά καί καίγονται αρ­ γά, άλλοι ώς θά βρίσκονταν άπό τώρα σπό σκοτάδι. Μά ό Καλ δέν απογοήτευε ται. Δίνει ιμάλιστα κουράγιο

Ο

Κρατώντας τούς δαυλούς βγαί­ νουν από τη φυλακή τους.

Ο ΚΥΡΙΟΣ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

καί στους υπολοίπους συν­ τρόφους του. — Θά βρούμε στο τέλος τη σήραγγα άπό την όποιαν ήρβαιμε!, Λέει -με πεποίίθησι. Γλυ ^ώσαρε τη στιγμή που ό κίν­ δυνος πού ράς απειλούσε ήτο πολύ φοβερότερος. Θά σωθού με καί τώρα·.. Μόνο κάντε γρήγορα. Περπατάτε οσο βα στοάν τά πόδια σας.... — "Αχ, τά καημένα τά ποδαράκια μου!, τσιρίζει ή δύ­ στυχη,1 Χαύλα πού δεν τούς σηκώνει ποτέ τούς ποδαιρόδρο ρους. Καί δεν παίρνει και κσνέναν κατηφορικό δρόιμο ό χριστιανός! "Οπου βρίσκει ά νηφόιρα, τραβάει ντουγρού! Ξαφνικά, σέ μιά σήραγγα πού ιμιπαίνουν, χιλιάδες υδάτι­ νες σταγόνες πέφτουν άπό ψη λά και κάτω στά πόδια τους κυλάνε ρεγάλα ρυάκια. Ό Κάλ αφήνει νά τού ξεψύγη ρ:.ά κραυγή Θριάμβου. — Νά ό σωστός δροιμος!, ξεφωνίζει. Άπό δώ ήρθαμε! Σωθήκαρε! Κρατάτε καλά τά χέρια επάνω ά|τό τούς δαυ­ λούς γιά νά ρή ράς σβυσουν· Σέ λίγο θά έχουρε βγή άπό τή φοβερή αυτή πύλη τού "Α­ δη ! Κουράγιο] Ούτε γυρίίζουν πιά νά κυττάξουν πίισιω τους. Ακόμα καί ή Χούίλα άπό τή χαρά της ξεχνάει τήν κούρασί· της καί τρέχει γρηγορότερα. Περνούν πέντε λεπτά και ξαφνικά εμπρός τους κάτι α­ χνοφέγγει. Τά παιδιά άπό τον ένθουα ιάσιμο τους ξεσπούν σε ζητοκρ αυγές.

23

Αρχίζει νά τυλίγη τον ιστό της γύρω του...

— άΐναι τό φως τής ημέ­ ρας πού έρχεται απτό τή (με­ γάλη σπηλιά!, _λέει τό παιδί τής ζούγκλας, -ημέρωσε κιό­ λας ! Σ ωθήκ αρε όρισπι κά. Τώ ρο; πιά μέχρι νά ξανανυιχτώση ούτε νά ζυγώσουν προς τά ε­ δώ δεν θά τολρ ήσουν ο! υπο­ χθόνιοι ! Καί δταν θά νυιχτώση., ήμείς θά βρισκόρσοτε πά ρα πολύ ρσικρυά τους! Σέ δυο λεπτά άκόρσ βρί­ σκονται στη ρ,εγάΛη σπηλιά άπό τήν οποία τούς είχαν πε­ ράσει ο! τροριεροί άνθρωποι των εγκάτων. Μπρος τους α­ πλώνεται τό απέραντο πευκοδσισος. Ιού Κάλ τά ράτια λόρπουιν —Λεν μάς χρειάζονται πιά δαυλοί)!, φωνάζει. -οκινάμε φίλοι ρου! ΚΓ άν θέίλη ό Θε­ ός, τό τέλος των βασάνων μας


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

24

είναι κοντά! Τό τέρμα του ττε ■ρ :ατετε ι ώ δους τ αξ ιδ ιού μας, δεν άπέχει πια πολύ! Ή Χούλα καί ή Μπέλλα πε τούν μακρυιά τους δαυλούς τους. Ό Κάλ ετοιμάζεται νά κάνη, τό ίδιο κι5 αυτός όταν... Τά μάτια τοιυ γουρλώνουν γεμάτα ανησυχία. Κυττάζει ό λό'γυρα κατατραμαγμένος. _—- Που είναι 6 Χούπ; ρω­ τάει. -Μά καμμιά άπό τίς δυο κοπέλλες δεν μπορεί νά του α­ πάντηση.. Ό κωμικός πυγμαΐ ος δεν βρίσκεται έκεΐ μαζί τους. Όρμούν πάλι στο έσωτερι κό της σπηλιάς. Χώνονται πολλά μέτρα .μέσα στο μαύροπηγάδι καί φωνάζουν μέ δλη τους τή δύναιμ ι τ’ σνομά του· Δεν παίιρνουν καιμιμιά άπάιν τησι, μόνο την ηχώ άπό τίς ϊδιες τους τίς φωνές που επα­ ναλαμβάνονται σαν νά τους κοροϊδεύουν καί μοιάζουν σά ν5 ανεβαίνουν άπό τον Κάτω Κόσμο γιά νά τούς φοβίσουν. Γ ιά λίγες στιγμές μένουν ά κινητοί καί κυττάζουν ό ένας τόν άλλον μέ τρόμο. Τί έχει γίνει ό χαζός άλλα αγαπημέ­ νος τους σύντροφος; Τους έ­ σωσε άπό τόν θάνατο καί χά­ θηκε αυτός; Πώς θά μπορέσουν νά τόν ξσναίβροΰν μέσα στον κολα­ σμένο λαβύρινθο των ύπογεί ων στοών; Καί είναι ποτέ δυ­ νατόν έκεΐνος μόνος του, μέ την πσρσιιμιΐώδη, χαζομάρα ταυ, νά μπόρεση νά ξαναβρή τόν σωστό δρόμο καί νά ξανανέβηι στην έπιφάνεια της γης;

Κανείς δεν τό πιστεύει. Καί ή πελώρια νέγρα ή Χούλα ξεσπάει σέ λυγμούς πού τή συγ κλονίζουν ολόκληρη, κι5 αυτή τή φορά δεν τό κάνει καθό­ λου άστεΐα. ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

0

ΧΟΥΓ1 δεν πιάνεται α­ πό τή μεγάλη του χαρά

—- Ρέ τή φοοκσρΐ'όρα τή γρηά μου!, τσιρίζει χαχανί­ ζοντας. Νύχταν άπό μια χω­ νί τσα, νάβλεπε τά κατορθώματά μου! Δέν θάφηνε καλύ­ βα. στο χωριό πού νά μήν τρέξη νά τά πή μέ τό σΐ και μέ τό νΐγιμα! Καί κόρδωμα πιά ή ι μ ομσ-Χούπα ινα ! Σά νά τή βλέπω τώρα δά μου φαίνεται. Χζ χζ χί! Βρέ τήν καψερή! Πρέπει νά τής κάνω κανένα γράμμα νά τής στείίλω, πού τής τά γράψω δλα! Θά μου πής 5έν ξέρω γράμματα... Σάμπως ξέρει· εκείνη περισ­ σότερα γιά νά δυσκολευτή; "Υστερα θά μέ βοηθήση καί ή μις Αμερική.·.. Καλά, τό γιοάμ,υα ετοιμάζεται. Ποιος θά τό πάη αμιως; Ή ΜανταλΙένα; Τί λες έκεΐ! Θά βρή τά παλιά της τά λημέρια, καί μπορεί νά μή θέλη νά ξαναγυρίιση! Μπά... Δέιν βα,ρυιέΐσαι! Γιά κάτι πράματα πού σκάω! Ετοιμάζω έγώ τό ρηι~ μ0.61 γράμμα καί μόλις βρω ευκαιρία νά πεταχτώ άρτο τό χωρ^ιό, τό δίνω μόνος μου τής γριάς μου! Τί; Δύσκολο εί­ ναι; Κι’ άν δυσκολεύεται, μά­ λιστα νρε τό δισβάση, τής τή


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

διαβάζω ό ίδιος για πιο σι­ γουριά. Σωπαίνει καί γουρλώνει τά μάτια. — Κύττα φίλε μου, καλλιτεχινίά οί μαλλιαροί! Καί ό χαζο-πυγμαίος θαυ­ μάζει τούς υπέροχους σταλσκτίτες πού λαμπυρίζουν σάν πολύτιμα πετράδια στο φώς τού δαυλού του· —Πώς τά φτιάξανε αυτά τά κσλωνάκια; Χαρά στην υ­ πομονή τους! "Οταν όμως σηικώνη τά μά­ τια δεν βλέπει πουθενά τούς φίλους του. Μέ την κουταμά­ ρα πού τον δέρνει δεν ανησυ­ χεί καθόλου γΐ'° αυτό. — Τί τούς έπιασε κα'ί τρέ χίουψ σάν -(μουρλοί:; τσιρίζει χαισκ ογ ελώντας. Λοιπόν μου φαίνεται πώς τούς φοβηθήκα­ νε ιμέ τούς (μαλλιαρούς! Πολύ καλοί άνθρωπο ι- οι καψεροί! Μάλλον γιά νά τούς λυπάσαι είναι! Τώρα τί θέλανε καί μάς αιχμαλωτίσανε εμάς, σέ παρακαλώ; Αυτοί μόνο κανέ να .. .κουρέα δικαιολογούνταινά μαγκώσουν! -αφνικά, ό Χούπ, εκεί πού μιλάει καί προχωρεί χωρίς νά πολυπριοσέχη μπροστά του, τρακέρνει κάπου απότομα καί υιέ φιόιρα. Ό δαυλός τού ξε­ φεύγει άπό τά χέρια του καί πέφτει μεριικά /μέτρα: πιο πέ­ ρα εξακολουθώντας νά κα.ίη· — "Ελα, Ποα/αγίίτσα μου! τσιρίζει- ό πυγμαίος δυσσοεστηιμένο-ς. ίΠού σκόνταψα.;-· Στον αέρα; Μπά! Τ5 είναι αύ το; Αράχνες! Μωρέ μπράβο σ(γύρισμα πού κάνουν στο

25

σπίτι τους οί μαλλιαροί! 'Ά! "Ολα κιόλα! "Αν δώ κανένα Οά τον κατσαδιάσω! Έμενα μου αρέσει το νοικοκυριό νά γίνεται όπως πρέΦτει... ι ινάζεται θυμωμένος. — "Αϊ στην ευχή!, τσιρί­ ζει νευριασμένος. Δεν ξεκολ­ λάει ^κιόλας! Μωρέ τί αράχνη θά είναι αυτή πού έκανε τού­ τον τον ιστό; Σάν μπούρμπου λας θά είναι μεγάλη! Θάθελα νά τή δώ νά σπάσω κ-αλαμ παύρι! Ξανατινάζεται μέ μεγολύτε ρη όριμή αλλά δέν καταφέρ­ νει παιρά νά κόλληση καί τό άλλο του χέρ ι, — Μά τί στην ευχή!, στριγ γλίζει μέ θυμό. Ψαρόκολλα έ­ χει επάνω; Μπά! Θά τή δια λύσω γιά νά μή μου κάνη ε­ μένα τή ζόρικη ! Σιηικώνεΐι τό ποδάρι του καί τραβάει μιά δυνατή κλωτσιά στον ιστό τής αράχνης μέ α­ ποτέλεσμα νά κολλήση: καί τό πόδι του έπαινο: καί καθώς χάνει την ισορροπία του, κολλάει καί τό άλλο του πό­ δι· Δέν μπορεί πια ούτε νά σαλέψη! ΕΤν α ι. αί χ μ.αλωτ ι σ μέ νος πάνω σ’ εκείνον τον τε­ ράστιο ιστό πού πιάνει ολό­ κληρη την υπόγεια στοά. Ό Χούπ ξεχνάει- τό θυμό του καί έτσι αψήφιστα δπως τά παίρνει άλα σκάει, στα γέ­ λια. — Λοιπόν... άναπαυτικώτε ρα δέν έχω -κάτσει ως σήμε­ ρα !, λέει ευχαριστημένος. Θά ξεκουραστώ πρώτα καί ύστε­ ρα θά... σκουπίσω τις άρά-


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

26

χνες καί θά συνεχίσω τό δ,ρό μο του. Μά, ενώ ό ΧούίΓΓ μένει ακί­ νητος,

νοιώθει ένα φοβερό

τράνταγμα ξαφνικά

επάνω

όταν Ιστό.

— ’Έϊ ί, τσιρίζει. Ποιος κα λαμπουρίζει; Έσύ είσαι, μις 5 Α μ ερ ική; Τ ί κ,αττ αλαβ αίνε ι ς ! Μέ π,ετάς κάτω νά μου ίσοιτεδώσης τή μούρη; Τό τράνταγμα έπαναλαμβ άινετ α ι δυν ατώτ ε,ρο. — ’Έ, παιδιά! Μια φορά είναι τό αστείο!, λέει ό Χουπ μιέ άιξιιοπιρέπεισ. Μετά καταν­ τάει κρυάδα! Γυρίζει· τό κεφάλι. Τά μ ατά κια του κοπάζουν μέ περιέρ­ γεια. Κάτι έρχεται από τό βάθος, αλλά δεν μπορεί ακό­ μα νά διαικιρΙίνη καλά τί, για­ τί τό φως του δαυλού του

*0 Χουπ κολλάει στον Ιστό τής τρομερής αράχνης.

ιΟ Κάλ ψάχνει νά βρη τον χαζό Χοΐ/ΤΓ...

δεν μποιρεΐ νά φωτίση τόσομακρυά. — Μιά φορά ή μίς Αμε­ ρική δεν είναι. Λάθος έκανα! λέει ό Χουπ δ-ταν τό π ρ ά γμ α εκείνο πλησιάζει κάπως πιο κοντά. Εκείνη δεν έχει τό σο κοκκαλιάρικα πόδια... Ού­ τε τόσα πολλά·.. "Α! Μανούλο: μου ! "Ααα! Τό π ο ά γ μια έχει πλησι­ άσει. πάρα πολύ πια. Τό φως τού δαυλού τό φωτίζει καλά καί ό Χουπ τό βλέπει. Μαύρος τρόμος γεμίζει την Ψυχή τού πυγμαίου. "Οσο χα­ ζός κι5 αν είναι κι* δσο κΓ δον πολλές φορές δέν πολυκαταλο,ίβαιΟνει τον κίνδυνο, τώρα δέ μπορεί νά γελαστή, γιατί τό τέρας πού τον ζυγώνει είναι καθαρό γέννημα τής κολάσεως. Εΐναι μιά τεράστια άν-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

θρωποφάγα αράχνη,, τταύ τό κακικαιλένιο, απαίσιο και συχαίμερό μαζί κορρί της (μπορεί νά κάνη· καί τού πιο γενναίου άντρα τά μάλλιά νά ορθωθούν από τή φρίκη, 1 Ό κακομοίρης ό Χουπ για υιά στιγμή μένει κόικικαλο α­ πό τον τρόμο του. Τά ματά­ κια του κοντεύουν νά πέταχτοϋν έξω απο τ)ίς κόγχες τους. "Υστερα τινάζεται άπελίπι σμένος καί ξεφωνίζοντας νοε­ ρά. Σπαρταράει.· σάν ψάρι ^ έ­ ξω από τό νερά, προσπαθών­ τας νά έλευθερωθή από τον φοβερό ιστό πριν τον φτάση ιό αποτρόπαιο έκεΐνο τέρας. Μά τό -μόνο που καταφέρ­ νει καί πάλι είναι νά >μπλεχτή άκό|μα περισσότερο καί νά αί χ μ αίλωτ ι σθή τέλε ιωτ ιΐκά ,μέσα ατά δίχτυα του θανάτου-

27

Ό Χουπ κρέμεται άπό την ορο­ φή ανάποδα...

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ

Ο ΑΝΑΤΡ IX! ΑΣΤΙΚΟ πλάσμα κάνει ένα φοβε­ ρό καί ταχύτατο π ήδ ηιμα στον ιστό του καί βρίσκε­ ται επάνω στον άμοιρο· πυ­ γμαίο που στριγγλίζει^ ιμέ ό­ λη τή δύναμι τής φωνής του, νομίζοντας ότι θά τον χάψη με μια μπουκιά. Τά εφιαλτικά μάτια του τέρατος κυττάζουιν ,μέ ένα πα γερό θριαμβευτικό βλέμμα τό θυιμα τους— Ά^ρα-χνούΜσ μου!, λέ­ ει κοιμπ ιαστά ό φτωχός πυγμαΤος. Χρυκτή ^μου, ^Αραχνούλα! Μη μέ φάς... σέ παρσικαλώ! .... Θά ...σου μα­ ζέψω.·. μυγίτσες καί ζουζού­ νια νά σου φέρω, άν μ5 άφήσης!... Οά. . · θά σου γεμίσω

Τ

Σέ λίγο ό Χουπ βρίακεται για τά καλά φασκιωμένος.


28

το... καπέλλο μου... μέ σαυρας! ■·· Τό συχαμερό τρρας απλώνει ξαφνικά τά δυο .μπροστινά πό δια κι’ αρχίζει νά στριφογυρίζη μ’ αυτά τον δυστυχισμέ­ νο πυγμαίο μέ ϊλιγγιώδη, τα­ χύτητα, πλέκοντας συγχρό­ νως γύρω από τό κορμί του ιαιιά γλοιώδη κολληιτιική σακ κουλά, από την όπούα ό Χούπ δεν θά καταφέρη ποτέ νά βγή. —- Μη, μωρή, μέ στριφογυρινάς έτσι! στριγγλίζει τρο μοκρατημένος ό πυγμαίος. Ζαλίζομαι! Θά κάνω εμετό καί μετά δεν θά μπορέσης νά ιμέ φας! Στο λέω ! *Αχ ! Μαιμάκα .μου! "Έγινα σβούρα" Τό τρομακτικό πλέξιμο 6α στάει. πολλή ώρα. Τό άπαίίσιο τέρας θέλει νά · σιγουρέψη καλά τη λεία του γυά νά μη μπόρεση νά του ξεφύγη καί δ ταν ακόμα θά κοιμάται, αν καί δεν υπάρχει πλάσμα στη φύσι πού νά κοιμάται ελαφρό τέρα από την αράχνη. Ό καημένος ό Χούπ τδχει ρίξει στο τσιριχτό κλάμα κα< έχει κλείσει τά μάτια του. Γ/0,,τι τούρχεται στο κεφάλι το λέει γιά νά συγκίνηση, τό έφιαλτικό θηρίο, αλλά δυστυ­ χώς δεν τά καταφέρνει καθό­ λου. Στά τελεύταΐα βρίσκεται ολόκληρος μέσα σέ μια λευκή καί γλοιώδη σαικκούλσ καί μόνο τό κεφάλι του μέ τό... ψηλό καπέλλο ξεμυτάει απ’ έ ξω· Ή τρομερή αράχνη κόβει τό νήμα καί ό Χούπ βρίσκε­ σαι κρεμασμένος άπό τό μ προ

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

οτινό της ποδάρι. Καί τότε, αφήνει τον ιστό της καί περ­ πατώντας πάνω στο πλαϊνό τοίχωμα τής υπόγειας σήραγ γας, κουβαλάει τον άμοιρο πυ νμαΐο μέσα σέ μια σκοτεινή σπηλιά. Μιά απαίσια μυρωδιά φτάκ νει στά ρουθούνια του δύστυ­ χου του Χούπ μόλις βρίΐσκεται έκεΐ μέσα. Αυτή τή φορά ό τρόμος του εϊναι τόσος πού δέν μπορεί νά βγάλη. λέξι από τό λαρύγ­ γι. του. ' Ολόκληρο τό δάπεδο τής κολασμένης σπηλιάς εί­ ναι γεμάτο μέ ανθρώπινα κοκ καλα καί κρανία! Ύ αράχνη άφηνε ι τον πυ­ γμαίο σέ μιά γωνιά ανάμεσα σ’ έναν σωρό άπό κόκκαλα. Ύστερα αφού πλέκει, μερικές σειρές νήματα οπήν οροφή, ιόν κρεμάει άπό κεΐ μέ τή σακκούλα του. λ— Μέ κρέμασε όπως κρε­ μάνε τό σακκσυλίσιο γιαούρ­ τι!, μονολογεί ό Χούπ πένθι­ μα. Αντίο, κόσμε! Τό τρομακτικό τέρας τον ζυγώνει μέ μιά απαίσια λάμ ψι στά ψυχρά μάτια του· Οί πελώριες δαγκάνες του πλη­ σιάζουν τον λαιμό τού πυγμαί ου, πού δέν μπορεΐ νά βαστήξη περισσότερο καί λιποθυ­ μάει... Τήν ϊδια στιγμή όμως, ένα νήμα πού ξεκινάει άπό τό πισ σινό πόδι τής αράχνης καί κα ταλήγει στο δίχτυ της πού εΐ ναι απλωμένο έξω, τινάζεται μέ δύναμι. Μ’ ένα κολασμένο σφύρι­ γμα πού ξεφεύγει άπό τό ά-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

τιοκρουστιικα στόμα του, τό τέρας χύνεται. έξω άπό τη σπηλιά, αφήνοντας τον λιποβυμ'ΐσμένο Χούπ κρεμασμένου στην σαικκούλα... Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΠΑΛΗ

ΚΑΛ τρέχει γρήγορα στο δάσος και κόίβει έ­ να πελώριο· καί χοντρό κΛ,αβίΐ πεύκου, πού έχει νω πολλή ρετσίΐνα. — Αυτός ό δαυλός θά κρα τήιση ώρες, μουρμουρίζει με το πρόσωπο· του χλωμό από την αγωνία καί θά φέγγη καί πολύ μακρύτερα ατό τόιν άλ­ λον. Θά βρω τον Χούπ καί θά γυρίσω.·. — Κάλ, λέει ή Μπέλλα .μέ την ίδια αγωνία κι5 αυτή. "Ί­ σως κινδυνέψης πολύ.., Κάλυ ^ερο: νάρθουμε μαζί· σου... "Ί­ σως νά σου δώσουμε βοήθεια. — "Όχι!, λέει άποφασιστιικά ό λευ'κός κύριος τής ζούγκλας. Δεν πρέπει νά κιν­ δυνέψουμε όλοι μας! 01 υπο­ χθόνιοι ασφαλώς θά ψάχνουν ακόμα νά μάς βρουν· Έδω δέν ■κινδί'νεύετε. Είναι μέρα καί δέν μπορούν νά πλησιάσουν κοντά σας. Περιμένετε με λοι πόν. ΚΓ άν μέ κυνηγήσουν .μπορώ νά τρέξω γρηγορώτερα από σάς. Μά ούτε θά τολμή­ σουν νά μέ κυνηγήσουν αφού κιρατάω τον δαυλό αυτόν. "Άς μη χασομεράμε όμως περισ­ σότερο μέ λόγια... "Ίσως ό κα ημέυος ό Χούπ νά βρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο..· "Αινάβει τον καινούργιο δαυ λό άπό τη φωτιά του άλλου καί ρίχνεται· τρέχ όντας μέσα

©

στην υπόγεια σήραγγα. Κατηφορίζει μέχρι τού ση­ μείου· πού άπό την οροφή τρέ χουν οί σταγόνες καί κάτω οπό έδαφος σχηματίζονται τά ρυάκια. Θυμάται δτι άπό κεί­ νο τό μέρος καί υστέρα δέν εΐ χε ξανακούσει τή φωνή τού α­ γαπημένου του συντρόφου. "Αρχίζει: άπό δω κα:ί πέρα νά βαδίζη σιγώτερα καί κάθε επά­ φορά πού συναντάει δ ασταύρωσί', σηκώνει ψηλά τον δαυλό του καί φωτίζει τή·ν καινοόρυ α στοά. Πολλές φορές φω­ νάζει κιόλας δυνατά τό όνομα τού πυγμαίου. Δέν παίρνει ό;μω ς κ αμμ ι ά άπάντησ ι. Καμιμιά φορά, επάνω που αρχίζει νά άπελπίζεταιι, βλέ­ πει στο βάθος μιας σήραγγος νά τρεμοσβήνη μια μικρή φωτιά πεσμένη στο έδαφος. Όρμάει αδίστακτα εκεί καί φτάνει σέ μεριικά δευτερόλε­ πτα· Τά μάτια του γυαλίζουν γ ατί σκύβοντας άπό πάνω, ά ναγνωρίζει. τά τελευταία ύ ταλ λείμματα τού δαυλού πού έ­ χει γίνει άπό πολλά κομμά­ τια ακοντίου ενωμένα. Κυττάζει υστέρα ολόγυρα. Δέν βλέπει απολύτως τίποτα ώο τό βάθος τής στοάς. Ό δαυλός τού Χούπ είναι εδώ άλ λά ό ίδιος ό πυγμαίος που εί­ ναι; Είναι δυνατόν νά πέταξε μόνος του τον δαυλό του και νάφογε; "Ό'χι βέβαια. Κάτι τοΰ συνέβη λοιπόν .. Ό Κάλ μ" ένα θυμωμένο /μουγγρητό τραβάει τό μαχαΐ ρ ι άπό τή θήκη του καί χυμάε* εμπρός προς τό βάθος τοΰ δ ισβρόμσα


Δεν κάνει όμως παραπάνω άπό (μερικά βήματα και ξα­ φνικά πεψτε ι ,μέ όλη του τή δύναμι επάνω στον ιστό τής τρομερής αράχνης· Είναι ή στιγμή πού τό άπαίισιο τέρας έσκυβε νά ρουψήξη τό αίιμα του δύστυχου πυγμαίου, άλλα τινάχτηκε έ­ ξαφνα τό νήμα που έδενε τό πόδι της ,μέ τον ιστό·, για νά την είδοποιή άν τυχόν έπεφτε κανένα καινούργιο θύμο. πάνω σ' αυτόν. Τό παιδί τής ζούγκλας νοι­ ώθει ,μιά κρύα ανατριχίλα νά περνάη τή ραχακοκκαλ ιά του και τά μάτια του γυαλίζουν ά πό τή φρίκη,. Δεν φοβάται για τον εαυ­ τό του. Βλέποντας όμως εκεΐ τον δαυλό του Χούιπ καί πέφτοιντας πάνω στο δίχτυ τής άνθρωποφάγου αράχνης που

4Η τρομερή άράχνη ετοιμάζεται νά έπιτεθη.

τό γνωρίζει πολύ καλά, κα­ ταλαβαίνει ότι ό Χουπ θάναι ο:ύτή τή στιγμή στά χέρια του τρρατος. "Αραγε μπορεί νά έλπίίση δτι θά είναι ακόμα ζωντανός; Ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν. Μά κι5 άν ακόμα εΐ ναΐι, πώς θά τρέξη νά τόν βοηιθήιση αφού «έπεσε κι5 αυτός πάνω ιστό καταραμένα δίχτυ; Ό Κάλ έχει καταφέρει νά συγκρατήση_ τόν δαυλό στά χέρια του. ζερει πώς ό ιστός τής άνθρωπσφάγου αράχνης παίρνει πολύ εύκολα φωτιά καί καίγεται σαν πυροτέχνημα, λες καί ή περίεργη, εκεί­ νη κόλλα που κάνει τά θύμα­ τα νά μην μπορούν νά ξεφύγουν, νάναι φτιαγμένη άπό ευ ψλεικτη ύληι. Ετοιμάζεται λοιπόν νά βά λη φωτιά έστω κι5 άν κινδυνεύη νά κάψη, κι* αυτός χέ­ ρια καί πόδια. Μά την ίδια στιγμή βλέ­ πει τό τρομερό τέρας πού βγαίνει άπό τή σπηλιά του καί χύνεται μ3 ένα συχαμερό σφύριγμα καταπάνω του. Βάζει τόν δαυλό πίσω άπό την πλάτη, του μέ τό αριστε­ ρό χέρι καί περιμένει· Στο δεξί σφίγγει τό μαχαίρι. Τό τέρας σκαρφαλώνει στον ιστό. Τόν τραντάζει άπό <μακρυά για νά πιαστή, καλύτε­ ρα τό θύμα του πάνω σ5 αυ­ τόν. Ύστερα αρχίζει νά πλη,σιάζη σιγά-σιγά. Είναι πονηρό καί ύπουλο. Βλέπει τή λάμψι τού ατσαλι­ ού στο χέρι τού λευκού γι­ γαντόσωμου παιδιού καί κα­ ταλαβαίνει άπό ένστικτο οτι


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ο καινούργιος της αντίπαλος δεν είναι τόσο εύκολος δσο ό προηγούμενος. "Οταν έχη, ζυγώστει πολύ κοντά του, ό Κάλ οηικώνει τό χέρι μέ τό δαυλό και άκουμπάει τή φλόγα του στο δίχτυ που γίνεται μ ονάμ ιάς ένα πυ­ ροτέχνημα. "Ανθρωπος και τέρας βρί­ σκονται για μια στιγμή κυλι­ σμένοι στο βρόχινο έδαφος τής στοάς. Ή αράχνη τρομοκρατημέ­ νη από τή φωτιά όπως και κά 6ε θηρίο κάνει νά οπισθοχώ­ ρηση. Ό Κάλ δεν τήν αφήνει. Ρίχνεται επάνω της ιμέ μια βουτιά και κολλάει τον δαυλό του μέσα στά μάτια της. Τό τέρας σφυρίζει φοβερά. Σηκώνει τό ένα άπό τά μπρο­ στινά του πόδια γιά νά άρπόιξη τον δαυλό, αλλά τό μα­ χαίρι του ατρόμητου λευκού κύριου τής ζούγκλας, τού τό κόβει πέρα γιά πέρα! Τό φριικτό θηρίο -μ* ένα λυσ σασρένο σφύριγμα ρίχνεται μανιασμένο εναντίον τού αγο­ ριού. Οι τεράστιες δαγκάνες του αναζητούν ,μέ φοβερό μί­ σος τον λαιιμό'του. Μά ό Κάλ δεν είναι απ’ αυτούς πού θά μπορούσε νά πέση εύκολα θύ­ μα. Ό θυμός του ακόμα μέ τήν ιδέα ότι τό τέρας αυτό μπαρεΐ νά έχη σκοτώσει τον Χούπ και νά μήν πρόλαβε τον αγαπημένο φίλο του, τον κά­ νει πιο άγριο θηρίο κΓ άπό αύ τή τήν ίδια τήν αράχνη,. Ρίχνεται κι* αυτός τήν ίδια στιγμή έναντίον τη^. Με τον δαυλό του τή χτυπάει ιμανια»

31

ι0 Κάλ τινάζεται τότε μέ τό μαχαίρι έτοιμο...

οιμένα στά μάτια και τήν τυ­ φλώνει. Τό μαχαίρι του χτυ­ πάει. και ξαναχτυπάει επάνω στο απαίσιο κεφάλι της. Σέ μερικές στιγμές τό θηρίο σπα ράζει κάτω νεκρό και ό Κάλ, πού έχει δη άπό πού ήρθε, όρ μάει μέ κομμένη τήν ανάσα ά πό τήν αγωνία προς τό μέρος τής σπηλιάς. Μπαίνει μέσα. Τά πόδια του πατούν επάνω στά τρα­ γικά κόκκαλα και σταματάει. "Υψώνει, ψηλά τον δαυλό ~του καί ολόκληρη ή φοβερή σπηιλιά, πού μυρίζει άηδιοοστικά φωτίζεται. Βλέπει τον δύστυχο Χούπ ικρεμασμένον, άκίνητον, ιμέσα στη θλιβερή καί άπαίσια σακ κούλα του. — Χούπ!, φωνάζειι σπορά κτικά.


η

Καα — 6 ΚΥΡ 101

λιά. Ό πυγμαίος είναι ακίνητος. Τά μάτια του κλει­ στά. —Τον σκότωσε!, ψιθυρίζει μέ άπόγνωσι το λευκό παιδί πού ξέρει άτι φθάνει ένα .μόνο δάγκωμα από τό δηλητηρια­ σμένο τέρας για νά φέρη? τον θάνατο.

Οι δυο κοπέλλες δεν είναι πια έκεΐ! Τρομαγμένος ό Κάλ, αφή­ νει στή γή τον Χούπ καί αρ­ χίζει νά φωνάζη τή Μπέλλα καί τή Χοόλα μέ δλη, τή δύναμι τής φωνής του. Μάταια δμως. Κομμά άιπάντησις δεν έρχεται δσο κι5 άν φωνάζη. Έ χουν γίνει καί οι δυο άφαντες ΚΡ ΑΛΛΟ ΧΤΥΠΗΜΑ χωρίς ν5 άφήσουν κανένα ί­ Α ΜΑΤΙΑ τού ατρόμη­ χνος. Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ του Κάλ γεμίζουν μονο­ μιάς δάκρυα! Τρέχει κον κλας στέκεται σαν άπολιθωμένο μπροστά σ’ αυτό τό τρο τό: στόιν φ ίλο του πού τον νο­ μίζει για πεθαμένο· Μέ τό μα μερό καινούργιο χτύπημα τής χαί'ρι του κόβει τά απαίσια μοίρας· — Έγώ φταίω!, ψιθυρίζει. νήματα πού τον κρατούν κρε­ μασμένο καί τον κατεβάζει κά "Άν τίς είχα αφήσει νά έρ­ τω. Τον ελευθερώνει κι5 από θουν μαζί μου όπως μου ζή­ τή φριικισστιική σακκοόλα τής τησαν, θά. είμαστε δλοι μαζί αράχνης. ^Ύστερα τον φορτώ­ τώρα!... "Έχασα τή Μπέλλια, νει στον ώμο του. Παίρνει καί Χάθηκε ή Χοόλα κι* ό καημέ­ τον δαυλό καί ξεκινάει παίρ­ νος ό Χούπ είναι πεθαμένος! Μια φωνή τσιριχτή άκουγε νοντας τον δρόμο του γυρι­ ται τότε πίσω του: σμοί). Δεν άργεΐ νά φτάση ογπτ' —Τό υποψιαζόμουν σπ θά έξοδο του φοβερού βασιλείου τάχω τινάξει λοιπόν! Δεν ή­ τών εγκάτων, εκεί πού έχει ά­ μουν βέβαιος μονάχα, άλλα ό φησε ι· τίς δυο συντρόφ ισσές ...ξυλάρας δεν λέει ποτέ ψέ­ του νά τον περιμένουν. Μά δ- ματα!^ Καί δεν μέ νοιάζει τί-;αν φτάνη„ μια άλλη τρομερή ποτ’ άλλο, πορά μόνο πού ά­ δυσάρεστη έκληξις τον περι­ φησα τρεΐς γυναίκες χήρες! μένει: Είμαι νεκρός!..·

Τ

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Αποκλειστικστης: Γεν. Έκδοτικοη Επιχειρήσεις Ο. Ε.


ΑΝΑΚΟΪΝΩΣΙΣ

----

βΦΰτγττ&βΓΤβς μα^ τά προηγούμενα τεύχη των Μί&ΜΜ&ν πωλουνται στα γραφεία μας (Λέκκα 22, ύ° πόγνπαν, 'Χβήναι), χαϊ στα έξης καταστήματα: ΗϋΙΡΑΙΕΥΣ: Κατάστημα 8Α@αν. Τουφεξή, άδδς Βενικαί Εϋριπίδου (γωνία), ίναντι της Εμπορικής Σχ@“ Χ|ς. Τηλ.: 42-966. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλεΐον Χαραλ. Αημητριάδου, 6$δς Παντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλεΐον Παναγ. Χρηστάρα, πλατεία Άγ, Νικολάου, ΠΛΑΚΑ: Καπνοπωλείου Ίωάν. Δημητριάδη, δδδς "Α­ κριανού και. θέοτπδος γωνία. ΑΠΟ! ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ("Αττικής): Βιβλιοπωλεΐον Βασ. Αυγερινού, όδός "Αγιων "Αναργύρων 8. ΜΟΣΧΑΤΟΝ: Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσαρη, Χρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ: Βιβλιοπωλεΐον 6 «ΦΑΡΟΣ». ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπύρου Πάταη Π 7. ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμέ­ νες 160, τηλ, 91 “484. ΚΟΡΠΠ8: Περίπτερον Παντελή Σιδέρη. ΑΡΓΟΣ: Πρσκτορεΐον έφημερίδων, χαρτοπωλείον, Έβνιχ&ν Ασχεΐον, Θεοφάνη Παυλοπουλου, τηλ. 2-82. ΑΜΦΙΑΑΗ Πειραιάς: βιβλιοχαρτοπωλεΐον “Ανδρέα Δημητριάδη, 65δς Π. Τσαλδάρη και Νισύρου 2. ΚΟΑΩΝΑΚΙ: Κατάστημα Ευαγγέλου Βογιατζή, δδδς Καφάλη ΙΟ. _ ΚΑΛΛΙΘΕΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον 0, Πίσσα. Ξεν@« φώντος 67. ΚΥΨΕΛΗ: Βιδλιοχαρτοπωλ. X. Κοσμάτου, Πυθειας 33. ΒΟΛΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λιαναρίδη, Κ. Καρτάλη 48. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άνδρέα Ρειιου, Έγνατϊας 67. , _ ΡΟΛΟΣ: Κατάστ. Δικαίας Καντζηκακη, Σωκράτους ! ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Παπαδογιάννη, Κεντρική Πλατεία. ΠΑΤΡΑ!: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Νίκου Παπαχρήστου, *Αγ. Νικολάου 16. ΝΙ ΣΥΡΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Παναγ. Διακοβασίλη ΚΑΡΠΑΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λογοβετη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίων Β, "Αλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίών Β. 'Αλμπάνη.


Λ

-

Ο

ΚΥΡΙΟΙ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑ!

Ε1ΔΟΜΜΙΑΚΘ ΠΕΡ194ΙΚΘ ΖΟΥΓΚΑΑΧ

Ρ Ε1 Γραφεία:

ΚΑΘ

Π ΑΡ ΑΣΚΕΥΗ

(05ος Λέκκα 22—"Αριθμός 7—Τιμή δροοχ. 2

ΟΤ3^^ΜΙΒ^α»«Β^’ι^^^-333^Β3»1^46^==^^^7α^^·&ΓΓ^ΤΤΐ=^^^πί^»Γπ-Τ-ΐ^···η^.ΜΓ5ίΤΜΠ^(1·1·^Μ··Μ«1ΤΒ»··^Ι«·^1^Μ*>^ΒΜΤΤ»Ί·-^--·ΐηί·^Χ.<Ι^^~%^.^ΓΤ¥Τ-π«^»Τ-Γ·ΤΤΕ1^-ί·Μ

Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. 'Ανεμοδουρας,Στιρ.Πλαστηρα 21 Μ. Σμύρνη. Οΐιοονοιμικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 3ι8. Προϊστ. τυττογρ,: Α. Χατζηβασιλείου, Ταοταουλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ, Γεοργιάδην, Αέκκσ 22, 0Αθήναι.

Δέν σάς λέμε τίττοτ5 άλλο για τό ερχόμενο τεύχος του ΚΑΑ, παρά μόνο ότι σ5 αυτό αποκαλύπτεται έ-ιτι τέλους τό ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΥΣΤΙΚΟ του λευκού παιδιού τής ζούγκλας: *0 τίτλος του είναι:

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΛ... Θά συγκίνηση καί θά ένθουσιάση αφάνταστα ΕΑΑΗΝΟΠΟΥΛΟ!...

ΚΑΘΕ


Ηια ΜΒΤίβ ετο Μ£/\ποα/. τ[ρ//γ ρτΒίει ετο γμροο του 'το 71£ΜΠΤ£ΡΟ. .

90ΥΤ 4£ΑΓ$ε

Ή& -

£1/01 Β£&β)Οδ.

ηονητηδ τ/σαΤ£..η$ε ο*

07/Τ7 Λ/β 71 β Η εΤΗ <4όΥ/)£Ιβ ΤΟΥ κίλτ+ΐοΗκβ ε/γετ/Υ)Τ242ε .. τρρβπ~Ε Πβ τηΜ ΤΡΑΤΐβΖΗ.. ________

ΟΡίετε

κυρ/ ε £ 03 όόηηβρ/β.

η Η 1ΗΝ 9Μ.

ο/ιεε οι βηοτρ -

πιε/έειε..

τ/ηορονερ αφόν ΗΜΟΥΗ βΡΕ3έΤΟί

εττέξε /τατ ευθείαν

ε

εν$ μ>Η<

Μβ Τ/ίΤΗΡ/ΑΚΟ ΓΡήφείΟ.. .

ϋετοχει τπε ητηβε.. Η/? ρ ΧΥΡ/6 .

είμαι

70 ££ΡΡ β! ΟΜ9£ Θ€/)€ Μ6

τοχεε τπε

βτηβί:

ΒΑΟΗεβ ΪΤΗΜ ΗΙΘΟΥίΑ /)ΝΡΧΟ/Ν° 1697/ 9Ρ£1 0/)ΟΧ>7)ΗΡ€1 776Ρ/776 · 7/0Λ/Τβε Μ6ΒΓ9ΗΊΡ. __________

τ/ποτε ηκοτίΗ'. κι'οη9ε ( Γ ΙΤ£\ -■

0Ρ> η7/Η. . 6/ΡίβΙ 6Θ/&4Λ 06.. 6ΐόβ ΤΟ Η ε/) 007/.. Η εΦΗΜΕΡΜΡ Η707/ΖΜ 9Ρ6£ 7/9Ρ1ΤεΡ,9 * -



ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΛ

Ο ΧΟΥΠ ΠΙΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΑ... ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΟΡΩ!

Ο ΛΕΥΚΟ παιδί τής ζούγκλας τ ινάζ ετ α ι ξα­ φνιασμένο. Μέσα στην α­ πελπισία του πού έχει χάσει τή Μπέλλα, νοιώθει αφάντα­ στη! χαρά πού ξανακούει· τή Φ·ωνη του Χούπ πού τάν είχε για πεθαμένο (*). ' Γυρίζει προς τά πίσω τον βλέπει καί τρέχει κοντά του — Δόξα τώ θεώ!, φωνάζει μέ συγκίινηρι· "Ωστε ζής, αδελφέ μου Χούπ! ■(*)λ Δΐιάβσίσε τό τπροηιγιούμιενο 7ο τεύχος 'τιοΐΟ «ίΚιΑΑ» ρέ ιτίίτλο;«ΓΙΗ τπ6λιις τον σικάτους».

—- 5Ά! Γ ιά

στάσου!, τσιρί ζει δυσαρεστηιμένος ό πυγμάίος. Σέ παρακαλώ πολύ, μη με μπερδεύης ! Τώρα έλεγες πώς είμαι πεθαμένος! Τώρα λες πώς είιμαι ζωντανός! Θά πάιρης μια άπόφασι τέλος πάν­ των, γιά νά ξέρω κ·ι* έγώ...τί στάσι νά κρατήσω; ΊΊαρ3 όλη; την τρομερή του λύπη ό Κάλ χαμογελάει. —■ Καλά, τού λέει. Δεν κα ταλαβαίνεις μόνος σου άν εί­ σαι ζωντανός ή πεθαμένος; "Έχεις ανάγκη ά|πό μένα νά στο πώ; ^ —Αυτό νά μου πής !, μουρ μαυρίζει1 ό Χούπ αλλά ξαφνι­ κά μουτρώνει πάλα· Πάντως Ι8ΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4 .

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ ^ Γ-

έχεις γίνει πολύ μυστήριος, τώρα τελευταία!, τού λέει τού Κάλ. Μπορούσες νά μου τό έλεγες μέ μια λέξι τι από τα δυο είμαι, για ·νά ξεμπςρδεύοοίμε άπ5 αυτή τη σαχλα­ μάρα ! Τό παιδί τής ζούγκλας δεν τόιν προσέχει καθόλου. Τώρα πού σιγοΜρευτηικε δτι ό άδιόρ θωτος Χούπ δεν έχει τίποτα, δλο του τό ένδ ιαφέρον ξανονυρίζει μονομιάς στή Μπέλλθ0 πού μαζί μέ τη Χουλα έ­ χουν γίνει άφαντες. Στρέφε; τό κεφάλι καί κυττάζει δεξιά κι5 αριστερά. Ελπίζει νά βή κανένα ίχνος πού νά τον όδτμ γήση προς τά που πήγαν ή λειυική κοπέλλα καί ή νέγρα υπηρέτρια της. Ξαίφνικά ανατινάζεται· Α­ κούει ένα άγριο τσιριχτό πό­ νου πίσω του. Γυρίζει καί βλέ πει τον χαζο-πυγμαΐο πού φω νάζει νιά δεύτειρη φορά. —Τί έπαθες; τον ρωτάει ά νήισυχος καί προσπαίθεΐ νά έξακριβώση μέ τό βλέμμα1 άν ό τριπίθαμος σύντροφός του εΐναι σέ άλα γερός. — Τί ήθελες νά πάιθίω; φω νάζει ό Χούπ τρίβοντας μέ δ6 ναμι τό μιπούτι του. Τσιμπή­ θηκα γιά νά καταλάβω άν εί­ μαι ζωντανός ή όχι. καί λοι­ πόν είμαι ζωντανός! — Καί γιατί αύρλιαίξες έτο ι; — 5Από· τήν !τσιμπιά! Μπά! , Θεούλη μου! Μά χα­ ζός είσαι; Κάθεσαι νά σου δώσω εσένα μιά τσιμπιά τέ­ τοια νά δούμε πώς θά κάνης; Ό ΚάΛ γιά δεύτερη φορά

αναγκάζεται νά γελάση παρά τή στεναχώρια του. — Μά, βρε Χαύπ!, του λέει ανάμεσα ατά γέλια του· Κ αί ήταν ανάγκη, νά τσιμπηΟής τόσο δυνατά; Δεν μπορού σες νά τό δοκιμάσης σιγώτερ,σ; — Τί λες, βρε άγαίθέ,!, του κάνει- ό Χούπ νευριασμένος. Έδώ έπρόκειτο γιά ζήτημα... ζωής ή θανάτου! Τήν τσιμπιά θά τσ ι γικουνευώμουνα ; Ό -Κάλ καταλαβαίνει δτι δεν πρόκειται νά βρή άκρη μέ τις χαζομάρες του ανεκ­ διήγητου φίλου του* Στο με­ ταξύ ή ώρα περνάει καί πρέ­ πει νά τρέξοον νά βρουν τις δυο συντρόφ ισσέις τους. Δον θάχουν προλάβει ιάκό-μα νά απομακρυνθούν πολύ. Ό γυιός τής ζούγκλας κα­ ταλαβαίνει δτι κάποιοι θά τις έχουν αρπάξει, γιατί βέβαια ποτέ δέν θά έφευγαν μάνες τους οί κοπέλλες. —«Είσαι καλά; τού λέει τού Χούπ ανυπόμονα. Μπο­ ρείς νά σηΐκωθής καί νά ττειρπατήσης; — Βιρέ μεράκι πούχεις μέ τον ποδαρόδρομο!, τσιρίζει ό Χούπ κουνώντας παράξενε μέ­ νος τήν κεφάλα του. Κάτσε καί μιά στάλα, παιδάκι μου, νά πΐιάσης λίγο· κρέας επάνω σου ! Κάτσε νά σού πώ τό ό­ νειρό πού είδα, νά σηκωθή ή τρίχα σου ! Είδα λέει ένα μυνοχάφτη σάν·.. ιπποπόταμο ! Μά τό π ιό πλακατζίδιίκΟ’ εί­ ναι πώς τό έπάγνελ μά του ήταν γιαουρτάς! Αλλά δέν έκανε γιαούρτι τής τσοονάκας.


ΪΜ1 ϊΰΥΓ^ΑΑΪ Έκανε άπό έκεΐνο τό άλλο καί την άλλη τρέχω σά μουρ­ ττού τό κρεμάνε στις σακκου­ λός γιά νά τις ξαναβρώ! Τού τίς ξαφρίζουν έτσι στο φτε­ λές ! — Χούπ!, ξεφωνίζει ό Κάλ ρό ! "Ωσπου νά πής «κύμινο» με απελπισία. "Ακούσε τι θά έχουν γίνει άφαντες! "Αρπα! Δέν τού ξαναφήνω έγώ τις σου πώ: Ή ΜττίέλΙλα και ΧούΙλοο εξαφανίσθηκαν [ ^ Μάς Χούλες μου ούτε δευτερόλε­ τις έκλεψαν! Πρέπει νά τρέ- πτο ! Μέ τή μις Αμερική ας τά βγάλη πέρα μόνος του! ξουιμε νά τις πάρουμε πίΐσω! "Αν καί γιά κείνη ποιος θά Μπορείς νά^σηκωθής η όχι; Ό πυγμαίος τινάζεται σαν ένδιαφερθή, εδώ πού τά λέμε, έτσι άνοστη, πού είναι; Έπει ελατήριο· κυνηγάνε — "Α, τούς παλιολωπτοδύ- δη κυνηγάνε πού . Έ , τσιρίζει με Θυίμό. Έσύ τις Χούλες μου, τήν παίρνει τ,ρέξε από κεΐ ι μήπως τούς πε- κ ι5 _αύτήν ^ τό ποτάμ ι! ραφ,νικά,, εκεί πού φλυα­ "ύχης! Έγώ θά πάω από τήν άλλη, νά φωνάξω τή ζουγ- ρεί, σκοντάφτει· επάνω· στον Κάλ πού έχει σταματήσει. κ> ονρμίσ! —- Τί έγινε, τού λέει παρα Κάνει νά φυγή, αλλά ό Κάλ ξενεμένος. Σου μπήκε καμμιά τον αρπάζει από τό χέρι. αγκίθα; —· "Ελα μαζί ,μου, άνόητε! —Τις πήραν από- τό ποτά­ ίοΰ φωνάζει. Θ' ακολουθήσου­ με τά βράχια στη ρίζα του μι!, μουρμουρίζει· τό λευκό βουνού. Μόνο από έκεΐ μπορεί παιδί μέ ανησυχία. Πραγματικά, έκεΐ στο στρί­ νάρθαν καί νάφυγαν χωρίς ν’ ακουστούν από τις συντρόφισ- ψιμο^ τών βράχων ένα φαρδύ ,οές μας. καί χωρίς ν’ άψήσουν ποτόμι κυλέοει αθόρυβα τά νε ρά του καί χάνεται μέσα στά ίχνη... — "Αντε, κουνήσου!, τού πυκνά καί αδιαπέραστα πεύ­ κάνει ό χαζό-Χούπ ανυπόμο­ κα. να. ζέρεις ότι μάς έχουν κλέ­ ^ Ό Χούπ γουρλώνει τις μ·ατάιρες του. ψει τά κορίτσια καί κάθεσαι καί πιάνεις την κουβέντα! ^— "Εγινα μάγος! Έγινα Ό Κάλ είναι κιόλας μα- μάγος! τσ ιρίζε ι χοροπηδών­ ν,ιρυά. Ό Χουπ τρέχει από πί τας. Θά..· κόλλησα από τον Γκόίθ! Τώρα δά τόλεγα πώς γοο του χοροπηδώντας σάν βα τράιχι απάνω στά κατσάβρα­ τη μις ^Αμερική θά τήν πάρη χα για νά τον προλάβη. Παρ^’ τ ό ποτ ά) μ ι! ολσ αυτά δεν παύει καί νά Μά ό Κάλ ούτε άκούει καθό γκρινιάζη συνεχώς άνάυ.εσα ά λου τις κουταμάρες του. Τό λευκό παιδί τής ζούγκλας εί­ ιτό τά δόντια του: —■ Πολύ άφηρηιμένο έχει γί ναι συνωφρυωμένο. Κάποια νει αυτό τό παιδί τώρα, τελευ τ,ρεμουλιαστή φωνή στριφογυ­ ταΐα! Τή μια στιγμή τού εμ­ ρίζει- μέσα στο μυαλό ./ .ή πιστεύομαι τις Χούλες μου Μιά φυσιογ'/- ί τ


6

ΚΑλ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

κυριαιριχεΐ σιγα-σιγά στη σκέψι του—Χούπ, λέει ιστόν κωμικό σύντροφό του. Μεΐνε έδώ τέ­ ρα... Μα να» έχηις τό νοϋ σου μήν έρθουν και σ’ αρπάξουν κι5 εσένα ξαφνικά^·. —Τϊατί; Θά πάς για μπάV'.ό; ρωτάει ό πυγμαίος. "Έρ­ χομαι κι·3 εγώ! — "Οχι, δεν θά πάω για μπάνιο... Πρέπει νά μείίνω για λίγο ,μόνος μου.·.. Θά εΐιμαι εκεΐ πίΐσω από τά πρώτα δέντρα. "Άν δής τίποτα τό ύ­ ποπτο φώναιξέ ιμε η ελα νά μέ βρης καλύτερα! Φεύγει μέ γρήγορα βήματα προς τό δάσος κι’ εξαφανίζε­ ται·. Ό Χούπ κάθεται πάνω σ’ ένα ρεγάλα βράχο· —^έρω τΐ έχει!, τσιρίζει κρυφογελώντας ό άδ ιόρθωτος πυγ^μαΐος. Τι νά κάνωμε! "Α­ πό τό πολύ τρέξιμο συ,μβαί

*0 Χούττ κάθετα» σιωπηλός στήιν

άκρη τού κορμού.

ιΟ Κάλ αναγκάζεται νά σηκώση στα χέρια τον Χοι)π.

νουν αυτά καμμιά φορά... Λοι πόν μοΰ φαίνεται πώς έγινα μάγος στα σοβαρά! Αυτό τού ποταμιού ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία! -αφνικά, έτσι όπως κάθεται καπ μσυ(ρ|μομριίζει> μια στριγγιά κραυγή άκούγεται ακριβώς μέσα στο αυτί του. Ό Χούπ τρομοκρατείται* Τά ματάκια του γουρλώνουν οάν χάντρες. Πετιέταη όρθιος. — ’Άααα!, τσιρίζει. Μ3 αρπάξανε! 'Κάνει μια αδέξια κίνηισι α­ πό την τρομάρα του και.·, βρί σκέται στο ποτάμι! 1 Είναι ρμως καλός κολυμ­ βητής και ξαναβγαίνει· στην επιφάνεια γρήγορα. Έτοιμ σώ­ ζεται ν’ άρχίση τις όστλωτές για νά άπαμακριυνθή, άταν άκουη κάτι τσιριχτά γέλια πού μοιάζουν μιέ κοκαρίαίματα.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Γυρίζει τταιροοξενεμένος την κεφάλα τ,ου και πάνω στον [βράχο που καθόταν αυτός προ I ηγουμένως, βλέπει νά κάθεται |; ή.. · π σρδαλή _ καρακάξα τόυ ίκαΐ νά είναι πεθαμένη, στα |γέλια από τό πάθημα τοϋ άφεντ ικού της! — "Α, μωρή Μ·ανταλένα! , γ ο ιρ ίζε ι άγανακτ ισμένος. Έ\ συ ήσουνα καί μούκοψες τό [ίαΐιμα; Γελάει ή έξυπνη·! Σιγά |,τό κατόρθωμα! "Αν σου ξανα;0ώσω κεχρί έγώ,^ μωρή κακοαντεθρσμμιέΐνη, νά μου κοπή τό χέρι.! Γιάνει θυμωρένος την κατπελλαδούιρα του που καλυιμίττάεΐ' δίπλα του καί ξαναβγαί νει στην όχθη. —Που γύριζες καλέ; ρω­ τάει την καρακάξα του με πε­ ριέργεια. "Εχω νά σέ 6ίω καίδ­ ρους καί ζαμάνια! Δεν ήρθες ίχαζή, νά δής πού τούς έκανα

ιΟ Χουπ πέφτει ξαφνικά πάνω στον Καλ.

1

'Ο Χούπ τότε πέφτει στο ποτάμι...

τούς μαλλιαρούς σκουπιδόχορ το! ιΓ ιά λίγο σταιμοτάει την πάρλα. Στί'βει καλά την προ­ βιά του πού έχει μουρκέψει καί τινάζει τά μανιικέτια καί τό καπέλίλο του* —Καλέ, λέει μετά στην κα ρακάξα του. ’Εσύ πού είσαι πετούμενη, μήπως πήρε τό μάτι σου αυτούς πού μάγκω­ σαν τις Χαύλες μου καί την μις ΆμΦρκκή; Ή Μανταλένα κρώζει πα^ ράξενα. Πετιιέται στον αέρα, φτερόυγίζει λίγο κατά τη διέύθυνσι του ποταμού καί ξα-> ναγυρνάει ύστερα πίσω. — Τώρα μέ φώτισες!, τσι ρίζει- ό Χούπ δυσαρεστημένος* Αυτά/ παιδάκι μουχ είναι άλομπουρνέζιικα! Δε(ν έχεις στόμα νά τ’ άνοιξης καί νά ά παντήσης σ’ αυτό που σ’ έ-


Κ.ΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΙ ρώτησα; Που θές νά κ στάλά* βω τι λες „ μ3 αυτές τις τούρ­ τες πού κάνεις στον αέρα; ' Η Μ ανταιλέινα κακικαρ ίζε ι παράφωνα. Ό Χούπ ξεραίνε­ ται στά γέλια. — Τής είπα νά μιλήση τής χαζής και τόχαψε!, μουρμαυρίζει άνάμεαα στα γέλια του. "Έλα δώ/ μωρή! "Ελα νά .σου υποβάλω άλλου είδους έρώτηισ ι! Πρόσεξε με: "Αιν είδες αυτούς πού μάγκωσαν τις λε­ γάμενες, θά μοΰ πής πόσοι ή­ ταν τσιμπώντας τόσες φορές μιέ τό ράμφος σου εδώ ιμέσα ςτ3 αυτή, τη λαικικουιβίίτσα τού βράχου! Μπρος! Ή τετραπέρατη Μανταλέ­ να δέν χάνει καιρό, Κι3 αρχίζει τά τσιμπήματα στο σημείο πού τής έχει δείξει ό βλάκας άφέντίικός της. Ό Χαύπ μετράει: —- "Ενα, δύο, τρία/ τέσσε­ ρα, πέντε... Πιο σιγά, μωρή, ήά χάσω τον λογαριασμό! Εννιά, δέκα έντεκα/ δώδεκα·.. Π ίο σιγά, τρομάρα σου! Δέν πάίρνεις άπό λόγια; εΗ Μανταλένα συνεχίζει τά τσιμπήματα για πολλή ώρα κι3 ό Χούπ συνεχίζει τό μέ­ τρημα κι3 έχει ιδρώσει άπό την αγωνία του κι·3 έχουν γουιρ λώσει οί ματάρες του άπό τή σαστιμάρα. —Δυο χιλιάδες εννιακό­ σιοι τριάντα επτά, δυο χιλιά­ δες εννιακόσιοι τριάντα οκτώ, δυο χιλιάδες εννιακόσιοι τριάν ία εννέα!·.·. Πάνε τά φουκαριάριικα τά κορίτσια! Πού νά γλυτώσουν ανάμεσα άπό τσσους; Χριστούλη, μου! Αυ­

τοί εΐ/ναι μιλιούνια όλόκληιρα! Γιρεΐς χιλιάδες επτά, τρεις χι λιάδες οκτώ-, τρεΐς χιλιάδες εννέα.... Μαντ αλένα! Μωρή, Μανταλένα! Τι κάνεις έκεΐ μωρή; Ό Χούπ πετιέται όρθιος μέ νουρλωμένες τις ματάρες του· Σκύβει επάνω άπό τή λάκκου βα τού βράχου πού τσιμπολογάει ή Μανταλένα καί έκεΐ ολόκληρη· ή λακκούβα είναι γεμάτη σπόρους πού τους έ­ χει κουβαλήσει ό αέρας! —·Ά, μωρή, κακικορόμυαλη!, τσιρίζει θυμωμένος ό χα­ ζός πυγμαίος κάί δίνει· μιά καρπαζιά στην παρδαλή καραικάξα του^ πού φτερουγίζε! κρώζοντας. Έγώ νόμιζα πώς μέτραγε αυτούς πού μάγκω­ σαν τά κορίτσια κι3 εκείνη..· βόισκαγε! Βοήθα/ Π αναγίάσα μοι/1 Μιά ολόκληρη, λακκούβα γεμάτη, κεχρί! Κι3 έγώ ό βλά κας, μάλλιασε ή γλώσσα μου νά μετράω ! Σκουπίζεται καλά-καλά γι ατί είχε Ιδρώσει καί κυττάζει πέρα κατά τό δάσος. ^— Τί στην ευχή άπόγινε κ;' αυτός ό βλάκας ό Καλ!, τσιρίζει· μουτρωμένος,. Δέν εί­ ναι ^φυσιολογικό) πράγμα ν’ άργή^ τόσες ώρες! Θά πάω νά δώ τί έχει πάθεΐ1! Μιά καί δυο τραβάει κατά τό δάσος χοροπηδώντας ξεννα ιαστα κάί παίζοντας μέ τό θρυλικό του μπούρεραγκ. Ή Μανταλένα τον ακολουθεί φτε ρθυμίζοντας πάνω άπό τό κε­ φάλι του. · Ξαίφνικά, ενώ φτάνει στά πρώτα δέντρα τού πευκόδα-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σαυς/ στεκ-εται. Γουρλώνει τά ■μάτια. Πίσω από κάτι θά­ μνους βλέπει έκπληκτος νά ξε προβάλιλη τό κεφάλι του Κάλ, πού είναι γονατιστός κάτω στη γη. "Ενας παράξενος κα­ πνός στροβ ιλλίζεται μπροστά στο λευκό παιδί της Ζούγκλας — "Α ! Τον μπαγαποντη! Τον τσάκωσα.·., έπ5 αοτοφώρω!, τσιρίζει ό πυγμαίος σικά ζοντας ξαφνικά στα γέλια. Και δεν μ παρούσα νά κατα­ λάβω τόσον καιρό, τι κάνει κάθε φρρά πού πάε* και κρύβε ται! Φσυιμαίρνει τσιγάρο στά κλεφτά!

9

μάτια καί τά μακρυά γένεια. Ή φωνή του ακούστηκε Υδια κΓ αύτή, όπως πάντα, από­ μακρη, καί σιγανή σά νά ερ­ χόταν από τον άλλο κόσμο: —Μικρέ φίλε μέ τήν αγνή κρρδιά, ή ώρα τής, μοί|ρας πλησιάζει πιά' γιά σένα! Μά τά πνεύματα πού κυβερνούν τις Τύχες τών ανθρώπων, ώρσαν ή ώρα αυτή νά είναι δυ σκολη,, γιά νά σε δοκιμάσουν γιά τελευταία φοοά... — Μίλησε/ Δάσκαλε!, εί­ πε τό λευκό αγόρι μέ δέος· Δέ μέ τραμάζουν_οι δυσκολίες, οί κίνδυνοι.·.· πέοω τον δρόμο, τον δρόμο πού βαδίζω πιά!... ΠΑΡΑΞΕΝΗ Μά ενώ ξαναβιοήκα τά παλιά ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ αχνάρια πού θά μέ οδηγήσουν έκεΤ που πρέπει, ενώ στον α­ Α 0 ΚΑΛ φυσικά κά­ έρα μυρίζω κιόλας τό ίδιο ά­ θε άλλο παιρά αυτό ρωμα σαν καί τότε, ένα και πού είπε ό πυγμαίος νούργιο κακό μέ βρήκε... έκανε. Το λευκό παιδί τής — Ή κοπέλλα μέ τά μ αύ­ ζούγκλας κρύφτηκε απλώς α­ ρα μαλλιά καί τήν άπλή καρνάμεσα στους φουντωτούς θά δ’ά βρίσκεται σέ κτνδυνο!, ψι μνους του δάσους γιά νά ζη,τή θύμισε ή απόκοσμη φωνή του ση τη συμ,βουλή του άΐσικητι Γ έρου· ικου δασκάλου του πού αντι­ — Πες μου. Δάσκαλε, πού προσώπευε Τό -Πνεύμα- Τής θά τή^βρω; ^ Όδήγησέ με ε­ —Υπέρτατης —Σοφίας (*). σύ που τά μάτια σου βλέπουν Καί τη στιγμή πού τό μυ­ νωρίς σύνορα... "Αν τήν πάρω στηριώδες αγόρι συγκέντρω­ από τά χέρια τών εχθρών μας σε τή σκέψι του στο στεγνω­ καί βοε'θώ στον προοοισμό μένο από τό πέρασμα τών αι­ μου, θάμσι πιά άσφάλής κΓ ώνιων πρόσωπο του Γέρου, πυ εγώ κΓ έκείύη,.. "Ολοι οί φί­ κνοί πολύχρωμοι καπνοί άρ^ λοι μου... χισαν νά στροβιλλίζωνται έμ — Λευκό αγόρι, ή ώοα τής πρός του. Ή μορφή του Δα­ Μοίρας εΐναι πάντα δύσκολη ! σκάλου του φανερώθηκε -ίδια, Οί κίνδυνοι είναι φοβεοώτεοοι όπως πάντα, μέ τά βαθουλά απ’ όσο νομίζεις! Δεν εΐναι μόνον γιά εκείνην..·· Ούτε μό­ (*) Διάβασε τό πρώτολτεΟνος νο γιά σένα.... Μιά πολιτεία του «ΚιΑίΑ» μέ τ ΐτλο: «Τό βοχτ> λείο του θσνάτου». που είναι κρυμμένη ά)πό τό

Μ


10

βάθος των Αιώνων στην άκρη Ίης Γης, διατρέχει Θανάσιμο κίνδυνο!.... Τρομεροί ληστές μέ μαύρη καρδιά χωρίς οίκτο έχουν κατέδει άπο τά γύρω β ουνά!. · ·. Εΐνα ι στ ύφη όλόκλη ρα.... Πολλές χιλιάδες.... ΚΓ 6 γενναίος άρχοντας της ένδο­ ξης ττολιτείσς βρίσκεται, πά­ νω σ3 ένα κρεβίβάτι πνιγμένος ατά αίματα! ..·· "Ενας άλλος άρχοντας μιέ λευκά μαλλιά καί γένεια είναι συνειχώς σ’ έ να παράθυρο καί κυττάζει μέ δακρυσμένα μάτια κατά τι^ν Ανατολή. Έκεΐνος είναι γέ­ ρος καί άπό τά μάτια του δεν Φεύγει ποτέ ή εικόνα ενός παι δικού προσώπου, στεφανωμέ­ νου ·μέ χρυσά μαλλιά!.... Ό Κάλ, τό λευκό παιδί Ίης ζούγκλας άνατρίιχιασε ο­ λόκληρο· Ή φωνή τού Πνεύμα ματος —Τής —Υπέρτατης Σ οφ ίας/ έξακολούθηισε: — Περιμένει. Περιμένει αύ

'Ο Χουπ βλέπει καπνό πίσω άπό τους θάμνους.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

*0 Κάλ μέ τον Χουπ ταξιδεύουν πάνω στον κορμό.

τον πού κανείς άλλος πιά 5έν τον περιμένει.... Μά στά τεί­ χη τής Ιερής Πόλης σκαρφα­ λώνουν κάθε τόσο οι βάρβα­ ροι!.·... Ή άντίάτασις όσο πάει καί λιγοστεύει·.. "Ενα στέμμα, τό πιο δοξασμένο αύ του τού κόσμου, είναι μετέω­ ρο!...· Τά θεμέλια των ναών ^ο-έμουν ατό άκουσμα τού ο­ νόματος τού βασιλιά των βίαρβάρων..·. —θεέ μου!, ψελλίζειό Κάλ ταραγμένος. Π,ρέπει νά'τρέξω* Δέν έχω δικαίωμα νά σκεφθώ τή Μπέλλα πιά! Πρέπει νά τρέξω έκεΐ πού μέ καλεΐ τό καθήκον ί Δύστυχη Μπέλλα! Δέν μού επιτρέπεται νά σε βοηθήσω.... "Ίσως καί νά ιμή σέ ξαναδώ ποτέ πιά! Ή φωνή τού Γέρου άκούστηκε τρεμάμενη άπό τή συγ κίνη,σι:


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

—· Τα λόγια σου φέρνουν στα φτερά τους τή δόξα διό-μιση χιλιάδων χρόνων, μιικρε φίλε ιμέ την αγνή καρδιά! Ή σικέψις σου είναι καβαρή και δίκαιη.! Μά οι Θεοί- σου σ’ αγαπούν.·... Στο ίδιο ίμερος τ ου σε φωνάζει το καθήκον, είναι- και αυτό πού επιθυμεί ή καρδιά σου! Οι δάρδαροιέχουν αρπάξει μέ τα ,μαυιρα τους χέίρια τή λευκή κοπέλλα. — Πρέπει νά τρέξώ>ν ψέλλισε ό /Κάλ. Πρέπει να τρέ-ξω..·. —"Ας -είναι εύλογηιμένο-ς ό δρόιμος σου παιδί ιμου1..· Ό υγρός δρόΙμος πού θά σε ο­ δήγηση εκεί πού πρέπει... Οι παράξενοι- καπνοί άρχι­ σαν νά δυαίλύωνται. Ή ασκη­ τική \ μορφή τού /Γέρου εξαφα­ νίστηκε σιγά^σιγά στον γα­ λάζιο αέρα. Τό .μυστηριώδες ά;γόρι τινά

11

'0 Κάλ προσπαθεί νά 5ή κρυμ­ μένος οπό δέντρο.

χτηικε διρθιο καί·., έπεσε πά­ νω ,στόν Χούπ! Ο ΥΓΡΟΣ ΔΡ 0Μ0 Σ

ΧΑΖ0-Χ0ΥΠ (μόλις έξακριδώνει οτι^ ό Καλ.·^. καπνίζει· κρυφά πίσω ά πό τούς θάμνους, τρέχε < προς τό μέρος του για νά τον π ι άσ η στ ά πράσσα! Μά τή στιγμή πού φθάνει κοντά του-/ είναι άκριιβώς ή ώρα πού οι ιμυστηριώδει-ς καπν-οί διαλύονται ικάί ή άσκητιική -μορφή του Γέρου- εξαφα­ νίζεται. "Ετσι ό ,Κάλ τινόοζεται όρθιος καί πέφτει επάνω στον αδιόρθωτο φίλο του. — Σ τραδαμάρα^!, τσ ιρ ίζει ό πυγμαίος θυ|μω|μένος. "Ελα. "Ασε τά κόλπα καί σέ είδα!

Ο

Βγαίνουν από τό ποτάμι καί τό βάζουν οτά πόδια.


12

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

Εκείνος κουνάει τήν κεφά­ Δεν ντρέπεσαι μικρό παιδί νά καπνίζης,; λα του και μουρμουρίζει στήν Ό Κοϋλ όμως δεν έχει και μ καραικάξα του που -είναι από μια διάθεσι να πιάση, την καυ ώρα θρονιασμένη στον ώμο βίντα μέ τον ανόητο φάλο του, του: — Πάει νά ξεφύγη, μέ κάτι ττού δεν είναι σέ θέσι νά καταλάβη, ττοτέ τίίποτα. τέτοια κόλπα, αλλά εδώ εΐσαι — Χούπ!, του1 φωνάζει. 5Λ κι3 εδώ είμαι μωρή Μανταλέκολούθηισέ ιμε! Θά τρέξου|με να! Τώρα πού τον πήρα χα|μ νά -βρούμε τή Μπέλλα και τή π άρι, θά τον πιάσω στά πράα σα για τά καλά καμμιά ώ­ Χούλα! — "Αλλα λόγια;, ν3 άγαπι- ρα ! ·Νά δούμε τότε τι θά πή ! ώμαστε!/ μουρμουρίζει ό χσ- Καλέ γιά κυττα πού έφθασε κι ζο-Χούπ μουτρωμένος. Του άλας ! Στον υγρό δρόμο! "Ε­ λέω γιά τό τσιγάρο και κάνει χει τρελλές πλάκες αυτό τό παιδί! "Ελα, μωρή Μανταλέτον ικουτό! "Ας είναι όμως! Πάμε, γιατί κι3 εγώ επιθύμη­ να! Πάμε νά γελάσουμε! σα τις Χούλες μου ικΓ άν δεν Τό βάζει κι3 αυτός στήν τρε τις δώ συντόμως μπορεί νά χάλα και ή παρδαλή καρακάπάθω νευροκαβαλλίίΐκεμα! ξσ τον ακολουθεί έιναερίως. Σέ — Πρέπει ν3 άκολουθήισου^- δυο λεπτά έχει φτάσει στο μέ­ με τον «υγρό δρόμο»!, ψιθυ­ ρος όπου ό Κάλ. προσπαθεί ρίζει ό γυιός της ζούγκλας σά νά ρί'ξη στο ποτάμ ι έναν πελώ ριο κοιριμό δέντρου πού κόποι νά ιμιλάη στον εαυτό- του. — Τον ποιόν; τσιρίζει ό ος κεραυνός τον έχει ρίξει στό γερό. Μόνο Ιμιά ρίζα τον ενώ­ πυγμαίος παράξενε μένος· — Τον «υγρό δρόμο».·. Αη νει ακόμα καί δεν τον παίρασερνει τό δυνατό ρεύμα. Ό -λαδή τό ποτάμι! Αυτό είναι! — Άπά μυαλά 6έν σε κα­ Κάλ προσπαθεί νά κόψη· αύλοβλέπω!/ λέει ό Χούπ στο­ τήν ακριβώς τή ρίζα. Τή γτυχαστικά. Ή γιαγιά μου έλεγε πά μέ τό μαχαίρι κι3 έχει τοσο πώς ό παπους-Χούπ, που πά- ήιράκλεια δύναμυ πού ή κάθε θαινε πολλές αφηρημάδες, ή­ μαχαιριά του πετάει κομμά­ τια από τή ρίζα σαν πραγμα ταν γιαΤι κάπνιζε πολύ πίπα! Καλέ, υγρό- δρό|μο τό λένε τό τιική τσεκουριά ξυλοκόπου· — Καλέ συ!, τού λέει ό ποτάμι; Στον δρόμο περπα­ τάς ! Στο ποτάμι μπορείς νά πονόψυχος Χούπ γουρλώνον­ περπατήισης; Γιά κάνε μια δο τας τις ματάρες του. Γ»ατί κιμή νά σε δώ για πότε θά τού κόβεις τή ρίζα τού φουκα ριάριικου; Μπορεί -..νά ξαναφτάσης στον πάτο! — "Ελα, Χούπ!, φωνάζει ό φύτρωνε! — θά τό πάρουμε καί θά Κάλ άνυπό)μοναΐ κι3 άργίζει κιόλας νά τρήχηι για νά γλυ- πάμε νά τό φυτέψουμε σ’ ένα τώση ά(πό τή φλυαρΊα τού α­ άλλο- μέρος παρακάτω!, τού λέει ό Κάλ γιά νά τον ξεφορδιόρθωτου πυγμαίου.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

τωθή. ^— Και ποιος θά τό κουβαλάη; τσι,ρίζει ό ανεκδιήγητος πυγμαίος ικυττάζοντας -με τιρόίμο τον πελώριο κορμό και τη φουντωτή φυλλωσιά του δέντρου. λ— Κανείς, μή σέ νσιάζη,. Θα πάη μόνο του ικα·ΐ θά μας κουβαλήση μάλιστα ικι’ εμάς! —'Άμάν, τρελλάρα σύννε­ φο!, λέει ό πυγμαίος μέ θαυ­ μασμό!. Αλλά δεν προλαβαίνει νά πή ιπερισσότερες κουτσίμάοες. Ό Κάλ έχει κόψει τή ρίζα κάί τό ρεύμα του ποτ οι μ ου άρ χ'ίΓει νά ξεκο'λλάη; τόν πελώριο κορμό από την σχίθη καί νά τον σέρνη, μαζί του. Τό παιδί τής ζούγκλας όορ τάζει σαν φτερό τον τριπίθα­ μο σύντροφό του καί μ5 ένα πήδημα -βρίσκεται πάνω στον κορμό πού μετατρέπεται έτσι σ^· βάρκα. Σέ λίγο μάλιστα έχει βγή από τό ρεύμα στο κέντρο του ποταμού καί τα­ ξιδεύει! μέ πολύ μεγάλη· τα­ χύτητα. Ό Χούπ είναι τώρα ενθου­ σιασμένος ιμέ την τροπή πού έχουν πάρει τά πράγματα. —Τώρα .μάλιστα! Σέ πα­ ραδέχομαι^! , του λέει του Κάλ άντρίικια. Όχι δλο τρεχαλητό καί ξελίγωμα! Θέλει καί τή βάρκάδα του τό πράμα γιά ποικιλία· ’Άν είχαμε υάλιστα ’καίι κανένα πανί θά ήταν πο>ύ ώοσιότερα·... Μοοιροη Μαντα λένα! Πρόσεξε ιμή γλυστρήσης από αυτό τό -κλαρί στο νε ρό καί σέ φάει καμμιά καβουρομάνα!

13 ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΕΣ

Ι ΕΓΙΝΑΝ τάχσ^δμως ή Μπέλλα καί ή Χούλσ πού εξαφανισθήκαν ενώ περί­ δεναν τον Κάλ έξω από τή σπηλιά πού κατέβαινε στά έγ κατα τής γης* Ο'ΐ δυο κοπέλλες είχαν καθί σει στά βράχια ιμέ την αγωνία στην καρδιά για την τύχη του Χούπ. Ή Μπέλλα ανησυχούσε άκό -μα καί γιά τόν Κάλ. ■’Ήξερε πώς τό γενναίο παιδί δεν θά παρατούσε τις έρευνες του άν δέν ευιρισκε τόν άγαπηιμιένο του σύντροφο ζωντανό ή πε­ θαμένο. Καί γι’ αυτό άκριβώς φοβόταν μήπως χανόταν πάλι άνήμεσα στις τρομερές υπό­ γειες στοές καί δέν ευιρισκε τό δρόμο νά βγή, ώσπου1 νά τόν άνακαλύψουν αΐ υποχθόν ιοι>. ·. Μά ξαφνικά, έκεΐ πού κά­ θονταν κάι ιμιλούσαν χαμη|λόφωνα γιά τό τί μπορεί νά έτυχε τού Χούπ, 6 κόσμος χάλα­ σε ολόγυρά τους. Ένα σωρό μαήροι πολεμιστές ^πήδησαν έ πάνω τους. Οι δυο κοπέλλες ούτε νά σαλέψουν δέν πρόλα­ βαν. Δέν είχαν ακούσει τόν παραμικρό ήχο ως τη στιγμή πού βρέθηκαν στά χέρια των αντιπάλων τους· ^Ωσπου νά ικάλσσκεφ θούν δτ ι κάτ ι συνέ6αίνε.·., ήσαν αιχμάλωτες! Μέσα ισ* ένα λεπτό·, τίς έ­ δεσαν κάί πατώντας πάνω στά βράχια γιά νά μην αφή­ νουν ίχνη, τίς τράβηξαν κατά τό ποτάμι πού κυλούσε λίγο π ιο πέοσ. Ή Μπέλλα παρατηρούσε μέ τρομερή απορία έκε'ίνους

Τ


14

τούς ανθρώπους, ττού τίς εί­ χαν αίφ,ν ιδιάσει καί την έπαιρ ναν μακρυά άπό τον αγαπη­ μένο της- Δεν είχαν κορμιά ομοιότητα με όλους τούς άΐλλους αγρίους πολεμιστές τρού είχαν συναντήσει ως τώρα μέ οα στις ζούγκλες. Φορούσαν στα οτήιθη, τους σιδερένιους Θώρακες, καθώς καί στους καρπούς των χερι­ ών τους καί στις κνήμες. Στα κεφάλια τους φορούσαν γκρί­ ζα τουρμπάνια σά των Ινδών Μά, μ" όλο πού φαίνονταν πιο εκπολιτισμένοι από τούς Χόν γκθ/ στις κάρες τών ματιών τους έλαμπε ή ίδια άγρια εκ φρασις. Τά στολισμένα μέ βραχιόλια χέρια τους κρατου σαν τόξα καί στη μέσηι τους κρέμονταν μακρυά σίταθιά. Μόλις έφθασαν στο ποτάμ>ι πήδηξαν στις βάρκες που

Πάνοπλοι εχθροί έμφανίζονται μπροστά τονς.

ΚΆΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

τούς είχαν φέρει ως εκεί καί τούς περίμεναν. Οί βάρκες αύ τ &ς κατηφόρηραν τό ρεύμα τού ποταμού ιμέ καταπληκτι­ κή ταχύτητα. Σ5 ένα μέρος πού τό ποτάμι φάρδαινε πάρα πολύ, πλησίασαν στην όχθη καί (βγήκαν· (Πήραν ενα μσνο μάτι ανάμεσα στο πυκνό δά­ σος. Δεν περπάτησαν πάρα πολύ. "Ανάμεσα στα δέντρα καμμιά διακοσαριά (μέτρα πα ιρακάτω·, ήταν στημένες κάτι παράξενες πάνινες σκηνές. Την οδήγησαν σε .μια άπ’ αύ τές πού ήταν ή πιο μεγάλη σπ’ όλες τίς άλλες. Ό αρχηγός τού αποσπά­ σματος προχώρησε ώς τό πά νινο παραπέτασμα1 πού σκέ­ παζε την είσοδο τής σκηνής καί τό παραμέρισε. Χάθηκε ιμιά στιγμή στο εσωτερικό καί νύρισε. "Έκανε ένα επιβλη­ τικό κίνημα τού χεριού του. Οί πολεμιστές άρπαξαν πάλι τη Μπέλλα καί τη Χούλα. Τίς έβαλαν μέσα στη μεγάλη, σκη νή%, "Ενας πελώριος, μαύρος, γε μ άπας χρυσάφια καί στολίδια καθόταν επάνω -σ" έναν θρόνο από έλεφαντακόκ'κάλο. Μόλις είδε τη Μπέλλα, τά μάτια του άστραψαν από θαυμασμό— Τίς βρήκαμε καθώς κά­ ναμε την περιπολία /μας !, εί­ πε, ό σποσπασματαρχής, σε μιά γλώσσα που ή Μπέλλα δέν μπορούσε νά την καταλά■βη, — Αυτή ή λευκή κόρη, μοι­ άζει μέ βασίλισσα Π φώναξε ό γιγαντόσωμας μαύρος που φαινόταν ό βασιλιάς τη·ς φυ*


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

λής. "Ισως νά είναι βασιλο­ πούλα τους! Νά την όδηγή αετε σέ ίμια ιδιαίτερη σκηνή ικαί νά τη -φυλάτε σαν τά μά­ τια σας... Την άλλη ρίξτε τη στα σκυλιά! Οί φρουροί άπλωσαν τά χιέ ,ρια τους πάνω στην καημένη τη Χούλσ, πού ξεφώνισε τρο­ μαγμένη. Ή Μπέλίλα δεν κατά λαβε βέβαια τά λόγια τού ,μαύρου. 5Από τον τρόπο ό­ μως πού οι φιοουροι άρπαξαν τη νέγρα κάι από τη λάμψι των ματιών τους, ένοιωσε σχε δον ποιά φοβερή τύχη περίίμε νε τή συντρό-φισσά της· Τήν αγκάλιασε λοιπόν και πέντε φοουροί τήν τραβούσαν, χωρίς νά καταφέρνουν νά τήν ξεκολ λ ήσουν από πάνω της. Ό βασιλιάς των μαύρων φαινόταν νά διασκεδάζη. Στο τέλος, -σηκώθηκε όρθιος καί φώνα ξε: — Π άρτε τις -και τις δυο μαζί στή σκηνή· Πρέπει νά καλοπιάσω τή μικρή αύτή πού θά γίνη -βασίλισσά μου! ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ

15

ρο στο κεφάλι.

Ό Χούπ χαζεύει κατενθου σιασμιένο-ς από τήν υπέροχη δ ι αδροί μή. Σ ι γ οτ ρ αγουδάε ι δε από τή χαρά του. Τσαλαβαυτάει τ·ά γυμνά πόδια του στο νειρό, στον ρυθμό τού τραγου­ διού του, πού έχει αυτά τά λόγ ια: «ΤΗ τον μιά φορά μιά άραπίνα)

πού τό όνομά της ήταν Τίΐνα ικάί πού τή μιαμά της τή λέ ΚΟΡΜΟΣ του δέντρου γαν Τζίνα) κατηφόριζε πάντα μ·ε καί τή γιαγιά της "Ινα! μεγάλη ταχύτητα τό ρεύμα του ποταμού. Ό ΚάλΤήν προγιαγιά της όμως τήν κακομοίρα) κι5 ό Χούπ βρίσκονται σκαρ­ τήν περίμενε μαύρη μοίρα! φαλωμένοι επάνω του. Τό λευ Τήν έβρασαν οί καννίβαλοι κό παιδί τής ζούγκλας κυηττάένα βράδυ) £ει μιέ μάτια άγρυπνα τις ό­ σ’ ένα καζάνι1 μέ νερό, ξύδι χθες πού περνούν. Είναι έτοι­ καί λάδι!» μο νά αντιμετώπιση όποιοδήΉ παρδαλή καρακάξα τού τοτε κίνδυνο παρουσιασθή ξα χαζού πυγμαί ου, άρχ ιζε ι νά φνΐκά!

©


16

κοώζη δυσαρεστηΐμέΐνη από τις παραφωνίες του αφεντικού της. Ό Χούπ τή φοβερίζει: — Πρόσεχε μωρή τή συμ­ περιφορά σου καί ράζεψε τά κρωξΐματά σου, για να ιμήν πάθης κι’ εσύ δτι έπαθε ή τ.ρογισγιά τής Τίνας του τρα γουδιού! Θα σέ στριιμώ'ξω σέ κανένα κατσαρόλι και θά σέ κ άνω. .·. κ αρακοξόοουπτα! — Χούτ!, «μουρμουρίζει ξαφνικά τό λευκό παιδί τή,ς ζούγκλας. Κρύψου γρήγορα στη φυλλωσιά του δέντιρου! —Μσ τό κρυφτό θά παίξου με τώρα ολόκληροι άντρες; λέ ε. ό πυγιμαΐος δυσαρεστηιμένος, Ό Κάλ καταλαβαίνει ότι μέχρι νά βάλη τον κωιμικοτρα γιικό φίλο του νά κάνη αυτό που πρέπει, ιμπορεί και νά ξημεοώ,ση. Τον αρπάζει- λοιπόν καί τον τρυπώνει στο πυκνό φύλλωμα τού πελώριου δέν­ τρου, όπου κρύβεται καί] ό ί­ διος. — Σιγά, καλέ! τσιρίζει ό Χούπ νευίριασιμένος. Θά ιμοϋ τσαλακώσης τό καπελλάκ ι •αου! Τί καρφί σέ βάρεσε πά λι; — Έκεΐ! Στην όχθη δεξιά μας..·. ^Περπατούν μαύροι πο λεμιστές! Ό κουτο-πυγμαίος σηκώνει τούς ώμους του μέ απορία καί στ αυοοκοπ ιέται-. — ·Πιό ιμεγάλη κοτσάνα ά π5 ^ αυτή δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου!, λέει 'μέ αγα­ νάκτηση Επειδή δηλαδή εί­ ναι ι μαύροι δέν πρέπει... νά περπατούν ρί άνθρωποι;

§€ΑΑ —Ο ΚΥΡΙΟΙ

— Βρε χαζέ, είναι αυτοί που έχουν κλέψει τις συντ,ρόΦ-ισσές ιμας! , τού κάνει ό Κάλ πού δέν *μπορεί νά άνεχθή πε­ ρισσότερο τή βλακεία του. — Καί πού ακούστηκε, δι σμαιρτύρεται ό Χούπ, νά κρύ -βωνται οί νοιικοκυραΤοι καί νά περπατάνε ελεύθεροι οι λωπο­ δύτες; — "Οταν οί λωποδύτες εί­ ναι εκατοντάδες και οί νοικοκυραιοι δύο, τού λέει ό Κάλ μέ υποίμονή, καί όταν οί λω­ ποδύτες κρατούν τόξα πού μπορούν νά σέ καρφώσουν α­ πό -μακιαυά καί οί νοικοκυραίοι δεν έχουν παρά ένα ιμαχαΐρ1 γ ι ά «μοναδικό τους δπλθ/ ή καλύτερη δουλειά είναι νά κρύ βωνται. — Ποιιοί; Οί νοιικοκυραΤοι ή οί λωποδύτες; Ό Κάλ ξεφυσάει σάν φά­ λαινα από τήν απελπισία του για τήν νοημοσύνη τού συν­ τρόφου του. — Σώπα! ΆΛη μιλάς!, ψι­ θυρίζει· Τό ποτάμι αρχίζει νά στενεύη πάλι κι5 άν οί εχθροί ιμας ^ δέν ιμάς δουν άλλά ιμάς όκούσουν, θά είναι ακριβώς λ >/ς* το ιο-ιο.... — Κουταμάιρες!, * τσ ιρ ίζε ι ό άδιάοθωτος πυγιμαΐος. 3Άν ήταν τό ίδιο τότε θά βλέπσιμε καί ιμέ τ5 αύτιά καί θά άκουγσιμε ιμέ τά .μάτια! Μου φαίλ νεισαι άρρωστος ! Πολλά είπες σήμερα πού είναι νά τραβάς τά μαλλιά σου! — Χούπ, λέει ό Κάλ αυστη οά, άν δέν πάψης νά ιμιλάς, θά σου βουτήξω τό κεφάλι ςττό Υ§


ΤΗΣ ζούγκλα!

ρό και θα κάνης μπουρμπου­ λήθρες ! — Κοίλα), -σκάω 1 / λέει ό ττυ γμάϊος μέ αξιοπρέπεια. "Οπό­ τε δεν τά βγάζεις πείρα μέ τά λόγια, τό ρίχνεις στην π άλλη καίρια! Κάτσε νά ψηλώσω κι5 εγώ κορμιά φορά και τά λέ­ με ! Τό λευκό αγόρι κάνει μιά απειλητικά κίνηση τάχα πώς 6ά πραγματοποίηση την άπει λή του και ό χαζο-Χούπ κουρ νιάζει τρομαγμένος ττλάϊ στη Μανταλένα και δεν βγάζει τσι μουδιίά. Τό ποτάμι έχει στενέψει πο λύ. Μά δσο κι5 άν προχωρούν κάθε λίγο και λιγάκι συναν­ τούν ,μέσα στο δάσος πολλές στημένες σκηνές και πολεμι­ στές πού σεργιανίζουν εδώ κι5 έκεΐ κρατώντας τά όπλα τους/ σά νά έτοιράζωνται γιά μιά ίμεγάλη ράχη. Ξαφνικά, τό ποτόμι αλλά­ ζει κ απεύθυνα ι καί στρίβει πιρός τ’ αριστερά. Στη στρο­ φή ακριβώς ό «κορμός του δέν­ τρου κολλάει κάτω στά βό­ τσαλα τής όχθης καί μένει άκί νητος. Είναι τόσο μεγάλος πού θάναι καθαρή ανοησία καί νά σκεφθουν στι μπορούν νά τον μετακινήσουν· — Έλα!, μουρμουρίζει ό Κάλ, σιγά, στον κωμικό φίλ^ του. "Ας κρυφτούμε στη ζούγ­ κλα. Τραβάει τον πυγμαίο από τό χέρι γιά νά μην του ξεφυ>η καί κάνει καρμιά καινούρ­ για κουταμάρα. Χώνονται ανάμεσα στά πυ­ κνά φουντωτά δέντρα. Προχω­

Μ

ρούν χωρίς νά κάνουν κανέναν θόρυβο. Όλόγυρα δεν άκούγον τοι παρά χαρούμενα τ ιττιβ ί­ ο ματ α πουλιών. Οι φωνές τών πολεμιστών, που είχαν κάνει προσεκτικό τον Κάλ δεν άκού γονται πια. Φαίνεται πώς εί­ ναι τυχεροί καί πώς βγήκαν σέ μιά περιοχή που δεν υπάρ­ χουν εχθρόν. Ό Κάλ βιάζει τό βήμα του, οέρνοντας πάντα από τό χέρι ιόν φλύαρο σύντροφό του· '3α δίζει πιρός μιά ώριιομένη» κατευθυνσι. Φαίνεται πώς ξέρει καλά πρός τά που πρέπει νά πάη;· —Δέν μέ πιάνεις καί λίγου λάίκι από τό άλλο χέρι γιατί αυτό μούδιασε; του λέει σέ μιά στιγμή ό κυγμάΐος. Ό Κάλ τον άφήνει. ^ — Πρόσεξε, Χουπ!, του λέει σοβαρά γιά νά τον φοβί­ ση. Νά μ’ ακόλουθης πάντα από κοντά. Τό μέρος είναι γε μότο από εχθρούς κι5 αυτοί οι εχθροί δέν αστειεύονται κα θολού1! — Δέν μοϋ γουστάρουν !, μουρμουρίζει ό πυγμαίος ξε­ νίζοντας τά μούτρα του. Οΐ σοβαροί εχθροί δέν έχουν γου στο! Δέν πάμε π ουθενά άλ­ λου νά βρούμε τίποτα άλλους κ άλαμπουρτζήΐδες; — Πρόσεξε γιατί άν σέ π’άσουν δέν σέ γλυτώνει τί­ ποτα από τά χέρια τους!, λέ ει ό Κάλ. — Τί! Θά μέ φάνε; τσιρί­ ζει μέ τρόμο ό Χούπ. — "Οχΐ/ δέν είναι άνθρωποφάγοι· Θά μάς σκοτώσουν όμως, χωρίς πολλές διαδικα-


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

18

αίες άν μάς πιάσουν. — Δεν φταις έσυ, εγώ φταίω!, μουρμουρίζει ό πυγ­ μαίος γκρανιάρικα, Τί ήθελα νάρθω μαζί σου; Καλά έλεγα νά μήν περάσω έκεΐνο τό φα­ ράγγι τής κλάψας! Θάχα την ησυχία μου τώιρα... Έσυ, τται δάικι μου, οπού βλέπεις τη με γαλυτερη φασαρία/ έκεΐ πας καί πέφτεις με τά μούτρα! Καί δεν στενοχωριέμαι για τ' ποτ3 άλλο, άν πάθω τίποτα άλλα για τή φουκαριάρα τη Μανταλένα, πού ποιος θά τής δίνη κεχρί μετά; — Σ τάσου!, κάνει ό Κάλ ξαφνικά, όοπλώινοντας τό χέρι του. Μέσα από τό δάσος άκο ά­ γεται ένας παράξενος κρότος

πού δσο πάει καί δυναμώνει. —Ό κρότος αυτός έρχεται προς τά εδώ!/ μουρμουρίζει τό λευκό αγόρι·. — Νά κρυφτούμε νά μη μάς δη!, λέει ό Χούπ. "Αν καί τί θά μάς κάνη, δηλαδή ένας κρότος·.. αλλά καλύτερα νά φυλαγώμ άστε!.... — Χώσου μέσα σ’ αυτόν τον θάμνο, διατάζει, ό Κάλ· Έγώ θά ανέβω στο δέντρο μ ή πως από ψηλά δω τί συμβαί­ νει. — Κάνε δ,τι σου καπνίση., -σιρΐζει ό Χουπ. Πρόσεχε ιμό νο μην πέσης άπό έκεΐ πάνω καί μου σπάσης κανα-κεφάλι! Ό Κάλ σκαρφαλώνει στη στιγμή στο πανύψηλο πεύκο, μέ εύλυγκσία πιθήκου-

Ή Χούλα προσπαθεί νά παρηγόρηση τή Μπέλλα.


ΤΗΣ ΖόΥΓΚΛΑί

Τό αμάξι μέ τους ζέβρους όρμάει -μπροστά;.

Ό Χούττ μπαίνει μέσα ατά φύλλα τού πευικοθάίμνοο πού τού έχει δείξεΐ' ό γυηός τής ζούγκλας, άλίλά δεν κάθεται φοόνιμα. Κάθε τόσο στριφο­ γυρίζει και χοροπηδάει γκρι ν.αζοντας με την αστεία, τσίοιχτή φωνή του1: — Καλέ!, αυτά τά βελονάκ ι α αγκυλώνουνε ! —- Σσστ!, κάνει επάνω άιπό τά δέντρο του ό Κάλ ανή­ συχος. — Καλέ τι σουτ και ςεσούτ; τσιρίζει ό πυγμαίος θυ μωίμένος· Δεν μπορώ νά κά­ τσω εδώ μέσα περισσότερο! Είναι σά νά κο-ιμάμαι μέ σκαν τζσχοιρο χιά μαξηλάιρι! — Χαύπ! Σώπα!, φωνά­

ζει τό παιδί τής ζούγκλας. Μια πειρίπολος των μαύρων πολεμιστών έρχεται προς τό μέρος μας! — Μπά! Αλήθεια; κάνει 6 Χούπ καί τά (ματάκια του γυαλίζουν. "Οταν θά φτάσουν πολύ κοντά νά μου πής, για νά βγώ ξαφνικά και νά τούς κάνω «μπού» νά τρομάξουνε! —Νά ικαθήσης φρόνιμα στη θέσι σου!, τσΰ λέει ό Κάλ αυ στηιρά. — Γιατί; "Ασε με! Θάχη κέφι!, επιμένει ό πυγμαίος μέ τήν παροιμοιώδη.· χαζομάρα. Τό παιδί τής ζούγκλας κα­ ταλαβαίνει άτι δεν μπορεί νά τά βγάληι πείρα μαζί του καί ό αδιόρθωτος σύντροφός του


ΚΑΑ — Ο ΚΎΡΙΟΙ

του, στο πέρασμά τους. Ωστόσο ό Κάλ κι* ό Χούπ είναι καλά κρυμμένοι καί οί μαύροι δέν μπορούν νά ύποπτευθοΰν την παρουσία τους. Προσπερνούν. Σιγά - σιγά αρχίζουν πάλι νά άπομακρύνωντα'ΐ· Χάνονται στο τέλος μέσα στα πυκνά δέντρα τού δάσους. — Έλα, λέει- ό Κάλ στον Χούπ. Μπορούμε νά βγούμε τώρα. — Μέ τό ζόρι κρατήθηκα!, τσιρίζει ό πυγμαίος χαχανί­ ζοντας. Μέχρ ι έδώ μοΰφτασε! Κάί δείχνει τό λαιμό του μέ ,μιά κωμική χειρονομία. — Δέν καταλαβαίνω !, λέει ό Κάλ χαμογελώντας. Τι σου ήρθε μέχρι εκεί; — Τό «ρπσύ»! — Μά τόσο πολύ ήθελες τπά νά τούς τρομάξης; —/'Οιχ ι, δέν ήθελα νά τούς τρομάξω, γιατί τούς λυπήθη­ κα στο τέλος! / ομολογεί στα ράτα ό Χούπ. Σκάφθηκα μή­ πως ήταν κανένας καρδιακός μεταξύ τους καί είχαμε κη­ δείες ! Αλλά τρωγότανε τό ΜΙΚΡΗ -ΜΑΧΗ κεφάλι μου γιά σφαλιάρα καί ήθελα νά μου δόσης εκείνη ΚΤΩ σωματώδεις πο­ πού μου έταξες! Πάλι όμως λεμιστές μέ τούς α­ μετάνοιωσα καί κρατήθηκα, στραφτερούς θώρακες γ αιτΐ σκάφθηκα πώς δέν πρέ­ τους αποτελούν τό περιπολι­ πει νά κάνω άπιστίες στις κό εκείνο απόσπασμα. Χούλες μου,, τώρα μάλιστα Κατά διαβολική τύχη τά πού είμαι καί χήρος! δυο παιδιά έχουν σταθή όοκρι — Μπράβο! Αυτό εΐναι βώς πάνω στο δρόμο τους κι3 πρός τιμήν σου!, τού λέει τό έτσι περνούν πάρα πολύ κον­ λευκό παιδί τής ζούγκλας δι­ τά^ από τον θάμνο τους. Τόσο ασκεδάζοντας. "Εμπρός τώρα. πού μρριικοι άπό αυτούς άίγΑρκετά χασομερήσαμε μ3 αυ­ γίζουν την πράσινη φυλλωσιά τή τήν περίπολο.·. μπορεί να ικοανιη καμμ ιά βλ« κεία τού κεφαλιού του και να τούς βάλη σε μπελάδες. Μια καί δυο πηδάει από τό ένα κλαδί στο άλλο και βρί­ σκεται κοντά στον Χούπ. Κρό βεται στον Τδιο θάμνο μαζί του. —Σέ προειδοποιώ, του λέ ει για νά τον τρομάξη,, πώς αν κάνης τον παραμικρό θό­ ρυβο καθώς θά περνούν από δω, την λ πρώτη κ,ατακεψ αλ ιά θά τή φάς απτό μένα! Ό Χούπ χασκογελάει. Ό Χούπ χασκογελάει. — Έγώ τις σφαλιάρες τις παίρνω γιά άσπιοίνες!/ λέει ξεκαρδισμένος- "Αλλά μη σέ νοιάζη. 3Αφού δεν θές τόσο πο λύ πιά, δέν τούς τρομάζω! Γιά νά ξερής τι φίλο· δχεις! Ό θόρυβος από τά βήματα των μαύρων παλεμιστών έχει φτάσει πολύ κοντά τους. Ό Κάλ σκύβει γιά νά κρυ φτή κιαλυτερα στο φύλλωμα τοΰ θάμνου και ό χαζοπτυγμαΐ ος κάνει κι3 αυτός τό Τδιο θέ­ λοντας και μη.

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Ξεκινούν πάλι. Το δάσος άλλου αραιώνει κι" αφήνει, μι­ κρά ξέφωτα κι5 άλλου γίνε­ ται ττολύ πυκνό πού μέ δυσικο λία περνούν ανάμεσα στους Φουντωτούς θάμνους πού φυ­ τρώνουν στις ρίζες των δέν­ τρων. Ό Χσύπ γκρινιάζει συ­ νέχεια μέ τά βελονάκια ττού τον τσιμπάνε. •—- Δέν είναι πράμα αυτό (μονολογεί! Δέν ξανάρχομαι & αυτό τό δάσος πού νά; μου δίνουνε διπλό μισθό! Έκτος κι" άν μου κοτσάρου νε κι5 ένα ζευγάρι ψτερουγες οάν τής Μσνταλένας για να περνάω πάνω άπσ τά διήν-ί τιρα. Μώρηι σύ; Τι έάαθες καί χοροπηδάς σαν παλαβή* Είδες κανένα γεράκι; Μη φο βάσαι καί δέν τό αφήνω ε­ γώ νά σ" άγγί'ξη! "Έλα κον­ τά, καλέ! Που φεύγεις; θά σ·έ φάη, ζωντόβολο καί θά ο ου μείνουν μόνο τά πούπαυ λα, αλλά τί- νά κάνης όταν δέν θά έχης τί νά σκεπάσης μ" αυτά; Ή παρδαλή καρακάξα όρως δέν τον άκούει. Τινάζε­ ται ψηλά στον αέρα κι" άρχί ζει νά κακκαρίζη; σάν γριά μάγισσα. —Ή Μανταλένα κάτι, βλέ πει, λέει τό τρομερό παιδί τήις ζούγκλας ανήσυχο- Πο­ τέ δέν κάνει τέτοια καμώ,μα­ τ α χωρίς λόγο.·.. "Άς κρυ­ φτούμε ! Γρήγορσ, Χούπ! — Μεγάλο· άλκοολίικ,ι μέ τό κρυφτό αυτό τό παιδί! # μουρμουρίζει 6 πυγμαίος!. «Τσίκ» ν3 άκούση, «πά|με νά κουψτούίμε» σοΰ λ|έ$ι!

21

— Χούπ! "Έλα λοιπόν! Ό 'Κόλ έχει τρυπώσει κιόλας πίσω από έναν θάμνο καί φωνάζει καί τον σύντρο φο του. — θρύψου εσύ!, του λέει εκείνος. Μή φοβάσαι. Δέν θά σε μαρτυρήσω 1 Π όντως ε­ γώ δέν παίζω! Αυτά τά παι χνίδια είναι για τά πιτσιρί­ κια! Ό /γυιός τής ζούγκλας τρέχει νά τον άρπάξιη, για νά τόν τραβήξη -μαζί του μέ τό ζόρι, όπως έκανε καί την άλλη, φορά* Μά τώρα δέν στέκεται τυχερός όπως πριν. Από τό βάθος τού ξέφωταυ προβάλλει μια άλλη περίπο­ λος των ,μσύρωά θωρακοφό­ ρων/Βλέπουν τά δυίσ 'πάιδιά. Υψώνουν τά κονίτάρι'σ πού κρατούν. Όρίμουν εναντίον τους μέ άγριείς πολεμικές κραυγές. —Γ ιατί τρέχουνε; ιρωτάει ό Χούπ μέ άπορία. Κάποιος θά τούς κυνηίγάη ψιαίνεται! -— "Έρχονται έναντ ί ο ν μας!, τού λέει ό 'Κάλ θυμω μένος. "Έρχονται γιιά νά μάς σκοτώσουν! Τά ματάκια τού Χσύπ α­ νοίγουν διάπλατα. — Γι:ατί, καλέ; τσίριζει ; Τί τούς κάναμε; Παρεξήγησις είναι νά ξερής! Θά μάς πέρασαν γιά άλλους! Κάνε στην άκρη· Θά τούς εξηγή­ σω έγώ! —Χούπ, πιροφιυλιάξου! Μείνε κοντά μου κΓ έτοιμάσου νά πολεμήσης! # φωνά­ ζει ρ Κάλ καί τραβάει τρ


22

ΚΑΑ

μαχαίρι του. Σου τό ξανάπα πώς ο! ληΐσταί τών αρέων δεν άστειεύονται! — 3Ά, να£'! Είναι εκείνοι ο· σοβαροί1!, κάνει ό Χούπ χαζά· Δεν τό στρίβουμε κα­ λύτερα; Τούς βλέπω πού εΐ ναι δλοι κάτι ντιρεικια ίσαμε κεΐ πάνω! — "Ό'χι!, ι μουρμουρίζει βιαστικά ό Κάλ. Δεν μπο­ ρούμε νά φύγουμε.... Τό δάμ οας ολόκληρο είναι γεμάτο άπο περ ιπόλους τους. Με τις φωνές τους Βά μαζευτούν κ 3 άλλοι καί θά είναι χειρό­ τερα ! Οι αντίπαλο! τους «,^χουν πάψει νά τρέχουν- αλλά εί­ ναι πολύ κοντά τους πιά. Βλέποντας πώς δεν έχουν νά κάνουν παρά μόνο μέ δυο ε­ χθρούς έ χ ουν σιγαυρευτή για τη νίκη τους. Βαδίζουν σιγ/ά-σιγά σχηματίζοντας έ* νο ή μ «κύκλιο καί κιρ ατουν τά

ο μαχαίρι τον πετυχαίνει

στήθος.,.

στο

Ο ΚΥΡΙΟΙ

κοντάρια τους προτεταμένα. Ό πυγμαίος ξεκρεμάει ά μέαως τό θρυλικό του (μπού μερανγκ. —Σαν πολλοί μου φαλ/ον ται!^[μουρίμουρίζέι (μονάχος του· *Άς τούς αραιώσω λι­ γάκι νά μη του πέσουν πολ­ λοί του κακομοίρη τού Κάλ καί κουραστη! Σημαδεύει καί τινάζει μέ ολη του τη δύναμι τό τρομε­ ρό του όπλο. Μά εκείνο περ νάει /πολύ ψη(λά πάνω άπο ^ά κεφάλια τών εχθρών τους χωοις νά τούς άνηίσυχήση κα­ θόλου. Λές καί αυτό είναι τό συν Βήμα τής έπτιβέσεως,, οΐ σω­ ματώδεις μαύροι πολεμιστές ρίχνονται μέ άγριες κραυ­ γές εναντίον τών παιδιών. Μέ την πρώτηι ματιά έχουν καταλάβει ποιόν απ’ τους δυο πρέπει νά φοβώνται. Οί επτά όρμουν καταπάνω ατό"/ Κάλ κι5 ό ένας σηκώνει τό κοντάρι του έτοιμος νά ντυπή ση μέ τό πίσω μέρος του τον Χούπ στο κεφάλι, για νά τον πετάξη κάτω άναίίσθη.τον. Ό Χουπ ακούει την πολεμ 'ΐκή κραυγή του Κά)λ καιί α­ γριεύει κι3 αυτός. Την ώρα πού ό μαύρος ετοιμάζεται νά ^όν χτυπήση, σηκώνει τό- χέρι του καί τραβάει μιά γροθιά στα τυφλά. Τό μ ικρσσκοπ ιικό χεράκι του παίρνει ξώφαλτσα τον γί γσντα αντίπαλό του· Εκείνος ούτε καταλαβαίνει φυσικά τί­ ποτα καί τό κοντάρι του άρ'χί■ ζει κιόλας νά κατεβσίνη προς


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

την κούφια κεφάλα τού πυγ­ μαίου. Μά την ίδια στιγμή τό μπού μερανγκ που είχε εξακοντίσει 6 Χουπ και αφού έκανε έναν πελώριο κύκλο στον όαέιροχ, ξα νσγυρίίζοντας βιρήικε τον μαύ­ ρο πολεμιστή ατό δικό του κεφάλι* Αφήνει μια τρομερή κραυ­ γή καί σωριάζεται κάτω, στά πόδια του πυγμαίου, ενώ τό κοντάρι ξεφεύγει από τά χέρ α του. Ό Χουπ γουρλώνει ξανά τις ματάρες του καί χοροπη­ δάει: από τή χα|ρά του πάνω στο κορμί του αναίσθητου αν­ τιπάλου του. — Τον κανόνισα με μ*ιά γροθ ι ά!, τσ ιρίζε ι θ|ρ ι αμβευτ ι κά. Έχιω διύναίμι ταύρου! Ψιτ παιδιά! Ελάτε ένας άλλος νά παλέψουμε! Οι επτά /μαύροι που έχουν ριχτή στον Κάλ, έχουν, μείνει για την ώρα μόνο πέντε! Τό ατρόμητο παιδί τής ζούγκλας, καθώς τον πλησία­ ζαν οι εχθροί1 του. τίναξε ψη­ λά ιμέ δύναίμι, τό μαχαίρι του καί κάρφωσε στήν καρδιά τον πρώτο άττ’ αυτούς. Τόση μά­ λιστα δόνα μι είχε στο πέτα­ γμά του, πού τό μαχαίρι για νά σκοτώση τον μαύρο, διαπέ ραισε τον θώρακα πού φορουοε καί καρφώθηκε στο στήθος του ώς τή λαβή . ιΠιρίν κανένας άπό τούς άν τ> πόλους του συνέλθη άπό τήν έκιπ'ληξί' του, αρπάζει τό κοντάρι τού νεκρού καί σώρι­ ασε κάτω άλλον ένα μαύρο.

23

Βτάζει τό τουρμπάνι άπό τό κε­ φάλι του μαύρου. ΛΕΥΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

I ΜΑΥΡΟ! πολεμιστές πού είχαν συλλάβει τή Μπέλλα καί τή Χούλα, τις ώδήγησαν σε ιμιά μιικρη σκηνή πού έστεκε κάπως πα­ ράμερα άπό τις άλλες καί τίς έκΛεισαν έκεΐ μέσα. Τριγύρω πολλοί φρουροί τίς φυλούσαν άγρυπνα. Τής Μπέλλας τά μάτια ή­ ταν γεμάτα άπελπιΙσία. —Είδες, καλή μου Χού λα; μουρμούρισε, Είναι ολό­ κληρος στρατός! Είναι πολ­ λές εκατοντάδες! Αέν θά μπο ρέσωμε ποτέ νά ξεφύγωμε ά­ πό τά χέρια τους! Καί ό Κάλ ακόμα, όσο κΓ άν εί­ ναι γενναίος κάί δυνατός, δεν θά μπόρεση, νά κάνη τίποτα για νά μάς έλευθερώση αυτή

©


24

τή φορά.·. Καλύτερα (μάλιστα να μήν τό έπιχειρήιση καθό λου, γιατί θά τάν σκοτώσουν και αυτόν μαζί μέ ιμάς·,. Εί­ μαστε χαμένες! Ή Χουλα χαμογέλασε πο­ νηρά. Ή πιέλώρια νέγρα που ήξερε τις πιο πολλές αφρικα­ νικές διαλέκτους σαν άφρικανίβα που ήταν, είχε καταλά­ βει μέσες—άκρες τά λόγια του αρχηγού τών τρομερών έ­ χε ίνων πόλε μ ι στ ών. — Χαμένες δεν είμαστε, μις Μπέλλα!, μουρμούρισε. Ό βασιληάς τους δεν έχει σκοπό νά μάς σκοτώση,! —5Αλλά τότε; ρώτησε πα ραξενεμένο τό λευκό κορίτσι. —θέλει νά σέ πάρη γυναί>κα του καί νά σέ κάνη βασίλισσά του! Τά μάτια τής Μπέλλας ά­ στραψαν από θυμό· — Αυτό δεν θά γίνη πο­ τέ!, φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές της. Προτιμώ νά μέ σκοτώσηί παρά αυτό! — Εμένα δεν μου φάνηκε καί πόσο..· άσχημος! , είπε η Χουλα συγκαταβατικά. Καί στο τέλος είναι καί βασιλιάς! — Χουλα, άν ξαναπής τέ­ τοιο πράγμα, δεν θάμαοτε πια φίλες!, είπε ή λευκή κοπέλλα μέ αγανάκτησι. — Πολύ καλά μις Μπέλ­ λα ! / φώναξε ή νέγρα τρομα­ γμένη. Δέν... Δεν λέω τίπο­ τα! Νά: τό βουλώνω! Μά νά ξέρετε πώς δέν θά μπορέ­ σετε νά του άντ ισταθήτε άν Βέλη, νά κάνηι αυτό που είπε! Γ)ίό καλά είναι λοιπόν νά

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΙ

πρασπαθησωμε νά ξεφύγουμε!.*. — Νά ξεφύγουμε! ·.. Δεν βλέπεις τί γίνεται άπ’ έξω; Δέν είδες πόσοι από δαυ­ λούς τριγυρί(ζουν σ' αυτό τό δάσος; ’Ώ, τί άπείλπιισίΐα!... Είμαι, χαμένη! "Έπεσε σέ ένα κάθισμα καί ή μείνε εκεί ακίνητη γιά πολλή; ήρα ουτ’ εκείνη,, δέν ήξερε πόση. Ή Χουλα στεκόταν στην άκρη, τής σκηνής καί τήιν πα ρστηιροΰσε μέ τά πονηρά της μάτια. «Δέν βαρυέσαι!», σκεπτό­ ταν ή πελώρια νέγρα. «Δεν είναι καί τόσο τρομερά τά πράγματα .όσο τά βλέπει ή Μπέλλα! ·.. Σ τά τ ελευταία, θέλοντας καί μή/ θά γίνη βα­ σίλισσα καί σιγά - σιγά θά συνηθίση κάί μπορεί καί νά τής^ άρέση! Δέν είναι μικρό πράγμα νάσαι βασίλισσα! Καί γω θάμσι, λέει ή Χουλα ή κιυιοία επί τών τιμών! Κα' θά είμαι ή πιο βαρειά κυρία τών τιμών πού έχει γίνει στον κόσμο·!» Ξαφνικά ή πόρτα τής σκηνής άνοιξε. Ό 'βσίσιλιάς τών αγρίων πολεμιστών, φά νηκε στο άνοιγμά της μαζί με 6υο φρουρούς του. Αυτός δέν φορούσε 'πανοπλία, αλ­ λά έσερνε πίσω του μιά μου κρ,υά χλαμύδα, στολισμένη γύρω - γύρω μέ .μαιάνδρους. χ— Έλα!, φώναξε προς τη Μπέλλα. Θά σου δείξω τή δύναμί μου! Τον στρατό μου καί τή Μαγική Πολιτεία πού θά κυβερνάς \


ΓΗΣ 20ΥΓΚΑΑ1

Ή Μπέλλα δεν κατάλαβε γρυ. Τραβήχτηκε ττιρος ^ τά πί(σω φοβισμένη; Ή Χούιλα είπε ιμ.έ πονηριά στον φύλαρ — Μεγάλε ιότατε, δεν σας καταλ σβαί|νε ι! θέλετ ε νά τής εξηγήσω τα λόγια σας; Τα μάτια του· βασιλιά ψοο τίστηικαν. ^ — Μπράβο# μαύρη έλεγαν τίνα^!, είπε ^ ένθουσ ιασμένος. Αυτό θά σου σώιση, τή ζωή ! — ^ Μις Μπε|λλα, φώναξε ή Χούλα κάνοντας την άπαρηγό)ρηηη,, θέλει νά ιμάς δεί~ ξη τδ στρατό του καί την πρωτεύουσα τουι!. · · ^ ΊΊαραδόξως τό λευκό κο­ ρίτσι πού τόση- ώρα κυττοΰσε στήμονα τον φύλαρχο, σηΓ κώθηκε όρθιο μέ (μεγάλη προ Ουρία. — ’Άς πάμε!, είπε απλά Αυτό δεν εΐναι κακό... ^ Σε λίγο ένα (μεγάλο άρμα ιμε χρυσά ι σκαλίσματα έπαιρ νε τον φύλαρχο καΐΐ τις δυο γυναίκες. Τέσσερις ζέιβροι τό έσερναν ιμε γρηγοράδα καί ό ίδιος ό (μαύρος βασι­ λιάς κρατούσε ρέ τά ατσα­ λένια του χέρια τά χαλινά­ ρια καί τά ώδηγούισε. • "Έκαναν ριά γρήγορη κούρ σα ιστό δάσος καί ξαφνικά έφτασαν στην άκρη τουι Μό­ λις βγήκαν από τά τελευταία δέντρα ό ίάδηγός τους έΐμπη,ξε ρ ιά φωνή καί τά άλογα ρέ τις μαύρο άσπρ ες ρίγες σταμάτησαν πειθαρχικά. ^Μιά ιάπέιραντη κοιλάδα α­ πλωνόταν κάτω από τά πό­ δια τους, πού πείρα/ μακρυά,

κυκλωνόταν ολόκληρη από απροσπέλαστα βουνά· ^ Μά οτό ικέντρον τής κοιλάδας αυτής ήταν χτισμένη μιά ποΆΐτεία πελώρια καί σνειρεμε νη, τρ ιγυρ ισμένη ρέ διπλά τείχη* πέτρινα· Ή Μπέλλα καί ή Χουλα μόλις την πρωταντί,κρυσαν έμειναν σάν άπαλιθωμέίνες μέ στόματα καί (μάτια γουρλωμένα. Μεγαλόπρεπα κτίρια ύ­ ψωναν τό ανάστημά τους προς τον ουρανό. Ναοί επι­ βλητικοί πού τούς στήριζαν πανύψηλες κολώνες. Τερά­ στια αγάλματα. Δρόμοι γε­ μάτοι πάρκα καί συντριβάνια. Καί ιόλα—άλα αυτά, α­ πό καθαρό λευκό μάρμαρο! * Ηταν ,μιά πραγματ ική, λευ κή οπτασία! Γύρω σ’ αυτήν, έξω άπό τά τεί|χη, περίμεναν χιλιά­ δες μαύροι πολεμιστές μέσα στις αστραφτερές πανοπλίες τους· Μέ ένα σύνθημα τού ανθρώπου πού οδηγούσε τό άρμα των δυο κοριτσιών, θά χυνωνταν ισάν λυσσασμένα θε ριά μέ νικητήριες ιαχές νά σκαρφαλώσουν πάνω στά τεί χη της·,. Τό πρόσωπο τού άγριου ψύλαργού, κύτταξε θρ ισιμ βευ τικά τή Μπέλλα. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

ΧΑΖΟ—ΧΟΥΠ γουρ λώνει τις ματ ήρες του. — Καλέ σύ!, τσιρίζει στον Κάλ. Μην τούς ξεπαστρέψης όλους μόνος σου!


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ί6 Γ. ·Γ·-ίΓ,π <τ7.

Δώσε /μου καί /μένα έναν να παλέψω! Ό γυιός τής ζούγκλας δεν τον ακούει. Οι αντίπαλοί του όρμουν καταπάνω του μανία σμένα. Μέ τό κοντάρι πού εχιει πάρει αμύνεται ηρωικά. "Ένας άλλος από τούς ε­ χθρούς του πέφτει μέ τό κε­ φάλι σπασμένο άπο· μια τρο μεοή κανταριά— Μπά, πού νά σε φάη ό λύκος ί, τσιρίζει ό ικουτο — πυγμαίος. Καλέ/ δυο μερίδες εχθρούς, θά τούς φας /μόνος σου; Βλέπει κάτω τό μπούμε­ ρανγκ ξαφνικά ικαϊ τό αστείο μούτρο του φωτίζεται. Τό άρπάζει μέ βιασύνη· ,Κυττάει τηρος τό ιμέρος πού γίνεται η μάχη. Κοντά στόιν κορμό έ;νός μεγάλου δέντρου έχουν κυκλώσει τον Κάλ ο! τέσσε­ ρις εχθροί του. Ό άγων εΐ-

Χτυπάει καθένα που περνάει από κάτω.

ναι λυσσασμένος άλλα άνί­ σος. Οι (μαύροι προσπαθούν νά κουράσουν τό λευκό· αγό­ ρι, γιατί έχουν καταλάβει πώς είναι επικίνδυνο νά τον ζυγώσουν οσο έχει ακόμα αυτή την επιθετικότητα. Ό χαζό - Χούπ ^ τρέχε κ Φτάνει κοντά. Σηκώνει τό (μπούμερανγκ καί χτυπάει έ­ ναν απτό τούς εχθρούς τους· Είναι κοντός όμως καίί κεί­ νος κοντά δυ'ό μέτρα. Δεν φτάνει νά τον χτυπήση ατό κεφάλι καί τού τή δίνει στον ώμο! Ό (μαύρος γυρίζει θυμωμέ νος καί δίνει μιά κλωτσιά το-ύ πυγμαίου, πού τόν κά­ νει μιπάιλλα ικαί πάει καί πέ­ φτει >σέ έναν πευκόθαμνο· "Υ­ στερα συνεχίζει πάλι τή μά­ χη μέ τό λευκό αγόρι. — Αμάν!, τσιρίζει ό Χούπ καί πετιέται απάνω·. Μουρλάθηκα στά τσιμπήμα­ τα (σήμερα! Τώρα θά σου δεί ξω εγώ/ σκυλάραπα! Τιριήχει πάλι πολύ θυμωμέ νος προς τό μέρος πού γίνε τσι ή μάχη. Σηκώνει , τό μπούμερανγκ άπό κάτω καί το περνάει στη ιμέση του. " Υ στερα σκαιρφ αλώνε ι στο ν κορμό του δέντρου. Τραβάει τό οπλο του καί χαχανίζει. — " Ολο ι τραιυρατ ισμένο ι στο κεφάλι είναι!, λέει μέ θαυμασμό·. Φοράνε έπκδέ οιμους οι κακομοιροι! — καί έννοεΐ τά τουρμπάνια των λη στών. * Απλώνει τό ένα χέρι του καί βγάζει τό τουρμπάνι πά νω άπό τό κεφάλι τού μαύ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

27

ρσυ ^πού τον έχει κλωτσήσει.. Εκείνος μές στη φλόγα τής μάχης ούτε παίρνει εΐδησ ι τίποτα. — Κυττα φαλάκρα! Σδον αυγό είναι!, τσιρίζει ό πυ­ γμαίος μέ Θαυμασμό- Τώρα θά δούμε. αν εχη καί γερό τσόφλι! Τ γιχ ώνε ι το | μ πού μ ερανγκ καί του τό καταφέρνει μέ. ό­ λη του τη δύναμη όπως βρί σκέτα ι άπό πάνω του1. Τό κεφάλι του μαύρου1 κάνει «κράκ» καί ό ιδιοκτήτης του σωριάζεται- κάτω με μια ά­ γρια φωνή^ — -Περάστε! Περάστε έ­ Κάλ τον χτυπάει νας - ένας!, στριγγλίζει ό 'Η γροθιά του μέ δυνοομι. πυγμαίος χοροπηδώντας πά­ νω οπό κλαδί που βρίσκεται·. Είναι ό πρώτος πού χτύ­ Ελάτε πιο κοντά δεν σάς πησε τό μπούμερανγκ τού φτάνω! χαζού1 Χούπ γυρίζοντας πί­ Ό Κάλ την ίδια στιγμή σω καί έχει άρχί'σει πράγμα χτυπάει ιμε τό σκόντά του τιικά νά συνέρχεται· τον άλλον εν αν από τους αν­ Ό Κάλ όμως δεν δίνει ση­ τιπάλους του που τάχασαν μασία ούτε σ’ αυτόν ούτε για μια στιγμή βλέποντας στους άλλους. τόν σύντροφό τους να πέφτη —- Γρήγορα!, λέει στον από τό χτύπημα τού Χούπ. άστεΐο σύντροφό του· Αυτοί "Οταν μένουν δυο άντί/παλοι οι δυο θά φωνάξουν άλλους σέ κεΐνο τό φοβερό κοά τρο­ πολλούς. μερό άγόίρΐ/ που ή ορμή του — -έρεις τί. νά κάνουμε; καί ή δόνα μας του είναι πρα­ τσιρίζει ό άδιόρθωτος Χούπ. γματική;. θύελλα, τότε είναι Να τούς στέλνης ένα - έναν που πανικοβάλλονται για εδώ στο δέντρα, πώς τάχα τα καλά. Πετοΰν τά κοντάρια έχω νά τούς πώ ένα μυστικό. τους καί τό βάζουν στα πό Τότε εγώ θά τους δίνω μια δια κατατρομαγμόνοι. στο καύκαλο μέ τούτο τό — Τούς νίκησα!, τσιρίζει μηχάνημα καί θά τούς στέλ ό Χούπ τόσο ρτιραγγίλαικά νιω^ για ^βρούβες! που γδέρνει τόν λαιμό του. Ό Κάλ άρπαζε ι τόν Χούπ Τους κατατρόπωσα! "Άαα! ανυπόμονα έπάνω από τό Μαμάκα μου! Αύτος έκεΐ κλαδί του καί τόν κστεβάζε' κάτω σαλεύει! κάτω.


28

—- Έμτηρός!/ του λέει Τρέξε να ιμή στίς βρέξω, για τι το παράκανες πιά! Ό πυγμαίος τό βάζει στην τρεχάλα (ακολουθώντας τό λευκό παιδί της ζούγκλας και συγχρόνως, .μουρμουρίζει ■μέσα από τά δόιντια του: — 'Άϊ νά χάθή, ό καυχη­ σιάρης! Τι έκανε δηλαδή πα ραπάνω από [μένα; Εΐχιε ένα κοντάρι δυο (μέτρα και ξέκσνε τέσσερις. 9Εγώ είχα ένα ξυλαράκι τόισο δά καί κανό­ νισα δύο καί έκανα άλλους δύο να τό' .κόψουν λάσπη ! Ό Κάλ στο μεταξύ^ τρέ­ χει ιμέ ολη τη δύναιμι τών πο διών του (μέσα ιστό πυκνό δά σος. Καί ξαφνικά, τά δέντρα τελειώνουν .καί ή απέραντη κουλάΐδα (μιέ τή, μαρμάρινη ποίλιτεία ανοίγεται μπρος τους. Του· αγοριού τά μάτια πετούν σπίθες καί λάμπουν· Όχι ρμως για την πολιτεία έκέίΐνη, άλλα γιά κάτι άλλο πού βλέπει: Μερικά μέτρα πιο πέρα/ βρίσκεται ένα χρυ σοστόλιστο άρμα πού τό σέρνουν τέσσερις ζέβροι. Κι5 απάνω σ’ αυτό βρίσκεται έ­ νας τρομερός πολεμιστής καί οί δυό ισυντρόιφισσές τους: Ή Μπέλλα καί ή Χουλα! — Μπέλλα!, ξεφωνίζει ,μέ λαχτάρα τό λευκό αγόρι. Ή κοπέλλα γυρίζει. Τον βλέπει1. Βγάζει μια κραυγή χαράς. — Οι Χουλίτσες μου!, τσιριίζει ο Χούπ χοροπηδών­ τας. ιΓ ιά κύττα πλάκες! ιΜά ο άγριος φύλαρχος βλέπει καί αυτός τό γιγαν­

ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΙ

τόσωμο αγόρι καί μ3 ένα φόβε ρό μουγγρητό πηδάει^ από τό άρμα του καί τραβώντας τό πελώριο σπαθί του όρμάει καταπάνω ταυ· Ό Κάλ μένει άτρομος στή θέσι του. Τον περιμένει* Ό άγριος χύνεται ενάντιόν του σαν γεράκι. Σηκώνει τό σπαθί ψηλά. Ή Μπέλλα ξεφωνίζει τρο­ μαγμένη]. Ό Κάλ σκύβει.Το σπαθί σχίζει τον άέοα πάνω από τό ξανθό κεφάλι του. Ό Κύριος τής ζούγκλας κε­ ραυνοβολεί τον μαύρο φύλαρ χο με μιά τρομερή γροθιά πού τον στέλνει νά ξαπλωθή στή γήι, ένώ τό σπαθί ξεφεύ­ γει από τά χέρια του-. Μέ μ,ιά λυσσασμένη, κραυ γη ό βασιλιάς τών ληστών κάνει νά ξανασηικωθη γιά νά ριχτή εναντίον του. Μά ό Κάλ ξέρει πώς δεν πρέπει τώρα νά καθή|ση; νά πολεμή αη· 1 Αρπάζει, τό πεταγμένο σπαθί, αρπάζει1 καί τόν Χούπ καί τόν πετάει σάν μπάλλα μες στο άρμα/ στήν άγκατής Χσύλας! "Υστερα πη­ δάει στή θέσι τού άμαξα κι* ό ίδιος καί χτυπάει δυνατά τά χαλινάρια. Τή στιγμή πού ό φύλαρχος έχει φτάσει κοντά καί άπλώνει τό χέρι του, τό άρμα ξεκινά σάν α­ στραπή κατά τόν κατήφορο. Τοαβάει ολοταχώς προς τό μέσος τής μαρμάρινης πολι­ τείας, μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. — Πιάΐστε τους!, ουρλιά­ ζει ό άγριος βασιλιάς μέ τρομερή μανία, Συλλάβετέ


ΪΗ2 10ΥΓ&ΑΑ2

πολεμιστής δεν τολμά νά τ ου ς! Σ τροατ ιώτες! Τρέξτε! στο φτερωτό Ή φωνή του είναι τρο μέ­ σταθή μπρος Μόνο πού αμέτρητα ρη καί άκούγεται ττοιλύ ,μο&- άριμα. κιρυά. Βούκινα χαλούν τον βέλη περνούν σάν βροχή ε­ κάσιμο για νά ξυπνήσουν τον πάνω άπό τά κεφάλια τους. στρατό πού πολιορκεί τή Ό Χούπ τά 'βλέπει καί τσι­ ρίζει: μαρμάρινης ίπόλι. —· Ψυχή ιμου/ κάτι κουνου Μά ιμέσα σέ μ ισό λεπτό πάρες! ^ Πολλά κουνούπια έ­ τό άριμα έχει φτάσει κιόλας χει αυτό τό μέρος! θά πάστις γρ άρμες τους. Οί μαύ- θουίμε κορμιά ια! ροι τής ζούγκλας στέκουν α­ Λέω νά γυρίσουμεάρρωστε πίσω! ποφασισμένοι νά τον έμποδί Στο 1 μεταξύ πλήθος ε­ σουν νά πέραση· Μά ό Κύριος χθρών μπρος στην τής ζούγκλας χτυπάει τά ά­ κεντρική(μαζεύεται των τειχών, λογα λυσσασμένα και κείνα έτοιμο νά πύλη· συλλαβή τούς δρα τρέχουν σαν κεραυνοί. πέτεςν "Αλλά ό Κάλ την τε­ Τρομαγμένοι οπισθοχω­ λευταία στιγμή στρίβει τό ρούν οί μαύροι γιά νά μην άριμα του· Πριν σι . ληστές τούς συντριίιψη τό βαρύ άριμα συνέλθουν άπό την έκτπληξι με την τρομακτική ταχύτητά τους έχει φτάσει σέ ιμιάν α'ντου. Πολλοί πετούν τά κον­ λη άπό τις μικρότερες πύτάρια τους. Δεκάδες απ’ αυ­ ' λες τού κάστρου, πού ανοί­ τά φτερούγίζουιν πάνω 1 άπό γει .ξαφνικά ιμόνη της. τά κεφάλια τους ή χτυπούν Τότε κάτι παράξενοι λευ­ στά σιδερένια πλευρά τού κοί στρατιώτες βγαίΙνουν άπό άρματος· Μά ή ταχύτητά ρέσα καί χύνονται καταπά­ τους είναι τόση, πού κανένα νω τους. Μέσα σέ δυο λεπτά δεν τούς πετυχαίνει. τούς έχουν δέσει χειροπόδα­ Στο μεταξύ ό χαζό - Χούπ ρα καί τούς έχουν τραβήξει στριγγλίζει προς τον ^ Κάλ: ρέα" άπό τά τείχη, κλείνον­ — Καλέ συ! Τί βιάζεσαι τας πάλι τή σιδερένια πόρ­ έτσι; Πιο σιγά! Δεν άκούς, τα πριν φτάσουν οί εχθροί. Κάνε σιγανώτερα νά θαυμά­ Καί. τό παράξενο είναι άτι σουμε τά αξιοθέατα! Λοι­ αυτή τή φορά τό λευκό αγό­ πόν, παιδιά, αυτό τό χωριό ρι δεν αντιστέκεται καθόλου, μου αρέσει καλύτερα άπό τό ενώ αντίθετα ένα ανεπαίσθη­ το χαμόγελο είναι ζωγραφι­ δικά μου! Μά ή κοιλάδα είναι γεμά σμένο στά χείλη, του· ΜόνΟ Φοι εχθρούς πού τρέχουν νά ό Χούπ κλαψουρίζει1 απαρη­ τούς σταματήσουν. Ό Κάλ γόρητος : — .Κύττα πώς μέ κάνανε! όμως ακλόνητος σαν βράχος στή θέσι του οδηγεί τούς α­ Σάν χοιρινό φιλέτο! Παιδιά! φηνιασμένους ζέβρους μέ τό Μάς σηκώνουν! Μάς πάνε σιδερένιο χέρι του, Κανένας γιά πούλημα!


3® Λ*» Λ,

1€ΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΙ -———.— --------——;,

— Τι συμβαίνει·; ^ μουρ- ι μαυρίζει καί κυπτά (μέ ξαφνι ^ κή περιέργεια τον Κάλ. — Αυτοί οι τέσσερις ήρ-* ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ θαν ώς^ εδώ ·μέ τό άρμα τού ΤΟΥ ΚΑΛ βασιλιά μας καί γυιού σας! ΑΝ ΕI Σ τους δεν σκέ­ Γι’ αυτό τούς ανοίξαμε τήν' πτεται τήιν καινούργια πύλη πού ποτέ δέν ανοίγει αίίχμαλωσ'ία τους. "Ο­ σέ ξένους... λοι θαυμάζουν τά -λαμπρά— Μέ τό άρμα τού γυιού μαρμάρινα κτίρια καί τούς σου! Αυτό τό είχε ό θανάσι­ μεγάλους ναούς μέ τά περί­ μος εχθρός μας! Ό βασιλι­ φημα αγάλματα πού βλέ­ άς τους! Ό "'Αρατ! Τό } εί­ πουν. Πολλοί στρατιώτες με χε καΐ^ περιφεράταν έξω άπό τά τείχη επιδεικτικά μετά αστραφτερές πανοπλίες καί περικεφαλαίες περπατούν σέ άπό κάθε έπίθεσί του! Ε­ δρόμους .μεγάλους. Σταμα­ πομένως αυτοί οί νέοι θά εί­ τούν καί κυττάζουν πρρίίεργα ναι έχθ|ροί τού εχθρού μας! — Μπρρεΐ νά είναι κατά­ τό λευκό ξανθό αγόρι καί τή Μπέλλα, μέ τούς ανεκδιήγη­ σκοποι, βασιλιά!, λέει μέ υ­ ποψία, ένας πολεμιστής. Μπο τους συντρόφους τους. (Μιά ή διαδρομή δέν διαρ- ρεΐ νά είναι κόλπο σάν εκεί­ για νά κεΐ πάρα πολύ. Ακριβώς νο τού Όδυσσέως, στο κέντρον τής θαυμαστής άν Ρίξουν τό βράδυ άπό^ μέ­ σα τις πύλες στον εχθρό, άν πόλης σταματούν, 'εξω άτό ένα λαμπιρό μαρμάρινο οίκο- τούς πάρωιμε γ.ιά^ φίλους ! Ό γέρος κυττάζει συνέ­ δόμηίμα. χεια τον Κάλ βαθειά στά μά Τούς κατεβάζουν άπό τό αμάξι. Τούς οδηγούν στό ε­ τια· σωτερικό· Είναι υιά πολυτε­ — Ποιός είσαι; ρωτάει μέ λής σάλα πού την τριγυρί­ τρε μουλ ι αστή φωνή. ζουν ψηλές κολώνες. Στην α­ Τό λευκό παιδί άποκρίνε πέναντι άκρη, της ένα βάθρο. ται ατάραχα: Πάνω· στό βάθ)ρο ένας θρό­ — *0 Καλλίνης! νος καί στον θρόνο αύτόν κά­ Ό ασπρομάλλης πετιέται θεται ενα γέρος ,μέ άσπρα όρθιος. Τά χέρια του απλώ­ μαλλιά καί γένεια. Στό κε­ νουν τρεμάμενα ά. ό τή συγ φάλι του φοράει· στέμμα· κ,ίνηΐσΐ'. Τά μάτια του τρέ­ Κάθεται άκινητος ώς τή χουν δάκρυα. Ρίχνεται στην στιγμή πού τού φέρνουν αγκαλιά τού δεμένου άγοιμπηρός του τούς αίχμαλώ- ριοΰ. ι τους. Τό πρόσωπό του είναι — Ναί! / φωνάζει. Είσαι μαραμένο άπό τά χρόνια ό Καλλίνης! Ό έγγονός κ.άί σκαμμένο άπό τήν αγω­ μου... Σέ γνώρισα άπό τήν πρώτη στιγμή, μά δέν τολνία. Και πραγματικά τούς πε τούν μέσα σέ ένα αμάξι τταύ ξεκινάει αμέσως.

Κ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

μούσα νά τό πιστέψω! ’Βσυ είσαι τώρα ό βασιλιάς τού­ της τής πόλης! — Β ασ ιλιά!, ψε λ λ ΐζει τρομαγμένος ό πολεμ ιστής πού είναι άξιωματικός· "Ί­ σως... — Σιωπή!, φωνάζει ό γέ ρος. Μην ά|μΦι|βάλλης, εκα­ τόνταρχε ! Πώς έφτασε έδώ τούτος ό νέος; — Πέρασε ιμέ το άρμα τις νραμμές των εχθρών... —- ΓΓ αύτό!,Λ στρίγγλισε 6 γέρο - βασιλιάς θριαμβευ­ τικά. Γι’ αστό μήν ήχης αμ­ φιβολίες! Γιοοτι μόνο αυτός μπορούσε νά τό ικάνη: Ό κατ" εύθεΐαν άπόγονος τού αιωνίου αρχηγού μας! Λύ­ στε τους! Ό έ'κατόντ αρχος δ ιστ άζε. ακόμα. Τό τιρόσωπό του εί­ ναι κατακόκικιινο καθώς κ:υττάζ-ει τον Κάλ. Τά μάτια του τη ,μιά στιγμή καθρεφτίζουν τή μεγάλη χορά καί την άλ­ λη την αμφιβολία* "Ίσως ό βασιλιάς του νά γελιέται. Είναι; πολύ γέρος καί ή καρ διά του γεμάτη τρυφερές α­ ναμνήσεις. Δεν πρίέπεν νά γελαστή καί αυτός... Τή στιγμή αυτή τό λευκό άγό(ρι τού χαμογελά. Λέει: — Κόψε τά σχοινιά μας, εκατόνταρχε Λιαννίΐκη! Καί θυμήσου πού όταν ήμουν πο­ λύ μιικιρός ;μέ έπαιρνες στήν άγκαλιά σου καί μούλεγες πώς μια μέρα θά ανέβω σ’ ένα χρυσό άρμα · καί τίποτα δεν θά μπορήι νά με συγκρά­ τηση ! λ Του άξιωματικόύ τά μάμ

31

τια γεμίζουν καί αυτά μονο μιας δάκρυα. Τό μαχαίρι του κόβειι στή στιγμή τά σκοινιά πού δένουν τον Κάλ* "Άλλοι πολεμιστές σέ ένα νόημα του ασπρομάλλη με τό στήμμα, ελευθερώνουν τούς υπολοί­ πους συντρόφους. Ό εκατόνταρχος πέφτει ατά γόνατα καί αγκαλιάζει τά πόδια τού λευκού αγοριού. — Αγαπημένε μου, μικρέ βασιλιά], λέει \μέ τρεμάμενη φωνή* -αναγύρισες! ζαζνα γύρισες πάνω στήν κρίσι μη ώρα! Ήρθες μέ τό κορ-μ,ί δεμένο μέ ατσαλένιους* μυς για νά διώξης τούς βάρ­ βαρους! Τώρα αμέσως τά: βούκινα θά φωνάζουν σέ όλη., την πολιτεία πώς έφθασε μέ τό φτερωτό άρμα ό νέος βα­ σιλιάς Καλλίνης/ νά μάς έλευθερώση άπό τον "Άρατ κα'ί νά δίωξη; πάλι πίσω από1 τά βουνά τις ορδές του! "Ολοι όσοι βρίσκονται; στη λαμτηρή σάλα είναι συγκινημένοι. Τά μάτια τών ηρώων μας γεμάτα δάκρυα. Ό Χούπ δεν βαστάει άλλο καί τσιρίκ ζει: — Παιδιά! Κόφτε το για­ τί παρατράβηιξε! "Εγώ μέ τά σορόπια καί τά δάκρυα παθάίνω... αναφυλαξία καί το κορμί μου γεμίζει σπιιθουρά κ ια! — Χούπ!, τού λέει ή Χουλα αυστηρά. Μά αναίσθητος είσαι μέ τό μπαιρντόν κιό­ λας; Ό Χούπ φουρκίζεται. Πάει κοντά στον γέρο μέ τά ά­ σπρα μαλλιά καί τον τραβάει


32

οπτό τή χλαμύδα πού σκεπά­ ζει τό σώμα του. — Δέν ,μσΟ ^ λες, μπάρ­ μπα!, τον ρωτάει.. "Όχι, άλ­ λα για να ξέρω δηλαδή, ε­ πειδή μέ τά κλάματα μπερ­ δεύτηκα: Χαρούμενοι εΤ μ ά­ στε ή κατσούφηβες; — Ή μέρα αυτή είναι ή πιο χαρούμενη τής ζωή μου!, λέει ό γέρος. Είναι ιμερα για χορούς και τραγούδια! —- Μπράβο... παπούλη.!/ τσιρίζει ο αδιόρθωτος πυ­ γμαίος ενθουσιασμένος. Χο­ ρούς είπες; "Έχεις μπρος σου τό πιο διάσημο χορευτι κό ντουέτο τής εποχής: Χού λα—Χούπ! Ή χούλα ή, δε­ σποινίς από δώ'—αρραβωνι­ αστικιά μου!— κα:ί ό Χαυπ ό υποφαινόμενός, μετά· δυσκολ',ίΐας), λόιγωι μ ικίρού1 άΐναστήμ ατος! Ό ανεκδιήγητος Χούπ δεν τά λέει στον βρόντο όλα αυ­ τά. "Έχει κόψει τό μάτι του διά μεγάλα στεφάνια πού εί­ ναι μαζεμένο μέσα τους τό κάτω μέρος των βελούδινων παραπετασμάτων τής πόρ­ τας. Τρέχει καί τά παίρνει» Βάζέι τό ένα στη μέση, του. Πάίρνει· φόρα καί άρχιζει νά χορεύη «χούλα - χούπ» μέ καταπτληικτ ιική μαεστρία· Μά ενώ ο Χούπ κοντεύει πραγματικά νά παρασύρη μέ τις τρέλλες του καί τον γέ­ ρο - βασιλιά ακόμα—πού κον ΐεΰέι νά του σταλέψη τό λο­ γικό από τή χαρά του-—-καί 1/α τόν βάλη νά χρρέψη... χούλα - χούπ, ό Καλ παίρ­ νει παράμορα τή Μπέλλα.

— Πρέπει νά σου έξηγιγ σω γιά δλ" αυτά, τής λεέϊ μέ χαμηλωμένα μάτια. Θά σου φαίνονται περίεργα ό­ πως μάλιστα δέν καταλαβαί νει καί τή .γλώσσα μας.·. — "Αντίθετα, την καταλα βαίνω πολύ καλά, Καλλίνη,ξ, τού λέει μ ιλώντας του καί κείνη στήν ίδια ^ακριβώς γλώσσα. Είναι αρχαία ελλη­ νικά! — Είναι απίστευτο!, φω νάζει τό ξανθό αγόρι μέ γουίρλωμένσ μάτια. λ—- Κι* όμως! Θές νά σου πώ εγώ τό μυστικό σου αν­ τί νά μου τό πής εσύ, Κάλ; — Δέν μπορεί νά τό ξε­ ρής!·.. Κανείς σέ δλον τον κόσμο... — Ακούσε το λοιπόν: Τα 323 πριν Χρίστου, πέθανε στη Βαβυλώνα ό μεγαλύτε­ ρος Στρατηλάτης πού γέν­ νησε ποτέ ό κόσμος: Ό "Α­ λέξανδρος ό Μέγας άπό τή Μακεδονία! "Οταν πέθανε, ή Στάτειρα, ή κόρη, τού Δαρέίάυ καί τελευταία γυναίκα του, έπρόκε ιτο νά φέρη στον κόσμο τό παιδί του! Μά ό­ λοι εκείνοι πού ήθελαν νά κληρονομήσουν τό αχανές κράτος του, δέν ήθελαν αυτό τό^ παιδί, πού θάταν γυιός του Μεγάλου "Αλεξάνδρου καί ^βασιλιάς τους·.. Βγήίκέ λοιπόν διαταγή άπό κάποιον άπ’^ αυτούς νά θανατωθή ή Στάτειρα γιά νά χαθή καί τό παιδί. Μά ένας βετεράνος ύπ αξιωματικός άπό άριοτόκρατική οικογένεια τής Μα­ κεδονίας, έμαθε γιά τή δο-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

λοψΌν ιική δ ι ατ αγή. Έτ,ρεξε στη γυναίκα του1· Κυίρίόυ του καί κανείς δεν τούς ξανάδε πια και τούς δυο... Σιγά σιγά πίστεψε όλος ό κόσμος πώς είχαν πεθάνει· Μά δχι. Ό Καλλίνης, όπως λεγόταν αυτός ό υπαξιωματικός, α­ ποφάσισε να φυγή μακιρυά. Σ' ενα μέρος πού να μην υ­ πάρχουν καθόλου άνθρωποι μέ τά μίση, και τα πάθη τους πού τά είχε συχαθή. Μάζε­ ψε ιμ>ιά ομάδα από γυναίκες και άντρες. Μέ επικεφαλής τη ^ Στάτειρα—ή μάλλον τό •βρέφος πού έφερε στον κό­ σμο—ξεκίνησαν από τη Βα­ βυλώνα γά την Αφρική,/ χώ­ ρα εντελώς άγνωστη τότε. Πέρασαν θάλασσες, βουνά, λίμνες, μέρη άπάτητα και πρωτόφανα σε ανθρώπινα μά τια·.. Κάΐ τέλος έφθασαν... εδώ! "Ιδρυσαν την ιερή τού­ τη πάλι: Την Πέλλα! Τό παιδί του Μεγάλου ’Αλεξάν δρου μεγάλωσε καί έγινε ό πρώτος βασιλιάς της... Τό βάφτισαν Καλλίΐνη, στη μνή­ μη τού πιστού στρατιώτη πού έσωσε τή Στάτειρα. 5 Από τότε, τό ένα παιδί ο­ νομαζόταν "Αλέξανδρος καί τό^ άλλο Κάλλίνης. "Επί γεννεές ολόκληρες οι απόγονοι τού ημίθεου Μακεδόνα κυβεο νόύν τήν Πέλλα! Καί όταν άκουσα τό ανομά σου πρίνλίγο, ^βεβαιώθηκα πώς ό τε­ λευταίος απόγονός του εΐσα· εσύ, ^Κάλ! Πώς βρέιθηΐκες ό' 'μως έρη,μος καί πληγωμένος; — ^ Οί Ιερείς τού Βάαλ εί­ χαν έπιτεθή στην Πέλλα για

33

να κάψουν τούς ναούς μας. Είχαμε κάνει μια έκστρατείά καί καταστρέψαμε τήν πόλι τους... Τή θυμάσαι. "Έχομε περάσει από εκεί (*)· Είχα καταφέρει τον πατέρα μου νά μέ πάρρ μαζ,ί του... Πλη­ γώθηκα όμως καί χάθηκα στ" άγρια ’δάση..· "Αλλά εσύ, Μπίέλλα... "Εσύ πού τά ξέ­ ρεις αλ" αυτά; Ή κοπέλλα χαμογελάει. — Τ" δνειρο τού πατέρα μου πού ήταν αρχαιολόγος καί μεγάλος εξερευνητής, λέευ ήταν νά άνακαλύψη μες στη ζούγκλα ,μυά πανάρχαια πολιτεία..."Οταν πέθανε άνελαβα νά έκτέλέσω εγώ τήν έπιθυΐμία του, έχοντας στήν κατοχήι μου καί τό(ν χάρτη ιής περιοχής πού ύστερα α­ πό χρόνια .μελέτες καί έρευ­ νες είχε καταστρώσει... "Ο­ σο για τή γλώσσα σου τήν ξέρω, γιατί τή σπούδασα είδ'ΐκώς.... Τά δυο παιδιά δεν προλα βαίνουν νά πούν περ ισσότερα καί νά χαρούν τήν έκπλη ξι πού νοιώθουν καί οί δύο* Ό γέρο - Κάλλίνης πληρτάζει κοντά/ ξεφεύγοντας από τά νύχια τού τρελλο - Χούπ. ^— 'Ο πατέρας μου..., τού λέει ό Κάλ μέ αγωνία. "Έχει πεθάνει-; — *Όχι, παιδί υυσυ>... Βρύ σκέται όμως ανάμεσα σέ ζωή καί σέ θάνατο! Οι πληγές του τρέχουν άσταμάσητα αϊ(*) Διοοβοχτιε τό 4ο τεύχος τού «ίΚΑΛ» ιμέ τον τίτλο; «’Ο κοοταραμένος... Θεός».


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

34

μ ατ ο: καί αν δεν κλείσαυν θά πεθάνη··. "Έκανε έξοδο σε μια έπίίθεσι των ληστών καί τούς κυνήγησε, -αφνικά ή ρό8α του άριματος σκόνταψε σε μια πέτρα καί τον τίναξε πέ­ ρα. Οι ληστές- χύθηκαν νά τον κατασπαράξουν όπως ή­ ταν πεσμένος αναίσθητος. Τό πρώτο κοντάρι τον χτύ­ πησε ψηλά στό> στήθος καί τον πέρασε από τη μ.ιά μεριά στην άλλη... "Υστερα οί δικοί ,μας ξανα1γύρισα|ν κάί

δεν τους άφησαν νά τον ξα­ ναχτυπήσουν. Μετά σκληρή μάχη, τους έδιωξαν καί τον έφεραν. Είναι· στον κοιτώνα του, στο κρεθβάτι.·· — θά πάω νά τον δώ!, λέει ό Κάλ ιμέ λαχτάρα. Την Τδια στιγμή ένας ΐδρωίμένος αγγελιοφόρος μπαί νει στή μεγάλη σάλα: — Β ασ ιλ ιιά Κ αλλ ίνη!, φ ωνάζει. Οί ορδές του "Άρστ συγκεντρώνονται καί ετοιμά­ ζονται νά .μάς επιτεθούν!

Τ Ε Λ Ο Σ Άποκλειστικότης:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ

Γεν. Εκδοτικά] Επιχειρήσεις Ο. Ε.

Μια συγκλονιστική ιστορία γεμάτη πριπέτειες, που θά συγκίνηση κάθε αληθινό Ελληνόπουλο:

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΡΜΑ Τό νεαιρό βασιλόπουλο που στι<; φλέβες του ρέει τό αΤμα του Μεγάλου 5Αλεξάνδρου, εναντίον του τρομερού 5Άρατ! Και ό Χούπ... ό Χουπ στις Λόξες του! Ακράτητα γέλια — κρατημένη αναπνοή από την αγωνία!

ννVν-ν- ν- ν ν ν ν ν ν-υνΚΑΛ-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

'Οδός Λέκκα 22—Αριθμός 8—Τιμή δραχ. 2

<

Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαχττηρα 21 Ν. Σμύρνη. Ο'ίιιΟονοιμ»κός Δ)ντής Γ. Γεαργιάδης, Σφιγγός 3ι8. Προΐστ. τυπτογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταουλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑI ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, 'Αθήναει.

Ί

Γραφεία:

1


Μια ηητι* ετο Μεηηοκ. ΚΑ! ΏΡΑ ΐΜΑ Τ! ΟΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ το νςο ειρ^οθηκε ..

■Η ΑΤΛΑΣ ΑΝΣΚΛΛΥΨΣ ΤΡΕΙΣ νςςς

Π-ηγες

οι ΜζΤοχεε

ώςτρςααιου.

ανέβηκαν

..

ιοοο.

κύριε μιαον σας βρήκα ειγαςτε ηπου- ΥΊΖΤο

ειοε ο/ ηετοχεε ζηε \

Η£ι.

| ΑΞΙΖΟΥΝ ΛΟΟ. ΟΟΟ ΧΟΛ\ηη Ηυ. ΠΑΡΙΑ. ΤΤΡΖ ΤΟ -(ΡΑΤ£; ) £ΤΙΚθ ΜΟΥ

ΑΡί ηιτο

αργοτ6ρρ

ΑΡΟΟΥΡ' ΤΡ£ΑΠΑΘΗΗ£ £ τι ηογπογαιΑ και γλυκά

ε/Μ'

αυγα

:

.

>

ΑΦΟΥ Α+ΗΣΘ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΝΑ

τεεκ πε ε · μμοςνικα.

πηγ£

ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ.

αρί αυτό το υγρό ηη το Φ/ατρα ΜΟΥ ΞαναΔαΣη Την ικανό­ τητα ΝΑ ΖΡ ΠΑΠΙ Το Μ £ ΟΠΟΝ. 0Μ9ί ·ΖΕΝ &Α =ΑΓΥΑΟΟΚΙΠΗΙΟ ΟI ΑΗΟΡΡΠΟΙ ΛΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙ­ ΜΟΙ ΓΙΑ Τ6ΓΟΙΟΥ £ΙΣΟΥΣ ΑΜΑ ΚΑΠΥΉΜ- .

εηιτι

του]]

ΨθΡ£Ζ£ Το ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΦΟΡΕΜΑ ΙΟΥ ΑΙΣΑ. ΘΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΑΠΟΨΕ ή! ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΙΑ ΠΑΤΑ / ΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ .


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΟ>^ΛΑΕ


ΤΟ ΦΤΕΡ ΩΤΟ ΑΡΜΑ 3

5

ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

άλλων θηρίων. Το φως είναι λιγοστό έκεΐ ιμέσα. Σ3 όλα τά παράθυρα υπάρχουν κρεμα­ I ΔΥ Ο φρουροί πού σμένα σκούρα παραπετάσμα­ ■στέκονται -μπροστά στη τα. πόρτα του βασιλικού Ό Κάλ κυττάζει ολόγυρα, κοιτώνας, τήιν ανοίγουν γιαπροσπαθώντας νά νά συνηιθίση περάση, ό νεαρός διάδοχος τά μάτια του στο μισοσκό­ του θρόνου τής ιερής Πέλλας, ταδο. "Οσα βλέπει έκεΐ τά θυ Καλλίνης, ό ξακουστός Κάλ, μάται σιγά-ισιγά καί ή καρδιά ό κύριος τής ζούγκλας (*)· του πλημμυρίζει συγκίνηισι. Τό^ ξανθό αγόρι παραμερί­ Τά ανάγλυφα... Ο! πανοπλί­ ζει τα βαρεία παραπετάσμα­ ες στους τοίχους.·· Τά κράνη τα. Βρίσκεται μέσα σ’ ένα πε και τά σπαθιά πού πριν χι­ λώριο δωιμάτιο γεμάτο προ­ λιάδες χρόνια φορούσαν οί βιές λ ιονταρίων, τίγρεων και ένδοξο ι προγόνο ι... Ό Κάλ κυττάζει στο βάθος (*) Διάβαΐσιε το ττιροηγούμενο τεύχος του «ΚΑΛ» μιέ τί'τλ'ο: «ΓΓό τού δωματίου. Είναι, ένα με­ μΐυοτικό τού Κάλ». γάλο διπλό κρεββάτι σκεπα-

©

Τ1ΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4 σμέινο ιμιέ δέρματα Θηρίων. ΠΪλάϊ σ' αυτό είναι γονατ ισμένη· μια γυναίκα. Το πρό­ σωπό της δεν φαίνεται· καθό­ λου, βυθισμένο στις οικίες. Είναι σκυμμένη πάνω από έ­ να σώμα ξαπλωμένο στο ικρε,β βάτιΉ γυναίκα δεν έχει κατσλά βει τήιν είσοδο του αγοριού. Τον ήχο των βημάτων του τον πνίγουν τά παχειά χαλιά. Ό Κάλ ζυγώνει αργά. Ή καρδιά του βροντάει σαν σφυ­ ρί στο στήθος του. Φτάνει επάνω ατό τη σκυμ μένη γυναίκα. Κυττά τόν άν­ θρωπο που εΐναι ξαπλωμένος στο κιοεββάτι. "Ολο τό στήθος του εΐναι καταικόκκινο άπό τό αίμα που τρένει συνεχώς. Τό λευκό άγο|ρι έτοιμάζεται νά γονατίση κι9 αυτό δί­ πλα στο κρεββάτι τού πόνου. "Ενα ακατανίκητο χέρι τόν σπρώχνει προς τό μέρος του πληγωμένου άντρα. Τή στιγμή πού θάκανε την τελευταία κίνηΐσι, ή γυναίκα κάτι λέει στον τοσυματία· Ό Κάλ χωρίο νά τό θέλη μένει άκίνηιτοο σαν υπνωτισμένος. —"Ολη τη νύχτα χτες στρι φογυρνοΰσες στο κιοεββάτι σου. 9Αλέξανδρε... Καί σήμε­ ρα άπό τό ποωΐ τό ίδιο... *Άν συνέχιση ο έτσι δεν ^θά κλείίοου*ν ποτέ οί πληγές σου... Πρέπει νά ιμείνης ακίνητος, η συχός.··. Ή φωνή τού άντοα αποκρί­ νεται μισοσβυσμένη άπό την αδυναμία: -— Δέν εχει πιά κορμιά ση

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

μασία, Αύρα... Ή Πέλλα... τε λειώσε ! Σέ λί'γες^ μέρες η σε λίγες ώρες πού ό ^Αρ-ατ μέ τις ορδές του θά μιπή^στήν πόλη καλύτερα νά μή 'μέ βρη ζωντανό·.. · — Μη λες τέτοια λόγια 9Α λ έ 8ανβιοε!, μαύρα ουρΚε ι μ ε τρόμο η γυναίκα· Ή Πέλλα εΐ ναι ίεοη πόλις! Οί Θεοί θά τη βοηθήσουν... Δέν θά την άφήσουν νά πέση ατά χέρια ενός βαρβάρου... — 'Όλα. τά πράγματα έ­ χουν άρχή καί τέλος!. λέει ό πληγούμενος καί σαλεύει ανή­ συχα πάνω στο κιοεββάτι του πόνου. Τό τέλος της ίεοης Πέλ λ ας εΐναι κοντά! Δέν θά μπό­ ρεση. νά κράτηση άκόίμα χιά πολύ.·. Είναι ένα κοριμί πού τού έχουν κόψει τό κεφάλι!... —- Οί στρατιώτες μας πο­ λεμούν γενναία! φωνάζει ή νυναΐκα.. Κρατούν γερά τον 9Άοατ! Σέ πεοι, μένουν νά νίνης καλά κιαί νά βγής νά τούς συντοπίτης! Νά τούς δίωξης μ ακουά.... *0 9Αλέξανδρος κουνάει τό κεφάλι του μέ πίκρα. — Μην ποοσπαθης νά μέ ξεγελάσηρ. Αύρα!, ψιθύρισε. Καί μή θές νά γελάσης καί τόν εαυτό σου άκόμα·.· Ή μοΐ οα εΐναι σκληρή.... Μάς σημά­ δεψε δυο φορές... Δυο φορές μάς μήνυσε πώς ή Πέλλα θά σβύιση εδώ... — Τί εννοείς; — Την ποώτη. χάθηκε ό Καλλίνης! Ό γυιός μου! Ή ίερή πόλις έμεινε χωρίς διά­ δοχο. νιά πρώτη φοοά υστέ­ ρα άπό χιλιάδες χρόνια! Τή


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ δεύτερη, ή ρόδα του άρματός μου χτύπησε σ’ εκιείντη» την πέ τρα καί ,μέΛ άναποδόγύρισε·.. Οι ©χήροι μάς σφίγγουν ολοέ­ να και περισσότερο... Κάθε μόρα οι δικοί μας πέφτουν πά νω ατά τείχη·... Πέφτουν κΓ α­ πτό έκείνους, μά είναι τόσοι πολλοί πού δεν λιγοστεύουν... ΚΓ ή μοιραία ώρα, όσο πάει και ζυγώνει·.. Σώπα! Νομίζω πώς ακούω κιόλας μια φοβερή βοή νά)ρχ©ται από τά γύρω βουνά·.. Μια στιγμή γίνεται σιωπή μιέσα στο δωμάτιο καί πρα­ γματικά φτάνει μακρυνη στ3 αυτιά τους ή βοή ατό τις ια­ χές των βαρβάρων καθώς κά­ νουν τις προετοιμασίες τους για τή μεγάλη έπίθεσι.... — Θέλω, όταν θά μπή ε­ δώ μέσα ό "Αρατ νά μέ βρή νεκρό!, λέει μέ φωνή πού μό­ λις άκούγεται ό πληγωμένος βασιλιάς. Γι5 αυτό δέν κάθο­ μαι ήσυχα καί στριφογυρίζω στο κιρεββάτι μου σάν τό φί­ δι... Κυνηγάω τον θάνατο, τό Μαύρο Καβαλλάρη! .·. "Ενα σαρκαστικό γέλιο του ξεφεύγει. — Μά εκείνος είναι πολυά­ σχολος !, λέει μέ ξαφνικό θυ­ μό. Δέν καταδέχεται νά έρθη νά μέ βρή μέσα σ’ αύτό τό σκ οτε ινό δωμάτ ιο!... Έκεΐ έ­ ξω στά τείχη έχει πολλή δου λειά!... Πέφτουν οι πολεμι­ στές ό ένας πίΐσω από τον άλ­ λον καί δέν προλαβαίνει νά τούς μαζεύη στά καπούλια Του ιμαύρου 5 Αλόγου του! — 5 Αλέξανδρε!. „ — Μή μιλάς, Λύρα! Είναι

σκοτεινά έδώ μέσα καί δέν μπορεί νά μέ άνακαλύψη 6 Χά ρος! "Ανοιξε τά παράθυρα! Τράβα τά παραπετάσματα! λ—- "Αντρα μου!·.. Τό πολύ φώς θά σου κάνη κακό!·.. ^— Καλό θά μου κάνη,! Θά μέ γλυτώση από τή ντροπή τής αιχμαλωσίας του "Αρατ! "Ανοιξε! Υποτακτικά ή γυναίκα σηΓ κώνεται. Βλέπει τον Κάλ πού στεκόταν μαρμαρωμένος σάν άγ αλμα πλάϊ τηις, αλλά δέν δίνει κορμιά προσοχή στην μορφή του. Σάν φτερό περνά­ ει ή .ματιά άπό πάνω του. Νο­ μίζει πώς είναι κάποιος άπό τούς ύπηρέτες πού έχει, έρθει μήπως τον χρειάζωνται τίπο­ τα. Ό Κάλ κάνει μια κίΐνηρτ σά νά θέλη νά τήν πιάση, άπό τό χέρι, μά σταματάει. Θέλει νά τής φωνάξη: «Μητέρα»! Φοβάται όμως μήπως ή μεγά λη κΓ απότομη συγκίνησις τής σπάση τήν καρδια! Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ τραβάς τό παραπέτασμα άπό >υό, παράθυρα. Τό φώς πλημμυρίζει τό μισοσκότεινο δωμάτιο. Τά μάτια του πληγωμένου βασιλιά καρφώνονται πάνω στο άγαλματένιο κορμί τού ξανθού αγοριού κίαί καταλή­ γουν στο ώ,ραίο πρόσωπό τουΜέ τή μαντική δύναμι πού έχουν όλοι οί άνθρωποι πού βρίσκονταν κοντά στον θάνα­ το, Αναγνωρίζει* αμέσως αυτή


§

τή μορφή, πού δεν έχει καμμιά ομοιότητα μέ του μικρού παιδιού πού έχασε πριν άπό εννέα χρόνια, —Λύρα!, ψελλίζει καί προ σπαθεΐ να άνασηκωθή πάνω στούς αγκώνες του. Ή βασίλισσα τον, βλέπει. Τρομάζει. Μέ την κίνησι αυ­ τή υπάρχει κίνδυνος νά μεγαλώσηι ή αιμορραγία του και ιμέσα σε λίγες στιγμές νά πε* θάνη. Τρέχει· κοντά του νά τον κα Θηίσυχάσηι. Τόιν συγκρατεΐ' Ά πό την αγωνία της δεν προσέσει πάλι ούτε μιά στιγμή τον Κάλ. — Αλέξανδρε!, μουρμου­ ρίζει. Μήν προκαλεΐς τάν θά­ νατο! Οί Μακεδόνες κρατούν γερά ακόμα έξω στά τείχη! Οί Θεοί θά μάς σώσουν! — Οί Θεοί!, μουγγρίζει ό

'Ο τρελλο - Χούπ δεν προλαβαί­ νει νά βγάξη τό καπέλλο του και νά κάνη υποκλίσεις.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

— Σηκωθείτε!, τους φωνάζει ό Κάλ στενοχωρημένος.

βασιλιάς βαρεία. "Έστειλαν και τό τελευταίο μήνυμά τους· ί ο φάντασμα ταυ γοιού μας ιού Καλλίνη; είναι έδώ μέσα, Λύρα! Ή ώρα έφτασε! Ή Πέλλα πέφτει ! Ή ψυχή του γυιου μου μέ περιμένει·.. Μή μέ κιρατάς! Ή βασίλισσα ξέσπάει σέ λυγμούς. Ό Κάλ θέλει νά μιλήση, άλλα δεν μπορεί. "Ενας κάμ­ πος έχει ανέβει στον λαιμό του άπό τή συγκίινηισι και τον εμποδίζει. _ Λίγο πιο πέρα, πάνω σ’ έ­ να σοφά, είναι πεταμένη; ή πα νοπλία καί ή περικεφαλαία του πατέρα του. Μέσφιγμένα χείλη καί ιμέ σφιγμένες γρο­ θιές πηγαίνει προς το μέρος: της. Μέ νευρικές κ ινήαεις αρ­ χίζει νά φοράη, τήν μεγαλό­ πρεπη πολεμική στολή. Λένει τά σαντάλια στά πόδια του.


ΤΗ2 20ΥΓΚΛΑΪ Ζώνει το -βαρύ ισπαθί. Φοράει και την περικεφαλαία με τό φτερωτό λοφίο. Γυρίζει καί Τρέχοντάς στέ­ κεται μπρος ατό κρεββάτι του βασιλιά. Τά μάτια του Αλέξανδρου γουρλώνουν. — Αύρα!, μουγγρίζει· Πε Βαίνω! Βλέπω... βλέπω έμε­ ναν τον ίδιο, έκεΐ, μπροστά μου! Ή ψυχή μου βγήικε από τό σώμα μου! Έχε γειά!..· Ή βασίλισσα υπνωτ ισμένη από τη ματιά του γυρίζει κι’ αυτή τό βλέμμα προς την ί­ δια κατεύθυνσι. -Βλέπει τον Κ,άΐλ. "Ανατινάζεται. Τά μά­ τια της ανοίγουν διάπλατα. Πετάγεται από τό κρεββάτι· Μένει ακίνητη υστέρα μή τολ μώντας νά πιστέψη πώς εΐναι αλήθεια αυτό που βλέπει. — Ό.. · Καλλ ίνης! / ψελλίζει σαν τρελλή.

Ο! μαύροι ληστές ορμοΰν εναντί­ αν τών τειχών..,

^— Αμέσως, Στρατηγέ!, τσι­ ρίζει ό πυγμαίος καί χαιρετάει στρατιωτικά.

Ό βασιλιάς βγάζει μιά με» γάληι φωνή, τόσο δυνατής που δεν θά μπορούσε κάνεις νά περιμένη; από άνθρωπο που έ­ χει χάσει σχεδόν όλο του τό αΐμα. Κάνει νά πεταχτή όρ­ θιος, μά αναγκάζεται νά ξα~ ναπέση πάνω στις προβιές των λιονταριών μ" έναν πονεμένο βάγγο. — 1 ά φαντάσματα!, ψιθυ­ ρίζει σβυσμένα. 9 Ηρθαν τά φαντάσματα!.·. Περίεργο πού βλέπεις κι5 έσύ τόν Καλλίνη^ Αύρα! Τά φαντάσματα ^ τα βλέπουν μόνο οι έτοιμοθάνατοι! —- Είναι ζωντανός!/ φωνά­ ζει ή δύστυχη, μη,τέρα σταυρό νοντας τά χέρια στο στήθος πού τής πονά από τή δυνατή χαρά· Είναι ζωντανός, Αλέ­ ξανδρε! Είναι ό γυιός μας! -— Γελιέσαι, Αύρα! Εΐναι


I

φάντασμα! Τά πνεύματα έρ­ χονται πάντα για νά μάς ξε­ γελάσουν τή, μοιραία στιγμή του θανάτου! Ό Κάλ κάνει ένα βήμα έμπιρός. Ό πληγωμένος βασι­ λιάς κάνει μια έκιπλη/κτη κάνησι άκούγοντας το θόρυβό τής σιδερένιας πανοπλίας του1 Τό ξανθά αγόρι όςρπτόοζε:ι το χέρι- τής μητέράς τον καί τό ψιλά μέ λαχτάρα. "Υστερα την αγκαλιάζει ιμέ τό άτσαλένιο μπράτσο τον γιατί βλέ­ πει πώς είναι έτοιμη νά σω­ ριαστή κάτω ιάπο τή σνγκί·νησι. —- 'ΠαΤέρα!, φωνάζει. Αέν είμαι φάντασμα! "Ολ’ ^αντά τά χρόνια έψαχνα νά βρω την Πέλλα! Είχα χαθή ί Μά γύρι­ σα πάνω στην ώρα! Ό βασιλιάς ιμένει κεραυνο­ βολημένος. Τό /πρόσωπό τον πού είχε τή χλωμάδα τον θα­ νάτου ώς αντή τή στιγμή έχει γίνει κ ατ ακόικκ ινο · Κ ατ αβάλ ε ι υπερ'άνθίρωπες προσπάθεις γιά ν5 άνασηίκώσιη τό χέρι τον. Ό ιδρώτας τρέχει ποτάμι· άπό τό μέτωπό τον. -— "Αν δεν είσαι φάντα­ σμα/ σφίξε μου τό χέρι!, λέ2ΐ·, Μά όχι! Δεν μέ γελάς! Σέ είδα μικρόν, οχτώ χρόνων, μ5 ένα βέλος στήν πλάτη!... "Υστέρα, ,μέσα στον στρόβι­ λο τής μάχης δεν σέ ξανάδα ποτέ πιά!... Είσαι πεθαμένος Τό χέρι σον δεν έχει σάρικα Και οστά.*·. Είναι όπως ό α­ έρας.... Ή ιμορφή σου είναι ένα πλάνεμα τής φαντασίας! Ή φωνή σον..* Δεν είναι πρώ­

ΚΑΛ — 0 ΚΥΡίόί

τη φορά πού ακούω τή φωνή σου, Πνεύμα! ·... "Οσες φορές έρχεσαι στον ύπνο μσν αλ' αυ τά τά χρόινιΡ/ πάλι τήν ακούω Τί στέκεις; Σφίξε μον τό χέ­ ρι δννατά άν είισαι συ ό Κάλλίνης ικαί δεν σέ γέννησα μέ τή^ σκέψι μον τώρα διά, γιά δεύτερη φορά, εγώ ό πατέρας σον !.... Ό Κάλ αδίστακτα απλώ­ νει τό χέρι ικαί πιάνει τό άδύνο|μο χέρι τού βασιλιά τής Πέλλας. Τό σφίγγει μέ δύναμι; Ή λαχτάρα του είναι τό­ ση πού δέν σκέπτεται πόσο αδύνατος είναι ό πατέρας του· Ισνάλιές είναι τά σιδερένια του δάχτυλα. Ό πληγω/μένος βγάζε ι^ (μιά φωνή πόνου, πού είναι· όμως μαζί καί φωνή χαράς. ^ — ΚαΙλλίνη ί, βογγάει καί τό κεφάλι τον πέφτει πίσω κουρασμένο άπό τή μεγάλη προσπάθεια. Δέν μπορώ: νά τό πιστέψω!... Πώς βρέθηκες; Τό αγόρι τον διακόπτει. ^ — "Ολα θά τά μάθης, πα­ τέρα!, λέει αποφασιστικά καί μέ βιασύνη· "Εχουμε πολύ και ρό μπροστά μας γιά λόγια· . Τούτη' τή στιγμή πρέπει νά τρέξω στ ή μάχη,. Ή Π έλλα κινδυνεύει!... — Στή μάχη! / μουρμουρί­ ζει άνήσυχος ό βασιλιάς. Μά •..θά τά καταφέρης παιδί μον; Είσαι τόσο μικρός άκόμα!·.* —"Εννοια σου!, λέει περή φανα τό αγόρι. Φορώ τήν πα­ νοπλία σον πού ποτέ δέν νι­ κήθηκε ! Τό σπαθί πού έχω στή μέση μον είναι τό δικό σον!... Μέ τό «φτερωτό άρμα»


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σου, πατέρα θά κυνηγήσω τούς βαρβάρους! Ό πληγωμένος κουνάει το κεψ-άλι του θλιβερά. —Τό άρμα πού λες γυιέ μρυ, 'βρίσκεται στά χέρια του εχθρού μας., του "Αρατ! Οί τγιστοί μου σύντροφοι κατάφεραν καί ιμιέ πήραν μισοπεθα­ μένο ανάμεσα οτάι πελέκια τους, μα ή ρόδα είχε φύγει από τό άρμα καί δεν μπορού­ σε να μετακκνηθή’.... — Μέ τό χρυσοστόλιστο ά,ρμα σου ριπήικα στην Πέλ­ λα!, άπακρ ίύεται περήφανα ό Κάλ. Τό πήρα άπό τον "Αρατ τον ίδιο, πατέρα! Πέρασα α­ νάμεσα άπό τούς πολιορκη)τές καί ήρθα! Τά μάτια του βασιλιά γε­ μίζουν καμάρι καί θαυμασμό· Γυρίζει καί κυττάζει τη γυ­ ναίκα του πού έχει καθήσει στην άκρη του κρεββαίτιου καί κλαίει άπό ευτυχία κρατών­ τας τό ένα χέρι του Κάλ. — Σωστό ήταν νά λαβω­ θώ, Λύοα!, τής λέει σοβαρά. Γιατί άν ριχνόμαστε στη μά­ χη κΓ ενώ κι5 ό Καλλίνης, ό άνώνας δεν θά ήταν σωστός! ♦Θάμ άστε δύο κι’ "Αοατ είναι ένας! . Ή βασίλισσα γελάει πι­ κρά. —"Ολοι οι Μακεβόνες είναι μ ιά φούχτα μπροστά στους πολευ ιστές τού "Αρατ!, τού θυμίζει. — Καί τί )μι* αυτό; νοιΑλίζει ό Αλέξανδρος. Είναι βάοίβαοοι! Είναι μπουλούκια! Κάλλίνη,. μή στέικης! Ή θ£σι σου είναι στά τείχη! ΣΙ

9 κάνω αρχηγό τού στρατού! Τρέξε! Τό ξανθό άγόρι γονατίζει μπρος στο κρεββάτι. — Θά πάω!, μουρμουρίζει άλλα υπό έναν ορο! Ό βασιλιάς ανατριχιάζειΚυττάει αύστηρά τό γυιό του. — Οί στρατιώτες δεν βά­ ζουν ορούς!, λέει μέ θυμό. "Εχουν καθήκον νά πολεμή­ σουν γιά την πατρίδα τους! ^— Έγώ όμως βάζω όρους, λέει σταθερά ό Κάλ καί ιμ’ ένα χαμόϊγελο στο πρόσωπό του πού δύσκολα διακρίνεται· θά μού υποσχεθήις, πατέρα, πώς θά νιικήισης κΓ εσύ τόν θά νατό! "Εχω τό λόγο σου; Τό τε σού φέρνω εδώ τόν ίδιο τόν "Αοατ, δευέινον μέ άλυσσίδες ζωντανό ή πεθαμένο! Ό λαβωμένος βασιλιάς έ­ τσι· όπως είναι πεσμένος α­ νάσκελα βάζει τά γέλια καί κυττάζει ιμέ περηφάνε’ια τή βασίλισσα. ^ —"Ακόυσες τί είπε τό παι δί σου, Λύοα; Θά φέοπ σύ­ ροντας οέ άλυσσίδες τόν "Αρατ ! * Εδώ μέσα! Κ ι * άς τόν τοιγυοίζουν νιλιάδες! Φεύγα λοιπόν, Καλλί,νη! Σού δίνω κΓ έγώ την υπόσχεσι πού ζή­ τησες ! Ό Κάλ Φιλάει στά πεταντά τή μητέοα του καί τρέχει εξω άπό τό βασιλικό κοιτώνα. Μόλις φεύγει τά μάτια τής βασίλισσας γεμίζουν δάκρυα. —ΈΤγσυιε νά τόν δούμε χίοό νισ, Άλέ,ξανδοε!. υουομουρίζει. Τόν είχαυε γιά χαμένο! Καί τώρα πάςι γιά νά σκοτφθη!,..


10

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Ποιος; Αυτός; Αυτός, Αύρα/ βά ψειρή τον *'Αρατ ως έδώ δεμένον ιμέ άλυσσίδες πί­ σω από τό βασιλικό δρίμα, ό­ πως τόπε! Τό ξέρω πώς θά τό κάνη! Τό κατάλαβα από τό σφίξιιμσ του χεριού του!..· ΧΟΥΠ# Ο ΑΤΣΙΔΑΣ

ΚΑΑΛΙΝΗΣ, τό βασι­ λόπουλο τής Πέλλας, βγαίΙνει· βιαστιικά από τον βασιλιικό κοιτώνα στη με γάλη σάλα του ανακτόρου, ό­ που τον περ ι.'μένουν οί σύν­ τροφοί του κι* ό παππούς του ό γέρο^Καλλ ίνης. Ό χαζο-Χούπ ό χωρικός πυ γμαίος, .μόλις τον βλέπει, πη γ αινεί προς τό ιμέρος του καί τον πιάνει άτό τό χέρι: ^—- Καίλέ! Ψιτ!, του λέει μου πού ιμπήκε προηγουμέ­ μέ την τσιριχτή φωνή του. Μή νως; πως είδες έκεΐ μέσα πού ή­ Ό Κάλ, ιμ’ όλη τη βιασύνη σουνα ένα παιδάκι γνωστό καί την ανησυχία του, βάζε, τά γέλια/ γιατί ό Χούπ δεν αστειεύεται καθόλου αυτή τή στιγμή. 'Απλούστατα δεν έ­ χει αναγνωρίσει τον σύντρο­ φό του μέσα στη μεγαλόπρε­ πη πανοπλία του. Ούτε τό βάζει καν ;μέ τό νου του ότι μπορεί νά είναι ό Κάλ αυτός· , Ωστόσο ό πυγμαίος προσ­ βάλλεται που τόν βλέπει νά γελάη· — Τι γελάς βιρε, ξάδερφε; τσιρίζει θυμωμένος. Αυγά σου καθαρίζουνε; *Ή μήπως καί νομίζεις πώς σου κάνω πλοϊ­ κά; Σου λέω γιά ένα φιλαρά­ κο μου πού τόν υιοθέτησε η Όλα τά βέλη τών Μακεδάνοιν μάνα μου ώσπου ψήλωσε καί βρίσκουν τον στόχο τους... πέιρασε τό κεφάλι του πάνω ά

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

11

τή σκεπή τής καλύβας μας. Τότε τον έδιωξε κα:ί βού­ λωσε τήιν τρύπα γιά νά ,μή μπαίνη ή βροχή! Λίγο κουφ ακεφάλάκης είναι, άλλα γε­ νικώς κοίλο παιδί. Κάλ τον λέ­ γανε ώσπου φτάσαμε εδώ, αλλά εδώ του κολλήσανε καί μια ουρά στ5 όνοιμά του καί το μακρύνανε! ^— Χούτί, λέει ό Κάλ άνυ πόμονα. Δέ ιμέ γνωρίζεις; Τί ανοησίες είναι αυτές που λες; — Σε γνωρίζω; ξεφωνίζει ό πυγμαίος έκπληκτος καί ιμέ γουρλωίμένα σάν γαρίδα τά ματάκια του. Είσαι σίγουρος δηλαδή; Ποιος είσαι;.... "Άσε "Ασε! Μή ιμου τό πής! θά το βρω .μόνος ιμου. Μήίπως είσαι, μήπως είσαι ό γυιός εκείνου τού ιεραπόστολου πιού τό μό­ νο πραγμα πού άπόιμεινε άπό τή διδασκαλία του είναι τό κ απέλλο καί τά μανικέτισ πού

φοράω; — "Οχι! # του λέει τό λευκό παιδί άνυπρμονα. Είμαι ό ψί λ;ος σου ό Κάλ!

Ξαφντκά^ ένα βέλος^ του αρπάζει τό καπελλο άπ’ τό κεφάλι του.

Κάλ,... Ποιος Κάλ; Στάσου νά θυιμηιθώ!, τσιρίζει πάλι ό Χούπ καί στρίβει τό κεφάλι του γιά νά βγάλη ιδέες. Κά­ που τδ;χ(ω ξανακούσει αυτό τό όνομα νά δής! Αλλά κΓ εσένα μου φαίνεται σέ ξέρω! Μου φαίνεται πώς τή φούντα της περικεφαλαίας σου την είδα μιά φορά τον περασμένο Μάρτιο, στην ουρά ίμιας στρου θοκα)μήίλου! Ό Κάλ νευριάζει γιατί θέ­ λει πάρα πολύ νά τρέξη. στη ιμάιχη. Ή βοή πού κάνουν οί βήρβαροι καθώς μαζεύονται έξω άπό τά τείιχη, φτάνει ώς τό παλάτι. — Είμαι ό Κάλ, βρε χαζέ!

τγο

Νοιώθει κατάπληκτος την κοαπελλαδούρα του να προσγειώνεται στο κεφάλι του.

— Ό κάλ... ;0 κάλ.ν Ό


Μ Ό άδ&λψός σου!, του λέει. — Έσύ! ! Ό πυγμαίος μένει για μια στιγίμή με όλάνοιχτο στο ατό μα καί γουρλωμένα τα μάτια. Κυττάζει τό ξανθό αγόρι α­ πό την κορυφή ώς τά νύχια και δεν μπορεί νά τό χώνεψη πώς είναι αυτός πραγματικά. "Υστερα ξαφινιικά χτυπάει τό κούτελό του ιμέ την παλά­ μη του. — Αμάν! Αφηρημάδα!, στριγγλίζει. Καλέ, εΐιχα ξεχά σει πώς έχουμε άπόκρηες! Κύττα πώς μασκαρεύτηκε! ! Τρόμαξα νά σε γνωρίσω ! Υ­ πάρχει· έκεΐ πού τά βρήκες αύ τά κανένα τέτοιο κοστουμάμ μι και γιά ,μιένα νά δείξω τό ανάστημά ,μίου και νά κάνω τό κρμιμάτι μου στις Χούλες, — Χούπ, λέει ό Κάλ σο­ βαρά γιά νά γλυτώση από τη φλυαρία του αδιόρθωτου πυγ^ μαίσυ, εγώ θά πάω στά τεί­ χη... Θά γίνηι μεγάλη μάχη... — Τι μάχη*; τσιρίζει ό πυ γμαΐος και στη στιγμή άνασηκώνει τά μανικέτια μέχρι τούς γυμνούς αγκώνες του. Θά παίξουμε πετροπόλεμο μέ την πάνω__γειτονιά; Παίίζω κι5 ά γω! πέρεις τι θραύσι κάνει τό μπούμι&ρανγκ σ5 αυτές τις 5ου λείες; — Έσύ θά καθίσης εδώ νά φυλάς τις δυο καπέλλες!, του λέει τό θρυλικό παιδί. — 'Άυπα! Αδύνατον! Μή μου χαλά<£ τό γούστο, σέ πα­ ρακαλώ! Ο πετροπόλεμος εί­ ναι τό μεράκι μου!

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙ0Ϊ

— Χούπ! Μή μέ, χασομε­ ράς άλλο! Δέν θά γίνη κανέ­ νας πετροπόλεμος! Θά γί*νη πραγματικός πόλεμος! ^ Μεγά Λος! Εκείνος ό στρατός^ των ληστών πού είδες έξω αητό την πόλ υ θά έπιτεθή νά καταλάβη τήν Πέλλα. — Ουτ’ εγώ δέν τήν κατα­ λαβαίνω τήν «Πέλλα»! Τι σόι πράγμα είναι; ρωτάει ό χο ζο-Χούπ. Ό Κάλ σηκώνει τά μάτια ψηλά σά νά ζητάη βοήθεια άπό τον Θεό /μέ τόν κουτεντέ αυ τον πού έχει μπλέξει. — Πέλλα είναι αύτή ή πό­ λις πού βρισκόμαστε μέσα!, λέει μέ τρομερή υπομονή. Καί οι ληστές πού^ σου λέω θά ε­ π'τεθούν νά μάς τήν πάρουν! — Μωρέ τί έξυπνάκηδες πού είναι!, τσιρίζει ό ^ Χούπ μέ θυμό. Κι’ άμα μάς τήν πά­ ρουνε ύστερα εμείς τί θάχουιμε; Μάς βγήκε τό λάδι ώσπου νά τήν βιρούμε γιά νά τήν πά ρσυνε αυτοί; Λέω νά μήν τούς άφήσουμε! χ— Μπράβο! Γι5 αυτό λοι­ πόν πάνω νά πολεμήσω! Κι* έσύ θά μείνης εδώ νά φυλάς τις δυο συντρόφισσές μας... — Πρώτον/ ^οί συντρόφισσές μας δέν είναι δύο αλλά τέσσερ ις!, δ ι ομ αρτύρετ α ι ό πυγμαίοςΤρεις οί Χούλες μου καί μία ή μις ΆμοΡ'ΐκή. Δεύτερον θέλω νά πολεμήσω κι* εγώ* "Άσε με, καημένε. Τί θά ζηιμιωθής δηλαδή; Μήπως θά σοΰ πιάσω πόλύ τόπο; Τρείς ;..πιθαμές έ|μαι ολό­ κληρος !


ι:

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΟΙ ΟΡΔΕΣ Ό Κάίλ Αναστενάζει. ΞΕΧΥΝΟΝΤΑΙ _ — "Έλα λοιπόν, άψου τό θές σώνει και καλά!, του λέ­ ΚΑΛ ζυγώνει την ομορ ει. Άλλοιώς δεν ξεμπλέκω έφη, συντ,ρόφ ισσά τουγώ από σένα. Άλλα να προ­ — Μπέλλα τής λέε σεχής ! Θές νά σου δώσω μια •υέ συγκίνησί/ πρέπει να φύγω περικεφαλαία και θώρακα; Ή πατρίδα μου κινδυνεύει. -— Και τ’ είμαι εγώ; Ψάρι, Άν ό Άρατ μπή μέσα στήν για νά μέ βάλης μέσα σέ τε­ Πέλλα, κάνεις δέν θά μείνη νεκέ και νά μέ κάνης κονσέρ­ ζωντανός.... Θά μείνης έδώ βα; ^τσιρίζει ό αδιόρθωτος πυ­ στ" ανάκτορα και θά περιμέγμαίος. Θάρθω έτσι δ πως εΐνης... μοι! — Οί πολεμιστές του Ά­ ;— Μά μέ την περικεφα­ ρατ είναι πολλές χιλιάδες!, λαία άν σέ χτυπήση, κανένα μουρμουρίζει τό κορίτσι. 01 βέλος στο κεφάλι δέν θά πά­ υπερασπιστές τής Πέλλας θη ς τίποτα.·. •μου φάνηκε ^πώς είναι πολύ λίγοι.·. Φοβάμαι γιά σένα, — Μά δ,τι θέλουμε θά λέ­ Κάλ! ·.. με τώρα; μουρμουρίζει ό πυ­ γμαίος. Στο ύψος πού έσένα — Είναι αλήθεια πώς εί­ αρχίζει τό κεφάλι σου έμένα μαστε πολύ λιγώτεροι, λέει τό ατρόμητο αγόρι· Μά δέν πρέ αρχίζουν τά -..σύννεφα! "Έ­ πει νά φοβάσαι γιατί υποσχέ χω ανάγκη από περικεφα­ θηκα στον πατέρα ιμου πώς λαία; "Οσες έρχονται γιά τό θά του τον φέρω τον Άρατ κεφάλι μου θά περνάνε δυο δεμένσν μέ άλυσσίδες... ζων­ μέτρα πιο πάνω! Αυτές πού τανόν ή πεθαμένον! Θά γυρί­ θά προορίζωνται γιά την κοι σω λοιπόν! λιά ,μου είναι πού θά τρώω Τά γαλανά μάτια του Κάλ στο κεφάλι, οπότε ή περικε­ πετουν φλόγες. Ή Μπέλ­ φαλαία δέν όφελεΐ/ για,τι πώς λα καταλαβαίνει πώς προογμα θά την φορέσω στην κοιλιά; τικά ό Κάλ θά κράτηση τον Κατάλαβες; λόγο του. Ή άνησυχία της Ό Κάλ σηκώνει τά χόρια σχεδόν εξαφανίζεται. μου ψηλά μ5 απελπισία. — Πήγαινε λοιπόν!, τού — "Έλα .μαζί μου! Κάνε λέει γαλήνια. Θά σέ περιμένω ο ;τι θές!, μουρμουρίζει. Δέν νά γυιρίσης θριαμβευτής! θέ σέ άφήσω νά κουνήσης ά^ — Μίλησες σαν γυναίκα πό τά τεί'χη κι" έτσι ελπίζω τής Μακεδονίας!, ψιθυρίζει ό νά μην πάθης τίποτα... Κάλ μέ συγκίνησί και θαυμα­ — Έπι τέλους! Μισή ώρα σμό. Αέν θά στενοχωρηθής κα έφαγα νά σου δώσω νά καταθολού κοντά στον παππού και \άβης!, λέει ό Χούτ μέ βα­ στη μητέρα. Θά σέ περιποιη»ρεία αναπνοή. θρύν σαν παιδί> τους· *Έχε

Ο


14_______ __________ _ γειά* "Εχε γειά, Χούλα..; — Στο καλό και ρέ τή νί­ κη !, λέει ή νέγρα ιμέ δάκρυα στα μάτια, γιατί όπως πάν­ τα, έτσι ευαίσθητη πού είναι, έχει συγκινηθή. — Κύτταξε οι Χοολες ιμου δάκιρυα ττού πάω στον πόλε­ μο !, τσιρίζει ό Χούιπ κορδωιμένος. "Άντε! Πάμε νά ξεκι­ νά; με, γιατί μπορεί νά συγκινηθώ κι* έγώ καίμμιά ώρα και νά μείνω έδώ πέρα! Ό Κάλ κυττάζει για μια τελευταία ψαρά 'στά μιάτιαι τή Μπέλλα, σά νά φοβάται πώς υπάρχει κίνδυνος νά μην την ξαναδή ποτέ πιά. "Υστε­ ρα γυρίζει και βαδίζει προς την έξοδο του ανακτόρου, α­ κολουθούμενος άτό τον χαζοπυγμαΐο, πού έχει ένα τρομε­ ρό κόρδωρα. Μόλις βγαίνουν στά προ­ πύλαια, δυο φρουροί πού βρί-

1 ΟρμοΟν μέσα σαν ακατάσχετος χείμαρρος.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

σκόνται εκεί σηκώνουν τίς μα κιουές σάλπιγγες πού κρα­ τούν, τις φέρνουν στο στόμα κι* άρχίζουν νά σημαίνουν νι­ κητήρια. "Ολος, ό πληθυσμός της Πέλλας εχει μάθει κιόλας πώς τό χαμένο βασιλόπουλο ξαναβρέθηικε και πώς του άνε· τέθη άπο τό βαρειά πληγωρέ^ νο πατέρα του ή άρχηΜία τού στρατού. Μιά μεγάλη .μάζα από γυ­ ναίκες γέρους και παιδιά εί­ ναι μαζεμένη ήμΐπρος στο α­ νάκτορο. Μόλις βλέπουν τό βασιλόπουλο μέσα στην α­ στραφτερή π ανσπλ ί α, ξεσπουν σε θριαμβευτικές ιαχές· Υψώνουν τά χέρια ψηλά και παραληρούν από τον ενθουσι­ ασμό τους. Μοιάζουν σαν ένα κύρα τού ωκεανού πού θέλει νά χυθή προς τό μέρος τού ξανθού αγοριού, νά τό πάρη στην αγκαλιά του και νά τό ρεταφήρη, θριαμβευτικά ρέχρι τά τείχη τής πόλεοος. Ό Χούπ δεν καταλαβαίνει άπό τέτοια. Βλέπει όλον αυ­ τόν τον όχλο πού, «μόλις πα­ ρουσιάζονται, στον εξώστη τών προπυλαίων ξεσπάει σέ άγριες κραυγές. Αρπάζει τον Κάλ άπό τό χέρι καί τον τραβάει. — Μανούλα μου!, τσιρί­ ζει τρομοκρατημένος. Λεφτά χρωστάς σ^ όλους αυτούς, γι’ αυτό την είχες κοπανίσει άπό τό χωριό σου, έτσι; Πάμε νά τό σκάσουμε γρήγορα άπό την πίίσω πόρτα... Δεν έχω κσμριά αρεξι νά μέ ασπρίσουν στον ξύλο!·...


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— "Έλα, κουτέ!, του λέει ό Κάλ· "Ολοι αυτοί οι ^άνθρω­ ποι ·μάς αγαπούν! Μάς χαι­ ρετούν καί μάς εύχονται νά νικήσουμε στον πόλεμο. Χαι­ ρέτησε τους κΓ εσύ! Καί τό ξανθό βασιλόπουλο σηκώνει ψηλά τό σιδερένιο χέ ρι του καί χαιρετά τον λαό του. Ό Χούπ με ιμιά κίνηρι γε­ μάτη) άξιοπρέπεια βγάζει τό καπέλλο του καί φέρνοντας το στο στομάχι κάνει ιμιά βαθεΐα ύπόίκλισι προς τό μέρος του πλήθους πού ξεσπάει σέ δυ­ νατές ζητωκραυγές καί γέλια. — Βλέπεις τί κάνεις; λέει ό Χούπ δυσαρεστη,μένος ο τον Κάλ. νΑν δεν ήσουν μασκαρε* μένος έτσι, δέν θά^,μάς κορο­ ϊδεύανε. Τώρα γελάνε εις βά­ ρος μας. Τό χρυσοστόλιστο ά;ριμα μέ τό όποιο έχουν έρθει στην Πέλ λα, είναι εκεί στο προαύλιο. Οι ζέβιροι πού είναι ζεμένοι σ* αυτό, χτυπούν ανυπόμονα τις οπλές τους στη γη σά νά βιάζωνται κι5 αυτοί νά τ.οέξουν τή ιμάχη.! Ό Κάλ πιάνει τον πυγμαίο καί τον πετάει μέσα στο άρ­ μα· "Υστερα πηδάει αμέσως κι5 αυτός δίπλα του· Παίρνε· τά χαλινάρια καί ξεκινάει μέ άρμη. Βγαίνουν άτό την πύλη του ανακτόρου, ανάμεσα στις ζη τωκραυγές καί στις ιαχές του πλήθους. Τρέχουν ανάμεσα στούς .μεγάλους δρόμους τής λαμπρής μαρμάρινης πολιτεί ας, τής ξακουστής Πέλλας. "Ολοι όσοι συναντούν στο

13

Σ^,ίχει τή λεπίδα του σπαθιού του 'Άρατ σαν νά ήταν οπτό χαρτόνι.

δ'άβα τους, άντρες/ γυναίκες ή παιδιά, τούς χαιρετούν μέ ενθουσιασμό. Ό Κάλ κουνάει τό χέρι του συγκινημένος δεξιά κι5 άριατε ρά. Ό τρέλλο -Χούπ δέν προ­ λαβαίνει νά βγάζη τό καπέλ­ λο του καί νά κάνη, υπακλίκ σεις. — Δέν μπορώ νά καταλά­ βω που μέ ξεοουν όλοι αυτοί ! μονολογεί ^ απορημένος. Μυ­ στήριο π ρ άγρα! Φτάνουν πια κοντά στα τεί χη. "Οσο φτάνουν τόσο ή βοή που κάνουν άπ5 έξω τά πλήθη των βαρβάρων μεγαλώνει. Ό Κάλ σταματάει τό αρ­ μό σέ μιά εξέδρα. Πηδάει έ­ ξω. Ό Χούπ τον ακολουθεί. * Ανεβαίνουν από μιά στε­ νή σκάλα πάνω στά τείχη. Δυο εκατόνταρχοι πού βρί-


σκόνται· έκεΐ πέρα έρχονται και γονατίζουν μέ δακιρυαμέ­ να μάτια ,μπροστά στο βασι­ λόπουλό τους. -—· Σ ηικωθήτε!, τούς φωνάζει ό Κάλ στενοχωρημένος. Ό Χούπ .μουρμουρίζει δυσαρεστημένος μέ τον φίλο του.· — 5,Ασε τούς ανθρώπους νά ξεκουραστούνε λιγάκι! Μυ στήΐριος -είσαι! Μόλις σέ κά­ νανε λοχί'α άρχιζες τά καψώ­ νια! Στο μεταξύ οί εκατόνταρ­ χοι πετιώνται όρθιοι καί σψ'ίγ γουν ,μέ λαχτάρα τό χροι του Κάλ. — Τώρα που ήρθες, βασι­ λόπουλό ιμας, όλα θά πάνε καλά!, μουρμουρίζουν. Θά δι­ ώξουμε μακρυά τούς εχθρούς μας! Οί στρατιώτες πάνω στα τείχη. ζητωκραυγάζουν που βλέπουν τό ξανθό αγόρι μέσα στη λαμπρή πανοπλία του καί σηκώνουν τά δόιρατά τους ψηλά σέ χαιρετισμό. Ό Χούπ ωστόσο στέκεται στην άκρη τού τείχους καί κυτ τάζει έξω, στη μεγάλη κοιλά­ δα πού απλώνεται μπροστά ^ους, τις χιλιάδες των εχθρών πού έχουν μαζευτή καί περι­ μένουν τό σύνθημα γιά τη με­ γάλη- έπίθεσι. — Κ αλ έ!, τσ ιρίζε ι. Ποιος βλάκας έβαλε πόδια καί χω­ ριστήκατε; Αυτοί είναι πολύ περισσότεροι από μάς! Γίνε­ ται παιχνίδι έτσι; — Δεν πρόκειται γιά παι χνίιδι αλλά γιά πόλεμο, λέει γελώντας ένας Μακεδόνας

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ στρατιώτης. Ό Χούπ τον κυττάζει περί φρονητ ικά. — Τό ίδιο κάνει, άγράμμα τε!, τού λέει τσιριχτά. Έγώ τον πόλρμο τον έχω γιά παι­ χνίδι! Κατάλαβες τώρα; Μά την ίδια στιγμής ό πυ­ γμαίος άναγκάζεται νά σταματήση τϊς εξυπνάδες του καί νά γουρλώση τά ματάκια του με τρόμο. Πέο^α άπο τον κάμπο τον μαυρισμένο από τά στίφη τών ληστών του 'Άρατ, άκο άγεται μ ιά ξέφρενη κραυγή λύσσας. "Ύστερα αμέσως πολλά τύμ­ πανα άρχίζρυν νά χτυπουν δαι μανισμένα. Όλόκληρη ή μάζα τών μαυ ρων πολεμιστών, άρχίζει νά τρέχη μέ μανία προς τό μέ­ ρος τών τειχών τής Πέλλαςφωνάζοντας άγρια. Κρατούν στά χέρια τους κοντάρια τόξα καί μεγάλες σκάλες γιά νά στηρίξουν πά­ νω * στους ψήλους πέτρινους τοίχους καί ν5 ανέβουν, νά κυ­ ριεύσουν την ποίλι. Ό Κάλ λογαριάζει με μιά ματιά την άπόστασι. Σέ δυό -τρία λεπτά τό πο­ λύ θά έχουν φτάσει καί τότε η μεγάλη μάχη θ’ άοχίάη. Ή υάχη πού θά κιρίινη άν ή Πέλ­ λα θά έξακαλουθήση νά υπάρ χη ή θά σβύση γιά πάντα ή πανάοχαια δόξα της, κάτω α­ πό τό βάρβαρο πόδι- τού "Αρατ. Μά κανένας φόβος δ-έν ζω­ γραφίζεται ατό ^ παιδικό πρό­ σωπο τού γενναίου βασιλόπαυ λου. Τά μάτια του λάμ-πρυν


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!

Μ

νος ό αξιωματικός/ — Ναί! Μέσα στήν Πέλ­ λα ! 5Αφού ήθελαν τόσο πο­ λύ νά έρθουν στήν Πέλλα, άς τή δουν πριν πεθάνουν! ΝΕΑΡΟΣ — Μά, βασιλόπουλό μου, ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ είναι μεγάλος ό όγκος των ε­ χθρών! "Αν μπουν στήν πόλι ΚΑΛ άφού παρατηρεί τΓώς θά μπορέσουμε νά τούς γιά λίγα,δευτερόλεπτα συγκρατήσουμε; την πορεία τής έπιθέ— Δεν θά μπουν όλοι, ε­ σεως, γυρίζει στους δυο εκα­ κατόνταρχε! Θά τούς κόψου­ τόνταρχους πού στέκουν πλάϊ με στά δύο! Χρειάζεται όχι του· μόνο γενναιότης άλλα και πα­ — Τό κέντρον των δυνάμε­ νουργία όταν πολεμάς μέ πε­ ων τους δεν κ απευθύνεται άν ρισσότερους εχθρούς! Πίσω ά δεν κάνω λάθος, προς την α­ πό τήν ανατολική πύλη δεν εΐ νατολική πύλη; ρωτάει. ναι ή μικρή πλατεία τού 5Αρι — Ναι, βασιλόπουλο· Ό στοτέλους; "Αρατ στην τελευταία του έ— Ακριβώς·..· πιθεσι κατάψερε νά ραΐση την — Ελάτε λοιπόν μαζί μου. πόρτα τής ανατολικής πύλης, Μ ή χασομεράτε άλλοι... Κι5 χτυπώντας μέ τεράστιους κορ ά*- τρέξουν οί αγγελιοφόροι ρους πού κουβαλούσαν οι πο­ γύρω—γύρω στά τείχη τής λεμιστές του. Δεν θέλει παρά Πέλλας νά φωνάξουν πώς ή νί μερικά χτυπήματα άκόρα για κη κι5 αυτή τή φορά θά είναι να υποχώρηση, Αλλά έχουν δική^ μας και θά είναι νίκη ■μαζευτή ολοι οί τοΕότες μας μίεγάιλη! "Ας κάνουν καρδιά στά τείίχηι κοντά στην πύλη,, κ>’ άς κρατήσουν γερά! γ:ά νά μ ή τούς άφήσουν νά λΌ Χούπ πού παρακολου­ ζυγώσουν εύκολα. Κι5 άν τε­ θεί τήν συζήτησι μέ γουρλωμέ λικά τό καταφέρουν, τούς πε­ να ματια, σκάει στά γέλια. ριμένουν^ φορτία από ογκόλι­ χ— Πάει!, τσιρίζει. Αυτό θους πού θά άιδειάσαυν πάνο;> τό παιδί φόρεσε αυτά τά τρελ στά κεφάλια τους και θά τούς λά^ρούχα καί τρελλάθηκε! Ά καταστρέφουν! Δεν θά ιμπορέ φού ή καρδιά είναι ένα έντάσουν νά μπουν ούτε αυτή τη σθιο πού τό έχουν όλοι οί άν­ φορά από τήιν ανατολική πύ­ θρωποι μέσα τους, λέει ατούς λη ! ^ φαντάρους νά κάνουν καρδιά! Τά μάτια του Κάλ αστρά­ Καί σέ τί θά τούς χρηισιμεύση φτουν. σέ παρακαλώ νάχουν από — Κολύτερα νά μπουν, ε­ δύο; κατόνταρχε!, φωνάζει άγρια. — Χούπ, φωνάζει ό Κάλ. Ελάτε μαζί μου.... "Ελα μαζί μου! '— Νά μπουν μέσα στήν — Αμέσως, Στρατηγέ!, Π έλλ α; ξεφων ί ζε ι τρομαγμέ­ τσιρίζει ό πυγμαίος καί χαι­ σαν άναμμένα κάρβουνα, κα­ θώς παρατηρεί την τρικυμι­ σμένη ολόμαυρη θάλασσα που έρχεται καταπάνω τους...

Ο


ΚΆΑ' — Ο ΚΎΡΙΟΙ

18 ρετάει στρατιωτικά. Μή μου πής ,μονάχα νά κάνω καρδιά, γ·<χτί δεν ξέίρω πως γίνεται! Ή γ,ριά ρου .μου έλεγε πώς συ τη που έχω μου φτάνει για δίλες τις δουλειές! Ό Κάλ/ ό Χούπ και οί δυο εκατόνταρχοι ιμ^τοιί^ουν ;στό άρμα. Τό ποδοβολητό τού στρα­ τού των βαρβάρων φτάνει προ μιερό στ5 αυτιά τους· Τά ά­ γρια ουρλιαχτά τους χαλούν τον κόσμο. Παίρνουν τον δρόρο που α­ κολουθεί τά τεί,χη από τή μέ­ σα πλευρά. Μέσα σ5 ένα λε­ πτό οι ταχυπόδαροι ζέβροι τούς έχουν φέρει στην ανατο­

λική πύλη. Ή κυρίά δύναρις των Μακεδάνων είναι εδώ. Κορμιά δι ακοσαριά εκλεκτοί τοξότες πε ριρένουν ετοιιμοι πάίνω στις πολρμίιστρες. Ό Κάλ /με τούς συντρόφους του ανεβαίνει τρέχοντας στα τείγη. "Ενας χιλίαριχος πού η ταν αρχηγός των στρατευμά­ των των Μακεδόνων πρ'ίν φτάση τό χαρένο βασιλόπουλο, τρέχει κοντά του καί υποκλί­ νεται μέ σεβασμό. —Τό σχέδιο αλλάζει!, λέ ει ό Κάλ βιαστικά. Οι τοξότες νά ,μέ άκολουθήισουν όλοι Πά­ νω στα τείχη θά μείνουν μόνο κορμιά δεκαριά!

Οί σάλπιγγες άρχίζονν νά σημαίνουν νικητήρια.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Τά μάτια τού χιλίαρχου γουρλώνουν άπό την έκπληίξι. — Είναι καθαρή τριέλλα, νεαρέ Καλλίνη! μουρμουρίζει ^αραγμένος. Καί αλοι μαζί οι τοξότες είναι δύσκολο νά συγ ■φοιτήσουν αυτές τις φανατινεαρέ Καλλίνη! .μουρμουρίζει βάρβαροι θά μιιτούν στην ιε­ ρή Πέλλα. —Δεν υπάρχει καιρός για κουβέντες!, λέει ξερά ό Κάλ; Θά σου εξηγήσω τό σχέδιο ■μου, χιλίαρχε, αλλά πρώτα νά εκτελεστή ή διαταγής .μου! Δεν πιρέπει οί εχθροί νά άντιληφθουν την άιποχώρηίσι των τοξοτών... Ή άμπάρα που κλείνει τήν πύλη άπό μέσα νά

19

σηικωθή αμέσως! 10 ή λ ιικ ιωμ όνο ς ά ξ ιωμ ατ ι κός κυττάζει για μιά στιγμή σαν χαμένος τον Κάλ, σά νά 6 ιστά'ζη άν πρέπει νά ύπακούση στις τρελλές διαταγές αύ του του παιδιού. Μά μέσα στά μάτια του βλέπει μά τρο­ μερή φλόγα... Μιά φλόγα σάν κΓ εκείνη που πρίίν αΓτό χιλ.ιά 5ες χρόνια είχε κατακτήσει ό λόκλη,ρον τον κόσμο ! Μοασζει σάν μικρός Θεός αυτή τή στιγμή τό αγόρι μέ τά ξανθά μαλλιά καί τά γα­ λάζια μάτια· "Ολοι οι δισταγμοί τού χΐλ ί αρχου έξαψανίζονται μονομιάς κάί νοιώθει τήν τρομερή


2ο ■"

.........................

....

■■

—— — ■ —

1

ΚΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΣ —

τ~'"

" —

·

·

------------- ---

.......

-<

Η ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ αυτή φλόγα να του ζεσταΐίνη την καρδιά του πού ήταν από ΟΒΕΡΟΣ είναι ό άλλακαιρό απελπισμένη για τη μοί λαγμός τής μάχης. Μέ ρα τής Πέλλας. μανία ασυγκράτητη τά — Ρ ί|ξτε την αμπάίρα!, ξε­ στίψη, τών βαρβάρων ξεχύνον­ φωνίζει δυνατά. ται ενάντιον τής Πέλλας· Στη στιγμή τρεις γεροδε­ Ό μεγαλύτερος όγκος τους μένοι στρατιώτες αρχίζουν νά μέ επικεφαλής τον τρομερό γυρίζουν το μάγγανο μέ την *Αρ·°ύΤ' ρίχνεται προς τήν α­ άλυσσίδα πού άνασηικώνει την νατολική πύλη τών τειχών πού πελώρια άρπάρα. ξέρουν πώς είναι τραυματι­ — Οί τοξότες όλοι κοντά σμένη; βαρεία. μου!/ ουρλιάζει πάλι ό χιλί­ Μπροστά πηγαίνει μια μα αρχος. Μά αμάδα μόνο θά κιρυά σειρά από πολεμιστές μείινη στη Θέσι της! πού^ κρατούν στά χέρια τους τεράστ ιους κορμούς δέντρων, Οι Μαικεδόνες το'ξότες ύπα­ ξεγυμνωμένους από τά κλα­ κούουν τυφλά χωρίς νά ένδιδιά τους. Μ5 αυτούς θά χτυ­ αφέρωνται γιατί τούς κατεβά πήσουν όρμήτικά τήν μεγάλη, ζουν από τό πόστο τους τη ραϊσμένη, πύλη γιά νά τήν α­ στιγμή ακριβώς πού πρόκει­ ται νά άρχίση ή φονική μά­ νοίξουν. Ό νεαρός στρατηγός τών χη.. Είναι αποφασισμένοι νά Μακεΐδονων, ό Καλ, βρίΐσκεται πεθαίνουν γιά τήν Πέλλα καί μαζί μέ τον κωμικό σύντροφό δεν τούς νοιάζει σε ποιο μέ­ του πάνω στά τείχη, ανάμεσα ρος ή ποιά ώρα θά σκοτωθούν. στους λιγοστούς τοξότες πού — Αυτός πού χειρίζεται έχουν άπαμείνει έκεΐ. Παρα­ τήν καταπακτή μέ τούς όγκο κολουθούν τήν έπέλασι τών λίθους νά έρθη εδώ!, προστά μαύρων ληστώνζει ό Κάλ· Τά μάτια του ατρόμητου Κι5 ό Χούπ αγανακτεί: ξανθού παιδιού/ αστράφτουν. — Τούς μούρλανε τούς αν­ Εκείνα, τού χαζο-πυγμαί­ θρώπους πιά!, τσιρίζει μέ ου, στριφογυρίζουν σάν ρου­ γουρλωμένα τά ματάκια του. λεμάν μέσα στις κόγχες τους. " Αν τό (μαγκώσουν στο τέλος ;— Γιά ίκυττα έκεΐ!, στριγ­ καί τού ρίξουνε κανένα γερό γλίζει καί δείχνει ιμέ τό χέρι μπερντάκι, εγώ δεν ανακατεύ­ του αυτούς πού κουβαλούν ομαι ! τούς τεράστιους κορμούς τών Στο μεταξύ, ό άνθρωπος δέντρων. Κόβουν τά δέντρα πού ζήτησε ό Κάλ, έχει φτά­ τά παλιόπαιδα καί ικαταστρέ σει βιαστικά καί στέκεται μέ φουιν τό δάσος!... "Αν τούς σεβασμό μπροστά στο βασι ,μαγκώση ό δασοφύλακας, θά λόπουλο. Τό ξανθό αγόρι δί φάνε τής χρονιάς τους! νει βιαστικά τις διαταγές του. Ό Κάλ δεν τον άκουει βέ­

Φ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

βαια. Ό έχίθρός είναι πιά ποΛύ κοντά. Το βασιλόπουλο γυ ,ρί'ζει ιστούς τοξότες πού τον π ιερ «κυκλώνουν. — Χτυπήστε!, διατάζει. Άλλα νά σημαδεύετε καλά! ■Πρέπει νά ικάνετε δουλειά πού θά τήν έκαναν πολύ περισσό­ τεροι από σάς! Οι επιδέξιοι τοξότες δεν πε ριμένουν δεύτερη, κουβέντα* Τά βέλη, αρχίζουν νά φτερούγίζουν από τά τόξα τους ιμέ καταπληκτική γ ο ηγοράδα. ΚΓ όμως κανένα σπ5 αυτά δεν πηγαίνει στά χαμένα. "Ολα βρίσκουν τον στοίχο τους. 01 πρώτοι από τούς άγριους λη, στες πού κουβαλούν τούς κοο ιμοός, σωριάζονται μέσα στά σύννεφα τής σκόνης πού ση­ κώνει τό ίδιο τό ποδοβολητό τους. Σπαρακτικές κραυγές "πό­ νου και μίσους ανεβαίνουν μέ χρι τά μεσοούρανα. Ό Κάλ όρμάει ξαφνικά έμ πιρός· "Ενας από τούς τοξό^ τες του εχει πέσει μέ τήν καρ διά τρυπηιμένηι ιάπό ένα εχθρι­ κό βέλος. Αρπάζει τό τόξρ τ«>υ στά σιδερένια του χέρια. Αρχίζει νά ρίίχνηι κΓ αυτός εναντίον των εχθρών. Ό Χούπ σκάβει πάνω από τον Μακεδόνα. — Καίλέ!, τσιρίζει ανήσυ­ χος. Αύτουνού του παιδιού ε­ δώ τού .μπήκε /μια μεγάλη άγ κίϊθα στο κρέας! Ελάτε νά τού τή βγάλουμε! Θά πονάη(! Φυσικά κανένας δεν δίνει προσοχή στον χαζοπυγμαΐο. Αυτός όμως πεισμώνει.

— Καλέ!, λέει στφν νε­

21

κρό καί ^τόν σκουντάει στο χέ­ ρι. Πονάς; Ό πεθαμένος βέβαι'α δεν τού αποκρίνεται—Κύττα μυστήρια!, μσυρΐμουιρίζει ό Χούπ. Δέν (μπορώ νά καταλάβω πώς τά κατάφαρε καί τον πήρε ό ύπνος ,μ’ αυτή τήιν τρομερή φασαρία! Στο ιμεταξύ ή μάχη· έχει ικορυφωθή. Οι τρομεροί Μακεδόνες τοξότες πού δέν είναι περισσότεροι ιάπό δέκα, έ­ χουν καταφέρει νά αποκρού­ σουν (μόνοι τους τήν πρώτη ε­ πί θεσι των εκατοντάδων άντι πάλών τους· "Ολοι έκ είναι πού κρατούσαν τούς τεράστι­ ους κορμούς, είναι πεσμένοι στή γή, καρφωμένοι 'άπό τά Φτερωτά βέλη τους. Άλλοι δ ,μως έχουν πάρει τή Θέσι τους σέ μια προσταγή τού Άρατ, πού έπάινω ιστή ,ράχι ενός ζέ βρου τούς παρότρυνε ι μέ άγριες κραυγέςΜια δεύτερηι επ.ΐ|θασις |ά'κόμα πιο λυσσασμένη άκολου θεΐ τήν πρώτη,. Καί ιστό μετά ξύ οί τοξότες τών άγριων ρί­ χνουν ικΓ αυτοί βέλη εναντίον τών ταμπουρωμενών πίσω άπό τις πολεμίστρες Μακεδόνων. "Άλλος ένας τοξότης πέ­ φτει πάνω στά τείχη δίπλα στον πρώτο κΓ άλλος ένας πιο πέρα. Αντίθετα μέ τούς βαρβά­ ρους πού βγάζουν λυσσασμέ νες κραυγές κάί βλαστημούν, οι Μακιεδόνες πέφτουν νεκροί χωρίς μιλιά καί μέ σφιγμένα τά χείλη.

Ό Χαυπ είναι ,μόνο^ αυτή


22 τη στιγμή και δέν κινδυνεύει απτά τά βέλη των ληστών, γι ατΐ τό ανάστημά του δεν ξε­ περνάει τό ύψος τής πολεμί­ στρας. Μόνο τό καπέλλο του εξέχει απτό πάνω ικαί ξαφνικά ένα βέλος έρχεται καί του τό αρπάζει από τό κεφάλι· Ό πυγμαίος γίνεται πϋιρ καί μανία από τό Ουρά του. — "Ενας νά πάη γρήγορα νά ιμου φέρηι τό καπελλάκι μου!, τσιρίζει άγανακτ καμέ­ νος. Ακούσατε τί είπα; ^Αν­ τε καί γρήγορα! Είμαι τό άδερφάκι του στρατηγού σας καί πρέπει νά ρέ υπακούτε μέ κλειστά τά μάτια! "Ενας τοξότης δέχεται στην καρδιά ένα βέλος των ληρπών Πέφτει προς τά πίσω καί σω Ρ'άζεται κάτω ά|τό τά τεί'χη μ5 ένα άπελπισρένο κίνημα. Ό Χούπ τον βλέπει καί γουρλώνει τά μάτια του.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ — "Όχι από κεΐ, βρε χα­ ζομαρία! τσιρίζει. Τί σκάλες τί τις έχουμε, βλάκα; Την έ­ φαγες τη ,μούρη, σου τώρα; Σκύβει πάνω από τά τείχη γονατίζοντας κάί βλέπει τον τοξότη, πδσ,μένον νεκρόν, λίγο πιο πέρα άπό τό άθλιο κα­ πέλλο του. — Τον χαντάκωσε ή μεγά λη του προθυμία τον κακομοί ■ρη!, μουρμουρίζει μέ λύπη>. Δεν έπρεπε νά τους πώ πώς είμαι άδερφάκι τού^ στρατη­ γού τους! / γιατί τούς τρομο­ κράτησα. Στο .μεταξύ ό Κάλ βλέπει πώς ιάπό τούς δέκα τοξότες ^ου μόνο οι* έξη έχουν άπορε ί νει άκόιμα ζωντανοί: Αέν υ­ πάρχει κανένας λόγος νά σκο τωθούν .μέχρι ενός ώσπου νά μίπουν οί εχθροί (μέσα στην πόλι· Θά χρειαστούν περισ­ σότερο μετά λίγη ώρα...^ — " Ενας^ενας θά κάνετε οτι χτυπιόσαστε άπό τά ε­ χθρικά βέλη καί θά πέφτετε κάτω! διατάζει, θά μείνετε ακίνητοι σάν νεκροί ώς την ώ ρ·α πού θά σάς πώ·.. ΟΊ τοξότες υπακούν χωρίς συζήτησ ι στην ικα ινούιργ ι α ιαταγή του. Μέσα σέ λίγες στιγμές οί πολ ε μ ίστρες (άδε ι άζουν άπό τούς υπερασπιστές τους. Ό ίδιος ό Κάλ πέφτει κι5 αυτός ■πίσω άπό τά τείχη καί μένει ακίνητος, άλλά σέ ιμά τέτοια θέσι πού νά μπορή νά παρακο λουιθή ολόκληρη, την πλα­ τεία κάτω άπό τά πόδια του. — Χούπ!, φωνάζει· Πέσε κι5 έσύ κάτω, γρήγορα!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— 'Άδ ιικος ό κάπος!, του λέει ό πυγμαίος. "Οταν είναι σκληρά κάτω ττού θά πέσω ποτέ δεν τά καταφέρνω· ινά κοι μη)θώ καί ύστερα ση,κώινομαι και ιμέ πονεμένα κόκικσλα! Καλύτερα λέω ινά πάω νά φέ­ ρω τό καπελλάκι ,μου! Κι-’ ετοιμάζεται χωρίς α­ στεία νά τρέξη, προς τή σκά­ λα, όταν την ΐδια στιγμή νοιοτθει κατάπληκτος την ικαπελ λάδούιρα του νά ποοσγειώνεται πάνοο στο ικεφάλιτου, περασμ/ένηι όπως είναι άιπό τή μιά μηριά ώς την άλλη άπό ένα μακρύ 6 έλος! Ή εξημερωμένη κόρακαξα ίου ή Μανταλένα, ψτερουγίζει πλάι του του κρώζοντας πα­ ράφωνα. — Βρε καλώς την!, τσιρί­ ζει ό Χούπ. Πώς ήτανε κάΐ μάς θυμήθηκες, ,μωρή Μαντα­ λένα; — Χούπ, πέσε κάτω! / ψω νάζει ό Κάλ θυμωμένος. — "Άκου νά σου πώ !, τσι­ ρίζει ό πυγμαίος νευριασμέ­ νος. Τις παραξενιές σου κρά­ τα τις γιά τους φαντάρους σου! Σέ κακομάθανε μέ τό Τά σου κάνουνε όλα τά κέ­ φια, τό ξέρεις; Έμενα δεν ήρ 8 ε ακόμα ή ικλάσι μου και ό,τι μου καπνίοη, μπορώ νά κά­ νω! Γιά κυττα οι άλητήριοι! Μου τρυπήσανε τό καπελλάκι μου! Πώς θά τις μπαλώσω τώοα αυτές τις δυο τρυπάοες; Ό Κάλ κάνει μιά βουτιά προς τό μέρος του Χούπ. Τον αρπάζει και τον στρώνει κά­ τω μέ τό ζόρι. -—Μή βγάλης άχνα καί μή

23

ιΟ Κάλ αρπάζει τον Χούπ και τον πετάει σαν ιμπάλλα στην αγ­ καλιά ενός στρατιώτη.

σαίλέψης καθόλου γιατί θά σου τις βρέξω!, του λέει άπε ιληττ ικά. Ό πυγμαίος αναγκάζεται επιτέλους νά κλείση τό στόμα του κουρνιάζοντας σε μιά γωνα μαζί ιμέ τήν Μανταλένα· Τρομερά χτυπήματα αντη­ χούν πάνω ατήν πύλη ατά με ταξύ. Η δασεία πόρτα πού είναι ξσμπόρωτη, ανοίγει χωρίς μεγάλη δυσκολία σιγά-σιγά. Οι ληστές δεν ξέρουν πώς οί Μακεδόνες τούς έχουν άνοί ξει επίτηδες. Νομίζουν πώς μέ τούς πελώριους κορμούς έ σπασαν τις μπάρες πού συγ­ κροτούσαν τήν πύλη,. Όρμούν λ ο ιτιάν μέσα σαν ακατάσχε­ τος χείμαρρος, βγάζοντας ά γριά ουρλιαχτά θριάίμβου. Άπό τούς πρώτους όρμάει στην Πέλλα ικΓ ο τρομερός


24

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

"Άραιτ, ,κραδαίινσντας στο χέ­ καί όρμουν μέ μανιασμένες ρι του μιά τρομερή σπάθα. φωνές εναντίον τους. Πάνω στην ράχι του ζέβρου Ωστόσο ^οί τοξότες τινάζον του δίνει διαταγές στους τσι μονομιάς όρθιοι. Τά βέλη στρατιώτες του νά χυθούν βρίσκονται έτοιμα στά χέρια ττρός δλους τους δρόμους που τους καί οί πρώτοι ληστές ανοίγονται στη, μΐιικρή; πλσ|· πού ζυγώνουν σωριάζονται ά τεΐα, πού την τριγυρίζουν κο τιό τά τείχη μέ τρυπημένα τά λώνες /μαρμάρινες ικα'ι ώραΐα στήιθεια τους· οικοδομήματα. Τήν ίδια στιγμή ένας τρο­ μακτικός πάταγος άικούγεται, Ή πλατεία γεμίζει μέσα σά νά χωρίζουν τά έγκατα σέ λίγες στιγμές άλόκληρηι από τά στίφη των ληστών του ■^ης γης· ΕΤναι οί πελώριοι ογκόλι­ "Αοιατ· Άνεμόζουν ακόντια θοι πού ξεχύνονται σάν κα­ τόξα και σπαθιά καί ουρλιά­ ταρράκτης θανάτου επάνω ζουν σάν πραγματικοί δαίμο­ ο τούς εισβολείς πού βρίσκον­ νες. ται κάτω από τήν πύλη, Περισσότεροι από τούς μι Όλάίκληρος ό μεγαλόπρε­ σούς πού επετέθηισαν στην ά πος πύργος πού βρίσκεται πά νστολική πύλη, έχουν μπή μέ­ νω· από κάθε πύλη στά τείχη σα στη μικιρή πλατεία του 5Α είναι γεμάτος μέ πελώριους ριστοτέλους καί την έχουν γε βράχους, πού ξεχύνοντας μονο μ ι σε ι άσφυκτ ιικ ά. μ:άς μέ τό άνοιγμα μαάς κα­ Οί άλλοι έχουν συγκεντρω ταπακτής. θή όλοι ιμπροστά στην πύλη Κάτω άπό τόν ασήκωτο όγ πασχίζοντας ποιος νά πρωτοκο τους, τά κόκκαλα σπάζουν. μπή μέσα. Τά κρανία συντρίβονται. Τά ·*0 Κάλ τινάζεται όρθιος α­ κορμιά τών ληστών πολτοποι­ πό τ ήθέσι του ·καΐ ή αστρα­ ούνται· φτερή πανοπλία του λάμπει στον ήλιο. Μιά δυνατή κραυ Φρικιαστικά ουρλιαχτά άνγή ξεφεύγει από τό λαρύγγι ηχούν στον αέρα καί οί Χρι­ του. Τόσο δυνατή πού γιά μιά στές τού "Άρατ σκορπίζονται στιγμή σκεπάζει όλη τή βοή προς τά πίσω τρομαγμένοι/ -.ής μάχηςόσοι δέν είχαν προλάβει νά Οί βάρβαροι πολεμιστές μπουν στήν Πέλλα άπό τήν τ,σύ περνούν από κάτω τους ανοιχτή πύλη. καί μερικοί πού έχουν σκαρ­ "Έτσι ή μυρμηγκιά τών λη φαλώσει επάνω ατά τείχη, ατών βρίσκεται κομμένη στά δεν τούς έχουν δώσει κσμμιά δυο. προσοχή ώς τήν ώρα γιατί Ό "Αρατ πού έχει φτάσει τούς περνούσαν γιά σκοτωμέ­ στήν άλλη άκρη τής πλατείας νους. γυρίζει καί βλέπει ψρενιασμέ Στή φωνή τού Κάλ γυρί­ νος πώς ό δρόμος έχει κλείσει ζουν £κ.πληκτρι κάί θυμωμένοι πίσω του. Α^ρρί λύσσας φςχ


ΤΗΪ 20ΫΓΚΑΑ1 νερώνονται στο στόμα του· — 5Εμπρός!, ουρλιάζει κιλω/τσώντας ρέ μανία τά πλευρά του ζέιβρου του. Θά τρέξωμε νά άνοίξωμε και τις άλλες πύλες! Ή Πέλλα είναι δική μας! Μά δεν προλαβαίνει νά κά νη οΰτε ένα 6ήρα και ξαφνικά αναγκάζεται νά συγκράτηση τά χαλινά)ρια του ζώου. Τό πρόσωπό του δείχνει· τροιμερή και δυσάρεστη έκπληξη Μέ­ νε ι σάν άπολ ι θαλμένος. Γιήρα γύ)ρω στην πλατεία πού ώς αυτή τη στιγμή φαι­ νόταν έρημη καί εγκαταλειμ­ μένη στά χέρια του, ξεφυτρώ­ νουν σάν ,μανιτάρια εκατον­ τάδες Μακεδόνες τοξότες ! Πίσω από κολώνες πάνω σε προπύλαια οικοδομών, σέ γέ­ φυρες, μέσα από παράθυρα ή πόρτες, εμφανίζονται ·μέ τά τόξα στά χέρια καί τά βέλη αρχίζουν νά πέφτουν πραγ,μα τικά σάν βροχή ανάμεσα στο στρατό του, «σπέρνοντας τον όλεθρο! Είναι κυκλωμένος από παν­ τού. Τρίζει τά δόντια του μέ λύσσα βλέποντας πώς δέν μπορεί νά κάνη τίποτα- Οι Μακεδόνες τοξότες δέν αστο­ χούν ούτε μιά φορά. Μέ μεγά λη ψυχρά ι μ ί α σημαδεύουν^ κ αί τά -βέλη τους βρίσκουν πάντα τό στόχο τους. Τρελλοί από πανικό, οί ληστές στριφογυ­ ρίζουν σάν θηρία στο κλουβί τους και ούτε σκέπτονται νά πολεμήσουν καθόλου. Προοπα θούν νά βρουν μιά δίοδο πού θά τούς όδηγήση στη σωτη­

1%

ρία. Μά όλοι οί δρόμοι είναι κλειστοί. Είναι οριστικά χα­ μένοι. _ — Τον αρχηγό τους!, δια τάζει μέ βροντερή φωνή ό άτρόμηΐτος Κάλ πάνω από τά τείχη. Ρίξτε τον "Αρατ! Οί τοξότες του σημαδεύουν ιόν άγριο βασιλιά. Έΐκεΐνος διμως γοργός στή σκέψι καί πεπειραμένος πολεμιστής, έ­ χει ικαταλάβει πιά τί τον πε­ ριμένει άν /μείινη, περισσότερο πάνω στή ιράχι τοΰ ζέβρσυ, ξεχωρίζοντας από τούς πολε­ μιστές του καί δίδοντας έτσι θαυμάσιο στόχο. Πηδάει στή γη. "Ενας σω­ ρός άπό τούς στρατιώτες του τον ^ περ[κυκλώνουν. Τον προ φυλάνε, ,μέ τά κορμιά τους· Κι’ οσο.ι απ’ αυτούς πέφτουν τρυπημένοι άπό τά βέλη των Μακ εδόνων·, τού ς άντ ικ α θί στούν άλλοι καί άλλοι... — 5 Ακολουθήστε με!, ουρ­ λιάζει ό γιγαντόσωμος "Αρατ. Όρμα προς τά τείχη, σ' έ­ να σημείο πού βλέπει πώς υ­ πάρχουν οί λιγώτεροι τοξότες "Ωσπου νά φτάση, οί μικτοί άπό τούς σωματοφύλακες του έχουν πέσει νεκροί. Μά τότε ό άγριος βασιλιάς χύνεται μέ γυμνό τό πελώριο σπαθί του καταπάνω ατούς λευκούς τοξότες. Είναι τρομερός ^Αρατ. Τό όονάστημά του είναι γιγάν τιο καί ή δύναμίς του φοβερή "Οσο κι5 άν είναι γενναίοι οί Μακεδόνες, δέν μπορούν νά τά βάλουν πέρα μαζί του στή ■μάχη σώμα μέ σώμα. Μέ «μερικές σπαθί ές σωριά


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

26

ζει κάτω τούς αντιπάλους του πού του φράζουν τό δρόμο. Πηδάει επάνω στις πολεμί­ στρες· Μαζί του χύνονται και οι λίγοι πού άπάμειναιν κον­ τά του. .Και τότε ανάμεσα σε μια πραγματική -βροχή άπό βέλη πού σφυρίζουν γύρω τους, ό ’Άρατ πηιδάει έξω άπό τά τεί χη, άπο ύψος πού δύσκολα κα νείς θά έκανε ένα τέτο.ο πηΐδη|μα. Μά δεν παθαίνει τί­ ποτα. Σωριάζεται κάτω, άλ­ λα πετιέται καί πάλι όρθιος και τρέχει σαν τρελλός κατά την πεδιάδα. Δυο τρεΐς ακό­ μα πηδούν πίσω του ενώ ο.ι άλλο ι σωρ ι άζοντ α ι νεκροί πριν προλάβουν νά ικάινουν τό πήδημα η πηίδούν προς τά έ­ ξω, άλλα ιμ’ ένα βέλος βαθειά καρφωμένο στη ράχι·... Στο μεταιξύ ή μικρή εκείνη πλαίτεΐα έχει γεμίσει άπό τά

— 17Ηρθε ή ωρα σου, λευκέ σκύλε!, μουγγρίζει ό 'Άρατ.

πτώματα των βα,ρ-βάρων. Ή πρώτη μεγάλη νίίκη τών Μακεδό'νων εναντίον τών ορδών του "Αρατ έχει κερδιθή! ΣΕ ΠΡΟΚΑΛΩ, ΑΡΑΤ!

Ι ΑΠΩΛΕΙΕΣ ανάμε­ σα στους τοξότες τού Κάλ είναι ελάχιστες. Μόλις ή τρομερή μάχη τελεί­ ωνε ι, όλοι ξεσποΰν σε ούρανομιήικει ς ζηιτοκρ αυγές. ’Όλοι οί άξιωματ ιικοί, ,μέ έ* π ι κεφ αλής τον ήλικιωμένο χι­ λίαρχο, τρέχουν δακρυΐσιμόνοι άπό χαρά νά συγχαρούν τον νεαρό βασιλιά τους. Μά εκείνος δεν εΐιναι καθό­ λου χαρούμενος... Στέκεται πάνω στα τείχη καί -με σκο­ τεινά βλέ)μ)μα πσρακολουθε? τον ’Άρατ πού φεύγει τρέχον τας στήν κοιλάδα. Ό χιλίαρ­ χος έρχεται κοντά του. Τον αγκαλιάζει.

Ο

Ό Κάλ πιάνει από τό χέρι τή Μπέλλα καί βγαίνσυν μέ σταθερό βήμα στην ττεδιάδα.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— * Εσωσες την Πέλλας 6α σιλόττουλό ·μόυ!, του λέει γε ματός χαρά: Ή νίκη αύτή ήταιν (μεγάλη.! — Όχι άκόιμα!... μσυρμου ,ρίζει ό Κάλ χωρίς χαμόγελο. Οι εχθροί είναι πολλοί, έστω κΓ αυτοί που άπρ μείνανε..^· Κι5 ό 'Άρατ την όίλλη φορά πού θά κάνη, έιπίθεσι θά ττροογχη περισσότερο... Δέν έπρε π£ νά ,μάς ξεφύγη.·. Χωρίς τον αρχηγό τους Οι βάρβαροι αύ τοί ληστές θά διαλύονταν εύ κόλα,,, Τώρα·.. -— Θά τούς νικήσουμε, Καλ λίνη! / φωνάζει ό χιλίαρχος με πίστι. Μ5 εσένα μπροστά δέν φοβούνται τίποτα οι στρατι­ ώτες μας τώρα πια! Ό Χούπ πού είναι πλά'ί α­ πό τον Κάλ καί ακούει τή συ ζήτηρι, - ξεσπάει ξαφνικά σέ τσιριχτά γέλια. — 'Ωραΐο καλαμπούρι αύ-

Τό χτύπημα είναι τρομερά άλλα το χέρι του διαδόχου της Πέλλας δέν λυγίζει ούτε ένα χιλιοστό!

27

'Ο Κάλ δένει στο άρμα τό πτώμά ΤόΟ 'Άρατ μέ άλυσσιδες.

τό!, λέει μέσα από τά χαχα νητά του· Τράβα έσύ μπρο­ στά Κι έμεΐς έννοια σου δεν φοβόμαστε ’· , _ Ό Κάλ ικώ^ει μια ξαφνική και ανήσυχη, κιΌ,0.1 · Τα μ > τια του λάμπουν. ,λπλωνει ο χΐάρΥ του και ^ δεί'χν^.’ π Ρ κατά την πεδιάδα. ^ «ι_| — Έκεΐ /μουρμουρίζει. 'ι, καινούργια έπίθεσις του ’Άρατ δεν θ’ ιάργήαη νά γίνη! Πραγματικά έχει δίκιο. Ό αρχηγός των ληστών ί-< χει πάψει νά ηρέχιη πιά. Οι πολεμιστές του τον έχουν δι-= α κρίνει και τον έχουν άναγνω ρίσει. Τρέχουν αύτόί προς τό μέρος του· 'Ο ’Άρατ κάνει κάτι .μανι­ ασμένες χειρονομίες. ^ Του<~ καίλεΐ· Μαζεύονται σιγά-σιγα γύρω του άλες οι δυνάμεις πού διαθέτει. Είναι ακόμα πολλές χιλιάδες μαύροι πο-


28

•λ ε μύστες ττού γεμίζουν τον κάιμττο. Τότε ό άγριος φύλαρχος δείχνει κατά την Πέλλα και το στράτευμα ξεκινά για μια ακόμα φορά. — Λες νά χρησιμοποιήση τ,ήν ίδια πύλη για νά ,μττη στη Πέλλα; ρωτάει ό χιλίαρχος παραξενεμενος, βλέποντας ό τι ό ατραπός των βαρβάρων ε χε; πάρει τήν ίδια κατεύθυνσι. — 5Ασφαλώς !, Αποκρίνε­ ται γαλήνια το παιδί1· — Μετά άπό αυτό πού έπαθε; — Τώρα: θά ξέρη^ ότι δεν πρέπει νά κλειστή μέσα στην πλατεία. Μόλις μπουν θά κυτ τάξουν ν’ ανέβουν στά τείχη. — "Έχεις δίικιο μουρμουριιζε ό γέρο -πολεμιστής. Και τότε ή θέσις μας θά είναι πο­ λύ δύσκολη·.. — Θά δούμε!, λέει ό Κάλ και τά μάτια του αστράφτουν· Υπάρχει πάντα μια λύσις... — Ποια είναι αυτή; Μά ό Κάλ στέκεται ^διστα κτικός χωρίς νά άπαντά, ενώ ό στρατός τών βαρβάρων πλη σΐ'άζει άτειλητικός απέχοντας μόλις λίγες δεκάδες μέτρα ά πό τά τείχη. Ό γέρο - χιλίαρχος και οί άλλοι αξιωματικοί τον παρα­ τηρούν με κάποια άνη)συχία τώρα. Μά ξαφνικά ό Κάλ πετιέ­ τσι πάνω στις πολεμίστρες. Σηκώνει το χέρι του ψηλά μέ μιά έπιβλητική κίνησι. Ό χιλίαρχος Αλλάζει ένα ©λήμμα γεμάτο περιέργεια μ5

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

έναν έικατόνταρίχο πού στέκε­ ται δίπλα του—Τι θά κάνη άραγε; ρω­ τάει μέ χαμηλή φωνή· Ό τρομερός άρχηγός τών βαρβάρων βλέπει τό γιγαντό­ σωμο αγόρι μέ τήν άστραψτε ρή πανοπλία πάνω στά τείχη. Βλέπει καί τήν κίνησί του κάΐ σταματά περίεργος, ενώ τά μάτια του γυαλίζουν άπό μί­ σος καί κακία. Σταματά παραξενεμενος. "Ολος ό άτακτος στρατός του σταματάει μαζί μέ τή δική του κίνησι. ^— "'Λρατ!, φωνάζει ό 'Κάλ υιέ βροντερή φωνή. "'Αρατ! Μ* άκοΰς; — Σ’ ακούω, λευκό φίδι!, ουρλιάζει ό πελώιοιος μαύρος μέ λύσσα. Γιά τελευταία φο­ ρά σ’ ακούω γιατί σέ λίγο κι* εσύ καί όλη ή φάο·α σου θά εϊσαστε νεκροί! 'Όλοι έκτος άπό τή λευκή κοπέλλα πού θά γίνη γυναίκα μου! Αυτή πού μου κλέψατε! —■ Ή λευκή κοπέλλα θά νινη δική μου γυναίκα!, φω­ νάζει ό Κάλ μέ μάτια πού λά μπουν παράξενα. "Άρατ! "Άν δέν είσαι πολύ δειλός, σέ προ καλώ νά μονομαχήσουμε γι’ αυτήν! Ένα τρομερό ουρλιαχτό άκούγεται άπό τό λαρύγγι τού βάρβαρου βασιλιά, πού αν­ τιλαλεί ως πέρα τον κάμπο. — Θά τολμήσης νά μονομαχήσης μαζί μου, σκουλήκι, ξεφωνίζει, ή προσπαθείς νά μέ παρασύρης σέ καμμιά πα­ γίδα; Δέν θά μέ ξεγελάσης αυτή τή φορά! Δέν μπορείς


της

ίόγίΚΛΑί

νά τολμήσης νά σταθής άπέναντί μου γιατί μόνο μ5 ένα χτύπημα θά σέ συντρίψω! — Διώξε τον στρατό σου τριακόσια μέτρα πίσω, *Άρατ! Ό τρομερός μαύρος ξεσπά ει σέ ενα γέλιο άγριο ττού τον κάνει νά τραντάζεται όλόκλη, ρος. — Σου είπα πώς δεν θά με ξαναγελάσης, σκύλε!, μουγγρίζει. Νά διώξω τον στρατό μου, έ; Μήπως θές νά έρθω μόνος μου εκεί μέσα γιά ν ά μονομ αχ ήσουμ ε; — Ή μονομαχία θά γίνη στο σημείο πού βρίσκεσαι αύ τή τή στιγμή!/ φωνάζει ό α­ τρόμητος Κάλ ψυχρά. Γι5 αυ­ τό σου λέω νά δίωξης τον στρατό σου μακρυά! Θά μειώ­ νουμε μόνο σι δυο μας στη μέση, ανάμεσα στά δυο στρα τόπεδα... Δέχεσαι ή φοβάσαι; Ό αγώνας θά είναι μέχρι θα­ νάτου! ..· Άφροΐ λύσσας φανερώνον­ ται στην άκρη των χειλιών τού "Αρατ· — Θέλω καί τή λευκή κοπέλλα νά τή βλέπω! Νά βγή άπό τά τείχη καί νά είναι καν τά!, μουγγρίζει μέ μάτια πού πετούν φλόγες. Διαφορετικά; δεν πιστεύω ότι θά μου τή δώ σαυν δταν σέ σκοτώσω! Ό Κάλ γιά μιά στιγμή χίλωμιάζει. "Οταν έκανε αυτή τήν πιρότασι στον απαίσιο λη στή, δέν φανταζόταν πώς τά πράματα θά είχαν τέτοια τρο πή. Μά τώρα δέν μπορεί πιά νά κάνη διαφορετικά. 3Άν δέν βάλη σέ κίνδυνο τή ζωή τής

Μπέλλας, θά χαθή σίγουρα ή Πέλλα ολόκληρη καί μαζί μ’ αυτήν καί ή αγαπημένη του. — Περίμενε!, φωνάζει βρα χνά. Θά εριθη καί ή καπέλλα, "Αρατ, όπως τό θές! Θά έρ~ θη γιά νά παρευιρεθή στο θά­ νατό σόυ! •Γυρίζει στον κιωμ,ικο πυ­ γμαίο. — Χούπ, λέει βλοσυρά, θά σέ οδηγήσουν στο ανάκτορο. Νά παρακάλεσης τή Μπέλλα νά έρθη αυτή τή στιγμή πού τή χρειάζομαι..·. — Κι’ άν παίρνη τό μπάνιο της; λέει ό χοαζο-Χούττ μέ άπορίΐα. Νά τήν περιμένω νά βγη; —Τρέξε λοιπόν ανόητε!/ ρουγγρΙίζει ό Κάλ. Δέν κατα λαβαίνεις ,δτι παίζεται ή ζωή δλων μας αυτή τή στιγμή; — Βρε μάτια μου!, τσιρί­ ζει ό πυγμαίος άγανακτισμένος. Τι σου λέω εγώ καί τί μου λές εσύ! Ωραία: Τό κα ταλαβαίνω πώς θά γίνη σα­ ματάς καί τρέχω! Μά, άν τυ­ χόν τό κορίτσι είναι στο μπά­ νιο τί νά κάνω; Νά τη σηκώ­ σω [μαζί μέ τή μπανιέρα καί νά τή φέρω εδώ; Ό Κάλ όρμάει, αρπάζει τό Χούπ καί τον πετάει σά μπάλ λα ιστήν αγκαλιά ένας στρα­ τιώτη. —Πηγαίνετε τον στον α­ νάκτορο νά φέρη τή συντρόφιισσά μου! διατάζει κοφτάΠ άρτε τό άρμα γιά νά κάνετε γρήγορα!. Ό Χούπ βρίσκεται χωρίς νά τό καλοκαταλάβη· πώς μέ­ σα στο άρμα τού βασιλιά


.ι.;„ .ή

νης Πέλλας, νά τρέ,χη κατά το παλάτι— 5 Αμάν, παιδάκι μου!/ τσιρίζει στον αδηιγό του. Τι τζανο|μπέτης πούχει ράνει αυ τός ό άνθρωπος! Σάς κλαίω μέ τέτοιο λοχία πού σάς πέ­ τυχε !

ΚΑΑ — Ο ΚΫΡίόϊ

θει από τόν Μακεδόινα στρα τ;ώτη τί ακριβώς τη θέλει τό νεαιρό βασιλόπουλο. Δεν φο­ βάται για τόν. εαυτό της ή ατρόμητη. κόπέλλα. Δεν λογά ριάζει τόν θάνατο. "Έχει .μά­ λιστα κρύψει τό ραχαΐρι της στον κόρφο της/ ώστε άν νικήση, 6 Αραττ στη μονομαχία ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ νά σκ οτ ωθή την Τ6ι α ^ στ ι γμ ή ΓI ΓλΝΤΩΝ για νά μην πεση ατά χέρια του! ΑΡΑΤ διώχνει το Οπρα Μά ή καρδιά της είναι μαύ τό του τριακόσια μέ­ ρη άπό την απελπισία για τρα πίσω. Στο διάστη τόν Κάλ. Δεν φαντάζεται πώς μσ δέ πού ό γιγαντόσωμος τό αγόρι θά μπορέση· νά τά βασιλιάς τώιν βαρβάρων βίρί βγάλη πέρα μέ τόν τρομερό έ σκέται ολομόναχος άιπέναιντι κείνον γίγαντα, πού ό πόλε­ στά τείχη, της Πέλλας, ή πεν μος είναι η δουλειά του άπό τά|μορ<ρη σΐυντρόφ ισσα τού τόν καιρό πού γεννήθηκε. Κάλ έρχεται καί τον βρίσκει Ωστόσο ό Κάλ δίνει τις τε στά τείχη,. Είναι κατάχλωρη λευταΐες οδηγίες του στον χι­ σάν πεθαμένη, γιατί έχει μά λίαρχο Σθένο, όπως είναι τ5 σνρμά του— Έάν νικήσω, λέει μέ ήρεμώτατη φωνή σάν νά συζητάη γιά τόν καιρό, τά δυο τά γματα τού πεζικού μέ τις «σάρριζες», μέ τούς τοξότες στά δυο πλάγια, θά επιτεθούν αμέσως στο κέντρο των βαρ­ βάρων. Κύ άν ακόμα οί λη>» οτές δέν υποχωρήσουν, οπω­ σδήποτε θά γίνη κάποιο ρή­ γμα στο σημείο τής έπιθέσεως· Τότε τά δυότάγματα τού ιππικού θά ριχτούν ατά πλευ ρά τού έχθ|ρού καί θά τηροσπα Θήσουν νά τά διασπάσο,υν. ΕΤ μαι βέβαιος πώς θά διαλυ­ θούν οί βάρβαροι όταν δέν θά έχουν τόν άρχηγό τους, γιατί — Τί κάνετ* εκεί, καλέ Χο Ο­ δέν θά ξέρη κανείς ποιος εί-^ λες; τσιρίζει ό Χο6π. Γιατΐ^ μου ναι ό αρχηγός γιά νά δώστηΓ βάζετε δάφνες; Στιφάδο θά μέ κάνετε; διαταγές καί οί απλοί στρα­

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τιώτες δεν θά ξέρουν ποιόν να πιρωτο-υπαικούσουν.... Νά μου φέρετε και τό άιριμα. "Αν πάλι νικηθώ... Τότε θά βαστή ξετε όπως μπορέσετε·.·. Καλή τύχη,··.. — Κοίλη τύχη σ’ εσένα, σιλόίπουλο! Ή Πέλλα σ’ ευ­ γνωμονεί οποίο και νά είναι το άποτέλεσμα... Και σένα Και τη νεαρή κόρη.·. Ό Κάλ πιάνει από τό χέ­ ρι τή Μπέλλα καί βγαίνουν με σταθερό βήμα στην πεδιάδα. Πιάνω από τά τείχη όλοι οί τοξότες είναι έτοιμοι νά έπέμ βουν άν οι ρρδές του ’Άρατ Κάνουν καιμιμιά επιθετική κί;νησι ενάντιάν του βασιλόπου­ λου!. .. — Φοβάσαι; ρωτάει 6 Κάλ τή Μπέλλα καί προσπαθεί νά χαμογ ελάση. — "Όχι! , λέει σταθερά τό κορίτσι. Όχι, γιατί είμαι βέ βαιη πώς θά τον νικήσης καί θα σωθούμε όλοι ! Λέει ψέματα/ αλλά θέλει νά 7 ου δώση θάρρος / ^χωρ ί ς ^ νά ξέρη πώς ό Κάλ έχει τόσο πού δεν χρειάζεται περισσότε ρρ·

Μά καί ό Χούπ ακόμα είναι ανήσυχος, καθώς παρακολοιυθεΐ τή σκηνή πάνω από τά τείχη. ^ ^ ν — θά^φάη> μου φαίνεται τής χρονιάς του ό κουτεντές, απ’ αυτόν τον ψηλέα τό μελαχροινό! Έγώ δεν τον ζύγω να γιά καυγά, πού νά μου δί νανεί·. δέίκα <σφαλιάρες οί Χουλες μου! Πάντως καλό θά του κάνη λίγο ξύλο γιά νά βάλη /μυαλό, γιατί τόχει πα-

31

(0 αγγελιοφόρος έρχεται άπό πολύ μακρυά και είναι γεμάτος σκόνες καί πληγές...

ρσ.ξυλώσει πια! Ό Κάλ φτάνει δέκα μέτρα απέναντι στον 'Άρατ καί στα ματάει·. Κάνει νόημα στή συν τρόιφισσά του πού πάει καί στέκεται λίγο παράμερα* Εί ναι χλωμή κι’ ακίνητη σαν ά­ γαλμα. Τά κατακόκκινα μάτια τού 'Άροπ πετοΰν φωτιές Θριάμ­ βου κυττάιζσντάς την. "Υστε­ ρα σφίγγει τήν σπάθα του καί προχωρεί έναντίον του Κάλ. — 9 Ηρθε ή ώρα σου!, λευ κέ σκύλε, μουγγρί'ζει. Ωραίο κόλπο >μού έπαιξες, τό πα­ ραδέχομαι ! Τώρα όμως θά τό πλήρωσής!.*. Ή φωνή του είναι βροντε­ ρή. Τά λόγια του άκαυγονται μέχρι έπάνω στά τείχη τής Πέλλας.


32■

-

'

-

ΚΑΛ

------------ —

Ταυτόχρονα 8ε μέ τά λό­ για ό τρομακτικός 3Άρατ χύ­ νεται μέ μανία καταπάνω στο ■λευκό αγόρι. Υψώνει την τρο ιμερή σπάθα καί χτυπά με άψάνταστηι δύναμι. θέλει νά συντρίψη τον άντίπάλό του μέ ένα χτύπημα, όπως τό εΐπε. Ό >Κάλ σηκώνει κι5 αυτός τό ίδιο σέ (μέγεθος καί βάρος σπαθί του επάνω άιπό τό κε­ φάλι του. Τό σπαθί τού 3Άραχ βρίσκει τό σπαθί» Μεγάλες σπίθες ξεπετιοΰνται δεξιά κΓ αριστερά άπό τό άγρ ιο χιτύττη μα. Μά τό χέρι τού Καλλίνη τού διαδόχου της Πέλλας# δεν λυγίζει ούτε ένα χιλιοστό.! Τό σπαθί τού 'Άρατ σταματά σά νά χτύπησε πάνω σέ άκλόνη το βράχοΌ βάρβαρος δέ νμπορεΐ νά πιστέψη τά (μάτια του πού γουρλώνουν άπό έκπληξι και ξαφνικό τρόμο. -Βλέ^τει τις α­ τσάλινες ΐνες πού δένουν σά μετάλλινα σύριματα τά πελώ ρ:α μπράτσα του^ καί κατα­ λαβαίνει ,-μονομιάς ότι έχει βρή έναν αντίπαλο, πού όμοι όν του δεν είχε άντιμετωπίοει ποτέ. Όπιισθοχωρεΐ μηχανικά έ­ να βήμα. Ό Κάλ .σηκώνει μέ τη σειιρά του τη σπάθα του καί χτυ πά ιμέ μανία. Μέ όλη, του την άυπέιρβλητη δύναμι. Ό "Αρατ σηκώνει τό σπαθί επάνω άπό τό κεφάλι του γιά νά προφυλαχτή, όπως ακρ ιβώς είχε κά νει κΓ 6 Κάλ* Τό σπαθί τού αγοριού βρΐ σκει έκεΐνο τού βάρβαρου, μά ή ορμή· του είναι τόση, πού

0 ΚΥΡΙΟΙ

σπάζει τό σπαθί τού "Αρατ σά νά ήταν ξύλινο! Ταυτόχρο νσ πέφτει άσυγκράτητο ανά­ μεσα στον λαιμό καί στον ώ­ μο τού αντίπαλου του. Μ5 ένα μουγγριηιτό λύσσας καί πόνου ό μαύρος γίγαντας κλονίζεται καί πέφτει! Είναι νεκρός μ3 ένα μόνο χτύπημα τού νεαρού βασιλιά τής Πέλ­ λας! ·... 0 ΝΙΚΗΤΗΣ I ΛΗΣΤΕΣ μένουν ά* κινητοί σαν αγάλματα ανίκανοι γιά μια ικίνήσι ή γιά μιά σικιέψιι. Ή Μπέλλα πρώτη κινείται καί ρρμά μέ κλάματα χαράς προς τό μέ­ ρος τού Κάλ.. Ταυτόχρονα, σχεδόν 6 Μα­ κεδονικός στρατός βγαίνει ά­ πό όλες τις πύλες πού άνοί^ γουν διάπλατα, σύμφωνα μέ το σχέδιο τού βασιλόπουλου. Τό άρμα του έρχεται γρήγο­ ρο προς τό ,μέρος ταυ. Ό Κάλ δέΐνει σ3 αυτό τό πτώμα τού "Άρατ, μέ βαρείες άλυσσίδες ενώ στέλνει τη Μπέλλα πίσω στην πόλι μ3 έναν φρουρό . Οί ληστές στην αρχή βλέ­ πουν πώς είναι πειριισσότεροι καί επιτίθενται μέ λύσσα# ό­ λοι μαζί. Μά οί Μακεδόνες ξέ ρουν νά πολεμούν. Οί σάρριζες κάνουν θραύσι. Την ίδια στιγμή τό ιππικό βγαίνει ν* άποτελειώση τό έργο πού έ­ χει αρχίσει ό Κάλ, καθώς μέ ιό φτερωτό άρμα του σκορ­ πάει τό ^θάνατο ο?νάμεσα στά στίφη των βαρβάρων· Οί ληστές σκορπίζουν με τρομαγμένες κραυγές κυνηγη

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

μένοι αητό τους καβαλλάρηδες Πολύ λίγοι καταφέρνουν να γλυτώσουν καί νά χαθούν στά μακρυνά βουνάΌ Κάλ έπι/στρέφει^ θριαμ­ βευτής στην Πέλλα. Πίσω απτό "ό αρμα του σέρνει το πτώμα του φοβερού έχθραυ, όπως τό έχει υποσχεθή στον πατέρα του. Ό ,Χούπ στέκει κοιρδωμέ^ νος δίτπλα του καί γαιιρετά τά πλήθη μέ την κ απελλαδουρα του, περασμένη άκο|μα παρα­ πέρα ιμέ τό βέλος. —θά τ’ άφήσω ξέρεις αυ τό τό βέλος νά θ,ρί/σκεται!, ^ου λέει του Κάλ σοβαρά. Θά κάνη δυο δουλειές! —Τΐ δουλειές; ρωτάει τό λευικό αγόρι περίεργο τί κου τα;μόρα θά πετάξη πάλι ό κω μιικός φίλος του. — Νά!/ λέει εκείνος. Μέ­ σα στο σπίτι θά παρ.ιστάνη την καρφίτσα καί στο ύπαι­ θρο.·. τον ανεμοδείχτη!

"Ολοι οί κάτοικοι τής Πέλ λας έχουν βγή στους , δρόμους τής πάλεως καί γεμίζουν μέ άνθη τούς νικήτας πού περ­ νούν άπό τούς δρό)μους κατευθυνό, μενοι προς τό παλά­ τι. Έκεΐ ή Μπέιλλα καί ή Χού λα υποδέχονται τον Κάλ καί τον Χούπ περνώντας τους έναι στεφάνι δάφνης στο λαι­ μά Ή Πέλλα γιορτάζει ξέγνοι αστη άπό τον τελευταίο πολίτη; μέχρι τον βασιλιά Αλέ­ ξανδρο πού ή χαρά τής νίκης του ξαναχάρισε τή ζωή* Μά κανείς δεν ξέρει πώς ένας αγγελιοφόρος γεμάτος σκόνες καί πληγές, θά φθάση σέ λίγες στιγμές έξω άπό τά τείχη... Ό αγγελιοφόρος αυτός εί­ ναι Μαικεδόνας.·. 'Έριχεται ά­ πό πολύ μακρυά.... "Από μια χώρα παράξενη καί τρομερή· Κι" έχει ν’ άναγγείλη έναν και νούργιο μεγάλο κίνδυνο γιά την ιερή Πέλλα...

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Άποκλειστικότης:

Γεν. Εκδοτικά!

Επιχειρήσεις

Ο.

ΡΩΜΑΝΟΣ Ε.


^Τνν·^'γ:ν;ννννγΤ^ν'^^

ΚΑΑ

-

Ο

ΚΥΡΙΟΙ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

£ΒΔ«Κ3ΑΔΜ!@ ίΕΝΦΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία:

'Οδός

Λέκκα

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

22—Αριθμός

9—Τιμή δ ρ αχ.

2

Δημοσιογραφικός Δ) ντής: Σ. Άνεμοδουρας,Στρ.Πλαατήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής ·Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 3ί8* ΓΊροϊστ. τυπτογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’Αθήναι.

"Ενα καινούργιο κεφάλαιο για συγκλονιστικές περιπέ­ τειες ανοίγεται από τό έπόμενο τεύχος μαι^ για τό θρυ­ λικό Κάλ. "Ενα καινούργιο πεδίο γιά... γ κάψες, οπόν α­ νεκδιήγητο Χούπ.

ΠΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΙ Τό λευκό αγόρι, ό τελευταίος απόγονος του Μεγάλου -Αλεξάνδρου, άναλοομβάνει μια ικατοπτληκτική άποστολή καί ξεκινάει μαζί μέ τούς συντρόφους του γιά μια παρά­ ξενη χώοα πού την κατοικεί ένας παράξενος λαός... ΚΙΝΔΥΝΟΙ — ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ — ΜΥΣΤΗΡΙΟ — ΔΡΑΣΙΣ: Μέ τον ΚΑΛ καί τή ΜΗ ΕΛΛΑ. ΓΕΛΙΟ ΜΕΧΡΙ ΣΚΑΣΙΜΑΤΟΣ: Μέ τόν ΧΟΥΠ καί τή ΧΟΥΑΑ.


Αρζ/εί βπο ουλ ταειλι ΠΟΥ ΣΤΗ ΧΑΛΑ/ ΠΛ Μ/Λ άΟΥΥ/ε/Λ ΜΟΥ. ΑΠΟ πεΝ£ΡΥ£/β η/ΤΗλίΛ ::β υλπο/ο κλταζγηπλ Μ-Λ *ΑΖ£Ψ£ /

ΑΚΟΥ2Ρ) ΟΤΙ 6ΚΒΤΟ δΟΗθΗέεΐ ΠοΠΛοΥΒ /VΑΠΑΛΛΑΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΑΠΗΡ<ΛΤΑ Τΐον τΟΥί 0ΑΤΑΝΙΖΑΝ. Ρ/1Π/ τς> ΝΑ ΜΗΘΗΖΒΤί: XI

Λ'ήι ομοβ Κβ ΙΛΙ ΑΧΟΥ ζ$ ηΡΥΤΑ..

(ΜίΝΡ\.

επα ΟΗ Λ£Ν Π/£Τ£ΥΑ ££ ΠΥΟ ΠΗψ£/£ ΤΟΝ ΑΓΟΡΑΣΠ ΚΑΙ ΤΟΝ τοπσοετΗίη ετο λ9ματ/ο Μ ΟΥλ—— '-----------"" ϊ—7 πρρ/ρργο οεο υ>α/ να ) ΤΟΝ γΛΘΑΡ/ΣΡ Α£Ν ΠΑΛΙ-

Ζ£ί· ■ ■

ί


I

Ο ΚΥΡΙΟΕ


ΠΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣ1

ΤΟ ΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ

ξάνδρου — χάρισε στην Πέλ­ λα (*). Μέσα στο μεγαλόπρεπο κσ I ΙΑΧΕΣ τής μεγάλης τάλευικο ανάκτορο, πανηγύρι νίκης δεν έχουν σβήσει ζουν κι5 έκεΐ. Τό θρυλικό παι­ άιχχίμα στην ιερή πάλι δί, ό Κάλ, ,μέ την πεντάμορφη τήις Πέλλας. Οι Μακεδόνες συντρόφ ισσά του τή Μπέλλα πανηγυρίζουν τρέλλοι από χα τή χοντρή νέγρα Χουλα και ρά στους 5ιροιμου*ς τήις πόληις Χούπ· τον κωμικοτραγικό Μέσα στις >μα|ρ|μαρένιες πλα­ τον πυγμαίο, μαζί ,μέ τον γέρο τείες καΐνε μεγάλες φωτιές. Καλλίνη/, τόν λαβωμένο βα­ "Αντρες, γυναίκες και παιδιά σιλιά και τή βασίλισσα, διη χορεύουν γύρω - γύρω για νά γουινται πώς έγινε ή μεγάλη γ Όρτάισουν τον θρίαμβο. Τό ρεγάλο θρίαμβο πού ό νεαρός (*) Δ:ιάβαΐαΊε τό προηγούμενο 9ο Καλλίνης — ό τελευταίος α­ τεύχος τού «,ΚΑΛ» με τίίτλα: «Τό πόγονος του Μεγάλου Αλε­ φτερωτό οαριμα».

©

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

'μσ,χηι. Τά πρόσωπά τους λάιμ πουν άπό χαρά. —Παιδί ιμου, λέει συγκινηρένος ό βασιλιάς 5Αλέξαν­ δρος/ εσύ τώρα πρέπει νά κυ βερινήισης την ίειρή Πέλλα! ΕΤ σα< ό πιο άξιος καί ό πιο δυ­ νατός··. Τά ιμάτια του Κάλ γεμί­ ζουν ανησυχία. —Πατέρα μου/ ιμουιρ)μουρ> ζει κοκκινίζοντας, για νά γίνη κάνεις βασιλιάς και νά κυβερνήιση μιά πόλη δεν φτάνει μόνο ή δύναμις... Χρειάζεται ή φρόνηισις κι5 αυτήν δεν τήν έ'νω άκόίμα εγώ άλλα έσύ... Ό γέρο - Καλλίνης κιυττό­ ζει περήφανος τον έγγονό του — "Έχεις καί τή δύναμι καί τή φρόνησι καθώς βλέπω, παιδί ιμαυί, λέει μέ τή βρα­ χνή φωνή του. Πάντως γιά τή διαδοχή έχεις δίικιο. Πρέπει νά γίνη στην ώρα της, όταν εγώ θά βρίσκωιμαι πιά στον τάφο κι* ό πατέρας σου θάχη γκρίζα μαλλιά κι* άδυναιμα χέ ρια··. ’ΑκόΙμα είναι δυνατόις σαν τό λιοντάρι... Μόλις γίνη καλά άπό τις πληγές του. θά γίνη πάλι ό άξιος βασιλιάς..· Ό τρελλο -Χούπ πετάγε­ ται όπως πάντα στ ή ιμέση, γιά νά συμβιβάση τά πράγματα -— Γιά βαστάτε, βρε παι­ διά!, τσιρίζει μέ τήν αστεία του φωνή, Δέν χάλασε κι5 ό κό σιμός τώρα από ένα τέτοιο ζή τημα! ’Άν δέν θέλη κανείς σας νά γίνη. βασιλιάς/ γίνο­ υ αι εγώ! Μ5 αρέσει κιόλας! Είναι μιά δουλειά πού έχει τό κέφι της!

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ό γέρο- Καλλίνης χαμογε­ λάει. # —Ό φίλος ρου, λέει του Κάλ είναι πάντα άνοιχτόκαρ6ος, τέτοιος σύντροφος είναι πολύτιιμος γιά έναν βασιλιά... — ΚΓ άπο 5ώ οί άορεθωνιαστικές ρου, παπού!, διαραοτύρεται ό άδιόρθωτος πυγ ,μαΐος ,μέ γουρλωιμένα «μάτια. Μόνος μου εγώ δέν κάθομαι νά κάνω παρέα του Ρυλάοα! Μό)νο μαζί τους κάνουίμε χω­ ριό άν θέλετε! Ή Χούλα συγκ ινεΐται από τήν άφοσίωσι ταυ πυγμαίου καί του τραβάει ένα τέτοιο σφ'όίλιαρο πού ο Χούπ φτάνει σαν σβούρα ώς τήν άλλη, ά­ κρη τής άπέραντης αίθουσας. —- Τριαντατιοεΐς .στροφές καί κάτι!, τσιρίζει ό Χούπ καταχαρούμενος- Καίμιμιά ώ­ ρα θά φτάσω στο φεγγάρι α­ πό καρπαζιά! "Ολοι γέλάνε καλόκαρδα μέ τή χαζοιμάρα του πυγμαί­ ου καί τό (θυμό τής Χούλας, -αφνίικά όμως, ένα χτύπηρα άκούγεται στη ,μεγάλη πόρ­ τα ικάί αμέσως άνοιγει γιά νά κάνη, την έρφάνιισί του έ­ νας φρουρός. — Βασιλιά ρου, λέει καί υποκλίνεται προς τά ,μφσς του Αλέξανδρου, ένας αγγε­ λιοφόρος ;μας έφτασε αυτή τή στιγμή -στήν Πέλλα. ΕΤναι βαριειά πληγωιμένος κι5 έξαντληιμένος ιάπό τήν πορεία/ τό σο πού φαίνεται πώς δέν θά ζήισηρ.^ Οι άρχοντες τής Πέλλας κοιτάζονται ρεταξύ τους (μέ περιέργεια καί άνηρνχία. Ό


ΤΗ 2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Χούττ βρίσκει πάλι τήν ευκαι­ ρία ινιά πετάξη τό βιικό του: — "Εμ’ βέβαια!, μαυρμσυ ιρίζει μέ άγανάκτησι. 'ΉιρΘατε ικ-αΓι χτίσατε τό χωριό σας τέρμα Θεού! Για νάρθη ένας άνθρωπος νά σάς κάνη, επίσκεψι, πρέπει νά του βγή ή ψυχή στον ποδαρόδρομο! — , Κυίττάξτε νά τον πείρ ιποιήθήτε!, φωνάζει ό ’Αλέξαν διρος. Και όταν ανακτήιση τις δυνάμεις του, τότε τον φέρ­ νετε νά .μάς π ή τά νέα του·.* — Βασιλιά, λέει ό φρουρός μέ σεβασμό/ ·ή έπιθυμ ία του είναι νά σάς δη, αμέσως... Λέ ει τιτος θά πεθάνη: όπτωσδήπτοτε και πώς, πριν πεθάνη, ττρέ πει νά τπρολάβιη! νά μιλήση... 4Έχει ττολύ σοβαρά νέα νά α­ ναγγείλω... -—Πιεΐσμα μουλαρίσιο έ“ χέι αυτός ο μυρτήριος!, τσι­ ρίζει ό Χούπ νευριασμένος* Δεν κυττάζει τό χάλι ταυ, ,μό νο θέλει ικαί άκροάσεις μ5 ε­ μάς τά υψηλά πρόσωπα! Νά Ττάς και νά τοΰ ττής, παιδάκι μου/ νά πέση στο κρεββάτι γρήγορα! Νά .κάνη μερικές γαργάρες μέ καρυδΙόζαυμο Και νά τυλιχτής καλά ιμέ προ­ βιές γιά νά του φύγη τό^ κρύ­ ωμα. Δέ <μοΰ λές, ή γλωσσά του είναι άσπρη; 1 Φυσικά, ό φρουρός ούτε α­ κούει καθόλου τις (χαζομάρες ^ου Χούπ· Περιμένει την άπάντησι του βασιλιά του που φαίνεται πολύ άνήσυχος. Ό Αλέξανδρος καταλαβαί νει πώς ό αγγελιοφόρος του μπορεί και νά ζήση, άλλα τά νέα πού θάχή νά του ττή εί­

ναι τόσο σοβαρά, ώστε προ­ τιμάει τον θάνατο γιά νά τά μεταδώση αμέσως. —θά σηκωθώ εγώ ικαί θά πάω κοντά του!, λέει άποψασι οτικά. Αυτός νά ιμείντη ξαπλω­ μένος γιά νά άνακτήση δυνά­ μεις. Ή ζωή όλων των στρατι­ ωτών μιας είναι πολύτιμη! Ή βασίλισσα κυττάζει τον άντρα της ανήσυχη · — ^Αλέξανδρε, [μουρμουρί­ ζει, είσαι κΓ εσύ αδύνατος. Δεν πρέπει νά σηκωθής·.· — Δεν θά πάθω τίποτα, έννοια σου, τής αποκρίνεται μέ χαμόγελο ό βασιλιάς. Α­ πό τή στιγμή πού ό "Αρατ πέθανε και ή άπειίλή του επα ψε νά υπάρχη, ανέκτησα σχε δον άλες μου Τις δυνάμεις! Είμαι τελείως καλά τώρα... Πραγματικά/ καταφέρνει κάι σηκώνεται χωρίς μεγάλη δυσκολία. λ — Ελάτε μαζί μου, φίλοι μου!, λέει στους δικούς του. "Ας ιάκούσουμε τι έχει νά μάς πή σύτός ό καημένος... *Όλοι έχουν περιέργεια νά μάθουν ποιο είναι τό σιυντα ραικτιικό νέο πού φέρνει στήν Πέλλα ό αγγελιοφόρος- Α­ κολουθούν λοιπόν τό βασιλιά πού βαδίζει μέ κόπο προς τή (μεγάλη: πόιρτα του βάθους, κρατημένος από τό ατσάλινο χέρι τοΰ Κάλ. βρίσκουν τον Μακεδόνα ο­ δοιπόρο στή διπλανή αίθου­ σα· _ •Είναι ξαπλωμένος σέ μιά πολυθρόνα. Τό στήθος του ά~ νεβακατεβαίνει ά'πο τό λαχάνισσίμα. Ή ανάσα του είναι


6

6ορε\ά. Αναπνέει μέ δυσκο­ λία. . Ό Χούττ (μόλις τον βλέπει βγάζει άμιέσως τό ιατρικό του πόρισμα. —"Έχει κρεατάκια στη μύ τη! / λέει πολύ σοβαρά. Φέρ­ τε μου ένα ψαλίδι νά τοϋ τά κόψω μια στιγμούλα! Δεν θά τον ξαναενοχλήση πια τίπο­ τα ! .·. Ωστόσο οι υπόλοιποι πε­ ριτριγυρίζουν τον άγγελιοφόρο. Είναι βαρεία πληγωμένος. Ό μανδύας του είναι καταξεσχισμένος, Τά σαντάλια του τό ίδιο. Όλο του τό κορ μι γεμάτο αίματα. Ό αδιόρθωτος Χούπ, πού δεν μπορεί ποτέ του νά μην ^ετάιξη κι από μια βλακεία, τσιρίζει: —Ή μάνα σου δέ σου λέει τίποτε πού κυλιέσαι στά χώ-

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΤΟ ϊ ____

.

·η

Πηγαίνει προς τό καλύτερο!, λέει ό Χουπ χασκογελώντας.

ματα και γίνεσαι σ" αυτό τό χαλί/ παιδάκι μου; Δέν βρί­ σκεις τίποτ5 άλλα παιχνίδια νά παίξηις πια, πού νά ται­ ριάζουν και περισσότερο μέ την ηλικία σου; Ό Μακεδόνας# μόλις βλέ­ πει έ)μπρος του τον βασιλιά ταμ, θέλει νά γονατ ίση καί κάνει νά σηκωθή από .την πο λιυθρόνα του· Ό "Αλέξανδρος δέν τον αφήνει* — Μείνε στη θέσι σου, φί λε μου, του λέει συγκινημένος. Δέν πρέπει νά κουράζε­ σαι. "Έχεις χάσει πολύ αίμα. Γυρίζει στον Κάλ πού κυτ τάζει μέ περιέργια καί οίκτο τον αγγελιοφόρο. — ιΕίναι ό "Αντύπας!, τού λέει σιγά. Ό πρεσβευτής μας στη χώρα των Άτλάντων. Ό Χούπ πετάγεται πάλι μέ γουρλωμένα τά ματάκια 0 Κάλ βοηθάει τον πληγωμένο πατέρα του νά περπατηοη... του καί τσιρίζει:


ΤΗ1 ίόΥΓΚΛΑί

“ Στη χώρα των Άτλάντων; Ψυχούλα μου! Καλέ, θείε, τώρα πού ά)ρρώστησε αυτός μέ στέλνεις για πρε­ σβευτή; Έχω και τά προσόν­ τα γι’ αυτή τή θέσι! Ή μάνα μου μέ φώναζε πάντα..·τοΰ βλο του ’Άτλαντος! — Έχρυμιε φ,ιλιικούς δε­ σμούς μ,’ αυτή τήιν πολιτεία συνεχίζει ό βασιλιάς ’Αλέξαν όρος, χωρίς νά δίνη σημασία στις ανοησίες τού Χούπ. Ό άγγελιοφάρος ακούει τά τελευταία λόγια του καί κου­ νάει το κεφάλι του Θλιβερά. — Αλλοίμονο, βασιλιά!, μουρμουρίζει μέ σπασμένη, φω νή. Οι φιλικοί δεσμοί μας δεν υπάρχουν πιά μέ τούς Ατλαν τες! Τά μάτια του Αλέξανδρου γεμίζουν ανησυχία. — Δεν είναι δυνατόν!, λέ­ ει έκπληκτος. Λεν έγινε τίπο-

*Η Χούλα δεν μπορεί νά κραττηθή περισσότερο καί δίνει Του Χούπ ιμιά τρομερή σφαλιάρα.

*0 Κάλ αρπάζει τον Χούπ απ’ τό χέρι καί τον τραβάει μαζί.

τα πού νά χαλάση τή φιλία μας... Καμμίιά έχθροπραξία! ανάμεσα μας··. Ή Νέα ’Ατλαντίς καί ή Πέλλα είναι δυο πολιτείες πανάριχαιες, κρυμ­ μένες από τά μίση καί τά πά­ θη τού κόσμου... Μάς συνδέ­ ουν οί δεσμοί τής προαιώνιας ιστορίας... —*Όλ’ αυτά χάθηκαν πιά, λέει ό αγγελιοφόρος καί κατα βάλλει υπεράνθρωπες προ­ σπάθειες για νά μή σωριαστή κάτω λιπόθυμος... Γιά τον αί μσβόιρο Κάΐλ, δέν υπάρχουν ψ'λίιες καί δεσμοί# βασιλιά! Είναι ένα τέρας μέ μορφή αν­ θρώπου.·· —'Ό Κάϊλΐ, φωνάζει ό Αλέξανδρος πού ή έκπληξής του δσο πάει καί μεγαλώνει. Ό Κάΐλ δέν έΐναι ό γυιός τού βασιλιά των Άτλάντων, τού ’Άνταρ; — Ό Κάϊλ είναι τώρα βά-*


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ σιλιάς τής Νέας Άτλαντί- να γίνεται πιο άδύνατη, δεν δος! μουρμουρίζει ό άγγέλιο ζή πιά! Τόν κατεσπάραξε έ­ φόρος ,μέ πένθιμη* φωνή. Ό νας (μαύρος πάνθηρας !... 'Άντορ πέθανε! Τον σκότωσε — Κύτταξέ τον!, φωνάζει ό ίδιος ό Καίλ για νά του πά ό Χούπ· ΦιρΤφιρι τό πάει νά μπερδέψη τόν . Κάϊλ επειδή ρη τό θρόνο! (Μια ανατριχίλα φρίκης &ι τόν συμπάθησα! απερνάε ι όλους όσους βρίσκον Ό Άντύπας σφίγγει τά ται ιμέσα, στο φοβερό άγγελ δόντια του για νά κάνη δυναμα, έκτος φυΐσιικά άιπό τον χα ■μι κάι νά κράτηση τή ζωή πού σιγά - σιγά φεύγει από ζο-πυγίμαΐο. — Δεν τό πηστευω!, τσι- τό κορμί του. Κρύος ιδρώτας ρ ίζε ι, _ αδύνατον! Τά πα ίδ ια κατρακυλάει αϊτό τό πρόσωπό του. αγαπάνε. τον μπαμπά τους ! Έγώ ραλίστα του γέρου μου — Βασιλιά ,μου!, μουιρμου ρίζιει ιμέ άγωνία. Ό Κάϊλ εί­ του είχα ιδιαίτερη, Αδυναμία·! Αυτό τό παιδί εδώ. λέει ψευ­ ναι τώρα άπόλυτος κύριος τιές! Έκτος κι9 αν τον καθά^ στη Νέα Άντλαντίδα.,,.. Τά ρισε κανένας άλλος τό(ν γέρο- σχέδιά του.·· είναι τρομερά.. "λντορ και άδικοβγάλανε τό 4 Η Π έλλα κ ινδυνεύε ι... γυ ιό, του! Ή αναπνοή τού αγγελιο­ — Σκότωσε τον πατέρα φόρου1 έχει γίνει ένα ρόγχος, του για γίνη βασιλιάς!, φω­ Ψυχοιμσχάει. νάζει 6 γέρο - Καλλίνης ιμέ /— 'Αντύπα, /μουρμουρίζει, φρίκη και σηικώνει τά χέρια Μίλησε! Μίλησε για την Πέλ ψηλά σά νά έπικαλήται τόν λα! ··.. Θεό! —- Πού νά μιλήση ό φου—Μά πώς; αναρωτιέται ό καριάρης!, τσίριζες ό Χούπ, 5Αλέξανδρος. Ό Κάϊ'λ είναι 6 Δεν βλέπεις πού είναι βουλω δ ευτερότοκος, 5 Αντύπα · ·. ”Αν μόνη ή μύτη του! Δώστε του σκότωσε τόν 'Άνταρ δεν θά ένα μαντήλι τού ανθρώπου!., γινόταν αυτός βασιλιάς, άλ­ — Μά μ/πίτ αναίσθητος εί­ λα ό (μεγαλύτερος αδελφός σαι καλέ, —ιμέ τό ιμπαρδόν του ό 'Αβάλ! κιόλας!— τόν μαλλωνε,ι ή νέ — Νά τα!, τσιρίζει ό χα­ γρα με άγανάκιτη'σι. Δεν βλέ­ ζό - πυγ/μαΐος χοροπηδώντας, πεις πού πεθαίνει ό καημένος Ένα-ενα βγαίνουν στη φόρα. κ ι5 εσύ τόν κοροϊδεύεις; Καλά τό είπα εγώ! Κάποια —8 Πεθαίνει; λέει ό κουτο παλ'ΐοδουλειά είναι στη (μέση:. πυγμαίος γουρλώνοντας τά Αυτός ό 'Αβάλ θάικσνε την .μάτια του μέ θαυμασμό. Κα­ κατεργαριά! Φαίνεται κι5 ά- λά, πώς; "Έτσι; Χωρίς νά πό τό όνρμά του πού... τονί­ ψωνάξη την οίικογένειά του; ζεται στη λήγουσα! 5 Εμένα, όταν πέθανε ό τα—- Ό Άβάλ, ψιθυρίζει ό πους μου, εΐχιαιμε μαζευτή ο­ Άντώττας ιμέ φωνή πού ολοέ­ λόκληρο ασκέρι γύρω άπό τα


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

9

κρεββάτι του! ακίνητος μέ ανοιχτά μάτια. — Σκάσε γιατί θ* άρχίσω ΕΤναι νεκρός· τις κοςρττοοζιές!, μουγγρίζει ή Η ΜΕΓΑΛΗ Χούλ’α θυμωμένη,. ΑΠΟΦΑΣIΣ — Αμάν, Χοΰλες μου !, τσιρίζει ό πυγμαίος. Μή μ’ ά ΛΟΙ μένουν γιά μερικά ψήνετε με τή γλύκα! ΕΤναι α­ δευτερόλεπτα άκίνητοιι μαρτία νά μού λέτε πώς θά σάν άγάλματα- Δε μπο ιμου δώσετε καρπαζιά καί νά ρούν νά τπστέψο'υν άκόίμα πώς μην τό κάνετε! "Αντε λο ιπόν! ένας τόσο γενναίος καί πι­ Ή νέγρα διμως ντρέπεται στός άντρας σάν τον Άντύνά κάνη τέτοιες χειρονομίες πα, δέν βρίσκεται πιά στή ο'ύτή τή στιγμή μπροστά σ* ζωή. έναν ετοιμοθάνατο. Νεκρική σιγή απλώνεται — "Οταν θά βγούμε άπό στήν αίθουσα πού έπισκέφθηδώ ιμέσα, θά σέ σι γυρίσω, έν κε ό θάνατος. νοια σου!, του λέει απειλητι­ Ό Χούπ παραξενεύτη(κε μέ κάτή σιγή καί γυρίζει καί κυτΌ Χούπ όμως δυσάρεστε! τάζει τσν πεθαμένο. Τό πρό­ ται. σωπο του πυγμαίου φανερώνει — Άπό αναβολή σέ ανα­ εύγαιοίστηοι. Ή τσιριχτή φωνή του άκού βολή τό πάμε!, τσιρίζει νευ­ ριασμένος. "Έχω νά ευχαρι­ γεται παράφωνα μέσα στο δω στηθώ σφαλιάρα άπό τήν ε­ μάτισ: ποχή που άληιτευθηικσ στή —■ Ά, τον «κακομοίρη:!, Ευ ζούγκλα! Πότε θά φύγουμε τυχώς γύοτσε προς τό καλύτε πιά άπό αυτό τό χωριό; ρο! Τούφυγε έκεΤνο τό κατα­ Στο μεταξύ ό Άντύπας α­ ραμένο λαχάνιασμα πού εΤχε. Ή άφηοημάδα του όμως δέν γωνίζεται νά μιλήίση. "Ολη του ή ζωή έχει άπσκρυσταλ- πεοιγράφεται! ’Ενώ άποκοιλωθή πιά στά μάτια του. Τό μήθη|κε/ ξέχασε τά μάτια του σώμα του δέν κουνιέται. Ή ά ανοιχτά! ναπνοή του εΤνα ι τόσο άνεπαί Ό Κάλ παίρνει τον άστεΐο σθητη. πού δεν τήν καταλα­ Φ'ίλο· του άπό τό χέρι. βαίνεις. ν — "Ελα, Χούπ, τού λέει — Ή Πέλ λ α κ ινδυνεύε ι!. ·. μέ σοβαρή καί θλιμμένη, φω­ (μουρμουρίζει καί πάλι άχνά/ νή- Πάμε έξω γιά νά τόν άφή σαν όλη ή σκέψις του νά έ'χιη, σουίμε νά κοιμηθή, τόν καημέ­ καρφωθή πάνω σ αυτές τις νο !.... λίγες λέξεις. Ό Κάϊλ ετοιμά­ ,ν ^ Ό πυγμαίος τόν ακολουθεί ζεται... ^ χωρίς _κσμμιά άντίρρησι, "Ενας παράξενος βόγγος || — ιερείς τί τού χρενάζετα^ι βγαίνει άπό τό στόμα του. ϋΡαυτουνοΰ τώρα; τσιρίζει μέ Τραντάζεται κι* ύστερα μένει ύψος μεγάλου γιατρού. "Ενα

©


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

10

ζεστό ζουμί άπό κρέας που­ λιού! — Μείνε ήσυχος, Χουπ..^· θά πώ του μάγειρα νά τού τό έτο^μάση·.. — Αμάν! Νά βάλω πρώτ·α τή Μανταλένα μου σε κανέ να κλουβί μήπως κάνουνε λά­ θος καί μου τή μαγειρέψουνε ζέρεις τί σούπα θάκανε ή α­ φιλότιμη! "Άς έχη χάρι μόνο πού τής έχω αδυναμία! Ό Κάλ δεν του άποκρίνεται. "Έχουν φτάσει στήν^πόρ τα. Την ανοίγει καί βγαίνουν άπό τό νεκρικό δωμάτιο.^ Οι υπόλοιποι τους ακολουθούν. Ό β ασ ιλιάς " Αλ εξ ανδρο ς πάει καί ξαπλώνει πάλι στο κρεββάτι του γιατί έχει πολύ έξαντληιθή άπό την προσπά­ θεια πού κατέβαλε. Ό Κάλ πηγαίνει κοντά του —Πατέρα, του λέει^ σιγά, πρέπει νά μάθουμε τούς ^σκο πούς του Κάϊλ , γιά νά λάβου

ιΗ γραμμή του ορίζοντα πράσινη...

είναι

ιΟ κοαινούονιος αντίπαλος του λιονταριού είναι τρομερός...

με τά μέτρα μας... — Πώς θά γίνη αυτό, γυιέ μου; Κάνεις άλλος δικός μας δεν υπάρχει στην Άτλαντίδα· Έδώ βρίσκεται ό Άτάρ, πού είναι άνθρωπος του μακαρίτη του βασιλιά "Άντορ. Ούτε θά ξέιρη γιά τή δολοφονία του... —Ήρέπει κάποιος νά πάη στη Νέα Άτλαντίδα!, τού λέ ει τό θρυλικό παιδί με μάτια πού λάμπουν παράξενα. Νά κατασκόπευση τις κινήσεις του καινούργιου βασιλιά... Ό Αλέξανδρος κουνάει τό κεφάλι του ανήσυχο ς. — "Άν ό Κάϊλ είναι έναντι ον μας ,λεει, όπως τουλάχι­ στον άφηραν νά έννοηθή τά λόγια του Άντύπα. δεν μπορεΐ κανείς άπό μάς νά πάη σ^ήν πολιτεία του.·. "Οποιος πάει εκεί θά τον σκοτώσουν. Τά μάτια του παιδιού λά­ μπουν σ’ αυτά τά λόγια.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— Υπάρχει κάποιος πού μπορεί να πάη χωρίς νά τον σκοτώσουν, πατέρα! .μουρ­ μουρίζει μέ φωνή πού τρέμει από συγικίνηρι. — Ποιος είναι αυτός; *— Έγώ, πατέρα! — Τρελλάθηικες, Καλλίνη; ξεφωνίζει ό βασιλιάς Αλέ­ ξανδρος καί τινάζεται πάνω στο κρεββάτι του· σά νά τον χτύπησαν. Έσύ ό μέλλων βα σιλιάς της Πέλλας νά πας νά πόσης στά χέρια αυτού τού δολοφόνου; Μά πρώτον - πρώ τον εσένα θά σκοτώιση αυτό το τέρας πού δεν δίστασε νά σκατώση, τον πατέρα του. —5 Εμμόνα δεν θά μέ σκοτώση,, έπιιμένει ό Κάλαμέ παρά ξένο ύφος· Μήιν ξεχνάς πώς ε­ μένα κανείς έξω από την Πέλ λα δεν μέ γνωρίζει! Δυο μέ­ ρες δέν είναι πού κανείς σ’ ου τό τό μέρος δέν μ5 εΐχε δή^. "Έχουν περάσει χρόνια άπο

ι0 Κάλ όρμάει πρός^ τό μέρος άπ* όπου άκο6γ£Τ'θοι ή φασαρία.

11

Τό λευκό παιδί πήδηξε στο πλάϊ γρήγορα σαν τον άνεμο...

την εποχή πού οι άνθίρωποι του βασιλιά "Άντορ έρχονταν στην πάλι μας καί μ’ έπαιρ­ ναν στην αγκαλιά τους·.. Θυ­ μάμαι μερικούς άπό αυτούς ά κόρα... Τώρα πιά γιά δλους είμαι νεκρός, δπως^ ήμουν καί γιά σάς... Τό ξεχνάς πατέρα; Ό βασιλιάς "Αλέξανδρος σουφρώνει τά φρύδια του. Τό βλέμμα του είναι ανήσυχο. Τροιμαγμένο μπορεί νά πη κα νείς. — Βρήκα τό γυιό μου, με ^ά άπό χρόνια πού τον είχα νιά πεθαμένο!, μουρμουρίζει Ί έ πείσμα.. Δέν θέλω νά σέ χάσω Κ αλλ ίνη ! 5 Ακό μ α δέν σέ χόρτασαν τά μάτια μου! "Ακόμα ούτε σέ είδα!·.. — Καλά σου λέει ο γέρος σου!, τσιρίζει ό Χούπ πού έχει ευαίσθητη καρδιά κΓ έ­ χει κιόλας συγκινηθή· Μαζέ­ ψου λιγάκι στο σπίτι σου,


η

ξυλάρα, πού συνήθισες στην αλητεία καί δεν ψέγεις κρατη­ μό ! "Ασε νά ψοςμ>ε; κι5 εμείς λίγο .μαγειρεμένο φαγάκι πιά που έχουμε τρελλαθή στά φρούτα καί στο ψητό της σου βλας! Ό Κάλ δεν δίνει καμμιά σημασία στον τρέλλό - Χούττ. — Πατέρα, λέει πρώτα α­ πό δλα είναι ή Πέλλα! Δεν μπορούμε να μη μάθουμε τί κινδύνους διατρέχει από τον Κάϊλ. Πρέπει νά ξέρουμε τά σχέδιά του για νά δούμε καί πώς θά τά αντιμετωπίσουμε. Μπορεί νά έτοιμάζη εκστρα­ τεία εναντίον μας... Πρέπει νά ξέρουμε..· Καί μάλιστα γρήιγρρα πατέρα* Πρέπει νά φύγω! Θά φύγω μαζί μέ τούς συντρόφους μσυ| πάλι·.. Μή φοβάσαι... Θά τά καταφέρου με όπως τά καταφέραμε παν­ τού ώς τώρα..· Ό βασιλιάς κυττάζει την Μπέλλα. Ή πεντάμορφη κόρη στέκει στο πλάϊ τού γυιοΰ του. Κυττάζει καί τη Χούλα καί τό Χούπ· Μοιάζει σά νά ζητάη βοήθεια άπό όλους αυτούς. -— Αές πώς θά φυγής μέ τούς συντρόφους σου!, λέει στον Κάλ μέ φωνή πού τρέ­ μει. Ούτε τούς ρώτησες όμως ανεχουν όρεξη νά χαθούν πάλι μέσα σε τρομερές ζούγκλες καί σέ ερημιές πού βασιλεύει θάνατος, γιά μιά πόλι πού τίποτα δεν τούς συνδέει ιμαζί της. Ή Μπέλλα καταλαβαίνει ό τι ό ,Αλέξανδρος θέλει τή βο ήθειά της γιά νά πείση τον

καλ

— Ο ΚΥΡΙΟΙ

γιυό του νά μ ή φυγή. Αέν μποιρεΐ άμως νά πή ψέματα. — Βασιλιά/ μουρμουρίζει, διέν ξέρω ποιού άπό τούς δυο σας ή γνώμη είναι πιο σω­ στή... Αυτό μόνοι σας θά τό βρήτε.·. Πάντως εγώ δέν προ κειται νά πώ κάτι αντίθετο σ’ αυτό πού θά μου ζητήση ό Κάλ. ^ —Έ'γώ, λέει ή χοντρή Χού λα μέ μεγάλη ^αξιοπρέπεια, θά πάω όπου πάει καί ή^ κα­ ρά μου! Δέν μέ μέλλε ι πού θά είναι φτάνει νά είμαι κοντά της γιά νά την υπηρετώ^ καίΐ γά νά τής προλαβαίνω τις έπιθυιμίες! λ—η 9Εγώ, ^τσιρίζει ό Χούπ θά πάω μαζί μέ τον ξυλάοα, γ ι ατ ΐ αχι τ ί ποτ5 άλλο, αλλά επειδή έδωσα τον λόιγο μου στή μαμ-α- Χούπαινα —μαύ­ ρη ή ώρα— πώς, όπου καί νά πάην θά τόν προσέχω σάν τά μάτια μου άπό τό κακό συνα πάντημσ! Είναι πολύ άμυαλο παιδί καί όλο τού χρειάζεται νάχη μαζί του κάποιον που νά του ,κόβη γιά νά τού δίνη συ1μ «βουλές.·. βασιλιάς Αλέξανδρος κουνάει τό κεφάλι του μέ λύ­ πη, ^Κ ατ αλ αβ α ί νε ι πώς έχε ι ν ι κηίθΐή άπό ^ τή θρυλική παρέα των τεσσάρων παιδιών. _ —- "Ωστε όλοι συμφωνείτε «μέ τόν Καίλλίνη,!, μουρμουρί­ ζει καί τούς κυττάζει έναν έναν στά μάτια. —"Όχι όλοι!, λέει ό πυ­ γμαίος παρεξηγημένος. Βάλε καί μια λευκή ψήφο, θείε, γι­ ατί ή Μανταλένα άπ θυσιάζειΌ βασιλιάς παρά τή στετ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

νοχώρισ του· χαμογελάει. — Καλλίνη# λέει στο παι­ δί του, έσωσες μια φορά την Πέλλα άπό τά νύχια των βαρ βάρων.·. Θές και για δεύτερη ψρρά τώρα να διακινδυνεύσης τή ζωή σου1 γι’ αυτήν... — Δεν φτάνουν ούτε χ,'ίλιες φορές όταν ή πατρίδα μας έ­ χει την ανάγκη μας!, λέει ό Κάλ περήφανα. Ή ζωή μας ά νήικει σ’ αυτήν, στις καΐλες καί στς δύσκολες στιγμές της·.. Ό πατέρας του παιρ’ όλη τη στενοχώρια του τον κυττάζει με καμάρι. Ό Χούπ χασκογελάει. —· Κύττα, ,μέ τι μ,αλαγανιες πάει νά τον τουμπάρη τό γέρο του!, τσιρίζει πονηρά στη Χούλα πού στέκει πλάϊ του. — Μέ τό μπαρδόν κιόλας! Είσαι .μπουζουκοκέφαλος !, λέ ε! ή πελώρια νέγρα άγανακτι σμένη γιά τήιν κουταμάρα του Ό κύριος Κάλ είναι γενναίο βασιλόπουλο ικΓ εγώ καλά τό λεγα πώς ή μις Μητέλλα Θά ννβασιλοπούλα κΓ έγώ Κυ­ ρία έπι των Τιμών! — Γιά σκέψου με κΓ εμέ­ να, κρριον τής Κυρίας των Τι ιμών!/ λέει κορδωμένος ό πυ­ γμαίος- Δεν Θάχη. ξαναγίνει τέτοιο νούμερο σε παλάτι, πο τές των ποτών! —* Και ούτε τώρα θά γίνη τριπίθαμε!, τσιρίζει ή χοντρο -Χούλα κατακόκκινη άπό τό θυμό της. Και νά ευχάριστης τό Θεό πού έτυχιε νά βρισκόμσιστε μπροστά σέ ψηλά προ σωιπα και δεν μπορώ νά σου ρίξω σφαλιάρα!

13

—5Αμάν!, ξεφωνίζει ^6 πυνμαΤος μέ λαχτάρα. Πάμε έ­ ξω μιά στιγμή, Χοΰλες μου, νά μου τή ρίξετε και ξαναριχό μαστέ! Μά στο μεταξύ ό διάλογος μεταξύ τού βασιλιά Αλέξαν­ δρου ,μέ τον γυιό του έχει τε λειώσει. Ή μεγάλη άιπόφασις έχει παριθή. Τά τέσσερα παι διά πού υστέρα άπό τρομε­ ρές περιπέτειες έχουν κατα­ θέσει νά φτάσουν στην ιερή Πέλλα/ θά ξεκινήσουν και πάλ. γιά μιά αγνωστη,,γώιΡα πού τήν κατοικεί ένας τρομερός καί μυστηριώδης λαός. Τούτη ττ φορά ή αποστολή τους εί­ ναι άσφαλώς πολύ δυσκολώτερη, και πολύ πιο επικίνδυνηΛίγο αργότερα, συνοδευό· μονοί άπό τον γέρο - Καλλίνη τον παποΰ του Κάλ, προχω­ ρούν προς τή μεγάλη πύλη τών τειχών τής Πέλλας. Ό πατέρας τού θρυλικού βασιλιά τής πολιτείας ποοσπαιθεΐ ακόμα νά άλλάξη τήν άπόφασι τού θρυλικού κυ ρίου τής ζούγκλας. — Παιδί μου, του λέει, αυ τό πού κάνεις σήμερα, εΐναι καθαρή τρέλλα.' 01 άποστά­ σε ις ανάμεσα στην .Πέλλα καί στη Νέα Άτλαντίδα είναι τε ράσπες. Είναι γεμάτες άπό άγοιίμια φοβερά καί φυλές πού δεν έχουν τίποτε τό αν­ θρώπινο επάνω τους.·. Κάί τό κυριώτεοο, δέν ξέρεις καν τό οωστό δρόμο γιά νά βαδίσης. — Θά προσπαθήσω νά τον βρώ/ παπού, ψιθυρίζει ό Κάλ πεισματάρικα. Καί θά τον ά’ νακάλύψω όπως βοήκα κάί το


14

δρόμο για τήν Πέλλα· Πρέπει νά μάθωμε τι είδους κίνδυνος είναι αυτός πού απειλεί την πατρίδα μας... — Φοβάμας δτι θά χαθής καλό μου παιδί!, και τότε δε θά ώφιελήσης ούτε την Πέλλα ούτε τους συντρόφους σου ου τε τον εαυτό σου... —■ "Έχω ξαναπάει, παπού, ιμιά φορά^ στη Νέα "Ατλαντίδα·.. θυμάμαι που μέ είχε πά ρει ό πατέρας στο άρμα του σέ μια φιλιική έπίσκεψι στον βασιλιά "Άντρρ.·. — "Ήσουν επτά χρόνων τό τε παιδί μου ικι έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια άπο τό τε, Καλλίνη... Ούτε μεγάλος άντρας δεν θά μπορούσε νά ξαναβρή αυτό τό δρόμο μετά από τόσα χρόνια. Έγώ/ που έχω πάει δεκάδες φορές, δεν μπορώ νά τον βοώ τώρα, υ­ στέρα άιπό έξη χρόνια πού π ή

'Ο Χούττ χτυπάει μ’ δλη τή 50ναμι την ουρά του λιονταριού μέ Τ9 μποΟμεροονγκ.

ΚΑΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

γα τελευταία...· — θά τον βρώ!,, λέει^ ό Κάλ σφίγγοντας τις γροθιές. Τό πρόσωπο του γερο-Καλ λίίνηι εί^αι καταικόκκινο από τή συγκίνησι και την ανησυ­ χία· 'Ο Χουπ τον λυπάται πού τον βλέπει έτσι. — Πάντα έτισυ κακορρίζικος είναι, παππούλη!, του λέ­ ει μέ την τσιριχτή φωνή του. Κ ι’ άσο πιο πολλά τοΰ λες τό σ ο περ ι σσότε ρο μσυΐλ αρώνε ι! Μη χολοσκάς πιο πολύ καί πάθεις τίποτε, πού είσαι αρ­ χαιολογία! Καί νά φοράς ζε στες παντούφλες τώρα πού θά λείπουμε, μήπως σε χτυπήση κανένα κρύωμα στο κεφάλι! Καί που είσαι, πάτου; Μή τυχόν τό ρίξης στο Χούλα χουπ τώρα πού σου τό έμα­ θα! Αέν είναι γιά σένα τέτοια πρίσματα, νομαΐστε εξηγημέ­ νοι ! ..· Ή Χούλα δεν αντέχει νά α κουη περισσότερο· τις ανοησί­ ες του. Τού σκάει μια τρομε­ ρή καρπαζιά. Ό τρελλο - Χουπ στριφο­ γυρίζει σάν σβούρα καί ξα­ φνικά σκάει πάνω στήν κλει­ στή πύλη των τειχών —γιατί έχουν πιά φτάσει· —■"Αμάν τί μου κάνατε !, τσιρίζει θυμωμένος στούς Φρουρούς Μακεδόνες πού τον βλέπουν γελώντας. "Άν μού ανοίγατε τήν πόρτα θάφτανα έτσι σβουριχτός ώς πέρα τήν "Ατλαντίδα! Στο μεταξύ ό γέρο - Καλλί νης πού δέν προσέχει βέβαια τις τρέλλες τού Χουπ/ προ**


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

σπαθεί άκόμα να άλλάξη μυ αλό στον έγγονό του. — Τουλάχιστον, του λέει τελευταία, αφού δεν θές να μ'άκούσης καί νά μείνης εδώ γ.ατί δεν παίρνεις μαζί σου έναν καλό οδηγό πούνά ξέρη τό δ«ρ6|μο; — ’Άν γινόταν θά τον έ­ παιρνα, λέει ό ^Κάλ ανυπό­ μονα. Μην ξεχνάς όμως ^ πα­ τούν πώς πηγαίνω μαζί με τούς φίλους μου, γιατί δεν μέ γνωρίζουν καθόλου οί "Ατλαν τες καί είμαι δ μόνος που μπο ρώ νά πάω άφοβα·.. "Αν εχου με εναν Μακεδόνα μαζί μας/ θά κινδυνεύουμε πολύ περισ­ σότερο... Λοιπόν..· Ή πύλη ά νοίγει... Πρέπει νά κάνουμε γρήγορα! Δεν ξέρουμε πόσο καιρό έχουμε μπροστά μας! Ό γηρο - Καλλίνης άνοιγει την αγκαλιά του— Λοιπόν, παιδί μου, λέ­ ει άποφ ασιατικά μέ φωνή ό­ μως που τρέμει από συγκίνη,σι, άφου τίποτα δεν γίνεται, έχε την ευχή μου οδηγό στο δρόμο σου που είναι^ δρόμος του καθήκοντος καί τής αυτο­ θυσίας.·. Ή Πέλλα σ’ ευχαρι­ στεί εσένα καί τους συντρό­ φους σου!... Ό Χουπ γουρλώνει τις μα τάρες του έκστατικός. — Τί! Κι3 εμένα δηλαδή; τσιρίζει μέ χαρά πού δέν περ; γράφεται. — Κι* εσένα βέβαια, παι5' μου! — Μ’ εύχαοιστεί ή Πέλλα; Δηλαδή επίσημα πράματα ή σου ξέφυγε έτσι καί τρπες, τταπούλη;

15

Τό τρομερό λιοντάρι μένει τότε ακίνητο, νεκρό...

— Οι Μακεδόνες ξέρουν νά είναι εύγνώμονες!, λέει σόδα οά ό γέρο - Καλλίνης. "Οσοι έχουν προσφέρει μια μεγάλη υπηρεσία στήν ιερή Πέλλα!, χαράζεται τό όνομά τους σέ μια μαρμάρινη λευκή πλάκα, οπήν πλαιτεΐα των ηρώων καί των βασιλέων·..· Πρώτο έπάνο - επάνω στήν πλάκα αυτή είναι γραμμένο τό όνομα τοΰ στρατηλάτου τών αιώνων, του Μεγάλου Αλεξάνδρου: Δεύ­ τερο τού άφωισιωμένου Καλλί νη τού Πρώτου... ’Απτό κάτω είναι πολλά ονόματα βασιλιά δων καί ανθρώπων πού πρό­ σφορα ν σημαντικές υπηρεσί­ ες στήν πολιτεία... Εκεί θά γραφτή καί τό δικό σας, φί­ λοι μου, άσχετα μέ τό άποτέ λεσμα πού θάχη ή άποστσλή σας! ..· *— Μεγάλη, πλάκα αυτή!


16

τσιρίζει ό άδιόρθωτος Χούπ. Έμ' βέβαια μεγάλη»! Για να χωράη τόσα άνόιματα οστό κά­ τω! Καλέ, παπούλη!, θέλω νά σου ζητήσω μια χάρι! —"Ο,τι θέλεις, τταιδί μου. — 5Αντί να το γράψετε στην πλάκα αυτό τό καλαμ­ πούρι πού κάνω καίι γίνομαι ήρωοος/ δεν τό γράψετε πιο κοίλα σε μια έττιστολή νά τό στείλετε στη γριά μου; Θά πάθη εμπλοκή καρδιάς από τή χαρά της και θά τά τσιτώση, άλλα δεν παίζει ρόλο άΦου θά πάη; ευχαριστημένη! Ό Κάλ αρπάζει άνυπόμονσ τό χαζό φίλο του άΐπό το χέρι και τον τραβάει μαζί ^ου. — "Έλα, του λέει. "Εχου­ με άργησε ι... Με τό τράβηγμα του Κάλ βρίσκονται όλοι έξω άπό τά τείχη τής Πέλλας. Ό πυγμαίος τσιρίζει γυρί­ ζοντας πίσω τό κεφάλι του προς τό μέρος που στέκεται ό γέρο - Καλλίνης: — Νά τό στείλετε συστη­ μένο γιά νά τό λάβη όπωσδή ποτέ! Ό Κάλ άνυπομονεΐ. -—-Έλα επιτέλους, ανόητε, του λέει αυστηρά. £|ςΙ ώρα μας είναι πολύτιμη! — Πολύτιμη; ξεφωνίζει ό Χούπ με γουρλωιμένα ^μάτιοΤότε νά τή δέσουμε μέσα σ’ ένα πέτσινο σακκαυλάκι και νά τήν κρεμάσουμε στο λαι­ μό μας με σπάγγο γιά νά μ ή τή χάσουμε!

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ ΠΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΙ

ΥΟ μέρες τά τέσσερα παιδιά μαζί μέ τήν παρ δαλή καΐρακάξα του πυ­ γμαίου, τή Μανταλένα, βαδί­ ζουν σέ άγνωστες κι άγριες περιοχές. Μόνο κάθε βράδυ ό Κάλ βε βαιώνεται άν ακολουθούν τή σωστή πορεία. 4Ο σοφός δά­ σκαλός του, που αντιπροσω­ πεύει Τό— Πνεύμα— τής— 'Υπέρτατης —Σοφίας, του έ χει μάθει νά βρίσκη τον δρό­ μο του στήν έρημο αποκτά ά­ στρα. Κάί πραγματικά, μιά πελώρια ροη|μος εΙΚ/αι αυτή πού πέρασαν τά θρυλικά παι διά σ’ αυτές τις δυο μέρες τής κουραστικής πορείας. "Όλων έχουν ξρροοθή τά λαρύγγια τους άπό τήδίψα. γιατί τά μικρά δοχεία μέ το νερό πού έχουν πάρει μαζί τους/ έχουν τελειώσει· άπό τή δεύτερη, μέρα τό μεσημέρ.ι· Πιο πολύ άπό όλους υπο­ φέρει ή Χουλα, πού εΐναι χον τρή και τό κορμί της κολυμπά ει στον ιδρώτα. Ό πυγμαίος τήν παρακο­ λουθεί καί είναι συνεχώς κσ­ τ ατρομαγ μένος. — Αμάν!, μις Αμερική!^ "Ασχημα μαντάτα!, λέει σέ μ1- —·Μμή ό άδιόρθωτος πυ νμάΐος. — Τι έπαθες πάλι, Χούπ; τον ρωτάει ή πεντάμορφη κοπέλλα χαμογελώντας/ γιατί εΐ ναι σίγουρη ότι πάλι κάποια άνοησία θά πετάξη ό άνεκδ} ήγητρς πυγμαίος·


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

— Είναι γιά νά ρωτάς τί; (μουρμουρίζει ό αδιόρθωτος Χούπ. Δεν βλέπεις έκεΐ πού οί Χοϋλες έχουν αρχίσει καί λει­ ώνουν;.... — Λυώνουν; — Μάλιστα. Λυώνουν! Λοι,πάν κατάλαβα τό μυστικό τώρα! Κάτι Βά κάνουμε γιά νά σταματήση, τό κακό! — Ποιο -μυστικό, Χούπ; ρωτάει περίεργηι τώρα ή συν τρόψισσα του Κάλ* — Οι Χουιλες ρου δεν εί­ ναι τρεις δπως νόριζα, αλλά μία! — ’Άϊ στο καλό! — Μάλιστα! ΓΓ αυτό σου λέω πώς τό κατάλαβα! -ό­ ρε ις τί συμβαίνει; — Που νά ξέρω; — "Άκου, νά πήξης! Φαί­ νεται πώς ή ψουκσριάρα, πί­ νει πολύ νερό! — "Οτι πίνει - πίνει!, λέ­ ει σοβαρά ή Μπέλλα με δυ­ σκολία συγκροτώντας τά γέ­ λια της. — Χρίμ! Βλέπεις λοιπόν; τσιρίζει ό πυγμαίος θρισιμβευ τικά. Καλά τό ψυλλιάστηκα! Καί λοιπόν από τό πολύ νερό πού πίνευ φούσκωσε κι’ έγι­ νε έτσι όπως τή βλέπεις! — Λες; — Πάω στοίχηιμα τά μανικέτια -μου! — Δεν τό πάω γιατί θά κερδίσης!, του λέει ή Μπέλ λα σοβαρά. — Σάμπως έχης καί ,μανικέτια, καλέ, γιά νά στοιχη|μα τίσης; φωνάζει ό χαζό- Χούπ περιφρονητικά. Λαιπό,ν; Γ ιά τί πρόςμα ιμιλάγαμε; Γ ιά τά

μανικέκια; — "Οχι, γιά τή Χούλα!·.. -—· "Α, ναι! Μπράβο! Καί φαίνεται λοιπόν πώς οϊ Χοΰλες ιμου θά τσαγκρουΐνιστήκα νε σε κανένα κάκτο... ΚΓ από μ!ά τρυπίτσα, τρέχει τώρα τό νερό! Μπήκες; — Εϋναι [κ αταπληικτικό! / ξεφωνίζει ή Μπέλλα. Κανένας δέν θά τό σκεφτόταν! — Κ αλέ τρελλάθηκες ή χά ζεψες;, μουρμουρί ζε ι ό ^ πυγραΐος παραξενειμένος· Πώς κα νένας δηλαδή, άφου τό σκέΦτηικα εγώ! — Ναί, ιμά έκτος από σέ­ να ! — "Άλλο αυτό... Καί λοι­ πόν τώρα πρέπει νά βρούρε κανένα τσιρότο νά τό κολλή­ σουμε επάνω στην τρυπίτσα πού έκανε τό άγκαθάκι. "Ε­ χεις εσύ; — ’Όχι, τού λέει Μϊπέλ>α γελαστά, αλλά ατό πρώ­ το φαρμακείο πού θά βρούμε, παίρνουμε ένα ρολό γιά καλό καί γιά κακό,..· — Φέξε ,μου καί γλύστρησσ! Κ αλά λέω πώς «μουρλά­ θηκες παιδάκι ιμου! Καλέ ξέχασες πώς εΐναι^ Κυριακή καί τά φαρμακεία είναι κλειστά; Ή Μπέλλα δεν μπορεί νά κρατηιθήι περισσότερο καί βά ζει τά γέλια. — Καλά, του λέει. Αύριο πού θ’ ανοί ξουν! — "Ως αύριο χαιρετίσμα­ τα!, τσιρίζει ό Χούπ μουιτρω ,μένος. Θάχη χάσει τόσο νε­ ρό, πού από Χοϋλες θάχη γί­ νε ι Χούλα! —Δεν πειράζει. Τή βάζου


18

με ιμέσα στο ποτάμι και ξανα γεμίζει! Τού πυγμαίου τά ,μάτια άστράφτουν άπό ευτυχία. — Τώρα ραλίστα!, ξεφω- > ν'ζει ενθουσιασμένος!. Είπες, καί του λόγου σου μιά σωστή κουβέντα! Αυτή δεν ήταν καυ βεντα. ?Ηταν βάλσαμο! Δεν ξέρεις πώς ησύχασα! Την ίδια στιγμή πού στα ματάει αυτή ή·., σοβαρή συζήτησις, σταματάει ξαφνικά καί ό γιγαντόσωμος Κάλ. 'Απλώνει τό χέρι του μπρο στα καί δείχνε^ πέρα μαίκρυά. Στο βάθος τού ορίζοντα σχη ματίζεται ιμιά πράσινη, γραμτ μη* ^ ^ —- Ή ζούγκλα!, λέει με

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΒΟΪ

χαρά. Ακολουθούμε σωστό δρόμο γιά την ώρα... Κουιρά γιο, φίλοι μου. Μόλις φτάσου με θά βρούμε καί νερό· Ή τετραπέρατη Μανταλένα πού ακούει τά λόγια του/ φτερουγίζει επάνω άπό την καπελλαδούρα του Χούπ δπου είναι θρονιασμένη τόση ώρα. Πετάει ολοταχώς προς τό μέρος τής πράσινης γραιμ μής, γιατί κι5 αυτή ή καικο μοίρα έχει διψάσει καί θέλει νά πιή νερό. "Οσο γιά τούς τέσσερις συντρόφους, παρ’ αλο πού δ ιέ κρίνον τή ζούγκλα, χρειάζον ται τουλάχιστον δυο ώρ®ς πο ρεία ακόμα γιά νά φτάσουν· — ’Ά, μωρή Μαινταλενα!

'Ο Χούπ είναι φορτωμένος σαν χαμάλης καί ή Χουλα τρώει μέ το ραχάτι της!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!

Τό λιοντάρι δεν

μπορούσε νά χώνεψη τον άράττη ικαί τον έ­ φτυσε !

Νάχα τά φτερά σου!, λέει μέ ζήλεια ό Χουπ κουνώντας τήν κεφάλα του·. Καλέ σύ! Μανταλένα! "Οταν βρής το πο­ τάμι/ κάτσε εκεί! Μην τό κου νήσης! Π ιό καλά νά ψάχνουμε νά βρούμε έσ'έΛ/α πού σε γνω­ ρίζουμε καλά, παρά γιά τό ποτάμι πού δεν ξέρουμε που είναι! — Καλέ τρελλάθίηκες; — ιμέ τό μπταρδόν κιόλας!, ,μουρ μαυρίζει ή Χουλα πού έχει έρθει κοντά του κι ακούει τά τελευταία του λόγια. Πιο εΰκο λο είναι νά βρής ένα πουλά­ κι τόσο δά, παρά ένα όλόκλη ρο, μεγάλο ποτάμι; Ό Χουπ στέκεται »μιά στι­ γμή σκεπτ ικός, αλλά δεν τό

βάζει κάτω εύκολα. — Ναι, τσιρίζει στο τέλος θριαμβευτικά. Αλλά αν είσαι έξυπνη, του λόγουσου, βάλε τό ποτάμι νά.·. κακαρίση, όπως θά κάνη, καί αυτή ή γλωσ σοκσπάνα καί θά τήν ακούσου με από έξη χιλιόιμετρα μακ,ρυά! Σ5 αυτό τό απίθανο έπιχεί ρήμα του Χούπ, αυτή τή φο­ ρά, ή Χουλα μένει ιμέ τό στό­ μα άνοΐίχτό. ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ ΘΡ! ΑΜΒΕΥΕΙ

Τ

Ο ΑΠΟΓΕΥΜΑ τής ίδι­ ας μέρας, προχωρούν με σα στην όιργ ι,αστική βλά στ η,σι μιας ζούγκλας, κοντά


1£ΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ στήιν όχθη ένας ποταμού. Πανδαιμόνιό σωστό από φω νές ζώων και κρωξίματα πουλιών γίνεται εδώ (μέσα. Ή ζέστη. δεν τούς ενοχλεί καθό­ λου πιά/ γιατί οί αδιαπέρα­ στες φυλλωσιές των δέντ,ρων, τους προστατεύουν από τις φλογ καμένες ακτίνες του ήλ ιου... Μπροστά πηιγαίνσυν ό Κάλ μαζί μέ την Μπέλλα καί κουβεντιαζουν για τη συνέχεια του ταξιδιού τους προς τό ά­ γνωστο· Πιο πίσω έρχεται ό Χούπ. Είναι φοτρωμένος σαν χαμάλης, μέ όλη, τη σημασία τής λέξεως· Π'άνω στη ράχη· του βρίσκεται ένα βουνό από φρούτα όλων των λογιών πού υπάρχουν ιμέσα στη ζούγκλα. Ή Χούλα έρχεται από πί­ σω του μέ όλο τό ρα|χόπι της, καί κάθε φορά πού τρώει ένα φρούτο, παίρνει άλλο από τό φόρτωμα τού ανεκδιήγητου πυγμαίου! "Οταν καμιμιά στιγμή παύη νά μασάη» για νά πά|ρη, ανά­ σα, λέει στον Χούπ τρυφερά λόγια γιά νά τον καλοπιάση. 5 Εκ εΐνο ς κ ορδώνετ α ι κ αί κάνει φοβερούς έκιβιασιμούς, εκμεταλλευόμενος τη θέσι του. _ — Λοιπόν, τί λέτε τώρα» Χοΰιλες μου; Εΐιμάι ό αρρα­ βωνιαστικός σας ή όχι; Θά γίνω Κύριος τής Κυρίας επί των Τιμών τής Βασιλίισοης Μις Αμερικής, ναι ή ού; — "Ο,τι θέλεις έίσυ, κύριέ μου! μαυγγρίζει ή νέγρα μέ την πρώτη·, ευκαιρία πού βρί

σκ-ει νά σταματήση τό μαση μα— ιδίως την ώρα πού κα­ θαρίζει τίς φλούδες άιπό τά φρούτα της. "Ο,τι θέλει ό άφέντης μου ό Χούπ! Ό κου­ βαλητής μου! Ό μεγάλος ιπ­ πότης τής ζούγκλας! "Ασε νά φάω πρώτα κι5 ύστερα τά κα­ νονίζουμε ! — Αυτό λέω κι’ εγώ!, τσι ρίζει ό Χούπ μισοπεθαμένος άπό ευτυχία. "Υστερα θά τά κανονίσουμε μέ τό σί καί μέ το νΐγμα πώς θά γίνουν οι γόμοι καί πόσες μέρες θά βαστήξαυν οί χοροί καί τά πα νηγύρια! — Θά κάνουμε χορούς ατούς γάμαυς μας χρυσέ ιμου; —Λέω νά ικάνουμε!, μουρ­ μουρίζει ό Χούπ· "Οταν παντρεύωνται υψηλά προσώπατα πρέπει^νά γίνεται ό σχετικός σαματάς! Θά βάλουμε εκεί­ νους τούς αρχαίους νά χο­ ρεύουνε τρεις μέρες καί τρεις νύχτες, όπως μούλεγε ή για­ γιά (μου ή Χουρουχούρου, σ3 ένα παραμύθι!.·. "Υστερα ό­ σους άπομείνουνε ορθοί ατά πόδια τους, θά τούς τρατά­ ρουμε κουρκουμπίνια! —"Αχ, Χουπάκο μου! Μέ ξετρελλαίνουν κάτι τέτοιες λι­ χουδιές!, λέει ή νέγρα λιγω­ μένη. -έρεις νά τά φτι άχνης αυτά τά κουρκουιμπίνια; —"Οχι! Ή γιαγιά μου ή­ ξερε νά τά φτιάχνη !, τσιρίζει ό Χούπ θριαμβευτικά. 5Εγώ όμως ήξερα νά τά τρώω! Ό κωμικοτραγικός πυγμαΐ ος δεν προλαβαίνει νά πή περ ισσάτερες εξυπνάδες, -αφνυκά ένας φοβφός βρυ^


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

χηθμός συγκλονίζει τή ζούγ­ κλα1. Τα τέσσερα παιδιά μένουν ακίνητα. Ή Μανταλένα φτερουγίζει κ ακικαρίζαντας τρομαγμένη · Ή Μπέλλα κυττάζει τον Κάλ ανήσυχα· —Τι -συμβαίνει άραγε; μουρμουρίζει. Μου φάνηκε σαν μούγγρισμα λιονταριού... —ιΠραγμ ατ ικ ά εΧνα ι λ ιοντάρι, λέει ό Κάλ τό ϊδιο ανή­ συχα. Τό μούγγρισμα του ό­ μως δεν έχει ικαμμιά σχέσι μαζί (μας... ’Άν ήταν θά τό βλέπαμε έτοιμο νά μάς έπιτεθήι.·. Τό μούγγρισμα άκούγεται γ;ά Ιδεύτερη φορά ακόμα δυ­ νατότερο άττό την πρώτη, καί οί σύντροφοι ανταλλάσσουν μια τρομαγμένη ματιά· —’Άς τρέξουρε νά δούμε τί συμβαίνει!, λέει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. —(Γιατί νά κινδυνεύσουμε άδικα; (μουρμουρίζει ή ουντ-ράφισσά του. θά τταλεύη μέ κανένα άλλο θηρίο. Καλύτερα νά απομακρυνθούμε σσο μπο­ ρούμε γρηγορότερο:... —·Έγώ λέο>, τσιρίζει ό Χούπ μέ γουρλωμένα μάτια, πώς θάχη τίποτα ξεγυρισμέ­ νες πείνες, β|ρήκε έναν άράπη καί τον ξεκοκκαλίζει! ^Ε­ χω 6ή λιοντάρι νά τρώη άράπη... άλλα στον ύπνο μου! Καί άκου νά δής πλάκα πού είχε αυτό τό όνειρό: Μετά τό γέρμα/ λέει, τό λιοντάρι δεν μπορούσε νά τον χωνέμη τον άράπη καί στριφογύριζε από τούς πόνους, ώσπου στα τε­

21

λευταία τον·.· έφτυσε! Τότε ό άράπης άρχισε νά βρίζη τό λιοντάρι μέ τά χειρότερα λό­ για καί τό λιοντάρι θυμοόνει καί του δίνει μιά!... (Καί ό ά­ ράπης άπ5 τή σφαλιάρα χάνει τή γή άπό κάτω άπ3 τά ποδά­ ρια του καί πάει καί σκαλώ­ νει στην κορφή ενός δέντρου! Καί τότε τό λιοντάρι πάει κοντά κΓ αρχίζει νά τρώη σι­ γά - σιγά τό δέντρο σαν καροιτο, ώσπου νά φτάση στην κορφή του πού ήταν ό ήραπης νά τον φιάνη κΓ αυτόν. ?Αλλά καθώς έφτασε στην κορφή κι ήταν έτοιμο νά φάη τον άράπη/ είχε χορτάσει ά­ πό τό δέντρο καί τον άφησε κι έφυγε! Κι ό άράπης... Ό φοβερός βρυχηθμός άκούγεται την ίδια στιγυή για τρίτη φορά καί ό χοίζοΧούπ αναγκάζεται νά σωπάση. Μα­ ζί ρμως μέ τον βρυχηθμό καί μιά ανθρώπινη κραυγή πόνου κάνει τά τέσσερα παιδιά νά γουρλώσουν τά μάτια τους τρομαγμένα· Ό Κάλ δεν στέκει ούτε στιγμή· Όρμάει σότν τον άνε­ μο προς τό μέρος άπ3 όπου άκούγεται ή φασαρία. Οί τρεΐς άλλοι τρέχουν κι* αύτοί άπό πίσω του, άλλα ό Κάλ μέ τό φτερωτό του τρέ­ ξιμο έχει κιόλας ξεμακρύνει. Ανοίγει μέ τά ηράκλεια χέρια του δρόμο ανάμεσα στην οργιαστική βλάστηισι. 0 ί βρυχηθμοί άκούγοντ αι ^ώ,ρα δυνατότεροι καί συχνό­ τεροι. Έτσι τό άτρόμητο παι δί οδηγούμενο άπό τον θόρυ­ βο, βαδίζω κατ’ εύθεΤον ατρ


22

σημείο πού γίνεται κατά πάσαν πιθανότητα ή δραματική πάλη μεταξύ ανθρώπου και θηρίου... •-Πραγματικά· Ανάμεσα ατά πυκνόφυλλα δέντρα, βλέπει ξαφνικά ένα φοβερό λιοντάρι, νά πηιδάη πάνω από έναν πε­ σμένο άνθρωπο. Ό καημένος αυτός δεν κρατάει όπλο απάνω του·.. Μόνο ένα ιμαίκρύ ραβδί έχει και )μ* αυτό αντιστέκεται γεν­ ναία, εναντίον τού τρομακτι­ κού θηρίου... Ή πάλη του όμως φτάνει στα τελευταία της..· Είναι φανερό. Ό άνθρωπος είναι καταξεσχισμένος άπό τά τρομακτι­ κά νύχια του λιονταριού. Τό αίμα τρέχει άφθονο άπό τις πληγές του κι έχει βάψει κόκ­ κινο όλο τό κορμί του. Οί κι­ νήσεις του γίνονται δσο πάνε

Αντιστέκεται δσο μπορεί στις λυσσασμένες επιθέσεις τοΰ θηρίρμ, μ* £να ραβδί στο χέρι.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

και πιο άδύνατες·.. Σέ μια στιγμή μάλιστα τό ραβδί αυτό ξεφεύγει άπό τά χέρια του σ’ ένα μανιασμένο χτύπημα τοΰ θηρίου και πέ­ φτει πλάϊ..· Τό λιοντάρι μ’ ένα ά}παίσιο μουγγρητό ανοίγει τό τερά­ στιο στόμα του. Τά σουβλερά του δόντια αναζητούν τόν λαιμό τού δυιστυχούς.... Την ίδια στιγμή όμως ένα ηράκλειο χέρι αρπάζει τη φουντωτή χαίτη·, του και του τραβάει ολόκληρο τό κεφάλι μέ άικ,ατανίκητη, ορμή... Είναι ό 'Κάλ- Ό λευκός Κύριος τής ζούγκλας έχει φτάσει πάνω στην κρισιμότε­ ρη στιγμή. Τό θηρίο αφήνει άμέσως κάθε ιδέα νά καταβροχθί'ση τό θύμα του. "Ενας πολύ ι­ σχυρότερος αντίπαλος του ποίρουσιάζεται αυτή τή στι­ γμή. Στρέφεται σ’ αυτόν... Ό βασιλιάς τής ζούγκλας είναι έτοιμος νά πολεμήιση για τόν τίτλο του... Τινάζει άγριε μ ένο τό φοβερό πόδι του μέ τά άτσαλένια νύχια, πρός τό πρόρωπο τού Κάλ· Τό χέρι όμως του παιδιού τής ζούγκλας, κρατάει γερά τό μαχαίρι του μέ τή μακρυά άστράφτερη λεπίδα· Χτυπάει ψύχ ρ α ΐ| μα ^κ α ι υπολογ ισιμ έν α. Τό θηρίο άναγκάζεται νά μαζέψη, τό· πόδι του γεμάτο σίμιοτα. Πη|δάει πρός τά πί­ σω μ’ ένα τρομακτικό ουρλια­ χτό και μέ τόση ορμή πού ξεφεύγει άπό τό σιδερένιο χέρι του Κάλ, πού κρατάει τή χαίτη του»


ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Μια τούφα άπο τή χαίτη του λ ιοντα,ριοΰ μένει μέσα στη φούχτα του Κάλ. )Γιά ίμια στιγμή άνθρωπος ικαί θηρίο στέκονται άπάναντι ό ένας στο άλλο καί κοιτά­ ζονται στά μάτια μέ φοβερό βλέμμα. Ό άγνωστος, πού ή ζωή του ρχει γλυτώσει παρά τρί­ χα άίπό τά νύχια τού λιοντα­ ριού, ικοττάζε ι κι5 αυτός τώ­ ρα /με τρομερό θαυμασμό το γιγαντόσωμο αγόρι πού ώπλι σμέινο μ3 -ένα (μαχαίρι δεν δι­ στάζει νά προκάλεση τον τρο ίμιερό βασιλιά τής ζούγκλας πού τον τρέμουν και τά άγριώ τέρα καί δυνοτώτερα θηρία... Ή Μιπέλλα/ ή Χούλα ικαί ό Χούπ φτάνουν κι αυτοί κοντά πάνω στην ώρα.· Δεν ιμπορούν όμως νά δώ­ σουν κσιμμιά βοήθεια στον Κά!λ· Μέ τις ματιές γεμάτες τρό­ μο καί άγων ία. π αιρ ακολου­ θούν τούς δυο αντιπάλους πού ό καθένας τους διστάζει νά κάνη την πρώτη, επιθετική κίνηΐσι. Ό χαζο-Χούπ περίεργος μέχρι αηδίας, όπως κάβε φο­ ρά, τρέχει κοντά στον άγνω­ στο πού είναι πεσμένος κάτω. Τόν κυττάζει από την κορ­ φή ώς τά νύχια πολύ παραξενεμένος. ,Είναι ένας άντρας πανύψη­ λος, κοντά δυο μέτρα, με δυ­ νατά μπράτσα καί πλάτες. Είναι πολύ αλλόκοτα ντυμέ­ νος. ’Έτσι πού κανείς άλλος μες στη ζούγκλα δεν -βρέθηκε

ώς τώρα μπροστά τους. Φσ-

23

-— Που ράβεσαι; ρωτάει ο Χούπ τον ’Αντύπα. Μπορεί νά θέλω ενα τέτοιο κουστουιμακι — Ρωμαίου.

ράει κάτι ιμαικρυά ρούχα ολό­ λευκα — πού τώρα είναι σέ πολλές μειρ ι ες κοκκ ιν ιισιμ ένα άπό το αίμα του —- πού κα­ ι αλήγο-υν σέ φουφούλες στο κά,τω μέρος των ποδιών του. —ιΚαλέ, τού λέει ό Χούπ αφού τον εξετάζει πρώτα καλά-καλά. Μπορείς νά -μου πής πού ράβεσαι νά ταχω υπ’ 6ψ, μου; Μπορεί νά θέλω κι ε­ γώ νά κάνω κανένα τέτοιο κουστουράκι! Ό άνθρωπος όμως έχει ά­ λυτου την προσοχή στραμμέ­ νη πάνω στο λιοντάρι καί στον Κάλ καί δεν προσέχει καν τί τού λέει ό Χούπ· Τό τρομερό θηρίο επιτίθε­ ται αυτή τή στιγμή (μ3 ένα καινούργιο άγριο μουγγρητό. Ό Κάλ πηδάει στό πλάϊ μ5 |νσ πήδημα σΙλρύρου καί


24

το λιοντάρι δεν τον βρίσκει στον δρόμο του1. 5 Αντί θετά τό λευκό παιδί χτυπάει για δεύτερηι φορά τό θηρίο μέ τό μα­ χοί ρι του, την ώρα πού αυτό ιμέ τή φόρα του περνάει από (μπρος του. Ό τετράποδος βαισιλι.άς τής ζούγκλας 'βιρυχάται τρελλός από ι μ αν ία ικαί στρίβει σαν αστραπή για να όρμήση, και πάλι εναντίον του θρασύτοτου ιάντιπάλσυ του. Μά όσο γρήγορο κιάν είναι τό θηρίο, ό λευκός Κύριος τής ζούγκλας είναι γρηγορότερος άκόμσ! Πριν αυτό προλάβει νά στ ρίψη/ μ" ένα τεράστιο άλμα έχει βρεθή πάνω στη ράχι του! Τό λιοντάρι τον καταλα­ βαίνει την ’ίίδια στιγμή, κα­ θώς στρίβει για νά του ριχτή. Τινάζεται σαν άλογο άγριο πού για πρώτη φορά άνθρω­ πος προσπαθεί νά τό δαμσ07). "Ενα άκόιμα απαίσιο μουγγρητό βγαίνει άπό τό φοβερό στόιμα του. Μά ο Κάλ δεν πέφτει! Τό θρυλικό ελληνόπουλο έ­ χει όςρπαχτή γερά ιμέ τό ένα του χήρι -από την πυκνή του χαίτη. "Οσο για τά δυο χα­ λύβδινα πόδια του έχουν σφι­ χτή ,μέ αφάνταστη δύναμι στα πλευρά του λιονταριούΤό τελευταία αυτό χοροπη­ δάει σαν στοιχειό με άγριους βρυχηθμούς· Κάνει σαν τρελλό γιά νά ιάπαλλαγή άπό τον φοβερό του αντίπαλο. Τό χέρι όμως τού λευκού παιδιού, πέφτει πολλές φο­ ρές πάνω στο κορμί του. Τό

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

λεπίδι τού (μαχαιριού του βυ­ θίζεται άλλες τόσες μέσα στις σάρκες του1. Τρομερά ούρλιάσματα πό­ νου βγαίνουν απ’ τό στόμα τού θηρίου. 5Αλλά ^ και ό ^ Κάλ με δλ5 αυτά τά τραντάγματα δεν μπορεί νά σημαδέψη καί χτυάει όπου βρή, χωρίς νά μπορή νά πετύχη την καρδιά τού­ για νά τό σκοτωση. Ή Μπέλλα είναι κάτασπρη άπό την άγωνίια. Έχει τρα­ βήξει τό μαχαίρι της. Είναι έτοιμη,.·· Δέν θά διστάοη δον δή τον άγαπημένο της σε κίν­ δυνο, νά όρμήση μέσα στά νύ­ χια τού λιονταριού γιά νά τον σώση... "Αν μπόρεση,... Ή Χοολα βλέποντας τήν ιι<:υρά της έτσι, καταλαβαίνει τήν άπόφασι πού έχει πάρει καί έχιει γίνει ικι εκείνη σταχτιά άπό τήν τρομάρα της. Ό χαζο-Χουπ χοροπηδάε^ καί τσιρίζει άπό τή·.. χαρά ταυ! —"Ασε μου νά σκοτώσω* κι εγώ τό··. μισό, κάλέ! ξεφω­ νίζει ιμέ γουριλωμέινα τά μα­ τάκια του. Νά μήν κουνιέται όμως πολύ όταν θά τ’ άφήσης γιατί.)., ζαλίζομαι! ]Κα!ί νά τού κόψης καί τά νύχια1 του ιμέ τό μαχαίρι! Δέν ντρέπεται ολόκληρο λιοντάρι νά μήν κό βη καθόλου τά νύχια του καί νά τσαγκρουνάη τον κόσμο; Έμενα ή γριά μου όταν δέν έκοβα τά νύχια μου μ,’ άφη­ νε νηιστία! Νά μ ή τού δώσου­ με κι εμείς νά φάη μια βδο­ μάδα!·.. 5Αλλά τί βλάκας εί­ μαι! — προσθέτει μοναχός


ΤΗ! 20ΥΓΚΛΑ! του· Αφού θάναι πεθαμένο, 6έν θά τό νοιάζηι νά μείνη νη­ στικό και περισσότερο από βδομάδα! 'Κι ό χαζο-Χούπ γυρίζει και πάλι στον παράξενο ξένο. —3Εσύ πού ξέρεις καλύτε­ ρα, τον ρωτάει πολύ σοβαρά, ώς^ πόσο λες ν’ άντέχη, στην πείνα ένα... ψόφιο λιοντάρι; ^Τήν ίδια στιγμή ό Κάλ χτυ πάει μέ τό μαχαίρι του τό θη­ ρίο· στον λαιμό πολλές φοοές. "Ένας απαίσιος ρόγχος βγαί­ νει από τό λαρύγγι του ζώου πού είναι καί ό τελευταίος του. "Υστερα γέρνει στο πλάι καί σωριάζεται κάτω νεκρό· Ό Κάλ πηδάει μσικρυά α­ πό πάνω του. —(Καλέ σύ! ιΓιοτί τό σκόΤωσες ολόκληρο; τσιρίζει ό χαζο-Χούπ θυμωμένος. Δεν σου είπα νά ,μού άφήσης κι εμένα λιγάκι; Δεν προλαβαίνει νά τελειώση^ τά λόγια του καί τό τροίμερο θηρίο κουνάει λίγο την ουρά του. Φαίνεται πώς ακό­ μα δεν εχει ξεψυχήσει εντε­ λώς. Ό ηλίθιος πυγμαίος ορμάει απάνω του μέ ριά θριαμβευτι­ κή Ιαιχή. Τραβάει τό θρυλικό μπούμερανγκ από τή μέση του ικαϊ χτυπάει μ’ αυτό τήν οιρά του θηρίου μέ άλη του τη δύναμι. Εκείνη σπαράζει για μια τελευταία φορά κα' μένει πια οριστικά ακίνητη. Ή χαρά του χαζο-Χούπ δέν περί γράφεται. Χοροπηδά­ ει καί τσιρίζει σαν τρελλός. —Σκότωσα τήν ουρά ενός μεγάλου λιονταριού!, ξεφωνί­

ζει Τώρα δέν θάχη μέ τί νά διώχνη. τις μύγες! Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΞΕΝΟΣ

ΜΠΈΛΛΑ άρμάει ανή­ συχη προς τό μέρος __τού Κάλ. —Είσαι καλά; ρωτάει μέ αγωνία. , —ιΠολύ καλά... Δέν έπαθα τίποτα... Δέν συμβαίνει όμως τό ίδιο καί μέ τον άνθρωπο αυτόν, πού τό λιοντάρι τον έ­ χει καταξεσχίσει.·· "Ας τον βοηθήσουμε... ΊΊάνε όλοι κοντά στον ξένο κι εκείνος μόλις φτάνουν, α­ πλώνει συγικινημένος τό χέρι του προς τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. λ—"Ο,τι καί νά γίνη άτό δώ καί πέρα, άγνωστε φίλε, λέει απλά, δέν θά ξεχάσω πο­ τέ πώς σου χρωστώ τή ζωή μου !... Ό ιΚάλ κοκκινίζει σάν κο­ ριτσάκι καθώς σφίγγει τό χέρι τού παράξενου οδοιπό­ ρου τής. ζούγκλας· —Δέν πρέπει νά τό θυμά­ σαι !, λέει μέ αμηχανία· "Ο­ λοι οί άνθρωποι είναι αδέρφια κι^ είναι υποχρεωμένοι νά βοηΓ θάνε ό ένας τον άλλο στίς δύ­ σκολες στιγμές. Κι έισύ τό ί­ διος θάκανες για (μένα... Ό ξένος ρίχνει μιά ματιά θαυμασμού προς τό πελώριο νεκρό ζώο. —’Άμφί'βάλλω άν θά τά ,κατάφερνα τόσο, καλά;!, ψι­ θυρίζει μέ δέος. —Έγώ θά τά κατάφερνα 6π ωσδήπ οτ ε!, πετ ι έτοο ι πάλ ι


ίά

στη .μέση ό χαζο-Χούπ. Εί­ δες πώ τού σκότωσα την ου­ ρά; Μέ μια χτυπ ά! Ό άγνωστος χαμογελάει· Ό Κάλ λέει ανήσυχος: —'Πρέπει νά περιποιηθουμε τις πληγές σου, §ένε.. "Εχεις χάσει πολύ αίμα και τρέχουν άικόμα συνέχιε ι α... Περίμενε..· 0ά β,ρώ μερικά βότανα καί.·. Ό παράξενος άνθρωπος σηκώνεται όρθιος ιμέ μια α­ πλή κιίνηισι. —Δεν έίχιω τίποτα!, λέει ενώ τα τέσσερα παιδιά τάν κυττάζουν ,μέ γουρλωμένα μά τια. Δεν με τραυμάτισε που­ θενά σοβαρά ευτυχώς..· "Ολ5 αυτά είναι γρατζουνιές μονά­ χα, πού θά κλείοουν γρήγο­ ρα... Ευτυχώς πού εψθασες άικριιβώς στην ώρα·.. "Ενα δευτερόλεπτο αργότερα καί θά ιμέ είχε στείλει στον άλλο κόσμο..· Οί κινήσεις του είναι ήρε-

Ό άρόατης χάνει τά πόδια του

&ΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

Ή κοπέλλα ζυγώνει στο μέρος που στέκεται ό σύντροφός της.

μες καί δυνατές. Είναι φανε­ ρό ότι πραγματικά δεν έχει καμμιά σοβαρή πληγή καί τίποτα περισσότερο από α­ μυχές. Τώρα οί τέσσερις σύντρο­ φοι ηχούν τήν ευκαιρία νά τον παρατηρήσουν πιο καλά. Μά όσο περισσότερο τον πα­ ρατηρούν, τόσο ή περιέργεια τους μεγαλώνει. Εΐναι ^ λευ­ κός, αλλά ή κατατομή του προσώπου του είναι κι αυτή παράξενη.. Ακόμα κι ή Μπέλλα που έχει γνωρίσει^ ανθρώ­ πους άπ5 όλα τά ^,μέρη. τού κόσμου, δεν θυμάται νάχη ξαναίδή μά παρόμοια φυσιο­ γνωμία. Ό άγνωστος σαν νά αισθά­ νεται κάποια αμηχανία άπό τά εξεταστικά βλέμματα τών τ οσσάρων σ υντρόφων · Σκύβει καί παίρνει άπό κάτω τό πεσμένο ραβδί του.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

—Λοιπόν, λέει. Φοχιντ άζυ­ μα ι πώς πρέπει νά πηγαίνω τώρα... Οί δρόμοι μιας δεν θάναι άσψαλώς οί ίδιοι... ’Άν ό­ μως, καινούργιε μου φίλε/ τύ­ χη νά ξανασυναντηθούμε καμ,μιά φορά, θά είμαι. πρόθυμος νά σε βοηθήσω ακόμα κι άν πρόκειται νά δώσω τή ζωή μου γι' αυτό..· —Λεν μου χρωστάς απο­ λύτως τίποτα, λέει ό Κάλ στενάχωρα- Δεν μπορείς ό­ μως νά φύγης μόνος σου στην ικατάστασι που είσαι αυτή τή στιγμή... ’Άν συναντηιθής με κάποιο άλλο θηρίο... Είσαι καί εντελώς άοπλος καί βέ­ βαια μ* ένα ραβδί δεν μπο­ ρείς νά τά βάλης μέ λιοντά­ ρια καί πάνθηρες..· —Μή σέ νοιάζη γιά μένα άλλο, άποκρίνεται ό παράξε­ νος οδοιπόρος. Ή πορεία μου

Ή Χουλα πού φυλάει τήιν τελευ­ ταία βάρδια, βάζει ξαφνικά τις φωνές.

27

— Τί συμβαίνει; τσιρίζει. Πάθανε τίποτα οί Χουλίτσες μου;

είναι ώρισίμένηι άπό τή μοί­ ρα·.. Θά φτάσω έίκεΐ που είναι ο προορισμός ,μου χωρίς άλ­ λο... Είδες δτι καί στον θα­ νάσιμο κίνδυνο πού διετρεξα πριν λίγο, οί θεοί μου μοΰ έστειλαν βοήθεια τήν κατάλ­ ληλη στιγμή.·. Δεν θέλω νά καταχραστώ άπό τήν καλωσύνη σας καί νά μείνω περισσό­ τερο .μαζί σας... Ασφαλώς θάχετε κι εσείς κάποιον προο­ ρισμό..· Καί σάς εμποδίζω ιμέ τήν παρουσία μου... —Δεν ιμάς εμποδίζεις κα­ θόλου!, λέει ό Κάλ ζωηρά άν καί ξέρει πώς τό λέει ψέμα­ τα· Μπορείς νά έοθης μαζί μας ιστόν δρόμο πού ακολου­ θούμε, άν εννοείται, σφπίπτει καθόλου μέ τον δικό μας ... Προς τά που πηγαίνεις; —θάθελα νά σου πώ ακρι­ βώς ποιο είναι τό μέρος που


28

πηγαίνω, ιμουρμουρίζει ό ά­ γνωστος μέ στενοχώρια- Σου χροοίστώ τή ζωή μου καί δέν έχω δικαίωμα νά έχω μυστικά από σέ<να..· Μά και τό μυστι­ κό που έχω δεν ανήκει σ’ εμέ­ να και δεν έχω την ελευθερία νά τό ανακοινώσω... —Δέν ανήκει σ’ εσένα; τσι ιρίζει ό χαζο-Χούπ αυστηρά· Και δέν ντρέπεσαι^ πού τό λες •κιόλας πώς παίρνεις ξένα πράματα; Νά πας νά τό δωσης, γρήγρρα πίσω, παλιό­ παιδο! 'Ορίστε μας! -ενο /μυστικό και τοχει απάνω του! Κι αίμα τό χάσης κα*μμαά ώρα/ τ-ι θά πής ύστερα στον ιδιοκτήτη του; —Χούπ! Π άψε έπί τέλους τις ανοησίες σου!,, φωνάζει ό Κάλ Θμμωμένος. —λ'Εγώ ανοησίες; τσιρίζει ό Χοόπ γουρλώνοντας τά μά­ τια ικατά τη συνήθειά του· 5Α­ δύνατον ! Δεν θά κατάλαβες καλά! Του λέω πώς δεν είναι σωστό νά κουιβαλάη απάνω του ένα ξένο ,μυστικό! "Ας ύποθέσωμε πώς τρυπάει για μια στιγμή ή τσέπη πού τό ίέχει και τό χάνει! Δέν θάναι κρίμα κι άδικο; Νάτανε δικό ί ου άς τορριχνε και ιστό ποτά •μι! Τά ξένα πράματα σμως... Ή Χούλα πιάνει άγρια τον φΛυαρο πυγμαίο από την προβιά και τον τραβάει πίσω· —Σκάσε, τριπίθαμε! — μέ τό μπαρντόν κιόλας!, του λέει γεμάτη αξιοπρέπεια. Θά μάς κάνης ριεζίλι στον ξένον ά νθρωπο! Ό τελευταίος αυτός βρί­ σκει ευκαιρία πού δεν μιλάει

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

αυτή τη στιγμή ό χαζο-Χούπ καί λέει του Κάλ: —Πάντως ή κατεύθυνσίς μου είναι προς τή Δύσι.·. (Μπορώ νά έρθω μαζί σας άν |μέ θέλετε, ώς έκεΐ πού θά ταιριάζουν οί δρόσοι μας — άν πηγαίνετε κι έσεΐς δυτι­ κά... Ό Κάλ ετοιμάζεται ν’ α­ πάντηση, αλλά ό χαζο-Χούπ πετάγεται πάλι στή ιμέση, καί τσιρίζει -με όλη του τήν άψέλε ια: —Τί Δυτικά καί Βορειοα­ νατολικά μού τσαμπουνάς, καημένε! Με δυο κουβέντες πάμε στή Νέα Άτλαντίδα! νΑν είσαι για κεΐ κοντά έλα ιμαζί μας! "Αν όχι, στρίβε για νά φτάσουμε καμμιά φο­ ρά γιατί είμαστε βιαστικοί! Ό Κάλ έχει χλωμιάσει σάν πεθαμένος,. Ό ηλίθιος φίλος του πιρόδω σε (με αφορμή τήν κουταμάρα του ένα φοβερό μυστικό, βά­ ζοντας σε κίνδυνο οχι μόνο τή ζωή τους, άλλα καί τήν ίδια τήν^ πατρίδα τού λευκού αγο­ ριού/ τήν Πέλλα!.·. —Χούπ!, μουρμουρίζει τα­ ραγμένος. Σώπα! —Μά μουγγός είμαι πια νά μ ή μιλάω· καθόλου; παρα­ πονιέται ό φουκαράς, πού ούτε τού περνάει καθόλου από τον νου πώς έχει κάνει κάτι κακό. Ευτυχώς τά λόγια τού ξέ­ νου βγάζουν' κάπως από τί ς ανησυχίες του τον Κάλ: —Στήν Νέα Άτλαντίδα, ε; λέει γελώντας. Πάντως ό νεαρός φίλος σας έχει^ μεγά­ λη φαντασία! Σέ λίγο θά


σάς όδηγήση καί στην παλιά Άτλαντίδα και ίσως και σέ κανένα άλλο άστρο·.. —ιΚαλά λιές/ μπάρμπα!, φωνάζει θριαμβευτικά 6 χαζόΧούπ. Στ3 αλήθεια^ το βαρέ­ θηκα πια αυτό εδώ, άλο τό ιΟιο και το ίδιο!.·. Και γυρίζοντας στη Χούλα προσθέτει: λ—Τι λέτε, Χοολες μου: Πάμε στο φεγγάρι μια τσάρ­ κα; Άλλα όχι όταν είναι παν­ σέληνος πού είναι κ,αταστρόγγυλο, γιατί μπορεί νά γλυάτρήσαυμέ και νά φάμε τά μούτρα μας σέ κανένα διπλα­ νό άστρο! "Οταν είναι σαν φέτα από πεπόνι γιά νά μπο­ ρούμε νά κάτσουμε μέσα καί νά κρατιώμαστε κι από τίς άκρες... —Λο ι πόν; ξαναρωτάε ι ό ξένος τον Κάλ. Πηγαίνετε κα­ τά^ τη Δύσι ή όχι; Ό λευκός Κύριος τής ζούγ­ κλας τον κυττάζει γιά μερι­ κές στιγμές ατά μάτια προ­ σπαθώντας νά καταλάβη, τί κρύβεται μέσα στό μυαλό του περίεργου αυτού οδοιπόρου· Λεν είναι εύκολο όμως νά καταλάβη τίποτα. Εκείνος τον κυττά σαν νά μή συμβσίίνη ικάτι τό εξαιρετικοί. Περιρένει την άπάντηΐσί του μέ ηρεμία· Τό πρόισωιττό του εξ3 άλλου είναι συμπαθητικά καί έμπνέε ι έμπ ιστοσύνη.. Κι άν όμως παρ3 δλ3 αυτά δεν πρέπει νά του έχη.’ εμπι­ στοσύνη αυτός; Άν είναι άπ3 άυτούς πού τό πρόσωπό* τους άέ ξεγελάει καί τούς συμπα­ θείς, ενώ ή ψυχή τους είναι

(μαύρη, σάν την κόλασι; Μά ό Κάλ παίρνει στό> τέ­ λος την άπόφασί του. ^ —Δυτικά πηιγαίνουμε!, λέ­ με σταθερότατη φωνή. Άν θές, ξένε, μπορείς νάρθη,ς μα­ ζί μας... "Οσο πού οί δίρόμΟΊ μας νά χωρίσουν.·. Καί είναι καλό χιά σένα νάρθιηις.·. "Οσο θάσαι μαζί ιμας δεν θά ,κινδυνεύσιης από θηρία... Είμαστε πολλοί μαζεμένοι καί κανένα θηρίο δεν θά τολμήση νά μάς έπιτεθή... —Ευχαριστώ!, μουρμουρί­ ζει απλά ό καινούργιος σύν­ τροφος πού προστέθηκε τόσο ξαφνικά στην παρέα τους—Άς ξεκινήισωμε λοαπόν..· Ό Κάλ δίνει τό σύνθημα .νά ξεκινήσουν καί μπαίνει μπροστά οδηγός, καθώς συνε­ χίζουν την πορεία τους στίή όχθες τού ποταμού... ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Ο ΙΔΙΟ βράδυ έχουν κα­ τασκηνώσει μέσα στη ζούγκλα. "Έχουν άναψε, καί μια μεγάλη, φωτιά, επίτη­ δες γιά νά μην τολμούν νά ζυγώσουν τά επικίνδυνα θη­ ρία πού υπάρχουν στην πε-

Τ

'Ρσχή.

"Ολοι κοιμώνται αυτή τή στιγμή εκτός οστό Τον Κάλ ττού είναι ή σειρά του νά φύ­ λαξη. βάρδια καί κάθεται πλάι στη φωτιά τροφοβοτών» τας την συνεχώς μέ καινούρ­ για ξύλα.·· Άλλα οχι... Είναι καί ή Μπέλλα ξύπνια. Ή πεντάμορφη κσπέλλά


ΚΑΑ Ττληΐσιάζει σιγά-σιγά προς τό μέρος πού στέκει ό άγαπημένος της σύντροφος—-Μπέλλα, γιατί δεν κοι­ μάσαι ; Εκείνη, τον παρατηρεί ανή­ συχη^ —"Εγεις εσύ τό κουράγιο νά κοιμηθης; .μουρμουρίζει, -έρεις ποιος είναι αυτός ό άν­ θρωπος πού έχομε (μαζί· μας καί πού του έσωσες τή ζωή; Ή φωνή της είναι χαμηλή· Κανείς δεν μπορεί ν5 άκούιση τή συζήτηισί τους όσο κοντά τους κι αν βρίιακεται... —ιΜήν άνησυχήις γι" αυτόν, Μπέλλα, ψιθυρίζει Κάλ. "Έχω τά μάτια μου τέσσερα. Ή νέα κοπέλλα ρμως κου­ νάει τό κεφάλι της δύσπιστα. —Ανησυχώ!, λέει κοφτά. Άνηρυχώ γιατί αυτός ό χα­ ζός ό Χούπ του είπε που πη­ γαίνομε.·· ’Άν τυιχόν έχει καιμ •μια σχέσι μέ τούς ’Άτλαντες

* Αποτρόπαι ο ι / μαϋρο ι πόλεμ ι* ρτές τούς έχουν κυκλώσει.

...Καλύτερα θά ήταν νά τον είχες αφήσει νά φύγη, ιδιαι­ τέρως μετά την κουταμάρα του Χούπ... —·"'Iσα - ίσα!..· ’Άν ό άν­ θρωπος αυτός μέ τά λόγια τού Χούπ απέκτησε ξαφνικό ενδιαφέρον γιά μάς, πιο καλά ■είναι νά τον έχωιμε μαζί μας... ’Άν τον διώχναμε θά μάς ακο­ λουθούσε από ιμακρυά καί δέν θά ιμάς έχανε από τά μάτια του, ενώ έμεΐς δέν θά μπο­ ρούσαμε νά ξήρωμε τί κάνει καί πού βρίσκεται... Τώρα τουλάχιστον τον παρακολου­ θούμε κι έμεΐς..· "Έννοια σου κι άν θείλήση νά μού παίξη ικσνένα παιχνίδι/ θά τό πληνιρώιση πολύ άοκρ-ιιβά γιατί εγώ ιδέν κοροϊδεύομαι εύκολα... Τώρ α κοιρ ήισου1, Μπέλλ α. ·. Καί μη σε νοιάζη, γιά τίποτα ..·Τό πρωί πού θάριθη όλες οί ανησυχίες θά σου φύγουν... —(Μακάρι..., μουρμουρίζει εκείνη- καί ξαναγυρνάει κοντά στη Χούλα γιά νά κοιρηθή· Πραγματικά δλη ή νύχτα περνάει χωρίς κανένα έπεισό5 ιο, Μά μέ τό χάραμα τής άλ­ λης μέρας τούς περιμένουν τρομερές ^ έκπλήξεις·.. Ή Χούλα που φυλάει την τελευταία βάρδια, βάζει ξα­ φνικά τίς φωνές. Ό Κάλ, ή Μΐττέίλλα κι ό χάζο-Χούπ τινάζονται από τον ύπνο τους. —Τί συμβαίνει; ^ Τί συρώ βαίνει; τσιρίζει. ΠάθΟνε τί­ ποτα οί Χοϋλίτσες μου; Α­ κούω τίς αγριοφωνάρες της.;4 5Αλλά δέν έχει πάθει τί-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ — —..................... .■■■■■ ■-■=

ποτά άλλο ή πελώρνα 'νέγρα, άπό το νά έχη χλωμιάσει^ ο­ λόκληρη* άπό την τρομάρα της και νά κοντεύη νά πεθά'.νη από φόβο. ’Απτ3 τά γύρω απ’ την κατάσκήνωσί τους δέντρα, τταρουσιάζονται κάτι τρομεροί όΤή,ν οψι ^άνθρωπο.. Κρατούν ατά χέρια τους ό­ λοι ανεξαιρέτως τσεκούρια· Προχωρούν σιγά - σιγά σφίγ­ γοντας τον κλοιό συνεχώς γύρω από τούς ηρωές μας... Τά μάτια τους λάμπουν α­ ποτρόπαια... ^ Ό Κάλ στροφαγυρίζει στη θέσι του σάν φυλακισμένο λιοντήρι. Προσπαθεί νά ά,νακαλύψηι μιά διέξοδο από ε­ κείνον τον κλοιό. Τού κακού όμως.·. Είναι ολόκληρος λό­ χος απ' αυτούς τους άγριαν­ θρώπους... Είναι καταδικα­ σμένοι..· Ξαφνικά μιά αστραπή φω­ τίζει τό μυαλό του. —Πού είναι ό ξένος μας; ξεφωνίζει. "Ολοι γυρίζουν τά κεφάλια αλλά κι αυτή τή φορά δεν μπορούν νά δασκαλέψουν αυ­ τόν πού θέλουν.·. Μιά τρομερή ιδέα περνάει από τό μυαλό τού παιδιού τής ζούγκλας. Αρχίζει νά φωνάζη τον ξένο, αλλά δεν παίρνει καμμιά άπάντηίσι..· Στο μεταξύ οί άγριοι πού τούς έχουν κυκλώσει προχω­ ρούν συνέχεια προς τό μέρος τους καί τούς πληίσιάζουν όλοένα καί περισσότερο, μέ τά όπλα τους προτεταμένα. —Ό ξένος έγινε άφαντος!,

-αίφνικά έπιτίθεντοοι...

μουρμουρίζει ή Μπέλλα μέ σφιγμένα τά χείλια. —Την έπαίθα!, λέει 6 Κάλ χλωμιάζαντας. "Έπρεπε νά σέ είχα ακούσε μ Μπέλλα! Τό λευκό παιδί ψάχνει άκόμα άπελπισμένα γιά ένα μέ­ σον φυγής. Ή Χούλα έχει αρχίσει νά μυ^οκλαίη·.. Ο Χούπ μόλις βλέπει τούς άγριους μέ τά τσεκούρια, βά­ ζει τις φωνές: —Καλέ! 9Η,ρθαν ξυλοκό* ποι νά κόψουν δέντρα! Βρε τούς φουκαράδες! Π,ρωΐ-πρωΐ πιάνουν δουλειά! Πάμε, παι­ διά, νά δούμε πού θά τά κόπ βουν! Τόύ Κάλ τά μάτια αστρά­ φτουν άπ" τον θυμό. —Αυτός ό προδότης, τό κίχλό πού τού θέλω, νά μήν πέ,ση στά χέρια μου καμμιά ώρα!, ψιθυρίζει. Γιατί άν τόν δώ πουθενά... άλλοίμονό του!


ΙζΑΑ ■— Ο ΚΥΡ 102 ’Ασφαλώς δμως θάναι άρχηγρς αυτών τών τεράτων... Φί­ λοι μου.. * Έτο.ιιμαστήτε νά πολεμήσετε (μέ άλες σας τις δυνάμεις! .—"Όχι, εγώ δεν πολεμάω ιμέ δλες!, λέίει ό ανεκδιήγη­ τος Χουττ. θά κρατήσω, κα,ί .-μερικές νά τις έχω γιά υστε-

ρα. Μπορεί νά μου χρεια­ στούν !... , Κι εκεί ττόυ οί εχθροί βα­ βίζουν σιγά - σιγά κλείνοντας ολοένα τον βρόχο γύρω τους, ξαφνικά ξεαποϋν σε άγρια ουρλιαχτά και όρμούν εναντί­ ον τους μέ ακατάσχετη ορ­ μή...

Τ Ε Α 0 Σ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Άπσκλέιστικδτης: Γεν. Έκδοτικαΐ Επιχειρήσεις Ο. Ε.


*

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Για τους άν άγνωστες μα<^, τά προηγούμενα^ τεύχη των έκδοσεών μα$ πωλοΰνται στα γραφεία μας (Λέκκα 22, υ­ πόγειον, ’Αθηναι), και στα έξής καταστήματα: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ:^ Κατάστημα ’Αθαν. Τουφεξή, οδός Βενιζέλου και Εύριπίδου (γωνία), έναντι τής Εμπορικής Σχο­ λής. Τηλ. 42-960. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλεΐον Χαραλ. Δημητριάδου, οδός Παντελεήμανος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλεΐαν Παναγ. Χρηστάρα, πλατεία ιΑγ. Νικολάου. ΠΛΑΚΑ: Καπνοπωλεΐαν Ίωάν. Δημητριάδη, οδός 5Α= δριανού καί Θέσπιδος γωνία. ΑΓIΟI ΑΝΑΡ ΓΥ Ρ Ο I (*Αττ ική ς): Β ιβλιοπωλεΐαν Β ασ. Αυγερινοί), οδός * Αγίων 5 Αναργύρων 8. ΜΟΣΧΑΤΩΝ: Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσαρη, οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ: Βιβλιοπωλεΐαν ό «ΦΑΡΟΣ». ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπύρου Πάτση 1 17. ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμέ­ νης 160, τηλ. 91-484. Κ Ο Ρ ΩΠ1: Περ ίπτερον Π αντελή Σ ιδέρη. ΑΡΓΟΣ: Πρακτορειον έφημερίδων, χαρτοπωλεΐον. Εθνι­ κόν Ααχεΐον, Θεοφάνη Παυλοπούλου, τηλ. 2-82. ΑΜΦΙΑΑΗ Πειραιώς: Βιβλι οχαρτοπωλεΐον 'Ανδρέα Αημητριάδη, οδός Π. Τσαλδάρη καί Νισύρου 2. ΚΟΑΩΝΑΚΙ: Κατάστημα Ευαγγέλου Βσγιατζή, οδός Καψάλη 10. ΚΑΛΛΙΘΕΑ: Βιβλιαχαρτοπωλεΐον Θ. Πίσσα. Ξενοφώντος 67. ΚΥΨΕΛΗ: Βιβλι οχ αρτοπωλ. X. Κοσράτου, Πυθείας 33. (ΒΟΛΟΣ: Βιβλιαχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λιαναρίδη, Κ. Καρτάλη 48. ΘΕΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗ: Β ιβλι οχαρτοπωλεΐον *Ανδρέα Ρέκου, * Ε γνατ ί ας 67. ΡΟΔΟΣ: Κοοτάστ. Δικαίας Καντζηκάκη, Σωκράτους 1 ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιαχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Παπαδογ ιάννη, Κεντρική Πλατεία. ΠΑΤΡΑ!: Βιβλι οχαρτοπωλεΐον Νίκου Παπαχρήστου, *Αγ. Νικολάου 16. ΝI Σ ΥΡ Ο Σ: Β ιβλι οχ αρτοπωλ εΐον Παναγ. Διακσβασίλη. ΠΑΡ ΠΑΘΟΣ: Βιβλι οχαρτοπωλεΐον Ίωάν. Λογοθέτη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Υίών Β. *Αλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλι οχαρτοπωλεΐον Υιών Β. *Αλμπάνη.


ΚΑΛ-

<

Ο

ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑ!

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΗΔίϋ ΖβΥΓΚΑΑΧ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

■< ·< <<

Γραφεία: *Οδός Λέκικα 22—* Αριθμός 10—Τ ιμη δρ αχ. 2 Δη,μοσ ιογραφ ΐικδ ς Δ) ντή ς: Σ. Ά νεμοδαυρα ς, Σ τ,ρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. ΟΙκονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργ ιώδης, ■ Σφιγγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασιλεί'ου, Τσταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκιοα 22, *Α0ήναι.

υΟ> Ποιος είναι ό παράξενος άγνωστος οδοιπόρος; Θά τό μάθετε στο επόμενο τεύχος τού περιοδικού «ΚΑΛ» μέ τίτλο:

ΤΡΟΜΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΩΝ ΑΙ ΩΜΩΝ Μια συγκλονιστική ιστορία επεισόδια μέ τον Χούπ...

ζούγκλας. Σπαρταριστά

ΤΡΟΜΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ί ^V ιΒ

<


·4?Λ'/Λ4 ΑΛΆΤΑ/Χ/Α/Α, ΤΤΟΤβ Τ&/Ϋ δ/4/? ΧήΤ/ Τοίο Χ9//ΤΑΑΤΟ. . .

ΑΥΤΟ ΤΙΟΥ ΪΥ/ΥΒβ 7/ /ΤΑ /ΤΡΟ/Ύ/Τχα άδΥτεΡο.ηδπ/η μτα/υ Α/νεγ Τ7/ΟΗΓΟΥΜ6 /ΤΟΥ . 4//Υ ΜΠ® ~ ΡΟΥ/δ ΑΤΑ ΧΥ/ΤΑΑ/ΝΗ Αίδ)/ 0“

ΗΤΑ/ν Μ/0/ Μ 'δΜό//ή.. 0/ΑΥΤΟΙ Ί&Υ /ΟΤ)£/ 7)1 ΓδΠΤΟ/1δΡ£/£ / 0Τ . ΟΠΡΓ ΧΑΤ/ΑΧδ Μ/Α 4/Α9>0

ειΜηι βυΤυληι χβ/τρυ οα ΤΑ Π ΑΤΙ/ ΚΑΠΑ. 0Μ9ί ΜΗ/ϋ ΚΑΑ/Ηί 4Α/ΑΡ/Α Γ/ΑΤ/ ΘΑ Α^ ΓΠΑ/Τ9 ΑΤΑ ΓΐΑΑΤθ ΤΤΡΑΓΡ1ΑΤΑ που άδλ οα γ ηηεο/Νδ.. .

ο/9. ηο/οτ

τ.

Π0/Οί /1//9Ι;

ηηοΡ£/ί

μα

Μδ 0/7ΟΜΑΖΠ/ ΤΟ Τ/δΥΤδΡΟ 6Τ9

ιον ηοτ χρ/β/ι Κβΐ Τ9ΡΟ */ΜΑ! δΡδ/ΘδΡΟ ΧήΡ/ί £70/7 ΚΑ Ο Αε­

ί.

ΧΥ/ΤδΧ/ΖδΤΑ} . .



ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΒΕΛΟΣ...

ΧΑΛΛΙΝΗΣ, τό θρυλι ικό βασιλόπουλο τής ■Νέας. Πέλλας, ή Μττέλλα, ή πεντάμορφη λευκή συν­ τρόφι σσά του, ή πελώρια νέ­ γρα Χούλα καί ό ανεκδιήγη­ τος πυγμαίος Χο6π, βρίσκον ται σέ τρομακτικό κίνδυνοΚάτι τρομεροί στην οψι α­ γριάνθρωπο ι / ώπίλ ισρένο ι ιμέ τσεκούρια αριμούν εναντίον τους με δυνατές κραυγές (*). (*) Διάβασε τό τηροιηίγιοΜμιεΜ) τεύχος τού «ΚΑιΛ» ρε τ'ίΐτιλιο; «Προς αγίνωτη ικωτεύθυναπ1».

Τά τέσσερα παιδιά βρίσκονται κυκλωμένα άπό παντού. Κανέ­ νας δρρμος για φυγή δεν υπάρ χει. Είναι υποχρεωμένα νά πο λεμήσουν. Ή μάχη όμως θά είναι άνι ση· Τό τέλος της μοιραίο. ΟΊ άγριοι είναι πάρα πολλοί καί γερά ώπλισμένοι. Οί ήρωές ιμας είναι τέσσερις όλοι-όλοι καί ό ένας —ο Χούπ— δεν ιμπορεΐ νά λογαριάζεται σάν σοβαρή βοήθεια σ’ έναν πόλε ΐμο σήμα ιμέ σώμα, τόσος δά που είναι. — Λέν γλυτώνουμε!, μουρ ι μαυρίζει ή Μπέλλα σφίγγον­ τας τό μαχαίρι της.

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ή γενναία ικοττέλλα εΐναι ουρλιάζουν απαίσια καί χάρο έτοιμη να πουλήση ακριβά τή πηδούν σαν στοιχειά, θέλουν ζωή τηις· Αέν φοβάται για τον ελάχιστα (μέτρα για νά τούς εαυτό της. Τό μόνο ττού (σκέ­ φτάσουν καί άνεμίζουν σάν πτεται αυτή τή στιγμή είναι δαιμονισμένοι τά πελώρια τσε πώς ό σύντροφός της ό Κάλ κούρια τους... έχει σναλάβει να φέρη; εις πέ Ή Χούλα διέν εΐναι τόσο ρας ιμιά πολύ σπουδαία απο­ γενναία δσο τά δυο λευκά παι στολή καί λυπάται πού ή α­ διά· Τρέμει ή καημένη άπό ποτυχία έρχεται τόσο γρήγο­ τήν τρρμάρα της καί δεν ξέ­ ρα, στην αρχή άκόμη. του τα­ ρει τί νά κάνη γιά νά γλυτώση· ξιδιού τους... "Οσο για τον ιΚάλ είναι ό Ή πελώρια νέγρα εΐναι έ­ πιο άπαρηγόρητος άπ" δλους να παράξενο μείγμα δειλίας "Εκτός από τήν αποστολή του καί θάρρους. "Οταν βλέπη, ό­ πού καταδικάζεται σε αποτυ­ τι έχει έστω καί τήν ελάχιστη χία, είναι απελπισμένος πού έλπίδα νά σώιση τήν ικυρά της παίρνει στο λαιμό του καί τή Μπέλλα, μπορεί καί νά τούς τρεΐς συντρόφους του. προσφέρη τή δική της ζωή γιά Ή καρδά του γεμίζει άγανά τό< κάνη;. Μά δταν —δπως νάκτησι εναντίον έκείνου του τώρα— τά βλέπει δλα χαμέπαράξενου ανθρώπου πού βρή να, έχει τήν πονηριά νά προικαν στην ζούγκλα·.. σπαθήιση τουλάχιστον νά σώΌ Κάλ τον συνάντησε νά ση. τό τομάρ ι της με κάθε τρό κινδυνεύη* άπο ένα τεράστιο^ πο. εξαγριωμένο λιοντάρι.·. Σκό­ Ή Χούλα, λοιπόν, μόλις οί τωσε τό λιοντάρι καί τού έσω άγοι άνθρωποι άρχίζουν τήν ε­ σε τή ζωή κινδυνεύοντας γι’ πί θεσί τους, τρέχει νά σκαρφρ: αυτόν τή δική του... Κι" εκεί λώση στο δέντρο πού βρίσκε­ νος,... ται καντήτερά της. «Εκείνος ό άθλιος μάς προ ■ Τό δέντρο δμως αύτό εΐδωσε!»Ν σκέπτεται^ τό λευκό ναι μια νεαρή καί λυγερή φοι άγόρι με λύσσα τρίζοντας τά νιικιά. Ή Χούλα πορά τον δγδόντια· "Εκείνος τδσκασε τή κο της τά καταφέρνει μιά χανύχτα καί έστειλ έκτους άγριρά στις αναρριχήσεις. φτάνει ανθρώπους νά μάς σκοτώγρήγορα στήν κορυφή.··, σουν! "Έτσι ξεπληρώνει τήν ,. "Αλλά τότε γίνεται κάτι εύγνωμόσύνη του..· "Ά! Κι" άν · % τοομερό γιά τήν κομμένη τή γινόταν νά πέση καιμιμιά φορά V;; νέγρα: στα χέρια ^μου!...» ^ %Ή κορυφή τής φοινικιάς εΐ "Ολες αυτές οί σκέψεις καί.^ναι πολύ λεπτή. Λυγίζει κάτω τής Μπέλλας καί τού Κάλ, γί,Ι^άπό τό υπερβολικό βάρος τής νονται «μέσα σέ διάστημα λί-^Χούλαις. Τό ευλύγιστο δέντρο γων δευτερολέπτων. Γιατί στο ^σχηματίζει μια μεγάλη καμπυ μεταξύ οί άγριάνθρωποι πού λη. Σιγά - σιγά ή Χούλα κα-


ΤΗΣ 20ΥΓΚΑΑΖ τεβσίνει πρός τά κάτω, τσι ρίζοντας κιόλας συνέχεια οστό την τρομάρα της που βλέπει πώς οι προσπάθειες της πή­ γαν χαμένες. Τελικά, ενώ ακόμα κρατάει την κορυφή του δέντρου, τά πόδια της άκουμπουν στη γή! Ή φοινικιά έχει σχηματίσει μά καταπληκτική αψίδα, που οι βάσεις της είναι ή μια ή ρί ζα του δέντρου και ή άλλη τά πόδια τής πελώριας νέγρας. Ό Χούπ πού δεν ένδιαψέρε ται για τη μάχη- και μονάχα παρακολουθεί την··, αγαπημέ νη του, μόλις -βλέπει το κα­ ταπληκτικό αυτό γεγονός ξε­ ραίνεται στα γέλια και κυλιέ ται κάτω από τό κέφι πού κά­ νει. — Αμάν* 01 άρρεβωνιαστι κιές μου είναι άνοικονόμητες! τσιρίζει μέ τη στριγγιά φω­ νή του. Καλέ Χοΰλες ! Νά σας βοηθήσω νά τό φέρεετε ακό­ μα πιο κάτω; Κι5 ό χαζό- πυγμαίος πού πάντα κάνει ο#τι του κατέβει στο κεφάλι, τρέχει και σκαρ­ φαλώνει μ5 ένα πήδημα οπήν κορυφή του δέντρου βοηθού μέ­ νος άπό την πλάτη τής Χαυλας. . Ή νέγρα νευριάζει και προσ βάλλεται μαζί. ^—- "Α, νά χαθής, βλάκα-^ μέ τό μπαρδόν κιόλας—φωνά ζει εξοργισμένη. Έτσι πατάς καλέ μέ τά βρωμαπόδαρά σου επάνω μου; 0ές νά μου λε,ρω σης τη δαντελλενια ιμόυ πόδίτσα; > Ρ> Και , κ αταφουρκ ισμένη, δ,ΐτως είναι σηκώνει τη χερού-

% ικλα της γιά νά σκάση μιά ά­ πό τις συνηθισμένες της σφα­ λιάρες στον κωμικοτραγικό πυ γμαΐο. Μ’ αυτή δ)μως την κίνηισι πολλά μαζί καταπληκτικά γε­ γονότα συμβαίνουν, γιατί συμ πίπτει ακριβώς μέ την τρομε­ ρή έπίθεσι των άγριων εναν­ τίον τους: Πρώτον# καθώς ή Χούλα σηκώνει τό ένα χέρ^ι γιά νά τραβήιξη χαστούκι τού Χουπ, τής ξεφεύγει καί τό άλ λο πού κρατάει την κορυφή του δέντρου καί ή τελευταία αυτή τινάζεται ψηλά, μαζί μέ τον διάβολο- Χούπ πού είναι σκαρφιαλωμένος επάνω της. Ό κορμός τού ευλύγιστου δέν τρου ισιώνει μέ τρομερή δύνα ,μι, σάν τό ξύλο τού τόιξου πού ελευθερώνεται όταν τού άφήση:ς τη χορδή! Χτυπάει δυο άγριους πού όρμούν έαντίον τής νέγρας καί τούς τινάζει δέκα μέτρα μακρυά, ενώ ά­ γρια ξεφωνιικά πόνου καί λύσ σας ξεψεύγοιυν άπό τά στό­ ματά τους, καί τά τσεκούρια πού κρατούν ξεφεύγουν άπό τά χέρια τους· νΥστερα, τό χέ ρι τής τρομερής νέγρας πού μέ όλο τό θυμό1 τηςέτοιμαζόταν νά χαστουκίαη τον χαζοπυγμαΐο, δέν βρίσκει βέβαια 'τό μούτρο του Χούπ# άφοΰ αυ τός έχει τιναχτή ψηλά σαν ρου κέτά μαζί μέ την κορυφή τού δέντρου· Μέ τη φόρα όμως πού έχει βρίσκει κατά πρόσωπο έ ναν τρίτο άγριο, τή στιγμή ά κριβώς πού πηδάει νά άρπάξη, τή Χούλα άπό τό λαιμός! Ή κατραπακιά όμως εί­ ναι τρομερή, τέτοια, πού μόνο


ΚΑΛ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

6 ένας καλά προπονημένος πυ­ γμαίος σάν τον Χούπ, θά μπο ροϋσε νά την άντέξη·. και νά ιξάνοσηκωΐθή άπό κάτω. Ό ά γριος όμως την τρώει καί δεν ξανασηκώνετα ι. Μένε ι άικ ίνητος σά νά τον χτύπηΡαν στο κεφάλι με σφυρί, δπως πέφτει ανάσκελα! Στη συνέχεια αυτής τής πρωτοφανούς στην ιστορία σφαλιάρας, που είχε τόσα τρομακτικά πραγματικά απο­ τελέσματα, ό Καλ καί ή Μπέλ λα αρπάζουν από κάτω τά δυο τσεκούρια των άγριων πού τό βέντρο τούς χτύπησε καί τούς τά πέταξε άπό τά χέρια κι5 έτσι έχουν κι' αυτοί τώρα κά ποιο όπλο γιά νά άμυνθοΰν ε­ ναντίον των επιδρομέων. ιΚαϊ τελευταία μάς μένει ό Χούπ. Ή ύπόθεσις όμως τού πυ­ γμαίου δεν είναι τόσο απλή

εΗ Μπέλλα

πολεμάει μέ τους άγριους.

Πρώτη ή καϋμένη ή Χούλιχ πέ­ φτει στα χέρια τους...

καί εύκολη γιά νά γραφή σέ δυο μόνο γραμμές, όπως καί των άλλων. ι Γιατί ό ανεκδιήγητος καί έ λαφρότατος πυγμαίος, μετα­ βάλλεται μέσα σέ μιά στιγμή ιάπό άνθρωπος σέ ζωντανό βέ­ λος ! Τό δέντρο άπό τό οττοΐο εΐ ναι αρπαγμένος, τον τινάζει στο αέρα μέ μιά δύναμι τρο­ μερή. Ό Χούπ φτάνει ψηλά μέ τήν ταχύτητα τής άστραπής τσιρίζοντας άπό τό ξάφνια­ σμα καί τον φόβο του* "Οταν τό δέντρο φτάνη στο τέρμα του, μέ μιά διαβολεμέ­ νη ταχύτητα πού έχει άποκτή σει, αρχίζει βέβαια νά γέρνη άπό τήν άλλη μεριά· Αλλά τού ;χαζο-Χούπ τά χέ ρια δεν είναι δυνατόν νά κρα­ τήσουν πιά μιά τέτοια άντίστα σι, πού ούτε τά ατσάλινα χέ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ρτα του θρυλ ιικου Κόολ δεν θά^ μπορούσαν νά την βαστήξου\ ...Του ξεφεύγουν από τά κλα*£§ δια του δέντρου... ! "Έτσι ό κουτσΧούπ γίνε-1 ται όπως είπαμε ζωντανό ...4 και ομίλων βέλος! Αρχίζει νά Μ ψτερουγίζη σάν οβίδα πού ξέ φύγε από την καννη, τοΰ κα­ νονιού. ιΚαί συγχρόνως αφήνει ένα τρομερό τσίριγμα, πού ισχίζει . έτσι διαπεραστικό ό­ πως είναι τον αέρα, ;μαζΐ ,μέ τό κορμί του! Μά ή τρομάρα τού χαζό πυγμαίου, όπως άλλωστε συμ­ βαίνει πάντα, δεν κρατάει πο­ λύ· Ό Χούπ έχει όλες τις φο­ — Τώρα πού έγινα αεροπλά­ ρές άγνοια τού κινδύνου. "Έτσι νο, δεν θά λέ$ πια πως είσαι καί τώρα. "Οταν βλέπη ότι καρακάξα άλλα... ιπτάμενη συνο­ ΐμέσα σ5 ένα - δυο τό πολύ δευ δός! Σύμφωνοι; τερόλεπτα δεν έχει τσακιστή πουθενά, παύει νά τσιρίζη τρομοκρατημένος καί ιμιά θριί αμβευτική κραυγή ξεφεύγει α­ πό τό λαρύγγι του: — Παιδιά!^ Παιδιά! Κυττάχτε με! Έγινα πουλί! Πραγματικός πουλί! 5Απ’ αυ­ τά πού πετάνε! Καί εδώ πού τά λέμε αυτή, τη φορά ό χαζό - πυγμαίος ίδέν έχει καί πολύ άδικο νά φαντάζεται δτι έχει γίνει που^ λί. Μέ τό τρομερό του τίναγμα πήγε πολύ ψηλά καί τώρα βλέ­ πει τά δέντρα τής ζούγκλας νά φεύγουν κάτω από τά έκ­ πληκτα καί γεμάτα χαρά καί υπερηφάνεια μάτια του! Οί κρρφές τους μοιάζουν σάν ένα καταπράσινο καί μαλακό χαλί. Ό Χούπ είναι χαρούμενος, ,..Ή Μπέλλα μοιραία ακολουθεί σάν.*· πουλάκι!... την τύχη της...


ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

ΧΟΥΛΑ, βλέποντας τις πρώτες της εκπληκτικές επιτυχίες, παίρνει πε­ ρισσότερο θάρρος. Σκύβει κι αρπάζει από κά­ τω τό τσεκούρι τού αγριάν­ θρωπου1 πού τον σώριασε ή... αδέσποτη καρπαζιά πού προ­ οριζόταν για τον Χούπ. Αρ­ χίζει νά τό στριφογυρίζη μα­ νιασμένη μέ τά πελώρια χέ­ ρια της καί ένας τρομερός κύ­ κλος θανάτου ανοίγεται γύρω της, πού οί άγριοι δεν τολμούν νά πλη|σ ιάισουν. Τό, ίδιο συμβαίνει καί μέ τον Κάλ. καί την Μπέλλα. Τά δυο παιδιά αγωνίζονται ηρωι­ κά. Ό θρυλικός Κύριος τής ζούγκλας είνα ι. πραγματ ικό ς ημίθεος αυτή την ώρα τής μά χης· 'Ίσως νά μην ξεχώριζε καί σέ τίποτα από τον μακρύνό παππού του τόν ΜέΙγα Α­ λέξανδρο, την εποχή πού κι* εκείνος σέ νεαρή ηλικία πολε­ μούσε σάλ αληθινό· λιοντάρι εναντίον των εχθρών τής πα­ τρίδας του·.. Μά όσο γενναία κι άν πολε­ μούν, οί εχθροί τους είναι πλή­ θος. Ό κλοιός σφίγγει σιγάσιγά γύρω τους. Πρώτη, ή πελώρια νέγρα, πού λαχανιάζει πολύ εύκολα λόγφ τού όγκου της, μετά ή Μπέλλα, αρχίζουν νά κουρά­ ζονται. Τώρα ό Κάλ πρέπει νά αγωνίζεται όχι μόνο γιά τόν ,εαυτό του άλλα καί γιά νά ύπερασπίζη τις δυο συντρόφισσές του.

Η

Τά (μάτια του ψάχνουν άνησυιχα γιά τόν τρελλο-Χούπ, αλλά δέ τόν βλέπει πουθενά. Λέν παρακολούθησε. την κα­ ταπληκτική σκηνή τής έκσφενδονίσεως τοΰ ανεκδιήγητου πυγμαίου καί. δεν μπορεί νά καταλάβη τί έγινε. «Θά τόν σκότωσαν!», σκέ·4 πτεται μέ λύσσα καί λύπη-. «Ό καημένος ό Χούπ! Είναι πολύ αδύνατος κα;ί μακροσκο­ πικός αυτός γιά νά τά βάλη μ^ αυτά τά τέρατα..· "Οπου νάναι όμως θάρθη καί ή σει­ ρά '.μας... Τότε θ’ άντσιμωθού­ με στον άλλο· κόσμο...». Μά ό Κάλ γιά μια φορά ά^ ικάμα φαίνεται νά βγσίνη γέλα σμένος στά προγνωστικά του. Γιατί όσο ή ώρα περνάει, γί­ νεται φανερό πώς οί ^άγριοι δεν.προσπαθούν νά τούς σκο­ τώσουν, άλλα νά τούς κουρά­ σουν γιά νά τούς σύλλάβουν ζωντανούς· Γιά πρώτη φορά πού ή σκέ ψις αυτή περνάει άπό τό μυα­ λό τού λευκού παιδιού, τά μά­ τια του αστράφτουν— Μπέλλα ί, μουρμουρίζει στην κοιπέλλα πού πολεμά δί­ πλα του. Μή φοβάσαι! Δέν θά πεθάνουμε... τουλάχιστον τώρα αμέσως... Οί πολεμιστές αυτοί θά μάς αιχμαλωτίσουν... — Πώς τό ξέρεις; ρωτά έκπληκτη, η Μπέλλα, χωρίς νά παύιη· νά στριφσγυρίζη τό τσε ικούρι της γιά νά μην άφήνη τούς αντιπάλους της νά πλη­ σιάζουν· —· Είναι ιμιά παλιά άνάμνη σις πού ήρθε ξαφνικά στο νού -μου·. Τόσα χρόνια έχουν πε­


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ράσει... Πλησιάζαμε στην πε­ ριοχή τής Νέας Άτλαντίδας... Θά σαΰ έξηίγήσω, Μπέλλα, ό­ ταν Θά μπορούμε να μιλήσου­ με...· Ή κ απέλλα δεν λέει τίποτ’ άλλο· Δεν μπαρουν βέβαια νά μιλούν καί νά δίνουν κιόλας σκληρή ιμάχη ζωής ή θανάτου. Οί μαύροι πολεμιστές βλέ­ ποντας πώς οί δυο κοπέλλες έχουν» κουραστή, γίνονται έτπθετιικώτεροΊ. Πρώτη ή Χουλα ττέψτει στα χέρια τους. — Σ ιγά, καλέ βάρβαροι!, τσιρίζει ή νέγρα άγανακτισμέ νη. Αναίσθητοι εισαστε ρέ τό (μπαρντσν κιόλας; Θέλετε νά μου σκίσετε την δαντελλένια ποδίτσα μου έτσι πού μέ τραβολογάτε; Οί άγριοι όμως πολύ λίγο ένδιαφέρονται γιά την ποδίτσα τής Χαύλας κι έτσι /μέσα σε λίγα λεπτά — εΐναι πού είναι μπόγος κι άπό μόνη της — την αποκάνουν τυλίγοντάς την ιμέσα σε χοντρά φυτικά σχοι­ νιά. Ή Μπέλλα μοιραία ακολου­ θεί την τύχη; της σέ λίγο καί όπως ό 'Κάλ ρίχνεται πρός^ τό μέρος της γιά νά τη βοη/θηση όλοι σχεδόν οί αγριάνθρωποι που απομένουν χύνονται απά­ νω του με θριαμβευτικές ια­ χέςΔεκάδες γερά χέρια τον αρ­ πάζουν άπό παντού καί τον καθηλώνουν. Τά σχοινιά περ­ νούν με ταχύτητα πάνω άπό τό κορμί του καί τον σφίγγουν άσφυκτικά. Σέ λίγο δέν μπο­ ρεί πιά νά κάνη ούτε την πα­

9 ραμικρή κίνηισι. Τό λιοντάρι έχει νικηΐθήΟί άγριοι δέν χασρμερούν καθόλου. Φορτώνονται τούς αιχμαλώτους τους καί βαδί­ ζουν μΐέ ταχύ βήμα προς τή Δυσι, προς τό δρόμο δηλαδή που ακολουθούσαν ώς εδώ καί ό Ίδιος 6* Κ άλ <μέ τούς συντρό φους του... Ο ΧΟΥΠ... ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΕΤΑΙ !

ΑΦΝίΚΑ ό Χούπ γουρβ λώνει τις ρατάρες του, γιατί βλέπει κάτι πού δέν περίρενε ποτέ νά τό δη* τουλάχιστον αυτή τή στιγμή: Έτ σ ι δπως Φ τερουγ ί ζε ι στον άέρα, πάνω άπό τις ^ψη­ λές κορφές των δέντρων καί εί­ ναι τόση, ή φόρα του πού δέν λέει νά άρχίση, νά χαμηλώνη,, διακρίνει νά φτερουγίζη. καί ένα άλλο πλάσρα, ακριβώς πλάι του! Είναι ή παρδαλή καρακάξα του ή Μανταλένα! Τό τετραπέρατο καί άφωσιωρένο πουλί, πού κάτω, στή γή δέν ξεμακραίνει καθόλου άπό τό αφεντικό της, ' πόσο μάλλον τώρα πού πετάει στον ουρανό, είναι ενθουσιασμένη! Ή καημένη έχει νομίσει κι αυτή πώς ό τρελλο-πυγ'μαΐος τά κατάψερε..· επί τέλους νά γίνη κι αυτός πραγματικό που λί·! ιΓιά κείνη δέν εΐναι κανένα εξαιρετικό γεγονός κάτι τέ­ τοιο... Μάλιστα ,μέ τήν ευκαι­ ρία πρέπει νά σηρειωίθή πώς ή Μανταλένα πάντα τήν είχε αυτή τήν άπορία: Γιατί δη-


10

λαίδή αί άνθρωποι νά .μην πετάνε ικι αυτοί·, πού είναι τόσο άναπαυτικώτερο και ττιό ομορ φο, αλλά νά ττροτ ιιμουν νά σερ νωνται πάνω στον φλοιό τής γης χωρίς μεγάλες διαφορές ιόΰπΌ τά σκουλήκια^ ττου ό Θεός τά έφτιαξε για·.. ,μεζέ των που­ λιών ! —· (Είδες,, μωρή Μανταλένα!, τσιρίζει 6 χαζο-Χουπ θριαμβευτικά· Είδες πώς τά καταφέρνει πάντα ό άφεντικός σου; Είδα νά λες! Ή καρακάξα αρχίζει τά χα ρούμενα κακκαρίσματα και χει ροικροτεΐ έτσι όπως πετάει, χτυπώντας μεταξύ τους τά δυο πόδια της κάτω· από την κοιλιά της. ■—· Καί... ποδσαι!, συνεχί­ ζει ό ανεκδιήγητος πυγμαίος. Τώρα πούγινα .-.αεροπλάνο, δεν θά λες πια πώς είσαι κα­ ρακάξα, αλλά, ιπτάμενη συνο-

— *'Ας (άπαχαι^ετηθοΰμε τώρα!, λέει ό Κάλ μέ ήρεμη φωνή.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Τούς κρευίιοΟιν από τά σχοινιά πού τούς έχουν δεμένους...

δός! Σύμφωνοι; Ή Μανταλένα τό υποδέχε­ ται κι αυτό μέ τον ϊδιο ενθου­ σιασμό· Ό Χούιπ, που. δέν ιμπορεΐ νά κρατήθη άτό τό (μεγάλη του ευτυχία, γυρίζει και τής λέει: — Κύττα, ,μωρή ! Κύττα καλά νά ιμού πής: Έχω φτε­ ρά; Πού στην ευχή τά έχω καί δέν μπορώ νά τά δώ; Μήπως είναι πίσω στην πλάτη μου; Ή Μανταλένα, που είναι τό πιο τετραπέρατο πετούμενο πού υπάρχει στον κόσμο, κα­ ταλαβαίνει^ πολύ καλά την έρώτησι του αφεντικού της καί γι’ αυτό κουνάει αρνητικά τό αστείο κεφάλι της μέ τό μα­ κρύ ράμφος. Δέν έχω; τσιρίζει ό Χουπ. Πώς γίνεται; Δέν θά πρόσεξες καλά! Γιά ξανακύττα, μωρή! Ή Μανταλένα κουνάει καί


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πάλι αρνητικά τό κεφάλι και κακκαρίζει παράφωνα, στ&μάδι πώς ούτ’ εκείνη, μπορεΐ νά καταλάδηι πώς γίνεται νά ττετάη ένα πλάσμα χωρίς φτε­ ρά. — "Ωστε δίέν έχω!, γκρινιάζει ό Χούττ τρήμ-οντας άπό τον φόιδο του. Τότε δεν (μπο­ ρεί! Κάποιος θάχη. κάνει λά­ θος καί πετάω! θά πέσω μανούίλσ ,μου, θά πέ'σω καί θά χτυπήσω τή ιμυτη μου ! Καί πραγματικά τη φορά αυτή δεν έχει άδ ικο ό χαζοπυγμαΐος. Γιατί άπό ώρα εχει άρχίισει καί... χάνει ύψος, πράγμα πού ή φλυαρία του δεν τον είχε αφήσει νά τό προισέξη>· Οί κορφές των δέντρων μοιά ζουν σάν νά ορμουν προς τό ρέρος του γιά νά τον αρπά­ ξουνΤό μαύρο καί κοκκαλιάρ ι­ κο κορμί του, δαφοΟ διέγραψε

'0 άγριος πέφτει ανάσκελα σάν νά τον χτύπησαν μέ σφυρί.

11

Παίρνει τον κατήφορο προς τή γή μέ τρομακτική ταχύτητα.

στον αέρα μιά καταπληκτική καί... ιστορική καμπύλη^ άγγί ζει τώρα τό καταπράσινο χα­ λί τής ζούγκλας. Χύνεται ανάμεσα στά δέν­ τρα. Παίρνει τόν κατήφορο προς τόν φλοιό τής γής >μέ τρομακτική ταχύτητα. Ή Μανταλένα πού τόν βλέ πει κακκαρίζει φρενιασμένα. Τό κακκάρισμά της σημαίνει στή γλώσσα των..· καρακαξών: «’Όχι^ έτσι, ηλίθιε! Δεν προσγειώνονται έτσι! Θέρου! Θά φάς τά μούτρα σου-, καλέ! ιΠ ά I , Πά! Πά! Δεν θά μάθη ποτέ του νά πετάηι αυτό τό παιδί! ·..» ιΜά ό Θεός ένΙδιαφέρεται γιά όλα τά πλάσματα πού υπάρ­ χουν επάνω στή γή, άσχετο άν είναι δύο μέτρα μπόϊ σάν τόν Κάλ ή λιγότερο άπό ένάρισυ σ<άν τόν χαζο-Χουπ.


12 Ή προβιά του πυγμαίου έτσι όπως άνεμίζει, σκαλώνει -ξαφνικά στο πεταχτό κλαδί ε­ νός δέντρου. Το πρώτο — καί ίσως καί τό τελευταίο — ενα­ έριο ταξίδι τής ζωής του, τε­ λειώνει άδοξα. Βρίσκεται κρεμασμένος από την προβιά .στο κλαδί έκεΐνο, σ’ ένα πανύψηλο δέντρο, καμίμιά δεκαπενταριά μέτρα πάνω από την επιφάνεια τής γης. Ή Μανταλένα, κακκαρίζοντας·.. προσευχές καί ξόρκια έρχεται καί αράζει στο διπλα­ νό κλαδί καί τον κυττάζει που είναι ζωντανός σάν νά μην πιστεύη τά μάτια της. — Ξέρεις λοιπόν, μωρή Μανταλένα/ τή-ς λέει ό χαζοΧούπ μέ ρεγάλο θαυμασμό καί υπερηφάνεια/ ξέρεις τί ή­ ταν αυτό που παρακολούθη­ σες; Τώρ τό κατάλαβα! Κι5 έλεγα κι’ εγώ πώς είχα γίνει αεροπλάνο! Άλλα έπρεπε νά τό σκεφίθώ πώς δεν ήμουνα, γιατί ούτε βούϊζα ούτε έλικα είχα! Ή καρακάξα στριγγλίζει κατά τη συνήθειά της κι ό Χούπ λέει: ^— Ά^ναΠ Λοιπόν θές νά μάθης πώς έγινε: 5Από σφα­ λιάρα, αγαπητή .μου! Μάλι­ στα άπό σφιαλιάρσ πού μου έδωσαν οί Χουλες μου! Έπει δής πάτησα χωρίς νά τό προ­ σέξω πάνω οπή δαντελλένια ποδίτσα της, σηκώνει τη χε­ ρούκλα κι άπό κεΐ καί ύστερα βρέθηκα νά πετάω στον αέρα γρηιγορώτερα κι άπό σέ­ να/ μωρή! Τί! Ψέματα; Θυ­ μάσαι πόση ώρα έκανες νά

καλ

— Ο ΚΥΡΙΟΙ

με φτάσης; Ό χαζο-Χούπ ξαφνικά στα­ ματάει τη φλυρρία. Κυττάζει ικάτω άπ5 τά πόδια του καί αρχίζει νά τρέμη» άπό τον φό ιβο του. Βλέπει τό χάος τών δεκαπέντε μέτρων πού ανοίγε­ ται άπό κάτω του καί ή ψυ­ χή του φτερουγίζει χειρότερα άπ5 ό,τι φτερούγιζε αυτός τό ση ώρα. 'Γ ιατί άπλούστατα ό ασυ­ ναγώνιστα ανόητος Χούπ, δεν είχε καταλάβει πώς έχει κρε­ μαστή σε δέντρο. Νόμιζε ά­ πλούστατα όλη, αυτή την ώ­ ρα,^ πώς έπεσε κάτω στη γή άπό τον ουρανό καί κατά τύ­ χη στάθηκε όρθιος! ΘΑΝΑΤΟΣ!

Ι ΜΑΥΡΟΙ πολεμιστές μέ τούς ^ αίχ μ αλώτους τους φτάνουν σ* ένα ξέ φωτο πού είναι χτισμένο ένα χωριό άπό άχυρένιες καλύβες. Καθώς ζυγώνουν, πελώρια «,γκόνγκ» (άπό τεντωμένα δέρ­ ματα αρχίζουν νά χτυπούν καί γίνεται δαιμονισμένη φασαρία. Πλήθη, άλλων άγριων, άπό άντρες καί γυναίκες μαζεύον­ ται γύρω τους καί αρχίζουν νά ξεφωνίζουν καί νά χοροπη­ δάνε με ασυνήθιστη μανία. Καθώς ή συνοδεία προχω­ ρεί προς τη μέση, τής μεγάλης πλατείας, τό πλήθος μαζεύε­ ται ολοένα καί περισσότερο. Όλόκληρος ό λαός του πολεμ ικού χωρ ιού συγκεντρώνε­ ται τέλος στην πλατεία αυτή, έξω άπό την μεγαλύτερη- κα­ λύβα, στολισμένη^ μ5 ένα πλή­ θος ανθρώπινες νεκροκεφαλές.

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Εκεί σταματούν Πετουν τούς αιχμαλώτους ατό χώμα μπροστά στην είσοδό της.. Ό Κόολ βρίσκεται κοντά οπή Μπέλλα. — 5 Εξήγησέ .μου!, του λέει ή κοπέλλα ·μέ τρομερή περιέρ γεια. Έξήγηισέ μου πώς ήξε­ ρες πώς θά μάς αίχμαλωτ ί­ σο υν καί οτι τηληισιάιζοιμε στην περιοχή τής 3Ατλαντίδας; *— Οί "Ατλαντες είναι ένας τρομερά δυνατός λαός, απο­ κρίνεται 6 Κάλ. Δυνατώτερος ακόμα κι από τους ^Μακεδόνες, γιατί είναι πολύ περισ­ σότεροι άπό μάς... "Ολες οί άλλες φυλές πού βρίσκονται γύρω άπό την περιοχή ^τους, είναι υπόδουλες σ’ αυτούς. Ή δύναμίς τους είναι τέτοια πού θά μπορούσαν νά έχουν εξα­ φανίσει ή νά διώξουν πολύ μα κρυά τις φυλές αυτές. Μά τούς συμφέρει νά τους αφήνουν, γιατί έτσι κανείς δέν μπορεί νά πληισιάση στην Νέα 5Ατλαν τίδα χωρίς την έγκρισι τού βασιλιά της! Οί λαοί σάν κι αυτόν πού μάς έχει στά χέ­ ρια του συλλαμβάνουν όποιον δήποτε τοιγυρίζει σ’ αυτά τά μέρη. "Οσοι δέν είναι φίλοι τού βασιλιά τής Νέας Άτλαντίδος καί συλληιφίθουν·.. πε­ θαίνουν ! — Καί τότε εμάς γιατί δέν μάς σκότωσαν;^ — Οί άγριοι ετούτοι δέν ξέρουν άν είμαστε γνωστοί καί φίλοι των 'Ατλάντων... — Καί πώς θά το μάθουν; ^— Θά δής!, μουρ αουρίζει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Πραγματικά τή στιγμή αυ­

13 τή ένας άγριος βγαίνει άπό τήν είσοδο τής μεγάλης οχυ­ ρόν ι ας καλύβας. Φοράει έπάνω του ένα σωρό στολίδια πού δέν τά φοράει κανείς άλλος άπ3 όλο τό πλήθος. Δέν ύπάιρ χει αμφιβολία πώς είναι ό άρ~ χιηγός τής φυλής. ιΚυττάζει τούς τρείς αϊχιμα λώτους μέ βλοσυρή μ,ατιά. Κάποιος πολεμιστής πάει κον τά του καί κάτι τού λέει δυ^ νατά. Ό Κάλ καταλαβαίνει δλες τις διαλέκτους τής ζούγκλας. Εξηγεί οπήν Μπέλλα τά λόγια του: λ— Τού λέει πώς ώσπου νά ιμάς συλλιάβουν σκοτώθηκαν δώδεκα άπό τούς πολεμιστές τους! ^ Ό φύλαρχος στά λόγια αυ­ τά μανιάζει. Κουνάει τά χέ­ ρια του^ άπειλητιικά τρός τό ίμερος των αιχμαλώτων καί ξε ψωνίζει άγρια. ^ —■· Θά διατάξη νά μάς σκο­ τώσουν !, μουρμουρίζει ή Μπέλ λα. — Όχι ακόμα..· Πραγματικά τήν ίδια στι­ γμή μέσα στην μεγάλη πλα­ τεία τή γεμάτη πλήθος άγριανθρώπων, πού ουρλιάζουν ξέ Φρένοι, άπλώνεται μονομιάς ησυχία. "Ενας άλλος άνθρωπος βγαί νει μέσα άπό την είσοδο τής μεγάλης καλύβας. "Ενας άν­ θρωπος πού δέν έχει καμιμιά απολύτως ομοιότητα μέ τούς άγριους εκείνους. Φοράει στο κεφάλι του ένα ασημένιο κράνος πού φωσψωρίζει εκτυφλωτικά στο πρωί-


14

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

στρατού τής Νέας Άτλαντίνό φώς του ήλιου. Τό στήθος του ολόκληρο τό σκεπάζει έ- ' δος!/ λέει^ απλά ό Κάλ· νας μεταλλικός θώρακας βαμ Ή Μπέλλα κυττάζει τώρα μένος κόκκινος. Στους ώμους τον σύντροφό της. έχει κάτι παράξενα διάσημα, — Τι γυρεύει εδώ πέρα; σαν σειρήτια αξιωματικού- Α­ μουρμουρίζει· ϊτό κάτω φοράει κάτι σαν φου — Αυτός θά πή ποιά είναι στανέλλα όπως και οι Μακεή τύχη μας!... Οι αγριάνθρω­ δόνες, άλλα καφετιά. ποι αυτοί δεν μπορούν νά ξέ­ Τό χρώμα του προσώπου ρουν ποιοι από τούς διαβά­ αυτού του ανθρώπου, είναι λευ τες είναι φίλοι τών Άτλάντων ικό. Δεν μοιάζει όμως για Ευ­ καί ποιοί όχι... Σε κάθ'ε τέ­ ρωπαίος, ούτε για Αμερικα­ τοια βάρβαρη, πολεμική φυ­ νός, ούτε για ^Ασιάτης. Ή λή υπάρχει κι από ένας άξιωκατατομή του είναι παράξενη. ματ ικας. 5 Εκείνος κυττάζε ι Ή Μπέλλα τον κυττάζει μέ τούς ξένους.·. "Οπως εξετά­ τρομερή περιέργεια. ζει εμάς τώρα.·. ’Άν τούς ξε­ Ή Χοόλα τον καμαρώνει: ρή... άν έχη διαταγές νά τούς — Ένας τέτοιος άντρας εί­ άφήση νά ζυγώσουν στήν Άναι γιά.. μένα!, τσιρίζει. "Ο­ τλαντίδα, λέει στους αγρίους χι εκείνος ό ήλίθος πυγμαίος καί τούς ελευθερώνουν. "Υστε πού άμα τον πιάσω θά τον ρα οι ϊδιοι αυτοί άγριοι γί­ κάνω του αλατιού, γιατί μου νονται φύλακες τους καί τούς λέρωσε την ποδίτσα μου ! οδηγούν εν ασφαλεία -μέχρι — Είναι αξιωματικός του τήν μεγάλη( πόλι... ’Άν όμως του είναι εντελώς άγνωστοι καί δεν έχει σχετικές διαταγές •..τότε·.. — Τότε οι αιχμάλωτοι πε­ θαίνουν !, συμπληρώνει ή Μπέλ λα μέ φωνή πού δεν τρέμει καθόλου. — Ακριβώς... — Δηλαδή δέν υπάρχει καμ μιά περίπτωσις νά τή γλυτώ σου με... — Δέν υπάρχει περίπτωσις ή άπόφασίς του νά είναι άλλη από τό νά μάς σκοτώ­ σουν !, τή διορθώνει τό ατρό­ μητο παιδί. 5Από κεΐ ώς τήν ελπίδα νά γλυτώσουμε, είναι πολύ μακιρυά·.. — Έγινα πουλί!, τσιρίζει ό — Ελπίζεις ακόμα; Χούττ. Πραγματικό πουλί \ Άπ’ — Πάντα πρέπει νά έλπί* αυτά πρύ πετάνε!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ζης έφ’ όσον ζής·.. Μπέλλα... (Βλέπεις πουθενά έκεΐνον τόν... τον ξένο; — Αυτόν πού μας πρόδωσε; — Αυτόν!, λέει μέ σφιγιμέ­ να χείλια ό κύριος τής ζούγ­ κλας. Δεν βρίσκεται άνάμεσα σ’ ετούτο τό πλήθος.·. Γιατί άραγε; —- Μήπως πιστεύεις άκόμα δτι -μπορεί να μην εΐναι προδό της; μουρμουρίζει ή Μπέλλα καί τα μάτια της αστράφτουν άπό (μΐσος στη θύμησι τού ξέ­ νου εκείνου... — Όχι, αποκρίνεται ό Κάλ. Δεν πιστεύω τίποτα τέ­ τοιο·.. 4Απλώς άνησυχώ πού δεν τον βλέπω..· "Ισως έτοιΐμάζουν κάτι χειρότερο... Θά δούμε... Ό αξιωματικός της Άτλαν τίδας κυττάζει πολύ προσε­ κτικά αυτή τη στιγμή τούς τρεις αιχμαλώτους. Τά μάτια του περνούν χωρίς σημασία άπό τό πρόσωπο τής Χούλας καί σταματούν μ* έπιμονη σ’ εκεΐνο τής Μπέλλας· Τήν κυτ τάζει παραξενεμένος καί μέ Θαυμασμό·.. Μά ένας ξαφνι­ κός φό/βος λάμπει στά μάτια του. Άπαστρέφει τό πρόσωπο άπό τήν πεντάμορφη νέα καί κυττάζει σκληρά τον Κάλ. . — Μοιάζεις για Μακεδόνας!, τού φωνάζει αυστηρά. Τό ^ λευκό άγόρι άνασηκώνει τούς ώμους σαν νά μην κα ταλαβαίνει τίποτ’ άπό τά λό­ για του. ' Εκείνος τότε προχωρεί προς τό μέρος τού παιδιού καί στέκεται μπροστά του.

15

Ή προβιά τον πυγμαίου σκαλώ­ νει ξαφνικά στο πεταχτό κλαδί ενός δέντρου.

Τον κυττάζει βαθειά στά μά τια. Ό Κάλ όμως δεν φαίνεται νά τον φοβάται καθόλου. Τό πρόσωπό του παραμένει ήρε­ μο σάν νά μην συμβαίνει απο­ λύτως τίποτα· -— Άπό πού έρχεστε; μουγ γρίζει ό αξιωματικός. Ό Κάλ σηκώνει καί πάλι τούς ώμους του· Ή Μπέλλα κάνει τό ϊδιο. Ή Χούλα τού χαμογελάει γλυκά άλλα εκείνος δεν τής δίνει καμμιά σημασία καί ή νέγρα θυμώνει. — Μμ! Άπό μεγάλο τζά­ κι είναι ό κύριος!, τσιρίζει πε ριφρονηιτικά. Κύτταξε μού­ τρο! Τώρα πού τον καλοπροσέχω δεν μου αρέσει καθόλου. Μέ τό μπαρντόν κιόλας! Ό άνθρωπος άπό τήν Ά-


ΚΑΑ — © ΚΥΡΙΟΣ

16 τλαντίδα κάνει μια τελευταία προσπάθεια νά τους τρομάξηΐ! — ΕΤσαι Μακεδόνας! Πα­ τρίδα σου είναι ή Νέα Πέλ­ λα !, μουγγρίζει άγρια. Μην τον άρνήσαι γιατί θά πεθάνης άπό τό χέρι μου άμέσως αυ­ τή τή στιγμή.·. Καί τό χέρι του φουχτώνει τή λαβή του στταθιο·υ του μέ ίμια άττειλητιική κίνηισι. Ό Κάλ τότε, αφήνει νά του ξεφύγη, ένα μουγγρητό σάν κλάμα καί υστέρα ξεφωνίζει κατ ατρομαγμένος σάν αρνί πού τό σφάζουν! Ή Μπέλλα τον παρατηρεί μαρμαρωιμένηι άπό τήν έκπληξι. Δεν τό περίμενε ποτέ πώς ήταν δυνατόν ό Κάλ νά δείξη τέτοιον τρόμο μπροστά στο θάνατο πού τόσες φορές ώς τώρα τον έχει αψηφήσει. Μά μέσα σέ μιά στιγμή καταλαβαίνει τό λάθος της ικαί ή έκπληιξί' της γίνεται α­ πέραντος θαυμασμός γι' αυ­ τό τό γενναίο παιδί., πού δεν είναι μόνο γενναίο σάν τον Μέγα "Αλέξανδρο, αλλά καί πανούργο σάν τον Όδυσσέα! Ό άξιωματικός τής "Ατλαντίδας ξεγελιέται καί γελάει σαρκαστικά σάν νά έκανε ένα μ εγάλο κατόρθοοιμ α. — "Έτσι ξεχωρίζω εγώ α­ μέσως άν ένας λευκός είναι Μακεδόνας ή οχι!, βρυχάται άγρια. "Εσύ είσαι ένα κοτό­ πουλο πού τρέμει άπό τον φό 6ο! Οί Μακεδόνες δεν φο­ βούνται τον θάνατο!.·. Δεν με νοιάζει τί είσαι άπό κεΐ καί Γπέρςε!... Δεν έχετε καμμιά ά­

ξια καί καμμιά σημασία γιά (κανέναν! θά πεθάνετε! Κρίμα (μόνο γιά τήν άμορφη κοπέλλα! Θά τήν έπαιρνα στή Νέα "Ατλαντίδα, ιμά τήν πίστι μου ...αν δεν φοβόμουν τήν οργή τού βασιλιά μου, πού άπσγο■ρεύει ρητώς νά πατήση έκεϊ τό πόδι της μιά ξένη,.. "Ας είναι ·.. Μπρος! ^ Σ κοτώστε τους! Κάντε τους δτι θέλετε! Είναι δικοί σας! Τά λόγια αυτά τά ξεφώνι­ σε με τρομερή φωνή προς τό μέρος τού λαού ^τών άγριανθρώπων, πού ιμέσα σέ μ ιά στιγμή ξεσποΰν σέ άγριες ζη­ τωκραυγές καί πολεμικές ίαχές. — Χαθήκαμε τώρα! μουρ­ μουρίζει ή Μπέλλα στ" αυτί τού συντρόφου της, — "Ακόμα ζούιμε!, . άποκρίνεται εκείνος μέ σταθερή φωνή καί ή κοπέλλα νοιώθει θαυμασμό γι’ αυτόν ακόμα μιά φορά, υπροστά στον θάνατο... Ο ΧΟΥΠ ΨΑΧΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΙ

ΧΑΖΟΠΥΓΜΑ! Ο Σ ξελαρυγγ ι άζετ α ι ^ τ ρελλός άπό τήν τρομάρα του: — Μωρή Μ-ανταλένα! Δεν μιλούσες, μωρή, τόση ώρα, πώς βρισκόμαστε στό>... ρετι­ ρέ κι έμενα μοΰ φάνηκε πώς είχα φτάσει στο ισόγειο! ! Θές νά πέσω νά τσακιστώ ά­ πό δω πάνω, χαζό μαρία, ή μπάς καί^νόμισες πώς έχω τις φτερούγες σου; "Έτσι ε­ πειδή έτυχε καί πέταξα μιά φορά, νομίζεις πώς αυτό θά γίνεται τώρα σχοινί-κορδόνι;

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ’Άχ! Φουκοοριάρα μου! Έττρε πε νά πέ|σω απτό δώ πάνω και να σκοτωθώ εντελώς!..· ’Έχ ικαί τότε θάβλεπες τι θά σούικανα υστέρα, κοκικορόμυαλη'! Κι ό Χοόπ μ5 αυτήν τήν τε λευταίσ κοτσάνα αγκαλιάζει τό κλαδί του δέντρου πού βρί σκεται κρεμασμένος και υστε ρα από χίλια βάσανα κατα­ φέρνει νά ξεμπλέξη τήν πιασμένηι, προβιά του. ΐΓ ιά τον χαζο-πυγμαΐο δεν εΐναι καθόλου δύσκολο νά κατέβη, από τό πανύψηλο δέν­ τρο. ^ Όπως έχομε πή κι άλλη φορά, σέ όλα μπορεΐ νά μην τά καταφέρνη, καθόλου καλά, αλλά στο σκαρφάλωιμα τών δέντρων είναι σωστός πίθητ ικος. Μόλις ^ τά ποδαράκια του πατούν τά φύλλα ιμέ τά οποία είναι στρωμένη, ή γή μέσα στή ζούγκλα/ ή παρδαλή καρακάξα του έρχεται και προσγειώ­ νεται πάνω στον ώμο του. —Μωρή Μανταίλένα, τής λέει ό Χούπ, τέτοιο ρεκόρ σ<άν αυτό πού έγινε σήμερα από (σφαλιάρα, δεν πρόκειται νά ξαναγίνη ποτέ τών ποτών! Πρέπει λοιπόν νά μετρήσου­ με την άπόστασι ανάμεσα στο σημείο πού βρισκόμαστε αυ­ τή τή στιγμή καί έκεΐ πού έ­ πεσε ^ ή ι στορ ιική κ αρπαζ ιά! -εκινάμε! Ό ^ ανεκδιήγητος πυγμαίος ξεκινάει^ στ5 αλήθεια με γρή­ γορο βήμα καί μετράει φωνα­ χτά τις δρασκελιές του. — Μιά, δυο τρεΐς, τέσσε­ ρις^ πέντε, έξη, επτά, οκτώ, έννέα, δέκα!

17 Σταματάει ξαφνικά τό μέ­ τρημα καί μαζί καί τό περ­ πάτημα. — Καί τώρα τί θά γίνη, μωρή, λέει ιστήν καρακάξα του, ττού δεν ξέρω νά μετράω περισσότερο άπό τό δέκα; Καλά τής έλεγα εγώ τής γρηΓ άς μου νά μου μάθη, καί ώς τό έντοκα, αλλά εκείνη, τίπο­ τα! Τώρα δεν θά ε’ίχαμε τέ­ τοιες δυσκολίες! £ Η (Μαντ αλένσ κ αικικ αρ ίζε ι καί χοροπηδάει πάνω στο κ α­ πέλλα του, πού εξακολουθεί πάντα νά είναι περασμένο μ5 ένα βέλος/ πέρα-πέρα· — Σιγά, μωρή !, τσιρίζει ό Χούπ νευριασμένος.^ θά μου χαλάσης τον ανεμοδείχτη;, πα ναιθειμά σε! "Άκου εδώ τί θά κάνουμε: θά ξανσμετρήσω ά πό τό ένα ώς τό1 δέκα καί θά θυμάμαι ότι έχω μετρήσει δυο φορές. "Υστερα θά ρδ ξ ανα­ μετρήσω καί θά θυμάμαι πώς τό ’μέτρησα τρεις. Μετά τέσ­ σερις. Μετά πέντε..·. "Οταν ξαναφτάσουμε στο δέκα καί έχω μετρήσει δέκα φορές α­ πό τό ένα ώς τό δέκα·.· Τί θά γηνηι τότε; μουρμουρίζει ξαφνικά καί ξύνει τό κεφάλι του με απορία. Λοιπόν Μανταλένα, ή θεία Χουρουχούρου, μου έλεγε πώς υπάρχει στον κόσμο ένας άνθρωπος/ πού ξέρει νά Ιμετράη συνέ'χεια! "Όχι ώς τό δέκα κι5 ώς το έντεκα! Συνέ/χείια -συνέε χει α νά μετράη ώσπου νά πεθάνη ικαί νά πάθη, γλωσσοδέ­ τη ! Τό πιστεύεις εσύ; Έγώ οχ ι! Γιατί άν υπήρχαν τόσοι πολλοί αριθμοί, θάξερα καί


Ι€ΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ γώ μερικούς παραπάνω! Λοι­ πόν πιάσαμε τή λίρα καί τό ξέχασα: Τί θά γί-νηι όταν έ­ χω μετρήσει δέκα φορές ως το δέκα; θά θυμάμαι πώς έχω «μετρήσει μια φορά μέχρι οπκα αίματος κι3 έπειτα θά αρχίσω πάλι από την αρχή! Καί θά πσρακαίλέσω τις Χαύλος μου ν την Μις Αμερική νά μέ μά­ θουν νά μετράω κι3 ως: τό έν­ τεκα γιά νά γλυτώσω πια α­ πό αυτές τις ιστορίες! 3§μ~ προς, ιμωρή Μανταλένα! ζαναξεκινάμε! ιΚι5 ό ικωριικός πυγμαίος αρχίζει καί πάλι νά περπα­ τάς ιμέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα μετρώντας:

—1Ένα, δυο, τρία, τέσσε­ ρα. ·. Αλλά ή πραγματικότης εΐ ναι πολύ δραματική καί ούτε περνάει καν άπό> τό ιμυαλό τούη Χοάπ: Ούτε ξέρει από ποιο σημείο ξεκ,ίνησε.,. αε­ ροπορικώς, ούτε έΐχει ιδέα προς τά πού πηγαίνει τώρα! ^ Τέτοιες λεπτομέρειες όμως είναι πολύ νά ζητάμε νά άπασχολήσουν τό μυαλό τού Χούπ· 5Εκείνος ένα ξέρει: "Ο­ τι άπο τή σφαλιάρα τής πε­ λώριας νέγρας, άπαμακρύνθη κε από τό σημείο πού βρ ίσκον ταν οί σύντροφοί του. Κι5 ένα μόνο καταλαβαίνει: Ότι περ πατώντας, είναι δυνατόν )νά

Πατρίδα σου είναι ή Πέλλα! Μην τό άρνηθής, γιατί θά

πεθάνης αυτή τή στιγμή!


Χύνονται προς

την

απέραντη ζούγκλα, κρατώντας στα χέρια τούς αιχμαλώτους των.

ξαναφτάση. ως εκεί 'πού τούς έχασε για νά τούς ξαναιβρή \ Δεν έχει ποτέ τύχει στη ζωή του ν’ άκούση, δτι τά σημεία του ορίζοντα είναι ...τέσσε­ ρα! Και νά βρισκόταν κάποι ος νά τού ττη πώς γιά νά πάηι στο μέρος ιάπτ5 όπου τινάχτη­ κε ισάν οβίδα, πρέπει νά βαδίισηι δυτικά, ενώ τώρα πηγαί­ νει προς τό ’βορρ ιά, δεν θά καταλάβαινε απολύτως τίπο­ τα·... Αλλά καί ούτε είναι δυνα­ τόν νά βρεθή. κανείς γιά νά τον καθοδηιγήση- σ5 εκείνο το έρημο καί άγριο μέρος 'πού εΐ ναι γεμάτο αφάνταστους κιν­ δύνους...· "Έτσι τού φουκαρά

του Χουπ δεν τού μένει άλ­ λο παρά νά ..περπατοη! Καί περπατώντας έχε ι μετρήσε ι άπειρες φορές ώς τό δέκα... Πιάμπολλες ώς τό δέκα φο­ ρές δέκα,·· Αρκετές... μέχρι σκασίματος,.. Καί ξαφνικά στ αίματά καί πάλι καί τά -βάζει μέ την παρ δαλή καρακάξα του! —- Μωρή Μανταλένα!, τής λέει. Έδώ σέ θέλω τώρα! Μέ τ,ρηισα δέκα φορές μέχρι σκασκασίματος κι5 ακόμα δέν έ­ χουμε φτάσει! Τί θά γίνη, τώ ρα σέ παρακαλώ; Τί θά με­ τρήσω παρακάτω; Ή Καρακάξα -κρώζει παρά φωνα» άλλα ό Χουπ δεν την


ΚΑΑ καταλαβαίνει. — Μέ φώτισες!, τήις κάνει νευριασμένος. Κι’ απότομα οι ματάρες του ισπιθίΐζουν σαν τσακμα­ κόπετρες. —· Β ρήκ α!, τ σ ιρ ίζει χάρου μένος· Κάθε φορά που θά με­ τράω μέχρι σκασίματος από δώ και πέρα1, θά σου βγάζω κΓ απτό ένα πούπουλο και θά τό βάζω οπό καπέλλο μου^! "Οταν θά φτάσουμε/ θά βά­ λω τον ξυλάρα νά μετρήσηι τά πούπουλα και νά μου κάνη τή σούρα! Κι5 αν πάλι σέ·.. μαδή,σω ολόκληρη και δεν έ­ χουμε φτάσει, βρίσκω κανέ­ να καινούργιο κολπο! ~Ελα δώ! Αλλά ή Μανταλένα κατα­ λαβαίνει φαίνεται τά σκούρα από τό ύφος του. "Όχι μόνο δεν πηγαίνει προς τό μέρος του που τη φωνάζει, αλλά πάει καί σκαρφαλοονει στην κορυφή του ψηλότερου .δέν­ τρου ! — Βρε χαζοπούλι!, τσιρί­ ζει ό πυγμαίος θυμωμένος. Θά σου τά επιστρέφω ύστερα τά πούπουλά σουί^Τί νά τά κάνω εγώ; Έλα δώ πού σου λέω! Ή παρδαλή καρακάξα ό­ μως είναι τετραπέρατη;. Δέν τό κουνάει ρούπι από τό πό­ στο της. — Δεν ,μου έχει εμπιστο­ σύνη!/ λέει ό Χούπ κουνών­ τας την κεφάλα του. Φοβάται μήπως δεν τής επιστρέφω τά πούπουλά της! 5Αλλά δέν βα ρυέσαι! Ό Χούπ είναι σοφό κεφάλι! θά τά άοπαφέρω!

Ο ΚΥΡϊ02

Θά βρω άλλου είδους μέτρη­ μα! "Α! Νά το κιόλας! Δέ­ κα φορές μέτρημα·.. μέχρι σκασίματος, θά είναι μία·., μέχρι αηδίας! Υπέροχα! Έ χω λοιπόν μετρήσει μιά φορά μέχρι αηδίας ώς τώρα! Κι’ αρχίζουμε πάλι από την αρ­ χή: "Ενα, δύο, τρία... 'Κι’ ό ανεκδιήγητος καί τρι πίθαμος Χούπ, συνεχίζει τό δοόμο του προς τό άγνωστο καί χάνεται μέσα στην ορ­ γιαστική βλάστηισι τής ζούγ­ κλας πού οσο πηγαίνει γίνε­ ται πιο πυκνή καί πιο μυσττγ ριώδης... Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ

Ι ΑΓΡΙΟΙ, πού κρα­ τούν αιχμαλώτους τον Κάλ τή ΑΛπέλλα καί τή Χούλα, πανηγυρίζουν σάν πα λαβοί άττό τή χαρά τους, από τή στιγμή πού ό αξιωματικός τής Άτλαντίδος, τούς έδωσε την άδεια νά κάνουν ό/π θέ­ λουν τούς αιχμαλώτους των. Χοροπηδούν σάν στοιχειά χο­ ρεύοντας έναν πρωτόγονο, πο λεμικό χορό καί μιά φοβερή, ρυθμική κραυγή υφώνεται ώς τά μεσούρανα από τά στόμα τό τους;— Τί λένε; ρωτάει άνατρι χ ιάζοντ ας τον γ ιγαντ όσωμο σύντροφό της ή λευκή κοπελλα. — Τά λόγια τους, έξηγεΐ ό Κάλ, σημαίνουν: «Θάνατος Θάνατος! Στήν κοιλάδα τών τεράτων!». Ή Μπέλλα βλέπει πώς 6 σύντροφός της έχει χλωμιά-

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σει ,ελσφρσ ττροφέροντας αυ­ τά τά λόγια. Καταλαβαίνει πώς ό κίνδυνος είναι φοβερός και πώς ό γ·υιός τής ζούγλας δεν φοβάται γιά τον εαυ­ τό του κι5 έχει χλωμιάσεί/ άλλα γι αυτήν. — Τι είναι αυτή ή κοιλά­ δα; τον ρωτάει ήρεμα. — Είναι ένα μέρος πού τό κατοικούν άγρια θηρία, μουρ μουρίζει αόριστα τό λευκό παιδί· Είναι πολύ δύσκολο νά γλυτώσης άν σ’ άφήίσουν έκεΐ πέρα και ιμάλιστα δεμένον... Ή Μπέλλα καταλαβαίνει καί πάλι τί ακριβώς εννοούν τά λόγια τού άγοριού· Γιά νά λέη ό Κάλ πώς είναι δύσκο­ λο νά φυγής απ’ αυτή τήν κοι λάδα. σημαίνει πώς κανείς μέ χιρι τοόρα δεν έχει ξεφύγει ζων τανος άπό κεϊ μέσα. ^Φυσικά, οί ελπίδες; είναι έλάχιστεςί. Μά τό λευκό κορίτσι δεν θέ­ λει νά όείξηι στον σύντροφό της ότι φοβάται· — Έμεΐς θά τά καταφέ­ ρουμε νά ξεφύγουιμε στο τέ­ λος!, τού λέει χαμογελαστά. Μά κι3 άν ακόμα δεν τά κα­ ταφέρουμε δλοι μαζί,, σε πα­ ρακαλώ νά φυγής μόνος σου, Κάλ! Μόλις βρής ευκαιρία, νά κυττάξιης νά δραπετεύσης! ’Έχεις ιμιά σπουδαία άποστο λ ή νά τελείωσης! -—-Λεν θά σ’ άφήσω Μπέλ­ λα ! ’Άν είνα ι νά πεθάνουμε θά πεθάνουμε δλοι μαζί! ’Ή θά γλυτώσουμε δλοι! — Είσαι ό αυριανός βασ^ι λάς τής ιερής ΊΊέλλας!, τού λέει ή Μπέλλα σρβαρά. "Έ­

21 χεις ύποχρέωσι απέναντι στή πατρίδα σου, νά κυττάξης πρώτα τό δικό της συμφέρον. Άν βρής λοιπόν καμμιά εύκ α ι ρ ία. φύγε.... Μόνο. ·. — Μόνο τί; μουρμουρίζει τό λευκό αγόρι μέ συγκίνησι. —· Μόνο άν ψύγης καί δεν ...ξαναϊδωθούμε... Τότε πες στον πατέρα σου. Κάλ, πώς ή καπέλλα πού έχεις διαλέξει γιά συντρόφισσα τής ζωής σου, ήταν άξια γιά νά πάρη θεσι κοντά σ’ ένα γενναίο Μα κεδόνα! Ό Κάλ καταλαβαίνει άτι ή Μπέλλα έχει δίκιο καί δεν μπορεί νά τής πή τίποτα. Ή καρδιά του πλημμυρίζει άπό συγκίνηΐσι, θαυμασμό κι’ ευ­ γνωμοσύνη!. Τά μάτια τού η­ ρώα, βουρκώνουν! — ’Άν πεθάνω τώρα, θά πεθάνω ευχαριστημένος !, λέ­ ει ό Κάλ. «Γιατί είτε τό θέλω είτε οχ ι, Μπιέλλα. βλέπω πώς δεν έχουμε πια καμμιά πιθα­ νότητα νά γλυτώσουμε! Δεν προλαβαίνουν νά πουν περισσότερα. Μερικοί μαύροι άγρ ι άν θρωπος:,, ρρμούν πρός τό μέρος τους· Τούς αρπά­ ζουν ατά χέρια έτσι δπως ευ ναι δςμένοι. Μέ τρομερούς α­ λαλαγμούς χύνονται πρός τήν έξοδο τού χωριού κι* άπό κεί στην απέραντη, ζούγκλα. •Γρήγορα αφήνουν πίσω τους μοακρυά τό χωριό μέ τίς σχυρένιες κολύβες καί χάνον­ ται ανάμεσα στήν άγρια βλά στηισι. ίΚαμμιά δεκαριά είναι τώ­ ρα οι πολεμιστές πού κρατρύν στά χέρια τους τούς


22 τρεις αιχμαλώτους. Καί δεν χρειάζονται περισσότεροι· Οι ήρωές μας είναι τάσο καλά δε μένοι πού δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα νά καταφέρουν νά ελευθερωθούν για νά απειλή­ σουν τούς φρουρούς τους. Ό Κάλ κάνει απεγνωσμέ­ νες προσπάθειες γιά νά κατα ΦΟΡη νά σπάση τά^ σκοινιά του, αλλά είναι τελείως αδύ­ νατον νά τό πετύχη, Κουρά­ ζεται χωρίς κανένα κέρδος καί οι σάρκες του γεμίζουν αίίματα. >Κατά τό μεσημέρι οι φύλα­ κες τους σταματούν. Αφήνουν τούς αιχμαλώτους των κάτω. Εκείνοι πού πηγαίνουν μ προ στά σκοτώνουν κάποιο άγριο ζώο καί ανάβουν «μια μεγάλη φωτιά γιά νά τό ψήσουν νά > ευ ματίσουν· Ό Κάλ βρίσκεται πάλι κον

— ’Ίιιαιι! ΤέτοΐΌ πράμα δέν περί μένα ινά τό 6ώ στά μάτια μου τά μαργιόλικα! Αχλάδια πού μιλάνε! \

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

τά στη Μπέλλα καί τη Χούλοί. Μπορούν νά κουβεντιάμ σαυν ακόμα ιμιά φορά γιά λί γο..· "Ισως γιά τελευταία φορά στή^ζωή τους. — Που μάς πηγαίνουν ά­ ραγε; ρωτά ή λευκή κοπελλα ανήσυχη,. — Σ’ ένα φοβερό τόπο, μουρμουρίζει ό Κάλ. Τώρα πια ξέρω πού μάς πάνε καί ποιο θά είναι τό τέλος μας... —- Μίίλησέ^μου, Κάλ!, λέ­ ει^ ιμέ σταθερή φωνή τό κο­ ρίτσι· θέλω νά ξέ|ρω πια πού μάς πάνε καί ποιο θά είναι τό είδος τού θανάτου · πού μάς φυλάνε; — Είναι απαίσιο!, απο­ κρίνεται με ψιθυριστή φωνή τό αγόρι..·. — Μάς πάνε σ’ αυτή τήν «κοιλάδα τών τεράτων» πού μου είπες καί τό πρωί... Άλ λά τί είναι αυτό τό ίμερος ; Είπες πώς τήν κοιλάδα αυτή τήν κατοικούν άγρια θηρία... Γιατί νάμμάς πάνε εκεί κάτω κα ίινά ιμάς ρίξουν νά μάς φά­ νε τά θηρία καί νά μή μάς σκοτώσουν στο χωριό τους; — ΓΓ αυτή τήν κοιλάδα μούχει μιλήσει ό ποπέρας μου όταν ήμουν μικρός, απο­ κρίνεται ό Κάλ. Είναι ένα μέ­ ρος όττου κατοικούν τέρατα πού δεν ξανάδε ό κόσμος- Τέ ρστα πού έχουν άπορείνει α­ πό τήν προϊστορική εποχή! Οι άγριες φυλές πού ζουν ε­ δώ γύρω, δέν μπορούν νά τά άντϊμετωπίσουν καί / νά ίτά εξοντώσουν άν καί θά τό ή­ θελαν.·.. Τά αίμοβάρα θηρία όταν δεν βρίσκουν τροφή στήν


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κοιλάδα τους, φεύγουν άπ’ αυτήν και περιττλανώνται μέ­ σα στις ζούγκλες.... Τότε άλ λοί.μονο σέ οποίον άγριο, ή σε οποίο χωριό ολόκληρο βρεθή στον δρόμο τους... Γι’ αυ­ τό πάντα τούς αιχμαλώτους τοον ή όσους νεκρούς έχουν ά πό τούς πολέμους μεταξύ των τούς πηιγαίνουν και τούς ρί­ χνουν για τροφή στα τέρατα! Μ’ αυτόν τον τρόπο τά χορ­ ταίνουν και δεν τ’ αφήνουν νά φύγουν από τήν κοιλάδα τους για νά προκαλέσουν τρομερές καταστροφές·..· Ή Μπέλλα χλωμιάζει σά νά είναι νεκρή από τώρα. Μέ σα στο νοϋ της εύχονται οί πελώριοι σκελετοί των προϊ­ στορικών τεράτων πού έχει δή ατά 'μουσεΐα, στην πατρίδα της και ή καρδιά της σφίγγε­ ται από τή φρίκη. "Όσο γιά τή Χούλα,^ ή καηυενη δεν καταλαβαίνει τι πάει νά πή «προϊστορικά τέοατα». Τό νόιηιμα όμως είναι ότι θά τούς πετάξουν γιά νά τούς φάνε τά θηρία κι’ αυτό της φτάνει καί τής περισσεύ­ ει γιά νά είναι απαρηγόρη­ τη. — ’Άχ !, φωνάζει σπαρα­ κτικά. ΠοΟ νά τοξεοα εγώ δτ. έτρωγα καί καλότρωγα τό σα χρόνια γιά νά ταΐσω ένα παλιοθηρίο τής ζούγκλας! Στο μεταξύ τό γεύμα των αγρίων τελειώνει. Σηκώνον­ ται καί εύχονται προς τό μέ­ ρος τους γιά νά τους πάρουν νά συνεχίσουν τό δρό'μο τους. ' —* "Ας άπαχαΐιρετηιθούμε τώρα!, λέει ρ Κάλ ρέ ήρομη

23

'Ο Χούττ ρίχνει στο έδαφος, λα­ χταριστούς, κόκκινους καρπούς.

φωνή· "Ισως δεν ,μπορέσουμε νά -ξαναμιλήσουμε πια... Συγ χώρηρέ με, Μπέλλα, πού σέ ό δήγησα στον θάνατο... Στάθη κα ανόητος κι’ έγωϊστής που σέ πήρα -μαζί, «μου!.... —■’ Εγωϊστής θά ήσουν άν ερχόσουν ιμόινος σου σ’ αυτό τό μέσος!, λέει άπλά ή κοπέλλα. Γιατί, άν πέθαινες μα κρυά ·μοιΛ ποτέ δεν θά μπο­ ρούσα νά παρηγορηθώ··. Τώ­ ρα θά συναντηθούμε σέ λίγες ώρες στον άλλο κόσμο! — "Αχ!, τσιρίζει ή Χούλα μέ δάκρυα σάν κορόμηλα. Κ·Γ άν στον Παράδεισο, μις Μπέλ λα, ξεχωρίζουν^τις ψυχές των ,μ αύρων από των λευκών, δεν θά ξαναϊδωίθούμιε ποτέ πια! Πώς θά κάνω χωοίς εσάς, μις Μπέλλα; —Στον Παράδεισο δλες οι ψυχές είναι μαζί, τής λέει ή Μπέλλα γιά νά τήν παρηγορή


24 ση. Μά κι’ αν οακόμα τις χωρί ζουν—προσθέτει, βρίσκοντας κουράγιο να χαμογελάση πάλι δεν θάσαι μόνη σου»! Θά συνάντησης τον κακομοίρη το φίλο μας τον Χοόπ! —·'Α, τον χαζο-πυγμαΐο! τσιρίζει ή Χούλα έξω ψρενών 3,Λν τόν συναντήσω -μπροστά -μου ιμέ τά νεύρα πού θάχω, θά τού ρίξω .μιά καρπαζιά πού θά βουΐξη ...όλος ό κάτω κόσμος!— με τό ,μπαρδόν κι άλας! Δεν προλαβαίνουν νά πουν περισσότερα. ΟΙ άγριοι έχουν έρθει πιά κοντά τους. Τούς φορτώνονται πάλι και ξεκι­ νούν. *Ώρες περπατούν καί, οσο πάνε, οί ^ θόρυβοι τής ζούγ­ κλας αρχίζουν νά λιγοστεύουν ώσπου στο τέλος δεν ακους πιά τίποτα. Λες καί βαδίζουν μιέσα σ' ένα απέραντο νεκρό τσφεΐο. Ούτε πουλιά πιά κελαϊδούν ούτε λιοντάρια καί άλλα θηρία μουγγρίζουν, ού­ τε συχρίμερά φίδια σέρνονται σφυρίζοντας απαίσια ^άνάρε­ σα στά γυρνά πόδια των μαύ­ ρων τής συνοδείας· Στά πρόσωπα των τελευ­ ταίων αυτών είναι ζωγραφίσ/μέινη ή φρίκη· Προχωρούν γε ,μάτοι τρόμο καί τά γουρλωμένα μάτια τους δείχνουν πώς περιμένουν νά άντικρύσουν ά πρ στιγμή σέ στιγμή κάτι τό απίθανα άνα,τριχιαστικό καί τρομερό, Οί τρεις ήρωές μας κατα­ λαβαίνουν οτι τό τέλος τους πληίσιάζει. Κανένα ζώο δεν τολμά νά

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ πλησιάση στην εφιαλτική κοι λάδ'α των τεράτων καί για τούτο από τά σύνορά της καί πέρα δεν άκούγεται ό πα­ ραμικρός ψίθυρος. Απότομα τό έδαφος χαμη­ λώνει. Τά δέντρα ξανοίγουν. Γίνονται ολοένα λιγώτερα, αλλά πανύψηλα σαν νά προ­ σπαθούν ιμέ τις κορυφές τους ν’ αγγίξουν τόν ούρανό'. Μεγάλα ποτάμια άπλώνον ται -μπροστά τους. Χορτάρι καταπράσινο καί πελώριο φυ­ τρώνει παντού πού οί άνθρω­ ποι, καθώς περπατούν πάνω του, χώνονται σιγά-σιγά όλο κλήροι μέσα καί μόνο τα κε­ φάλια τους εξέχουν από τις κορφές των χόρτων. Λες κΓ έχουν φτάσει στον άληβινό παράδεισο "Εναν πα ράδεισο νεκρόν, πού δεν τόν κατοικεί κανείς καί σιγή τά­ φου επικρατεί άπό τή μιά του άκρη μέχρι τήν άλλη.·· ίΑλλά όχι... "αφνικά/ ένας τρομερός θό ρυβος συγκλονίζει τή γή καί τήν κάνει καί τρέμει κάτω α­ πό τά πόδια των μαύρων πο­ λεμιστών σά νά γίνεται σει ομός. / Οί άγριοι όμως τρέμουν ά κόμσ^ περισσότερο άπό τή γή. "Αναρθρες κραυγές τρό­ μου ξεφεύγουν άπό τά λαρύγ για τους. Ό έφιαλτικός θόρυβος ε­ παναλαμβάνεται. Είναι σά .μιά υπερκόσμια κραυγή, πού βγαίνει μέσα άπό κάποια κο λοσσιαία σάλπιγγα. Οί μαύροι πολεμιστές στα μ στούν κατατραμαγμένο ι · 3Α


2§ * μέσος κατ ευρύνονται στον πα νύψη|λο κορμό ενός δέντρου καί στα χαμηλότερα κλαδιά του κρεμούν τούς αιχμαλώ­ τους το·ος^ από τα σκοινιά πού τούς έχουν δεμένους· Τό ^ κάνουν αυτό γιατί αν τούς άφήσουν κάτω, ανάμεσα στά πανύψηλα χόρτα, τά τέ­ ρατα της κοιλάδας δεν θά μπο >Ρουν νά τούς άναικσλύψαυν γιά νά τούς φάνε. Έτσι, οι τρεις ήρωές μας β ρ ίσκοντα ι κ ρεμασμ έ νοΊ σάν ώρ^ιίμα φρούτα άπό τά κλαδιά τού δέντρου. Οι άγριοι τό βάζουν στά πόδια μέ τρομερές κραυγές. Φωνάζουν γιά νά τούς ακού­ σουν τά 'αποτρόπαια θηρία καί τρέχοντας πρός τό μέρος τους/ νά άνακαλύψουν τούς δε μένους αιχμαλώτους... Μέσα σέ δυο λεπτά οι ά­ γριοι πολεμιστές έχουν χαιθή κ»3 έχουν ξαναγυρ'ίαει ατήν αρχή τής ζούγκλας, έξω άπό την- τρομακτική κοιλάδα τού θανάτου. Καί τότε ή υπερκόσμια κραυγή άκούγεται γιά τρίτη φορά. Απέναντι άπό τούς τρεΐς καταδικασμένους σέ θά νατό, άπό τό βάθος τής. κοι­ λάδας, άκούγεται ένας φοβε­ ρός θόρυβος σά νά κατρακυ­ λάνε στη γή θεώοατα βρά­ χια..·· Δεν είναι άμως τίπο­ τα τέτοιο... Είναι άπλούστατα οί πατημασιές ενός πελώρ ιου?, έφ ιάλτ ικο ϋ τέρατ ος, πού έρχεται πρός τά έκεΐ ^έ­ χοντας ακούσει τις φωνές των αγριάνθρωπων. Ούτε στο πιο τρομακτικό

όνειρο δεν θά μπορούσε κα­ νείς νά δή ένα τόσο απαίσιο θηρίο. Τό κεφάλι του. φθάνει σχεδόν στις κορυφές των ψη­ λότερων δέντρων. Τά κατακόκ κινα μάτια του καρφώνονται άπό μακρυά στους τρεΐς κρε­ μασμένους συντρόφους καί α­ στράφτουν άγρια! όΕινα καινούργιο αποτρό­ παιο ουρλιαχτό βγαίνει άπό τό στόμα του μέ τά τρομακτι κά/ σουβλερά δόντια. — "Ενας τυρσννόΐσαυρος, Θεέ μου!, μουρμουρίζει ή κο πέλλο^ κατάχλωμη. Τίποτε δέ μπρρεΤ νά μάς σώση, Κάλ! Αντίο! 3Α.ντίο γιά πάντα!··. — Θά ξανασυναιντηίθούμε έκεΐ πού θά πάμε σέ λίγο, Μπέλλια!, αποκρίνεται μέ τρο μερά ήρεμη, φωνή ό γυιός τής ζούγκλας.... ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΟΥΠ

ΤΡΕΛΛΟ - ΧΟΥΠ περ •πατάει καί τά πόδια του, πού είναι σάν κομ μένες στραβά;, όδοντοφλυφί5ες, τρέμουν άπό την κούρα­ σε Τά χείλια του ψιθυρίζουν ακόμη αριθμούς, καθώς με­ τράει ακόμα τό... ρεκόρ τής σφαλιάρας του! "Έχει ξεκι­ νήσει άπό τά χαράματα καί τώρα κ ο ντ εύε ι ήλ ι οβασ ί λε μ α. "Έχει μετρήσει κι3 αυτός δέν ξέρει πόσες φορές μέχρι.·-α­ ηδίας καί πόσες φορές μέχρι άγανακτήσεως καί μέχρΊ πα­ ραφροσύνης, πού ήταν τά ε­ πόμενα «μέτρα» του, γιά νά μη χάνη τον λσγαρ ιάσιμο. Καί ακριβώς αυτή τη στιγμή πού


26 έχει .μετρήσει και δέκα μέ­ χρι παραφροσύνες στέκεται σαστισμένος. "Οσο για την παρδαλή κα ρ-αικιάξα του, άπό τή στιγμή πού τή φώναξε για νά την... ξεπουπουλιάσηι, δεν έχει ξα­ ναπάει κοντά του καί φτερσυγίζει συνεχώς πάνω από το κεφάλι του μέ παράφωνα καικ κασίσρατα. — Μωρή Μανταλένσ, τής λέει ό χαζό-πυγμαίος, για νά πώ την αλήθεια., δεν φανταζό μ·ουν νάχω φτάσει και τόσο μοικρυά άπό κείνη την κα,οπα ζ ι ά! Τό πράγ μ α έχε ι άρχ ίσε ι νά καιταντάη .μυστήριο! Ε­ ν σερ ίως έφτασα υ.έσα σέ δυο στ ιγι μούλες ! 'ίίερπατ ιστός:, κοντεύω νά στραγγίζω όλόκλη ρος άπό τον ιδρώτα,, κι5 άκό μα τίποτα! Καί όχι τίιποτ’ άλλο, άλλα τώρα πώς θά με-

— Χριστέ μου, γλύκες!, τσι­ ρίζει 6 Χουττ ευτυχισμένος τρώ­ γοντας τον παράξενο καρπό...

ΚΑΑ — 0 ΚΥΡ00Σ

Γ,Ολα τά φρούτα πού κρατάει του πέφτουν...

τ,οήισω παρακάτω; ζέρεις κά­ τι; Λογαριάζω ότι ιμέ τόσες φορές πουχω μετρήσει ώς το δέκα άπό τό π,ρωΐ, βάχω φτά σει πιά κι5 ώς τό έντεκα! Λοι πόν: Λέμε πώς μέτρησα μιά φορά ώς τό έντεκα και ξαναρ χίζω άπό την αρχή! "Ενα, δυο, τρία, τέσσερα...· Ό ανεκδιήγητος πυγμαίος σταματάει πάλι ξαφνικά. Τά μάτια του γουρλώνουν καί κυττάζει ολόγυρά του παραξενεμενος. Δυο πράγματα τον έχουν κάνει νά σαστίση: Τό ένα, εΐ ναι πώς τά δέντρα τής ζούγ­ κλας έχουν γίνει πολύ αραι­ ότερα καί πολύ ψηλότερα ά­ πό ότι ήταν ώς τώρα. Καί τό δεύτερο ή νεκρική σιωπή πού απλώνεται παντού τριγύρω του. — "Λλιλο πάλι· τούτο!, τσ[ ρίζει δυσαρεστηιμένος. Τι έ-


27

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γίνε και σκάσανε όλοι έτσι ξαφνικά; Μήπως μου κάνουν πλάκα τα θηρία και τά που­ λά; 3Ή μή|πως ικ,Γ επείσε^καιμμια ετιδημία^ Ιλαράς και δέν έμεινε ρουθούνι; Μωρή Μανταλένα! Βλέπεις τίποτα να κουνιέται του λόγου σου από κπ πού βρίσκεσαι; Άλλα ή παρδαλή καρσκάξα του φαίνεται τοομερά άνή συχη. Στριφογυρίζει στον άέ ρα σαν σβούρα κρώζοντας πα ρ άφωνα. — Την κακοιμοίρα!, λέει ό Χούπ μέ λύπη,· Την πονάει· ή κο ι λ ιά της φ α ί νετ α ι! Π όσες φοιρές τής λέω νά ιμήιν τρώη σκουλήκια και δεν μ5 ακούει ! ’ Ας τά τραβάει τώρα γιά νά μάθη] ΚΓ ό άνοικονόιμητος Χουπ συνεχίζει καί πάλι άπτόηητος τον δρόμο του. ιμουρ.μου,ρίιζοντας ·μέσα από τά δόν­ τια του:

"Ενας τρομερός κύκλος θανάτου ανοίγεται γύρω από τή χειροδύ­ ναμη νέγρα.

— Δεν βαρυεσαι! Καλάτε ρα νά σου πω πού έχει^ τέ­ τοια ήσυχ ία ! Τό π ροτ ιιμώ γ ι ατί εκείνοι οι τσαλαπετεινοί ιδίως καί τά τριζώνια. ρου τρι βελίιζουν τό ,μυαλουδάκι μου σαν τρυπάνια! Λοιπόν είχαμε μείνει στα τέσσερα ιμετά τό έντεκα!... Πέντε, έξη, επτά, οκτώ·... Ό τρελλο-πυγιμαΐος σταίμα τάει καί πάλι καί αυτή τή Φορά τά μάτια του· ανοίγουν ακόμα πιο διάπλατα από τήν προηγούμενη. "Ενα δέντρο <μέ κάτι λα­ χταριστούς καί κατακόκκινους καρπούς είναι «μπροστά του. Τό (μυαλό του ρκωιμ ικού Χούπ, τρέχει μονομιάς στήν πελώ­ ρια νέγρα τή Χρύλα! —·Έ, ρέ Βαγγελίστρα μου!, τσιρίζει ιμέ αφάνταστο

ενθουσιασμό, Τέτοιου

είδους


28 φ,ραυτ ιικό δέν βδςχρυν βάλει ποτέ οί Χούλες μου στο ατό μα τους! Κύττα! Κύττα τι γίνεται! "Άλλο δέντ,ρο παρα­ πέρα, μέ άλλους καρπούς! "Άλλο πιο κεΐ μέ άλλους! Μα νούλα μου! "Έφτασα στον Πα ράδεισο! Έδώ είναι νά κου­ βαλάω φρούτα στις Χούλες μου και νά εισπράττω καρπα­ ζιές ! Ή παρδαλή καραικαξα του ξεφωνίζει θυμωμένη και ανή­ συχη. Όρμάει επάνω του. Τον αρπάζει από την προβιά ιμέ το μακρύ ράμφος της καί τον τραβάει. — Καλά! Καλά, τής λέει ό χαζο-πυγμαΐος μέ μεγάλη ψυχραιμία. "Έννοια σου, μω ρήι/ καί δέν ^θά χασοι με ρήσου με παίλύ! Κάτσε νά κόψω μία αγκαλιά άπό αυτούς τούς υ­ πέροχους καρπούς για τις άρ ρεβων ι α|στ ικές μου! Ή Μανταλένα γίνεται πιο έπι,θετ ική καί τά κακκαρίσμα τά της γεμάτα άπελπισίά· Ό Χούπ όμως όχι μ οίνο δέν τής δίνει δεκάρα, παρά νευρι άζει κιόλας στο τέλος: — Είπα νά περιμένης !, τσιρίζει αύστη.ρά στην καροοκάξα του. Μη ιμέ ξαναζυγώσης, γιατί θά πέση, σφαλιά­ ρα! Όρΐστε! Μούγινε κι" ή Μανταλένα δύσκολη,! Άν δέν σ’ άρέσουν, μή φάς εσύ! Κ ι* άν βιάζεσαι, πάρε τά φτερά σου καί πέτα! "Εγώ είπα ό­ τι πρώτα θά μαζέψω τούς καρπούς για τις Χούλες μου! 'Καί μια καί δυο ό τρελλοΧούπ σκαρφαλώνει επάνω στό δέντρο κι5 αρχίζει νά κόβη τά

Ι€ΑΛ — © ΚΥΡΙΟΙ υπέροχα πραγματικά φρούτα καί νά τά πετάη στό έδαφος για νά κατέβη ύστερα νά τά μαζέψη. Στό μεταξύ ή Μανταλένα, βλέποντας πώς ό ανόητος άφεντικός της δέν την ακούει πετάει εκείνη μόνη της μακουά κρώζοντας καί έξαφανί ζεται πίσω· άπό τά πελώρια αιωνόβια δέντρα. — Στό καλό κι" ή Πανα­ γιά μαζί σου!/ μονολογεί ό Χούπ πού ακούει τά κακίκαρίσματά της ν" άπαμακρύνωντο'ΐ. Μμμ! Καί τί ωραία μυ­ ρουδιά πού έχουν αυτά τά φρούτα! Θά τρελλαθούν οι άρ ρ ε βων ι αστ ικ ι ές ;μο υ! Ό Χούπ δέν αργεί νά τελειώση. Ρίχνει πολλούς άπό τούς λαχταρ ιστούς, όλοκόκκ ι νους καρπούς στό έδαφος στερα κατεβαίνει άπό τό δέν­ τρο του μέ γρηγοράδα. "Αρχί ζει νά τούς μαζεύη. Μέσα σέ λίγα λεπτά έχει γεμίσει ο­ λόκληρη, την άγκαλιά του· Καί τότε ορθώνεται για νά ξεκινήση όταν αυτή τη ιστιγρή ένας εφιαλτικός βρυχηθμός ά κούγεται, τόσο δυνατός, πού κάνει τή γή νά τρέμη άπό κά­ τω άπό τά πόδια του σά νά γίνεται σεισμός. — Μωρέ μπράβο!, τσιρί­ ζει ό χαζο-πυγμαΐος καί κυτ τάζει μέ γουρλωμένες τις μα τάρες ^του κατά τον ουρανό: Βροντές!- Κι’ ό ουρανός είναι καταγάλανος! Πολύ μυστή­ ριο μέρος! Άς τού δίνω πριν πιάση ή μπάρα..· Κάνει νά ξεκινήση αλλά


την ίδια στιγμή κάτι βλέπει καί ]μένει ξερός: Ενα κολοσσιαίο τέρας στέ κεται μπροστά του καί τον κυττάζει μέ τά σατανικά μάτια_του. Είναι ένα γιγάντιο ζώο άπομεινάρι μιας έττοχής πού έχιει χαθή για πάντα πια, στο βάθος των αιώνων... Τό κεφά­ λι του είναι μικροσκοπικσ σέ αναλογία μέ τό τεράστιο σώ­ μα του καί μοιάζει μέ κεφάλι ενός κανονικού άρνιοϋ. Μα τό κορμί του είναι τερατώδες καί πάνω στη γιγαντιαία ράχι τουν έχει ένα σωρό λέπια κοφτερά καί ρεγάλα· Είναι τουλάχιστον εκατό φορές με­ γαλύτερο από τον Χούπ σέ όγ κο. Αυτό όμως δεν είναι αρ­ κετό για νά κάνη τον αθερά­ πευτα ηλίθιο πυγμαίο νά κα ταλάβη τον τρομερό κίνδυνο πού διατρέχει. — Καλέ προβατάκι!·..., φωνάζει ατό τέρας. Τί μάρκα γάλα πίνεις καί μεγάλωσες έτσι; Τό εφιαλτικό θηρίο αφήνει ένα κολασμένο μουγγρ-ητό^ σάν τό π,ρώτο πού ακούσε ό Χούπ καί τό πέρασε γιά·.·. βροντή. Δυο τρεΐς από τούς καρ­ πούς πού κρατάει ό πυγμαί­ ος τού φεύγουν από τό τράν­ ταγμα· Ό Χούπ σκύβει ιμέ μακαρι ότηιτα καί τούς σηκώ­ νει, τοποθετώντας τους καί πάλι στη θέσι τους. —Μωρέ ,μπράβο βέλασμα! τσιρίζει μέ θαυμασμό. Αλλά θά μου πής πάλι πώς ανάλο­ γα ιμέ τό μπόϊ σου καί λίγο

είναι! Λοιπόν, προβατάκι, μέ συγχωρή,ς αλλά πρέπει νά φύ γω, γιατί θά μέ περιιμένουν οι Χούλες μου νά φάνε κάνα τζάνερο ! Φαντάζομαι τί μπόι θάχη, ό πατέρας σου, βρέ α­ θεόφοβο ! Γε ι άοχαιρά! Καί μέ τά καταπληκτικά αυτά λόγια κάνει νά φύγη. Τό τέρας άφήινει καί τρίτο μούγγρ ισμα καί βαδίζει έναν τίον του απειλητικό. Ό Χούπ ©π ισθοχωιρεί καί στο χαζό πρόσωπό του καθρεφτίζεται ό τρόμος. — "Αν θές από αυτά τά φρούτα, τσιρίζει, να: ’Βκει τό δέντρο είνα,ι γεμάτο! Αυτά τά ιμάζεψα γιά τις Χούλες μου! Τό τέρας κάνει άλλο ένα βή μσ μπροστά- Μουγγρίζει καί από τά ρουθούνια του βγαί­ νει ένας καυτός άχνός σάν σύννεφο. Ό Χούπ υποχωρεί καί πά λε —Μωρέ δεν πά νά βελάζης ώς τη Δευτέρα Παρουσία, λέει ιμέ πέίσιμα. Θ5 άφήσω ε­ γώ τίς άρρεβωνιαστικιές ',μου γιά νά ταΐζω πρόβατα τώρα [ Πού ακούστηκε αυτό; Καλέ πίσω! — ίτ ! ! Τό τήρας όμως αντί νά κά­ νη πίσω κάνει -μπροστά καί ξύνει τό έδαφος μέ τά τρομε­ ρά πόδια του. "Ενα μουγγρητό φοβερότερο ατό άλα . τά προηγούμερα ξεφεύγει από τό στόμα του. Ό χαζό - πυγμαίος τό βλέ ττη νά έο-χεται καταπάνω του καί τό βάζει ατά πόδια. — Κύτταξε εκεί άντατρο-


§6

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

φή!, τσιρίζει τρέχοντας· "Ο­ λα τά δέντρα γεμάτα φρούτα εΐναι, θέλει και καλά αυτά πού έχω κόψει για τις Χουλες μου! Δεν σφάξανε! ■Γυρίζει τό κεφάλι του καί βλέπε ι κ ατ οοτ,ρο μ αγμένος οτ ι τό γΐιγάντιαΐο τέρας έχει ρι­ χτή πίσω του- καί τον κυ­ νηγάει. Βάζει λοιπόν κι* αυ τός στα πόδια του φτερά καί γίνεται καπνός. — "Ετσι «μου είσαι; τσιρ ίζε ι χ ασκσγελώντας. ’ Ε3μτηρός! "Αν ;μέ φτάσης 0ά σου δώσω ένα! Καί πραγματικά ό διάβολε -μένος στο τρέξιμο πυγμαίος όσο πάει κερδίζει άπόστασι από τό εφιαλτικό τέρας που με τον τεράστιο όγκο του εί­ ναι βαρύ καί δυσκίνητο. "Ο­ ταν μάλιστα ό τριπίθαμος πυ γΐμαΐος χώνεται ^ μέσα^ στα πρώτα πυκνά δέντρα τής α­ διαπέραστης ζούγκλας, πού

* ΟΚάλ αγωνίζεται ήρωϊκά...

τό τέρας πρέπει νά τό ξερρι ζώνη στο πέρασμά του για νά καταφέρνη νά ,προχωρή, τό τε άπρμακρύνεται πάρα πολύ ώσπου στο τέλος παύει καί νά τό βλεπη καί νά τό άκούη. Αλλά ό ανεκδιήγητος πυ­ γμαίος , γιά νά τριέξη· τόσο πολύ, έχει πάθει άλλη, συμφο­ ράς "Ολα τά φρούτα πού κρα τούσε τούχουν πέσει στον δρόμο ξεγλυστρώντας από μέ οα από την αγκαλιά του, χω­ ρίς νά πάοη εΤδησι ιμέσα στη βιασύνη του. Καί ξαφνικά, σταματάει καί βλέπει ότι τούχει άπομείνει μονάχα ένα στο χέρι του, πού το κρατάει άπό τό κοτσά νι. — "Α'ί στην ευχή!, τσιρί­ ζει αγριεμένος. Πώς θά πάω στις Χούλες μου μέ άδεια χέ ρια; "Α! Αυτό τό βρωιμοπρό βατό θά τό εκδικηθώ! Θά βά λω τον ξυλάρσ νά τό πιάση καί νά τό σφάξη! 5Εγώ θά πάρω τ’ άντερά του καί θα ιά κάνω κοκκορέτσι! Τί να ίο κάνω τώρα αυτό πού μου έμεινε; Καλύτερα νά μή τής τό πάω καί νομίσει ότι την κοροϊδεύω! Γιατί άν τής πέ­ ραση άπό τό κεφαλάκι της κάτι τέτοιο, θά θυιμώ-ση καί δεν θά ιμου ξαναδώση-, πιά καρ πσζιά ποτέ των ποτών ! Καί ,μ* αυτή τή σοφή σκέψι, ό Χούπ αποφασίζει^ νά φ-άη, αυτός τό φρούτο που κρα τάει στο χέρι του καί τού κό­ βει κιόλας την πρώτη δαγκω-' νιά· — Χριστούλάκι μου!, γλύ κες!, τσιρίζει κοοτευχοφιστη-


ΫΜί ΖόΥΤΚΜί «μένος! 3Ά, τέτοιου^ είδους ττρσ|μια δέν θάχαυν φάει ποτέ στη ζωή τους οι Χούλες μου! Είναι κρίμα! Πρέπει νά γυρί σω πάλι νά κόψω άλλα ή νά μαζέψω αυτά πού ρου έπεσαν στον δρόμο! :Καί 'μ' αυτή τή σκέψ-ι ό χα ζο - Χούπ εξακολουθεί νά περ πατάη· συνέχεια δ πως πηγαί νει ώς τώρα, ενώ τά μάτια του στριφογυρίζουν -μέσα στις κόγχες τους σαν δίσικοι γρα|μμοφώναυ! Τρώει τον υπέροχο πραγμα τικά καρπό καί είναι πολύ εύ χαριιστηιμένος. Χοροπηδάει α­ πό τή χαρά του καί αρχίζει νά τραγουδάηι κιόλας ιμέ τήν παράφωνη φιωνή του. Τέλος φτύνει τά κουκού­ τσια» σκουπίζει τά χόρια του από τούς χυμούς πού τρέχουν πάνω οπήν προβιά του καί πλαταγίζει τή γλώσσα του λι γωρένος. — Τί ωραία πού είναι ή ζωή!, ^τσιρ ίζε ι · Αυτό ^το δά­ σος είναι όνειρο! Λύτες οι ευωδιές είναι μούρλιας! Τά χρώιματα των λούλουδιών^ εί­ ναι μαγεία! Τό ποτάμι εΐναι τρέλλα! Αυτά όμως τά πρά­ ματα πού κρέμονται από τό κλαδί τού δέντρου, τί εΐναι; Πιάνω σ’ αυτό τό τελευταίο μένει κιόκκαλο καί ξύνει τό κε­ φάλι του*

Κάνει <νά ξεκινήση αλλά την ίδια στιγμή βλέπει κάτι καί μένει

ξερός!

άλλο παρά οί τρεις αίχμάλω τοι σύντροφοί του, πού έτσι δςμένους τούς έχουν κρεμάσει οί ιμαΰ,ροι πολεμιστές γιά νά τούς φάνε τά τρομακτικά τέ­ ρατα εκείνης τής κοιλάδας!^ ιΕΤναι ακριβώς ή στιγμή πού ό τρομερός τυραννόσαυρος πλησιάζει άργά καί μεγαλόπρεπα άπό μακριάς για νά κατασπαράξη τούς ήρωές «μας·.. Οί τελευταίοι αυτοί άκουνε πάνω στην τραγική έκείνη ώρα» τον ,μονόλογο τού ανεκ­ διήγητου πυγμαίου. — Χούπ!, φωνάζει ή πε­ λώρια Χούλα πού εΐναι γι>ριισμένη κατά τό «μέρος του ΦΡΙΚΗ... καί φυσικά τον βλέπει πρώτη Α «ΠΡΑΓΜΑΤΑ» πού έ­ Χούπ! Χουπάκο μου! Καλέ είναι ό Χούπ, μις Μπέλλα! χει^ δη ό πυγμαίος νά Ό Κάλ καί ή Μπέλλα κατα κρέμωνται άπό τό κλαδί φέρνουν νά γυρίσουν τά κε­ του δέντρου, δέν είναι τίποτε

Τ


η

ΚΑΑ — 6 ΚΥΡΙΟΣ

φάλια τους καί νά αντίκρυνάιχος μου μέσα στο δάσος! σαυν τον τριπίθαμο σύντροφό — Χουπάκο μου! Είμαι ή τους μέ κραυγές χαρας, Χούλα σου! Ή άρρεβωνιαστι . — Χούπ!, φωνάζει ό.Κάλ. κιά σου!, κλαίγεται ή πελώ­ Αγαπημένε μου αδελφέ! Πά­ ρια νέγρα για νά τόν συγκί­ νω στην ώρα έφτασες πάλι. έ νηση. κεΐ τΓού.σέ είχαμε για νεκρό· —Ή ποια μου; τσιρίζει 6 Έλα! Έλα γρήγορα να μάς Χούπ σάν άπρλ ιδωμένος. Δέν λύσης γιατί- πλησιάζει ένα -είμαστε καλά! Καλέ πού σέ τρομακτικό τέρας νά μάς κα ξέρω γώ εσένα, νοντροβαρέτασπαράξη'! λα; Πρόσεχε μ ή σκάσης τώρα — "Ιιιπ!, τσιρίζει ό κωπούμαι κοντά καί μέ πάρουν τά κομμάτια σου! μ ιικοτραγ ιικός πυγμαίος με τό στόμα ορθάνοιχτο από την εκ — Πώς μιλάς έτσι, άνάπληιξ ι · " Ε ρε μ ανούλα μου! γωιγε!, ξεφωνίζει ή νέγρα ε­ Τέτοιο πράγμα δεν τό περί^ξαγριωμένη. "Αν σέ πιάσω αενα νά τό δώ στά μάτια καμμιά φορά θά σέ τρελλάνω μου! Αχλάδια πού (μιλάνε! στις σφαλιάρες· Αυτό είναι δέντρο μια φορά! — Γιά κάνε πώς σηκώνεις — Χούπ!, ξεφωνίζει καί τό χέρι σου, φουσκωμένο ό^πάλι ό Κάλ ιμέ απελπισία, χλάδι!, λέει ό Χούπ μέ θυμό. πού καταλαβαίνει δτι ώσπου — Χούπ! Προς Θεού! Λύ­ νά βάλη τον Χούπ νά κάνη, σε μας!/ μουγγρίζει ό Κάλ ά αυτό πού πρέπει, μπορεί τό πελπισμένος. Κατέβασέ μας τέρας νά βρίσκεται κιόλας ά από αυτό τό κλαδί.! πό πάνω τους. Χούπ, είμαστε — Υπομονή!, λέει ό πυ­ έμεΐς: Ό Κάλ, ή Μπέλλα κι3 γμαίος χ ασκό γελώντας. "Ό­ ή Χούλια! Έλα νά μάς λύσης ταν θά ώρ ιμάσετε θά πέσετε γρήγορα! Κινδυνεύει ή ζωή μονάχοι σας! Καί τώρα θά μας καί ή δική σου! μου επιτρέψετε νά συνεχίσω — Τί; Δηλαδή δέν είστε ά τό δρόμο μου, γιατί δέν απο­ χλάδια καί είστε άνθρωποι; κλείεται νά είμαι καί βιαστι­ μουρμουρίζει χαζά ο Χούπ. κός ! "Ακου πράγματα! Θέλετε σο Κι5 ό χαζο-πυγμαίος χωρίς βαρά νά πιστέψω τέτοιο πρά­ νά δίνη σημασία στις έξαλλες γμα ! ν κραυγές τής Χούλας, συνεχί­ — Χούπ!, φωνάζει ή Μπέλ ζει τόν δρόμο του προς τή λα. Είμαστε οι σύντροφοι σου ζούγκλα απτόητος. Είναι τό Δέν μάς γνωρίζεις; λ — Δέν μέ παρατάτε! / λέέ^ι σο κοντός καί τό χορτάρι σ3 εκείνο τό μέρος τόσο ψηλό; νευριασμένος ό πυγμαίος μέ πού τόν σκεπάζει ολόκληρον την τσιριχτή φωνή του. Που καί μόνο ή κορυφή τής καπελ τούς βρήκα εγώ τούς συντρό­ λαδούρσς του μέ τόν .-.άνεμό φους; Έγώ από τότε πού θυ δείχτη, φαίνεται νά περπαμ ο ι τόν κόσμο περπατώ μο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

τάη1 πάνω στην πράσινη- θά­ λασσα. _ — 5 Τρελλάθηκε ό ^Χούπ \, λέει απελπισμένη: και κατάχλωίμη ή Μπέλλα πού για μιά στιγμή είχε πιστέψει πώς θά σωθούν. Είναι τρομερό να βρί σκεται εδώ καί να μάς άψήση να μάς σπαράξη, το εφιαλτικό αυτό τέρας.·. Ό γιγαντόσωμος Κάλ,

χλωμός καί απελπισμένος κι εκείνος, κουνάει ωστόσο τό κε Φαλι του παράξενα. 5

— Δεν φταίει ό ό Χούπ, Μπέλλα!, μουρμουρίζει με σι γονή, φιωνή,. Δεν πρέπει νά τον καταριέσαι τώρα πού θά πειθάνης!.... Είδα τό πρόσω­ πό του πασαλειμμένο με κά­ τι κοκκινωπούς χυμούς... —Δεν καταλαβαίνω, Κάλ·. —- Σ5 αυτή έδώ τήν περιο­ χή φυτρώνει τό δέντρο τού λω τού/ Μπέλλα! "Οποιος φάει ένα από αυτά τά φρούτα, ξε

χνάει τά πάντα! Ποιος είναι, από πού έρχεται καί πού πη γαίνει! Ή -μοίρα μάς κοροΐ­ δεψε άλλη μιά φορά, σκληρό τέρα από κάθε άλλη-!... Ό κα ημένος ό Χούπ έφαγε έναν λω το Ό τυραννόσαυρος όρως δσο πάει, καί πλησιάζει καί τά βήματά του κάνουν τή γή νά τρέμη: καί τά δέντρα νά κου­ νιούνται.·. Ό θάνατός τους εΐ ναι σίγουρος καί τρομακτι­ κός/ τή στιγμή πού ό Χούπ βαδίζει ξέννοιαστα μέσα στήν τρομερή κοιλάδα καί χασκογε λάει χοροπηδώντας ανάμεσα στά χόρτα. — Βρε γιά κυττα πλάκες! Β-οωμο^άχλάδια τώρα, νά σού κάνουν τον κάμποσο! Τό ένα αχλάδι ήτανε, λέει ό αδελφός ιιου καί τό άλλο ή άρρεβωνια στικιά μου! Βρε κάτι κοτσά νες πού σού κοπανάνε καί τά φρούτα καμμιά φορά!...

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Άποκλειστικότης:

Γεν. Έκδοτικαΐ Επιχειρήσεις Ο. Ε.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ Μέ τό τεύχος 8 συμπληρώθηκε ό πρώτος τόμος του ΚΑΛ. "Οσοι από τούς αναγνώστες .μας θέλουν νά δέσουν τά τεύχη τους μπορούν νά τά φέρουν στά γραφεία μας, Λέκκα 22, υπόγειο. Ή βιβλιοδεσία επιβαρύνει τούς ανα­ γνώστες μας μέ 5 δραχμάς.


>

ΚΑΑ

-

Ο

ΚΥΡΙΟΣ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ >

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γρ.: 4Οδός Λέκκα 22—Τόμος 2—’Αριθ. 11—Τιμή &ραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. ΟΙκονομα κΔς Δ)'ντής Γ. Γεωιργιώδης, Σψιγγός 38. ΠροΤστ. τυττογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταούλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, "Αθήνα ι.

£ϊΑϊ^ι

ο0ο

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:

ΝΕΑ ΑΤΑΑΝΤΙΣ 5Ασφαλώς είναι τό καταττληκτικώτερο οπτό τα μέχρι σήμε­ ρα αναγνώσματα του

Κ ΑΑ! Τό τπό δυνατό σε αγωνία καί συγκινήσεις! Τό ττιό ξεκαρδιστικό και διασκεδαστικό σέ γκάφες και οπτρόοτττα:

ΝΕΑ ΑΤΑ ΑΝΤΙ Σ ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛ

-

<


ηΥΤβ ΙΥΝΕΡΜίΡΧ Εύί' Λ/9/ <)ΥΟ ΜΗΗέΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ Η ΖΡΗ ΜΟΥ

εκεί η/γει ε<Ρ/ρ>ητ-Η£. ά* πε νιζτενετε

Λ/Λ/ Λ ΥΡΙβ Χ6νρυ ίηι τηετεγο > το ευοι ΤΟΥ ΗλΘΡεϊΤΗ ΜΟΥ Ζ/Μ/9/ ΓΜ8ΕΤ0 οηρτ Λ<9/ 01 ικρμο ■ 1 ΤΗ ΤΕί ΤΟΥ ΕΓ9 ΟΤΜ 0*5 οεΐ ΜΡΜΕΜΡΜ ρηηή εχρ 4ΙΜΡ>ΡΣ£/.

ο ΧΟΘΡεΡΤΗί βγτοι ΕΙΚΜ /ΚΡ4ΤΟί ΤίΡ ΠΡ-

ροΥΣΐηζ/1 το οεΥτεΡΟ χ

εη? του ά/ογττπτΗ του ** το χειρότερό., ττρεπει) ΕΜΕΙΣ ΡΥΤΟ το ε™ — '

ίί' /

#07/ 00/70 1//Υ6ΒΗ χηηγτβρβ λ/0 εηνεχΐϊ9 τηλ/ // 70Ρ//9 Η6 ΤΗ Ζ 0/00 ΤΗΙ

Λ

Α ί

/νβ ^Η/ν ττόη> ΙΟ "Ο. ΤΟ ύ6>7€ ' ΡΟ /ΓΟ 6/Χ( Η^Χ/ΥΤΙ >/9 4/0Υ βγπΗ ΤΗ Ζ ' Ή ΜΟΥ ά/ΡΥγΡΟΝ ' Τ&Ζ 7-ΗΝ ΗΒ/)0 ΜΟ* φΗΗϋ #0/ Τ ’ 07/00)0 Η ον. Η01 Π/0 Λ/ΥλΤ0

ζγ/νεχιζετ#/


■Μ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓ


ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙ Σ

Ο ΧΟΥΠ ΦΘΑΝΕΙ ΠΡΩΤΟΣ

άναιμνήσεις του είναι δυο τρία πράματα: Πώς κάποια μέρα βρέθηκε νά περπατάη σ’ ΧΑΖΟ - ΠΥΓΜΑΙΟΣ ό αυτό τό απέραντο καί άγριο Χούπ, έχει φάει χωρίς δάσος. Πώς ξαφνικά εκεί πού νά τό ^ ξιέιρη, τον «Αωτό πήγαινε, είδε τρία μεγάλα τής^Αηισμσνιάς» (*) και δεν φρούτα νά κρέμωνται από έ­ θυμάται πιά τίποτα: Ούτε να δέντρο καί πού τό ένα τους ποιος εΐναι, ούτε ά;πό έρχε­ ισχυριζόταν πώς ήταν ό άδελ ται και που πηγαίνει. Περιφός του, ενώ, τό άλλο ή άρρο^ πλανάται μέσα στή^/ πυκνή καί άγρια ζούγκλα. Κοντά βωνιαστικιά του! Θυμάται άκό.μα πώς καί τά τρία... φρου στην περιοχή των Άτλάντων. Κορμιά έννοια δεν εχει στο τα, του είχαν δώσει τό όνομα Χουπ όταν τού μιλούσαν. κεφάλι του. 'Όλες - όλες οι Αυτό τό τελευταίο τού έ{*) Δϋάβαοε το προηγούμενο 1 κάνει τη μεγαλύτερη έντ©&χ>ος τον «,ΚΑΐΛ» ινέ τον τίτ!λ>ο: ™*τύπωσι από κάθε άλλο. Τό «Τρόμος απ’ τά βάθη τών ορίώνο>ν».^λέει καί τό ξαναλάει καθώς

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

βαδίζει άνάμεσα στα δέντρα και χασκο γελάει ηλίθια. — Χούπ!, τσιρίζει μέ γαυιρ λωμένα μάτια· Γιατί τάχατες νά μέ λένε σώνει και κοίλα αυ τοι οι τρεΐς τους Χούπ; Θά Βέλη νά πή ασφαλώς αυτή ή λ έξις κάτι, καί γι’ αυτό μου την ξεφουρνίσανε! Καί έπειδής μέ παρακαλάγανε νά τούς κόψω άπό τό: ..-κοτσάνι, α­ σφαλώς κάτι καλό Θά Θέλη νά πή καί τό λέγανε γιά νά μέ καλοπιάσουν! *Ίσως νά «σηη μαίνηι ωραίος!» Σταματάει ξαφνικά, καί δί νει ιμιά μέ την παλάμη στο κούτελό του. — ’Άϊ στην ευχή!, μουρ­ μουρίζει κατάπληκτος. Γ ιά κύττα άφηρημάδ-α! *Έχω ξεχάσει πώς εΐναι τά μούτρα μου! Πρέπει νά βοώ καμιμιά Ιλίμνη: καί στά γρήγορα! Θά σκάσω από την περιέργεια! Χασκσγέλάει πάλι καί συ­ νεχίζει : — ^’Αλά δεν βαο-υέσαι! Ό πωσδήποτε ώραΐος θάμαι! Κουτός είμαι εγώ νά μή ιΓ α­ ρέσουν τά -μούτρα μου δπως καί νάναι; Προχωράει λίγο ακόμα χο ροπηδώντας καί δπως τό χορ τάρι είναι ιμαλακό καί ^ψηλό παίρνει καί μερικές τούμπες άπό τη χαρά του, μέ αποτέ­ λεσμα νά τσαλακώση άκόμη περ ισσότερο τό σοραβαλ ραϊ­ σμένο καπέλλο του, πού εί­ ναι περασμένο πέρα-πέιρα μ5 ένα βέλος. -Καταλαβαίνει δτι κάτι τόν ενοχλεί στο κεφάλι του καί τό παίρνει στα χέρια.

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Βρέ! ΏοαΤο καπελλάκι!, τσιρίζει. Κάπου τοχω ξα ναδή μου φαίνεται, άλλά δεν εΐμαι καί σίγουρος... Τυχερός είμαι πού βρέθηκε πάνω στο κεφάλι μου! Θά λέω πώς εί­ ναι δικό μου! Μ8 αρέσει! ’Έξω_άπό μαζί! Ξαφνικά, σκάει στά γέλια. — Δεν εΐναι καπέλλο νά Εέρ-ης!, λέει μέ θαυμασμό. ΕΤνα ι · ·.. άνεμ οδείχτ ης! Τώρα παοατηρώ αυτό εδώ τό βέλος. Πολύ θαύμα είναι νά τό φο­ ράω καί νά ξέρω οστό που Φυ­ σάει ! Μπορώ νά βρώ καί δου λειά σέ καμιμιά υπηρεσία πού προβλέπει τόν καιρό-! Προχωοάει καί προχωράει μέσα στη ζούγκλα μέ τίς ώ­ ρες, άραδιάζοντας τίς πιο κα ταπληκτικές άνοηρίες πού θά μπορούσε νά σκεφθή ό νους τού ανθρώπου. — Πάντως όπως^καί νά τό κάνης, άσχημο πράμα ή μο­ ναξιά!, τσιρίζει στο τέλος. Θάθελα νάχα καί κανέναν γιά παρέα,γιατί λέω ένα σωρό νο­ στιμιές καί πάνε στά χαμένα. Έγώ τίς λέω, έγώ τίς άκούω καί ευτυχώς πού μ’ άρέσουνε καί γελάω! Πάνω σ’ αυτά τά λόγια, ά κούει ένα χαρούμενο κοκκάρι­ α μα δίπλα στ’ αυτιά του. Γυ ρίζει τρομαγμένος καί βλέπε·, μια παρδαλή καρακάξα νά φτεροκοπάηι κοντά στον ώμο του. _ —Ξίτ, μωρή!, ξεφωνίζει μέ θυμό. Τί δουλειά έχεις έσύ μ8 εμένα; Είπα πώς θέλω πα­ ρέα, άλλα δχι καί τέτοιου εί­ δους, κοκκορόμυαλη!


ΐΗί ίΟΥΓΚΑΑί

^ Ή Μοοντάλένα — γιατί αύ τή είναι το παρδαλό πουλί— κρώζει προσβλημένη. καί κάθεται πάνω στο καπέλλο του ίτού είναι ή Συνηθισμένη της θέσι: Ό Χουπ νευριάζει; — Στρίβε από κεΐ ίτάνω άτά γρήγορα!, τσιρίζει άχάνακτίισμένρς· Δεν τό νοικιάζω ίο ρετιρέ! Ή Μανταλένα κρώζει άκό^ μα πιο δυνατά.. Ό Χουπ μουρμουρίζει μέ­ σα άπό τα δόντια του: — Μπας κι" είναι διικό της τό καπέλλο καί θέλει να μου τό πάρη; Πιο καλά είναι νά την καλοπιάσω.·. 'Ίσως την κάίαφέρω νά μου τό γαρίση!! Μαίνεται να,^η καλή καρδιά! ιΚαί μ5 αυτόν τον καταπληρ κτικό Συλλογισμό, λέει δυνα­ τά στην καρακάξα: , — Καλέ πουλάκι, πώς σέ λένε; Ή τετραπέρατη καί γυμνά σμένη καρακάξα του,, πού εί­ ναι τό πίό έξυπνο πετούμενο του κόσμου, φτεερουγίζει μο­ νομιάς πάνω άπό τό Κάπέλλό του. Μπροστά στα έκπλήρ κτα μάτια του Χουπ πάει καί οτέκεται πάνω σ' ένα λοφάικι Κ'/ εκεί στό χώμα, σκαλίζει στά γρήγορα καί μέ απίστευ­ τη γρηγοράδα καί τέχνη, μια λέξι. Ό Χουπ τή διαβάζει καί γουρλώνει τις ματάρες του. — Μανταλένα!, τσιρίζίεε Δεν θαμαστε καλά! Αυτό τό πουλί είναι φαινόμενο! Γρά­ φει μέ τό... άριστερό πόδι! Ή καρακάξα κρώζει κατα­

9

χαρούμενη καί χειροκροτεί μέ τά δυο της πόδια για τήν ε­ πιτυχία της. Ό Χουπ μέ μια εμπνευσι που κάνει τά μάτια του νά πε τάξουν σπίθες, τής λέει: —Χάνουμε μια συμφωνίας Έγώ θά σ’ άφήσω νά μου κα νη,ς παρέα κι* εσύ θά μου χα ρύσης τό’ καπέλλο ! Είσαι· Ή Μανταίλένα κακκαριζει παράφωνα καί κουνάει τό κέ φάλι της .καταφατικά. .Ό Χουπ κρριδώνεταί σάν διάνος. Ανάλογα μέ ...τή ιμόιρφωσί της δεν είναι καί πολύ έ^ ξυ πνηι!, συλλογ ίζετ α ι. Τήν κρρόΐδεψα! ’Ασφ'αλώς βγαί­ νει ζημιωμένη άπό τήν αλλα­ ξιά! Φαίνεται θά τρελλάθηΓκε ιάπό τήν όμαρφ ιά μου! >> Βάζει πάλι μπρος συνεχί­ ζοντας τό ταξίδι του καί ή Μανταλένα έρχεται καί κάθε­ ται πάνω ιστόν ώμο του·. Ό Χουπ (μονολογεί πάλι:. — Δέ βαρυέσαι! 5 Εδώ πού τά λήμε καί για παρέα κακή 6έν είναι·.. ιΠάρά νά είμαι εν­ τελώς μονάχος μου... ’Από κα νένα, καλή είναι καί ή Μαν­ ταλένα ! Ό κουτοπτυγμαΐος, τόσες ώρες πού προχωρεί, βέν τον ενδιαφέρει προς τά πού πη,γαίνει καθόλου, ούτε ξέρει που πρόκειται νά καταλήξη,. "Έχει πάρει έναν μεγάλο άνή φορό ικΓ έτσι καμμιά φορά φτάνει στήν κορυφή ενός ψη­ λού λόφου. 5 Εκεΐ πάνω καθώς κάνει νά προχωρήση περισσό τερο, σταματάει ξαφνικά. "Ενα επιφώνημα θαύμα-


6 σμοΰ βγαίνει άπό τόάρθάνοι χτ© στόμα του* Τά μάτια του κοντεύουν νά του πεταχτουν έξω ιοαττό την έκπληξί του1. Μέ νει άκίνηιτος σαν άγαλμα. ιΚι* έδώ που τά λέμε και ο­ ποιοσδήποτε άλλος από τόιν Χουπ, σ’ αυτήν την περίπτω­ ση δεν θά αισθανόταν λιγώτε ρον θαυμασμό ούτε θά ένοιω­ θε (μικρότερο ξάφνιασμα. Μια πελώρια κι* ασύγκρι­ τη σε ομορφιά πολιτεία άπλώ νεται κάτω άπό τά πόδια του, στη ρίζα εκείνου του λόφουΜιά πολιτεία μέ πανύψηλα; μεγαλόττηρδπα κτίρια, χτισμέ­ να άπό πολύχρωμες πέτρες πού τής δίνουν παραμυθένια δψι. Τεράστιοι τρούλοι, αψί­ δες/ αγάλματα, μεγάλες πλα­ τείες!, 'φαρδεΐς δρόμοι, ^συν­ θέτουν ένα (σύνολο ανώτερο άπό κάθε φαντασία. Ή Μοονταίλέινα ψτερουγίζει

Σκαλίζει ιμιά λέξι στ© χώμα μέ άπιατίδίιτιΐ γρηγοράδα και τέχνη.

...... ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

-— Και ιτοΰ το |έιρεις; Για­ τρός είσαι; ρωτάει ο χαζο-Χοιπτ ανήσυχος.

άπό τον ώμο του πυγμαίου καί χαλάει τόιν κόσμο μέ τά κρωξίματά της. —'Σ ιγά, μωρή !, τή μαλλώνει ό χαζό- πυγμαΤος αυ­ στηρά. Οναι τρόπος αΐυτός γιά μιά καθώς πρέπει καρακάιξα; Αέν προλαβαίνει νά πή πε* ρ ισσιότερα· Τό άφωσ ιωιμένο πουλί χυμάει καταπάνω1 του, τον αρπάζει μέ τό μακρύ του ράμφος καί προσπαθεί νά τον κάνη, νά καταλάβη. οτι κάποι­ ος κίνδυνος τον άπειλεΐ. Ό Χούπ όμως δέν καταλα­ βαίνει άπό τέτοια. — "Άκου νά σου σώ!, τής λέει. Μέ^τά μυαλά που έχεις 6έν θά πάμε καλά οί δυά μας! Ή Μανταλήνσ έπιμένε,ι καί κρώζει γοερά. Καί- τον Χούπ όμως τον τΤ;


ΐκΐ 25ΥΓΚΛΑ2

άνει τό πείσμα του. — Καλά!, λέει γρι\Λάρ·ικα. Το είδα τό χοοριό ! Και ιμέ να μ’Λ αρέσει! Κι5 εγώ θέλω νά πάμε ©κεΐ! -Καί θά πάμε! Τι άλλο θέλεις; Μονάχα μη σε παίρνη ή βιασύνη., γιατί οποίος βιάζεται σκοντάφτει! “Άσε πρώτα να τό θαυμάσω ,με λιγάκι άπό δώ πάνω! Ή παιρδαλή καρακάξα βλέ πει πώς δεν (μπορεί να κάνη τίποτε με τον ηλίθιο άφεντικό της. Απότομα τον παρατάει και κρώζοντας πάντα πα ράφωνα, εξαφανίζεται φτερού γίζοντας ανάμεσα στις φυλλω σιές τών δέντρων· — Καλό κατευώδιο!, τσι­ ρίζει κοροϊδευτικά ό Χούπ. Μωρέ γιά ικυττα ένα [μυστή­ ριο πουλί! Μιά σταλιά πρσ»μα νά Βέλη νά σου κάνη· και τον δερβέναγα! Καλύτερα νά

4Η γή τραντάζεται κάτω άπό τά Τερατώδη πόδια του καθώς προ­ χωρεί.

1

Πάνω στην κρισιιμώτερη στιγμή, ελευθερώνει τούς τρεις συντρό­ φους του.

μην ξαναγυρίσηι άπό εκεΐ που πάει! Νά γλυτώσω κ'ΐόλας ά­ πό δαύτη! Μιά φορά ό ανε­ μοδείχτης ρμιεινε στήΐν ιδιο­ κτησία .μου! Κι* ό Χούπ κάνει νά κυττάξη πάλι κατά τή θαυμαστή πολιτεία. Την ίδια στιγμή ό­ μως, τρεΐς άντρες πού φορουν παράξενες στολές ξεπηδοϋν εμπρός του/ άπό τούς κορ­ μούς τών πλαϊνών δέντρων. Στά χέρια τους κρατούν μακρυά άκόντια μέ άστραφτερές αιχμές, πού τά υψώ­ νουν απειλητικά έναντίον του. — Μήν κινηθής άπό τήν θε σι πού -βρίσκεσαι γιατί θά ττε θάνηις!, του φωνάζει ένας άπ’ αυτούς άγρια. — Καί που τό ξέρεις; Γι­ ατρός είσαι; ρωτάει ό χαζο^ Χούπ ανήσυχος.


Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΦΙΛΟΣ

ΙΡ^Ι ΕΧΑΣΑΜΕ όμως ^ τούς ,Β9 τρεις άλλους ήρωές ΒΗΜ μας, τη στιγμή ττού δι­ ατρέφουν τρομακτικό κίνδυνο θανάτου. ΐΠραγμ αττικά, ό Κάλ, ή λευ κή συντράφ ισσά του1 Μπέλλα καί ή πελώρια νέγρα ή Χούλα, είναι δεμένοι γερά μέ χοντρά φυτικά σχοινιά καί κρεμασμένοι στο (κλαδί του δέντρου ττού τους έχουν αφή­ σει οι |μαύροι πολεμιστές. Καί ενώ αυτοί δεν , μπορούν νά κάνουν την παραμικρή κί­ νηση ένας κολοσσιαίος τυραννάσαυρος, άπομεινάρι ίμιας ττανάρχαιας εποχής, πλησιά­ ζει προς τό ίμερος τους, μέ τά εφιαλτικά (μάτια του κατοο κόκκινα σαν αίμα· Σέ κάθε του βήμα ή γή τραντάζεται κάτω από τά τερατώδη ττόδια του, σά νά γίνεται σεισμός. — Αντίο, Μπτέλλα, μουρ­ μουρίζει ό Κάλ μέ απελπισία Ελπίζω νά συναντηθούμε έκεί, στον άλλο κόσμο!·.. — 5Αντίο, Κάλ..., ψιθυρί­ ζει ή κοπέλλα. Αντίο, αγα­ πημένη! μου Χούλα... — "Αχ!, κλαψουρίζει μο­ νάχα ή πελώρια νέγρα ττού δεν έχει τό κουράγιο νά πή τίποτα περισσότεροΤό τεράστιο καί αποτρό­ παιο τέρας είναι κοντά. Στέ­ κεται ορθό στα πισινά του πόίδια καί τό κεφάλι του φτά νει ιστό ύψος τά ψηλότερα δέν τρα τής ζούγκλας. Γιά τους τρεΐς συντρόφους δέν υπάρχει καμμιά ελπίδα σωτηρίας.·,

Κι* όμως... Ξαφνικά/ (μέσα από τά φύλ λώματα των θάμνων, ξέιπηοάει ένας παράξενος άνθρωπός. Είναι ντυμένος στα όλόλευ κα. Τά μακρυά ροΟ!χα του κ·α τ αλήγόυν σέ φουφούλες στο κάτω μέρος των ποδιών του. Στο ένα του χέρι κροτάει έ­ να ραδδί καί στο άλλο ένα μαχαίρι· Όριμάει ιμέ την ταχύτητα τής άστραπής προς τό μέρος των τριών φίλων. Μέ δυο πηΓ δήματα φτάνέι πλάϊ τους. Τό μαχαίρι του άνεβοκατεβαίνει μέ καταπληκτική δεξιοτεχνία· Τά σκοινιά που κρατούν αιχ­ μάλωτα τά τρία παιδιά, κόβονται μέσα σέ μια στιγμή.. Ό Κάλ, η Μπέλλα καί ή Χούλα είναι έλεύθεροι, τήιν ώ­ ρα ακριβώς πού ό εφιαλτικός τυραννόσαυρος σκύβει τό κο­ λασμένο κεφάλι του από πά­ νω τους γιά νά τους καταβροχθίση... Αέν προλαβαίνουν νά ρωτή σουν πώς βρέθηκε σ' εκείνο τό μέρος αυτήν την κρίσιμη στιγμή, ό απροσδόκητος σωτήρας τους. ζιέρουν καί οι τρεΐς τους πολύ καλά ποιος είναι. Εΐναι ό άγνωστος πού τον συνάντη. σαν μέσα στη ζούγκλα τήν ώρα πού ένα πελώριο λιοντά­ ρι ήταν έτοιμο νά τον ξεσχίση μέ τά τρομερά νύιχια του καί που ό γενναίος Κάλ τού έσωσε τη ζωή σκοτώνοντας τό λιοντάρι (*)..· Είναι εκείνος (*) Διάβασε τό 10ο τευχρς του «ΚΑΛ» ιμέ τίτλο: «ιΠίρος άγνωστη

κατεύθυνισΐ!»;


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

τπού, δτοον οι μαύροι πολεμιστες τούς έστησαν την ένέδρα καί τούς αιχμαλώτισαν, είχε έξαφιανιστή μυστηριωδώς καί ό Κάλ όπως καί ή Μττέλλα ήταν βέβαιοι οτι τούς εί­ χε ττ,ροδώσει καί τούς είχε ρί­ ξει ατά χ,έρια των έχθοών... Τώρα βέβαια ττού τούς σώ ζει άπό βέβαιο θάνατο, δεν μπορούν πια να πιστεύουν γι’ ουτον πώς εΐναι ένας πιροδότης... Μά δεν έχουν καί τον καιρό ούτε να ρωτήσουν ούτε νά σκεφθουν τίποτα·.· Γισ την ώρα τό πρώτο πού πρέπει νά κάνουν είναι νά προσπαθήσουν νά σωίθουν άπό τό τιτάνιο τέρας ττού τούς απειλεί. Μόλις λοιπόν κσταλαβαϋνουν πώς μπορούν νά χρήσιμο ποιήσουν τά πόδια τους, τό βάζουν μονομιάς στήΐν τρε­ χάλά, ακολουθώντας· τον ά­ γνωστο πού έχει ξεκινήσει πρώτος... Φαίνεται πώς ξέρει την άδυναμία του τέρατος νά προ χωοήση μ’ ευκολία άνάμεσα στην οργιαστική βλάστησι. Τούς οδηγεί στο πιο πυκνό μέρος τής ζούγκλας, οπού οί κορμοί τών δέντρων είναι τό­ σο κολληιτά Φυτρωμένο ι ό έ­ νας ιμέ τον άλλον/ ώστε κι8 αυτοί οί ίδιοι δυσκολεύονται νά περάσουν... Ό τροαννόσσυρος για νά τό καταφέρη θά πρέπει νά ξερ­ ό, ζώση δλ5 .αυτά τά δέντρα.·. "Ωσπου νά τό καταφέρη οί ψί λοι ιμας θά είναι άσφολώς /μα κρυά... Καταλαβαίνουν πώς έχουν

5

σωβή, τή στιγμή άκριβώς πού ό θάνατός τους ήταν πιο πο­ λύ βέβαιος από κάθε άλλη φο­ ρά... Ωστόσο δεν παύουν νά τρέ χουν αμίλητοι, γιά άρκετή ώ ρα ακόμα· Πρέπει νά άπομα κρυνθουν τελείως από τον τρο μσικτικό κίνδυνο του τέρατος. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΧΩΡΙΖΟΥΝ...

ΩΣ βρέθηκε όμως εκεί ό άγνωστος φίλος τους πάνω στην κρίσιμη· στι γμή, γιά νά τούς σώση άπό βέβαιο θάνατο; "Οπως θυμούνται οί ανα­ γνώστες μιας, τό ίδιο πρωί ό Κάλ καί οί σύντροφοί του εί­ χαν ξυπνήσει μέσα στή ζούγ­ κλα, περικυκλωμένοι άπό ένα πλήθος άγριων πολεμιστών πού τούς είχε στήσει ένέδραΚανονικά ό παράξενος αυ­ τός άνθρωπος ιμέ τά λευκά ρούχα καί τό υψηλό άνάστηρυα, θάπρείπε νά βρίσκεται μα ζ;ί τους καί νά συλληφθή κι5 αυτός άπό τούς άγοίους. Ε­ κείνος όμως είχε γίνει άφαν­ τος σά νά άνοιξε ή γη καί τόν κατάπιε. Αυτό είχε κάνει τόν Κάλ νά πιστέψη πώς ήταν έ­ νας προδόΐτης... Πώς αυτός εΐ χε οδηγήσει τούς μαύρους ε­ ναντίον τους... Ή αλήθεια δμως ήταν άλ­ λη: Ό λευκόντυμένος άνθρωπος τής ζούγκλας δεν κοιμήθηκε, όπως έκαναν τά τέσσερα παι διά· 5Ανακάθησε πάνω στο κλαδί τού δέντρου πού βρ ισκό τσν. ^Εστησε τό αύτί του γιά

Π


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

10

νά (μην χάση κανόναν από τούς θορύβους της ζούγκλας. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και φωτεινά, έλαμπαν παρά­ ξενα... ζαφνικά ανατινάχτηκε κιοΰθώς ακούσε τό περίεργο κρά­ ξιμο ένας νυχτοπουλιού. Δεύ­ τερο ίδιο κρώιξιιμο και υστέρα τράτο καί τέταρτο έψθασαν α­ πό τά τέσσερα σημεία του ο­ ρίζοντα γύρω στο παρθένο δά σος και έμοιαζαν σά νά ά~, παντούσαν τό ένα στο άλλο. Τά μάτια του [μυστηριώ­ δους ανθρώπου γέμισαν ανη­ συχία. Στις κόρες τους κα­ θρεφτίστηκε ή άμφιβολάα άν αυτά τά νυχτοπούλια που έ­ κρωζαν ήταν πραγματικά που λιά·.· ιΚύτταξε κάτοο από τό δέν­ τρο του στη φωτιά πού έκαιΥε·Λ

Ήταν ή σειρά τού χαζο-

Κρύψτηκε στην πυκνή φυλλωσιά ένός θάμνου κςχι παρακολούθησε.

— Σκασμός, μωρή!, τής λέει αυστηρά. Ξεχασες που εχει βαρέ­ σει σιωπητήριο;

Χουπ στη βάρδια κι5 ό πυ­ γμαίος πετούσε ξύλα στις φλόγες κι5 ήταν άπορροφημένος με τό νά διηγήται ένα πα ραμύθι στην καροοκ άξα του. Ό άγνωιστος κατέβηικε σι­ γά - σιγά καί χωρίς νά κάνη τον παραμικρό θόρυβο από τό δέντρο του, προχώρηΐσε μέ σα στη ζούγκλα. Ό Χούπ, έννοεΐταυ δεν πή ρε είδησι καί μάλιστα μιά στι γμή πού ή Μανταλένα έκανε νά φτεροκοπήση ταραγμένη, τής έδωσε μιά γερή καρπαζιά καί τήιν ανάγκασε νά μείνη ά κίνηΐτη καί ήσυχη. — Σκασμός, ^μωρη,!, τής ψιθύρισε αύστηρά. ^έχασες πώς έχει βαρέσει σιωπτητήριο; Ο μυστηριώδης άνθρωπος τής ζούγκλας προχώρησε σά λευκό φάντασμα ανάμεσα στά


11

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

δέντρα- Τα βήματά του· δεν άκούγονταν καθόλου. -αφνικά, ακουσ'ε το κράξι­ μο του νυχτοπουλιού πολύ κοντήτερά του και σταμάτη­ σε- Κρύφτηκε μέσα στην πυ­ κνή φυλλωσιά ενός θάμνου. "Από μακρυά άλλα κρωξίματα ήρθαν σέ άπάντησι εκεί νου πού είχιε ακούσει από κά­ που έκεΐ κοντά. — Κατάρα!5 ψιθύρισε. ΕΤ ναι παγίδα! Πρέπει νά τρέξω νά ειδοποιήσω τούς συντοόφους μου!... "Έκανε νά πεταχτή από τό θάμνο του, ,μά δεν πρόλα­ βε. Την ίδια στιγμή κάτι δι­ αβολικές, ολόμαυρες σιλουέττες ψάνηικαν νά προχωρούν προς τό μέρος του και αναγ­ κάστηκε νά κρυφτή μέσα από τον θάμνο του άκόίμα καλύτε ρα. ^ Πέρασαν άκρι-βώς από έμ-

5Ανταλλάσσουν μια ραψία.

θερμή χει­

προς του- Τή στιγμή ακριβώς πού περνούσαν ένα κρώιξιμο νυχτοπουλιού ακούστηκε άπό πέρα κι" ένας ατό τούς μαύ­ ρους τό μιμήθηικε στή στιγμή μέ εξαιρετική τέχνη,. —- Θά εΐδαν τή λάμψι τής Φωτιάς, ψέλλισε ό μυστηριώ­ δης άνθρωπος. Λεν έπρεπε νά τούς άφήσω νά ανάψουν φω­ τιά, αφού εγώ ήξερα... Σώπασε. Οι μαύροι πολε­ μιστές άγγιζαν μέ τά κορμιά τους τά φύλλα τού θάμνου μέ σα στον οποίο βρισκόταν κρυμμένος. Τόσο κοντά περ­ νούσαν. Τά μακρυά τσεκού­ ρια πού κρατούσαν ατά χέρια τους πετοΰσαν απειλητικές λάμψεις. Τά μάτια τους γυά­ λιζαν απαίσια.·. «Πρέπει νά περάσω άινάμε σά τους για νά~τρέξω νά ει­ δοποιήσω τούς φίλους (μου !», σκέφ'θηΐκε μόλις πέρασαν- «Θά


12

τά καταφέρω νά περάσω χω­ ρίς νά μέ δουν... θά τά κατα φέρουμε όμως υστέρα νά πε­ ράσουμε πάλι όλοι μαζί άνά μεσά τους για νά τούς ξεφύγουιμε;... "Οχι..· ^ *Αδύνατον. ·. Καλύτερα νά μεί'νω κρυμμέ­ νος... -έρω πώς οι φίλοι μου δεν κινδυνεύουν νά πεθάνουν... Οι μαύροι θά τούς πιάσουν ζωντανούς... Πιο πολύ θά μπο ρέσω νά τούς βοηθήσω άν ιμείνω ελεύθερος, παρά άν κιν δυνεύσω νά μέ συλίλάβουν κι* εμένα... Τότε όλα θά πάνε χα .μόνα και δεν θά ,μπορέσω νά κάνω τίποτα γι" αυτούς..·» Μ5 αυτές τις σκέψεις, δεν κινήθηκε άπό τή θέσι του και πέρασε όλη του τή νύχτα κρυμμένος. Τά χαράματα, την ώρα πού άρχμτε ή τρομερή μάχη ■μέ τά γνωστά άποτελάσμα­ τα/ είχε σκαρφαλώσει πάνω σ' ένα δέντρο, άπ’ όπου πα­ ρακολούθησε όλες της τις λε πτομέρειες, μέ πραγματικό θαυμασμό— Τό λευικό αυτό αγόρι, ξέρει νά παλεμάη!, ψιθύρισε .μέ γουρλωιμένα μάτια. Δεν θάθελα ποτέ νά τον εχω αντί­ παλο σέ μιά μονομαχία Εί­ ναι ακατανίκητος! 5 Ασφαλώς θά μπρροΰσε νά ξεφύγη κι" ά πό όλους αυτούς ^ τούς εχθρούς του, αλλά δεν θέλει νά εγκα­ τάλειψη τήν κοπέλλα κιαί τή συντρόφισσά της.... Είναι γεν ναΐος καί μεγαλόικαιρδος,·. Στο μεταξύ ή ράχη τελεί­ ωσε. Τά τρία παιδιά —γιατί ό Χαύπ εΐχε γλυτώισει μέ τον πιο απίθανο τρόπο— δέθηκαν

ΚΑΑ — Ο ΚΎΡΙΟΙ καί ώδηγή)θη(καν στο χωριό ιμέ τις άχυρένιες καλύβ'ες. Ό (μυστηριώδης άγνωστος ακολούθησε άπό μακρυά μέ καταπληκτική; δε'ξιοτεχίνία. Ούτε μιά φορά δεν κινδύνεψε νά γίνη αντιληπτός καί ούτε άφηνε καθόλου Τχνη στο πέ­ ρασμά του, σά νά μήν ήταν ά πό σάρκα καί οστά, άλλά τό κρριμί του νά ήταν άερινο·... Κι" ωστόσο έφτασε πολύ κοντά..· Μπήκε στο ίδιο χω­ ριό των μαύρων άπό τήν πίσω πλευρά του, τήν ώρα πού ό­ λοι οι κάτοικοί του ήταν συγ κεντρωμένοι στην πλατεία. Παρακολούθησε τή σκηνή τής άνακρίισεως άπό τον αξίωμα τικό των Άτλάντων. "Ακούσε τή σκληρή άπόφσσι τής κα­ ταδίκης..· "Έφυγε τότε πάλι^κρυφά ά πό τό δρόμο πού εΐχε έρθει καί παρακολούθησε για μιά ακόμα φορά τήν πορεία προς τήν εφιαλτική κοιλάδα των τε ράτων. ΕΤδε άπό μακρυά τούς μαύρους δημίους νά σέρνουν τά θύματά τους καί τέλος νά τά δένουν πάνω στο κλαδί του δέντρου καί νά τό σκάνε ύστερα μέ φωνές τρόμου, κα­ θώς άπό μακρυά έκανε τήν έρφάνισί1 του τό υπερκόσμιο τέρας. "Αναγκάστηκε όμως ό "ίδιος νά κάνηι μιά μεγάλη βόλ τα γιά νά φτάση καί νά έλευθερώση τούς αιχμαλώτους γιά νά μ ή διασταυρωθή στον δρόμο του μέ τούς μαύρους πολεμ ιστές πού γυρνούσαν τρέχοντας προς τό χωριό τους. Γι" αυτό έφτασε τήν τε λευταία στιγμή.·.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ -- -----------4——...........

13

................

Ό παράξενος ^λευκοφορεμέ νος άνθρωπος τής ζούγκλας τά διηγείται δίλοη αυτά στον Κάλ, όταν πια κάθε κίνδυνος εχιη περάσει και ή κοιλάδα των τεράτων έχει μείνει πο­ λύ πίισω τους. Τό λευκό αγόρι, πού στις φλέβες του ρέει τό αίμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατα­ λαβαίνει πώς κάποιο μεγάλο μυστικό κρύβει ό γενναίος φί­ λος τους» πού γνωρίζει τόσα πολλά πράγματα γιά τη ζούγ κλα και την περιοχή όλόικληΓ ρη και δεν λέει» τίποτα γιά τον εαυτό του.·. Μήπως ^αμως καί ό Κάλ του εχει πή ποιος είναι; Νοι ωθεί την ανάγκη; νά εμπιστευ θή τον άνθρωπο πού τούς έ­ σωσε, αλλά δεν μπορεί νά τό κάνη... Τό μυστικό τής σπουδαίας αποστολής του, δεν είναι δικό του..· *Τσως κι* ό ξένος νά έχη ένα παρόμοιο μυστικό.... Οι ώρες περνούν· Ή πο­ ρεία τους μέσα στη ζούγκλα συνεχίζεται: ααφνικά, ό ξένος στοςματα­ εί. Τά μάτια του έχουν μιά στενόχωρη έκφρασι. ;— Τί συμβαίνει; ρωτάει ό Κάλ γαλήνια. —Έδώ πρέπει νά χωρίσουιμε!, λέει απλά ό άγνω­ στος· — Ή συμφωνία μας ήταν νά βαδίσουμε ιμαζί οσο συμ­ πίπτουν οι δρόμοι μας!, λέει ό Κάλ. Αυτό θά πή λοιπόν πώς από δώ καί πέρα, θά άκολουθήσης άλλη κατεύθυνσι. ρτ- Ακριβώς...

— Τότε λοιπόν, άντίο.·. Κι5 άν δέν ξαναίδωθούμε πιά, νά ξερής πώς δέν θά ξεχάσω ποτέ πώς όλοι χρωστάμε σ’ εσένα ότι ζούμε αυτή τή στι γμή. —*Εγώ σου χρωστάω πρώ τος τή ζωή μου!» φωνάζει αυ στηρά ό λευκοντυμένος άνθρω πος. Μέ κίνδυνο τής ζωής σου τάβαλες μέ τό τρομερό λιον­ τάρι τού θά μέ ξέσκιζε·.. Ό Κάλ χαμογελάει. — ’Άς ποΰιμε λοιπόν πώς κανείς δέν χρωστάει τίποτα στον άλλον, μουρμουρίζει. "0 μως άπ’ αυτή την ώρα, έστω κι* άν δέν συναντηθούμε πο­ τέ, είσαι φίλος μου! — ΚΓ έσύ!, λέει ό λευκόν τυμένος άνθρωπος καί όπτλώνει τό χέρι του. * Ανταλλάσσουν μ ιά θερμή χειράψία· "Υστερα 6 ξένος τούς δεί­ χνει προς τήν κορυφή ενός λό φου. — Πηγαίνετε στην Νέα 5Α τλαντίδα, όπως είπε ό μικρό σκαπικός φίλος σας πού δέν τον βλέπω μαζί σας..., λέει μέ ήρεμη φωνή. Πάνω από την κορφή τού λόφου αυτού, φαί­ νεται ολόκληρη, ή πόλις πού ζητάτε- Νάχετε αμως τό νού σας... Οί 'Άτλαντες φρουροί είναι παντού.·. Δέν σάς συμ­ βουλεύω νά πλησιάσετε, για­ τί τώρα κυβερνάει ένας βασ; λιάς πού θανατώνει δλους τούς ξένους πού ζυγώνουν τή χώρα του... χ — Ευχαριστώ, λέει ό Κάλ αέ έκπληξι καί κυττάζει τταραξενεμένος τόν άνθρωπο έ-


14

κείνο ττού γνωρίζει τόσα ττολ λα πράγματα.·. "Υστερα χωρίζουν. Ό άγνωστος υποκλίνεται μπροστά στη Μπέλλα, παίρ­ νει το ραβδί του και απομα­ κρύνεται μέ γαλήνιο βήμα/ προς μια άλλη κατεύθυνση δε ξισς πού^ κυλάει τα νερά του ενα μεγάλο ποτάμι.·. Ό Κάλ τον παρακολουθεί μέ τό βλέιμιμα ώσπου χάνεται ανάμεσα στα δέντρα. Τότε γυρίζει και κυττάζει την πεν­ τάμορφη: συντρόφιασά του. — Κάποιο μεγάλο μυστή­ ριο κρύβει αυτός ό άνθρω­ πος !, λέει ή Μπέλλα μέ τα­ ραχή. Τί άνθρωπος νάναι τά­ χα; Σέ ποια φυλή ανήκει; Τά μάτια τού Κάλ λάμπουν παράξενα· —"Έκανε μια κινητοί που μαρτύρησε ένα από τά ,μυιστι κ1ά του!, αποκρίνεται μέ ένα

'Ορμούν και δένουν γερά τή ιΜπέλλα και τή Χούλα...

ΚΑΛ — Ό ΚΥΡΙΟΣ

άδιόρατο χαμόγελο.. ^ — Δεν καταλαβαίνω!.. · — Δεν πρόσεξες τον τρό­ πο μέ τον όποιον ύπακλίιθηκε •μπροστά σου, καθώς ,μάς χαι ρετούσε; Είναι άνθ|ρωπος πού ανήκει σέ μεγάλη, γενιά!... -αφνικά άνασηίκώνει τούς ώμους. — "Ωπως και νάχη, τό πρά γμα, λέει αποφασιστικά, πρέ πει πια νά συνεχίσουμε τον δρόμο μας, για νά φτάσουμε στον σκοπό μας* Ή Νέα "Ατλαντίδα φαίνεται, λέει, από τήν κορυφή αυτού του λόφου, αλλά τή φυλάνε καλά οί φρου ροί των Άτλάντων.·. Επομέ­ νως άς είμαστε προσεκτικοί... ΟΙ ΝΕΕΣ ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ ΤΟΥ ΧΟΥΠ

Ι ΤΡΕΙΣ άνθρωποι, πού έχουν σταματήσει τον χαζο-Χούπ, ^ είναι στρατιώτες των "Ατλάντων καί ανήκουν στή φρουρά πού επιβλέπει τά πέριξ τής πόλεως. Στήν εξωφρενική ^ άπάντ η σί του, καθώς τον διέταξαν νά μείνιη ακίνητος, τά ^πρόσωπά τους κοκκινίζουν από θυμό γι ατί νομίζουν δτι τούς κοροϊ­ δεύει. — Πού πηγαίνεις μαύρο σκουλήκι; ουολιαζει άγρια ό ένας από τούς τρεΐς στρατι­ ώτες— "Έχεις μυωπία νά φάνε κι" οί κόττες!, τσιρίζει ό πυ γμαΐος χασκογελώντας. Κα­ λέ, ξέρεις πολλών λογιών σκουλήκια πού νά μιλάνε; "Α­ μάν, μανούλα μου! Τυχερός

Ο


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

είμαι που δεν είχε μυωπία κι* έκεΐνο τό πουλί! "Αν μέ ιμέ περνούσε κΓ αυτό για σκουλήκι, θά μέ εΐχε φάει μο­ νοκόμματο ! Ό έξωργ καημένος στρατιώ­ της νομίζει πώς ό απίθανος πυγμαίος συνεχίζει την κορο­ ϊδία του· "Εξω φρένων σηκώ­ νει* ψηλά τό άκόιντιό του καί ετοιμάζεται νά ξεκοιίλιάση τό Χούπ. Ένας άλλος αμως από τους στρατιώτες, πιάνει τό χέρι του συντρόφου του. — Τοελλάθηκες; του φω­ νάζει. Ξαχνάς πώς οί νόμοι ορίζουν νά γίνη πρώτα άνάκρισις; Μπορεί νά είναι κατά σκοπος και νάχη πολλά νά μάς πή ! — Καλά σου λέει!, συμ­ φωνεί κι* ό Χούπ ιμέ γουρλω μένες τις ματάρες του. Είσαι πολύ ζωηρό παιδί και νά μου θυμίσης νά πώ τής γριάς σου νά σέ μαζέψη λιγάκι από τούς δρόμους! 5 Αφού οι νόμοι λένε πώς ποέιπει νά^γίνη «άνάκρί­ σης», έΐσύ τί πάς κόντρα; Οι "Ατλαντες κυττάνε μια τον Χούπ καί μιά κοιτάζονται μεταξύ τους. Δεν ξέρουν τί νά υποθέσουν γι’ αυτό τό Απί­ θανο καί έξωφρενικό πλάσμα πού έχουν μπροστά τους. Ό Χούπ βρίσκει ευκαιρία πού αυτοί δεν λένε τίποτα καί συνεχίζει θριαμβευτικά την πολυλογία του: — Κι’ έγώ λέω νά γίνη άνάκρισ ις! Εΐμάστε δυο κι5 εΐσαι ένας! Την πάτησες! 5Αλ λα νά την κάνουμε τώρα γρή γαρςχ, γιά νά προλάβω νά τή

15

— Διέταξε νά τις φέρουν πί­ σω αμέσως!, μσυγγρίζει άγρια.

δώ κι5 εγώ, γιατί δεν έχω ξα ναδή τέτοιο πράγμα κι* είμαι περίεργος νά δώ πώς μοιάζει! — Είναι εντελώς τρελλός! λέει ό στρατιώτης μετά από σκέψι. — Κάνει τον τρελλόΐ, δια φωνεΐ άγρια ό δεύτερος, πού του έχει μπή καί καλά ή ιδέα νά ξεκάνη τον χαζο-πυγμαΊσ — Αυτό πού είπες πριν εΐ ναι τό σωστό!, φωνάζει ό τρί τος· Θάναι κατάσκοπος καί τώρα κάνει τόν κουτό γιά νά γλυτώση! «Προχωρεί ένα βήμα καί στέ κεται τ,ρομερος μπροστά στον Χούπ: —Λέγε, τριπίθα|με: Εί­ σαι κατάσκοπος; — Καί βέβαια είμαι κα­ τάκοπος!, τσιρίζει ό ηλίθιος Χούπ πού παρακούσε. "Εχω πού γυρίζω ποδαρόδρομο μέ­


16

σα στη ^ ζούγκλα, από τότε πού θυμάμαι τον κόσμο! Κά­ νε και του λόγου σου τό Τδιο νά δούμε άν θά σε βαστάνε τά πόδια σου! ■— Εξακολουθεί νά κάνη τον τρ'ελλό!, ιμουγγρίζει με θυμό 6 πρώτος στρατιώτη-ς. — "Αφη|σέ τον... 0ά τον διορθώσω εγώ!, λέει ό δεότερος απειλητικά. Δέ μου λες, κοντοστούπη, πως σέ λέ­ νε; — Εμένα; — Και βέβαια έσένα, ηλί­ θιε ! Βλέπεις ικαί κανέναν άλ­ λον; —Πώς! 5 Εσάς ^τούς ρρείς! τσι,ρίζει ό πυγμαίος με γουρ Χωμένα μάτια. —ιΠές ιμου πώς σέ λένε γι ατί θά .χάσω την υπομονή, μου ουρλιάζει ό στρατιώτης μα­ νιασμένα· — "Ελα καημένε!, λέει ό Χούττ γκρινιάρικα. Τόσοι εί­ μαστε εδώ πέρα! Και νά τή χάσης θά ρήν ξαναβροΰμε! Μη σέ νοιάζη! Ό στρατιώτης^ τραβάει^ α­ πό τή μέση* του ένα^ μαστίγιο και του κάνει μια στράκα στον αέρα· — θά ιμου πής τ’ όνομά σου; μουγγρίζει άγρια. Δυο ονόματα θυμάται δλα κι5 δλα σ’ αυτό τον κόσμο ό Χούπ. Γ ιά νά εύγαιρ ιστήρΓ|, λοιπόν τον στρατιώτη^ ττοτ τον... εχει συμπαθήσει, τού πετάει τό ένα, απερίσκεπτα: — Μαντάλένα! ^— Λυτό είναι γυνακεΐο, όρυετσι πρασινίζοντας άπό τό κακό του ό στρατιώτης.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Μπορεί νάτανε στραβή ή νουνά μου!, του λέει ό πυ­ γμαίος γιά νά δικαιολογη-θή· Αυτός με τό μαστίγιο χά­ νει την υπομονή του γιά τά καλά. — "Ελλά δω!, μουγγρίζει μανιασμένος, υψώνοντας ψηλά τό χοντρό λουρί. — Αδύνατον!, φωνάζει ό Χοιπτ άνήσυχος· Ό γιατρός ά πό δώ είπε πώς θά πεθανω ό­ ταν τό κουνήσω! Ό στρατιώτης όμως είναι τόσο ώργισμένος που κάνει εκείνος ένα βήμα προς τό μέ­ ρος του. Υψώνει τό χέρι καί ετοιμάζεται νά χτυπήση, μέ δλη του τή δύναμι. Μά ό σύντροφός του γιά μια ακόμη φορά τον συγκρατεί. — Μου φαίνεται πώς άδίκως τον υποψιαζόμαστε!, λέ­ ει. Είναι εντελώς χαζός! Δέν κσταλ αβ αίνε,ι τ ίποτ α! . —Χαζός είσαι καί φαίνεσα ι! ,τσ ι ρί ζε ι πρασ βλημένος 6 Χούπ· "Ασε τον άνθρωπο νά κάνη· τή δουλειά του, μαιντρά χαλε! Φύγε άττό τή μέση;! Δι αιτητή σέ βάλαμε; — Κι* εγώ σου λέω πώς είναι τετραπέρατος καί κάνει τον τοελλό γιά νά μάς ξεγελάση!, ουρλιάζει ό άλλος. "Α φησέ με καί θά τον δής σέ λί γο τί λογικά πού θά μιλάη! — "Ετσι σέ θέλω!, τσιρί­ ζει ό Χούπ καταχαρούμενος. Βρήκα επιτέλους κι* έναν άν* 3ρωπο νά παίρνη τό μέρος μου! Ωστόσο ό δεύτερος στρατί ώτης πού έχει πάρει πραγμα


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

π

τ ικά τό μέρος του πυγμαίου από τους πρόποδες του λο~ έτπμένεκ ^ ^ ||βφου. Μπαίνουν λοιπόν σ’ αυτή — Δεν είναι δική μας δουΤ^καί βαδίζουν κρυμμένοι- ιμέσα λειά να τον ανακρίνουμε!/ λε στήν πυκνή βλάστησι. €ΐ· Άς τον πάρε στον ίλαρχο Προχωρούν αρκετή ώρα^ χω ρίς νά συναντήσουν κανέναν Ράταρ. θέλοντας καί .μή ό άλλος στον δρόμο, τους. Καθώς όμως συμφωνεί μέ τή γνώμη: του φτάνουν στο τέλος τής χα­ συντρόφου του. ράδρας, αναγκάζονται νά στα — Εμπρός!, φωνάζει στο μστήσουν. Χούπ. Περπάτα! Έκεΐ, κάτω από τή σκιά — Μήπως πεθάνω όμως ; πού κάνει ή φυλλωσιά ενός ρωτάει ό πυγμαίος άνήσυχρς δέντρου, είναι καθισμένοι τέσ ^— "Αν δεν περπαττήρης α­ σερις στρατιώτες των Άτλαν μέσως τότε Θά πεθάνης!, ουρ των καί κουβεντιάζουν ιμέ δυ λιάζει ό στρατιώτης έξω φρέ­ νατή φωνή, χωρίς νά φαντάνων. ζωνται πώς κάποιο ξένο αυτί — Τρέλλή. άρρωστε ια έ­ μπορεί ν5 άκούη τά λόγια των. χω !, τσιρίζει ό Χούπ παρα Ό Κάλ, κάνει νόημα στις ξενεμένος. Μια έτσι καί μια δυο συντρόφ ισισέ,ς του νά σωάλλοιώς! Καλά πού έπεσα πά πάσουν για ν’ ακούσουν. νω σε καλούς γιατρούς, δια­ — Μεθαύριο, στήν εορτή φορετικά θά πήγαινα για τά τής στέψης τού ΚάίΊλ, λέει ό θιμαράκια! ένας στρατιώτης, θά γίνουν ιΚαί με αυτά τά λόγια α­ σπουδαίες μονομ αχ ίες! Θά ά κολουθεί τούς τρεΐς στρατί- ναμετρηιθούν όλος σι πιο γεν ώτες πού κατηφορίζουν μέ ναΐοι μονομάχοι μας·.· γρήγορο 6ήμα τον λόφο, πη­ —ιΚαί οί μισοί από αυτούς γαίνοντας τηρος τή Νέα Ά- θά πεθάνουν!, λέει ένας δεύ­ τλαντίδα. τερος μέ παράξενη φωνή —Θά πεθάνουν; Θά γίνουν ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ! λοιπόν οί μονομαχίες μέ ,άληΓ θινά όλα; ΚΑΛ, ή Μπέλλα καί ή Χούλα βρίσκονται πι^ — Ναι... Ό νέος μας βα­ κοντά στο τέρμα τού σιλιάς κατήργηρε τό σύστη­ λόφου πού τούς έδειξε 6 μα^ μυ­ τού πατήρα του, Άρατ, στηριώδης φίλος τους λίγο πού οί μονομάχοι δοκίμαζαν πριν χωρίσουν για πάντα ί­ μόνο τή δύναμί τους κι5 έ­ σως·.. ξέρουν πώς έκεΐ πάνω βγαινε ό δυνατώτερος πού έ­ θάναι ένα σωρό φρουροί, πού παιρνε τό βραβείο για τή νί ασφαλώς θά τούς δουν καί θά *κη του... Ό Κάϊλ λέει πώς Τούς σταματήσουν.·. αυτά είναι ανόητα παιχνίδια Τό λευκό παιδί τής ζούγ­ γιά μικρά παιδιά... Τώρα τό κλας βρίσκει μια μικρή κατά τέλος κάθε μονομαχίας Θά εί Φ'υτη χαράδρα πού περνάει ναι ό θάνατος τού ενός από

©


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟ*

τούς δυο μονομάχους... — Του καινούργιου βασι­ λιά μας, του άρεσε ι το χρώ­ μα του αίματος! # μουρμουρί­ ζει ένας, τρίτος στρατιώτης πού ώς την ώρα δεν έχει μι­ λήσει καθόλου. Δύσκολα χρό­ νια θά περάσουν για τή Νέα Άτλαντίδα... — Σιωπή, ηλίθιε! Πώς λες τέτοια λόγια για τον βα σιλιύ ,μας; Σ’ αρέσει νά μάθη δλα αυτά πού είπες; — Ό...όχι!, ψέλλίζ,ει ό στρατιώτη,ς με τρόμο καί κυτ τάζει τούς συντρόφους του παρακαλεστικά. Είπα μόνο μιά ιδέα πού μου πέρασε από το μυαλό σ’ εσάς πού εΐσαστε φίλοι μου... Δεν πρόκει­

ται νά πώ τίποτ’ άλλη, φορά... Σέ κανόναν... —ιΚαί καλά θά ^ κάνης. ν Καλό είναι δλα τά λόγια πού θά βγαίνουν από στόμα σου νά είναι έγκωμιαστικά γιά τό βασιλιά... Αυτό θά σου κάνη πολύ καλό στην υγεία σου... Ό Κάλ παύει νά άκούη^ γι ατί ή κουβέντα αυτή δεν έχει πιά κανένα ενδιαφέρον. Γυρίζει στη Μιπέλλα/ πού έχει^πα ρακολουθήσει κι’ έκείνηι ολό­ κληρη τή συνομιλία. χ — Δεν υπάρχει δρόμος γιά 'ά περάσουμε χωρίς νά μάς άντιληφθουν!, ψιθυρίζει κον­ τά στο αυτί της γιά νά μήν ά κουστή ή φωνή του. Πρέπει νά πάρουμε μιά μεγάλη καί

Τό χέρι του Κάλ κατεβαίνει αμείλικτα. Ήλεττίδα χώνεται ώς τή λα­ βή στην καρδιά του αξιωματικού των Άτλάντων.


ΤΗΣ

£Λ

η

Τό υπερκόσμιο τέρας κυνηγάει τους τέσσερις συντρόφους που τρέ­ χουν προς τ όττυικνό μέρος τής ζούγκλας για νά σωθούν.

δεν είναι αυτός... Σκοπός μας πολύ τολμηρή άπόφούσι... — 'Ό,τι μου πής θά το κά είναι νά μάθουμε τά σχέδια νω!, αποκρίνεται ή κοπέλλα του Κάϊλ για την Πέλλα... κι* απλά. αυτό θά τό καταφέρουμε μόνο — Ευχιαρ ι,στώ!, μουρμου­ όταν πλησιάσουμε σάν φί­ ρίζει τό λευκό παιδί μέ συγκί λοι ! —Μά πώς; Δεν καταλαβαί νηΐσι. Πρέπει ν’ αφρίσουμε αυ τους τους στρατιώτες νά μας νω... "Ακόυσα πώς ό Κάϊλ δε αιχμαλωτίσουν!... δέχεται ξένους στην πόλι του Ή Μπέίλλα τόν παρατηρεί "Ολους όσους έρχονται τούς μέ μάτια γουρλωμένα από σκοτώνει! — Γι’ αυτό σου είπα πώς την έκπληξι. τό σχέδιό1 μου είναι τολμηρό, Ό Κάλ συνεχίζει: — ΕΤναι τέσσερις... "'Αν Μπέλλα! Έμεΐς θά προσπα­ τούς αίφνιδιάσουμε, μπορού- θήσουμε νά πείΐσουμε τον ε­ ιμε πολύ εύκολα νά τους άχριη χθρό νά μ ή μάς σκοτώση.!... —- Μέ ποιόν τρόπο; στέψουμε καί νά περάσουμε. —θά του πώ ότι έρχομαι Μά τότε θά μπούμε από μιας αρχής στην Άτλαντίδα ^σάν γιά νά γίνω στρατιώτης του! έχιθροί... Σποπός μας όμως Θά του πώ πώς ή δόξα τής


20 Νέας Άτλαντίδος έχει έξαπλωθή^ τταλύ μακριά σ* δλες τις ζούγκλες καί πώς άποφάσιισα νά τον βρω για νά υπη­ ρετήσω κοντά του, ώς σωιμ α­ τό φύλακας του! Θά τού πώ πώς ή «δόξα του» μέ ξεσήκω­ σε όςπό τή μακρινή πατρίδα μου καί ,μέ ώδήγησε ώς έδώ... — Είναι τρομερός ο κίν­ δυνος που θά δ ιατρέξη ς ! / μουρμουρίζει ή ικοπέλλα (με ανησυχία καί χωρίς νά σκέ­ πτεται καθόλου πώς τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο με τον Κάλ διατρέχει καί αυτή,. — ΕΊ]μαι όποχρεωμέ ν ας νά διατρέξω κίνδυνο, άποκρί νεται ό Κάλ αποφασιστικά. Δεν (μπορώ όμως νά πάρω άπόφασιν καί γιά λογαρια­ σμό σας... ,λΑν δεν σάς άρέση τό σχέδιό' μου, τότε δεν θά παρουσιαστούμε καθό λσυ σ5 αυτούς τούς τέσσερις ή θά χτυπηθούμε μαζί τους γιά νά τούς βγάλουμε από τή ιμέση... Περιμένω τήν απτό φασί σου Μπέλλια... — Θά κάνω ο,τι μοΰ πής! αποκρίνεται γιά δεύτερη φο­ ρά ή γενναία κοπέλλα. — Κύ εσύ, Χούλα; —Θά κάνω 6/π ιμοΰ πή ή μις Μπέλλα!/ αποκρίνεται ή πελώρια νέγρα κατσαυφιά ζοντας. Καί ξέρω άώς ή |ΐίς Μπέλλα θά ιμού πή νά κάνω ο,τι τής πής εσύ1 Καί ξέρω πώς αυτό πού θά πής εσύ θάναι κορμιά ^καινούργια τρέλλα πού θά μάς βάλη σε νέους μπελάδες! Αλλά τί μπορώ νά κάνω ή κακομοί­ ρα;

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Εμπρός λοιπόν!, λέει ό Κάλ αποφασιστικά. ’Άς προχωρήσουμε! Δεν θά παίρ νω,με καμ,μιά προψύλαξι Ο­ πως θά βαδίζωμε, γιά νά δει ξωμε στούς στρατιώτες αυ­ τούς πώς δεν κρυβόμαστε. Καί μόλις μάς έπιτεθούν,δέν θά φέρωμε καμμιά αντίστα­ σή καί θά τούς άφήσωμε νά μάς συλλάβουν... "Υστερα θά τούς ζητήσωμε νά μάς όδηγή σουν στον βασιλιά τους... "Ολα γίνονται στή στι­ γμήν όπως ακριβώς λέει τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Περπατούν προς τό μέρος των τεσσάρων φρουρών συζη τώντας φωναχτά. Δεν περ­ νούν ούτε τρία δευτερόλεπτα καί οι στρατιώτες τών *Ατλάιντων πετ ιώινταιι μπροςττά τους, υψώνοντας εναντίον τους απειλητικά τά μακρυά τους βέλη. — Μήιν κινηθήτε!, ούρλιά ζει ό ένας στρατιώτης.^ Είστε αιχμάλωτοι! Τί' γυρεύετε σ5 αυτή, τήν περιοχή; — Είστε 'Άντλαντες;^ ρω­ τά ό Κάλ ήρεμα καί μέ δυ­ νατή φωνή. — ιΝαί... Έσεΐς τί είάτε; — Δεν σ' ενδιαφέρει!, α­ ποκρίνεται μεγαλόπρεπα ό κύριος τής ζούγκλας. Θέλου με νά μάς οδηγήσετε στον βα σιλιά σας τον Κάϊλ... — Έκεΐ θά σάς ώδηγούσαμε καί χωρίς νά τό· θέλα­ τε ! / λέει ό ένας από τούς στρατιώτες ειρωνικά. Εμ­ πρός! Προχωράτε! Αυτά ε^ναι όλα — όλα τά λόγια πού ανταλλάσσουν.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Την άλλη στιγμή·, (μέσα σέ τέσσερις αστραφτερές λόγ­ χες βαδίζουν προς τη Νέα Άτλαντίθα, ίχιωρί ς νά ξέρουν τί καινούργιες περιπέτειες πρόκειται νά περάσουν... Λεν αργούν ωστόσο νά ψτά σουν. "Οσο ζυγώνουν τόσο τά ,μά τια των παιδιών γεμίζουν άτγο θαμμασμό γιά την (κατα­ πληκτική αυτή πολιτεία που είναι χτισμένη, μέσα στην καρδιά τής ζούγκλας. Τά 'έπιβληιτικά κτίριά της πετουν πολύχρωμες σναλαμ πες στο ψώς του ^ήλιου, έτσι όπως είναι χτισμένα με χρωματιστές πέτρες. Τά ^τεΐ χη της πού υψώνονται γύρω —γύρω, είναι πραγματικά άπόρθητα. Ό Κάλ μέ τις συντρόφισσές του, οδηγούμενοι από τούς φρουρούς τους/ περνούν αυτά τά τείιχη και βρίσκον­ ται ιμέισα στην πόλι. Σταματούν έξω άπό ένα φυλάκιο. "Ενας από τούς φρουρούς μπαίνει μέσα σ’ αύτό καί ξαναβγαίνει σέ λί­ γα δευτερόλεπτα άκολουθούιμενος από κάποιον άξιωματι κό. Ό αξιωματικός είναι με­ γαλόσωμος, μέ μπράτσα σάν του Ηρακλή. Τό πρόσωπό του είναι σκληρό καί τά μά­ τια του γεμάτα κακία. Τό ύ­ φος του εΐναι ψυχρό σάν πά γος. — Ποιοι είστε καί τί γυ­ ρεύετε στήν Άτλαντίδα; ρω­ τάει ξερά καί μέ έναν τρο­ μερά απειλητικό τόνο στη

21

βάθος τής φωνής του. — Ή δόξα τής πολιτείας αυτής μέ ώδηγησε εδώ!, λέει ^ό Κάλ αγέρωχα. * Ηρθα νά άφ ιερώσω τή ζωή μου στον βασιλιά Κάϊλ! Νά μέ οδηγήσετε σ’ αυτόν! Τά μάτια του αξιωματικοί) σπιθίζουν μέ τρομερόν θυμό1. Ωστόσο αντί νά ξ,εσπάση σέ φωνές, χαμογέλάει ιμέ την υποκρισ ία του φ ιβ ιού. — 'Καί αυτές οί δυο τί γυρεύουν μαζί σου; ρωτάει παγερά. "Οποιος υπηρετεί τον ιΚάιίλ ένδ ιαφέρεται πρώ­ τα γΓ αυτόν καί υστέρα γιά ο.τιδήποτε άλλο στον κόσμο. — Καί γώ ένδιαφερομαι πρώτα απ' όλα γιά τον Με­ γάλο Κάϊλ!, λέει τό παιδί τής ζούγκλας. Αυτό δεν μ* εμποδίζει νά έχω έναν σύν­ τροφο στη ζωή μου... — Σέ γελάσανε!, ούρλιά ζει σαρκαστικά ό αξιωματι­ κός. Ό Κάϊλ είναι 6 απόλυ­ τος κύριός μας καί ό μόνος πού ορίζει όλη τή ζωή μας! Αυτός διαλέγει καί τις συν­ τρόφ ισσες τής ζωής μας! Λές αλήθεια^ πώς^ θές νά υ­ πηρέτησης τον Κάϊλ; —Καί βέβαια... -— Ώραΐα! Ό αξιωματικός των Άτλάντων γυρίζει βλοσυρός προς τό μέρος τών άνβρών του. Σέ ένα κίνημα τών ηρά­ κλειων χεριών του, οι τελευ­ ταίοι αυτοί όρμούν καί δέ­ νουν γερά τή Μπέλλα καϊ τή Χούλα. Ό Κάλ παρακολουθεί τή σκηνή διστάζοντας τι στάσι


22

πρέπει νά κράτηση. Δεν μίτο ιρεΐ νά κατάλάβη τούς σκο­ πούς του τρομερού αξιωμα­ τικού. Δεν θέλει νά προδοθή μέ μιά βιαστικής έπίθεσί του εναντίον του. Βλέπει· πώς μές απ’ την πόρτα τού φυλά κίου, άλλοι· στρατιώτες ώπλιισμένοι ιμέ δέρατα εΐιναι έτοιμοι νά δομήσουν εναντί­ ον του, άν κάνη, καμμιά επι­ θετική κίνησι. Ωστόσο αυτόν δεν τον πει ρόζουν καθόλου. Τό άτρομη το παιδί καταφέρνει και αν­ τιμετωπίζει με απάθεια τό σκληρό καί ύπουλο βλέμμα τού αξιωματικού των 5Ατλαν των. Εκείνος σηκώνει τότε τό χέρι του. — Εμπρός!, φωνάζει στούς άντρες του. Τραβάτε τις και τις δυο γρήγορα στον

Οι ’Άτλοοντιες υττακούοντας στη διαταγή του ίλαρχου, λύνουν τή Μπέλλα κοή τή Χούλα.

&ΆΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

χώρο των εκτελέσεων^! Σκο­ τώστε τις! Θά περιμένω έδώ νά μού πήτε πώς έχουν πεθα νει και τότε μόνο θά ξεκινή­ σουμε γιά νά παρουσιάσω αυτόν τόν νεαρό στον βασι­ λιά μας! Μόνο τότε θά ιμπορή νά τόν ύπηρετήσττ πίστα, όπως θέλει εκείνος/ όταν δεν υπάρχει κανένας άλλος σκο­ πός στή ζωή, του ! Οί στρατιώτες δεν πε(ρ ι­ μένουν δεύτερη κουβέντα. 'Αρπάζουν τις δεμένες γυ­ ναίκες καί τις σπρώχνουν βάναυσα μποοστά, έινώ δέκα τοξότες βγαίνουν άιπό τό φυ λάΐκιο καί τούς ακολουθούν, περπατώντας αλύγιστοι στή γραμμή. Τού Κάλ ή καρδιά γεμίζει μέ φρίκη. Οι γροθιές του σφίγγονται από ανήμπορη λύσσα. Πρέπει νά άποφασίση μέσα σε μιά στιγμή, κάτ· πού είναι δύσκολο νά τό πάορ κανείς απόφαση ακόμα καί άν σκέπτεται σέ όλη του τή ζωή: Θά θυσιάση τή Μπέλλα γιά νά μπορέση. νά συνεχίση τήν αποστολή του ή θά' διακ ινδυνεύση νά μήιν πετυχη γιά νά σώιση από τόν άμεσο θάνατο τή συντρόφισσά του; «Πρώτα τή Μπέλλα!», τού λέει ή καρδιά του μέ άκοοτα­ νίκητη, δύναμ ι. «Αυτή κινδυ­ νεύει τούτη, τήν ώρα! Ή πά­ το ίδα σου είναι μακρυά... Καί ό κίνδυνος γι’ αυτήν είναι μαικρυά ακόμη,... Σώσε τή Μιπέλΐλα... Θά βοής τόν και ρό νά πολεμήσης καί γιά τήν πατρίδα


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

_Τά μάτια του "Έχει πάρει την του...

23

λάμπουν. απόφασί

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑ'ΓΛ

ΚΑΛ δεν διστάζει ού­ τε στιγιμή πιά, άπό την ώρα πού άποψάσι σε νά δράση. Τραβάει τό μα χαΐιρι του σαν αστραπή και με ένα πήδημα βρίσκεται πλάϊ στον τρομερό αξιωματι­ κό. ^— Διάταξε νά τις φέρουν πίσω αμέσως ! / μουγγρίζει άγρια και ή αιχμή τού μα­ χαιριού του καρφώνεται στο Χτυπάει τον ενοον άπό τούς λαρύγγι τού αντιπάλου του. στρατιώτες στο κρανίο και τον Είναι και κείνος όμως α­ πετάει άιναίσθητον μακρύά. τρόμητος μπροστά στον θά­ νατο. μείλι,κτα καί χώνεται στήν — Σκοτώστε αυτόν τον καρδιά τού αξιωματικού τών ηλίθιο!, διατάζει ξερά τούς ’Ατλάντοον μέχρι τή λαβή! άντρες του. "Ενα ουρλιαχτό φρίκης Πέντε στρατιώτες βγαί­ καί σπογνώσεως βγαίνει απ' νουν άΐπό τό· φυλάκιο (.οπλι­ τό στόμα τού ηράκλειου ε­ σμένοι μέ ακόντια και όρμούν κείνου άντρα καί στή στιγμή καταπάνω στον Κάλ. σ ωιρ ιάζετ α ι νεκρό ς, μ προστά Τήν ίδια στιγμή και ό α­ στα πόδια τού αγοριού. ξιωματικός άρπάζει τό χέρι Τά μάτια τού Κάλ πετούν τού Κάλ και προσπαθεί νά σπίθες. ή πολεμικής ορ­ τό άπομακρύινη άπό τό λαιμό μή καί "Ολη αδάμαστη, τόλμη, του. Μέ τό άλλο χέρι, τρα­ πού έχειή κληρονομήσει άπό βάει τό· δικό- του μαχαίρι ά« τόν Στρατηλάτη τών Αιώ­ πό τή θήκη του καί ετοιμά­ νων, ταν Μιέγα Αλέξανδρο ζεται νά τό κσρφώίση στα (*), λάμπει αυτή τή στιγμή πλευρά τού λευκού αγοριού. Μσ δεν είναι εύκολο νά στις γαλάζιες κόρες τών μα τιών του. οταματήση κανείς τό χέρι Οί στρατιώτες μέ τά άκόν τού Κυρίου τής ζούγκλας. 4Ο Κάλ πιέζει μέ όλη. τήν α­ τια, μπροστά σ’ αυτή τή φο κατανίκητη δύναμί του τό (*) Διάβασε τό 8ο τεύχος του χέρι του καί ή λεπίδα τού «,ΚιΑΛ» μέ τίτλο: «Τό μυστικό το*7 μαχαιριού του κατεβαίνει &ΑΛ*, ............. 1

©


24

βερή λάμψι των γατιών του, οπισθοχωρούν ένα βήμα και οί πέντε τον κυττάζουν μέ τρόμο! "Υιατερα,, όμως, καθώς βίλέπουν τόιν αξιωματικό τους νεκιρό', άγριες κραυγές (.μί­ σους τούς ξεφεύγουν. Τά α­ κόντια πού κρατούν υψώνον­ ται στον αέρα και τινάζον­ ται προς τό μέρος του ζων­ τανού στόχου των. Μά ο Κάλ δεν είναι εύκο λος στόχος για τό ακόντιο ενός στρατιώτη. Μ* ένα θεώρατο άλμα πού θά τό ζήΐλευε και ό πιο εύλύ γιστός αίλουρος, τινάζεται στο πλάϊ. Τά πέντε ακόντια περνούν σφυρίζοντας δίπλα του και καρφώνονται μέ φό­ ρα στη γη. Ό Κάλ γοργός σαν τον τον άνεμο χύνεται καί ξεκρρ φώινει μέ μια κίνησι τό ένα άπ5 αυτά τά ακόντια. Τό οτριφογυρίζει ,μανιασμένα έπό^νω από τό κεφάλι του. .Χτυπά τον έναν άπό τούς στρατιώτες στο κρανίο καί τον πετάει αναίσθητο μ α­ κόυα. Τούς υπόλοιπους τούς διασκορπίζει. Τρέχουν καί οί τέσσερις σάν λαγοί μπροστά σ5 αυτή την ανθρώπινη θύελλα. Ρί­ χνονται μέσα σΐό φυλάκιο για νά πάρουν νέα όπλα νά βγουν νά του επιτεθούν. Μά καί ό Κάλ αυτό περι­ μένει. Μόλις εκείνοι μπαί­ νουν στο φυλάκιο, χύνεται προς τό μέρος του δρόμου όπου έχει δη νά στρίβουν κ&ί νά χάνωντςχι ρί τοξότες,

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡIΟΧ

μέ έναν νεαρό άξιαματικό επί κεφαλής, μαζί μέ τις δυο αι­ χμάλωτες. "Ολα αυτά δέν έχουν καθυ στερήσει τον ακατανίκητο Κάλ, περισσότερο από δυο λεπτά τής ώρας. Τό απόσπασμα δέν έχει άπρμακρυνθή. Μόλις στρίβει τή γωνία του δρόμου, πού τη φθάνει μέ τρεις δρασκε­ λιές, τρέχοντας γιρηγορώτερα καί άπό ζαρκάδι, βλέπει τον νεαρό αξιωματικό των Άτλάντων πού βρίσκεται στο τέλος τής συνοδείας, μαζί μέ τή Μπέλλα. Π ιό υπροστά πηγαίνουν οί τοξό­ τες πού έχουν ανάμεσα τους τή Χούλα. Ό γιος τής ζούγκλας τρα βάει τό μαχαίρι του. Σάν^ γε ράκ,ι ρίχνεται (καταπάνω ο τούς αντιπάλους του. Τά γυμνά του πόδια δέν κάνουν κανέναν θόρυβο κα­ θώς τρέχει καί έτσι φθάνει πίσω άπό τον αξιωματικό, χωρίς εκείνος νά τον έχη άν^ τιληφ'θή. Μέ ένα γιγάντιο πη δημα πέφτει επάνω του. Τό σιδερένιο του (μπράτσο περ­ νάει γύρω άπό τον λαιμό του καί τού κόβει την ανά­ σα καί κάθε ρρεξι γά αντί­ σταση Τό λεπίδι του μαχαι ριοΰ του, κόκκινο άκό)μα άπό τό α^μο του σκληρού προϊ­ σταμένου του, άκουμπάει στη γυμνή σάρκα του. — Διέταξε τους νά σταμα τήσουν!, μουγγρίζει ό Κάλ ψυχρά. " Ενα έπ ι φώνημ α γεμάτο φόβο βγαίνει στη στιγμή ςρ?


ΤΗ2 20ΥΓΚΑΑ2

πό^ τά χείλη: τού αξιωματι­ κού και τό απόσπασμα τών τ ο ξοτών στα,μ ατάε ι. — Διάταξε τους νά λύσουν τΐς συντρόφισσές μου!, ξοοναλέει σκληρά ό Κάλ. — Ό ^Ράταρ διέταξε νά έκτελεο τοΰν!, μουγγρί'ζει με δυσκολία, θά με σκοτώση, άν τις λύσω! — Ό Ράταρ δεν υπάρχει πια!, λέει ψυχρά τό λευκό παιδί. Τό μαχαίρι ιμου είναι βαμμένο στο αΐμα του! Τά μάτια τού νεαρού αξι­ ωματικού κοντεύουν νά πέταχτούν από τις κόγχες τους. Στο μεταξύ οι τοξότες, έχουν περάσει βέλη, ατά τόξα τους και περιμένουν μιά διαταγή τού αρχηγού των γιά νά χτυ πήσουν τό παράτολμο, λευκό αγόρι. Αυτός όμως καλύπτε ται πίσω από τό σώμα τού αξιωματικού. Τό ατσάλι τού μαχαιριού του τσιμπάει πά­ λι επικίνδυνα τη σάρκα τοΰ τελευταίου. —-Διέταξε νά τις λύσουν!, μουγγρίζει τό λευκό αγόρι άγρια. —Λύστε τις αιχμάλωτες!, ψωνάζει ό αξιωματικός τρέμοντας. Ή διαταγή του εκτελεΐται στή στιγμή. Ωστόσο οί το­ ξότες καί όταν ακόμα έχουν λύσει τά χέρια τής Μπέλλας καί τής Χούλας, έχουν πάν­ τα έτοιιμα τά τόξα τους νά καρφώσουν τον Κάλ, στην πρώτη απρονοησία του. ιΜιά ό Κύριος τής ζούγκλας δεν θά κάνη κσμμιά άίπρσνοησία.

23

— Διάταξε τους τώρα νά φύγουν αμέσως!, μουγγρίζει στο αυτί τού αίχμ'άλώτου του. λ Έκεΐνος ^τταρά τον τρελλό φόβο πού έχει κυριεύσει τήν καρδιά ^του, αναγκάζεται καί πάλι νά ύπακούση;. Οί τοξό τες μετά από έναν τελευταίο δ :ισττ τ -ό, αποχωρούν. — Καί τώρα, λέει ό Κάλ θριαμβευτικά, θά μάς πας μπροστά στον βασιλιά σου! ;— Νά σάς οδηγήσω στον Κάϊλ!, ξεφωνίζει μ.έ κατάπληιξι ό νεαρός αξιωματικός. — 5Ακριβώς! Καί γρήγο­ ρα! Θέλω νά τού μιλήσω! Ό αξιωματικός των 5Ατλάντων σηκώνει τούς ώμους του. 5Αφού ό λευκός θέλει νά πεθάνη, δεν τον νοιάζει κα­ θόλου. "Ίσα - ίσα πού θά πή πώς αυτός τον κατάφερε νά τον ακολουθήσουν ατό ό}νάκτρρο, γιά νά τον παραδώση στα χέρια τοΰ βασιλιά του καί μ5 αυτόν τον τρόπο θά, κερδίση καί τούς έπαί>νους τού τρομερού μονάρχη. Μπαίνει μπροστά άποφορ σιστικά^καί προχωρεί μέ γρή γοιρο βήμα, ενώ ό Κάλ μέ τή Μπέλλα καί τή Χούλα τον ακολουθούν. Τό σημείο πού έχουν γί­ νει όλα αυτά τά γεγονότα είναι κάτω από τά τείχη τής πόλεως, όπου δεν υπάρχει ψυχή, έξω από τούς στρατι­ ώτες πού τά φρουρούν. "Οσο όμως περπατούν προς τό ε­ σωτερικό τής Νέας Άτλαντί δας, οί δρόμοι φαρδαίνουν, τά κτίρια γίνονται όλοένα


26 ψηλότερα και πιο επιβλητι­ κά, Οι άνθρωποι κυκλοφορούν στούς δρόμους/ άντρες καί γυναίκες, ντυμένοι με χιτώ­ νια καί χιτώνες τής παλιάς εποχής, όπως καί αί Μακεδόινες, (μέ τή διαφορά που ε­ δώ δεν κυριαρχεί τό λευκό, όπως στην Πέλλα. Οί "Άτλαν τες προτιμούν τά πολλά χτυ πη,τά χρώματα. Πίσω από τον Κάλ καί τις δυο συντρόφισσές του, μαζεύεται σιγά - σιγά μεγά λο πλήθος. Οί άνθρωποι αυ­ τοί δεν έχουν συνήθισε ι νά βλέπουν ξένους νά κυκλοφο­ ρούν μέσα στην πόλι τους, “έρουν πώς όποιος φτάνει στην Άτλαντίδα, έκτελεΐται στα γρήγορα από τούς στρα τιώτες του Κάϊλ... "Έχουν νά δουν ξένον νά κυικλσφορή ζων τανός μες στη Νέα Άτλαντίάα, από την εποχή πού έ-

Ύψώνουν τις σάλπιγγες καί ση­ μαίνουν δυνατά.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

"Ενα ουρλιαχτό πόνου ξεφεύγει όπτ5 τό λαρύγγι τού άτλιοοντος α­ ξιωματικού.

π ί σης ζωντανός ήταν καί ό τελευταίος βασιλιάς^ της ό "Άρατ, ό πατέρας του σημε­ ρινού. Καί όσο προχωρούν ^ προς τό ανάκτορο, τόσο ό κόσμος μαζεύεται περισσότερο, ώ­ σπου καταντάει νά γίνη πρα γμ ατ ική δ ι αδήλωσ ι. Ό Κάλ αρχίζει νά άνησυχή. ’Άν ό άιξιωματικός τώρα βάλη μια φωνή καί όλος αυ­ τός ό κόσμος πέσει ξαφνικά επάνω τους, τίποτα πια δεν θά μπορή νά τούς σώση. Ευ­ τυχώς όμως φτάνουν χωρίς κανένα δυσάρεστο επεισόδιο στο υπέρλαμπρο παλάτι τής Νέας " Ατλ αντ ίδ ας. Δυο στρατιώτες, πού βρί­ σκονται έξω από μ·ιά άστρα ψτερή πύλη,, υψώνουν τις σάλ τπγγες καί σημαίνουν δυνατά. Ή χρυσοστόλιστη πύλη


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ανοίγει διάπλατα, αλλά ένας αξιωματικός πού φαίνεται νά είναι ανώτερος απ5 αυτόν πού τού ς συνωδεύε ι, στέκετ α ι στην άκρη της σκάλας και τούς κλείνει τον δρόμο. — Που πηγαίνετε; ρωτά αυστηρά τον νεαρώτερο συν­ άδελφό· του. Εκείνος τά χάνει γιά μια στιγμή. Δεν ξέρει τί νά πή, Πώς νά αναγγείλω τό παράξε νο, δσο καί φοβερό νέο... Πώς νά πή δτι τούς τρεις πε ρίεργους καί επικίνδυνους ξέ νους δεν τούς φέρνει αυτός στο ανάκτορο αλλά τον φέρ­ νουν. .. Ωστόσο στο τέλοε βρίσκει τή λαλιά του. — "Ιλαρχε, μουρμουρίζει^, οί άνθρωποι αυτοί θέλουν νά δουν τον βασιλιά! — Τρελλάθηκες, ηλίθιε ;

Ό ΚδΛ τούς κρατάει καί τούς δύο μέ τά άτσαλέν ιρο του μπράτσα.

27

— Μήν -πλησιάζετε!, φωνάζει δυνατά ο ένας άττο τούς φρου­ ρούς.

ξεφίωνίζεΐι κοκκινίζοντας ξα φνιικά από τον θυμό του ό α­ νώτερος. Που ξανακούστηκε αυτή ή βλακεία πού μου λες; ΓΓ αυτό λοιπόν τούς έφερες εδώ στο ιερό ανάκτορο; Δεν ξέρεις δτι άπαγορεύεται καί τώρα θά τ ιμωρηίθής καί σύ μέ θάνατο γιά την ανοησία σου; Δεν ξέρεις πώς όσοι έρχονται σ5 αυτή την πόλ^ι εΐναι διαταγή τού βασιλιά μας νά έκτελουνται αμέσως; — "Ίλαρχε, ψελλίζει τρέμόντας ό αξιωματικός, δεν τούς φφνω εγώ αυτούς τούς ξένους! Έκεΐνοι μέ φέρνουν! Μ3 ένα μαχαϊρι πού ή λεπίδα του βρίσκεται στη ράχι μου1/ ό λευκός γίγαντας μέ ανάγ­ κασε νά φτάσω ώς έδώίΚαί πριν άπό μένα σκότωσε καί τον ίλαρχο Ράταρ I


28

—Τον σκότωσε!, μουρμου ρίζει ρέ γουρλωρένα ιμάτια ό άξιωματιικος καί λευκοί άΦροι λύσσας Εμφανίζονται στις άκρες των χειλιών του. Και σύ λοιπόν φοβήθηκες και τον ώδήγησες ώς έδώ, έ; Είσαι ένας δειλός πού δεν ετ χεις θέσι στον στρατοί του Κάϊλ! Έπρεπε νά προτίμη­ σης τον θάνατο, παρά αυτή τήν ντροπή ! —: "Ιλαρχε, ό λευκός αυ­ τός δέν μοιάζει μέ κανέναν απ’ όσους ξέρορε! Κανείς δεν ιμπορεΐ νά άντισταθή στη θέλησί του! Είναι άκατανί­ κητος ! — Βλάκα! / ρουγνρίζει πε ρ ιφιρονητ ικά ό ανώτερος άξιωρατικός και τό χέρι του αρ­ πάζει τη λαβή του ξίφους του. Δεν προλαβαίνει όμως νά άποτελειώση τήν κίνηΐσί του. Μέ ένα θεώρατο πήδηρα τό λευίκό’ παιδί τής ζούγκλας βρίσκεται κοντά του. Τό α­ τσαλένιο· ιχιέοι του αρπάζει εκείνο τού ίλαρχου των Άτλάντων και δεν τό άφήνει νά κινη,θή ούτε πόντο. Μιά σιδερένια τανάλια είναι τό γέρι τού Κάλ πού σφίγγει τον καοπό* τού άξιωματικού τού Κάΐλ, ρέ τόση δυναμι πού τά κόκικαλά του τρίζουν έπ ιικίνδιυνα, κ ινδυνευοντσς νά συνθλιβ’ούν. Μιά κραυγή πόνου ξεφεύ­ γει άπό τό λαρύγγι του ί­ λαρχου. Κάνει νά τοαβηδη το ξίφος υέ τό άλλο γρρι, αλ­ λά ό Κάλ τού στρίβει έκεΐνο πού κρατά πίσω άπό τήν

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

πλάτη, έτσι, πού ρέ μιά κίνηισι παρ σπάνω/ θά τού τό ξε κόλληση ολόκληρο άπό τον ώμο. "Ενα ουρλιαχτό φρίκης ξε φεύγει γιά δεύτερη φοοά ά­ πό τό λαρύγγι τού άξιωρατικού, πού αναγκάζεται νά μ δίνη ακίνητος σάν άγαλμα, άπό φόβο πώς άν κινηθή θά έξαρθρώιση, ρόνος του τό χέ­ ρι του. Ό νεαρός άξιωρατικός πού έχει ρείνει γιά ριά στι­ γμή ελεύθερος, κάνει νά τρέξη ποός τό εσωτερικό τού α­ νακτόρου γιά νά ειδοποίηση τούς φρουρούς. Ό γιος τής ζούγκλας όμως είναι τρορερός και άκαταράχητος. Μέ ιό ελεύθερο χέρι του αρπά­ ζει τό ένα χέρι τού άντιπά,λου του και τού τό στρίβει κι’ εκείνού πίσω άπό τή ράχι, άναγκάζοντάς τον νά κά­ νη ριά ολόκληρη, στροφή γύ­ ρω άπό τό* σώμα του. Μά ο! φρουοοι πού άπό τήν άοχή κιόλας έχουν πεοιόργεια νά δούν τί είδους είναι αύτο] οι ξένοι πού έρχονται ρέ τή συνοδεία ενός άξιωρστικού στο παλάτι, έχουν πιά άντι ληφθή τόί γεγονός. Τρέχουν αυτό τή στιγμή άπό όλες τίς μεριές μέ τά όπλα στά χέ­ ρια. εναντίον τού λευκού άγο ριού. Ό κίνδυνος είναι τρρμακτικός. Ό Κάλ ρμως ούτε αυτή τή φορά δεν τά χάνει. — Εμπρός, εσύ γενναίε ίλαρχε!, φωνάζει άγρια! Πες στους φρουρούς νά γυρίσουν


αμέσως στη θέσι τους, άλ­ λο ιώς θά χάσης τό χέρι σου! ■Και για νά τονίση περισ­ σότερο τά λόγια του, στριί6ε ι λίγο ακόμα προς τά ε­ πάνω τό χέρι του αξιοκρατι­ κού της Άτλαντίδος, πού εί­ ναι ήδη στ ρ αμ π ου ληγμένο σέ σημείο πού νά μην παίρνη άλλο. Ό πόνος πού νοιώθει ό ί­ λαρχος είναι ^κολασμένος. Κρύος ιδρώτας έχει άναβ'λυσει από τρ πρόσωπό του και κατρακυλάει βρέχοντας ολό­ κληρο τό σώιμα του. Δεν μπορεί νά άντέξη πε­ ρισσότερο. Ή ψυχή του βρί­ σκεται κκλας στην κόλασι από τούς πόνους. — Πίσω!, ουρλιάζει με μανία που τη δυναμώνει ο πόνος καί κάνει την φωνή του νά άντιλαλήση σέ όλο τό ανάκτορο. Πίσω^ ηλίθιοι! Μην πλησιάση κανείς! Ό Κάλ έλαφιρώνει ανεπαί σθη,τα την πίεσι στο χέρι του. — "Εμπρός!, ψιθυρίζει στ5 αυτί του με παγερή φω­ νή. Όδήγησέ με αυτή τή στιγμή στον βασιλιά σου, ί­ λαρχε! Μή χάνης ώρα! —5Αδύνατον!, ψελλίζει ό ά ξ ιωμ ατ ικό ς . μ ισοπεθαμένος άπό τήιν τρομάρα^του. Θά^ μέ οκοτώση! Θά μάς σκοτώση όλους!... Αυπήσου με, λευ^ κέ δαίμονα! — Κάνε δ,τι σου εΐπα^ί, διατάζει δυνατώτερα ό Κάλ καί τον σπρώχνε1 μπροστά π ιεζοντ ας έτσ ι περισσότερο 1-6 χέρι του,

Ό παγωμένος ιδρώτας έ­ χει λούσει ολόκληρον τον σκληρό άξιωματικό. — Θά σέ πάω! / μουγγρίζει αποφασιστικά. Πιο κα­ λά νά μέ σκοτώσουν, παρά αυτός ό διαβολεμένος πόνος. "Άφησε μου τό χρρι! Θά σέ πάω! — Πρώτα θά κάνης, αύτο πού λέω καί ύστερα θά σέ ελευθερώσω!, λέει, ό Κά|λ ήρεμα. "Εμπρός! "Οσο πε­ ρ ισσόιτερο αργείς, τόσο με­ γαλώνεις τό μαρτύριό σου! Ό ίλαρχος καταλαβαίνει πώς δεν μπορεί νά κοροίδέψη αυτό τό ατρόμητο παιδί μέ τά χαλύβδινα μπράτσα. Προχωρεί λοιπόν μπροστά, μουγγρίζοντας συγχρόνως ά­ πό τούς φοβερούς πόνους. Περνούν έναν πελώριο δι­ άδρομο, διακοοημηΐμένον μέ πλήθος αγάλματα πού παρπ οτάνουν διάφορες θεότητες ^ών Άτλάντων. Στο βάθος αυτού τού διαδρόμου είναι μιά μεγάλη πόρτα πού τη φρουρούν δυο πελώριοι στρσ τιώτες μέ κράνη, καί μακρυά ακόντια. Μόλις ή μικρή συνοδεία ζυγώνευ οι στρατιώτες βά­ ζουν τά ακόντια μπροστά; —Μήν πλησιάζετε!, φω­ νάζει δυνατά ό ένας τους. Ό βασιλιάς δέν δέχεται κανέναν αυτή τή στιγμή,. — Κάντε πέρα, βλάκες!, βογγά ό ίλαρχος άγρια. Βλέ­ πετε μπροστά σας τον αρχή γό των ανακτόρων καί έχετε τό θράσος νά ογάζετέ γλώσ­ σα !


-— Μά> ίλαρχε, ό βασι­ λιάς... — ’Άν δον ξοκουιμ,ττιστήΓτε αμέσως, θά σάς έκτε λ έσω και τούς δυο!, γρυλλίζέι ό άξ ιω(μ ατ ικός (μ ισοπεθαμ ένο ς άπό τους τρομερούς πόνους πού νοιώθει. Οι φρουροί υποχωρούν κσ τατ ρημαγμένοι απ’ ,αύτή την άπειλή και κατεβάζουν τά ακόντιά τους. — Άνοΐξτε την πόρτα! — Χωρίς . να ρωτήσωμε τον βασιλιά Κάϊλ; μουρμου­ ρίζει 6λ ένας από τούς δυο στρατιώτες καί τρέμει ολό­ κληρος από τον φόβο του. — Άνοΐξτε!, ούρλιά ζει με φοβερή φωνή ό ίλαρχος.^ . Οί φρουροί ύπακουουν θέ­ λοντας καί μ ή), κατάχλωμοι από την τρομάρα τους, Πιά-

. — Θά τρελλάθηκα!, ψελλίζει ή πεντάμορφη Μπελλα. —- Βλέπω οπτασίες!, τσιρί­ ζει ή Χούλοο...

νουν από ένα φύλλο τής πόρ­ τας καθένας τους καί τό τραβούν. Ή φοβερή πόρτα πού κλεί νει^ τό δωμάτιο του πιο ϊσχυ ρού άρχοντα τής ανεξερεύ­ νητης εκείνης περιοχής, άνοί γει σιγά - σιγά. ιΠίσω της απλώνεται μια πελώρια καί περίλαμπρη αί­ θουσα. Είναι γεμάτη μέ χα­ λιά άπό δέρματα θηρίων καί αστράφτει ολόκληρη, άπό τό χρυσάφι καί τις πολύτιμες πέτρες πού υπάρχουν παν­ τού. Ό Κάλ σπρώχνει τον ί­ λαρχο πού ή τρομάρα του τον έχει κάνει νά σταθή κοκ καλωμένος μπρος στήν^ είσο­ δο του θαλάμου του Κάϊλ. Μπαίνουν ατό υπέροχο δω­ μάτιο. Καί τότε, κυττάζοντας προς τό βάθος του, εκείνοι πού μένουν κοκκαλωμένοι ά­ πό την κατάπληξΐ/ δεν ε?ναι πίά οί δυο άξιωματικοί τής Νέας Άτλαντίδος, άλλα ό Κάλ καί οί δυο συντρόφ ισσές; τους, πού γουρλώνουν τά μα τια γεμάτα θαυμασμό καί α­ πορία. — Θά τρελλάθηκα!, ψελ­ λίζει ή πεντάμορφη Μπελλα. — Βλέπω οπτασίες!, τσι ρίζει ή Χούλα κινδυνεύοντας νά λιποθυμήση. — Είναι άκατ ανόητο ! , μουρμουρίζει ό Κάλ .μέσα άπο τά δόντια του. ’Καί ^ πραγματικά τό θέα­ μα πού βλέπουν τά μάτια τους είναι τόσο παράδοξό καί άπίστευτο, πού δεν χρει-


ΤΗ2 Ζ0ΥΤΚΑΑΖ

άζεται καί περισσότερο για νά σαλέψη τά Λογικά των τρι ών συντρόφων: Στο βάθΡς τής αίθουσας/ β ρ ίσκετ α ι ένας μ εγ αλόπρεττος θρόνος. Πάνω σ3 αυτόν κάθεται ό Κάϊλ. Μπροστά του είναι ένας άξιωιματικός του καί πλάι στά πόδια του, πάνω σε δυο πουπουλένια μαξηλάρια, είναι θρόνιασμά νος μέ όλη του τή μεγαλο­ πρέπεια ό... χαζό - Χούπ! ! Καί μάλιστα αυτός πού μιλάει τή στιγμή εκείνη είναι ό ηλίθιος πυγμαίος, πού λέει στον άξιωματικό πού στέκει μπροστά στον βασιλιά αύτά τά λόγια: —Μου φαίνεται πώς εϊσαστε όλοι σας άχαΐρευτοι εδώ πέρα! Δεν ξέρω πώς τά κατοοφέρνω καί δεν έχω θυ­ μώσει ακόμα! Ό Κάϊλ, ό φοβερός βασιλ'άς τής 'Ατλαντίδος, φαίνε­ ται νά βρίσκεται σέ μεγάλη έύθυρί'α. —'Άνεκτίιμηιτε Χουπ^!, του λέει χαμογελώντας. Θές^ νά κρεμάσουμε μέ ένα σχοινί αυ­ τόν τον ηλίθιο πού δεν τά κα τάφερε νά σ3 ευχαρίστηση; — Πια χαζομαρία βασι­ λιά από σένα δεν έχω ξαναδή στά μάτια μου! γυρίζει καί λέει ό Χούπ στον τρόμε ρό Κάϊλ, μέ γουρλωμενες τίς ματάρες. Καλέ ρούχο τής μπου^άδας είναι ό άνθρωπος ιί/ά τον κρεμάσης στο σχοινί; ^ Ό Κάϊλ ξεραίνεται στά γέλια, μέχρι σημείου πού χτυπιέται πάνω στον θρόνο του.

4 Ο Βασιλιάς των ’Ατλάντων κα­ τεβαίνει έξαγριωμένος άπο τον θρονο του...

—”Εχεις δίκιο, μικρέ ^πυ­ γμαίε !, του λέει στο τέλος όταν καταφέρνη καί σταμα­ τάει τά γέλια του. Τότε τί λες νά τον κάνουμε; —Ποιόν; Αυτόν εδώ; Ό Χούπ ξύνει τό κεφάλι του. — -έρω γώ!, λέει στο τέ­ λος σαστισμένος. Ποτέ δον βρέθηκα σέ τόσο δύσκολη θέσι!_ ζαφνικά τά μάτια του λά­ μπουν. ^— Νά!/ τσιρίζει. Νά τού δώσουμε έναν βαθμό ! * I σως έτσι φιλοτιμηίθή, καί καταφέρη νά μου τή βρή τή Μαντά λένα! Ό Κάϊλ σκάει πάλι · στά γέλια. — Εΐσαι σοφός καί οποί­ ος πή τό άντίθετο θά πεθο£


— 6 ΚΥΡΙΟί

νη!, ουρλιάζει άγρια. Λοι'πόν, εσύ ανόητε! Σέ πιροά* γω άπό αυτή τη στιγμή σέ υπίλαρχο και σέ διατάσσω νά βρής την παρδαλή καρακά ξα τού Χούπ! ,ΝΑν δέν τήν βρής όμως, καί γρήγορα, θά χάσης καί τον βαθμό σου καί τή ζωή σου μαζί! Ό δυστυχής ό αξιωματι­ κός δέν φαίνεται καθόλου ένθουσιασμένος άπό τήν προα­ γωγή του, που γίνεται μέ τέ­ τοιους τρομερούς όρους. — Μά... πώς θά τή βρω, Μεγάλε ιρτατε; μουρμούριζε ι ύπακλ ι νόμ ενός τ απε ινά. Σ * όλη τήν περιοχή πιετανε χιλιάδες καρακάξες! Πώς μπο ρώ νά ξέρω ποίά είναι εκείνη πόύ ζητάει ο φίλος σας; Ό Κάϊλ εξοργίζεται. Πε­ τάγεται όρθιας κόκκινος άπ’ τον θυμό του καί το στόμα του ανοίγει έτοιμο νά βροντοφωνήση κάποια σκληρή κα­ ταδίκη γιά τον «αύθάδη» άτ ξιωματικό του. Δεν προλαβαίνει όμως νά μιλήση, γιατί πετάγεται πά­ λι στ ή ιμέση ό αδιόρθωτος Χούπ. — "Άκου νά σου πώ εγώ πώς θά τήν πετύχης, γιά νά μή δυσκολ ευτ ή ς κ αθόλουι! λέει τού άξιωματικού που τρέ μει ολόκληρός. ^ Θά πιάσης όλες μά όλες τις καρακάξες του τόπου, παρδαλές καί μή —ητατΐ μπορεί αυτή ή μυ­ στήρια νά έχη μεταμφιεσθή! Θά τις βάλουν νά σου γρά­ ψουν τό όνομά σου! "Οποια σου τό γράψη μέ τό αριστε­ ρό ποδάρι > αυτή θάναι ή Μαν

ταλένα, όπως σέ βλέπω καί μέ βλέπεις! Ό βασιλιάς τών Άτλάντων πέφτει πίσω στον θρόνο του καί κρατάει τήν κοιλιά του άπό τά πολλά γέλια. Τά μάτια του τρέχουν δάκρυα άπό τήν ακατάσχετη ευθυμία πού τού φέρνουν οί τρελλοκουβέντες του Χούπ. Μά ξαφνικά, σταματάει νά γελάηι. Τό βλέμμα του καρ­ φώνεται στήν άλλη άκρη, τής αίθουσας τού θρόνου. Έκεΐ πού στέκονται αυτή τή στι­ γμή ό Κάλ μέ τή Μπέλλα καί τή Χούλα, μαζί μέ τούς δυο αξιωματικούς του. Πετάγεται όρθιος. — Τί συμβαίνει έκεΐ πέ= ρα; ^ ουρλιάζει μέ τρομερή μανία. Πώς τολμήσατε νά μπήτε εδώ μέσα χωρίς τήν άδειά μου; ιΚανεϊς δέν προλαβαίνει νά μιλήση. Ό Χούπ βλέπέι κι9 αυτός τούς τρεις συντρό φους του καί μένει μέ τό στόμα ανοιχτό. -—- Βρέ! Σαν τά μάραθαζ, τσιρίζει μέ εκπληξι. Δέν τό π&ρίμενα νά σάς ξαναδώ πο­ τέ μου στά μάτια μου τά μπιρμπιλωτά! — Ό Χούπ ξαναβρήικε τό μινηΐμονικό του!, μουρμουρί­ ζει ή Μπέλλα χαρούμενη... Μα δέν μπορώ νά κοπαλάβω πώς... Ό Κάΐλ τή διακόπτει μέ τή βροντερή φωνή του. — Τί λές, μικρέ πυγμαίε; Έχεις ξάναδή αυτούς τούς τρεις αυθάδεις ξένους; — Καί βέβαια !> λέει κρβ


33

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

δωμένος ό χαζό - Χούττ. Ξέ­ ρό. Λεν έχω αρεξι αυτή τή στιγμή χιά τις τρέλλες σου! ρεις τ’ είναι;... Αχλάδια! Τους βρήκα μια μόρα νά κρέ Πιρέπτει νά μάθω τί γίνεται μωνται ατό κλαδί τους καί εδώ μέσα στο παλάτι μου! Κοντεύουν νά τό κάνουν πιο μέ παρακαλάγανε νά τούς κόψω, αλλά εγώ δεν τούς έ­ πόλασύχναστο καί από τή,ν πρώτη, πλατεία τής Νέας κοψα γιατί ήταν αγίνωτοι! ’ Ατλαντίδας! Τώρα όμως... Ό Κάϊλ έχει τρομερό θυ­ Καί μέ τά λόγια αύτά ό μό. Βουλώνει μέ την παλάμη βασιλιάς κατεβαίνει άρτο τον του τό στόμα του άνεκδιήγη) θρόΐνο του καί προχωρεί έζα του Χούττ. γριωΙμένος προς τό μέρος των — Σώττα!, φωνάζει μέ θυ τριών συντρόφων... Τ Ε Λ Ο Σ ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ Άποκλειστικστης: Γεν. Έκδοτικοεί Επιχειρήσεις Ο. Ε.


Τί

ΚΑΛ

>

> >

-

© ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

~ ΕΒΔΜΑΔΙΑϊ® 1ΚΕΡΚ0ΔΙΚΟ ΖΟΥιΓΚΑΑΧ

> >

I

1

ΠΑΡΑΣΚΕΥ

<

Γρ.: 'Οδός Αέκκα 22—Τόμος 2—Άριθ. 12—Τυμή δροοχ. 2 ——

τ

»■—— ■ίπ='·^-'=^»«=χιι■' ·<τ 1·.ν,ίία■λιλ■■ ι^-τττίπττ:»^.·^··^?·:.-.η. ■::■-»«τιττ. —χχη—

------------------------------------ πτ—ι

———ΒΟ—·ι·ι ·ι ——

Δημοσιογραφιικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουράς,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Ο'ίΜονορί'ΐοός Δ)ντής Γ. Γεωργιώδης, Σφιγγός 3(8. ΓΤροΐστ. τυττσγρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Τστσούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γβωριγιάδην, Λέκκο 22/ •Άθήραις

<

- ,ΎΡ: Ύ,ΡΥ·;. Λ Λ,Ά

:^2-ίν:ί“<'ίΑ

Πώς δρέθΐηΐκίε ιό χοοζο-ύΟουττ μέσα στο παλιά τ ι τών Άτλάντων και πώς απέκτησε τόσες φιλίες μιέ τόν τρομερό δασιλιιά Κάϊλ; ;Ποισ τύχη περιμένει το ατρόμητο (βασιλόπουλο τώιν ΜαικιεΙδονων, τόν <Κιάΐλ, μαΐζϊ με τΐ,ς δυο συντιρό'φ ισσές του; Τί απογίνε ό λευκοιφορεμιένορ άγνωστος τής ζούγκλας; Στο ερχόμενο τεύχος μιας μ'έ τίτλο:

ΚΑ*ϊΆ ΚΑΙ ΑΒΑΛ θά λυθούν δλε,ς αυτές οί άτπορίες...

ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΑΒΑΑ ιΚόφΐΐι

χωρίς προηγούμενο. — ιΚαταπληκτιικές περιπέτειες σ,τή ιμυστηιριώδη, .χώρια τών Άτλιάντων. — Τρομερές έΐκιπλήιξεης πού θά σάς άφησουν άφωνους. — (Μονομαχίες ώς τον θάνατο! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ «ΚΑΑ»


ρχοΗΐιεε προτι-

/ πέ

κρτα

ΜΟ ΤΗ αΡΑΒΗ.'ΧΒΡ- 1 ΖΤΡΘΡΠΙ

άΐζ° χρηιίατα χηρ \ τι θα

ιχβ

ΤΟΠΑΙΖΟλΥΤβί. ηατ/ ψτο>·^ ΠΟΥ Ζδ.ν ΟΑ ΤΟΡίβΑόί) ηΗ ΥΥν

I

ΛέΜ ΜΠΟΡζΙί νή ΤΙ81£ το ΓΡβϊαΟ £0Υ Χ6ΜΡΥ 08 τ]β? ετ° ηθ ιεηη.

1

ηα

ββρτβ αλτ/

Α/β χχερτε ν

£81 η8 ΤΟΜ 6ΘΥΤΟ ΙΟΥ. «Γ £

π/γο

οοοι ο χοε/χοζ ΘΑ μιαα

Η Γ.Α ΐε/Υβ

Α/ΧΙ/ΰ

Τή ΝΒΥΡβ Η ΟΥ ίΙΧΑΤΤ Β77ΑΖΖ · τσίο Που ζε/ν προρουϊα χα ΠΤ)9 170 ΓΡβ ρε/ο ΗΟΥ.

βΝΗίΥλβιι ηχ το 77 οβ εκβΡτον

Μι άΥ>ΑΛ£ ΟΤΙ ΦβΜΤΑΖΟΜΟΥ/Υ79 Τ1°ε ΘΑ ΑΑΑΉ εβΡ/ΖΒ γουτ πε/ΐΑτβε παι τζαχρθη χε Μ* ΤΟ Α*ΒΑΙΓΙΥ>Θ /ΤΟΥ. τ

ζε/τ θα ειεπ.’ πααα χτ/υρυ τβ ρνοηγο.

Υ/Υ£Χ ΙΖάΤΑ/


ΙίΛά'


Ο ΧΟΥΠ... ΔΙΟΡΙΖΕΤΑΙ

ΟΝ ΧΑΖΟ - ΠΥΓΜΑΙΟ/ τον Χουττ, άλλου τον εί­ χαμε άψήσει καί άλλου τον ξαναβρήκαμε... Τον δρήκαμιε στο παλάτι του φοβερού καί τρομεροί) βα σ®αα τών^ Άτλάντων, Κάΐλ, πού όλοι οί ύπηικιόοι του έτρε­ μαν άκόιμα καί τον ίσκιο του, νσ παίζη καί να γελά μαζί του!^(*) Πώς βρέθηκε όμως έκεΐ ;

Τ

(*) Διάβασε τδ ιηραη/γούμενο τεύ­ χος ταΟ_ «ΚΑΑ» >μέ τίτλο·: «Νέα Άτλαντ ί·ς».

Για να το ράθουιμε αυτό, άς θυμηθούμε που τον είχαμε άιφήσε ι: Σ τ ή ^ ζούγκλα, αί χ(μάλωτο τριών Ατλάντων στρα­ τιωτών, πού τον πήγαιναν για άνάκρισι στον μοχθηρό ίλαρ­ χο Ράταρ. "Ας τον παρακολουθήσου­ με απ’ αυτή τή στιγμή για νά δούμε ·μέ ποιόν θαυμαστό τρόπο βρέθηκε μέσα στο άπράσιτο ανάκτορο τού Κάϊλ. Οί τρεΐς στρατιώτες λοιπόν έχουν στή μέση τον Χούπ καί βαβίζουν προς τή θαυμαστή πολιτεία τής Άτλαντίδος. — Μούρλια εΐναι τό χωριό

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

σας, παιδιά!, τούς λέει ό πυ­ γμαίος ιμέ τήιν τσιριχτή φωνή του. Κιρίιμας ατού δεν έχω δη ποτέ μου κανένα άλλο για νά ΐμπορώ νά το συγκρίνω καί νά σάς πώ άν είναι καλύτερο ή χειρότερο! Οί στρατιώτες σωπαίνουν. Ό Χούπ, που του αρέσει ή φρυορίά στενοχωριέται. — Πώς διασκεδάζετε στον τάπο σας; ρωτάει προσπαθών τας νά πιάση κουβέντα. ""Ε­ χετε κανέναν θίασο από...μα» μοΰδες γιά νά σπάτε πλάκα; Οι στρατιώτες δεν ανοίγουν το στόμα τους. Ό Χούπ νευριάζει αλλά συγκροτεί τά νεύρα του. Δεί­ χνει ιμεγάλη υπομονή. Προσ­ παθεί νά βρή κάτι άλλο νά τούς πή γιά νά άποσπάση τό ενδιαφέρον τους. — Ξέρω πολλά ώραΐα π σά­ γματα και μερικά παιχνίδια πού έχουν πολύ κέφι!, τσιρί­ ζει ιστό τέλος. Δέν^τά θυμά­ μαι όμως, δυστυχώς! Μωρέ ιμάτια μου, έχω -ξεχάσει ακό­ μα κι5 εκείνα πού θυμάμαι πώς δεν δέ,χαΐσα! Πολύ άφηρημένος θά εΊ|μ*αι! Οί Άτλοντες βαδίζουν α­ μίλητου σά νά /μην εΐναι άν­ θρωποι αλλά κούκλες. Ό πυ­ γμαίος επιτέλους χάνει την υ­ πομονή του. — Καλέ, πολύ ομιλητικοί είσαστε!. φωνάζει ειρωνικά. Πιο καλά τά περνούσα μ5 έΜείνη: την παιριδαλή καρακάξα, παρ’αλο πού ήταν καί ...ζερ­ βή ! "Ήξερε τουλάχιστον νά γράφη τό ονρμά της καί κακ-

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

ικάριζε καί πότε - πάτε! Οί στρατιώτες βαδίζουν πάντα βουβοί καί ιμέ βιαστικό βήμα. Ό Χούπ σπιλώνει ξαφνικά τό χήρι του καί δίνει ιμιά ξε­ γυρισμένη, τσιμπιά στο μπρά­ τσο του ενός απ’ αυτούς. Ό στρατιώτης πετάγεται επάνω μέ μιά κραυγή πόνου. Τά μάτια του γυαλίζουν ε­ πικίνδυνα. Τό χέρι του κατε­ βαίνει στη λαβή του σπαθιού του. Ό Χούπ ξελιγώνεται στα χέλια. — Τώρα κατάλαβα γιατί δεν μιλάς τάση, ώρα!, τού α­ παντάει ξεκαρδισμένος. Φωνή είναι αυτή πού έχεις/ Χριστι­ ανέ μου, ή χαλασμένη κόρνα; — Μήπως βιάζεσαι νά πεθάνη,ς, δ ι αβολοπυγμ αΐε; ο ύρλιάζει ό στρατιώτης εξαγριω­ μένος. — Άρπα! "Οχι!, τσιρί­ ζει ό χαζό - Χούπ απορημέ­ νος. Πώς σού κόλλησε τέτοια ιδέα; Πρώτα - πρώτα/ δεν θυ­ μάμαι πώς .. .πεθαίνουνε! Τάχω ξεχάσει δλα! — Πρόσεξε, κακομοίρη μου μή σού τό θυμήισω εγώ!, μουγ γοίζει ό στρατιώτης άποτραβώντας τό χέρι του από τη λαβή τού σπαθιού του. — Μωρέ, είσαι θεάκουτος! λέει ό Χούπ ιμέ γουρλωμένες τις ματάρ’ες του. Καί τί θά ικεριδίσης άν μού τό θυιμή,σης/ άφού όταν πεθάνω θά τό έχω -ξεχάσει πάλι; Ό στρατιώτης τής Άτλαν τί'δος δέν τού αποκρίνεται. Τά τείχη τής λαμπρής πόλεως εΐ-


ΤΗϊ 20ΫΓΚΛΑ2 ναι πιά μπροστά τους. Κατευ^ θύνονται σέ μια άπό τις πολ­ λές ,πόρτες πού είναι πιο κον­ τά. Ή πύλη] ανοίγει μόλις φ·θά νουν, χωρίς νά ,χτυπήση κανέ­ νας. — Μωρέ μπράβο!, λέει ό Χούπ μέ μεγάλο θαυμασμό. Αύτόμοπη,! Πώς άνοιξε, παι­ διά; Μάς... μυρίστηκε; Ο! συνοδοί του για νά γλυ­ τώσουν από την φλυαρία του, του δίνουν μια σπρωξιά καί τάν πετάνε μέσα. Ό πυγμαίος βρίσκεται έμπρος στην είδοσο, ενός φυλα­ κίου καί στραβομουτσουνιάζει. — Δεν μ5 αρέσει αυτή .ή πόρτα! / λέει γκρινιάρικα. Εί­ ναι μικρή! Ή_άλλη;^ήτσν πο­ λύ καλύτερηι! -αναπάμε πίσω. Λεν προλαβαίνει όμως νά κουνήση από τη θέσι του. "Ε­ νας άγριος άξιωματικός μέχρι εκεί πάνω, κάνει την έρφάνισί· του ιστήν είσοδο του φυλακίου. Εΐνακ ό ίδιος ό ίλαρχος Ράταρ. — ιΠιοιό είναι αυτό τό μαύ­ ρο σκουλήκι; ουρλιάζει θυμω­ μένος. Ό Χούπ μέ ορθάνοιχτα τα μάτια του κυττάζει ολόγυρα. * —■ Μαμάκα μου!, τσίριζευ Σκουλήκι! Θάμέφάη! Πού έίναι, καλέ; Ό Ράταΐρ τον άρπαζε] μα­ νιασμένος από τον γιακά καί τον τραντάζει. Ό Χούπ αναπνέει μέ άναΚόυφισι. — "Αχ!λέει. Ευχαριστώ! Ή κάλωσύνη σου, ψηλέα! "Ε­ τσι πού μέ τράνταξες Ασφαλώς θά έπεισε τό πάλ ιοσκουληκο!

0 Ό Ράταρ κυπτάζει τον πυ­ γμαίο μέ γουρλωμένα μάτια. — Ηλίθιοι!, φωνάζει γυρ­ νώντας προς τούς στρατιώτες του. Τί μου τον φέρατε εδώ, αυτόν; Είναι εντελώς τρελλάς! —I λαρχε, λέε ι φοβ ιιςτμένος ό ένας οπό τούς στρατιώτες, υποψιαζόμαστε πώς είναι κα­ τάσκοπος καί πώς κάνει επίτη­ δες τον τρελλό γιά νά μάς ξεγέλάση! Γι’ αυτό τον φέραμε σ5 έσένα νά τον άνακρίνης!... . Του μοχθηρού άξιωμ αττικού τα μάτια πετουν σπίθες. — Έτσι, έ; μουγγρίζει. Τώρα θά δήτε γιά πόΐτε τελει­ ώνει την άνάκρισι ό Ράταρ καί ,πώς θά τον κάνω αυτόν τον ψευτο - τρελλό νά λογικευθή ί Τραβάει ένα πελώριο μαχαί­ ρι άπό τό θήκάρι του καί άκουμπάει την κόψι του πάνω στον λαιμό του χαζο-Χούπ. — Μίλα ποιος είσαι/ άπό που έρχεσαι καί ποιος σ’ έ­ στειλε νά κατασκόπευσης!, ξεφωνίζει μανιασμένος καί τό μούτρο του γίνεται κατακόκικι νο άπό τον θυμό. ’Άν δέν α­ πάντησης στη στιγμή, τριππ θομε, θά σου κόψω τον λαιμό πέρα - πέρα! Ό Χούπ γίνεται γκρίζος ά­ πό τήν τρομάρα τΟυ. —- "Ασε τ’ αστεία, καλέ!, τσιρίζει. Βλάκας είσαι; ’Άν μου κόψης τό λαιμό·, θά μου πόση τό κεφάλι κάτω καί μπο ρεΐ νά σπάση! Ό Ράταρ γίνεται πυρ και μανία. — Μίλησε!, ουρλιάζει ιμέ τρρμερή φωνή. Δέν άστειεύο-


ΙΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ μαι, τριπίθοομε! θά σου κό­ ψω τό λαιιμό μέ μιά μαχαι­ ριά! Μίίλα γρήγορα! — "Άκου νά δή-ς! , του λέ­ ει ό Χούπ συγκαταβατ ικά. Αφού σου κάθησε και καλά νά ιμοΰ κόψης τον λαιμό, νά άπολυμάνης τουλάχιστον τό μαχαίρι σου μήπως πάθω... κορμιά μόλυνσι κι έχω τραβήγ ματα! Ό Ράτταρ άποτραβάει τό φονικό έιργαλειο άπό τον λαι μό του πυγμαίου. Τά μάτια του λάμπουν άπό θαυμασμό άνακατεμένο μέ μίσος. — Δεν έχω ξ αναιδή τέτοιο πράμα!, λέει έκπληκτος. Αυ­ τός ό τριπίθαμος δεν λογάρια ζει καθόλου τον θάνατο! Εί­ ναι τό πιο γενναίο πλάσμα που έχει πατήσει τό πόδι του εδώ πέρα!... Αυτοί πού τον έχουν στείλει κάτι ήξεραν! "Ηξεραν πώς θά προτίμηση νά

“Ο Χουιτ απλώνει ξαφνικά τό χέρι καί του δίνει μια ξεγυρι­ σμένη τσιμπιά.

— Μάτια μου, καλυβάρα!, τσιρίζει 6 Χουπ μαγεμένος.

πεθάνη,, παρά νά πή μιά λέ= ξι! Μικρέ δαίμονα/ πες μου τι Ερχόσουν νά κάνης έδώ καί θά δής πόσο γενναιόδωρος εί­ ναι ό Ράταρ για τά πραγμα­ τικά παλληκάρια! ;— θά σου έλεγα, του άποκρίνεται ό Χούπ μέ λύπη, άλ“ λά τό ξέχοοσα στο δρόμο! ,λΑν μέ βάλετε σ3 ένα μέρος πού νάχη δροσιά, μπορεί νά τό ξαναθυμηθώ! — "Ιλαρχε, μουρμουρίζει ό ένας άπό τούς στρατιώτες, ό­ σο κι άν παιδευόμαστε φαί­ νεται πώς δεν πρόκειται ν ά­ νοιξη τό στόμα του.. Νά τον σκοτώσουμε νά ξεμπερδεύωμε; Ό Χούπ γουρλώνει γιά μιά φορά άκόμα τις ιματάρες του. λ— Αυτός έδώ θάναι άσφ ά­ λως ό έξυπνότερος του χω* ριου!, τσιρίζει τρομοκρατημε-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! νος. "Έτσι σκοτώνουν τον κό­ σμο, καλέ παιδάκι; Ωραία α­ νατροφή σούδωσε ή γριά σου! ΦτοΟ νά ιμή βασκαθής! Ό Ράταιρ παρακολουθεί τΙς «κουβέντες τοΟ πυγμαίου μέ «μογάλη προσοχή. Στο τέ­ λος φαίνεται νά παίρνη την άττόφασί του. — Όχι!, λέει. Δεν θά τον σκοτώσουμε! Τάσο .γενναίος πού είναι, βάναι ασφαλώς σπουδαίος κατάσκοπος... "Ί­ σως θέλει νά τον άνακρίνηι μό­ νος του ό. βασιλιάς μας.. "Έ­ λα, τριπίθαμε! "Ακολούθησε με! — "Ακου νά σου πά του λέει ό Χούπ. Νά με πας κά­ που νά καθήσωμε, σέ παρακα­ λώ! "Έιχω ρέψει πιά στά πο­ δάρια μου από τό πρωί! — "Έννοια σου!, μουγγρίζει απειλητικά ό Ράταρ. Μην

— *Από δώ κΓ εμπρός θά εί­ σαι πρώτος φίλος μου! τοΟ λέει.

ιΟ δισβολαπυγμαΐος απλώνει τό πόδι καί... βάζει μια περίφημη τρικλοποδιά.

έχης άμψιβολία πώς ό βασι­ λιάς μας θά σέ στείλη νά ξεκουραστής σέ... τόπο χλοε­ ρό1. .. — "Άχ! Καί πώς μ" άρέσει ή πρασινάδα!, ξεφωνίζει έΜθουσ ι ασμένος _ ό χαζό-πυγ­ μαίος. "Αντε! Ξεκινάμε, παι­ διά, γιατί βιάζομαι! Πραγματικά ξεκινούν. Αυτή τη φορά στη συνοδεία τους έ­ χει προατεθή καί ό Ράταρ/ πού κρατάει άπό τό χέρι τον Χούπ όπως βαδίζει, σαν νά είναι γιος του. Στον δρόμο ό κόσμος γυρίζει ξαφνιασμένος καί κυττάζει αυτό τό ψαινό^ μενο πού λέγεται Χούπ. Οί "Ατλαντες δεν φαίνεται πώς έχουν ξαναδή ποτέ τους πυγ­ μαίο καί γΓ αυτό τον παρα­ τηρούν έτσι μέ γουρλωμένσ μάτια.


ΚΑΛ — 0 ΚΫΜΟί Ό Χόμτγ τό παίρνει χαμπάρι πώς έχει γίνει άντικεί'μενο γενικής προσοχής καί καμα­ ρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι. Καιθώς (μάλιστα μπρρεΐ νά τά­ χη ξεχάσει δλα, άλλα οχι και την ήμφιυτηι εύγένείά του, βγά­ ζει συνέχεια τό καπτέλλο του καί χαιρετά τά πλήθη. με κωμ ιικές ύποκλ ίσε ις. "Αλλη φορά ασφαλώς οί "Ατλαντες θά έσκαγαν στά γέ λια μέ τον ανεκδιήγητο πυγμαΐο. Τώρα όμως βλέπουν τό κατακόκκινσ από θυμό πρόσω­ πο του τρομερού Ράταρ καί δέιν τολμούν ούτε νά χαμογε­ λάσουν. Κ αμμ^ι ά φο ρ ά ή ^ σ υνοδε ί α τών τριών στρατιωτών, τού ί­ λαρχου καί τού Χούπ, φτάνει μπροστά στο επιβλητικό ανά­ κτορο τού βασιλιά τής Νέας 5 Ατλ αντ ί δ ας, Κ άϊλ.. Ό χαζό-Χούπ μένει κόκικαλο καί τά ιμάτια του γουρλώ­ νουν από τό θαυμασμό. — Μάτια μου, καλυβάρα!, τσιρίζει καταμοογεμένος. Φαν­ τάζομαι πόίσο θάχη τό... νοί­ κι νά κάθεσαι έΐκεΤ μέσα! Ό Ράταρ τον σπρώγνει ά­ γρια νά όνεβη τις σκάλες.

— Εμπρός !, φωνάζει ανυ­ πόμονα. — θά πάμε μέσα; ρωτάει ό Χούπ χαζά. — Ναι! Καί γρήγορα! — Πάντως εγώ δεν έχω δέκαράκι νά πληρώσω !, τσιρίζει 6 πυγμαίος. Τό δηλώνω για νά μη γίνη, καμμιά παρεξήγησις! ^ Ό Ράταρ χάνει την υπομο­ νή του. * Αρπάζει τον Χούπ,

τού δίνει ένα πέταμα καί βρί­ σκεται μονομιάς στην κορφή τής σκάλας/ χωρίς νά τό καλοκαταλάβη;. — Μωρέ μπράβο Π ξεφωνί^ ζει μ’ ενθουσιασμό. "Ε,χει καί ...ασανσέρ! Ό ίλαρχος μέ τρία πηδήμα τσ έχει φτάσει πλάι' του. Τον αρπάζει πάλι απτό τό χέρι καί ταν τραβάει προς τά διαμερί­ σματα τού Κοοΐλ. ^ Οι τρεΐς στρατιώτες άκολου θούν πάντα από πίσω με τα ακόντιά τους έτοιμα στά χέ­ ρια.... -Κανείς δεν τολμά νά σταθή μπροστά στο δρόμο τού Ρά­ ταρ που είναι ένας από τούς πιο τρομερούς αξιωματικούς τής Άτλαντίδας. Οί φρουροί στέκουν στο διάβα του προσο­ χή καί στά /μάτια τους καθρε­ φτίζεται ό τρόμος καθώς περ­ νάει. Καιμμ ια φορά φτάνουν μπρος στην πελώρια χρυσο­ στόλιστη πόρτα τών διαμερι­ σμάτων τού Κάϊλ. / Οί φρουροί υποκλίνονται ιμέ φοβο^και ο ένας τρειχει ν’ άνοι­ ξη ( την πόρτα. Ό Ράταρ περιμένει. Ό στρατιώτης μπαίνει μά νος του μέσα^ στο ^διαμέρισμα τού βασιλιά. Άκούγετάι ή φω νή του απ’ έξω/ καθώς αναγ­ γέλλει : ^— Ό ίλαρχος Ράταρ ζη^τάει άκρόαισι, μεγάλε βασι­ λιά! Ή άπάντησις δεν άκούγεταί, αλλά σε δ-υό στιγμές ό στρατιώτης είναι πάλι έξω καί ανοίγει τη βαρειά πόρτα.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

9

— Εμπρός!, λέει· σκληρά ;; ν σπρωξιά κι έίρχεται σωρό^κου'ζ, βάρι κάτω. "Οπως είναι κι έό ίλαρχος στον Χούπ. Εκείνος όμως δεν κινείται/ ζ λαφ.ρύς σάν πούπουλο καί τό πάτωμα πολύ γλυστερό, ό πυ Ούτε ακούει καν τη φωνή του γμαίος κατρακυλάει σάν να Ράταρ. Τα μάτια του έχουν γουρλώσει οσο ποτέ άλλοτε. έχη... καρούλια! "Εχει μαρμαρώσει άητο την έκΚάνει μ,ιά καταπληκτική πληξι κιαί τον θαυμασμό>. Τό διαδρομή μ* αυτή τήν πρωτά­ χαζό μυαλό του καί ή φτωχή κουστη τσουλήίθρα, γρήγορος φαντασία του, δεν μπορούσαν σάν φτερό. Τραβάει ολόισια ποτέ να υποπτευθουν πώς ή­ προς τό βάθρο πού πάνω του ταν δυνατόν να ύττάρχη στον βρίσκεται ό θρόνος του Κάϊλ. κόσμο ένα τέτοιο πράμα. Εκεί τρακερνει μέ φόρα στα "Όλα λάμπουν έδώ μέσα! σκαλιά πού ανεβάζουν στο βά Χρυσάφια είναι σκαλισμένα θρο καί αναγκαστικά σταμα­ παντού/ στους τοίχους, στα έ­ τάει. πιπλα. Πολύχρωμες άνεκτίμη — Στάσις.... σκαλάκια!, της άξίας πέτρες, πετούν εκ­ τσιρίζει ενθουσιασμένος. Ω­ τυφλωτικές αναλαμπές. Τό α­ ραίο παραμύθι! πό μαύρο μάρμαρο πάτωμα ά 'Καί ποίν κανείς ποολάβη στράφτει ολόκληρο σαν μια νά κινηθή καί ενώ ό ίδιος ό μαύρη φλόγα καί παρ’ δλο τό Κάϊλ μαρμσρωμένσς άπό την σκούρο χρώμα του, μπορείς έκιπληιξι κυττάζει μέ γουρλωνά δής τή μορφή σου μέσα, μένα μάτια τό απίθανο αυτό σαν σέ καθρέφτη. πλάσμα πού βρίσκεται ,υπρός — ’ Εμπρός!, ξαναλέει ά­ του, ό χαζο-Χούπ πετάγεται γρια ό Ράταρ. δοθιος θριαμβευτικά καί τρα­ Ό Χουπ δμιως ούτε καί τώ­ βάει τον βασιλιά άπό τήν ά­ ρα τον άκούει. κρη του πολυτελούς χιτώνα Ό ίλαρχος δέν μπορεί νά του. φονταστή πώς ό πυγμαίος δέν ^— Καλέ θείε!/ τσιρίζει. τον άκούει. Νομίζει πώς φοΔώσε μου κι έ]σό μιά σπρωξιά δόοται νά ζυγώση, τον βασιλιά νά ξαναφτάσω σ' εκείνον τον Καϊλ. Γίνεται έξω φρένων από αιηιλέα! Ψοφάω για τσουλή­ τον θυμό του γιατί ξέρει πώς θρα! ό βασιλιάς του τον περιμένει Ό Κάϊλ υψώνει τό βλέμμα καί μπορεί νά θΜμώση που άρκαί κεραυνοβολεί τον Ράταρ γούν τόσο πολύ. πού τρομαγμένος άπό τό ά* Απλώνει τό πελώριο χέρι πστέλεσρα τής σπρωξιάς του, του και δίίνει μιά ξεγυρισμένη δέν έχει κινηθή ούτε πόντο α­ σπρωξιά στον χαζο-Χούπ. πό τή θέσι του. Εκείνος ξαφνιάζεται. Είναι — " Ιλαρχε!,, ουρλιάζει έ­ τόσο άπορροφη)μένος μ* αυτά ξω φρενών. Προχώρησε γρή­ που βλέπει ώς τώρα, πού χά­ γορα! Θέλω νά μου έξηγήσης νε τήν ίσορροπτσ τον άπό τή τί σημαίνουν ολ’ αυτά!


10

Τ,ρέιμόντας ολόκληρος ό Ρά τορ βαδίζει γρήγορα ^καί φτά­ νοντας μπροστά στον Κάϊλ, υποκλάνεται βαθε ιά: —Χαΐρε/ ;μεγάλε βασιλιά! — Τό κεφάλι σου δεν στέ­ κει καλά στους ώμους του!, ,μουγγρίζει ό Κά«λ. Δώσε μου εξηγήσεις γρήγορα! Ό Ράτορ ανοίγει τό στό­ μα του νά μιλήση αλλά δεν προλαβαίνει γιατί την ϊδια στιγμή άκούγονται τά^σπαρα κτικά τσιρίγματα του χαζοΧούπ: —»Καλέ σείς! Τρεχάτε γρή γορα! Φέρτε ψορόκολλα νά κολλήσαμε τό κεφάλι του ε­ νωμοτάρχη σας/ γιατί θά του πέση! Ό... θειος λέει πώς δεν στέκει καλά! Κουνηθήτε λοι­ πόν, παλιόπαιδα! Ό Ράτσρ φρενιασμένος ά]πό τον θυιμό του αρπάζει τον Χοόπ καί του βουλώνει τό στο

Τραβάει αστραπιαία τό σπαθί...

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Τά δάχτυλά του του αρπάζουν τον καρπό σαν σιδερένια τα­ νάλια.

-μα ιμέ την παλάμη. — Σώπα, παλιόισκυλο, για­ τί θά σε σκοτώσω!, ιμαυγγρίζει. Μεγάλε βασιλιά, αυτός ε­ δώ ό τριπίθαμος, συνελήφθη λίγο έξω από την πάλι μας, μέσα στη ζούγκλα... Είναι κα­ τάσκοπος... Δεν ανοίγει όμως τό στόμα του νά πή «μιά κου­ βέντα ! Δεν μπόρεσα νά τον κάνω νά ιμιλήιση. Δεν ήθελα νά τον σκοτώσω πριν σου τον Φιέρω γιά νά τον άνακρίνης καί μόνος σου/ μεγάλε βασι­ λιά... Ό Κάϊλ γυρίζει τώρα καί κυττάζει μέ περισσότερο ένδια φέρον τον χαζο-πυγμαίο. Δεν •μπορεί νά χωνέψη πώς 'μπορεί νά είναι κατάσκοπος εκείνο τό ασήμαντο πλάσμα όπως του λέει ό ίλαρχος. — Μαύρο σκουλήκι, βρυχά ται άγρια, αρπάζοντας τον


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πυγμαίο από τά χέρια του Ρ άτ αρ. Είσ α ι κατάσκοπο ς; — Δεν θυμάμαι!, λέει νευ­ ριασμένος ό Χουπ γιατί τον τραβοκοπάνε μιά ό ένας και μια ό άλλος και τούχουν χα­ λάσει τό κέφι. Ό Κά'λ σηκώνει ψηλά τό χέρι για να χτυπήση τον πυγ­ μαίο, αλλά ιμετανοιώνει. Τό ύφος του αλλάζει και γίνεται ύπουλα φιλικό. -— Μίλησε, μικρέ φίλε!, του λέει με γλυκεία φωνή. Μή φοβάσαι από .μένα! Είμαι φί­ λος σου! Μου αρέσουν τά παλληικάρια και θά σε κράτη σω στην Αυλή μου, άν μου πής ποιος σ’ έστειλε νά με κα τ ασκοπε όσης! — Δεν κάθομαι στην αυλή ! τσιρίζει ό Χουπ πεισματάρικα.

η

— Ζή!, τσιρίζει χοροπηδών­ τας.

Κάνει κρύο! "Όταν καλοκαιιριάση μάλιστα! Ό Κάϊλ γυρίζει στον Ράτα,ρ. — Αυτός είναι κατάσκο­ πος; τού λέει, με θυμό. Αυτός είναι θεότρελλος! ^— Κάνει τον τρελλό, με­ γάλε βασιλιά! Ό Χουπ οσο πάει καί αντί παθεΐ περισσότερο τον Ράταρ πού μιλάει συνεχώς εναντίον του. Στο τέλος τού έρχεται μιά φαεινή ιδέα καί τά ματά­ κια του λάμπουν θρισμβευτικά. Πιάνει τό χιτώνιο τού Κάϊλ και τό τραβάει. —- Ψίτ!^ Θεΐε!,# τού λέει. Κατέβα μιά στιγμή νά σου πώ κάτι στο αυτί! Ό βασιλιάς χαμ ηλοόνε, κα­ τάπληκτος και περίεργος μπροστά στον πυγμαίο.


12

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Λ

—Διώξε αυτόν τόν φαφλα­ τά, του κάνει εκείνος, για να σου ττώ ένα μυστικό! Ό Καΐλ φαίνεται ν’ ανήσυ­ χη. "Οπως είναι φιλύποπτος καί ύπουλος άνθρωπος, φοβά ται μήπως ό μάκρος πυγμαίος έχει κανένα κακό σκοπό καί θέλει νά μείνηι μόνος μαζί του. Γρήγορα όμως ^βλέποντας το μπόϊ του, ησυχάζει καί α­ ποφασίζει νά του κάνη τό κέφι πολύ περίεργος^ τί ^εΐναι αυτό πού θέλει νά του πή. Άνασηκώνεται. Ρίχνει μιά αυστηρή ματιά στον Ράταρ. — "Ιλαρχε, φωνάζει, πή­ γαινε έξω καί νά περιρένης στην πόρτα! Ό Ράταρ κάνει αμέσως με ταβολή καί βαδίζει προς τά έκεΤ πού του είπε ό βασιλιάς του. Τότε ό διαβολοπογμαΐος απλώνει τό πόδι του καί*... βά ζει μ,ιά πρρίφημηι τρικλοποδιά. Ό Ράταρ έρχεται σωρό κου 6άρι κάτω. Ό Χούπ πέφτει κι αυτός στο πάτωμα καί κάνει τουιμπες καί κρατάει την κοιλιά του α­ πό τά πολλά γέλια. Ό Ιλαρχος πετάγεται όρ­ θιος καί μιά τροιμερή έκψρασις είναι απλωμένη, στο πρό­ σωπό του. "Άσπρο ι άφροί^λύσ σας έχουν κάνει την έμφάνισί τους στις άκρες των χειλιών του. Τραβάει σε μιά στιγμή τό σπαθί του μ5 ένα κίνημα γορ γό σάν τόν άνεμο καί όρμάει καταπάνω στον Χούπ. Ό Κάϊλ όμως έχει διαφο­ ρετική γνώιμη απ’ αυτόν γιά

τήν τύχη, του κωμικού πυγ­ μαίου. "Έχει κι αυτός σκάσει στά γέλια ρέ τό πάθημα του αξιω­ ματικού του κι αρχίζει νά δια σκεδάζη, άφάντ αστ α, ^γ ι ατ ί πραγματικά τό υφος^ τού Ρά­ ταρ είναι πολύ άστεΐο έτσι ό­ πως έχει γίνει κατακάκκινος άπό τό κακό1 του. Μιά έξαλλη κραυγή βγαίνει άπό τό λαρύγγι του, καθώς ό ΐλρρχος σηκώνει τό σπαθί του πάνω άπό τό κεφάλι τού Χούπ πού χωρίς νά βίλέπη καθόλου καί χωρίς νά τού καίγεται καρ φάκι γιά τίποτα εξακολουθεί νά χτυπιέται κάτω άπό τά γέλια. — Μή, άθλιε! ’Άν άγγίξης έστω καί μιά τρίχα τού κεφα λ ιού του, θά πεθάνη.ς! Ό Ράταρ μένει άκίνηιτος σάν άγαλμα. Ό Χούπ τόν κιυττάζει μ5 έ­ να μάτι καί τού λέει: — Μήν ψάχνης γιά τις τρί­ χες τού κεφαλιού υου! Είναι κάτω άπό τό καπέλλο μου! ’Άν θες ν’ άγγίξης μιά γιά νά πας κόντρα στον θεΐο, στά σου νά τό βγάλω! Ό Κά'ΐλ γιά δεύτερη, φορά ξεκαρδίζεται στά γέλια. — Είσαι ηλίθιος!, ξεφωνί­ ζει προς τό μέρος τού ίλαρ­ χου! Ό κακομοίρης αυτός ε?ναι τόσο κατάσκοπος σσο εί­ σαι κι έσύ! — "Όχι τόσο! Τίμια πρά­ ματα τώρα!, τσιρίζει ό χαζο-Χούπ. Έγώ είμαι ένα.... μέτρο λιγώτερο άπό τόν ξυλάρα! Ό Ράταρ έχει· πάμει νά


13

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Γυ ■ 1 1 ----νευριάζη, μαζί του1 τώρα πια. Καταλαβαίνει δτι ;έσα σέ μΐιά στιγμή ή συμπάθεια έχει γεννηιθή μέσα στην καρδιά του1 βασιλιά τσυ για τον πυγ­ μαίο. — Είναι ένας θαυμάσιος τρελλός! Τίποτα περισσότε­ ρο !, ξαναλέει ό Κάϊλ. "Ενας τ,ρέλλας που θά μέ κάνη; νά γελώ σπάτε έχω τά νεύρα μου ! Κανείς άλλος άττ' όλους τούς 3'Ατίλιαντες δεν είναι ικανός νά τό καταφερη αυτό! — Αυτό έλειπε! "Ίσα κι άμοια είμαστε; τσιρίζει ό χαζο-Χούπ υπερήφανος πού α­ κούει τόσα καλά λόγια. — 5Από 5ώ κι εμπρός, ό τριπίθαμος θά είναι ό πρώτος φίλος μου !, ουρλιάζει ό Κάϊλ ! Καί οποίος πή τό παραμικρό εναντίον του, θά είναι σάν νά τό λέη εναντίον ,μου! Καταλα­ βαίνεις, ^ Ράταρ! — Μάλιστα/ μεγαλειότατε! μουρμουρίζει μέ τρόμο ό ϊλαρ

χσς.

,

— Φύγε από 5ώ μέσα τώ­ ρα! Ό αξιωματικός υποχωρεί προς την πόρτα καταφοβισμέ νος καί σέ λίγο ή πόρτα αυ­ τή κλείνει πίσω του κι ό Ρά­ ταρ έξαφον ίζεται. Ό Κά«λ βλέποντας τον Χούπ ξαναβρίσκει τό κέφι του. Σκύβει καί τον ρωτάει: *— Πώς σέ λένε,, μ-ιικρέ μου τρελλέ; — Υπάρχουν δυο ονόματα, λέει σοβαρά - σοβαρά ό Χούπ. Τό ένα είναι Χούπ καί τό άλλο Μανταλένα. Δέν είναι σμως τ

καί τά δυο δικά μου! Τό ένα είναι μιας γνωστής μου καρακάξας! — ΐΠοιό (άπό τά βυό; ρω­ τάει πάλι ό Κάϊλ πού διασκε­ δάζει άφάνταστα, μέ τό άπερίγραπτο ύφος τού πυγμαίου. —Μακάρι καί νάξερσ, θείε, τσιρίζει ό Χούπ. Ή κ αρακά<ξα όμως, πού σου λέω, ξέρει καί γράφει τό δικό της! Νά τή βρούμε καί νά τή βάλουμε* νά μάς τό γράψη. Τότε τό άλ­ λο πού θά μείίνη θά είναι τό δικό μου! Νά πάω μαά βολτίτσα μέχρι τή ζούγκλα για νά τή βρώ; ■Γιά μιά στιγμή/ ό τρομερός βασιλιάς τον κιυττάζει. μέ ύπο ψία. ^Περνάει άπό τό νου του ή σκέψις, μήπως αυτός ό δια­ βολεμένος πυγμαίος προσπα­ θεί νά τού τό σκάσηι καί είχε δίκιο ό Ράταρ πού τον περνού­ σε γιά κατάσκοπο. — Τί προτιμάς; τον ρωτάει λοιπόν μέ ύπουλο χαμόγελο. ιΝά πάς νά τή βρής μόνος σου ή νά ιστείλω τον στρατό μου νά σού τή ιφέρη,; — Ποιο καλά είναι νά πάη ή φανταρία!, λέει ό Χούπ μέ γουρλωμένα μάτια. Θά είρθη έ­ τσι πιο επίσημο τό πράγμα! ,Καί στα τελευταία έχω ρέψει ικαί στά ποδάρ ια μου άπό τό πρωί καί δέν έχω όρε ξι για άλλους περιπάτους. "Άσε πού ικαί τό όνομά μου δέν μέ πα­ ρομοιάζει, εδώ πού τά λέμε!... Τί σημασία ιέχει πώς μέ λένε^; "Οπως θές λέγε με, φτάνει νά έννοής έμενα! Ό Κάϊλ ησυχάζει. Χτυπάει τά χέρια ταυ. Ή (μεγάλη πόςτ


14 τα του δωματίου Ανοίγει. Δυο φρουροί μπαίνουν μέσα ικαί στέκονται προσοχή). “Ένας νεαρός Αξιωματικός περνάει ά­ ναμμά τους και πάει και υπο­ κλίνεται μέ σεβασμό και φό­ βο ιμπρόστα στον τρομερό βα­ σιλιά. — Ό ιμικρός αυτός πυγμαΐος είχε μιά παρδαλή καρακάξα!, φωνάζει ο Κάϊλ άγρια Να πάτε στο δάσος και νά τη βιρήτε! Νά /μου τη φέρετε ε­ δώ ζωντανή! Προσέξτε μην πάθη τίποτε! 'Και τώρα δρό­ μο ! Τά ,μάτια του αξιωματικού δείχνουν εκπληξι. Ή διαταγή είναι πολύ αόριστη. Τό νά ψά­ ξουν νά βρουν μιά καρακάξα ιμέσα σ5 ολόκληρη. ζούγκλα, εί­ ναι αυτό πού λέμε νά 'β,ρή κα­ νείς ψύλλους στ’ άχυρα! Δεν τολμάει όμως ινά πή τί­ ποτα καί νά φέοη καμμιά άν-

ΚΛΑ _ Ο ΚΥΡΙΟΣ

τοόντας φεύγει από τήν αίθου­ σα. Ό Χούπ τον βλέπει πού πη­ γαίνει έτσι πίσω - πίσω καί γουρλώνει τις < ματ άρε ς του. — Τί έχει αυτός καί πηγαί­ νει έτσι προς τά πίσω; ρωτάει χασκογελώντας. Μήπως είναι., τρύπιο τό παντελόνι του καί ντρέπεται ; Ό Κάϊλ σκάει στά γέλια. — Μικρέ μου τρελλέ, λέει ιμέ αγάπη. Είσαι ό μοναδικός πού κατάφερε νά μέ κάνη, νά γελάσω έδώ καί πολλά χρόνια. Θά είσαι ό μοναδικός φίλος μου! Στις ώρες πού θάμαι θυ μωμένος, μόνο έσύ θά ,μπορής νά μου μιλάς! — Καλά, άλλα νά κυττάς νάχης τά κέφια σου πιο συχνά, λέει ό χαζό - πυγμαίος. Έγφ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τους θυμωμένους ικαΐ τους ιμσυφλουζηδες δεν τούς (χωνεύω! Μου... κάθονται στο στομάχι! Τον (βασιλιά τον Εχει πιάσει νευρικό γέλιο με τις ανοησίες του Χούπ και δεν μπορεί νά σταματήση,. — Θά είσαι ό υπασπιστής ιμου!, φωνάζει. Θά είσαι ό δεύ­ τερος μετά τον (μεγάλο Κάϊλ! Είσαι ευχαριστημένος; —·Έγώ είμαι, τσιρίζει Εκεί­ νος. Μήπως όμως έχουμε γκρί­ νιες ιμέ τον ...μικρό Κάϊλ; — Δεν υπάρχει κανείς μι­ κρός Κάϊλ, ανόητε! — Κ·Γ αφού δεν υπάρχει ιμιικρας, πώς Εσύ είσαι ό /μεγά­ λος; Ό τρομερός βασιλιάς χτυ­ πιέται από τά γέλια πάνω στο θρόνο του. — Θά είσαι ό υπασπιστής μου, ξοαναίφωνάζει. Θές νάσαι ό υπασπιστής ιμου; Ό Χούπ ξύνει τό κεφάλι του

Τής δίνει μια καί την ^ τινάζει προς τον ουρανό..

Τον κυττάζει καλά-καλά. — Δεν μ" άρεσες καί πολύ τό μούτρο σου!, τού λέει στο τέλος σοβαρά. "Άσε με νά το σκεφθώ καί ιμέ ρωτάς μετά τό φαί! "Έτσι ό Χούπ διορίζεται ιμέ τό σπαθί του σέ /μιά θέσι πού θά τή ζήλευαν όλοι άνεξαιρέ* τως οί Άτλαντες!... ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ...

ΚΆΓΛ εχει κατέβει α πό τό θρόνο του καί προ χωρεΐ εξαγριωμένος στο ίμερος πού στέκουν ό άξιωμα| τικός τουν ,μαζί μέ τό άτρομη· | ,υ το βασιλόπουλο των Μακεδό||νων (*) τον Κάλ καί τις δυο Ησυντάφισσές του: Την πεντά-

©

— Άϊ στο καλό κΓ έσυ, ρή ! Ξύλο άπελέκητ© \

(*) Διάβασε τό 8ο τεύχος του «ΚΑΛ» 'ΐχέ τί/τλο: «Τό μυστικά του

ΚΑΛ»,


16 μορφή, Μπέλλα και την πελώ­ ρια νέγρα τή Χούλα. Μετά άπό |μ ιά γρήγορη μ ατιά ατούς τρεΐς συντρόφους, ό βασιλιάς τής "Ατλαντίδος στέ­ κεται μπροστά στον νεαρό α­ ξιωματικό του·. — Μίλησε!/ ουρλιάζει έξω Φρένων. Γιατί ιμιου τούς εφερες αυτούς έίδώ καί πώς μπήκες χωρίς την άδειά /μου; 1 Ο άξ ιοοίματ ιικος υποκλίνετα ι βαθειά καί τα πόδια του τρέ­ μουν σαν καλάμια άπό τό φόιβο ^οιυ. -— Μεγάλε βασιλιά, λέει μέ σδυσμένηι φιωνή, ό άνθρωπος

αυτός είναι εχθρός σας! Φυ~ λαιχθηΓτε! Ό Κάϊίλ τινάζεται προς τά πίσω. — Τρελλάθη,κες; ιμαυγγρίζει σαν θηρίο. Μου τον φέρνεις εδώ για νά ιμού πής πώς είναι ιέχθρός μου καί πώς πρέπει νά Φυλαχτώ; Μόνο γι’ αυτό σου αξίζει νά πεθάνης, άθλιε! Καί μ" αυτές τις τελευταίες λέξεις τραβάει αστραπιαία τό σπαθί1 του καί τό*υψώνει πιάνω ιάπο τό κεφάλι του άξιωματικου. "Εκείνος πέφτει στά γόνα­ τα. Τά «χέρια του ενώνονται ίκετειυτ ικά. Στά μάτια όμως τού σκλη,ιρού Κάϊλ, λάμπει ιμ ιά αμείλι­ κτη φλόγα. Το χέρι πού θά χαρίση. τον θάνατο αρχίζει κιόλας ^νά κατεβαίνη «αλλά εκείνο τού άτρόίμιηιτου παιδιού της ζούγκλας είναι πολύ ταχύτερο. ^ Τη στιγμή πού ό αξιωματι­ κός έχει κλείσει τά μάτια, ιμή

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ τολμώντας ούτε στον θάνατο νά ικιάνη μιά κίνηισι ενάντια στον κύριό του, ό Κάλ όορπάζει τον καρπό τού βασιλιά της "Ατλαντίδας. Τά δάχτυλά του είναι μιά σιδερένια τανάλια. Τά κόκκαλά του «Κάϊλ τρίζουν επικίνδυνα άπό τό σφίξιμο! Μιά κραγή πόνου ξιεπηδάει άπό τό λαρύγγι τού βασιλιά. Τό σπαθί γλυΐστράει άπό τά δάχτυλά του πού ανοίγουν κιαί τό αρπάζει ό γ,υιός της ζούγκλας ιστόν άέρα. Ό Κάϊλ χλωμ'ΐάζει. Νρμίζει πώς έχει φτάσει· ή τελευταία του στιγμή. Τό ίδιο φαντάζεται κι* ό νε­ αρός αξιωματικός πού ό Κάλ τού έχει· σώσει τή ζωή,. Πετά­ γεται όρθιος καί χιυμάει πάνω ιστό λευκό άγόρι άπό πίσω! Τό αρπάζει άπό τό λαιμό... Ό Κάλ όμως μέ τό ελεύθερο ιχέρι του τον τινάζει άπό πάνω του μέ μιά δύναμι ακατανίκη­ τη. Τον πετάει ώς την άλλη άκρη τής αίθουσας./ όπου σω­ ριάζεται κάτω σαν κουρέλι. Σηκώνεται αμέσως ορθός, αλ­ λά δεν τολμάει νά έπιτεθή καί 'πάλι εναντίον έκείνου τού τρο­ μερού παιδιού. "Αρχίζει νά ξεφιωνύζη καλώντας τούς φρουρούς. Πραγματικά, μέσα σέ μιά στιγμή ή αίθουσα γεμίζει ένο­ πλους στρατιώτες που πιροχω^ ρούν «άπειληΐτικά εναντίον τού «Κυρίου τής ζούγκλας. -—- Πές τους νά σταματή­ σουν έκεΐ που βρίσκονται!, προστ άζε ι άπε ιλητ ικά. Τά μάτια του τρρροι) Κά-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ϊιλ γεμίζουν φόβο. Καταλα­ βαίνει τι θά γίνη; άν δεν ύπακούση; άιμέσως στον εχθρό αυ­ τόν πού παρουσ ι άστηκε τόσο απροσδόκητα και φαίνεται α­ νίκητος. Μια άγρια κραυγή πού είναι διαταγή βγαίνει αϊτό τό λαρύγ γι του. ΟΊ στρατιώτες κακκαλώνουν στο ίμερος πού βρίσκε­ ται ό καθένας. — Δεν θά :μέ σκοτώσης!, μουγγρίζει ό τρομερός βασι­ λιάς. "Άν μέ σκοτώσης# βλέ­ πεις τι σέ περιμένει κΓ εσέ­ να και τις συντρόφ ιισσές σου! Ό Κάλ λέει δυνατά για νά τον ακούσουν όλοι: — Δεν ήρθα εδώ μέ σκοπό ινά σού ικάνω κακό, μεγάλε 6α σιλιά! Ήρθα γιά νά σέ υπε­ ρασπίσω από τους εχθρούς σου! Ή απροσδόκητη απάντησις αφήνει άναυδο τον Κάϊλ. Κυττάζει τά λευκό αγόρι ιμέ γουρ λωμένα μάτια. — Με απειλείς καί^ θέλεις νά πιστέψω πώς 6έν είσαι ε­ χθρός (μου; σφυρίζει σάν φίδι. — Είιμαι αναγκασμένος νά τό κάνω, μεγάλε βασιλιά, δια φορετιικά δέν θά μπορέσω νά σου μιλήσω!.... Ό νεαρός αξιωματικός πού έχει ιμπη επικεφαλής τών φρου ρών καί περιμένει νά βρή την ευκαιρία νά έπιτεθή εναντίον του Κάλ,, ξεφωνίζει άγρια: — Σέ κοροϊδεύει μεγάλε Κάϊίλ! Δεν είναι φίλος σου! Σκότωσε τον Ράταρ μπροστά στά μάτια μου! Ό βασιλιάς τών Άτλάντων γίνεται κατακόκκινος από

η τό θυμό του. —- ”Εχεις τό θράσος ακό­ μα νά ισχυρίζεσαι πώς δεν εί­ σαι εχθρός μου; μουγγρίζει. Τότε γιατί σκότωσες τον καλύ­ τερο ίλαρχο μου; — Γιατί θέλησε νά μέ έμποδίιση. νά σέ δώ, μεγάλε βα­ σιλιά! — 7Ηταν αυτός λόγος γιά νά τον σκοτώσης; — Θέλη(σε νά σκοτώση καί τις ισυντρόφισσές μου! 5Αλλά καί νά μην υπήρχε αυτό, πάλι θά τον σκότωνα! 5Ηρθα μέ την άπόφασι νά σέ δώ καί κα νείς δεν θά μ5 εμπόδιζε! — Τί θές από μένα; — Νά μπώ στην υπηρεσία σου καί νά σέ προστατεύω α­ πό τούς εχθρούς σου! —- Γιά νά μ3 υπεράσπισης από τούς εχθρούς μου, σκότο σες τον καλύτερο αξιωματικό μου καί μέ απειλείς αυτή τη στιγμή μ5 ένα σπαθί; Λες πα­ ραμύθια,^ ξένε! Ό Χουπ, πού ώς εκείνη, τη στιγμή δεν έχει άνακατειυθή καθόλου στη συζήττησι# πετά­ γεται πάλι στη μέση : —Χαλέ# θεΐε!, φωνάζει τού ,Κάϊλ. Σέ παρακαλώ πολύ, νά μου... τον άγοράσης άν σου περισσεύη, χαρτζηιλίκι, γιά νά μου λέη, παραμύθια! Τρελλαί ναμαι γιά κάτι τέτοιες σαχλα­ μάρες ! —- Ό τρελλός μου ε^ναι σοφός!, λέει ό Κάϊλ καί τά μάτια του λάμπουν άγρια. Βλέπεις πόσο πιστεύει κΓ αυτός τις απίθανες δικαιολο­ γίες σου! Παραδόσου, ξένε! Δεν έχεις καμμιά ελπίδα νά


18 Όχοθης! Σου δίνω τό λόγο μου ττώς άν πετάξης αυτή τή στι­ γμή τό σπαθί/ θά σέ άφήσω νά φυγής ζωντανός από τήν 3Ατλαντίδα! — Αέν θέλω νά φύγω οαπό τήν 3Ατλαντίδα, (μεγάλε βασι­ λιά!, λέει ό Κάλ με σταθερή φωνή. Και δεν με τρομάζει ό θάνατος! Περιπλανιόμουν μέ­ σα στή ζούγκλα καί ή δόξα σου έφτασε στ3 αυτιά μου. Έ μαθα πώς είσαι ό πιο δυνα­ τός βασιλιάς τής οικουμένης! Τότε αποφάσισα νάρβω νά μπω στήν υπηρεσία σου γιά ζωή και γιά θάνατο ! 'Ωρικίστη ικα κανείς νά μή μέ σταματήση νά σέ δώ καί νά σου ζητή­ σω νά μ* άφήσης νά σέ υπη­ ρετώ ! Κράτησα τον άρκο μου!

ΚΑΛ — 0 ΚΥΡΙΟΪ 5Από δώ καί πέρα ή ζωή μου είναι στά χέρια σου! ’Άν τή θές# κράτησέ την! "Αν όχι, πάρε τη! Νά, τό σπαθί σου, (μεγάλε Κάϊλ! Καί μ3 αυτά τά τελευταία λόγια, τό ατρόμητο * Ελληνό­ πουλο, απλώνει τό χέρι προς τό μέρος του φοβερού βασι­ λιά τής Ατλαντίδας, πού γιά ιμιά στιγμή μένει ακίνητος# σάν άγαλμα. Αέν πιιστεύει τά μάτια του. Νομίζει πώς τό τρομερό άγόρι τον κοροϊδεύει καί πώς τήν τελευταία στιγμή δέν θά του δώση τό σπαθί πού κρατάει αλλά θά τον χτυπήση μ3 αυτό. Τό βλέμμα όμως του Κάλ εΐναι καθαρό καί τό πρόσωπό του ψυχρό σάν άτσάλι. Τίπο-

Τθ οττιταθί μένει άκίνιιτ© τή στιγμή που άγγιζε τον λοοιμ© του.


1ΉΣ ζόΥΓΚΛΑί

τα δεν καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του. Ό Κάϊλ, παίρνει θάρρος, και απλώνει σιγά-σιγά τό χέ­ ρι. Παίρνει τό σπαθί από τό Χιέρι του λευικου αγοριού. Τον ικυττάζει κατάματα. Ό Κάλ δεν χαμηλώνει τό βλέμμα του. Ό 'Κά*λ με ιμιά ξαφνική, ά­ γρια κίνησι, σηκώνει τό ώπλισμένο χέρι του ψηλά. Ή λε­ πίδα του σπαθιού του άνεμίζεΐ’ θανάσιμα πάνω από τό κε­ φάλι του λευκοί) άγοριού. Ό Κάλ άπορένει ακίνητος σαν άγαλμα. Τό περήφανο ανάστημά του έχει ιμιά αφάν­ ταστη μεγαλοπρέπεια, έτσι ό­ πως στέκει ανάμεσα στους έκπληκτους στρατιώτες τής Άτλαντίδας.

Ό Βασιλιάς των Άτλάντων γίνεται θηρίο. Μ3 ένα μουγγρητό μίσους κατεβάζει τό ώπλισμένο χέρι του μέ την τα­ χύτητα τής αστραπής. Το λε­ πίδι τού σπαθιού του πέφτει ικατακάρυφα προς τον περή­ φανο λαιμό τού νεαρού Μακεδόνα. Μια στριγγλιά τρόμου άκούγεται. Δεν εϋναΐ' όμως ό Κάλ πού έχει φωνάξει·,^ άλλα ή Μπέλλα. Τό λευκό αγόρι έχει ιμείνει α­ σάλευτο σαν τίποτα άπ3 άλα σσα συμβαίνουν γύρω του νά ΐμήν αφορά αυτόν. Ούτε καν τα βλέφαρά του δεν σαλεύουν τη στιγμή πού τό λεπίδι τού ε­ ξαγριωμένου βασιλιά, άγγιζει σχεδόν τον λαιιμό του.


ίδ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

«V Μ. Α Ο ΚΑΊ Λ δέν έχει Ι/&ΜΪ σκοπό πραγματικά νά Αν ϋσκοτώση το ατρόμητο αγόρι. Μπορεί να είναι αγιριος καί αδυσώπητος^ είναι όμως ικαί πονηρός. ρερει πώς αν πραγματικά εκείνος ό ουρανο­ κατέβατος ξένος λέει την α­ λήθεια πώς θέλει νά τον υπη­ ρέτηση, δέν θά μπόρεση· νά βρή ποτέ του καλύτερον σώμα τοφύλακα. Βλέπει πώς όλοι γύρω του τρέμουν και μόνο ό ταν τούς κύττάζη ενώ αυτό τό νεαρό αγόρι δέν φαίνεται νά υπάρχιη; τίποτα σ3 αυτόν τον 'κόσμο πού νά μπορή νά τό τρομάζη, , "Ολη ή κίνησις λοιπόν πού κάνει καθώς και ό φαινομενι­ κός θυμός του/ δέν είναι παρά ένα κόλπο, γιά νά έξακριβώση ιάν τό λευκό παιδί τής ζούγ ικλας του λέει την αλήθεια πώς τίθεται στην απόλυτη, διάθεσί του. Μόλις τό σπαθί άγγ'ίζη σά δάχτυλο τού θανάτου τον λαι­ μό τού Κάλ, τό χέρι τού βα­ σιλιά των Άτλάντων σταμα­ τά απότομα. Είναι ένα παι­ χνίδι τρομερό πού μόνο ένας πολύ καλά έξασκημένος μπο­ ρεί νά τό καταφήρη. Ό Κάϊλ βλέπει τον Κάλ νά υποδέχεται τον θάνατο χωρίς ούτε ένα άνοιγόκλεισμα των ματιών καί μένει έκθαμβος. 'Αποσύρει τό σπαθί του καί κάνει ένα βήμα πίσω. Αέν μπο­ ρεί νά πιστέψη πώς πραγμα­ τικά παρακολούθησε ένα τέ­ τοιο πρωτοφανές δείγμα τόλ­ μης καί παλληκαριάς. Περνά­

ϋΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ ει τό ελεύθερο χέρι του από τό μέτωπό του σαν νά θέλη νά βεβαιωθή πώς δέν βλέπει κά­ ποιο όνειρο... Τά μάτια του είναι τόσο γουρλωμένα πού κοντεύουν νά πεταχτοΰν έξω από τις κόγχες τους. 3Αλλά καί όλοι όσοι παρευρίσκανται έκεΐ μέσα έχουν μεί νει κατάπληκτοι από τό αφάν­ ταστο αυτό γεγονός^ ’Από τά μάτια τής Μπέλλας τρέχουν δάκρυα χαράς πού άντικρύζει ακόμα ζωντανό τον Κάλ. Εΐναι ή μόνη πού νοιώθει κάτι άλλο έκτος άπό έκπληξη γιατί αυτή δέν είχε άπό την αρχή καιμμιά αμφιβο­ λία γιά τό ποιά θά ήταν η στάσι του ατρόμητου αγοριού απέναντι στο θάνατο. "Οσο γιά τον χαζό - Χούπ, αυτός είναι τού έχει άποχαζέψει καί κυττάζει μέ ορθά­ νοιχτη σάν πηγάδι τή^ στομα­ τάρα του τον γυιό τής ζούγ­ κλας. Είναι ό πρώτος πού κινεί­ ται μέσα σ3 εκείνη την αίθου­ σα. Τρέχει τρομαγμένος κον­ τά στον Καλ καί βάζει τό ιχέρι του πάνω στο γυμνό στ ή θος του στο μέρος τής καρ­ διάς του. —· Ζή!, τσιρίζει χοροπη­ δώντας άπό χαρά. Δέν είναι διασκεδαστικο, παιδιά; 3Άν ήμουνα εγώ στη θέσι του, θά είχα κλείσει τουλάχιστον ...τό ένα μου μάτι! Ό Κάϊλ αρχίζει νά συνέρ­ χεται σιγά-σιγά άπό την έκπληξίι του. Τό βλέμμα του πετάει αστραπές. Ό τρομερός βασιλιάς των


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Άτλάντων δέν έχει πεισθή τε­ λείως ακόμα. Ωστόσο ή φωνή του εΐνσι γεμάτη*)! θαυμασμό καθώς -μιλάει π,ρός τα λευκό αγόρι: — Εττιμένεις λοιπόν ακόμα, ξένε, πώς θέλεις νά μέ υπηρέ­ τησης ; —Τί άλλο δείγμα θές να σου δώσω, μεγάλε βασιλιά, πώς αφιέρωσα σε σένα τή ζωή ιμου; —ιΚάΐ λες ότιι θά μπορέσης νά άντικαταστήισης τον ίκ ανώ­ τερο αξιωματικό ιμου, τον ί­ λαρχο Ράταρ, που τον σκό­ τωσες; — "Ολους μαζί τους αξιω­ ματικούς σου μπορώ νά άντικαταστήισω, -μεγάλε Κάϊλ! Κανείς δεν /μπορεί νά ιμέ νική<π\} Ό Κάλ δεν είναι συνηθι­ σμένος σέ τέτοιους κομπα­ σμούς. Λέει, όμως επίτηδες αυτά για νά κάνη μεγαλύτερη έντύπωσι στον βασιλιά των Άτλάντων. Ό άδιόρθίωτος Χούπ όμως πού εννοεί νά χώνη παντού τή μύτη, του, παρεξηγείται μέ την καυχησιά του Καλ. ■— Καλέ, θείε, λέει στον Κάϊλ μέ την τσιριχ,τή φωνή του, για νά του δω/σης ένα μάθημα, βάλτον νά ...παλέψη. ιμέ τή χοντρή άπό δω! —καί δείχνει τή Χούλα! Νά δής πό σες θά άρπάξη ! Ό Κάϊλ χαμογελά ύπουλα. —Έννοια σου, τρελλέ μου! αποκρίνεται γαλήνια. Του φυ­ λάω κάτι καλύτερο ακόμα!.... — Σώώώώπα!, τσιρίζει ό πυγμαίος μέ γσυρλωμένα ιμά-

21 τια. "Έχεις καμμιά χοντρότε­ ρη άπ’ αυτήν; Ή Χούλα §χει σκάσει μέ τή φλυαρία του1 Χούπ. Ετοι­ μάζεται νά άνοιξη τό στόμα της γιά νά τον κατσαδιάση γιά τά καλά, αλλά ή Μπέλλα προλαβαίνει τήν τελευταία στιγμή καί τής ρίχνει ;μιά μα­ τιά πού τή συγκροτεί. Όπιωσ δήποτε ή νέγρα κουνάει απει­ λητικά τήν πελώρια γροθιά της προς τό μέρος του Χούπ. Ό χαζο-πυγμαίος τής βγά­ ζει τή γλώσσα μέ αναίδεια. — Λάθος κατάλαβε!, μοορ ΐμουρίζει. Τής φάνηκε πώς εί­ πα νά παλέψη; μαζί μου! Δεν τρελλάθηΐκα! Στο μεταξύ ό βασιλιάς τής Άτλαντίιδας λέει μετά οστό μι­ κρή σκέψι, προς τον Χούπ: — Όχι, μικρέ τρελλέ! Δέν έχω καμμιά χοντρήπερη... Έ­ χω δμως κάτι ακόμα καλύτε­ ρο κι* απ’ αυτό*!... — Μή^ μοϋ πής!, ξεφωνίζει ό πυγμαίος έκπληκτος. Μά τό τε θόόχη σπουδαία πλάκα! Γιά πές το! —Μεθαύριο· είναι ή εορτή τής στέψης!, λέει ό Κάϊλ ένώ τά μάτια του γυαλίζουν. Κλείνουν τρεΐς κύκλοι του φεγγαριού1 από τον θάνατο του πατέρα μου καί γίνομαι επίσημα βασιλιάς τής Νέας Άτλαντίδος! — Άντε μπράβο! Ή ώρα ή καλή, τσιρίζει ό Χούπ ποόσ χσρα. Νά μάς ζήσης καιί κα­ λά μυαλά! —Ή εορτή αυτή συνεχίζει ό Κάϊλ, θά άνσί'ξη μέ μονομα­ χίες... Μονομαχίες γιά ζωή ή


22 για θάνατο !... Έκιεΐ θά δω άν αυτός ό ξένος αξίζει πραγμα­ τικά δσο λέει! Θά μονσμαχήση. στη σειρά μέ όλους τούς καλύτερους μονομάχους μου! — Έ, Θειε!, τσιρίζει πάλι ό Χούπ. Τΐ... κοτσάνες είναι αυτές πού σου ξεφεύγσυνε; Θά μονομαχήχη με όλους; "Αν τον πελεκήση, ό τηοώτος, πώς θά τά βάλη μετά ;μέ τούς άλλους; Μή λέμε κι·* ο,τι ψτάση τώρα! — Μίλησα!, φωνάζει άγρια ό Κάϊλ. Αυτή εΤναι ή άπόφασίς μου! — Υπογράφω κι’ εγώ, 6 υ­ πασπιστής, διά τό πιστόν τής αντιγραφής!, λέει έπίσηιμα ό χαζό - πυγμαίος. —-Αυτή είναι ή άπόφασίς μου!/ έπσναλαμβάνε ι _ό Κά»λ στο Τδιιο άγριο ύφος, -έινε, ά-

'Ο Κάϊλ έρχεται ντυμένος στή φανταχτερή του στολή κι* ό Χουπ τον άκαλουθεΐ τρελλός α­ πό καμάρι.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ φου λες πώς ή ζωή σου μου ανήκει, θέλω μεθαύριο νά μέ διασκεδάσης στην έρρτή τής στέψης! Ώς τότε θά μείνης αίιχμάλωτος. "Αν νικήσης θά γίνης αξιωματικός μου... "Αν σκοτωθής, θά πεθάνουν αμέ­ σως καί οι δυο συντρόφισσές σου! "Εχεις καμμιά άντίρρη σι; — Οι επιθυμίες σου, μεγά λε βασιλιά, είναι γιά μένα δι­ αταγές !, άποκιρίνεται άτάραχα τό άτρόμηιτο παιδί. Μέσα στο ιμυαλό του λογα­ ριάζει πώς ,μέχρι μεθαύριο εΐναι πολύ πιθανόν νά έχουν άλ­ λαξε ι τά ποάματα. Δεν έχει καμμιά διάθεσι νά μονομαχήση και νά σκοτώση άνθρώπους πού δεν του έχουν κάνει τίπο­ τα/ μόνο και μόνο γιά νά κά­ νη τό κέφι αυτού τού τρομερού (μονάρχη. Ωστόσο γιά τήν ώ­ ρα πρέπει νά παίξη: τον ρόλο του ώς τό τέλος, γιά νά μή βά λη σέ ακόμα μεγαλύτερο κίν­ δυνο τή ζωή τής Μπέλλας και τής Χούλας! — Πολύ ωραία!, λέει ευ­ χαριστημένος ό Κάϊλ. Και ιυιά τελευταία έρώτησι, ξένε: Ποιο είναι τ’ δνομά σου; Ό Καλλίνης δεν μπορεί βέ βαια νά π ή ολόκληρο τ’ όνο­ μά του στον βασιλιά των *Ατλάντων, πού ξέρει πάρα πολύ καλά αυτό τό όνομα... Δεν θέ­ λει όμως νά τού πή ούτε καί την πιρώτη συλλαβή —Κάλ— πού είναι τό δνομα πού τού έχουν δώσει οί πυγμαίοι Χαλόα , γιά νά μην ύποψιαστή τίποτα άπό τή σύμτττωσι. Αποκρίνεται λοιπόν γρή-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γορσ και χωρίς δισταγμό: —Δέν έχω άνομος μεγάλε 'Κάϊλ... 'Άν θές όμως νάμοΰ δώσης ένα όνομα πού να .μου ταιριάζη.... λέγε με Νικητή! Ό Κάϊλ δαγκώνει τά χεί­ λια του. Μια υποψία περνάει για μια στιγμή σαν σκιά από τά μάτια του. "Υστερα λέει ξερά! — Πολύ καλά! Θά τό δού­ με μεθαύριο άν πραγματικά σου ταιριάζει αυτό τό όνομα! Ό βασιλιάς των Άτλάντων θέλει νά πή κΓ άλλα αλλά στα ματάει γιατί βλέπει περιεργγο ς τά μάτια του Χαζο-Χούπ γεμάτα δάκρυα, πού κατρα­ κυλάνε σαν κορόμηλα από τά μάγουλά του και σκάνε κάτω στο πάτωμα τινάζοντας πι­ τσιλιές! — θεοί!, φωνάζει κατάπλη •κτος. Τί έπαθες.. μικρέ μου τρελλέ; — Μά δεν ακόυσες; τσιρί­ ζει ό Χούπ μέ γοερους λυ­ γμούς. Δεν ακόυσες, θειούλη μου τό καημένο τό παιδί; Δεν γνώρισε, λέει, ποτέ του μαμά και μπαμπά! Είναι ορφανό τό φουκαριάρικο! 'Άχ! ΚΓ ε­ γώ δεν γνώρισα ποτέ μου τη γριά μου καί τον γέρο μου και βρέθηκα μέσα στη ζούγκλα! Λες ...νάμαστε άδερφάικια; Ό Κά'ίλ γελάει μέ την αρ­ λούμπα τού Χούπ, χωρίς αμως νά μποοή νά φανταστή,, πόσο κοντά έφτασε στην αλήθεια ό κουτός πυγμαίος.... —-Αποκλείεται νά εΐσαστε άδρρφια έσεΐς οι δυό/ καημέ­ νε τρελλέ μου!, λέει εύθυμα. Δεν μοιάζετε καθόλου I

23

Ή μονομαχία των δύο ηλικιωμέ­ νων αξιωματικών αρχίζει...

Ό Χούπ γουρλώνει τά μά­ τια και κυττάζει μέ πολύ με­ γάλη προσοχή τον Κάλ πού τον κυττάζει κΓ αυτός, προσ­ παθώντας νά καταλάβη άν ό ανόητος φίλος του έχει ξ αν α­ βρή ή όχι τό μνημονικό του. — Λοιπόν έχεις δίκιο, θείε, τσιρίζει ό πυγμαίος μέ μεγάλη και κωμική σοβαρότητα. Δεν μοιάζουμε και τόσο πολύ! Ή μύτη του είναΐι ολόισια, ενώ ή δική μου κάνει μια τσαχπίνικη κοιλίτσα! Ό Κάΐλ ξεραίνεται στα γέ­ λια. Γρήγορα δμως σοβαρεύε ταυ — Σ τρστ ι ώτες!, φωνάζε ι σκληρά. Δέστε τούς τρεΐς ξέ­ νους καί ρίχτε τους στη φυ­ λακή ! Μιά κρύα ανατριχίλα δια­ περνάει τό σώμα τού λευκού αγοριού. Αυτό ήταν κάτι πού δεν τό είχε λογαριάσει, "Ηλ-


24 ττιζε πώς θά κατάφερνε να κινηιθή καί νά μάθη πολλά ώς την ημέρα τής στέψης, από αυτά που τον ένβιιέφεριαν να μάθή γιά τη Νέα Πέλλα... Μ5 αυτόν τον τρόπο όμως δέν θά μπορούσε νά ξεφύγη, ούτε νά άτοφύγη, τή σκληρή δοκ ι μ.εχαία τής μονομαχίας. Δέν μπορεί όμως ούτε ν* άντισταθή αυτή τή στιγμή γι­ ατί αυτό θά σημάνηι άιμεσο θάνατο καί γι’ αυτόν και γιά όλους τους συντρόφους του.

Αφήνει λοιπόν νά τον δέ­ σουν άνα!βάλλοντας νά σκεΦ'θή αργότερα τι πρέπει νά κάνη... ΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ

ΣΤΟΣΟ οι δυο ,μέρες περνούν πολύ γρήγορα. Λεν έχει τήν ευκαιρία νά κιουνήίσηι βήμα μέσα από τήν φυλακή πού τον έχουν ρί­ ξει μαζί μέ τις συντρόφισσές του. Όλοι ου αντίπαλοι πού ώς -σήμερα είχε αντιμετωπίσει με ισα στή ζούγκλα, δέν εΐναι τό οο φοβεροί όσο οί "Άτλαντες. Οι τελευταίοι αυτοί, είναι πο­ λύ πιο εξελιγμένοι και πιο έ­ ξυπνοι από όλους τούς άλλους εχθρούς πού είχε^ στο παρελ­ θόν. "Έχουν πολύ περισσότε^ ρα ρέσα στή διάθεσί τους και είνσι θαιυμάσ ι α οργανωμένο ι, Ή πέτρινη φυλακή ρέσα: στήν οποία τον έρριιξσν, δέν εί­ ναι δυνατόν νά παραβίαστή μέ κανέναν τρόπο. Ο! τοίχοι της είναι χοντροί καί άπροπέλροστοι. "Απ’ έξω φρουρούν δε­

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ κάδες άκοίμηιτοι φρουροί πσύ ξέρουν πώς άν ό Κάλ καταφέρη καί ξεφύγη, θά χάσουν α­ ρέσω ς τή ζωή τους. Επίσης ό λευκός Κύριος τής ζούγκλας δέν μπορεί νά κάνη τίποτε γιατί δέν είναι καί μόνος του. Κάθε του κίνηισις πού θά βάλη σέ κίνδυ­ νο καί τις, δυο συντρόφισσές του δέν πρέπει νά γίνη. Στο μεταξύ, πού αυτός καί ή Μπέλλα μέ τή Χούλα περ­ νούν τις ώρες τους ιμέσα στή φυλακή, οί "Ατλαντες είναι ά νάστατοι όλοι. Μέσα στήν α­ πέραντη, θαυμαστή πολιτεία όπως καί έξω στις γειτονικές ζούγκλες, όλοι οί υπήκοοι του τρομερού Κάϊλ, ασχολούνται μέ δυο πολύ σοβαρά γεγονό­ τα: Πρώτον, μέ τήν τελετή τής στέψης! Ή ιμεγάλη πλατεία τής Νέ­ ας Άτλαντίβας στολίζεται πυρετωδώς. Μεγάλες γιρλάντες άπό' λουλούδια καί απτό πολύ­ χρωμες σημαίες στολίζουν τα αγάλματα καί τά κτίρια πού τήν περιτριγυρίζουν. Σιδερέ­ νιοι χοντροί πάσσαλοι πού ε­ νώνονται1 μέ άλλυσίιδες καίρφώ νονται στή γή. Έτσι θά ξε­ χωρίσουν τά μέρη, πού θά στα θουν οί (μονομάχοι γιά τήν ώρα τής αναμονής καί γιά εκείνη τής μονομαχίας. Ό μεγάλος κύκλος μέσα στον όποιον θά γίνωνται οί /μονομαχίες, στρώ­ νεται μέ πογύ στρώμα από πριονίδι γιά νά μη γλυστρούν εύκολα οί μονομάχοι καί γιά νά μπορή νά καθαριστή εύκο­ λα από τά ρίματος, Μ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! ΐΓύρο-γήρω στην πλατεία, στήνουν μεγάλες έξέδρες γιά νά καθήσαυν τά πλήθη, του λα­ ού πού θά παρακολουθήσουν την μεγαλειώδη και άνατριχιαιστική συγχρόνως εορτή. Το δεύτερο γεγονός πού α­ πασχολεί τούς "Ατλαντες εί­ ναι ή.... άνεύρεσις τής παρδα­ λής^ καρακάξας του ύπασπιστου του βασιλέως, Χουπ! Σέ όλες τις γειτονικές ζούγ ικλες έχουν χυθή δεκάδες στρα τιώτες καί μέ ξώβεργες ειδι­ κά στημένες καί με άλλους χί λ ι ούς τρόπους πού γ νωρίζουν οι άνθρωποι των παρθένων δα σών, κυνηγούν... καρακάξες! Χοντεύει νά μη μεινη καρακά­ ξα γιά ικαρακάξα μέσα στις ζούγκλες, σέ πολλά μιλιά άπόστασι γύρω-γύρω στην Νέα Άτλαντίδσ. "Ολες οί φυλές των μαύρων τής γύρω περιο­ χής πού είναι υπόδουλοι ατούς "Ατλαντες/ ψάχνουν κΓ εκεί­ νες γιά την Μανταλένα. "Εχουν αφήσει τά κυνήγια τους για­ τί οί "Ατλαντες τούς έχουν φοβερίσει πώς άν δέν βρεθή τελικά ή καρακάξα τού ύπασπιιστού τού ,μεγάλου Κάί'λ, θά τούς σκοτώσουν όλους μέχρις ενός καί θά κάνουν στά­ χτη τά χωριά τους! Στο μεταξύ, πολλές φορές καί ό ίδιος ό χαζο-Χούπ, πού έχει πάρει πολύ στά σοβαρά τό ζήτημα, επιστατεί στις ε­ πιχειρήσεις αυτές των στρατι­ ωτών καί τρέχει μαζί·· τους στη ζούγκλα πού στήνουν τις ξώ­ βεργες, δίνοντας διαταγές σέ αυστηρό ύφος τη μιά φορά

καί ξεκαρδισμένος στά γέλια την άλλη. Αυτά ώς τό μεσημέρι τής δεύτερης μέρας. Γιατί άπό εκεί καί ύστερα έχουν μσζευτή μέσα σέ κλουβιά περίπου χίλιες καρακάξες! Ό Χούπ, φυσικά), έχει πλέον πολύ δου­ λειά νά κάνη^ και δέν έχει και ρό νά άσχολήται μέ τό κυνή­ γι τους. "Εχει βάλει καί τούχουν στρώσει ένα μεγάλο ίμερος μέ μαλακό/ κοσκινισμένο χώμα καί παίρνοντας μιά ημιά τις καρακάξες προσπαθεί νά^τίς βάλη. νά τού γράψουν τό όνο­ μα Μανταλένα! Φυσικά, 'ματαιοπονεΐ. "Αλ­ λο πουλί πού νά μιπρρή νά πε τήχη τέτοιο κατόρθωμα έκτος άπό την άληιθινή Μανταλένα δέν υπάρχει στον κόσμο. Ό Χούπ είναι κατασκασμένος. Ό Κάΐλ πού θέλει νά δ ή γιά λίγο τον τιρελλά του καί νά διασκέδαση μέ τις τρέλλες του, πηγαίνει καί τον βρίσκει στην αύλή τού παλατιού. Ό πυγμαίος είναι πνιγμέ­ νος στη δουλειά! Ό Κάϊλ τον βλέπει χωμέμον μέσα σ3 ένα σύνταγμα ά­ πό άγριες καρακάξες κλεισμέ νες σέ κλουβιά καί σκάει στά γέλια, παρατηρώντας τσν^πού μέ παρακάλια προσπαθεί νά βάλη μιά καρακάξα νά τού γράψη,! — Μικρέ μου τρελλέ, τού λέει εύθυμα, πώς τά πας; Α­ κόμα δέν τη βρήκες τη... ζερ­ βοχέρα; -— Ζερβοπόδα/ θείε!, τον διορθώνει ό Χουπ σοβαρά. "Α


26 σε με στη σκασίλα μου! —'Γι-σιτί; Τι έπαθες; λέει ό Κάϊλ ξεκαρδισμένος στα γέ­ λια. — ’Άστα, μην τα ρωτάς! — Δηλαδή; — Παιδάκι μου, τούτες ό­ λες οι καρακάξ'ες πού μου ψέρ νουν είναι...αγράμματες ντίπ. Τούβλα τού ’Άτλαντος! Τ6χει φαίνεται τό χωριό σας! Ό Κάϊλ διασκεδάζει δσο δεν διασκέδασε ποτέ στη ζωή του. — Μή μού τό λές!, κάνει ξεραμένος στα γέλια. Να τής στείλουμε σχολείο! — Και πάλι μάς χρειάζε­ ται ή' Μανταλένα!, μουρμου­ ρίζει ό ανεκδιήγητος Χούπ. — Τί νά την κάνουμε;

— Εξακολουθείς νά θές νά α­ γωνιστής γιά μένα; ρωτάει 6 Κάϊλ.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Τό δικό τον χτύπημα είναι τόσο τρομερό πού τό τσεκούρι ξεφεύ­ γει από τά χέρια του...

— Ποια θά τις μάθη άν δεν β,ρεθή μια πού νά ξερή γράμματα; — Μωρέ καλά λές!, ξεφω­ νίζει μέ θαυμασμό ό βασιλιάς Αυτή δέν είναι παρατήρησις τρελλού! Είσαι πολύ έξυπνος. — Κι5 εσύ ντουβάρι πού τό κατάλαβες τώρα! Ό Ι^άϊλ ξεσπά στα γέλια άλλη μια φορά. Τον διασκε­ δάζει αφάνταστα νά υπάρχη κάποιος οπόν κόσμο πού νά τού μιλά μ* αυτόν τον τρόπο πού κανένας άλλος δέν θά τολ μούσε νά τό κάνη! Φυσικά, ό­ ταν αυτός ό κάποιος είναι έ­ νας τρελλός σάν τον Χούπ, δέν έχει κορμιά σημασία τό τι λέει. Είναι γνωστό πώς δ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

λοι οί «τρελλοΐ» (*) δλων των βασιλιάδων, έλεγαν δ,τι τούς ερχόταν στο κεφάλι σέ τρο­ μερούς μονάρχες, πού αν τά έλεγε κάποιος άλλος θάχανε αμέσως τό κεφάλι του. Εκεί­ νοι <αμως δεν πάθαιναν τίπο­ τα και μόνο π ρο:< αλοΟσαν τό γέλιο του Κυρίου των. Ό Χούπ λοιπόν, για να μην ξεφ άγουμε κΓ από την ι­ στορία ·μα·ς, -βλέπει τον Κάϊλ πού κάθεται και χ ασκό γελάει κυττώντας τον καί τον πιά­ νουν πάλι τα νεύρα του. Δίνει ίμια στην ικαρακάξα πού ικρατάει στα χέρια του (*) «ίΤιρΈλλοί» ώνοιάζονταν οι «γελώτόπο-ηοΐ» ττού ®Τχαιν παλιότερα οι -βασιλιάδες κοί που σί τηειρισσότερο: άττ’ αυτούς ικάθε άλλο ήσοαν παρά τρελλοίι, άλλα άνθρωπο ι σο­ φοί, που μέ τί,ς συμβουλές τους ώ'δηιγουσαιν πολλές φορές τούς κυρί­ ους των.

— Σκοτώστε στε τον αμέσως !

τον! θανατώ­

— ι0 Άβάλ!, μαυγγρίζει ό Κάϊλ κατάχλωμος^ '0 αληθινός βασιλιάς τής Νέας Άτλαντίθας!... *0 άοερψός μου!

καί την αμολάει στον ουρανό, άγανακτ ισμένος πού δεν έν~ νοεΐ να του γράψη. ούτε γράμ­ μα ιμε τά νύχια της ατό χώ­ μα. — ”Αϊ ιστό ικαλό κΓ έσύ, -μωρή!, τσιρίζει με 'Θυρό. -ύλο άπελέκητο! ΚΓ εσύ, θεΐε, δεν πας καίμιμιά βόλτα νά μ5 άφήσης νά κάνω τη δουλειά μου; Τί γελάς δηλαδή; Βλέ­ πεις τίποτα τό άστεΐο; Ό Κάϊλ δεν ιμπορεΐ νά του άπαντήση: από τά πολλά γέ­ λια. Ό Χούπ ανοίγει άλλο κλου 6ί καί βγάζει άλλη- καρακάξα. Την άκουιμπάει στο χώ,μα καί τής λέει τσιριχτά: — Γράψε, ιμωρή, «Μανταλένα»! Τό «Μ-ί» κεφαλαίο! .Πρόσεχε!


28 Τό πουλί τρομαγμένο προ­ σπαθεί νά ξεφυγη από τά χέ­ ρια του πυγμαίου καί έτσι ό­ πως τινάζεται, τά νύχια της ξύνουν καί σχη,ματί'ζουν (μερι­ κές γραμμές! —Μωρέ καλλιγραφία!, τσι ρίζει ο χαζό - Χούπ ιμ·έ θυμό. Τι γράμματα είναι αυτά που κάνεις, μωρή; Αυτά δεν είναι γράμματα! Είναι... ορνιθο­ σκαλίσματα ! Ή καρακάξα κρώζει βρα­ χνά από τό φόβο της. Ό Χούπ τής δίνει ,ιμιά καί την αμολάει κι’ αυτήν. — "Αντε/ τράβα! τής λέ­ ει με απογοήτευα ι. Δεν είσαι εσύ ιμιά φορά! Ή Μανταλένα ήταν πρίμα! Έσύ είσαι μπάσα! ιΚαί' γυρίζοντας προς τό μέ ρος του Κάϊλ συνεχίζει: — “έρεις ά(τό τί μπορεί νά είναι έτσι βραχνή ή φωνή της; — Άπό τί; λέει ό βασιλι­ άς των ’Ατλάντων, βαιστώντας την κοιλιά του. — 5Από τό τσιγάρο! Ό Κάϊλ κάθεται κάτω α­ πό τά πολλά γέλια. — Κάτι έπαθε αυτός τσι­ ρίζει ό Χούπ. 'Καί βουτάει πάλι μια και νούΐργια καρακάξα, άλλα ξα­ φνικά βάζει τις φωνές: — Μπά! ' Εσύ εδώ! Βρε τη μυστήρια! Αυτή είναι! Είμαι σίγουρος! Τή γνωρί­ ζω ! Ό Κάϊλ πετάγεται όρθιος γιατί κι’ εκείνου τό ενδιαφέ­ ρον είναι μεγάλο γιά την πε­ ριβόητη κιαρακάξα πού λέει ό

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ τρελλός του πώς ξέρει νά γρά ψιη τό όνομά της. — Ή Μανταλένα; φωνάζει καί πετιέται επάνω. — Ποιά Μανταλένα, καλέ; τσιρίζει ό Χούπ. Τάχασες καί τό λίγο .μυοαλό πού είχες, θει­ ούλης — 3Αλλά τότε; Πώς τή γνωρίζεις; — Την ξαναεξέτασα καί προηγουμένως!>, αποκρίνεται ό πυγμαίος με γουρλωμένα μάτια. Τή θυμάμαι από τις δυό άσπρες βουλές πού έχει κάτω άπό την κοιλιά! Είναι αγράμματη όσο κι’ ένας νεο­ γέννητος σοφός! Έ, λοιπόν, είναι ξεφτήρια' οί φαντάροι σου, πανάθεμά τους! Μόλις την άμόλυσα, δεν πρόλαβε νά φτάση τά τείχη, την ξαναβου^ τήξανε καί μου την ξαναφέρανε! Αυτή τή δουλειά θά κά νουμε τώρα; Ί<ιΐ5 ετούτη τή φορά ό τρο­ μερός βασιλιάς Κάϊλ φοβά­ ται ότι υπάρχει κίνδυνος νά άρρωστήση άπό τά πολλά γέ λια! Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΤΕΨΗΣ

ΠΟ ΤΑ χαράματα τής άλλης (μέρας, όλοι οί 'Άτλαντες αρχίζουν νά υαζεύωνται στη μεγάλη πλα­ τεία τής πόλεως. Οί εξέδρες γεμίζουν ασφυ­ κτικά άπό πλήθη* πού ξεφωνί­ ζουν ικαί ή βοή είναι τόσο δυ­ νατή πού ξεπερνάει τή Νέα Άτλαντίδα καί χάνεται μέσα στις γύρω ζούγκλες, τρομά­ ζοντας τά αγρίμια.


ΤΗ£ 20ΫΓΚΛΑΪ Ο! μονομάχοι έρχονται κατό·πιν. Τελευταίους φέρνουν τον Κάλ ιμέ τις δυο συντρό­ φια σές του. Τα χέρια τους είναι δεμένα ακόμα μέ χον­ τρά σχοινιά για νά μη .μπο­ ρούν νά επιχειρήσουν νά τό σκάσουν. Ή Μπέιλλα βλέποντας τά πλήθη γυρίζει καί λέει σιγά στο αυτί του λευκού αγοριού πού βαδίζει πλάϊ της: — Βλέπω πώς τίιποτ.α δεν μάς γλυτώνει πιά. Μέ δυσαρεστεΐ και ιμέ στενοχωρεΐ μό­ νο πού δεν κατάφερες νά τελειώσης την αποστολή σου Ο­ πως έπρεπε... —Μην απελπίζεσαι, Μπέλ λα... Δεν τελείωσαν δλα ακό­ μα... — "Έχεις ελπίδες; Μήπως θά μονομαχήσης ,μέ τούς αν­ θρώπους τού Κάΐλ; — "Ε, λοιπόν/ ναι!, μουρ­ μουρίζει τό αγόρι μέ πείσμα. Άφοΰ τό θέλει, θά τό κάνω <!< ι ’ αυτό ! ^ — Κάλ, λέει σιγά τό κο­ ρίτσι. ~έρω πώς δέν θά σκό­ τωνες ποτέ έναν άνθρωπο πού δέν σ’ έχει πειράξει... "Αν τό άποφασίζης τώρα, -δέν τό κά­ νης γιά νά σωθής, άλλά' γιά μένα... Δέν θέλω νά τό κάνης; άυτό. "Ας πεθάνω! Δέν με πειράζει.... — "Ακούσε, Μπελλα... Δέν τό κάνω γιά σένα... Κι* άν χρειαστή νά σκοτώσω έναν ή δυο ή και περισσοτέρους "Α^ τλαντες γιά τό ικαλό τής Πέλ­ λας, θά τό έκανα... Προς τό παρόν ρμως δέν έχω σκοπό νά σκοτώσω κανέναν!

29 Ή κοπέλλα δέν καταλαβαί­ νει. Τόν κυττάζει μέ απορία. Δέν προλαβαίνει όμως νά τόν ρωτήση τίποτα. "Εχουν φτάλ σει στο στρατόπεδο αναμονής των μονομάχων. "Ολη ή Άτλαντί,δα ξέρει πιά γιά τόν λευκό γίγαντα πού θά μονομαχήση σήμερα ικαΐΐ τά πλή­ θη ξεσποΰν σέ τρομερές φω­ νές βλέποντας τον. Δέν φωνά­ ζουν όμως εχθρικά, -έρουν ό­ τι υπάρξει πιθανότης αυτός ό ξένος νά γίνη ό πρώτος άξ'ωμιατιικός τού Κάϊλ καί δέν θέλουν νά δείξουν εχθρότητα απέναντι του... Στη στιγμή οί σάλπιγγες ηχούν θριαμβευτικά. "Ερχεται ό μεγάλος; Κάϊλ, ντυμένος μέ μια φανταχτερή στολή, γεμάτη χρυσάφια καί πολύτιμες πέτρες. Πλάϊ τού βαδίζει καμαρωτός καμαρω­ τός ό χαζό - Χούπ! Ε|ναι κ'ι’ αυτός ντυμένος μέ μια στολή αντάξια μέ τό καινούργιο, τρανό του αξίω­ μα! Πολύχρωμα ρούχα^ κεντη μένα χρυσά, πού αστράφτουν από όλες τις μεριές. Καί μό^ νο στο κεφάλι-του φοράει την καπελλαδούρα του μέ τόν.., ανεμοδείχτη, πού μέ κανέναν τρόπο δέν κιατάφερε ό Κάϊλ νά τόν κάνη νά τό άπόχωρΗ στή !^ Τό κόρδωμα τού πυγμαίου κατόπιν όλων αυτών, πρέπει ό -καθένας νά τό φαντασθή μό νος του όσο μπορεί καλύτερα, Ό Κάϊλ πάει και κάθεται Ρ’ έναν χρυσό θρόνο, πάνω σέ -μια απομονωμένη εξέδρα που την φυλάνε πάνοπλοι φρουροί*


36 Ό Χούπ... θρονιάζεται σ' έ­ να ψηλό ασημένιο σκαμνί δί­ πλα του. Ό Κάϊλ φωνάζει αμέσως: — Ν5 αρχίσουν οί αγώνες! Ό Χούπ πετάγεται κι’ αυ­ τός >άπό τή θέσι του και τσι­ ρίζει στρίγγλικα: — "Αντε στα γρήγορα, γίά να μ ή θυμώσω! Κι’ έ­ χω νά εξετάσω μερικές... κα~ ρακάξες πού μείνανε... μετε­ ξεταστέες ! -—· Κάτρε στη Βέσι σου!, του λέει ό βασιλιάς αυστηρά γιά νά τον φοβίση. Τώρα κύτ Τα νά δής ένα θέαμα πού δεν θά τό ξεχάσης ποτέ σου! —- Πολύ αμφιβάλλω αλλά τέλος πάντων!, μουρμουρίζει ό χαζρ - Χούπ. Έγώ δεν θυ­ μάμαι τι έκανα πριν από τέσ σερις μέρες! Οι πρώτοι μονομάχοι ωσ­ τόσο φτάνουν στο στίβο. Εί­ ναι δυό ηλικιωμένοι άοπρομάλλιηιδες. Ό ένας είναι ντυ­ μένος με πανοπλία κι* ό άλ­ λος ημίγυμνος. — ,Είναι οί παλιότεροι πο λεμιστές !, έξηγεΐ ένας φρου­ ρός στον Κάλ πού περιμένει δεμένος τή σειρά του. Ό βα­ σιλιάς διέταξε δλοι οί γέροι πού δεν είναι δυνατοί νά σκοτώνωνται. Οί μονομαχίες εί­ ναι ένας τρόπος νά μένουν οί πιο γέροι άπό οώτούς! Ό Κάλ ανατριχιάζει χωρίς νά τό θέλη, άλλά δεν δείχνει Τίποτα στον άξιωματικό τών Άτλάντων. Δεν μπορεί νά κα Ταλάβη τόση βαρβαρότητα καί σκληρότητα Ο3 ένα μέρος ΐτού φαίνεται νά έχη παλιόν

ΚΑΛ — 0 ΚΥΡΙΟΙ πολιτισμό. Αυτός ό Κά'ίλ πρέ πει νά είναι ένα πραγματικό τέρας στην ψυχή... Μά καθώς σκέπτεται αυτά ή μονομαχία τού θανάτου αρ­ χίζει. Οί δυο ηλικιωμένοι πο­ λεμιστές παίρνουν άπό ένα περίεργο τσεκούρι μέ μακρύ χέρι ό καθένας καί πηγαίνουν καί υποκλίνονται μπροστά στον τρομερό βασιλιά. ^ Έκεΐνος τούς χαιρετά σηΓ κώνοντας τό χέρι του. — "Αντε!, φωνάζει κι’ ό, άνο ικανό μητος Χούπ πού πρέ πει πάντα νά πή τή,ν τελευ-, ταίια λέξι. ,Καί νά τσακωθητε ήσυχα! Χωρίς καυγάδες! Κι5 αυτά τά τσεκούρια νά τ3 αχή­ σετε νά ιμή βγάλετε κανένα μάτι^κι' είναι κλειστά τά φαρ μακεΐα σήμερα! Ή μάχη αρχίζει σκληρή καί άγρια. ΚΤ οί δυό ηλικιω­ μένοι άντρες γνωρίζουν πολύ καλά την τέχνη του πολέμου, αφού σ3 δλη τους τή ζωή έ­ χουν δώσει πολλές μάχες. Μά έκεΐνος μέ την πανοπλία/ εί­ ναι φανερά δυνατώτερος άπό τον ημίγυμνο, Τά χτυπήματα του είναι πιο δυνατά καί γρή­ γορα ό άλλος αρχίζει νά κου­ ράζεται. Ό τρόμος καί ή α­ πελπισία άρχίζουν νά καβρε* φτίζωνται στο βλέμμα του. Ή Μπέλλα άπο στρέφει τά μάτια της. Ή Χούλα μοορμαυ ρίζει κατάρες άπό μέσα της έναντι ον του Κάϊλ. Ό Κάλ κυττάζει τον ετοι­ μοθάνατο καί ή ψυχή του γε­ μίζει αγανάκτησι. Μένει όμως στη θέσι του. Είναι δεμένος. Δεν μπορεί νά έπέμβη. Κατα-


λαβαίνει πώς 6 ήιμ>ί γυμνός πο λογά ό νεαρός Μακεδών. λεμιστής είναι οριστικά κα­ — Θά παλέψης λοιπόν μέ ταδικασμένος. τον Ρούφο! Είναι ό τρομερώ Τό έχει καταλάβει κι5 εκεί­ τερος μονομάχος ρου! Βλέ­ νος φαίνεται. Τά πόδια του πεις τι τΐιμή σού κάνω! τρέμουν. Γιά νά δώση ένα τέ­ — Σ' ευχαριστώ, μεγάλε λος στην άγωνίσ του σταμα­ βασιλιά! τάει ξαφνικά τον αγώνα. Ό Κγ* ό Χούπ τσιρίζει και αντίπαλός του τότε ση,κοδνει πάλι μιά κι5 ήρθε ή σειρά άμε’ίιλικτα τό τσεκούρι και τό του: κατεβάζει με δύναμι για μια — Σ υμπαθητ ικό πάΐδάκ (, τελευταία φορά. λοιπόν αυτός ό (μικρός! -έρει "Ενας πνιχτός βόγγος άκαι τους καλούς τρόπους! κούγεται. Αλλά τούτο πού μού συμβαί, — Π άρτε τον!, ξεφωνίζει νει. μαζί του είναι περίεργο! ανυπόμονα ό βασιλιάς από Έχτές γιά νά τον δώ στη φά­ την εξέδρα του. Γρήγορα! τσα* σήκωνα τά μάτια πάνω! ^ — Τολεγα έγώ πώς αυτά Σήμερα σκύβω γιά νά τον δώ. δεν είναι παιγνίδια!, τσιρίζει 3Ή αυτόν θά τον κοντήνανε ό χαζό - Χούπ συγχισ;μένος. ή έγώ έπαιθα πρόωρη, άνάπτυ ξι στά καλά καθούμενα! Μά ό Κάϊλ φαίνεται πολύ Κι5 ό ηλίθιος πυγμαίος άνυπόμονος. Τό βλέμμα του στρογγυλοκάθεται πάνω στην πηγαίνει συνέχεια στο γιγαν­ εξέδρα του γιά νά παρακο­ τόσωμο λευκό άγόρι. Βιάζε­ λούθηση καλύτερα τη μονο­ ται νά τον δή νά μονομαχήση. μαχία. Τό θέαμα των γέρων πού α­ Ό Ρούφο έρχεται καί στέ­ γωνίζονται απελπισμένα και κεται^ πλά'ί στον Κάλ καί υ­ μέ τέχνη δεν τον ενδιαφέρει. ποκλίνεται μπρος στον βασι­ Δίνει λοιπόν ξαφνικά, καινούρ λιά. Εκείνος τούς χαιρετά υ­ για διαταγή: ψώνοντας πάλι τό χέρι. — Νά σταματήσουν αυτού Οί φρουροί πλησιάζουν καί τ ού είδους οι αγώνες! Λύστε τούς δίνουν άπό ένα τσεκούρι. τον ξένο πού θέλει νά λέγε­ Ή θανάσιμη μονομαχία άρται Ανίκητος και φέρτε τον χίζει. μπροστά μου! Ό Χούπ παραξενεύεται. Σε δυο λεπτά πραγματικά — Μά τί πάθοινε όλοι τους ό Κάλ, ό γυιός τής ζούγκλας σήμερα καί τσακώνονται; τσι μέ ελεύθερα τά χέρια βρίσκε­ ρίζει. Δέν θά μάς άφήσουν νά ται ιμπροστά στην εξέδρα τού ευχαριστηθούμε την έορτή τρομερού .μονάρχη. κοςμμιά φορά; Χορευτικά δέν — Εξακολουθείς νά θές θσχη, θειε; νά άγωνισθής γιά μένα; φωνα ζει ό Κάϊλ. ^ λ ·;|ν — Βλέπε καί μη μιλάςΓ — Αυτό πού σού είπα δέν ίίίμουγγρίζει ό Κάϊλ πού αυτή άλλαζει! * αποκρίνεται λιγό-&®τή στιγμή παρακολουθεί με


η <ρ

ΚΑλ — 6 ΚΥΡΙόί ~—.

πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τή ποχαιρετά. "Υστερα λέει ή­ μονομαχία. ρεμα: Μά ό άγώνας δεν κρατάει — Σου αφιέρωσα τή ζωή όσο περίμενε. Ό γυιός τής μου είμαι έτοιμος, νά πεθάζούγκλας είναι πραγματ'κά νω άν τό θέλησης! Μά έναν ανίκητος. Ό Ρούφο πετυχαί­ άοπλο δεν θά σκοτώσω ποτέ νει δυο τρομερά χτυπήματα μου! μά ό Κάλ τα άποκρούει ^εύ— Θανατώστε τον! Θανα­ κολα μέ τό διικό του τσεκούρι. τώστε τον άμέσως! Αυτή τή Μά δταν έρχεται και ή σειρά στιγμή!, ουρλ ιάζε ι μανι ασμέτου νά χτυπήση,, τό .πρώτο νος ό Κάϊλ, μέ άφρούς λύσ­ του κιόλας χτύπημα είναι τό σας στο στόμα του καί τρέ­ σο τρομερό πού τό τσεκούρι μει ολόκληρος απτό την οργή: ξεφεύγει από τά χέρια τού Οί φρουροί όίριμούν μέ τις αντιπάλου του και πέφτει κά λόγχες προτεταμένες, ενώ ό τω. Κάλ πού βλέπει πώς δεν εχει πια καμμά ελπίδα, μένει Ό Ρούφο στέκεται τότε έμ ακίνητος καί μιά έλαφρά χλω προς του γαλήνια καί περι­ μάδα χύνεται στο πρόσωπό δένει τό θάνατο. Ό Κάλ στέ­ του... κεται καί κατεβάζει τό τσε­ κούρι , στη γή. ΣΤΑΘΗΤΕ! — Χτύπησε!/ ουρλιάζει ό Κάϊλ από την εξέδρα του. Νι ΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ όμως ά~ /κήθηκε! Πρέπει νά πεθάνη ! τό τούς στρατιώτες τρέ — Δεν μπορώ νά σκοτώσω χει κάποιος άλλος κοντά έναν άοπλο!, αποκρίνεται με όταν Κάλ καί όστλώνει τά χέ­ θάρρος ό Κάλ, ενώ ό Ρούφο ρια μπροστά σά νά θέλη νά τόν κυττάζει ιμέ γαυρλωμένσ τόν προστατεύση. μάτια μη μπορώντας νά πι— Σταθήτε!, φωνάζει μ* στέψη στ5 αυτιά του. όλη. του τή δύναμι καί οι στρα —- Σκότωσε τον!, ουρλιά­ τιώτες σαστισμένοι κοντοστέ ζει μανιασμένος από τό θυμό κοντάι πραγματικά γιά μιά του ό τρομερός βασιλιάς. Αυ στιγμή. χ . . Τη είναι ή διαταγή μου! Για Τό παιδί τής ζούγκλας α­ νά μέ υπακούς τυφλά δεν ήρ­ νατριχιάζει γιά μιά στιγμή ά θες έδώ; κούγοντας τή φωνή του, μ* ό­ — Δεν μπορώ νά σκοτώσω λο πού δέν βλέπει τό πρόσω­ κάποιον πού δεν κρατάει ό­ πό του πού είναι σχεδόν ολό­ πλο!, άττοκρίνέται καί πάλι κληρο σκεπασμένο μιέ μ>ιά ά­ ό γυιός τής ζούγκλας. σπρη κουκούλα; — Τότε θά πεθάνης εσύ! / ^ «Εΐνάι 6 άγνωστος φίλος ξεφωνίζει άφρίζοντας ό βασι­ τής ζούγκλας», συλλογίζεται λιάς. άναυδος. «Πώς βρέθηκε εδώ; Ό^Κάλ γυρίζει καί κυττάι ί τρέλλα είναι αυτή πού κά­ ζει την Μπελλα σά νά την α­ νει; Θά τόν σκοτώσουν άσφα


33

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ λώς μαζί -μου1!» Ό Κάϊλ σ’ αυτό τό μετο&ξύ έχει συνελθεί από την πρώ τη, του κατάπληξι. — Ποιος είναι αυτός ό η­ λίθιος; ουρλιάζει. Πώς τόλ­ μησε νά σψηφήιοη τή διαταγή μου; Σκοτώστε τον αμέσως κ ι7 αυτόν! Οί στρατιώτες κάνουν πάλι νά όρμήσουν, άλλα τότε ό ά­ γνωστος ξεσκεπάζει μονομιάς το πρόΐσωπό του, ρίχνοντας την κουκούλα πίσω στην πλά­ τη του. Οι ’Άτλαντες πού βάδιζαν εναντίον του μένουν άναυδοι· τότε. Τά μάτια τους γουρλώ­ νουν! Μαρμαρώνουν στη θέσι τους... Άπ’ όλο 5έ τό πλήθος πού γεμίζει τις εξέδρες γύρω στην πλατεία, ξεσηκώνεται σιγά σιγά «μια πελώρια βοή πού θεριεύει σε μια στιγμή καί φτάνει στά μεσούρανα! — Ό Άβάλ! ! Είναι ό Ά­

βάλ ! ! Ό μεγαλύτερος άδελΦ«ό>ς του Κάϊλ! ^ Ό άλη0ινό-ς βασιλιάς της Νέας Άτλαντίδας! !... — Ό Άβάλ! !, μουγγρυζει ό Κάϊλ καί τό ^πρόσωπό του γίνεται μονομιάς άσπρο σάν χαρτί. Ό αδελφός μου!

"Οχι! Δεν «μπρρεΐ! ΕΤναι ψέ­ ματα. ΕΤνα ι. φάιντ αισμ α!... — Δεν είμαι φάντασμα/ Κάϊλ!, ξεφωνίζει ό Άβάλ γιά νά τον άκούση όλος ό κόο μος. Απλώς αυτός πού έβα λες νά με δο«λοφονήση, δεν τό έκανε! Με έξό«ρκι(σε νά φύγω στη ζούγκλα καί σου είπε δτί «μ’ έφαγε ένα λιοντάρι! Θυ­ μόμουν όμως; τή μέρα πού έ­ πρεπε νάρθω νά φορέσω τό στέμμα τής Νέας Άτλαντίδσς! Νάμαι λοιπόν! ^Ηρθ'α γιά νά σε τιμωρήσω και γιά τή δολοφονία τού πατέρα μας Κάϊλ! Κ ατέβα από τον Θρό­ νο αυτόν πού δεν σου ανήκει! Σήμερα εμείς οί δυο θά κλείσο'υμε τό πρόγραμμα τών μονομ«αΐχ ιών! — Γειά στο στόμα σου!, τσιρίζει ό χαζό - Χούπ κατα­ χαρούμενος καί μέσα στή σι­ γή πού βασιλεύει παντού ή φωνή του φτάνει ως τήν άκρη τής ζούγκλας. Βαρυέμαι τούς καυγάδες καί συχαΐίνομαι τά αίματα! Είναιι πράματα τώ­ ρα νά καθόμαστε καί νά βλέπουμ ε άνο ι γμ«ένα κεφ άλ ι α ; ’Άντε νά ξεμπερδεύουμε! Τσα κωθήτε ψιλικά κι’ αγαπημέ­ να σάν άδερφάκ ια πού εϊσαστε! Μή θυμώισω!...

ΤΕΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΡΩΜΑΝΟΣ

Άποκλειστικότης: Γεν. Έκδοτικαΐ Επιχειρήσεις Ο. Ε.


Κ ΑΛ -

Ο

Εβδομαδιαίο

ΥΚΛΟΦΟΡΕ1

ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ περιοδικό ζθτγκααζ

ΚΑΘΕ

Ρ Α I Κ ΕΥ

Γρ.: 'Οδός Αέκκα 22—Τόμος 2—Άριθ. 13—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. 'Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαοστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 3*8. Προΐστ. τυττσγρ.: Α. Χατζηβασιλείο-υ, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αίκκα 22, *Αθ^ναι.

Για τδ ερχόμενο τεύχος δεν υπάρχει διαφήμισις. Οι άναγνώστες μας ασφαλώς θά σπεύσαυν νά απολαύσουν τό τέλος τής δραματικής αυτής περιπέτειας. * Αναφέρομε μόνο σαν μια καινούργια εκπληξι τον τίτλο του:

ΧΟΥΠ, Ο ΗΡΩΣ ΤΩΝ ΑΤΛΑΝΤΩΝ ! Τδ μεγαλύτερο γλέντι τής ζωής σας, εγγυημένα! ! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ «ΚΑΑ»


λ>?/ <ρ£υγοητ&ζ

ηΌοτβηειβιε γη άΡΑίΗ 70/ ΤΊΡΟί&βηηΟΗΎβε ΤΟ ΚΟΡ/ΤΙ/ 7707 ΘΑ 1 ε/Τλ/ Η/λ εηΑΦΡοην7)η Η ΚΑ7 Γ6Π0/Θ,

νροέΠβΟαίΑ λ/794/ορ&££2 7η ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΌΧΙ Χ&Λ/Ρ7 Α4/λ/λΤΟΤ/ 77777 467/ 067)9 Λ7Α £6 ΖΑΛ779

49 π/)6θτ/!

\

*

ηη ΠΡ9Τ77 ΦΟΡΑ £49 ΚΑ7 7Ρ67Ι

0X1 ΧΒΗΡΥ Ηθΐ Οι9 £ΖΗ -

ΡΜ0ΜΑ467- ΑΠβηΤΗίΑ ΘΡΡΡΟί τ/λ ΤΙΡΟΪΤΑΤΒΥΣΟ 707/ £7)770 Η07 ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΑβΟΑΙΜΟ £79 //ΌΥ

ΨΗΗΙΖ5 Η/ΤΗ ΤΗΜ· Π/ΟΗ -

~Γά6Ν ΜΠΟΡΒ/ 7/Ρ) £77/671 £Η 7Αυτή ί>( ΙΧ'ΤΧ'ΓτΆ ?"Ρ*Λ' <Γ I Τ ,. Λ1Λ η Κβ-τηζτΗΐιΐ &α 77Λ, τιηι , β-τιο κει πουήρθβζ θηηοι



ΧΟΥΠ: Ο ΗΡΩΣ ΤΩΝ ΑΤΛΑΝΤΩΝ

τι εκείνος είναι ό πραγματι­ κός βασιλιάς τής πανάρχαιας αυτής πόληις. "Οσοι θ3 ακού­ ΤΡΟΜΕΡΟΣ βασιλιάς σουν αυτόν, άλλοι τόσοι θ’ α­ τής Άτλαντίδας 'Κάϊλ, κούσουν ικαί τον αδερφό του έχε ι γίνει κάτασπρ σς καί ίσως καί περισσότεροι... οοττο την ταραχή του. Τά μέ­ Έχει βέβαια τούς πιστούς λη ταυ τρέμουν οοττο τή ιμανία του, άλλά στην πλατεία τής του πού_δέν μπορεί νά κάνη ^Ατλαντίδας είναι μαζεμένος τίποτα. ζιέρει πώς και νά δια δλος ό στρατός... τάξη πιά νά συλλάβουν τον Ό Κάϊλ ξέρει πώς ελάχι­ .μεγαλύτερο αδελφό του τον στοι από τούς στρατιώτες του Άβάλ, κάνεις δεν θά τό κά­ έχουν λόγους νά είναι ευχα­ νη.... (*) "Ολοι γνωρίζουν ό­ ριστημένοι μαζί του. Ξέρει, ότι σε μιά διαταγή τού 3Α(*) Διάβασε τό -προηγούμενο βάλ, σλοι οί δυσαρεστημένοι 13ο τεύχος τοΟ «ΚΑΛ» ,μέ τίτλο: « ΚΑ · I ■ Λ καί Α Β ΑΛ ». θά ενωθούν εναντίον του καί ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

Ο

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4

ή πλατεία ιμέ την έορταστική έμφάνισι, θά γίνη, μονομιάς φοβερό πεδίό μάχης..% Δον ξέρει όμως ττοιό θά εί­ ναι το αποτέλεσμα της μάχης αυτής καί φοβάται πολύ μή­ πως είναι άσχημο για την παράταξί του. Ό μεγαλύτερος αδελφός του, ό Άβάλ, στέκεται περή­ φανα ιμέ τό λεβέντικο άνάστη*· μά του στη ιμέση τής αρένας και περιμένει. Κυττάζει τον 'Κάΐλ δχι ιμέ μίσος όπως τον κυττάζει εκείνος, αλλά αυστη μά και μέ κάττοια θλΐψι πού ό άνθρωπος αυτός είναι άδελφός του... “Όσο γιά τον 'Κάλ καί τις δυο συντρόφισσές του, 6έν έ­ χουν ακόμα συνελθεί από την τρομερή τους έκπτίληιξί. Ποτέ δεν περίμεναν πώς ό άγνωστος φίλος τους τής ζούγ κλας, θά ήταν ό πρωτότοκος γυιός του βασιλιά των Άτλάντων, 'Άρατ. 5Αφού γιά ιμιά στιγμή τον είχαν περάσει καί γιά προδότη; καί πίστε­ ψαν ότι τους είχε καταδικά­ σει σέ θάνατο... (*) Ό 3 Αβάλ φωνάζει καί πάλι μέ τη βροντερή φωνή του, μέ­ σα στή νεκρική σιωπή πού έχει άπλωίθήι απ’ άκρο σέ άκρον τής πλατείας: — Φέρσου σάν άντρας, Κά ϊλ, καί κατέβα στήν αρένα νά μονομαχήσης ιμέ τόν^ άδελφό σου! "Οταν διέταξες νά μέ δο λοφονήσουν, δεν έτρεμες έτσι! (*) Διάβασε τό 11 Κ> τεΟχος του «ΚΑΛ» ιμέ τίτλο: «Τρόμος άττ-’ τα βάθη των αιώνων».

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Κανονικά, θάπρεπε νά σέ συλ λάβω καί νά σέ δικάσω σάν προδότη, καί δολοφόνο του πα τέρα μας! Δέν τό κάνω όιμως. Σου δίνω τήν ευκαιρία νά τγολεμήσης γιά τον θρόνο αυτόν, πού δέν δίστασες νά χύσης τό αίίμα πατέρα καί άδελφου γιά νά τον άπακτήσης! 'Ο Κάϊλ καί πάλι παραμέ­ νει σιωπηλός καί ακίνητος. Τό χρώμα του όμως, από λευ­ κό σάν του πεθαμένου, πού εί­ ναι μέχρι στιγμής, άρχιζει νά άλλάζη. Ή τρομερή οργή πού νοιώθει νά βραζη στή στήθη του, αρχίζει σιγά-σιγά νά βάφη. τά μάγουλά του. Ό χαζο-πυγμαΐος ό Χούπ, πού στρογγυλοκάθεται δίπλα του, νευριάζει κι3 αυτός καί σηΐκώνεται όρθιος πάνω στο κάθισμά του. — Τί παραμύθια είναι αυ­ τά πού λές, καλέ; Πώς σκό­ τωσε τον μπαμπά του καί τό άδελφάκι του; Έγώ ήμουνα δλη, τήν ώρα μαζί του καί κάθηισε φρόνιμα! Όρτστε! Παίρ νω καί όρκο! ιΚ αΐ μ3 αύτή τήν καταπλη­ κτική δήλωΙσι ό Χούπ κάνει τά δάχτυλά του -σταυρό, τά φι­ λάει καί ύστερα τά γυρίζει καί τά δένει φιόγκο πίσω α­ πό τήν κεφάλα του. Ασφαλώς όλοι οί 'Άτλσντες θά έσκαγαν στά γέλια άν ή­ ταν άλλη ώρα, τόσο κωμικός πού εΐναι ό χαζό - πυγμαίος στή δήλωσί' του. Μά τή στι­ γμή αυτή, πού είναι τόσο τραγική καί κρίσιμη γιά ο­ λόκληρη τήν Άτλαντίδα, κα­ νείς βέν έχει τό κέφι νά χα-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

κάνει μια τούμπα πάνω στο μογελάση καν. Ό Κάϊλ σηκώνεται σιγά» κάθισμά του ξετρελλαμένος σιγά όρθιος πάνω στον θρόνο στα γέλια. — Κατακαημένε μου, «πώς του. — Λέν σέ φοβάμαι, Άβάβλ, σέ λένε»!, τσιρίζει μέ άκραμουγγρίζει άγρια μέ φλογι­ τητη ευθυμία προς τόν Άβάλ. σμένο άπό την οργή τό 6λέμ*· Καλύτερα ν άνοιγε ή γη νά σέ ιμα του. Θά μονομαχήσω μαζί κατάπινε, παρά νά πάς κόν­ σου γιά νά άποδείξω ττώς οι τρα στο άδελφάκι σου! Μια θριαμβευτική κραυγή κατηγορίες σου είναι ψεύτι­ ξεφεύγει άπό τό λαρύγγι τού κες ! — ιΕίδες πού στάλεγα; τσι Κάϊλ. ιρίζει ό άνοικονόρητος Χούιτ ^—Γιατί;^ φωνάζει άγρια. ενθουσιασμένος άπό τή δήλω- (Πίέίσ’ του τό γιατί, μικρέ τρελ σι. λέ, πού είσαι πιο σοφός απ' — Σε περιμένω!, φωνάζει αυτόν πού εΐνα! γνωστικός! ό Άβιάλ αγέρωχα, ^ χωρίς νά Πές του τί τόν περιμένει! λάβιη ύπ5 όψι του τή φλυαρία Ό Χούπ κακικ αρίζει: του κουτού πυγμαίου. — Φουκαριάρη μου! Χά­ Έκιεΐνος πάλι πού νομίζει θηκες ! θά σέ βάλουμε νά μάς ■χωρίς άστεΐα πώς κάνει τον βρήις τή Μανταλένα! Ό Κάϊλ θυμώνει. Δίνει μια διαιτητή στήν ύπόθεσι καί ό­ τι κανονίζει όλες ^ τις λεπτο­ τού Χούπ ικαΐ τόν πετάει πέ­ μέρειες τού καυγά, συνεχίζει ρα άπό τό κάθισμά του. Ό πυγμαίος όμως έχει πάρει ά­ απτόητος: — Νά π ερωμένης, άλλα κά κρα. η αναπηδάει στ ή θέσι του θισε καθιστάς γιατί μπορεί χαχανίζοντας. νά ρέψης στα πόδια σου άν — Μή σάς παραξενεύη,!, άργήση ο βασιλιάς! Τό πρωί γυρίζει καί λέει στοάς αύλιπού τον περίιμενα εγώ νά κά­ κούς πού στέκουν κερωμένοι νη· τήν τουαλέττα του, εΐβα ολόγυρα. Άρχιζε! άπό μένα κι5 έπαθα! γιά νάναι προπονημένος! Ωστόσο ό Άβάλ φωνάζει Ό ιΚάϊλ γελάει ξαφνικά, γιά νά δείξη, πώς συνήλθε έν ήρεμα άπό τήν άρένα: — Μήν ικαθυστερής, Κάϊλ, Τελώς άπό τήν έκπληξί του καί πώς δεν φοβάται πιά κα­ ΚατέβΙα ν αντιμετώπισης τήν θόλου τον άδερφό του» οργή των θεών γιά τις πρά­ —Μικρέ τρελλέ, λέει μέ ξεις σου! ;—Άντε, ικατέβα νά ξεμπερ βροντερή φωνή προς τόν Χούπ πες σ αυτόν τόν ανόητο τι δεύωμε!, τού λέει κι* 6 πυ­ τιμωρία τόν περιμένει, τώρα γμαίος μέ άναίδεια ικάί τόν πού σκιέφθηκε νά τά βάλη μα (σκουντάει κιόλας άπό τό χέ­ ρι. "Ετσι όπως πάμε θά μάς ζί μου!,.; . Ο Χούπ γουρλώνει τά μά­ πάρηι τό βράδυ καί δεν θά τια του καί υστέρα μονομιάς προλάβουμε νά βουμε ούτε έ­


6

να μπαλλετο! — Σ ιωπτή!, μουγγίρίζει ό Κάϊλ. Ή 1 μονομαχία θά γίνιη, Άβάλ! ίΠροηίγαυμένως, όμως, θά θανατωθή ο λευκός ξένος καί οι δυο συντρόφι σσές του, γιαιτί μέ πρόσβαλε, αγνοών­ τας τή διαταγή μου! Ό ψοβερος ,Κά»λ (μιλώντας έτσι, προσπαθεί νά κερδίση καιρό, φανταζόμενος πώς μπο= ρεΐ ατό μεταξύ νά σκεφθή κά­ τι καλύτερο από ιμιά επικίν­ δυνη (μονομαχία. Κάνει κιόλας ένα κίνημα μέ τό χέρι του καί οί στρατιώτες διατακτικά κα τευθύνονται πάλι προς τούς αιχμάλωτους ήρωες μας. Μά ό Άβάλ τούς κόβει την όρεξή. —Ακίνητοι!, ουρλιάζει μέ τρομερή φωνή. (Μην τούς άγγίίξη κανείς! Οι ξένοι αυτοί

— φουκιαριάρη μου! Χάθη­ κες \β τσιρίζει ό χαζό - Χούπ. θα σέ βάλουμε νά μάς βρής τή Μαν-

ταλενα !

Ι€ΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΙ

Στό τρομερό χτύπημα τό σπαθί του ξεφεύγει καί πέφτει στήν άρένα.

είναι φίλοι μου! Ό λευκός; γίγαντας μου έχει σώσει τή ζωή του βασιλιά σας ! Ε^ναι ένα λιοντάρι! Έχει σώσει τή: ζωή του βασιλιά σας! Είναι ιερός κι5 αυτός καί οί σύντρο­ φοί! του! — (Καταραμένος δυο φθο­ ρές λ τότε!, μουγγρίζει έξω φρενών ό Κάϊλ καί άσπροι άφροί λύσσας άναβλύζουν στις; άκρες τών ιχειλιών του. Ή οργή του είναι τόση, πού δεν μπορεί νά σογκρατηθή πε ρισσότειρο. Πηδάει από την έξέδρα του μέσα «στην άρένα, δίπλα στον "Αβάλ, μ5 ένα καταπληκτικό^ άλμα. Ένας (μεγάλος ψίθυρος ξε­ σηκώνεται άττ5 όλο τό πλήθος καί τον στρατό πού είναι μα­ ζεμένοι στην πλατεία.


ΤΗΪ 20ΥΓΚΛΑΪ

"Ολοι ξέρουν πώς ό Κσϊλ είναι τό πρώτο «σπαθί τής Νέ­ ας 'Ατλαντίδας και 6 πιο χει~ ροδύναμος _άντρας δλης τής περιοχής, ξέρουν πώς ο ’Α«βάλ ε^ναι κι3 αυτός τό ίδιο δυ νατός ικαΐ γενναίος, αλλά ό Κάϊλ ιεΐναι πιο άγριος καί πο­ λεμά χάρος καί γι’ αυτό δίνουν σ3 έκεΐνον περ ισσότερες ελπί­ δες νίκης. Οι δυο διεκδικητές του θρό νου δεν θά «μονομαχήσουν μέ τσεκούρι, αλλά μέ σπαθί, πού είναι μόνο των εύγενών προ­ νόμιο. Ό ίΚάϊλ τραβάει πρώτος τό βαρύ σπαθί του πού αστρά­ φτει στον ήίλιο. Ό 3Αβάλ τον μιμείται α­ μέσως. — ιΠ ροσήχετε γιατί αυτά τσαγρουνάνε!, άκούγεται ή τσιριχτή φωνή τού χαζοπυγ-

Μέ δυο πηδιές βρίσκεται πίσω άπ’ την πλάτη του άνυποψίαστου Άβάλ.

,μαίου πάνω στήν ώρα. Μιά φορά έ)μένα δεν ιμ’ αρέσουν αυτά τά παιχνίδια! "Ένας φι­ λαράκος «μου είχε «βγάλει ιμιά φορά τό ιμάτι του ξαδέλφου του ιμέ ιμιά βέργα πού παί­ ζανε τήν ξιφομαχία! ΟΙ αύλιικοί του Κάϊλ, πού τούς πνίγει ή αγωνία για τον κύριό τους, θάθελαν πολύ νά βουλώσουν τό στόμα αυτού τού μικρού άνόητου, άλλα κα­ νείς δεν τολμά νά τό κάνη γιατί, άν νικήιση ό βασιλιάς τους, θά θανατώση σσους πεί­ ραξαν τον υπασπιστή του. •Καί ή τρομακτική μονομα­ χία άρχιζε ι. Ό Κάϊλ καί ό Άβάλ μένουν για ιμιά στιγμή άκίνητοι μέσα στήν αρένα ^καί άναμετριώνται ιμέ τό 'βίλέμμα. Ή άγωνία βαραίνει βλον τον πληθυ­ σμό τής Άτλαντίδας*


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΪ

Ό 'Κάλ, ό γυιός τής ζούγ­ κλας, 'βρτσ'κει ευκαιρία νά ττλη στάση, στο σημείο πού βρίσκον τα,ι αιχμάλωτες ή Μττέλλα •καί ή Χούλα. "Οπως κανείς δεν ένδιαφέρεται γι’ αυτόν τούτη, τή στι γμή καί όλων τά βλέμματα εί­ ναι στραμμένα πιρός τούς δυο μονομάχους, ό λευκός Κύριος τών παρθένων δασών, σκύβει ικαΐι μέ γρήγορες κινήσεις λύ­ νει τά σχοινιά πού κρατούν δεμένες τις δυο καπέλλες. "Υ­ στερα άνασηικώνεται γιά νά παρακολούθηση κι5 ό ίδιος τη μονομαχία 'πού προβλέπεται σκληρή και αμείλικτη. Ό Κάϊ'λ κάνει τήν πρώτη επιθετική κίνησι. Υψώνει τό σπαθί του καί μ’ ένα μουγγρητό λύσσας όρμάει πάνω στον αδελφό· του και τού καταφέρνει ένα τρο­ μακτικό χτύπημα. Εκείνος ό­ μως τον αντιμετωπίζει ψύχραι ιμα. Υψώνει κι5 αυτός τό δικό του σπαθί πάνω από τό κεφά­ λι του. Τό σίδερο βρίσκει τό σίδερο. Μιά σπίθα πετάγεται από τό σημεΐο πού χτυπιώνται τιά δυο σπαθιά. 3Απ’ αυτή τή στιγμή κι* ύ­ στερα τά χτυπήματα αρχίζουν νά πέφτουν βροχή. Μιά ό ένας καί μιά ό άλλος οι μονομάχοι χτυπουν με λύσσα. Στήν αρχή ό -Κάϊλ είναι επιθετικότερος καί ό Άβάλ αναγκάζεται νά υπσχωρή κι’ από ένα βήμα σε κάθε χτύπημα τού αδελφού του. ^ ίΠάνω στήν έξέδίρα των έπισήμων πού είναι οί^ φίλοι τού αΐμοβόρου βασιλιά, του

φωνάζουν γιά νά τον ένθαρρύ νουν: — Χτύπα τον, μεγάλε Κάϊλ! Ή δύναμίς σου θά τον συντρίψη! — Ντροπή σας νά βάζετε τ’ άδελφάκια νά μαλλώνουν!, τούς λέει ό χαζο-Χούπ αυστη­ ρά. Κι* άν τού άνοί/ξη καμμιά μύτη, χαζαμάριες, τί θά λέτε μετά; Μά κανείς δεν ακούει τον Χοιύπ. Ό ρυθμός τής μάχης αρχίζει σιγά-ισιγά ν’ άλλάζη. Ή έπίθεσις έχει κουράσει τον ιΚάϊλ καί τά χτυττήμοπά του άρχίζοιυν νά μήν είναι τόσο βίαια όσο στήν αρχή. Παρά τόν τρόμο πού νοιώ­ θουν γιά τόν άγριο Κάϊλ όλοι οί Άτλαντες, πολλοί απ’ αυ­ τούς βρίσκουν τό θάρρος νά φωνάξουν από τήν πλευρά τών εξεδρών πού βρίσκεται ό λα­ ός: — -Κουράγιο, Άβάλ! Τιμώρισε τόν κακούργο αδελφό σου! Πάρε εκδίκησι γιά τόν ’Άρστ! Μά οί φωνές αυτές αντί νά δώσουν θάρρος στον Άβάλ, έ ξαγριώνουν ακόμα περισσότε­ ρο τόν (Κάϊλ. Τόν κάνουν καί φρενιάζει. Μαζεύει όλες τις δυ νάμεις πού τού έχουν άπομείνει καί μιά καινούργια λυσ­ σασμένη έπίθεσίς του άρχίζει. Ό αδελφός του δέν προ­ λαβαίνει- νά άποκρούση τρο* ιμερές σπαθιές, τή μιά πίσω από τήν άλλη. — Θεέ μου^ί, μουρμουρίζει ή Μττέλλα πού παρακολουθεί τόν αγώνα με κομμένη ανα­ πνοή. Θά τόν σκοτώση! Καί


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ύστερα... Αυτό θά είναι τό τέ­ λος μας! Τίποτα 6έν θά μπο;ρή τπά νά ιμάς γίλυτώοηι... — Μή - φοβάσαι, Μπέλλα! λέει ατάραχος καί ιμέ μεγάλη βεβαιότητα στη φωνή του ό γοιός τής ζούγκλας. Ό Άβάλ θά νικήση! ’ · ■—- Μά... όλο υποχωρεί!... — θά νικήσηι!, ξαναλέει ό Κάλ «με σταθερή φωνή. Είναι ψύχραιμος καί (μάχεται ιμέ τη λογική... Ένω ο Κάϊλ δεν ξέ­ ρει τί κάνει ,άπό τον θυιμό του. Σπαταλάει τις δυνάμεις του. Σε λίγο δεν θά μπορή νά σηκώση; το σπαθί του! Ό Κάλ καταλαβαίνει πολύ καλά την ^ψυχολογία των δύο αδερφών. ζέρει καί την ψυχολόγια του πολέμου, γιατί εί­ ναι ό ίδιος ό τρομερώτερος πολεμιστής τής ανεξερεύνητης περιοχής... Ό Κάϊλ βλέπει ιμέ λύσσα πώς όλες οί σπαθιές του άποικρούονται άπό τον άδελφό του •με καταπληκτική ψυχραιμία καί ακρίβεια. Για μιά στιγμή σταματάει τήν έπίθεσι κάΐ τον κυττάζει ιμέ ιμάτια κατακόκκινα σάν τό αίμα;! — Δεν θά μου γλυτώσης γιά πολύ άκάμα!, ιμουγγρίζει. θά σέ σκοτώσω! Και θά σκοτώσω και τους φίλους σου! Έγώ θά γίνω -βασιλιάς τής Άτλαντίδας κΓ άς είσαι έισύ ό πρωτότοκος! Βασιλιάς δεν (πρέπει νά γίνεται ό πιο (μεγάλος αλλά ό πιο δυνατός! — Φυλάξου, Κάϊλ!, λέει αυστηρά ό ’Αβάλ! Είσαι ένα αΐιμοβόρο τέρας πού γεννήθη­

9

κε γιά συμφορές και γιά αί­ μα, άλλά οί θεοί ώργί'σπηκαν άπό τις πράξεις σου και έφτα σε ή ώρα νά πληρώισης γιά όλα! Μ5 αυτά τά λόγια ό Άβάλ αρχίζει τήν έπίθεσί του. Μιά έπίθεσι πού είναι τρομερή. Κανείς άπό όσους παρακο­ λουθούν τήν μονομαχία τους δεν θά πίστευε πριν άπό λίγο πώς θά ήταν δυνατόν νά γίνη ένα τέτοιο θαύμα. Εκείνος πού πρ ι ν άπό λίίγο υποχωρούσε ολοένα, τώρα ξε­ χύνεται ιμπροστά σάν γεράκι. Τό σπαθί του άνειβοκατεβαί­ νει αμείλικτα σά νά μήν εί­ ναι χέρι αυτό πού τό κρατάει άλλά κάποια μηχανή θανάτου. Ό Κάϊλ υποχωρεί... υπο­ χωρεί... Τά ιμάτια του γεμίζουν φό­ βο. Κρύος ιδρώτας άναβλύζει άπό τό πρόσωπό του καί κα­ τρακυλάει βρέχοντας όλο του τό κορμί καί παγώνοντας τά ιμέληι του. Καταλαβαίνει μέ ανήμπορη λύσσα οτι τό τέλος του ^ πλη­ σιάζει ιμέ αστραπιαία γρηγο­ ράδα. Οί Άτλαντες τό βλέπουν τώρα κΓ έκεϊνοι. Ένώ στήν άρχή μόνο δυότρεΐς τολμούσαν νά φωνάξουν υπέρ του Άβάλ, τώρα πολύς κόσμος είναι όρθιος πάνω στίς εξέδρες καί ζητωκραυγάζει τον πρωτότοκο γυιό του Άρατ. — Εκδικήσου, Άβάλ! — Λύτρωσέ μας άπό αυτό τό τέρας ! — -αναφέρε τις ευτυχισμέ


10

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

νες ιμέρες στην Νέα Άτλαντί-

6α!

Ό Άβάλ σταματάει. Κυττάζει για τελευταία ψαρά στα (μάτια τον αδελφό του, πού τά πόδια του τρέμουν άττό τον ψοβο καί την απελπισία. — ’Άκουσες τη φωνή του λαοΰ σου!, του λέει γαλήνια. Αυτοί πού κυβερνούσες αυτοί οι ίδιοι σε καταδίκασαν. Υψώνει τό σπαθί του καί το κατεβάζει ιμέ δύναμι. Ό Κάϊλ προσπαθεί νά άντισταθή. Δεν ρχει -όμως πια δύναμι στο χέρι του. Στο τρομερό χτύπημα, τό σπαθί του ξεφεύ­ γει καί πέφτει στην αρένα. Στέκει τώρα άοπλος (μπρο­ στά στον .μεγαλύτερο αδελφό του! Στην άπόλυτη διάθεσί του.

Ο ΧΟΥΠ ΗΡΩΑ!

Α ΠΑΝΩ στην κρίσι­ μη. στιγμή, γίνεται κά τι τρομακτικό: "Ενας από τούς^σωματοφύ λάκες του τρομερού Κάϊλ, πη δάει ιμ5 ένα θεώρατο άλμα ε­ πάνω στην εξέδρα πού παρα­ κολουθούσε ώς τώρα τον α­ γώνα. Στο χέρι του αστρά­ φτει ένα πελώριο ραχαΐρι. Με δυο πηδήματα καί πριν κανείς προλάβη νά κουνηιθή κάν από τη θέσι του, βρίσκεται στη ράχι τού (ανυποψίαστου Άβάλ. Τά βήιματιά του είναι άθό ρυβα σάν τής γάτας καί ανά­ μεσα στις ϊαιχές τού πλήθους ό 5 Αβάλ δεν άκούει τίποτα. Τό δολοφονικό ώπλισμένο χέ­ ρι υψώνεται πάνω από τό κε-

Μ

'Ο Χουπ νευριάζει. Τραβάει τό μπούμερανγκ και τό ξαμολάει!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ψάλι ταυ ιμέ αστραπιαία τα­ χύτητα. Τό παιδί της ζούγκλας, ό 'Κάλ, -βρίσκεται μακρυά απ’ αυτή τή φάσι γιατί έχει τρέιξει κοντά στις δυο συντράφισισές ταυ. Χλωμιάζει. Τα ιμόατια ταυ γεμίζουν φρίκη,. Μια τρομερή κραυγή βγαί­ νει από τό λαρύγγι ταυ γιά να ειδοποίηση, τον Άβάλ για τόν τρομερό κίνδυνο ταυ θα­ νάτου που διατρέχει. Μα ό νάμιιμας βασιλιάς τής Άτλοντίδας ούτε τώρα μπορεΐ νά καταλάβη. "Ανάμεσα στις έξαλλες κραυγές ταυ πλή βουή, εκείνη του Κάλ χάνε­ ται. Τό τέλος του είναι σίγουρο γιατί τό δολοφονικό χέρι κα^ τεβαίνει κιόλας για νά τόν καρφώση...

Απλώνει τη χερούκλα της και τόν αρπάζει επάνω από τόν ε­ ξώστη του.

11

Αστράφτει μια φοβερή και τρο­ μερή σφαλιαρα του χαζο-Χούπ.

"Αρχίζει νά κατεβαίνηι, άλ­ λα ή κίνηΐσίς ταυ αυτή δέν τε­ λειώνει ποτέ. -αψνιικά, ένα ουρλιαχτό πό νου ξεφεύγει από το στόμα ταυ δολοφόνου. Το άπλο τού θανάτου γλυιστράει ανάμεσα άπδ τά δάχτυλά ταυ και πέ­ φτει στη γή. Μέσα σ’ ένα δευ τερόλεπτο τό άκαλαυθεΐ καί ό ίδιος ιμέ τήν πτώσι του. Ό ’Αβάλ ττού αυτή τή φο•ρά ακούει τή λυσσασμένη φω νή τού κακούργου -μέσο στ’ αυτιά ταυ, πηιδάει ξαφνιασμέ­ νος στο Γίτλάϊ, τήν ίδια στιγμή πού αλο τό πλήθος των ^Ατλάντων πού παρακολουθεί μέ αγωνία τή σκηνή, σωπαίνει μέ φιρίικη. Πλάϊ στον παρ’ ολίγο δο­ λοφόνο του, είναι πεσμένο έ­ να παράξενο όπλο. Αυτό πού τόν χτύπησε στο πίσω μέρος


καα

τού κεφαλιού καί τον ξάπλωσε κάτω αναίσθητο, πριν προ λάβη νά αΊτοτελειώσηι το άπταίσιο έργο του. Καί τό όπλο αυτό πού ό Άβάλ δεν ιμπτορεΐ νά καταλάβη τί είναι γιατί δεν τό είχε ξαναδή, ποτέ στα μάτια του*, δεν είναι τίποτε άλλο από τό .. .θρυλ ιικό .μπουμ ερανγκ του Χούπ! Πραγματυκά, ό ηλίθιος πυ­ γμαίος καθώς βλέπει την ύ­ πουλη αυτή πράξι του σωιματοψυλακα τού Κάϊλ, τον πιά­ νουν τά νεύρα του; Αέν έχει καταλάβει βέβαια πώς πρό­ κειται νά σκοτώσηι τον ’Αβάλ εκείνος ό άνθρωπος. "Απλώς νομίζει πώς πάει νά βαηιθήση τον αφέντη του καί ξέρει πώς δεν είναι σωστό πράμα δυο νά πολεμάνε εναντίον ενός. Πετάγεται λοιπόν στη στι γμή όρθιος. Τραβάει τό μπού­ μερανγκ καί τό ξαμολάει! Καί για πρώτη φορά στη ζωή του ό χαζοπτυγμαΐος κάνει δι­ άνα ! Όχι γιατί έχει μάθει ση­ μάδι από τη μια στιγμή στην άλλη. "Ισως όμως επειδή στήν πραγματικότητα δεν είναι τό χέρι τού ηλίθιου πλάσματος αυτό πού έχει τινάξει τό ό­ πλο, άλλα τό όδηίγεΐ τό τιμωρό χέρι τού Θεού που δεν θέ­ λει· νά γίνη μιά τέτοια Φρικτή δολοφονία. . "Ο σωματοφύλακας τού 6α σιλιά Κάϊλ, τρώει τό βαρύ καί παράξενο οπλο^στό πίσω μέρος τού κεφαλιού καί σω­ ριάζεται κάτω αναίσθητος. Γιά μερικά δευτερόλεπτα.

— Ο ΚΥΡ 102

κανείς δεν μιλάει. Νεκρική σι­ γή όοπλώνεται σ’ ολόκληρη τήν πλατεία. "Η τσιριχτή φωνή τού πυ­ γμαίου σχίζει αύτή τή σιωπή σάν μαχαιριά: — Όλα κι5 όλα!, Έγώ ζαβολιές δεν θέλω! Εμπρός, παιδιά συνεχίστε τον καυγά σας σάν νά μήν έγινε τίποτε ! "Ενα ουρλιαχτό μίσους έκ’ (μέρους τού ιΚάϊλ εΐναι ή άπάντησις: — Άτιμε πυγμαίε! Έγώ σου χάρισα τή ζωή καί σ’ έ­ κανα φίλο μου καί υπασπιστή μου κι’ εσύ με πρόδωσες! — Έγώ; Όχι !^, διαμαρτύ ρεται όχίαζο-πυγμαΐος θυμωμέ­ νος ανεβαίνοντας όρθιος πάνω στήν εξέδρα. Ψέματα σού εί­ πανε! ,Κάποιος άλλος 6ά ή­ ταν! Έγώ δέν έκανα τέτοια δουλειά! — Μέ πρόδωσες μέ τον χειρότερο τρόπο, τέρας! — Άκου νά σού πώ! Νά ιμή λέμε κι’ ό,τι θέλουμε!, τσι ρίζει ό αδιόρθωτος Χουπ νευ­ ριασμένος. Πως νά σέ προδώ ισω, χαζέ, αφού ούτε ξέρω πώς γίνεται αυτή ή δουλειά; — θά ιμοΰ τό πληρώσης!, γρυλλίζει ό Κάϊλ μέ άφρούς λύσσας οτό στόμα του. — Τώρα μάλιστα! "Αν θά ιβίρήις τσακιστή πεντάρα επά­ νω μου, σφύρα μου κλέφτικα! Ό ιΚάϊλ θέλει νά πή κι5 άλ­ λα άλλα δέν προλαβαίνει. Βλέπει τον αδελφό του νά πληισιάζη μέ τό σπαθί υψω­ μένο. Τό βλέμμα τού ’Αβάλ είναι σκοτεινό καί αποφασι­ στικό.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ι-

Ό ιΚάϊλ ανατριχιάζει. λέει έπίσημα αυτά τά λόγια: Ωστόσο, μπορεί νά εΐναι — Τό αΐμα σου εΐναι τό Τ ένα αιΐμοβόρο τέρας, άλλα εί­ διο τό δικό (μου! ναι συγχρόνως κ<αι γενναίος. Ό Χούπ τσιρίζει παλαβά .α­ Δεν πρόκειται νά παρακαλέση πό τό πόστο του: γιά τή ζωή του. Στέκεται ο­ — Καλέ παλιόπαιδο! Δώ­ λόρθος απέναντι στον θάνατο*. σε αμέσως πίσω τό αίμα του Χυττάζει τον μεγαλύτερο α­ ανθρώπου! Δέν ντρέπεσ α ι; δελφό του στα μάτια μέ α­ 1 Καταλαβαίνεις τί θά ,συμβή φάνταστο μίσος. άν κόψη, τό χέρι του καΐί δέν — Εμπρός!, γρυλλίζε ι. έχει αΐιμα; Δέν θά τρέξηι τί­ Χτύπα! Τι περιδένεις! Είμαι ποτα καί θά τον πάρουνε γιά άοπλος! Μπορείς νά (μέ σκο- τρελλό! τόσης! Κανείς φυσικά δέν δίνει —■ Προηγουμένως κρατού­ προσοχή στίς κουταμάρες τοΰ σες τό σπαθί* σου, δολοφόνε Χούπ. τοΰ πατέρα ιμας!, τοΰ λέει Ό Άβάλ συνεχίζει μέ τόν αυστηρά ό 'Αβάλ. νΑν δεν τό ίδιο αυστηρό καί έ'πίσημο τό­ κρατάς τώρα πιά. αυτό εΐναι νο: γιατί νικήθηκες! Μπορώ νά — ιΕΐσαι ένα τέρας μέ ψυ­ σέ σκοτώσω! "Έχω αυτό τό χή δηλητηριασμένηι! Σου α­ δικαίωμα άπό τούς νόμους ξίζει νά πεθάνης όχι ιμιά αλ­ ιμας! Είσαι άξιος νά πεθάνης λά εκατό φορές!.... γκχτί τά έργα σου μόνο γιά — 5Αδύνατον δέν γίνεται! θάνατο αξίζουν! τσιρίζει ο άδιόρβωτος Χούπ. -—■ Έ|μΐπρος λοιποίν!, μοογ- Μέ ίμιά θά ιμείνη τάβλα! γρίζει ό Κάΐλ. Σέ περιμένω! -—- Χαί γιά τά έγκληματά Ό Άβάλ τον ικυττάζει γιά σου όχι μόνο άπέναντι σ’ έμε­ μιά στιγμή καί όλη: ή αποφα­ να καί στον πατέρα, άλλα σιστικότητα χάνεται μονομιάς καί άπέναντι στους υπηκόους άπό τό πρόσωπό του. σου, πάλι σου άξιζε ι νά πεθά­ ^ Το ώπλισμένο ιμέ τό σπαθί νης!, συνεχίζει ό Άβάλ. Αλ­ χέρι του υψώνεται άργά γιά λά εγώ, δεν μπορώ νά σέ σκο­ νά^χτυπήισηι, αλλά αρχίζει νά τώσω!... 'Ό,τι ικΓ άν είσαι, τρέμηι ίάνάλάφρ α. Σ τ αμ ατάε ι. εΐσαι αδελφός ιμου! Ό Κάΐλ κλείνει τά μάτια — Νά σου ζήση1!, λέει ό περιρένοντας τον θάνατο, ε­ πυγμαίος καλοδιάθετα καί ιμέ νώ τό χρώμα του προσώπου Ιμεγάλη, ευγένεια. του εΐναι τόσο χλωμό, σάν νά Ό Κάΐλ ανοίγει τά ιμάτια εΐναι άπό τώρα πεθαμένος, του. Τό χρώμα τής ζωής ξαΌ Άθάλ κατεβάζει πάλι ναγυρίζει σιγάπαιγά στο πρό­ τό χέρι του, χωρίς νά χτυπή- σωπό* του. ση, τον ιάδελφό- του. —ιΚαί τί θά ιμέ κάνης; ρω­ Ή φωνή του εΐναι παράξε­ τάει ΰπουλα ένώ τά ιμάτια τοι; νη κςχί τρεμρυλ ιαστή' καθώς γυαλίίζουν απειλητικά.


14

^— Θά σ’ εξορίσω οστό τή Νέα ’Ατλαντίδσ! Θά σέ στείιλω μέ 'μιά συνοδεία μαικρυά, σ1* ένα μέρος ιάπό όπου ποτέ δέν θά μπόρεσης νά <ξαναγυρίισης μόνος^ σου! Ζήσε μακρυά από μάς! Ό Χούπ, όπως βλέπει πώς κανείς δεν του μιλάει γιά τΙς κρυάδες του, έχει ξεθαρρέψει και δεν χάνει καμμιά ευκαιρία. —Μόνο νά (μάς γραφής που και που!, τσιρίζει· χασκογελώντας. Όχω ιμιά καρακάξα πού ξέρει γράμματα και θά τή 6άζω νά σου άπαντάη! — Έγώ στη θέσι σου θά σέ σκότωνα!, μουγγρίζει ά­ γρια ό ίΚάϊΊλ, σάν θηρίο, κυττάζοντας μέ φλογισμένο βλέμ μα τον μεγαλόκαρδο άδελφό του. Θάταν γιά μένα χαρά νά βυθίσω τή λεπίδα του σπαθι­ ού μου στά σπλάχνα σου! Κάντο κι5 εσύ! Σέ προκαλώ!

Τεντώνεται καλά - καλά και χα­ σμουριέται δυνατά.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

— Όχι! Δέν θά σέ σκοτώ­ σω!,, λέει ό Άβάλ αποφασι­ στικά. Όσο κι* άν είναι δί­ καιο, δέν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από τό νά χύνη άδελ φός τό αΐμα αδελφού! — Μη σέ νοιάζηι κι5 άν χυθη!, τσιρίζει· πάλι ό ανεκδι­ ήγητος πυγμαίος. Τό ^μαζεύουμε μετά ξανά και τού τό δί ναυρε νά τό πιή νά καρδαμώση(·! Ό 'Κάϊ'λ κάνει ένα βήμα προς τό ίμερος τού αδελφού του, ώσπου τό στήθος του αγ­ γίζει στήν αιχμή του σπαθιού τού ’Αβάλ. -— Σικότωσέ με, τό καλό πού σού θέλω!, σφυρίζει σάν φίδι. "Οπου και νά μέ στείλης ιέγώ θά ξαναγιυρίσω, ’Αβάλ! Θά ξαναγυρίΐσω νά εκδικηθώ και τότε τίποτα δέν θά είναι πια ικανό νά σέ σώση,! Θά ξα ναγυρίισω γιά νά σού βυθίσω ένα μαχαίρι στήν καρδιά! — Είσαι ένα συχαμερό ερ­ πετό!, μουρμουρίζει μέ φρίκη και αηδία ό πρωτότοκος γυϊ ός τού Άρστ. ’Ίισως όμως νά μήν εΐσαι παρά ένας δυστυχι­ σμένος τρελλός! Θά ζήσης μαικρυά από την Άτλαντίδα, μιέ την ικαιτάρα τής φυλής σου και τού αδελφού σου, Κάϊλ! — Δυστυχία σου ! Ύπογρά φεις τον θάνατό σου πού δέν μέ σκοτώνεις!, ουρλιάζει ε­ κείνος. Νά θυμάσαι πώς σέ ει δοποίηισα! Ό Άβάλ οπισθοχωρεί ένα βήμα. — ’Πάρτε τον!, φωνάζει προς τούς στρατιώτες πού τον περιτριγυρίζουν. Πάρτε τον


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

και κλείατε τον στη φυλακή. Σήμερα) θά γίνη ή εορτή τής στέψης. Αύριο τό πρωΐ θά έξορισθή! — Ζήτω ό δίκαιος Άβάλ! ξεφωνίζουν τά ’ττλήθη μέ άνακούφ ισι. — Ζήτω ό βασιλιάς τής Νέας Άτλαντίδας, ’Αβάλ! , — Ζήτω ό Άβάλ ό μεγαλόκαρδος! ■— Ζήτα-) τά μπαλλέτα!, τσιρίζει κ«' ό χαζο-πυγμαΐος μέ τή σειρά του. "Άντε, τι θά γίνηι παιδιά; Βάζουμε έκείνη τή χοντρή νά ιμάς ιχορέψη καρ­ σιλαμά; Και ιμέ τά λόγια αυτά ό α­ διόρθωτος πυγμαίος δείχνει τή ...Χοόλα! Μά, άν όλοι του συγχωρούν τις ανοησίες πού λέει γιατί δεν του δίνουν καν σημασία, δεν συμβαίνει όμως τό Τδιο και ιμέ τήν πελώρια νέγρα, πού από μαύρη γίνεται μελανιά άπό τό θυμό της. Μέ τρία πηδήματα βρίσκε­ ται κάτω άπό τήν εξέδρα, α­ πλώνει τή χερούκλα της καί τον αρπάζει επάνω άπό τον ε­ ξώστη του. Τον κατεβάζει και τον άκουμπιάει έμπ.ρός της. — Τι είπες, τριπίθαμε; ξε­ φωνίζει, ένώ· 6 κόσμος γελάει μέ τον καυγά του1 κωμικού ζευ γαριου. — ΕΤπα νά χορέψης καρσι­ λαμά, λέει ό Χούπ απορημέ­ νος, αλλά άν δεν ξερής, χό­ ρεψε... τσιφτετέλι^! — Χόρεψε πρώτα εσύ, κα κομούτσουνε, νά δούμε πώς χορεύεις!, τσιρίζει καταγανα κτισμένηι ή πελώρια νέγρα.Και

15

— Μικρέ πυγμαίε, λέει μ* ευ­ γνωμοσύνη ό Άβάλ, σου χρω­ στάω τή ζωή μου!

μ’ αυτά τά λόγια σηκώνει τή χερούκλα της και αστράφτει Ιμιά φοβερή και τρομερή σφα­ λιάρα τού χαζό - Χούπ, πού τον κάνει και παίρνει δεκαπέν τε τού μπες και φτάνει μολά­ ροντας ώς τή μέση τής άρένας! ΘΑΥΜΑ

ΡΑΣ Ι'ΝΑ, κόκκινα, κί­ τρινα, μίπλέ, και όλων των χρωμάτων άστ ρα­ κί α άναβοσβύνουν τριγύρω στόν πυγμαίο, έξ αιτίας τής Ιστορικής αυτής καρπαζιάς. Τό κεφάλι του κουδουνίζει σά νάναι κωδωνοστάσιο καμμιάς (μεγάλης εκκλησίας. Οι ματάρες του γλαρώνουν. "Ενας αναστεναγμός ευτυχίας τού ξεφεύγει,

Ο


16

^ Κιυττάζει γύρω του ξαφνικά υιέ τρομερή έκίπληξι, αά να μή άπορή να καταλάβη τί είναι όλα αυτά ττού βλιέίττει. Κατότπν τεντώνεται καλά-καλά καί χασμουριέται δυνατά. —όρος στιγμήν (μου φάνηικε ττώς -ξύπνημα, τσιρίζει άλλα κοιμάμαι άκόμά του κα­ λού καιρού! Κυττάζει τή Χούλα ττού στέ κει άττό πάνω του άγριεμένη καί συνεχίζει απτόητος: —Κοίλε, Χουλίτσες, νά μοΰ θυμίσετε αύριο το πρωί νά σάς διηγηθώ το όνειρο που βλέπω! Έχει πλάκες τρικού­ βερτες ! Ξανακυττάει μέ γουρλωμένες τίς ματάρες τά πλήθη των Άτλάντων στις εξέδρες καί τσιρίζει μ.έ θαυμασμό: — Δεν το περίμενα ποτέ πώς θά ιμπορούσε νά χωρέση τόσος κόσμος μέσα σ’ ένα ό­ νειρο! Σίγουρα θά παράφαγα καί θάχω φούσκωσι! — Κάλ!, ξεφωνίζει μέ χα­ ρά ή Μπέλλα την ϊδια ώρα. Ό Χούπ ξαναβρήικε τό μνη^ μονιικά του! Τον γιάτρεψε ή καρπαζιά τής Χούλας! — Σώπα, καλέ!, γκρινιάζει ό χαζο-πυγμαΐος νευρια­ σμένος. Τί στριγγλίζεις έτσι; Θές νά ιμέ ξυπνήσης; —θσαι- ξύπνιος, καλέ μου Χούπ!, λέει ή λευκή κοπέλλα. Μόνο πού ξαναβρήικες τή μνήμη σου! (*) — Απόδειξις πού κοιμά­ μαι είναι οί κοτσάνες πού λές, (*) Διάβολε τό Μ© τεύχος του «,ΚΑΛ» μέ τίτλο: «Τρόμος άττ’ τά βάθη τςοιν αιίώνων» ,

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

τσιρίζει ό Χούπ χασκογελώντας. Γ ιατί έσύ ήσουνα πάντα σοβαρό κορίτσι καί δέν έλε­ γες ποτέ σου τέτοιες τρέλλες! Ή πελώρια νέγρα είναι κι* αυτή ενθουσιασμένη από τά αποτελέσματα τής καρπαζιάς της. — Δέν έχει συνελθεί άκόμα εντελώς, μις Μπέλλα!, λέ ει μέ μάτια πού λάμπουν. ~Αν τού δώσω καί ιμιά δεύτερη σφαλιάρα, θά γίνη περδίκι! — "Όχι! Μήν τον ξαναχτυ πήσης γιατί μπορεΐ νά τά ξεχάση όλα πόίλι! Στο μεταξύ καί ή Χούλα δέν προλαβαίνει νά άποφασί­ ση τί θά κάνη,, γιατί οί *Άτλαντες όρμούν μέ φωνές θρι­ άμβου προς τό μέρος τού πυ­ γμαίου. — Αυτός είναι ό ήρωάς μας!, ξεφωνίζουν. Αυτός έσω σε τό βασιλιά μας τον Αβάλ! Αυτός ελευθέρωσε τήν Άτλαντίδα! Ό 3Αβάλ όμως δέν τούς ά­ φηνε ι νά πάνε κοντά του. Μ’ ένα νόημα τούς σταματάει. Ζυγώνει μόνος του τον Χούπ. * Απλώνει τό χέρι του. — Μικρέ πυγμαίε, λέει μέ ευγνωμοσύνη,, σοΰ χρωστάω τή ζωή /μου! — ^Καλά μού τή δίνεις ό­ ταν θάχης!, τσιρίζει 6 χαζό πυγμαίος. Φαίνεσαι καλό παι­ δί καί δέν φαντάζομαι νά ιμού τή σκάσης! Ό Άβάλ γελάει. — -Νά καί κάτι πού ό άπαί σιος άδελφός μου δέν είχε ά­ δικο !, λέει. Είσαι πραγμοππκά


ΤΗΣ ζόΥΓΚΛΑΣ

ανεκτίμητος γά νά κάνης ποο-ρέα σ' εναν βασιλιά! ^— «Άνεκτίμητος» είσαι ε­ σύ κι5 δλο σου τό σό'ι'!, τσ ιρίζει ό Χούπτ θυμωμένος. Δεν ντρέπεσαι να βρίζης κοτζάμ παιδί; "Ολοι οι Άτλαντες σκάνε στα γέλια και μαζί μ5 αυτούς ικι-' ό Άβάλ και ό Κάλ μέ τη Μτπέλλα καί τή Χούλα. Κάί ό Χούπ συμπεραίνει ,μέ γουρλωμένα ιμάτ ια... — Λοιπόν, πολύ άστεΐος εΐ μαι στον ύπνο μου, νά ξέρης!

— Οί χοροί σας κάτι λένε τσίριξε μ* όλη του τή δύναμη αλλά είναι ασυγχρόνιστοι.! Τώρα θά δήτε χορό πού τό μάτι σας θά γίνη, γαρίδα! Ε­ λάτε, Χουλίίτσες μου! Ελάτε νά τούς χορέψουμε Χούλα— Χούπ νά γλαρώιση τό ματάκι τους! Εμπρός! Χαί ιμ5 όλο που ή Χούλα έ­ φερε στήν αρχή τις αντιρρή­ σεις της, στή γενική παράκλη σι όλων, δέχθηκε στο τέλος. ιΠαρ’ όλο τό μπόϊ της, τά κατάφερε θαυμάσια κάί ό α­ ριστοτέχνης Χούπ θριάμβευσε. 01 ΠΙΣΤΟΙ ΤΟΥ ΚΑ-1Α Άπέσπασαν καί οί δυο τους τά πιο αυθόρμητα χειροκρο­ ΝΑΕΓΑΛΗ γιορτή των Ά τήματα τού κοινού καί τά συγ ίλάντων τελειώνει. Ό με χαρακτήρα τού καινούργιου βα /ολόκαρδος καί δίκαιος σιλιά. ΆβσΑ στέφεται βασιλιάς τής Ή υπόλοιπη μέρα πέρασε πανάρχαιας πολιτείας. Παν­ τού οί άνθρωποι γιορτάζουν ιμιέ φαγοπότι. Σ' ένα πελώριο το μεγάλο γεγονός, όλη; τή τραπέζι στο παλάτι πού κάθηραν όλοι οί επίσημοι τής πό μέρα. Στην αρένα έγιναν μονομα­ λης, έγινε γλέντι τρικούβερ­ χίες, αλλά χωρίς κανείς νά το. Ό Χούπ ήπιε κρασί πού σκοτωθή, Οί δυνατώτεροι πού δεν είχε πιή ποτέ στή ζωή, του νίκηίσαν στούς αγώνες τής πά ικι.' (έγινε στουπί στο μεθύσι. 'Καί σ' όλες τις γωνιές τις λης πήραν -βαρύτιμα βραβεία από τον καινούργιο βασιλιά. Νέας Άτλαντίδας οί άνθρω­ Έγιναν καί χοροί. Ό χαζό· - ποι έτρωγαν κι* έπιναν κι* ά>Χούπ τρελλάθηκε από τή χα­ πρ παντού άκιούγονταν τρα­ ρά του βλέποντας τις κοπελη γούδια. "Ολοι ήσαν εύτυχισμέ λες τής Άτλαντίδας μέ άλυσ νοι. Ή μέρα αυτή ήταν ή με­ σίδες από λουλούδια στα χέ­ γαλύτερη) μετά από τον θάνα­ ρια νά χορεύουν λικνιστικούς το τού δίκαιου 'Άρατ πού τον δολοφόνησε τό ίδιο τό παιδί χρρούς. ^ Ηρθε στο «τσακίρ-κέφ ι» του! καί πετάχτηκε^ όρθιος πάνω "Ολοι γιόρταζαν μέ την ψυ­ στήν έξιέδρα των επισήμων ό­ χή τους τή λύτρωσί τους άπό που καθόταν, πλάϊ στον Ά­ τον τρομερό Κάϊλ, πού τούς βάλ, τον ;Κάλ καί τις δυο συν είχε κάνει τή ζωή μαρτύριο τρόφισσές τους. καί ζούσαν συνεχώς μέσα στή

Η


ΚΑΛ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

φρίκη, και τον φόβο του θα­ λιε ίψουν από τις υποχρεώσεις τους, γιατί ή μόνη ποινή γιά νάτου. Μά δσο κι* άν είναι ευτυχι­ τό παραμ ικρότερο παράπττωσμένη, μια μέρα, τελειώνει κά μα ήταν ό θάνατος, σήμερα τό ττοτε κι* αυτή και μάλιστα οί ρίχνουν έξω καί αφήνουν τις χαρούμενες μέρες έχουν τό κα φροντίδες γιά αύριο... Έτσι ή ώρα περνάει. Ή κό νά τελειώνουν γρηγορότερα νύχτα πυκνώνει γιά καλά καί από τις άλλες. Ή νύχτα αρχίζει ν5 απλώ­ κολασμένο σκοτάδα σκεπάζει νεται σιγά-σιγά πάνω οπή τήν πανάρχαια πολιτεία. Κα­ Νέα Άτλαντίδα. Στους δρό­ νένα φώς στους δρόμους που­ μους κάΐ στ ις^πλατείες οί φα­ θενά. Τά φανάρια μένουν σκο­ νοκόροι ξεχνούν ν’ ανάψουν τά τεινά... Μέσα σε κάθε σπίτι είναι φανάρια, δπως τ' ανάβουν κά­ θε βράδυ. "Ολοι έχουν μεθύ­ στημένο κι* από ένα γλέντι σει από τδ πιοτό κι5 από την Στα παράθυρα των σπιτιων ευτυχία και δεν θυμώνται τι παντού υπάρχουν φώτα κι* έ­ πρέπει νά κάνουν. Επειδή ώς τσι στην αρχή καί στους δρό­ αυτή τή μέρα δεν τολμούσαν μους υπάρχει λίγο φώς. "Ο­ ούτε τό παραμικρό νά παρά­ ταν ιαμως σιγάσιγά, κσυρα-

Άπέσ-ττοοσαν κι* οί δυό τους τά χειροκροτήματα του κοινού


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Ϊ9

σ,μένοι απ’ τά γλέντια και (σε δλη την απέραντη πανάρτις διασκεδάσεις, οι άνθρωποι χαια πολιτεία, δέν άκουγεται αποφασίζουν νά κοιιμηιθούν τέ­ ρ παραμ ιικ,ρος ψίθυρος, λες κι5 λος, ικαί τά φώτα σβύνουν έ- όλοι έχουν πείθάνει. να-ενα, τότε ή Νέα Άτλαντί· Ή σκοτεινιά ικαί ή σιγή του δα σβονει λ,ές πάνω από την θανάτου (κυριαρχούν παντού... έπιφάνεια τής; γης. Την κατα­ χ ιΚαί πραγματικά, ο θάνατος πίνει ή ογόρταγη νύχτα καί είναι αυτός πού παραμονεύει ούτε σάν ίσκιος δεν την αφή­ αυτή τή νύχτα πάνω από τήν νει νά φανή. Νέα 3 Ατλαντί δα! Καί! στο παλάτι ολα ησυ­ 3Αφού περνά λίγη, ώρα 'μέχάζουν. σα στην απόλυτη σιωπή, ξα­ Οί τέσσερις σύντροφοι, ό φνικά 'μέσα από κάποιους πα­ Κάλ >μέ τον Χούπ καί ή πεν­ ράμερους δρόμους, άκούγεται τάμορφη Μπέλλα ιμέ τη Χού- ένας ακαθόριστός ψίθυρος. λα, ιάποσύρονταΐ' στα πολυτε­ Δέν είναι ψίθυρος από άμιλή διαμερίσματα που τους πα Λίες, αλλά άπό βήίματα πολ­ ιραγωρεΐ ό 3Α6άλ, γιά νά κοι- λών ανθρώπων ιμαζί πού πα­ [μη(θουν. τούν στιά νύχια προσπαθών­ Λίγες ώρες πριν ξηιμερώση τας νά μην ακουστούν.


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ΕΤναι τόΐ(7Ό ,σκοτεινά παν­ πό τά άνάκτορα, στέκονται τού, πού οι σκιές των ανθρώ­ τέσσερις φρουροί. Μέ δυσκο­ πων αυτών δέν διακρίνονται. λία στέκονται στά πόδια τους Πάντως ό έλαφρότατος ψίθυ­ καί κρατούν τά μάτια τους α­ ρος από τά ιβήματά τους, πού νοιχτά. Ε^ναι κι5 αυτοί πιωμέ­ έχει ξεκινήσει αητό ριά από νοι καί ό ύπνος βαραίνει τρο­ τις πιο απόμερες συνοικίες, μερά τά βλέφαρά τους. προχωρεί προς τό κέντρον τής -αφνιικιά, ένας απαίσιος ρόγ­ πόλεως. Φτάνει στην μεγάλη χος άκούγεται άνάμεσά τους. πλατεία τής Άτλαντίδας πού Ό ένας άπ5 αυτούς φέρνει είναι κατασκότεινη. Στο ίδιο σπαρακτικά τό χέρι στο στή­ εκείνο ίμερος πού τό πρωΐ έ­ θος του, πού είναι περασμέ­ γιναν όλα τά δραματικά γεγο­ νο πέρα-πέρα μ5 ένα σπαθί! νότα και στη συνέχεια οι ιστο­ Σωριάζεται κάτω πλέοντας ρικές γιορτές, ' μέσα στο αίμα του... Δεν στέκονται όμως ούτε Τά μάτια των υπολοίπων κι5 έκεΐ. γουρλώνουν. Δέν μπορούν νά Προχωρούν προς τό παλά­ δουν καλά, αλλά ό ρόγχος ε­ τι. "Οταν φτάνουν, ακόμα κι5 κείνος ήταν τόσο τραγικός ο ελαφρότατος θόρυβος πού πού δέν μπορούν νά γελαστούν έκαναν δεν άκούγεται πιά κα­ Καταλαβαίνουν άπό τόν γδού­ θόλου1. πο τού κορμιού τού συντρόφου Περνούν άθόρυβα μπροστά των πού πέφτει στο έδαφος ιάπό τούς ακοίμητους φρουρούς τί· συμβαίνει καί τρομάζουν. πού στέκονται έξω από την Ή νύστα τους φεύγει σε είσοδο του μεγαλοπρεπούς ριά στιγμή. Υψώνουν τά άκόν κτιρίου, χωρίς οί τελευταίοι τιά τους πού κρατούν καί άαυτοί νά άντιληφθούν τίποτα. γωνίζονται νά διακρίνουν μέ­ Συνεχίζουν τόν δρόμο τους σα άπό τό πυκνό σκοτάδ ι πού καί φτάνουν ώς ένα κτίριο πού τούς κυκλώνει. υπάρχει πίσω από τά ανά­ Μά ξάφνικά, άπ’ αυτό τό κτορα. σκοτάδι ξεπηβούν σάν δαίμο­ Έκεΐ στέκονται, "Ένας άλ­ νες μέ τά σπαθιά στά χέρια λος θόρυβος άκούγεται αυτή κορμιά δεκαπενταριά πολεμι­ τή φορά. Λεν μοιάζει με θό­ στές,. ρυβο από βήματα, αλλά σάν Πέφτουν επάνω τους μέ τρο πολλοί μαζί πολεμιστές νά ιμακτιική ορμή. Οί δυστυχισμέ σέρνουν όσο μπορούν πιο σι­ ναι φρουροί δέν προλαβαίνουν γά τά σπαθιά άπό τή θήκη νά φέρουν άντίστασι. Μέσα σέ τους, ελάχιστα δευτερόλεπτα σωριά " Υστ ερ α χωρίζουν... ζονται νεκροί κάτω άπό τις Πιά λίγες στιγμές δέν άκου σπαθιές τών επιδρομέων. γεται πάλι τίποτα. Αυτοί οί τελευταίοι στέκουν "Έξω άπό την πόρτα τού γιά μερ ικά λεπτά άκίνητοι καί κτιρίου πού υπάρχει πίσω ά­ άφωνο ι. 3Αφουγκράζοντσι.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΓΊλάϊ στο κτίριο αυτό πού είναι ή φυλακή τής Νέας 5Α= τλαντίδας, υπάρχει τό φυλά1κιο πού κοιμούνται οι φρουροί. 5Αητό τις κραυγές των συντρό φων τους ττού σκοτώθηκαν, θα ρ παρούσαν νά είχαν ξυπνή­ σει... Μα τίποτα δέν οοκουγεται. Είναι κΓ αυτοί πιωμένοι καί ό ύπνος τους βαρύς καί δίχως όνειρα... — Έρπρός!, λέει ψιθυρι­ στά ριά βραχνή φωνή ρέσα οτό σκοτάδι. Γρήγορα! Οι επιδρομείς σκύβουν σάν κοράκια πάνω άπό'τά πτώρατα των σκοτωρένων. Β ι αιστ ικά χέρια αρχίζουν νά τούς ψάχνουν. -—^ Έδώ είναι!, ψιθυρίζει ριά άλλη, φωνή,. Έχουν βρή τό κλειδί τής πόρτας τής φυλακής. Μέσα σε δυο λεπτά ή πόρ­ τα αυτή είναι διάπλατα ανοι­ γμένη). 5Από τό άνοιγμά της ξεπετάγονται στή στιγμή καρ ριά δεκαριά άνθρωποι. Είναι ό δευτερότοκος γυιός του "Αρατ, ό Κάϊλ, ραζί ρέ τούς πιστούς και στενούς φί­ λους του, πού ό Άβάλ τούς έ χει φυλακίσει ραζί του, γιά νά προλάβη ταραχές, ώσπου νά διώιξηι ραικρυά τό δολοφόνο αδελφό του. Ό αρχηγός των έπιδρορέων, αύτός πού τον είχε έλευθερώσει, γονατίζει ρπροστά σ’ αυτό τό ιάνθρωπόρορφο τέ­ ρας. — ιΚάϊλ, ρουρρουρίζει, έρείς οί πιστοί δούλοι σου, πε ριρενουμε τίς διαταγές σρυ!

21 ΕΚΔΙΚΗΣIΣ

ΚΑ· I ·Α υψώνει τό ^κεφά λι προς τον ουρανό και παίρνει ριά βαθειά ανά­ σα. "Υστερα γυρίζει προς τό ιμέρος τού γονατισμένου αν­ θρώπου. — Δέν βλέπω τό πρόσωπό σου αλλά σέ γνωρίζω άπό τή φωνή σου!, λέει έπίισηρα. Εΐ σαι ό ίλαρχος Όλάρ! — Π ιστός ώς τον θάνατο !, μεγάλε βασιλιά! — Δέν μπορώ νά ευχαρι­ στήσω κανέναν σας γιά την άφσσίωισί του, λέει ό Κάΐλ. "Ο­ ταν φορέσω· τό στέμιμα πού μου έκλεψε ό Άβάλ, τοίτε θά δουν όλοι πώς ξεπληρώνω αύ τούς πού στάθηκαν φίλοι μου στις δύσκολες ώρες!.... Τά ριάτια όλων πού είναι γύρω του αστράφτουν άγρια, άπό ικανοποίηΐσι. Βλέπουν κιό λας οί άνθρωποι εκείνοι τούς έαύταύς των, ντυμένους στά χρυσά, νά κατέχουν αξιώματα ρεγάλα στο πλάϊ του τρόμειροΟ βασιλιά καί αφέντη; τους. —Δέν ζητούμε αμοιβή,, ρε γάλε Κάϊλ, λέει ύπουλα ό Ό λάρ. Εϊραστε έτοιμοι νά δώ­ σουμε άκόίμα καίί τή ζωή μας ίσ’ ένα σου νεύμα! Ή Άτλαντίδα'κοιράται! "Ολοι ξενυχτι­ σμένοι καί ικουρασρένοι άπό τό γλέντι, τούς χορούς καί τό κρασί, είναι σωστά πτώματα έπάνω ατά κρεββάτια τους! "Ως τό ξηΐμέρωμα τούτης τής νύχτας, ρπορου|μ1ε νά αφανί­ σουμε όλους τους εχθρούς σου πού βρίσκονται στην πόλι! — "Ας <μή χάνουμε καιρό

©


22

τότε!, μσυγγρίζει ό Κάϊλ καί τά μάτια ταυ λάμπουν άγρια. Δώστε μου ένα σπαθί, Ό Όλάρ του δίνει τό δικό ταυ σπαθί κΓ αυτός αρπάζει τό κοντάρι ένας άπό τούς τέσ­ σερις σκοτωμένους φρουρούς. "Αλλιοι τρεις ά;πό τούς υπο­ λοίπους παύ έλευθερώθη(καν μαζί με τον Κάϊλ, άρπάζουν τά άλλα τρία καντάρια. — Που βά πάμε πρώτα; ρωτάει ό άγριος ίλαρχος. Στα παλάτι, «στα διαμερίσματα τού ιάδελψού σου; Ό Κά*λ σωπαίνει. Ό θά­ νατος φτερουγίζει μέσα στο ίάταίσιο μυαλό του καί ή λύσ­ σα σφίγγει, σαν σιδερένιο χέ ρι την καρδιά του. Κ ι>’ εκείνος τό πρώτο πού θέ­ λει είναι να όγάλη άπό τή μέ ιση τον ’Αβάλ, γιατί τότε α­ μέσως, δεν θά ύπάργη πιά κα-

Ρερνούν εναν μακρύ καί στενό υ­ πόγειο διάδρομο,.

ΚΑΑ ~ Ο ΚΥΡΙΟΙ

νένσ όμπόδιο ανάμεσα σ’ αυ­ τόν καί στον θρόνο. Είναι ό­ μως πολύ έξυπνος καί δεν α­ φήνει τή λύσσα του νά τον όδηγήιση, σέ απερίσκεπτες πρά ξεις. — Όΐχι!}, ^γρυλλίζει. "Όχι τον 3Α6άλ ιάκόμ,α... Τά διαμε­ ρίσματα του δασιλιά τά φρου­ ρούν δεκάδες φύλακες... Θά -γίνη, σκληρή μάχη γιά νά φτά σουμε... "Ισως νά μ ή φτάσου­ με ποτέ γιατί άν προλάβουν νά ειδοποιήσουν καί τήν έπιφυλακή καί τον υπόλοιπο στρατό, θά είμαστε χαμένοι... Δεν πρέπει νά βιαστούμε... Γιά μερικά δευτερόλεπτα ακόμα ό τρομερός Κάϊλ στέ­ κει διατακτικός. "Υστερα κά­ νει μιά αποφασιστική κίνησι. —Θά φτιάξουμε στρατό !, γρυλλίζει. Μόνο έτσι Θά μπο­ ρέσουμε νά πολεμήσουμε τον αδελφό μου! "Αν επιτεθούμε τώρα Θά (χάσουμε γιατί είμα­ στε πολύ λίίγοι! "Αν φτιάξου­ με. στρατό δεν θά τον φοβώΐμίαστε πιά! — Μά ό στρατός είναι δι­ κός του, μεγάλε Κάϊλ! Μπορούμε νά καταρτί'σ°Μμε ^ στρατό πολύ ,μενάλύτερον ,άπό· τον δικό του!... Τά ιμάτια τού Κάΐλ γυαλί­ ζουν τόσονκαιθώς λέει αύτά τά λόγια, πού οί άντρες πού βρί σκόνται ^ολόγυρά του αισθά­ νονται κάποιον κρυφό φόβο καί κάνουν τή σκιέψι άν έκαναν τρχα καλά νά ξανοδώσουν 5υ νσιμι στά^,χέρια ένός τέτοιου τέρατος, έστω κι* άν εξασφα­ λίζουν τήν εύνοιά τον.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Δεν υπάρχει όμως καιρός για νά το σκεφθΡΰν. Ό Όλάρ ρωτάει μέ έκπληξι τον άφέντηι του·: — Που θά βρούμε τους άν­ τρες για νά κάνουμε τον στρα το πού λες, ακατανίκητε βα­ σιλιά; Ό Κάϊλ χαμογελάει ελεύ­ θερα, ξέροντας πώς μ5 αυτό τό σκοτάδι ρ συνομιλητής του δεν μπορεί νά διακρίνη το σα τανιικο του χαμόγελο. Καταλαβαίνει πολύ καλά δ τι όλ’ αυτά τά μεγάλα λόγια πού του λέει ό ίλαρχος του, δεν είναι τόσο- από τον ειλι­ κρινή θαυμασμό του όσο από τον φόβο του τώρα πού βρίσκε ται ελεύθερος ανάμεσα τους — Τό μυαλό σου δεν μπο­ ρεί νά πάηι μαικρυά εύκολα βλέπω., Όλάρ!, λέει σκληρά. Στρατός ύπάργει όσος θές! Τρεΐς κα:ι τέσσερις φορές με­ γαλύτερος από αυτόν πού δι­ αθέτει· ό Άβάλ! Ό Όλάρ καί οί άλλοι αξίωμα τιικοί καί στρατιώτες πού τον τριγυρίζουν, γουρλώνουν τά μάτια τους από1 τρομερή περι­ έργεια. Δεν μπορούν νά κατα­ λάβουν τί λέει. "Όμως ό Κάϊλ έξηγεΐται γρήγορα, ^έρει πώς δεν τον συμφέρει νά άφήνη, την ώρα νά περνάη. —Υπάρχουν ολόγυρα στην Άτλαΐντίδα άγριες φυλές^ πού τόσον καιρό μάς φρουριοϋν α­ πό τούς ξένους, Όλάρ! Πώς τό ξεχάσατε; "Ενα επιφώνημα θαυμασμού ξεφεύγει από τά στόματα ό­ λων τών πιστών τού Κάϊλ πού

23

Μι,σοκοιμισμένος ό φρουρός 6έν τους πήρε είδηση, παρά μόνο όταν ή κόψις ένός σπαθιού ακούμπησε πάνω στον λαιμό του.

στέκονται γύρω του. Κανείς πραγματικά δεν εί­ χε κάνει αυτή τή σκέψι. Ό αίιμοβάρος βασιλιάς συ­ νεχίζεις ■—- "Ολες αύτές οί φυλές, Όλάρ, άν είχαν έναν έξυπνο αρχηγό που νά τις ένωση,, τό­ σα χρόνια, σήμερα ή Νέα Ά~ τλαντίδα θά ήταν δική τους καί όχι δική μας! Είναι πολύ περισσότεροι από μάς! Κα­ νείς φύλαργος όμως ποτέ δεν σκέφθήικε μιά τέτοια ένωαι ! Είναι άνθρωποι μικροί πού δεν αξίζουν νά κυβερνούν μιά τέτοια πολιτεία! Τώρα όμως τά πράματα αλλάζουν! Σ άν πολεμιστές είναι τό ίδιο γεν­ ναίοι μέ τούς "Ατλαντες! Ε­ κείνο πού τούς έλειπε πάντο­ τε ήταν μόνο τό μυαλό! Λοι­ πόν ήρθε ή ώρα! Γιατί τό μν


24

αλό αυτή τή φορά θά τσχουν! θά ταχουμε εμείς άφού θά εΐ μαστέ επικεφαλής στον ένωμέ νο στρατό τους! Όλοι τον παρατηρούν ιμέ ά ψάνταστο θαυμασμό. <Καΐ ττρα γματικά ή ιδέα του είναι με­ γαλοφυής. Ωστόσο ό ίλαρχος Όλάρ φέρνει τις τελευταίες αντιρ­ ρήσεις του: — Μά, βασιλιάς όλ5 αυτά γιά νά γίνουν (χρειάζεται και­ ρός ! — Όχι και τόσος πού νο­ μίζεις, φίιλιε μου !, σφυρίζει σά φίδι ό /Κάΐλ. Μην ξεχνάς ότι οι μαύροι σκλάβοι μας, δεν έ­ χουν Ιδέα γιά τά σημερινά ε­ πεισόδια. Καινείς τους δεν γνω ρίΐζει ακόμα ότι βασιλιάς τής Άτλσντίΐδας δεν είναι ό Κάΐλ αλλά ό^ Άβάλι! "Ολοι αυτοί·, τούτη, τή στιγμή, θά με φαντάζωνται γιά εστεμμένο βασιλιά τής Νέας Άτλαντίδας! Οι ά'ξιοαμοτΓιικοί μας ττού βρίσκον­ ται σε ικάθε μιά άττό τις φυ­ λές τό ίδιο! "Έτσι δεν θά ύπιάρχη; ούτε καν ό κίνδυνος τής προδοσίας, γιατί κανείς άττ’ αυτούς δέν θά σκεφθή νά τρέξη νά ιμέ προδώση' στον άδελφό μου γιά τις προετοιμασίες ιμου, αφού δέν θά ξέρη καν την ύτταρξι τού άδελφρύ μου στή ζωή! Δέν θά παρουσιαστώ σαν έκπτωτος καί σάν φυγάς. Θά παρουσιαστώ σάν βασιλι­ άς τής Νέας "Ατλαντίδας! — "'Ε,χεις δίκιο, μεγάλε Κάΐλ!, μουρμουρίζει ό "Ολάρ καί όλοι γύρω του συμφωνούν μ5 έναν γενικό ψίθυρο θαυμα­ σμοί, Οσαι γεννημένος γιά

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

βασιλιάς καί γιά στρατηγός! Θά σέ άκολουθήσουμε όπου μάς ττής!.... 5 , Ό .Κάΐλ χαμογελά αυτάρε­ σκα. — "Υστερα μην ξεχνάς καί τό σχέδιό· μου πού έχω έτοιμο από παλιά, "Ολάρ!, συνεχί­ ζει. Θυμάσαι πού έκανα άπό πρώτα τή σκέψι νά συγκροτή σω έναν μεγάλο στρατό καί νά κατακτήσω ολόικιλιηιρη, την άνεξερεύνητηι περιοχή τής ζούγ κιλας; Θυμάσαι πού θά ένωνα τον στρατό μου καί μαζί τον στρατό απ’ όλες τις φυλές γιά νά κατακτήσω καί τή Νέα ,Πέλλα; Αυτό· θά λέμε λοιπόν σ" όσους βρίσκουμε στον δρό­ μο μας! Πώς ή ώρα έφτασε! Ό Κάΐλ ετοιμάζει τή στρατιά μΐέ τήν σποί'α θά κατακτήση τον κόσμο! Τά μάτια τών ελευθερωτών του αστράφτουν. Φαντάζονται κιόλας τούς, εαυτούς των επι­ κεφαλής, ενός τρομερού στρα­ τού πού τίποτε δέν θά ,μπορή νά άντισταθή στον δρόμο του. "Ασφαλώς έκαναν πολύ κα λά πού διάλεξαν τόν .Κάΐλ γιά αρχηγό τους! 5Ασφαλώς δέν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο ό­ σο είναι μαζί του. —- "ΕΙμΙπρός!, μουρμουρίζει μιέ λαχτάρα ό Όλάρ. *Ας πη­ γαίνουμε τότε, αφού είναι έ­ τσι, μεγάλε βασιλιά! "Οσο καθυστερούμε, κινδυνεύομε νά μην προλιάβιωμε ν’ άπαμακρυν θούμε αρκετά πριν άπό τήν αύγή.... Ό Κάΐλ τούς σταματά πού είναι έτοιμοι όλοι νά ξεκινή­ σουν,


ΤΗϊ — Μή ιφύγηι κιοαν»εί1ς πριν δι

στάξω εγώ!, λέει άγρια καί ά γιέρωιχα. Τίποτα δεν πρέπει νά γίνη “βιαστικά! "Εχουμε κι5 άλλες δουλειές νά κανονίσου^ με προηγουμένως! Χρειάζε­ ται- ψυχραιμία ένας στρατη­ γός, Όλάρ! ιΚ-αταλαβαινείς τι πάει νά πή, αυτό; — Ναι, ιμεγάλε Κάϊλ!, άπρκρίνεται ταπεινά καί τρέμόντας ά)πό έναν ^ανεξήγητο -φόβο ό ίλαρχος. Δώσε διατα­ γές! "Οτι πής θά γίνη αμέ­ σως ! — Ακουστέ, λέει κοφτά ό Κά'ίλ. Λέιμε νά ετοιμάσουμε έναν στρατό! Μά ό στρατός χρειάζεται δπλα γιά νά είναι επικίνδυνος καί νά μπορή νά πολεμηση- στρατιώτες σάν τής Νέας ’Ατλαντίδας! Ρ ίχνε ι ένα θρ ι αμβεστικό βλέμμα στους ανθρώπους του καί συνεχίζει·: — "Οπλα όμως θά βρούμε μόνο στη μεγάλη αποθήκη τών όπλων τής Νέας Άτλαντίδας. — Μά δεν θά κινδυνεύσουμε νά μάς άνακαλύψουν; — Μην είσαι- ανόητος, Όλάρ! Καί βέβαια θά κινδυνεύ­ σουμε! Χωρίς κίνδυνο όμως &έν κερδίζεται ποτέ μιά μεγά λη μάχη! "Ολοι οι "Ατλαντες άπόψε είναι πιωμένοι καί κοι μούνται βαθειά.... Δύσκολα θά -ξυπνήσουν απτό έναν ασήμαν­ το θόρυβο.... — Αοιττόν βασιλιά, τί δι­ ατάζεις^ — Θά επιτεθούμε στην άπο θήκηι τών όπλων! Ή επίθεσις θά γίνη σιγά καί μέ σύμμαχο το σκοτάδι! Θά πέσουμε επά­

νω στους φρουρούς πού θά είναι μισακοιμισμένοι από το πιοτό καί θά τούς σφάξουμε! Θά πάρουμε όσα όπλα περισ σότερα -μπορούμε καί θά τά φορτώσουμε πάνω σε μεγάλα αμάξια... Κατόπιν θά επιτε­ θούμε μέ τον ίδιο τρόπο σέ μιά από τίς πύλες κι3 όταν την κυριεύσουμε θά χυθούμε έξω... — Εμπρός!, ξεφωνίζει ά­ γρια ό Όλάρ. "Ολα θά γίνουν όπως τά θέλεις Κάϊλ! Οι στρατιώτες έτοιμάζονται κιόλας νά ξεκινήσουν στην προσταγή τού Όλάρ, άλλα ό Κάϊλ τούς -σταματά καί πάλι. — Όλάρ!,, λέει μέ απειλή τική φωνή. Νά μην .ξεχνάς ότι τίς; διαταγές θά τίς δίνω εγώ! Καί νά μή βιάζεσαι ποτέ σου όταν βλέπης ότι εγώ δέν βιά­ ζομαι! Ή νύχτα τούτη δέν θά τελειώση πριν τελειώση καί τό έργο μου! Τό σκοτάδι εί­ ναι σύμμαχός μου! "Ολες οί δυνάμεις που κατοικούν ατά σκοτεινά είναι μαζί μου! Ή μέρα δέν θά τολμήση νά σκορ π ίση, τό φως της, πρίν ολα νά έχουν τελειώση^ όπως τά θέλω ! Μιά ανατριχίλα τρόμου περ νάει τά κορμιά όλων εκείνων τών άντρων στα τρομερά λό­ για τού αφέντη τους. Ό 5Ολάρ είναι τυχερός πού τό σκοτάδι είναι τόσο πυκνό, άλλοιώς θά φαινόταν ή χλω­ ράδα τού θανάτου πού απλώ­ νεται μονομιάς στο πρόσωπό του. — Πρίν νά ξεκινήσουμε γιά την αποθήκη, συνεχίζει ό α­ παίσιος Κάϊλ μέ ψυχρή φωνή


ί6 μια ομάδα από σάς.... Ό Κάϊλ σταματάει απότο­ μα νά μιλάιη. Μέσα στη νεκρι κή σιωπή πού τούς τριγυρίζει καθώς οι άντρες του· οακούν τα λάγια του χωρίς αναπνοή, άκούγεται ένας ξαφνικός, σιγά νός θόρυβος, λίγο μακρύτερα. Ό πατροκτ οίνος Κάϊλ κακκαλώνει. — Τι ήταν αυτό; ψελλίζει <μέ κομμένη την αναπνοή. Τ5 ακούσατε κι5 εσείς; "Ολοι έχουν ακούσει τον πα ροίξενο εκείνο θόρυβο. Πρώτος ό Όλάρ, καί πίσω του οΐ περισσότεροι απτό την ένοπλη ομάδα του, τινάζονται καί κυκλώνουν τά γύρω οική­ ματα μέσα σέ μια στιγμή. Αρχίζουν νά ψάχνουν σαν λα­ γωνικά, μά τό σκοτάδι είναι πυκνό καί τούς εμποδίζει. Δεν ■μπορούν νά κάνουν γρήγορα.

— Βλέπω ένοον μαύρο κοοβοολλάρη..., παραμιλάει ό Χούπ στον ύπνο του.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

...Προτού λάβτ) τό... μήνυμα, τρώει μια μέ την ανάποδη ένός σπαθιού...

Ωστόσο καμιμ ιά φορά γυρί­ ζουν δλα τά πλησίον κτίρια καί δεν έχουν ανακαλύψει τί­ ποτα. Μαζεύονται άλλη μιά φο ρά γύρω από τον τρομερό αρ­ χηγό τους. Ό φόιβος γυαλίζει στά μάτια τους. — Νά^ κάνουμε γρήγορα!, μουρμουρίζει κάποιος αξιωμα­ τικός μέσα στο σκοτάδι. Ό Κάϊλ ομιως έχει ξαναιβρή την ψυχραιμία του. — ^ Το σχέδιο θά γίνη ό­ πως ακριβώς τό διέταξα!, λέ­ ει.^ Δεν πρέπει νά άνησυχήτε για τον θόρυβο... ^Ηταν ένα σύρσιμο στο χώμα... Ασφα­ λώς κάποιο ερπετό τής νύχτας η κανένα κατοικίδιο... Όλάρ, έλεγα πώς μιά αμάδα θά κά­ νη /μια άλλη, δουλειά... Θά πάρης δέκα άνδρες καί θά πας στά ανάκτορα!


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Τά μάτια τού ίλαρχοι; γυα­ λίζουν από τον τρό)μο άλλα δεν τολμάει νά φέρη; την παραμι­ κρή αντίρρηση γιατί, άν τό κάνη,, ξέρει πολύ καλά τ! τον περιιμένει... ■—Τό σκοτάδι πού -μάς βο­ ήθησε. ώς έδώ, θά σάς βοηιθήση κΓ έκεΐ... Θέλω νά αρπά­ ξετε ένα πρόσωπο και νά μου τό φέρετε. . . ζωντανό! Μιά φοβερή άστραπή λάμ πει ατά ιμάτια του καθώς λέ­ ει αύιτά τά λόγια. ■Νεκρική σιγή βασιλεύει ο­ λόγυρά του... Κ ατ αλ αβ αίνε ι πώς ό ΌΙλάρ και οί άντρες του φοιβώνται... — Έκανα λάθος, πού έκα­ να εχθρό -μου εκείνο τό ξανθό αγόρι!, λέει περιφρονητικά. 7Ηταν ό ιμοναδικός πράγματι κά γενναίος άντρας πού συνάν τηΐσα στη ζωή μου! Εσείς 6-

Ένα ακόντιο βυθίζεσαι στο στή­ θος του και σωπαίνει για πάντα,

27

— Μεγάλε Κάϊλ! Προδοσία! Πρέπει νά ψύγωμε αμέσως !

λοι οί άλλοι δεν άξίζετε ούτε ■μιά τρίχα του! Ή προσβολή είναι θανάσι,μη. Κάνεις όμως δεν τολμάει νά πή τίποτα σ’ αυτόν, πού καθόλου ευγνωμοσύνη, δεν δεί­ χνει σ’ εκείνους πού ρόλις πριν λίγο τον ελευθέρωσαν μέ κίνδυνο τής ζωής, τους. — Μή φοβάστε!, ,συνεχί­ ζει. Είναι εύκολη δουλειά! Δέ θά έχετε νά κάνετε μέ κανένα σοβαρό αντίπαλο.... Τή διαρ­ ρυθμία ι καί άλες τις κρυφές πόρτες του παλατιού τις ξέ­ ρεις θαυμάσια, Όλάιρ... Θά βρής τό διαμέρισμα πού έχει δώσει· ό Άβάλ στούς ξένους του... θά ιμπήτε σ’ εκείνο του ξανθού1 γίγαντα καί τού μι­ κρού τρελλού... Φαντάζαμα ι πώς θά είναι ραζί σ’ ένα δω­ μάτιο... Πιάστε έναν μεμονω­ μένο φρουρό- γιά νά σάς πή


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

28

πού βρ ίσικοντα ι... * Υστερα λιάς τής Άτλαντίδας καί ό πνίΐξτε τον!... Θέλω ζωντανό Αβάλ νεκρός!.... 5 Εμπρός! τον πυγμαίο!... Καί θέλω νά -εκινάιμε!... σκοτώσετε ιμέ μια (μαχαίρια 0 ΧΟΥΠ στην καρδιά τον λευκό! Είναι ό «μόνος πού φοβάμαι! Ό Α- ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ βάίλ, χωρίς αυτόν, θά νικηΐθή ΟΛΑΡ επικεφαλής τής οπωσδήποτε! όμάδος του προχωρεί μέ Ό Όλάρ αναπνέει. Ή άπ-ο σα στη νύχτα άπό άπόστολή τους δεν εΐναι πραγμα­ μερους δρόμους, πλησιάζοντας τικά πολύ δύσκολη.... Τούς ξένους δεν .θά τούς φρουρούν προς τό παλάτι. Δεν ζυγώνει καθόλου στην ασφαλώς, όπως συμβαίνει με κεντρική πύλη- τού ανακτόρου τον βασιλιά. πού ξέρει ότι φρσυρεΐται κα­ Ό Κάΐλ, συνεχίζει: λά, ούτε άπό τήν πίσω πλευ­ — [ Κ ατ αλαβαίνε ις γ ιστ ί ρά τού κτιρίου πού επίσης υ­ στέλνω μιά μεμονωμένη ομά­ πάρχουν φρουροί-. Μπαίνει σ’ δα σ’ αυτή τη δουλειά, Όλάρ. ένα πλαϊνό, μικρό οίκημα. Τό "Αν σάς άντιληφθουν, θά πο­ οίκη|μα αυτό είναι όλό'τελα έ­ λεμήσετε καί θά πεθαίνετε ό­ ρημο. Κανείς δεν τό κατοικεί. λοι εκεΐ πέρα! Κανείς νά μην Ό Όλάρ, ακολουθούμενος τολμήση νά έρθη νά (μάς συ­ άπό τούς άντρες του πάντα, ναντήσω, κουβαλώντας έτσι πί βγαί/νει σέ μιά μικρή αυλή. Έ σω του -καί τους εχθρούς ιμσυ.. κεΐ κατευθύνεταΐ' σέ μιά γω­ Γ ι5 αυτό, το καλύτερο είναι νιά. Στρίβει μιά πέτρα στον ...νά ,μήν άποτύχετε. Εμπρός! τοίχο. Μιά καταπακτή ανοίγε­ Ακούσατε τη διαταγή μου! ται έ μπρος στά πόδια τους. "Αν σάς άντιληφθουν, θά σκο­ Μπαίνει πρώτος μέσα κι3 άρ τώσετε καί τον πυγμαίο! χίζει νά κατεβαίνη μιά σκάλα. Ό 5Ολάρ, τρέμοντας ξεδια­ Οί άντρες του τον ακολουθούν λέγει δέκα άντρες καί χάνεται αδίστακτα. μέσα στη νύχτα. Περνούν έναν μακρύ καί στε Ό 'Κάϊλ μένει γιά λίγο σι­ νό υπόγειο διάδρομο πο-ύ μυ­ ωπηλός, κυττάζοντας προς τό ρίζει -μούχλα. Κάποτε φτά­ μέρος πού χάθΐηΐκε ή ομάδα νουν στο τέρμα του καί ό Ότού ίλαρχου. λάρ πού πηγαίνει μπροστά, — Δεν μπορούσα νά φύγω φτάνει σέ μιά άλλη σκάλα. χωρίς νά πάρω- καθόλου έκδί- Την ανεβαίνει ώσπου τό κεφά­ κηισι!, μουρμουρίζει άγρια. λι του φτάνει στην οροφή τού Αώτός ό διαβολοπυγμ αίος τά διαδρόμου. Μέ τούς ώμους του φταίει ολα! Πετώντας εκείνο σπρώχνει τήν οροφή αυτή μέ τό ηλίθιο όπλο του, μ5 έφερε δύναμι. Μιά μεγάλη τετράγω­ στη θέσι πού βρίσκομαι αυτή νη πλάκα άνασηικώνεται. -Βοη τή στιγμή... "Αν δεν τό είχε θούμένος κι5 άπό τούς ανθρώ­ κάνει, τώρα θά ήμουν ό βασι­ πους του, παραμερίζει τήν

©


?Η£ 20ΥΓΚΑΑΪ

πλάκα αθόρυβα και ένας - έ­ νας βγαίνουν όλοι άτττό τη δεύ τερηι καταπακτή. —βγάλτε τά σαντάλια σας διατάζει ό Ιλαρχος ψιθυριστά. Στη στιγμή υπακούουν στη διαταγή του. 5Εντελώς αθόρυβα σαν σκιές Κυκλοφορούν .μέσα στα ανά­ κτορα, χωρίς νά συναντούν κα νέναν στον δρόμο τους. "Οπως τό είχε πή ο Κάίλ, ό Όλάρ γνωρίζει πολύ καλά τό .μέρος, ζέρει που τοποθε­ τούνται οί φρουροί και από μυ στικές διόδους, τραβάει γραμ 'μή για τον προορισμό του. Τέλος πιάνουν έναν φρουρό άπομονωμένσν σε μια μικρή πόρτα. Ό δυστυχής εκείνος μισοικοιμόταν και ούτε τούς άντελήφθη καθόλου ώς τή στι γμή^πού ή κόψη ενός σπαθιού άκούμπησε πάνω στο λαιιμό του. —Σε ποιο διαμέρισμα βρί­ σκονται οι ξένοι; μουγγρίζει ό ίλαρχος άγρια στο αυτί του. Δεν προλαβαίνει καλά-καλά ό φρουρός νά πή αυτό πού τον ρώτησαν κι* ένα τρομερό χτύπημα με τή λαβή τού σπα θιοΰ στο κεφάλι, τόν σωριάζει κατάχαμα χωρίς νά βγάλη ά* *να. «, · ^ — "Ενας νά μείνη γιά νά τόν άποτελειώση !, ψιθυρίζει ό Όράλ ψυχρά. Οι άλλοι μαζί μου.... Ό Ιλαρχος, πού είναι φο­ νιάς αντάξιος τού τρομερού άφέντή του, -ξέρει πολύ καλά τό δωμάτιο πού τού έχει πή ό άτυχος φρουρός. Δεν αργούν νά φτάσουν.

"Ενα δυνατό και σφυριχτό, κωμικό ροχαλητό, τούς κάνει νά στ αμ στήσουν. Αυτός πού ροχαλίζει μα­ καρίως, χωρίς νά έχη ιδέα τί φοβερός κίνδυνος τόν απειλεί, ε^ναι ό καϋμένος ό χαζό Χούπ! Γιά τόν πυγμαίο δεν υπάρ­ χει πιά -λόγος νά ψάξουν νά τόν βρουν μές^ στο σκοτάδι. Ό θόρυβος πού κάνει καί μό­ νο οδηγεί τούς ’Άτλαντες μ ιά χαρά προς τό μέρος του. Ό Όράλ ψάχνει τότε γιά τό κρεββάτι τού ξανθού α­ γοριού. Τού ,Κάλ. Κρατάει στο χέρι του τό σπαθί του ξεγυμνωμένο. Εί­ ναι έτοιμος μόλις άνακαλύψη τό βασιλόπουλο τής Πέλλας, νά τό θανάτωση, αμέσως, χω­ ρίς καμμιά καθυστέ|ρηρΊ. Πράγματι,^σε μιά στιγμή, όπως ψηλαφεί στά^ σκοτεινά, ανακαλύπτει τή μιά άκρη του κρεββατιού του. Τότε, ενώ μέ τό ένα χέρι κρατάει τό σπαθί ψηλά^ γιά νά χτυπήση γρήγορα καί δυνατά στο μέ­ ρος, πού πρέπει, μέ τό άλλο αρχίζει νά ψάχνη ψηλαφώντας πάνω στο στρώμα σάν τυ­ φλός, γιά τό κορμί τού ε­ χθρού του. Περνούν δευτερό­ λεπτα γεμάτα αγωνία γιά τόν δολοφόνο, γιατί κι* αυ­ τός φοβάται τόν τρομερό ξαν·1 θό γίγαντα καί ξέρει πώς άν ξυπνήση πριν προλάβη νά χτυπήσή, θά την έχει πολύ ά­ σχημα... ξαφνικά μιά βλαστήμια ξε­ φεύγει ,άπ’ τά μισάνοιχτα χεί* λια του:


ίύ

’Έχ'ει άνακαλύψει υστέρα ,άπό πολύ ψάξιμο, πως το Λευκό αγόρι τής ζούγκλας, ό Κάλ, δεν βρίσκεται στο κρεββάτι του! Στο μεταξύ καθώς οι στρα­ τιώτες του ζυγώνουν το κρεββόπι τοϋ Χούτ, άικούγεται ξα­ φνικό το παραμ ιλητό του χα­ ζό - πυγμαίου ττ^ού κατά τά ψ α ΐ1νόρενα όνε ιρευετα ι: —1 Βλέπω έναν μαύρο καβαλλήρη που έρχεται μέ καλτπασμό πρός τό μέρος μου! Φαίνεται θάναι τό ταχυδρο­ μείο! Ασφαλώς κανένα καλό μήνυμα θά λάβω αύριο τό τπρωΐ... μόλις ξυπνήσω! Άλλα προτού λάβη τό. . . .μήνυμα, τρώει μιά μέ την ανά­ ποδη ενός σπαθιού στην κε­ φάλα, τόσο δυνατή πού τρί­ ζουν τά κόίκικαλά του. Στη στι­ γμή μένει ακίνηρος σαν πεθα­ μένος.

Αρπάζουν τον δύστυχο πυγμαίο και τον δένουν χειροπόδαρα.

(<ΑΛ — ό ΚΥΡΙΟΪ

Οί στρατιώτες τον αρπάζουν στά χέρια μέ ευκολία έτσι ε­ λαφρός πού είναι καί περιμέ­ νουν τις διαταγές τού ίλαρχου. -—5Εμίπρός! ,λ μουρμούριζε ι ό Όλά)ρ. ζεικινάμε! Τό λευκό παιδί δεν εΐν’ έδώ Περνούν πάλι απ' τούς δρό­ μους πού έχουν έρθει καί σέ λίγο βρίσκονται1 στο ύπαιθρο, νά τρέχουν προς τή μεγάλη α­ ποθήκη, των όπλων για νά συ­ ναντήσουν τον Κάΐλ. . . ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ

ΗΝ ΩΡΑ πού συμβαίνουν δλ’ αυτά, άλλα πιο εν­ διαφέροντα γεγονότα δια­ δραματίζονται σ' ένα διαφορε­ τικό σημείο της Νέας Άτλαντίδας. Ή συνοδεία του άπαίσιου Κάϊλ βαδίζει σιωπηλά προς τή ,μεγάλη άποθηκη τών ό­ πλων. Δεν αργούν νά φτάσουν. Ό απαίσιος άρχηγός τους δίνει τις τελευταίες του δια­ ταγές μέ ψιθυριστή φωνή. Σκο­ τεινές σκιές σαν φαντάσματα κάνουν μέσα σ’ έλάχιστες στι­ γμές τον κύκλο τού μεγάλου κτιρίου. Καί ξαφνικά μέσα στή νεκρική σιωπή, άκούγεται ένα κρώξιμο από κάποιο νυχτοπού­ λι. Ταυτόχρονα οί σκιές ορμούν μέσα απ' τή νύχτα προς τήν είσοδο της αποθήκης. Οι φρουροί πού βρίσκονται εκεί δέν προλαβαίνουν νά αμυν­ θούν. "Ενας μόνο καταφέρνει νά ξεφωνίση. δυνατά πριν ένά άκόιντιο βυθιστη βαθειά οπό στήθος του καί σωττάση γιά πάντα.

Τ


ΤΗΣ 20ΥΓΚΑΑΪ

Οι έπ ιδρομεΐς παγώνο υν. Γιάμερικές στιγμές απομένουν σιωπηλοί για νά δουν τί συνέ­ χεια θά έχη ή φωνή. ' Ωστόσο “δεν άκούγεται τίποτα. —Εμπρός!, διατάζει ό Κάϊλ σκληρά.5 Ανοΐξτε τις πόρ­ τες ! Μην καθυστέρησε! Σε δευτερόλεπτα βρίσκον­ ται μέσα στην αποθήκη;, ενώ άλλοι φέρνουν δυο πελώρια α­ μάξια από τον στ αυλό. Αρ­ χίζουν νά τά γεμίζουν μέ όπλα, μέ πυρετώδη ταχύτητα. Μά δεν πραλαβαίνουν νά γεμίσουν ού­ τε τό ένα, όταν κάποιος άπό τους φρουρούς πού έχει αφήσει απ’ έξω ό Κάϊλ τρέχει μέσα στην άποθήικη ουρλιάζοντας ά­ γρια: —Μεγάλ ε Κάϊλ! Π ροδε­ σία! Πρέπει νά φύγωμε άμέσως! "Έρχεται προς τά εδώ ολόκληρος 6 στρατός τού "Αβάλ! Είμαστε χαμένοι ! Τά μάτια τού Κάϊλ γίνον­ ται δυο άναμμένα κάρβουνα. Οι γροθιές του σφίγγονται μέ τόση λύσσα που τά νύχια του χώνονται στο κρέας του και τό ματώνουν. Καταλαβαίνει όμως πώς δεν έχει καιρό γιά χάσιμο σέ σκέψεις, πώς έγινε και ό στρα­ τός τού αδερφού του βρέθηκε στο ποδάρι. Ό νοΰς του πάει γιά μιά μόνο στιγμή στον Όλάρ... Μήπως τον πρόβωσε αυ° τόΐς; "Αλλά όχι. . . "Αδύνατον, γιατί αυτός ό ίδιος τον έχει άπελευθερώσει άπ" τη φυλακή του. —Τρεχάτε!, ούρλ ι άζε ι ά-

^ — Προσέξτε μή μου βγάλετε κάνα μάτι με τά βέλη σας καί... πάω στραβός τον ’Άδη !...

γριά τραβώντας τό σπαθί του. "Ακόλουθή,στε με! "Απ" την τα­ χύτητά σας έξαρτάται ή σω­ τηρία σας! Δεν χρειάζεται νά τούς πή περισσότερα. "Από μακρυά αν­ τηχεί κιόλας τό ποδοβολητό τού στρατού πού ζυγώνει επί» σης τρέχοντας. —ΙΓρήγορα, άλλά αθόρυ­ βα!, διατάζει γιά τελευταία φορά ο τρομερός Κάϊλ πού δι­ ατηρεί παρά τον κίνδυνο α­ ξιοθαύμαστη ψυχραιμία. Τό ποδοβολητό τό δικό τους θά σκεπάση, τον θόρυβο πού θά κάνωμε έμεΐς και ή νύχτα Θά μάς σκεπάση άπ" τά μάτια τους! Μαζί μου! . . . Πραγματικά, λες κι" εΤν" όπ λήθεια αυίό πού είχε πή άπ5 την άρχή, πώς οι δυνάμεις τού σκότους συμμαχούν μαζίΐ του ή νύχτα είναι άκόμσ θεοσκότει-


—-—-—.........................

.... -

:

——-— ——------------------

νη(/ μ5 όλο πού για τό χάραμα δεν απομένει ιτιά παρά έλάχιστη) ώρα. Μέσα σέ λίγες στιγμές έ­ χουν χαθή σαν νά τους κατάπιε το σκοτάδ ι και ,6 στρατός του ’Αβάλ πού φτάνει με καθυρτέρηισι μόνο μισού λεπτού, δεν τους βρίσκει πιά έκεΐ. ■—Σ κορπ ιστήτε παντού!, διατάζει μέ βροντερή φωνή σ ίδιος ό Κάϊλ πού είναι έπικεφαλής τους. Θά τούς βρούμε οπωσδήποτε! 5 Αγγελ ι οφόρο ι νά τρέξουν νά είδοποιήσουν τις πύλες! Μά ό Κάϊλ μέ τούς δικούς του είναι πιό· γρήγοροι ^στή φυγή. Ό φόβος του θανάτου βάζει φτερά στά πόδια τους. Μάσα σ5 ελάχιστα λεπτά φτά­ νουν σέ μια απ’ τις πύλες τής 'Ατλαντίδας. Χύνονται σαν γε­ ράκια επάνω- στους φρουρούς. Ή ορμή τους είναι τρομα­ κτική γιατί άγωνίζοντα^γιά τή ζωή τους. Οΐ φρουροί ύστερα από ηρωικό αλλά άνιισο αγώ­ να υποκύπτουν, αφού καταφέρ­ νουν μόνον νά σκοτώσουν κι3 ιαύτοί τρεις - τέσσερις απ’ τούς έπ ιδρομεΐς. 'Ύστερα δ Κάϊλ μέ τούς υπόλοιπους α­ νοίγουν διάπλατα τήν πύλη, καί χύνονται στον κάμπο πού τρι­ γυρίζει την πανάρχαια πολύ Τρέχουν προς την παρθένα ζούγκλα γιά νά σωθούν. Πρέ­ πει νά φτάσουν στά πρώτα δένδρα Της πριν νά χαράξη ή αυγή, γιατί άν τούς κυνηγή­ σουν ,μέ τά άρματα θά τούς φτάσουν μέσα σέ λίγες στιΥμές , , ,

Ο ΧΟΥΠ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ

ΕΝ ΠΑΕΙ μακρυά ό Όλάρ μέ τούς δικούς του καί τον αιχμάλωτο χαζο­ πυγμ αΐο. -αφνιικά μέσα στή νύχτα άκούγονται ποδοβολητά καί άγριες φωνές. Ό ίλαρχος καί οι άντρες του μένουν ακί­ νητοι. Παγωμένου Αέν ύπάρχει αμφιβολία πώς έχουν έίπιτεθή εναντίον τού Κάϊλ, για­ τί οί φωνές έρχονται από την κιατεύθυνσι τής άποθήκης. Οί στρατιώτες τρομοκρα­ τούνται. -—-Νά γυρίΐσωμε στά σπίτια μας νά κρυφτούμε!, μουρμου­ ρίζει κάποιος. Νά σκοτώσωμε αυτόν τον ηλίθιο πυγμαίο γιά νά μή τον έχομε βάρος! —Σιωπή!, διατάζει ό Όλάρ. Θά ερ'θετε δλοι στο σπίτι μου. . . "Αν ό Κάϊλ γλυτώση καί καταφέρη: νά τό σκάση,, ή διαταγή του είναι νά σκοτώ­ σωμε τον πυγμαίο καί τότε θά τό κάνωμιε. "Αν όμως πιάσουν τόν Κάϊλ ή τον σκοτώ­ σουν, είναι περιττός ό φόνος αδύτου τού χαζού. Καλύτερα είναι νά πούμε ότι τόν βιρήκάμε κιαί τόν γλυτώσαμε κι1 έτσι θά σωθούμε κι3 έίμείς! „ . * Ή διαταγή του έκτέλεΐται στή στιγμή γιατί είναι πρα­ γματικά σοφή. Μά ένας άπ3 τούς στροτιώτες του πού φτά­ νει μετά άπο μιά ώρα στο σπί­ τι τού Όλάρ πού έχουν κρυ­ φτή, φέρνει τό νέο πώς 6 Κάϊλ ξέφυγε καί χάθηκε στή ζού­ γκλα μέ όλους σχεδόν τούς άντρες του.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

Τά μάτια τοϋ Ιλαρχοι; α­ στράφτουν άγρια. ^—θά μείνωμε έδώ!, λέει ε­ πίσημα. Και όταν φτάση ή μέρα για την έπίθεσί του, έμ'εις άπό δώ μέσα θά του α­ νοίξουμε τις πύλες νά μπή μέ τον στρατό του θριαμβευτής! Ώστόισο όμως, άς τελειώνουμε μέ τον τριπίθαμο αυτόν! . . . Δέστε τον καί πηγαίνετε τον στο πίσω μέρος της αυλής. . . Νά τον έκτελέσετε άμεσους σαν προδότη,! . . . ^ Στ5 άλήιθεια αρπάζουν τον δύστυχο πυγμαίο και τον δέ­ νουν χειροπόδαρα κι5 έκεΐνος από τά πολλά τραντάγματα ξυπνάει. —Τί συμβαίνει; Τί συμβαί­ νει, παιδιά; τσιρίζει χασκογελώντας. * Ακόμα τό γλεντάμε; Αμάν! Πονάει τό κεφαλάκι μου άπό τό κρασί ! . . . —Έννοια σου και δεν «τό γλεντάμε» καθόλου!, γρυλλίζει ένας άπό τους στρατιώτες μοΰχθηρά. Θά πεθάνης, βρωμοπυγμαίε! —Σέ πόσα χρόνια περίπου; ρωτάει ό χαζό - Χούπ μέ απο­ ρία. —Αυτή τη στιγμή ! Θά σέ σκοτώσωμε γιά την προδοσία σου στον βασιλιά μας τον ΚάΤλ! Τον βγάζουν στην αύλή.. Τον στήνουν σ' έναν τοίχο.. Στέκονται απέναντι του δλοι μαζ] μέ τά τόξα στά χέρια. Τ Ε

Ό Χουπ αρχίζει νά καταλαβαίνη πώς την έχει # άσχημα. Τρέμει ολόκληρος απ’ την τρο­ μάρα του. Δάκρυα σαν κορό­ μηλα αρχίζουν νά κατρακυλά­ νε άπ5 τά μάτια του. —'Καλέ άγρράκια, τσιρίζει. Κόποιρ λάθος κάνετε! Παρεξήγιηισις έγινε! Έγώ δέν έκα­ να τίποτα,, έχτόίς πού ήπια κανα - δυό ποτηράκ ια παραπά­ νω ! —Πρόδωσες τον κύριό σου πού σέ ευεργέτησε!, ξεφωνί­ ζει ό Όράλ. Διέταξε νά σέ σκοτοδσωμε! Κάνε την προσευ­ χή σου! —ίΚαλέ στά σοβαρά θά μέ σκοτώσετε; τσιρίζει ό χαζό Χούπ τρομοκρατημένος. Και τί θά κάνω έγώ ύστερα; —5 Επί σκοπόν!, φ ωνάζε ι άγρια ό Όράλ και αί τοξότες του βάζουν άπό ένα βέλος στά τόξα τους. —Πάει ή φουκαριάρσ ή Χούλα!, τσιρίζει ό κακομοίρης ό Χούπ σπαρακτικά. Χήρεψε πριν άπ’ τον γάμο της! —Έχεις καμμιά τελευταία επιθυμία, τριπίθαμε; ρωτάει ό Όράλ ειρωνικά. —Έχω πολλές, μουρμουρί­ ζει ό χαζό - Χουπ μέ λυγμούς, άλλά μιά και δέν προλαβαί­ νομε, θά σάς πώ την κυριώτε,ρη: Προσέξτε μη μου βγάλετε κανα-μάτι μέ τά βέλη σας παιδιά και πάω. . . στραβός οπόν 'Άδη! . . . Ο Σ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΡΩΜΑΝΟΣ

Άπσκλει στ ικέτης; Γεν. Έκδοτικοβι Επιχειρήσεις Ο. Ε.


^1

ΚΑΑ - ©

ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΚίΕΑΟΑΑϋΑίΏ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ >

ΚΑΘΕ

ΖΟΥΠίΑΑΙ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γρ.: 'Οδός Λέκκα 22—Τόμος 2—Άριθ. 14—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οίκαναμικος Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προΐστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Τατ ασύλων 19 Ν. Σιμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Πεωργιάδην, Λέκκα 22, *Α0ήναι.

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:

Ο ΞΑΝΘΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ 4Η δραματική σύγκρουσις των δυο γυιών του 3Άρατ.. φτά­ νει πια στο κρισιμώτερο σημείο της. Καταπληκτικές περιπέτειες —Κίνδυνος θανάτου απειλεί όλους τούς φίλους μας— 'Ο Κάϊλ έτσιμάζει τον τρομερό στρατό του— Άτλαντίδα καί Πέλλα τρέμουν άπ’ τήν άπειλή του.

Ο ΞΑΝΘΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ ι Καί επί πλέον... Τί θ5 άπονίνη ό καϋμένος ό Χούπ στήν τρομερή στιγμή πού βρίσκεται;... Γέλια μέχρι δακρύων!... ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ


'Ε^είΜΗ ΤΗ ΧΤΙΓΜΗ ΤξΑΤΑΟΑβή

οτί οηη -ητβη χαμέμα πυ9. _ ήίεηι χεΝΡϊ \ηβτι ηε τυρρα

Θα πειμε.

πα

/

μαι έτσι.

ΠΘΗΤΑ ΜΑ21 ΙΟΥ

ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΕΥλ/Α Τ9ΤΕΡΟ ΕΓΞ ΙΟΥ ΗΑΙ £Φ ΟΙΟλ/ ΘΑ ΜΕΜ λ/9 ΠΑ ΡΑλ/ΤΑ ΜΑ*/ ΙΟΥ, ηΑΨε λά μου ΑΜΤ/ΐτεηε £*!. .

αεη ιε τυρρα-2.____

— ——, λ/9 Χ£ΗΡΥ. ΠΑΡΜ4ΕΙΟΥ ΤηΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΗΟΤΗΤΑ ΗΑΙ ΑΦΗ -

££ ΜΕ ΜΑ ΗΑΜΟΜΊΣ9 ΟΤ73Ι * ΞΕΡ9 ΕΓΡ ΤΗ Ζ9Η ΜΑΖ. ΟΛΑ

ΘΑ ΠΑΜΕ ΚΑΠΑ .

^

ΡΎΤ-Η ΕΙΜΑΙ Η ^ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΙίΤΟΡΙΑ ύζ. \ΗΙΑ ΕϋΟΟΜή-

Θεηει

ηη

τολ \ δΑ ηα

μα

ΑΡΜΙ9 εΠίΥΘΕ Λ ΜΕΠΕΤΗΙ9 ΡΟ ΤΤΡίΡΕΙ ν/?1 ΤΗΗ Π6ΡΙΗ£ ΡΟΗΘΗΙίΤΕ) ΡΤ££Η ΙΑί • επατε τηη

ε - /ομεηη τίβηντΗ Λ/9 ΤΙ, Υ'ΟΥΓΙΑ ΓΙΑ

ΑΙ I

ΓΡ Ν ΕΓΓΣΜΖ' :ψ ΓΑΙ.

I Υλ/( X! Ζ

7Α I - .


Ο ΚΥΡΙΟΓ ΤΗΕ


Ο ΞΑΝΘΟΣ ΕΑΕΥΘΕΡΩΓΗΣ

Ο ΚΑΛ ΑΓΡΥΠΝΕΙ

σειρά τα γεγονότα τής έξαιρετικής εκείνης μέρας, πού έ­ ΤΑΝ^ ό ίλαρχος^ Όλάρ γινε ή στέψις του Αβάλ, του ίμιέ τή διαταγή να δολο^ νόίμιιμου βασιλιά τής Νέας Άφονήσιη το λευκό παιδί τλαντίΐδας. τής ζούγκλας, έφτασε επάνω Τά γίλέντια κμάτηισαν αρ­ άπό τό κρεββάτι τού Κάλαμέ γά μέχρι τιά μεσάνυχτα, όπως τό μα)χαϊ|ρι υψωμένο, βρήκε ξέρουμε. "Οταν δλοι ^άπ ο φά­ το κρεββάτι άδειο... (*) σισαν πιά νά κοιμηθούν, ήσαν «Πού ήταν λοιπόιν ό ξανθός κατάκοποι άπό τούς χορούς γ'κγαντας, την ώρα πού έπρε­ και τά τραγούδια, και μέ τά πε να κοιμάται; κεφάλια βαρειά άπό τά^ κρα­ Για να τό μάθουμε, πρέπει σιά πού έτρεχαν ασταμάτητα να παρακολαυθήσουίμε μέ τή δίλη τή μεγάληι ημέρα. Ό Κάλ, ό γυιός των παρ­ (*) Διάβολε τό ητροηιγοΔμενο θένων δασών, ήταν ίσως ό μό­ τείχος του «ΚΑΛ», μέ τον τίτλο: «'Χούιτ; '0 τρως των Άτλάντωιν», νος νη,ψάλιος μέσα σ' όλόκλη

Ο

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2


4 ρη, την τπόλι. Γιοατι εκείνος δεν είχε βάλει ούτε γουλιά κρα­ σί στο στόμα του, αφού δεν έπ ινε ποτέ του. Μόλις έμεινε μόνος μ)έ τον Χούπ στο πολυτελές δωμάτιο πού τοϋ παραχώρησε ό Άβάλ κάθησε επάνω στο Κρεββάτ ι του κι5 άπόιμεινε σκεπτικός, 'Πσλλές περίεργες Ιδέες περνούσαν άπδ τό κεφάλι του καί τον βασάνιζαν, θά ήθελε νά συζητούσε με κάποιον αυ­ τές τις Ιδέες, άλλα ήξερε πο­ λύ καλά άτι. δέν θά μπορούσε νά κουβεντιάση, σοιβαρά μέ τον άγα|πη|μΐένο του πυγμαίο, πού τον εΐχε μεν σάν πρσγμστ ιικό άδελφό του, αλλά ή ήιλιθιότης του ήταν παραδειγματική. Έξ άλλου (5 Χούπ δέν κα^θυιστέρηΐσε καθόλου. Γ ι’ αυτόν τό ύπνοδωμάτιο είναι τό μιέρος πού οΐ άνθρωποι πάνε καί κοιμούνται καί επομένως δέν θά ήθελε ποτέ νά σκότιση τό κεφάλι του μέ τίποτ’ άλλο έκεΐ ,μΐέ'σα. Μόλις πάτησε τό πόδι του πήγε γραμμή στο κίρείββάτι του μέ τό πουπου­ λένιο στρώμα. Έπεσε στά γρήγορα άνάσκελα—δποος ή ταν ή άγαπηρένηι του θέσις γιά τον ύπνο— καί σέ μιά στιγμή άρχισε νά οοχαλίζη βαθειά καί μέ μεγάλη* ψασαριίία. Ό Κάλ άίπό|μίεινε ρόνος του νά σκέπτεται τά γεγονότα τής ήιμέρας. Στον νσύ του στ,ριφο γυρνούισε ή άγρια θανάσιμη μονομαχία των δυο αδερφών πού πάλευαν γιά τό θρόνο. "Υστερα Θυμήθηκε τον άξιωμάτικό τού άιμοβόραυ Κάϊλ,

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ πού πετάχτηικε πάνω άπό την έξέδίρα νά δολοφονήιση, τον Ά βάλ καί πού ευτυχώς ό Χούπ είχε την έμπνευσι νά του πετάξη τό μπούμερανγκ,... «"Ωστε ο Κάϊλ, ιμ’ δλη. τη μαύρη ψυχή του* καί τά τρο­ μερά εγκλήματα πού κάνει», σκεπτόταν, «έχει κι* αύτός τούς πιστούς του... ΈκεΤνος ό αξιωματικός κινδύνεψε τη ζωή του γιά νά τον σώση,, μπρο­ στά σέ χιλιάδες ιμάτια... θάταν δύσκολο· νά βρεθή ένας άλλος, πού μέ λιγώτερο κίνδυ νο νά θέλη εξυπηρετώντας τον νά έχη κατόπιν την ισόβια ευ­ γνωμοσύνη του;» Το σφυριχτό ροχαλητό τού άνεκδ ιήγητου πυγμαίου τον ιέ}μ|πόδιζε στιίς σκέψεις του καί γι’ αυτό βγήκε στη με­ γάλη .μαρμ'άρινη, βεράντα τού δωμάτίου νά συλλογιστή μέ την ησυχία του. Ό νούς του πήγε στον φυ­ λακισμένο Κάϊλ. Ασφαλώς, ούτε έκεΐνος Θά κοιμώταν αυτή την ώοα. Εΐχε χάσει τό θρόνο· του τη στιγμή ακριβώς. πού θά τον έστεφαν βασιλέα κάί ιμέ τό χάραμα τής καινούργιας ημέρας θά τον εξόριζ-αν σ’ ένα ίμερος α­ πό δπουι παρ’ δλες τίς απει­ λές του, θά ήταν αδύνατο νά ξαναγυρ:ίΙση; πίσω στην Άτλαντίδα... >Κι’ άν κάποιος άλλος πι­ στός πού ό ?Αβάλ δέν τον γνώ ριζε καί δέν τον εΐχε φυλάκιά σει ιμαζί του, επιχειρούσε νά τον ελευθερώση; Ό Κάλ τινάχτηκε σ’ αυτή τη σκέψιι καί τά μάτια του ε-


ΤΗί 20Υί“ί<ΛΑ£ Χοςμιψοαν άνηίσυχα. Ή νύχτα εκείνη πραγρατ ι κιά, ήταν δ,τι χρειαζόταν για ίμια τέτοια, ,μιυστιΐκή έπιχιείρήσι. "Ολοι οι κάτοικοι τής πάλεως θά κοιμώνταν πιο β ά­ ρε ιά από τις άλλες μέρες ύ­ στερα από τέτοιο γλέντι. κι* από τό|σήι οινοποσία. Ακόμα και οι φρουροί του αίμοβόρου πρίίγκηραι, δύσκολα θά στέκον ταν πάνω στά πόδια τους και δεν θά τούς έπαιρνε ό ύπνος,. Ό Κ οάλ ,μέσα σέ μιά στι­ γμή. πήίρε την άπόΐφασί του: ^ «"Ας αγρυπνήσω αύτή τή νύχτα!», σκέφθηικίε. «ΕΤνας ή τελευταΐία πού μένει στον Κά^ ιλ... Ή νύχτα ρχείι όμως πολ­ λές ώρες κι5 ένα άγριο θηρίο είναι επικίνδυνο ώς την τελευ­ ταία στιγμή... Ό 'Αιβάλ.ήταν μεγαλόίκαρδος, άλλα καθόλου σοφός πού δεν τιμώρησε μέ θάνατο τό δολοφόνο άδελφό του...» Μ5 αύτές τις σκέψεις πήδη^· σε έξω άττίό τή βεράντα καίΐ τράβηξε προς τό μέρος πού βρισκόταν ή φυλακή τού Κά* ϊλ, πίσω από τά ανάκτορα. ^Ηταν κατασκότεινα. Τά γυμνά πόδια του δεν έκαναν κανένα θόΐρυβο. "Εφτασε έξω άπό την πόρτα τής φυλακής χωρίς κανείΐς άπό τούς φρου­ ρούς νά τον άντ ιληφθή, Κρύ­ φτηκε πίσω άπό τή διπλανή γωνιά και κάθηΐσε σ5 ένα μάρ ιμαρο μέ την άπόφασι νά μην τό καυνήση ώσπου νά ξημερώση,. "Ενα άσχημο προαίσθημα τον έκανε νά πιστεύη δτι κά τι κακό θά γινόταν. Ή νεκιρι-

% κή σιωπή του βάραινε την καρδιά. Οΐ φρουροί τού Κάΐλ οέν ιάκούγονταν καθόλου. 9 Η­ ταν μιισοκοιμισμένοι καί δέν είχαν καμμιά δ άθεοι ν' αν­ ταλλάξουν ούτε ,μιά κουβέν­ τα ιμεταξύ τους. Πόση ώρα πέρασε; Ό >Κάλ δεν την (μετρούσε. Τό γενναίο αγόρι δέν νύστα­ ζε καΐί δέν ήταν κουρασμένο καθόλου: Ό άργανισμόίς του ήταν πραγματικά σιδερένιος, θά μπορούσε νά καίθήσή χω­ ρίς νά κλείίση. ,μάτι τρία όλόίκίληρα ήρερόνυχται. "ΗβεΜ λε μόνο νά είναι σίγουρος ό­ τι ό απαίσιος πρίίγικιηψ θά έ­ μενε φυλακισμένος ώς τό| πρωΐ, καί τό ΐπριωΐ θά έφευ­ γε μΐέ μιά γερή συνοδεία γιά έναν ρακρυινό τόπο, απ' όπου ποτέ διέν θά μπορούσε νά ξαναβρή τό δρό|μο τού γυρι­ σμού. Τότε Θά μπορούσε νά γιυρίση πίσω στήν Πέλλα καί νά άναγγείλη πώς ή αποστο­ λή του είχε πετύχει καί πώς ή πατρίδα του δέν διέτρεχε π ί ά κ ανέίναν κ ίίνδυνο. Δέν θά μπορούσε νά πή πόσες ώρ'ες (πέιρασαν έκεΐ πού καθόταν. IΚ α ινούργ ιο ΐι φρουροί ή ρθαν ικαί ιάντιικαπέστησαν τούς παλιούς (κα|ί σι καινούργιοι αφού αντάλλαξαν μερ ικές κουβέντες στην αρχή καιί βεα €αιώ|θΐη|κ>αν τπώς ό αίχίμάλιωτος βρισκόταν στή φυλιαίκήί * 3>Τ , 5 3^ 3 3 του, επαψαν κιι εκείνοι ν ακούγωνται. Μάλιστα τό λευ­ κό παιδί τής ζούγκλας άκου σε ικιι’ ένα ροχαλητά. Είχε άρχισε ι νά σκέπτεται


ΚΑΛ — © ΚΥΜΟί πώς δεν θά γινόταν τίποτα καί πώς άδικα είχε ανησυχή­ σει. Ωστόσο δεν θά έφευγε άπτίο εκείνο το ίμερος πριν ξη μερώση. Δέν ήθελε νά έχη τήν παραμικρή άρψ ιιβολ ίος γιά την επιτυχία1 του σκοπού του. ζσφνιικά ιδρως, άνατινάχτη κε... ΊΕϋνας ιάπαΐίΐσισς 3 ρόγχος σχίζει ξαφνικά την απόλυτη σιγή τής νύχτας, που προέρ­ χεται από τή θέισι των φρου­ ρών. "Ενας γδούπος από σώιμα που πέφτει τόιν ακολουθεί. Ή καρδιά του λευκού α­ γοριού αφ ίγγετα ι. ^ "Ωστε λ ο ι πόν ή προάύαθησίς του δεν τον είχε γελάσει... Κάτι κα>κό σσνέβαινε... 4Έτοΐ|μάστη|κίε νά τρέξή, ΐμίά την ίδια στιγιμή είδε πολ­ λές σκιές νά όιρμοϋν ιμέσα ά

Σηκώθηκε άπό τό κρεββάτι του γιά νά πάη στή βεράντα.

πό τό σκοτάδι προς την πόρ­ τα τής φυλακής. Στάθηικίε;. Δεν ήταν ό φό'βος αύτόςί πού1 σταΐμάτηρε το θρυλικά παι6ί|. Ή ^ (σκιεψις φμώς ότι ήταν ο ιμόινος ξύπνιος μέσα στην Άτλαντίδα, τόν συγκρά τηρε. Οι έπιδροιμεΐς ήσαιν πολ λθ'ί. ’Άν δεν κατάφερνε νά τους; άναχαιτηση καί τόν σικάτων αν, ποιος θά ειδοποι­ ούσε υστέρα τόν ’Αβάλ; ι Καν εις δεν θά υπήρχε νά τό ικάνηι αύτό κάί ιμιπορουσε ό ιβασιλιάς νά δολοφονη(θή ο­ κό μα ικαί ιμέσα σίτον ύπνο του. "Αλλα ιμουγγρητά πόνου ακούστηκαν την ίδια οτιγμή καί είδε <μέσα στο σκοτάδι τις λάμψεις σπάθιών πού ά° νεβοκατέβαιναν. Ήτοΐ|μάστη|κει νά τρέδτγ προς τό παλάτι γιά νά ©ίβο-


ΐΗί 26ΥΓΈΑΑί ποίηση το 'βασιλιά και τούς Φρουρούς. Μια νέα ιακίέψις όμως πάλι τον κράτησε: "Ωσπου νά τρέ ξη και :νά γυρίισιη. μαζί ιμίέ το βασιλιά ικάΐ τούς στρατιώ­ τες, ο Κάΐλ ασφαλώς θά ιμπο (ρούσε να έχη έλευθερωθή κα] νά έχη, έξαφανισθή. μέσα στη νύχτα. Καλύτερα ήταν νά έ­ μενε εκεί ικαΐ ν’ άκουγε Τι θά (έλεγε ο Κάΐλ στους έλευθειρωτές του μίόίλις έβγαινε άιτπό τη φυλαΐκή. "Ισως έτσι μά βαίνε περισσότερες κοόι ττοΙλύτ ιμ ες πίληροφοιρί ες. ιΠίραγιματιικιά. Σέ ιμιά στι­ γμή ή πόρτα πού κίρατοΟσε φυλακ ιισμιένον τον πατροκτόνο πρίγκιηπά άνοιξε. "Ακούσε τον ίδιο τον Κάΐλ νά προφέρη τό όνομα Όλάρ, προς τον αξιωματικό πού ή­ ταν Επικεφαλής τών Ελευθ'ε-

9

Βλέπουν πώς πάνω στο φορείο είναι ξαπλωμένος ένας από τους φρουρούς του ανακτόρου.

ρωτών του. "Ακούσε κατόπιν και ολιη τή σιυζήτησι πού έ­ γινε ανάμεσα τους καί πού είναι ήδη· γνωστή. "Ακούσε το σχέδιο τού βασιλιά για την ικοτάρτιισιι του στρατού του καί γιά τή ληστεία πού 'θά έκαναν αμέσως στην απο­ θήκη; τών οπλών. ’Άν ρμενε /μισό λεπτό πε­ ρισσότερα, θ* ακαυγε ρτή συνέχεια1 την απαίσια δίιατταγή δολοφονίας τού Χούπ \καί τού ίδιου τού εαυτού του πού έδωσε ό Κάΐλ στον Όιλάρ... Δεν στάθηκε όμως. Σκάφθηκε πώς αν ιέτιρεχε την ΐδια στιγμής ίσως ^προ­ λάβαινε τή ληστεία τής α­ ποθήκης τών όπλων, θά ή* ταν τρομερό νάφευγε ό κα— Για πάντα !„ λέει 6 Κάλ Ε­ πίσημα καί δίνει τό χέρι στον ικούιργος ,Κάϊλ ,μέ τά περισ­ σότερα όπλα τής Νέας Ά* βοοσιλιά τής ’Ατλαντίδας.


τλαντίΐδαις... Έπιρεπε να τον προλάβουν τηρΦν άρπάξη τά δ πίλα καί ιμ(έ κάθε θυσίαπρίν να ιβγή έξω ιάπρ τά τείΐχη τής πιόλεωις. "Ωρμίηισε προς το ανάκτο­ ρο . Στη βιασύνη, του δέν πρό­ σεξε όσο έΤρεπε. Τδ πόδι του σύρθηκε κάτω· στο χώμα. Οί συνωμότες ιάκουΡαν τον θόρυβο και τινάχτηκαν άγρια π)ρ(ός τό μέρος του γιά να ^ον ίάνοκαλύψουν. Ό Κάϊλ όμιωις πρόλαβε να χαθή ιμίεισα στη νύχτα ιχιωρΐς νά κάνη κανόναν καινούργιο κρόΐτα, σαν πραγμ ατ ικό φάν­ τασμα. Σε 6υδ λεπτά είχε φτάσει στο πο,ίλιάτι. Δεν δυσκολεύ­ τηκε καθόλΙου νά πείση, τους •φρουρούς τού βασιλιά νά ξμ π,νήισουν τον "Αβάλ, γιατί ό­ λοι δσοι τον φρουρούσαν γνώριζαν καί σέβονταν τον ξανθό γίγαντα. "Ήξεραν πώς είναι φίλος κιαιί φιλοξενού­ μενος τού βασιλιά τους. Κα ταλάβαιναν οΤι κάτι το ση­ μαντικά θά συμβαίνη γιά νά επιμένη. νά τον ξυπνήαη. Σέ λίγο ό 5 Αβάλ, χλωμός /άπδ την ανησυχία του, πληροφορήθηκε τά φοβερά νέα. Μέ δυνατή φωνή έδωσε βια­ στικές διαταγές. Μάζεψε δσο στρατό μπορούσε εκείνη την ακατάλληλη στιγμή,, άπίδ τή φρουρά των άνακτοΓ ρων ικαί χύθήκε σέ καταδίίωξι τού σατανικού .αδελφού του. Έύτι|χώς ήξερε πού θά κστευθυνάταν ο τελευταίος αυ­ τός, *Ώρ|μησαν λοιπόν τρίη­

χο,ντας μ" ίδλήι τή δύναμι των ποδιών τους προς την απο­ θήκη των οπλών. "Έφτασαν ορως αργά. Ό Κάϊλ δεν πρόλαβε μέν νά κλέ ψη τά όπλα1 πού ήθελε, είβδπο ιημίένος όμως άπ;ό τούς φρουρούς, του, ικατάφερε νά 'τό σκάση έγικαίμως καί ;νά γλυτοάση. Πάνω πού σκέπτονταν ποι ον δρόΙμο τάχα ν" άκολούθήσαν οί φυγάδες γιά νά γλυ^τώσουν, ακόυσαν· θόρυβο μά-5 ;χης από μια πύλη, προς τά δυτικά. "Έτρεξαν πάλι γεμάτοι α­ γωνία προς τά εκεί. "Οταν όμως έφτασαν,, ή πύλη ήταν ο,ρθάινο ιγτη. καί σί πιστοί τού ιΚάϊλ. άφαντου Μόνο οί φρουροί καί τρεΐς α­ πό τούς επιδρομείς άνόμεσά τους, ήταν σωριασμένοι στο έδαφος νεκρού — Δυστυχία γιά την "Ατλαντίίδαι!, μουρμούρισε ο "Α βάλ ιμ·έ λύπη;. Τδσκασε... "Ε­ γώ είμαι 6 φταίχτης πού τού χάρισα τή ζωή! — Δεν μπορούσες ςνά κά­ νης διαφορετικά.;.. Είναι α­ δελφός σου δ,τι κι" άν εΐναι, τού είπε σοβαρά ό Κάιλ γιά νά τον παιρηγορήση. — Γ ι ’ αυτό είμαι άσυγχώ ρητός! Τον άφηίσα. επειδή ήταν άδελφόις μου, ενώ δεν είχαι δικαίωμα νά τδ κάνω-! "Ενας βασιλιάς πρέπει πρώ* τα, νά σκέπτεται τον λ,αόι του καί τον τόπο του καί ύστερά τούς ανθρώπους πού τον συν δέουν δεσμοί μαζί τους..,


ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑ! Σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό· κάί συνέ|χισε α­ παρηγόρητος: —- Αυτή ή φιυγή πολύ φο­ βάμαι πώς θά μας στοιχίίση τοίΧΟ ο$μσ καί καινούργιες συμφορές! ΦΙΛΟΣ ΩΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

ΑΒΑΛ ιμ.έ τον Κάλ. και τους στρατιώτες, ξα,ναγυρίζουν από τον ί­ διο δρόιμο _πού είχαν κσιί πριν. -αναιπερνουν ατό την άπαθήκίη, των σπίλων καί έξακ!ρι>βώνουν πώς τά αμά­ ξια 'πού είχαν ιμιισογειμίσει /μέ όπλα, είναι άκόιμα εκεί. "Αρα <ό Κάϊίλ δεν πρόλαβε νά τηάριηι ραζί) του αυτό τού ή­ θελε. Ό Κάλ δεν ήχει πρόλαβε ι σίκίόΐμσ νά πή ιστόν Άβάλ ολιη τη συζήτηΐσι πού είχε α­ κούσει ανάμεσα στον αδελφό του καί στους άξ ιαματικούς του. "Ετσι ό βασιλιάς τής Ά τλ αντ ίδας παραξενεύεται. -— Γιατί^άραγε ήρθε στην σιΤσθηκηι των όπλων; ρωτά. Καί γιατί φόρτωσε δυο ολόκληιρα αμάξια γεμάτα όπλα, ενώ ήταν μόλις: ικάυ|μιά τρι­ ανταριά όλο πόλοι όπως μου είπες; Ό Κάλ του εξηγεί τό σχέ ,διο του σατανικού άδείλφου του νά σχηματίίση; στρατό από τις γύρω υπόδουλες φυ­ λές καί νά τους παρουσιαστή ώς βασιλιάς τής Άτλαντίιδας. Ό ’Αβάλ χλωμιάζει ,μ(έ τό τράμερό νέοΡ

©

§ — Καλά τό έλεγα!, μουρ ιμουρίζει. Τά κακά μου προσισθήιματα θά δγοΰν άληθινά... "Αν προλάβη νά συγκρο τήση( στρατό καί νά νικη|θή άκόΙμα στο τέλος, θά χυθή ωστόσο πολύ αίμα... — θά καταφέρουμε νά σταματήσουμε την αί,μσταχιυσίΐσ, λέει 6 Κάλ ιμέ πίΐστι. Ευτυχώς πού ακόυσα τά σχέ διά του καί έτσι θά ξέρουμε πώς νά τον άντ ιμετωπίσου;με καί που θά τον δρουμε πάρει γιά νά τον κυνηγήσουμε... —- "Ας γυρίσουμε στο πα­ λάτι !, λέει ό 5Αβάλ σκεπτι­ κός. Έκεΐ θά καταστρώσουιμε καλύτερα τά επιτελικά /μας σχέδια, θά 6σΰ(με πώς θά άντ ιιμετωττήσαυμε καιλυτε ρα καί γρηγορώιτερα αυτόν τον άθλιο... ίΠίραγματικάρ φεόγοιυίν ιά|ψ πό την άποθήικίη καί βαδί­ ζουν 'πίρός τό παλάτι. Οί δρόιμοι είναι άκόιμα σκο τεινσί άλλά ή αυγή αρχίζει νά χαράζΐη- στην άκρη του ο­ ρίζοντα, πάνω άπΙό τίς άπίρό σιτες ζούγκλες που περιτρι­ γυρίζουν τή /Νέα· ΊΑτλαντίδα.^ Ό ιΚάλ περπατάει πλάϊ στον Άβάλ. — Βασιλιά, τοθ λέει ιμέ ά διάφόοηι φωνή, (πρέπει ιμέ' κά­ θε τρόπο νά έμποδίσουμε τόν Κάΐλ νά σχηίμιατίίση, τό στοά τό που θέλει, νιατί άν γίνη ανάμεσα σε Άτλαντες καί στις υπόδουλες σας φυλές πόλεμος, ύστερα τό ιμεγάλο σχέδιό σας δεν θά ιμπορή νά πραγματοποιιηίθή)!


10 Ό 3Α6άλ τον 'Κίυτ"τάζει πα ραξενε μένος. — Δεν καταλαβαίνω!, λέ ει. ιΓιά ποιο σχέδιο μου μι­ λά ο άδελφ ΐικός ιμου φίλος — Γιά την κατάκτησι τής Πέλλας\, λέει ό Κά'ίλ τό ί­ διο αδιάφορα όπως καί πριν σά νά (μιλάη) για ικΐάτι που αυτόν δεν τον έδιαφέρει καθό λου1. — Για τί! !, ξεφωνίζει ό Άβάλ ·μέ τρομερή έκπ)λη(ξι αυτή τή φορά. — Γί.ά την κατάκ'τηΐσ ι τής Πέλλας!, ξαναλέει ό Κάλ κά νοντας τον έκπληκτο τώρα. 'Άκουσα τον άδελφόι σου νά λέη: πώς ιό στρατός τών άγρί ων φολών προοριζόταν για νά ενίσχυση τό ικύ-οιο στράτευ­ μά σας πού θά έκανε την εκ­ στρατεία νά καταίλάβη τή Νέα Πέλλα! Ό ’Αβάλ χλοομι όζει τηρώ-

Άνοιγσκλείινει τά χείλη του για νά μιλήση μά δεν έχει τή δύνα,μι.

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

Ρίχνεται εναντίον τους σαν λιον­ τάρι.

τα καί υστέρα κοκκινίζει καί τά (μάτια του1 αστράφτουν α­ πό θυμό. — Ό θεός είναι άδικος μαζί μου για νά ,μοΟ δώση ένα τέρας γιά αδελφό!, φω­ νάζει. Αυτός δεν είναι άνιθρω πας! Είναι ένα πραγματικό θηρίο τής ζούγκλας! Στο μυ α?\ιό του δεν υπάρχει τίποτε άλλο από ποτσμούς αίμάτος καί καταστροφές! Δική του ιδέα καθαρά ήταν αυτή ή έκ στρατέ ία! Πρώτη φορά μου την ακούω καί ούτε τήν φαν τάσθηικα ποτέ! Ούτε σκέφθηικα ικάν πώς θά δρ ισκόταν κάποιος νά διατυπώση. μια τέτοια τερατώδη ιδέα!... Ό Κάλ είναι συγκινημέ­ νος από τά λόγια τού Άβάλ άλλα 5έν θέλει νά προδωθή ακόμα. Θέλει ώς τό τέλος νά έξακίοΐ'βώση τά αισθήματα του βασιλιά τής Άτλαντίδας


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ καί νά είναι εντελώς βέβαιος γι’ αυτά. Λέει λοιπόν: — Γιατ'ν, βασιλιά; Είναι τόσο δυνατός λαός αυτός που κατοικεί την ,Πέλλα, πού θεω­ ρείς εντελώς αδύνατη, την κατάκτηισίί της; Τά μάτια του Άβάλ σκοτε·νιάζουν. — Δεν ,μιέ καταλαβαίνεις, άγνωστέ φίλε!, λέει ήρεμα. Ποτέ δεν σκάφθηκα πόλεμο μέ τούς Μακεδόνες, όχι γιατί ζύγιασα τη δύναιμίί; τους μέ τή δική μας, αλλά γιατί εί­ μαστε φίλοι μαζί τους^! Λεν έχω ιδέα τί θά μπορούσε νά συμιβή σε ιμιά τέτοια σύρραξι ανάμεσα στην Άτλαντίβα καί στην Πέλλα καί ποιος θά ήταν ό πιθανότερος νικητής. Ούτε καί ήχω κορμιά διάθεσι νά το μάθω, γιατί άπλούστατα δεν ρ’ ενδιαφέρει! Ό

Π

Χύνονται

μέσα στο σπίτι.

Αλέξανδρος είναι ένας γεν­ ναίος κοίί δίκαιος βασιλιάς, πού ήταν πολύ φίλος μέ τον πατέρα μου... Σωπαίνει γιά «μια στιγμή καί ύστερα συνεχίζει, ενώ τό βλέμμα του είναι πάντοτε σκεπτικό καί σκοτεινό: — "Ωστε γι’ αυτό δεν εί­ δα πουθενά -στη γιορτή τον πρεσβευτή τής Πέλλας κον­ τά μου! Σκάφθηκα νά ρωτή­ σω γΓ αύτόιν. Φαντάστηκα ό­ τι θά ήταν άρρωστος... Τώ­ ρα όμως είμαι βέβαιος τί συμβαίνει... Ό απαίσιος α­ δελφός μου θά τον έχη απλώς φυλακισμένο. Πρέπει νά τον ελευθερώσω τον καημένο στη στ ιγίμη! Ό Κάλ λέει ήσυχα: — Βασιλιάς ό άδελφός σου, σπάνια φυλάκιζε άνθρώ πους! Προτιμούσε νά τούς σκοτώνη γιά νά ήσυχάζη, έ-


12 τσί'/μια ικιαι κοχΐλπη άιττο τή σκοτούρα τους και νά μην έχιη νά άισχολήται άλλο μαζί τους... — Τον σκότωσε λοιπόν τον καημένο τον Αντύπα; ξε ψωνίζει ό "Αβάλ σφίγγοντας τις γροθιές του μέ τρομερό θυμό. — Σκέφθηικε ,νά τον οπκοτώιση κάΐ τον κυνήγησε γέ αυτό. 5 Αλλά ^ ό "Αντιύποος εί­ χε ιμιυριστή την προδοσία του απέναντι στη φιλία πού ενω νε τις δυο πόλεις κιοαί τό έ­ σκασε. Τον πήραν οοτπο πίσω στη ζούγκλα. Τον τραυμάτι­ σαν βαρειά. Εκείνος ωστό­ σο άν και έτσι τραυματισμέ­ νος, μπόρεσε κι" έφτασε στην Πέλλα ικιαΓι μετέδωσε τό φο­ βερό νέο, πώς ή Άτλαντίβοο ετοίμαζε εκστρατεία έναντίίον της... — Τον άθλιο!, ιμουγγρίζει ό "Αβάλ. Πρέπει νά στεί λω αμέσως έναν αγγελιοφό­ ρο στον βασιλιά "Αλέξανδρο καί νά του έξηΐγήσω τά πάν­ τα και νά τού ζητήσω συγ­ γνώμη γιά την προδοσία αύ τού τού τέρατος πού είναι α­ δελφός μου... <Και νά τού πώ νά ξαν άστε ίλη πάλι τον "Αν­ τυπα πίσω στη θέσι του... —Δυστυχώς αυτός δεν ζή πιά... Μόλις εΜε τά φοβερά νέα ξεψυχισε... Ό "Αβάλ γουρλώνει ξαψνι κά τά μάτια και κιυττάζει τον γιγαντόσωμο συνομιλητή του. — Κι" εσύ, πώς τά γνω­ ρίζεις άλα αυτά; τού λέει μέ τοομερη έκπληξ ι. — Τ" όνομά μου είναι Καλ

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ λίνης και είμαι ό γυιός τοΰ βασιλιά "Αλέξανδρου τής Πέλλας!, λέει περήφανα τό λευκό παιδί τής ζούγκλας. Ό "Αβάλ αυτή, τή στιγμή νοιώθει άσφαλώς την τρομερώτερη έκπληξ ι τής ζωής του. ΕΤνα ι άπ ίστειυτ α σ υγικι ινηιμέ­ νος. — Ό Καλλίνης!, μουρμου οίζει. Μά... ό Καλλίνης έχει πεθάνει... "Από οκτώ χρονών τον έχασε ό πατέρας του σέ μιά έκστρατείΐα στη ζούγκλα και τον θρηνούν ακόμα... Ό γέρο - Καλλονής, ό πατέρας τού "Αλέξανδρου, ποτέ δεν ξέχασε τον αγαπημένο μικρό έγγονό του καί πάντα μιλού­ σε γι’ αυτόν... Θυμάμαι ακό­ μα τά λόγια του, πού έλεγε πώς ή Πέλλα θά σβέση, αφού χάθηκε ό τελευταίος της δι­ άδοχος... — "Εγώ ε?ραι πού χάθη­ κα μέσα ιατή ζούγλα, λέει ό Κάλ. "Αλλά μέ βρήκε μιά ψυ λή πυγμαίων καί ιμέ μιεγάλω σε. Ή μητέρα τού Χούπ μέ μεγάλωσε σάν δικό της παι­ δί... "Υστερα άπό πολλές περιπέτειες κα(ί χρόνων ανα­ ζητήσεις, μπόίρεσα νά ξαναβρώ τον δρόμο γιά τήιν ποοτιρί|δα μου... — Είναι παράξενο, λέει ό "Αβάλ μέ την ίδια πάντα συγ κίνησι. Κι" εσένα κι" έμενα μάς είχαν γιά χαμένους καί γιά νεκρούς καί συναντηθήκα­ με μέσα στη ζούγκλα, γιά νά γίνουμε φίλοι, χωρίς νά ξεροί ό ένας τον άλλον, χωρίς νά ξέ­ ρουμε πώς έμελλε νά κυβερνή σουμε τις δυο τρανές πολιτεΐ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ες. Ή φιλίΐαι ττού ιμάς ένωσε εί­ ναι δυνατότερη <αιττιό τό κάθε τι κι" άπό τή ζωή κι<" από τον θάνατο! Καί οι δυο χώρες μας θά ζήίσουν λοιπόν ειρηνικά καί Φΐίλιικίά άπό τώρα καί γιιά πάν­ τα!.... — Για πάντα!, λέ'ει κι5 ό Κάλ ιέΐπί'σηιμα καί δίίνει τό χ-έΐρ ι­ στό νέο βασιλιά τής Άτλαντ'ίδαις, ιμέ πραγματική κι5 εκεί νο·ς συγκίνηισι. — Σου ζητώ συγγνώιμη,ν, "Αβάλ, λέει· υστέρα, πού δεν σου είπα από την αρχή ποιος ήμουν πραγματικά. Ή απο­ στολή ·μου διμως ήταν νά έρ­ θω νά δώ τί τρέχει στήν Άέλαντίίδα κι άν εξακολουθού­ σε νά κίνδυνεύη ή Πέλλα α­ πό ιμ:·ά έκίστρστεί'α... "Ήιμ-ουν υποχρεωμένος νά έξακιρ ιβώ* σω τά αληθινά σου αισθήμα­ τα άττίέναντι των Μακ'εδόνων τπρίν παιρουσ ι αστώ... — "Έκανες τό χρέος σου, αποκρίνεται σοβαρά ό Άβάλ Σέ θαυμάζω για τήν τόλμη σου νάριθης. «άλορόναΐχος σέ μιά χώρα πού τήν πίστευες εχθρική. ^ — Λεν ,μέ ήξερε -κανείς, λέει άπλ'ά τό λευκό άγό'ρι. "Ολοι με είχαν γιά νεκρό ό­ πως είπες καί -σύ ό ίδιος. Άκίόίμα δεν ε1|χε ραθ'ευτή ό γυρισμός ιμΙου στήν Πέλλα κΓ έτσι ό ικίΐνίδυνος δεν ήταν τό­ σο -φοβερός. — Πολλές φορές ώς τώρα ιμου δόθηκε ή ευκαιρία νά ε­ ξακριβώσω ότι δεν λογαριά­ ζεις καθόλου τον θάνατο !, μουρίμαυρίΐζε ι ό Άβάλ ιμέ α­ ληθινό θαυιμασμό'. Είσαι γεν­

13 ναίος καί πιστός φαλος.. Θά(μ α ι πράγματ κκιά αδελφός σου (μέχρι τον θάνατο! — Ευχαριστώ!, λέει α­ πλά τό παιδί τής ζούγκλας. Κι" εγώ τό "ίδιο, "Αβάλ! 'Καί τώρα, πού έξακιρίβω σιες αυτό πού ήθελες, τώρα πού ξέρεις ότι ό βασιλιάς τής Άτλα ντίβας είναι φίλος σου, -μπορείς νά 'γυρίση'ς στήν π·ατρΐί(δοϋ σου νά άναγγείληις τό ευχάριστο νέο πού περυμιένουν εκεί..., λέειι 6 Άβάλ. Ό Κάλ έχει άλλη, γνώ-μη;: — Αυτό δέν θά γίνη-! Δεν μπορώ νά καθησυχάσω τούς δικούς μου άν πρώτα δέν έ­ χω ησυχάσει εγώ ό "ίδιος!... Ό ,Κά*λ είναι (μ;ά ζωντανή απειλή πού γυρίζει (μέσα στις ζούγκλες, .μαζεύοντας στρατό γιά νά σέ χτυπήση. "Άν τό πετύχη, αυτό καί άν βγή νικητής απ’ αυτόν τον πόλε) μ ο — όσο κι" άν δέν τό π οστεύω — τότε θάρθη καί ή σειρά τής Πέλλας! Πρέπει όταν ξαναγυρίσω εκεί νά μπο ρώ νά τούς πώ ότι ό Κάϊλ δέν υπάρχει πιά... "Οτι ή άπειλη του έσβυσε /μαζί ιμέ τή ζωή του. "Οτι τό δολοφονικό χέρι του πού δέν δίίστασε τού πατέρα του τή ζωή νά άφαιρέσηι, δέν ιθά ικίάνη πιά κανέ­ να κακό... —■ θές νά 'μείνης γιά νά ιμέ βο-ηίθήση-ς σ’ αυτή τή δύσκΡληι ώρα, λέει ό "Αβάλ ύ­ στερα άπό σκέψι. Θές γιά ρΐά φορά άκόίμα νά κινδυνέψης τή ζωή σου γιά υΐένα... "Ε­ στω λοιπόν.,, Τρ δέχομαι!


ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ Αφού είπαμε πώς ή φιλιά μας θά είναιι τάσο δυνατή, πρέπει οχι μόνο νά προσφέ­ ρουμε, άλλα καίί νά δεχόμα­ στε ό ένας τη βοήθεια του άλλου... ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΧΟΥΠ

ΣΤΟΣΟ μιλώντας έ­ τσι έχουν φτάσει στά άνάκΤορο τής Νέας Ά τλαντίδας. 'Από (μέσα άκούν φωνές και βλέπουν φρουρούς νά πη γα ινοέρχωντα ι τ αραγμένο ι. — Κάτι συμβαίνει·!, ,μουρ μουρίΐζει ανήσυχος ό Άβάλ. Όίρμούν ικαί οΐ δυο στό ε­ σωτερικό του ανακτόρου, με την ψυχή σφιγμένη από την άγωνίά. Κι* ό Άβάλ καί ό Κάλ φαντάζονται κορμιά καινούργια παλιοδουλειά του

Κατεβάζει τό σπαθί του για νά τρνς δώση τό σύνθημα.

τρομερού Κάϊλ. Τό λευκό παιδί τής ζούγλας τρέχεΐι μήίπιως συμβαίνει τίποτα κακό στη Μπέλλα ή σε κανένα άλλον από τούς αγαπημένους του συντρόφους Μόλις μπαίνουν μέσα, βλε πουν πώς οί φρουροί είναι μαζεμένοι γύρω άπό ένα σώ­ μα, ξαπλωμένο πάνω σε φο­ ρείο. — Τι τρέχει; ρωτάει ό Ά βοΛ κατάιχλωίμΟς πληστάζον τας μαζί μέ τόν φίλο του. Βλέπουν πώς πάνω στό φορείο είναι· ξάπλωιμένος έ­ νας άπό τούς φρουρούς του ανακτόρου. Έχει μιά τρομε­ ρή ^ πληγή άπό σπαθιά στό στήθος καί δπως φαίνεται δεν πρόκειται νά ζήση, για πολύ άκήμη. — Τόν βρήκαμε χτυπημέ­ νο ν ατό μέρος πού είχε διαταγθή νά Φιροοριή, βασιλιά! Προσπαθούμε νά τόν κα,ταφέ ρουμ ε νά ριλιήσιη, άλλά δεν άνοιξε τό στόμα του κάθόλου νά μάς πιή μιά λέξι γι’ σύτόν πού τόν σκότωσε... — Κάποιος θά μπήκε στ5 ανάκτορα!, λέει ό Άβάλ α­ νήσυχα. — Βρήκαμε ίχνη άπό πολ­ λούς ανθρώπους πού μπήικαν εδώ μέσα!, άποκρί'νεται ένας άπό τούς άξιωιματιικσύς του τό ίδιο ανήσυχα. Δεν μπο­ ρώ όμως νά καταλάβω άπό πού βρέθηκαν μέσα στ’ ανά­ κτορο! Οι φρουροί διέν έφυ­ γαν στιγυή άπό τή θέσι τους. Στιγμή δεν τούς πήρε ό ύ­ πνος, γιατί στις εισόδους φρουρούσαν άπό δύο περισσό


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

15

τεροι. ΚΓ δμως ορκίζονται δτι κανείς δεν πέρασε μέσα. Ό Άβάλ κουνάει τό κε~ ράλι του περίεργα. — Τό παλάτι αυτό §χει· κρυψές εισόδους άπό τις ό­ ποιες μπορεί νά ιμίπη ένας πού τις γνωρίζει χωρ-ίς, νά τον πάρουν ε’ίδησι οί φρου­ ροί, λέει. Μά τις πόρίτες αυ­ τές τις γνωρίζουν μόνο οί άν­ θρωποι του παλατιού κα:ι οί πολύ έμπιστοι άιξιωμαπικαί>. Θά ήταν κάποιος λοιπόν α­ πό τους στενούς φίλους, του αδελφού μου έπικεφαλής τους

^ Ό Κ άλ αναπηδά σ5 αυτά τά λόγια σά νά τον χτύπηΓ σαν μέ μαστίγιο. — Λείπει ό Χούπ!, μουγγάίζει σφίγγοντας τις γρο­ θιές του. Κάτι κακό θά του συμβαίνη! Πρέπει νά τον δρουμε άμέσως! — Ψάξαμε παντού καί μέ σα καί γύρω από τό παλά­ τι, λέει ένας αξιωματικός φοβισμένος!. Δεν μπορέσαμε όμως νά τον άνακαλύψουμιε πουθενά! — "Ισως ξύπνησε καί σκα σ μένος από τό κρασί καί τό γλέντρ βγήκ'ε )μόνος του κα|μ μιά βόλτα για νά πάρη, άεαα!, λέει ό ’Αβάλ. Δεν πιστεύει αυτά τά λό­ για ούτε ό ίδιος. Προσπαθεί μόνο ^ νά παρηγόρηση τό παι δί τής ζούγκλας. Ό Κάλ όμως δέν γελιέται έτσι εύκολα. — Ό Χούπ, λέει άπό τή

— Μωρέ μπράβο!. Τσιρίζει. Σπουδαίοι σκοπευταί είναι τού­ τοι !

στιγμή πού θά πέση στο κρεβίβάτι δέν ανοίγει ποτέ τά μάτια του άν^ δεν ξημερώση για κιαιλά..; Τή νύχτα δεν ξυ πνάει ποτέ του... Γιά νά ιμή βρίσκεται στο κρεββάτι του θά πή πώς τόιν πήραν! — Μά τον πάρουν,, γιά ποιο λόγο; /Ό Άβάλ έχει χλωμιάσει σάν πεθαμένος. — Ό αδελφός μου εΐναι ενα τέρας!, γρυλλίζει σάν θυμωμένο θηριίο. "Ας μην ξε χνάμε πώς ό καημένος ό πυ γμαΐος μου έσωσε τή ζωή σή­ μερα, την ώρα πού θά ;ρέ δολοφονούσε ό άξιωμοπίικος τού άδέλφού μου... θά θέλη,σε λοιπόν νά εκίδιικη|θή! "Ι­ σως τον πήρε γιά νά τον σκο τώση!... Ό Κάλ χλωμιάζει κι* αΟ^


16 τός ,μέ τη σειρά του. — Να σκοτώση· τον Χούπ! ξεφωνίζει άγίρια. Να έκδ ικηπ θή έναν μιικ|ρό τρελλό που πο­ τέ του δεν ξέρει τι κάνει; Με χρι έκεΐ λοιπόν μπορεί νά φθάσιη ή ανανδρία και ή σκλη ρόΙτης του; — Μπορεί νά φτάση μέχιρι έκεΐ που δεν το φαντάζεσαι, φίλε (μου! Πρέπει νά βρουίμ'ε γρήγορα ποιος τον πήρε,, γιά νά καταλάβουμε που ,μπορεί νά τον πήγαν... Έτσκ, ίσως τάν προλάβουμε ζωντανό... Πως θά τον δρουμε όμως; Κάνεις δεν ξέρει ποιος είναι αυτός πού (μπήκε στο παλά­ τι... Κανείς δεν τον είδε... —- Τον είδε αυτός ό ετοι­ μοθάνατος φρουρός!, λέει» ό Κάλ με σφιγμένα τά δόντια. * I σως τον καταφέρουμε νά (μάς ιμιλήσιη,!... 'Γορίζει στους άντρες του Άβάλ πού στέκουν γύρω σα­ στισμένοι και διατάζει με φωνή πού τρέμει από την άνηισυχίία κα'ί την άγωνίΐα: ■—- Λίγο κρύο νερό! Γρή­ γορα! Δεν αργούν νά του φέρουν δ,τι ζήτησε. Παίρνει την κού πα ιμέ το χέρι» καί ζυγώνει τον τραυματία. Είναι ό φρου ρός έκέΐνος πού ό ίλαρχος του Κάϊλ διέταξε νά τόν α­ ποτελειώσουν καθώς τόν εί­ χε χτυπήσει στο κεφάλι» ιμέ τη λσιβή του σπαθιού του. ΦάίΙνεται όμως πώς ό στρα­ τιώτης πού τόν κάρφωσε τό έκανε απρόσεκτα και δεν τόν αφοί σε στον τόπο. Ό Κάλ βρέχει βιαστικά

ΚΑΑ — © 1€ΥΡΙ©Σ ένα πανί και μ5 αυτό σφουγ­ γίζει τά χείλια του τραυμα­ τία. *Κάί τό θαύμα πού περιιμέ νει δεν άργεΐ νά γίνη. Ό έτο ιμαθάνατος, άνο ίΥ ε ι τά μάτια του γιά μιά στι­ γμή. Οι κόρος τους στριφογυρίΐζουν ανήσυχα σάν κά­ ποιον νά ψάχνουν νά βρουν, -αφνικά, καρφώνονται επάνω στο πρόσωπο του ’Αιβάλ. — Ποιος; οωίτά εκείνος, αγγίζοντας ρέ Λύπη τό παγω μένο .χέρι του στρατιώτη. Π ο ιός σε κτύπηρε; Ποιος ή­ ταν; Ό φρουρός άγωνίζεται. Πολλές φορές ανοίγει τό στό μα του κάΐ τά χείλια του προσπαθούν νά ποΰν κάτι, άλλα 6έν έχει δύναμι. Κορμιά φωνή δέν βγάλει ανάμεσα τους. Ό Κάλ σκάβει με τρομέρή αγωνία καί καρφώνει τό^αύτί) του μέσα στά χείλια του έτο ιμαθάνα,του. — Όλάρ!, φωνάζει ξα­ φνικά καί τινάζεται όρθιος. Πρόφερε αιυτό τό- όνομα! Τό ακόυσα καθαρά! — Όλάρ!,. μουρμούριζει ό βασιλιάς τής 'Λτλαντίδας καί τά μάτια του άσηράφτουν από θυμοί. Ναι1. Τό ξέρω πο­ λύ καλά αυτό τό όνομα! Εί­ ναι ίλαρχος! Είναι» ένας άττό τούς πιο πιστούς φίλους του άδολφού μου... Πρέπει νά τρέξουμιε νά τόν βρούμε... Θά πάμε σπ?τι> του! Φρουροί! Ακολουθήστε μας! 'Βγαίινουν ατό τ’ άνάκτορσ καί τρίέχουν σάν τρελλρί


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! στους δρόμους τής Άτλαντίδας. "Εχει ά;ριχ!ί(σει πια να ψέγ γιη. Ωστόσο οι κάτοικοι τής πόλης κοιμούνται όοκόίμα βα­ θεΐα. Κάνεις δεν υπάριχει έ­ ξω. Ό "Αβάλ γνώριζε πολύ κιαλά το σπίτι του Όλάρ καί οδηγεί εκεί κατ' ευθείαν τούς στρατιώτες του καί τον Κάλ. Μια τρομερή φλόγα έχει ανάψει καί καίει αδιάκοπα στα μάτια τού λευκού γίγαν­ τα. "Αλλοίμονο σ" εκείνον πού έχει κάνει ,καικιο στον αγαπη­ μένο του πυγμαίο τον Χούπ. Λεν αργούν νά φτάσουν. Ό Όλάρ σαν ανώτερος άξιωματπκιός πού είναι κατοικεί μΐέιαα .στο κιέντρο τής "Ατλαν τίΐδας, κοντά στ" ανάκτορα. * Απο μακριυά ό "Αβάλ. δεί χνει* στο λευκά αγόρι το στη τι του ·κια!ί ό Κάλ με όριμή πού τίποτα δεν μπορεί νά τή συγ κρατήσ % χύνετ α ι άκ άθ έκτος προς τά εκεί, μπροστά άτι" δλους τούς άλλους. Σκαρφαλώνει τις σκάλες μέ δυο πηβήμαιτα σαν γερά­ κι. Τρεΐς στρατιώτες στέκουν έξω. άπά μια μεγάλη πόρτα, πού τον διατάζουν νά σταματήση, προτείνοντας τά α­ κόντια πού κρατούν. "Εκείνος αμιως βιάζεται. Δεν έχει καιρό για λόγια. Ρίίχνεται εναντίον τους σαν λιοντάρι. 'Καί οί στρατιώτες όμως δεν κάθονται μέ σταυρωμένα χέρια. Δεν έχουν δή ακόμα την υπόλοιπη συνοδεία πού

17 καταφθάνει μέ επικεφαλής τον "Αβάλ καί νομίζουν πώς ό λευκός γίγαντας είναι μό­ νος του. Φαντάζονται λοιπόν πώς μιά καί εΐναι τρεις καί είναι ένας, πολύ εύκολα θά καταφέρουν νά τον βγάλουν έκτος μάχης, Μά ό Κάλ είναι πραγμα­ τικός ζωντανός κεραυνός αυ­ τή τή στιγμή. Μέ τίς γρο­ θιές του διαλύει τούς φρου­ ρούς τής πόρτας τού σπιτιού τού "Ολάρ καί τούς γκρεμοτσαΐκίζει κάτω από τά ιμαρ­ μάρινα σκαλοπάτια. .Εΐναι ή στιγμή ακριβώς πού φθάνει καί ό "Αβάλ μέ τούς δικούς του. "Όλοι μαζί τότε χύνονται μέσα ατό σπίτι από τήν κεν­ τρική του πόρτα, πού έχει μ-είίνει πια άφύλαιχτη;. Μά στο πρώτο δωμάτιο πού μπαίνουν δεν βρίσκουν .κανόναν. Ούτε στο δεύτερο. Κατόπιν στήν μεγάλη σάλα τής. υποδοχής, ιδέν υπάρχει πάλι ψυχή. Τρέχουν καί στο υπνοδωμάτιο τού Όλάρ καί σ’ εκείνο τών ξένων καί τών υπηρετών... ,Πουθενά δεν εί­ ναι κανείς. — Θάφιυγε!, λέει ό^ "Αβάλ τρύζοντας τά δόντια άπό τή δίκαιη οργή του. Θά τασκασε μαζί μέ το αφεντικό, τοιυ. Θά χουν πάρει μαζί τους καί τόν μ ικ,ρό πυγμαίο! — Αδύνατον!, μουρμου­ ρίζει τό λευκό αγόρι τής ζούγκλας, Ό Όλάρ ασφα­ λώς θά νομίΐζη γιά πεθαμένον άπό τήν πρώτη, στιγμή εκείνον τόν δύστυχο φρουρό


&ΑΑ — 0 ΚΥΡΙΟΣ

18 7 πού μάς άνεφερε το όνομά του. Επομένως θάχη τη γνώ μη δτι δεν κινδυνεύει καθό­ λου μέσα στο σπίτι του. Δεν μπορεί νάχη ποη πουθενά άλ λοϋ1... 'Απλούστοτα θά μας ακούσε και κάπου θά κρύ­ φτηκε... "Ας ψάξουμε καλύτε ρα... Τό σπίτι αυτό έχει κή­ πο; Υπόγειο; — "Έχει έναν κήπο στο πί σω μέρος, μουρμουρίζει ό 'Αβάλ. "Ας πάμε εκεί! 3Εμπρος! Όρμουν προς τό μέρος του κήπου μέ επικεφαλής τον "Αδάλ, πού ξέρε^ι προς τά πού πρέπει νά πάνε. ιΠριν φτάσουν καλά-καλά άκουνε ένα παράξενο τσιρι­

Κυλιούνται στις πλάκες μ* ένα

χτό κλάμοε — Ό Χούπ!, μουρμουρί­ ζει ,μιέ άπερίγραπτιη, χαρά αλ λά συγχρόνως καί μέ αγωνία ό Κάλ. Είναι ακόμη ζωντα­ νός! "Ισως όμως νά κινδυνευηι ή ζωή του από στιγμή σέ στιγμή!... Γιατί άραγε τον έχουν βγάλει στον κήπο; Γιαιτί ό φτωχός μου φίλος τσιρίζει έτσι; Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΑΗΣΙΣ ΤΟΥ ΧΟΥΠ

'ΠΩΣ θά θυμωνται οι αναγνώστες μας, είχα­ με ξεχάσει τον Χούπ στη δραματικώτερη' θέσι τής ζωής του.

©

βέλος ό καθένας καρφωμένο στην

καρΙπά του.


1$

ΤΗΣ ζΟΥΓΚΛΑί

Ό Όλάρ εΐνκχι άγριος και επιθετικός

Οι στρατιώτες τού Όλάρ ^όν έχουν στήσει· στον μ άντρο τοίχο τής αυλής δεμένον χει ροπόδαρα. " Ενα έικ'τελεστιικσ απόσπασμα από τοξότες εχει σταθή απέναντι του και ετοιμάζονται· νά τον έκτελέσουν. "Οταν ό ίδιος ό Όλάρ τον ρωτάει για την τελευταία του επιθυμία καί ό ηλίθιος πυγ­ μαίος άπσκ,ρίΐνειται νά προ­ σέξουν νά μην τον χτυπήση κανόνα βέλος στο ιμάτι καί πάει στραβός στόν "Αδη, ό ίλαρχος γίνεται πυρ καί μα­ νία. Νομίζει πώς ό Χούπ τον κοροϊδεύει. — Θά σου δείξω έγω, βρω μοτριπί/θαμε!, ουρλιάζει ά-

πειίλητίικά. Έσεϊΐς, τοξότες! Σιηΐμαδέψτε καλά! Θέλω ό­ λα τά βέλη· νά πάνε στην καρ­ διά του! — Σ5 αυτήν μάλιστα!, λέ ει όΛ Χούπ ευχαΐρ ιστημένος. Βαράτε όσο θέλετε. Τίποταπερισσότερο από δ,τι μου έ­ χει κάνει· ό ...έρωτας γιά την Χούλα, δεν μπορείτε νά τής κάνετε! Όλάρ αφρίζει που βλέ πει ένα μίηδαμηνό πυγμαίο νά ^ τον ζ ίρωνεύετα ι μπροστά στον θάνατο — δπως νομί­ ζει.^ Θέλει^ όμως καί νά τελειώνη μιά ώρα γρηγορότε­ ρα^ από αυτήν την αγγαρεία καί γι’ αυτό ση,κώνει τό σπα θί του ψηλά γιά νά τους δώ-


ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ΙΒΟ!

ση το σύνθημα. Καθώς όμως κατεβάζει τό σποθί αυτό·, βλέπει ^τούς στρατιώτες του να κύλιώνται κάτω στις πλάκες μέ μουγγρίισματα καί μ5 ένα βέλος καρφωμένο στην καρδιά του ό καθένας τους. Τά μάτια του γουρλώνουν καί γίνονται πελώρια. "Αλλα τόσα ακριβώς γί­ νονται καί του πυγμαίου, α­ πό την μεγάλη του έκίπληξι. — Μωρέ (μπράβο !, τσ ιρί­ ζει. Σπουδαίοι σκοπευτές εί­ ναι τούτο ι! Αντί νά καρφώ­ σουν έμενα καρφώθηκαν μόνο [ τους! ΚαΙλέ! Σηικωθητε επά­ νω ! Τι πράματα είναι αυτά; 5 Εμένα σάς είπε νά καθαρί­ σετε ό λοχιίας! Μπά σέ καλό τους! Πολύ κουτά παιδιά! Στο μεταξύ πού ό Χούπ λέει αυτές τις μεγαλόπρεπες άρλούμιπες,, ό Όλάρ έχει φρε­ νιάσει κυρ ιολεκτ ικάί. Τραβάει τέ> σπαθί) του καί έτομάζετααι νά όρμήση για νά σφάξη. τον πυγμαίο. Δέν προλαβαίνει όμως. Μονομιάς ή αυλή γεμίζει από στρατιώτες πού χύνον­ ται άπάνω του. Ό ΐλαρίχος μιέ μια άγρια κραυγή μίσους καί λύσσας ε­ πιτίθεται αυτός πρώτος έναντίίον τών στρατιωτών, αντί νά τού έπιτεθούν εκείνοι. Φύσιικά ό άγων του είναι μάταιος. Ό Όλάρ δεν είναι κουτός. Ξέρει πώς θά πεθάνη. Ξέρει πώς κάί νά καθόταν νά τον πιάσουν πάλι ό θάνα­ τός του θά ήταν σίγουρος. Καί γι5 αύτά προτιμάει νά

πουλήιση ακριβά τή ζωή του σκοτώνοντας όσους περισσό­ τερους μπορεί από τούς στρα τ ιώτες. "Οπως είναι άπό τούς κα­ λύτερους μονομάχους τής 3Ατλαντίδας, θά καταφέρη. α­ σφαλώς νά βγάλη πολλούς άπό τή μέση ώσπου νά τον σκοτώσουν. Μα καί ό Άβάλ τό κατα­ λαβαίνει αυτό καί δέν θέλει· νά χάση ούτε έναν άπό τούς στρατιώτες του γι’ αυτόν τον προδότη καί δολοφόνο. Παραμερίζει λοιπόν τούς άντρες του καί βγαίνει μπρο­ στά μέ τό σπαθί του γυμνό, απέναντι στον προδότη ΤλαρΧ°·

— Δέν θά σού δώσω τήν ικανοποίησι νά σκοτώσης κα­ νόναν άτιΐό τούς "Ατλαντες στρ ατ ι ώτες!, λέε ι αύστηρά κάί μέ μίσος! θά πεθάνης ά­ πό τό χέρι μου, Όλάρ! Υ­ περασπίσου τον εαυτό σου! Μόνος μου θά σέ σκοτώσω! Σαν βασιλιάς τούτης, τής πόλεως έχω· δικαίωμα νά σέ παραδώισω στον δήμιο για τήν προδοσία σου, αλλά δέν θά τό κάνω! Δέν θά πεθάνης για τήν προδοσία, άλλα γιατί πή γες νά σκοτώσης ένα φίλο μου, τον μικρό πυγμαίο! Γι’ αύτόν θά πόιρω έκδίκηΐσι τού τη^τή στιγμή ! Γιατί ό Χούπ μού έχει σώσει τή ζωή καί έ­ πρεπε νά είναι ιερός για σέ­ να ! —ΤΊά σταμάτα, αφεντικό! τσιρίζει ό Χούπ άπό τή θέσι του. Νομίζεις πώς πιστεύω εγώ αυτά τά παραμύθια που


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ίλές; 5Εσύ κάθεσαι και τσακώ­ νεσαι και λες πώς το κάνεις για /μένα! Έμενα δρως ιμ* α­ φήνεις δεμένο έδώ πέρα κι έ­ χουν άρχίάει νά ιμυρρηίγκι ό­ ζουν τά πόδ ι α μου1 από τό μούδιασμα! "Ασε την καρδού λα μου πού έχει ανάγκη επι­ σκευής γιατί νόμιζα πώς βά πέθαινα καί δεν είχα ξανα^ πεβάνει άλλη φορά για νά ξέ­ ρω πώς είναι! Ό Άβάλ, διατάζει άμέσως: — Λύστε τον! Την ώρα πού οι στρατιώ­ τες τρέχούν νά λύσουν τον κουτό πυγμαίο, ή? μονομαχία του βασιλιά τής Άτλαντίδας καί του προδότη ίλαρχου Ό­ λάρ, αρχίζει. ιΕίναι τρομερό τό πείσμα καί ή λύσσα ,μιέ την οποία ρί­ χνονται καί σι δυο στον αγώ­ να. — Θά σε σκοτώσω!, ούρλιάζει ξέφρενα 6 Όλάρ. Θά σε σκοτώσω καί τον θρόνο τής Άτλαντίδας θά τον πάρη καί πάλι ό αδελφός σου πού τό· άξιζε ι! Εκείνος θά κάνη· μεγάλη την πατρίδα ;μας καί θά κατακτήση δλες τις γύρω φόλες τής περιοχής καί την Πέλλα! Όταν θά είιμαι εγώ πού τον έχω σώσει θά μέ κά­ νη κυβερνήτη τής Πέλλας! —Θά πείθάνης, Όλάρ,! λέ­ ει ήρεμα ό Άβάλ. ΚΓ άν μέ σκοτώσης ακόμα δέ,ν πρόκει­ ται νά ζήσης! Είναι εδώ ό γυιός του βασιλιά τής Πέλ­ λας καί σ’ ακούει... Θά σέ τιμωρήση έκεΐνος γιά τη μα^αιοδοξία σου, άν δεν τό κά­ νω έγφ,??

21 — Δεν θά χρειαστή), βα­ σιλιά!, φωνάζει ^ 6 Κάλ γεμά­ τος ανησυχία. "Ενας τέτοιος προδότης δεν μπορεί ποτέ νά κερδίιση μια τέτοια μονομα­ χία, *—- Πάντως μή μέ θυμώνε­ τε καί τον πιάσω καί τόν κά­ νω τόπι στο ξύλο!, τσιρίζει ό Χούπ άγριειμένος. ^Άκους εκεί νά βάλη τούς λεγάμενους νά μέ γεμίσουν μέ βέλη! Θά γινόμουν χειρότερος κΓ από τό καπέλλο μου! Άσε πού έπιασα τώρα 5>ά έδώ στήν^άκιρη του ένα, καί βλέπω δτι τσιμπάει! Κανείς, δέν άκούει τόν πυ­ γμαίο. Ή άγων ία δλιων γιά την έκίβασι τής /μονομαχίας έ­ χει φίθάσει στο κατακόρυφο. Ό Όλάρ είναι άγριος καί επιθετικός. Ό Ά6άλ όμως είναι μυαλωμένος καί άμάνεται μέ προσοχή άποκρούοντας όλα του τά χτυιπήραΐτα. "Άσπροι άφροί λύσσας έ­ χουν ψανή στις άκιρες τών χει λ ιών του ίλαρχου. Τά σπαθιά τών δύο μονομάχων, κάθε φο­ ρά πού έρχονται θέ σύγκρου σι, πετουν φωτ ι ές. Ξαφνικά, ό Όλάρ, βλέπον­ τας δτι δέν μπορεί νά καταφέρη τί/ποτα μιέ τ!ίς συνεχείς έπθέσεις του, μεταχειρίζεται δόλο. Πηδάει πίσω άπό τόν Άβάλ καί μέ μ'ΐά σπαθιά τόν αναγκάζει νά στραφη γιά νά τον άντιιμετωπίίση. Την ώρα δμίως πού πηδάει γιά νά άπο φυγή τό δεύτερο χτύπημά του απίλωνε ι τό πόίδι του καί τόν σωριάζει κάτω μέ μια τρικλο­ ποδιά,


22 Χύνεται πάνω του με το σπαθί υψωμένο, έτσι όπως τον έχει σωριάσει και χτυ­ πάει ιμέ λύσσα, σημαδεύον­ τας για να τού κόψη τό κεφάΌ Χούπ το βλέπει αυτό και γουρλώνει τά μάτια του κατ ατρομαγμένος. —Τι κάνεις εκεί, καλέ; τσιρίζει με θυμό. Θά τού κά­ νης καρούμπαλο! Είπαμε νά τσακωθήτε, οχι καί νά σπά­ σετε τά κεφάλια σας! Ή σπαθιά τού Όλάρ άμ,ως δεν βρίσκει τό στοίχο της. Την τελευταία στιγμή ό Άβάλ κυ λάει σαν βαρελάκι πάνω στις πλάκες και τό βαρύ αστρα­ φτερό δπλο τού προδότη, βρί σκει τό μάρμαρο. Με τόση όρίμή εχει πέσει, πού κόβει την πίλάκα στη μέση, Ο 'Αβάλ έτσι όπως είναι ακόμα πεσμένος κάτω, στρι-

01 στρατιώτες λύνουν τον κοντό

^€ΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ φογιύρίζει μέ δύναμι τό δικό του σπαθί στον αέρα. Ένα δευτερόλεπτο νά έ­ μενε περισσότερο στη θέάι του ό Όλάρ. θά τού είχε κόψε ι καί τά δυο πόδια πέραπέρα. Εκείνος όμως μ5 ένα πή­ δημα γλυτώνει καίί τό σπαθί περνάει άπό κάτω του χωίρίς νά τον άγγίίξηι. Ό Άβάλ τινάζεται όρθιος καί· ή μονομαχία ξαναρχίζει. Καί οί δυό τους έχουν Ι­ δρώσει τρομερά. Τά μάτια τους πετούν φωτιές καθώς εί­ ναι καρφωμένα ιμέ μίσος του ενός στού άλλου. Ό Όλάρ ρίχνεται πάλι ε­ νώ τα λαχάνιασμά τους εί­ ναι τό μόνο πράμ,α πού άκούγεται μέσα οπήν αυλή τού σπιτιού τού ίλαρχου. Οί άλα­ λοι δεν βγάζουν μήτε άχνα ά­ πό τήν αγωνία τους για τήν τύχη τού βασιλιά τους, πού βλέπουν πώς ό αντίπαλος του κάθε άλλο παρά εύκολος εί­ ναι. Ό Χούπ είναι ό μόνος πού δέν φαίνεται νά έγη καμμιά άπολύτως άγωνίσ, άλλά είναι μρυτρωμιένος καί ανυπόμο­ νος. — "Άντε, άγοράκια!, λέει Θά τελειώνετε κομμιά φορά° 5 Από τον καιρό πού ήιρθα^ σε τούτο τό χωριό, δέν βλέπω άλλο άπό ανθρώπους πού κρα τάνε δυό σιδερικά^στά χέρια τους καί τά κοπανάνε. 'Άν νο μίζετε πώς μ5 αρέσει αυτή ή δουλειά, σάς γελάσανε^! Έγώ θέλω κανένα χορευτικό, καμμιά μαίμού πού νά ξέρη κόλ-


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ττσ, τέτοια πράγματα! Κανείς δεν τό άικιουει πάλι ένώ ή μάχη των δύο άντι πό­ λων συνεχίζεται πάντα με ά­ γριο ρυ·8|μό. Ό Άβάλ, βλέπον τας δτι ό αντίπαλός του άρχί ζει να κουράζεται, έχει γίνει πιο επιθετικός. Τό πρόσωπο τού Όλά,ρ εί­ ναι θανάσιμα χλωμό. Βλέπει πώς δεν μπορεί νά καταφέρη ιόν Άβάλ όπως πίΐστευε. Βλέ πει τό τέλος του νά πλησιάζη. "Αρχίζει νά ύποχω,ρή και τά ύπουλα μάτια του κυττουν ολόγυρα μιέ αγωνία. Ψάχνει νά βρή έναν τρόμο νά τό σκά ση, παρατώντας τον όιγώνα, πού βλέπει δτι οπωσδήποτε θά είναι εις βάρος του. Υποχωρώντας ρμως. έτσι συνεχώς, ψ/τ άινε ι < ι μπροστά στον Χούπ, ό όποιος έτσι νευ ρι,ασμένος πού είναι του ^ρί­ χνει μά κλωτσιά άιπό πίσω χ οσκογελώντ ας. — "Άντε!, του λέει ευθυ­ μία. Δεν υπάρχει κανένας χο­ ρός πού νά πηιγαίνης δλο πί­ σω ! Κάνε καί κανένα βήμα μπιρός, κακομοίρη! Ό Όιλάρ τρέμει τώρα άπο το κακό· του. Θάθελε πολύ νά είχε τον β,ρωμοπυγμαίο αυτόν ατά χέρια του εκείνη τή στι­ γμή γιά νά τον κάνη κομμά­ τια. Δεν τον έχει όμως καί ή θέσις του δσο πάει καί γίνε­ ται πιο δύσκολη,. Ό "Αβάλ επιτίθεται μέ σύ­ στημα καί οι σπαθιές του εί­ ναι γερές καί τον κουράζουν. Ό προδότης τρέμει. Τρέμουν τά χέρια του. Τρέμουν τρ πό

23

Μέ δόλο απλώνει τό πόδι του και τον σωριάζει κάτω μέ μια τρι­ κλοποδιά.

δια του. Τρέμει ή καρδιά του. <Γιά μια στιγμή τον κυριεύει ό πανικός. Ό θάνατος φανερώνεται ε­ μπρός του σκελετωμένος καί τον κάνει νά τρελλαθή. Πα­ ρατάει τή μάχη, καί άρμάει προς τή μάντρα. Πηδάει επά­ νω γιά νά πηδήση άιπό έκεΐ έ­ ξω καί νά τό σκάση, τρέχον­ τος. Δεν προλαβαίνει δμως. Ό "Αβάλ γρήγορος κΓ ε­ κείνος σαν αετός, χύνεται έπά νω του καί τον τραβάει άπό τά πόδια. Τον σωριάζει στο πλακόστρωτο. Τό σπαιθί ξε­ φεύγει άπό τά χέρια τού προ­ δότη καί μένει άοπλος κάτω άπό τό βασιλιά του, πού ση­ κώνει τό σπαθί του ψηλά. Δεν χτυπάει όμως. Τό πρόσωπο του Άβάλ έ­ χει πάρει μια εκφροοσι άη&'ίσς


24

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

— Έσύ είσαι ό γενναίος Όλόορ πού θά γινόσουν κυβερ νήτη,ς^ τής Πέλλας!, μαυγγρίζει με περίφρόνησι. Είσαιι δει λός σάν γυναίκα! Δεν αξίζεις την τιιμή νά πεθάνης από τό χέρι ,μου! ΐΠυΐρίΐζει στους φρουρούς πού τον τριγυρίζουν και ξε­ φωνίζει : —Ό άνθρωπος αυτός πρέ­ πει νά φεμαιστή, σάν προδό­ της πού είναι και νά του φο­ ρέσετε ένα κίτρινο πανί στη μέση του, γιά νά ξέρουν όλοι πού θά παρακολουθήσουν την έκτέλεσί του, πώς είναι ένας δειλός! ^ Δέν^ υπάργει πιο ατιμωτι­ κός θάνατος άπ5 αυτόν πού επιβάλλει αυτή τη στιγμή ό Άβάλ στον προδότηι. Ό Χουπ όμως έχει διαφο­ ρετική γνώμη καί πάνω σ’ αυτό: — Μιά πού θά του βάλε τε τό κίτρινο πανί, τσίριζε μ άντι νά τον κρεμάσετε—που δεν είναι καΓι βρεγμένος ό άνθρωπος γιά νά στεγνώση —-.δεν τόν βάζετε πιο καλά νά μάς χορέψη λιγάκι τσιφτ ετέλίι; Θά άντ ικ ατ αστήση μιά χαρά τη μαϊμού πού μας λείπει και έτσι θά λέμε πώς είδαμε καί τσίρκο! — Θά του άξ^ζε ακόμα κι5 αυτή ή τιμωρία τέτοιος πού είναι!, Χέει ο ’Αβάλ γε λώντας. Πρέπει όμως ^νά πε θάνη γιατί είναι επικίνδυνος δαο ζη..<. "Ας μην πάθωμε καί μ5 αυτόν τό ίδιο πού πά θσμε καί με τόν αδελφό μου.

— Άντε!·, ι^ουρμσρρίίζε ι'

ό χαζό - Χουπ μουτρωμένος. "Ολο κόντρα μου πάς, θείε! Ό αδελφός σου, χωρίς πάρε ξήγησι, ήταν πολύ καλύτε­ ρος, αλλά δεν π'ειράζει! ’Ελ πίζω νά στρώσης κι* έσύ καμμ'ΐά φορά! Κιυτταζει τόν 'Ολάρ πού τό χρώμα του είναι άσπρο σάν του χαρτιού καί χαακογελάει. — Νά τόν κρεμάστε κάπ,ου πού νά μ ή φυσάη άέρσς καί κάνει ρεύμα κι5 αρπάξει καμίμιά πούντα τό παιδί! ΟΑΑΡ

ΟΑΑΡ είναι πράγματι κά δειίλ(ός;, όπως έχει πή ό Άβάλ, ό βασι­ λιάς τής Άτλαντίδας, Είναι όμως μαζί καί υπου λος καί πονηρός σάν φίδ^ι καί αυτά του ακριβώς τά προσόντα είναι πού τόν έχουν ανεβάσει στο άξίΐωίμά -του, γιατί 6 Κά'ιλ προσόντα τέ­ τοιου είδους ξέρει νά τά έκτιιμάη με τό παραπάνω... Ό προδότης ίλαρχος λοι­ πόν δεν έχει πή ακόμα τήν τελευταία του λέξι. Δεν έ­ χει σκοπό νά καθήση τόσο φρόνιμα νά τόν κρεμάσουν. Τή θέλει τή ζωή του καί μέ­ σα στο σατανικό μυαλό του σχηματίζεται σιγά-σιγά ένα σχέδιο, πού δεν άργεΐ νά τό βάλη σ’ εφαρμογή. "Ολη αυτή τήν ώρα πού οί άλλοι συζητούν κάί ό Χούπ λέει βλακείες, εκείνος έχει πάρει ένα ύφος τρρμσκρατηιιμιένο καί τρέμει ολόκληρος.


ΤΗΪ 20ΥΓΚΑΑ2 Μοιάζει για άνθρωπος πού έχει χάσει πια κάθε ελπίδα σωτηρίας καί πού μαζί με τις έλιπίδες του έχει χάσει καί τό ηθικά του. Με τον τρόπον του αυτό κάνει τούς φρουρούς του νά μη τρύ δίίνουν όση προσοχή πρέπει, γιατί δέν φαντάζον­ ται πώς εΐναι ικανός πια νά κάΜη» κορμιά καινούργια α­ πόπειρα. Εΐναι κυκλωμένος άπο στρα τ ιώτες του "Αβάλ καί είναι άοπλος, ακίνδυνος... " 0 πως μάλιστα δΐλοι αρχίζουν νά χαμογελούν μέ τις ήλιίθιότη,τες του Χούπ, ή προσοχή τους μικραίνει άκό(μα. Τότε ό Όιλάρ, παίιζει τό τελευταίο ταυ παιχνίδι. Έΐκεΐ πού στέκει μισοκακό|μο ιρος μέ τό άθλιο ύφος του καί τρέμει σάν τό καλά μι, τινάζεται ξαφνικά μπρο­ στά, σπρώχνοντας μέ όλη του τή δύναμι τούς δυο φρου ρούς πού τον κρατούν από τά μπράτσα. Τούς ξεγίλυστράε ι σάν τό χέλι. Μέ μιά φωνή εκπλήιξεως ρίχνονται όλοι επάνω του καί μαζί1 τους κα!ί ό γοιός τής ζούγκλας Κάλ καί ό βα σιλιάς τής "Ατλαντίδας 5Αβάλ. Ό Όλάρ ρμως έχει ήδη κερδίσει τρία· μέτρα, ώσπου νά καταλάβουν όλοι τί συμ­ βαίνει καί νά κινηβουν. — Σκοτώστε τον άλυπητα!, διατάζει άγρια ό 5Αβάλ, Οί τοξότες τεντώνουν τις

29 χορδές τών τόξων τους Ση­ μαδεύουν καί εκτοξεύουν τά βέλη ,μέ μεγάλη; τ αχάτη,τα% Φτερωτός ό θάνατος^τινά­ ζεται προς τό μέριας του προ δότη άλλα σκοντάφτει... πά νω στο χοντρρ ξύλο τής πρρ τας πού έχει , προλάβει νά κλείση,ι πίσω του ό 5Ολάρ 1 ίΊραγ/ματ ιικά|, ό Ιλαρχος του Κάϊλ μέ δυό πηδήματα έχει βρεθή σέ μιά πόρτα του κήπου, πού τόση ώρα δέν έ­ χει κινήσει κανενός τήν προσοχή γιά τόν ά τλούστατο λργο ότι δέν τούς ένδιέφερε. Τήν άνοίίγει, χύνεται μέσα σάν αστραπή καί τήν ξα­ νακλείνει τη στιγμή πού οί τοξότες ρίχνουν τά βέλη τους Ό Κάλ μέ τόν 5Αβάλ καί όλοι οί στρατιώτες από πίισω τους, ρίχνονται κι5 αυτοί εναντίαν του. Φτάνουν στήν πόρτα μέ δυό πηδήματα καί τήν τραβούν γιά νά τήν άνοί ξουν. 5Από μέσα όμώς άκούγεται- ένας ξερός κρότος καί ...ή πόιρτα δέν ανοίγει! — "Έβαλε άμίπσρα!, λέει θυμωμένος ό 3Αβάλ. Φαντάζε ται ότι μπρρεΐ νά γλίυτώση., αλλά δέν θά καταφέρη τίπο τα! θά σπάσουμε τήν πόρ­ τα καί θά τόν πιάσομμε... Εμπρός! Φέρτε άμίέσως ένα κίριά! "Ωσπου νά εκτελεστή ή δι αταγή του ό Κάλ στήνει τό αύτίΐ του ανήσυχος επάνω στο χοντρό ξύλο εκείνης τής πόρ­ τας. —Λεν άκουω κανένα θό ροβο άπό μέσα!, μουρμουρί­ ζει παράξενα. Που νά όδηγή


26 άραγε αυτή ή είσοδος; — Σέ καμμιά αποθήκη του σπιτιού ασφαλώς, λέει ό Άβάλ καιθησυχαστικά. Δεν βλέπεις πού δεν βγαίνει προς τή μάντρα πού είναι στο δρόμο, άλλα προς την πλευ­ ρά του σπιτιού; Θά είναι κάποιο ύπό/γειο... · — Κι’ άν έχη άλλη. έξο­ δο; Ό Άβάλ κουνάει τό κε­ φάλι του με αμφιβολία, αλλά οπωσδήποτε ή γνώμη, του Κάλ είναι σωστή καί τήν α­ κούει. — Κυκλώστε όλους τούς δρόμους πού βγάζουν σ’ αυ­ τό τό σπίτι!, διατάζει τού(^ στρατιώτες του. Δυο νά >μ£ΐ νουν μόνο μαζί! μας γιά νά σπάΐσουμε αυτή τήν πόρτα! Φτάνουμε και περισσεύουμε γιά νά συλλάβωμε αυτό τό δειλό υποκείμενο πού δεν έ-

Τό σπαθί περνάει από κάτω του χωρίς νά τον άγγίξη.

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Ανοίγει τήν πόρτα καί χύνεται μέσα σαν αστραπή.

χει τό κουράγιο νά σταθή μπροστά στον θάνατο! — Ούτε εγώ δεν τόχω γιά νά λέμε τήν αλήθεια!, δηλώ­ νει ό Χούπ ιμέ καταπληικτιική είλιικρίνεια, μιά κι5 έχει πολ­ λή ώρα ν’ άνοιξη τό στομα­ τάκι του. Όταν με είχαν στήσει καί θέλανε νά μιέ σκο τώσουν χωρίς νά^ τούς έχω κάνει τίποτα, μιέ είχε πιάσει μιά τρομάρα, άλλο πράμα! ’Άντε νά πεθάνης στα καλά καθούμενα από τή μιά στι­ γμή στήν άλλη! Εύκολο πρά /μα είναι; Καί σκέψου νά μου βγάζανε κα'ί τα ματά­ κια μου μιέ τά βριωμοβέλη τους, νά μήν έβλεπα τή μύ­ τη μου στον άλλο κόσμο! "Ολα αυτά πού λέει ό πυ­ γμαίος τά λέει ^ολομόναχος. "Ολοι οί άλλοι είναι άπασχο λημΙένοι μιέ τό νά χτυπάνε


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ την πόρτα από την οποία έ­ φυγε ό Όιλάρ, για να την σπάσουν και κάνεις δεν του δίνει σημασία. Γιά τον ηλί­ θιο πυγμαίο άμως κάτι τέ­ τοια είναι λεπτομέρειες. Ού­ τε^ αυτός δίίνει ση,μασία άν του δίνουν σημασία η 6χι.. Πάει κοντά στους στρατι­ ώτες, παρακολουθεί για λί#γο την προσπάθεια τους καί τσιρίζει παράφωνα: — "Έτσι πού χτυπάτε θά την ξεχαρβαλώσετε την πόρ τα παιδιά! Μπορεί νάπεσε για ύπνο ό άνθρωπος καί νά μη θέλη, νά σάς άνοίξη.;. Τί τ,ρόπος είναι αυτός; Τέτοια ανατροφή σάς έδωσε ή μάνα σας; Οί στρατιώτες έξαικολουμ θούν νά χτυπούν με όλη τους τή δύναιμι. Ή πόρτα άντπ στέκΙεται παρά την ^ όριμή τους καί παρά την ηράκλεια

'Η πόρτα σέ κάθε χτύπημα τρί­ ζει επικίνδυνα.

27

1 Ορμο Ον μέσα στο άνοιγμα αυτό

δύναμι τού Κάλ καί τού Άβάλ. Τό ξύλο της είναι πολύ χοντρό καί γερό. Ή άμπάρα πού έχει βάλει από πίσω ο προδότης, φαίνεται πώς θά είναι από χοντρό σίδερο πού δεν ρπορεΐ νά λυγίίση. — "Ο,τι καί νά είναι, λέει πεισιμιοορένος ό Άβάλ, θά πε ταιχτή στο τέλος άπό τούς αρμούς της! Χτυπάτε δυνατώτερία! Ή όριμή τών στρατιωτών καί τού Κάλ διπλασιάζονται. "Οσο γιά τον πυγμαίο εξα­ κολουθεί πάντα τό βιολί, του. — Οί Χουλ'ίίτσες ,μου, λέεΐ^ •μού έχουν πη πώς ^ στο δικό της τό χωριό πού τό λένε 5Αμερική, έχουν στις πόρτες κάτι κουμπάκια, πού τά ^πα τάς απ' έξω καί μέΐσα κάνει «ντρίννν»! Πολλή ;μεγάλη ευ­ κολία! Γιατί δεν έβαζε ένα τέτοιο καί ό Όλάρ νά μήν


ΚΑΑ — © !€ΥΡΙ02

28 παιδευόμαστε; 4 Η προσπάθε ι α εξακολου­ θεί πάντα. Τώρα ή πόρτα που μέχρι στιγμής έστεκε άκίλόνη,τη, έχει αρχίσει καί σέ κάθε χτύπημα του κριού τρύζει επικίνδυνα. Όπως φαί νεται οί άρ(μοί πού τη συγ­ κροτούν άπό μέσα αρχίζουν νά ξεκορφώνωντα ι. — Καλέ, λιέει ό Χουττ στον Άβάλ, μήπως είναι κουφός ό άνθρωπος και βασανιζόμα στε τζάμπα; Δεν έχετε άκου σει πού λένε πώς στού κου­ φού τήιν πόρτα-οσο θέλεις βρόντα; 'Μιά μεγάλη, χαραμάδα άρχίΐζει νά σχηματίζεται στην άκρη τής πόρτας. Μέ ιμεριικά χτυπήματα άκόίμα θά πέση, —’Έχετε τον νού σας!, Φωνάζει ό Άβάλ. Μόΐλις την ρΡξουμε ίσως- πεταχτή άπό μέσα^ προσπαθώντας πάλι νά μάς αΐιφνιδιάση... Λύτη τή φορά δεν θά τα κΐαταφέρη γατί θά είμαστε προετοι,μσ σμένοι... -—- θά τού 5άλα> έγώ μια τ,ρ ιικίλοποδιά άν τον δώ· νά τρέχη!, τσιρίζει ό Χούιπ. Δέ τόιν χωνεύω καθόλου ! Θά γε λάω εφτά ι μέρες άν τον κουτρουβαλιάσω κάτω! Άλλα νά :μοΰ ύποσχεθής θείε, πώς δεν θά τον άφήσης νά μέ δεί ρη μετά! Ε^μαι μιά σταλιά μπροστά του ό κακομοίρης καί δεν αποκλείεται νά ξε~ σπάση τά νεύρα του επάνω μου όπως πιο πριν πού ήθε­ λε νά ιμέ κάνη, μακαρίτη! — Δεν θά μπόρεση· νά ξε σπάση πιά σέ κανέναν! ,. λέ

ε> ό Άβάλ μέ σκοτεινό ύφος. —Πάντως έχει το δίκιο μέ τό /μέρος του, τσιρίζει ό πυ­ γμαίος μέ γουρλωμένα τά μάτια. Κι5 άν σάς ζηΐτήοη; άποζημίίωσι πού τού χαλάσα­ τε την πόρτα τού σπιτιού του, έγώ δεν μπαίνω στον ρε Φενέ! Άπό την άοχή φώνα­ ζα πώς δέν ποέπει νά κατα στρέφετε τά ξένα πράγματα. Μ5 ένα τελευταίο χτύπημα του κριού, ή βσρειά πόιρτα πέφτει προς τά μέάα μέ τρο μεοό θόρυβο. Όλοι όρμούν μέσα. Ό Χούπ τρέχει κι5 αυτός πίΐσω άπό τον Άβάλ καί τον Κάλ ιμέ πολύ μεγάλη περι­ έργεια νά 5ή τί θά γίνη. Δέν βλέπει τίποτα γιά τόιν άπλούστατο λόγο ότι ε­ κεί μέσα είναι ένα μικρό πέ­ το ινο δωμάτιο, στο οποίο δέ βρίσκεται απολύτως κανείς! ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ

ΣΥΜΦΟΡΑ ΙΑ μερικά δευτερόλεπτα μένουν δλο^ι ακίνητοι σά μαρμαρωμένο ι άπό την έκιπληίξι. Τό δωμάτιο μέσα στό ό­ ποιο βρίΐσκονται έχει πέτρι­ νους τοίχους καί πέτρινο πά τωμα. Είναι εντελώς άδειο άπό έπιπλα ή άλλα αντικεί­ μενα, ώστε νά υπόθεση κα­ νείς ότι ό προδότης είναι κίρυίμμένος πΐίίσω σέ κάποιο απ’ αυτά. Κι5 όμως άν καί καμμιά άλλη πόρτα δέν υ­ πάρχει πουθενά ή παράθυρο ό τρομερός ίλαρχος δέν βρί­ σκεται μέσα!

Γ


ΐΗί 26ΫΙ“ΚλΑί — Είναι άικιατανόηΓΓΟ! λέ ε: ό 5Αβάλ χλω,μιάζοντας. Τϊ έγινε; Πέρασε ανάμεσα από τόν τοίχο; — Δεν αποκλείεται!, τσι ρίζει ό χαζό - Χούπ. Δικό του είναι το σπίτι, άπ5 όπου θέ λει περνάει! — Κάπου θα άπήρχη κά­ ποιος μηχανι σιμός πού θά άνοίίγη καμίμιά μυστική έξο­ δοί, λέει ό Κάλ. Πρέπει να τήν άνακαλύψουμε γρήγορά. — Τώρα σώθηκες!, τσι­ ρίζει και πάλι ό αδιόρθωτος πυγμαίος. Αυτοί δεν είναι α ξ ιο ι εδώ και ένα κάιρρο μέ­ ρες νά μου βρούνε τήν Μανταίλιένα και θά σου βρούνε γρήγορα τή μυστική έξοδο; Νά μη λέμε δ,τι θέλουμε! Ό Κάλ, ό "Αβάλ και οί στρατιώτες, χωρίς νά δίνουν οηιμαισία στον χαζό - Χούπ, αρχίζουν νά ψάχνουν πέτραπέτρα τό μικρό εκείνο άδειο δωμάτιο. Χτυπάνε μέ τά κον τάρια τους τις πλάκες του δα πέδου για νά δούν απτό τόν κρότο μήπως κάτω από καιμ-μιά απ’ αυτές υπάρχει καμμιά καταπακτή, Ό Χούπ τούς βλέπει καί χασκογελάει. — Δεν θά τή βρήτε μήτε στην Δευτρρα Παρουσία! ^ τούς λέει κοροϊδευτικά. Τι μου δίνετε νά σάς τή βρω ε­ γώ! — Σώποα, Χούπ!, φωνά'ζει ό Κάλ νευριασμένος ^και άνήσυχος. Νομίζεις^ πώς δλ,ες Τις ώρες πρέπει νά λέμ£ α­ στεία; — Και ποιος λέει αστεία;

διαμαρτύρεται ό πυγμαίος μέ γουρλωμένες τίς ματάιρες του. Πρώτο καί κύριο πού άν έλεγα αστεία θά γέλαγαν τά παιδιά άπίό δω. Βλέπεις κανέναν νά γελάη; Ό Κάλ δέν του άποκρίνε ταυ Συνεχίζει τήν έρευνα μα ζί μέ χούς ’Άτλαντες στρα­ τιώτες και τόν Άβάλ. Ό Χούπ τσιρίζει μονάχος του · — 5Εκτός κι5 αίμα θεωρεί άστεΐο πού ε%α νά τούς βριώ εγώ αυτό που ψάχνουν νά βρουν. Αλλά για νά τούς τό βρω, πρέπει. κ.αΓι νά ξέρω τι είναι αυτό πού γυρεύουν/ μήπως κάί τούς βρω τίποτ’ άλλοι και δεν τούς κάνει και πάει χαμένος ό κόπος μου! Ζυγώνει τον Άβάλ και τόν ρωτάει σοβαρά: —-Καλέ θείε, Τι πράμα εί­ ναι αυτό πού ψάχνετε νά βρήτε; . . Μ’ δλή του την ανησυχία καί την αγωνία ό βασιλιάς τών ’Ατλάντων δέν θέλει νά προσβάλη τόν κωμικό πυγ­ μαίο, πού δέν ^ ξεχνάει δτι τού χρωστάει τή ζωή του. Τού άποκρίνεται λοιπόν: — Τήν μυστική έξοδο α­ πό τήν αποίία μίάςτήν έσκασε 6 Όλάρ! —- Κουταμάρες!, δηλώνει μέ αξιοπρέπεια ό πυγμαίος στραβομουτσουν ι άζοντας. Αυ τά τά πράγματα πού ζη,τάπε δέν γίνονται! 'Άν είναι πρα­ γματικά μάστική ή έξοδος, π ώς θά τή βιρήτε; 1 Αν πάλ ι, τή βρήτε θά πάψη» νάναι... μυστική! Τού χαλάσατε τήν


13 είσοδο! Τώρα πάτε νά χαλά­ σετε και την έξοδο; — Έδωί, φωνάζει ξαφνι­ κά 6 Κάλ. Ό Άβάλ παρατάει τον Χούπ και τρέχει κοντά στο λευκό παιδί τής ζούγκλας. Ό Κάλ^ έχει τραβήξει α­ πό τον τοίχο μ.ιά πέτρα πού την εΐδε νά έξέχη λίήο περισ σάτερο άπίό ττς άλλες και την ίδια στιγμή ένα τρήμα τού πέτρινου· τοίχου μετατο­ πίστηκε πάνω σε αόρατους αρμούς και σχ,ηματίσθίηικε έ­ να σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτος ό Κάλ, άίττό πίσω του ό 5 Αβάλ και μετά οί δυο στρατιώτες με τελευταίο τόν Χούπ, όρμοΰν μέσα στο ά­ νοιγμα αυτό, πού είναι ένας στενός διάδρομος πού κατη­ φορίζει στά έγκατα τής γης _/— Υπομονή πού σού την είχε τέλος πάντων αύτός ό μυστήριος!, τσιρίζει 6 χαζό

6

— Πώς! Τι!!, μουρμουρίζει Άβάλ.

ΚΑΑ — 6 ΚΥΡΙΟΪ Χούπ τρέχοντος πίσω από τούς άλλους. Κάθηρε κι’ έΛ σκάψε ολόκληρο αυτό τό λα­ γούμι , λες καί τό ήξερε οΤι 6ά τον έκλειναν εδώ μέσα καί 0ά τού χρειαζόταν γιά νά τό σκάση! Έκτος κι5 άνετου τό εΐπε κορμιά καφετζού! Πραγματικά, ό Χούπ δεν έχει καί πολύ άδικο. Αύτός πού έσκαψε αυτόν τόν υπό­ γειο διάδρομο θά πρέπει νά είχε μεγάλη υπομονή γιατί είναι απίστευτα μακρύς. Α­ φού προχωρεί γιά αρκετή ώ­ ρα κατηφορίζοντας , ύστερα πηγαίνει ευθεία καί τέλος άρχιζει καί πάλι ν’ ανηφόρι ζη· Ή πορεία γίνεται άναγκα στικά σιγά, γιατί εκεί μέσα ε^ναι πολύ σκοτεινά καί στη βιασύνη τους επάνω δεν σκε φθηκαν νά πάρουν καί κανέ­ να δαυλό. Ό Κάλ πού πηγαίνει έμπρός, φοβάται γιά κοςμμιά παγίδα καί εξετάζει κάθε φο ρά τό έδαφος μπρος του πρ’ίν έπ ιχε ι ρήση κανένα κα)ινούθτ γιο βήμα. Ωστόσο ό Χούπ πού πάν τα τού έρχονται στο κεφάλι ένα σωρό απίθανες ιδέες, λέ­ ει πάλι γκρινιάρικα: — Μυστήριο σπίτι! Μυ­ στήριος τόίπος! Δεν μ5 αρέ­ σει καθόλου εδώ πήρα. Δεν είναι λίγα λεπτά πού ξημέ­ ρωσε ή καινούργια μέρα καί ξανανύχτωσε πάλι! "Ο.τι ϋ^-λει κάνει ό καθένας εδώ μέ­ σα! ΤρέλλακσμεΤο, μάτια μου! Οι μέρες^ καί οι νύχτες τους δεν κρατάνε κορμιά τα


ΐΗΪ ίδΥΓΚΑΑϋ ξι! Μπορεί νά κάνης αμάν γι« νά ξημερωση, κι* αντί για τον ήλιο νά δής νά βγαίνη το φεγγάρι! Θά Το διηγούμαι ατά έγγόνια μου μόλις γίνω παππούς καί θά νομίζουν ό­ τι _τούς λέω τταιραμιύθια! -αφνικά, απτό τό βάθος ε­ μπρός . τους, αχνοφέγγει ένα φως. Ό Κάλ αρχίζει νά τρέ χιη. Οΐ. άλλοι τον ακολουθούν κι* εκείνοι τρέχοντας. — -οοναξημερώνει!, λέει ό Χουιτ σαστισμένος. Έ, αυ τό , παραπάει! Πότε προλα­ βαίνουν τά παιδιά καί πη­ γαίνουν σχολείο σ5 αυτό τό χωριό πού έχει τόσο μικρές ημέρες; ^ , Φυσικά κανείς δεν τού λύ­ νει την καταπίληικιτ ιικαή αυτή απορία. Μέσα σέ λίγες στι­ γμές έχουν βγή από τον σκο­ τεινό διάδρομο καί βρίσκον­ ται στην αυλή ενός άλλου σπιτιού. Μετά άιπιό ιμικρή έ­ ρευνα ανακαλύπτουν πώς καί τό σπίτι αυτό είναι εντελώς έρημο αυτή τή στιγμή. Βγαίνουν στο δρόμο από την κεντρική πόρτα του καί τότε ό ένας άπιό τούς δυο στρατιώτες τού ,Αβάλ/ γουρ λωνει τά ιμάττια έκπληκτος. — Είναι τό ιμέγαρο τού ίλαρχου τού Κάϊλ. Ράμα!, ξεφωνίζει. — Είσαι βέβαιος; ρωτάει με τήν ίδια έκπληξι καί ό βα σιλιάς τής Άτλαντίδας. — 5 Απολύτως, βασιλιάς ξέρω πολύ καλά τό σπίτι τού Ράμα! "Εχω έρθει πολλές φορές έδώ γιά υπηρεσία... ^ Ό Άβάλ μένει γιά μιά

31

— Σιγά, καλέ!, τσ-ιρίζει 6 Χουττ. 'Όλα τραγικά τά παίρνε­ τε !

σπγμή άκίΐνητος σά νά προσσπαθή νά ισκεφθή τί σημαί­ νει αυτή ή περίεργη: σύμπτω σις. "Υστερα γυίρίζει στον γυιό τής ζούγκλας πού στέ­ κει πλάϊ του καί κυΤτάζει παραξενεμένος. — Καλλίνη,, τού λέει, ξέ­ ρεις ποιος είναι αυτός ό Ρά~ μα; -—^ "Οχι!.... —-Εκείνος ό άνθρωπος πού πήδηξε άπό τήν εξέδρα τήν ώρα πού αφόπλισα τον άδελ φό μου^ γιά νά μέ δολοφονή* ση! Αυτός πού άπό τήν μα­ χαιριά του στήν πλάτη μέ γλύτωσε ό Χούπ! Ό πυγμαίος είναι έκεΐ δί­ πλα καί άκούει αυτά τά λό­ για. — Καί τί θά καταλάβαινες καλέ, μέ μιά μαχαιριά στήν πλάτη; τσιρίζει, νομίζοντας πώς ό Άβάλ κάνει παράπο^·


Ρ

------------- ——

να. Βλάβη θά σούκανε, ωφέ­ λεια όχι! "Αν θέλης για ω­ φέλεια πές της μαμάς σου νά ίσου ρυξιη· βεντούζες! Κι3 άν έχης μεράκι στα μαχαιρώ ματα, τηές της* νά σου τις ,ρα'ξηι κοφτές! Ό Κάλ ετοιμάζεται άκιόμα μιά φορά νά μαίλλώιση τον πΐυγμαΐο γιά τις άνοηρίές του, άλλά 6ιέν προλαβαίνει. — Σ τρατ ι ώτ ες !, φωνάζε ι ο °Αβάλ μέ βροντερή φωνή. Ππγαίΐνετε νά βρήτε τή φρου ρά ικιαϊ σκορπιστήτε σ' ολό­ κληρη την πολι! Ψάξτε παν­ τού οττου μπορεί νά κρύβεται αυτός ό φονιάς ό Όλάρ! "Ε νας νά γυρίίση, όλες τις πύ­ λες ικαΐ νά ειδοποίηση τις φρουρές στι ό προδότης τ’ό έσκασε καί ίσως προσπαθήση νά φάγη ικΓ από την πάλι γιά νά πάη νά συνάντηση; τον κύριο του... "Ας έχουν τό νού τους καί τά (μάτια τους δε­ κατέσσερα ! Δεν πρέπει νά ψυγη άττό τή Νέα ΆτλανΤιδα ό 5 Ολά,ρ!... —ιΠοΰ μπορεί νά έχη( κίρυ φτή άραγε; ρωτάει ό Κάλ ανήσυχος. _— Ακριβώς δέν ξέρω... "Εχει πολλούς συγενεΐς μέσα στην πάλι, αλλά δέν φαντά­ ζομαι πώς θά θέληση κανείς νά τον ικίρύψη με κίνδυνο νά οίντιμετωπίση ύστερα τον θυ μό μου... Αυτό τό ύπουλο φί­ δι κάποιο σατανικό σχέδιο θά έχη πάλι στο νοΰ του κα'ί ΐηρέπει νά κιυττάξουμε πώξ θά τάν άντιμετωπίίσουμε και πέος θά Τον ξετρυπώσουμε άΤτ© εκεί πού έχει κρυφτή..

— Νά βάλουμε πετρέλαιο σ5 όλες τις τρύπες!,, τσιρίζει ό Χούπ θριαμβευτικά. "Ίσως τότε τον δής νά ξετρυπώνή παρέα ,μιέ τά ποντίΙκια! — "Ας γυρίσουμε στό πα λάτι, λέει ό Άβάλ μέ μισή καρδιά. Μιά φορά δέν μπο­ ρούμε νά κάνουμε τίίποτα πε­ ρισσότερο. Ίο υπόλοιπο έρ­ γο τής άνευρέσεώς τομ, τό έχουν άναλάβει οι στρατιώ­ τες... "Οπου καί νά πάη δέν πρόκειται νά γλυτώση; στο τέλος... — Πάντως ξέρει πολύ κα­ λά ικρυφτό αυτό τό παιδί! / λέει ό Χούπ πού δέν μπορεί νά βάλη, λουκέτο στό· στό|μα του. 5 Εγώ λέω πώς στό τέ­ λος θά κάνη... φτού καί ξελειυτεριά! Δέν μιλούν άλλο καί βαδμ ζουν σκεπτικοί πιρος τό άνά κτορο. Μά όταν φτάνουν ε­ κεί, άλλο χτύπημα τούς πε­ ριμένει. — Βάσ ι λ ιά, λέε ι μέ. σ εβα σμό ό φρουρός που στέκει ά κίνητος έξω από τή,ν πόρτα του παλατιού. Σάς βρήκε ό Ιλαρχος Όλάρ; — Πώς! Τί! ! Τί θέλεις νά πής; μουρμουρίζει ό ’Αβάλ παραξενεμένος καί μ5 Ινα κακό προαίσθημα στην καρδιά. —- Ρωτώ, γιατί - σέ γύρευε βασιλιά, αποκρίνεται ό φρου ρός παραξένεμένος κι3 εκεί­ νος άπό1 τό ύφος Τού κυρίου του. Ήήρε μαζί1 Του τίς δυο φιλοξενούμενες σόυ γυναίκες πού ’απως μάς εΐπέ τίς γύ^~ ρευε ό φίλος σου ό ξανθός


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

γίγαντας! 'Αίλίλά τώρα βλέπω τον φίίλο σου (μαζί σου, βα­ σιλιά καί γΓ αυτό ρωτώ!^ — Κ-αττάρα!, ρουιγγρ ίζε ι 6 Κάλ και ή άγωνίΐα του σψίΐγ γει την καρδιά σάν σιδερέ­ νιο χέρι. Πήρε τή Μτέλλα καί τη Χουλα! θα βρίσκω νται σέ τρομερό* κ!ίινδυνο στα νύ­ χια αώτου του τέρατος! —- Σιγά, ικιαίλιέ!. τσιριίζει άλλη ιμιά φορά ό πυγμαίος γρ ινιάρικα. "Ολα τραγικά τά παίιρνετε! 4 Απλούστατα, ό άνθρωπος, βλέποντας πώς τά κορίτσια εΐ’ναι ικάινούργια στον τόπο, τά πήρε ιμαζί' του Τ Ε

γιά νά τούς δείίξη τ5 αξιοθέ­ ατα! Ετοιμάστε είσεΐς τό μ είσημ ερ ι ανό καί θάρθουν στην ώρα τους γιά φαγη,τόι! Οί πολλές βόλτες ανοίγουν την όρεξι καί -νά τό ξέρετε! Κανείς άμως δεν έχει ορ έ­ ξι γΓ άστεΐα αυτή τη στι-

νιμ η-

■Καταλαβαίνουν την πονη­ ριά τού Όλήρ. γέροντας την αδυναμία τού Κάλ στην πεν­ τάμορφη- κοπίέλλσ, είναι σί­ γουρος πώς θά πετύχη σπου δαΐα ανταλλάγματα γιά νά την άφήση ζωντανή... ΓΊοϋ νά ^ήν εχη πάει τάχα; \ Ο Σ ΓΙΩΡΓΟΣ

Άπσκλειστικότης:

Γεν. Έκδοτ

ΡΩΜΑΝΟΣ

ί Επιχειρήσεις Ο. Ε.

Στο ερχόμενο: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ:

ΟΙ ΘΕΟΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ 'Η δικαιοσύνη θριαμβεύει. — Τό νεαρό βασιλόπουλο τής Πέλλας ό Καλλίνης, σέ πρωτοφανή κατορθώματα. — 'Ο Χουπ.... ξαναβρίσκει τή Μανταλένα του καί είναι ευτυχής!

ΟΙ ΘΕΟΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ Τό τέλος τού Θρυλικού Κάλ καί των συντρόφων του., μέσα σέ καταπληκτικές περιπέτειες καί στα έξωφρενικά καμώμα­ τα τού ΧΟΥΠ. ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ


Κ ΑΛ

Ο

ΚΥΡΙΟΙ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΘ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γρ.: 'Οδός Λέκκα 22—Τόμος 2-τ—Άριθ. 15—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής·: Σ. ’Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφίγγός 3ι@. Προϊστ. τυπτογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταοόλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑιΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, 'ΑΒήναι,

Προσοχή!!! Σέ λίγες μέρες, την

Μεγάλη Πέμπτη θά κυκλοφορήση τό πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα περιπε­ τειών πού έχει γραφή ποτέ! "Ενα ανάγνωσμα παρμένο άπό τή συγκλονιστική σταδιοδρομία- ένός "Ελληνας ποδοσ^αΐρι­ στού στη Βραζιλία, ένό^ παιδιού, πού διάπρεψε στα γή­ πεδα για τό ήθος του, την τέχνη του και την ποολληκαριά του.

ΓΚΡΕΚΟ Ό "Ηρως των Γηπέδων "Ολοι οί φίλαθλοι πρέπει νά αγοράσουν τό πρώτο τεύχος τού «Πκρέκο», ιΐού κυκλοφορεί την

Μεγάλη Πέμπτη Εξώφυλλα οφφσετ — καλλιτεχνική εϊκονογράφησις Τιμή 2 δραχμές


οηί.ι τ/Σ ΑκΟΛΟΥβεζ πεκε. Ο 40ΚΤΡΡ ζΕΨϊΠίΖε 4/ήνορβ ηβπιΕ) ε>ιε>ηΐΒ ■ ■ Δ/Η3ο ΖΟΗΤηΣ.

ΤΙΡβηει Λ7? ΑΡ±' ΕΝ^Χ ΡτΤ)Ολ ΤΡΟΠΟ Γ/Ρ/νΗ ΤΟΗ £-βφρ> ΗΗ <? Τ€Ρβ ΠΟΥ Ο ,-,ΡίΟΡί ΦΤη. Β) ///)/ ϊΐεηνεροΣ.

\ήι Τη η π£ η η Τη ο χεχργ εΡΜΤβΙ £Τ0 ΓΡΡ46ΙΟ ΤΟΥ 40 Κ75ΡΟΙ .. _________ ΕΥΤΥΧ51 οηβ ρρινειτε τεηείΡΣΠΝ £υπογ\υ ηβηγτε Τγχ°Σ. ΤηΗ £7ΤΟ­ ΡΡ 8ΠΟ τη η ΠΟΥ ΗΡ­ τεηεγτριε ΘΗ £6 ίήΐ <*ορρ τι ου τΐ9ί είδη, λ ΜΟΤ ειμβ ββΡέθΗ Λ6 ΚΉ! ΘβΡΥΡΤΤ.

εχει 5

!Σ9ί. ΟΗΡί Υϋ ετρκβτι ζηεψτΗ κ». ιςρς σου λρη Σΐηεγίει β/ν εΗΡΑλΠίΘΗ 77/)/)/·

ηςρςς ηή

οεκ πειρβζει £)£ ΔΟήΙΗΡΣΟΥΜε

) <

Μβ Ι'άίΥβ ΗΠΡΟ

) ΟΗ <ΡΟΡβ!

α£Η

0Η££ η Η ΗΗ Ο Ο ] χΡειΗΣε ετρ ηητι. ε/Ηβΐ Λ ται · κΗ· ε,γρ ΓΥβηΐΗο ήρα·) νο/ρ ηλ-

ΖΥΡΣΒΧΙΖ£ΤΗ\.


Ο ΚΥΡΙθΓ\\ΤΗΕ

ΖΟΥΓΚΛΑΕ


ΟΙ ΘΕΟΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ

Ο ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

ΑΤΑΧΑΩΜΟΣ ό βασι­ λιάς τής Άτλαντίδσς 5Αβοαλ# κυττάζει στα μάτια το νεαρό βασιλόπουλο τής Πέλλας, Το χρώμα του προσώπου του Κσλ, δεν είναι καλύτερο. Ωστόσο στα μάτια του γυα­ λίζει ό θυμός καί ή αποφασιστικότης, Οί γροθιές του εί­ ναι σφιγμένες μέ μανία. — Εΐναι τρομερό!, μουρ­ μουρίζει ό 'Αβάλ πού τρέμει άλόικλ,ηίρος από τον θυμό του. Αάτή τήν ατιμία δεν θά την έκανε ποτέ ένας πραγματικός

άντρας... Κάτι πρέπει νά κά­ νουμε γρήγορα, αδελφέ μου Κάλ.... Πριν νά εΐναι πια μά­ ταια κάθε προσπαθείά μας... Ό Κάλ χαμογελά στο βα­ σιλιά τής Νέας Άτλαντίδας γιά νά τού δώση Κουράγιο, άν καί κανονικά εκείνος έπρεπε νά ήταν που θά χρειαζόταν το κουράγιο αυτό... •—- Μην άνηισυχής, βασιλιά, λέει ήρεμα. Οί δυο συντρόφια σές μου δεν διατρέχουν κανέναν Κίνδυνο γιά τήν ώρα του­ λάχιστον... Ό ’Αβάλ τον παρατηρεί μέ τρομερή έκιπληιξι καί θαυ­ μασμό άλλιά καί μέ αμφιβο­ λία.


4

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

έχη κέφι! Λένε πώς είναι κρύ ος, μπούζι! "Αν τιόν άγγίξη ή Χούλα μου, θά τήν βάλω· νά μου πη τήν άλήθεια! Ό ιΚάλ λέει στον ’Αβάλ χωρίς νά δίνηι σημασία στις τρομάρες «κοτσάνες» τού πυ­ γμαίου: — Δεν νομίζω πώς διατρέ­ χουν κανόναν κίνδυνο θανάτου ή Μπέλλσ καί ή Χούλια. Συμ­ φωνώ πώς ό Όλάρ ε^ναι πρα­ γματικό ψίδι... Ό Χούπ μονολίαγεί μέ δυ­ νατή φωνή: — Δυο τό λένε πώς είναι φίδι καί είναι καί οί δΐυό καλά παιδιά πού δέν λένε ψευτιές! Θές νά μήν τον κσλοπρόσεξσ καί νάναι ,στ5 άλήθεια... σερ­ νάμενος; Μπράβο του δμως! Καί νάναι λοχαγός! Σπάνιο φαινόμενο! — Ακριβώς γιί’ αυτόν τον λόγο, έξαικολουθεί ό Κάλ, πι­ στεύω πώς δεν θά τις πειράξΐη καθόλου... Θά τού χρησι­ μεύσουν πολύ περισσότερο ζωντανές παρά πεθαμένες! ; Ό χαζο-Χούπ ανοίγει κάτι μάτια τόσα άπό τον θαυμα­ σμό του. ι — Μωρέ τι λές, άδειρφούλη μου!, τσιρίζει κοροϊδευτικά. Καί πώς τό κατάλαβες άν έπιχρέπεταΐι; "Άκου, λέει, θά τού κάνουν πιο πολλές δου­ λειές ζωντανές ! "Εχεις δη κα­ ί λέ, νά χρησιμεύουν σε τίποτα καί οι πεθαμένες; Τί... φουν­ τούκια είναι αυτά πού άμολάς; Φυσικά ό Κάλ δέν δίνει (*) Διάδασιε τό τηροΡΥούμενο,# καμμιά σημασία στον χαζό τώχος του «Κι^Α» ιμέ τον τίτλο: «'Ο Βαίνθός ^Ελευθερωτής». φίλο του πού δέν έννσεΐ νά βά

— Πώς δον κινδυνεύουν!, μουγγρίζει άνησυχος. Λεν ξέ­ ρεις έσύ, ψίίλε μου, τι αΐμοβρρο τέρας είναι αυτός ό άν­ θρωπος... Ούτε μπορείς νά τον /τχιής άνθρωπο... Είναι ένα άλη [θΐ'νΌ ψίδι! ... — Πώ! Πώ! Ψευτιά!, τσ^ι ,ρΐίζεΐι δ χαζό - πυγμαίας πού ,μ,ιά καί παίρευρίσκεται στη αυζήτπηίσι, δεν είναι δυνατόν νά μην ττετάξη το δικό του. ιΚαλέ άνθρωπος είναιΐ! Τον εί­ δα πολλές φορές καί τον θυ­ μούμαι κοίλα! Είμαι τόσο σί^ γουρος ττού είναι άνθρωπος ό­ σο καί πώς ή Μανταλένα εί­ ναι καρακάξα χαμένη! —ιΣιωπή Επιτέλους, Χούπ! λέει αύστηρά τό παιδί της ζούγκλας ιστόν άνόητο σύντρο φό του. Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν, πόσο σοβαρά είναι τά πράματα; —Πώς! Τό καταλαβαίνω! τσιρίζει ό χαιζο- Χούπ. "Οποί ας σοΰ είπε τό άντίθετο είναι ψεύταρος με πατέντα! — Πρέπει νά αναστατώ­ σουμε ιάπτ’ αυτή τή στιγμή ό­ λη τήν πόλι για νά τίς βρού­ με!, λέει άνήίσυχος πάντα ό Άβάλ. Άπό τή στιγμή που τις άρταξε μέ δόλο ό Όλάιο (*), κάθε δευτερόλεπτο που , περνάει τις φέρνει καί πίό κονέ' τά στο θάνατο! ί — "Ελα!, τσιρίζει ό κουτοί πυγμαίος μέ γουρλωμίένες τις* ματάρες του. "Αν πάνε πάιρά πολύ κοντά στον θάνατο, θά


ΤΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

λη μυαλά Συνεχίζει μιλώντας πάντα ττρός τον βασιλιά τής ΆτλαντίΙ&ας, Άβάλ; — ΕΤμαι βέβαιος πώς δεν θ’ άργήσωμε νιά Ιμάθωρε που βρίσκονται... Θά μάς το πή μόνος του ό Όλάρ... Ασφα­ λώς θά θέληση, νά άνταίλλάξη τή ζωή του ρέ τή δική τους!.... Του Άβάλ τά ι μ άτια λάμ­ πουν. — Έχ,ες δίκιο, μουρμουρίξει σκεπτικός. Ό Χουπ πετάγεται και πά­ λι στη μέση: . -—Καί τι λέτε, παιδιά; Νά την κάνουμε την αλλαξιά ή^ νά μιένη;^ Νά Κυττσξωμέ πρώτα αν ιμάς συμφέίρη, όχι νά μόθ£ πιάαηι «κώτσους» ένα... σερνα μενο, τώίρα! Τά (μάτια του Κάλ λάμπουν παράξενα1; -— Έννοια σου, του λέει του Χούττ χαΐμογελώντας, καί θά την κάνωιμιε. οπωσδήποτε την «αλλαξιά»! Μας συμφέ­ ρει καί ;μάς, παραισυιμιφέρει 1 —- Είσαι σίγουρος; Πόσο πάνε.;, τά φίδια στην άγορά; — Αυτό τό κόλπο του ’Ο λάρ, συνεχίζει ο Κάλ προς τον Άβάλ, αντί γιά καλό σέ κακά θά τούς βγή!... Θά φέρη πιο κοντά κάΐ πιο σίγουρα τό τέλος του άνομου αδερφού σου... —Λεν καταλαβαίνω... ιμοιυιρ μαυρίζει ό Άβάλ παραξενεμέ νος. Ό Χουπ τσιρίζει πάλι: — Μήπως >εΤσα « καί κανέ­ νας έξυπνος γιά νά καταλά-

5 βης; Καλέ, τό άπλούστερο πράμα τού κόσμου δεν (μπο­ ρεί νά χωνέψη] Απάνω πού θά κάνη τό κόλπο του θά στραμπουλήξή; κανένα χέρι καί θ’ άιριρωστήση ! Αυτό είναι όλο κι^ όλο\, ιΚι έτσι θά τού βγή, σέ κιακό>! Ό Κάλ δεν προλαβαίνει ν’ άπαντήσηι στην απορία τού Άβάλ. Την ΐδιά στιγμή ένα παράφωνο κιρώ'ξιιμο πού μοιά­ ζει μιέ τό γέλιο καμριάς γρικ­ άς μάγισσας άκούγεται στον αέρα. "Ολοι στρέφουν ξαφνιά σμένοι τά κεφάλια τους προς τό μέρος άπ’ όπου έχει άκου στη. "Ενα. παίρδαλό πουλί πετά στον αέρα με κατεύθυνσι τό ανάκτορο τού Άβάλ. ^ -— Μιά. καρακάξα παρδα­ λή!, λέει) ό„ βαίσιλιάς τής Άτλ αντ ίδ ας έκπληκτο ς, γ ιατ ί έΐναι, πραγματικά σπάνιο κά­ τι τέτοιο σ’ αυτά τά πουλιά πόύ έΐνά συνήθως μαύρα. — Ή Μανταλένα!, φωνά­ ζει ό 1<ό4λ (μ·έ περισσότερη, έκ πληξυ —- ΙΙαιΙδισ! Γρήγορα! Έ-» νά καζάνι..; κεχρί νά παρουσιάστή μόνο Του αμέσως τώ­ ρα δά! Έχει ογδόντα μέρες πού δεν την τάίίσά ή καψερή! Δεν μπορεί νά σταθή στά πό δια τηις άπό την πείνα καί γι’ αυτό πετάει στον αέρα πού τή βλέπετε! . Ή Μανταίλένα ωστόσο πά­ ει γραμμή, στην αγκαλιά τού χαζο-πυγμσίου πού είναι τό αφεντικό) της. Ό πυγμαίος την πιάνει ρέ


έ

_______ ^

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

βΒ^' άγάττη καί τη φιλάει στο ράμ Φ°ς. — Σάν τά μάραθο! ^ τής λέει χασκογελώντας. Που γύ­ ριζες, μωρή άλήιτήρια; Λέν φαντάζομαι νά έτρωγες οκού λήικια μέ τό ράμφος σου που σέ φίλησα καί μέ... συχαίνεις! Ή Μανταλένα κρώζει συνε χώς δαιμονισμένα και τρίβε­ ται μέ περίεργο■ τρόπο στην αγκαλιά τού Χούπ.

Ό Κ άλ την κυττάζει παρα-

ξενερένος. — Τί έχει άραγε ή Μαντα λιενα και τρίβεται έτσι; ρω­ τάει. — Μπορεί καί νάπιασε... ζωύφια!, τού αποκρίνεται μέ τό φυσικότερο ύφος τού κό­ σμου ό Χούπ. Ποιος ξέρει μέ τι βροοίμοπαρέες έμπλεξε τό­ σον καιρό πού άλητεύει!....

Μέ τό ράμφος πιάνει κάτι που βρίσκεται κάτω άπό τό αριστε­ ρό της φτερό.

—Πώς θά πάρης έσυ τό γράμ­ μα και γιατί; τσιρίζει ό Χούπ. Επειδή είσαι όμορφος;

0ά την βάλω στον κλίβανο δμως κι ύστερα θά τη σιδερώ­ σω, νά τή μάθω: Την ξανακοπονάει άλλη φορά; Ή παρδαλή καρακάξα έξα κολουθεΐ κα)ί τρίβεται συνε­ χώς και μέ περισσότερη μα­ νία. Ό ’Κάλ, πού ξέρει δτι· προ κειται γιά ένα τετραπέρατο πουλί πού πολλές φορές τούξ έχει κάνει^ τεράστιες έικδουλευ σες μέ τή νοημοσύνη της, ε­ ξακολουθεί πάντα νά τήν παρατηρή πιρσσπαιθώντας νά κα τάλάβη τι συμβαίνει, γιατί βλέπει δτι τά φερσίματά της δεν είναι τά συνηθισμένα., — Χουπ..., μουρμουρίζει, Σάν νά μοΰ φαίνεται πώς ή Μανταλένα κάτι θέλει νά σου πή!... -— Καί γιατί δεν τό λέει; Οι ντροπές τήν έπιασαν; τσι­


ρίξει ό χαζο-πυγμαΐος. Τα ιμάτια του γουρλώνουν και συίμπίληιρώνέι: — 'Ίσως όμως καί άπό τή νησί ι καμάρα της νά μή'ν εγτ\ δύνςημι νά μιλήση ή^φουκαρορια! Που είναι έκεΐνα το κα­ ζάνι μέ ττο' κεχρί πού π ανήγ­ γειλα; Ακόμα νά φανή; "Α, δλα κι άλα! Θ' άλιλάξω εστία τόριο! Πολύ αργούν τά γκαρ σόνια έδω πέρα! Ό Χούττ δεν προλαβαίνει νά συνέχιση την άκατ άσχετη φιλυαρί α του. Ή παρδαλή καρακάξα βλέ ττοντας πτώς ό χαζός άφεντικός της δεν έννοεΐ νά καταλά βη, τι πρέπει νά κάντμ γυρί­ ζει ξαφνικά μόνη] της το κεφά λι και μέ το ράμφος πιάνει κάτι πού βρίσκετα τόση ώρα κάτοο άπό τό αριστερό* της φτερό. Εΐναι ένα μικρό κομμάτι

-— Παρ’ τοώ άλλα θάχης τά μα τια σου κλειστά, νιά νά μή βλέ­ πεις κι* εσύ τί λεει!

ενός είδους παπύρου! ιΚαί τό χαρτάκι αυτό των 'Ατλάντων, έχει επάνω γραμμένες μερι­ κές λέξεις! — Ένα σημείωμα!, ξεφω­ νίζει 6 Κάλ μέ χαρά κι έλπίδα κι απλώνει τό χέρι του άνυπόμονα νά τό πάρη άπό τή φούχτα τού χαζο-Χούπ. Έκεΐνος όιμως πηδάει προς τά πίσω και τού ξεφεύγει. — "Ακου νά σοΰ πώ, καλόπα ιδο!, τσ ιρίζε ι νευρ ιάσιμενος και ρέ μεγάλη αυστηρό­ τητα. Φίλοι - φίλοι, άλλα νά μή βγαίνωμε κι* άπ’ τά όρια! Τέτοια ανατροφή σουδωσε^ή γριά σου πού ήτοσνε καί τού., καλού κόσμου; Καλέ ή Μανταίλένά είναι ή δεν είναι δική μου; * Ηρθε ή δέν ήρθε^ κατ' εύθεΐαν σέ μένα; Πώς θά πάρης έσύ τό γράμμα καί για­ τί; Επειδή είσαι άμορφος;


ΚΑΑ — 6 ΚΥΡΙ62

§ — Χούπ, για τον Θεό! ! — Ούτε για τον θεό! Για μένα είναι!, τσιρίζει ό χαζοπυγμαΐσς πεισματάρικα. Καί αν θές νά μείνωμε φίλοι καί να μην πάρω των όμματιών μου νά χιωρίισωμε διά πάντο­ τε ινώς, δεν θέλω νά μ’ άνολ γηις τά γράμματά μου! Μιά φορά ή γιαγιά ,μου εΐγε ανοί­ ξει ένα γράμμα τοϋ πατητού καί πήρανε διαζύγιο! —■ Χούπ! Τή Μανταλένα θά την έστειλε ή Μπέλλα... Ασσε μού το γρήγορα.., "Ι­ σως πρέπει νά τρέξωμε !... •— "Οποιος βιάζεται -σκον­ τάφτει !, λέει ό Χούπ στω'κώτατα καϋ με απάθεια καταγπλιηκίτιΐκή, Κάνε πιο κεΐ νιά το ανοίξω κι άν λέει τ’ όνομά σου θά σου τό δώσω! Ο ι δού­ λε ιές πρέπε,ι νά γίνωνται ό­ πως πρέπει! Ή αξιοπρέπεια του χαζοΧούπ είναι άλλο πιράμα έκεΐνέξ τις στιγμές. Ό 'Κάλ φυσιικά μπορεί νά του πά|ρη τό- γράμμα ό/τι ώ­ ρα θέλει·, αλλά δεν του πηγα'ίνει ποτέ ή καρδιά νά δυισαρεστήιση, τον χαζό φίλο του, στον όποΐο χρωστάει τόσα πολλά καί πού (μέ την αθερά­ πευτη χαζομάρα του μπορεί νά παρεξηιγήιση θανάσιμα μιά πράξι- του καί νά σηκίωθή νά φύγη ιμέσα στη ζούγκλα όπου θά βϊρή σίγουρα: τόιν πιο φρι­ χτό θάνατο από τά άγρια θη­ ρία. Αναγκάζεται λοιπόν νά πε ριΐμΐένη. Ό Χούπ πηγαίνει στην άλ λη. άκρη του εξώστη του όονα-

κτόιρου όπου βίρίσκονται. Ξε­ διπλώνει τό περίφημο σηίμείω|μα ενώ ή Μαντσλένα έχει ξαιναβρ-εΙθή ύστερα άπό αρκε­ τόν καιρό στη συνηθισμένη, της -θέσι — στον ώμο του. Κυττάζει τά γράμματα πού γράφει μέσα καί-... γουρλώνει τά μάτια του π ιό πολύ άπό κόιθε άλλη φορά. Ο ΟΛΑΡ ΚΑ! ΠΑΛΙ...

ΗΛIθ 10Σ πυγμαίος^ε­ κεί πού στέκεται σκάει ξαφνικά ατά γέλια. — Δεν είναι· καλαμπούρι, παιδιά, τσιρίζει. _ — Τ’ί συμβαίνει; μουρμου­ ρίζει ανυπόμονα ό 'Αβάλ. -— Δεν ξέρω γράμματα!, τού αποκρίνεται ατάραχα. Φέρτε μου έναν δάσκαλο καί βιβλία νά μού μάθη μιά.στιγ­ μή, γιά νά κάτσω νά τό δια­ βάσω! . . Ό Κάλ τραβάει τά μαλλιά του άπό την απελπισία. — 3 Αγαπημένε μου Χούπ ! φωνάζει. Θές χρόνια ώσπου νά μάθης νά διάβίάζης κι αυ­ τό που λέει^τό γράμμα μέσα μπορεί νά είναι πολύ βιαστι­ κό- ! — "Θχι^ καί χρόνια!, λέει ό χαζο-Χούπ προσβλημένος στο φιλότιμο. Τι μέ πέρασες γιά κανέναν μπούφο; Πάντως οπωσδήποτε θάχηι τό χασο­ μέρι του, προπάντων ώσπου νάρθηι ό δάσκαλος! ’Άν μάλι­ στα πετύιχιη κα:ί κουτσός, κλάφτα Χαράλαμπε! Γ ι’ αυτό κάπως άλλοιώς νά τό κάνωμε... ’Έχω μιά ιδέα!

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Κόολ σποριά την αγωνία που νοιώθει δεν θέλει νά ,μεταχειριστή δία. Ή μαύρη α­ λήθεια είναι πώς ή καιρακάξα είναι του Χούπ καί έπομένως καί τό γράμμα που κουβαλά­ ει δκκό' του! Του λέει λοιπόν; — Τί ιδέα; Για νά την α­ κούσω. .. — Μου τό διαΐβάζης έσύ; τού κάνει ό Χούπ σοβαρώτατα καί μέ πολύ παρακαλεστι­ κό ύψος. Ό γιος τής ζούγκλας άναπνέει. Ή ήίλιθιότης τού συν­ τρόφου του, άψού διέγραψε τον κύκλο της έφτασε πάλι στο κανονικό της σημείο. — Ευχαρίστως, λέει μέ την ίδια σοβαρότητα, Δόϊσε μού το. ■— Π άρτο, τσιρίζει ό Χούπ δίνοντας του το. 3 Αλλά θάχης τά (μάτια σου κλειστά νά μην βλέπεις κι έσύ τί λέει! "Ετσι; — Έν τάξει, μη σε νοιάζη— — Κι εκείνα τό παιδί νά βόυλοοιση τ5 αυΤιά του νά μην άκουηι!, ξαναλέει ό Χούπ γκρ ιν ι άρ ικσ δε ίιχν οντ α ς τον 'Αβίάλ. — Είναι άπό τις Χοΰλες σου πού σου στέλνουν χαιρε­ τίσματα!., τού λέει ό Κάλ σο­ βαρά. Ό χαζό-Χούπ φέγγ ε ιι ολό­ κληρος άπό τη χαρά του. — Καί πού είναι οι άγαπη μιενες μου για νάχωμε τό κα­ λό ρώτημα; τσιρίζει. Βάζω στοίχημα πώς θά την άραξαν οπήν... όπωραγο ρά! - ·— "Εχασες!, λέει 6 Κάλ

με μια θριαμβευτική λάμψι στά μάτια. Τις έχει αρπάξει ό ίλαρχος Όλάρ καί τις έχει αιχμάλωτες στο στίτυ του! Ό Άβάλ τινάζεται άπό τη θέσι πού στέκει μίέ τά μάτια γουρλωμένα άπό την κατάττληιξί'. > — Είδαν την Μανταλένα πού κατέβηικιε στην αυλή τού σπιτιού, τού λέει ό Κάλ. Φαί­ νεται ότι τό τετραπέρατο ττου λί εΐδε τις συντρόφιισσές μιας καί πήγε κοντά τους. Τότε ή Μπέλλα τή φώναξε: στο καγκε λόφραχτο παράθυρο τού δω­ ματίου πού τις έχει κλεισμέ­ νες καί τής έβαλε αυτό τό ση­ μείωμα ατό φτερό. "Υστερα τη διέταξε νάριθη: νά βρη τον κύριόι της, τον Χούπ! — Καί πού είν’ τά... χαι­ ρετίσματα; τσιρίζει ό κόυτοπυγμαιος πού άδικα περιμέ­ νει τάσην ώρα μέ τό στόμα ανοιχτό νά τ5 άκαύση. ^ Ό Κάλ παρά την άνη(συχία του πού δεν τού έχει φύ­ γει- τελείως, χαμογελά. — Στο υστερόγραφο τά γράψει, λέει. «Πολλά χαιρετί­ σματα στον Χούπ άπό τ'ίς Χοΰλες του!» Ό Χούπ Καμαρώνει σαν γύφτ ικο σκεπάρν ι. Τά ματάκια του λάμπουν άπό ευτυχία. — Καί πολλά κιόλας!, τσιρίζει κορδωμένος. "Οχι- τί! ΟίκονομΙία θά κάνουμε; Μά ενώ ό Κάλ συζητά μέ τον άνεκιδιήγητο φίλο του, έ­ χει κάνει νόημα στόν Άβάλ κι εκείνος έχει τρέξει στο ε­ σωτερικό των άνακτάρων.


10

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΣ

Την άλλη στιγμή ίμια μεγάληι συγκέντρωσις άνδρών παρίατηρ-εΐται στο πλακοστρω μιέινο προ σάλιο. Ό 'Αβάλ φανερώνεται πά­ λι στον ^ έξώστη. -— Είμαστε έτοιμος!, λέει τού λευκού άγοριού. Πάμε για τό σπίτι αυτού τού απαίσιου πιροδόιτηι! Τούτη τη φορά δεν φαντάζομαι να τη γλυτώση... Θά τον σίφνιδιάσωμε, γιιατΐ δέν θά μάς περιιμεΜη άκόμα... ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛ

Ο ΛΕΥΚΟ παιδί της ζούγκλας αυ>γκιρατεΐ την ορμή τού βασιλιά τής Άτλαντίδας. ^— Πράπει να ένεργήσωμε μ.έ περίσκιεψι, λέει μιέ ήρεμη φωνή,. Μάς συμφέρει καλύτερα νά μην αίφνιιδιάσωιμε τον Ό-

Τ

„— Σταθήτε!.. φωνάζει ό Όλάρ. "Ενα βήμα άκόμα καί ή Λενκή κόρη θά πεθάνη!

'Η Μττέλλα ελεύθερη, τρέχει στην αγκαλιά τοΟ Κάλ.

λάρ, άιλλά νά τον άφήισωμε νά μάς έπιάάλλη τούς ορούς του! Ό ’Αβάλ κυττάζει τό βα­ σιλόπουλο τής Πέλλας στά μά τια, σάν νά πρσσπαθή νά βεβαιωιθή ότι δέν αστειεύεται.^ Αλλά τό πρόσωπο τού >Κάλ είναι σοάαρώτατο καί τά μάτια του λάμπουν μέ μιά θρ ι αμβιευτ ιική φλόγα. — ΛΑν τό κάνωμε αυτό, μουρμουράει ό Άδάλ παράξέ νεμένος, ξέραμε τί θά .μάς ζη τήση: Νά τον άφήισωμε νά φύ γη,^ χωρίς νά τον πιειράξωμε, άπό την Άτλαντίδα ί — Κ άί θά τον άφήσωμε!, λέ'ει ό Κάλ σταθερά. "Έτσι Θά μάς όδηίγηίση ^έκ του ^ ασφα­ λούς στον κύριό του, τον Κάϊλ! Γιατί δεν μπσρεΐ νά πάη πουθενά αλλού παρά μόνο έκεΐ. ν. Ό Όλάρ θά ξέρη σε ποιά άπ5 όλες τίς φυλές θρ


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

πάη πρώτα ό αδερφός σου γιά να τον περιμένη, μέχρι μια ώρισμένη ώρα... ’Άν τον βρούμε τον Κάϊλ τώρα στην αρχή, πριν προλάβη νά συγ­ κέντρωση στρατό, όλη ή ϊστο ρία θά τελείωση χωρίς αιμα­ τοχυσίες γιά την ’Ατλαντίδα.. Ό Άδάλ παροπηριεΐ με με­ γάλο θαυμασμό τό λευκό παι­ δί πού στέΐκει μπροστά του. —- Δεν είναι μόνο γενναίος ό γιος του βαάιλιά Άλέξανδρου!, του λέει έπίσημα. Εί­ ναι: καί στματηγ ιικός σάν τον μακρυνό παππού του πού εί­ ναι ό πιο δοξασμένος στρατηνλάπης πού γνώρισε ό κό­ σμος !...(*) Πολύ καλά λο ιττόιν... "Ολα θά γίνουν όπως τά λες. ΠρέΗτει όιμως νά δια(*) Διάβασε τό ·8ο τεΟιχος τού «ΚΑΛ» .με τίτλο: «Τό μυστικό του ΚΑΛ».

Ή αποστολή τής Μανταλένας αρχίζει...

11

ιΟ "Ολάρ βγαίνει από τη μεγά­ λη πύλη.

τάξωμε κάποιον νά παρακο­ λούθηση τον Όλά|ρ... Κάποι­ ον πού νά είναι έξ ασκημένος •καί πολύ καλός σ’ αυτή τή δουλειά... — Δεν πρέπει νά στείλωμιε κανόναν, λέει ό Κάλ μέ πα ρ άξενο ύψος, προκαλώντας γ ιά μ ι ά άκιό|μα φορά την . έκ­ πληξή του ’Αθάλ. "Οποιος καί νά προσπαθήση νά τον ά ικολοιυθήίσην Θά άποτύχη στην προσπάθεια του. Ό Όλάρ εί­ ναι πολύ ύπουλος καί πονη­ ρός. Θά κοπαλάβη αμέσως ό­ τι πιθανόν νά τόν παρακολού­ θηση κάποιος... — Λοιπόν; μουρμουρίζει ό Άβάλ άνΡπόμιονα. —- Σ5 όλον ^τόν δρόμο θά κυττάζη συνεχώς πίσω του καί θά μεταχειριστή ακόμα καί πολλά τεχνάσματα γιά νά πεισθή ότι δεν παρακολου θεΐται, πριν πάη στο μέρος


α οίνου βρ ίσκεται ό Καί λ. Ό α­ δερφός σου είπε πως άν δεν πετύχαιναν στο σχέδιό τους νά 'μήν τον άκολουθούσ αν. Ό Όλάρ ρμιως θαχη νά διηγηθή πολλά ενδιαφέροντα νέα στον ΚαίΙλ κι έτσι δεν θά διστάιση νά παρουσιαστή ιμπιρός του... — Μά πώς θά τον άκολου^ θηΐσωιμ,ε; ιμουριμουρίζει ό καϋμένος ό 3Αβάϊλ πού αυτή έχει αποτείνει ή μεγάλη του άπορίια. Ό Κάλ του δίείχνει τό τε­ τραπέρατο παρδαλό πουλί. — Ή ΜανταλέΥα!, τού1 λέ­ ει μέ μάτια πού πετοΰν σπί­ θες θριάμβου. Ποτέ δεν θά σκεφθή πώς ένα πουλί πού πε τάει πάνω από τό κεφάλι του παρακολουθεί άγρυπνα την πρρεία του. Θά ψάχινη για άν θρώποος, αλλά όχι γιά που­ λιά! ... Ό 3Αβάλ έχει μείνει σάν άπσλιθωμένος. — Είναι ικανό αυτό εδώ τό πούλί νά πετύχηι ένα τόσο τε­ ράστιο· κατόρθωμα; μουίρμοορίζει κατάπληκτος. — Κάί πολύ δυσκολότερα ακόμα!, λέει ό Κάλ μέ καμά­ ρι. "Ολ3 αυτά, εννοείται, άν μάς δανείση τη Μίαινταλένα ό αδερφός μου ό Χούιπ, γιατί ή καρακάιξα είναι δίκη του! Ό πυγμαίος , κάνει μια γκίριράτσα. — Βιαζόσαστε; λέει μέ μί­ ση καρδιά. Γιαιτί έχω πολύν καιρό νά τη δώ την καψερή καί την αποθύμησα! — Ή δουλειά πΐρέπει νά γίνη; τώρα, λέει ό Κάλ σο­

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ βαρά. Αέν παίρνει άναβολή. 5 Εσύ από αύριο θά 1την έχης πια γιά πάντα κοντά σου καί θά την χορτάσης! — Θά την χορτάσω... κε­ χρί! , τσιρίζει ό χαζό - Χούπ καΐί τά ματτάκια του λαμποκετ πάνε. — Λοιπόν θά μάς τή 5ανείισης; — "Οχι! — "Οχ1; -—^Δανεική δεν την δίνω κού μην περιμένετε! Μόνο μέ νοίκι! — Καλά καΐί τί νοίκι θέλεις; — Δέκα καρύδες αδειασμέ­ νες άπό την ψύχα τους καί γε μάτες κεχρί! — "Εγινε!, λέει ό ’Αβάλ σοβαρά - σοβαρά καί δίνει τό^χιέρι του στον χαζό - πυγ­ μαίο. Ή συμφωνία Κλείνει μ3 αύ τόν τον τρόπο. Ό 3Αβάλ όμως δεν φαίνε­ ται νά έχη πειισθή απόλυτα για την επιτυχία τού τολμη­ ρού αυτού σχεδίου, γιατί δεν ξέρει φυσικά πώς ή Μανταλένα είναι τό καταπληκτικότε­ ρο φτερωτό πλάσμα πού έχει γεννη|θή ποτέ σ3 αυτόν τον κόισιμο. -— Θά τά καταφέρη ή καρακάξα σας νά μάς όδηΐγήση μετά κι εμάς στο μέρος πού θάχη πάει ό Όλάιρ; ρωτάει τον Κάλ μέ αμφιβολία. — Σίγουρα, άποικρίνεται τό παιδί τής ζούγικλας μέ πεπο ίθησι. Την έχει κάνει πολ­ λές φορές αυτή τή δουλειά...


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΑΛΕΝΑΣ

Β=3 ΒΚ I ΝΟΥΝ^ αλοι ^μαζί κη για τό σπίτι τού ’ΟΜλάρ. Ό πονηρός ίλαρχος συλλο γίστηικε ατι κανείς δεν θίά σκε φτόταν πώς θά είχε το θρά­ σος, νά ξαναγυρίίσηι μέσα στο σπίτι του να κρυφτή και πώς επομένως καινεις δεν θά τον ενοχλούσε, ενώ αυτός θά ρίπο ρούσε νά φύλαΙκίση! τις δυο αιχμάλωτες του ώσπου νά βρή έναν τιριάπο γιά νά έπιβάληι τους ορούς του1 στον βα­ σιλιά Άβάλ. "Έτσι και θά γινόταν ώς το τέλος, άν ή τετραπέρατη· Μ αν ταίλένα δεν είχε άνιαίκστευίθη τόσο ξαφνικά και έικιεΐ που ή­ ταν χαμένη: από μέριες, σ’ αυ­ τήν την υπόιθεσι. ’Έτσι αυτή τη στιγμή, μιά διμοιρία στρατιωτών τού Άβάλ; με έπιικεφαλής τον ίδιο καί τον γιγαντόσωμο Κάίλ, μέ τον άινεκίδιήγιηιτο Χούπ άινάιμεσά τους, προχωρούν μέ γρή­ γορο βήμα προς το μέρος πού κρύβεται ό άπαίίσιος α­ ξιωματικός του ΚάϊΛ. Δεν άίργοϋν νά φτάσουν. Σύμφωνα μέ τό σχέίδιο τού παιδιού τής ζούγκλας, δεν κά νουν καμμιά προσπάθεια νά περιπατούν άίθόρυΐβα. Πρέπει ό Ιλαρχος νά τούς άντιληφθή οπωσδήποτε γιά νιά προλάβη νά άμυινθή, γιατί μόνο άν δεν καταφέρουν νά τον συλλάβουν τέλ,ικά, είναι δυνατόν νά πετύχη τό σχέδιοι. Καί πραγματικά ό φονιάς

13

’Ολάρ ακούει τό ποδοβολητό τού άποσπάσματο ς. Βγαίνει σ’ έναν εξώστη τού σπιτιού του. Μπρος στο στή­ θος του κρατάει την δεμένη χειροπόδαρα Μπέλλα, έτ'σι πού ή πανήμορφηι καπέλλα τον σκεπάζει ολόκληρον μέ τό σώμα της, κι έτσι κανέίς δεν μπορεί νά δ ιακ ινδυνεύση· νά τον χτυπήση, ιμέ βέλος από μ.αικίρυά. — Σ τ αθήτ ε!, ουριλ ι άζε ι ά­ γρια. ’Άν κάνετε ένα βήμα περισσότερο, ή λευκή κόρη θά βρή τον θάνατο! Ό Άβάλ απλώνει τά χέ­ ρια. του. Όλοι σταματούν. ΓΔ ρεριΐκά δευτερόλεπτα νεκρική σιωπή απλώνεται καί άπό τά δυο στρατόπεδα. Μό­ νο πού οί αντίπαλοι κυπτ ό­ ζοντα ι μέ θανάσιμο μΐσος κα τάματα. Ό ’Ολάρ κρατάει. στο χέρι του ένα αστραφτερό μαιχαίρι πού ή λεπίδα του άκουιμπάει πάνω στον κατάλευικο λαιμό τής Μπέλλας. Ό Χούπ τό βλέπει καί στριγγλίζει μέ θυμό : —- Τί κάνεις εκεΐ, καλέ; Θά την τσιμπήίσης! Όλάρ!, φωνάζει ό Ά­ βάλ αυστηρά. Δεν θά κερδ ί­ σης τίποτα σκοτώνοντας τη λευκή κόρη!... 'Ό/τΐι καί νά κάνης τώρα πια, τό παιχνίδι ταχείς χαμένο! — Έ, κρίμα είναι!, τσιρί­ ζει ό χαζο-Χούπ συγκινημένος. Δεν ψάχνομε μιά στιγμού λα όλοι ένα γύ|ρο, νά τού βρούμε τού φουκαρά τό πατ


ά χνίδι πού έχει χαμένο; — ^ Σέ γελάσανε, Άβάλ!, ουρλιάζει λυσσασμένα ό ϊλαρ χος τοΟ Κ άϊλ. Έκεΐνος πού έ χει χαμένο το παιχνίδι είσαι εσύ! — Έ, καλά!, τσιρίζει πυγμαίος. Τό βρίσκομε πρώ­ τα και υστέρα δποιανου είναι δεν θά τό γνωμίση; Τί βλάκες μέ λοψ'ία εϊααστε ΚαΓι οί δυό σας, κοτζά παλληΐκάρια; — "Έχεις τή γνώμη, πώς θά μπορέσης νά τά βάλης με όλον τον στρατό τής Άτλαντίδας; ξαναλέ'ει ό Άβάλ με δυνατή φωνή, κάνοντας τον κουτό. Πόσον καιρό θά μπορής νά στέκεσαι πίσω άίπό τήν άθώα αυτή κοπέλλα για νά ξεφεύγης τήν οργή μου; — Δεν πρόκειται νά στο^ θώ καθόλου, Άβάλ!, μουγγρίζει ό Όλάρ. Τώιρα αμέσως θά φύγω από τήν Άτλαντίδα

— Θά γυρίσω!...,^ ουρλιάζει υψώνοντας απειλητικά τή γροθιά τον ό Όλάρ.

ΚΑΛ

Ο ΚΥΡΙΟΣ

μέ τήν άδειά σου! —ΤρελλάΘηκες, σκύλε; θά σέ σκοτώσω σάν λυσσασμέ­ νο σκυλί που είσαι! Ό Χούπ πολύ βάστηιξε χωρίς νά μιλήση. Σκουντάει λοιπόν ιμέ τ;ρό|πο τον βασιλιά τής Άτλαντίδας μέ τόν άγκώ να του. — "Οχ ι σκϋλ ί1!... Σ ερνάμ;£ νο!, του κιάνει συνωμοτικά. Ό Όλάρ γελάει μ’ ένα γέ­ λιο σφυριχτό σάν πραγματι­ κού φιδιού εκείνη τή στιγμή. — Δέν θά μέ σκοτώσης, ’Αβάλ,!, γμυλλίζει. Γιατί αν μέ σκοτώσης θά πεθάνη πρώ­ τη, αυτή έδω ή κοπέλλα! —Μή μέ σκέπτεστε έμενα ! φωνάζει ή ατρόμητη^ Μπέλλα, πού δεν ξέρει φυσικά τά σχέ­ δια τού Κάλ καί τού Άβάλ.^ — Ό ξιυλάρας καί νά μ ή σέ σκέπτεται!, τσιρίζει ό χαζο-Χούπ χασκογελώντας. Αυ­ τός, μάτια μου, άπό τον και­ ρό που σέ γνώρισε μάς εχει κάνει τό κεφάλι καζάνι μέ τή χάρι σου ! Ό Όλάρ ξαναλέει μέ σκλη ρή φωνή: — Δέν θά περιμένω νά πά ρης τήν άπόφασί σου, Ά­ βάλ! "Ετσι^κι άλλοιώςτά έ­ χω χαμένα όλα. θά παίίξω ό­ λο μου τό παιχνίδι τούτη τή στιιγμή: ’Άν μέσα σ’ ένα λε τητό δέν μού ύποσχεθής πώς θά μ5 άφήσης^ έλεύθερσν, θά καρφώσω τούτο τό μαχαίρι στήν καρδιά τής ωραίας κό­ ρης πού είναι μνηστή του βα­ σιλόπουλου τής Πέλλας!.... Π ερ ιιμένω!... ’ Αίλλά πρόσεξε: Μόνο ένα λεπτή! Αέ θά §!“


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ στάσω νά κάνω δ,τι σου εί­ πα! Καί υστέρα θά τρέξω μέ σα νά μαχαιρώσω καί την άλ λη! — Αυτός, (μάτια ιμου, είναι χασάπης μέ τά όλα του!, μουρμουρίζει ό Χούπ πολύ δυσάρεστη μένος. Θά ιμου μαχαιρώση, λέει, τις Χοΰλες μου. Τσβαλε γινάτι νά ;μ’ άΨ'ήσηι χήρο! — Δεν θά τολμήσης νά τό κάνης αυτό, γιατί ,μετά θά σέ περιιμιένη ένας άπαίΙσιος θάνα τος μέ φοβερά βασανιστήρια τέρας.!, ξεφωνίζει ό Άβάλ. "Αφησε την αμέσως έλεύθερη! Σε διατάζω ! Μιά άνατριχίίλα περνάει ο­ λόκληρο τό κορμί τοΰ φονιά καί τά μάτια του γεμίζουν τρόμο γιά μιά στιγμή. Καταφέρνει δρως πάλι καί συνέρχεται·. — Λεν πρόκειται νά πεθάνω μέ^βασανιστήρια, βασιλιά λέει μέ τη σφιυριιχτή φωνή του. Σου είπα πώς έχω άποφασί­ σε ι τη ζωή μου... Θά σκοτώ­ σω τις δυο γυναίκες καί ύστε ρα θά σκοτωιθω κι έγώ! Τοΰ Χούπ γιά πρώτη φορά στη ζωή του κατεβαίνει ή με­ γαλοφυής ιδέα νά στήση πα­ γίδα σ5 έναν άλλο άνθρωπο, κρίνοντας τον όμως φυσικά, σύμφωνα μέ τη δική του νοη^μσσύνη. Γι’ αυτό τοΰ φωνάζει μέ πολύ σοβαρό ύφος: ^—ιΠουσαι! Καλέ! Δεν το κάνεις άνάπτοδα αυτό πού λες; Θά μάς διευκολύνης πο­ λύ στις... διατυπώσεις! Δέν σκοτώνεσαι πρώτα έσυ και

1$

Ξεκρεμάει το τόξο του καί σημα­ δεύει τό παιδί τής ζούγκλας.

μετά^ νά σκοτώσηις τις δυο γυναίκες; — Σκασμός έσυ, βρωμε­ ρέ πυγμαίε! Έσυ φταις γά όλα πού έγιναν! Έσύ έκανες τον μεγάλο Κάϊλ νά φύγη κιυ νηγημένος άπό την Άτλαντίδα πού έπρεπε αυτή τη στιγ ΐμή νάναι βασιλιάς της! Ό Χούπ γουρλώνει τις μα τήρες του σαν φακούς. -— Σοβαρολογείς; τοΰ λέει τοΰ Όλάρ. Έ, λοιπόν κι άν τάκανα δλ5 αυτά θά γίνανε κατά λάθος! Ούτε τά θυμά­ μαι καθόλου! ’Άν δής πουθε­ νά τον φίλο σου τον Κάϊλ, πές του νά μέ συμπαθάιη, καί πώς δέν θά τό ξανακάνω! — "Εννοια σου καί θά σέ περιποιηιθή άν πέσης στά χέ­ ρια του! ;—^ Δέν ξέρεις πως ψοφάω γιά νά μέ περιποιούνται!, φω νάζει καταχαρούμενες © χα-


16 ζο-Χούπ. Άλλά τι είδους πε­ ρί ποίήισι δμως; Έγώ θέλω νά ττορηι μια μεγάλη βεντά­ λια με φτερά και νά μου κά­ νη. αέρα! — Σκύλε!, μουγγίρίζει ε­ ξαγριωμένος ό ΌΙλάρ. Άπό τρίχα γλύτωσες τή ζωή σου! Αλλά την άλλη φορά που θά σε πιάσω δε θά την γλυτώσης!, Αο ιττόν... Άβάλ! Τό λε τττό πέρασε! Πες μου την άπόφασί' σου!... θά μ5 άφήσης ελεύθερον ή οχ ι! Κ έστα­ ξε!... Το χέρι μου δεν τριέμ,ει καθόλου!... Πές μιά λέξι!... "Ή ζωή και γιά τους τρεΐς μας ή θάνατος! — Ρίξε__λευκό!, συμβου λεύει ό Χούπ τον Άβάλ μέ μεγάλη σοβαρότητα. Σ’ αυ­ τές τις περιπτώσεις μην παίρ νης ποτέ την ευθύνη; άπτάνω σου, γιατί μετά άκίούς γκρί­ νιες! Ό Άβάλ όμως δεν ταν α­ κούει καθόλου αυτή τή στιγ­ μή. 'ΠαίΙζει θαυμάσια τον ρόλο του ό βασιλιάς τής Άτλανττ βας. Κάνει τον λυσσασμένο άπό τον θυμό, άλλά που βλέ­ πει πως έχει χάσει τό παιχνί δι. Κυττάζει ολόγυρα σαν νά ψάχνη νά β>ρή έναν τ,ρόπο γιά νά βγή άπό τα φοβερό αδιέ­ ξοδο. Ό Κάλ κι αυτός παίζει τό μέρος του μέ την ίδια1 έπιτυχία. Κυττάζει τον Άβάλ και το βλήμμα του είναι γεμάτο θακ νάσιμη, άγωνίά, σάν νά περ ιμόνη κι αυτός μέ λαχτάρα ν’ άκούση άν ή άττόφασις θά εί­

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ναι κατοΰδιικαστική ή άθωωτική γιά την αγαπημένη του. — Στάσαυι!, ουρλιάζει τε λίικά ό Άβάλ άγρια. Στάσου δολοφόνε! Όχι! Μή την σκο τώσης! Θά σ’ άφήσω ελεύθε­ ρο ! ’Άφησε κ ι έσύ την κοπέλλα! — Θέλω τον λόγο σου πρώ τα επίσημα, μπροστά στους στρατιώτες σου!, ξεφωνίζει ό Όλάρ μέ αναίδεια. Ξέρω πώς έσύ είσαι μετγάλος βλάν­ κας και συνηθίζεις πάντα νά κρατάς τον λόγο σου! Γι’ αυτό δεν είσαι ικανός γιά βα­ σιλιάς! Ό Κά·λ γι’ αυτό εί­ ναι μεγάλος! Δεν θά τολμού­ σα ποτέ νά παίξω αυτό τό παιγνίδι μαζί του! Μέ την πρώτη στιγμή θά μου ύποσχό ταν ότι θά μ’ αφήση έλεύθερο ύστερα όμως καθώς θά περ­ νούσα γιά νά φύγω, χιλιάδες βέλη θιά καρφώνονταν πάνω στο σώμα μου σ’ ένα του νεύ­ μα! Έσύ είσαι ανάξιος γι’ αυτό! ’Άν δώσης τον λόγο σου πώς θά φύγω ζωντανός .άπό την Άτλαντίδα, θά φύγω ζωντ ανος! Πφ ιμένω! —- Σοΰ δίνω τό λόγο μου νά σ’ άφήσω νά φύγηις!, μουγ γρίζει ό Άβάλ μέ τρομερή φωνή. Άλλά σου δίνωι άικόμα τον λόγο μου καί πώς ή ζωή σου κοντεύει νά τελείωση, Ό­ λο ιρ! "Οπου καί νά πας θά σέ βιρώ γρήγορα καί τότε ή ιέκ1δίίκη|σίίς μου θόλιαι τρομερή! Τ’ ακόυσες; Σου δίνω τον λό­ γο μου, πού τον πιστεύεις! — "Αρπα τη γιά νά μά'θης!, τσιρίζει κι ό χαζο-Χούπ στη συνέχεια ευχαριστημένος.


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!

Κ ι αν θές νά ξέρης, δλ’ αυτά τά παθαίνεις γιατί τά βάζεις μαζί -μου! Ό Ίλαρχος όμως δεν τον α­ κούει πιά. Ούτε ή απειλή του "Αβόλ φαίνεται νά του καινή καμμία έντύπωσι. "Αφήνει τή Μπέλλα έλεύθε ρη^ττου τρέχει στην αγκαλιά του Κάλ, μέ δάκρυα στα μά­ τια. — Έγώ φταίω!, μουρμουρί'ζει σαν ένοχη. ,ΛΑν φεύγη ζωντανό αυτό τό τέρας άττό την "Ατλιαντίδα έγώ είμαι ή αίτια, που ,μέ κοροΐδεψε λέ­ γοντας μου πώς μέ ήθελες. Δεν έπρεπε νά τον πιστέψω τάσο εύκολα... — ’Άν είσαι εσύ ή αίτίια πού φεύγει, τής αποκρίνεται στ5 αυτί ό Κάλ, χαμογελώντας παράξενα, τότε νάσαι περή­ φανη!, Μΐπέλλα! Γιατί ταυτό­ χρονα είσαι καί ή αιτία νά σταματήσηι τό αίμτοκιύλισμα στην Άτλαντίδα και σ’ όλη την περιοχή. Είσαι ή αιτία πού ό άπάίισιος Κάϊλ θΐά βρή τό τέλος πού τού ταιριάζει... Και γρήγορα... Ή λευκή και πεντάμορφη κοπέλλα τον παρατηρεί χωρίς νά καιταλαΐβαίνη τίίποτα, αφού δεν ξέρει τό σχέδιο των δ.υό συμιμάχων β α|σ ι λ ι άδων. 'Οστοσο ό Όλάρ ,μέ ,μιά άνα ιδέΐστ ατ η εκφρ ασ ι στο πρόσωπό του, έχει βγή από το σπίτι του καί προχωρεί α­ γέρωχα καί ιμέ τό κεφάλι ψη­ λά προς τό απόσπασμα των στρατιωτών τού 5Αβάλ. Οι τελευταίοι αυτοί, φαίνον ται νάχσυν άγριες διαθέσεις

17

απέναντι του, άλλά ή φωνή τού βασιλιά τους τούς κάνει νά συινέλθουν: — Μην τολμήρηι νά τόν άγ γ'ίξιηι κανείς! Ένας άγγελιαφόρος νά είδοποιήση καί στη μεγάλη πύλη νά τού ανοί­ ξουν! "Οποιος τού φέρει τό παροιμιιφό εμπόδιο ή έστω καί οποίος τού πή μιά λέξι, θά έχη νά κάνη ^μ,αζί μου! "Ο,τι έχομε νά πούμε μαζί θά τά πούμε την άλλη φορά πού θά συναντηίθοΰμε... Ό Όίλάρ ούτε ακούει. Τόσο μεγάλος είναι ό θρί­ αμβός του καί ή χαρά του πού βλέπει νά γλιυτώνη άριστιικά, πού οι αισθήσεις του δεν λειτουργούν. Οί άντρες τού άποισπάσμα τος, άνοίγουν έναν διάδρομο για νά περάση ό Όλάρ καί απομακρύνονται όσο μπορούν περισσότερο άπό κοντά του, σαν νά είναι κανένα συχαμερό ερπετό πού δεν θέλουν ού­ τε ν5 άγγί!ξη επάνω τους. Στό μεταξύ τήν ίδια στιγ μη άρχιζε ι καί ή έμπιστευτική αποστολή τής τετραπέ­ ρατης Μανταλένας. Τό καταπληκτικό πουλί φτε ρουγίζειι από τή στέγη ένός σπιτιού από την οποία έδώ καί τό'ση ώρα παρακολουθεί τή σκηνή. Δασκαλεμένο όπως πρέπει από τόιν Κάλ, τραβάει προς τή /μεγάληι πύλη τής πόλεως, όπου κατευθύνεται καί ό ΐλαρ χος τού Κάίλ. Ό Άβάλ παρακσλούθεΐ τό πέταγμά της μέ γουρλωμένα μάτια, γιατί δεν μπορεί άκο-


ϋΑΑ — ύ ΚΥΡ 101 μα να τη στέψη δτι ενα πουλί εΐναι πραγματικά ικανό γιά έναν τό<σο μεγάλο άθλο πού και άνθρωπος μπορεί νά άποτύχη... Ωστόσο ό Άβάλ φτάνει στην πύλη, πού οι φρουροί τοΰ την ανοίγουν διάπλατα. Βγαί νει στον απέραντο κάμπο. Ρί­ χνει μια ματιά πίσω του. Κάνεις δεν του δίνει σημασία και κανείς δεν φαίνεται διατε θειμιένος νά ενδιαφερθη γιά τό πού πηγαίνει. Ή μεγάλη πύλη, κλείνει μέ πάταγο μόλις βγαίνει απ' αύ την. Ή ’Ατλαντ ίδα δεν ύπάρ χει πιά γιά τον Όλάρ... Εκείνος όμως έχει άλλη έντύπωσι... Τά μάτια του λάμ­

πουν σατανικά... Γυρίζει1 προς τά τείχη. Βλέ πει επάνω στο ψηλό φυλάκιο έναν φρουρά πού μέ το τόξο στο χέρι κυττάζει προς τό μέρος του. — Θά γυρίσω!, ουρλιάζει σηκώνοντας τή γροθιά του καί κουνώντας τη. άπειλητικά. Αέν θ’ αργήσω νά ξαναγυρΐσω·, μαζί με τον μεγάλο Κάϊλ! Καί τότε οί πύλες δλες θ' ανοίξουν διάπλατα καί κά τι σκουλήκια σαν κι εσένα θά τρέμετε μπροστά μου!... Θά λογαριαστούμε, Άτλαντίδα!. Αυτά είναι τά τελευταία του λόγια. Γυρίζει την πλάτη στα τεί­ χη, τής πανάρχαιας πάλης καί

Κρύβεται πίσω άπ© ένοον πυκνόφυλλο θάμνο και κυττάζει κατά την

ΆτΧαντίδα,


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

προχωρεί στον έρημο κάμπο. Τό βήμα του είναι · βιαστικό. Πολλές φορές τρέχει κιόλας κι ένα μουγγρητό λυσσασμέ­ νου αγριμιού βγαίνει συνεχώς άπό τά στήθη του. ^ Φτάνει στην αρχή τής^α­ πέραντης ζούγκλας ^ καί χώνε ται άνάμεσα στά^ δέντρα. Έκεΐ στέκεται. Κρύβεται πίσω άττό έναν πυκνόφυλλο θάμνο κοάί κυττάζει κατά τή Νέα 'Ατλαντίδα. Τά μάτια του λάμπουν ά­ γρια. Ό κάμητος^ είναι ξρη>μος. Ψυχή δεν υπάρχει πουΟε νά. "Ολες οί πύλες τής πόλης είναι κλειστές. "Ενα τρελλό γέλιο βγαίνει άπ3 τά χείλη του που τον σνγ

19

κλονίζει όλόκληραν. — Καλά τό έλεγα πώς εί­ σαι ήλίίθιος, Άβάλ!, μουγγρί ζει γελώντας πάντα σάν μα­ νιακός. Αθεράπευτα τί)μιος ! Δέν κάνε ις γ ιά βασιλ ι άς!... 3 Εγώ θά πάω τώρα σ3 έκεΐνον πού θά κυβέρνηση την 3Ατλαντίδα... Θά του πώ δτι τό βασιλόπουλο τής Πέλλας ετναι έδώι μαζί σου!... Θά του πώ πώς ήρθε σάν κατάσκοπος καίΐ σάν δολοφόνος από τή μακρυνή: πατρίδα του καί πώς ζητούσε νά μιπή στήν ύπηρεσίΐα σου γιά νά σέ δολοφονήίση!... Θά τον βάλω νά τιρέξηι πρώτα στήν Πέλλα μέ τον στιραιτό του!... "Οταν κακοακτήσωμίε την πόλι- τών Μα-


κειδάνων, τότε θά βρούρε και τά δπλα πού χιρειαιζόιμαστε για την έπίίθεσ ι εναντίον σου!.... ’Ά! Κι έχω ένα θαυ­ μάσιο σχέδιο για τόν τρόπο πού θά ρπούρε στην Πέλλα! "Όχι μέ μάχη καιί πολιορκία τών τειχών!... Δεν υπάρχει ό καιρός... Πρέπει νά γίνηι γρ,ή γρρα οτι γίνη!.... Θά παρου­ σιαστώ ώς απεσταλμένος του Κάλ μέ τή συνοδεία ,μου! θά πώ στον Αλέξανδρο ότι ό Κάϊλ σκοτώθηκε! Βασιλιάς είναΐι τώρα ό Άβάλ πού πα­ ρουσιάστηκε ξαφνικά τή ρέρα τής στέψης! Πώς ή φιλία· α­ νάμεσα στ'ίς δυο πόλεις 8άναι άπό δώ καί μπρος αιώ­ νια! Ό 3 Αβάλ- καί ό Κάλ περνούν τον καιρό τους δια­ σκεδάζοντας καιί τ,ριέχοντας ρέ κυνήγια καί ρ’ έστειλαν ε­ μένα γιά νά σάς πώ νά πσψετε ν’ άνηισυχή'τε!... Ό τρομερός καιί ύπουλος Όλά|ρ σωπαίνει γιατί το σαιρ δονιο γέλιο το,υ τον κάνει καιί συνταράζεται ολόκληρος καί δεν ιμπορεΐ νά ραλιήσιη. Κυττάζει επίμονα καί γιά πολλή ώρα κατά τον κά|μπο. Οι πύ­ λες είναι συνεχώς ερμητικά Κλειστές.... —Κ ανείς!, γρυλλ ίζε ι. Κ α νείς! Δεν κάνουν τον κόπο νά σκεφθουν πού- πηγαίνω! Νο­ μίζουν πώς ή δύνσμίΐς τους εΐναρ τόση) πού μπορούν νά κοι μούνται ήσυχοι. Τόσο τό κα­ λύτερο λοιπόν! Αυτούς θά φάη,ι ή σιγουριά τους!... Τώ­ ρα θά μάθης, ηλίθιε 3 Αβάλ, τί σημαίνει Όλάρ! Σέ λίγο θά δής αν θά γίνω ή δχι κυ­

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

βερνήτης τής ένδοξης Πέλ­ λας !... Ακούει ξαφνικά ένα παρά­ φωνο κιρώξιρο πάνω άπό τό κεφάλι του καί σηκώνει τά ματ ι α τροιμαγρένος. Βλέπει· ένα παρδαλό πουλί με άστεΐο ρακίρύ ράμφος, κα­ θισμένο σ^ ένα κιλαδ'ί, που τον παρατηρεί περίεργα ,μέ τά ζω ηρά. χάντρινα ματάκια του. Βάζει· τά γέλια ό τρορερός Όλάρ. —- Κυττα!, λέειι στην καρακάξα δείχνοντας ριέ τό δά­ χτυλο κατά τον κάμττο. Κα­ νείς γύρω άπό την Άτλαντίδα! Ψυχή!... Νά είσαι εδώ, παιρδολή κουτοκοιρακάξα, με­ τά άπό λίγες ,μέρες !... Νά εί­ σαι νά δής σλόικληρον τόν κόμπο γειμάτον στρατό!... Νά δής, την πόλι τυλιγμένη ατούς καπνούς καί τις σκόνες τής ράχης!... Νά δής τούς ραδρούς πολερ στες νά σκαρ φαλώνουν σάν ρυιρμή,γκ κα πά­ νω σ3 εκείνα τά τείχη πού φαί νοντ α ι άπόρίθητ α!... Ή καροικάξα κρώζει άλλη μια φορά σάν νά τον κοροϊδευη καί υστέρα πετά κάί χά­ νεται·. στον αέρα, ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές... Η ΚΑΡΑΚΑΞΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

XI ΜΟΝΟ ό/Αβάλ^δέν είχε δίίκιο νά φοβάται μήπως ή θρυλική Μαν■τσλένα δεν τά καταφέρη κα­ λά στην άποστολή της, αλλά καί ό Κάλ δεν θά μπορούσε νά φανταστή ποτέ ότι ή έξυπνάδα του φτερωτού συντίρό-

©


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

φου τ,ης ήταν δυνατόν νά φτά νη, σέ τέτοια κατάπίληικτικά επίπεδα. Ή παρδαλή συντρόφ ισσα του χαζο-Χούπ φαίνεται πώς έχει πάρει όλο το μυοιλό πού λείπει τού άφεντ ικοΰ τηις. Δεν .στέκεται λοιπόν να πα ρ ακόλουθή τον απαίσιο Τλσρχο πού βαβίζει όσο πιο γρή­ γορα ,μπορεΐ ,μιέσα στην πυ­ κνή βλάστηΐσι τής ζούγκλας. Αφού βλέπει τή.ν κατεύθυνσι μόνο πού ακόλουθή ό Όλάρ, χύνεται προς τά έκ,εΐ σαν ζων ταγό βέλος. Καταπίνει την άπόστασι μέ τρρμερή ταχύτη­ τα καί φτάνει έκεΐ πού ό Ι­ λαρχος θά φτάση μετά άπό πέντ5 - έξη ώρΙες πορεία, μέ­ σα σέ πέντε λεπτά! Πραγματικά ή Μανταλένα φρενάρει ξαφνικά στον αέρα, έτσι όπως τρέχει σάν τρελλή. Κάτι πού έχει δη ανάμεσα στ;ά κάπως αραιότερα δέντρα του δάσους, είναι αυτό πού τήν άνάγκαΐσε νά διακιόψη τον ρυθμό τής πτήσεώς της. "Ενα χωριό αγρίων βρίσκε­ ται έκίεΐ. "Ενα πλήθος άπιό .μι­ κρές. καλύβες πλεγμένες από κλαδιά διένττρων. Ή Μανταλένα κάνει στρο­ φή γιατί μέ τή φόρα της έ­ χει ξεπεριάοει γιά λίγο το χω ριό. X αμηλώνε ι σάν άναγνωρ ι στκιό αεροπλάνο. Τά χάντρινα ματάκια της πετούν άσπροΰπές εξυπνάδας καθώς παρακολουθούν τήν κί-

21 νηισι στην πλατεία τού χωριού των αγρίων. Ξαφνικά ένα κράξιμο ξε­ φεύγει κατά λάθος άπό τό λαρύγγι της άπό τή χαίρά της πού βλέπει τον Κάϊλ άνσμεσα αέ μια αμάδα Άτλάντων άξ ιωμ ατ ιικών καί στρ ατ ιωτών κι ανάμεσα ατούς τρομοκρα­ τημένους μαύρους τής φυλής έκέίΐνης πού τρέχουν σάν τρελ λοι προς άλες τις κατευθύν­ σεις τού χωριού τους. Ή Μανταλένα αναγνωρίζει τον Κάϊλ μέ τήν πρώτη. *Γι.οιτϊ είναι λάθος νά νομίζη κανείς πώς τό πανέξυπνο αυτό πουλί ήταν πραγματικά χομένο τόσον καιρό πού ό χα ζο-Χουπ καί οί "Ατλαντες έ­ ψαχναν νά τό βροΰν. Ή Μανταλένα ζούσε καί βασίλευε μέσα στήν Νέα ’Ατλαντίδα, μέ τή διαφορά πού ζούσε κρυμμένηι άπ’ όλους. Μέ τήν αλάνθαστη διαίοθη σι πού έχουν δλα τά ζώα, ή πανέξιμπνιηί καρακάξα καταλά­ βαινε πώς αυτός ό άνθρωπος — ό Κάϊλ — δεν ήταν γιά νά τού έχη, εμπιστοσύνη1 κα­ νείς κι έτσι- φοβόταν νά παρουσιαστή. Βλέπει λοιπόν τώρα τούς άγριους νά τρέχουν εδώ κι έ­ κεΐ στο χωριό τους, μαζεύον­ τας τά όπλο τους καιί κατα­ λαβαίνει δτι όλοι οϊ πολεμι­ στές τής φυλής θ’ ακολουθή­ σουν τον φοβερό Κάϊλ. Πρέ­ πει λοιπόν νά βιαστή. ^Πρέ­ πει νά βιαστούν ό Κάλ μέ τον ’Αβάλ, νά έρθουν πριν τούς ξεούγτι.


22 Ή Μανταλένα δεν στέκει ούτε στιγμή παραπάνω. Γυρίζει άττιό κεΐ πού ήρθε καιΐ σχίζει τον άέίρα μέ δακμονισμεϊνηι ταχύτητα. 'Ακολου­ θώντας ακριβώς τον ϊδιο δρό­ μο περνάει για άλλη: μια φο­ ρά έπάνω απτό το κεφάλι του ’Ολάρ πού βαδίζει χωρ^ίς νά Ίουττάζι^ ττιά ούτε γύρω του, ούτε πίσω, βεβαιωμένος δτι δεν τόν ακολουθεί κάνεις. Ή καραΐκάξα συνεχίζει άκά θεκιτηι την πτήσι της προς την Νέα ΆτλαντίΙδα. Πρϊν περάση ούτε μισή ώρα από τη στι­ γμή πού ό 'Ολάρ άφησε τά τείχηι τής πόλεως κι έφυγε προς τή ζούγκλα, ή Μανταλενα είναι πίσω έτοιμη νά όδηγήιση τόν στρατό των Άτλάντων, στο μέρος πού βρΙίοικεται ό τρομερός Κάϊλ!

ΚΑΛ — Ο ΚΥΙΡΙΟΣ ΕΠΕΛΑΣΙΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ

ίΚΑΑ καί ό ’Αβάλ με τή Μπέλλα και τή Χούλα πού τή βρήκαν δε­ μένη μέσα στο σπίτι του Όλάρ και τήν ελευθέρωσαν κι αύ την, καθώς και τόν άπαραίτη το χαζο-Χσύπ, μαζί μέ δλο τό απόσπασμα του στρατού των Άτλάντων πού πρόκειται νά κυνηγήση, τόν Κάϊλ στη ζούγκλα, περιμένουν έξω άπό τά τείχη τήν επιστροφή τής Μσνταλένας. Ή αλήθεια όμως είναι δτι κάνεις δεν τήν περιμένει τό­ σο γρήγορά πού έρχεται αυΤή· Μόλις άκουν τό παράφωνο κοώξιμό της άπό μακιρυά καί γορ'ίΐζουν καί τή βλέπουν, ό ’Αβάλ γουρλώνει τά μάτια του καί χλωμιάζει μέ άπογοήτευσι. — Τήν πάθαμε!, φώναζε ι. Β αρέθηικε νά τόν ακόλουθή καί γυρίζει πίσω! Δεν είναι ποτέ δυνατόν ό Κάϊλ νά βρί­ σκεται σέ ενός τετάρτου δρό­

μο άπό τήν Άτλαντίδα...

Βλέπει ενα παρδαλό πουλί μέ άστ£?ο μακρύ ράμφος.

— ’Άς μή βιαζόμαστε..., λέει μέ πεποίθησι 6 Κάλ. Ή Μανταλένα δέν μπορεί νά κά­ νη λάθος... Ό ’Αβάλ τόν κυττά μέ γουρλωμένα μάτια. Στή στιγμή δμως ή φτερω τή αγγελιοφόρος έρίχεται καί πέφτει σβουιριχτή στήν άγκαλΐιά του άφεντικοϋ της πού εί­ ναι ό χαζο-Χούπ.

'0 πυγμαίος έχει πιά Ιν#


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

καμάρι που δέν περιγράφεται. — Μωιρή Μανταλένα!, τής λέει ιμέ την τσιριχτή φωνή του σου άξιζειι μετάλλιο εξαίρε­ των. .. καρακαΐξαπράξεων! Μπρος! Σ τ άσου πιρ οσοχή, χαιρέτα στρατίωτιικια καί δώ­ σε άναφορά στον κύριο από κεΐ που είναι στρατηιγός! Δείξε τί αξίζεις! Ή Μανταλένα όμως είναι πολύ βιαστιικιή και! δέν μπο­ ρεί νά κάθεται νά κάνη, δλ’ αυτά ^που τής λέει 6 χσζοπυγιμαΐος. ' Αρπάζει τον άφεν τ ΐ)κιό- τηις άπο τό ρούχο καί τραβώντας τον προσπαθεί νά του δώστη νά καταλάβη πώς πρέπει νά την άχολαυθήση χοοίρίς^ χασομέρια. Του Κάλ τά μάτια φωτί­ ζονται. — Ή Μανταλένα τελείωσε την αποστολή της!, λέει μέ πεποίθησι στον 5Αιβάλ. Πρέπει νά ηρέξωμε πίΐσω της... Τό πουλί αυτό εΐναιι πραιγματυκιά ανεκτίμητο... Τό βλέπω καί εΐναιι πολύ βιαστικό, βα­ σιλιά... Σίγουρα βρήκε τον Κάΐίλ έτοιμο γιά δρόμο καί φοβάται μήπως δέν τον προ­ λάβαμε... Πρέπει νά τρέξωμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε... — Μά..., μουρμουρίζει ό 5 Αβ όίλ δ ιστάζοντ ας πάντ α... Δέν μπορώ νά πιστέψω ότι ό αδερφός μου μπορεί νά βρί­ σκεται τόσο κοντά... Καμμιά φυλή άγρί'ων δέν βριί'σκεταΓ σέ τόσο μικρή άπόιστασι από την Άτλαντίδα... — Ή Μανταλένα ε^ναι τό-

τ£ π ιό έξυπνη, άπς> μάς!, Φω­

23

Μιά και δυο δίνει ενα τίναγμα τής τταρδοολής κετοακάξας του.

νάζει^ή Μιπέλλα πού παρακο­ λουθεί τη συζήτησ ι τόση ώρα χωρίς νά μιίλαηι. Ό Κάλ καί ό Άβάλ γυρί­ ζουν καΐί την κυττάζουν. — Τί έννοεΐς, λευκή κόρη; — Θά πήγε μπροστά άπο τον Όλάρ αντί νά τόν άκολου θήιση ! θά ανακάλυψε πετώντας μακιρυά τό μέρος πού βρί σικεται ό Κάΐλ! "Υστερα γύ­ ρισε αμέσως νά μάς οδηγήση σ5 αυτόν... Στοιχηματίζω ότι ό απαίσιος ίλαρχος δέν θά έχη φτάσει άκό|μα στον άφεντι κό του! Τά μάτια τού Κάλ πετουν σπίθες απ’ τόν θαυμασμό. — Αυτό είναι!, μουριμουρί ζει.. Ή Μπέλλα έχει δίκιο! 5Ίαως μάλιστα άν πάρωμε τό δρήμο τρέχοντος, νά προλά­ βαμε τόν Όλάρ στον δρόμο! Ό 3Αβάλ είναι κζδτάχλωϊ*


24

μας, άλλα στο πρόσωπό του είναι καθρεφτισμένη ή σκλη­ ρή άττόιφασις. — "Έτσι ικι άλλοιώς, λέει ήρεμα, δέν έχομε νά κερδίσωμιε τίποτα με το νά καθόμα­ στε εδώ πέρα. ’Άς ξεκινήίσω­ μέ ακολουθώντας αυτή την κα ρακάξα. Αφήστε τηιν έλεύθερ<ηι νά πετάξη,.. Ό Κάλ διμως κρατάει α­ κόμα στά χέρια τοίλ τό πολύ­ χρωμο πουλί. — Άβάλ, λέει με σταθερή φωνή, ά·ν θές εσύ μπορείς νά μην έριθης μαζί μας! Ό βασιλιάς τής Άτλαντίδας τον παρατηρεί μιέ τρομε­ ρή έκΐπλη(ξ ι·. — Τι θές νά πής, αδελφέ μου Κάλ; μουρμουρίζει. — Καταλαβαίνω οτι σου είναι πολύ δύσκολο νά κυνηιγήςηης κα;ί νά σκοτώισης τον Κάΐλ πού είναι αδερφός σου, δ,τι κι άν είναι αυτός... 3ΆφηΓ σέ αυτή τή θλιβερή δουλειά σε μένα.... Τά ι,μάτια τού 5Αβάλ γεμί­ ζουν μοναμ ιάς δάκιρυα. — Ναί... ψιθυρίζει. Είναι πραγματικά δύσκολο γιά μέ­ να.... Όχι πώς τον λιυΐπάμαι, γιατί _εΐναι χειρότερος κι από ένα θηάίο τής ζούγκλας.... -έ ρω δΐμ,ως πώς είναι αμαρτία νά χύσης τό αΐμα. του άδερφου σου, δ,τι κι όον έχη με­ σολαβήσει... Καί τή διαταγή του θανάτου του ακόμα νά δώσω με δυσκολεύει!... — Εκείνος δεν θά δυσκο­ λευόταν καθόλου νά διατάξη τον δικά σου θάνατο, βασιλιά λέει μέ 6λιμμένη κροι σοβαρή

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

φωνή ένας ηλικιωμένος Αξιω­ ματικός πού στέκει πίσω από τον ’Αβάλ. Ό βασιλιάς τής Άτλαντίδας γύριζε ι καί τον κυττάζει. — Τό ξέρω, Άρυν!, λέει σιγά. Δεν έχει καμμιά σημα­ σία αυτό γιά μένα... — Έάν δεν θές τον θάνα­ τό του. Άβάλ, τον διακόπτει ό Κάλ, δώσε τότε διαταγή νά τον πιιάσωμε καί νά τον έξο,ρίσωμε άπ3 αυτόν τον τόπο... —- Δεν ξέρω άν έχω δικαί­ ωμα νά δώσω· ,μιά τέτοια δια­ ταγή... Ό Κά*λ θά είναι διαρ κής κίνδυνος γιά την πατρί­ δα μας δσο βρίσκεται στη ζωή, δσο μακριυά άπό την Άτλσντίδα κι άν τον έχομε πετάξει... Είναι τρομερός... — Αυτό τό άναλαμβάινω εγώ!, λέει ό Κάλ, μέ σταθε­ ρή φωνή. Βγάλε την άπόφασ<ί σου γρήγορα, βασιλιά... Βλέπω τή Μανταλένα πολύ ανήσυχη!... Πρέπει νά προλάβωμε... "Οσο γιά τον Κάϊλ, έκίεΐ πού θά τον στείλω άν δεν θές νά τον σκοτώσω, δεν θά μποιρέίση; νά ξαναγυρίάη πο­ τέ. .. Ό Άβάλ τινάζει τό κεφά­ λι του σαν νά Θέλη μ3 αυτό τό τίναγμα νά διώιξη τούς δι­ σταγμούς του. — Πολύ καλά!, φωνάζει δυνατά γιά νά τον ακούσουν όλοι. Αδελφέ μουι, Κάλ, σου αναθέτω την αρχηγία του στρατεύματος των Άτλάντων. Νά είσαι, βέβαιος πώς όλοι Θά υπακούν τυφλά στις διατα γές σου!... Κι έγώ θά σου εΐ«?


ΤΗ2 2&ΎΓΚΑΑ2 μαι ευγνώμων για ποοντα ττου μου κάμεις τή χάιρι να μην ξα ναντικίρύσω ττιά έκ^εΐνα τά θη­ ριώδη μάτια πού ξέρω πώς είνακ τά μάτια τού αδερφού μου που σκότωσε τον πατέρα μας με τό ίδιο του τό χ'έιρι... Ή άπόφασίς μου είναι ότι τον εξορίζω διά παντός από τή Νέα 'Ατλαντίδσ, σ' εν αν τόπο από τον άτοΐο νά μη μπόρεση, νά ξαναγυιρίίση... Κι* άν φήοη, άντίσταισι ένοπλο στην άπόφασί μου αυτή, τότε νά θανατωθή αλύπητα σάν τον πρώτο εχθρό τής πατρίδ ας μας... 5 Εμπρός! — Χούπ!, φωνάζει ό Κάλ ανυπόμονα. Πέταξε τή Μανταλένα! — Μπας καί τρελλά θή­ κες; τσιρίζει ό χαζό-πυγμαί­ ος και τά ιμάτια του γεύονταισάν πιάτα από τήν έκπληιξι. Γιά πέταμα τήν έχομε, καιλέ, τέτοια καΐρακάξσ; Πού θά •βρούμε καλύτερη;; Καί ύστε­ ρα τί σ ου εκ αίνε δηλαδή ή φου καριάρα; Τό ψωμί σού τρώει; 7 — ’Άχ, ανόητε!, μουρμου­ ρίζει ό Κάλ ,μέ απελπισία. "Αφησε τη νά πιετάξη γιά νά ■μάς όδηγήσηι έκεΐ πού πρέ­ πει1 ! — Πιές μου έτσι ! "Οχι νά τήν πετάξω!, τσιιρίίζει άναπνέσντας ό Χούπ. Καί ,μιά 'καί δυό δίνει ένα τί ναγμα τής παρδαλής καρακάξας πού φτεραυγίζει ολο­ ταχώς προς τή ζούγκλα. — Χοίρε, 'Αβάλ !, φωνάζει ό Κάλ. Χάρε κι εσύ Μπελλα! "Οταν γυρίσω άλα θάχουν τελειώσει καλά καί τά

βάσανα όλων μας θάχουν τε­ λείωσε η.... — "Αφησε με νά έρθω ^μα­ ζί σου!, φωνάζει ή Μπέίλλα χλωμή απ’ τήν άνησυχίσ. — "Οχι, δέν πρέπειν. "Ι­ σως γίνη μάχη... Έσύ θά μείνης καί θά μέ περιμένης νά γυιρίσω... — Κι έσεΐς, Χουλίτσες μου άπό τά ίδια, έ; τσιρΙίζει ό χαζο-Χούπ ενθουσιασμένος. Καί φρόνιμα όσο θά λείπω γιαπί άν μάθω πώς έκανες κομμιά αταξία όταν θά γυρί σω, μπορεί νά πάθω μαγουλήθρες άπ3 τον καιϋμό μου καί νά πεθαίνω! ;Καζ χωρίς νά το υ π ή κα­ νείς πώς είναι κι· αυτός όοπα^ ραίτητος^ σ3 εκείνη, τήν απο­ στολή μες: στην άγρια ζούγ­ κλα, τρέχει- μέ τά μικρά άλ­ λα ταχύτατα ποδαράκια του πίσω άπό τούς στρατιώτες πού ,μέ επικεφαλής τον Κάλ έχουν' κιόλας ξεκινήσει. —- Γρήγορα!, φωνάζει τό πα ιιδί τής ζούγκλας στούς άξ ιωμ στ ιικούς πού πήγαίνουν πίλάϊ του. Πρέπει νά τρέίξωμε 6σο γίνεται γρηγορότερα. Ό 3Ολάρ δεν έχει- ούτε μιά ώρα συμπληρωμένη πού έφυ­ γε. 3Άν τρέξωμε πολύ δυνα­ τά, ίσως μπροείσωμε καί φτάσωμε μαζί1 του στον Κάϊλ... Δέν λέει τ'ίποτ3 άλλο, για­ τί δταν τρέχης και μιλάς μα­ ζί κουράζεσαι πολύ γρήγορα. Ό Κάλ, άν ήταν μόνος του ή έστω καί μέ τον Χούπ, πού μπορεί νά είναι, χαζός άλλα στήν τρεχάλα είναιι άφθαστος θά μπορούσε άσφαλώς νά


26 φτάσηι τον Όλάρ και πολύ γρή,γορα. Τρέχει διμως τώρα τάσο μόνο, ασο νά μπορούν νά τον φτάνουν και οι "Ατλαντεις στρατιώτες, πού γρήγο­ ρα τούς βγαί'νεΐ' ή γλώσσα. Ή Μανταλένα φτερουγίζει τπάντα μίττροστά και χαμηλά γιιά νά την βλέπουν εύκολα και νά την ακολουθούν. ιΚανα - δυο φορές ό Κάλ διαιφίνει κάτω στο εδοίφος άνάιμεσα στά χορτάριοο, τά ί­ χνη· των βημάτων τού ίλαρχου τού Κάϊλ. — Ακολουθούμε τον σω­ στό δρόμο! Μπράβο Μανταλέν α!, φώναζε ι - μ ’ ένθουσ ι ασμό. — 5'Οχ1, αλλά έσύ νά τα δής πού ήθελες νά την πετάξης!, τσιρίζει ό χαζο-Χούπ μέ θυμό. Μένουν πάλι σιωπηλοί, 6ά-

ΚΑΑ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

Τό κοντάρι διαπερνάει το στή­ θος του προδότη πέρα - πέρα.

ζοντας άλες τους τις δυνάμεις στο τρέξιμο. Περνούν όλόίκληρες ώρες. Έκτος άπό την άγρια βλάστησι της παρθένας ζούγκλας τά άγριοπούλια καΓι τις^Μαϊ­ μούδες πού χοροπηδούν μέ δαιμονισμένες φωνές στά κλα­ διά των δέντρων, τίποτ’ άλλο ζωντανό πλάσμα δεν συναν­ τούν. Τά θηρία τρομοκρατούν ταυ άπό τον θόρυΐβο πού ^κά­ νουν - καθώς τρέχουν τόσοι στρατιώτες μαζί καϋ τρυπώ­ νουν μέσα στους πυκνόφυλ­ λους θάμνους περ ιμένοντας νά περάσουν γιά νά ξαναβγούν. Τά μάτια όμως τού λευκού παιδιού τής ζούγκλας, πού αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στοιχείο ταυ, λάμπουν παράξενα, ζιέ|ρει< τά ιμυστιικά τού άγριου δάσους καλύτερα


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

27

από κάθε άλλον καί παρακο­ λουθεί μέ το πεπειραμένο του μάτι τά ίχνη πού εχει1 αφήσει στο πέρασμά του άίπιό τον ί­ διο δρόμο ό^Όλάρ. Παρατηρεί ότι δσο πάει κάι τά ίχνη, αυτά γίνονται π ιό πρόσφατα, λ σημάδι δτι κερδίζουν συνεχώς δρόμο α­ πό τον φυγάδα και τον πλη­ σιάζουν έπιικίΚδυνα. Σέ μιά στιγίμή σηκώνει ψηη λά το χέρι1 του και οί "Άτλαν τες στρατώτες στέκουν αμέ­ σως. — Θά πηίγαίνωμε σιιγώτερα τώρα!. τούς λέει με σιγά νή φωνή, Νά προσέχετε ά,πό δώ και πέρα νά μή χτυπάν τά όπλα σας μεταξύ τους. Νά προσέΙχετε νά μην άκοόγωνται τά βήματά σας!.. Έ­ χομε πλησιάσει πολύ τον Όλάρ και καλύτερα είναι νά μή μάς άκούσιηι πρίιν φτάσηι στον

— Αμάν μαμοοκουλσ Τάν εκσνε.. σουβλάκι!

μου!

'Ό Κάϊλ ρίχνεται μ’ δλη τη 56ναμι των ποδιών του στη φυγή.

προοριισμο του... — Γ ιατί νά ιμή μάς άκούση ό άνθρωπος; διαμαρτύρεταΐι θυμωμένος ό χαζο-Χούπ; Άν μάς δή άξαφνα μπροστά του ό καψερός χωρίις νά μάς εχηι άκούσει , μπορεί νά 6γάλη, τή χρυσή άπό την τρομά­ ρα του! Για εύκολο ταχείς; —^ 5Ε)μ|ιτ|ρό^!, , λέει ό Καλ χωρίις νά του δίΜη σημασία σιίίς άνοηισίες του. Ξεκινάμε πάλι και όπως είπαμε: Σι­ γά! Άν είναι δυνατόν νά τρέ χίετε τό ίδιο γρήγορα όπως τρέχατε ως τώρα, άλλα χω­ ρίς νά κάνετε τον παραμικρό θόρυβο! — Παιδιά, γιά νά τό πετύ χετε αιυτό, μην π άτοπε κάτω κι εσείς όπως ή Μανταλενα!, τσιρίζει ο αδιόρθωτος πυγμαΐ °ς. — Σιωπή, Χούπ! Αύτό


28 ττού Λέω γιά όλους ισχύει και γιά σένα!, Λέει, αυστηρά ό Κάλ. Έγώ Λέω ήσυχα κι εσύ φωνάζεις! Θέλεις λοιπόν νά γίνη;ς αφορμή νά άποτύχη· ή αποστολή μας; — Έγώ δεν είπα τέτοιο (πράμα! , λέει ιμέ γουιρλωμένα Iμάτια ό Χούπ. Έχεις μάρτυ­ ρες θτι τό είπα; Ό 'Κάλ δεν τού ,άιποκρίνέ­ τα ΐ'. Αρχίζουν πάλι, νά τρέχουν. Ό Χούπ νευριασμένος πο­ λύ τσιρίζει καθώς τρέχει μέσ’ άπ5 τά δόντια του: — Λοιπόν ταχω προσέξει καί άλλοτε πώς μόλις. τον κά­ νουν... λοχίαι, σιη)κώνει (πολύ ψηλά τή μύτη, του αιύτό τό παιδ ίΐ! Δέν ιμ ιλ ιέτα ι!

ΚΑΛ — Ο ΚΥΡΙΟΙ

ρέ τό ζόρι γιά λογαριασμό τους. 5 Από τό χωριοΈκούγονται τά ικλάρατα των γυναικών και των παιδιών πού χάνουν τούς άντρες τους καί τούς πα τεράδιες τους. Τά ιμάπια τού ίλαρχου α­ στράφτουν ιάπο χαρά! ^— Κάίλ!, ουρλιάζει. Με­ γάλε Κάϊλ! Σ τόσου μια στιγμή! Μην προχωρής άλ­ λο !^ Έχω σπουδαία νέα νά σοΰ αναγγείλω! — Ποιος εΐναΐι; φωνάζει ό τρομερός ίτηρί'γκίηπαις των 5Α­ τλαντων άνήσυ)χα. Την ίδια· στιγμή ό Όλάρ παρουσιάζεται μπροστά του. — Έγώ, ό Όλάρ! Ό πι­ στός υπηρέτης σου, μεγάλε βασιλιά! Η ΤΙΜΩΡΙΑ -— Όλάρ!... Πώς βρέθηκες ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ εδώ; Πώς ήρθες τόισο καθίυστερημένα; -έχασες την δια­ ΟΛΑΡ πλησιάζει πιά ταγή μου νά μ ή μ5 ακόλουθήστον προορ ισμό του. ση κανέίς άν σάς άνακαλύ5Αητό- το βάθος μπρο­ ψουιν; στά του. ακούει δυτνατές φω­ — μεγάλε βασιλιά! νές. Αυτά τώρα πιά βέν έχουν καμ ΐΜόλι ς ξεπροβάλλη πίσω ίμια σημάσία! Σπουδαία γε­ από κάτι πυκνές φυλλωσιές γονότα συνέβιηΐσαν στην Άπού τού έφίραζαν την δρασι, τλαντίδα κατά τήν απουσία βλέπει ξαφνικά την αφή, τού σου!... χωριού των άγριων. — (Να-ί1; μουρμούριζε ι ο Κά ^ Πολύς κόσμος είναι μαζε­ ΐλ καί τά μάτια του λάμπουν μένος^ ικαΐι μιά ιμεγάλη. πορεία ανυπόμονα γιατί περιμένει ξεκινά τηρος μιά άλλη κ απεύ­ μήπως άκούση τήν ειίβησι τού θυνα ι της ζούγκλας. θανάτου τού αδερφού του 5ΑΕΤναιι οι ^Ατλ,αντες με τον βίάλ, Κάϊλ επικεφαλής τους. Πίσω ■— Εκείνος ό ξανθός γί­ τους άκολουίθουν οι δύστυχοι γαντας πού είχε έρθει νά μπιή ιμαύροι πού τούς ξεσήκωσαν στην υπηρεσία σου·/ μεγάλε από το χωριό τους γιά νά βασιλιά, ξέρεις ποιος ήταν; τους βάλουν νά πολεμήσουν — Μίλα γρήγορα/ σκύλε!

Ο


ουρλιάζει· άγρια 6 -Καίλ. Αι­ νίγματα ήρθες νά μού πή,ς ττα ρακούοντας τή διαταγή μου; —- Είναι ό Καλλίνιης τό νεαρό βοΐσιλόποολο' τής Πέλ­ λας ! Τά μάτια του Κάίίλ γουρ­ λώνουν. Μένει ακίνητος. Δεν είναι δυνατόν νά πιστέψηι σέ μια τέτοια είδήσι. -— Τι παραμύθια μου κο^ πανάς!, μουγγρίζει με αμφι­ βολία. Τδ βαίαιλόιπσυΐλο τής Πέλλας που λέγεται Καιλλίνιηις έχει, πίεθάνει )μέσα στις ζούγκλες έΐδώ και πολλά %ρόνια! — Και όμως ζή, βασιλιά! Ζούσε χαμένος σέ μια μακρυνή φιυλή πυγμαίΐων, άπό την οποία είναι ^καί ό βρωμερός Χούπ πού είχε^ στην υπηρε­ σία σου1! Και ξαναγύρισε στην Πέλλα ξαφνικά... ^Ηρθε νά σέ ικοίταισκοπεύση καί νά σέ δολοψονηση... Ό Άντύπας μιτπόιρεσε ικι έφτασε μέχρι έ^κιεΐ και τούς είπε τά σχέδιά σου... Γι’ αυτό ήρθε ό ,Κ αλλίνης που 5λοι τον είχαμε γιά χαμένον καί κανείς δέν τον γνώριζε. Τά ιμάτια του Κ άιλ άστρα φτουν άγρια. — Κι ιέ’συ γιατί παρακόυ­ σες τή διαταγή μου; λέει μα­ νιασμένος. "Ολ' αύτά που μου λΙές δέν αλλάζουν σέ τί­ ποτα την κατάστασι!... Ό Όλάρ τρέμει από το φο βο του. Δέν τοχει γιά τίποτα ό φοβερός ιόίΦ'έντης του νά τον σκοτώισηι τώρα δά, στη στιγ­ μή, γιά την παρακοή του·. -— Μεγάλε Κάιϊλ, μαυρμου

ρίζει προσπαθώντας νά συγ­ κράτηση, τούς χτύπους τής καρδιάς; του. Σικιέφτηκα πώς άν το μάθαινες, θά ήθελες νά πας πρώτα στην Πέλλα ιμέ δόλ'ο !... Μπορώ νά παρουσιαστώ^ώς απεσταλμένος τού νε­ αρού Κ αλλί'νη, μαζί μέ μιά συνοδοί α πολεμιστών καίί νά τούς π<λ ένα σπουδαίο1 παρα­ μύθι. Τό βράδυ μπορώ από μέσα νά σοΰ άνο ί)ξω όλες τις πύλες γιά νά μιπής με τον στρατό σου καί νά σφάξηις τό σους Μαικεδόνες, πού νά γορτάίση ή ψυχή σου! Τώρα ό 'Κάϊλ, άλλάζέι μα ναμιάς έκφραΐσι. Τό πρόσωπό του λάμπει /χαρούμενα. Ό Όλάρ πού τον βλέπει έτσι αναπνέει. Καταλαβαίνει ότι πολύ φτηνά τή γλύτωσε. — Μου αρέσεις, Όλάρ!, φωνάζει ό <Κάϊλ. Μέ καταλα­ βαίνεις. πολύ καλά άπως βλέ­ πω! -Καί ξέίρεις πώς άν πετύχη αυτό . τό λαμπρό σχέ­ διο —2 πού είναι εύκολο νά πετύχη —: θά σέ κάνω άρχον­ τα τής Πέλλας! Εμπρός...· Δέν προλαβαίνει νά τελείώση τά λόγια του. Ούτε ό άπαίσιος ίλαρχος προλαβαίνει νά χαρή έστω γιά μιά στιγμή τον θρίαμβό του. Ή δυνατή φωνή τόΰ άτρό>μητου παιδιού τής ζούγκλας τούς καρφώνει καί τους δυο στη θέσκ τους σάν μαχαιριά: — Τό έχασες τό παιγνίδι Κάιϊλ! Μην προσπαθήίσης νά άμυνίθής! Κ ι έσεΐς, ”Ατλαντες στρατιώτες, ίμιήν κάνετε την κουταμάρα νά αντίο ταθη-


τε! Εϊσαστε κυκλωμένοι άπό παντού!... Ό 'Κάϊλ χλοοίμιάζει μονο­ μιάς σάν πεθαμένος. Τό -6λέ}μ μα του σάν του παγιδευμένου θηρίου γυρίζει ολόγυρα και βεβαιώνεται πώς μιά μεγά­ λη. δύνα|μις από στρατιώτες πού πραν μιά ιμρρα θά έπε­ φταν καί στη φωτιά σ’ ένα νεμμα του* τώρα είναι έτοΐιιμοι νά του στείλουν τον θά;νατό μέ τά τεντωμένα τόξα τους.... "Ενα άπαίσ.ιο γρσλλ ισμα βγαίνει άπό τό λαρύγγι του. Βλέπει μπροστά του τον Όλάρ πού έχει ^γίνει άσπρος σάν χαρτί από την κατάπληξι καί τον τρόμο του καί από χλωμός γίνεται κατακόκκινος σαν τη φωτιά. Τά μάτια του πετουν κεραυνούς ! —"Αθλ ι ε! Προδότη!... γαυ

γίζει μέ^ λύσσα.^ Πρόβωσες τον κύριό σου! "Εφερες μαζί σου τούς έχφσύς μου για να ΐμΐε σκοτώσουν!... Σ σιχαμερό σκουλήκι!... ^ — "Οχι..., ψελλίζει ό Όγ λάρ πού μέσα σέ μια στιγμή βρίσκεται νά κολυμπάη στόν ίδρωτα άπό την άγωνία, του. Δέν τούς έφερ.... "Ωωωχ!... , Ό Κάϊλ έχει αρπάξει μέ μια αστραπιαία κίνησι τό κοντάρι άπό τά χόρια. ενός στρατιώτου του καί μέ ασυγ­ κράτητη μανία τό πετάει έναν τίόν του Απαίσιου Όλάρ. Τό κοντάρι διαπερνάει τό στήτ θος του προδότη, άπό τη μια μεριά ώς την άλλη καί ογαίνει άπό την πλάτη του, τρυπώντας την φαρμακερή καρ­ διά του... Ό ιχαζο-Χούπ πού είναι παρών φυσικά στην τρομερή σκηνή γουρλώνει τις ματάρες του, κατατρομοκρατημένος. —- Αμάν, μαμακούλα μου! τσιρίζει. Τον έκανε... σουίβλά* κι ό άφιλάτιμίος! 01 ΘΕΟΙ ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ

ΚΑ-ΓΛ, χωρίς νά Αογαρ ιάσηι ^ καθόλου τον κίνδυνο τής ζωής του, χύνεται σάν μανιασμένος ταυ ρος έναντίον τών άντιπάλων του. Δέν έχει καμμιά ώρισμένη κατεύθυνσι. Τό ιμάνο πού τον ενδιαφέρει είναι νά κάνη γρήγορα, για νά προλάβη νά σπάση- τό τείχος τής πολιαρ^ κιας. Καί πραγματικά εΐναι τόσο άστραπτα ια ή ένέργειά του πού τό πετυχαίνει.

Ο 40 αΐμσβό^ος Κάϊλ, γκρεμίζ€τόα στ© βάραθρο...


ΤΗΣ ΣΟΥΓΚΑΑΣ Οι ’Άτλαντες στρατιώτες έχουν Ιναν φιρικό τρόμο άπε ναντι σ5 αυτόν τον φοβερό άνθρωπο καί βλέποντας τον νάρχεται σαν γεράκι καταπά νω τους, του ανοίγουν δρόμο νά περάση-. Ό Κόοϊίλ ρίχνεται ιμ’ όλη, τη δύναμι των ποδιών του στη φυγή. Ό Κάλ όμως αγρυπνεί. ΛΛ* όλο που ό Κάΐλ φρόντισε να ξεφύγη απτό την εντελώς άντίθετη: πλευρά έκείνης πού στε­ κόταν ό γιος τής ζούγκλας, καί ρ* δλιηι την όστόστασι πού τούς χωρίζει, δεν όοπογοητεύε ταΐ'. Κερδίζει έδαφος .με κα­ ταπληκτική ταχύτητα. Μοιά­ ζει σαν ναχη φτερά στα πό­ ρος τους. Ό ΚάίΊλ βρίσκει μπροστά του ένα ξέφωτο. Πελώρια βρά χια ορθώνονται εδώ κι έκεΐ. Μέ την έλπίδα ότι. θά κατα­ φέρω νά κρυφτή κάπου άνάμε σά τους, τρέχει πιρός τό μέ­ ρος του. Ό ιΚάλ όμως είναι πολύ κοντά του. — ^Στάσου! , του φωνάζει δυνατά. Δεν θά πεθάνης άν παραδοθής, Κάΐλ! Αιοπαγή του άδερφού σου είναι νά έξορισθής μακίριυά! ^Παραδώσαυ στο όνομα του βασιλιά τής Άτλαντίδαος! Ό Κάΐλ βγάζει λευκούς άφρούς στις άκρες τών χειλιών του, άπτό τη φοβερή λύσσα πού κάνει τό στήίθος του νά βράζη. Στέκεται, όλάρθος ^ πάνω στην κορφή ^ του πανύψηλου βράχου πού εχει ανέβει.

— Σέ τσάκωσα!, τσιρίζει 6 Χούπ σκασμένος στα γέλια.

— Βασιλιάς τής Άτλαντίδας είμαι έγώ, άνόητε!, μαυγ Υρίζει άγρια. Με ιμιά^ ταχύτατηι κίνησ ι ξε κρεμάει τό τόξο του καί τρα­ βάει ένα βέλος από τή φαρέ­ τρα. Σημαδεύει τό παιδί της ζούγκλας. Ό Κάΐλ μαρμαρώνει. Πραγιματιικά ή θέσις του γίνεται δροιματιική (μέσα σέ μια στι­ γμή. Δεν είχε σκεφθή ότι θά ΐμίπορούσε ό Κόοϊίλ νά σταθη γιά νά πολεμήση. Είναι τώρα άοπλος μπροστά του καί ένώ οί στρατιώτες τών Άτλάντων πλησιάζουν πίσω τους, έκείνου ή ζωή του κιρέμετα^ άπό τή χορδή του τόξου του πατροκτόνου ,Κάϊλ. — Θά πεθάνής, σκύλε !, ουρλιάζει άγρια ό φονιάς. Ό Κάλ προτείνει τά άτσά


32

<^*'η...

... -

^

-- ,ν.,

------^

λένια στ ήβη, ταυ. Μοιάζει μέ λιοντάρι έτοιμο -να έπιτεθη. "Εχει σκοπιό νά πάρη βουτιά προς τό ,μέΐρος του δολοφό­ νου κα'ί νά γκρεμιστή μαζί του στο βάραθρο πού ανοίγε­ ται πίσω άπό τον Κάϊλ, γιατ« καταλαβαίνει πώς όταν αύ τός σκοτωθή κσί μια πού ο Άβάλ δεν βρίσκεται ^μαζί τους, ο άπαίίσιος γιος του *Άρατ μπορεί νά τρομοκράτηση τούς πρώην στρατιώτες του ικαΐι νά τούς πάρη, μαζί1 του... Μά ικαί ό Κάϊΐλ άπό^ την κΐνησί του καταλαβαίνει τό σκοπό του καί έτοιράζεται νά ,ρίιξη τη σαΐτα του πιο γρή­ γορα. Τεντώνει λυσσασμένα τη .χορδή του τόξου..: ίΚαί τότε... Τόιτε οι θεοί, όριγίζονται μέ τον βδελυρό Κάϊλ., 0<ι υπέρ­ τατες. δυνάμεις. πού παρακο­ λουθούν τίς πράξεις κάθε αν­ θρώπου,. αποφασίζουν νά.βά­ λουν πιά τέλος ατά εγκλήμα­ τα του..; . Α Ή πελώρια πέτρα στην α,κρη του γκρεμού πάνω στην όποια πατάει, ξερρι ζώνεται ξα φνικά από τη θέσι της. Ό αυ μαβο'ρος Κάϊλ μίέ μια άγρια κραυγή τρόμου και φρίκης γκρεμίζεται στο βάραθρο μα ζί της... Τό δολοφονικό χέρι του δεν πρόκειται νά χτυπήση ποτέ πιά...

ΚΑΑ _ Ο ΚΫίΜΟί

Μπέλλα. Αλλά τό καταπληκτικώτερο ζευγάρι νεόνυμφων πού έ­ γινε ποτέ στον -κόσμο, είναι άσφαλώς τού Χούπ καί τής Χούλας! Ό κουτ ο-πυγμαίος δεν μι­ λιέται άπό την απέραντη ευ­ τυχία του, αλλά καί ή πελώ­ ρια πυγμαία είναι πολύ ευ­ χαριστημένη,, γιατί σκέπτε­ ται οτι έτσι δεν πρόκειται νά τής λείψουν^ποτέ τά φρούτα γιά τά όποια τρελλαίνεται καί τά οποία ό Χούπ όρκίίστή. κε νά τής τά κουβαλάη με τά κάρρα! Σ τις γ ι ο ρτές παιρ ευ ρ ίσκέται καί ό βασιλιάς τής Νέας Άτλαντίδας ’Αβάλ, μέ την πολυάριθμηι άκολουθίσ του. Ό ίδιος ό ,Κάλ, λίγο πρίν νά γί'νη, ό γάμος, πηγαίνει καί ■κλειίνεταί1 σ’ ένα δωμάτιο; Στο νοΰ του φέρνει τή μορφή τού ασκητικού δασκάλου1 του, πού αντιπροσωπεύει Τό ■—Πνεύμα — Τής — Υπέρτα­ της — Σοφίας — Δάσκαλε, μουρμουρίζει μέ δέος, Έισύ πού ή ματιά σου 'βλέπει παντού, πέρα άπ5 τον τόπο καί πιέΐρΓ απ’ τον χρόνο, πές μου άν οί κακές μου μέρες πέρασαν στ5 αλή­ θεια καί δέν μάς παραμο­ νεύουν κ α ινούρ γιοι <κ ί νδυνο ι καΐί καινούργιες τρομερές πε­ ριπέτειες... ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ή φωνή τού Γέρου έρχεται μαικίριυά, σάν νά βγαίνη άπό ΤΗΝ Πέλλα μετά λίγες (μέρες γίνονται οί^ λαμ­ ένα πηγάδι πού νά συγκοινωνή μέ τον "Αλλον Κόσμο: πρές τελετές τού γά­ μου τού νεαρού διαδόχου— Μικρέ φίλε μέ τήν κα­ θαρή καρδιά, ό ουρανός τής ΚολλίΗτί) μέ τήν πεντάμορφη

Ε


ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

33

ευτυχίας είναι καταγάλανος (Κιαϋ έκττυφ'λωτιικιά φωτερός!.... Δεν ,μπτορώ να 5 ιακ,ρΐίνω τίττο.τα ττίσω του!... Ό Κόολ δεν προλαβαίνει νά ττη τίποτα περισσότερο, για­ τί ,ή ττόρτα άνοιγεγ ιμέ φόρα και πηΐδάει (μέσα ό Χούϊτ ττου άγνωστο πως τον έχει άνακα-

λύψει. — Σέ τσάκωσα!, τσιρί^ ζει σικασιμΛνος στα γέλια. Π α ιδ ΐιά! Τρείχάτ ε νά δητε ! Τον πάει τρία κι ένα ττού 8ά παντρειι/τή κια,ί... χάνει την πιροσ&μχή του! Τον βλέπω σέ τρία... τέρμινα (μέ την ττοδιά στη μέση νά πιλεύηι ττιάτα!

ΤΕΛΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ

ΓίΩΡΓΟΣ

Άττοκλειστικότης: Γεν. Έκδοτικαΐ Έτπχειρήσεις Ο. Ε.

ΚΑΔ

_

Ο

ΚΥΡΙΟΙ

ΤΗΣ

ΖΟΥΓΚΛΑΣ

«

ΕΒΔΜΒΑΔΙΑΙ® ΠΕΝΟΔΙΚ® ΖΟΥΓΚΛΑΣ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΚΑΘΕ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Γρ.: 'Οδός Λέκκα 22—Τόμος 2—Άριθ. 16-—Τιμή δρχ. 2 4 ——*' —————— 1 —Ρ* ——■■-»-*· »■ —— 1111"'·" — 111

■ —

^ ·'~·'-» ·ΐ|

Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρ&ς,Στρ.Πλαστνίρσ: 21 Ν. Σμύρνη. ΟΙκιο-νομ*κός Δ^ντής Γ. Γεωργί'άδης, Σφίγγός 3|. ΠροΤστ. τυπτογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Τατοοσύλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γ^χοργιάδην, Λέκκα 22, *ΑΒήν<χί.

<; ·< < ■<

<


ο ο

ΙΟ

*

I© © © ©

ο ο ο ο

ΟΣΟΙ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΟΣΟΙ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ο ο

ας τρέξουν νά άγοράσουν το νέο συναρπαστικό άνάγνωσμα, που έκυκλοφόρησε ό εκδοτικός οίκος του Μικρού "Ηρωος:

© >© >©

Γ Ό "Ηρως των Γηπέδων Είναι ή ιστορία ένός Ελληνόπουλου, που σπουδάζει στη Βραζιλία και πού αποθεώνεται στα μεγάλα γήπεδα ποδο­ σφαίρου για την ασύγκριτη τέχνη του καί την παλληκαριά του! Οί αντίπαλοί του προσπαθούν νά τον έξουδετερώρουν μέ κάθε μέσον για να πάψη νά παίρνη μέρος στους αγώ­ νες! Τον άπάγουν, τον φυλακίζουν^ δοκιμάζουν καί νά τον σκοτώσουν ακόμη! Μά ό Γ κρόκο, όπως τον έχουν όνομάσει οί φίλαθλοι, κατορθώνει πάντα νά ξεγλυστρήση, νά μοοταιώση τά σχέδια τών έχθρών του καί νά κατεβή στο γήπεδο καί νά θριαμβεύση! Μαζί μέ τον Γκρέκο, κάθε^ αναγνώστης τού νέου περιο­ δικού θά πάρη εντελώς δωρεάν καί δύο έχρωμες φωτογρα­ φίες

•ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό πρώτο τεύχος τού «Γκρέκο», που κυκλοφορεί την

Μεγάλη Πέμπτη ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΟΦΦΣΕΤ — 2 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙ­ ΡΙΣΤΩΝ — ΔΡΑΧ. 2


ΡΡ/Ν ΤέΛέΙ9££Ι ΤΗ ΦΡΜΙΗ ΤΟΥ ο όοχτ9Ρ γυρ/ςβ το δ/αμοπτη_ κπι τοτε.Γ β/χλ δίκιο ε/ΜΑί

τ£Γ αεγτερο βτβ

του σιγή

ΙίΓβ εζβφβΜΙΖΒΤβΙ ΑΠΟ

τιε <ηροηρΐΜεκΐ.ι γπεριΟΔειι ηρ/£Ματιηεε

ΠΡΓΟΤεΡ/) ΣΤΟ ΔΙΛΜΒΡΙΣΜβ του ΧΒΜΡΥ... 4*1 ρ<ίογεΗβ· 7ο ΔβΥ ΤγηΐΛΐ οερα σας εηε ΠΟΥ £Χ£)ί ΐκε4οεικβ, 4<ρ-

&Α70ΚΤΑΣ ΤΗ

ετοαεπ

ςουχςνρυ

ίκεψΗ υιου Με

γνΜβτιεε. οη°ί

ΤίΡΙ ΤΟ Μ7ΜΑ&Ατε ττ9ΐ 4εκ -μπουμ

£Γ9

το Φοροηε στο αμςτβρο χεκρ* ορρς εηρεηε. Σε ρκπ μμτ/κα ΤοητΡίζοπεκΗ βικομα το γύροικο πρίσμα ετεηεππε οεγκεε γπερίΡΜίΣ ππηκεε 4/εγογΜθ/γγρ£ τα στο ε/ν λ/ Πιο ΑΜΤίπβτοητριζοΗεΜΗ ει-

ΚΟΜΑ ΤΗΜ ΜΡΤ££ΤΡβ<μβ ΠΛ Τ[βΜΤΑ

*

ς/παι

εγτ/ΑΗΐ τιου

ΜΠ Μ€ Τ!£ ε=ΗΓ-ΗΣΒΐε 9ίτε ο χςμρυ τυμφ/πιροη κ£ Μέ ΤΗ ΜΝΗΣΤΗ ΤΟΥ) Λ79/ ΠηΤΒ ΞΡΝβ ΣΤΗ ΟΟΥ~ /ιείΣ) του αυτό τότε 4ε Με το ΔΙΗΙΟ ΤΟΥ 4£Ν #Υ7 ΤΗ 61 ΠΟΤΟ ΤΟΥ ΠΜΟΡεΡΤΗ

46Μ 6X6! 4! Η ΙΟ ' *·

Τ€Υ) ΟΣ. .


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.