ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-084-1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ; ΝΑΥΑΓΙΟ
τρομαγμένη, φωνή τού αξιω ματικού, που τους διατάζει υά ανεβούν στο κατάστρωμα, ΛΑ πηγαίνουν θαυμά τούς χάλασε τή διάθεσι καί σια. Τό ύπερωκεάνειο τούς γεμίζει αγωνία. Κάποι «Νιού Σταρ» σκίζει περήφανο τά ήσυχα νερά ος του βρίσκει τό θάρρος του καί ρωτάει: 5Ατλαντικού και οΐ επιβάτες — Μά τί συμβαίνει, επιτέ κάτω, στη μεγάλη σάλα του λους; καραβιού, τό έχουν ρίξει στο χορό .καί στο τραγούδι. Μέ Δέν προφταίνει όμως νά σα σ’ αυτή τη φασαρία καί τελείωση τή φράσι του, όταν τό θόρυβο, με τις φωνές καί άκουγεται ένας τρομακτκός τά ραδιόφωνα, ανοίγει από πάταγος, πού- κλονίζει ολά τομα ή πόρτα καί παρουσιά κερο τό πλοίο καί ρίχνει κά ζεται ένας αξιωματικός. Εί τω όσους στέκουν όρθιοι. Αυ ναι κατάχλωμος καί τά μάτια τό πού επακολουθεί, δεν μπο του είναι, διάπλατα ανοιγμέ ρεί κανείς νά τό περιγραφή. να από τον τρόμο·. "Ολοι τους ορμοΰιν για νά πε— "Ολοι στο κατάστρω ταχτοΰν έξω από τή σάλα μα!,· φωνάζει. · καί νά ανεβούν στο κατάστρω Οί επιβάτες, ξαφνιασμέ μα ,ένώ στα πρόσωπά τους νοι, σταματούν τό χορό. Ή ζωγραφίζεται ό πανικός. Μια
Ο
.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
4
Κ
ΕΡΑΥ
ΝΟΣ
«««««««««««««««<««««««««««««««*«<«««««««««««««·
φωνή ςεχύνεται παντού, που κάνει πιο τρομερή τή σκηνή, μια σπαραχτική φωνή από δ λα τά στόματα: — Β οήθε ι·α·! Β οήβε ια!... Πνιγόμαστε ί... Μερικοί προλαβαίνουν να πεταχτού ν από τήν ανοιχτή πόρτα και νά ανέβουν στή σκάλα πού όδη,γεΐ στο κατά στρωμα. Έκεΐ όμως σταμα τούν. "Ενα σύννεφο άπό μαύ ρο καπνό τούς κλείνει τό δρό μο. Δεν βλέπουν τώρα τίπο τε μπροστά τους. Στα τυφλά, προσπαθούν νά ανέβουν, μά δεν τά καταφέρνουν. Ή σκά λα έχει καταστροφή ακριβώς στο σημείο πού ενώνεται με τό κατάστρωμα. Πρέπει τώ ρα νά μείνουν έκεΐ, φυλοικισμέ νοι μέσα σ5 αυτό τό σκοτάδι του καπνού, μέσα σ5 αυτό τό κύμα τής απελπισίας και τής αγωνίας τού θανάτου, χωρίς νά ξέρουν τί γίνεται γύρω τους, χωρίς νά μπορή νά βοηθήση ό ένας τον άλλο. Μόνο οί σπαραχτικές φωνές γεμί ζουν τήν ατμόσφαιρα: — Πνιγόμαστε... Θεέ μου, βουλιάζουμε! Βοήθεια! Βοή θεια !... * * * Είκοσι ολόκληρα λεπτά κρατάει αυτή ή απερίγραπτη τραγωδία, πού ζούν οι επι βάτες τού «Νιού Σταρ». Κα νένας τους δέν ξέρει πώς έγι νε αυτή ή έκρηξι, που βρέ θηκε αυτός ό μαύρος καπνός όλσγυιρά τους καί δέν τούς άφησε νά βρουν τή σωτηρία
τους μέ τις βάρκες καί τά σωσίβια. 5Αφού πέρασαν τά είκοσι λεπτά, ό κοπτνός-, πού έχει σκεπάσει ένα μεγάλο μέρος τής θάλασσας, αρχίζει σιγάσιγά νά διαλύεται. Μά τό καράβι, μαζί μέ τούς ανθρώ πους πού κρατούσε μέσα του, έχει γίνει άφαντο! Τό έχει καταπιή ή θάλασσα καί μόνο μερικά συντρίμμια του πλέ ουν πάνω οπήν επιφάνεια... Σιγά - σιγά, τό μέρος αυτό τής τραγωδίας αρχίζει νά γεμίζηι άπό σκυλόψαρα καί καρχαρίες. Σπαθίζουν μέ τήν κοφτή ουρά τους τά κύματα προσπαθώντας νά άνακαλύψουν κάτι, πού θά ντους γέμι ση τήν άδεια τους κοιλιά. Πλησιάζουν τις κομματιαισμέ” νιες σανίδες, τούς δίνουν ένα γερό χτύπημα μέ τό ρύγχος τους καί, σαν βλέπουν πώς δέν είναι τίποτε φαγώσιμο, τις άφίνοον καί λοξοδρομούν. Νά όμως που ένας άπό τούς καρχαρίες στέκεται πιο τυχερός. Βλέπει δυο παράξε να σώματα νά επιπλέουν καί νά κινούνται πάνω στή Θάλασ σα, κάπου διακόσια μέτρα μσικρυά άπό τό μέρος τού ναυαγίου. Μοιάζουν αυτά τά σώματα σαν δυο θεόρατα βα τράχια, μέ χοντρό καί άκανόνιστο κεφάλι, κολλημένο πάνω στο μαύρο τους κορμί. Τά δυο αυτά όντα,, πού ξε φύτρωσαν μέσα άπό τούς κα πνούς τού ναυαγημένου πλοί ου, δέν τά πήρε εϊδησι μόνο ό πεινοοσμένος καρχαρίας.
Κ6^αϋ.^0ϊ
δ
<««««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««<««««> Μέσα σ’ αυτή την τραγική ε ρημιά του ωκεανού, πού θά νόμιζε κανείς πώς ποτέ δεν θά ξαναδή σημάδι ανθρώπι νης ζωής, τριακόσια περίπου μέτρα κάτω από την επιφά νεια, ένιαο μεγάλο και ατσάλι νο θηρίο κάνει την έμφάνισί του. "Εχει κάπου δεκαπέντε μέτρα μάκρος και έξη πλά τος. Οί πλευρές του είναι ά λες ίσιες και μοιάζει σάν ενα στενόμακρο κουτί. Μόνο ή μύτη του μπροστά είναι κά πως κοομπυλωτή. Τά ψάρια καί τά θηρία του βυθού βλέ ποντας τό παράξενο αυτό τέ ρας νά σταΐματάη στά νερά τους, παίρνουν αμέσως δρό μο καί γίνονται άφαντα από τό φόβο τους. Κανένα ίχνος ζωής δεν μπορεΐ κανείς νά διακρίνη κυττάζοντάς το απ’ έξω. ’Άν όμως κατώρθωνε νά μπή στο εσωτερικό του, θά έβλεπε πέντε ανθρώπους σκυμμένους πάνω σ’ ένα τραπέζι. Είναι παράξενα ντυμένοι, μέ έφαρμοστές φόρμες, κιαί τά πρό σωπά τους είναι πολύ χλωμά, λες καί έχει πολλά χρόνια νά τά δη ό ήλιος. Κυττάζουιν πε ρίεργα ένα φωτεινό καθρέφτη, πού βρίσκεται κολλημένος στο τραπέζι καί πού μέσα του κινούνται κάτι σκιές. — ’Άρικο, μιλάει ό ένας α πό τούς πέντε, σέ μια παρά δοξη γλώσσα, πού θυμίζει πολύ τά αρχαία ελληνικά, έ χω την έντυπωσι πώς αυτά τά δύο όντα, πού κινούνται στην επιφάνεια καί πού μοιά
ζουν μέ βατράχια, είναι άν θρωποι. "Ανθρωποι τού έξω κόσμου... -—· "Ανθρωποι; Καί τί εί δους στολή είναι αυτή πού φορούν; -—- Ποιος ξέρει, ίσως κανέ να καινούργιο σχέδιο, πού χρησιμοποιούν για σωσίβιο. —■ Καί τί μάς ενδιαφέρει; απαντάει τώρα ό "Αρκο, πού φαίνεται σάν αρχηγός τοΰ παράξενου αυτού σκάφους. — Καί μένα δεν μέ ενδια φέρει, μά μού φαίνεται παρά ξενο πώς κατώρθωσαν αυτοί οι δυο νά σωθούν, τη στιγ μή πού πνίγηκαν δλοι οί επι βάτες. Δεν νομίζεις καί σύ πώς φόρεσαν τά σωσίβιά τους πριν γίνη ή έκρηιξις, σάν νά ήξεραν πώς τό πλοίο θά ναυαγήση; Ό "Αρκο μένει για μιά στιγμή σκεφτικός καί κυττάζει τό σύντροφό του στά μά τια. "Εχεις δίκηο, Λοΰντι. Κάτι τέτοιο πρέπει νά συμβαίνη. ’Άν αυτά τά δυο όντα είναι άνθρωποι, μού φαίνεται πολύ ύποπτη, ή σωτηρία τους. Πριν όμως πάρουμε καμμιά απόφαση, πρέπει νά τούς πα ρακολουθήσουμε για νά δού με τί σκοπεύουν νά κάνουν. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΧΛΩΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
I ΠΕΝΤΕ άνθρωποι, πού αποτελούν τό πλή ρωμα τού άτσάλινου αλλόκοτου αυτού ύπο»
6
"
ΚΕΡΑΥΝΟ
ϊ
<««<<<«<<<<<<<<<<«<<<<<<<«<<<<<««<<««<<«<<<<««<<<««<«««««««<<<««<<<
βρυιχίου, σκύβουν ξανά τά κε φάλια τους πάνω στον καθρέ φτη του τραπέζιου. — Δόστε ακόμη διακόσια •μέτρα άνοδο!, διατάζει ό "Αρκο. Μέ την κίνησι ενός μικρού μοχλού, τό υποβρύχιο αρχί ζει νά άνεβαίνη,, ενώ οί σκιές των δυο βατράχων γίνονται σιγά - σιγά πιο μεγάλες και πιο καθαρές μέσα στρν κα θρέφτη. Τό υποβρύχιο σταματάει ακριβώς από κάτω τους καί σβυνει τη μηχανή του. — "Ανθρωποι είναι οπωσ δήποτε, παρατηρεί ό "Αρκο, προσέχοντας τις κινήσεις
Τονς
ττεονάει
τί ς
τους. Μά... αυτή ή σκιά, ττού τρέχει καταπάνω τους, σαν τί μοιάζει; Λούντι, τό νου σου! Είναι καρχαρίας! Τους μυρίστηκε καί τρέχει· νά τούς καταπιή. Γρήγορα, Αουντι, νά τον προλάβουμε! Ό Αουντι μέ ένα πήδημα φτάνει μπροστά σέ ένα μη χάνημα που βρίσκεται στον τοΐχο τού μικρού διαμερίσμα τος. Βάζει τό μάτι του πάνω σέ ένα γυαλί καί, ενώ μέ τό αριστερό του χέρι γυρίζει μια μικρή ροδούλα, τό δεξί του σταματάει πάνω σέ ένα μικρό κόκκ ινο κουμπάκι. Οί τέσσερις άλλοι, πού έ χουν σκύψει πάνω στον κα θρέφτη, παρακολουθούν μέ ά-
χει ρ ο-πεδε ς στα χέρια, κ α ί κ ατ σττ ι ν τ ον ς δέ~ νε.ι τά ιμάιτια.
Κ έ Ρ Α Υ Ν Ο Σ 1 «««««««««4«««<«<«««««««««««««««««««««««««««««<«
■Απέναντι ■ τους άρθάνεται ενςχ' πονυφηλο , παλάτι μέ άμορφους κή πους που μοιάζει σαν παραιμυθένιο.
γωνία τον τεράστιο καρχαρία. Τον βλέπουν νά προχωρή σκί ζοντας; μέ ταχύτητα τά νερά, φαίνεται πώς τον πήραν εϊδη>σΐ, γιατί * "χωρίζουν ξαφνικά καί αρχίζουν νά κολυμπούν ό σο μπορούν πιο γρήγορα. "Ά δικος, κόπος όμως! Ό καρ χαρίας, βλέποντας, τους νά χωρίζουν καί νά άπομακρύνωνται, άλλαζει κατεύθυνση διαλέγοντας τον έναν από τούς δυο. Μέ λίγα χτυπήματα τής ουράς, τον πλησιάζει τώ ρα, στρίβει- τό λαιμό του καί ανοίγει τό πελώριο στόμα του,.. -· — Λούντι!,· κάνει ό "Άρκο μέ πνιγμένη φωνή, -ένώ ό ί-'
δρώτας αρχίζει νά τρέχη από τό πρόσωπό του. Οί άλλοι σταματούν ως καί την αναπνοή τους ακόμη, α πό την αγωνία. Ό Λούντι, χωρίς νά χάση τη γαλήνη από τό πρόσωπό του καί μέ τό μάτι πάντα στηριγμένο πάνω στο μικρό γυαλί, πατάει τό μικρό κόκ κινο κουμπάκι. ■ ; Ό ’Άρκο καί οί τρεις σύν τροφοί , του βλέττουν μέσα στον καθρέφτη τον καρχαρία νά μένη ακίνητος καί μαρμαρω μένος, μέ ανοι χτό τό στό μα, ένώ ή σκιά' τού βατρά χου μένει κι5 αυτή για μια στιγμή άκίνητη, κυττάζοντας
«««4«««««<<<««<<«<<«<«<<««««««««««κ««««^««<«<<<««<««« τό νεκρό καρχαρία, χωρίς νά καμμιά ρουφήχτρα. Μέσα σέ μπορή νά καταλάβη πώς έγι λίγα δευτερόλεπτα, οί δυο νε αυτό τό θαύμα. "Έπειτα, «βάτραχοι» ρουφήχτηικαν στο μέ μερικές κουρασμένες κινή άνοιγμα τού υποβρυχίου. σεις, γλιστράει κοντά στον Μέ τό πάτημα ενός κου σύντροφό του. μπιού, ή πλευρά τού σκάφους — Πρέπει νά τούς κατε κλείνει πάλι, άφίνοντας μόνο βάσουμε πριν τούς πάρουν μερικές μικρές τρυπίτσες, εΐδησι οί άλλοι καρχαρίες, που από ιμέσα τους πετάγε λέει ό "Άρκο. ται μέ ορμή τό νερό, πού είχε — Καί τί τους θέλουμε νά κλειστή μαζί μέ τούς βατρά τούς κατεβάσουμε; απαντάει χους στήν κλούβα. "Οταν ένας άλλος. Οί νόμοι μάς α βγαίνει καί ή τελευταία στα παγορεύουν νά έχουμε συνά γόνα, οί τρυπίτσες κλείνουν, φεια μέ τούς ανθρώπους του ενώ μιά πόρτα ανοίγει από έξω κόσμου, εκτός όταν πρό τό εσωτερικό μέρος τού α κειται νά πάμε μέ ειδική α τό άλινου σκάφους. Στο ά ποστολή επάνω στή γή. νοιγμά της, παρουσιάζεται ό —- Βέβαια, οί νόμοι μας 5/Αρκο, κρατώντας ένα δυνα δεν μάς τό επιτρέπουν, μά, τό φακό στο δεξιό του χέρι, αν αυτοί οί δυο, πού μοιά κάί δίπλα του στέκεται ό ζουν μέ βατράχους, είναι άν Λούντι. θρωποι, τότε θά πρέπει νά Βλέπουν τούς δυο κακο μάθουμε πώς κατόρθωσαν νά φτιαγμένους βατράχους καί γλυτώσουν από τό ναυάγιο. δέν μιλούν. Εκείνοι σηκώνον Αυτό μάς ενδιαφέρει πάρα ται όρθιοι, κυττάζουν γιά μιά πολύ. Αουντι, πιάσε τους, σέ στιγμή μέ περιέργεια τούς παρακαλώ, για νά δούμε μέ ανθρώπους πού στέκονται ποιους έχουμε νά κάνουμε. στήν ανοιχτή πόρτα, κι5 έπει Πολύ ύποπτη, μΰύ φαίνεται ή τα αρχίζουν νά ξεντύνωνται, σωτηρία τους. νά βγάζουν τό μαύρο· καί Ό Λούντίΐ, χωρίς νά φέρη γυαλιστερό δέρμα τους, πού τήν παραμ ικρή άντ ίρρη σ ι είναι φτιαγμένο από λάστιχο. στον "'Αρκο, κατεβάζει ένα — Μπά!, κάνει ό "Άρκο μοχλό. Τήν ίδια στιγμή, τό βλέποντ ας νά παροοσ ιάζωνυποβρύχιο άρχιζει νά άνεβαίται μπροστά του αντί γιά νη, ενώ ή μιά πλευρά του, πού βάτραχοι> δυο μεγάλα παι βρίσκεται προς τήν επιφά διά. νεια, ανοίγει ατά δύο. Ό Τό ένα από αυτά είναι λε Λούντι κατεβάζει τώρα έναν πτό καί μελαχροινό, μέ μαύ δεύτερο μοχλό καί τά δυο σώ ρα έξυπνα μάτια καί τό άλ ματα αρχίζουν νά κατεβαί λο χοντρό, μέ κόκκινο πρόσω νουν μέ ταχύτητα προς τά κάτω, λές καί τά τραβάει πο, ξανθά μαλλιά καί νύστα"
ΚΕΡ ΑΥ ΝΟΣ 9 <<<«<<<<<<<<<««<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«««<««««««««««<«««««
λέα μάτια. Θά είναι ό καθέ νας τους δεκαπέντε περίπου χρονώιν. — Τα έχουμε τόσο πολύ χαμένα, αποφασίζει νά μιλήση ό λεπτός, κάνοντας ένα βήιμα μπροστά, ώστε δεν ξέ ρουμε πώς νά σάς ευχαριστή σουμε καί τί νά σάς πούμε. Αυτό πού κάνατε γιά μάς... Ό "Άρκο τοΰ κάνει νόημα νά σιωπή ση. — 3Ελάτε μαζί μας!, τούς λέει μέ αυστηρή φωνή, μιλών τας τήιν άγγλική γλώσσα μέ ξενική προφορά. Τά παιδιά τούς ακολου θούν. Τά πρόσωπά τους έ χουν πάρει τώρα μιά έκφρασι μουδιασμένη. Κ ατεβαίνουν μιά σιδερένια σκαλίτσα καί μπαίνουν μέσα σ' ένα μικρό διαμέρισμα, πού έχει στ ή μέ ση ένα μικρό τραπεζάκι, καί ολόγυρά του μερικά χαμηλά καί αναπαυτικά καθίσματα. Κάθονται καί οί τέσσερις ενώ ή πόρτα κλείνει μονάχη της, χωρίς θόρυβο. — Λοιπόν, σάς άκου με, αρχίζει ό πιο ψηλός. Πήτε μας μέ λίγα λόγια ποιοι εϊσαστε, που πηγαίνατε, πώς έγινε ή έκρηξις ατό πλοίο καί πώς τά καταφέρατε νά γλυ τώσετε μονάχα έσεΐς, από τούς τριακόσιους επιβάτες. Προ πάντων όμως, δέ θέλω νά μου πήτε ψέματα, γιατί αλ λοίμονο σας! Ή τύχη σας καί ή ζωή σας βρίσκεται αυ τή τή στιγμή στά χέρια μου.
ΤΟΜ. 0 ΝΥΣΤΑΛΕΟΣ
Α ΔΥΟ παιδιά, πού δεν περίμεναν ποτέ τους τέ τοια υποδοχή, κυττάζονται τρομαγμένα στά μάτια. — "Εμπρός λοιπόν, νά μ ή χάνουμε καιρό!, λέει πάλι ό ψηλός, ενώ ό άλλος τούς κυττάζει επίμονα από τήν κορυ φή ώς τά νύχια. — Είμαστε "Αμερικανοί καί κατοικούμε στά περίχω ρα τής Νέας Ύόρκης, απαν τάει ό μελαχροινός, ενώ ό χον τρός φαίνεται σαν νά νυστάζη ή σαν νά τά έχη κυριολε κτικά χαμένα. "Εγώ είμαι γυιός τού μεγάλου μηχανικού Τζών Γκόρντον καί ονομάζο μαι Μπίλλ. Ό φίλος μου καί συμμαθητής μου, από δώ, ο νομάζεται Τόμ Ι< έννεντυ καί είναι γυιός τού περίφημου χη μικού τής Νέας Ύόρκης, πού ή ήρε φέτος τό βραβείο Νόμπελ τής φυσικής καί τής χημείας. — Μμ..., κάνει ό ψηλός ενώ ό άλλος βγάζε ι ένα χαρτί καί αρχίζει νά σημειώνη κάτι. Κα] τί ζητούσατε μέσα στο πλοΐο; —Ταξιδεύαμε γιά τήν Ευ ρώπη όπως καί οί άλλοι επι βάτες. — Μαζί μέ τις οικογένειες σας; — "Όχι, μονάχοι μας. Τό σχολείο μας προκήρυξε τό χειμώνα ένα διαγοονισμό γιά τήν κατασκευή μιάς πρωτό τυπης μηχανής. Τό βραβείο ή ταν ένα εισιτήριο δωρεάν γιά
Τ
10
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««««««««««««<««««««««««<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<««<< την Ευρώπη. Στον δισγωνί" σμο αυτό ηρϋαμε πρώτοι ε γώ καί .ό φίλος μου. Ξεκινή σαμε- μέ τόση χαρά από τη Νέα Ύόρκη. Που νά ξέραμε όμως . πώς θά μάς στοίχιζε τόσο πολύ! * — Νά όμως, φίλοι μου, που σέ σάς δέν· στοίχισε κα θόλου! Αλλά··· πώς φανήκα τε τόσο έξυπνοι καί φορέσα τε αυτές τις .συσκευές; -— Δεν φανήκαμε καθόλου, έξυπνοι. Είχαμε κατεβή στο αμπάρι του πλοίου έτσι·, από απλή περιέργεια, καί περιερ γαζόμαστε τό κάθε τί. Σέ μιά γωνία, βρήκαμε κάτι πε ρίεργες στολές, πού έμοιαζαν
μέ βατράχους, κοοΐ τις φορέ σαμε μόνο· και μόνο γιά. νά... μασκαρευτουμε καί νά γελά σουμε, γιατί μάς φάνηκαν τό σο αστείες! Επάνω στα γέ λια μας ακούσαμε μια μικρή εκρηξι στο· ίδια διαμέρισμα καί είδαμε ένα σύννεφο κα πνού νά πετάγεται από μια γωνιά. Χωρίς νά χάσουμε καιρό, ανεβήκαμε τρεχάλα στο κατάστρωμα' καί. άναφέρισμε τό γεγονός στον πρώτο αξιωματικό πού συναντήσαμε. Εκείνος, μέ τη σειρά του, τό είπε στον καπετάνιο, ό όποιος διέταξε νά σημάνουν συναγερ μό·, καί νά ανέβουν όλοι στο κατάστρωμα. Δεν πρόλαβε δ-
"Βνρ; λ άντερο· φως μιαίνει άτό" ·τό ττσ.όάθυοΌ. καί τρία όπλί' ονένα *έρ ι α έτοιμάζο νται να ττνραβοληαονν.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Μ
««««««««««««««««<«««<«<«««««««««««««««««««««««,
Ό Βάγκ (ιέ τό, πιστόλι στο χέρι βγαίνει οπτό τό τταραβάν και ; ττοογωοεί αργά και άττειλπτι κά... μως καθείς νά άνέβη, γιατί ξαφνικά ακούστηκε .μια δεύ τερη, πολύ πιο τρομερή έ<ρηξι και ένα πελώριο σύννεφο καπνού -βγήκε από τό πλοίο και τό τύλιξε ολόκληρο. Χοο·* ρίς·καλά - καλά νά καταλά βουμε τί συνέβη, βρεθήκαμε και οι δυό μας μέσα στη. Θά·· λασσ α, φορώντ ας άκό μη τις στολές πού' βρήκαμε στο α μπάρι τού πλοίου. Αυτό μάς έσωσε. Είμαστε οι μόνοι πού σωθήκαμε από τό ναυάγιο, μά, δον δεν βρισκόσαστε · ε σείς, θά . μάς είχαν καταβρο··. χθΓσει τώρα οί 'καρχαρίες... . • Ό ψηλός σηκώνεται από τομα ©πάνω καί χτυπάει τη
γροθιά του στο τραπέζι, ενώ τά μάτια του πετΟυν άγριες φλόγες. : — Ψεύτες!, φωνάζει. Εϊ·· σαστε πρώτης τάξεως ψεύ τες! Γιατί δεν μου λέτε την αλήθεια; . Ό χοντρός, όσην ώρά μι λούσε ό φίλος του, είχε γεί.·· ρει τό κεφάλι και είχε άποκοιμηθή !· Με. τό θόρυβο δμως, πού έκανε ή..γροθιά τού ψη λού πάνω στο τραπέζι, πετά γεται απότομα,: κυττάζει για μια στιγμή χαζά γύρω κ·Γ έ πειτα κάνει νά ριχτή έπάνω του·. Ό ψηλός, χωρίς νά. χά ση καιρό, τού δίνει μια γερή γροθιά καί τόν ξαπλώνει ψαρ·*
12
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««<«««««««««««««««««««<«««««««««««««««<« δύ - πλατύ κάτω! Ό καημέ νος ό χοντρός σηκώνεται πά λι επάνω, τρίβει τό χτυπημέ νο του πρόσωπο και κάθεται ήσυχα - ήσυχα στο κάθισμά του. Σχεδόν αμέσως χασμου ριέται καί τά μάτια του αρχί ζουν να γλαρώνουν πάλι. — Μάς απειλείτε κιόλας; ουρλιάζει τώρα ό ψηλός. — Μην παρεξηγήτε τό φί λο μου, απαντάει τό μελαχροι νό παιδί,, δεν ήθελε νά σάς κάνη κακό. "Έχει μεγάλη α δυναμία στον ύπνο καί δέιν χάνει την ευκαιρία, όπου καί νά βρίσκεται! Ή γροθιά σας στο τραπέζι τον βρήκε κοι μισμένο καί, δπως καταλα βαίνετε, ξύπνησε απότομα... — Ωραία δικαιολογία ! Ψεύτες! Θά μου πήτε, ναι ή όχι, την αλήθεια; — Ποια αλήθεια; ρωτάει τώρα ό χοντρός καί ανοίγει μέ δυσκολία τά γλαρωμένα μάτια του. — Την αλήθεια πώς έσεΐς βουλιάξατε τό πλοΐο! Έσεΐς πήρατε στο λαιμό σας τόσες ψυχές! Εϊσαστε μικροί ακό μη στην ηλικία, μά δεν αίσθανθήκατε καμμιά τΰψι καί στείλατε στον "Αδη τριακόσιους ανθρώπους! Τά παιδιά δεν προλαβαί νουν καλά - καλά νά συνέλθουν από την έκπληξί τους καί νά απαντήσουν, δταν α νοίγει ή πόρτα καί παρου σιάζεται ένας τρίτος άνθρω πος, κρατώντας στο χέρι του ένα χαρτί. Τό δίνει στον ψη λό κι* άψου τό διαβάζουν καί
αί τρεΐς τους, σέ μιαν άγνω στη γλώσσα, αρχίζουν μια ζωηρή συζήτησι αναμεταξύ τους. Τό ξανθό παιδί δεν μπορεί νά καταλάβη τί λένε καί δεν τό πσλυνοιάζει νά μάθη τί γλώσσα είναι αυτή. Ό άλλος δ μ ως έχει τεντώσει τ5 αυτιά του καί φαίνεται πώς κάτι καταλαβαίνει από τό μίλημά τους. Μόλις βγαίνει έξω από τό διαμέρισμα εκείνος πού έφερε τό χαρτί,, ό ψηλός ρίχνει στά παιδιά μιά ματιά, πού μοιά ζει σάν κεραυνός. — "Ωστε δεν ανατινάξατε έσεΐς τό πλοΐο; — 5Ασφαλώς δχι! Τί θά είχαμε νά κερδίσουμε κάνον τας αυτό τό πράγμα; — Τότε τά μηχανήματα πού είχατε μέσα στη βαλί τσα- σας τί τά θέλατε; — Τά μηχανήματα; Μά... αυτά δεν ήταν, παρά δυο α θώα ηλεκτροκίνητα παιχνιδάκιια πού τά φτιάξαμε μονάχοι μας καί τά πήραμε μαζί μας γιά νά περνούμε τις ώρες μας στο ταξίδι! Μά... πώς ξέρετε τί είχαμε στη βαλίτσα μας; —· Παιχνιδάκια, έ; Πολύ καλά. Τό βλέπετε αυτό τό χαρτί πού μοΰ έφεραν τώρα; Είναι ένα ραδιογράφημα, πού μού έστειλε ό πράκτοράς μου από τη Νέα Ύόρκη. Άπό ό λους τούς επιβάτες τού πλοί ου, εσάς βρήκε τούς πιο ύπο πτους. "Εχει μεγάλο δίκηο. Εΐσαστε οι μόνοι · πού γλυτώ σατε, φορώντας τά σωσίβια.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
13
««««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««<««««« Γι5 αυτό και σάς περιμένει ή κρεμάλα! 5Όχι γιατί πνίγη καν για χάρι σας τόσοι και τόσοι αθώοι. Αυτό δεν μάς εν διαφέρει καθόλου. Έκεΐνο πού μάς ενδιαφέρει είναι νά μά θουμε από ποιόν πήρατε τις οδηγίες νά βουλιάξετε τό πλοϊο, πο ιοί συινεργάζοντα ι μαζί σας καί για ποιο σκο πό ! Δεν έχω νά σάς πώ πολ λά λόγια. Σάς άφίνω λίγο καιρό στή διάθεσί σας γιά νά σκεφ'θήτε καί νά μάς πήτε την αλήθεια. Θέλω μέσα σέ μιά ώρα νά μου φανερώσετε όλα τά πρόσωπα, πού συνερ γάζονται μαζί σας καί πού σάς ανέθεσαν νά βυθίσετε τό πλοίο. Καί μη νομίσετε πώς έχετε νά κάνετε μέ τά δικά σας δικαστήρια καί τή δικαιο σύνη τής γης. Ή Αίντα^, ή σοφή βασίλισσα- μας, ξέρει νά τ ιμω ρή πάροδε ι γματ ικά τούς προδότες της καί όσους τους βοηθούν στήιν προδοσία τους κιαί στά σχέδιά τους! Λέγοντας αυτά τά λόγια, ανοίγει την πόρτα καί βγαί νει έξω από τό διαμέρισμα, μαζί μέ τον άλλο, πού κρα τούσε τίς σημειώσεις πάνω στο χαρτί. Ή πόρτα κλείνει αυτόματα, τό ψώς σβύνει καί τό δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι. ΜΕ Τ Α ΜΑΤΙΑ ΔΕΜΕΝΑ
ΡΩΤΟΣ αρχίζει νά μιλάη ό χοντρός: — Μπίλλ,, τί πράγ* μίατα είναι αυτά; Πού βρι-
σκόμαστέ; Τί ζητούν αυτοί οί άνθρωποι από μάς; Γιατί είναι έτσι κίτρινοι; Γιατί φο ρούν αυτά τά ρούχα; Γ ιατί μέ χτύπησαν; — Γ ιατί είσαι βλάκας! — Μά... τί έκανα; — Ξύπνησες απότομα καί πήγες νά τού έπιτεθής, χω ρίς νά ξερής τί κάνεις. Αυτός ό ύπνος σου όλο σέ μπελάδες μάς βάζει. Δεν μπορείς νά κράτησης ανοιχτά τά μάτια σου, καημένε; Έδώ χανόμα στε καί σύ τό χαβά σου. — Χανόμαστε; Λές άλήθεια νά χανόμαστε, Μπίλλ; — Χμ... Τί νά σού πώ, Τόμ... Έκεΐνο πού ξέρω είναι πώς την έχοιυμε άσχημα, για^· τί δεν ξέρουμε “μέ ποιους έ χουμε νά κάνουμε. Ή συμπε ριφορά τους μοβ φαίνεται αρ κετά παράξενη. Είδες τίς φυσ ιογνωμ ίες τους; Φ αίνοντα ι σαν νά μην είναι άνθρωπΟΊ τής γής. Τό πρόσωπό τους είναι χλωμό, κιτρινωπό. Τά ρούχα τους δεν μοιάζουν σαν τά δικά μας. Καί φαίνεται πώς τά φτιάχνουν μέ διαφο ρετικά υλικά από τά δικά μας. Έκεΐνο όμως, πού μέ παραξενεύει, είναι ή γλώσσα τους, -έρεις σάν ποια μοιά ζει; Σάν την * Αρχαία Ελλη νική ! — Εκείνη πού .μαθαίνου με στο σχολείο; -—- Ναί! Τό κατάλαβα μό λις άρχισε νά διαβάζη τό χαρτί, ζεχώρκσα αρκετές λέξεις. -— Άμ’ εκείνη ή Λίίντα, ή
14
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««<««««««<«*<«««««««««««««««<<««««<*<«<«<«««<«««« τή πάλι; Γιατί έμεινε άκίνητος τή στιγ —- "Η βασίλισσα του τόμή που ήταν έτοιμος . νά σε που τους. ■ Που νά βρίσκεται άρπάξη; "Έπειτα, το σχήμα δμως αυτή ή χώρα; Στοιχητου υποβρυχίου,. τά παρά ζε ματίζω πώς έχουμε νά κά- 5 να διαμερίσματά του, τά μη·· νουιμιε με μια ώργανωμένη χανήματά του..·. · Πρόσεξες σπείρα τρελλών άνθρώπων! πόσο - διαφορετικά είναι όλοι — Μπίλλ, φαίνεται πώς αυτά από έκεΐνα πού ξέρουράς παρακολουθούσαν από με. έιμεΐς;. τή Νέα Ύόρκη ακόμη. Γιατί · — Λες νά μην έχουμε νά όμως; Γιατί τά έχουν βάλει κάνουμε μέ ανθρώπους τής μαζί μας;. Ποιος είναι εκείνος γης; πού μάς κατηγορεί και τούς —-Πολύ τό φοβάμαι, Τόμ!. είπε πώς εμείς τινάξαμε τό Ό Θεός, πού μάς- βοήθησε νά θά είχαμε πνίγη, άν δέν εΤ~ χαμέ φορέσει από περιέργεια τις στολές τών βατραχανθρώπων, πού χρησιμοποιούν οι. κολυμβητές, , δταν θέλουν νά μενουν πολλή ώρα μέσα στο βυθό; . — Πρώτα-πρώτα δέν πρέπει νά χάσουμε μέ κανένα τρόπο τό θάρρος μας!, λέει ό Μπίλλ. "Ασφαλώς, κάποια παρεξήγησι συμβαίνει·. Λες νά μάς,κρεμάσουν, τόσο ευκολα; Έκτος πιά, άν πραγμά* τικά είναι τρελλοί. Έκεΐνό πού μου κινεί δμως την περίέργεια> έκτος από τό μίσος πού τρέφουν . απέναντι μας καί την παράξενη συΐμπεριφορά τους, είναι καί τά μυστήρια πρύ τούς περιβάλλουν. — Ποια μυστήρια; ρωτάει. μέ αφέλεια ό Τόμ κΓ αρχίζει ν ά χασμουριέται.· -__ —- Ποιά μυστήρια; -έχασες πώς λίγο έλειψε νά σέ
. ξουμε κυζ από αυτούς τούς ανθρώπους, Τά'παιδιά σοοπαίνουν και βυθίζονται σέ σκέψεις^ κάνον τας τις πιο απίθανες ύποθέσεις μέσα στο μυαλό τους, ΓΟσο κγ άν προσπαθούν δμως,. δεν μπορούν τίποτε νά καταλάβουν γιά τό παράξενο -αυτό υποβρύχιο και γιά την περίεργη, συμπεριφορά τών ανθρώπων του απέναντι τους, Οι στοχασμοί τους αύτοί δέν κρατούν γιά ττολύ. Ή πόρ τα ανοίγει καί παρουσιάζεται πάλι ό' ψηλός μέ τό σύντρο·· φό του. ' —— Λοιπόν, ~ αποφασίσατε νά μάς πήτε την αλήθεια; ρωτάει. — Ή αλήθεια είναι έκείνη τρού σάς είπαμε, απαντάει 6 Μπίλλ.. Είμαστε δυό ταξιδιώ■ τες κόοΐ δεν έχουμε την ■ πα ραμιικρή ιδέα γΐιά όσα μάς κατηγορείτε.· Τό μόνο πού ξέρουμε είναι δτι σωθήκαμε μό-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
15
«««««««««««««««««««««««««««««««««<«««<«««««««« νο και μόνο γιατί είχαμε την περιέργεια νά φορέσουμε τή στολή των βατραχανθρώπων. Τίποτε άλλο δεν ξέρουμε νά σάς πούμε. Ό δεύτερος άντρας, χωρίς : νά προφέρη λέξι, τούς πλη σιάζει και τούς περνάει χει ροπέδες στά χέρια. "Επειτα τούς δένει καί τα μάτια. . -— Ή σημερινή ήμερα εί ναι ή τελευταία τής ζωής σας πού άντ ικρύσατε τό φώς τού ήλιου!,, τούς λέει ό ψηλός. — Γιατί;... Δεν πρόκειται νά μάς λύσετε ποτέ τά μά τια; ρωτάει παραξενεμένος ό Τόμ. Μια γερή σπρωξιά τούς βγάζει καί τούς δυο από τό διαμέρισμα. Τίποτε δεν βλέ πουν τώρα γύρω τους. Άκούν μονάχα πιο πολλές ψωνές, καί, κοντά σ’ αυτές, τή φωνή τού ψηλού πού όλο καί κάτι λέει, λες καί δίΐνει διαταγές στους άλλους. Τό υποβρύχιο τώρα φαίνεται πώς έχει λιγο στέψει τήν ταχύτητά του. Σέ μιά στιγμή, άκούγεται ένα έντονο κουδούνισμα καί τό υ ποβρύχιο σταματάει λές καί κόλλησε ξαφνικά στο βυθό. Περνούν αρκετά λεπτά σ’ αυ τήν τήν άκινησία κΓ έπειτα τά δυο παιδιά νοιώθουν ένα μεγάλο τράνταγμα καί κρα τιούνται γερά από τά καθίσματά τους για νά μή πέ σουν. Τό υποβρύχιο μένει πάλι ακίνητο,, ενώ οί άνδοες του ανεβοκατεβάζουν κάτι μο χλούς, κι3 αρχίζουν όλοι μα
ζί ένα μελωδικό τραγούδι σέ παράξενη γλώσσα. Ό Μπίλλ νοιώθει ένα χέρι νά πιάινη τό μπράτσο του. — Σηκωθήτε, νεαροί μου! Είναι καιρός πιά νά βγαί νουμε. Μέ τά χέρια δεμένα καί τά μάτια πάντα κλειστά, σηκώ νονται καί οί δυο τους. Βα δίζουν επάνω σέ σανίδες πού τραμπαλίζονται*, καί σέ λί γο πατουν σέ στερεό έδαφος. 5Εκεί τούς λύνουν τά μάτια καί τούς ελευθερώνουν τά χέ ρια. Τά παιδιά ανοίγουν περί εργα τά μάτια τους, γιά νά δουν πού βρίσκονται. Βλέ πουν, δίπλα τους, τό άτσάλινιο υποβρύχιο ακίνητο μέσα σέ μιά μεγάλη δεξαμενή. Κοντά στή δεξαμενή, υψώνε ται ένα μεγάλο σπίτι, πού τά παράθυρά του είναι ολό φωτα. Όλόγυρά τους, βρί σκονται μεγάλα καί περίερ γα μη,χανήματα, πολύ διαφο ρετικά από τά μηχανήματα τής γης. ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΧΩΡΑ
Ο
ΜΠΙΛΛ σηκώνει τό βλέμμα του προς τον ουρανό. Βλέπει ένα θόλο λευκό σαν μάρμαρο, α πέραντο, χωρίς άκρη, νά τον στολίζουν χιλιάδες φώτα, σέ παράξενα σχήματα! ’Άν δεν έβλεπε αυτά τά φώτα κι’ αυ τόν τον κστάλευκο ουρανό, θά νόμιζε πώς βρισκόταν σ’ ένα μέρος τής γης, πού τό λου-
16
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««<<<«««<<«««««««<<«<««<«<««<<<««««««<««<«««<«««««<<««<, ζει ό^χρυσός ήλιος. "Ομως ε δώ τδ περιβάλλον ξεχωρίζει τόσο πολύ από τή γή! Τούς πλησιάζουν δυο άν τρες, κατ άχλωροι κι5 αυτοί, ντυμένο ΐι μέ την ίδιο εφαρμο στή φόρμα. Μονάχα στο πέ το τους έχουν καρφιτσωμένο ένα λευκό αστέρι. Χαιρετούν τους ανάριες του υποβρυχίου, κυττάζουν περίεργα τά παι διά κι* έπειτα υπογράφουν κάτι^ χαρτιά. Αφού λένε με ταξύ ^τους -μερικές φράσεις, οι δυο άντρες ξαναμπαίνουν στο μεγάλο κτίριο, ενώ ο! υπό λοιποι μαζί μέ τον Μπίλλ καί τον Τόιμ, μπαίνουν μέσα σ’ ένα παράξενο όχημα, πού εχ«τ σχήμα χελώνας. Τό καβούκ ι τού αλλόκοτου αυτού αύτοκ ιινήτου , είναι δ ιαφ ανές καί ο:ί ρόδες του δεν φαίνον ται. 0! άντρες άφίνουν τά παιδιά να περάσουν πρώτα καί κατόπιν μπαίνουν κι’ αυ τοί. Ή πόρτα τού οχήματος κλείνε,ι> απότομα, χωρίς νά άγγίιξη, κανένας τους τίποτε, καί τό εξωτικό αυτοκίνητο ξεκινάει μέ ταχύτητα, χωρίς ?ά τό όδηιγή κανένας! 3Από τό τζάμι ό Μπίλλ κυττάζεΐι έξω. Πιο πέρα από τον πλατύ καί πεντακάθαρο δρόμο, άπλώνονται απέραν τες φυτείες μέ χαμηλά δέν τρα, πού μοιάζουν σαν τά σ ι μπόλια τής γης τό φθινόπω ρο, όταν κιτρινίζουν τά φύλλα τους. Προσέχει1 κοΓΓάπληκτος δτι στην αλλόκοτη αυτή χώ ρα, έκτος από τούς κανονι
κούς δρόμους, ύπάρχουν καί άλλοι εναέριοι, πού εκτείνον ται προς κάθε καπεύθυνα ι, πολύ πάνω άπό την έπιφάνεια τού εδάφους! — Πού βρισκόμαστε; τολ μάει νά ρωτήση. — Θά τό μάθης, αργά ή γρήγορα, του άπαντά ό ψη λός. "Αν δέν πεθάνης πριν τό μάθης!... Ό Μπίλλ δέν ξαναρωτάει. Κυττάζει μονάχα ολόγυρά του μέ θαυμασμό. Αρχίζουν τώρα νά ξεφυτρώνουν κάτι τε τράγωνα μικρά κτίρια, χτι σμένα στη σειρά, μέ τάξι καί μέ γούστο. Ό ουρανός οστό ψηλά απλώνεται πάντα κατάλευκος καί απέραντος, χωρίς άκρη. — Μπ ίλλ !, φώναζε ι - ξαφν ι κά ό Τόμ. Κυτταξε! Μπροστά τους, παρουσιά ζεται ένα άλλο αυτοκίνητο, πού τρέχει όλόϊσια καταπάνω τους μέ μεγάλη, ταχύτητα. Τά δυο αυτοκίνητα σέ λιγάκι θά συγκρουσθούν! Δεν τούς χω ρίζουν παρά λίγα μέτρα α κόμη,... % , Ό Μπίλλ κυττάζει μέ α γωνία τά πρόσωπα των συν τρόφων του. Τούς βλέπει νά γελιουν. Ρίχνει τώρα τό βλέμ μα του μπροστά. Τά δυο πα ράξενα αυτοκίνητα μόλις φτά νουν σέ άπόστασι πέντε μέ τρων τό ένα από τ’ άλλο, κά νουν καί τά δυο μια διαφορε τική στροφή κι’ έτσι δέν γίνε ται ή σύγκρουσις! — Μά πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτά 6 Μπίλλ. Μήπως ύ-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
πάρχείί καδένας κρυμμένος ο δηγός και έστριψε τό βολάν; -— Υπάρχει τό ήλεκτρομαγνητ ιικό μάτιι!, ταυ άπαν τά ό ψηλός. "Αντικαθιστά καί τον πιο έμπειρο οδηγό τής γης. "Εδώ δεν συμβαίνουν πο τέ^ δυστυχήματα, όπως σέ σάς. Τά αυτοκίνητά μας ξε κινούν καί σέ κατεβάζουν ε κεί πού θέλεις μοναχά τους, χωρίς νά ικάνσυν ποτέ λάθος! Σέ λίγο, τό αυτοκίνητο σταματάει καί ή πόρτα ανοί γει πάλι. Κατεβαίνουν όλοι τους. Μόλις πατούν τό πόδι τους στη γη, τό αυτοκίνητο παίρνει μπρος μοναχό του καί', σέ λίγα δευτερόλεπτα!, γίνεται άφαντο από τά μάτια τους. Γυρω τους άπλώνεται τώ ρα μια μεγάλη πλατεία, ενώ ένα πλήθος κόσμου τούς πε ριμένει. Μόλις βλέπουν τά δυο παιδιά, τά πλησιάζουν κι5 αρχίζει μια μεγάλη φασα ρία από φωνές καί τραγού δια. "Ολοι αύτοα οί άνθρωποι γύρω τους, μοιάζουν μέ τούς ανθρώπους τής γής, μόνο πού είναι λεπτοί στο σώμα, χλω μοί στο πρόσωπο καί τά μαλ λιά τους είναι πολύ ξανθά. Φαίνονται όλοι τους1 χαρού μενοι. Στά μάτια τους δμως ζωγραφίζεται ή περιέργεια, μπροστά στά δυο παιδιά, πού ξεχωρίζουν καί στο χρώ μα καί στά ρούχα. — Ποιοι είναι οί επισκέ πτες πού μάς φέρνεις από τό ταξίδι σου, "Άρκο; ρωτάει κάποιος.
17
Τον ρωτάει μέ τη δική τους γλώσσα. Ό Τόμ δεν μπορεί νά ξεχωρίση ούτε λέξι, Ό Μπίλλ όμως καταλαβαίνει την έρώτησι. — Είναι αιχμάλωτοι τής Αίντας, απαντάει στο περίερ γο πλήθος ό ψηλός άντρας του υποβρυχίου, κάνοντας νόημα στά παιδιά νά τον α κολουθήσουν. Ό Μπίλλ καί ό Τόμ, σαν υ πνωτισμένοι άπό τον παρά ξενο καί όμορφο κόσμο πού βλέπουν γύρω τους, τόιν ακο λουθούν ενώ ξωπίσω τους έρ χεται ό δεύτερος άντρας τού υποβρυχίου. Απέναντι τους, ορθώνεται ένα πανύψηλο πα λάτι μέ περίεργη αρχιτεκτο νική, που τό ζώνει ένας ό μορφος κήπος μέ λουλούδια καί μέ δέντρα λογής - λ ο γής. Δέντρα όμως μέ αλλόκοτα φύλλα καί σχήματα, πού δέν θά μπορούσε κανείς νά δή σέ κανένα μέρος τής γής. "Ανεβαίνουν τά όμορφα, κατάλευκα σκαλοπάτια του παλατιού αυτού, πού μοιάζει σαν παραμυθένιο, καί σταμα τούν μπροστά στη μεγάλη του πόρτα. "Αμέσως, ή πόρτα ανοίγει καί παρουσιάζεται έ νας άνθρωπος. Κυττάζει κα λά - καλά τούς νεο*φερυένους κι" αφού λέει μερικές λέξεις στον "Άρκϋ', χάνεται στο βά θος ενός μεγάλου διοδρόπου. Σέ λίγο παρουσιάζεται πάλι. -— Ή βασίλισσα θέλει νά σάς δή αμέσως, "Άρκο. "Α κολουθήστε με. Τά δυο παιδιά ακολουθούν
Ιβίϋΐιιΐϋ
Ι11ΙΙΙΙΙΙΙ1Ι18
¥ή9:%ί$:ίίΑ
:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:■
■'·:···:
χ·:·:·:·:·:·:·χ·:·ν·:·ι·:·νν:::·>:;:::.
ΙΙΙΙΙΙΙίΑ
,ν.ν
·:·:·>:·
Λ^'
Μέ λίγα χτυπήματα τής ουράς πλησιάζει τον &να άπό τούς δύο, στρίβει το λαιμό του, καί άνοί γει τό π-ελώοιο στόμα του.
20
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<ι:<<<<α<<<\<<<<< <««««« τον/ άνθρωπο πού προχωρεί μπροστά, ενώ μά αγωνία τούς κόβει την ανάσα. "Ολα τούς φαίνονται παράξενα καί απίθανα, λες καί ζούν σε κα νένα παραμύθι. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ
ΙΑ μεγάλη πόρτα άΙΙ&μΆ νοίγεί' καί παρουσιάανϊΙ ζεται μπροστά στά έκπληκτα -μάτια των παιδιών μιά απλόχωρη σάλα. Στη μέ ση ακριβώς, πάνω σέ ένα θρόνο, κάθεται μιά όμορφη καί νέα γυναίκα με κατάξανθα μαλλιά κάί μέ λαμπερά μάτια, πού μοιάζει σάν νε ράιδαν — Αγαπητέ μου "Αρκο, λέει μέ .μελωδική φωνή, έλα βα ένα ραδιογράφημά σου καί περίμενα μέ αγωνία τούς αιχμαλώτους σου. Πές μου, σέ παρακαλώ, τί συμβαίνει: Ό "Αρκσ κάνει μιά υπό κλισή κι5 αρχίζει: -— Ό πράκτοράς μας πού βρίσκεταιι στη Νέα. Ύόρκη, μέ πληροφόρησε μέ τον ασύρ ματο, όταν ακόμη βρισκόμουν στον ωκεανό μέ τό υποβρύ χιο, πώς κάποιοι τον παρα κολουθούσαν καί μέ ειδοποίη σε πώς, για νά ξεγελάση τούς ανθρώπους πού τον πα ρακολουθούσαν, θά έκανε πώς βγάζει εισιτήρια γιά νά τα ξί δέψη στην Ευρώπη μέ τό ύπερωκεάνε ι ο « Ν ιού Σ τ άρ». Πραγματικά, κατάφερε νά τούς ξεγελάση πώς θά ταξί δευε, ένώ αυτός έμεινε πίσω.
Έγώ αποφάσισα τότε νά πα ρακολουθήσω τό πλοίο, γιατί σκέφτηκα πώς οί κατάσκοποι θά πήγαιναν κι5 αυτά στην Ευρώπη. Στη μέση όμως τού ;Ατλαντικού, είδα το «Νιού Σταρ» νά τινάζεται στον αέ ρα! "Ολοι οι επιβάτες του πνίγηκαν, έκτος από τά δυο αύτά παιδιά, πού είχαν φο ρέσει από πριν μιά στολή των βατραχανθρώπων. Ρίχνει μιά σκυθρωπή μα τιά στά παιδιά καί συνεχίζει: —Νομίζω, βασίλισσα μου·, πώς 5έν χρειάζεται νά μά θουμε ποιοι εΐναι οί άνθρωποι πού κατασκόπευαν τον πρά κτορα μας. "Ενα δεύτερο σή μα πού έλαβα, επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί καί τό δίνει· στη βασίλισσα. — Ή βόμβα, προσθέτει, πού βουλίαξε τό πλοίο·, ήταν τού δικούμσις τύπου, γιατ'ί, όπως τό ώμολόγησαν καί οί ίδιοι, έγινε πριν από τη με γάλη έκρηξι μιά μικρότερη. Φαίνεται καθαρά πώς τούς την έδωσε κάποιος δικός μας, προδότης! Σάς τούς ερερα λοιπόν εδώ γιά νά τούς κά νετε νά μιλήσουν καί ν’ απο φασίσετε γιά την τύχη τους... Ό Μπίλλ κυττάζει θαρρε τά την ξανθά βασίλισσα στά μάτια καί ετοιμάζεται νά μιλήση. — Οχι εσυ, του λεει εκεί νη στην αγγλική γλώσσα. Μου φαίνεσαι άρκετά πονη-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ 21 ««<««««<««<<<«««««««««««««««««««««««««««««<«««««< ρός. Θά ρωτήσω τον άλλο. Ό Τόιμ ξεροκαταπίνει και κοκκινίζει ώς τ’ αυτιά. Τά έ χει εντελώς χαμένα και δεν μπορεί νά καταλάβη τί συμ βαίνει γύιρω του. "Αχ! Πώς θά ήθελε νά τελείωση, δλη αυ τή ή φασαρία γιά νά τό ρίξη...ιστόν ύπνο συνέχεια δώ δεκα ολόκληρες ώρες! Μέ κόπο κρατάει τά μάτια του ανοιχτά! Πρέπει όμως νά μή τον πάρη ό ύπνος ώσπου νά τά βγάλη πέρα μ5 αυτούς τούς ανθρώπους, μέ τούς ό ποιους έμπλεξαν χωρίς νά τό περ ιμένουν. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει ή πόρτα. Στο άνοιγμά της παιρουσιάζεται ένας άνθρω πος. Είναι ένας ψηλός άντρας καί στο άριοτερό του μάγουλο, κοντά στο μάτι, έχει ένα σημάδι, μιά ουλή, σαν σταυ ρό. Κάνει μιά ύπόκλισι καί κυττάζει ένα - ένα μέ προ σοχή τά δυο παιδιά. — Καιρό έχω νά σε δώ, Βάγκ, τού λέει ή βασίλισσα. —"Εμεινα λίγες μέρες στο κρεβάτι), απαντάει ό Βάγκ. Φοβήθηκα μήπως είναι τίπο τε σοβαρό, άλλά ευτυχώς μου πέρασε. Μιά μ ικροαδιαθεσία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χωρίς κανείς νά τό περιιμένη, ό νυσταγμένος Τό)μ τινάζεπαΐι καί γουρλώνει τά γλαρωμένα μάτια του. Μέ έ να πήδημα βρίσκεται μπρο στά στο νεσφερμένο καί τον κυττάζει επίμονα στο μέρος
του προσώπου του πού έχει τό σημάδι. — Πόσες μέρες έμεινες στο κρεβάτι σου; τον ρωτάει θαρρετά. • Ό Μπίλλ τά χάνει. Δεν μπορεί νά καπαλάβη τί θέ λει νά πή καί πού θά καπα λή ξη ό φίλος του. Μήπως του ήρθε καμιμιά τρέλλα έτσι α πότομα; Μήπως είδε κανένα κακό όνειρο έτσι όπως κοι μόταν ολόρθος; — Γιατί ρωτάς; απαντάει αυστηρά ή βασίλισσα. — Θά ήθελα νά μάθω, με γάλη μου βασίλισσα, άν τό κρεβάτι του κυρίου είναι εδώ, στην παράξενη πολιτεία σας, ή στή Νέα Ύόρκη! "Ολοι τους κυττάζονται μέ απορία. Ό Μπίλλ αρχίζει τώρα νά καταλαβαίνη. Ό άν θρωπος αυτός, μέ τό σημαδε μένο πρόσωπο, είναι γνωστός του! Κάπου τον έχει συναν τήσει! —Τί θέλεις νά πής; μοογγρίζει απειλητικά ό σημαδε μένος. — Θέλω νά πώ ότι, πριν ξεκινήση τό «Νιου Σταρ» α πό τό λιμάνι τής Νέας Ύόρ κη ς, σέ είδα νά βγαίνης μέσα άπό τό πλοίο ντυμένος σάν άξ ι ωμ ατ ικός τού ναυτ ιικού! Όρκίζομαι στο Θεό πώς σέ θυμάμαι πολύ καλά. "Ετσι δεν είναι, Μπίλλ; — Ναι, Τόμ,.τώρα τον θυ μήθηκα κι5 εγώ! Ή βασίλισσα γυρίζει καί κυττάζει ερωτηματικά τον Βάγκ. Εκείνος, χωρίς νά τής
22
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
«««««««««««<«««<«««««««««<<«<««<««<«<<««««««««<<««<<
δώση σημασία, όρμάει προς τον Τόμ -με σηκωμένη, τη γρο θιά του: Είναι φοβερός καί απαίσιος στην όψι. Ό Τόμ προσπαθεί νά ξεψύγη, μά φαί νεται πώς δέ θά τά καταφέρη. Τήν ϊδιια. στ ιγμή, ό Μπίλλ, μέ μια γρηγοράδα σαν αστρα πή, πετιέται μπροστά του καί, χωρίς δισταγμό, του δί νει μια δυνατή κι* επιδέξια γροθιά στο πρόσωπο. Ό Βάγκ, που δεν- πειρίμενε αυτό τά χτύπημα,, λυγίζει απότο μα καί σωριάζεται κάτω. — Μπράβο, Μπίλλ !, φω νάζει ό Τόμ με ενθουσιασμό. Μπράβο Κεραυνέ μου ! Καί προσθέτει γυρίζοντας στη. βασίλισσα: — Ξέρετε, στο σχολείο ό λοι λέμε Κεραυνό τον Μπίλλ, γιατί ή γροθιά του είναι* σ,,ο στό ς ·. κεραυνός Ι Ό Βάγκ στριφογυρίζει δυο φορές στο πάτωμα καί πετιέται επάνω κρατώντας στο χέρι ένα μικρό πιστόλι. Ό Μπίλλ φοβάται πώς θά τον πυροβόληση καί ετοιμά ζεται νά ριχτή στα πόδια του, μά εκείνος σκοπεύει τό λαμπιόνι πού κρέμεται στταβάνι. Χωρίς νά ακουστή ό ττοροΙμ ικρός θόρυβος, τό φως σβύνει καί τό σκοτάδι πλημ μυρίζει τό δωμάτιο. — Βάγκ!, φωνάζει ό *Άρ~ κο πιανιόντας τήν πόρτα. Βάγκ, παραδόσου, γιατί θά πεθάνης! ΛοΟντι,, άναψε τό φακό σου! — Αστειεύεσαι, νΑρκο; ά παντά ό ΛοΟντι. Θέλεις νά μου
βρή π ιό εύκολα τό στόχο; — Βάγκ, γιατί δεν μιλάς; φωνάζει ή βασίλισσα κρύβον τας τό σώμα της πίσω από τήν πόρτα. Που ήσουνα αυ τές τις μέρε)ς] που έλειπες; Στο κρεββάτ ι σου ή στή Νέα Ύόρκη; Πώς βγήκες από τή χώρα μας, Βάγκ; Μέ ποιόν τρόπο έφτασες εκεί καί ξανάγύρισες πάλι; Έσύ είσαι ό προδότης τού βασιλείου μου; ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΥΝΟΥ
ΐΒΑΓΚ δεν βγάζει τσι ιμουβιά.. Ούτε ό παρα μικρός θόρυβος · δεν άκούγετοΊΐ μέσα στο δωμά τιο: Άκςμα καί οί αναπνοές φαίνεται πώς έχουν σταματή σει. "Ολοι προσπαθούν νά άντιληφθ'οΟν τή θέσι τού ανθρώ που μέ τό σημαδεμένο πρό σωπο. Ή αγωνία, όσα περ νούν τά λεπτά, φτάνει στο καταχόροφο: Μά δεν κρατάει γιά πολύ. "Ενα λαμπερό φως μπαίνει από τό παράθυρα, που κάποιος άνοιξε ξαφνικά απ' έξω. "Ολοι κυττόζουν τιά ρα γιά νά δουν τό Βάγκ, ενώ τρία ώπλισμένα χέρια , έχουν, σηικωθή έτοιμα νά πυροβολή σουν. Ό Βάγκ όμως έχει γίνει άφαντος: Δεν υπάρχει πουθε νά.! Ό Μπίλλ γυρίζει τό μάτι του, δεξιά καί αριστερά. "Α κριβώς πίσω, του διακρίνει έ να παραβάν. Τό δείχνει αμί λητος οπή βασίλισσα. Εκείνη κουνάει τό κεφάλι της κυτ* τάζοντας τον "Άρκο;
Ο
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
23
««««««««<<««««««<:<«««««««««««««««««««««««««««««
— Είναι περιττό να τον κ-υνιήγηιαετε. Τό παρατάν ο δηγεί στά υπόγεια του παλα τιού,., στά παλιά εργαστήρια τού πατέρα μορ. Ό Βάγκ γνωρίζει πολύ καλά τά κατατόπια κΓ αυτή τή στιγμή θά έχει βγή έξω. Είναι μάταιος, κόπος νιά κατεβήτε στο υπό γειον — Τί θά κάνουμε; ρωτά ό Άρικο, — Πρέπει να άποφασίση τό συμβούλιο. Ό Βάγκ άπό τή στιγμή αυτή είναι προδό της .καί εχθρός του βασιλείου μαζ. Άρκο, σέ διορίζω άρχηγό τής αστυνομίας καί σένα, Λ ουντ ·ι, β ο η θό τ ου! —; Μά... δεν υπάρχει· άστυ νομία!, κάνει ό Λοΰντι. — Θά ίδρυθή άπό σήμερα. Αφού υπάρχουν άνθρωποι, που έρχονται σε επικοινωνία με τους ανθρώπους έξω στη γη. καί μάς προδίδουν, πρέ πει νά λάβουμε τά μέτρα μας. Διαλέξτε τους πιο πι στούς άντρες καί άρχίστε τη δουλειά σας. Φροντίστε νά συλλάβετε τό γρηγορότερα τό Βάγκ καί· νά ματαιώσετε τά καταχθόνια σχέδια των προδοτών. Θέλω μέσα σε λί γο διάστημα νά άνακσλύψετε δλη· τή σπείρα τους. Φύγετε καί άρχίστε τή δουλειά σας. Έσύ, Λού/ντι, ειδοποίησε τόν υπασπιστή μου νά έρθη τό συντομώτερο στο, παλάτ ι. Μόλις οι δυο άντρες βγαί νουν άπό τό δωμάτιο ή βασί λισσα πληισιάέεΓ τά παιδιά. —τ· Σάς βλέπω νά τά έχε τε χαμένα, τούς λέει. Βρεθή
κατε χωρίς νά τό καταλάβετε αιχμάλοοτοι ενός καινούργιου κόσμου. Ευτυχώς, πού άναγνω ρίσατε τό Βάγκ, άλλοιώς την είχατε άσχημα! -— Μ μ!... Μου φαίνεται πώς τώρα θά την έχουν ' πιο άσχημα! Ξαφνιάζονται καί οί τρεις τους. Ή φωνή έρχεται πίσω άπό τό κόκκ.νο παρο,ιβάν. Ό Βάγκ μέ τό πιστόλι στο χέρι προχωρεί αργά καί απειλη τικά προς τό μέρος τους. Ή βασίλισσα, βλέποντας τον, γί νεται κατακόκκινη άπό, τό θυ μό της. — Είναι ατιμία αυτό που κάνεις. Βάγκ!, του φωνάζει. Προδίδεις τό βασίλειό μας’ πού έχεις όρκιστή νά τό υπη ρέτης καί νά τό ύπερασπίζης ώσπου νά πεθάνης.· Γιατί πή γες επάνω στη γή, Βάγκ; Γιά νά μάς ποοδώσης στις κυ βερνήσεις τών κρατών; — Το τί κάνω είναι; δική μου δουλειά, Λί'ντα, καίΐ δεν σκοπεύω νά δώσω εξηγήσεις σέ κανένα. Καί τώρα, "πιτσι ρίκοι, άς λογαριαστούμε! Θά μου τό πληρώσετε ακριβά αυ τό πού μού κάνατε. Σηκώνει τό ώπλισμένο του χέρι. Ή βασίλισσα κάνει νά κ,νηθή, μά τό πιστόλι τή σημαδεύει καί αναγκάζεται λ μείνη ακίνητη. Ό Μπίλλ προσ παθεΐ νά βρή έναν τρόπο σω τηρίας. Τό μυαλό του δουλεύει σάν· αστραπή. "Άλλος τοόπος ο'ωτηρίας δεν υπάρχει έκτος άπό την πονηριά. Τό χοντρό σώμα τού Τσ.μ τόν σκεπάζει λίγο άπό τά μάτια
24
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<««<<<<
του Βάγκ. Μέ μια γρήγορη κίνησι ξηλώνει τό κουμπί τοϋ παλτού του. Παίζει τό μεγά λο κουμπί για μερικά δευτε ρόλεπτα στα νέρισ του κι3 έ πειτα, μέ μια επιδέξια κίνησι των δάχτυλων του τό πετά ψη|λά προς τό τζάμι ενός πα ράθυρου που βρίσκεται πίσω από τον εχθρό του1. Τό κουμπί χτυπάει μέ δύ~ ναμι στο τζάμι. Ό Βάγκ ξα φνιάζεται- και γυρίζει απότο μα να δ ή τί συμβαίνει. Την ίδια στιγ··ή, τά δυο παιδιά, λες και τά κίνησε κάποιο άόρατο έλατήοιο, όρμουν μέ δύνσ|μι πάνω στην πλάτη του καί τον ρίχνουν καταγής. Ό ΑΑπΐλλ στριφογυρίζει τό χέρι του στον αέρα καί] του κατα φέρνει μια ν-οο'θιιά οπό πρό σωπο, άψίνοντάς τον αναί σθητο! —Μπράβο, Κεραυνέ μου!, ψωνάζειι πάλι ό Τόμ. Ή βασίλισσα παρακολου θεί την αστραπιαία αυτή σκη νη καί δεν τπορεΐ νά πιιστέψη τά ; μ άτια της. Τόσος είναι ό ενθουσιασμός της, πού σκύ βει και τούς φιλεΐ καί τούς δυο. — 3Εγώ καί τό βασίλειό μου σάς χρωστάμε εύννωμοσύνη!, τούς λέει. -— Ποιο βασίλειό σας; οωτά γεμάτος ανυπομονησία ό Μπίλλ. "Εξηγήστε μας επιτέ λους πού βρισκόμαστε καί μέ ποίιούς ανθρώπους έχουμε νά κάνουμε; ... Ή βασίλισσα χαμογελάει καί πλησιάζει στον τοίχο. Ε πάνω του βρίσκεται ένα ταμ-
πλώ μέ διάφορα κουμπιά. Πα τάω δυο - τρία από αυτά καί, χωρίς νά πάρη κανένα ακου στικό στα χέρια της, αρχίζει νά μιλάηο — Ποιος είναι κεί; Ό "Άρκο; 3Εσύ είσαι, Λοΰντι; "Έ λα, σέ παρακαλώ, μέ ένα ζευ γάρι χειροπέδες νά παραλάβης'τόν Βάγκ. Βρίσκεται ξα πλωμένος καί αναίσθητος στο πάτωμα. Ποιος τον ξά πλωσε; Οί μικροί αιχμάλωτοί σου. "Οπως βλέπεις, ή γή ε ξακολουθεί νά* βγάζηι έξυ πνους ανθρώπους! Δέν προλαβαίνει καλά-καλά νά άφίση τό ταμ πλώ, όταν ό Αουνπΐί φτάνει στην πόρτα λα χανιασμένος. Βγάζει τις χει ροπέδες, δένει τά χέρια τού Βάγκ, πού έξακολουθεί νά μένη. άκίινηίτοςί. κα] συγχαί ρει τά παιδιά: — Μπράβο σας! Σώσατε τή ζωή τής βασίλισσας. Τώ ρα σάς έχω εμπιστοσύνη. —τ Δέν έχουμε ανάγκη από «μπράβο», κάνει ό Μπίλλ. "Ε κείνο πού μάς ενδιαφέρει εί ναι νά γυρίσουμε πίσω στούς δικούς μας, τώρα πού πιστέ ψατε πώς είμαστε αθώοι. Θά μάς νομίζουν όλϋ·ι τους γιά πνιγμένους! Σκεφθήήέ την απελπισία τους! — Θά φροντίσοο νά επικοι νωνήσω τό γρηγορότερο μέ τον πράκτορά μας, πού βρί σκεται στη Νέα Ύόρκη, γιά νά πληροψορήση τούς δικούς σας πώς υπάρχετε στη ζωή. "Οσο γιά την ελευθερία σας, δέν μπορώ νά αποφασίσω έγόη,
ΚΕΡΑΥΝΟΙ 25 «««<«<<««««««<<<«««««<<«««««««<<<<<<<<«<<<<«<<«·<<<<<«<<«<««««««
βή... άνοιξε ό βυθός τής θά λασσας; — Ασφαλώς! —- Καί ή τεράστια πίεσι ίου νερού πώς δεν πλημμύρι σε τό βασίλειό σας; — Χμ... "Εχετε δίκιο, για τί δεν ξέρετε; τήν πρόοδο τής επιστήμης εδώ κάτω. Δεν μπο ρεΐτε ούτε καν νά τή φαντα Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ στείτε. "Αν πάτε στο μέρος, ΠΟΛΙΤΕΙΑ από τό όποιο μπήκατε στο ΠΑΙΝΟΥΝ ,μέσα σέ έ βασίλειό μου, θά δήτε από να διπλανό δωμάτιο, μιά τρύπα νά περνάει τό γα πιο 'μιικρό, άλλά αρκε λάζιο νερό τής θάλασσας α τά καλά επιπλωμένο. "Ενα πό απάνω χωρίς νά χύνεται παλό πράσινο· φως τό φωτί μέσα ί — Μά πώς γίνεται αυτό; ζει από ψηλά. Οί δυο φίλοι κάθονται σέ δοό βαθειές πο — Εξουδετερώνουμε τήν λυθρόνες καί απέναντι τους πίεσι τού νεοοΰ μέ ϊσιη πίεσι κάθεται ή βασίλισσα. άέρος από κάτω. "Ετσι· ούτε — Καταλαβαίνω πώς όλα ό αέρας μας φεύγει, ούτε ή σάς φαίνονται παράξενα, αρ θάλ ασσ α κ ατ εβ α ίνε ι. "Οταν χίζει νά τούς λέη. Απορείτε θέλουμε νά ανεβάσουμε τό υ ποβρύχιο· πού βρίσκεται σέ ποια νά είναι τάχα αυτή ή άγνωστη χώρα, ή χώρα με τό μιά δεξαμενή από κάτω, τό λευκό ουρανό, πού την φωτί σηκώνουμε ψηλά καί μεγαλώ ζουν φώτα και όχι ήλιος, ή νουιμε τήν πίΐεσι. Καί ότοα; θέ λει νά ξάνσιμπή από τή θά χώρα ιμέ τά αλλόκοτα καί ά γνωστα φυτά τούς εναέριους λασσα στή δεξαμενή, τότε ε δρόμους καί τούς ξανθούς κα λαττώνουμε1 λίγο τήν πίεσι. τοίκους της. "Ε, λοιπόν, θά 'Αλλά... άς αρχίσω από τήν αρχή... Έδώ καί πολλές χιλι σάς τό πώ: Ή χώρα αυτή βρίσκεται μέσα στή γη, πολύ άδες χρόνια, πάνω στή Γη βαθειάί "Οταν ήρθατε, άσφά βρισκόταν σέ άνθη σι ένας πολιτισμός, πολύ πιο τέλειος λως θά σάς είχαν δέσει τά καί πιο προχωρημένος από μάτια καί δεν θά πήρατε εϊδησι πώς κατεβήικατε κάτω ο;ύτόν πού έχουν αναπτύξει σήμερα οι άνθρωποι. Στή μα από τό βυθό. Βρισκόμαστε κρυνή εκείνη εποχή, μεγάλες κάτω από τό βυθό του ωκεα πόλεις στάλιζαν —όπως σή νού. μερα— τήν επιφάνεια τής — Αυτό είναι αδύνατον !, Γης, αεροπλάνα τελειότερα κάνει ό Μπίλλ. Θέλετε νά πήαπό τά σημερινά ταξίδευαν τε πώς μπήκαμε στή χώρα στον αέρα καί οι άνθρωποι είσας από τή θάλασσα; ΔήλαΧωρίς νά ττή τίποτε άλλο, αρπάζει τό Βάγκ από τά πό δια καί, σέρνοντας τον., τον βγάζει έξω από τό δωμάτιο. — Πρόσεξε νά μ ή σάς φύγη, λέει ή βασίλισσα στο Λουντι και κάνει νόημα στα δυο παιδιά νά την ακολουθή σουν.
Μ
26
'
Κ
Ε
Ρ
Λ
V
Ν
Ο
I
<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<«<<«<<<<<<<<<<<«<<<<<·!
χαν ρποτάξει την ατομική ε νέργεια και ετοιμάζονταν νά ταξιδέψουν στη "Σελήνη και στους πλανήτες! Μια «μέρα ό μως, ξέσπασε ή μεγάλη συμ φορά. Τά διάφορα κράτη εκήρυξαν έναν εξοντωτικό πόλε μο μεταξύ τους! Και άρχισαν νά έτακμάζουν ατομικές βόμ βες καί υδρογονοβόμβες, που έσεΐς νομίζετε δτι είναι και-" ■νουργ ιες . έφευρέσε ις! Ή Λΐντα κουνάει θλιιβερά τό κεφάλι της καί συνεχίζει:· — Μερικοί επιστήμονες προσπάθησαν νά σταματή σουν τό κακό. Μά δεν τούς ά κου γε κανένας ! * Κανένας δεν έδινε σημασία στά προφητι κά λόγια τους, όταν έλεγαν δτι κινδύνευε ολόκληρη ή άν-
θρωπότης! Τότε οί επιστήμο νες αυτοί, για νά περισώσουν κάτι άπό την ανθρωπότητα καί τον πολιτισμό, συγκρότη σαν μια μυστική όργάνωσι καί εγκαταστάθηκαν μέσα σέ μια κρυφή καί απέραντη, σπη λιά, στα σπλάχνα ενός βου νού. Έικεΐ, κρυφά άπό τούς κυ βερνήτες τής .γης, άρχισαν νά δημιουργούν μια δική : τους τίμια καί λογική κοινωνία, μέ πρόγραμμα- νά ' κατασκευά* σουν έναν ανώτερο πολιτισμό καί νά βρουν ένα πιο. τρομερό δπλο ακόμη, που μέ τήν απει λή του θά συμμόρφωναν τούς τρελλους κυβερνήτες καί θά σταματούσαν τον πόλεμο. Μέσα σ’ αυτή τή σπηλιά έ5η μ ιούργησαν ' θαύματ α. Βρή-
"Ενας υποχθόνιος κρότος όαχούγ εται πάνω οστό τά κεφάλια τους ... 01 βράχοι αρχίζουν νά κινούνταν!
Κ
Ε
Ρ
Α
Υ . Ν
Ο
Σ
27
«««««<«<<«««««««<«<«<««««««««<««««««<««««««««««««
Σ.τό οίνοιγμ« τητ -ττόοτας δ.αγρ ά'φιεται τι σιλουέττα ένόφ άντρο: μέ σηιμάδειμένο ττοόσωττο. Είναι ό Βάγκ.
■καν πολλές άγνωστες ουσίες θωσαν νά σωθούν άπό τό θά και καινούργιους τρόπους ζω νατο καί την τρέλλα, γύριζαν ής. Δεν πρόλσιβαν' όμως να έεδώ καί κεΐ χωρίς1 σκοπό καί πιβληθούν γιατί ό πόλεμος έ'· •χωρίς πρόγραμμα κι έγιναν ξέσπασε απότομα, χωρίς αυ σιγά ·"·· σιγά πάλι, πρωτόγονοι τοί να είναι · ακόμα έτοιμος άγριοι, μισόγομνοι καί αμα για νά τον σταματήσουν. Τό θείς καί* ζουσαν πιά στά δά τί έγινε πάνωγσ5 αυτή τή δυ ση σάν αγρίμια! Καί οΐ έπιστυχισμένη γή. δεν περιγράστήμονες μέ τή μικρή, τους φετ α ιΐ Έκατ οντ άδ ε ς άτο μ ι κοινωνία που είχαν δημιουρ κές βόμβες έπεσαν μαζή καγήσει μέσα στη σπήλιά; Τί τάστρεψαν πολιτείες καί άέγιναν; Νά, λοιπόν, αυτή ευ ψάνισαν χιλιάδες καί εκατομ ναι ή σπηλιά. Τό βουνό βυθί μύρια ανθρώπινες ψυχές. Ή στηκε ολόκληρο μέσα στη θά δψι τής γης μεταμορφώθηκε λασσα καί οί έπιστήμονες, λες καί έπαθε μια καινούργια ι.μέ ^ σ;τ ι .είχαν δηιμ ιουργήσε ί,' κοσμογονία. Πολλά βουνά βρέθηκαν φυλακισμένοι κάτω σκεπάστηκαν έτσι,· όπως ή άπό τό βυθό της! ταν, ολόκληρα άπό τή θάλασ ' Ένώ τά παιδιά την κυττό> σα. Οι άνθρωποι, πού κοττώρ-· ζουν σαστισμένα καί νοητού-
28
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««<««««««««««««««««««««««««««««««««4 μένα από την άφήγησί της, ή βασίλισσα συνεχίζει: — Στην αρχή αντιμετώπι σαν πολλές δυσκολίες. Δεν πέθαναν όμως. Ή σοφία τους τούς βοήθησε να προσαρμό σουν τη ζωή τους μέσα στην υπόγεια αυτή κόλασί' πού βρε 6ηκαν. Μέ τον καιρό από κόλασι τήν έκαναν παράδεισο. Τό οξυγόνο·, πού άρχισε νά έξαντλήται τό έβγαζαν από τό ίδιο τό νερό. Οι ήλιακές α κτίνες που δίνουν ζωή στον άνθρωπο· στα ζώα καί στα φυ τά; Κι’ αυτές ή ανθρώπινη· σοφία τις αντικατέστησε μέ ένα θαυματουργό φως, πού έχει όλες τις ιδιότητες του ή λιου. Κάτω από αυτό τό ψώς„ είδαν τή ζωή χιλιάδες καί Χ'" λιάδες γενεές, φύτρωσαν καί καρποφόρησαν πολλές πο ιικ ι λίες δέντρων, πού μάς δίνουν τήν τροφή τους καί μάς όμορ φαίνουν τή ζωή. Τίποτε δέν μάς λείπει. Γιά νά σάς τά ε ξηγήσω όλα, θά χρειαστώ ο λόκληρες ήμερες. Σάς λέω μο νάχα πώς τά μέλη αυτής τής κοινωνίας, πού κλείστηκε στα βάθη τής γής, έδωσαν όρκο νά μην ξαναπατήσουν πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη μας. Τον όρκο τον ακολούθη σαν πιστά στούς αιώνες πού πέρασαν οί πρόγονοί μας. Αργότερα, οί βασιλιάδες έπέτρεπαν σέ μερικές αποστο λές νά βγαίνουν επάνω για νά συγκεντρώνουν έπιστημονι κές πληροφορίες. "Ο,τι μάς άρεσε άπό τήν επιστήμη σας, πού αναπτυσσόταν πάλι στο μεταξύ, καί τον τρόπο τής
ζωής σας τό ακολουθούσαμε καί μεΐς. Ό πατέρας μου, πού βασίλευε πριν άπό μένα αποφάσισε νά είσαγάγη μια καινούργια γλώσσα τήν αγ γλική πού, όπως θά δείτε, τήν μιλούν σχεδόν όλοι οί έπιστήμονές μας. Τήν πολιτεία τήν κυβερνά ένας βασιλιάς ή μιά βασίλισσα μαζί μέ τό συμ βούλιο των πιο σοφών. Οί νό μοι μας είναι δίκαιοι καί ή ευτυχία βασιλεύει στο λαό μου. Νά όμως πού πριν λίγο καιρό κάτι ήρθε νά ταράξη τή ζωή τής ήσυχης κοινωνίας μας. 5Ανακαλύψαμε μιά μέρα έναν άνθρωπο·, άπό τήν επιφά νεια τής γής, νά κυκλοφορή α νάμεσα μας. Οί υπηρεσίες μου· εΐνα,ι βέβαιες πώς υπάρ χει κάποια συνομωσία μετα ξύ των ανθρώπων τής γής καί μερικών δικών μας πού σκο πεύουν νά μάς προδωσουν, νά πατήσουν τον όρκο τους καί νά ξανανέβουν στη γή, δίνον τας στούς ανθρώπους τής ε πιφάνειας τά πανίσχυρα ό πλα, πού έχουμε κατασκευά σει καί πού φρουρού νται ά γρυπνα! Γιά τό σκοπό αυτό, στείλαμε έναν πράκτορα στη Νέα Ύόρκη μήπως μπορέση καί άνακαλύψη τά Τχνη τής όργανώσεως πού υπάρχει α νάμεσα ο_έ σάς καί στους δι κούς μας προδότες. Ακόμα δέν μπόρεσε νά άνακαλύψη τί ποτέ/ άλλα μυρίστηκε πώς τον παρακολουθούσαν . Γ ιά νά χάσουν τά ίχνη του, έκανε πώς θά φύγη γιά τήνΕυρώπη μέ τό «Νιού Σταρ». Οί προ δότες, καί ασφαλώς ό ίδιος ό
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Β άγκ, πού, ποιος ξήρει^ μέ ποιόν τρόπο, επικοινωνεί ,μέ τή γη, τίναξαν ,μέ μια ωρολο γιακή βόμβα τό πλοίο στον αέρα για νά ξεφορτωθούν τον πράκτορα μου. "Οπως καταλοιιβαίνετε καί σείς, δεν μπο ρεί νά είναι μόνο ό Βάγκ μέ σα στη συνωμοσία τής προδο σίας. Τό βασίλειό μου κινδυ νεύει καί πρέπει νά λάβω τά μέτρα μου. —- Καλά, μά εμείς τί θά γί νουμε; Κάνει ό Τόμ άνοίγοντας φαρδιά - πλατεία τό στό μα του σ’ ένα χασμουρητό. — Προς τό παρόν, θά σάς κλείσω μέσα σέ ένα ωραίο δω μάτια τού παλατιού πού θά χρησιμεύση γιά φυλακή σας, ώσπου νά άποφασίση τό συμ βούλιο των σοφών γιά την τύ χη σας. Εκείνο πού προβλέ πω είναι πώς άργά ή γρήγο ρα θά γίνετε καί σείς μέλη τής κοινωνίας μας, γιατί εί δατε καί μάθατε τόσα πολλά, που δεν κάνει νά τά μάθουν όλοι έπάνω στη γη ! Λυπού μαι μά δεν μπορεί νά γίνη διαφορετικά! — Έγώ νά μείνω εδώ, κλει ομένος σαν άραυραΐος, μέσα στη γη; -εφωνίζει ό Τόμ. — Ναι! Σέ λίγο δμως; γνωρίζοντας την όμορφη, ζωή μας, δέν θά θέλης μονάχος σου νά γυρίσης πίσω. Ό Τόιμ γυρίζει καί κυττάζει απελπισμένα τον Μπίλλ. 5 Εκείνος σηικώνε ι ά μ ίλητος τούς ώμους. —Μπίλλ, άκούς τί μάς πε ριμένει; -—- Υπομονή Τόμ. Αλλοί
,
29
μονο άν απελπιστούμε. Ή βασίλισσα, χωρίς νά πή τίποτα άλλο, πατάει ένα κουμπί σ’ έναν πίνακα πού βρίσκεται μπροστά της. Περ νούν δυο λεπτά καί μπαίνει στο δωμάτιο ένας άνθρωπος ώς εκεί πάνω, μέ άσχημο πρό σωπο καί αγαθά μάτια. -— Κλείδωσε τά παιδιά μέ σα σ’ ένα δωμάτιο καί μην τά άφίσης νά βγουν έξω ώσπου νά σού δώσουν νεότε ρες διαταγές. Φρόντισε νά μην τούς λείψη τίποτε. Ό Μπίλλ, χωρίς νά φέρη αντίρρηση, σηκώνεται καί κά νει νόημα στον Τόμ νά τον άκαλουθήση. Β γ α ί νοντας από την πόρτα, συναντούν ένα κοντό άνθρωπο μέ έξυπνο πρό σωπο καί άσπρα μαλλιά. Ό Μπίλλ καταλαβαίνει πώς εί ναι ό υπασπιστής τής βασί λισσας, από τον χαιρετισμό πού τού κάνει ό συνοδός τους. Τούς ρίχνει μιά γρήγορη μα τιά καί προχωρεί μέσα. ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΒΑΓΚ!!
ΤΌίΜ<, πρ οσπαθωντ ας νά βολέψη τό χοντρό του σώμα πάνω σέ μιάί πολυθρόνας αναρωτιέται παραπον ιάρ ικα: -—- Καί τώρα; Τί κάνου με; Τό δωμάτιο, πού τούς έ χουν κλείσει, είναι ψηλό, χω ρίς κανένα παράθυρού "Έχει δυο κρεββάτια μέ ωραίες κου βέρτες, δυο πολυθρόνες, ένα τραπεζάκι μέ κάτι μπουκά λια, πού έχουν μέσα τους διά"
©
30
Κ
Ε
Ρ
Α
Υ
ίΝ
Ο
1
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ΚΙ ζοντας στον Μπίλλ: ψορούς χρωματιστούς χαμούς — Εμένα δέν μ5 ενδιαφέ για τροφή, και δυό παράξενες ρει ό πολιτισμός· τους! σου ελαστικές συσκευές στον τοί τον χαρίζω! Εκείνο πού μ5 χο. Ή μιά άπό αυτές φέρνει ενδιαφέρει είναι ν5 άνοιξη η άφθονο δροσερό οξυγόνο και πόρτα, ν άνοιξη καί κσμμιά ή άλλη διώχνει τό ανθρακικό τρύπα στη γή γιά νά μπορέ; οξύ. σω νά πάω στο σπιτάκι μου. — Προς τό παρόν ας δοκι Καληνύχτα τώρα κι5 άφισέ με μασούμε τα φαγητά τής Αίνήσυ^ο. νά κοιμηθώ. Πές στην τας, λέει ό Μπίλλ και παίρ κυρσ βασίλισσα καί, στους υ νει ένα,.μπουκάλι στά χέρια πηρέτες της νά * μή μέ ^ενο του. Δεν κάνεις τό σταυρό χλήσουν είκοσιτέσσερες ώρες σου πού βρεθήκαμε φιλόξενου συνέχεια ώσπου· νά χορτάσω,μονοί μιας μεγάλης βασίλισ σας, ενώ (μπορούσε αυτή τη 1 τουλάχ ιστόν ύπνο! στιγιμή νά μάς φιλόξενή ό καρ Μόλις σωπαίνει, ένα «κλικ» χαρί'ας στο στομάχι του; άκούγεται στην πόρτα. Γυρί -— Μπίλλ, δεν έχω κοομμιά ζουν καί οι δυό περίεργοι τό δρεξι γι5 άστεΐα. "Ακόυσες·τί βλέμμα τους προς τά εκεί. είπε; Δέν πιστεύει νά πατή Μια κραυγή έκπλήξεως ξεφεύ σουμε τό πόδι μας στή·γή. γει άθελα από τά χείλη τους. Τώρα καταλαβαίνω αυτό που . Στο άνοιγμα τής πόρτας δι μάς είπαν στο υποβρύχιο, αγράφεται ή σιλουέττα ένός πώς δέν θά ξ αναδούμε τον = ή ψηλού άντρα. Ένός άντρα μέ λιο. Οί γονείς μου θά πεθάσημαδειμένο πρόσωπο^. Είναι νουν από τον καημό τους! ό Β άγκ! Κι* έπειτα, μήπως νομίζεις Τρομερός όσο ποτέ άλλοτε, πώς έχω σκοπό νά μουχλιά δίνει μιά απότομη κλωτσιά σω μέσα σ’ αυτή τήν υπόγεια · στο τραπεζάκι καί τό άνατρύπα. ποδογυρίζει. Φαίνεται σαν νά Ό Μπίλλ καταπίνει δυό μή τόν νοιάζει ό θόρυβος. Βρί τρεΐς γούλειές από τό χρωμα σκέτα ι τώρα αντιμέτωπος τιστό υγρό τού μπουκαλιού. στά δυό παιδιά, πού' δέν μπο —«Είναι περίφημο στή γεΰ ρούν νά πιστέψουν τά μάτια σι, Τόμ! 5Αρχίζω νά θαυμά τους.-Πίσω του, πλησιάζει έ ζω τον τρόπο τής ζωής τους νας άλλος. Κρατούν καί οί καί τον πολιτισμό τους. Ποι δυό στά χέρια τους από ένα ος ξέρει πόσα έχουν νά δουν πιστόλι. τά μάτια μας ακόμη! Ό Βάγκ πλησιάζει τόν Ό Τόμ σουφρώνει τά μού Τόμ. τρα του καί ξαπλώνεται πά —Είσαι πολύ γελασμένος νω στο κρεββάτι. Πεθαίνει ό άν νόμιζε ιγ πώς μπορείς νά καημένος γιά λίγο ύπνο. Ση τά βάλης μαζί μου, τού λέει κώνει τήν κουβέρτα νά σκε καί τού κατεβάζει όστότομα παστή καί λέει μουρμουρί
ΚΕΡΑΥΝΟΣ 31 <««<«««««««««««««««««««««««««««««4<«4«<4«<«4<4«<<<<<<4 μια γερή γροθιά στο πρόσω·· π ο. , Ό Μπίλλ βλέπε; το φίλο του νά μουγγοίζη άπό τον πό νο, μά δεν κουνιέται από τή θέ'σι του. Πίσω στην πλάτη του νοιώθει καρφωμένο ένα πι ■σ τάβλι. Ή γροθιά ξαναπέφτει τώ ρα πιο βαρεία πάνω στον Τό(μ. —- Τί νόμιζες λοιπόν; Πώς μπορούμε νά άναιμετρηθουμε; Πίστεψες αλήθεια πώς έ·· ξώφλησες μέ τον Βάγκ, επει δή είδες νά τον σέρνουν στο πάτωμα με τις χειροπέδες; Ό Βάγκ δεν φυλακίζεται ού τε πεθαίνει! Έιμπρος τώρα σηικωθήτε καί οι δυο! Προχω ρήστε προς τήν πόρτα πια σμένοι χέρι - χέρι. "Αν τύχη καί χωρίσετε, θά πυροβολή σω. Οί δυο φίλοι πιάνονται α πό τά χέρια καί προχωρούν. Πίσω τους, ακολουθούν οί δυο άντρες. Κάθε τόσο τούς δί νουν οδηγίες προς τά πού νά βαδίσουν. Βγαίνουν έξω οπό τό βα σιλικό παλάτι, περνώντας άπό μιά -πορτούλα πού υπάρ χει στο πίσω ίμερος. Εκεί τούς περιμένει ένα από εκεί να τά αυτοκίνητα πού .μοιά ζουν σου· χελώνα. Μπαίνουν και οί τέσσερις μέσα. Ό Μπίλλ αποφασίζει νά μιλήση, καθώς ξεκινούν: — Πού μάς πηγαίνετε; Ό Βάγκ τον κυττάζει περί φρονητικά. —^ Είναι δική μου δουλειά αυτό!
—* Γιατί τά βάζετε καί σεις μαζί μας; Τί σάς έχουμε κάνε ι; —Εΐσαστε πράκτορες τής βασίλισσας. Μέ παρακολου θείτε από τή Νέα Ύόρκτμ -— Τότε πί^ζ βρεθήκαμε στο πλοίο πού ναυάγησε μέ σα στον ωκεανό; -— Νομίσατε πώς είμαι καί γώρμέσα. Είναι έτσι ή δεν είναι; 5/Εμαθα, πώς, για κα λό καί γιά κακό, είχατε φορέ σει τά σωσίβιά σας. ^— Σάς ορκίζομαι πώς δεν ξέραμε τίποτε γιά σάς καί γιά τήν πολιτεία σας! — Δεν μέ νοιάζει τί ξέρα τε καί τί δεν ξέρατε. Μέ μαρ τυρήσατε στη Βασίλισσα κι5 αυτό μού φτάνει. Ό Μπίλλ καταλαβαίνει πώς δεν μπορεί νά τον πείση μέ κανένα τρόπο καί σωπαί νει Προσπαθεί μονάχα νά βρή τό σχέδιο τής σωτηρίας τους από τά νύχια τού Βάγκ καί τής συμμορίας του. Τό παράξενο αυτοκίνητο περνάει ανάμεσα άπό μια δεν τροφυτεμένη πεδιάδα μέ τα χύτητα αστραπής. Ό ουρα νός τώρα δσο πηγαίνει καί χαμηλώνει ενώ τά σπίτια α ραιώνουν. Τό φώς, πού έκανε τον τόπο νά λαμποκοπάει, γίνεται τώρα πιο άδύνατο, δσο προχωρούν καί απομακρύ νονται. Σέ λιγάκι, σβυνει τε λείως καί τό αυτοκίνητο στα ματάει μέσα στο σκοτάδι, κά που, στα πέρατα τής υπόγει ας πολιτείας. Ή πόρτα ανοίγει καί καττε βαίνει ό σύντροφος τού Βάγκ*
η
ϋέΡΑΫΗόΧ
««4««<4«««««««««««««««««««««««4«««««<««««««««««< Ό Μπιιλλ σηκώνεται από τό κάθισμά του νοιώθοντας μια ανατριχίλα φόβου σέ όλο του τό σήμα. Ό Τόμ μέσα σ' αυτές τις στιγμές τής άγω νίσς, πού δέν ξέρουν τί τούς περιμένει, έχει στηρίξει τό κεφάλι του στις δυο του πα λάμες καί κοιμάται! Ό Βάγκ τον παίρνει είίδησι καί τού δί νει .μια κλωτσιά. Τρομαγμέ νος ό Τόμ πετάγεται ολορ· θος. — Τί συμβαίνει Μπίλλ, γιατί μέ χτυπάς; κάνει- σαστησμένος. Ό Βάγκ τον άρπαζει από τό χέρι καί τον κατεβάζει τάτω. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι μια φωτεινή λουρίδα ξεφεύγει από τό χέρι τού Βάγκ. "Εχει ανάψει τό φακό του καί φωτί ζει ολόγυρα. Τά δυο παιδιά βλέπει νά ξεκινάη μπρος τους ένα στενό καί ανώμαλο μονοπάτι. Πάνω από τό κεφά λι τους καί γύρω τους υπάρ χουν ακανόνιστα μαύρα πε τρώματα. — Έϊμπρός!, κάνει άγρια ^ Βάγκ. ^ -εκινούν καί οί τέσσερις. Ό Μπίλλ παιδεύει τό μυαλό του για νά σκεφθή κανένα τρό πο νά ξεφύγη από τά χέρια τους, μά δέν μπορεί νά βρή τίποτε. Ή απελπισία αρχίζει σιγά - σιγά νά τον κυριεύει καί δέν πιστεύει τώρα παρά μονάχα στην τύχη. Βλέπει δί πλα του τον φίλο του σκεφτι κό, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο, καί νοιώθει ένα απέραντο μίσος γιά τούς δυο - αυτούς
άντρες πού ποιος ξερει που τούς οδηγούν. Στο θάνατο; Ασφαλώς στο θάνατο. Προχωρούν αρκετά, στρί βοντας πότε δεξιά καί πότε αριστερά, ,μέσα σέ ένα λα βύρινθο από μικρά καί στενά δρομάκια. Ό δρόμος αρχίζει νά γίνεται τώρα κουραστι κός. Ό Βάγκ σταματά. Σβύνει τό φακό του και τον ανάβει πάλι συνθηματικά δυό-τρεΐς φορές, βγάζοντας μιά παρά ξενη κραυγή από τό στόμα του. Ή φωνή χάνεται κυματι στά μέσα στις στροφές των υπόγειων δρόμων. Την ίδια στιγμή, μιά άλλη κραυγή φτά νει στ5 αυτιά τους. Είναι φα νερό πώς οί δυο άντρες κά ποιον περιμένουν. Ή αγωνία τού Μπίλλ φτά νει στο καταικάρυφο. Περιμέ νει νά δή τον καινούργιο ε χθρό του. Δέν αργεί νά φανή. Είναι ένας άνθρωπος, πού τό πρόσωπό του είναι τόσο αδύ νατο ώστε φαίνεται σκοτεινό. Τά μαλλιά του δέν είναι ξαν θά, είναι ολόμαυρα. "Οσο προχωρεί κοντά τόσο ξεχωρί ζει πιο καλά ή μορφή του. Φαίνεται πώς δέν ανήκει στη ράτσα τών ανθρώπων πού ζούν στο βασίλειο αυτό κάτω από τή γη. Ό Μπίλλ τό κα ταλαβαίνει πολύ καλά αυτό. Είναι ένας άνθρωπος τής επι φάνειας. — "Ωστε αυτοί είναι; ρω τάει σέ καθαρή αμερικάνικη τϊ ροφορά εκείνος. — Ναί, τού απαντάει ό Βάγκ.
Κ ΕΡΑΥΝΟΣ 33 «««««<««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««
-—Τι λες νά τούς κάνουμε; — Νά τούς σκοτώσουμε! Τά παιδιά ανατριχιάζουν ολόκληρα. — Μμ... Αυτή είναι ή πιο καλή ιδέα, απαντάει ό μελάχροινός. Θά γλυτώσουμε άπό πολλούς -μπελάδες. λΌ Τόμ, με μια κίνησι έντε λώς ξαφνική, πετιέται άπότομα και σέ λίγο στρίβει και χάνεται στή σκοτεινή γοονία. Ό 3άγκ τρέχει ξωπίσω του μέ όλη του τή δύνα,μι. Ό Μπίλλ περιμένει μέ άγων ία τό αποτέλεσμα αυτού του δραματικού κυνηγητού. Εύχε ται νά μπόρεση ό φίλος του νά ξεφύγη. Κυττάζει μέ ένα λοξό βλέμμα τούς δυο ε χθρούς του·. Τον έχουν στή μέση και τά πιστόλια τους άκουμπουν στο σώμα του. Δεν υπάρχει κοςμμιά ελπίδα νά τούς ξεφύγη! Δεν περνούν παρά λίγα μ ο νάχα λεπτά όταν ό Βάγκ ξα ναγεμίζει σέρνοντας άπό τό χέρι τον Τόμ. Ιόν πρόλαβε πριν νά μπόρεση νά τού ξεφύ γη στο λαβύρινθο των 6ποι γείων! Τώρα πιά τίποτε δεν θά μπόρεση νά τούς γλυτώση ! Ό Βάγκ κάνει σάν τρελλός άπό τό θυμό του. — Σκύλοι·!, ουρλιάζει. Τώ ρα θά σάς δείξω εγώ! Ό Μπίλλ δεν μπορεί νά το
πάρη άπόφασι πώς θά σκοτω θη, πώς θά σβύση ή ζωή του μέσα σ' αυτούς τούς βρά χους. Κάτι τού λέει μέσα του πώς πρέπει νά ελπίζη. Καί νά πού ή ελπίδα του γίνεται πραγματικότης. Εκείνη τή στιγμή, ένας υπόκωφος θόρυ βος άκούγεται πάνω άπό τό κεφάλι τους. Οί βράχοι άρχίζουν νά κιναύνται! Οί τρεις άντρες παραμερίζουν γρήγο ρα, ένώ ό Μπιλλ τραβάει τον Τόμ προς τό άντίθετο μέρος. Μέ μιας, τεράστια κομμάτια άπό βράχους κατρακυλούν καί τούς χωρίζουν άπό τούς εχθρούς τους, πού τό έχουν βάλει φοβισμένοι στά πόδια. Οί δυο φίλοι μέσα στο σκοτά δι απομακρύνονται όσο μπο ρούν άπό τό επικίνδυνο ση μείο. Κάνουν νά προχωρήσουν όταν άκοον μπροστά τους νά κατρακυλούν κι* άλλοι βρά χοι. Μέ κομμένη την ανάσα, στριμώχνονται σέ μια γωνιά καί περιμένουν άπό στιγμή σέ στιγμή τό θάνατο, κάνον τας τό σταυρό τους καί παρακαλώντας τό Θεό νά τούς γλυτώση. Τό κατρακύλισμα των βρά χων συνεχίζεται μέ πάταγο καί ή γή τρέμει κάτω άπό τά πόδια τους. — Μπίλλ, τό πόδι μου, Μπίλλ! ξεφωνίζει ό Τόμ και πέφτει πάνω στο φίλο του...
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Κείμενο: ΠΟΤΗ ΣΤΡ.ΑΤΙΚΗ Απαγορεύεται ή άναδημοπίευσις
Κ
Β·
ΠΑΡΑΞΕΝΟ Γραφεία:
Ρ
Α
·Υ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
*Οδός Λέκκα 22 Φ
Ν
Ο
» ΓΙΑ
Αριθ· ί
Ε
ΠΑΙΔΙΑ
^ Τι μη δραχ. 2
Οίκονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης* Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Στέλιος Άνεμοδουράς; ^Αθηνών καί Φιλελλήνων, ’Άνω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο δεύτερο τεύχος, πού κυκλοφορεί την ερχόμε νη έβδομαδα μέ τον τίτλο:
Τ9 ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ τά δυο Άμερικανόπουλα γνωρίζουν τρομακτικούς κινδύνους καί συναντούν απίστευτες περιπέτειες μέ σα στο υπόγειο βασίλειο τής βασίλισσας Αίντας, στη προσπάθεια τους νά σώσουν το βασίλειο αυτό καί τον κόσμο !
Οί
Κύπριοι
άΛ άγνωστοι
μας
Μπορούν νά προμηθεύονται ολα τά παρελθόντα τεύχη «Μ! 'Ήρωος»5 «Υπεράνθρωπου», «Τάργκα» «Γε ράκι», «Παιδικού Πανεπιστημίου» καί «Μ. 1 Ιππότη», από το Βιβλιοπωλειον ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Βαρόσ-ια Κύπρου.
** *0
Ο ΛΕΥΚΌΣ ΘΕΟΙ, Ο βΑΣ/ΛΗΑΓ ΤΜΓ ΖΟΥΓ-
ΚΛΑΓ,Ο ΚΑΕΓΚΑ
βΠΓκεΤΛι ΐΑΠΛΟΜέ* Λ/ΟΙ ΗΣΥΧΑ, ΜΑΖΥ*ΙΕ ΤΜ ΓΥ/νΑ|ΚΑΤ0Υ ΣΤΗΦΥΑΛβΙΜ Ε*0£ ΔΕΝΤΡΟΥ, ΟΤΑΝ Σ' #ΑΣ (7Α&ΘΗΡ
ΦΤΛΑΓΟΥ ΑΜΜΑ,' Μ6ΐ/νε ΠΑΝ® ΣΤΟ δέντρο Λΐηογ ΝΑ ΤΕΑΕ«2Σ®. >
■Τύτ,’/ >1 ι &
'·
\ Μ|
«8 '?|
ψ
ΨΜψ
I Ίτ 1)
ΙϊΒ,',*'·*; '.;·Μ9
. \|1] ιΐν/ι ινϋ
ΜΡΧ ί>ηίχ . ·&8
ΐ?Ϋ/νε*/Ϊ£7Α/
'7ο~ΑΑί)όηοχο
η»\>η$ητο ί'{Ψ::Α
Μι!Α ΛΕΥΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ
τείας, πού βρίσκεται στο βά θος τής γης, κάτω άπό τό ΜΠΙΛΛ άκούει τον φί βυθό τού ωκεανού, χιλιάδες λο του νά βογγάη ά- χρόνια τώρα; άπελπισμένα και ,μιά Αλήθεια, τί· άμορφη καί παγερή άνατριχίλα του ιμοτγειμένη δια πολιτεία, μέ την η τρέχει τό σώμα . συχία της, μέ τό άπσλό καί — Χτύπησες πολύ; τον πλούσιο φώο της, μέ τά πε ρωτά. ρίεργα φυτά καί λουλούδια, — Δεν ξέρω. Νά, έδώ στο τούς καθαρούς δρόμους καί πόδι μου! Μέ πονάει τρομε- τά εντελώς αθόρυβα αυτοκί ρά! νητά της! (*) Ό ΜπιΛλ προσπαθεί νά Φαίνεται σάν άπίστευτη συγκράτηση τη σκέψι του, οπόν Μπίλλ ή μορφή τής Αίνπού τρέχει σαν τρει^λή σέ χί τας, τής άμορφης βασίλισσας λιες δυο ·εί'κόνες... Ποιος μπο καί τού Βάγκ, του απαίσιου ρούσε νά ψανταστή, την ώρα καί αΐιμοβόρου εχθρού της, πού ξεκινούσε το καράβι τους προδίδει το βασίλειό της από τή Νέα Ύό-ρκη,, πώς θά πού στούς κατοίκους τής γής, μέ βουλιάξουν στη μέση του ω κεανού καί πώς θά πιαστούν (*) Αιάβσισε τό προηγούμενο αιχμάλωτοι άπό τους ανθρώ τευΎ-ο<:. πού βγει τον τίτλο: «Τό πους μιας παράξενης πολιΜυστήριο τού 5Ωκεανού» ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
Ο
4
σκοπό νά γί'νη κυρίαρχος του κοσμου! "Ω!... Πόσο μίσος αισθά νεται για τον Βάγκ! ’Άν αρ γούσε λίγο ακόμα, τό κατρακύλισμα των βράχων, θά τους είχε ό Βάγκ καί τους δυο σκοτώσει, .επειδή ξεσκέπα σαν την προδοσία του μπρο στά στην ανύποπτη βασίλισ σα. "Ομως θά μπορέσουν νά γλυτώσουν τώρα αϊτό τον και νούργιο καί ξαφνικό αυτό κίν δυνο; Ή κόλασι των θορύβων που κάνουν οι βράχοι σέ .μιά στιγ μή σταματάει. Τά παιδιά ρι ζωμένα σέ μιά γωνιά, κάνουν τό σταυρό τους, που μπόρε σαν νά γλυτώσουν. Ή σκόνη τους κλείνει τά μάτια καί τό σκοτάδι δεν τούς άφίνιει νά δουν τίποτε. Δεν ξέρουν άν οί πέτρες τούς έκλεισαν τό δρό μο γιά πάντα, ή άν τούς ά φησαν κανένα πέρασμα γιά νά μπορέσουν νά βγουν έξω. Άφίνουν νά περάσουν λίγα λεπτά κΓ έπειτα σηκώνονται επάνω. Ό Τόμ κουτσαίνει ε λαφρά. Ευτυχώς πού ή πέ τρα, πού τον χτύπησε, ήταν μικρή. Μέ απλωμένα τά χέρια προσπαθούν τώρα νά βρουν κανένα πέρασμα γιά νά φύ γουν. Σκοντάφτουν κάθε τόσο καί προχωρούν μέ μεγάλη προφύλαξι. Καθώς βαδίζουν μέ τά τέσ σερα στο αδιαπέραστο σκο τάδι, φτάνει στά μάτια τού Μπίλ απότομα μιά αχτίδα α πό κάποιο γλυκό καί αδύνατο φως.
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
— Φως!, κάνει ό Μπίλλ. Ίο είδες και συ, Τομ; — "Οχι, εγώ δεν είδα τί ποτα. — 5 Εσύ, τό ξέρω πώς κοι μάσαι ολόρθος! "Ομως ήταν φως, τό είδα πολύ καλά! "Έλαμψιε γιά μιά στιγμή και χάθηκε ξανά. Δέν τελειώνει τήν κουβέν τα του καλά - καλά, όταν τό μικρούτσικο καί αδύνατο φως ξαναπαρουσ ι άζετα ι άνάμ ε σα άπό τούς σωρούς των βρά χων , κάπο υ μ ακιρ υά. — Τό είδες τώρα Τόμ; — "Οχι. Ό Μπίλλ νευριάζει καί έ τσι τού έρχεται νά τά βάλη μέ τό φίλο του, μά καταπίνει τό θυμό του. Δέν ξέρει τί νά κάνη. Άπό ποιόν προέρχεται τάχα αυτό τό φως; Μήπως α πό τον Βάγκ καί τούς συντρό φους του, πού προσπαθούν νά τούς άνακαλύψουν; Τί πρέ πει νά κάνη; Νά φωνάξη ή νά προσπαθήση, νά κρυφτή; Αποφασίζει τό δεύτερο. Γονατίζει κάτω καί προσπα θεί νά ξαναδή τό φως. Αυτό δέν αργεί νά φανή πάλι. "Ο μως τώρα, μαζί μέ τό χλωμό φώς, παρουσιάζεται καί μιά οπτασία, ντυμένη στά λευκά. Ή οπτασία μιας κοπέλλας, μέ μακρυά μοολλιά καί μέ ά“ δύνατο πρόσωπο, πού κρατάει στά χέρια της κάτι φω τεινό. Τό μυαλό τού Μπίλλ, παίρ νει χίλιες στροφές τό δευτε ρόλεπτο. Ποιά είναι αυτή ή λευκοντυμένη οπτασία, πού
ΚΕΡΑΥΝΟΙ·
δ
««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««α«<4<««4< βρεθηκε μέσα σ" αυτή την κόλασι του σκοταδιού, μέ ένα φως στο χέρι; Είναι κανένα υπερφυσικό ον, καμμιά βασί λισσα των παραμυθιών, ή μια κοπέλλα ,μέ σάρκα καί οστά; Καί πώς /μπορούσε νά βρεθή εκείνη ακριβώς τή στιγμή μιά κοπέλλα κοντά τους; — Τόμ!, ψιθυρίζει. Καμμιά άπάντησι. — I 6μ !, ξανακάνει δυνα τότερα. Τώρα, αντί για τον Τόιμ, του άπαντά ένα ροχαλητό, λές καί βράζει δίπλα του ένα καζάνι. "Απλώνει τά χέρια καί ψα χουλ εφτά τον βρίσκει. Τόιν αρπάζει όπως είναι ξαπλωμέ νος κάτω καί του δίνει ένα γερό τίναγμα. — Τί είναι, τί συμβαίνει; φωνάζει ό δύστυχος ό Τόμ. — Κοιμήθηκες πάλι, βλάκα; — Μά τί συμβαίνει επί τέ λους; Που βρισκόμαστε; Δεν έχεις σκοπό νά μέ άφίσης νά κοιμηθώ λιγάκι; -— Τον κακό σου τον και ρό! "Άνοιξε τά μάτια σου καί κυτταξε μπροστά σου. Πες μου, βλέπεις τίποτε; — Τί θέλεις νά δώ μέ τέ τοιο σκοτάδι; Γιατί δεν ανά βεις τό φως; Ακόμα δέν έχει καταλάβει πώς βρίσκεται φυλακισμένος άπό τούς βράχους, -μέσα στά έγκατα τής γης. Νομίζει πώς βρίσκεται στο δωμάτιο του σπιτιού του, στή Νέα Ύόρκη! "Αργεΐ νά καθαρίση τό
μυαλό του. Στο τέλος... κατα λαβαίνει. — Που νά κυττάξω, είπες; — Μπροστά σου, μακρυά, νά εκεΐ, πού σου δείχνω μέ τό χέρι μου. — Αλήθεια, τί είναι αυ τό, Μπίλλ; Δέν μοιάζει σάν ένα κορίτσι; Ό Μπίλλ τώρα είναι βέ βαιος. “έρει πώς δέν τον ξε γελούν τά μάτια του. Πιάνει άπό τό χέρι τον Τόμ καί προ σπαθούν νά προχωρήσουν ό σο μπορούν πιο γρήγορα μέ σα άπό τό σωρό των βρά χων, προς τήν κατεύθυνσι· τής λευκής οπτασίας, πού κάθε τόσο στρίβει ολόγυρα τό κε φάλι της, σάν κάτι νά ζητάη νά βρή. "Ο Τόμ κυττάζει τήν κοπέλλα. Θέλει κάτι νά πή, μά φοβάται μην κάνη καμμιά γκάψα καί δέν μιλάει. Καθώς σηκώνει σε μιά στιγμή τό πό δι του νά πατήση σέ μιά πέ τρα, γλυστράει καί πέφτει μο νοκόμματος μέ τό χοντρό του σώμα. Ό θόρυβος αυτός κάνει τήν κοπέλλα νά κινηθή προς* τό μέρος τους. "Ο Μπίλλ σκύβει κάτω για νά μή τον δή. Ε κείνη, μέ μιά θαυμάσια εύλυγισία πηδάει τις πέτρες καί σέ λίγο φτάνει κοντά τους. Βλέπει τά δυο παιδιά κρυμ μένα πίσω άπό μιά πέτρα, μά δέν δείχνει ούτε φόβο, ού τε μεγάλη περιέργεια. —Μήπως χτυπήσατε; τούς ρωτάει αμερικάνικα, μά μέ ά σχημη προφορά. —Χτύπησα στο πόδι μου,
6 ΚΕΡΑΥΝΟΙ <<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<««««<««««««««««
λέει ό Ταμ. Μήπως έχετε λίγο ιώδιο; Παίρνει τό λόγο αμέσως ό Μττίλλ. —Ποια είσαι και πώς βρέ θηκες εδώ; ρωτάει. — Με λένε Π όλα, του ά παντά ή κοπέλλα πού φαίνε ται ώς δώδεκα η δεκατριών χρονών. Είμαι κόρη του Λουντι. Τον ξέρετε τό Λοϋιντι, δεν ειν έτσι; — Ναι, τον ξέρουμε. Είναι από τούς υπ αρχηγούς τής βα σίλισσας. Μά τί ζητάς εδώ; — Παρακολούθησα κρυφά την απαγωγή σας από τον Βάγκ και τό σύντροφό του. Είχα κρυφτή σέ κάποιο βρά χο·, δταιν έλεγαν πώς θά σάς
'Ο
σκότωναν. 5Εκεί με φρήκε καί μένα αυτή ή καταστροφή. Ψά χνω νά σάς βρώ ,μέ τό φακό μου. Νόμιζα πώς 6ά σάς εί χαν θαμμένους οί πέτρες. Ευ τυχώς πού σωθήκατε. — Γιατί ακολούθησες κρυ φά τον Βάγκ; Γιά νά μάς σώσης; — Ναί. "Έπειτα, θέλω νά ακολουθήσω τά ίχνη τους. Θέλω νά βρώ πού έχουν πάει τον πατέρα μου. — Τον Λουντι; ρωτάει παραξενεμένος ό Μπίλλ. Μά.,.ό πατέρας σου δεν βρίσκεται στο παλάτι τής βασίλισσας; — "Όχι! Τον πήραν μαζί τους, πριν από σάς! Ή κοπέλλα δεν μπορεί νά
Κεραυνός -πε άγεται σαν άσ τραπτή από τη 6£σι του καί χτυττά ταν Βάγκ με μια τρο;μερη γροθιά στο σβέρκο.
Κ
1
ρ· Α
V
Η
ύ
1 ·
....._ ,
·
7
««««««««<««««««««««««<««««««««««««««<«««««««««■<
*0 Μττΐιλλ ζυγίζει^ την πέτρα στ 6 δεξί Του χέρι και την πετάιει ,μέ ·δΟν·ο;'*π τχάνοαι στη λάίίψι.
κρατηθή και αρχίζει τά κλάματα. — Μην κλαΐς, την παρηγορεΐ ό Μπίλλ. "Έχεις κανέ να πιστόλι έπάνω σου; — Δεν έχω τίποτε, έκτος από τό φακό. -— Δεν πειράζει. Αυτός μάς χρειάζεται πιο πολύ κι* άπό πιστόλι. Λες νά βρίσκε ται κάπου εδώ. κοντά τό κρη σφύγετό τους; — -"Έτσι πιστεύω. "Αφού σάς έφεοαν έδώ... — Δεν πρέπει νά καθυστε ρούμε. Πρέπει νά προσπαθή σουμε τό γρηγορότερο νά τους βρούμε. Τότε θά τά ποΰμε,_ κύριε Βάγκ! Ξεκινούν και οι τρεις. Κα
θώς δμως προχωρούν, φτάνουν στ" αυτιά τους κάτι μακρυνοΐ θόρυβοι. Ή Π όλα, πού προχωρεί μπροστά, σβύνει άμέσοος τό φώς. — Τί συμβαίνει; ρωτούν οι δυο φίλοι. —- Μού φαίνονται σάν βή ματα, λέει ή κοπέλλα. Κάθονται και οι τρεις κά τω και τεντώνουν τά αυτιά τους. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜιΕ ΤΟΝ ΒΑΓΚ
«ρ 1τ ΑΓΩΝΙΑ κάνει Την ΕμΙ καρδιά τους νά χορεύη & Ά τρελλά μέσα στά στή θη τους. Είναι, πραγματικά/
§
Κ6ΡΑΥΝ01
««««<«««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««
βήματα. Κοντά σ5 αυτά, άκο άγεται .και ένα ελαφρό βή ξιμο ανθρώπου. — Είναι 6 Βάγκ!, λέει ό Μπίλλ. Ψάχνουν νά μάς βρουν. Προς Θεού, μην κάνε τε τον παραμικρό θόρυβο, γιατί χαθήκαμε! — Θά έχουν φως!, λέει ή κοπέλλα. -— Πρέπει νά κρυφτούμε καλά,, ανάμεσα στις πέτρες! Ψαχουλευτά ζητούν τριγύ ρω τους ό καθένας κι5 από έ να κρυψώνα. Μπαίνουν μέσα άτίς σχισμάδες των βράχων και ξαπλώνουν. — Ούτε μιλιά!, συμβου λεύει ό Μπίλλ καί στηρίζει τό αυτί του πάνω σέ μια πέτρα γιά νά άκούση καλύτερα. Ό θόρυβος των βημάτων όσο πάει καί πλησιάζει. "Οπως καταλαβαίνει ό Μπίλλ, οί εχθροί του είναι -μόνο δύο. Αυτό τον ευχαριστεί. Στην α νάγκη, θά μπορέση νά τά βάλη ,μαζί τους. Είναι πολύ γερός στην πυγμαχία. "Αλλωστε, γιά τις δυνατές καί συντριπτικές γρο θιές του, οί συμμαθηταί του τον έχουν επονομάσει «Κε ραυνό». Οί άνθρωποι δσο πάνε καί τούς πλησιάζουν. Τώρα στα ματούν λίγα μέτρα μακρυά τους. "Ενα φως γυρνάει ολό γυρα καί στέκεται μέ προσο χή πάνω σέ κάθε βράχο. — Δέν υπάρχει τίποτε!, λέει ό ένας από τούς δυό. νΑ δικα ψάχνουμε. Τούς σκότω σαν οί πέτρες.
— Πού τό ξέρεις; απαν τάει ό άλλος. Μπορεί καί νά τη γλύτωσαν. Γιατί νά .μην είμαστε βέβαιοι; Άν δέν τούς βρω νεκρούς ή ζωντανούς, δέ φεύγω άπό δω. Ό δεύτερος είναι ό Βάγκ. Τη γνωρίζει τή φωνή του ό Μπίλλ. Τού ανάβουν τά αίμα τα άπό τό μίσος, ,μά δεν κου νιέται άπό τή θέσι του. — ’Άν είχαν γλυτώσει, ε ξακολουθεί ό πρώτος, θά προ σπαθούσαν νά βγούν καί θά έκαναν θόρυβο ανάμεσα στις πέτρες. Είδες πού δέν δοκού γεται τίποτε; Ό Μπίλ πιάνει τήν καρδιά του μέ τό χέρι του γιατί χτυ πάει τόσο δυνατά, πού φοβά ται πώς θά τήν ακούσουν οί δυό άντρες πού συζητούν λί γα βήματα πιο πέρα. Κοα τότε, μέσα^ σ’ αυτή τή νεκρική σιγή, πού τούς κρύ βει θαυμάσια, λίγο πιο πέ ρα άπό τον Μπίλλ, άρχιζει ένα βαρύ:^ «Χρρ... Χρρ... Χρρ...»! Είναι τό ροχαλητό τού Τόιμ! Μά αυτό δέν μοιά ζει σάν ροχαλητό! Αυτό μοι άζει σάν τό θόρυβο πού έκα ναν οί πέτρες όταν ξεκολλού σαν καί έπεφταν άπό ψηλά, μοιάζει σάν τό «χρρ...» πού κάνει ή μεγάλη πριόνα τώιν ξυλοκόπων πού κόβει τούς κορμούς τών δέντρων! Ό Μπίλλ βράζει άπό μέ σα του καί λυσσάει άπό τό κακό του! Τό ροχαλητό τού κοιμισμένου Τόμ θά τούς προ δώση οπωσδήποτε! Νά ση~ κωθή γιά νά τον ξυβτνήση;
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
9
««««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««< νει μιά κλωτσιά στο χέρι του Θά προλάβη τάχα; Κι5 άν Βάγκ πού κρατάει τό φακό τόν σκουντήξη κι5 άρχίση τις καί μέ τη δεξιά του γροθιά φωνάρες ταυ; τον χτυπά πίσω στο σβέρκο. Του έρχεται νά τρελλαθή Ό πελώριος Βάγκ, πού δεν και δεν ξέρει τί νά κάνη. Το περίμενε την ξαφνική αυτή ε ροχαλητό έξακολουθεΐ ττιό έντονο και τπό βροντερό. Τί πίθεση πέφτει μονοκόμματος κάτω μέ ένα βογγητό. Ό φα ποτε τώρα πιά δεν μπορεί νά κός του* πετάγεται πέντε μέ τους γλυτώση. Θά τούς πά τρα μακρυά του, χτυπάει πά ρουν εΐδηισι... Και πράγματι, το φως α νω σέ ένα βράχο καί σβυνει. Ό Μπιλλ αλλάζει αμέσως νάβει ξανά. Οι δυο άντρες θέσι καί πέφτει κατάχαμα. αρχίζουν νά κινούνται μέ προφύλαξι προς τό μέρος τους. —έρει πώς ό άλλος θά τον πυ ροβόληση. Πραγματικά, ενα Νά πού τούς πλησιάζουν και φωτεινό καί αθόρυβο βλήμα βγάζουν τά πιστόλια από τη θήκη τους. Ό Μπιλλ διακρί σκίζει τό βαθύ σκοτάδι. "Ο μως ό Μπιλλ έχει κρυφτή πί νει τά πρόσωπά τους. Είναι σω από ένα βράχο. ό Βάγκ και ό σύντροφός του, — Τόμ!, φωνάζει μέ δλη πού τούς πήραν από τό πα του τή δύναμι. Τόμ, ξύπνα! λάτι. Τά μάτια τους γυαλί Ό ΜπΊλλ φοβάται μήπως ζουν καί προσπαθούν νά διαό εχθρός πλησιάση προς τον κρ ίινουν όλόγυρα. Τόμ καί τον σκοτώση;. Γι’ αυ Δεν έχουν νά κουραστούν για να/τούς βρουν. Τό ροχα τό, χωρίς νά χάση καιρό, μέ λητό τούς οδηγεί μια χαρά." ένα αθόρυβο σύρσιμο τής κοι λιάς του, πλησιάζει τήν ΠόΌ Βάγκ φτάνει οπό βράχο, λα. σκύβει καί μέ τό φώς φωτί — Πήγαινε νά ξοπνήσης ζει τον κοιμισμένο Τόιμ. "Ε τον Τόμ καί άπαμακρυνθήτε χει ξαπλωθή μπρούμυτα πά από αυτό τό μέρος, τής λέει νω στά δυό του χέρια και δεν παίρνει εϊδησι τί γίνεται γύ σιγανά. Ή κοπέλλα σηκώνεται μέ ρω του. Ό Μπιλλ καταλαβαίνει προφύλαξι καί ό Μπιλλ ξαναπώς ό Βάγκ δεν θά ξυπνήση γυρίζει στή θέσι του. Τό μά τι του τό έχει στηρίξει προς τό φίλο του, αλλά θά προσπα θήση νά άνακαλύψη καί τό „ τό μέρος τού εχθρού του, ενώ σύντροφό του. Τον βλέπει νά τό αυτί του προσπαθεί νά πάρη όλες τις κινήσεις πού κά στρίβη τό κεφάλι του και τό νει ή Π όλα. Τήν ακούει νά κορμί του. πλησιάζη τόν κοιμισμένο του Χωρίς ν5 άφήση δευτερόλε πτο χαμένο, ό μικρός «Κε φίλο καί νά προσπαθή νά τόν ραυνός» πετάγεται σάν α ξυπνήση. στραπή από τη θέσι του, δί Ό Βάγκ όμως τί γίνεται;
ίο
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΣ
«««^««««««««<«««««««««««««««««««<«««««««««««««< Κοιμάται ακόμη η θά ξυπνή-. ση από στιγμή σέ στιγμή; Ό Μπίλλ αρπάζει μια πέτρα στο χέρι του και περιμένει. "Εχει τό σκοπό του. Ξέοει πώς ό αντίπαλός του, μόλις ά'κούση τις φωνές του Τόιμ, καθώς θά τον ξυπνά ή Π όλα, θά άνάψη τό φακό του. Πραγματικά, ό Τόιμ στα ματά τό ροχαλητό του καθώς τον τραβάει από τό χέρι ή κοπιέλλα. Σηκώνει άπότοιμα τό κεφάλι καί1, καθώς είναι σκοτάδι καί δεν καταλαβαί νει που βρίσκεται, τό χτυπάει έπάνω στην πέτρα. — ^Ωχ!, κάνει καί πιάνει τό κεφάλι του μέ τά δυο χέ ρια.
'Ο Τόιμ
Την ίδια στιγμή, κάπου δέκα μέτρα μακρυά, ένας φα κός ανάβει. Ό Μπίλλ ζυγί ζει μέ γρηγοράδα την πέτρα στο δεξιό του χέρι καί την πετάει μέ δύναιμι έπό;νω στη λάμψι. 'Ένα ουρλιαχτό πόνου άκουγεται καί ό φακός πέφτει κάτω καί γίνεται θρέψχλλα. Τώρα τό σκοτάδι τους σκεπά ζει ξανά. Τό μυαλό του Μπίλ δου λεύει μέ αφάνταστη ταχύτη τα. Καταλαβαίνει πώς, δσο περνούν τά λεπτά, τόσο πιο άσχημα την έχουν. Οί εχθροί του είναι ώπλισμένοι, ένώ ου· τοί δεν έχουν τίποτε έκτος ά~ πό τις. πήτρες. —— Τό;μ !, φωνάζει. Γυρίστε
άρχί&ι να κατρακύλα στην χαράδρα...
-ΌΧΟ 5οΛ3ΓΙγΙΗ<}|Χ 'γγίΐΐγ/ Ο, Ά01 Ό 1ΑΟΧ Χ>-/30 Ό0Χ 01 / & ν IX)>1 ΙτΙΐΟΑίΠζ >11 Π01 Ιίγο 3Γΐ 13Λ -λ]φθ οχ ΊΟΤίΟΟ )0Λ3 ΛΠΟΙΛΟΟΛ -ΌΌ ΠΟΙ 53Τί:θγΧ)11 10 ’ΠΟΙ 53γΧ -Π003Χ 5ΐ1 13Λφγΐ1Χ) ΌίΟΤίΙ^ ΟΠ9 ^ΟΙΛΟΑΟΧ 'ίΟΧ Χ303ιϋ 0111 ολίγ οΐίοΐοάφ οόχΊΤΓί ΌΛ3 13ΠΟ>ί -γ£ Ί§Ό10’>!Ό 01 ΛΠΟΟΙΧΟ »Α Αοο^οιίΌοϋιι '51ιύλι.ι 5!ιι λοο λ,οο^οιογΙ ηοιι 'ηοι οιιοιϊ :οι ιχ)χ ηοι 019911· ειώ ιοΐ3Λΐζ?χ ..Ιΐ][ ·30Α,ιιη§ χιλθ£| 05 ίΧ0/γ ^0ΐΙΐ9Ο1Χ)Α3ρ .Π3ΐ3ΧιΟ']€ί9 Ιΐϊΐ -οχγΓ. '.άΧο^ ο ε1>} ΊλοΙιοΙοοΧ θίλΐ1 ΟΑ οτίγοί Α3§ ογγρ 'θ 03.11 0111 0<3ΐ3Τί Χ)Λ)Υ 13η3Λ0ϊίθ<±011 5 ηοι 59Φ9Χ3 0> ’ ’ποιγοιοιιι ΠΟΙ Χ)ΤΓΐίΙγ9 03Λ Χ3Λ<3 ΟΟΑΙ^ Μγ??-11 οοΙιοΦοΓοϊΙυρ ^αΙιι ο^,ιχο ιφΛίογ λο'.
·αοΑιηχ3'Ί3>|
ΛΟΧ ΟΧΙΌ
'ΌΛίΟΛΙ ποχ •βΊχίιι^γοι
ία
ΌΥΟΜ Ιΐ 13ΩΟΟΥ
5Π01 3010011 Ο)
Ο1Ο1130Χ ΑΠΟΑΟΟΧ
301
►ο>οο £01 -θφ
-090090
λοι 5θ03ΊΓί
7ποι
000111003"
τίοχ
01 50011· 01Π3γΠθΧ
13Φ'ΓθΧθ<5ϋ
133Χ
ΟΟΙΟΧ ,91130
1Χ13Λι?:ΧιΙΐ][ '5θΦ3Τΐ 01 01ΠΌ •X) Α,Γ.ο Ληφ Χ)Λ Ο θ’310000 ΛΙίοΙ'Λ ( > ·ν «/
011 01 V
13113 Φ'11 5 0011 ΙΟΧ Α.ηθιΠ3Λ1ηΐ§Αΐ1 X 50011 ΙΐΛΓΟΟ^Ογώχ»· *>Λ 13^1 X
-ι<±0 τΐίοχ ο οοοοχ Ο ΙΟ
ΙΙΟΧ
ίιιύο
κ ακ
!35)ΦΠ0ΐφ £01
ιοχ 139ΠΧΌ Υνν3ϋ0>1
^ ™
ΙΥνΌ'ϋ ΙΗΧ ΗΧϋϋνΙίΥ Η
•τΐοχ 5θΛ3ΤΓΐθ'ηΓΐΐΟΧΟΟΐΤΐ
Ο
ΟΛΤίίίΟ'ΘΓϋΟ
13/οχ !ηςο ιηο3Χο!3 Λ39 ιιοιΛ 'γγ^ιχγγ ~'5»γιτ1 ηοιι οιιγς— *5χ)θ οηδ 1° Ι30^1
Ιΐ-ΟΧηγίίΊΟ ΏΛ 13ΛΟΟ>3 όπ/ 'ηοχ ομιόΦ οχ,
ΐ3·£Γ0*φ
5 οιϊχχο>]
0»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»>»»»»»>»»»» II ΙΟΝλΥάΒ»
12 /Κ ΕΡΑΥΝΟΣ «««««««««««««««<«««««««««<««««««««««««««««««««
μη πίσω από το βράχο, περι μένει. Μέσα στην προσμονή αυτή, που ή αγωνία του κίν δυνου τήυ κάνει σαν ολόκληρο αιώνα, ακούει ξαφνικά μια σπαραχτική φωνή. Πετάγεται όρθιος. Καταλαβαίνει πώς εί ναι ή_φω·νή τής Πάλα. Τί έγι νε; -ύπνησε μήπως ό Βάγκ ή τήν άρπαξε ό σύντροφός του; Μέσα σ5 αυτή τή στιγμή τής φρίκης, δεν ξέρει τί πρέ πει νά κάνη καί τί- νά πρώτοσκεφτή. Νοιώθει ένα σώμα νά πέφτη επάνω του. Τό γνωρί ζει, είναι τού Ταμ. Τού κλεί νει μέ ίμιας τό στόμα μέ τήν ποολάμη του για νά μή τού ξεφύγη κάμμιά φωνή. Τον τραβά έπειτα από τό χέρι και προχωρεί πιο πέρα. Δεν τολ μούν νά πούν ούτε μια λέξι. Μαντεύουν πώς ή Πόλα έπε σε στά χέρια τους. Δεν μπο ρούν άμως νά κάνουν τίποτε γιά νά τήν γλυτώσουν. Τους είναι αδύνατον νά πλησιάσουν προς τό μέρος τους. Εκείνοι έχουν άκόίμη τά όπλα τους. Ευτυχώς πού οι δυο φακοί έ σπασαν κι5 έτσι δεν υπάρχει φόβος νά τούς καταδιώξουν. Περνούν στιγμές αγωνίας. 5Από τό μέρος τών εχθρών τους άκούγεται ένας θόρυβος από βήματα. Φαίνεται πώς έσμιξαν και οί δυο τους και προσπαθούν νά κάνουν καλά τήν Πόλα, πού αντιστέκεται. Φαίνεται πώς τής έχουν βου λώσει τό στόμα, γιατί άκουγονται κάπου - κάπου πνιγ μένοι βόγγοι.
— Τί θά κάνουμε τώρα; ρωτάει ό Τόμ σιγανά. — Τώρα δεν μπορούμε νά κάνουμε τίποτε, τού άπαντά ψιθυριστά ό Μπίλλ. Είναι αρ γά πιά. Αρκεί πού μάς πήρες στο λαιμό σου! — Μά γιατ; διαμαρτύρε ται ό Τόμ. Γιατι δεν θά μάς έβρι σκαν, άν δεν χαλούσες τον κόσμο μέ τό ροχαλητό σου. — ’Έ!..., κάνει μιά φωνή βροντερά. Ή φωνή τού Βάγκ. 'Άγρια, γεμάτη μΐσος. Ό Μπίλλ περιμένει ν" άκούση τή συνέχεια. Πραγμα τικά, ή φωνή ξανακούγεται: -— Άν θέλετε τή ζωή σας, ελάτε κοντά μας. Λεν πρόκει ται νά σάς πειράξουμε. Ε λάτε πριν σάς βρούμε μονά χοι μας! Ό _Μπίλλ αρπάζει μ ιά πέ τρα. -έρει πολύ καλά πώς οί δυο άντρες δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν άν δέν βρούν τό^φαηοό τής Πόλα. 'Ο Τόμ αρπάζει κι5 αυτός μιά πέτρα. Τό σαγώνι του αρχίζει νόε τρέμη από τό κρύο κι" από τον φόβο. ^— Σάς ξαναλέω πώς δέν σάς πειράζουμε, λέει ξανά ό Βάγκ. Μιλιά ό Μπίλλ. Ξέρει πολύ καλά πώς, άν τούς βάλη στά χέρια του ό Βάγκ, θά τούς σκοτώση επί τόπου, μέ τό ά χτι πού τούς έχει.. — Περιμένω νά μου μιλή σετε!, ουρλιάζει τώρα ό Βάγκ σάν θηρίο. Άν δέν μοΰ
ΚΕΡΑΥΝΟΣ1
13
<«««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««««««««
απαντήσετε σέ δυο λεπτά, θά έλθω νά σάς βιρώ! Τά δυο λεπτά περνούν χω ρίς ανάσα από τά δυο παιδιά. Ό Βάγκ, λυσσώντας από τό κακό του,, σηκώνει μιά .μεγά λη πέτρα και την πετάει μέ όλη του τή δύναμι. Πέφτει ό μως αρκετά μακρυά από τούς δυο φίλους, πού σκύβουν τά κεφάλια τους για καλό και για κακό. — Φεύγουν!, λέει σέ μιά στιγμή ό Μπίλλ μέ όονακούφισι άκούγοντας τά βήματά τους νά άπομακρύνωνται. Ευ τυχώς πού δέν βρήκαν τό φα κό τής Π όλα! Ό Τόμ ξεθαρρεύει λιγάκι και σηκώνει τό κεφάλι του. Ακούει κι9 αυτός τά βήματα, νά άπομακρύνωνται. Προς τό παρόν δέν κινδυνεύουν... Περνούν αρκετά λεπτά, ό ταν τά παιδιά αποφασίζουν νά κινηθούν από τή θέσι τους. Ό Μπίλλ πη'γαίνει προς τό μέρος, όπου κοιμόταν προ ηγουμένως ό Τόμ. Σκύβει κά τω και προσπαθεί νά βρή τό φακό τής Πόλα. Τον βρίσκει και προσπαθεί στά τυφλά νά τον άνάψη. Λειτουργεί κι* συτός σάν τούς φακούς πού έ χουν στη γή, μέ τό πάτημα ενός κουμπιού. — Δέν θά τον ανάψουμε γιά νά μη προδώσουμε τις θέ σεις μας, Τόμ. Γιά καλό και γιά κακό, άς τον πάρουμε ό μως μαζί μας. Παίρνουν στά τυφλά μιά κατεύθυνσι κα] προχωρούν α νάμεσα στούς σωρούς των
βράχων. Πότε όρθιοι, πότε μέ τά τέσσερα, πότε μέ την κοι λιά σάν φίδια. Πρέπει νά βγούν τό γρηγορότερο από την επικίνδυνη αυτή φυλακή, πριν γυρίση πίσω ό Βάγκ. Παλεύουν ολόκληρη ώρα μέ τό σκοτάδι και μέ τις μυτε ρές πέτρες. Τά πόδια τους καί τά χέρια τους τρέχουν αί ματα καί ή πείνα μαζί μέ τή δίψα τούς βασανίζει τρο μερά. Ό Τόμ προχωρεί μέ δυ σκολία από τή... νύστα καί παρακαλεΐ κάθε τόσο τον Μπίλλ νά τον άφήση νά κοιμηθή λιγάκι. — Προς θεού, Μπίλλ! ζελιγώθηκα από τή νύστα! — "Οταν βγούμε στο φως, Τόμ, τότε θά κοιμηθής. Θά ξαναπάμε στή βασίλισσα νά μάς φιλοξενήση στο όμορφο δωμάτιο. "Ομως, τώρα, κινδυ νεύουμε εδώ! Δέν τό κατα λαβαίνεις; Τό καταλαβαίνει πολύ κα λά ό Τόμ, μά τί νά κάνη; Αρχίζει· νά άναθεματίζη τον καθηγητή τους πού τούς έβα λε τό διαγωνισμό (*). Γιατί, άν δέν είχαν πετύχει στο δια γωνισμό αυτού τού σχολείου, θά έμεναν τώρα στά σπιτά κια τους. — Ή μητέρα μου θά έχη φορέσει μαύρα, Μπίλλ!, λέει παραπονεμένα ό Τόμ. — Φως!, κάνει ό Μπίλλ ε κείνη τή στιγμή. Πραγματικά, βρίσκονται τώρα στήν άκρη τού κάμπου. (*)
Διάβασιε
-πεΰχος.
τό
προηγούμενο
14
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««"«««««««««««««««««««««^««««««««««ο 1 Απέραντες φυτείες ξεκινούν οστό τά πόδια τους. Δέντρα φορτωμένα μέ λογης - λο/ης άγνωστα φρούτα τους περι μένουν γιά να τούς χορτάσουν το στομάχι. — Βγήκαμε ακριβώς οπό μέρος πού μπήκαμε!, παρα τηρεί ό Μπίλλ. Ό Τόμ κάνει νά τρέξη προς τά δέντρα, μά ό φίλος του τον συγκρατεΐ. — Είναι ακόμη επικίνδυνο νά μείνουμε εδώ!, λέει. Δεν υπάρχει ψυχή ολόγυρά μας. Μπορεί από στιγμή σέ στιγ μή νά παρουσιαστή αυτός ό σατανάς ό Βάγκ και τότε... αλλοίμονο μας! Πρέπει νά ά'· πομακρυνθούμε από εδώ τό γρηγορότερο. Ξαφνικά, τό μάτι του πέ φτει πάνω σ’ ένα από τά αλ λόκοτα εκείνα αυτοκίνητα τής υπόγειας πολιτείας, πού εί ναι σταμ στημένο κάπου δια κόσια μέτρα μακρυά τους. 'Αρπάζει τον Τόμ από τό χέ ρι και τρέχει. Φτάνουν κοντά του κα] αρχίζουν καί οί δυο νά τό περιεργάζωνται. Ή πόρτα είναι ανοιχτή. Καθώς μπαίνουν μέσα, κλείνει1 μονά χη της! Ό Μπίλλ, πού γνωρίζει πολύ καλά από ,μηχοονές, σκύ βει πάνω σέ ένα καντράν, πού υπάρχει στο (μπροστινό μέ ρος. Επάνω του, σέ μια μαύ ρη πλάκα, είναι νοαμμένες κάτι λέξεις μέ παράξενη γρα φή καί κάτω από κάθε λ.ξι υπάρχει καί ένα κουμπάκι. —Πώς παίρνει μπρος; ρω
τάει ένώ ό Τόμ αρχίζει νά γκρινιάζη γιατί δέν τον άφη σε νά δοκιμάση τά φρούτα. Τό επάνω μέρος τού αυτο κινήτου σκεπάζεται άπό έ/α διαφανές κρύσταλλο. Ό Τόμ κοττάζει ολόγυρά του, βλέπει τά δέντρα μέ τά φρούτα καί ξερογλείφεται, αάφνου βάζει μιά φωνή: — Μπίλλ, κύτταξε πίσω! ΤΟ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
ΜΠΙΛΛ πετ άγετ α ι καί κοττάζει πίσω. 3λέπει ένα αυτοκίνητο νά τούς πλησιάζη μέ μεγάλη ταχύτη τα. Μέσα στο αυτοκίνητο δια κρίνει δύο άντρες. Ό ένας ά·* πό αυτούς έχει ένα σημάδι στό πρόσωπό του. Είναι ό Βάγκ! Χωρίς νά χάση καιρό, σκύ βει μπροστά του καί αρχίζει νά πατάη: έλα τά κουμπιά πού υπάρχουν στό καντράν. Τό αυτοκίνητο όμως μένει α κίνητο. Δοκιμάζει κάτι μι κρούς μοχλούς, ,μά τίποτε δέν γίνεται. *— Κατεβαίνουν, Μπίλλ!, κάνει πίσω του τρέμόντας ό Τόμ καί δοκιμάζει κι5 αυτός κάθε μηχάνημα πού βλέπει μπροστά του. Ό Μπίλλ γυρίζει τό κεφά λι του. Βλέπει τον Βάγκ νά κατεβαίνή άπό τό αυτοκίνητό του καί νά τρέχη ποός τό δικό τους κρατώντας τό πιστόλι στό δεξ ό του χέρ\ Γελάει παράξενα καί τρομακτικά. Γιά πρώτη φορά στή ζωή του,
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
15
«««««««««««««««««««««««««««««<(«<««■?«««««««««««< ό Μπίλλ νοιώθει ένα φόβο α πό το παράξενο αυτό γέλιο του. Προσπαθεί νά σκεφτη μέ τί τρόπο θά τον αντιμετώπι ση, όταν τον βλέπει ξαφνικά νά μικραίνη καί, στο τέλος, νά γίνεται άφαντος από εμ πρός του·! Τό αυτοκίνητο εί χε πάρει μπρος καί είχε ξε κινήσει ιμέ ίλιγγιώδη ταχύτη^ τα. Φαίνεται πώς,ό Τόμ, έπάνω στην απελπισία του, είχε βρή, χωρίς κι5 αυτός νά τό καταλάβη, τό μηχανισμό του. — Σωθήκαμε !, κάνουν καί οι δυο τους. Δεν προλαβαίνουν όμως νά χαρουν, όταν βλέπουν ξοπίσω τους νά τρέχη υέ αφάνταστη ταχύτητα τό αυτοκίνητο του Βάγκ. — Μπίλλ, θά μάς φτάση!, ξεφωνίζει ό Τόμ. Πρέπει νά μεγαλώσουμε την ταχύτητα! —- "Οχι, προς θεού! Μην πειράξης τίποτε καί σταμα τήσουμε ! Τό αυτοκίνητο του Βάγκ ό σο πάει καί κερδίζει άπόστασι. Δεν τους χωρίζουν τώρα παρ ά π εο τ σικόσ ι α μ έτρα... τριακόσια .μέτρα. διακόσια μέτρα...,, εκατό... -αψνικά, τό αυτοκίνητο των δύο φίλων μέ νει ακίνητο επί τόπου. Λ':ς καί τό σταμάτησε κάποια α όρατη καί μυστηριώδης δύναμ ι! Ό Μπίλλ προσπαθεί νά τό βάλη μπρος, μά δεν τά κα ταφέρνει. Πιστεύει τώρα πιά, πώς τίποτε δεν θά τον σώση από τή μανία του έχθραυ του.
Τον βλέπει νά βγαίνη έξω καί νά τρέχη προς τό μέρος του. Επάνω στην απελπισία του, ό Μπίλλ ξεκολλά ένα εργαλείο πού βρίσκεται δεξιά του. Εί ναι τό μόνο όπλο πού μπορεί νά χρησιμοποιήση. Δεν έχει σκοπό νά παιραδοθή. Προτιμά νά παλαίψη όπως μπορεί καί νά πεθάνη σάν άντρας. — Τό;μ !, συμβουλεύει τό φίλο του. "Αρπαξε δ,τι μπο ρείς στά χέρια σου καί μ ή χάνης τό θάρρος σου. Μέχρι την τελευταία στιγιμή πρέπει νά ελπίζουμε. —Τί νά ελπίσουμε; άπαν τά ό Τόμ καί ξεκολλά κι’ αυ τός ένα ολόκληρο κάθισμα. Νά όμως πού ή ελπίδα δεν ξεγελάει πάντα τούς ανθρώ πους! Εκεί πού νομίζει κα νείς πώς φτάνει στο· τέλος, βρίσκεται ξανά στην αρχή! Ό Βάγκ απλώνει τά βήμοπά του καί φτάνει στο σπα ματημένο αυτοκίνητο. Πίσω του έρχεται ό σύντροφός του. Είναι ώπλισμένοι και οί δύο. Τά μάτια τους πετουν φωτιές κακίας καί μίσους. 5Ε<εΐ που ετοιμάζονται νά σπάσουν τό χοντρό τζάμι, πού, προφυλάσσει τά δυο παιδιά, άκουν ένα θόρυβο πού μεγαλώνει γοργά. Είναι ένα'μαύρο αυ τοκίνητο, πού φάνηκε στην άλλη άκρη του απλωτού κά/μπου καί τρέχει κατ’ ευθείαν επάνω τους μέ δαιμονισμένη ταχύτητα. Ό Μπίλλ τούς βλέπει νά σταματούν καί νά κυττάζωνται. Χωρίς νά πούν λέξη γυ
16
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««< ρίζουν πίσω τρέχοντας και μπαίνουν στο αυτοκίνητό τους. Βάζουν αμέσως μπρος τή -μηχανή καί άπτομαχρύνον ται προς τό σημείο πού εί χαν έρθει, ενώ τό αυτοκίνη το των παιδιών με μιας αρ χίζει νά κινητάι. — Τώρα σωθήκαμε στ3 α λήθεια!, φωνάζει ό Τόμ και αγκαλιάζει τό φίλο του. Ό Μπιλλ κυττάζει τό σωτή,ρα τους, τό μαύρο αυτοκί νητο. "Έρχεται καταπάνω τους καί, μόλις φτάνει σε άπόστασι πενήντα μέτρων, σταματάει. "Αμέσως σταμα τά και τό δικό τους. "Από τό μαύρο αυτοκίνητο κατεβαίνουν δυο άντρες. Ό έ νας από αυτούς είναι ό "Άρκο! Πλησιάζει στα παιδιά, ανοίγει την πόρτα τους και τούς πιάνει φιλικά τά χέρια. — "Εξηγήστε μου τι έγινε, τούς λέει. Ό Μπίλλ) μέ λίγα λόγια τού εξιστορεί την περιπέτειά τους, από την αρχή πού τούς πήρε ό Βάγκ άπό τό δωμά τιο, μέχρι τώρα. — "Έχουν όργανωθή θαυ μάσια, του άπαντά ό "Άρκο. Το άσχημο είναι ότι δέν ξέ ρουμε ποιοι είναι μέσα στην όργάνωσί τους. Φοβάμαι πώς τά πιο έμπιστα πρόσωπα τής βασίλισσας την προδίδουν. Οι δεσμοφύλακες πού φύλα γαν τον Βάγκ, βρέθηκαν δε μένοι και ή πόρτα τής φυλά" κής του όλάνοιχτη! "Έχουμε νά παλαίψουμε μέ ένα δυνα τό έχθρό πού έχει απλώσει
τά αόρατα πλοκάμια του παν του, ως και μέσα στο παλά τι ακόμα. Στοιχηματίζω πώς και τό συμβούλιο των σοφών, πού κυβερνάει μαζί μέ τή βα σίλισσα τή χώρα μας, κι5 αυ τό θά έχη τούς προδότες του. — Τον Αουντι πώς τον ε πί ασ αν; ρωτάει ό Μπιλλ. — Τον πήραν μέ τή βία ά πό τό δρόμο. Ή κατάστασι δέν είναι καθόλου ευχάριστη, δπως βλέπετε. Φοβάμαι πολύ για τή ζωή του και για τή ζωή τής Πολας. Ό Βάγκ εί ναι ικανός νά τούς σκοτώση χωρίς οίκτο. — Αυτός είναι ό άρχηγός τους; — Δέν πιστεύω. Ό αρχη γός τους είναι ακόμη άγνω στος. Ό Τόμ βρίσκει ευκαιρία νά λύση κι3 αυτός την περιέρ γεια του. Ρωτάει τον "Άρκο νά τού μάθη πώς λειτουργούν τά αυτοκίνητα. — Λειτουργούν μέ ατομική ένέργεια, τούς εξηγεί εκείνος. "Οταν θέλης νά πας σ3 ένα ώρισμένο · μέρος, πατάς τό κουμπί πού βρίσκεται κάτω άπό τό όνομά του πού είναι γραμμένο στο καντράν. "Έ πειτα, πατάς τό κουμπί που άποδεσμεύνει ένα μέρος τής μεγάλης ενεργεί'ας, πού βρί σκεται φυλακισμένη στη μη χανή, καί, χωρίς άλλη σκο τούρα, φτάνεις στον προορι σμό σου. Τό μαγνητικό μάτι σε προφυλάσσει θαυμάσια ά πό τις συγκρούσεις. — Γιατί τό δικό μας αυτο κίνητο σταμάτησε μονάχο του
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
η
««««««««««««««<««««««««««««««««««<«««<««««««««4 δυο φορές χωρίς νά τό πειρά ξουμε ; — Δεν σταμάτησε μόνο του. Την πρώτη φορά τό στα μάτησε ό Βάγκ και τώρα τό σταμόπησα εγώ. Υπάρχει μ ι ά ήλεκτ ρομ αγνητ ική συ ■ σκευή μέσα σέ κάθε αυτοκί νητο, που σέ ακτίνα πενήντα μέτρων και λιγώτερο, μπορεί νά στοματήση όποιοδήποτε αυτοκίνητο. Λέγοντας, αυτά,, ό ' "Αρκο μπαίνει μέσα στο αυτοκίνη το καί τούς εξηγεί όλο τό (μη χανισμό του. — Τά αυτοκίνητα, προσ θέτει έπειτα, ανήκουν στην πολιτεία μας, καί τά χρησι μοποιεί οποίος έχει ανάγκη. Δεν τά βάζουμε μέσα σέ σταθμούς, αλλά τά άφίναυμε οπουδήποτε. Είναι τόσο πολ λά, πού οποίος τά χρειαστή 5έν έχει νά κάνη παρά λίγα βήματα γιά νά βρή. — Οι βράχοι πώς ξεκόλλη σαν καί κατρακύλησαν; ρω τάει ό Μττίλλ. — Συμβαίνει πολλές φο ρές, στούς απομακρυσμένους λαβυρίνθους νά παθαίνουν καθίζηισι τά πετρώματα. Στην πολιτεία μας όμως έχουν στε ρεωθή μέ τεχνητά μέσα τόσο καλά, πού δεν έχουμε νά φο βηθούμε πώς μια μέρα θα πέση ή γή νά μάς θάψη όλους από κάτω! ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΟΜΜΑ,ΝΤΟΣ
Ι ΔΥΟ φίλοι, όταν έ φτασαν στο παλάτι, τό ©ρριξαν στό φαγητό καί
Ο
στον ύπνο. Οί συγκινήσεις π/ού δοκίμασαν τούς κούρα σαν καί είχαν μεγάλη ανάγ κη από άνάπαυσι. Σάν πέρασαν δυο μέρες, τούς καλει ή βασίλισσα στό δωμάτιό της. — Τό συμβούλιο των δωδέκα; σοφών άπαφίάσ’ισε νά σάς άψήση ελεύθερους από αυτίφ τη στιγμή, τους πληρο φορεί. — Ζήτω!, κάνει ό Ταμ καί πετάγεται επάνω. Πότε θά μάς άφήσετε νά φύγουμε; — Νά φύγετε; ’Όχι, δεν θά φύγετε^. 5Από σήμερα γί νατε πολίτες τού βασιλείου μας. Για τό δικό σας καλό, πρέπει νά άπσρνηθήτε τή γή καί νά μη ζητήσετε ποτέ νά άνεβήτε στην επιφάνεια. Πρέ πει νά υπακούσετε τυφλά στό μεγάλο νόμο τής πολιτείας μας. "Οποιος προσπαθήση νά άνεβή στη γή, χωρίς την ά δειά μου,, θεωρείται προδότης καί έκτελεΐται! Ό Τόμ ανοίγει τό στόμα του νά μ κλήση, μά ή βασίλισ σα τού κάνει νόημα νά σωπάαη καί πατάει ένα κουμπά κι. Στη στιγμή παρουσιάζε ται ό ’Άρκο. — Τό συμβούλιο αποφά σισε νά γράψη τά δυο παιδιά στη δύναμι τού βασιλείου μας. Άπό αυτή τή στιγμή εί ναι ελεύθεροι. Σέ παρακαλώ, νά τούς βρής ένα ωραίο σπί τι καί νά φροντίσης νά παρα κολουθήσουν καί οί δυο την ακαδημία γιά νά γίνουν επι στήμονες. — Βασίλισσά μου, επεμ-
δ?^ί»ϊϋ»·
§!
«&££)*
5!
^^βΜΜΜΜϊΜ Κ I* ιι1ίιΜν Λ36Κ®. >
Μ
Αρκο εΐνσι
ανάσκελα ένο ϊνας
οοντρας
άπο πάνω του ετοιμάζεται
νά
τον πυροβολήσω
!
20
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««««««««<««<««««<<<««««<«<<«««««««««««<< βαίνει ό ’Άρκο, πριν γράψου με τά παιδιά στην ακαδημία, θά ήθελα νά τούς χρησιμο ποιήσω στη δύναμι τής αστυ νομίας μου. Είναι οι μόνοι πού τούς έχω απόλυτη εμπι στοσύνη. Μην ξεχνάς πώς ό Βάγκ θά τούς σκοτώση όπωσδήποτε. Πρέπει νά φυλα χτούν. — Πολύ ωραία. Φέρε μου τό διάταγμα νά τό υπογρά ψω. Άπό αυτή τή στιγμή, φί λοι μου, θά ύπακούετε στις διαταγές τού Άρκο. ’Άν ά γων ιστήτε μέ θάρρος και αυταπάρνηισι γιά την τάξι και την ασφάλεια τής πολιτείας μου, αργότερα θά έχετε πολ λά νά κερδίσετε. Ποτέ δεν ξε χνώ τις υπηρεσίες πού μου προσφέρουν. Τά -μάτια των δυο παιδιών λάμπουν άπό χαρά. Θέλουν και οι δυο νά πολεμήσουν ε ναντίον τού 3άγκ καΐ τής δολοφονικής συμμορίας του, πού έχει αιχμαλωτίσει την Π όλα. Τώρα τούς δίνεται ή ευκαιρία νά δράσουν ώς επί σημοι άστυνοιμί'κοί! — Θά γίνω σωστός...Σέρ λακ Χόλ,μς! λέει ό Τόμ. Καί τά ,μάτια του...γλαρώ νουν άπό τή νύστα! Στην αστυνομία φορούν κα'ι οι δυο τους άπό μια και νούργια στολή. Πίσω άπό τό πέτο καρφώνουν ένα όλόχρυ σό αστέρι. Είναι τό σήμα τών πρακτόρων τής βασίλισσας και τού κράτους. Εφοδιάζον ται μέ ένα φακό και μαθαί νουν νά χρησιμοποιούν τό μι κρό και άθόρυβο πιστόλι, π©ύ
περιέχει πενήντα μικρά καί ε πικίνδυνα· βλήματά καί λει τουργεί ^ μέ ηλεκτρισμό. Ό Μττίλλ είναι θαυμάσιος σκο πευτής. "Οσο γιά τον Τόμ... έ, κάτι καταφέρνει κι’ αυτός! Φορώντας τή στολή του, πη γαινοέρχεται περήφανος καί αρχίζει ·νά τού καλαρέση τό βασίλειο καί ή ζωή στή χώ ρα τής Λίντας. Μόλις ντύθηκαν, τούς καλεί ό Άρκο στο γραφείο του. —- Άπό σήμερα, τούς λέει, θά δράσουμε -μαζί. Οι έχθροί μας είναι επικίνδυνοι καί τρο μεροί, μά εμείς θά τούς δεί ξουμε πώς δεν τούς φοβόμα στε καί πώς μπορούσε νά τά βάλουμε” μαζί τους. Δεν σάς κρύβω πώς σε κάθε μας βή μα θά αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο καί τό θάνατο ακόμη. Μόλις τώρα μέ , πληροφόρη σαν πώς ένας πράκτωρ τής αστυνομίας ·μας βρέθηκε νε κρός. Πρέπει νά έχουμε τά μάτια μας τέσσερα. Κοντά σ’ αυτά, θέλω νά σάς πώ καί κάτι άλλο. Ό Λούντι μάς εί ναι απαραίτητος καί ή βασί λισσα μέ διατάζει νά τον πά ρω μέ κάθε τρόπο άπό τούς εχθρούς μας. Σέ τρείς ώρες, ξεκινώ γιά τό κρησφύγετό τους. — Τό ' ξέρετε; ρωτά ό Μπίλλ. — "Όχι. Θά προσπαθήσου με νά τό βρούμε. "Εχω την εντύπωση πώς θά βρίσκεται κάπου γύρω άπό τό μέρος ο πού σάς πήγαν. Αυτή είναι ή πρώτη έπιχείρησι τής αστυ νομίας μας εναντίον τών προ
ΚΕΡΑΥΝΟΙ 21 <<«««««««<<<«««««<«««««««««««««««<«««««««<«««««««<< δοτών. Καί, σ3 αυτή την τρο μερή επικίνδυνη, αποστολή, θά πάρουν ■μέρος τρεΐς άνθρωποι, τρεις κομμάντος, δπαγς λέτε και σεις οι Αμερικανοί. Ό έ νας θά είμαι έγοό. Οι άλλοι δυό... -— Έμεΐς!, συμπληρώνει ό Μπίλλ. — Μπράβο ! Είσαι πρα γματικά ανδρείος! Μέ βοηθό εσένα, μπορώ νά τά βάλω ά φοβα μέ όλη τή συμμορία τους. ^— Και μέ μένα!, κάνει ό 1'όιμ και κορδώνεται δσο μπο ρεί γιά νά δείξη. πώς κΤ αυ τός είναι ανδρείος και δεν φο βάται. ^— Θέλω νά λογαριαστώ μέ τον Βάγκ, μια και καλή, δηλώνει ό Μπίλλ. Σάς δίνω τό λόγο τής τιμής μου πώς θά κάνω τό πάν γιά νά ξανα γεμίσουμε πίσω μέ τον Λοΰντι και τήν Πόλα! Ό 'Άρκο του σφίγγει συγκινημένος τό χέρι. — Ή ώρα είναι πέντε, κά νει κοιτάζοντας τό ρολόϊ του. Στις οκτώ ακριβώς ξεκινάμε. Ο
"Οταν ό δείκτης τών ρολο γιών έφτασε στο οκτώ οί τρεΐς κομμάντος ξεκίνησαν γιά τήν επικίνδυνη αποστολή τους. Ή ίδια ή βασίλισσα τούς άποχαιρέτη,σε καί τούς ευχήθηκε «καλή επιτυχία». Έκτος από τή βασίλισσα, τον "Αρκο, τον Μπίλλ καί τον Τόιμ, κανένας άλλος δεν ξέρει τό παραμικρό γιά τήν έπιχείρησι τών τριών κομμάντος. Μτταίνρυν σ5 ένα ατομικό
αυτοκίνητο μέ αρκετή πρσφύλαξι γιά νά μήν τούς πάρη είδηισι, κανείς. Οί πράκτορες τών προδοτών δεν πρέπει νά ξέρουν τίποτε, γιατί θά τούς στήσουν καρτέρι καί θά τούς παγιδευόσουν. Ό 'Άρκο δίνει από μιά σφυρίχτρα στον καθένα καί μερικά μικρά χαπάκια, λευ κά σάν ασπιρίνες. — Μπορεί νά χάσουμε 6 έ νας τά ίχνη τού «άλλου, τούς λέει. Ή σφυρίχτρα αυτή, πού άκούγεται πολύ ιμακρυά, θά μάς συνδέει μέσα στο σκοτά δι. Τό σύνθημά μας .μέ τή σφυρίχτρα είναι δυο σφυρί ξιές καί μέ τό φακό πρώτα τό πράσινο καί έπειτα τό κόκ κινο φώς. Μπορεί ν’ άργήσου με νά γυρίσουμε πίσω, γι3 αυτό σάς έδωσα τά χαπάκια. Καταπραΰνουν τήν πείνα καί τή δίψα. Νά παίρνετε τρία τήν ήμερα ένα τό πρωί, ένα τό μεσημέρι κι5 ένα τό βράδυ. Σάς τά λέω δλσ αυτά, γιατί μπορεί νά χωριστούμε εκεί πού θά ιτάμε... Τό αυτοκίνητο σταματάει στην άκρη τού κάμπου εκεί πού τελειώνουν τά δέντρα, τρεΐς εργάτες, πού μαζεύουν φρούτα, τό βλέπουν μά δεν τού δίνουν προσοχή. Ό *Άρκο κανονίζει τό μηχάνημα καί τό ατομικό αυτοκίνητο ξανα γεμίζει πίσω μονάχο του. Τό φώς τού τεχνητού ου ρανού λιγοστεύει. Οι μεγάλοι δρόμοι τελειώνουν κι5 αρχί ζουν τώρα οί στενοί καί θεο σκότεινοι. "Ενα τέτοιο δρομά κι παίρνουν οί τρεΐς κομμάν-
22
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««<«««<<«««««««««<«««««««««««««<<«««««««««<««, τος, έτοΐιμοι γιά τήν έπιχείρησι τής άπελευθερώσεως του Λούντι και τής κόρης του τής Π όλα. Ό "Αρκο προχωρεί μπρο στά. Κρατάει την/ άκρη ενός σκοινιού πού έχει πάρει μα ζί ταυ. Τούς χρειάζεται γιά νά μη χάση ό ένας τον άλλο μέσα στους σκοτεινούς λαβυ ρίνθους. -οπίσοο του, κρατών τας τό σκοινί, ακολουθεί ό Τόμ καί τελευταίος έρχεται ό Μπίλλ. Δεν ανάβουν τούς φακούς. Προχωρούν αμίλητοι καί τά λαστιχένια τους παπούτσια δεν άφίνουν κανένα θόρυβο. Στο κεφάλι φορουν πάλι μια παχειά λαστιχένια κάσκα, πού τούς προστατεύει από τά χτυπήματα στούς βράχους. Ή σιωπηλή καί δύσκολη πορεία των τριών κομμάντος προχωρεί στά τυφλά. Ούτε έ να «κιχ» δεν άκούγεται. Ό Τόμ, καθώς βαδίζει, κυριεύε ται, δπως συνήθως, άπό νύ στα καί αρχίζει νά σέρνη βά ρεμά τά βήματά του. Πίσω του όμως ακολουθεί ό Μπίλλ καί τού δίνει κάπου - κάπου καμμιά γερή σπρωξιά.
— Δεν είναι τίποτε, τούς καθησυχάζει. Είναι ένα είδος πουλιού πού ζή στά σκοτεινά ύπαγε ια περάσματα. Ό Μπίλλ^ ησυχάζει, μά ή θλιβερή αυτή ήχώ τής κραυ γής τού πουλιού τον επηρεά ζει άσχημα. Σέ μιά στιγμή, θυμάται τό σπίτι του, την α γαπημένη του άδελφούλα τή Τζίν, τούς γονείς του, τούς συμμαθητές του καί ένα πα ράπονο σάν κόμπος τού κά θεται στο στήθος. Συνέρχεται όμως γρήγορα. Συλλογίζεται πώς μιά κοπέλλα ίσως υποφέρει καί βασανί ζεται αυτή τή στιγμή, δίπλα στον πατέρα της, άπό τον Βάγκ. Ή πορεία σταματά. Ό 'Άρκο βρίσκει ένα μεγάλο βράχο μπροστά του νά τού κόδη τό δρόμο. Ανάβει τό φως γιά λίγο κι’ έπειτα τό σβύνει. — Φτάσαμε στο μέρος ό που έπαθε κσθίζησι ή γή, τούς λέεί. Προχωροώ ιε σω στά. Προσέξτε τώρα νά μη χτυπήσετε. > Τό βάδισμα εδώ γίνεται δύ σκολο. Σκαρφαλώνουν επάνω στις πέτρες μέ κίνδυνο νά πέ ΣΤΑ ΙΧΝΗ σουν καί νά τσακιστούν. Προ ΤΗΣ ΠΟΛΑΣ χωρούν πολύ αργά. Ό ιδρώ ΑΘΩΣ προχωρούν φτά τας μουσκεύει τά πρόσωπά νει ώς τ5 αυτιά τους ό τους. αντίλαλος μιας πένθιμης — Δεν καθόμαστε λιγάκι φωνής, που μοιάζει σάν ένα νά φάμε καί νά κοιμηθούμε; θλ ι μένο ούρλιαχτό. πσρακαλεΐ ό Τόμ. Πρώτος σταματά ό Τόμ. Κανείς δεν του απαντάει. —Τί είναι; ρωτάει. Οι άλλοι φαίνεται πώς δεν Ό 'Άρκο κοντοστέκεται ι* νυστάζουν κι5 ούτε πεινούν. έπειτα προχωρεί, —Πρέπει νά φτάσουμε στο
Κ
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
23
<«««««<«<<««<««««<««««««««««««««««<««««««««««««<«< μέρος ττού σάς άρπαξαν την Πόλα, λέει ό "Αρκο.. Άνάψτε και οΐ δυο τούς φακούς σας. Τρεΐς φωτεινές λουρίδες ψωτάζουν με μιας τούς βρά χους γύρω. Προσπαθούν κάτω από αυτό τό φως νά βρουν τούς δυο άχρηστευιμένους φα κούς τού Βάγκ καί του συν τρόφου του. Κουράστηκαν άρ κετά, μά στο τέλος κατορθώ νουν νά τούς άναικαλύψουν. Ό "Αρκο ξεκουμπώνει τότε τη φαρδειά τσέπη της φόρμας του καί βγάζει από μέσα ένα μικρό λευκό 'πρό:γμα. «Κανένα καινούργιο όπλο», σκέπτονται οί δυο φίλοι. Τό λευκό δμως αυτό πραγμστάκι, πού μοιάζει στο σώ μα καί στό ιμέγεθος σαν ένα γατάκι, αρχίζει νά κινήται. Δίνει ένα πήδημα καί βρίσκε ται κάτω. Τά παιδιά μένουν με τό στόμα ορθάνοιχτο άπό την έκπληξι! —- Είναι ένα μακροσκοπικό σκυλάκι, τούς εξηγεί αμέσως ό "Αρκο καί σβύνει τό φακό του. "Εχει τέλεια οσφρησι καί είναι γυμνασμένο νά ακόλου θή ίχνη. Είναι ό μόνος τρόπος γιά νά μπορέσουμε νά φτά σουμε στό κρησφύγετό τους. Τό σκυλάκι, πού τό έχω δεμέ νο μέ ένα σκοινάκι, θά μάς δει δη τό δρόμο. Τά παιδιά σβύνουν τούς φακούς καί ή πορεία συνεχί ζεται. Τώρα τούς όδηγεΐ όπου θέλει τό λευκό σκυλάκι. 5 Α ν εβοκατεβ αινεί μέ ευκολία τούς βράχους καί πίσω του
άκολουθούν οι τρεΐς κομμόντος. Προχωρούν κάπου διακόσια μέτρα, όταν οι σωριασμένες πέτρες τελειώνουν κι* αρχίζει τώρα ένα ομαλό μονοπάτι. Μό λις πατούν καί οί τρεΐς τό πό δι τους σ3 αυτό, ό μακροσκο πικός * οδηγός σταματάει καί αρχίζει νά γρυλλίζη. Ό "Αρκο σκύβει καί κάτι σηκώνει στό δεξιό του χέρι. Ανάβει τό φακό καί κυττάζει. Είναι ένα παπούτσι. "Ε να γυναικείο μικρό παπου τσάκι. — Τό παπούτσι τής Πό·λας!, κάνει. Βρισκόμαστε στα ίχνη της. Προσοχή, παι διά, νά μην άνάψη κανείς σας τό φακό καί νά μή μιλήση, ό,τι καί νά πάθη. Μπορεί νά πλησιάζουμε στό κρησφύγετό τους. Τό χέρι σας έτοιμο στό πιστόλι, καί χτυπήστε αλύπη τα όποιον βρεθή μπροστά σας. Ό Μπίλλ καί ό Τόμ 6έν έ χουν σκοπό νά σκοτώσουν κα νένα, έκτος άν τύχη καί κιν δυνεύσουν. Τό μόνο πού ζη τούν είναι νά ελευθερώσουν την Π όλα καί τον Αούντι καί νά τιμωρήσουν τον Βάγκ. 3Αρ χίζουν όμως νά πιστεύουν πώς ή συμμορία τού Βάγκ δεν προδίδει μονάχα τό βασίλειό τους, άλλα σκοτώνει καί κα ταστρέφει όποιονδήποτε βρή αντιμέτωπο. Μέ την καρδιά έτοιμη νά σπάση άπό αγωνία, προχω ρούν. Καί οί τρεΐς τους κατα λαβαίνουν πώς πολύ σύντο μα θά βρεθούν αντιμέτωποι μέ
24
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««<«««««««««««««««««««««««<««««««««««««««<«< τή συμμορία. Ό Μπίλλ ψουχτιάζει τό μικρό το«υ πιστόλι. Προχωρεί λίγο γρήγορα για να προφτάση τον Ταμ και νά του πή κάτι, όταν ακούει τον 5 Αρκο νά μιλάη σιγανά: — Προσοχή, φως! Καί οι τρεΐς σάν ελατήρια πέφτουν κατάχαμα καί ριζώ νουν στους βράχους. "Ενα μι κρό φωτάκι αναβοσβήνει σάν σύνθημα μέσα στο σκοτάδι. Τί νά είναι τάχα; Μήπως τους πήραν είδη σι καί κάνουν συν θήματα; Τό φωτάκι προχωρεί προς τό μέρος τους. Περιμένουν μέ καρδιοχτύπι νά τούς πλησιά·· ση καί βγάζουν τά πιστόλια από τή θήκη. Περιμένουν όμως άδικα. Τό φως στρίβει αρι στερά καί σβόνει απότομα. Σηκώνονται καί παίρνουν κι·’ αυτοί προς τ’ αριστερά ένα δρόμο. Τό σκυλάκι, όπως φαίνεται, τούς οδηγεί θαυμά σια. Προσπαθούν νά βαδίζουν όσο πιο γρήγορα μπορούν για ·/ ακολουθήσουν τά ίχνη των ανθρώπων μέ τό φως. Κάπουκάπου, σταματούν καί κυττσώ ζουν δεξιά κι’ αριστερά τους μήπως διακρίνουν τίποτε. Δέκα λεπτά κρατά αυτό τό τυφλά κυνηγητό, μά οί άνθρω ποι μέ τό φως έχουν γίνει ά φαντοι. Ό Μπίλλ αναρωτιέ ται γιατί δέν άναψαν ξανά τό φακό τους, όταν ακούει πνιγ μένη, τή φωνή του "Αρκο νά φωνάζη: ^ — Φως! Άνάψτε φως ! Ό φακός τού Μπίλλ πρώ τα καί έπειτα τού Τόμ, φωτί ζουν τή σκηνή: Μιά τρομερή
σκηνή, πού κανείς δέν θά τήν φανταζόταν. Ό "Αρκο είναι πεσμένος ανάσκελα κάτω καί κρατά τό κεφάλι του, ενώ έ νας άνθρωπος από πάνω ε τοιμάζεται νά τον πυροβολήση. Ή απόσταση πού χωρίζει τον Μπίλλ από τον έχθρό, εί ναι δέκα μέτρα. "Εχει τήν έντύπωσι πώς άλο αυτό τό διά στημα των δέκα μέτρων, τό πέρασε μέ ένα πήδημα. Ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι ξα φνιάζεται καί σέ μιά στιγμή χάνει τήν ψύχραιμα του. Αν τί νά πυροβολήση τον "Αρκο, στρέφει τώρα τό πιστόλι προς τον Μπίλλ. Δέν προλαβαίνει όμως νά πατήση τή σκανδά λη. Δέχεται μιά ατσάλινη γρο θιά τού μικρού «Κεραυνού» στο κεφάλι, πού τον ζαλίζει καίι τον κάνει νά σωριαστή κάτω. Τό σώμα του παίρνει δυο - τρεΐς στροφές καί έπει τα κατρακυλάει σέ έναν κατή φορο καί χάνεται από τά μά τιατους. Φαίνεται πώς πέφτει υέσα σέ μιά μενάλη χαρά δρα, πού ποιος ξέρει ως πού φτάνει τό βάθος της. — Τί συνέβη; ρωτάει ό Μπίλλ τον "Αρκο. — Καθώς προχωρούσα, νοιώθω τό σκυλάκι νά στρίβη απότομα αριστερά. Αμέσως σκέψτηκα πώς κάτι τό ύποπτο συνέβαινε, αλλά, πριν προλά βω νά σκεφτώ τίποτε άλλο,, δέχτηκα μιά γροθιά στο κε φάλι. Τότε σάς φώναξα νά άνάψετε τό φως. Φαίνεται πώς ό κύριος αυτός νόμισε πώς είμαι εντελώς μονάχος μου,
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
25
<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««4 άλλσιώς θά περΐμενε νά προσ περάσουμε και θά μάς χτυ πούσε από πίσω, χωρίς νά τον πάροσμ ε εϊδησ ι. — Νά είναι ό άνθρωπος μέ τό ψώς; ρωτάει ό Μπίλλ. — Βεβαίως. Και νομίζω πώς δεν βρέθηκε τυχαία σ’ αυτά τά «μέρη. Είναι ό πρώ τος σκοπός τής συμμορίας του Βάγκ που συναντούμε. Οί τρεΐς κομ.μάντος κατα λαβαίνουν τώρα πιά πώς ή στιγμή τής δράσεως * έφτασε. — "Έχω μιά σκέψη λέει ό Άρκο. Δεν πρέπει νά προχω ρήσουμε καί οι τρεΐς μαζί, γιατί θά εΐναι · χειρότερο γιά μάς. Πρέπει νά χωριστούμε σέ δύο. Επικίνδυνο βέβαια αυτό, γιατί μπορούμε νά χά σουμε τά ίχνη μας, μά μέ αυ τόν τον τρόπο ιμπορεΐ καλύτε ρα νά βοηιθήση ό ένας τον άλ λο. Έγώ θά προχωρήσω κά που εκατό μέτρα μπροστά καί σεΐς θ’ άκολουθήτε από πίσω μου. . — Γιατί δεν πήραμε καί άλλους ■ αζί; διαμαρτύρεται ό Τάμ. — Γιατί θά μάς έπαιρναν εύκολα εϊδησ ι. Σέ τέτοιες πε ριπτώσεις, δσο πιο λίγοι υ πάρχουν, τόσο πιο εύκολα πε τυχαίνουν. Έγώ λοιπόν, προ χωρώ μπροστά. Ακολουθήστε με από μακρυά. Γ ιά νά μή χάσετε τά ίχνη μου, κάπου κάπου θά βγάζω μιά φωνή σάν του πουλιού που ακού σαμε.
ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΑΑΣ
ΑΡΚΟ παίρνει όλο τό σκοινί καί προχωρεί μέσα στο σκοτάδι. Ξο πίσω του ακολουθούν ύστερα από λίγα λεπτά οι δυό φίλοι πιασμένοι χέρι - χέρι. Προχω ρούν μέ δυσκολία καί βαδί ζουν από τό αριστερό μέρος τού δρόιμου, από τό φόβο μή πως κατρακυλήσουν καί πέ σουν κΓ αυτοί στη χαράδρα όπου έπεσε ό εχθρός τους. Περνά αρκετή ώρα, μά τό σύνθημα τού ’Άρκο δέν άκούγεται. Τά δυό παιδιά ανησυ χούν πολύ. Φοβούνται μήπως λοξοδρομήσουν καί άκολουθήσ ουν δ ι ο:φ ο ρετ ική κ ατεύ θυνσ ι. Μέσα σ’ αυτές τις ανήσυχες σκέψεις, πού βασανίζουν τό μυαλό τους, άκουγεται ξοπίσοο τους ένα γέλιο. "Ενα κρύο καί παράξενο γέλιο, που τους παγώνει τό αΤμα. Την ίδια στιγμή ένα φως αστράφτει. — Νά κρυφτούμε!, κάνει ό Μπίλλ καί τραβάει τό φίλο του από τό χέρι. Άφίνουν μέ βιασύνη τό δρό μο καί κρύβονται αριστερά, κάτω από μιά πέτρα. Τό φώς προχωρεί καί τώρα, αντί γιά τό γέλιο, άκοίύγονται φωνές καί βήματα. Οι άγνωστοι, ό σο πηγαίνουν καί πλησιάζουν. Είναι δύο. Δύο ψηλοί καί μελαχροινσί άντρες. Ό Μπίλλ τούς διακρίνει πολύ καλά. Τον ένα τον γνωρίζει από πριν. Είναι εκείνος πού βγήκε άπό τό σκοτάδι καί συνάντησε τό Βάγκ καί τό σύντροφό του,
Ο
26
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««<«««««««««««««<«««««««<««««««««««««««««««. όταν τούς πήραν από τό πα λάτι για νά τούς σκοτώσουν στα σκοτεινά υπόγεια. Ό άλ λος είναι άγνωστος. Μά και οι δυο ξεχωρίζουν στην οψι α πό τούς ανθρώπους της υπό γειας πολιτείας. Αυτοί είναι κάτοικοι τής έπι φανεί ας τής γης.
Ό Μτπλλ τους άφίνει νά προχωρήσουν κι’· επειτα ση κώνεται. Τούς ακολουθεί μέ προφύλαξι από πίσω. Ή όμιλία τους άκούγεται πολύ καλά. — ΠράπεΓ νά αιχμαλωτί σουμε τή βασίλ ισσα!, λέε ι ό ένας. ' Τότε πιά όλα τελειώ νουν. —- "Οχι, λέει ό άλλος. Ε
γώ νομίζω πώς δεν πρόκειται νά κάνουμε τίποτε αιχμαλωτί ζοντας τή βασίλισσα. Καλύ τερα νά τούς κλέψουμε όλα τά έπι στη: μάνικά σχέδια καί μυ στικά. Ή αιχμαλωσία του Λουντι θά μάς βοηθήση πολύ. ^ Οι δυο άντρες μιλούν τώρα σέ πιο χαμηλό τόνο, και ό Μπίλλ δεν τούς ακούει. Τους ακολουθεί όμως βήμα προς βήμα. Θέλοντας καί μη, θά τούς οδηγήσουν στο κρησφύ γετό τους. σω με κσπο και το χοντρο του σώμα τραμπαλίζεται από τή νύστα, πότε δεξιά καί πότε αριστερά. Σέ μιά στιγμή, κα θώς δεν προσέχει, πσραπα-
Μια τροιμΕρή κλωτσιά τοΰ' άινιτι ττόλου1 τοο, ρίχνει τον ΜπτΙλλ άνάσκειλλα κάτω.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
27
«««««««««««««««««<«««««««<««««««««««««««««««««
Το χέρι
του σγνάσιου
ττιάνιΐι στο Α-αΐφώ σαν τανάλια.
τον
τάει και πεψτει κάτω. Ό Μπΐλλ τον παίρνει εΐδησι και σταματάει. Ακούει ένα βογγητό πόνου καί ένα κατρακύλισμα δεξιά του... Τον κυρι εύει απελπισία! Καταλαβαί νει πώς ό Ταμ έπεσε μέσα στη χαράδρα! Δεν μπορεί τώ-, ρα ούτε νά φωνάξ,η/ ούτε νά άνάψη τό φως! Οί δυο άντρες δεν άπέχουν πολύ και θά μπο μούσαν εύκολα ν" ακούσουν τή -ψωνή του. ■Για πρώτη φορά στη ζωή του δοκιιμάζει <μιά τέτοια άπελπισία. Ό καλός του φί λος κύλησε στη χαράδρα! Νά ζή τάχα ή νά πέθανε; Οί δυο έχθροί του θά τού ξεφύγουν καί δεν θά μπόρεση ν’ άκο-
και τον σφίγγει
λοοθήση τά ίχνη τους. Ό "Αρ κά; Ό "Άρκο, ποιος νά ξέρη πού νά βρίσκεται αυτή τή στιγιμή... Τά μηνίγια του τον τρελλσίνοον από τον πόνο καί τήν έντονη προσπάθεια νά σκε·· φτή. Προσπαθεί νά βρή μιά διέξοδο, νά πάρη μιά άπόψασι... Στο τέλος, αποφασίζει. "Όχι ν5 άκολουθήση τά ίχνη των εχθρών του, ούτε ν" άνά ψη τό φώς, ούτε νά φωνάξη. "Αποφασίζει νά.. κυλήση κι" αυτός στ ή χαράδρα! Είναι ό μόνος τρόπος για νά μάθη τί γίνεται ό φίλος του! Βάζει τό πιστόλι καί τό φακό στις τσέπες του, φτά-
28 ΚΕΡΑΥΝΟΣ ►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»» νει στην άκρη τού δρόμου και κρεμάει τά δυο του πόδια ενωιμένα προς τή χαράδρα. Χω ρίς νά δειλιάση καθόλου, κά νει τό σταυρό του και άφίνει τό σώμα του νά κυλήση ελεύ θερα ! Τό κατρακύλιομα αρχίζει καί συνεχίζεται ομαλά μέ τα χύτητα, χωρίς νά παρουσία·· στη κανένα εμπόδιο μπροστά του. Αυτό του δίνει θάρρος γιά τή σωτηρία , του φίλου του. Πραγματικά, σέ λιγάκι τά πόδια του άκουιμπουν α πότομα σέ στερεό έδαφος. Φαίνεται πώς έφτασε ατό τέ λος τής χαράδρας. Ν’ άνάψη τό φακό του; ’Ακό;μτί φοβάται;. Ούτε νά μ ί λή ση δοκιμάζει. Μά δεν χρειά ζεται ούτε φως, ούτε φωνή γιά νά βρή τον Τόμ. "Ας είναι καλά τό... ροχαλητό του! Ό αθεόφοβος τό έχει ρίξει στον ύπνο, λες καί δεν συμβαίνει τίποτε ! Ακόμα καί στο που πουλένιο κρεββάτι του σπι τιού του δεν θά κοιμόταν μέ τόση διάθεσι! Ό Μπίλλ, παρ’ ολη τή φούρκα του, δέν μπορεί νά συγκράτηση τά γέλια. Θά ή θελε πολύ ν’ άφήση τον καημένο· τον Τό'μ νά κοιμηθή, μά οί στιγμές πού περνούν εί ναι κρίσιμες... Πολύ κρίσι μες·.· —Τόμ, του σιγομιλάει στο αυτί καί τον _τραβά από τό χέρι δυνατά, -ύπνα, Τόμ! Ό Τόιμ μισοσηκώνεται. Α κριβώς εκείνη τή στιγμή, τή νεκρική ήσοχία τών σκοτεινών εγκάτων τήν κόβει κάτι σαν
ένα κλάμα, σάν ένας θρήνος... Ό Μπίλλ τεντώνει τ’ αυτιά του γιά ν’ άκουση πιο καλά. Ναι, δέν γελιέται! Ή φωνή που άκουγεται είναι πνιχτή καί πονεμένη. Μιά λεπτή φωνούλα... Κάτι του λέει πώς ή φωνή αυτή είναι τής Πόλας! Τής Πάλας, που υποφέρει, πού τή βασανίζουν! Τό αίμα του βράζει μέσα στις φλέβες του από μΐσος καί πετάγεται ο λόρθος. Μαζί του σηκώνεται καί ό Τόιμ τρίβοντας τά μά τια του. Προσπαθούν νά ανέ βουν ξανά ατό δρόμο, μά αυ τό τούς είναι εντελώς αδύνα το. Ή όχθη τής χαράδρας είναι^ σχεδόν κοφτή. Δέν μπο ρούν νά στηρίξουν τά πόδια τούς κοίί κατρακυλουν πάλι προς τά κάτω. Στο τέλος, αναγκάζονται νά βαδίσουν χαράδρα - χαρά δρα. Όσο προχωρούν, τόσο πιο καθαρή έρχεται στ’ αυ τιά τους ή κλαψιάρικη καί πο νεμένη φωνή. Προσπαθούν όσο μπορούν νά τρέξουν. Πληγώνουν πολ λές φορές τά πόδια τους, χτυ πώντας τα στις πέτρες, πέ φτουν κάτω καί ξανασηκώνονται, μά δέν σταματούν ούτε στιγμή. Κι’ έτσι, όπως προ χωρούν, εντελώς ξαφνικά/ βλέ πουν μπροστά τους, μέσα στή χαράδρα πού δέν είναι πολύ βαθειά τώρα, φώς! Πολύ φώς πού τούς ξαφνιάζει καί τούς κάνει νά πέσουν κάτω μέ τήν κοιλιά γιά νά μή γίνη άντιληπτή ή παρουσία τους.
Κ
6ΡΑΫΝ5Ϊ
2$
«<«««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««« — Τί είναι έκεΐ; ρωτά ό Τόμ. Ό Μπίλλ του κλείνει το στόμα με την παλάμη και τοΟ κάνει νόημα νά έτοιμάση τό πιστόλι του. Σηκώνει με προφυλάξεις τό κεφάλι του. Βλέπει τέσσερις άντρες νά κάθωνται κάτω α πό τό φώς ;μιάς μεγάλης καί στρογγυλής γυάλινης λάμπας. Τό πρώτο πρόσωπο που άναγνοορίζει είναι του Βάγκ. Έχει σκύψει τό κεφάλι του προς τη γή καί μιλάει. Στη γη κάτω, βρίσκεται ξαπλωμέ νο ένα σώιμα. Είναι ή Π όλα! Την αναγνωρίζει ό Μπίλλ. Διακρίνει τά πλούσια καί ξαν θά της μαλλιά. — Λοιπόν, πες μου, θά άπαντήστς ή δχι; ρωτά με μιαν άγρια καί απειλητική φωνή ό Βάγκ. Θά μάς πής ποιοι ανήκουν στην αστυνο μία τής βασίλισσας; Θά μάς πής τί ζητούσες μέσα στο λα βύρινθο των υπογείων περα σμάτων; Σέ έστειλε ή βασί λισσα; Ή κοπέλλα εξακολουθεί νά κλαίη καί νά μην άπαντά. — "Οσο καί νά τήν κλάψης δεν πρόκειται νά άναστήσης τον πεθαμένο πατέρα σου, κάνει γελώντας ό Βάγκ. ’Άν θέλης νά σοόσης καί τή δική σου ζωή, πες μας τί ζητού σες εκεί πού σέ βρήκαμε; Τί σχέδιο έχετε έσύ καί τά δυο 5 Α μ ε ρ ι κανόπ ουλ α ;
Ο «ΚΕΡΑΥΝΟΙ» ΔΡΑ!
Π ΟΛΑ δεν απαντάει καί ό Βάγκ σηκώνει τό χέρι του καί τή χτυ πάει μέ δύναιμι στο πρόσωπο. Ό Μπίλλ δεν μπορεί νά κρατηθή. Σηκώνει τό πιστόλι του καί σημαδεύει. Δεν προ λαβαίνει όμως νά πατήση τή σκανδάλη, όταν άκούγεται α πό μακρυά μ ιά σφυρίχτρα!... Είναι ή σφυρίχτρα του "Αρκο! Σφυρίζει δυο φορές καί σταματάει. Τό σύνθημά τους! Νά κινδυνεύη τάχα ό 'Άρικο ή μήπως τους σφυρίζει γιά νά συναντηθούν; Οί τέσσερις άντρες μέ τό πρώτο σφύριγμα πετάγονται όρθιοι, ενώ ή λάμπα σβύνει. — Τόμ!, μιλάει σιγανά ό Μπίλλ. Είναι ή πιο κατάλλη λη στιγμή νά τούς πάρουμε τήν Πόλα. Χτύπα όπου βρής καί όποιον μπόρεσης. Πάρε τήν Πόλα στήν πλάτη σου καί γύρισε πάλι προς τά πίσω. Ετοιμοι; Τά δυο παιδιά σηκώνονται. Μέ γρήγορα καί αθόρυβα βή ματα πλησιάζουν τούς εχ θρούς τους. Τούς νοιώθουν νά έχουν σηκωθή ολόρθοι, αμί λητοι. Όλμικρός «Κεραυνός» δίνει πρώτος τό σύνθημα. Σφίγγει τή γροθιά του καί χτυπάει στα τυφλά. "Ενα «ώχ!» άκούγεται κι5 ένας άν τρας ξαπλώνεται κάτω. Κά ποιος βγάζει τό φακό τοΟ, μά ή κλωτσιά τού «Κεραυνού» τού χτυπά τό χέρι καί τον κάνει νά ουρλιάξη από τον πόνο. Οί άλλοι δυο, ξαφνια-
Η
30
«««««««««<««α4««««4««««««««««««<«44<α4<α«4αακ4<α<αα44
ζεμένοι άπο την απροσδόκη τη αυτή επίδεση αρπάζονται κατά λσιΒο-ς μεταξύ τους στα χέρια κα] κυλιούνται κάτω, χτυπώντας ό ένας τον άλλο ! Ό Τόμ, χωρίς να χάση και ρό, άρπαζει την Ποιλα στην πλάτη του καί παίρνει δρόμο. Πίσω του ακολουθεί ό Μπίλλ. Μόλις γυρίζουν τη στροφή, άφίνουν τή χαράδρα καί ανε βαίνουν δεξιά τους παίρνον τας στην τάχη ένα δρομάκι. — Είμαστε εμείς, οι φίλοι σου, ψιθυρίζει ό Μπίλλ στην Πόλα όταν την κατεβάζει από την πλάτη του ό Τόμ. Μη φο βάσαι πιά! Ή κοπέλλα αρχίζει τά κλάματα. — Σκότωσαν τον πατέρα μου!, κάνει. — Τον είδες ή σου τό είπε ό Βάγκ; — Έγώ δεν τον είδα κα θόλου. — Μην είσαι κουτή, Πόλα. Ό πατέρας σου ζή! Σου τό είπαν γιά νά σε φοβήσουν. Ή Πάλα ξεθαρρεύει καί σταματάει τά κλάματα.^ Κα θώς βαδίζουν τώρα, χωρίς νά ξέρουν πού πηγαίνουν, τούς διηγείται τί πέρασε τις μέρες πού έμεινε ^ αιχμάλωτη^ στη συμμορία τού Βάγκ. I ήν έ δειραν καί τή βασάνισαν γιά νά τούς μαρτυρήση τά σχέδια τής αστυνομίας καί. τά πρό σωπα πού ανήκουν σ’ αυτή. — Πού σέ πήγαν; ρωτά ό Μπίλλ. — Μήπωςλ ξέρω καί γώ; Πάντα μού είχαν δεμένα τά χέρια καί τά μάτια. Τους ά-
κουγα^ νά μού μιλούν χωρίς νά τούς βλέπω. 5Αφού περνά ή πρώτη συγκίνησις, ό Μπίλλ αρχίζει τώ ρα νά σκέπτεται ψύχραιμα. Καταλαβαίνει πώς έχασε την επαφή μέ τον -’Άρικο κι5 αυτό τον φοβίζει. Δεν ξέρει προς τά που νά πάη καί τί νά κά νη. Ν' άνάψη τό φως; Πολύ επικίνδυνο. Νά σφυρίξη; Τό ί διο. «Κι όμως κάτι πρέπει νά κάνω, συλλογίζεται. ’Άν μείνωμε καί οΐ τρεις χωρίς όδηγό μέσα σ αυτή τή σκοτεινή έκτασι, θά χαθούμε καί θά πεθάνουμε. Μόνο ό ’Άρκο μπο ρεΐ νά μάς σώση». 5
5
Τού περνά από τό ναύ μια ιδέα. ’Αφίνει τον Τόμ καί την Πόλα σέ ένα σημείο, κΓ αυ τός σκουντουφλώντας πάνω στις πέτρες, απομακρύνεται. "Επειτα βγάζει τό φακό του κι5 άρχίζει τά σινιάλα μέ τό πράσινο καί τό κόκκινο φώς. ΤΙ εμμένει αρκετή ώρα καί κυττάζει όλόγυρ_ά του. Κσμίμια άπάντησι. Ξαναδοκιμάζει δυο - τρείς φορές. Τό ίδιο καί τώρα. Ετοιμάζεται νά γυρίση πίσω, δταν, μακρυά, λάμ πει γιά μιά στιγμή ένα πρά σινο φώς. "Επειτα σβύνει καί ανάβει τό κόκκινο. Στην αρχή ενθουσιάζεται από τή χαρά ταυ. Κατόπιν ό μως αρχίζει νά φοβάται. Κι^5 άν τό σινιάλα αυτό είναι τού Βάγκ, δέν είναι κουτό νά πό ση σάν βλάκας στα χέρια τουο; Αφού μένει συλλογισμένος μιά λίγα λεπτά, ανάβει τό
ΚϋΡΑΫΝΟί'
II
«««««€««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««« φακό καί τον άφίνει αναμμένα πάνω σέ μια πέτρα. Γυρίζει τώρα κοντά ατά παιδιά πού τον περιμένουν. Καθώς βαδί ζει μέ προφυλάξεις, ακούει μιά πνιχτή φωνή: — Κρύψου, Μπίλλ! Χωρίς νά χάση καιρό, γυ ρίζει προς τά πίσω. Γιά μιά στιγμή, τού περνά ή σκέψι νά φτάση ώς τον αναμμένο φακό πού έχει άφησει γιά σινιάλο, μά καταλαβαίνει πώς αυτό μπορεί νά του στοιχίση” τη ζωή. Αλλάζει κατεύθυνσι καί σέ λίγο κυλάει σ5 έναν κατή φορο. Μαντεύει τί συμβαίνει. Τά δυο παιδιά έπεσαν στα νύχια τού Βάγκ. Ό Τόμ φαί νεται πώς πρόλαβε καί φώνα ξε. Ευτυχώς που τού έκοψε, γιατί άλλοιώς θά είχε πέσει κι5 αυτός τώρα στά χεριά των έχθ.ρών. Βγάζει τό πιστόλι, μένει ακίνητος καί κρυμμένος πίσω από μιά πέτρα καί πα ραμονεύει. Σκοπεύει νά π ου λή ση ακριβά τό τομάρι του, πριν τον βσλη στο χέρι ό Βάγκ.... ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
ΜΕΧΡΙ
ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕΡΝΟΥΝ τά λεπτά τό ένα κοντά στο άλλο, τόσο αργά, που κά νουν τον Μπίλλ νά τρέμη από ανυπομονησία. Τίποτε δεν φαίνεται. Ούτε κίνηση ούτε φωνή. Ό αναμμένος φακός ε πάνω στην πέτρα μένει στη θέσι του. -έοει πολύ καλά ό Μπίλλ πώς ό εχθρός του τον παραμονεύει κάπου εκεΐ κον τά στο φακό, δπως παραμο
νεύει καί ό Μπίλλ. Μά δεν εί ναι τόσο βλάκας νά πλησιάση. Καθώς έχει σηκώσει τό κε φάλι του καί τά μάτια του διάπλατα ανοιγμένα προσπα θούν νά διακρίνουν καί την ε λάχιστη κίνηση αισθάνεται μιά λάμψι νά τον τυψλώνη, ,μιά λάμψι πού έσκασε ψηλά καί φωτίζει σάν ήλιος δλη την έκτασι. Χαμηλώνει απότομα τό κε φάλι. Είναι μιά φωτοβολίδα πού την έρριξε ό εχθρός του! Τό μάτι του σάν αστραπή γυρίζει ολόγυρα. Οι βράχοι από ψηλά, απέχουν πολύ α πό τό κεφάλι του. Ό κούφιος υπόγειος χώρος άπλώνεται σέ μεΛ/ρΛη έκταση μεγάτος από χαράδρες, από πέτρες κι3 άπο ορομακια. Ή φωτοβολίδα κατεβαίνει χαμηλά καί πέφτει στο χώ μα, όταν μιά καινούργια καί πιο λοιμπερή σκάζει, πριν προλάβουν τά σκοτάδια νά πνίξουν πάλι τό άγριο αυτό τοπίο. Ό Μπίλλ καταλαβαίνει πώς την έχει άσχημα. Πρέπει νά φύγη τό γρηγορότερο από εδώ. Πέφτει μέ την κοιλιά καί αρχίζει νά σέρνεται. Σέ λίγο, βρίσκεται .μέσα σέ μιά μικρή χαράδρα. Σκυφτός καί μέ προφυλάξεις, αρχίζει νά τρέχη, Θέλει ν’ άπομακρυνθή \πό τό επικίνδυνο αυτό μέρος, δσο μπορεί πιο γρήγορα, πριν τό κυκλώσουν οί εχθροί του. Αρχίζει τώρα νά έλπίζη πώς τούς ξέφυγε, όταν σέ
32 Κ έ Ρ Α V Ν ό ί «<««««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««« μιά στροφή τής ξέβαθης χα ράδρας πέφτει πρόσωπο ιμέ πρόσωπο πάνω σέ έναν άν θρωπο. Τή στιγμή ακριβώς εκείνη, ή φωτοβολίδα πού κρεμόταν στον ουρανό σβύνει. Δεν προ λαβαίνει καλά - καλά νά δή την δφι του και τό χέρι του αγνώστου τον πιάνει από τό λαιμό και τον σφίγγει σάν τανάλια. Ό Μπίλλ, χωρίς νά τό θέλη, άφίνη νά του ξεφύγη ένα πονεμένο βογγητό. Τό πιστό λι του ξεφεύγει από τό χέρι, χωρίς νά τό καταλάβη. Μιά καινούργια φωτοβολί δα σκορπά ολόγυρα τό φώς. Ό Μπίλλ περίμενε αύτό τό φως με τόση λαχτάρα! Τά δάχτυλα του άντιπάλου του του σφίγγουν πιο δυνατά τό λαιμό. 'Ο Μπίλλ σηκώνει τό δεξιό γόνοπο καί μέ μιά επι δέξια κίνησι χτυπά τον άγνω στο εχθρό του στο στομάχι. ^ Νοιώθει τά δάχτυλα νά τού ξεσφίγγουν τό λαιμό καί βλέ πει τον άγνωστο νά όπισθοχωρή λίγα βήματα. Στά? χέ ρια του δεν κρατά κι’ αυτός πιστόλι. Ό Μπίλλ σκύβει νά χη πεσει κατα γης, μα ο αν τίπαλός του τον προφταίνει καί τού πέφτει επάνω μέ ό λη τή δύναμί του. Ό Μπίλλ νομίζει γιά μιά στιγμή πώς θά χάση τις αι σθήσεις του, ιμά μπροστά στον κίνδυνο συνέρχεται καί αρπάζει τον εχθρό του μέ τή σειρά του από τό λαιμό. Οί δυο άντίπαλοι παίρνουν δυο -
τρεΐς στροφές κάτω καί απο μακρύνονται από τό πιστόλι. Ή φωτοβολίδα σβύνει ξανά. Ή επόμενη άργεΐ νά άνάψη. Τό σκοτάδι σκεπάζει αύτή 7 ή θανάσιμη μ ονομ αχ ί α. Ό Μπίλλ άφίνει τό χοντρό λοαμό τού εχθρού του καί άρ παζε ι μιά πέτρα. Είναι απο φασισμένος νά τον χτυπήση γιά νά γλυτώση τή ζωή του. Έκεΐνος όμως προλαβαίνει καί τού τήν παίρνει από τό χέρι. Περνούν στιγμές αγωνίας, ι ά δυο σώματα χτυπιούνται καί κυλούν πάνω στή γη. Τά βογγητά καί των δύο αντη χούν παράξενα μέσα στή χα ράδρα. Τό φως όμως δέν α νάβει. Ή καινούργια φοοτοβολίδα δέν πέφτει... Πόση ώρα κρατάει αυτή ή άγρια μονομαχία; Ό Μπίλλ δέν έχει συναίσθησι τού χρό νου, δέν σκέπτεται τίποτ5 άλ λο, παρά μονάχα πώς νά γλυ τώση. Ό αντίπαλός του είναι δυνατός καί τά μπράτσα του έχουν μιά τρομερή δυναμι. Μά καί οί γροθιές τού Μπίλλ δέν πάνε πίσω. Αυτή ή άκρια καί πρωτόγονη πάλη συνεχί ζεται μέ πιο γοργό ρυθμό τώρα. Ό καθένας θέλει νά ξεμπερδέψη πιο γρήγορα μέ τον άλλο πριν χάση τις δυνά μεις του. Ή καινούργια φωτοβολί δα σκάζει! Καί οί δυο αντί λαλοι έχουν τήν ίδια σκέψι: τό πιστόλι! Ό Μπίλλ κάνει νά σηικωθή, άλλα μιά γερή κλωτσιά τού αντιπάλου του
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
τον ρίχνει ανάσκελα κάτω. Χτυπάει σοβαρά στο κεφάλι. Δοκιμάζει να στη ριχτή στά πόδια το>υ. μά δεν τά κατα φέρνει. Τρεκλίζει και αναγκά ζεται νά στη ριχτή μέ τά γόνα τα στη γή. Το βλέμμα του είναι θολό. Σάν μέσα από μια θολή άχνα βλέπει τον εχ θρό του μέ ένα πήδημα νά ψτάνη μπροστά στο πιστόλι. Τό αρπάζει μέ τό δεξί του νέοι καί γυρίζει απότομα. Ό Μπιλλ μέ μιά τελευταία προ σπάθεια σηκώνεται, μά τά πόδια του δεν βαστούν καί πέφτει πάλι κάτω. Αρχίζει ΤΕΛΟΣ Κείμενο: ΠΟΤΗ
33
τοάρα νά κυλιέται σε έναν κα τήφορο. Ό έχθρός του τον χάνει γιά μιά στιγμή από τά μάτια του. Ό Μπιλλ γίνεται ένα μικρό κουβαράκι καί κρύ βεται στή σκιά ενός βράχου. Τά μάτια όμως του άντιπάλου του τον παίρνουν εϊδησι. Σηκώνει τό πιστόλι καί σκο πεύει γοργοί. Μιά, δυο φω τεινές σφαίρες αύλακώνουν τήν άπόστασι πού τους χω ρίζει. Τό παιδί άφίνει ένα βογγηιτό καί ό έχθρός του ση κώνει ψηλά τά χέρια του, εν θουσιασμένος για τήν έπιτυχία του .........
ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΣΤΡΑΤΙΚΗ
Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
ένα υπέροχο βιβλιαράκι, που θά σάς κάνη νά περά ία τις γιορτές! σετε ευχάριστα και
Εύθυμοι, τύποι, γελοιογραφίες, διασκεδαστικές ιστορίες, σχολικό χιούμορ, έξυπνα καί κουτά, πα λάβρες, γέλιο, γέλιο, ΓΕΛΙΟ! Τιμή μόνον 4 δραχμές! Ζητήστε το από τον έφημεριδοπώλη ή τον περιπτεριούχο σας, πριν έ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ
Κ
Ε
ΠΑΡΑΞΕΝΟ Γ ραφεία:
Ρ
Α
Υ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
"Οδός Αέκκα 22 Φ
"Α οι θ .2
Ο ΓΙΑ
Σ
ΠΑΙΔΙΑ
Φ Τιμή δ ρ αχ. 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιουπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου, "Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο έπόιμενο τεύχος, τό 3, πού έρχαμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
κυκλοφορεί
την
ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ συνεχίζονται οι καταπληκτικές περιπέτειες των τρι ών παιδιών μέσα στα σκοτεινά έγκατα τής γης και ό μικρός «Κεραυνός» κατορθώνει να παλαίψη μέ τό χάρο και νά άρπάξη από τά δόντια του την Πάλα! "Ενα τεύχος, πού θά κάνη, την ανάσα σας νά πιαστή άπό την αγωνία, τη συγκίνησι και τό Θαυμα σμό !
Οί
Κύπριοι
άναγνώσται μας
Μπορούν νά προμηθεύονται όλα τά παρελθόντα τεύχη «Μ. 'Ήρωος»’ «Υπεράνθρωπου», «Τάργκα» «Γε ράκι», «Παιδικού Πανεπιστημίου» και «Μ. Ιππότη», άπό τό Βιβλιοπωλεϊον ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Βαρόσια Κύπρου.
ΧΡΥΓΜ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ηοι ξ»ΓΤΕ
ΛΕΥΚΟ» ΑΚ/ΘΡ5ΠΟΙ
ΕΙΜΑΙ 0 ΑΠΥΑ/ΟΗΟΖ ΡΟΝΧΟΝ. ΑΠΟ Δδ 0_ ΒΟΗΘΟΣ ΜΟΥ Ο ΤΖ*Κ ΚΥΝΗΓΑΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΠΟΥ ΚΡΥ-
ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ
ΔΕ.Ν ΞΕΡΕ ΛΥΡΛβΓ.
ΕΧΕ» XXΕΓΗ ΜΕ ΚΆΠΟΙΑ ΧΡΥΙΜ ΠΟΛΙΤΕΙΑ.
ΪΒΒΤΑΙ ΧΤΚ 20ΥΓ-
ΝΟΜΙΙ· Πίί ΡΑΚΙ, Ε ·ΝΑ| ΟΛΑ ΤΑ 5ΕΡΡ Π€Ρι ΤΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑ’- ΝΟΣ ΠΡΟΚΕιΤΑ ΑΥΤΗ Η ΒΑίΝ/β ΟΜδϊ. ΑΕ6< ΠΑ / ΑΝΝΑ* ΚΑΠΟ/Α ΜΑΧΚΑ ΠΟΥ / ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΓΗΣ£ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΗΙΥ ΠΟ- / ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΝ ΓΟΥ ΧΡΥΣΟΎ! / ΠΟΤΑΜΙ-
7 ΑΥΤΟ ΓΟ Βΐ&ΛίΑ-
ΕΝ Τ2 ΜΕΤΑΞΥ Η ΒΑίΙΛιϊίΑ ΤΗΣ ΧΡΥ£ΗΧ ΠΟΛΗΓ £Χ£| (3ΓΗ ΠΑ ΕΝΕΔΡΑ ΕΚΕΙ
ΚΟΝΤΑ...
β ΑΛΤ £ ΤΟΝ ΚΟΡΓΙΟ 1/ ΑΥΤΟΝ ΤΟ βΡΑΥΟ... /!$
Υ^ΤΤ^
ΕΟΙ ΘΕΙI Σ ΚΑΤΑ ΜΕΤΩΠΟΝ
νά μπορή νά τούς βοηθήση· (*λ Κι* ό Μπίλ; Μονάχος κι* ΤΥΧΗ φαίνεται πώς αυτός, στρκρωγμένος στή γω βοηθεΐ τή συμμορία νία ενός βράχου μετά τήν τρο των κακούργων, πού μερή πάλη πού είχε μέ τον προδίδουν την υπόγεια χώρα άντίπαλό του-, μένει ασάλευ τής^ βασίλισσας Αίντας. Οί τος, σάν ένα σώμα , χωρίς τρεις κομμάντος χωρίστηκαν πνοή.... 5Από τά χ'είλη του και χάθηκαν μέσα στα άτέιλει βγήκε ένα τελευταίο βογγητό, ώτα καί κστασκότε.ινα υπό τό βογγηχτό τού θανάτου... γεια, πού σέ κάθε βήμα, κά Ό αντίπαλός του πού τον πυ νει την εμφάνισί του καί ένας ρ ο β όλη σε δυο φορές, γελά τώ αόρατος κίνδυνος... Ό "Αρκο οα θριαμβευτικά γιά τήν επι έχει προχωρήσει μπροστά καί τυχία του. κανείς δεν ξέρει άν ζή ή αν Γυρίζει γιά νά φύγη, αλλά πεθαίνη. Ό Ταμ μέ την Πόλα μετανοιώνει. Κάτι, του λέει νά έχουν πιαστή αιχμάλωτοι τού γυρίση πίσω γιά νά δή μέ τά Βάγκ καί ίσως αυτή τή στιγ (*) Διάβασε τό προηγούμενο μή δοκιμάζουν τά πιο φριχτά τευγος, που εχει τόιν τίτλο: «Το βασανιστήρια, χωρίς κανείς ? ΑίλΓλ άκατο Κ υν>ηγη τ ό».
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
4
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
«<«<<««<«<<«««««<«<««««««««<«««<«««<«««««<««««««««« μάτια του από κοντά τό νε* κοό έχθρό του. "Ενώ στέκεται αναποφάσιστος, με την πλά-'-η γυρισμένη προς τον βρά χο, νοιώθει ξαφνικά ένα τρο μερό χτύπημα στο κεφάλι. Σωριάζεται μονοκόμματος κα τάχαμα καί μόλις προλαβαί νει γιά μιά στιγμή νά κράτη ση τά μάτια του ανοιχτά. Βλέπει μπροστά του τό Άμερικανόπουλο, τό... νεκρό παι δί ! "Έπειτα χάνει τις αισθή σεις .,του νκαί δεν βλέπει, ούτε ακούει τίποτε. Ό Μπίλ βγάζει από τό στήθος του έναν αναστεναγ μό άνακουφίσεως. Κι" ό ίδιος ακόμη δεν μπορεΤ νά πιστέψη πώς ζή και πώς ξάπλωσε α ναίσθητο τον εχθρό του. Γιά καλή του τύχη, ό αντίπαλός του δεν ήξερε καλή σκοποβο λή. Οι σφαίρες ούτε τον άγγι ξαν καθόλου. Τό βογγητό πού έβγαλε ήταν ψεύτικο, γιά νά τον. ξεγελάση. Παίρνει τό πιστόλι καί βγάζει μιά μικρή ζώνη γιά νά δέση χειροπόδαρα τον αναί σθητο άντρα. "Αφού τον δένη καλά αρχίζει τώρα νά σκέ πτεται τί πρέπει νά κάνη. 5Από τή βαθειά του συλλογή τόν βγάζει κάτι πού ' φτάνει στ" αυτιά του. Μοιάζει σαν γρύλλισμα. Τό βλέμμα του δι ακρίνει μιά σιλουέττα, πού παρουσιάζεται δεξιά του. Στρίβει απότομα καί ετοιμά ζεται νά πυροβολήιση. Τά νεϋ ρα του παθαίνουν μιά τέτοια ύπερένταοι, πού νομίζει πώς θά σπάσουν από στιγμή σέ στιγμή.
— Μπίλ! Γνωστή φωνή. Είναι του "Αρκά! Ό Μπίλ μέ ένα πή δημα βρίσκεται πλάι του. καί τόν αγκαλιάζει όλος χαρά. Τό μικροσκοπικό σκυλάκι του ανεβαίνει στά χέρια κι9 αρχί ζει κι" αυτό νά γρυλλίζη χα ρούμενα. — Τί γίνεται, Μπίλ, πού βρισκόσαστε; ρωτάει1 ό "Άρκο. — "Έχασα τόν Τόμ μέ τήν Πόλα, του έξηγεΐ ό μικρός «Κεραυνός» καί κατόπιν του δείχνει τό δεμένο σώμα τού άντρα πού δεν λέει νά συνέλΘη. ^ Ό "Άρκο ανησυχεί γιά τήν τύχη τού Τόιμ καί τής Πόλα, μά προσπαθεί νά δώση λίγο θάρρος στον Μπίλ. — "Όλα θά πάνε καλά, Μπίλ, μή φοβάσαι. Βρήκα τό ■■μέρος οπού έχουν φυλακίσει τόν Αούντι. Πρέπει νά τρέξουμε τό γρηγορότερο νά τόν ε λευθερώσουμε. "Οσο γιά τόν Τόμ καί τήν Πόλα,, θά τούς βρούμε κι" αυτούς. -εκινούν χωρίς αργοπορία. Άφίνουν τόν έχθρό τους στήν "ίδια θέσι καί βιάζονται γιά νά έλευθερώσουν τό Αούντι. Ή φωτοβολίδα σβύνει πά λι. Τό σκυλάκι τούς όδηγεΐ τώρα στά σίγουρα, ανάμεσα στά σκοτάδια/ — Είναι μακρυά; ρωτάει ό λΑπίλ. — "Όχι καί πολύ. Φοβάμαι όμως μήπως έβαλαν περισσό τερους φρουρούς νά τόν προ σέχουν. "Άν δεν χωρίζαμε α πό τήν αρχή δλα θά πήγαι
ναν περίφημα. ?Ήτσν μεγάλη μου βλακεία αυτό πού έκανα. Τώρα οι δυο κομμάντος σω παίνουν. Ό Μπίλ από τις κι νήσεις- τού ’Άρκο καταλαβαίνη πώς πλησιάζουν κοντά στο μέρος δπου βρίσκεται ό Λούντι. Βγάζει τό πιστόλι από τή θήκη του καί τό σφίγγει νευ ρικά στο δεξιό του χέρι. Εί ναι αποφασισμένος νά τά παί ξη δλα για δλα! — Πρόσεχε δεξιά! Ή φωνή τού "Αρκο βγαίνει ξαφνικά σάν ουρλιαχτό. Ό Μπίλ μόλις προλαβαίνει νά κυττάξη. Τό φως ενός φακού τού τυφλώνει τά μάτια. Ε κείνο πού διακρίνει μέσα σ5 αυτό τό φακό τον κάνει νά ριγήση. Είναι ή κάννη ενός πι στολιού, πού τον σημαδεύει κατάστηθα! Δίνει μια απότομη στροφή στο σώμα του καί πέφτει κα τάχαμα. Ή σφαίρα σφυρίζει πάνω από τό κεφάλι του καί χτυπάει σέ μιά πέτρα. Ό Μπίλ μέ αφάνταστη ψυχραι μία σημαδεύει. Δεν προλαβσί νει όμως νά πατήση τή σκαν δάλη. Ό εχθρός του λυγίζει τά γόνατά του καί πέφτει, βγάζοντας ένα ουρλιαχτό πό νου. Είχε δεχτεί στο στήθος μιά σφαίρα τού "Άρκο. Ό Μπίλ νοιώθει τό χέρι τού συντρόφου του νά τον τραβάει. -—- Μπίλ, κινδυνεύουμε! Μάς πήραν εϊδησι! Γρήγορα πίσω! Με γοργά πηδήματα απο μακρύνονται από τό μέρος τής συμπλοκής. Μέσα -στο σκο
τάδι άκούγονται βήματα, πολ~ λά βήματα. Σά νά μην εφτάνε^ αυτό, τό φως από μιά , εγάλη φωτοβολίδα τούς φωτί ζει καταπρόσωπα. Πέφτουν καί οι δυο κάτω καί σέρνον ται μέ την κοιλιά. Λίγο πιο πέρα διακρίνουν πέντε σκιές νά κινούνται μέ προφύλαξι. — Δόσε μου τό .πιστόλι σου, Μπίλ, κάνει ό "Άρκο καί τού τό αρπάζει από τά χέ ρια. Μέσα από τή φόρμα του βγάζει τώρα ένα αυτόματο πού παίρνει διακόσιες σφαί ρες. Τό δίνει στον Μπίλ λέγοντάς του: — Θά προσπαθήσης νά κρστήσης^τούς εχθρούς μας δ α ο μπορείς σ5 αυτό τό μέρος. Έγώ θά προσπαθήσω νά ξεγλυστρήσω, γιά νά έλευθερώσω τό Λοΰντι, τώιρα πού όλοι τους μάς νομίζουν κυκλωμέ νους. Προφυλάξοο καλά καί χτύπησειστό ψαχνό. "Ο,τι καί νά συμβή, δέν 0ά σέ άφίσω νά πέσης στα χέρια τους! Χωρίς άλλη κουβέντα, βά ζει στον κόρφο του τό πιστό λι τού Μπίλ, καί μέ τό δικό του ατό χέρι, στρίβει αριστε ρά. Βαδίζοντας μέ τά τέσσε ρα, χάνεται πίσω από κάτι πέτρες. Ό Μπίλ στηρίζει ·τό αυτό ματό του, πού έχει μάθει τό χειρισμό του από την αστυνο μία πριν ακόμη ξεκινήσουν, καί μέ τό μάτι άγρυπνο προ σέχει τις πέντε σκιές. Βαδί ζουν σκυφτές καί είναι όλόμαυ ρές σάν σατανάδες. Στο κε φάλι φορούν κάτι σάν κουκού-
λα πού τούς κρύβει τά χαρά κτη ρι-στιικα τού προσώπου. Ό Μπίλ τούς άφίνει νά πλη αταχτούν. «νΑν έρθουν πιο κοντά και οι πέντε, με μια ριπή θά τούς ρίξω κάτω, συλλογίζεται. Τό τε θά μπορέσουμε νά σώσου με τό Λαΰντι!» Οι πέντε ιμαΰρες φιγούρες λες και καταλαβαίνουν ι\ή σκέψι του, γιατί χωρίζουν α πότομα και απομακρύνονται η μιά από την άλλη. Ό ΑΛπιλ καταλαβαίνει τό σχέδιό τους. Θέλουν νά τόν κυκλώσουν, κι' άν τ ό κατορθώσουν τότε θά την έχη άσχημα!
ΑΠιΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΔΟΉΤΙΑ’.Λ
ΡΕΠγΕ! νά δράση χωρίς αναβολή. Σκοπεύει τόν πρώτο αριστερά καί πατάει τή σκανδάλη. Πέν τε φωτεινές τελείες σκίζουν τόν αέρα καί κοττευθύνονται στη μαύρη σκιά. Εκείνη ό μως προλαβαίνει νά κρυφτή πριν άκόιμα ξεκινήσουν οί σφαίρες^ Οι πέντε εχθροί του μαθαί νουν έτσι τη θέρι του καί τόν αρχίζουν στίς πιστολιές. Μιά αληθινή ράχη μέ αθόρυβες σφαίρες αρχίζει τότε άνάμεσά τους. Οι αντίπαλοί του προσπαθούν νά τόν κυκλώ-
'Ο εχθρός του λυγίζει τά γόνατά του καί πέφτει, βγάζοντας ενα ουρλιαχτό πόνου.
Ενας δυνατός θόρυβος τόιν ξιεικουφαίινει, και μια λάμψι δίπλα του του θαμπώνει τα μάτια..
σουν, μά ό Κεραυνός προσέχει κάβε κίνησί τους και προσπα θεΐ να τούς κράτηση μπροστά του. "Έχει ανάψει δλος από τό μένος της μάχης, άλλα δεν χά νει ούτε την ψυχραιμία του, ούτε τό νοΰ του. -έρει πώς έ χει μόνο διακόσιες καί λιγώ° τερες σφαίρες. Πρέπει λοιπόν νά μην τις ρίξη άσκοπα και μείνει στο τέλος άοπλος. Ό "Άρκο μπορεί νά άργήση. Ποιος ξέρει τί θά συνάντηση κι5 αυτός εκεί' που πηγαίνει. Μιά σκιά αποφασίζει νά τ,ρέξη δεξιά του. Τά πυρά του Κεραυνού τής σταμοπούν τό δρόμο. Βλέπει τον εχθρό του νά πέφτη κάτω και νά μή δεί-
χνη κανένα σημάδι ζωής. «"Έμειναν μόνο τέσσερις— λέει μέσα του ό Μπιλ— κι5 έχουμε καιρό γιά νά τούς λι γοστέψουμε άκόιμη». 'Όιμως ή χαρά του δεν κρατάει γιά πολύ. Ή φωτο βολίδα σβύνει. «Θά άνάψη τάχα γρήγορα ή άλλη;» Νά τί τον βασανίζει1 τώρα. Θά άνάψη τάχα ή άλλη, ή δεν πρόκειται ,νά φωτίσουν πιά τή σκηνή τής μάχης; Τά δευτερόλεπτα περνούν μέσα σέ μιά άγωνία γιά τον Μπίίλ, πού προσπαθεί τώρα μέ τό αυτί του μονάχα νά καταλάβη τις κινήσεις των άντι πάλών του. "Αν συνέχιση
8
Ιό σκοτάδι την έχει· άσχημα. Οι εχθροί του θά τον κυκλώ σουν, χωρίς νά τούς πάρη εί δηση καί θά τον πιάσουν! Τά χτυπήματα τής καρδιάς του^ γοργά - γοργά, τοϋ με τρουν την ώρα. Ή βασανιστι κή αγωνία δεν βρίσκει τέλος. Ή φωτοβολίδα δεν ανάβει. Είναι καταδικασμένος τώρα νά πιαστή αιχμάλωτος, νά ττεθάνη ; "Οτι θά πεθάνη τό φαντά ζεται. Δεν θά προτίμηση ό μως νά πιαστή αιχμάλωτος. Θά σκοτωθή μονάχος του, ό πως σκοτώνεται κάθε τίμιος πολεμιστής, γιά νά μην πέση στά χέρια των εχθρών του. Σφίγγει τά δόντια καί πα τάει τη σκανδάλη. Του φαίνε ται γιά μιά στιγμή πώς κά ποιος θόρυβος άκούγεται αρι στερά του. Τήν ίδια στιγμή, από τέσσερα διαφορετικά ση μεία ξεκινούν οι φωτεινές σφαίρες γιά νά τον χτυπή σουν. Σκύβει τό κεφάλι καί τίς ακούει νά σφυρίζουν απα λά από πάνω του. Νοιώθει ό μως καί ένα ελαφρό τσούξι μο ψηλά στον ώμο του. Βάβει τό δάχτυλό του καί μιά φρίκη τού συγκλονίζει τό σώ μα. Καταλαβαίνει πώς τραυ ματίστηκε ψηλά στον αριστε ρό ώμο. «Φαίνεται πως μέ πήρε ξυ στά —συλλογίζετάι. Τό χέρι μου κινείται μέ ευκολία». ’Κι3 ό "Αρκο; Πού είναι ό "Αρκο·; Τί νά κάνη τάχα αυτή τή στιγμή ό "Αρκά; "Εχει κι3 αυτός^ μ πλεχτή σέ καμμιά καινούργια μάχη, μήπως κιν
Κ®ΡΑΥΝ0£ δυνεύει, μήπο^ς κιόλας αυτή τή στιγμή είναι νεκρός; Πότε θά γυρίση πίσοο γιά νά βοηθήση τό σύντροφό του, όπως τού ύποσχέθηκε; Θ' άργήση πολύ ακόμη; Αυτές οι σκέψεις βασανύ ζουν τον Μπίλ. "Επειτα χωρίς κι5 αυτός νά τό Βέλη, συλλο γίζεται τον φίλο του κα'ί τήν Πόλα πού ποιος ξέρει τί νά γί νωνται καί πού νά βρίσκονται. Οι στιγμές περνούν καί ό κίνδυνος μεγαλώνει. Μιά σφαίρα, πού σφυρίζει πάνω άπό τό κεφάλι του, ήρθε ακρι βώς από πίσω του. Καταλα βαίνει πώς τον έχουν κυκλώ σει. 3Από στιγμή σέ στιγμή θά τον πλησιώσουν, θά τον πιάσουν... Δεν μπορεί νά άντέξη σ’ αυτή τή σκέψι. "Ετσι τού έρ χεται νά σηκωθή άπό τήν κρυ ψώνα του καί, μέ τό δπλο στο χέρη νά τούς αντιμετώπιση έναν προς ένα. Καταλαβαίνει όμως πώς αυτό θά τού στοι χίση αμέσως τή ζωή. Προσπαθεί νά πάρη τό αυ τί του καμμιά κίνησι τών σατανάδων, πού τον κυκλώ νουν, καί πού στενεύουν τον αόρατο κύκλο τους, δπως ή θη λειά στο λαιμό τού έτοιμοθάνοπου. Άπό τό φόβο του ή φαντασία του τον ξεγελά καί πυροβολεί άσκοπα. Τώρα δ μως καταλαβαίνει πώς κάθε πυροβολισμός του υπογράφει καί τή θανατική του καταδύ κη, γιατί αί εχθροί του ξέρουν σέ ποιο σημείο βρίσκεται. Σκύβει τό κεφάλι του δσο μπορεί προς τά κάτω καί πε-
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
ρ «μένει. Περ«μένει τή σωτηρία η το θάνατο·. Τον ’Άρκο για νά τον σώση καί τούς εχθρούς του για νά τον σκοτώσουν. Ποιος θά προλάβη ττιό γρήγο ρα; Σέ μιά ^στιγμή, του περνά από τό νού ή σκέψι νά πετα χτή αθόρυβα καί νά ξεγλυστρήιση από τον κλοιό τους. Θά είναι δμως τυχερός; Κι5 άν πέση επάνω σέ κοονέναν ή άν τον πάρουν εϊδησι καί τον κυνηγήσουν; Θά ήταν κουτό κα] ανώφελο νά άπομακρυνθή από αυτό τό σημείο·, όπου α πό στιγμή σέ στιγ'μή ελπίζει τον ερχομό τοΰ ’Άρκο. "Ενας δυνατός θόρυβος τον ξεκουψαίνει καί μ ιά λάμψι δί πλα του τού θαμπώνει τά μά τια! Ή στιγμή είναι πολύ ε πικίνδυνη. Του έχουν πετάξει μιά καπνογόνο χειροβομβίδα. Νοιώθει ένα τσούξιμο στά μά τια καί τά χάνει. Βρίσκει δ μως αμέσως τό θάρρος του. Τυλιγμένος από τον καπνό κα θώς είναι, μισοσηικώνεται καί στριφογυρίζει ολόγυρα πα τώντας τη σκανδάλη, Ή ριπή γαζώνει τις πέτρες στή σειρά. Χωρίς νά χάση έπειτα καθό λου καιρό βγάζει από τήν τσέπη τής φόρμας του μιά μάσκα καί τήν φορεΐ στο προ σωπο. Καταλαβαίνει πώς ό καπνός τής χειροβομβίδας εί ναι επικίνδυνος καί πώς μπο ρεί νά τυφλωθή. Ευτυχώς πού ό Άρκο είχε προβλέψει καί τούς είχε εφοδιάσει μέ μά σκες. Μέ τό αυτόματο στο χέρι, ενώ νοιώθει τον καπνό νά τον
9
κυκλώνη, περιμένει. Τά δόν τια του αρχίζουν νά χτυπουν. Οί στιγμές τού φαίνονται σάν αιώνες. Δεν βλέπει τίποτε, δέν ακούει τίποτε. Πού βρίσκον ται τώρα οί σατανάδες. Μέσα σ’ αυτή τήν τυραννι κή προσμονή του θανάτου, νοι ώθει τό κεφάλι του νά βαραίνη. Κάτι σάν μιά παράξενη νύστα τον πιάνει·, λές καί εί ναι μεθυσμένος. Προσπαθεί νά συνέλθη, ,μά δέν τό κατωρθώνη. Ή ζάλη γίνεται πιο έν τονη καί τό κεφάλι του γέρνει βαρύ καί ασήκωτο, ενώ τά χέ ρια του παραλύουν καί άφίνουν τό αυτόματο νά του πέ ση κάτω. «Ναρκώθηκα από τον κα πνό, συλλογίζεται. Έπρεπε νά φορέσω αμέσως τή μάσκα μου πριν άναπνεύσω. Τώρα ίμαι χαμένος! Θά μέ πιάσουν, θά μέ σκοτώσουν...» "Ενα άναποδογύρισμα μιας πέτρας λίγα μέτρα μακρυά του τον κάνει νά κινηθή. Μέ μιά ύστατη προσπάθεια σηρ κώνει τό αυτόματό του καί προσπαθεί νά σκόπευση. Πριν δμως πατήση τή σκανδάλη,, έ να λευκό καί κρύο φώς τον λούζει ολόκληρο. Μιά μικρή φωτοβολίδα έχει σκάσει πάνω από τό κεφάλι του. Βλέπει τώρα στο φώς της τον αντί παλό του. Είναι κρυμμένος πίσω από μιά πέτρα καί τον σκοπεύει. Προσπαθεί νά σκύψη τό σώ μα του καί τό κουρασμένο του κεφάλι. Οι κινήσεις του δμως είναι τόσο αργές πού δέν θά προφτάση... ’Όχι, δέν θά
10
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
<««<^«««««««««««««««««««<«««««««««««««««««««««4 προφτάσει... Ή νάρκη πάλι ιόν κυριεύει... Βλέπει τώρα τον εχθρό του σαν τον ϊδ ιο τό χάρο, πού άπλωνει τις μαύ ρες του φτερούγες για νά του πάρη την ψυχή... ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣ! ΤΩΝ ΕΡΠΕΤΩΝ
ΜΠΙΛ είναι πεσμένος ιμπρούμυτα κάτω. "Έ χει τις αισθήσεις του όλες μά δεν (μπορεί νά κινη6ή. "Απορεί γιατί 6 άντίπαλός του, πού τον σκόπευε, τον άψισε νά κρυφτή χοορίς νά τον χτυπήση. Απορεί γιατί αρ γούν νά τσν πιάσουν οί εχθροί του. Μήπως τον φοβούνται; "Ως πότε όμως θά διστά ζουν; Κάποιος άπ" όλους θά
πάρη τό θάρρος νά τον πλησιάση... Ναι... δεν είναι ψέμα, δεν τό βλέπει στον ύπνο του, δεν είναι εφιάλτης... "Ακούει βήματα. Τον πλησιάζουν. Προσπαθεί νά κάνη και την παραμικρή κίνησι <μά δεν μπο ρεί. "Έχει παραλύσει ολόκλη ρος. Τον λούζει ένας κρύος ί δρωτας... Χωρίς νά βλέπη τίποτε, αισθάνεται ένα χέρι νά τού πέφτη στον ώμο. "Ενα ρίγος τον συγκλονίζει ολόκληρο κά τω από τό άγγιγμα αυτό... Καί τώρα; Τώρα ό θάνατος; Όχι. Ακούει μιά φωνή. Μιά γνωστή καί γλυκέιά φω νή πού τον κάνει νά χάρη, πού τού φέρνει δάκρυα στά μάτια..
\Αρπσζει την ξαφνιασμένη Πάλα σαν πούπουλο
στά
χέρια του.
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
11
«««««««<«««««««««««««««<«««««««««<««««««««««««<
Μέ μια γρήγορη κίνιησι. ό Τάμ, του ττέφτει επάνω και τον αρπά ζει άττο τό λαυμό.
— Κράτησε τό πιστόλι μου, Λουντι, να του ρίξω μιά ενεσι. Φαίνεται πώς τον δηλη τήριασε ό καπνός τής χειρο βομβίδας. φ^ Είναι ό 3Άρκο καί ό Λούντι! Θέλει νά πεταχτή για νά τούς άγκαλιάση, νά τούς φιλήση, άλλα του είναι αδύνα το. Νοιώθει νά τού σηκώνουν το μανίκι, καί κατόπιν ένα μι κρό τσούξιμο ψηλά στο .μπρά τσο. Μέ μιας τό κεφάλι του ξα στερώνει κι* από βαρύ γίνε ται ελαφρό. Δοκιμάζει, νά πεταχτή επάνω καί τό κατόρ θωνε ι. -— 3Άρκο! Λουντι!, κάνει γ&μάτος χαρά, καί τούς σφίγ
γει τά χέρια. Μοΰ σώσατε, τή ζωή! — Δεν σου είπα πώς δεν θά σέ άφίσω μέ κανένα τρόπο; του άπαντά ό 3Άρκο ενώ ό Λουντι άρχιζει νά τον ρωτά για την Π όλα. Πριν του άπαντήση, ό Μπίλ κυτ τάζει νά δ ή τον άντί παλό του πού τον σκόπευε πίσω από την πέτρα. Τον βλέπει ό:·· κό'μη εκεΐ στηριγμένο καί άκίνητο·. Καταλαβαίνει πώς εί ναι νεκρός... Πώς ήταν άπό πολλή ώρα νεκρός, πεσμένος επάνω στο βράχο! — Ευτυχώς πού φόρεσες τή μάσκα σου, λέει ό "Αρκο. ’Έπαθες ελαφρά δηλητηρίασι. ΓΥ αυτό καί ή ενεσι πού σου
12
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΣ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««< έκανα σέ γιάτρεψε αμέσως. Ό καπνός αυτός είναι πολύ επικίνδυνος. Μά... τί καθόμα στε εδώ; Πρέπει νά φύγουμε μακρυά, πριν ό Βάγκ μάς στεί λη κανένα άλλο απόσπασμα. Ή Φωτοβολίδα, πού, όπως είπαν στον Μπίλ, την είχαν ρίξει οί ίδιοι, σβήνει. Με οδη γό τώρα τό σκυλάκι, αρχί ζουν τό βάδισμα μέσα στο σκοτάδι. Καθώς προχωρούν, ό *Άρκο έξηγεΐ στον Μπίλ πώς κατάψ&ρε νά ψτάση ως τό Λούντι καί νά τον έλευθερώση. Οι σκοποί πού τον φύλα γαν ήσαν μόνο δύο κι* έτσι μπόρεσε νά τά βγάλη πέρα μαζί τους. — Καί τώρα πού πάμε; ρωτάει ό Μπίλ. — Τώρα πρέπει νά ελευθε ρώσουμε τον Ταμ μέ την Π ό λα, απαντάει ό *Άρκο. Ό Λούντι αναστενάζει. Εί ναι αμίλητος καί στενοχωρη μένος. Δεν συλλογίζεται πα ρά την κόρη του, την Π όλα. Τά μάτια του είναι γεμάτα δάκρυα από τον πόνο του. Καβώς βαδίζει, ένα άλλόκα το σφύριγμα σκίζει την ατμό σφαιρα. Τό σκυλάκι τού *Άρκο πετιέται καί χώνεται μέ σα στην τσέπη τού αφεντικού του από τό φόβο του. — Τό νοΰ σας, είναι φίδι!, κάνει ό *Άρκο καί ανάβει τό φακό του. — Φίδι μέσα σ’ αυτό τό σκοτάδι; ρωτάει περίεργος ό Μπίλ, καί κυττάζει ολόγυρά του. — Έ6ώ, φίλε μου, υπάρ
χουν τα πιο τρομερά και πιο μεγάλα φίδια. Στην πολιτεία μας φοβούνται τό φώς καί δεν παρουσιάζονται. Ζούν μέσα ατά σκοτάδια. Εύχομαι νά μην πέσουμε έπάνω τους, γιατί είναι πολύ επικίνδυνα. Δεν φεύγουν όπως τά φίδια τής γης, αλλά όρμούν έπάνω σου καί σοΰ διπλώνονται στο λαι μό πριν ακόμη, τά πάρης ευ δησι. Τά μάτια σας δεκατέσ σερα! Τό σφύριγμα ξανακούγο ται. Ό Μπίλ, μέ τά μάτια όλάνοιχτα από τό φόβο, βλέ πει νά πετιέται από τη γη έ να λεπτό καί μακρύ φίδι. Τα λαντεύεται γιά μιά στιγμή στον αέρα, λες κι5 έχει φτε ρά, καί έπειτα διαλέγει από τούς τρεΐς τον "Άρκο, πού εί ναι καί ό πιο ψηλός. * Εκείνος σκύβει απότομα κι* έτσι γλυ τώνει την πρώτη έπίθεσι. Βγά ζει ένα μακρύ στιλέττο άπό τη ζώνη του καί περιμένει. Τό φίδι ξανασηκώνεται. Αυτή τή φορά όμως προτιμά τόιν Λούντι. Σάν αστραπή τού διπλώνε ται στο λ&ιμό7 πριν νά προλά βη νά σκύψη γιά νά φυλαχτή. ’Από τό σφίξιμο πού τού κά νει, τά μάτια του πετάγονται ολόκληρα έξω. Ό 'Άρκο, μέ μιά αφάνταστη ψυχραιμία, πλησιάζει χωρίς νά χάση και ρό τό φίλο του. Τραβάει τό μισό φίδι άπό τό λοιμό καί τό κόβει στά δύο μέ τό στιλέττο'. Τό υπόλοιπο κομμάτι πού έχει μείνει- στο λαιμό ξε τυλίγεται μόνο του καί πέφτει κάτω. Ό Λούντι τά έχει χαμένα
Κ ΕΡΑΥΝΟΙ13 ►η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
καί δεν μιλάει. Ό 'Άρκο τοΰ φωτίζει το λαιμό μέ τό ψακό του. — Ευτυχώς πού δεν πρόψτασε νά σέ δαγκώση τοΰ λέει. Άλλοιώς, πήγαινες χα μένος! Τό δηλητήριό του εΐναι πολύ δραστικό1. Πρέπει νά αλλάξουμε πορεία για νά μην πέσουμε ξανά επάνω στά φίδια. Ό Λουντι δεν προφταίνει νά πή λέξη όταν άπλώνη τό δάχτυλό του καί δείχνει κάτι. Κυττάζουν όλοι τους. Μια κρύα ανατριχίλα τούς περ νάει τό κορμί·. Σέ λίγη από σταση μπροστά τους, βλέ πουν νά κυλιέται αργά - αργά ένα παράξενο ερπετό μέ κον τά πόδια σαν τής σαύρας. Τά μάτια του γυαλίζουν σάν σπί θες καί από τό ανοιχτό στό μα του... ποιος θά μπορούσε νά τό πιστέψη; 3Από τό ανοι χτό του στόμα βγαίνει μια φωτιά! Ό Μπίλ θυμάται τούς δρά κοντες, πού ή σαν ζωγραφισμέ νοι στά βιβλία των παραμυ θιών του. Είναι όλόϊδιος! "Ως καί ή ουρά του άκόιμη είναι γυρισμένη πολλές φορές επά νω στο κορμί του! Ό 'Άρκο φαίνεται ανήσυ χος-
— Προσπαθήστε νά τον σκοπεύσετε.στά μάτια, γιατί τό κορμί του είναι όλο σκεπα σμένο από σκληρό καί αδια πέραστο δέρμα, κάνει καί ση κώνει τό πιστόλι του. Ό Μπίλ έχει τό αυτόματο. Ελέπει τη σφαΐρα του "Αρκο νά χτυπάει τό δράκοντα στο
κορμί. Σκοπεύει τό τρομερό ερπετό οπό δεξιό του μάτι καί πατάει τη σκανδάλη. Φεύ γουν τρεις σφαίρες όλες-όλες. Μά δεν χρειάζονται καί άλ λες. Τό θηρίο στριφογυρίζει απότομα καί χτυπάει μέ μα νία την ουρά του πάνω στις πέτρες. Στο τέλος μένει άκίνητο. Είναι νεκρό! Οί τρεΐς σύντροφοι τό πλη σιάζουν για νά τό δουν πιο καλά. — Είναι δράκοντας!, κά νει έκπληκτος ό Μπίλ. Σάν τούς δράκοντες τών παραμυ θιών! Όλόϊδιος! "Ως καί φω τιά έβγαζε από τό στόμα του ! Ό "Αρκο γελάει. -— Δέν είναι φωτιά, του εξηγεί. Μαζί μέ την αναπνοή του, βγάζει καί ένα αέριο, πού έχει μέσα του φώσφορο. Στο σκοτάδι ό φώσφορος λάμπει καί φαίνε'ται σάν φλόγα. "Οσο γιά τά παραμύθια σας, έχουν πολύ δίκιο. Υπήρχαν δράκον τες μια φορά κι5 έναν καιρό πάνω στη γή. Σιγά - σιγά ό μως έξαφανίστηκαν καί κανέ νας σας δέν πιστεύει πώς υ πήρξαν ποτέ. Έσύ τί λές, Μπίλ, πιστεύεις τώρα στούς δράκοντες πού κατοικούν στις σκοτεινές σπηλιές καί βγά ζουν φωτιά από τό στόμα τους; Ό Μπίλ ετοιμάζεται νά άπαντήση, μά τοΰ κόβεται ή λέξι στη μέση. Πίσω από ένα μεγάλο βράχο βλέπει νά φα νερώνεται ένας πιο μεγάλος δράκοντας καί πίσω του άλ λοι δύο... τρεΐς... τέσσερις... Σηκώνει τό αυτόματό του
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««^««««««««««««««««««««^««««««««««^ νά σκόπευση:, .μά ό 'Άρκο τον σταματά. .— Είναι τρέλλα αυτό πού κάνεις, του λέει. Πάμε να Φ ύ γουιμ ε γρή γ ο ρ α! Μέ τούς φακούς αναμμέ νους, αλλάζουν κατευθυνσι και το βάζουν στα πόδια. "Ενα βουητό από παράξενους βρυ χηθμούς ξεσπάει πίσω τους. Δεν τολμάει κανένας νά κυτχά ξη για νά δη τί συμβαίνει. Πηδούν τις πέτρες στα γρή γορα κι5 έχουν τό νοΰ τους μό νο στη φυγή. Μέσα στο τρελλό· τους τρέ ξιμο πάλι σταματούν. — Φίδια!, φωνάζει έντρο μος ο Αούντι. Τά φίδια αυτά σέρνονται μέ ταχύτητα πάνω στη γή καί είναι τό καθ’ ένα τους κάπου τρία μέτρα μακρύ. Μέ την αναπνοή κομμένη από την αγωνία καί την κού ραση αλλάζουν πάλι δρόμο. Καταλαβαίνουν πώς έχουν πέ σει ιμέσα σέ -μια τρομερή κόλασι των ερπετών. Τίποτε δεν μπορεί νά τούς γλυτώση έ κτος από τή φυγή. Ό Μπίλ μένει τελευταίος από τούς τρεις. Καθώς ετοι μάζεται νά σηκώση τό πόδι του, τό νοιώθει πολύ βαρύ. Δεν αργεί νά καταλάβη τί συμβαίνει καί βάζει άθελά του μιά φωνή. "Ενα από όλα τά φίδια τον πρόψτασε καί του τυλίχτηκε στο πόδι! Οι δύο άντρες πού προχω ρούν μπροστά, σταματούν καί γυρίζουν προς τά πίσω. Βλέ πουν τό φίδι νά του έχει τυ λίξει όλο τό αριστερό πόδι,
ενώ τό -μακρύ του κεφάλι έτοι μάζεται νά τον τσιμπήση στο δεξιό. Ό Μπίλ δεν τά χάνει. Στη ρίζεται στο αριστερό του πό δι πού τον πονάει τροιμερά α πό τό σφίξιμο, καί σηκώνει τό δεξιό του. Μέ μιά απότομη κί νηση τό κατεβάζει καί πιάνει μέ τό παπούτσι του τό κεφά λι τού φιδιού, έπάνω σέ μιά πέτρα. Μέ όλο τό πάτημα πού του κάνει, έκεΐνο αντί νά ξετυλιχτή από τό αριστερό του πό δι, τον σφίγγει πιο δυνατά, τόσο πού ό Μπίλ φοβάται πώς θά τού τό σπάση. "Ομως ό ψύχραιμος "Αρκο τρέχει κον τά του καί μέ τό στιλέττο του κόβει τό λαιμό τού φιδιού στά δύο. Αφού έλευθερώνει τό πόδι του ό Μπίλ, αρχίζουν πάλι τό τρέξιμο. Ευτυχώς πού παίρ νουν καλό δρόμο, γιατί δεν τούς παρουσιάζεται τίποτε καινούργιο. Σταματούν μέ την ψυχή στο στόμα γιά νά ξεκουραστούν. Ή σκέψι όμως τού Αούντι τρέχει κοντά στην Π όλα, καί του Μπίλ κοντά στον φίλο του τον Τόμ, πού ξέρει πού βρίσκεται τή στιγ μή αυτή... ■Ο! ΑΘΛΟ! ΤΟΥ ΤΟΜ
ΗΝ ίδια ώρα ό Τόμ εί ναι κλεισμένος μαζί μέ την Π όλα σ5 ένα μικρό καί πρόχειρο δωμάτιο, χτισμένο μέ πέτρες. Στη μέ ση, στο ταβάνι, κρέμεται μιά λάμπα. Ή πόρτα είναι κλει-
Τ
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
15
««««««««««««««««««««<««««««<«««««««««««««««««*
σμένη μέ μια παλιά σανιδένια λειο τής Αίντας θά σθύση πο λύ σύντομα. Γιατί όμως τήν πόρτα, και τό χαμηλό παρα θυράκι είναι ανοιχτό. "Έξω όυπηρετείς; Δεν σου αρέσει νά μως βηματίζουν συνέχεια δυο ύ π ηιρετήση ς έ μένα; σκοποί καί κάθε τόσο ρίχνουν — Καί τί νά κάνω; ρωτάει καί μια ματιά στους φυλάκι τάχα ανύποπτος ό Τόμ. ο· μένους. — Νά κάνης τό φίλο στή Τή στιγμή πού τούς άψισε Αίντα καί νά μάς προβώσης ό Μπίλ γιά νά κάνη σινιάλο τά επιστημονικά της μυστικά. μέ τό φακό του, ώρθώθηκαν — Μά δεν τά ξέρω. μπροστά τους τρεις ^ άντρες. — Μέ τον καιρό θά τά μάΤούς άρπαξαν στον ώμο τους θης, αφού ανήκεις μάλιστα ρέ τά γερά τους μπράτσα, α καί στήν αστυνομία... φού τούς έκλεισαν τό στόμα Ό Τόμ σκέπτεται τί νά άκαί, αφού προχώρησαν αρκε παντήση, όταν μπαίνει μέσα τή ώρα μέσα στο σκοτάδι, ό Βάγκ. τούς έρριξαν χωρίς κορμιά λ έ — Χά... χά!, κάνει. Πιάξι μέσα σ5 αυτή τή φυλακή. σμένοι στή φάκα; Δεν πι Ό Τόμ τρίβει τά μάτια στεύω νά γλυτώσετε τώρα! του. Βρήκε ευκαιρία καί κοι *Έ, τί λέτε; μήθηκε αρκετή ώρα μέσα στο Σηκώνει τό χέρι καί χτυ κελί του. Ή Π όλα δεν μιλάει. πάει τήν Π όλα στο πρόσωπο. Τά έχει χαμένα καί φοβάται Ό Τόμ νευριάζει, σηκώνεται πώς θά τήν σκοτώσουν. καί τού δίνει μιά απότομη Ή πόρτα ανοίγει καί μπαί γροθιά στο στομάχι. Ό Βάγκ νει ένας άνθρωπος. Είναι ψη στηρίζεται στον τοίχο γιά νά λός καί μελαχροινός. μην πέση καί βγάζει τό πι ^ -— 5Από που είσαι; ρωτάει στόλι του. Ό Τόμ τά χρειά τον Τόμ. ζεται, ενώ ή Π όλα τρομαγμέ —^ 5Από τή Νέα Ύόρκη, α νη βγάζει άθελά της μιά παντάει εκείνος. κραυγή. ■— Μ μ... είμαστε καί πα Επεμβαίνει ό ψηλός μπαί τριώτες καθώς βλέπω. νοντας στή μέση. — Πατριώτες; ρωτάει έκ — "Όχι ακόμη, Βάγκ. "Άπληκτος ό Τόμ. Καί τί ζητάς 3ΟΛ φισε πρώτα νά μάς πουν δ,τι εοω; ξέρουν καί κατόπιν θά τούς — Εσυ τι ζήτας; άναλάβω έγώ. — Έγώ τίποτε. Υπηρετώ τή βασίλισσά μου τή Αίντα. Ό Βάγκ, χωρίς νά πή κου Ό ψηλός αγριεύει. βέντα, βγαίνει έξω. Ό ψηλός — "Ωστε έτσι, έ; Ανήκεις πλησιάζει τον Τάμ. στο βασίλειό της; Πολύ κα — Πές μου, ποια είναι ή ις τής αστυνομίας τής λά. Σέ λίγο εσύ, ή βασίλισσά σου καί όλοι όσοι τήν ύποστη βασίλισσας; Πόσοι εϊσαστε ρίζουν, θά πεθάνετε. Τό βασί όλοι - όλοι;
Ιό
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
««««««««<«<<««««<««<«<«<<««««<<<«««<«««««««<«««««««' -— Δεν ξέρω, άπαντά ό Τόμ. Ή γροθιά του ψηλού του μαυρίζει τό ένα μάτι. — Πες μου σε ποια όργάνωσι ανήκετε; Ή βασίλισσα έχει πράκτορες πάνω στη γη; Πόσους πράκτορες έχει στη Νέα Ύόρκιη; Έγώ είμαι 5Α μερικανός καί 6έν μπορείς νά μέ γελάσης. Πες μου λοιπόν την αλήθεια. -— Δεν ξέρω άπολύτως τί ποτε, επιμένει ό Τόιμ. Μιά δεύτερη γροθιά του μαυρίζει καί τό άλλο μάτι. — Σε λιγάκι θά έρθω πά λι, αγριεύει πιο πολύ, ό ψηλός καί τότε, άν δεν μιλήσης, αλ λοίμονο σου! Θά φέρω καί τά εργαλεία γιά τά βασανιστή ρια! Βγαίνει κι3 αυτός. Μένουν πάλι μονάχοι τους. -— Τί θά κάνουμε, θά μάς σκοτώσουν;, λέε ι άπελπ ι σ μένη ή Πόλα μέ σιγανή φωνή. Ό^Τόμ δεν άπαντά. Προσ παθεί νά βρή έναν τρόπο γιά νά μπορέσουν νά φύγουν. Κα ταλαβαίνει πώς, άν μείνουν ε κεί, σέ λίγο θά ταξειδεύη ή ψυχή τους γιά τον παράδεισο. Χωρίς νά τό θέλη κι3 αυτός, άρχίζει νά ψάχνει. Τό χέρι του σταματάει σέ μιά τσέπη τής φόρμας του. Είναι ό φα κός του. Τού πήραν τό πιστό λι, μά του έχουν άφίσει τό φακό του. Μέ μιάς, τού κατεβαίνει μιά ιδέα στο νου. — "Αν πετάξω έξω τό φα κό μου, θά σπάση; ρωτάει τήν Πόλα?
— Ασφαλώς θά σπάση, ά" φοΰ ό περισσότερος είναι φτειαγμένος άπό γυαλί. Γιατί νά τον πετάξης όμως; -—- "Εχω τό σκοπό μου. Πώς θά γίνη όιμως νά τον πε τάξω μακρυά καί νά έξακολουθή νά άνάβη; Ή κοπέλλα προσπαθεί νά σκεφθή, ενώ ό Τόμ ρίχνει μη χανικά τό βλέμμα του προς τά κάτω. — ^Ω... τό βρήκα! κάνει. Χωρίς άργοπορία βγάζει τό λαστιχένιο του παπούτσι άπό τό ένα του πόδι. — Πήγαινε στο παράθυρο καί πρόσεξε μήπως περάση ό σκοπός άπέξω, γιά νά μέ είδοποιήσης, λέει στην Πόλα. ^ 3Εκείνη! πλησιάζει προς τό παράθυρο, ενώ Τόμ άνάβει τό φακό καί τον χώνει μέσα στο παπούτσι, έτσι ώστε νά φαίνεται λιγάκι τό φώς. Τον στερεώνει καλά γιά νά μην κινήται καί πλησιάζει κι3 αυ τός τώρα στο άνοαχτό παρά θυρο, κρατώντας τό παπούτσι μέ τό φακό στο δεξιό του χέ ρι. Βλέπει τό σκοπό νά περ νάει άπό μπροστά του καί νά στρίβη στη δεξιά γωνία τού κελιού. Χωρ'ίς νά χάση καιρός παραμερίζει την ΓΊόλα^ άπό τό παράθυρο, φέρνει πίσω το χέρι του. παίρνει φόρα και πετάει τό παπούτσι μέ τό φα κό όσο μακρυά μποοεΐ. Τό παπούτσι μέ τό φώς τού φακού στριφογυρίζει στον άέρα καί πέφτει μακρυά. Ό Τόμ πλησιάζει στο παράθυρο. Μέ σα στο σκοτάδι, πού τριγυρί" ζει τη φυλακή τους, διακρίνε-
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
Μ
«««««««««««««««««««««<««««««««««««««<«««««««<«< ται καθαρά τό φως του φοκου πού πέταξε. Χωρίς νά διστάση· ούτε στιγμή, βγά,ζει μια φωνάρα: — Μπίλ ! Μττίλ ! Βοήθεια, Μττίλ! Ή Πάλα τον κυττάζει τρο μαγμένη. Μά τί έπαθε ό Τόμ; Τρελλάθηικε ξαφνικά καί φω νάζει έτσι; Ή πόρτα ανοίγει καί πού ρου σι άζ ο νται καί οι δύο σκο· ποί. — Τί συμβαίνει; τον ρωτά "Αμερικάνικα ό ένας από τους δύο. -— Ό φίλος μου ό Μπίλ!, κάνει ό Το1 μ καί δείχνει τό φως τού φακού του. Οι δυο σκοποί ξαφνιάζον ται. Παρατούν τους δυο φυλα κισμένους καί, χωρίς νά θομη 6ούν νά κλείσουν την πόρτα, πετιούνται έξω καί τρέχουν προς τό ψώς, όπου νομίζουν πώς είναι ό Μπίλ. Αυτό ζητάει καί ό Τόμ. Αρπάζει την ξαφνιασμένη Πό λα σαν πούπουλο στα χέρια του, δίνει μιά στη λάμπα σπάζοντας την καί πετάγεται από την ανοιχτή πόρτα, παίρ νοντάς αντίθετη κατεύθυνσι από τούς σκοπούς πού αρχί ζουν νά πυροβολούν τό... πα πούτσι του!... ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Μβ Ε ΤΗΝ Πόλα πάντοτε στην αγκαλιά του, 41 Ψ £ΐ? προχωρεί δσο μπορεί πιο γρήγορα. Στο ξυπόλητο πόδι του χτυπούν οι κοφτερές πέτρες, μά δεν τον νοιάζει.
Κάπου - κάπου γυρνάει πίσω ταυ καί δεν μπορεί νά κρατήση τό γέλιο του. Οί δυο σκο ποί συνεχίζουν τούς πυροβο λισμούς καί φωνάζουν στο... παπούτσι του νά παραδοθή! Άφίνει την Πόλα κάτω καί πιάνει την κοιλιά του από τά γέλια. Δεν μπορεί νά προχωρήιση. -— Πάμε νά φύγουμε λέει αυτή. Δεν κοπαλαβαίνεις πώς κινδυνεύουμε εδώ πού καθό μαστε; — Θέλω νά τούς δω τί θά κάνουν όταν πλησιάσουν καί βρουν τό παπούτσι μου!, λέει ξεκαρδισμένος ό Τόμ. Ή Πόλα τον τραβάει από τό χέρι καί προχωρούν. Ευτυ χώς πού τό έδαφος δεν έχει μεγάλες πέτρες. 'Άν ανάψουν δμως κανένα * φώς οί εχθροί τους, άν ρίξουν καμιμιά φωτο βολίδα; Τότε δεν θά έχουν πού νά κρυφτούν. Παίρνουν μιά στροφή καί από τά μάτια τους χάνεται τό θέαιμα των σκοπών πού πυ ροβολούν τό φώς τού παπου τσιού. — Ουφ! σωθήκαμε, κάνει ο Τόμ καί οργίζει τό χασμου ρητό. Νυστάζει τρομερά. Τά βή ματά του μπερδεύονται καί βαδίζει μέ δυσκολία. — Δεν καθόμαστε λιγάκι νά... κοιμηθώ; λέεΐ' στην Πό λα. -—- Μά... Τόμ, είσαι στά καλά σου; τού άπαντά εκείνη, θέλεις νά μάς πιάσουν; Δεν πρόκειται νά ζήσουμε ούτε στιγμή άν μάς πιάσουν.
Τό φίδι -ττετάγεται σαν αστραπή κι’ αρχίζει νά διπλώνεται στο λαιμό τού ΛοΟντι.
20
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««««««<««««««««««««««««««««««««««<««« ^5Αντί γιά τον Τόιμ όμως, της απαντάει ένα ροχαλητό. Πότε κιόλας κοιμήθηκε; Σκύβε ΐι προς τά κάτω, ψα χουλεύει μέ τά χέρια της και τον βρίσκει. —Τό*μ ! τού φωνάζει. Τόμ, ξύπνα! Πού νά ξυπνήση όμως ό Τόιμ! Ή Πάλαν επάνω στην απελπισία της, τον πιάνει α πό τό πόδι και αρχίζει νά τον σέρνιη σ’ έναν κατήφορο. Κά ποια πέτρα όμως φαίνεται πώς τον χτυπάει στο κεφάλι και τον κάνει ν’ άνοιξη τά μά τια του. — Κοιμήθηκα πολύ; ρω τάει. — Δυο ώρες!, τού άπαντά ή Πάλα κοροϊδευτικά! — Μπά; Πότε πέρασαν κιόλας οί δυο ώρες! £&:<,νούν πάλι. Δεν ξέρουν προς τά πού πηγαίνουν και τί θά απογίνουν. Θά χαθούν τάχα μέσα σ3 αυτό τό άγνω στο καί κατασκότεινα μέρος, θά πέσουν ξανά επάνω ^στούς εχθρούς τους ή θά βρουν τον Μπίλ καί τον "Αρικο; Τό τελευταίο τούς φαίνεται πολύ απίθανο. Ποιος ξέρει ποΰ νά βρίσκονται κα:ί οί δυο τους. Νά ζούν τάχα ή νά έ χουν πέση στά χέρια τού Βάγκ; -— Φώς! Μιά λευκή φωτοβολίδα α νάβει πίσω από ένα μικρό ύ* ψωματάκι. Τά παιδιά βρίσκαν ται 'μέσα σέ -μιά μ·ι:<ρή καί όιμαλή χαράδρα. Τό φώς τούς άΙνησυχεΤ. -έροιΐ}/ πώς τώρα πιά τό σκοτάδι δεν μπορεί ά
τούς κρύψη από τά ,μάτια των εχθρών τους. — Νά τρέξουμε!, κάνει ό Τόμ. Γό βάζουν καί οί δυο στά πόδια. Οί πλαγιές τής χαρά δρας τούς κρύβουν πολύ καλά. "Αν δμως πλησιάση κανείς καί κυττάξει μέσα τότε την έχουν άσχηιμα. Δεν θά μπο ρέσουν νά ξεφύγουν. Ή μιά φωτοβολίδα ανάβει κοντά στην άλλη. Ό Βάγκ φαίνεται πώς έχει λυσσάξει από τό κακό του καί πώς θά κάνη, τό παν γιά νά τούς ξαναβρη. —Κάποιος έρχεται από πί σω μας!, κάνει σέ μιά στιγ μή ή Π όλα. Ό Τόιμ γυρίζει τό κεφάλι του. Μέσα] στο ελαφρό σκο τάδι τής χαράδρας διακρίνει νά τρέχη προς τό μέρος τους ένα λευκό ζώο, πού μοιάζει σάν σκύλο0. Πολύ πιο πίσω του ακολουθούν δυο σκιές. Δυο σκιές σκυφτών άνθοώπων, πού ακολουθούν τον σκύλο! "Η χαράδρα άοχίζει τις στροφές. Τά παιδιά τρέχουν μέ όλη- τους τί δύνοιμι. Λαχα νιάζουν καί νομίζουν πώς θά τους βγή ή ψυχή από τό στό μα, μά δεν στο.ιμαχούν. Δέν τούς μένει τίποτε άλλο νά κά νουν. Ευτυχώς πού οί στρο φές τής χαράδρας τούς κρύ βουν από τά μάτια των ε χθρών τους. Τό κυνηγητό αυτό τοΰ θα νάτου συνεχίζεται γιά λίγα λεπτά άκάμη. Τά παιδιά ό μως καταλαβαίνουν πώς αυτό δέν μπορεί νά κρατήση γιά
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
21
«««««««««««««««««««<<<<<«««<«««<«««««««««««<<<<«<«« ττολύ. Τούς έρχεται να σωρια στούν κάτω λιπόθυμοι από το πολύ τρέξιμο. "Οσο καί νά τρέξουν, θά έρθη στιγμή νά άποκάμουν καί νά πέσουν κά τω. Σέ μιά στροφή, ξεκινάει έ να μικρά μονοπάτι πράο τήν αριστερή όχθη τής χαράδρας, ανάμεσα από ψηλές πέτρες. Ό Τόμ σταματάει1 απότομα καί σπρώχνει τήν Πόλα νά άνέβη. -— Κρύψου πίσω από μιά πέτρα, Πόλα! Ή κ οπέλα κρύβεται καί α μέσως χάνει τις αισθήσεις της. Ό Ταμ γονατίζει κάτω καί κρύβεται στή σκιά τής στροφής, μέ τά χέρια τεντω μένα. "Έχει τό σκοπό του. Σάν αστραπή παρουσιάζε σαι μπροστά του ό λευκός σκύλος. Μέ μιά γρήγορη κίνησι ό Τόμ του πέφτει επάνω καί τον αρπάζει από τό λαι μό. Ό σκύλος σπαρταράει καί προσπαθεί νά τού ξεφύγη, «μά ό Τόμ τον σφίγγει μέ τις δυο του παλάμες σάν σι δερένια τανάλια. Μέ τό ζώο πάντα στά χέρια του στρίβει κι3^αυτός τώρα αριστερά καί κρύβεται, δίπλα από τήν α ναίσθητη Πόλα. Οι δυο σκιές των εχθρών τους παρουσιάζονται στή στροφή. Χωρίς νά ύποπτουβουν τό παραμικρό, προχω ρούν, νομίζοντας πώ»ς ό σκύ λος τους έχει προχωρήσει καί κείνος. Ό Τομ τους βλέπει νά χάνονται στο βάθος τής χα ράδρας καί τότε μόνο άφίυει ΤΟ λαιμό τού ζώου. Τό πετάει
παράμερα αφού βεβαιώνεται καλά πώς είναι νεκρό, καί προσπαθεί νά συνεφέρη τήν Πόλα. ^ -—·Μή φοβάσαι, Πόλα! τής κάνει. Σωθήκαμε ξανά! "Έξω τώρα νά φύγουμε από δώ! Προχωρούν στο μικρό καί στενό μονοπάτι πού οδηγεί ανάμεσα στους βράχους, περ νούν ένα ύψωμα καί κατεβαί νουν τώρα σέ μιά πλαγιά. Ό κατήφορος τούς κάνει νά τρέ χουν χωρίς νά θέλουν. 3 Εδώ τό φώς τών φωτοβολίδων, μό λις κατωοθώνει νά φέγγη. Στο τέλος,, σβύνει κι3 αυτό καί βυθίζονται, πάλι στο σκοτάδι. Τά δυο παιδιά είναι τόσο κουρασμένα, που ξαπλώνουν στή ρίζα μιας πέτρας νά σναπαυθουν. Ό Τόμ κατοστίνει έ να χαπάκι, γιατί πεινάει τρο μερά, καί κατόπιν τό ρίχνει στον ύπνο, ενώ ή Πόλα δίπλα του μένει άγρυπνη, μέ τά μά τια αλάνοιχτα καί τή σκέψι στον πατέρα της, πού δεν ξέ ρει άν ζή ή άν έχη πεθάνει. ΤΟ ΡΟΧΑΛΗΤΟ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΕ ΚΑΛΟ
ΑΡΚΟ, έπειτα από πολλή σκέψι λέει στον Λούντ ι καί στον
©
Μπίλ: — Δέν μάς απομένει τίπο τε άλλο παρά νά τούς έπτε θούμε ξανά! Αυτό βέβαια εί ναι πολύ επικίνδυνο, γιατί δέν μπορούμε νά προσανατολι στούμε μέσα σ3 αυτό τό σκο τάδι καί γιατί οΐ εχθροί μας, έπειτα από τή δραπέτευαι του Λούντ ι, θά έχουν λάβει τ$
22
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
«««««««<«««<««««««««««««««<«<«««««««««««««««««« •μέτρα τους. Δεν μπορούμε ό μως νά κάνουμε κι3 άλλοιώς. Πρέπει νά ελευθερώσουμε τον Τόμ και την Πόλα. Σηκώνονται και οι τρεΐς τους. Ό "Αρκο κυττάζει τό ρολόι του,, ατό πίσω μέρος χει μια μικρσσκοπική πυξίδα. —Θά τραβήξουμε προς τά ανατολικά, γιά νά βρεθούμε στο μέρος που τους έπιασαν. Ή πορεία τους γίνεται δύ σκολη, καί κουραστική. Ό Μπίλ υποφέρει λιγάκι από τό τραύμα του στον ώμο. Τά μά τια του κλείνουν από την κού ρσα ι καί την αϋπνία. Ποιος ξέρειι πόσες ώρες πέρασαν α πό τη στιγμή πού μπήκαν μέ σα στο λαβύρινθο των ύπο* γείων... Τό σκυλάκι πετάγεται από τομα από την τσέπη του "Αρκο καί τραβάει τό σκοινάκι πού εΐναι δεμένο. — Κάτι «μυρίστηκε, κάνει ό "Αρκο. Πρέπει νά φυλαχτού με μήπως πέσουμε σε καμμιά παγίδα τους. Ό Μπίλ γονατίζει κάτω καί άκουμπάει τό αυτί του στη γη μήπως πάρη κανέναν ύποπτο θόρυβο. Στην αρχή, του φαίνεται πώς κάτι α κούει. Προσέχει πιο καλάκαί πετάγεται γεμάτος χαρά. —Ό Τόμ βρίσκεται κάπου εδώ κοντά!... φωνάζε ι. — Καί πώς τό κατάλαβες; τον ρωτάει, μέ αγωνία ό ΑουνΤΙ. — Βρίσκεται κάπου εδώ κοντά καί κοιμάται μάλιστα. Ακούω τό ροχαλητό του. — Μά τόσο πολύ ροχαλί
ζει, λέει ό "Αρκο πού κατά βάθος πιστεύει πώς ό Τόμ εί ναι αδύνατο νά βρίσκεται ε λεύθερος καί νά κοιμάται, μάλίστα. — "Αφισε τό σκυλάκι νά μάς όδηγήση, καί θά δήτε πώς δεν γελιέμαι, επιμένει ό Μπίλ. .Προχωρούν τώρα καί οί τρεΐς τους πίσω από τό μιπροσκοπικό λαγωνικό. Μά ό σο προχωρούν, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει καί τό ροχαλητό. Ό Μπίλ κάνει σάν τρελΧός από τη χαρά του. -— Μά αυτό δεν μοιάζει σάν ροχαλητό ανθρώπου, λέει ό "ΑρκΟ' καί διστάζει νά προχωρήση. Μοιάζει σάν τον βρυ χηθμό; τού λιονταριού στη ζούγκλα τής γης. Μήπως πέ σαμε πάλι στη φωληά τών ερ πετών; Ό Μπίλ έχει τόση πεποίθη σι, πού στο τέλος κατορθώνει νά πείση καί τούς άλλους. Γιά καλό καί γιά κακό όμως βγάζουν τά πιστόλια τους στά χέρια. Σε λιγάκι, φτάνουν κοντά στον παράξενο· θόρυβο. Ό Μπίλ βγάζει τό φακό του καί ετοιμάζεται, νά τον άνάψη. Κάνει όμως άθελα του έναν ε λαφρό θόρυβο. Την ίδια στιγ μή, πριν νά προλάβη νά πατήση τό κουμπί, άκούγεται μιά κοριτσίστικη τρομαγμένη φωνή. -— Τόμ ! -ύπνα!, Τόμ ! Φοβάμαι! Καί οί τρεΐς φακοί ανάβουν ταυτοχρόνως. Ό Αούντι άρ παζε ι στην αγκαλιά του την Πόλα, ενώ εκείνη, άναγνωρί-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
"
23
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««« ζοντας τον πατέρα της, αρχί ζει τά κλάματα από τή χαρά της. Ό Μπίλ σκύβει επάνω στον Τάμ. Εξακολουθεί νά κοιμάται μακαρίως! Ούτε παίρνει εΤδησι τί συμβαίνει ολόγυρά του. — Τάμ!, τοΰ φωνάζει ό φί λος_του καί του τραβά τό χέ ρι. -ύπνα, Τό·μ! «Τό παπούτσι μέ τό φακό ...τό παπούτσι μέ τό φακό...», παραμιλάει ό Τσμ καί γυρίζει από το άλλο πλευρό. —Του λείπει ένα παπού τσι!, κάνει ό Μπιλ καί αναγ κάζεται νά στηλώσειι όρθιο τον Τόιμ μήπως μπορέσει καί τον ξοπνή,ση. ■Πραγματικά, τώρα ό Τόμ μισανοίγει τά ;μάτια του άντι κράζει τό φώς τού φακού καί τό ξανακλείνει πάλι. — Μά επιτέλους, Μπίλ, τί ζητάς από εμένα; γρυλλίζει. Δεν θά μ5 άφίσης καιμμιά φο ρά νά κοιμηθώ μέ την ησυχία μου; Όχου... σέ βαρέθηκα πιά... "Έπειτα, σάν νά θυμάται τί εΤχε συμβή, ανοίγει ξανά τά μάτια του, τους κυττάζει ό λους έναν προς ένα καί βάζει τις φωνές. — Μπίλ... ζήτωωω!... Σάς ξαναβρήκαμε, Μπίλ! Αρχίζει νά χοροπηδάει α πό τή χαρά του σάν τρελλός. -— Έμεΐς σέ ξαναβρήκαμε από τό ροχαλητό σου τού λέει γελαστός ό ’Άρκο. Μά... τί έγινε τό άριστερό σου παπού τσι; Ό Τόμ ξεκαρδίζεται στά γέλια. Γελάει τόσο πολύ πού
δεν ιμττορεΐ νά κρατηθή στά πόδια του καί κυλιέται κάτω. -— "Ωχ!... Τό παπούτσι! Χά... χά... χά! ’Ακοΰς! νά γίνη ολόκληρη ,μάχη. γιά τό παπούτσι μέ τό φακό!... Νά τούς έβλεπες, Μπίλ... χά... χά!... Ή Π όλα τούς διηγείται πώς κατάψέραν νά γλυτώσουν ;μέ τό κόλπο τού παπουτσιού πού σοφίστηκε ό Τόιμ. —Μπράβο, Τόιμ!,. τού λέει ό "Αρκο. Έγώ σέ νόμιζα μέ χρι τώρα γιά λίγο κουτό. ^— Έγώ κουτός; κάνει, ό Τόιμ καί σηκώνεται επάνω. Καί έξυπνος είμαι καί γεν ναίος είμαι! Εμένα έπρεπε νο βγάλουν Κεραυνό καί όχι τό Μπίλ! Καί τό κόλπο μέ τό σκύλο πού μάς ακολουθού σε; Χά... χά!... Πες τους, Πά λα, γιά τό σκύλο πού έπνιξα! Ή Π όλα τούς διηγείται κι5 αυτό τό επεισόδιο. Αρχίζουν τώρα καί οι πέντε τά γέλια. Είναι τόσο χαρούμενοι καί ευτυχισμένοι πού βρέθηκαν ε πί τέλους όλοι μαζί καί έπει τα από τόσους κινδύνους. —ιΚαί τώρα δρόμο!, κάνει ό "Αρκο. Είναι καιρός νά γυ ρίσουμε στην πολιτεία. Ή βα σίλισσα καί τό συμβούλιο θ’ ανησυχούν γιά μάς. Σέ λίγο, θά ξαναγεμίσουμε εδώ καί τό τε θά λογαριαστούμε μιά καί καλή μέ τον Βάγκ, τον άρχιπροδότη. Κατεβαίνουν όλοι.· μαζί στον κατήφορο. Ό "Αρκο α πλώνει τό σκοινί του καί πιά νονται γιά νά μή χάση ό ένας τά ίχνη τού άλλου. Μπροστά,
24 Κ ΕΡΑΥΝΟΣ ««««««««««««««««««««<«««<«««««««««««««««««««««
πηγαίνει ό "Αρκο καί πίσω ακολουθούν μέ τή σειρά ό Τόμ, ό Μττί,λ/ ή Πόλα και τε λευταίος ό Αούντι. Ό κατήφο ρος τελειώνει και τώρα φτά νουν σέ μια μικρή κοιλάδα. Μόλις ττατουν όλοι τους τό πόδι στην κοιλάδα, άκούγεται ένας κρότος πιστολιού καί στον ουρανό μια λευκή γραμ μή ανεβαίνει καί μεγαλώνει σιγά - σιγά. Είναι μιά φωτο βολίδα. — Κάτω!, διατάζει ό "Αρκο. Πέφτουν δλοι μπρούμυτα και μένουν άκίνητοι. "Ενα ρυθμικό- κροτάλισμα αρχίζει από τήν κορυφή ενός υψώμα τος. Οι σφαίρες περνούν πά νω από τά κεφάλια τους καί σφηνώνονται δίπλα τους στο χώμα. — Είναι αμερικανικό πολυ βόλο!, λέει ό Αούντι. Μάς έ χουν κυκλώσει από όλα τά μέρη! Πραγματικά, τά πολυβόλα αρχίζουν νά κροταλίζουν από όλες τις κορυφές γύρω τους. — Π ισαστήκαμε στή φάκα!, μουρμουρίζει ό "Αρκο. "Οπως φαίνεται, υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί μαζί μέ τή συμ μορία τού Βάγκ. Τον εφοδιά ζουν καί μέ όπλα. Ό καθένας σας νά βρή από «μιά πέτρα γιά νά κρυφτή. Μέ προσοχή δμως,. γιά νά μήν πάρουν εϊδησι τίς κινήσεις μας. Νά μήν πυροβόληση κανένας αν δέν δώσω εγώ πρώτος τό σύνθη μα. Αρχίζουν νά σέρνωνται έ νας - ένας μέ τήν κοιλιά. Οί
σφαίρες τών πολυβόλων χτυ πούν στά τυφλά καί ό κίνδυ νος είναι αφάνταστα μεγά λος. Πιάνουν δλοι θέσεις καί περιμένουν. Νοιώθουν πώς ή θέσις τους είναι επικίνδυνη.. Κλεισμένοι καθώς είναι μέσα σ’ αυτή τήν κοιλάδα, δέν θά μπορέσουν νά ξεφύγουν μέ κα νένα τρόπο. Τά υψώματα γύ ρω τους είναι δλα πιασμένα από τον εχθρό. "Αν κάνη κα νείς πώς σηκώνεται δρθιος, θά τον γαζώσουν οι σφαίρες. Τά πολυβόλα σταματούν γιά λίγο κι5 αντηχεί μιά πα ράξενη καί βραχνή φωνή: — "Αρκο!... Παραδόσου μαζί μέ τούς συντρόφους σου, άν θέλης νά γλυτώσης τό κε φάλι σου! Είναι ή φωνή τού Βάγκ. Ό "Αρκο πολύ θά ήθελε νά τού άπαντήση, μά δέν βγάζει μι λιά γιά νά μήν προδώση τή θεσι του. — Σοΰ δίνω τό λόγο μου πώς δέν θά σέ πειράξω αν πα ραιδοθής!, εξακολουθεί ή φω νή τού Βάγκ. «"Αν είναι γραφτό νά πεθά νω, άς πεθάνω! Θά προτιμή σω δμως νά μέ πιάσης νε κρό στά χέρια σου παρά ζων τανό», σκέπτεται μέ πείσμα ό "Αρκο. "Επειτα από λίγη σιωπή, τά πολυβόλα ξαναρχίζουν μέ μανία. Ή κατάστασι γίνεται απελπιστική. Δέν θά μπορέ σουν νά κάνουν ούτε ένα βή μα από τίς θέσεις τους. Ή μιά φωτοβολίδα διαδέ χεται τήν άλλη κι5 έτσι τό σκο τάδι δέν προλαβαίνει νά έρθη.
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
23
«<««««««««««<«««««««««««««<«««««««««««««««««««< Και τό σκοτάδι μόνο θά μπθ" ρσυσε νά τούς σώση, Ό Τόιμ, έχει πέσει ανάμε σα σέ δυο ιμεγάλες πέτρες, πού τις σκεπάζουν κάτι θά μνοι ·μέ πυκνά γυμνά κλαδιά. «Ώραΐο κρεββάτι!» συλλο γίζεται και ετοιμάζεται νά κοιμηθή. «Έδώ δεν μέ βρίσκει ούτε σφαίρα, ούτε τίποτε !» Ό ρυθμικός θόρυβος πού κάνουν τά πολυβόλα τον να νουρίζει και σέ λιγάκι άποκοιμιέται. ϋιμως, άν ό Τόιμ δεν νοιά ζεται καθόλου για την απελ πιστική τους θέσι, ό Μπίλ παιδεύει τό μυαλό του νά βρή ένα δρόμο σωτηρίας γιά νά ξεφύγουν. «Νά :μή μέ λένε Κεραυνό άν δεν καταφέρω νά τούς ξεφύγω!»,. κάνει μέ πεποίθησι. Έχει πέσει δίπλα στην Πόλα πού κρατεί κι3 αυτή στο χέρι ένα πιστόλι. Γά πολυβόλα δίνουν και παίρνουν. Μέσα σ3 αυτή την κόλαση τής φωτιάς, κανείς δεν τολμά νά σηικώση τό κεφά λι του. — Θεέ μου!, φωνάζει ξα φνικά ή Πόλα. Πληγώθηκα! Ό Μπίλ μέ κίνδυνο τής ζω ής του σέρνεται· μέ τήν κοιλιά καί τήν πλησιάζει, Που πληγώθηκες; τή ρωτά. — Στο πόδι. Στο κάτω μέρος τής^ γά μπας της υπάρχει μια κόκκι*νη ματωμένη γραμμή. Ή σφαί ρα τήν έχει πάρει ξυστά, ό μως ό κίνδυνος σ3 αυτή τήν θέσι πού βρίσκεται είναι με
γάλος. Μπορεΐ νά τήν χτυπήση καμμιά καινούργια σφαί ρα, — Τί συμβαίνει; ρωτά ά(· νήσυχος ό Λοΰντι. — Τίποτε, τού άπαντά ό Μπίλ. «Γυρίζει σέ μια στιγμή α νάσκελα καί μέ τό δεξιό του χέρι αγκαλιάζει τήν κοπέλλα. Αρχίζει τώρα νά σέρνεται μέ τό κορμί στη γή καί προσπα θεΐ ν3 άλλάξη θέσι. Καθώς προχωρεί, μιά σφαΐ ρα περνάει μέσα από τά μαλ λιά τής Πάλας καί άλλη μιά τού τρυπάει τό μανίκι. Κα τορθώνει όμως νά φτάση σέ κάτι πυκνούς θάμνους, πού έ χουν φυτρώσει ανάμεσα σέ μεγάλες πέτρες. — Έδώ δέν κινδυνεύουμε τόσο, Πόλα. Καί τώρα άς κυτ τάξουμε τό τραύμα σου. 5 Ανασηκώ νετ α ι λ ι γάκ ι μ έ τά γόνατα καί ή Πόλα του α πλώνει· τό τραυματισμένο της πόδι. Έχει κλείσει τά μάτια της από τον πόνο καί δέν τον βλέπει. Περιμένει νά τής δέ ση τό πόδι, μά εκείνος δέν κάνει τίποτα. Αποφασίζει ν3 άνοιξη τά μάτια της, μά δέν τον βλέπει δίπλα της. Τί έχει γιάει; — Μπίλ !, φωνάζει. "Ακούει τά κλαδιά νά ανα δεύουν καί ένα κεφάλι νά φανερώνεται άνάμεσά τους, ενώ τό σώμα είναι χωμένο όλο μέσα στή γή! — Μπίλ, πού χώθηκες εκεί μέσα; — "Έπεσα σέ μιά μεγάλη τρύπα, Πόλα! Δός μου τό
26
,
χέρι σου ν’ ανέβω. Ταυ απλώνει τό χέρι της και τον βοηθεΐ ν’ άνέβαγ — ’Έχεις φακό μαζί σου; — "Οχι. — Τότε περί μενέ με εδώ να πεταχώ ώς τον ’Άρκο. Χρει άζομαι ένα φακό για να δώ ώς που όδηγεΐ αυτή ή τρύπα. Άν προχωρή σέ βάθος και βγαίνει κάπου άλλου, τότε σωθήκαμε! —Πώς θά πας στον ’Άρκο, Μπίλ! Θά σέ πάρουν είδησι καί θά σέ σκοτώσουν. Δέν βλέπεις τις σφαίρες πού πέ φτουν βροχή ολόγυρά μας; Ό Κεραυνός όμως τό απο φασίζει. Είναι τό μοναδικό παιχνίδι πού του μένει νά παί
Πέφτονν δ'λοΊ μπρούμυτα ένω ο·ί
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
ξη. ’Άν ή τρύπα όδηγή κάπου άλλου, έχουν σωθή στά σί γουρα. Ξαπλώνει κάτω καί γίνεται ένα μέ τή γη. Χωρίς νά ση· κώση τό κεφάλι του, άρχιζει νά γλυστράει πάνω στο χώ μα. Οι σφαίρες σφυρίζουν δαι μονισμένα καί μερικές σφηνώ νονται δίπλα του. Ό Κεραυ νός όμως δέν χάνει τό θάρρος του. Προχωρεί. Ή Πόλα, κρυμ μένη μέσα στούς θο^μνους, κρατάει* ώς καί τήν άναπνοή της ακόμη άπό τήν άγωνία. Θά τά κατοφέρη τάχα νά φτά ση ώς τον ’Άρκο; Κι’ άν τό κατωρθώση, θά είναι τυχερός καί στο γυρισμό; Τον βλέπει νά φτάνει κον-
σφαίρες σφισριζοσν ανάμεσα τους.
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
27
«««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««««««««<
—θεέ μου!, φωνάζει ξαψ
τά στις πέτρες, πίσω από τις όποιες κρύβεται ό "'Αρκο. "Ε νας αναστεναγμός άνακουφίσεως βγαίνει από τά στήθη της. Περιμένει τώρα με μεγα λύτερη αγωνία την επιστροφή του. Δεν άργεΐ να ξαναγυρίςτη. Αψηφάει τις σφαίρες, πού έ χουν γίνει τώρα πιο πυκνές, και σέρνεται. Ή στιγμή,, εί ναι τρομερά επικίνδυνη. Ή Πόλα δεν μπορεΐ ν" αντέξη σ’ αυτό τό θέαμα, νομίζει πώς θά τον δη νά σκοτώνεται μπρο στά της, χωρίς νά μπορή νά του δώση την παραμικρή βο ήθεια, καί φέρνει τις παλά μες της μπροστά στά μάτια.
νικά ή Πόλα. Πληγώθηκα! «ΒΑΓΚ. ΕΙΣΑΙ ΑΤΥΧΟΣ!»
ΠΟΦΑΙΙΖΕΙ νά ξεσκεπάση τά μάτια της, όταν ακούει δί πλα της τό σύρσιμό του. — Σώθηκες, Μπίλ! Είσαι πολύ τυχερός. — Ή τύχη, βοηθάει τούς τολμηρούς, λέμε εμείς επάνω στη γη, Πόλα. Καί τώρα ας δέσουμε τό τραύμα σου. Βγάζει· έναν ειδικό επίδε σμο, πού τού έχει δώσει ό "Άρκο καί δένει τό πόδι της. "Έπειτα,, αφού τής λέει νά μην κουνηθή από τη θέσι της, πηδάει μέσα στην τρύπα καί ανάβει τό φακό του. Βλέπει μέ μεγάλη του χα
2Η
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»
ρά την τρύπα νά πλαταίνη και νά προχωρή κάτω από την επιφάνεια τής γης. Μέ τό φακό πάντα αναμμένο και μέ τό πιστόλι έτοιμο στο χέρι προχωρεί κάπου δέκα λεπτά. Ή τρύπα έχει έξοδο ! Βγαίνει σε μιαν άλλη -μικρή κοιλάδα, πού την φωτίζει πολύ ελαφρά τό φως των φωτοβολίδων πού ρίχνει ό Βάγκ. "Εδώ δεν ύπάρ χει κίνδυνος. — Σωθήκαμε!, κάνει και γυρίζει πίσω τρέχοντας. "Ανεβαίνει επάνω καί φω νάζει στον Άρκο. — Άρκο, εντάξει ! Σωθήκαμε! — Νά μπή,τε μέσα καί οί τρεΐς σας, του απαντάει ό Άρκο, καί νά προχωρήσετε. Έμεΐς θά σάς ακολουθήσουμε κατόπιν. Νά μάς περιμένετε στην έξοδο. Π>οΰ είναι όμως^ό Τόμ; "Άλλη σκοτούρα αυτή. — Τόμ !, ξεφωνίζει ό Μπίλ. Τόμ, πού είσαι κρυμμένος; Ούτε φωνή ούτε άκρόασις! — Άκοΰς Τόμ; Πού ν" άκουση ό Τόμ πού κοιμάται μέ την ψυχή του; ^ «"Άλλος μπελάς αύτός^, συλλογίζεται ό Μπίλ. Πού νά τον βρω τώρα;» Αέν χρειάζεται νά ψάξη για νά τον βρή. Ό Τόμ κοι μάται δυο μέτρα πιο πέρα κρυμμένος μέσα στά κλαδιά των θάμνων. Μέ τις φωνές τού φίλου του, αρχίζει τό ροχα λητό του. Ό Μπίλ τον ξυπνάει καί τόν ρίχνει μέσα στην τρύπα σάν τσουβάλι. Κατόπιν κατε
βαίνει κι" αυτός καί βοηθάει καί την Π όλα. Προχωρούν καί, σάν φτάνουν στην έξοδο, κά θονται γιά νά περιμένουν τούς δυο άντρες. Ό Άρκο προσπαθεί νά συρθή γιά νά φτάση κι" αυτός στους θάμνους μά βλέπει πώς είναι* εντελώς αδύνατο. Τά πολυβόλα των εχθρών τούς έχουν έπισημάνει καί οί σφαίρες πέφτουν βροχή ολό γυρά του. —Αοΰντι, πώς θά φτάσου με καί μεΐς στήν τρύπα; ^— "Ιδέα δέν έχω, Άρκο! Αέν μπορώ νά σηκώσω ούτε ένα χιλιοστό τό κεφάλι μου. Ό Άρκο σκέφτεται λιγάκι καί κατόπιν βγάζει μέ προφύ λαξι τό πιστόλι τών φωτοβο λίδων. Βάζει μέσα ένα λευκό φυσίγγιο καί, σηκώνοντας τήν κάννη ψηλά, πατάει τή σκανδάλη,. Τό λευκό φώς ανέβηκε σάν στολίδι επάνω στον ουρανό. Μέ μιάς τά πολυβόλα σταμα τούν. Ή φωνή τού Βάγκ άκού γεται ξανά μέσα στη σιωπή. — "Άρκο, αποφάσισες νά παραδοθής; —ιΝαί!, απαντάει δσο πιο δυνατά μπορεί ό "Άρκο. Σκοτώθη,κ ε ένα "Αμερ ικανόπτουλο καί γώ είμαι τραυματισμέ νος. Σταματήστε τά πυρά νά παραδοθουμε. — Σηκωθήτε επάνω, δέν σάς πειράζουμε, άπαντά ό Βάγκ. Ό Άρκο αποφασίζει καί σηκώνεται. Πίσω του σηκώνε ται καί ό Αοΰντι. Προχωρούν προς τούς μικρούς θάμνους μέ
2 τήν καρδιά έτοιμη νά σπάση άπό την αγωνία και τή χα ρά. Ό Λουντ.ι μπαίνει μέσα στην τρύπα καί χάνεται Ό "Αρκο, πριν κοοτεβή, βάζει μια φωνή στον Βάγκ: — Βάγκ! Μάθε πώς είσαι άτυχος! Δεν θά μπόρεσης τόσο εύκολα νά μου πάρης το· κεφάλι. Θά λογαριαστούμε ό μως άλλη φορά! Κι5 αμέσως πέφτει στην τρύπα κι5 αυτός. Τά πολυβό λα αρχίζουν πάλι πιο μανία*· σμένα. Την ίδια στιγμή κάτι σαν χειροβομβίδα πέφτει πά νω στή μικρή κοιλάδα, καί τά μικρά ατσάλινα κομμάτια τους χτυπούν τις πέτρες καί τίς σπάζουν. Οι δύο άντρες προχωρούν καί στο τέλος συναντούν τά παιδιά πού τούς περιμένουν στην έξοδο. — Καθήστε εδώ, κάνει ό "Άρκο, νά βγω μιά στιγμή έ ξω για νά δώ προς τά πού θά βαδίσουμε. Δεν αργεί νά ξαναγυρίση. — Ή τύχη μας είναι μεγά λη σήμερα, παιδιά!, τούς λέει χαρούμενος. 3Απέναντι μας άκριβώς είναι μιά άλλη τρύπα σάν τεχνητή σήραγγα. Προχώρησα αρκετά μέσα. Δεν υπάρχει κίνδυνος. "Έχω τήν έντύπωσι πώς οδηγεί στήν^πο λιτεία μας. Θά μπουν πρώτα τά τρία παιδιά καί τελευταίοι 63 ακολουθήσουμε έμεΐς γιά κάθε ενδεχόμενο* Τά παιδιά ξεκινούν. Περ νούν γρήγορα τή μικρή κοιλά δα καί μπαίνουν στήν τρύπα. Οΐ δυο άντρες πίσω, αντί νά
τούς Ακολουθήσουν, άρχίζουν νά σκαρφαλώνουν τή μικρή πλαγιά. Έχουν σκοπό νά βρε θοΰν πίσω άπό κανένα πολυ βόλο γιά νά αιχμαλωτίσουν Τον πολυβολητή τους. Ή Π όλα δεν μπορεί νά προ χωρήση άπό το πόδι της, γι3 αυτό © Μπίλ αναγκάζεται νά τήν πάρη στήν αγκαλιά του. Πίσω, σέ πέντε περίπου μέ τρα άπόστασι ακολουθεί ό Τόμ, κουτσαίνοντας κι3 αυτός γιατί τόν πονάει τό -ξυπόλη το πόδι. Ή σήραγγα'εΐναι Τε-^ χνητή, χτισμένη μέ πέτρες. Τό σκοτάδι έδώ μέσα είναι αρκετά βαθύ, μά σέ μιά στρο Φή αρχίζει σιγά - σιγά ν’ άραιώνη. — Σέ λιγάκι θά βγούμε στήν πολιτεία!, κάνει ό Μπίλ προχωρώντας πάντα μπρο στά μέ τήν ΓΊόλα στήν αγκα λιά του. Ό Τόμ όμως δέν λέει κου βέντα. — Τ3 άκοΰς, Τόμ; ξανακά νει ό Μπίλ. 3Αντί γιά τή φωνή τού Τόμ άκούγεταΐι ένα χτύπημα καί ένα βσγγιηττό. Ό Μπίλ γυρνά απότομα τό κεφάλι του καί γιά μιά στιγμή τά χάνει! Βλέπει τόν Τόμ νά... παίζη μποξ μέ έναν άγνωστο. Οι γροθιές τού φίλου του πέφτουν σάν βροχή .επάνω στον αντί παλό του καί στο τέλος τόν ρίχνουν κάτω. Ό Μπίλ άφίνει τήν Πόλα καί τρέχει κοντά του. Δέν χρει άζεται όμως τώρα. Ό άντρας είναι αναίσθητος, πεσμένος ανάσκελα στή γή.
ρ *“ Τί είναι αυτός, Τόιμ; — Ουφ!, κάνει ό Τόμ. Θέ λησε νά μου κάνη τον παλληκαρά. Αυτό θά πή, γροθιά, φί λε μου! Στοιχηματίζω ττώς θά κοιμάται δυο μέρες συνέχε,α! — Μά που βρέθηκε; — Φαίνεται πώς μάς πήρε εϊδησι στην δεύτερη κοιλάδα, και μάς ακολούθησε ξοπίσω όταν .μπήκαμε στη σήραγγα. Καθώς ερχόμουν από πίισω σου μέ τά μάτια μισόικλειστα από τή νύστα, τον βλέπω νά πετάγεται μπρος μου και νά μου κάνη νόημα νά σωπάσω. Κρατούσε στο χέρι του τό πιστόλι, μά εγώ δεν τά φοβά μαι κάτι- τέτοια. Μαζί δεν πή ραμε μαθήματα μπό>ξ καί ια πωνικής πάλης στη Νέα Ύόρκη;. Πού νά τδξερα πώς θά μάς χρησιμεύσουν. "Ομως τοχω παράπονο, Μπίλ... Γιατί νά σε λένε εσένα -Κεραυνό καί μένα νά μη μέ λένε; Μήπως καί οί δικές μου γροθιές δέν χτυπάνε σάν αληθινός κεραυ νός; "Αν καμμιά φορά πατήση τό πόδι μας στη Νέα Ύόρκη„ θάθελα νά λαγαριστώ μέ τους συμμαθητές μας πού έβγαλαν εσένα «Κεραυνό» καί μένα «"Υπνο». Μήπως κοιμά μαι πολύ; - "Α... μπά, καθόλου!, τού άπαντά γελαστά ό Μπίλ καί ετοιμάζεται νά δέση τον αιχμάλωτό τους. Γην ίδια στιγμή φτάνει καί ό "Αρκο μέ τό Αούντι. Μέ νουν έκπληκτοι μέ τό θέαμα πού βλέπουν. — Μπράβο!, κάνει ό "Αρ-
α
Ϋ
κο μόλις τού διηγούνται τά καθέκαστα. Εσείς σταθήκατε πιο τυχεροί από -μάς. 5Ανεβή καμε ώς τό ύψωμα μήπως αίχμ αλωτί σουμε κανέναν πολυβο λητή, μά είχαν φύγει από τή θέσι τους. Τούς είδαμε νά τρέ χουν δλοι προς τήν κοιλάδα. Φαντάζομαι τή λύσσα τού Βάγκ δταν θά κατέβηικε! Θά περίμενε νά μάς βρή καί τούς πέντε νεκρούς! ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, τή στιγμή πού οι πέντε ήρωες^ —ό "Αρκο, ό Αούντι, ό Μπίλ, ό Τόιμ καί ή Π όλα—παρουσιάζονται μπρο στά της,, βρίσκεται μέ τον υ πασπιστή της. Φαίνεται τα ραγμένη, μά, βλέποντας τούς νεοφερμένους, τρέχει καί τούς σφίγγει τά χέρια. Ό "Αρκο τής διηγείται ά λες τις περιπέτειες πού πέρα σαν καί δέν παύει νά έγκωμιάζη τό θάρρος των δυο παι διών. —Μπράβο!, κάνει ή βασί λισσα. Εϊσαστε οί καλύτεροι πολίτες τού βασιλείου μας. Σάς έχω τόση εμπιστοσύνη, δση δέν έχω ούτε στούς σο φούς πού κυβερνούν τή χώρα μου! Ό υπασπιστής τήν κυττάζει σουφρώνοντας τό πρόσω πό του μέ κατάπληξι. — Τι συμβαίνει; ρωτά ό "Αρκο. — Κάποιος μέ προδίδει!, λέει ή βασίλισσα. ΚΓ αυτός
Η
Κ1ΡΑ?Ν52
31
α«««α«4<««<«α<αα«αα««4<ϋί44;44444444Ηα<«ϊ4α444α<α4444444444444α4^
ό κάποιος πρέπει να βρίσκε ται μέσα στο παλάτι! ξέρεις ότι πήγαν νά μέ σκοτώσουν στον κήπο μου, "Αρ,κο; Μάλι στα ! Ευτυχώς πού αστόχη σαν οί σψαΐρες τους, άλλοιώς αυτή τή στιγμή θά ήμουν νε·· κρή. Βέρος πώς μού έχουν κλέψει δυο έμπιστευτικά έγ γραφα για τά σχέδια τού και νούργιου ατομικού όπλου πού έτοιίμάζουμε; Ποιος τά κάνει όλα αυτά; Ποιος άλλος παρά κάποιος πού τον εμπιστεύο μαι; Κάποιος από τούς δώδε κα σοφούς! "Έχει γίνει κατακόκκινη α πό τό θυμό; της και κάνει νευ ρικές βόλτες μέσα στο δωμά τιό της. Ό υπασπιστής τρέ χει ξωπίσω της καί προσπα θεί νά την καθησσχάση. -— Φέρτε μου* τον αιχμάλω το, διατάζει ή βασίλισσα. Ό Λούντι τρέχει ν5 άνοιξη την πόρτα τού κελλιοΰ, όπου τον έχουν κλεισμένο τον αιχ μάλωτο. Σε λίγο γυρίζει μό νος του πίσω. Κυττάζει τή βασίλισσα κάπως φοβισμένα και τό πρόσωπό του είναι χλωμό. — Ό αιχμάλωτος είναι νε κρός!, ψιθυρίζει; — Νεκρός; επαναλαμβά νει ή βασίλισσα και μένει άκίνητη σάν μαρμαρωμένη. — Τον βρήκα ξαπλωμένο μέσα στο κελλί. Ή καρδιά του έχει σταματήσει. — Τον σκότωσαν γιά νά μήν μιλήση!,, κάνει ό "Αρκο τώρα. Έχεις δίκιο, βασίλισσά μου. Κάποιος έμπιστος άνθρωπός σου μάς προδίνει.
— Ποιος μπορεί νά είναι; αναρωτιέται ό υπασπιστής καί "κατεβάζει σκεφτικός τό κεφάλι του. — Θά τό μάθω άργά ή γρήγορα, ξεσπάει η βασίλισ σα, και τότε, αλλοίμονο του! Δεν θά μπορέση νά τον γλυτώση τίποτε. "Αρκά, πηγαίνε τε τώρα νά ξεκουραστήτε και αύριο θά σάς δώσω καινούρ γιες οδηγίες. Σάς παρακαλώ νά προσέξετε πολύ γιά τή ζωή σας, γιατί σε κάθε σας βήμα είναι στημένη καί μιά παγίδα γιά σάς! Προπάντων εσύ, μικρέ Κεραυνέ, νά έχης τά μάτια σου τέσσερα όπου πηγαίνεις. Είμαι κατενθουσια σμένη γιά τις υπηρεσίες, πού μέ κίνδυνο τής ζωής σας μού προσφέρετε. Αύριο σέ μιά μεγάλη τελετή, πού θά γί'νη στήν πλατεία, θά δώσω σέ ό λους σας τό πρώτο παράση μο ανδρείας. Εύχομαι νά στο λίσουν τά στήθη σας πολλά τέτοια παράσημα ως πού νά αφανίσουμε τούς εχθρούς μας. Τώρα πηγαίνετε γιά ύ πνο καί γιά ξεκούρασι... ★
★
★
Ό Μπίλ μέ τον Τόμ κλει νόνται μέσα στο δωμάτιό τους πού τούς παραχώρησε μέσα στο παλάτι ή βασίλισσα, καί άφοΰ χορταίνουν μέ ωραία νο στιμώτατα φρούτα καί φαγη τά, τό ρίχνουν έπειτα στον ύπνο. Ί ούς ξυπνά τήν άλλη ημέ ρα ένας θαλαμηπόλος τής βασίλισσας. Κάνουν τό μπά νιο τους κι5 άποφασίζουν νά κάνουν μιά βόλτα στήν πόλι.
"Έχουν έρθει άττό τόσες μέρες στο άγνωστο αυτό βασίλειο κι5 άκόμη δεν τό έχουν γνωρί σει. Σέ λίγο, χάνονται ιμέσα στους απέραντους και καθα ρούς δρόμους. "Όμορφοι κή ποι ·μέ χρωματιστά καί μυρωμένα λουλούδια απλώνονται ανάμεσα στα λευικά σπίτια, πού (μοιάζουν σάν πραγματι κές φωλίτσες. "Άφθονα νερά τρέχουν παντού καί χρωματι στά σιντριβάνια υψώνουν τά πολύχρωμα νερά τους πενήν τα καί εκατό μέτρα ψηλά. Ία μικρά παιδιά παίζουν ξένοια στα μέσα στά πάρκα. Οΐ ερ γάτες γυρνούν από τή δουλειά τους μέσα στά αυτοκίνητα κου β αλών τ ας τά φρούτα πού θά τούς χρησιμεύσουν γιά τροφή. Τά σχολεία είναι γεμάτα α πό τά μεγάλα παιδιά, γιατί είναι πρωΐ.ακόμη. —- Ί ί άμορφα πού είναι ε δώ !, θαυμάζει ό Μπίλ. Τί τα ξί τί χάρι καί τί ησυχία βασι λεύει παντού! Είδες, Τόμ, ττό σο ευτυχισμένοι φαίνονται οι άνθρωποι εδώ κάτω; "Έχουν δίκηο νά μισούν τόσο πολύ τούς προδότες σάν τον Βάγκ. Μά την αλήθεια, άν δεν είχα τούς γονείς μου στη Νέα Ύόρκη, κι" άν δεν είχα συνηθί σει στην άλλη ζωή, θά ήθελα νά έμενα γιά πάντα εδώ. — Όχι, άν μπορής μη μενης εδώ! τού λέει κοροϊδευτι κά ό Τάυ. Μού φαίνεται πώς κάνε ι ς την ανάγκη φ ιλοτ ι μ ί α! Άφίνουν στη μέση τον θαυ μάσιο περίπατό τους καί γυ ρίζουν στο παλάτι. Ή βασί
λισσα τούς περιμένει. Κατε βαίνουν όλοι μαζί στην ευρύ χωρη πλατεία. Οί δώδεκα σο φοί παίρνουν τις θέσεις τους καί ή βασίλισσα κάθεται ανά μεσα τους πάνω σέ έναν ολό χρυσο θρόνο·. Τά πλήθη αρχίζουν σιγά σ ιγά^ νά μαζευωνται. Γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά. Μέ υποδειγματική τάξι καί χωρίς καμμιά φωνή, κάθονται όλόγυ ρα στά παγκάκια, Ό Άρκο μέ τον Αούντι τον Μπίλ, τον Τόμ καί την Π όλα στέκονται όρθιοι μπρο στά στο συμβούλιο τών σο φών. Σέ μιά στιγμή, ή βασί λισσα σηκώνεται κρατώντας ένα κουτάκι στά χέρια της. —* Μέχρι τώρα παρασημο φορούσαμε τούς σοφούς, αρ χίζει νά μιλά στον κόσμο πού την ακούει μέ άληθηνή κατάνυξι. Σήμερα όμως θά παρόν ση μοφορήισου μ ε γ ιά πρώτη φορά πέντε ήρωες. Τρεΐς δι κούς μας καί δυο ξένους, πού έγιναν κι" αυτοί δικοί μας. Τούς βλέπετε; Κινδυνέυσαν πολλές φορές τή ζωή τους γιά νά υπερασπίσουν την πολι τεία μας. Όρθωσαν τό στή θος τους (μπροστά στά πιστό λια τού άρχιπροδότη Βάγκ. Σάν τελειώνει τά λόγια της, κατεβαίνει από τον θρό νο της καί προχωρεί μέ επι σημότητα. Φτάνει στον "Άρκο, τού καρφιτσώνει ένα ωραίο χρυσό παράσημο στο στήθος κι" έ πειτα προχωρεί καί στούς άλλους. Μιά γλυκεία μουσική ξεχύνεται στην ατμόσφαιρα,
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
33
««««««<««««««««««««««««««««<«««««««««««««««««« άττό μια χορωδία κοριτσιών και το ττλήιθος αρχίζει νά χει ροικροτή. Ή βασίλισσα, αφού καρφι τσώνει όλα τα παράσηιμα, γυ ρίζει για νά καθήση ξανά στο
Θρόνο τη-φ Δεν προλαβαίνει όμως νά κάνη δυο βήματα, ό ταν κοντοστέκεται, λυγίζει τά γόνατά της καί, πιάνοντας τό στήθος της, σωριάζεται αμί λητη κατάχαμα...
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ Κείμενο: ΠΟΤΗ ΣΤΡΑΤΙΚΗ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
Καί κάπ για τις Γιορτές «
ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ένα υπέροχο βιβλιαράκι, που 6ά σάς κάνη νά περά σετε ευχάριστα και εύθυμα τις γιορτές!
ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Εύθυμοι, τύποι, γελοιογραφίες, διασκεδαστικές ιστορίες, σχολικό χιούμορ, έξυπνα και κουτά, πα λάβρες, γέλιο, γέλιο, ΓΕΛΙΟ! Τιμή μόνον 4 δραχμές! Ζητήστε το από τον έφημεριδοπώλη ή τον περιπτεριοΰχο σας, πριν έξαντληθή! .
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ
Κ
Ε
ΠΑΡΑΞΕΝΟ
Ρ
Υ
Ν
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑ
Ο
Σ
ΠΑΙΔΙΑ
Γραφεία: "Οδός Αέκκ·(χ__22 ^ Άριθ. 3ί Φ Τιμή δραχ. 2 Οικονομικός Δ) ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ) ντής: Στέλιος ’Ανεμοδουράς, Αθηνών καί Φιλελλήνων, *Άνω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: ’Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο επόμενο τεύχος, τό 4. πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα με τον τίτλο:
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ οι μικροί ήρωές μας, στην προσπάθεια τους νά σώ σουν την υπέροχη υπόγεια πολιτεία τής βασίλισ σας Λίντας, αντιμετωπίζουν κάτι φριχτό, τρομακτικό και αφάνταστο, κάτι πού δεν μπορεί νά τό συλλάβη ό νους του ανθρώπου!
Προσοχή Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό τεύχος 100 του θρυλιικου «Μ. 'Ήρωος». Θά περιόχη ένα ώραΐο δώρο μέ την ευκαιρία τής συμπληρώισεως 100 τευχών από τής κυκλοφορίας του!
χρυσή πολιτεία
πρεηει
να πάμε στη
ΧΡΥΣΗ ΠΟΛιΤΕ«Α, ΝΑ„.
... ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΑΣΚΑ,ΠΟΥ ΟΠΟΙΟΙ ΤΗΝ £*£!, 01 ΚΑΤΟΙΚΟ» ΤΗΣ ΧΡΥΣΗ! ΠΟΛΙΓΕ/ΑΙ ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΟΝ ΣΑΝ ΘΕΟ.1 ΦΑιΗΕΤΑι ΠβίΑγτοίΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΙ. ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ ΝΑ ΤΗ ΒΑΛΗ ΣΤΟ Χ£Ρ«·
εεεε'ί. προςεχτε 1
ΦΕΥΓΑΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΤ' ΑΠ’ ΤΟ ΒΡΑΧΟ'
ΓΡΗΓΟΡΑ\
ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΕΞΙΑ Τ9Ν Α^ΘΡΡΠΡΝ ΤηΙ. ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΓΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΓΗΣ ΧΡΥΧΗΙ ΠΟΛΗΣ, Μ/Α £θΥΤ/Α ΠΡΟΙ ΓΟ ©ΑνΑΓο.
ΑΛΛΑ Ο ΚΑζΓΚΑ. Μ’ ΕΝΑ ΚΑΤΑΒΛΗΤΙΚΟ ΑΛΜΑ, ΤΗΝ Π/ΑΛΜΕ» ΛττΟΝ ΑΕΡΑ.
ΣΎΛ/ΕΧι2£ΤΑ»
·ίώ*. *.\·;*£ «μ!
*
'Ι^,' ϊ'· '';. ν ■' ·■ '·^'
Ξ^ΐ 1 /ξ :
*
ΑΠΟιΠΕ Ι Ρ Α ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ
ή ανησυχία. Πρώτος τρέχει κοντά στη βασίλισσα ό Μπίλ. Σκύβει, τη σηκώνει από ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, προ χωρεί προς τό θρόνο τις μασχάλες καί βλέπει ιμέ Φρίκη έναν κόκκινο λεκέ πά της πού βρίσκεται νω στο φόρεμά της, πιο κά στη μέση τής πλατείας, άνάτω άπό τό λαιμό. μεσα στους δώδεκα σοφούς. — Την σκότωσαν!, φωνά (*) Στην ατμόσφαιρα ξεχύνε ζει, χωρίς κι3 αυτός νά θέλη. ται ή γλυκέιά αρμονία ενός Ό "Άρκο μέ τό Λούντι βρί ύμνου πού ψάλλει ίμια χορω δία κοριτσιών. ~αφνικά„ ενώ σκονται τώρα κοντά του. Οι ή βασίλισσα προχωρεί, λυγί δώδεκα σοφοί τρέχουν κι5 αυ ζει σέ μια στιγμή τά γόνατά τοί νά δουν. Τό πλήθος, <μέ μιας, ξεσπά σέ έναν άπελπιτης, πιάνει τό στήθος της και σωριάζεται χάμω χωρίς μι σμένο θρήνο καί τά παιδάκια φωνάζουν σπαραχτικά τό όνο λιά. μα τής αγαπημένης τους βα Τό πλήθος αρχίζει νά κινήται καί τό τραγούδι από τά σίλισσας. κορίτσια σταματά. Οί σοφοί — Προς Θεού, ένα για σηκώνονται όρθιοι καί στά τρό!, φωνάζει κάποιος. πρόσωπά τους ζωγραφίζεται Είναι ό ύπαΡπιστής. Τό πρόσωπό1 του είναι κατάχλω(*) Διάβαπε τό προηγούμενο μο άπό τη συγκίνησι καί ή τεύχος, που εχει τόιν τίτλο: «Στα δόντιοο του Χάρου». αναπνοή του βαρειά, ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
Η
4
Κ
ΕΡ
ΑΥΝΟΣ
««««<«««««««««««««««««<<«<*««««««««««««««««««««.
—Πρέπει νά την πάμε στο δωμάτιό της!, κάνει ό Μττίλ και την άρπαζε ι άπό τις πλά τες. Ό Αούντι την κρατά άπό τά πόδια και προσπαθούν να πε ράσουν από δλο αυτό τό πλή θος, πόυ τούς περιστοιχίζει, που κλαίει, πού φωνάζει, πού ρωτάει νά μάθη. άν πέθανε ή άν ζή. Με κόπο καταφέρνουν νά περάσουν ανάμεσα τους καί νά ανεβούν τά σκαλιά τού παλατιού. Ή σκηνή είναι τρα γική καί συγκινητική. Ό Μπίλ, πού είναι τόσο ψύχραι μος, δεν ιμπορεΐ τώρα νά κρα τήση τά δάκρυά του. Βλέπει δλον αυτό: τον κόσμο πού υ ποφέρει γιά τή βασίλισσα του καί συγκινεΐται. Σέ λίγο βρίσκονται μέσα στο δωμάτιό· της καί τήν άποθέτουν πάνω στο κρεββάτι. Ό γιατρός, πού φτάνει έκείνη τή στιγμή, τής πιάνει τό χέρι. Τής ανοίγει κατόπιν τό μάτι καί ρίχνει μια ματιά στο τραύμα της. -— Υπάρχουν ελπίδες; ρω τά ό υπασπιστής ιμέ αγωνία. — Ευτυχώς πού ή σφαΤρα τήν χτύπησε λίγο πιο πάνω άπό τήν καρδιά. Δεν υπάρχει κίνδυνος νά πειθάνη. Μόνο πού πρέπει νά τής κάνουμε οςμέσως μετάγγισι αίίματος. Ό Μπίλ βγαίνει οστό τό δωμάτιό· της καί νοιώθει τώ ρα τον έαυτό του ελαφρό κι5 ευτυχισμένο. Ή βασάλισσα δεν θά πεθάνη! Τό πλήθος, πού φωνάζει κάτω άπό τό πα ήάτι της, θά τήν ξαναδή πά
λι: Οί υπήκοοί της πού τήν άγαποΰν θά κλάψουν τώρα άπό χαρά. Όμως οί εχθροί της; Αυτοί οί ύπουλοι καί ά νανδροι έχθροί της πού τήν πυροβόλησαν μέσα στην τε λετή; Ό Μπίλ σφίγγει τίς γρο θιές· του άπό άγανάκτησι καί βγαίνει σέ ένα ^ παράθυρο. Βλέπει τήν πλατεία π^ημμυρι σμένη άπό κόσμο. Στά αυτιά του φτάνουν οί λυγμοί. τά κλάματα καί οί κατάρες. Μόλις τον βλέπουν/ γυρί ζουν δλοι τά βλέμματά τους επάνω του. Σωπαίνουν γιά ν’ ακούσουν. Περιμένουν μέ αγωνία τό μίλημά του. — Σταματήστε τίς φωνές καί τά κλάμοπα!, φωνάζει δσο μπορεί πιο δυνατά γιά νά τον άκούσουν. Ή βασίλισσα δεν πέθανε,, είναι μονάχα τραυματισμένη! Ό γιατρός είπε πώς δεν υπάρχει κίνδυ νός!... Δεν μπορεΐ νά πή τίποτε άλλο. "Ενα απέραντο «Ζη τώ !» άντηχεΐ άτο άκρη σέ ά κρη στήν πλατεία καί γεμί ζει τήν πολιτεία ολόκληρη. Ό ενθουσιασμός τους δεν περιγράφεται. Κάνουν σαν τρελλοί άπό τή χαρά τους... *
*
*
— ι0 "Αρ,κο με τό Αούντι σέ καλούν στήν αστυνομία, λέει ό υπασπιστής στον Μπίλ. «Μμ... έχουμε πάλι φασα ρίες», συλλογίζεται ό Μπίλ καί βγαίνει άπό τό παλάτι γιά νά πάη στήν άστυνομία. Βρίσκειι τον "Αρκο καί τό
κ 6 Ρ Α V Ν 6 ϊ ί «,ζ<«<χ«««««««««««««««<«««<««««««««««««««««««««««
νων καί νά τούς άφίσης στή Αούντι σέ βαθειά συλλογή. δεξαμενή του υποβρυχίου, μ ή Μαζί τους βρί σκεται ή Π όλα πως μάς κάνουν καιμμιά έπίκαι ό Τόμ.^ θεσι και καταστρέψουν τά μη -— Τί νέα έχουμε; ρωτά ό χανήματα μέ τήν πίεσι· τού Μττίλ. άέρος. Αλλοίμονο μας τότε! —5'Ασχημα, άτταντά ό 5'ΑρΘά όρμήση ή θάλασσα νά ■κο. Μόλις προ ολίγου πήρα μάς πνίξη μέσα σέ λίγα λε ένα τελεσίγραφο από τον πτά. Επίσης νά φρουρήσετε Βάγκ. τό εργοστάσιο ατομικής ε — Τελεσίγραφο; Και τί νεργεί ας, τήν ακαδημία, και ζητ^ι; λ Λ τά ανάκτορα. Στο εργοστά — Νά παραδοθούμε, αν θε σιο πού παράγει τό φώς έστει λουμε τή ζωή μας! Αυτό μάς λα μονάχος μου φρουρούς. ζητάει. "Έχει τή δύναμη λέει, Έσύ, Πάλα, θά καθήσης μα νά μάς σκοτώση όλους. ζί μέ τήν τρααμοπισμένη βα -— Και ποιος τό έφερε τό σίλισσα. Θά είσαι ή καμαρι τελεσίγραφο; έρα της. Καί σεΐς, Μπΐλ καί — Τό βρήκα άνοίγοντας Τόμ, θά είστε οι σωματοφύλα την πόρτα του γραφείου μου. Κάποιος τό είχε πετάξει μέ κές της. Δέν θά άφίνετε κανέναν νά τήν πλησιάζη. έκτος α σα. πό τον υπασπιστή, τό. για — Καλά και πώς θά του άπαντήσης άν δέχεσαι νά πα τρό της καί τούς δώδεκα σο φούς. "Όποιος θέλει νά μπή ραδοθής η 6χι; — Με τον ασύρματο. Μου στο δωμάτιό της πρέπει νά έδωσε μερικά στοιχεία του κύ έχη άδεια μέ τή σφραγίδα ματός του για νά του απαν τής αστυνομίας καί τή δική μου υπογραφή. Καταλάβατε; τήσω. — Λοιπόν; Τί θά του άΤά παιδιά δέν προλαβαί παντήσης; νουν νά απαντήσουν, όταν έ — Θά τό μάθηις τώρα, να ζωηρό κουδούνισμα αντηχεί — Πρέπει νά αναφέρουμε στο δωμάτιο. τό ζήτημα στο συμβούλιο τών Ό 5,Αρκο μέ ένα πήδημα σοφών, λέει ό Λουντι. πλησιάζει στο γυμνό τοίχο. — Δεν έχω εμπιστοσύνη Μέ μιάς ό τοίχος ανοίγει καί σε κανόναν από δαύτους! πε παρουσιάζεται ένα μηχάνημα τάγεται νευριασμένος ό "Αρμέ καλλώδια καί μέ έναν κα κο. Κάποιος από τούς δώδε θρέφτη „ μεγάλο καί τετράγω κα σοφούς πυροβόλησε τή νο, στή^μέση. βασίλισσα! 5 Από εκεί ήρθε ή •—■ Είναι ό πράκτοράς μας σψαΐρα! Έφ’ όσον ή βασί από τή Νέα Ύόρκη, λέει ό λισσα είναι στο κρεββάτι, θά ’Άρκο. κάνω δ,τι μου αρέσει εμένα. "Όλοι πλησιάζουν μέ περι Έσύ„ Λουντι, νά πάρης μιά έργεια καί καρδιοχτύπι κοντά δύναμι άνδρών καλά οπλισμέ στο μηχάνημα. Σέ λίγο πα-
Κ*»ΆΥΝ01 ««««««««««««<««««««««<«««««««««<«««««<««««««««* ρουσ ιάζεται στον καθρέφτη ένας άντρας. Χαμογελάει καί, -κάνοντας έναν χαιρετι σμό μέ τό χέρι του, αρχίζει να μιλάει Αμερικάνικα* τόσο καθαρά, πού νομίζεις πώς βρί σκεται δίπλα τους: — Κολημέρα, "Αρκο. · Σέ πληροφορώ πώς ειδοποίησα τούς γονείς του Μπίλ και του Τοιμ δτι τά παιδιά τους ύπάρ χουν στη ζωή. Θέλω ακόμη νά σέ πληροφορήσω για ένα μυ στικό πού μόλις τώρα έμαθα. Ή κυβέρνησις τή-ς Αμερικής έκανε μυστική συμμαχία μέ τούς προδότες μας, χωρίς φυ σικά νά ξέρη δτι έχει νά κά νη μέ έγκληματίες. Ό κόσμος ακόμη δέν ξέρει τίποτε, ούτε φαντάζεται πώς μπορεί νά ύπάρχη μιά μεγάλη πολιτεία κάτοο στη γη. Προσέξτε πολύ
Μέσα οατό
νά μη σάς κλέψουν τά επι στημονικά .μας μυστικά καί προσπαθήστε μέ κάθε τρόπο νά τούς χτυπήσετε τώρα πού είναι νωρίς, πριν μάς κηρύ ξουν τον πόλεμο δλα τά κρά τη τής γης! Δέν έχω τίποτε άλλο νά σάς πω. Μήπως έ χεις εσύ; — "Όχι, μιλάει ό "Αρκο, θά σέ πάρω δμως πολύ σύντο μα. Ό άνδρας ξαφνικά χάνεται από τον καθρέφτη καί ό τοί χος κλείνει ξανά, σκεπάζον τας τό τηλεοπτικό μηχάνημα. Ό Τόμ μένει -μέ τό στόμα όλάνοιχτο από θαυμασμό: — Δέν γίνεται νά πω καί γώ κάτι στον πράκτορά σας; παρακαλεΐ τον 'Άρκο. — Τί θέλεις νά πης; — Νά βρή τη μητέρα μου
τά Βητλόματα τοΰ σεντονιού εχει παταχτεί ϋνα φίδι που άρνσκινά τό κεφάλι τον.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Τ
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>»>»»>»»»»»»»»»»>»>»»»»»
ΓΊ5ν« τπλοκάιμ.ι
άνιε&ά&ει
τηιν Π όλα στην έτπφάνιεια καί τηιν στρι φογυ ιρίζει.
και νά τής πή νά ταίζη κά που - κάπου τό σκυλάκι μου, τον Φρίξ! Νά μου στείλη κα^ΐ κοομιμιά σοκολάτα, γιοπΐ εδώ δεν πουλάνε πουθενά... Ό ’Άρκο δεν έχει δρεξι γι' άστεΐα. — Πηγαίνετε τώρα και ό πως σάς είπα, διατάζει. Ε γώ θά απαντήσω τώρα στο τελεσίγραφο του κυρίου Βάγκ. Νεκροί θά του παραδο βουμε, μά ζωντανοί πότε! Ο ΘΑΜΑΤΟΣ .ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΕΙ ... ΥΧΤΑ. Τό ροχαλητό του Τόμ δίνει καί παίρνει. Δίπλα του ό Μπΐλ διαβάζει. Θά είναι
Ν
σμένα μεσάνυχτα καί τά πε ρισσότερος φώτα του παλα τιού έχουν σβυσει. Ή βασί λισσα κοιμάται. Τό τραύμα της καλυτερεύει ολοένα, μά ακόμη δεν σηκώνεται από τό κρεββάτι της γιατί είναι πο λύ αδύνατη. Ό Μπίλ σταματά γιά μιά στιγμή τό διάβασμα. Κάποι ος χτυπά στην πόρτα. Έτσι του φαίνεται. Ό χτύπος ξα νακούγεται. ’ΑφίνΣι- τό βιβλίο καί πηγαίνει ν’ άνοιξη. Τό δω μάτιό τους βρίσκεται πλάϊ άπό τής βασίλισσας. Τούς χω ρίζει μόνο ένας φαρδύς διά*· δρομος. Απέναντι από τό δωμάτιό τους κοιμάται ή Π ό λα, πού έχει άνοώάβει τά κσ* πέρα
8
^Ι^ΑΫΝΰί
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««•Ο
θήκοντα της καμαριέρας. Ό Μπιλ δεν είναι φοβιτσιά ρης, μά, για καλό καί για κα κό, βάζει τα πιστόλι στην τσέ πη του και ανοίγει την πόρ τα. Βλέπει την Π όλα. Είναι χλωμή και ανήσυχη·. -—- Τί συμβαίνει; τη ρωτά. Λεν κοιμήθηκες άικόιμα; λ — Έπεσα νά κοιμηθώ, μά δεν μπόρεσα νά κλείσω μάτι. Κάτι συμβαίνει νομίζω... —■ Που; Στο δωμάτιό σου; —* Δεν ξέρω... "Ακόυσα κά τι παράξενους κρότους,, κάτι συρσί'ματτα στο πάτωμα... Εί μαι βέβαιη πώς κάποιος .πέ ρασε προηγουμένως από τό διάδρομο. ^ Ό Μπιλ δεν .μπορεί νά κραί τηση τά γέλια του. Καταλα βαίνει πώς οί φόβοι τής Π ό λα είναι αδικαιολόγητοι. — Φοβάσαι νά κοιμηθής .μονάχη σου στο δωμάτιό σου; Τότε κοιμήσου στο δικό μου κρεββάτι καί εγώ πηγαίνω στο δικό σου. Τό ροχαλητό του Τόμ θά σου κρατάει καί συντροφιά! Ή κοπέλλα δέχεται. Ό Μπιλ περνάει στο δωμάτιό της καί», άφου^ μένει γιά λίγα λεπτά καθισμένος στο κρεββά τι της, σβύνει τό φως καί πέ φτει νά κοιμηθή. _ Είναι έτοιμος νά χασμουρη θή όταν ένα ελαφρό συρσιμό τον κάνει νά σταματήση. 'Άνα σηκώνει τό κεφάλι του γιά νά άκουση καλύτερα. ^ Τίποτε. Ούτε ό παραμικρός θόρυβος. «Μήπως επηρεάστηκα καί
γώ από τούς φόβους τής Πόλας;», συλλογίζεται καί γυρί ζει από τό άλλο πλευρό. Περνούν μερικές στιγμές ακόμη. 3 Από τό τζάμι .τής πόρτας βλέπει νά σβύνη καί τό φως τού άλλου δωματίου. Αμέσως κατόπιν άκούγεται ένα τρίξιμο καί μιά τρομακτι κή, διαπεραστική φωνή φτά νει ως τ’ αυτιά του. « Β οήθε ι α! Β οήθε ι α!...» Μ3 ένα πήδημα πετάγεται επάνω. Είναι ντυμένος καί τό πιστόλι τό έχει ακόμη στήν τσέπη. 5Ανοίγει τήν πόρτα, άνάβσντας ταυτοχρόνως τό φως. Στο βάθος τού διαδρό μου νομίζει πώς βλέπει μιά σκιά νά χάνεται. Τρέχει ξο πίσω της μά αναγκάζεται νά ξαναγυρίση, γιατί δέν βλέπει τίποτε. Ή πόρτα τού δωμα τίου του ανοίγει καί παρου σιάζεται έντρομη ή Πόλα. — Έσύ έφώναξες; τή ρω/■* τα. — "Όχι, ή βασίλισσα! "Ενα ρίγος τού διαπερνά δλο τό σώμα. Μέ μιά κίνησι αστραπής βγάζει τό κλειδί καί ξεκλειδώνει τήν πόρτα της. Μπαίνει μέσα καί ανάβει τό φως, ενώ ή Πόλα τον ακο λουθεί. Τό κρεββάτι τής βασίλισ σας είναι αδειανό καί τά σεν τόνια της έχουν πέσει κάτω. Ή Τδια βρίσκεται κουλούριασμένη καί αναίσθητη σέ μιά γωνιά. Χωρίς αργοπορία τήν παίρνουν καί οι δυο στά χέ ρια τους καί τήν ξαπλώνουν στο κρεββάτι της. — Φέρε μου τά σεντόνια
ΚΕΡΑΥ ΝΟΣ 9 <<<<<<<<«<«<<<<<«<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<
νά την σκεπάσουμε, λέει ό Μπίλ στην Πόλα, ενώ αυτός προσπαθεί να ξαναφέρη τη βασίλισσα στις αισθήσεις της. Τής τρίβει τά χέρια και τής κάνει έπειτα τεχνητή α ναπνοή. — "Α • » ·ϊ Μ · · Ή φωνή τής Π όλα, μια φω νή γεμάτη τρόμο καί ταραχή κάνει τον Μπίλ νά ξαφνιαστή καί νά γυρίση απότομα το κεφάλι του. Αυτό πού βλέπει δεν πρόκειται νά τό ξεχάση ποτέ στή ζωή του! Μέσα από τις διπλές του σεντονιού έχει πεταχτή ένα φίΐδι! Άργοκινά τό κεφάλι του καί είναι έτοι μο νά όρμήση επάνω στή δυ στυχισμένη; ιΠόλα, πού τό κυττάζει μέ μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους. Ή στιγμή είναι κρίσιμη καί δεν παίρνει πολύ σκέψι καί αργοπορία. Ό Κεραυνός αρπάζει ένα προσκεφάλι καί τό πετάει μέ όλη του τή δό να μι επάνω στο φίδι. Την ίδια στιγμή πετάγεται από τό κρεββάτι καί, αρπάζοντας τήν Π όλα, τήν ανεβάζει δίπλα στή βασίλισσα. Τό φίδι πού γιά μιά στιγ μή κυλιέται στο πάτωμα, αρ χίζει νά τυλίγεται στο προ σκεφάλι μέ τόση μανία, πού τό κάνει ένα μικρό κουβαράκι κάτω από τό σώμα του. "Έ πειτα ξετυλίγεται μέ μιας καί κυττάζει ολόγυρά του. Ή γλώσσα του σάν αστραπή σπαθίζει έξω από τό στόμα του. Ό Μπίλ βγάζει τό πιστό λι καί τό σημαδεύει. Μ* όλο
πού στή σκοποβολή είναι άσσος,, δεν καταφέρνει νά τό χτυπήση, γιατί τό φίδι είναι πολύ λεπτό καί κινείται συνε χώς. Τρεΐς σφαίρες πηγαί νουν χαμένες, όταν τό τερά^· στιο αυτό σιχαμερό ερπετό, πού είναι κάπου τρία μέ τέσ σερα μέτρα μακρύ, πετάγε ται μέ ορμή προς τό κρεβ βάτι. Είναι τόσο απότομο καί ξαφνικό τό πέταγμά του, πού γιά μιά στιγμή ό Μπίλ τά χάνει καί δεν ξέρει τί νά κά νη. Μπροστά στην απελπισία του, αρπάζει από μιά άκρη τό στρώμα του κρεββάτι ου καί μέ μιά δυνατή κίνησι τό τραβάει προς τά έξω. Οι δυο γυναίκες πέφτουν κάτω, ένώ ?ι:ό φί|5ι άνεβαίνει στο κενό κρεββάτι. Μέ μιά δεύτερηι καί γρήγο ρη κίνησι, ό Μπίλ αρπάζει α πό κάτω τό κρεββάτι καί τό αναποδογυρίζει. Βλέπει τώρα τό φίδι νά έχη πιαστή στή φάκα πάνω στο πάτωμα καί κάτω από τό κρεββάτι. 'Ετοι μάζει τό πιστόλι καί περιμέ νει. "Από κάποιο μέρος θά ξεφυτρώση τό κεφάλι του φι διού. Πράγματι, σέ μιά στιγμή, τό φίδι βγάζει τό κεφάλι του καί προσπαθεί νά γλυστρήση όλο του τό σώμα κάτω από τό βάρος τού κρεββατιοϋ. Ό Μπίλ σημαδεύει από κοντά καί πατά τή σκανδάλη. Αυτό είναι! Ή σφαίρα τό τρυπάει στή μέση. Κατόπι, χωρίς νά χάση καιρό σηκώνει τό κρεβ βάτι. Τό σώμα τού φιδιού, πριν ξεψυχίση, πετάγεται
ίο
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««Μ«««<«<««««««««««««««««««««««««««««««««««««
προς τό ταβάνι και ξαναπέ φτει κάτω. Ό Μπίλ άποτραβι-έται μέ φρίκη και κληισιάζει αή βασίλισσα, πού αρχίζει να συνέρχεται. Επάνω της βρί σκεται σκυμμένηι ή Πόλα. Την ξαπλώνουν ξανά στο κρεββάτι, αφού την καθησυχά ζουν πώς δεν έχει νά φοβηθή τίποτε. -— Τί συνέβει; τη ρωτά ό Μπίλ. — Καθώς κονμόιμουν ·μέ σβυστό τό ψώς, απαντάει ή βασίλισση αίσθάνθηκα ένα πράγμα νά μέ βαραίνη επάνω στο σώμα μου. "Έπειτα ένοι ωσα αυτό τό πράγμα νά κυ λάει από τά πόδια μου προς τό κεφάλι μου. "Απλωσα μέ προφυλαξι τό χέρι ·μου και
συνάντησα κάτι κρύο. Τότε κατάλαβα πώς ήταν φίδι. Πέταξα από τό ένα «μέρος του κρεββατιοΰ τά ρούχα καί από τό άλλο έπεσα εγώ. Καί έχα σα τις αισθήσεις μου. Ό Μπίλ τής δείχνει τό νε κρό φίδι. Εκείνη ανατριχιά ζει βλέπσντάς τον καί συνεχί ζει: —Μέ ποιόν τρόπο τάχα νά μπήκε στο δωμάτιό· μου; — Λεν μπήκε μόνο του, τής απαντάει ό Κεραυνός. Κάποι ος ήρθε ως την πόρτα σου καί τό έρριξε μέσα. Κάποιος πού γνωρίζει τά κατατόπια του παλατιού. Μπορεί καί ό ίδιος ό Βάγκ; Γιατί όχι; "Αφίνει τη βασίλισσα μέ την Πόλα καί πηγαίνει στο
(
Ε
Ρ
Α
Υ
Ν
Ο
Σ
η
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»
Οι δυο αντίπαλοι
κυλιούνται πάνω στις λάσπες.
δωμάτιό ταυ. Ό Τόμ κοιμά ται μακαρίως, λες καί δεν συμβαίνει τίποτε γύρω του. Έττάνω στο τραπέζι υπάρχει μιά ραδιοσυσκευή. Πατάει τό κουμπί τής αστυνομίας καί έτοιμάζεται να μιλήση. ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣ I ΤΟΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ
Έ σταθερή φωνή ό μιΙ/Ά/ηί ικρος Κεραυνός ^λέει «■▼ίίτστή συσκευή του άσυρμάτου: — Καλώ τήν αστυνομία. —Ποιος καλεΐ; ρωτάει μιά Φωνή. — Έδώ Κεραυνός. Ζητώ τον 'Άρκο ή τό Αούντι. "Αν κοιμούνται, νά τούς ξυπνήσε τε.
— Ό "Αρκο με τον Λουντι λείπουν. — Νά τους καλέσετε άμέο'ως ή νά με συνδέσετε μαζί τους. — Αδύνατον! Μόλις προ ολίγου οί προδότες άρχισαν νά χτυπούν τό εργοστάσιο πού παράγει φώς. Αυτή τή στιγμή γίνεται τρομερή μά χη. 5 Από τον τηλεορατικό πί<νακα βλέπω φωτιές καί κα πνούς. Ό Κεραυνός τρίζει τά δόν τια του. Ετοιμάζεται κάτι νά πή στο συνομιλητή του μά τον προλαβαίνει εκείνος: — Κεραυνέ περίμενε μιά στιγμή γιατί παίρνω σήμα α πό τον "Αρκο. Ό Μπίλ περιμένει. Ό ΐ-
12
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««<«
δρώτας του βρέχει το πρόσω- το φακό σου και ετοιμάσου^ πο. «"Ασχημιη βραδυά» συλ-|§υ — Πού θά πάμε όλη τη νύΛ _ ' γ __ \ Ο/ Λ Ρ' λογίζεται καί δίνει μιά κλω-ΙγΙΙχτα; τσιια στον Τόμ. — Θά τό μάθης πολύ σύν.· τομα. — ζοπνα, κοίμηση! Πηγαίνει στο δωμάτιο τής Εκείνος άνασηκώνεται στο βασίλισσας. Σε λιγάκι φτά κρεββάτι του, κυττάζει όλογυ νει καί ό υπασπιστής. ρά του μέ μάτια μισόκλειστα — Συμβαίνει τίποτε; ρω και ετοιμάζεται νά ξαναπέση. — Τόμ! του κάνει άγρια τάει. Ό Μπίλ του δείίχνει τό φί ό Μπίλ. -ύπνα σου είπα, εί δι καί του έξηγεΐ τί συνέβη. ναι ανάγκη! Εκείνος μένει μέ τό στόμα ^Θέλοντας και μη, τό χοντρό σώμα του Τόμ άφίνει τά ζε ανοιχτό από τήν εκπληξυ — "Αν μπορήτε κάνετε στά ρούχα καί σηκώνεται όρ συντροφιά στή βασίλισσα γιά θιο. Προσπαθεί νά πατήση τά^ πόδι ατού κάτω μά δεν μπο λίγα, τον παρακαλεΤ ό ^Μπίλ. 5 Εγώ μέ τον Τόμ καί τήν Π ό ρεΐ νά βρή την ισορροπία του καί πέφτει. Ό Μπίλ ετοιμά λα κάπου θά πάμε. Ό υπασπιστής δεν φέρνε^ι ζεται νά του τις βρέξη ξανά, μά τον σταμοπά ή φωνή από καμμιά άντίρησι. Κάθεται σε μιιά πολυθρόνα κι’ ά ρχίζει νά τή ραδιοσυσκευή. γ— Ό "Αρκο μου είπε νά διαβάζει ένα βιβλίο. Ό Μπίλ παίρνει τήν Πόλα μην κινηιθήτε καθόλου από τό παλάτι, μιλάει ό άνθρωπος α καί πηγαίνει1 στο ^ δωμάτιό πό την αστυνομία. Πρέπει νά του. Βρίσκουν τον Τόμ έτοιμο έχετε τό νοΰ σας κάθε στιγ μέ τό πιστόλι στή μέση. ^ — -έρεις καθόλου τά υπό μή στ ή βασίλισσα. Ό Μπίλ κλείνει τή συσκευή γεια τού παλατιού, Πόλα; τή απογοητευμένος. "Ήθελε νά ρωτάει ό Μπίλ. — " Εχω πάει αρκετές φο άναφέρη, στον "Άρκο γιά τήν ρές, μά έκεΐ κάτω είναι σω απόπειρα νά σκοτώσουν τή βασίλισσα με τό φίδι, γιά στός λαβύρινθος! — Όδήγησέ μας σε παρα νά ζητήση; οδηγίες. Κάνει νά βγή από τό δωμάτιο όταν ξα- καλώ καί πάρε καί συ ένα ναγυρνά στή συσκευή καί πα πιστόλι. Μπορεί νά σοΰ χρειτάει ένα άλλο κουμπί. αστή. Τά τρία παιδιά κλείνουν ό — Ποιος είναι έκεΐ; Ό κύ ριος υπασπιστής; Έδώ Κε δωμάτιό τους καί προχωρούν ραυνός. Μπορείτε νά κάνετε στο διάδρομο. Ό Μπίλ έχει απόψε συντροφιά στή βασί^ σκοπό ν’ άκολουθήση τά ίχνη λισσα; Ευχαριστώ πολύ, σάς τής σκιάς, πού τού φάνηκε πώς είδε προηγουμένως. Ό περ ιμενω. — Τόμ, λέει στο σύντροφό διάδρομος στρίβει δεξιά καί του. Πάρε τό πιστόλι σου καί οταματάει σέ μιά πόρτα. Δο-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
13
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
κι μάζουν νά την ανθίζουν μά τή βλέπουν κλειδωμένη. Ψηλά υπάρχει μονάχα ένας φεγγί της πού βλέπει προς την αυ λή. Μά και εκείνος είναι κλει σμένος. «ΐΠοιό δράμο ακολούθησε άραγε ή σκιά;» άναλογίζεται ό Μπίλ. «"Έχω την έντύπωσι πώς δεν ήταν φάντασμα, αλλά άνθρωπος με σάρκα καί ο στά. Μήπως άραγε υπάρχει καμμιά αόρατη κρύπτη;» "Απλώνει τά δυο του χέρια καί ψαχουλεύει τον τοίχο. Ό Το μ, που τον βλέπει, αρχίζει νά ξεροβήχη ειρωνικά. Μά ό Μπίλ δεν τού δίνει σημασία. Εξακολουθεί νά ψαχουλεύει. Ό κόπος του δεν πάει χαμέ νος. Καθώς βάζει σε μια στιγ μη τό δάχτυλό του κοντά τον τοίχο να ανοιγη και μια μεγάλη καί σκοτεινή τρύπα νά παρουσιάζεται μπροστά του. Γυρίζει πίσω στους συν τρόφους του καί τούς λέει σι γανά: —-"Ακολουθήστε με μέ προ σοχή καί μην κάνετε τον πα ραμικρό θόρυβο. Πίσω μου νά έρχεται ή Π όλα καί τελευ ταίος εσύ, Τόμ. — Γιατί τελευταίος; δια μαρτύρεται ό Τόιμ πού ή σκο τεινή τρύπα τον κάνει νά φο βάται λιγάκι. — Νά γίνη, όπως σάς λέω. Δεν θά κάνετε τίποτε, χωρίς διαταγή μου. Καί τώρα ε μπρός. "Απλώνει τό δεξιό του πόδι καί τό βάζει μέσα στην τρύττςη Πατάει σέ στερεό έδα
φος. Τώρα φέρνει καί τό αρι στερό του πόδι. "Έπειτα βοηθεΐ καί τούς άλλους δυο νά περάσουν. — "Έχεις περάσει από ε δώ; ρωτάει» την Π όλα. — Οχι, δεν ήξερα αυτή την είσοδο. "Έχω ιμπή ατά υ πόγεια από τό δωμάτιο τής υποδοχής τού παλατιού. — Πίσω από τό παραβάν; — Ναι. Μέ προσοχή μεγάλη, ό Μπίλ ξεκινά πρώτος. Κατε βαίνει κάτι μεγάλα χοντρο κομμένα τετράγωνα σκαλιά. "Έπειτα βαδίζει αριστερά, γιατί μπροστά του βλέπει έ ναν τοίχο νά τού κλεινή τό δρόμο. Σέ μια στροφή, δια κρίνουν φως από ένα μικρό λαμπιόνι πού κρέμεται στο ταβάνι. "Ένα φώς τόσο αδύ νατο πού μέ δυσκολία δια σκορπίζει τό σκοτάδι. Ό Μπίλ άποψασίζει νά πε ράση μέσα από τή φωτισμένη περιοχή. Τίποτε δέν τούς συμ βαίνει. "Απόλυτη ησυχία βα σιλεύει· παντού. Κάπου - κά που, στις μισοσκότεινες γω νίες, διακρίνει κάτι σίδερα καί κάτι παράξενα εργαλεία. -—- "Εδώ υπήρχαν άλλοτε τά μηχανολογικά εργαστήρια, τούς εξηγεί ή Πόλα. ΓΓ αυτό τά υπόγεια είναι απέραντα. Μά γιά ποιο σκοπό κατεβήκαμε κάτω; -— Γιά νά κυνηγήσουμε υιά σκιά, απαντάει ό Μπίλ. Τή σκιά πού έφερε τό φίδι ]καί τό έρριξε στο δωμάτιο τής βασίλισσας. — Έ, οπωσδήποτε δεν §ΐ-
14
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
«<««««««««««**««<««««««««««««««««««««««««««««««
νά έξαφανίζετα,ι από μπρος του προς τά κάτω, απλώνον τας απελπισμένα τά χέρια της στον αέρα. — Π όλα!, κάνει. Τί σου συμβαίνει; Ένα πλοττάγισμα καί λί γες σταγόνες νερού, πού τον χτυπούν στο πρόσωπο,, τού δίνουν νά κατοώάβη πώς ή Π όλα έπεσε μέσα σε μιά λί μνη. Βλέπει τό σώμα της νά βυθίζεται ολόκληρο μέσα στο νερό, κι* έπειτα νά βγαίνη τό κεφάλι της καί τό δεξιό της χέρι. — Βοήθεια! Πνίγομαι! 4Η φωνή της είναι γεμάτη σπαραγμό καί ό Μπίλ απο ρεί, βλέποντάς την νά μένη σκίνη-τη καί νά βουλιάζη έπει τα προς τά κάτω, ένώ δπως ξέρει·, ή Π όλα κολυμπάει περί φημα. Χωρίς άλλο δισταγμό, άφί νει τό πιστόλι του με τό φα κό του οπήν όχθη καί δίνει μιά γερή βουτιά. Τό νερό τού παγώνει τό πρόσωπο καί τό σώμα. Βυθίζεται όλος μέσα καί προσπαθεί νά σηναντήση ΤΟ ΤΕΡΑΣ τό σώμα της άπλώνοντας καί ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ τά δυο του χέρια. 4Η παλάμη 'ΠΟΛΑ κάνει άκόμα του μπερδεύεται μέσα στά δυο βήμοπα. Ό Μπίλ μολλιά της. Κάνεΐι μιά κίνηξωπίσω της τη βλέπει σι με τά πόδια του καί βγαίνά προχωρή δισταχτική. ^.νει Δε-,στήν έπιφάνεια, βγάζονξιά διακρίνει μιά σκοτεινή γω, ^ τας καί το κεφάλι της. νία. Ανάβει τό φακό του καί.· ■'*** · 4Η κοπέλλα παίρνει μιά προσπαθεί νά δη αν ύπάρχη ^ γρήγορη ανάσα καί, με φωνή κα,μμιά δίοδος από κεΐ. Τό^ί σβυσμένη άπο τον τρόμο, ψιφώς χτυπάει πάνω σέ έναν πέ^·^θυρίζει λίγα λόγια: τρινο τοΐχο. 4Ετοιμάζεται νά|3 «Τό πόδιι μου! Θεέ μου, βάλη τό φακό του στήν τσέ-ϊΑμοΰ τραβάει τό πόδι!» πη του όταν βλέπει τήν Π όλα® Ό Μπίλ προσπαθεί νά άσαι στα καλά σου!, του λέει ό Ταμ πού δεν έχει ιδέα για τό φίδι. Μήπως είδες κανένα τέτοιο όνειρό στον ύπνο σου; — "Οχι,, κοιμισμένε μου ηρώα, στον ξύπνιο μου τό εί δα! Ό Τόμ, αντί για άλλη άπάντησι, αρχίζει να χασμου ριέται. Ό ύπνος του βαραίνει ξανά τα μάτια καί τό κεφάλι του γίνεται άσήκωτο. Προχωρούν ακόμη. Τό φως λιγοστεύει πιο πολύ τώρα, γι ατί τό λαμπιόνι βρίσκεται μα κρυά. Ή Π όλα βαδίζει τώρα μπροστά, δυο βήματα από τον Μπίλ, καί προσπαθεί νά θυμηθή άν έχη ξαναπεράσει ποτέ από αυτό τό μέρος. Ό Τόμ κάθεται για μια στιγμή κάτω νά ξεσφίξη τό παπούτσι του. Κάνει έπειτα νά σηκωθή, μά δεν τά καταφέρνει. Μιά γλυκέιά νύστα του ποτί ζει τό σώμα καί του κλείνει τά μάτια. Χωρίς κι* αυτός νά τό καλοσκεφθή, βρίσκεται ξα πλωμένος κατάχαμα καί... κοιμάται!
Η
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
«««<«««««««««««««««««««««<««««««««««««««<«««««««
νεβάσηι δλο τό σώμα της στην επιφάνεια, μά ταυ φαί νεται βαρύ, λες καί το έχουν καρφώσει στο βυθό. Τά λό για της τον κάνουν να δώση άλλη μια βουτιά. Τά δυο του χόρια ψαχουλεύουν δλο της τό σώμα καί φτάνουν ώς τά πό δια. Έκεΐ, κοντά στην πατοΰσα, ή παλάμη του συναντάει σψκγμένο σάν χοντρό δαχτυλίδι ένα πλοκάμι! Ή φρίκη πού νοιώθει τον κάνει άθελά του νά τά χάση γιά μιά στιγ μή. "Έπειτα, βρίσκει· αμέσως τό θάίορος του καί φέρνει τό χέρι του στη (μέση γιά νά τρα βήξη τό κοφτερό του στιλέττο. Τό βγάζει άπο τη θήκη του καί ετοιμάζεται νά χτυπή ση τό πλοκάμι, γιά νά έλευθε ρώση τό πόδι τής Πόλα. ΠρΊν δμως προλάβη νά κά νη την κίνησι αυτή, κάτι σάν χέρι τον άρπάζει από τη μέ ση καί τον άπομακρύνεΐι από τη φίλη του. Είναι ένα και νούργιο πλοκάμι, σάν ένα τε ράστιο χοντρό φίδΐι! Τώρα ό Μπίλ καταλαβαίνει την τρομερή αλήθεια. "Έχουν πέσει πάνω σε ένα χταπόδι τεραστίων διαστάσεων! Μέ τό αριστερό του χέρι βρίσκει τό κορμί του. Τότε τό δεξιό του, πού κρατεί τό στιλέττο, κάνει μιά γρήγορη κίνησι καί χτυπάει μέ δλη; του τη δόναμι. Τό χτ απόδ ι, νο ιώθοντ ας την μύτη τού στιλέττου ώς τά σπλάχνα του, ανεβοκατεβάζει τά (μεγάλα του πλοκάμια καί, ο την κίνησι αυτή, αναταράζε
ται δλο τό νερό τής μικρής λί μνηρ. Οί δυο αιχμάλωτοι του χτα ποδιού βρίσκονται πάλι στην επιφάνεια. Στά πρόσωπά τους ζωγραφίζεται ή τρέλλα καί ή άπόγνωσι. Ό Μπίλ, μέ σα σ’ αυτή την ταραχή, ενώ περιμένει τον πιο οίκτρό θά νατο από στιγμή σε στιγμή, θυμάται τον Τόμ. Παραξενεύεταιι μάλιστα πού δεν τον βλέ πει. — Τόμ! Τόμ! Τόμ!, φω νάζει απελπισμένα. Ή φωνή του αντηχεί παρά ξενα μέσα στούς θολούς του υπογείου. "Ομως ό Τόμ, δυο μέτρα πιο πέρα, δεν ακούει. Κοιμάται! Ποτέ του δεν μπο ρεΐ νά φανταστή. μέσα στο βαρύ του ύπνο, τί λαχτάρα βασανίζει τούς δυο φίλους του καί τί θάνατος τούς περιμέ νει. Τά πλοκάμια του απαίσιου τέρατος αναδεύουν στο νερό σάν τρομερά καί μανιασμένα φίδια. Προσπαθούν μέ κάθε τρόπο νά φυλακίσουν μέσα στις ατσάλινες αγκαλιές τους τά ουό τρυφερά σώματα τών παιΘών»- Τό στιλέττο> του Μπίλ χτυπάει όπου βρεΐ, μά δεν κοτταφέρνει τίποτε άλλο παρά νά έξαγριώνη περισσό τερο τό θηρίο τού υγρού στοι χείου. Μά καί τό μικρό αυτό όπλο, πού δέν φέρνει κανένα αποτέλεσμα, χάνεται από τά δάχτυλα τού Μπίλ. Ή άκρη ενός πλοκαμιού τού αιχμαλω τίζει τό δεξιό του χέρι καί τό στιλέττο τού ξεφεύγει! — Θεέ μου, χαθήκαμε!
14
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««
Βοήθεια!, χάνει, κάθε τόσο ή δυστυχισμένη Πάλα. Τό χταπόδι σέ μ ιοί στιγ μή στριφογυρίζει ολόκληρο και ό Μπιλ φοβάται πώς δεν θά μπορέσουν ν’ άνθέξουν για πολύ σ’ αυτό τό στριφογύρί αμα. Βλέπει τόν Τόμ νά κοι μάται στην όχθη, και δεν μπο ρεί νά π ι στέψη στα μάτια του, πώς είναι δυνατόν νά μην ξυπνά ό φίλος του, δίπλα σ’ αυτή τή φρίκη και στο θό ρυβο, πού κάνουν οί απελπι σμένες τους φωνές και τό χτύ πημα των πλοκαμιών στο νε ρό. Γιά καλή του τύχη, σέ μιά στιγμή τό πλοκάμι πού σφίγ γει τό δεξιό του χέρι, χαλα ρώνει και απομακρύνεται. Στο ίδιο λεπτό τού περνά από τό νοΰ μιά σωτήρια σκέψι. 'Αρ πάζει μέ τή φούχτα του νερό καί, μέ όση δύναμι μπορεί, τό πετάει προς τόν κοιμισμένο Τόμ. Αίγες σταγόνες τόν παίρνουν στο πρόσωπο. Είναι όμως τόσο κρύες πού τόν κά νουν νά πεταχτή απότομα έπάνω. Στριφογυρίζει τό κορμί του ολόγυρα καί προσπαθεί νά διαικρίνη τούς φίλους του. —- Ταμ! Τόμ! Τό πιστόλι γρήγορα, Τάμ! Ό Τόμ ξανακυττάζει τριγύ ρω, δεν διακρίνει τίποτε και σηκώνει τούς ώμους. «Άκό μη όνε ι ρ ε ύου μ α ι;», συλλογίζεται. Μά ή φωνή τού Μπιλ ξαναφτάνιει στ’ αυτιά του: —- Γρήγορα, Τόμ,, πεθαί
νουμε ! Μπροστά σου κύτταξε! Ό ύπναράς, που άκόμη τό μυαλό του βρίσκεται σκοτεισμένο, βλέπει ξαφνικά μέσα στο μισοσκόταδο τήν απίθα νη σκηνή και άθελά του ξεσπάει σέ μιά απελπισμένη φωνή: —Μπίλ, Π όλα, φίλοι μου! — Μήν αργείς, Τόμ, πε θαίνουμε ! Σκοπέυσε γρήγο ρα μέ τό πιστόλι στο σώμα του! Πρόσεξε μή μάς σκοτώσης! Ό Τόμ βγάζει τό πιστόλι όσο πιο γρήγορα μπορεί και σκοπεύει1 τό θηρίο τής λίμνης στή μεγάλη του σακκούλα. Εκείνο όμως, λές καί κατα λαβαίνει τό σκοπό του, βυθί ζεται μονομιάς στο βάθος, πα ρασύροντας και τά δυο Θύμα τά του μαζί του! Μέ τό πιστόλι πάντα έτοι μο και τήν ψυχή τσακισμένη από τήν αγωνία καί τόν σπα ραγμό, ό Τόμ περιμένει. Αι σθάνεται τύψεις γ ιά τόν ύπνο του τή στιγμή πού οί δυο σύν τροφοί του πάλευαν μέ τό Θά νατό. Μ’ όλο πού τό θέαμα τού τεράστιου χταποδιού τόν έκανε ν’ άνατριχιάση από φρί κη, τού έρχεται ή σκέψι, νά πηδήση κι’ αυτός μέσα, γιά νά παλαίψη δίπλα στούς φί λους του. «Έμειναν πολλή ώρα μέσα καί θά πνιγούν!» συλλογίζε ται καί ή σκέψι αυτή τόν βα σανίζει, τόν κάνει νά τρελλαθή. Ένα άνατάραγμα στήν ε πιφάνεια τού νερού τού τραβά
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΙ
17
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««4ο
την προσοχή. “Ένα πλοκάμι ανεβάζει την Πόλα και την στριφογυρίζει. Τώρα βγαίνει και το κορμ] τοΟ τέρατος. Ό Μττϊλ όμως δεν φαίνεται. Νά πυροβόληση ή δχι; Κι3 άν καμ μια σφαίρα πετυχη κατά λά θος τό φίλο του μέσα στο νε ρό;... "Αν όμως τά πλοκάμια τον κρατήσουν εκεί κάτω θαμ μένον γιά πάντα; Παίρνει την άπόφασί του. Γονατίζει κάτω και σκοπεύει. Μία, δύο, τρεΐς σφαίρες και έπειτα ακολουθεί ένα φοβερό πλατάγισμα επάνω στη λί μνη. Το σώμα τής Πόλα πε τάγεται έξω μπροστά στα πό δια του. Τά πλοκάμια του^ έ ρατος χοροπηδούν επάνω στην επιφάνεια σάν πληγωμέ να φίδια, κι5 έπειτα μένουν ακίνητα. Κι3 ό Μπίλ;^ Νάτος πού βγαίνει μέσα άπό τό νε ρό! Παίρνει μιά βαθειά ανά σα και μέ κουρασμένες κινή σεις φτάνει ως την όχθη. Ό Ταμ του απλώνει τό χέρι και τον βοηθεΐ νά άνεβή. ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣI I
I ΝΑ I και οι δυο τους πεθαμένοι άπό την κούρασι καί τον τρό μο. Τούς πσνάν όλα τά μέλη άπό τό σφίξιμο πού τους έ καναν τά πλοκάμια. — Αυτό δεν τό περί μένα ποτέ μου, κάνει ό Μπίλ γιά μιά στιγμή άφοΰ συνήλθε λι γάκι. Πού βρέθηκε αυτή ή λί μνη ιμέ τό χταπόδι στά υπό γεια; Καί τί χταπόδι! Δεν πι στεύω νά ύπάρχη άλλο πιο
μεγάλο καί πιο τρομερό στον κόσμο! Φτηνά τη γλυτώσαμε! Ό Τόμ έχει σκύψει τό κε φάλι του καί δεν μιλά. Στο τέλος, αποφασίζει νά κυττάξη στά μάτια τον φίλο του: ■— Μπίλ σου ζητώ συγγνώ μη, κάνει. "Αν δεν μέ έπαιρνε ό ύπνος,, δεν θά ύποφέρατε τόσο πολύ! Ό Μπίλ χαμογελά. Έχει μιά απέραντη ψυχή, γεμάτη καλωσύνη7 καί δεν μπορεί νά κρατά κακία στο φίλο του. Μέσα σ3 αυτή την απίστευτη περιπέτεια, πού έμπλεξαν έ πειτα άπό τό ναυάγιό τους, πρέπει νά είναι πάντοτε ενω μένοι καί αγαπημένοι. 3Αφού ξεκουράζονται αρκε τά λεπτά, αποφασίζουν νά συ νεχίσουν την πορεία τους. Στρίβουν άριστερά άφίνοντας τη λίμνη μέ τό τρομερό χτοοπόδι νεκρό στά νερά της. Μπαίνουν πάλι στο σκοτάδι, καί αναγκάζονται νά ανάψουν ένα φακό, γιατί τούς είναι άδύνατο'νά προχωρήσουν. Στά πόδια τους μπερδεύονται κο πάδια άπό μεγάλους άρου ραίους, πού τρέχουν νά κρυ φτούν άπό τό φόβο τους. — Πού πάμε Μπίλ; ρωτά ή Πόλα. — "Εχω την έντύπωσι πώς κάτω άπό τό παλάτι, μέσα σ3 αυτά τά υπόγεια κρύβον ται, άρκετοί εχθροί τής^ πο λιτείας σας,, τής άπαντά ό Μπίλ. — "Εχω ένα άσχημο προ αίσθημα πώς θά πάθουμε κα κό, λέει ή κοπέλλα. Φοβάμαι
ΐ|®1
,
:0£β?Χ
Αισθάνεται
μια δυνατή σαθιά ιτου
κάνει νά πέση μττιρούιμ υτα κάτω
20
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««<<««<«<«
Υιά Xή ζωή τής βασίλισσας. Δεν έπρεπε να την άφίσω μο νάιχιη,! ^— Μά δεν την άφ ίσαμε μο νσχη. Θά τής κράτηση συν τροφιά ό υπασπιστής τη,ς. —Μπίλ, λέει τώρα μέ τή σειρά του ό Τάμ, έχω καί γώ ένα κακό προαίσθημα. — Τό προαίσθημά σου θά βγή αληθινό, φίλε μου, γιατί, άν συνέχισης, θά άρπάξη,ς καμμιά γροθιά, από εκείνες πού δίνει ό Κεραυνός. Τις ξέΡε ις, έ;^ Ό Γόμ σωπαίνει κα] βγά ζει τή γλώσσα του κοροϊδευ τικά. Τό σκοτάδι αρχίζει πάλι νά διαλύεται. Ένα άλλο λα μπιόνι φωτίζει τήν ατμόσφαι ρα. Βρίσκονται μέσα σε ένα απέραντο υγρό δωμάτιο. Κά τω υπάρχουν λάσπες. Ό Μπίλ σκύβει καί κυττάζει τό έδαφος. —-Βήματα!, κάνει-. Δεν εί ναι αυτά ίχνη βημάτων; - Τά παιδιά σκύβουν κι’ αυ τά καί συμφωνουν μαζί του. Είναι φρέσκα βήματα από έ να μεγάλο πόδι. Ό Μπίλ εί ναι βέβαιος τώρα πώς ή σκιά του διαδρόμου δεν ήταν φαν τασία, αλλά κάποιος εχθρός τους πού έφερε τό φίδι στή βασίλισσα. Ή υποψία του πώς στά υπόγεια υπάρχει μιά φωλιά των προδοτών γί νεται τώρα πραγματικότης. Αποφασίζουν νά ακόλουθή σουν τά ίχνη. Διασχίζουν τό απέραντο αυτό δωμάτιο καί ετοιμάζονται νά μπουν σέ έ να διάδρομο αρκετά πλατύ
πού τον φωτίζει κι’ αυτόν τό ίδιο τό λαμπιόνι. Ετοιμάζον ται νά προχωρήσουν όταν τούς σταματάει ένας * ήχος. Ένα αργό καί βαρύ βήμα πού πλησιάζει... Ή Πόλο καί ό Τάμ κυττάζουν τον Μπίλ στά μάτια. Ε κείνος τούς κάνει νόημα νά προφυλαχτούν στή γωνιά του δωματίου, εκεί ακριβώς πού ξεκινά ό διάδρομος. Ό ίδιος παραμονεύει στήν άλλη γωνιά καί ετοιμάζει τό πιστό λι του. Τά βήματα γίνονται τώρα πιο καθαρά. "Οσο πλησιά ζουν, τόσο πιο πολύ χτυπούν οί καρδιές τών παιδιών καί είναι έτοιμες νά σπάσουν... Μέσα στή νεκρική σιωπή τού υγρού δωματίου, οπού λες καί σταμάτησαν γιά πάν τα οι τρεΐς αναπνοές, κάνει τήν εμφάνισί του ένας άνθρω πος... Μά αυτός δεν είναι σάν τούς · συνηθισμένους ανθρώ πους... Έχει ένα χοντρό καί ψηλό ανάστημα καί τό πρό σωπό του μοιάζει, σάν πρόσω πο ξυρισμένου πιθήκου! Ού τε μιά τρίχα δεν έχει επάνω του. Οί χερούκλες του φτά νουν πιο κάτω από τά γόνα τά του. Μπαίνει στο δωμάτιο καί γυρίζει τό βλέμμα του ολόγυ ρα σά νά μυρίζεται·, κάτι. Τό μάτι του σταματά στά δυο παιδιά πού έχουν γίνει ένα μέ τον τοίχο, καί ετοιμάζεται νά γυρίιση απότομα πίσω. Μιά γροθιά όμως, ή γροθιά τού Κεραυνού, πού τού τήν έφερε πίσω στο σβέρκο., τον ζαλίζει
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
21
««««««««««««««««««««««««««<««««««««<««««««««««
και τον κάνει νά στριψογυρί του, μά αυτός αντί νά σηικώση άθελά του. ση τό χέρι του χρησιμοποιεί Ό Μπίλ του καταφέρνει τό κεφάλι του. Δίνει μιά γρή και μια δεύτερη, γροθιά στο γορη κεφαλιά στο στήθος τού πρόσωπο, ενώ ό γίγαντας βρί Κεραυνού καί τον ρίχνει κά τω. "Έπειτα τον πλησιάζει σκει απότομα τό θάρρος του καί τον πατά γερά μέ τό δεκαί ετοιμάζεται νά έπιτεθή. ξί του πόδι. 'Α Τόμ βλέπον -— Νά τον σκοτώσω; ψωνά τας τή σκηνή αυτή ετοιμάζε ζει ό Τόιμ. -—Όχι, Τόμ, τον θέλω ζων ται νά έπέμβη, Μά δεν χρειά ζεται ή έπέμβασις του. Ό τανό ! Θά τον κάνω μονάχος Μπίλ αρπάζει τό πόδι τού γί μου καλά! γαντα γερά μέ τά δυο του Ό γίγαντας παίρνει φόρα καί ρίχνεται επάνω στο παι χέρια καί τον φέρνει κορώναγράμματα κάτω! δί. Νομίζει πώς θά τό συντρίΌ γίγας βάζει τό χέρι ψη μέ τη γροθιά του πού εί στήν τσέπη καί κάτι βγάζει ναι δέκα φορές μεγαλύτερη από τού Μπίλ. Μά ό Κεραυ από μέσα. Τό /μάτι τού Μπίλ τον παίρνει εϊδησι καί τού νός, μέ μιά ελαστική κλίσι τού κορμιού, ξεφεύγει καιί βρί περνά σάν αστραπή άπό τό νοΰ ή σκέψι πώς τό πράγμα, σκέται πλάι του. Ό γίγαντας δεν μπορεί νά συγκράτηση τη πού έβγαλε άπό τήν τσέπη φόρα του καί πέφτει επάνω του ό εχθρός του, είναι σφυ στον τόΐχο μέ τό κεφάλι. Ή ρίχτρα. Χωρίς νά χάση καιρό σκηνή εΐναι τραγική καί κω πέφτει μέ ορμή επάνω του καί τού πιάνει τό χέρι πριν μική μαζί καί κάνει τον Μπίλ αυτός τό φέρη στο στόμα νά γελάση άθελα του. Τό τέρας,, γιατί μοιάζει του. περισσότερο σαν τέρας μέ "Αρχίζει τώρα μιά άγρια τήν άσχήμισ πού έχει παρά πάλι άνσμεσά τους, μιά πά λη ζωής καί θανάτου. Κυλι σάν άνθρωπος, αρχίζει νά ξε φυσά από τό κακό του. Ση ούνται πάνω στίς λάσπες καί κώνεται πάλΐ' καί ετοιμάζε άγριοι φθόγγοι βγαίνουν από τά στόματά τους. Ό Κεραυ ται νά τραβηξη τό πιστόλι του. Μιά απότομη όμως λα νός βρίσκεται πολλές φορές σέ άσχημη θέσι, μά τά κόλβή τού Κεραυνού τού λυγίζει πα τής ιαπωνικής πάλης πού τό χέρι καί τό πιστόλι του γνωρίζει τον γλυτώνουν άπό πέφτει κατά γης. Μέ τήν άριστερή γροθιά του, ό Μπίλ τού τήνόρμή τών σιδερένιων μπρά τσων τού γίγαντα. δίνει ένα γερό χτύπημα στο Σέ ,μιά στιγμή βρίσκεται στομάχι, πού τον κάνει νά πιάση τήν κοιλιά του μέ τά καθισμένος στήν κοιλιά τού άντιπάλου του. Μέ γρήγορες δυο του χέρια. γροθιές, χρησιμοποιώντας καί Ό γίγαντας άρμάει ξανά. Ό Μπίλ περιμένει τή γροθιά τά δυό του χέρια, κατορθώνει
22
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΙ
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο
νσ τον ζαλίσει καί να του πάρη τή σφυρίχτρα. Μέ δυο τρεΤς δυνατές γροθιές ακόμη, τον κάνει νά χάση τις αισθή σεις του καί νά ξαπλωθή α κίνητος μέσα στις λάσπες. -—· Τι θά τον κάνουμε; ρω τάει ό Τόμ. — Θά τον δέσουμε καί θά τον άψήσουμε εδώ. "Ίσως τον ξαναβρούμε αργότερα καί τον κάνουμε νά μιλήση. ^Έπειτα, θά προχωρήσουμε μέ προσομη. Οί εχθροί δέν άπέχουν πολύ από αυτό τό δωμάτιο. Είδες πού έβγαλε τή σφυ ρίχτρα γιά νά τούς κάνη σινιάλο; Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΟΝ δένουν καί ακολου θούν τό φαρδύ διάδρο μο,, από τον όποΐο φα νερώθηκε προηγουμένως γαντας. Τό φως δσο προχω ρούν γίνεται καί πιο αδύνα το καί στο τέλος βυθίζονται καί οί τρεΐς τους μέσα στο σκοτάδι. — Ν’ ανάψουμε τό φακό; ρωτάει ό Τόμ. — Όχι! Θά βαδίσουμε χωρίς φως. Μέ τεντωμένα τά χέρια προς τά εμπρός, ό Μπίλ προ χωρεΐ. 5Από πίσω τον κρατεΐ ή Πόλα καί ό Τόμ μέ τή σειρά του είναι πιασμένος άπό τή ζώνη της, γιά νά μή χαθούν καί νά προχωρούν πιο εύκολα. Ό Μπίλ τούς οδηγεί στά τυφλά, άφίνοντας τον ένα δι άδρομο καί μπαίνοντας στον
Τ
άλλο. Κάπου, βυθίζονται τά πόδια του μέσα στή λάσπη ως τά γόνατα. Πολλές φορές ακούει ανάμεσα άπό τις σχι σμές των τοίχων παράξενα σφυρίγματα καί υποθέτει πώς τό υπόγειο θά είναι γεμάτο άπό φίδια καί διάφορα άλλα ερπετά. Πόσην ώρα κρατάει αυτή ή περιπλάνησις; Ούτε κι5 αυτοί τό ξέρουν. Αρχίζουν νά άπελ πίζωνται καί νά πιστεύουν πώς θά χαθούν μέσα σ5 αυ τούς τούς σκοτεινούς λαβύριν θους χωρίς νά βρουν άκρη, ό ταν τό μάτι τού Μπίλ διακρί νει φως, κάπου στο βάθος. Ή καρδιά του, άρχιζε ι νά χο ρεύει... Είναι τάχα ένα φως σαν έικεΐνα πού συνάντησαν προηγουμένως ή κάτω άπ’ αυ τό τό φως υπάρχει τίποτε; —Έσεΐς καθήστε εδώ, λέει φίλους του. Έγώ θά ό στούς γί πεταχτώ μιά στιγμή γιά νά δώ τί συμβαίνει μέσα σ’ αυ τό τό δωμάτιο μέ τό φως. Μήν κινηθήτε ούτε βήμα άν δέν σάς ειδοποιήσω. Τό χώμα κάτω δέν είναι υ γρό. 'Ο Μπίλ γονατίζει καί άρχίζει νά περπατάει μέ τά τέσσερα. "Οσο πλησιάζει προς τό φώς τόσο πιο πολύ χαμηλώνει τό κορμί του. Στο τέλος σέρνεται μέ τήν κοιλιά. Στήν άρχή, προχωρεί χω ρίς μεγάλη άγωνία, μέ τήν έντύπωσι πώς τό δωιμάτιο μέ τό φώς θά είναι μάλλον άδειο. Καθώς όμως πλησιάζει φτάνει στ5 αυτιά του ένα ψιθύρισμα φωνών! Αμφιβάλλει στήν αρχή καί
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
23
«««««««««««««««««««<«««««««««««<««««««««««««««
σταματά τεντώνοντας τά αυ τιά του. Ναι, δεν γελιέται. Είναι φωνές, δυό, τρ·ε?ς φωνές μαζί!... Του περνά ή σκέφι νά γυρίιση πίσω στους συν τρόφους του για νά ζητήση τή γνώμη τους, άλλα κατόπιν παίρνει άλλλη άπό'φασι: Νά προχωρήση μονάχος του, γιά νά δη τί ακριβώς συμβαίνει μέσα σ’ αυτό τό δωμάτιο. Βγάζει τό πιστόλι από τή ζώνη; του και τό κρατά σφι χτά στο χέρι του. "Έπειτα, βάζει στά δόντια του τή σφυ ρίχτρα, γιά νά κάνη σινιάλο στά παιδιά άν τύχη και κινδυνεύση, και προχωρεί μέ τήν κοιλιά... Δεν τον χωρίζει παρά ένα μέτρο από τήν είσοδο του δω ματιού. Οΐ φωνές έρχονται τώ ρα πιο καθαρές, μά δεν μπο ρεί νά καταλάβη ούτε λέξι. "Ε κείνοι πού συζητούν μέσα, χρησιμοποιούν τή διάλεκτο τής πολιτείας και μιλούν τό σο γρήγορα, πού 6έν μπορεί νά ξεχωρίση τΙς προτάσεις, μά ούτε και τις λέξεις. Έτοι μάζεται νά γυρίση στούς συν τρόφους του, όταν τον σταμού τσε ι^ ό ήχος μιάς γνώριμης φωνής, ιμιάς καθαρής σάν κρύ στ άλλο γυναικείας φωνής. «Μπά!... πού έχω ξανα κούσει αυτή τή φωνή;» ανα ρωτιέται ό Μπιλ καί προσπα θεί νά θυμηθή. «Αυτή μοιά ζει σάν τή φωνή τής Πόλα! Μά ή Πόλα βρίσκεται πίσω μου! Πώς είναι δυνατόν νά βρέθηκε μπροστά μου;». Τό αίνιγμα τής γνωστής
φωνής τον βασανίζει γιά λί
γο, όταν μέ μιάς άνοπριχιάζει ολόκληρος. Τώρα τήν άνα γνωρίζει! Ή γυναίκα πού μι λάει μέσα είναι ή βασίλισσα! Τά αυτιά του βουίζουν από τήν ταραχή πού δοκιμάζει... Μά, πώς είναι δυνατόν; Ή βασίλισσα μαζί μέ τον υπα σπιστή πρέπει νά βρίσκεται ,επάνω, μέσα στο δωμάτιό της. Πώς βρίσκεται τώρα σ" αύτό τό υπόγειο; "Αποφασίζει νά συρθή α κόμη λιγάκι γιά νά δή τί συμβαίνει. Ό κίνδυνος είναι μεγάλο^. μά· ή αγωνία τον τυραννεί καί θέλει νά βεβαιωθή γιά τή γυναικεία φωνή. Στριμώχνεται όσο μπορεί κον τά στον τοίχο καί ετοιμάζε ται νά περάση τό κεφάλι του στο άνοιγμα τής πόρτας. Με τανσιώνει όμως καί βάζει σέ ενέργεια ένα κόλπο, πού μό λις εκείνη τή στιγμή τό σοφί ζεται. Βγάζει από τήν τσέ πη του ένα μικρό καθρεφτάκι, τό πιάνει μέ τά δυό δάχτυ λά του από τήν άκρη καί μέ μιά αργή κίνησι τό φέρνει ως τήν πόρτα. Κυττάζει τώρα μέσα του καί ή εικόνα πού βλέπει τον κάνει νά μείνη μέ άνοιχτό τό στόμα! "Επάνω σέ μιά καρέκλα εί ναι δεμένη χειροπόδαρα ή βα σίλισσα! "Αριστερά της, κά θονται δυό άντρες καί δεξιά της άλλοι τρείς. Τήν κυττάζουν μέ ένα βλέμα γεμάτο μί σος καί κάπου - κάπου γε λούν μέ είρωνία καί μέ κακία. -— Αοιπόν; τή ρωτά ό ένας από τούς δυό άντρες πού βρί σκεται αριστερά της σέ κα*
24
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««4
θαρή αμερικάνικη γλώσσα, θά παράδοσης τό βασίλειό σου η όχι; — Σέ ποιόν νά τό παρα δώσω; ρωτά περήφανα ή βα σίλισσα. -— Σέ μένοο! Είμαι- αντι πρόσωπος τής Αμερικανικής κυβερνήσεως και έχω έρθει σαν απεσταλμένος της για νά σού Οιτησω νά παραιδοθής. Είναι μάταιος κόπος νά άντι·* σταθής. Ό Βάγκ μαζί με τή βοήθειά μας θά σέ καταστρέψη μέσα σέ λίγες μέρες. "Αν θέλης νά ζήσης, νά μάς παρά δοσης όλη την πολιτεία σου, μέ όλα τά εργοστάσια, τά όπλα σας, και τά έμπιστευτικά σας μυστικά. — Τί θέλετε τά έπιστημΟ" νικά μου μυστικά, καί τά ό πλα μου; ξαναρωτά ή βασί λισσα. — Τά θέλουμε για νά έξασφαλίσουμε την ειρήνη πάνω στη γή! -έρουμε ότι έχετε έ“ δω όπλα πολύ πιο καταστρε πτικά από τά δικά μας. Κι5 αυτό είναι επικίνδυνο. "Αν δέν παράδοσης σέ μάς τά τρομε ρά ατομικά όπλα σας, κά ποια μέρα θά τά χρησιμοποι ήσετε εναντίον όλης τής γής γιά νά την κατακτήσετε. — "Αν θέλαμε νά κστακτή σουμε τή γή:, θά τό είχαμε κάνει πρίν άπό χιλιάδες χρό νια, όταν έσεΐς πολεμούσατε μέ τά κοντάρια καί τις άσπίδες! Έμεΐς δέν πρόκειται νά κηρύξουμε τον πόλεμο εναντί ον τής γής καί σάς παρακαλούμε νά μάς άφίσετε ήσυ χους. Ποτέ δέν θά προδώσω
την πολιτεία μου καί τούς νό μους της. "Οσο γιά τό Βάγκ, θά τιμωρηθή οπωσδήποτε μιά μέσα όπως του αξίζει! — -έοεις πώς ό Βάγκ αυ τή τή στιγμή κάνει μεγάλη έπίθεσι εναντίον τής πολιτείας σου; — Δέν μέ φοβίζει. Έχω εμπιστοσύνη στήν ανδρεία του λαού μου καί στήν αν δρεία τού "Αρκο, τού Λοϋντι, καί τού Κεραυνού! Ό άνδρας αρχίζει τά γέ λια. — Ιού Κεραυνού, είπες; Χά... χά!... Νομίζεις πώς μπο ρεΐ ένα παλιόπαιδο· νά τά βά λη μέ μένα, μέ τον Βάγκ καί υέ τήν Αμερικανική Κυβέρνησι; Ό Μπίλ ακούει τό γέλιο τού συμπατριώτη του καί τού έρχεται τό αίμα στο κεφάλι. Χωρίς νά σκεφτή, τί κάνει, πε τάγεται όρθιος, πιάνει τό ά νοιγμα τής πόρτας καί, προτείνοντας τό πιστόλι του, φω νάζει μέ μ ιά βραχνή καί απει λητική φωνή: -— Ψηλά τά χέρια! ! ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΗΣ ΣΥ,Μ’ΜΟιΡ I ΑΣ
ΑΠΟΙΟΣ κάνει νά κιινη|θή, αλλά μιά σφαί ρα του τρυπάει τό χέ ρι καί τον κάνει νά ουρλιάξη άπό τον πόνο. Πέντε ζευγά ρια χέρια σηκώνονται ψηλά. — "Ολοι στον τοΐχο!, δι ατάζει άγρια ό Κεραυνός. Καί οί πέντε άντρες στρι μώχνονται στον τοίχο, πίσω άπό τή βασίλισσα, Ό Μττ]Λ
Κ
ΚΕΡΑΥΝ02
25
>»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»>»»>»>»>»»»> παίρνει τό πιστόλι του μέ τό Οί πέντε άντρες τον πλησι αριστερό του χέρι ενώ μέ τό άζουν, τον σηκώνουν επάνω δεξιό του προσπαθεί νά βγά- καί„ αφού τον καθίζουν σέ έ λ η τό στιλέττο από τή ζώ νη να κάθισμα, τον δένουν κι* αυ του, για να κόψη τά δεσμά τόν χειροπόδαρα απέναντι τής βασίλισσας. Θυμάται ό στή βασίλισσα, πού τον κυτμως πώς τό στιλέττο του έπε τάζει μέ θλίψιι γιά τό πάθη σε μέσα στη λίμνης τή στιγ μά του. μή πού πάλευε μέ τό χταπό— Λοιπόν, έχεις μεγάλη δι. λ πεποίθησι στον Κεραυνό σου; Τό μυαλό του ξεκαθαρίζει τήν κοροϊδεύει ό Αμερικανός. και θυμάται τούς συντρόφους Ή βασίλισσα δέν τού ά του. Ή σφυρίχτρα όμως του παντά. έχει πέσει, καθώς πετάχτηκε — Έσύ γιατί προδίδεις επάνω για νά φωνάξη. Δεν του τήν πατρίδα σου καί συμμα μένει τώρα παρά νά φωνάξη χείς μέ τούς εχθρούς της; ρω μέ τό στόμα του τούς φίλους τάει κατόπιν τό Μπίλ. του. — Γ ιά μένα ή Λίντα καί Ετοιμάζεται ν’ άνοιξη τά όλοι οι υπήκοοί της δέν είναι χείλη του, όταν βλέπει τό πρό εχθροί. Μέ έσωσαν άπό βέ σωπο τής βασίλισσας νά βαιο θάνατο όταν ό φίλος σου χλώμιάζη από τρόμο καί να ό Βάγκ ανατίναξε τό πλοΐο, κυττάζει προς τήν πόρτα πού καί έπνιξε τόσους άνθρώπους βρίσκεται πίσω του. Γυρίζει στή μέση στον ωκεανό. Ή βα γοργά, μά αισθάνεται μιΐά δυ σίλισσσ δέν απειλούσε κανένατή γροθιά στο σβέρκο του ναν κι5 ούτε είχε σκοπό νά πού τον κάρει νά πέσηι μπρού μάς κάνει κακό. Έσεΐς τήν μυτα χάμω, χωρΐ-ς νά βγάλη πολεμάτε γιά νά πάρετε στά άχνα από τό στόμα του. χέρια σας τά επιστημονικά Ή ζάλη τού κεφαλιού του της μυστικά. Κι.3 αυτό δέν εί ναι σωστό. Ή άμερικανική περνά γρήγορα και ανοίγει τά μάτια του. Βλέπει μέ τρό κυΐβέρνηισις κάνει ένα μεγάλο μο τό απαίσιο πρόσωπο του ,σφάλμα. "Έχει συμμαχήσει, ί γίγαντα, πού είχε νικήσει και σως χωρίς νά τό ξέρη, μέ έγδέσει, λίγα λεπτά νωρίτερα! ,κληματίες! Τον πιάνει κρύος ιδρώτας στή — ’Άν δέν τά πάρουμε ε σκέψι πώς ό γίγαντας θά θέ μείς, θά τά πάρη κάποιο άλ ληση νά τον Θκδικηιθή γι5 αυτό λο κράτος. Καί τότε; πού τού έκανε πιο πρίν! Α — Όχη ή Λίντα δέν τά δί πό τά μπράτσα του κρέμον νει σέ κανένα! Δέν θέλει, αυ ται άκόμα μερικά κομμάτια τή καί οί σοφοί πού κυβερνούν άπό τό σκοινί, πού φαίνεται τή χώρα αυτή, νά προκαλέση πώς, όταν συνήλθε, τό έσπα έναν παγκόσμιο πόλεμο δίνον σε μέ τήν τρομακτική μυϊκή τας τά μυστικά τους σέ μια δύναμί του. χώρα τής γης. Αφήστε τους
26
ΚΕΡΑΥΝΟ
««««««««««««««««««««««««««««««««««««<««««««
λοιπόν ήσυχους. Ποτέ δε μάς πείραξαν, κι.5 όμως έμεΐς θέ λουμε νά τούς καταστρέψουμε επειδή βρέθηικαν λίγοι προδό τες μέσα απτό τα βασίλειό τους! — Ξέρεις πώς θά σε κρεμά σω μέσα στην κεντρικότερη πλατεία τής Νέας Ύόρκης; τον απειλεί ό "Αμερικανός καί τον πλησιάζει. ' — Μην κινηθή κανείς από τη θέσι του! Ή καρδιά του Μπίλ χτυπά χαρούμενα. Βρίσκεται* καθι σμένος με την πλάτη του προς την πόρτα καί δεν βλέ πει, μά γνωρίζει τή φωνή του Τόιμ. Τά πρόσωπα των εχθρών τους κυττάζουν έκπληκτα τό νεοψερμένο παιδί, που τούς
προτείνει απειλητικά τό στόλι. — Πήγαινε, Πόλα, νά σης τή βασίλισσα κι5 επί τον Κεραυνό. Ή κοπέλλα προχωρεί τό στίλέττο στο χέρι. Φτ< κοντά στή βασίλισσα καί κόβει τά δεσμά. Κατόπιν * χωρεΐ προς τον Μπίλ. Τή στιγμή εκείνη κάτη κινείται. Ό Τσμ ξαφνιάζω καί πυροβολεί στον αέρα, κακή τους τύχη όμως ή σι ρα βρίσκει τό γλόμπο καί κάνει θρύψαλλα. Τό δω*μ( βυθίζεται στο σκοτάδι, έν( να σωστό πανδαιμόνιο £ λουθεί. Ή Πόλα προφτο νά κόψη μόινο τό σχοινί δένει τά πόδια του Μ·
Δίνει Ενα σάλτα καί πετάγεται στηιν πόρτα.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ 27 <««««««««««««««««««««««««««««««««««<««<«««««««
"Ενα θεόρατο ανθρώτη/νο σώιμα του πέφτει έττάνο και τον κάνει να μαυγγ,ρίση άττό τον πόνο.
-αφνιασμένη άπό το σκοτάδι, όρμάει προς την πόρτα καί τρέχεΐι προς τα έξω. Ό Μπίλ σηκώνεται επάνω με τα πό δια ελεύθερα και τα χέρια άκάμηι δεμένα στο κάθισμα. Αέν ξέρει τί να κάνη. Ακούει τή φωνή τής βασίλισσας δίπλα του, πού κάποιος την αρπάζει στα χέρια του, μα δεν μπορεί νά την βοηιθήση. Καταλαβαί νει πώς έκεΐνο πού πρέπει νά κάνη, είναι νά φύγη. Όρμάει προς την πόρτα τσαλαπατώντας ένα κεφάλι καί βγαίνει στο διάδρομο, σέρνοντας πάν τα τό κάθισμα κολλημένο πί σω του. Τρέχει δσο μπορεί πιο γρήγορα μέσα στο σκο τάδι γιά νά άπομακρυνθή καί, αφού προχωρεί αρκετά, στρι
μώχνεται σε μιά γωνιά. Προσ παθεΐ τώρα μέ κάθε τρόπο νά απαλλαγή, άπό τό κάθισμα καί νά λύση τά χέρια του. Στο τέλος τό κατορθώνει. Τί πρέπει νά κάνη τώρα; Νά τό ερώτημα^ πού τον βα,σα^ίζθΐ.* Πού είναι οί φίλοι του; Τί έγιναν οί εχθροί του; "Αρπαξαν τή βασίλισσα καί έφυγαν; Πώς θά τούς αντιμε τώπιση άν τούς βρή; Ούτε πι στόλι του έμεινε, ούτε κανένα άλλο όπλο. Μέ τις σκέψεις ακόμη μπερ δεμένες ετοιμάζεται νά γυρίση πίσω. Καθώς δμως άπλώνει τά χέρια του καί ψαχου λεύει μέσα στο σκοτάδι, πιά νει ένα σώμα. Χωρίς νά καλό σκεφτή αρπάζει τόν άγνωστο
28
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΣ
«<««««««««<«<«{««««««<«««««««««««««««««««««««««4
άνθρωπο και τον σφίγγει με δύναμι μέ τά διό του χέρια, έτοιμος νά τον τετάξη; μέ δύναμι κάτω. Ένα βογγητό, ένα γυναικείο βογγητό, τον κά νει νά χαλαρώση τό σφίξιμο. -— Πόλα!,. κάνει. Έσύ είσαΐ', Πόλα; —· Κεραυνέ!., του άποα/τά ή γυναίκα. Είμαι ή βασίλισ σα! — Ή βασίλισσα; Κατάψερες νά γλυτώσης; Προς τά που πήγαν οι εχθροί μας; — Φοβάμαι ;πώς θά μάς βρουν, γιατί μου φάνηκε πώς κάποιος μέ ακολούθησε! — Πάμε νά φύγουμε γρήγορα! Πιάνονται χέρι - χέρι καί ξεκινούν. Δέν προλαβαίνουν νά κάνουν ούτε δυο βήματα, όταν ή κρύα λάμψι ενός ψατ κού τούς χτυπάει στά μάτια. Είναι ό φακός του γίγαντα! Ό Κεραυνός όρμάει επάνω του καί τον χτυπάει μέ λύσσα στο στομάχι. Ό γίγας όμως δέν πέφτει. Βγάζει τό πιστό λι καί ετοιμάζεται νά πυρο βόληση. Ό Μπίλ νοιώθει τώ ρα πώς τίποτε δέν τον γλυτώ νει* από τό θάνατο καί κλείνει άθελά του τά μάτια. "Ομως τό πιστόλι τού γί γαντα δέν πυροβολεί! Κά ποια βλάβη έχει πάθει! ^ Ό Μπίλ βρίσκει ευκαιρία νά ρι χτή επάνω του καί νά τού τό αρπάξει μέ μιά έξυπνη λαβή. Ό αντίπαλός του τώρα στηρί ζεται στον τοίχο καί ετοιμά ζεται νά έπιτεθή. Την Υδια στιγμή μπαίνουν δυο άνθρω ποι ακόμη μέσα στο δωμάτιο.
Είναι ό Αμερικανός καί ένας άλλος! Ό Μπίλ κυττάζει ολόγυρά του μήπως ^διακρίνει καμμιά έξοδο, μά δέν βρίσκει τίποτε. Αναγκάζεται νά σηκώνη τά χέρια καί νά σταθή πλάϊ στη βασίλισσα. Τώρα πιά τίποτε δέν μπορεί νά τούς σώση καί ν’ άλλάξη, την κατάσταση Εί ναι αιχμάλωτοι τής συμμορί ας! Ή τύχη τους κρέμεται από τά χέρια τού γίγαντα καί του Αμερικανού! Ή ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΟΥΣ αναγκάζουν νά προχωρήσουν μέ τά χέρια ψηλά καί νά βγουν από τό σκοτεινό δωμά τιο. Προχωρούν σέ ένα μακρύ διάδρομο καί, φτάνοντας στο τέλος του, στρίβουν δεξιά. Έκεΐ μπαίνουν σ’ ένα άλλο δω μάτιο πού φωτίζεται από ένα άδύνατο φως. Υπάρχουν καί κεΐ μερικές πρόχειρες πολυ θρόνες. Οί δυο άντρες κρατούν τά πιστόλια καί ό γίγας μέ τό απαίσιο πρόσωπο παίρνει ένα σκοινί καί τούς δένει τον καθένα πάνω στο κάθισμά του. Τούς σπρώχνουν καί τούς δυο κοντά στον τοΤχο καί κά θονται απέναντι τους. — Ή ώρα τού θανάτου σας δέν θά άργήση νά έρθη, απειλεί ό Αμερικανός. Θά σάς παραλάβη ό Βάγκ πού εσένα ιδιαιτέρως, Κεραυνέ, σέ έχει μεγάλο άχτι·. "Έστει λα νά τον ειδοποιήσουν γιά την αιχμαλωσία σας. Σέ λί
Τ
£
Ρ
Α
Ϋ
Ν
-
~
<<««<««««««««««««««««<««««<<<^<<<<«<^<^<<^<<^<<^<<<<<<<<< γη. ώρα θά είναι εδώ. Τότε,
άλλοι μονό σας! Μπαίνει ένας άντρας άκόμη στο δωμάτιο. — Τί έγινε; τον ρωτά ό "Α μερικανός. Βρήκατε τούς άλ λους δυο; —- Όχι, δεν μπορέσαμε μέ κανένα τρόπο νά τούς βρού με. φαίνεται πώς κάπου έχουν κρυφτή.
Ό Μπΐλ χαίρεται στη σκεψι πώς ή Π όλα μέ τον Τόμ γλώτωσαν. Ποιος ξέρει, -μπο ρεί νά κάνουν κάτι για νά τον γλύτωσαν. Ποιος ξέρει, μπο— Πήγαινε έξω καί πρόσε γε νά -μη φανερωθή κανείς, τον διατάζει ό Αμερικανός.^ Εκείνος βγαίνει καί αρχί ζει νά κάνη βόλτες έξω από την πόρτα. Ό Μπίλ νοιώθει ξαφνικά πίσω του κάτι νά ανέβαίνη στην πλάτη του. Είναι ένα πράγμα ζωντανό! Σίγουρα, είναι κάποιος ποντικός πού θά ξεφύτρωσε από καμμιά τρύπα του τοίχου! Κάνει νά κ.ινηιθή γιά νά τον δίωξη,,, αλ λά μιά σκέψι συγκροτεί την κίνησί του: άν ό ποντικός άρχίση νά δαγκώνη τό σκοινί πού τον έχουν δεμένο; Ό ποντικός όμως, αντί νά δαγκώση τό σκοινί, αρχίζει νά ροκανίζη τά ρούχα του. "Έ χει1 σκαρφαλώσει στο κορμί του καί δεν νοιάζεται γιά τη συζήιτηισι πού έχει ανοίξει ό Αμερικανός. Νά όμως πού ένας άλλος ποντικός τού κάνει παρέα, "Αρχίζει κι" αυτός κάτι νά δαγκώνη... Ό Μπίλ μέ δυ
σκολία κρατόει τη χαρά του καί διατηρεί Απαθές τό πρό σωπό του! Ό δεύτερος πον τικός ροκανίζει τό σκοινί! Ναι, αρχίζουν τά δόντια του νά τρίζουν ελαφρά - ελαφρά. Ευτυχώς πού ο "Αμερικανός μέ τό γίγαντα ουζητούν αδιά κοπα καί δεν άίκοΰν τό τρίξι μο των δοντιών του — "Άργησε έ Βάγκ, λέει σε μιά στιγμή καί κυττάζει τό ρολόι του. Ό Μπίλ άγωνιά, "Ολες του τις ελπίδες τις έχει στηρί ξει στον ποντικό, τού λές καί τον έστειλε ό Θεός γιά νά τον βοηΐθήση. "Άν έξακολουθήση ακόμη τό ροκάνισμα, ώσπου νά έρθη ό Βάγκ, τά χέρια του θά είναι ελεύθερα! Προσπα θεί νά μένη όσο μπορεί ακί νητος, σαν μαρμαρωμένος, γιά νά μη φοβίση τούς ποντι κούς. Περνούν μερικά λεπτά,, πού φαίνονται στον Μπίλ ολόκλη ροι αίώινες. Ό ποντικός κάνει ξένοιαστος τή δουλειά του ε πάνω στο σκοινί, ενώ ό πρώ τος έχει1 χωθή στα ρούχα του καί τού γαργαλάει την πλά τη. Ό σκοπός, πού κάνει βόλ τες έξω στην πόρτα, μπαίνει μέσα καί λέει στον "Αμερικα νό : —- Ακούω βήματα, κάποι ος έρχεται. Οι δυο άντρες ετοιμάζουν τά πιστόλια τους καί βγαί νουν έξω, ενώ ό γίγαντας δεν τό κουνάει ρούπι άπό τούς δυο αιχμαλώτους. ' — Είναι ό Βάγκ!, κάνει ή βασίλισσα τρομαγμένη.
30 ΚΕΡΑΥΝΟΣ »»»»»»»>»>^>>>>»^»»*>^>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» »· Μή φοβάσόι, της άπαν στον "Αδη, ενώ τό στιλέττο τα ό Τάμ. "Εχω ιπά μικρή ελ σε βασανίζει καί λιγάκι... πίδα. Σηκώνει τό χέρι του καί — Φοβάμαι πώς τίποτε δεν ετοιμάζεται νά τό κατεβάση θά μπόρεση νά μάς γλυτώση στο κεφάλι του Μπίλ. Ή βασι άπό το θάνατο. Ό Βάγκ θά λ ι σσ α. πλάϊ τ ου β γάζε ι μιά μάς σκοτώση χωρίς οίκτο. κραυγή καί λιποθυ 'Από που μπορούμε νά περι τρομερή μάει. Ό Κεραυνός δμως ση μένουμε βοήθεια; κώνει τό αριστερό του χέρι Μόλις τελειώνει τά λόγια καί αρπάζει τό μπράτσο του της, ένας ψηλός άντρας μπαί Βάγκ πού κατεβαίνει με ό νει μέσα. Τά μάτια του πεστιλέττο, ενώ με τό δεξιό του τοΟν φλόγες μίσους. Κυττάζει τον χτυπά με όση δύναμι μπο γιά λίγο τη βασίλισσα καί ρεΐ στο σαγόνι... "Επειτα χωρίς έπειτα καρφώνει τό βλέμμα νά χάση καιρό, δίνει ένα σάλ του στον Μπίλ. Είναι ό Βάγκ! το καί πετάγεται στήν πόρτα, Ό τρομερός καί αίμοβόρος πριν νά συνέλθουν άπό τήν Βάγκ! ταραχή τους οϊ άλλοι. Ό σκο — Στην κοιλάδα σάς γλύ πός, βλέποντάς τον ξαφνικά τωσε ή τρύπα, λέει με απει μπροστά του, τά χάνει καί τό λητική φωνή κοπάζοντας πάν · βάζει στά πόδια. Με δυο πη τακτόν Μπίλ. Έδώ δμως μπο δήματα, ό Κεραυνός τον προ ρείς νά μου πής ποιος θά σε φταίνει καί με μιά τρικλοπο γλυτώση; Μήπως καμμιά τρύ διά τον ξαπλώνει φαρδύ-πλαπα πάλι; τύ κάτω, παίρνοντάς του τό "Ενα άλάφρωμα απότομο πιστόλι καί τό φακό. αισθάνεται ξαφνικά ό Μπίλ σε Στρίβει δεξιά καί άριστεόλο του τό σώμα. Ό ποντι ρά, στήν τύχη, γιά νά άποκός έπρόλαβε επάνω στην πιο μακρυνθή άπό τον κίνδυνο. Α κρίσιμη στιγμή καί του έκο κόμη δεν μπορεί νά τό π στέ ψε τά δεσμά. Παίρνει1 όλο τό ψη πώς ένας ποντικός του έ χαμένο του θάρρος καί περι σωσε τή ζωή. Σκέπτεται τή μένει. Περιιμένει τήν κατάλ βασίλισσα πού έμεινε στά χέ ληλη στιγμή γιά νά όρμήση. ρια του Βάγκ. Τό αίμα του κοχλάζει· μέσα «Πρέπει νά τούς τήν πάρω στις φλέβες του. Βλέπει τον πίσω» συλλογίζεται. ^Μονά Βάγκ νά προχωρή. Κρατεί χος μου δμως δεν μπορώ. Ποΰ στο δεξιό του χέρι ένα στιλέτνά βρίσκεται άλήθεια ό Τόμ το. — Τό προτιμώ άπό τό πι καί ή Π όλα; "Εχουν συναντηθή πουθενά ή περιπλονώνται στόλι, κάνει ό Βάγκ καί τό άπό δω καί άπό κεΐ μέσα στά πρόσωπό του πλημμυρίζει άπά μια άγρια χαρά. Ή σφαί σκοτάδια; Πώς θά μπορέσω νά τούς βρω τάχα;» ρα σε στέλνει μιά καί κοώή
Κ 1 Ρ Α ¥ Η 5 I _ Μ ' II «««««««<«««««««««««««««««««<«<<<«««^«<«««««««««« -— Μπίλ, ιΤμσστε τυχεροί πού σε βρίσκουμε!, τοΰ λέει ό Λοΰντι·. Σέ άμιζα γιά αιχ Ε ΜΟΝΟ δπλο του την ελπίδα καί τό πι μάλωτο. Καί ή βασίλισσα; στόλι,, αρχίζει την πε Μήπως κατώρθοσε νά ξεφύριπλάνηση από δωμάτιογη;σε δωμάτιο καί από διάδρομο σε Ό Μπίλ τούς εξηγεί τά κα διάδρομο. Βαδίζει μέ προσο θέκαστα καί το>ς ρωτάει νά χή γιατί φοβάται μήπως πέτου πουν πώς τυναντήθηκαν ση ξανά στα νύχια τής συμμο μέ τήν Πόλα καί πώς κατέβη ρίας. Ή τύχη, πού μέχρι τώ καν στά υπόγεια ρα τον έχει γλυτώσει· από — Ανέβηκα έ/ώ στο πα τή μανία του αίμοβό,ρου Βάγκ λάτι καί ειδοποίησα, του εξη δεν θά μπόρεση νά τον βοηγεί ή Πόλα. Ό Ταμ που βρί θήση πιά. σκεται; «"Αν μπορούσα νά ανεβώ ,— Ούτε καί γώ ξέρω. Ελ στο παλάτι για νά ζητήσω πίζω νά κοιμάται σέ καμμιά την οδηγία καί τή συμβουλή ήσυχη γωνιά. Αλήθεια, τί γί του "Αρκά...» συλλογίζεται. νεται επάνω στην πολιτεία, «Πώς όμως νά ανέβω, μέσα ΛοΟντ ι; σ’ αυτό τον ατέλειωτο λαβύ —Οί μάχες δίνουν καί παιρ ρινθο τών σκοτεινών διαδρό νουν. Οί δικοί μας κρατούν μων καί δωματίων πού έχω όμως γερά. χαθή;» — Γιατί δεν χρησιμοποιεί Ή υπερέντασι τών νεύρων τε τά άτομικά όπλα; διαμαρ του έχει τσάκισει κυριολεκτι τύρεται ό Μπίλ. κά τό σώμα. Κάνει· νά άκου*· — Γ ιατί δέν θέλουμε νά μπήση πάνω στον τοΐχο γιά καταστρέψουμε τήν πολιτεία νά ξεικουραστη, όταν τό αυτί μας. "Ας άψίσουμε όμως τώτου παίρνει τόν ψίθυρο μιας ρα τά λόγια καί ας προσπα φωνής, όχι πολύ μακρυά του! θήσουμε νά βρούμε τά ίχνη ...Ετοιμάζεται νά κρυφτή σε μιά γωνιά μά δεν προλαβαί τής συμμορίας. Καλύτερα ό μως νά χωριστούμε σέ δυο ο νει νά ικάνη τήν παραίμικρή μάδες. Έσύ Μπίλ μαζί μέ τήν κίνηισι. Μιά πλατειά λουρίδα Πόλα καί τόν έναν άστυνομΐ1* από τό φώς ενός μεγάλου φα κό θ5 άποτελέσετε τή μιά ο κού τόν λούζει όλόκληρο ! Εί μάδα. Μόλις συναντήσετε κά ναι τώρα πιά χαμένος! Σκέ τι ύποπτο κάνετε μου σινιάπτεται νά τά παίξη δλα γιά λο μέ τή σφυρίχτρα. δλα καί σηκώνει μέ βιασύνη τό πιστόλι του. Του μένει ό Οί δυο μικρές ομάδες χω* μως ξερό τό χέρι μπροστά ρίζονται καί τραβά ή κάθε στά πρόσωπα πού διακρίνει μιά τό δρόμο της. "Ετσι χω απέναντι του. Είναι ό Λσΰντι ρισμένοι, έχουν περισσότερες μέ τήν Πόλα και μέ άλλους πιθανότητες νά συναντήσουν Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Μ
η συμμορία ιμέ τϊν αίχμάλωη βασίλισσα. Καθώς ττροχφεΐ ή ομάδά Γού Κεραυνού, ό σύντροφος του σταματάει ίέ μιά στιγμή και τεντώνει τόαυτί του; — Θόρυβος!, κάνει. Ό Μπίλ σαματάει καί στήνει τ’ αυτί ου. Δεν γελιέ ται ό σύντροψ>ς του. Είναι ένας μονότονο ( θόρυβος, πού όμως, αντί νά τον φσβίση,, τον κάνει νά γελάιτη. — Οι εχθροί μας!, ψιθυρύ ζει ό άλλος, — Όχι!, τού απαντάει ό Μπίλ. Είναι ό φίλος μας ό Τόμ, πού το έχει ρίξει στον ύπνο! Άκιοΰς, Πόλα; Είναι το ροχαλητό του! Στρίβουν τώρα προς την κατευθυνσι τού ροχαλητού. Προχωρούν αργά δμως, γιατί τό σκοτάδι δεν τούς αφήνει νά δουν. ^ Καθώς πλησιάζουν στον Τόμ, έτσι στά καλά καθούμε να, ό Μπίλ αισθάνεται ένα δυ νατό χέρι νά τον σπρώχνη α πότομα καί νά τον ρίχνη κά τω! Έπειτα νοιώθει ένα σώ μα νά όρμάει1 επάνω του καί νά προ σπάθή νά τον πιάση άπό τό λαιμό για νά τον ττνίξη· —- Πόλα, φώς !, κατωρθώνει ν, άρθρώση ό Μπίλ πριν τά χέρια τού αγνώστου τού σφίξουν τό λαιμό. ^Αντί γιά την Πόλα όμως τού άπαντά ένας στεναγμός καί^ ό γδούπος ενός σώματος πού πεφτει κάτω. Τά έχει κυριολεκτικά χαμέ
να καί δέν ξέρει· τί συμβαίνει, Ό σύντροφός του είναι αυτός πού προσπαθεί νά τόν πνίξη ή κάποιος άλλος; Μέ μιά αποφασιστική κίνη ση άναποδογυρίζει τόν εχθρό του καί προσπαθεί νά τού ξεσφίξη τις παλάμες άπό τό λαιμό του. Μέ τό γόνατό του τόν χτυπάει στο στομάχι πολ λές φορές. Τά χέρια τώρα τού αντιπάλου του χαλαρώνουν. Χωρίς αργοπορία ό Μπίλ τρα βάει τό 'στιλέττο καί χτυπάέι στά τυφλά. Τό σώμα τού ε χθρού του χάνει· τώρα κάθε ίχνος ζωής καί κυλιέται μουγχρίζοντας. Ό Μπίλ ανάβει τό φακό του καί ρίχνει τό φώς του στο πρόσωπο τού νεκρού. Είναι ό σύντροφός του. Ποιος θά τό πίστευε πώς ένας ακόμη, προ δότης τής βασίλισσας υπηρε τούσε στις τάξεις τής αστυνο μίας; Ή Πόλα δίπλα είναι πεσμέ νη κάτω καί προσπαθεί νά ση κώθή κρτώντας τό χτυπημένο κεφάλι _της μέ τά δυο χέρια. -— Τί έπαθες; τήν ρωτά ό Μπίλ. — Τή στιγμή πού μού ζή“ τηισες φώς, δέχτηκα μιά τρο μερή κλωτσιά στο στήθος καί κυλίστηκα κάτω χωρίς νά μπο ρώ νά μιλήσω καί νά κάνω τί ποτε. Εσένα τί σοΰ συνέβει; Πού είναι ό σύντροφός μας; Ό Μπίλ τής τόν δείχνει ξαπλωμόνον κατά γής. Ή κοπέλλα ανατριχιάζει βλέποντάς τον. — Μή λυπάσαι, Πόλα. Εί-
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
33
<««««<««««««««««««««««««««««««««««χ«««««««««««
ναι κΓ αυτός ένας ύπουλος προδότης πού δυστυχώς υπη ρετούσε στην αστυνομία. Και τώρα δρόμο για τό φίλο μας. Τό ροχαλητό: μεγαλώνει. Λεν τούς χωρίζει τώρα οστό τον Ταμ παρά λίγη: άπόστασΐ. — Μττίλ! τό νσυ σου, Μττίλ! Ή Π όλα τον γραπώνει σφι χτά από τό μπράτσο καί τον τραβάει κοντά της. — Τί συμβαίνει Πάλα; τή ρωτά όσο πιο σιγανά μπορεί. — Κάτι κινήθηκε στο σκο τάδι, Μπίλ! Π-ράσεξε! Ό Κ ερ αυνό ς όπ ι σθοχω ρ εΐ. Τό μυαλό του δουλεύει γοργά καί από τή μιά σκέψι πηγαί νει στην άλλη: Μήπως άραγε οι εχθροί τους έχουν χρησιμο ποιήσει τον Τόιμ μέ τό ροχα λητό του σάν ζωντανή παγίδα γιά νά τούς πιάσουν; Στρίβουν σε ,μ.ιά γωνία καί
γονατίζουν κάω. Περνούν αρ κετά λεπτά χάρις νά συίμβή άπολυτως τίποε. — Θά πάω ιιά στιγμή μο νάχος μου ως Λν Τόμ, Π όλα. Περίμενέ με κα στο παραμι κρό πού θά άκοισης τρέξε κον τά μου. Αρχίζει νά σώνεται μέ τήν κοιλιά. "Οσο προχωρεί τόσο διστάζει. Κάτι τ>υ λέει μέσα του πώς ό φίλος του1 θά γίνη ή καταστροφή του. Έν τού τοι ς, δεν μπορεί νά τον άφίση εκεί, χωρίς νά τό^ πλησιάση, χωρίς νά τον πάρη μαζί του. Προχωρεί καί φτάνει τόσο κοντά του μέσα στο σκοτάδι, ώστε νά διακρίνη; τό ξαπλω μένο του σώμα,. ΈτοκμάΓεται ν’ άπλώση τό χέρι του δταν ένα μεγάλο ανθρώπινο· σώιμα πέφτει επάνω του καί τον κά νει νά βογγήση άθελά του α πό τον πόνο...
ΤΙΕΛιΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕ,ΡΟΥΣ
Κείμενο: ΠΟΤΗ ΣΤΡΑΤΙΚΗ Απαγορεύεται ή άναδημοπίευσις
Οί Κύπριοι άναγνώσται μας Μπορούν νά προμηθεύονται δλα τά παρελθόντα τεύχη «Μ. "Ηρωος», «Ύπε ρ ανθρώπου», «Τάργκα», «Γεράκι», «Παιδικού Πανεπιστημίου», «Μ. Ιππότη» καί «Γέλιο του Παιδιού» από τό Βιβλιοπωλεΐαν ΑΓ ΓΈΛΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Βαρόσια Κύπρου.
I |
Κ
Ρ
ΠΑΡΑΞΕΝΟ
Α
Υ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ν ΓΙΑ
Ο ΠΑΙΔ
I
Γραφεία: Όδός Αέκκα 22 Φ 3Αριθ. 4 Δ Τιμη__δρ«χ
ί> |
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, 3Αθη καί Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τι .ραφείου: 3 Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, ΚαλλιΙ
ξ
^^ΝΛΛΛ/ν/νΝΛΑ^ννν^νννννΝΛΛΑΛΑ^νννννν
Στο επόμενο τεύχος, τό 5, πού κυκλοφορεί ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
Η ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΘΘΝ. ό μικρός Κεραυνός και ό φίλος του Τόμ ό ύπνο βγαίνουν επιτέλους από την υπόγεια χώρα τής σίλισσας Λίντας καί ανεβαίνουν στη Νέα Ύό για να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα τους για τη σι ρία του κόσμου! "Ένα τεύχος πού θά με ίνη αλησμόνητο!
Μην ξεχώσετε νά τΐάρετε τό
ϊεϋιος 100 τού «Μικρού 'Ήρωος», πού θά περιέχει εντελώς ρεάν μια νέα εικονογραφημένη ταυτότητα!
ΧΡΥΓΜ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΈΝ Τ2 ΜΕΤΑϊν ΣΤΗ ΧΡΥΣΗ ΠΟΛΗ...
ΜΕΓΑΛΕ βΑΖΙΑΗΑ
*Αι ΘΕΕ ΜΑΣ, ΛΕΥΚΟ· ΑΜΘΡ^ΠΟΙ βΡ|£ΚΟΛ>ΤΑ/ κοντά ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΓΟΥ, Μ6ΙΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓ-
ΡΧϊΙ ΘΕΛΗΣΕΙ ΝΑ ΜΑΖ βΣΜΖ Μ* ΕΚΕΙ/ΥΟ ΤΟ &ΡΑΧΟ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥί
ΛΕΥΚΟΙ ΑΝΘΡ9Π0Ι; ΜΑ ΤΟΥΣ Π·Α?ΕΤΕ ΚΑΙ ΜΑ ΜΟΥ ΤΟΥΓ ΟΕΡΕΤ' ΕΔ°· ΓΡΗΓΟΡΑ' ΜΜ ΣΑΣ ΞίόΥΓΟΥ(ΥΓΙΑΤΓΘΑ ΠΕΓΗ Η ΚΑΤΑΡΑ
Μου ΠΑΜΡ ίΓΑΣ ! γρήγορα.
ΜΟΥ ΕΚΛΕΗ»€ ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΜΟΥ ΜΑ ©Α | 0Ρ© ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΤΟΝ ΕΚΔΙΚΜβδί ΝΑ! £2}** ΖΡ ΤΑ ΣΚΟΙΝΙΑ ΜΟΥ! ΕΙΜ* ΕΛΕΥΘΕΡΗ ! ^ ΕΙΜ’ Ε ΑΕγθΕΡΗ ί
ΧΙΑΣΟΥ! ΑΜ ΕΙΝ Ρ·
ΔΕΝ ΗΓΑΝ£ ΓιΑ
ΓΑΙ! Το ΕΤΟΙΜΑΖΑ Γ/Α
ΚΕιμομΙ γ/α κειμομ ΤΟΝ Α<ΜΤε·|ΟΑ! ΤΟΝ I ΚΑΚΟΥΡΓΟ ! -__ ^
Αλήθεια
οα' λυτά
ΠΟΥ ΛΕΣ ΘΑ Ι£ βϋ Μ$ΗΣ<7ΥΜ£!
<
’:***·*··
?·..*·.; ·Λ; · -
ι
»
'·'·- ·/;· .· - ..*τ·ν
ΠΑΛΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
τό φίλο του, νά ειδοποίηση την Πόλα πού κρύβεται λίγα ΓΙΓΑΝΤΑΣ χ βγάζει μέτρα μακρυά του καί νά ξαφενα ουρλιαχτό θριάμνιάση τον αντίπαλό του. 'βου (*). Τό δεξιά του χέρι είναι ώπλισμένο μέ ένα Πράγματι, ή Πόλα άφίνει τη σκοτεινή της κρύπτη καί μακρύ και μυτερό στιλέττο. τρέχει κοντά στον φίλο της. Ό Μπίλ τό παίρνει εϊδησι Δεν χρειάζεται όμως τώρα ή καί προσπαθεί μέ όλες τίς δυ βοηθέ ιά της. Ό Μπίλ, μέ μιά νάμεις του να άναποδογυρίση ύπερέντασι των μυών του, κα τον εχθρό του. Μά εκείνος έ τορθώνει νά πιάση τό ώπλιχει γαντζώθή έττάνω του καί σμένο χέρι του γίγαντα καί τον έχει σκεπάσει ολόκληρο νά ξεγαντζωθή από τό τρο μέ τό πελώριο σώμα του. μερό του βάρος. Ή στιγμή είναι τρομερά επικίνδυνη για τον Κεραυνό. Ό γίγο?ντας, προσπαθεί κι5 * Απλώνει τό χέρι του καί αρ αυτός μέ τή σειρά του νά καπάζει τον Ταμ από τό πόδι. τεβάση τό στιλέττο μά τά Νοιώθει Ομως την κρύα αιχμή πέντε δάχτυλα· του παιδιού, του στ ι λεπτού νό: τον άγγίζη σαν αλύγιστο ατσάλι τού στήν πλάτη καί βγάζει μιά κρατούν τό χέρι του ψηλά. δυνατή φωνή για νά ξυπνήση Μέ μιά κίνησι άκόμη, ό Μπίλ τού ξεφεύγει τελείως καί τον '(*) Διάβασε τό τεύχος 4, που φέρνει από κάτω, γυρί'ζοντάς τόιν τίτλο: «Τό Τέρας της τον ανάσκελα. Τή στιγμή έΑβύσσου». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
Ο
4
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
<«««««««««««««<«««<«««<««««<««««««««««««««««««««, κείνη, ψθάνει κοντά του ή Πόλα. —Μπίλ !, κάνει* Τί έπαθες, Α4πίλ;_ -—- -ύπνα τον Τό μ!, φωνά ζει εκείνος, "Αρπάζει, τώρα μέ τά δυο του χέρια τό ώπλισμένο χέρι του γίγαντα καί τό στρίβει μέ λύσσα. "Ενα «κράκ» όοκούγεται, καί ό πελώριος άντρας βγάζει μια κραυγή πόνου. Τό δεξιό· του χέρι έχει άχρηστευθή! "Ο Μπίλ τον αρχίζει τώρα στις γροθιές. Τό ένα χτύπημα διαδέχεται τό άλλο·. Τό πρόσωπο τού γίγαντα δέχεται τούς σιδερένιους κεραυνούς μέ βογγητά. Έπειτα, μένει άκίνητος. Είναι πια αναίσθη τος. "Ο Μπίλ σηκώνεται επάνω. Είναι κατσαρωμένος καί τό κορμί του τον πονάει ολόκλη ρο. Άπορεΐ καί ό ίδιος πώς μπόρεσε νά γλυτώση, από τό ανθρώπινο αυτό θηρίο. Δεν κάθεται σμως νά σκεφθή τίπο τε άλλο. Δεν ξεχνά πώς ή βα σίλισσα είναι αιχμάλωτη τού Βάγκ καί πώς πρέπει μέ κά θε τρόπο νά την έλευθερώση. "Ο ! ό'μ ρωτά νά μάθη τί συμβαίνει. Μόλις άντικρύζει μέσα στο σκοτάδι τό σκοτει νό όγκο τού. γίγαντα, βάζει τις φωνές: — Γιατί δέν μέ φώναζες καί μένα, Μπίλ νά σέ βοηθή σω; Πώς μπόρεσες καί τον έκανες καλά; γ— Δέν ντρέπεσαι, Τόμ; Λίγο έλειψε νά μέ σκοτώση
δίπλα σου και συ δεν πήρες είδηση! Δίπλα μου·; Ήταν δί πλα μου τη στιγμή πού κοιμ ώμουν; —■ Ασφαλώς. Τον άφισε ό Βάγκ κοντά σου! — Καί... γιατί δέν μέ σκό τωσε; ρωτάει μέ δικαιολογη μένη απορία ό Τόιμ. —Γ ιατί σέ χρησιμοποίησε σάν ζωντανή παγίδα. "Ήξερε πώς θά ζητήσω νά σέ βρώ, καί πέος θά μέ ώδηγούσε τό ροχαλητό σου κοντά σου. "Ο πως είδες, δέν έκανε λάθος. Μά, προς Θεού, δέν θά σταμα τήσης καί σύ καμμιά φορά νά κοιμάσαι; — "Άν δέν κοιμόμουνα καί δέν ροχάλιζα πώς θά μέ έβρι σκες τόσες καί τόσες φορές πού χάνει ό ένας τον άλλον; απαντάει σοβαρά ό Τόμ. Επάνω στή στιγμή, φτάνει καί ό Λούντι. Ακούει τις φω νές τους, τις αναγνωρίζει καί τούς πλησιάζει στα σκοτεινά. — Τί συμβαίνει, Κεραυνέ; ρωτάει. Τά τρία παιδιά ξαφνιάζον ται, μά αναγνωρίζουν τή Φω νή · του καί ησυχάζουν. "Ο Μπίλ τού διηγείται γιά τον προδότη σύντροφό του καί γιά τήν έπίθεσι τού γίγαντα τή στιγμή πού ετοιμαζόταν νά ξυπνήση τον κοιμισμένο Τόμ. — Πάλι κομισμένο σέ βρή καν; κάνει ό Λούντι στον Τόμ. — Μά... έπιτέλους δέν θά κοιμηθούμε καί λιγάκι1; άπαν τάει αυτός. Πρήστηκαν τά μά
Κ
6
Ρ
Α
¥
Η
ύ
1
I
««««««««««««««««««««««4«<««««κ«««α««α«ϊα«α«44<4«4 τι.α μου από τήν... άϋττνία! "Αμα βρεθώ ,μέσα στο σκο τάδι, δεν μπορώ μέ κανένα τρόπο να κρατηθώ! Θέλω δλο νά κοιμάμαι! — Κεραυνέ, τον διακόπτει ό Λουντι, δεν πρέπει νά χά νουμε καθόλου καιρό, θά άνεβής αμέσως στά ανάκτορα καί θά φροντίσης νά βρής τον ’Άρκο. Θά του πής νά σοΰ δώση μερικούς αστυνομικούς καί -μαζί τους θά φρουρήσετε απ’ έξω τό παλάτι. Ό Βάγκ θά προσπαθήση νά βγή ·μέ την αιχμάλωτη βασίλισσα καί πρέπει νά τον πιάσουμε. Ε γώ θά εξακολουθήσω νά ερευ νώ τά δωμάτια του υπογείου, μήπως τούς συναντήσω. Ε μπρός, λοιπόν, καί οι τρεις. Κάθε άτομο πού ξεκινάει από τά ανάκτορα καί κάθε αυτοκί νητο, νά τό σταματάτε. Δεν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά μάς πάρουν τη βασίλισσα. ΤΟ ΤΟΛΜΗΡΟ ΠΗΔΗΜΑ
Ε ΟΔΗ ΓΟ τη ν Π όλα, ανεβαίνουν στο παλάιτι. Τό πρώτο πρόσω πο πού βρίσκουν είναι ό υπα σπιστής. — Που εΐναι ή βασίλισσα; τούς ρωτάει βλέποντας τους. — Αιχμάλωτη του Βάγκ, του απαντάει ό Μπίλ. Μά... πώς έγινε καί σάς την πήραν μέσα από τά χέρια σας; . — Την άφισα γιά μιά στιγ μ ή μονάίχη καί πήγα ως τη βιβλιοθήκη: νά πάρω κανένα βιβλίο. Έκεΐ κάποιος μέ χτύ πησε στο κεφάλι καί ιμέ έδε σε σέ μιά πολυθρόνα, ώσπου
μέ βρήκε ό Αούντι καί μέ έλυ σε. Ό Μπίλ άφίνει τον ύπασττι στη καί μπαίνει στο δωμάτιό του. Προσπαθεί νά συνβεθή μέ την τηλεοπτική συσκευή μέ τον ’Άρκο καί τό κατορθώ νει. Τού έξηγεΐ δλη τήν ιστο ρία τής αρπαγής τής βασί λισσας καί του ζητάει μερι κούς άνδρες τής αστυνομίας γιά νά φρουρήσουν τό παλάτι. — Θά σου στείλω αμέσως μερικούς, του απαντάει ό ’Άρ κο. Κεραυνέ, δέν θέλω νά σου ξεφυγη ή βασίλισσα, γιατί τότε πάμε δλοι μας χαμένοι! Προσπάθησε νά τούς πάρης εϊδησι πριν μπουν σέ κα νένα αυτοκίνητο. Έγώ δέν μπορώ νά σέ βοηθήσω, γιατί διευθύνω τή μάχη πού γίνεται στο εργοστάσιο πού παράγει τό φώς. Ό Μπίλ παίρνει τον Τόιμ καί τήν Πόλα καί βγαίνουν χωρίς αργοπορία έξω. — Έσύ, Πόλα, κάθηο'ε στήν πλατεία καί παρακολού θησε κάθε κίνησι. Έσύ, Τόιμ, ανέβα σέ κείνο τό ψηλό ά γαλμα, κρύψου από πίσω καί τό... μάτι σου γαρίδα. Όποισδήποτε κίνησι πάρει τό μάτι σου, σφύριξε αμέσως. — Γιατί μέ βάζεις έκεΐ πά νω; διαμαρτύρεται ό Τόμ. — Γιά νά μ ή σέ πάρη. ό ύπνος. Άν κλείσης τά μάτια σου, θά πέσης κάτω καί θά τσακιστής! Άπό τά σκαλοπάτια πού οδηγούν στήν πλατεία, ανε βαίνουν δέκα άντρες. Είναι τής αστυνομίας. Ό Μπίλ τρέ
χει κοντά τους και τους βά ζει τον καθένα, στη θέσι του, γύρω από τά βασιλικά άνάκτορα. -— "Αν π αρ θυσιαστή μ πρ ο στά σας ό Βάγκ, τους δ ιατ άσ σε ι η οποιοσδήποτε από τή συμμορία, πυροβολήστε χω ρίς δισταγμό καί κάνετε μου σινιάλο μέ ένα σφύριγμα. Άφου τους τοποθετεί δλους στις θέσεις τους, ό Μπίλ ανεβαίνει ψηλά σ5 ένα ήρώον, πού είναι στημένο οπό πίσο: φιέρος του παλατιού. 3Από ε κεί βλέπει τό μισό παλάτι καί τούς μίσους άντρες πού ΦρουροΟν. Κάπου - κάπου κα τεβαίνει καί κάνει δλο τό γΰ~ ρο_τοϋ παλατιού. Τίποτε, δεν φαίνεται. Μα·· κιρυά, άκούγονται κροταλίσμα
Αινεί
δυο
ξαφνικές
τα πολυβόλων. Φαίνεται πώς ή ράχη κοντά στο εργοστά σιο μέ τό φως έχει ανάψει στά γερά. Οι κάτοικοι τής πο λιτείας, όσοι δεν ανήκουν στην αστυνομία, έχουν κλει στή στά σπίτια τους. Ό "Αρκο τούς έχει δώσει διαταγή νά μην κοκλοφορή κανείς. Ή κατάστασι είναι αρκετά κρί σιμη. Οι απλοί καί ειρηνικοί αυτοί άνθροοποι γιά πρώτη φορά βλέπουν πόλεμο καί τά έχουν χαμένα. Τά μάτια τού Μπίλ δεν άφίνουν ούτε στιγμή τό παλά τι. Μά ξάφνου... τά φώτα πού φωτίζουν την πολιτεία σβυ~ νουν! Ό ουρανός γίνεται μαϋ ρος καί αόρατος, καί άπό τά σπίτια φθάνει μιά φοβισμένη κραυγή.
γροθιές στο κεφάλι τοΰ' Βάγκ.
< Σωριάζεται κάτω1 και ιτυιροβοιλεΐ στα τυφλά;
-— Τό φως! Τό φως! Γιά πρώτη, φορά οι κάτοι κοι τής υπόγειας πολιτείας βυθίζονται- στο σκοτάδι. Τό εργοστάσιο πού παράγει αυ τό τό ζωογόνο φως, πού αντι καθιστά τον ήλιο καί κάνει τή ζωή τους παράδεισόν ια, δεν είχε σταματήσει ποτέ άλ λοτε νά λειτουργή! «Φαίνεται πώς οι εχθροί, 'μας νίκησαν τον "Αρκο καί κα τέλαβαν τό εργοστάσιο» συλ λογίζεται: ό Μπίλ. «Τώρα την έχουμε πολύ άσχηιμα. Ό Βάγκ μπορεί νά βγή από τα υπόγεια ,μέ δλη του την ευ κολία...» — Άνάψτε γρήγορα τούζ φακούς σας!, διατάζει, και κατεβαίνει από τό ήρώον για
νά είδοπΟ'ΐήση καί τούς· άλ λους πού βρίσκονται προς την πλατεία. Συναντάει πρώτη την Π ό λα. "Εχει ανάγκη, άπό την πρώτη, στιγμή τό φακό της, καθώς καί οί υπόλοιποι φρουροί. Μόνο ό Ταμ πού βρίσκε ται επάνω στο άγαλμα, δεν λέει νά τον άνάψη. — Τό’μ !, του φωνάζει α πό κάτω. "Αναψε τό φακό σου, Ταμ! 'Καμμιά άπάντηισι δεν έρ χεται άπό ψηλά. Ό Μπίλ προ χωρεΐ κοντά στο άγαλμα καί ανάβει τό δικό του φακό για νά δή. Έκεΐνο πού βλέπει τον κάνει νά λυσσάξη άπό τό θυ μό του,, μά καί νά γελάση μα ζί. Ό Ταμ έχει περάσει την
Β πέτσινη ζώνη τής μέσης του γύρω από τό κεφάλι τού άγαλμοπος καί, κρεμασμένος σ5 αυτή την απίθανη στάσι κοιμάται ιμακαρίως! Οτ στιγμές είναι δραματι κές καί ό Μπίλ δεν έχει σκο πό ν’ άσχοληθή μέ τις τρέλλες καί τις βλακείες τού Τόμ. -αναγυρίζει στη θέσι του, ε πάνω στο ήρώον καί κυττάζει ολόγυρά του. Τό φως των φα κών όμως είναι πολύ αδύνατο μέσα σ5 αυτή τήν πελώρια καί σκοτεινή έκτασι. «Τίποτε δεν θά δούμε!» ψι θυρίζει μέ απογοήτευα κ "Αν υπήρχε τουλάχιστον κανένας προβολέας!» Τή σκέψι του για τον προ βολέα, τήν ακολουθεί τό λευ κό τό ώραΐο, τό απέραντο φως! Ό ουρανός φεγγοβο λάει πάλι καί τα σπίτια τής πολιτείας παίρνουν ζωή. Δεν προλαβαίνει νά χαρή για τό διώξιμο τού σκοταδιού, όταν βλέπει, σε άπόστασι λίγων μέτρων νά ξεκινάει ένα ατο μικό αυτοκίνητο, έτοιμο νά περάση κάτω από τό ήρώον! Μέσα του βρίσκονται δυο άν θρωποι. Τά χαρακτηριστικά τους τον κάνουν νά νοιώση μιά ξαφνική ταραχή. Άφίνει κάθε σκέψι καί κάθε άλλη κίνηισι κατά μέρος καί, παίρνον τας φόρα, πηδά στο κενό !
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
βούκλιο τού αυτοκινήτου. 3Α~ κούγεται ένας πάταγος άπό τό σπάσιμο τού γυαλιού καί τό σώμα τού Μπίλ, κοταξεσκι σμένο καί καταματωμένο, πέ φτει ανάμεσα στους δυο άν τρες. — Ό Κεραυνός! Ή φωνή βγαίνει άπό τά χείλη τού Βάγκ, σάν βλέπει τό παιδί νά πέφτη στά γόνα τά του. Ετοιμάζεται νά βγα λή, τό πιστόλι του μά δυο γρή γορες καί ξαφνικές γροθιές τον χτυπούν στή μύτη καί τον κάνουν νά μείνη, ξερός στο κά θισμά του. Ό σύντροφός του βρίσκει όμως ευκαιρία καί πέφτει ε πάνω στον Μπίλ. Τά δυο-σώ ματα άρπάζονται καί κυλιούν ται πάνω στά καθίσματα τού μικρού αυτοκινήτου. Ή πάλη είναι, τρομερή, απίστευτη. Τό. αυτοκίνητα τρέχει σάν δαιμο νισμένο καί ό καθένας τους προσπαθεί νά πετάξη τον άλ λο έξω! Τά βογγημά τους βγαίνουν πνιχτά καί τά αίμα-* τα βάφουν τό κάθε τι ολόγυ ρα.^ Μερικοί άνθρωποι έχουν βγή. οτά μπαλκόνια τών σπιτιών τους, παρακολουθούν τό θέαμα τών δύο αντιπάλων, πού έχουν μ πλεχτή σε μιά ε ξοντωτική πάλι, καί μένουν άπό τον τρόμο καί τήν άγωνία τους μέ ανοιχτό τό στόρα, ακίνητοι καί μαρμαρωμένοι. «Πρέπει νά σταματήσω τό ΠΑΙΧΝΊΔΙ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΟ αυτοκίνητο» συλλογίζεται ό Ο ΠΗΔΗΜΑ του είναι Μπίλ ενώ προσπαθεί μέ κάθε ραθηματ ικά υπολογ ιτρόπο νά σηκώνη ψηλά τον σμένο. Πέφτει άκριαντίπαλό του γιά νά τον πεβώς έπάνω στο γυάλινο κου τάξη έξω. «"Αν δέν τό στα·4
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
9
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««« μ στήσω, ίσως να βρεθώ σέ λι γάκι μέσα σέ πολλούς αντι πάλους μου. Πώς δμως νά φτάσω ώς τον πίνακα;» Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο καντράν καί βλέπει κάτω στο δάπεδο, δεμένη καί φιμω μένη, τή βασίλισσα! Τον κυττάζει σέ κάθε κίνησι πού κά νει καί τά μάτια της ζωγρα φίζουν μιάν απερίγραπτη καί πονεμένη αγωνία. «"Αν μπορούσα νά την λύ σω, θά σταματούσε τό αύτοκίνηιτο κι5 έτσι θά μέ βοηθού σαν καί οί κάτοικοι τής πολι τείας. "Αν δμως τδ αυτοκίνη το βγή έξω από την πόλι;» Βάζει δλη τή δύναμί του καί κατορθώνει νά απαλλαγή από μιά θανάσιμη λαβή, πού τού έχει κάνει στο κορμί ό άν τίπαλός του. Τον πιάνει μέ τά δυο χέρια από τό λαι.μό καί τον σφίγγει τρομαχτικά. Τά μάτια τού εχθρού του πε τάγονται έξω από τίς κόγχες τους. Είναι δμως κι* αυτός χειροδύναμος καί προσπαθεί μέ κάθε τρόπο νά απαλλαγή από τό θανάσιμο σφίξιμο τού Κεραυνού.· Σέ μιά στιγμή, τό κατορθώνει καί μέ μιά γερή έκτίναξι σπρώχνει τό σώμα τού παιδιού έξω από τό αυτο κίνητο ! Ό Μπίλ δμως τήν τελευ^ ταίσ στιγμή, μέ μιά ύπερέντασι τών δυνάμεών του, ενώ γλυστρά πάνω στο καμπυλωτό κουβούκλιο τού αυτοκινή του καί είναι έτοιμος νά πόση κάτω καί νά γίνη χίλια κομ μάτια, κατορθώνει νά πιαστή από τό σπασμένο γυαλί.
Τό κοφτερό γυαλί του μπαί νει στις παλάμες καί τον πο νάει φριχτά, μά δέν τό άφίνει. Ό εχθρός του σηκώνει τό πό δι του καί τον χτυπά πάνω στά χέρια. Ό πόνος κάνει τον Μπίλ νά ούρλιάση άθελά του. Τό γυαλί σπάζει καί τώ ρα πιάνεται από τον σκελετό τού αυτοκινήτου, ενώ τό σώ μα του είναι κρεμασμένο δλο έξω! . Ό αντίπαλός του βγάζει τό στιλέττο καί ετοιμάζεται νά τον χτυπήση. Ό Μπίλ προ βλέπει τήν κίνησι του, στηρί ζει γερά τά χέρια του στο αυ τοκίνητα καί ·μέ μιά ορμή, πού τού δίνει ή άπόγνωσι τού θανάτου, σκαρφαλώνει επάνω καί μπαίνει ξανά μέσα. Βλέ πει τον Βάγκ νά κινήται, ενώ ό άλλος κατεβάζει μέ δύναμι τό στιλέττο για νά τον χτυ πήση. Μέ τά χέρια ματωμένα καί πληγιασμένα από τό γυαλί, ό Μπίλ αρπάζει τον αντίπαλό του από τά πόδια καί, πριν εκείνος προλάβη νά καταλάβη τί συμβαίνει, τον τινάζει μακρυά από τό αυτοκίνητο. Μιά τρομερή κραυγή καί ένας γδούπος όοκούγεται. Ό Βάγκ δμως έχει σηκωθή. Στά χέρια του κρατεί τό πιστόλι καί πατάει τή σκαν δάλη. Ό Μπίλ προλαβαίνει νά κάνη μιά γρήγορη στροφή καί καταφέρνει νά αποφυγή τήν πρώτη σφαίρα. Χωρίς δι σταγμό, ρίχνεται επάνω στον εχθρό του καί τού πιάνει τό ώπλισμένο χέρι, σηκώνοντάς το ψηλά. Μιά καινούργια πά-
10
λη, π ιό τρομερή καί πιο ά γρια οστό την πρώτη, αρχίζει τώρα ανάμεσα τους. Ή βασί λισσα, δεμένη, καί φ ιιμοο/μένη καθώς είναι, ζή όλη αυτή τήν αγωνία τής πάλης ανάμεσα στον Κεραυνό καί στον Βάγκ, χωρίς να μπο,ρή νά κάνη τίπο τε. Δάκρυα άπσγνώσεως τρέ χουν από τά «μάτια της καί κάθε τόσο προσπαθεί μέ κά θε τρόπο νά κόψη ή νά λύση τά δεσμά της. Τό άτοιμιικό αυτοκίνητο έχει περάσει τήν πολιτεία καί τρέ χει τώρα στον ανοιχτό καί κα ταπράσινο κάμπο. Σε λίγο, μπορεί νά σταιματήση, καί νά βρεθούν ανάμεσα στή φωλιά των εχθρών τους. Αυτά συλλο γίζεταΐ' ή βασίλισσα. Φο;βάται νά τήν τύχη του· Κεραυνού
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
καί ελπίζει μόνο στο στσμά'τημα του αυτοκινήτου. Σηκώνει για λίγο τό κεφά λι της καί βλέπει τους δυο αντιπάλους νά έχουν κυλιστή στο δάπεδο καί νά χτυπά ό ένας τον άλλο. Ό Βάγκ είναι δυνατός καί δεν υποκύπτει εύ κολα όσο κι5 άν προσπαθεί ό Μπίλ νά τον έξουδετερώση μέ τά κόλπα τής ιαπωνικής πά~ λης καί μέ τις σιδερένιες του γ,ροθιές. «Πρέπει νά σπάσοο τά δεσμά μου, νά σταιματήσω τό αυτοκίνητο, νά τον σώσω ! » Ή σκέψι αυτή τήν βασανί ζει, τήν τρελλαινεί. Βάζει όλη τή δύνα'μί της καί προο'παθεΐ νά γυρίση, τό κορμί της. Τό καταφέρνει μέ αρκετή δυσκο λία καί βρίσκεται τώρα
Μέ μια μαεστρία πού θά τη ζήλευε και ό ίδιος ό Ταίρζάν, αρπά ζει το λάστιχο,.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
11
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ίο μ ικρό αύτσχί'νητο χτυπάει μέ πάταγο πάνω στο δέντρο1.
μπρούμυτα. Στ" αυτιά της φτάνουν τά βογγητά των άλ λων, πού δεν έχουν σταματή σει ούτε στιγμή τις γροθιές. Έτσι' καθώς είναι, μπρού μυτα, μάζευεΐι σιγά - σιγά τό κορμί της. Τά σχοινιά τής αυλακώνουν τις σάιρικες καί την κάνουν νά πονάει, νά υποφερη. Δεν σταματά όμως. °Οισο μαζεύει τό κορμί της, τόσο τεντώνονται τά σχοινιά. Μπορεί κάποιο νά σπάση... Ή ελπίδα γίνεται πραγμα τιικότης. "Ενα «κράκ» άκούγεται1 καί ή βασίλισσα νοιώθει τό ένα χέρι της ελεύθερο! Μέ τό ελεύθερο χέρι προσπαθεί τώρα νά λύση τό άλλο χέρι καί τά πόιδια. Τό καταφέρνει καί σέ λίγο βρίσκεται ελεύθε ρη ! Σηκώνεται μέ προφύλαξι
καί απλώνει τό χέρι της στο καντράν μέ τούς σταθμούς. "Έχουν περάσει τώρα την δεντροφυτευμένη περιοχή καί ό τεχνικός θάλος του ουρανού χαμηλώνει, ενώ τά-φώτα λιγο στεύουν. Αυτό εΐναι πολύ ε πικίνδυνο. Τό μάτι της διαβά ζει ασο πιο γρήγορα μπορεί τούς σταθμούς. Ετοιμάζεται νά πατήση τό κουμπί πού θά ξαναγυρίση τό αυτοκίνητο στο παλάτι. "Οταν άλλάξη κατεύθυνσή τό αυτοκίνητο· θά σηκωθή γιά νά βοηθήση τον Κ εραυνό... Αυτά συλλογίζεται καί τό δάχτυλό της άκουμπάει επά νω στο κουμπί. Δέν προφταί νει αμως νά τό πατήση, όταν βλέπει τά φώτα του ουρανού νά σβύνουν απότομο:, καί τό
12
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««<«««««««««««««««««««««««««««<«««««««««<«««««4 αυτοκίνητο να σταματά. — Βάγκ!, άκούγεται μια φωνή πού έρχεται από απόστασι πενήντα μέτρων. Την έφερες Βάγκ; "Ενας φακός ανάβει καί προσπαθεί νά βρή τό σταματη μένα αυτοκίνητο. Ή βασί λισσα χωρίς αναβολή πατάει τό κουμπί.
σας καί παραξενεύεται. Πώς κιατώρθωσε νά έλευθερωθή μ ο νάχη της; — Φύγε, τής άπαντά, καί σέ ακολουθώ! Ή βασίλισσα πηδάει κάτω καί τό βάζει στά πόδια. Ό φακός τών συντρόφων τού Βάγκ πέφτει τώρα επάνω στο αυτοκίνητο. Ό Μπίλ αποφασίζει νά ΤΟ ΠΑΙΔΙ ίπηβήση. Δίνει δυο ξαφνικές ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ γροθιές στο κεφάλι τού Βάγκ Ο ΑΤΟΜΙΚΟ αύτοκίνη καί πηδάει απότομα , κάτω. τό δεν παίρνει έμπρός. Τό βάζει κι αυτός στά πόδια Αυτό τήν ξαφνιάζει καί ενώ από πίσω ακούει τον Βάγκ νά βάζη τις φωνές. ξαναπατάει μέ μεγαλύτερη δύναμι. Τό αυτοκίνητο μένει —βοήθεκχ!... Π ιάστε τον! Είναι ό Κεραυνός!... Τρέξτε ακίνητο. Φαίνεται πώς τελεί ωσε ή ατομική ενέργεια πού κοντά του μή μάς ξεψύγη! Οι σύντροφοί του κυκλώ τό κινούσε. Τής έρχεται σαν τρέλλα καί νουν τό αυτοκίνητο. δεν ξέρει τί νά κάνη. Καταλα — Προς τά πού πήγε; τον βαίνει πώς λίγα μέτρα μαρωτούν. κρυά της περιμένουν τον Ό Βάγκ τούς δείχνει μέ τό Βάγκ οί σύντροφοί του καί δάχτυλό του καί πηδάει στο πώς, μέσα σ5 ένα ή δυο λε μπροστινό κάθισμα γιά νά δή πτά, θά τούς πλησιάσουν... τή βασίλισσα. Ακόμη δέν έ Μέσα στήν απελπισία γης χει πάρει εΤδησι πώς τού έ θυμάται πώς ό Βάγκ ξέρει φυγε. "Οταν στο φώς τού φα Αγγλικά μά δεν ξέρει Γαλλι κού του βλέπει τή Θέσι κενή κά. Ό Κεραυνός όμως ξέρει βάζει τις φωνές καί πηδάει κάτω μέ τό πιστόλι στο χέρι. Γαλλικά; Θά μπορέση νά συνεννοηθή, μαζί του; — Ακολουθήστε με!, δια τάζει τούς άλλους. —1 Κεραυνέ!, τού μιλάει σέ καθαρή γαλλική γλώσσα Ό Κεραυνός βρίσκει τή βα είμαι ελεύθερη καί πηδώ από σίλισσα μέσα στο σκοτάδι τό αυτοκίνητο. Πήδησε καί σύ καί στρίβουν δεξιά. Τρέχουν μέ όση δύναμι μπορούν. Δέν τώρα πού είναι σκοτάδι, καί άκολούθησέ με. Πές μου, με βγάζουν ούτε λέξι άττό τά χεί κατάλαβες; λη τους. Ακόμη ό κίνδυνος Ό Μπίλ πού ή σκέψι του δέν έχει περάσει. Ό Μπίλ έ χει έτοιμο τό πιστόλι του γιά καί ή προσοχή του όλη είναι κάθε ενδεχόμενο. δοσμένη, οπόν εχθρό του, α —Μά γιατί δέν προχωροΰκούει τά λόγια τής βασίλισ
Τ
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
13
»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»ι»»»>
με ίσια μπροστά; τον ρωτά σέ μιά στιγμή ή βασίλισσα. -— Γιατί θά τρέξουν όλοι σ’ αυτή τήν κατεύθυνσι, ενώ κάνεις δεν θά σκεφθή πώς στρίψαμε τόσο πολύ δεξιά. -■εχνουν όμως πώς οι εχθροί τους έχουν φακούς. Μια φωτε ινή λουρί δα παρουσ ι άζεται αριστερά τους καί τρέχει ε πάνω στήν επιφάνεια του ε δάφους. Δεν προφταίνουν νά πέσουν κόττω, δταν τό φώς σταματάει επάνω τους καί μιά φωνή άκούγεται πίσω τους. Το μυαλό του Μπίλ 'δοολεύει ακούραστα. Βάζει μπρο στά τή βασίλισσα κι5 αυτός τήν ακολουθεί από πίσω. Τό φώς του φακού δεν τούς άφίνει ούτε στιγιμή. Τήν έχουν πολύ άσχημα. Τώρα, μιά σφαίρα σφυρίζει στ5 αυτιά τους. — Νά πέσουμε κάτω! Θά ιμάς σκοτώσουν! κάνει ή βα σίλισσα. — Προχώρησε!, τής απαν τάει σέ ύφος 'διαταγής ό Μπίλ. Μόνο με τή φυγή μπο ρούμε νά σωθούμε! Οί σφαίρες τώρα πέφτουν βροχή ολόγυρά τους, ενώ οί άγριες φωνές των εχθρών τους γίνονται δλο καί πιό δυνατές. Ό Μπίλ καταλαβαίνει πώς αυτό δεν μπορεί νά κράτηση πολύ. Κάποια από δλες τις σφαίρες θά τον χτυπήση κι5 έπειτα, σάν πέση κάτω αυ τός, θά χτυπήσουν καί τή βα σίλισσα. Πρέπει νά βρή ένα μέσον σωτηρίας, τώρα πού τό σκοτάδι κάπως τούς σκεπά^
ζει. "Αν δμως ξαναφωτίση ό ουρανός; Τό μυαλό του κοντεύει νά σπάση από τήν πολύ σκέψι καί τήν αγωνία. Μιά σφαίρα του τρυπά τή λαστιχένια μπό τα. "ίσως ή δεύτερη τον χτυ πήση στο κορμί... στο κεφά λι... στήν καρδιά... Επάνω στήν απελπισία του διακρίνει μπρος του έναν σκοτεινό όγκο. 5Από κεΐ αρχί ζει ή δεντροφυτευμένη έκτα» στς. "Αν προλάβουν νά μπουν μέσα ίσως κατωρθώσουν νά σωθούν! Τή ζωή τους τήν κρατάει στά χέρια τους ή τύ χη. Θά τούς προφυλάξη τάχα από τις σφαίρες πού τούς α πειλούν σέ κάθε δευτερόλε πτο, σέ κάθε βήμα; Πρώτη' μπαίνει ή βασίλισ σα μέσα στούς ψηλούς καί αραιούς θάμνους. Σάν αληθι νός σίφουνας τήν φθάνει κι5 ό Μπίλ. Τώρα τό φώς τών φα κών δεν τούς ακολουθεί. Αλλάζουν κατεύθυνσι άριστερά καί δυναμώνουν τό τρέ ξιμό τους. Τά κλαδιά τούς χτυπούν σάν μαστίγια στο πρόσωπο. Τό σκοτάδι, τούς κρύβει τώρα άπό τούς εχθρούς τους, πού μπαίνουν κι5 αυτοί δλοι μέσα στή φυτεία καί προσπαθούν μέ κάθε τρόπο νό: τούς άνακαλύψουν. 9 Εδώ δμως ή τύχη φαίνεται πώς τούς εγκαταλείπει καί πηγαίνει μέ τό μέρος τού Βάγκ. Ή βασίλισσα πέφτει κάτω καί αρχίζει τά βογγητά. — Τί έπαθες; τήν ρωτά α νήσυχα ό Μπίλ. — Δεν μπορώ νά προχω
14
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»» ρήσω πιά... μου είναι εντελώς αδύνατο... Νοιώθω φριχτούς πόνους στο στομάχι, ιμού έρχεται νά πεθάνω... Ή απελπισία ξαναπνίγει τον Μττίλ. Τώρα τί θά κάνη; 5Ακούει τά κλαδιά πίσω τους νά σπάζουν, τους εχθρούς των νά πλησιάζουν... ζέρει πώς, άν πέσουν στά χέρια του Βάγκ, δεν πρόκειται νά ζήισουν ούτε λεπτό. Επάνω στην απελπισία του, άρπάζει τη βασίλισσα στον ώμο και προχωρεί. Στην αρχή τρέχει με κάποια ευκο λία, »μά κατόπιν κοοράζεταιι καί τά βή'ματά του γίνονται βαρειά... ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΥΝΟΥ
ΙΑ φωνή αντηχεί ξα| φνικά από κάπου δεΙιξιά του: — "Αλτ! "Ετσι όπως κρατάει τή βα σίλισσα, ό Κεραυνός σωριά ζεται κάτω και πυροβολεί στά τυφλά. Πατάει συνέχεια τή σκανδάλη και οι σφαίρες φεύγουν ή μιά κοντά στήν άλ λη. "Ενας γδούπος και μιά πνιγμένη φωνή ακολουθεί. Και πάλι ή τύχη ξαναγεμίζει με τό μέρος τους. Ό εχθρός τους έπεσε κάτω νεκρός. 1 Αρπάζει ξανά τή βασίλισ σα και δοκιμάζει, νά τρέξη. "Ομως τώρα δεν μπορεί νά κάνη βήμα. "Εχει κο εραστή αφάνταστα. Θά πέση, χωρίς καμμιά ελπίδα στά χέρια του Βάγκ; "Όχι, δεν θά πέση! Ό Κε
ραυνός δεν είναι μόνο γενναί ος, μά είναι καί έξυπνος. Α νάμεσα στους θάμνους πού α πλώνονται γύρω του- διακρίνει έναν πιο φουντωτό καί πιο με γάλο. Παραμερίζει τά κλαδιά του καί άφίνει ανάμεσα τους την κουρασμένη βασίλισσα. — Μήν κ ινηθής καθόλου από έδώΐ,^τής λέει. Έγώ θά τ,ρέξω μονάχος μου γιά νά χάσουν τά ίχνη, σου. "Αν δεν άνάψη τό φως νά μήν βγής από τά κλαδιά. Ελπίζω νά σωθούμε καί οι δύο. Ή βασίλισσα νοιώθει τό ση εξάντληση πού δεν μπορεί νά του πή ούτε μιά λέξι. Ό Μπίλ τής σφίγγει τό χέρι γιά νά τής δώση: θάρρος καί αρ χίζει ξανά τό τρέξιμό του. Οι εχθροί του ακολουθούν από κοντά τό τρέξιμό του. Τό θρόισμα των φύλλων καί τό σπάσιμο των κλαδιών τούς ο δηγεί. Δεν ξέρουν δμως πώς ή βασίλισσα έμεινε πίσω, κρυμμένη μέσα στη φυλλωσιά ενός θάμνου. «Δεν θά μπορέσω νά άντέξω γιά πολύ σ5 αυτό τό κυνηπ γητά, συλλογίζεται ό Μπίλ. Τά πόδια μου είναι τσακισμέ να καί οί εχθροί μου είναι πολλοί. Στο τέλος θά μέ κυ κλώσουν καί δεν θά μπορέσω νά τούς ξεφύγω !» "Εχει δίκιο. Οί εχθροί του έχουν αραιώσει καί προσπα θούν νά του κάνουν κλοιό·. Μέ τούς φακούς φωτίζουν ένα με γάλο κομμάτι από τή δεντροΦυτεία. Θά μπορούσε ό Μπίλ νά κρυφτή κάπου καί νά σκοτώση έναν ή δυο-, μέ τό στόχο
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
15
<«««<««««<««««««««««««««««<<<«<«««««<««««««««««««< πού δίνει τό φως τους, όμως θά πρόδινε και τή δική του θέ ση κέ έτσι δεν θά γλύτωνε από τούς υπόλοιπους. Οί θάμνοι αραιώνουν σιγά σΐ'γά καί όσο πηγαίνουν καί γίνονται πια χαμηλοί. Αυτό ανησυχεί τον Μπίλ. "Έτσι θά τον βρουν εύκολα. Μέ την ψυ χή στο στόμα,, δίνει κουράγιο στον εαυτό του για νά τρέξη πιο πολύ. Δεν πρέπει νά κα ταλάβουν οι εχθροί του πώς είναι μόνος καί πώς ή βασί λισσα έμεινε πίσω. Οί θάμνοι κόβονται από έ να φαρδύ δρόμο. Φτάνοντας στην άκρη του ετοιμάζεται νά ξαναγυ,ρίση. Τό μετανοιώνει όμως καί αποφασίζει νά τον περάση. Καθώς τρέχει μέσα στο σκοτάδι, σκοντάφτει πάνω σε ένα στερεό πράγμα καί κυλιέται κατά γης. •Πονάει πολύ από τό χτύπη μα, άλλα σηκώνεται αμέσως επάνω. Ή ελπίδα του γίνεται τώρα ζωντανή πραγματικότη τα. "Έχει πέσει- πάνω σέ ένα αύτακίνηιτΟ1 πού τό είχαν άφ ί σε ι στην άκρη του δρόμου. 5Ανοίγει την πόρτα καί μπαί νει μέσα. Χωρίς νά καλοσκεφθή, πατάει στην τύχη ένα κουμπί. Τό αυτοκίνητο παίρ νει μπρος μέ μεγάλη ταχύτη τα, παίρνοντας τον μακουά από τον τόπο τής αγωνίας καί του θανάτου, πού τον α πειλούσε από στιγμή σέ στιγ μη. Γυρίζει καί κυττάζει πί σω. λΑόλις διαικρίνεται τό φως των φακών που κρατούν στα χέρια οί εχθροί του... Τό αυτοκίνητο φτάνει στην
ιΠολιτείά κα:ΐ στρίβει δεξιά. Ό Μπίλ έχει πέσει άποκαμω μένος πάνω- στο κάθισμα καί δέν μπορεί_νά κίνηση ούτε τό χέρι: του. “άφνου ό ουρανός γεμίζει πάλι μέ φως! «Ό "Άρικο θά τούς πήρε ξανά τό εργοστάσιο, συλλο γίζεται. Ποιος ξέρει τί άγρι ες μάχες νά γίνωνται έκεΐ». 'Απλώνει τό χέρι του1 καί κυττάζει τό φωτισμένο πίνα κα μέ τούς σταθμούς. Πατάει το κουμπί πού ώδηγεΐ στο εργοστάσιο όπου πολεμά ό "Αρικο. Μέσα σέ δυό λεπτά φτάνε & μπροστά στο μεγάλο κτίριο. Τά πολυβόλα εξακο λουθούν νά κροταλίζουν μα νιασμένα. Ό Μπίλ κατεβαίνει από τό αυτοκίνητο καί προσ παθεί νά άντιληιφθή τις θέσεις τού 'Άρκο καί των συντρόφων του. Δέν άργεΐ νά ψτάση κον τά τους. Διηγείται μέ λίγα λό για στον "Αρκο τήν απίστευ τη άπαγοογή τής βασίλισσας καί τή σωτηρία της. — Θά πάρης τό- Αούντι α πό τά ανάκτορα καί θά τρέξεπε αμέσως νά τήν βρήτε, τον διατάζει ό 'Άρκο. Μην καθυστερήιτε ούτε στιγιμή. Έγώ δέν μπορώ νά φύγω από δω, ’Άν μάς πάρουν τό εργοστά σιο μέ τό φώς, τότε άλλοι μο νό μας. Δυό φορές έχουν φτά σει μπροστά στο γενικό μο χλό καί σκόρπισαν τό σκοτά δι στήν πολιτεία, μά καί τις δυό φορές τούς έδιώξαμε. Ό ΑΑπίλ άφίνει μέ λύπη τον 'Άρκο. Θά ήθελε πολύ νά πολεμήση μαζί του. Μπαίνει μέ προφύλαξι ατό
ΐδ
Κ
ΕΡ
ΑΥΝΟΙ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««<«««<«<* αυτοκίνητο καί βάζει μπρος για το παλάτι. Στην πλατεία βρίσκει την Π όλα στη θέσι της. Ό Ταμ είναι άκόιμη κρε μασμένος ιμέ τη ζώνη από τό κεφάλι τού αγάλματος καί κοιμάται. Ό Μπΐλ καλεΐ Ο λους τούς φρουρούς στην πλα τεΐα. Εκείνοι, μόλις βλέπουν τον Τόμ σ3 αυτή την παράξε νη θέσι, ξεσπούν σε γέλια. "Ομως ό Τόμ ούτε ακούει, ού τε βλέπει τίποτε ολόγυρά του. Εξακολουθεί νά κοιμάται έτσι όπως είναι κρεμασμένος στον αέρα... — Κατεβάστε τον κάτω καί περιμένετέ με εδώ, τούς διατάζει ό ΑΑπίλ. Καί, παίρνοντας την Πόλα μαζί του, μπαίνει στο παλάτι για νά βρή τον πατέρα της, τό Ααΰντι. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΣ «Υ»
ΤΟ άνοιγμα τής μεγά λης πόρτας, ό λΑπίλ διακρίνει στο βάθος τού διαδρόμου μια σκιά. Εί ναι ή σκιά ενός ανθρώπου πού βρίσκεται μέσα σε ένα δωμάτιο καί έχει σοφίσει την πόρτα ανοιχτή. «Ποιος ξέρει, ίσως κανένας υπηρέτες» φαντάζεται ό Μπίλ κ'αί κλείνει μέ δύναμι τήν πόρ τα τής εισόδου πίσω του. Δεν προλαβαίνει νά κάνη ούτε ένα βήμα μπροστά, όταν ό άνθρωπος του δωματίου πε τάγεται μέ ορμή, περνάει σάν αστραπή τό διάδρομο καί χά νεται στο βάθος. -— Τί συμβαίνει; άναρωτιέ
ται ό Μπίλ καί μέ ένα πήδη μα μπαίνει μέσα στο ανοιχτό δωμάτιο. — Έδώ μέσα είναι φυλαγ μένο τό επιστημονικό αρχείο τής πολιτείας!, κάνει ή Πό λα. ^— Τό αρχείο; Καί άφίνουν τήν πόρτα ξεκλείδωτη; — Ποτέ δέν τήν άφισαν ώς τώρα ανοιχτή., τού λέει μέ κατάπληξι ή κοπέλλα. Ό Μπίλ σκύβει καί κυττό ζει τήν κλειδαριά. Είναι εντά ξει. Δέν τήν έχουν σπάσει. Στο εσωτερικό του δωματίου υπάρχουν μεγάλα έπιπλα μέ πολλά συρτάρια τό καθένα. "Ενα από αυτά τά συρτάρια είναι ανοιγμένο. Πλησιάζει κοντά του καί βλέπει μέσα του έναν άδειο φάκελλο. Άπ3 έξω γράφει μέ κεφαλαία με γάλα γράμματα: Η ΚΑΤΑ ΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΣ «Υ». — Τί είδους βόμβα είναι αυτή; ρωτάει τήν Πόλα. — Ή πιο τρομερή ατομι κή βόμβα πού υπάρχει στον κόσμο! Μπορεί νά καταστρέ φη ολόκληρο κράτος! — Καί τά μυστικά τής κα τασκευής της είναι εδώ μέσα, έ; Μέσα σ’ αυτό τό φάκελλο; Ή Πολλά κυττάζει τό φά κελλο καί κουνάει τό κεφάλι της. Μόλις όμως τον άνοιγει καί βλέπει πώς λείπουν από μέσα τά χαρτιά, χλομιάζει καί βγάζει άθελά της μιά φωνή. —■ |Μπ\λ!.ν. Αλλοίμονο στήν πολιτεία μας καί στή γή
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
17
<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<«<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<•<<<•<«<<<«<4
ολόκληρη, άν μάς πάρουν αυ τά τά χαρτιά. — Τά πή ρ αν ήδη, Π όλα! "Ελα μαζί μου κι5 άς μή χά νουμε καιρό. Πρέπει νά προ λάβουμε τον κλέφτη πριν ό· σκάση. Περνούν το μεγάλο διάδρο μο, καί φτάνουν στο βάθος του. Απέναντι τους' υπάρχει μιά πόρτα ανοιχτή. Ετοιμά ζονται νά μπουν μέσα, όταν στ5 αυτιά τους φτάνει μιά άπε ιληιτ ιική φωνή. —Μην τολμήσετε νά μπεί τε μέσα γιατί θά πεθάνετε! Ό Μπίλ παραμερίζει καί βγάζει τό πιστόλι. Τό ίδιο ■κάνει, καί ή Πόλα. Ι ά δυο παι διά κυττάζονται ερωτηματικά ατά μάτια. — Πόλα,. περίμενέ με εδώ καί μην κάνεις ούτε βήμα πιο πέρα, τής λέει σιγανά ό Μπίλ. "Οποιος τολμήση. νά βγή από τό δωμάτιο πρέπει νά χτυπηθή χωρίς οίκτο! Την άφένει μονάχη/ καί ταίρ νει ένα διάδρομο δεξιά. "Έχει υπ5 όψι του νά φθάση πίσω από τό δωμάτιο όπου είναι ό κλέφτης. Φοβάται πώς θά ύπάρχη κάποιο παράθυρο σέ κεΐνο τό. δωμάτιο καί πώς ό εχθρός του θά προσπαθή, νά τό πέραση, γι’ αυτό καί τους απείλησε νά μην μπουν μέσα. Περνάει από τό ένα δωμά τιο στο άλλο καί από τή μιά πόρτα στην άλλη., μέ έναν πυρετό που του φλογίζει τά μάγουλα. Τά δευτερόλεπτα τρέχουν τό ένα κοντά στο άλ λο μέ μιά καταπληκτική γρη γοράδα.
«Πού νά βρίσκωμαι τάχα;» αναρωτιέται. Ό λαβύρινθος των διαδρόμων καί των δωματίων τον κά νει νά χάση_τόν προσανατο λισμό του. Γυρίζει ολόγυρά του τό βλέμμα. Βρίσκεται τώ ρα σέ ένα παράθυρο πού βλέ πει προς τό μέρος ενός φω ταγωγού, πού υπάρχει στη μέση τού παλατιού. Δίπλα του καί απέναντι του υπάρ χουν πολλά παράθυρα, άλλα κλειστά καί άλλα ανοιχτά. Αποφασίζει νά μείνη, εκεί, γιατί νομίζει πώς τό δωμάτιο πού υπάρχει μέσα του ό κλέφτης, έχει κΓ αυτό τό παρά θυρό του προς τό φωταγωγό. "Οσο κι* άν τό μάτι του κυττάζει ολόγυρα σάν αστρα πή, κι* όσο κΓ άν τό χέρι του μέ τό πιστόλι είναι γρήγορο, εν τούτο·ις δεν προλαβαίνει νά βή μιά κίνησι καί νά πυροβολήση έναν άνθρωπο πού πε τάγεται από τό διπλανό του παράθυρο καί πέφτει μέ ό.ρμή προς τά κάτω. Ή καρδιά του είναι έτοιμη νά σπάση καί περιμένει νά δή τον έχθρό του νά γίνεται χίλια κομμάτια. "Ομως εκεί νος στέκεται άποολά μέ τά πό δια του λές καί κοπέβηκε μέ φτερά! Τό ερευνητικό μάτι τού Μπίλ δέν αργεί νά καταλάβη μέ ποιόν τρόπο 'κατέβηικε ο εχθρός του. Στο παράθυρο εί ναι δεμένο ένα λευκό λάστι χο πού ταλαντεύεται τή στιγ μή πού τό άφίνει ελεύθερο ε κείνος από κάτω. Χωρίς νά διστάση ούτε στιγμή, κάνει έ-
20
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««<«««««<^«<<<<<«««««««««««<««««««««««««««< να σάλτο οπτό τό παράθυρό του στο άλλο, άρπαζει τό λά στιχο μέ τέτοια μαεστρία, που θά την ζήλευε και ό ίδιος ό Ταρζάν, και σε ένα δευτε ρόλεπτο πατάει κι* αυτός τό πόδι του στη βάσι του φωτα γωγού. Ό κοντός άντρας έχει γί νει άφαντος, μπαίνοντας σέ μια πόρτα. Ό Μ'πιλ τρέχει σαν σίφουνας .μέσα σέ ένα φω τεκνό διάδρομο. Δεν βλέπει, ούτε ακούει τίποτε. Όλόγυρά του υπάρχουν πολλές πόρτες. Τις ανοίγει μια - μια και κυττάζει μέσα. Δεν υπάρχει τί ποτε. Ό κλέφτης έχει γίνει άφαντος! Αναγκάζεται νά ξαναγυρί ση στά διαμερίσματα τής βα σίλισσας. Βρίσκει την ΓΊόλα νά περιμένη ακόμη, .μπροστά στην πόρτα πού την άφισε. - Χαμένος κόπος, Πάλα! Ό κλέφτης μαζί μέ τα μυστι κά τής κατασκευής τής τρόμε ρής βόμβας «Υ>> έχει κάνει φτερά. Δέν μάς μένει παρά νά ειδοποιήσουμε τον "Αρκο; Τά δυο παιδιά μπαίνουν στο δωμάτιο· τού Μπΐλ καί ίέτοιμάζονται· νά συνδεθούν μέ τον "Αρκο. Επάνω στην ώρα φτάνει καί ό Λοΰντι από τά υπόγεια. Ζητάει πληροφο ρίες γιιά τή βασίλισσα κι’ δ ίαν ό Μπίλ τού έξιστορεί δλα τά γεγονότα, γίνεται έξω φρε νών. - Έκλεψαν τά μυστικά τής βόμβας «Υ»; ^ ^Κεραυνέ, από τή στιγμή αυτή κινδυ νεύει δλη ή γή! Κάθεται μόνος του μπρο-
στά στον ασύρματο και παίρνει τον Αρκο, λέγοντας του τό θλιβερό νέο. Σέ λίγο ό αρ χηγός τής αστυνομίας φτάνει στό παλάτι. Είναι κατάχλω ρος από τήν ταραχή καί την ουγκίνησί'. — Ποιος κρατούσε τά κλει διά; ρωτάει τό Λοΰντι·. — Ή ίδια ή βασίλισσα, στό ιδιαίτερο γραφείο της. — Τότε κάποιος από τούς σοφούς καί τούς έμπιστους ανθρώπους της πήρε τό κλει δί! Ή πολιτεία ιμας κινδυ νεύει νά χαθή, αν τό μυστικό τής βόμβας ανεβεί πάνω στη γή! Νά καίλέσης, Λοΰντι, τό συμβούλιο των σοφών σέ έ κτακτη συνεδρίασι γιά ν’ άπο φασίσουμε τί 9ά γίνη. Έσύ, Κεραυνέ, έλα μαζί μου νά βρούμε τή βασίλισσα... ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
ΚΕΡΑΥΝΟΣ μέτάν "Αρκο βρίσκουν εύκο λα τή βασίλισσα. Δέν έχει κατεβή ακόμα από τον πυκνό θάμνο. Μόλις μαθαίνει πώς οι εχθροί τους έκλεψαν τό μυστικό τής βόμβας βάζει τις φωνές. —Κάποιος από τό παλάτι πήρε τό κλειδί! Τό είχα κλει δωμένο μέσα στό μυστικό μου συρτάρι πού δέν τό ξέρει κα νένας πού βρίσκεται. Φαίνε ται πώς μέ παρακολούθησαν κρυφά κα] τό βρήκαν! Μπαίνοντας καί οί τρεις στό παλάτι, βρίσκουν τούς δώδεκα σοφούς καί τον υπα σπιστή νά τούς περιμένουν.
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
21
«<<<«<<<<«<<<<<<«<<<<<««<««««<«<<<<<<««<<<<««<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<«<<<<<<<<<<<<<<<< Τό συμβούλιο αρχίζει χωρίς αναβολή ενώ ό Μπίλ μέ τον Ταμ και την Π όλα, περιμένουν έξω στο διάδρομο. Ή πόρτα τής σάλας, όπου γίνεται τδ συμβούλιο·, ανοίγει και βγαίνει ή βασίλισσα. — Κεραυνέ, έλα στο γρα= φεΐο μου, τον διατάζει. Ό Μπίλ την ακολουθεί. Μόλις κλείνουν την πόρτα καί κάθονται, ή βασίλισσα αρχί ζει σέ τόνο επίσημο. — Ή κατάστασι τής πολι τείας μας είναι πολύ κρίσιμη καί τραγική, Κεραυνέ. Τό με γαλύτερο καί πιο τρομερό όπλο όλων των αιώνων, ή βόμβα «Υ», που μπορεί νά ε ξ αφανίση από τό πρόσωπο τής γής ολόκληρα κράτη, δεν μάς ανήκει πιά! Την έκλεψαν οί έχθροί μας. Μέσα σέ τρεΐς μέρες, ό φάκελλος -μέ τά σχέ δια τής κατασκευής της θά βρίσκεται στη Νέα Ύόρκη καί, μέσα σέ τρεΐς μήνες τό πολύ, τά Αμερικανικά εργο στάσια θά την έχουν κατα σκευάσει. Οί κατάσκοποι ό μως των άλλων κρατών μπορεί νά κλέψουν τά μυστικά τής κατασκευής της, κι’ έτσι, αλ λοίμονο στην ανθρωπότητα ο λόκληρη καί στον ίδιο τον πλανήτη μας ακόμη, άν ό και νουργιος πόλεμος γίνει μέ τή βόμβα «Υ». Μέσα σέ δέκα λεπτά, Κεραυνέ, πρέπει νά εί σαι έτοιμος γιά νά φυγής. Τό υποβρύχιό μας -μέ κυβερνήτη τό ΑοΟντι θά σέ βγάλη, από την πολιτεία καί θά σέ απο βίβαση κοντά στη Νέα Ύόρ κη. Θά πάρης μαζί σου μονά
χα τον φίλο σου τον Τόμ καί θά προσπαθήσετε μέ κάθε τρόπο νά ξαναπάρετε τό φάκελλο μέ τά μυστικά τής βόμ 6ας, πριν την κατασκευάσουν. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ικανότητά σου. Θά ήθε λα νά ερχόταν καί ό Άρκο μαζί σου, μά τον χρειάζομαι εδώ γιά νά αντιμετώπιση τις επιθέσεις τών προδοτών. '(? Λουντι θά μείνη μέ τό υποβρύ χιο στη θάλασσα, γιά νά σάς παραλαβή, όταν χρειαστή α νάγκη. Καί μην ξεχνάς, Κε ραυνέ, πώς ανήκεις στο βασί λειό μου καί πώς, άν προδώσης στους ανθρώπους επάνω τά μυστικά τής χώρας μου, τότε θά σέ θεωρήσω ως προ δότη. — Μεΐνε ήσυχη, βασίλισ σα, απαντάει ό Κεραυνός. Μό νο μιά χάρι Θέλω νά σου ζη τήσω·. Μπορώ νά πάρω καί την Π όλα μαζί μου; -— Νά την πάρης, Κεραυ νέ. Έφοδιαστήτε μέ πιστόλια καί μέ αρκετές σφαίρες καί φύγετε άμέσως. Σάς εύχομαι καλή τύχη. * * ·* — Τόιμ, πάμε γιά τήν Άμε ρική, ψιθυρίζει· ό Μπίλ στο αυτί του φίλου του. Εκείνος ανοίγει κατάπλη κτος τά μάτια. —>Γιά τήν Αμερική, είπες; Αλήθεια, Μπίλ; Πώ... πώ, Θεέ μου! Επιτέλους θά χορ τάσω ύπνο στο σπιτάκι μου! -— Χμ... άν νομίζης τώς πάμε στά σπίτια μας, είσαι γελασμένος, φίλε μου! αεκι-
22
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ι
νάμε για μιά πολύ επικίνδυνη αποστολή. Μά ό Τδμ δεν θέλει ν' άκου·1 ση πιο κάτω. Αρχίζει να χο ροπηδάει στους διαδρόμους τοΌ παλατιού, τρελλός από τη χαρά του πού θά μπόρεση νά ξαναπάει οπήν πατρίδα του. Μπαίνει στο δωμάτιό του, γεμίζει τις τσέπες μέ Φρούτα τής πολιτείας, βάζει καί στον κόρφο του μερικά, καί βγαίνει έξω παραφοσσκωμένος. — Γιά το ταξίδι τά ετοιμά ζεις; τον ρωτά ή Π όλα πού τά μάτια της λάμπουν από χαρά γιατί θά μπορέση κι5 αυτή νά βγή μιά φορά έξω από τήν πολιτεία καί νά γνωρίση καινούργιο κόσμο. — Θά τήν πάω στήν αδελ φ-ούλα μου καί στους φίλους μου1!, κάνει ό Ταμ. Θά δώσω μερικά καί στον Φρίξ τό σκυ λάκι μου, γ ι ά νά δώ άν τά τρώει. Ή άποστολή του υποβρυ χίου μέσα σέ δέκα λεπτά εί ναι έτοιμη. Ή βασίλισσα κα τεβαίνει από τό παλάτι καί τους ακολουθεί ώς τή δεξαμε νή . 5 Εκεΐ του ς χ α ι ρετάε ι έναν ένα μέ αληθινή συγκίνησι καί, αφού δίνει τις τελευταίες οδη γίες στον Λούντι, παίρνε ΐ' πα ράμερα τον Κεραυνό-.: — "Άν κατωρθώσης καί ξαναπάρης πίσω τά μυστικά τής βόμβας, τού λέει, θά σέ όνο μ άσω έπίσημ α δ ι άδοχο τού θρόνου! — ’Όχι, βασίλισσα μου!, απαντάει ό Κεραυνός. Εμένα δεν μου αρέσουν τά αξιώμα
τα. Ανήκω στο βασίλειό σου καί έκτελώς τις διαταγές σου όπως όλοι οι άλλοι. "Αν δέχο μαι νά πάρω μέρος σ3 αυτή τήν επικίνδυνη άποστολή, τό κάνω γιά τήν ησυχία τού βα σιλείου μας καί τήν ησυχία του κόσμου. Ή βόμβα «Υ» πρέπει νά μην πέση ποτέ πά νω στη δυστυχισμένη, μας γη! χ
Τον Μπίλ δέν τό ένθουσιό ζει ή ιδέα νά βασιλέψη μιά μέ ρα στο- βασίλειο- τής υπόγει ας Πολιτείας. Δέν ξεχνάει ούτε στιγμή πώς η πατρίδα του είναι ή Αμερική. "Αν ύπη ρετή τώρα τή βασίλισσα, τό κάνει γιά νά σοόση τον κόσμο. Μ3 αυτή τή σκέψι μπαίνει μα ζί μέ τους συντρόφους του στο υποβρύχιο. ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΠιΑΤΡΙΑΑ
!ΝΑΙ σκοτάδι. Τό ύπο βρυχ ι-ο τής ύ ττόγε ι α ς πολιτείας ανεβαίνει σιγά - σιγά στήν επιφάνεια τής θάλασσας κοντά σέ μιά έρημη αμερικανική ακτή, λί γο μακρ-υά από τή Νέα Ύόρκη. Μιά μικρή λαστιχένια βάρ κα μέ τέσσερις ανθρώπους προχωρεί προς τήν ακτή. Μέ σα: σ3 αυτή τή βάρκα βρίσκε ται ή τολμηρή άποστολή μέ αρχηγό τον Κεραυνό. Ή σπου δαιότερ-η άποστολή των αιώ νων μέ σκοπό νά πάρη πίσω τά κλεμμένα υυστικά τής βόμ βα-ς, που είναι ικανή νά κόταστρέψη, από τή μιά στιγμή στήν άλλη τή γη. -—- 3Εγώ θά σάς περιμένω εδώ, τούς λέει ό τέταρτος άν
ΚΕΡΑΥ ΝΟΣ 23 <«««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««
θρωπος τής λαστιχένιας βάρ κας, ό Λούντι. Εύχομαι νά μή σάς συμβή τίποτε κακό. (Ριλάει την κόρη) του κα:ι δίνει τό χέρι του στα δυο παι διά, που ξεκινούν άμέσως για την τολμηρή καί δύσκολη άπα στολή τους. Βαδίζουν αρκετή ώρα μέσα οπήν ερημιά. Μακρυά, φαίνε ται ή Νέα Ύόρκη σαν ένα παραμυθένιο πανόραμα μέσα στα φώτα. της. Ό θόρυβος των αυτοκινήτων της φτάνει ώς εδώ. Ή Π όλα, πού ζή τό σα χρόνια μέσα στήν ήσυχη ζοοή τής υπόγειας πολιτείας, παραξενεύεται γυ’ αυτόν τό θόρυβο. — Που θά πάμε; ρωτάει τον Μπίλ. — Θά περάσουμε πρώτα από τό σπίτι μου νά μιλήσω με τον πατέρα μου. "Ισως μέ βοηθήση σε πολλά πράγματα. Βαδίζουν τώρα σ' έναν φαρ δύ δημόσιο δράμα. Οί φανοί ενός αυτοκινήτου! αναβοσβή νουν αριστερά τους. Ό Μπίλ στέκεται στ ή μέση καί κάνει σινιάλο μέ τό χέρι του. 4 Η κού ρ σα στ α ματ ά ε ι. Μπαίνουν μέσα καί ξεκινούν μέ μεγάλη ταχύτητα γιά τή Νέα Ύόρκη. Ό Μπίλ κάθεται μπροστά κοντά στον οδηγό καί ή Π όλα πίσω μέ τον Τόμ, πού πέφτει άμέσως στον ύ πνο·. Άφίνουν την ευθεία του δρό μου καί μπαίνουν τώρα σέ κά τι απότομες στροφές, μέσα σέ ένα δάσος. Μπροστά τους δι ακρίνουν μιά άλληι κούρσα σταματημένη, πού έχει πιά-
σει τό μισό δρόμο. "Ενας άν θρωπος τούς κάνει σινιάλο νά σταματήσουν. Ό οδηγός πα τάει τό φρένο καί βγαίνει έξω. Δέν προλαβαίνει όμως νά κά νη ούτε δύο βήματα, όταν άκούγεται ένας πυροβολισμός. Μ ιά σφαίρα τοΰ τρυπάει τό στήθος καί τον ρίχνει κάτω, ενώ δυο ώπλισμένοι άντρες ξε φυτρώνουν μέοα από τούς θά μνοος. Ό Μπίλ βγάζει τό πιστό λι, πού τό έχει κρύψει μέσα σέ μιά πέτσινη τσάντα, καί έτοι μάζεται νά άναμετρηθή μέ τούς κακούργους. Στήν αρχή, τούς περνάει γιά κλέφτες. "Ε πειτα δμως, κυττάζοντας μέ προσοχή τον πιο ψηλό από τούς δυο, ανατριχιάζει ολό κληρος! Δέν μπορεί νά πιστέ ψη στά μάτια του! Είναι ό ί διος ό Βάγκ! —Ό 3άγκ!, φωνάζει στήν Πόλα καί γονατίζει κάτω. Ευτυχώς πού προλαβαίνει, γιατί μιά σφαίρα χτυπάει τό τζάμι τής πόρτας καί τό κά νει χίλια κομμάτια. — Τόμ!, φωνάζει ή Πόλα στο αυτί τού κοιμισμένου Τόμ. Ξύπνα, ό Βάγκ! — Ό Βάγκ; μουρμουρίζει εκείνος. Μά τί πάθατε; ί ρελλαθήκατε καί βλέπετε μπρο στά σας τό Βάγκ καί στη Νέα Ύόρκη ακόμη; Γυρίζει από τό άλλο πλευ ρό κι* αρχίζει τώρα τό γνω στό, τό αιώνιο ροχαλητό του. — Κ ερ αυνέ, π α ρ αβό σο ο!, άκούγεται βαρεία ή φωνή τού Βάγκ. Είμαστε πιο έξυπνοι από τή βασίλισσά σου καί
24
φτάσουμε νωρίτερα από σάς στην "Αμερική, -έραμε και σέ ποιο μέρος θά βγήτε. Παραδό σου πριν σου τρυπήσω τό κορμί μέ τις σφαίρες του πολ σβόλ ου μ ο υ. Ό Μίττιλ διακρίνει τώρα στα χέρια του δεύτερου άν τρα ένα πολυβόλο! Τό αυτο κίνητο δεν μπορεί νά τούς προφύλαξη από τις σφαίρες του. Τί πρέπει νά κάνουν; Ή μηχανή τού αυτοκινήτου είναι αναμμένη ακόμη. Νά τραβήξη μπρος; Τού κλείνει τό δρό'μο ή άλλη κούρσα. Δεν θά πιρολάβη νά τούς ξεφύγη από τό μικρό άνοιγμα τού δρόμου. Νά γυρίση πίσω; Αύ γο είναι πιο δύσκολο. Πώς θά πάρη ολόκληρη στροφή τόσο γρήγορα; Κυττάζει δεξιά του. Βλέπει έναν απότομο κατήφορο μέ λί γα αραιά μεγάλα δέντρα... ΈΤναι ό μόνος δρόμος σω τηρίας πού τού απομένει. Υ πάρχει κίνδυνος νά άναποδογυρίση τό αυτοκίνητο από την πολύ κατηφοριά, μά είναι προ τιμώτερο νά πεθάνουν μέσα στά συντρίμια τού αυτοκινή του παρά νά τούς τρυπήσουν τό κορμί οι σφαίρες τού Βάγικ. Πιάνει τό βολάν, σηκώνει τό χειρόφρενο καί πατώντας τό γκάζι στρίβει μέ δλη τη δύναμί του αριστερά. Ή μι κρή κούρσα άρχιζει νά κυλάει στον κατήφορο μέ ταχύτητα αστραπής, ενώ πίσω τό πολυ βόλο αρχίζει τό γοργό του κοκόρια μα. Μιά ριπή τό παίρ νει στο πίισω μέρος καί μιά
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
σφαίρα παίρνει τον Τόμ ξυ στά στο αυτί. Τό τσούξιμο τον κάνει νά πεταχτή. Ακόμη δέν έχει πά ρει εΐδησι τί συμβαίνει. — Ουφ, αυτές οί μύγες!, κάνει καί ξαναπέφτει νομίζον τας πώς τον τσίμπησε κάποια μύγα στο αυτί του. Ό Μπίλ μέ τά μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες, έχει αγκαλιάσει μέ δλο του τό σώμα τό βολάν καί τό στρί βει πότε δεξιά καί πότε αρι στερά γιά νά μήν πέσουν καί τσακιστούν επάνω στον κορ μιά κανενός δέντρου. Οι πισυ νές ρόδες σηκώνονται ^αρκετές φορές ψηλά από τό χώμα, γαί τό μιικρό αυτοκίνητο είναι έτοι μο νά τουμπάρη. Σέ μιά στιγ μή, ό Μπίλ καταλαβαίνει πώς τό άναποδογύρισμα είναι ανα πόφευκτό γιατί ό κατήφορος γίνεται πιο απότομος. — Κρατηθήτε, παιδιά!, ουρλιάζει. Ή Π όλα αγκαλιάζει τον Τόμ καί κρατιέται μέ τό δεξιό της χέρι. Ή κούρσα έπειτα α πό ένα δευτερόλεπτο χτυπάει μέ πάταγο επάνω ο'έ ένα δέν τρο. ^ Τό τράνταγμα είναι από τομο καί τά τρία σώματα α ναποδογυρίζονται μέσα στά καθίσματα. Τό τιμόνι σπάζει στά δύο, μά ό Μπίλ έχει ξα πλώσει κάτω καί δέν κινδυ νεύει. Σηκώνεται δπως μπορεΐ καί ανοίγει τήν πόρτα. Πετά γεται έξω καί προσπαθεί νά βγάλη. τούς δυο φίλους του. — Χτυπήσατε; ρωτάει μέ αγωνία.
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΙ
25
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»» Ή Πόλο: δεν έχει πάθει τί ποτε. Ό 1 όμ πού ξύπνησε χω ρίς νά τό θέλη, πιάνει· με τά δυο χέρια τό κεφάλι του. — Μά... που βρισκόμαστε; ρωτάει χαζά και προσπαθεί νά θυμηθή. Ή ώρα δεν είναι κατάλληλη γιά απαντήσεις. Οί σκιές μ ερ ικών ανθρώπων άρ χ ί ζουν νά κατεβαίνουν με προφύλαξι στον κατήφορο. — Τρέξτε προς την χαρά” δρα!, λέει ό Μπίλ στον Τό*μ. Προχωρήστε δσρ μπορείτε πιο πολύ! Σε λιγάκι θά άς φτάσω και γώ. (Κ ράβεται πίσω από τό σα ραβαλιασμένο αυτοκίνητο· και σκοπεύει σταθερά με το πι στόλι του. Μιά φωτεινή σφαί ρα διασχίζει σάν άστραπή τον αέρα. "Ενα σώμα πέφτει κάτω χωρίς μιλιά καί άρχίζεα νά κατρακυλάει. Οί άλλοι στα μστοΰν καί ξαπλώνουν κάτω. Ό Μπίλ βρίσκει ευκαιρία νά τρέξη πίσω από τούς φίλους του. Τούς προφταίΐνει καί τρέ χουν τώρα καί οί τρεΐς μαζί. Βγαίνουν σε έναν άλλο δρόμο·. Τή στιγμ_ή αυτή περνάει· ένα καμιόνι. Σταματούν με τά πι στόλια τον έκπληκτο όδη,γό καί μπαίνουν μέσα. — Εμπρός γιά τή Νέα Ύ όρκη καί ούτε μιλιά!, τον α πειλεί ό Μπίλ.
ΠΑΛΙ 0 ΒΑΠΚ! ΒΕρΟ |ρ κΜΙ
ΠΕΙ ΤΑ από μια ώρα, μπαίνουν στά πρώτα σπίτια τής μεγάλης πο
λιτείας. Σταματούν τό αυτο κίνητο, πληρώνουν γενναιόδω ρα τον οδηγό καί τον παρακα λούν νά μή βγάλη τσιμουδιά από τό στόμα του. Ή Π όλα κυττάζει ολόγυρά της τόν καινούργιο κόσμο, καί τής φαίνονται όλα παράξενα. Λεν μπορεί νά συνηθίση στον θόρυβο καί κλείνει κάθε τόσο τά αυτιά της. Ό Τόμ χοροπη δάει από τή χαρά του, πού σέ λίγο θά βρεθή στο σπίτι του, κοντά στο αγαπημένο του σκυ λάκι τόν Φρίξ. — θά καθήσουμε πολλές εβδομάδες στά σπίτια μας; ρωτάει. — Ούτε ώρα!, τού άπαντά ό Μπίλ. Ό ερχομός τού Βάγκ στή Νέα Ύόρικη μάς βάζει σέ αρκετούς μπελάδες καί κινδύ νους. Πρέπει νά δράσουμε κεραυνο'βόλα πριν άρχίση ή κα τασκευή τής βόμβας από τούς επιστήμονες. —ΛΚαί οί φίλοι μου; Πότε θά δώ τούς φίλους μου; δια μαρτύρεται ό Τόμ. — Θά κάνης δ,τι σέ διατά ζω εγώ, Τόμ! Ή καρδιά τού Μπίλ χτυπά γρήγορα καί δυνατά από τή συγικίνησι. Φτάνει στή γειτο νιά του, κοντά στο σπίτι του, κοντά στούς άγαπημένους του γονείς! Ούτε προσέχει καθό λου· στις σαχλαμάρες τού Τόμ. — Σάν στρίψουμε αυτή τή γωνία θά φανή τό σπίτι μου, λέει χαρούμενος στήν Π όλα. Ή γιων ία είναι σκοτεινή. Έ τοιμάζονται νά μήν περάσουν, δταν παρουσιάζεται μπροστά
2'5
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««<««««<<«««««««««<««««««««««««««««<«<.<4
τους ένας άντρας. Είναι ψηλός καί τά χαρακτηρηστ ικά του δεν φαίνονται καλά μέσα στο σκοτάδι. — Κεραυνέ, κάνει χωρίς άλλη κουβέντα, ακολούθησε με! ^ Ό Μπίλ κάνει νά τραβήξη τό ττιστάλι του, μά ό άγνω στος χωρίς ν' άλλάξη τον τόνο τής φωνής του συνεχίζει: — Βάλε τό πιστόλι στη θεσι του καί ακολούθησε με. Είμαι ο πράκτορας τής Λίντας. Θέλω νά σου μιλήσω. — Μίλησε μου έδώ, κάνει ό Μττίλ καί αναπνέει τώρα με ανακούφιση. 'Ή καλύτερα, πά με στο σπίτι·: μου νά μιλήσου με με την ησυχία μας. — Δεν θά πας ούτε εσύ στο π-τ-πή ο·ου, Κεραυνέ. Ή
Αίντα με ειδοποίησε προ ολί γου νά μη σε άφίσω νά δής τούς δικούς σου. Ό Μπίλ ανοίγει τό στόιμα από την κατάπληξι ενώ ό Τόμ προλαβαίνει καί ρωτάει. — Ούτε καί γώ; — Ούτε καί σύ. ^— Κι' ό Φρίξ; Νά μή δω ούτε τον Φρίξ; Του έφερα φρούτα νά φάη από τον άλλο κόσμο... — Μά... γιατί; διαμαρτύ ρεται ό Μπίλ. Μπορεί νά άνή κοομε τώρα πιά στο βασίλειο τής Λίντας, δμως δεν μπορού με νά ξεχάσουιμε καί τούς δι κούς μας. Έγώ θά πάω! — "Αν πας, δεν πρόκειται νά ζήσης ούτε μια μέρα, Κε ραυνέ ! Ό Μπίλ
ΓΤετ ό\ζ ι χίΟ'Ο'ί ς καθυιστ έιρ-ηισ ι τή χει ριο-β'οιμβ ίΐδα φεγγίτη.
τΓΌ·ύ σκάζει ψ'^λά στα
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
27
τον έτπ·τε®>.
του έρχεται νά δώσηι μια στον ψηλό άντρα καί νά τον ρίιξη κάτω. — Μά γιατί; επεμβαίνει τώρα καί ή Π όλα. — Ελάτε κοντά νά σάς έ“ ξηγήσω, τούς όπαντάει ά πρά κτορας καί προχωρεί μπρο στά. Τά παιδιά τον ακολου θούν από πίσω μέ κρύα καρδιά, ενώ ό Τόμ αρχίζει τις μουρμούρες. Μπαίνουν σε μια ολοκαί νουργια κούρσα καί σε λίγο βρίσκονται μέσα στην καρδιά τής Νέας Ύόρκης. Ανεβαί νουν σε έναν ουρανοξύστη καί κλειδώνονται· σε ένα δωμάτιο. — Ακούστε, παίρνει· πρώ τος τό λόγο ό Μπίλ. Θέλω νά δώ τον πατέρα μου γιά νά μέ βοηθήση- νά άνακαλύψουμε
πού μπορεί νά είναι ό φάκελλος μέ τά μυστικά τής βόμ βας. — Καί πού τό ξέρει ό πα τέρας σου; — Μά έχει φίλους τόσους υπουργούς. — Κεραυνέ, τον διακόπτει ό πράκτορας, τά σχέδια τής βόμβας τά έχει ό Βάγκ καί δέν πρόκειται1 νά τά παραδώση στην κυβέρνησι όπως νο μίζεις. Ό Βάγκ δέν συνεργά ζεται μέ την Κυβέρνηση αλλά μέ μιά συμμορία κακοποιών Αμερικανών, πού τη διευθύνει ένας τρελλός επιστήμονας. Ό Βάγκ, μ* αυτόν τον επιστήμο να, έχουν σκοπό: νά κατακτή σουν όλη τή γή! Ό Μπίλ μένει άφωνος! Αύ τό δέν τό περίμενε.
2®
— Μά... κάνει, νόμιζα ττώς ό Βάγκ προδίνει τή βασίλισ σα στην κυβέρνησι τής 3Αμερΐ'κής. — "Ολοι έτσι νομίζαμε. Ή κυβέρνησι δεν ξέρει* τίποτε α πό το μεγάλο έγκλημα πού έχουν σκοπό νά κάνουν ό Βάγκ μέ τον τρελλό έπιστή■μονά! — Τότε νά ειδοποιήσουμε την αστυνομία νά μάς βοηθήση, — "Όχι, ή βασίλισσα μάς απαγορεύει απολύτως νά έρ θουμε σέ επαφή με την αστυ νομία και μέ την κυβέρνησι. Φοβάται, και μέ τό δίκιο της, πώς, άν τά σχέδια τής ^βόμβας πέσουν στά χέρια τής α μερικανικής αστυνομίας, θά τά κράτηση. Γ ι3 αυτό δεν σάς άψισα νά πάτε στά σπίτια σας, πριν πάρουμε στά χέρια μας τό ψάκελλο μέ τά σχέδια. Κανένας δεν πρέπει νά μάθη γιά την αποστολή μας, — Τότε, τί θά κάνουμε; ρωτά ό Μπίλ. — Θά σάς πω εγώ τί θά •κάνετε, άπαντά μια βραχνή φωνή πίσω από τό τζάμι του φεγγίτη. Ό Μπίλ γνωρίζει πολύ κα λά αυτή τή φωνή, καί πέφτει κάτω βγάζοντας τό πιστόλι του. Είναι ή φωνή του Βάγκ. Οΐ καρδιά του πηγαίνει νά σπάση καί ή αναπνοή του σταματάει. Ό πράκτορας προφταίνει καί πυροβολεί τό φως. Τήν ίδια στιγμή τό τζάμι του φεγ γίτη σπάζει καί ένα βαρύ πράγμα πέφτει «μέσα στο δω
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
μάτιο, δίπλα ακριβώς άπό τον Μπίλ. «Χειροβομβίδα!», συλλογί ζεται καί απλώνει τό χέρι του. ΒρίΙσκει τή βαριά σιδε ρένια μπάλλα τήν αρπάζει μέ θάρρος, στήν παλάμη του, τής δίνει μιά, καί τήν πετάει προς τον φεγγίτη. Τή στιγμή ακριβώς πού περνά τον φεγ γίτη σκάζει μέ ένα δαιμονι σμένο κρότο πού τούς ξεκουφαίνει τά αυτιά. — Έξω!, φωνάζει ό πρά κτορας. "Έξω προτού μάς πιά σει ή αστυνομία. Ανοίγει τήν πόρτα καί πε τάγονται όλοι έξω. Γιά καλή τους τύχη τό ασανσέρ περιμέ νει. Μπαίνουν μέσα καί κατε βαίνουν στο ισόγειο. Τήν ίδια στιγμή, βλέπουν τό θυρωρό νά τηλεφωνή στήν αστυνομία. Μπαίνουν στήν κούρσα καί παίρνουν δρόμο. -—· Φοβάμαι πώς ό θυρωρός θά μάς παρακολούθησε καί θά πήρε τον αριθμό τού αυτό κινήτου, λέει ό πράκτορας. Κινδυνεύουμε νά μάς πιάσουν! .Πραγματικά, άπό πίσω τους άικούγεται ό ήχος τής σειρήνας ενός αστυνομικού αυτοκινήτου. Τήν έχουν πολύ άσχημα. Ό πράκτορας πα τάει· γκάζι καί ή κούρσα πε τάει πάνω στήν άσφαλτο, στρίβοντας πότε δεξιά καί πό τε άριστερά, γιά νά άποφύγη τή σύγκρουσι μέ τά άλλα αυτοκίνητα. Οΐ ανύποπτοι νυ χτερινοί διαβάτες κυττάζουν περίεργοι τήν κούρσα στο τρελλό τρέξιμό της καί ξα-
Κ&ΡΑΥΝ02 φνιάζονται οπτό την άστυνομι κή σειρήνα πού ακολουθεί. Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΒΙ-ΑΛΑ
Ε ΜΙΑ γωνία ή κούρσα στρίβει* και παίρνει ^τώ ρα ένα στενό δρομάκι. Φρενάρει απότομα και ό κτορας κατεβαίνει. · — "Ολοι κάτω!, τούς φω νάζει. Ελάτε κοντά μου ! Ό Μπίλ υπακούει καί κατε βαίνει. Πίσω του ακολουθεί ή Π όλα. Ό Τόμ, πού μέχρι ε κείνη τη στιγμή φαινόταν πώς νύσταζε, κάθεται μπροστα στο βολάν καί βάζει μπρος τή μηχανή. — Τί κάνεις έκεΐ; ουρλιά ζει ό πράκτορας ενώ ό ήχος τής αστυνομικής σειρήνας πλησιάζει όλο και πιο πολύ. — Νά μέ περιμένετε στο λιμάνι!, κάνει ό Τόμ καί ξε κινάει μέ ίλι'Υγιώδη τοοχύτητα στο στενό δρόμο ενώ στη γω νία ακριβώς παρουσιάζονται δύο αστυνομικά αυτοκίνητα.. — Πού πηγαίνει; Θά μάς πάρη στο λαιμό του! φωνά ζει ό πράκτορας καί στρίβει σε μιά γωνία γιά νά μη τον πάρουν_ είδησ ι οι άστυνο μ ικοί. — -έρω καί γώ πού πη*γαίνει; αναρωτιέται ό Μπίλ νευριασμένος κι3 αυτός γιά τήν_τρέλλα τού φίλου του. Ξεκινούν γιά τό λιμάνι, σκυ Θρωποί καί αμίλητοι. Εΐναι ό μως καί οί τρεΐς τους βέβαιοι πώς ό Τόμ δεν θά έρθη ^ στο λιμάνι, πώς θά τον πιάσουν Μ αστυνομικοί. Κάθονταιι σέ ένα καφενείο
Σ
1Ρ καί, κάπου - κάπου, βγαίνουν καί κάνουν καμμιά βόλτα γύ ρω στο λιμάνι, προσπαθών τας νά διακρίνουν τον Τόμ; Ή ώρα όμως περνάει καί εκείνος δεν φαίνεται. Τί νά έχη απο γίνει; Βρίσκεται μήπως κλει σμένος σέ κανένα αστυνομικό πρά τμήμα καί αποκαλύπτει στους αστυνομικούς τό μυστικό τής αποστολής καί τής πολιτείας πού βρίσκεταιι στά έγκοττα τής γης; Αυτές τις σκεψεις κάνει ό Μπίλ, όταν σέ μιά στιγμή βλέ πει στο μουράγιο νά βαδίζη μιά σκιά μέ απλωτά βήματα. Είναι ό Τόμ! Τρέχουν όλοι κατ3 επάνω του. — Που ήσουνα; ρωτάει ό πράκτορας σέ αυστηρό τόνο. — Στο σπίτι μου ήμουνα! — Στο σπίτι σου; Δέν εί παμε πώς απαγορεύεται νά πάτε στά σπίτια σας; — Έ... μην κάνης έτσι, δέν μπήκα καί μέσα! Πήδη σα τά κάγκελα καί έφτασα στο σπιτάκι τού Φρίξ. Νά τον βλέπατε πώς έκανε .μόλις μέ είδε! 3Έπεσε έπάνω μου καί έκλαιγε από τή χαρά του! Τού έδωσα μερικά φρούτα πού κουβάλησα από τήν πο; λιτείία, μά εκείνος ούτε τά μύ ρισε κάν. — "Ωστε δέν μπήκες μέσα στο σπίτι σου; — Όχι. Τά νυσταγμένα μάτια τού Τόμ καθρεφτίζουν τήν ειλικρί νεια. Ό πράκτορας τού σφίγ γει συγικινημένος τό χέρι. — Μπράβο σου!, τού λέει. Είσαι ενα θαυμάσιο παιδί.
10 Μόλις τελείωση ή ιστορία μέ τή βόμβα, θά πάτε και οι δυο στα σπίτια σας νά δήηε τούς δικούς σας. — Κι5 όταν γυρίσουμε πί σω θά πάρω και τον Φρίξ μα ζί μου!, επιμένει ό Του. — Νά τον πάρης. Αρκεί νά μ ή δ αγκωνή . Τό λιμάνι είναι μισοσκότει νο. Πελώρια ύπεροοικεάνεια υ ψώνουν τούς όγκους τους μέ σα στη θάλασσα. Οί διαβά τες αυτή την προχωρημένη ώ ρα είναι αρκετοί. — Που θό: κοιμηθούμε α πόψε; ένδιαψερεται ό Ταμ. — Πουθενά, του άπαντά ό πράκτορας. Απόψε έχουμε την πρώτη μας επιχείρησε — Γιά πού; ρωτάει ή Πά λα πού δλες αυτές τις ώρες βρίσκεται άπορροψημένη κυττάζοντας κάθε πράγμα πού βλέπει. — Για μιιά παράξενη βίλλα πού βρίσκεται στην άκρη της Νέας Ύόρκης. Ελάτε κοντά μου. Μπαίνουν σ’ ένα ταξί καί σέ λίγο φτάνουν έξω από τή μεγάλη πολιτεία. Άφίνουν τό δρόμο καί μπαίνουν σ’ ένα ή συχο καί σκοτεινό πάρκο. Τά φυλλώματα των δέντρων εΐναι πυκνά καί κρύβουν -μιός σκο τεινή βίλλα πού βρίσκεται στο βάθος. -— Ή βίλλα αυτή ανήκει στον Μέρβιν, τούς λέει ό πρά κτορας. — Στον Μέρβιν; Ποιος εί ναι ό Μέρβιν; ρωτάει ό Μπίλ. -— Είναι ό φαντασμένος ε
ΚΕΡΑΥΝΟΣ πιστήμονας πού θέλει νά κατακτήση τή γή ιμέ τή βοήθεια τής βόμας «Υ». Απόψε πρέ πει νά μάθουμε καί νά δούμε πολλά πράγματα. Σ τ ρ ί βουν δεξ ι ά, άφ ίνοντας τό πλατύ δροιμάχι πού χωρί ζει τό πάρκο στά δύο. Αναγ κάζονται όμως νά πέσουν κά τω ά'μίλιητοι, γιατί άκούγονται 'μερικά βήματα. Μέσα στο μισόψωτο διακρίνουν τ,ρείς σκο τεινές σιλουέττες νά μπαί νουν ατό πάρκο καί νά προχω ροΰν προς τή βίλλα. Ό Μπίλ βγάζει τό πιστόλι καί ετοιμάζεται νά πυροβό ληση. Τό χέρι δμως τού πρά κτορα τού κατεβάζει τό χέρι. ^ — Μά είναι ό Βάγκ, δεν τον βλέπεις; διαμαρτύρεται ό Μπίλ. — Τον βλέπω, μά δεν μάς συμφέρει νά τον σκοτώσουμε τώρα. Πρέπει νά τον άφίσουιμε νά μπή στη βίλλα. Μόλις άκούν τό άνοιγμα καί τό κλείσιμο τής πόρτας, πετάγονται όλοι τους επάνω καί προχωρούν μέ προφύλαξι προς τή βίλλα. Στά χέρια τους έχουν έτοιίμα .τά πιστό λια. Φτάνουν κοντά της όταν βλέπουν μπροστά στην πόρ τα νά πηγαινοέρχεται ένας σκοπός. Γονατίζουν πίσω από τούς θάμνους για νά μή τούς πάρη εΐδησί'. — Αυτόν θά τον άναλάβω εγώ, κάνει ό Μπίλ. Άφίνει τό σκοπό νά τού γυρίση την πλά τη καί πετάγεται από τή θέ~ σι του πατώντας ιμέ τις μύτες των λαστιχένιων παπουτσιών του. Τή στιγμή πού εκείνος
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ετοιμάζεται· νά στ ρίψη, ό Κε ραυνός πέφτει επάνω του, ε νώ συγχρόνως του δίνει με ορ μή μιά τεχνιική γροθιά στο σα γόνι. .Ό σκοπός πέφτει μονοκόμ ματος κάτω, χωρίς νά προλάβη νά βγάλη ούτε άχνα άπό τό στόμα του. Μά την ίδια στιγμή άπό τή γωνία, παρου σιάζεται μιά σκιά. Ό Μπίλ σφίγγει νευρικά τό αθόρυβο πιστόλι στο χέρι του, καί ε τοιμάζεται νά πυροβόληση. ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΣΚΙΑ όμως στρίβει ξανά και χάνεται στή γωνία. Ό Μπίλ ξεθαρ ρεύει καί σέρνει άπό τά πό δια τον εχθρό του, κρύβοντας τον πίσω άπό ένα θάμνο. Εί ναι τώρα δλοι τους, έτοιμοι για την έξόρμηισυ — Π όλα, λέει ό πράκτο ρας στήν κοπέλλα, πήγαινε νά χτυπήσης την πόίρτα. "Ο ταν σου ανοίξουν νά πα,ραμερίσης άπό τήν πόρτα αμέσως. Ή κοπέλλα άφίνει τό πι στόλι της στα χέρια του Μπίλ, πού τό μάτι του είναι καρφωμένα στή δεξιά γωνία, οπού έχει χαθή ή σκιά τού ανθρώπου. Προχωρεί θαρρετά καί χτυπάει τό κουδούνι τής πόρτας. Ησυχία βασιλεύει ολόγυ ρο:. Μιά ήσυχία πού μεγαλώ νει τήν αγωνία καί σπάζει τά νεύρα.. "Ολοι περιμένουν ν’ ά νοιξη ή πόρτα. Ό άνθρωπος τής γωνίας δεν ξαναπαρουσιά ζεται.
"
1!
Αντί για τήν πόρτα ανοί γει ένα παράθυρο. Προβάλλει ένα ανδρικό κεφάλι, βλέπει τήν κοπέλλα καί, χωρίς νά πή, τίποτε, κλείνει αμέσως τά παντζούρια καί χάνεται. — Μάς πήραν είδηση λέει ό Μπίλ στον πράκτορα. Ό άνθρωπος που βγήκε στο πα ράθυμο παραξενεύτηκε γιατί δεν είδε τό σκοπό καί πήγε μέοα νά τούς ειδοποίηση,. Πρέ πει νά δράσουμε κεραυνοβόλα, πριν μάς κυκλώσουν ή μάς φύγουν άπό καμμιά άλλη πόρτα. — "Έχεις δίκιο, άπαντά ό πράκτορας. Δεν υπάρχει άλ λος τρόπος νά μπούμε μέσα, παρά νά σπάσουμε τις πόρ τες. Έσύ, Μπίλ, μέ τήν Πόλα πηγαίνετε άπό τό πίσω μέρος καί προσπαθήστε μέ κάθε τρόπο νά μπήτε μέσα. Χτυπή, στε αλύπητα οποίον παρούσα αστή μπροστά σας. Ό Μέρ·* βιν είναι ένας κοντός μέ ρυτιδίομένο πρόσωπο. Προτίμησε νά τον πΐ-άσης αιχμάλωτο, γιά νά σου π ή πού βρίσκεται ό φάικελλος μέ τά μυστικά τής βόμβας. Μέσα στο σκοτάδι τής νύ χτας, πού δέν είναι καί τόσα βαθύ, ό πράκτορας ο-η'κώνεται καί κάνει νόημα στον Τόμ νά τον άκολουδήση. Ό Μπίλ παίρ νει τήν Πόλα καί προχωρούν προς τή δεξιά γωνία. Σέρνον ται πάνω στο χώμα κάτω άπό τά μικρά δέντρα καί τά λου λούδια. Περιμένουν άπό στιγ μή σέ στιγμή νά παρουσίαστή ό άνθρωπος πού είδαν προηγουμένοος. Ετοιμάζονται
32
Κ
ΕΡΑΥΝΟΣ
««α<44«««α««««ααα«α«α«<44ί«<4<«4«««44«««««αα«««α<4«4« νά στρίψουν τή δεξιά γωνία Υής βίλλας, όταν αριστερά Τους, αντηχεί μια κραυγή πό νου, καί κατόπιν ένας γδού πος. Μέσα στο .μισοσκόταδο ό Μπίλ διακρίνει στην αριστε ρή γωνία έναν άντρα γονατ ισμένο καί, κοντά στήν πόρτα τής εισόδου, τον πράκτορα πε σμένο κάτω καί ακίνητο. — Τον σκότωσαν!, κάνει στήν Π όλα καί τρέχει με δλη ■του1 τή όύναμι από τό πίσω μέρος τής βίλλας. Δυο δευτερόλεπτα περνούν δλα - δλα. Βρίσκεται τώρα πίσω από τον γονατισμένο άνθρωπο, πού ετοιμάζεται νά πυροβόληση ξανά μέ τό άθό^ ρυβο πιστόλι του εναντίον τού Τόμ. Ή γροθιά τού Κεραυνού πέφτει μέ δόνα μι πάνω στο κρανίο του. Ό άνθρωπος τής συμμορίας άφίνει ένα βογγητό καί σωριάζεται χάμω. 4Ο Μπίλ τρέχε ϊι κοντά στον πράκτορα. "Εχει ξεψυχήσεη! Τού παίρνει βιαστικά από τίς τσέπες κάθε χαρτάκι καί, κρύ βοντας τή μεγάλη του συγκί νηση λέει στον Τόιμ: —Θά τά παίξουμε δλα γιά δλα, φίλε μου! Έτοιιμάσου νά άναμετρηιθουμε ^ ξανά μέ τον Βάγκ. Έσύ, Π όλ α —λέει στήν κοπέλλα πού έχει στο μεταξύ πλησιάσει καί κυττό ζει μέ σπαραγμό τό νεκρό συμπατριώτη της— πήγαινε πίσω από τό σπίτι, κρύψου σέ μιά γωνία, καί πυροβόλη σε οποίον δής νά βγαίνη, Ή κοπέλλα δεν φέρνει καμμιά άντίρρησι καί τούς άφίνει·
ρονάχρυς*
— Πώς θά μπούμε; ρωτάει ό Τό·μ. Ή πόρτα δεν πρόκει ται ν’ άνοιξη. ^— 5Από τό παράθυρο. "Ας κάνουμε γρήγορα, όμως γιατί οι έχ’θροί μας θά έτοα·μόζον τα ι μέσα. Ό Τόιμ, χωρίς άλλη κουβέν τα, δίνει ένα σάλτο καί βρί σκεται καθισμένος στο φαρδύ περβάζι τού παράθυρου. Παίρ νει δύναμι καί χτυπάει τά παντζούρια μέ τή χοντρή του πλάτη. Είναι τόσο δυνατό τό χτύπημα, ώστε δέν χρειάζεται νά ξαναδοκιμάση·. Τά παντζού ρια σπάζουν καί ό Τόμ βρίσκεται πεσμένος χωρίς νά τό θέλη, ανάσκελα «μέσα στο δω μάτιο1. Επάνω του πηδάει σάν αί λουρος ό Μπίλ. Τά μάτια καί των δύο φίλων προσπαθούν νά ^ρυπήσουν τό σκοτάδι. Σφίγ γουν νευρικά τά πιστόλια στά χέρια τους καί ετοιμάζονται γιά τό παιχνίδι τού θανάτου ή τής νίκης, πού τούς περιμέ νει. Ετοιμάζονται ν’ άνοίξουν τήν πόρτα, δταν μιά ριπή από ένα αύτό.ματο, γαζώνει τον τοΐ χο, ακριβώς πάνω από τό κε φάλι: τους. Σκύβουν απότομα καί πυροβολούν κι’ αυτοί χω ρίς νά βλέπουν τίποτε. Στή λάμψι πού αφήνουν οί φωτει νές σφαίρες, βλέπουν μιά μι σάνοιχτη πόρτα. Αυτό μονά χα προλαβαίνουν νά δουν. "Ε να δευτερόλεπτο αργότερα άκοΰν ένα σώιμα νά κυλιέται ατό πάτωιμα. Ό εχθρός τους είναι νεκρός. Μ5 ένα πήδημα βρίσκονται
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
33
<«««««««««««««««««««««««««««««««<««««««<««««««1 και οι δυο μπροστά στην πόρ τα. Την περνούν και προχω ρούν τώρα αθόρυβα μέ τα λα στιχένια τους παπούτσια, μέ σα σέ ένα δωμάτιο. Ό Μπιλ απλώνει τα χέρια του μπρο στά μήπως σκοντάψει σέ κα νένα έπιπλο και κάνει θόρυβο. Ό Τόμ δμως βαδίζει απρό σεχτα και σέ λίγο μπερδεύε ται πάνω σέ μια πολυθρόνα κα] πέφτει μέ πάταγο μαζί της στο πάτωμα. Ό Μπιλ ξαπλώνεται από τομα κάτω καί περιμένει. Ού τε ό παραμικρός θόρυβος δέν άκούγεται. «Την έχουμε άσχημα, συλ λογίζεται. Μάς έχουν στημέ νη παγίδα. Τώρα που λείπει καί ό πράκτορας είναι πολύ επικίνδυνο το τόλμημά μου να μπω μέσα στο σπίτι. Δέν μπο ρουσα δμως νά κάνω καί δια φορετικά, γιατί άν ξημέρωνε θά είχα δυο εχθρούς. Τον Βάγκ καί την αμερικάνικη α στυνομία. "Ας γίνη δ,τι γίνει απόψε.» — Τόμ!, λέει μέ χαμηλή φωνή στο φίλο του. Καμμιά άπάντησι. «Θά κοιμήθηκε ό άθλιος!» σκέπτεται-. — Τόμ!,, ξανακάνει. (Ούτε μιλιά. "Αναγκάζεται νά συιρθή ·μέ την κοιλιά καί ν" άπλώση τά χέρια ολόγυρα. Πουθενά δέν υπάρχει ό Τόμ. Ή απουσία του τον νευριάζει
καί τον φοβίζει λιγάκι. "Αλή θεια, τί έγινε ό Τόμ; "Αρχίζει νά ψάχνη στά σκο τεινά κάθε γωνιά του δωμα τίου. Δεν υπάρχει τίποτε. Μέ τά χέρια του βρίσκει ένα μι κρό στρωμένο κρεββάτι. «"Εδώ θά κοιμάται!» λέει άπό μέσα του μέ άνακούφισι. Όμως ούτε στο κρεββάτι υπάρχει ό Τόμ. "Έχει γίνει ά φαντος ! Αές καί τον άρπαξε κάποιο άόρατο χέρι καί τον σήκωσε ψηλά, παίρνοντάς τον αθόρυβα άπό κοντά του. "Ε κείνο πού του κάνει έντύπωσι είναι καί ή πεσμένη πολυθρό να. Δέν υπάρχει ούτε κι" αυτή μέσα στο δωμάτιο! "Έπειτα άπό πολλή σκέψι άναγκάζεται νά προχωρήση μόνος του. Που νά πάη δμως; Τώρα καταλαβαίνει πώς το τόλιμημά του νά μπή μέσα στο σπίτι ίσως νά του στοι χίση τή ζωή. "Αποφασίζει .νά τά παίξη δλα κορώνα - γράμματα. Καθώς προχωρεί μέ τά τέσ σέρα μέσα στο σκοτάδι, περ νά άπό τή σκέψι του κάτι, -α ναγυρίζει πίσω, περνάει στο πρώτο δωμάτιο πού μπήκαν, χτυπάει τά σπασμένα παν τζούρια μέ δύναμι καί πετάει στον κήπο ένα κομμάτι σανί δας. "Έπειτα, τρέχοντας σχε δόν, φτάνει στο άλλο δωμάτιο καί κρύβεται κάτω άπό τό μικρό κρεββάτι.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΕΜ ΠΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Κείμενο: ΠΟΤΗ ΣΤΡΑΤΙΚΗ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
1
Ν ΠΑΡΑΞΕΝΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Γραφεία: *05ός Αέκκος 22_Φ__Άριθ. 5 Φ Τιμή δραχ. 2 Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38, Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, Άνω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τυτίο.ραφείου: Αν. Χοτζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα,
Στο επόμενο τεύχος, το 6, πού έχει τον τίτλο:
ΡΗ τά ήρωϊκά παιδιά άντιμε.τωπίζουν τό θάνατο με α πόλυτη, ψυχραιμία καί μάχονται μέσα στους δρόμους της Νέας Ύαρκης, για νά πάρουν πίσω τά σχέδια τής Βόμβας «Υ»! 9 Από την επιτυχία τής αποστολής τους έξαρτάται ή σωτηρία του κόσμου !
Αγοράστε όλο ν τό τεύχος 100 του «Μικρού ν\ ρωος». Περιέχει μιά αναμνηστική %
ΑΥΤΟΤϋΤ
με τις εικόνες των ηρώων! Θά πάρετε την ταυτότη τα μαζί μέ τό τεύχος 100 ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ!
/ρχγη πομιεια
I ■ ΘΕΑίΐΣ ΝΑ
ΤΡ£ΛΛ«! 9ΛΑ η 112! ΘΑ ΓΡ βΟΜΘΗίογ. Μ£' ρ*
ΞΑΝΑ ΔΕΣΗΣ·
ΘΑ ΕΚΆΙΚΗΘ9 ΟΛΟΥ! ! /£
<■ ΧΑ*! φΕΥΓ£/!ΜΜ ΕΚΑΛ/Α Μ| ΤΗΣ 'ΑψΗΣΑ ΧΑΛΑΡΑ ΤΑ
ΐ;
ΣΚΌΙΝ·Α! ΕΤΣΙ ΟΑ
ΜΑ © ο η ΖΚ0Π£Υ£/ ΑΜ Κ/,ΛΙΗ · ©λ ΤΚΛ
Ν.
ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ© Μ Σ5.'
·-·
ΤΙ ΓΥΗΒΑΐνΕί Μ»Ζ ΑιυμΑ;
ΕΡΧΟΝΤΑΙ οι ΠΟΛΕ ΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΠΟΛνΓ » ΚΑΙ ΛΕιΠΕι Ο ΚΑΕΓΚΑ» Γ| ΘΑ ΚΑΛΙΟΥ
Λ
Με;
άΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝ 0Η2Σ. Ο /ΔΙΟΪ Ο ΔΟΛΟΦΟ ΝΟΣ ΚΑΤί ΑΠΟ ΤΗ Μ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΜΑΣΚΑ Τ<?χ ΰΑΗΓΟΥΣΒ ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜ/ΤΤεί ΕΝΑΝΓιΟ* Δείτε το
πρεηει μ φυγουμε* γρήγορα»__
ΑΥΤΜ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ, £ ΑΥΤΗ ΘΑ £|ΝΑ» ΤΟ ΠΡΡΤΟ
νθΤΜΑ!___
ΟΔΟΥΣ 'χ&ίν
Γγ^εχι ζετΑι
, ^
Ί
' κ/^Κ:
«ΗΒί ΕΓ5^'Ρ> Η·
Ιΐτ^
/^/
*ά8ΒθΚ3
1 *' '" -_·
Εν ^ΗΗ$||Ι||
}
Μ11
αάίήοϊχ
η.
■ γ* Η %»
Η Μ ■
Η ΠΑΡιΑΒΕΙΝΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΧ
ΡΥΜΜΕΝΟΣ κάτω ά7το τό κρεββάτι στη μυ στηρ ιώδη βίλλα του Μάρβιν, ό μικρός Κεραυνός πειρνμένει νά δη τί θά συμβή. (*) Τό σχέδιό* του θά τούς ξε γιελάση τάχα; Θά νομίσουν πώς βγήκε ξανά έξω καί πώς χώθηκε μέσα στον κήπο; Πραγματικά, μέσα σέ δυο λεπτά ή πόρτα ανοίγει. Είναι σκοτάδι και δεν βλέπει τά πρόσωπα πού μπαίνουν μέ σα. Τό φως δμως ενός φακού πού ψαχουλεύει κάθε γωνία, τον ανησυχεί. Μαζεύεται1 όσο μπορεί κάτω από τό κρεββά(*) Αιάΐβαισ'ε το ττ,ροηιγούιμε'νο ■τεύχος, ττού ε,χ>ει τον τίτλο*. «'Η έκδίκ,ησι ς τών Καταχθονίων».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
τι, έτοιμος γιά κάθε ενδεχό μενο. — Βγήκε έξω, λέειι ένας άντρας. Ό Μπιλ δεν τούς βλέπει στο πρόσωπο. Διακρίνει μονά χα τά πόδια τους. — νΑκόυσες καλά; λέει τώ ρα ·μιά δεύτερη φωνή. Είναι ή φωνή τού Βάγκ, ή Φωνή πού κάνει τον Μπιλ νά τρί'ξη τά δόντια του από θυ μό. — Ναι! Πήδησε στον κή πο. — 5Αμφιβάλλω, ξαναμιλάει ό Βάγκ. Ό Κεραυνός είνάι πονηρός σαν τον άρχαΐο Όδυσσέα! — Αυτό τό παλιόπαιδο των δεκαπέντε γ.οόν:;ν; λέει ό πρώτος. — Παλιόπαιδο ό Κεραυ-
4
νός; Μπορεί νά τά βάλη μέ μια ολόκληρη ταξιαρχία και νά μήν πάθη τίποτε! Ναί, φί λε μου, τον έχει φοβηθή τό μάτι μου! Οι άντρες σταματούν τή συ ζήτηισι. Ό Μπιλ βλέπει τώρα κάτω άπό την πρόχειρη κρυ ψώνα του,, δυο πόδια νά πλη σιάζουν τό κρεββάτι. Είναι ό Βάγκ τάχα η ό άλλος; Καί τί σκοπό έχει; £ Απλώνει τό χέρι μέ τό πιστόλι καί περιμένει. Βλέπει τά δυο πόδια νά ίζουν, τό σώμα του άντρα νά χαμηλώνη, ένα χέρι .ιέ ένα φακό νά παρουσιάζεται καί κοντά σ5 αυτά, ένα πρόσω τγο, μια σημαδεμένη χοντρή καί άσχημη μορφή. Ή μορφή του Βάγκ. Πατάει τή σκανδάλη τρεΐς φορές. "Ενα «ωχ!» άκούγεται, καί τό χοντρό σώμα του Βάγκ κυλιέται στο πάτωμα. Ό Μπίλ σηκώνει τό κρεββάτι μέ δόναμι καί τό αναποδογυρί ζει. Τώρα μένει απροστάτευ τος καί τό μάτι του παίζει δε ξιά κΓ αριστερά. Διακρίνει τον δεύτερο εχθρό του στριμωγμένο σε μιά γωνία. Μιά σφαίρα του περνάει ξυστά στο λαιμό. Τό δάχτυλό του, χωρίς νά χάση ούτε; στιγμού λα, δουλεύει τή σκανδάλη. Είναι ελεύθερος τώρα καί άπό τούς δυο. Ό Βάγκ, ό ^με γαλύτερος εχθρός του είναι νεκρός. — Ταμ!, φωνάζει μέ^ δλη του τή δόναμι. Που είσαι, Τόμ; Καμμιά άπάντησις πάλι. ’Αψίνει τό δωμάτιο καί προ
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
χωρεί στο άλλο. Έ0ώ μέσα είναι όλα σκοτεινά. Φοβάται πολύ μήπως του έχουν στή σει καμμιά παγίδα καί γυρύ ζει πάλι πίσω. Παίρνει ένα προσκεφάλι άπό τό κρεββάτι καί τό πετάει μέ δύναμι στο σκοτεινό δωμάτιο. Έκτος ά πό τό πέσιμο του προσκεφαλιού δεν άκούγεται τίποτε άλ λο. Αναγκάζεται ν’ άνάψη τό φακό του γιά νά προσανατο λιστή. Πριν όμως προλάβη νά κάνη κομμιάν κίνηση νοιώθει ένα κρύο πράγμα νά του παγώνη τον κρόταφο. Ανατριχι άζει ολόκληρος. Καταλαβαί νει πώς τό κρύο αυτό πράγμα δεν είναι παρά ή κάννη ενός πιστολιού! Δύο χέρια πού μοιάζουν σαν ατσάλινα τού σφίγγουν τά δικά του. Τό φώς τού δω ματίου άνάβεί'. Γυρίζει τό κε φάλι του νά δη τά πρόσωπα τών εχθρών του. Είναι τρεις δλοι - όλοι. Ό ένας άπό αυτούς είναι ηλικιωμένος καί τά μάτια του γυαλίζουν παράξενα. Τό πρό σωπό του είναι άδύνατο καί γεμάτο ρυτίδες. Είναι καί οί οι τρεΐς τους Αμερικανοί. Κρατώντας τον πάντα άπό τά δυο χέρια, τον σπρούχνουν καί μπαίνουν τώρα σέ μιά σά λα, φωτεινή καί έπιπλοομένη. Ταν καθίζουν σέ ένα κάθισμα, καί ενώ οι δυο στέκουν όρθιοι ■πίσω του, άκουμπώντας τά πιστόλια τους στήν πλάτη του, ό άδύνατος μέ τά παρά ξενα γυοώιστερά μάτια κάθε ται μπροστά του. Τον κυττάζει καί γελάει.
§ «α4α<α<α«4<α<4αα444αα«444α«αα<44««4<4<4α««44<αααααα4ααα<4<α ~ Ποιος είμαι έγώ, μέ ξέ ρεις; τον ρωτά. — Είσαι ό Μέρβιν! του ά παντά θαρρετά ό Μπίλ. — "Ωστε ξέρεις και τό Ο νομά μου; — Και βέβαια τό ξέρω! -έ ρω ακόμα και τά σχέδιά σου1! —Γι5 αυτό θά πεθάνης, Κε ραυνέ !, ουρλιάζει ό συνομιλη τής του. Γιαττι είσαι ό μεγαλύ τερος εχθρός μας, πού σέ χρη σιμοποιεΐ ή Λίντα γιά νά μου καταστρέψης τά σχέδια! Λεν σέ σκοτώνοο αυτή τή στιγμή γιατί σέ χρειάζομαι. Θά σέ αναγκάσω νά μου προδώσης πολλά πράγματα από ^τά ε πιστημονικά μυστικά τής Λίν τσς! — Δέν σάς τά είπε ό Βάγκ; — Ό Βάγκ δέν είναι επι στήμονας και δέν ξέρει πολ λά πράγιματα. — Καί τό σχέδιο τής βόμβας «Υ» πού κλέψατε από την υπόγεια πολιτεία; Ό συνομιλητής του ξεσπάει ξανά σέ γέλια. — *Α! "Ωστε γι5 αυτό^ α νέβηκες πάνω στη γή; Εσένα χρησιμοποιεί ή βασίλισσα γιά νά μάς ξαναπάρης τά,μυ στικά τής βόμβας; Άλλοι μονο σέ μένα, Κεραυνέ, άν ύπακύψω μπροστά σέ ένα παλιό παιδα σάν καί σένα! Έγώ έχω μεγάλα σχέδια! Θέλεις νά αου τά πώ, άν δέν τά ξέρης; "Ακούσε τα! Μέ τή βόμβα «Υ», πού θά ψτειάξω μέοσ σέ λίγους μήνες, θά απει λήσω όλα τά κράτη τής γής νά παραδοθουν στην εξουσία
μου! Μάλιστα, κύριε Κεραυ νέ, μέσα σέ πέντε μήνες τό πολύ, θά εΐιμαι ό Κυβερνήτης όλης τής γής καί θά μέ τρέ μουν όλοι ο ιάνθρωποι! Ό Μπίλ δέν μπορεί νά κρα ^ηθή καί τού φωνάζει: — Αλλοίμονο στη γή καί στους ^ανθρώπους της άν την κυβέρνησης έσύ καί ή συμμο ρία σου πού άποτελεΐται από κλέφτες καί δολοφόνους! Ο Θεός ποτέ δέν θά έπιτρέψη νά γίνη αυτό τό έγκλημα επάνω στον φτωχό· μας πλανήτη. Ή θεία δικαιοσύνη θά προλάβη τό έγκλημα πού ετοιμάζεις, Μέρβιν! Ή πόρτα τού σαλονιού α νοίγει καί μπαίνει μέσα ό Βάγκ! Είναι πλημμυρισμένος από αίματα καί κουτσαίνει. Πέφτει επάνω σέ μιά πολυθρό να καί λιποθυμάει. Ό Μέρβιν καί οί άλλοι δυο πού κρατούν τον Μπίλ ακίνη το κάτω από την απειλή των πιστολιών τους, τρέχουν επά νω του. — Βάγκ!, κάνει ό Μέρβιν. Ό Μπίλ μέσα σ5 αυτή τή σύγχισι καταλαβαίνει δυο πράγματα: πώς, άν μείνη έ στω καί πέντε λεπτά ακόμη στά χέρια τους, θά τον σκο τώσουν καί πώς ή στιγμή αυ τή είναι ή πιο κατάλληλη νά τούς ξεφύγη. Μέ τό θάρρος τού μελοθα νάτου πετάγεται από την πο λυθρόνα του καί μέ ένα απί θανο σάλτο φτάνει στην πόρ τα. Στρίβει στο διάδρομο, ε νώ από πίσω του ξεχύνεται έ να ουρλιαχτό από φωνές. Ά-
6
_
Κ£?ΑΥ.Ν02
νοίγει μια πόρτα, και βρίσκεται τώρα άντιμέτωπος με έ ναν άντρα τής υπόγειας πολι τείας, που, βλέποντας τον νά του παρουσιάζεται έτσι από τομα, οπισθοχωρεί έντρομος. Ή γροθιά του Κεράνου τον στέλνει νά κυλιστή στη μέση του πατώματος. Του παίρνει βιαστικά τό πιστόλι του — γιατί τό δικό του του τό πή ραν μόλις τον έπιασαν— και προσπαθεί ν' άνοιξη την α πέναντι πόρτα. Ή πόρτα δμως είναι κλει δωμένη. Βάζει αλη του τη δύναμι για νά την σπάση και στο τέλος τό κατορθώνει, τη στιγμή πού μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ένας από τούς ε χθρούς του.
"Ένα «ώχ!» άκούτεται
^Τσ κυνηγητό από δωμάτιο σε δωμάτιο γίνεται δραματι κό. Οι σφαίρες των αθόρυβων πιστολιών χτυπουν ολόγυρα, Θρυμματίζουν τά τζάμια,, τρυ πουν τά έπιπλα και σφηνώ νουν στους τοίχους. "Ολη ή προσοχή και ή επιθυμία του Μπίλ είναι νά βρή τήν πόρτα τής εξόδου. "Έπειτα από πολ λές επικίνδυνες περιπλανήσεις από δωμάτιο σέ δωμάτιο, κα τορθώνει νά φτάση μπροστά σέ μιά υεγάλη πόρτα. 'Μέ τό αριστερό· του χέρι προσπαθεί νά τήν άνοιξη, ε νώ μέ τό δεξιό σκοπεύει τό λαμπιόνι μέ τό φως και τό σπάζει. "Ενας παράξενος Ο'πασμός τον κλονίζει σύγκορ μο καί τό σώμα του όλο καί-
καί τό σώμα του
Βάγκ
κυλιέται
χάμω.
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
Πετάγ'ετοη
αϊτό
7
την πολυθρόνα του και μέ ένα απίθανο σάλτο, φθάνει μπροστά στην πόρτα.
γεται, άιπα τόν πυρετό-, λες κα] βρίσκεται θαμμένος μέσα στις φλόγες ενός καμινιού. -Πόσο κρατάει αυτή ή άγω νία της πόρτας πού δεν άνοίγει; Ούτε κι5 αυτός μπορεί νά ύπολογίση. Στο τέλος α πελπίζεται κα’ί αναγκάζεται/ νά πυροβόληση την κλειδαριά. Μια σφαίρα χτυπάει δίπλα του! Οί εχθροί του τον έφτα σαν ! Γυρίζει απότομα καί πυρο βολεί πότε εδώ καί πότε εκεί. Τό αριστερό του χέρι δου λεύει αδιάκοπα καί επιτέλους κατορθώνεΐι ν’ άνοί'ξη την πόρ τα. Πετάγεται έξω μέ ορμή, τή στιγμή ακριβώς πού οί σφαίρες ενός αθόρυβου αυτο μάτου άρχισαν νά κάνουν ένα
ημικύκλιο στον τοίχο καί την πόρτα, ζητώντας εκατοστό προς εκατοστό τό σώμα του. Τό πήδημά του από την πόρτα είναι τόσο απότομο, πού δεν μπορεΐ νά κρατηθή στά πόδια του καί κυλιέται κάτω1. Ευτυχώς;, γιατί μια οφαΐρα ξεκίνησε από τό σκο τάδι καί του περνά ξυστά πά νω από τό κεφάλιι. Είναι ή σφαίρα τής Πόλας πού τον νομίζει, γιά εχθρό. Είχε βγή από την πίσω πόρτα τής βίλλας, καί είχε πέσει επάνω της. •— Πάλα!, φωνάζει. Ή κοπέλλα είναι έτοιμη νά πατήση γιά δεύτερη φορά τή σκανδάλη πάνω στο πεσμέ νο σώμα, μά τό όνομά της τή
-6,ν
—Λ·
σταματάει. Μέσα ατό μισό·»
βίλλα.
σκάταδο βλέπει έναν άνθρωπο στην πόρτα τής βί·λλας/ νά γονατ ίζη! καί νά σκοττεύη τον Μπΐλ μέ τό αυτόματό του. Ση κώνει. για λίγο την κάννη του πιστολιού τη,ς καί πυροβολεί. Ό άνθρωπος: άφίνει νά του πέση από τά χέρια τό αυτόμ στο καί μένει εκεί όπως εΐναι ακίνητος,, στηριγμένος στα μισάνοιχτο φύλλο τής πόρτας. Ό Μπίλ έχει σωθή! Τά δυο παιδιά τρέχουν τοό ρα προς την είσοδο τού κή που. "Ακολουθούν τό δρομάκι καί έπειτα μπαίνουν ανάμεσα στους θάμνους. — Πού είναι ό Ταμ; ρω τάει σιγανά ή Πόλα. ■— Δεν ξέρω. Χάθηκε από μπροστά μου χωρίς νά πάρω εΐδησι πού πήγε, καί τί έγι νε ! "Απορώ μ" αυτή τη μύστη ριώδη εξαφάνισή Πόλα! Δεν μπορώ νά βγάλω ένα λογικό συμπέρασμα! — Τί έγινε μέσα; "Ακόυ σα αρκετές φωνές καί φοβή θηκα — Πλήγωσα σοβαρά τον Βάγκ καί τούς έφυγα ως έκ θαύματος μέσα από τά χέρια τους. Σ" ευχαριστώ πολύ πού μού έσωσες τη ζωή! "Άν δεν ήσουν εσύ, θά μέ σκότωνε ο πωσδήποτε εκείνος μέ τό αυ τόματο, τη στιγμή πού βγή κα έξω. — Τί θά κάνουμε τώρα; — θά περιμένουμε έβώ κρυμμένοι, ώσπου νά ξημερώση. Οι εχθροί μας δεν πρόκει ται νά ξεμυτίσουν άπό τή
τήν τύχη; τού I αμ, — Μήπως κοιμάται πουθε νά; — Έχάθηκε μπροστά άπό τά μάτια μου, Πόλα. "Απο κλείεται νά βγήκε άπό τό δω μάτιο χωρίς νά τον πάρω εϊδηισι! Μού έρχεται νά τρελλαθώ, δεν ξέρω τί νά σκεφθώ καί τί νά υποθέσω !..<
Φοβούμαι
πολύ
γκά
Η ΚΑΤΑ,ΠΑιΚΤΗ
ΟΥ βρίσκεται άραγε ό Τόμ; Ούτε κι" αυτός τό ξέρει. Κοιμάται, καί ο νειρεύεται πώς τάχα έχει βγή έξω άπό τή Νέα Ύόρικη μαζί μέ τον Φρίξ καί τρέχει στους καταπράσινους κάμπους κινηγώντας πεταλούδες!... Σέ μια στιγμή, αισθάνεται πώς κάποιος τον τσιμπάει στο πόδι. Τό τσίμπημα είναι δυνατό καί τον κάνει νά πε ταχτή επάνω. Κάτι τρέχει δί πλα του. Σκοτάδι ολόγυρα καί δεν βλέπει ούτε τή μύτη του. «Που νά βρίσκομαι τάχα; αναρωτιέται. Βγάζει άπό την τσέπη του ένα μικρό φακό καί τον άνα βε ι. Βλέπει τριγύρω του μερι κές τσιμεντένιες κολώνες καί κάτι παλιά σαραβαλιασμένα έπιπλα. Μερικοί ποντικοί τρέ χουν φοβισμένοι άπό τό ένα μέρος στο άλλο. «Ποντικός μέ δάγκωσε στο πόδι!, κάνει. Μά πού νά βρίσκωμαι;» Δέν άργεΐ νά τό καταλάβη. Βρίσκεται στο υπόγειο τής
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
9
<<<<<<«<<<<<<<<<<«<«<<<<<<<<<<<<<<<<««<<<<<<«<<<<<<<«<«<<«<<<<<«<<<<<<<{<<<<<<<<<«<<<<<<<4 βίλλας και έπεσε από μιά κα ταπακτή,, μαζί με την πολυ θρόνα πού σκόνταψε επάνω της. Θυμάται πώς, καθώς βρε θηικε στο πάτωμα, αναποδο γύρισαν οι σανίδες και επεσε μέ ορμή στο υπόγειο, χωρίς νά προλάβη νά φωνάξη. Μαζί του επεσε καί ή πολυθρόνα. "Από κεΐ καί πέρα δεν θυμά ται τίποτε. Φαίνεται πώς τον πήρε ό ύπνος. «Καί τώρα τί γίνεται;» κά νει καί σηκώνεται επάνω. Δίπλα του βρίσκεται τό πεσμένο του πιστόλι. Τό βά ζει στην τσέπη καί αρχίζει νά σκέπτεται μέ ποιόν τρόπο θά μπορέση νά βγή από έκεΐ μέ σα. Παίρνει τά παλιά έπιπλα, καί βάζει τό ένα επάνω στο άλλο·. Ανεβαίνει έπειτα επά νω καί μέ τά χέρια του αρχί ζει νά σπρώχνη τις σανίδες του πατώματος. Μέ τό πρώ το, ή σανίδα σέ ένα μέρος ση κώνεται καί άφίνει ένα μεγά λο άνοιγμα. Σβύνει τό φακό του καί προσπαθεί τώρα νά άνέβη επάνω. Τό κατορθώνει εύκολα. Ή σανίδα κατεβαίνει αθόρυβα μονάχη της καί κλείνει την τρύπα. Βρίσκεται τώρα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς νά ξέρη τίποτε για τον Μπίλ. Μ’ δλο πού ή σκέψι του πηγαί νει στο Βάγκ καί στούς κινδύ νους πού τον περιμένουν, εν τούτο ις νυστάζει ακόμη καί παραπατάει πότε εδώ καί πότε έκεΐ. 1 Απλώνει τό χέρι του καί τό νοιώθη νά πιάνη ένα μαλα
κό πράγμα. Είναι μιά κου βέρτα! Βρίσκεται μπροστά σ’ ένα κρεββάτι! «Είμαι πολύ τυχερός !» συλ λογίζεται. «Θά πατήσω ύπνο τρικούβερτο μέχρι τό πρωΐ!» Σηκώνει την κουβέρτα από τό ένα μέρος καί πέφτει μέ όλο του τό σώμα επάνω στο κρεββάτι. "Ενα «ωχ!» τόν ξαφνιάζει. "Έχει πέσει πάνω σ’ έναν άνθρωπο που κοιμά ται ! Ανάβει γρήγορα τό φακό καί βλέπει ξαπλωμένον πάνω στο κρεββάτι έναν ηλικιωμένο άνθρωπο μέ αδύνατο πρόσω πο ! Ό άνθρωπος κάνει ν5 άπλώ ση τό χέρι του κάτω από τό μαξιλάρι γιά ν’ άρπάξη ένα πιστόλι, ενώ τά χείλη του εί ναι έτοιμα νά φωνάξουν. Τό κεφάλι του Τόμ καθαρίζει καί ή νύστα τού φεύγει μονομιάς. * Αρπάζει τό απλωμένο χέρι του άνθρώπου καί τού χώνει την άκρη τής κουβέρτας στο στο στόματού γιά νά μη φω νάξη. "Έπειτα αρχίζει νά τόν φιλοδωρή μέ μερικές γροθιές, πού, άν δεν έχουν την τέχνη τού Κεραυνού, έχουν όμως με γάλη δύναμι. Ό ξαπλωμένος καί αδύνα τος άντρας χάνει τις αισθή σεις του. Ό Τόμ τόν ρίχνει κάτω από τό κρεββάτι, παίρ νει αυτός τή θέσι του, σκεπά ζεται ως τό κεφάλι μέ τίς κου βέρτες καί... ετοιμάζεται νά κοιμηθή. Πριν όμως τόν πάρη 6 ύ πνος, έρχεται νά τόν βασανί
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««<^««««<««<«<««««<«««««««««<««««««««««««««««««4 ση μιά μικρή σκέψι στο μεγά λο του κεφάλι: «Κι3 αν αυτός σηικωθή στο μεταξύ και μέ σκοτώση, την ώρα ττού θά κοιμάμαι; Κι3 έ πειτα... που νά βρίσκεται ό Μπίλ;» Παλεύει αρκετά λεπτά μέ τή νύστα καί μέ την ανησυ χία, πού του δίνει αυτή ή σκέ ψη καί στο τέλος αποφασίζει νά σηικωθή. * Αρπάζει τον αδύ νατο άνθρωπο στά γερά του μπράτσα, τον φορτώνει στούς ώμους του καί, άνάβοντας τό φακό του, βρίσκει την πόρτα. Είναι κλειδωμένη, καί δεν α νοίγει. Θυμάται πώς γιά νά μπουν μέσα έσπασαν ένα πα ράθυρο. Τό βρίσκει ανοιχτό καί μέ τό αναίσθητο ανθρώπι νο φορτίο στην πλάτη του, κα
τεβαίνει καί προχωρεί στο δρομάκι τού κήπου μέ σβ·υσμέ τό φακό του. * *■ ★ Ό Μπίλ μέ την Π όλα αντι λαμβάνονται τον θόρυβο πού κάνει τό πήδημά του από τό παράθυρο καί,, κρυμμένοι πί σω από ένα φουντωτό θάμνο, κυττάζουν τή μεγάλη σκιά πού προχωρεί στο δρομάκι.. Ετοιμάζονται νά πυροβολή σουν, όταν στο μισάφωτο δι ακρίνουν τον Τόμ νά βαδίζη κρατώντας στον ώμο του τό σώμα ενός ανθρώπου! Ό Μπίλ δέν μπορεΐ νά π ιστέψη, τά μάτια του! Πετάγε ται επάνω καί του παρουσιά ζεται μπρος. — Τόιμ!, κάνει. Ποιος εί ναι αυτός., Τόμ!
Ταμ ετοιμάζεται νά ρίξιη κάτω τον αναίσθητο Άμερ ικανά, τονμ'ος νά ξαπλώση στο στοω,μένο κρεββάτι.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ 11 ο»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»»»
— Στη θάλασσα!
Φωνάζει ό ιΜπτιλ στους συντρόφους του και οίχν'εται πρώτος.
— "Έλα, φορτώσου τον και σύ λιγάκι, καϋμένε, γιατί κουράστηκα νά τον φέρω ως α εοω: Κατεβάζει τον αναίσθητο άντρα και τον άφίνει κάτω. Ό Μπΐλ ανάβει τό φακό- του, κυττάζει τό π,ρόσωπτό του καί άναπηιδάει από χαρά. — Αυτός είναι ό Μέρβιν, Τό μ ! Ό τρ ελλό ς έπ ιστ ήιμ ον ας πού θέλει νά υποδούλωση τη γή! Πού τον βρήκες, Τόμ; — Επάνω στο κρεββάτι του. Πήγα νά κοιμηθώ κι5 αυ τός βρέθηκε άπό κάτοο μου. Είδες λοιπόν πώς ό ύπνος μου βγαίνει πάντα σε καλό; Ό Μπίλ αρχίζει τώρα νά σκέπτεται, πού θά κρύψουν αυτόν τάν άνθρωπο. "Ενας κό ^
λ
κόρας λαλεΐ καί ό ουρανός άρ χίζει σιγά - σιγά νά φωτίζε ται άπό ενα θαμπό, μακρυνό ψώς.. Άκόιμη είναι σκοτάδι γύ ρω τους, μά δεν θά άργήση νά φωτίση. — Δέστε του τά χέρια, φι μώστε τον καί τά μάτια σας τέσσερα νά μη σάς φύγη, τούς λέει. Έγώ θά πεταχτώ για μιά στιγμή κάπου καί θά γυρίσω αμέσως. Βγαίνει έξω άπό τον κήπο καί προχωρεί σέ ένα μεγάλο δρόμο. Φτάνει σέ μιά μικρή πλατεία, όπου σταθμεύουν με ρίκα ταξί. Οί οδηγοί νυσταγ μένοι, έχουν γείρει επάνω στο τιμόνι καί κοιμούνται, -υπνάει εναν άπό αυτούς καί του λέει: — Χρειάζομαι γιά λίγη ώ-
12
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««««««,<«« ρα τό ταξί σου, μά θέλω να τό οδηγήσω μ οίνος ιμου'. — "Άφισέ με ήσυχο, παι δάκι μου!, κάνει δ οδηγός πει ραγμένος γιατί του χάλασαν τον ύπνο- χωρίς λόγο. — Είμαι γυιός του μηχα νικού Τζών Γκόρντον, του λέει ό Μπίλ καί του δίχνει την ταυ τότητά του, μαζί μέ ένα μάτσο λεφτά. Κράτησε τήν ταυ τότητά μου καί αν δεν γυρί σω μέσα σέ μια ώρα,. τότε πήγαινε στον πατέρα μου. ’Άν γυρίσω, δίλα αυτά τά λεφτά θά είναι δικά σου. Ό οδηγός γνωρίζει τό με γάλο -μηχανικό: καί θαμπωμέ νος από τά δολλάρια του που διοϋ', του παραχωρεί" τό ταξί. Ό Μπίλ, χωρίς νά χάση και ρό, βάζει μπρος, καί σέ λίγο σταματάει στήιν είσοδο του κήπου. * Αρπάζουν τον Μέρβιν, πού έχει τοόρα συνελθεί, τον βάζουν μέσα καί ξεκινούν όλοι μαζί μέ ταχύτητα.^ — Στο υποβρύχιο πάμε; ρωτάει ή Π όλα. — "Όχι, γιατί θ’ αργήσου με καί θά μάς πάρη, ή ημέρα. Ξέρω μια σπηλιά στο απέναν τι βουνό. Έκεΐ θά τόιν κρατή σουμε ώσπου νά νυχτώση. Τό ταξί τρέχει σάν αστρα πή στους μεγάλους δρόμους καί, μόλις αρχίζει νά ξημερώνη φτάνει στις πλαγιές ενός βουνού. Κατεβάζουν τον λΑέρβιν καί, προχωρώντας ανάμε σα από τά μεγάλα πεύκα, φτάνουν σέ μιά ερημική σπη λιά. —-Μή φεύγετε ούτε στιγμή άπό κοντά του!, τούς λέει ό
Μπίλ. Θά γυρίσω σύντομα. Κατεβαίνει τρέχοντας τήν πλαγιά τού βουνού καί φτάνει στο μέρος πού άφισε τό αύτο κινητό. Ό ήλιος άνατέλει μέ σα άπό τούς θαμπούς ουρανο ξύστες τής μεγάλης πολιτεί ας καί δίνει ζωή καί κίνησι στή γη. Ό Μπίλ ευχάριστη™ μένος, άπό τήν κατάληξι τής νυχτερινής περιπέτειας τρίβει τά χέρια του καί άρχίζει ένα όμορφο τραγουδάκι. Ή χαρά του όμως κόβεται στή μέση μαζί μέ τό τραγούδι πού σφυ ρίζουν τά χείλη του. Τό^ αυτο κίνητο δεν υπάρχει έκεΐ πού τό άφ ισε! ΑΡΧΙΖΟΥΝ
ΟΙ ΜΠΕΛΑΔΕΣ ΡΧΙΖΕΙ νά πηγαινοέρ χεται πότε εδώ καί πό τε έκεΐ, μά δεν βλέπει τίποτε! Τό αυτοκίνητο έχει κάνει φτερά! «Μού τό έκλεψαν!, συλλο» γίζεται. Ποιος όμως τό πήρε; Κανένας κοινός κλέφτης, ή ά~ στυνομία ή μήπως κάποιος ά πό τή συμμορία τού Μέρβιν; I ώρα τι θά πώ στον οδηγό πού μέ περιμένει; Βγάζει άπό τήν τσέπη του τά λεφτά του καί τά μετράει. Είναι τόσο πολλά ώστε μπο ρεί κανείς νά άγοράση δύο αυτοκίνητα. Ευτυχώς πού ή Λίντα τον φόρτωσε άπό κάτω, πριν ξεκινήσουν, μέ πολλά δολλάρια. «Θά τού πληρώσω τήν κούρ σα καί θά τον παρακαλέσω νά μήν πή τίποτε στήν άστυνομία καί στον πατέρα μου»,
ΚΕΡΑΥΝΟ
Σ
'
13
>»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»> σκέφτεται και περιμένει μή πως περάση κανένα αυτοκί νητο για τήν Νέα Ύόρικη.. Μπαίνει στο πρώτο πού περνάει και μέσα σέ μια ώρα φτάνει στην πλατεία. Πλησιά ζει τις, κούρσες και προσπαθή να 6ή τον οδηγό τής δικής του. Δεν τον βλέπει πουθενά καί αναγκάζεται νά ραοτήση κάποιον. — Τον πήραν στην άστυνο μία του απαντάει εκείνος, γι ατί ή κούρσα του έτρεχε ,μέ υπερβολική ταχύτητα έξω α πό την πολιτεία. Ό Μπίλ μένει σαν μαρμαοωμένος από τό δυσάρεστο νέο. Τώρα ή αστυνομία θά μά6η για τον ερχομό του στη Νέα Ύόρκη, θά καλέση τον πατέρα του, θά^ζηιτήση ^ νά πληροφορηθή που βρισκόταν τόσον κααι.ρό, τη στιγμή πού όλοι τον νόμιζαν για νεκρό ύ στερα από τό ναυάγιο του «Νιού Στάρ». Ετοιμάζεται νά γυρίση, πί σω στους φίλους του, όταν τον σταματάει ή φωνή τού ε φημεριδοπώλη πού φωνάζει με όλη του τή δύναμι: — Ό γυιος του μηχανικού Γκόρντον επιστρέφει στή ζωή έπειτα από τό ναυάγιο τού <'.Νιού Στάρ»! Είναι ό μόνος πού γλύτωσε καί δμοος δεν έπέστρεψε στούς δικούς του^ Ή αστυνομία στά ίχνη τού παράξενου ναυαγίου καί τής μυστηριώδους έξαφανίσεως τού Μπίλ Γκόρντον! Αγοράζει μιά εφημερίδα καί διαβάζει δσο πιο γρήγο ρα μπορεί: Οι αστυνομικοί
τής τροχαίας, βλέποντας τό αυτοκίνητό του νά τρέχη μέ μεγάλη ταχύτητα, τον άκολού θηισαν από πίσω αλλά δεν μπόρεσαν νά τον προφθσσουν. Βρήκαν όμως τή σταματημένη κούρσα δίπλα ατό δάσος, υποπτεύθηικαν πώς συνέβη κά ποια ληστεία καί πήραν μαζί τους τό αυτοκίνητο. Μέ τον αριθμό τού αυτοκινήτου κατάφεραν νά βρουν τον όδηγό του. Εκείνος .μέ τή σειρά του τούς είπε γιά τό παιδί τού μηχα νικού Γκόρντον, πού όλοι τό θεωρούσαν νεκρό έπειτα από τό τραγικό ναυάγιο τού Ατ λαντικού. Έτ.ρεξαν αμέσως στο σπί τι τού πατέρα του. Εκείνος τους είπε πώς νόμιζε τό παιδί ίου νεκρό, αλλά πώς πριν εί κοσι ημέρες έλαβε ένα άνώνυίμο γράμμα, πού τον πληρο φορούσε πώς τό παιδί του βρισκόταν στή ζωή καί περ νούσε πολύ καλά. "Επειτα α πό τό γράμμα αυτό περίμενε μέ αγωνία καί δεύτερο. — Καί γιατί δεν άνέφερες δλα αυτά τά πράγματα σέ μάς; τον ρώτησαν οί αστυνο μικοί. — Γιατί τό γράμμα πού έλαβα μοΰ^ έλεγε πώς,^άν^ θέ λω νά παίρνω τακτικά ειδή σεις από τό παιδί μου, έπρε πε νά μήν αναφέρω απολύτως τίποτε στήν αστυνομία... Ό Μπίλ κυττάζει μιά με γάλη του φωτογραφία που υ πάρχει στην πρώτη σελίδα τής εφημερίδας. Καταλαβαί νει πώς τήν έχει άσχημα. Τώ ρα, έκτος από τή συμμορία,
Μ
Κ
Ε
Ρ
Α
Υ
Ν
Ο
Σ
►»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»,»»»»»»»»»»»» θά εχη, και τό κυνηγητό των άστυνομικών. Πρέπει νά λα βή τα -μέτρα του για να μή τον συλλάβουν. Μπαίνει σε ένα ταξί καί βγαίνει έξω από την πολι τεία. Πληρώνει τον οδηγό καί, βαδίζοντας αρκετή ώρα με τά πόδια του, φτάνει στη σπη λιά. Βρίσκει τον Τόμ να κοι μάται, καί την Πάλα νά προ σεχή τον Μέρβιν που βρίσκε ται δεμένος χειροπόδαρα. Ή ήμερα περνάει μέ άγωνί'α καί μέ σκέψεις. Ό Μπίλ περιμένει μέ αληθινή λαχτά ρα τά σκοτάδια τής νύχτας, για νά βγουν από τή σπηλιά καί νά φτάσουν ως τήν ακτή. Έκεΐ, θά παραδώσουν τον αιχμάλωτο επιστήμονα στο Λουντι, που τούς περιμένει μέ τό υποβρύχιό του. Ό ήλιος κρύβεται στά μα κρινά σύννεφα καί τό σκοτάδι αρχίζει σιγά - σιγά νά σκεπάζη βαρειά τή γή. Οι τρεΐς κομμάντος τής υπόγειας πολι τείας βγαίνουν από τή σπη λιά, έχοντας ανάμεσα τους τον αίχιμάλωτο επιστήμονα. Εκεί νος πηγαίνει νά σκάση από τό κ οκό του, βλέποντας δυο παιδιά καί μιά κοπέλλα νά τον οδηγούν, μέσα στή νύχτα, γιά άγνωστη τύχη. — Λυπούμαι πολύ πού ά^* ναγκάζαμαι νά σάς φερθώ έ τσι, τού λέει σέ μιά στιγμή ό Μπίλ. Σέβομαι τούς ήλικιθυμένους ανθρώπους καί τους επιστήμονες, αλλά έχω καθή κον νά χτυπήσω τήν τρελλή ο ας άπόφασι νά υποδούλωσε τε τή γή.
Ό Μέρβιν δέν τού άπαν τά. Τρίζει τά δόντια του άπό τό καικό του καί προχωρεί. — Πρέπει νά προσέχουμε πολύ, λέει ό Μπίλ ατούς συν τρόφους του, γιατί ή άστ υνο μία θά προσπαθήση μέ κάθε τρόπο νά βρή τά ίχνη μου. Υποπτεύομαι πώς ό δρόμος θά είναι γεμάτος άπό αστυ νομικούς, γι’ αυτό πρέπει ν" αλλάξουν ε κατεύθυνσι. Ανεβαίνουν ψηλά στήν κο ρυφή τού μικρού βουνού καί κατηφορίζουν στήν αντίθετη πλαγιά. "Έπειτα στρίβουν α ριστερά, μπαίνουν μέσα σέ ένα ικάμπο καί προχωρούν προς τή θάλασσα. Ή νυχτερινή πορεία τους είναι γεμάτη αγωνία. "Έχουν τά μάτια τους τέσσερα μή πως πέσουν πάνω σέ καμμιά άστυνομιική περίπολο ή σέ καμμιά παγίδα τής συμμορί ας. "Ολοι σωπαίνουν καί μόνο ό Τόμ μουρμουρίζει κάτι κά που - κάπου. Διαμαρτύρεται γιατί έχει τόσες ημέρες νά κοιμηθή' μιά ολόκληρη νύχτα μέ τήν ησυχία του. Σταματούν έξω άπό ένα ε ρειπωμένο σπιτάκι. Ό Μπίλ μπαίνει μέσα, καί βγάζει ά πό τήν τσέπη του ένα μικρό βιβλιαράκι. Τό άνοίνει καί τραβάει άπό μέσα του έναν μικροσκοπικό ασύρματο. Τό βιβλίο είναι κούφιο στή μέση κι" έτσι ό ασύρματος κρύβε ται μιά χαρά. Πατάει ένα κουμπάκι καί περιμένει. "Έπειτα άπό δυο λεπτά ένα μικρούτσιικο φως ανάβει δίπλα άπό τό κουμπί,
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
15
<«««««««««««««<««««««««««««««««««««««««««««««« — Θέλω τό Αούντι, μιλάει ό Μπίλ σιγανά. — Είμαι ό ίδιος, τοΰ άπαν τάει μια καθαρή φωνή. — Αούντι, εδώ Κεραυνός. Σε δέκα λεπτά φτάνω στην ακτή. Σου φέρνω τον Μέρβιν αιχμάλωτοι. Έτοΐίμάσου νά μάς παραλάβης. Μην άνεβαί·· νης ακόμη στην επιφάνεια μόλις φτάσω στην ακτή θά σέ ειδοποιήσω ξανά. Εντάξει; -— Σέ κατάλαβα πολύ κα λά, Κεραυνέ. Ετοιμάζω τή λαστιχένια βάρκα και περιμέ νω νεώτερο μήνυμά σου. Ό Μπίλ βάζει τον ασύρμα το στή θέσι του και βγαίνει έξω! — Εμπρός!, κάνει. Προχωρούν ξανά. Ή Θά λασσα με τό ελαφρό της κυ μάτισμα τούς στέλνει τό ό μορφο μουρμουρητό της. Τά αστέρια από ψηλά είναι σω στά διαμάντια. Μέσα σ’ αυτή τήν ομορφιά τής φύσεως, πού όλα φαίνονται· ήσυχα καί ξέ νοιαστα, χωιρίς κανείς νά τό περιμένη, αντηχεί ξαφνιικά στην ατμόσφαιρα ό ήχος μιας αστυνομικής σειρήνας. "Ενας παράξενος ήχος πού σέ κάνει να φοβάσαι καί σου σπάζει τά νεύρα. Τά παιδιά ξαφνιάζονται. — Ήάστυνομία!, κάνει ό Μπίλ. Ό Ταμ βγάζει επιδεικτικά τό πιστόλι του. •— Πρόσεξε νά μήν πυροβο λήσης!, τον διατάζει αυστη ρά ό Μπίλ. Πρέπει νά άποφύγουμε τή μάχη μέ τούς ά< στυνομιικσύς. Μήν ξεχνάς πώ<;
είμαστε, Αμερικανοί καί πώς οι Αμερικανοί αστυνομικοί δέν είναι εχθροί μας! ΚΛΟΙΟΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΤΟ ΙΜΑΖΟΝΤΑΙ νά τρέ ξο-υν, μά ό αιχμάλωτός τους κάνει- πώς δέν μπο ρεί νά·*τρέξη, επίτηδες γιά νά τούς καθυστερήση. Ό Μπίλ λυσσάει από τό καικό του καί τον παίρνει, στήν πλάτη, Τό ουρλιαχτό τής σειρήνας εξα κολουθεί, δέν έχει όμως φανερωθήι γιά τή στιγμή κανείς άστυνο-μιικός. Ό Τόιμ μέ τό χοντρό του σώμα δέν μπορεί νά τρέξη ό πως οί άλλοι. Άγκομαχάει σάν άτμορηχανή καί πολλέές Φορές μπερδεύονται τά πόδια του καί πέφτει- κάτω. Ή ακτή, παρουσιάζεται α πότομα μπροστά τους. — Σωθήκαμε!, κάνει ό Μπίλ. Γρήγορα, Τόμ, τρέξε λιγάκι! Ό Τόμ λαχανιάζει σάν σκΰ λος καί ή γλώσσα του κρέμε ται έξω, ώς τό σαγόνι του. Ό Μπίλ άφίνει κάτω τον αιχμά λωτό του καί ετοιμάζεται νά δώση. δεύτερο- σή'μα μέ τον ά» σύρματά του. Πριν προλάβη όμως νά βάλη τό χέρι του στήν τσέπη, βλέπει- πέντε σκιές νά τρέχουν προς τήν ακτή καί νά τούς πλησιάζουν. — Στον τόπο!, άντηχεΐ μιά αγριοφωνάρα. Μήν κινηθή κανείς! Ό Μπίλ ρίχνει ,μιά ματιά ολόγυρά του γιά νά βρή κα
16
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««{««««<«, νένα μέσον σωτηρίας. Δεν υ πάρχει τίποτε άλλο έκτος α πό τή θάλασσα. Οι άστυνο μικοί πληθαίνουν καί οί σκού ρες φιγούρες τους, από τή μια στιγμή στήν άλλη, τους στενεύουν τον κλοιό. — Στή θάλασσα!, φωνά ζει τότε στους συντρόφους του καί πέφτει μέσα πρώτος. «Πίσω του έργεται ή Π όλα καί ακολουθεί τό χοντρό σώ μα του Τόιμ, που ωστόσο ξέ ρει θαυμάσιο κολύπτι. Ό Μέρ βιν μένει πίσω στήν ακτή καί σηκώνει τά χέρια ψηλά, Τά πιστόλια τών αστυνο μικών μπαίνουν σέ ενέργεια. Οι σφαίρες σφυρίζουν καί σκι ζουν τήν επιφάνεια τής θα λάσσης. — Παυσατε πυρ!, κάνει μιά δυνατή φωνή. Τούς θέλω ζωντανούς! Έκεΐ πού μπήκαν δεν θά μπορέσουν νά μου ξεφάγουν! Τηλεφωτήστε γρήγο ρα στο λιμεναρχείο νά στείλη μιά βενζινάκατο! Οι τρεΐς φίλοι κολυμπούν τώρα στήν ίδια γραμμή. — Χάσαμε τον αιχμάλωτό μας!, λέει πικραμένος ό Μπίλ. "Ας σωθούμε τουλάχι στον έμεΐς! Οί φιγούρες τών αστυνομι κών, πού έχουν παραταχθή στήν ακτή, όσο πηγαίνουν καί μικραίνουν, Τά παιδιά έχουν προχωρήσει στά ανοιχτά καί δεν τούς μένει παρά νά δώ σουν σήμα στο Λούντι. Ό Μπίλ φέρνει τό δεξιΓ του· χέ ρι στήν τσέπη. -—- Ό ασύρματος μου έπε σε στή θάλασσα!,, κάνει.
—- Τώρα; Λέει ή Πάλα. Τώ ρα τί θά απογίνουμε; Πώς θά ειδοποιήσουμε τον πατέρα μου νά μάς κατεβάση; Ό Μπίλ δεν μιλάει. Δεν ξέρει· τί νά πή. Τά έχει εντε λώς χαμένα. Δεν υπάρχει τώ ρα καμμιά ελπίδα σωτηρίας. Θά μείνουν στήν επιφάνεια ώσπου νά τούς συλλάβουν οί αστυνομικοί. ^— "Έχει καί καρχαρίες ε δώ!, κάνει ό Τό'μ πού στή μεγάλη αυτή στιγμή τού κιν δύνου* βρίσκει ορεξι γι' α στεία. — "Αν δεν υπήρχε φόβος νά βουλιάξω, θά κοιμόμουν ευ χαρίστως πάνω στή θάλασ σα, ξανακάνει καί αρχίζει τά γέλια. — Γιατί γελάτε; τον ρω τάει πειραγμένη ή Π όλα. — Γιατί κάτι μοΰ λέει πώς θά σωθούμε! — Θά σωθούμε καί πολύ γρήγορα μάλιστα, τού απαν τάει ό Μπίλ καί τού δείχνει· μέ τό χέρι του μακρυά, σέ μιά κατεύθυνσι. Κυττάζει καί ή Πόλα. Βλέ πουν ένα φώς νά τρέχη. "Ενα ψώς πάνω στή θάλασσα. — Τό λιμεναρχείο στέλνει βενζινάκατο για νά μάς συλ λαβή !, τούς έξηγεΐ ό Μπίλ. Σέ δέκα λεπτά τό πολύ, θά βρισκόμαστε δεμένοι χειρ οπό δαρσ. — Καί τί μπορούν νά μάς κάνουν; διαμαρτύρεται μέ α φέλεια ό Τόμ, Τό πολύ-πολύ νά μάς στείλουν στά σπίτια μας! "Αλλο πού δεν θέλουμε καί μεΤς!
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
.
\7
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««^««, — Κι5 αν σέ ρωτήσουν που ίήσουνα) τόσα 4 καηρό, τι θα τους απάντησης, βλάκα; Τί θά τούς πής για τον Μέρβιν που άφισες πί'σω στην ακτή; — Ά, φίλε μου! Άν μέ ρωτήσουν τέτοια π ρ άιγ μ στ α, θά τούς πώ πώς εγώ δεν ξέρω τίποτε καί πώς εσύ είσαι ό αρχηγός! Έγώ εκτελώ τις διαταγές σου! Άλλα μή φο βάσαι, κάτι θά γίνη καί για μάς, μπορεί νά μή μάς συλλάβουν! Το φώς,δοΌ' πηγαίνει καί μ εγαλώ νε ι. Τώ ρα άκοόγετ α ι καί ό ήχος ενός μοτέρ. Μια λευκή φωτοβολίδα ξεκινάει α πό τήν ακτή καί κρέμεται α κριβώς πάνω από τά κεφάλια τους. Ή θάλασσα λαμποκο πάει ολόκληρη, καί ή βενζινά κατος προχωρεί τώρα προς τή φωτοβολίδα. Σε δυο λεπτά θά βρίσκεται κοντά τους. — Πετάξτε από πάνω σας τά πιστόλιοφ καί δ,τι άλλο· έχετε!, διατάζει ό Μπίλ. Ε σύ, Πόλα, δταν μάς συλλά βου ν νά πής πώς είσαι Γαλλίδα. — Καί γώ, τί1 8ά πώ; ρω τάει ό Τόμ. — Έσύ δεν θά πής τίποτε. Θά μιλήσω έγώ πρώτος. Προς Θεού, νά μήν αναφέρετε τίποτε γιά τήν υπόγεια πολι τεία! Ή βενζινάκατος πλησιάζει. Είναι γεμάτη αστυνομικούς. Τά μάτια τους προσπαθούν νά άντιληφθουν τή θέσι- 'τών παιδιών καί σέ λίγο τά δια κρίνουν. "Ενας λαμπερός προ βολέας απλώνεται πάνω στήν
ήσυχη θάλασσα καί φωτίζει τρία παιδιάστικα κεφάλια. Του Μπίλ τού Τόμ καί τής Πόλας. — Τώρα τί θά μάς1 γλυτώση; ρωτάει μέ απελπισία ό Μπίλ τον φίλο του. Ή βενζινάκατος τούς πλευ ρίζει. Οί αστυνομικοί πέτουν στή θάλασσα ένα μακρύ σκοινί. -—Άρπαχτήτε άπό το σκοι νί!, τούς φωνάζουν. Πρώτος άρπάζεται ό Μπίλ καί κατόπιν ή Πόλα. Ό Τόμ όμως τούς κυττάζει μέ απά θεια. — Ό τρίτος γιατί δεν πιά νεται άπό τό σκοινί; φωνάζει απειλητικά ό άστυνομικός άπό τή βενζινάκατο. Ό Τόμ δεν προλαβαίνει νά άπαντήση, μά ούτε καί οί άλ λοι δυο σύντροφοί του προλα βαίνουν νά τον κυττάξουν. Αι σθάνονται καί οί τρεΐς τους νά άδειάζη ή θάλασσα κάτω άπό τά πόδια τους καί μια μεγάλη,, δύναμι τούς τραβά προς τό βυθό! Σέ λίγο βρίσκονται καί οί τρεΐς τους μέσα στο υποβρύ χιο δίπλα στους ναύτες τής υπόγειας πολιτείας, καί άντι κρόζουν τό ανήσυχο πρόσωπο τού Λούντι. * Ά ■* Ό Μπίλ τού διηγείται τί τούς συνέβει, ενώ ό Τόμ κορ δώνεται άπό χαρά καί λέει κάθε τόσο: -— Δεν σάς τό έλεγα έγώ πώς δεν πρόκειται νά μάς πιά σουν οί αστυνομικοί; Κάτι ή ξερα...
[ιΛΛ»*··»
Λ'.'.ν,
·£.ν·ν«ν.ν··
,ΥΛ'.
Οι
άστννομΊικΌΐ
ττετούν
στη
θάλασσα ενα μακρύ σχοινί.
20 ΚΕΡΑΥΝΟΙ <<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<«<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<«<<«4 Ό Λσύντι, μέ τή σειρά του τούς διηγείται κι5 αυτός πώς τούς πήρε εΐδησι, τή στιγμή ποίύ ή βενζινάκατος σταμα τούσε δίπλα τους: — Τό σκοτάδι επάνω στη θάλασσα έκανε τον οπτικό καθρέφτη του υποβρυχίου σκο τεινό κι3 έτσι δεν βλέπαμε τί ποτε. Σέ μια στιγμή όμως ό καθρέφτης φωτίστηκε. Είδα ο τον ουρανό νά σκάζη μια φωτοβολίδα. Δεν έδωσα καί τόση σημασία, αλλά, κυττάζοντας πιο καλά μέσα στα μικρά κυματάκια, δ ι έκρινα τρία σώματα καί μ»ιά βενζινά κατο νά πλησιάζη. 3Αμέσως κατάλαβα πώς εϊσαιστε έσεΐς καί πώς δι-ατρέχατε κίνδυνο, γι3 αυτό σάς κατέβασα κάτω. Ευτυχώς πού πρόλαβα γιατί, όπως μοΟ λέτε, άν αργούσα έστω καί ένα λεπτό... — θά κοιμόμαστε τώρα στά κρατητήρια τής άστ-υνομίας!, συμπληρώνει ό Τόμ καί κυττάζει ολόγυρά του μή πως βρεΐ κ ανένα κρεββά,τι γιά νά κοιμηθή. Ό Μπίλ μένει· μόνος μαζί μέ τό Λσύντι. — Θά άνειβής ξανά επάνω, του λέει ό αντιπρόσωπος τής υπόγειας πολιτείας. Ό θάνα τος του πράκτορά μας είναι γιά μάς αληθινή καταστροφή. Θά μπορούσε νά μάς όδηγήση στά ίχνη τού Βάγκ. Τώρα θά χρειαστή πολύς χρόνος καί πολλές προσπάθειες γιά νά άνακαλύψης τό κρυισφύγετό τους. — "Εχω μιά ιδέα!, κάνει ό Μπίλ. 3Ελπίζω νά κατορθώσω
πολλά πράγματα. Πότε θά α νεβούμε ξανά επάνω; — Αύριο τό βράδυ, θά σάς βγάλω σέ μιά πιο απόμερη ακτή. Πήγαινε τώρα νά κοιμηθής καί σύ, γιά νά ξεκουραστή τό σώμα σου. ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΙ
Ο ΑΛΛΟ βράδυι ή ^ ί δια ή λαστιχένια βάρ κα βγάζει καί τά τρία παιδιά σέ μιά ερημική ακτή γεμάτη; απότομους βράχους. Κρατούν επάνω τους από ένα πιστόλι, ένα φακό·, ένα μικρό ασύρματο καί αρκετά λεφτά, μήπως τούς χρειαστούν. Ή Πόλα φορεΤ ένα κόκκινο φόρε μα μέ μπότες γιατί τά πα πούτσια της! χάθηκαν ;μέσα στή θάλασσα καί ό Μπίλ μέ τον Τόμ άπό μιά προσκοπική στολή. — 3Εσείς οί δυο θά μείνε τε εδώ, κρυμμένοι μέσα ατούς βράχους, τούς λέει ό Μπίλ, καί θά μέ περιμένετε ώσπου νά γυρίσω. "Αλλο πού δεν Θέλει δ Τόμ. Είναι καλοκαίρι, καί ό ύπνος κοντά στή θάλασσα είναι τό σο ευχάριστος. Ό Μπίλ τούς άφίνει καί προχωρεί μέ βήμα γοργό. "Ε πειτα άπό μισή ώρα φτάνει στο δημόσιο δρόμο, σταμα τάει ένα ταξί καί παίρνει- δρό μ ο γιά τή Νέα Ύόρκη. Μπαί νει αρκετά νωρίς στή μεγάλη πολιτεία, τήν διασχίζει καί σταματάει κοντά στή γειτο νιά του, μέσα στις ήσυχες καί καταπράσινες βίλλες.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
21
««««««««««««*««««««««««««««««««««««««««««<«««* Οι διαβάτες είναι αραιοί κα] τά φώτα των δρόμων σέ μεγάλη άπόιστασι τό ένα από τό άλλο·. Ό Μπίλ αποφεύγει τούς φωτιά μένους δρόμους και προτιμά τά σκοτεινά δρο μάκια. Σέ λίγο φτάνει μπρο στά στο σπίτι του. Ή καρδιά του χτυπά γεμάτη συγκίνησι. Δεν προχωρεί όμως άσυλλόγι στα. “έρεί' πώς οι αστυνομι κοί θά τό* φρουρουν νύχτα και μέρα. Σκέφτεται για λίγο κι" έ πειτα παίρνει μιά τολμηρή άπόφασι. Πηδάει στον κήπο του διπλανού σπιτιού, πού δέν τό φρουρουν οι άστυνομικοί'. Είναι1 πολύ τυχερός, για τί οι κάτοικοί του λείπουν καί δέν υπάρχει ψυχή μέσα οπόν σκοτεινό κήπο·. "Έτσι νο μίζει στην αρχή, μά κατόπιν τό αυτί του παίρνει τον ψίθυ ρο μιας φωνής πού έρχεται από πίσω του. Σάν από ένστι κτο τραβάει τό πιστόλι του. —Μπίλ Γκόρντον!, κάνει· ή φωνή τού αόρατου ανθρώπου πίσω από ένα δέντρο. Μπίλ Γκόρντον, μην πυροβολείς εί μαι φίλος! Ό ΛΑπίλ δέν πιστεύει τί ποτε. Θέλουν τάχα νά τον ξε γελάσουν; Βλέπει μιά φιγού ρα νά γλυστράει πίσω από τό δέντρο καί νά παρουσιάζεται μπροστά του μέ σηκωμένα τά χέρια. — Γονατ ισε κάτω !, του λέει ό Κεραυνός επιτακτικά. Ό άγνωστος γονατίζει. Ό Μπίλ μέ προτεταμένο τό πι στόλι τον πλησιάζει καί τον ρωτά:
•— Ποιος εΐσαι; — Ε|μαι δημοσιογράφος. Δουλεύω στήν εφημερίδα «Σάν». ■— Τί θέλεις από μένα; Πού μέ γνωρίζεις; — "Ήμουνα βέβαιος πώς θά ζητούσες νά έρθης στο σπίτι σου γι" αυτό βρίσκομαι κρυμμένος ώρες ολόκληρες στή γωνία τού δρόμου. Σέ έ χω ξανσδή στο σχολείο όταν κερδίσατε τό διαγωνισμό. — Καί τί ζητάς από μένα; — Θέλω νά μάθω μερικά πράγματα από τό ναυάγιο τού πλοίου καί από την έξαψάνισί σου δλον αυτό τον και ρό. Είμαι ακόμα ένας νέος δημοσιογράφος χωρίς φήμη, μά, άν κατορθώσω νά γράψω κάτι από την περιπέτειά σας, θά γίνω από τή μιά μέρα στήν άλλη διάσημος. Σέ πα ρακαλώ πολύ πες μου κάτι! Ό Μπίλ δέν έχει σκοπό ν5 άνοιξη τό στόμα του σ" αυτόν τον άνθρωπο, πού τού παρου σιάστηκε έτσι μπροστά του, μά ή σκέψι του σταματά σέ κάτι άλλο. — Θά σου πώ ώρισμένα πράγματα, τού άπαντά, άν μέ βαηθήσης νά μπω στο σπίτι μου χωρίς νά μέ πάρη είδησι ή αστυνομία. "Άν τό κατορ θώσω;, τότε είμαι στή διάθεσί σου. — Καί μέ τί τρόπο νά σέ βοηθήσω; — Νά πάς μπροστά στήν είσοδο τού σπιτιού καί νά κά νης τό μεθυσμένο πεισάζον τας τον αστυνομικό, ώς πού νά συγκεντρωθούν όλοι τους
22
Κ
ΕΡΑΥΝΙΟΙ
«<<««««««««««««««««««««<««<««««««««««««««<«««««« γύρω από σένα. Έπειτα από μιισή ώρα ξαναδοκίμασε νά τούς πειράξης, για νά μπορέ σω να βγω χωρίς νά μέ πά ρουν ειδηισίι. "Οταν γίνουν ό λα αυτά, νά μέ περιμένης στη δεύτερη γωνία. Ό δημοσιογράφος συμφω νεί καί δίνουν τά χέρια τους οαν καλοί φίλοι. Ό Μπίλ μέ νει μονάχος καί σηκώνει τά πόδια πίσω από την ψηλή μάντρα γιά νά δη τον αστυνο μικό που πηγαινοέρχεται στο στενό δρομάκι, πού χωρίζει τους κήπους των δυο σπιτιών. Περιμένει ν3 άκούση τη φασα ρία τού δημοσιογράφου, από στιγμή σέ στιγμή. Κι3 αν τον προδώση; Τί θά κάνη τότε; Πώς θά τους ξεφύγη; Νά δμως πού ό δημοσιο γράφος κρατάει τό λόγο του. Στήν αρχή τραγουδάει δπως τραγουδούν οί μεθυσμένοι κι3 έπειτα άρχιζε ι νά βρίζη τον αστυνομικό. "Ακολουθεί μιά μικρή φασαρία πού όσο πή γε ίινε ι καί δυναμώνει. Ό σκο πός πού βρίσκεται μπροστά στον Μπίλ πίσω από τή υάν τρα, άφίνει τή θέσι του καί τρέχει νά δή τί συμβαίνει. Αυτή τή στιγμή περιμένει ό Μπίλ. Γραπώνεται στήν^ ψη λή μάντρα, σηκώνει τό σώμα του, ανεβαίνει επάνω τηο καί πηδάει απαλά κάτω στο δρό μο. Χωρίς δισταγμό, φτάνει στά χαμηλά κάγκελα τοΰ δι κού του σπιτιού, τά πηδάει μέ ένα σάλτο καί βρίσκεται τώρα μέσα στον κήπο. Σέρ νεται* μέ τήν κοιλιά και μπαί νει σ3 ένα μικρό δωμάτιο πού
τό χρησιμοποιούν σάν αποθή κη.. Ό καυγάς συνεχίζεται άκό μη. Μέσα από τό δωμάτιο τής αποθήκης αρχίζει μιά σιδερέ νια σκάλα πού οδηγεί στήν ταράτσα. "Ανεβαίνει μέ λα χτάρα τή στριφογυριστή σκά λα καί, μέ τήν καρδιά έτοιμη νά σπάση, βρίσκεται τώρα στήν ταράτσα, χωρίς νά τον πάρη κανείς ε’ίδησι. Τά τούβλα πού είναι χτι σμένα ένα μέτρο ψηλά, γύρω από τήν ταράτσα, τον κρύ βουν από τά μάτια των άστυ νομικών. "Έχει σκοπό νά ψτά ση ώς τό φεγγίτη. —έρει πώς άνοίγει από πάνω καί πώς, άνοίγοντάς τον, θά πέση μέ σα στο δωμάτιο τής κουζίνας. Ετοιμάζεται νά συρθή, ό ταν τό μάτι του παίρνει μιά φιγούρα ακριβώς δίπλα από τό φεγγίτη, πού τοΰ παγώνει τό αίμα καί τοΰ μουδιάζει τά μέλη·. Είναι ένας αστυνομι κός! "Ενας αστυνομικός, πού τό έχει ρίξει στον υπνο^ παρ3 όλο τον καβγά πού γίνεται στο* δρόμο. Τώρα; Τί πρέπει νά κάνη τώρα; Νά παρατήση τό σχέ διό του στή μέση καί νά γυρίση άπρακτος πίσω, νά άφί ση τον αστυνομικό αναίσθητο μέ μερικές γροθιές ή νά έπιχειρήση. νά κατέβη στο σπίτι, άνοίγοντάς άθόρυβα τό φεγγίτη; Κάνει τό σταυρό του καί αποφασίζει τό τρίτο. Οι φασα ρίες στο δρόμο σταματούν. Σέρνεται ώς τό φεγγίτη καί απλώνει τό δεξιό του χέρι,
ΚΕΡΑΥΝΟ
Σ
23
««««««<«<«««<««««««<««««««««<««<«««««««««««««««« Σηκώνει σιγά - σιγά τή μιά τοσ άκρη, ενώ τό μάτι του1 δεν άφίνει ούτε στιγμή τον κοι μισμένο· άνθρωπο. "Άν κάνει και την παραμικρή κίνηση θά του ριχτή επάνω καί... ό Θεός βοηθός! Ό φεγγίτης ανοίγει και ό αστυνομικός δεν λέει νά κινηθή από τή θέσι του. Ό Μπίλ αρπάζεται γερά μέ τό δεξιό του χέρι, περνάει σιγά-σιγά τά πόδια του καί έπειτα τό σώμα του μέσα στή φαρδειά τρύπα καί βρίσκεται τώρα κρεμασμένος μέ τό ένα χέρι μέσα στην κουζίνα, ενώ μέ τό άλλο κατεβάζει δσο μπορεί πιο απαλά τό κρύσταλλο·. 5 Αποφασίζει νά πη,δήση.. Αναπνέει μέ άνακούφισι καί μιΐά γλυκέ ιά συγκίνησι του πνίγει τό λαιμό καί τού φέρ νει δάκρυα στά μάτια. "Επί τέλους, βρίσκεται μέσα στο σπίτι του, κοντά στους δικούς του!
ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΝΟΙΓΕΙ τις πόρτες α θόρυβα καί φτάνει στο σαλόνι. Τους βρίσκει ό λους εκεΐ, τον πατέρα του, τή μητέρα του, τή μικρή του-άδελφούλα τή Τζίν καί τή για γιά του. Μόλις τον βλέπουν νά παρουσιάζεται έτσι άθόρυ βα καί ξαφνικά, ετοιμάζονται νά βάλουν μιά φωνή, μά ό Μπίλ φέρνει τό δάχτυλό του στο στόμα γιά νά τούς κά νη νόημα νά σωπάσουν. Όρμούν επάνω του τον αγκαλιά ζουν, αρχίζουν τά κλάματα
καί ό καθένας τους τον ρω τάει. — Πού ήσουν; Τί έγινες; Γιατί δεν ήρθες; Πώς μπήκες μέσα; Τί τήν ήθελες τήν κο-ύρ σα; Πού είναι 6 φίλος σου ό Τάμ; Ό Μπίιλ παίρνει τό λόγο. — Δέν μπορώ νά σάς πώ τίπάτε προς τό παρόν, τούς λέει. Ούτε θά καθήισω γιά πο λύ μαζί σας. "Έχω έρθει γιά μιά σοβαρή καί μεγάλη απο στολή στή Νέα Ύόρκη. "Αν πετύχω·, θά σώσω τον κόσμο. Γι" αυτό: σάς παρακαλώ, μη μέ ρωτάτε τίποτε., ούτε ^νά σάς ξεφύγη; κουβέντα πώς ήρ θα νά σάς βρώ. "Έπειτα, γυρίζοντας στον πατέρα του, τον παρακαλεΐ νά μποΰν στο γραφείο· του γιά νά μιλήσουν Ιδιαίτερα. — Ούτε σέ μένα δέν θά πής τίποτε, Μπίλ; τον ρωτάει εκείνος. -—- "Όχι, μπαμπά. Μέ συγχωρείς γιά τήν έπιιμονή μου. "Αργότερα θά τά ιμάθης όλα. Πρέπει νά ξερής μονάχα πώς αγωνίζομαι γιά τό καλό του κόσμου. Σέ παρακαλώ πολύ; πές μου, ξέρεις τίποτε γιά κά ποιον επιστήμονα πού ονομά ζεται Μέρβιν; — Τον ξέρω αρκετά καλά. Είναι ένας σοβαρός άνθρωπος καί καλός επιστήμονας. —- Μήπως ξέρεις άν έχη κανένα εργαστήριο; — Ναι, έχει κάποιο εργα στήριο-κάπου τρεΐς ώρες μα κρινά από τή Νέα Ύόρκη. Γ ι~ ατί όμως ρωτάς; — Θέλω νά πάρω μερικές
24
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
«<«««««««««««««««««<««««««««««<««««««««««««««<* πληροφορίες. Που ακριβώς εί ναι τό εργαστήριο; Ό πατέρας του βγάζει έ να χαρτί και του σημειώνει μια διεύθυνσι. — Δεν θέλω τίποτε άλλο, μπαμπά. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Γυρίζει ξανά στο σαλόνι χαμογελαστός κύ αρχίζει τη φλυαρία μέ τή γιαγιά του και την Τζίν. Τό αυτί του όμως τό έχει στημένο μήπτως ακού σει τον δεύτερο καιβγά. Πραγ ματιικά, έπειτα από λίγα λε πτά ακούει* πάλι φωνές. Ση κώνεται επάνω, τούς φιλεΐ βι αστικά όλους και φτάνει στην κουζίνα. Ή μητέρα του πίσω αρχίζει τά κλάματα. Ό Μπιλ λυπάται που την στενοχω,ρεΐ τόσο πολύ,, μά τό καθήκον του τον καλεΐ μακροά της. Βάζει πάνω- στο τραπέζι μιά καρέ κλα, ανεβαίνει·, τους κάνει νό ημα νά σωπάσουν, τους απο χαιρετά μέ τό χέρι και σηκώ νει ξανά μέ προφύλαξι τό τζά μι τού φεγγίτη. Ό αστυνομικός εξακολου θεί νά κοιμάται. Ό Μπιλ περ νά τον φεγγίτη, κατεβαίνει στη σκάλα, διασχίζει τρέχον τος τον κήπο· καί πατάει τό πόδι1 του στο δρόμο. Δέν υ πάρχει φρουρός. "Έχει ξανα τρέξει στον καβγά. Ό δημο σιογράφος τον βοήθησε και μέ τό παραπάνω. Σέ λίγο, φτάνει στη φωνία. Δέν αργεί νά φτάσει και ό δη μοσιογράφος. Τά ρούχα του είναι τσαλακωμένα καί τά μαλ λιά του ανακατωμένα. ---Την πλήρωσα γιά χάρι
σου!, του κάνει. Λοιπόν, α κούω. — Δέν θά σου πώ τίποτε, τού λέει· σοβαρά ό Μπιλ. "Ί σως νά μέ νομίσης ψεύτη, μά δέν είμαι. Είμαι υποχρεωμέ νος νά μη μιλήσω. "Άν θέλης νά γράψης κάτι στην εφημερί δα σου, γράψε τό έξης: «Ό Μπιλ ί ικόρντον παρακαλεί την αστυνομία νά τον άφίση ελεύ θερο καί νά μην τού γίνεται εμπόδιο. Μπορεί νά είναι μι κρός στην ηλικία, μά ή απο στολή του είναι μεγάλης Θέ λει νά σώση την ανθρωπότη τα από ένα μεγάλο κίνδυνο που την απειλεί». Χωρίς νά πη άλλη^ λέξη στρίβει τή γωνία και χάνεται από τά μάτια τού έκπληκτου δημοσιογράφου, που τρέχει κι5 αυτός γιά την εφημερίδα του δσο μπορεί πιο γρήγορα. Ά ★ ★ — Μά τί κατάστασι είναι αυτή επί τέλους! διαμαρτύ ρεται δ'1 άίγουρο'ξυπνηίμένος Τόμ. Δέν θά ησυχάσουμε και μεΐς καμμιά νύχτα χιά νά μάς βρή ό ήλιος τό πρωΐ νά κοιμό μαστε; — Σήκω επάνω και έτοιμό σου γρήγορα!, κάνει σέ προ στακτικό τόνο ό φίλος του. — Γιστί δέν άφίνουμε τή δουλειά μας γιά νά τήν κά νουμε τήν ημέρα; — Γιατι τό σκοτάδι είναι ό καλύτερος σύμμαχός μας, υπναιρά! Σέ δυο λεπτά, ξεκι νάμε ! Ό Τόμ στριφογυρίζει πά νω στά ξερά χόρτα, που έχει φτειάξει γιά κρεββάτι, καί
ΚΕΡΑΥΝΟΙ ναγκάζεται να σηκωθή. *— "Αν τό ήξερα πώς τρελλαθώ στις ξαγρυπνίες, θά /έβαζα τά δυνατά μου νά μή πετύχοο σ’ αυτόν τον καταρα μένο διαγωνισμό·!, κάνει μουρ μαυρίζοντας. Τά τρία παιδιά άφίνουν τά βράχια της ακτής, πού χρησι μοποιοΰν γιά κρυσφύγετο, και ξεκινούν. Δεν τολμούν νά. πά ρουν αυτοκίνητο, γιατί φο βούνται μήπως τούς άναγνωρίση κανείς. Ή αστυνομία έ χει κυκλοφορήσει χιλιάδες ψω τογραφίες τού Μπίλ σέ δλη: την Αμερική και έχει δώσει διαταγή στούς πολίτες, μόλις τον δουν, νά τον συλάβουν μέ κάθε τρόπο. "Ετσι, αποφασί ζουν νά μην περάσουν μέσα • άπό τη Νέα Ύόρκη, αλλά νά κάνουν έναν ολόκληρο κύκλο καί νά βαδίσουν έπειτα γιά τό εργαστήριο τού Μέρβιν, πού απέχει ώρες άπό την πολιτεία. I ίς πρώτες δυο ώρες, ό Τόμ προχωιρεΐ καλά. "Επειτα τον πιάνει μιά τρομερή νύστα καί παραπατάει πότε έδώ καί πάτε έκεΐ, σάν μεθυσμέ νος. Ό Μπίλ αναγκάζεται νά τον βάλη μπροστά καί κάπου -ικάπου τού δίνει καί μιά γε ρή σπρωξιά γιά νά τον ξυπνήση. Τρεΐς ώρες πορεία ! Τά πό δια τους έχουν πληγιάσει καί ή ΓΊόλα, πού δεν είναι μαθη,-μένη άπό δρόμους, υποφέρει πολύ, Στο τέλος, ό Μπίλ άναγκάζεται νά τήν πάρη στήν πλάτη του. Ό Τόμ, όταν δεν
25 κοιμάται ολόρθος, αρχίζει τίς μουρμούρες: «ιΜά... πού πάμε δλη τή νύ χτα; κάνει. Τί μάς ήρθε καί ξενυχτάμε κάθε τόσο; Γιατί νά μπλέξιυμε μέ τόσες Ιστο ρίες; Τί θέλουμε νά πάμε στήν Ευρώπη; Λεν καθόμαστε καλύτερα στά σπιτάκια μας; "Αχ... τί ωραίο ύπνο θά έκανα τώρα στο μαλακό μου κρεββαιτάκι μέ τό παχύ του στρώ μα...» ^Μέ μιάς, πέφτει κάτω καί μένει ακίνητος. Αρχίζει ένα δυνατό· ροχαλητό καί στο προ σωπό του καθρεφτίζεται μιά απέραντη, γ αλήνη. Νομ ίζε ι πώς κοιμάται πραγματικά στο κρεββάτι του! Ό Μπίλ άψίνει κάτω τήν Π όλα καί δοκιμάζει νά τον ξυ πνήση. Πού νά ξυπνήση όμοος 6 Τόμ! Ούτε σαράντα κανό νια μαζί δέν μπορούν νά τού κόψουν αυτόν τον ύπνο·. Στο τέλος ό φίλος του, αφού βλέ πει πώς πηγαίνουν χαμένοι οι κόποι του, τον τραβάει παρά μερα, κάτω άπό τή φυλλωσιά ενός πυκνού δέντρου, πού τά κλαδιά του αγγίζουν τή γή, καί τον άψίνει νά κοιμηθή. Ή κούρασι όμως κάνει καί τήν Πάλα νά κλείση τά μάτια της. Μόνο ό Μπίλ μένει ξάγρυπνος καί κυττάζει κάθε τόσο τό ρολόϊ του. Έπειτα άπό δυο ώρες τούς ξυπνάει. Άφίνουν τώρα τό δρόμο καί μπαίνουν μέσα σέ ένα χωράφι. Ή θαυμάσια α στροφεγγιά φωτίζει θαμπά τήν πλάσι καί έτσι βρίσκουν
26
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««<««««««««««««««««««««««««««««<«««<1 εύκολα τον προσανατολισμό τους. —- Σέ λιγάκι φτάνουμε, λέει σέ μια στιγμή ό Μπίλ. — Θά έχουμε πάλι απόψε φασαρίες; ρωτάει ή Πόλα. — Δεν ξέρω. Εκείνο πού πιστεύω είναι πώς τά σχέδια τής κλεμμένης βόμβας βρί σκονται μέσα στο εργαστή ριο·. Θά προσπαθήσουμε μέ κάθε τρόπο νά μπούμε μέσα. Η ΣΥΡιΜΑΤΙΝιΗ ΠΑΓΙΔΑ
ΕΡΝΟΥΝ τό χωράφι καί ■-μπαίνουν τώρα μέσα σέ μιά ωραία κοιλάδα, γεμάτη πυκνά δέντρα. βάθος διακρίνεται ένα μεγάλο κτίριο μέ μιά φωτεινή έπιγιρα
Π
φή: «ΕΡΓΟΣΤΑΣ ΙΟΝ ΒΑΜ» ΒΑΚΟΣ». — Μά, προς Θεού, για ν3 αγοράσουμε μπαμπάκι κάνα με τόσες ώρες δρόμο μέσα στη νύχτα; διαμαρτύρεται ό Τόμ. — Είσαι πολύ κουτός,, φί λε μου. Πίσω από αυτή την επιγραφή ξέρεις τί κρύβεται; Τό εργαστήριο τού Μέρβιν, πού προσπαθεί νά κατασκευάση μιά τρομερή βόμβα, μέ τήν οποία έχει σκοπό νά κατακτή ση τή γη! Τά τρία παιδιά σωπαίνουν. Κάτι τούς βαραίνει τό στή θος: Ή ευθύνη πού έχουν άΣτο ναλάβει, ή μεγάλη, ευθύνη νά σώσουν τον κόσμο από τά νύ-
Β,λέ,ττει μιά φιγούρα νά γλυστράιη πίσω άπό μτο δέντρο και νά πα ρουσιάζεται μπροστά του ιμέ σηικοοίμενα τά χέρια:.
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
27
ούτε στιγμή άπό τον κοιμισμένο άστ μνομικό.
χια ενός τρελλοΰ επιστήμονα καί τοϋ αι μοβόρου Βάγικ! — 5Απόψε, παιδιά, πρέπει να προσέξουμε πολύ, λέει· ό Μπίλ. Δεν σάς κρύβω πώς μπορούν να μάς σκοτώσουν καί τους τρεις, Ό θάνατος δεν εΐναι επιπόλαιο παιχνίδι. ’Έχω καθήκον νά σάς προει δοποιήσω. Ποιος από σάς θέ λει νά φυγή·; Νά μοΰ τό πήτε τώρα που είναι καιρός. — Έγώ σε ακολουθώ! μι λάει ή Π όλα. Είμαι πρόθυμη νά πεθάνω γιά έναν άμορφο σκοπό, δίπλα σέ έναν ηρώα σάν καί σένα! — Έσύ; ρωτάει συγκινημένος ό Μπίλ, τον φίλο. του. Ό Τόμ αρχίζει νά ξύνη τή μεγάλη του κεφάλα.
— "Αν τύχη καί σκοτωθώ, κάνει, νά μου προσέχης τον Φρίξ,, Μπίλ! Σου τον χαρί ζω. Κι5 αν πάω στον παρά δεισο... έκεΐ νά δής ύπνο που θά χορτάσω! — Θάρρος, φίλοι μου!, τους λέει ό Μπίλ καί βγάζει τό πιστόλι του. Προχωρούν τώρα ανάμεσα στά δέντρα τής κοιλάδας, έ χοντας τά μάτια τους τέσσε ρα. Διακόσια μέτρα μπροστά από την πύλη τού εργοστα σίου, υπάρχει μιά άλλη πύλη, όλάνοιχτη, χωρίς πόρτα. — Έσύ, Τόμ, προχώρησε αριστερά, τον συμβουλεύει· ό Μπίλ, καί σύ^ Πόλα, έλα μα ζί μου. Ό Τόμ στρίβει αριστερά
28
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΣ
«««««««««««««««««««««<««««««<««««««««<««««««««4
καί προχωρεί, μά Αναγκάζε ται νά σταματήση. Ανάμεσα στά δέντρα υπάρχει ένα αγ καθωτό συρματόπλεγμα, βαλ μένο μέ τέτοιον τρόπο· πού του είναι αδύνατο νά προσπέ ραση. Γιά νά τό κόψη μέ τή μικρή ψαλίδα πού έχει επάνω του, θ’ άργήση, πολύ. Γυρίζει τό κεφάλι του και βλέπει τούς δυο φίλους του νά περνούν την πύλη. Ετοι μάζεται κι5 αυτός νά τούς άκολουθήση γιά νά τούς πή γιά τό συρματόπλεγμα, όταν φτάνει στ5 αυτιά του ένα πνιγ μένο βογγητό καί μ ιά φωνή. Κυττάζει, καί μέσα στο θαμπό φως των αστεριών, βλέ πει τούς δυο φίλους του νά έχουν προοπεράση την πύλη καιί νά κυλιούνται κάτω, φυλα κισμένοι μέσα σέ μ ιά συρμάτινη παγίδα. Τού έρχεται νά γελάση βλέποντας αυτή τή σκηνή καί ξεκινάει μέ αργά βήματα νά τούς φτάση, γιά νά τούς έλευιθερώση. Ή σιλου έττα όμως ενός ανθρώπου, πού φανερώθηκε καί προχωρεί μέ τό πιστόλι στο χέρι πλησ ι άζοντ ας τά φυλακ ισμ έ να παιδιά, τον κάνει νά τά χά ση ! Στηρίζεται στον κορμό /ενός; δέντρου καιί τά μάτια του δέν άφίνουν ούτε στιγμή τον άντρα μέ τό πιστόλι. Σέ λίγο τον βλέπει νά ετοιμάζε ται νά πυροβολήση. Σηκώνει γρήγορα τό πιστό λι του καί σημαδεύει τον ψη λό άντρα στο στήθος. Πατάει τή σκανδάλη καί αμέσως κα τόπιν τρέχει· κοντά στους φί
λους του. Ό ψηλός έχει πέσει κατά γης. — Μπίλ, τί πράγματα εί ναι αυτά; κάνει γελώντας βλέ ποντάς τον τυλιγμένο μέσα στο σορμάτινο δίχτυ. — Κόψε γρήγορα τό σύρ μα, Τόμ!, τού φωνάζει ό Μπίλ. "Εκείνος βγάζει από την τσέπη του την ψαλίδα καί σέ λίγο ελευθερώνει τούς δυο φί λους. — Φτηνά την γλυτώσαμε !, κάνει ή Πόλο. "Αν ερχόσουν καί σύ μαζί μας, Τόμ, θά ήμαοπε νεκροί αυτή τή στιγμή. — Πέστε κάτω καί άκολου θήστε με, τούς διατάζει» ό Μπίλ. Σέρνεται μέ την κοιλιά καί προχωρεί πρώτος, ανάμεσα άπό ένα ξέβαθο χαντάκι. Τό σώμα του γίνεται ένα μέ τή γη. Καταλαβαίνει πώς άπό την πύλη θά είναι πολύ επι κίνδυνο νά δοκιμάση γιά νά μπή στο εργοστάσιο. Πρέπει νά δοκιμάση άπό άλλου. Προχωρώντας μέ τήν κοι λιά μέσα στο χαντάκι, φτάνει κοντά στην ψηλή μάντρα του εργοστασίου. Σηκώνει τό βλέμμα του ψηλά καί ή απο γοήτευα ι ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Ή μάντρα εί ναι τόσο ψηλή πού δέν θά μπο ρέσουν μέ κανένα τρόπο νά τήν περάσουν! Τό αυτί του δμως παίρνει· τό θόρυβο νερού πού κυλάει. Δίπλα τους, κάτω άπό τή γή τρέχει ακάθαρτο νερό άπό μιά υπόνομο, πού ξεκινάει άπό τό εργοστάσιο καί χύνεται έξω.
Ό Μπίλ, προχωρώντας λίγα μέτρα άριστερά, βλέπει μια σιδερένια σκάρα νά σκεπάζη, ένα κομμάτι από την υπόνο μοι. Μέ λίγη προσπάθεια, κατορθώνεΐι νά την παραμερίση και νά πηβήση μέσα. Τά βρω μι;κα νερά φτάνουν ώς το γόνα τό του. Κάνει νόημα καί στους άλλους δυο ν5 άκαλου* Οήσουν. Προχωρούν τώρα μέ σα στη μεγάλη σωλήνα τής υπονόμου, μέσα στη βρώμα, στην υγρασία, και στο σκο τάδι. Αφού προχωρούν λίγα μέ ρα, βλέπουν πάνω από τό κεφάλι τους μιά άλλη: σκάλα. Λυτή βρίσκεται μέσα στον πε ρίβολο του εργοστασίου. Ό Μπίλ δοκιμάζει νά την άναση κώση. Τό κατορθώνει εύκολα, μά μόλις βγάζει λιγάκι τό κεφάλι του έξω, βλέπει έναν άνθρωπο λίγα μέτρα μακρυά του νά κόιβη μικρές βόλτες. Είναι ένας νυχτοφύλακας. Τον άφίνει νά γυρίση την πλάτη του και πετάγεται έξω. Μέ άιθόρυβα βήματα τον φτά νει καί,, τή στιγμή που εκείνος ετοιμάζεται νά στ ρίψη., ρίχνεταιι μέ ένα πήδημα στην πλά τη του καί τον πιάνει από τό λαιμό γιά νά μη φωνάξη. Τά δυο σώματα πέφτουν κ·αί κυλ ιοϋντα ι άγικαλ ι ασμένα κάτω. Ό Μπίλ βάζει σέ ενέρ γεια τις γροθιές του. Μιά, ιδυάΙ, τρεΐς καί ό άνθρωπος μένει ακίνητος. Τρέχει τώρα καί βοηίθεΐ τούς άλλους νά ανέβουν έπάνω. Μέ γρήγορα βήματα φτά νουν κάτω από τον ίσκιο ενός
υπόστεγου.,
^ Στριμώχνονται
στον τοίχο καί προχωρεί ό έ νας πίσω από τον άλλο, έχον τας έτοιμα τά πιστόλια στα χέρια τους. Αφήνουν τό πρώ το κτίριο πού είναι καταισκότεινο καί φτάνουν σέ ένα δεύ τερο, πού από τά κλειστά του παντζούρ ισ βγαίνε ι φως. Ή πόρτες του είναι μεγά λες, βαρείες καί σιδερένιες. Αδύνατον νά μπουν μέσα. Δίπλα άπό· την πόρτα υπάρ χει ένα σκοτεινό παράθυρο. Ό Τόμ βάζει σέ ενέργεια τό χοντρό, του κορμί. Ανεβαίνει επάνω, δίνει μιά γερή σπρω ξιά καί βρίο"κεται μέσα σ5 έ να σκοτεινό δωμάτιο. Δέν υ πάρχει ψυχή ανθρώπου εδώ. Ανοίγουν την πόρτα βγαίνουν οτό διάδρομο καί τραβούν α πό μέσα τό μεγάλο σύρτη, άνοίγοντας καί τή σιδερένια πόρτα. Ό διάδρομος είναιφωτι σμένος. Σέ μιά στιγμή, μέ νουν ακίνητοι- καί κυττάζο-υν ό ένας τον άλλον στά μάτια. 5Από τό βάθος τής στοάς φτά νει ώς τ5 αυτιά τους μιά με γάλη φασαρία, φωνές καί θό ρυβος, λές καί σπάζουν πολ λά ποτήρια μαζί! Ό Μπίλ τούς κάνει νόημα νά τον ακολουθήσουν. Οι τρεΐς παιδικές σιλουέττες, σκυφτές καί αθόρυβες, σοβαρές καί σιωπηλές πηγαίνουν ν·5 αντα μώσουν τούς εχθρούς των, τούς εχθρούς όλης τής άνθρω πότητος. Τή συμμορία τού Μέρβιν καί τού Βάγκ. Ό Μπίλ κάνει νόημα στους άλλους νά μείνουν ακίνητοι
στις θέσεις τους και προχω ρεί μονάχος του άκρη - άκρη στον τοίχο. Είναι περίεργος να δη από πού προέρχεται αυτός ό θόρυβος των φωνοον, καί ό πάταγος των σπασμέ νων πατήρ ιών. Φτάνει κοντά σέ μια πόρτα καί βάζει τό αυτί του γιά ν5 άκούση. Οι φωνές από μέσα εΐναι πολλές καί συγκεχυμέ νες. Έκεΐνο πού ενδιαφέρει τον Μπίλ είναι- νά δή, τά πρό σω μα των εχθρών του. Μέ μια τολμηρή κίνη,σι σπρώχνει λι γάκι την πόρτα. Στο μικρό άνοιγμά της διακρίνει πέντε ώς έξη άνθρώπο·ι<ς καθισμέ νους μπροστά σ" ένα μεγάλο τραπέζι». Τά πρόσωπά τους είναι γελαστά καί στα χέρια τους κρατούν ποτήρια γεμά τα κρασί. Χειρονομούν σαν τρελλοί καί μιλούν δλοι μαζί. Σέ μια στιγμή απλώνεται1 βα θειά σιωπή καί αρχίζει ένας άπδ όλους τους νά μιλάει. — Είμαι ευτυχισμένος, κα λοί μου συνεργάτες, γιατί ε πί τέλους μπόρεσα μέ τή δι κή σας τή βοήθεια καί τή βο ήθεια τού Βάγκ νά κλέψω τά μυστικά τής βόρβας από τή βασίλισσα τής υπόγειας πο λιτείας. 5Από αύριο τό εργο στάσιο μου θ5 άρχίση την κα τασκευή της καί σέ τρεΐς μή νες τό πολύ θά τήν έχουμε έ τοιμη στα χέρια μας. Ναί, σέ τρεΐς μήνες, έγώ ό Μέρβιν θά κατακτήσω τή γη καί σεΐς θά γίνεται υπουργοί μου!» Ένα «ζήτ ω !...»^ ξ εσπάε ι καί καινούργια ποτήρια αρχί ζουν νά σπάζουν.
Ό Μπίλ γυρίζει τό βλέμ μα του πίσω στους κρυμμέ νους του φίλους καί είναι έ τοιμος νά τους κάνη νόημα γιά νά πλησιάσουν. Χωρίς νά τό^περκμένη όμως ή πόρτα τού δωρατίοο τής συμμορίας ανοίγει, καί βρίσκεται χωρίς νά τό θέλη άντ ιμέτωπος ιμέ είκοσι άντρες! Τό φώς τού ηλεκτρικού τον φωτίζει στο πρόσωπο καί τον παίρνουν όλοι εϊδησι. Δίνει έ να σάλτο καί φτάνει κοντά στους φίλους του, Έτοι»μάζουν τά πιστόλια καί αρχί ζουν νά οπισθοχωρούν μέσα στο μισοσκόταδο. Γιά κακή τους τύχη δμως, από τήν εί σοδο τού διαδρόμου1 -μπαίνουν τρεΐς άντρες ώπλισμένοι σαν άισταώοί καί τδ ηλεκτρικό λαμπιόνι από ψηλά ανάβει. Βρίσκονται τώρα κλεισμένοι μέσα στη φάκα. «Πρέπει κάποτος από τους τρεΐς μας νά γλυτώση !» σκέ πτεται ό Μπίλ. Είναι βέβαιος πώς τους εί ναι αδύνατο νά γλυτώσουν καί οί τρεις. -— Παραδοθήτε!, άκουγεται ή φωνή του Μέρβιν από τό δωμάτιο. Παραδοθήτε άν θέλε τε νά σώσετε τό κεφάλι σας! Οί τρεΐς άντρες, πού μπή καν από τήν είσοδο τού δια6 ράμ ου, τούς πληισ ι άζουν. "Έρχονται καί οί τρεΐς τους πλάϊ - πλάϊ μέ τά σώ'ματα ενωμένα καί μέ τά ώπλισμένα τους χέρια προτεταμένα. -—- Παραδοθήτε !, φωνάζουν καί οί τρεΐς τους. Ό Μπίλ ρίχνει τό πιστόλι
&ΕΡΑΫΗ02 του κατά γης,, και στρέφοντας τό κορμί του βρίσκεται ττρόσωπο' μέ πρόσωπο μέ τούς τρεις άντρες. Ετοιμάζεται ά οηικώση, τά χέρια του ψηλά. Μά ή κίνηισι· αυτή έχει κά ποιο σκοπό. Ένώ φτάνει τά χέρια του ώς τό ύψος των δι κών τους, άρπάζει ξαφνικά τά πιστόλια των δύο ακραίων ε χθρών του και τά σηκώνει ψη λά. Ό -μεσαίος έτοιμάζεται ■νιά πυροβόληση^ αλλά μιά ξαφνική κλωτσιά στο στομά χι τον ρίχνει αναίσθητο κατά /“Ν
ΥηΉ Π όλα τή στιγμή εκείνη καταλαβαίνει πώς κάτι πρέ πει νά κάνη γιά νά βοηθήση τό φίλο της. Σηκώνει τό πι στόλι της καί, πυροβολώντας τό ήλεκτρικό λαμπιόνι, τό σπάζει. Ό Τομ, πού ώς τή στιγμή αυτή δεν ήξερε τί νά κάνη, στριμώχνεται στον τοί χο και αρχίζει νά πυροβολή προς τήν πόρτα του δωμα
τίου. Ό Μπίλ πέφτει κάτω και κυλιέται στο πάτωμα μέ τούς δυο χειροδύναμους εχθρούς του. Μιά άγρια και εξοντωτι κή πάλη αρχίζει άνάμεσά τους. Ευτυχώς πού ή Πόλα τρέχει καί τον βοηθά. Δίνει μιά μέ τή σιδερένια λαβή τού πιστολιού της στο κεφάλι τού ενός καί τον άφίνει αναίσθη το. Τον άλλον τον αναλαμβά νει ό Μπίλ. Μέ δυο - τρεις γρήγορες καί αριστοτεχνικές γροθιές τον βγάζει νόκ - άουτ. — Έξω!, φωνάζει τώρα στους φίλους του. (Πυροβολώντας καί οί τρεις
31 προς την πόρτα τού δωματίου όπου βρίσκεται κλεισμένος ό Μέρ-βνι μέ τήν συμμορία του, άφίνουν τό διάδρομο- καί βγαί νουν στον περίβολο τού εργο στασίου. — Κρυφτήτε στον κήπο καί προσπαθήστε νά άμυνθήτε όσο μπορείτε, τούς συμβουλεύει. Έγώ θά ξαναγυρίσω στο δω μάτιο! — Θά σε σκοτώσουν!, τού λέει φοβισμένα ή Πόλα. — Μή φοβάσαι, Πόλα, θά έχω τό νού μου. Τούς άφίνει, καί τιρέχοντας σαν αστραπή, χάνεται μέσα στα δέντρα τού κήπου. Θέλει νά φτάση, από τό πίσω μέρος τοΰ εργοστασίου, -έρει πώς οι περισσότεροι εχθροί του θ5 άφίσουν τό δωμάτιο καί πώς θά μπόρεση· ίσως νά βρή τον φάκελλο μέ τά μυστικά τής βόμβας. Περπατάει μέ τά τέσσερα καί κρατάει στα χέρια του δύο πιστόλια. 5Ακόμα δεν αν ταμώνει ατό δρόμο του κανό ναν εχθρό του. Αυτό τοΰ δί νει θάρρος νά σηικωθή ολόρ θος. Τό μάτι του παίζει δεξιά κι5 άρύστερά. — "Αλτ! ^ Μέ τό απότομο άλτ που α κούει πέφτει κάτω. Προσπα θεί νά άντιληφθή από πού έρχεται ή φωνή. Βλέπει μιά σκοπιά αριστερά του στον τοίχο. Καταλαβαίνει πώς ό σκοπός τον πήρε εϊδησι. Πώς θά μπόρεση, νά ξεμπλέξη, μαζί του; Αρχίζει σιγά - σιγά νά κινείται γιά νά φτάση^ στον
%Μ Κ 6 Ρ Α Υ Ν Ο * 4&«<444<4<αΜ4««4<44444444<444«<444«α44<4<4<«<4«4««44<«««Μ««4«44<4<«4*
τοίχο. Μια
αθόρυβη
όμως
σφαίρα, τον καθηλώνει ακίνη τον στη θέσι του.«Έχουν όπλιστή μέ δττλα τής υπόγειας πολιτείας, συλ λογίζεται. Φοβούνται την α στυνομία και προσπαθούν μέ κάθε τρόπο νά μην δοοσουν καμμιά αφορμή νά τούς ύποπτευθίουν!» 1 ίώς θά μπόρεση τώρα νά αποφυγή τα σκοπό πού είναι κλεισμένος μέσα στην τσιμεν τένια ταυ σκοπιά; Στην τσέπη του υπάρχει μιά καπνογόνα χειροβομβίδα. Αποφασίζει νά την θυσιάση. Τραβάει τον κρίκο καί την πε τάεΐι λίγα μέτρα μακρυά του. Είναι αθόρυβη καί ακίνδυνη. Μέ τό σκάσιμο πού κάνει ό μως ένα πυκνό σύννεφο κα πνού ξεχύνεται καί πλημμυ ρίζει την ατμόσφαιρα. Χωρίς νά χάση καιρό, σηκώνεται καί αρχίζει νά τρέχη, Ό καπνός τον καλύπτει θαυμάσια από τον εχθρό του. Στο τρέξιμό του όμως, καθώς δεν μπορεί νά δή τίποτε μπροστά του, πέφτει πάνω σέ ένα αγκαθω τό συρματόπλεγμα. 1 ό πρό σωπό του ξεσκίζεται από τά αγκάθια σέ πολλές μικρές πληγές. Χωρίς νά τό θέλη, άφίνει νά τού ξεφύγη μιά πο·* νεμένη κραυγή. Τό πρόσωπό του είναι καταματωμένο καί τόν πονάει τρομερά. Ό Κεαυνός όμως δέν χαίνει εϋκοα τό θάρρος του. Ή άποστο λή του είναι ιερή καί δέν έ χει σκοπό νά την παρατήση στη μέση όποιο εμπόδιο καί νά τού ταρουσιαστή.
Το συρματόπλεγμα είναι άραιά τοποθετημένο καί σφίνει ανάμεσα του μεγάλα περά σμα’τα. Τό περνάει καί προ χωρώντας λίγο· ακόμα βγαί νει έξω από τό σύννεφο τού καπνού. βρίσκεται τώρα ακριβώς πίσω από τό εργοστάσιο, ό ταν στ3 αυτιά του φτάνει μιά φωνή. Μιά λεπτή γυναικεία φωνή πού πνίγεται στη μέ ση !... Είναι ή φωνή τής Π όλα, τη γνωρίζει. Τί νά τής συμβαίνη τάχα; Μιά ανατριχίλα δια τρέχει όλο του τό σώμα. Στέ κεται για μιά στιγμή αναπο φάσιστα, Νά γυρίση πίσω για νά δή τί τής συμβαίνει, ή νά προχωρήση; 'Όχι, είναι ανάγκη νά συνέχιση τό δρόμο του. Μπορεί ή φίλη του νά κινδυνεύη αυτή τη στιγμή, όμως αυτός είναι υποχρεωμένος νά φτάση στο σκοπό του. Κάθε αργοπορία καί δισταγμός μπορεί νά τού στοιχίση άκριβά. •Προχωρεί. Φτάνει στο πί σω μέρος τού εργοστασίου. Μιά μεγάλη, σιδερένια πόιρτα, τόν εμποδίζει νά μπή. Δέν υ πάρχει άλλη είσοδος, πρέπει μέ κάθε τρόπο νά τήν άνοίξη. Καί μοναδικός τρόπος είναι τό αθόρυβο πιστόλι του. Πυροβολεί τήιν κλειδαριά δυο φορές. Τό σίδερο καταστρέφεται από τις ατσάλινες σφαίρες καί ή πόρτα ανοίγει. Σκοτάδι καί δώ. Ό Μπίλλ α ναγκάζεται ν άπλώση ψαχουλευτά τά χέρια του για νά προχωρήση.. Ή πόρτα πού
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
33
«««««««««««««««.«««.<■«<«««*««««<«««««*«««««««««««< βρέθηικε μπροστά του ανοίγει εύκολα. "Ενα μικρό γλομπάκι από ψηλά φωτίζει τό μικρό δωμά'τ ιο. Ό Μπίλ στέκεται για μια στιγμή ακίνητος. Τα μάτια του· πετάγονται έξω από τις κόγχες του καί τό μυαλό του στριφογυρίζει μέσα στο κρα» νίο του. Του έρχεται νά φωνάξη. καί νομίζει πώς θά τρελλαθή μπροστά σ’ αυτή την απί στευτη σκηνή πού βλέπει: Ε πάνω σέ ένα χαμηλό τραπέ ζι*, βρίσκεται δεμένη καί φι μωμένη μιά γυναίκα. Μιά λε πτή καί ξανθιά γυναίκα πού τό φόρεμά της είναι γεμάτο αίματα. Είναι ή βασίλισσα τής υπόγειας πολιτείας, ή Λίντα! ><4ν\ά... πώς είναι δυνατόν νά βρεθή επάνω στή γη; Ποι ος την τραυμάτισε καί τήν έ δεσε στο τραπέζι αυτό; Ή σκέψι του Μπίλ, πού σταμάτησε για μιά στιγμή, ξεκαθαρίζει. Σκύβει επάνω στην αναίσθητη βασίλισσα, τής βγάζει τό πανί πού τήν έχουν φιιμώσει καί τής κόβει το δεσμά. "Έπειτα τήν φορ τώνει στην πλάτη του καί τήν βγάζει έξω. Προχωρεί ως τούς κοντινούς θάμνους καί τήν κρύ βει στην πυκνή σκιά τους. Προς τό παρόν δεν μπορεί νά τής καινή τίποτε άλλο.
-αναγυρίζει πίσω. "Ενας πυρετός μίσους του φλογίζει τό σώμα. Ή καρδιά του χτυ πάει αργά - αργά καί δυνατά, κάνοντας τό στήθος του νά πονάη. Του φαίνεται σαν απί στευτο πώς ή βασίλισσα βρέ θηκε* στά νύχια τής συμμο ρίας. «Ποιας νά ξερή τί νά γίνε ται έκεΐ κόπτω, στην υπόγεια πολιτεία!, συλλογίζεται. Φαί νεται πώς θά έγιναν ολόκλη ρες μάχες, καί πώς ό "Άρκο νικήθηκε από τούς προδότες. Νά είναι κι5 αυτός τάχα αιχ μάλωτος του Μέρβιν καί του πληγωμένου Βάγκ, ή μήπως έχει σκοτωθή, τη στιγμή πού προσπαθούσε νά υπεράσπιση τη βασίλισσα του;» Μπαίνει ξανά μέσα. "Έχει τά μάτια του δεκατέσσερα. Δεν ξέρνι από στιγμή σέ στιγ μή τί μπορεΐ νά του συμβή, Περνάει τό πρώτο δωμάτιο καί ετοιμάζεται ν5 άνοιξη τήν πόρτα για νά μττή στο άλλο, πού βρήκε δεμένη τη βασί λισσα. Τού^ φαίνεται όμως πώς από έκεΐ μέσα φτάνει κά ποιος θόρυβος, κάτι σαν τό άνοιγμα μιας πόρτας. Προσέ χει καλύτερα. Ναι, δεν γελιέ ται. Κάποιος πρέπει νά μπή κε σ5 αυτό τό δωμάτιο. Κυττάζει σαν από ένστικτο τό πι στόλι του καί ανοίγει απότο μα τήν πόρτα.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Κείμενο: ΠΟΤΗ
ΣΤΡΑΤΙΚΗ
* Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
Κ
Ε
Γραφεία:
Ρ
Α
*05ός Αέκκα_22 Φ
Υ
Ν
*Αριθ. 6 Φ Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, ’Αθηνών και Φιλελλήνων, "Άνω ’Βλιούττολις. Προϊστάμενος Τύπο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείαυ, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα,
Στο έπάμεν© τεύχος, τό 7, που κυκλοφορεί την ερ χόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
κ τά ήρωϊκά παιδιά, συνεχίζοντας τον πόλεμο γιά τή σωτηρία του κόσμου, αναγκάζονται νά κατειβοΰν πά λι στα έγκατα τής Γης, οπού όμως ό θάνατος τά παραμονεύει από κάθε πλευρά!
,έ Μιά ευχάριστη εκπληξις! Θά κύκλο φ ο ρήση
Ά
★ ί*
★ ★ ★ 4"·
ΧΡΥΣΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Η βΑΣΙΛΙΣΙΑ ΤΗΙ ΧΡγΙ«Σ ΠΟΛΗΙ ΔΜΖΧΙΖΕΐ ΕΝ Τ° ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΑ ΖΟΥΓΚΛΑ. Χ?ΡΙΪ ΝΑ ΥΠΟΠΤΕΥΕΤΑΙ ΤΗ/ν ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΕΓΜ,ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΣΚ7Α ΓΗΣ.
ΑΦ<ν»ν ΓΕΑΟΙ ΤΗ 20ΥΓΚΛΑ Μι Π ΜΙΑ|Π£Λ»Ρ/Α ΓΠΗΛιΑ.ΓΕ/ΜΑΓΗ ΤΕΡ ΝΥΧΤΕΡ/ΔΕΣ
ΤΐΕΣ
ΘΑΡΡ· Π©| ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΓΜ χΡγΙΗ ΠΟΛΗ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΗ ΑΛΜΘΕΗ Πθϊ ΕΙΝΑΙ βΑίίΛΙΣΓΑ
• νΛ--->;·;;·-.·.«■ :,·-
&:ήτ*ί
ΐΑφ/νιΚΑ,ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΊΤΡΙΝΟ* ΠΙΘΗ ΚΟΙ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΓ Ο ΚΑΕΓΚΆ £ΠΕΚ ΒΑΙΝΕΙ.
··"!·. '.'
■*/ΛΥΠΑΜΑΙ Φ/ΛΕ, ΜΑ }
Λ'* ΕΚΑΝΕΣ ΛΑ©ο£|
ΕΝ
Μ£ΓΑ£Υ 1
ξ|14| ΕΝΑΣ ΚΑΓΑ2ϋ /ΓΟΥΜΕΝΟΙ ΨΟΝΗΑΐί
'&ΓΑΛΕΑΥΤΗ ΓΗ ΜΑ ΣΚΑ! -__ -ΓΓ5ΡΑ ΘΑ ΓΛΕΑ/ΓΗΓδ ΜΑ2/ ΧΑΙ Μγ
/νΑ. ΘΛΕΠΡ Π5Σ
ΕΡΧΕΣΤΕ ΑΠΟ ΜΑ ΚΡΥ Α ΓΙΑ ΜΕΝΑ·* Ο ΚΟ ΠΟΣ ΣΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΝ ΧΑΜΕΝΟΣ ί
%ίψ$%'0: ’Μ&ϊ&ΐ&ϊ1! Φ,ΜζίΜ
Ακολουθεί.
ίίί& π Η ΐ:
χ/τά ί^κατα ιής Γης
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΪΤΟΥΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
ΤΗΣ
ΒΟΜΒΑΣ
ΜΠΙΑ δέν γελιέται. 5 Αν θίγοντας την πόρ τα, βλέπει απέναντι του έναν ψηλό άντρα. Στα χέ” ρια του κρατάει μια γυναίκα. Είναι· ή Π όλα! (*) Ό εχθρός του τον παίρνει αμέσως εϊδησι και ετοιμάζε ται νά κάνη μεταβολή. Πιο σβέλτος όμως ό Μπίλ, δέν τον άφίνει νά του ξεφύγη. Τρέχει με ορμή .σπάνω του καί τον χτυπάει μέ μια τρο<μερή γρο θιά στά μηνίγγια. Τον βλέ πει νά παίρνη .μια στροφή καί νό: πέφτη κάτω, άφίνοντας νά του ξεφύγη από τά χέρια ή κοπέλλα. Ό Μπίλ τή σηκώνει, τή βά
©
(*) Διάβασε -το προηγούμενο τεύχος, τό 6 μέ τον τίτλο: «'Η τ ρομζρη π α γ ί δα». .
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
ζει επάνω στο χαμηλό τραπέ ζι κι5 αφού σέρνει τον εχθρό του στο γειτονικό δωμάτιο καί τον κρύβει μέσα στο σκο τάδι, ξανοιγυρίζει κοντά της. Τή βλέπει ν* άνοίγη, τά μάτια της· — Μπίλ!, ψιθυρίζει καί τό ΤΓράσωπό της φωτίζεται από χαρά. — Τί σου συμβαίνει, ΓΊόλα; Τί γίνεται ό Τό·μ; —Δέν ξέρω. Εμένα μέ χτυ πη/σαν ξαφνικά στο κεφάλι ε κεί πού βρισκόμουν κρυμμένη. Δέν θυμάμαι τίποτε άλλο·. — Είσαι καλά τώρα; Μπο ρείς νά σηκωθής; Χωρίς άλλη, λέξι, ή Π όλα σηκώνεται. Αισθάνεται τον ε αυτό της πολύ καλά. Τής δί νει τό ένα πιστόλι καί βγαί νουν μέ προφυλάξεις από- τήν πόρτα.
4
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««««««««««<«κ«<«««««<«««««««««««««««< — -έρεις πώς ή βασίλισσα βρίσκεται πληγωμένη μέσα στο εργοστάσιο του Μέρβιν; της λέει σε μια στιγμή ό Μπίλ. Ή κοπέλλα τον κυττάζει ρμ ί λητη·, τ ρ ο μ αγμένη. Δεν μπορεί νά προφέρη λέξι. —Μην άνησυχής, Πάλα, την καθησυχάζει. "Ολα θά πάνε καλά, άρκεΐ νά ξαναπάρουμε πίσω το φάκελλο με τά μυστικά τής βόμβας. Ή βα σίλισσα προς, τό παρόν δεν κινδυνεύει. Ανοίγουν μιαν άλλη πόρτα και βρίσκονται στον πρώτο· διάδρομο. 3Απ’ έξω φτάνουν άγριες φωνές. Φαίνεται πώς ό Τόμ κρατάει γερά τή θέσι του. Αυτό δίνει θάρρος στον Μπίλ. 3Απέναντι του είναι μι σάνοιχτη ή πόρτα τού δώμα·· τίου, όπου είχε συγκεντρωθή προηγουμένως ή συμμορία. — Κρύψου πίσω από αυτό ιό έπιπλο, λέει ό Μπίλ στην Π όλα δείχνοντας της ένα με γάλο γραφείο, καί μη βγής έ ξω άν δεν σέ φωνάξω. Ετοιμάζεται νά περάση τό διάδρομο, όταν βλέπει νά έρχωνται δυο εχθροί του, μπαί νοντας από τή μεγάλη πόρτα τής αυλής. Μπαίνουν καί ο! δυό τους μέσα στο φωτισμέ νο δωμάτιο. Πίσω τους ακο λουθεί ό Μπίλ. Ανοίγει θαρ ρετά τήν πόρτα καί παρουσι άζεται απρόσκλητος μπροστά τους. — Ψηλά τά χέρια!, διατά ζει μέ άγριο τόνο. Στο δωμάτιο υπάρχουν έ ξη άνθρωποι. Ή ξαφνική πα
ρουσία του καί ή άγρια φωνή του τούς τρομάζει. Σηκώνουν καί οί έξη τά χέρια ψηλά. Ό Μπίλ τούς στριμώχνει στον τοίχο καί τούς παίρνει τά πι στόλια, έχοντας τό νοΰ του στήν πόρτα μήπως μπή κανέ νας κ α ινούργ ιος. Πραγματικά, ή πόρτα ανοί γει καί μπαίνει μέσα ό Μέρβιν. Ή πρώτη του ματιά πέ φτει επάνω στους ακίνητους συντρόφους του. Καταλαβαί νει τον κίνδυνο πού τον απει λεί καί ετοιμάζεται νά σηκώση τό ώπλισμένο του χέρι. Ή κάνη όμως τού πιστολιού πού κρατάει ό Μπίλ' τον υποχρεώ νει ν5 άφίση τό δικό του νά πέση χάμω, — Μαζί μέ τούς άλλους!, τον διατάζει. Ό Μέρβιν κοκκινίζει από τό κακό του καί υπακούει. — Πού είναι ό φάκελλος μέ τά μυστικά τής βόμβας; τον ρωτάει ενώ τά μάτια του τον κυττάζουν παγερά. — Δεν ξέρω-!, απαντάει περιφρονητικά ό Μέρβιν. Δεν έχω μάθει νά υπακούω στις διαταγές ενός παιδιού δεκα πέντε χρονών! — Μέρβιν, σέ ξαναρωτώ πού είναι ό φάκελλος; Ό τρελλός έπιστήμονας δέν απαντάει. — "Αν δεν μοΰ απάντησης καί τώρα, ετοιμάσου νά πεθά νης, Μέρβιν! Θ’ άφίσω νά πε ράσουν δέκα δευτερόλεπτα! Ό Μπίλ είναι άποφασισμένος νά στείλη στον άλλο κό σμο τον επικίνδυνο αυτόν ε χθρό όλης τής γής. Έτοιμά-
Ι^ϋί^ΑΥΝ
Οϋ»
ζεται νά τταττήση τη σχσνδά" λη του, όταν νοιώθει ξαφνικά νά πέφτη ένα βαρύ πράγμα επάνω οπό κεφάλι του1 και νά τον ρίχνει κάτω! ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΠΙΛ
ΕΝ προφταίνει νά φω« νάξη την Πάλα. 5 Εκείνο πού του έπεισε στο κε φάλι είναι ένας άνθρωπος. Τό μάτι του γυρίζει προς τό τα βάνι και βλέπει μιά τρύπα. 9Από έκεΐ πήδησε, ό εχθρός του. Προσπαιθέΐ νά τον αποφυ γή, μά όρμούνόλοι επάνω του και τον κρατουν ακίνητο. Ό Μέρβιν βγάζει ένα σχοινί καί Τον δένει χειροπόδαρα. — Πήγαινε νά φέρης τη βασίλισσα νά του κάνη, πα ρέα!, λέει σε έναν απ’ όλους. Ελπίζω τώρα ό μικρός Κεραυ νός νά βάλη μυαλό. Ό άντρας πού πήγε νά ψέ,ρη τη βασίλισσα γυρίζει ά πρακτος. — Ή βασίλισσα λείπει!, κάνει. — Λείπει, φωνάζει ώργισμένος ό Μέρβιν. Δεν την εί χατε δεμένη; -—* Τά σχοινιά εΐναι κομμέ να και ή πόρτα ανοιχτή. Ό τρελίλός επιστήμονας πλησιάζει τόν Μπίλ. -—- 9Εσύ έπήρες την βασί λισσα; τόν ρωτάει άγρια. Ό Μπίλ δεν απαντάει και ό Μέρβιν αρχίζει τώρα νά τόν χτυπάει, Τό ένα χτύπημα δι αδέχεται τό άλλο·, επάνω στο δεμένο Κεραυνό. Προσπαθεί
ϋ νά συγικραττηιθή γιά νά μή 6ογ ,γήση:, όσο κι/ αν τόν πονουν οι γροθιές του εχθρού του στο πληγιασμένο του πρόσωπο. Τόν έχουν φιμώσει- καί δεν μπορεΐ νά φωνάξηι τό όνομα τής φίλης του. Ό Μέρβιν σταματάει τά χτυπήματα. Την ίδια στιγμή δυο άντρες μπαίνουν από την πόρτα κρατώντας στα χέρια τους τόν Ταμ! Ό Μπίλ τόν βλέπει καί τά χάνει! — 9Ώ!, κάνει ό Μέρβιν. Πού τόν ψαρέψατε αυτόν; — ?Ηταν κρυμμένος στον κήπο καί μάς πυροβολούσε. Σέ μιά στιγμή, σταμάτησαν οι πυροβολισμοί του. Νομίσα με πώς θά τόν είχε βρή καμμιά σφαίρα μας καί τόν πληοτάσαμε. ^Ηταν ξαπλωμένος ανάσκελα καί τόν περάσαμε γιά νεκρό. Αυτός όμως ροχά λιζε, λες καί βρισκόταν στο κιρεββάτι τού σπιτιού του! Τό πιστόλι του δεν είχε καμμιά σψαΐρα. Τις είχε τελειώ σει. Ό Μπίλ κυττάζει τόν φίλο του. Κοιμάται ακόμη,! Ιδέα δεν έχει γιά τό τί γίνεται γύ ρω του. Ό Μέρβιν τόν πλη σιάζει, βγάζει τή ζώνη του α πό την μέση -καί τόν χτυπά μέ βύναμι πάνω στο πρόσωπο. Ό Τόμ ξαφνιάζεται, πηδά απότομα, βλέπει τόν Μπίλ μπροστά του καί χωρίς νά σκεφτή τί κάνει τόν αρχίζει στις γροθιές! Τόν έχει περά>σέι γιά εχθρό του! 5Αφού τόν ξαπλώνει κατάχαμα γυρίζει
ΚίΡΑΐΝ-ΘΙ
θριαμβευτικά το κεφάλι ολόγυρα.
του
^ — Που είναι ή βασίλισσα; τον ξαναρωτά.
Οι εχθροί του ξεσπούν σέ γέλια. «Τί συμβαίνει, γιατί γε λούν;» άναιλογίζεται καί τρί βει τά μάτια του. -ανακυττάζει τον εχθρό του πού χτύπη σε καί τον έρριξε κατά γης. Τώρα τον αναγνωρίζει. Είναι 6 φίλος του ό Μπίλ! — Μπίλ!, φωνάζει καί πέ φτει επάνω του. "Ενα στι·βαρά χέρι όμως τον άρπάζει από τό γιακά καί τον τινάζει πέντε μέτρα μακρυά. -— Δέστε τον κι’ αυτόν!, διατάζει ό Μέιρβιν καί βοηθεΐ τό Μπίλ νά σηκωθη επάνω.
Ό Μπίλ του κάνει νόημα νά τον ακολουθήσουν. — Πηγαίνετε τρεΐς άντρες μαζί του, τούς λέει ό Μέρβιν, καί έχετε τό νού σας. "Αν σάς ψυγη, θά σάς πάρω τό κεφάλι την ίδια στιγμή: Μπροστά προχωρεί ό Μπίλ, αφού τού λύνουν τά πόδια, καί πίσω του, κρατώντας τον γερά ακολουθούν οι τρεΐς σω ματοφυλακές του. Περνούν τό διάδρομο καί «μπαίνουν στο δωμάτιο όπου βρισκόταν κρυμ μένη ή Πόλα. Ή καρδιά τοΰ Μπίλ χτυπάει χαρούμενα από την ελπίδα. Περιμένει τη σω>' τηρία από στιγμή σε στιγμή.
Νοιώθει ενα βαρύ πράγμα νά πέ,φτη επάνω στο κεφάλι του και νά τόιν ρίχ-νη κάτω.
Χύνει το μελάνι του γραφείου σίτο κεφάλι τού διοικητή.
Διασχίζουν όμως τό δωμά τιο χωρίς νά δώση σημάδι ζω ής ή κ απέλλα. «Μά τί συμβαίνει;» αναρω τιέται. «Μήπως έφυγε από τη θέσι της;» Φτάνουν στο δωμάτιο· οπού είχε βρή δεμένη, τή βασίλισσα και βγαίνουν έξω. Προχωρούν στον κήπο. Ό Μπιλ θέλει νά κερδίση χρόνο για νά σκεφθή πώς θά μπόρεση· νά τούς ξεφύγη, *Ώ... άν είχε τουλάχι στον τό δεξιό του χέρι έλεύθε ρι! Πώς θά κατόρθωνε όμως ένα τέτοιο πράγμα; Δοκιμάζει νά κινήσηι τά χέρια του, αλλά οι εχθροί του τόν κρατούν γερά άπό πίσω.
Μόνο τά πόδια του έχει ελεύ θερα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος νά σωθή. Αποφασίζει νά τά παίξη «όλα γιά όλα. Σταμα τάει κοντά σ’ ένα σκοτεινό λάκκο και κάνει νόημα στους εχθρούς του, δείχνοντάς τους μέ τό κεφάλι πώς έικεΐ μέσα έχει άφίσει τή βασίλισσα. Ό λάκκος είναι μεγάλος καί σκο τεινός. Ο! δυο εχθροί του σκύ βουν ανύποπτοι γιά νά κυττά ξουν μέσα. Ό Μπιλ στηρίζε ται στο αριστερό του πόδι καί μέ τό δεξιό του, τούς δίνει μιά άπατο μη κλωτσιά. Τούς βλέπει νά χάνουν την ισορρο πία τους καί νά πέφτουν μέ σα. Γυρίζει γρήγορα τό σώμα
του γιά νά άντιμετωττίση και τόν τρίτο, Πριν έκεΐνος ττρο>άβη: νά κάνη καμμιά κίνηση τον χτυπά μέ δύναμι στο πόδι του καί τον κάνει νά πόση κά τω. Άμέσοος κατόπιν τον ζα λίζει άρκετά, του δίνει κατό πιν μιά γερή κλωτσιά καί τον στέλνει κι5 αυτόν νά βρή τούς συντρόφους του στο βαθύ λάκ’κο, πού είναι γεμάτος νερό. Τά χέρια του εΐναι άκοσμη δεμένα; πίσω καί τό στόμα · •του φιμωμένο. Πέφτει κάτω μέ τό κορμί καί πιάνει μέ τά δάχτυλά του τό πιστόλι, πού** έχει πέσει από τόν έχθρό' του. Προχωρεί κατόπιν σέ μιά σκοτεινή γωνιά καί προσπα θεί νά λύση τά δεσμά του. Ή προσπαθείά του διαρκεΐ πέντε λεπτά. Στο τέλος κα τορθώνει νά έλευθερώση τά χέ ρια του. Τόν πονούν τρομερά καί τά βλέπει καταμοτωίμένα από τό σφίξιμο των σχοινιών. Βγάζει τό μαντήλι μέ τό ό ποιο τόν έχουν φιμώσει καί, παίρνοντας τό πιστόλι στό χέρι, αποφασίζει χωρίς ίχνος δισταγμού νά άναμετρηθή ξα νά μέ τούς εχθρούς του, γιά νά έλευθερώση τό φίλο του καί νά πάρη στά χέρια του τά πολύτιμα -μυστικά τής α τομικής βόμβας. Περνάει από τό θάμνο πού έχει κρύψει τη βασίλισσα. Τη βρίσκει ακόμη αναίσθητη. Τήν άφίνει, καί ε τοιμάζεται νά ξαναμπή μέσα, ενώ ή σκέψι του τρέχει στην Πάλα. Στην Πόλα πού εξαφα νίστηκε από τη θέσι της, χω ρίς ν5 άφ ίση κανένα ίχνος.
Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΟ^διάδρομο βλέτίει με ρικές σκιές νά τρέχουν βιαστικές. Ή φωνή τού Μέρβιν από τό δωίμάτιο φτά νει ώς τ5 αυτιά του. Δίνει δια ταγές. Προσέχει πιο καλά γιά ν άκούσην μά δεν μπορεί νά ξεχωρίση καμμιά λέξι. Κρύβεται πίσω από τήν πόρτα καί προσέχει. Βλέπει τόν Μέρβιν νά βγαίνη κρατών τας κάτι στά χέρια του. Ή καρδιά του χοροπηδά. Εΐναι ένα μικρό βαλιτσάκι. «’Εκεΐ μέσα κρύβονται τά μυστικά τής βόμβας, άναλογίζεται. Μά... πού πηγαίνει τό σο βιαστικά; Τί τούς συμβαί νει;» Τούς ακολουθεί μέ τό βλέμ μα του. Ό Μέρβιν βρίσκεται στη μέση: καί γύρω του τόν ακολουθούν πέντε άντρες μέ τά πιστόλια στο χέρι. Περ νούν τό διάδρομο καί βγαίνουν έξω. Ό Μπίλ τρέχει ξοπίσω τους. Τούς βλέπει νά διασχί ζουν τόν κήπο. Φαίνεται πώς έχουν σκοπό νά βγούν έξω. Γιατί όμως αυτή ή βιασύνη τους; Τί τούς συμβαίνει; Δεν άργεΐ νά τό μάθη. 5Α πό τήν κλειστή πύλη τών ερ γοστασίων φτάνε Γ μιά φωνή: -— Έν όνάμστι τού Νόμου άνοΐξτε! Έδώ άστυνομία! Τώρα καταλαβαίνει ό Μπίλ τί συμβαίνει. Ή άστυνομία φαίνεται πώς κάτι μυρίστηκε καί ό Μέρβιν παίρνοντας μαζί του τά μυστικά τής βόμβας ε τοιμάζεται νά δραπετεύση!
Ε
ΚΕΡ
ΑΥΝΟΣ
Κι5 ό Τόμ; Τον έχει άφίσει πίσω στο δωμάτιο; Δέν μπορεί να τούς άφίση για νά γυρίση πίσω. Τό μά° τι του είναι καρφωμένο πάνω στο βαλιτσάκι. Βλέπει τώρα τον Μέρβιν νά κάνη μεταβολή καί νά στρίβη, από ^τό πίσω μέρος του κήπου, ενώ ένας α πό τούς πέντε άντρες πού τον ακολουθούν πηγαίνει ν’ άνοι ξη την πόρτα στούς αστυνο μικούς. Εΐναΐΐ' μιά περίπολος πού άποτελεΐται από έξη άστυνοφύλακες. Ό επικεφαλής φαί νεται ανήσυχος. — Τί συ μ βαίνει εδώ μέσα; ρωτά. Βρήκαμε έξω στην πρώ τη πύλη έναν άνθρωπο νεκρό, και είδαμε κάτι φωτεινά βλή ματα μέσα στο εργοστάσιό σας! — "Έχουν μπή κλέφτες! τού απαντάει εκείνος πού τούς άνο-ιξε την πόρτα. "Έ χουμε πιάσει τον έναν από αύ τούς. Έκάναμε ολόκληρη μά^ Χη· Οι άστυφύλακες βγάζουν τά πιστόλια και αραιώνουν. Τώρα ό Μπίλ καταλαβαίνει πώς έχει νά κάνη με δύο ε χθρούς. Μέ τη συμμορία καί μέ την αστυνομία. "Άν μαρτυρήση στην αστυνομία την α λήθεια, θά παραβή την ύπόσχεσι πού έχει δώσει στη βα σίλισσα. "Όχι, πρέπει νά παλαίψη μονάχος του μέ όλους! Σκύβει όσο μπορεί πιο χαμηλά καί ακολουθεί τον Μέρβιν μέ τούς τέσσερις συντρό φους του. Πρέπει νά του ξανα πάρη οπωσδήποτε τά μυστι
9
κά, πριν του τό σκάση. Τούς βλέπει νά προχωρούν κι" αυ τοί μέ προφύλαξι. Ό ένας μένει λίγο πιο πίσω από τούς άλλους. Ό Μπίλ τρέχει μέ τις μύτες τών ποδιών του καί τον φτάνει. Τον αρπάζει πίσω άπό τό σβέρκο καί. τον ρίχνει κάτω, χωρίς νά πάρουν είδησι οι άλλοι. Μέ δυο πετυχημέ νες γροθιές τον άφίνη άναίσθη τρ. Σηκώνει τώρα τό ώπλισμέ να του χέρι καί πυροβολεί. Ό ένας από τούς τρείς σωματο φύλακες τού Μέρβιν γονατίζει ξαφνικά καί πέφτει κάτω. Οί άλλοι δυο. τον παίρνουν είδη ση σταματούν απότομα καί κρύβονται πίσω από μερικούς θάμνους. "Αρχίζει τώρα άνάμεσά τους ένα γερό πιστολίδι μέ τά αθόρυβα πιστόλια. Ό Μέρβιν τρέχει πίσω από μερικά δέντρα καί χάνεται δε ξιά. Την ίδια στιγμή, δυο άστυνομιικοί βλέπουν τις φωτεινές σφαίρες ν" αύλακώνουν την άτμόσφαιρα καί πλησιάζουν κοντά στον Μπίλ. "Εκείνος τούς παίρνει είδηση μά δέν χάνει καθόλου τό θάρρος του. — Οι κλέφτες!, τούς φω νάζει δείχνοντάς τους μέ τό χέρι του την κατεύθυνσή τών δύο εχθρών του. Οί άστυνομικοί τον πιστεύ ουν καί άρχίζουν κι" αυτοί τό π ι στολίδι. Ό Μπίλ τούς άφίνει μονά χους καί τρέχει νά προλάβη τον Μέρβιν. Πηδάει τούς θά μνους κι" έχει· τό μάτι του καρφωμένο μπροστά του. Προ σπαθεί νά διακρινή καμμιά κί-
10
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
νησί, καμμιά σκιά, μά δεν βλέπει τίποτε. Προχωρεί μέ τά νευοα τεντωμένα καί_τήν καρδιά έτοΊμη. νά σπάση. Ξαφ νικά, ένα φωτεινό βλήμα του περνάει ξυστά από τό λαιμό. -απλώνει κοπώ και αρχίζει νά σέρνεται προς την κατεύθυνσι πού ξεκίνησε τό βλήμα. Μιά φωνή όμως τον σταματάει ακίνητο. —- Κεραυνέ, γιατί δεν λυ πάσαι τη ζωή σου; Γύρισε πίσω και άφισέ με ήσυχο! Είναι ή φωνή τού Μέρβιν. — Αός μου τό βαλιτσάκι υέ τά μυστικά, Μέρβιν! Ό Κεραυνός δεν οπισθοχωρεί μπροστά σέ τίποτε και δεν φοβάται κανέναν! -—Θά σέ σκοτώσω σάν σκυ
λί άν μέ πλησιάσης! Φύγε! Ό Μπιλ δεν του άπαντά. Προσπαθεί νά τον πλησιάση σιγά - σιγά κι5 άθόρυβα. Σέ μιά στιγμή τόν βλέπει νά ση κώνεται άπό τή θέισι του καί νά δίνη,· ένα μεγάλο σάλτο. Σηκώνει τό πιστόλι του νά τον πυροβόληση μά τό μετά» νοιώνει ξανά. Δεν θέλει νά προ δώση τή θέσι του στους αστυ φύλακες. Πρέπει νά τόν κάνει καλά μέ τά χέρια του. Πετάγεται κι5 αυτός "επά νω. Τόν βλέπει νά τρέχη άπό θάμνο σέ θάμνο μέσα στον α πέραντο κήπο του εργοστα σίου. Καταλαβαίνει τό σχέδιό του. Θέλει νά τόν παρασύρη κοντά στις σκοπιές. Πρέπει νά τόν προλάβη τώρα.
'Βγάζει τό ττονκάμισό το<υ και σκίζοντας το αρχίζει νά τ,ρώη τά κοιμιματάκια*
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
11
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»
Αυο σώιματα ταλαντεύονται στο κενό και σέ λίγο πατούν τά πόδια
τους στο πεζοδρόμιο. Καθώς τρέχει σκοντάφτει πάνω σε <μιά μικρή πέτρα καί πέφτει κάτω. Σηκώνεται αμέ σως μέ μιά καινούργια ιδέα: στο κεφάλι του. * Αρπάζει την πέτρα και την πετάει μέ δση δύναμί' μπορεί πάνω στη σκιά του Μέρβιν. 5 Ακ ούγ ετ α ι ένα π ν ι γ μένα βογγηιτό και ό Μέρβιν μπερ δεύει τά βήματά του και σω ριάζεται πάνω σ’ ένα θάμνο. Ό Μπίλ τρέχει τώρα λες και έχει φτερά στά πόδια το·υ:. Μόλις φτάνει κοντά του στα ματάει καί προχωρεί μέ προφύλα,ξι. Τό δάχτυλό το·υ· βρί σκεται έτοιμο στη σκανδάλη γιά νά την πίεση στην πρώτη ανάγκη. Μέσα στο μισοσκό
ταδο διακρίνει τό ακίνητο σώ μα τού Μέρβιν, καί τπο πέροΓ τη βαλίτσα! Τη βαλίτσα >μέ τό μυστικό της βόμβας! Δεν συλλογίζεται τίποτε άλλο τώρα! Ετοιμάζεται νά τρέξη γιά νά την άρπάξη, ό ταν βλέπει ακριβώς απέναντι του νά φανερώνεται· μιά σκιά. Μιά ψηλή σκιά πού τρέχει κι5 αυτή προς τή βαλίτσα! -— "Αλτ ί, φωνάζει ό Μπίλ στον άγνωστο πού φτάνει πρώτος κοντά στη βαλίτσα. "Ενας ξέρός κρότος από Αμερικάνικο πιστόλι ταράζει την ατμόσφαιρα, καί ή σφαί ρα σηκώνεται λίγα εκατοστά πιο πέρα από τό σώ<μα τού Μπίλ. Καταλαβαίνει πώς έχει
12
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ΙΑ νά κάνη με αστυνομικό. Παίρ νει τήν άπόφασι νά όρμήση έπάνω του· μά ή σκέψι του* δεν γίνεται πραγματικότης. "Άλ λοι δυο αστυνομικοί ξεφυτρώ νουν και τρέχουν κοντά στον πρώτο. Μπροστά στον κίνδυ νο νά τον πιάσουν,. εγκαταλεί πει τή βαλίτσα με το μεγάλο μυστικό τής επικίνδυνης βόμ βας, που κλείνει μέσα της, και αναγκάζεται νά τό βάλη στά πόδια, ενώ ακούει τις σφαίρες νά σφυρίζουν ολόγυ ρά του. Ή απελπισία τον πνίγει και του έρχεται νά βάλη τά κλάματα. Τό μυστικό τής βόμβας δεν τό έχει πιά ή συμ μόρια, αλλά ή αστυνομία τής πατρίδας του! Ή βασίλισσα βρίσκεται κρυμμένη, έτοιμοθά νατη, κάτω από ένα θάμνο! Ή Πάλα έχει γίνει άφαντη και ό Τόμ7 ποιος ξέρει ποΰ νά βρίσκεται ό Τόμ την ώρα αυ τή;
γεί στήν ταράτσα κι" αποφα σίζει ν" οονειβή επάνω. Ή ανατολή αρχίζει νά παίρνη τό θαμπό φώς τής αυ γής. Πότε ξημέρωσε κιόλας, πότε τελείωσε αυτή ή τραγι κή,, ή απίστευτη νύχτα; Κρυμμένος στο πρεβάζι τής ταράτσας κυττάζει ολόγυρά του. Βλέπει τούς αστυνομι κούς νά σηκώνουν τον Μέρβιν καί νά μπαίνουν μέσα στο ερ γοστάσιο. Βγάζει χωρίς ανα βολή τό μικρό ασύρματο καί σε δυο λεπτά κατορθώνει νά συνδεθή με τό Λοΰντι. Τού δι ηγείται όσο μπορεί πιο γρή γορα τά τρομερά γεγονότα τής νύχτας καί τού ζητεί οδη γίες* Ό Λοΰντι μαθαίνοντας τήν έξαφάνισι τής κόρης του μέ νει άφωνος. Δεν περίμενε τό σο τρομερά νέα! Ό Άρκο τον πληροφόρησε πώς εξαφα νίστηκε ή βασίλισσα μαζί με τον υπασπιστή της, μά τό θλιβερό νέο πώς βρίσκεται ε τοιμοθάνατη τον κάνει νά χά Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ση τό θάρρος του! Τά μυστι ! ΠΡΕΠΕΙ νά κάνη; Πά κά τής βόμβας δεν τούς ανή νω στην απελπισία του κουν πιά! θυμάται τό Λοΰντι πού "Έπειτα από μιά μικρή σι τον περιμένει στο υποβρύχιο. ωπή, αποφασίζει νά δώση με Ό ασύρματος βρίσκεται στην ρικές οδηγίες στον Μπίλ: τσέπη του, μά δεν μπορεί νά — Κεραυνέ, ή τύχη, τού κό τον χρησιμοποίηση^τώρα. Κιν σμου βρίσκεται στά χέρια δυνεύει. "Από πού θά πάρη ό σου! Βγάλε τήν τραυματισμέ μως οδηγίες; νη βασίλισσα έξω άπότό ερ γοστάσιο καί μέ κίνδυνο τής "Ολα αυτά τά συλλογίζε ζωής σου ακόμα προσπάθησε ται τή στιγμή πού τρέχει. νά πάρης από τούς αστυνομι Φτάνει κοντά στο εργοστάσιο κούς τά μυστικά τής βόμβας! καί ρίχνει ένα βλέμμα πίσω Ή πολιτεία μας καί ό κόσμος του. Δεν τον ακολουθεί κανείς. ολόκληρος θά σε εύγνωμονή Βρίσκει μιά σκάλα πού οδη
Τ
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
αν κατωρθώσης νά γλυτώσης τή βασίλισσα και νά πάρης τό τρομερότερο δττλο των αι ώνων από τά χέρια τής συμ μορίας και των ανθρώπων! Θέλω νά μέ ξαναπάρης σύντο μα μέ τον ασύρματό σου· γιά νά μου δώσης ευχάριστα νέα. Προσπάθησε ακόμη, μέ κάθε τρόπο νά μάθης κάτι γιά την κόρη μου. Ό Μπίλ κλείνει τον ασύρ ματό του και κατεβαίνει από την ταράτσα. Στον κήπο δεν διακρίνεται καμμιά ύποπτη κίνησι. Μέσα άπό τό κτίριο μονάχα άκούγονται κάτι φωνές. Σκυφτός, αθόρυβος σαν φάντασμα, φτάνει κοντά στο θάμνο οπού έχει κρύψει τή βα σίλισσα. Κάνει νά σκύψη γιά νά την βγάλη έξω, όταν νοιώ θει πίσω στην ράχη του καρ φωμένο ένα πιστόλι. — Ψηλά τά χέρια! Σηκώνει· τά χέρια του ψηλά καί γυρίζει νά δή τον εχθρό του. Είναι ένας άπό τούς α στυνομικούς ! — Άκαλούθησέ με!, του κάνει αυτός μέ κοφτή φωνή. Ό Μπΐιλ προσπαθεί νά βρή πάλι έναν τρόπο σωτηρίας. — Έκεΐ ιμέσα στή σκιά, κάτω άπό τό θάμνο·, βρίσκε ται μιά νεκρή γυναίκα!, κά νει στον άστυνομικό. — "Αν νομίσης πώς θά μέ ξεγελάσης μ5 αυτές τις φαν τασίες, πιτσιρίκο μου. — ’Ανάψτε τό φακό σας νά δήτε, επιμένει ό Μπίλ. Ό άστυφυλακας βγάζει τό φακό του καί ρίχνει τρ φως
-
13
του κάτω άπό τό θάμνο. Βλέ πει μιά ξαπλωμένη και άκίνητη γυναίκα και ξαφνιάζεται. Αμέσως τό χέρι του ετοιμά ζεται νά βγάλη τή σφυρίχτρα. Αυτή ή κίνηισις άρκεΐ γιά τον Μπίλ. Δέ χάνει τήν ευκαι ρία. Στρίβοντας τό κορμί του, δίνει μιά γερή γροθιά στο πρόσωπο τού άστυφύλσκα. Εκείνος πέφτει χωρίς μιλιά καί ό Μπίλ άρπάζει τήν τραυματισμένη βασίλισσα καί τό βάζει στά πόδια. Το σκοτάδι άκόμη δεν έχει διαλύθή όλότελα άπό τό φως τής ημέρας. Διασχίζει τον κή πο καί, φτάνοντας στήν σκά ρα πού κλείνει τον υπόνομο, τήν άνοιγει καί ρίχνεται μέ σα, κρατώντας πάντα στήν άγκαλιά του τήν άναίσθητη Αίντα. (Βγαίνει έξω καί τρέχει όσο μπορεί πιο γρήγορα. Περνάει τή δεύτερη πύλη, όταν ξαφνι κά βρίσκεται πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ έναν άνθρωπο. * Ετο ιμάζεται νά τραβήξη τό πιστόλι, δταν εκείνος τού μιλά ήσυχα - ήσυχα. — Μή φοβάσαι, Μπίλ Γκόρ τον! Είμαι ό γνωστός σου δημοσ ι ογράφ ο ς. Μυρίστηκα πώς κάτι συμβαίνει εδώ καί έφτασα επί τόπου. "Εχεις νά μου πής κανένα νέο; — "Εχω νά σου πω πολλά, μά προς Θεού δχι τώρα! "Αν θέλης νά μού κάνης ένα καλό, πάρε αυτή τήν τραυματισμένη γυναίκα, πήγαινέ την σ’ ένα δικό σου γιατρό νά τήν κάνη καλά καί μή λές λέξί πουθε νά! Κινδυνεύει ή ζωή της, ή
14
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
««««««<«««««««<«««««««««««<«««««««««««««««««««' ζωή μου, και ή ζωή πολλών άν θρώπων ακόμη! Έγώ θά έρ θω στην εφημερίδα σου νά σέ βρω, για νά μάθω πώς πη γαίνει ή υγεία της και γιά νά σέ πληροφορήσω ποιο] την πλήγωσαν. Ό νεαρός δημοσιογράφος, που φαίνεται καλός και τίμι ος άνθρωπος, παίρνει τη βα σίλισσα από τά χέρια του Μπίλ, προχωρεί πιο κάτω, τη βάζει μέσα στο αυτοκίνητό του καί ξεκινά γιά τη Νέα Ύόρκη. Ό Μπίλ τον βλέπει νά φεύγη μέ άνοκούφισι. Του έ χει εμπιστοσύνη,. Ή βασίλισ σα μπορεί τώρα νά σωθή. Δεν απομένει παρά τό μυστικό τής βόμβας, ή χαμένη Π όλα καί ό Τόμ! Τά βουνά τριγύ ρω λάμπουν από τό φώς τής αυγής καί τά πουλιά πετουν στο γαλάζιο ουρανό χαρούμε να καί ξένοιαστα, χωρίς νά μπορούν νά ξέρουν πώς μέσα σέ κεΐνο τό εργοστάσιο έγι νε μιά ολόκληρη μάχη γιά τη σωτηρία του κόσμου! Ό Μπίλ ανεβαίνει σ5 ένα δέντρο, κρύβεται καλά στά πυ κνά του φυλλώματα καί παρα κολουθεΐ την κίνησι τού εργο στασίου, Ο Α'Π,Ο ΜΗΧΑΝΗ Σ ΘΕΟΣ
ΤΟΜ, τή στιγμή πού μ π ήκ αν σί ά σ τ υνο μ ι κοί μέσα στο έργοστά σιο, βρισκόταν δεμένος χειρο πόδαρα μέσα στο ευρύχωρο δωμάτιο. Δυο άντρες τής συμ μορίας, τον φρουρούσαν καί.
μόλις έφτασαν οι αστυνομικοί τούς τον παρέδωσαν. — Εΐναι ένας από τούς κλέ φτες πού μπήκαν απόψε νά ληστέψουν τό εργοστάσιό μας !, τούς είπαν. Οι αστυνομικοί, πού δεν εί χαν ιδέα γιά τά επικίνδυνα σχέδια τού, Μέρβιν καί τής συμμορίας του, τούς πίστε ψαν. Έλυσαν τον φουκαρά τον Ταμ, πού εξακολουθούσε νά κοιμάται χωρίς νά δίνη δε κάρα γιά τό τί γινόταν γύρω του, καί ξυπνώντας τον τού πέρασαν τις χειροπέδες. "Έ νας από τούς έξη αστυφύλα κες κάθισε δίπλα του νά τον προσέχη καί, μόλις ξημέρω σε, τον πήραν συνοδεία γιά τή Νέα Ύόρκη. Ό Μπίλ κρυμμένος πάνω στο δέντρο, τούς είδε νά περ νούν από κάτω, Χάρη,κε πού ό φίλος του βρισκόταν στ ή ζωή, μά φοβήθηκε μήπως ξε γελαστή καί τούς αποκάλυ ψη τό μυστικό τής υπόγειας πολιτείας καί τής κλεμμένης βόμβας. Εκείνο πού τού έκα νε έντύπωσι ήταν πώς οί άστυ νομικοί δεν πήραν μαζί τους ούτε τον Μέρβιν, ούτε κανέναν από τούς συντρόφους του, ού τε τή βαλίτσα μέ τά μυστικά τής βόμβας. Φαίνεται πώς ή αστυνομία δέν κατάλαβε τίπο τε γι’ αυτό τό πράγμα. Πίστε ψε πώς ή μάχη έγινε από μερι κούς κλέφτες πού μπήκαν νά ληστέψουν τό εργοστάσιο! «Τά μυστικά τής βόμβας μένουν ακόμη στά χέρια τού Μέρβιν!» συλλογίζεται, βλέ ποντας τούς αστυνομικούς νά
ΚΕΡΑΥΝ
ΟΣ
13
«««<«««««<««««<«««««««««««««««««««««««««««««««< άπομακρύνωνται, έχοντας στη μέση, τον αιχμάλωτό τους. Βγάζει άμέσως τον ασύρματό του και π,ροσπαθεΐ να συνδε·· θή μέ τό Λοΰντι. Ό Τόμ, έχει τό κεφάλι του ζαλισμένο από τα πολλά χτυ πήματα πού του έχουν δώσει. Μά ή ζάλη του γίνεται πιο βαρειά σαν συλλογίζεται πώς οι αστυνομικοί θά τον ρωτή σουν χίλια δυο πράγματα άκόμη.... θυμάται πώς ή βασί λισσα καί ό Μττίλ του είπαν νά μη μαρτυρήο'η τίποτε γιά την υπόγεια πολιτεία. Ναι, μά... Πώς θά τό κατορθώσηι; «Στο- τέλος θά μέ καθίσουν στην ηλεκτρική καρέκλα!» λέει μέσα του καθώς μπαίνει μέσα σε ένα αυτοκίνητο πού περιμένει κοντά στο έργοστά σι ο. Σέ μιά ώρα φτάνουν στην αστυνομία. Τον κατεβάζουν μέ τις χειροπέδες στά χέρια, ενώ ό κόσμος τον κυττάζει μέ περιέργεια. Ανεβαίνουν τά σκαλιά καί -μπαίνουν στο γρα φεΐο τού διοικητή. — Ποιος είναι αυτός; ρω·· τάει /έκεΐνος τούς αστυνομι κούς. — Είναι ένας κλέφτης. Μα ζί μέ άλλους δυο μπήκε στο εργοστάσιο τού Μέρβιν γιά νά τό ληστέψουν. "Έγινε ολό κληρη μάχη -έκεΐ μέσα μέ κά τι αθόρυβα πιστόλια. Βρήκα με τρεΐς νεκρούς! — Τρεΐς νεκρούς, κάνει ό διοικητής καί σηκώνεται όρθι ος. Μά τότε τό πράγμα είναι σοβαρό ! Βρήκατε κανένα α θόρυβο πιστόλι;
— 3'°χι 1 Πλησιάζει τον Τόμ καί τον ρωτά: — Πώς λέγεσαι; Ό Τόμ αγωνίζεται μέ τον εαυτό του νά πή ή δχ^ι τήν α λήθεια. Στο τέλος τού περνά μιά ιδέα στο μυαλό του. "Άν κάνη τον τρελλό; Χωρίς νά διστάση αρχίζει τά γέλια. — Χά! Χά!... Χαχά! Χαχά!... Οι αστυνομικοί κυττάζονται στά μάτια. — Μήπως θέλεις νά μου παραστήσης τον τρελλό; κά νει άγρια ό διοικητής. Μά ό Τόμ τό πήρε πιά άπόψασι. "Έτσι μπορεί νά γλυ τώση. Γελώντας αδιάκοπα άρ χίζει νά σκίζη τά ρούχα του καί νά τά μασάει! Έπειτα κυλιέται κάτω, κάνει μερικές τούμπες, χύνει τό μελάνι πού βρίσκει στο γραφείο επάνω στο κεφάλι τού διοικητή καί κάνει πραγματικά σάν τρελλός. Ό διοικητής ολόμαυρος α πό τό μελάνι πού τον έλουσε ό Τόμ, αγριεύει καί σηκώνει τό χέρι του νά τον χτυπήση. Οι αστυφύλακες, σάν τον βλέ πουν σ’ αυτά τά χάλια, δέν μπορούν κι5 αυτοί νά κρατή σουν τά γέλια. — Σκασμός!, κάνει ό δι οικητής. Τρεΐς άνθρωποι σκο τώθηκαν απόψε από αυτόν τον ήλίθιο καί σεΐς γελάτε; — Έγώ ήλίΟιος; διαμαρτύ ρεται μέ νέα γέλια ό Τόμ. Έ γώ είμαι ό πιο έξυπνος άνθροο
πος\ του κόσμου, ί
16
'
Και λέγοντας αυτά βγάζει τό πουκάμισό του και αρχίζει νά τό κάνη κομματάκια κομμά τάκια. — Είχε ταυτότητα επάνω; ρωτά ό μουντζουρωμένος δι οικητής. —Λεν του βρήκαμε τίποτε. Γύρω του γινόταν ολόκληρη φασαρία κι5 αυτός κοιμόταν! Ό Τόμ σαν ακούει γιά ύ πνο, κάτι παθαίνει μέσα του. Γλαρώνουν τα μάτια του χα σμουριέται καί πέφτει μονο κόμματος κάτα> στο πάτωμα. — Μου φαίνεται πώς είναι πραγματικά τρελλός!, λέει έ νας από τους αστυφύλακες. Δεν τον βλέπεται που κοιμήθη κε στά καλά καθούμενα; Ό διοικητής κάνει τό σταυ ρό του. Πηγαίνει νά πλ-υ'θή καί νά άλλάξη, ρούχα. Δεν προλαβαίνει όμως ν5 άνοιξη την πόρτα όταν κάποιος χτυ πάει άπ5 έξω*. Εΐναι ένας αστυφύλακας. — Κάποιος ζητάει νά σάς δή, κύριε διοικητά!, κάνει καί κρατάει μέ δυσκολία τά γέλια του βλέποντας τό διοικητή του σέ τέτοια χάλια. — Ποιος εΐναι; — "Ενα παιδί. Είναι ανάγ κη λέει νά σάς μιλήση, άμέσως. Θέλει νά σάς πή κάτι γιά τον κλέφτη πού πιάσατε απόψε στο εργοστάσιο. Ό διοικητής μένει στη θέσι του, αφού δίνει διαταγή στον αστυφύλακα νά του παρσυσιάση. τό παιδί. Είναι ένα παιδί λεπτό, μέ ζωηρά μάτια. Μπαίνει μέσα μέ θάρρος καί στέκεται μπρο
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
στά στον αξιωματικό. — Τί θέλεις; τον ρωτά εκεί νος. Ό Μπίλ (γιατί τό λεπτό αυτό παιδί είναι ό άφοβος Κε ραυνός) κυττάζει τον μελανω μένο διοικητή, του έρχεται νά γελάση, μά ή σκέψι πώς μπή κε μέ τόσον κίνδυνο στήν α στυνομία γιά νά έλευθερώση τό φίλο του, τον κάνει νά συγ κρατηιθή, Βλέπει τον Τόμ νά κοιμάται κάτω μακαρίως χω ρίς πουκάμισο καί αποφασί ζει νά άπαντήση. — Θέλω νά σάς πώ γι’ αυ τόν εδώ, κάνει δείχνοντας τον φίλο του. — Τον γνωρίζεις; — Ναι. — Πώς ονομάζεται; — Θά σάς τό πώ αμέσως. 1 Απλώνει τό πόδι του καί δίνει μιά γερή κλωτσιά στον φίλο του. Έκεΐνος πετάγεται απότομα καί, μέ μισόκλειστα μάτια ακόμη, ετοιμάζεται νά ριχτή πάνω στο φίλο του. — Τόμ!, του φωνάζει αυ στηρά. Ό κοιμισμένος Τόμ άκούγοντας τό όνομά του συνέρχε ται. Τρίιβει τά μάτια του, τον κυττάζει καλά-καλά καί έπει τα γυρίζει ηλίθια τό βλέμμα του κυττάζοντας έναν - έναν τούς αστυφύλακες γύρω του. Δεν ξέρει τί νά πή καί τί νά κάνη. Ό Μπίλ βγάζει μέ θάρρος ένα σχοινί από τήν τσέπη του. Βλέποντάς το ό διοικητής τον κυττάζει ερωτηματικά. — Θά σάς εξηγήσω αμέ σως τί θέλω νά κάνω, κύριε δι-
Κ
Έ ,Ρ
Α
Υ
-Ν
Ο
Σ
17
««««««««««««<««««««««««««««««««««««<<«««««««««««, οικητά, τού λέει ό Μπίλ καί δίνοντας τό σκοινί στον Τόμ του κάνει μέ αυστηρό τόνο. — Δέσε τα σέ κείνη την κολώνα! Ο Ιόμ υπακούει. 5Απορεί γιατί ό φίλος του φέρνεται έ τσι. Δεν μπορεί νά κοπαλάβη τίποτε! Που βρήκε δλο αυτό τό θάρρος για νά μπή στην αστυνομία; Ο Μπίλ ρίχνει μια ματιά στο παράθυρο. Είναι ανοιχτό. — Κύριε διοικητά, αρχίζει πλησιάζοντας προς τό σκοινί, ό φίλος μου από δώ δεν στέ κει στα καλά του ! — Μπά, είναι φίλος σου; κάνει ό διοικητής καί κυττάζει •μέ περιέργεια, μερικά σημά δια πού έχει στο πρόσωπό του από τό αγκαθωτό συρμα τόπλεγμα. Ό Μπίλ δεν θέλει νά αργή" ση πιο πολύ. Βγάζει ξαφνικά τό πιστόλι του καί τό προτεί νει στο διοικητή. Εκείνος μέ νει μ αρ μα ρω-μένος λες καί τον χτύπησε κεραυνός. — Στον τόπο!, διατάζει. Μήν κινηιθή κανείς! Τόρμ άρ παξε τό σκοινί καί γλύστρησε από τό παράθυρο αμέσως. Κύριε διοικητά, λυπούμαι πο λύ γιατί σάς φέρνομαι μ5 αυ τόν τον τρόπο. Ό φίλος μου καί γώ δεν είμαστε ούτε κλέ φτες ούτε δολοφόνοι. Ή α ποστολή μας είναι νά σώσου με τον κόσμο από ένα μεγά λο κίνδυνο πού τήν απειλεί. Αργότερα θά μάς καταλάβε τε! Σπρώχνει τον Τόμ νά πιάση τό σκοινί. Έκεΐνος άνεβαί
νει στο πρεβάζι τού παραθύ* ρου, ρίχνει τό βλέμμα του στο χάος πού απλώνεται κάτω α πό τά πόδια του καί τον πιά νει κρύος ιδρώτας. — Μπίλ, παρακαλεί, δεν γίνεται νά κατεβούμε από τις σκάλες; —<Γρήγορα κάτω!, τον προ στάζει ό φίλος του καί αρπά ζει κι" αυτός τό σχοινί.. Σέ δυο δευτερόλεπτα, δυο σώματα ταλαντεύονται καί πέφτουν στο κενό. Οι λιγο στοί πρωινοί διαβάτες, πού τούς βλέπουν τά χάνουν καί βάζουν τις φωνές. Σέ λίγο, βλέπουν νά βγαίνη από τό παράθυρο τό μελανωμένο κε φάλι τού αστυνομικού πού φω νάζει μέ δλη του τή δύναμι: — Πιάστε τους! Είναι δο λοφόνοι! Οι δυο φίλοι, μόλις άκουμπούν τά πόδια τους στο χώ μα, τρέχουν λές καί έχουν φτε ρά. Στρίβουν από τον ένα δρόμο στον άλλο, καί σέ λί γο βρίσκουν ένα ξεμοναχια σμένο ταξί. Ό οδηγός τούς βάζει μέσα, καί κυττάζει πε ρίεργα τον Τό'μ πού... είναι γυμνός από τή μέση καί πά νω, χωρίς πουκάμισο. Κατεβαίνουν σέ μιά ερημι κή συνοικία. Ό Μπίλ τού α γοράζει ένα πουκάμισο, , καί από εκεί παίρνουν δρόμο για τό κρησφύγετό τους, κοντά στήν παραλία. ----- Είπες τίποτε στήν άστυ νομία; τον ρωτάει ό Μπίλ. — Όχι, τά κατάφερα μιά χαρά. "Έκανα τον τρΡλλό. Με-
Αινεί και στους δυο μ,ιάν οατότομη κλωτσιά και τους βίλεττει νά ττέφταυν 'μέσα στο λάκκο,
20
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««< λάνωσα τό πρόσωπο ταυ διοι κητή καί έσκισα τά ρούχα μου! ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
ΕΡτΙ ΑΠΛΩΝΟΥΝ ανάμεσα 833 στά άγρια βράχια και Ε&εΟΙ τό ρίχνουν και οΐ δυο στον ύπνο ώς τό ηλιοβασίλε μα. Μόλις β,ραδυάζει, τό υπο βρύχιο ταυ ΛοΟντι, εΐδοποιημέ νο από πόν ασύρματο του Μπίλ, βγαίνει στην επιφά νεια. Μια βάρκα τον φέρνει κοντά τους, στην ακτή. Ό Μπίλ τού διηγείται με λεπτομέρια δλα τα γεγονότα. Ό Λούντι σκύβει λυπημένος κατάκαρδα τό κεφάλι του. — Ποιος ξέρει που νά βρί σκεται ή κόρη μου! μουρμου ρίζει... Καί ή βασίλισσα... νά ζή τάχα,· — Αέν μπόρεσα νά μάθω νέα της, τού άπαντά ό Μπίλ. — Θά ξεκινήσουμε καί οΐ τρεΐς μαζί απόψε γιά τη Νέα Ύόρικη καί γιά τό εργοστά σιο τού 'Μέρβιν. Ή τύχη τής πολιτείας μας καί τού κό σμου έξαρτάται από εμάς. Ό ’Άρκο με ειδοποίησε νά ξαναπάρουμε μέ όποιαδήποτε θυ σία τά μυστικά τής βόμβας. — Πάλι αϋπνίες καί φασα ρί>ες θά έχουμε απόψε; διαμαρ τύρεται ό Τόμ πού ακούει τη συζήτησί τους. Δεν θά μέ άφίσετε νά χορτάσω επί τέλους τον ύπνο; — Ή Πάλα κινδυνεύει, Τόμ!, τον μαλώνει ό Μπίλ. Έχουμε καθήκον νά τούς την πάρουμε από τά χέρια.
— Έ... βέβαια δεν έχεις ά δικο, μά... μόλις την πάρουμε, θά μέ άφίσετε νά κοιμηθώ δυο μέρες, σύμφωνοι; * ■* ·* Γιά άλλη μιά φορά, τρεΐς άνθρωποι περπατούν μέσα στη ,βαθειά νύχτα, ό ένας εί ναι ό ΛοΟντι, ό δυστυχισμένος πατέρας πού ζητάει νά βρή τη χαμένη του κόρη, καί οΐ άλλοι δυό, τά δυο ήσυχα παι διά ενός Αμερικανικού κολλε γιου, πού ή τύχη τούς έφερε αντιμέτωπους μέ τόσους καί τόσους κινδύνους. Οΐ ώρες περνούν ή μιά κον τά στην άλλη* καί τά πόδια τους διασχίζουν τούς έρηιμικούς δρόμους καί τά απόμε ρα, σιωπηλά δάση. Ό Ταμ, ό πως πάντα, νυστάζει. Ό Μπίλ είναι σκεπτικός καί σφίγ γει νευρικά μέσα στην τσέπη του τη λαβή τού πιστολιού του. Τί θά συμβή τάχα μέσα σ’ αυτή την ήσυχη νύχτα, πού όλος ό κόσμος κοιμάται στά σπιτάκια του; Γιά μιά στιγμή, τούς ζη λεύει, έπειτα όμως νοιώθει πε ρήψανος ^γιατί ξέρει πώς, άν ξαγρυπνάει καί άν κινδυνεύει, γι’ αυτούς τό κάνει. "Αν τά μυ στικά τής βόμβας μείνουν στον Μέρβιν, τότε, όχι μόνο ή Αμερική, μά ό κόσμος ολό κληρος θά γίνηι σκλάβος τής συμμορίας του πού άποτελεΐται από κλέφτες καί δολοφό νους. Άντιικρύζουν τό1 εργοστά σιο μέ τη φωτεινή επιγραφή καί σφίγγεται ή καρδιά τους.
«Πώς θά μπορέσουμε
νά
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ..................... 11 ««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««^ μπούμε μέσα; αναρωτιέται ό Μπίλ. Θά έχουν λάβη* δλα τά μέτρα τους απόψε.» Κάθονται κάτω από ένα δέν τρο κοντά στην πρώτη πύλη μέ την παγίδα του συρματο πλέγματος. "Ενα μικρό κομ μάτι φεγγαριού ανατέλλει α πό μακρυά καί φτάνει ως εδώ τό αδύνατο χλωμό φως του. — Δέν μάς συμφέρει νά κάνουμε ανοιχτή επίθεση λέει ό Λούντι. Απόψε θά έχουν τό νοΰ τους πιο πολύ από χτές. "Ενας απότομος θόρυβος, πού μοιάζει σάν τον γδούπο ενός σώματος πού πέψτε^ι α πό ψηλά, τούς σταματά τή συ ζήτησι. Κυττάζουν καί οι τρεις προς τον τοΐχο τού έργο στασίου. Διακρίνουν στην έξοο τερική ρίζα τού ψηλού τοίχου ένα μαύρο σώμα πού δέν υ πήρχε προηγουμένως. —- Βλέπετε; τούς δείχνει ό Μπίλ. — Ναι, τού απαντούν οί άλλοι δύο. — Μού φαίνεται σάν άνθρώ νικο σώμα. — Καί μένα!, συμφωνεί ό Λούντι. — Μπά!, κάνει ό Τόμ. Ε μένα μού φαί νέτα ια σάν κοι μισμένος γάιδαρος. — Θά πάω νά δώ, λέει ό Μπίλ. Οι άλλοι δυο δέν τού άπαντούν. Ετοιμάζεται νά κινηθή, ό ταν βλέπει τό φρουρό μιάς σκοπιάς επάνω στην ψηλή μάντρα νά βγάζει τό κεφάλι του έξω καί νά κυττάζη. Φαί νεται πώς πήρε κι5 αυτός εϊ-
δησι τό θόρυβο. Ό Μπίλ στηρίζει τό πιστό λι του πάνω στή διχάλα τού δέντρου καί τραβάει τή σκαν δάλη. Ή σφαίρα φεύγει μέ ακρίβεια γιά τον προορισμό της· Ό σκοπός τής συμμορίας τού Μέρβιν μένει στον τόπο. Τώρα ό Μπίλ ξεκινάει μέ περισσότερο θάρρος. Φτάνει κοντά στο μαύρο σώ'μα καί, μόλις πλησιάζει, σταματάει από τήν αγωνία ή καρδιά του. Βρίσκεται μπροστά στήν Πά λα! Έχει πέσει μπρούμυτα καί μοιάζει σά νεκρή. Τήν α ναποδογυρίζει καί κυττάζει τό πρόσωπό της. Είναι γεμά το αίματα. Βάζει τό χέρι στήν καρδιά της. Χτυπάει αδύνατα άάν καί είναι έτοιμη νά σβύση. Τή φορτώνει στήν πλάτη του καί τήν πηγαίνει κοντά στον πατέρα της. Ό Λούντι, μόλις τή βλέπει πέφτει επάνω της καί τήν αγ καλιάζει μέ λυγμούς. Έπει τα τής σκουπίζει τό πρό σωπο καί τής κάνει μιά ένεσι στο χέρι. Μετά τήν ένε ση ή καρδιά τής κοπέλλας χτυπάει δυνατά καί τά μάτια της ανοίγουν. Στήν αρχή τούς κυττάζει αδιάφορα σάν νά μή τούς αναγνωρίζει. "Επειτα, ά νοιγε ι σιγά - σιγά τά χείλη, της καί ψιθυρίζει μερικές λεξ ο ύλες. — Πήραν τή Λίντα... θά τήν σκοτώσουν... Είναι καί £ * ,. Ο... Ο...
Δέν μπορεί νά προχωρήση πιο πέρα, -ανακλείνει τά -μά τια της καί αποκοιμάται. Ό
22
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
««««««««««<«««««««««««««««««««<««««««««««««««« Τόιμ, βλέποντας την αρχίζει κι5 αυτός να νυστάζη πιο πο λύ. — Μά... που είναι ή βασί λισσα; ρωτάει ό Λοΰντι. Δεν μου είπες πώς την κράτησε ό δημοσιογράφος; —- Φαίνεται, θά τού την πη ραν! — Πρέπει να δράσουμε χω ρις αναβολή. "Έλα κοντά μου, Κεραυνέ! "Εσύ, Τόμ, κάθισε μαζί μέ την Πάλα καί μ ή τό κουνήσης ρούπι από δώ, αν δεν σέ φωνάξουμε! "Άλλο πού δεν θέλε ι ό Τόμ! Μόλις τους βλέπει νά άπομακρύνωνται λιγάκι, ξαπλώνει δίπλα στην αναίσθητη Π όλα καί τό ροχαλητό του αρχίζει νά δίνη καί νά παίρνη! Αί δυο τολμηροί κομμάντος πλησιάζουν τον τοίχο, κοντά στη σκοπιά μέ τό νεκρό φρου ρό. "Έχουν ένα μεγάλο σκοι νί μαζί τους. Πρέπει μ" αυτό νά ανεβούν επάνω. Μά... πώς θά τά καταφέρουν; Προσπα θούν νά βρουν καμμιά ιδέα καί στο τέλος αναγκάζονται νά βρουν άλλο τρόπο. "Αρχίζουν νά μαζεύουν πέτρες από γύρω καί νά τις τοποθετούν κοντά στην μάντρα. "Έτσι, σέ λίγο, βοηθώντας ό ένας τον άλλο, κατορθώνουν νά σκαρφαλώ σουν επάνω. Γιά νά κατεβούν τούς είναι εύκολο. Αρπάζονται από τό ευλύγιστο κλαδί ενός δέντρου σάν πίθηκοι καί πατούν μα λακά - μαλακά στο έδαφος. — Μιά σκάλα!, κάνει ό Μπίλ βλέποντας μιά σκάλα
στηριγμένη πάνω
στη μάν
τρα, μέσα από τά φυλλώματα τού δέντρου. — Φαίνεται πώς τη χρησι μοποίησε ή Πάλα για νά άνέβη, συμπεραίνει ό Αοΰντι. Άς την έχουμε ύπ" δψι μας γιά νά ξαναγυρίσουμε, Μπίλ! Πέφτουν κάτω μέ την κοι λιά. Έχουν έφοδιαστή μέ πολλά πιστόλια, μέ αθόρυβες χειροβομβίδες, «μέ τανάλιες καί 'μέ φακούς. Σέρνονται μέ την κοιλιά ανάμεσα στά λου λούδια σάν φίδια. Προσέχουν καί την παραμικρή κίνησι πού κάνουν. — Δέν πρέπει νά χωρίσου με δ,τι καί νά γίνη, συμβου λεύει ό Αοΰντι τον Κεραυνό... — Άκοΰς; κάνει ό Μπίλ. Ό Αοΰντι τεντώνει τά αυ τιά του. — Μιά φωνή... έτσι μοΰ φάνηκε. — Είναι μιά φωνή πόνε μ ένη... ή φωνή ενός άντρα... έρ χεται μέσα από τά γραφεία τού εργοστασίου! Τί νά συμ βαίνει τάχα; Ποιόν νά βασα νίζουν; "Αρχίζουν νά σέρνωνται πιο γρήγορα. Τά λουλούδια πού τούς κρύβουν τελειώνουν καί ετοιμάζονται νά βγουν έξω, όταν παρουσιάζεται μπροστά τους ένας άνθρωπος. Βγήκε από μέσα καί έχει άφίσει τήν πόρτα ανοιχτή. Μοναδική ευ καιρία γιά νά μπούν μέσα. Ό Μπίλ πετάγεται σάν αί λουρος από τή θέσι του καί τού διπλώνει σφιχτά τό δεξιό του χέρι στο λαιμό, -απλώ νονται καί οι δυο κάτω·. Ό Μπίλ όμως σηκώνεται αμέσως
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
23
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ι επάνω, ενώ ό εχθρός του, έ“ πειτα από δυο γρήγορες γρο θιές πού δοκίμασε, κλείνει τά μάτια του καί κοιμάται θέλον τας καί μή. Τον τραβούν καί οι δυο τους καί μπαίνουν μέσα στην άνο ιχτή πόρτα. Β ρίσκόνται μέσα σ" ένα μικρό χώλ. Ό Λουντι δοκιμάζει νά άνοιξη μια μικρή πορτούλα δεξιά του μά τη βρίσκει κλειστή. Βγά ζει τότε από την τσέπη του ένα μικρό εργαλείο· πού μοιά ζει με πιστόλι. Πατάει ένα κουμπάκι καί από την κάννη του ξεχύνεται μιά γαλάζια λε τττή φλογίτσα πού λυώνει μέ σα σέ λίγα δευτερόλεπτα τό σίδερο τής κλειδαριάς. Ή πόρτα τώρα ανοίγει εύκολα. Ρίχνουν μέσα τον εχθρό τους, τον δένουν πάνω σέ ένα στύ λο, τον φιμώνουν καί, κλείνον τας την πόρτα πάλη προχω ρούν. Ή πονεμένη. φωνή τοΰ άν τρα πού ακόυσαν έξω βγαίνει μέσα από ένα κοντινό δωμά τιο. Χωρίς αναβολή, πλησιά ζουν καί, ενώ ό Λούντι ετοι μάζεται νά σπρώξη την πόρ τα, ό Μπίλ σηκώνει τό ώπλισμένο του χέρι.
ζονται μπροστά στο ατσάλι νο χαλάζι πού σκορπούν τά πιστόλια τών δύο κομμάντος. Ό ξαπλωμένος άνθρωπος ση κώνει τό κεφάλι του. Ό Μπίλ αμέσως τον ανα γνωρίζει. Είναι ό δημοσιογρά φος! Τού κόβει τά δεσμά .καί τον ρωτάει: —* Τί γίνεται ή βασίλισ σα; Πές μου, πώς βρέθηκες ε δώ; — 9Ηρθαν μόλις σουρούπωσε στο σπίτι μου καί μάς πήραν καί τούς δυο. Τήν σή κωσαν από τό κρεββάτι μόλις είχε συνέλθει. Ό γιατρός τής περιποιήίθηικε τό; τραύμα καί είπε πώς δεν κινδυνεύει. Μάς έβαλαν μέσα σ’ ένα αύτοκύ νητο καί μάς έφεραν εδώ. "Α μέσως μάς ξεχώρισαν. Μέ έ κλεισαν μέσα σ5 αυτό· τό δω μάτιο-κι5 άρχισαν νά μέ βασα νίζουν γιά νά τούς πώ τί σχέ σεις έχω μαζί σου καί ποιος μού έφερε τη βασίλισσα. "Α λήθεια... σέ ποιο βασίλειο βα σιλεύει αυτή ή γυναίκα; — Αυτά θά τά μάθης αρ γότερα, τού λέει ό Μπίλ. Πά ρε αυτό τό πιστόλι καί έλα μαζί μας. Σέ χρειαζόμαστε καί σού έχουμε εμπιστοσύνη. Ό δημοσιογράφος παίρνει τό μικρό πιστόλι στά χέρια Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ του, τό ,κυττάζει περίεργα καί Ο ΘΕΑΜΑ πού άντικρά τούς ακολουθεί. Θέλοντας καί ζουν τούς γεμίζει φρί μή, παίρνει κι" αυτός μέρος κη. Δύο άντρες κρατούν στον παράξενο πόλεμο, πού στα χέρια τους από ένα μαέχει αρχίσει ανάμεσα στή στίγιο καί χτυπούν έναν άλλο, συμμορία τού Μέρβιν καί στήν πού είναι δεμένος καί ξαπλω υπόγεια πολιτεία τής Λίντας. μένος μπροστά τους. Τά κορ "Αψίνουν τό δωμάτιο τών μιά και των δύο αναποδογυρί βασανιστηρίων καί παίρνουν
Τ
24
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««««««<«««««««««««««««««««<««««««««« στην τύχη ένα φωτεινά διάδρο μο. Τό διαμέρισμα των γρα φείων είναι απέραντο με πολ λούς διαδρόμους καί μέ πολ λά δωμάτια. — Σσστ!, κάνει σέ μια στιγμή ό Μπίλ στο δημοσιο γράφο πού ανοίγει το στόμα του και θέλει κάτι να πή. Μου φαίνεται πώς ακούω μια φω νή. Μέ τις άκρες των ποδιών του προχωρεί σαν γάτα και φτάνει κοντά σέ μιά πόρτα. 3Από μέσα έρχεται κάτι σάν ψίθυρος φωνής. Οι άλλοι δυο προχωρούν μπροστά, νομί ζοντας πώς δέν συμβαίνει τί ποτε και πώς θά τούς άκολου θήση. Στρίβουν μάλιστα παίρ νοντας έναν άλλο διάδρομο. Τό αυτί του Μπίλ είναι στη ριγμένο στην πόρτα καί δέν ακούει πίσω του ένα ελαφρό βηματάκι πού πλησιάζει. Το αντιλαμβάνεται τήν τελευταία στιγμή! Γυρίζει καί τό πιστό λι του δουλεύει αμέσως. Ό εχθρός του δέν προφταίνει νά πυροβόληση. Διπλώνει τό κορ μί του στή μέση καί πέφτει μέ θόρυβο στο πάτωμα. Ό Λούντι μέ τό δημοσιογράφο ξαναγυρνούν αμέσως καί τρέ χουν κοντά στον Μπίλ. Τήν ίδια στιγμή, ή πόρτα τού δω ματίου ανοίγει καί κλείνει πά Χι. Τό μάτι του Μπίλ πού δου λεύει σάν αστραπή διακρίνει στο βάθος του δωματίου δύο άντρες καθισμένους πλάϊ πλάϊ. Ό ένας από αυτούς εί ναι ό Μέρβιν καί ό άλλος... ό άλλος είναι ένας από τούς ανθρώπους τής πολιτείας.,, έ
νας πολύ γνωστός του. Είναι ό υπασπιστής τής βασίλισ σας ! Χωρίς νά καλοσκεφθή τί κάνει, σπρώχνει τήν πόρτα καί μπαίνει μέσα. Πίσω του ετοιμάζονται νά μπουν καί οί φίλοι του, μά τούς σταματά ό ξαφνικός ερχομός δύο ανθρώ πων πού παρουσιάζονται από τό ένα μέρος του διαδρόμου. "Ωσπου νά σηκώσουν τά πι στόλια τους καί νά πυροβολή σουν, ή πόρτα πού μπήκε ό Μπίλ κλείνει. Δοκιμάζουν νά τήν ανοίξουν μά άδικα προσ παθούν... Είναι καλά κλειδω μένη. Ή γαλάζια φλογίτσα δουλεύει ξανά καί λυώνει τό σίδερο τής κλειδαριάς, μά τό δωμάτιο πού μπαίνουν είναι εντελώς άδειο... Τί έχει γίνει ό Μπίλ; Ψάχνουν τριγύρω α ναποδογυρίζουν τά έπιπλα, ανοίγουν καί άλλες πόρτες, μά, δσο κι5 άν προσπαθούν, οί κόποΓ τους πηγαίνουν χαμένοι. Ό φίλος τους έχει γίνει άφαν τος. * * *
Μόλις άνοιξε τήν πόρτα καί μπήκε μέσα στο δωμάτιο, ό Μπίλ ετοιμάζεται νά πυροβό ληση τον Μέρβιν. Δέν προσέ χει δίπλα του νά δή τί συμ βαίνει. Πίσω από ένα παρα· βάν κρύβεται ένας πελώριος άντρας. Κρατάει στο χέρι του ένα σίδερο καί δίνει μιά στο ώπλισμένο χέρι του Μπίλ, ρίχνοντάς του τό πιστόλι κάτω. "Ωσπου νά συνέλθη από τό χτύπημα, βρίσκεται δεμένος μέ τά δυό του χέρια πίσ(*? στην πλάτη.
Κ£ΡΑΥΝ02
25
►»»»»»»»»»»>»»»»»>»»»»>»»»»»»»»»»»>>»»»»»»»»»»»» Οι δυο άντρες σηκώνονται από τή θέσι τους, τον παίρ νουν ανάμεσα τους, ανοίγουν μια καταπακτή καί μπαίνουν σ’ ένα υπόγειο διάδρομο. Προχωρούν αμίλητοι καί σέ λίγο μπαίνουν μέσα σέ ένα φωτεινό δωμάτιο. Είναι επι πλωμένο μέ όμορφα έπιπλα κσ'ί μέ βιβλιοθήκες γεμάτες επιστημονικά βιβλία. Επάνω σ’ ένα ικ,ρειββάτι είναι ξαπλω μένη μια γυναίκα. Είναι ή Λίντα, ή βασίλισσα. Κάποιος βρίσκεται δίπλα της, μά, σαν βλέπει τούς δυο άντρες νά μπαίνουν μέσα, σηκώνεται α πό τή θέσι του καί τούς πλη σιάζει. Είναι ψηλός καί χον τρός καί βαδίζει μέ δυσκολία. Τά χαρακτηριστικά του είναι πολύ γνωστά στον Μπίλ. Τά χαρακτηριστικά του εχθρού του μέ τό σημαδεμένο πρόσω πο. Του Βάγκ! Τον βάζουν νά καθίση σέ μιά πολυθρόνα, αφού κλειδώ νουν τήν πόρτα. Ό Μπίλ νο μίζει ότι βλέπει ένα τρομερό όνειρο. Δεν πιστεύει στά μά τια του. Δέν πιστεύει πώς βρίσκεται ανάμεσα στούς πιο επικίνδυνους εχθρούς του, στούς εχθρούς όλης τής αν θρωπότητας. Κι’ ό υπασπι στής; Τί ζητάει ό υπασπι στής δίπλα στον Μέρβιν; Ή βασίλισσα σηκώνει αρ γά τό κεφάλι της νά τον κυττάξη. Μόλις τον αναγνωρίζει, βγάζει άθελά της από τό πλη, γωμένο της στήθος μιά πόνε·· μένη κραυγή. Ό Βάγκ δέν μι λάει. Τον κυττάζει μονάχα μέ ένα βλέμμα γεμάτο μοχθηρία.
Πρώτος ανοίγει τά χείλη του ό υπασπιστής: — Σου φαίνεται παράξενη ή παρουσία μου εδώ, αγαπη τέ μου Κεραυνέ; — Πολύ !, τού άπαντά ό Μπίλ πού αρχίζει πιά νά κα ταλαβαίνει πώς ό άγνωστος προδότης τής βασίλισσας ή ταν αυτός. —Τότε νά σου εξηγήσω ώρισμένα πράγματα, γιά νά τά κουβεντιάσης μαζί μέ τή βασίλισσά σου σέ λίγο πού θά ταξειδεύετε στον παράδεισο. Ή Λίντα θέλει κάτι νά πή, μά τής πονάει τό στήθος καί δέν μπορεΐ νά ·μιλήσηί — Λοιπόν, εξακολουθεί ό υπασπιστής, εγώ είμαι ό αρ χηγός τών ανθρώπων πού κα ταπατήσαμε τούς νόμους τής πολιτείας καί συμφωνήσαμε μέ τον αγαπητό μου φίλο Μέρ βιν νά κυβερνήσουμε τό μικρό μας πλανήτη. Ό Βάγκ είναι τό πρωτοπαλλήκαρό μου! Ε γώ έπρόδιδα τά μυστικά της, εγώ τήν πυροβόλησα στήν τε λετή τής πλατείας, εγώ βοή θησα νά τήν αιχμαλωτίσουν, εγώ έκλεψα τά μυστικά τής βόμβας! Είδες τί ώραΐα σου ξέφυγα; — Είσαι ευχαριστημένος από τήν προδοσία σου; τού λέει χωρίς φόβο ό Μπίλ. — Γιατί νά μήν είμαι; Σέ τρεΐς μήνες θά έχω τήν τρο μερή βόμβα στά χέρια μου. Τότε, όποιο κράτος δέν ύπο·· ταχθή στή θέλησί μου θά έξαφανιστή από τό πρόσωπο τής γής καί πρώτη - πρώτη ή όμορφη πατρίδα σου!
26
Κ
Β
Ρ
Λ ,Υ
Ν
Ο
2
«««<«««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««ν
— 3Εσύ, Μέρβιν, είσαι ευ χαριστημένος; ρωτάει τον ρυ τιδωμένο επιστήμονα. — Γιαπί όχι; του άπαντά. Για σκέψου σέ τρεΐς μήνες νά κατέχω τή μισή γή! Μά ύπάρ χει ώραιώτερο όνειρό από αυ τό; Οι δυο άντρες δίνουν περή φανοί τα χέρια. Ό Βάγικ σηκώνεται. Τό πρόσωπό που έχει μια άγρια αποφασιστικότητα. 9Ηρθε ή στιγμή τής έκδικήσεως για τον Κεραυνό, πού την ονειρεύ εται πολλές μέρες τώρα. — Ποιόν θάνατο προτί'μάς; τον ρωτάει. — Δεν μέ νοιάζει, Βάγκ! Σκότωσέ με δποος θέλεις, ό πως σου αρέσει εσένα! Μή
πως νομίζεις _πώς θ’ αρχίσω τά κλάματα; -έρω πώς πεθαί νω γιά τό καλό του κόσμου καί αυτό μου φτάνει. Ή βασίλισσα προσπαθεί νά σηκωθή από τό κρεββάτι της καί στο τέλος τό κατορ θώνει. Βαδίζει κρατώντας τό» στήθος της καί στέκεται πλά1 στον Μπίλ. Τά μάτια της εί ναι γεμάτα δάκρυα. -— Θά πεθάνω καί γώ μαζί του!, λέει στον Βάγκ. Σκότοοσέ μας καί τούς δύο! — Βάγκ, μιλάει τώρα ό υ πασπιστής, κανόνισε τό λο γαριασμό σου μέ τούς φίλους σου καί έλα νά μάς 6ρής ε πάνω! Σέ περιμένουμε νά τακτοποιήσουμε τά σχέδια. Λέίγσντ ας αύτά, παίρνε ι
'Ορμάει σάν σίφ'ο-υινας καί αρπάζει όίπό τό τραπέζι
τά χαρτιά.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
27 ί:? ϋ ± £ ^ ι< 3
«<<«<«««<«<««««««««««««««««<«««««««««««««««««««<<
"Ενα λάσσο πετάγεται ψηλά, ξετυλίγεται <τάν φίδι καί ή θηλειά τον πιάνει ατό λαυμό.
τον Μέρ-βιν και βγαίνουν έξω. Ό Βάγκ βγάζει από τί θή κη του τό πιστόλι. — Μια στιγμή, να άποχαι ρετήσω τον καλό μου φίλο·, τον παρακαιλεΐ ή βασίλισσα και αγκαλιάζοντας τον Κεραυ νό αρχίζει νά τον ψιλή. Ό Βάγκ βιάζετααι πολύ και σηκώνει τό πιστόλι του. Τά μάτια του Μπίλ αστρά φτουν από μια παράξενη, χα ρά, λες καί δεν φοβάται κα θόλου τον θάνατο... Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΙΣ
ΙΑΤI τάχα αστράφτουν τά μάτια του Κεραυνού τη στιγμή που τον αγ
Γ
καλιάζει ή βασίλισσα, δίνοντάς του τό στερνό φιλί τής ζωής του, ενώ ό Βάγκ σηκώ νει τό πιστόλι γιά νά τούς στείλη καί τούς δυο συντρο φιά στον άδη; Γιατί τά δεμένα του χέρια είναι τώρα ελεύθερα! Ή βα σίλισσα κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό ξυραφάκι καί, τη στιγμή πού έκανε πώς τον αγκάλιαζε, τού έκοψε τά δε σμό ! Ό Βάγκ σηκώνει αργά τό ώπλισμένο του χέρι. Χαμογε λάει οοπό μιά παράξενη χαρά, μέ τη σκέψι πώς οί δυο εχθροί του, οί πιο μεγάλοι καί οί πίό έπικίνδυνοι, θά κυλιστούν νε-
28
κροΐ μέσα σέ ένα δευτερόλε·· τττο .μπροστά στά πόδια του. Το γέλιο του όμως κόβεται απότομα και τό πρόσωπό του παγώνει. Ό δεμένος Κεραυ νός ξεπετιέται από τη θέσι του σαν κουρντισμένο ελατή ριο και τό χέρι· του διαγρά ψει ένα γρήγορο κύκλο στον αέρα. Ή γροθιά του, ατσάλι μοναχό, χτυπάει τον Βάγκ στο πηγούνι. Ό θεόρατος αντρας, πού δεν έχει^ ακόμη συνέλθει από τό τραύμα του, άφίνει τό πιστόλι του νά πέση καταγής και κυλιέται στο πά τωμα. Μια δεύτερη καί ττιό γερή γροθιά του κλείνει τά μάτια. Ό Μπίλ παίρνει στην άγκα λιά του τη βασίλισσα, πού εί ναι έτοιμη νά λιπαθυμήση α πό τή συγκίνηση αρπάζει τό πιστόλι του Βάγκ από τό πά τωμα και ανοίγει με προφύλα ξι την πόρτα. Ό διάδρομος πού συναντάει είναι ψωτεισμέ νος, μά δεν υπάρχει ψυχή ο λόγυρά του. Με τό δάχτυλο στή σκανδάλη, προχωρεί καί φτάνει στο τέλος. Έκεΐ, δια κρίνει δεξιά του μιά μικρή Τσιμεντένια σκάλα. * Αρχίζει νά άνεβαίνη ένα - ένα, με προ φυλαξι, τά σκαλιά. Τό φως ό σο πηγαίνει και απομακρύνε ται πίσω του, ενώ εμπρός του αρχίζει τό σκοτάδι. 3Ανεβαίνει τά ατέλειωτα σκαλιά με τή βασίλισσα πάν τα στήν αγκαλιά του. Δεν συλ λογίζεται τώρα τίποτε άλλο έκτος από τή σωτηρία της. Γ ιά που οδηγούν όμως αυτά
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
τά μεγάλα τά τετράγωνα σκαλιά; Λεν αργεί νά τό μάθη. Σέ λιγάκι μιά πόρτα του κλείνει τό δρόμο. Μιά βαθειά και σι δερένια πόρτα. 'Αψίνει τή Αίντο: πάνω σ3 ένα σκαλοπάτι καί, ψαχουλεύοντας με τά χέ ρια του, προσπαθεί νά τήν ά νοιξη. Ό σύρτης πού τήν κλεί νει είναι χοντρός καί σκουριά σμένος. Βάζει όλη του τή δύναμι καί στο τέλος κατορθώ νει νά τον τραβήξη. Ή πελώρια πόρτα ανοίγει καί στο άνοιγμά της παρουσι άζεται μπροστά στά μάτια τού Μπίλ μιά ήσυχη εικόνα τώ,ν δέντρων τού κήπου. Τέτοι«ανέλπιστη τύχη> δεν τήν περίμενε ποτέ του! Ετοιμά ζεται νά γυρίση γιά νά πάρη τή βασίλισσα, όταν ανάμεσα από τούς φουντωτούς θάμνους φανερώνεται ένα χοντρό καί φαλακρό κεφάλι. Δεν κάθεται νά σκεφθή, γι ατί καί ή πιο μικρή σκέψι θέ λει χρόνο κι3 ό χρόνος θά εΐναι ε!ς βάρος του. Όρμάει προς τά εμπρός καί, ενώ ό άλ λος δεν προλαβαίνει νά καταλάβη καλά-καλά τί συμβαίνει, νοιώθει ένα ατσάλινο χέρι νά τού σφίγγει σάν βρόχος τό λαιμό! Τά δυο σώματα πέφτουν κάτω καί αρχίζουν νά κυλι ούνται στο χώμα. Ό θόρυβος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος γιά τον Μπίλ. "Ελευθερώνει τό δεξιό του χέρι, σφίγγει τά δάχτυλά του καί ή τρομερή του γροθιά μπαίνει πάλι σέ ε νέργεια. Ό άνθρωπος, πού
το κρανίο- του μοιάζει ο’άν φω* τεινό λαμπιόνι μέσα στο σκο τάδι, βγάζει ένα βογγητό και μένει ακίνητος. Σαν αίλουρος τώρα ό Μπίλ μέ ένα πήδημα βρίσκεται κον τά στη βασίλισσα. Την αρπά ζει στα χέρια του και σέ λίγο χάγεται κάτω από τις σκιές των χαμηλών δέντρων. Πηγαί νει προς τη σκάλα, πού έχει άψίσει ή Πόλα στον τοίχο. Ού τε καταλαβαίνει πότε την άνε βαίνει. Βρίσκεται στην κορυ φή τής μάντρας καί, πατών τας πάνω στις πέτρες, πού εί χαν σωριάσει πιο πριν μέ τό Αοΰντι, κατεβαίνει κάτω. Τά πόδια του λές καί έ χουν φτερά. Τρέχει καί φτάνει κοντά στον Ταμ καί στην α ναίσθητη Πόλα. Ό φίλος του κοιμάται. Γιά πρώτη φορά α πό τότε πού άρχισε ή παρά ξενη περιπέτεια τους, βρίσκει καιρό νά κοιμηθή μέ την ησυ χία του, ενώ οι άλλοι έχουν μπλέξει σέ έναν αγώνα ζωής καί θανάτου. Ό Μπίλ του τραβά τά μαλ λιά γιά νά τον ξυπνήση. — Τό μ ! -ύπνα, Τό μ ! —4 Τί συμβαίνει; κάνει μέ σα στον ύπνο του εκείνος. — Ξύπνα άμέσως! — Άφίστε με ήσυχο! Αέν εχει σχολείο σήμερα, είναι Κυ ριακή! _ Νομίζει πώς βρίσκεται στο σπίτι του! — "Άφισέ τον!, επεμβαί νει ή βασίλισσα καί απλώνει <μέ συμπόνια τό χέρι της νά χαϊδέψη την αναίσθητη. Πόλα
ρωτώντας τον ΜπΙλ νά μάθη τί Ιχευ — Καί γώ δεν ξέρω, τής απαντάει έκεΐνος. Πρέπει ό μως νά ξυπνήση ο Ταμ μήπως σάς συμβή τίποτε απρόοπτα. Έγώ θά ξαναγυρίσω μέσα νά βρω τφ Λουντι. — Μή φοβάσαι, τον καθη συχάζει. "Αν πλησιάση κα νείς, τον πυροβολώ μονάχη μου. "Αφισε τό καϋμένο τό παιδί νά χόρταση μιά φορά κι5 αυτό τον ύπνο του! Ό Μπίλ τούς άφίνει καί τους τρεΐς ^καί τρέχει ξανά γιά νά μπή στο εργοστάσιο. Ανεβαίνει στη μάντρα καί πη δάει αθόρυβα στον κήπο. Προ σανατολίζεται εύκολα καί βρί σκει την ανοιχτή πόρτα πού οδηγεί στα υπόγεια. "Εχει νά λογάριαστή έκεΐ κάτω μέ τούς δυο μεγάλους εχθρούς τής αν θρωπότητας. Μέ τον Μέρβιν καί τον υπασπιστή τής βασί λισσας, πού καταστρώνουν τά τρομερά τους σχέδια γιά νά κατακτήσουν όλη τή γή ! Κατεβαίνει τά σκαλιά, α φού προηγουμένως δένει γερά, καί φιμώνει τον αναίσθητο ε χθρό Τόυ, κρύβοντας τον κά τω από τή σκιά ένός θάμνου, "Εχει χάσει τά ίχνη του Αουντι καί του δημοσιογράφου, μά προς τό παρόν δεν θά ζη^ τήση νά τούς βρή. Θέλει νά μή χάση τά ϊχνη του Μέρβιν καί του υπασπιστή, πού βρί σκονται αυτή τή στιγμή στα υπόγειά, Φτάνει στο φωτισμένο διά4* δρομο καί μπαίνει, στο δωμά τιο πού βρίσκεται ό Βάγκ. Ε!°
10
............
Κΐ^ΑΫ
Νόί
^»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»>»»»η>ρ»»»»»η»» ναι άκόμη άναίσθητος. Θά μπορούσε νά τον σκατώση μια χαρά, μά ό Μπίλ δεν εΐναι δολοφόνος. Υπερασπίζει μονάχα τον εαυτό του καί, άν φέρνεται μέ σκληρότητα, τό κάνει για τό καλό και τη σω τηρία του κόσμου. "Αφίνει τό Βάγκ στην ΰίκτρή του κατάστασι και βγαί νέι ξανά στο διάδρομο, όταν μια Φωνή από τη γειτονική πόρτα τον κάνη νά στρέψη πρός τά έκεΐ τήν προσοχή του. Γονατίζει και κυττάζει από τήν κλειδαρότρυπα. ΤΑ Σ ΧΕΛΙΑ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΣ
ΣΚΗΝΗ πού βλέπει κάνει τήν καρδιά του νά θέλη νά πεταχτή α πό τό στήθος του! Γύρω ένα μικρό τραπέζι, βρίσκονται καθισμένοι ό Μέρβιν, ό υπα σπιστής και πέντε άνθρωποι ακόμη. "Έχουν σκύψει στο τραπεζάκι και κυττάζουν κάτι χαρτιά. Τό βλέμμα τού τρελλού επιστήμονα λάμπει από μια παράξενη χαρά. —Μέσα σε τρεΐς μήνες, άν εργαστούμε μέρα νύχτα χω ρίς διακοπή, θά τήν έχουμε έτοιμη στά χέρια μας!, λέει καί χτυπάει με ενθουσιασμό τά χέρια του. Τά σχέδια είναι τόσο· απλά πού δεν βρίσκου με κανένα εμπόδιο τώρα πιά. Πρέπει νά έχουμε μονάχα τό νού μας νά μή μάς πάρη εΤδησι ή αστυνομία. Ό μικρός ε χθρός μας ό Κεραυνός καί ή Λίντα ταξιδεύουν αυτή τή στιγμή γιά τον παράδεισο!
Η
Πού νά ξέρουν
πε
τάγεται τώρα ό υπασπιστής —οι κυβερνήτες τής γής, πού κ ο ι μ ούντ α ι ή συχα-ήσυχα στά κρεββατάκια τους, ότι μέσα σε τρεΐς μήνες θά άνατείλη μιά παγκόσμια αυτοκρατορία μέ δυο αύτοκράτορες... Τά λόγια του σκεπάζονται από τά γέλια καί τά χειρο κροτήματα των άλλων πέντε συντρόφων τους. Οι δυο από αυτούς ανήκουν στήν υπόγεια πολιτεία καί οι τρεΐς είναι "Α μερικανοί. «Καιρός είναι πιά νά δρά σω! αποφασίζει ό Μπίλ. Πώς δμως; Νά τούς απειλήσω μέ τό πιστόλι μου; Θά περάση αρκετή ώρα ώσπου νά πλησι άσω τό τραπέζι καί νά πάρω τά σχέδια καί, μέσα σ" αυτό από τό διάστημα, μπορεί νά μοΰ συμβή τίποτε, "Όχι, πρέπει νά ανοίξω τήν πόρτα καί νά άρπάξω τά χαρτιά προτού προλάβουν νά συνέλθουν από τό ξάφνιασμά τους. Ό δρό μος γιά νά βγω έξω μού είναι ανοιχτός^.». Ή τύχη βοηθάει τούς τολμηρούς... Αυτή τή στιγμή παίζεται ή ζωή καί ή ησυχία τού κόσμου... Δεν πρέ πει νάδιστάσω ούτε νά άργοπορήσω. "Ολα έξαρτώνται α πό τό θάρρος μου.» Χωρίς νά σκεφθή τίποτε άλ λο, στρίβει τό πόμολο τής πόρτας, τήν ανοίγει απότομα καί, πριν προλάβουν οι εχθροί του νά γυρίσουν τά κεφάλια τους γιά νά δουν τί συμβαίνει, όρμάει σαν σίφουνας, καί σα ρώνει μέ τά δυο του χέρια τά χαρτιά από τό τραπέζι.
ΚβίΑ¥Ν01 Τά σχέδια! Ή βό'μβα! Ό Κεραυνός!..., ουρλιάζει ό Μέρβιν και τραβάει το πι στόλι του. Είναι αργά όμως τώρα. Ό Μπϊλ, σφίγγοντας τά χαρτιά στην αγκαλιά του, ανεβαίνει κιόλας γοργά τά σκαλιά. Ή σκέψι του του φλογίζει τό κε φάλι. Αισθάνεται τον έαυτό του σάν -μεθυσμένο. Του έρχε ται νά τρελλαθή από τή χαρά του καί τά χείλη του ανοίγουν νά πουν δυό-τρείς λεξούλες σάν προσευχή στο Θεό, πού τον βοήθησε νά πάρη τά τρο μερά σχέδια τής βόμβας από τά χέρια ενός τρελλοϋ έπιστή μονά καί μιας συμμορίας, πού την αποτελούν ληστές καί δο λοφόνο ι. —"Αλτ ! Μεΐνε στον τόπο! Ή φωνή τον ξαφνιάζει! Μέ σα στον θρίαμβό του δεν πε ριμένει τον εχθρό του νά φά νε ρωθή από δεξιά του. Τό πι στόλι είναι έτοιμο ακόμη· στο χέρι του. Τό γυρίζει καί πυρο βολεΐ στήν τύχη. "Ενα θανά σιμο καί πνιγμένο βογγητό του σβύνει κάπως τήν αγωνία. Οί σφαίρες του βρήκαν τον εχθρό του μέσα στο βαθύ σκο τάδι. Τήν Υδια στιγμή δμως μιά.σφαίρα τον χτυπάει ξυ στά στο στήθος. Νοιώθει κάτι σάν κάψιμο, ενώ τό αίμα τρέ χει καί του ποτίζει τά ρούχα. Ή σκέψι μέσα σ’ αυτόν τον κίνδυνο γίνεται καθαρή. "Αν καθήση νά αντιμετώπιση τούς εχθρούς του μέσα στο σκοτά δι, θά τήν έχη, άσχημα. Πρέ πει νά φύγη δσο πιο γρήγορα μπορεί, νά άπσμακρυνθή από
.
_ .
..
11
τό υπόγειο,^ άττό τό έργοστάσιο, νά άφίση τά χαρτιά μέ τά μυστικά τής βόιμβας κον τά στη βασίλισσα, κι3 έπειτα νά γυρίση πίσω γιά νά βρή τούς συντρόφους του. Μ’ δλο τό σκοτάδι, πηδάει δυο καί τρία σκαλιά μαζί. Φτάνοντας στήν πόρτα, ανα σαίνει μέ άνακούφισι. Πετιέται προς τον κήπο καί σφίγ γοντας τά χαρτιά τής βόμ βας στο στήθος του, αρχίζει νά άνεβαίνη. τή σκάλα τής μάντρας. Ό ιδρώτας πού χύ νεται ποτάμι από τό σώμα του, μαζί μέ τό αΐμα τής πλη γής του στο στήθος, τού βρέ χουν τά ρούχα. "Εχει λαχα νιάσει καί ανασαίνει βαρειά. Μετράει μέ τό βλέμμα του τήν άπόστασι πούτόν χωρίζει α πό τή βασίλισσα καί τούς φί λους του. "Αν φτάση ως έκεΐ ή βόιμβα είναι πάλι δική τους. Δέν μένει τίποτε άλλο πιά πα ρά νά συγκεντρωθούν όλοι μα ζί δσο είναι νύχτα καί νά φτά σουν στήν παραλία, κοντά στο υποβρύχιο πού θά τούς φέρη στη μακρυνή καί υπό γεια πολιτεία. "Ανεβαίνει στή .μάντρα καί απλώνει τό πόδι του γιά νά τό στήριξή στις πέτρες. Είναι τώρα πιά ελεύθερος, μπορεί νά τρέξη χωρίς δυσκολία ως τή βασίλισσα γιά νά τής παρούδώση τό μυστικό τής βόμ βας. Πόσο γελιέται δμως! 3Α πό τό μέρος τού κήπου, ένα λάσσο πετάγεται ψηλά, ξετυ λίγεται σάν φίδι καί ή θηλειά τον πιάνει από τό λαιμό! Νοι ώθει τό σκοινί νά τού σφίγγει
& £ β Α V Ν 44«1<«4Μ4Μ44ΜΗ4<44Η4<ΗΜΜ44<4&4ί4*4<<<41<<444Η<1<<<4ί4<4<<<4Μ4Λ««4««<<
τό λαιμό -καί τταγώνιι
το αίμα του. Ή -οικέψι του τρέχει *άμέσως ατά χαρτιά πού κρατεί. Τούς δίνει ένα πέταμα προς τά^ έξω, τή στιγμή ακριβώς πού το σκοινί τον τραβάει φιέ δύναμή ικαί του ρίχνει προς τον κήπο. Πέψτει από τόσο ψηλά ε πάνω σέ ένα θάμνο καί χτυ πάει άσχημα. Του φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς θά χάση τις αισθήσεις του καί προσπα θεΐ νά συγκράτηση τον εαυτό του. Το πιστόλι του έχει πέτα χτή μακρυά, ενώ ένα χέρι του ξεσφίγγει τή θηλειά καί τον σηκώνει όρθιο. — Που είναι τά χαρτιά! Ή φωνή του μοιάζει σάν μουγγρητό. Είναι ένας ψηλός καί γεροδεμένος Αμερικανός από τή συμμορία του Μέρβιν. Δίπλα του στέκει ένας άλλος μέ τό πιστόλι στο χέρι. — Τί έγιναν τά χαρτιά; ξα ναμουγγρίζει ό έχθρός του καί σηκώνει τό πιστόλι του. — 5 Επάνω στη μάντρα!, του άπαντά ό Μπίλ. Ό ψηλός ζυγίζει το ύψος τής μάντρας μέ τό βλέμμα του. ^ — Πώς έφτασες ώς έκεΐ πά
νω; Σηκώνει τό χέρι καί του δείχνει προς τό μέρος τής σκάλας πού βρίσκεται κρυμέ* νη στά δέντρα. — Τί είναι έκεΐ; :—Μιά σκάλα. Ό ψήλος τρέχει αμέσως νά την βρή. Ψάχνει γιά λίγο κι5 έπειτα αρχίζει νά άνεβαίνη^ ΌΜπΐλι ζυγίζει μέ τό μάτι τή
δύναμι τού έχθραυ του ττού τον άπειλεί μέτό πιστόλι, Θά μπορούσε νά τον κάνη μέ τό πρώτο καλά. Ετοιμάζεται νά κάνη μιά κίνηση μά ό άλλος· τον παίρνει άμέσοος εΤδησι καί πλησιάζοντάς τον τού καρ φώνει τό πιστόλι στο στήθος. —Μέ τήν παραμικρή κίνη σί σέ σκοτώνω σάν σκυλί! Ό Μπίλ γελάει από μέσα του. Τώρα πού ό έχθρός του τον πλησίασε τόσο κοντά, δέν τον νοιάζει. Είναι1 βέβαιος πώς θά τον ξαφνιάση. Βλέπει τον άλλο νά σκαρφαλώνη στή μάντρα. Πρέπει αυτή τή στιγμή νά δράση, *Αιν άργήση γιά λίγο, δέν θά μπόρεση νά κάνη τίποτε. Ό αντίπαλός του τού προσέχει τά χέρια. Ό Μπίλ όμως ξέ ρει πολλά κόλπα. Δέν είναι ανάγκη νά κίνηση τό χέρι του γιά_ νά τον ρίξη κάτω. Ξαφνικά, σηκώνει μέ δύνα μι τό γόινατό του καί τον χτυ πάει στο στομάχι, στρίβοντας απότομα τό κορμί του άριστε δά γιά ν5 αποφυγή τή σφαίρα. Ό αντίπαλός του προφταίνει καί πυροβολεί, μά ή σφαίρα του χτυπάει στις πέτρες τού τοίχου. Δέν προλαβαίνει νά ξαναπατήση τή σκανδάλη·, γι ατί πιο γρήίγορη ή γροθιά τού Κεραυνού τον αφοπλίζει καί τον ρίχνει αναίσθητο στο χώμα. Ό άλλος από ψηλά βλέπει τή σκηνή που έκτυλίσεται μπροστά του καί σηκώνοντας τό πιστόλι του ετοιμάζεται νά πυροβόληση. Ό Κεραυνός όμως, μαντεύοντας τον κίνδυ-
33
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
«<<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««
νο πού τον απειλεί, παίρνει α μέσως θέσι πίσω από ένα θάμνο·. Σηικώνει κι* αυτός τώρα τό πιστόλι του για νά πυρο βόληση, μά δεν προφταίνει. Ό εχθρός του μπροστά στον κίνδυνο πού τον απειλεί, μην έχοντας άλλον τρόπο σωτηρί ας, πηδάει κάτω από την μάν τρα, «αικριβώς πάνω στο μέρος πού έχουν πέσει τά χαρτιά! «Θά βρή τά χαρτιά!» συλ λογίζεται ό Μπιλ μέ μιά λα χτάρα φόβου καί αγωνίας. Χω ρις νά χάση καιρό ανεβαίνει τη σκάλα και σηκώνει αργάαργά τό κεφάλι του από τό ύ ψος τής μάντρας. Βλέπει τη σιλουέττα τού αντιπάλου του νά τρέχη -μέσα στο μισοσκότα 5ο και ν3 απομακρύνεται. Ή αγωνία του γίνεται τώ ρα τρέλλα σωστή ! "Αν τού ξε φύγη, άν τού κρυφτή και τού χαθή μέσα στο σκοτάδι; Τά χαρτιά δεν είναι πιά στο μέ ρος πού τά έχει ρίξει! Τά έ χει πάρει μαζί* του. Μ* όλο πού τον πονά ή πλη γη του και δλα του τά μέλη, άφίνει τό σώμα του ελεύθερο καί πέφτει κάτω. Τό βλέμμα του διακρίνει τη σκοτεινή φι γούρα τού εχθρού του νά απο μακρύνεται μέ ταχύτητα. Νομίζει πώς δεν τρέχει αλ λά πετάει. Τό Τ6ιο κάνει καί ό εχθρός του. Τον βλέπει νά
μπαίνει μέσα στά δέντρα καί τού έρχεται νά κλάψη από την απελπισία του... Παρ’ δλα αυτά δεν χάνει τό θάρρος του. Φτάνει στο δά σος καί στήνει τό αυτί του. Δέν άκούγεται ούτε θρόισμα, ούτε τίποτα. «"Εχει κρυφτή καί μέ περί μένη νά μπω καί γώ μέσα» συλλογίζεται. «Θέλει νά μού στήση παγίδα! Πώς θά γίνη νά τον άνακαλυψω; Κι3 άν έ χει προχωρήσει αρκετά καί δέν ακούσω τά ίχνη, τών βημά των του;» Τού έρχεται μιά σκέψι. Νά ξυπνήση* τον Τόμ γιά νά τον βοήθήση. Τί βοήθεια όμως μπορεί νά τού προσφέρη ό Τόμ; "Ωσπου νά τρέξη καί νά τον ξυπνήση θά είναι πιά άρ γά. Αποφασίζει νά τά παίξη δλα γιά δλα καί νά μπή κι5 αυτός μέσα στο δάσος. "Αν είναι νά σκοτωθή, άς σκοτωθή. Δέν τού μένει τίποτε άλλο νά κάνη. Τό σκοτάδι καί οί σκιές τών δέντρων τον δέχον ται στη σιωπηλή τους άγκα λί ά.. 'Απλώνει τά χέρια γιά νά παραμερίση τά κλαδιά, ενώ το πιστόλι του εΐναι έτοιμο καί τό αυτί του προσπαθεί νά ξεχωρίση; καί τον παραμικρό θόρυβο...
ΤΕΑΟΣ
Κείμενο: ΠΌΤΗ
ΣΤΡΑΤΙΚΗ
Απαγορεύεται ή αναδημοσίευσις
Κ
Ε
ΠΑΡΑΞΕΝΟ Γραφεία:
Ρ
Α
Υ
Ν
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
*Οδός Λέκκα 22 Φ
Άριθ. 7
ΓΙΑ
Ο
Σ
ΠΑΙΔΙΑ
Φ Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Α)ντής: Ρεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, 3,Ανω Ήλιουπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο τεύχος 8 που κυκλοφορεί τήιν ερχόμενη Εβδο μάδα μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ό πόλεμος των ηρωικών παιδιών γιά τή σωτηρία του κόσμου καταλήγει σέ μια θριαμβευτική νίκη, που χαρί ζει στην ανθρωπότητα την ειρήνη καί την ευτυχία!
Σέ δυο εβδομάδες ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ στη θέσι του «Κεραυνού» που τελειώνει μέ τό 8 τεύ χος του, κυκλοφορεί ένα νέο ανάγνωσμα, που θά άφήση εποχή:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΜΠΟΥΡΛΟΤίΙΕΡΗΣ Είναι ή καταπληκτική ιστορία ενός ηρωικοί) Ελ ληνόπουλου, πού στον καιρό· τής τουρκοκρατίας, πο λέμησε όσο κανένας άλλος εναντίον των Τούρκων τυ ράννων! Πρόκειται γιά ένα παιδί, πού μέ τό καράβι ταυ σκορπίζει τον τρόμο στον τουρκικό στόλο καί πού δέν διστάζει νά μπή ακόμα καί στο παλάτι τού Σουλ τάνου γιά νά σώση μιαν 'Ελληνόπουλα!
ΫΡΥΓΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΚΟΓΚ' ΤΙ 17ΑΕΙ /VΛ ΚΑΝΗ*
ΤΡΙΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΧΗΛΊΑιΛ/ϋΥΐν ΟΑΛ/Α' ΕΝΑ...
Τ ΑΥΤΟ ίθ 4/Α5ΤΗΝΑ Ο ΚΑΕΓΧΑ ΕΙΧ.Ε ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΕΙ ΜΕ ΓΟΥΙ Π/ΟΗΚοΥΣ. ΓΡΗΓΟΡΑ! ΑΚθΥ?\ Λ ΕΝΝΟίΑ ΣΟΧ ! ΤΟ ΓΚΟΓΚ ΤΟΥ / 1 δενθαπρολαΟΑΛ/4Τογί ΕΙΝΑΙ \ > ίί>Η ΝΑίκΤ0Γ?ΣΗ ΑνΤΟΙ' ΓΡΕ = Ε ΑΛΛΟ/ν ΓΡΗΓΟΡΑ 1
Ζ4Λ/ Τ4Ϊ7Α ΤΡΕΧΕΙ Ο ΛΕνΐτσ£ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΑβΑ/ΐνΕ/ Τ0 ΦοΝηΑ. Ε- /*— ΚΕΙΝΟΧ (ΡΗ21 £Υ£ί κΓοΛΑΣ^Α ΧΤΥΠΗΤΗ ΤΟ Υρ/το ΧΤΥΠΗμα/
ΓΥΝΕ Χι?£τΑ /.
^ *
ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
του, στο τέλος μιας μικρής κατηφορικής πλαγιάς, νομίζει ΜΕΓΑΛΗ άπόφασις πώς βλέπει μιά σκιά νά κινήέχει παρθή. Ό Μπιλ ται. Τρέχεν μέ δλη του τή δύαποφασίζει να μπή με ναμι νά την προλάβη, ενώ ή σα στο δάσος γιά νά βρή τον καρδιά του χορεύει από χαρά αντίπαλό του με τα μυστικά μέσα στο στήθος του γιά την τής βόμβας. ανέλπιστη τύχη. Τόσο γοργό Δεν προχωρεί παρά λίγα είναι τό τρέξιμό του, πού, αν μονάχα μέτρα, όταν βλέπει τον έβλεπε κανείς, θά νόμιζε τά δέντρα του δάσους νά α πώς θά πέση από στιγμή σέ ραιώνουν και νά ύψώνωνται. στιγμή επάνω στον κορμό κά προς τον ουρανό μέ τους γυ ποιου δέντρου, γιά νά γίνη χί μνούς κορμούς των. Την ίδια λια κομμάτια. στιγμή ένα μικρό κομμάτι Ή μικρή σκιά διαγράφεται φεγγαριού ξεφεύγει από τά τώρα πιο καθαρά στο φώς τοΰ σύννεφα και φωτίζει μέ ένα λιγοστού φεγγαριού καί παίρ Θαμπό και κρύο φως την πλάνει τήιν ανθρώπινη φόρμα. Ό σι. Ό Μπιλ γυρίζει τό κεφάλι Μπιλ είναι βέβαιος πιά πώς του δεξιά κΓ αριστερά, ενώ Ιέν τό^ν ξέγ'ελοΰν τά.1 μάτια τά μάτια του ερευνούν κάθε του, πώς έχει μπροστά του γωνιά καί κάθε δέντρο τού α τον εχθρό του. νοιχτού καί αραιού δάσους. Σέ μια στιγμή, αριστερά Τον πλησιάζει περίπου στά
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
4
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««<«««««««<«««<««««««««««<««««««««««««««««««««««< πενήντα μέτρα, όταν εκείνος γυρίζει απότομα τό κεφάλι του πίσω και τον βλέπει. Κρύ βεταϋ πίσω από τον κορμό ε νός δέντρου καί πυροβολεί. Ό ΑΛπιλ καταλαβαίνει τό σκο πό του και προλαβαίνει νά πέ ση κάτω, τή στιγμή ακριβώς πού ή σψαΐρα ξεκινούσε από τό πιστόλι του εχθρού του. Οι δυο αντίπαλοι αρχίζουν τό π στολίδι μέσα στην ησυ χία τής νύχτας. Τά πιστόλια τους είναι αθόρυβα και δεν ου κούγεται τίποτ5 άλλο έκτος από τό σφύριγμα πού κάνουν οί σφαίρες καθώς σκίζουν τον αέρα καί από τή γρήγορη ανά σα καί των δύο. Ό Μπίλ κάνει ένα επικίν δυνο άλμα καί τον πλησιάζει. Ό άλλος, βλέποντάς τον νά τον ζυγώνη, τό βάζει ξανά στα πόδια. Ό κατήφορος δί νει καί στους δύο μεγαλύτερη ταχύτητα. Ό Μπίλ όμως εΐναι πιο ελαφρός καί σιγά σιγά τον ζυγώνει όλο καί πιο πολύ. Ακούει τώρα τό λαχά νιασμά του.... Δεν χρειάζεται παρά μιά μικρή προσπάθεια, λίγα βήματα ακόμη. Σηκώνει τό πιστόλι» του. Τό φεγγάρι όμως, λες καξ φοβή θηκε από τή σκηνή πού θά έπακολουθήση, βιάστηκε ^νά κρυφτή μέσα σέ ένα μαύρο σύννεφο! ’Έτσι τό χέρι τού Μπίλ μέ τό πιστόλι έμεινε με τέωρο στον αέρα. Τρέχει τώρα μέ προφύλαξή καί μέ μονάχο οδηγό τό^ θό ρυβο τών βλημάτων τού ε χθρού του. Τό σκοτάδι δέν ευ ναι καί τόσο βαθύ, μά οι κορ
μοί τών αραιών δέντρων^ τον εμποδίζουν νά δή καθαρά. Αναγκάζεται νά σταιματήση. Ό θόρυβος τών βημάτων τού άλλου σταμάτησαν από τομα. Φαίνεται πώς ό αντίπα λός του κρύφτηκε πάλι πίσω από κάποιον κορμό καί τον περιμένει. Ό Μπίλ διαλέγει ένα χοντρό δέντρο καί γονατί ζει στη ρίζα του. Κάτι τού λέει μέσα του πώς δέν πρέπει νά κάνη ούτε ένα βήμα προς τά εμπρός. Δέν εχει άδικο. Ό Αμερι κανός έχει κρυφτή καί τά μά τια του ψάχνουν ολόγυρα. Ό ένας περιμένει τον άλλο για νά ξεμυτίση, μά κανένας από τούς δυο δέν έχει σκοπό νά τό κουνήση από τή θέσι του, άν δέν βγή τό φεγγάρι, πού παίζει κιι’ αυτό μαζί τους τον κρυφτό. Περνούν λίγα λεπτά γεμά τα αγωνία, πού τούς βαραί νουν την ψυχή καί τούς τσακί ζουν τά νεύρα, -αψνικά, τό μι κρό φεγγάρι πλέει σαν ξέναια στη βαρκούλα σέ ένα κομιμάτι καθαρού ουρανού. Μά καί πά λι οί δυο αντίπαλοι1 δέν άφίνουν τή θέσι τους, ώσπου στο τέλος αναγκάζεται νά βγή πρώτος ό Μπίλ, για νά δώση ένα τέλος στη βασανιστική α γωνία. Απλώνει τό δεξιό του πόδι για νά κάνη ένα βήμα, ,μά αναγκάζεται νά τό τραβήξη πάλι καί νά μείνη ακίνη τος! Δεξιά του σέ άπόστασι πενήντα μέτρων, παρουσιάζε ται μιά αστυνομική περίπο λος από πέντε άντρες! Βαδί ζουν ό ένας πίάω από τον άλ-
Α ¥ Ν 0 2
ί<ί4«1«<4«<«α4«4««ί«<α«44«««4<«^4<«α4«<4<4<^<4444^«4«4«α«Η<«4ί λο κ®5 τφοχωροΟν γιά νά πε ράσουν ΑνάμεοΌ από το διαστη/μα ττού τον χωρίζει αττό τον Αντίπαλό του! Ή παρουσία των Αστυνομι κών του έρχεταιι σαν χτύπημα βαρύ! Τώρα είναι υποχρεω μένος νά μείνη. έκεΤ πού βρί σκεται, ακίνητος, γιά^ νά μη τον πάρουν εΤδησι, ένώ ό άλ λος έχει δλη την ευκολία κάΐ “όλη την άνεσί του νά τού1 ξεφήγη... Οι Αστυνομικοί προχωρούν μέ βήμα αργό καί βαρύ, όλοι τους σέ μιά γραμμή, μά ό Μπίλ έχει την έντυπωσι πώς ^δέγ προχωρούν, πώς δεν κου νούν τά πόδια τους, πώς μέ νουν Ακίνητοι καί καρφωμένοι σέ ένα σημείο. Προσέχει κάθε τους κίνηισκ, ένώ ταυτόχρονα προσπαθεί νά άντιληφθή τή θέσι τού Αντιπάλου του. Δεν άρκεΐ νά τον πάρη εΐδησί1. "Όσο προχωρούν οι αστυνομικοί', ό εχθρός του άφίνει τό δέντρο του καί σκυφτός, όμοιο φάντασμα, αρχίζει νά γλυστράη αθόρυβα καί απα ρατήρητα προς τον κατήφορο, τή στιγμή πού οί αστυνομι κοί κυττάζουν κατ’ εύθεΐαν εμ πρός τους. Ή άπελπισία πνίγει στον λαιμό τον Μπίλ, σάν ένα κομ μάτι πέτρα. Τί πρέπει· νά κά νη για νά έμποδίση τή φυγή του εχθρού του μέ τά πολύτι μα μυστικά τής βόμβας; "Αν κινηΐθή από τή θέσι του θά τον δουν Αμέσως οί Αστυνομίικοί καί θά είναι χειρότερο γι’ αύτόν. "Αν όμως ττεριμένη νά ά-
ΤΓρμ^κρυνΘούν, ^ τότε θά είνσί· ιτιά πολύ Αργά, ^Ξέρει- πώς οί γρήγορες Απο φάσεις μπορούν νά σώσουν μιά κατάστασι. Σκύβει κάτω, παίρνει μιά πέτρα καί την πετάει μέ όλη του τή δύναμι προς τό ήμερος τού εχθρού του, πού εξακολουθεί νά απομακρύ νεται. Ό θόρυβος τής πέτρας κάνει* τούς αστυνομικούς νά στρέψουν τό βλέμμα τους προς τά έκεΐ. Κάποιος από όλους παίρνει εΐδηισι τή σκιά τού αν θρώπου πού τρέχει καί τή δεί χνει καί στους άλλους. Χωρίς αργοπορία ή περίπο λος αλλάζει κατεύθυνσι καί τρέχει· πί'σω από την ύποπτη σκιά. — ’Άλτ!, άκούγεται μιά φωνή πού σπάζει παράξενα τή νυχτερινή γαλήνηι τού κοι μισμένου δάσους. Κάποιο νυχτοπούλι τρομά ζει καί τινάζει τά φτερά του, άφίνοντας μιά πνιγμένη καί πένθιμη κραυγή. Ό Μπίλ άφίνει τή θέσι του καί Ακολουθεί τούς Αστυνομι κούς. Τώρα έχει νά κάνη, μέ περισσότερους * εχθρούς, μά προτιμάει αυτόν τον κίνδυνο, παρά νά χάση τά ίχνη, τού αν θρώπου μέ τά μυστικά τής βόμβας. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙίΚΩΝ
Σ'ΚΙΑ εξακολουθεί νά τρέχη καί οί Αστυνομι κοί την καταδιώκουν βήμο προς βήμα. Ξοπίσω τους, άλλη μιά αόρατη σκιά, ό Μπίλ, τούς Ακολουθεί μέ τό
ττκηβλί· ετο-ιμο στα χέρι, Αι> τό το διπλό κυνηγητό κρατεί άρκετά λεπτά και στο τέλος άκούγεται ένας πυροβολισμός από πιστόλι των αστυνομυ κών. Ι^οντά στον πυροβολισμό αντηχεί μια φωνή, κάτι σαν θρήνος, πού κάνει τον Μπίλ νά άνατριχιάση ολόκληρος. Καταλαβαίνει πώς ό αντίπα λός του σταμάτησε τό τρέξιμο Του καί ξαπλώθηκε κάτω πλη γωμένος θανάσιμα. Βλέπει τούς αστυνομικούς νά αραιώ νουν γιά νά τον πλησιάσουν. Φοβάται 'μήπως ό εχθρός του τούς μαρτυρήση την παρουσία του και προσπαθεί νά σκεφθή τί πρέπείι νά κάνη· γιά νά αν τιμετώπιση τούς πέντε άστυ-
Μιά
άστυινομικη
νσμκσύς, γιά νά ^τούς ϋαρη άπό τάΐ χέρια τά πολύτιμα χαρτιά, Ή φωνή τού πληγωμένου ανθρώπου αρχίζει σιγά - σιγά νά χαμηλώνη καί στο τέλος νά σβύνη. Οί πέντε σκιές τής άστυνο μ ιικής περ ιπόλου πλησι όζουν τό θύμα τους και σκύ βουν επάνω του. Ό Μπίλ έχει προχωρήσει πολύ κοντά και ακούει καθαρά κάθε τους λέξι. -—"Έχει κάτι χαρτιά στην αγκαλιά του!, λέει ό ένας καί τά παίρνει στα χέρια του. Ένας φακός ανάβει καί ή αχτίδα του φωτίζει τά χαρτιά. -— Πολύ ύποπτα μου φαί νονται, απαντάει ό επικεφα λής τους. Είναι γεμάτες οί σε-
τΓ&Ρ’ίτΓΟ'λος κάνει τή,ν έμφάνισί της ανάμεσα στά δέντρα τοΟ δάσους.
«Τά χοορτιά!», φαηκαζει 6
αστυνομικός, στα πόδια.
λί'δες από αριθμούς καί σχή ματα καί από γράμματα μιας ξένης γλώσσας. Μά τί γλώσ σα είναι αυτή; Δεν μοιάζει μέ καμμιά ά'πό αυτές πού ξέρω. Ρίχνουν τώρα τό φως του φακού των στο πρόσωπο του νεκρού ανθρώπου, του ψάχνουν τις τσέπες, κυττάζουν ένα-ένα τά χαρτιά του καί στο τέλος τον σηκώνουν στα χέρια καί προχωρούν. Ό Μπίλ καιροφυλακτεί πί σω τους σαν άρπακτικό που λί, καί περί1 μένειι νά τού δοθή ή κατάλληλη ευκαιρία για νά όρμήση επάνω τους καί νά τους πάρη τά χαρτιά. «Τώρα πού έχουν τό βάρος
ενώ ,ό
Μττιλλ
τό
βάζει
ξένοιαστοι, συλλογίζεται, τώ ρα πρέπει νά όριμήσω. Μέ λί γες γροθιές θά τούς ξαφνιάσω!» Βάζει τό πιστόλι στην τσέ πη του, σηκώνει· τά δυο χέρια του, σφίγγει τις γροθιές του καί έτοιμάζεται. "Αναγκάζε ται όμως νά μείνη ακίνητος σ’ αυτή τη θέσι. Οι αστυνομικοί σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα αυτοκίνητο! Άφίνουν τό νεκρό αντίπα λό τους μέσα καί μπαίνουν κι5 αυτοί. Τό μυαλό τού Μπίλ δουλεύει μέ ταχύτητα αστρα πής. "Ωσπου νά σκεφθή όμως τί θά άποφασίση, τό αύτοκίνηιτο παίρνει εμπρός καί αρ χίζει σιγά ~ σιγά νά κυλάη
§
..
η&νω ο^ίρ άσφαλτο τοβ δημό σιου δρόμου. 4ί Τόσου κόποι, τόσες θυσίες και τόσοι αίματα θά πάνε χα μένα; ’Όχι, δεν μπορεί να τπστέψη πώς νικήθηκε, πώς έ χασε τά μυστικά της βόμβας μέσα από τά χέ-ρια του, τήν τελευταία στιγμή 1 Πετάγεται μέ δυο πηδήμα τα στο δρόμο καί γονατίζει κάτω, στηρίζοντας τό πιστόλι Του στα βραχίονα του άριστεροΟ του χεριού. Πατάει τη σκανδάλη μιά, δυό, τρεΐς φο ρές: Όί φωτεινές σφαίρες, μια τταλάμη πιο ψηλά άπό τήν ά σφαλτο, προσπαθούν νά βρουν τά λάστιχα του αυτοκι νήτου, Δύσκολο πράγμα μέ σοι σ5 αυτό τό μουντό, τό α δύνατο φώς του φεγγαριού, μά δεν υπάρχει άλλη ελπίδα για τον Μπίλ. Τά παίζη δλα γιά δλα στην τύχη... Και νά που ή τύχη αυτή τη φορά τού χαμογελά. "Ενα δυ νατό «μπάίμ» άκουγεται, που τον ξαφνιάζει καί τον ίδιο! Τά φρένα τού αύτοκινήτου βγάζουν έναν ήχο άνατριχι α στικό καί, οΐ ρόδες του παίρ νουν μιά απότομη στροφή.· Ίο μιΚρό αυτοκινήιτο χτυπάέι πά νω, σε μιά πέτρα μέ δύναμι, Καί, ακολουθεί ένας, πάταγος από σπασμένα τζάμια, καί άπό ανθρώπινες φωνές. Ό Μπίλ κρύβεται στην ά κρη του δρόμου καί άφίνει νά περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, "Έπζίτα, βάζει τό πιστόλι στην τσέπη του,- σηκώνεται μέ πιροφύλαξι καί προχωρεί
μέ θάρρος Ίτρδς τέ σ·Ύ®β®?η« μένΟ αυτοκίνητο. — Σάς συμβαίνει τίποτε) ρωΐά πλησιάζοντας. ΟΙ αστυνομικοί μέσα σ5 αυτή τήν αναταραχή τον κοι τάζουν ανύποπτα καί δεν του δίνουν μεγάλη σημασία. Προσ παθουν νά γυρίσουν τό αυτόΚινητό πιρός τά πίσω. — Κλάταρε τό πισινό λά στιχο!, λέειι ό οδηγός. Ποιος ξέρει, θά τό τρύπησε κανένα καρφί. — Θά μπορέσουμε νά ξε κινήσουμε; ρωτά ανήσυχος ό έπικεφαλής. — Αδύνατον. "Έχει σπά σει ή μηχανή. Πρέπει νά ζητή σουμε άπό τήν διεύθυνσι νά μάς στείλσυν ένα άλλο αυτο κίνητο. Ό Μπίλ, μέ τά μάτια τεν τωμένα, κυττάζει τό κάθε τι μέσα στα τσαλακωμένο αυ τοκίνητο. Θέλει νά δη πού βρίσκονται τά χαρτιά. Δέν υ πάρχουν πουθενά. Μόνο ό έπι κεφαλής τους έχει μιά πέτσι νη ^ τσαντούλα κρεμασμένη στο λαιμό του. «Έικεί μέσα κρύβεται τό μυστικό τής βόιμβας!» συλλο γίζεται καί τά μάτια του α στράφτουν. Δέν πρέπει τώρα νά διστάση καί νά καθυστέρηση ούτε λεπτό. Βγάζει μέ προψύλαξι τό μικρό στιλετάκι που φέρ νει επάνω του, αρπάζει θαρρε τά τό λουρί τής τσάντας καί, δίνοντάς του μιά, τό κόβει! "Ωσπου νά συνέλθη ό έκ πληκτος αστυνομικός, αυτός τό έχει βάλει στα πόδια.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
9
«««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««««1 — Τά χαρτιά! Μου πήρε την τσάντα μέ τά χαρτιά! Οΐ άλλοι άστυνοιμικοί τον κυττάζουν σαστισμένοι, χω ρίς νά καταλαβαίνουν τί συμ βαίνει;. "Ωσπου νά μπουν στο νόημα, ό Μπίλ έχει κάνει φτε ρά ! Σφίγγει την τσάντα στο στήθος του καί, δσο θυμάται πώς εκεί μέσα κρύβονται1 τά σχέδια τής βόμβας, τόσο πιο πολύ τρέχει. Θά πέρασε κάπου «μίση ώ ρα, δταν κάνοντας ένα μεγά λο κύκλο άντιικρύζει μπροστά του τό εργοστάσιο. Δοκιμάζει μιιά άνακουψισι καί μιά άνησυχία μαζί. Τί νά γίνωνται τά χα οί φίλοι του; Εκείνος κατάφερε νά φέρη εις πέρας τό δύσκολο έργον του. Οΐ άλλοι δμως; Κατεβαίνει ώς τό δέντρο, όπου βρίσκεται κρυμμένη ή βασίλισσα -μαζί μέ την Πόλα καί τον Ταμ. Τη βρίσκει νά ξαγρυπνάει μ«έ τό πιστόλι στο χέρι. Ή ικοπέλλα έχει συ^ νέλθει καί τής κρατά συντρο φιά ενώ ό Τόιμ δεν νοιάζεται γιά τίποτε. Είναι κουλθυμια σμένος σάν τεμπέλικο σκυλί καί κοιμάται μακαρίως. Οι δυο γυναίκες σηκώνουν μέ αγωνία τό βλέμμα τους. Τά πρόσωπά τους φωτίζονται άπό χαρά κι* ετοιμάζονται νά τού κάνουν χίλιες ερωτήσεις. Τούς προλαβαίνει καί μιλάει πρώτος: — Σ’ αυτή την τσάντα βρίσκεται τό μεγάλο μυστικό τής πολιτείας σου, βασίλισ σα! Έκινδύνεψα τόσες καί
τόσες φορές γιά νά τό πάρω άπό τούς εχθρούς μας. Είμαι δμως ευχαριστημένος, γιοττί, δίνοντάς το στά χέρια σου, κατορθώνω νά σώσω τον κό σμο άπό τη μεγάλη συμφορά πού τού ετοίμαζε ό υπασπι στής σου ιμέ τό Μέρβιν. Ή * βασίλισσα παίρνει τη μικρή τσαντούλα καί προσπα θεΐ κάτι νά τού πή, μά δέν τά καταφέρνει. Ή μεγάλη συγκίνησι τής πνίγει τό λαιμό καί τήν κάνει νά χάνη τά λόγια της. Τού σφίγγει μονάχα τό χέρι, ενώ άπό τά μάτια της ξεκινούν δυο δάκρυα. Δυο δά κρυα ευγνωμοσύνης. Δυο δά κρυα ενός μεγάλου «ευχαρι στώ» γιά τον Κεραυνό. Γιά τήν αυτοθυσία του, τήν τόλμη του, τή δύναμί του. Ό Μπίλ ξαπλώνει δίπλα τους γιά νά ξεκαυιραστή λιγά κι. Τά πόδια του τον πονούν τρομερά καί νομίζει πώς άπό στιγμή σέ στιγμή θά χάση τις αισθήσεις του. Τόση κούρασι αισθάνεται. 5Αφού συνέρχεται λιγάκι, άρχιζει νά τούς διηγήται μέ λίγα λόγια πώς κατώρθωσε νά άνακαλύψη τό Μέρβιν μέ τούς άνθρώπους του, · πώς τούς άρπαξε τά χαρτιά, πώς τού τά πήρε ένας εχθρός του καί πώς στο τέλος κατάφερε νά τά ξαναπάρη άπό τούς άστυνομικούς. Οΐ δυο γυναίκες τον κυττάζουν μέ θαυμασμό, ενώ ό Τόμ δυναμώνει τό ρο χαλητό του δίπλα τους. Ό Μπίλ, άφοΰ ξεκουράζε ται, σηκώνεται επάνω. "Έχει ένα χρέος ακόμα νά έκτελέση.
10
ΚΕΡΑΥ
ΝΟΣ
<««<■*««««««««««««««««««««««««««««««««<««««««««* Εΐναι τό τελευταίο χρέος του αυτό. Νά 6ρή τό ΛοΟντιι με τό δημοσιογράφο. Ετοιμάζε ται νά ξεικινήση για νά αντι μετώπιση κι* -άλλους κινδύ νους, δταν βλέπη νά διαγρά φεται σε λίγη άπόστασι μιά σκιά. Στην αρχή ένας σπα σμός ταραχής κλόνιζεγ- τό σώ μα του και ετοιμάζεται νά βγάλη τό πιστόλι του. Ή α νησυχία του όμως φεύγει α μέσως. Είναι ό Λουντι πού έρχεται. "Οσο προχωρεί όμως:, ό Μπιλ διακρίνει πώς στά χέρια του κρατάει ένα ακίνητο σώ μα. Ή καρδιά του σφίγγεται από τη θλίψι καί την αγωνία. Καταλαβαίνει πώς ό Λουντι
Κυλάνε ς
οπτό
φέρνει στά χέρια του τό νεαρό δημοσιογράφο. Νεκρό τάχα ή πληγωμένο; Φτάνει κοντά τους και τον άφίνει κάτω. Είναι βαριά πλη γωμένος. -— "Έκανα ολόκληρη μάχη γιά νά τον πάρω από τά χέ ρια τους και νά μπορέσω νά τους ξεφυγω, τούς λέει· ό Λοΰν τι. Ό Μπιλ σκύβει επάνω του και τού χαϊδεύει μέ θλίψι τό χλωμό του πρόσωπο, ενώ ή Λίντα πληροφορεί τό Λουντι γιά τον άθλο του μικρού Κε ραυνού; πού κατόρθωσε νά πάρη, μέσα από χίλιους δυο κινδύνους τά μυστικά τής βόμ βας.
μαύ'οο καπνό υψώνονται προς τόν άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι.
ουρανό
και
οι
Κέ£>ΑΫΝ02
Τ<
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>^»^»^»>»>>>>^>»»»»»»»»»>»
Τεράστιες φλέγε ο ξιεκίΓνίοΟ'ν όατ’τά τταρέίξενα αττλα τάν άστιη/αιμ ι κάν
—"Ωστε ή βόμβα είναι στά χέρια μας; Ρωτά έκπληκτος εκείνος. — Και βέβαια! τοϋ άπαν τά ή βασίλισσα. Τά χαρτιά βρίσκονται μέσα σ; αυτή την τσαντοΰλα. Ό Λούντι γυρίζει καί κυττάζει τον Κεραυνό. — -Είχα διαβάσει πολλά γιά τους ήρωες του λέει, μά ποτέ δεν πίστευα πώς ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων θά μπορούσε νά τούς φτάση καί νά τούς ξεπεράση ακόμη. Ή πολιτεία *μας θά σέ εύγνωμο·· νή καί θά σου στήση ένα ά γαλμα. Ό Μπίλ δεν απαντάει. Νοι οόθει κιι’ αυτός μιά μεγάλη χα
ρά, γιατί κατώρ-θωσε νά ξαναπάρη τό τρομερό δπλο από τά χέρια τής συΐμ·μορί'ας του Μέρβιν. Τον βασανίζουν δμως τόσες καί τόσες σκέψεις ακό μα. — Τί θά κάνουμε τώρα; ρωτά ατό τέλος. — Θά φύγουμε, άπαντά ή βασίλισσας. Δεν έχουμε καμμιά άλλη δουλειά στην Αμε ρική. Ή πολιτεία μάς περι μένει νά την υπερασπίσουμε καί νά την λυτρώσουμε άπό τό βραχνά τοϋ πολέμου καί τής καταστροφής πού τής ε τοιμάζουν οί προδότες μου. — Καί ό δημοσιογράφος; ρωτά ό Μπίλ. — Θά τον πάρουμε κι* αύ-
12
Κ^ΡΑΎΗύΙ
<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<4
τον μαζί μας. Έχουμε καθήκον νά τον κάνουμε καλά, για τί πολέμησε κι5 αυτός για μάς καί ^γιά μάς πληγώθηκε. -•υπνουιν τον Τόμ. Ζαλισμέ νος καθώς είναι από τον ύπνο, δεν καταλαβαίνει τί γίνεται γύρω του κι5 αρχίζει τις γκρι νι ες γιατί τον ξύπνησαν. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΒΥΘΟΥΣ
ΜΙΚΡΗ συντροφιά μέ τούς κουρασμένους καί τούς πληγωμένους ήρωες ξεκινά .μέσα στη νύχτα για τό ταξεΐδι τού γυρισμού. Ό Μπίλ θέλει νά παρακάλεση τή βασίλισσα νά τον άφίση για νά δη τούς δικούς του, μά δεν τολμά. ~έρει πώς δεν θά τον άφίση. Ό κίνδυνος τούς απειλεί άκόμηι καί πρέ πει νά προφυλαχτούν όσο μπο ΐρούν. Ή αστυνομία θά έχη γίνει έξω φρένων μέ τό τελευ ταίο επεισόδιο τής Αρπαγής τής τσάντας. 4Ο Λούντι παίρνει στην πλάτη του τό δημοσιογράφο, ό Μπίλ τη βασίλισσα καί ό Τόμ προσπαθεί νά βοηθήση όσο μπορεί την Π όλα. Τις πε ρισσότερες όμως φορές ή Π ό λα τον βοηθάει νά περπατήση, γιατί δέν μπορεί νά κρά τηση για πολύ ώρα τά μάτια του ανοιχτά. —Γ ιατί έφυγες πίσω από την πόρτα πού σέ είχα ορί σει; θυμάται νά την ρωτήση ό Μπίλ. —- Καθώς περί μένα κρυμμέ νη, αρχίζει· ή κοπέλλα, είδα έναν άντρα νά μπαίνη από την
πόρτα τού δωματίου πού βρι σκόταν αριστερά μου καί νά προχωρή. Στην αρχή δεν μπο ροΰσα νά πιστέψω νά μάτια μου! Ό άντρας εκείνος ήταν ό υπασπιστής τής βασίλισ σας ! Τό ξάφνιασμα δέν κρά τησε. Κατάλαβα τό ρόλο τού μεγάλου προδότη καί σήκωσα τό πιστόλι μου. Ή πρώτη σφαίρα δέν τον χτύπησε καί βρήκε καιρό νά στ ρίψη καί νά βγή έξω από τό εργοστάσιο. Τότε άρχισε ένα άγριο κυνη γητό μέσα στον κήπο. Κάποι ος από τή συμμορία όμως ήρθε από πίσω μου καί μέ χτύ πησε στο κεφάλι. Μέ έδεσαν καί μέ έκλεισαν μέσα σέ ένα δωμάτιο. Ό υπασπιστής μέ βασάνισε ώρες ολόκληρες, μά στο τέλος κατάφερα νά τούς φύγω. Μέ τή βοήθεια μιάς σκά λας, πού βρήκα εντελώς τυ χαία, κατάφερα νά πηδήσω έ ξω άπό τή μάντρα. Τώρα αρχίζει ή βασίλισσα. Τούς λέει μέ ποιόν τρόπο τήν αιχμαλώτισαν άπό τό παλάτι της. Ό "Άρκο έλειπε σέ μιά αποστολή τήν ημέρα εκείνη όταν μπήκαν ξαφνικά τρεις άντρες στο δωμάτιό της. "Έ κανε νά τούς φυγή, όταν κά ποιος τήν πυροβόλησε καί τήν τραυμάτισε. 5Από κεΐ καί πέ ρα, δέν θυμόταν πώς τήν ανέ βασαν στή γή καί πού τήν πή γαν. Τώρα παίρνει τό λόγο ό Λούντ ι: — Θά πάμε στήν κοντινή παραλία. Εσείς θά κρυφτήτε
Κ^ΕΡΑΥΝΟΖ κάτω καί γώ μέ τό Μπίλ θά τρέξουμε ως τό υποβρύχιο γιά νά τό- φέρουμε σ" αυτά τά νερά. Πρέπει, πριν ξημερώση, νά έχουμε μττή μέσα. "Ετσι καί έγινε. Ή μικρή παρέα σταματάει· κοντά στη θάλασσα, στο μέρος εκείνο ο πού οι άστυνομικοί είχαν κυ κλώσει τά παιδιά μέ τον Μέρ 6ιν. Οί δυο γυναίκες μέ τον Ταμ κρύβονται μέσα σέ κάτι πυκνούς θάμνους, ενώ ό Μπίλ μέ τό Λοΰντι, ξεκινούν γιά νά φτάσουν δσο πιο γρήγορα μπορούν στην άλλη ερημική ακτή οπού βρίσκεται τό υπο βρύχιο. •Παίρνουν ένα ταξί, πού έτυ χε νά περνά από τον ερημικό δρόμο, καί φτάνουν στην πο λιτεία. Τούς φαίνεται σάν ένα απίθανο· όνειρο ή καινούργια τους νυχτερινή καί δραματική περιπέτεια^ Τό τραύμα τού Μπίλ δέν είναι σοβαρό; μά τώ ρα πού κρυώνει αρχίζει νά τον πονάη. 'Αφίνουν τό ταξί καί, αφού βαδίζουν άρκετή ώρα, φτάνουν στην ακτή. Μέ τον μι κρό ασύρματο ειδοποιούν τούς ναύτες νά βγούν στήν επιφά νεια. Σέ λίγο ό Μπίλ πατάει τό πόδια του μέσα οπό υπο βρύχιο καί από τά στήθη του ξεφεύγει ένας αναστεναγμός άνακουφίσεως. Έπί τέλους, αρχίζει νά παίρνη ένα τέλος ή παράξενη περιπέτεια τους! Πράγματι, έπειτα από μιά ώρα, όλη ή παρέα, μέ τή βα σίλισσα, τήν Π όλα, τον Τόμ καί τον δημοσιογράφο, βρί σκεται μέσα στο υποβρύχιο μακρινά από κάθε κίνδυνο·.
-
η
Πριν δώση διαταγή ό Αουντι γιά νά κατέβοον στο βάθος τής θάλασσας, ό Μπίλ κυττάζει μέ κάποιο παράπονο * τά φώτα τής μεγαλύτερης πολι τείας τοΰ κόσμου, τής Νέας Ύόρκης, νά τρειμοσβύνουν στον ορίζοντα... Ξεκινάει γιά τήν υπόγεια πολιτεία άφίνον τ,ας πίσω του τούς δικούς του, πού δέν ξέρουν τίποτε ακόμη γιά τήν τύχη του... "Οσο γιά τον Τόμ, τή στιγμή αυτή δέν συλλογίζεται πού πηγαίνει. Έκεΐνο πού τον νοιάζει είναι νά βρή ένα κρεββάτι γιά νά ξαπλώση καί νά συνέχιση τον ύπνο του! Τό ταξεΐδι τους τελειώνει γρήγορα. Μέσα σέ δώδεκα μο νάχα ώρες μπαίνουν ξανά μέ σα στήν υπόγεια χώρα. Τούς υποδέχεται ό ίδιος ό "Άρκο πού κάνει σάν τρελλός από τή χαρά του. Μπαίνουν ατά ατομικά αυτοκίνητα καί ξεκι νούν γιά τήν πολιτεία.· Ό κό σμος έχει συγκεντρωθή στήν πλατεία καί κλαίει απτό τή χα ρά του γιά τή σωτηρία τής α γαπημένης τους βασίλισσας. "Έχουν στήσει μιά λουλουδέ νια αψίδα καί προσφέρουν στον καθένα από ένα μπουκέτ το μέ μεγάλα τριαντάφυλλα. Ό Μπίλ γίνεται τό αντικείμε νο τού ενθουσιασμού τους. Μό λις τον βλέπουν, ξεσπούν σέ ζητοκραυγές, ενώ ξωπίσω του ό Τόμ, κορδώνεται καί κείνος από χαρά καί υπερηφάνεια. Σηκώνει τό χέρι του δεξιά καί αριστερά καί χαιρετάει συνεχώς. Σέ μιά στιγμή όμως Τον πιάνει αυτή ή δισβολεμέ-
14
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
««««««««««««<«««««««««««<«««««««««««««««««<«««·* νη νύστα και κουνάει ττοτε ε δώ καί ττοτε έκεΐ τό βαρύ του κεφάλι. Οΐ άνθρωποι της υπό γειας πολιτείας ξεσπούν τότε σέ ακράτητα γέλια. Ή ιμιικρή συντροφιά ανεβαί νει στο παλάτι·. Οι γιατροί τρέχουν νά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πληγω μένους καί πιο πολύ στο δη μοσιογράφο πού δεν έχει συ νελθεί ακόμη. Οί άλλοι, τσα κισμένοι· από τις συγκινήσεις, από την κούρασι καί τίς άγρύ πνιες, πέφτουν νά κοιμηθούν, ενώ μια ολόκληρη φρουρά από άστ υ νο μ ικού ς έχε ι κ υικ λώσ ε ι τό παλάτι γιά την ασφάλεια τους. * Α * Περνούν ακόμη μερικές η μέρες. Τίποτε προς τό παρόν δεν ταράζει τη ζωή τής πολι τείας. Ή βασίλισσα γίνεται κάθε μέρα καί πιο καλά. Τό ίδιο καί ό δημοσιογράφος, πού οι σοφοί γιατροί τής πο λιτείας τον έκαναν νά σηκωθή κιόλας από τό κρεββάτΐ1 του. Μόλις άντικρύζει δλον αυτό τον παράξενο καί όμορφο κό σμο τής άγνωστης γιά τούς ανθρώπους πολιτείας, τά χά νε ι κυρ ισλλ εκτ ιικά! Κ άθ ετ α ι καί γράφει κάθε στιγμή τίς εντυπώσεις του γιά νά τίς δη μοσίευση αργότερα στήν έφη μερίδα του. Ό Τόιμ τό έχει ρίξει στον ύπνο καί στο φαγοπότι. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις, όλο στο κρεββάτι του καί στην αποθήκη μέ τά τρόφιμα. — Καιρός ήταν νά ήσυχαρρυμε πιά μ" αυτούς τούς σα
τανάδες !, κάνει σέ μιά στιγ μή ενώ κατεβάζει πέντε-πέντε τίς ρόγες ενός σταφυλιού, πού ό )^υμός του ξεπερνάει· κι5 αυτό το νέκταρ τών αρχαίων θεών. — Νομίζεις πώς ησυχάσα με; του άπαντά ό Μπίλ κου νώντας τό κεφάλι του. -—- Γιατί όχι; ■ •— Γ ιατί οι εχθροί μας ζοϋν όλοι! Καί ό υπασπιστής, καί ό Βάγκ καί ό Μέρβιν! ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠ Ι ΘιΕΣ!
Ο ΚΟΥΔΟΥΝΙ του άσυρ μ ατού πού έχουν στο δωμάτιό τους κόβει στή μέση τή συζήτησι. Ό Μπίλ πατάει ένα κουμπί γιά νά άκούση. Τό πρόσωπό του μέ μιας σκοτεινιάζει καί γυρίζει ανήσυχος στο φίλο του. — Τάμ, ετοιμάσου! Και νούργιοι μπελάδες μάς βρή καν! Φόρεσε γρήγορα τή ζώ νη μέ τό πιστόλι σου. -—Δέν είσαι στά καλά σου, Μπίλ ! Ή ώρα είναι οκτώ ! "Έπρεπε νά είχα πάρει τον πρώτο μου ύπνο τώρα! "Ακριβώς εκείνη τή στιγμή μπαίνει- και ή Πόλα μέσα. Βλέπει τον Μπίλ νά φορά τήν αστυνομική του ζώνη καί τον ρωτά: — Τί ου μ βαίνει Μπίλ; -— Οί εχθροί μας άρχισαν ανοιχτή έπίθεσι! Μέ ειδοποιεί ό "Άρ'κο νά τρέξουμε στήν ά στ υνομία. "Εμπρός, όλοι μαΐί! Ό Τόμ αναγκάζεται νά σηκωθή. Όχι πώς δέν θέλει νά
ΚΕΡΑΥΝΟΙ πολεμήιση κι5 αυτός δίττλα στο φίλο του, μά έλα που νυ στάζει και που δεν έχει δρεξι γιά τίποτε! Τά βλέπει1 όλα θολά γύρω του μέσα από τά μισόκλειστα βλέφαρά του! Μέσα σε τρία λεπτά, φτά νουν στην αστυνομία. Έκεΐ βρ ίακουν πολ λούς,' άστυνορ ι κούς ώπλισμένους μέ άγνωστα γι’ αυτούς δπλα. Ό "Άρκο· δί νει διάφορες διαταγές στό Λοϋντι και τον άφίνει πίσω ;μέ μερικούς άντρες γιά νά Φρουρήσουν τό παλάτι. "Έπει τα, μέ τούς τ,ρεΐς μικρούς φί λους καί τούς υπόλο·ιπους άστυνομ ιικούς ξεκ ινάε ι. — "Έχουν κυριεύσει άρκε τά σπίτια καί τούς βάζουν φωτιά!, λέει στον Μπίλ. Ή άποψανή μας σύγκραυσις πρέ πει νά είναι καί ή τελευταία. Τό έβαλαν πείσμα νά μάς υ ποτάξουν. Νά δούμε ποιος θά ν ί’κήαη! Μπαίνουν μέσα στά ατομι κά αυτοκίνητα καί σέ λίγο φτάνουν στην άκρη τής πολι τείας, όπου τελειώνουν τά σπίτια. Κολώνες από μαύρο καπνό υψώνονται προς τον ου ρανό, ενώ τά γυναικόπαιδα τρέχουν γιά νά γλυτώσουν α πό τις σφαίρες καί τή μανία των προδοτών, που σκοτώνουν οποίον βρουν μπροστά τους καί βάζουν παντού φωτιά. Οι αστυνομικοί παίρνουν θέσεις καί αρχίζει τό αθόρυβο τουφεκίδι. Οί εχθροί τους έ χουν καί αμερικανικά δπλα, πού τά έχει φέρει ή συμμορία τού Μέρβιν από την "Αμερική. Ό σάλος τής μάχης απλώ
15 νεται, γιά καλά. Ό Μπίλ δί πλα στον ανδρείο "Άρικο πόλε μάει σαν αληθινός γίγαντας. "Ο Τόμ έχει κρυφτή πίσω άπό ένα σπίτι καί κάπου - κάπου σηκώνει τό τουφέκι του καί ρί χνει ψηλά στό... γάμο τού κα ραγκιόζη! Είναι· ή ώρα του νά κοι'μηιθή καί τά μάτια του δεν μπορούν νά μείνουν ανοι χτά. Έτσι, πολεμάει μέ κλει στά τά μάτια! Ευτυχώς πού έχει την ΓΊόλα δίπλα του καί τόν σκουντάει κάθε τόσο! Ή ατμόσφαιρα γεμίζει α πό τις φωνές καί τούς άλλαλαγμούς τής μάχης άπό κα πνούς καί άπό λάμψεις. Σω στό πανδαιμόνιο ξεχύνεται στην ήσυχη καί αμέριμνη πολι τεία. Ή βασίλισσα, στό πα λάτι, κάθεται μπροστά στό τ ηλε ορστ ικό τ η ς μ η χ άνη μ α καί παρακολουθή όλη την μά χη· Οι άνίδρες τής συμμορίας φαίνεται πώς είναι περισσό τεροι άπό τούς αστυνομικούς τού Άρκο καί απειλούν άπό στιγμή σέ στιγμή νά τούς κυκλώσουν. Μπροστά σ’ αυ τόν τόν κίνδυνο αναγκάζονται νά υποχωρήσουν. Τά σπίτια, ένα - ένα, παραδίδονται στις φλόγες! — Τά φλογοβόλα σέ ενέρ γεια!, διατάζει ό "Άρκο· σέ μιά στιγμή. Τεράστιες φλόγες ξεκινούν άπό τά παράξενα δπλα τών αστυνομικών, πού ξερνούν μιά κόκκινη φωτιά πού ξύνει κυρισλλεικτικά τή γη καί δεν άφίνει τίποτε στό πέρασμά της. Οί εχθροί τους δμως δεν πτο*-·
1$
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»*»»»»»»»»»»»» ουνται ούτε από τή φωτιά. Φο ρούν μιά στολή από ένα χημιικό μΐγμα., πού δεν άφίνει τή φλόγα να τούς πλησιάση. ^Ε τσι, προχωρούν σιγά - σιγά και ή πολιτεία φαίνεται πώς θά πέση κάτω από τή θανάσι μη απειλή τους. Ή βασίλισσα προσπαθεί νά δώση, θάρρος στους πολε-' μιστές της. Είναι τόσοι λί γοι δμο^ς, ώστε, όσο θάρρος κι’ άν έχουν, λυγίζουν κάτω άπό τον πολυάριθμο στρατό τού Βάγκ και τού Μέρβιν, πού διευθύνουν οί ίδιοι τή μάχη. Ό Μπϊιλ νοιώθει μια αληθι νή πίκρα βλέποντας τήν όμορ φη πολιτεία νά γίνεται στά χτη και κοστνός. Δεν μπορεί νά πιστέψη πώς ό Βάγκ θά είναι ό νικητής, καΐ πώς θά αναγκαστούν στο τέλος νά τού παραδοθούν. "Οχι, κάτι πρέπει νά γίνη! Μιά ιδέα αστράφτει στο έξυπνο μυαλό του. Τρέχει καν τά στον "Αρκά και κάτι τού λέει. Εκείνος λάμπει» άπό τή χαρά του καί παίρνει τή βα σίλισσα στον ασύρματο. — Βασίλισσα μου, οι ε χθροί είναι περισσότεροι άπό εμάς, τής λέεις καί δεν μπο ρούμε νά τούς κρατήσουμε μέ κανένα τρόπο. "Άν χρησιμο ποιήσουμε τά άτομικά μας όπλα θά καταστραφούμε όλοι μαζί καί όσοι γλυτώσουν θά τούς πνίξη ή θάλασσα. ^ —Μήπως έχεις ύπ’ όψι- σου νά παραδοθούμε "Αρκο; — "Οχι! Θ’ άφίσουμε άνοι χτή γιά λίγη ώρα τήν τρύπα τής θάλασσας γιά νά πλημμυ
ρίση τήν πολιτεία μας τό νε ρό, σέ άρκετό ΰψος. "Ετσι θά μπορέσουμε νά τούς κρατή σουμε ! Αργότερα θά ξανα βγάλουμε τό νερό! Ή βασίλισσα συμφωνεί καί δίνει- διαταγή άπό έναν πο μπό νά άνεβούν όλοι· στις τα ράτσες των σπιτιών τους., Ό Μττίλ τρίβει ευχαριστημένος τά χέρια του. Είναι δική του ή ιδέα!1 -αφνιικά ένας απότομος καί δυνατός θόρυβος, κάτι σαν μιά άπόκοσμη βουή, γεμίζει τή μεγάλη πολιτεία! Τά πο λυβόλα καί τά ντουφέκια στα ματούν. Όλοι* τους προσπα θούν νά μαντέψουν άπό πού έρχεται αυτή ή βουή, έκτος άπό τον Μπίλ τον "Αρκά καί τή βασίλισσα. Ό Τόμ, που ταν ανάγκη νά βρέχη καί να ράτσα, ακούει- τό θόρυβο καί άναρωτιέται μονάχος του — Μπά! Μπουμπουνίζει; Φαίνεται πώς έχουμε πρωτοβρόχια! Μά... τί σόϊ ουρανό έχουν φτειάξει εδώ κάτω; ^Η ταν ανάγκη νά βρέχη καί νά μπουμπουνίζει όπως στο δικό μας ουρανό; Σέ λίγο όλοι καταλαβαί νουν τί συμβαίνει. Τό ορμητι κό νερό τής θάλάσσος χύνεται μέ ορμή μέσα άπό τήν τρύπα καί προσπαθεί νά πνίξη τά πάντα! Οι μηχανικοί πού επι βλέπουν τήν πίεσι τού άέρος κανονίζουν νά χύνεται τό νε ρό μέ λίγη- ορμή γιατί, άν σταματούσαν τελείως τήν πί εσι τού άέρος, δεν θά έμενε τίποτε όρθιο μέσα στή-ν πολι τεία!
Κ
ΕΡΑΥΝΟΙ
1?
ζ«««««««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««« Οι δρόμοι γεμίζουν νερά πού δσο πηγαίνουν και ανε βαίνουν πιο ψηλά. Μαζί με τα νερά έχουν έρθει διάφορα ψά ρια καί τέρατα του βυθού! Είναι» ένα θέαμα τρομακτικό καί θεαματικό μαζί. Ό δήμο·* σιογράφος, από το μπαλκόνι του παλατιού, παίρνει φωτο γραφίες από τον υπόγειο αυτό κατακλυσμό καί κάνει^ τό σταυρό του γιά τά παραξενα πράγματα που βλέπει. Οι αστυνομικοί καί οι κά τοικοι τής πολιτείας έχουν άνεβή όλοι ψηλά καί κυττάζουν μέ φόβο καί με θαυμασμό μα ζί τη μανία των νερών τής θά λασσας που ανεβαίνουν έπικίν δυνα ολοένα καί πιο ψηλά. Οι στρατιώτες του Βάγκ, πού δεν ξέρουν τί θά συμβή, τό βάζουν στά πόδια, ενώ μερικοί προσ παθούν νά άνεβούν στά σπί τια. Οι σφαίρες όμως των α στυνομικών τούς αναγκάζουν νά μείνουν στο χώμα. Σκηνές Φρίκης ακολουθούν τότε. Μό να όσοι ξέρουν γερό κολύμπι αγωνίζονται με τό ρεύμα καί κατορθώνουν νά μείνουν στην επιφάνεια. — Τόμ!, λέει σέ μιά στιγ μή ό Μπίλ στο φίλο του. "Ερχεισαιι μαζί μου; — Γιά πού Μπίλ; Μήπως τρελλάθηκες; Δεν βλέπεις τί γίνεται κάτω; Θά μάς πνίξη όλους ή θάλασσα. Φαίνεται πώς θά άνοιξε κορμιά τρύπα από την πολυκαιρία... — Δεν υπάρχει φόβος νά πνιγούμε, Τόμ, γιατί τό νερό θά σταματήση σέ λίγο. Έρχε σαι νά λογαριαστούμε γιά
τελευταία φορά μέ τον Βάγκ καί τούς άλλους μας φίλους; — Ασφαλώς δέν είσαι στά καλά σου! Πού θά βρούμε μ’ αυτόν τον κατακλυσμό τό Βάγκ; • ^— Πρέπει, νά σού κόβη, Τόμ! Ό Βάγκ μέ τούς άλ λους θά προσπαθήσουν νά φτάσουν ώς την είσοδο γιά νά σταματήσουν τό νερό προτού πνιγούν όλοι οί στρατιώτες τους. "Ελα μαζί μου λοιπόν, μιά καί ξέρεις θαυμάσιο κο λύμπι. Οί δυο φίλοι πέφτουν μέσα στο νερό. Πίσω τους άκούν έ να· τρίτο ^ «ιμπλούμ». Είναι ή Πόλοι, πού ακούσε τή συζήτη σή τους. — ΚΓ εγώ μαζί1 σας!, κά νει». Προχωρούν μέ δυσκολία, γι ατί τό ρεύμα είναι, αντίθετο στην πορεία τους. "Επειτα, πρέπει νά έχουν τά μάτια τους τέσσερα άπό κανένα καρ χαρία. Κολυμπούν ό ένας κον τά στον άλλο, ενώ άπό ψηλά, τά φώτα τού λευκού ουρανού χτυπούν επάνω στο νερό καί σκορπίζουν χίλιες παραμυθέ νιες ανταύγειες. "Επειτα άπό πολύ κόπο, κατορθώνουν νά φτάσουν κον τά στο μεγάλο κτίριο, δίπλα άπό τή δεξαμενή του υποβρυ χίου. Οι άνδρες πού τό φρου ρούν τούς βλέπουν καί τούς πλησιάζουν μέ μιά λαστιχέ νια βάρκα. Τούς βάζουν επά νω καί μπαίνουν όλοι» μαζί στο κτίριο. Βγαίνουν στά πα ράθυρα καί κυττάζουν την τρύ πα απ’ όπου μπαίνει τό νερό
Πίσω τους άκουγιεται ό τρομακτικός θόρυβος τής θάλασσας πού ιχύινεται
από τήιν τρύπα.
20
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ««<«««««««««<«««««<««<<<<<<««««««««««««««««««««««<
τής θάλασσας. Ό θόρυβος τούς ξεκ ο υφαίνει και τό θέα μα έχει ένα τρομακτικό μένα-, λείο! — Που είναι ό Πατέρας μου, να,., χόρταση· τό μάτι του ψάρια!, λέει ό Ταμ. Κάθε Κυριακή πήγαινε για ψάρε μα -και τό βράδυ μάς έφερνε τρεΐς μικρές σαρδέλλες όλεςόλες! Ό Μπίλ άφίνει τούς φίλους του να κυττάζουν τό ,μανια σμένο νερό τής θάλασσας καί βγαίνει σ’ ένα άλλο παράθυ ρο. Είναι βέβαιος πώς ό Βάγκ θά φτάση. ώς εδώ... Είναι τό σο πολύ βέβαιος, ώστε σέ λί γο, σαν βλέπει τρία - τέσσερα σώματα να κολυμπούν προς τό μέρος τους, δεν ξαφνιάζε ται. — Τάμ!, φωνάζει. Οΐ φίλοι μας έρχονται! Την ίδια στιγμή οι μηχανι κοί παίρνουν διαταγή από τή βασίλισσα να κλεί'σουν ξανά τήν τρύπα. Τά μηχανήματα μέ τήν πίεσι τού αέρα μπαί νουν σέ ενέργεια. Αμέσως κα τόπιν τό νερό σταματάει νά χύνεται στην υπόγεια πολι τεία. Ό Μπίλ δέν άφίνει ούτε στιγμή από τό μάτι του τούς τέσσερις άντρες πού τούς πλη σιάζουν κολυμπώντας. Τούς βλέπει νά πλησιάζουν τό κτί ριο, καί νά μπαίνουν μέσα α πό τήν πόρτα πού έρχεται ώς τό ύψος τού νερού. Γά παιδιά άφίνουν τό έργα στήριο μέ τά ^μηχανήματα καί μπαίνουν σέ ένα δεύτερο δια μέρισμα. Άπό κεΐ κατεβαίνει
ή σκάλα. Κρύβονται καί οι τρεΐς τους στή γωνία .καί πε ριμένουν; Σέ λίγο οί τέσσερις άντρες αρχίζουν ν ανεβαίνουν μέ προ φύλαξι τά σκαλοπάτια. Ό έ νας τους είναι ό Βάγκ ό δέύ" τερος ό υπασπιστής, ό τρίτος ο Μέρβιιν καί ό τέταρτος ένας άγνωστος. Κρατούν πιστόλια στο χέρι* καί είναι έτοιμοι γιά κάθε ένδεχσμενο. Δέν περιμέ νουν δ μ ως τήν παγίδα τώ ν παιδιών. Νομίζουν πώς μόνο τούς μηχανικούς θά συναντή σουν. — Ψηλά τά χέρια! -αφνι-άζονται καί οί τέσσε ρις στήν άγρια καί προστα κτική φωνή τού Μπίλ. Ό τέ ταρτος κάνει νά σηκώση, τό πι στόλι, μά πιο γρήγορα ή Π ό λα πατάει· τή σκανδάλη. Σέ λίγο τό βαρύ του σώμα κα τρακυλάει στις σκάλες. Οί άλλοι τρεΐς αναγκάζονται νά συμμορφωθούν. Ό Μπίλ τούς κυττάζει έναν - ένα μέ περιψρόνησι. "Έχει τώρα μπροστά του τούς τρεΐς καταχθόνιους εχθρούς τής αν θρωπότητας ! Τούς ανθρώπους πού θέλησαν νά κατακτήσουν τή Υη γιά νά κάνουν δλο τον κόσμο δούλους καί υπηρέτες τους! -—Μέ νομίσατε γιά ένα α νίσχυρο καί δειλό παιδάκι τό σον καιρό!, μιλάει άργά-άργά καί αποφασιστικά ενώ τό βλέμμα του εξακολουθεί νά τούς κεραυνοβολή καί τούς τρεΐς. Νά όμως, πού τό μικρό καί ανίσχυρο παιδί· θά σάς τι μωρήση γιά τά εγκλήματα
ΚΕΡΑΥΝΟΣ 21 «««««««««««««««««««««««««««««««<««««««««{««««« σας! Τό παιδί, που μέχριι τώ ρα δεν υπολογίσατε καθόλου, γίνεται ό υπερασπιστής δλης τής άνθρωπότη,τος, καί θά την σώση από τά κακούργα σχέ διά σας! Έσύ, Βάγκ, μαζί με τον υπασπιστή, προδόσατε μιά βασίλισσα γεμάτη καλώσύνη καί αγάπη καί μιά πο λιτεία δπου βασιλεύει ή ευτυ χία καί ή δικαιοσύνη. Έσύ, Μέρ'βιν, προδοσίες την κυβέρ νησή καί τούς νόμους τής πα τρίδας μας. Έπράδωσες άκόμη την εμπιστοσύνη τού κό σμου πού είχε στο πρόσωπό σου. "Ήσουν ένας από τούς πιο καλούς επιστήμονες κι* αντί νά προσψέρης τίς^ γνώ σεις σου για τό καλό τής άνθρωπότητος, θέλησες νά γίνης τύραννος καί αύτοικράτορας ολόκληρης τής γης! Ό Θεός όμως, δεν σάς άφισε νά φτάσετε ως τό τέλος. Θά πλη ρώσετε αυτή τή στιγμή δ,τι κακό έχετε κάνει ως τώρα. Πριν όμως σάς τιμωρήσω ό πως πρέπει, θά ήθελα νά μά θω με ποιόν τρόπο βγαίνατε από τήν υπόγεια αυτή χώρα επάνω στή γή... Ό υπασπιστής έχει χάσει τό θάρρος του κι5 αρχίζει νά τρέμη. Είναι· ό μόνος δειλός από τούς τρεις. — Υπάρχει ένας υπόγειος δρόμος σ* ένα έρημο καί ακα τοίκητο νησάκι, πολύ μακρυά από δω. — Καί πώς βγαίνατε τόσο γρήγορα; — Πηγαίναμε ως τήν έξο δο τού υπόγειου δρόμου, στο νησάκι, μέ τά ατομικά αυτο
κίνητα. Εργαστήκαμε όλόκλη ρα χρόνια γιά νά φτειάξουμε αυτόν τον δρόμο, πού οδηγεί ώς τό νησάκι. Έκεΐ μάς περι μένει πάντα ένα υποβρύχιο, πού μάς μεταφέρει στην "Αμε ρική.. ^ Ό Βάγκ μέ τον Μέρβιν κυττάζουν περιφρονητικά τό δει λό σύντροφό τους. — Σάς ζητώ συγνώμη, ι κετεύει- ό υπασπιστής στά παιδιά, καί είμαι πρόθυμος νά υπηρετήσω μέ πίστι καί άφοσίωσι τή βασίλισσά μου καί τήν πολιτεία μου. Ό Μπίλ γελάει χωρίς νά τό θέλη. —ίΚαί ποιος μπορεί νά σου έχη τώρα πιά εμπιστοσύνη; "Εσύ είσαι εκείνος πού ώργά νωσε όλη αυτή τή συμμορία, μέ πρωτοπαλλήκαρά σου τον Βάγκ καί μέ συνεργάτη σου τον Μέρβιν. Τώρα βρήκες και ρό νά μετανοιώσης; Είναι αρ γά όμως πιά. "Εξ αιτίας σου, χάθηκε τόσος καί τόσος κό σμος. Πρέπει νά πληρωθούν όλα αυτά τά εγκλήματα! — Κάτω τό πιστόλι ! Ό Μπίλ ακούει· τή φωνή τού Βάγκ καί ξαφνιάζεται! Τον βλέπει νά κρατάη ένα πι στόλι στά χέρια του καί νά τον απειλή. "Αναγκάζεται νά πετάξη τό δικό του κατά γής. Τί έχει συμβή; «ΈΤΟΙΜΟΙ!»
Α τί έχει συμβή: Ό Τόμ, ό αιωνίως κοιμι σμένος Τόμ, καθώς κρα τούσε κάτω άπό τήν απειλή
Ν
22 ΚΕΡΑΥΝΟΣ «««<<«««<««««««««««<««<«<τίγ^«<<««««<«««««<<«««««* του πιστολιού του τό Βάγκ, ένοιωσε τό κεφάλι του νά βαραίνη, από τή νύστα, και άνοι ξε τό στό'μα του για νά χαομοορηθή. Την ίδια στιγμή θέ λησε νά βάλη την παιλάμιη του μπροστά καί... τράβηξε τό χέρι πού κρατούσε τό πιστό λι, γιιά νά κλείση τό ανοιγμέ νο τοο στόμα. Ό πονηρός Βάγκ,. πού περίμενε από στιγ μ ή σέ στιγμή μια τέτοια ευ καιρία, του άρπαξε μέσα σέ ένα δευτερόλεπτο τό πιστόλι. Τώρα ή σκηνή έχει αλλάξει. Τά τρία παιδιά σηκώνουν τά χέρια ψηλά κάτω άπό τήν α πειλή του -Βάγκ και του υπα σπιστή, ενώ ό Μέρβιν πηγαί νει νά άψοπλίση τούς μηχανι κούς πού βρίσκονται στο δι πλανό δωμάτιο και δεν έχουν ακόμα άντιληφθή τίποτα. — Τώρα σέ έχω στά χέρια μου, παιδί τού Σατανά!, ούρ λιάζευ ό υπασπιστής. Τίποτε δέν θά μπόρεση νά σέ γλυτώση άπό τό μίσος μου. "Ομως δέν θά σου κάνω τή χάρη· νά σέ σκοτώσω μέ μια σφαίρα. Θά σέ πνίξω με τό Τδιο τό νε ρό πού έπνιξε τούς στρατιώ τες μου! Θά σάς άφίσω κάτω άπό τήν τρύπα καί θά λιγο στέψω τήν πίεσι τού αέρα γιά νά χυθή' όλη ή θάλασσα επά νω στά κεφάλια σας! Ωραί ος θάνατος, έ; Εμπρός λοι πόν! "Οποιος δέν ύπαικούση, θά πεθάνη! Δέν θά πεθάνη μέ μιά σφαίρα. Θά τού τρυπήσω όλο τό κορμί γιά νά τον βασανίσω! Στή σάλα των μηχανικών άκρύγονται φωνές. Ό Βάγκ
τρέχεΐ' γιά μιά στιγμή καί γυρνά κατόπιν πίσω. — Τά μηχανήματα είναι στή διάθεσί μας! λέει στον υπασπιστή. — Μπροστά!, διατάζει ε κείνος τά τρία παιδιά. Κατεβαίνουν τά σκαλιά χω ρίς μιλιά. Ό Τόμ καταλαβαί νει πώς δλα αυτά έγιναν έξ αίτιας του, μά... δέν τοθελε κΓ αυτός, δέν περίμενε νά τού όρμήση τόσο ξαφνικά ό Βάγκ. Επάνω· στο νερό βρίσκον ται δυο λαστιχένιες βάρκες. Στην πρώτη μπαίνουν τά παι διά, καί στή δεύτερη ό υπα σπιστής μέ τό Βάγκ. Καί οι δυο βάρκες κατεοίθύνονται προς τή δεξαμενή. Σταματούν δίπλα της καί ανεβαίνουν ε πάνω. Είναι κλεισμένη μέ ένα χοντρό σίδερο. Τά πιστόλια των δύο εχθρών τους είναι καρφωμένα επάνω τους καί τά παιδιά υποακού ουν σέ κάθε διαταγή τους. Τους βάζουν καί τούς τρείς νά σταθούν κάτω άπό τήν τρύπα ιής θάλασσας. Ό Τόμ σηκώ νει τό βλέμμα του ψηλά καί δέν μπορεί νά κράτηση ένα επιφώνημα θαυμασμού, παρ’ δλο πού ξέρει δτι σέ λίγα λε πτά αυτή ή τρύπα θά γίνη ό θάνατός τους. Τά γαλάζια νε ρά είναι γεμάτα πολύχρωμα ψάρια πού φτάνουν ως τήν ά κρη τού νερού,, μά δέν πέφτουν μέσα. — Τί ωραία θά... ψάρευε κανείς εδώ μέ καμάκι!, κάνει. —"Ετοιμοι; φωνάζει ό Μέρ 6ιν οπτό τό κτίριο των μηχα νημάτων,
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
.23
«<«<««<«««<<«<«««««««««««««««««««««<<<<««««««««««« Ό Μπιλ σταυρώνει τά χε- άνθρωπο με μιά ξαφνική καί ρια του και ανοίγει τα χείλη π ρωτοφανη ενεργητικότητα. οά να προσεύχεται. "Ως κι5 αυτός άικόμη ό Τόμ, —- "Ετοιμοι!, του άπαντά που ποτέ ως τώρα δέν αίσθάν ό Βάγκ και κάνει νά παραμε θηικε τό κεφάλι του ξεζαλισμέ νο άπό τον ύπνο, σήκωσε σάν ρίση. ελατήριο τό χέρι του καί χτύ — Τουλάχιστον, δεν μού ε πησε τον υπασπιστή. πιτρέπετε νά σάς πω κάτι για τους δικούς μου πριν πεθάνω; Οι εχθροί τους πού δέν πρό Γίαροκαλεΐ ό Μπίλ. λαβαν ούτε τή σκανδάλη, νά πατήσουν, βρίσκονται τώρα Ό Βάγικ στέκεται γιά μιά ξαπλωμένοι καί αναίσθητοι στιγμή σκεπτικός κι5 έπειτα πάνω στο ατσάλι πού σκεπά ιόν πλησιάζει». Τό ίδιο κάνει ζει τήν πλωτή δεξαμενή. Ε καί ό υπασπιστής στον Ταμ. πάνω ή θάλασσα άγκσμσχάει — Ποιες είναι οι τελευταί μέ τον πνιχτό καί απειλητικό ες σου επιθυμίας; ρωτά ό δεύ της θόρυβο, περΐ(μένοντας άπό τερος κοροϊδευτικά τον Τόμ. στιγμή σέ στιγμή νά χυθή γιά — Νά πής στους διικούς νά πνίξη τήν υπόγεια πολι μου νά προσέχουν τον Φρίξ, τεία. νά τού δίνουν τακτικά τό φα — "Ετοιμοι; Άκούγεται γητό του., νά τον βγάζουν πε ξανά ή ανυπόμονη φωνή τού ρίπατο καί νά τού φορούν τη Μέρβιν1, μέσα άπό τό μεγάλο μουσούδα γιά νά 'μή δαγκώση κτίριο. καν έναν... — Έτοιμοι! κάνει ό Μπίλ — Λοιπόν; ρωτάει ό Βάγκ καί τραβώντας τούς φίλους τον Μπίλ καί καθρεφτίζεται του μπαίνουν βιαστικά μέσα στα μάτια του μιά ψυχρή ειστή βάρκα καί τραβούν μέ ρωνία. Ποιες είναι οι τελευ ταίες σου επιθυμίες; δύναιμι τό μικρό κουπί, γιά ν' άπομακρυνθούν δσο μπο — Αυτές!, λέει ό Μπίλ, ρούν πιο πολύ άπό τήν περιο καί σφίγγοντας τό χέρι του χή τής δεξαμενής. δίνει μιά ξαφνική γροθιά στο Οι αντίπαλοί τους δέν έ σαγόνι τού εχθρού του. χουν ακόμα συνελθεί. Σέ λίγο Δίπλα του ό Τόμ, βλέπον ό καταρράκτης τού νερού θά τας τον Βάγκ νά πέφτη, άψητούς διάλυση καί τούς δύο... φά τό πιστόλι τού υπασπιστή καί τον φιλοδωρή κι5 αυτός ·μέ Οί τρεΐς φίλοι πλησιάζουν τό κτίριο, όταν πίσω τους άμιά γερή γροθιά. κούγετατ ό τρομακτικός θόρυ Ή έπίθεσις των παιδιών εί ναι τόίσο ξαφνική, πού θά τήν βος τού νερού πού ξεχύνεται ζήλευαν καί οί άριστοτέχνες μέσα... Αυτό σημαίνει τό τέ πυγμάχοι. Ή ιδέα τού θανά λος τού Βάγκ καί τού υπα του πολλές φορές οπλίζει τον σπιστή.,,
24 ΚΕΡΑΥΝΟΙ ««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
ακρίνει τίποτε επάνω στη λαμπερή επιφάνεια τού νερού. — Θά πνίγηκε!, κάνει ό ΜΕΡΒΙΝ έχει συγκεν Τόμ. ? ^ τρώσει τούς τεχνίτες —5Αμφιβάλλω πολύ, Τόμ! και τούς μηχανικούς Οί σατανάδες είναι εφτάψυχοι του κτι,ρίου σέ μια γωνία, καί σάν τις γάτες. Φοβάμαι πώς τούς κρατεί ακίνητους κάτω θά έχη άπομακ,ρυνθή αρκετά από την απειλή τού πιστολιού καί δεν θά τον προλάβουμε. του. Αφού τράβηξε τό μοχλό —Καί πού θά πάη στο κά πού ελάττωσε την πίεσι τού τω - κάτω; αέρα για να όρμήση από την — Θ’ άποφασίση νά φύγη άνοιιχτή τρύπα ή θάλασσα, μόνος του γιά τήν Αμερική βγαίνει1 ως τό παράθυρο νά άπό τήν έξοδο πού μόνο εκεί δη. Βλέπει1 μιά βάρκα νά ξε νος ξέρει. κινάει άπό τη δεξαμενή καί Ό Μπίλ ζητάει έναν ασύρ νά πλησιάζη προς τό κτίριο. ματο καί επικοινωνεί αμέσως Μέσα σ’ αυτή τή βάρκα δμως μέ τή βασίλισσα. Τής άναφέαντί γιά τον Βάγκ καί τον υ ρει γιά τό τέλος τού Βάγκ πασπιστή, βλέπει τά τρία καί τού υπασπιστή, καί τήν παιδιά! Στήν αργή δεν πι πληροφορεί πώς ό Μέρβιν κα ο τευει τά μάτια του. ’Έπειτα, τόρθωσε νά τούς ξεφύγη. Ή καταλαβαίνει πώς τον απειλεί βασίλισσα τού άπαντάει πώς ό κίνδυνος τού θανάτου άπό θά στείλη τό Λούντι νά έρευτό τρομερό παιδί1, τον Κεραυ νήση τά υπόγεια τής συμμο νό, καί αποφασίζει νά δώση ρίας μήπως τον προλάβη καί μιά βουτιά στο νερό άπό τό τού σταματήση τό δρόμο γιά ψηλό παράθυρο. Είναι ή μόνη τήν έξοδο. Θά στείλη επίσης σωτηρία πού τού άπομένει... τον ’Άρκο γιά νά βγή μέ τά "Οταν πρώτος 6 Μπίλ καί παιδιά στήν επιφάνεια τής θά κατόπιν οί δυο φίλοι του ,μπαί λασσας καί νά προσπαθήση νουν στο διαμέρισμα των μη νά βρή τό έρημο μικρό νησάχανημάτων, βρίσκουν τούς -μη κι. χανικούς νά πλησιάζουν τά Ό Μπίλ περιμένει λίγη ώ μηχανήματά τους γιά νά στα ρα, ώσπου φτάνει ό 5Άρκο. Ε ματήσουν τό τρέξιμο τού νε κείνος δίνειι διαταγή στούς μη ρού, ενώ δυο - τρεις κυττάζουν χανιικούς νά ετοιμάσουν τό υ έξω άπό τό παράθυρο. ποβρύχιο κι* έπειτα νά τραβή :— Πού είναι ό Μέρβιν; ρω ξουν τό νερό μέ τις μεγάλες τά άνυπόμσνα ό Μπίλ. σωλήνες καί νά τό ρίξουν πά Κάποιος τού δείχνει μέ τό λι στ ή θάλασσα. χέρι κάτω άπό τό παράθυρο. Σέ λίγη ώρα, ό ’Άρκο μέ δύο ναύτες καί μέ τούς τρεΐς — Πήδησε έξω καί έγινε ά φίλους, βγαίνουν μέ τό υπο φαντος, τού άπαντά. βρύχιο, έξω στή θάλασσα, Ή Ό Μπίλ σκύβει μά δεν δι
Η
ΚΒΡΑΥΗ02
.
2%
^»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
αποστολή τους αυτή για την άνοκάλυψι του Μέρβιν πρέπει να είναι ή τελευταία. —Δεν τον άφίνουμε ήσυχο ; λέει σέ ·μιός στιγμή ό Τόιμ πού τον κούρασε δλη αυτή ή α προσδόκητη καί επικίνδυνη περιπέτεια·. Τί θά μπόρεση νά μάς κάνη; — Ό Μέρβιν είναι τρελλός, του άπαντά ό "Αρκο, καί δεν -θά υποχώρηση μπροστά σέ τίποτε. Είναι αποφασισμέ νος νά κατακτήση, τον κόσμο καί θά μεταχειριστή κάθε μέ σο. Είναι καθήκον μας νά τον συλάβουμε, γιά νά μή τον άφίσοομε νά κατάστρωση καί άλλα εγκληματικά σχέδια. — Τό ερημικό νησάκι απέ χει πολύ από δω; ρωτάει ό Μπίλ. Ό "Άρκο σηκώνει τούς ώ μους. Αυτό σημαίνει πώς δεν ξέρει τήν τοποθεσία του νη σιού. Τό ατσάλινο υποβρύχιο αρχίζει νά κάνη ρεγάλες βόλτες γύρω στον ορίζοντα τής θάλασσας. Οί άνδρες του κυττάζουν τον ριικρό καθρέφτη πού βρίσκεται· πάνω στο τρα πέζι, καί πού δείχνει τήν έπι φάνειά της, προσπαθώντας νά άνακαλύψαυν κανένα σηράδι. Είναι βράδυ, τό σκοτάδι τούς εμποδίζει νά διακρίνουν καθα ρά. Στο μηχανισμό του ραν τάρ - πού ή υπόγεια πολιτεία έχει ανακαλύψει πριν από χι λιάδες χρόνια —στηρίζουν ά λες τις ελπίδες τους γιά τήν άνακάλυψι του νησιού. — Πρέπει νά είναι πολύ
μικρό νησάκι, τούς έξηγεΐ ό "Αρκο. "Ισως κανένας μεγά λος σκόπελος. Οι κύκλοι τού υποβρυχίου δσο πηγαίνουν καί μεγαλώ νουν. "Αρχίζει· τώρα νά φωτίζη καί σέ λίγο ό λαμπρός ή λιος αρχίζει νά άνατέλλη, χο ροπηδώντας πάνω στα κύμα τα τού ορίζοντα. — Στο ραντάρ ήρθαν φω τεινά κύματα!, λέει ξαφνικά ό ναύτης πού είναι καρφωμέ νος 'μπροστά στο «μηχάνημά του. Ό "Αρκά τρέχει κοντά του. Κυττάζει γιά ιμιά στιγμή, κά νει κάτι υπολογισμούς σέ ένα χαρτί καί στο τέλος λέει οπόν Μπίλ: — Πρόκειται γιά κάποιο ύπΟ'βρύχ ιο. — Αές νά είναι τού Μέρβιν; ^— Αυτό θά τό δούμε σέ λι γάκι. Θά τό πλησιάσουμε καί 6ά καταλάβουμε σέ ποιό κρά τος ανήκει. Τό υποβρύχιό τους παίρνει μιά απότομη στροφή καί με γαλώνει τήν ταχύτητά του. "Α κολουθεί τά ίχνη τού άλλου υ ποβρυχίου που, δπως φαίνεται, τρέχει κι’ αυτό ιμέ τήν πίό με γάλη του ταχύτητα. Δέκα λε πτά κρατάει αυτό τό κυνηγη τό. Στο τέλος,· δσο πλησιά ζουν, τόσο διακρίνεται καθα ρότερα τό υποβρύχιο. Είναι μικρό, ·μά πολύ ταχύ. — Σταμάτησέ το!, διατά ζει ό "Αρκο τό δεύτερο ναύτη. — Μέ ποιόν τρόπο; ρωτάει περίεργα ό Μπίλ.
Κ
26
£
Ρ
ΑΫΝόί
«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««<««««<«
— ’Άς -είναι καλά -ή μαγνη τίτη ττλάκα πού υπάρχει στο επάνω μέρος του υποβρυχίου -μας, Κεραυνέ! Μπορεί νά κρα τήση ακίνητο καί τό μεγαλύ τερα θωρηκτό! Τό ξένο υποβρύχιο μένει ξα φνικά στον τόπο, ένώ τό. δικό τους πλησιάζει ολο καί' πιο πολύ .κοντά του. Ό ’Άρκο κυττάζει επίμονα πάνω στον κα θρέφτη, ένώ τό χέρι του άκουμπάει σε ένα μικρό μοχλό. Ό Μπίλ σκύβει κι’ αυτός γιά νά δή. Διακρίνει ένα μαύρο υπο βρύχιο μέ τον μικρό του πυρ γίσκο, ακίνητο, σάν_νά μην έχηι ζωή μέσα του. -αφνιικά ό μως, κάτι* ξεκινά από τό «μπρο στινό μέρος του, καί κατευθύ-
'Η
βασίλισσα καρφίισώνει
νεται ολοταχώς προς τό δι-κό τους. Είναι ένα πράγμα πού μοιάζει σάν δελφίνι. Γιά δελ φίνι τό πέρασε: στην αρχή ό Μπίλ, μά κατάλαβε αμέσως τό λάθος του. — Τορπίλλα!, φωνάζει μέ δλη του τή δύναμι. Ό ’Άρκο δεν ξαφνιάζεται μ Κατεβάζει τό μοχλό. Μέ μιας ή τορπίλλη αλλάζει δρόμο, καί αρχίζει νά άνεβαίνη προς τήν επιφάνεια. Τό ίδιο γίνε ται καί μέ μιά δεύτερη πού τούς στέλνει τό ακίνητο υπο βρύχιο. — Τώρα είμαι βέβαιος πώς έκεΐ μέσα βρίσκεται ό εχθρός μας!, κάνει ό "Αρκο καί πλη-
§να νιρνσό παράσηιμο στο στηιθος τού Κεραυνού.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
27
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο
Το υποβρύχιο τής τταράξιενιης πολι τείας ταξιδεύει για τη Ν. 'Υόρκη
σκάζει τό μηχάνημα! τού ασυρ μάτου. •Πατάει κάτι κουμπιά, συν δέει μερικά καίλώδία και στο τέλος αρχίζει νά μιίλάη. —■ Σε ποιόν άνήικει τό υπο βρύχιο; , ^ Καμμιά άπάντησι. — ’Άν δεν απαντήσετε σε δυο λεπτά, θά σάς τινάξω στον αέρα!, απειλεί. — Αγγλικοί, άκούγεται μιά ψωνή. —Άνεβήτε στην επιφάνεια σύντομα. Θέλω νά μου δείξετε τά χαρτιά σας καί νά ερευνή σω τό υποβρύχιό σας. 'Καθώς μιλάει ό 5Άρκο, ση κώνει με τό αριστερό του χέρι <ενα πανί που σκεπάζει ένα
καθρέφτη. Ό Μπίλ σκύβει νά κυττάξη. Εκείνο πού βλέπει τον κάνει νά ξαφνιαστή λιγά κι. Μέσα στον καθρέφτη βλέ πει τό πλήρωμα τού υποβρυ χίου πού βρίσκεται λίγο· μαικρυά τους. Κι5 ανάμεσα οπό πλήρωμα διακρίνει τή μορφή του Μέρβιν! Τον δείχνει στον 5Άρκο. Ε κείνος χαμογελάει καί άφίνει τον ασύρματο. Φτάνει στά μη χανήματα κι.5 αρχίζει νά μα νουβρ άρη τό υποβρύχιό τους, ,άπομακρύνοντάς το από τό άλλο. — Ή βασιλεία του τρόμου καί τής αδικίας, λέει στον* Μπίλ, πού βρίσκεται δίπλα του-, θά τελείωση αυτή τή
28
ΚΕΡΑΥΝΟΣ
««««««««««««««««««<«««««««««««««««««««««««<««« στιγμή. Μέ τό πάτημα αυτού τού κόκκινου κουμπιού, τό υ ποβρύχιο θά γίνη χίλια κομ μάτια! Είναι πολύ τρομερό πράγμα να στέλνης στον "Ά δη ανθρώπους, όμως αυτή τη στιγμή δεν έχω καμμιά τύψι. Τό χέρι /μου, είναι τό χέρι τής ανθρώπινης καί τής θείας δι καιοσύνης. Ό Μέρβιν θέλησε νά καταικτήση τον κόσμο μέ μια συμμορία παλιανθρώπων, για νά σκορ π ίση την φρίκη καί τό θάνατο παντού. Πρέ πει νά τιμωρηθή όπως τού ά" ξίζει. Τό. μεγάλο του δάχτυλο πα τάει αποφασιστικά τό κόκκι νο κουΐμπάκι. Ό Μπίλ δεν προ λαβαίνει νά φτάση^ στον κα θρέφτη καί νά κυττάξη. "Οταν πλησιάζει δεν βλέπει τίποτε πιά, παρά μιά θολή κι5 αγρι εμένη θάλασσα, που βουίζει παράξενα καί τρομερά, λες καί τήν ανακάτεψε ή τρίαινα τού φοβερού Ποσειδώνα! Ό Μέρβιν δεν υπάρχει πιά. Ή περι πέτεια τής φρίκης καί τού θα νάτου τελείωσε! * ^ * ΤΑΝ τό υποβρύχιο ξαναμπήκε στή δεξαμενή τής υπόγειας πολιτεί ας, τά νερά, που τήν μύριζαν πριν λίγες ώρες, εί χαν τραβηχτή όλα. Στους δρό μους δεν υπήρχαν τώρα παρά φύκια καί άφθονα ψάρια. Τά τρία παιδιά, ιμαζί μέ τον Άρκο, μπαίνουν στο ά~ τοιμ ικό αυτοκίνητο καί φτάνουν στο παλάτι από τον εναέριο δρόμο. Κάτω στο μεγάλο κά
Ο
μπο, οί αγρότες έρριχναν μιά σκόνη στά δέντρα γιά νά ε ξουδετερώσουν τήν άλμύρα που τούς άφησε ή θάλασσα καί νά μή καταστραφούν. "Ο λοι οί άνθρωποι τής πολιτείας είχαν ξεχυθή σάν μυρμήγκια έξω από τά σπίτια τους καί δούλευαν γιά νά φτιάξουν ό,τι καιτάστρεψε ή μανία τού νερού, καί ή μανία των προδοτών. Ή βασίλισσα υποδέχεται τούς νικητές μέ χαρά καί εν θουσιασμό. Βρίσκεται μαζί μέ τούς δώδεκα σοφούς μέσα στή μεγάλη σάλα τού παλα τιού, καθισμένη στο χρυσό της θρόνο. — Αποφασίσαμε νά στή σουμε τά άγάλ/ματά σας στήν πλατεία!, τούς λέει. Του Άρ κο, τοΰ Λουντι, τής Π όλα, τό δικό σου, Κεραυνέ, καί τού Τσμ. — Καί τό δικό μου; κάνει ό Τόμ χοροπηδώντας από τή χαρά του. — Ναι, καί τό δικό σου! — Θά μ5 άφήο'ετε νά τό πάρω στή Νέα Ύόρκη γιά νά τό δείξω στούς φίλους μου; Θά σκάσουν από τή ζήλεια τους! — "Όχι, Τόμ, τό άγαλμά σου μαζί μέ τά άλλα τέσσε πλημ ρα, θά στολίζη τή μεγάλη μας πλατεία, γιά νά δείχνη σ’ ό λες τις γενεές πού θ5 ακολου θήσουν, πόσο εκτιμούμε τούς ανθρώπους, πού έχουν προσ φέρει κάτι καλό στήν πολιτεία μας. "Εκείνη τή στιγμή, μπαίνει ό δημοσιογράφος μέσα στή σάλα. Αγκαλιάζει τούς δυο
α
—Πότε, θά φύγουμε Vίσε τ^ή Νέα Ύάρκή; — Ακόμα δεν μπορούμε νά σάς πούμε τίποτε. Τό συμ βούλιο των σοφών θ’ άποφασί'σηι άν θά φύγετε ή^θά μεί νετε. Γι’ αυτό μάς βλέπετε, ε δώ; ’Άν τό συμβούλιο άποφα** σίση νά μείνετε, τότε με κα νένα τρόπο δεν θά ξ αναγυρί σετε στά σπίτια σας. Τά δυο παιδιά, μαζί μέ τό δ η μοσ ι ογρ άφό, φ εύγουν από τή σάλα .μέ σκυμμένο τό κε φάλι. άπό τή θλΐψι. — Δεν είναι και άσχημα ε δώ, λέει· σέ μια στιγμή ό} δη μοσιογράφος. Θά έμενα ευχα ρίστως, άλλά, άν θέλω νά ξαναγυρίσω στή Νέα Ύόρκη, εί ναι· για νά δημοσιεύσω πρώ τος στήν εφημερίδα μου,, τή συνταρακτική ε’ίδησι γιά τή χαμένη πολιτεία και τον κίν δυνο- που απειλούσε τον κόσμο άν ή βόμβα «Υ» έμενε στά χέ ρια τού Μέρβιν. — Έγώ θέλω νά γυρίσω στο σπίτι μου γιά νά χορτά σω τον ύπνο, συνεχίζει- ό Τόμ. Μόνο πού φοβάμαι εκείνον τό διοικητή πού μελάνωσα στην άστυνομία,... Μόλις μέ δή θά μέ -κλείση- στά κρατητήρια. Ό Μπίλ^ δέν^ λέει τίποτε. Κυτΐάζει τήν Πόλα πού έρχε ται πίσω τους. Τό πρόσωπό της είναι μελάγχολικό. Φοβά ται πώς θά χάση τους δυο φί λους της, πού πέρασαν μαζί τόσους καί τόσους κινδύνους. Κυττάζει πότε τό έξυπνο προ
ποτέ Τα καλοκάγαθο καί αιωνίως νυ σταγμένο τού Τόμ καί μέ κο ίτα συγκροτεί τά δάκρυα της. ’Άν οι δυο φίλοι της ξαναγυρίσουν οπήν Αμερική, θά μείνη μονάχη της!... > ★ ά (Περνούν ακόμη μερικές η μέρες. Οί δυο φίλοι βρίσκουν αρκετό καιρό νά ξεκουραστούν καί νά γνωρίσουν πιο καλά τις ομορφιές τής μεγάλης πο λιτείας καί τά θαύματα τής επιστήμης των ανθρώπων, πού ξέχασαν τή γη καί δημιούρ γησαν έναν άνώτέρο πολιτισμό (μέσα στά έγκατά της. Ό τρόμος καί^ή άπειλή του θανάτου, πού είχαν άπλωσε ι τά φτερά τους γιά αρκετές μέρες πάνω στήν ήσυχη πολι τεία μέ τους καλούς καί α γαθούς ανθρώπους της, έχουν σβύισει πιά. Τό ζωογόνο φώς τού τεχνητού ουρανού κάνει τά σπίτια, τά πάρκα καί τούς δρόμους νά φαντάζουν σαν πα ραμυθένια. Ή ζωή ξαναπαίρ νει τον ευχάριστο ρυιθμό της, όπως πρίν. Σήμερα είναι ήμερα μεγά λης χαράς. "Ολοι οί κάτοικοι τής πολιτείας έχουν συγκεντρωθή έξω άπό τό παλάτι καί γεμίζουν τήν πλατεία μέ τον εύθυμο τόνο τών τραγουβ ιών τους καί μέ τήν ομορφιά τών" πολύχρωμων ρο-υχων πού φο ρούν. Σημαίες καΓ χρωματι στά χαρτιά κυματίζουν παν τού. Ή πολιτεία έχει γιορτάστι
Μ δψ'ΐ; Σήμέροΰ θά ιΐάρασηίμο*
θορΟΊαιρμά, άάχίζέΐ νά μιλάη:
φορήση για άλλη μια φορά τούς, ήρώές της, πού αγωνί στηκαν για να την σώσουν α πό την 'ΚΟΠΌστρσφη, πού τής ετοίμαζε ό υπασπιστής του 'Βάγικ μέ τούς άλλους προδό τες. Τά μικρά κοριτσάκια έχουν ντυθή στα λευκά και τά αγό ρια των σχολείων στά μπλε. Ή μπάντα της πολιτείας παί ζει συνέχεια όμορφους πετα χτούς σκοπούς. Σέ λίγο, φτά νουν οι δώδεκα σοφοί και κά θονται στις θέσεις τους, γύ ρω από τό θρόνο της βασί λισσας. Πίσω από τούς σο φούς έρχονται οι, ήρωες. Είναι ό "Άρκο, ο Λόύντι, ο Μπίλ, ό Τόιμ και ή Π όλα. Τό πλήθος τούς υποδέχεται μέ ζητωκραυ γές καί χειροκροτήματα, πού υψώνονται ώς τον ουρανό. Κον τά ατούς πέντε πρώτους, ακο λουθούν κα] αρκετοί αστυνο μικοί τής υπόγειας χώρας, πού πήραν μέρος σέ αρκετές μά χες καί αποστολές. Παίρνουν θέσι απέναντι· στούς σοφούς καί περ«μένουν. Είναι οι ήρωες πού θά τι μηθούν ιμέ τό παράσημο. Καί πάνω από όλους τούς ήρωες, θά τιμηθή ιδιαίτερα ό Μπίλ,. ό Κεραυνός, όπως τον ξέρουν ό λοι οί κάτοικοι τής πολιτείας. # Ή ,μπάντα αρχίζει έναν και νοόργιο σκοπό. "Έρχεται ή βασίλισσα. Εΐναι κατάλευκα ντυμένη, μέ μακρυά επίσημη στολή. "Ολοι σηκώνονται όρΘ*ιοι>. Πηγαίνει στη θέσι της καί, αφού χαιρετάει τά πλήθη πού την χειροκροτούν μέ έν-
—* * Αγαπημένο ι μου υπή κοοι ! "Έπειτα από τις τρόμερες^ ημέρες πού περάσαμε, έξ αίτιας μερικών ανθρώπων, πού θέληίσαν νά προδώσουν τούς νόίμους της πολιτείας μας, ήρ θε επί τέλους ή γαλήνη·! Οί εχθροί μας δεν υπάρχουν πιά ! Είμαστε ελεύθεροι νά συνεχί σου με την ήσυχη ζωή μας, χά ρις- σέ .μερικούς ήρωες, πού στέκονται άπέναντί μας! Ό κόσμος ξεσπάει σέ ζη τωκραυγές καί χειροκροτήμα τα:, ενώ από όλων τά στόματα βγαίνει ρυθμικά ή ίδια φωνή: « Κ ε—ραυ—νός! Κ ε—ραυ— νός!» — Ναι, ό Κεραυνός!, εξα κολουθεί ή βασίλισσα. Χάρις στο θάρρος τού Κεραυνού, ένιικήσαμε τούς εχθρούς μας. "Βμεΐς τούς οφείλουμε την η συχία μας καί ό κόσμος τής γης τη σωτηρία του! Ό δημοσιογράφος δίνει καί παίρνει. Φωτογραφίζει τή βα σίλισσα, φωτογραφίζει τούς σοφούς, τον κόσμο, τούς ήρω ες, τό παλάτι. Μεθάει στη σκέψι πώς θά καταπλήξη τον κόσμο, πληροφορώντας τον μέ την εφημερίδα του για την υ πόγεια πολιτεία. Ό Μπίλ τά βλέπει καί αναρωτιέται άν θά τον άφήση ή βασίλισσα νά άνεβή επάνω στη γή, Ή ίδια έρώτη,σι τον βασανίζει καί για τον εαυτό· του. Βλέπει την βασίλισσα νά τον πλησιάζη. Τού καρφιτσώ νει· στο στήθος ένα μεγάλο χρυσό παράσημο καί τον φιλεΐ συγκινημένη στο πρόσωπο.
Εΐμομ 'μ ράθυμη αρΰ κάνω άποιαδήποτε χάρι ,μού ζηντήσης, Κεραυνέ!, τούλέευ “ Μεγάλη, μου βασίλισσα, τής απαντάει ό Μπίλ, ξέρεις πολύ καλά τί θέλω νά σού ζη τήσω. ’Άν ό κόσμος αυτός εί ναι αληθινός παράδεισος για σάς, για .μάς υπάρχει ένας άλ λος παράδεισος. Κοντά στους δικούς μας, στους φίλους μας, στους συμμαθητές ,μας, στην πατρίδα μας! Είμαι χαρού μενος πού βοήθησα την πολι τεία σας και κατόρθωσα μαζί με τό φίιλο μου και τούς δι κούς σας φίλους νά σώσω τον κόσμο από την απειλή τής σκλαβιάς του Μέρβιν, του υ πασπιστή σας, και τού Βάγκ. Πρέπει όμως νά γυρίσω ατούς γονείς μου, βασίλισσα! Ή Αίντα χαμογελάει με καλωσύνη. — Άπό τη στιγμή αυτή μπορείς νά πάς όπου θέλεις, Κεραυνέ, μαζί ;μέ τό φίλο σου καί τόν' δημοσιογράφο πού μάς βοήθησε κι3 αυτός όπως μπορούσε. Άνεβήτε στή γή και στούς δικούς σας! Μπο ρείτε νά πήτε δ,τι θέλετε στή γήί γιά μάς! Τό συμβούλιο των σοφών αποφάσισε νά πληρ οφορήση τού ς ανθρώπου ς τής γήζ γ'ά τή δική μας πολι τεία καί γιά τό δικό μας πο λιτισμό. Θά σάς δώσουμε όλες τις ανακαλύψεις πού έχουμε εφαρμόσει έκτος άπό τις πο λεμικές. Ή τρομερή βόμβα θά μείνη στά χέρια μοος. Μ3 αυτή τή βόμβα θά απειλήσουμε τή Υή!
—^ Μ& γιόκτί; ρωττάει ττερίέργος ό Μπίλ. -— "Οχι γιά νά την κατα κτήσουμε. θά απειλήσουμε κά 6ε κράτος πού θά θελήση νά κηρύξη τον πόλεμο σέ άλλο κράτος. Εμείς θά γίνουμε οι φρουροί τής ειρήνης σέ όλη τή γή, γιά όλους τούς αιώνες πού θά ακολουθήσουν... "Απέραντες ζητωκραυγές σκεπάζουν τά λόγια τής βασί λισσας. Ό κόσμος αρχίζει τά τραγούδια του, ενώ ή Αίντα παρασημοφορεί και τούς άλ λους ήρωες. — Θ3 άφήσης τήν Π όλα ν3 άνέβη στή γή; τήν ρωτάει ό Ταμ όταν ή βασίλισσα φτάνει κοντά του. —Θά τήν άφήσω, καλέ μου Τόμ! "Οπως θ3 άφήσω καί σάς οποτεδήποτε θέλετε, νά μπή,τε πάλι στο βασίλειό ιμου. Δεν θέλω νά μέ ξεχάσετε, όποος δεν θά σάς ξεχάσω καί γώ ποτέ μου όσον καιρό θά ζώ! ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΗΝ άλλη μέρα ό Μπίλ, ό Τόμ καί ό δημοσιογράφας, ετοιμάζονται γιά τό ταξίδι τής επιστροφής τους στην "Αμερική. Είναι καί οί τρεις τους συγκινημένοι. Κον τά τους βρίσκεται καί ή Π ό λα. Ή βασίλισσα καί ό πα τέρας της τής έπέτρεψαν νά άνεβή γιά λίγο καιρό στή Νέα Ύόρκη. — "Ετοιμοι; Είναι ή βασίλισσα. Δίπλα της στέκει ό Αούντι μέ τον
Τ
Α Ψ Η *$«41Μ€ίΗ<444444$<Μ&€4β*<&44Μ*444ί44ί4Μ<444ί4αίΐ<α44<44*<«α«<4ί<α<ί«««< ’Άρκο- Είνοπ- ικ-®1 οί δυό τ§υς γελαστοί, Ό ’Άρκα άβλαβε τά Καθήκοντα του ύπαιστπστοΟ κοντά στη βασίλισσα, καί ό Λούντι διωρίστηκε διευθυντής τής αστυνομίας! —"Ετοιμοι!, τής απαντούν καί οι τρεις. — Εκεί πού θά πάτε, τούς πάράκαίλεΤ ή βασίλισσα, γράψτε δ,τι θέλετε στις εφη μερίδες για την πολιτεία μας. Πρέπει νά μάθουν άλα τά κρά τη πώς μέσα στο βάθος τής γής υπάρχει μιά πολιτεία ε λεύθερη κι' ευτυχισμένη, μιά πολιτεία δυνατή, με τις πιο επικίνδυνες πολεμικές εφευρέ σεις. "Ως τώρα δεν ένδιαφερθήκομε καθόλου γιά τούς κα τοίκους τής γης. Πήραμε ό μως την άπόψασι νά μην τούς αφήσου με από δω καί μπρος νά μπλεχτούν ξανά σέ καινούρ γιους πολήμους, γιά νά ζήσετ-ε καί σεΤς ειρηνικά σάν καί μάς εδώ κάτω. "Οποιο κράτος δεν ύπακούση στη συμβουλή μας καί θέληση νά κηρύξη τον πόλεμο σέ άλλο κράτος, θά δακιμάση τη βόμβα «Υ». πού θά τό διαγράψη μέσα σέ ένα λεπτό άπό τό χάρτη τής γης! Σωπαίνει γιά μιά στιγμή, χαμογελάει φιλικά καί συνεχί·ζε.Γ: — Αυτά εΐχα νά σάς πω. Σάς εύχομαι καλό ταξίδι καί γρήγορη άντάμωσι. Έμεΐς πο τέ μας δεν θά ξέχάσουμε τά δυό Άμερικανόπουλα, Ττού μάς έσωσαν πολλές φορές Τη ςώή καί την ίδια τη χώρα μας α ϊτό την καταστροφή. Ή πολι τεία μας γιά σάς θά είναι
πάντα άνοιγτή- Μή ,μ&ς  χνάη, —- Δέν πρόκειται νά σάς ξε χάσου με !, τη βεβαιώνει συγ κινημένος ό Μττίλί Έγώ σάς υπόσχομαι πώς μόλις τελειώ σω τό γυμνάσιο, θά έρθω νά σπουδάσω στην ακαδημία σας! — Καί γώ τό ίδιο!, κάνει ό Ταμ. ^ Ή Λί'ντα τούς σφίγγει τά χέρια καη καθώς τούς φιλ,ει, δυό δάκρυα ευγνωμοσύνης κυ λούν άπό τά μάτια της. Ό δρόμος πού οδηγεί ώς τη δεξαμενή του υποβρυχίου είναι γεμάτος κόσμο. "Ολοι τους σηκώνουν μαντήλια καί αποχαιρετούν τούς τρεις Α μερικανούς, πού έσωσαν την πατρίδα τους καί τώρα φεύ γουν. * & * Τό ύπο'βρύχια τής παράξε νης πολιτείας, πού τό διευθύ νει ό Λούντι, έχει βάλει πλώ ρη γιά την Αμερική. Πόσο εί ναι ευτυχισμένα, τά παιδιά πού ξαναγυρίζουν στην πατρίδα τους, κοντά στους δικούς τους! Τό ίδιο βράδυ, φτάνουν σέ μιά ερημική ακτή τής Αμερι κής, κοντά στη Νέα Ύόρκη, καί με μιά λαστιχένια βάρκα βγαίνουν στην ακτή. -— Φίλοι μου, γειά1 σας!, τούς λέει ό καλός Λούντι, Και σύ, Π όλα, όταν βαρέθής κον τά στούς φίλους μας, ειδοποί ησε τον πράκτορα μας γιά νά σέ πάρουμε... Τούς φιλεΐ έναν - ένα κι5 έ πειτα μπαίνει στη βάρκα καί
ΚΕΡΑΥΝΟΙ
33
««««««««««««««<««««<«««««««««««««««««««««««««« γυρίζει στο υποβρύχιό του. * Ά ★ Οι γονείς του Το μ και τού Μπίλ. υποδέχθηκαν^ τά χαμέ να παιδιά τους μέ κλάματα και ξεφωνητά χαράς. Κι’ ό ταν εκείνοι τούς διηγήθηκαν την μεγάλη τους περιπέτεια, έμειναν εμβρόντητοι! Ή μι κρή άδελφούλα του Μπίλ, η Τζίν, χάρηικε τόσο πολύ γιά την καινούργια της φίλη., την κ απέλλα από την παραμυθέ νια πολιτεία! "Οσο γιά τον Τάμ, ή πρώτη του δουλειά ϊταν νά τρέξη κοντά στον Φρίξ, πού τον είχε νοσταλγήσει. 1 Αληιθ ινο π ανδα ιμ ό ν ιο ξέ σπασε την άλλη μέρα τό πρωί, όταν ή εφημερίδα «Σόν» πληροφορούσε τον κόσμο, μέ μιά ωραία περιγραφή τού νεα ρού δημοσιογράφου, γιά την κρυμμένη πολιτεία και γιά τον θρίαμβο τοΰ Κεραυνού! Οι ξένες πρεσβείες αναστα τώθηκαν και ή αστυνομία έτρεξε αμέσως νά βρή τά δυο παιδιά. Ό Μπίλ εξήγησε δ,τι τούς συνέβη ώς την στιγμή πού έφθασαν. τό προηγούμενο βράδυ στήν ερημική ακτή. Οί εφημερίδες έβγαιναν κά θε μιά ώρα καί πληροφορού σαν τον πεήίεργο κόσμο γιά την ύπαρξι καί τή ζωή μιας χαμένης πολιτείας, ενώ οί ξέ νοι άνταποκριταί τηλεγραφού σαν στις δικές τους εφημερί δες τό μεγάλο καί συνταρα-
κτ κκό νέο. "Ενα πλήθος έτιρεξε νά δή τά δυο παιδιά, που έγιναν γνωστά από τή μιά μέρα στήν άλλη σέ άλες τις γωνιές τής γης. Οί φωτορεπόρτερ τούς έ παιρναν διαρκώς φωτογραφίες καί ρί δημοσιογράφοι τούς ζάλιζαν μέ τις ερωτήσεις των. Οί δυο φίλοι βρίσκονται κα θισμένοι στη. σάλα του σπι τιού. τού Μπίλ. Ό Τόμ κραΙτάν’ στήν αγκαλιά τού τον Φρίξ. Δίπλα τους κάθεται ή Πόλα. Σέ λίγο1 ή πόρτα ανοί γει καί μπαίνει μέσα ό αντι πρόσωπος τού προέδρου, μα ζί μέ τον υπουργό των Ε ξωτερικών τής Αμερικής καί μέ δυο πρεσβευτές. Ό Μπίλ τούς διηγείται μέ κάθε λεπτομέρεια την περιπέ τεια του καί ή Πόλα τούς ε ξηγεί τόσα καί τόσα άγνω στα πράγματα, από τή ζωή τής πατρίδας της. "Ολοι έ χουν μείνει μέ ανοιχτό τό στό μα καί την άικουν κατάπλη κτοι. Σέ μιά στιγμή, ό υπουρ γός ρωτάει τον Τόμ: ^ —θά ήθελες νά μείνης γιά πάντα στη χαμένη πολιτεία; ^Αντί γιά τον Τόμ όμως, του απαντάει ένα. βαθύ ροχα λητό ! Ό αθεόφοβος δεν άντεξε καί τό έρρι-ξε πάλι στον ύ πνο, ενώ ό Φρίξ τού γλείφει μέ τή γλώσσα του τό πρό σωπο !
ΤΕΛΟΣ
Κείμενο: ΠΟΤΗ
ΣΤΡΑΤΙΚΗ
3Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: *Οδός Αέκκα 22 Α
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Άριθ. <8 Α Τιμή 6ραχ. 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, "Αθηνών καί Φιλελλήνων, "Άνω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τυιτο.ραφείου: "Αν. Χατζηβασιλείου, "Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
ΤΕΛΟΥΣ! Την ερχόμενη
(17 Φεβρουάριου στις Επαρχίες) κυκλοφορεί ένα νέο σνάγνω σμα, πού θά κατακτήση την καρδιά κάθε "Ελληνόπουλου! Τό πιο δυναμικό α νάγνωσμα, πού έχει κυκλοφορήσει ποτέ στην Έλ-
ο
μικρός:
ΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ "Ενα ιστορικό, ήρωικ ό, συγκλονιστικό άνάγνωσιμά από τη Μεγάλη "Ελλη νική Έπανάστασι τού 21, ή "ιστορία ενός Ατρόμητου "Ελληνόπουλου πού άψήφησε τούς στόλους καί τούς στρατούς των Τούρκων τυράννων καί σκόρπισε άν άμεσα σ' εκείνους, πού εΐχαν υποδουλώσει! την πστ ρίδα του, τον τρόμο καί τον πανικό, ιμέ τό ιμπουρλότο καί τό σπαθί!
Ο Μ
Μ ΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ "Ενα Ανάγνωσμα, πού θά κάνη τά στήθη σας νά φουσκώσουν, τά μάτια σας νά δακρύσουν καί τά χεί λη σας νά χαμογελάσουν. " Ηρωισμοί, γιγαντομαχίες, συναρπαστική πλοκή, ναυμαχίες, κωμικά επεισόδια!
ΥΡΥΙΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ*
ΜΑ Ο» ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ. ΤΗ* ΥΡΥΙΗΣ Πόλης
ΑΧΤΝ ΗΤΑ/ν Η ΤΕΛΕΥ
ΤΑΙΑ ΑΤΙΜ/Α ΣΟΥ»
Εχογ/ν Λκουςει το
γκογκ
κΐ' ΕΡΥο·ν
ΤΑ) ΝΑ ΘΑΝΑΤΡΣύΧΛ/ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΟ Ί5ΑΖΙΑΗΑ ΤΟΥΣ.&*■'·■■■>■&*-------— ΑΥΤΗ ΘΑ Ε/Λ/ΑΙ Η ΜΑΓΚΑ ΠΟΥ,. ΑΣ
&0*ΙΜΑΣ2...
ΠΟΥ ΠΑΤΕ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ; ΔΕΓν ΒΛΕΠΕΤΕ ΠΡΣ ΚΡΑΤβ ΤΟ ΣΥΜΘΟΛΟ ΤΗΣ Ε=ογΣΐΑΣ ΤΗΣ νρΥΣΗΣ ΠΟΛ/ΤΕίΑΣ; ΕΧΕΙΣ ΤΗ ΔΥΛ/ΑΜΗ< Σ7Α ΧΕρ/Α ΣΟΥ \ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΤΕ Το ΝΕΟ βΑΣ/ΛΗΑ ΚΑΙ ί
8
ΘΕΟ ΜΑΣ
ΚΛ6ΓΚΑ Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ Μ ΤΟΚΑ ΝΑ ΓΙΑ Μ6ΜΑΣ ΕΣ9ΣΕΣ ΤΗ 29 Η / (VΑ 0ΤΑ5 Σ Υ Μ ΚΑΐ ΜΑΣ ΑΠΑΛΛΑΞΕ/ λ *β>ΑΐΝΕΓ <ΑΠ ΜΕΚΙ* ΑΠΟ ΕΜΑ φΟΝΗΑ- ) ΣΑ ΣΤΗ 20ΥΓΚΑΑ
/ τί>τε ε/ΜΑί πάν τα ΕΤΟΙΜΟ* ΝΑ ΥΤΥΠΗΣβ ΤΟΝ
λ
.-Εινοχο ! ^