ΠΕΡΙΛ ΑΜΒΑΑΝΕΙ ΝΕΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒ ΤΑ 1-24 ΤΑ # 1-40
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-006-3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΒΙΙΙΒ!ΙΙΙΙΙΒΙ!0·ΕΙΙΕ·Β1ΙΕΒ>·η<ϋβ·<Μ·!ΐ:·9ΙΙΙΙ9Ιβ3Ι1ΙΙΙΙΙΒΙ>(1ΙΙΙΙ<··ΙΒΒΟ9ΙιιΕΙΙ!ϋΙ!>Ι99ΙΠ)ΒΒ3Ιι>Εη··ΙΒ
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ
ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Λ ΕΥ Κ Ο Σ κυνηγός Κ α ρόζο ξεφωνίζει άγρια: —Θά σέ κάψω ζων τανή!... Τ' ομορφο ξανθό κορίτσι, που βρίσκεται ορθό και μέ δεμένα χέρια και πόδια, τον κυττάζει περήφανα: —»Κάψε με!... Δον θά προ δώσω ποτέ τον άγαπηιμένο μου σύντροφο... Ό λευκός κακούργος γυρί ζει τώρα οπούς μαύρους του: — Τί περιμένετε, λοιπόν; "Άιντε νά τελε ιώνουρ ε... Οι ιθαγενείς υπηρέτες μα ζεύουν φρύγανα και ξερά κλα
διά. ί ά σωριάζουν γύρω στην αιχμάλωτη που __ δεν μπορεί νά μετακίνησή. ! ρίβουν γρή γορα -μαύρες γυαλόπετρες και τούς βάζουν φωτιά... Οί φλόγες όσο .μεγαλώνουν τόσο καί πλησιάζουν την ά μοιρη κοπέλλα. Ό Καρόζο τή ρωτάει γιά τελευταία φορά: —Λέγε: πού βρίσκεται ή κρυφή σπηλιά σας; Πες μου καί θά σοϋ χαρίσω τή ζωή!... Θά σέ κάνω κόρη μου!... Θά σέ γεμ ίσω χρυσά στολίδ ι α!... Τό δ ωδ εκ άχ ρονο κ ορ ίτ σ ι τής ζούγκλας κυττάζει μέ φρί κη καί άπόγνωσι τις ^κόκκι νες φλόγες πού χυμάνε νά την άγκαλιάσουν. Σφίγγει μέ δύναμι τά σαγόνια της μήν
4
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τής ξεφύγηι άθελά της κοττι —Τ αμπόααρ! που θά μπορούσε νά βαιλη σέ Ό μικρός δεκαεξάχρονος κίνδυνο τη ζωή του συντρό Ταρζάν, πού βρίσκεται πά φου της. νω στά κλαδιά του δέντρου, Ό κακός λευκός συνεχίζει τραβάει αμέσως και με ούνα με σαδισμό: μι τό λάσσο. Ή συντρόφισ—Ό Θεός έκανε τούς έλ.έ σά του λευτερώνεται από τις φλόγες κι5 αίωρεΐται στο κε φάντες γιά νά ,μάς δίνουν τά πολύτιμα δόντια τους... Ό νό. Ό Ζαμπόρ τήν τραβάει σύντροφός σου μ* Εμποδίζει μέ δύναμι καί βιάσι προς τά νά τούς κυνηγάω... "Αν δεν επάνω·. μπορέσου νά τον σκοτώσω, Οί μαύροι ιθαγενείς κυττά πρέπει ν αλλάξω επάγγελμα. ζουν χαμένα γύρω τους, ένώ Οί πρώτες φλόγες φτάνουν ό λευκός κυνηγός τραβάει τό τώρα και γλείφουν τά γυμνά πιστόλι του καί ετοιμάζεται πόδια τής νέας. Άπό τό ξέρα νά πυρο'βαλήσηι τον άπροσδό μένο λαρύγγι της βγαίνει ικιητο σωτήρα... Όμως δέν σπαρακτικό ξεφωνητό. χρειάζεται νά τό κάνη.. —’Άααα!... Τήν Τδία στιγμή, ό Ταμπόρ Όμως ό πόνος, άλλοίμο— καθώς τραβάει τό λάσσο νο, εΐναι πολλές φορές πιο δυ με τη Ζολάν — γλυστράει ά νατός άπ’ την ανθρώπινη; θέπό τά κλαδιά πού στηρίζεται. λησι. πέφτει μαζί της μπρο —Βγάλε με από τη φω στάΚαίστο πιστόλι του Καρότιά!... Θά στά πω δλασσ! ζο καί στά κοντάρια των μαυ Ό λευκός δήμιος επιμένει: —Όχι... Πρώτα θά μιλή ρων του. σης, κι* υστέρα... Τ* ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ Μά δεν προφθαίίνει ν’ άποτελειώση τη · φράσι του. Την ΤΑΜΠΟΡ-τό Τδιο σύτό ίδια στιγμή κάτι αναπάντε πρωΐ - ξυπνάει στήν χο γίνεται. 5Από τά πυκνά κρυφή σπηλιά του λίγο κλαδιά του τεράστιου δέντοου πριν ξεπεταχτή ό χρυσός ή πού ρίχνει τη σκιά του στήν κατασκήνωσι του λευκού κυ λιος πίσω άπό την κορυφέ) νηγού. ένα πρ ωτό γονο λ άσ τού μεγάλου πέτρινου βουνού. Πλάι* του κάποιος ροχαλί σο, από χορτόσχοινο, σφυρί ζει σαν λαχανιασμένο άγριοζει στον άέρα. Ή θηλειά του, πέφτοντας πάνω άπ’ τό κοοί’- γαύρουνο. Είναι ό Μπουτάτα, τσι πού καίγεται, αγκαλιάζει ο κουτός καί φοβητσιάρης σύντροφός του, μέ τήν ηρά και σφίγγεται γερά στή μέση του. Ένώ, ταυτόχρονα σχε κλεια δύναμι καί τό κωμικό δόν, δυο χαρούμενα ξεφωνη τσουλούφι στο κεφάλι. τά άντηχούν: Ό μικρός Ταρζάν; μέ τ?ρ —-Ζολάααν! πρώτη ματιά πού ρίχνει γυ-
Ο
ΤΑΜΑ Η
ρω του, βλέττει ττώς ή Ζολάν δέν βρίσκεται, δπως πάντα, σηά χο,ρταιρένισ στρωσίδια της. Μά ούτε κι3 ή Φιφή, ή άγα; πημένη μ ικροσκοπική σκυ λίτσα της, είν3 έκεΐ. •Πετιέται αμέσως όρθός κι3 ανήσυχος. Βγαίνει μ3^ ένα ττή δηιμα στ3 άνοιγμά τής σπη^λιας και ουρλιάζει ιμέ φωνή αφάνταστα δυνατή: —Ζολάαααααν!... Ό Ταμττορ ,μάταια περιμέ νει για λίγες στιγμές άττόκρι σι στο κάλεσμά του. "Υστε ρα ξαναγυρίζει στο βάΒος τής σπηλιάς κάί ξυπνάει μέ τό πόδι του τον άράπη. —Έ, Μπουτάτα!... Τό κο ρ ίτσ ι χάθηκε !... Πάμε έξω να ψάξουμε... Ό μαύρος Ηρακλής, ή ό « Γσουλούφης» όπως τον λέει ή Ζολάν, άνασηκώνεται βαρε τά και χασμουριέται τρίβον τας τά γουρλωμένα^ ηλίθια ,μά τια του. Τακτοποιεί στη ιμέση του τη ζώνη ιμέ τη θήκη του άχώρ ιστού πιστολιού του καί μουρμουρίζει: •—Αές, άφέντη Ταμπόρ, νά την άρπαξε κανένα θεριόοα;! —Γιατί ρωτάς; —Γιατί χθες τό βράδυ είδα.. —Τι είδες; —"Ενα ποντίκι πού τριγύ ριζε στα στρωσίδια της. Σέ λίγο ό Ταμπόρ κι* ό Μπουτάτα βρίσκονται έξω α πό τη σπηλιά. Προχωρούν ψάχνοντας καί φωνάζοντας τή χαμέ’νη συντρό φισσά τους. Τή νύχτα, οί κοπαρράκτες τ’ ουρανού είχαν ξεχυθή στην παρθένα κι" άγρια ζούνν>σ,
3
Τό χώμα τής γης, δπου ήταν γυμνό από βλάστηση έχει γί νει_λάσπηι. -αφνικά, οι δυο άντρες στα ιματούν κατάπληκτοι καί κυττάζουν μέ δέος κάτω: Σέ μι κρή άπόστασι, πάνω στο χώ μα τό βρεμμένο, βλέπουν τ3 άχνάρια άπό τεράστιες γυμ~ νές ανθρώπινες πατούσες. Κά θε :μιά τους είναι σέ μάκρος πάνω άπό μισό μέτρο! Σί γουρα, ό άνθρωπος πού είχε περπατήσει εκεί έπρεπε νά ξεπερνάη;, σέ μπόϊ, τά έξη μέτρα!... Ό μικρός Τσρζάν νοιώθει (φρίκη άντικρύζοντας τ3 άχνά ρια των υπερφυσικών αυτών ποδ αριών. —Τρομερό!... Ποιος νά ε! ναι αυτός πού πάτησε έδώ;! Ό Μπουτάτα χαμογελάει: —Κουτός είσαι ά^έντ^; Δέν καταλαβαίνεις ποιος θατονε; —Ποιος; — Κάποιος ιμέ... πρησμέ να ποδάρια!... Την ίδια στιγμή ό Ταμπόρ ανακαλύπτει πλάι στίς τερά στιες πατημασιές καί κάτι άλλες πολύ - πολύ μικρές. Έ χουν κι3 αυτές την ίδια κατεύ θυνσι καί τις αναγνωρίζει α μέσως: είναι τής Ζολάν. Τό μυαλό του τώρα φωτί ζεται καί κάνει φανταστική άναπαράστασι τού χαμού της. «Φ άίνετα ι, συλλογ ίζετ α ι, πώς ή συντρόφισσά μου, ξυ πνέοντας πιο μπροστά άπό μένα, βγήκε άπό τή σπηλιά για νά πλυθή στην κοντινή
6
Ο ΜΙΚΡΟΣ
πηγή. Έκιεΐ θά την βρήκε ό άγνωστος Γίγαντας καί θά την πήρε ιμαζί του...» Τό Παιδί τής Ζούγκλας τραβάει τώρα δοτό τό τριχω τό μπράτσο τον /μαύρο Ήρα κλή: — Γρήγορα, Μπαυτάτα! Πάμε νά ρωτήσουμε τό Μάγο Ζοχράν. Σέ λίγο ένας τυφλός σκελε τωμένος γέροντας, φορώντας προβιά λύκου καί στολισμέ νος παράξενα, τούς δέχεται στο μακάβριο άντρο τής σττη λιάς του. Στρέψει για λίγο τά θολά -μάτια του στους πράσινους καπνούς -μιας /μαγικής χύτρας κάί μουρμουρίζει βραχνά: —Βλέπω τό Κορίτσι τής
Ζούγκλας... *Ακολουθείς κάτ ι αχνάρια στο χώμα... ζεμα^ κραίνει πολύ από τή σπηλιά σας... Τώρα βλέπω δυο μαύ ρους νά τή συναντάνε... Τοόρ βλέπω νά την αρπάζουν και νά τή φέρνουν μπροστά σ’ έ να λευκό κυνηγό. Τώρα βλέ πω ν5 ανάβουν φωτιά γύρω της Ό κακός λευκός θά τήν κάψη ζωντανή... Ό Ταμπόρ δεν περιμένει ν’ άκούση περισσότερα. ^ ζέρει πιά πώς ή Ζολάν βρίσκε ται στά χέρια ταυ άσπονδου εχθρού του πού κυνηγάει κάί σκοτώνει τούς αγαπημένους του έλέφαντες. Τραβάει πάλι τό Μπουτάτα νά φύγουν, μά εκείνος κον τοστέκεται γιά νά ρωτήση τό
*0 Μπουτάτα σκορπίζει τον όλεθρο και τον πανικό.
ΤΑΡ2ΑΝ
Ε<να μεγάλο καράβι τσακίστηκε πάνω ατά βράχια.
Ζσχράν. — Δεν ιμισυ λες,, αφέντη Μά γο: -έρεις κανένα βότανο νά ...ξεπρίζη τά ποδάρια; Ό μικρός Ταρζάν μέ τό μαύρο σύντροφό του φθάνουν τώρα τρέχοντας κοντά στην κατασκήνωσι του Κορόζο. Ό Μπουτατα κρύβεται κάπου1 κι5 ό Τα μπαρ πηδώντας άπό κλα δί αέ κλαδί;, κι’άιπό δέντρο σέ δέντρο, φτάνει πάνω άπό τό σημείο πού βρίσκεται ή Ζολάν. ΙΊιετάει ένα λ άσσο—όπω ς είδαμε — τραβάει τό κορίτσι άπ’ τις φλόγες, :μά την τελειυ ταία στιγμή γλυστράει κάί γκρεμίζονται κι5 οί δυο κάτω.
Ο ΤΕΤΡΑΠΟΔΟ! ΣΩΤΗΡΑΙ
Ι Μαύροι ιθαγενείς μέ τό Τδιο χορτόισχοινο τού λάσσου, δένουν γρή γσρα χειροπόδαρα τον Τα μπόρ καί τη Ζολάν. Ό λευκός κυνηγός πλησιά ζει καί, δίνοντας μια άπάνθρωπη^ κλωτσιά στο Παιδί τής Ζούγκλας, καγχάζει Βριαμβεο τικά. —Χά, χά, χά!... Τώρα θά μπορώ πιά νά δουλεύω ήσυ χος!... Κι δισο γιά σένα, που λάκι μου, μην άνησυχής, κά ποια κοιλιά πειναΟμέναυ θε ριού θά βρεθή νά σέ φιλαξενηση...
Ο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ό Ταμπόρ, δεμένος κάτω καθώς βρίσκεται, τον ικυττάζει ιμέ περιφρόνησι: —ΈΤσαι ένας άνανδρος δο λοφόνος, Καρόζο!... Καί να λείψω έγώ άπό τή ζούγκλα, τά θεριά τ,ης θά μείνουνε... Αυτά θά σέ τιμωρήσουνε κά ποτε όπως σου αξίζει. Καί τελειώνοντας τά λόγια του βγάζει μια αφάνταστα δυνατή κραυγή: —5 Αόαααααααα!... Αμέσως, γρήγορο καί βα ρύ ποδοβολητό άκούγεται νά πλησιάζη. .Καί σέ λίγα δευ τερόλεπτα ό χειροδύναμος Μπουτάτα φθάνει, άνεμίζοντσς άπειλητιικά στις χερού κλες του δυο τρομακτικά ρό παλα. Αμέσως, σάν σίφουνας χύνεται πάνω στον κυνηγό καί τούς ανθρώπους του, σκορπί ζοντας τον όλεθρο κάΐ τόν πα νικό! Τά τεράστια ρόποολά του άνεβοκατεβαίνουν δεξιά κι5 α ριστερά, κτυπώντας τους μ’ αφάνταστη ορμή καί λύσσα. Ένώ, ταυτόιχρονα, ό ίδιος κλα ιρουρίζει φοβισμένα καί παρα κλητικά. —Μή ιμέ βαράτε, αφέντες μου, ιμή μέ βαράτε!... Μπά, σέ κοολόοο σας! Ό Καρόζο κάνει νά τόν πυ ροβολήση, μά δέν προφθαίνει. Ό Μπουτάτα του πετάει πρώ τα τό ένα κι’ υστέρα τ άλλο ρόπαλο, κάνοντάς τον νά τό βάλη .στά πόδια για νά σωθή. Οι ιθαγενείς, βλέποντας τόν άρχηγό τους νά φεύγη^ τρέ χουν κι* αυτοί ξοπίσω του τρο μακρατημένοι.
Ό ιμαΰρος Ηρακλής ^άρπά ζει τώρα — άντί για ρόπαλο — έναν άπό δαύτους καί κυ νηγάει κτυπώντας ·μ* αυτόν τούς άλλους... Τέλος, μόλις τούς βλέπει νά ξεμακραίνουν αρκετά, ξαναγυρίζει σβέλτος κοντά στα παιδιά, τά σηκώνει όπως είναι, στην άγκαλιά του καί προχωρεί νά φύγη, μουρ μουρίζοντας ικανοποιημένος: —Καλά πού δέν θυμώσανε νά μέ... σπάσουνε στο ξύλο!.. Αλλοίμονο όμως !... Καθώς προχωρεί, σηκώνοντας τόν Τα μπόρ καί τή Ζολάν, μιά μικρή πράσινη σαύρα ξεπετάγεται ι μπροστά του. Τά μάτια του μαύρου Ηρακλή γουρλώνουν άπό τρόμρ! Τό κωμικό τσου λούφι του ανατριχιάζει άπό φρίκη! Καί; πετώντας κάτω τά δυο παιδιά, τό βάζει στα πόδια ξεφωνίζοντας μ’ άπόγνωσι: —'Βοήθειααα!... Τό Πρόοσι νο Θεριόοο!... Ό λευκός κυνηγός πού βλέ πει άπό μακρυά τόν Μπουτάτα νά παρατάη κάτω τά δυο δεμένα παιδιά καί νά φεύγη τρομοκραιτημένος, ξεθαρρεύει. Μαζεύει τούς ανθρώπους του κι5 όλοι μαζί χύνονται πίσω του νά τόν εξοντώσουν... Ό Ταμπόρ καί ή Ζολάν, δε μένοι καθώς βρίσκονται άνάμε οα στούς άναίσθητους μαύ ρους, πουχουν σωριαστή κάτω άπό τά κτυπήματα του Μπου τάτα, αλλάζουν ψιθυριστά με ρίκα λόγια. Ό μικρός Ταρζάν ρωτάει τό Κορίτσι της Ζούγκλας: —Είδες κανένα Γίγαντα τό
ΎΑΡ1ΑΗ
πρωί πού βγήκες από τή σπη λιά μας; —"Οχι. Μόνο τ' αχνάρια άττό τά ποδάρια του. —Ή Φίφη δεν ήταν μαζί σου; —Να!.. Μά σαν φθάσαμε εκεί που σταματούσαν οι ρε γάλες πατημασιές, κάτι φόβε «ρο είδε και τρόμαξε... —Τί; —Δεν ξέρω... Έγώ δεν εβλεττα τίποτα... —Αίκηα έχεις, Ζολάν... Τά ζώα 'βλέττουν πολλές φορές έκεΐνα που δεν μπαρουν να ϊδοΟν τά μάτια τά δικά μας... Και τί« άττέγινε; Τά μάτια τής όμορφης ξανθέ ιάς κόρης βουρκώνουν: —Τδδαλε στά πόδια γαβγί ζοντας φοβισμένα... και χάθη κε μέσα στη ζούγκλα!... Πρώτη· φορά ττου μ* άφησε μο νάχη!... Φαίνεται πώς δεν θά ιμ’ άγαττάει πιά!... Ξαφνικά, κάποιος βαρύς α ναστεναγμός ττου άκουγεται •πλάι, κάνει τά παιδιά νά στα μ στήσουν άπότομα. "Ενας ά= ττό τους κτυπημέναυς μαύρους συνέρχεται καί σηκώνεται μέ δυσκολία. * Αρπάζει ένα κοντά ρι καί πλησιάζει μ* άγριο μί σος τά παιδιά. Τό σηκώνει κι* έτοιμάζεται νά τους κτοπηση, μ ουγγρίζοντας: ■— Σκυλιά!../Εσείς θά πλη ρώσετε τό σπασμένο μου κε φάλι ! Κάνετ άμέσως νά κατεβάση τό κοντάρι του πάνω στά στη θεία του Ταμπόρ. Δεν προφθαί νει όμως... Γιατί, την ίδια στι
γμή, πίσω άττό τόν άράτημ φτάνει λαχανιασμένη! και μέ τή γλώσσα έξω, ή Φίφη. .Η !μακροσκοπική καίί τετραπέρα τη σκυλίτσα τής Ζαλάν.. Τό ζώο έχει δή τό κακό που πρόκειται νά γίνη κι* ενεργεί μ* αστραπιαία ταχύτητα. Κά νει ένα σάλτο, γατζώνεται στους ώμους του μαύρου μέ τό σηκωμένο κοντάρι και τόν δαγ κώνει μέ λύσσα ιστό σβέρκο. Ό άράπης, ουρλιάζοντας από τόν πόνο καί νομίζοντας στο ξάφνιασμά του πώς τοΰχε.ι έπιτεθή κανένα φοβερό θη ιρίσ, παρατάει τό φονικό κον τάρι του καί τό βάζει πανικό βλητος στά πόδια. Ή Φίφη πη δώντας άμέσως άπό,τή ράχη του, ξαναγυρίζει άμέσως καν τά στά παιδιά, κουνώντας χα ρούμενα την ουρά της. Τό ίΚορίτσι τής Ζο ύ γ κλας, που καταφέρνει νά συ νεννοείται μαζί της, τής φωνάζει: —Γρήγορα Φίφη... Κ όψε ιμέ τά δόντια σου τά σχοινιά του Ταμπόρ. Ή τετραπέρατη σκυλίτσα καταλαβαίνει κι* υπακούει στη διαταγή της, άλλά όχι άπόλυ τα. Αντί νά ροκανίση πρώτα τά δεσμά του Ταμπόρ, κόβει τά σχοινιά ποδναι δεμένη ή άγαπημένη της Ζολάν. Ή νέα πετιέται άμέσως όρ θή κι* ετοιμάζεται νά λύση, αυτή τώρα, τά δεσμά του συν τροφού της. Ξαφνικά ή φωνή του λευκου κυνηγού άκουγεται σέ μικρή
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ
άπόστασι να διατάζη τούς /μαύρους του: ^—Τό ικορίτσ ι λύθηκε! .. Ε πάνω τους γρήγορα! Δεν πρέ πει να μας ξεφύγουν... Ή Ζαλάν παραπαίει δεμένο τον Ταμπόρ, αρπάζει στην άγ καλιά της τή Φίψη καί με σβελ τάδα .μαϊμούς σκαρφαλώνει ατά κλαδιά του (μεγάλου δέν τρου. Τήν ίδια στιγμή οι άρα πηδες φθάνουν μ5 άγριες δια θέσεις ικοντά στο δεμένο Παι δί της Ζούγκλας. Ό Ταμπόρ εΐναι χαμένος πια! (Καταλαβαίνει πώς έχει ψθάσει ή τελευταία του στι7Ρή·
Κυπτσζει για λίγο την Α
γαπημένη. του συντρόφισσα πού χάνεται ατά πυκνά κλα διά τού μεγάλου δέντρου κι3 ένα δάκρυ κυλάει στο μάγου λό του. "Υστερα της φωνάζει σσο πιο δυνατά μπορεί: _—Ζολάααν!... "Αν πεθάνω νά κατεβής αμέσως στο μεγά λο λιμάνι... Νά φύγης για την Άμείρίικήιη!... Τά τελευταία όμως λόγια βγαίνουν μέ άγχος από το λαρύγγι του. Ό λευκός κυνη γός έχει φβάσει κοντά καί τον πατάει με τη βαρεία ,μπότα του στο στήθος. "Υστερα τρα βάει τό πιστόλι, γυρίζει την κάννη του κατά τό κεφάλι του Ταμπόρ καί φέρνει τό δάχτυ λο στη σκανδάλη,..
Γεννήθηκες "Ελληνας, Ταμπόρ! Καί νδααι περήφανος γι* αότό.
Δ,ΡΖΑΝ
11
— Παρ’ το/ κόρη μου... Είναι τό φίλτρο ττου ναρκώνει. ΠΡΙΝ ΑΠΟ
ΕΞΗ ΧΡΟΝΙΑ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως για λίγο τό Παιδί τή,ς Ζούγκλας, στήν άφάντα στα τραγική θέσι πού βρίσκε ται, κΓ ας κάνουμε μια «μικρή κΓ απαραίτητη άνσδρομή στό παρελθόν. Ό Ταμπόρ, απτό πολύ μι κρός και πριν ακόμα ,μάθη νά μ ιλάη καί να κατσλαβαίνη τί^ γλώσσες τών ιθαγενών και τών θηρίων, βρέθηκε μονάχος κΓ έρημος στην άπέραντη ά γρια ζούγικλα. Γονείς δον εΤχε χωρίσει, κι’ ούτε έμαθε ττοτέ τίποτα γι’ αυτούς... ’Ίσως νάταν γοιός κανένας λευκού κυ νηγού ή εμπόρου ή έξερευνητου, πού τον σκότωσαν οί ϊθά
^/ενεΐς, ή τον σπάραξαν τ’ ά γρια θηρία... Μια αλυσίδα μ’ ένα χρυσό μειντάγιόν βρέθηκε μονάχα στό λαιμό του. ’Έτσι μεγάλωνε μαζί μέ τούς πιθήκους καί ζούσε σαν κι’ αυτούς πηδώντας άπό κλα δί σέ κλαδί καί τρώγοντας καρπούς καί άγριο μέλι. Τ’ όνομα «Ταιμητόρ» τοΰ τό χσν δώσει οί ιθαγενείς καί ση ραίνει «Άγριόπαιδο». Κάποτε, σαν ήταν οκτώ χρο νών παιδάκι, κατάφερε να σώ ση τή ζωή του Μπσυτάτα, βά ζοντας σέ μεγάλο κίινδυνο τή δική του. Άπό τότε ό μαύρος μέ τό κωμικό τσουλούφι γινη» κε αχώρ ιστος σύντροφος τού Ταμπόρ καί υπακούει τυφλά
σέ κάθε διαταγή του1. _ "Όταν ,δέ ό 'μικρός Ταρζάιν ήταν δέκα χρόνων κι3 ο Μίτου τάτα κορμιά εικοσαριά, κυνη γημένοι από άγρια φυλή Κοον» νιβάλων, έφτασαν μιά σκοτει νή νύχτα σέ κάποια ερημική παραλία γεμάτη .μεγάλα βρά χια, που σπάζαν πάνω τους τά λυσσασμένα κύματα τής ψουιρτουν ι ασμένη ς θάλασσας. Τήν ϊδια εκείνη νύχτα, ένα μεγάλο καράβι τσακίστηκε πά νω στους μεγάλους βράχους καί βουλίαξε στα βαθειά νε ρά τους. 5Απ' τούς επιβάτες του τρεις μονάχα κατάφεραν νά σωθούν, σκαρφαλώνοντας στα βράχ ι α κατ ατ σ ακ ισμένοι κι* αξιοθρήνητοι. Ένας νέος άνβρσς, ό σοφός άμερ ικανός εξερευνητής Μπαΐκερ, ή χαρι τωμένη ξανθειά καρούλια του, Ζολάν, ώς έξη χρόνων τότε, κι5 ή μικροσκοπική κι5 αχώριστη σκυλίτσα της Φίφη. Ό Ταμπόρ κι* ό Μπσυτάτά βοήθησαν όσα μπορούσαν τούς δυστυχισμένους ναυα γούς. Καί" τήν. άλλη μέρα τό πρωΐ, παίρνοντας τή μεγάλη βαλίτσα τού Μπαΐκερ — μέ τά βιβλία του1—πού ή θάλασ σα είχε πετάξει ^ έξω στα βράχια, μαζί μέ άλλα πρά γματα τού πλοίου, ξεκίνησαν δλ.οι ιμαζί για τό εσωτερικό τής "Αφρικής... νΑν έμεναν έ» κεΐ, ήταν καταδικασμένοι νά πεθάνουν γρήγορα τής πείνας. "Έτσι κάποτε έφτασαν στην περιοχή Μπαντήμ κι3 εγκατα στάθηκαν σέ μιά (μεγάλη καί κρυφή σπηλιά. 3 Εκεί ό σοφός Μπαΐκερ έ
μαθε τον Ταμπόρ νά_ μιλάη, νά διαβάζη καί νά γράφη την αγγλική γλώσσα. Τό ίδιο έ κανε καί στην κόρη του που ήξερε νά ιμιλάη, μά άχι^καί νά διαβάζηι καί νά γράφη τή γλώσσα της. Ό εξερευνητής γέμισε ακό μα τό κεφάλι τού μικρού Ταμπαρ- καί μ3 ενα σωρό άλλες ακόμα γνώσεις τού πολιτισμέ νου κόσμου. Αυτός ό ίδιος εί χε διαβάσει καί τά παράξε να γράμματα πούταν σκαλι σμένα στό μενπαγιόν,^πού κρέ μεται πάντα στό στήθος τού νέου. Καί τού είπε, κυττάζαν τάς τον μέ θαυμασμό! —·Γεννήθηκες " Ιζλληινας^ Τά μίπόρ!... ·Καΐ πρέπει νά είσαι πολύ περήφανος^ γι" αυτό! ΕΤ οαι τό παιδί μιας χώρας πού βγάζει μεγάλους ήρωες!... “Έτσι πέρασαν δυο όλόκλη ρα χρόνια κι3 ό Μπαΐκερ πού στό μεταξύ είχε τελειώσει τις εξερευνήσεις του, έτοιμαζάταν, μέ λύπη του, νά εγκατάλειψη τή ζούγκλα καί νά ξαναγυρί" ση μέ τήν οκτάχρονη κόρη1 του στη μακρυνή 3Αιμερική. "Ομως ή Ζολάν είχε πιά αγαπήσει πολύ καί τον Ταμπόρ καΐ^τή ζούγκλα, καί παραικαλοΰσε τον πατέρα της νά μείνουν για πάντα εκεί. ιΚαί νά πού ή παιδική αυ τή επιθυμία της ήταν γραφτό νά έκπληρωθή κατά τόν^πιό α παίσιο τρόπο. Μιά νύχτα ό άμερ ικανός, γυρίζοντας στή σπηλιά τους, δέχτηκε τήιν έπίθεσι ενός φοβερού θηρίου. Ήταν μιά (μεγαλόσωμη άγριε μόνη, αρκούδα πού στό δεξιό
ΤΑΡΖΑΝ
ττοδάχΕίρό της κιραπτούσιε ένα κοντόχοντρο κλαδί δέντρου. Ό Μπαΐκερ έκανε να τραβή ξη το μεγάλο πιστόλι του, μα ή αρκούδα τον π,ρόφποοσε καί άνεβοκατέβασε μ5 ορμή τό ρό τταλό της στο κεφάλι του. Ό Ταμπάρ καί δ Μπουτάτα έθαψαν κρυφά τον άμοιρο εξερευνητή. Ό τρωτός κλήρο νομηςτε τά βιβλία του καί ό δεύτερος τή ζώνη με τό μεγά λο πιστόλι του. Στη μικρή Ζολάν ετπαν ψέ ματα: Πώς ό πατέρας της άποφάσισε να φύγη μονάχος του για τήιν "Αρερική. Καί πώς θά ξ αναγύριζε νά την πά ρη, ύστερα άττό πολλά χρόνια. Ή .λύπη τής άμορφης παι δούλας για τή στέρησι τού πα τέρα της έσβησε γρήγορα μπροστά στη χαρά πώς θά βρισκόταν, γιά πολλά χρόνια ακόμα, κοντά στον Ταμπόρ, τον άγαίπημένο καί άιχώριστο σύντροφο των παιχνιδιών της. Κι* ό χαμένος πατέρας άρχισε σιγά - σιγά, νά ξεχνιέται... Μόνο, καμμιά φορά, σαν μιλοΟ σε γι>* αυτόν ή άθώα Ζολάν, έλεγε: —"Οταν μεγαλώσουμε, Τα μπόρ, θέλω νά πάμε στη μα κρινή "Αμερική νά ιβρούμε τον πατέρα μου... —Ναί«, Ζολάν... ηη-Καί νά του πούμε πώς έμεΐς οί δυο θέλουμε νά ζήσου με γιά πάντα μαζί.! —Μά καί τώρα ζούμε μοοζι... , '
13
;—"Όχι έτσι... Πώς νά στο πώ: ^Μά μή χωρίσουμε ποτέ! Κατάλαβες, Ταμπόρ; —Ναί>, Ζολάν... Καί τά χρόνια περνούσαν... Τό ξανθό1 κορίτσι μεγάλωνε σαν τά ξωτικά λουλούδια τής ζούγκλας. Ό Ταμπόρ γινόταν σιγά - σιγά, ένα γεροδεμένο κι" άτρόμητο παλληκάρι πού, διαβάζοντας τά βιβλία τού έξερευνητού, είχε μάθει χίλιαδυό μυστικά του (μακρινού πο λ ιτ ισμένου κόσιμου. Καί ό Μπουτάτα, πού δσο μεγάλωνε τόσο γινόταν πιο κουτός, πιο δειλός καί πιο χε ροδύναμος, ήτ αν πραγμ ατ ική άπόλαυσι νά τον βλέπη κα νείς στη ζούγκλα ζωσμένο τό μεγάλο πιστόλι, νά καμσρώνη ...σάν γύφτικο σκεπάρνι, που λένε. "Οσο γιά τή σκοποβολή του, μην τά ρωτάτε!... "Αλλοι μανο σ5 έκείνοος πού θά βρί σκονταν κοντά του σάν έκανε νά πυρσβσλήση ! Σημάδευε τό βορρά καί χτυπούσε τό νότο! Πυροβολούσε την άνατολή καί τραυμάτιζε τή δύσι! Έτσι ό Ταμπόρ — άπό τό θάνατο τού έξερευνητού —μένει ό μοναδικός προστάτης τής Ζολάν. Καϊμμέ μεγάλους κόπους καί κινδύνους καταφέρ νει νά τή μεγαλώση, ως σήμε ρα που εκείνη είναι δώδεκα νιρονών κι* αυτός δεκάξη(*). (1) Οί περιπέτειες του Ταμ πόρ στο διάστημα αυτό, θά κυ κλοψορήσουν μελλοντικά σ’ έ να μεγάλο χωριστό βιβλίο μέ τον τίτλο «Ταμπόρ καί Ζολάν», λ
14 ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΖΟΧΡΑΝ
ΑΙ ΤΩΡΑ, άίφοΰ ρίξαμε ίμια γαργή μ αίτιά στο παρελθόν, άς ξαιναγυρίσσυμε στην κατασκήνωσι. Όπω ς θυ μ άσαστ ε, είχ αμε 5ή τη Ζαλάν νά παρατάη· τό δεμιένο σύντροφό της καί να σικαρφαλώνη ατά κλαδιά του μεγάλου δέντρου. Ταυιτόιχρονα σχεδόν, ό λευκός κυνηγός ψτά νει κοντά στο μικρό Ταρζάν κ ι5 έταιμάζεται νά τον πυροβο λή,ση στο κεφάλι. Τήν ίδια στιγμή όμως, κά ποιας άπό τούς μαύρους, πλη σιάζει τον κακούργο καί κάτι του λέει στ’ αυτί. Ό Κορόζο κατεβάζει αμέ σως τό πόδι του άπό τό στή θος του πια ίδιου, βιάζει τό πι στολι στη θήκη ικαί (μουρμου ρίζει συλλαγ ΐισίμενος: —Αίκηο έχεις, Μπέν... Δεν πρέπει νά τον σκοτώσω ακόμα ...Θάτον βασανίσουμε πρώτα νά ιμάς πή πού βρίσκεται ό μεγάλος άσπρος Ελέφαντας μέ τούς μαύρους χαυλιόδοντες Ό Ταμπόιρ χαμογελάει: —'Ναί', Καρόζο: Τά μαύρα δόντια του άσπρου Ελέφαντα είναι χοντρά σάν καρμάί δέν τρων! Κι* όπως έχω άκούσει αξίζουν πολλές χιλιάδες λίρες τό καθένα... Ό κυνηγός τον κυττόζει δύσπιστα: — 'Καί ξέρεις πού βρίσκε ται αυτό τό ζώο; —Βέβαια ξέρω. —Πού; •—Έκεΐ πού βόσκει.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
^ Ό Καρόζο δίΐνει ίμια τρόμε ρή κλωτσιά στά πλευρά τού Ταιμίιτόρ. "Οποιος άλλος νά ήταν θά είχε ιμείνει νεκρός. Μά τό κορ μί καί τά κάκκσλα τού Παι διού τής Ζούγκλας είναι λαστι χένια. Ή σκληρή ζωή καί οι συνεχείς άγώνες μέ θεριά καί ανθρώπους, τού έχουν δώσει ύπεράνθρωπη* αντοχή.. Ένα βαρύ μονάχα καί πόνε μόνο βογγητό βγαίνει άπό τά στηθεί α του καί λίγο κόκκινο αΤμα ξεπηδάει ^γρήγρρα στην άκρη τών χειίλιών του. νΥστε ρα, ρίχνοντας μ ιά περήφανη ματιά στον λευκό κακούργο, ψιθυρίζει βραχνά: —Αύριο τό πρωί θά σέ ο δηγήσω στον άσπρο Έλέφαν τα μέ τά ιμαύρα δόντια... Τά μάτια τού Καρόζο λά μπουν άπό άγρια χαρά, ένω ό Ταμπόρ χαμηλώνοντας άργά τά βλέφαρά του, μένει λι πόθυμος. Ό κυνηγός διατάζει άνήσυ χος τούς μαύρους του. —{Πηγαίνετε τον γρήγορα στη σκηνή μου καί κάντε του τά γιατροσόφια σας... Δεν πρέπει νά «τά τινάξη» πριν μάς πάη στον άσπρο Έλέφαν τα... Αλλά, προς Θεού, μη τον λύσετε. Θά κάνη φτερά καί θά πετάξη!... Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας, κρυμμένο πάνω στά κλαδιά τού δέντρου, τά βλέπει καί τά ακούει όλα. Έτσι σέ λίγο φτά νει αλαφιασμένη στην κρυφή σπηλιά καί βρίσκει τον Μπουτότα πού, βλέποντας τη μονά χη, τη ρωτάει ανήσυχος:
ΤΑΡΖΑΝ
—Ό Ταιμπτόιρ; Μττάς καί τον έφαγε τό Πράσινο θεριό;! Ή Ζολάν τού λέει γρήγορα δσσ είχαν συμβή, αρπάζει τη Φί'ψ,η στην άγκαλιά της κάι πηδάει σβέλτη στον ώμο του: —ρήγοιρσ, Τσουλούφη-! Πάμε στο μάγο Ζο-χράν.
15
τό κορμί σου. Ή Ζολάν ευχαριστεί τό Μάγο καί ξαναπηδάει σβέλτη μέ τή σκυλίτσα της στον ώίμο του Μπουτάτα: —-Γρήγορα, Τσουλουφ-ακο μου! Τΐρέξε στήν κατασκήνωσι του λευκού κυνηγού! Ό ιμαύρος Ηρακλής ξεκι νάει βαρετά: —Ουφφφ... Πάλι άπό τό «Πράσινο θεριό» ^θά περάσου ιμε; Μπά, σέ καλό σου ! Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας σπηρουνίζει τό στήθος του μέ τίς φτέρνες των γυμνών ποδα ριών του. — Γρήγσρα, Μπουτάτα! Πρέπει νά προλάβουμε ζωντα νό τον Ταμπόρ... "Αν πεθάνη, θά σκοτωθώ άμέσως κι5 έγώ... Ό ιμαΰρος άγαπάει άφάνταστα τά δυό λευκά παιδιά. ΤΙ σκέψι πώς μπορεί νά τά χά ση, δίνει φτερά στά πόδια του Κι5 άιοχίζει άμέσως νά καλπά ζη σάν άφηνιασμένο άλογο στά στενά καί δύσβατα μονο πάτια τού άγριου δάσους.
Ό σκελετωμένος τυφλός γέ ροντας άναγνωρίζει τη Ζολάν άπό τή φωνή της: —Λέγε, Κορίτσι τής Ζούγ κλας... Τί Θέλεις άπό ιμένα; Ό Μάγος τήν άκούει καί ιμένει για λίγο συλλογισμένος Ύστερα άπλώνει τά κοκκαλιά ,ρικα χέρια του, σκαλίζει κάτι παράξενα ιμαγικά σύνεργα καί ξεχωρίζει ένα μικρό πήλινο βαζάκι —Πάρτο, κόρη μου... “Άμα θ5 άλείψης τό κορμί σου· μ* αυ τό τό φίλτρο, ,μπρρεΐς νά ρπής άφοβα στη σκηνή του λευκοί) κυνηγού καί νά σώσης τό σύν τροφό σου... Ή μυρωδιά σου θά νάρκωση καί θά ρίχνη σε λήθαργο δσσυς σέ πλησιάζουν Ό Μπουτάτα τον ρωτάει περίεργος: —Ναρκώνει καί τίς ...σαυ ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ρες, άφέντη Μάγο; . . Ό Ζαχράν δίνει τώρα καί ΛΑΟΙ ΜΟΝΟ, δμως!... κάτι κίτρινα φύλλα στο Κο Ό κακός δαίμονας τής ρίτσι τής Ζούγκλας: ζούγκλας δεν άφήνει νά ^—Πάρε κι5 αυτά... “Όποιος φθάση τόσο γρήγορα ή Ζολάν τά ιμυρίση δεν ναρκώνεται ά κοντά στον Ταμπόρ πού κινδυ πό τό φίλτρο μου. Κι* άν έχη νεύει. πέσει σέ λήθαργο,ρόλις ζυγώ -αφνικά, καί καθώς ό Μπου σης στά ρουθούνια του, συνέρ τάτα τρέχει σάν σίφουνας, οί χεται καί ξυπνάει... Πρόσεξε μεγάλες γυμνές πατούσες του μόνο νά τά »μυιρίση ς πρώτη ε σκοντάφτουν σέ κάτι μαλακό. σύ. Γιαττΐ έσύ πρώτη θ’ άνοι Καί σωριάζεται φαρδύς - πλα ξης τό βαζάκι γιά ν* άλείψης τύς κάτω, φωνάζοντας:
16 —*Αφέντη: Θεέ, σώσε μεεε! Τό ξανθό κορίτσι τινάζεται άττό τους ώμους του και πέ φτει ιλίγο πιο πέρα, χωρίς νά ποραίτηση άπό την αγκαλιά της τή σκυλίτσα. Πριν όμως προλάβη νά σηκωθή, αντίκρυ, ζει πάνω της μια τεράστια όρ θή αρκούδα, ν* άπλώνη αγριε μένη τά μπροστινά πόδια της γιά νά την άρπάξη. Ή μακρο σκοπική Φίψη. τή γαυγίζει 8αρ θάλέα, ένώ ή τιραμοκ,ρατημ ένη Ζαλάν βγάζει σπαρακτικά ξε φώνημά: —Σώσε μας, Τσουλουφάκο μου!... Ή μεγάλη άιρκούβοο θά μάς πάρηηη! Μά καί ό άμοιρος Μπουτά τα δεν βρίσκεται σέ καλύτερη θέσι άπ5 αυτήν: Τά πόδια του είχαν σκοντάψει στο κορμί ε νός τεράστιου ψιδιού, πού έχει τυλιχτή τώρα καί σφίγγεται πάνω του. Τό κωμικό τσουλούφι τού άράπη ανατριχιάζει άπό φρί κη κι* αγωνία. "Όχι τόσο γιά τον εαυτό του, μά γιά τό κο ρίτσι πού κινδυνεύει άπό τή φοβερή αρκούδα. Καί τής φω νάζει: —Πιάσε της τήν κουβέντα κι* έφτασασα!... Κάνει αμέσως ιμιά υπεράν θρωπη κίνησι ^καί λευτερώνει, άπό τις κουλούρες τού φιδιού, τά βυο του χέρια. Μέ τις τερά στιες τώρα παλάμες του αρ πάζει τό φίδι άπό τό λαιμό κάί τό σφίγγει. Οί φοβεροί μυώνες τών μπράτσων του Φουσκώνουν σαν έτοιμοι νά διαρραγούν. Καί νά: Τό έρπετό άνοιγε ι
Ο ΜΙΚΡΟΙ τό άπαίΐσιο στόμα του καί βγά ζει βραχνό πνιγμένο σφύρι γμα. “Ύστερα ό Μπουτάτα νοιώθει τό σφίξιμο στο κορ^ιί του νά χαλαρώνη σιγά - σιγά. Σέ λίγες στιγμές τό ψίδι είναι νεκρό. Ό μαύρος μέ τήν υπερφύσι κή δύναμι τό τινάζει γρήγορα άπό πάνω του κάί μ* ένα πηδη μα φτάνει κοντά στη μεγάλο σωμη μαύρη άρκούδα. Τό έξυπνο θηρίο δέ-ν είχε ά?<όμα άρπάξετ τή Ζολάν. ΕΤχε άψα ι ρεθή παρακολουθώντας τήν τρομακτική πάλη τού άρα πη μέ τό τεράστιο φίδι. Ό Μπουτάτα προτάσσει τώρα μέ θάρρος τά πλοτειά τριχωτά του στηθεί α στή γι γαντόσωμη αρκούδα. Κάί, γιά νά τήν τρομοκράτηση νά φύγη, τής λέει άπότομα, δεί χνοντας μέ τό χέρι του τό χορ ταιριασμένο χώμα: —" Ενα ιμολυντήρ ι!... Θά σέ φάη, αφέντη άρκούδα! Τό τρομερό θηρίο τον κυττάζει γιά λίγο μέ φοβισμένο βλέμμα. Θυμάται πού πριν ά πό λίγο τον είδε νά πνίγη μέ τά χέρια του τό μεγάλο φίδι. Καί, δίνοντας τόίπο στήν όργή, γυρίζει νά φύγηιΉ Ζολάν, που στο μεταξύ έχει σηκωθή, τραβάει τον αράπη: —Πάμε, Τσουλαύφη μου... Ό κουτός Μπουτάτα πανη γυρίζει: —*Β λεπε ι ς, αφέντη Ζολάν ; Μόλις ακούσε «μολυντήρι» τής πήγε «νά!» Τό κορίτσι τόν ξανατραβάει φοβισμένο;
17
—Πάρει, σου λέω... Πάμε τώρα που φεύγει ή αρκούδα. Ό Μπουτάτα τή σπρώχνει έλοοφρά: —Μπά, σέ καλόοο ^σου! ..· "Ασε νά τής δώσω πρώτα καναδυό σψ αλ ιάρες!... Και μ5 ένα πήδημα φτάνει ιμπροστά ατό όρθιο θηρίο καί το χαστουκίζει. Ή αρκούδα ξαφνιάζεται και νομίζει πώς ό άράπης ήρ θε νά πνίξη κι3 αυτήν σαν το φίδι. Κι* άνδίγοντας τό τερά στιο στόμα της σ3 έναν άγριο κΓ απαίσιο βρυχηθμό·, χύνε ται πάνω του νά τον κατασπαράξη-. Ό δειλός Μπουτάτα, που δεν περίμενε τέτοια υποδοχή, τά χάνει στην αρχή. Γρήγορα όμως ό κίνδυνος ξυπνάει την δύναμί του. Αγκαλιάζει καί αυτός τό μανιασμένο θηρίο και κυλιώνται κάτω σέ μια φο βερή και θανάσιμη· μονομαχία. * Ή μικρή Ζολάν βάζει τά κλάματα: —Βλέπεις, κουτοτσουλούψη, τί· έπαθες; 3 Εγώ σου τολεγα νά φύγουμεεε!... "Αμα γυρίση ό πατέρας μου θά του πώ νά σου πάρη. τό πιστόλι! Ποιος τήν ακούει όμως. Τά ουρλιαχτά του θηρίου καί τά μουγγρητά του μαύρου σκεπά ζουν τά κλάματα καί τις φω νές της. Ή γιγαντόσωμη άρ1κουδα ζητάει νά σχίση μέ νύ χια καί δόντια τό Μπουτάτα. 3Εκείνος δοκιμάζει νά τήν πνί ξη.ιΜά ικΓ οί δυο μαζί άπέρσν τες παλάμες του δεν φτάνουν ούτε ν3 άγκαλιάσουν, καλά καλά, τό χοντρό λαιμό της.
Ή Ζολάν βλέπει πώς ή άρκούδα είναι π ιό μ εγαλόσω μη καί π ιο δυνατή από τον Μ που τάτα. Καταλαβαίνει πώς γρή γρρια τό μαύρο θηρίο θά σταράξη τον κουτό φίλο της. θέ λει νά τον βοηθήση, μά δεν ξέρει τι νά κάνη. Τό μυαλό της έχει, θολώσει!... Καί σέ μιά στιγμή, παρατώντας^ κογ τω τη μικροσκοπική σκυλίτσα τής δείχνει τή γιγαντόσωμη άρκούδα: —3Επάνω της, Φίφη I... Φά τη)νε, Φιφίτσα μου! Καί νά: Ή μαύρη σκυλίτσ!α δείχνεται κι3 αυτή τή φο ρά «ατρόμητο μικρόβιο» όπως τή λέει ό Ταμπόρ. Χωρίς νά λο γαρ ιάση, τ ίποτα, χυνετ α ι πάνω στην φοβερή αρκούδα, σκαρφαλώνει σάν ποντίκι πά νω στο κεφάλι της, τής κόβει ένα κομματάκι αυτί καί ξανα νουρίζοντας τό φέρνει καί τ3 αφήνει μπροστά στά πόδια τής κυράς της. 3Αμέσως ξανα Φεύγει, ξανασκαρφαλώνει στο κεφάλι τής αρκούδας, τής κό βει ένα κομματάκι μαλακό ρου θούνι καί τ3 αφήνει κΓ αυτό στά πόδια τής Ζολάν. Ή μικρή παιδούλα ενθου σιάζεται : —Μπράβο, Φίφη ! Σ ιγά σιγά νά μου τή φέρης δλη τήν άρκούδα εδώ... "Ομως οι δαγκωμστιές τής σκυλίτσας εξαγριώνουν αφάν ταστα τό θηρίο. Καί, φυσικά, ή λύσσα κι3 ή μανία του ξεσπάει στο Μπουτάτα. Ό άμοι οος καταλαβαίνει πώς έχουν φτάσει οί τελευταίες του στι γμές. Φωνάζει οπή Ζολάν:
—Άμα πεθάνω νά μέ θάψε τε μέ τή «μπιστόλα» μου μα ζί!... Καί τή στάχτη, μου1 νά τή φυλάξετε σ5 ένα βαζάκι... Τό κορίτσι ακούει τήν τε λευταία λέξι του καί τά μάτια του λάμπουν τταράξενα.Βγά ζει μέ βιασύνη τά κίτρινα φύλ λα του Μάγου καί τά μυρίζει. Αμέσως τά βάζει καΐί στά ρουθούνια τής Φίφης,πού μό λις έχει κουβαλήσει ένα μικρό δάχτυλο από τά πισινά πο δάρια τής αρκούδας."Υστερα άνοίίγει τό μικρό πήλινο βα ζάκι κι* αλείφει μέ τό μαγι κό φίλτρο τό κορμί; της. Σ ίγουρη τώρα, προχωρεί λ^ί γα βήματα καί φτάνει κοντά στην αρκούδα. -Είναι ακριβώς ή στιγμή που τό θεριό έχει καταφέρει ν* άρπάξη στά φο βέρά σαγόνια του τό λαιμό του Μπουτάτα. Καί τό θαύμα γίνεται α μέσως. Ή μανιασμένη αρκού δα κι5 ό ετοιμοθάνατος μαύ ρος — πού σφαδάζει ουρλιά ζοντας καθώς νοιώθει τά δόν τια της νά μπήγονται στο λαιμό του — παραλύουν. Ή θανάσιμη μονομαχία σταματά ει κι5 ή μυρωδιά του φίλτρου κάνει τούς αντίπαλους νά πέ σουν σέ βαρύ λήθαργο. Ή Φίφη δαγκώνει τώρα καί παίρνει ανενόχλητη τά μεζε δάκια της από τ5 απέραντο κι5 άκίνηιτο κορμί του αναίσθητου θεριού. _ Τρελλή άπο χαρά ή Ζολάν φέρνει τά κίτρινα φύλλα της στά ρουθούνια του Μπουτάτα πού, ύπναράς καθώς είναι, έ χει αρχίσει κιόλας νά ροχαλίιζη μακάρια στην αγκαλιά τής αρκούδας. —~ύπνα, Τσουλουφάκο μου
ξύπνααα!... Ό μαύρος Ηρακλής, μέ τό κορμί καταματωμένο, συνέ'ρχε ται, άνασηκώνεται καί χασμου ριέται νυσταγμένα. "Υστερα περνώντας γιά νεκρή τήν α ναίσθητη άρ-κούδα, δικαιολογιέται στο κορίτσι: ^—Μέ συμπαθάς, αφέντη Ζο λάν... Μόλις τή σκότωσα, θά μέ πήρε ό ύπνος!... ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
ΖΟΛΑΝ όμως δεν έχει καιρό γιά χάσιμο καί τραβάει τό Μπουτάτα ■νά σηκωθή. —Πάμε τώρα νά^ φύγουμε. Ό Ταμπόρ κινδυνεύει. "Έτσι οέ λίγο, κρατώντας αγκαλιά τή σκυλίτσα της καί θρονια σμένη οπόν ώμο τού άράπη, συνεχίζουν τό δρόμο τους γιά τήν κατασκήνωσι τού λευκού κυνηγού. Ό ήλιος έχει φτάσει πιά στ ή μέση τ5 ουρανού. Ή μεσημε ριάτικη ζέστη είναι αφόρητη! Τά ποτάμια τού ιδρώτα πού χύνει ό άμοιρος μαύρος, έ χουν ξεπλύνει πιά τά αίματα του πονεμένου καί κουρασμέ νου κορμιού του. Τή στιγμή αυτή περνάνε κάτω άπ5 ένα δέντρο πού σκιάζει μιά μικρή καταπράσινη πηγή. Ό Μπουτάτα σταματά ει απότομα κι’ άφαυγκράζεται ανήσυχος... Ή βιαστική Ζολάν, νομίζον τας πώς θά καθυστέρηση πί νοντας νερό,τήν παίρνει αμέ σως ό πόνος γιά τήν ...υγεία του. —-Είσαι ίδρώμενος, Μπου τάτα!.. Δεν κάνει νά πιής τώρα... Μά 5©ν προφθαίνει νά τελεί
Η
Ή φοβερή Αρκούδα κάνε» ν' άρπάξη τή Ζολάν.
20
ώση τά λόγια της. Ταυτόχρο να σχεδόν, φοβέρα μουγγρητα θηρίων άκούγο-νται νά πλη σιάζουν/... Γό κορίτσι .καταλαβαίνει τώρα γιατί ό μαύρος σύντρο φός της είχε σταματήσει κι* αφουγκραζοταν. "Ετσι, πετιέ ται αμέσως ορθή στον ώ,μο του Μπουτάτα, άρττάζεται α πό κάποιο χαμηλό κλαδί καί κρατώντας πάντα στην αγκα λιά της τή Φίψη, σκαρφαλώνει σαν αγριόγατα στο δέντρο τής πηγής. Τό ίδιο κάνει αμέσως κι5 ό Μπουτάτα. Ό φόβος δίνει στό κουρασμένο του κορμί τέτοια σβελτάδα- που γρήγορα σκαρ φαλώνει κι5 αυτός πλάι της. Μόλις έχουν προλάβει... Σέ λίγες στιγμές ένα μεγάλο κο πάδι διψασμέναι ρινόκεροι ψτά νουν τρέχοντος στην πηγή. Σπρώχνονται καί κουτουλιώνται ποιος νά πρωτοπιή νερό άπο τή στενόχωρη γούρνα της Ό Μπουτάτα τούς κυττάζει ψηλά από τό δέντρο καί μουρ μουρίζει : —-"Ετσι πού κάνουνε, κανέ νας τους δεν θά μπόρεση νά ξεδιψάση. Ή Ζολάν χαμογελάει. —Τί λες, Τσουλούφη, δεν κατεβαίνεις νά τούς βάλης στην ουρά! ^ -αφνικά κι’ άλλες φωνές θη ρ.ίων άκούγσνται νά πλησιά ζουν. Αυτή τή φορά είναι μιά άγέλη από μαύρους πεινασμέ νους πάνθηρες. "Εχουν περικυκλώσει τούς ρινόκερους καί τούς κάνουν έπίθεσι από κά~ θεκατεύθυνσι.
Ο ΜΙΚΡΟ* Οί ρινόκεροι παιρατάνε τό «νερό καί τους καυγάδες τους καί προτείνουν αγριεμένος τά τρομερά κέρατα τής μύτης τους. "Ομως οί πάνθηρες δεν κάνουν έπίθεσι κατά μέτωπο. Ξέρουν καλά πώς τά κέρατα των αντιπάλων τους δεν χορατεύαυν. Καί βάζουν μπρο στά τήν πονηριά τής ράτσας τους. Χωρίζονται γρήγορα σέ ζευγάρια. Ό ένας πάνθηρας απασχολεί τό ρ ινάκερο από μπροστά. Ό άλλος πηδάει άπό^ πίσω στη ράχη του, άγκαλιάζει μέ τά μπροστινά πόδια του τό λαιμό του καί γέρνον τας προς τά κάτω, του δαγκώ νει μέ λύσσα καί του κόβε^ι τήν καρωτίδα. "Ετσι τό τερά στιο ζώο πέφτει αμέσως κάτω σαν σφαγμένο. Ή Ζολάν κι’ ό ΑΛπουτάτα παρακολουθούν από ψηλά μέ φρίκη τό μακελειό πού γίνεται κάτω. Τό κορίτσι δμως^ συλλο γιέται τον Ταμπόρ. Θέλει νά φτάσουν στην κατασκήνωσι πριν τον σκοτώισηι ο κακούρ γος κυνηγός. Πώς όμως; Το δέντρο πού βρίσκονται σκαρ φαλωμένοι, είναι μοναχικό. Δεν βρίσκεται κανένα άλλο κοντά γιά νά ξεφύγουν άπό κλαδί σέ κλαδί-. ’Άν πάλι τολ μ ήσουν νά κατέβουν, οί πάν θηρες κι’ οί ρινόκεροι· θά τούς σπαράξοΡν. Άγανακτισμένη μέ τήν τύ χη της ή μικρή κόρη, ρωτάει μ5 άπόγνωσι τό σύντροφό της. ^— Τί θά γίνη τώρα, Μπου τάπα; " Ετ σ ι ^ θά κ αθό^αστε καί θά χαζεύοάμέ; Τα θέ> ριά μπορεί νά μή τελειώσου-
21
ΤΑ Ρ 2ΑΝ
νε ποτέ!... Ό άνόηΓτος μαύρος μουρ μουρίζει·: — Τι νά σου κάνω, άφέντη Κορίτσι... "Έπρεπε κά μουν... μολυντήρι! Να κατεβω κάτω κάί νά τά πάρω· στο κυνήγι! Ξαφνικά όμως, τά θεριά σταιματουν τά ουρλιαχτά και τ’ άλληλοφάγωιμά τους. Σάν κάποιος κοινός: κίνδυνος νά τά -μόνιασε ξαφνικά, υποχω ρούν άργά, κοιτάζοντας κά τι ιμέ τρόμο καί μέ σηκωμέ να τά κεφάλια τους. Τον ί διο τρόμο, ταυτόχρονα ;μέ τά θηρία, δείχνει κι" ή Φίφη. Σφίγγεται στην άγκαλιά τής Ζολάν καί κυττάζει κι* αυτή προς την ίδια κατεύθυνσι.Τό κορίτσι ψιθυρίζει χαμένα: —Κάτι βλέπουν τά ζώα, Μπουτάτα!... "Εγώ δεν βλέ πω τίποτα όμως... Ό μαύρος άφουγκράζετα ι γιά λίγο: - — Ούτ’ έγώ... Μά άκρυω κάτι... Ή Ζολάν συιμφωνίεΐ: — Ναί... Τώρα άκοόω κι5 έγώ...Κάτι σάν βαρείες άνθρώ πίνες πατημασιές πού πλησι άζουνε... Κι* έξηγεΐ στο Μπουτάτα: — "Έτσι καί τό πρωί που παρακολουθούσα τ * άχ νάρ ι α των τεράστιων ποδαριών. Ή Φίφη μου κάτι είδε πάλι κι* έ ς αφ α νίσττηκ ε τρο»μ αγιμένη,.. Πρέπει νά την κρατάω γερά μή -μου ξαναφύγη... Τά βαρειά βήματα άκουγονται πολύ κοντά τώρα. Οσοι ρινόκεροι έχουν άπο-
■μ«είνει ζωντανοί, τρέχουν νά σωθούν ιμουγγρίζοντας φοβι σμένα, ένώ οι πάνθηρες μέ τις μουσουδες τους κόκκινες από τά αίματα, σκαρφαλώ νουν -μέ βιάσι στο ίδιο δέν τρο τής πηγής. Ή Ζολάν κι" ο Μπουτάτα καταλαβαίνουν πώς είναι χα αχένοι. Οί πρώτοι πάνθηρες πού τους είδαν, σκαρφαλώ νουν γρήγορα προς τά κλα διά πού βρίσκονται. Όιμως τό φίλτρο του Μά γου κάνει κι* αυτή τή φορά τό θαύμα του: Μόλις τά μου ρα θεριά πληισιάζουν τή Ζο λάν, ναρκώνονται, γλυστρουν άπ* τά κλαδιά καί πέψτούν βαρειά κι" άναίσθητα στή 7η;
Ό Μπουτάτα βλέπει κά τω τή μικρή φυσική γουρ~ να τής πηγής νά άδειάζηι ξα φνικά, σάν κάποιος νά ρουψήξε μονομιάς δλο τό νερό της\ Τήν ίδια στιγμή, άλλοι δυο ναρκωμένοι πάνθηρες γκρεμίζονται από τό δέντρο. Ή Ζολάν προσέχει πώ^ τά θεριά δεν πέφτουν αμέσως κάτω στό χώρα, μά κτυπάνε πρώτα, σ’ ένα αόρατο έμπόδιο πού βΙρίάκεται πάνω από τήν πηγή. Κι" από κεΐ τινάζονται κάτω... Φαίνεται δμως πώς τό άόρατο αυτό έ)μπό|διο θύιμω-* σε γιά τήν ένόχλησι πού ταύγινε. Γιατί, σχεδόν άμέσως, τό μεγάλο δένταο άρχί ζει νά τραντάζεται δυνατά, νά ξερριζώνεται καί νά τινά ζεται ολόκληρο πέρα, μαζί
© ΜΙΚΡΟΣ
22
με τους Ανθρώπους κοόι τά θε ριά πού βρίσκονται πιάνω του. Οί πάνθηρες, ουρλιάζον τας άπεγνωομένα, το βάζουν στά πόδια κι εξαφανίζον ται. Ό Μπουτάτα πού κα ταφέρνει νά μ ή χτυπήση στην πτώίσι του από το ξερριζω μένο δέντρο·, αρπάζει την ου ν αισθητη Ζολάν πού εξακο λουθεί νά σφίγγη στην άγκα λιά τη σκυλίτσα· της, καί, τρέφοντας σαν τρελλός, κρύ βεται σε μια μικρή σπηλιά πού βρέθηκε τυχαία μπρο στά του·. 5
*
*
*
"Οταν το Κορίτσι τής Ζούγκλας συνέρχεται από τό χτύπημα του κεφαλιού της, είναι νύχτα τπά... — Πρέπει νά φύγουμε, Μπουτάτα. Νά πάμε άμεσ ω ς στ ήν κ ατ ασ κήνωσ ι. Ό ιμαύρος, χαϊδεύει ατά ραχος τό κωμικό· τσουλούφι του: — ’Άν δεν ξημερώση, δεν βγαίνω έξω. Θά μ.έ ψάη τό Στοιχειό πού ξερριζώνει τά δέντρα... Ή Ζολάν σηκώνεται θυιμω μένητ — Κ αλά, Τσουλούφη... Θά πάω μονάχη μου! Ό ’Αράπης, τρέχει ξοπί σω της: — "Ελα, αφέντη Ζολάν, α στεία στο είπα... Μπά, σέ κα λ όσ ο σου ί... Καί, χαμηλώνοντας τον ώ μο του), χαμογελάει: — Καβάλΐλα τό «γαϊδου ράκι» σου νά σέ πάη!
Ο ΤΑΜΠΟΡ ΠΡΟΔΟΤΗΣ
ΙΝΑΙ μεσάνυχτα πια ό ταν ό Μπόυτάτα κι* ή Ζολάν φθάνουν ^ κοντά στήύ κατασκήίνωίσι ταυ κα κού Κοηράζο. Ό μαύρος, πτώμα στην κούραση καθώς είναι ξαπλώνει στο γρασίδι ανάσκελα κι<* αρχίζει νά ροχάλίζη σαν πουντιασμένος ελέφαντας. Τό κορίτσι παρατάει κά τω τη σκυλίτσα της καί τής λέει: — Πάμε/ Φιφή... Και πρό σεξε ιμή γαυγίισης, γιατί θά σού ξερριζώσω τ5 αυτί! Κι* αμέσως, μέ τό θάρρος τού μαγικού φίλτρου πουχει Αλείψει τό κοιρμί της, προχωρεί μπουσουλών τ α ς στην κατασκήνωση. Οι μαύροι έχουν όνάψει φωτιά καί κοιμούνται σέ μι κρές σκηνές γύρω της. "Ενας φρουρός μονάχα ξαγρυττνάει, πετώντας πότε—(πότε: ξύλα/ στη φωτιά. ιΚοντά στη φωτιά καί πλάι στό φρουρό βρίσκεται ή μεγάλη; σκηνή τού Αρχη γού. Μέσα σ’ αυτήν κοιμά ται ό Κορόζο καί πλάι του, κάτω στό χώιμα,ί βρίσκεται ξύπνιος καί δεμένος χειροπό δαρα ό Ταμπόρ. ίό Κορίτσι τής Ζούγκλας φθάνει μέ τά τέσσερα και σταματάει, για λίγα, πίσω από τό νυσταγμένο φρουρό. Γό μεθυστικό άρωμα τού φίλ τρου τον κάνει νά γεί'ρη, ναρ κωμένος κάτω καί νά πέση
Ε
ΤΑΡΖΑΝ
γρήγορα σέ βαθύ λήθαργο. — Καληνύχτα, τού ψιθυ ρίζει ή Ζολάν. Καή ρπουσου λώντας πάλι, φθάνει καί τρυ πώνει, άνάλαφρη σαν γάτα στη μεγάλη σκηίνή. Ή Φίψη την ακολουθεί χωιρίς νά βγάλη τσιμουδιά. Τό .μαγικό άρωμα του κο ριτσιού όμως, δεν) ναρκώνει μονάχα τον κοιμ ισμένο κυνη γό, μά καί τάν ξύπνιο σύν τροφο της. Ή Ζολάν σκύβει αμέσως στον Τομπόρ καί φέρνει στα ρουθούνια του τά κίτρινα φύλλα. Ό .μικρός Ταρ-ζάν συνέρ χεται κα*ί τό κορίτσι λύνει γρήγορα τά σχοινιά που τον κρατάνε δεμένο. "Υστερα του λέει σιγά καί μέ βιάσι όσα είχαν συμβή. Ό Ταμπέρ-, ορθός τώρα, τή σπρώχνει νά ψύγη: — Πήγαινε νά ξυπνήσης τόν Μπουτάτα. "Υστερα νά πάτε νά κρυφτής ε^ στη μ,εγά λη πράσινη χαράδρα. ΛΕκε? που κάθε π,ρωΐ έρχεται νά πιή νερό ό άσπρος 3 Ελέφαντας μέ τά μαύρα δόντια... 3Εγώ θά{ -μείνω εδώ. Ή μικρή Αμερικανίδα πα ραξενεύεται : — Γιοοτί Ταμπόρ δεν σκο τώνεις αυτό τόν κακούργο καί νά φύγουμε ιμαζέ; Ό \^εος’ τής αποκρίνεται περήφανα: —^ 3Εμείς οι "Ελληνες δεν χτυπά;με ποτέ ^ τόν εχθρό μας δταιν κοιμάται καί δεν μπορεί νά προστατέψη τόν εαυτό του. Ή Ζολάν βγάζει καί του
23
προτείνει τά κίτρινα φύλλα: — Τότε νά τόν ξυπνήσης, Ταρττόρ... Τό Παιδί τής Ζούγκλας παίρνει- τά μαγικά φύλλα: — "Όχι ακόμα... Θά τον ξυπνήσω τά χρράματα για νά ρθοΰμε στην πράσινη χα ράδ,ρα. Ή Ζολάν τόν κύτταξε χα μένα : — Θά φέρης τόν Καίρόζο στον άσπρο "Ελέφαντα; — Δεν μπορώ νά κάνω αλ λοιώς. Του έχω δώσει τό λό γο -μου... Ό θυμός θολώνει τό μυα λό τοΟ κοριτσιού: — Τότε είσαι έναν άναν δρος Τ,αΐμπόρ !.. Τ Ενας π ρο δότης ! Τό άμορφο μελαχροινό παι δί τη διατάζει αυστηρά: — Πήγαινε καί κάνε όπως σου είπα... ’Άν τό πρωί δεν βρίσκεσαι ρέ τό Μπουτάτα στη χαράδρα, δεν θά ξ ανα γυρίσω στη σπηλιά... Ή Ζολάν τόν άγριοκυττάζεκ — Νά μη ξαναγυρίσης, ποτέ σου!... Πάμε Φίφη.., Βγαίνει γρήγορα άπαρτη μεγάλη σκηνή, δρασκελίζει τους ^κοιμισμένους μαύρους, περνάει από τή φωτιά που έχιει αρχίσει νά σβήνη καί χάνεται, έξω φρεήωιν, στο σκοτάδι τής νύχτας... Σέ λίγο φθάνει στό γ.-ρασίδι καί σκουντάει μέ τό πο δαράκι της τόν κοιμισμένο Μπουτάτα: — ^υπνα, Τσουλούφη... Ό Ταμπόρ εΐπε νά πάμε στη
24
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μεγάλη πράσινη χαράδρα... ίΚαι ξεσπάει σ’ άτέλει άρ τους λυγμούς. *
*
*
Ό μικρός Ταρζάν μένει έλεύθερος τώρα στη σκηνή τού ναρκωμένου κυνηγού και κάτι σκαλίζει δλη τή νύχτα. "Οταν, πολύ π,ριν ξεμερώση, 6 Καρόζο άνοίγει τα μά τια του, άντικρύζει κατάπλη κτος τό νέο: — Πώς;! Έσύ ελεύθερος στη σκηνή μου; Και τραβώντας μέ βιάση τού προτείνει την κάννη τού πιστολιού του. Ό Ταμπόρ χαμογελάει: Ν — Μην άνησοχής, κυνη γέ... "Αν ήθελα νά σού κά νω κακό, θά τδκανα τή νύ χτα πού κοιμόσουν... — Ποιος σ’ έλυσε; — Μονάχος... Για νά ξεμουδ ιάσω λ ί γο... Ό Καρόζο τον ρωτάει δύ σ πίστα: — Και γιατί δεν έψυγες, ό:φοΰ μ πορούσε ς; —·_ Είμαι "Ελληνας!, τ’ άπακρίθηικε τό περήφανο Παι δι τής Ζούγκλας. Σού είχα ύποσχεθή νά σέ πάω νά συναντήσης τον άσπρο ’Ελέφαίν τα. Καί θά κρατήσω τό λό γο μου... Ό κυνηγός καγχάζει: — Χά, χά, χά!... Τόσο ηλίθιοι, είσαστε λοιπόν έσεΐς οι "Ελληνες; Ή γροθιά τού Ταμπόρ εί ναι τρομακτική. Κι’ αυτή τή φορά μάλιστα τινάζεται μ’ άφάνταστη άρμη καί λύσσα στο πρόσωπο τού άνθρώπου
που πρόσβαλε τή φυλή του. Ό Καρόζο δέχεται τον κεραυνό στο σαγόνι καί πέ φτει προς τά πίσω ανάσκε λα^ Σηκώνεται όμως άργά, φτύνει δυο—τρία ματωμένα δόιντια καί:, κυιττάζοντας μέ θανάσιμο μΐσος τό δεκαεξάΧ'ρονο τρομερό παιδίίΙ, μαυγγρίζει: — "Αν σέ σκοτώσω γι’ αυτό πούκανες, θά χάσω τα πολύτιμα μαύρα δόντια τού λευκού Ελέφαντα. Πάμε λοι πόν καί θά λαγάρ ιαίστούμε αργότερα... ώ
*
*
Σέ λίγες ώρες ό κυνηγός κΓ οΐ μαύροι του, μέ όδηγό τον Ταμπάρ. φθάνουν καί κα τεβαίνουν σέ μια βαθειά χα ράδρα μέ πυκνή κι* άγρια βλάστησι: ^ — Έδώ θά κρυφτήτε,τούς λέει. Σέ λίγο ό έλέφαντας θάρθή νά πιή νερό... "Ολοι άμέσως κρύβονται καί περιμένουν μέσ'α σέ με γάλα πυκνά σκι να. Μονά χα ό Ταμπόρ μένει έξω άκά >υπτος για νά τούς είδοποιή ση μόλις δη νά πλησιάζη, τό γιγαντόσωμο θηρίο. (Καί νά: Βαρεία βήματα καί κλαδιά πού σπάζουν ατό πέρασμά του άκούγονται σέ λίγο. Ό τεράστιος άσπρος Ελέφαντας μέ τά μαύρα δόντια, παρουσιάζεται στη χαράδρα... Σ ταματάει ξέννοια σπος σ’ ένα καθαρό ρυάκι κι’ απλώνει την προβοσκίδα του για νά ρσυφήξη δροσε ρό νερό.
Ό κυνηγός τον βλέπει και τά μάτια του> λάμπουν οαπ«ί άγρ-ιοί χιο^ρά. Σφυρίζει σιγά κΓ ο! μαύροι, ξεττεπάγονται από τις κρυψώνες τους. Τελευταίος βγαίνει κι* εκείνος κρατώντας προτετα μένο το μακρύ επαναληπτι κό του δπλο και κάνει κάτι φοβερά: 3Ακο-υμ πάει αμέσως την κάννη; του στο κεφάλι τού άμοιρου Ταμπό ρ και μουγγιρίζει με σαδισμό: ^— Ό έλέφαντας ήρθε... Λεν σέ χρειάζομαι πιά... Καί, τηριν ό νέος προφθάση νά κάνη την παραμικρή κίνηση τραβάει μέ λύσσα τη σκανδάλη, του απλού...
Σχεδόν άμεσως δμως, α πό ένα άντικρυνο σκίνο ξε'πετάγεται ή Ζολάν καί φωνά ζει ανήσυχη στον σύντροφό της: ^— Χτύπησες πολύ,^Ταμπόρ; Αυτός εδώ ό κουτός τόκανε!... λ Την Τδια^ στιγμή κι* από τό Ιδιο σκΐνο ξεπετάγεται ό Μπουτάτα ικαίί προσπαθεί νά δ ικαιαλογηθή: — Νάμμέ συμπαθας, άφέν τη Ταμπόρ!... 'Ίζ.νας βάτρα χος χύθηκε νά μέ σπαράξη κα] τούρριξα μια κουμπου ρί ά. Μά 5έν τον πέτυχα τον άτιμο! Ό Ταμπόρ τού φωνάζει χαμογελώντας: ΑΔΙΚΟΣ ΧΑΜΟΣ — Πέτυχες δμως εμένα. Ιο ιοίο κάνει. ΧΕΔΟΝ ταυτόχρονα ά^Υστέρα γυρίζει στον κυ κούγεται ένας δυνατός νηγό*, πού εξακολουθεί νά πυροβολισμός καί τό ποκαί κάτι νε,μένο βογγηπό τού Ταμπό ρ κυττάζη χαμένα, που έχει δεχθή μια σψαΐρα πάει νά τού πή. Δεν προφθαίνει δμως... στον αριστερό του μηρό... Ό τεράστιος άσπρος Ε Ό Καρόζα, χωρίς νά τραβήξη την κάννη του οπλου λέφαντας, άκούγοντας τον πυροβολισμό τού Μπουτά τουι που βρίσκεται στηριΥμένη στο κεφάλι τού παι τα καί βλέποντας τον κυνη διού, ξσνατραβάει πολλές γό μέ τ’ δπλο καί τούς μαύ ρους μέ τά κοντάρια, κατα φορές άκρμα τη σκανδάλη. Μά άλες οι σφαίρες του, ό λαβαίνει πώς ήρθαν νά τού κάνουν κακό. Καί ξεκινάει πως κι* ή πρώτη, παθαίνουν αγριεμένος κατά πάνω τους. άψλογ ιστία. Ό κυνηγός κατεβάζει τ’ Οί άράπηδες τό βάζουν βπλο καί κυττάζει γύρω του τρομοκρατημένοι στα πόδια, χαμένα. Την ίδια έκφρασι α ενώ ό Καρόζο, γιά νά σωθή^, πορίας έχει πάρει κέό Τα- ταμπουρώνεται πίσω από μπαρ, πού κρατάει τό ακίν τον κορμό κάποιου κοντινού δυνο τραύμα τού μηρού ταυ. δέντρου. Κι* άμέσοος, σκοπεύ Ούτ’ ο ένας, ούτε, ό άλλος όντας μέ τό πιστόλι του, μπορούν να καταλάβουν τι τώρα, τό θηρίο, αρχίζει νά είχε συιμ&ή. τραβάη τή σκανδάλη.., *Ό
26
μως και πάλι κανένας κρό τος δεν άκούγεται. Και του πιστολιού οί σφαίρες παθαί νουν άψλογιστία. Ό ΤαμΙπόιρ σκαρφολωμένος στα κλαδιά του ίδιου δέντρου· πού ό κυνηγός έχει ταμπαυρωθή^ του λέει εκεί νο πού δεν πρόλαβε νά του πη πριν λίγες στιγμές: —· νΑδι«κα κουράζεσαι νά τραβάς τη σκανδάλη, Κορό ζο. .. Απόψε τή νύχτα στη σκηνή σου, αυτή τή δουλειά έκανα: άνοιξα μια—μιά τις σφαίρες σου κι* αδέιασα το μπαρούτι τους! Σταματάει όμως απότομα τά λόγια του... Ό .μανίσαμε νος ελέφαντας, ποδοπατών
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τας τούς μαύρους που τρέ χουν νά σωθούν, προχωρεί μουγγρίζοντας άγ'ρια κατά τον Καρόζο. Ό μικρός Ταρζάν, πάνω από τό ίδιο δέν τρο πού βρίσκεται, καταλα βαίνει πώς γρήγορα τό γι γαντόσωμο θηρίο θά ποδοπα τήση τον κυνηγό σάν σκουλή κι. 4Η γενναία καρδιά τού Παι διού τής Ζούγκλας συγκινεΐται κι5 όταν ακόμα διατρέχη κίνδυνο κι* ένας άσπον δος εχθρός^ του. *Έτσι, για νά σχόση τον άνθρωπο πού, πριν λίγες στιγμές, άκσομπούσε τ’ .απλό ατό κεφάλι του καί τραβούσε τή σκανδά λη γιά νά τον σκοτώση,, κά-
Έκατομμύρια τερμίτες χύνονται πάνω στον "Ασπρο Ελέφαντα.
ΤΑΡΖΑΝ
27
ιΗ τετραπέρατη σκυλίτσα φθάνει μ’ενα μεγάλο διαμάντι στο στόμα
νει κάτι άφάντσστα τολμη ρό κι9 έπικίνδυνο: Την τελευταία στιγμή και χωρίς να τό παλυσκεφθη, πη( δάει άπό τό κλαδί πού βρί σκεται και πέφτει ξαφνικά μπροστά ατά πόδια του μα νιωσμένου θηρίου πού πλη σιάζει τρέχοντας τον κορμό του δέντρου. Ό Τ αμπόρ ξέρει^ καλά πώς ό φίλος του Ελέφαντας μόλις τον ^δή ^Βά ^σταματήση άμέσως γιά νά μη τον ποοοπατήση. ^Ετσι ό Καρόζο θά βρη τον καιρό νά τό βάληι στά πόδια και νά έξαφανι^ στη. "Ομως μικρός Ταρζάν δεν εΐχε κάνει καλά τον ύπο λογισμό του: Ό άσπρος Ε
λέφαντας μέ τη φόρα πουχε πάρει, δεν τ^ταν δυνατόν νά σταμίοτήση μόλις αντίκρυ σε μπροστά του τον Ταμπόρ. "Έτσι, και γιά νά μη τόν πο δοπατήση, άνασηκώνει τα μπροστινά πόδια σά^νά Βέ λη νά πηδήση άπό πάνω του. Μέ την κίνησι όμως αυτή, τό τεράστιο κορμί του θηρίου χάνει την ισορροπία του καί, άμέσως μετά τό πήδη,μα, σω ριάζεται βαρύς κάτω... Κάνει απεγνωσμένες προσ πάθειες νά ^ ξανασηκωθή, μά χωρίς αποτέλεσμα. Είναι πο λύ δύσκολο νά τά καταφέρη μονάχος του, ένας τόσο βα ρύς έλέφαντας. Ό ικοοκός Καρόζο, πού στο διάστημα σρτό ί^ταν έτοιμος
Ο ΜΙΚΡΟΣ 4
να λιττοθυΐμήση Απτό τον τρό μο του, ξεθαρρεύει τώρα. Τρα βάει άττό τή ζώνη( τό μεγάλο μαχαίρι του και μ3 ένα πήδη μα βρίσκεται σκυμμένος πά νω άιπ3 τ3 ανήμπορο σειρ·ιό>. Και σαν έμπειρος κυνηγός ε τοιμάζεται νά καρφώση την κοφτερή λάμα του στις κόγ χες τών ματιών τού πεσμένου ελέφαντα, -έρει πώς άν τυψλώ ση τό ζώο:, θά μπορέση μέ την ησυχία του πια νά τό σκο τώση κάί ν3 άποκτήση τ5 Α τίμητα μαύρα δόντια του, Ό Ταμπόρ νοιώθει Αφάν ταστη φρίκη,!... Γιά νά προ λάβη τό κακό σηκώνει μέ βιάσι τό ρόπαλό του κι* έτιμάζεται νά τό κατεβάση μέ λύσσα. Νά σκοτώση τον κακούργο πού ό Τδιος, πριν λίγες στιγμές, κινδύνεψε τή ζωή του γιά νά τον σώση α πό τή μανία τοΰ έλέφαντα. Νοιώθει, άλλωστε, πώς αυ τός είναι υπεύθυνος γιά τή δύσκολη θέσι πού βρίσκεται τ3 αγαπημένο του θεριό. "Αν δεν πηδούσε Απότομα μπρο στά του, δέν θά βρισκόταν τώοα σωριασμένο κάτω κι9 ανήμπορο ν3 άμυνθή. Τή στιγμή όμως που κατε βάζει μ3 ορμή τό ρόπαλό του, ό κυνηγός γέρνει γρή γορα ποός τό μέρας τής προβοσκίδας τού έλέφαντα. Και τό ρόπαλο τού Ταμπόρ κτυπάει πάνω στο κεφάλι τού ζώου. Τό θηρίο, φυσικά, νοιώθει τόν ίδιο πόνο πού θάνοιωθε κι* ένας άνθρωπος άν τόν κτυπούσσν ^ μ* ενα σπιρτόξυλο στο κεφάλι.
Τό Παιδί τής Ζούγκλας ξανασηκώνει τό ρόπαλο, μα είναι πιά αργά. Μέ τήν ^κίνησι πού έκανε ό Καρόζο γιά ν3 άποφύγη τό κτύπημά του, βρέθηκε χωρίς νά τό κα ταίλάβηι, στήν «Ακτίνα δράσεως» τής προβοσκίδας του έλέφαντα. Κι3 αμέσως γίνε ται κάτι τρομερό: Ή προ βοσκίδα τού θηρίου διπλώνε ται γύρω στη μέση τού κα κούργου καί τόν σφίγγει α φάνταστα !... Ό Ταμπόρ δέν^ έπεμβαί νει αυτή τή φορά. Αλλά μή^" πως, κι* άν προσπαθούσε να τόν σώση,. θά κατάφερνε τί ποτα; Γυρίζει μόνο τό πρόσωπό του γιά νά μ ή βλέπη τή θα νάσιμη Αγωνία τού κακούρ γου καί κλείνει τ Αφτιά γιά νά μην άκούη τα σπαραχτι κά ξεφωνητά του. Σέ λίγες στιγμές η Θεία Δίκη έχει τελειώσει τό^ έργο της: Ήπροβοσκίδα του ελέ φαντα τινάζει μακρυά τ9 ά ψυχο πιά κουφάρι τού λευ κού κυνηγού. Ταυτόχρονα σχεδόν φθά νουν τρέχοντας ό Μπουτατα κι* ή Ζολάν. Ή μικροσκοπική σκυλίτσα γαυγίζει άγρια κι3 επιθετικά τό τεράστιο παχύδερμο. Ή «Κυρά» της τή μαλλώνει: — Π άψε, Φίφη!... Μή τόν τρομάζης! *Ύστ ερα κ αθαρ ι ζε ι κ α:ι βάζει βότανα στήν πληγή τού Ταμπόρ, ενώ ό ΜπουτΑ τά προσπαθεί πάλι νά δίκαιο
τηθη:
— Δεν τσθελα, αφέντη, Τα'μττάρ... Τον «βάτραχο σημά δεψα για νά χτυπήσω... Ό μικρός Ταρζάν χαμογε λάει: — Αυτό ήτανε τό λάθος σου... "Αν σημάδευες έμε να, θάι χτυπούσες σίγουρα τό βάτραχο... Ό κουτός μαύρος συμφω νεί : — Μπράβο!... Έτσι θά κάνω άλλοτε 1 Ρίχνει μετά μιά^ ματιά συμπόνιας στον πεσμένο γι γαντόσωμο έλέφαντα και ρωτάει: — Νά τον σηκώσω, τον καημένο; Ό Τ αμπόρ χαμογελάει — Θά τά καταφέρης,Μπου τάτα; Ό μαύρος Ηρακλής κου νάει τ* άτσαλένια μπράτσα του μέ βεβαιότητα: — Ούαυου!... "Αμέσως, κάνοντας μερικά βήματα/ έρχεται πίσω από τό θηρίο, αρπάζει τη λεπτή ουρά του και την τραβάει για νά τό σηκώση. Όμως ή δύναμίΐ του είναι τρρμακτική και σε ,μιά, πιο δυνατή, προσπάθεια πού κάνει,ή ου ρά του έλέφαντα μένει στα χέρια του. Τό θηρίο, σφαδάζοντας άπό τον πόνο, βγάζε^ι σπαρα κτικά ξεφωνητά, ενώ, σαστι σμένος ό Μπουτάτα, κάνει κωμικές προσπάθειες νά τού την ξανακολλήση στη θέσι της, μουρμουρίζοντας: — Βαρύ τό θεριό, "Αφέν τη μου, κι "ή ουρά του ψιλή.
Δεν άνθεξε στο τράβηγμα! Ό Ταμπόρ έχει γίνει έξω φρένων και τόν σπρώχνει βά ναυσα: — Γκρεμοτσακίσου άπό μπροστά μου! Ό μαύρος θυμώνει άφάνταστα. -υπνάνε μέσα του τ" άγρια ένστικτα των ιθα γενών. Κι" ανταποδίδει άμέσως τή στηρωξιά πού δέχθη κε, αλλά μέ τόση δύναμι, πού 6 Ταμπόρ πέφτει κου τρουβαλώ φας δέκα βήματα μακρυά. Σηκώνεται ^όμως σβέλτος και μέ δυο—τρία πη δήματα ξ αναγυ ρ ίζε ι άπε \λψ τικός μπροσπά στο Μπαυτατα. Σφίγγει την τρομερή γρο θιά του κ,αί τήν τινάζει μ"ά~ φάνταστη ορμή... Ό μαύρος Ηρακλής δέχεται τό κεραυ νοβόλο χτύπημα στο πρόσω πο και σωριάζεται φαρδύς— πλατύς κάτω, φωνάζοντας: — Καλά ντέεε. "Αστεία σ έσπρωξα!... Μά^τό Παιδί τής Ζούγ κλας έχει γίνει θεριό ανήμε ρο πιά!... Σκύβει αμέσως κάτω, αρπάζει στα μπράτσα του τον Μπουτάτα, τόν ση κώνει σαν πούπουλο και τόν πετάει πέντε μέτρα μακρυά. "Υστερα τινάζει τις πα λάμες του και ξαναγυρίζει κοντά στη Ζολάν. "Εκείνη τόν κυττάζει μέ θαυμασμό και περήφανεια: — "Απίάτευτο Ταμπόρ!... Εΐσαι λοιπόν, πιο δυνατός άπ" τόν Μπουτάτα; Ό μικρός Ταρζάν μουρμου ρίζει: — Όχι πάντοτε... Μόνο
30
Ο ΜΙΚΡΟΙ
σαν θυμώσω] ται λαίμαργα πάνω του. 5 Αμέσως ^ρίχνοντας ίμια μα Σέ λίγα λεπτά τής ώρας τιά στόνάσπρο 5 Ελέφαντα Φέ,ρ οϊ τερμίτες έχουν τελειώσει νει τις παλάμες του πλάϊ τό άπαίσιο έργο τους καίΐ στο στόμα και βγάζει παρά φεύγουν. Ή βοή τους ξεμα κραίνει σιγά—σιγά, ώσπου ξενες κραυγές: —5 Αοοοοο ί... Άούσυου !... χάνεται στο βάθος τή^ άπέ ραντης πράσινης χαραδρας. *Όϊιιι!... ’Έεεε!... Καί νά: σέ λίγο φθάνουν Ό Ταμπόρ ιμέ τούς ^ συν τρέχοντας δυο έλέψαντες. τρόφους του κατεβαίνουν, Βλέπουν τον πεσμένο λ σύν άπ’ τήν κορφή τού δέντρου, τροφό τους, τον τραβάνε ά- περίεργοι. Ιό θέαμα πού αν πό τά πόδια μέ τις προβο τικρίζουν είναι τρομερό κΓ σκίδες καί ζητάνε νά τον ξα απίστευτο: Στή θέσι πού, ναστήοαυν ορθό1. πριν λίγο, είχαν αφήσει ζων Ό Μπουτάτα, που στο με τανό τον γιγαντόσωμο ά ταξύ έχει ξαναγυρίσει χαμο σπρο 9 Ελέφαντα, βρίσκεται γελώντας, τούς χτυπάει στά τώρα μονάχα ό τεράστιος πισινά μέ την κομμένη ου σκελετός του μέ τά μεγάλα ρά πού κρατάει: Iμαύρα χαυλιόδοντα.^ Οι τερ — Σιγά, Αφέντες!... Θά μίτες δεν έχουν άφησε ι ούτε τού ξεκολλήσετε κανα ποδά μιά_τρίχα άπ5 αυτόν. ρι Ε.. Τά μάτια τού Ταμπόρ "Ομως τά δυο δυνατά βουρκώνουν ενώ ό Μπουτάτα, ζώα δεν προφθαίνουν νά τε δείχνοντας στο σκελετό τού λειώσουν τό έργο τους. ~αέλέφαντα τήν κομμένη ουρά, ψιικά μιά παράξενη βοή ά- τού λέει: ικούγετ αι νά^ πλησ ι άζη. — Καλά πού στήν είχα Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν μέ τη φουκαρά μου... σκυλίτσα της κι5 ό Μπουτά- ξερριζώσει, Άλλοιώς θά στήν τρώγανε τα, σκαρφαλώνουν κατατρομαγμένοι στην κορφή ενός κι5 αυτή! θεόρατου δέντρου. Οι δυο έ- Ο ΑΟΡΑΤΟΙ λέφαντες παρατάνε τον πε ΓΙΓΑΝΤΑΣ σμένο σύντροφό τους καί τρέχουν πανικόβλητοι νά σω ΣΤΕΡΑ από λίγες ώ θούν. Ή φοβερή βοή δλο καί ρες, ό Ταμπόρ, ή Ζοπλησιάζει... λιάν καί ό Μπουτάτα, Σέ λίγες στιγμές ενα τε φορτωμένοι τούς πολύτιμους ράστιο κοπάδι από εκατομ ,υαυρους χαυλιόδοντες τού άμύρια σαρκοφάγους τερμίτες ποσκήλετωμένου έλέφαντα, φθάνει... Ό λευκός Ελέφαν ξαναγυρίζουν στήν κρυφή τας τινάζεται καί στριγγλί-- σπηλιά τους. ζει άπεγνωσμένα καθώς τ’ Ό Μπουτάτα, ή Ζαλάν κΓ άμετρητά αυτά έντομα χώνον ή Φίφη, τρώνε ψημένο κρέας
ΤΑΡΖΑΝ
ζαρκαδιού. Ό Ταιματορ, μονά χα καρπούς κι* άγριο μέλι. Σάν τελειώνουν τό φαγητά, ό ιμ ΐικ,ρός Ταρζάν ετοιμάζε ται νά φύγη: — Ό λευκός κυνηγός δεν υπάρχει τπά. Οΐ μαύροι του θάχουν σκορπίσει... Θά πάω νά κάψω και την κατασκήνω01... Ό Μπουτάτα τον συγκρατεΐ: — Νά πάω εγώ, άφέντη, Ταρπάρ!... Θά πάρω καί σφαίρες γιά τη μπιστόλα μου! Ή μικρή Ζολάν κτυπάει χαρούμενη τά χέρια της: —Να ή Τσουλουφάικο μου! ’Αλλά ^ όχι τώρα; Νά πας ό ταν θά σκοτεινιάση... Μ’ άρέση πολύ νά βλέπω φωτιές τη νύχτα! Έτσι καί γίνεται. Ό Ταμπιόρ δεν χαλάει ποτέ χατήρι στιήν άγαπημένη του συντρόφισσα. Είναι νύχτα πια. Ό Μπου τάτα, αφού σκόρπισε δυο— τρεΐς μαύρους ποΰχαν άπο μείνει στην κατασκήνωση έβαλε φωτιά καί ξοναγύριζε ξέγνοιαστος κίάί σιγοτραγου δώντσς. Ξαφνικά ακούει—σέ μικρή άπιόστασι πίσω του — βά ρε ιά ανθρώπινα βήματα νά τον άκολουθοΰν. Τόσο βαρειά πού κάνουν τή γή τής ζούγ κλας νά τραντάζεται. Ό Μπουτάτα φέρνει άθε λα στο μυαλό του τά ^τεράστια άχνάρια των γυμνών πο δαριών που είχαν δη χθες μέ
31
τον Ταιμίπόρ στο βρεμένο χοο,μα. Θυμόπαι άκόιμα ^ καί τό ξερρίζωμα του μεγάλου δέντρου τής πηγής, που βρι σκόταν πάνω του μέ τή Ζο λάν καί τούς μαύρους πάν θηρες. Τρελλός άπό φόβο, ό άμοι ρος, προχωρεί κι5 άφουγκράζεται τις αλλόκοτες πάτημά σιές. Φαντάζεται μέ φρίκη πώς ό άγνωστος πού τόν άκολουθεΐ δεν μπορεί νά είναι παρά ένας τεράστιος γίγαν τας, σάν αυτούς πού ζουσανε^ίατά παραμύθια τής για γιάς του. Τήλος, ή ^περιέργεια του Μπουτάτα, νικάει κάποτε τή δειλία το)υ καί σταματώντας γυρίζει ττίσω νά κυττάξη. ;Αλλά δέν βλέπει κανέναν... Τό φεγγάρι είναι γεμάτο στον ουρανό ικι* άν τόν άκο ,λουθόυσίε 'κάποιοςϊ, 'θάπρεπε νά τόν δή, έστω κι5 άν δέν ή ταν γίγαντας. Κι5 ό μαύρος μουρμουρίζει μονολογώντας. — Μιά, τό λοιπόν καί δέν είναι κανένας, δέν τόν... σκο τώνω νά ησυχάσω* Τραβάει άπό τή ζώνη τό μεγάλο πιστόλι του, σημα δεύει τό κενό καί τραδάει τή σκανδάλη·: Μπσύουουμμμ! Ταυτόχρονα άκούγεται κά του εκεί κοντά κι* ένας γιγαν τόφωνος πονέμένος στεναγμός: — Ωωωχχχ!... Τό κεφάλι μου! Ό Μπουτάτα τό βάζει α μέσως ατά πόδια συνεχίζον τας τήν παρειά του προς ττ)ν κρυφή σπηλιά. *Κάθως τρέ
32
Ο ΜΙΚΡΟΙ
χει; οι φτέρνες του κτυπάινε λειωτο κι’ ανεξερεύνητο βά στ' αυτιά του καί μουρμουρί θος τής σπηλιάς τους... Μά ζει με κουμάρι: τήν ίδια στιγμή, ένας φοβε — Μπράβο σκοποβολή!... ρός γδούπος κάνει τό έδαφος Τον σημάδεψα χοοιρί ς νά τον νά τρανταχτή ισά νάγινε σει βλέπω και τον χτύπησα κα σιμός]... " Υστερα άκολουθεί τακέφαλα !... Νά μου ζήσης, άπ άλυτη ησυχία1... μπιστόλα μου!... Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν κι/ ό Γιά λίγες στιγμές γίνεται Μπουτάτα ξεθαρρεύουν. Π;ρο ησυχία. "Υστερα 6 άγνωστος χωρουν σιγά προς τήν έξοδο Γίγαντας ξαναρχίζει νά τον νά δουν τί συνέβη. Καί νά: κυνηγάη, ξεφωνίζοντας τρο στο λιγοστό φως τού λυχνα ιμακτικά. "Ομως ό Μπουτάτα ριού άντικρύζουν κάτι που κά καταψερνει νά του ξεψυγη, νει τό αίμα τους νά παγώση: διαλέγοντας νά πειρνάη από "Ενας μεγάλος κόκκινος βρά τά πιο πυκνά σημεία τού δά χος που βρισκόταν, πριν λί σους. ΚΓ ό μανιασμένος Γί γο, κάπου εκεί κοντά, έχει γαντας καθυστερεί, σπάζον μετόχινηΐθήι τώρα καί ^φράζει τας κλαδιά ή ξεκριζώνοντας απόλυτα τό πέτρινο άνοιγμα δέντρα στο πέρασμά του. τής σπηλιάς τους. Είναι άδυ "Ετσι ό .μαύρος, καταφέρ νατό πια νά ξαναβγουν έξω νει κάποτε νά φθάση στην στο ύπαιθρο. Γιά νά τραβηικρυφή σπηλιά. Καί (μπαίνον χτή, έστω καί λίγο, ό βαρύς τας άλαφιασμένος μέσα, φω αυτός ογκόλιθος, θά έπρεπε νάζει στους συντρόφους του: νά σπρώξουν μαζί, πάνω^άπό — Ό Γ ίιγαντας!... Τον σαράντα χειροδύναμοι άν σκότωσα καί τώρα ;μέ κυνη βρες! γάει νά |μέ δείρηί... — Εϊμ,αΐστε θαμμένοι ζων Οι απαίσιες κραυγές του τανοί', ψιθύρισε ή Ζολάν ένώ Γί!γαντα πλησιάζουν ^ γρήγο ή Φίφη πηδάει άπό τήν άγκα ρα στη σπηλιά. Ή Φίφη γαυ λιά της κΓ αρχίζει νά γαιυγίζει δαιμονισμένα. Ό Ταμ- γίζη καί νά δαγικώνη τό βρά πόρ τραβάει τους συντρόφους χο.; του προς τό βάθος τής σπη Ό Ταμπόρ για πρώτη, φο λιάς καΐί τούς εξηγεί: ρά στη ζωή του νοιώθει άπό— Τό τέρας αυτό θά είδε γνωσι. τό Μπουτάτα νά μπαίνη εδώ — Θά πεθάνουμε τής πεί καί σε λίγο θά βρίσκεται απ’ νας, μουρμουρίζει. Τά τοιχώ έξω... ^Από τό άνοιγμα τής ματα τής σπηλιάς μας είναι σπηλιάς μας, βέβαια, δεν θά άπό γρανίτη. ίΠοτέ δεν θά χωρέση νά περάση. Μά σί μπορέσουμε νά βγούμε άπό γουρα θά χώση μέσα τό τε δώ μέσα! ράστιο χέρι του... Ό Μπουτάτα τούς παρηΟι τρείς σύντροφοι τοα - γορεί: βιώνται άμέσως πρός τ’άτέ—Μή στενοχωριέστε, άφέν
ΤΑΡΖΑΝ
τη παιδιά... Οί βροχές θά φάνε, σιγά—σιγά το βράχο και_ θά ξαναβγούμε έξω... -αφνικά ή Φίιφη παύει νά γαυγίζη και τρέχοντας χάνε ται στο βάθος της άτέλειωτης σπηλιάς... Κανένας άπό τούς τρεις συντρόφους δεν δίνει σημασία στη μεταιονί}σι αυτή. Μά σέ λίγα λεπτά, γουρλώνουν δλοι από χαρού μενη, έκπλη.ξι τά μάτια τους, σόον ξανακούνε τά γαυγιάμα τα τής^ σκυλίτσας. Αυτή τη Φορά ό^ιως, έξω από τό κλει σμένο άνοιγμα τής σπηλιάς. Έξω, οπόν ελεύθερο άέρα τής ζούγκλας! Είναι φανερό πώς ή σπηίλιά τους θάχη, κάπου στο βάθος της, κάποια κρυφή δι έξοδο πού μόνο τό μικρό ζώο τήν έχ ε ι ανακαλ ύψε ι... 5Απ’ τά^στήθεια όλων βγάί νει τώρα ένας χαρούμενος α ναστεναγμός : — Σωθήκαμε! Κι9 αμέσως ή Ζολάν φωνά ζει, πίσω άπό τό βράχο στ ή σκυλίτσα της: — "Έλα μέσα, Φίιφη... Θά πουντιάσης έξω, παιδί μου! Δεν περνούν λίγα λεπτά και ή τετραπέρατη σκυλίτσα ξανατγυρίζει φοβισμένη άπό τό βάθος τής σπηλιάς. Και σά νά θέλη νά τούς δείξη α πό πού πέρασε για νά βγή έξω, κρατάει στο στόμα της κάτι παράξενο κι9 αστραφτε ρό.
Ή Ζολάν τή σηκώνει στην αγκαλιά της και τής τό παίρ νει. Τό κυττάζουν όλοι^ μαζί στο φώς τού λυχναριού: Εί ναι ένα μεγάλο κι9 άτιμητο διαμάντι! Τά παιδιά καταλαβαίνο-υν πώς σέ κάποια κρυφή κατα πακτή τής σπηλιάς τους θά βρίσκεται μεγάλος θησαυ ρός. Ό Μπουτάτα όμως άλλο νομίζει πώς έχει συιμβή και γουρλώνει τά μάτια του άπό θαυμασμό: — Μπραβόοο !... Πολύ πλούσιος θάναι ό αφέντης Γίγαντας! Ή Ζολάν παραξενεύεται : γ— Γιαττί καλέ; Πώς τό κα τάλαβες; — Δεν είδες; Μέ διαμάντΐα_ πετροβολούσε τή Φίφη! -αφνικ ά,γ ι γαντ όφίονη κ ρ αυ γη αντηχεί έξω άπ’ τή σπη λιά. Ταυτόχρονα σχεδόν ό με γάλος κόκκινος βράχος τρα βιέται άπότομα άπ9 τ9 άνοι γμά της. Ή είσοδος τής σπηλιάς μένει έλεύθερη! — Ευτυχώς!, ψιθυρίζει μ9 άνσικούφ ι σι ό Ταιμ πόρ. Μά τήν ίδια στιγμή ή Ζο λάν ξεφωνίζει σπαραχτικά κι9 εξαφανίζεται άπό μπροστά του. Σάν ένα τεράστιο άόρα το χέρι νά τήν άρπαξε άπό τή σπηλιά. Ό Ταμπόρ ξεχύνεται έξω φωνάζοντας σάν τοελλός: —Ζολάσαν!.,. Ζολάααν!... ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ
*Αποκλει στ ι κότη ς: Γεν, Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ V
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: ιΟδός Λέκκα 22 — ΑΡΙ0. 1 — Τιμή δραχ. 2
Δημοσιογραφηκιός Δ)·ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, ΟΙκονομυοός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζη6ασι λείου, Ταταούλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιάδην, Αέκικχχ 22, *Αθήνα ι.
Κίνδυνος - θάνατος Τήν ερχόμενη Παρασκευή θά ττέση ή δεύτερη ύδρογονική βόμβα του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ:
Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ "Αν ό «Αόρατος Γίγαντας» που διαβάσοττε σάς φάνη κε αριστούργημα, τότε ή «5<ρύτττη των Θησαυρών» που θά διαβάσετε θά σάς φανή θαύμα !
Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ εΐναι ή καλύτεοη περιπέτεια Ζούγκλας άπ* δσες έχουν γραφή μέχρι σήμερα.
Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ ιΟ θρυλικός ΤΑΜΠΟ Ρ, ή όμορφη ΖΟΛΑΝ κΓ ό κωμι κοτραγικός ΜΠΟΥΤΑΤΑ, σ’ ενα πραγματικό όργιο δράσεως, θριάμβου καί γέλιου!
σάς παρουσιάζει τό τεύχος που θά τό διαβάσετε έκοοτό φορές :
^**********
ί
^ ΑΣ £/)Π/ΖΟΐ/Ίό ΟΠ 0/9 ΤΚΟΤΩΖΟΥΜί ΤΟ* Λ ΑΤΡ/ΟΧΟ/ΡΟ 770Υ ΤΪΥΖ/Η' Τ7)Π£.. ΤΟ ΤίΡΡοϊ ΤΟΥ 0/9 ΤΟ /3ΆΡΤ/Ζ9ΜΕ £ΤΟ ΡΥ/ΊΑΡΧΟ
ΜΠ 0X70 . . ^
^
_
Ο ΠΟΖ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
Ν70ΜΊΊΥ ΤΡόΧΛ ΓΡΗΓΟΡΗ Γ/Γ) 7/, ΘΡ> ΗΡΥΨΤΗ
ΗΠΟΥ Ρ/5ΤΟΥ)
ΤΟ*7)ΑΟΥΤ, 770X ΤΡΥ/)/7ΙΖ£Ι ! . .
/ΥΡΤΟΖ
Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ
Ο ΤΥΦΛΟΙ ΣΩΤΗΡΑΣ
Ε Ρ Α Σ ΜΕΝΑ μεισάνυχτα.. Ϊ/Ολόγιαμο φεγγά ρι λάμπει στον ουρανό της Ζούγκλας.. ;ν , , Ενας χεροδύναμος αροπης, ιμέ κωμικό τσούλούφ ι στο κεφά λι του, προχωρεί βιαστικά στά χορταριασμένα ,μονοπά τ ι α /μιας άγριας περιοχής. Άπ’ τό χέρι σέρνιει ένα νέο λευκό Παιδ-ίΙ, με τά μάτια δεμένα γερά ιμιέ χαντρό^μαύρο ύφασμα Π'ίΙσω ακολουθεί μια μικροσκο πικη μαύρη σκυλίτσα. ^σιφνικά, κάποιο παράξενο σούρσιμο άκοόγεται στά πυ κνά χαμόκλαδα και σχεδόν α
μέσως τ' απαίσιο^ μουγγρηιτό πεινασμένου θεριού. 1/ Ό άράπης σταματάει ξαφ νιασμένος γουρλώνοντας τά μεγάλα ήλΟθιαι μάτια του, ένώ ή σκυλίτσα γαυγίζει δια περαστικά και δαιιμονισιμένα Ταυτόχρονα μια μεγαλόσωμη τίγρη παρουσιάζεται μπρο στά τους. Κι’ άμέσως, μαζεύ εται στά πισινά της ποδ-άρια, παίρνοντας στάσι έπιθέσεως. Ό μαύρος τραβάει τό μεγά λο πιστόλι άπό τή θήκη της ζώνης του και της τό δείχνει λέγοντας: — Μέ συμπαθας, κυιρά μου ...Είμαι βιαστικός άπόψε...
ΤΙΜΗ ΛΡΑΧ. 7
4
Φαίνεται όμως πώς ή πει» νασμένη, τίγρη, βιαζόταν περισ σατερο από αυτόν. Γιατι άμε σος, :μέ μια απότομη έκτίναξι, χτυπάει πάνω στα μαλλια ρά στηθεία τού άράπη. και τον ανατρέπει... Τό λευκό παιδί υποχωρεί λί γοο βήματα ανήσυχο. Πασχί ζει νά «βλέπη» μέ τ3 αυτιά ταυ αυτά που γίνονται... 10 μαυοος, άγκ αλ ιάσιμενος τοόρα μέ το θεριό., κυλιέται κά τω, φωνάζοντας στο νέο : — Έ, αφέντη παιδί! Λύσε τά μάτια κΓ έλα νά μέ βοηθή σης. Μπά, σέ καλόασ σου! Ό λευκός σηκώνει τά χέοια του στο «μαύρο πανί σά νά θέ λη νά τό τρσβήξη. "Ομως γρή γορα τά ξανακατεβάζει χωρίς ούτε νά τ* άγγίξη καν. Κ αί φω νάζει στον άράπη πού κινδυ νεύει : — Είσαι δυνατός εσύ!, θά τά καταφέρες καί «μονάχος σου.Δεν πρέπει νά λύσω τά μάτια ιμοο... "Εστω κι3 άν ή τίίγοη χυθη νά σπαράξη έμενα. Ό χεροδύναμος μαύρος πα λεύει απεγνωσμένα μέ τό ττεινασμένσ θηοίο. Καί σέ μιά στιγμή καταφέρνει, μέ τις χε ρούκίλες του, ν3 άρπάξη την τίγρη από τό λαιμό καί ν’ άο χίση νά τη σφίγγη «μέ ύπερόν θρωπη δύναμ«ι καί λύσσα. Τό θηοίο ανοίγει τό στόμα, τινάζει έξω τή γλώσσα κι3 έ νας θανατερός ρόγχος ξεφεύ γει από τό σφιγμένα του λα ρύγγι. Τό παιδί παρακολουθώντας μέ τ3 αφτιά του, καταλαβαί νει τί έχει γίνει. Κι3 ένας στε ναγμός άνακουφίσως βγαίνει
Ο ΜΙΚΡΟΣ
άπ3 τά χείλη του. γ 'Όιμως την ϊδια στιγμή ή τίγρη, σ3 ένα απελπισμένο σπασμό του κορμιού της, κα ταφέρνει νά έλευθερωθή από τό θανάσιμο σφίξιμο του μαύ ρου. Κι3 οί δυο άντίπαλοι συ νεχίζουν τή φοβερή πάλη τουζ σφαδάζοιντας από πόνο και λύσσα. Μά ό 'άράπης είναι αφάν ταστα χειροδύναμος. Καί γρή γορα πάλι ^τώρα κοπαφέρνει, μέ τις χερούκλες του·, ν3 άρπα ξη την τίγρη από τά σαγόνια. 3Αμέσως, τραβάει τό στόμα ό σο πιο δυνατά μπορεί, σά νά ζητάιη νά' σχίση τό θηρίο στά δύο. Σίγουρα πιά ή τίγρη θά βρίσκεται, σέ λίγες στιγμές νεκρή,. ^σφνικά όμως ό μαύρος — ανάσκελα καθώς είναι —βλέ πει σέ κάτι ψηλά κλαδιά μιά μιικροσκοπική μαϊμουδίάσα . Κρατάει μιά μεγάλη, καρύδα στά μπροστινά της πόδια καί χαχανίζοντας την πετάει κατά πάνω του. Ό άράπης γιά νά προφυλα χ>θη από τό κτύπημα τής καρύ δας, παρατάει τά σαγόνια τής τίγρης καί βάζει τις παλάμες σάν άσπίδσ μπροστά στο κε φάλι του. Τό θηρίο βρίσκει την ευκαι ρία κι3 άνοίγοντας το στόμα του δαγκώνει τό θύμα στό λαιμά. Ό «μαύρος ουρλιάζει βραχνά κι3 απεγνωσμένα: •— Β οήθε ιααα!.. Β οή θε ιαοοαο Τό λευκό παιδί κάνει μιά κΐ νησί πάλι σά νά θέλη νά τραβήξη από τά μάτια του τό μαυ ρα πανί. Μά κι3 αυτή τή φοοά δεν άποφασίιζει νά τό βγάλη·.
ΤΑΡΖΑΝ
Σφίγγει όμως άμέσωςτό χον τρό ρόπαλο πού κρατάει στο δεξί του χέρι καί προχωρεί στα τυφλά; στο μέρος πού γι' νεται ή θανάσιιμη πάλη θεριού κι5 άνθρώπου. Σηκώνει έκιεΐ τό ρόποολο ικαί φωνάζει στον άράπη: — Φυλάξου εσύ, πού μέ βλέπεις... Καί κανονίζοντας τη θέσι πού θά βρίσκεται το κεφάλι της τ ίίγρηζ όοπό^ τά μαυγγρη; τά της που ακούει, τό κοτεβά ζει μ5 άφάνταστη ορμή. Και πετυχαίνει!... Τό ρό παλο, πέφτοντας μέ τέτοια 56 ναρι ατό κεφάλι του θηρίου, τό ζαλίζει για λίγες στιγμές.. Παρατάει τό λαιμό του μαύ ρου καί στριφογυρίζει σά νά θέλη νά δαγκώση την ουρά του. Ένω ό άράπης πετιέται όρθός κάί φωνάζει στο νέο, ρί χνοντας φοβισμένες μ,ατιές προς τά κλαδιά του δέντρου. — -Πάμε, αφέντη... Πάμε πριν μάς έρθη καμμιά καρύ δα στο κεφάλι! Στο μεταξύ όμως, ή χτυπη μένη τίγρη ξεζαλίζεται, καί (βλέποντας μπροστά της τό παιδί, πού, πριν λίγες στι γμές, την είχε χτυπήσει, πα ρατάει τό μαύρο και χύνεται πάνω του... Ό λευκός νέος μέ τά μάτια δεμένα είναι άνίκανος, άψου δέν βλέπει, ν’ αντιμετώπιση1 μια τέτοια μανιασμένη έπίθε σι. Ή τίγρη σχίζει μέ τά νύ χια τό κορμί του παιδιού κι* άγκαλιάζει μέ τ3 άπσίσισ σα γόνια της τό λαιμό> του. Ή ζωή του δέν πρόκειται
δ
νά παραταθη περισσότερο άπό_ μιερικά δεύτε ρόλεπτοο... —αφνικά όμως γίνεται κάτι αναπάντεχο!... Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΖΟΑΑΝ
ΑΛΑ καλύτερα νά πά ρουμε τά γεγονότα μέ τη σειρά τους. 37Ας άφήσουμε λοιπόν γιά λίγο τούς δυο συντρόφους καί την τίγρη, κΓ άς γυρίσουμε, μερι κές ώρες πρίν, έξω από τη ιμε γαλή κρυφή σπηλιά τών ή-ρώων μας. Ό Ταμπόρ, τό δεκαεξάχρο νο τολμηρό ' Ελληνόπουλο, ό θρυλικός μάκρος Ταρζάν πού μεγάλωσε μονάχος στή ζούγ κλα, θηλάζοντας από τούς μα στους μιας λέαινας, βρίσκε ται, αυτή τη στιγμή, σέ τρα γική άπόγνωσι. ."Ενας φοβε ρός αόρατος γίγαντας, πού είχε παρουσ ιαστ ή ξαφ ν ικά στην άγρια εκείνη περιοχή, έχωσε τη νύχτα τό τεράστιο χέρι του μέσα στη σπηλιά καί άρπαξε την προστατευόμενη του Ταμπόρ, την Ζολάν. Τό δωδεκάχρονο κορίτσι τού ά= μερικανού έξερευνητου Μπαΐκερ πού, πριν δυο χρόνια, εί χε βρή τραγικό θάνατο στη ζούγκλα (*). Ό Μπουτάτα, ό δειλός,^ κου τός καί χεροδύναμος ^ άράπης μέ τά γουρλωμένα μάτια καί το κωμικό τσουλούφι στο κε= (*) Διάβασε τό τροηγούμενον τεΟχσς, τό 1, πού £χει τον τίτλο;
«ι0 άάρατος Γίγαντας».
6
Ο ΜΙΚΡΟΣ
φάλι, προσπαθεί να παρηγορήση τό νέα πού φωνάζει καί χτυπιόται για τό χαμό τής Ζολάν. — Μή κάνεις έτσι, αφέντη Ταρττόιρ!, μπορεί ό γίγαντας νά μάς άρπάξη κι3 εμάς και νά βρεθούμε πάλι όλοι /μαζί! Ό μικρός Ταρζάν τραβάε^ι τό «μαόρο Ηρακλή» άπό τό τριχωτό μπράτσο: — (Πάμε, Μπουτάτα, στη σπηλιά ταυ Μάγου Ζοχράν... Ή Φίφη, ή αγαπημένη κι3 αχώριστη μακροσκοπική σκυ λίτσα της χαμένης Ζολάν, σιγανογαυγίζει κλαψιάρικα και παραπονεμένα. Ό ία αύρας τή σηκώ'νει στην άγκαλιά του: — "Έλα κι5 έσύ ιμσζίι .μας. 3Άν βρούμε τό κορίτσι καί χά
σουμε έσένα, θά μάς βγάλη τά μάτια με τά νύχια της.
3 Αργά, ικατά τά μεσάνυχτα, 6 Ταμπόρ· καί ό Μπουτάτα φτάνουν στο φοβερό άντρο του Μάγου. ,, Ό τυφλός σκελετωμένος γέροντας ^σκάλιζε ι κάποια μι κρή φωτιά πού πάνω σ5 αυτή βράζει μιά^ πήλινη χύτρα πού βγάζει πράσινους καπνούς. Ό Ζοχράν καταλαβαίνει ά πό τή φωνή τον Ταμπόρ. ^ — Τί θέλεις άπό μένα, Παι δί τής Ζούγκλας; Ό μικρός Ταρζάν του άνα φέρει δακρυισμένος τήν αρπα γή τής Ζολάν. Ό Μάγος κουνάει θλιβερά τό κεφάλι του:
Ή Ζολάν χορεύει στην παλάμη του Γίγαντα κι-
"ί
7
ΤΑΡ1ΑΗ
Ό φοβερός Γορίλλας αρπάζει τό κορίτσι της Ζούγκλας
— Δύσκολο, πολύ δύσκολο νά βρής καί να σώσης τό λευ κό κοράσι άπό τα χέρια του νάνου! Ό ,Μπουτάτα χαζογελάει: — ι ΐ νάνος, καλέ αφέντη Μάγο! Αύπουνού τά μαλλιά ξεσκονίζουμε τά σύννεφα! Χί, χίι, ,χί'!... Ό τυφλός γέροντας τους έ ξην^ : — Πέρα ραι^ρυά, στην πιο βαθειά -κι* απάτητη ζούγκλα, ζεΐ ή άγρια φυλή τών νάνων Γικσπιγκάρ... Οι νάνοι αυτοα διατηρούν από αιώνες, κι* α πό γενεά σέ γενεά, αίμα τέρα στ ίων Δεινοσαύρων πού έχουν έξαφανιισθή πιά άπό τή γή τής ζούγκλας. Μέ τό αΐιμα αυ
τό οί 'Γκαπιγκάρ ξέρουν και φτιάχνουν ένα πιαίράξενο φίλ τρο πού, αχι ιμόνο γιγαντώνει τά κόκικαλια κιαίί τις σάρκες τών άνθρώπτων, ιμά καί τούς κάνει αόρατους ατούς άλλους ανθρώπους. Μόνο τά μάτια τών ζώων ι μπορούν κ αί τούς βλέπουν... »Έτσι, κάθε φορά πού πε θαίνει ό νάνος άρχηγός καί ιερέας τής φυλής τους, ποτί ζουν ιμέ τό φίλτρο αυτό έναν άπό τούς πιο πιστούς υπηρέ τες του νεκρού... Πιστεύουν πώς .μόλις ό νάνος αυτός γίίνη άόρατος γίγαντας, θ’ άρπάξη μέ τά τεράστια χέρια του την ψυιχή του άρ>χηγου καίι, σηικώνοντάς την, ψηλά,
8
θά την άφήκτηι άπαρατήρητος, στον ευτυχισμένο Παράδεισο τού Ουρανού, πλάϊ στον παν τοδύναμα θεό τους, τον Νουρίν... Ύστερα ό γίγαντας, πού δεν | μπορεί νά ζήση, πιά ανάμεσα στους νάνους τής φυ λής του, φεύγει καί περιπλα νιέται αόρατός .στη ζούγκλα, σκορπίζοντας παντού τον τιρό μο καί τον πανικό. ,Κι’ ή ζωή τουι κιροοτάε,ι τρία ολόκληρα φεγγάρια. Μόλις φσνή στον ου ρανό τό τέταρτο, ό γίγαντας ξαναγίνεται νάνος και ξε ψυχάει... Ό Ταμπόιρ γονατίζει ,μπρο στα στον τυφλό Μάγο καί τον παρακαλεί: -— Πέσ’ ρου, Ζοχράν, πού βρίσκεται τώρα ό γίγαντας ρέ την άμοιρη Ζολάν; Θά πάω νά τη ν ελευθερώσω άπό τά χερίια του κι* άς χάσω καϋ τή ζωή .μου άκόμα. Ό Μάγος τού άπαντάει ιμε συμίπόνοια. — Γιά νά δώ πού βρίσκε-1 ται ό γίγαντας αυτός, πρέπει νά κιυττάξω στη μεγάλη γυά λινη μπάλα ιμου... Μά εγώ εί μαι τυφλός, καλό ιμου παιδί.. Γ ιά νά... Ό Μπουτάτα τον διακόπτει: — Νά κυττάξω εγώ, άφέντη Μάγο... Μπά, σέ καλόοο σου! Ό Ζοχράν συνεχίζει: — Γιά νά τό κάνοο όμως αυτό, πρέπει νά θυσιάση τά μάτια του ένας άλλος... Νά μείνη, τυφλός αυτός σ’ όλη τή ζωή του, γιά νά ξαναβρώ εγώ τό φως μου καί νά σώσω τό λευκό κορίτσι,..
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Ό Τσιμπρρ δεν σκέπτεται καθόλου.: ^ ^ Έγώ, Ζοχράν!... Τί νά τά κάνω τά μάτια άφού δεν βλέπω πιά την άγαπτηιμένη μου Ζολάν; Μά, άν ξαναγυρί ση κοντά ιμου, τί τά θέλω πά λι τά -μάτια ιμου; θά βλέπω ,μέ τά δικά της! Ό Μπουτάτα συγκινεΐται καί γυρίζει ,στόν τυφλό σκε λετωμένο γέροντα: — Δεν παίρνεις ' τά δικά μου ράτιια, λέω ’γώ,, πού είναι καί .. .τσαχπίνικα! Ό Ζοχράν ρουρραυρίζει: — Γ ι ά νά ξαναβρώ τό ψώς μου πρέπει νά πάρω τά μά τια ενός λευκού... — Πάρε τά διικά ιμου, ξαναλέιει ό Τα)μπτόρ. Φτάνει νά σωθή ή Ζολάν! Ό Μάγος άρχιζε ι νά έτοιμάζη τά φοβερά σύνεργά του.. "Υστερα από λίγο, ό μι κρός Ταρζάν νοιώθει τά :μά τια του νά θολώνουν καί, σιγά -σιγά, ,μαύρο σκοτάδι ν’ άπλώ νεται γύρω του. Τό πρόσωπό του γίνεται χλωμό σάν κερί καί ψιθυρίζει μέ δέος: —Δεν... δεν βλέπω πιά! Δεν βλέπω καθόλου!... Ό ήλί|θιος Μπουτάτα τον παρηγορεΐ: — Δεν πειράζει, αφέντη Ταρττάρ. θά φορέσης ...γυα λιά! Ό Μάγος ρωτάει τό νέο: ( —Μήπως ιμετάνοιωσες, Παι δί τής Ζούγκλας; — "Όχι, ^Ζοχράν... Πέσ’ μου τώρα,ποΰ βρίσκεται ό γί γαντας ιμιε τη συντρόφισσά
9
ΤΑΡΖΑΝ
μουΌ σκελετωμένος γέροντας χαμογελάει μέ ικανοποίησι·. "Υστερα βυθίζει τή θολή ματια του σέ μια /μεγάλη- κι* άστραφτερή γυάλινη ,μπάλλα και μουρμουρίζει: — Τώρα βλέπω... Βλέπω τό γίγαντα... "Εχει ανοίξει την τεράστια παλάμη, του καί υποχρεώνει τό λευκό κορίτσι νά χορεύη πάνω σ' αυτήν... Βλέπω στο κεφάλι του μια μα τωμένη πληγή... Ό Μπουτάτα ενθουσιάζεται: — Ναί, ναί! Έγώ του τήν έκανα μέ τή μπιστόλια μου·!... — Γιατί; ρωτάει ό Μάγος. — Γιατί ήταν ...άτακτος! -ερ ρίζωνε τά δέντρα σαν μα ρούλια και κυνηγούσε νά μέ δε ίρη!... Ό τυφλός Ταμπορ άνυττοτ μονεΐ: -— Πες μου, Ζοχράν: Πού βρίσκεται τό λευκό κορίτσι; Που έχει πάει ό γίγαντας; Ό Μάγος συνεχίζει τό πα» ραρίλητό του: — Τον βλέπω στην όχθη του μεγάλου ποταμού. Κοντά στον ψηλό καταρράκτη... Τώ ρα έχει ξαπλώσει νά κοιμηθή.. Κροτάει όμως σφιχτά · στη χούφτα του τή Ζολάν... Μόλις τον πάρη ό ύπνος, ή παλάμη του θ' άνοιξη, καί τό κορίτσι θά ξεφύγη άπτα τά χέρια του.; Πρέπει νά βρισκόισαστε έκεΐ νά την πάρετε πριν ό γίγαν τας ξυπνήιστ),... Ό Ταμπορ, ψάχνοντας ^στά τυφλά, βρίσκει τό μπράτσο τού Μπουτάτα καί τον τραβάν ει ιμέ βιασύνη.
— Πάμιε λοιπόν... Πάμε γρή γο ρα στα μεγάλο ποτά μ. ι. Ό σκελετωμένος γέροντας βάζει πρώτα κάποιο φίλτρο, κι’ υστέρα δένει μ5 ένα χοντρό μαύρο πανί τά μάτ ια του Τα-μητάρ. — Πρόσεξε, του λέει. "Αν λύσης από τά μάτια σου τό πανί αυτό, θά ξαναβρής αμέ σως τό φως σου... Έγώ όμως θά πάψοο, από την ϊδισ στι γμή, νά βλέπω... Μου χάρισες τά μάτια σου και δεν πρέπει νά μου τά πάρης πίσω... — "Οχι... Δεν θά τό κάνω ποτέ, τού αποκρίνεται τόι πε ρήφανο 4 Ελληινόπουλο. Ό Μπουτάτα τραβάει, αυ τός τώοσ, τον μικρό Ταρζάν: — Πάμε, αφέντη Ταμπορ... Και τού ψιθυρίζει σιγά στο αυτί: — Μόλις βγούμε άπό τή σπηλιά, βγάλε τό πανί κΓ ά σε τό γέρο νά ψάχνη νά βρή τά ...(μάτια του! Χί, χί, χί!... Οι δυο σύντροφοι βρίσκωνται σέ λίγο έξω άπό τή σπη>λιά, μά ό Ταμπορ δεν βγάζει άπό τά μάτια του τό μαύρο πανί. Ό Μπουτάτα τον κοροιοευει: — Φαίνεται πώς θά σ5 άρέση. ή στοαβοιμάοα! Χί, χί! «· σ
/
Τό Παιδί τής Ζούγκλας δι καιολογείται μέ στεναχώρια:
— Δεν ξέρω τί νά κάνω!... Στή ζωή μου δεν έχω πή πο τέ ψέματα... Καί πάντοτε κοά τησα τό λόγο ιμου... Πάμε λοι πόν. Μπουτάτα. Ό μαυοος άοπάζει άπό τό κέρΐ' τον Τοομπτόο καί ξεκινάει βιαστικός γιά τον ψηλό καταρ
10
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ράκτη τού μεγάλου- πατ-αμοΰ. Την 'ϊδια στιγμή ιμέσα στη σπηίλΐίά, ό Μάγος Ζαχράν μο νολογεί χαμογελώντας καλό καρδο : — Καημένο παιδί!... Ού τε εσύ τυφλώθηκες, ούτε κΓ έγώ ξσνά&ρηικα τό φως ιμαυ... Τό έκανα αυτό για >νά δώ σέ τ-ί μεγάλες θυσίες ιμπηο«ριεΤ να Φτάση μια πραγματική αγά πη !... "Εχει περάσει πολλή ώ ρα... Ό Μπουτάτα: τραβών τας από τό χέίρι τον Ταμπόρ, και ,μέ τη σκυλίτσα ΦίΙφη· πού τούς ακολουθεί άπό πίσω, προ χωροΟν βιαστικοί στά χόρτα ρυαισιμίένα (μονοπάτια μιας ά γριας περιοχής... -αφνικά κά
ποιο παράξενο σούρσιμο άι-ούγετα; στά πυκνά χαμόκλα δο: και .μιά πεινασμένη τίγρη — όπως είδαμε — ξεπετάγε ται μπροστά τους. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ
Σ ΞΑιΝΑΓΥΡ IΣΟΥΜΕ τώ,ρα ατό σημείο πού «& β αφήσαμε την τίγρη; ναχπη αγκαλιάσει ιμέ τά σαγό^νισ της τό λαιμό τού λευκού παιδιού ιμέ τα δεμένα /μάτια. Και νά: -αφνιικσ δυνατός πυρο'βαλιο'ίμιός αντηχεί. Τό μα νιααμόνο θηρίο παρατάει τό λαιιμό τού. Ταμίπόρ καί τ ινάτ ζεταιι σά νά τό ικτύπησε κε ραυνός. Τό σώμα της τίγρης σφαδάζει για λίγες στιγμές
*0 ΓορίλΑας κτυπάει μέ μιά πέτρα τό κεφάλι του λιονταριού
11
■«είμαι ό βασιλιάς των Μαϊμούδων, φωνάζει κΓ υστερία μένει ακίνητο πά νω στο ξαπλωμένο άνάσκελα παιδί... Ό μάκρος Τσρζάν σπρώ χνει με δύναμι γι·ά νά τινάξη από πιάνω του το άψυχο κορ μί τής τίγρης. Μα τά νύχιαένας άπτο τά μπροστινά της ποδάρια, έχουν γαιτζωθή στο μαύρο πανί πού είναι δεμένο στο κεφάλι του. Και >μ·έ τό τράβηγμα, ξεφεύγει καί του έλευβερώνει άθελα τά μάτια. Ό I ο;μπαρ βγάζει χαρούμε νο ξεφωνητό: — Βλέπω !... Πετ ι,εΤαι άμέσως ορθός καί κυττάζει λαίμαργα γύρω του, αά νά θέλουν τά μάτια
6 Μπουτάτα
του νά χορτάσουν φως. Πλάϊ του βρίσκεται ή νε κρή τίγρη· μέ ιμιιά ,ματωμένη πληγή ατό πτίισω ρέιρος του κεφαλ ιαυ τους. Ή μ ΐικροσκοπ ι κή Φίφη τη γαυγίζει άγρια καί τής δαγκώνει τ’ αυτιά. Ό Μπουτάτα βάζει τό πιστόλι στη θηικη τής ζώνης του καί δικαιολογείται ατό νέο: —Με ουρπαβάς, αφέντη, Ταμττόρ, δεν τοθ&λα, ό φουκαράς ... Σημάδεψα την παληομαϊ μου στο δέντρο, καΓι ή σφαίρα έ κανε λάθος καί χτύπησε την καηρενούλα την τίγρη!... Μά τό Παιδί τής Ζούγκλας δεν έχει καιρό για άστεΤα. Τώ ρα μάλιστα πού βλέπει, βιάζε
12
ται, ακόμα περισσότερο, νά φτάσηι στο ποτάμι για να σώ ση την αγαπημένη^ τουι Ζολάν. — ΓΊοαμιε;, φωνάζει στον Μπουπάτσ καί ξεκινάει τρω τός., τρέχο/τας. Ό άραπτής σηκώνει κάτι α πό κάτω, καί του φωνάζει τρέ χοντας κι5 αυτός από πίσω του·: — Έ, αφέντη παιδί!... Ξέ χάσες τό μαύρο πανί για νά... ξαναδέσης τά ιμάτια σου! Χί, Χΐ/ Χ'ΐ'ί··· Ή μακροσκοπική Φίιφη δεν τούς ακολουθεί αυτή τή φορά. Φαίνεται πώς τοχιει πάρει από ψασι νά μείνη εκεί καί νά κοοτασπαράξη τή σκοτωμένη τίίγρη. Δεν περνάει πολιλή ώρα καί ό Ταΐμπορ με τον Μπουτατα φτάνουν στην όχθη του ^ιμεγάλου ποταμιού, κοντά στον ψητ λό καταρράκτη,. Καί νά, παρά τό φοβερό θόρυβο πού κάνει τό νερό κα θώς πέφτει·, φτάνει στ5 αυτιά τους μιά διαπεραστική καί χα ρού,μεινη κοριτσίστικη φωνή: — Ταιμίπόοοορ!... Μπουτάτααα!... Καί σέ λίγες στιγμές ή ό μορφη; ξανθέιά Ζολάν φτάνει κοντά τους; κυττάζοντας κά τω μέ απορία. — Ή Φίφη μου; Πού είναι ή Φιφίΐκα μου; Ό ι αμπόρ τή ρωτάει μέ α γωνία : ■—Ό γίγαντας; Έδώ κον τά βρίσκεται ό γίγαντας;
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Ναί1... Κοιμήθηκε κάί τού ξέφυγα... Μά ή Φίιφη μου πού είναι; Γι-ατίι δεν ήλθε μα ζί σας; — Θαμβή, την παρηγορά ό Μπουτατα. "Εμεινε πίσω γιά νά κάνη ...πιπη της. Τό Παιδί τής Ζούγκλας ξα ναρωτάει τή αυντρόφίσσά του. — Πες μου, Ζολάν, κοιμά ται ακόμα ό γίγαντας; — Ναί... Μά δεν θά ξαναξυτπνήση... Στο κεφάλι του έ χει μιά πληγή οπτό τή σφαίρα τού Μπουτάτα, πού τρέχει συ νέχεια αΐμσ... "Οληι νύχτα ιμ’ έβαζε καί χόρευα παύω στην παλάμη του... Πονούσε καί ήθελε νά διασκεδάση... — Τον έβλεπες; — "Οχι... Μά τον άκουγα νά ιμιιλάη... "Υστερα έγειρε νά κοιμηθή καί μου είπε: «"Ε χω χάσει πολύ αίμα... Κατα λαβαίνω πώς μέχρι τό πρωΐ 6ά έχω πεθάνει...». Ό Μπουτάτα άναστενάζει μέ συμπόνια: — Ή σκοποβολή μου τον έφαγε τό φουκαρά!... Κ αλιύτερα όμως νά ξειμτπειρδέψη α πόψε... Πού νά περιιμένη τρί’α φεγγάρια! Χί, χ'ί, χτ!... Τήιν ίδια στιγμή, γιγαντόφωνος πόνε μένος στεναγμός άκούγεται προς τό μέρος τού καταρράκτη, Αμέσως έπειτα, άντηχεϊ ένας βαρύς ρόγχος πού σταματάει γρήγορα. Ύ στερα _τίποτα πιά... — Ξεψύχησε, ξεφωνίζει χα ρούμενη ή Ζολάν. Πάμε νά δοΰ με... Καί οί τρεις μαζί ξεκι-
13
ΤΑΡΖΑΝ ·*·-·«
νάνε -βιαστικοί ττρός το ,μέρος πού υποτίθεται πώς βρίσκεται ό αόρατος γίγαντας. Ό Μπου τάτσ κάτι (μουρμουρίζει που μπερδεύεται ατό θόρυβο· του μεγάλο) πριεπαυ καταρράκ τη, Ό μικρός Ταρζάν σταματάει και βάζει τ5 αυτί του .ατό ατό μα τοΰ' άράπη, — Τι- λες; Δεν σ’ ακούω... Ό Μπουτάτα επαναλαμβά νει φωναχτά τώρα: — Λέω πώς ό «συχωρεμέ νος» ήταν ιμυακρύς!... 3 Από τις πατούσες ώς τό κεφάλι του θά είναι ...ιμισή ώρα δρόμος! — Λοιπόν; — Δεν πιστεύω να μου πης νά... σκάψω λάκκο νά τόν θά ψουμε... Ή Ζολάν προχωρεί μπρο στά καί με θάρρος, “έρει κα λά τό ,μέρος που είχε άφήσει τόν κοιμισμένο αόρατο γίγαν τα.
Κάΐ νά. Στην Τδια θέσι^ βρ-ί σκει τώρα έναν όρατό άλλα νεκρό μαύρο νάνο. Στο· μικρό σκοπκκό κεφάλάκι του φαντά ζει ή μεγάλη πληγή τής σφάί ρας ατό τό πιστόλι του Μπου τάτα. Τά γουρλωρένα μάτια του άράπη βουρκώνουν. Κυττάζει τό πτώμα τού νάνου και κλα ψουρίζει : —Δεν φταίω εγώ, άφέντη μακαρίτη ! Ό Θεός φταίει πού μ! έκανε τέτοιο σκοπευτή ! λ. Ό Ταμπό ο βρίσκει γρήγο ρα μια μυτερή πέτοα καί σκά βει στο μιαίλακό χώμα ένσ μι κρό λάκκο*. "Ύστερα θάβουν τό μίικροσκοπιικό πτώμα καί ξεκινάνε για τό γυρισμό.
ΠΑΛΗ Γ0Ρ1ΛΛΑ ΚΑί Λ5 0ΝΤΑΡ I ΟΥ
ΖΟΛΑΝ, καίθιισίμένηι ιστούς πλατείς ώμους τού χεροδύναμου Μπου τάτα, ταξιδεύει ξεκούραστα, όπως πάντα. Αυτή τή φορά δμως θυμάται τή χαμένη σκυ λίτσα καί τά όμορφα γαλανά "ματάκια της βουρκώνουν. Τά δάκρυα της πέφτουν, σταλα γματιές —σταλαγματιές, στό κεφάλι τού άράπη. Εκείνος ταχύνει τό βήμα του καί γυρίζει προς τό ίμερος τού Ταμπόΐρ: — Γρήγορα, αφέντη παιδί. Θά ...ξεσπάση μπάρα! Ό μικρός Ταρζάν σηκώνει μέ απορία τό κεφάλι του καί ψάχνε ι_τόν ουρανό. — -αστέρια είναι... Πώς σοΰ πέρασε αυτή ή ιδέα; Ό Μπουτάτα επιμένει. —"Άκου πού σου λέω εγώ! "Αφού άρχισε νά ψιχαλίζη! Μπά, σέ καλόοο σου! Ή Ζολάν ξεχνάει μέ ίμιας τή χαμένη Φίφη της καί ξεσπάει σέ άκράτητα γέλια: — Χά, χά, χά! Τά δάκρυα μου είναι καλέ! Λεν μ5 άκοΰς πού κλαίω; —Έγώ σ3 άκούω πού γε λάς, μουρμουρίζει ό Μπουτά τα δυσαοε στημένος. Τήν Τδια όμως στιγμή νοι ώθει τόν ώμο του νά ξσλσφρώ νη από τό βάρος τού κοριτσιού Ταυτόχρονα, ένα σπαραχτικό ξεφωνικό τής Ζολάν σκίζει τόν αέρα.
Η
— ^Αοοοοαα!...
Τή στιγμή έκέίνη; οι τρεΐς
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σύντροφοι περνούσαν κάτω Τό ίδιο κάνει καί τό Ελλη Ατό τά χαμηλά κλαδιά έινός νόπουλο που πετάει σαν που μεγάλου δενπροα λί γιά νά τον φτάση. "Ετσι ό Ό Τοαμττορ και ο Μπουτ Α Ταμπόρ, πού δείχνεται πιο τά σταματούν Απότομα καί σβέλτος καί γρήγορος άπό τό 7ορίζουν ξοόφνιάσιμενοι τά κε θηρία, καταφέρνει, σέ .μια στι φάλια τους. Καί νά. Στά κλα γμή, νά φτάση κοντά τοία Σηδιά τού δέντρου Αντιιφύζουν κώνη άμ,έσως τό φοβερό ρόπα έναν γιγαντόσωμο γορίλλα λο γιά νά του τσακ ίση τό κε πού έχει αρπάξει στην άγκσφάλι... λιιά του τό λευκό κορίτσι,, και, ^ Ό γορίλλας, που βλέπει πηδώντας Από κλαδί σε Κλαδί, τον κίνδυνο,, παρατάει την πο αρχίζει νά ξεμαικ,ραίίνη, βγά ρείΐα πάνω στά δέντρα καίίι, ζοντας άγρια κι* Απαίσια ούρ πηδώντας κάτω, συνεχίζει τό λ>αχτά. φευγιό του ρέ τά πόδια. Ή Ό (μιαρός Τα,ρζάν, »μ" ένα Ζολάν ζεφωινίζετ γιά λίίγο Α σβέλτο πήδημα βρίσκεται κι* κόμα τ,ριαμοικιρατηίμιένη καί τέ αυτός αμέσως, πάνω στο ίδιο λος μένει λιπόθυμη στην τρο δέντρο καί Αρχίζοντας νά κυμερή άγκαλιά τού θηρίου. νηγάη τό γορίλλα, φωνάζει Ό Μπουτάτα παρακολουθεί τρέχοντας κάτω άπό τά δέν ταυτόχρονα στόν αράπη: — *Ακολούθησε ρε, Μίτουτρα, ταν Ταιμπόρ; καί φωνάζει κάθε τόσο, Ανήσυχος: τάπα... Έσύ νά τοέχης κάτω ^—"Ε, άφέντη, Ταιμπόρ... Από τά δέντρα... Έγώ θά Φω Πρόσεξε ,μή γλυστρησης καί νάζω συνεχώς γιά νά καταλα μου έρθεις στο κεφάλι! βαίνη-ς πού βρίσκομαι καί κα Τό Παιδί τής Ζούγκλας βλέ τά πού τραβάω. πει τό γοιρίλλα που κατεβαί Ό Τα,μπαρ πηδάει σαν νει στο έδαφος καί πηδάει καί τρείλλός άτό κλαδί σέ κλοδί καί άπό δέντρο σέ δέντρο, τα αυτός κάτω. Τό κυνηγητό συ ρακολουθώντας στο αώς τού νεχίζεται τώοα μέ μεγαλύτε ρη .μανία. Φεγγαριού τον γορίλλα καί Ό Μπουτ Ατα, βαρύς κα συμβουλεύοντας τή Ζολάν ^ — Φώναζε κι* έσύ, Ζολάν.. θώς είναι*. Αρχίζει νά μένη σι Φώναζε συνεχώς γιά νά κατα γά - σιγά, πίσω άπό- τούς δύο Αντιπάλους. Τού είναι Αδύνα λαβαίνω πού βρίσκεσαι... Καί τό φοβειρό κυνηγητό το νά τούς φτάση. Καί σέ μ·ά συνεχίζεται. Ό γαρίίλλας αρ στιγμή, χάνοντας την υπομο νή του. φωνάζει: πάζεται, κάθε τόσο, άπό μα— *Έ, άφέντεεεεες!... Δέν κρυά χοίρτόσκο-ινα πού κρέμαν τσι άπό τά θεόρατα δέντρα σταματάτε νά πάρουμε καί καίί, διαγράφοντας τεράστιες κορμιά Ανάσα; Μπά, σέ καλό καμπύλες στον αέρα,^βρίσκε ν σας! Τό Ανθρωπόμορφο θηρίο, ται πενήντα κι5 εκατό μέτρα *' πού έχει αρπάξει την άμοιιρη μακρυά...
ΤΑΡΖΑΜ
Ζσλάν, τρέχει μέ άφάνταστη ταχύτητα. Κι* ομο>ς ό Ταμπόρ οσο πάει καί τό πλησιάζει πά λι, ξεφωνίζοντας πάντα για νά μ*ή χάση την επαφή του· μέ τον καθυστερημένο άράπη·. Ξαφνικά κι* ενώ τρέχουν καν τά στην άχθη ενός άλλου πο ταμού, άγριος βρυχηθμός πει νασ μόνου λιονταριού αντηχεί. Ό γορίλλας ξέοει καλά πώς, όσα καί νά τοόξη. δεν θά μπσ ρασηι νά ξεφύγη άπτο τά νύχια καί τά δόντια τού λιονταριού. Σταματάει λοιπόν άπότομα, παρατάει πλάϊ του τ* άναίσθη. το κορίτσι, άαπάζει άπό κά τω μια μεγάλη πέτρα κι* έτσι μάζεται νά αντιμετώπιση, στ ή θος με στήθος, τον τετράποδο βασιλιά της ζούγκλας, πού μ* ένα πήδημα βρίσκεται σχε δόν άμέσως. κοντά του. Τά δοό θη σίσ άλληλοκυτάζσντσι για λίγες στιγμές ακί νητα, τρίζοντας απειλητικά τά δόντια τους. Ό Τα μπαρ Φτάνει άλσφια■οΐμένος καί κρύβεται κάπου κοντά τους. Δεν τολμάει όμως νά πληισιάοτη καί ν’ άοπάξη την άναίΙσθητη συντοόφισσά του. "Αν ό γοιοίίλλας ήταν μό νος τομ, δεν θά δίσταζε καθό λου νά χυθή πάνω του καί νά παλέψουν μέχρι θανάτου. Μά τώρα, έκτος άπ* τό γορίλλα, είναι κι* ένα φοβερό λιοντάρι καί μάλιστα πείνασμεινο. Ό μικρός Τσρζάν κατ αλαβαίνε ι πώς δεν θά τά βγάλη πέρα καί με τά δυο θεριά μαζί. Καλύτερα εΐναι νά περίιμιόνη την τρομακτική
>Λ-3
15
σύγκρουσί τους. Ξέρει καλά πώς άν νικήση τό λιοντάρι, θά χορτάση την πείνα του μο νάχια με τις σάρκες τού γοιρίλλα, χωρίς νά πειράξη τή Ζολάν. Ό Ταμπόρ έχει, μεγα λώσιει θηλάζοντας τό γάλα λίέ αινας καί ξέρει καλά πώς τά περήφανα αύτά θηρία δήν πειράζουν ποτέ τον άνθρω πο που δεν τά πειράζει. "Αν πάλι νικήση ό γορίλ:λας, τότε τό ατρόμητο Παιδί τής Ζούγκλας θά χυθή πάνω του μέ τό ρόπαλο καί θά του τσσκίση, τό κουτό κεφάλι... Καί νά: ή θανάσιμη πάλη δεν άργεΐ ν* άρχίίση. Τό λίαν τάρι κάνει την άοχή. Μ* ένα κεοσυνσβόιλο πήδημα χυμάει πάνω στον όρθό γιγαντόσοΐμο γορίίλλα, μπήγει μέ λύσσα τά νύχια των μπροστινών ποδαριών του στους μαλλιαρούς ώμους καί του δαγκώνει τό λαιμό. Ό γορίλλας ουρλιάζοντας άπ* τον πόνο, άνεβοκατεβά'ζει μέ λύσσα την πεΤ:οα που κρατάει, πάνω· στο κεφάλι τού αντιπάλου του. Καί τά μά τια του λιονταριού πλημμυ ρίζουν αμέσως άπ* τά αίμα τα πού κατρακυλούν ά?τ* τό κεφάλι του. Τά δυο θεριά κυλιούνται τώ ρα κάτω. Σχίζονται μέ τά νύ χια τους, μουγγοίϊζαυν, ουρλι άζουν καί δαγκώνονται μ* άφάνταστη λύσσα. Ό θανάσιμος άγώνας γέρ νει άπ* την άοχή πόας τό μέ ρος τού γοοίλλα. Τά χτυπή ματα μέ την πέτρα έχουν κό ψει πολύ την όρμή καί τή δύ-
16
νοίμι του πεινασμένου λιοντα ριού. 3Αλλά και τό κορμί τοΟ γορίλλα είναι καταξεσχισμένο άπ’ τά νύχια καί τά δόν τια του αντιπάλου του. Καί τά δυο θεριά β-ρίακονται σέ κακά χάλια. “Όμως κανένα τους δον άττοφασίζει νά υποχώρηση·. Συνεχίζουν καταματωμένα καί τά δυο τη μύχιοι θανάτου πάλη τους. Ό Ταμττορ παρακολουθεί μ’ άφάνταστη Αγωνία τή,ν τρομακτική αυτή σύγκρουσι. Στο μεταξύ φθάνει κοντά του λαχανιασμένος ό Μπουτάτα· Ρίχνει μιά ματιά στά δυο φοβερά θεριά πού παλεύουν τπλάϊ στή;ν άναίσθτγτη Ζολάν καί ρωτάει: — 0ά τά πεοιμένουυε νά τε λε ι ώσαυνε, αΦ έντη Παιδί; Νά τά διώξω καί νά πάρουμε τό ικΡοίτσι νά φύγουμε; 'Κι* Αμέσως., κουνώντας μποος-πίΐσω τά χέρια του, τούς κάνει: — Ξσσσ, ξσσσ. Μπά σέ κάλόοοο σας! Ό Ταμπτορ του γνέψει νά σταματήση καί του εξηγεί: — Τά θεριά είναι τώρα α φάνταστα έξαντιληρένα. Και ρός είναι πιά νά ελευθερώ σουμε τή Ζολάν... Έσύ θά πας νά παλέψης μαζί τους, κ* εγώ θά βρω την ευκαιρία ν’ αρπάξω τό κορίτσι καί νά φύγουμε... Ό Άράπης διστάζει νά προχωρηση κι5 ό Ταιμπόρ τον ρωτάει: — Φοβάσαι τά έτοιμοθάνα τα θεριά, Μπαυτάτα;
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ό μαύρος ξύνει σκεπτι κός τό κωμιικό τσουλούφι του: — "Όχι... "Αν ξεπεταχτή σμως καμιμ ι ά... σαρανταποδα ρούσα; ζέρεις πόσο πονάει τό δάγκωμά τους; Ό μικρός Ταρζάν τον σπρώχνει μέ περιφρόνησι: — Χάσου από τά μάτια ■μου, τιποτένιε... Θά πάω μο νάχος. Κι5 αμέσως, σφίγγοντας στο δεξιό χέρι τό τρομερό ρόπαΐλό του, χύνεται σάν σί φουνας -κατά τά δυο θηρία. "Όμως δεν προφθαίνει νά κάνη μερικά βήματα καί στα ματάει απότομα, άνοιγαντας άπό κατάπληξι τά μά τια του. Τήν Τδια στιγμή, άπό τό πλαϊνό ποτάμι, βλέπει νά ξε πετάγωνται τρεΐς τεράστιοι κροκόδειλοι. Προχωρούν κλα ψουρίζοντας σάν πεινασμένα μωρά προς τό μέρος πού πα λεύουν, ξεψυχισμιενα πιά, τά δυο θηρία. Ό ένας κροκόδειλος αρπά ζει τό γορίλλα καί ό άλλος τό λιοντάρι. ν Υστερα γυρί ζοντας στήν όχθη, ξαναβουτάνε στά θολά νερά τού πο ταμού. Ό Μπαυτάτα πού παρακο λουβούσε τή σκηνή, τούς φω νάζει : — Έ, αφέντες κροκόδει λοι !... "Ετσι άγδάρτους ^θά τούς φόπε; Μπά, σέ καλόοο σας! Μά τά τελευταία λόγια πνίγονται στο λαρύγγι του. Τελευταίος ό τρίτος κρο κόδειλος προχωρεί μέ βουλι-
17
μια προς το ήμερος τής αναί σθητης Ζολάν. Ό δειλός 3Αράπης ξεχνάει τήιν υπεράνθρωπη δυναμά ταυ και κρύβεται τρομαγμένος ττΐ σω από ένα δέντρο, μονολο γώντας : — Πολύ τους φοβάμαι αυ τούς τούς κροικοδε ιλαίους I Γιατ'ί μοιάζουνε μιέ... μολυν τήρια! "Ομως ό Ταμπόρ, τριελλος άπό φρίκη, κι5 απόγνωση χύ νεται τώρα στον τρίτο κρο κόδειλο. Καί φθάνει κοντά στο τεράστιο ερπετό, τή στιγμή πού έχει ανοίξει τ’ άπέρσντα σαγόνια του για να καταβροχθήση την άμοιρη Ζολάν...
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ^ για λίγο τον Ταμπόρ καί τή ΖοΙλάν οπήν τραγίκή Βέσι πού βρίσκονται, για τί ^παράξενα γεγονότα συμ βαίνουν αύτη τή στιγμή,,οπήν κρυφή σπηλιά τους. Μσ για νά φθάισουιμε ώς έκεΐ πρέπει νά παρακολου θήσουμε τή μακροσκοπική σκυλίτσα Φίφη, πού την εί χαμε αφήσει ινά γαυγίζη. καί νά δαγκώινηι τό πτώμα τής σκοτωμένης τίγρης. Ή τετραπέρατη, σκυλίτσα, αφού έπαιξε αρκετά έκεΐ, θυ μάται ξαφνικά τον Ταμπόρ καί τον ΛΛπουτάτα κι5 άρχι ζες γαυγίζοντας παραπονεμέ να, νά τρέχη δεξιά κι3 άριστέ ρά γιά νά τούς ξαναβρή. Γρήγορα όμως καταλαβαίνει
•πώς άδικα κουράζεται. Τό λευκό * παιδί κι ό άράπης, ούτε φαίΙνονται, ούτε άκουγονται πουθενά. ί; Ή Φίφη -νοιώβεια άκόίμα καί φοάερή πείνα. Τό πράσι νο παχύ γρασίδι, τά^ φύλλα κι* οι καρποί των δέντρων, δεν αξίζουν τίποτα γι3 αυ τήν. Πρέπει νά φάη, Ψημένο κρέας ζαρκαδιού καί νά ροκανίση τά κόκκαίλά του. "Ετσι παίρνει βιαστική τό δρόμο γιά νά ξαναγυρίση στή σπηλιά τους. "Ίσως έκεΐ νά ξαναβρή την αγαπημένη της «Καρά», πού θά ^ κάνη, τήιν κοιλία σα της νά πάψη νά παραπονιέται σαν γατούλα πού νιαουρίζει. "Ομως δεν προφθαίνει νά •προχωρήση, αρκετά, όταν ξα Φνικά ακούει πίσω της αν θρώπινες πατημασιές κι3 όμ,ιλίες πού πλησ ιάζουν. 3Α νήσυχη ή Φίψη., κρύβεται α μέσως στο πλάίι το,ύ μανοπα τιου καί περιμένει. Καί νά: Σέ λίγες στιγμές περνούν άπό^ μπροστά της δυο άγριοι μαύροι ιθαγενείς. Ό ένας, πιο μεγαλόσωμος, πού φο ράει πολύχρωμα φτερά στό κεφάλι καί μεγάλους χαλκά δες στή μύτη, καί ατ3 αφτιά, μοιάζει σαν φύλαρχος. Ό άλλος, ένας συνηθισμένος μαύρος, ,κρατάει στά ^ χέρια ίου ένα μεγάλο κομμάτι α πό ψημένα κρέας ελαφιού. Καί κάθε τόσο τραβάει ψαχνωρένα κοψίδια καί τά πρασ φέρει στον πρώτο. "Υστερα, τρώει κι3 αυτός. ΤΙ Φίφη τούς ακούει νά
κουβεντιάζουν και φυσικά δέν καταλαβαίνει τί λένε. "Ο μως ανάμεσα στα λόγια τους ξεχωρίζει τις λέξεις: «Ταιμπόρ», «Μπαυτάτα», «Ζολάν», κι* αυτό την καθησυχάζει πώς θάναι άνθρωποι γνωστοί τους. Αρχίζει λοιπόν νά τούς άκολουθή, αχι τόσο για τί ι μπορεί νάναι άνθρωποι γνωστοί· τους, ιμά γιατί μπο ρεΐ νά πετάξουν κάτω κανέ να κόκκαλο από τό ψημένα έλάψ ι που καταβροχθίζουν. Τίί περίεργο, όμως: σί δυο μαύροι έχουν πάρει κστεύθυν σ«, προς τή σπηλιά τού Ταιμπάρ. Κι* αυτό είναι, βέβαια, κάτι που συμφέρει την κου ρασμένη σκυλϋτσα. "Ετσι τού^ ακολουθεί μέ διπλό «άζημιίωτο», που λένε. Πρώτα γιατί τραγανίζει τά κοκικαλά κια πού πετάνε, κι' υστέρα γιατί, έτσι κΕ άλλοιώς, κα τά τ ή σπηλιά της θά τραβοΰ σε κι5 αυτή... Καί νά: Ή Φίφη πού άκο λουθεί σέ κάποια άπόστασι άπό τούς άγνωστους, σταμα τάει ξαφνικά προξενεμένη. Οΐ ποτηιμασιές κι’ οί κουβέντες τους Οέν άκουγονται πιά. Οί δυο ι μαύροι έχουν έξαφανισθή λες κι* ή γη άνοιξε καί τούς κατάπιε. Ή έξυπνη σκυλίτσα τηροχωρεί στο ίμερος πού έ πρεπε νά βρίσκωνται καί ψάχνει ιμέ τά ευαίσθητα ρου θούνια της.^ Παρακολουθεί τ5 άχνιάρια των ποδαριών τους καί βρίσκει πώς σταματάνε μπροστά στον τεράστιο κορ μό ενός θεόρατου καί μονα χικού δέντρου. Ή Φίφη φαντάζεται πώς θ* ανέβηκαν ψηλά σ’ αυτό τό
Ηΐ·:ν:
*0 Βόσς σφίγγει μέ φοβερή δόναμι τον Κροκόδειλο
δέντρο καί περιμένει υπομο νετικά νά πόση κάτω, κανέ να ^κοκκ,αλάκι... ί Ίερνάει όμως πολλή ώ ρα κι' ούτε θόρυβός, ούτε ο μιλίες ακούει. "Ετσι φεύγει απογοητευμένη καί προχωρεί για τή σπηλιά τους, πού όρ!ί σκέτα ι τώρα σε μιικιρή άττόοτασι άπό τό θεόρατο μονά χικο δέντρο. Ζτή σπηλιά δεν βρίσκει κανεναν άπό τούς δικούς της. βρίσκει όμως τέσσερις ξένους ικιΐ’ άγνωστους μαύ ρους ιθαγενείς πού τριγυρίιζουν μέσα ψάχνοντας στό μι σοσκόταδο- Ή Φιφή τούς γαυ γίζει άγρια καί δαιμόνιαμέ να. ^Φοβάται ιμή βρουν κι5 αρ πάξουν τό μισοψημένο ζαρκά διό που κρέμεται άπό τό θόλο τής σπηλιάς τους. "Ενας άπό τους άράπηδες σηκώνει την άνοικιονόιμητη πο δορά του καί δίνει ίμια τρόμε ρή κλωτσιά στήν ενοχλητι κή ι μαύρη σκυλίτσα. Ή Φίφη τινάζεται ουρλιάζοντας στήν άλληγάκρη της σπηλιάς καί, χτυπώντας σέ μια πέτρα τό κεφαλάκι της, μένει άναίσθη τη για λίγο. Τέλος, οι τέσσερις μαύροι, βρίσκουν σ' ένα κρυφό άνοι γμα τών βράχων τής σπη λιάς, αυτό πού ζητάνε: Εί ναι οι δυο μεγόλο.ι καί πολύ τίμιοι μαύροι χαυλιόδοντες τού λευκού * Ελέφ α ντα (*). "Όταν ή σκυλίτσα συνέρ· χιεται σέ λίγο, βλέπει τους κλέφτες νά φεύγουν βιαστι κοί άπό τή σπηλιά, φορτωμέ νοι τά μοναδικά κι* άτίμητα (*) Βλέπε προηγούμενον τεύχος.
20
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ιμαΰιρα ελεφαντόδοντα. Ή ΒΟΑΣ ΚΑΤΑ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥ τιετιραπτειρατιηι Φίφη, παρά τούς πόνους πού νοιώθει ατό ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυ κτυπημένο κεφάλι της, βγαί<ρ ίσαυμε β ιαστ ικοί στην νει αργά κι3 αυτή. Σκαρφα όχθη τού ποταμού. Ε λώνει μέ .κόπο πάνω ατό με κεί πού αφήσαμε τον πείναγάλο -κόκκινο βράχο πού βρί σμένο κοκρόδειλο νά άνοίγη σκει άπ3 έξω καί τους παρα τά σαγόνια του κολουθεί, ιμέ τά δυνατά μά γιά τρομακτικά νά καταβροχθιίση την τια της, ατό πλούσιο φως άμοιρη Ζολάν... του ολόγιομου φεγγαριού πού Ό Ταρπόρ·, πού στό με γέρνει πιά προς τή δύσι ταξύ έχει φθάσει μ5 ένα πή του... δημα κοντά στη νέα, βλέπει Οΐ τέσσερις μαύροι ιθαγε πώς τού είναι αδύνατο νά νεΐς, φορτωμένοι πάντα τά προφθάση νά την τραβήξη βαρεία δόντια, φθάνουν καί από κεΐ. "Έτσι σβέλτος, ό σταματούν στό τεράστιο πως πάντα, καί μέ τό μυαλό κορμό τού θεόρατου; δέντρου. του πού χίλιες στρο Έκεΐ ακριβώς πού είχαν χα Φες στό παίρνει δευτερόλεπτο, κάνει θή σαν φαντάσματα κι* οί κάτι άφάνταιστα έξυπνο καί δυο άλλοι ιμέ κρέας τού ελα τ ολμηρά: Π έφτιε ι άμέσως φιού. μπρούμυτα, άνάμεσα στον Ή Φίφη γουρλώνει περίι- κροκόδειλο άναίσθηιεργη τά έξυπνα ,μαύρα ιματά τη κοπέλλα,καίκαίτηνβάζει κάθε κια της γιά νά δή τΐ θά κά τα μέσα στ3 ανοιχτό στόμα νουν. τού θεριού τό ρόπαλό του... Δεν προφθαίνει όμως, για Ό κροκόδειλος βγάζει έ τι την ίδια στιγμή παράξε να άγριο λεπτό στρίγγλσμα νοι -κρότοι άκούγονται μέσα και προσπαθεί νά τον άρπάστη σπηλιά. Ή σκυλίτσα νο 'ξη μέ τά θανατερά σαγόνια μίζοντας /πώς γύρισαν τ3 α του. Πώς όμως; Τά σαγόνια φεντικά της, παρατάει ^ την του^ είναι αδύνατον πιά νά παρακολούθ η σ ι των μαύρων κλείσουν μέ τον πάσαλο καί πηδώντας από την κόκ πού τά εμποδίζει καί τά κρα κινη, πέτρα, τρυπώνει μέσος, τάει ανοιχτά! γαυγίζοντας χαρούμενα. "Ο Τό τεράστιο ερπετά, στριγ μως καί πάλι απόλυτη έρη-- γλίίζοντας πάντα, κάνει τώ μιά βασιλεύει έκεΐ. Μόνον οι ρα στροφή καί κατευθύνεται παράξενοι κι3 υπόκωφοι κρό μανιασμένο προς τό ποτάμι. ίοι έξακολουθούν ν3 άκούγων3 Ενώ ό Ταρπόρ, ελεύθερος ται. τώρα, κάνει νά σηκώση στήν Φοβισμένη- ή Φίφη, μσζεύ αγκαλιά του τή Ζολάν γιά εται σέ μια σκοτεινή γωνιά νά φύγουν από τό φοβερό κ ι * άφουγκράζετα ι,.. μέρος.
ΤΑΡΖΑΝ
Μά την Τ8»α στιγμή), κυττάζόντας ττρρς τον κροκόδει λο, βλέπει κάτι ττού τον κά νει να μαρμαρώση στη θέσι πού βρίσκεται, μέ άρθάνοι χτα μάτια. Καί να γιατί: Λίγο πιρίν τό λεπιδωτό θη ρ'ίο ξαναβοστήξηι ατά νερά του ποταμού, καί τυφλωμέ νο καθώς είναι άπό τό θυμό του, περνάει άπρόσεκτα πά νω άπό τό -κουλούρι ασμένο κορμί ένδς τεράστιου βόα. -αφνιιασμένο τότε τό φίδι καί νομίζοντας ίσως πώς δέ χεται έπίθεσι άπό τον κροκό δειλό με τά άνοιχτά σαγόνια, ξετύλ ίγετα ι μέ άφ άντ αστη σβελτάδα καί ξανατυλίγεται στο κορμί τού άντιπάλου του. Κι5 άμέσως μιά τρρμα κτ ική πάλη άρχίζει: Ό κροκόδειλος μη μπορών τας πια νά χρησιμοποίηση τά σαγόνια του—μ3 αυτό τον καταραμένο πάσσαλο πού τά κρατάε ι άνσι χτ ά—τ ινάζε ι μ’ άφάντσστη ορμή καί λύσ σα τό σκληρό κι3 άτρωτο κορμί του. Μέ τά κτυπήματα τού ικορμιού του αυτά, ζη τάει νά σκοτώση το μεγάλα φίδι, συντρ ίβ όντας τό χον τρό καί μοολακο κορμί του. Ό βάσς, σφίγει με φόβε» ρή δύναιμι τό σώμα τού κρο κοδείλου, μά γρήγορα κατα>“ λαβαίνει πώς είναι αδύνατο νά τον δαμάση. Αλλά κι3 ό κροκόδειλος νο·ιώθει πώς 6-, σο κι3 άν τινάζεται κι3 δον χτυπιέται τό έλαστικό σώμα τού ψιδιού ούτε κόβεται, ού τε κάν ματώνει. Πώς νά κά* νη κακά στο ψίδι, άφού τά
τρομερά σαγόνια του μένουν άπό τό ρόπαλο ανοιχτά κι* άκί'νηπα, μη μπορώντας νά άνοιγοκλείΐσουν γιά νά τό δαγκώσουν θανατερά; Γ ι3 αυτό, αλλάζοντας τακτική,, παύει νά τινάζεται καί να χτυπιέται καί πασχίζει ^ νά ι ραβήξη, τό βόα ατό ποτάμι-. ^Υστερα βουτώντας, νά τον παρασύρη- στο βυθό καί νά τον πνίξη. Τό ενδιαφέρον τής γιγαν τομαχίας αυτής είναι τέτοιο πού ό Ταμπόρ την παρακο λουθεί ακίνητος, ξεχνώντας την αγαπημένη του συντρόΦίσσα πού βρίσκεται άναίαθη τη πλάι. Γρήγαρα δμως συνέίρχε ταμ τη σηκώνει στην άγκαλιά του κοΛ τρέχει νά την έμίπιιστευθή στη φύλαξι τού Μπουτάτα. Βρίσκει όμως τον άράπη, ξ απλωμένον άνάσκελσ στο γρασίδι, νά κοι μάται ροχαλίζοντας βαρειά. Τό Παιδί τής Ζούγκλας κάνει τό πόδι του... ξυπνητή ρι. "Ομως ό ύπνσράς Μπου τάτα οχι μόνο δεν ξυπνάει, μιά δυναμώνει καί τό ροχολη τό του. Ό Ταμπόρ πού βιάζεται, γιά ^ νά παρακολούθηση τη θανάσιμη πάλη τού βόα μέ τον κροκόδειλο, παρατάει τη Ζολάν πλάι στον κοιμισμένο χειροδύναμο άράπη καί τρέ χοντος πάλι ξαναγυιρίζει πε ρίεργος στην άχθη, κοντά στά δυο θεριά. Ευτυχώς πού πρόφθασε. Τή στιγμή έκείνη ό βόας κά νει στον κροκόδειλο* ιμιά ττρα-
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ
γματικά έπίικίί'νδυνη λαβή: του βαθειά μέσα στά μόνι Τυλίίγει δυό δαχτυλίδια του μα άνοιιχτό στόμα τού άντιτεράστιου κορμιού του πολύ πάλου του. Αμέσως, περνάει μπροστά κοντά οπό κεφάλι! μ’ ευκολίΐα τον ευρύχωρο φάτου κροκοδείλου. 'Ύστερα, ρυγγά του κι3 αρχίζει νά χώ απλώνει σ’ ευθεία γραμμή τό νεται καί νά πρσχωρή στά υπόλοιπο σώμα του· και ξασπλάχνα του... νατολίγει την ουρά του σέ Ό κροκόδειλος, χωρίς νά άλλα δυο—τρίίιοί δακτυλίδια, μπαρ ή νά ,στ,ριγγλίση πιά, πέρα —πέρα στο τελευταίο άρχίίζει νά τινάζεται καί νά μέρος τής ούοάς τοΰ λεπιδω χτυπιέται, σέ ιμιά ψρικτή καί του θηρίου. Τέλος συσπά μ5 θανάσιμη! αγωνία. Τά μάτια τοΰ Ταμπό·(Ρ, αφάνταστη δύναμι τούς φόβε ραύς μυώνες του κι* άνεβάζει πού παρακολουθεί την απερί πιρος τα έπάνω τις δυο άκρες γραπτη αυτή σκηνή,, πετάνε του κροκοδείλου: Τό κεφάλι μαύρες αστραπές! Κ αταλα και την ουρά του. Είναι Φα βαίνει τώρΓα πώς μέ τό ρόπα νερό πώς μ* αυτό τον τρόπο λο. πού αυτός ό ίδιος έχει θέλει, καύλουριάζοντάς του βάλει·· στά σαγόνια τού κρο τό κορμί, νά του σπάαη; τή κόδειλου , ό άγώνας είναι α σπονδυλική στήλη. ν ίσος: Ό βόσς που έχει χωΌ μικρός Ταρζάν θαυμά θή—σχεδόν ό μισός-— μέσα ζει τό πραγματικά σατανι στά σπλάχνα τοΰ αντιπάλου κά αυτό σχέδιο του φιδιού, του, θά τοΰ δαγκώση γρήγο πού είναι καταδικασμένο ό ρα την καρδιά καί θά τον άΥποχωρώντας μως σέ αποτυχία. Γι*ατι ό φήιση νεκρό. κροκόδειλος αντιδρά τεντώ ύστερα, θά μπόρεση νά ξανα νοντας καί κάνοντας άλύγι βγή, άπό τ3 ανοιχτά σαγό στο τό σκληρά λεπιδωτά κορ νια τού κροκόδειλου, Ανενό μ;ί του. Ταυτόχρονα καί κά χλητος καί νικητής. νοντας μικρές και σίγουρες — Αυτό είναι δολοφονία!. μονολογεί τό τίμιο καί περή κινήσεις, δλο και παρασύρει τής Ζούγκλας. τά βόα προς την όχθη του πο φανό Παιδί 3Εγώ φταίω πού ό δυστυχία τομού. Έτσι τό ψίδι, καταλαβαί σ μόνος κ ροκόδε ιλος δεν μπο νοντας πώς ό άμφ ίδιος αντί ρεί νά άμυνθή. Έχω ύπσχρέ παλός του θά καταφέρη νά ωσι νά τον σώσω! ίό πνιξη σίγουρα· στο ποτά Κι3 αμέσως αρπάζοντας μι, κάνει μ,ιά τελευταία άπε άπό κάτω μιά πέτρα, χύνε^γνωσμένη προσπάθεια __πού ται ατρόμητος προς τά βυό μοιάζει μ5 αύτοκτονίια: Ξεδι φοβερά θεριά πού παλεύουνν. πλώνει μ3 ασύλληπτη σβελ Μά δεν προφθαίνει νά κά τάδα άτό τά κορμί τοΰ κρο νη. τίποτα... Γιατί τήν Τδιια κόδειλου, έργεται άπό μποο στιγμή κάτι Αναπάντεχο γί στά του καί βάζει το κεφάλι νεται :
ΤΑΡΖΑΝ
Τό μισό κορμί τοΰ βάα πού βρίσκεται έξω άττό τον κροκόδειλο, (μπερδεύεται, σέ μιά μίετακίνηισί· του, στον κά θετό πάσσαλο πού του κρ.ατάει τά σαγόνια άνοιικτά. Αυτό ήτανε!... Τό ρόπα λο πεψτει αμέσως μέ τό τρά βηγμα. .Και τά τεράστια σα γόνια του ερπετού, ελεύθε ρα τώρα, κλείνοντας απότο μα και μέ λύσσα, κιαϊ κόβουν τό φίδι ατά 5υό! Τό κεφάλι τού βαα ιμιέ τό μισό κορμί του, μένουν μέσα στά σπλά χνα του κροκόδειλου. Ό άλ λος μισός μέ την ουρά, μένει έξω σφαδάζοντας άπαίσια... Ό Ταμπόρ έχει μείνει ά ναυδος κυττάζοντας τό τρο μακτικό καί μακάβριο θέα μα... 'Όιμως ή θανάσιμη αυ τή πάλη ήταν μοιραίο νά τελειώση χωρίς νικητή καί νι κημένο : Ό βόα-ς που είχε χω θή στά σπλάχνα του κροκόδει λου, άν καί κομμένος στά δύο, Φ α ίνετ α ι πως κ αταφέρνε ι, τήν τελευταία στιγμή, νά δαγκώση» τήν καρδιά του. Το λεπιδωτό θηρίο κάνει άμέσους δυο —-τρεις τελευ ταίους σφαδασμούς καί μέ νει άικίνητα, νεκρό. Τό ίδιο κι* ό βόσς που θάγη σίγου ρα πάθει άσφυξία μέσα του. Τό Παιδί τής Ζούγκλας συνέρχεται τώρα. Κόβει γρή γορα ένα άλλο χοντρό κλαδί γιά ρόπαλό του καί φεύγει βιαστικός γιά νά ξαναγυρίση κοντά 'οτή Ζαλάν καί στο Μποάτάτα. ’Αλλοίμον’ δμως... Στο πράσινο γρασίδι που τους είχε άφήσει: εκεί
23
νην άναίσθητη κι* έκεΐνσν νά ροχαλί'ζη, δεν βρίσκει τώρα κανόναν. — Περίεργο!, μονολογεί ανήσυχος καί συλλογισμέ νος. Γ ιατ'ί νά έφυγαν από δώ; Που νάχουν πάει, άραΥ^; Κι* από τό νού του περνά νε χίλιες δυο κακές σκέψεις: Μήπως τους άρπαξαν τίποτα θεριά; Μήπως... -αφνικά δμως, μιά γνώρι μη, μά τρομαγμένη, φωνή τόν κάνει νά σηκώση το κεφάλι του προς τά ψη(λά κλαδιά ε νός θεόρατου δέντρου που βρίσκεται κοντά: — Ταμπόοοορ!... Σ ώσε μεεε!.... Είναι ή Ζοίλάν. Τήν κρατάει στήν άγκαλιά του ό Μπουτάτα, που ταυτόχρονα σχεδόν φωνάζει, μέ τή σει ρά του κι5 αυτός, στο Παιδί τής Ζούγκλας: λ— Έγώ είμαι ό βασιλιάς των μαϊμούδων!... Ή Ζολάν είναι καρύδα καί θά τήν πετάξω στο· κεφάλι σου! Χμ χί^χί!..· Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει άμέσως. Τό πρόσωπό του γί νεται κίτρινο σάν πεθαμένου. Γ ιά λίγες στιγμές μένει άκί νητος κ ι5 άναπαφ άσιστος.Τέ λος, δίνοντας στήν έκφρασι καί στ ή φωνή του τόνο χα ρούμενο, του αποκρίνεται δυνατά: — Νάί, Μπουτάτα!... Πέ τάδε τήν «καρύδα» σου νά παίδούμε... Πρόσεξε μόνο: άν δεν μέ χτυπήστνς στο κε^ φάλι, θά χάσης...
24 Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΤΗΣ ΤΡΕΑΑΑΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μαϊμούδων... Πρέπει νά μέ κτυπήσης στο κεφάλι... Κι 6 τρελλός, ζυγίζοντας όσο μπορούσε καλύτερα τή Ζολάν, τήν πετάει κάτω. Ό Ταμπόρ κάνει ένα ύπε ρ άνθρωπο πήδημα καί τήν αρπάζει στον άέρα, ^κόβοντας έτσι κάπως τή μεγάλη δρμή πουχε πάρει τό κοομί της πέφτοντας από τόσο ψηλά. Ύστερα σωριάζονται κι* οι δυο πάνω στά πυκνά μαλακά χαμόκλαδα πού βρίσκονται κάτω... Ή Ζολάν δεν παθαίνει τί ποτα. Ό- νέος όμως έχει στρα μιπουλή/ξει τά μπράτσα καί τά πόδια του. Μά γρήγοροι, κάνοντας τις άλλόκοτες κινή σεις μιας πρωτόγονης γυμνά στικής τών άγοίων, ξαναφέρ νει τούς μυώνες καί τά κόκκαλά του στη θέσι τους. Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας τον αγκαλιάζει μ* εύγνωμοσύ νη καί τον φιλάει μ* ανείπω τη άγάπη ατό μέτωπο. Ό Ταμπαο δεν έχει καιρό γιά χάσιμο. Πρέπει νά σώση τώρα καί τον τρελλό σύντρο φό του. *Έτσι, σηκώνει άμέ σως ποός τά ψηλά κλαδιά το κεφάλι του καί φωνάζει κοροϊ δευτικά: — 3Έ, κουτέ Μπουτάτα!... Τώρα τήν «καρύδα» σου τήν έχω ενώ καί δεν στη δίνω. Χά,^χά, χά!„. "Αν είσαι παλ ληκάοι, κατέβα κάτω νά μου τήν πάοης! Ή έξυπνη Ζολάν βοηθάει
ΤΗΝ άπέραντη άγρια ζούγκλα" καί συνήθως κοντά στις όχθες των •ποταμών, ζή ένα μικρό σπά νιο καί φοβερό φτερωτό έν τομο, πού οι ιθαγενείς τό λέ νε «Ζαρζάρ». Είναι μια μι κρή πεταλουδίτσα μέ κατά μαύρα φτερά κι* ενα μικρό κόκκινο κεντρί ιμπροστά στη μύτη. της. Τό Ζαρζάρ φτερουγίζει μο νάχα τις νύχτες καί τρέφεται ρουφώντας μέλι από τις καρδιές τών εξωτικών λου λουδιών πού φυτρώνουν κον τά στα ποτάμια τής Ζούγ κλας. "Όμως άν τσιμπήση μέ ίο κεντρί του, είτε άνθρωπο, εΐτε θηρίο, τού φυτεύει μέσα στο αίμα τό μικρόβιο τής παραφροσύνης. Τρελλαίνε ται αμέσως καί παίρνει τά βουνά, ή τά δέντρα., όπως πήρε ό Μπουτάτα, πού σί γουρα τό Ζαρζάρ θά τον εί χε τσίίμπήσει κοιμισμένον. Ό Ταρπιαρί καταλαβαίνει πώς ή Ζολάν είναι χαμένη στά χέρια τού τρελλού Μ που τάπα. Πρέπει νά κάνη λοι πόν κι* αυτός τον τρελλό γιά νά καταφέρη νά τή σώση. "Έτσι ό άράπης, κρατώντας σάν παιχνιδάκι τό κορίτσι ατά χοντρά καί δυνατά μπρά τσα του, ετοιμάζεται νά τό πετάξη σάν καρύδα από τά ψηλά κλαδιά πού βρίσκεται. Ό Ταμπό ρ του ξαναφωνάζει τώρα κι’ αυτή τήν κατάστασι την τελευταία στιγμή: Φωνάζοντας κλαψιάρικα τά — Πρόσεξε, βασιλιά τών χα:
25
ΤΑ Ρ 2 ΑΝ
—; "Όχι, Ταμπόρ !... Ε — Που νά στά λέω„ Τσου γώ είμαι ή «καρύδια» τού βα λουφάκο μου!... Είχες γ ίνε ι σιλιά των μ αϊμούδων!... " Ε, βασιλιάς των μαϊμούδων! ϊ σαυλουφη,: κατέβα κάτω —· Μπράβο μου! Καί σ’ γρήγορα νά μέ σώσης... Ό ανώτερα! κάνει ό κωμικός Γαμπόρ θέλει νά μέ τπά- άράπης, πού στο μεταξύ συ ρηιηΐη!... νέρχεται άπό την τρέλλα κβ Αυτό ήτανε... Ό Μττουτάάρχιζε ι· νίά ξαναβρύσκη τήν τα αρχίζει νά κατεβαίνη, α παλιά κουταμάρα του. πό το δέντρο φωνάζοντιας ά "Ομως ξαφνικά τό Κορίτσι γρια: τής Ζούγκλας κάτι θυμάται —■ Όχι!... Δική μου είναι καί σταματώντας άπότομα ή «καρύδα», δική μου!... τά γέλια, βάζει τά κλάμα Ό Ταιμπτδρ περιμένει νά τα : τον ύποδεχτή χαμογελώντας — Τή Φ ι φ ή μουουου!... και σφίγγοντας τις γροθιές Θέλω τή Φίφη μουουου!.. · του. Μπουτάτα, πού ή ,μύτη Και νά: ό χειροδύναμος τουΌέχει πιά νά άράπης, που ή τρέλλα έχει τρέχη, τήςσταματήσει σκύ πολλαπλασιάσει τώρα τή δύ- βοντας λίγο αποκρίνεται γιά νά μπόρεση ναμί του, γλυστράει γρήγο νά πηδήση στον ώμο του: ρα άπό τον καρμδ του δέν Πού αλλού: στη σπη>τρου κα'ι χύνεται σαν άγριο λιά—·μας θά βρίσκεται... Καλυσσασμένο βουβάλι πάνω βάλληρε λοιπόν τό... βασι στο Παιδί τής Ζούγκλας. Ό Τα μπαρ ξέρει τό γιατρι λιά των μαϊμούδων, νά σέ κό καί τον υποδέχεται μέ μιά πάη! Χί, χί, χί!... Καί τό καραβάνι των τρι τρομακτική γροθιά οπά ρου θούνια, πού αμέσως κατεβά ών αγαπημένων συντρόφων ξιεικ ι νάε ι, π οτρναντας αργά ζουν ενα σωστό καταρράκτη, άπό αΐ,μα. Μαζί μ’ αυτό θα τό δρρμο τού γυρισμού. ψύγη άπό μέσα του καί τό μικρόβιο τής τρέλλας. Ό Μπουτάτα σταματάει ΤΑΜΠ0Ρ, ή Ζολάν κι’ ό γιά λίγο, κιυττάζοντας γύρω του χαμένα. "Υστερα σά νά Μπουτάτα περνάνε ά συνέρχεται, ρίχνει μιά μικρή πό τήν καμένη κατα> σκήνωσι τού λευκού κυνηγού ματιά στο αΐμ·α πούχει σχηκαί προχωρούν γιά τήν κρυ ιματίσει μικρή λίμνη μπρο φή σπηλιά τους. Σέ πολλά στά στά πόδια του καί ρω τάει : σημεΐα πού τό χώμα είναι — Μέ τσίμπησε τό Ζαργυμνό άπό βλάστηση φαντά ζάρ; Είχα τρελλαθή; λοι ζουν άκόμα τά αχνάρια άττ* τις τεράστιες πατημασιές πόν; Μπά, σέ καλόοοο μου! τού άόραταυ γίγαντα. Ή Ζολάν γελάει:
Ο
26
•Πιο πέρα, σ’ ένα ξέφωτο, βρίσκονται δυο έλέφαντες νε κροί>, μιέ σπασμένα τά κεφά λια. Οι μεγάλοι χαυλιόδοντες τους είναι ξερρι ζωμέ ναι και τεταμένοι πιλά’ί στ' άψυχα κορμιά τους. Είναι φανερό πώς ό Γίγαντας θάχε συναν τη;9ή τυχαία με τά δυο θεριά κι* εκείνα — δλέίποντάς τον σαν ζώα που ήταν—θά του είχαν έπιτεθή. Ό Γίγαντας θά τους άρπαξε από τους χαυλιόδοντες και τραβώντας θά τούς ^ξερρίζωσε. "Υστε ρα, κτυπώντας τους ελέφαν τες μέ τά ίδια τους τά δόν τια θά τους σκότωσε... Ό Τα,μπόιρ κΓ ή Ζολάν νοιώθουν δέος και φρίΙκη, άναλ-
Ο ΜΙΚΡΟΙ
λογιζόρενοι την τεράστια δύναΐμι του υτ&ρφυαικοΰ αυτού γίίγαντα που δεν ήταν, στην πραγματικότητα, παρά ένας άσήμαντος κΓ αδύναμος νά νος. ^ Ό μικρός Ταρζάν θυμάται κάτι λόγια που είχε ακούσει κάποτε από τον πατέρα τής Ζολάν,. τό σοφό εξερευνητή Μπαΐκιερ. Καί τά έπαναλαμ βάνει: «Υπάρχουν στη ζωή πολ λοί Γίγαντες που κανόνας δεν μπορεί νά φανταισθή πό σο ασήμαντοι νάνοι είναι...» Ό Μπουτάτα που δεν κα ταλαβαίνει τή βαθειά έννοια πάσχουν τά λόγια αυτά, κα θησυχάζει τον Ταμττόρ:
Ό Ταμπορ προσφέρει στο Μποντάτα τό «γιατρικό» τής τρέλλας.
ΤΑΡΖΑΝ
27
ι0 Μπουτάτα πυροβολεί τό δέντρο και τραυματίζει τό... πόδι του.
— "Ωστε υπάρχουν κι* άλλοι Γίγαντες ακόυα;! Μή φοβάσαι αφέντη, παιδί: Ε γώ θά τους ξεμπερδέψω Ο λους. ’Άς είναι καλά ή μπι στόλια μου! Τέλος σί τρεις σύντροφοι φθάνουν κάποτε στη σπηλιά τους. Ή Ζολάν βρίσκει τή σκυ λίτσα της μαζεμένη σέ μια γωνιά. Τρελλή από χαρά τή σφίγγει στην αγκαλιά της και τή γεμίζει φιλιά: —Φίφη μου, Φιφίκα μου!... Γιστί άφησες τό Γίγαντα νά μ5 άρπάξη; Γιατι δεν έπε φτες πάνω του νά τον κατα σπαράξης; "Αχ, Φιφίκα μου
που νά στά λέω!... Μέ άρ παξε κΓ ένας γορρίλας σαν τον Μπουτάτα, μέ τό συμπά θειο!... "Υστερα μ* άρπαξε κι5 ό... βασιλιάς των μαϊμού δων... Αέν προφθαίίνει δΙμως γά άτοτπελειώση τα λόγια της γιατί δυνατοί υποχθόνιοι κρο τοι αντηχούν κάτω από τή σπηλιά. Ή σκυλίτσα αρχίζει πάλι νά σι γανογ αυγίζη ψοβι σμένα. Ό Ταμ'πόρ άφουγκράζεται για λίγο παραξενεμένος. "Υ στερα μονολογεί: — Πεοίεργο!... Τι κρότοι είν’ αυτοί; Ό χειροδύναμος Μπουτά-
28
τα φαίνεται τρομοκρατημέ νος : — Φοβάμαι, αφέντη παι δί!... Θάναι στοιχειά και φαντάσματα! Ό μικρός Ταρζάν τον μιαλ λώνει: -—- Π άψε, Μπουτάτα! Δεν υπάρχουν στοιχειά καί φανχάσματα. -—- Τότε θά είναι τυφλοπόν τικες, αφέντη!... Έγώ φοβά μαι νά κοιμηθώ εδώ. Θά βγαΰ νε νά μιέ φάνε... Την ίδια στιγμή ή μακρο σκοπική σκυλίτσα πηδάει α πό την άγκαλιά τής Ζολάν και τρίβεται στά πόδια του Τοομιπόιρ, γαυγίζοντας παρά^ ξένα σάν κάτι νά του λέη: "Υστείρα προχωρεί γυρίζον τας συνεχώς προς τά πίσω τό κεφαλάκι της σά νά τόν καλή νά την άκολουθήση. Ό Ταμπόρ πηίγαίνει πίσω της κι* εκείνη, τον φέονει στο μέρος πού εΐχαν αφήσει τούς πολύτιμους χαυλιόβαν τες. — Μάς έκλεψαν τά μαύ ρα δόντια!, φωνάζει τό Παι δί τής Ζούγκλας. Αμέσως κάτι θυμάται και τά μαύρα (μάτια του λάμπουν παράξενα. Φωνάζει τη Ζο λάν και τό Μπουτάτα καί, βγάζοντας τό μεγάλο κι* Αστραφτερό διαμάντι ποδχε ψέοει άπό νωρίς ή σκυλίτσα τούς λέει: —*Ίσως νά ύπάρχη θυσαυρός κάτω άπό τή σπηλιά μας... *ΑφσΟ μπήκαν καί πή ραν τά πολύτιμα δόντια, για τι νά μην έχουν μττη νά πά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ρουν κι* αυτόν... Μπορεί οί κλέφτες πού ψάχνουν γιά τό θησαυρό νά κάνουν τούς κρό τους πού άκοϋμε... Ό Μπουτάτα επιμένει: — Αδύνατον! ... Είναι τυφλοπόντ ικες ! Κ αι μ εγάλοι μάλιστα: Πάνω άπό εκατό δράμ ια ό ένας ! Ό Ταμπόρ συνεχίζει σάν νά μη τόν ακούσε: — Πρέπει νά άνακαλύψουμε τό κρυφό πέρασμα πού χρησιμοποίησε ή Φίφη γιά νά βγή έξω άπό τή σπηίλιά... "Ισως άπό τό ττέιοασμα αυ τό νά βρούμε καί τήν υπό» γεια κρύπτη του θησαυρού... Οι υπόκωφοι κρότοι, κάτω άπό τό έδαφος τής σπηλιάς όοκούγονται πιο δυνατοί τώ ρα. Ό μικρός Ταρζάν σκύβει καί βάζει τό διαμάντι στά ρουθούνια τής σκυλίτσας ένώ ή Ζολάν πού καταφέρνει νά συνεννοήται μαζί της, τή ρωτάει: —Πέσ’ ιμου, Φίφη μου1: που τό βρήκες αυτό; Ποΰ τό βρήκες; Ή τετραπέρατη σκυλίτσα καταλαβαίνει, κι* αρχίζει Α μέσως νά ποαχωοή προς ^τό σκοτεινό βάθος τής σπηλιάς. Ό Ταμπόρ κι* ή Ζολάν τήν άκολουθοΟν. Ό Μπουτάτα ανάβει άπό τό λυχνάρι έναν πρωτόγονο δαυλό καί τρέχει ξοπίσω τους. Ή Φίφη προχωρεί πολύπολύ βσθειά στήν άτέλειω τη κι* Ανεξερεύνητη σπηλιά τους. Τέλος σταματάει μπρο στά σέ μια καταπακτή σκε-
«Τ—»»··»Γ»»·^~ — ^ΟΤ»0.1>· -^τ*ΙΤΛ<εΤ> -«*>·<>·* Λ*Λ*β*ϋΛΚβ£ι!.·-*Λ4ΐ«**υ.**Λ·.,·4^,
_ίβ ' >^ι·ώί
ττοοσιμέίνη ιμέ μια βαρειά τε τράγωνη πλάκα. Σέ μια άπό τις άκρες τής πέτρας, ή σκι/ λίτσα, σκάβοντας μέ τά ττοδαράκια της είχε ανοίξει έ να μι-κρό πέρασμα, οσο νά χωράη. το μακροσκοπικό κορ μί της. Ό χειροδύναμος Μπουτατα, δίνει τον αναμμένο δαυ λό στον Ταμπόρ καί γονατί ζοντας κάνει μεγάλες προσ πάθειες νά τραβήξη την πλά κα. Βροχή ό ιδρώτας του στά ζει πάνω σ3 αυτήν καί τή μουσκεύει. Είναι όμως τόσο βαρειά πού ούτε νά τή σαλέ ψη καν μπορεί. Τέλος σηκώ νεται άπρακτος καί δείχνον τας την πέτρα, μουρμουρά ζει στον Ταμπόρ: — Άς τήν άφήσω νά ξεκουραστή^ λιγάκι... Δεν βλέ πεις:^ μ ούσκρμ α στο ν ι δρώ τα_ γίνηκε ή κακομοίρα. Γό ί Ιαιδί τής Ζούγκλας τον ρωτάει: ,— Αέν μπορείς νά τήν τρα βήξης, Μπουτάτα; Ό άράπης ■ πειράζεται καί τ’ αποκρίνεται μ3 εγωισμό: — "Αμα δεν μπορώ εγώ, κανένας άλλος δεν θά μπο* ριέση!... — ’Ίσως νά τά καταφέρω έγώ, μουρμουρίζει ό Ταμπόρ καί τού επιστρέφει τον άναμμένο δαυλό. /Ο κουτός μαύρος χαμογε λάει κοροϊδευτικά: -— Χί, Λχί, χί!... "Άντε νά πιής πρώτα τό γαλατάκι σου^ νιάνιαρο! Χί, χί, χί!... Τό περήφανο 'Ελληνόπου λο προσβάλλεται καί θυμώ
-»»<·ι>"··
νει. Κι* όταν ό Ταμπόρ εί ναι θυμωμένος, τά μπράτσα του γίνονται δυνατά σαν τή θέλησα του. ^Σκύβει αμέσως κάτω, άρ^πάζει τήν ασήκωτη βαρειά πέτρα, τήν άναποδογυρίζει μ3 εύκολίια και έλευθερώνει γρήγορα τό άνοιγμα τής κα ταπακτής. Ό Μπουτάτα τον κυττά ζει μέ _περΐφρόνηισι: — Σπουδαία τα λάχα ° να! λ. ’Άς μή τήν είχα... κου βάσει ^ έγώ, κσ(ί σουλεγα]... ΣΤΗΝ ΚΡΥΠΤΗ ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ
ΡΩΤΗ ή Φίίφη κατεβαί νει γρήγορα τά γνώρι μα της χωματένια σκα λοπάτία τής καταπακτής. Τήν ακολουθεί ό Μπουτάτα με τον αναμμένο δαυλό, ύστε ρα ό Ταμπόρ καί τελευταία ή^ Ζολάν. Ό άράπης μουρμου ρίζει ανήσυχος καθώς κατε βαίνει: — Μεγάλη, υγρασία, βλέ πω... θέλεις νά πεταχτή μπροστά μου κανένα... μολυν τή/ρι!... Οί τρεις σύντροφοι κατε βαίνουν κάτω, σ3 ένα κάπως ευρύχωρο άνοιγμα. 3Από αυ τό, προχωρούν σ3 ένα στενό διάδρομο πού τελειώνει μ προ στα σέ μιά κλειστή σιδερέ νια πόρτα. Πλάϊ της, σκαλί ζοντας μέ τά πόδια, έχει ή Φίφη ανοίξει εκεί μιά μικροσκοπική τρύπα για νά περνάη. Ό Ταμπόρ δείχνει τή σι δερένια πόρτα στο Μπουτά-
Π
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τα: — Θά την άνοιξης έσύ, ή έγώ; Ό έγωϊστής άράπης θέλει νά ξεπλύνη την προσβολή τής πέτρινης πίλάκας. Καί, υποχωρώντας μερίικα βήμα τα, παίρνει φόρα και κουτού λάει πάνω της με βουοαλί σια όρμή. Ή πόρτα ξεθεμε λιώνεται και πέφτει μά τό χοντρό ξερό κεφάλι του δέν παθαίνει τίποτα. Μόνο τό κωιμίικό ντούρο τσουλούφι του γίνεται αξιοθρήνητο σαν πατημένο μαρούλι. Ό Ταμπόρ κι" ή Ζολάν περνάνε αμέσως στο έσωτερι κό τής σκοτεινής κρύπτης. Ό Μπσυτάτα τους ακολουθεί μέ τό δαυλό καί τή φωτίζει. Ή καττάτπληξι κάνει τούς τρεΐς συντρόφους ν’ ανοίξουν διάπλατα τά μάτια τους Στη μέση τής βαθειάς υπόγειας κρύπτης βρίσκεται ένα με γάλο σιδερένιο κιβώτιο. Τό καπάκι του είναι άνασηκωμέ νο κΓ αφήνει νά φαίνωνται α μέτρητα πολύτιμα καί πο λύχρωμα^ πετράδια, μικρά καί μεγάλα, π3 αστράφτουν εκθαμβωτικά οπό φως τού άναρμένου δαυλού. Κάτω, κι* ακριβώς μπρο στά στο άνοιχτό κιβώτιο, βρ ίισκ ετ α ι ένα ς άνθρώπ ινος σκελετός. Στη θύμησι τού Ταμπόρ έρχεται άθελα, μιά παλιά ι στορία σάν παραμύθι πούχε άκούσει κάποτε άπ* ένα γέ ρο ιθαγενή τής Ζούγκλας... Ήταν, λέει μιά φορά κι*
έναν καιρό, ένας φοβερός κι* απαίσιος κουρσάρος πού γύ ριζε μέ τό μαύρο καράβι του, σκορπίζοντας παντού τό θά νατο καί την καταστροφή,... Καρμάν λεγόταν κι* είχε κουρσέψει άμέτρητα πλοΐα/ κάστρα καί ^ πολιτείες, ιμαζευ όντας χρυσάφι καί πολύτιμα πετράδια.Μά κάποτε πού γέρασε κι* αυτός καί δέν είχε πιά τή,δύναμι νά κόβη κεφά λια, μάζεψε τον ατήμητο θτ|σαυρό του κι* ήρθε καί τον καταχώνιασε, βάζοντας μαστόιρους νά σκάψουν μιά βαθειά κρύπτη, σέ κάποια κρυ φή σπηλιά τής ζούγκλας. "Ύστερα δολοφόνησε τούς; μαστόρους πού ήξεραν το μυστικό, έκτος άπό ένα πρόφθασε νά τού ξεφύγη. καί νά σωθή... 5Από τότε ό κουρσά ρος πού φοβόταν μην ξαναγυρίση ό μάστορης καί τού κλέψη τό θησαυρό, ζουσε μέ ρα— νύχτα φυλάγοντας τον κάτω στη βαθειά κοεταπα κτή.· Καί δέν έβγαινε στιγμή άπό κεΤ ούτε γιά ν’ άνέβη ε πάνω καί ν5 άναζητήση τρο φή. *'Ανοιγε μονάχα τό καπά κι τού σιδερένιου κιβωτίου πούχε σωριάσει τό θησαυρό καί χαιρόταν νά τον βλέπη καί νά τον καμαρώνη. *Έτσι έξαντλημένος σωριάστηκε κά ποτέ κάτω κΓ άνοιξε τό στό μα του γιά νά βγή ή κακία καί κολασμένη του ψυχή... "Οσο γιά τό μάσταρη, καθώς έλεγε τό παραμύθι, κυνηγη μένος άτό τον κουρσάρο έπε σε στα χέρια άγ,ρίων ιθαγε νών πού ό φύλαρχός τους τόν
ΤΑΡΖΑΝ
έκαψε στη φωτιά, θυσία σέ κάποιο θεό. Λίγο όμως πριν παραδωση την ψυχή του, εί πε τό μυστικό του κρυμμένου θησαυρού στη νέα κι* όμορ φη κόρη του φυλάρχου, πού τούχε δείξει καλωσόνη και συμπόνια...
31
γκάπ—γκούπ, θά μου φέρου νε άϋπνία! Γειά σας καί θά βγω νά πλαγιάσω στά κλα διά κανενός δέντρου... Εσείς θά μείνετε έδώ; ■— Ναι, του άποκρίνεται μέ περιφρόνησι ό Ταμπόρ. — Καί δεν φοβόσαστε; — Όχι... *Απ* τή θύμηισί τής παλιάς Ό άράπηις κυττάζει ^ τά αυτής ιστορίας συνεφέρνει δυο παιδιά παραξενεμένος τον Ταμπόρ ή φωνή του καί μουρμουρίζει: Μπουτάτα πού κυττάζοντας^ — Μπά, σέ καλόοο σας! πότε τό σκελετό και πότε τό Αμέσως βγαίνει άπτό τή θησαυρό του, -μουρμουρίζει σπηλιά καί προχωρώντας θαυμαστικά: σταματάει στο γνωστό μας — Πλούσιος άνθρωπος, ό θερρατο δέντρο μέ τον τερά μακαρίτης! *Από τί νά πέθα στιο γερό κορμό. Στο ίδιο νε άραγε; δέντρο πού ή Φίίφη είχε δή — 5Από την πεΐνα, ψιθυρί νά έξαφανίζωνται ό μαύρος ζει αυθόρμητα τό Παιδί τής φύλαρχος μέ τά φτερά ^ καί Ζούγκλας. τούς χαλκάδες κι* ό άράπης Ό άράπηις παραξενεύε μέ τό ψημένο κρέας του ελα ται : φιού... "Εκεΐ άκριβώς πού—— Καί δεν έτρωγε... δια άνεβασμένη στην κόκκινη τπε μάντια; Μπά, σέ καλόοο τρα—είδε νά φθάνουν καί νά του! σταματούν οι τέσσερις ίθαγε νεΐς πού κουβαλούσαν τά ΕΠΙΘΕΣΙ κλεμμ ένα μ αύ ρ α έλεφαντόδανΔΑΙΜΟΝΩΝ τα. Ό Μπουτάτα ρίχνει μια Ε ΛΙ ΓΟ, ό Ταμπόρ παίΙρ νει τούς συντρόφους του ματιά στά πυκνά κλαδιά του κΓ άνεβαίνοντας τά χω δέντρου καί μονολογεί: μάτινα σκαλοπάτια, ξανα — Σ* αυτό τό δέντρο δέν βγαίνουν στο εσωτερικό τής έχω κοιμηιθή καμμιά φορά... ' Ας κοιμηθώ λοιπόν απόψε... σπηλιάς τους. Οί υπόκωφοι κρότοι έξαΚι* αρχίζει νά σκαρφαλώ κολουθουν νά άκούγωνται α νει στον τεράστιο σέ πάχος κορμό του. Μόλις δ μ ως φθά κόμα πιο δυνατοί τώιξ>α. Ή νει έκεΐ πού τελειώνει ό κορ Φίφη γαυγίζει -φοβισμένα κΓ μός καί χωρίζονται τά πρώ ό δειλός Μπουτάτα παίρνει τα κλαδιά, βλέπει κάτι πο την άπόφασί του: λύ παράξενο: Στο σημείο — Έγώ δεν μπορώ νά κοι ακριβώς αυτό υπάρχει ένα μηθώ απόψε έδώ. "Όχι γιατί φοβάμαι, μά γιατί αυτά τά •μεγάλο στρογγυλό άνοιγμα
Ε
Ο ΜΙΚΡΟΙ
32
πού φθάνει ώς κάτω. Τό δεν' τρο δηλαδή, έχει ένα ευρύ χωρο εσωτερικό κούφωμα πού άπ5 έξω δεν διακρίίνεται καβάλου. Ό Μπουτάτα, σκαρφαλω μένος καθώς είναι στα πρώ τα χοντρά κλαδιά, βλέπει πώς τό κούφωμα αυτό είναι άμυδρά φωτισμένο. Ταυτό χρονα άκούει νά φθάνουν άττό κάτω σιγανές κουβέντες ιθαγενών. Ό αράπης άφουγκράζεται μέ προσοχή. "Ενας άπ5 αυτούς λέει: — Τα μαύρα δόντια πού πήραμε, αξίζουν πολύ βέ βαια. Εκείνο όμως πού άξίζει περισσότερο είναι τό σιδερέ νιο κιβώτιο μέ τό θησαυρό... Μέ τό σχέδιο όμως πού έχου με τώρα, είμαι σίγουρος πώς γρήγορα θά τον βρούμε... — Τί σχέδιο; ρωτάει μια άλλη, φωνή. Ή πρώτη, τής εξηγεί: — Είναι ιμιά παλιά ιστο ρία σαν παραμύθι... Και τελειώνοντας5 ή ίδια φωνή, προσθέτει: — "Ετσι ή όμορφη κόρη τού παλιού φυλάρχου πεθαί νοντας γριά, είπε τό μυστι κό στο παιδί της. Τό παιδί ιης πεθαίναντας τό είπε στο παιδί του και περάσανε πολ λά — πολλά χρόνια. Μέχρι πού τό μυστικό έφθασε στον πατέρα μου, τον φύλαρχο, πού πεθαίινσντας κι5 αυτός, πρίν λίγο καιρόι, τό έμπιστεύ Βήκε σέ μένα, τό διάδοχό του. —’ Και μέ τό σχέδιο
αυτό
θά βρής τό^ θηισαυρό·; — Βεβαίως... Φθάνει μήν, άπό στόμα σέ στόμα, τδχαυν αλλάξει καί δέν βγουν σω ατά τά μέτρα κάΐ τά σημά δια πούχουμε πάρει...^ Σέ λί γο θά ξέρουμε άν πετύχαμε ή όχι. Ό Μπουτάτα ακούει την άλλη φωνή, τώρα, νά ρωτάη, άπό τό βαθύ εσωτερικό κού φωμα τού δέντρου: -— Κι5 αυτούς τούς τρεις πού ζαΰν μέσα στη σπηλιά, τί λογαριάζεις νά τούς κά νεις; Ή πρώτη φωνή τής απο κρίνεται : — Τά δυο λευκά παιδιά δέν τά φοβάμαι. Θά τά πά ρω σκλάβους μου... "Εκείνον όμως τον χειροδύναμο άράπη μέ τό τσουλούφι στο κε φάλι, θά τον κάψω ζωντανό... — Μπά, σέ καλόαο σου!, ψιθυρίζει ό Μπουτάτα καί κα τεβαίνει γλυστρώντας ήσυχα άπό τό έξω μέρος τού χον τρού κούφιου κορμού. ’Αρχίζει^ αμέσως νά μαζεύη πολλά ξερά κλαδιά καί νά τά στιβάζη αθόρυβα γύ ρω άπό τό (μοναχικό θεό ρατο δέντρο. Τέλος, τούς βάζει, γύρω —γύρω, φωτιά, κι’ όταν φουντώνουν καλά, τραβάει τή «μπιστόλα» του, ρίχνει μιά στον αέρα καί φωνάζει: — Νά μέ κάψετε θέλατε, έεε; Καήτε τώρα τού λόγου σας ,γιά ,ι νά βάλετε μυαλό! » X,ι, Χΐ, Χΐ!·.. Ό φύλαρχος καί δυο τρείς άλλοι μαύροι, βλέποντας τις
33
ΤΑΡΖΑΝ
φλόγες νά άγκαλι όζουν τό θεό.ρατο δέντρο, σκαρφαλώ νουν γρήγορα μέσ’ από τό κούφωμά του για να πηδή ■ σουν έξω και νά σωθούνε... Μά εκτός ατό τις φλόγες πού τούς εμποδίζουν, είναι κι’ ό Μπουτάτα πού τούς ση μαδεύει μέ τό πιστόλι του και πυροβολεί φωνάζόντας: — Μέσα γρήγορα, πουλά κια μου... Θά μου... πουντιά σετε ! Μιά απ’ τις ίδιες τις σφαί ρες του όμως, τον τραυματί ζει ελαφρά στο ποδάρι, — Μπά, σέ καλόοο μου! Οί ιθαγενείς ξεφωνίζουν σπαρακτικά καθώς καίγον ται από τις φλόγες και ξα ναπέφτουν στο κούφωμα του δέντρου. Ό Μπουτάτα τούς μαλλώνει: — Σιωπή!... Τί φωνάζετ’ έτσι; Μπά σέ καλόοο σας! Και βάζοντας τό πιστόλι στη θήκη, τρέχει στη σπη λιά. — 9 Αφέντη Ταμπόρ, φωνά ζει χαρούμενος... Μά δεν προφθαί'νει νά τε λείωση αυτό πού θέλει νά πή. Τό Παιδί τής Ζούγκλας του γνεφει νά σωπάση. Ό άράπης σταματάει κι* άφουγκράζεται. Οι ύπόκοφοι κρότοι άκούγονται τώρα πο λύ πιο κοντά. Ούτε λίγους πόντους κάτω από τό έδα φος τής σπηλιάς τους.
Ή Ζολάν, σφίγγοντας πάν τα στην αγκαλιά της τη Φίφη ,φαίνεται αφάνταστα τρο μοκρστημένη. Περιμένει, α πό στιγμή σέ στιγμή, νά ά νοιξη ή γή καί νά ξεπηδή σουν στοιχειά καί δαίμονες απ’ τά σπλάχνα της. Κι* έ τοιμη πιά νά λιποθυμήση, ψι θυρίζει στο σύντροφό της: ^— Θά φύγω, Ταμπόρ... Δέν μπορώ νά ακούω πιά αυ τούς τούς κρότους!... Θά τρελλαθώ! Ό μικρός Ταρζάν αρπάζει ένα χορτόσχοινο πού βρίσκε ται κάτω καί κάνει νά τη δέ ση χειροπόδαρα. Αλλάζει ό μως γρήγορα γνώμη καί δια τάζει σιγά τον άράπη: — Πρόσεχε την εσύ... Πρέ πει νά μείνη έδώ, κοντά μας... έξω από τή σπηλιά ό κίνδυ νος είναι μεγαλύτερος!... — Θέλεις νά την προσέ χω νά μη βγή έξω; Τότε νά... δέσης έμενα χειροπόδαρα. Γιατί θά τό βάλω στα πό δια πριν απ’ αυτήν... Καί νά: την ίδια στιγμή τά μάτια των τριών συντοόφων γουρλώνουν από τρόμο καί φοίκη: Χώματα καί πέ τρες ξεπετάγονται άπότομα στο κέντρο τής σπηλιάς, σχη ματίζοντας έναν ευούχωρο κρατήρα. Κι9 άπ’ τ9 άνοιγμα αυτό ξεττηίδουν ταυτόχρονα: μαύροι καπνοί καί παράξενα οντα πού ουρλιάζουν απαί σια !...
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άποκλειστικότης; Γεν* Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε*
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: Όδός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 2 — Τιμή δραχ. 2 —Μ··1ΜΒ·!·———Β————Μ———ΒΜ·— ·■■ ■
1 ———1 «πχΜ;\3α
Δημοσιογραφικος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, ΟΙκονσμικιός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγος 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταούλων 29, Ν. Σμύρνή, ΔΕΜΑΤΑ ΚΑί ΕιΠΓΓΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι.
Το τρίτο Την έρχόμενη Παρασκευή δεν πρέπει νά μείνη κανένας χωρίς νά δκχβάση το τρίτο Θαύμα του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
ΤΟ ΜΥΣΙ
ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Ή ΔιεύΘυνσις του περιοδικού σάς υπόσχεται υπεύθυνα πώς κάθε καινούργιο τεύχος θά είναι καλύτερο απ’ δλα τά προηγούμενα.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ Παράξενα όντα που ξεπηδουν άπ* τά βάθη τής Γης — Μιά άγνωστη γυναίκα στη Ζούγκλα. — '0 Μπουτάτα που σκοτώνει... κοιμισμένος. — Το δάγκωμα του φαρμα κερού Σκορπιού. — Τά παράξενα λόγια τού μάγου Ζο~ χράν. — Μπαυμπάχ, ή φοβερή γιγαντόσωμη Αράχνη.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ θά σάς παρουσιάσουν αυτή τή φορά τό τεύχος που 6έν θά λησμονήσετε ποτέ:
’ Η ΖΟΛΑΝ ΚΙ1
ΜΠΟΥ ΠΑΡ ΟΠΟ ΠΟΥ ΓΧ£1 ΡΤ/ΠΗΘΗ Ο ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΙ Π'ΡΙΖΡΙ ΑΓΡ/ΡΡ1Ρ ΑΓΟ£ /ΤΑ! ΟΡΡ/Α έΑ/ΑΝΤ/ΟΝ ΤΟ/ ΜΠΟΧ ________ /
νΤΟΜΠν ΓΡΗ·
ΟΜορ ο Μ/ΗΡΟΟ ΑΠΟΤΥΓ/ΑΠΡΙ ΗΑ! ΡΟ£ ΑΡΑΘ£ηΓΟ£ . .
Λ
ΓΟΡΑ.. ΧΟΑ/ΓΑΑ//Ρ ΓΟΗ ! /
ΤΟ/Γ ηετνχρ ΓΤΗΝ ΗΑΡΑ/Α ΡΠΑ ΝΤΟΜΠΥ
ΡΑ! Τ9ΡΑ
> 1#ϋΐ,*Ι!®Ρ ,Λ*ντ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΚΑΠΝΟ) ΚΑ! ΔΑΙΜΟΝΕΣ
φτάνουν, πριν ξημερώση, στην κρυφή σπηλιά τους. ΈκεΤ, σε μια βαθειά υπόγεια ΤΑΑ4ΠΟΡ, το περήφα κιρύπτη, ανακαλύπτουν —μέ νο κι5 ατρόμητο^ Έλλη τη βοήθεια τής μακροσκοπι νόπαυλο τής ζούγκλας, κής καί^ τετραπέρατης σκυλί μαζί ,με την άμορφη, Ζολάν τσας Φίφης—ένα .μεγάλο σι τήν αγαπημένη μικρή σοντρο δερένιο κιβώτιο, γειμάτο πο φισσά του, καί τον ανόητο λύχρωμα κι* άτί|μη;τα πετρά καί χειροδύναμο μαύρο, τον δια. Ταυτόχρονα άκούγονΜπουτάτα, περνάνε αυτή τή ται, κάτω από τή σπηλιά, νύχτα, τί·ς τγιο τραγικές στι παράξενοι κι* ανεξήγητοι ύγμές τής ζωής τους. πόΐκωφοι κρότοι, πού ανησυ ^Υστερα άπό φοβερές κΓ χούν αφάνταστα τούς τρεις έπικίνδυνες περιπέτειες μέ.., συντρόφους. τά ττεινασμένα θεριά καί τον* Τήν ίδια ώρα— πριν άρχί τρομαχτικό αόρατο Γίγαντα/ ση νά ξηιμερώνη.— ό Μ,'που-
©
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. Ζ
4
τάτα Ανακαλύπτει πώς, στο κουφό έσωτερικό κούφωμα έ νας κοντινού τεράστιοι; δέν τρου, βρίσκονται άγνωστοι Ι θαγενείς που συνωμοτούν έ ναντίον τους. Σικαρφαλωμέ νος και κρυφακουγοντας ο χ εραδυναμος, άράπη,ς, μ αθαί νει πώς οι κακούργοι αυτοί έγουν άποφασίΐσει να τον κά ψουν ζωντανό. Κάί|, γιά να τους τηρολάβη, βάζει Αμέσως Φωτιά στο δέντρο που είναι κρυμμένοι (*). Τέλος, οι υπόκωφοι κρότοι κάτω άπό τή σπηλιά δυνσμώ νουν καί ξαφνικά κάτι τραμα ντικό καί άπίστευτο γίνεται: Πέτρες καί χώματα ξεπετάγονται Απότομα στο κέντοο της σπηλιάς, σχηματίζοντας έναν ευρύχωρο κρότησα. ΚΓ άπό τό άνοιγμα αυτό ξεπηδουν ταυτόχρονα μσυοοι κα^πνοί καί παράξενα οντα πού ουρλιάζουν σαν δαίιμονες. *0 μικρός Ταρζάν σφίγ γει τό φοβερό ρόπαλό του καί χύνεται νά τους ύποδεχτή... Δεν προφταίνει ^ όμως νά χτυπήση παρά μονάχα έ ναν άπό αυτούς, καί σωριά ζεται κάτω άνάίίσθηιτος. Οί άλλοι, χωοίς νά προσέξουν καθόλου τον Ταμ πόα καί τό ρόπαλό του. βγαίνουν πανι κόβλητοι άπό την τρύπα τους, τρέχουν προς τό άνοιγμα της σπηλιάς καί .χάνονται έξω ουρλιάζοντας μέ άπόγνωσι καί φρίκη. Σέ λίγο έχουν χα(*) Διάβασε τό ττιροηγούμΒνο τεύχος, τό 2, που Εχει τον τίτλο: «*Η κρύπττη τΛν βησκ*»ρώιν.>
Ο ΜΙΚΡΟΣ
θη πιά μέσα ατό σκοτάδι Της νύχτας καί στις άίπέραν τες πυκνές φυλλωσιές τής κοι μισμίένης ζούγκλας. Ό γενναίος Ταμπάρ, πού έχει πεταχτή έξω γιά νά τούς κυνηγήση,, άντικρύζει π ιό κάτω, τό θεόρατο μοναιχι κό δέντρο πού- Φουντωμένο στις φλόγες, καίγεται σάν έ να τεράστιο θεαματικό πυρο τέχνημα! Τέλος, ξανανυρίζει στη σπηλιά σέ πολύ κατάλληλη στιγμή,. (Γιατί ό Αναίσθητος άπό τό χτύπηιμά του δαίμονας εΤγε συνέλθει κι* έτοεχε προς την έξοδο γιά νά φύγη... Ό Ταμπόο τον άοπάζει σβέλτος άπό τό λαιμό καί σέρνοντας τον κοντά στο λυγνάρι τους, τον κυττάζει: Δεν εΐναι δαίιυονσς. Είναι ένας μαυοος Ιθαγενής πού τό ποόίσωπο καί τό μισόγυιυνο κοομί' του εΐναι γεμάτα λά σπες μαυρισμένες άπό κα πνούς. Ό Μπουτάτα ξεθαορεύει τώιοα καί πλησιάζοντας κυτ τάζει μ* άπορία τον αιχμά λωτο : — Πρώτη Φορά βλέπω τυ φλοπόντικα μέ 5υό ποδά ρια!... Μπά σέ καλόορ σου! Ή Ζολάν Φθάνει κι* αύτή κοατώντας στην Αγκαλιά τή σκηΑί,τσα της. Ή Φίφη γαυ γίζει άγοια τον λασπωμένο μαύρο, πού τοέμει σύγκορ μος σά νά πεοιμένη νά του πάοουν τό κεφάλι. Ό Ταμπόρ τόν καθτΊ^υνάζει: — Μή φοβάσαι, άνθρω πε... * Εμείς έδώ δέν κάνουμε
5
ΤΑΡίΑΝ
κακό ούτε στους έχβρούς μας... Πές μας μόνο: ^ πώς ξεπεταχτήκστε μέσα στ ή σπτ) λιά μας κοοί τι! ήρθατε νά κα νετε έδύή Ό μαύρος αρχίζει νά δι κά ιολογιέται: — Δεν ψταΐμε εμείς... Ό φύλαρχος Άμ,τταν μας έβαλε να κάνουμε..^ "Αν τού λέγα με όχι, Θά μάς επαιρνε τά κε φάλια! Λέει πώς κάπου ^ μέ σα σ’ αυτή τή σπηλιά βρίακε ται μεγάλος Θησαυρός... — Τό Θησαυρό λοιπόν ήρ θατε ν’ όορπάξετε; — Ναι... Καί ^σκάψαμε έ να μεγάλο λαγούμι άπ5 τον κούφιο κορμό τού δέντρου που πήρε φωτιά, μέχρι έδω... Ό Μπουπάτα χαμογελάει: — Μπά σέ καλόοο σας ·... Καί γιατί! δεν μπαίνατε άπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς μας· Ό μαύρος^ με τό λασπωμέ νο κορμί τούς εξηγεί ^ — Ό φύλαρχος Άμττάν λέει πώς ό θησαυρός εΐναι^ σέ μια κρυψώνα τής σπηλιάς... Είχαμε μπή πολλές φορές έδώ καί ψάξαμε. Μά δέν ^μπο ρέσαμε νά την άνακαλύψουμε... Μάς έβαλε λοιπόν καί σκάψαμε άπό κάτω γιά^ νά τή βρούμε... ΕΤχε κάτι σχέδια κι έκανε μ" αυτά τό λογαρια σμό... Μά φαίνεται ^ πώς. τά μέτρα καί τά σημάδια του δέν θάταν σωστά... 3Αντί νά βγούμε στό θησαυρό, πέσα με στα χέρια σας!... Μά τό χειρότερο είναι πώς πήρε φω τιά τό μεγάλο δέντρο... Οι καπνοί του μπαίνουν μέσα στήν τρύπα μας καί δέν μπο
ρσύσαμε νά πάρουμε άνάσα. ΚΓ άπό ^ την κάψα τής φω τιάς ιδρώναμε τόίσο πολύ πού τά σκαμμένα χώματα γι νάντουσαν λάσπες κα] κολ λούσαν έπάνω μας... Γύρισα με τότε όλοι πίάω για νά βγομμε άπό τό κούφωμα τού δέντρους καί νά σωθούμε. Μά οί, μεγάλες φλόγες, τπούχαν κάψει τον ΆμΙπάν καί τους ψ-ίλίαυς ρτου, θάκαιγαν κΓ έμάς... "Ετσι ^ ξαναγυρίσαμε πί)σω κι5 αρχίσαμε νά σκά βουμε^ σάν ^τρελλοί, ζητών τας νά βγούμε κάπου γιά νά σωθούμε άπό τούς καπνούς καί τή φωτιά... Ό Ταμπόρ τον κυττάζει μέ συμπόνοια: — Πήγαινε, καλέ μου άν θρωπε... Τί φταις έ'σύ.. Ό μαύρος ξεκινάει μέ δυ απιστία: προς τό άνοιγμα τής σπηλιάς, ένώ ό Μπουτάτο κυττάζοντας τά παχειά λασπωμένα χώματα πού σκε παίζουν τό κορμί του, τον συμ βουλεύει φωναχτά: — ’Έ, συνάδερφεεε!... Μ ή ξεχάαης νά σπείρης^ έπάνω σου καί λίγο σπανάκι... Θά βαρεθής νά τρως σπανακό ήήττες! Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΙ
ΔΥΣΤΥΧΙ ΣΜΕΝ Ο Σ μαύρος φεύγει καί τό Παιδί τής Ζούγκλας λέει στούς συντρόφους του: — Κακός μπελάς αυτός ό θησαυρός πού βρέθηκε στη σπήλιά μας! Σήμερα ήρθαν
0
Ο ΜΙΚΡΟΣ
0
να τον αρπάξουν αυτοί:, αύ ριο θάρθουν «άλλοι... ^ Ό Μπουτάτα βρίσκει τή λύσι: — Κ·αι 6έν τον άρττάζουμε έμεϊς, άφέντη I αμπόρ; Ή Ζολάν συμφωνεί: — Ναι, ναι1!... Νά τον φρρ τώσουμε σ’ ένα ελέφαντα και νά τον κατεβάσουμε στό με γάλο λιμάνι. Κι5 άπό κεΐ να τον στείλουμε^ στην πατρί:δα μου, την Αμερικής. Ό μικρδ-ς Ταρζάν αναστε νάζει : — Ή πατρίδα σου, Ζολάν, είναι πλούσια και μεγάλη χώ ρα!... ζ:έρω δμως μιά ^άλλίΤ} μικρή και φτωιχή... Έκεΐ πρε πει νά στε’ίλουμε τό θησαυ ρό...
Το ξανθό κορίτσι θυμώνει: — Τά διαμάντια αυτά εί ναι δικά μου. Ή σκυλίτσα μου τ’ άνακάλυψε. "Ετσι, Φίψη; θά τά κάνω λοιπόν δ,τι θέλω. Καί θέλω νά τά στείλω στην Αμερική!... Ό Ταμπόρ την κυττάζει μέ οίκτο, κουνώντας τό κεφά λι του: — Καήμέ/νηι Ζολάν. ^.Πώς φαίνεσαι πώς δεν εΐσαι Έλληνίδα!... ΛυπαμαΊ πολύ γι' αυτό!... Τδ Κορίτσι τής Ζούγλας γίνεται έξω φρένων γιά την προσβολή: — 'Ώστε έτσι; Λυπάσαι πολύ πού δεν είμαι 4Ελληνί δα! ’Άρα σέ στεναχωρώ πού βρίσκομαι εδώ! Τότε κι* έ-
'0 Ταμπόρ σπρώχνει μέ θυμό τή Ζολάν
ΥΑ^ΖΑΝ
7
Μττουτάτα κυττάζει την άγνωστη λευκή γυναίκα μέ τους μαύ ρους συνοδούς της.
γώ φεύγω... Και προχωρώντας ττρος την έξοδο τής σπηλιάς προα θέτει, ξεσπώντας σέ λα γμούς: — Φεύγω για πά\τα! Σέ -μισώ!... Δεν θέλω νά σέ ξαναδώ στα μάτια μου!... Πάμε, Φίίφη... ^ Ό Ταμπόρ προφτα'κνει και την συγκροτεί από τό χέ ρι: — Στάσου, Ζολάν... Έσυ είσαι ένα αδύνατο κορίτσι... Με'&νε έδώ ιμέ τον Μπουτάτα. Θά φύγω εγώ... Ή Αμερικανίδα θυμώνει όακήμη περισσότερο: — "Ωστε θά φύγης! Μ*
έγικατοολείπεις μονάχη έδώ μέσα ιμ’ αύτό τό βλακα τον Τσ ουλούφη-, Ό Μπουτάτα διαμαρτύρε ται: — Έγώ βλάκας; Μπά, σέ καλόοο σου ! Ή Ζολαν συνεχίζει στον Τ αμπτόρ: "Αρα δέιν ιμέ θέλεις. ~Αρα δεν μ’ αγαπάς ττιά. "Αρα είσαι ένας π Πάμε, Φίφη! Τό Παιδί^ τής Ζούγκλας θυμώνει αφάνταστα ,μέ τά λο για της. Τής δίίνει μια σπρω ξιά και αυτή σωριάζεται πά νω στά ιμάλακά χορταρένια στρωσίδια της. Ύστερα λέει
Ο ΜΙΚΡΟΙ
στο Μπουτάτα: — Έσύ θα μείνης κοντά της. Θά την προστατευης και θά φροντίζης νά μή τής λ&ί πη τροφή και νερό. Έγώ δέν θά ξαιναγυρίσω ποτέ έδώ... Τό ξανθό κορίτσι, πού ό Ταμπόρ τής έχει κρύψει^ πώς ό πατέρας της σκοτώθηκε στη ζούγκλα, ξεφωνίζει κλαί γοντας: — Θέλω νά γυρίσω στην Αμερική!... ^ Θέλω νά πάω στον πατερούλη! μου... ^ Ό Ταμπάρ την άκούει καί προσθέτει στο Μπουτάτα: — Νά την κατε'βάσης στό μεγάλο λιμάνι... ^ Βρες ένα καράβι πού νά φεύγηι γιά την Αμερική καί δώσε στον κα πετάνιο του μιά χούφτα^ δ^ια μάντια. Θά τήν πάρη άμεσως... "Υστερα προχωρεί αργά προς τήν έξοδο τής σπηλιάς, ενώ τό κορίτσι τού φωνάζει: — "Ωστε μέ διώχνεις λοι πόν, έ;! Κι5 άμέσως γυρίζει στή σκυλίτσα της: — Επάνω του), Φίφη!... Φάτονε, Φιφίίκα μου!... Ό μικρός Ταρζάν, βγαί νοντας έξω άπό τή σπηλιά, σταματάει γιά λίΥο, φέρνει τις παλάμες στό στόμα του καί βγάζει παράξενες κραυ γές : — "Αοοοοο... Άαουαοοοου!... *Αόΐ, όέαασα! Καί νά: πολύ γρήγορα φθάνουν τρέχοντας τά δυό άγαπημένα καί πιστά λιοντά ρια του Ταμπόρ: Ό Ζρχ κι* ή Φάν.
Τό Παιδί τής Ζούγκλας κάτι τους λέει κι* εκείνα κα θονται άμέσως σάν φρουροί1 μπροστά στό άνοιγμα τής σπηλιάς. Τό ένα δεξιά καί τό άλλο αριστερά. Ό Ταμπόρ, αφάνταστα ω χρός καί θλιμμένος, προ^ωρεΐ^ άργά καί χάνεται πίσω άπό τις πυκνές φυλλωσιές τής άγριας περιοχής. ^ Ή νύίχτα προχωρεί στό τέλος της... Τό σκοτάδι έχει άρχίσει νά ^ ξεθωριάζη,, σιγά —σιγά, προς τό ίμερος τής ανατολής. Ό Μπουτάτα μέσα στή σπηλιά μουρμουρίζει μέ θαυ μασμό: λ— Σκληρός άντρας! Μπά, σέ καλόοο του! Ή Σόλαν πετιέται όρθη άπό τά στρωσίδια της καΓι πίροχωρεΐ νά βγή έξω. Ό άράπης κι* ή Φίφη την άκολοο 6ούν. Τό καρβτσι βλέπει στ’ άνοιγμα τής σπηλιάς τά δυό γνώριμα λιοντάρια. Τά κλω τσάει μέ τό ποδαράκι της νευριασμένη: —Γιατί σάς ^ έβαλε έδώ^ Γιά νά μέ φυλάτε3Αφου δέν μ’ άγαπάει πιά, τί τόν ενδιαφέρει γιά μένα; Ό Ζόχ κΓ ή Φάν δέν κου νιούνται άπό τή θέσι τους. Ό Μπουτάτα κάνει μιά κίνησι σά νά τά διώχνη: —Ξσισσ... ? ξσσσ... Μπά σέ καλόοο!... Αφού δέν σάς έχει άνάγκη- τό κορίτσι... "Ας είμαστε καλά έγώ κΓ ή « μπ ιστόλα» μου!
ΤΑΡΖΑΝ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
ΜΠΟΥΤΑΤΑ, ;μέ το κωμικό τσουλούφι στο .χοντρό καί κουτό κεψάλι του, βγαίνει σήμερα α πό τη σπηλιά— όπως κάβε πρωί—για τό καθημερινό κυ νηγι του. Όμως τούτη τη ψρρά στέ κεται τυχερός. Αμέσως— άμέσως και χωρίς νά κουράστη ψάχ νοντ ας, άντ ικρύζε ι μπροστά: του ένα παχύ καί μεγαλόσωμο ζαρκάβι. Ό άράπης τραβάει γρήγο ρα τη «μπιστόλα» του νά τό πυρο^βαλήση, μά μετανοιώνει καί την ξαναβάζει στη θήκη της. “Ύστερα έξηγεΐ στο ζώο: — Τί νά σέ κάνω τόσο με γάλο πού εΐσαι... Μονάχα έγω κΓ ή Φίφη τρώμε... Ό ά» φέντης Ταμπόρ λείίπτει άπό τη σπηλιά τρία φεγγάιρια τώ ρα, καί τό κορίτσι δεν βάζει μπουκιά στο στόμα του. Τά μάτια της στάζουνε σάν καλό βες στη βροχή! Καί προσθέτει, διώχνοντας μέ ,μιά κίνησι του χεριού του, τό ιμεγάλο ζαρκάδι: — "Αν άνταμώσης κανα «πιο μικροί», στεΐλτο μου... Έτσι ό Μπουτάτα συνεχί ζει την περιπλάνησή του στη ζούγκλα, άναζητώντας τό μι κίρο ζαρκάδι πού θάταν δσο έπρεπε γιά νά τον χόρταση, σήμερα. Ξαφνικά δ μ ως άργό άνθοώ πινο^ ποδοβολητό φθάνει στ® αύτιά του. Μετακινείται άμέ
9
σως σ’ ένα κατάλληλο ση μείο καί κυττάζει περίερ γος: ΕΤναι δυο χεροδύναμοι μαύροι, απ’ αυτούς πού ζουν καί δουλεύουν, πέρα μακρυά στο μεγάλο λιμάνι. Προχω ρούν έχοντας ανάμεσα τους μιά όμορφη καί καλοντυμένη λευκή γυναίκα, τριάντα πέν τε ώς σαράντα χρόνων πού κρατάει στο χέρι της μιά μι κρή δερμάτινη βσλ,ίΥσα. Ό Μπουτάτα τούο παρακο λουθεί γιά λίγο κάί βλέπει νά φθάνουν καί νά σταματούν κάτω άπό ένα γιγαντόίσωμο δέντρο. Ή άγνωστηι γυναΐ κα, πού φαίνεται κατακουρα συϋένη άπό την πεζοπορία, κάθεται στη ρίζα τού δέν τρου κι* άκουμπάει τή ράχη της στον κορμό του. Οι μ συ ροι, ξαπλώνουν κΓ αυτοί στο παχύ καταπράσίνο γρα σίδι. Περίεργος ό άοάπης μέ τό κωμικό τσουλούφι έρχεται πατώντας στά δάχτυΑα των νυυνών ποδαριών του καί κρύβεται κάπου κοντά. Σέ λίγο βλέπει τη νυναΐκα νά την παίρνη ό ύπνος, γωοίς νά παύη νά κρατάπ γε οά — καί κοιμισμένη· άκόμα —τή μικρή βαλίτσα της. 01 δυο μαύροι συνοδοί της άλλάζουν πρώτα βλέμ μ ατα συνεννοήσεως. "Ύστερα σηκώνονται άθάουβα και ποο χωρούν προς την άγνωστη λεύκη γυναίκα. Ό ένας άπ* αυτούς σηκώνει ,μιά μεγάλη πέτσα γιά νά την ντυπήση στο κεφάλι, ένώ ό άλλος ά-
10
Ο ΜΙΚΡΟΙ
πλώνει τό χέρι του νά σρπά ξη τή βαλίτσα. Ό «φοβερός σκοπευτής» Μπουτάτα τραβάει αμέσως τό πιστόλι του και για να τους φοβίϊση, ρίίχνει μια στον αέρα. "Ομως ή σφαίρα, αντι να χτυπηση τον αέρα, βρί σκει στα μαλακά τον έναν από τους δυο μαύρους. — Μπράβο σκοποβολή! Μπά, σε καλόοο ,μου!, μουρ ■ μαύριζε ι ό Τσαυλσύφης. Αμέσως^ βγαίνοντας άπό ^ήν κρυψώνα του1, τρέχει νά κυνηγήιση τουςι δυά άράπηίδες που, παρατώντας τή λευ κή γυναίκα και τή βαλίτσα της, τοχουν βάλει στα πόδια νά σωθούν.
Ή άγνωστη κυρία ξυπνάει άπό τον πυροβολισμό καί βλέπει τον χειροδύναμο μαύ ρο νά κιυνηγάη τούς συνο δούς της. Με άφάνταστη σβελτάδα, άνοίγε ι τό βαλ,ιτσάκι της, βγάζει άπό μέσα ένα μεγάλο· περίστροφο καί πυροβολεί τον Μπουτάτα πού σωριάζεται αμέσως κά τω καί μένει άκίνητος. Ή λευκή γυναίκα πετιέται αμέσως ορθή καί, τρίζοντας τά δόντια της μ’ αφάνταστη κακία, τρέχει καί σταματά πάνω άπό τον πεσμένο άράπη. Γυρίζει τώρα την κάννη τού ^ πιστολιού τη^ κατά το κεφάλι του καί κάνει νά τραβήξη τή σκανδάλη, γιά νά
°0 Ταμπόρ διαγράφει μια τεράστια καμπύλη οπόν άέρσ...
— ’Έλσ.
καλό μου φιδάκι! Μή παιδεύεις
τοί) ρίξη τή χαριστική βολή. λή. Μά δεν προφθαίίνει. I ήν ί δια στιγμή κάτι αναπάντεχο γίνεται: "Ενα πρωτόγονο λάσσο τινάζεται από τά ψη λά κλαδιά κάποιου θεόρατου δέντρου πού βρίσκεται εκεί κοντά. Ή θηιλειά του πέφτει από τό κεφάλι της καί της σφίγγει τά χέρια πάνω στον κοριμό, πριν αυτή προλάβη νά πυροβόληση. Ταυτόχρονα σχεδόν ό Τα μ πόρ, πιασμένος από ένα μα κρύ χορτόσχοινο τοΰ ίδιου δέντρου, διαγράφει -μια τερά στια καμπύλη στον αέρα καί προσγειώνεται κοντά τη<^. Τής όορπάζει τό πιστόλι άπο
την αρραβωνιαστικιά μου
τά χέρια καί ριίίχνει μια μα τιά φρίκης στο πεσμένο κά τω κι5 ακίνητο κορμί του :μαύ ρου συντρόφου του. — Σκότωσες τον Μπουτά~ τα πού σουσωσε τή ζωή !, ^ής φωνάζει άγρια. Καί·, ξεχνώντας στην από γνωσί του πώς είχε να κάνη μέ γυναίκα, τής δίνει μια σπρωξιά καί τή σωριάζει κά τω. "Υστερα, χωρίς νά χάση στιγμή, τής γυρίζει τις πλά τες καί σκύβει πάνω στον Μπουτάτα ψάχνοντας νά βιρή πού έχει χτυπηθή. Ή λευκή γυναίκα, που μέ το πέσιμο ξεσφίχτηκε τό λάσ ο ο, λευτερώνεται γρήγορα άπ' αυτό, αρπάζει ιμιά ττέ-
12
τρα, πετιέται όρ'θή και χύνε ται από πί'σω νά χτυπήσω ατό κεφάλι τό Παιδί τ^ς Ζούγκλας. Μά την τελευταία στιγμή ε,α δωδεκάχρονο ξαν θό κορ-μοι ξεπετ άγεται μπρο ατά της, την χτυπάει μέ ένα χοντρό κλαδί ατό κεφάλι καί τη σωριάζει κάτω άναίσθητη. Αμέσως, καί πριν προλάβη 6 Τα μ παρ νά γυρίσηι, τρυπώ νει σαν σαύρα στα πυκνά χα μόκλαδα κι3 εξαφανίζεται. Ό μικρός Ταρζάν γυρίζει τώρα καί κυττάζει σαστισμέ νος την αναίσθητη γυναίκα με τό ματωμένο κεφάλι χω ρίς νά μπαρ ή νά έξηίγηση, ποιος τη χτύπησε. νΥστερα συνεχίζει νά ψάχνη τό σύν τροφό του γιά νά βρή την πληγή τής σφαίρας πού τον είχε σκοτώσει. Μά δεν βρί σκει τίποτα. Τό κορμί του είναι παντού γερό καί πουθε ,νά δεν υπάρχουν αΤιματα. —- Θά πέθανε άπτό τήν τρο μάρα του, ψιθυρίζει ό Τα μ πόρ καί τά μαύρα μάτια του βουρκώνουν. Τήν ίδια όμως στιγμή ,μιά πονηρή ιδέα περνάει άπό τό μυαλό του. Σηκώνεται άρ γά, τεντώνει τό δεξιόν πόδι καί τού δίνει στά μαλακά μιά φοβερή κλωτσιά! Ό «νεκρός» Μπουτάτα πετιέται άμέσως όρθός καί, τρίβοντας τά πονεμένα μέ ρη του, μουρμουρίζει μέ θαυ μασμό: — Μπράβο κλωτσ ι ά!... Τό Παιδί τής Ζούγκλας Κ αί... νεκρούς άνασταίνε ι! σκύβει τώρα καί φροντίζει
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τήν πληγή τού κεφαλιού τής αναίσθητης γυναίκα ς . Ό Μπουτάτα ψάοχνει καί βρίσκει τά θαυματουργά φύλλα πού σταματάνε τό αίμα καί για τρεύουν γρήγορα τά τραύμα τα. — Οδες ποιος τη χτυπη σε στο κεφάλι; τον ρωτάει ό Ταμπόρ. Ό άράπης μέ τό τσουλού φι σηκώνει τούς ώμους του: —ιΠου θές νά ξέρω;^ ^Ο ταν τήν χτυπήσανε, έγώ ή μουνα. .. πεθαμένος! Ό μικρός Ταρζάν δεν εχε^ι δρεξι γιά άστεΐα καί τού δείχνει τη γροθιά του: — Πρόσεξε, Μπουτάτα!... Ή κλωτσιά μου μπορεί νά άνασταίνη νεκρούς, μά ή γρο θιά μου ξεμπερδεύει ζωντα νούς. Ό άράπης σηκώνοντας τυ χαΐα τά μάτια του βλεπε^ι πάνω στά ψηλά κλαδιά τού κοντ ι νού θε ορατού δέντρου, ένα μικρό ξύλινο καλυβάκι. Καταλαβαίνει πώς ταχει ψτιά ξει ό Ταμπόρ καί μένει μονά χος εκεί. — Μπά, σέ καλλόοο σου! Καί τί, κάνεις τις νύχτες έκεΐ πάνω; Κουτουλιές στά σύννεφα βαράς; Τό Παιδί τής Ζούγκλας ε ξακολουθεί νά κάνη προσιτά θείες γιά νά συνεφέρη^ τήν άγνωστη γυναίκα, ένώ ό Μπουτάτα μουρμούριζε ι: — Τρίΐα φεγγάρια λείπεις, αφέντη Ταμπόρ... ’Ακόμα νά ξεθυμωσης νά γυρίσης; — Έγώ νά ξεθυμώσω;
ΤΑΡΖΑΝ
Ό Τσουλούφης αναστενά ζει : — Θέλεις νά ιμάθης νέα άπό τη Ζολάν; — Ό*1···,
13
ξω κάπτό τήν σπηλιά κάθεται καί κλαίει... Άπό τά δάκρυά της γίινηκε μ ιά λίμνη1 με κρο•κάδε ιλους. Τήν Τδια στιγμή ένας άδύνατος αναστεναγμός άκούγετοι. Ή άγνωστη; λευκή γυναί κα άρχιζε ι νά συνέρχεται...
Ο Μπουτάτα τον τιμωρεί: — Κ αλύτερα... Γιατί καί νσθελες, δεν θαξερα νά σου πω... Είναι τρία φεγγάρια ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ πού λείπει... Τό ένδιαφέρον του Ταμπόρ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙ ξίσπάει αυθόρμητα: ΤΑΜΠΟΡ κι" ό Μπου — Λείπει; Εφυγε; Δεν τάτα τής δίνουν νερό μένει μαζί σου στήν σπη καί τή βοηθάνε νά ξανα λιά; βοή έντελώς τις αισθήσεις , *0 κουτοπόνηρος άράττη,ς της. Εκείνη άνσίιγει τά μάτια κάνει πώς δεν καταλαβαίνει. της, άνασηκώνεται, τούς κυτ —Μπά, σέ καλόοο σου! τάζε ι μέ μΐσος καί φωνάζει Έδώ είναι τό κορίτσι. Στη άγρια: σπηλιά μας μένει... —Ληστές!... Κ άκου ργοι!.. Ό Ταμπόρ τον κυττάζε ι χα Που εΐνσι ή βαλίτσα μου; μένα: Που εΐναι οί ,μαύροι πού μέ —Τώρα δεν είπες πώς λεί φέρανε άπό τό μεγάλο λι πει; μάνι; —'Ναί... Λείπει δηλαδή άΌ Μπουτάτα τρέχει λίγο πό... κοντά σου! πέοα καί τής φέρνει τή Τό Παιδί τής Ζούγκλας γυ πιο μικρή βσλίΤρα. Ό Ταμπόρ τή ρίζει τό πρόσωπό του άλλου. ρωτάει μέ ^θυμό: Ό Μπουτάτα πού άπό τήν — Γιατί θέλησες νά σκοπρώτη στιγμή είχε προσέξει τ ώσης τον σύντροφό μου; τα μάτια του νέου, τον ρωτάει — Γιατί πυροβόλησε καί τώρα: κυνηγούσε τούς μαύρους πού — Τά μάτια σου εΤναι κόκκι να, άφέντη παιδί1... Μπας καί μέ προστάτευαν... Ό Τσουλούφης χαζογ ελάει κλαίς γιά τήν Ζόλάν; — Χί, χί, χί!... Καλά,πού Ό Ταμπόρ μουρμουρίζει χωρίς νά γυρίσηι νά τον κυτ- πρόλαβα... Θά σέ χτυπούσα νε στο κεφάλι μέ μιά πέτρα, τάξη: —*Έττεσε χώμα ατά μάτια κΓ ή πέτρα δέν θά πάθαινε τί ποτά!... μου... Τό Παιδί τής Ζούγκλας πού Ό άράττης χαμογελάει. —"Ωστε τό κατάλαβα λοι νοιώθει μιά παράξενη άντιπάθεια γι’ αυτή τή γυναίκα, τή πόν... "Ετσι καί τό κορίτσι τό καϋμένΟ/δλο χώματα πέ ρωτάει πάλι: — Ποια εΐσαι λοιπόν έσύ φτουν στά μάτια της. ΚΓ 6-
©
14
ττού δεν. φοβήθηκες νάρθης ,μονάχηι εδώ στη Ζούγκλα; Ή άγνωστη αντιπαθητική γυναίκα αναστενάζει. —Ή ικαρδ ιά τήις μάνας δεν φοβάται τίπτοτα όταν ψάχνη νά βρη τό σπλάχνο της. — "Έχεις χάσει κανένα πσι δί; •— Ναι, μια κόρη-... 5Από τή μακρυνη Αμερική ξεκίνη σα για νάρθω νά τή βρω... Τά -μάτια του Ταμπόρ σκο τεινιάζουν καί ψυθιρίζει χαμέ να: — 'Κόρη; Λευκή κόρη; — Ναί... Ώς δώδεκα χρό νων θά είναι τώρα... Ό άνδρας μου ήταν έξερευνητής. Σ’ ένα ταξίδι πού τήν είχε πάρει μαζί! του, τό πλοίο ναυ άγησε... Έμαθα πώς σώθηκε κι* έζησε δυο χρόνια στή Ζούγ κλα. *Ύστερα πώς τον σκότω σε κάποιο θηρίο... "Έμαθα άκόμα πώς ή άγαπηίμέινη μου καρούλα βρίσκεται στή ζωή. Ό Μπουτάτα κάτι πάει νά πή, μά ο Ταμπόρ τον προλα βαίνει ιλέγαντάς του στή γλώσ σα των ιθαγενών: — Πάψε... Μή σου ξεψύγηλέξι για τό κορίτσι. Κοτάλαβες; Ή λευκή γυναίκα συνεχίζει. — Ζολάν λέγεται ή χαμέ νη μου κορουλα. Μήπως έχε τε -ακούσει τίποτα γΓ αυτήν; — Τίποτα, τίποτα, κάνει ό κουτός άράπης. Κι" άν δέν πιστεύηις νά σού δρκισταθμέ. ■Ή γυναίικα γυρίζει στόίν Τ ορπόρ: — 4 Εσύ παλληκάρι μου, μήπως ακόυσες τίποτα γιά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τή Ζολάν μου; Τό περήφανο * Ελληνόπου λο δέν έχει πή ποτέ ψέματα. Αυτή τή φορά δμως δεν μπο ρεί νά πή καί την άληθεια. -έρει καλά πώς θά χάση άμέσως τήν αγαπημένη, του Ζο λάν. Ή μητέρα της θά τήν πά ρη και θά φύγουν για τήν μακρυνή πατρίδα τους. ^ Υστερα δεν πρέπει νά ξεχνάμε πώς ό Ταμπόρ δέν έχει γνώρισες μητέρα καί δέν μπορεί νά φανταστή τον πόνο που νοιώ θει μιά μάνα γιά τό παιδί της. Νόμιζε πώς μονάχα αυτός α γαπάει τή Ζολάν κ-αί κανένας δέν έχει τό δικαίωμα νά τήν πάρη από κοντά του. Κι5 έ τσι αποκρίνεται στή δυστυχισμένη μητέρα;, λέγοντας τό πρώτο ψέμα τής δεκαεξάχρονης ζωής του: —"Όχι... Ποτέ δέν ακόυ σα τό όνομα Ζολάν... Ποτέ δέν εΐδα στή Ζούγκλα ένα λευκό κορ ίτσ ι... Ό κουτός Μπουτάτα τον ρωτάει σοβαρά: — Αλήθεια, αφέντη; Τόσο ξεχασιάρης εΐσαμ Ή λευκή γυναίκα κυττάζει τον Ταμπόρ με δυσπιστία καί μουρμουρίζει: — Κι" όμως... Πριν λίγο νο μίζω πώς άντίικρυσα, για μιά στιγμή-, ένα λευκό κορίτσι... Δέν πράφτασα νά τό δω κα λά, μά ιμου φάνηκε πολύ ^ με γαλύτερο άπό δώδεκα^ χρόνων Ό άνόητος Μπουτάτα τής εξηγεί: — "Έτσι είναι εδώ: Καθα ρός άέρας καί ζαρκάδι^ ψητό! Τά κορίτσια ξεπετάγονται
ΤΑΡΖΆΝ
γρήγορα... Ό Ταμπόρ μουρμουρίζει παράξενε μ ένας: — Λευκό κορίτσι;! 9Αδύ νατον!... ' Η άντ ιπαθητ γ.κγπ γυναΐκ α τού δείχνει το χτύπημα τού κεφαλιού της. — Χι* αυτό έδώ, ποιος μού τοκαίνε; Τό λευκό κορίτσι πού σού λέω μέ χτύπησε μ* ένα κλαδί... — Τό λευκό κορίτσι σέ χτύπησε; Γιατί; —θχα σηκώσει μια πέ τρα καί χωρίς νά ;μέ δής έ φτασα πίσω σου όταν έψαιχνες αυτό τον άίράπηι... Σέ νόίμιζα κακούργο κι9 ήμουν έτοιμη να την κατεβάσω μέ δλη μου τή δύναμι καί νά σού σπάσου τό κεφάλι... Ό Μπουτάτα χαμογελάει. — Άμ’ δέν σπάνε τόσο εύ κολα τά δικά μας κεφάλια, κυρά μου! _ Ή κακία γυναίκα συνεχίζει; — Δέν πρόφτασα δμως... Ό Ταμπόρ ρωτάει τόν άράπη. στη γλώσσα τών ιθα γενών: — Λές νά ητανε τό δικό μας κοοίτσι; — Βέβαια... "Όταν βγήκα τό πρωΤ για κυνήγι, κατάλα βα πώς μέ είχε πάρει από πί σω... Νομίζει πώς έγώ συναν τιέμαι 'κίρυψά μαζί σου... Κα τάλαβες; Τό Παιδί της Ζούγκλας α ναστενάζει: ρ — "Ώστε χτύπησε τη μη τέρα της καί μού έσωσε τή ζωή; Αυτό δέν ήθελα νά γίνη,
15
•Καίϊ ^ προσθέτει ιμέ θυμό, στή γλώσσα πάντοτε τών ίθαγενων: — "Έτσι /μουρχεται νά όμολαγήΐσω την αλήθεια σ’ αυ τή τή γυναίκα ...Νά τής πώ πώς ή χαμένηι κόρη, της βρί σκεται έδώ... Κι9 άς την πάρη νά φύγουν γιά πάντα... Τέλος, γυρίζει στήν Αμε ρικανίδα καί τής μιλάει στη γλώσσα της: — Μέ συγχωρής... Λέγαμε κάτι στη δική μας γλώσσα μέ τό σύντροφό μου... — Συνεχίστε, δέν πειράζει Καταλαβαίνω καλά τή γλώσ σα σας... Ό Μπουτάτα γουρλώνει τά μάτια του: —Καί δέν μάς τό λές τό ση ώρα νά πάψουμε, κυρά μου Μπά, σέ καλό σου! Ό Ταμίπόρ τήν κυττάζει χα μένα: — ~Ακόυσες λοιπόν αυτά που είπαμε; — Τ9 ακόυσα καί τά παρά κουσα!... Θά ήμουν πολύ κου τή ν9 αποφασίσω ναρθω στή Ζούγκλα, χωρίς νά φροντίσω νά κουτσομάθω προηγουμέ νως καί τή γλώσσα σας. Ή παράξενη, λευκή γυναί κα πετιέται ορθή καί συνεχί ζει διατακτικά: — Καί τώρα εμπρός... Πη γαίνετε ;με αμέσως νά βρω τήν κόρη: μου. Τήν αγαπημέ νη μου Ζαλάν! Τό Παιδί τής Ζούγκλας τής ρίχνει μιά ματιά γεμάτη μΐσος. "Όπως κυττάζει ό λύ κος τήν τίγρη, πού έρχεται νά τού άρπάξη άπό τά δόντια τό
16
ζαρκάδι... Ύστ ερα γυρ; ζε ι στο Μπουτάτα: — .Πήγαινε τή λευκή γυ ναίκα στην κρυφή οΗττηλιά να βρή τή Ζολάν... Πρόσεξε μή τήν πειράξουμε τά λιοντάρια μας... Νά τής πής πώς τήν εύ χαριστώ πού μούσωσε τή ζωή. Κι5 έτοιμος νά ξεσπάση σε λυγμούς προσθέτει: — Τής εύ... εύχομαι καλό τα...ταξίδι. Ό άοάπης μέ το κωμικό τσουλούφι έχει συγκινη,ιθή α φάνταστα... Τραβάει παράμε ρα τόν Τσμπόρ και τον ρωτά ει σιγά με φωνή πού τρέμει, ξεροκαταπίνοντας τούς λυγγμούς πού άνε βαίνουν άπό τά πλατιά μαλλιαρά στήθη του. — Τί λές, άφέντη παιδί; Νά βάλω τή «ου.πιστόλα» μου νά τήν ξεμπερδέψη, νά ήσυχά σουυε ά|πό δαύτη; Ό μικρός Ταρζάν τόν σπρώ χνει άγρια: — Τσακίσου, είπα!... Ό Μπουτάτα θυμώνει: — Καλά ντε... Μπά, σέ κα λό σου! ΔΡΑΜΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
«0 Σ -ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ τώρα ΛϋΙ λίγες^ ώρες πίσω στήν ί*Τΐι ιστορία μας. Τό πρωί δηλαδή τής Τδιας ημέρας δταν ό Μπουτάτα έβγαινε άπό τήν κρυφή σπηλιά για τό καθημερινό κυνήγι του. Ή Ζολάν πού τρία ολό κληρα φεγγάρια, όπως μάθα με, δεν είχε άντικιρύσει τόν Ταμπόρ, έβαλε ατό νσύ της τ;ώς 6 Μπουτάτα συναντιόταν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κρυφά μαζί* του στή ζούγκλα. Κάί σήμερα τό πρωί άποφάσισε νά τόν παρακολουθήση ά πό μακριυά. "Ετσι, είδε τή λευκή γυναί κα μ έ τούς , δυο μαύρους και τόν Τσαυλούφη πού τής έσω σε τή ζωή άπό αυτούς... Είδε καί τόν Ταμπόιρ πού, ψηλά άπό τό δένηρο πέταξε τό λάσ οο και έαωσε τό Μπουτάτα άπό τό πιστόλι τής άγνωστης αυτής γυναίκας. Τέλος, σαν τήν εΐδε νά σηικώνη τήν πέτρα γιά νά σκοτώση τόν Ταμπόρ, άρπαξε ένα χοντρό Κλαδί καί τή χτύπηισε ατό κεφάλι. ""Υ στερα τδβαλε ατά πόδια γιά νά ,μή τή δή^ τό Πα^ιδί τής Ζούγκλας καί^ καταλάβη πώ(ξ εξακολουθεί νά τόν άγαπά κι ένδι αφόρετοι γΓ αυτόν... Τρέχοντος λοιπόν, πρόφτά σε τούς δυο μαύρους πού εί χαν φύγει πριν οστό αυτήν, κυ νηγηιμένοι άπό τόν Μπουτάτα. — 'Έ, τί πάθατε καί τρέ χετε, τούς ρωτάει άνήξερη τάχα. Εκείνοι κοντοστέκονται καί τής εξηγούν: — Μάς κυνηγάει ένας μαύ ρος άνθρωπσγορ ίιλλας... -Κρατάει ι<Γ ένα μεγάλο πΓστόλι στο χήρι... Άπό τή λαχτάρα μας χάσαμε τό δρόμο... Μήπως ξέρεις νά μάς πής ποιο μονοπάτι βγάζει καπά τό με γάλο λιμάνι; — “έρω καί θά σάς τό 6εί ξω, τούς άπακρίνεται ή Ζο» λάν. Πέστε μου όμως, γιατί ήρθατε έδώ στήν ζούγκλα; — Φέραμε μια λευκή γυναΐ κα, μουρμουρίζει 6 $νσς άπό
ΤΑΡΖ,ΑΝ
αστούς ιμέ τη ματωμένη πλη γή ατά πισινά του. "Ηρθε άπο τήν Αμερική και ψάχνει να βρή ιμιά χαμένη κόρη; της, συ μπληρώνει ο άλλος. Λέει πώς είναι μιά κοπέλλα ώς δώδεκα χρόνων και τή λένε Ζολάν. Τά μάτια τοΰ Κοριτσιού τής Ζούγκλας ανοίγουν διά πλατα και ψιθυρίζει χαμένα. — Ζολάν;! Τη λένε Ζολάν; Κι* ή λευκή αύτή γυναίκα εί ναι μητέρα μου; Και διορθώνει αμέσως: ...μητέρα της; ΟΙ δυο κακούργοι μαύροι αλλάζουν πάλι παράξενες μα τιές. Αμέσως ό ένας άρπάζει τή Ζολάν κι* ό άλλος τής λέει: —Έσύ είσαι λοιπόν ή χα μένη κόρη, της; Άμ’ τότε κά ναμε τήν τύχη μας!... Ή μά να ίσου ψάίΐνεται πλούσια γυ ναίκα. Σέρνει μαζί της μιά βα λίταα γεμάτη δολλάρια!... θά μάς τά βώση δλα για να τής παραδώσαυμε την πολυαγαπημένη1 κόρη της! Χά, χά, χαι, ... Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας τούς κοιτάζει μέ περιφρόνησι κι5 άμέσως βγάζει δυό διαπε ραστικά ξεφωνητά: — Ζόοοοχχιχ!.. Φάαααννν! Ό μαύρος τή φορτώνεται στή ραιχι του γελώντας: — Τί> Ζδχ και Φαν φωνά ζεις... Πάμε τώρα να σέ κρύ ψουμε σέ καμμιά σπηλιά, ώ σπου να παζαρέψουμε τήν τι μή μέ τή μάνα σου... Και κάνουν να ξεκινήσουν.
χουν... Ό Ζοχ κι' ή^Φάν, πού χόρταιναν μ’ ένα ζέβρο λίγο πιο πέρα, φτάνουν νά σώσουν τη συντρσφισσα τοΰ Ταμπόρ. Βλέπουν τους άραπάδες πού ^ήν έχουν αρπάξει και χύνον ται επάνω τους. Ή Ζολάν πού φώναξε τά λε οντάρια μόνο για νά φοβηθούν ο! μαύροι καί νά φύγουν, πα σχίζει τώρα νά συγκράτηση τις άγριες διαθέσεις τους, ξε φωνίζοντας : — Μή Ζόχ!... Ψή Φάν!... Τά θηρία όμως δέν τήν άκοΰνε κύ ή Ζολάν κλείνει τά μάτια καί τ5 αυτιά της για νά μην άντικρύση τό φοβερό θέαμα καί νά μήν άκούση τά σπαραχτικά ξεφωνητά. Σέ λίγες στιγμές άπο τους δυό κακούργους μαύρους δεν είχαν άπομείνει παρά τ' άψυ χα καί καταματωμένα κουφά ρια τους. Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας φεύγει τώρα, μαζί μέ τούς σω τήρες της, για τήν κρυφή σπη λιά. Στο μυαλό της στριφογυ ρίζει ή σκέψι πώς πριν άπτό^λί γο είχε χτυπήσει στο κεφάλι τή μητέρα της. Μιά μητέρα πού ήρθε από τόσο μακριά για νά τή βρή. Μήπως άραγε τό χτύπημα ήταν δυνατό καί ή μητέρα της είχε πεθάνει; Τής φαίνεται ακόμα παρά ξενο πώς ήλθε εκείνη στή ζούγ κλα νά τή βρή κι* οχι ό πατέ ρας της πού ήξερε καλά τό μέρος πού -βρισκόταν. Μήπως είχε πάθει κανένα κακό στην μακρυνή Αμερική που — ό πως νόμιζε — είχε πάει; . . Ή Ζολάν προσπαθεί νά ξα.
ναφέρη^ ο^ή μνήμη, τά μικρά παιδικά της χρόνια... Θυμά ται θαμπά τή μητέρα της, πού ήταν κακία και τή μάλλωνε και τή χτυπούσε μέ το παρα μικρά... Θυμάται τον καλό πα τάρα της που τήν έσωζε πάν τοτε άπό τά χέρια της και μάλλωνε φωναχτά την κακία αυτή γυναίκα... Θυμάται άκόμα πώςγ δταν ταξίδευε για τήν τελευταία έξερεύνησί του, μέ τό βαπόρι πού ναυάγησε, ό πατέρας πού τήν είχε πάρει μαζί1 του, τής έλεγε: «Τώρα πού ξεπετάχτηικες πιά, σ' όλα τά ταξίδια μου θά σέ παίρνω μαζί... Σ' άγαπώ πολύ καί δεν εμπιστεύομαι νά σ’ άφήσω μέ κανέναν...» Τέλος θυμάται σάν όνειρο το κορίτσι πώς ό πατέρας της στήν Αμερική ήταν πολύ πλούσιος άνθρωπος και ζοΰσαν σ' ένα μεγάλο κΓ όμορφο σπίτι πού έμοιαζε μέ παλάτι. Αυτά καί άλλα πολλά φερνει ιστό νοΰ της ή μικρή Ζολάν, ώσπου φτάνει μαζί μέ τά δυο λεοντάρια καί κάθεται θλιμ μένη έξω άπό τή σπηλιά. Τώρα συλλογιέται καί τον Ταμπόρ... Είναι τρία φεγγά ρια πού δεν ζοΰν μαζί καί τά μάτια της γίνηικαν κόκκινα κι* ή καρδιά της μαύρη!... Νοιώ θει πώς τον αγαπάει πάρα πά νω κι* άπό άδελψό της. νΕχουν βέβαια θυμώσει αύ το τον καιρό καί δέν μιλάνε ό ένας στον άλλον... Νοιώθει ό μως πώς κι* έκεΐνος θά πονάη γΓ αυτήν καί τά μάτια του θά κλαΐνε ξάγρυπνα τις νύ χτες.. ΓΊόος νά τον άφήση λοι πόν; Πώς νά φυγή άπό τή ζούγκλα καί νά μην τον ξανα6ή ποτέ πιά;
Μέ τούς συλλογισμούς της αυτούς περνάει πολλή ώρα. -αψνικά φτάνει στα αυτιά της μια τρομαγμένη, γυναικεία φω νή, πού τά λιοντάρια της τήν υποδέχονται μ* άγριους βρυ χηθμούς. — Ζολάν!... Ζολάν!... Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔ!
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξ αναγυρί σουμε στον Μπουτάτα καί στην λευκή γυναί κα πού ξεκινάνε για τήν κρυ φή σπηλιά για νά συναντή σουν τό Κορίτσι τής Ζούγκλας Δέν έχουν περάσει ούτε μι σό δρό|μο, όταν ό άράπης ^μέ τό κωμικό τσουλούφι, τραβάει άπό τή θήκη τή «μπιστόλα» του, τήν προτείνει στή γυναί κα καί φωνάζει: — 'Άλτ καί φηλά τά χέρια. Εκείνη σηκώνοντας μόνο τ' αριστερό γιατί μέ τό δεξιό κρατάει τή βαλίτσα της, τον ρωτάει χαμένα: — Τί έπαθες; ;— Θά σέ σκοτώσω, μουγγρίζει άγρια ό Μπουτατα. — Τί σου έκανα; Γιατί; — Γιατί είσαι μητέρα τής Ζολάν!... Δέν θέλω νά πάρης τό κορίτσι τσήν Αμερική σου. Ή λευκή γυναίκα πού στο μεταξύ έχει καταλάβει τήν κου ταμάρα του, γελάει καλόκαρ δα: ^— Καύμενο παιδί!... Μά δέν βλέπεις λοιπόν πόσο όμορ φη είναι ή ζούγκλα σας; Για τόσο κουτή μέ περνάς νά τήν παρατήσω καί νά πάω στήν * Αμερική μέ τούς καπνούς καί τις ιμαυτζοΰρες της; — Δηλαδή;
Κ
ιΗ Ζολάν κλείνει τά μάτια της για νά μή βλέπη
Ο ΜΙΚΡΟΣ
20
— Λτίλαδή άλλαξα γνώμη, θά ιμείνω μέ την κόρη, μου ε δώ, μάζίί σας... Καί προσθέτει χαμηλώνον τας τη φωνή της καί κάνοντας την όσο ιμτπορούσε πιο πολύ γλυκεία: — Θά δρω κι5 ένα καλό παλίληκάρι σαν καί σένα καί θά τό παντρευτώ. Ό Μπουτάτα βάζει τό πιστόλι στη θήκη- του, μουρμου ρίζοντας: —- Όχι «σαν καί μάνα»... — ’Αλλά πώς; — Έμενα τόιν Τδιο! Χί,χί·, X4 ·4· · ·
^
Λ
Ή λευκή γυναίκα χαμογε λάει: — Εσένα; Ποτέ! —- Γιατί, αφέντη κυρά; — Γιατί δεν είσαι ευγενι κός. Μου κάνεις πρότασι γά μου καί δεν μου προσφέρεις ούτε ένα λουλούδι. Έτσι θά άρραβων ι αστοΰμε; — Λουλούδια δσα θέλεις. Μπά^ σε καλό σου!, τής α ποκρίνεται πρόθυμα ό Μπου τάτα καί γυρίζοντας τη ^ ράχη του σκύβει στην ανθισμένη ό χθη του μονοπατ ιού γιά νά τήζ μαζέψη... Η Αμερικανίδα άνοιγε ι βιαστικά τή βαλίτσα της, βγά ζει γρήγορα τό πιστόλι πού τής είχε έπιάτρεψες ό Ταμπόρ όταν ακούσε πώς είναι μητέρα ^ής Ζολάν, τό προτείνει μέ άγρια έκφρασι καί λέει στον άνόητο άράπη: — "Αφησε τά λουλούδια, βλάκα... Πήγαινε με γρήγορα στη σπηλιά σας νά βρώ την κόρη μου.
Ό Μπουτάτα σηκώνεται καί, προχωρώντας μπροστά σά βρεμμένηι γάτα, μουρμου ρίζει : _ —Τί τραβάμε κΓ έμεΐς οι .. .άρραβων ι ασμένο ι! Καί συνεχίζουν την πεζοπο ρία τους σιωπηλού. 1 Αλλοίμονο όμως... Ό κίν δυνος κι’ ό θάνατος παραμο νεύουν εκείνους πού ζοΰν στη ζούγκλα σέ κάθε βήμα τους. Ό Μπουτάτα άκουει ξαφνι κά πίσω του ένα σπαραχτικό ξεφωνητό: —■ Άααα!... Σταιματάει καί γυρίζει ξα φνιασμένος. Ένα τεράστιο φί δι, κρυμμένο στα χαμηλά κλα διά κάποιου δέντρου, χύθηκε καί τυλίχτηκε γρήγορα στο κορμίί της λευκής γυναίκας. Τό πιστόλι πού κρατούσε στό χέρι, τής ξεφεύγει καί τινάζε ται μακρυά της. Ό Μπουτάτα το σηκώνει καίί τό περνάει κΤ αυτό οπή ζώνη του, μουρμ.ουρ ίζοντας ίκ ανοποιημένος: — Τώρα θά έχω δυο «μπιστόλες»!... Μέ τή μια θά σκο τωνω τις καθημερινές καί μέ την άλληι τις γιορτινές μέρε^. Ή λευκή γυναίκα, πού το φοβερό φίδι έχει άρχίσει νά τή σψίίγγη; θανατερά, τού φω νάζει μέ φρίίκη κι’ άπόγνωσι: — Βοήθεια!... Σώσε με!.. Ό Μπουτάτα δυσανασχε τεί : — Καλά ντέ... Αέν έπεσε δά καί τό νερό στ5 άλάτι!... Μπά, σέ καλό σου! . Τέλος, πλησιάζει άργά, ρί χνει μια χαμογελαστή ματα στό φίδι πού ζητάει να τής
ΤΑΡΖΑΝ
τσάκιση τά κόκίκαλα καί τής λέει: — Λυπάμαι πολύ, μά δέν μπορώ να σού κάνω τίποτα. Τό φίδι είναι γνωστό μαυ.^. Δέν έπιτρέπεται νά τσακωθώ μαζί του! — Βοήθεια, σώσε με, εξα κολουθεί νά φωνάζω πνιγμένα ή μητέρα τής Ζιοιλάν. Ό άράπης μέ τό τσουλούφι 5έν βιάζεται: — Καλά, μή φωνάζης... Ε γώ είμαι ευγενικός νέος... "Α σε νά μαζέψω λίγα λουλουδά κια για τόν τάφο σου!... Ό Μπουτάτα κάνει πώς μαζεύει λουλούδια, μά ό νους του είναι στο ψίδι κι" ολο του ρίχνει λοξές ματιές. "Έτσι μό λις καταλαβαίνει πώς ή λευκή γυναίκα κινδυνεύει πραγματι κά, πηδάει κοντά της και μέ τις φοβερές χερούκλες του αρ πάζει τό φίδι άπό τό λαιμό, τό σφίγγει μέ υπεράνθρωπη δύναμη·,, ένώ τού λέει γλυκά και χαϊδευτικά: — "Ελα μπράβο, καλό μου Φιδάκι!... Μην παιδεύης άλλο τήν άρρσβων ι αστ ικούλα μου!... ^ Τό ψίδι ανοίγει τό τρομαχτι κό στόμα του και σφυρίζοντας πνιγμένα, ξεδιπλώνεται γρήγο Ρα άπό τό κορμί τής γυναίκας καί διπλώνεται στο σώμα τού άράπη πού ζητάει νά τό πνίξη Ελεύθερη, τώρα ή μ,ητέρα τής Ζολάν. ξαναπαίρνει πίσω άπό τή ζώνη τού Μπουτάτα τό πιστόλι της καί του φωνά ζει άγρια: — Τώρα ή σειρά μου νά διασκεδάσω, ηλίθιε!,.. "Αν
21
δέν σέ πνίξη τό φίδι, θά εχης νά κάνης μαζί μου! ^ "Όσες σφαίρες ρχει τό πιστόλι μου θά τις άδειάσω στο χσντρακέφαλό σου! Ό χεροδύναμος άράπης, συ νεχίζοντας την τρομαχτική πά λη του μέ τό τεράστιο φίδι, τής φωνάζει πνιγμένα: — "Αν μέ σκοτώσης, ποιος θά^σέ πάη στη σπηλιά νά βρής^ τήν κόρη, σου; Μά καθώς^ γυρίζει τό κεφά λι του νά πή αυτά τά λόγια, κάτι άναπάντεχο γΊίίνεται: Τό Φίΐδι που νοιώθει νά πνίγεται άπό τϊς παλάμες του μαύρου πού τό σφίγγουν σάν σιδερέ νιες τανάλιες, κάνει ,μιά τελευ ταΐα άπεγνωσμένη προσπά θεια. Περνάει ένα άπό τά φο βερά δαχτυλίδια του κορμιού του στο λαιμό του Μπουτάτα κι" άρχιζε ι νά τον σφίγγη θα νάσιμα. Τά χέρια, τού άράπη παρα λύουν καί ξεφεύγοντας άπό τό λαιμό τού φιδιού τό άφήνουν έλεύθε,ρο τώρα νά παί'ρνη γρή γορες καί λαχταριστές άνάσες. Ταυτόχρονα τό στόμα τού άμοιρου Μπουτάτα που πνίγεται, άνοιγε ι δ ιάπλστα σά νά ζητάη νά ρουφηξη,, ,μέ μιας όλο τόν άέρα τήτ ζούγ κλας!... Ή ξεραμένη γλωσσά του, άνίκανη νά μιλήση πιά, πετιέτ" έξω άπό τό στόμα του καί τά θολά του μάτια άνοίγουν διάπλατα σ’ ένα τελευ ταίο τραγικό άντίκρυσμα τής ζωής!... Ή λευκή γυναίκα παρακο λουθεί ιμέ ευχαρίίστησι τή θα νάσιμη άγων’ία του ώνθρώιτου
22
που, πριν λίγες στιγμές άκόμη, την είχε σώσει απτό βέ βαιο χαμό στην άγκαλιά του ίδιου φιδιού. Καί τού φωνάζει τρίζοντας τά δόντια της μέ άγρια χαρά: — Τώρα ξέρω τό μονοπάτι πού θά μέ δγάλη, στη σπηλιά σας... Δεν σέ χρειάζομαι πιά. Θά τη βρω μονάχη· μου... 5Αμέσως γυρίζει νά φύγη έγκαταλείποντας τον άράπη στο έλεος του μανιασμένου φι διού. Μά γρήγορα αλλάζει γνώμη και ξαναγυρίζει κοντά του- μονολογώντας: — Τό φίδι, άμα τελείωση, μέ τον μαύρο, μητορεΐ νά συρθή πίσω μου καί νά μέ ξσναρ πάξη. Π,ρέπει λοιπόν νά τό σκοτώσω... "Οχι όμως πριν πνί'ξη τον άράπη... Στέκεται τώρα ατάραχη κοντά στο άπαίισιο σύμπλε γμα φιδιού και άνθρώπαυ και περιμένει τη στιγμή πού θά δράση, κι9 αυτή... ιΚαι νά. Σέ λίγα δευτερό λεπτα βλέπει τά μάτια τοΰ Μπουτάτα νά κλείνουν, τό κορ μί του νά παραλυη καί νά μέ νη ακίνητος στην αγκαλιά τού ερπετού. Ή μητέρα τής Ζολάν καταλαβαίνει πώς είναι νεκρός καί προτείνοντας την κάννη του πιστολιού· της φυ τεύει μιά σφαίρα στο κεφάλι του φιδιού. Τό κορμί του· σφαδάζει μερι κές φορές καί τέλος μένει α κίνητο καί καυλαυριασμένο στο σώμα του άδικοχσμένου άράπη,. Ή λευκή γυναίκα χαμογε λάει Ικανοποιημένη και τρ βά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ζει αμέσως στά πόδια άκολου θώντας τό μονοπάτι πού θά τη βγαλη στην αγκαλιά τής αγαπημένης κόρης. Γρήγορα όμως σταματάει πάλι. Θυμά ται πώς στό σημείο πού άφη σε τά ^πτώματα τού άράπη» καί τοΰ φιδιού είχε ξεχάσει τη βαλίτσα της. ^ Ξαναγυρίζει γρήγορά έκεΐ, την παίρνει κΓ ετοιμάζεται νά ξαναφύγη,. "Ομως ξαφνικά, κά τω χαμηλά στό πόδι της, νοιώ Βει ένα δυνατό: τσίμπημα. Σκύ βει ξαφνιασμένη κι* άντικρύζει έναν απαίσιο κόκκινο καί φαρ μακερό σκόρπιά πού σέρνεται στό χώμα για νά Φυγή·.. Τά μάτια τής γυναίκας γε μίζουν τρόμο καί φρίκη). 'Αρ πάζει μιά πέτρα καί την πετάει μέ λύσσα γιά νά τον σκο· τώίση. Μά ό σκοοπιός έχει προ λάβει νά κρυφτή στά χαμόκλα δα κι9 ή πέτρα κυλώντας μέ κομμένη, τή φόίρα της, χτυπάει τυχαία στό κεφάλι τού πνι γμένου Μπουτάτα. ΚΟΡΗ ΚΑ! ΜΗΤΕΡΑ
Φ]τ_Ψ? ΑΕΥΚΗ γυναίκα ξέρει 1Μ| καλά τώρα πώς φριΆ Ά κτός θάνατος την περι μένει άπό τό φαρμακερό δάγ κωμά τού σκορπιού. 9Αμέσως, τρέχοντας σαν τρελλή προς ^ήν κατεύθυνσι τής κρυφής σπηλιάς, αρχίζει νά ξεφωνίζη σπαρακτικά: — Ζολάν!... Ζολάν!... "Ωσπου κάποτε, όταν έχη πλησιάση άρκετά, οι φωνές της αυτές, όπως ξέρουμε, φτά νουν στά αυτιά του Κοριτσιού
ΤΑΡΣΑΝ
23
της Ζούγκλας. Κορίτσι τής Ζούγκλας, τταρ" .Ή Ζολάν ^ πού έοςει μάθει όλη τήν αγάπη πού τής έχει, άπό τούς ιμαύρους πως ή λευ άναγκάζεται αυτή τή φορά νά κή γυναίκα είναι ή μητέρα τή μαλλώση. της, συγκροτεί τά λιοντάρια — "Επιτέλους, Φίφη!... Θά και τρέχει μίέ λαχτάρα προς σου ξερριζώσω τ’αύτί!... Δεν τό μέρας που άκούγονται οι βλέπεις τά λεοντάρια τί ήσυ φωνές της. Ή ΦίΙφη, την ακο χα πού κάθονται; λουθεί γαυγ ίζο ντ ας. Σέ λίγο ή λευκή γυναίκα — Παιδάκι μου, πεθαίνω! άνσσηκώνεται κάί κυττάζει τό τής φωνάζει ή έτοι,μσθάνατη κορίτσι μιέ λατρεία.^ μητέρα σαν φτάνει λαχανια —Έσύ λοιπόν είσαι ή Ζο σμένη; κοντά της. "Ενας φαρ λάν, ή αγαπημένη μου κορού μακερός σκρρπιος μέ δάγκω λα; σε στο πόδι. Νά„ έδώ... Ή Ζολάν, πού πρίν^άπό λ^ί Η Ζολάν καταλαβαίνει τον γο ρούφηξε τό φαρμάκι τού κίνδυνο και δεν αφήνει στιγμή σκόρπιου γιά νά τή σώση., τής νά χαθή. Αμέσως τραβάει έ άποκ ρίνετα ι τώρα: να μικρό μαχσιράκι που κα —- Λάθος θά κάνης, λευκή θαρίζει τά φρούτα και χαρά γυναίκα... "Εμένα μέ λένε Ρί~ ζει σταυρωτά τό κεντρισμένο τα... Είχα γνωρίσει κάποια σημείο τού δέρματος. "Υστε ζολάν, πιο μικρή άπό μένα, ρα, χωρίς νά λογαριάση, κα πού ήταν κόρη κάποιου έξερευ θόλου τον κίνδυνο που θά δι- νηιτοΰ... Μπαΐκερ νομίζω πώς ατρέξη· αυτή;, κολλάει τά χεί τον λέγανε... Μά τό κορίτσι λια της στήν πληγή κι5 άργί- αυτό δέν ζεΐ πιά... "Έπεσε ζει νά ρουψάη καί νά Φτυνη στά νύχια καί στά δόντια τό φαρμακωμένο αίμα. Σέ λΐ' ιαιάς πεινασμένης τίγρης. γες στιγμές, ή κόρη,, πού τό Ή λευκή γυναίκα άρχιζει πρωί είχε κτυπήσει στο κεφά ν" άμφιβάλλη. Φαντάζεται λι καί σωριάσει κάτω άναίάθη πώς Θάχασε τό δρόμο καί τη τή μητέρα της, την είχε βρέθηκε σ’ άλλη σπηλιά. Τή σώσει από βέβαιο καί φριχτό ρωτάει χαμένα: θάνατο. — Έσύ δέν ήσουν πού μέ Ή Ζολάν τή φέρνει τώρα χτύπησες τό πρωί μ" ένα κλα καί τήν ξαπλώνει νά ξεκσυρα- δί στο κεφάλι; στή έξω άπό τό άνοιγμα τής Ή Ζολάν κάνει πώς δέν ξέ σπηλιάς, ανάμεσα στά φοβε ρει τίποτα. ρά λεσντάρια. — Ποιος σάς χτύπησε; ’Ε^ Ή μ ικρσσκοπ ική σκυλιά σ α γώ; Δέν καταλαβαίνω τί μου έχει πάρει άπό τήν πρώτη λέτε... στιγμή μέ κακό μάτι τή λευ Ή Αμερικανίδα ρωτάει κή γυναίκα, καί, τή γαυγίζει πάλι: συνεχώς, ψάχνοντας νά βρή — Υπάρχουν κι" άλλα λευ ευκαιρία νά τή δαγκώση. Τό κά κορίτσια έδώ στη ζούγκλα;
24
— Πολλά... 4Αλλά γιατί ρωτάτε; Μήπως σάς χτύπη σε _καμιμιά άπ’ αυτές; -αφνικά ποδοβολητό άν θρωποι; άκαύγετ αι νά πλησιά ζη. Καί σέ λίγες στιγμές πα ρουσιάζεται όλαζώντ οίνος ό Μπουτάτα, σέρνοντας τό τε ράστιο σκοτωμένο φίδι. Ή λευική γυναίκα γουρλώνει μέ φρ|5κιη τά μάτια, της νομίζον τας πώς, άντικρύζει βρυκολακα. Εκείνος τής δείχνει τό φί δι κάΐ τής έξηγεΐ κεφάτος: —Βλέπεις ιάφέντη. κυρά. Τά ικοτάφερα κάί μονάχος μου... Μόνο πάνω που πσλεύ α)με μέ πήρε ό ύπνος καί δεν κοτάλσδα πάτε τό σκότωσα... * Υστερα έφαγα ιμιά πέτρα στο κεφάλι^καί ξύπνησα. Ή γυναίκα καταλαβαίνει πώς ό άράπης, δταν τον νόμι σε νεκρό, δέν είχε παρά ιμονά χα λιποθυμήσει άπό τό φοβε ρό σφάξιμο του ψιδιού. Καί του λέει χαμογελώντας μέ προ αποίητη ικαλωσύνη. — Μη λες ανοησίες, παι δί μου... Έγώ ξαναγύρ ισα καί σκότωσα ιμέ τό πιστόλι μου τό ψίδι. Ό Μπουτάτα γουρλώνει μ5 απορία τά μάτια του. — Αλήθεια;! Μπά, σέ κα λό σου! Αμέσως γυρίζει ιστό Κορίτσι τής Ζούγκλας καί φωνά ζει χαρούμενος: — Βλέπεις, Ζολάν; Ή μη τέρα σου μου έσωσε τή ζωή! Ή λευκή γυναίκα πετιέται όρθή), άγκαλιάζει την κόρη 'ί-ης μέ λαχτάρα, κάΐ τή γεμί ζει ψιλιά κάί δάκρυα χαρας.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
—Ψεύτρα!... Γιατί θέλη σες νά κρυφτής άπό τή μανού λα σου; ιΓιατί; Καί^ σέ μια στιγμή/ έκεΐ που τή φιλάει, τής ψιθυρίζει σιγά στο αυτί: ^ — Μήπως ή καρδιά σου δέν σ* άφηνε ι νά φύγης άπό τή ζούγκλα; ΤΗ Ζολάν χαμηλώνει τά μά τια καΐί ξεσπάει σέ λυγμούς. Ή ιμητερα της καταλαβαίνει. — Καλά... Καλά... Μην κλαΐς, κορούλα μου... Θά τό κανονίσω κι5 αυτό τό ζήτημα. Δέν θά πάρω μονάχα έσένα στην Αμερική... — θά πάρης κι εμένα, ε; χάζογελάει ό Μπουτάτα. Καί γυρίζοντας, έξηγεΐ ά· μέσως στη Ζολάν: — Ξέχασα νά σου πώ πώς άρροοβωνι αστήκαμε!... Ή μα μά σου θά γίνη κυρία Μπουτά τα, κΓ έσύ θά μέ λέις άφένητη μπαμπά! . . Ή λευκή γυναίκα μένει τώ ρα κι* αύτή στήν κρυφή σπη λιά μαζί μέ τήν κόρη της καί τον άπερί γραπτό Μπουτάτα. ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ
ΕΣΑΝΥΧΤΑ... Χαλα σμός κόσμου στήν άπέραντη καί άγρια ζούγκλα! Οι καταρράκτες του ούρανοΟ έχουν ξεσπάσει σέ μιά φοβερή νεροποντή. Τά ιμαύρα σύννεφα, χαμηλώνον τας σιγά - σιγά, ά/ρχίζουν νά κρύβουν τώρα τις θεόρατες κορφές των αίωνοβίων δέν τρων. Εκτυφλωτικές άστρα»
ΤΛΡΖΑΝ
πες κάνουν κάθε τόσο τή νύχ τα ήμερα καί τρομακτικοί κε ραυνοί σκορπίζουν τον πανικό στα φοβερά Θηρία πού τρέ χουν να σωθούν ουρλιάζοντας άπ αίσια. :Κ ι* όμως σ’ αυτό το κακό καί τό χαλασμό πού γίνεται, μια παράξενη άνθρωίιτινη σκιά γλυστράει σαν φάντασμα πά νω στα (μονοπάτια της ζούγ κλας πού ή νεροποντή τά έχει μετατρέψει <σέ πραγιματικους μικρούς χειμάρραυς. Καί νά. Τό φάντασμα αυ τά, πού δέν φοβάται νά κύκλο φορή όταν κι5 αυτά ακόμα τά θηρ^ία κρύβονται, φτάνει σ’ έ να ξέφωτο καί σταματάει μπροστά στον κορμό ένό$ γι γαντόσωμου δέντρου. ’Α)μεσως καί μ5 ευκολία πιθήκου σκαρ φαλώνει στον κορμό καί χά νεται στά ψηλά κλαδιά του. Κάπου έκεΐ ψηλά βρίσκεται ένα πρωτόγονο ξύλινο καλυβάκι, ιμικρό καί στενόμακρο, έτσι πού μόλις νά 'χωράη, έναν άνθρωπο ξαπλωμένο. Ή μικρή πόρτα του είναι γερά κλεισμέ νη άπό μέσα καί ή παράξενη σκιά φωνάζει άιμέσως: — Ταμπόρ!... Ταμπόρ !... Ή πόρτα τής καλύβας άνοί γει γρήγορα κα'ί ;μ ιά φωνή α νήσυχη, άκούγεται: — Ζολάν, έσύ; Πέρασε μέ σα γρήγορα. Σέ λίγο οί δυό μαλλωμένοι σύντροφοι βρίσκονται στο έσωτε,ρικό τής καλύβας, ένώ έξω συνεχίζεται ή φοβερή νε ροποντή μέ τούς κεραυνούς. Επακολουθεί ιμικρή σιωπή
25
τιού τή διακόπτει πρώτος ό Ταιμπόρ. — Μεγάλο κακό γίνεται απόψε!... Πώς τόλμησες νά βγής έξω;^ Κι* αυτά τά θηρία τρέχουν νά κρυφτούν φοβισμέ να... Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας μουρμουρίζει ιμέ χαμηλωμένα μάτια: — Τά θηρία μπορεί νά μήν αγαπούν, Ταμπόρ... Κι* άμέσως αλλάζει κου βέντα^ ^ —Ξέρεις πώς ήλθε ή μη τέρα ρου;... — Ναί... —· Καί θά μέ πάρη νά φύ γουμε στη μακρυνή πατρίδα μας; — Ναι·1...
— Καί πώς εγώ πρέπει νά φύγω μαζί της; —Ναί... —-Αυτά ήρθα νά σου ττώ, Ταμπάρ... Γιατί αύριο μπορεί ■νά φύγουμε... -— Ναί... Ή Ζολάν έκνευρίζεται. ^ — "Ολο ναίι, ναί, ναί! Σοΰ λέω πώς θά φύγω! "Πίποτ* άλλο δέν έχεις νά μαΰ πής; — Ναί1: Καλό ταξίδι... Τό κορίτσι τόν ρωτάει τώ ρα καθαρά καί ξάστερα: — θά ελθης κι* έσύ μαζί μας ; — Όχι... — Θέλεις λοιπόν νά φύγω άπό τή ζούγκλα; “ Ι0*— ^Εχεις πάψει πιά νά μ5 άγαπάς; — "Οχι...
16
0 ΜΙΚΡΟΣ
—θά βρής άλλη συντρόψισσα; — 4Οχι... Ή Ζολάν θυμώνει τώρα. , — "Ολο όχι, αχι, όχι! Σου λέω νά έλθης μαζί μας! Δεν έρχεσαι λοιπόν; — "Οχι... Θά μείνω έδω. Πατρίδα δική -μου είναι ή ζούγ κλα! Το όμορφο ξανθό κορίτσι πετιέται ορθό καί σπρώχνει την πόρτα τής καλύβας που βρίσκεται στά ψηλά κλαδιά του θεόρατου δέντρου. — Καλά, Ταμπόρ... Αντίο γιά πάντα!... Ό μικρός Τσρζάν κάνει νά τή συγκράτηση.. — Περίμενε... Δεν σταμά
τησε ακόμα ή καταιγίδα... Μά δέν προφταίνει. Ή Ζο λάν στο μεταξύ έχει βγή έξω κάί γίλιυστρώντας πάλι σάν φάντασμα, χάνεται προς τό σκοτεινό βάθος των κλαδιών καί των φύλλων του τεράστιου δέντρου... ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Ο ΚΟΡΙΤΣΙ τής ζούγ κλας δεν γυρίζει αμέ σως στ ή σπηίλιά πού ε'ί χε αφήσει κοιμισμένους τή μη τέρα της, τον Μπουτάτα, τή μ ικ ροσκοπ ική σκυλίτσα της Φίφιη, καί αυτά ακόμα τά λεον τάρια, που ή νεροποντή μέ τους κεραυνούς τά είχε όοναγ-
Ζολάν, εσύ; Πέρασε γρήγορα μέσα...
ΤΑΡΖΑΝ
27
κιάσει να μπουν και να κρυ μου μάγο... Κανένα θηρίο δεν φτούν μέσα. Προχωρεί δυο ο βρίσκεται έξω. Έχουν ολα λόκληρες ώρες μέσα στην κα κρυφτή φοβισμένα στις φω ταιγίδα καί φτάνει στη σπη λιές τους... λιά του ιμάγου Ζοχράν. Στο — Και ποια μεγάλη ανάγ δρό|μο ή φοβερή βροχή ξεπλέ κη σ' έκανε ·νά φτάσης ώς ε νει συνεχώς τά μάτια της άπδ δώ τέτοια ώρα; τά δάκρυα πού τής φέρνει ό Ή ξανθέ ιά κοπέλλσ ξεσπάπόνος του αναπάντεχου και ει σέ λυγμούς. σκληρού αυτού χωρισιού. — Ήρθα νά σου ζητήσω Ό τυφλός σκελετωμένος γέ μια συμβουλή. Ή (μητέρα μου ροντας, ξάγρυπνος όπως πάν βρίσκεται εδώ καί θέλει νά,μέ τα, τή δέχεται μέ συμπάθεια. πάρη στή μακρυνή πατρίδα — Θαυμάζω τό θάρρος σου μου... Νά^πάω μαζί: της, η νά λευκό κορίτσι, που τόλμησες μείνω εδώ, μέ τον Ταμπάρ; νά βγής έξω, μονάχη σου, μια Ό μάγος Ζοχράν μουρμου τέτοια φοβερή νύχτα!... ρίζει μέ στεναχώρια: Ή Ζολάν τ' άποκρίνεται: —Ό μεγάλος Θεός Ζανά» — Οι άστροπές καί οί κε χαρ ιμου πήρε τά μάτια γιά ραυνοί μέ προστάτευαν, καλέ νά μπορώ νά βλέπω τό τταρβλ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28
θόν, τό παρόν καί το μέλλον. "Ομως για τό παρελθόν και τό παρόν μου έπιτ ρέπει νά μιλά» στους άνθρώπους. Γ ια τό ,μέλλον όχι... ΤΥ αότό, παι δί μου, θόν έχω τό δικαίωμα ν' άποκριθώ .στην έρωτησί σου... 4Η Ζολάν γονατίζει καί του βρέχει ',μέ δάκρυα τά κοκκαλιάρικα χέρια. — Πες μου, καλέ μου μάγο... Πότε θά είμαι ευτυχία με νη: άν φύγω-, η αν μείνω στη ζούγκλα; Ό τυφλός γέροντας ψαίλε ται νά συγκινή,ται. — Νά σου μιλήσω καθαρά δεν μπορώ, λευκό κορίτσι. Θά σου !πώ όμως μερικά πα ράξενα λόγια καίί φρόντισε μονάχη, νά τά είξηγήίσης κοΛ νά τά καταλάβης... Κι5 ό μάγος Ζοχράν βυθί ζοντας τά θολά μοτια του στους πράσινους καπνούς τής χύτρας, μουρμουρίζει: ^ — Ή μητέρα σου δεν θέλει νά φυγής κοντά από τό Παιδί τής Ζούγκλας... Ή Ζολάν παραξενεύεται. — Μά αυτή μου ζητάει νά φύνουμε... Ό τυφλός γέροντας έπανα λαμβάνει : — Ή /μητέρα σου δεν θέ λει νά φυγής κοντά από τό Παιθι τής Ζούγκλας... Τό κορίτσι άπορεΐ. — Μά είναι δυνατόν ν* άλ λαξε γνώμη; θά γυρίσω στη σπηλιά νά τή ρωτήσω. Ό Ζοχράν κουνάει τό κε φάλι του. — Τή μητέρα σου βέν θα
Ό τυφλός μάγος αναστέ ναζε ι: — Μη ,μέ ρωτάς, λευκό κο ρίτσι... Αύτό' είναι τό μυστι κό πού ό Θεός^ Ζανάχαρ δεν μ5 αφήνει νά πω... , Ή Ζολάν μένει για μερικές στιγμές σιωπηλή καί συλλογι σμένη. "Υστερα παραπονιέται στο Ζοχράν. — Πολύ παράξενα τά λό για σου μάγο... καταλα βαίνω τί μου λές.,Γ — Σ κέψου τα καλά καί θά καταλάβης... "Αν σου πώ τί^ ποτά περισσότερο, ό θεός Ζα νάχαρ θά ρίξη τή βροντερή φω τιά του νά μέ κάψηι!... — "Ωστε ή μητέρα μου δέ θάλει νά φύγω κοντά άπό τό Παιδί τής Ζούγκλας; — Δέν θέλει... Ή έπιθυμία της είναι νά μείνης έδώ... ^4Η Ζολάν ετοιμάζεται νά φύγη. — Καλά γέροντα... Θά κά νω αυτό πού θέλει ή μητέρα μου.. ΦΟΒΕΡΕΣ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
Α ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ πού ή νεροποντή έχει στα ματήσει πιά, τό ξανθό Κορίτσι της Ζούγκλας φτάνει στην κρυφή σπηλιά. "Ολοι έκεΐ έχουν ξυπνήσει και την πε ριμένουν ανήσυχοι για την τύ χη της. Ή Ζολάν δικαιολογείται άνάητο^ στη μητέρα τηςν —Ξύπνησα τά μεσάνυχτα καί δέν μπορούσα να ξανακοι
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
29
μηθώ... Βγήκα λίγο έξω νά μητέρα^ μου θέλει νά μείνω στή ζούγκλα μέ τόν Ταμπάρ, >αρώ την όμορφη βροχή I "Αμέσως δ μ ως κυττ όζον όμως έκείνη ζητάει νά φύγου τος τή {μητέρα της, θυμάται με σήμρρα κιόλας... Είναι φα τδ μάγο που τής είχε πή : νερό πώς ό γέρο Ζοχράν έχει «Τή μητέρα σου δεν θα τή ξεκουτιοοστή πιά! Δέν ξέρει βρής στή σπηλιά», και τή ρω τι λέει... Και συνεχίζοντας τους συλ τάει χαμένα: , — Έδώ εΐσαι λοιπόν, μη λογισμούς της καταλήγει: —-Γ ιά νά προτ ιμάη> 6 Τα* τέρα; — Βέβαια... Που θά μπο }ιπόρ νά χωρίσουμε ^πορά νά ρούσα νά ήμουν; έλθη μαζί μας, θά πή πώς δέν — Μήπως έλειπες από τή μ5 αγαπάει. ΚΓ άψοΟ ό μπαρ δέν μ5 άγαπάει,^τί νά σπηλιά; —- "Οχι παιδί μου... 5Αλλά κάνω νά μείνω στή ζούγκλας γιατί μέ ρωτάς; ίΓυρίζει αμέσως ^ προς τη Ή Ζαλάν τήν ξαναρωτάει: λευκή γυναίκα και τής λέει μέ — Είναι αλήθεια, μητέρα, βουρκωμένα μάτια: πώς δέν θέλεις νά φύγω από — Ναί, μητέρα... Θά έλθω τή ζούγκλα; μαζί σου... Φεύγουμε άμέσως Ή λευκή γυναίκα άπορεΐ: τώρα... —ΕΤσαι καλά κορούλα Ό Μπουτάτα ιρωτάει γιά μου; Έγώ είμαι έτοιμη, νά φύ τελευταία φορά: γουίμε γιά τήν Αμερική, Ού —5Εμένα θά μέ πάρετε μα τε μιά μέρα δέν μπορώ νά κα- ζί σας, ή όχι; λ θήσω άκόιμα έδώ... — Οχι, τού αποκρίνεται άγρια ή μητέρα τής Ζολάν. Ό Μπουταττα πανηγυρίζει. Ο πεισματάρης άράπης ση — Μπράβο!, μπράβο !... Το όνειρο τής }ζωής μου ήταν κώνεται νά φύγη: νά πάω στην Αμερική!... — Τότε καλό ταξίδι... Έ Ή μητέρα τής Ζολάν τον γώ θά πάω νά μείνω στο ψη απογοητεύει: λό καλυβάκι τού Ταμπάρ. Τήν — Αυτό δέν γίνεται... Τί ημέρα θά κουτουλάμε τά συν νεφα και τή νύχτα θά παίξου θά κάνης έκεί; Που θά μόνης; Που θά κοιμάσαι; με, τ άστρα... μονά - ζυγά! Ό κωμικός άράπης παρα ξενεύεται. Μέ τήν ανατολή τού ήλιου — Γιατί, άψέντη κυρά; Ή ή λευκή γυναίκα, ή Ζολάν κΓ Νέα Ύόρκη δέν έχει σπηλιές; ή μικρασκοπική σκυλίτσα της Στο μεταξύ τό Κορίτσι της Φίφη, φεύγουν άπό τήν κρυφή Ζούγκλας συλλογιέται: σπηλιά παίρνοντας τό άτελει! — Ό μάγος μου είπε πώς ωτο μονοπάτι που θά τους ή μητέρα μου δέν είναι στή βγάλη, κάτω μακρυά, στό με σπηλιά, κΓ όμως τή βρήκα γάλο λιμάνι τής Αφρικής. Τά έδώ... Μου είπε άκάμα πώς ή λιοντάρια πού φρουρούσαν τό
30
άνοιγμα τής σπηλιάς, είχαν βγή, πριν από λίγο, για ^τό καθημερινό πρωινό κυνήγι τους. "Οσο για τον Μπουτάτα, είχε φύγει καί αύτός θυ μωμένος καί προχωρούσε για το θεόρατο δέντρο πού ζούσε τώρα ό Ταμπόρ. Μητέρα καί κόρη,, μονάχες, καί άνυπεράσπ ι στε ς, δ ιεσχ ι ζαν την πυκνή άγρια ζούγκλα, μη λογαριάζοντας καθόλου τους φοβερούς κΓ αμέτρητους εχθρούς πού θά μπορούσαν να συναντήσουν σέ κάθε τους βή μα. Ή μητέρα είχε Εμπιστοσύ νη στο πιστόλι καί στις πολ λές σφαίρες πού έσερνε ^μέσα στη μικρή βαλίτσα της. Ή κό ρη πού προχωρούσε σιωπηλή ποτίζοντας τό μ ονοπάτ ι μέ τά δάκρυα της, δεν νοιαζόταν καθόλου για τό θάνατο που παραμόνευε γύρω της. Τί να τήν κάνη τη ζωή ιμακρυά από τον άξέχαστο κι5 άγαπηιμένο σύντροφό της; "Ετσι οι ώρες πέρασαν-, ό ήλιος έγειρε στη δύσι του καί τό σκοτάδι άρχιζε ι σιγά^ - σι γά νά διώχνη; τό φώς τής η μέρας... Τώρα έχουν προχωρήσει άρ κετά. Σέ λίγο ή βλάΐστησι θ' άρχίση ν' άραιώνη καί ^ωριά ήμερων ιθαγενών θά βρίσκον ται κάθε^τόσο μπροστά τους. 3 Από έκεΐ θά μπορέσουν νά πά ρουν μαύρους συνοδούς για νά συνεχίσουν τό δρόμο τους. Σέ μιά στιγμή όμως οι δυο γυναίκες ικι* ή Φίφη, στα ματουν ανήσυχες κι* άφουγγράζονται. Στ3 αυτιά τους
Ο ΜΙΚΡΟΙ
φτάνει απαίσιο κρώξιμο άρ πακτικοΰ Ορνιου καί βαρύ άργό φτερούγισμα πού πλη σιάζει. — Τό Χρυσό Πουλί, ψιθυ θυρίζει /μέ δέος ή Ζαλάν, ενώ η λευκή γυναίκα τραβάει τό πιστόλι της κΓ ετοιμάζεται ν5 άντπμετωπίση τήν έπίθεσι του άγνωστου εχθρού. Καί νά: Σχεδόν αμέσως παρουσιάζεται κι5 αρχίζει νά φερνή βόλτες πάνω από τά κεφάλια τους ένα τερά στιο κι5 αλλόκοτο φτερωτό τέ ρας τής Ζούγκλας, πού στη θέα του /μονάχα άνθρωποι καί Θεριά νοιώθουν τρόμο καί Φρίκη. Τό σώμα του όλάκληρο^ είναι σκεπασμένο μέ χον τ.ρές σκληρές φολίδες σάν τού κροκόδειλου. Καί τά φτε ρά του δεν είναι παρά πλα τιά κοκκαλένια φύλλα, χρυ σοπράσινα, όπως χρυσοπρά σινες είναι κι3 οί φολίδες του κορμιού του. Μονάχα τά πό δια του είναι γυμνά από φο λίδες κι3 απροστάτευτα άπ3 τη φύσι. Τέλος τό ράμφος του είναι χοντρό, πολύ γαμψό καί κίτρινο. Τό φοβερό αυτό όρνιο, στη γλώσσα των ιθαγενών τής αφρικανικής ζούγκλας, λέγεται «Κιρΐίλ -Όσφάν» πού θά πή Χρυσό Που λί, Τό φτερωτό τέρας αρχί ζει τώρα νά χαμηλώνη, κρά ζσντας πιο δυνατά κι3 άγρια. Ή ιμητέρα τής Ζολίάν σηκώ^νει τήν κάννη τού πιστολιού της καί τραβάει τρεις φορές τή σκανδάλη. Οι τ,ρείς σφαί ρες χτυπούν στις σκληρές φο
ΤΑΡ2ΑΝ
λίδες του κορμιού του και έξαστιρακ ίζοναα ι μ5 άφάνταο τη. άρμη. Μια άπτ^ αυτές, ξαναγυρίζοντας, χτυπάει στο κεφάλι τή λευκή γυναίκα πού τό πυροβόλησε καί τό πρόσωπό της λούζεται στο αΐμια. Η Φίφη βλέποντας τό τέ ρας νά χαμηλώνη, σηικωνεται σούζα στα πισινά τη,ς ποδαράκια, σά νά θέλιη νά τό φτάοη, και γαυγίζει δαιμαν ισμένα. Ή Ζολάν τραβάει ;μέ βιασύ νη την τυφλωμένη άπό τά αί ματα ιμηρέρα της και τή σπρώ χνει νά ιμπή στήν ευρύχωρη κουφάλα κάποιου δέντρου. Το «Κρίλ - Όσφάν» προσ γειώνεται τώρα άγριο κι' ε πιθετικό μπροστά στο κού φωμα τού χοντρού κορμού. Δεν ,μένει παρά νά σπαράξη μέ τό φοβερά ράμφος του τά δυο θύματα. Ή Ζολάν καί ή μητέρα της περνάνε τραγι κές στιγμές. Ξαφνικά τό κορίτσι, στήν άτάγνωσι που βρίσκεται θυ μάται πώς ό Ταμπόρ τής είχε πή κάποτε πώς^το Χρυσό Που λί πού δεν φοβάται κανέλα άπό^ τά θηρία τής ζούγκλας, τρέμει αφάνταστα μονάχα τά ψίδια. Γιατί τό ράμφος του είναι πολύ γαμψά και κάτω στο χώμα καθώς σέρνονται έκείνα, τού είναι άδύνατο νά τά χτυπήση. Ένώ αυτά τυλί γονται στο λαιμό του καί το πνίγουν. "Έτσι, μια έξυπνη ιδέα φω τίζει το μυαλά τής Ζολάν. Την τελευταία στιγμή καί στον
31
τό «Κρίλ-Όσφόρν» χυμάει γιά νάτίς σπαράξη σφίγγει τά χεί λη τη ς καί αρχίζει νά σφυρίζη δαιμονισμένα σάν φίδι. Καί τό θαύμα γίνεται αμέ σως. Τό Χρυσό .Πουλί άκουγοντας τό σφύριγμα καί -νομί ζοντας πώς κάποιο φίδι σέρ νεται γιά νά τυλιχτή στο λαι μό του, παρατάει τά θύματα καί ανοίγει τις κοκκαλένιες φτερούγες του γιά νά πετάξη. Πρι ν όμως άνυψωθή,, ^άρ παίζει στά πόδια του τή Φίφη πού τό είχε ζαλίσει τόση ώρα μέ τά γσυγίσματά της. ^ Ή Ζολάν, άντί νά χαρή γιά την αναπάντεχη σωτηρία τους μόλις βλέπει τό φτερωτό τέ ρας ν απογειώνεται παίρνον τας μαζί του την αγαπημένη της σκιύλίήσα, αρχίζει να κλαίη, νά τραβάη τά μαλλιά της καί νά ξεφωνίζη σπαρα κτικά σάν τρελλή: — Φίφη μου! Φιφίκα μου! "Ομως ή τετραπέρατη μικροσκοπίική σκυλίτσα δεν εί ναι άπό εκείνες πού γίνονται «μεζεδάκια» τών θηρίων. Καί ξαφνικά δαγκώνει μέ λύσσα ένα άπό τά γυμνά ποδάρια τού πουλιού. Έκεΐινρ νοιώθον τας αφάνταστο πόνο την παρα τά ι στο κενό. Κι* ή Φίφη πέ φτει κάτω στο χώμα κάνοντας «γκελ» σάν μαύρη μπάλλα, χωρίς νά πάθη τίποτα. -αφνικά παράξενο σοήρσι μο άίκούγεται στά χαμόκλαδα πλάϊ στη Ζολάν. Ή Φίφη άρ χίζει νά γαυγίζη δαιμονισμένα Καί σχεδόν άμέσως ένα φρι χτό κι* άπαίσιο τέρας ξεπετάγεται κι’ άγκαλιαζει /μέ τά
32
πόδια του το λευκό κορίτσι. Είναι ή φοβερή Μπουμπάχ, μιά τεράστια μαυροπράσινη άράχνη; που το κορμί της εί ναι σέ όγκο δσο ένα άγριογού ρουνο και τά πόδια της πάνω άπό δυο μέτρα μάκρος. Ή άμοιρη Ζολάν νοιώθει τό κρύο άγκαλιασμα τού τραμαχ τικοϋ θεριού και πασχίζοντας μάταια νά λευτερωθή, ξεφω νίζει με φρίκη] και άπόγνωσι: — Βοήθεια μητέρα μου!... Βοήθεια! Ή λευκή γυναίκα σταματά ει, άντικρύζει τό τραγικό σύ μπλεγμα τού παιδιού της καί τής υπερφυσικής άράχνης πού ζητάει νά τό κατασπαράξη, καί τά μάτια της λάμπουν πα ράξενα. Αέν κάνει κοομμιά κίνησι νά τή ίβοηΐθήση!/ ούτε ση κώνει τό πιστόλι πού κρατάει γιά νά σκατώση τό άπσίσιο τέρας... Παρακολουθεί ακίνη τη καί άδιάφορη τήν τρομαχτι τή σκηνή!... Ή Ζολάν εξακολουθεί νά ξεφωνίζη σπαραχτικά ζητών τας βοήθεια άπό τή μητέρα της, πού έξακόλουθεΐ νά μένη άκίνητη, λες κι3 ό τρόμος κι5 ή φρίκη πού δοκίμασε άντικρυζοντας τή φοβερή Μπου μ πάχ, νά τής έχη σαλέψει τό Λογικό... Ευτυχώς όμως... Ή θανά σιμη άγωνίά τής άμοιρης Ζο λάν δεν κρατάει πολύ. Ή μικροσκοπική καί τετραπέρατη Φΐφη σκαρφαλώνοντας σβέλτη σ’ ένα άπό τά ποδάρια τής τε ράστιας άράχνης, φτάνει γρή γορα πάνω στο κεφάλι της. Καί μέ τά κοφτερά δόντια της
Ο ΜΙΚΡΟΙ
δαγκώνει καί κόβει τις δυο σκληρές γυαλιστερές μπάλλες πού έξέχουν στή θέσι των μα τιών της. Ή Μπαυμπάχ, χά νοντας έτσι τά μάτια της καί μένοντας τυφλή, βγάζει ένα άπαίίσιο τσίριγμα, παρατάει τό θύμα της καί φεύγει τρο μοκρατημένη χτυπώντας πά νω στούς κρρμούς των δέν τρων πού βρίσκονται μπροστά τη<Τ" Η Ζολάν ελεύθερη, τώρα, αρπάζει στην άγκαλιά της τή θαυματουργή Φίιφη>, καί τή φΐ λάει μέ δάκρυα χαράς. "Υστε ρα .ρωτάει παραξενεμένη τή μητέρα της: , — Γιστί, μανούλα μου; Για τί δεν πυροβολούσες νά σκοτώσης τό θηρίο; Τά μάτια τής λευκής γυναί κας λάμπουν άπαίσια στο μι σοσκόταδο. Καί τής άποκρινε ται μέ σαδισμό: -— Γιά νά σέ σπαράξη ε κείνο καί νά γλυτώσω τή σφαΐ ρα πού θά σέ σκότωνα έγώ! Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας ψιθυρίζει μέ τρόμο καί φρίκη: — Μητέρα! Εκείνη μουγγρίζει μέ λύσ σα: — Όχι!... Δέν είμαι μητέ ρα σου! Είμαι ή μηηρυά σου ... Ή μητέρα σου πέθσνε μό λις γεννήθηκες.^. Έγω είμαι ή δεύτερη γυναίκα τού πατέ ρα σου... Ή Ζολάν καταλαβαίΐνει τώ ρα τά παράξενα λόγια τού μά γου Ζοχράν. "Οταν τής έλεγε πώς ή μητέρα της δέν ήθελε νά φυγή άπό τή ζούγλα, έννοούσε τήν πραγματική μητέρα
ΤΑΡΖΑΝ
33
ττ>ς πού είχε πεθάνει πριν άπό δώδεκα ιχρόνια. Ό μάγο^; είχε ρωτήσει ίσως την ψυ)ζη της, βυθίζοντας τά θολά μά τια του στους πράσινους κα πνούς της χύτρας. "Αλλά και όταν τής έλεγε πώς ή μφφα της δεν βρισκόταν στη σπη λιά, πάλι είχε δίικηρ. Γιατί ή λευκή γυναίκα πού έμενε στη σπήλιά, δεν ήταν ή πρα γματική της μημέρα. ^—Καί ό πατέρας μου; Που είναι ό πατέρας ιμου; ρω τάει τώρα με δέος ή Ζαλάν. — Έδώ στη ζούγκλα είναι θαμμένος... Τον σκότωσε κά ποιο θηρίο... Ή άμοιρη καπέλλα ξεσπάει σέ άκράτη,Τους λυγμούς. -— Πατέρα ,μου !... Πατε ρούλη ιμου!... "Υστερα ρωτάει τή μητρυά ^ —■ Κι’ έσύ; Γιατί ,ήλθες να μέ πάρης άπό τη ζούγκλα; — Δεν ήλθα νά σέ πάρω... Ήλθα νά σέ βγάλω άπό τη μέση1... Ό πατέρας σου είχε στην *Αμερική μεγάλη, περιου σία πού θέλω νά τήν κληρονο μήση μονάχα ό γυιός μου. Μο νάχα τό δικό μου παιδί... »*Άν ζής έσύ, μπορεί νά γυ ρίσης κάποτε στήν 5Αμερική καΐ νά μάς ζητάς τό μερίδιό σου... -— Δέν θά γυρίσω ποτέ εκεί ξεφωνίζει μέ πάθος ή Ζολάν...
Θά ζήσω κάι θά πεδάνω έδω μαζί .μέ τον Ταμίπόρ... Κρατή στε εσείς τήν περιουσία του πατέρα μου! Δεν θέλω τί ποτα! Ή ικακιά γυναίκα χαμογε λάει σατανικά. , —- νΟχι δεν θά είμαι ποτέ σί-γουρηι άν δέν σέ δω νεκρή μέ τά ίδια μου τά ιμάτια!... Θά σέ φαρμάκωνα άπό τότε πού ήσουν μικρή, οτά χέρια μου... Μα ό πατέρας σου τό είχε καταλάβει κάι ;μέ παρα κολουθούσε μέ άγρυπνο μάτι. ΓΓ αυτό σέ πήρε μαζί του και στήν έξερεύνησί πού ήλθε νά κάνη έδώ... Ήξερε πώς άν σέ άφηνε μαζί μου, δέν θά σέ ξα νάβρισκε, γυρίζοντας... — ^ Κακούργα!, ξεφωνίζει μέ φρίκη ή Ζολάν. Ή λευκή γυναίκα σηκώνει αργά τό ώττλισμένο χέρι της. Γυρίζει τήν κάννη του πιστολΌυ προς τό κεφάλι τής Ζο λάν, κάι μουγγρίζει βραχνά: — Καλύτερα «κακούργα», παρά νά χάση ό γυιός μου τήν περιουσία του! Καί άμέσως, φέρνοντας τό δάχτυλο στή σκανδάλη, κάνει νά τήν τραβήξη... Τήν ίδια στιγμή, βαρύς γδούπος (Ανθρώπινου κορμιού άκούγεται πλάϊ της. Ή λευκή γυναίκα ^ δμωρ, προφταίνει και τραβάει τη σκανδάλη...
ΤΕΛΟΣ
ΝΙΚΟΙ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ 5Απ@κλ«Γστ»ΐ€0τ«$ς: Γεν. Έκδοτικαί Επιχειρήσεις 0.Ε.
ο
μικρός; ταρζαν ΕΒΔΟΜΑΔΒΑΙ0 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 3 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσ ιογραφικος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, Οίκονομικος Δ)ντής: Ρεώργ. Γεωργ ιώδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηβααι λείου, Τατσούλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, Άθήναι.
για το 4ο τεΰχος τοϋ ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ που θά κυκλο φορήση την έρχόμενη Παρασκευή 2 Μαΐου 1958 μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ γραμμένο άττό τον συγγραφέα ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΟΝΑΧΑ μερικά κεφάλαια απ’ το τεΰχος αύτδ ιτού τήν Παρασκευή τό πρωί θά γίνη ανάρπαστο στά περίπτερα. Δαίμονες άπ’ τά έγκατα τής γης. — Μυστηριώδης πυ ροβολισμός. — Τά στραγάλια του Μπουτάτα. — *Η πα γίδα τοϋ Θανάτου. — «Κομπράκ» οί σαρκοβόρες νυχτε ρίδες. — Τό ταξίδι των ονείρων. — *0 Ταμπόρ κΓ ή Ζολά· ν ξαναγαπίζουν. — Ή κατακόμβη τής φρίκης. — *0 Δήμιος των Καννίβαλων. — Τό φίδι που κόβεται στά δυο. — 'Ο Βάτραχος που καταβροχθίζει άνθρώπους.
Δ
ΜΠΟΥ όεεο/ηε
'ΝΑ/. . ΜΑ ΝΑ ΣΣΝΑ Ξ.Υ/ΪΟ ΑΑ/ ΗΟΨ3Μ£ Τ7Τ2 ΝΑ ΤΟΝ ΑΟΥΑΑΑΗ 1 ΤΑ ΤΟΥΣ ΧβΥ ΣΡΜ£ ΣΤΟ Χ&Ρ/Ο> Α/ΟύΟΝΤΣΣ ΤΟΥ Μ/7ΟΥΓΟ. Γ/Α ΝΑ ΤΟΥ* ΑΝΤΑΟΑΑΞ3- , να τον
Μ€ ... /
ΝΤΟΜΤ7Υ ΜΗ £6 ΓόΑΑΣΗ
Σ/ΓΛ/ΤΟ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΐΏΛ&Ρ/Ο. ΑΥΤΤΑ ΜΟΣΤΜΟΣ./&Α ΝΡΟΘ Ο ΝΑΓ/ ΘΑ χ'ΣΜηΟΑΟΣ ΨΑ/ΝΤ Π/ΥΣΤΑί.. / ΤΑ/.. ΣΥΑΑ/Ρ/Α XI ΝΑ ΠΟΥΑΗΣΡΜΣ / ) ΤΟΥΣ ΧΑΥΑ/ΟΟΟΝ
7 /
V.
ΣΣΣ . ν
ΣΤΟ ΤίόΝΤΡΟ ΤΡΝ ΙΘΑΓΒΝΡΝ Ο ΣΜΠΟΡΟΣ £Χ£/ Α/7ΑΡΣΣ/ ΤΟ 6ΜΤΤ0Ρ&ΥΜΑ ΤΟΥ > ΑΝ ΣΧΗιΓ ΧΡΥΣΟ Η ΧΑΥΑ/Οαο/νΤΑ £ΟΥ 4/λ/Ρ ΟΝ ΑΑΑΟ ΟόΖ
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΙΑΜΑΝΤΙ
Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
ρονομήση ολόκληρη την περί ουσία του πλούσιου πατέρα τής Ζολάν 6 δικός της γυιός έχει γυρίσει την κάννη του ΟΜΟΡΦΗ ^ μικ,ρή Ζολάν, πιστολιού στο κεφάλι τής Ζο το δωδεκάχρονο λευκό λάν κΤ ετοιμάζεται νά τραΚορίτσι τής Ζούγκλας, βήξη τή σκανδάλη. ή ττολυσγοπτηιμένη συντρόφια σα του Ταιμπάρ, αντιμετωπί Την ίδια στιγμή βαρύς ζει αυτή τή στιγμή τό θάνα γδούπος άνθρώπινου κορμιού το (*). άκούγεται πλάϊ της. Ή λευ κή γυναίκα προφταίνει καί Ή κακιά μητρυιά της, πού τραβάει τή σκανδάλη τού πι έχει έρθει ατά την Αμερική σταλιού της, ενώ ταυτόχρο νά την εξόντωση γιά νά κλη, να ιμια τρομαχτική γροθιά στο πρόσωπο, τή σωριάζει ά* (*) Διάβαισε τό προηγούμενα νσίσθητη κάτω. ■πεύχιος, τό 3, πού εχει τόν τίτλο: «Τό μυστι-κιό του Μάγου». Έτσι, ή σφαίρα της, πού
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
θά περνούσε πέοα για πέρα το ξανθό κεΦαλάκι του Κορι τσιοΟ της Ζούγκλας, άστο χε". Σχίζει, σφυοίζοντας δαι μανισμένα τον άέρα καί καρ φώνεται στον κοομό κάποιου άντ ι κ ρυνου βέντ ρο υ. Ή Ζολάν μ* ένα τρελλό πήδημα άγκαλιάζει τό σωτή ρα της καί ξεχνώντας την πα ρεξήγηισί τους ,τόν φιλάει στο μέτωπο: — Ταμπόο!... Πως βρέ θηκες έδώ; ηΑν δεν ήσουν έσυ · · · Τό άτοσμητο * Ελληνόπου λο τής Ζούγκλας χαμηλώνει τό βλέιχμα του: — Περνούσα τυχαία από δώ... Τό ξανθό κορίτσι τον κυτ τάζει στά μάτια: — Μου λες Αλήθεια, Τα μ πόα; Ό μικοός Ταρζάν που εί ναι άνίκανος νά πή ψέματα, τής άποκρίνεται: — "Οχι. — Τότε πώς βοέθηικες έ δώ; τον ξαναοωτάει. — Π αοακολουθούσα έσέ •να και τη νυναΐκα αυτή πού νόμιζα μητέρα σου... ΕΤχα υποχοέωσι νά σάς ποοστσ τέψω μέγοι που νά φτάσετε στά ποώτα χω,οιά... Ή Ζολάν έπιμένει νά τά υ.άθη δλα: — Καί γιατί ήθελες νά μέ ποοστατέψης; Αφού έ χουμε μαλλώσει... Αφού δεν μένουμε πιά μαζί... ΆφοΟ μ* άφησες νά Φύγω γιά πάν τα... Αφού δεν ιμέ θέλεις πιά.. ο
Ο ΜΙΚΡΟΣ Τά μάτια
τού κοριτσιού Φωτίζονται ξαφνικά άπό μιά λάμψι άνείπωτης χαράς καί τον ρωτάει σιγά: — Πές μου, Ταμπόρ: μή πως μ* αγαπάς άικόιμα; Τό περήφανο * Ελλη νόπου λο χαμηλώνει ττάλι τά μάτια του: — Θά ήθελα νά σου πώ «όχι», Ζολάν... Μά 8ά καταλάβης πώς λέω ψέματα... *Αμέσως σκύβει πάνω ά πό την Αναίσθητη, γυναίκα καί ζητάει νά τή συνεφέρη ά πό την τρομαχτική γροθιά του. Ταυτόχρονα έξηγεΐ στο κορίτσι: —- Μόλις, πριν λίγες στι γμιές, κατάφεοα, πηδώντας άπό κλαδί σέ κλαδί, νά φθά σω σέ τούτο τό δέντρο πού βρίσκεται άπό πάνω μας... Άντίκρυσα τήν κακιά αύτή γυναίκα κι* ακόυσα τά λό για πού σου εΐπε... Μά σάν τήν εΐδα νά γυρίζη τό πιστό λι στο κεφάλι σου καί νά είναι έτοιμη νά τρσβήξη τή σκανδάλη, πήδησα κάτω... Καί προσθέτει νοιώθοντας τύψι: — Χτύπησα μιά άδύνατη γυναίκα!... λΑά τό μυαλό μου είχε θολώσει... Δεν ήξε οσ τί έκανα! Ξαφνικά κάτι πυκνά χαμό κλσδα άντίκου άοχίζουν νά σαλεύουν. Ό Ταμπόο πετιέ τσι ορθός καί σφίγγει τό Φο βεοό του ρόπαλο. Ή Ζολάν έοχεται φοβισμένη καί στέ κει πίσω άπό τό γενναίο συν τροφό της. Κάποιο πεινασμέ νο θεριό θά παραμονευη. *Έ-
%
ΤΑΡΖΑΝ _-.Β8ΜΐΓ<0»!ι— ι··ϋι^ι«ι.πτχ; ίΠΤ.Γί-ι.Τ
Γ,Τ*ΛΛ>*<^Μ*>Α>.■»-...»«ΜΙΜ»
τοίιμο νά χυθή νά τούς κα τοοσπαοράξη. Ή Φίφη «μίαζεύεται τρομαγμένη ατά πόδια της κυρας της... Γώρα τά χαμόκλαδα σα λεύουν περισσότερο. Τό ά γνωστο θεριό έχει φθάσει καν τά. "Από στιγιμη σε στιγμή θά κάνη, κατά πάνω τους τό άγριο θανατερό πήδ η μ ά του!... Καί νά: πριν άκό|μα τό δουν, άκσύνε τόν τρομαχτικό βρυχηθμό του: — Μπά, σέ καλόοο σας!... Είναι ό Μπουτάτα! Ό μαύρος Ηρακλής ,μέ το κωμι κό τσουλούφι στο κεφάλι·,που ό θεός του τακανε τόσο μεγά λο για νά χωράη την κουτα μάρα του^ Η Ζολάν ξεφωνίζει χάρου μενη: -— Τσουλούφη μου!... "Ε σύ είσαι και ιμάς τρόμαξες! Ό χεροδύναμος μά δειλός άράπης χαΐδευε ι έπιδε ιικ,τ ι κά τό μεγάλο πιστόλι πού κρέ ιμεται στη θήκη τής ζώνης του και μουρμουρίζει βαρεία: — Μή φοβάστε ! ... Ή «μτπστόλα» /μου είναι... άδιά θετή, σήμερα. — Μπά, τί εχει; τόν ρω τάει, σοβαρά τάχα, τό ξαν θό κορίτσι. Ό Μπουτάτα αναστένα ζε ι στ εναχωρήμ ένος: — Σφήνωσε ,μιά σφαίρα στη κάννη. της... — Και τί θά κάνης τώρα; — Θά τής δώσω·., καθάρ σιο. Στο μεταξύ ή κακούργα μητρυιά τής Ζολάν συνέρχ*·
ται. Πετιέται άρθή καί ζη τάει έλεος: — Λυπηθήτε με κας :μή με σκοτώσετ ε!... * Αφ ή στε με νά φύγω... Δεν Θά ξαναγυρίσω ποτέ πιά έδώ... ^Ό Τσουλούφης βοηθάει την κατάστασι: ^ —·? "Άστη,νε, άφιέίντη Παι δί... "Αρραβωνιαστικιά μου ή τανε, ή φουκαριάρσ! ^ Ό Ταμπόρ τη σπρώχνει μέ πε,ρίφ,ρόνησι: — Πήγαινε στο καλό, κυ ,ρά μου... Καί νά μ ή φοβά σαι τά θεριά πού θά συνάν τησης .στο δρόιμο... θά συχαθούν νά άκουμπήσουν τά δόν τια τους έπάνω σου... ΠΑΡΑΞΕΝΟ ί ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
ΗΝ ΙΔΙΑ νύχτα... ' Ο ού ρ ανός, φ ωτ αγω γημένος από τό όλόγιο μο φεγγάρι, δίνει μια ξωτι κή κι5 άγρια όμορφιά στή Ζούγκλα πού βρίσκεται βυθι σμένη σ" έναν γλυκό κι5 ήσυ χο ύπνο. Κι1 όμως κάτω από τήν πυ κνή καί φαινομενικά ήσυχη βλάστηση ένας κόσμος ολό κληρος άπό πεινασμένα θε ριά κι5 αγρίμια παραμονεύει. Ολα είναι έτοιμα νά παίξουν τό προαιώνιο κι* άκατάλυτο δράμα τού αλληλοσπαραγμού τους. Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν κι5 ό Μπουτάτα, κατάκοποι κα θώς είναι, κοιμούνται βαθειά στα χορταρένια στρωσίδια τής σπηλιάς τους. Μονάχα ή μικ,ροσκοπική καί τετραπέρα τη Φίφη, ή άταπημένη (μαύρη
I σκύλησα τού κοριτσιού ξα γρυπνάει έξω άπό το αίνοι7Ιμα.
ζ,αφνιικά κάτι άφουγκράζεται άνήσυχη για ιλίγο. “Ύστεα μπαίνει βιαστική στη σπη ιά καί χαϊδεύει στάλά με τό πόδι της τιή μύτη τού Ταμπάρ. Τό Παιδί τής Ζούγκλάς άνασηκώνεται (ανήσυχο, -έρει καλά πώς για νάρθή νά τον ξυπνήιση η Φίφη,^κάτι παρά ξενο θά γίνεται εξω.^ Καί σέ λίγες στιγμές—πατώντας^ ήσυ^α γιά νά μην ξυπνήση τους συντρόφους του, βγαίνει στο ύπαιθρο. Άφουγκράζεται κι* αυτός γιά λίγο κι5
© ΜΙΚΡΟΣ
ακούει μακρυνό ανθρώπινο ποδοβολητό. —Μέσα, Φίφη, διατάζει ψιθυριστά τη σκυλίτσα. 'Κι' αυτός, τεντώνοντας μέ οση προσοχή μπορεΐ τ3 αυτιά του προσανατολίζεται κατά τό μέρος πού άκούγεται τό ποδοβολητό κ αί σ φίί γγοντ ας τό ρόπαλό του, ξεκινάει τρέ χοντος. Σέ λίγο, κρυμμένος πίσω άπ3 τά πυκνά χαμηλά κλαδία των δέντρων, ανοίγει τά ^μά τια του διάπλατα: Βλέπει μια συνοδεία άπό έξη άγνω στους άνθροόπους πού φθά νουν καί σταματούν σ5 ένα μεγάλο ξέφωτο. Οί δυο είναι
ι0 άγνωστος μέ τά μαύρα μαλλιά καί γένεια ανακαλύπτει τό ά νοιγμα τής σπηλιάς.
ΤΑ Ρϊ ΑΝ
'Ο Μπουτάτα σπαράζει μέ τά χέρια του τους Άνθρωποφάγους.
λευκοί: ένας νέος άνδρας μέ καραμπίνα στον <%μο του, και μια νέα γυναίκα μέ πιστόλι στη ζώνη της. Οί τέσσερις άλλοι -είναι χεροδύναμοι αράπηδες πού σηκώνουν στις ράχες τους ένα μεγάλο καί βαρύ κιβώτιο. Τό παιδί συλλογιέται ψιθυ ρ ιστά: — Τί' νά θέλουν εδώ οί δυο αυτοί λευκοί; Ποιοι νάναι ά ραγε; Ό Ταμπόρ βλέπει τώρα τους .μαύρους νά άκουιμπούν μέ προσοχή κάτω το μεγάλο βαρύ κιβώτιο καί τούς άκούει νά ζηηάνε βιαστικοί την πλη ρωμή τους για νά φύγουν α μέσως. "Ενας οοττ’ αύτούς, ό
πιο μεγαλόσωμός εξηγεί στούς λευκούς: — "Ως εδώ είχαμε συρφω νήσει, κι5 ως εδώ σάς φέρα με... Πιο βαθειά δεν πάμε... Θάταν άδικο για δέκα πά λι ολίρες ό καθένας,./ νά μα τώσουμε τά δόντια κανενος πεινασμέναυ θεριού. Πληρώ στε μας νά πάμε στο καλό. * Εχουμε καί δουλειά στο λι μάνι. Ό λευκός άνδρας τούς με τράει μέ δυσφορία τά χρυσά νομίσματα κι5 εκείνοι φεύ γουν γρήγορα καί χάνονται πίσω απ’ την πυκνή κι5 άγρια βλάστησι. Ό Ταμπόρ άκούει τον ά γνωστο λευκό νά λέη στη
συντράφισσά του: — Φοβάσαι, Ζερμαίν, πού μείναμε μονάχοι; — Όχι, Ζάν... Αφού έ χουμε τά όπλα μας ! — Μπράβο... Μεΐνε τότε νά φυλάς τό κιβώτιο. Έγω θά ψάξω γύρω νά βρω που θά στήσουμε τή σκηνή μας. Ό νέος άνδρας περνάει πλάι άπό τον κρυμμένο Τα μπόρ καί απομακρύνεται ψά χνοντας, ενώ ή γυναίκα τρα βάει ξαφνικά τό πιστόλι τηςΔυνατός πυροβολισμός άν τηχεΐ και σχεδόν ταυτόίχρονα τό πονεμένο βογγητό του ά γνωστου λευκού άνδρα. Ό Ταμπόρ τον βλέπει νά τό βάζη, τρ αυμ ατ ισιμ ένος7 στ ά πόδια για νά σωθή... Τό ίδιο κάνει κι5 ή γυναίκα, ,μά προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Τό Παιδί τής Ζούγκλας τρέχει πίισω άπό τον χτυπη μένον άνδρα πού άπ3 τό αί μα πού χάνει άπό την πλη γή τού ήμου, αλο καί λιγο στεύει τό κουράγιο του. Καί τον φθάνει τή στιγμή άκριβώς πού σωριάζεται βαρύς κι3 αναίσθητος κάτω. Ό Ταμπόρ τον φορτώνε ται αμέσως στή ράχη καί τον μεταφέρει γρήγορα στή σπηλιά τους. Ό Μπουτάτα πού τον βλέ πει νάρχεται, έτσι φορτωμέ νος, ρωτάει: — Γιά κυνήγι είχες βγή, αφέντη, Ταμπόρ ; Ό νέος χαμογελάει: — Ναι... Δεν βλέπεις τί σούφερα;
— Τό βλέπω, ,μά... δεν τρώγεται! *0 Ταμπόρ κι’ ή Ζολάν κάνουν τά γιατροσόφια τους στή,ν πληγή τού άγνωστου. Αυτός γρήγορα συνέρχεται καί ρωτάει άνήισυχος: —- Ή Ζερμαίν! Πού εί ναι ή γυναίκα μου; "Υστερα κιυττάζει γύρω του ανήσυχα καί ψιθυρίζει: — Πού βρίσκομαι; Ποιοι είσαστ3 έσεΐς; Ό .μικρός Ταρζάν τον κα θησυχάζει : — Καλοί άνθρωποι... Δεν πρόκειται νά σου κάνουμε κακό... Πιες μας όμως: Τί ζηηάς εδώ στή Ζούγκλα πού ήρθες; Ό Ζάν— δπως ακούσαμε νά τον φωνάζη ή συντρόφισσά του— τούς εξηγεί: λ— "Εφτασα, πρϊν^λίγο έδώ μαζί ,μιέ τή γυναίκα μου, τή ^ Ζερμαίν... 0ά ψάξουμε στή ^ ζούγκλα νά βρούμε ένα μ εγάλο θησαυρό*... 3' Εχουμ ε καί τό σχέδιο για ν3 άνακαλύψουμε τό μέρος πούναι κρυμμένος... Ό Μπουτάτα χαμογελάει: — Μπά, σέ καλόοο σου!... Ό θησαυρός πού ζητάς εί ναι κάτω άπό τή σπηλιά μας! Ή Ζολάν τού κόβει μια γερή τσιμπιά στο μπράτσο κι3 ό κουτός άράπης διορθώ νει: — Άστεΐα στο είπα, άφέν τη μου! Χί, χί, χ,ίίί... ’Άν είχαμε τέτοιο θησαυρό δεν θά τον πουλάγαμε νά πάρου
9 με στραγάλια;! Ό λευκός ανδρας καταλα βαίνει πώς έχει νά κάνη μέ ηλίθιο και δεν δίνει σημασία στά λόγια του. Ξαφνικά ένας πόνος τον κάνει νά θυμηθή την πληγή του καί νά ψιθυρίσιη χαμένα: — Αλήθεια... Ποιος μέ πυ ροβόλησε; "Αμέσως βλέπει τό μεγά λο πιστόλι πού κρέμεται άπτ* τή ζώνη του άράπη: — Έσύ; "Εσύ με πυροβό λησες; Ό Μπουτάτα τον ρωτάει σοβαρά: αφέντη —Λεν μου λέ ς, Τέτοιε: ή σφαίρα πού σου ρι ξανε σέ βρήκε; Ό Ζάν του δείχνει τον ώ μο του: — Δεν βλέπεις; Ό «φοβερός σκοπευτής» άποφαίνεται: — Τότε δεν είμ’ έγοο... Λ0ι δικές ιμου σφαίρες δεν πάνε στο στόχο... Κάνουνε βόλτες νά ξεμουδιάσουνε! ^ Ό λευκός ανδρας θέλει τώ·ρα νά σηκωθή γιά νά τρέξη νά βρή τή χαμένη; γυναί κα του, μά τό τραύμα τον πονάει πολύ ακόμα. λ— Δέν πρέπει νά σηκω6ης, του λέει ό Ταμπάρ. βά πάω νά τή βρω έγώ. Περίμε νε καί δέν θ’ αργήσω...
πού εΐχε συναντήσει τούς δύο νυχτερινούς επισκέπτες. -αφνιικά φτάνουν στ’ συ τιά του σπαρακτικές γυναι κείες φωνές πού ζητάνε βοή θεια. Ό Ταμπόρ τρέχει γρή γορα κοντά στή γυναίκα πού κινδυνεύει. Είναι ή Ζερμαίίν, ή γυναί κα του Ζάν. Αύτή^ πού εΐ)£ε τραβήξει τό πιστόλι της ό ταν ακούστηκε ό πυροβολ ι σμός πού τον τραυμάτισε στον ώμο. Ή νέα κι" όμορφη γυναίκα περνάει άφάνταστα τραγικές στιγμές: Ένα ολόκληρο σμή νος άπό μεγάλες σαρκοβόρες μαύρες νυχτερίδες, τής έ χουιν έπιτεθή καί ζητάνε νά χορτάσουν μέ τις λευκές τρυ φερές σάρκες της. Εΐναι ένα φοβερό είδος μικρών φτερω τών θηρίων πού οί ιθαγενείς τά λένε Κομπράκ. _ Τό άτ ρ ό μ η,το * Ελληνόπου λο τής ζούγκλας τσακίζει α μέσως κι* άλλο κλαδί καί σφίγγοντας άπό ένα ρόπαλο τώρα σέ κάθε του χέρι, έπεμ βαίνει κεραυνοβόλα. Μ5 ένα πήδημα φτάνει πο λύ κοντά στη Ζερμαίν κι* αρ χίζει νά στριφογυρίζη' γρήγο ρα πάνω άπ5 τά κεφάλια .καί των δυό τους, τά φοβερά του ρόπαλα, Ή ταχύτητα πού τά περιστρέφει εΐναι τόσο μ£ γάλη πού καταντάει νά μή 01 ΤΡΟΜΕΡΕΣ φαίνωνται πιά. Μέ τίς κινή ΚΟΜΠΡΑΚ σεις του αυτές δημιουργεί ΙΟ ΠΑΙΔΙ τής Ζούγκλας να ^ άδιαπέραστο θανατερό βγαίνει άμεσως άπ φράγμα στις άγριες καί λυσ τή σπηλιά καί κατευθύ σασμένες έπιθέσεις των Κομ νεται βιαστικός προς τό μέρος πράκ. Οι νυχτερίδες πού έτπ.
Τ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
το χειραυν να περάσουν τό φρά γμα αυτό), τσακίζονται απ’ τά ρόπαλα του Ταιμπαρ και σωριάζονται κάτω νεκρές. Ό -μικρός Ταρζάν δεν στα ,ματάει ούτε στιγιμή την ά ψάνταστα δύσκολη και κου ραστική περιστροφή των χον τρων κλαδιών που κρατάει στα χέρια του. "Ομως κι5 οι τροιμερές σαρκοβόρες νυχτερίδες δεν δείχνουν κσ,μ(μιά διά θεσι νά έγκατσλείψουν τά Βυ μ-ατά τους. Τυφλωμένες από πεΐνα συνεχίζουν τις επιθέ σεις τους ώσπου ίμια-—<μισ πέφτουν δλες νεκρές. Μαζί τους άμως σωριάζεται Αναί σθητος κάτω κι5 ό Ταμπαρ, εξαντλημένος άπτ* τήν ύπεράν
Βρωπη προσπάθεια καί τήν κούρασ ι. Ή άμορφη λευκή γυναίκα αναπνέει μ" ανακούφισε Έχει σωθή!... ιΚάνει αμέσως νά σκύψη γιά νά συνεφέρη τον άγνωστο σωτήρα της, μά δεν προ φταίνει. Τήν ίδια στιγμή πα ράξενο θόρυβο ακούει πάνω στα κλαδιά του δέντρου που βρίσκεται αντίκρυ τους. Καί τι ρίν προφτάση νά σηκώση τά μάτια της, βλέπει ένα υιαυρΟ' σώμα ζώου νά πέφτη^ σαν κεραυνός άπό ψηίλά, πά νω στον αναίσθητο Ταμπόρ. Είναι ένας φοβερός μαύ ρος πάνθηρας: τό π ιό άγριο θηρίο τής Ζούγκλας!... Τό
'Ο Μπουτάτα γκρεμίζεται στή βαθειά καταπακτή.
ΤΑΡΖΑΝ —*— ■>■·-««Ο* 1
*| ·>».·ΛΜ«|
άμοιρο Έλληινόίιταυλο είναι χαμένο αυτή τή ψορά! Ή νέα γυναίικια στην αρχή τσ χάνει και γυρίζει για νά τό βοιλη, στα ττάδια. Γρήγορα όμως συνέρχ ετ α ι. Κ ατ αλαβ αί νε ι πώς θά ήταν φοβερό νά τι αρατήση τό σοοττήρα της οπό έλεος του πεινασ,μενού θεριού καί τραβάει μέ βιάσι τό πι στόλι της. Τό χέρι της ό μως τρέμει πολύ, καί για νά μήν άστοχήιση ή σφαίρα κάνει κάτι αφάνταστα τόλμη ρό κι’ έπι-κίνδυνο: Μέ μια κ ί νησ ι αύτοκτονί'ας πέφτε ι πάνω στόι (μανιασμένο πάν θηρα. Άκουμπάει τήν κάννη του πιστολιού της στο κε φάλι του θηρίου πού ιμέ τά
«. «.*».ι^^Μ'ΐ'-.ι^ι-ΐικνΊ,
φοβερά σαγόνια του έχει άγ κάλιάσει τό λαίιμό τού Ταμ-ττάρ. Καί τραβάει τή σκαν δάλη... Τό άμορφο ζώο, ,μέ τό γυα λιστερό ,μαύρο τρίχωμα, τινά ζεται σά νά τό χτύπησε κε ραυνός καί φέρνει δυο-τρεις βόλτες σά νά θέλη νά δσγκώ ση τήν ουρά του. "Υστερα προχωρεί τρικλίζοντας σάν ιμεθυρμένο καί χάνεται πίσω από τή,ν πυκνή καί άγρια βλιάστ ησ ι... ΕΤνα ι φάνε ρό πώς ή σφαίρα δεν είχε πετύ χε ι τό θηρίο σέ καίριο ση μείο τού κεφαλιού του. θά ίμπορέση νά κρυφτή κάπου καί νά περιρένηι τον αργό θά νατό από τήν αιμορραγία πού
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ϊ2
σιγά-σιγά θά άδειάση τις φλέβες του. Ή λευκή γυ-'/αΐκα βάζει τό πιστόλι στη 'θηκη; τής^ ζώνης της καί, σκύβοντας πάλι, ^κα ταφέρνει τέλος να συνεφέρη τό νεορό σωτήρα της Ό μέλαχροι.νός Ταμπόρ μέ τά ιμα&ρα λαμπερά μάτια εξηγεί στη Ζερμαίν πώς ό άντρας της βρίσκεται πληγώ μένος στη σπηλιά του. Εκεί νη δεν τού αναφέρει τίποτα για την έπίθεσι τού μαύρου πάνθηρα στο διάστημα που αυτός βρισκόταν αναίσθητος κάτω. Και οι δυο αμέσως ξε κ ι νουν σ ι ωπηλσζ παίρ νοντ ας τό δρόμο προς τη σπηλιά πού βρίσκεται ό Ζάν. Σαν φτάνουν πολύ κοντά στη σπηλιά τό Παιδί τής Ζούγκλας σταματάει απότο μα ικαί ρωτάει ψυχρά τη νέα γυναίκα: —Μπορώ νά δω τό πιστό λι σου; Εκείνη, τό βγάζει πρόθυ μα από τη θήικη της καί τού τό προσφέρει: — Ευχαρίστως... Ό Ταμπόρ τό παίρνει στά χέρια, τό ανοίγει καί κυττάζει τις σφαίρες του. Λείπει μία... 5Αμέσως τό ξανακλεί νει καί τό έπιατρέψει στη Ζερμσίν. — Ευχαριστώ. Σέ λίγο μπαίνουν μέσα στην κρυφή σπηλιά καί ή νέα γυναίκα αγκαλιάζει τόν άνδρα της καί βρέχει μέ δά κουα χαράς τό πρόσωπό του. — Ζάν, άγαπημένε μου!... Είχα φσβηθή πώς δεν θά σέ
ξανάβλεπα ποτέ!... Μά ποι ος άραγε να ήταν αυτός πού σέ πυροβόλησε; "Αν ^εΐχες σκοτωθή, ούτε στιγμή δέν θά μπρρούσα νά ζήσω κι5 εγώ. Θά αύτοκτονούσα αμέσως !... Ό ,/Μπουτάτα μουρμουρί ζει χαϊδεύοντας βλοσυρά τη θηΐκη τής μεγάλης «μπιστόλας» του: --Όποιος θέλει νά αύτο κτονήση, αναλαμβάνω εγώ. Εντελώς δωρεάν! Ή Ζερμαίν μένει γιά λίίγογάκόμα μέσα στη σπηλιά, άνήισ υχη ^ όμως κ αί νευρ ι κ ή. Τέλος .λέει στον άνδρα της: __ -— Κάνει μεγάλη; ζέστη έδώ, Ζάν... ’Θά βγώ λιγάκι έξω νά πάρω άέρα... -— Περίμενε... Θάρθω κι5 εγώ μαζί σου, Ζερμαίν... —^ Δεν χρειάζεται... Έδώ, έξω από τό άνοιγμα, θά στα θώ λιγάκι... •Καί προχωιρώνπας αργά βγαίνει από τή σπηλιά.
0 ΤΑΜΠΟΡ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ 0 ΠΑΙΔΙ τής Ζούγ κλας παίρνει τόν Ζάν απόμερα £ττή σπηλιά καί τού λέει: —5Από πολλή ώρα διστά ζω νά σού πώ κάτι πού θά σέ στενοχωρήση... — Τί καλέ μου ψίλε; —αέρεις ποιος πυραβόλη σε νά σέ σκοτώση; — Όχι... λ — Δυστυχώς ή γυναίκα σου! Ό νέος άνδρας ξεκαρδίζε ται στά γέλια:
ΤΑΜΙΑΝ — Ή Ζερμάίν;! Χά;, χά, Χ'ό.!... Μακάρι νά την άγαπούσα καί έγώ όσο :μ* άγαπάει εκείνη!... Ό Γ-αμπόρ [μουρμουρίζει: —- .Πολύ Οά ήθελα κι5 εγώ νά ιμήν -ήταν αυτή!... Μά την είδα μέ τά ρσπα (μου κρυμ μένος πίσω από κάτι κλαδιά. — 5Αδύνατον !... Δεν θά δλέπης καλά. — "Ισως... Άλλα πρίνΆί γο κότταξα και το πιστόλι ^ης. Λείπει <μιά σφαίρα. "Ε κείνη είναι πού τρύπησε πέ ρα γιά πέρα τον ώμο σου... Ό Ζάν εξακολουθεί νά γελάη,: —Μήν κουράζεσαι άδικα νά ιμέ πείσης αγαπητέ μου. Κι5 άν άκόμα έβλεπα ό ίδιος μέ τά ,μάτια :μου τη Ζεριμαΐν νά ιμέ πυροβολή, πάλι, δεν θά τό πίστευα, -έρω τόσο καλά 'Γήν καρδιά της!... Χά, χά!.. Καί γιά νά βοδση. —- σάν Γάλλος πού ήταν — ένα ευ γενικό τέλος ισ5 αυτή τή συζή)τη σ ι, π ρασθέτ ε^ι προχωρ ών τσς προς τό άνοιγμα τής σπηλιάς: — *Ω, 'μά είναι πολύ α στεία άλα αυτά... Πρέπει νά τ’ άκούση κΓ ή γυναίκα μου Θά διασκεδάση πολύ! Μά ή Ζε-ριμαίν δεν βρίσκε ται έξω οπτό τή σπη|λιά, ού τε κάπου γύρω της. Ό Ζάν φωνάζει τ* όνομά της δυνατά κ ι’ άφουγκιράζετ α ι άδ ι κ α. Καμμιά άπόικρισι δέν παίρνει. Τώρα έχει <βγή έξω κι* ό Ταμπόρ. Οί δυο άντρες μα ζί άρχίίζουν νά ψάχνουν στο Φεγγαρόλουστο σκοτάδι τής
13 νύχτας... Σέ λίγο θ* άρχίση πια νά ξημερώνη. — Αλήθεια, τό ξέχασα! φωνάζει ξαφνικά ό Ζάν. Ή γυναίκα .μου θά πήγε έκεΐ πού άφησαν οί -μαύροι τό ιμε γάλο κιβώτιο μέ τις απο σκευές -μας... “εκιναΟν καί οι δυο άμέσως καί φτάνουν γρήγορα έ κεΐ. "Ομως τό κιβώτιο είναι ανοιχτό... Τό καπάκι του άνασηικωμένα... Ό Τσμπόρ βγάζει -μια δυ νατή κραυγή. Δέν περνάνε λί γα λεπτά καί φτάνει λαχαν ι ασ μ ένος ό Μπουτ στα: — Τί· φωνάζεις έτσι, ά ψεντ η παιδί; Μΐπά, σέ καλό σου! Ό ,μικρός Ταρζάν του δεί χινει τό ρεγάλο καί βαρύ κι βώτιο: — Βοήθησε νά τό σύρου με, όλοι ρσζί, ώς τή σπηλιά μας... Ό μαύρος Ηρακλής τό σηκώνει άρέσως σάν παιχνιδάκι, τό στηρίζει στον ώμο του καί ρωτάει τούς δυό άν τρες: — Άντε λοιπόν... Θ’ άνεβήτε κι5 έσεΐς νά ξεκινήσω; “Όταν τό κιβώτιο φτάνη στή σπηλιά, ό Ζάν τ’άνσίγει καί σκαλίζ|ε.ι ιμ|* ένδιαφέρον τά διάφορα εφόδια πού βρί σκόντα ι -μέσα. Τέλος, τό πρό σωπό του χλωιμιάζει καί ψι θυρίζει ιμέ δέος: —Τό σχεδιάγραμμα!... Λείπει^ τό σχεδιάγραμμα πού θά ιμάς έφερνε στο μέρος πού είναι κρυμμένος ό άτιμη τος θησαυρός! Ποιος άραγε
14
ν’ οη/οιξε τό κιβώτιο* Μονά χα εγώ και ή Ζερμιαίν έχου με από ένα κλειδί του;... Ή Ζάλών που κατά βάθος ζηλεύει την άμορφη, λευκή γυ ναΐικα που είχε κουβαληθή στη σπηλιά τους., σπεύδει νά πή τη γνώιμη της: — Ή γυναίκα σας θά τό άνοιξε... Αυτή θά πήρε καί τό σχεδιάγραμμα... Γι' αυτό έξαίφαιν ίατηικε πάλ ι... Φαίινε ■« ται πώς θέλει ν’ απόκτηση μονάχη της τό ιμαϋιρο δια μάντι... Ό Ταμπόρ κουνάει κατα φατικά τό κεψάλη σύμφωνων τας ιμέ τά λόγια τής συντρό φισσάς του. Ό Ζάν όρως ούτε λέξι δεν θέλει ν’ άκούση: — 5 Αδύνατον!... 5 Εγώ ,μπο ρεΐ νά έχω κλέψει τό σχέδιά γραμι^α. Ή Ζερμαίν όμως δ\χ·ι! "Ομως ρίμεσως αναρω τιέται σύλλογ ισ;μ'ένο·ς: — 5Αλλά πώς άνοιξε τό κιβώτιο; Ό Μπουτάτα βρίσκει τή λυσι: —Θά ξεκλειδώθηκε ιμονά χο του... Καμμιά φορά, τά μπαούλα, τά κάνουνε κάτι τέ τοια αστεία! Την ίδια όμως στιγμή παρουσιάζεται άλαφ ιασμ έ ν η στο άνοιγμα τής σπηλιάς ή Ζερμαίν. Ό Ζάν, ό Ταμπό,ρ, ή Ζολάν, ό Μπουτάτα κΓ ή Φίφη ακόμα, τρέχουν κοντά της. ΤΙ λευκή γυναίκα, ;μέ κομιμένη τήν ανάσα από τό λαχά νιασμα, αρχίζει νά λέη: -— Ό καμαρότος!,,, Ό κα
Ο ΜΙΚΡΟΣ μαράτος του βαποριού που μάς ^έφερε από τή Γαλλία... Θυμάσαι, Ζάν; Τήν ώρα πού βγαίναμε ατό τό^ πλοίο στο μεγάλο λιμάνι, είχε χαθή άπό^ τά μάτια ,μας... Δεν τον βρίσκαμε γιά νά του δώσου με τό πουρμπουάρ... — Λοιπόν, λοιπόν; ρωτά ει ανήσυχος ό νέος άντρας. *»
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Σ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ όμως λίγο πίσοο στήν ιστο ρία μας καί άς βρεθου με στο Παρίσι, πριν ό Ζάν καί ή Ζερμαίν ξεκινήσουν γιά τό ιμακρυνό ταξίδι τους στη ζούγκλα. Ό Ζάν ήταν ,μανιώδης συλ λ έκτης ποολιών καί σπανίων βιβλίων καί διέθετε γι’ αυτά ένα ρεγάλο μέρος από τον καλό μισθό του στην έπιχεί ρησι πού εργαζόταν σάν υ πάλληλος. Τό πάθος του λοι πόν αυτό τον είχε κάνει τα κτικό θαμώνα όλων των στε γασ,μενών ή υπαιθρίων πα λαιοβιβλιοπωλείων τού Παρι σιού. Ή Ζερμαίν κα!ί ή Ρόν, ή μεγαλύτερη αδελφή της πού έμενε μαζί τους, συχνά γκρί ν,αζαν γιά τά χρήιματα πού ξόδευε κάθε μήνα στις άσκο πες εκείνες αγορές. Ό Ζάν δμως είχε πάντοτε μια μεγά λη ελπίδα: — Είμαι^ βέβαιος πώς θ’ αγοράσου κάποτε, γιά λίγα παλιοφράγκα, κανένα άρχαΐο χειρόγραφο πού θ’ άξίζη μια
ΤΑΡΖΑΝ
ολάκληρη· ττε;ρ ιουσία... Θά ^ το πουλήσω τότε, αγαπημένη μου Ζερμαίν, καί θά σέ ^κά νω ευτυχισμένη! Κι5 έσένοο, αγαπητή Ρόν, θά σέ προικί σω πλούσια γιά νά παντρεο της τον καλύτερο γαμβρό του Παρισιού! Καί νά: ή μανία του Ζάν δεν άργησε νά κάνη τό θαύ μα της. Μιά μέρα, δίνον τας λίγα φράγκα άγόρασε κ άτ ι ττολ υ τταλ ι ά χ ε ι ράγραφα ταξιδιωτικών έντυποάσεων άττό την Αφρική. Ήταν γραμυέ να άττό κάποιον άσημο έξερευνητή πού είχε γυρίσει α πό τή ζούγκλα μισότρελλος καί πέθανε σέ άσυλο ψυχο παθών. Ό Ζάν ξεφυλλίζοντας τά κιτρινισμένα αυτά χειρόγρα φα βρήκε κάπου ένα τυπογ ο α Φΐίκό σχεδιάγραμμα πού είχε άπό κάτω του, γραιμίμένες επτά λέξεις κι5 επτά γράμ ματα: «Χοντρό Μαύρο Κεφάλι Αρκούδας Μερό Σάν Δια μάντι. I .Μ.Δ.Χ.Σ.Κ.Α.» Ό Ζάν, ή Ζερμαίν καί ή Ρόν, ξαγρυπνοϋν ατελείωτες νύχτες γιά νά βγάλουν νόη μα άπό αυτό τό παράξενο καί ακατάληπτο κείμενο. Τέ λος, πρώτη ή τετραπέρατη· Ρόν, παρατηρεί πώς οι επτά αυτές λέξεις έχουν γιά άρχι κά τους τά επτά γράμματα πού ακολουθούν μετά τό κεί μενο, μά οχι κατά την ϊδια σειρά. Ή πρώτη λέξι «Χον τρά» έχει αντίστοιχό της τό γράμμα X πού είναι τέταρ το στη σειρά. Ή δεύτερη λέ
15 ξ> «Μαύρο» έχει αντίστοιχό της τό γράμμα Μ πού είναι δεύτερο οπή σειρά. Ή τρίπτ) λέξι «Κεφάλι» έχει τό Κ πού είναι έκτο στη σειρά κ.ο.κ. ί Αλλάζουν λο ι πα(ν γρή γορα^ τή^ θέσι των επτά λέξεων καί τις βάζουν στη σειρά των επτά αρχικών τους γραμ μάτων. Καί τό κείιμενο άποκτά αμέσως έννοια: «Ιερό Μαύοο Διαμάντι Χοντρό Σάν Κεφάλι 'Αρκού δας», "Αρα. ό παλιός ^ εξερευνητής ΤΓού είχε διατυπώσει κρυπτό γραφικά τό κείμενο αυτό, ήθε λε νά πή πώς ατό σημείο τού σχεδιαγράμματος πού ύπήρ χε ένας σταυρός, βρισκόταν κρυμμένο κάποιο «ιερό δια μάντι, χοντρό σάν κεφάλι άρ κούδας». Τρελλοί άπό χαρά ό Ζάν καί ή Ζερμαίν πουλάνε άμε σως δ,τι είχαν καί δέν είχαν, βάζουν τά εφόδιά τους σ’ έ να ιμεγάλο κιβώτιο καί ξεκι νάνε γιά τό μακρυνο «ταξίδι των ονείρων», όπως τό έλε γαν. "Αν ή τύχη τούς βοηθού σε νά άποκτήσουν τό μεγά λο μαύρο διαμάντι, θά γινό ταν οί πλουσκώτεροι άνθρω ποι τού κόσμου! Ό καμαρότος τού καρα βιού, πού είχε αναλάβει τήν πεοιποίησί τους οπό ταξίδι, ήταν ένας ε αγενέστατος Ίτα λός, πού όπως έλεγε, είχε τιαλλές φορές, πάοει (μέρος σ’ έξερευνητικές αποστολές στή ζούγκλα. Καί οι δυο σύ ζυγοι έμαθαν πολλά χρήσι μα πράγματα άπ’ αυτόν.
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Έτσι, άνοιξαν κι* έκεΐνοι την καρδιά τους καί του μί λησαν γιά τό σχεδιάγραμμα καί τό μεγάλο μαύρο διαμάν τι πού πήγαιναν νά βρουν.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΦΩΤΙΖΕΤΑΙ ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυρ ίσου με στο άνοιγμα
Κ
της σπηλιάς πού ή Ζερμαίν έχει φτάσει λαχανια σμένη καί μιλάει μέ την κομ μιένη άνάσα της, — Λοιπόν, λοιπόν; τη ρω τάει ανήσυχος ό Ζάν. Ή άλαφιασμένη γυναίκα συνεχίζει: — *Οταν τη νύχτα Φτάσα με στο ξέφωτο καί ο! αράπη δες άφησαν τό κιβώτιο, πλη ρώθηκαν κι* έφυγαν, έσύ, Ζάν, Απομακρύνθηκες γιά νά βοής μέρος νά κατασκηνώσου με. — Ναι. — Τότε ακόυσα κάποιο παράξενο θόρυβο πρός τό μέ ρος του μπαούλου καί άσυναίκτθηττα τράβηξα τό πιστό λι μου γιά νά άμυνθώ. — Ναί, σέ είδα κΓ έγώ πού πσ,ρ ακολουθούσα κρ υ μ υένος, έπιβεβαιώνει ό Ταμπό:ρ. Ή Ζερμαίν συνεχίζει σά νά μην τον ακούσε: — Την Τδια στιγμή μου φάνηκε σά ν* άνασηκώθηκε λιγάκι τό καπάκι τού κιβω τίου καί ακόυσα έναν πυρο βολισμό... "Έτσι κατάλαβα αμέσως πώς κάποιος βρίσκε ται μέσα σ’ αύτό καί θέλει
νά_μάς σκοτώση. »-εκίνησα λοιπόν πρός τήν άντίθετη, κατεύθυνσι τρέχοντας γιά ^νά σωθώ... — Πώς δεν πυροβόλησε πρώτα έσένα πού ήσουν καί πιο κοντά; ρωτάει περίεργο τό Παιδί τής Ζούγκλας. —·Γιατί δεν μπορούσε άποκρίνεται ή Ζερμαίν. Τή στι γμή αυτή έγώ βρισκόμουν πί σω άπό τό μπαούλο. Άπό τό μέρος δηλαδή πού βρί σκονται οί μεντεσέδες γιά ν’ άνοιγοκλεί,νη τό καπάκι. Ό κακούργος αυτός μόνο άν έβγαινε άπό τό κιβώτιο θά μπρρούσε νά' μέ πυροβολήτ ση'”
V
„
— ’Ή άν άνοιγε, πέρα γιά πέρα, τό καπάκι, του, προ σθέτει ό Ζάν. —-Ναί... Μά ήταν Φανερό πώς φοβόταν μήπως τόν δού με καί τόν άναγνωρίσουμε... Τά πάρα κάτω ^τά ξέρετε: Ό Τσμπόρ, αφού έφερε τό Ζάν στή σπηλιά, βγήκε νά βρή καί νά σώση καί ιμένα. Καί πραγματικά μού έσωσε τή ζωή άπό τις τρομερές νυ χτερίδες. Μά, δτσν άπό τήν άφ άντασ τ η κούρ ασ ι έπεσ ε λ ’πόθυΐμος, χύθηκε ξαφ ν ικά ένας μαύρος πάνθηρας νά τόν κατασπαράξη... — Αυτό δεν τό ^ ήξερα, μουρμουρίζει ό Ταμπόρ. — Ναί. Πρόλαβα όμως έ γώ καί τόν τραυμάτισα στο κεφάλι... Κυττάξτε τό πιστό λ· μου: γι’ αύτό λείπει μια σφαίρα... Ή Ζολάν τή ρωτάει τώρα. — Καί πριν πού είπατε
ΤΑΡ£ΑΝ πώς θά βγήτε ^ νά κοθήσετε λίγο έξω από τή σπηλιά μας, γιατί εξαφανιστήκατε; -—Ναί, Ζερμαίν. Πού εί χες πάει; επιμένει περίεργος καί ό Ζάν. —Είχα υποψιαστή πολλά πράγματα καί έπρεπε νά κρυφτώ κάπου καί νά παρα κολουθήσω τό κιβώτιό μας. Ό Ζάν ξαναρωτάει: — ^Καί μένα; Γιατί δεν μου είπες νάρθω μαζί σου; I ιατί διακινδύνεψες μονάχη σου; Ή ρμορψη λευκή γυναίκα χαμογελάει: λ — Μή ξεχνάς, Ζάν, πώς είσαι τραυματισμένος στο δεξιό ώμο... Ζήτημα ήταν άν 6ά μπορούσες νά χρησιμοποι ήσης την καραμτπνα σου... Φοβήθηκα μήπως πάθης κα νένα κακό1. —Μπορούσες όμως νά πάρης μαζί σου τον Ταμπόρ καί τον άράπη,... Γιατί δεν τό Ικανές; Ό Μπουτάτα τή δικαιολο γεί: — "Οσο γιά μένα, καλύ τερα που 5εν μέ πήρε... Τί θάλεγε ό κόσμος νά τή βλέπη νά γυρίζη· νύχτα μ' έναν τόσο χαριτωμένο νέο! Ή Ζερμαίν χαμογελάει καί συνεχίζει: — "Εφτασα λοιπόν μονά χη μου στο ξεφωτό, κρύφτη κα πίσω από κάτι κλαδιά καί στο ψώς του φεγγαριού κα τασκόπευα τό κλειστό κιβώ τιο... Καί νά... ξαφνικά τό βλέπω ν' άνοίγη καί ένας άνδρσς, κρατώντας το σχεδιά
γραμμα, νά βγαίνη από μέ σα... ;—·Ό καμαρότος; ρωτάει περίεργος ό Ζάν. —■ "Οχι. Ό καμαρότος ή; ταν φαλακρός καί μέ ξυρισμε νο μουστάκι... Αύτός είχε πολ λά μαύρα μαλλιά, μουστά κι καί γένεια. ^ — Αποκλείεται νά είχε μεταμψ ιεστή;
—- Αέν ξέρω... Πάντως, άν δεν ήταν ό ^καμαρότος, ήταν κάποιος πού είχε μάθει το μυστικό υ,ας άπό τον καμαρό το. Γιατί εμείς δεν είχαμε μιλήσει γιά τό μαύρο δ^ιαμάν τι παρά μονάχα^ σ' έκεΐνον... Κανένας άλλος δεν ήξερε τί ποτα. Ό Ζάν μουρμούρισε συλ λογισμένος: — Τό ήξερε βέβαια καί ή άδελφή σου, ή Ρόν... — Ναι. Μά αυτή^ εΐναι γυ ναΐκα. "Υστερα είχε φύγει γιά τό Λονδίνο ένα μήνα πριν ξεκινήσουμε έιμείς γιά την Αφρική... —■ Σωστά. Καί υστέρα; __ — Ό άγνωστος μέ τά μαύ ρσ μαλλιά καί γένεια ήταν ντυμένος σαν θερμαστής βα ποριού... Άψού βγήκε λοιπόν άπό τό μεγάλο κιβώτιο, ξανάκλεισε τό καπάκι του υστ ειρ α πιροσαν ατολ ίστ η κ ε κυττάζοντας τό σχεδιάγραμ μα στο πλούσιο φως τού φεγ γαριού καί ξεκίνησε παίιρνον τας κατεύθυνσι πρός τό βορ ρά. —* Κύ εσύ; —Έγώ τον ακολούθησα παίρνοντας κάβε προφύλαξι
για νά μήν μ5 άιντιληφθη... Έτσι, τόν είδα νά φτάνη μέ τό σχεδιάγραμμα πάντα στο χέρι, καί νά φτάνη σέ μιά χαράδρα που απέχει αρκετά μακριά από έδώ... Τέλος, κα τέβηκε^ σ' αυτή τή χαράδρα καί ψάχνοντας βρήκε τ' άνοι γμια μιας σπηλιάς, κρυμμένο πίσω άπό πυκνά χαμόκλαδα. Μπήκε μέσα εκεί καί τόν έ χασα... — Εκεί βρίσκεται τό με γάλο μαυρ-ο διαμάντι!, ξεψω νίζει έξαλλος ό Ζάν. Τδ σ^ε διάγραμμα έδειχνε τη χαραδρα καί τ’ άνοιγμα τής σπη λιάς!..^ — Τή χαράδρα πού λες την ξέρω... Τό άνοιγμα τής σπηλιάς θά μπόρεσης νά μάς δεί'ξης που είναι; — Ναίι. Έχω βάλει ση μάδια. — Εμπρός λοιπόν... Πά με; "Ολοι κάνουν νά ξεκινή σουν, μά ό Μπουτάτα κοντο στέκεται: — Πάμε:, άλλα εγώ δεν έρχομαι... — Γιατί; ρωτάει ή Ζολάν. —Έ, μαύρος εγώ, μαυρο^τό διαμάντι, θά μπερδευ τούμε καί δεν θά μπορήτε νά μάς ξεχωρίσετε... Ό Ταμπόρ του δίνει μιά βίαιη σπρωξιά καί ό τρομε ρός χεροδύναμος Μπουτάτα βρίσκεται κουτρουβαλώντας έξω άπό τή σπηλιά. — Μπά, σέ καλό σου! Ό μαύρος Ηρακλής σηκώ νεται σαν θρεμμένη γάτα καί τούς ακολουθεί μουρμου ρίζοντας:
—Πάμε... "Αν όμως ξεπεταχτή κανένα ...μολυντίρι, ε γώ δεν άνακ ατοονομ α ι!... Ή Ζολάν, πού προχωρεί κρατώντας στήν αγκαλιά της τή μακροσκοπική καί αχώρι στη σκυλίτσα της, φοβερίζει τόν Μπουτατα: χ— Σιωπή. Τσουλούφη! Πάψε^νά γρινιάζης γιατί θά πώ τής Φίφης νά σέ φάη! Η ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΤΑΝ ΤΑ δυο Παιδιά τής Ζούγκλας μαζί μέ τό Μπουτάτα τό Ζάν καί τή Ζερμαίν, φτάνουν καί κατεβαίνουν στή χαράδρα, ό μεγάλος άιστραφτε,ρίος ήλιος έχει ξεπεταχτή ττίάω άττό τό μακρυνό γαλάζιο βουνό. "Ο μως ό ουρανός προς τή δύσι έχει μαζέψει μαύρα σύννεφα. Μεγάλη μπάρα θά ξεσπάση. Ή βλάστησι είναι άφαντα στα πυκνή κάτω στή χαρά δρα καί ή Ζερμαίν χάνει τά σημάδια της, μπερδεύεται καί .μάταια ψάχνει, μιά ώρα ολόκληρη, για νά^ βρή τό ά νοιγμα τής σπηλιάς πού έχει χορταριάσει. Ή Ζολάν χάνει τήν υπο μονή της καί έμπιστεύεται τήν ύπύθεσι στήν τετραπέρα τη σκυλίτσα της: Κάνει πώς χασμουριέται τάχα νυστα γμένα καί τής λέει: — ^Νυστάζω, Φίφη... θέλω νά μου β,ρής μιά σπηλιά για νά κοιμηθώ... Ή σκυλίτσα πού καταλα βαίνει καλά τά λόγια τής κυ ράς της, φεύγει τρέχοντας α μέσως κι5 αρχίζει νά χώνεται
©
ι0 άγριος Δήμιος τών Άνθρωποψάγων ετοιμάζεται για τή θυσία.
20 και να ψάχνη, παντού. Δεν περνάει λίγη, ώρα και ξαναγυρίζει στη Ζολάν γαβγίζον τας χαρούμενα. "Ολοι μαζί τώρα τήν άκο λουθούν καί τούς φέρνει γρή γορα στο άθέατο, πί'σω από τά κλαδιά, άνοιγμα τής σπη λιάς. Ό ατρόμητος^ Ταμπορ μπαίνει πρώτος μέσα καί άρ χίζει νά προχωρή στο σκότα δι, χρησιμοποιώντας γιά μά τια τά άττλωρένα χέρι ο του. Τον ακολουθούν άμέσως οί άλλοι κάί τελευταίος ό Μπου τάτσ, που όπως πάντα κου τός, ρωτάει σοβαρά τή Ζολάν: — Δεν θά πάς νά κοιμηθής αφέντη κορίτσι; — Τρελλάθηκες; ! ΓΙοιός σου είπε πώς νυστάζω; Ό Τσουλούψης γουρλώνει τά μάτια του: — Δέ νυστάζεις; Μπά, σέ καλό σου!... ■Καί γυρίζοντας αμέσως, κοροϊδεύει τή σκυλίτσα: — "Ωωω! "Ωωω!... Σέ γέ λασε καί δεν τό κατάλαβες! Ή ο'πηλιά πού προχωρούν τώρα οί τρεις σύντροφοι καί οί δυό ξένοι, είναι στενή καί άτελείωτη σέ μάκρος. Δυο ο λόκληρες ώρες περπατούν μέ σα σέ πηχτό σκοτάδι, χωρίς νά συναντήσουν κανένα, ή ν’ άκούσουν τόν παραμικρό θόρυβο. Ξαφνικά, ό Ταμπορ πού π,ροχωρεΐ πάντα πρώτος άπό όλους νοιώθει σέ κάποιο βήμα τό Ινα του πόδι νά πατάη
Ο ΜΙΚΡΟΣ στό κενό. Απροετοίμαστος καθώς είναι, δεν προφταίνει νά υποχώρηση, καί γέρνοντας μπροστά γκρεμίζεται σέ μια καταπακτή βαθειά ώς πέντε ή έξη μέτρα. Ευτυχώς τό λα στιχιένιο του κοριμί τόν προ στατεύει άπό τό δυνατό χτύ πημα καί δεν παθαίνει κανέ να μεγάλο κακό. — Προσέξτε, τούς φωνά ζει άπό κάτω ό Ταμπορ. Ή καταπακτή αυτή είναι παγί δα γιά εκείνους πού επιχει ρούν νά φτάσουν στό μέρος πού κρύβεται τό ιερό μαύρο διαμάντι... Ό άνθρωπος^ μέ τά μαύρα μαλλιά καί γένεα, πού πέρασε πριν άπό μάς, θ-ά κρατούσε φώς ατά χέρια του. "Ετσι, βλέποντας ^ τή στενή παγίδα, 8ά τήν πέρα σε πηδώντας. Ή Ζολάν σκύβοντας άπό πάνω τόν ρωτάει ανήσυχη: — ιΚαί τώρα Ταμπάρ ; Θά μπόρεσης νά ξαναβγής άπό έκεΐ; —* "Οχι τής άποκρίνεται. Τά τοιχώιματα τής καταπα κτής είναι λεΐα καί άπό πελεκημένηι πέτρα. Ούτε σαύ ρες δεν θά μπορούσαν νά άνέβαυν επάνω... Ή Ζολάν ξεσπάει σέ λυ γμούς : —-Θέλω νά βγής έπάνω, Ταμπορ!... Άλλοιώς θά πέ σω κάτω! Τό Παιδί τής Ζούγκλας φωνάζει άπό τό βάθος τής παγίδας: —"Ε, Μπουτάτα... Πρέ πει νά ξαναβγής στή χαρά δρα καί νά φέρης Ινα γερό
ΤΑΡΖΑΝ χορτόσχο ι νο... Μονάχα έτσ ι θα -μπορέσω να βγω... Ό άράπης μουρμουρίζει μέ δυσφορία: — Που νά τρέχω τώρα, αφέντη παιδί... Θέλω δυο ώ ρες δρόμο για να βγω και άλλες δυο ώ,ρες δρόμο για να γυρίσω τέσσερις... Έγώ λέω νά κάνουμε ;μιά άλλη δου λειά, για νά τελειώνουμε καί γρήγορα... — Τί; ρωτάει έξω ψρενών άπό κάτω ό Ταμπόρ. — Νά περιμένουμε νά ψη λώσης και νά σέ τραβήξουμε άπό τά μαλλιά!... Ή Ζολάν έχει χάσει τή σκυ λίΤσα της καί τή φωνάζει κλαψιάρικα: — Φίφη!\. Που είσαι Φίφίκα μου; Την ίδια στιγμή άπό τό βάθος τής καταπακτής άκου γονται πνιγμένες κραυγές του Τ αμπόρ: — Φίδι!... "Ενα πολύ με γάλο ψ'ίΐδι! -... *Ώχ !... Τυλίχτηκε στο κορμί μου μέ σφίγγει!... Ό Μπουτάτα χαίρεται: — Μπράβο!... Νά τό χορ τόσχοινο πού ζήταγες! Στό μεταξύ ή Ζε,ρίμαΐν καί ό Ζάκ ψάχνουν τά κοστούμια τους καί κάπου βρίσκουν ένα κουτί σπίρτα. Ανάβουν, ένα - ένα, πάνω άπό^τήν παγίδα καί παρακολουθούν δλοι μέ φρίκη καί αγωνία τήν τρομα κι ική πάλη του Ταρπόρ μέ τό τεράστιο φίδι. Τό Παιδί ^ τής Ζούγκλας μποεΐ στά χρόνια νά είναι έ φηβος, <μά στή σωματική ά·
21 νάπτυξι είναι σωστός άνδρας πιά!... "Εχει άτσαλένια μπρά τσα καί τό ηλιοκαμένο κορμί του έχει τό χρώμα τού σκαυ ριασμένου χαλκού. "Οσο γιά τή μυϊκή του δύναμι, τήν έ χουν δοκιμάσει άγριοι καί θηρία τής ζούγκλας. Ό χον τρός καί χεροδύναμος Μπου τάτα, που αρπάζει τούς κρο κόδειλους άπό τά .σαγάνια καί τούς σχίζει στά δύο,^ μο νάχα μέ τον Ταμπόρ φοβάται νά παλαίψη. Γιατί, όταν προ παντός θυμώνει τον άρπαζει στά χεριά του καί τον χτυπάει κάτω, όπως οΐ ψαρά δες πού κοπανάνε τά όκταπόδ ι α!... Τό φαβ ερώτ ε,ρο δ μως όπλο τού άτρόμηταυ 1 Ελ ληνόπουλου είναι ή τραμσκτι κή γροθιά του. Μέ μιά τέτοια γροθιά στό κεφάλι, σώριασε κάποτε νεκρή μιά γιγαντό σωμη μαύρη Αρκούδα. ^Αλ λοτε πάλι πού βρέθηκε χωρίς ρόπαλο, μέ τις γροθιές του μονάχα σκόρπισε τον όλεθρο καί τον πανικό σέ ριά όρδή μανιασμένων Καιννιβσλων πού είχαν έπιτεθή γιά νά άρπάξουν τήν Ζολάν, τήν πολυαγα πημένη συντρόφισσά του. "Ετσι καί τώρα ό Ταμπόρ, στην τιτανομαχία του μέ τό τεράστιο φίδι, δείχνει γιά μιά ακόμη φορά τήν άθάνατη παλ ληκαριά τής περήφανης γε νιάς του. Καί τό θρυλικό Παιδί τής Ζούγκλας πετυχαίνει κάτι τό φοβερό καί απίστευτο σέ μυϊ κή προσπάθεια. Μόλις νοιώ^ θει τίς κουλούρες τού φιδιού νά τυλίγωντσι στό θώρακα
22 τσυν κάνει μια γρήγορη ©κπνοή καί αδειάζει βίλα τον α έρα πού βρίσκεται στα πνευ μόνια του. Έτσι ό θώρακάς του μαζεύεται καί τό ερπετό αναγκάζεται νά στενεψη τις κουλούρες του· για νά τον ξα νοσφίξη. Μα (μόλις γίνεται αυτό, ό Ταμπόρ παίρνει α μέσως βαΟειά εισπνοή καί, σέ μια ύπερέντασι των θωρακικων μυώνων του, φουσκώνει τά πνευμόνια του με βοερά, με γαλώνοντας άπότοιμα την πε ριφέρεια του στήθους του ο πού βρίσκεται τυλιγμένο τό κορμί του ψιδιού. "Έτσι τό ερπετό, πού δεν προλαβαίνει νά γαλαρώση τό σφίξιμό του, κόβεται στά δύο-, σφυρίζοντας απαίσια. Ό μικρός Ταρζάν τίναζες τά δυο κομμάτια του Φιδιού από πάνω του καί .μ5 ένα χτύ πημα τής σκληρής φτέρνας τοΰ γυμνού του ποδαριού τού πολτοποιεί τό κεφάλι. Ό Μπουτάτα που μαζί μέ τους άλλους παρακολουθεί α πό πάνω — ατό φως των σπίρτων — τό θρίαμβο τού Ταμπόρ, τού φωνάζει άγονακτισμένος: — Μπά, σέ καλό σου!... Γιατί τδκοψες στά δύο; Τέ λος πάντων, δέσε το αμέσως κόμπο καί π έταξε μου τή μια άκρη νά σέ τραβήξω επάνω. Τό Παιδί τής Ζούγκλας ξε χωρίζει τώρα τό πιο μακρύ κομμάτι τού φιδιού πού θά είναι πάνω από τ,ρία μέτρα, τό κουλούριάζει καί τό πετάει προς τά επάνω φωνάζαντσς: Πιάσρ τρ Μπουτάτα!,,.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ό άράπης σκύβει νά τό άρπάξη στόν, ,άέρσ, μά δέν τό φτάνει... /Καί τό μακρύ κομ μάτι τού φιδιού ξαναπέφτει κάτω στην καταπακτή. Ό Ταμπόρ τό ξαναπετάει πιο ψηλά τώρα καί ό Μπου τάτα, σκύβοντας περισσότερο τό φτάνει καί τό αρπάζει, μά γκρεμίζεται μαζί μ5 εκείνο κά τω στήν παγίδα, ξεφωνίζον τας τρομαγμένα: — Μπά, σέ καλό μου !... 3Αλλοίμονο όμως!... Τό βα ρύ κορμί του άράπη^ πέφτον ^ας μέ τόση ορμή πάνω στόν άμοιρο νέο, τον αφήνει αναί σθητο. Ό Μπουτάτα βγάζει στεναγμό αναικουφΐσεως: —Ευτυχώς!... "Έπεσα στά μαλακά! Ή Ζαλάν κλαίει απαρηγό ρητη καί Φωνάζει έξω φρένων στόν άράπη: —Βλέπεις, παληοτσουλού φη!... Βλέπεις τί έκανες στόν Ταμπόρ,^ "Αμα βγής θά βά λω τή Φίφιη νά σέ φάη ! Φίψη πού είσαι Φιψίκα μου; Ό Ζάν καί ή Ζειρμαίν τά έχουν κυριολεκτικά ραμένα. Πώς θά άνεβάσουν επάνω τώ ρα τους δύο άντρες που ό έ νας μάλιστα είναι καί αναί σθητος; •Ευτυχώς όμως... Ό εφτά ψυχος Ταμπόρ συνέρχεται γρήγορα καί πετιέται όρθιος. Κυττάζει μέ θυμό τό Μπσυτά το: καί τόν ρωτάει: — Καί τώρα; Πώς θά βγοΰ με επάνω; -— "Εχω σκεφτή μιά σπου δαία έψεύρεσι, αποκρίνεται σοβαρά ό άράπης.
ΤΑΡ2ΑΝ —Δηλαδή ; Ό Μπαυτάτα του εξηγεί γρήγορα: -— Νά: 5 Εσύ θ’ άνέβης όρθιος στους ώμους μου. Με τά εγώ Ο5 ανέβω όιρθιος στους δικούς σου. "Υστερα εσύ θά ξανανέβης ατούς δικούς μου, εγώ ατούς δικούς σου, εσύ στούς δικούς σου, έγώ ατούς δικούς μου ό καθένας ατούς δικούς του, καί έτσι θά ανε βούμε επάνω χωρίς νά υπο χρεωθούμε καί ό ένας στον άλλον! Κατάλαβες την έφεύρεσι; λ λ Ό Ταμπορ του τινάζει μιά γροθιά στο σαγόνι. — Έσύ κατάλαβες τη γρο θιά; Ό Τσουλούφης φτύνει ένα δό ντ ι, μουρμου ρ ίζοντ ας μέ θαυμασμό: —Προβιά ·μέ ...κουκούτσι! Μττά, σέ καλό· σου!... Καί αναστενάζοντας πονε μένα, προσθέτει: — "Αχ, τί τραβάμε κ.Γ ε μείς οι ...εφευρέτες!
23
άχρηστα. Που νά σημαδέψουν Τί νά πυροβολήσουν; Τά ξα ναβάζουν γρήγορα στις θήκες καί ετοιμάζονται νά αντιμε τωπίσουν τον εχθρό μέ τά χέ ρια... Ή Ζολάν σκύβει πάνω άπό την καταπακτή καί λέει ψιθυ ριστά: — Ταμπορ... Άκουμε κά ποιο μεγάλο φίδι πού φτάνει κοντά μας... Το νά τού κά νουμε; —Το ...τραπέζι!, τής απο κρίνεται άπό κάτω, ό Μπουτάτα. Έκτος άν είναι χορ τάτο. Τό παράξενο σούρσιμο όσο πάει καί πλησιάζει. "Εχει φτάσει τοόρα πολύ κοντά. Ό Ζάν κάνει ν’ άνάψη ένα σπίρ το νά δή... Μά μόλις προφταί νει. Ταυτόχρονα φτάνουν στα αυτιά τους γνώριμα, γαυγίσματα... Είναι ή Φίψη ! Μούσκεμα στον ίδρωτα καί αφάνταστα έ ξαντλημένη, έχει φτάσει κρσ τώντας στο στόμα της την άΚΑΝΝΙΒΑΛΟΙ κ,οη ενός χορτόσχοινου.. Πιο ΚΑΙ φΑΟΓΕΣ ! πρακτική αυτή άπό όλους, μό λις είδε νά πέφτη στην κατα ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή ο πακτή ό Ταμπάρ, έξαφανίστη Ζάν, ή Ζερμαίν, καί η κε σάν βολίδα στο σκοτάδι. Ζολάν γυρίζουν τά κεφάλια τους προς τό μ σκού "Εφτασε γρήγορα έξω άπό να άνοιγμα τής σπηλιάς. "Ε τή σπηλιά, έκοψε ροκανίζον να παράξενο σούρσιμο ακούτας μέ τά δοντάκια της ένα γεται νά πλησιάζη αργά. μακρύ χορτόσκοινο, καί σέρ νοντάς το άπό τή μιά άκρη, — "Αλλο φίδι! ψιθυρίζουν κατάψερε, μέ μεγάλους κό μέ δέος καί οΊ τρεΐς μαζί. πους καί προσπάθειες, νά ξα Οί δυο Γάλλοι τραβάνε τά ναγυρίση κοντά στούς συντρό πιστόλια τους. Μά γρήγορα φοσς της. καταλαβαίνουν πώς στο από Ή Ζολάν την αγκαλιάζει λυτο αυτό σκοτάδι τούς είναι
Τ
24
και τη φιλάει τρελλή άπό χα ρά: — Κούκλα -μου! Χωρίς εσέ να, θά είχαμε χαθή έδώ στη ζούγκλα!... ^ Ό Ζάν -και ή Ζεριμαίν ττετάνε άμέσως κάτω στήν κα ταπακτή τη ;μιά άκρη του χορ τάσκοινου καί τό κρ σπάνε ά πό πάνω γερά. Π,ρώτος αρ πάζεται μέ λαχτάρα για ν’ άνέβη, ό Μπουτάτα. Μα τό βα ρυ καί άπάτομο τράβηγμα τοΰ χορτάσκοινου, παρασύρει τους δυό λευκούς πού τό κρα τάνε άπό πάνω καί τούς γκρε μίζει κι’ αυτούς στήιν κατα πακτή.. Πέφτουν δμωζ πάνω στον άράπη καί δεν παθαί νουν παρά μικρούς ,μόνο μώ λωπες. Ό Μπουτάτα φωνάζει άπό κάτω: —"Άντε, αφέντη Ζολάν! Μια θεσι άκόιμα καί φεύ γουμε ! Τό χορτόσκοινο δμιως ήταν μακρύ καί ή άλλη του άκρη βρίσκεται άκόμα έξω άπό τήν καταπακτή. Τό Κορίίτσι της Ζούγκλας τήν άρπαζε ι γρή γορα καί τή δένει γερά σέ μιά προεξοχή τών βράχων στά τοι χώματα τής σπηλιάς. Πρώτη βγαίνει σκαρφαλώ νοντας έπάνω ή Ζερμαίν, με τά ό Ζάν, υστέρα ό Ταμπόρ καί τελευταίος ό Μπουτάτα χαζογελώντας: ^— Χί,_χζ χί!... Τί λέπε α φέντες; η αναπέφτουμε κάτω νά γελάσουμε; ! Ό Ζάν, άναβει τώρα μερι κά σπίρτα καί ένας - ένας πη δάνε πάνω άπό τή στενή σέ
© μικροί:
Φάρδος καταπακτή. Τελευ ταία πηδάει ή ΦΕφιηι. "Όλοι μαζί τώρα συνεχίζουν τήν πο ρεία τους στήν στενή καί α τελείωτη σπηλιά. -αφνικά, παράξενοι μακρύ νοί ήχοι φτάνουν στά αυτιά τους καί τό σκοτάδι τής σπη λιάς αρχίζει νά γίνεται μαυροκάκκινο. Ταυτόχρονα μυρω διά φωτιάς χτυπάει στά ρου θούνια τους. Ό Μπουτάτα γνωματεύει σοβαρά: — Γιά νά μιυρίζη φωτιά θά πή πέος κάπου έχουν άνάψει ...φωτιά! Καί νά: οί πέντε σύντροφοι φτάνουν σε λίγο σ’ ένα μεγά λο θολωτό άνοιγμα της σπη λιάς καί τα μάτια τους άνοιγουν διάπλατα άπό τήν κατά πληξι! Ή Φίφη κάνει νά γαυ γίση, ιμά ή Ζολάν προφταί νει καί χουφτιάζει σφιχτά τή σουβλερή μουσουδίτσα της. ^ Κρύβονται όλοι πίσω οπτό •πς ανώμαλες προεξοχές των βράχων καί παρακολουθούν μέ θαυμασμό καί δέος: Στή μέση» τής θολωτής ττέ τρινης αίθουσας καίει μιά με γάληι φωτιά μέ κόκκινες φλό γες καί γαλάζιους καπνούς. Πλάι της καί πάνω σέ χοντρο τι'άσαλο, λεπτουργ ικ ά σκαλ ι σμένον, βρίσκεται ένα μεγάλο μαύρο διαμάντι πού ξεπετάει πράσινες άστρροπές! Καί γύ ρω στή φωτιά καί στο διαμάν τι μιά ορδή βρωμερών καί α παίσιων Καννιβάλων, πού χο ρεύουν, ό ένας πλάϊ στον άλ λον, τραγουδώντας μονότονα καί έκνευριστικά.
ΤΑΡΖΑΝ
— Σ ττοι/δ αΐε ς ιμ π αλλ αρίι νες! μουρμουρίζει 6 Μπουτά τα. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει ά •μέσος πώς το μεγάλο αυτό μαύρο διαμάντι είναι 6 Θεός τους και ττώς έχουν ανάψει τή ψωτιά για νά του κάνουν κά ποια θυσία. Και νά: Σέ λίγο ένας Καν νίβαλος δήμιος, μέ μια μεγά λη χατζάρα σέρνει απτό τά χέρια καί φέρνει μπροστά στη φωτιά έναν άντρα μέ μαυ μα μαλλιά καί γένεια. —Αυτός είναι ό άνθρωπος που είδα νά βγαίνη- από τό κι βώτιό μας, ψιθυρίζει ή Ζερ μαίν. —"Εχει τό Τδιο άνάστημα μέ τον καμαρότο του πλοίου, μουρμουρίζει τό ίδιο σιγά ό Ζάν. Τά μαλλιά, τά μουστάκια καί τά γένεια του μπορεί νά είναι ψεύτικα. ,Κ αί πραγμ ατ ικά ψεύτ ι κα ήσαν. Γιατί ό άγριος δήμιος καθώς τον αρπάζει από τά μαλλιά καί σηκώνει τή χατζά ρα γιά νά του κόψη τό κεφά λι όλόκληρη ή τριχωτή περού κα ξεκολλάει καί άποκαλυπτει τό πραγματικό κεφάλι καί τό πρόσωπο τού άγνω στου. Ή Ζερμαίν βγάζει μια τρο μαγμένη κραυγή. —Ή Ρόν!.. Ή αδελφή μου. Ό Μπουτάτα τραβάει τή «μπιστόλα» του καί πυροβολεϊ στόν άέρα. Δυό-τρεΐς δμως Καννίβολοι πέφτουν κά τω χτυπημένοι άπό τις σφαί ρες του. Οί άλλοι σκορπίζον ται δεξιά κι* αριστερά τρομο
25
κρατημένοι. Ταυτόχρονα, ό ατρόμητος Ταμπόρ χύνεται ν’ άρπάξη τή λευκή γυναίκα ά πό τά χέρια τού δημίου. Φτάνει όμως αργά. Ό Φο βερός Καννίιβαλος έχει προΛά βει ιμέ την κοφτερή χατζάρα του νά θερίση τό κεφάλι τής Ρόν. Ή Ζερμαίν σωριάζεται '-κάτω λιπόθυμη. Ό Ζάν σκύβει αμέσως κά τω καί χτυπώντας τη. δυνατά στο πρόσωπο, τή συνεφέρνει γρήγορα. Ένώ ό Ταμπόρ ρί χνοντας μια ματιά ^φρίκης στο αποκεφαλισμένο θύμα, οί νει ένα τρομακτικό χτύπημα, μέ τό ρόπαλό του, στο κεφάλι τού δήμιου, πού σωριάζεται κάτω σά νά τον χτύπηισε κε ραυνός! Αμέσως καί χωρίς νά χάση στιγμή, αρπάζει στην άγκαλιά του τό μεγάλο καί ατίμητο διαμάντι καί ξαναμπαίνοντας πάλι στη σκο τεινή σπηλιά, φωνάζει στους συντρ όφου ς τ ου: — "Ακολουθήστε με γρήγο ρα... Πρέπει νά φύγουμε άμε σως άπό έδώ... 4Η Ζολάν καί ό Ζάν,^τρα βώντας άπό τά χέρια την α παρηγόρητη Ζερμαίν, τρέχουν ξοπίσω του. "Ενώ ό «φοβερός σκοπευτής» Μπουτάτα/ δια μαρτύρεται : — Μπά, σέ καλό σου!.; "Ασε με νά ρίξω μερικές άκό μα στον αέρα... Μπορεί νά πε τύχω κι" άλλους! Καί ένώ ό Ταμπόρ καί οί άλλοι προχωρούν, έκείνος μέ νει. Βάζει τό πιστόλι στη θή κη καί χύνεται νά σπαρά|η μέ τά χέρια του τώρα, τους
26 τρ-ορεροϋς αονθρωττοφάγους!... Αυτοί, πού έχουν πάψει πια νά άκούνε τούς κράτους των πυροβολ ι σιμών, ξεθάρρευα ο ν. Και όλοι μαζί πέφτουν, ουρ λιάζοντας ,μέ λύσσα, κατά ττά νω του. Ό χεροδύναμος Μπαυτάτα αρπάζει από τά πόδια τό δή μιο, που βρίσκεται κάτω, α ναίσθητος από τό ρόπαλό του Ταιμπόρ, και χτυπάει μέ αυ τόν τούς άλλους! Μά οι ά γριοι πού του κάνουν την έτϋίι θεσι, δα ο πάνε και γίνονται περισσότεροι. Ό «μαύρος Ηρακλής μέ τό κωμικό τσουλούφι στο κεφάλι καταλαβαίνει πώς έτσι δεν θά τά βγάλη πέρα ιμαζί τους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Παρατάει λοιπόν τό καιτατσα κισιμένο απτό τά χτυπήματα κορμί του δήμιου καί αρπάζει τη μεγάλη καί κοφτερή χα τζάρα του. — Πίσω οι ζωντανοί!, ούρ λ.άζει μέ την αγριοφωνάρα του. Καί θερίζοντας τούς λαι μούς τους ,μέ τή χατζάρα, προ σθέτει: — Βαστάτε τά: κεφάλια σας νά ιμή σάς ,μπερδευτούνε!... Ή δύναμι καί ή άρμη του Μπουτάτα σκορπίζουν τρόμο καί πανικό ατούς Καννί βαλους! "Οσοι δεν πέφτουν από τή χατζάρα του, πέφτουν α πό τό φόβο καί γονατίζοντας
Ό Τοίμπόρ πετάει το μαύρο διαμάντι στο κεφάλι του Κροκόδειλου.
ΤΑΡΖΑΝ
27
'Ο Ταμπόρ μ* ένα σάλτο καβαλλάει στη ράχη του τρομερού Χουρούχ.
του ζητάνε είλεος! Ό Μπαυτάτα έχει θριαμβεύσει για μια άικάμη φορά! Ξαφνικά όμως, τό μάτι του παίρνει κάτω ατό χώμα μια μι κρή κοκκινωπή σαρανταητοδα ρουσα που προχωρεί προς τό μέρος του... Ό φοβερός άράπης βγάζει μια τρομαγμένη κραυγή! Ή ματωμένη χοσζά ρα ξεφεύγει άιπό τα χέρια του και τό βάζει ατά πόδια ξεφω νίζοντας (μέ φρίκη και απόγινωσι: —Βοήθεια!. ·. Τό θηρίο μέ τά σαράντα ποδάρια! Και αμέσως ξαναμπσίνοντας στη .μακρόστενη καί σκο τεινή σπηλιά τρέχει νά ψτάση τούς συντρόφους του. Οι άνβρωποφαγοι πού τον
βλέπουν νά ψεύγη έτσι ψοβι σιμένος, ξεθαρρεύουν. Μπαί νουν καί αυτοί πίσω του στη σπηλιά καί τον κυνηγάνε ούρ λιάζοντας άπό λύσσα καί μα νία. Ό Μπουτάτα, καθώς τρέχει αλαφιασμένος, ακούει πίσω του το ποδοβολητό καί προ σπαθεί με τ' αύτιά του νά με τρήση τά ποδάρια που τον κυνηγούν. — "Ενα... δύο... τέσσερα... πέντε... εφτά... έντεκα... ^ Τά βγάζει όμως τριανταεν νέα καί μουρμουρίζει συλλογι σμένος: — Κουτσό θά εΤναι τό θη ρίο πού μέ κυνηγάει! Τού λεί πει ένα ποδάρι! •Καί τό κυνηγητό συνεχίζε ται...
28 ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΤΑΜΠΟ Ρ, ή Ζαλάν και οι δυο Γάλλοι, μόλις φτάνουν στο μέρος πού υπολογίζουν πώς ττρέπει να βρίσκεται ή καταπακτή, παυ ουν νά τρέχουν. Προχωρούν σι γά και ψάχνοντας μέ τά πό δια τους στο πηχτό σκοτάδι τή βρίσκουν και την πηδάνε * Υστερα, ξαναρχ ίζουν νά τρέ χουιν προς την έξοδο τής σπη λιάς που βγάζει στη χαράδρα Ό Μπουτάτα, που τους ά κολουθεΐ, σέ αρκετή άπόστα σι πίσω, για νά διασκεδάζη το φόβο του σιγανομουρμου ρίζει ένα -μοντέρνο τραγουδά κι των ιθαγενών: «Λύκος πάει νά ψάη τή γί δα τσούπ και πέφτει στήν πα γίδα!» Καί, πριν προφτάση νά τελείωση τό τραγουδάκι του χσουπ και πέφτει στήν κατα ιτακτή! — Μπά, σέ καλό: ιμου!, μουρμουρίζει -μόλις φτάνει κά τω χτυπώντας πάνω στις μα λακές κουλούρες τού σκοτω μένου τεράστιου φιδιού. "Υστερα ξύνει γιά λίγο σκεφτικός τό κωμικό τσου λούφι του καί μουρμουρίζει σά νά ιμιλάη στους συντρό φους του: — Άν ξαναβγώ άπό δώ μέσα, νά ιμου ...τηλεγραφή σετε \ ;Κάτι όμως θυμάται άμέσως καί τό μαύρο πρόσωπό του γίνεται πιο σκοτεινό καί άπό τό σκοτάδι πού τον τρι
Ο ΜΙΚΡΟΙ γυρίζει. Καί μονολογεί μέ δέος: —-Καλά άν άπό πάνω πε ράση ή σαρανταποδαρούσα πού ,μέ κυνηγάει. "Άν όμως, κουτσή καθώς είναι, παραπα τήσει καί πέσει εδώ, τί γινό μαστέ; *Έ;! Σέ^ λίγο όμως καταλαβαί νει πώς ^ δεν τον κυνηγάει τό θηρίο ιμέ τά σαράντα ποδά ρια, μά^ καμμια εικοσαριά π ε ινασμένο ι άνθρωποφάγο ι. Αυτοί βέβαια ξέίοουν τά κατατόπια καί ό Μπουτάτα τούς ακούει πού πηδσύν πά νω άπό τήν παγίδα. "-Ενας μονάχα, ό τελευταίος καί κα θυστερημένος άπό τούς άλ λους, δεν προσέχει καί γκρε μοτσακίζεται κάτω ξεφωνί ζοντας τρομαγμένα. Οΐ σύν τροφοί του τον άκουνε β'έβαια μά δεν έχουν καιρό νά στα ματήσουν γιά νά τόν βγάλουν Ας ιμείνη ώς τόν γυρισμό τους... Φσντασθήτε τώρα τήν τρο μάρα πού πήρε ό Καννίβαλος, όταν, πέφτοντας στή βα θειά σκοτεινή καταπακτή καί πάνω σέ κάτι μαλακό, άκου ει τή βαρεία Φωνή του άρά* πη πού τούς είχε κάνει τό με γάλο θανατικά: — Μπά, σέ καλό σου!... Στήν άγκαλιά μου βρήκες νά πόσης; (Καλά πού βέν έχω φάει, γιατί θά χώνευα... Ό άγριος ξεφωνίζει μέ άπόγνωσι, νομίζοντας πώς ό χε;ροδυναμος άράπης θά τον σκοτώση: — Σσσσ..., τού κάνει ό Μπουτάτα. Μή φοβάσαι καί
ΤΑΜΙΑΝ
δέν θά σέ πειράξω. Φτάνει να μου άπακριθής εϊλιικρινά σέ κάτι πού θά σέ ρωτήσω. Και τον ρωτάει: —-Λεν ιμοΰ λες, σέ παρα καλώ, εΐσαι και του λόγου ο ου άπό έκείνους που θέρι ζα πριν μέ τη -χατζάρα μου; — Ναι... —Ώραΐα!... Άπό ποιους δμως^ άπό τούς άκέφαλους, ή τους κεψαλωμένους; Ή απάντηση πού παίρνει ό Μπουτάτα άπο το ίμερος πού βρίσκεται ό άνθρωποφα γος, είναι ένα παράξενο σούρ σιμό πού τό ακούει νά χάνε ται ψηλά, προς τά χείλια τής καταπακτής. Και σέ λί γες στιγμές τή φωνή του Κανν ιβάλου πού τον κοροϊ δεύει από πάνω : — .Κουτό βουβάλι!... "Ε να γερό χορτόσκοινο κρέμε ται και δέν τό είδες!... Άπο αυτό σκαρφάλωσα καί βγή κα!... Ό Μπουτάτα χαίρεται: —Ναι, μωρέ παιδί μου! Καλά πού τό θυμήθηκες!... Έμεΐς τόχαμε βάλει... Στάαου νά σκαρφαλώσω καί έγώ.... Ό άγριος όμως έχει ατό ιμεταξύ, λύσει την άλλη άκρη του άπο την προεξοχή του βράχου, καί τού φωνάζει γε· λωντας: —Χά, χά, χά!... Έλυσα τό χορτόσκοινο!... Άν κάνης πώς τό τραβάς θά σούρθη Ο λο κάτω! Κάθηίσε λοιπόν έκεΐ πού κάθεσαι. % Άμα γυ ρίσουμε, θά σέ ψήσουμε στη σούβλα.
29 Ό Τσουλούφης, πού τ’ άν τερά του γουργουρίζουν άπο τήν πείνα, διαμαρτύρεται: -— " Ελα, κ αημένε!... Μή μου -μιλάς για ψητά γιατί τρέχουν τά σάλια μου! Αμέσως όμως — σάν κου τοπόνηρος πού είναι, — κα ταλαοαίνει πώς γιά νά βγή άπο κεΐ κάτω, πρέπει νά ξε γελάση τον Καννίβαλο. Καί τού φωνάζει:
—πΓΙαλύ καλά!... Άψοΰ δέν μέ βγάζεις, θά σπάσω κι1 εγώ τό μαύρο διαμάντι σας! / — Πως;! κάνει χαμένα αυ τός. Έδώ βρίσκεται τό Ιερό διαμάντι; — 3 Εδώ κάτω τό- πέταξαν οι λευκοί. >Γι3 αυτό ρίξα νε καί μένα νά τό φυλάω... Καί τραβώντας άμεσος τή «μπιστόλα» του, αρχίζει νά χτυίπάηι (μέ ιδύναμι τή λαβή της στά πέτρινα τοιχώματα τής καταπακτής, μουρμουρί ζοντας: — Γ ι3 αυτό θά τό σπάσω *<ι3 εγώ... I ιά νά^ μάθετε άλ λοτε νά μή μέ κάνετε... ψητό τής σούβλας! Ό άνθρωπαφάγος τρέμει μ ή πάθη κακό τό ιερό δ ι αμάν τ*. τής φυλής του. Καί τού φωνάζει μέ άπόγνωσι: — Μή, ιμή τό χτυπάς!... Σ τάσου νά δέσω τό χορτόσκοινο νά ιμοΰ τό φέρης έπά ,νω... Καί τό ξαναδένει γρήγορα στην προεξοχή τού βράχου. Ό Μπουτάτα τ’ αρπάζει άμε σως καί σέ λίγα δευτερόλε πτα βρίσκεται έξω,
30
— Δώσε μου τώρα τό μαΰ ρρ διαμάντι, τού λέει ό Καννίβαλος. — Πάρε το, τού αποκρί νεται ό Τσοϋλούφης καί δί νοντας του ιμιά σπρωξιά τον γκρεμοτσακίζει κάτω καί τρα βάει επάνω τό χορτόσκοινο. Ό άγριος έξω φρένων, που την έπαθε, φωνάζει καί βρίζει από τό βάθος τής καταπα κτής, ζητώντας τό χορτόσκοι νο γιά νά ξαναβγή επάνω. Ό Μπουτάτα τον κοροϊδεύει — Τί’ φωνάζεις έτσι; Μπά, σε καλό σου! Κ σβήσε εκεί πού κάθεσαι... "Αμα ξαναγυ ρίάω θά σέ κάνω ^ ..^γιουβέ τσι στο φούρνο. Χί,χίύχί· Π·· Καί τό βάζει στά πόδια προς τό άνοιγμα τής όπέλε\ ωτης σκοτεινής σπηλιάς.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
σουν. Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπου λο, σφίγγοντας πάντα σττ^ν αγκαλιά του τό ρεγάλο μαύ ρο διαμάντι., φωνάζει στους συντρόφους του1: — Κρυφτήτε γρήγορα σ5 αυτά τά σκΐνα μέχρι πού νά περάσουν από μπροστά σας οί ιΚαννίβαλοι. "Υστερα ξαναγυιρίστε στη σπη|λιά μας. Έγώ θά φωνάζω καθώς θά τρέχω γιά νά μ’ ακολουθή σουν καί νά τούς παρασύρω μακρυά από σάς... "Υστερα θά^ βρώ κάποιον τρόπο νά τούς ξεφυγω... "Ετσι καί γίνεται. Σέ λίγο οι Καννίβαλοι έχουν χαθή μακρυά προς τη δύσι κυνη>γώντας τό Ταμπόρ πού φω νάζει συνεχώς γιά νά ιμή χά σουν τά ΐχνηι του. ΤΟ ΜΑΥΡΟ Ή Ζολάν, ό Ζάν καί ή Ζερ ΔΙΑΜΑΝΤΙ μαίν βγαίνουν άπό τις κρυ ψώνες τους καί παίρνουν τρέ ΤΑΜΠΟΡ ,μέ τό μαύρο χοντας μέσα στην καταιγίδα, διαμάντι, ή Ζολάν μέ τό δρόίμο γιά τη σπηλιά τους τη Φίφη της καί σι δύο Ή Ζερμαίν κλαίει τη χαιμένη Γάλλοι, φτάνουν ^τέλος ^στην κακούργα άδελφή της καί ή έξοδο τής σπηλιάς., ενώ πίιΖολάν παραπονιέται πώς μ^5 σω — καί σέ μικρή άπόστααυτή την «παλιοβροχή» υά σι — τούς κυνηγάνε οι (μα τής πουντιάση ή Φίφη της. νιασμένοι Καννίβαλοι. Μά -μόλις βγαίνουν έξω Οί άνθρωποφάγοι όμως τρέ στη χαράδρα, άλλο κακό χσυν π ιό γρήγορα άπό τον τούς περιμένει: "Αγρια κα Ταμπόρ πού νοιώθει κάπως ταιγίδα ,μέ νεροποντή ^καί στραμπουληγμένο τό- πόδι τρομακτικούς κεραυνούς έχει του άπό τό πέσιμο στην κα ξεσπάσει. Οι τέσσερις σύν ταπακτή. τροφοι τρέχουν σαν τρελλοί ■Καί νά: Ό Ταμπόρ ακούει ιμέσα στην κοσμοχαλασιά τώρα τά βέλη, τους νά σφυ πού γίνεται. ρίζουν πλάϊ του καί τ’ δοκόν Σέ λίγο βγαί'νουν καί οί τιά τους νά πέφτουν πίσω άνθρωποφάγοι καί τρέχουν του. Οι στιγμές πού περνάει άλλοαλάζοντας νά τούς φτά
Ο
τΑΡΙΑΝ •φ..
είναι αφάνταστα τραγικές! Τρέχει τώ,ρα πλάϊ στην ό χθη ενός ιμεγάλου1 ποταμού. Για να ξεψύγη από τους ιΚαννίδαλους πέφτει στα αρμητι κά νερά του και πασχίζει α πεγνωσμένα νά περάσηι στην απέναντι όχθη. Οι άγριοι φτάνουν καί αυ τοί στη όχθη καί ε?ναι έτοι μοι νά δσυτήξουν. Μά ξαφνι κά υποχωρούν τρομαγμένοι: Ένας τεράστιος πεινασμένος κροκόδειλος κολυμπάει προς τό ίμερος του λευκού παιδιού καί φτάνει γρήγορα κοντά του. Ασυναίσθητα ό Ταμπόρ σηκώνει μέ τά δυά του χέρια τό μεγάλο ,μαύρο διαμάντι καί τό πετάει μέ λύσσα κατό\. τό κεφ'άλι του θηρίου. Ό κροκόδειλος όμως, νομίζον τας πώς είναι κάτι φαγώσι μο, ανοίγει τά τεράστια σα γόνια του καί πηδώντας έξω από τό νερό τ’ αρπάζει στον αέρα καί τό καταβροχθίζει. ^ Οι ΚαννίΙβαλοι βλέποντας τό ρ(αμό τοϋ' μαύρου διαμαν τιού πού τό λατρεύουν γιά Θεό τους, καταλαμβάνονται από ιερό μένος. Καί ένώ, πριν λίγες στιγμές είχαν φοβη,θή τον κροκόδειλο, τώρα βουτουν όλοι μαζί στα νερά καί χύ νονται νά τον κατασπαρά ξουν. Σε λίγο, δυό-τρεΐς από αυ τους έχει καταβροχθίσει τό πεινασμένο θηρίο καί οί υπό λοιποί— ,μή ξέροντας κολύ μπι — έχουν παρασυρθή καί πνιγπη στα ορμητικά νερά του ποταμού. Ό Ταμπόρ, ελεύθερος τώ
31 ρα, ξαναγυρίζει στην άχθη, απ’ όπου εΐ'χε ξεκινήσει, καί κάνει νά πάρη τό δρόμο γιά τη σπηλιά του. "Αλλοίμονο όμως!... Ό φο βέρος καίι γ ι γαντ όσω μας «Χουΐροόιχ», , παραμον ε ύ ε ι κρυμμένος πίσω άπό τίς πυ κνές καλαμιές τής όχθης. ΕΤ ναι ένας τρομακτικός πράσι νος (μεγάλος βάτραχος — μεγ'άλος σαν ένα βουβάλι— μέ δυό σσυβλερά καί _φαρμα κερά κέρατα στο κεφάλι,, και μ’ ένα τεράστιο στόμα πού μπορεί νά καταβροχθίση, μέ μιας, ολόκληρον άνθρωπο! Ή νεροποντή έχει σταμα τήσει πιά... Τό εξ ασκημένο αυτ ί τού Παιδιού τής Ζούγκλας άκου ει πίσω άπό τίς καλαμιές τη βαρειά άνάσα τού αμφίβιου θηρίόυ. Μά ό Ταμπόρ είναι άφάντ αστ α κουρασ μένος κ ι ’ εξαντλημένος αυτή τή στι γμή. Δέ νοιώθει τίς δυνάμεις του ικανές νά αντιμετώπιση τον φοβερό Χουρούχ. Καί άλ λάζαντας κατεύθυνσι τό βά ζει ατά πόδια γιά ν’ άποφύγη τή μάχη. Φαίνεται όμως πώς ό σαρ κοφάγος βάτραχος είναι πει νασμένος. >Γιατί μόλις βλέπει το λευκό άνθρωπο νά τρέχη, χύνεται πίσω του κυνηγώντας του μέ τεράστια πηδήματα. Ό Ταιμπόρ ακούει τούς δυνατούς γδούπους πού κάνει τό κορμί του, πέφτοντας στη γη ύστερα άπό κάθε πηδημσ καί τρέχει νά ξεφύγη άσο πιο γρήγορα μπορεί... Μά ό Χου ρουχ είναι πιο γρήγορος ά-
Μ ττό αυτόν καί 6έν αργεί να τον φτάση. Τόί Παιδί τής Ζούγκλας σταματάει καί γυ ρίζει. Τό ίδιο κάνει καί ό γΐ“ γαντόσωμος βάτραχος. Οι δυό φοβεροί αντίπαλοι άναμετριώνται για λίγα ακίνη τοι. Τέλος, (πρώτος ό Χσυρούχ σκύβει τό κεφάλι καί προτείνοντας τά φαρμακερά κέρατά του, κάνει ένα άπότο μο πήδημα για να χτυπήση τό θύμα. Ταυτόχρονα καί ο Τα,μπό,ρ πηδάει προς τά έπά νω καί ο βάτραχος, μέ την ορμή πού έχει, περνάει κά τω άπό τά ποδάρια του. Τώρα ό μικρός Ταρζάν βρί σκέται πίσωι άπό τόί θηρίο καί μ3 ένα σάλτο καβαλλάει στη ράχι του Χουρούχ καί πιάνεται γερά άπό δυό κέ ρατά του. Τό Θηρίο δεν μπορεί πια νά του κάνη, τίποτα. Ούτε νά τον δαγκώση, ούτε νά τόν κου τουλήση. Γιά νά τόν ξεφορτω θή λοιπόν άπό πάνω του, τι νάζεται, πηδάει καί χτυπιέ ται μανιασμένο. Μά τό άτρό μηΤο * Ελληνόπουλο κρατιέ ται γερά καί δέ δείχνει καμμιά διάθεσι νά ξεκολλήση ά πό πάνω του. Ό τρομερός βάτραχος κα ταλαβαίνει γρήγορα πώς ά δικα κοπιάζει. -Καί άλλάζον τας τακτική προχωρεί πη,δών τσς για τό ποτάμι. Είναι φα νερό πώς θέλει νά παρασύρη τό θύμα του στα βαθειά νερά ικαί νά τό πνίξη. Ό έξυπνος Ταμπόρ, πού βλέπει τόν ικιίίνδυνο, πηδάει άμέσως άπό τη ράχη τού Χαυ
β ΜΙΚΡΟΣ ρομχ ικαί γιά νά σωθή^ κάνει νά σκαρφαλώση στό λείο κσρ μό κάποιου δέτρου πού βρί σκέτοι μπροστά του. Γλυστράει όμως καί -πέφτει κά τω, ένώ ό μανιασμένος βάτρα χος ανοίγει τό στόιμα του νά τόν καταβροχθίση,. Ό -μικρός Ταρζάν είναι χαμένος! Ό Θεός όμως τής Ζουγκλ ας τ όν π ροστατεόε ι κι3_αύτή τή φορά. Ξαφνικά, άνθρώπι-νο ποδο βολητό άκούγεται νά φτάνη καί ιμιά γνώριμη φωνή ν3 αν τηχή: ν— Μπά, σέ καλό σου!... Δεν ντρέπεσαι, αφέντη, παιδί, νά σέ κατασπαράζη ένα... βατραχάκι; Είναι ό Μπουτάτα πού γυρί ζει άπό τή σπηλιά τής χαρά δρας. ^ Καί αμέσως τραβών τας τή μεγάλη καί βαρεία «μπιστάλα» του, ρίχνει- ιμιά στον άέρα... Ή σφαίρα, ό τι ως πάντα, αστοχεί καί χτυ πώντας τόν Χουρούχ στην κοιλιά, τόν κάνει νά παρ.ατηση τό θύμα του καί νά σφαδάζη στριφογυρίζοντας καί κράζοντας σπαρακτικά. — 3Αμάν, σκοποβολή !, μουρμουρίζει ο ηρωικός Τσου λουφης. Καί ρωτάει τόν Ταμπόρ πού, σωσμένος σάν άπό θαυ μα, έχει πεταχτή ορθός: *—· Τί' λες, άφέντη παιδί^ Νά τραβήξω ικι3 άλλη μια στον άέρα γιά νά τόν απο τελειώσω; Ό γιγαντόσωμος βάτρα χος τραυματισμένος τώρα προ χωρεί κατά τό ποτάμι... Τό
ΤΑΡΤΑΝ
33
Ελληνόπουλο τραβάει τό σω τήιρα ταυ άττό τό τριχωτό μπράτσο: —Σ’ εύχαριστώ, Μπτουτά τα! Είμαστε όμως πολύ κσυ ρασμένοι... ΐΠορμε γρήγορα στη σπηλιά ρας... "Οταν τέλος;, καίϊ Οστερα άπό ατελείωτες άλλες ττε,ριττέτειες φτάνουν στη σπηλιά τους, έχει νυχτώσει για κα λά. "Ομως ιμέ την πρώτη* .μα τΐ;ά που ρίχνουν στο άνοιγμά της, παραξενεύονται Τό έσωτεριικο τής σπηλιάς εΐναι σκοτεινό. Τό λυχνάρι που έ
πρεπε νά τό φωτίζηι, εΐναι σβηστό. —^ Γιατΐ έτσι σκοτεινά; ψιθυρίζει ό Ταμπόρ. Οί δυο άντρες προχωρούν τώρα ανήσυχοι στό έσωτερικό), ιμά δον προφταίνουν νά κάνουν λίγα βήματα, -αφνικά νοιώβαυιν πολλά χέρια ιμαζι νά τους αρπάζουν, νά τους ρίχνουν κάτω και νά τους δέ νουν χεροπόδαρα :μέ γερά χαρ τόσχοινα. Ταυτόχρονα άκου γεται μια βαρεία κΓ άγρια άνδρ ιικη φωνή: 2— ιΚαλωίσωίρίάατε κι5 έσεΐς!... Αύριο σάς περιμένει όλους ό «Χορός τής Φωτιάς»!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΙ Άποκλειστικότης:
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία: Όδός Λέκκα 22
Θ. 4 — ’ Τιμή δραχ. 2
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδονράς, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τιπτογρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Ταταούίλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργισδην, Λέκικα 22, ’Αθήναι.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ τό επόμενο τεύχος του «ΜΙΚΡΟΥ ΓΑΡΖΑΝ τό 5 τού κυκλοφορεί την ερχόμενη Παρασκευή 'μέ τίτλο:
Ή διροοσι των (μικρών ηρώων της ζούγκλας φθάνει στο αποκορύφωμά της και οι αναγνώστες μας θ’ α πολαύσουν την συγκλονιστικώτερη περιπέτεια άπ’ ό σες έχουν διαβάσει ώς τώρα. Δεν πρέπει κάνεις νά χάση τό επόμενο άριστοοργηματικό τεύχος.
η
ΜΠΟΫ / εχ9 χβνηιοαοΝτεζ
άγριο-
ΧΟ/ΡΟΥ Μβ ΣΤΟΥΣ άίλ/5 Ρ/Υ ΜΟΥ 09ΣΗΣ ΛΥΤΗ ΤΗ. .ΖΨΑ1 ^
ΡΛ . . .
.
ΣΥΜΨ2ΝΟΤ ΠΡΡ£ ΡΥΤΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑ η χρυςο ηη το το~ο και 4υο Σ/αερΣΗ/η Μεη η
Α \
77 6/Λ ΡΥΤΟ) 6ΜΓ70Ρ6 ; /
„
£/// £//β ΓΟΞ0.. ΤΟ βΛΥΤβΑΓ)βΣ9
ΜΟΛΟΜ
ΧΡΥΣΟ
ΤΟ β#Ρ/Ρθ7?/?ΗΊ/1/ εΣΥ ΟΜ2Σ 4£Λ
Ρ9Σ61 ΑΥΤό Μ / εΚΚΑ/εΣ ΚΜΗ 7050 ΜηοΡ. ./ ΜΓ0ΡΑ ΑΓΐΟΜΚΥ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΙΑ] ΙΝ■; | Μ' \0 ΜΙΚΡΟΣ I ΙΜ ΧΟβΟΣ ΤΗΣ φ&Τ/ΑΣ
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤίΑΣ
■«—ν-ίΤ-ν-^'■<»—«τ—ν—^-^>· ν>·-ν·<>· ·ν~ν-V—ν ·ν~'ί> '▼ -^»’·«^··ν>··^·
Ο ΦΥΛΑΡΧΟΣ ΚΟΡΑΓΚΑ
όλους ό χορός τής ΦωΊΐάς(*). Σέ λίγο από τό βάθος ΤΑΜιΠΟΡ κι5 ό Μπουτής θεοσκότεινης σπηλιάς, τάτα γυρίζοντας στη άκούγονται τά| γαυγ'ίσματα σπηίλιά τους παραξε τής ιμικροσκαπικής μαύρης νεύονται ττού τη βλέπουν σκο σκυΐλίτ|σας Φίφης, κι5 ή φοβι τεινή. Μα καθώς κάνουν άνή σμένη φωνή τής Ζολάν: ουχοι νά μπουν μέσα, κάτι —Σώσε με, Ταμ'πόρ !... φοβερό κι5 αναπάντεχο γίνε Οί κακοί άράπηδες μου έ ται. ιΠοίλιλά ά ν θ ρ ώ π ι ν α χουν δέσει τά χέρια καί τά χέρια πέφτουν έπάνω τους πόδια μου!... στο σκοτάδι τους ρί'χνουΐν Ό ΑΛπουτάτα τής αποκρί κάτω καί τούς δένουν χειρο νεται : —’Άν θέλης νά σέ σώ πόδαρα ,μέ χοντίρά χορτόσχοινα. Ταυτόχρονα μια βα σουμε, ελσ πρώτα νά μάς ρεία κι’ άγρια φωνή άικούγετ ται νά τούς λέη.: (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ — Καίλώς ώρίΐσατε κι* έ- χος, τό 4, πού έχει τον τίτλο: σεΐς... Αύριο σάς περιμένει «Τό ΜαΟρο Διαμάντι».
©
4
λύσης! Μπά, σέ καλόαο σου! Ό Ταμπόρ δεμένος, καθώς βρίσκεται κάτω, ρωτάει την αγαπημένη συντρό φι σ σ ά του: — Είναι πολλοί 'Καννίβαλοι ιμέσα στη σπηλιά μας, Ζολάν; — *Αμ έταητο ι, Ταμπόρ... Έχουν τραβηχτή στο βά'θος και κοιμούνται. Μπροστά στο άνοιγμα μένουν ξάγρυ πνοι οι φρουροί κι5 ό κακός αρχηγός τους. — ^Ποιά ψυλή είναι; Μή πως ακόυσες; —Ναι... Είναι άγριοι άνθρωποφάγοι τής φυλής των Χαργούν. Αρχηγός τους εί ναι ό τρομερός Κοράγκα, ό άρχοντας τής φωτιάς!... Τό πρωί θά μάς θυσιάση και τούς τρεΐς στον πύρινο θεό του!... Θά μάς κάψη ζοοντ ανού ο. Ταμπόρ !... Ό Μπουτάτα χασμουριέ τ α ι νυστ αγμ ένα: — Δεν βαριέάαι... Πεοα· στικά νάναι, κι* δλα διορθώ νονται... "Ας κοιμηθούμε τώ ρα... Μττά, σέ καλόοο σας! * * * Τό πρωί ό ουρανός τής ζούγκλας είναι συννεφίασμέ νσς. Μά πρίν ό ήλιος ξεπηδή ση άπό τό μαίκρονό γαλάζιο βουνά, ό Φοβεοός φύλαρχος Κοράγκα ξυπνάει ιμ* άγριες κραυγές τους άνθρωποφάγους του: — Έξω δλοι γιά τό χοοό τής φωτιάς... Πάρτε μαζί σας τους δυο λευκούς καί τρν άράπη πού θά θυσιάσου
Ο ΜΙΚΡΟΣ
με!... Δέν πρέπει νά μείνη ζωντανός κανένας άπ’ αυ τούς!... "Αν πιάσω καί την κόρη μου, θά την κάψω κι* αυτή ζωντανή!... Σέ λίγο οί άγριοι ξεκι νούν· κι* ό Κοράγκα τούς ο δηγεί σ’ ένα ευρύχωρο ξέφω το πού βρίσκεται στις όχθες κάποιου ποταμού. — Κόφτε άμόσως ξύλα, τούς διατάζει, καί στοιβα χτέ τα σ* ένα μεγάλο σω ρό μέ τρεΐς ορθούς πασσά λους στην κορφή του. Πά νω σ’ αυτούς νά δέσετε τα τρία θύματα! Δέν περνάει ούτε μιά ώ“ ρα κι’ ένας τεράστιος σωρός άπό χοντρά “ξύλα υψώνεται στη μέση τού ξέφωτου, μέ τούς τοεΐς όρθούς πασσά λους. Στον μεσαίον άπ’ αυ τούς δένουν την όμορφη· ξαν θειά Ζολάν. Δεξιά κι* άρι στέ ρά της, τον Ταμπόρ καί τον Μπουτάτα. — Καί τώρα βάλτε φωτιά στά ξύλα, ξαναφωνάζει ό άγρι ος φύλαρχος. Κι4 ένώ οί πρώτοι καπνοί καί φλόγες ξεπετάγονται ά πό χρμπλά, ό φοβειοος Κο ράγκα ξεφωνίζει πάλι: — Ό χοοός τής φωτιάς αρχίζει!... ** Οποιος χορέψη καλύτερα θά φάη μονάχος του τό ψημένο λευκό κορίτσι. Οί Καννίβσλοι άρχίζουν άμέσως νά χοοεύουν έξαλλα γύρω στις φλόγες πού σέ λίγο θ’ άγκαλιάσουν τά τρίά δυστυχισμένα θύυ στα!... Κ ά νουν άγριες έτη θετικές κινή σεις μέ τά κοντάρια καί πη-
ΤΑΡΖΑΝ ΐΑ4>*.
φωταγωγημένο μ3 άναμμένα δαδιά πού τό γεμίζουν μαύ ρους καπνούς. Ό Κοράγκα πρόκειται νά παντρέψη Από ψε την όμορφη, κόρη του Ζαχάλ μέ τόν πλούσιο Αρχηγό κάποιας γειτονικής φυλής. Ή νύφη είναι στολισμένη μ5 ένα διάδημα Από τρίχες αγριογούρουνου στα κεφάλι μ3 ένα κολλιέ άπό δόντια τι γρης στο λαιμό καί μέ βρα χιόλια στά χέρια άπ© οαλ σαμωμένα φαρμακερά φιδά κια. 'Όιμως άπ3 τά ρμορφα βουρκωμένα μάτια της κα τρακυλάνε κάθε τόσο, σάν θαμπά μ αργαρ ιτ Αρ ι α, τά 5ά κρύα τής πονεμένης της καρ διάς. Τέλος, όταν ό γαμπρός —ικ,ατά τό έθιμο·—προσφέ ρη στη νύφη, μέλι καί γάλα σ3 ένα δι,αμαντοστολισμένο καύκαλο νεκροκεφαλής, γίνε ται κάτι αναπάντεχο καί φο βερό: Ή Ζαχάλ πετιέτιαι ά“ πότομα ορθή, άρπάζει μέ μιά άγρια ^κίνησι στά χέρια αης τό καύκαλο καί τό πετάει^ στά μούτρα τού γαμ πρού, ψωνάζοντάς του: Ο ΓΑΜΟΣ — Χά ραζά ντουρούν! ΤΗΣ ΖΑΧΑΑ Πού στη διάλεκτο των καν Σ ΓΥΡΙΣΟΥΜ-Ε τώ νί βολών θά πή: Δέν σέ θέ ρα δυο —-τρεις μέρες λω! Ή προσβολή εΐναι θανάσι πίσω στην Ιστορία μας κΓ άς βρεθούμε γιά λί μη καί μονάχα μέ αίμα μπο γο στήν περιοχή που ζουν οι ρεΐ νά ξεπλυθή. Ό γαμπρός φοβεροί αυτοί άνθρωποφά - τραβάει αμέσως τό μαχαί γοι μέ βασιλιά τους τόν Α ρι^ του καί κάνει νά τό καρφώση· στήν καρδιά της. Δέν παίσιο Κοράγκα. ΕΤναι νύχτα. Τό μεγάλο προφταίνει όμως, γιατί τό χορταρένιο παλάτι του βα στιβαρό χέρι τού ποπέρα σιλιά των καννίβαλων είναι της Κοράγκα τόν συγκροτεί»
δουν σάν βρυκόλακες! Ή Φίιφιη, ή μικροσκοπική μαύρη και τετραπέρατη σκυ λίτσα τής Ζολάν, βλέποντας την κυιρά της να κινδυνεύη, χύνεται γαυγίζοντας πάνω στη φωτιά και προσπαθεί νά δαγκάση τις φλόγες της. Τό Κορίτσι τής Ζούγ κλας βγάζει στταρακτίικά ςε φωνητά κι3 ό Ατρόμητος Ταμπαρ ζητάει νά την παρηγο ρήση: — Μην Απελπίζεσαι, Ζο λάν!... Μέχρι που νά μάς φτάσουν οι φλόγες πολλά μπορούν νά συμβούνε.... Ό Θεός τής Ζούγκλας δεν θά εύλογήση ττοτέ τον άδικο χα μό μας. Ό Μτπουτάτα όμως, όσο βλέπει τις φλόγες νά άνεβαί νουν και νά τον πλησιάζουν τόσο ξεφωνίζει μέ μεγαλύτε ρο σπαραγμό κι* άπόγνωσι στους καννίβαλους πού χο ρεύουν γύρω του: — Λυπηθήτε με, Αφέντες χορευταράδες!... Θά τσουρουφλ ιιστή τό τσουλουφάκι μου!...
6
Ο ΜΙΚΡΟΙ
— Μή βιάζεσαι, γα^μττρέ χείλη του άκυρους λύσσας, μου!... "Εγώ έχΐω^ υποχρέω-^ριΜοϋγγιρίΙζει σαν1 πληγωμένο σι να τη σφάξω για τήν ττροσθεριό: βολή πού σουκανε... Θέλω — Έσύ;! 3 Εσύ ή κόρη μόνο νά τη .ρωτήσω πρώτα μου θά παντρευτής ένα συκάτι. χα;μένο λευκό; Θά σφάξω καί Καί γυρίζει αμέσως στην σένα κι3 εκείνον!... κόρη, του: Καί ^τραβώντας μέ βιάσι — Γιαιτί Ζαχάλ δεν θέλεις τό μαίχαΐρι του χύνεται νά νά παντρευτής τον άντρα την σπαραξη. "Ομως ή ό πού διάλεξα για σύντροφο μορφη μαύρη Ζαχάλ είναι τής ζωής σου; αφάνταστα σβέλτη. Μ5 ένα Ή όμορφη κόρη άπακρίνε γρήγορο πήδημα βρίσκεται ται περήφανα: έξω από τό χορτρρένιο πα —)Γ ιατί; δεν τον αγαπώ! λάτι καί τό βάζει σαν ελάφι Θέλω νά παντρευτώ τον ί α- στά πό δ ι α, φωνάζοντ α ς: μπρρ, τό άτρόμητο λευκό — Μπούχ καί Ντάρ!... Παιδί τής Ζούγκλας! 3Ελάτε μαζί· ιμου... 3Ελάτε Τά ιμάτια του Κοράγκα πε μαζί μου!... ^ουν αστραπές οργής καί τά Ό Μπούχ κι3 ό Ντάρ εΐλ
λ
01
λ
>
Κοοννίβαλοι
γ\ /'-ν
του
-
*
Κοράγκα χτυπούν άλύπητα τον έλέφαντα.
ΤΑΡ2ΑΝ
7
'Ο Μττούχ κΓ ό Ντάρ κάνουν
δ.τι
μπορούν για νά σώσουν την
άμορφη Ζαχαλ.
ναι δυο γιγαντόσωμοι ;μοΰ£>ροι, οι τγιο δυνατοί άντρες Ήής φυλής των Χαργούν. 5Α κου νε τό κάλεσμα τής Ζα χόολ καί τρέχουν πρόθυμα ξοπίσω της... "Έτσι ό πρωτόγονος αυ τός γάμος διαλύεται. Ό γα μπρός παίρνει θυμωμένος; τους άνθρώπους του κα’ί φευ γει. Ό Κοράγκα διαλέγει τούς πιο γερούς άντρες τής φυλής του καί τούς διατάζει μανιασμένος: —Εμπρός!... Πάμε στη σπηλιά του λευκού παιδιού. Αύριο τό πρωΐ θά θυσιάσου με στο θεό τής φωτιάς κι3 αυτόν καί τούς συντρόφους
του!·.. Ή ορδή των καννίβαλων ξεκινάει αμέσως καί ύστερ5 από δυο—τρεΐς ώρες φθάνει στη σπηλιά. Μονάχα ή Ζολάν όμως βρίσκεται έκεΐ κι3 ό Κρράγικα διατάζει νά τη δέ σουν χειροπόδαρα. “Ύστερα, βάζει τούς άνθρώπους νά πλαγιάσουν στο βάθος, κι3 αυτός μέ μερικούς άπ3 ^τούς πιο χειροδύναμους κρύβον ται στ3 άνοιγμα τής σπηλιάς αφού πρώτα σβήνουν τό λυ χνάρι γιά νά μή διακρίνωνται. "Έτσι, δταν σέ λίγο ψθά νουν ό Ταμπόρ κι3 ό Μπου^άτα, χύνονται ^ πάνω τους, τους ρίχνουν κάτω καί τούς
§
δένουν- χέρια; καί ποδάρια... Καί τό συννεφιασμένο^ πρωί —όπως είδαμε — τούς ψέρ νουν στο ξέφωτο κι5 ανάβουν τή μεγάλη φωτιά νά τούς κάψουν... ΒΡΟΧΗ, ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ, ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυ ρίσου με σ' αυτό τό ξέφωτο, όπου οϊ κανν,βαιΑοι χορεύουν κΓ άλαλάζουν άγρια γύρω αϊτό τή φω τιά πού αί φλόγες της έχουν αρχίσει νά γλείφουν τά πό δια του Ταμπόρ καί των δύο συντρόφων του. Ή άμοιρη, Ζολάν,, βλέπσν τας ιμέ άπόγνωσι πώς δέν υ πάρχει πιά καμμί'ά ελπίδά σωτηρίας, φωνάζει στ ή ·μικροσκαπική σκυλίτσα της δείχνοντάς της μέ τά μάτια τούς τρομακτικούς άνθρωποφάγους πού χορεύουν γύρω τους: — Επάνω^ τους, Φίφη!... Φάτους, Φιφί/κα μου! Ό κουτός .Μπουτάτα την ακούει καί δεμένος στον πάσ σαΐλο καθώς βρίσκεται, μουρ μαυρίζει: — Μη τούς τρως, φίφη ιμου! θά βαρυστομαχιάσης! Οί φλόγες όμως καίνε τώ ρα τά ποδάρια των τριών συντρόφων, πού όλοι μαζί άρχίζαυν νά μαυγγρίζαυν πο νεμένα καί νά ξεφωνίζουν σπαρακτικά... Σέ λίγες στι γμές, θά παραδώσαυν τίς ψυ χές τους οπό Θεό τής Ζούγ κλας. Καί νά: -αφνικά χοντρές
Ο ΜΙΚΡΟΣ
πυκνές ψιχάλες αρχίζουν νά πέφτουν από τον συννεφίασμέ νο ουρανό. Οι φλόγες ύπο χωρουν σι·γά—σιγά, μά πριν προλάβουν νά σβήσουν, ή α δύναμη; αυτή βραχούλα στα ματάει απότομα όπως άρχι σε.^ Ό Ταμπόρ^ κι5 ή Ζολάν πού είχαν^ ελπίσει, γιά μιά στιγμή, πώς τά σύννεφα τού ουρανού θά έσβηναν τή φω τιά γιά ^νά τούς σώσουν, α πογοητεύονται τώρα.Ό Μπου τάτα όμως είναι ευχαριστη μένος : — Καλά πού σταμάτησε ή βροχή, αφέντες Παιδιά! Θά γ ινόμ αστ ε μούσκ ε μ α!... Τήν^ ίδια στιγμή, ό Ταμ πόρ κάτι βλέπει καί βγάζει μια παράξενη δυνατή κραυ γή προσκλήσεως. Καί σέ λί γο ένα τεράστιος ελέφαντας πλησιάζει^ τρέχοντας στό ξε φωτο; Βλέπει τίς φλόγες της φωτιάς, πού, ξαναφούντωναν τας μετά τό καλμάρισμα τής βροχής, απειλούν τον άγαπη μένο του λευκό, καί κάνει κάτι απίστευτο. Αρχίζει νά πηγαινοέρχεται στό ποτάμι καί, γεμίζοντας τήν προβο σκίδα του νερό, νά το έκσφενδονίζη σαν πυροσβέστης πάνω στις φλόγες ποΰναι τώρα έτοιμες νά ξαναφτάσουν τούς τρεις συντρόφους. Καί δέν αργεί μ’ αυτό τον τρόπο νά μισοσβήση πάλι τή φωτιά... Στήν αρχή, οί άγριος στέ κουν ακίνητοι καί κυττάζουν χαμένα τίς κινήσεις τού θη ρίου. Μά γρήγορα ό Κοράγκα τούς συνεφέρνει, φωνάζον
ΤΑΡΤΑΝ
τάς τους: — Σκοτώστε τον έλέψαν τα!... ΕΤνα ι μ εγάλη ττ.ροσ βο λή για τό Θεό τής Φωτιάς νά σβήση ένα θηιρίο τις φλό γες τής θυσίας του! "Αν δεν σκοτώσετε αμέσως τόν έλέΦσντα, ό θεός θά θυμοόση καί θά ρίιξη,' τή βροντεοή φωτιά του ουρανού νά σάς κάψη I Οί καννίβαλοι πού τρέμουν τους κεραυνούς, χύνονται δ* λ οι ιμαζί :μέ λύσσα πάνω στον έλέφαντα, χτυπώντας καί καρφώνοντας τά κοντάρια τους στο τεράστιο κορμί του. νΑλλοι μέ τίς χαντζά ρες τους πασχίζουν νά του κόψουν τή μακρυά γερή προ βοσκίδα του καί ζητάνε νά καρφώσουν τά κοντάρια τους στις κόγχες των ματιών του. ” Αλλοι ι μπαίνουν κάτω άπό τήν κοιλιά του, πού τό δέρμα είναι πιο μαλακό, καί τόν χτυπάνε ιμέ τά μαχαίρια τους. 9Αλλά κι* ό έλέφσντας δεν κάθεται μέ σταυρωμέ νο;... πόδια, πού λένε. *Αλ λους αρπάζει ιμέ τήν πρόβα* ακίδα του καί τούς τινάζει πάνω άπό τίς κορφές των δέν τρων, ή στά ορμητικά νερά του ποταμού πού βρίσκεται κοντά. ί< ιί* άλλους ποδοπα τάει καί σκοτώνει στριγγλί ζοντας μέ λύσσα. Ό Ταμπό ο κι* ή Ζολάν Φωνάζουν σάν τρελλοί στον έλέφαντα δίνοντάς του ικουοά γιο ν* άτιστσθή στην έπίθεσι των καννίβαλων. Ένώ ή Φίφη νομίζοντας πώς καί τό 8η ο ίο εΐναι^ έχθρός τους άρ παζε ι πηδώνταο ^ λ<πτ ή ου
9
ρά του καί κρέμεται σάν μαύρη φούντα άπ5 αυτήν. Μόνον ό κωμικοτραγικός Μπουτάτα καταφέρνει νά δια τη ρήση τήν ψυχραιμία του καί φωνάζει στο μανιασμέ νο θηρίο: ■— Κομράνιο, Αφέντη έλέ φαντα!... Σήκω στά πισινά σου ποδάρια καί τάραξε τους στις γροθιές!... ^Αλλοίμονο όμως!... Ό έλέφαντας είναι ένας καί οι άγριοι πού τόν χτυπάνε πολ λοί. Τά άμέτρητσ κοντάρια πού έχουν καοφωθή στό κορ μί του τόν κάνουν νά μοιάζη σάν ένας τεράστιος σκαντζό χοιοος! Τό αίμα του πού τρέχει κάτω, έχει κάνει τό τρέχει κάτω_ έχει κάνει στό Καί νά: Ξαφνικά ένας γι γαντόσωμος καί φοβερός σέ δυναμι Κ αννίβαλος, μ* ένα πετυχηυένό χτύπημα του τσε κουριοΟ του. κόβει πέρα γιά πέοα τήν ποοβοσκί5α του πα χύδειομου. *!Ενώ δυο άλλοι, σκαρφαλωμένοι στό κεφάλι του καοφώνουν, σχεδόν ταυ τόχρονα. τά κοντάρια τους στις ^ ικόγχες των μεγάλων ματιών του. Τυφλωμένος τώρα καί α νάπηρος ό τεράστιος έλέφαν τας στριγγλίζει μανιασμένα, στριφογυρίζοντας, ποδοπα τώντας καί σκορπίζοντας τό θάνατο στους άγριουο μαύ ρους άντιπάλους του. *Ώσπθυ τέλος σκοντάφτει σέ μιά με γάλη πέτρα καί σωριάζεται βαούς κάτω. Έτσι ο\ Κσννί βαλοι βρίσκουν την εύκαιρία νά τόν Αποτελειώσουν μέ φο-
το
βέρά και (μανιασμένα χτυπή ματα των κσνταριών, των μα χαιριών καί των τσεκουριών τους. Τό περήφανο Έλλη,νόίπουλο τής ζούγκλας δακρύζει για τον άδικο χαμό του αγαπημέ νου του ελέφαντα, που θυσιά στηικε για νά τους σώση. Ό Μπουτάτα ξεσπάει σέ δυνατό καί άγαρμπο κλάμα. — 'Χχ, αφέντη μακαρίτη μου!... Πώς θά πας τοόρα στον "Άδη χωρίς προβοσκί δα; Θά σέ περάσουνε γιά... γάιδαρο! Ό φύλαρχος Κοράγκα α φρίζει τώρα από τό κακό του καί διατάζει όσους από τους μαύρους του έχουν άπορείνει
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ζωντανοί: — 'Ανάφτε πάλι γρήγορα τη φωτιά!... Ό Θεός περιμέ νει τη θυσία μας. Την ίδια όμως^ στιγμή, ό μικρός Ταρζάν αητό τόν πάσ σαλο πού βρίσκεται δεμένος, βγάζει μια άλλη παράξενη κραυγή. Δεν περνούν λίγα λε πτά, καί τά βυό αγαπημένα του λεοντάρια, ό Ζόχ καί η Φάν φτάνουν τοέχοντας στο ξέφωτο καί1, βγάζοντας άγρι ους βρυχηθμούς, χύνονται πά νω στους Καννίβαλους καί άρ χίίζουν νά τούς σπαράζουν με δόντια καί νύχια. Ό Κοράγκα πηδάει πρώ τος πάνω στον τεράστιο σω ρό τών αναμμένων ξύλων καί
'Η τρομακτική γροθιά του Ταμπόρ πέφτει σόον κεραυνός στο κεφάλι του γιγαντόσωμου Μπούχ.
ΤΑΡΖΑΝ
Π
Ξαφνικά ενα μεγάλο μεταξωτό καί γερό δίχτυ ττέφτει πάνω άττ* τους τρεις ανύποπτους συντρόφους.
Φωνάζει ατούς άλλους: — Ελάτε δλοΊ έδώ ικοντά μου... Οι φλόγες ττού καίνε γύρω θά μάς προστατέψουν Τά λεοντάρια φοβούνται τή φωτιά. "Ετσι !καί γίνεται. Σε λί>ες στιγμές οί άν9ρωατοφάγο·ι βρίσκονται πάνω ατά ξύλα καί γύρω ιστούς πασσάλους Ίτου είναι δεμένοι οί τοεΐς σύντροφοι. Καί άπό τή σιγου ρη αυτή θέσι πετάνε στά λεοντάρια τις σαΐτες καί τά κον τάρια τους καί τά τραυματί ζουν βαρειά. Τά δυο θηρία α ναγκάζονται νά φύγουν ουρ λιάζοντας πονειμένα... Ό ιάπαίίσιος Κοράγκα δί νει πάλι πρώτος τό σύνθημα
καί ξαναπηδόυν όλοι κάτω άπό τή στίβα των ξύλων πού έχουν ξαναρχίσει νά φουντώ νουν. — Εμπρός τώρα! Φωτιά καί χορό!, ουρλιάζει μέ ά γρια χαρά. Λεν προφταίνει όμως νά τε λειώση τά λόγια του όταν ξα φνίικά βγάζη ενα σπαρακτι κό καί ττονεμένο ξεφωνητό. Ή Φίφη, πού στο ,μεταξύ εί χε σκαρφαλώσει στά χαμηλά κλαδιά κάποιου κοντινού δέν.τρου, πηδάει στους ώμους του Κοράγκα καί του δαγκω νει τήν καρωτίδα. Ό κοκούργος φύλαρχος τήν άρπάζει άμέαως καί τήν πετάει μακρυά, ενώ άπό τό
12
λαιμό του τρέχει βρύση: τό αΐ μα. Και σχεδόν αμέσως σω ριάζεται κάτω και σφαδάζει σαν σφαγμένο αρνί... Οι γ\ αννίβαιλαι δένουν γρή γαρ,α την πληγή του Λαιμού του, του σταματούν το αΐμα καί με τά θαυματουργά βό τανα καί γιατροσόφια τους, καταφέρνουν γρήγορα νά τον κόονουν καλά καί νά τον στή σουν όρθιο. Ό Κοράγκα, πού είχε πα λέψει ιμέ λεοντάρια καί τί γρεις χωρί ς νά πάθη ποτέ τέ τοιο κακό, αφρίζει τώρα άπό τή λύσσα του. Καί φωνάζει βραχνά: — Κόφτε άπό γύρω χον τρά φύλλα ικαΐί κάντε άέρα στη φωτιά γιά νά φούντωσή! "Αν δεν κάψω τά τρία αυτά ««σκυλιά», θά σφαχτώ μονά χος μέ τό μαχαίρι μου!... ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ
! ΦΛΟΓ Ε Σ τρ ι γυρ ί ζουν απειλητικές πάλι τούς τρεΐς δεμένους συντρόφους. Ό "Γαμπόρ καί Π Ζολάν καταλαβαίνουν πώς ό Χήρος τής φωτιάς μετράει τώρα τις τελευταίες τους στι γμές. Ό Μπουτάτα τούς α κούει ν αναστενάζουν καί πα ραξενεύεται: — Μπά, σέ καλό σας!... Γιά νά φοβόσαστε τή φωτιά θά πή πώς δεν πεινάτε. Έγώ περιμένω πώς καί πώς νά ψη θώ γιά νά καταβροχθίσω κα νένα μπούτι μου! -αφνικά, άπό τό μέρος τού ποταμού, άκούγονται τρομα
0
Ο ΜΙΚΡΟΙ
γμένα γαυγίσματα τής Φίφης Καί^ ισέ λίγες στιγμές ένας τ εράστ ιος κροκόδε ιλος σέρνε ται αργά καί μέ δυσκολία καί φτάνει κοντά στη φωτιά. 01 Καννίβαλοι σηκώνουν απειλητικά τά κοντάρια τους καί είναι έτοιμοι νά χυθούν καί νά τον σκοτώσουν καρφώ1νοντ ά ς τα στ ά μ άτ ι α του 5 Α μ έ σως όμως βλέπουν τον κροκό δειλό ν άνοίγη τά απέραντα τρομακτικά σαγόνια του καί τον άκοΰνε νά φωνάζη μέ λε πτή διαπεραστική φωνή: — Φύλαρχε Κοράγκα!... Ό Θεός τής Φωτιάς μ’ έστει λε νά σου πω πώς θέλει να τού θυσιάσης μόνο τό λευκό κορίτσΜκαί τον άράπη μέ το τσουλούφι. Τό λευκό παιδί νά τό άφήσης λεύτερο^ νά ξαναγυρίΙση στη σπηλιά του. Ό Κροκόδειλος δεν προ φταίνει νά τελειώση τά λόγια του, γιατί ό φύλαρχος καί οί Καννίιβαλοί του, δεισιόαίμονες καθώς είναι, ^άκουγοντάς τον νά ιμιλόοηί μ3 ανθρώπινη, λαλιά, τό βάζουν στά πόδια καί τρέχουν νά σωθούν τρομο κρατημένοι. Ένώ ό^ κροκόδε ι λος κάνοντας στροφή καί προ χορώντας αργά, χάνεται πί σω άπό τις πυκνές καλαμιές τής όχθης τού ποταμού. Ελεύθερη τώρα ή τετραπέ ρατη Φίφη, πηδάει πάνω άπό τις φλόγες καί ροκανίζοντας γρήγορα μέ τά δοντάκια της, κόβει τά γερό χορτόσχοινο πού είναι δεμένη ή κυρά της. Ή Ζολάν τραβάει αμέσως τό μικρό μαχαιράκι ^τής ζώνης της καί κόβει, πιο γρήγορα
ΤΑΡΖΑΝ
άκόμα, τα σκοινιά πού δένουν τον Ταμπόρ καί τον Μπτουτά τα. "Έτσι, τρείλλίαί άτττό χαρά οι δυο "λευκοί σύντροφοι πη δουν οπτό τις φλόγες καί δο ξάζουν τό Θεό της ζούγκλας νιά τή σωτηρία τους. Καθυ στερημένος ικάπως, πηδάει καί ό Μπουτάτ'α έξω άττό τή φωτιά, ξεφωνίζοντας μ’ άττόγνωσι: —-Βοήθεια!... Σ ώστε με! Χάνομαι!... Ό Ταμπόρ τον αρπάζει α πό τό μπράτσο άνήσυχος: — Τί τρέχει; Τί έπαθες; Κι* έκεΐνος ξεσπώντας άπό τομα σέ πονεμένους λυγμούς, ί' Αποκρίνεται: —Δεν... δεν βλέπεις; Τσου ...τσουρουφλίιστηικε τό τσου... τ σουλουφάκ ι μου!... Ό μικρός Ταρζάν καί ή συντράφ ι σσά του χαϊδεύουν μέ ^βουρκωμένα μάτια τό νε κρό ελέφαντα. "Υστερα παρα τώντας τή φωτιά πού έχει φουντώσει πιά καί οι φλόγες της ξεπερνάνε τώρα καί τίς κρρυφές των θεαμάτων δέν τρων, παίρνουν τό μονοπάτι καί ξεκινούν άργά γιά νά ξα -ναγυιρίσόυν στή σπηλιά τους. Καθώς προχωρούν, τό Παι δί τής Ζούγκλας μουρμουρά ζει μονολογώντας: — Τί νά ήταν άραγε αυ τός ό κροκόδειλος; Πώς μπο ρουσε νά μιιλόαη μ* ανθρώπινη φωνή; Έτσι μοΰρχεται νά γυ ρίσω στο ποτάμι καί νά τον βρω... Ή Ζολάν τον συγκροτεί ά νήσυχη;
13
— "Οχι, Ταμπόρ... Μπορεί νά είναι κανένα στοιχειό με ταμορφωμένο σέ κροκόδειλο! "Αν πας νά τό πειράξης, θά σου κάνη κακόί... Καλύτερα νά γυρίσουμε στή σπηλιά μας. Ό Μπουτάτα χαζογελάει: — Μπά, σέ καλό σας! Πα ράξενο σάς φάνηκε νά μιλάη ένας κροκόδειλος; ’Έγώ τό τε πού εΐχα κατέβει στο με γάλο λιμάνι, ακόυσα δχι νά μιλάη μό;νο, μά καί νά τραγουδάη... ^ — Κορμιά γκαμήλα; τον διακόπτει ειρωνικά ή Ζολάν. — "Οχι... "Ενα τετράγωνο κουτί μ’ ένα χωνί μεγάλο! Οί τρεΐς σύντροφοι δέν έ χουν προλάβει νά προχωρή σουν πολύ ιστό .μονοπάτι, δταν τή στιγμή πού περνούν ανύποπτοι >άπό τά χαμηλά κλαδιά κάποιου δέντρου, γί νεται κάτι Αναπάντεχο: 8Ακουνε ένα παράξενο θόρυβο στά κλαδιά αυτά καί πριν προλάβουν νά σηκώσουν τά κεφάλια τους νά δουν, πέφτει πάνω τους ένα μεγάλο καί γε ρό δίχτυ. Είναι άπό τά γερά υεταξωτά δίχτυα πού φτιά χνουν οί άγριοι ιθαγενείς κυ νηγοί γά νά τά πετάνε πάνω στά θηρία πού θέλουν νά αίχ μαλωτίσουν. Έτσι ό Ταμπόρ, ή Ζολάν, ό Μπουτάτα καί ή Φίφη άκό μα, ^βρίσκονται ξαφνικά μπλε γμένοι στο δίχτυ αυτό καί Αγωνίζονται Απεγνωσμένα νά έλευθειρωθοΰν. Μά τό δίχτυ εΐ ναι τέτοιο, ττου σσο προσπα-
14
θεΐ κανείς νά ξεμπλέξη, τόσο μπλέκεται περισσότερο. Ό .μιικρός Ταρζάν οιμως κα ταφέρνει νά βγή από το δίχτυ και ετοιμάζεται τώρα νά έλευθερώση τους άλλους δυο συντρόιφους του. Δεν προφταί νει όμως, γιατί την ίδια στι γμή, δυο γιγαντόσωμοι και χεροδύναμο ι (μ αύρα ι πηδούν άπό τό δέντρο, αρπάζουν τον Ταιμπόρ καί κάνουν νά τον δέσουν μέ δυο χοντρά χορτό σκοινά που κρατάνε. Μά ό Ταμπόρ είναι "Ελλη, νας! Καί ένας "Ελληνας όσο ζή αγωνίζεται και ,μονάχα τό πτώμα του παραδίδει στον ε χθροί. Σφίγγει ίλοιπΙόν αμέ σως την τρομακτική γροθιά του και την τινάζει ,μέ αφάν ταστη ορμή στο σαγόνι τού ενός άπό τους δυο -μαύρους. Αυτός στριφογυρίζει γιά λί γο σά νά τον χτύπησε κεραυ νός στο κεφάλι, φτύνει κάτω δυο -τρία ματωμένα δόντια του, μά δεν πέφτει. Και ση κώνοντας άμέσως τις χερού κλες του, αρπάζει τόν Τα μπόρ άπό τό λαιμό και τόν σφίγγει μέ άφάνταστη δύναμι και λύσσα. Ταυτόχρονα, ό άλλος άράπης προσπαθεί μέ τό χοντρό χορτάσκοινο νά δέ ση τά πόδια τού Παιδιού τής Ζούγκλας. Ό μιικρός Ταρζάν, που νοι ώθει νά πνίγεται, παίρνει υ περάνθρωπη δύναιμι. Δίνει πρώτα ιμιά φοβερή κλωτσιά προς τά πίσω πού βρίσκεται σκυμμένος ό δεύτερος Καννίβαλος. Ή σκληρή φτέρνα του χτυπάει μέ δύναμι και όρμή
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τό κεφάλι τού μαύρου πού άνατρέπετσι καί μένει άναίσθητος. Αμέσως ό Ταμπόρ καί χωρίς νά χάση στιγμή, χτυπάει δυνατά κι5 άπότομα μέ τό γόνατό του την κοιλιά τού πρώτου άράπη που τού σφίγγει θανάσιιμα τό λαιμό. Καί νά: ό μεγαλόσωμος μαύ ρος παρατάει τό λαιμό του, στριφογυρίζει γιά λίγο καί σωρ ιάζετσ11 κάτω άιναίσθητος κι5 αυτός. Ελεύθερο τώρα τό άτρομη μητο παιδί σκύβει ατό δίχτυ γιά νά έλευθερώση τή Ζολάν καί τόν Μπουτάτα, δτο;,ν γρή γορο καί άνάλαψρο· ποδοδολη τό άκούγεται νά πλησιάζη,. Ό Ταμπόρ σηκώνει γρήγορα τό κεφάλι του νά δ ή ποιος έρχεται. Μαρμαρώνει όμως, ά κινητός στή θέσι πού βρίσκε ται, ενώ τά (μάτια του άνοίγουν διάπλατα άπό κατάπλη ξι καί θαυμασμό! Ταυτόχρο να :μιά φωνή αντηχεί: — Μή, Ταμπόρ!... Μή!... Η «ΦΩΝΗ» ΤΟΥ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥ
Σ ^ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως γιά λίγο τό μικρό Ταΐρ ζάν νά κυττάζη κοπάπληκτος καί μέ θαυμασμό προς τό ίμερος πού ακούστη καν τά πάρα πάνω λόγια, καί άς παρακολουθήσουμε τή Ζα χάλ, άπό τή στιγμή που πρό ο'βαίλε τό φύλαρχο που ήταν νά παντρευτη καί έφυγε τρέχοντας άπό τό παλάτι του μανιασμένου πατέρα της. Ή νέα καί πεντάμορφη μαύ ρ η β ασ ιλ σπσύλσ, φ εύγΟ'ντ ας,
ΤΑΡΖΑΝ
όπως είδαμε, πήρε μαζί της τον Μπουχ και τον Ντάρ, τούς πιο /δυνατούς άντρες της Φυλής της. Έτσι, σαν ξεμακ ραίνουν αρκετά άττό το πα λάτι καί άττο τό χωριό, στα ματάει κάπου κουρασμένη και λιέει στον ένα άττό τούς δυο
15
Ό Ντάρ την κυττάζει χα μένα: ^ ^ Κ ύ εμένα; ^ θά ήθελες νά γίνη-ς συντράφισσά μου; θά μέ βοηθήσης νά γίνω· βα σιλιάς τής Φυλής των Χαργο-ύν; — Ναζ του αποκρίνεται ή άράπηδες: Ζαχάλ. Γί* αυτό δεν δέχτηκα —- Διψάω πολύ, καλέ -μου νά παντρευτώ τό γειτονικό φύ Μ'πσύχ... Τρέιξε στην πηγή λαοχο. Φτάνει άμως νά μέ βο πού βρίσκεται κοντά, κόψε έ ηθήσης κι’ -έσύ, κάνοντας δ,τι ναν ιμεγάλο κόκκινο κρίνο καί σου λέω, καί νά μή μάθη τί ψέρτον μου· γε)μάτον δροσε.οό ποτα άπ5 δσα σοΰ είπα, ό νεράκι... Έσύ Ντάρ -μείνε εδώ Μπουχ. Σ ύμφωνο ι; νά μη χυθη πάνω μου κανένα — Σύμφωνοι. πευνασμένο θηρίο... Σέ λίγες στιγμές φτάνει ό Ό Μπουχ ψεύγει πρόθυρα λλπούχ κρατώντας έναν μεγά νά έκτελέση την έπιθυμία τής λο κόκκινο κρίνο γεμάτον δρο ομορφης βασιλοπούλας πού σερό νεράκι τής πηγής. γι’ αυτόν είναι κάτι παραπά Ή πεντάμορφη άγρια κονω άπό διαταγή. πέλλα τό πίνει δλο καί ψιθυ Μόλις όμως τό ποδοβολητό ρίζει μέ παράπονο: του χάνεται στο σκοτάδι τής ^— *Άχ!... Διψάω δμως α νύχτας, ή Ζαχάλ κυττάζει μέ κόμα!... θά πάς τώρα έσύ χαμογελαστά μάτια τον άρά- Ντάρ νά μου τό ξαναγεμίσης; πη πού έχει μείνει κοντά της Πιο πρόθυμος ό Ντάρ — καί του λέει: ύστερα μάλιστα άπό δσα τού — Ξέρεις Ντά-ρ πώς είσαι είχε πή —- άρπαζει άπό τά ό πιο γεινναΐος καί δυνατός χέρια της τον κόκκινο κρίνο άντρας τής φυλής μας; καί τρέχει, τρελλός άπό χαρά Ό φοβερός άνθρωίποφάγος γ:ά την πηγή. Μά μόλις καί μουρμουρίζει: τό δικό του ποδοβολητό χάνε — Κι5 ό Μπουχ είναι δυ ται στο σκοτάδι τής νύχτας, νατός καί γενναίος σάν καί ή Ζαχάλ, άκουμπάει τό χέρι μένα... της στον ώμο του Κ αννίβα— ιΝαί1, του αποκρίνεται ή λου πού βρίσκεται κοντά της άνθρωποφάγα Ζαχάλ. Μά 6 καί του λέει: Μπουχ είναι άσχημος... Δεν —- Ξέρεις Μπουχ πώς είσαι θά ήθελα ποτέ νά γίνω συντρό ό πιο άμορφος κι’ έξυπνος άν Φίσσά του, ούτε θά τον βοη τρας τής φυλής μας; θούσα ποτέ νά ρίξη άπό τον Ό άρ-άπηρ μουρμουρίζει: θρόνο τον πατέρα μου καί νά —-Καί ό Ντάρ είναι άμορ γίνη αυτός βασιλιάς τής χώ φος καί έξυπνος σάν καί μένά. ρας μας... — Ναί, τ’ αποκρίνεται ή
16
δι-τπρδσκητηι Ζαιχίάλ. Μά ό Ντάρ είναι δειλός... Δεν θά ήθελα ττοτέ νά γίνω συντρόφισσά του. ούτε θά τον βοη θούσα ποτέ νά ράΐξη από τό θρόνο τον πατέρα μου καί νά γίνη αυτός βασιλιάς της χώ ρας μας. Ό Μπουχ την κυττάζει μέ τρελλή χαρά: *—· Κι* εγώ; θά ήθελες νά γίνω σύντροφός σου; Θά μέ δοηθήσης νά γίνω βασιλιάς τής φυλής; —Νάί, τ’ Αποκρίνεται ή Ζαχάλ. Γι’ αυτό δεν δέχτηκα να παντρευτώ το γειτονιικό φύ λαοχο. Φτάνει όμως νά μέ 6ο ηθησης κι’ έσύ, κάνοντας ο,τι σου λέω., καί νά μή μάθη. τί ποτα άπό όσα σου εΤπα. ό Ντάρ. Σύμφωνοι; — Σύμφωνοι. Σέ λίγες στιγμές Φτάνει ό Ντάρ κρατώντας τον Τδιο κόκ κινο κρίνο γεμάτον νερό τής πηγής. Ή πεντάμορφη, μαύρη τον παίρνει καί τόν αδειάζει κάτω μουρμουρίζοντας: — Ευχαριστώ·... Δεν διψάω πιά. Καί προσθέτει αμέσως τρα βώντσς τους νά ξεκινήσουν: —αιέρω καλά πώς ό ποτέ ρας μου θά πάη απόψε νά κά νη κακό σ' ένα λευκό Παιδί1, τόν Τσμπόρ, που κάποτε μ5 έοωσε άπό τά δόντια ίμιας πει νσισμένης τίγρης... Αυτόν θέ λω μονάχα νά σώσω. Γιά τη λευκή συντρόφ ισσά του καί τόν άοάπη μέ τό τσουλούφι δέν μέ νοιάζει. "Ας τούς θυ~ σάση ό πατέρας μου ατό Θεό τής Φωτιάς.
ο Μίκραχ
— Καί που θά πάμε τώρα; ρωτάνε μ* ένα στόμα ό Μπουχ καί ό Ντάο. λ— Πρώτα στις καλύβες Τών κυνηγών, τούς απαντάει. Θέλω νά πάρουμε μαζί μας ένα μεγάλο καί γερό δίχτυ. * Υστερα θά περάσουμε άπό τή σπηλιά του τυφλού μάγου Ζοχράν. Καί τέλος θά τρσβή ξαυμε γιά την περιοχή πού μένει τό λευκό Παιδί τής Ζούγκλας... "Ετσι καί γίνεται. Καί τό πρωί ή Ζαχάλ καί οί δύο γι γαντόσωμοι Καννίβαλοι φτά νουν στήν όχθη ενός μεγάλου ποταμού. Κάπου εκεί κοντά βλέπουν νά υψώνωνται μαύροι καπνοί, καί άκσύνε τούς ά γριους αλαλαγμούς τών Κανν,'βάλων τής φυλής τους πού χορεύουν γύρω άπό τή φωτιά τής θυσίας. Ή όμορφη μαύρη ξέμακραί νε’ λίγο άπό τούς συντρόφους της καί κρύβεται πίσω άπό τις καλαμιές τής όχθης. 'Απο έκεΤ παρακολουθεί αυτά πού γίνονται στο ξέφωτο καί συλ λογιέται τί νά κάνη γιά νά σώ ση τό λευκό παιδίλΑά τήν ίδια στιγμή ένας τεράστιος κροκόδειλος που βοισκότσν κρυμμένος κι* αυ τός στις καλαμιές, άνοίγει τά τεράστια σαγόνια του, άρπα ζει τή Ζαχάλ καί γυρίζοντας ποοχωρεΐ άργά νά ξαναβουτήξη στο ποτάμι. Ή άγρια βασιλοπούλα βγά ζει σπαρακτικά ξεφωνητά πού δεν τ5 άκούει όμως ό πατέρας της, γιατί τά σκεπάζουν οι
ΤΑΡΖΑΝ
17
αλαλαγμοί τών Καννιβάλων νεται καί πετιέται όρθια:, μά μέ καταματωμένο τό άγαλμα πού χορεύουν γύ|ρω από τή τένιο μαύρο κορμί ^ της. Κι* ά φωτιά. μέσως διατάζει τούς σωτήρες Την άκοϋνε όμως οι δυο γι της: γανπόσωμοι και χεροδύναμοι μαύροι πού 6 καθένας χωρι —- Θέλω νά γδάρετε γρή στά είναι έτοιμος να σκοτωθή γορα μέ τά μαχαίρια σας τόν για νά σώση τή γυναίκα που ο'κοτωμένο κροκόδειλο. "Οσο πιστεύει πώς θά γίνη συντρό π ι ό γρ ήγορ α μπορ εΐτ ε!... Μο φισσά του καί 8ά τον κάνη νάχα μέ τό τομάρι του θά μπο βασιλιά. ρέσω νά οώσω τόν Ταμπόρ Κι" αμέσως, ό Μπούχ τρα από τά χέρια τού μανιασμέ βάει τό μαχαίρι του και ιμ’ έ νου πατέρα μου. Οι δυο τρομεροί άνθρωπονα πήδημα βρίσκεται καβάλα φάγοι γδέρνουν γρήγορα μέ στη ράχη τού κροκόδειλου, κοντά οπό κεφάλι τουν Ταυτό τά μαχαίρια τους τό τεράστιο ερπετό. Ή Ζαχάλ νώνεται α χρονα κι5 ό Ντάρ αρπάζει την μέσως μέσα στο φολιδωτό το ουρά τού έρπετού με τά δυο μάρι του, βάζοντας τά χέρια του χέρια καί τραβώντας τη προσπαθεί νά καθυστέρηση της στο κούφωμα τών μπροτην πορεία του προς τό πο οπινών του ποδαριών. "Ετσι μπρούμυτα πεσμένη, καταφέρ τάμι, δίνοντας έτσι καιρό στο νει νά σέρνεται αργά καί σιΜπούχ, πού βρίσκεται στη γά-σιγά νά πλησιάση στό ξέ ράχη του, νά κάνη αυτό πού φωτο πού γινόταν ό χορός πρέίπει νά κάνη. Καί πραγματικά: Ό Μπούχ τής φωτιάς, όπως τήν είδαμε. " Υστερα, παραλλάζοντας τή μέ αφάνταστη σβελτάδα καί δύναμι καρφώνει την αστρα φωνή της νά λέη αυτά πού άκ* υσαμε νά λέη.. Κι3 6 πατέ φτερή λάμα τού μαχαιριού του πρώτα στο δεξί μάτι κι5 ρας της καί άί δεισιδαίμονες Κ αννίβαλοί του, άκούγσντας ύστερα στ1 αριστερό τού κρο κόδειλου. Τό μαχαίρι φτάνει τόιν κροκόδειλο πού μιλούσε στο μυαλό του καί τό θηρίο παράτησαν τά θύματά τους καί τό έβαλαν στά πόδια τρο μένει άμέσως ακίνητο καί νεκρό. μοκρατημένοι γιά νά σωθούν. Τέλος ό «κροκόδειλος» ξαΌ Ντάρ παρατάει αμέσως τήν ουρά του καί μ5 ένα πή ναγυρίζει στήν όχθη καί ή δημα βρίσκεται τώρα μπρο Ζαχάλ βγαίνει από τό ζεστό ακόμα τομάρι του καί δίνει στά στο σκοτωμένο κροικόδει κα ινούρ για δ ι ατ αγή στού ς λο. Πατάει μέ τό ένα ποδάρι τό κάτω σαγόνι του καί αρ μαύρους της. πάζοντας τό επάνω υέ τά δυο — Π'πγαίνετε άμέσως στή του χέρια, τό τραβάει μέ δυ- φωτιά καί βγάλτε από τις φλό ναμι καί τού άνοιγει τό στό γες μονάχα τό λευκό παιδί. μα. *Έτσι ή Ζαχάλ έλευθερώ- Τούς άλλους δυο, τό κορίτσι
και τον άράπιη, αφήστε τους δεμένους πάνω στα ξύλα νά καούν ζωντανοί! I Οι δυο άγριοι όμως, δέν προφταίνουν νά έκτείλέσουν τή διαταγή τής άμορφης βασιλο πούλας τους. Γιστΐ στό μετά ξύ, ή Φίιφη, όπως είδαμε, ει χε ροκανίσει τά σκοινιά και ελευθερώσει τή Ζολάν, ^που κι3 αυτή έλευθέρωσε αμέσως τον Ταμπόρ και τον Μίττουτά τα και πήραν το δρόμο για νά ξαναγυρίσουιν στή σπηλιά τους. Ή Ζαχάλ, που βλέπει νά ξεφεύγη από τά χέρια της ό Τα μπαρ, τρίζει μέ λύσσα τά δόντια της καί διατάζει τούς δυο Κ ανν ίιβαλους: — Νά τιρέξετε από αυτό τό πλάγιο μονοπάτι καί νά βγή τε γρήγορα μπροστά από τούς τρεις συντρόφους. "Υστε ρσ νά σκαρφαλώσετε σ3 ένα δέντρο πού τό μονοπάτι νά περνάη κάτω από τά κλαδιά του. ^Καί μόλις τούς δήτε νά περνάνε, νά τούς πετάξετε τό μεγάλο μεταξωτό δίχτυ πού πήραμε από τούς κυνηγούς. Οί μαύροι κάνουν κι3 αυτή τή φορά όπως τούς λέει κι3 όπως έμεΐς έχουμε δή καί ξέ ρουμε: Πετάνε τό δίχτυ πά νω στούς τρεις συντρόφους. Ό Ταμπόρ ελευθερώνεται καί κάνει νά έλευ,θερώση καί τούς άλλους. Οι δυο άγριοι πηδουν από τό δέντρο πάνω του. Τό Παιδί τής Ζούγκλας μέ γροθιές καί κλωτσιές τούς σωριάζει κάτω άνάίσθητους καί τή στιγμή πού είναι πάλι έτοιμος νά έλευθερώση τή Ζο λάν καί τον Μπουτάτα, γρή γορο καί ανάλαφρο ποδοβολή τό άκούγεται νά πλησιάζη.
Άβ&Β&ίΒΝΙ 58*$:%%*:
Κ&ίΜ
|ρΐρι§111|§ :·>:χ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ
ΙΝΑΙ ή όμορφη, μαύρη Ζαχάλ πού φτάνει τρέ ιχοντας μπροστά του. 3Αμέσως γονατίζει καί βρέ χοντας μέ δάκρυα τά πόδια του, ψιθυρίζει: — Μην έλευθερώνης ακό μα τούς συντρόφους σου Τα μπόρ... "Ακούσε πρώτα τί θέ λω^να σου πώ: 3Από τότε πού μου έσωσες τή ζωή πνίγον τας μέ τά^ χέρια σου τήν πει νασμένη τίγρη πού ζητούσε νά μέ κατασπαράξη, δέν μπο ρώ ^ μέρα καί νύχτα νά σέ βγάλω από τήν καρδιά μου καί από τό νου μου!.. Εσέ να ^ θέλω για σύντροφο τής ζωής ^μου, Ταμπόρ !... "Ελα να σέ βοηθήσω νά σκοτώσης τον πατέρα μου καί νά γίνης έσύ^ αρχηγός τής μεγάλης φυλής καί τής πλούσιας χώ ρας μας... 3Εγώ ή Ζαχάλ κρύ φτηκα στό τομάρι του κροκό δειλού καί ήρθα καί σ3 έσω σα από τις φλόγες !... Τό περήφανο ^Ελληνόπου λο τήν κυττάζει μέ περιφρόνηισι: — Χάσου από τά μάτια μου, μαύρη, λεοπάρδαλη! Ού τε τό πιο αίμαβόρο θηρ'ίο δέν θά έβαζε ένα άλλο νά σπαρά ξη τό^ γονιό του, όπως ζητά(; νά κάνης εσύ... Φύγε, σου λέω! \. Ή Ζαχάλ πετιέται όρθια καί τονλτραβάει νά φύγουν: ^— Πάμε, Ταμπόρ!... "Ασε τό λευκό κορίτσι καί τόν άράπη σου στό δίχτυ πού βρί
Ε
,ν.ν.·:
■ν.ν.
ϋΐ
ν.ν.;. ν.ν.>
V .ν.ν.·.ν:·.ν.*Λ
ν.ν.
Καί ,μιά φωνή φτάνει στ3 αυ τιά του: «Μή, Ταμπόρ! Μή».
ϊ&χ:: •ν.ν.;
01 Καννίβαλοι προσκυνάνε μέ σεβασμό τή λευκή βασίλισσα τους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
20
σκανται μπλεγμένοι. Κάποιο θηρίο θα τούς σπαράξη και θά ησυχάσουμε μια για πάν τα άπό αυτούς... "Ελα μαζί μου... Θά σέ κάνω τον πιο ευτυχισμένο βασιλιά τής ζούγ κλας. Ό .μικρός Ταρζάν την σπρώχνει στην άρχή ελαφρά και κάνει νά σκύψη γιά νά έλευθερώση τους συντρόφους του. Ή όμορφη μαύρη όμως ^όν τραβάει με δύναμι ζητών τας νά τον παρασύρη ,μαζί της. Ό Ταμπόρ χάνει τέλος την υπομονή του καί τής δίνει μιά δυνατή σπρωξιά που σω ριάζεται κάτω. Κι* αμέσως άρχιζει νά ξεμπλέκη άπό το δί>χτυ τή Ζολάν καί τον Μπου τάτα. Μά ή Ζαχάλ αυτή τή φορά αγριεύει. Τά μαύρα ,μά τια της πετάνε σπίθες σάν άναμμένα κάρβουνα πού τά φυσάει αέρας. Καί νά: ττετιέ ται όρθια, βγάζει άπό κάποια κρυφή τσέπη της μιά κίτρινη σκόνη πού είχε πάρει άπό τό μάγο Ζοχιράν, καί κάνοντας ένα μεγάλο πήδημα, φτάνει μπροστά στον ! αμπόρ καί του τήν πετάει στο πρόσωπο, μουγκρίζοντας: — Νά λοιπόν!... Θά γι\η αυτό πού θέλω εγώ!... Τό Παιδί τής Ζούγκλας^ μέ νει γιά λίγες στιγμές άκίνητο. Υστερα σφίγγει τις γρο θιές του κι* έτοιμαζεται νά τι μωρήιση όπως πρέπει τήν ά γρια άραπίνα. Μά. πριν προ λάβη νά σηκώση κάν τή γρο θιά του, κλείνει αργά τά μά τια καί σωριάζεται κάτω άναίσθητος. Ή κίτρινη σκόνη
πού δέχτηκε στο πρόσωπο καί άθελα του είχε είσπεύσει ήταν ναιρκωτική. Είχε τή δυναμι νά βυθίζη σέ λήθαργο έ ναν άνθρωπο, γιά πολλές ώρες. Ή Ζαχάλ, χωρίς νά χοοση στιγμή, αφάνταστα χεροδυνα ναμη κοπέλλα καθώς είναι, σηκώνει στά χέρια τόν κοι-μι σ,μένο Ταμπόρ, τόν φορτώνε ται στή ράχι της καί φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί, ε νώ πίσω της άκούγονται οι σπαρακτικές καί απεγνωσμέ νες κραυγές τής Ζολάν: — Ταμπόρ!... Νά γυρίσης κοντά μου, Ταμπόρ! Μονάχα αγαπώ άληθινά!... Ταυτόχρονα σχεδόν του φω νάζει καί ό Μπουτάτα: — Είσαι τυχερός, αφέντη παιδί! Θά γλυτώσης καί τόν ποδαρόδρομο! Νά όμως πού καί οί δυο γι γαντόσωμοι Καννίβαλοι, πού τό ατρόμητο Ελληνόπουλο ρέ κλωτσιές καί γροθιές τους εΐχε σωριάσει κάτω άναίσθη τους, συνέρχονται τώρα. Καί μόλις προφταίνουν νά δουν τή Ζαχαλ, μέ τό Ταμπόρ στή ρά χι της, πού χάνεται πίσω ά πό τις πυκνές φυλλωσιές τής παρθένας κι* άγριας ζούγκλας ΤΟ «ΧΡΥΣΟ ΘΕΡΙΟ»
ΑΥΤΟΧΡΟΝΑ καί πριν οι άραπάδες συνέλθουν καλά καί σηκωθούν έπάνω, μιά μικρή χρυσόμυγα ά κούγεται νά βουΐζη πετώντας γύρω άπό τό κεφιάλι τού Μπουτάτα, πού τρομάζει ά-
ΤΑΡΖΑΝ
φάνταστα στη θέα της. Κσΐ ό τρόμος αύτός τσϋ δίνει μια τέτοια: δύναμι πού κάνοντας μιά άπεγνωσμένη κίνηισι να σωθή, ξεσχίζει τό γερό μετάξωτό δίχτυ και έλευθερώνεται ξεφωνίζοντας μέ φρίκη: — Τό χρυσό θηρίο... Βοή θεια, βοήθεια!... 5Αμέσως πετιέται όρθιος και κάνει νά τό βάλη: στά πό δια, μά ή χρυσόμυγα έχει έξα φανιστή καί τό βουητό της δεν άκούγεται πιά. Έτσι, σταμα τάει στη θέσι πού βρίσκεται καί γυρίζοντας στη Ζολάν κού πάλευε ι άκόιμα ,ιμέσα στό δίχτυ, τής λέει μέ ύφος ήρωΐκό: — "'Οχι ,άν τής βαστούσε, άς καθότανε! ΟΙ δυο Καννίβαίλοι, τΓού έ χουν συνελθεί, κάνουν τώρα νά σηκωθούν, μά ό Μπουτάτα, φαίνεται πώς τούς προτιμάει ξαπλωμένους. Γιατί σερβίρον τας γρήγορα στόιν καθένα α πό μιά γερή κλωτσιά στο κε φάλι, τούς σωριάζει άναίσθη τους, πάλι κάτω, μουρμουρί ζοντας σοβαρά: — Κάντε «νάνι-νάνι» ακό μα. Θέλω νά χορτάσετε τον ύπνο! _ Αμέσως, παίρνει τά χορτόισκοινα πού μ5 αυτά πριν λίγο, ήθελαν νά δέσουν τον Τα μπαρ, καί τούς δένει χερο πόδαρα μουρμουρίζοντας: —- Περιμένετε έδώ ώσπου νά περάση κανένα πεινασμένο , θηρίο... *Έγώ, όχι πώς δέ σάς καταδέχομαι, μά τρώω μονά χα ζαρκαδι! Αυτά λέει καί ξεκινάει τρέ V
21
χοντας προς την κατεύθυνσι ■πού ακολούθησε ή Ζαχάλ, για νά σώιση τό άγαττημένο του Παιδί τής Ζούγκλας. Ταυτό χρονα όμως άκαύει τή φωνή τής Ζολάν: λ— *Έ ΤσουΙλούφηι! Που τ.άς, Τσουλούφη; Εμένα καί τή Φίφη θά μάς άφήισης μτπλε γ μένους στό δ ίχτυ; Έλευθέρωσέ μας νάρθοομε μαζί σου. Ό ιμαύρος Ηρακλής πού την είχε ξεχάσει, σταματάει απότομα καί κάνει νά ξαναγυρίση. Μά την ίδια στιγμή τό «Χρυσό θηρίο» βουίζει πά λι γύρω άπό τό κεφάλι του. "Ετσι, ό άφάντ αστός τρόμος πού δοκιμάζει τόν κάνει νά ξαναξεχάση τή Ζολάν καί νά τό βάλη στά πόδια τρρμοκρα τημένος για νά σωθή. Καί τ5 άμοιρο κορίτσι μένει μπλε γμένο κι* αιχμάλωτο στό δί χτυ, μέχρι πού ή θαυματουρ γή Φίφη, ροκανίζοντας, σιγά -σιγά, τά γερά μεταξωτά σκοινιά του, τά κόβει σέ πολ λες μεριές κι* έλευθερώνονται. Ή σκυλίτσα γιά νά βγάλη το άχμι^ της άρχίζει νά δαγκώνη τούς δυο αναίσθητους άράπηδες πού οι πόνοι άπό τίς δαγκωιματιές τούς κάνουν νά συνέλθουν γρήγορα. Καί δεμέ νοι κάτω καθώς βρίσκονται άρ χίζουν νά έκλι παρουν τή Ζολάν: — Λυπήσου μας. όμορφο λευκό κορίτσι. Μη μάς σκοτώ σης μέ τό μαχαίρι σου. Εκείνη διώχνει άπό κοντά τους τή μανιασμένη Φίφη καί τούς άποκρίνεται: -— Ποιος σάς είπε πώς θέ
22
λω ή ιμπορώ να σάς κάνω κα κό; Ό Τσμπόρ λέει πώς εί ναι άνανδρο νά χτυπά μ άνθρώπους που δεν απορούν ν" αμυνθούν. Θά φύγω λοιπόν με τή σκυλίτσα μου, γιατί &έν έχω καμμιά διάθεσι νά σάς πειράξω. Οι δυο άγριοι άράπηδες δι αμσρτύρονται: — Θά φύγης και θά μάς άφήσης εδώ δεμένους; Δεν λυ πάσαι που θά ιμάς σιπαράξουν τά πεινσισμένα θη,ρία; Ή Ζολάν τούς λυπάται. — Θά μου δώσετε τό λόγο σας όμως πώς άν σάς λύσω δεν θά με ...δέσετε. Ούτε θά μου κάνετε κακό. "Έτσι; — "Οχι. Μονάχα καλό θά σου κάνουμε, άν μπορούμε, της Αποκρίνονται καί σί δύο μ' ένα στόμα. Τό κορίτσι τραβάει αμέ σως άπό τή ζώνη της τό μι·· κ.ρο μαχαίρι πού έχει γιά νά καθαρίζη τά φρούτα, καί κό βει γρήγορα τά χοντρά χορτόσκοινα πού τούς είχε δέσει ό Μπουτάτα,' μουρμουρίζον τας μέ παιδική αφέλεια: — "Άν δεν κρατήσετε τό λόγο σας δεν θά σάς ξαναπώ ούτε κοίλη μέρα... Οί Κ ανν ί βαλο ι, έλε ύθερο ι τώρα, πετιώνται όρθιοι, τραβιώνται πάρα πέρα καί κου βεντιάζουν γιά λίγο σιγά. "Υ στερα ζυγώνουν κοντά στή Ζο λάν καί τής λένε: —Ή Ζαχάλ μάς ξεγέλασε τον καθένα χωριστά, πώς θά μάς χαρίση την καρδιά της καί θά ιμάς κάνη βασιλιάδες, άν τή βοηθούσαμε νά ακοτώ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ση έσένα καί τον άράπη ιμέ τό τσουλούφι καί νά σώση άπό τή φωτιά τό λευκό παιδί1..· Τώρα όμως καταλάβαμε πως ή Ζαχάλ αγαπάει τον Ταμ^τορ καί αυτόν θέλει νά κάνη σύν τροφό της καί άρχηγό τής χώρας. Καί οί δυο άνθρωποφάγοι συνεχίζουν μιλώντας πότε ό ένας καί πότε ό άλλος: — Εμείς οί δυο εϊιμαστε οί πιο δυνατοί] άντρες τής φυ λής μας καί θά την τιμωρή σουμε σκληρά γιά τά ψέμα τα πού μάς είπε... "Αμέσως καί χωρίς νά χά σουν καιρό, αρπάζουν άπό τά χέρια τή-Ζολάν καί την τρα βάνε. —"Έλα μαζί μας, λευκό κορίτσι. "Εσύ θά γίνης ή βα σίλισσα μας. Μάς έσωσες τή ζωή κι" αυτό δεν θά τό ξεχά σουμε ποτέ!... Καί ροδοψημένη σάν ζαρκάδι νά σέ φέ ρουνε μπροστά μας δεν θ’ α πλώσουμε χέρι νά πάρουμε ούτε ένα κοψίδι σου! Σαστισμένο τό άμοιρο κο ρίτσι καί άκούγοντάς τους νά υιλάνε γιά ροβοψησίματα καί κοψίδια, νομίζει πώς πάνε νά τήν ψήσουνε γιά νάτή φάνε. Καί άρνιέται νά τούς άκολου 6ήση, κλαίγοντας φοβισμένα καί φωνάζοντας τή σκυλίτσα 'ΐης: — "Επάνω τους Φίφη! Φά τους, Φιφίκα μου, φάτους! "Ομως οί γιγαντόσωμοι μαύροι δεν έχουν καιρό γιά χάσιμο. "Ενας άπ" αυτούς άρ πάζει στίς χερούκλες του τή Ζολάν, τή θρονιάζει στόν ώ
ΤΑΡΖΑΝ
μο του καί ξεκινάνε. Ή Φίψη τούς Ακολουθεί άπό κάποια άπάστοοσι, φοβισμένη καί οιοτή. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΠΠΟΦΑΓΩΝ
ΣΤΕΡΑ από πολλές ώ ρες πορεία οι άράπιη6ες φτάνουν στην δό γριά περιοχή πού ζή ή τους. Σταιμιατουν σε αρκετή απόστααι άιπό τό χωριό πού βρίσκεται τό χαρταρένιο πα λάτι του Κο,ράγικα καί δένον τας τή Ζαλάν για νά μην τούς φύγη, την κρύβουν σέ ιμιά μι κρή σπηλιά, κοντά σέ κάποια πηγή, -μαζί ιμέ την αγαπημένη της σκυλίτσα. "Υστερα κ Αείνουν τ’ άνοιγμα τής σπη λιάς μέ μια μεγάλη πέτρα, για νά μη την πειράξουν τά θηρία, καί περιμένουν απ’ έ ξω μέχρι πού νά νυχτώση κα λά. Τέλος προχωρούν κρομμέ νοι οπό σκοτάδι, φτάνουν στό παλάτι, χτυπουν -μέ ρόπαλα τούς -φρουρούς ^πού γυροφέρ νουν άπ’ έξω καί μπαίνουν μέσα. "Αρπάζουν τον Κοράγκα πού φωνάζει καί δισμαρτύ ρεται, καί τον πετάνε στό κλουβί πού βρίσκεται ή αγα πημένη του τίγρη. Έτσι τό θηρίο- τον κατασπαράζει σέ λίγες στιγμές, ιμήν Αφήνοντας από αυτόν παρά ματωμένα κουρέλια από τις σπάνιες προ βιές πού φορούσε στό κορμί του. Οι δυο μαύροι βγαίνουν α μέσως έξω καί μέ δυνατές κραυγές καλούν σέ συγκέν~ρωσι τούς Καννιβάλους.
Υ
23
"Οταν τέλος ξυπνούν δλοι καί μαζεύονται έκεΐ, ό Μπαύχ καί ό Ντάρ τούς λένε : — Ό παντοδύναμος Θεός τής Φωτιάς θύμωσε πού ό Κο ράγκα θέλησε νά θυσιάση τό λευκό κορίτσι. Καί πρ<ίν άττό λίγο ήρθε καί τον πάταξε στό κλουβί τής τίγρης πού τον κα τασπάραξε. Καί 6 Θεός τής Φωτιάς πριν φύγη έδωσε δια φυλή ταγή νά κάνουμε αμέσως βσ σίλισσά μας τό λευκό κορίτσι πού βρίσκεται τώρα δεμένο μέσα στη μικρή σπηλιά τής πηγής. Οί άνθρωποφάγοι πού πι στεύουν πως ό Θεός τής Φω τιάς έδωσε αυτή τή διαταγή, αρχίζουν ν’ άλαλόζουν μ’ ένθουσιασμό για την καινούρ για τους βασίλισσα. Άνά βουν γρήγορα μεγάλα δαδιά κι5 δλοι μαζί ξεκινάνε για νά τή βρουν καί νά τή φέρουν στό παλάτι της. Έτσι, φτάνουν γρήγορα στη σπηλιά, τραβάνε την πέ τρα πού κλείνει τ’ άνοιγμά της, λύνουν τή Ζολάν, την παίρνουν μέ σεβασμό καί ξαναγυρίζαντσς την καθίζουν μέ όλες τις τιμές στον πρωτόγο νο θρόνο τής φυλής τών Χαργούν. Τό Κορίτσι τής, Ζούγκλας φωνάζει καί διαμαρτύρεται στην αρχή, ζητώντας νά την άφήισοον ελεύθερη, νά φύγη. Μά γρήγορα καταλαβαίνει πώς τό καλύτερο πού ξχει νά κάνη είναι νά πάψη τις φωνές καί νά σταματήση ν’ αντιστέ κεται στούς άγριους αυτούς άνθρωποφάγους. Στρογγυλά
14
κάθεΤοο ι λοι'πόν στο θρόνο της καί φοράει ένα άπαίσιο στέμ μα άττο καύκαλο άγριοβούβαλου στολισμένο με μαύρα φτε ρά κόρακα. Οι Καννίβαλοι γονατίζουν άμέίσως μπροστά της καί Μάγος - Ιερέας τής φυλής τής λέει πώς κατά τά έθιμά τους εΐναι υποχρεωμένη τώρα νά δώση τρεΐς διαταγές στους υπηκόους της. Ή Ζολάν, παίρνοντας ύφος αυτοκρατόρισσας, δίνει μ* έπισηιμότητα την πρώτη της διαταγή: — Νά μοϋ φέρετε αμέσως τη Φι^ίκα μου! Ό Μπούχ καί ό Ντάρ που ξέρουν ποια εΐναι ή Φίφη, ψά χνουν γύρω στο χορταρένιο παλάτι, βρίσκουν τη μικροσκο πικη σκυλίτσα καί τής την φέρνουν. Ή «Βασίλισσα» τη σφίγγει μέ λαχτάρα στην άγ καλιά της καί γυρίζοντας στους γονατισμένους Καννίβα λους δίνει, επίσημα πάλι, δεύ τερη διαταγή: . — Ένα ζαρκάδι ψητό γιά τη Φίφη ,μου! Οί «υπήκοοι» τσακίζονται ποιος νά φανή πιο πρόθυμος στην άμορφη λευκή βασίλισσά τους. Καί σέ λίγο φέρνουν πάνω σέ ξυλά καί σερβίρουν στη σκυλίτσα ένα ροδοψημένο ζαρκάδι, τουλάχιστον έκατό φορές .μεγαλύτερο άπ’ αυτήν καί χίλιες φορές μεγαλύτερο από τό στομάχι της... -αφνικά όμως τά μάτια τής Ζολάν βουρκώνουν καί το πρό σωπό της παίρνει πολύ λυπη μένη έκφρασι. Θυμάται τον
Ο ΜΙΚΡΟΣ
πολυαγαπημένα της σύντροφο τον Ταμπόρ, πού τον άρπαξε αναίσθητο ή όμορφη μαύρη βασιλοπούλα. Ή τρυφερή παι δική καρδιά της τρέμει τώρα μην τουχει συμβή κανένα κα κό. Κι5 άμέσως -— όχι ,μέ ύ φος καί τουπέ πιά — μά πα ρ «κλητικά σά ζητιάνα, δίΐνει τήν τρίτη της διαταγή: ^ —Πολύ σάς παρακαλώ κα λοί μου υπήκοοι!... Κάντε μου τή χάρι νά ψάξετε νά βρήτε τον Ταμπόρ, τό λευκό Παιδί τής Ζούγκλας... Καί ή άμοιρη Ζολάν ξεσπά ει άμέσως σέ πονεμένους λυ γμούς. ΤΟ «ΨΗΤΟ» ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ
ΕΝ ΠΡΟΦΤΑΙΝΕΙ ό; ιμως νά χύση, πολλά δά κρύα γιαπί ξαφνικά βλέ πει τούς υπηκόους νά σηκώνωνται καί νά κάνουν κάτι πα ράξενες προετοιμασίες. Μα ζεύουν ξύλα σέ μικρή άπόστα σι άτό τό θρόνο της καί άνά βουν μιά μεγάλη φωτιάς — Γιατί άνάψατε τή Φω τιά αυτή; τούς ρωτάει άνησυ χη. Ό Μάγος - Ιερέας υπακλί νεται μέ σεβασμό καί τήν πληροφορεί: —Θά ψήσουν τό φαγητό ο συ, βασίλισσα Ζολάν! Καί νά: -αφνικά βλέπει νά σέρνουν , δεμένο χεροπόδαρα καί μέ τή «μπιστάλα» στή μέ ση του, τό φοβερό καί τρόμε ρό Μπουτάτα πού φωνάζει καί διαμαρτύρεται: —"Οχι!... Δεν θέλω νά μέ
ΤΑΡΙΑΝ
κάνετε ψητόν στη σχάρα! Π ροτ ιμάω γκιουιβέτσ ι στο φούρνο ρέ μανέστρα! "Ενα μπουλούκι από τους μαύρους τής φυλής αυτής τόν είχαν βρή νά περιπλανιέται στη Ζούγικλα και κατάφεραν νά τον πιάσουν και να τον δε σουν, ιάψού προηγουμένως — χτυπώντας ,μέ τή λαβή του πι στολιοΰ του — έσπασε καμμιά δεκοΰπενταιριά από τα κε ψάλια τους. Μά τώρα πού τόν φέρνουν στη φωτιά για νά ψη Οή, βλέπει αντίκρυ του, καθι σμένη στο θρόνο, τή Ζολάν και βγάζει χαρούμενες κραυ γές. — Μπά, σέ καλό σου!... Έσύ είσαι ό αφέντης βασίιλισσα πού θά ρέ φας! Πες τους νά ρέ λύσουνε γρήγορα. Καλύτερα νά φας γαϊδούρι, γιατί τό δικό ρου κρέας είναι πιο σκληρό! Θά ιδρώσουνε τά δόντια σου! Χί, χί, χί!... Ή «βασίλισσα» όμως τον κυττάζει ψυχρά καί δεν δεί χνει νά ένδιαφέρεται γιά την τύχη του. θυμάται πώς πριν γίνη βασίλισσα, κΓ όταν ή ταν ακόμη μια σκέτη Ζολάν, ό Τσουλουφης τήν είχε παρα τήσει μέσα στο δίχτυ καί έ φυγε γιά νά σωθή από τήν έπίθεσι τού φοβερού «Χρυσού Θεριού», τής μικρής καί άκα κης χρυσόμυγας δηλαδή. "Ε τσι, καί γιά νά τόν έκδικηθή τώρα, γυρίζει στούς μαγεί ρους των Καννιβάλων καί φω νάζει: — "Εχω επιθυμήσει καμμιά σουπίτσα... Νά γίνη βρα στός αβγολέμονο I
25
Οΐ^άράπηδες φέρνουν άμέ σως ένα μεγάλο πήλινο καζά νι, τό βάζουν πάνω στη φωτιά τό γερίζουν νερό καί όταν άρ χίζη νά βράζη, ^ λύνουν τον Μπουτάτα καί τόν πετάνε ρέ σα,^ ενώ αυτός 'ξεφωνίζει μ5 άπόγνωσι: — Σιγά, βρε παιδιά!.. Θά οραχή τό τσουλουφάκι ρου! Συνηθίζει όμως γρήγορα στο ζεστό νερό καί άρχιζει νά ένδιαφέρεται γιά τό καλό μαγείρεμά του: — Ριχτέ (μου κι5 οολατι καί λίγο σέλινο καί καρόττα. Φερ τε καί μιά τρυπητή κουτάλα νά ρέ ξαφρίσετε! Μά ή φωτιά ^ είναι δυνατή καί τό νερό όσο πάει καί καίει περισσότερο. Ό Μπου τάτα πού νοιώθει νά ζεματί ζεται ξεφωνίζει ρέ δέος: — Βγάλτε ρε, αμέσως!... Βγάλτε με γιαπί φοβάμαι πώς από τήν τρομάρα μου θά σάς χαλάσω τή σούπα! Ή Ζολάν καταλαβαίνει πώς λίγο ακόμα νά τόν άφήση στό ζεματιστό νερό, θά ξεψυχήση. Φωνάζει λοιπόν στους υπη κόους της: —Βγάλτε τον από τό κα ζάνι !... Ό παντοδύναμος θεός τής Φωτιάς ρέ διέταξε νά μή φάω ποτέ άνθρώπινο κρέας... Μοΰ είπε άκόμα πώς τόν άρά πη ρέ τό τσουλούφι νά τόν κά νω βοηθό μου καί νά βασιλεύ ουμε μαζί. Οί δεισιδαίρονες μαύροι πι στεύουν τά λόγια της καί φτιάχνουν γρήγορα ρέ ξύλα έναν δεύτερο πρωτόγονο θρό νο ττού τόν τοποθετούν πλάϊ
26
Ο ΜΙΚΡΟΙ
στον άλλο θρόνο της βασίλισ σας τους. Και πάνω ^ σ’ αάτον καθίζουν, μέ -μεγάλες τι μές, καί παράτες, τον Μττουτάτα που .μουρμουρίζει φιλο σοφικά: — Μπά, σέ καλό μου! Πο τέ δεν τό περίμενα να καταν τήσω καίί Αντιβασιλέας! Ό Μάγος - Ιερέας τής φυ λής πλησιάζει τώρα κιαί αυ τόν καί τον παρακούει να δώ ση στους ύτηκόους του τις τρεΐς πρώτες βασιλικές διατα γές του. Καί ό κωμικοτραγι κός Τσουλουφης αρχίζει: — Πρώτον, διατάζω νά γρ ρέψτε ρόικ έν-ρόλ για νά σπά σω πλάκα... Δεύτερον, διστά ζω νά περάσετε ένας ένας νά μου φιλήσετε τά πόδια! Τρί
το διατάζω νά φάτε ό ένας τον άλλον! Ή Ζολάν όμως που βρίσκε ται πλάϊ του ξαναθυιμάταιι τό χαιμένο Παιδί τής Ζούγκλας καί τον ρωτάει: —Μήπως είδες πουθενά τον Ταιμττόρ καί την όμορφη μαύρη πού τόν άρπαξε; — Ναι, τής άποκρίνεται ό Μπουτάτα. Μην άνησυχής κα Βόλου. Είναι πολύ καλά! — Πού βρίσκονται; ρωτά ει :μέ λαχτάρα ή Ζολάν. — Τούς εΐδα, νά κάβωνται, πλάϊ-πλάϊ, έξω από μια σπηι λιά. Σαν πιτσουνάκια ήτανε πού νά μ ή βαρκαθούνε ! 5 Εκ εΐ νος τής έλεγε: «Σ’ αγαπώσ' αγαπώ!» κι’ αυτή τόν ρω τούσε: «Καί πού μέ βάζ,εις;»
'Ο Ταμπόρ χύνεται μέ τό ρόπαλό του νά χτυπήση τή Ζολάν.
ΤΑΡΖΑΝ
Ξαφνικά
27
γ
βασίλισσα Ζολάν βρίσκεται μ* Ενα πήδημα μέσα στις φλόγες τής φωτιάς.
κ;’ έκεΐνος τής ξανάλεγε: «Έ πάνω στην πατάτα» κι5 αυτή τον ξαναρωτούσε:« Κι5 άν πέ σω από την πατάτα;» κΓ εκεί νος τής απαντούσε: «Νά φάς έναν... Μπουτάτα!» Χί. χί! Ή Ζολάν τον κυττάζει με θυιμό: — Κι’ εσύ; Δεν τους είπες τίποτα; — Δεν ήθέλα νά τους χα λάσω τό παιχνίδι... Μόνο σαν τελειώσανε, τράβηξα τον Τα μ πορ ατό τό χέ-ρι νά φύγρυ>με: —Πάμε, αφέντη παιδί, τού λέω νά βρούμε την καημένη τη Ζολάν... Μπορεί άπό τή
στενοχώρια της νάχη γίνει και βασίλισσα... Παράτησε αυτή την άμορφη άνθρωποφάγα, γ^ι ατι μπορεΐ καμιμιά νύχτα που θά κοιμάσαι νά βρεθής στο ..στομάχι της! Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας τον ρωτάει μ’ αγωνία: — Κι5 αύτός^ Κι5 αυτός τ| άπάντησι σού έδωσε; — Δεν /μου έδωσε άπάντησι... Μιά γροθιά μού έδωσε και πήρα δεκατέσσερις κου τρουβάλες!... "Υστερα ^μού φώναξε: Δική μου συντρόφια σα είναι τώρα ή Ζαχάλ! Μα ζί· της θά ζήσω δλη τή^ ζωή μου!.., Τή Ζολάν δεν την ά-
28
γαπάω πιά, κι* άν άκόμα βιρί σκέται στη σπηλιά μου νά της πής νά φυγή άμέσως!
Ο ΜϊΚΡΟΙ
Ντάρ, ξεκινάνε καί οί τέσσε ρις^γιά τη σπηλιά... , "Οταν φτάνουν έκεΐ, τό κο ρίποι βλέπει τον Ταμπορ καί ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ τη Ζαχάλ καθισμένους έξω ά ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ πό τή ^ σπηλιά νά τραγουδά ΖΟΛΑΝ, φυσικά, δέν πι νε μαζί ένα παληό γλυκό τρα στευει^ τά λόγια του γουδί των Ιθαγενών τής ζούγ κουτοί) Μπουτάτα και κλας. στέλνει άμέσως τούς δυο γιΉ Ζοίλάν άφηνει σέ μικρή γαντόσωμους μαύρους της, άπόστασι τον Μπουτάτα καί καί τον Μπούχ καί τον Νταρ, να τούς δύο ’Καννίβαλους πάνε στη σπηλιά καί νά πουν προχωρεί μονάχη στ" άνοιγιια σπηλιάς. Σταματάει στον Ταμπορ νά γορίση κον τής (μπροστά στο σύντροφό· της τά της. Οι άράπηδες μαθαίνουν ά- ικαΐ τον ρωτάει, μ" άναφυλλη πό τον Μπουτάτα που βρίσκε τά, ενώ άπό τά μότια της τρέ ται ή σπηλιά καί φεύγουν χαυν θολά δάκρυα πόνου. ^—Είναι άλήθεια, Ταμπορ, ►πρόθυμοι νά εκτελέσουν τη, διαταγή τής λευκής βασίλισ πώς δέν μ" αγαπάς πιά; Ό μικρός Ταρζάν πετιέται σάς τους. Ή Σόλαν τούς φωνάζει κα όρθιος καί τής φωνάζει μέ ά γριο θυμό καί μΐσος: θώς άπομακρύνοντσι: — Ναί... ιΓκρεμοτσακίσου — Καί δόν θέλω νά τον πει ράξετε... Νά μ ή κάνετε κακό άπό μπροστά μου!... Καί δίνογτας στη Ζολάν ούτε σ’ αυτόν, ούτε σ" έκείνη. "Αλλοίμονο όμως... “Όταν ό μιά βάναυση σπρωξιά, την κά Μπούχ ^καί ό Ντάρ ξαναγυρί νει νά σωριαστή κάτω, σέ πέν τε βήματα άπόστασι. ζουν, τής λένε: Ό Μπούχ κιαί ό Ντάρ, πού — Τό λευκό παιδί μάς είπε βλέπουν τον Ταμπορ νά φέοε πώς δεν θέλει νά σέ ξαναδή ται έτσι στη βασίλισσά τους στα μάτια του. Λέει πώς εί θυμώνουν άφάνταστα. Καί, σαι άσχημη καί κουτή! Μάς τραβώντας τ" άστραφτερά μα εΐπε άκόμα πώς τό πιο δμσρ χαίρια τους χύνονται νά τον φο κορίτσι τής ζούγκλας είναι κομματιικσουν. ή Ζαχάλ! & Ή Ζολάν βλέποντας τόν Ή ξανθέιά Ζολάν γίνεται τρομερό κίνδυνο πού άπειλεΐ έξω φοενών! "Ακούει αυτά τόν άγαπηυένο της, πετιέται πού τής^ λένε και τά μάτια άμέσως όρθια καί μ* ένα-δυό της πετάνε γαλάζιες αστρα πηδήματα φτάνει καί στέκεπές. "Αμέσως πηδάει άπό τό ,^ται μπροστά στον Ταηπόο , θρόνο της, κατεβάζει ^καί τόν^γιά νά τόν προστατέαιη άπό Μπουτάτα καί* παίρνοντας ^τά μαχαίρια των μσνιο σμέ* μαζί της τόν Μπουχ και τον *®νων άνθοωπο^ό'νΌ’
Η
ΤΑΡ2ΑΝ
Μά τό ατρόμητο 4 Ελληνό πουλο δεν είναι από εκείνους ττού έχουν άνάγκη, η δένονται προστασίες... Μέ μιά δυνατή πάλι σπρωξιά παραμερίζει τό λευκό κορίτσι καί., σφίγ γοντας μέ λύσσα τό φοβερό ρόπαλό του, ετοιμάζεται να άντιρετοοπίση: τούς γιγαντό σωμους μαύρους άντιπόλους. Την ίδια στιγμή και ή κα κίά Ζαχάλ τραβαει τό μαχαί ρι της πού βρίσκεται πεσμέ νο κάτω* "Ας άφησουμε όμως τις δυο γυναίκες κο$ί ας βρίσουμε τά μάτια μας προς τό ίμερος πού βρίσκονται οΐ δυο Καννί·βαλοι και ό Ταμπόρ. Πρώ τος ο Μπούχ φτάνει κοντά ατό Παιδί τής Ζούγκλας καί σηκώνει τό μαχαίρι του νά τον χτυπήιση στο στήθος. Δέν προφταίνει όμως. Μια τρρμα κτική γροθιά του Ταμπόρ τον ανατρέπει καί σωριάζεται κά τω ανάσκελα. Τό άτ ρό μητο * Ελληνόπου λο δέν πιάνει στά χέρια ταυ •ποτέ ούτε πιστόλια, ούτε μα χαίρια. 'Ένα ρόπαλο μονάχα κρατάει καί αυτό τό μεταχει ρίζεται μονάχα σάν του έπιτε θή κανένα θηρίο, ή πολλοί μα ζί άγριοι ιθαγενείς. "Ετσι καί τώρα, άφού οι άράπηδες πέφτουν έπάνω του ένας - έ νας, μεταθέτει στο άριστερό του χέρι τό ρόπαλο καί τούς αντιμετωπίζει μονάχα μέ τη γροθιά του πού είναι σωστός κεραυνός! Νά όμως πού ό Μπούχ ση κώνεται τώρα καί μαζί μέ τόν Ντάρ χύνονται ταυτόχρονα
νά καρφώσουν τά μαχαίρια τους στην καρδιά του. 3Ας άφησουμε ^ όμως γιά μιά στιγμή αυτούς, καί άς ξαναγυρίσαυμε τά μάτια μας στην άγρια Ζαχάλ πού έχει πέσει μανιασμένη πάνω στο λευκό κορίτσι καί ζητάει νά τό κομματιάση μέ τό μα χαίρι της. Μά καί ή Ζαλάν, όσο μι κρή καί άν είναι, δέν είναι άπό τις κοπέλλες πού δειλιά ζουν εύκολα μπροστά στον κίνδυνο. 4Αρπάζει τό ώπλισμέ να χέρι τής όμορφης άραπίνας καί τής τό ικραταει σε & πόστασι πού νά μήι μπορή νά τή χτυπήση. νΥστερα μέ τό άλλο ελεύθερο χέρι της τή χτυπάει στο πρόσωπο, κανον τας τά ρουθούνια της νά τρέ χουν αΐμα σάν βρύσες! Ταυ τόχρονα τής τραβάει μέ λύσ σα καί τής ξερριζώνει, σέ μα τωμένες τούφες, τά σγουρά κατάμαυρα μαλλιά της. Σέ μιά στιγμή τό φονικό μαχαίρι ξεφεύγει δοτό τό χέρι τής Ζα χάλ καί ή Ζολάν, πού προ φταίνει καί τό άρπαζε ι, πετιέται όρθια: — Φύγε, τής φωνάζει δυ νατά καί άγρια τό λευκό κο ρίτσι. Φύγε γιατί δέν θέλω νά σέ σκοτώσω! Ή άγρια άραπίνα τρίζει απαίσια τά κάτασπρα δόν τια της καί υποχωρεί φοβι σμένη μπροστά στο ίδιο τό μαχαίρι της... Ταυτόχρονα σχεδόν ό Ντάρ καί ό Μπούχ κατεβάζουν μέ λύσσα τά μαχαίρια τους πά νω άπό τά πλατειά στήθη
30
του Παιδιού τής Ζούγκλας... ' Ομως ό Ταμπόρ με άσύιλλη πτη ταχύτητα γονατίζει ιμ-ττρο ατά τους και σπρώχνει από τοιμα τα πόδια τους προς τά πίσω. Οι δυο γιγαντόσωμοι μαύροι πέφτουν αμέσως μπρο στά και τά μαχαίρια πού κρα τουσαν για να χτυπήισουν τον Ταμπόρ χώνονται 'βαθειά στά στήθεια τους καί μένουν νεκροί'... Τό Παιδί της Ζούγκλας τους παρατάει αμέσως και σά να ιμήν έχη συναίσθησι τί κάνει, όρμάει μέ τό ρόπαλό του να χτυπήιση τή Ζολάν. Προφταίνει όμως ό Μπουτάτα την άρπαζει στις χερούκλες του καί τό «βάζει στά πόδια, σώζοντας καί αυτήν καί τόν εαυτόν του άπό τόν μαν ιάσιμε νο Ταμπόρ. "Έτσι ξαναγυρίζουν στο χορταρένιο παλάτι τους. ΤΟ ΣΧΕΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Π Ο ΤΟΤΕ τό άμοιρο λευκό κορίτσι πέφτει σε μεγάλη στεναχώρια καί μαράζι. Τις ημέρες κάθε ται σιωπηλή καί λυπημένη στο θρόνο της καί τις νύχτες κλαίει ξάγρυπνη τό χαμένο σύντροφό της. Ούτε φαγητό ούτε νερό βάζει ποτέ στό στό μα της. Καί μέρα μέ τήν ήμέ ρα λυώνει σαν αναμμένη λαμπάδα. Ό Μάγος ικαί Ιερέας ^τής φυλής τήν έχει συμπαθήσει πολύ καί προσπαθεί μέ κάθε τρόπο να τή συνεφέρη καί να τή ισώση άπό τόν άΡΥο αυτό
Ο ΜΙΚΡΟΣ
θάνατο πού απειλεί νά θε,ρί ση τά λουλουδένια νειάτα της; Αλλοίμονο όμως!... Ό πό νος τής Ζολάίν είναι βαρύς καί τίποτα δεν μπορεί νά καταψέρη.^ Τά θαυματουργά βό τανα τής λησμονιάς πού τής δίνει, 5έν φερνουν στό λευκό κορί|τσι κανένα αποτέλεσμα. Ό καημός της είναι πιο με γάλος άπό αυτά. "Ωσπου κάποια νύχτα πού ή άμοιρη Ζολάν νοιώθει πώς ■θά ξεψυχήση, καλεί τόν καλό Μάγο στό παλάτι ικαί τού ε ξομολογείται τήν αγάπη της για τό λευκό 'Πίαιιδΐ τής Ζούγ κλας... Ώρες άτελείωτες μι λάει κι’ εκείνος τήν ακούει άμίλητος καί μέ προσοχή. Τέ λος ό άνθρωποφάγος Ιερέας την ικυττάζει στά μάτια και τής λέει <βαθειά συλλογισμέ νος: — Τώρα καταλαβαίνω πώς έχεις δίικηο, κόρη μου, νά θέλης νά πεθάνης... 4Η άγάπη χορταίνει τήν καρδιά, όπως τό ικ|ρέ)ας τό στομάχι. Χωρίς τροφή πεθαίνει τό σώμα μας ...Χωρίς άγάπη πεθαίνει ή καρδιά μας. Καί συνεχίζει χαμογελών τας αινιγματικά^ — Μήν άπελπίζεσαι όμως. Ό παντοδύναμος Θεός τής Φωτιάς μπορεί νά σέ λυπηθη καί νά σέ βοηθήση... Έγώ θά πάω, άιμέσως τώρα, νά προ σευχηθώ ικαί νά τόν παρακα λέσω νά ξαναχορτάση άπό ά γάπη τήν πεινασμενη σου καρδιά... ιΚαί ό Μάγος φεύγει άπό τό χορταρένιο παλάτι άργά.
ΤΑΡΖΑΝ
Μά δεν πηγαίνει νά πρασευχηθή ιστό^ θεό τής Φωτιάς,.; Γυρίζει μόνο ένα-ένα τά καλό βια ικαί μιλάει σιγά και μυ στικά στους άγριους πολεμι στές τής φύλής του.
31
σίλιισσας, γονατίζει μέ σέβα σμό ικαί τη ρωτάει άν θελη νά ρί;ξουν καί νά κάψουν στη φω τιά τούς δύο αιχμαλώτους. Ή Ζολάν άντί νά τού άττοκριθή, ιάνασηκώνεται στό θρό νο καί ρωτάει τον άλλοτε τό Την άλλη; μέρα τό πρωί σο αγαπημένο σύντροφό της: — Είμαι βασίλισσα, Τα μια) -μεγάλη ορδή ;μαυρών Καννιβάλων ικάνει . έπίθεσι μπόρ, καί μπορώ νά σού χα στη σπηλιά πού (μένουν ό ρίσω τή ζωή! Μ5 έναν δρο ό 1'ιάμπόρ καί ή αγαπημένη μως: πώς θά φύγουμε αμέ του ιμαύρη, συντρόφισσα Ζα σως μέ τό Μπουτάτα καί θά χάλ. Τοάς βρίσκουν νά κοι ξαναγυρίσουμε στην κρυφή σπηλιά μας. Είσαι σύμφωνος; μούνται καίι7 δένοντας ιΤους Ό ,μικρός Ταρζάν την άκου χειροπόδαρα, τούς οδηγούν ει καί καγχάζει ειρωνικά: στον καταυλισμό τους. — Χά, χά, χά!... Έσύ βα Η ΖΟΛΑΝ σίλισσα;! Χά, χά, χιά!... ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ Ό Μπουτάτα πού κάθεται Ο ΚΟΡ 1ΤΣ 3 — πού δεν στον πλαϊνό βρόνο,παραξηγιέ %ει ιδέα ιάπό ρλα αυτά ται καί τού φωνάζει σοβαρά: —· Μάλιστα, κύριε... Άφεν κάθεται καί σήμερα τό της βασίλισσα είναι τό κορί πρωΐ ιστόν πρωτόγονο θρόνο του, μελαγχολιικό καί δακρυ- τσι! ΚΓ εγώ αφέντης άντιβα σιλέας! Μπά, σέ καλό σου! σμενο δπως πάντα. Ό Ταμπόρ δεν τού δίνει -αφνιικά όμως ακούει άγρι ους, ιάλαλαγρούς καί ανθρώπι κομμιά σημασία.Μόνο κυττά νο ποδοβολητό πού πλησιάζει. ζει μέ περιφρόνησι τή Ζολάν Καί νά: Σε λίγες στιγμές τά καί απαντάει αγέρωχα στην βουρκωμένα μάτια της ανοί ερώιτησί της: — Αέν θέλω ούτε νά ιμέ λυ γουν διάπλατα από χαρούμιενη έκπληξι. Βλέπει τούς ά πηθής, ούτε νά μού χαρίσης γριους υπηκόους της μέ τά * τή ζωή, ψευτοβασίλιισσα των καταμοτωμένα πρόσωπα νά άνθρωποφάγων!... ιίΊ ροτ ιμάω φέρνουν δεμένους τον Ταμπόρ χίλιες φορές νά καώ ζωντα καί τη Ζαχάλ. Ταυτόχρονα άλ νός στις φλόγες, παρά νά χω ρίρω ιάπό την αγαπημένη, μου λοι Καννίβάλοι φέρνουν καί σωριάζουν μπροστά στό^ θρό συντρόφισσα τή Ζαχάλ... Κά νο της ξύλα καί τούς, βάζουν ψε με λοιπόν γρήγορα για νά μη σέ βλέπω στά μάτια ιμου! γρήγορα φωτιά. Ή λευκή κόρη άκούγοντας Ό Μάγος - Ιερέας δ ίαν <βλέπη πώς σι φλόγες έ τά προσβλητικά λόγια του, χουν φουντώσει καλά, πλησι σφίγγει άθελα στην άγκαλια άζει στο θρόνο τής λευκής βα της τόσο δυνατά τή Φίφη,
Τ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
32
πού -βγάζει ένα πονεμένα γαύ γιόμα. Κι* άμέσως με τά μά τια θοιλά άπό τό θυμό και φω νή άγρια, διατάζει τούς Καννίβαλαυς: — Κάψτε τον!... Ρίχτε τους άμέσως στή φωτιά!... Οι ίμαύροι έτοιμάζανται νά έκτελέσουν τη διαταγή, όταν ξανακούνε ττιο άγρια τώρα και τι ιό μανιασμένη τή φωνή της: — "Όχι... Μην τούς κάψε τε!... Μην τούς ρίξετε στή φωτιά!... Ό Μττουτάτα γυρίζει και την κυττάζει μ3 άττορ'ία: — Τις «κουμπάρες» θά παί ζουιμε τώρα; Μπά, σέ καλό σου!... Ή Ζολάν ούτε τον άκούει καθόλου. Τυρίζει -μόνο στον παληό σύντροφό της και τού λέει: — Ζήσε ευτυχισμένος, Τα μπαρ, με τή νέα συντρόφισσά σου!... 3 Εγώ όμως δεν μπορώ νά ζήσω πιά χωρίς έσένα! Και κάνοντας ένα ξαφνικό πήδημα οπό τό θρόνο πού στέκεται όρθια, πέφτει πάνω στις ^ λαίμαργες φλόγες τής φωτιάς πού καίει μπροστά της. Ό Ταμπόρ πού τή βλέπει καγχάζει ιμέ άγρια χαρά: — «Καλύτερα!... Νά γλυ τώσω πιά άπό σένα! Χά, χά, χά! Ό Μπουτάτα όμως κάνει άμέσως κάτι αφάνταστα η ρωικό: Μ3 ένα πήδημα κι5 ου τός άπό τό θρόνο του βουτάει ιμέσα στις «φλόγες» άρπαζει
τή Ζολάν και τή βγάζει έξω με τσουρουφλισμένα μονάχα τά χρυσά μαλλιά της. Τήν ξα νακαθίζει άμέσως μιοολυπόθυ μη στο θρόνο της, ανεβαίνει κι αυτός στο δικά του και μαλλώνει αυστηρά τό Παιδί τής Ζούγκλας: — «Γ ιά πρόσεξε καλά, α φέντη Ταμπόρ!... Μήν ξε χνάς πώς είμαι αντιβασιλέας καί άν θέλω διατάζω τό μά γειρό μου νά σέ φτιάξη, φρι κασέ ! Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΑΜ - ΤΑΜ
ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή ό κα λός Μάγος^τών Καννιβά λων πλησιάζει τή Ζσλόον «και τής λέει σιγά: — Μή πιστεύεις, βασίλισ σα, τά λόγια τού λευκού ^παι διού... "Άν ιθέλης Ψ' άκούσης άπό τά χείλη του τήν πραγ μ ατ ική ^άλήθε ι α, 6 ιάτ αξέ τον νά πιή αυτό τό πράσινο νερό. Τό κορίτσι παίρνει τήν κου πα άπό τά χέρια του καί τήν δίνει στούς Κιοννί-βαλους, δια τάζοντας τους: — Δώστε το στο «λευκό νά τό πιή... Κι" άν δεν θέλη, άνοΐχτε του τό στόμα καί άδει άστε το μέσα... Ό Ταμπόρ νομίζοντας πώς είναι δηλητήριο, άρπάζει π,ρό θύμα: τήν «κούπα καί τή φέρ νει στά χείλη του, φωνάζοντας μ3 αφάνταστο μίσος στή Ζολάν: — Μέ χαρά λ θά πιω το φαρμάκι πού μου δίνεις, Ζαλάν!... Ό θάνατος θα είναι
Τ
ΤΆΡΖΑΝ
33
για μένα μεγάλη ευτυχία, γι ΟΙ άνθρωποφάγοι, 6 Μά ατΐ θα ττάψω ττιά νά σέ βλέ γος τους καί ή Ζαχάλ Ακόμα πω μπροστά μου. καταλαβαίνουν τί πρόκειται .Καί σηκώνοντας τη μίση νά συμβή καί φεύγουν τρέχον καρύδα πίνει μανορροΰφ ι δλο τας νά σωθούν άπό τούς τρο τό πράσινο ύγρό. μερούς έπιδρομεΐς. Μονάχα Καί νά: για λίγες στιγμές Ταμπόρ ή Ζολάν, ό Μπουτάμένει Ακίνητος σαν κάποια, τα καί ή Φίφη έχουν ιμαρμα^ ρώσει στις θέσεις τους καί μεγάλη. Αλλαγή νά γίνεται μέσα του... Υστερα σά νά κυττάζουν χαμένα προς τό ξυπνάη Από βαθύ λήθαργο, μέρος πού άκούγεται τό Τάμ ψιθυρίζει: -Τάμ... — Ζολάν!... Καλή μου Σε λίγες στιγμές Αμέτρη συντρόφισσα!... Μονάχα έσέ τοι άγριοι ιθαγενείς, φτάνουν να άγαττάω καί ιμαζί σου θέ άλαλάζοντας καί Αοχίζουν νά λω νά ζήσω ττάντα!... λεηλατούν καί νά βάζουν φω Τρελλή Από χαρά ή Ζολάν τιά στά χορταρένια καλύβια πηδάει Από το θρόνο της καί τού χωριού. τον (Αγκαλιάζει κλαΐίίγοντσςι, Πίίσω, καθισμένη σ’ ένα θρό •ένω ό Μάγος προσπαθε" νά νο πού τον σηκώνουν οκτώ γι τής έξηγήση: ^ ναντόσωμοι Αράπηδες Ακο % — Ή Ζαχάλ εΐχε ποτίσει λουθεί μιά άμορφη νέα βασί τον Ταμπόρ μέ το φίλτρο του λισσα. Κοατάει στά γόνατά χωρισμού πού πήγε καί πήρε της ένα Τάμ^- Τάμ ττσύ τό Από τό .μάγο Ζοχράν. Μ5 αυ χτυπάει παράξενα. τό τό φίλτρο τον είχε κάνει Ένα μπουλούκι Από τούς νά μ κτήση θανάσι μα έσένα άπαίσ ι ου ς αυτού ς έπ ι δρο μεΤς καί ν* άγαπήση τρελλά έ- καταφεονουν ν’ αρπάξουν ,μό κείνην. •νο τη Ζολάν καί τον Μπουτά Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας τα. Ό Ταμπόρ τούς ξεφεύγει έλευθερώνει τον Ταμπόρ καί τρέχοντας καί χάνεται πίσω λέει στη Ζαχάλ: άπό τις πυκνές φυλλωσιές τής —Νά... Ανέβα στο θρόνο άγοιας περιοχής. τού πατέρα σου! Παραιτού Ή άμοιρη Ζολάν κλαίει μαι καί στον χαρίζω·... Έμε καί χτυπιέται, ενώ ό Μπουτά να μου φτάνε: ό θρόνος πού έ "Ό προσπαθεί νά την παρηγο χω στήν καρδιά του Αγαπημέ ρήση: νου_:μου Ταμπόρ! — Μπά, σέ καλό μας!*. Ξαφνικά όλοι σταμ ατουν Αυτή τη Φορά δεν τη γλυτώ κ αί Αφσυγκοάζοντ α ι... Μο> νουμε, αφέντη κορίτσι!... Πέ κουνές άγριες φωνές καί ήχοι σαμε στά χέρια τής βασίλισ Τάμ - Ταμ Ακούγονται. σας τού Τάμ - Τάμ! ι
* Αποκλε ι στ ι κότ η ς:
ΤΕΛΟΣ
Γεν. Έκδοτικαι Επιχειρήσεις Ο.Ε. Ν!Κ©Ϊ 0. ΒΟΎΡΎΟΈ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ ΕΒΔΟΜΜΙΑΙΟ ΠΕΡΙΘΔΚΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: *Οδός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. δ — Τιμή δραχ. 2 β———— —* ».........
ΙΙΙΙ·Ι·Ι·ηΐ~·Γ -I·· I* II
Γ~ Ί ■ ■ 1*1
■ Μ6*-*«**ί*ίΙ»Ι —·*Μ——Μ———Β————————Μ—«—■——
&ημοσιογραφι«-ος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, 01κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργ ιάδης, Σφιγγδς 38. Προϊστά μενος τυττογιρ.: Α. Χατζηδασι λείου, Ταταούλων 29, Ν. Σμύρνη, ΔΕΜΑΤΑ ΚΑί ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιάδην, Λέκκβ 22, * Αθήνα ι.
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Τό έοχάμενο Σάββατο κυκλοφορεί τό 6ο τεϋχος ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ μέ τον τίτλο:
του
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΑΜ-ΤΑΜ ΕΙΝΑΙ ή πιο συναρπαστική περιπέτεια Ζούγκλας άπ’ δσες έχετε διαβάσει μέχρι σήμερα. ΕΧΕΙ πρωτοφανή ζωντάνια και είναι άφθαστη σε ύπόθεσι, πλοκή., δράσι, μυστήριο καί αγωνία. Υπεράνθρωπα κατορθώματα τού θρυλικού Ταμπόρ. — Μπουτατα: ό «μαύρος * Ηρακλής» κΓό «μαύρος Παλιάτσος» τής Ζούγκλας.— Ζολάν., τό κορίτσι μέ τά χρυσά μαλλιά καί τά γαλάζια υάτια.— Τρομακτικές συγκρούσεις Ά γριων, Θηρίων καί Τεράτων. —Μυστηριώδη δράματα καί άνατριχιαστικές τραγωδίες.— 'Η παρθένα κι" άνεξερευνητη Ζούγκλα σ’ δλο τό τρομακτικό μεγαλείο της.
I υίΙΑίΙΙΑ ΤΙΤ ΤΑΜεΐναι τό Τεύχος - Θαύμα !
ΜΠΟΥ εχε/ι ύΐήΐο αε/τ το εκεΦΤΗ
46/Υ Π6/ΡΑΖ6/ ΑΤΟ ΜΠΥ4άΑΤ ΧΡε/ΑΖΟλΊΑΖΤε ΖΡΑ/ΡΑ ΓΙΑ ΑΤΑ ΖΛΟΤ9ΤΟΥΜ6 ΑΚΡ/Ο '
ψ
ΛΑ 4/Ο/ΊΟΥ. /£9£ ΟΜ9£ /ΤΑ ΑΠΟΡΟΥΜ€ ΑΤΑ ΤΟ Ρ/Ξ9Μ6 ΜΑ/ Χ9Ρ/£ ΤΟΥΦ6ΤΪΙ .. .
ήΠ ί. ΧΡΘΗΤίέ ΤΟ Μ/ΤΟ £ΤΟ 46Ν ΤΡΟ.' £/ΓΟΥΓΑ ΛΥΓΟ ΤΟ £/4€~ Ρ6Α/ΙΟ £>64θ£ ΘΑ ΤΚΟΤ9ΤΗ
ΧΟΙΡΟ. ΜΥΤΤΑζό ΤΟ Τθ£θ ν ΜΟΥ ΑΤΑ 4Η £ . /
ΗΥΤΤΑΈ6 ΜΠΟΥ Αλτ ΛΑΑ9 64Ω ΤΗ ΖΦήΙΡΑ ΑΊ6 6ΑΤΑ Τ/46Ρ6Α /5εΤ)Οί ΑΠΟ Π/£9 ΑΙΑ/ .. ΜΠΟΙ
\
ΝΑΙ. . . Ι||
Ή
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΑΜ-ΤΑΜ
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Οι Καννίβαλοι του Ταμ Τάμ, αίφοΌ βάζουν φωτιά και κάνόυν στάχτη το ίχσρταρέΣΟΛΑΝ,, ό Μπουτάτα, νιο παλάτι του Κοραγκα και -και ή Φίφιη, υστέρα ά- τ’ άμέτρητα καλύβια τής φυ πό ίμια τρομακτική πε λής του, παίρνουν τό λευκό Ρ'πιέτεια μέ τον απαίσιο φύ κορίτσι καί τον Μπουτάτα λαρχο Κοράγκα και τούς άν καί γυρίζουν στη δική τους Ο,ρωπΌφόίγους του1., πέφτουν περιοχή. στα χέρια τής βασίλισσας Ή πρωτόγονη, πολιτεία του Τόαμ-Τάμ (*). Ό Τα τους βρίσκεται κοντά σ3 έ μ πορ καταφέρνει την τελευ να μεγάλο ποτάμι σκεπασμέ ταία στιγμή να ξεφυγη από νο ά|τά τεράστ'ΐα πλατάνια την επιδρομή των αγρίων πο καί άλλα θεόρατα δέντρα, λεμ ιστών της κα}ί ./να χαθή τιαύ από αιώνες έχουν φυτρω στις πυκνές φυλλωσιές τής ά- σει· στις όχθες του. ■πέρίαντης ζούγκλας. Μόλις οί φοβεροί πολεμι στές τής φυλής φτάνουν έ(*) Διάβασε τό προηγούμενο κεΐ, ή νέα καί αφάνταστα ό τεύχος, τό 5, που £χει τον τίτλο: μορφη βασίλισσα τους άνε «Ό χορός της φωτιάς».
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. Ζ
ο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
βαίνει στο θρόνο ηη,ς καί το ζή ΐπί!σω άπό τά ιμακρυνά γα Υιοθετώντας τό αχώριστο Τόςμ λάζια βουνά, προφήτεψε πως -Ταμ πάνω στα γόνατά της, ένας μπορεΐ ,μονάχα νά της αρχίζει νά τό χτυιπάη: Πότε ξονσφέρη τή χαμένη φωνή αργά, πότε γρήγορα, ^ πότε της: Ό «άράπης *μέ τό τσου σγα! καί ττότε δυνατά, σά λούφ ι «οπ ό κεφάλ ι». νά ιμιλάη, ή νά δίνη. διατα Ό Μπαι/τάτα φωνάζει στή γές μέ τούς παράξενους και βασίλισσα ιμ* άπάγνωσι: μονότονους ήχους του·. — Έγώ; Τότε -νά τό ξερΟί άγριοι συγκεντρώνον ριζώσω τό έρηιμο νά ησυχά ται αμέσως γύρω στο θρόνο, σω! Επειδή έχω ένα τσου φέρνοντας [μπροστά στη βια λούφι δηλαδή, θά πή πώς εΐσίίλισσά τους τη Ζοίλάν μέ ,μαι καί... αύτ ιομυτοίλαρυγγο τή ;μακροσκοπική σκυλίτσα λόγος;! Μπά σέ κα-κα- κα της, καί τό χεροδύναμο άρά λό σου! πη μέ τό κοσμικό τσουλούφι Ή άλολη βασίλισσα ξα στο κεφάλι. Ταυτόχρονα, ό ναχτυπάει τό ΤάμιΤάμ καί ό σκελετωΐ μένος ιερέας τής φυ σκελετωμένος διερμηνέας έλής, πού «μοιάζει σαν απαί ξηγεΐ: . σιος βρικόλακας, φτάνει καί ^— Λέει πώς τρίΐα χρόνια στέκεται Όρθιος Ιττλάίί στο ψάχνει νά βοή αυτό τον άρά θρόνο τής πεντάμορφης βα πη καί .μονάχα χθες έμαθε σίλισσας του. * Ακούει γιά λί πώς βρισκόταν στή ψυλή του γο ιμέ προσοχή τους πσοάξε Κοιράγκα. ιΓιά νά τον άρπάνους ήχους πού κάνει -μέ τά ξη έκανε τήν εκστρατεία καί χέρια της νά βγαίνουν από τον πσλ-ε|μθ'... τό Τάμ - Τάμ. Κι* όταν εκεί Ό Μπίουτάτα (μουρμουρίζει νη σταματάει.. έξηγεί τους καμαρώνοντας σαν γύφτικο ήχους αυτούς ατούς δύο αίχ σκεπάρνι: Λίαλώτοσς: —Μπράβο! Ούτε ή «ω — Σάς [μιλάει ή παντοδύ ραία Ελένη» νά ήμουνα!... ναμη βασίλισσα Ζαυβάν, κό Ό ίεοέάς συνεχίζει: ρη του Ήλίου καί τής Σελή — Είπε ακόμα πώς, άν ό νης καί άδελφή των *Αστρων! Άράπης ιμέ τό τσουλούφι Λέει πώς κάποτε πού είδε της ξαναδώίση .τή φωνή τη,ς ,μποοστά της τό «Στοιχειό μέσα σέ τρεις ιμέοες. θά τον τού ποταμού» ένοιωσε τόσο παντοευτή καί θά τον κάνη μεγάλο τρόμο πού έχσισε άβασιλιά τής φυλής τού Τάμ/μέσως τή φωνή της... Τάμ!... Άν δμως περάσουν Ή βασίλισσα Ζουΐβάν ξα οί τρεΐς ήμερες καί ή βασίΓ ναρχίζει νά χτυπάς τό Τάμ- λισσα Ζουβάν δέν έχει ξανα Τάιμ κι* όταν σταματάς, ό ιε βρή τή λαλιά της, τότε θά ρέας συνεχίζει: πετάξη κι* αυτόν καί τό λευ Λέει πώς κάποιος ιμεκό κορίτσι στο νερό», γιά νά γάλος Μάγος τής φυλής πού τούς σπαράξη τό φοβερό
ΤΑΡΖΑΝ
«Στοιχειό του ητοταμου».
Ή άμοιρη Ζολάν ατού τ5 ά κούει, βάζει τά κλάματα... Ή μιικ,ροΌκοττίική /μαύρη σκυ λίτσα τηις γαυγίζει... Και ό Μπουτάτα ξαναβάζει τις ψω νές: —- Αδύνατον!... Δεν τό παραδέχοίμσι!... Έγώ είμαι γ ι ατ.ρός! ΕΤ μα ι έπιστ ήμονας! Δεν .μπορεί ό καθένας να ιμοΰ δίνη; ίμια κλωτσιά καί νά κάνω ...ιμιπίλοΜμ στο ποτά /μ ι !ε Ή όμορφη, αρχόντισσα κοιτάζει με βαυιμασμό τον άράπη· καί χτυπάει το ΤάμΤαμ... έρωτηιματικά. Ό ιερέας εξηγεί αμέσως στον Τσου λούφη: Ή παντοδύναμη βασίλισσα Ζουβάν, κόρη. τοίύ Ήλιου κάι τής Σελήνης και αδελφή των "Άστρων, σέ ρωτάει: Τι πρέπει νά κάνη: για ν5 άνοιξη ό λαιιμός της; —- Γαργάρα ιμέ ξύλόπροκες, γνωματεύει σοβαρά ό Μπουτάτα. 0 ΑΛΛΟ ΙΘΠΡΟΣ ΠΕΤΡΟΚΟΤΣ ΙΦΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ των Καν νιβάλων δέν ξέρει φυ σικά ούτε τ ι θά πή γαρ γάρα, ούτε τι είναι οι ξυλόπιροκες. Κάτι λοιπόν ξαναχτυ πάει μ5 άπορά στο Τάμ Τάιμ κάι ό «διερμηνέας» τό μετά φράζει: —Λέει πώς δέν σέ κατα λαβαίνει... — Μπά, σέ κσ-καλό τη^ί Πες της νά .μου δώση τό Τάμ Τάμ ·νά τής άπαντησω... τα
5
μπουρλικά! ^ Ή βασίλισσα σηκώνει άπό τά γόνατά της τό Τάμ Τρμ και του τό προσφέρει. Ό Τσουλούφης τό παίρνει κι" αρχίζει νά τό χτυπάη κου τουρου και νά τραγουδάη: — Νταυρσυνταντραμ — ντράμ — ντράμ! Ή «κόρη τού "Ήλιου και τής Σελήνης» δέν καταλα βαίνει πάλι ικ Γ ό Μπουτάτα τής εξηγεί τά «ταιμπουρλικά» του. — Θέλω· νά σου πώ πώς για νά φτιάξω· τό θαυματουρ γό φάρμακο πού θά γιοοτρέψη, τη ιμουγγαμάρα σου και θά κάνηι τη γλώσσα σου νά πηπαίνη ροδάνι, -μου χρειάζον ται τά εξής τρία υλικά: Π ρω τον, εφτά καβούκια από γυμνΟσαλίγκαρους πού νά κου τσάίνουνε από τά πισινά πο δάρια τους. Δεύτερον, ενα καλάθι! νερό πού μόλις, νά έχη, πάρει βράση. Καί τρίτον, έ ναν πράσ ι νο πετ ρακότσ ι φα πού ν" άλλόιθωρίζη από τό αριστερό του μάτι καί νάχη γεννηθή παραμονή πρώτο μα γιος! Καί εξακολουθώντας νά χτυπάη, όπως-δ πως, τό τα,μπούρλο του, συνεχίζεις — Αυτά /μόνο καί τίποτε άλλο! "Αμα μου τά φέρετε θά τά κοπανίσω καλά, θά τα βράσω σ’ ένα καβούκι άπό χελώνα κουρεμένη. καί θά τ’ αυγοκόψω μέ τρία φρέσκα συ γά, άπ" αυτά πού μαντάρου νε τις κάλτσες! "Υστερα μέ τό (μίγμα αυτό θά σου φτιάξω εφτά χάπια γιά νά τά πίνης:
5
τρία τό πρωί, τρία το ρεσημέ ρι και τρία τό βραδύς.. Καί όσο για να ποντρευταυμεπού λες, δεν μπορώ ^νά σου δώσω λόγο, γιατί είναι κι5 άλλες που με θέλουνε, καί θ’ άναγκα στώ νά βγώ στη λοταρία! Ή πανέμορφη βασίλισσα Ζουβάν διατάζει άμέσως τους υπηκόους της να βρούνε καί νά φέρουν στο Μπουτάτα τά «υλικά» για νά φτιάξη τό θαυ μστουργό φάρμακο πού θά της ξαναδώση τη λαλιά. ^Ύ στερα παίρνει τον Τσουλούφη καί τη Ζαλάν μαζί ιμέ τη Φι φη στο παλάτι της για νά ιούς φιλί'ξενηιση τις τρεΐς ή μερες, ώσπου νά έτοιμαστή τό φάρμακο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ό Μπουτάτα ξαπλώνει την άρ'ίίδα του στό παλάτι, τρώει -πίνει καί περνάει ζωή χαρι σάμενη ! Ή Ζολάν όμως κλαί ει συνεχώς τον άγαπηιμένο καί χαμένο σύντροφό της καί μένει ξάγρυπνη νύχτα καί με ρα, χωράς νά βαζη τίποτα στο ιστόρα της. λΑά τά «υλικά» πού ζητάει 6 Μπουτάτα είναι αδύνατο νά βρεθούνε από τούς Καννίβαλους. Την άλλη μέρα τό πρωΐ με τις παγίδες πού εχουνε στήσει, πιάνουν καί του φέρ νουν πεντακόσιαυς εξήντα πε τροκότσ ιφες. Κανένας τους δ ρω ς δυστυχώς, δεν άλλοιθωρίζει άπό τό αριστερό του ράτι. Τέλος στη 'δεύτερη. παρτίδα
*Η Ζολάν πέφτει πρώτη στο όρμητικά κι* άφρισμένα νερά τοΟ ποταμού.
7
ΤΑΡ2ΑΝ
"Ενας έλέφαντας σέρνεται τρικλίζοντας μέ μια μεγάλη ματωμένη πληγή στο κεφάλι.
πού φέρνουν τό απόγευμα, δρίΐσκεται καί ένας από δαύτους μέ έλαττωματικό τ’ άρι * στερό του μάτι!... —Λυτός είναι ό άλλοίθωρος πετροκόποι φας πού ζητάω!, φωνάζει τρελλος άπό χαρά ό Μπουτάτα. Μόνο πού δεν εί ναι... πράσινος !... Οί άμοιροι Καννίιβαλοι τριέ χουν καί δεν φτάνουν για νά βρουν πετροικότσιφα πράσινο. Τέλος πιάνουν έναν πού τά φτερά του είναι κάπως μαύρο πρασινα καί του τον πηγαί νουν. — Αυτός είναι ό πράσινος πετροκότσ κφ ας πού ζητάω!, φωνάζει τρελλος πάλι άπο
χαρά ό Μπουτάτα. Μόνο πού δον εΐνα ι .. .άλλοίίθωρος!... ιΚαπ δώσ’ του οί άγριοι στή νουν παγίδες ικαί κυνηγάνε μέ τίς σαΐτες τους τούς πετ,ροκατσιφάδες. "Ωσπου ?, \ / καταφέργ/ι νουν κάποτε να πισσουν ενα πρασινωπό μέ λιγάκι άλλοιθωρο τό άριστερό του μάτι. Κουρασμένοι πια :άπό τούς κό πους καί τά τρεχάματα, του τον φέρνουν. Ό Μπουτάτα ξε ψωνίζει μ’ ένθουΟίΟσμό: — Αυτός είναι ό πράσινος κι’ άλλοίίθωρος πετροκότσυ φας πού ζητάω! Μόινο πού δεν ξέρω άν έχη γεννηθή πα ραμονή πρώτο μαγιάς. — Καί πώς θά τό μάθης
Ο ΜΙΚΡΟΣ
αυτό; ρωτάνε οι ιθαγενείς — Να μού φέρετε πιστο ποιητικό γεννήσεως, τούς άιττοκρίνεταΐν "Έτσι περνάνε οϊ τρεις ή μερες τής προθεσμίας^ καί ό άράπης μέ το τσουλούφι δεν έχει φτιάξει ακόμα το θαύμα τόμΡΎΟ φάρμακό του. Ή βασίιλιισσα Ζουβάιν δια τάζει· ιμέ τό Ταμ - Ταμ νά άρ> πάξουν και νά πετάξουν άμε σως αυτόν ικαι τό λευκό κσρί τσι στο ττοτάμι. Ό Μπουτάτα διαμαρτύρε ται. — Τι φταίω εγώ, αφέντη βασίλισσα;! ’Αφοΰ δέν ιμού φέρνουνε τα υλικά, ττώς νά φτιάξω τό φάρμακό; Μττά σέ καλό' σου! Ή βασίλισσα του φωνάζει άγρια ιμέ μερικούς δυνατούς χτύπους τού Τάμ-Τάμ της, πού ό Ιερέας τούς εξηγεί: — Λέει πώς οί τιρεΐς ήΐμέρε^ τής προθεσμίας πέρασαν·. Ο Τσοϋλοόφης τόν έκλιπα ρεΐ: .— Πες της νά μου δώση μια (μικρή παράτασι πέντεέξη χρόνια. Έτσι εύκολα νο μίζει πώς φυτρώνουνε καβού ■κια στις ράχες των γυμνοσαλιγκαρέων; Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ Ζου βάν, όταν λέη κάτι μέ τό Ταμ - Ταμ, δέν τό ξελέει. Και γνέφει στούς Καν νίβαλους νά κάνουν γρήγορα. Έτσι, άλλοι άπ5 αυτούς χύ νονται ν' αρπάξουν τόν Μπου
τάτα, κι5 άλλοι τη Ζιολάν μέ τή Φίΐφη; της, πού ή μια κλαί ει σπαρακτικά κι5 ή άλλη γαυ γίζει δαιμονισμένα. ^ "Ομως 6 κοντόχοντρος άράπηις, μέ τό τσουλούφι του πού μοιάζει σαν πινέλο ξυρί σματος, δέν δειλιάζει σέ κάτι τέτοια. Βγάζει άμέσως τή φο βε,ρή «ιμπίιστόλα» του και τρα βάει τή σκανδάλη, μές στά ό λα. Μά ούτε κρότος άκούγε·· ται, ούτε ισφαΐρα βγαίνει άπό την κάννη. Ή «μπιστόλα» τού ΤσουλούφΙη, πυροιβολιεΐ μονά χα όταν έχη κέφια. Γιατι τις περισσότερες φορές παθαίνει άφλογιίστία. Ό Μπουτάτα ξανατραβάει δυο-τρεις * φορές ακόμα τή σκανδάλη, της χωρίς πάλι α ποτέλεσμα. Τέλος τήν ξανα βάζει γρήγορα στη θήκη, μουρμαυρ ίζοντας άγανακτ ισμέ νος: — Πάλι δυσκοιλιότης τήν έπιασε!... Μπά, σέ κα-κακάλό της! Στο μεταξύ, οι Καννίιβαλοι πού για μια στιγμή είχαν υ ποχωρήσει βλέποντας τον νά ηραβάη τό όπλο, ξεθαρρεύουν τώρα ικαι ξαναχύνανται πάνω του. "Ατρόμητος ό Μπουτάτα στρ ι φογυρίιζε ι δαι μονισμένα, χτυπώντας, κλωτσώντας καί σοδιάζοντας κάτω τούς αντί πάλους, μέ τις τρομερές χε ρούκλες και ποδάρες του. Ή βασίλισσα Ζουβάν πού έχει γίνει έξω φρένων βλέπον τας τόν άράπη >μέ τό τσου λούφι νά κάνη τέτοια θραύσι ατούς άγριους της, χτυπάει
μοΜίιααμένα τό Τάμ - Τάμ, σά νά τους διαττιάζη μέ τους ήχους του: —- "Επάνω του!... Σχίστε τον μέ τά νύχια καί τά δόν τια σας!... ίΤεταχτε κι" αυ τόν καί τό λευκό κορίτσι στο νειρό νά τούς σπαράξη τό «Στοιχειό τού ποταμού». Ό Μπουτάτα νευριάζει άπ’ τά γρήγορα και δυνατά χτυ πήματα τού Τάμ - Τάμ της και αρπάζοντας έναν καλο θρεμμένο Καννίβοολο τον σηκώ νει ψηλά και τον έκσφενδονί ζει^ προς τό μέρος της). Ό μαύρος διαγράφει καμπύλη στόν ιάερα ικαΐ χτυπάει μ* άφάνταΐστη ορμή πάγω στην άλαλη βασίλισσα. Ό μεγα λοπρεπής ξυλοισκολισμέ ινος θρόνος 'άνοοτρέπεται ικαί βασί λισσα και Καννίβαλος σωριά ζαντσι κάτω κουβάρι... — Βοήθεια!, ξεφωνίζει ή Ζουβάν.
Αυτό ήτανε!... Ό άφαντα στος τρόμος πού δοκιμάζει ή πεντάμορφη βασίλισσα βλέ ποντας τον γιγαντόσωμο Καννίΐβαλο νά πετάη,’ στον αέρα και νά χτυπάη πάνω της, ήταν τό γιατρικό πού χρειαζόταν. Μέ μιά δυνατή τρομάρα είχε χάσει τή λαλιά της και μέ μια άλλη, τό ίδιο δυνατή, τήν ξα ναβρήκε! Παρά τό ότι πέφτοντας νοι ώθει πώς (έχει χτυπήσει στο κεφάλι, πετιέται άμέσως όρ θια δίνει μιά κλωτσιά στο ά χρηστο πια ΤάμΤάμ και φω νάζει στους μαύρους πού έ χουν περικυκλώσει και προ σπαθούν νά δαμάσουν τον ά-
δά μαστό Μπουτάτα! — "Αφήστε τον!... ζαναβρήκα τή φωνή μου! Τό μακέλλειό πού γίνεται σταματάει, ικι" ό Τσουλούφης ρωτάει άπό μαικρυά τήν ένθου σ ιασμένη βάσίλισσα: — Έ άψέντη άμορφη ! ^Έναν σου πέταξα και βρήκες τή φωνή σου1. Νά σού πετάξω άλλον ένα νά γίνης και... πριμαντόνα; Ή Ζουβάν διατάζει τώρα τους ^ξυπόλυτους υπηκόους της: — Ό ιάράπης με τό τσου λοΰφι με γιάτρεψε!... Κάνετε όλες τις ετοιμασίες τού γά μου. "Απόψε τό βράδυ θά παν τρευτούμε! Ό Μπουτάτα γυρίζει ^χα μογελώντας ατούς Καννίβαλους πού στέκουν όρθιοι καί τούς λέει: —"Οσοι μείνατε ζωντανοί, «καί στά δικά σας». Καί ρί χνοντας μιά λυπημένη περι στροφική ματιά σ" αυτούς πού βρίσκονται σωριασμένοι κι5 αναίσθητοι γύρω του, προ άθέτει: —- Κι" όσοι τά κακαρώσα τε, «ζωή σέ λόγου σας»! ^ "Ύ στερα προχωρεί και φτάνον τας μπροστά σπή βασίλισσα τή ρωτάει: — Τ" άτοφάσισες λοιπόν; Θά μέ πάρης* — Ναίΐ, Μπουτάτα, τ* α ποκρίνεται εκείνη. Ό Τσουλούφης χαμογελάει: —νΕμ βέβαια...^ Σού γυά λισα βλέπεις, κοτζάμ έπιστή μονας λαρυγγολόγος!... "Αλ λά για πες μου: πώς θά μέ
1©
πάρης; Μέ τσουλούφι, για χω ρίς τσουλούφι; — "Έχει σημούσια αυτό;^ — Βεβαίως! Μέ τσουλού φι είμαι πιο... ακριβός! Αλλοίμονο όμως... Την ί δια στιγ,μή ή βασίλισσα φέρ νει το δεξιό της χέρι στο πί σω μέρος του κεφαλιού ττού της πονάει από τό πέσιμο. Νοιώθει όμως τό ίμερος αυτό σαν υγρό και κοιτάζοντας τά δάχτυλά της τά βλέπει κόκκ ι να άπό αίμα. Χίλιοι κεραυνοί άν έπεφταν ττάνω στους συγκεντρωμένους Καννίβαλους, δεν θά τους έ φερναν τέτοια αναταραχή κι5 άπόγνωσι, όπως σάν άντίίκρυσαν τά ιματωιμένα δάχτυλα
της Ζουβάν! Τό αίιμα τής βασίλισσας τους είναι ιερό και άπαραβί αστό. νΕνας πανάρχαιος νό μος τής φυλής λέει πώς όποι ος^ γίνη αιτία νά χ'υθή έστω καί |μιά σταγόνα άπό τό πολύ τιμο αίμα της, καταδικάζεται αμέσως στον πιο φρικτό θά νατο I "Έτσι, πριν προλάβη ό Μπουτάτα νά συνελθη από τή χαρά του, βρίσκεται αΐχράλωτος ιστά γερά ,μπράτσα των μανιασμένων Καννιβάλων Τό Τδιο καί ή άμοιρη Ζαλάν. Αυτήν μάλιστα πετάνε και πρώτη στά ορμητικά νερά τού ποταμού πού ή οχθίη του βρί σκεται πλάϊ. "Αμέσως ιμετά,
Ιό άτράμητ© * Ελληνόπουλο πέφτει σάν κεραυνός πάνω στον κοΰργο λ«υκό κυνηγό.
11
ΤΑΡΖΑΝ
Ή τρομακτική γροθιά του Ταμπόρ ανατρέπει τον λευκό κυνηγό.
και ιμέ μεγάληι δυσκολία, δέ κα άγριοι- ιθαγενείς σηκώνουν στα είκοσι χέρια τους ^τό Μπσυτάτα και τον- πετάνε κι' αυτόν στο ποτάμι, ένω μουρμούριζει ψ^λοσοψ ικά: — Τί τραβάμε κι5 εμεΐς οι γαμπροί! Μόλις όμως /πέφτει ατ’ άφρικημένα κι1 όρμητιικά /νερά του ποταμού, άρχίζει νά βγά ζη δυνατά κι* απεγνωσμένα ξεφωνητά,: — Βοήθεια!... Θά βραχή τό τσουλούφι ,μου και θά... ξεκστισαρώσηηη! Ή όρμή του υγρού στοι-' χείου όμως τον παρασύρει καί τά ξεφωνητά του ξεμα κραίνουν ικι* αδυνατίζουν σι γά - σιγά, ώσπου σβήνουν
καί χάνονται στο 'βάθος, ό πως πριν άπδ λίγο χάθηκαν έτσι οι ισπαρακτικοί θρήνοι τής Ζολάν, «μαζί ιμέ τά πνι γμένα γαυγίσμοπα της ιμικρο σκοπιικής «Φίφης». ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΕΛΕΦΑΝΤΩΝ
Ε Τ’ ΑΣΤΕΙΑ ^ όμως ικαί τις τετραπέρατες ικουταμάρες του Μπου τάτα, ξεχάσαμε τον άγαπημένο ιμας Ταμπόρ: τό άτρό μητο ιμιελαχροινό 'Ελληνόπου λο τής ζούγκλας. ’Άς αφήσουμε λοιπόν τη Ζολάν, τον Τσούλούφη καί τή σκυλίτσα νά τους «πάρη τό ποτάμι», πού λένε, κι* ας
12
παρακολουθήσουμε τό ,μικρό Ταρζάν άπ5 τή στιγμή που κατάφερε νά ^ξεφύγη από την έτπδρομή των Καννίβαλων πού αιχμαλώτισαν τή συντρόψισσά του καί τον Μπουτάτα. Ό Ταμπόρ. έφυγε όχι για τί φοβήθηκε, ή για νά γλυ τώιση τή ζωή του. Τό ύπερο χο Ελληνόπουλο δεν έχει δο κιμάσει ποτέ τό φόβο καί δέν λογαριάζει ποτέ τή ζωή του όταν πρέπει νά σώση τή ζωή κάποιου άλλου, έστω κι" άν είναι εχθρός του. Πολύ περισσότερο τώρα πού έβλε πε νά βρίσκωνται σέ κίνδυ νο οιί δυο άγαπιηιμένόι του συν τροφοί. Τό Παιδί ^ τής Ζούγκλας δέν είναι μονάχο γενναίο καί ,μεγαλόκαρδο... είναι κι3 ά φάνταστα έξυπνο καί ψύχραι μο: Είδε πώς αί (μανιασμένοι καννίβαλοι πού άρπαξαν τή Ζολάν καί τον Μπουιτάτα ή ταν άμέτιρητοι. Τίποτα δέν θά μπορούσε . νά καταφέρη άν χυνόταν, σάν κουτό βου βάλι, επάνω τους. 'Όσους απ’ τούς μαύρους αυτούς κι5 άν σώριαζαν κάτω τά θανα τερά χτυπήματα τού ροπά λου του ή οι φοβερές γρο θιές του, πάλι θά έμεναν άρ κετοί γιά νά τον σκοτώσουν καί νά πάρουν μαζί ^τους τό κορίτσι ικάΐ τον άράττη. Γι’ αυτό λοιπόν προτίμησε νά τούς έγκαταλείψη προσωρινά καί νά ισωθή φεύγοντας, "Έ τσι, τουλάχιστο^, θά έ|μενε αυτός ελεύθερος νά ψάξη νά τούς όρη καί νά τούς σώση.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
'Αλλοιώς ικι* οι τρεις τους 6ά ήταν χαμένο.ι. Φεύγοντας Ιλο-ιπτόν ίο Τα^ μπόρ άπομακρύνεται άρικετά μέσα στήιν πυκνή βλάστησι τής άγριας περιοχής. "Υστε ρα, σκαρφαλωμένος στή ^ θε όρατη κορφή ενός αιωνόβιου δέντρομ, παρακολουθεί καί κατασκόπευε ι τΐ ς^ κ ινήσε ι ς των πολεμιστών τής Βασίλισ σας του Ταμ—Τάμ. Τούς βλέπει νά βάζουν φω τιά στο μεγάλο χρρταρένιο παλάτι τού Κοράγκα καί στα καλύβια τώιν άνθρωποφάγων του. Παρακολουθεί με δέος τις κόκκινες φλόγες καί τούς μαύρους, (καπνούς πού, σκ'άρφαλώνόυν ψηλά σά νά' θέλουν ινά καψουν καί νά μουτζουρώσσυν τον ουρανό! Κι5 όταν τέλος τούς βλέπη νά φεύγουν σέρνοντας μαζί τους τούς δύο. συιντρό φους του, αρχίζει νά τούς παρακολουθή πηδώντας σάν πίθηκος ιάπό κλαδί σέ κλαδί κι" από δέντρο σέ δέντρο. Ξαφνικά, πονειμένα ^στριγγλίσματα τραυματισμένου ε λέφαντα φτάνουν στ" αυτιά του. "Απ" τά ψηλά λ κλαδιά μιας άγριοιβελαν ίδιάς πού πάνω της (βρίσκεται αυτή τή στιγμή,, σκύβει καί κυττάζει κάτω: "Ενα γιγαντόσωμο παχύδερμο, μέ μιά μεγάλη ματωμένη; πληγή στο κεφάλι σέρνεται αργά καί ^ τρικλί ζοντας προς τήν κοιλάδα των πέτρινων βουνών πού βρί σκεται τό απέραντο νεκροτα φείο ελεφάντων τής ζούγκλας. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει
ΤΑΡΖΑΝ
πώς τό περήφανο κι* ευγον,ι κό αυτό /θηρίο, ξέφυγε 6 α ρειά τραυματισμένο άττό τις δολοφ-αν ικες σφ·άΐρες του λευ κού κυνηγού. Γ6 αύτιό βιά ζεται, πριν πείθάνη, νά φτάση στο «/νεκροταφείο» τής γε νιάς του. Το .μεγαλόψυχο * Ελληνό πουλο λυπάται άφάνταστα τον ετοιμοθάνατο ελέφαντα που, καθώς /σέρνεται άνήμιπο ρος. πότε στενάζει μέ πόνο και παράπονο, και πότε βγά 6ει άγρια και σπαρακτικά ξεφωνητά. Σά νά καταριέ ται τήιν κακία των «λευκών» τού μακρυνού πολιτισμένου κόσμου που φτάνουν στη ζούγκλα γιά -νά ξεράσουν μέ τά τρομερά κι5 άνανδρα όπλα τους τη φωτιά, τό σίδερο καί τον άδικο χαμό!
13
άδύνιατο πια Μά θεραπερΒή! καί νά ζήση,. Τό Παιδί τής, Ζούγκλας μέ βουρκωμένα μάτια πιάνε ται άπό τό χαμηλό κλαδί κάποιου δέντρου πού βρίσκε ται κοντά, ικΓ αφήνοντας τον ελέφαντα νά συνεχίζη την πο ρεία του θανάτου του, σκαρ ψαλώνει πάλι ατά δέντρα γιά ι/νά συνεχίσηι ΐκιι’ .αυτός την παρακολούθηισι των Καννίίβαλωιν πού είχε γιά λίγο διακόψει: ζαφ,νικά όμως δυνατός πυ ροβολιίσμός αντηχεί κι* ή σφαίρα, σφυρίζοντας δοουμο νισμένα κάτω άπό τά ποδά ρια του, προχωρεί μέ κατεύθυνσι προς τον έλέφαντα. Μέ μιά γρήγορη έρευνητική ματιά ό Ίαμπόρ άνακαλυπτει τον λευκό κυνηγό πού παρα κολαυθεΐ, άπό κάποια άπό ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΦΑΙΡΑΣ στασι, τό τραυματισμένο θε ΚΑΙ ΓΡΟΘΙΑΣ ριό καί πυροβολεί γιά νά τ* Απορεί που Τ Α Μ Π Ο Ρ ^ ξεχνάε ι γ ιά αποτελειώση. ίμιιά στιγμή τους Καννί τον βλέπει νά είναι μόνος β.ο3λους που παρακο του μέσα στην άγρια περιο λουθεί κι* αρπάζεται άπό γη τό γιατί ξέρει κίαλά πως οί δολοφόνοι αυτοί σέρνουν μα πρώτο ιμακρύ χορτόσχοιφ ζί τους πάντοτε μαύρους 6ο πού βρίσκεται (μπροστά του. σωματοφύλακες. ’Έτσι, διαγράφοντας μιά κα ήθους καί Κι’ ό Ταμπόρ (μουρμουρίζει μ πύλη, τροχιά στο κενό, τρίζοντας άγρια τά δόντια ψίθάνει γρήγορα καί προσ του: γειωνεται πάνω στη ράχη του τραυματισμένου ελέφαν — Ό κακούργος αυτός θά νομίζη πώς μέ τό φονι τα. Άπό κεΤ προχωρεί μττου κό όπλο πού κρατάει στα σσυλώντας φτάνει οπό ματω χέρια του. δέν πρέπει νά μένο κεφάλι του κι* εξετάζει Φοβάται κανένα, ούτε την πληγή... άν Άλιφί(μανο!,.. Ή σφαίρα θρωπα, ούτε θεοιό! Γρήγο ίου λευκού κακούργου έχει ρα όμως ^ θά μάθη πώς τον χτυπήσει σέ καίριο σημείο γενναίο άνθρωπο δεν τον κά τό γιγαντόσωμο θεριό. Είναι νει τό όπλο, ιμά ή καρδιά!
Ο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ταυτόχρονα σχεδόν,, άρπάζεται άπό τό ίδιο γέρο χορτάσχοινο πού τον είχε, πριν Ιλίγο, <^έ|ρ-ει στη ράχη του παχύδερμου καί γλι στρώντας ιμέ άσύλληπττη; τα χύτητα άπ’ αυτό, πέφτει σαν κεραυνός πάνω στο λευ κό κυνηγά, άκριιβώς τή στι γμή ττού περνούσε κάτω άπό τό θεόρατο δέντρο όπου ό Ταμπαρ βρισκόταν σκαρφα λωμένος. Ό δειλός κακούργος ξα φνιάζεται και τρομάζει άφάν ταστα. Στην άρχή ξεφωνίζει μ’ άπόγνωσι ζητώντας βοή θεια άττό τους μαύρους του, πού για νά κυνηγήση, τόν έλέφαντα, τους ^χιει άφησει πολύ πίσω. Αμέσως όιμως συ νέρχεται και άρχιζει νά έκλιπάρή τόν Ταμπό ρ νά τον λυπηθή καί νά τόν άφήση νά γυρίση στους δικούς του. Τό μικρό θηρίο έχει στα ματήσει τώρα σέ μικρή άπό στασι, όρθό κι* έτοιμο νά σωριαστή κάτω. Ή άνάσα του είναι βαρεία σάν έπιθα νότιος ρόγχος. Τό Παιδί τής Ζούγκλας στέκει άντίκρυ στον ώπλισμε νο λευκό κυνηγό, μέ σφιγμέ νες τις γροθιές του. Τά ό μορφα ιμάτια του πετάνε μαυ ρες αστραπές καθώς του λέει άγρια: — Σήκωσε λοιπόν τό ό πλο σου νά χτυπήισης κι* ε μένα, άνανδρε δολοφόνε!... “Έλα νά (μονομαχήσουν οί σφαίρες σου ιμέ τις γροθιές μου... Ό δειλός κακούργος παρα
τάει κάτω τή βαρειά καραμπίνα του, υποχωρεί ένα βή μα καί βγάζει άπό τή ζώ νη του τό πιστόλι του... Μά τή στιγμή πού τραβάει τή σκανδάλη )και ται/τόιχρονα μέ τόν κρότο τού πυροβο λισμού, ή τρομακτική γροθιά τού Τρμπόρ πέφτει σάν κε ραυνός στο σαιγόνι του καί τόνΐ σωριάζει κάτω ανάσκε λα. Ή σφαίρα άστσχεΐ φυ σικά, τό δαιμονισμένο σφύρι γμά της σβήνει καί χάνεται γρήγορα στο βάθος τού ο ρίζοντα. Τό άτρόιμητο Έλλη νό που λο σκύβει αμέσως, τόν άρπάζει άπό’ τού^ ώμους, τόν ξαναστήνει πάλι όρθο καί τόν σπρώχνει μέ πειριίφρόνησ·ι: — Χάσου άπό τά (μάτια μου, τιποτένιε, φωνάζει. Φύ γε πριν θολώση τό (μυαλό μου καί λερώσω τά χέρια μου στο βρωμερό σου αΐιμα! Ύστερα τού γυρίζει άργά τις πλάτες καί προχωρεί νά φύγη... Δέν προφταίνει όμως νά κάνη ιμερικά βήμα τα όταν ξαφνικά πυροβολι σμός άκούγεται πίΐσω του, κΓ ή σφαίρα περνάει σφυρί ζοντας τπλαϊ στ5 αριστερό του αυτί... Ό Τσμπόρ έχει σωθή άπό θαύμα. Ή ταρα χή, ό τρόμος κι* ζάλη, τού λευκού κυνηγού πού δέν έχει συνέλθει καλά άκόμα άπό τή γροθιά τού νέου, δέν ήταν δυνατόν νά τού έξασφαλίσαυν σταθερό χέρι στη σκόπευσι. Κι* ή δολοφονική σφαίρα ξέφυγε, όσο άκριβώς χρειαζό-
ΤΑΡΖΑΝ
15
Ίαν,, για νά ιμή σφην,ωθή στό τό σηκώνει ψηλά καί τό βρον» κεφάλι του 'ΠαιδιοΟ της Ζουγ ντάει μέ τόση δύναμι κάτω κλας. οπό μαλακό χώρα πού χώ νεται ιμιά σπιθαμή ιμέσα στη Ταυτόχρονα ιμέ τόν τπυιροΤέλος ποδοπατάει την 6ολισμό, ό Ταιμπταρ, καί πριν γή. ό άνανδρος κακούργος ττροτρύπα πού άνοιξε καί την λάβη νά τραβήξη για δεύτε ξανασκεπάζει >μέ χώματα, ρη φορά τή σκανδάλη του, θάβοντας το έκεΐ γιά πάντα^. κάνει ένα γρήγορο πήδημα, Ό κρεμασμένος ^ άπό το αρπάζεται άπ3 ενα χαμηλό χορτόσχοίνο δολοφόνος που κλαδί, σκαρφαλώνει στο δέν τόν είχε πυροβολήσει πισώτρο και γρήγορα άπ3 έκεΐ πλοπα, εκλιπαρεί σάν ζη ξαναπέφτει για δεύτερη φο τιάνος τώρα* ρά πάνω στον ώπλισμένο — Λύσε ιμε, παιδί μου, αντίπαλο,. Οί γροθιές του καί συγχώρεσέ ιμε γιά τό κα πέφτουν τώιρα σάν ριπές πο κό πού έκανα ιστόν έλεΦανλυβόλου στο πρόσωπο του τα!... Θά σου δώσω όσες .δολοφόνου πού γρήγορα γί χρυσές λί|ρες έχω έπάνω μου. νεται ολόκληρο μιά ματωμέ Ό Ταμπό ρ προτείνει τήν νη πληγή. παλάμη του: — Φέοετες καί θά δούμε·.. ^Αμέσως ό 'νέος τραβάει Ό κρεμασμένος κυνη ρ καί ικατεβάζει τό γερό χοργός πού έχει έλεύθεαα τα τόσχοινο πού κρέμεται άπό τό ίδιο δέντρο καί τον δέ χέοια, βγάζει άπό την τσέ νει ;μ’ αυτό άπό τή ιμιέση. "Υπη του ιμιά χούφτα λίοες καί στεοα τραβώντας το, τόν ά- του τις δίνει. *0 Ταμπόρ νεβάζει ένα ιμέΤρα πάνω ά παίρνει τό χουισάφι καί προ πό τό έδαφος και τόν αφήνει χωρώντας νά φυγή,, τό πενά σϊωρή,ται στο κενό. τάει ρποοστά στην προβο — Μείνε εκεΐ, του λέει ό σκίδα τού έτοιιμοιθάνατου έΤαμ ποιο. Τά Θεριά της ζουγ λέφαντα, μουρμουρίζοντας μέ κλας Θά ·σέ τιιιιωοήσουνε για σαρκασυό: τό κακό πού ήρθες νά τούς — Πάρε τό χρυσάφι τού κάνης... δολοφόνου σου, άμοιοο ζώο! Ή καιροί μπίνα καί τό πι Σαύ πληρώνει τό αΐιμα που στόλι έχουν ξεφυγει άπό τά χύνεται άπό τή θανατερή πλη χέοια Τού λευκού κυνηγού γή σου... καί βρίσκονται κάτω, ανί Δεν προφταίνει δ,μως νά κανα πι,ά νά βλάψουν κσνέ- ' . κάνη λίγα βήματα, όταν άνα. Το Παιδί τής Ζούγκλας ( [ γριές φωνές κι* άλάλσγμοί άοπάζει μέ τά δυο χέίοια τό* /ί; άκαύνονται ξαφνικά πίσω υακούκαννο δπλα, τό χτυ-^' ψτου. Πάνω άπό σαοάντα υσύ πάει μέ λύσσα ικαί δύναμι^ϊ£ ΐ,ποι ίθανενεΐς. .μισθοφόροι »* στο σιδεοένιο γόνατό του |λού λευκού κυνηγού, χύνον καί τό σπάζει σπά δυο. ^Υ ται μανιασμένοι μέ τά κον στερα παίρνει τό πιστόλι, τάρια καί τά μαχαίρια τους
16
νά σπαράξουν τό άπροστάτευιτο Παιδί της Ζούγκλας. Ό κακοί)ργος', (κρειμασιμένο^ καθώς βρίσκεται, τούς^ Φωνα ζει ιμέ άγριο μίσος και λύσ σα: — Σψάχτε τον!... Κόφτε τον κομματάκια-—κόμματά κια!... Ο1! στιγμές πού περνάει ό Ταμπαο είναι άφάνταστα τραγικές. "Ίσως κι5 οι τελευ ταΐες τής πολυβασαν ισμένης ζοστριο του-... Μά καί τό θέμα των (μανιασμένων ιθα γενών πού έχουν σηκώσει μαχαίρια και τά κοντάρια τους για νά τον κομματιά σουν, εΐναι φ οίκτο κι1 άπαίσιοί... *Αντί λοιπόν νά κλεί< σουρε τά μάτια μας για νά μην άντικούσούμε τό Φοβερό φονικό πού θά γίνη, άς κά νουμε κάτι καίλύτερα... "Ας δεφόγουμε για λίγο άπό τό μόρας αυτό κι* άς πετάξουμε ιμιέ τη Φαντασία μας στο ποτάμι πού στά ορμητικά καί άφρισμένα νερά του, έ χουμε άφησε ι ' νά παοασύρωνται καί νά χαροπαλεύουν: ό Μποοτάτας ή Ζσλάν κΓ ή τετραπέρατη «Φίφη» της.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ούτε στιγμή νά πάψη, νά σφίγ γη ιοτήν άγκαλιά την άγαπημιένη κι* άχώριστη Φίφη της. ^ ΤΙίισω καί σέ μικρή άπόστασι τούς ακολουθεί ό κω μικοτραγικός Μτπουτιάτα πού αδιαφορώντας για τον βέ βαιο καί τραγικό πνιγμό του, ένδισφέρεται καί φοβάται μονάχα ·μή βρσχή τό τάσυλού φι του καί... ξεκατσαιρώση. Που νά φαναοτή ό άμοιρος ποίά φοβερή λαχτάρα τον περιμένει άπό στιγμή σέ στιγμή. Καί νά: Ξαφνικά, ένώ παρασυρετσι άπ* τ* άφρισμένα νερά, νοιώθει κάτι μαλακό καί κρύο νά άγκαλιάζη τό κορμί του. Είναι μιά τεράσ·τ ι α σαρκοιφάγα νεροφίδα του ποταμού. Στή διάλεκτο των ιθαγενών λέγεται· «ιΚέρ Λαμίν» πού σημαίνει «τρυ φερό άγκάλιασμα».Γιατί π,ρα γματικά τό θανατερό άγκάλιασμά της είναι άφάνταστα τρυφερό κι* απαλό. Τό γλυστειρό δέρμα τής Κήρ Ααμιιν δέν σκεπάζεται ούτε ιμέ λέ πια, ούτε μέ φολίδες. *Αλλά καί τό εύλύγιστο κορμί, της ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ δέν έχει τό παραμικρό κόκΤΗΣ ΝΕΡΟΦΙΔΑΣ καλο. "Ομως έχει τεράστιο Ο ^ ΠΟΤΑΜΙ, στο ση κεφάλι καί τό φαφούτικο, μείο πού οι Κ αννίβα- χωρίς δόντια, στόιμα της ό λοι τής βασίλισσας ταν άνοίίξη χωράει νά ρουφήίου Τό|μ—Τάμ πέταξαν ξμ τό μέ άνεσι στή κοιλιά της λευκό κορίτσι καί τον άράπη, χ ι1 έναν ολόκληρο άνθρωπο. είναι πολύ κατηφορικό καί τά *Έτσι ό Μπουτάτα, μέ τυ νερά κατρακυλάνε ιμέ ορμή λιγμένες γύρω στο κορμί του χΜμάρρου. Ή Ζολάν παρστίς μαλακός; κουλούρες τής σύρεται κλαίγοντας καί ξε φοβερής πεινασμένης νεροφί φωνίζοντας σπαρακτικά χωρίς δας, παρασύμεται μαζί μ*
Τ
ΤΛΡΖΑΝ
αυτήν άπ5 τά νερά. Τό άπ·αλό όμως άγικάλιασμά της τον κάνει νά διαμαρτύρεται στο υδρόβιο ερπετό ξεκαρδ ισ:με νός στα γέλια: — "Έλα, αφέντη, νεροφί δα!... "Άσε τ" αστεία γιατί γαιργαλιέμαι και ανατριχιά ζει τό τισοολούφ ι μου ! Χί, χίν χΠ... Μά ή κο,ίΐτη του ποταμού αρχίζει τώρα νά ιμήν είναι τόσο κατηφορική κι5 έτσι ή ορμή του νερού λιγοστεύει σιγά—σιγά. "Ωσπου; τέλος πρώτη ή Ζαλάν κι5 ύστερα ό Μπουτάτα φτάνουν και συ ναντιούνται σ’ ένα πλατύ ά νοιγμα^ σαν λίμνη, που τά νερά εΐναι ήσυχα και φαί νονται σά νά ιμή κινούνται καβάλου. Ή Ζολάν τρομάζει ν5 α ναγνώριση τον Μπουτάτα έ τσι ίπού τον 1 βλέπε ι στά νε ρά τυλιγμένον από τό κορ μί τής Κέρ.> Λαμ»ίν: — "Εσύ είσαι, ΤσουιλούΦη, ιμου; — Έγώ, αφέντη κορίτσι! — ^Κι" αυτές σ! χοντρές κουλούρες γύρω στό κοριμί σου, τί είναι; — Σωσίβια!... ζσφνικά ή τετ,ραπέρατη σκυλίτσα αρχίζει νά γαυγίζη δαιμονισμένα. Την ίδια στιγμή ό Τσούλούφης βλέ ποντας τό τεράστιο ψαφούτι κο· στόμα τής νεροφίδας ν’ άνοίίγη; γιά νά τον χάψη, φω νάζει μ;έ άιπόγνωσι: ^ — Βοηθέ ιαααα!... Θά μέ φά,η αμάσητο καί θά βαρύστρμαχ ι άσηηηη.!...
17
Ό άμοιρος κάνει απεγνω σμένες κινήσεις γιά νά έλ'ειυ 6'ερωθή από τό θανατερό αγ κάλιασμα τού ερπετού, μά όσο χειροδύναμος κι’ άν εί ναι, τίποτα δέν ι μπορεί νά καταφέρη. Ή επαφή τού πα γωμένου κορμιού τής νεροφί δας ιμέ τό ζεστό σώμα του, κύ ένας παράξενος ηλεκτρι σμός πού, όπως λένε, κύκλο φορ-εΐ στό δέρμα τής Κέρ—Ααρίν γιά νά ναρκώνη τά θύ ματά της, κάνουν τον Μπου τάτα νά αρχίζη,, σιγά—σιγά κι3 αυτός νά χάνη τις αισθή σεις του. Ή άντί,στασι κΤ ή άντίδρασί του λιγοστεύουν, καί σέ ·μά στιγμή παραδίνε ται ανυπεράσπιστος στήν ά χάρταστη, λαιμαργία τού ψοβε ρου ερπετού ψιθυρίζοντας του αδύναμα καί ξεψυχισμέ να: — "Άντε... .Καλή σου όρε ξι... και αιώνια μου ή μνήμη! Την ίδια ιοττιγμή ή Ζολάν βγάζει ένα ξεφωνητό φρίκης καί τά μάτια της τρομαγμένα από τό τραγικό θέαμα πού σντικρύζουν, ζητάνε νά πέτα χέουν έξω από τις κόγχες τους. Ή φοβερή νεροφίδα ξε τυλίγεται γρήγορα από τό σχήμα του ι μ. ι σοανα ίσθητου Μπουτάτα, άνοιγε ι τό τερά στιο στόμα της καί μ" ένα ά φιάντοοστα δυνατό ρούφηγμα τον τραβάει ολόκληρον μέάα στό κορμί της. Κι* ή κοιλιά της εξογκώνεται σαν λαστιχιένια παίρνοντας τό σχήμα τού άμοιρου άράϊπη. Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας τ ραβάε ι, μ άλ ι ς συνέρχετα ι,
τό μικρό μαχαιράκι τής ζώ νης της καί κολυμπώντας φτάνει κοντά στην παραμορ φωμένη, άπιό τό Ούρα της νε ροφίδα. Αρχίζει νά^ τή χτυπάη, μ5 αστό, ζητώ’ντας να τής «σχί,ση την κίοιλιά καί νά έλευθερώση τό «φαγωμένο» σύντροφό της. Τή ίδια στι γμή και καθώς τό ερπετό ξα νανοίγιει τό στόμα ταυ για νά ιΚοτταβιοοιχθίίση- κι5 αυτήν, άντηχιεΤ άττό μέσα του βρα χνή ή φωνή τού Μποοτάτα: — "Ε!... Μή βαράτε μαχαι ριές απ’ έξω γιατί... γαργαλιέμαι! Ή Ζσλάν άποτραιβιέται α μέσως τραμαγιμένη. μπροστά αητό Τ απαίσιο ανοιχτό στό μα του θηρίου, φωνάζοντας μέ παιδική άφέλειια στό χαμένο σύντροφό της: —Κουράγιο, Τσούλουφάκο μου!... Κουράγιο ώσπου νά σε... χώνεψη,! ιΚαί νά: ή χορταριάσιμενη πια νεροφίδα βγαίνει τώρα στήν όχθη τού ποτά)μου σέρ νοντας άγρα τό βαρύ κι* άπέ ραντο κορμί της. -απλώνει έ κεΐ γιά νά χώνεψη ήσυχα τό θύμα της. Ή τετραπέρατη φίφη δ>μως δεν τήν αφήνει ούτε στι γμή ήσυχη. Ατρόμητο «μικρό βιο» όπως πάντα, χύνεται με άστεΐο θράσος καί δαγκώνει τό μαλακό σώμα του θηρίου, φτύνοντας μικρά κομματάκια από τό κρέας της. 5Αποφεύγει μόνο νά πλησιάση προς τό κε φάλι τής νεροφίδας, γιαπί δεν έχει κορμιά διάθεσι νά βρεθή μ·* ένα ρούφηγμα στήν κοιλιά της, παρέα μέ τον Μπουτάτα. Ή Ζολάν, μονάχη κι’ έρημη τώρα, άρχίζει νά κλαίη γοε»
Ή Ζολάν θέλει ν’ αύτσκτονήση πέφτοντας στό στόμα τής νεροφίδας
ρά, ξερριζώνοντας τά^ χρυσά μαλλιά της καί φωνάζοντας τό χαμένο λευκό Παιδί τής Ζούγκλας: — Που είσαι, Ταμπόρ!... Γιοττί έφυγες καί μάς άφησες μονάχους!... "Ετσι, στή φρίκη καί στην άπόγνωισι πού δοκιμάζει βά ζοντας στο νού της πώς^κι’ ε κείνος μπορεί νά μή ζή πιά, παίρνει μια τραγική άπόφασι. Φωνάζει τή Φίφη κοντά^ της, τή σφίγγει στήν άγκάλιά της καί τήις λέει μέ πονειμένα άνα φυλληιτά: —Ό Ταμπόρ κι5 ό Μπουτάτα^ χάθηκαν, Φιφήκα μου! Εμείς ^τί θά κάνουμε τώρα μοναχουλες μας σ’ αυτή τή παληοζούγκλα; "Αιχ... "Αχ·.. "Ελα ν* ^αύτοκτιανησουμε λοι πόν... Πάμε νά μάς χάψη κι’ εμάς σάν τον καημένο τον Τοουλούφη πού μάς φορτωνό τανε στον ώμο του γιά^ νά μήν κουραζόμαστε... Καλύτε ρα λοιπόν νά πεθαίνουμε μαζί του... Τιατί νά πάμε ποδαρό δρομο στον «άλλο κόσμο»; Καί, σφίγγοντας πάντα στήν αγκαλιά της τή Φίφη, βγαίνει στήν όχθη καί προχω ρεί για νά πάη νά πέοπ στό άνοιχτό στόμα τού θηρίου... Αλλοίμονο όμως!... Τήν Τδκα στιγμή ξαφνικός καί δυ νατός παφλασμός νερού άκούγεται κι5 άμιέσως ένα άπαί σιο φοβερό μουγγρητό.... ^ . Ή Ζολάν γυρίζει τό κεφάλι της νά δή καί μαρμαρώνει στή θεσι πού βρίσκεται άπό τρόμο καί φρίκη;. 5Από τήν περιγραφή πού είχε κάνει ή βασίλισσα τού Ταμ - Τάμ, τό αναγνωρίζει άμέσως, ψιθυρί ζοντας μέ δέος:
20
Ο ΜΙΚΡΟΣ
—- Το «Στοιχεία τού ,πο- μον νά δεχτή τό θάνατο άπό τ α'μού! »... Αυτό που ά ντ ί κ ρυ τά μαχαίρια καί τά κοντάρια σε ή Ζοοδάν κΓ έχασε τή λα τών μαύρων μισθοφόρων του. λιά της! Το ΚορίΦσι τής Ζούγκλας Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ τραβάει γρήγορα τά μάτια ΙΠΤΗΡΑΣ της απ' αυτό, γιατί ή θέα του ΑΡΑΝΤΑ, πάνω -κάτω είναι τόσο* απαίσια και τρο είναι οί άράπηδες πού μακτική που φοβάται πώς θά έχουν περικυκλώσει τό χάση τα λογικά της... ατρόμητο Παιδί τής Ζούγκλας Τό «Στοιχειό του ποταμού» κιάί άλλα τόσα τά φονικά μα εξακολουθώντας νά μουγγρ.ί “ χαίρια καί τά κοντάρια που ζη, προχωρεί αργά προς τό έχουν σηκώσει απειλητικά πά μέρας τής όχθης πού βρίσκε νω άπό τά κεφάλια του ται ή Ζολάν, ενώ ή ξαπλωμέ 'Άν ό Ταμπόρ κρατούσε μα νη νεροφίδα σηκώνει άνήσυιχη, χαΐρι, δύσκολα θά γλύτωναν τό κεφάλι της και βγάζει ένα άπό βέβαιο Θάνατο οι σαράν παράξενο τρομαγμένο σφύρι τα αυτοί κακούργοι. Μά τό γμα !... περήφανο*κι5 ατρόμητο Ελλη Ή μικροσκοπική Φίφη· ξε νόπουλο δέν πιάνει ποτέ στα φεύγει απότομα άπό την α χέρια του ούτε μαχαίρια ού γκαλιά τής. κιυράς της καί γιαυ τε πιστόλια. Γι’ αύτό' κι3 άλ γίζοντας φοβισμένα τρέχει λες φορές, όπως καί τώρα, έ καί κρύβεται πίίσω άπό τις χει έρθει σέ τόσο· δύσκολη θέ πυκνές καλαμιές τής όχθης... σι πού μονάχα ό Θεός τής Ιό λευκό κορίτσι μένει α ζούγκλας κάί του κόσμου ό κίνητο στη θέσι του σαν ύπνω λου θά μπορούσε νά τον σώση τισμένο, ενώ τό φοβερό Στοι "Ολοι όμως ξέρουμε πως έ χειό όλο καί πλησιάζει προς νας "Έλληνας, σέ ρσο δύσκο τό μέρος της... λη θέσι καί άν βρίσκεται, δεν 5Αλλά καλύτερα νά μή σάς χάνει ποτέ τό θάρρος του ού περιγράφουμε ακόμα τό φρι τε καί κάθεται μέ σταυρωμέ χτό αυτό τέρας. Γιστί θά ναι να χόρια! "Ετσι κι5 ό Ταμπόρ οόσετε αμέσως, τόσο μεγάλο περιφρανώντας τούς σαράντα ενδιαφέρον νά παρακολουθή «χάρους» πού έχουν σταθή ά σετε τί θ' άπογίνη, πού καιμ- πό πάνω για νά τοΰ πάρουν μιά καί κανένας απούσας δεν την ψυχή, κάνει αμέσως κάτι θά θέλετε νά ξεκολλήσετε, ά αφάνταστα τολμηρό κι5 απί πό εκεΐ... Ένώ όλοι πρέπει στευτο·: Μέ μιά άσυλληπτη σέ τα νά ξαναγυρίσουμε γρήγορα στ ον αγαπημένο μας Ταιμπόιρ , χύτητα κίνηση χαμηλώνει α που τον αφήσαμε κοντά στον πότομα καί χτυπώντας δόνα τραυματισμένο ελέφαντα· καί τά μέ τό κεφάλι του τό στή τον κρεμασμένο άπό τό χορ·* θος ενός άπό τούς μαύρους τόσχοινο λευκό κυνηγό, έτοι πού βρίσκονται γύρω, τον ά-
Σ
ΤΑΡΖΑΝ
ναπρέπει.Έτσι άνσίγοντας πέ ράισμά, ξεφεύγει άπ’ τον κλοιό τους και (μ5 ένα πήδημα αρπάζεται άπ’ τό χορτόσχοι νο πού κρέμεται ό κυνηγός και σκαρφαλώνει για νά ξεφύγη από τά δέντρα. “Όμως τό πρώτο κλαδί πού πατάει κι* έτυχε νά είναι ραγισμένο από τον άέρα ή κεραυνό, δεν αντέχει στο βάρος του και σπάζει. Κι* ό Ταμ,πόο γκρειμοπσακίζεται κάτω πέφτοντας πάλι ατά χέρια των ιμαύρων αντιπάλων του, πού ξσνασηκώ'νουν μέ λύσσα τά μαχαίίρια και τά κοντάρια τους γιά νά τον υποδεχτούν. Την ίδια στιγμή όμως άγρ ιο στρίγγλ ίαμα άκούνετο: ι κοντά τους. Ό τραυματισμέ νος κΓ έτοκμοθάνστος έ-λέφαν τοος, ξαναβλέποτας τό λευκό παιδί νά κινδυνεύη., συγκεν τρώνει τις τελευταίες δυνά μεις του τεραστίου κορμιού του σέ μιά άπεγνωσμένη προ απάθεια νά τον σώση. *Έτσι, γυρίζοντας ξαφνικά, άρχιζε ι νά ποδοπατάη τους ιμαύρους, ή νά τούς άρπάζη μέ την προ βοσκίδα του καί νά τούς σκίο τώνη, άλλους χτυπώντας τους κάτω, κι* άλλους έκσφενδονί ζοντάς τους μακρυά. -Πανικόβλητοι οί άοάπη,δες — δσοι άπ’ αυτούς έχουν ά πορε ίνει ζωντανοί — παρατά νε τον Ταμπόρ καί τόν κρε μασμένο αφέντη τους και τρέ χουν νά σωθούν ουρλιάζοντας άπο τρόμο και φρίκη... Ό ελέφαντας, χωρίς νά χά ση στιγμή, αρπάζει τώρα μέ την προβοσκίδα του τόν κρε
21
μασμένο κυνηγό καί τραβών τας τον σπάζει τό χοντρό γε ρό χαρτάσχοινο πού είναι δε μένος. Αμέσως — καί πριν ό μεγαλόψυχος Ταμπόρ προλάβη νά τόν έμιπαδίση — τον χτυπάει μ’ ορμή καί δύναμι κάτω καί τόν σκοτώνει. Ταυ τόχρονα σχεδόν καί τό ευγε νικό θηρίο σωριάζεται πάνω του νεκρό. Ή τελευταία προ σπάθεια πού έκανε γιά νά τιμωρήση τούς δολοφόνους του καί νά σώση τό καλό λευκό παιδζ έφερε τό χάρο πιο γρή γορα κοντά του. Ό Ταμπόρ χαϊδεύει δακρυ θμόν ος τό κεφάλι του άδικοσκοτωμένου έλέφαντα καί ξε κινάει τρέχοντας νά προψτάση τούς Κανν ίβσλαυς πού ^έ χουν άρτάξει τήν αγαπημένη του Ζολάν καί τόν πιστό του σύντροφο Μπουτάτα. Δυστυχώς όμως, στο χρο νικό διάστημα που πέρασε, οί άπαγωγεΐς έχουν ξεμακρύνει πολύ καί τό Παιδί τής Ζούγ κλας είναι αδύνατον νά ξαναβρή τά ίχνη τους... Προχωρεί λοιπόν σπά κουτουροΟ, ψάχ:νοντσς εδώ κι’ έκεΐ γιά κανέ να σημάδι πού θά του έδει χνε ποιά κατεύθυνσι ν’ άκολου θήση... Τίποτα όμως δεν βρί σκει, καί ή άπόγνωσι γιά τήν τύχη τών συντρόφων του, δσο πάει καί μεγαλώνει. "Έτσι, αναζητώντας τους πάντοτε, φτάνει ιστήν όχθη ε νός μεγάλου ποταμού πού τά νερά του κυλάνε μέ αφάντα στη ορμή. Ό Ταμπόρ καπαλαβαίνει πώς, άν επιχείρηση νά περάση απέναντι, θά πα-
22
ροοσυρθη απτό τα νειρά του πο ταμού καί σίγουρα θά πνίγη, άν δεν π,ρολάβη νά ^σκστωθή πέφτοντας καί χτυπώντας σέ κανένα άπό τούς μ ιικρούς η μεγάλους καταρράκτες του. Μά γιά τό έξυπνο καί ίκα νό 1 Ελληνό'πουλο, τίποτα δεν είναι δύσκολο. Αμέσως, σκαρ φαλώνοντας ατά γύρω αιωνό βια δέντρα, βρίσκει καί κόιβει ένα πολύ ιμακρύ χορτόισκοινο. Δένει στη >μιά του άκρη, ιμιά πέτρα καί πετώντας τη στα κλαδιά των δέντρων πού βρί σκονται -στην άντικρυνή όχθη,, καταφέρνει νά μ πλέξη γέρα τό χορτόσχοινο σ’ αυτά. *Ύστερα δένει γερά την άλλη άκρη τού χόρταρένιου σχοι νιού στά κλαδιά ένος δέντρου της όχθης πού βρίσκεται άπτ* εδώ, φτιάχνοντας έτσι ,μιά πο λύ έξυπνη; έναέρια γέφυρα. Τέλος, πιάνεται άπ’ τό χορτόσχοινο αυτό καί προχωρεί κρεμασμ’ένος, μετακινώντας τά χέρια του κι3 άλλάζοντας συνεχώς θέσι -στις παλάμες του πού τό σφίγγουν γερά... Μά κι’ έδώ <μιά φοβρρή_άτυχία τον παρακολουθεί: ~αφνι κά ένας άγριος καί μεγαλό σωμος γόπας πού θά .μπορού σε νά σηικώση κι* ένα ολόκλη ρο άρνί στά πόδια του, βλέπει από μακρυά τό λευκό παιδί νά αϊωρηται στο κενό καί φτε ρουγίΐζει γρήγορα κοντάν φέρ νει άμέσως δυο - τρεις γύρους πάνω άπό τό κεφάλι του κι* άοχίζει νά τον χτυπάη. μέ τό γαμψό ράμφος ζητώντας νά κόψη καί νά καταβροχθίίση
0 ΜΙΚΡΟΣ
κομμάτια από της σάρκες του. Λίγες φορές στη ζωή του 6 άτρόιμητος Ταρπορ είχε βρεθή σέ τόσο τραγική θέσι. "Έτσι πού βρίσκεται κρεμα σμένος ψηλά πάνω άπ5 τά όρ μητικά νερά τού ποταροΰ καί μη ιμπορώντας νά χρησιμοποι ήιση τά χέρια του, είναι άδύνατο νά άντ ιμετωπίση την έπί,θεσι τού πεινασμένου όρνιου Κι5 όπως πάντα στη ζωή του τά παίζει δλα γιά αλα, έτσι κι' αυτή τη φορά, διακινδυνεύ ει κάτι αφάνταστα τολμηρό: Κρατιέται γιά μια στιγμή από τό χορτόσχαινα μονάχα μέ τ5 αριστερό του χέρι καί σηικώνοντας γρήγοροι τό δεξί, αρπάζει ένα από τά πόδια τού γόπα καί άφήν.εται άμέ σως στο κενό. Τό όρνιο φτερουγίζει απε γνωσμένα προσπαθώντας νά Κρατήση στον άέρσ τό βάρος τού άνθρώπου πού κρέμεται από τά πόδια του, μά δέν το καταφέρνει. "Έτσι, στην πτώ σι του, ο Τσιμπόρ, παρασύρει μαζί του καί τον γόπα, πού άγωνίιζεται νά ξεφόγη άπό τά χέρια του. Τά ορμητικά νερά τού πο ταμού παρασύρουν τώρα καί τούς δυό τους, πού τό αίσθη μα τής συτοσυντηρήσεως τούς σπρώχνει σέ μια τραγική μο νοραχίία μέχρι θανάτου. Ό Ταμπόιρ ξέρει καλά πώς άν τού ξεφύγη ό πεινασμένος γύ πας, θά ιμιπορή, νά τον παρακολουθή φτερουγ ίζοντας πά νω άπό τό νερό καί νά τον σπαράζη .μέ τά φοβερά χτυ
ΤΑΡΖΑΝ
πήματα του ράμφους του. Μά καί τό ορνιο νοιώθει πώς, αν δεν μπόρεση να ξεψύγη άπό τό πιάσιμο του παιδιού1, γρή γορα θά καταφέρη νά τον πνίξη στα θολά νερά. Όρνιο και άνθρωπος τώρα αρχίζουν νά πσιλεύουν καί νά χτυπιώνται μέ λύσσα καί μα νία- Αμέτρητες πληγές έχει κάνει ό γόπας μέ τό ράμφος του στο γυμνό μελαψό κορ μί τού Παιδιού της Ζούγκλας. Μά καίι 6 Ταμπόρ· μέ τά νύ χια. του έχει καταξεσχίσει τις σικληιρές σάρκες τού φτερωτού θηρίου... Τέλος, ό μικρός Ταρζάν, κα ταφέρνει ν’ άρπάθη τό λαιμό τού γύπσ στίς σιδερένιες πα λάμες του. Αρχίζει νά τον σφίγγη .μ* αφάνταστη δύυαιμι βυθίζοντας ταυτόχρονα καί τό κεφάλι του απά νερά. Λίγες στιγμές άκόμια καί τό δονιο θά πνίγη, είτε άπό τη μια αι τία, είτε άπό την άλλη... ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΧΤΑΠΟΔΙ
ΑΦΝΙΚΑ,^ ό Ταμπόρ ■3^ νοιώθει κάτι μεγάλα ΒαΛ κρύα πλοκάμια ν’ αγ καλιάζουν τό κορμί του. Πα ρατάει άμέσως τροιμοκρατημέ νος τό λαμό τού όρνιου, πού αρχίζει νά ^φτερουγίζη πάνω άπό τό κεφάλι του, κράζοντας άγρια καί βραχνά. Τό άτρόμητο 4 Ελληνόπουλο· έχει νά κάνη τώρα ιμέ άλλον αντίπαλο πιο τρομερό κι’ έπι κίνδυνο. ΕΤναι τό θηρίο Βρούχ ένα τεράστιο μαυροπιράσίνο καί μονόφθαλμο χταπόδι, α
23
πό αυτά πού ζούν στά^ ρεγά λα ποτάμια της Ζούγκλας καί είναι ό φό'βος καί τρόμος των κροκοδείλων καί των Ιπ ποπόταμων. Τό μοναδικό κατακακκινο ιμάττι τους μοιάζει σαν ρεγάλο στρογγυλό ρου μπίνι. Καί τό στόμα τους δέν βρίόκεται άπό κάτω, όπως συνήθως ατά κοινά χταπόδια, μά μπροστά, κάτω ακριβώς άπό τό μάτι τους. ’Έτσι, σέ λίίγες στιγμές, ό άμοιρος Ταμπόρ βρίσκεται αί χμάλιωτος στ ά πλοκάμι α τού άμφίβιου χταποδιού πού προσπαθεί νά τον βγάλη στήν όχθη για νά τον κοταβροχθί ση μέ την ησυχία του. Μά τό χεροδύναμο Παιδί τής Ζούγ κλας δέν είναι εύκολη, λεία κα νενός θηρίου. Μέ γρήγορες καί τεχνικές κινήσεις των χε ριών καί των ποδαρών του, καταφέρνει νά χωθή κάτω ά πό τό κεφάλι τού χταποδιού, ανάμεσα άπό τις όκτώ βάσεις των απέραντων πλοκάμιών του. Τό σηρεΐο αυτό είναι τό πιο σίγουρο μέρος πού μπο ρεί ν’ άσφαλιστή κανείς άπό την έπίθεσι ένός τέτοιου θη ρίου. Ούτε νά τόν σφίξη μπο ρεί, έκεΐ, ούτε καί τά πλοκά μια του μπορούν νά φτάσουν στο μέρος αυτό γιά νά τού κόβουν κακό. Τό υπερφυσικό χταπόδι κά νει τώρα γρήγορες καί σπασμιωδικές κινήσεις γιά νά με τακίνηση τό θύμα του καί νά τό φέρη έτσι πού νά τού έρ χεται βολικά νά τό φάηι. Τί ποτα όμως δέν καταφέρνει γιατί ό Ταμπόρ φροντίζει πάν
24
τα να βρίσκεται μακρυά άπό τό στόμα ταυ και πιο μακρυά αϊτό την ακτίνα δράσεως των τρο,μειρών πλοκάμι,ιών του. Στο μεταξύ τό απαίσιο άμ ψύβιο θη/ρίο έχει καταφέρει να βγή ιάπτό τό ποτάμι και συνε χί|ζ·θΐ τις προσπάθειές ταυ οπήν άχθη ,μέ τις πυκνές κα λαμιές. -αφνιικά ένα κρώξιμο αρνιού άκούγεται. Ό πεινασ μένος γόπας πού φτερούγιζε πάνω από τό ποτάμι για νά συνέλθη και νά ιμισοστε γνώσουν τα φτερά του στον ήλιο, βλέπει ν’ άρπάζη τη λείια του (τον Ταμπόρ δηλαδή) τό τεράστιο χταπόδι κι3 έρχεται τώρα νά χτυπηθή μαζί του και νά τή διεκδίκηση. Ό Ταμπόρ, -μέσα στή φυ σική κρύπτη πού βρίσκεται, χαμογελάει ψύχραιμος, περιμένοντας μ5 ενδιαφέρον νά πα ροοκολουθήση. τήν τρομακτική μονομαχία των δυο τόσο δια φορετικών αντιπάλων. Καί νά: ό μανιασμένο^ γύ τιας χαμηλώνει φτερουγ'ιζοντας πάνω από τό κεφάλι του χταποδιού πού ανοίγει τό με γάλο στόμα του, κάτω από τό κόκκινο μάτι, βγάζοντας ένα παράξενο ήχο πού^ μοιάζει μέ γουργούρ ίαμα έντερων. Είναι φανερό πώς τό όρνιο ζητάει τήν κατάλληλη ευκαι ρία νά χτυπήση μέ τό γερό γαμψό ράμφος του τό κόκκι νο μάτι του αντιπάλου. Καί τό χτύπημα αυτό, όπως ξέ ρουμε, είναι γιά^ τά^ χταπό δια θανατηφόρο. Ακόμα και οι ψαράδες μας γιά νά σκο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τώσουν τά (μικρά χταπόδια πού πιάνουν μέ τά καμάκια τους, τά χτυπάνε μ5 ένα σου γιά στο μάτι. ’Λλλοιώς, κομ μάτια -κομμάτια νά τό κάνης τό χταπόδι, δεν ψοφάει. Μά καί τό τεράστιο χταπό δι νοιώθοντας πώς θά βρή α μέσως τό θάνατο αν ό γόπας καταφέρη νά τό χτυπήση στο μάτι, σηκώνει και κουνάει μ3 άπόγνωσι τά πλοκάιμια του, σαν τεράστια χέρια που ζητά νε ν3 αρπάξουν τό όρνιο στον αέρια... Ό Ταμπόρ βρίσκει έτσι τήν ευκαιρία νά ξεφύγη αθέ ατος από τήν «κουκούλα» τού χταποδιού ικά; νά κρυφτή στις καλαμιές τής όχθης, γΐιά νά παρακολούθηση τό τέλος τής φοβερής αυτής μονομα χίας. Καί νά: σέ μια στιγμή δυο άπό τ’ απέραντα κι5 ευλύγι στα πλοκάμια -τού μαυροπράσινου χταποδιού, καταφέρνουν ν' αρπάξουν στον αέρα τό μα νιααμένο φτερωτό θηρίο·. Καί ξαναγυρ ίιζοντας νά τό φέρουν ίσια κατά τό μεγάλο στόμα του πού έχει άνοίΐξει διάπλα τα γιά νά τό κοπαβροχθίση. "Ετσι καί γίνεται... Μά τή στιγμή πού τά πλοκάμια φέρ νουν τό γύπα μπροστά στο στόμα τού χταποδιού εκείνος προλαβαίνει νά 'δώση ένα δυ νατό χτύπημα ,μέ τό^ράμφος οτό μεγάλο ρουμπινένιο μά τι του. Καί τό μαυροπράσινο τέ ρας μόλις προφταίνει νά πέ ραση τό μισό κορμί τού δρ-
ΤΑΡΖΑΝ
νι ου μέσα στο στόμα του. Ύ στερα σφίγγοντας τά γερά σαγόνια του μένει νεκρό. Ό γόπας σπαρταράει τώ ρα πιασμένος άν άμεσα στα σουβλερά δόντια του θηρίου πού ό ϊδιος έχει σκοτώσει, κράζοντας πονεμένα -και σπα ραικ,τ ικά. Ό μεγαλόψυχος Τα,μτταρ πού παρακολουθεί πίσω οπτό τις καλαμιές καί πού δεν ξέ ρει τί θά πή καΐκια και εκδί κηση λυπάται τό όρνιο πού τηριν λίγο ζητούσε νά τον κατ ασπαρ αιξη. Κ α ΐ βγαίνοντας σβέλτος από την κρυψώνα Του φτάνει μ5 ένα πήδημα κοντά στο νεκρό χταπόδι. "Αρπάζει άμέσως τά σαγόνια του μέ τις δυο παλάμες και βάζοντας υπεράνθρωπη δύναίμι πιοοσπα θεΐ νά τ5 άνοιξη,. Τά σαγόνια όμως του σκοτωμένου θηρίου είναι τόσο σφιγμένα, πού τί ποτα δεν μπορεί νά καταφέρη. '0 γόπας σπαρταράει τώ ρα πιο αδύναμα και κράζει σι/γά καί ξεψυχισμένα. Είναι φανερό πώς λίγες στιγμές ζωής ταυ μένουν ακόμα. Τά , μαύρα ι μ άτια τού Το^ μπαρ 'παύ ψάχνει νά βρή τρό πο νά σώιση τό γόπα από την τραγική θέσι πού βρίσκεται, λάμπουν ξαφνικά παράξενα! Χωιρίς νά χάση στιγμή σκαρ φαλώνει σβέλτος σάν πίθη κος ,σέ κάποιο κοντινό δέντρο κόβει ένα κοντόχοντρο γερό κλαδί σάν ρόπαλο καί πηδών τας ξαναγυρίζει «μπροστά στό νεκρό χταπόδι. Βάζει γρήγο ρα τό κλαδί ιμέσα στό σΦιγμέ
25
νο στόμα του καί πιέζοντας το προς τά κάτω σάν μοχλό;, καταφέρνει νά του άνοιξη; τά σαγόνια. Τέλος τραβάει από μέσα τον ετοιμοθάνατο γόπα καί τον αφήνει ελεύθερο νά πε τάξη; κιαί νά ζήση, μουρμου ρίζοντας σά νά Θέλη νά δικαι ολαγηθή γιά τήν ανόητη καλωσύνηι πού έδειξε στον πριν από λίγο αντίπαλό του: — Τί φταις κι5 εσύ, καη μένο πουλί λ.. Πεινούσες κι5 έπρεπε νά φάς γιά νά χόρτα σης !... "Αν έλειπαν τά στομά; χια μας ικαί οι άνθρωποι καί τά θηρία — χώρια καί μετα ξύ μας — θά ζούσαμε ήσυχα κι5 αγαπημένα!..» Τό όρνιο στην αρχή μένει ακίνητο σάν ζαλισμένο. Γρή γορα όμως συνέρχεται κο:ϊ τεν τώνει τις φτερού γες η ου σά νά θέλη νά ξεμουδ ιάση... "0 Ταμπάρ σφίγγει τα ρό παλο στό χέρι του έτοιμος νά δεχτή καί ν άντιμετωπίίση τήν έπίίθεσί του. "Ο γόπας όμως δεν δείχνε: καμμιά τέτοια διάιθεσι. "Αντί θετά πλησιάζει ήσυχα τό Πα· δί τής Ζούγκλας καί τρίβει τό γαμψό ράμφος του στά πόδια του. "Υστερα μ3 ένα πή δημα βρίσκεται κοντά στό νεκρό χταπόδι καί χορταίνει βιαστικά τήν πείνα του κα ταβροχθίζοντας ένα ολόκληρο σχεδόν πλοκάμι του. Τέλος ανοίγει τις ψτερούγες του καί «κινώντας τες αργά ανυ ψώνεται. Διαγράφει μερικούς κύκλους πάνω από τή θέσι πού ^βρίσκεται ό σωτήρας του
© ΜΙΚΡΟΣ
26 Κ'ΰοι κάθεμαι σ’ ένα ψηλό ^κλα δί >σά να τον περίίμενε να ξε κινήσει···
Ταμπόρ, γιά} νά φυγή, μια ώρα άρχήτερα από τό με ρος αυτό, σπρώχνει εν αν χον τρό κορμό πεισμένου δέντρου1 μέσα στο ποτσμ,ι. Καβαλλάει σαν ιππέας πάνω στην πρω τόγονη αυτή σχεδία και αφή νει νά παραίσυρθή από τά σρ μητιικά κι’ άφρισμένα νερά τσΰ ποίταμου... Σέ λίγο χάνε ται στο βάθος του ορίζοντα, ενώ ό γόπας φτερουγίζει άπό τό ψηλό κλαδί πού εΐχε σταθή πετώντας πρός την κατεύ θυνσι πού ακολουθεί στό πο τάμι ικαί τό Παιδί τής Ζούγ κλας·. ·
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
Σ ΑΦΙΣΟΥΜΕ όμως τό ρεύμα τού ποταμού νά παρασύιρη τον κορ μό τού δέντρου πού βρίσκεται ό Ταμπόρ, κι’ άς προσχοορήσουμε στό σημείο πού έχου με αφήσει τον Μπουτάτια μέ σα στην ικοιλιά τής γ ι γάντιαίας νεροφίδας καί τη Ζολάν νά κυττάζη. μέ φρίκη καί δέος ^ό τρομακτικό «Στοιχειό του ποταμού» πού την πλησιάζει. Είναι αδύνατον νά βρεθούν κατάλληλα λόγια γιά νά πε ριγράψη κανείς τη φοβερή καί τρομερή έμφάνισι τού αλ λόκοτου αυτού τέρατος! Τό κεφάλι του είναι κεφά-
Ό Ταμπορ ταξιδεύει στά ορμητικά νερά του
μεγάλου ποταμού.
27
ΎΑΡΖΑΗ
*Η Ζολάν κυττάξει μέ Φρίκη καί δέος το τρομακτικό «Στοιχειό του
Ποταυιου».
λι κροκοδείλου, ττολύ ιμεγαλύ τερο όμως και μέ δυο χοντρά και σουβλερά μαύρα κέρατα λίγο 'τγιο ψηιλά από τά μάτια του. Το τεράστιο σώμα του είναι σώμα μαύρου Ιθαγε νούς σέ τριπλάσιες τουλάχι στον διαστάσεις άπτο τό κα νονικό. Τά χέρια του είναι κορμί ’ψιδιών πού καταλήγουν σέ πέντε φιδίσια κεφάλια τό καθένα. Και τά πόδια του, πόδια γιγαντισμού βατράχου μέ πλατείες (μεμβράνες ανά μεσα- στά δάχτυλά του.ς. 5Από τά τεράστια κροκο δε ιλένια σαγόνια του βγαίνουν βραχνά κι5 απαίσια μουγ γρητά κι* από τά «μάτια του τρέχουν συνεχώς χοντρά (μα
τωμένα δάκρυα... Ή τετραπέρατη, Φίφηι, ό πως είδαμε, τρομαγμένη άπο τη θέα του φοβερού Στοιχει ού, έχει πηδήσει άπο την αγ καλιά τής κυιράς της κι5 έχει κρυφτή κάπου έκεΐ κοντά Ή Ζολάν μένει άκίνη,τη λες κι5 έχει /μαρμαρώσει άπο την άφάντοστη φρίκη· που δοκιμά ζει. "Έτσι σέ λίγες στιγμές τό τέρας φτάνει κοντά της, την αγκαλιάζει μέ τά «Ιτεντοκίέφαλσ» φιδί,σισ χέρια του, κι* ανοίγει τά φοβερά σαγό νια του γιά νά την καταβροχθίση. Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας βγάζει ασυναίσθητα ένα τρο μαγμένο «ξεφωνητό1, ττού σάν
28
ήχώ του άκου γ έτσι όίμυέσως ή αρρενωπή -φωνή του Ταμπόρ: — Ζολάν! Ό άγαπη μένος της σύντρο φος μόλις έχει φτάσει καβάλ'λα στον κορμό του δέντρου, έκεΐ στο πλατύ κι* ^ήσυχο ά νοιγμα του ποταμού. Τρελλή, άπό χαρά ή νέα κά νει νά τρέξη, κοντά του. Μά τά φιδίσια χέρια του Στοι χείου σφίγγουν πιο δυνατά γύρω στη λεπτή της μέση. Ταυτόχρονα σχεδόν καί μέ δυο τρία υπεράνθρωπα πηδή ματα, το άτρόιμητο Ελληνό πουλο φτάνει κοντά της. Ρίίχνει γιά λίγες στιγμές ιμιά χαμένη ματιά στο άπαίοιο τέ ρας πού είναι έτοιμο νά κατα βροχθίση την αγαπημένη του Ζολάν. Συνέρχεται αμοος άμε σως και ιμ3 αφάνταστη σβελ τάδα σηκώνει άπό κάτω μια μεγάλη πέτρα και τήν πετάει βαθειά ιμέσα στά τεράστια α νοιχτά σαγόνια τοΰ κροκοδευ λένιου κεφαλιού του. Ή πέ τρα, μιέ τήν ορμή πού έχει, σφηνώνεται ιστό φαρδύ λαρύγ γι του Στοιχείου. Κι* έκεΤνο, παρατώντας τό θύμα του στρι φογυρίζει .μανιασμένο προ σπαθώντας νά τήν ξεφορτοοθή γρήγορα γιά νά μπόρεση νά πάρη ανάσα. ίΚαϊ δεν άργεΐ νά τό πετύχη. Σέ λίγες στι γμές σ' ένα ξέσπασμα τρο μακτικοί) βήχα, ή πέτρα βγαί νει άπό τό στόμα του και τό τέρας παίρνει γρήγορες και λαχταριστές άνάσες. "Υστερα ξεσπώντας τή^λύσσα του στήν πέτρα, δέν τήν αδειάζει κά τω, ιμά άνοιγοκλείνοντας τά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
σαγόνια του τήν κάνει θού^ ψαλα άνάμεσα στά φοβερά του δόντια... ^ Ό ατρόμητος Ταμπόρ, φω νάζει στ ή συντρόφι σσά του ν3^ απομακρυνθή, κι3 αυτός ση κώνοντας τό ρόπαλό του τό άνεβοκατεβάζει μέ άφάνταοπη ορμή στο κεφάλι του Στοιχειού. Τίπτοττ3 άλλο όμως δέν καταφέρνει μιέ τά χτυπή ματα του, παρά νατό έξαγριώση περισσότερο και νά τό βάλη στά πόδια γιά νά σωθη. Και νά: τό τέρας κάνει έ να μεγάλα πήδημα μέ τά βα τραχένια ποδάρια του, φτά νει κοντά και ανοίγει, όπως πριν, τά σαγόνια του γιά νά τόν καταβίρρχθ'ίσην ένώ τά φίδια τών χεριών του σφίγγαν ται γύρω στή /μέση του νέου. Ό ί σμπόρ κάνει άπεγνωσμένες κινήσεις γιά νά ξεφύγη άπό τό θανατερό άγκάλια σμα τού Στοιχειού πού τά βρωμερά χνώτα του άγγίζουν τώρα τό πρόσωπό του. Μά 6,τι κι3 άν κάνη χαμένος ό κό πο^ του. Νοιώθει πώς είναι αδύνατα νά ξεφύγη άπό τό φρικτό θάνατο πού τόν περι μένει ανάμεσα στά ίδια τρο μερά δόντια πού πριν λίγο εί χαν κάνει θρύψαλλα τή -μεγά λη σκληρή πέτρα. Αλλά και ή Ζολάν, βλέ ποντας τόν άγαπηιμένο σύν τροφό της νά χαροπαλ εύη στήν άγκαλιά τού Στοιχειού τρέχει κοντά και .μέ τήν τρο μαγμένη παιδική της άφέλεΐα τό παρακαλεΤ κλαίγοντας: — "Άς τον, καλό μου τέ ρας!... Μή μού τόν τρώς για-
ράξη κι* έναν ελέφαντα άκόμα. Ό γύπας δεν μπορεί βέ βαια νά τά βάλη μέ τά τρο μακτικά αυτά σαγόνια, ιμά κάνει κάτι άλλο π >6^ φοβερό; Φτε,ρουγίζει πάλι καί δισιγρά φοντας έναν γρήγορο κύκλο κόπε βαίνει καί κάθετα^ με ά; νεσι στο επάνω σαγόνι τού κριοκαδ είλένιου κεφαλιού του. "Υστερα σκύβοντας καρφώνει μέ λύσσα τό ράιμφος του μέ σα στις κόγχες τών ματιών του. Τό τέρας τυφλώνεται καί ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ μουγγρίιζοντας άπαίσια στοιΤΟΥ ΤΣΟΥΛΟΥΦΗ φογυρίζει ρανιασυένο πάλι, Ο ΟΡΝΙΟ (βλέπει όςμέ- άνοιγοικλείνοντας τά τεράστια σως τά κεφάλια των ψι σαγόνια του κι’ αναζητώντας μ5 αυτά πιά — αφού δεν έ διών πού βρίσκονται στις άκρες των φίδίσιων χει χε χέρια — τους μισητούς άντ ιπάλους του. ριών τού Στοιχειού. Κι5 όπως Ό γύπας κράζε, χαρούμε όλα τά ρεγάλα πούλια, έτσι κι5 αυτό, όχι ιμόνο μισεί θανά- να καί νοιώθοντας πώς έκανε σιιμα τά φίδια, .·μά καί ξέίρε: τό καθήκον του καί 5έν χρει άζεται πιά, φτεροογίζει άργά καλά πώς πρέπει νά τ3 άντικαί χάνεται ατό βάθος τού ο μετωπίζη. Καί νά: (μιέ ταχύτητα κε ρίζοντα. Ή τετραπέρατη Φίφη πού ραυνού χύνεται πάνω^ στα δέ παρακολουθούσε άπο την κα φιδίσια κεφάλια πού μέ τό κρυψώνα της ξεθαρρείει τού αγκάλιασμα τών χεριών του ρα καί βγαίνοντας άρχιζει νά έχουν βρεθή πίσω στη ^μέ,ση γαυγίζη όαπειλητ.κά τό Στοί τού Ταιιπάρ. Καί χτυπώντας χε ιό. Καί σέ ιμιά στιγμής θέ τα, ένα-ένα, ,μέ τό γαμψό σκληρό ράμφος του, τά σκοτώ λοντας νά ιμιρηθή τό γόπα, σκαρφαλώνει από τό^ κρεμα νει. "Ετσι τά φίδια τών χεριών τού τέρατος, άψοΰ χτυ σμένο νεκρό φίδι τού ενός χευ ριού του καί προσπαθεί νά πήθηκαν τά κεφάλια τους, μέ νουν κι5 αυτά νεκρά καί κρέ φτάση ιστό κεφάλι του. Μά τό μονται άψυχα τώρα από τούς τυφλωμένο τέρας, ι:αθως άνοι ώμους του. Τό Στοιχειό μέ γοκλείνει τά σαγόνια του δαγ κώνει τυχαία την ουρά τη$. νει χωρίς χέρια, ιμά έχει άΚι* ή άμοιρη, σκυλίτσα κρέ κάμα τά φοβερά σαγόνα του. μεται τώρα άπο τά δόντια Μ5 αυτά θά ιμπαρούσε νά σπα τι τον αγαπάω!... Τον αγα πάω πολύ, τειρατάκι μου!... ^ Δεν προφταίνει δμως να τελείωση τά λόγια ικαι τά δά κρυα της, γιατί ξαφνικά βαρύ ψτερούγι,σιμα καί κράξιμο με γάλου όρνιου άικούγονται πά νω1 οπτό τά ,κειφιάλια τους. Εί ναι ό γύπας ιπού παρακολου θούσε τό σω-τήιρ,α του ! αμπόρ καί τώρα έρχεται —- δείχνον τας την ευγνωμοσύνη του — νά τον βοηιθήση 'κΤ αυτός στις τραγικές στι/γμές που περ νάει.
Τ
3®
του, οτηαιρτοςρΔντας και στοιγ γλίζοντας δαιμονισμένα. Ό Ταμπόρ για νά^σώσηι τό αγαπημένο ζώο τής Ζολάν ττού 'βλέπσντάς το έτσι τώρα ξεφωνίζει μ" ιαπόγνωσ και ςερριζώνει τά μαλλιά της, κά νει ν5 άρττάξηι τή Φίφη. Και θυσιάζοντας την ουρά της, νά την άττιβοττάση άπό τά δόν τιια του Στοιχείου. Λεν προφταίνει ομο>ς γιατί την Τ6ιια στιγμή δυνατός κρό τος^ πυροβολισμού αντηχεί. Καί τό τυφλωμένο τέρας δέ χεται μια σφαίρα στα μαύρα τριχωτά στήθηι του. Ανοίγει αμέσως τά σαγόνια του για νά 'βγάλη ένα πονεμένο μουγ γρητό, κι" ή σκυλίτσα πέφτει έλευθειρη .κάτω καί μέ σώα καί άβλάβή την ουρά της. Τό βαρειά τραυματ σμένο Στοιχειό ψάχνει γιά λίγο μέ τά ρουθούνια του μυρίζοντας τον άερα... Τέλος;, παίρνον τας κατεύθύνσι προς τό ποτά μι>, προχωρεί , τρικλίζοντας σάν μεθυσμένο, καί πέφτον τας ατά νερά, που βάφονται κόκκινα άπό τό αίμα τής πλη γης του, βυθίζεται καί χάνε ται στο θολό θάθος τους... Ό Ταμπόρ κυτταζει γιά λ[ γες στιγμές ^ανήσυχας γύρω του μή μπορώντας νά έξη γηση άπό που ήρθε ή σφαίρα αυτή, -αφνικά όμως κάποιον θυμάται καί ρωτάει χαμένα τή Ζολάν: — Ό Μπουτάτα; Που εί ναι ό Μπουτάτα; Τό λευκό κορίτσι, που τόν είχε ξεχάσει κι5 αυτή, χαμη λώνει πένθιμα τό κεφάλι της
§ ΜΙΚΡβΣ
καί τ’ άπακρίνεται: — Ό θεός νά τόν συγχωρεση τόν καημιένο!... — Πέθανε; ιρωτάει σάν τρελλός ό Ταμπόρ. Ή Ζολάν άνεβοκατεβάζ τό κεφαλάκι της;, σά νά »*ου λέη «ναί». — Ήώς; Γιατί; ξαναρωτάει μ5 άπόγνωσι τό Ελληνό πουλο. Χαί ή ξανθέ ιά παιδούλα τού άποκρίνεται μ’ άναφυλλη τά: —Πεινούσε μιά μεγάλη νειροφίδα καί... καί τή χόρ τασε ! ^ Αμέσως τραβάει άπό τό χέρι τόν Ταμπόρ καί τόν φέρ νει στο σημείο πού βρίσκεται ή ^νεροφίδα ναρκωμένη γιά νά ιόν χώνεψη,. ^ 'Ο Ταμπόρ αναγνωρίζει στο εξογκωμένο κορμί της τό κοντόχοντρο κΓ άγαρμπο σου λούπι τού Μπουτάτα. Τρα βάει γρήγορα άπό τή ζώνη τής Ζολάν τό μικρό κοφτερό μαχαιράκι της καί σχίζει μέ προσοχή την κοιλιά τού γι γαντόσωμου θηρίου. Την ί δια στιγμή άκουγεται γνώρι μο βαρύ ιροχαλητό. Ό Μπου τάτα κοιμάται μακάρια μέσα στη ναρκωμένη νειροφίδα, άναπνέοντας άνετα άπό τό τε ράστιο ανοιχτό στόμα της. Ό Ταμπόρ τόν τραβάει έ ξω καί μέ μιά γερή κλωτσιά τόν -ξυπνάει καί τόν κάνει νά πεταχτή όρθιος καί σαστι σμένος: -—- Μπά!... Καλώς τόν άφέντη Ταμπόρ!... Πώς άττό δώ;
ΤΑΡΖΑΝ
Ή Σόλαν τον κυττάζει μέ τά γαλάζια μάτια της όρθάνοικτα άπό την κατάπληιξι. — Ζής, Τσούλουφη μου;! Δεν σ' έφαγε λοιιπόν ή φοβε ρή νεροφίδα; — ιΜ' έφαγε, της αποκρί νεται χαμένα ό Μπουτάτα, που κι* αυτός δεν μπορεί νά καταλάβη πώς βρίσκεται ζων τανόις. — Σ' εψαγε ικοοί δεν σέ χώνεψε; ξαναρωτάει μ3 άπορί,α τό λευκό κορίτσι. Ό Τσαυλσύφης μουρμουρί ζει νυσταγμένα: — Δεν ξέρω... Με εΐχε πά ρει 6 ύπνος... — Έσύ πυροβόλησες μέ σα άπό την κοιλιά τής νεροφί δας; τον ρωτάει τώρα ό Ταμπάρ. Ό Μπουτάτα δείχνει για λίγο πώς κάτι προσπαθεί νά Βυμηθή. Τέλος του αποκρίνε ται: — Μπορεί έγώ... Δεν θύμα μαι καλά... Μά σπάσου νά σου πώ άμέσως... Τραβάει γρήγοιρα τη «μπι στάλα» του κι5 άνοίγαντας τό μύλο της βρίσκει έναν καλυ<α άδειον. ^ — Έγώ πυροβόλησα, του \έει μέ πεποίιθηισι τώρα. •Και ρωτάει άνησυχος: — Μήπως σκότωσα την ά) έντη β ασ ί λ ισσ α; —Ποια βασίλισσα; — ^Του Ταμ - Τάμ ! ^ Γρήγορα όμως συνερχετα ι αί ξεκαρδίζεται στά γέλια, — Χί,/ χι, χι ·Λ··· Χί, ΧΤΧΙ;Ϊ — Γιοοτΐ γελάς, Τσαυλαυη; τον ρωτάει ή Ζολάν.
31
Εκείνος τους έξηγεΐ: — Χί', χί, χίΐ · ··-^ Έκεΐ πο^ κοιμόμουνα είδα ένα όνειρο. 3Ήτανε, λέει, μουγγη βα σίλισσα και για νά με παντρευτή ^ήθελε νά μου^κόψη τό τσουλούφι! Τότε βγάζω κι* ε γώ τη «μπιστόλα» μου και τριαβάωί μιά... — Στον άέρα; ρωτάει γε λώντας τό κορίτσι. — "Οχι. Στον... ύπνο μου! τής άποκρίνεται... ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
ΤΑΜΠΟΡ γνέψει στον Μπουτάτα νά χαμηλώση, ικι' ή Ζολάν, σβέλ τη κι3 άνάλαφρη, θρονιάζεται στον ώμο του, κρατώντας πάν τα στην αγκαλιά τη σκυλίτσα της. ^ — Εμπρός τώρα, του φω νάζει τό Παιδί τής Ζούγκλας. Αρχίζει· νά νυχτώνη κι3 έχου με πολλές ώρες δρόμο γιά νά ξαναγυρίσουμε στη σπηλιά μας... Πάμε λοιπόν νρήγορα γιατί νοιώθω άφάνταστα κου ρασμένος καί νυστάζω. — Καί τί μέ νοιάζει έμε να; τ3 άποκρίνεται ό άοάπης μέ τό κωμικό τσουλούφι στο κεφάλι. "Αν νυστάζης, βάλε μια νερόφιδα νά σέ φση καί... κόφτο δίπλα νά χόρτασης ρο χαλητό! ...
©
Στο δρόμο ή Ζολάν μιλάει στον Ταμπόρ γιά τις φοβερές περιπέτειες τους στα χέρια τής βασίλισσας του, Τάμ * Τάμ... -Γιά τό ποτάμι που κόντεψαν νά πνίγουν, γιά τή
32
μεγάλη νεροφίδα πού κατα βρόχθισε τό Μπουτάτα και για τό Στοιχειό του ποταμού ιΚ/ ό μικρός Τσρζάν τούς λέει, κι3 αυτός τις δικές του περιπέτειες μέ τό λευκό κυνη γό καΐί μέ τούς μαύρους του. Τους μιλάει ακόμα για τον τραυματ ιισιμιέ'νο έλέψ αντ α, για τό γόπα και για δ,τι άλλο ταΟ εΐχε συμβή. Έτσι ,μέ τή|ν κουβέντα προχωρούν χωρίς να πολύ κα ταλαβαίνουνε την κούρσα; και τις ώρες πού περνάνε... "Εχει νυχτώσει πια κι3 έ να ολόγιομο φεγγάρι φωτί'ζει τον ξάστερο ουρανό τής ζούγκλας... -αφνικά, ένα βροντερό κι5 αλλόκοτο κράξιμο όρνιου φτά νει στ5 αφτιά τους. Ό Ταμπόρ κι3 ό Μπουτά τα στα)μ,ατούν σαστισμένοι κι3 άφουγκρ άζο ντα ι. Τό Παιδί τής Ζούγκλας μουρμουρίζει ά νήσυχο: — Περίεργο!... Πρώτη φο ρό; άκούω τόσα δυνατό κράξιίμο πουλιού. Μοιάζει σά να πέφτουνε πολλοί μαζί κεραυ νοί)... Ή Ζολάν υπολογίζει το μέ γεθός του. — Γιά να έχη τό όρνιο αυ τό τόσο δυνατή φωνή, θά εί ναι και πάρα πολύ μεγάλα! — Ναι, συμφωνεί ό κουτός Μπουτάτα. Μπορεί νά είναι και μεγαλύτερο από... γαλο πούλα ! Οι τρεΐς σύντροφοι συινεχί ζουν τό δρόμο τους, σιωπηλοί καί φοβισμένοι... Γιά αρκετή ώρα στην άπέρσντη άγρια
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ζούγκλα, βασιλεύει απόλυτη ησυχία. Νά που όμως, ξαφνικά πά λι, τό τρομακτικό κράξιιμο τού άγνωστου φτερωτού τέρα τος αντηχεί πιο δυνατό άπό πριν. Τά γύρω βουνά αντιλα λούν τό βροντερό ήχο του. Ό Μπουτάτα φωνάζει άγ ανακτημένος: — 3Επί τέλους πιά!... Μάς ξεικούφανες μέ τό- ,...κελάδη μά ίσου!... Σιωπή λοιπόν μή θυμώσω καί σέ σφάξω σαν κοκορόπουλο!... Ή Ζολάν χτυπάει φοβισμέ νη ιμέ τις φτέρνες της τά μαλ λιαρά στήθη τού άράπη, — Στάσαυ, Τσουλούφη, νά κατέβω.... Καλύτερα μέ τα πόδια... 3Εδώ ψηλά πού βρί σκομαι, θ3 άρπάξη πρώτα εμέ να ή ...«γαλοπούλα!» Ό Ταμπόρ όμως φαίνεται ανήσυχας^ καί δεν έχει όρεξι γιά αστεία. — Πάμε όσο μπορούμε π ιο γρήγορα, νά κρυφτούμε στη σπηλιά μας, τούς λέεκ Αυτό τό κράξιμο δεν μ3 άρέση καθόλου... Τό όρνιο ττού μπορεί καί φωνάζει τόσο δυ νατά πρέπει νά είναι τερά στιο... Καί καθώς ταχύνουν όλοι τό βήμα τους, τούς εξηγείς — "Ενας γέρος ιθαγενής μού είχε πή κάποτε πώς κά θε εκατό χρόνια παρουσιάζε ται στον ουρανό τής Ζούγ κλας ενα μεγάλο φτερωτό τέρας... Ό Μπουτάτα κουνάει τό κε φάλι του θαυμαστικά: — Κάθε έκατό χρόνια!...
ΎΑΡΖΑΗ
33
Μπά, σέ καλό του!... Δηλαδή όταν ξαναπαραυσιαστήι, εγώ θά είμαι... εκατόν είκοσι πέν τε χιρόνων! Την ίδια όμως στιγμή τό κράξιμο αντηχεί για τρίτη φο ρά, ττιό κοντά και πιο δυνα τά ακόμα! ...Ταυτόχρονα άκου γεται ό θόρυβος που κάνουν τεράστιες φτερούγες καθώς, άνοι γσκλε ίναντας, χτύπο 0 ν τον αέρα. — Έρχεται, ξεφωνίζει τρο μαγμενη ή Ζολάν! "Έρχεται νά μάς φάη, Τσμττόρ! Ό Μπουτάτα δεν δείχνει κορμιά άνηισυχίία: — Δεν βαριέσαι, μουριμου ρίζει μέ περιφρόνησι. Τό πο λύ-πολύ νά στήσοο κανένα δό κανό νά τό πιάσω! Τό ατρόμητο ' Ελληίνόπουλο όμως, αυτή τή φορά έχει φοβηθή στ^άλήθεια. ιΚαι νά: Τό δυνοτό φτερού γισμα άκούγεται τώρα από πάνω τους. Οί τιρεΐς σύντρο φοι σηικώινουν τά κεφάλια καί κυττάζουν μέ φρίκη και δέος:
Ένας γιγαντιαΐος άσπρος άηττός χαμηλώνει προς τό μέ ρος τους >μ" ανοιχτές καί ακί νητες τις τεράστιες φτε,ρού γες του. Ό Μπουτάτα τό κυττάζει μέ θαυμασμό, μουρμουρίζοντας: — Δίκηο είχες, άφέντη Ζο λάν!... Είναι πιο μεγάλο άπό ...γαλοπούλα! Ό Τα μπαρ καί ή Ζολάν κά νουν νά Κρυφτούν, μά δέν προ λαβαίνουν. Την ίδια στιγμη κάτι φοβερό γίνεται: Τό τέ ρας των ουρανών χαμηλώνει απότομα τώρα, όιρπάζει στά δάχτυλα των ποδαριών του τό θρυλικό Παιδί τής Ζούγλας καί φτερουγίζοντας πάλι άνυ ψώνεται αργά... — Ταμ'ττόΙρ ! ξεφωνίζει σπα ρακτικά ή Ζολάν καί σωριάζεκαί κάτω λιπόθΜμη. 4 0 Μπουτάτ α παρακαλου 6εΐ τον Ταμπόρ πού ανεβαίνει ψηλά κάί μουρμουρίζει μέ θαυ μααμό: — Μπά, σέ καλό σου!...
ΤΕΛΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΡΤΟΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: °ΟΒ©ς Αέκκα 22 — ΑΡΙβ» 6 — Τιμή §ραχ. 2 Δημοσιογραφικές Δ)ντής: Στ. ΆνεμΟδουρας, Φαλήρου 4*1, Οίίονομιΐκος Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζτιδασ ιλε ίου, Ταταιούλων 29/ Ν. Σιμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠ1ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, "Αθήνα ι«
Την έρχόμενη Παρασκευή κυκλοφορεί : ΤΟ 7ο ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» μέ τον τίτλο :
«ΤΟ ΤΕΡΑΣ Τ
»
01 δεκάδες χιλιάδες των άνάγνωστων μας θά Αναγνω ρίσουν πώς τό τεύχος αυτό είναι ή καλύτερη περιπέτεια Ζούγκλας άπ* δσες έχουν διαβάσει.
Διαβάστε δλοι τήν Παρασκευή
«ΤΟ ΤΕΡΙ Καταπληκτικό! Συγκλονιστικό! Ασυναγώνιστο!
»
Μη ο ϋ
’
θή Μ€ΤβΧεΐΡί£ΤθΥ Με ΤΟ ΤΟΞΟ ΜΟΥ β/ν ΟΟΥΜ6 ΛΓΗΟΧΟ/ΡΟ.. ΤΗ ΞΦβ/ΡΑ ΞΟΥ //Μ ΤΗ <ΡΥά * βΠΞΗΞ.
ηιίο βρωΜ#ο., Ιοχι.'β/πβ/ ο , ΨΞΥ/Υ€/Μ£09^^η ΟΡΜΗΝ I
ΓΗ Μ Η * \ ΜΤΟΜΠΥ
\ ΜΗΠ 21 ε/ΑΤή/ ΛΓΡΐρ°ΓοηηηΜ ΟΧΟΙΓΟΙ;
ΜηβΝτοηο) Ατ/εεβ/ θα \
ΜΗ ΦΥΓΟΥΜΕ ΠΡ/Η ΜΗΙ 4 Η
)
Λ Μήί ΞΜΟΤ3ΤΗ.
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
ρας αυτό των ουρανών χαμη λώνει κι αρπάζοντας τον Ταμπόρ στα πόδια του, φεύγει ΤΑΜΠΟΡ, ή Ζαλάν κι ξανά πετώντας ψηλά. ό Μπουτάτα γυρίζουν — Ταμπόρ,^ Ταΐμπόρ!, ξε στη σπηλιά τους υστέ φωνίζει ή Ζολάν σπαρακτικά, ρα άπό μεγάλες ικαΐ δραματι ενώ ό Μπουτάτα χαζεύοντας κές περιπέτειες ιμέ τή βασίλισ τό γιγαντιαΐο όρνιο πού χάνε σα_τοΟ Ταμ ■ Τάιμ (*). σαι στα σύννεφα, μουρμουρί -σφνικά, άκούνε τρομακτι ζει κατάπληκτος: κό κράξιρο όρνιου καί σε λίγο — Μπά, σε καλό σου! σντικρύζαυν ένα τεράστιο ^ά σπρο πουλί να φτερουγίζη 5Απαρηγόρητο τό Κορίτσι πάνω άτό τά κεφάλια τους. τής Ζούγκλας κλαίει καί χτυ "Ωσπτου’ σε ιμιά στιγμή, τό τέ πιεται ’θλη· τή νύχτα στη σπη λ;ά για τό χσ(μό του αγαπη (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύμένου της συντρόφου. Ό κω νος. τό 6, πού έ'γει τον τίτλο: «Ή μικοτραγικός άράπης ,μέ τό βασίλισσα τού τάμ-τάμ».
0
5
5
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
τσουλούφι προσπαθεί να την παρηγόρηση: — Κουράγιο, Αφέντη κορί τσι ... Καί νά τον φάη τό όρ νιό, μήν απελπίζεσαι... Μπο ρεί νά περάση, καιμμιά μέρα από πάνω κάί νά τον... κουτσουλήση ,μέ άλεξίίπτωτο! Οί ώρες περνάνε, κι* ή ά μοιρη Ζολάν στενάζει συνεχώς <αί ούτε τοοφή, ούτε νερό θέ λει νά βάλη στο στό)μα της. Ό Μπουτάτα άρχίζει ν* ανή συχη για τή ζωή της. ΤΤροσπα θεΤ μέ τό κοίλο νά τή συνεφέοη, μά δεν (καταφέρνει τίποτα ^Ωσπου κάποτε θυμώνει και τή φοβερίζει: — Πρόσεξε καλά, .αφέντη Ζολάν: άν πεθάνης, δεν θά σου ξοναπώ... κσλημέσσ! Τέλος, και λίγο πριν ξημε ρώ,ση, ή ξανθέ ιά κοπέλλα, ξυ πνάει ιμέ τό πόδι της τον Μπουτάτα που ροχάλιζε ι σάν αεροπλάνο. — Έ, Τσουιλοόφη... Σήκω νά σε άποχαιρετήσω. Ό άράπης πετιέται όρθιος και τακτοποιεί τό τσαλακω μένο τσουλούφι του. — Φεύγεις, κορίτσι Ζολάν; Και γιά που :μέ τό καλό; Ή όμορφη παιδούλα τ' άποκρίνεται μέ συγκροτημέ νους λυγμούς: — Πάω... πάω νά βρω τόν Τα... Ταμπόρ... Ό Μπουτάτα την κυττάζει κατάπληκτος. — ' Αλήθεια; Καί πώς θά σκαρφαλώσης πάνω στά σύν νεφα; Μπά, σέ καλό σου! Ή Ζολάν συνεχίζει ,μέ δά κρυα στά μάτια:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Θά γυρίσω όλη τή ζούγ κλα... Θά ψάξω άκιάμα και πίσω άπό τά γαλάζι'α βουνά. *Ή θά^βρώ^τόν Ταμπόιρ, ή θά με βρή κανένα πεινασμένο θη ρίο... Δεν μπορώ νά ζήσω ττιά χωρίς τόν αγαπημένο μου σύν τροφο. — Καί γιατί μέ αποχαιρε τάς; Έγώ δεν θέλεις νάρθω μαζί σου; Τό λευκό ικορίΝσι άναστενάζει: —Τί χρωστάς έσύ, καη μένε Τσουλούφηι, νά βασανί ζεσαι ιμέ ξένες έννοιες... Ξανανύοισε στο μεγάλο λιμάνι που ζουσες άλλοτε κι* άσε με εμένα νά ψάχνω νά βρώ τόν Ταΐμπόρ, ή τό Χάρο μου! Ό Μπουτάτα συγκινεΤται καί τό τσουίλουφι του τρέμει σάν φούντα καλαμποκ ιού πού τή φυσάει ό μπάτης. — Σκαρφάλωσε στόν ώμο μου αφέντη κορίτσι.Θάρθω μα ζ' σου όπου κι'άν πάο...ιΚι,άν σε ό'άηι κανένα θπιοίό, θά ΐμττώ κι* έγώ στήν κοιλιά του νά... χωνέψουμε μαζί. Χαρούμενη ή Ζολάν όορπάζει στήν άνικαλιά της τή φίφη καί θοονιάζεται στόν ώμο του Ό Μπουτάτα (ξεκινάει άργά κ ι5 ίάναστε νάζοντας: ^ — ~Αχ, τί τραβάμε κι* έμεΐς οι πονόψυχοι! ΕΠΙΔΡΟΜΗ «ΜΙΚΡΑΝΘΡΩΠΩΝ»
Ο ΛΕΥΚΟ κορίτσι ^χα ρούμενο τώρα, ψηλά άπό τόν ώμο τού άράπη πού βρίσκεται, κόβει καρπούς
Τ
ΤΑΡ2ΑΝ
5
άπό τα χαμηλά κλαδιά των δέντρων και τους καταβροχθί ζει λαίμαργα. Ή χαρά της άπό την ιέλττίΐδα πώς Τσως ξα ναβιρή τάν Ταμπόρ, έκανε τό άδειο στομάχι της νά έπαναστατήση. Ό Μπουτάτα ττού την άκου ει νά τραγανίζη τό ένα μετά τό άλλο τά άγριό μήλα, δια μαρτύρεται : — Έ, κορίτσι... Μην τρώ$ άλλα γιάτ^ί -βαραίνεις και θά ...κοψομεσιαστώ! •· ·♦···
·
·
·
·
·
·
···
ο
ο
·
"Εχει ξημερώσει, καλά τώ ρα και στο δρόμο των δυο συν τροφών δεν έτυιχε κανένα κακό συναπάντημα... Νά όμως πού ξαφνικά ψτά νει στ5 αυτιά τους ιμιά παρά ξενη βοή. Σαν ποδοβολητό α πό όμέτρητα «μικρά ποδαράκια που τρέχουν προς τό μέ ρος τους. Ταυτόχρονα άκουγονται κι* άπειροι άλαλαγμοι άπό λεπτές και διαπεραστι κές φωνούλες, πού θάλεγε κα νεΐς πώς βγαίνουν άπό τά σώ ματα μακροσκοπικών άνθρώπι νων δντων. Ό Μπουτάτα σταματάει άπότομα ικι’ ή Ζολάν πηδάει άνήσυχη άπό τον ώμο του. Ή σκυλίΐστα αρχίζει νά γαυγίζη δαιμονισμένα κι5 ή παι δούλα γιά νά μπόρεση ν’ άψουγκραστή, αρπάζει μέ την παλάμη καί κλείνει τη μακρου λ ή μσυσουδα της. Τό ποδοβολητό κι* οι άλαλαγμσΐ άκσύγονται άπό στι γμή σέ στιγμή όλο καί πιο δυ νατά. Είναι φανερό πώς έχουν πλησιάσει τώρα πολύ κοντά.
Ό Μπουτάτα καί ή Ζολάν κρύβονται πίσω άπό κάτι χα μάκλαδα καί παρακολουθούν. Καί νά: Ξαφνικά αντίκρυ ζουν έναν γιγαντόσωμο έλέφαντα πού βόσκει σ’ ένα με γάλο ξέψωτο, νά μυρίζη ανή συχος τον αέρα προς την κατεύθυνσι τή,ς βοής, νά σηκώνη άπειλητικά την προβοσκίδα του καί νά στριγγλίζη άγρια. ^ Δεν περνάνε μερικά δευτε ρόλεπτα καί τά μάτια των δυο συντρόφων ανοίγουν διά πλατα άπό την κατάπληξί τους. Μ ιά ^ όλάκλιηίρηι στ ρατ ιά ά πό άμέτ ρητούς καί μικροσκο πιικούς πολεμιστές μέ τόξα κάί κοντάρια, φτάνουν άλαλά ζοντας στο ξέφωτο καί χύνον ται^ άγριοι πάνω στο γιγαντ«αΐο παχύδερμ ο. Τό ύψος τού καθενός δεν ξεπειρνάει τούς τριάντα πόν τους καί τό βάρος του τη μία όκά. Τά κεφαλάκία τους δεν είναι μεγαλύτερα άπό πορ τοκάλια, τά χέρια τους σαν δυο μικρές μπανάνες καί τά πόδια τους όχι μακρύτερα ά πό δυο δάχτυλα τού Μπου τάτα. Στα χέρια τους κρατάνε μι κροσκσπικά τόξα πού οί σαΐ τες τους δεν είναι μεγαλύτε ρες άπό τ’ αγκάθια τού σκαν τζόχοιρου καί κάτι φονικά κον τάρια, μέ αιχμή μπροστά, καί τεράστια σάν... τά μολύβια πού γράφουν τά παιδιά. Ή μυρμηγκιά των άμ'έτρη των «Μ ιικρανθρώπω ν», (στη γλώσσα των ιθαγενών λέγον ται «Μπΐρ - Μίρ» πού θά πή:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
(Κατάρα τής γης) σκαρφα λώνουν πάνω ιστόν/ ελέφαντα καί σέ λβγ,ες στιγμές έχουν καλύψει ιάπτό -παντού ολόκληρο τό τεράστιο κορμί του. Τον χτυπάνε -πρώτα στα ιμάτια ,μέ τα κοντάρια τους καί τον τυ φλώνουν. "Υστερα τα άμετρη τα κανταράκια τους οργίζουν νά ικαρφώνωνται ιμέ λύσσα στό σήμα του. Εϋναι τόσο (μικρά καί σουιβλερά που καταφέρ νουν νά τρυπάνε τό θέαμα του καί ν5 άνοίγουν ατελείωτες μι κρές πληγές στό κοριμί του. Ό τυφλωμένος ελέφαντας πονάει αφάνταστα, στριγγλί ζει ιάτεγνοοσμένα καί χρροττη, όάει σαν κάβουρας πάνω σ' αναμμένα κάρβουνα. Κάθε τό ο ο τι νάζεται κι3 οί ιμ ιικροσκο-
τπκαί άγριοι πολεμιστές πέ φτουν άπό πάνω του. Πριν δ-μως πΐραλάβη ινά τους ποδο πατ ήση ξανασκαρφαλώνο υν στό σήμα τουι καί συνεχίζουν τό ιθανατερό έργο τους. Τό παχύδερμο άπό τις άμε τρητές μικρές πληγές, χάνει σιγά-σιγά όλο τό αίμα του καί σέ ,μιά στιγμή σωριάζεται κάτω άδυναμο, ρουθουνίζοντας ■βαρεία καί γρήγορα. Οι «λΑπιρ -Μίιρ» χοροπηδούν τήρα στο απέραντο σήμα του νικημέ νου θηρίου ξεφωνίζοντας θρι αμβευτικά σαν κουνούπια! Ό Μπουτάτα που παρακο λουθεί ιδιασκείδάζοντας τά μι κρασκοπικά αυτά ανθρωπάκια ιμουρ μουρίζε ι 4μέ πειρ ιφρόνη σ ι: — Γιά δες κάτι ήρωες... ό-
ι0 πρίγκιπας Πιτσικόκο χτυπάει μέ τό χρυσό κοντάρι του τή φίψη.
7
ΤΑΡΖΑΝ
ι0 Ταμπόρ δίνει δυο γροθιές στους
καδιάρικοι! Κααί γυρίζοντας στη Ζολάν προσθέτει: — Πώς θά ήθελα νά^ είχα με καμμιά πεντακοσαρ ιά από δαύταυς!... — Τι ινά τούς κάναμε; ρω τάει τό -κορίτσι. — -Νά τούς παίζαμε ...μο νά - ζυγά. Ή Ζολάν βέν έχει καμμιά δρεξι γΓ αστεία. Τό φοβερό κατρρθωμα των «Μικράνθρω πων» πού μπόρεσαν νά δαμά σουν έναν δλ άκληρο έ’λέφαντα και ινά τον κάνουν νά ξεψυχάη τώρα κάτω άπ5 τ’ άμετμητά ,μικροσκοπιικά ποδαρά κια τους, την έχει φοβίσει άφάνταστα. Σέ 'μιά στιγμή ρω
βοηθούς
του
επιστήμονα.
τάει σιγά τον άράπη. ^ — Πες μου Μπουτάτα, έσύ είχες ξαναδή ποτέ στη ζωή σου τέτοια ανθρωπάκια; — Ούουου!, κάνει έκεΐνος. ’Μιά φορά είχανε πέσει και στο χωριό ιμου... Τούς πιάσα με ρμως όλους! —Και τι τούς κάνατε; — Γλυκό τού κουταλιού!, τής αποκρίνεται. Αυτή όμως τη φορά τό ξανθό κορίτσι τής ζούγκλας δεν μπορεί ινά κρατηιθή. Και κάνοντας νά ξεσπάσηι σ* ένα απότομο γέλιο, άρχιζει νά πνίγεται στο δήχα, ενώ τό πρόσωπό της γίνεται κόκκινο κάί τά μάτια της γουρλώνουν. Τρομοκρατημένος ό Μπου-
8
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τάτα αρχίζει .με τό ένα ταυ χέρι νά τή χτυπάη στην πλάτη καΐ μέ τό άλλο νά τής αεί χ.'νη ψηλά, ψωινάζοντας: — Ό νσυνός !... Ό νουνός! Ή Ζολάν βέβαια συνέρχε ται γρήγορα, μά^ σι άγριοφω; νάρες του κουτού άράπη φτά νουν στ5 αυτιά των αμέτρη των «Μττί'ρ-Μίρ» ττού χοροπη δούν πάνω στον έτοκμοθανοπο ελέφαντα. 5Αμέσως όλοι, σάν^άπό συν θημα, παρατάνε τό θάμα τους καί χύνονται, ξεφωνίζοντας άγρια, κατά τό -μέρος που βρίσκονται ό Μπουτάτα καί ή Ζολάν...
λις^ αρπάζει τό Παιδί ττ)ς Ζούγκλας, φτερουγίζει προς τά ίέπάνω καί χάνεται στα χαμηλά σύννεφα τής υγρής αυ τής νύχτας. Γρήγορα όμως οί τεράστιες φτεροΰγες του άρχί ζουν νά κινούνται πιο αργά καί άδύναμα, λες καί τό όρ νιο έχει κουρσστή. "Έτσι, χσ ΐμήλώνει - ιχαμηίλώνει, μέχρι πού φτάνει νά πετάη- τώρα πά ινω από τις κορυφές των αίονόβιων δέντρων τής ζούγκλας Ό Ταρπόρ τό έχει πάρει άπόφασι πώς ή ζωή του παίρ νε» τέλος. Καί κατάκοπος κα θώς είναι άπό τίϊς περιπέτειες τής προηγούμενης ημέρας, α φήνεται χωρίς άντίστασι στή ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ φοβερή τύχη πού τον περιμέ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ νει Κρεμασμένος από τά πο ΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ κι3 α δάρια του άσπρου φτερωτού πίστευτες σκηνές Θά δι τέρατος, χαμηλώνει αργά τά αδραματισθούν εκεί, μό βλέφαρά του καί καθώς συλ τήν άγαπημένη του λις ή μυρμηγκιά αυτή τωνλογιέται μα ν ισασμένων μακροσκοπικών καν συντρόφισσα Ζολάν καί τον νιβάλων, φτάση κοντά στους Μπουτάτα, πού θ3 άπομείναυν τώρα μονάχοι, τον παίρνει ό δυο άμοιρους συντρόφους. ύπνος "Ας τραβήξουμε λοιπόν, γιά λίγο, τά μάτια μσς από Αέν περνάει όμως πολλή ώ τό μέρος αυτό, κι" άς τά στεί ρα, όταν ξυπνάει άπό άνθρώ λουμε με τή φαντασία μας πίνες άμιλίες πού φτάνουν στ5 νά παρακολουθήσουν τον Τα αυτιά του. Ανοίγει τά μάτια μ πόρ πού κρέμεται από τά κι’ άφουγγράζεται, ,μά δεν άτεράστια ποδάρια του άρπα- ικούει τίίποτα. κτικου λευκοΰ όρνιου... «Θά ονειρεύτηκα», συλλο "Έτσι, όταν συνέλθουν κά γιέται. ιΚαί κύττάζοντας άμε πως οί ψυχές μας άρτο τή φρί σως κάτω τίς κορφές των δεν κη καί τήν αγωνία, θά ξανατρων πού σχεδόν άκουμπάνε γυιρίσουμε ατό ξέφωτο νά δου τά πόδια του, μουρμουρίζει: με όσα φοβερά καί τρομερά — ~ I σως νά περάσαμε πά θά συρβούν παρακάτω... νω άπό καμμιά κατασκήνωσι ιθαγενών κι3 ακόυσα τίς φω Τό τέρας των ουρανών, μό νές τους...
Τ
^
®
·
·
°
·
·
®
°
··
ο
ο
ο
ο
ο
ο
■
ΤΑΡΤΑΝ
Φαίνεται όμως πώς τό φτε ρωτό τέρας έχει κουροοστή πιά νο. πε,τάη. "Έτσι, οσο περνάει η ώρα, τόσο χάνει ύψος. *Ωοπού τέλος, και λίγο πριν άρχίση να ζημερώνη, προάγει ώνεται βαρύ μπροστά στο ευ ρύχωρο άνσιγμ!α μιας ιμεγάλης σπηλιάς. Τ6 άτ ρόί μητο ' Ελληνό του λο, μουδιασμένο καθώς είναι άπό το σφίξιμο των ποβαριών του τεράστιου άσπρου όρνιου δεν νοιώθει τή δύναμι ούτε νά ση|κωθη άπό κάτω- και νά ατα 6η όρθια. Μένει άκίνητος έκε? και περιμένει τή φοβερή στι γμή που τό φτερωτό τέρας ^θά τον σπσράξη ιμέ τό μεγάλο μαύρο και γαμψό1 του ράμφος. Ξαφνικά αυως ιμέσα οπό τή κοιλιά του όρνιου που οτέκε ται οοθιο άπό πάνω- του άκούει πάλι παράξενες άνθρώπίνες ομιλίες που δεν μπορεί νά ξεχωρίση- τι λένε. Τρόμο και φρίΙκη δοκιμάζει ό άμοιρος Ταμπόρ άκούγοντας τις φωνές αυτές. Τό θολωμέ νο μυαλό του, άπό τή^ σκληρή τύχη που τόν περιμένεμ θο λώνει άκόρα πειοισσότερο. Δεν ξέρει τι νά βάληι ιμέ το νου του. Στην άριχή φαντάζεται πώς οι άνθρωποι που μιλάνε βρίσκονται μέάα άπό- τό σκο τεινό άνοιγμα τής σπτ^λιας. Γυρίζει τό κεφάλι του ρτρός τά έΐκεΐ και άφσυγκιοάζεται. “Όμως γρήγορα καταλαβαίνει πώς αωφωνές δεν έρχονται ά πό έκεΐ. Είναι φανερό πιά πώς οι άνθροόπινες όμιλιές βγαίνουν μέσα βαθειά άπό τήν κοιλιά του φοβερού όρνιου
Ξαφνικά μιά τρομερή και παράλογη ιδέα περνάει άπό τό νου του Παιδιού της Ζούγ κλας. Μήπως1 τό όρνιο έχει καταβροχθίσει άλλους ζω'ντσ νους κΓ ολόκληρους ανθρώ πους που δεν έχουν άκό'μα πά θει άσφυξίά ιμέσα οπήν τερά σ:ισ «κοιλιά του; Και νά: Τήν Τδια στιγμή μέσα άπό τά σπλάχνα του φτερωτού Τέρατος φτάνει στ5 αυτιά του .μια βαρεία κΓ υπό κωφη, ανθρώπινη- φωνή: —- Τσμπόίρ!... ΕΝΑΣ
ΜΕ ΧΙΑ! ΟΥΣ
ΤΥΧΗ ιμας^ τδχει φαί νεται νά πέφτουμε συ νεχώς πάνω σέ μύστη ριώδεις καί τρομακτικές σκη νες που γεμίζουν τις ψυχές μας δέος καί άγωνίία. Ίσως πολλοί άπό μάς νά μήν άντε χουν νά άντικρύσουν τΐ φόβε ρό στοιχειό κρύβεται μέσα στο γιγαντιαΤο αυτό τέρας, ούτε βαστάει ή Καρδιά τους νά δουν ποιά φριικτή τύχη πε ριιμένει τον άμοιρο Ταμπόρ... "Ας ξαναιγμρίσοι,ιμε λοιπόν γιά λίγο πάλι ικοντά στη Ζο~ λάν και ιστό Μπουτάτα που άπό στιγμή σέ στιγμή θά φτά σουν κοντά τους οι άμέτρητοι μικράσκοπικοι καί μίανιασμένοι «Μτπρ-Μ'ί,ρ»!
Η
ιΚαι νά: Μόλις 6 Μπουτάτα βλέπει τή μυρμηγκιά των «Μι κρανθρώπων» που ξεκινάνε κα τά πάνω τους άλαλάζοντας κΓ άνεμίζοντας τά ιμικροσκσ
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ ια
πικά κοντάρια, η πετώντας -με τά τόξο τους σαΐτες σαν όδοντογλυιψ ίίδε ς, καταλαβαίνε ι τό φοβερό κακό ττού θά έπακολουθήίση.. 1 Αρπάζει δμέσως τή Σόλαν και την εκσφενδονί ζει στά κλαδιά του τπό κοντι νου δέντρου. Εκείνη άρπτάζεται καί σκαρφαλοονει έπτάνω σ! αυτά σάν τπθηικίνα. *Ύστε ίρ α της ττετάει καί τ«ή ΦίΦη, ττου τό λευκό κορίτσι την αρ πάζει ιστόν άέρα σά (μικρή μαύρη μπάλλα. "Έτσι, μονάχος κι5 έλεύθερος τώρα ό άράττης μέ τό κω μικό Τσουλούφι, χύνεται σάν γιγαντόσωμος δράκος, δίναμε σα στους μικροσκοπικους άγριους καννίβαλους, κουνών τας τά χέρια του σά νά διώ-
ηβ«’Λ·»^
χνη ενοχλητικές κόππες, καί ■βγάζοντας ατό τό στόμα του δυνατά καί μακροσυρτα «κσσ, κσσ!»... Οί σκηνές ττου έπακαλουθουν είναι δφάνΤαστα τραγι κές, αλλά -καί κωμικές μαζί. Οί «Μτίρ - Μίρ» σκαρφα λώνουν πάνω στο Μτουτάτα κγ δρχίιζουν νά τον χτυπούν μέ τά ικσντάρια τους. Ό αράτιης όμως δέν είναι δυσκίνητος σ άν τόν ελέφαντα ττου δέν μττο ρουσε ν’ δμυνθή στήν έπίθεσί τους. Οναι άνθρωπος κι* έχει καί χέρια... 5Αρχίζει λοιπόν ν’ αρπάζη μέ Τις δυο του χερούκλες τους μ ικροσκοττ ικού ς <έπ ιδρό με ΐ ς καί νά τους- ξεικολλάη σάν κα βούρια από πάνω του. 'Ύστε
'Ο ένας αρπάζει τον Ταμπόρ άπ* τό λαιμό κι* ό άλλος άπ* τά πόδια
ΤΑΡΖΑΗ
11
'Ο Μττουτάτα βρίσκει στην κοιλιά του αγριογούρουνου τή φίφη.
ρα να τούς έικσφενδονί·ζη, ρακρυά, η νά τούς χτνπάη, κάτω καί νά τούς οπκάη σάν βσρελόττα τής Άναστάσεως. Ή Ζολάν, πάνω άττό τά κλαδιά τού δέντρου, βλέπει τό κακό ικ·αί τή ΘραΟσι ττού γίνεται καί φωνάζει σιγκινημέ νη: — Μ ή τά χτυπάς, καηίμενε Τσουλούφη.... Είναι τόσο χα ριτωμένα τά καημενούλια!... Ό Μπουτάτα αρπάζει άπό τό σωρό ένα «Μπίρ-'Μίρ» — τό πιο τολμηρό κι5 ένοχλη,τικό άττ’ αλα — ικίαί τής τό πετάει ψηλά, φωνάζοντας: — Δάσε τον στη Φίφη νά τον δοικιμάση·... "Αν τής άρέσουνε, νά τής φτιάξω μερικές
πλεξάνες άπό δαύτους νάχη νά τιρώη... Τό μικροσκαπικό άνθρωπο κι πέφτει στην άγκαλιάτής Ζολάν κι3 ή μαύρη σκυλίτσα χύνεται πάνω του νά τό κατασπαράξη. ° Εκείνο διμως, τγιό σδέλτο άπ αυτήν, τή χτυ πάει μ3 ένα άλαχρυσο κονταράκι πού ικρατάες, καί τή γχρρμοτσακίζει άπό τό δέντρο Αμέσως, οι άμέτρ ήτοι «Μπίρ - Μίρ» πού βρίσκονται κάτω, χύνονται στήν άμοιρη, Φίφη νά τήν κατασπαράξουν. Ή Ζολάν βάζει τις φωνές καί κάνει σάν τρελλή νά πηδήση κάτω γιά νά τή σώση. Τό μικροσκοπικό αραπάκι βμως τή συγκροτεί καί τήν καθησυ
12
χάζει ιμέ τή (λεπτή ποντικίσια φωνούιλα του: — Περίμενε λευκή θεά! Θά «οατπέο εγώ νά τή σώσω. Κι' άν-σως, πηδώντας α πό κλαδί σέ κλαδί, φτάνει κά τω και μπαίνει άινάιμεσα στή ΦΓφη. καί στους (μανιασμένους συντρόφους του*, φωινάζοντας; —Μή!... Τό σκυλάκι αυτό είναι τής λευκής θεάς! Οι «Μπι*ρ - Μιρ» παρατάνε αμέσως τή Φί,φιπι καί υποχω ρούν φΟ'δισιμένοι, ενώ ή σκυλί τσα βρ-ί'Ισκει την ευκαι,ρίια καί
τό σκάζει τρέχοντας, ώσπου χάνεται πίσω από τά πυκνά χαμόκλαδα τής άγριας περι οχής·.. Αέν προφταίνει όμως νά προχωρήση πολύ, όταν ένας •αρσενικός αγριόχοιρος παραυ οτόζεται μπροστά της ρουθου νίζοντας πεκνασμένα. Ή άτρό μη,τη Φιφη, πού δεν λογαριά ζει κανένα κίνδυνο, σταματάει καί τον γαυγίζει απειλητικά. Σέ ^μιαι: στιγμή (μάλιστα χύνε ται κατά πάνω του καί τού δαγκώνει την άκρη τής μουσούδας. Τά άγρ ιογούρουνο πού νοιώθει τή σκυλίτσα τό σο κοντά ,στά δόντια του, ξε ρσγλείιφεται μέ λαιμαργία κι5 άνοίίγοντας τό στόμα την κα ταβ.ροχθίζει άμάσσητη. Ή 'μικιροσκοπική καί τετρά Ίτέρατη Φίψηι δεν υπάρχει πιά ... "Αραγε θά μάθη ποτέ ή άμοιρη Ζολάν, τον τόσο τρα γικό άλλα καί ηρωικό θάνα τό της;
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΔΑΜΑΖΕΤΑΙ
ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ αυτό ό χεροδύναμος άράπης εξακολουθεί νά κλωτσαη’μ νά ποδοπατάη καί νά χτυπάη καίω σαν χταπόδια τούς άγριους μικρασκοπικούς πολΡμ ιστές τής φ*υλής των «Μπίιρ - Μίρ». Οί άναθειματι οιμένοι όμως αυτοί είναι τόσοι πολλοί που άρχίζει νά καταλσ βαίνη, πώς δέν θά τά βγάλη πέρα ιμιχζί' τους. Τό κοκό δεν ιάργεΐ νά γίνη. Σε Ιμιά στιγμή πού ό Μπουτάτα κάνει .'νά κλωτσήση ένα κΜπίρ. - Μίρ» πού προσπαθεί νά ικαρφώ ση τό κονταράκι του στα πόδια του, γλιστράει. Καί ιχάνοντας τήν [ισορροπία του, σωριάζεται ανάσκελα καί φαρδύς- πλατύς κάτω... Εκατοντάδες από τά φόβε ρά αυτά αραπάκια, πέφτουν αμέσως επάνω του καί ^τόν έμ ποδίζουν (μέ κάθε τρόπο νά ξανασηκωθή. ιΓ 'ρή γαρα άλλο ι από αυτούς κατεβάζουν από κάποιο δέντρο ένα μακρύ γε ρό χορτόσχοινο καί τού δένουν τά χέρια πονώ στον κορμό του, Ινώ ό ΜττΡυτάτα ξεφωφωνίζει μέ άπόγνωσι: — Σιγά, βρε παιδιά! Θά μού τσαλακώσετε τό τσουλού ψι! Μπά, σέ καλό σας! Ή Ζολάν πού βλέπει, ψη λά ιάπό τό δέντρο, τήν τρα γική θέσι του, τραβάει τό μι κροσκοπ ιικό μ ο χα ι ρ άκ ι από τό ζώνη της καί πηδάει κάτω για νά τον σωστή... Μά μόλις παρουσιάζεται
ΎΑΡ1ΑΗ
13
μπροστά στα ίμικρασκσπικά χαν κάνει θεά τους. Τό κορί κι5 άμιέτρητα άραπάκια, έκεΤ τσι όμως αυτό θά βρήκε τήν να, παρατάνε τον Μπαυτάτσ ευκαιρία νά τό σκάση: καί οί καί γονατίζουν μπροστά της «Μπί,ρ - Μίιρ» έψαχναν άπό τό ψιθυρίζοντας μέ δέος: τε νά βρουν τή χαμένη τους — Ή λευκή βεά! Ή λευκή θεά. θεά Π.. ^Έξυπνη καθώς είναι, ή Ζο Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας λάν λογαριάζει πώς ιμέ τή καταλαβαίνει πώς σι «Μπίρβοήθεια των «Αμέτρητων αυτών Μίιρ» φαντάζονται πώς είναι Μ; ιικ ρίανθρώπων, ίσως μπορέστη θεά. ΔείΙχνει λοιπόν με τό χέ ινά σνακ αλ ύψη τον χαμένο Ταρι της τον άράπη πού βρίσκε μπόρ, τον παλυαγαπημένο ται Ανάσκελα ικαί δεμένος κά της σύντροφο. τω καί τους διατάζει: — Θά έλθουμε νά μάς προ σκυνήίση κι* ό βασιλιάς ποτέ — Λύστε τον!... Πρόθεμα καί φοβισμένα τά ρας σου, άτοκρίνεται στο μι μικρά άνθρωπάκια λύνουν ά κ ροσκοπ ικό πρίίγκ ιτπα. μεσο;) ς τον Μπουτάτα, κι* όλα Καί γιά νά τους πάρη μιά ■μαζί’, τον βοηθάνε να ξαναση γιά πάντα τον άέρα, γυρίζει κωθή. στο Μπουτάτα καί τού λεει Το τολμηρό άραπάκι μέ τό σοβαρά κι* έπίσημα: χρυσό κοντάρι, που πριν άπό — *Ώ, θεέ Τσουλούφη! Ρί λίγο ό Μπουτάτα είχε πετάξε έναν κεραυνό γιά νά ξεκι ξει πάνω ιστό δέντρο για νά νήσω ! τό ψάη ή Φίφη, παρουσιάζε —Μπά σέ καλό μου καί τήν ται τώρα μπροστά στή Ζολοον είχα ξεχάσει τή «λεγόμενη», καί τής λέει μέ τή λεπτή φωμουρμουρίζει ό Μπουτάτα. νσυλα του: Καί τραβώντας άμέσως τή — Τή σκυλίτσα σου δεν τή θρυλική «μπιστόλα» του, ρί βρήκαμε πουθενά, λευκή θεά! χνε ι μ ιά στον άέρα!... Κάπου θάχη κρυφτή φοβισμέ Ό κρότος τρομάζει άφαντα νη κιλόταν ξεθαρρέψη θά βγή στα τους «Μπίιρ - Μίρ» μά ή Έγώ είμαι ό γυιός καί διάδο σφαίρα Αστοχώντας, άντΐ νά χος του παντοδύναμου βα πάη στο κενό, χτυπάει καί σιλιά τής φυλής των «Μπί ρσκοτώνει τό μεγάλο άρσενικό Μίρ». Τό 'παλάτι του πατέρα αγριόχοιρο πού είχε κοταβρο μου βρίσκεται πολύ κοντά... χθίσει τήν άμοαρη Φίφη κι* έ Πάμε ώς έκεΤ νά σέ προσκύ βοσκε άμέιοιμνο έκεΤ κοντά. νηση κι* αυτός! Γιατί χρόνια — *Αμάν, σκοποβολή!, κάνει ό «θεός ΤσοιΓνούφη,ς» όλόκληρα σέ είχαμε χάσει καί ζητούσαμε νά σέ βρούμε! καμαρώνοντας άαν γύφτικο θναι φανερό πώς τά μικρό σκεπάρνι. σκοπικά ιάραπάκια θά είχαν Κι* άμέσως σαν θεός κι* ξσναβρή κάποτε στή ζούγκλα αυτός διατάζει τά μικ.ροσκοένα λευκό κορίτσι καί τό εί π ι κά άοαπάκ ι α, δε ίχνοντάς
14
τους τό σκοτωμένο αγριογού ρουνο : — >Νά μου φτιάξετε γρήγο ρα ψητό ιστή σούβλα. "Ε^ω ,μιά πείνα που σάς βλέπω σαν μαύρα ξερολαύκσυμσ!... ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Ε ΛΙΓΟ, μπροστά ή «θεά»Ζιαλάν και ό «θε>ός» Τσαυλίούφηςκαί τίίσω οί άμετρητοί μικροσκοπικοΐ καννίβολαι, ξεκινάνε για το παλάτι τού παντοδύναμου βασιλιά τής φυλής των «Μπίρ *Μίρ>>. Πίσω - πίσω, καμ'μιά δια κοσαριά άπό τά τελευταία άιραπάκια, ισέ|ρναυν δεμένο μέ μακρυά χοφτάσχοιινα τό σκο τωμένο άγρ ιογου ρουίνο που στην κοιλιά του άναπαύεται ή ιμακαΐρίτ ισσα Φίφη.. Μέχρι νά φτάση όμως ή πο μπή στο παλάτι, έχουμε τον καιρό νά πε,ταχτούμε μέ τή φαντασία ιμας έξω άπό τό ευ ρύχωρο άνοιγμα τής μεγάλης σπηλιάς. ΈκεΤ πού είχαμε α φήσει τον Ταμπόρ τη στιγμή πού ακούσε μια βαρεία κΓ ύπόικωφη: φωνή νά βγαίνη μέσ’ άπό τά ισπλάχινα τού τειρά-' στιου άσπρου όρνιου. — Ταμπόρ !... "Οσο γενναίο κάί άτράμητο άν είναι τό Παιδί τής Ζούγ κλας, δεν μπορούσε αυτή τή φορά νά μ ή φοβηίθή καί νά μ ή νοιώση> κρύο ρΐγος νά δ ιατρέ χη τό κορμί του. Ή πρώτη σκέψι είναι νά τό -βάλη στα πόδια για νά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σωθή. Μά στο σκοτάδι πού βρ ίσκετα ι καί σαστ ισμένας καθώς ετναι, παίρνε ι έσφσλμέ νη κατεύθυνσι. Κ ι’ άντί νά τρέξη προς τ’ άριστειρά, τρέ χει προς τά δεξιά καί μπαί νει στή σπηλιά. -Γρήγορα ό μως καταλαβαίνει τό λάθος του καί γορίζοντας ξαναβγαι νει στο άνοιγμα. Την ίδια στι γμή άκούει ανθρώπινα γέλια μέσα στο όρνιο καί τή βαρεία φωνή, πού είχε ακούσει πριν λίγο, νά φωνάζη; τ’ όνομά του νά τού λέη τώρα: — Μή φοβάσαι Ταμπόρ ! Δεν 9ά σου κάνω κακό... Καί σχεδόν ταυτόχρονα ή φτερωτή κοιλιά τού τέρατος ανοίγει, κι’ άπό μέσα ξεπετάγονται τρεΐς άνδρες. ^ "Ενας |μ ιικιρακά ύω μένος μ εσόκοπο ς λευικός καί δυο γιγαντόσωμοι καί χεροδύναμοι μαύροι. Ό Ταμπόρ τούς κυττάζει ακίνητος σάν μαρμάρωιμένος. -Κ ι ’ό λευκός άνθ|οωπάκος σπεύ δει νά τού έξηγήση καγχάζον τας,, ένώ τά μάτια του λά μπουν παράξενα όπως τά μά τια των τρελλών. — Τό όρνιο που σέ άρπαξε άγαΙπη|τέ μου, δεν ήταν όρνιο, μά ιμιά μηχανή που τήν έφτία ξα έγώ! Χά, χά, χά! 3 Εγώ ό πιο σοφός άνθρωπος τού κό σμου! Στην πατρίδα μου τήν ’ Ιταλία, όλοι, οι (μηχανικοί μέ ζηλεύανε. ΓΓ αυτό μέ κλείσα ινε ικάί ιστό Τρέλλοΐκαμεΐιο! . Τά ικατάφερα όμως νά τούς^ξε φύγω κι’ ήρθα εδώ στή ζούγ κλα γιά νά βρω ησυχία καί νά συνεχίσω τά πειράματα
ΤΑΡΖΑΝ
15
μου!... Μού χρειάζεται όμως ξη ψηλά καί, αρπάζοντας τό ένας βοηθός κι* οί (μαύροι δεν Θεό άπό τά πόδια, νά τόν κα μου κάνουνε γιατί είναι κου τεβάσιηι Κάτω. — Για,τί; ρωτάει σοβαρά ό τοί... Γι’ αυτό ήρθα ικιάΐ άρπα ξα εσένα, μόλις έμαθα πώς Ταιμπόιρ. — Γ ι ά νά πσ ραβγοΰμ ε, βρίσκεται στη ζούγκλα ένα μουρμουρίζει. Θέλω νά δώ λευκό παιδί... ^ ιΚαί πραγματικά ό Ταμπόρ ποιος άπό τους δυο ιμας είναι είναι «ένα έξυπνο λευκό παι πιο σοφός!... δί», γιατί άμέσως άρχιζε ι νά — Καί γιατί δεν πετάς μ’ παίζη πολύ καλά τό παιχνίδι αυτό τό πουλί που άρπαξε του... καί μένά; τόν ξανα,ρωτάιει. "Είχε ι καταλάβ ε ι βέβα ι α Ό -Γκαρουνα αποκρίνεται: πώς ό μ ικροκ αμυμένος αυτός — Είναι μικρό κάί ό σκε άινθρω τάκος μέ τή βαρεία φω λετός του ξύλινος. Τό έφτιαξα νή θά ήταν κάποιος σοφός ε ίδιο μ5 ένα τέτοιο φτερωτό τέ πιστήμονας που από την πολ ρας πού είδα μέ τά μάτ ια μου λή μελέτη- τρελλάθηκε... ’Άν νά πετάη κάποτε στον θύσα ήθελε νά ξεφύγη από τά χέ νό τής ζούγκλας. Μά οι δυο ρια του έπρεπε νά τον καθηάράτηηίδεις πού βάζω ,μέσα συχάση καί νά τον κάνη ν’ άγιά νά -κουνάνε τις ψτερούγες ποκίτή,αη Εμπιστοσύνη; σ5 αυ του, κουράζονται γρήγορα τόν. Τόν κυττάζει λοιπόν ,μέ κάί δέν μπορούν νά τό ανέβα θαυμασμό καί του λέει: σουνε ψηλά... Θά μέ βοηθή— Σ5 ευχαριστώ, μεγάλε οης εσύ νά φτιάξω ένα πιο καί σοφέ επιστήμονα, που μεγάλο καί σιδερένιο που νά μου κάνεις την τιμή ινά δισλέ νωράη μέσα σαράντα μαύ ξης εμένα γιά βοηθό σου!4.. ρους. Είκοσι γιά κάθε φτερού Κάί -βέβαια θά μείνω πάντοτε Υα. εδώ γιά νά σέ βοηθήσω!... Στο μεταξύ έχει αρχίσει νά Αλλά πές ιμαυ τό όνομά σου ξημερώνη. Στο φώς τής αυ μεγάλε εφευρέτη... γής ό Ταμπόρ εξετάζει μέ — Τζιοβάνι Γκαρούνα λέγο θαυμασμό τό υπέροχο φτερω ιμαι, τ5 αποκρίνεται ιμέ καμά τό δημιούργημα τού τρ-ελλού ρι ό τρελλός. επιστήμονα. -Μπαίνει μέσα καί — Καί τί ζητάς νά έψεύεξετάζει τόν ξύλινο μηχανι σμό πού κινεί τις ψεύτικες ρηρ; Ό τρέλλός τού έξηγεΐ σο ψτεοοΟγες καΐί τά πόδια του. βαρά : Βλέπει -καί τή θέσι πού υπάο —Ό κόσμος λέει 'πώς έχει γιά νά κάθεται ό Γκαρούπάνω στον ουρανό βρίσκεται να μπροστά σ’ ένα μικρό πα ένας πάνσοφος Θεός... Θέλω ρατηρητήριο. Τά φτερά πού νά φτιάξω λοιπόν ένα μεγάλο σκεπάζουν τό τεράστιο κούφιο ψεύτικο πουλί σαν κι5 αυτό έκορμί τού μηχανικού όρνιου δώ, Τιά νά μπορέση- νά πετά είναι άπό άσπρους κύκνους.
16
Και τό (μεγάλο γαμψό ράμφοίς του άττό πελεικηιμένο μαύρο ξύλό. Μια άπορίσ μονάχα μένει στον Ταίμητόρ και ρωτάει τον τρελλό έφεΜΡ&τη.: — Πώς όμως μπορούσε καί έκραζε τό ψεύτικο όρνιο σου; Ό Γκαρούνα τ’ άποκ,ρίνεται χαμογελώντας: —Τό όρνιο μου είναι τπσρά ξένο, Ταμπόρ. 5Αντί να κράζπ ιμέ τό λαρύγγι, κράζει μέ τί'ς... φτερούγες του. '.Κάί γυρίζοντας στους δυο άράπηδες, πού στέκουν σιωττηλοί πλάϊ, τους διατάζει: — Άβάντι!... Καί οί δυο μαζί καί δυνατά! Οι γιγαντόσωμοι μαύροι ά νοίγουν ταυτόχρονα τις δυο μεγάλες στοματάρες τους κι’ αρχίζουν νά κράζουν, συγχρο νισμένα, σαν έΧα τρομακτικό όρνιο... Ό τρελλός στέκει μπροστά τους με γυρισμένη τη ράχι τηρός τον Τοίμτπόρ καί καυνώιν τας κωμικά τά χέοίσ του άρχίζει νά τους διευθύνη σάν με έστοος. Τό Παιδί της Ζούγκλας νο μ'ζει πώς είναι ή κατάλληλη στιγμή γά νά τό σκάση. Καί γυρίζοντας ξαφνικά, τό βάζει ατά πόδια για νά γλυτώση ά τιό τά χέρια του. Ό Γκαρούνα όμως καθώς ■διευθύνει τό κοάξιμο των δυο άραπτάδων πού είναι γυρισμέ νοι κατά τον Ταμπαα, διαβάζει στά ιμάτια τους τή δραπέτευσί του καί γυρίζοντας άπότο μα, τον βλέπει νά τρέχη. Τρα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
βάει άμέσως από τη ζώνη ^του τό πιστόλι, γυίρίζει την κάννη πρός την ικατεύθυνσί του καί πυροβολεί. Ένας πονεμένος βόγγος ά κουγεται ικαί τό ατρόμητα <Ελ ληνόπουλο σωριάζεται άκίνητο κάτω... — Τον σκότωσα, μουρμου ρίζει ό τρελλός Ιταλός έπιστήμανας (καί ιξανασηικώνει τά χέρια του σάν (μαέστρος καί τους διατάζει πάλι: — Άβάντι!... Κι5 οί δυο μαζί καί δυνατά!... Αέν περνούν όμως λίγες στιγμές καίί κάτι φοβερό κι* σναπάντεχο' γίνεται... Η ΛΕΥΚΗ ΘΕΑ
ΈΡΑΣΕ όμως άρίκετή ώρα καί ή «θεά» Ζολάν μέ τό «θεό» Τσουλουψη_ σίγουρα θά έχουν φτά σει τώρα, ιμέ τ' άμετρηΤα μικρασκοπικά άραπάκιά στο πα λ άτι του βάσιλια των «Μπίρ —Μίρ». _ "Ας άφήσουμε λαπόν για ίλίγο τον τρελλό Γκαρούνα κι* άς τρέξουμε κοντά τους νά διασκεδάσουμε κι* έμεΐς. 'Καί νά: Ή συνοδεία στα ματάει αυτή τή στιγμή μπρο ίοπά ατό θεόρατο κάί μεγαλό τηρεπα άνάκτρρο πού δεν εΤναι μεγαλύτερο από ιμιά κυψέλη. Ό Μπαυτάτα κυττάζει Τό παλάτι ιμέ θαυμασμό καί μουρμουρίζει στ ή Ζολάν: —(Καλά /πού τό είδα καί 5έν τό πάτησα νά γίνη πηττα! Θά παρεξηγιόμουνα μέ
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
17
δέν χωράει νά περ^άση μέσα τόν... ιμΙεγάλειόΥοίτο! καί σφηνώνει. Κάνει αμέσως Ό μ ικρασκαπιικός χαριτωνά την τραβήξη προς τά πίσω ι μένος άραπάκος πρίγκιπας έχει φτάσει πρώτος στό πάλα μά παρασύρει ολόκληρο τό «μεγαλοπρεπές άνάκτορον» τι για να είδοποιήιστηι τόν πα κα·ί τό γκρεμίζει κάτω. τέρα του. "Έτσι σέ λίγο ο Ό βασιλιάς όμως δέν φαί παντοδύναμος «βασιλιάς βγαί νεται νά στεναχωριέται καθό νει μεγαλόπρεπος ά'πό τη με γάλη πύλη των ανακτόρων λου. Καί διστάζει, τούς άμέτρητους ιμιικρΟσκοπικούς ύπη το)υ. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά, άντιικρύζει ιμέ δέος τή Ζολάν κόους του: __—’Ώ, ήρωϊκοί «Μπίρ-Μίρ». ■κΓ άμέσως, όρθιος όπως είναι Ξαναχτίστε άμέσως ένα λα υποκλίνεται έλαφρά κιαοι τής φιλάει, τα δάχτυλα των γυ μπρό ανάκτορο για μένα, κΓ μνών ποδαριών, λέγοντας: έναν ι μεγαλοπρεπή ναό γιά τούς δυο θεούς μας. —Σέ προσκυνάμε ώλευκή θεά, έγώ ό ταπεινός δούλος Ή ιμίυρίμηγικιά των Μικράν σου καιί παντοδύναμος βασι θρωπων, ιμέ τις οδηγίες τού λιάς των ηρωικών «Μπϊρ-Μίρ» πρίγκηπα καί υψηλότατου Π ι μαζί .μιέ τόν πρίγκηπα καί δι τ σ ικόκα, στρώνοντα ι άμέσως άδοιχο του θρόνου μου, τόν υ στη δουλειά. Μαζεύουν πέ ψηλότατο Π ιτσιικόΐκο! τρες,χώματα, κλαδιά δέίντρων — Μωρέ «υψηλότατος» νά καί ό,τι άλλο χρειάζεται. σου πετύχη!, (μουρμουρίζει ό Καί ^πρίν πειράση μιά ώρα εΤ Μπουτάτα. Μίπορεΐ νά πέρα ναι έτοιμο καί τό λαμπρό α ση κάτω άπό ένα ραδίκι χωρίς νάκτορο γιά τό βασιλιά τους νά ,σκύψη τό κεφάλι του! καί ό ιμεγάλοπρείπής ναός γιά Ό βάσιλ ιιάς ίξαναίσηκώινε ι τό τη λευκή θεά Ζολάν καί τόν ικεφάλι καί ικυττάζοντας μέ «άνθυποθεό» Τσουλούφη!... τρόμο καί φρίίκη τώρια τόν Τό λευκό κορίτσι μπαίνει Μπουτάτα, ρωτάει χαμένα τή μέσα καί άρχιζε ι νά κλαίη Ζαλάν: γιά τον χαμένο Ταμπόιρ καί -— Καί ό κύριος; Θεός σάν γιά^τή^Φίφη της πού δέν έχει καί σένα είναι; φσνή άκόμια. —- Λίγο κατώτερος, του ά ποκρ'ίνέτοι ό άράπης. Έγώ ΤΡΑΓΙΚΗ είίμαι .. .άνθυποθεόις ! ΑΝΑΚΑΛΥψI Σ Ό ιμεγαλομανής γεροβασ ιλιάς υποκλίνεται τώρα καί ΜΠΟΥΤΑΤΑ μένει έξω τους δείχνει ^τή μεγάλη πύλη άπό τον ευρύχωρο ναό τού παλατιού του: γιά νά καταβροχθίση —Περάστε, ώ θεοί, στο με τό ροδοψηιμένο αγριογούρου γαλοπρεπές άνάκτορόν μου! νο που τού φέρνουν — σέρ Ό Μπουτάτα βάζει τή μιά νοντας το πάνω σέ μιά ξύλινη πατούσα του στην είσοδο μά σχάρα — καμμιά διακοσαριά
μιικροσκοπιικά αραπάκια. Ό «άνθυπαθεός» μόλις τό βλέττει βάζει τις φωνές: — Τί κατάστασις είναι αύ τη;! ’Έτπσι, όπως τό σικότοασα τό ψήσατε; Γ ιατί δέν τού ανοίξατε την κοιλιά; Ό πρίγκιπας Πιτσικόκο ύ πακλίνεται και του έξηγεΐ. — Φοβήθηκαν νά τό ξεκοι λιάσουν, Θεέ! — Γ ιατί; ρωτάει έξω φρέ νων ό Μπουτάτα. — ιΓιατί κάποιος κακός δαί ,μονας ήταν κρυμμένος ,μέσα στα σπλάχνα του καί σπαρ ταρούσε... — Κουταμάρες, μουριμουρί ζει ό Άράπης κι" αρχίζει νά κομιματιάζη τό ψητό του, ενώ ό «υψηλότατος» συνεχίζει: — Κι* όταν τό ρίξανε πά νω στη φωτιά για νά ψηίθή, ή κοιλιά του άρχισε νά... γαυγίζη. "Υστερα όμως σταμά τησε... Την ίδια στιγμή τά μάτια του Τσουλούφη γουρλώνουν σαν τη ζύμη του λουκουμιού πού πέφτει ιστό καφτό λάδι. Καθώς τεμαχίζει τον ροδοψη,μόνον άγριόχοΊΐροι, κάτι βρί σκει μέσα στην κοιλιά του. — Μπά!... " Ενα άγρ ιογου ιρσυνάκι, μουρμουρίζει κατά πληκτος γ ιοπγι ήξερε πώς ό αγριόχοιρος ήταν αρσενικός. Μόλις όμως κάνει νά τό τρα βήξη έξω, βλέπει πώς τό «ά γρ ιογαυρουνάκι» δεν ήταν πα ρά ή μακροσκοπική και τετρά πέρ-ατη μαύρη,.. — Φιφίκια μου!, άκούγεται νά φωνάζη σπαρακτικά ή Ζολίάν που όκίείνη τή στιγμή είχε βγή άπό τό ναό κι5 είδε τό Μπουφόπα νά την κιριατάιη στιά χέ)Ριΐα του ψημένη.
"Ενα τρομακτικό φίδι ττλησιάζ€ΐ τό αναίσθητο Παιδί της Ζούγκλας.
Καί νομίζοντας πώς τήν εί χε ψήσει για νά τή ψάιη., χύ νεται σά μανιασμένη τίγρη πάνω του ζητώντας νά τον ξε σχίση μέ τά νύχια καί τά δον τια της. — Κακούργε!... Άνθρωπο ψάγε!, τού φωνάζει καί δια τάζει αμέσως τους οςμέπρη· τους «Μπίίρ - Μίιρ» πού έχουν ,μαζευτή κατάπληκτοι γύρω τους: — Σκοτώστε τον!... Δεν είναι θεός!... Είναι ένα θηρίο. ' Ενα ανθρωπόμορφο τέρας ^! Κ-οςί, μή μπορώντας ν" άντέξη άλλο στη θέα τής ψημέ νης λατρευτής σκυλίτσας της, σωριάζεται χάμω λιπόθυμη! Τά φοβερά καί τρομερά μι κροοκαπικά ανθρωπάκια, ακουγοντας τή λευική θεά τους νά λέη πώς ό Τσαυλούφης δέν είναι θεός καί νά τούς διατάζη νά τόν σκοτώσουν, σηκώ νουν αμέσως τά κανταράκια τους καί χύνονται πάνω· του μέ μεγαλύτερη άπό την πρώ τη φορά, λύσσα καί φανατι σμό. Σέ λίγες στιγμές τόν έχουν αναστρέψει καί τόν χτυπάνε μ "αφάνταστη μίαν ία Καί όρ μή. "Ως κι" αυτός ό γεροβασ ιλιάς βγαίνει άπό τό νεόχτιστο πα λάτι καί τούς φωνάζει: — "Επάνω του, ήρωϊκοί «Μπίρ - Μίρ»! Μια δαγκωμα τιά ό καθένας σας καί δέν θά μείνη τίποτα άπό δαύτον! Οί ίμικροσκοπικοί ικι" αμέ τρητοι καννίβσλοι αρχίζουν νά τόν δαγκώνουν κι" ο άμοι ρος Μπουτάτα πού βλέπει τό τέλος του νά ψτάνη, τούς φω νάζει : — Αμάν, μωρέ παιδιά! Λέν μ" άφήνατε νά φάω πρώ-
20
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τή διαταγή πού έδωσε και για τα κι’ ύστερα νά μέ ...φάτε! νά τον σώση, φωνάζει δυνατα: Μπά, σέ καλό σας! —Άφήοπε τον!... Μή πσίρ Κι* αμέσως, -βλέποντας τή Ζολάν νά συνέρχεται, τής ύπα ;ν)ετε στα σοβαρά τη βι-σπαγή γαρεύεί, μέ βουρκωμένα μά μου. Ούτε^κι’ εγώ είμαι θεά! Ψέματα σάς είπα! τια, την τελευταία του- θέιλησι — "Οταν μέ θάψετε, ν’ άΌ γεροβασ ιλιάς άκούγονφήσετε το τσουλουφάκι μου τας πώς τό λευκό κορίτσι δεν νά εξέχη από τό χώμα! είναι θεά, γίνεται έξω^φρένων για την κοροϊδία. Καί οιατά Μονάχα ό πρίγκηπας Πιζει αγριεμένος τούς υπηκόους τσικάκο βέν /παίρνει μέρος στή γενική έπίίθεσι πού κάνουν ό του: —Σκοτώστε την κΓ αυτήν! λοι στο δυστυχισμένο άράπη, Καρφώστε την μέ τά κοντά 5 Αντίθετα αυτός, τετραπέρα τος καθώς είναι, έχει καταλά ρια σας!... Γά αμέτρητα αραπάκια βει πώς ό Μπαυτάτα δεν ψταί νονται τώρα -μανιασμένα πά ει Λάν ή σκυλίτσα της λευκής θεάς βρέθηκε και ψήθηκε στην νω στην, ττρίν άπό λίγο, σε βαστή θεά τους. Ή ζωή τής -κοιλιά του αγριογούρουνου. Και δίκαιος αλλά ικάί γενναΐ Ζολάν καί του Μπουτάτα κιν δυνεύει άψάνταστα! ος καί ατρόμητος καθώς είναι, Ό πρίιγκηπας Πιτσικόκο -κάνει τά αδύνατα δυνατά για νά τον σώση... Χύνεται σαν πεψτεγ σαν ανήμερο ποντίκι ανήμερο θηρίο πάνω στα α νά τούς σώση, μή δίνοντας καμμιά σημασία στις φωνές ραπάκια τής φυλής του καί του βασιλιά παρτέρια τιοιυ. "Ω τά χτυπάει αλύπητα -μέ τό μι σπου εκείνος θυμώνει- .άφαντα κρασκοπικό χρυσό κανταράκι στα καί τον αποκλήρωνε ι άπό του. Ό βασιλιάς του φωνάζει ά παιδί καί τον καταργεί άπό διάδοχό του. γριά νά σταματήση, μά ό Πι —^Καταραμένος νά είσαι! ,τσικό-κα, όταν νομίζη- πώς κά Νά μή σέ ξανάβουν τά μάτια νει το σωστό καί τό καθήκον μου!... του, δεν άκούει κανέναν. Έξα Ό μακροσκοπικός Πιτσικά κολουθεΐ νά χτυπάη μανιασμέ το όμως, δεν λογαριάζει τίπο νος καί νά τραβάη, πάνω άπό το Μπουτάτα^ τούς άγρ ιε μέ τα; 5Από την πρώτη στιγμή πού άντίκρυσε τό όμορφο λευ νους έπι δρομείς. κο κορίτσι, ή καρδιά του πού ΤΟ ΑΣΠΡΟ δεν θά είναι μεγαλύτερη άττό ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ένα ^φουντο-υκάκ ι, χτύπησε δυ νατά ιι<αΐ παράξενα.Τώρα για Α ,·ΚΑΙ ή Ζολάν πού νά τη σώση είναι έτοιμος νά έχει συνελθεί τώρα καί θυσιάση όχι. μόινον τό θρόνο βλέπει τον Μπουτάτα του πατέρα του, μά κΓ αυτή νά κινδυνεύη μετανοιώνειτήγιαζωή του άκόμα.
Μ
ΤΑΡΖΑΝ
Δυστυχώς ^ όμως οΐ καλές διαθέσεις τού ,μικράσκαπικού ιππότη δεν είναι αρκετές για νά ισώσουν τήν αγαπημένη ταυ. Ή άμοιρη: Ζαλάν χοΟραττα λεύει αυτή τή στιγμή με καταματωμένο το λευκό κορμί της άπό τ' άμέτρητα κονταρο χτυπήματα τών (μανιασμένων «Μπίρ - Μίρ»! Στην ίδια κα τάσπασι ικαί χειρότερη άκόμα βρίσκεται κι* ό δυστυχισμένος Μπουτάτα. !>Ατγο στιγμή σέ στιγμή οί ψυχές τους θά ττετάξουν Ανάλαφρες ψηλά στο μεγάλο κι* άληιθινό Θεό ταυ κόσμου. Ξαφνικά δμως δυνατό και τρομακτικό ικράξιιμο όρνιου ά κούγεται. Και σέ λίγες στι γμές ένα γιγαντιαΐο φτερωτό τέρας φτάνει άργά ττάνω άττό τά κεφάλια τους... Τά άμέτρητα ιμ ικροσκοπι κά άραπάκια -παρατάνε τά θύματά τους καί, ξεφωνίζοντας τρομαγμένα, τό βάζουν στά πόδια νά σωθούν. Τό ίδιο τρο ■μοκρΟΊΠηρέίνος τους ακολουθεί τρέχοντας καί ό γεροβασιλ’άς τους. Μονάχα γενναΤος ικαι άτράμηπτος τΛγκηιπας Πίτσικο κο (μένει εκεί καί σηκώνοντας τό όμορφο κεφαλάκι του κυττάζει ιμέ δέος τό φτερωτό θη ρίο που έχει αρχίσει τώρα νά χ α μηλώνη άνο ιγοκλε ίναντα ς ^ά ρεγάλα άρπακτικά δάχτυ λα τών ττόδαριών του. Ή Ζαλάν ικάί ό Μπουτάτα ξαπλωμένοι κάτω και καταματωμένοι όπως είναι, κυττά ζουν κι9 αυτοί ιμέ φρίΐκη τό τέ ρας τών ουρανών,
21
Τό κορίτσι ψιθυρίζει χαμέ να: λ — Τό ιμεγάλο όρνιο!... Αύ τό τού άρπαξε· τόν Ταμίπόρ! Ό Τσαυλουφης βογγώντας από τούς πόνους του, μουρ μουρίζει : —^ Μά εκείνο είχε άσπρα ψτερά; Α ές νά τά έβ αψε ιμ αύ ρα για νά φαίνεται... νέο; 'Όιμως ο! τραγικές θύτες στιγμές δεν είναι γιά άστεία. Τό τρομακτικό ραυρο όρνιο, χαμηλώνει τώρα άπόταμα, άρ τάζει ιστό ένα του ποδάρι τή Ζαλάν καί στο άλλο τό Μπου τάτα κάί φτ ε-ρουγ ίζοντ ας γρή γορα αρχίζει πάλι ν’ άνυψώνετσι... Δεν περνάει λίγη ώρα καί δεύτερο δυνατό κράξι'μο άντη*χεΐ. *Ένα άλλο, άσπρο αυτή τή φορά, φτερωτό τέρας, πα ρουσιάζεται καί άρχιζει νά κυνηγάη τό πρώτο. Ό ττρίγκη πας Πιτσικόκο τρέχει στους βασιλικούς σταύλαυς του πα τέρα του καί σελώνει βιαστι κά τόν 'Αλασάν τό κάτασπρο καί γρήγορο ,μικροσκοπικό ά λαγάκι του. Πηδάει στή ρά χη του καί ξεκινάει ισάν σαΐ τα, ακολουθώντας, κάτω σττ) γή, τήν πορεία πού έχουν πα ρει στον ουρανό τά δυο φτεροττά τέρατα: τό μαύρο καί τό άσπρο. Ο ΤΡΕΛΟΙ ΓΚΑΡΟΥΝΑ
Α! ΤΩΡΑ, πρέπει νά κάνουμε κι5 έμεΐς γρή γορα δον θέλουμε νά πα ρακαλουθήσαυμε τά δυο αυτά
22
τεράστια όρνια πού τό^ ένα κυνήιγάει το άλλο· (κοοι χάνον™ ταμ σιγά-σιγά στο βάθος του ορίζοντα. *Άς ξσναγυρίΐσουμε: λοιπόν αμέσως έξω άπό τή σπηλιά πού έχει το εργαστήριό του ό τρείλλος Ιταλός έπιστήμο νας 'Γκαρούνα. Τον είχαμε δη νά πυοοβολή τόν ΤαιμτΌΐρ ττού έπεχείίρησε νά δραπέτευση και νά τον σωιριάση βα(ρύ κι* ακίνητον κάτω. νΥστερα >τον ακούσαμε νά ιμουρμουρίζη: «τον σκότωσα» και νά ξαναγυριίΐζη ιστούς δυο· (μαύρους νά σηικώνη τά χέρια του1 σάν μά έστρος και νά τους διατάζη πάλκ «*Α<6άντι!... Και οι δυό •μαζί καί δυνατά·!» Δεν περνούν όμως λίγες στίίγμές κάί κάτι φοβερό κι, αναπάντεχο γίνεται: Μιά γροθιά, «με ταχύτητα βολίδας, σφυρίζει στον αέρα καί χτυπάει σάν κεραυνός στό κεφάλι του τρελλοΟ ΐέπιστέμο να.-Ό Πκαροάνα βγάζει ένα πανει μ ένο βογγηΓπό,ιστίο.ιίφογυρί ■ ζει γιά λίγο* αάν σκύλος πού κυνηγάε ι νά δαγκωση την ου ρά του καί τέλος, σωριάζεται βαρύς κι* αναίσθητος. 0·ί δυό γιγαντάσωιμο-ι άρσπηδες βλέποεν τον άνθρωπο τού χτύπησε τον άφέντη, τους καί χύνονται πάνω του νά τόν κατασπαράξουν. Δέχονται ό μως κι αυτοί; δυό τρομακτικές γροθιές πού, αν δεν τούς σω ριάζουν κάτοο, τους κάνουν διμως νά έξαγριωθουν αφάντα στα. Ό ένας απ' αυτούς άγκαλ'άζει με τ’ άτσσλένιά ιμπρά-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τσα του. άπό τό· πίσω μέρος, τό ιλαιιμό του αντιπάλου. Κι* 6 άλλος άοπάζει τά πόδια του Τόν τραβάνε ·κγ* Οι δυό (μιέ δύ να,μι ζητώντας νά Του σπά σουν τή σπονδυλική στήλη. Είναι ένας άπό τους πολ λούς τρόπους πού χρησιιμσποι αύν οι ιθαγενείς γιά νά έξοντ οοσούν τόν έχθρό, όταν αυτοί είναι δυό κι.* εκείνος ένας. Ό άνθρωπος όμως πού πα λούουν αυτή τό στιγμή δεν μοιάζει μέ τους συνηθισμέ νους αντιπάλους, ούτε σέ δύ νσιμι·, ούτε σέ θάρρος,ούτε σέ εξυπνάδα. Αυτός είναι ένα άδάΐμ'αστο ^θηρίίίο πού γρήγορα κστπαιλίαβσΙίνουν πώς άσχημα έκαναν νά μπλέξουν ιμαζί' του. Μέ μιά αφάνταστα δυνατή ■κι* άπατου η κίνησι-, λευτερώ νει τά πόδια Του άπό τά χέ ρια του δεύτερου άράπη. Κι* αμέσως, τινάζοντας τα. του δίνει δυό σοβε,οά γτυπήιματα στην κοιλιά. Ό (μίσϋΐοος άναταέπεται καί πέφτοντας άνά σκελα. χτυπάει στό πίσω /μέ ρος του κεφαλιού του καί μέ νει αναίσθητος. Τώρα μένει ό άλλος χερο δύναμος ιθαγενής πού τόν κρα τάει νεοά άπό τό κεφάλι... ΠίΟ'ί,ν αμωε δούμε τί άπέγινε καί μ* αυτόν άς πούμε1 δυό λό νια γιά τόν Φοίβεοό αυτόν οΦν θοωπο πού παρουσιάστηκε τό σο άναπάντεχα, κι* έχει μέ σα σέ λίγες στι/γυές γκρεμό τσακίσει κάτω τούς δυό άπό τοίσ τοεΐο αντιπάλους του. Είναι ό Ταυίπρρ! Τό γεν ναία κι* άτοόμΐήτο Ελληνό πουλο τής ζούγκλας. Τό τταη
ΤΑΡΖΑΝ
δί Σίφουνας! Τό “Παιδί - Κε ραυνός δικός τό λένε σσοι έ χουν δοκιμάσει τ:ις τρομερός μα δίκαιες, γροθιές του. Άλλα ο ΤσμΙπόρ δεν είχε ■πέσει κκαττοο σκοτωμένος άπό τη σφαίρα τού τρελλού επι στήμονα; Ναίι. ΕΤχε πέσει κάτω, ·μά ούτε .είχε, σκατωΐθή, ούτε κάιν τραυματισθη. Ή σφαίρα τού Πκαρούνα είχε περάσει, σφυ ρίζοντας άπσίσια, πλάϊ στ5 αυτιά του. Και τό έξυπνο- παι δί τής ζούγκλας,ιμοίλις ακού σε τον πυροβολισμό, έπεσε ά μέσως κάτω κι5 άπόιμεκνε άκί νητος σάν σκοτω/μένος. Άν συνέχιζε νά τρέχη-. οα σφαί ρες του τρελλοΟ θά τον κυ νηγούσαν ικαί σίγουρα κά ποια άπ’ αυτές θόϋβίριοικε τό κορμί του... Καί τώρα άς παρακολουθή σουρε τή συνέχεια της πάλης του άράπη που έχει άπορε λ νει όρθιος ρέ τον αδάμαστο Ταΐμπόιρ.^ Ό .μαύρος — όπως είπαμε — έχει αγκαλιάσει από πίσω τό ίλαιιμό τού -αντιπάλου του καί τον σφίγγει -με άφαντα1στη δόναίμι. Τό λευκό παιδί νοιώθει τήν άνάσα του νά κό βεται καί ικαιταΐλαΐβαίνει πως γρήγορα ό χεροδύναμος άράπης 0ά καταφιέρη. νά τόν πνί'ξη καί νά παρατήση άψυχο κάτω τό κουφάρι του. "Έτσι, στις τραγικές στι γμές πού περνάει καί στην άπάγνωσι πού βρίσκεται, κά νει κάτι πού καί ή πιο άχαλί νοττη φαντασία δεν θά μιπορου σε νά τό πρόβλεψη. Μέ μια
23
άπ ίιστευτα γρή γορη, κ ίΐνησ ι σηκώνει τά 6υό ελεύθερα τώ ρα πόδια του καί κουλούρι άζοντας τό τεντωμένο^ κορίμί του, φέρνει τις πατούσες του καί τις τινάζει ιμέ ορμή πάνω σπό τό ικεφάλ ι του. Ό άοά^ πης ιδέχεται ένα τρομερό ^χτύ πήρα στο πρόσωπο καί χάνον τσς τίς αισθήσεις του παρα τάει τόν Τσμπόρ καί γκρεμότσακίζεται κάτω ανάσκελα. "Ομως καί τό Παιδί^ τής Ζούγκλας πέφτοντας άνάσκελα κάτω, ιμόιλις τόν παράτησε ό ιμαύρος,, χτυπάει στο πίσω :μήρος τού κεφαλιού του καί •μένει αναίσθητος κέ αυτός. ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ
ΑΝΕΝΑΣ από ^ τούς τέσσερις δεν βρίσκεται τώρα όρθιος Μονάχα τό ψεύτικο· φτερωτό τέρας ρέ το τροιμακτίΐκό ι μαύρο καί γσμ ψό ξυλένιο- ράμφος του. Καί νά: Λέν περνούν λι τές στιγμές κι5 ένα ^τεράστιο τ'ράσινο φίδι, ιμέ μαύρες βού λες στο ικορίμί, ξετρυπώνει α πό κάτι χαμόκλαδα και σέρν ετ α ι σφυρίζοντας άπαίσ ια προς τό ίμερος πού βρίσκεται ό αναίσθητος Ταμπόρ. φαίνε ται πολύ πεινασμίένο γιατί μό λις φτάνει κοντά., δεν τυλίγε ται πρώτα ατό κορμί1· του για νά τό σφίξη καί νά τού τσακί σ.η τά κόικκσιλσ,ρά ανοίγει, άμε ο ως τό μεγάλο στόμα του κα τσβροχθίζει πρώτα τό κεφάλι τού λευκού παιδιού καί άρχίζει νά σέρνεται για νά τόν πε
Κ
24
ράση< όλόκληρον μέσα του·. *Άν ή Σόλαν έβλεπε τόν άγαπτηΐμένο της Ταμπόρ νά χά νεται έτσι, σιγά-σιγά, μέσα στο σώμα τού Φοβερού ψιδιού όχι θά λιποθυμούσε, ιμά σίγαυ ρα θά ττάθσινε συγκοπή καρδίοζς. Αυτή τη φορά, σίγουρα ό ΤαιμΗόρ θά 'βρή την τύχη, τής άμοιρης Φίφηις, ικι’ ή περιπέτεια αυτή θά είναι ή τελευ ταία τής πολυβασανισμένης του ζωής. Γ ιστί κανένα ττλάάμσ μέ τις αισθήσεις του δεν είναι έκιεΐ γιά νά τον σώση, ούτε και κανένας βρίσκεται τόσο κοντά πού νά πρσλάβη νά ψτά ση πριν τό τεράστιο μαυροπράσινα ψίιδι τον καταβροχθί ση ολόκληρον. Κι5 όμως, ό παντοδύναμος θεός τής ζούγκλας ικσί δλαυ τού ικόσμαυ. δεν άφήνει νά χα θη τόσο άδοξα τό περήφανο και άτιρόμητο Ελληνόπουλο.. Αυτό που δεν θά μπορούσε να κάνη ούτε' άνθρωπος ούτε θηρίο, τό καταφέρνει μτά μι κρή κάτασπρη και χαριτωμέ νη πεταλουδίτσα. Και νά πώς: Τό μικρό ©ν το μό, χοροπη δ ώντας πάνω στα ιμυρωμένα εξωτικά λου λούδια, φτάνει τυχαία καί ττερ νάει πλάι άπό τό άνοιχτό ατό ιμα του φιδιού πού τώρα, -μο νάχα τά πόδια τού άναίσθητου Ταμπόιρ εξέχουν άπό συ τό,.. Τό απαίσιο ψίδι ενοχλείται άπό τό φτερούγισμα τής πέτα λουδίτσας καί γυρίζει τά μά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τια του προς τό μέρος της γά νά δή τί είναι. Μά πρόζ τό ίμερος τής πεταλούδάς βρι σκεται καί κάτι άλλο που τό φίδι, τυφλωμίένο άπό τήν πεί να του, δεν τό είχε προσέξει. Είναι τό ψεύτικό, άλλα Τρίο μειρό σέ έμφάνιισι άσπ,ρο όρ νιο, μέ τό τεράστιο καί γαμψό ράμιφος του. :Είναι δηιλαδή ό ΦοΙβερώτεοος αντίπαλος ένός φιδιού! "Έίνα μονάχα χτύττημα τού ράμφους του στο κε φάλι του θά έφτανε γιά νά τό κσυλουριάση. κάτω νεκρό1. Κάθε φίδι τρέμει στή θέα ένός μιεγάλου όρνιου. Πολύ περισσότερο τώρα πού τό μαυροπράσινο αυτό έρπετό άντιικρύζει ©να τρομακτικό ψτΐε ρωτό τέρας.. Έτσι, τραβιέται άμέίσως προς τά πίσω-, βγάζει άπό μέ σα του τό άναίσθητο θύμα καί σέρνεται γρήγορά, σφυρί ζοντας τρομαγμένα, γιά νά κρυφτή κάπου κάί νά σωθή άπό τον κίνδυνο πού ψαντάζε ται πώς διατρέχει. Ό άγαττηιμένος ιμας Ταμ'πόρ έχει σωθή γιά ιμιά άκόμα φορά μέσα στίς τόσες καί τόσες περιπέτειες πού, το θάρρος του καί ή άνδρεί'α του βάζουν σέ φοβερούς κινδύνους τή ζωή του. Ή ταλαιπωρία όμως καί ό λιψός άερίας μέσα στο σώμά τού φιδιού, τον κάνουν νάρθη στις αισθήσεις πιο γρήγορα άπό τους άλλους. Καί άνοίίγοντας τά (μάτια του πετιέται γρήγορα όρθιας, χωρίς νά ξέ ιρη —- κάί ούτε θά μάθη ποτέ
2§
—- τον θάνατο που είχε, σάν αϊτό θαύμα, γλυτώσει πριν λί γες στιγμές.
ναίσθητους ,άντιπάλους του. ^ Δένει γρήγορα μ’ ένα χαρτάσκοιινο τον Γκαρούνο καί ιμέ δυνατές κλωτσιές συνεφέρνει ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους δυο σραπάδιες. "Υστερα ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΣ προτείινοντιάς τους τό πι στόλι τούς διατάζει νά μπουν ΤΑΜΠΟΡ ^ σκύβοντας τώρα, τραβάει το πι μέσα στο μηχανικό όρνιο καί στόλι αητό τη ζώνη του νά πάρουν τϋς θέσεις τους τρεΑίλοϋ ιΓικαρούνα καί τό στις πε- φτερούγες του. Ο ι ιμαΰιροι, πού τρέμουν τον τάει μαίκρυά. Μετανοιώνει ό κρότο καί τή φωτιά του πιστό μως άμεσως καί τρέχοντας ατό οηιμεΐο ττού τό εΐδε να ττέ λ ιού, κάνουν άμέΙσως και προ ψτη, ψάχνει μπουσαυλώιντας θυμοί όπως τούς διατάζει. Ό Ταμπόρ, τώρα πού δεν νά τό βρή. Μά τή στιγμή ττου τον βλέπουν, πλησιάζει τον τό βρίσκει καί τό πιάνει, τό τιρασινάμαυρο ψίδι ττού είχε τρελλό επιστήμονα καί ξανα βάζει στη θήκη τής ζώνης του κρυφτή κάπου έκιεΐ, τινάζει τό πιστόλι·. "Υστερία λύνει τό κεψ'άίλι καί αρπάζει στο το χαρτάσκοινο πού τόν είχε στόμα του τό πιστόλι καί τό δέσει καί του δίνει ένα δυνα χέρι του Ταμπάρ. τό χαστούκι στό πρόσωπο. Τό Παιδί τής Ζούγκλας ξα Δεν θέλει νά τόν παρατήσηι ψνιάζεται καί ^ στην απεγνω άναίίσθηταν εκεί καί τόν κατα σμένη προσπάθεια πού κάνει σπαράξη: κανένα πεινασμένο νά τραβήξη, τό χέρα του, έ θηρίο. νας υπόκωφος πυροβολισμός Μά μόλις -βλέπει πώς ό άκούγεται καί ή σφαίρα σπα Γκομούνα αρχίζει νά σαλεύη ζοντας τή βιάσι τής ραχοκοκξαναποκτώντας τις αίσθήισεις καλιάς τού ψιδιού, τό αφήνει του, τον παρατάει καί μπαί άμεσως νεκρό... νοντας κλ αυτός στό κούφιο ^ Είναι ή Ιπρώτη φορά πού έσωτερικό τού τεχνητού φτε τό γενναίο καί ατρόμητο 1 Ελ ρωτού τέρατος, κάθεται στη ληνόπουλο τής ζούγκλας σώθέσι τού παρατηρητσΰ και φω ζεταιι άπό έναν κίνδυνο, χρη νάζει στους άριάπηδες. σιμοποιώντας όπλο. Άλλα ,μή — “ Εμπρός... ·Πρήγορα τ ί ς πως ικέ αυτή τη φορά είχε φτερούγες νά πετάξουμε! πυροβολήσει ιμέ τή θέλησί Σέ λίγες στιγμές τό τρο του; μακτικό ψεύτικο όρνιο παρα Ό Ταμπαρ τραβάει τώρα τάει τή γή ικαί αρχίζει νά α καί βγάζει εύκολα από τό στο νυψώνεται άργά στό κενό. μα του σκοτωμένου ερπετού Στό μεταξύ ό τρελλός ε τό ώπλισμένα του χέρι. Τέλος φευρέτης έχει συνελθεί^ καί άν πετιέΤαι όρθιος καί τρέφοντας τικρύζει μέ γουρλωμένα μά ξαναγυρίζει κοντά ατούς άτια τό σάτ'ανικα δημιούργημά
Ο
26
του Μα απομακρύνεται ·τηειτώ,ν ταις χωρίίς νά 'βρίίσκιεταη ιμέσα ■αστός. Και ιμιη ξέΐρίσντας τι νά ικανή;, πετιέται όρθιος, τρα: βάει τό τπστόιλι του κι5 άρχί ζε να τό πυρσβολή ουρλιάζον τας άσπρον ισωμένα: — Βοήθεια!... Τό ψεύτικο πουλί μου ζωντάνεψε και φευ γ,ει μονάχοι τοιυ! Πιάστε το! Γ! ιόοστε το! "Οιμως ή ηρέλλα, ή άπόγνω σι και ή ταραχή, ικάθε άλλο παρά κάνουν σταθερό τό ώπλιΙσρένα χέιρι του. "Έτσι οιί σφαίρες αστοχούν καί τό α παίσιο σφύριγμά τους σβήνει καί χάνεταιι σίτο 'βάθας του ό ρίζοντα. Τό ίδιο όττως σιέ λί γο βλέπε ι νά σ'βήνη άπό τά ιμάτια του καί νά χάνεται ιμσ
Ο ΜίΚΡΟΙ
κ,ρυά τό τεχνητό όρνιο ττου εΐ χιε συλλάβει κάί έκτελόσει ό μεγαλοφυής άλλα παράφρων έγκέφοιλός του... Ό Ταμπόρ κρατώντας στά^χέίρια του τό πηδάλιο της ουράς του φτερωτού τέρατος, του δίνει κάθε τόσο κστεύθυν σι πιρός την Ανατολή που βρί* σκέτα ι ή σπηλιά του. Βιάζε ται νά φτάοη γρήγορα έκιεΐ γιά νά ξαναδή την αγάπη μένη τοιυ συνηροφ ιισσα Ζολάν καί τον πιστό του φ'ίίλο Μπου τάΐτα... Σε ριά στ ιγρή θυμάται τον τιρελλό Πκαροόνα κάί σηκώ νοντας τά ' χΦ’ΐά του σάν ραέ στρος διατάζει τους δυο γυμναορένΌος ιμαύρους άεροκω
0 Ταμπόρ χτυπάει μέ λύσσα στο κεφάλι τό φτερωτό μαύρο τέρας.
ΤΑΡΖΑΝ
πηίλάτες ταυ: —^’Αβάντι! ιΚΓ οι δυο «μα ζί καί δυνοπά! Οι άράπηδες που φαντάζον τ-οΰι πώς ιφαπώει επάνω του τό απλό πού ξερνάει τον κρό το ικα!ί τή φωτιά, έκτελουν πιρόΙΒυμα κάθε δ ιαταγή του. "Ανοίγουν άμέσως τις στόμα 'τ-άρες τους ικαι αρχίζουν νά κράζουν άγρια ικίαι τρομακτι κά σαν υπερφυσικό ικαι μανία σμένο όρνια. Ξα!φνιικά όμως τ-ά μάτια του Ταμπό ρ αντικρίζουν ικάτι που τον κάνει νά χλωμιάση και νά ιμεί,νιη: ιστό παρατηρητήριό του άκόνητας, μαρμαρωμένος Σέ δχι μεγάλη. άπάστασι μπροστά του δνοο άλλο μαύρο
27
όρνιο έχει χαμηλώσει φέ’ρνον τας βόλτες πάνω από μια με γάλη ικατάσκήνωσι μακροσκο πικών άνθρωπάκων που τό έ χουν βάλει στα πόδια, τριέχον τας να σωθούν τρομοκρατη μένα... ίΚαί νά: Τό ιμίαυρο όρνιο χα μηλώνει τώρα ά,ττότομσ και αρπάζοντας στα πόδια του δυο άνβρώπινα ισώματα:, α-νυ ψώνεται πάλι ικα,ί φτερουγίζει γρήγορα για ν’ ιαπομακρυνθή. Τά μάτια του Παιδιού τής Ζούγκλας που βλέπουν^ όσο καί τά μάτια ενός: αετού, ξε χωρίζουν σέ τοισηι άπόστσσι καί αναγνωρίζουν πως τά σώ ματα αυτά ανήκουν στό Μπου τάπα) καί στη Ζαλάν.
— Γρήγορα τις φτεραυγες νά φτάσουμε τό ιμάυιρο όρνιο, Φωνάζει άγρια: στους άράπη δες... Καίΐ καθώς έκεΤναι τραβάνε μέ βτάσι τώρα τους ξύλινους .μοχλούς, μονολογεί τρομοκρα τη μένος: «Τό ορνιο αυτό δεν είναι ψεύτικο σάν αυτό. Σ ίγουρα , κάπου θά σπάθή καί θά χορτά αη„ μέ τους συντρόφους μου, την πεΐνα του... ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
ΖΟΑΑΝ καί 6 Μπουτά τα κρεμασμένος από- τά πόδια του ;μαύρου όρ νιου έχουν χάσει κάθε 5α πώς είναι δυνατόν ποτέ νά σωθούν. Ή όμορφη ξανθέ ιά κοπέλλα κλαίει άπαρηγόρητα ψιθυ ρίζοντας κάθε τόσο τό γλυκό όνομα τού πολυαγαπη μενού της συντρόφου. — Ταιμπόρ!... Ταμπόρ!.... Ό Μττουτάτα κυαπάζαντάς την ιμ’ ανείπωτη συμπόνια καί συγκίίνησι, τής λέει: —Σταμάτα πια τά δά κρυα, άφέντη κορίτσι... Θά νο μίζουνε κάτω στη Ζούγκλα πώς... βρέχει. "Ύστερα τό γερό ιμάτι του ξεχωρίζει κάτω στά μονοπά τια τον μιικρασκαπικό μαύρο πρίγκηπα που καλπάζει μέ τό λιλλιπούτεια άλογάκι του καί ξεκαρδίζεται στα γέλια: —Χά, χά, χά!...ΛΌ φουκαράς ό Πιτσικόκο μας παρα
Η
κολουθεΐ για νά μάς σώση... Φοβάμαι μόνο μήπως δεν προ φτάση... ιΓΐιοατί ώσπου νά ψη^ λοδση τόσο που νά μπαρή να μάς φτάση έρεϊς θάχουμε πε σει -κάτω ιστή γή σαν δυο ώραΐες καί αείμνηστες κουτσΟυ λιές! Μά γρήγοίρα τά^ μάτια του άντιικιρύζουν στο βάθος τού 6ρίζοντα τό άσπρο όρνιο που φαίνεται νά κυνηγάη μέ λύσ σα τό δικό τους. Κάί ό κω μικοτραγικός άράπης άνησυ» χεΐ: — ΚοΟλέ αυτοί τό πάνε για .. .άερομιαχία! Μπά, σέ καλό τους! Αμέσως όμως κάτι θυμά ται καί ρωτάει τή Ζολάν: έλπί— Αυτό τό άσπρο όρνιο δεν ήτουνε πού άρπαξε τον Τα μπόΙρ; Εκείνη ικλάίέι χωρίς νά τ* αποκρίνεται. Ό Μπουτάτα συνεχίζει: — θέλεις, τό λοιπόν, νά ιμάς φάη κΓ έμάς καί ν* άντα μώσουμε στην κοιλιά του; ΓΓ αυτό εγώ δεν... άπελπίζομαι! # ιΚαί νά: Τό άσπρο φτερωτό τέρας, κράζοντας τρομακτικά μέ τά στόματα τών άραπάδων του φαίνεται πώς πετάει πιό γρήγορα άπό τό μαύρο που κρατάετ ατά πόδια ^του τή Ζολάν καί τον Τσουλούφη. Γιατί δεν πέρασε λίγη ώρα καί τό βλέπουν νά πλησιάζη καί νά φτάνη πλάι ατό βίκο τους. Κ αί τότε, μέσα άπό τά σπλάχνα τού τεραστίου 5ρ°
νιαυ, άκούγεται
δυνατά μια
γνώριιμιηι φωνή : —-Ζολάν καί Μπουπτάτα πιάσίτήιτε καλά άπό τά πόδια τού πουλιού... Πρέπει, άν σάς παρατήση, νά κρατηθήτε ιμο νάχοι σας καΐι νά ιμή πέσετε κάτω! _ Ή Ζολάν ξεφωνίζει τρελλή οπό χαρά: — Ό Ταμπρρ! Ό Ταμπόρ μάς «μιλάει I . . Ό ^Μπουιτάτα κουνάει^ το χάντρα ταυ κεφάλι ,μέ λύπη: —Δεν σου τόλεγα εγώ; Φαγωμένος είναι ο φουκαράς. *Αρπάζονται όμως και αί δυο και κρατιούνται γιειρά άπό τά πόδια του μαύρου όρνιου. Καί νά: Βλέπουν αμέσως τό άσπρο φτερωτό τέρας — πού καθόλου δεν φαίνεται γιά ψεύτικα — νά σηκώνη τό πη δάλιο τής ουράς του καί νά παίρνη κατεύθυνσι προς τά έπάνω. "Υστερα νά διαγράφηι μερ> ιικού ς γρή γάρους κύκλους καί χαμηλώνοντας νά φτάνη καί νά πετάη ένα-δυό ^μονάχα ιμέτίρα πάνω από τή ιράχη του μαύρου άντιπάλαυ του, πού φτεραυγίζει κιράζοντας τρομα γ μένος καί ζητώντας νά άπαφύγη την έναέρια αυτή σύγ~ κραυσι. Τί κρίμα όμως: Ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα, άίπό τή θέσι πού βρίσκονται, δεν ιμπορούν νά δουν ικαί νά θαυμάσουν τή άφάνταστα τολμηρή καί έ πικίνδυνη κίνησι πού κάνει αυτή τή στιγμή ό Ταμπόρ... 3Αλλά καλύτερα νά μπούμε μέ τή φαντασία μας ιμέσα στό κούφιο σώμα του τεχνητού ά σπρου όρνιου για νά παρακο
λουθήσουίμιε τό «σάλτο ιμορτά λε» πού θά κάνη, σέ δλο τό τρομακτικό μεγαλείο του! Τό Παιδί τής Ζούγκλας, ό πως είδαμε,, είχε φέρει τό ψεύ τιικρ φτερωτό τέρας του λίγο πιο ψη)λά από τό μοιραίο ζων τανό όρνιο. "Υστερα, από τή θέισΗΐ τού παιρατηρητού πού βρίΐσκεται, φωνάζει στους δυό μαύρους άεροκωττηλάτες: _— Έγώ θά πηδήσω έξω τώρα... Έσεΐς ν3 αρχίσετε α μέσως νά κουνάτε τις φτερού γες πιο αργά γιά νά χσμη λώσετε καί νά φτάσετε ομαλά κάτω. "Υστερα εϊσιαοτε ελεύ θεροι νά 'βγήτε έξω κιαί να γυρίσετε στα χωριά σας καί στα σπίτια σας... Τέλος ίμια καί τό πηδάλιο πια δεν τού χρειάζεται, σπά ζει άπό τό μηχανισμό* του έ να χοντρό γερό ξύλο σάν ρό παλο, ανοίγει τήν πόρτα της κοιλιάς του καί πηδάει άτρομιητσς πάνω στή ράχη; τού μαύρου όρνιου πού βρίσκεται άκριβώς άπό κάτω. Εκείνο νοιώθει τό βάρος του καί τι νάζεται ιξαφνικά γιά νά τον πετάξη άπό πάνω του. Τό άτρόμητα 1 Ελληνόπουλο πού δεν περί μείνε μια τέτοια κίνησι, βρίσκεται γιά μια στι γμή στον αέρα καί σέ τόσο μεγάλο ύψος. "Αν έπεφτε α πό έκεΐ πάνω, θά γινόταν χί λια κομμάτια! "Ομως ό Ταμπόρ είναι α φάνταστα σβέλτος ιστό ναύ καί στό κορμί. Μέ τό απότομο τίναγμα πού κάνει τό όρνιο
30
καί νοιώθοντας νά βρίισκεται ατό ικιενο ττροψΓηαίίίν>& ι «κααί αρ πάζεται άπό την άκρη, τής δε ξιάς ταυ φτερούγας τή στιγμή τού οτπά άνεβοκατεβάσιματά της, βρισκόταν στην ττιό χα μηλή θέσι. Αμέσως Ομως και καθώς ή φτερουγα αυτή σηκώ νεται ψήλα ικαί τόη/ τινάζει προς τά επάνω, ό ΤαιμπτΌ\ρ α φήνεται .στην κατάλληλη στιγμήικσί δ ιαγράφαντας μια καμ τύλη στον αέρια φτάνει καί άγκαλιάζει τό λαιιμό τού τε ράστιου πούλιού. 5Από εκεί τώρα ούτε ιμιέ βίντζι δεν θά μπορούσαν να τον άίποσπά σσον. Έτσι, ικαί από τή θέσι αυ τή — ρίχνοντας 'μιά (ματιά στο άσπρο ιμηιχανικό όρνιο του πού χαμηλώνοντας αργά καί σταθερά κόντευε11 νά ψτάση στή γή — φωνάζει γιά μιά α κόιμα ψορά, στή Ζολάν καί στο Μπαυτόπα. — Κρατηθήτε γερά!... Μή φοδηθήτε ο7τιΐ, κιΐ’άν συιμβή! Αμέσως, πιασμένος ιμέ τ’ αριστερό χέρι, άπό το λαιμό τού φτερωτού τέρατος;, άνεβο κατεβάζει ιμέ τό δειξί τό ρό παλό του ικ.αί αρχίζει νά τό χτυ)πάη στο κεφάλιι, μέ άφάν ταστη όρμή καί δύναμι. Τό (μαύρο όρνιο νοιώθο-ντοκ; τον κίνδυνέ, ανοίγει τά τέρα στιια δάχτυλα τών ποδα|ριώιν του γιά νά παρατήσηι τά δυο θύ/μιατα καί νά έλευθερωθή ά πό τό βάρος τους "Ομως ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα έχουν πιαστή γερά άπτό τά χοντρά καλάμια τών ποδαριών του
Ο ΜΙΚΡΟΙ
καί δεν γκρεμοτσακίζοντσι νά σκοτωθούν κάτω. Τό όρνιο κράζοντας τ,ρομα κτιικά, τινάζει· τώρα τά πόδια Του, τό λαιμό καί όλόκληρο τό κορμί τουι. Μά είναι άίουιναΓτο ν' 'άπαλλίαγή άπό τούς τρεις συντρόφους πού εχουιν κολλήσει σάν στρείδια επάνω του. Ό Μπουτατα (μάλιστα τό φοβερίζει: — ιΚάτσιε φιρόνιιίμα, αφέντη, όρνιο, νά ιμή σκαρφαλώσω έπάνω σου καί σε ταράξω στά χαστούκια! Μπά, σέ καλό σου! ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ ΣΠΤΗΡΑΣ
ΤΑΜΠΟ Ρ, ψηλά σνο λαιμό τού φτερωτού τέ ριαίτος, συνεχίζει τό τό σο τολμηρό ικίαί επικίνδυνο έργο τουι Τά πρώτα χτυπήματα του ροπάλου του έξαγριώνοσν τό θηρίο. Καί αφού δοκιμάζει καί δεν καταφέρνει ιμέ τά τινάγμα τα νά έλευθερωθή άπό τούς ανθρώπους πού βρίσκονται πάνω του, πασχίζει τώρα γυ ρίζοντας τό λαιιμό του νά σπαράξηι τον Τσμπόρ μέ τό φοβερό ράμφος τάυ. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο μέ σβέλτες καί έξυπνες κινη σεις αποφεύγει τά θαναιτηφό ρα χτυπήιματά του, πού ένα μονάχα από αυτά θά έφτανε νά τον σχίση, στά δύο. Ταιυτό χρονα δεν χάνει ευκαιρία νά άνεδακατεβάζη. ιμέ λύσσα το χοντρό καί βαρύ ρόπαλο στο
©
ΤΑΡ2ΑΝ
κεφάλι του φτερωτού αντιπά λου· του. Έτσι, σιγά-ισυγά, τό όρνιο άρχίζει νά ζαλίζεται καί οί τιε ράσπες φτερούγες του να άνεβοκατεβαίναυίν τώρα τπο άρ γά. Αυτό τό [ύποίχριεώνει· νά χά νη- συνεχώς ύψος κίαί ό Ταμπόρ χαίρεται ττού σέ λίγο 6α προσγειωθή, ομαλά κάτω στη σίγουρη γή τής ζούγκλας Μά για νά ιμή ταυ δώση και ρό νά ισυινέλθη ικαι ξαναπετάξη ψηλά, δεν παύει οΰτιε στι γμή ινά τό χτυπιάη οπό 'μεγά λο ικαι γερό κεφάλι του. >Νά ρμίως πού κάποιο από. τά , ιχτυπήματα αυτά βρήκε ψαίινεται τό κεφάλι του τέρα τος^ σε κάποιο καίριο σημεία. Και βγάζοντας ένα παινεμένο κράξιιμα, ιάνοίίγει για ιμιά α κόμα ψαρά τις τεράστιες φτε ρούγες του ικαι τις κραταει ά κινητές... . ^ 'ΕΤναι φιανερό πώς έχει άρ χίσει ινά χάνη τ'ις αισθήσεις του και δεν ιμττορεΐ ττιά να φτιερουγίίση. Άσυναίσθη τ α λοιπόν, ή από τρ αίσθημα τής αυτοσυντηρήσεως, έχει αφή σει ανοιχτές τις φτερούγες του, νοιώιθοντας πώς ή κεκτη ιμένη ταχύτητα του κορμιού ταυ θά τού έξασφολίΟη. έτσι ιμιά οραΐλή πΐρασγειίωσι... Φαίίνεται όμως πώς τό τε λευταϊο χτύπημα τού Ταμπό ρ ήταν· περισσότερό δυνατό άπό όσο έπρεπε. Κάϊ τό όρνιο δεν νοιώθει σέ λίγες στιγμές ούτιε τη δύναρι νά κρίατήση άνοΐΓ χτες τις φτερούγες του. 1Αλλοίμονο τώρα!... Τά φτε ρά τού τραμματ ισ μενού θηρί
31
ου γέρνουν άτονα ικαι χάνον τας τήν ίσορροΗτία του άρχίίζει νά ττέφτη, κουτρουβαλωντας προς την άγρια βλάστησι τής ζούγκλας πού σάν όπεραν τιο ττράσινο χαλί είναι στρωιμένη, κάτω... λ τήν τραγική αυτή πτώσι ό-Μπουτάτα ρωτάει ανήσυχος τή Ζρλάν: —Δέ ,μίου ίλές, αφέντη κο ρίτσι: Αές τώρα πού θά γκρε ! μότσακι ισιτούι μιε κάτω· νά σκο τωθή τό... τσοιυλαυψάκι μου; Εύτυιχώς τό αναίσθητο όρ νιο δεν πέφτει σέ ξέφωτοι, ττού σίγο|υιρα καί οί τρεις σύντρο ψοι θάβιρ ίσκαν τραγικό θάνα το. Πέφτει επάνω σέ πυκνά αί ω,νάβιια δέντρα καί σκαλώνον τας ιστηά χάντρα γερά κλαδιά τους |μένει πάνω σ' αυτά. Ό Τα|μ!τόιρ, ή Ζολάν καί ό Μπτου τάτ,α όμως, τινάζονται- από πιάνω του καί χτυπώντας άπό ικλάδί σέ -κλαδί!, γκριε|μοτσακί! ζονται κάτω στο χώμα καί μέ νουν άκίινητοι σάν σκοτωμένοι. Έχει σκοτεινιάσει πιά κα λά όταν πρώτη ή Ζολάν αρχί ζει νά συνέρχεται καί κάνει ν' άνόίίξη τά (μάτια της. Νοιώθει όμως ένα μικρό χεράκι νά χαϊ δεύη τά ξανθά ραιλλιά της, κι* ακούει ιμιά λεπτή συΐμτταθτντι κή φωνούλα νά τής ψιθυιρίζη κονιτά στ5 αυτί- της: — Μή 'ξιαφνιιαστής, άγαπη, ιμένη* μου Ζολάν... Έγώ εΐμαι ό γεννα-ΐος πριίγκηπας ιΠιταικόκο! "Έχω γιατρέψει ιμέ βό τανα τις πληγές τού κεφαλιού σου! Είσαι τώρα καλά... Σή-
32
ικω λουπόν, ώρ-οϋίοο μου κόρη(! Σήκιω γιά νά γονατίσω ικαςνά σου -εξομολογηθώ τή μεγάλη αγάπη ττού νοιώθω στην καρ διά μου γιά σένα! Σήκω νά μοΰ ττή,ς κι5 εσύ πώς είμαι ό ...σνδρας των ονείρων σου! Το Κορίτσι της Ζούγκλας πεΤιέται όρθιο, αρπάζει στις παλάμες τό μικρασκοπικό σω τήρα, τον φέρνει στα χείλια της ικάι τον φιλάει. — Έσύ είσαι, Πιτσικοικά κι μΟυ; Πώς βρέθηκες εδώ; Ό ερωτευμένος πρίγκηιπσς δεν άποκρίΐνεται στην έρώτησί της. Μόνο τής δείχνει- μέ ιμιά αγέρωχη κίινησι του χεριού το λ ιλλ' κπούτε ιο σελλω μιένο άλαγατάκι ττού τόχει δέσει ττλάϊ στον κορμό μιας παπαρούνας καί τής λέει σοβαρά καί μέ στόμφο: — Πήδησε στο άτι μου, ωραία κόρη,!... Πήδησε νά καλπάσουμε γιά τή γαλάζια χώρα τής ευτυχίας ! Ή Ζολάν διασκεδάζει άφάν ταστα μαζί του. -Κάνει πάλι νά τον ξαναφιλήση-, μά ξαφνι κά θυμάται τή μακίαρίτισσα σκυλίτσα της ττού αυτός την είχε γκρεμίοτσακίσει από τά κλαδιά του δέντρου. Καί τή στιγμή ττού ό ρωμαντικόςπρίγκηπας τής μιλάει γιά φεγγάρια καί ,σύννεφα, τού 5ί νει άποτομα μια καί τον χτο πάει κάτω σάν χταπόδι, ξε φωνίζοντας έξω φιρενών: — Κακούργε!... Δολοφόνε τής Φιψίκας μου! Ταυτόχρονα όμως θυμάται τον Ταμπόρ καί τόν Μπουτά-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τα καί ψάχνει στο φώς του φεγγαριού νά τούς 6ρή. Ό Πιτσικόκο πετπιεται όρ θιος καί την πιάνει από το χέρι;: λ—Πάμε ,νά σου δείξω έγώ ττρύ βρίσκονται ωραία κόρη! Γρήγορα θά συνέλθαυν κΓ αύ τοί. Έχω ιβάλειι τά ίδια βότα να στις πληγιές τού κορμιού τους. Σέ λίγο ή Ζολάν αγκαλιά ζει μέ δάκρυα χαράς τόν άγα πημένο της Ταμπόρ, ττού έχει συνίέλθει σχεδόν μαζί μέ τόν Μ:παυπάτα. —Αγαπημένε μου, τού λέει, κΜττάζοντάς Τον μέ λα τρεία στα μάτια: "Αν σκοτω -νόισίουν, ούτε στιγμή δεν θά μπορούσα νά ζήσω χωρί ς εσέ να!... Ό Πιτσικόκο παρειξηγιέται καί τής φυνάζει; ιμέ τη λεπτή φωνούλσ του: — Θά μπορούσες καί θά παραμπορούσες, ωραία κό ρη! Υπάρχουνε κι* άλλοι... άντρες σ5 αυτό τόν κόσμο! _ Ό Μπουτάτα τον παραμε ρίζει μέ την τεράστια μαύρη ποδάρα του. — Κάνε στην πάντα «ύψηιλάτατε» νά μίή σέ πατήσω καί λερώσω την πατούσα ιμου !... -αφινικά, παράξενο ποδοβο λητό άινθρώπων άκούγεται νά πλησιάζη. Ό Ταμπόρ,^ ή Ζο λάν κΓό Μπουτ-άτια κρύβονται -κάπου ικαί περιμένουν. ^—Νά κρυφτώ κΓ έγώ; ρω τάει. ό Πιτσικόκο.
— "Οχι βρε άδελφέ, τ’ ά-
I
ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΚΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΒΙΙΙΙ9ΙΙΙΙΙΒΙΒΙΒΙΒΚΒΙΒΙΙΒΚΙΒΙΙ
1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!1ίΜΙΙίΙΙΙΙ!ΙΙΙ!!ί1Ι!!!ΙΙΙΙΙΙ!1ίΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ||||||||||||||ΙΜΙ!ΐ
ΐί>°99'ϊ'α> 51}1 51ιγο θΓΐώθ>ιθ2ΐη·υ· αοι
ιηχ 13-οΙΐΛηιληο 13X3 _ιχ
■η
1
ΝνΖ<3νΐ ΖΟ<3ΜΙΐΛί
«
ιχ)ΐ3^)0ϊ1 ολο ηοιι 5χ>γχΛηο5 3ϋ.χ 0x19016 -311 ΟΙΓΙΟ ΟΧΟ0311Λ ΟΙ Ιΐ^Χ>0θλφ <Λ Π011 141Ό«λΛ30Λ35> ΟΐΑ6η0Λ -ι»χ λχ>λ| 1x^9 »λ 13113(5ιι. ογηοιι^Λΐι^^, 30»χ '5»γοιχ χ>03ΐ1 -Ιμ> οιιγ, 5ποχχκ9αΑ ιόχ ίιηογιφ 5ηοι* »ι1*ΐ3ιι 3τΙ 3ΐ -391§Χ31§ ΛΟΙ »Λ 1311.3011 '»ϊίΙιΑ0ηοι.οι6χ> ΟΧ1130ί1ΑΧ>6αΐ 1Χ3Λ]3
|=
ηα
|
μ¥Ζ6Υ1
ΖΟ0ΜΙΜ
φ 5φιι ιοι»9?9 3·ίΧ3Λιί3τί ηοιι
ΏΙ98ΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΒΒ8ΙΙΙΙΙΙΙίϋ8!ΗΕΒ3ϋΗ818ΒΙ1Ι8ΠΙΙΙΙΙδΙΙΒ8Ι8ΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙ23!!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΐΚ *(5ηθ0Χ)γ 16311 1Χ>113Χθ6ΐ1 5α>11 Λ»9Χ>γΧ>1»Χ 30Λ 5χ>τ1 53ϋ303ΛΑΛΛ^ ίο 3τ1ηο5ιιιγ3« ·θΛβΛο»0ΛΧ>γ ΙιφΌάλψ ΆΟΖ1ΛΟ0 ’9 'Ν 0ΟΑ· 5οο3Φ»0ΑΑλχ> ηοιχ3γχ3 ποχ όϊϊολο οι ΙιΧγώι »Λ3ίΙηοΑΐ4θ6ιι 099 '5ηο0»γ ηοχιφχ>6Αοιιηι «Α9γ)
Ζ0Ι1Λ09 9 Ζ0>ΙΙΝ
•3*0 ^3*1X013X111.3* 1»>«ϋ-ο9χ3« *Λ3ϋ :^*·βχιχοΐ3γχοιιγ. Ζ0Υ31
; 5ιπογρ 01>φαΑ)ί>ίΐΟ
99
'Ε0ι1ιΛΚ}φ3>γ3
ααώιΧ ΛΟί. 3ΤίΙ ριιγίίΐϋο Ιαα. 3φ αιυο 3ΐϋϋκ59! 0ΟΓ,! λΥλ — :αοκ5λ» ο^οολοοΦ 5ηοχ ηοϋ ^οιροιίΐΜ^η^ι ^ώ*Π3γ !)Ε0ιΛ3
£Ε
11Χ»Ι
^)13\ΛΓ0*ΑίΧ301
ΐοόροοτί'
ί)ΠΟΑ ΟΐΌΟόϋΤΐΙ
10ι>1;103Ίΐ
00103 3λθΟΛΚ5ΐ3Ι1
53ΤΐΛ)11Ι> 53Α.Λγ\ 3“£
:όλ> ιροχ
I 100 -3Λ1Χ)ίφ
,,*!>00-11 3ι11ιρ ΠΟΟ
·5ίΙιφηογηαο_|_
9
ί>ΟΐΚ>υ
ΐΕΐι&Λβφκχιι. ΝΥΖίίνΐ.
Ο Μί
ΤΑΡΖΑΝ
Γραφεία: β08©ς Αέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 7 — Τιμή $ραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. 'Ανεμο&ομρας, Φαλήρου 41, ΟΙκονσμι »ος Δ)ντής: Γεώμγ. Γεωργ ιώδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τιπτογιρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Τστοοούλων 29/ Ν. Σιμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιών, Λέ-κκα 22, ’Αβφκτι.
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ »
Εΐναι ό τίτλος του 8ου τεύχους του θρυλικού πια ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ που εχει ξετρελλάνει τά Ελληνό πουλα. ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΤΟ συνεχίζει τη δράσι του ένας 'Ήρωας που θά σάς συναρπάση καί θά σάς γοητεύση: Είναι ό αγέρωχος καί ίπποτικός
ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΠΙΤΣΙΚΟΚΟ που τό ύψος του είναι τριάντα πόντους κΓ ή τρυφερή καρδιά του σαν ενα μικρό φουντουκάκι.
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ εΐναι τό τεύχος που σίγουρα δά έξαντληθή μέσα σέ λί γες ώρες στά περίπτερα
ΜΠΟΥ ΚΤυπρηταζ το ιτΗΟοε του το πε/>&ηο α/υθρ9 ηο£/αει ογ/Α/Αζε/. .
ΜΠΑ/ντοηο! μπα/υτολο/ ΜΠΟηΚΟΜΙ.. Ζ/ίΟΤ2//€1
ΓΡΗΓΟΡΑ Ο ΡΑ £ΤΗ / ΜΠη/ΥΤΟΑΟ ] ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟ/ΊΧβΙΥΙ
ΓΚήήε !
ΜΑ .
) %**°ν ΤΗ έΦΑΙ ρρ τοκ
ΠΑΡΤΗ ΟΠΟ£.,
4£/ν Ι£ΡΡ Α/Υ ΘΑ ΤΗ ΥΑΤΑψ£ Ρ9Μ6 Ρ7Α £//ΥΑ/ Η ΜΟ/νΗ ΜΑΖ όΑΠ/ΟΑ. . Ζλί€ΤΟΤθ &€/10£ ΡΪΟΛΌ <ΡΑ ΤΟ/Γ Τ7ΑΗ
Γ2Ν£ · * -
ί
<ζ*Γ~
V
• Ο ΧΡΥΣΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΠΙΤΣΙΚΟΚΟ
Ή Ζολάν αυτή τή φορά, βαδίζει μ·έ βουρκωμένα μάτια •καί άδεια την αγκαλιά της. ΤΑΜΠ ΟΡ^ τό άτρομη Ή αγαπημένη, Φίφη„ ή τετρά το Ελληνόπουλο της πέρατη μικρίασκοπική καί ιμαυ Ζούγκλας, μέ τη μικρή ρη σκυλίτσα της, δεν ζή πιά. Αμερικανίδα Ζολάν καί τον Βρήκε τραγικό μά καιί ηρωι χεροδύναμο Μπαυτάτία ιμιέ το κό θάνατο στην κοιλιά ενός κιοομικό τσουλούφι στο κεφά πεινασμενού μεγάλου άγριολι, προχωρούν νύχτα, γυρίζο'ν γούρουνου, Φαίνεται όμως τας στη σπηλιά τους, υστέρα πώς ή σκληρή μοίρα πού στέ από συνταρακτ ικές περιπέτει ες ,μέ τους φοβερούς «Μικράν ρήσε τή Ζολάν ,άπό τό πιο α θρωπους Μπΐρ-Μΐρ καί >μέ τά γαπημένο πλάσμα πού είχε τρομακτικά φτερωτά τέρατα στη ζωή — ,μετά τον Ταμπόρ — τή λυπήθηκε. >Κ·αΐ θέλοντας του ουρανού (*). νά γλυκάνη κάπως τον βαρύ (*) Διάβασε ~ρό προηγούμενο κι* αγιάτρευτο πόνο της, ίτεύχος, τό 7, που εχει τον τίιτλο: ιστειλε κοντά της ένα πολύ «ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ». δ: ασκεδαστιικά, μά καί άφάν-
©
ΤΙΜΗ άΡΑΧ, 2
Ο ΜΙΚΡΟΙ τσστα μικροσκοπικό άνθρωπι νο πλασμστάκι. Είναι ό περήφανος, αγέρω χος, ίπποτικός, ρω μαντικός καί όνειρσπόλος πρ ίγκ ιττοοζ ΓΙιτσικόκο! °Ένα όμορφο κάι καλοφτι αγμ ένο άραπάκι, πού ή άπόστασι από τις πατού σες ι μέχρι την κορυφή του κε φαλιού του, δεν ξεπερνάει τους τριάντα πόντους. Ό Μποοτάτα είπε γι’ αυ τόν πώς μπορεί να πειράση κά τω από ένα ραδίκι, χωρίς νά χρειαστή νά σκύψη το κεφάλι του. Ό ιππότης λοιπόν αυτός — δεκαοχτώ χρόνων· άνδριάς πια — εΐναι γυιός καί διάδο χος του παντοδύναμου βασι λιά τής φοβερής φυλής ^ των Μπίρ - Μ:ίίρ. Π αράκουσε όμως τις διαταγές του πατέρα του καί κονταροχτυπήθηκε με τούς <κΜικιρανθρώπους» τη-ς φυλής του, για νά προστατεψη καί νά σώση τη Ζολάν, τον Ταμπόρ ικιαί τον Μποιυτάτα. "Έτσι, παρατώντας τούς τί τλους καί τά παλάτια του— πού δεν ήταν ψηλότερα άπό μια... ιμελισσοκυψέληι — άκολοόθηρε τούς τρεΐς συντρό φους, δείχνοντας ίμια παράξε νη πρατίμηισι κι* έναν ρω μ αν τικό θαυμασμό στην όμορφη ξανθέ ιά Ζολάν. Ό Πιτσικσκα τούς άκολουθεΐ καβάλλα στον ’Αλσσάν, τό μικροσκοπικό ικιι’ άχώριστο ά σπρο άλογατάκι του με τή μαύρη ουρά. Ό «πριγκιπατ» έχει πάντα στον ώμο τόξο καί στη μέστ> του φαρέτρα μέ φαρμακερές σαΐτες, σαν με
γάλες ...όδοντογλυφίδες!^ Και στο δεξιό του χέρι κιρατάει_ έ να φοβερό κοντάρι, μεγάλο σαν ...μολύβι Φάμπερ! Τό λευκό Κορίτσι τής Ζούγ κλας θά διασκέδαζε πολύ με τον ίπποτικό ,Πιτσικόκο), άν δεν τον θεωρούσε — άδικα βέβαια — υπεύθυνο για τό θά νατό τής πολυσγώίτηιμίένης της σκυλίτσας. Ό πρΙίίγκιπάς όμως επιμένει νά κονταροχτυ πάη την καρδιά της., βέβαιος πώς εκείνοι πού πεθαίνουν, ξεχνιώνται σιγά - σιγά. Κοοί πώς γρήγορα ή Ζολάν θά^ πά ψη νά ένδιαφέρεται για τόν ... ανόητο Ταμπόρ ικ'άί θά κατά θεση την κρρδιά της ατά βα σιλικά του πόδια. -αφνικά λοιπόν, κι5 ενώ οί τρεις σύντροφοι κι* ό Πίτσικο κο καβάλλα στον * Αλοοσάν, προχωρούν γιά τή σπηλιά, μακρυνός θόρυβος φτάνει στ’ αυτιά τους. Μοιάζει σάν βια στικό ποδοβολητό άνθρώπων πού πλησιάζουν προς τό μέ ρος τους. Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα κρύβονταν γρήγο ρα πίΐσω άπό κάτι χαμόκλαδα καί περιμένουν. — Νά κρυφτώ κι9 έγώ; .ρω τάει ό μικρασκοπικός Πιτσικόκο. — "Οχι, βρε άδερφέ!,^ τού άποκρίνεται ό Τσουλούφ^ης. Ποιος σού είπε πώς ...φαίνεσαι! / Ό άγέρωχος πρίγκιπας κυτ τάζει μέ περιφρόνηισι τά χα μηλά κλαδιά όπου έχουν κρυ φτή εκείνοι. Αυτός ψάχνει καί κρύβεται πίσω άπό ένα τερά
ίαριαη
Είχε φέρει μαζί του τρομερά όπλα που ξερνουσαν φλόγες ικαί πυρωμένα σίδερα που σκόρπιζαν τό θάνατο... Μάζεψε μέ τή ιβία ένα όλο κλήρο ικοπάδ ι άπό μαύρους ιθαγενείς ικαί άρχισε νά κάνη, μεγάλα κιι' ιέξοντωτ ιικά κυνή για στα θηρία τής παρθένας περιοχής. Κακός, σκληρός και αχά ριστος όμως καθώς ήταν, φε ρόταν βάναυσα στους βοστυ χ ισμένους άράπηδες, νο ιώ9ον τας άφάνταστη ψυχική ηδονή ιστό μίσος πού έτρεφαν οί ίθα γενεΐς εναντίον του. ιΠοτέ' του δέ λογάριαζε τή ζωή τους, πο τέ δεν πλήρωνε κανένα και πο τέ δεν φρόντιζε γιά την τροφή* την ανάπαυα ι και την υγεία ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ τους... 'Άν τοΰλεγε κανένας ΛΕΥΚΟΣ και τό μποιυ πώς πεινάει, τον κρεμούσε άάπό ικάποιο ικλαδί και λουκι τών^ ιμαύρων του νάποδα μέχρι νά ξεψυχήση φυσικά ά προσπερνάνε ικι’ ό Τα πό τό αίμα πού κατέβαινε μπό,ρ μουρμουρίζει συλλογισάν χείμαρρος στο κεφάλι σ μένος: του... "Οσους κουράζονταν — Κάποτε εΐχσ ακούσει στη σκληρή και άδιάκοπη, δου νά μιλάνε γι' αυτό τό χρυσό λειά του, τους μαστίγωνε μέ έλέφαντα... "Ενας γέροντας ι χρι θανάτου γιά νά ...ξεκουρα θαγενής μου έλεγε πώς είναι ένα τεράστιο άγαλμα άπό κα στούν... Τούς άρρωστους τούς σκότωνε σάν σκυλιά γιά νά βορό χρυσάφι;... πσραδειγραπίζονται οι άλλοι Κι·* αρχίζει σιγά - σιγά νά καί νά μην ...αρρωσταίνουν. θυμάται και νά λεη, σαν πα Κι' έκείνους πού τοΰ ζητού λιό παραμύθι, όσα είχε α σαν λεφτά, τούς έγδερνε ζων κούσει γι' αυτό τό παράξενο τανούς γιά νά πουλήση τάχα χρυσό θηρίο... τό τομάρι τους καί νά τούς... πλήρωσή! Ό Ρόικ ήταν άφάνταστα ,με Κάποτε — πάνε πολλά, πάρα πολλά χρόνια — έφτα γοαλόσωμος ικαί χεροδύναμος άνθρωπος. Λένε πώς έπνιγε σε στη Ζούγκλα ένας κακός και φοβερός λευκός άνθρωπος τά λεοντάρια σφίγγοντας τό λαιμό τους μονάχα μέ τή μια πού τον έλεγαν Ράκ... ,στια σκΐνα, ψηλό ώς τέσσερα .μέτραΤό μοοκρυνο άνθ,ρώπινο πο δοβολητό ιέχιει πλησιάσει ττο λύ τώρα; Οι τρεις σύντροφοι άψουγκρ όζοντα ι κρατώντα ς την αναπνοή, τους... ιΚάί νά: σε λίγες στιγμές βλέπουν νά περνάνε άιπό μπρό ατά τους ικαμμιά δεκαριά μαύροι ιθαγενείς ακολουθών τας έναν λευκό ώπλισμέιναν άνδιρα πού τους φωνάζει ά γρια: -— Έ, μαύρα σκυλιά!... □άρτε τά πόδια σας γρήγο ρα... "Αν δε μου βρήτε από ψε τή σπηλιά ^ιμέ τό χρυσό έλέφαντα, θά σάς σκοτώσω ό λοθς!
Ο
Ο ΜΙΚΡΟΙ
παλάμη. Ούτε άνθρωπος, ού τε θηρίο τολμούσε νά^τά 6άλη μαζί του. Και ό κακούργος αυ τός λευκός σκότωνε ,μέρα-νύ χτα τά θηρία για ινά παίρνη τις πολύτιμες προβιές η τα δόντια τους. "Υστερα, σαν μα ζεύονταν πολλά, τά έστελνε μέ τους μαύρους σκλάβους του στο μεγάλο λιμάνι. ’Εκεΐ τά πουλούσε στους λευκούς εμπόρους και -μάζευε ^συνεχώς χρυσάφι. Πολύ χρυσάφι! 3Α τελείωτα χρυσάφι!... 7Ηταν άφάνταστη ή δίψα πού το άνθρωπάμορφο τέρας ένοιωθε για το πολύτιμο αυ τό μέταλλο... ^Ηταν ό «κίτρι νος Θεός» του, όπως έλεγε. Και σ’ αυτόν τό Θεό πίστευε,
κΓ αυτόν μονάχα λάτρευε στην αμαρτωλή ζωή του! Τά χρόνια περνούσαν... 0 απαίσιος Ρόκ άρχισε νά γερνάη σιγά - σιγά κάι νά νοιώ6η αδύναμα πιά τ’ ατσαλένια .μπράτσα του ικαι σκληρά κι’ αλύγιστα τά λαστιχένια του ποδάρια... Οί μαύροι σκλάβοι άρχισαν νά μην τον πολυλογά ριάζαυν. Κοΰί δεν τόν ύπά κουαν πιά παρά ιμονάχα σάν τούς διέταζε μέ τις κάννες των φοβερών πιστολιών του·. Ό Ρόκ ήξερε τι έγκλήματα είχε κάνει και καταλάβαινε την τύχη πού τόν περίμενε, άν καιμιμιά μέρα τά καταραμέ να γηρατειά τόν έρριχναν α νήμπορο ικιάτω. Ανθρωποι
*0 Ρόκ άρχισε μέ τούς μαύρους σκλάβους του νά έξσντώνη τά θηρία
'Ο κακούργος Ροκ μαστίγωνε αλύπητα τους μαύρους σκλάβους του.
και θηρία — διψώντας έκδΐικηαι — θά χύνονταν μέ λύσσα καί μανία να τον σπαρά ζουν ! Κ άλεσε λοιπόν άπό τή μα κρονή Ευρώπη. κάποιον περί φημα μηχανικό κάϊ μάζεψε α πό τό μεγάλο λιμάνι τούς πιο καλούς τεχνίτες. Ετοίμασαν ένα τεράστιο καλοϋπι από πηλό, μέσα σε «μια απέραντη, σπηλιά, λυώσαν σέ μεγάλα καζάνια τ ις μ ίσες άπό τις α μέτρητε λίρες του κι.5 έφτια ξαν έναν γιγαντόσωμο χρυσόν ελέφαντα. Τό άγαλμα βέβαια ήταν κούφιο ικαϊ τΊς άλλες μ ίσες λίρες τις αδέιασαν μέσα σ5 αυτό.
5Έτσι, σαν τελιείωσαν οί βαρείες δουλειές, ό Ρόκ7 άφη^σε τό μηχανικό νά ψυλάη το έργο του κι5 αυτός κάλεσε σέ μια γειτονική σπηλιά τούς τε χνίτες πού ε:Τχε φέρει άπό τό μεγάλο λιμάνι. Πλήρωσε τον καθένα μέ τά διπλά άπό όσα «είχαν συμφωνήσει καί τούς έ κανε ένα πλούσιο αποχαιρε τιστήριο τσιμπούσι... "Όταν τό φαγοπότι αυτό τελείωσε, όλοι Οι τεχνίτες -βρίσκονταν σωριασμένοι κάτω «νεκροί άπό τό τρομερό φαρμάκι πού είχε κρυφά ραντίσει τά ροδοψημένα ζαρκάδια. Τέλος, ψάχνοντας τά κου φάρια τους, ξαναμαζεψε όλες τις λίίρες πού τούς είχε δώσει
Ο ΜΙΚΡΟΙ
■κι* έβαλε τούς σκλάβους του «να χτίοαυν ·μέ λάσπη καί με γάλες ^πέτρες τό άνοιγμα της σπηλιάς... Αέν έμενε τώρα παρά ό μη χανιικας νά φτιάξη μια πόρτα στη κοιλιά του χρυσού έλέφαίν τα πού ν' άνσίγη ιμ* έναν δύσκολο καί ιμιυστικό τρόπο. Εκείνος παιδεύτηκε αφάντα στα δουλεύοντας έναν όλόκλη ρο χρόνο ώσπου τέλος κατάφερε νά φτιάξη τήν πόρτα, ό πως άκιριβώς την ήθελε; ό Ρόικ. Του είπε κάί τό μεγάλο νμυστικό τού κρυφού μηχανι σμού πού μπορούσε ν' άνοιξη κανείς τήιν πόρτα αυτή γιά νά μπη στο Εσωτερικό τοΰ χρυ σού Θηρίου με τις αμέτρητες λίρες. "Οσο για τον άειρία πού ήταν άποραίτητος γιά νά ζήση έκεΐ (μέσα ένας άν θρωπος, ό μηχανικός είχε άνοί ξει μικρές καί άδιόρατες τρυ πίτσες σε όλόκληιρη τήν έπι^ φάνεια τού έλέφαντα. Τέλος καί όταν τό χρυσό αυτό φρούριο ήταν έτοιμο, ό «μηχανικός — πού δεν είχε μάθει τίποτα γιά τήν τύχη των (μαστόρων — ζήτησε οστό τό Ρόκ νά πληρωθή γιά νά ξαναγυρίση στή μακρυνή πα τρίδα του. Ό λευκός κακούρ γος όμως — ό «Χάρος της Ζούγκλας» όπως τον έλεγαν — άνΤι νά πλήρωσή τό συ·μφωνημένο χρυσάφι στο μηχανι 'κό, τόν ξόφλησε ,μέ μερικές πυ ιρωμένες σφαίρες στά στηθη. Καί βάζοντας τούς σκλάβους νά σκάψουν ένα βαθύ λάκκο, τόν έθαψε «μπροστά κι9 άριστε ρά άπό τό άνοιγμα τής σπη
λιάς του. Τό μεγάλο μυστικό τώρα τού μηχανισμού της κρυφής πόρτας τού χρυσού έλέφαντα, 6έν τό ήξερε πια παρά <μονάχα^έκεΐνος. "Ετσι, σάν τά γηρατειά βά ιρυναν τό «κορμί του ακόμα περισσότερο «καί ένοιωσε τό Χά ρο νά φτερουγίζη πάνω άπό τό κεφάλι του, πήγε καί συ νάντησε τόν τυφλό μάγο τής Ζούγ«κλας, Ζοχράν. -— Νοιώθω πώς θά πεθάνω, τού είπε ιμέ παράπονο. "Ολοι πεθαίνουν, τού άποκιριθηικε ό μάγος. Ό θάνα τος εΐναι ή λύτρωσι τού αν θρώπου άπό τά όάσανα των γη«ρατειων ! _ — Αέν λογαριάζω εγώ βά σανα κάί γηρατειά! Τό χρυ σάφι «μου λυπάμαι ττού θ' άψή σω! — Νά τό πάρης μαζί1 σου, μουρμουρίζει ιμέ ειρωνεία ό Ζοχράν, · — Αέν μπορώ!, ξεφωνίζει μ5 άγανάκτησι ό Ρόκ. "Αν ι μπορούσα θά τόκανα! #— Κ αί τί ζητάς τώρα άπό μένα; τόν ,ρωτάει ψυχρά ό Μά Υ°ς. Ό λευκός κακούργος γόνα τίζει κάί τόιν παρακοόλεΐ: — Αώσε «μου ένα φίλτρο... "Ενα φίλτρο πού νά κάνη τό κορμί ιμου^ σάν θά πεθάνω, νά ιμή λυώση ποτέ... Νά «μείνη όπως είναι τώρα, χιλιάδες έκατομμύρια, δισεκατομμύρια χρόνια!... Αέν θέλω νά λυώσω καί νά εξαφανιστώ σόον τούς άλλους άνθρώπους... Θέ λω νά βρίσκομαι αιώνια μέσα
9
στ* άγαπημιένο μου χρυσάψι. Θέλω νά γίνω ή παντοδύναμη κι'* ιάθάνατη ψυχή του μεγάλου «Κίτρινου θεού» που κυβερ νάει τον κόσμο!... Ό Ζοχράν καρφώνει ττάνω στον κολασμένο λευκό τά θοτ λά του μάτια: — Τό χρυσάφι δεν κυβερνά ει τον κόσμο, του λέει; Κυβερ νάει μονάχα τους άνθρώπαυς ττου δεν έχουν καρδιά κάί ψυ χή σαν κάί σένα!... Και συνεχίζει άνοοστενάζον τας: — *Άς είναι όμως... Θά σου δώσω τό φίλτρο ττου ζηιτάς... Ποτέ δέν άρνηθηικα σέ κανένα κάτι ττου μπορώ νά τό κάνω... Ό Μάγος σκαλίζει για ττολ λή ώρα τά σύνεργά του κι* έτοιμάζει ένα μσυροπράσινο υ γρό. Τό άδειάζει σ* ένα μικρό πήλινο βαζάκι και του τό δίινει λέγοντας του: —Π άρτο, Ρόκ, κάι βά γίνη ή έπιθυμίΐα σου... ν0σο όμως 5έν θά λιυώνη. τό ικορ,'μί σου, ή κολασμένη σου ψυχή θά βρί σκεται μέσα σ* αυτό! Κάί τά χρόνια θά περνάνε κι* έσυ θά γερνάς άτελείωτα και θά ύπαφέοης σά νά είσαι ζωντα νός... "ΊΞνα μονάχα πρέπει νά ττροσέξης: μόλις πιής τό φίλ τρο ττου σου δίνω,, δέν τρέπει νά σέ ξαναντικρόση. άνθρώπινο μάτι;.. — *Οσο γι* αυτό εΤιμαι έξασφαλισμΙένός, μουρμουρίζει 6 Ρόκ. θά κλειστώ μέσα στο χ,ρυσό μου έλέφαντα καί κα νένας στον κόσμο δέν ξέρει τό
μυστικό γιά νά τόν άνοιξη, καί νά ιμέ δή... Ό Ζοχράν συνεχίζει σά νά μη τόν ακούσε: —- Γιατί μόλις σέ άντικρύ ση άνθρώττινο μάτι , θά διαλυθής άμέσως καί θά γ’ίινης οκό νη ττου ό άέρας θά τή σκορττί ση καί θά χαθή!... Τή,ν ίδια νύχτα ό λευκός κα κουργος ,άνοίγει μέ τό μυστι κό τρόπο τήν κοιλιά του χρυ σού έλέφαντα κάί μπαίνοντας τήν ξανακλείνει άττό ιμιέσα. Ύ στερα ξαιττλώνει εύτυχι,σμ1ενος ττάνω ατό θησαυρό των Αμέ τρητων χρυσών νομισμάτων κάί ττίνει τό φίλτρο του Μά γου. Τέλος, μ* έκφραθι> από λυτης ευτυχίας κλείνει άργά τά ■βλέφαρα κάί παραδίνει τήν κολασμΙένη ψυχή ατά 'βοωμείρά χέρια του άττάίσιου «Κίτρινου θεού» του... *Αττό τότε ικανένας Ιθαγε νής δέν τόλμησε νά μττή στή φοβερή σπηλ ιά του «Χάρου τής Ζούγκλας». “Όσοι τύχαίνε νά περνούν άτ* έξω, τρόμαζαν άφιάντα στα άκούγοντας τά βαρειά πο νεμένα βογγητά τού νε'κρού Ρόκ. Γιατί τό άλυωτο κορμί τομ/ δσο κυλούσε ό καιρός, τό σο πιό πολύ γερνούσε καί βά σανιζόταν ιμέσα στο χρυσό συ τό κοοί μαρτυρικό κλουβί τής αίωνίΐας αυτοκαταδίκης του. "Ώσπου τά χρόνια πέρασαν κι' ή άγρια βλάστησι τής Ζούγκλας σκέπασε κι* έκλει σε, σιγά - σιγά, τό άνοιγμα τής τραγικής σπηλιάς του χρυσού έλέφαντα...
Ο ’»-** Π”··».<ν'Λ β-ΤΝΚ* ~*<Λί·Λ' .*αι*~·7-'&η+ττ’**ί->+-.ΐ'&· ν*-νβ
ΣΤΗ ΜΠΟΡΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
ΥΤΑ πονώ κάτω θυμό ταν καί είπε στους συν τροφούς του ό Ταΐμπόιρ, μόλις προσπέρασε ό άγνω ~ στος λευκός που απειλούσε μέ θάνατο τους μαύρους του ον δεν ικατάφειρναν νά τον ο δηγήσουν στη σπηλιά* ,μέ τον άτ ίιμητο θησαυρό. Ό Μπαυτάτα, που του έκοα νε μεγάλη, έντύπωσι ή ιστο ρία του χρυσού ελέφαντα, χα ϊδεύει συλλογ ισμίενος τό κω μικό τσουίλουφ ι του καί μουρ μαυρίζει: —■ Έγώ, σάν είναι νά τά κακαρώσω, δεν θά φτιάξω μα λαματένιο ελέφαντα νά ιμιπώ.
-—-Άλλα τί βά φτιάξης; τόν ρωτάει1 ή Ζολάν. — (Ντενεικεδένιο γάιδαρο! Νά γκορίζη κάΐ ·νά μέ γλυκό ν σνουρΙίζη ... —Κ αί τώιρα δρόμο γιά τή σπηλιά μας, λέει στους συν τρόφους του ό Τσμπόρ'. "Άρ χισαν νά μαζεύωνται σύννεφα στον ουρανό. Γρήγορα 8ά ξεσπάση τιρομακτ ιική ιμπόρα!... Αμέσως καί αί τρείς προ χωρούν ιμέ βήμα διαστικό. Δεν προφταίνουν όμως ν' άπο μακρυνθουν πολύ όταν άκουνε πίιαω τους μια λεπτή «κου νουπένιοφ> φίωναύλα νά τούς ρωτάη: — "Έ!... Τί Βά γίνη· μέ^ με να; 'Νά ·6γώ άπ5 την κρυψώνα
ι0 γέρος Ρόκ γονατίζει μπροστά στον μάγο Ζοχράν ποορακαλέ^ντας
II
Οί σύντροφοι σώζονται από τό φοβερό χαλάζι μπαίνοντας άδειο καβούκι τού τεράστιου σαλίγκαρου.
μου, ή θά ιμιέ δούνε; — Βρε, «ξεχάσιαμε τον «ύ“ ψηλότατο», κάνει ό Μπουτάτα, γελώντας. Καί τού φωνάζει: — ιΠώς θά ισέ δούνε, καη μένε; Μήπως έχουνε... μικρόσκάττιο; Μπα, σε ικιααλό σου! Ό περήφανος ιίΊ ιτσιικοκο, καλπάζοντας ιμιέ τό άγριο ά τι του, πλησιάζει. Ρ;ί(χνει μια ματιά στο συννεφιασμένο ου ρανό ικιοίί τούς λέει: — Κάντε γρήγορα _ γιατΓι, θά 'ξεστϋάσιηι μπάρα... Έγώ θά σάς έπαιρνα όλους πάνω στον 'Αλσσάν μου! Μα τιρέχει πο λύ, ό άνάθεματ ισμένος! Φο-
στο
βάμίαι μην πέσετε καί σκοτω θήτε I —Λέ βαρυιέσαι, ιμουρμου ρίζει ό Μπουτάτα. Καλύτερα νά ιβρέξηι ινά ικάνουμε καί τό μπάνιο μας... Ό πρίγκιπας πρρεξηγεΐται — Μέ συγχωρεΐτε... 3 άγω δεν παίρνω ποτέ τό μπάνιο μου στη βροχή! Ή δακρυσμένη Ζολάν χα μογελάει: — 3Αλλά ΐπού τό παίρνεις, Πιτσιικόίκο; στο φλυτζανάκι τού ,κιαφέ; Τά πρώτα (μπουμπουνητά αντηχούν καί οί πρώτες χον τρές ψιχάλες τής νεροποντής πού θά ξεσπάση, πέφτουν έ-
12
πάνω στα κεφάλια τους. — Γρήγορα, παιδιά, φωνά ζει 6 Ταμπόρ. Ό Μπουτάτα αρπάζει τη Ζολάν και τή θρονιάζει στον ώμο ταυ: — Βάλε τά χέρια σου, φέντη κορίτσι, νά μή βροχή τό τσουλούφ ι μρυ! Ό Πιτσικοΐκο πού άκολαυ6εΤ καβάλλα στ5 άλαγατάκ ι του, φωνάζει: — Έ, Ταμπόρ... Ή μτιά ρα δυναμώνει και δεν θέλω νά μου βροχή ή ώράία Ζολάν!... Πρέπει νά κρυφτούμε άμέσως σέ καμμιά σπηλιά... Χαμογελώντας ^ το Παιδί τής Ζούγκλας σκύβει και ση>κώνει στην αγκαλιά του άλο γο και καβαλλάρηι μιαζί: — Τα, είπες, Γίιτσικάκσ; Δεν ακόυσα καλά. — Είπα νά μπούμε σέ καμ μιά σπηλιά... — Ή πιο κοντινή σπηλιά από εδώ είναι ή δική μας.Κι5 απέχει^ τέσσερις ώρες δρόμο... —""Οχι, του κάνει μέ βεβαι ότητα ό πρίγκηπας. Είναι κι5 άλλη μιά, πολύ - πολύ κοντά. — Ποιά; Μήπως καμμιά ποντικότρυπα πού χωράς ε σύ; —Ναί, μιά μεγάλη, σπηλιά πού χωράω κι5 εγώ, Ταμπόρ! Είναι ή ισπηλιά τού Ρόικ πού μάς έλεγες... Αυτή πού έχει ,μεσα τό χρυσό... έλεφαντάκι! — Τό χρυσό ελέφαντα; κά νει ιμέ άπορία ή Ζολάν. ξέ ρεις λοιπόν πού βρίιάκεται ή σπηλιά αυτή;! Καί σκύβοντας λίγο όορπάζει άπό την άγκαλιά τού Τα
Ο ΜΙΚΡΟΙ
,μπόρ τον Π ιτσικόκο καί τού αφήνει τον 'Αλασόον πού χλι“ ίμιντρίζει σάν αγριεμένο κου νούπι. — "Ελα δώ, Πιτσικοκάκι μου! Πες μου εμένα πού βρί σκέτα ι τό χρυσό Έλεφαντάκι. Ό Ταμπόρ άδι αφορώντας γιά τή μπάρα πού στο μετα ξύ έχει αρχίσει νά ξεσπάη,, σταματάει δείχνοντας μεγάλο ένδιοοφέρον: — Κάί πώς την ξέρεις έσύ αυτή τή σπηλιά, ρωτάει τό μαύρο τηρίγκηπα. Εκείνος, θρονιασμένος μέ σα οπήν αγκαλιά τής Ζολάν, τού άποκρίνεται αγέρωχα: — Κυνηγούσα κάποτε ένα λεοντάρι μέ φουντωτή χαίτης πού γιά νά σωθή άπό τό κον τάρι ιμου τρύπωσε σέ μιά με γάλη .σπηλιά* Τό άνοιγμά της δεν φαινότανε άπό τά πυκνά κλαδιά κάί τά φύλλα... Μπή κα μέσα ικάί τό σκότωσα βέ βαια, μά σάν τό κρέμασα γιά νά τό γδάρω είδα πώς είχα κάνει λάθος. "Ητανε σκατζόχοιρος!... Μέσα λοιπόν σ' αυ τή τή ,σπηλι ά είδα καί τό χρυ σσ έλέφαντα! — Καί θυμάσαι πού βρί σκεται αυτή ή σπηλιά; ρω τάει ό Ταμπόρ. —Ναί... Καί πάμε γρήγο ιρα νά μή μαΰ κρυολσγηση ή ώραίια Ζολάν! ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙ0 ΣΑΑΙΓΚΑΡΙ
ΤΡΟΠ I Κ Η μπόρα βρί σκέτα ι τώρα σ' όλο τό τρομακτιικό μεγάλε Τ ο της! Φοβεροί καταρράκτες ξε
χύνονται άπό τον κατά μαύρο χαμηλό ουρανοί, και οί λάμ ψεις των κείραυνών .κάνουν τήιν νύχτα ήμερα. Ό Μπουτάτα άκαύει τους τρομερούς κρότους των κεραυ νών και σηκώνοντας ψηλά τό κεφάλι του ξεφωνίζει άγανακτισ μόνος: — 'Αμάν1 ττιά, άφόντη, ούρανέ!... Λεν σοΰ φτάνει, ττου μάς κάνεις μούσκεμα; Πρέπει νά ιμάς ξεκουφάνης κιόλας; Μπά, σέ καλό, σου! Ο! τρεΐς σύντροφοι μέ τον καβάλλάρη ιΠιτσιικόκό μπρο στά, προχωρούν μέ μεγάλη δυσκολία τώρα μέσα ατό κα κό καί στό χαλασμό που γί νεται. Ό Μπουτάτα τρομάζοντας σάν λαγός σέ κάθε κεραυνό που πέφτει κάί χτυπάει τά ψηλά δέντρα γύρω του^, ρω τάει, φωνάζοντας δυνατά, τον Ταμητόρ: — Πές μου, άφεντηι παιδί: Εΐναι άλήθεια ότι οί κεραυνοί πέφτουνε πάνω σέ κορφές; -— Νάί, τού άπσκρίίνεται έκεΐνος. — 8Αμάν!, κάνει ό άράπτης Τότε κινδυνεύει τό τσουλούφι μου! — ιΚαΐ άρπάζοντας πάνω άπό τό άλογο τον Πιτσικακο τον θρονιάζει στο κεφάλι του καί τού φωνάζει: —ιΚάθησε έκεΤ κάί κάνε τό κοντάρι σου αλεξικέραυνο!... "Αν πέση κανένας κεραυνός ε| δοποίησέ με ν8 άνέβω νά τού σπάσω τά μούτρα!... Όμως την ίδια στιγμή κά τι ξεχωρίζει στό σκοτάδι κάί
τά μάτια του γουρλώνουν τρο μσγμένα: — Στη μπάντα παιδιά!... “Ένα βουναλάκι τσουλάει κα τά πάνω μαο! Στην μπάντα, θά μας κόψη!... Την ίδια στιγμή πέφτει έ νας τρομακτικός κεραυνός κά που έκεΐ κοντά. Κάί στην Εκ τυφλωτική λάμψι του άντικρύ ζουν μέ φρίκη όλοι τό «βου ναλάκι» τού ιΜπουτάτα. Εΐναι ένα σπάνιο είδος άσπρου σα λιγκαριού γιγαντιαίων διαστά σεων, που ή φοβερή νεροποντή τό έκάνε νά βγή άπό τήν τε ράστια τρύπα του άναζητώντας τροφή... Τό καβούκι του είναι σέ δγ κο όσο μιά στρογγυλή χόρτα ρένια καλύβα των Ιθαγενών. Καί τό μαύρο γλυστερό κορμί του που Εξέχει άπό αυτό εΐ ναι όσο δυο βουβάλια τό ένα πίίσω άπό τό άλλο... Τά τρο μερά σέ έμφάνισι αυτά σαλιγ κάρια τρέφονται μονάχα με φρέσκα καί τρυφερά φύλλα καί χορτάσια. Ποτέ δέν πειράζουν άνθρώπους ή ζώα. “Όμως ό Πιτσικόίκο μόλις τό βλέπει, πηδάει άπό τό κε φάλι τού Μπουτάτα στή ράχη τού 'Αλασάν ικαί άνεμίζοντας τό χρυσό κανταράκι του όρμά ε· κατά τό γιγαντιαΐο σαλιγ κάρι ξεφωνίζοντας άγρια καί ηρωικά: — Θά τό φονεύσω!... “Έρ χεται νά μού άπαράξη τήν ώ ραία Ζολάν! Κάί φτάνοντας μπροστά στό τρομερό θηρίο, τού πέτα ε: τό φονικό χρυσό του κοντά ράκι,
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή αιχμή του χτυπάει μ* Ή τρφμερή βροχή πού πέ ορμή καί καρφώνεται στη μα φτε^ι ιστέκεται ανίκανη, νά ξε λακιά .μουσούδα) του σαλιγκια πλιύινη άπο τό κορμί τού άιρου. * Εκείνο έξαγρ ιώνεται καίϊ ροιρου άράπη τή θανατερή μή ξεχωρίζοντας στο σκοτά αυτή κόλλα. δι τον μ ικροσκαπ ικό κσιβαλλά ^ Στις έκτυφλωτ ικέις λάμψεις ρ*η χύνεται στο Μπουτάτα και των κεραυνών, ή Ζαλάν παρα χτυπώντας πάνω του1 τον άνα κολουθεΐ τό δρά μα τού Μ που τρέπει. Ό ’Αράπης κατταφέρ τάτα καί τού ξεφωνίζει μέ α νει να ξαναπεταχθή γρήγορα πόγνωσι: δρίθιος και κάνοντας άντεπίθΐε — *Άχ, Τσουλούφηι μου οι τό αρπάζει άπο τα δυο με καί τί· θά .γίνω εγώ, έτσι πού γάλα 'μαλακά κέρατά του, ψω πασαλείφτηκες! Πώς νά ξα νάζο<ντας: ινακαθήσω στον ώμο σου πού —Ο ίΐσω, ι μαντραχαλασαλ ίγ θά κολλήσω σά ιμυΤγα στο κίαρε! Πίσω να >μή σε ρουψήμέλι; ξω άβραστον!... Ό Μπουτάτα όμως., πού "Ομως τό φαινομενικά άο χαροπαλεύει νά ξεκαλλήση πλο αυτό θηοιά έχει ένα παοά άπο τό κορμί τού σαλιγκα ξένο όπλο. Τόι σάλιο τουί, Εί ριού, δεν άκούγεται τώρα νά ναι ιμιά πηχτή και κολλώδης ύ φωινάζη; καί νά διαμαρτύρε λη πουβγαίνει από τους άδέ ται όπως πριν λίγο. Ό έξυ νες πού είναι κάτω στην τερά πνος Ταμπόρ τό προσέχει στια πατούσα του. Μ’ αυτήν αυτό καί καταλαβαίνει αμέ καταφέρνει νά κολλάη και νά σως πώς άπο τό σάλιο τού σκαιρφσλοονη· σε κάθετα κα(ί σαλίγκαρου θάχουν κολλήσει λεΐα βοάχια, η στους χοντοους τώρα τά -ρουθούνια κα!ί τά με κορμούς των αίςονοιβίων δεν γάλα χείλια του * Αράπη. Καί τρων. "Οταν βρεθή σε κίνδυνο σίγουρα σέ λίγες στιγμές θά όμως, ή κόλλα αυτή ιμετατρέΟ'Κάαπη, ·μή μπαοώντας πιά πεται σέ φοβερό καί τρομερό · νά πάρη αναπνοή. όπλο! Το άτρομητο Έλληνόπου Οί αδένες του, λειτουργών λο, άν καί ξερή πώς ίδια τρα τας πιο γρήγορα βγάζουν πολ γιική τύχη,, περιμένει κι5 αυ λ ή απ’ αυτήν πού μέ κατάλλη τόν, δεν διστάζει νά πέση λες κινήσεις καταφέρνει νά σαν τρελλός πάνω στο κρύο την άλεί'βη στο κορμί του Αν καί γλυστερό σώμα τού ύπερ τιπάλου του, είτε θηρίο, είτε φυσικού σαλίγκαρου. Κι’ α άνθρωπος είναι! *Έτΐσι τώρα μέσως ξεχωρίζοντας στο σκο τάδϊ, το κεφάλι τού Μπουτά τά πόδια ικαί τά χόρια του τα, τραβάει μέ τά δυο χέρια Μπουτατα κολλούν πάνω στο σώμα του καί σέ λίγες στι καί ξεκολλάει τά χείλια^ του. Ό δυστυχισμένος άρσπης, γμές του είναι άδύνατο νά κά νη τήν παραμικρή κίνησι. πού δυο στιγμές μονάχα άν
ΤΑΡΖΑΝ
13
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ εΐχαν περάσει άκόμα, θά εΤΤΟΥ ΙΩΤΗΡΑ χε πάθει άσφ-υξίά, παίρνον τας άμέσως λαχταριστές καί ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή δαι γρήγορες όίνάσες;, συνέρχεται μανισμένο σφύριγμα ά κΓ ιάγριακυττάζοντοος τον τ’ε κούγεται κάπου έκεΐ κον όάστιο -σαλίγκαρο ξεφωνίζει τά. Είναι ένα μεγάλο φίδι ιμίέ λύσσα: πού τρομαγμένο άπό την — Βαστάτε με μπρέεε!... μπάρα καί τούς κεραυνούς Βαστάτε ιμε γιατί θά τον τρέχει νά ικρυφθη στήν τρύ ΐροΜφήξω καί θά β-αρυστομσ- πα του. χιάσω!... Καί νά: τό τεράστ'ΐο σα Ό Ταιμιττορ τραβάει τάρα λιγκάρι, μόλις άκούγεται τό τον Μπαυτάτα κάτω άπό το σφύριγμα του φιδιού, παρα 'ΚΟίρμ.Ί τοΟ θηάίου και πασχί τάετ -αμέσως τρομοκράτη μένα ζει νά ξεκολλήιση τά χέρια τά θύματα καί ρουφώντας τό ■κάι τά πόδια του1. "Τίποτα ό κορμί του κρύβεται μ3 άστιρα μως δεν καταφέονει γιατί ό π',αίΐα ταχύτητα μέσα στο ά -μανιασμένος σαλίγκαρος παίρ σπρο του καβούκι. νει τώοα και τους δύο κάτω Τά μεγάλα φίδια είναι οι από την ιάπέραντη: πατούσα ψοβερώτεροι εχθροί των γι * του κι5 άδειάζει στά κορμιά γαντόσωμιων αυτών σαλιγκατους τή θανατερή κόλλα. ίριών, γιατί μποιρούν νά χώΤο λευκό παιδί κι* ό άρά νωνται βαθειά μέσα στά κα πης γίνονται τώρα μια άμαρ βούκιία τους κιάί νά τά κατα ψη μάζα που δεν μπορεί ού βροχθίζουν. ιΓΓ αυτό καί τρο τε νά άινασάνηι... ιμίάζουν αφάνταστα σάν τύχρ νά ακούσουν τό άπαίσιο σφύ Ή άμοιρη· Ζοιλαν ξεφωνίζει σπαρακτικά, λίγο π ιό πέ οιγμά τους. Ό Ταμ-πόρ κΓ ό Μπουτάοα, μη ξέροντας τί νά κάνη τα είναι ελεύθεροι τώρα, μά γιά νά τούς βοηθήση. Ό Πι τσιΐκάκο πλησιάζει κοΛ την κολλημένοι ό ένας μέ τον άλ λον έτσι, που ούτε νά σαλέτιαρηγορεΐ: ψουιν μπορούν, ούτε νά άνα— Μην άπελπίζεσαι, ω σάνουν. ραία κόρη!... Έφ’ όσον υπάρ Τρελλή άπό άπόγνωσι ή χω έγώ δεν πρέπει νά φοβά Ζολ-άν παρατάει τον Πιτσικό σαι τίποτα! ικο ικάί χύνεται σάν τρελλή "Έξω φρένων τό λευκό κο νά ξεκαλλήση, τά χέίλια τών οίτσι τον άρπαζε ι άπό τό συντρόφων τηις που εΤναι έ λαιμό σάν κοκορόπουλο καί τοιμοι νά πάθουν ασφυξία. τον σφίγγει γιά νά τον πνίΊ<άί καταφέρνει βέβαια νά ξη: τους σώση άπό τον άμεσο _ — * Εσύ φτ αΐς, μ ικριόβ ιο! ■κίνδυνο !πού άπειλεΐ τή ζωή Έσύ έκανες τό σαλίγκαρο ν3 τους, μά γρήγορα κολλάει άγριέψη!,,« κΓ αυτή.
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ή κατάστασι
των τριών συντρόφων εΤνοο ι τώρα άφάνταστα τραίγική. Ή ιμπόρα άντί νά κοπάζη, όλο καί γίνεται τπό 5υ νατή κι* άνυπόφορηι! Ό Τα μπαρ κι* ή Ζάλισαν πασχίζουν άπεγνωσμένσ να σττοστπαστοσν άπό το σώμα του ά φατη που τους ικρατάει αι χμαλώτους μέ το σάλιο του σαλίγκαρου. Ό Μπουτάτα που κι* αυ τός κλωτσάει καί σφαδάζει για νά τους δεφαρτωθή, φωνά ζει /μ* άγανάκτησι: — Αμάν, βρε παιδιά!... Μέλι έχω ικιάί κολλήσατε όλοι έπάνω μου; Ό Πιτσικόκο, που σ’ όλο αυτό τό διάστημα ^παρακο λουθούσε Αμέτοχος τό δρά μα του Ταμπόρ ικιαίί του Μπου τότα φαίνεται τώρα νά άνησυχή σοβαρά. Ή «ωραία Ζολάν», ή κόρη των όνείρων του, κινδυνεύει. Πρέπει μέ κά θε τρόπο νά τή σώση. Χύνεται λοιπόν άμέσως κΓ αρπάζοντας στο χεράκι του· μιά μικρή τούφα από τά ξαν θά σγουρά μαλλιά της, τρα βάει νά την ξεκολλήση από τόν Μπουτάτα καί τόν Ταμπόρ. Δεν καταφέρνει όμως τίποτα περ ισσότιερο από τό νά κόλληση κι* αυτός πάνω τους. Κι1 άπό τρεΐς που ήτανε, νά γίνουν... τρεΐς καί κάτι. Απελπισμένος τώρα βγά ζει ιμιά διαπεραστική κιραυγή ζητώντας βοήθεια άπό τό φο βερό του άτι: — ’Αλασαάσαν!.,. " Ελα
νά μέ σόσης!... Τό μ ικιοοσκοπικό άλογατάκι καλπάζει κοντά του χλιμιγ τρίζοντας άγρια. Ό ήιοωϊκός πρίγκιπας άπίλώνει τό χέρι κι5 αρπάζεται άπό τήν ουρά του: —-Τράβα, 1 Αλασάν!... Τρά βα νά μέ σώσιης!... Τό τετράποδο «μικρόβιο» κάνει φιλότιμες προσπάθειες νά ξεκινήση γιά νά άποσπά κση τόν άφέντη του άπό τους άλλους. Στην ποώτη, 'καί στή δεύτερη) δεν κάνει τίποτα. Στήν τρίτη όμως καταφέρνει και... κολλάει κι1* αυτός πάνω τους. Τώρα όλοι μαζί έχουν γί νει ένα κουβάρι καί χαροπα λεύουν άπεγνωσμένσ γιά ν’ άποσπασθούν ό ένας άπό τόν άλλον. Μά αυτό είναι άδύνατο νά γίνη. Είναι φανερό πιά πώς θά μείνουν έκεΐ μέχρι -νά σταματήση ή νεροποντή καί βγουν πεινασμένα τά θπ ρίια άπό Τις φωλιές τους. Τό τε κάποιο θά βρεθή νά τού* σπαράξη: γιά νά γλυτώσου άπό τό φοβερό τους μαρτυρώ ΠΑΛΗ ΦΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΣΑΛΙΓΚΑΡΟΥ
ΜΩΣ τήν ίδια στιγμή τό απαίσιο σφύριγμα του φιδιού ξανακούγε ται. Αυτή τή φορά όμως πλη σιάζει πρός τό μέρος τών συν τροφών. *Ίσως τό φοβερό έιρπετό νά είδε στο φώς κάποιας αστραπής τους ανήμπορους αυτούς άνθρώπους καί έρχε ται νά τους καταβροχθίση.
Ο
Ό Ταμττόιρ καί ή Ζαλάν άκούγοντάς το νά πλησιάζη, χάνουν καί την τελευταία ελδα σωτηρίας τους. Ό Μπουτά τα όμως δεν φάίΐνεται ν5 άνη-
ονχτ\:
χ —-Έγώ ττιιά δεν φοβάμαι το θάνατο!, (μουρμουρίζει. Κα τάττια σάλιο του Σαλίγκαρου και ή ψυχή μου κόλλησε γε ρά I Ούτε με -βίτζι δεν θά μπο ρέση, ό χάρος, νά την τραβήξηί... Νά όμως πού το ψίίδι φτά νοντας τώρα κοντά δεν έρχεται προς τδ μέρος τους. Τραβάει Ισια στο άνοιγμα του (μεγά λου άσπρου κάβουκιοΰ καί σφυρίζοντας απαίσια, κάνει να χώσηι τδ κεφάλι του μέσα. Δεν προφταίνει όμως γιατί ξαφνικά ικιάτι: φοβερό και άπί στευτος/ίΐνεται: Τδ μαύρο σώ μα του σαλίγκαρου βγαίνει γρήγρρα έξω, έγκοταλείποντας άδειο τδ καβούκι. Ξέρει καλά πώς άν μιείίνη μέσα σ’ αυτό!, τδ ψίδι θά καταφέρη εύκολα νά χωθή μέσα καί να το καταβροχθίση. Προτιμάει λοιπόν νά βγή ελεύθερο έξω, καί νά παλέψη στήθος με στή θος με τον έχθρόι. Οί «τρεις καί κάτι» σύντρο ψοι παρακολουθούν μέ δέος τήν τρομακτική πάλη, των δυό αντίπαλων θηρίων. Τδ πεινασιμένο φίδι τυλίγε ται άμιέσως στδ τεράοπιο μαθ ρο κορμί του σαλίγκαρου καί σφίγγεται μέ λύσσα για νά τον σκοτώσηι. Μά τίποτα δεν μπάρες νά καταφέρη! Τδ γιγαντιαΐο σαλιγκάρι γλυστράει μ* άφάνταστη εύκσλία και
ελευθερώνεται άπδ τις κουλού ρες του χωρίς νά παθαίνη τίιποτα... Αυτό γίνεται πολλές φορές ,μέ τδ ίδιο πάντα αποτέλεσμα "Ωσπου τέλος οί κουλούρες τού ψιδιού, αλειμμένες μέ το φοβερό σάλιο τού αντιπάλουτου, αρχίζουν νά κολλάνε ή μία μέ την άλλη καί τδ έρπετδ νά γίνεται γρήγρρα μιά παράξενη μττάλλα, πού δεν μπορεί όχι νά έπιτεθη πιά, μά ούτε καί νά άμυνθή ακόμα. Ό γυμνός σαλίγκαρος άνοί γει τώρα τδ άπαίσιο στόμα του για νά δαγκώση καί νά συντρίψη τδ κεφάλι τού άνή,μπορου φιδιού. Σέ λίγες στι γμές θά είναι αυτός ό νικητής. -αφινικά όμως φοβερή λάμψι σκοτεινιάζει τά μάτια των κολλη μιένων συντρόφων καί τρομακτικός κρότος ξεκουφαίνες τ’ αυτιά τους. "Ενας άπδ τούς αμέτρητους κεραυνούς πού 'κίατρακυλάνε άπδ τδν μα νιασμένο ούιρανόι, έχει πέσει κοντρ, πολύ Ί<οντά τους. Ό θεός θέλησε νά μή χτυπήση επάνω τους καί νά τους κάνη κάρβουνα. Ταυτόχρονα ό Ταμπάρ, ή Ζολά?λ ό Μπουτάτα, ό Πιτσι κόκο καί ό ’Αλασάν ξεκολλά νε — σαν άπδ θαύμα — δ ένας ,άπό τδν άλλον — καί πε τιώινται όρθιοι καΓι έλεύθεροι. Ένώ αμέσως (μετά τδν κεραυ νό|, άρχιζει νά πέφτη φονικό χαλάζι, χοντρό σάν καρύδι στην αρχή, ύστερα σάν μήλο καί τέλος σάν πορτοκάλι. Οι τρεις σύντροφοι πιροστα τεύουν μέ τά χέρια τά κιεφά-
λκχ τους ξεφωνίζοντας οπτό τους πόνους... Ξαφνικά όμως, ίμια λεπτή διαπεραστική φωνούλα φτάνει στ5 αυτιά τους ιμέσια στο κα κό και στο χαλασμό πού γί νεται : — Ώραΐα Ζολάν\... "'Βλα εδώ νά .μή -μιοϋ πάθης τίποτα. 3Εδώ στο άδειο «καβουκάκι» του (σαλίγκαρου. Σπουδαία ιδέα! Πρώτος ό Μπσυτάτα, ύστερα ή Ζολάν και τελευταίος ό Ταμπόρ· τρέ χουν αμέσως -Καί χώνονται στο τεράστιο καβούκι. Τώρα το φοβερό χαλάζι δεν μπορεί /νά τούς κάνη, κακό. Ό Μπουτάτα ψάχνοντας μέ τά χέρια του ιστό σκοτάδι, πι άνει τον ’Αλασάν καί δισμαρ τύρεται στον ιΠιτσικόκο: —Και το άλογο κουβάλη σες εδώ 'μέσα), μωρέ «υψηλό τατε»; Γ ιά σ,ταύλο το πέρα σες; Μπά, σέ καλόι σου! Η Ζολάν, εξασφαλισμένη τώρα μέσα ατό σίγουρο κα βούκι, ρωτάει περίεργη τό Παιδί τής Ζούγκλας: / — «Πες ιμου, Ταμπόρ,, πώς γίνηκε αυτό τό θαύμα καί ξε κολλήσαμε ξαφνικά ό ένας άπό^τόν άλλον; Τής αποκρίνεται ό Μπαυτά τα γελώντας: — Δεν καταλαβαίνεις; Μά για ήτουνε και λυθήκανε ! Χό, χό, χό!... Τής εξηγεί όμως ό Ταμπόρ. χ — Στον κεραυνό χρωστάμε τή σωτηιρίίΐα ιμας, Ζολάν! "Έ πεσε τό)σο κοντά μας πού ή Φωτιά του· ξέρανε αμέσως την υγρή κόλλα πού μάς συγκρσ τούσε τον έναν πάνω στον άλ λο. ΛΚΚάι όταν ιμιά κόλλα ξε ραθή, γίνεται σκόνη καί δεν
Ό ήρωϊκός Πιτσικάκο σκοτώνει τό τρομερό... «λιοντάρι»!
έχει πιά καμμιά δύνσμι... "Αν δέν έπεφτε άπό τόν ουρανό ό σωτήρας ιμας αυτός κεραυνός, τίποτα στον κόσμο δεν ήταν δυνοττόίν νά μάς ιβοηθήιση στήν τραγική θέσι πού βρισκόμα σταν καί νά ιμάς σώση άπό τό βέβαιο θάνατο πού μάς περίμενε, ιΓιαπύ... Σταμάτησε όμως απότομα καί στις συνεχείς λάμψεις ^'ών άστραπών κυττάζει μ'^έν διαφιέρον έξω ιάπό τό καβούκι πού βρίσκονται. Ό ικεραυνός πού στάθηκε ή σωτηρία τών τριών συντρό ψων, φαίνεται πώς ήταν κα ταστροφή γιά τόν σαλίγκαρο πού πάλιευε γυμνός έξω -,μέ τό ψίδι. Γ ιατπί ή φωτιά του ξέρα νε, όχι μόνο τήν κόλλα πού κρατούσε κουλουριάσμένο τό ψίδι, ιμά καί τήν κόλλα πού ξερΜουσαν οί πόροι τού δικού του κορμιού. "Έτσι τό φίδι ξεκουλουριά ζεται άμέσως καί τυλίγει γ:ρή γοιρα τις θανατερές κουλούρες του γύρω ιστό ξερό καί όχι γλυστερό πιά ικορμ-ΐ του σα λίγκαρου. "Έτσι, μ" ένα δυο σφιξίματα, όλο λύσσα καί μα νία, τόν σκοτώνει... Οί -μεγάλες «μπάλλες τού χαλαζιού όμως πού συνεχίζουν νά πέφτουν, χτυπώντας στο κοιρμιί Καί στο κεφάλι τού ψι διού, τό αναγκάζουν νά α ναβολή τό τσιμπούσι του κ'άί νά ζητήιση, σωτηρία άπό τό φοβερό βομβαρδισμό τού ουρανού. Κ αί φυσικά τό π ιό πρόχει ρο καταφύγιο ήταν τό τερά στιο άδειο καβούκι τού σκο τωμένου άντιπάλου του... Ό Μπουτάτα πού τό βλέ πει νά σέρνεται καί >νά χώνη
20 τό κεφάλι του έκιεΐ πού βρί σκονται κι* αυτο'ν τοΟ φωνά ζει σοβαρά: — Αέν χωράει, κύριε! Πιε ριμένετε το άλλο... ο αθλος ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ
ΕΝ ΠΡΟΦΤΑΙΝΕΙ ΝΑ τελείωση τά λόγια του1, όταν τό Φσβεοό φίδι βλέποντας πώς μέσα στο κα βούκι που ήρθε νά ζη,τήση κα ταφυγιο βρίσκονται άνθρω ποι, σφυρίζει απαίσια καί χώ νεται νά τούς έπιτεθή, Τό ιάτρόμη,το ' Ελληνόπου λο ομως^ βρίσκεται έξω-έξω στο καβούκι και μπροστά από τούς άλλους συντρόφους του. "Ετσι, τινάζει μέ αστραπιαία ταχύτητα Τις δυο παλάμες του, αρπάζει τό φίδι άπό τό λαιμό και αρχίζει νά τό σφίιγ γη μ5 άφάνταστη δύναμι καί λύσσα. Ξέρει καλά}, πώς άν δεν καταφέρη, νά το πτνίξη, γρήγορα θά βρεθούν όλοι τους μέσα στην πεινασμένη κοιλιά του. Στριμωγμένοι καθώς βρί σκόνται μέσα στο καβούκι., ούτε νά παλέψουν μπορούν, ούτε νά φύγουν γιά νά σω θούνε. Καί στην άπόγνωσι πού βίρί σκεται ^σφίίγγει τό λαιμό του έρπετσυ όσο πιο δυνατά μπο ρεί, φωνάζοντας ατούς συντρό φους του: — "Άν δεν τό πνίξω, νά εισάστε έτοιμοι νά βγήτε έξω. Καλύτερα νά σκοτωθητε άπό τό χαλάζι!,..
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ό Μπουτάτα τον καθησυ χάζει: — Μη σέ νοιάζηί, άφέντη Ταμπόρ... "Αν δής πώς δεν καταφέρνης νά τό πνίξης, φώ ναξέ με νά... τό ταράξω στις σφαλιάρες! Νά όμως πού ή ύπεράνθρω πη δύναμι του Παιδιού τή$ Ζούγκλας μαζί μέ τό φοβερό χαλάζι κάνουν γρήγορα τό θαύμα τους. Τό φίβι μέ κομ μένη την ανάσα άπό τό θανα τηφόρο σφίξιμο πού τού κά•νουν οί παλάμες τού Ταμπόρ, καί μέ κατατσακισμένο τό κορ μί του, πού τό χτυπούν άπ’ έξω οί μεγάλες άσπρες μπάλ λες τού χαλαζιού, δεν έχει τη δύναμι ν5 ,άντιδράσηι. Και γρή γάρος, κάνοντας δυο- - τρεις απότομους σπασμούς, τεντώ νεται καί μείνει νεκρό... Ό Μπουτάτια, πού παροοκο λουθεί τό τραγικό τέλος του, μουρμουρ ίζε ι απογοητευμένος. -—■ Κρΐιμια!... Π ήγε ... άσφα λιάριισηα! Αέν περνάει πολλή ώρα καί ή τρομακτική μπάρα αρχίζει νά καπάζη σιγά - σιγά... ^Ω σπου τέλος ή βροχή καί τό χαλάζι σταματάνε. Οί σύντροφοι βγαίνουν έξω άπό τό μεγάλο άσπρο καβού κι πού βρίσκονται σκοτωμένα τό σαλιγκάρι καί τό φίδι. Ό Μπουτάτα κυττάζει τον τεράστ ιο γυμνό σαλίγκαρο καί μουρμουρίζει πάλι: — ίΚαί έσύ μου τη γλύτω σες ! Άρούφηχτος πήγες!... Ό Πίτσικόκο πηδάει σβέλ τος πάνω στή σέλλα του μι-
ΤΑΡΖΑΝ κροσκοπικού 'Αλασάν καίί χα ϊδεύοντας του το κεφάλι, τον •ρωτάει: _ — Θά πείνασες .άλογστάρα μουι!... "Εχεις νά φάς άπό τους βασιλικούς ιμαυ σταύλους! *0 Μπουτάτα τον καθησυ χάζει : — Μή στεναχωρ ιέσσι, «υ ψηλότατε»! θά του πάρουμε πέντε-έζη, δεμάτια ισαΐνό νά... καλατσίίση·! Ό πρίγκιπας Ικανοποιείται άπό τό ένδ ι αιφέρον του χεοοδύναμου άράπη καί του λέει: — Ευχαριστώ... "Όταν θά φάη, ιθά στον δώσω νά ττάς καμμιά βόλτα. Ξαφνικά όμως ό Π ιτσικόκο θυμάται την υπόσχεσι που εΤχε δώσει στους τρεις συντρ.ό φους και φωνάζει άγέοωχα: —"Ε, λοιπόν! Θά σας πάω στη σπηλιά με τό χρυσό έλε φοντάκι.^ή όχι; — Ή άμε, τ’ άποκρίνετσι ό Ταμπόρ. Καί άν μάς κοοοϊδεύ ης, θά σέ κρεμάσω σ’ ένα δεν τοο νά σέ φάνε τά σπουργίτια... Πρώτος ό πρίγκιπας καβάλ λα στον Άλσσάν του και πί σω οι άλλοι ξεκινάνε και προ χωρΙούν γιά τή σπηλιά του Χρυσού Ελέφαντα. ΕΝΑ ΑΝΤΑΞΙΟ ΔΙΣΕΓΓΟΝΟ
<Δεν προφτάίΐνρυιν νά προχωρήσουν αρκετά αταν άνθρώπινες όμιλί’ ες άκαυγανται μπροστά τους. Ό Ταμπόρ ΛαγνΙωρίζει τη μια φωνή και λέει στους συν
21 τράφους του. % — θναι έκεΐνος ό Λευκός μέ τους μαύρους που ζητάει νά βρή τη σπηλιά του Χρυσού Ελέφαντα. 'Πιραγυατικά. Σέ λίγες στι Υμες τούς άΙντικρυζουν μπρο στά τους. Έκτος άπό τό λευ κό που φορούσε χοντρή κά σκα , όλοι οί άλλοι βρίσκονται μέ καταματωμέΐνα τά κεφάλια τους άπό τό χαλάζι. Ό ευρώ παΐος ρωτάει τον ΤάμΦτόρ: — Δέν (μου λές έσύ: μή πως ξήρεις πού βρίσκεται ή σπηλιά ιμέ τό Χρυσό Ελέ φαντα; ’Αιντΐ «ν& του άποκριθή τό Παιδ'ί τής Ζούγκλας, τόν ιρω τάει: — Έσύ ποιος εΤσαι; Καί τι ζητάς έδώ; Την ίδια στιγμή ένας άπό τούς μσύροάς πλησιάζει τό λευκό καί τού λέει: —■ Μή ρωτάς άδικα, άφέν τη Ρόκ... Έμιεΐς ξέρουμε όλες τις σπηλιές της ζούγκλας καί 6ά σέ γυρίσουμε παντού... Ό Ταμπόιο κυττάζει τόν ευ ρωπαΐο χαμέΐνα: -— Ρόκ σέ λένε;! Έκεΐνος τού ρίχνει μιά ά γρια ματιά. — ιΓιΟτί; Δέν σ’ άιρέσει τό όνομά μου; —Γιατί «Ρόκ» έχω άκαύσει πώς λεγόταν καίί ό λευκός πού έφτιαξΙε τό χρυσό Ελέφαντα. — Ναίίί, ι μουρμουρίζει ό ευρωπαΐος. *Ηταν προπάππος ■μου... Εϋμσι κληρονόμος τού θηίσαυ|ρού του καί ήρθα νά τόν πάρω... -Πού ήταν λοιπόν ή σπηλιά του; Ξέρει κανένας ά=
22 πό σας; —Έγώ ξέρω, τ’ άποκρίνε ται ό Μπουτάτα. Κι’ ενώ ό ΠίΤσικόικο τούς πήγαινε πρας τό βορρά για να βρούνε τή σπήλιά ,μ'έ το Χρυσό Ελέφαντα, αυτός του δείχνει ττίρας τόν Μότο. — Νά, ικατα έκεΐ θά προχω ρήσετε ϊισια ικοιίΐ θά 6ρήτ,ε τή σπηλιά πού ζήτάτε... Θά την καταλάβετίε άμέσως γιατί υέ σα είναι «κουψια καί άττ’ έξω έχει ένα άνοιγμα!... Ό δισέγγονος του Ρόκ τόν τραβάει βάναυσα ατό τό μττράΤσο: — Πάμε νά τή βρούμε... Ό Μπουτατα τον σπρώχνει «ελαφρά» και σωριάζεται κά τω. — Πάμε, άλίλά έγώ δεν 8ρ χοιιίαι. Ό κακός λευκός πετιέται ορ θιος κάί τραβάει τό πιστόλι του: —ΠροχώρηΙσε άν δεν Βέ λη ς νά πε'θάνη,ς, ουρλιάζει άγρ ια. Ό Ταμττόιρ παοακαλεΐ ιμέ ευγένεια τον εξαγριωμένο ευρωπαΐο: — Άν δεν θέλη νάρθη, μή τόν τπέΐζεις... Άνθρωπος είναι κάί αυτός... Ό Ρόκ τόν σπρώχνει βάναυ σα: —τΚάνε στην άφη μή σου φυτέψω κι’ εσένα καμμιά σφαΐ ρα στό κεφάλι! Δεν προφταίνει νά τελειώση καί ή τρομακτική γροθιά του 1Ελληνόπουλου πέφτει σαν κεραυνός στό σαγόνι του καί τόν άνςχτρέττει, Ό Τσμπόρ με
Ο Μ3ΚΡ0Σ
μά γρήγορη: κΐίνησι άρπάζει άπό τό χέρι του τό πιστόλι. Τό (μπουλούκι των μαύρων ιθαγενών χύνεται νά πρσστσ τέψη τόν άφέντη του. Ό Μπου πάτα όμως φωνάζει στον Τα μπόιρ: —Αυτούς άς τους. Θά τους κανονίσω έγώ. Είναι ζαλισμέ νοι άπό τό χαλάζι. Καί πέ φτοντας άτάνω τους άρ'χ ίζε ι νά τούο γκρεμοτσακίίίζηι κάτω .μέ γροθιές καί κλωτσιές. Ή Ζολιάν στέκει παράμερα καί παρακολουθεί ιμέ φοίκη τό κακό που γίνεται. Ό Πίτσικο κο τήν πλησιάζει καί υποκλί νεται: — Ωραία Ζόλάν! Θέλετε νά ιιοάνομμε ενάν πεοίίπατο ώ ο'που νά τελειώσουνε; Τό κοο'ίίτσι του λέει «όχι» μέ τό πόδι της, καΐί ό άμοιρος βρίσκεται ικουτρουβαλώντ ας πέ’νΤε μέτρα σακιρυά. Ό Πιτσιικάκο σηκώνεται γρήγορα ικιαί·, κοοταλίασπωμέ νος όπως είναι, τήν πλησιάζει πάλι καί τής λέει ρομαντικά: — Τί ωραία πού ...κλω τσάτε, Δεσπο ινί ς ! Στό μεταξύ ό Ευρωπαίος έ χει σηικωθή καί φτύνοντας δυο -τιρίίΐα ρατωμένα δόντια άπό τή γροθιά του Τομπόρ, μουρμου ρ ί ζ ε ι παρακλητ ικά: — Δώσε ρου τό πιστόλι... Τό Παιδί τής Ζούγκλας άν τί ν’ άπαντήαη, σηκώνει μέ το χέρι τθυ τό πιστόλι κάί τό πετάει στό σκοτάδι καί άφάν τάστο .μακρυά. "Υστερα φωνά ζει στον άράπη που κυνηγάει δυο - τρείς ιθαγενείς που έχσυν ιμείνει ακόμα όρθιοι;
ΤΑΡΖΑΝ
— "Ελα, Μπουτάτοο... "Ας τους αυτούς καί πάμε νά φύ γουμε.·. Ό Τσαυλούφης αταΐματάει αμέσως καί λέει στους μαύ ρους πού τρέμουν άπό τό φό βο τους: —Μέ συγχωρεϊτε. παιδιά ε; Εσάς θά σάς άφήσω για αύριο... Καί τρέχει ακολουθώντας τον Το^μττορ καί τή Ζολάν πού έχουν ί<ι’ όλας ξιεικινήσει. Ό Ροκ τταάάκολοιυθεΤ μέ τά φονικά μάτια του τό λευ κό Ιπαιδΐ που φεύγει καιί του φοονάζει άγρια: — "Εννοια σου καί εμείς οί δυο θά λογαριαστούμε κά ποτε... Πιστόλια έχω κι* άλ λα στις βαλίτσες μου! . . Ό Τα μπαρ δεν του άπακρύ νεται. Ή Ζολάν όμως, καθώς προχωρούν, γυρίζει ^τό ξανθό κεψαλάκι της καί του φωνάζει — "Ιδιος ό προπάππος σου είσαι στην κακ'ία!...
23
πό τόν Άλασάν προχωρεί καί χάνεται, ιμέσα. Ό Τα] μπαρ, ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα παραμερίζουν γρή γορα τά κλαδιά καί τόν άκολουθοΰν... Σέ λίιγο βρίσκονται όλοι μέσα σέ -μ ιά μεγάλη: σκο τειινή σπηλιά. Στή μέση βρί σκεται έν^ας ακαθάριστος σκο τεινός όγκος. Οί λιγοστές άκτΐνες του ψεγγαοιου ττού κα ταφέρνουν, περνώντας άπό τά πυκνά κλαδιά καί φύλλα, να εισχωρήσουν στο εσωτερικό τής άπηίλιάς, τόν κάνουν να ξοπετάη βαθυκιίτρίνες ανταύ γειες... 10 Μπουτάτα, ψάχνοντας σ"ά σκοτεινά, 1 μαζεύει άπό κά ^ω ξερά φύλλα καί τρίβοντας τα ιμιέ τις γυαλάπετρές του ανάβει ιμιά ιμικρή φωτιά πού γρήγορα την κάνει νά ξεπέ τα ξη λαμπερές φλόγες καί νά φωτίίση, τή σπηλιά. Ό Ταμπόρ καί ή Ζολάν ση κώνουν τά κεφάλια τους καί κυττάζουν .μ* ανείπωτο θαυ Η ΤΙΜΩΡΙΑ μασμό τόν τεράστιο χρυσό ε ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΥ λέφαντα ! Ό άοάπηις μέ τό τσουλού ΤΡΟΠΙΚΗ .μπάρα έχε^ι φι ρωτάει τόν Π ιτσικάκο: περάσει πια. Στον ξά — Αυτό εΤναι τό... έλεφαν στείρο ουρορό (λάμπει πού ιμάς έλεγες; πάλι τό άμορφο φεγγάρι. τάκι Ό — Ναί, τού αποκρίνεται ε Π ιτσικάκο πού προχωρεί ιμπρο στα άγήρωχος καβάλλα στο κείνος. "Αν σάς άρ^10^ ^ά ... βοηθήσω νά τό βγάλουμε έξω. άσπρό οπί του, φτάνει κάτό Ή Ζολάν κάνει νά γελάση τε καί σταματάει ιμπροστά σ’ πού τόν ακούει. ίμά δέν προ ένα φράγμα άπό πυκνή κι* άφταίνει. -σφνί'κά, άπό τό έαω γριίοο βλάστησι. — Πίσω άπό αυτά τά κλα τεριικό τού χαυσού ελέφαντα, Φτάνει στ* αυτιά τους παρά διά είναι τό άνοιγμα τής σπη ξενος θόρυβος σάν κουδούνι λιάς (μέ τό χρυσό «έλεφαντά σμα αμέτρητων λιρών πού με κι» τούς λέει. Καί χωρίς νά ξεπεζέψη α τ σκ ινουντα ι. Καί ταυτάχρο-
Η
0 ΜΙΚΡΟΙ να κάτι βροοχνά τρανεμένα βογ γητά πού μοιάζουν σά να βγαΐίινουιν άπό τά στήθη, βρυκό λακα: — *Ώχ!..ΥΩχ!... Πσνάω.;. Ή Ζολάν ψιθυρίζει μιέ φρί κη : —"Οπως μάς τά έλεγες;, Ταμπορί... Είναι δ πεθαμένος Ράκ πού το καριμί του δεν λυ ώνει ιάττο το φίλτρο του Ζοχράν καΓι βασανίζεται άπό τις στερήσεις καί τά γηρατειά! — Τιμωρείται γιά τά κιακαυργήματά ταυ! ψιθυρίζει τό ίδιο σιγά τό (Παιδί τής Ζούγκλας. Τώρα πρέπει νά είναι κοντά έκιατόν πενήντα χρόνων! -—Πάνω στό άνθος τής ή λιικίας του!, {μουρμουρίζει ό ΜπΡυτάτα. 'Καί ρωτάει περί εργος : — Δεν ιμαυ λέτε, άφέντες παιδιά: αυτές πού κουδουνί ζουνε, λίρες είναι; — Λίρες... "Αμέτρητες λί ρες!... ^ — ιΚάΐ πεινάει;! Γιατί δέν τίς τρώει; Τά πονεμένα βογγητά του φοβερού κακούργου συνέχιζαν ται καί ή Ζαλάν συγκ ινειται. — Θυμάσαι, Ταμπρρ, τίί είπε ό Μάγος: άν τον άντικρυ ση άνθρώπινα μάτι, θά διαλυθή άμέσως, θά γίνη σκόνη, και 6ά έξαψανιστή... — Ναί. ^ — Πρέπει λοιπόν νά βρής τόν τρόπο νά μπής (μέσα οπόν ελέφαντα και νά τόν κυχ τάξης. Μονάχα έτσι θά ήσυχα ση ό καημένος άπό τό αβάσταχτο μαρτύριο τής νεκρής
ζωής του. Ό Ταμπόρ άποκρίνεται συλλογισμένος: ^— Θά προσπάθήσω, Σό λαν... Μά τό μυστικό που άνοί γει ή κοιλιά του χρυσού έλέφάντα τό ξέρει μονάχα ό κα κούργος πού βρίίΐσκεται μέσα του... Ό ^Μτπουτάτα προχωρεί καί] χτυπάει δυνοπά μέ τίς παλά μες^ του τά χρυσά πλευρά τού θηρίου^ φωναζαντας: — *Έ, αφέντη ζωντιανοπεθαμένεΚ.. Πές μας πώ£ άνοί νει^ ή πόρτα νά σέ ...κάνουμε σκόνη! Μά ό Ρόικ είναι /νεκρός καί δέν άκιούεΐ' τίς φωνές των ζων τανών. Συνεχίζει νά στενάζη κάί νά βογγάη. — *Έ, άφέντη Λεφτά! Πές μας πώς άνοιγε ι ή πόρτα νά σέ... διαλύσσυμε! Μη παίρνοντας δμως καμμιά άπόκρισι πάλι, θυμώνει κάί τού φωνάζει: —^ Αέν μιλάς, λοιπόν; Τό τε^ ξάπλωσε στις λίρες σου καί περίμενε ν" άνέβη ή ... τι μη^τους! Χά, χά, χά! "Υστερα πιάνει τη χρυσή προβοσκίδα τού ελέφαντα καί την κουνάει δεξιά κι" άριστερά άποχαιρετώντας τον: χ —Γειά σου, Φίλε!... Καί νά μάς συγχωρής γιά την ένό χλησι. ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΠΛΑΚΑ
ΟΝΤΕΥΟΥΝ χαράματα πιά όταν οί τρεις σύν τροφοι γυρίζουν στη σπηλιά τούς. Ό Π ιτσικόκο
ΤΑΡ1ΑΗ *3η
τούς άκολουθεΐ αγέρωχος και ντούρος έπάνω στο μικροσκοτγ.ικό άλογαττάκι του. Μό,νο σαν περνάη κάτω από το ψη; λό άνοιγμα της σπηλιάς σκυ βει το κεφάλι του για να., μή χτυπήση. "Υστερα ρί(χνοντας ιμιά μα τιά στο απέραντο έσωτερικό τής σπηλιάς, ρωτάει: — Τι λέτε; Θά χωρέσω κι5 έγώ έδώ ιμιέσα; Ή Ζολάν τον σηκώνει στην άγκαλιά της: —- Θά χωρέσης, Πιτσικόκο ...Τώρα πού έχασα την Φίφη, θά έχω έσένα για ...σκυλάκι μου. ^ Ό Ταμπόρ ιοληι τήν άλλη, μέρα κόβεται σιωπηλός κάί βαθειά συλλογισμένος έξω α πό την κρυφή σπηλιά. Στα αυτιά του βουίζουν άκάμα τά πονεμένα βογγητά του κα κούργου Ράκ. Καταλαβαίνει πως ή τιμωρία είναι δίκαια, μα ή ψυχή του συμπονάει καί δεν ανέχεται νά βασανίζεται έτσι ένας άνθρωπος, έστω καί κακούργος. Πρέπει νά βρή κά ποιον τρόπο νά ράθη; τό μυστίικό καί ν άνοιξη την κοιλιά του χρυσού .έλέφαντα. Νά στα ματήση μια γιά πάντα τό μαρτύριο του δυστυχισμένου αυτού άνθρώπαυ. Κάί νά : Λίγο πρϋιν σουρου πώσιη, ιμιά Ιδέα άστράφτει στο μυάλό καί στά ιμάτια του. Φω νάζει άμέσως τη Ζολάν καί το Μπουτάτα. Τους ακολουθεί κι" ό Πιτσικόκο. — Τό βρήκα/ του£ λέει. Βιρήκα ποιόν θά ρωτηρσυμε
γιά νά μάθουμε τό μυστικό του Χρυσού Ελέφαντα... — Ποιόν; ρωτάνε όλοι μ* ένα στόμα. — Τον μηχανικό πού τον έφτιαξε. Αυτός θά μιλήση!... Ή Ζολάν κυττάζει τό συν τροφό της ανήσυχα. — Είσαι^ καλά, Ταμπόρ; Ό μηχανικός έχει πεθάνει πριν εκατό χρόνια! — Και θάχη, ξεχώσει πια νά ...μιλάη ό άνθρωπος!, συ μπληρώνει ισοβαρά ό Μπου τάπα. Τό Παιδί τής Ζούγκλας χα μογελάει παράξενα: — Ό μηχανικός ξχει πεθάνει, μά τό μυστικό; του ζή, μουρμουρίζει1. Πρέπει λοιπόν νά πάμε άμέσως νά ξεθάψουμε το .«. —Τό μακαρίτη; _— "Οχι. Το μυστικό του... Εμπρός λοιπόν Μπουτάτα. Πάρε την πέτρινη άξίνα κάί δαυλούς καί πάμε... Θά γυρίισουιμιε γρήγορα, Ζολάν. Έσύ μείνε έδώ με τον ^«Πρίγκιπα» κάί πρόσεξε μή μάς τον άρπα ξη κανένα ποιντίκι. Ό Πιτσικόκο ψιθυρίζει σι γά στο κορίτσι: -— Απορώ πώς δέν μέ ζηΓ λεύει αυτός ό άνθρωπος! Τό σο κουτός είναι πια! Οί δυο σύντροφοι φτάνουν γρήγορα στήν^ αθέατη, σπη λιά του χριυσου έλέφαντα. Ό Ταμπόρ δείχνει στο Μπουτά τα ένα σημείο κοντά στό άνοι γμά της: ^ — Έδώ θά σκάψουμε7 τού λέει. "Εχω άκαύσει πώς ό κκχ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
26 κοΰργος Ρόκ σοον δολοφόνησε τό μ:η.χα:ν ιικτό, τον ϋΘαψε έξω κιο«ι άριστε,ρά άπό το άνοιγμά τής σπηλιάς του. Ό χεροδύναμος Μπουτάτα αρχίζει νά σικοάβη εύκολα τό χώμα , πού είναι ακόμη: υγρό άπό τή νεροποντή τής χθεσι •νής νύχτας, ζιαφνιικά όμως σταματάει για λίγο κάΐ ρω τάει άνήσυχας τόίν Τάμπόρ. ^ — ^Αλήθεια, άφέντιη, παιδί, θά ιμάς .μ κλήση, ό ,μακιαρΡτηις πού θά ξεθάψουμε; —Ό μακίφ'ίίτη,ς οχει λυώοιει, τ’ αποκρίνεται ό νέος. Θά έχη γιράψη όμως το μαστικό του. Αυτό θέλουμε: νιά βρούμε. Ό Τσουλούφης απορεί: —Ό ίμακιφίτης θάχιηι λυώσει
πού έγραψε και τδ χαρτί τό μυστικό θά έχη, μείνει γε ρό καί άτσάλίάκωτο; Μωρέ μήπως καί αού «σάλεψε» καί δεν τό πήρες χαμπάρι; ! Ό Τ αμπόρ χαμογελάει πάλι: — Σκάβε, Μπουτατα... ΓΈ νας μηχανικός πού θέλει νά σιγουρέψη ένα ιμετγάλο μυστ ι κό δεν τό γράφει σε χαρτί. — Αλλά ποΰ τό γράφει; Στο... μαν ικέτη του; Στο σηιμεΐο πού ό Ταμπό,ρ είχε δείξει στον ίάριάπη νά σκά ψηι, δεν βρ ισκοίταιν κανένας τάφος. — Νά ακιάψουίμε πάρα πέ ρα, του λέει τώιρα.
"Ολόκληρη ή σπηλιά, μαζί μέ τον χρυσό Ελέφαντα.στον αέρα καί γίνονται σκόνη καί καπνός.
τινάζονται
ΤΑΡ2ΑΝ
27
Το * Ελλη νόπουλο ιιτταίνει γρήγορα στην κοιλιά τον χρυσού Έλέφοοντα
Ό Μπουτάτα παραξενεύε ται : — Γιαπ/ι παραπέρα; Λες να μετακινήθηκε ό μακα ρΗης; # , Ό χεροδύναμος αραπης σκάβει καί πάρα τέρα. "Ομως και πάλι ό τάφος δεν βρίσκε ται. Ό Ταμπόρ ίέττιρένει. — Σκάψε τώιρα άκόμα πα ραπέρα}, που λέει. Ό Μπουτάτα χάνει- την υ πομονή του: — Αμάν πια!... Κυνηιγητό μέ τό ,μοοκίαρίτηι θά παίξουμε; Μπά, σέ καλό σου! Τέλος καί -μέ τά πολλά ό τάφος του μηχανικού βρίσκε ται. Μά καί τά κσκκαλά του
έχουν άικιήμια λιυώσει... Ό ΤαμπΙόρ χώνεται ιμέσα κ)άί ψάχνει για πολλή ώρα τπρρρεκτ ιικιά κ)οΛ μ5 έπιμονή. Ό όράπης μ«* £^α άναμιμέίνο δαυλό τοί> φωτίζει άίττό πάνω. »ΚιαΓι νά : Σέ μια στιγμή τά νύχια Του που ψαχουλεύουν ξύναντας τό χώρα, βρίσκουν πάνω σέ κάτι σκληρό. Είναι >μ ιά μικρή (μεταλλική πλάκα. Τό (Παιδί τής Ζούγκλας τήν αρπάζει μέ λαχτάρα και πηδάει χαρούμενος έξω. Ένώ από τό βάθος τής σπηλιάς πού βρίσκεται- ό τεράστιος χρυσός ελέφαντας, άκούγοντιαι τά βραχνά πονεμένα βογ γητά του κολασμένου .· Ράκ. —Σβυστε τό δαυλό καί πά-
2$
Ο ΜΙΚΡΟΣ .*·ΛΜΜ**&*.ΙΪΙ^
με Μπουτάτα, του λέει. Τό μυ στιικό που ζητούσαμε, βρέθη κε... Αύριο ή κοιλιά του χρυ σού έλέφαντα ιθά είναι «άνοικτή»! — Έκτος άν είναι... Κυ ριακή άργίσ, (μουρμουρίζει σο βαρά ό Τσουλουφης. ΤΟ ΑΛΥΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
ΤΑΝ 01 ΔΥΟ σύντρο φοι ξαναγυρίζουν στή σπηλιά τους, ό Ταμπόρ πλησιάζει στο λυχνάρ ι καί έξετάζει το εύρημά του. Είναι μια χρυσή λεπτή τετράγωνη πλάκα που σαν την καθαρίζει βλέπει πως έχει χαραγμένες λέξεις καί άπό τις δυο πλευ ρές της. Τό Παιδί τής Ζούγ κλας Τις διαβάζει καί σι άλ λοι άκούνε. ’Από τη μια πλευ ρά γράφει: «Πιες νερό ιμιά φορά. Μύρι σε τον άέρα δυο φορές. Ξυσε τ’ άριστε,ρό σου πλευρό τρεις φορές κάΐ τό δεξιό σου τέσ σερις». 'ΚΓ άπό την άλλη είναι χα ραγμένα αυτά τά λόγια: «Άν περπατήσης, θά πετάξης στον άέρα». — Αοιπόν; ρωτάει ή ΖοΛαν. Τό βρήκαμε τό μυστικό Ταμπόρ; — Τό βρήκαμε, τής άποκρΓνεται, ιμά δεν μπορούμε νά τό έξηγήσουιμε. — Τόσο ικουτοί εΤσαστε; έπεμβαίνει ό Μπουτάτα. Νά σάς τό έξηιγήσω έγώ! Μπά, σέ καλό σας! (Καί τους έξηγεΐ, παίρνον τας -καί τίς προφυλάξεις του
γιά την καρπαζιά που θά έπακολσυθήση: —Τό λοιπόν, τό ιμυστικό θέλει νά πή πώς ή έξήγησι είναι μυστική καθότι χωρίς έξήγηΐσι δεν μπορεί νά βρή κα νεις την έξήγησι του -μυστικού ...Καταλάβατε; — "Οχι, του άπακιρ-ίνεται ή Ζολάν. Έσ6; — Ούτε κι* έγώ. *Αρα εί μαστε πάτσι. Τό κορίτσι κουνάει συλλο γισμένο τό κεφάλι του: — Έγώ λέω, Ταμπόρ, πώς δεν είναι δυνατόν ν* άνοίγη ή κοιλιά του έλέφαντα μέ τέτοι ες άνοηισίες. Πιες νερό, μύρισε τον άέρα, ξύσου καί ιμή περ πατάς γιατί θά πετάξης στον άέρα... — Αυτό είναι τό μυστικό, έπιμένει ό Ταμπόίρ, άλλο άν έμεΐς δεν μπορούμε νά τό κα ταλάβουμε... Ό μηχανικός τό είχε χαράξει-μ* αυτά τά λόγια στή χρυσή πλάκα που είχε έπάνω του, γιά νά μή μπορή νά τό καταλάβη^ κανείς εύκο λα. "Όταν ό Ρόκ τόν σκότωσε καί τόν έθαψε, δεν ήξερε πώς είχε έπάνω του τό ιμυστικό. Άλλοι ως θά του έπαιρνε τήν πλάκία καί θά την έξοοφάνιζε... "Έτσι ό μηχανικός έλυωσε καί χάθηκε μέσα στόν τάφο, χρυσή πλάκα όμως διατηρή θηκε άνέπαφη γιά νά μαρτυρη-ση κάποτε τό μεγάλο μυ στικό. Ό Μπουτάτα ρωτάει τώρα: — Τι λες, άφέντη παιδί!; Νά ίπάω στή σπηλιά καί νά κάνω αυτά πού γάφει ή πλά κα, ιμήπως κι* άνοίξη ή κοιλιά
τού έλιίφοοντα; 1— Τι να κάνης; —Νά πιω νερό, να μυρίσω τον άέρα, νά ξυστώ δεξιά κιι3 άριστειρά καί νά πετάξω στον δέρα... Ό Πιτσικοίκο ττού κάθεται καί ,ρομαντζάρει χωρίς νά δί νη ικαμμιά σηριασία στ ή συζή τηισίι τους, λέει εττό λευκό κο ρίτσι : — Κύτταξε γύρω, ωραία Ζο)λάν, τι άμορφη ττσύ είναι ή φύσις!... Τά πουλάκια μρσκο βολάνε πάνω στά κλαδιά καί τά λουλούδια κιελαϊδάνε στά δέντρα! Κύτταξε αυτή τη χια αιτωμένη ^ κάργια πού δροσ'ίιζεται ισττό γλυκόλαλο ρυάκι: Κατεβάζει το κεφάλάκι της πίνει νερό κι" υστέρα τό σηκώ νει ψηλά σά νά μυρίζη τον ττο λύχρωρο αέρα!. Ό Μπουτάτα σηκώνει τη χερούκλα γιά νά τού δώση; μιά Καί νά τον 6γάλη, στην παλάμηι του χαλκοραναα. ^ Ό Ταμπτορ ορως ττετιέται όρθιος καί τον έμποβίζει, φω νάζαντας: — Τό βρήκα.! Αυτό εί ναι. *Όπως ή κάργια, που εΐ πε ό Πιτσικόκο! Μπράβο πρί! γκιπα! ~Αν δεν έλεγες αυτή τή σαχλαμάρα δεν θάβρισκα ποτέ τό ριυστικό!... Ή Ζολάν ικάΐ ό Μπουτάτα τον κοπάζουν χαμένα. Μά τό τετραπέρατο ΈΑληνόπαυ λ ο τους τραβάει: — Πάμε... Πάμε άμίέάωξ ν* άνοίιξουμε τήν κοιλιά του χρυσού έλέφαντα! Πάμε νά δώσουμε τέλος στο φοβερό μαρτύριο τού δυστυχισμένου
κακούργου..» Πάμε και θά σάς έξηγήισω έκεΐ... ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ
ΤΑΝ ξαναφτάνουν στη σπηλιά έχει αρχίσει νά ξηίμερώυιηι... Ό Μπουτάτα άναβει πάλι ένα δαυλό καί ό Ταμιπόρ έρ)χε ται ιμπροστά από τό κεφάλι τοΰ χρυσού ελέφαντα. Πιάνει από τήν άκρη τήν προβοσκί δα του που (έχει1 κλειδώσεις καί ρίπορεΐ νά κουνιέται πρός όλες τ'ίς κατευθύνσεις, καί τήν κατεβάζει ίμια φορά πρός τά κάτω μουρμουρίζοντας τά λό για τής χρυσής πλάκας:^ —ιΠιές νερό· μιά φορά... 3Αμέσως καί χωρίς νά αφή ση τήν προβοσκίδα τήν άνεβαζει δυο φορές τηρός τά έτπά νω, συνεχίζοντας: ^—Μύρισε τον άέρα διυό φο ρές..ν Σέ κάθε κίινηισι τής προβο σκίδας άκαύγονται ιστό έσοοτε ,ριικό τού χρυσού ελέφαντα πα ,ράξενοι ιμεταλλ,ιικοί'ί κρότοι. Ό Ταμπορ κάνει τώρα •στήν τηροβοσκ,ίβα τρεις κινή σεις πρός τ* αριστερά και (μουρμουρίζει διιαβάζοντας ,τήν επιγραφή: — -υσε τό άριστερό σου πλευρό τρεΐς φορές... Τέλος κάνει στήν προβοσκί δα κι3 άλλες τέσσερις κινήσεις πρός τά δεξιά. —· ...κάΐ τό δεξιό σου τέσ σερις. Τήν ίδια στιγμή θόρυβος από παράξενο μεταλλικό άνα κότερα άκούγεται στο έσωτε
©
ύ ΜΙΚΡΟΙ
ριικό ταυ χρυσού έΛέψοοντα καί ή τρομερή πόρτα τής (κοιλιάς του άνοιγει. Γωμοί τά 'πονεμένα βογγητά του άλυωτου πεθαμένου κα χούργου άκούγανται πιο δυ νατά καί άίπαίσια. Ό Μπουτάτα δηλώνει κατη γορημιαΠκά. — Έγώ, ιμιά ψαρά, δεν μτηάίνω μέσα. Κάντε όπως κα τολαβαίινετε... — Φοβάσαι; τάν ρωτάει ή Ζσλάν που κι5 αυτή τρέμει σύγκορμη. — Έγώ νά «ροβηθώ; κάνει μέ άπορία ο Τσουλούφης. Χά, χά, χιά!... —Τότε γιαπί δεν μποοινεις; —Δεν έχω κορμιά αρεξι να πιαρπώ ατά χέρια μ5 ένα γέ ρο εκατόν πενήΙντα χρόνων.. Τι θά πή ό κόσμος! Ό Ταμπόρ προχωρεί μέ σταθερό βήμα κάτω από τον ελέφαντα. Πιάνεται άπό τί<^ πλευρές του ανοίγματος και κάνοντας έλιξι, ανεβαίνει, καί χώνεται ατό έσωτερικό του. Ό Μπουτάτα τρέχει άπο κάτω ιμέ τον άναμμένο δαυλό καί του φωνάζει τρομοκράτη μένος: —Έ, άφέντη Ταμπόρ, άν δεν ιμπορέάης νά τον διάλυσης πές μίας νά ...διαλυθούμε ε μείς ! ^ ιΚάί νά: τά πονεμενα βογγητά σταματάνε άμέ'σως.. Ό Ταμπόρ ξαναβγαίνει σιέ λίγο άγνώριστός. Τά μάτια του έ χουν έκφρασι τρόμου κάί φιρί κης. Τό πιράσωπό του είναι σαν νεκρού- Τό ύφος του χαμέ νο.
— Λοιπόν; ρωτάε'ΐ μέ α γωνία ή Ζολάν. Τό 1 Ελληνόπουλο ψιθυρίζει σά νά μιλάη μέ τον έαυτό του — Φοβερό!... Απαίσιο θέ αμα Ποτέ 6έν δοκ'ί μαοα, ού τε θά ξαναδοκιμάσω τέτοια Φρίκη!... "Έτρωγε τά οκουλή κια πού ζητούσαν ικι’ αυτά νά χορτάσουν ρέ τίίς σάρκες του. Μόλις τον ,άντίικρυσα, τ£ ά γριο πονε|μιένο πρόσωπό του* πήρε έκφρασι απολύτου ευτυ χίας... -Κι* άμέσως γίίνηκε ακό νη, διαλύθηκε... —ιΚκοαί <αί! λίρες διοολυΐθήκα νε; ρωτάει ό Μπουτάτα., ή μεί ναν εκεί γιά νά... χαρτζηλικω θοΟμε; Ό Ταμ'πόρ πετάει μέίσα στην ανοιχτή κοιλιά του ελέ φαντα τή χρΜσή τετράγωνη πλάκα κάί ξανακλείνει την πόρτα της. — Πάμε, μουρμουρίζει στους συντρόφους του. "Από εδώ καί πέρα κανένας πια στον κόσμο δεν θά μάθη τό μυστικό... —-Έγώ τό ξέρω άπ" έξω, κάνει ό Μπουτάτα. Νά στο πώ; —Πές το... —Πιες άέ|ρα μια φορά-. Μύρισε τό νερό δυο φορές. Βά λε τό δεξιό πλευρό σου νά ξύ ση τ’ άριστερό... — Καί τώρα άς γυρίσουμε στη σπηλιά μας, συνεχίζει ό Ταμπόρ. Εμείς ήρθαμε εδώ γιά νά (κάνουμε μιά καλή πρά ξι... Οι λίρες δεν μάς χρειά ζονται... Έδω οπήν άγρια ζούγκλα πού ζούμε, δέν μάς λείπει παρά μονάχα ή...
ΤΑ^ΖΑΝ — Ή αγάπη.. σίΜΜ/τηληιρώ ν€ΐ ό Π ιτσιικιάκο άναστεναζοντιας σπαραξικάρδια. Ό Τοΰμιπάρ έπαναλαρβά νει .και Αποτελειώνει τή φιρσ σι του: — Έδω στην άγρια ζούγ κλα πού ζαύμιε δεν μάς ίλείττει παρά 'μονάχα ή ...ικίαικίίία των πολιτισρένων Ανθρώπων.
31
τη Δισέγγονε! .. Ό παππούς σου τίναξε τά πέταλα! —Ποιος παππούς μου; ρωτά ει ιμέ Απορία ό Ευρωπαίος. -— Αυτός πού βογγούσε στην κοιλιά τού χρυσού έλέφαντα! Πάει, ό φουκαράς! Κρΐμα τις λί|ρ©ς πού παράτη σε καί θά τις φάη ό σκωρος_! Τά (μάτια τιού λευκού λά μπουν παράξενα. "Έχει Ανα ΓΙΑ ΕΝΑ γνωρίσει τον άράπηι μέ τό ΚΑΘΡΕΦΤΑΚΙ τσουλούφι πού σακάτεψε χθες ΤΑΜΠΟΡ καί ή Ζολάν τή 1νύχτα τούς ιμαύρους του. Κάί τον ρωτάει: φεύγουν γιά^νά ίξαναγυ — Έσύ δεν είσαι πού ξέ ρίσουν ατή σπηλιά τή σπηλιά τού χρυσού ε τους/Ο Μπουτάτα ικίαι ό ρεις Πιλέφαντα; τσικόκο μένουν για νά κυνιη,— 3 Εγώ, όλάκληρος! γήσουν. — ιΠού είναι λοιπόν; τού — Τι κυνηγάς έσύ; τον ρω φωνάζει άγρια. τάει ό πρίγκιπας. ^— Λεν σου λέω.. Καί νά — Αγριογούρουνα, Αγριαβούβιαλα Ικίαι άγριο,μοίσχαρα, ,μιέ σκοτώσης δέ σου λέω!... τού αποκρίνεται ό Μπουτάτα. Ό Ρόκ ικαταλαβαίνει πώς Έσύ Τι κυνηγάς; είναι κουτός καί Αλλάζει τα — Άγριασπούργιτα, μουρ κτιική. μαυρίζει ό Πιτσιικόκο. — Γιατί νά σέ σκοτώσω; Ιέ λίγο όμως καί καίθώ^ Επιτρέπεται νά σκοτώσω τό προχωρούν ό Τσουλούφης χα πιο ρμοιρφο παλληκιάρι τής νει τον πρίγκιπα καί άναγκά ζούγκλας; ζεταΐ' νά συνεχιστή ιμονάχος τό Ό Μπουτάτα γουρλώνει τά κυνήγι. μάτια: —Θάπεσε σέ καμμιά ... — Έγώ είμαι όμορφος; μ ιυρ μ ηγκοφωλ ιά, ό φουκαράς,, ^— Έσύ βέβαια... Αέν έχεις συλλογίζεται. τό πρόσωπό σου; ^αφνιικά, βήματα Ακούγον- δη ποτέ —Τό είδα <μιά φορά στον ται ιμπροστιά του καί παρου ύπνο (μου καί κόντεψε νά σπά σιάζεται στο ίδιο μονοπάτι ό ση ή χολή (μου! Ροκ. Ό ιάπόγονοις τού κακούρ Ό ιΕυρωπαΐος -βγάζει άπό γου πού έξαφανίστηικιε πρΐίιν λίγο στην κοιλιά του χρυσού την τσέίττη του ένα στρογγυλό έλέφαντα. Ό Μπουτάτα πάί)ρ χρυριό καθ)ρεφτάκι . —Δεν έχεις, δίκηο, τού νει ύφος πένθιμο κάί τού σψίγ λέει*. Γ ιά ικ υττάξου σ' αύτό. γει το χέρι1: Είσαι ένας γόης! — Ζωή σέ λόγου σου, άφέν
©
η
. . Ό Μπουτάτα κυττάζει. στο καθρεφτάκι κοοί ένθουστάζιεταοι. — Γόης, δέν ίλές τίποτα!... Γοήταρος ινά λες! Μπά, σέ καλό μου! Καί προσθέτει μονολογών τας: —’Άν μ έβλεπε ή Ζαλόον σε... καθρέφτη^ ο Ταμητόρ θά είχε πάει για κούμαρα! Μου χρίζεις, αφέντη;, το κοαθρεφτόκι; — Ναι... “Άμα ιμοΰ πής κι5 έσύ που ιβρίίσκεται ή σπηλιά μέ το χρυσό έλέφαντα. Ό πειρασμός είναι ιμιεγάλος καί ό Τισουλαόφης δέν μπορεί ν5 άντισταθή. Του άποκιρίίνεται λοιπόν: — Αέν θά ίσου πώ! Και νά μέ σικοτώσης δέν θά σου πώ! ίΚαι τσεπώνοντας τό καθριε πτάκι προσθέτει: — Πάμε ρμως νά στη δεί ξω... "Οταν ό Μπουτάτα ξαναγυ ρίΐζη στήν κρυφή σπηλιά, όλοι καμαρώνουν τό άμορφο κ,αθρε φτάκι του. — Μου τό χάρισε ό άψέν της Δισέγγονος, τούς λέει. Ό ΤαμΙπόρ ανησυχεί: — Μήπως του είπες που βρίσκεται ή σπηλιά του ελέ φαντα; —Όχι. Μόνο του την έ δειξα. Ό Ταμπόρ πετιέται πάλι όρθιος. —Πάμε γρήγορα, λέει στους συντρόφους του. Ό Ευ ρωπαΐος ιμέ τούς μαύρους του 6ά τρεξουν νά τραβήξουν άπό τη σπηλιά τό χρυσό έλέφαντα
0 ΜΙΚΡΟΣ
Π,ρέπει νά προλάβουμε νά τούς ισώσουμε τη ζωή... — Δέν καταλαβαίνω, λέει ό Μπαυτάτα, αλλά πάμε.ν Μήπως θά πληρώισουσε τά ναύλα; Τό Παιδί τής Ζούγκλας ξε κινάει καί ό Μπουτάτα θρο νιάζοντας στον ώμο του τή Ζολάν, τόν ακολουθεί. ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ
ΛΑΟΙΜΟιΝΟ! Όταν ό ΤαμΙπ-όρ, ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα φτάνουν έκεΐ, είναι ίσως πολύ αργά. Μέσα στή σπηλιά βρίσκε ται ό κακός απόγονος του παληου^ Ρόκ — του «Χάρου τής Ζούγκλας» όπως τόν έλε γαν ,— μαζί μέ τούς μιαύραυς σκλάβους του. Ό Ταμπόρ άφήνει άπ’ έξω τόν^ άράπη μέ τό κορίτσι κΓ εκείνος, παραμερίζοντας τά πυκνά κλαδιά πλησιάζει στο άνοιγμα τής σπηλιάς. Στο εσωτερικό της βλέπει τόν Ευρωπαίο ρ’ ένα βούρδου λα στο χέρι νά χτυπτάη τούς μαύρους καί νά ουρλιάζη ά γρια: —Γρήγορα, σκυλιά!.... Γρή γορα νά πάρουμε άπό έδώ τόν έλέφαντα. Δέστε τον γερά μέ τά χορτόσχοινα... Τραβή χτε μέ δύναμι όλοι μαζί... Γρή γορα γιατί θά σάς σκοτώσω! Οι μαύροι έχουν δέσει τό χρυσό έλέφαντα μέ χοντρά^ γε ρά χορτόσχοινα καί είναι έτοι μοι νά τραβήξουν καί νά δώοουν την πρώτη κίνησι στις χοντρές ρόδες πού βρίσκονται
ΎΑΡΖΑΗ
33
κάτω άττό το μεγάλο βάθρο του. — Μή! τους φωνάζει δυνα τά ό Ταμπόρ! Μή τραβάτε τά σχοινιά! Θά πάθετε μεγάλο κακά! 4Ο Ρόκ τραβάει τό πιστόλι καί του ρίχνει μια σφαίρα. Το άτράμίητο Ελληνόπουλο βγά ζει ένα πόνε μένα βαγγητό καί σωρ ιάζειται σφαδάζοντ ας χά μω ιμτηοοστά στο άνοιγμά τής σττηιλιάς. 4Ο Μττουτάτα ικατείβάζει ά τια τον ώμο του τή Ζσλάν και τρέχοντος αρπάζει τον τραυ ματισρένο Τοηματορ κΙαί κάνει νά ξάναγυρίίίσηι κοντά της. Ταυ τόίχρονα σχεδόν, μια τρομαμ'ακτική έκιρηξις αντηχεί... 4 Ολόκληρη ή σπηλιά, ιμαζι μέ το χρυσό έλιέφιαντα τον Ευ ρωτπαϊο και τους μαύρους του, τινάζονται στον αέρα καί γί νονται σκόνη και καπνός!
— Πιες ιμου Ταμπόρ, τι έ γινε; Γ ΐ’ατί ο χρυσός έλέφαν τας τινάχτηκε στόν άέρα καί σκότωσε τόσους ανθρώπους; — Λυτό ήταν τό δεύτερο μυστικό τής χρυσής πλάκας αποκρίνεται ό νέος. Θυμάσαι που έγραφε <άΑν περπατήσης θά πετάξης στόν άέρα»; — Δηλαδή; Ό Ταμπόρ τής έξηγέί: — Ό κακούργος Ρόκ γιά νά τ Γμωρή'ση σκληιρά έκείνους που μετά τό θάνατό του θά έπιχειρουσαν νά κλέβουν τό χρυσό ελέφαντα, είχε διατάδετ •τό ιμιηχανιικό νά γειμίση μέ δυ ναμ'ίτες τίς χοντρές ρόδες του Κίώι στήν παραμικρή κίνηση μιά τρρμακτική έκρη,ξι θά έπακολαυθουσε πού θά τίναζε στόν άέοα κάι τόν έλέφαντσ και αυτούς. "Όπως κ’ έγινε... — Τώοα ίκιαταλΐαβάκνω, μουρμουρίζει συλλογισμένη, ή Ζολάν γιατί έγραψε πως άν Ευτυχώς το τραύμα τής περπίατήσης, θά πετάξης στόν σφαίρας οπόν ώμο του Τα ° αέρα! μπαρ δεν είναι σοβαρό-. ®Όταν ό Μπουτάτα τον φεονη στη } Μά δεν προφτάίνει νά τελεί ώση τά λόγια της,, δταν ό Πι σπηλιά τους, ή Ζαλάν τή για τσικόκο καλπάζη< ιμέσα στή τρεύεΐ' γρήγορα μέ τά θαυμια τουργά βότανα που τής έχει Γ σπτηλιά αλαφιασμένος καί φω χαρίσει ό καλός -μάγος ^ Ζο γ/ ^νάζοντας: χοάν. Καί δταν τό άτρόΐμητο| I — Τό Δέντρο!.... Μέ κυνη Ελληνόπουλο συνέρχεται, τόν |ιγάει τό δέντρο που τρώει άνν.νηΛν τ * ^ θρώττους!... ρωτάει: ΤΕΛΟΣ
Άποκλειοττικότης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΙ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΜΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: *Οδός Λέκκα 22 — ΑΡ1Θ. ® — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ„ Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τνττογρ.: Α. Χατζη-δασ ιλε ίου, Ταταούλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΜΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΘΗΡΙΑ *
πού κατασπαράζουν στη Ζούγκλα πάρχει και
τούς ανθρώπους: Υ
ΤΟ ΑΝΘΡΩ,ΠΟΦΔΓΟ ΔΕΝΤΡΟ που σκορπίζει τρόμο., φρίκη και θάνατο.
. ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ βέν πρέπει νά μείνη κανείς χωρίς νά δισβάση τό πιο συν αρπαστικό καί πρωτότυπο τεύχος του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ:
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟ ΔΕΝΤΡΟ Ή άγρια καί παρθένα Ζούγκλα μέσα στην άπαθέωσι του τρομακτικού μεγαλείου της.
Ο ΜΙΚΡΟΣ 1ΆΡΙΑΝ εΐναι τό μοναδικό ανάγνωσμα Ζούγκλας πού κυκλοφορεί στην * Ελλάδα.
ΓΚΡΑηΧβ' ΜηοηΚΗΝί δεη ΦΟΚΑ' 779/ χιετη Φίδι λ
ε/νη ε/ΔΕρε/νιο ψίδι πογ θα εε εχοΓ2ζη α/V
ηηΗει*
/ηηή/ντοηο 7 χτυπά
εχοτ^εΗ
χιετα '
(
Κ
μ που
τον
ΟΕΜήει
ε/7/9Α/9 μας.
ΑΣΗΙ
ηε,.πεθΑ: (ναι ντομπυ: θα /Ϋ6. ΜΠΟΥΛ μας ε/ΪΟΤ9Νό ,^ρν/ί/ϊ/ ΤθΥ£ ΔΥΟ ΗΑΣ ] ( Χ9Μ£ ΑΥΤΗ ΤΗ ΪΦΑΙί / Λ9. το Α,εηοε τ-η/υ
I
I ε/7ΑΤί€ ΛΑ 6ΚΤΊΥΗΪΟ V ηΡΟΤΗΣΗ ΔΑ! ΜΑΖ,
τεοεε
β
ΤΣΑΟε
τη
*2Η Ιχ*
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟ ΔΕΝΤΡΟ
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΤΑΜΠΟΡ, ήΖολάν καί ό Μπουτάτα, υστέρα άπό τις φοβερές καΐι τρομερές περιπέτειες, ττού εΐ χαν μ5 ένα λευκό κακούργο, και τις τραγικές στιγμές, πού πέρασαν σέ μια θανάσιμη** πά λη τους μ" ένα γιγαντιαΐο τρο μακτιικό σαλιγκάρι:, όπου ό κεραυνός τής καταιγίδας σαν άπό θαύμα τούς έσωσε από βέβαιο Θάνατο, γυρίζουν επι τέλους στήν κρυφή σπηλιά τους. (*) - —— · —
—------------ —----------—
(*) Διάβασε το τφο ηγούμενο τεύχος, το 8, πού £χει τον τί'τλο: ?0 ΧΡΥΣΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ».
“•αφίνικα, ό ιμ ικιροσκοιπικος •μαύιρος πρίγκιπας Πιτσικόκο, καβάλλα στο άσπρο άλογό του μέ τή μαύρη ουρά, τον Άλασάν, μπαίνει καλπάζον τας στη σπηλιά και ξεφωνί ζοντας τρομαγμένα: — Βοήθεια! Μέ κυνηγάει τό δέντρο πού τ,ρώει όανθρώ πους! Ή -μικρή Ζολάν, τό ομοοφο ξανθό Κορίτσι τής Ζούγκλας ξεκαρδίζεται στα γέλια: — Τρελλάθηικες, Πίτσικο 'κάκι ιμου; Μπορούν τά δέντρα να φάνε ανθρώπους; Μήπως έχουνε στόμα! Χά, χά, χά!... Ό δειλός και χειροδύναμος Μπουτάτα, μέ τό κωμικό τσου λούφι στο κεφάλι, τήν άποστο ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
μώνεκ — Καί οΐ κουφάλες που έ χουν τά δέντρα, δον είναι ατό ματα; Τι είναι, ποδάρια; —Μά οι ικουφάλες δεν ε χουνε δόντια, έπι μένει τό κο ρίτσι. Πως θά φάνε τους άνθρώησυς; Ό Μπουτάτα έχει τό έττιχείρημα έτοιμο: — Που ξέρεις; Μττορεΐ νά τους καταητίνουνε... άμάσση ■ τους! Μττά, σέ καλό οου! Ό Ταιμίττόρ φαίνεται πολύ κουρασμένος: —*Άς κοιμηθούμε, βρε παι διά. Αφήστε πτά τά δέντρα πού τρώνε άνθίρώπσυς καί τους άνθ,οώττους ττου τρώνε δέντρα... Έχω ξεχάσει από ττότε έχω νά κοιμηθώ... 9 Από ψε, ό κόσμος νά χαλάση;, δεν βγαίνω έξω. — Κι* έγώ, μουρμουρίζει ό Μπουτάτα. 5 Αφού θά χαλάση ό κόσμος, δεν βγαίνω έξω. Φοβάμαι... -— Μήιν πούνε πως τον χά λασες έσύ; τον ρωτάει ή Ζο λάν. — *Όχι... Φοβάμαι ιμή μέ βάλουνε νά τον ...φτιάξω! Ό μακροσκοπικός καί σχε δόν άόρατος ιΠιτσικόκο γυρί ζει καί λέει στη Ζολάν: — Απορώ ττώς υποφέρετε τή βλακεία του! "Έτσι μομρ χεται νά τον πιετάξω έξω μέ τις κλωτσιές! Ό Τσαυλούφη,ς τον άκούει καί γίνεται μπαρουτιι. ζαπλω μένος όμως καθώς είναι, βαρύ έται νά σηκωθή γιά νά τόν ττειρ ΐίττο ιηθή. Πα ίρνε ι μονάχα
Ο ΜΙΚΡΟΙ
βαθειά άνατπ/οή καί τόν φυσά άττότομα. —Φφφφ?... Καί ό άγέρωχος μαύρος πρίγκιπας παρασυρεται άττό τό ρεύμα του άέρα καί κου τρουβαλώντας βρίσκεται έξω άττό τή σϊττηλιά... Ή Ζολάν ξεκαρδίζεται στα γέλια: . ? — Χά, χά, χά! Τόν τηάνει πολύ ό ...άέρας, τόν καη μενούλη>! — Ησυχία επιτέλους, ξαναφωνάζει ό Ταμττόρ. Απόψε θέλω νά κοιμηθώ! — Σσσσ, κάνει έξω άττό τό άνοιγμα τής σπηλιάς κι’ό Πιτσικόκο. Μή μιλάτε γιατί δέν μπορώ ν’ άκουσω... Καί γιά ττολλή ώρα άφουγ κράζεται άκίνητος. Τέλος, ξα ναμπιαίνει ιμέσα στή σπηλιά, σελλώνει βιαστικός τόν 9Αλα σάν του, πηδάει επάνω καί Φωνάζει: — Φεύγω, ωραία Ζολάν! Κάνε ίάίδερο τήν καρδιά σου γιά ν* άντέξη. στον πόνο του χωρισμού! ^— Καί πού πάς, Πιτσικοκάκ ι μου; —^Ακόυσα τό μαγικό τρσ γουδί τής μελαψής Γιαρά μττα! Τής πεντάμορφης καί ατρόμητης βασίλισσας της Ζούγκλας! Πάω νά τή β’ρώ καί νά γίνω σκλάβος καί άφέν της της! Σκλάβος τής όμοο Φιάς της κι9 άφέντης τής^κοορ διάς της! Έσεΐς έδώ ιμ* έχετε πάρει στο μεζέ! Γειά σας! Μια βασίλισσα υπάρχει στή Ζούγκλα: ή ξακουσμένη Για
ΤΑΡ2ΑΝ
5
Ό Ταμπόιρ σηκώνεται και βγαίνει άργά έξω άπό τή σττη λιά.Ή ξανθέ ιά κόρη δυναμώ Η ΖΟΑΑΝ νει νευριασμένη τό τραγούδι ΖΗΛΕΥΕΙ της* — Τρα—λα—λά! Τρα— ΤΊΙΤΣΙ,ΚΟΚΟ άπειρου ινίίζε^ι· μιέ πίς \μ ιχροσκο- λα—λα—λά! Ό Μπουτάπα τήιν κυττάζει πικές γυμνές φτέρνες μέ συμπόνια: του το: πλευρά του άίτίθασαυ — Θά σουκανα σιγόντο, ά ’Αλασάν, πού δεν εΤναι μεγα φέντ^ι κορίτσι, μά εγώ... δέν λ ύπερος οπτό έναν άρουραιΐο. Και καλπάζοντας χάνεται ζηλεύω! — Μήπως ζηλεύω έγώ-τού σαν σίφουνας έξω στό βαδύ σκοτάδι της άγριας καί παρ φωνάζει άγρια ή Ζολάν. Τρα γουδάω γιατί δεν έχω τί άλ θένας ζούγκλας. Ό Ταρτάρ, τό περήφανο λο καλύτερο νά κάνω ! Ό ικουτοπόνηρας Μπουτάκαι άτράμΙη,το Ελληνόπουλο, πού ένοιωθε τάση κούρσαι τα την κεντρίζει : ;— Ό Ταμίπτάρ όμως^έχει. καί -νύστα, πετιέται όρθιο α πό τά χορταρένια στρωσίδια Κύττα τον πώς την άκούει. Ή ξανθειά Αμερικανίδα του. Τό έξωτκκό γυναικείο ό νομα πού άκοιυσε άΐπό τά χεί σταματάει και άφουγκράζεται λια του ίΠιτσικοκου, τον έχει για λίγο μέ προσοχή, Μια γλυκεία βελουδένια φωνή φτά αναστατώσει. — Παίράμπα!, ψιθύριζες νει στ3 αυτιά της που λεει^έ σά νά παραμιλάη·. Τ3 αύτια να υπέροχο ξωτικό τραγούδι μου έχουν χορτάσει ν1 άκούν τής νύχτας: «Νύχτα τής Ζούγκλας! γι’ αυτήν. "Ομως τά μάτια Νύχτα γλυκεία 'κάΐ ά μ-ου1 διψάνε νά την άντι,κρύ χ' ΥιΡ'α, σουν! _ γεμάτη ομορφιές και Ή Ζολίάν χαμογελάει είρω μάγια!...» νικά: Ποτέ τ3 αυτιά τής Ζολάν —“ύπνιος παραμιλάς, Τα μπάρ; Ποια είναι αυτή ή με δεν έχουν άκούσει τέτοια μα λαψή Γιαράμπα,ή πεντάμορ γευτική φωνή καδ τό:σο ομορ φη κι3 ατρόμητη βασίλισσα φο τραγούδι. Κι3 όμως: τής ζούγκλας; —Μμιμ, κάνει μέ περιφρό — Σσσσ!, τής κάνει ό Τα νησί. Οι καρακάξες τραγουδά μπό|ρ. Πρόσεξε κι3 εσύ Ζολάν. νε καλύτερα... Νομίζω πώς άκούγεπαι τό μα Ό Μπουτάπα συμφωνεί: γικό τραγούδι της! # — Σωστά. Κτ3 εμένα τό δι Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας κάσου ... τραγούδι ,μ* άρεσε! αρχίζει νά τραγούδάη: Καί ξεσπάει σ3 ένα ήλί— Τρα—λα—-λά! Τρα— θιο γέλιο γιά πό άστεΐο που λα—λα—λά! είπε; ράμπα! Κι·3 ένας βασιλιάς: ό ξάχ'συσμ ενός ... εγώ!...
©
6
Ο ΜΙΚΡΟΣ
,— Χί/Χί/ΧΠ, Χί/Χΐ. χί ! Λέω κάτι πετυχημένα πότε-ποτε I Μπά, σέ καλό μου! Τό λευκό ικθιρ)ίΙτοΊ τον πλησι άζει έξω φρένων καί ξαπλωμέ νος καθώς είναι του δίνει μια δυνατή κλωτσιά ατό κεφάλι. —Νά, χιά νά μάθης νά μέ λέζ καρακαξα. Ατάραχος ό άράπης^ ,μέ τη χοντρή στρογγυλή κεφάλα, τή συμβούλευει: — "Οχι τόσο δυνατά, μι κρούλα μου. Θά ποινέιση, τό... ποδαράκι σου. Ή Ζαλάν τρέμοντας άπό τό κακό της, αλλάζει ^τώρα τακτική. Κάθεται γρήγορα πλάι του κάϊ τον ρωτάει μέ λ υσσασμένη περ ιφγε ια:
— Πες μου, ΤσουλουφάκΟ μου, ποια είναι αυτή^ που τρα γοϋδάει; Πές ιμου ο,τι έχεις ακούσει. "Ο,τι ξέρεις... Ό χειροδύναμος άράπης ά νασηκώνεται ικιάΐ παίρνοντας ύψος μοιραίου άντρα, τής άποκρ ίινεται έιμιπ ιστευτικά: — Θά σου πώ κάτι ιμά νά μείνη μεταξύ μας. Δεν θέλω νά εκθέσω τό κορΙίτσι... — Καλά, ΐπές μου λοιπόν. Ό Μπουτάτα αναστενάζει σαν άσκί που ξεφουσκώνει. — Ή Γιάράμπα... μ1 άγα πάει, τής λέει. Μά δεν μου το χει πή άκόιμια γιατί μέ βλέ πει ψυχρό απέναντι της. Φο βάται μή τής δώσω τή χυλόπηππα... ίΓιά μένα τώρα τρα-
Πρέπει ανριο νά συναντηθούμε, Ταμπόρ...
ΤΑΡ2ΑΝ
7
'Η Ζολόον βυθίζει τά νύχια της στα μάτια του γορίλλα.
γουδάει! Δεν ακόυσες πού λέει πώς είμαι γεμάτος όμορ φιές καί μάγια; — *Όχι έσύ, καλέ Τσοιυλαύ ψίτγ. Γιά τή νύχτα λέει... — Κι5 εγώ; Δεν είμαι μαίϋ ρος σαν τή νύχτα; Άλληγαρι κά μιλάει, σου λέω! Δεν έχει τό θάρρος νά μου το τράγουδήση: καί κατάμουτρα! Ή Ζαλάν του δίνει μια σκουντιά, πετιέται όρθια καί βγαίνοντας απτό τή σπη λιά πλησιάζει ατάραχη τάχα τό σύντροφό της: — Φαίνεται πώς ή μεγάλη νύστα θά σούφερε αϋπνία, Τα μπόιρ... Τό μελαχροκνό παλληκάρι μέ τήν άθλητική διάπλασι καί
την περήφανη κορμοστασιά, τήν κυτταζει σάν υπνωτισμένο —-Πώς; Τί είπες, Ζαλάν; — Τίποτα, τ' αποκρίνεται τό κορίτσι. Σέ ρώτησα μή πως νυστάζεις... Ό Ταμπόρ, αντί νά τής άποκριθή, ξαναγυρίζει τό προ σωπό Του; πιρός τή μακρυνη κατεύθυνίσι απ' όπου άκούγε ται τό υπέροχο τραγούδι: — "Ακου, Ζολ-άν!... ”Εχεις ξανακούσει πιο (μαγευτική φω νη; ' Η ξανθέ ιά 5 ΑμείΡ ικανίβα τον τραβάει από τό ατσαλένιο μπράτσο: — Πάμε, ΤαμΙπόΙρ, ^ μέσα στή σπηλιά... Θέλω νά μου μιλήσης γι' αυτή τήν παράξε
I νη, γυναίκα που τραγουδάει. Πρώτη ψορά ακούω τό όνομά της. Ποια είναι; Τι ζητάει έδώ στη ζούγκλα μας; Τό άμορφο Ελληνόπουλο την ακολουθεί ικιαι ξανσγυρί ζουν ατή σπηλιά, ζαπλώναυν ό καθένας όπιά στρωσίδια του κι* άρχίζει νά της λέιη: Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΓΙΑΡΑΜΠΑ
ΑΛΥΤΕΡΑ να μη σαύ μιλήσω γι’ αύ την, καλή -μου Ζολάν "Ακούσε μονάχα ^ το τραγούδι της ικιαι ,μή ζητάς νά μάθης περισσότερα... — "Όχι, επιμένει τό λευκό κορίτσι. Θέλω νά μου πής ό λα άσα έχεις ακούσει καί ξέ ρεις γι’ αυτήν... ^ Ό Ταμπόρ μουρμουρίζει μέ στεναχώρια: — Μην έπιμένεις, Ζολάν. -έρεις πώς εγώ σ’ άγαπτώ κα λύτερα κι’ άπό αδελφή μου. "Αν δεν σου ιμίλησα τόσον και ρό γι' αυτήν τό έκανα γιατί δεν ήθελα νά σέ στενοχωρή σω. —Να με στενοχωρήσης ; κάνει παραξενεμένη ή νέα. Γι ατί; — ΓιατΤι 0ά πόνεσης πολύ, Ζολάν, αν θα άκαύσης πώς ύ τάρχει στη ζούγκλα μια κοπέλλα πιο όμορφη, πιο έξο πνη, πιο δφοττή κι* άτρόμητη και πιο περήφανη, άπό σένα! Ή ιμιικρή 5Αμερικανίδα τά χάνει: — 3Από μένα, Ταμίπόρ; Καί τό λες εσύ αυτό; Γιά μέ να δεν υπάρχει κανένας κα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
λύτερος άπό σένα! Τό * Ελληνόπουλο χαμηλώ νει τά μάτια: —Στο είπα γιιαοτί είναι ή αλήθεια, Ζολιάίν. Ποτέ στή ζωή μου δέιν είπα ψέματα... Τά άμορφα γαλάζια: μάτια του λευκού κοριτσιού βουρκώ νουν: — Είπες καί παραείπες, Ταμπόρ! θέλεις μεγαλύτερο ψήμα άπό τόν όρκο πού εκα νες κάποτε; —Τί; —- Πώς θά μ5 αγαπάς αι ώνια ! ^—■ Αυτό είναι αλήθεια, κα λ ή μου φίλη. Είναι ένας με γάλος όρκος πού σου έκανε ή καρδιά μου... — .Κι-’ ά)ν δέν τόν κρατήση; λ Ό Ταμπτόρ άργεΐ ν’ άποκίρι 9η. ΈπερβάίΙνει όμως ό Μπου τάτα: — "Αν δέν τόν κράτηση, τ] θά φταίίη ό άνθρωπος;· Λραγά της τής καρδιάς του θά γίνης; Ή Ζολάν άλλαζε ι κουβέντα. — /Πές μου λοιπόν, Τα μπόρ. ΜίΙληρε μου για τή Γ ία -ράμπα... Τό παιδί τής ζούγκλας άρ χίζει: — Έγώ δέν έτυχε νά την άντικρύσω ποτέ. "Ομως έχω ακούσει πολλά γι’ αυτήν. Καί ξέρω κιαλά πώς δέν είναι ψέ ματα... Καί μ ιισ ©κλείνοντας τά ,με γάλα ^ του μαύρα μάτια, σα νά ψάχνη στα πιο μακρυνά ■ράφια τής , μνήμης του, συνε χίζει: — Λένε πώς είναι όμορφη σάν την άνοιξι καί γλυκεία
ΤΑΡΖΑΝ
σαν την έκδίκηΐσι! Τό δέρμα της είναι μελαψό σαν τή σκιά του φεγγαριού. Τά ιμαλλιά τηις ,μ/αυρα σάν τά φτερά του Χάρου. Τά ράτια της μαυ ροττράσ ινσ .καί σκοτεινά σαν τά νερά τής λίιμινης τίς άψέγ γα>ρες (νύχτες. Κάΐ τά χείλια της κόκΐκινα σαν τό άγριοκέρασα ττού τό έχει τσιμπήσει κοτσύψ ι! Δέκα έξη ψαρές λου λούδιασαν τά δέντρα άπό τό τε ττού γεννήθηκε! »Λέ|νε πώς τό κορμί της >μοι άζει ,μέ μτπρούτζινο άγαλμα θεάς, και εΤΜαι ττιό λυγερό άττό τό κορμί του ττεινασ μό νου ψιδιού!... »Αιένε πώς ή ψυχή τηις εί ναι γεμάτη κάλωσυνη, καί καρδιά της έχει αγάπη γιά ό λους. Καί γιά τους έχβρους της ακόμα!... »Αένε πώς τά ,μ|πράτσα της εΤναι πιο δυνατά κι5 άπό την ουρά του λιονταριού. Τό (μ.Όατι της πιο δυνατό άπό του δε τού, καί τά νύχια της π ιό σου βλερά άπό τής τίίγρης. »Αένε πώς στη γή τρέμει οάν ελάφι. Στον άερα πεταει σάν πουλί καί στο νερό κολυ μπάει σάν τό ψάρι!··· »Λένε πώς τό μαγικό τρα γουδί της δαμάζει τή θέληαι των άνθρώπων καί την πείνα των θηρίων!... »Αένε ακόμα πώς ό φόβος ποτέ δεν φώλιασε οτά στήθη τη^ καί ποτέ δεν νικήθηκε πα λεύοντας καί ιμέ τά πιο άγρια θηρία.„ Κοιιμάται στις, κορυ ψες των θεόρατων δέντρων τής ζούγκλας καΓι ολοι, θηρίΐα κοΛ Ιθαγενείς/ την προσκυνά
9
νε σά 'βασίλιισσά τους! — Ωραία ικσπέλλα, μά τήν αλήθεια, κάνει μιέ περιφιρόνη σι ή Ζοίλάν. Γυναίκα είναι συ τή ή χεροδύναμος χαμάλης του 'μεγάλου λιμανιού; Σκέ~ ψου, Ταμπόιρ, ινά .μάς έρθης καμιμιά ;μιέ)ρα ,μέ σπασμένα τά μούτρα άπό τίς τρυφερές γρο Βίες της! Χά, χά, χά! Τό Παιδί τής Ζούγκλας μουρμουρίζει: — Λένε πώς ή Γ ιρράμπα δεν χτυπάει τηοτέ άδικα... Τά νεύρα τής Ζολάν ξεσπά νε: — "Ολο λένε, λένε λένε!... Έττί τέλους τίιποτ5 άλλο δεν ξέρεις νά ττής; Μάς ζάλισες μ' αότή τήν όρορψονιά σου! ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣI
ΗΝ Ί ΔIΑ στιγμή, έξω άπό τή σπηλιά, βρυ χηθμός λιονταριού ά κούγετσι καί ταυτόχρονα μιά αρρενωπή γυναικεία φωνή: — "Ε... Κάποιος Ταμπόρ, σ' αυτή τή σπηλιά κοιμάται; Ή Ζολάν σφίγγεται τρομο κρατημένη· ,ατό μπράτσο τού συντρόφου τους καί ψιθυρίζει: —Άκους, Ταμπάρ; ^Εφε ρε καί λιοντάρια νά ιμέ κατα σπαράξουνε! θέλει νά είσαι έλεύθείρος γιά νά αγαπάς' μο νάχα αυτήν... Τό 4 Ελληνόπουλο τή μαλλώ νει σιγά: (—Αές άνοησίε^, Ζολάν! Ή Γιαράμπα — αίν είναι αυ τή—δεν κάνει έγκλήμοπα πο τ έ!... Τό λ ιοντάρ ι που άκου1" σες τή σηκώνει στον ώμο του.
το
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Ή βασίλισσα της ζοόγκλαις πηδάει στη ιράχι οποίου θηρι> ου βρεθη μπροστά της... ^Ε τσι λένε... Ή άιρριενωΐπή φωνή ξανακού γεται άπ5 έξω πιο δυνατά τώ ■ρα: — Ταιμπάρ! Έδώ είσαι, Τσιμπάρ; 9 Ηρθα νά σε γνωρί' σ&>!... Τό Ελληνόπουλο πετιέται αμέσως όρθιο κσί<, κάνοντας νά ξεκινήση, λέει στη συιντρόφίσσά του: — "Αν φοβάσαι^ Ζολάν, ^μή βγαίνης εσύ. ΠίεριΙμενε έδώ... -ύπνα τό Μπουτάτα νά καυβεντιάζετηει... Αμέσως προιχωιρεΐ καίϊ βγαί νει δισιστιικδς από τή σπηλιά.
Τό λευκό κορίτσι τρίζει τά δόντια μέ λύσσα, πετιέται όρ βιια καί τό ποδσράκ ι της πή γα ιοέ'ρχεται, γρήγορα καί μέ ορμή, στο χοντροκέφαλο του άράπτη, όπως τό λείπτό σιδερένιιο σφυράκι πάνω στην κα ,μπάνα ξυπνητηριού. Ό Μπουτάτα ξυπνάει νευ ριαισμένος: — Σου τόχω π η, αφέντη κορίτσι: όταν κοιμάμαι νά μη ;μοϋ...χαΐδευης τά μιαλλιά! — Τσουλουφη μου, τον ι κετεύει ή Ζολάν, ξεσπώντας σέ πονεμέΙνα άναφυλλητά. Ό Ταμιπόρ γλ,υκοκουιβεντιάζει έξω ιμέ τή Γιαράμπα! "Εβγα μέ την, πιστόλα σου να τή σκοτώσης!...
Ή Ζολάν πυροβολεί την δμορφη Γι «ράμπα.
ΤΑΡΖΑΝ
*
11
ιΗ Γιαράμπα έφθασε καβάλλα στο λεοντάρι.Ύ
'Ο Τσουλούφης χαρμουρ ιέ ται και γυρίζει άπό τό άλλο πλευρό: — Δεν μπορώ τώρα. Νυ στάζω.·. Πες της νά περάσηι κρμιμιά άλλη,; ιμίερα... Ή Ζολάν ιμιανιάζει ξαφνικά κι* άρπαζε ι .άπό τή ζώνη τό πιστόλι του. Βγαίνει τρέχον ■ τας έξω ώττο τή σπηλ ιά κοοϊ σταματτάει. Λίγο πιο πέρα στο φως του φεγγαριού ξεχω ρίζει τις σιλουέτπες του Ταμπό|ρ, τής άγνωστης γυναίκας καί του λιονταριού που τήν κουβάληισε στον ώμο του*. Εκείνη τή στιγμή ή^ Γ καρά μπτα — γΐίοτί αυτή είναι — λέει σττο Παιδί τής Ζούγκλας, — Τώρα που σέ είδα. Τα-
μπό|ρ, βρίΐσκω πώς ήταν άληθινά τά τόσα καλά λόγια που ακόυσα για σένα! Φαίνεσαι έξυπνος, δυνατός καί άτρομη, τος! Καί στή ζωή !μου οέν έχω δή ποτέ πιο σ,μορφο παίλ ληκάρι άπό σένα! Είχα λογά ρκάσει να φτάσω εδώ πιρίν να κρυφτή ό ήλιος πιίσω από τά βουνά τής νυχτιάς... Μά ιμούτυ χαν στο δρόμο κάτι λευκοί κυ νηγοΐ που άρπαζαν άπό τά θηρία τή ζωή ικαί Τις προβιές τους... Τώρα θ’ αρπάξουν τις σάρκες τους τά πεινασ μένα όρνια!... Γι’ αυτό άργηρ-α... Καί όλλάζαντας τον τό^νο τής φωνής της, τον ρωτάει: — θέλεις λοιπόν νά γίνου με φίλοι, Ταμιπόΐρ; Νά ,μοιρα
\2
ζόμαστε τις χαρές κιαί τά βά σανα τής άμορφης μα σκλη ρής ζωής μαις; Δεν είναι σω στό να μέ λένε βασίλισσα τής ζούγκλες, χωιρ'ις νά ύττάριχη 6αισίλι.ας!... Ή Ζολάν που άκούει τά λό για της δεν μπορεί νά κράτη θή άλλο. Σημαδεύει με τό τγι στόλι τη σιλσυέττα της γυναί κας .και τραβάει ,μέ λύσσα τή σκανδάλη φωνάζαντας άγρια: — *Όχι! Δεν Βά μου ττάρης τον Τομπόιρ! 1Αντηχεί ένας ττυροβαλι σμος κι5 άρέσως τό τρανεμένο μούγγρισμα του λιονταριού που δέχτηκε στο κορμί του τό πυρωμένο βλήμα. Ταυτόχρονα τό έξαγριωμΙένο από τό τραύ ματου λ Καντάρι, κάνοντας έ να φοβερό πήδημα, χτυπάει μέ τά^ μπροστινά του πόδια τό στήθος του κοριτσιού και τό ανατρέπει: Τό ^ ατρόμητο Έλληνάπουλο βλέπει τό κακό πού ττρόκει ται νά γίινη και τινάζεται μέ ορμή βολίδας για νά σώση την άγαπημένη του αυντηρα ψιαοπα. -αφνιασμόνος όμως καθώς είναι από τον άναπάντεχο πυροβολικαμό, δεν βλέπει μπροστά του τον κορμό κά ποιου μικρού δέντρου καί χτυ πώντσς, μέ την αφάνταστη όρ μή πού έχει, τό κεφάλι του πά ντο & αύτάν, σωριάζεται κάτω σαν άψυχο κουφάρι. Την ίδια στιγμή, αυτό πού δεν πρόλαβε νά κάνη ό Τα ιμπάρ, τό κάνει ή πεντάμορφη καί άτρομητη Γ ιαράμπα. Μέ δυο πηδήματα φτάνει τό μανιασμένο λιοντάρι κΓ άγ
0 ΜΙΚΡΟΙ
καλιάζοντίος μέ τά γυμνά με λαψά μπράτσα της τό λαιμό του, φωνάζει: — Μή, Ζάρ, μή!... Θά για τρέψω εγώ την πληγή σου! "Ομως τό αγαπημένο της λιοντάρι 5έν την άκούει αυτή τή φορά. Έχει καρφώσει τά τρομερά νύχια του στις λευ κες σάρκες του κοριτσιού καί κάνει λυσσασμένες προσπά θείες νά δαγκώση τό λαιμό της. — Μή, Ζάρ, τού ξαΜακρωνά ζει, άγιρια τώρα ή Γ ιαραμπα καί τά μαιυροπράσινα ακοτει νά της μάτια ξεπετοονε άστρα πες θυμού. Τό θηρίο όμως ούτε κι5 αυ τή τή φορά την ακούει. Ό πό νος, τό αΐμια καί ή δ ί ψα νά εκ διικηθή τή γυναίκα, που θέλη σε νά τό σκοτώση,, έχουν θο λώσει τά μάτια του. Ή Ζολάν περνάει τις τελευ ταίες τραγικές στιγμές __τής ζωής τηις. Τά σαγόνια τού λι ονταρίου βρίέπκονάαι τοόρα πο λύ-πολύ κοντά της. — Ταμπόρ πεθαίνω!... Τα μπόρ!, ξεφωνίζει σέ μιά τε λευταία άπεγινωσιμένη, προ> απάθεια νοιώθοντας τά θανα τερά δόντια του θηρίου νά μπήγωνται στο λαιμό της. ΘΑΥΜΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ
ΜΩΣ ή τρομερή βασί λισσα τής ζούγκλας έ χει μανιάσει τώρα πιο τερο από τό πληγωμένο λίαν τάρι. Καί νά: Την τελευταία καί πιο τραγική στιγμή, πού τό θηρίο είναι έτοιμοι νά κλεί
©
ΤΑΡΖΑΝ
ση τό στόμα του καί να συν Θλ ίψη, το λαιιμό της Ζολάν, κά νει ίμια αφάνταστα γρήγορη κίνησι: Χώνιει τό χέρι^ της βα θεία ιμέσα στο μισόικλειστο στάμία του θηρίου καί αρπάζει γερά στη σιδερένια παλάμη της τή γλώσσα του. Αμέσως την τραβάει μέ δύναμι προς τά έξω σά να θέληι νά την ξε κόλληση... Καί τότε ένα απίστευτο θαϋ μα γίνεται·. Τό λιοντάρΐι, άντί νά ικίλείιση τό στόμα του, τό ανοίγει τώρα. Τό άνοιγει δσο περισσότερο μπορεί, βγάζαν τας βραχνά πόνεμένα βογγηι τά. Ένώ όλόκληρα τό σώμα του παραλύει καί είναι άν'ί'κα νο πια νά κάνη την παραμι κρή κίνησι. Ή Ζολάν έχει σωθη από τον τραγικό θάνατο πού την περίίΐμίενε... Ή πανέ|μορφή μελαψή Για ράμπα, τραβώντας τώρα άπό τή γλώσσα τό άκίνδυνο πια θηρίο, τ’ άπο μάκρυνε ι άπό τό λευκό κορίτσι, πού έχει^ μείίνει άναυδο παρακολουθώντας τό φοβερό κατόρθωμά της. Ή βασίλισσα τής ζαύγ κλας ^— χωρίς^ ούτε στιγμή ν’ άφήση τή γλώσσα του λίαν ταριοΰ πού τήν κρατάεΐι γερά μέ τό δεξιό της χέρι — σηκώ νει άπό κάτω, <μέ τ’ άρ ύστερό!, ένα ρεγάλο κομμάτι χορτό σκοκνο πού βρίσκεται έκεΤ. Καί ιμέ τό μοναδικό αυτό χέ ρι πού έχει έλεύθερο, καταφέρ νει νά τυλίίξη καί νά δέση γε ρά τά μπροστινά καί τά πισι νά πόδια του θηιρίάυ. Τέλος, όταν εΐνρι σίγουρη
13
πώς τό θηρίο δέν μπορεί πια νά κουνη,θή, κάνει άλλη μια γρήγορη κίϊνησι καί ξαναβγά ζει τό δεξιό της χέρι από τό στόμα του ιμέ τήν ίδια ευκολία πού,πρίν λιίγο, τό είχε^βάλει. ^’ Αμέσως δ ιαλέγε ι κάτ ι πα ράξεινα βότανα κάί τά χώνει ιμέ προσοχή μέσα στήν πληγή που είχε άνοιξε ι ή σφαίρα στο στήθος του. Τό δεμένο λιοντά ρι πονάει καί ουρλιάζει τρο μακτικά. Μά ή καλόκαρδη Γι αράμπα τό μαλλώνει τ,ρυφε ■ ρά, χαϊδεύοντας του τό κε ■ φάλι: ^—ΤΙ άψε, Ζάρ... 5 Εσύ φταϊς πού δεν μ5 άκουσες I Σέ λίίγο τά θαυματουργά βότανά της σταματούν έντε λώς τούς φριχτούς πόνους του θηρίου. Ή μελαψή πανώρια κοπέλλα λύνει άμέσως τά χθρ τόσχοινα άπό τά πόδια του και τό φοβερίζει: — Πρόσεξε, Ζάρ. 4Άν τό ξανακάνης, θά στήν ξεοριζώ σω τή γλώσσα! Καί νά δούμε τότε πώς... θά πίνης νερό! Τό λιοντάρι σηκώνεται όρ θιο, τήν κυττάζιει για λίγο στα μάτια κάί σκύβοντας τό κεφάλι του τής γλείψει τά πό δια. "Υστερα γυρίζει καί ρΤχνει μια άγρια ματιά στη Ζο λάν, πού έχει άνασηκωθη καί τό ικυττάζει· μέ μάτια: όρθάνοι χτα άπό τό τρόμο καί κατάπληξυ. Τέλος, τό θηρίο ξεκινά ει καί προχωρώντας άργά χά νεται πίσω άπό τά πυκνά χα μόκλαδα τής άγριας περισχης Ή Γιαράμπα διαλέγει τώρα άπό κάτω άλλα ^ βότανα κ αί πλησιάζοντας σκύβει πάνω σ
14
ττό τό ματωμένο κεφάλι του βαρεία χτυπημένου οοαίΐ άναίσθήτου Ταρπορ. "Γην ίδια στιιγιμή ή Ζσλάν πετιέται όρθια, τρέχει κοντά της κάί τη σπρώχνει βάναυσα — Φύγε άπό τον Ταμπάρ·ν ζ,έιρω κι5 εγώ τά βότανα που θά γιατρέψουν την πληγή του!... Ατάραχη ή βασίλισσα τής ζούγκλας ,μιέ την έ ξωτική όμθρ ψιά, βάζει τά φύλλα στο κε φάλι του άναίσθητοο παλλη<καίριου, μουρμουρίζοντας χω ρις νά την κυττάξη: — ’Άφηισε νά τελειώσω γρήγορα λευκή κόρη... Έχω νά φροντίσω κι* έσέίνα μετά... Τά νύχια τού καλού μου λιον ταριού έχουν καταξείσχίσει τό κορμί σου!... Ή ξανθέιά 5Αμερικανίδα τή σπρώχνει πιο δυνατά τώρα: —Φύγε, σου λέω!... Δεν σού είπα έγώ νά μού σώσης τή ζωή... Έγώ σε μισώ... Καί ξεσπώντας σέ κλάμα τα προσθέτει: — Είσαι άμορφη! ... Πολύ όμορφη!... Τρομάζω σαν σέ βλέπω!...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μασμό : — Έσύ!ν. Έσύ είσαι 6μορφη,, λευκή κόρηι! "Οταν βγοίίινης άπό τή σπηλιά, σκέ παζε μ5 ένα μαντήλι τό πρό σωπό σου. Γιά νά μήν τ' άντι κράζουν τά λουλούδια καί ;μα ραίνονται!... Πρέπει νά είναι πολύ περήφανος κι' εύτυχιίρμέ νος ό άντρας πού τού έχεις χα ρίΐσει τήν κα)ρ6ιά σου! "Υστερα σκύβει- πάλι στον ΤαμΙπόίρ, άποτελειώνει τά για τροσόφια της καί άνασηκώνε ται>. Πλησιάζει τώρα τή Ζολάν καί κάνει νά περιποιηθή τό καταξεσχιισμένο κορμί της. Τό λευκό κορίτσι όμως τής δίνει μια τρίτη, άκόΙμα πιο δυνατή σπρωξιά: — Φύγε!... Δεν θέλω άπό σένα τίποτα!... Ή Γιαράμπα τής δίνει ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι καί χάνει τις αίσθήισεις της. Τή συγκροτεί γιά νά μή σω ριαστή κάτω 'κίαΓι τήν ξοπλώ νει μέ προσοχή στό παχύ μα λακό χορτάρι. "Υστερα σκύ βει καί περιποιείται μέ άφάν ταιστη( στοργή ικαί συμπόνια τις πληγές της. Τέλος σηκώ 0 ΤΡΟΜΕΡΟΣ νεται νά φυγή, δταίν άκούη μέ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ αα άπό τή σπηλιά άγρια ξε φωνητά : Α ΜΕΓΑΛΑ μαυροπρά —Ή «μπιστόλα» μου! Μού σιινα ιμιάτια τής υπέρο κλέψομε τή ιμονάκριίβη «μπι χης Γ ιαράμίπα σκοτειιμου! Πιάστε τους, νιάζουν σάν σηκώνει τώραστόλα» το π ι άστε τους! κεφάλι της κάί κυττάζει τό Είναι ό άράπης μέ τό ξεκαρ πανώοιο φιλντισένιο πρόσωπο ριστιικΙό τσουλούφι στό κεφάλ^ι τής Ζαλάν μέ τά σγουρά μάλ πού βγαίνει άπό τή σπηλιά λ νά πού μοιάζουν σάν άφροΐ καί φτάνει τρέχοντος κοντά χρυσαφένιας σαπουνάδας. Κ αί στήν πανώρια μελαψή κάλψιθυρίζει μ5 άνείτπωτο θαυ
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
λονή.Τή βλέπει καί τά μάτ ια του γουρλώνουν. Τό στόμια του ανοίγει καί οι χοντρές χει λ ήρες του ψιθυρίζουΐν θαυμα στικά: —Μμμμ... Νοστιμούλα εί σαι., νά μήιν άβασκαθής! Ή Γιαράμπα χαμογελάει καί του δείχνει κάτω τό πι στόλι πού είχε ξεφύγει άπό τά χέριια τής Ζαλαν στην πά λη της μέ τό μανιασμένο λιον τάρι: — Νά δνκα πΐιστόλι... Μή πως είναι αυτό; Ό Μπουτάτα έξοακολουθεΐ νά την κυττάζη χαμένα καί δεν κάνει καμμιά κίΐνηισι για νά 5ή ή νά σηικώση την πολύ αγάπηιμένη, «μπιστόλια» του. Ή μελαψή κόρη του ξανα δείχνει : — Νά τό πιστόλι σου... Κύτταξέ το... Τσουλούφη^ Ό θρυλικός καί πάλι, δεν κά ι καμμιά κι νηισι νά τό δη. Τής άποκρίνε ται όμως άγανακτισμένος: — "Ασε (με, κυρά μου... Τις «μπι στολές» θά κυττάμε τώ ρα; ! Δέν προφταίνει νά τελείω ση τά λόγια· του όταν τποδσβο λητό ζώου άκούγεται νά τπλη σιάζη. Ό Μπουτάτα νομίζει πώς θά είναι κανένα ποντίκι, μά κάνει λάθος. Είναι ό άτίθασας ’Αλασάν που πάνω στή ράχι του κουβαλάει τόν αγέ ρωχο μαύρο πρίγκιπα Πιτσικάκο! Ό μακροσκοπικός ιππότης ξεπεζεύει μεγαλόπρεπα άπό τό άσπρο άλογό του καί γο νατίζοντας μπροστά στην πα
15 νώριια Γ ιαράμπα, τής π,ροσψε ρει τό μπουκέττο πού κροτάει στο χέρι του: — Συχώρεσέ με, ώρα ία βασίλισσα, για την κίαθυστέρησι. "Αργησα πολύ ώσπου νά μαζέψω την τεράστια αύτή άνθαδέσμη! Ό Μπουτάτα κυττάζει τά λουλούδια μέ προσποιητό θαυ μασμό: — Βρέ μιά «τεράστια άνθο δέσμη»! Κι’έγώ την πέρασα γιά... ματσάκι μαΐνκχνό! Μττά, σέ καλό μου! Ή Γ ιαράμπα δείχνει τώρα στον άράπη τόν Ταμπόρ καί τή Ζαλαν πού βρίσκονται κά τω: ^ —Δεν έχουν τίποτα σοβά ρό... Πήγαινε τους ρεσσ στή σπηλιά σας... Σέ λίγο θά συ νέλθουν καί <θά είναι καλά... Κάί γυρίζοντας κάνει νά φύ γη. Μά ή «κουνουπένια» φω νουλα τοϋ^ εθελοντής σωματο φύλακα, τή σταματάει: — Ποδαρόδρομο θά πας, ωραία των ωραίων; Ανέβα στα καπούλια του 'Αλοοσάν νά καλπάσουμε στή ^ώρα των όνεί|ρωιν!... Σέ ικετεύω έγώ,ό σκλάβος τής (ματιάς σου κ'αί ό αφέντης τής καρδιάς σου! Ή μελαψή κόρη μέ τά μαυιροπιράσινα σκοτεινά μά τια χαμογελάει καί πάλι καί τόν σηκώνει, μαζί μέ τό άλο γο, στην άγκαλιά της: ^—Κοολύτερα μέ τά πόδια, πρ ίγκ ι πα Π ιπσιικόκο! Θέλω νά ξεμουδιάσω λιγάκι. Καί,, προχωρώντας άργά, ξαναρχίζει τό μαγευτικό τρα γουδί της καί χάνεται στρ
16 φεγγαρόλουστο σκοτάδι τής άμορφης νύχτας... Ό Μπουτάτα ττορακιολου θεΐ μέ αφάντίοαστη ζήλεια τον Πιτσικόκο ττού άπομακρύνε ται ευτυχισμένος στην άγκαλιά τής -πεντάμορφης Γ ισράμπα καί μουρμουρίζει κατ σ ακιασμένος : — Αύτές τις χαρές έχουνε τά...μικρόβια!...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Σώθηκες λοιπόν άτττό τό λιοντάρι; τη ρωτάει ό Τα ■ μπόιρ. _ Τά άμορφα γαλάζια μάτια τής πονηρής Ζολάν ξαναβουρ κώνουν. — "Από τό λιοντάρι σώθη κα, Ταςμπρρ... Μά λίγο έλλειψε νά μή γλυτώσω άπό την «τίγρι». — Ποια τίγρι; ρωτάει τό μελαχρο ινό * Ελληνόπουλο. ΓΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ _ —Σ" άρπαξε καί καμμιά ΤΗΣ ΖΟΛΑΝ τίγρι ;ρωτάει κι" ό Μπουτάτα. Καί δεν ιμέ ξυπνούσες νά βγω ΑΡΑΠΗΣ μέ τό τσου νά την ταραξω στις σφαλιά λούφι δεν προφταίνει νά μεταφέρη την άνσί ρες! οθητη Ζάλάν στη σπηλιά, γι— Μ" άρπαξε μιά μελαψή ατί μόλις ικιάνει νά τήν άναση τίγρι .μέ μαυροτπράσινα μάτία κώση συνέρχεται καί πετιέται μουρμουρίζει άναστενάζοντας όρθια, τό λευκό κορίτσι, — Που εΐναι αυτή η κα ^ Καί συνεχίζει τό «ποραμυ κούργα; ρωτάει κιυττάζοντας θάκι» της κάνοντας κάθε ^ τόσο ανήσυχη γύρω της. "Έφυγε; ( πώς ψευτοκλάίιει μέ παράπονο — Ποια κακούργα; ψιθυρί — Μόλις σώθηκα από ^ τό ζει μ* άπορΓ'α ό Μπουτάτα. μ ιαν ίσαμε νο λ ιοντ άρ ι σηκώθη Μπας καί λες γι’ αυτή την κα έπάνω καί τής είπα... «άσχημαμούρα» που την εΤδα Ό Ταμπόρ την κυττάζει καί πήγε νά μου φύγη το... δύσπιστα: τσουλουφ ι; — Στάσου, τής λέει. Πες Τό λευκό κορίτσι τον κυττάζει μέ θυμό καί τρέχει καν μας πρώτα πώς σώθηκες άπό τό μανιασμένο λιοντάρι1 πού τα στον άναΓίσθηττο σύντροφό της. Βρέχει ιμέ δάκρυα τά ,μο σε είχε σωριάσει κάτω; Ή Ζολάν τά μασάει: τω,μίένα του μιαλλιά καί π,ρο —Ναι, -βέβαια, δίικηο έχςις σπαθεΤ ιμέ κάθε τρόπο νά τον συνεφέρη: ..."Ήτανε λίγο δύσκολο νά σω — Ταμπρο"Αγαπημένε θώ έτσι στά καλά καθούμενα •μου Ταμπόρ! -ύπνα νά σου ...λΑά ευτυχώς τό θηρίο ήτα ττώ τί μού έκανε αυτή ή κα- νε βαρειά τραυματισμένο στο κιά «ιμισοαραπίνα»! στήθος άπό τον πυροβολισμό Τό Παιδί τής Ζούγκλας δεν μου. Καί μόλις πήγα νά τό άργεΐ νά συνέλθη καί όλοι μα πνίξω, μουμειινε στά χέρια νε ζί ξαναγυρίζσυν στη σπηλιά κ ρό ! Κ ατσλάβατ ε ; τους. — Κατολάβ'αμε, μουρμου^
Ο
17
ριζει ό ί αίμ,πόίΡ·. —Ύστερα σηκώθηκα έπά νω κΐαί τής είπομ. — Στοίχου, τής λέει τώρα 6 Μπαυτάτα. Γ ιατί δεν είδαμε κανένα ψόφιο λιοντάρι έκεΐ... Μήπως καί βρυκολάκιασε κι5 έφυγε; Ή Ζολάν αυτή τή ψαρά βρί σκέτου σέ πιο δύσκολη θέσι. Δεν ξήρει τί νά πη. Γρήγορα όμως βρίσκει τή δικαιολογία: — Τί φταίω εγώ άν δεν είναι έκεΐ... Πέρασε ένα κοπά δι ύαινες καί δεν άψήχτοΰνε ού τε κακκαλάκι άπό τούτο!... Καταλάβατε; — Καταλάβαμε, τής ξανα λέει ό Ταμπόρ. 3 Αλλά γιατί οί ύαινες δεν σέ πειράξανε; Το λευκό κορίτσι κάνει πώς θμμώνεκ — ζέρω κι5 εγώ; Μπορεί νά ,μιή μέ προσέξανε! ’Ώχ, Α δερφέ! "Ολο «γιατί» καί ^«γι ατί» θά μέ ρωτάτε; *Αφήστε πρώτα νά σας τά πω... , — Λοιπόν, λοιπόν; κάνει ό Τσουλούψης πού έχει, άρχιζει νά τήν πάιίρνη στο μεζέ. —Λαιίπόν μόλις σηικώθηικα επάνω καί τής είπα: 5Εγώ Α γαπάω τον Ταμπορ, χύθηκε νά μέ καταστταράξη. Γίαλέψα με πολλή ώρα ώσπου ^ τέλος μού δίνει ιμιά στο κεφάλι κίαί πέφτω κάτω Αναίσθητη... Τό τε τή βλέπω, Τα|μ)πόρ, νά έρ χεται νά κοτασπαράξη καί σένα... Ό Μπαυτάτα χαζαγελάει: —Χί;, χί/ χί!.~ 3Αφού ήσου να αναίσθητη), πώς τήν είδες; Ή Ζολάν κάνει πώς δέν τον ακούσε καί συνεχίζει:
καί για νά ιμή σάς τά πολυιλο γώ τήν κάνω νά το βάλη στα πόδιια γιά νά σωθή... "Υστερα μαζεύω βόίτανσ τά βάζω έπά· νω στην πληγή σου καί γιά νά μην σάς τά πολυλογώ, σ’ έσωσα άπό τά ^ χέρ ια τής «πεντάμορφης βασίλισσας». 5—· Καί ζήσαμε έμίεΐς καλά •κΓ αυτή κ}οίλύτεΐρα, αποτελει ώνει ό Μπαυτάτα. ΜΟΝΑΧΗ ΜΕΣ* ΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΤΑΜ Π Ο Ρ κυττάζε ι το λευκά κορίτσι ιμέ οίκτο καί πε|ριψρόνη)σι: — νΑρχισες νά ίλές ψέμα τα, Ζολάν... Κι·5 έγώ βέν α γαπώ τούς ψεύτες... ^ — Τότε νά μην αγαπάς τον εαυτό σου, τ’ άπακρίνεται μέ θυμό ή νέα. 3Εσύ εί σαι ό μεγαλύτερος ψεύτης! Γιατί ψέματα λες πώς δεν μ’ αγαπάς έπειδή...λέω ψέματα. Ένώ εσύ δέν μ.3 αγαπάς έπει δ ή αγαπάς αυτή τή μ ισοαρα πίνα! Αυτή τήν άριχηρομούρα πού έπειδή είναι... άμορ φη νομίζει πώς θά πέσουμε όλοι νά τήν προσκυνήσουμε! —■ Ή καρδιά σου είναι γε μάτη μίσος γιά τή Γιαράρ πα, τής λέει τό Παιδί της, Ζούγκλας. — Ή καρδιά μου είναι γε μάτη αγάπη γιά τον Ταιμπόρ, μουρμουρίζει τό λευκό κορί τσι. ^—- Κι3 έγώ^ Ζολάν... Κι3 ε γώ ^ σ3 αγαπώ καλύτερα κι* άπό ιάδελφή μου, τής έπανα λαμβάνει 6 νέος.
Ο
— Καί! τή «μισοαραπλ να»; Κι* αυτή την άγαπτάς
σάν άδελφή <ιου; τον ρωτάει. Τό περήφανο ^Ελληνόπου λο πού δεν ιμπορεΐ ποτέ να πή ψέματα, της άποκρίνεται: — Όχι... Τή Γι αραμπά δεν Θά μπορέσω ποτέ νά τήιν αγαπήσω σάν άδελφή ^ μου... Ή Ζολάν καταλαβαίνει τή οαθειά έννοια πού έ)(ουιν τά λόγια του. Τον κυττάζει γιά πολλή ώρα συλλΡγ ισμένη. Τέλος, τον ρωτάει απότομα: — θέλεις ινά φύγω ^ από τή σπηλ ιά σου, Ταμττσρ; —Έγώ δεν θά σε διώξω ποτό, τής αποκρίνεται. ^ Ή ξανθειά Αμερικανίδα γίνεται έξω φρένων: — Τό ξέρω. Γιατί είσαι οειίλός. Δεν έχίεις τό κοιυρ ά γιο νά μου πής τήιν αλήθεια. Νά μου πής τί βάρος καί τί εμπόδιο είμαι στή ζωή σου! Ή «μ ΐίσοαραπίινα» σου πρότειινε τό θρόνο τής ζούγκλας! Χά,χά, χά!... Έσυ βασιλιάς κΤ αυτή βασίλισσα!... Πώς νά γίινη όμως αυτό τό βασιλι. κό συνοικέσιο, άφοΰ υπάρξω εγώ στή μέση,· Μην ανήσυχης όμως, Ταρπόρ... Είμαι άρκε τά υπερήφανη γιά νά μή θε λήσω νά σταθώ εμπόδιο .στήν τύχηι σου!... — Στέκεσαι όμως έμπό δ ιο στον ύπνο μου, άγαπητή Ζολάν, τής λέει χαμογελών τας ό Ταμπόιρ. Και δεν μπο ρείς νά φανταστής πόΙσο πο λύ νυστόίζω... — Ναί, τό εΐδα προηγου μένως πού μόλις ακόυσες τό φάλτσο τραγούδι της πετά χτηκες έξω σάν χταπόδι πού ρλόιμωσαν τό θαλάμ ι του! Χά, χά χά!...
ϋϋ Λ® 'Λν.ν.ν.
:ΐ:ί·':·Λ
Ρΐβϋΐ λ:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:ν.ν/χοχ-
■.νΛν.ν.νΛν.·.ν.ν·,··,< Λν>Χν·ν.ν.ν.ν.*.ν.ν.ν
ί>>χ·>χ·>χ·ν5ι
ιβϋΐβ :·'··:· ·χ.··.νΛνΛί/ \\
■*::· '·:νί'.·
Ή τρομερή γροθιά τής Γισράμπα χτύπησε στο σαγόνι Ιή Ζολάν.
Τό Παιδί τής Ζούγκλας χάνει τήιν ύπαμίανή του: — Έπΐ τέλους, Ζολάν, 6α μ’ άφήσης νά κοιμηθώ; ”Αν έσύ δε νυστάζης, βγες νά καθήσης έξω άπό τή σπη λιά... — Θά βγω, τ’ άπακρίνεται υποτακτικά τό λευκό κο ρίιτσι. Δεν θά σέ έναχλήσω πια... Καί καθώς βγάζει άπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς προσθέτει ψιθυριστά: —... ποτέ! "Υστερα παίρνοντας οπήν τύχη μιά κατεύθυνση προχω ρεί στο σκοτάδι, μέ βουίρκω μένα μάτια, προσπαθώντας νά σ ΐιγ ανομουρ μου,ρί|ση τό τοαγούδι τής πανώριας Γιαράμπα: «Νύχτα τής ζούγκλας! Νύχτα γλυκεία και άγρια, γεμάτη ομορφιές καί μά για!» *
·
·
·
····
Ο
·
·
·
I
·
·
·
·
·
·
Μόλις αρχίζει νά γλυκό χαράζη, ό Ταρπόρ ξυπνάει καί βλέπει πώς ή άγαπτημένη του συντρόφισσα δεν βρί σκεται στή σπηλιά. Πιετιέται άνήσυχος έξω καί άρχιζε ι νά ψάχνη .καί ινά τή φωνάζη δ■σο ,μπορεΐ πιο δυνατά... Τίποτα όμως. Τό λευκό κο ρίτσι έχει έξαφανιιστή. Ό Ταμπόρ ξαναγυρ ί £ε ι στή σπηλιά καί σταματαει βίαια τό ροχαλητό του Τσουλούφη,: — Σήκω καί πάμε... Ή Ζολάν μέ παράτησε κΤ έφυ γε... Ό Μπουτάτα άνασηκώνεται καί χασμουριέται τρίβον τας τά γουρλωιμένα ηλίθια μάτια του:
20
—Καΐλα έκανε το αφέντη χορίΗσι!... Θά φύγω κι* έγώ νά πάω μαζίι τη,ς.^ Έσύ νά καβή,σης μόνος έδώ νά πα ραμιλάς γιά τη Παράμπα ο ου! ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΛΑΝ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς παρακο λουθήσουμε μέ τή φαντοοσίά -μας την πορεία του ττίανεΐμΐέΜαυ· λΙεύκού κορι τσιού ιμέσα στην άγρια ζαύγ κλα και σττό φοβερό σκοτάδι της νύχτας. Δεν έχει περάσει ούτε μί ση ώ»ρα από τή στιγμή πού έφυγε από την κρυφή σπη λιά, όταν ένας άγριος βρυχ ηθμός λ ιαντ ο.ρ ιού φτ άνε ι στ’ αυτιά της. Τό λευκό κορί(τσι, που πριν λ ίγες στ ιγμές λαγάρ ι αζε ποιόν τρόπο νά βρή γιά νά δώση ένα τέλος στήιν άχαρη ζωή της, τρομάζει τώρα άφάνταστα. Καί γιά νά σώση αυτή τή ζωή πού ήθελε νά ξεφορτωθή, τό βάζει στά πό δια πιρός αντίθετη κατεύθυνσυ, ψιθυρίζονταο -μέ δέος: — θεέ μου!... Θά είναι τό λιοντάρι πού λάβωσα μέ τό πιστόλι του Μπουτάτα. "Αν μέ βρή, χάθηκα! Τό, γρήγορο ποδοβολητό της όμως φαίνεται πώς έφτα σε στ5 ^ αύτ ιά τού , λ ιονταιρ ιού γιατί οι βρυχηθμοί του άκου γονται τώιρα νά πλησιάζουν. Ή Ζολάν καταλαβαίνει πώς την κυνηγάει. Καί δώσ’ του ή άμουρη τρέχει πιο γρήγο ρα γιά νά γλυτώση...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Δέν περνάνε λίίγες στιγμές καί τό κορίτσιι, αχι μόνο άτ κούει πί|σω της καί σέ μικρή άπάστασι τή φωνή τού θηρίου, μά καί τό θόρυβο πού κά νουν τά πόδια του καθώς τρέ χει πατώντας πάνω ατά ξε ρά φύλιλ'α κάί οπά χαμόκλα δα τής γης. Ή Ζολάν σταματάει άςμ»έσως καί σκάΡΦαλωνει σάν μα ϊμού στον κορμό κάποιδρ. αι ωνόβιου δέντρου, .Φτάνει ατά πρώτα κλαδιά κάί σκύβει κά τω νά^δή. Καί νά: στο λίγο ατό' φως τοΰ φεγγαρ ιού πού γέρνει· τώρα οπή δύσι τομ, άντ (κράζει τό Τδιο λιοντάρι τρού είχε φέρει στούς ώμους του την Υτανώρ^α„_Γ ιαράμπα έξω άπό, τή σπηλιά τρυς. Τό αναγνωρίζει από την ν πληγή τής σφαίρας πού * έχε ι ,μα1τώσει - ένα^ μεγάλο . κομμάτι τής προβιάς στο στήθος του. Ό τρόμος κι5 ή φρί'κη κά νουν τό άμοιρο κορίτσι νά σκαιρφαλώση γρήγορα οπήν ψηλή κορφή του θεόρατου δέν τρου. ζέ μια στιγμή , παραπατίάει \σμως κι* αρχίζει νά γκρεμοτσακίζεται κάτω, χτυ πώντας από κλαδί σέ κλαδί. Ευτυχώς τό άνάλαφρο σώμα της σκαλώνει πάνω σέ ιρερικά λεπτά κλαδιά πού βρισκον ται όκεΐ. "Ομως άπ’^ τά χτυ πήματα πού πραηγήθηκαν ή Ζολάν έχει χάσει τις αίσθήτ σεις της καί μένει εκεί αναί σθητη,
φΟταν συνέρχεται δέν μπο ρεΐ νά ύπολογίση. πόσο χρονι κό διάστημα βρισκόταν μέ χαμένες τις αισθήσεις της.
ΤΑΡΣΑΝ
Είναι βμως άκόμα βαθειά νύ χτα. Κάτω άπό το δέντρο δεν άκαύγεται κανένας θόρυ βος. (Κσμριά άνάσσ. Τό πει νσσμΙένο λιοντάρι σίγουρα θά βαρέθηκε νά περιμένη. και θσψυγε άναίζητώντας άλλου τρο ψή. Καλού — κακού όμως τό λευκό κορίΤσ ι δεν κατεβαί νει άπό τό δέντηρο για να συνεχίση >μέ τά ττόδ α τό δρόμο του. Τά ταξίδια στόν άέοα εΐνα ι π ιό σίγουρα σέ κάτ ι τέτο ιες περ ιπτώσε ·. ς. " Ετσ ι άρχ ίζε ι, πη,5 ώντσς άπό κλαδί σέ κλαδί κι* άπό δέντρο σέ θένίτοο, νά προχωρή χωρίς νά ξέρπ που πηγαί νει και χωρίς νά Βέλη νά πάη πουθενά... Διασχίζει μ’ αυτό τον τρό πο, μια μεγάλη άπάστασι κι’ είναι πολύ χαρούμενη νά νοιώθη πώς βρίσκεται ^ τόσο μακίρΜά άπό τον Ταμπόρ,παύ ή μεγάλη άγάπη. της γΓ αυ τόν νομίζει πώς έχει τώρα με ταπραπτή σέ μίσος. Δυστυχώς δμιως καί πάνω στά δέντρα παραμονεύουν κίνδυνοι σαν αυτούς πού συ ναντάει κανείς κάτω στο ά γριο έδαφος της παρθένας ζούγκλας. Καί σέ μια στιγμή ή δυ στυχισμένη Ζολάν νοιώθει δυο τεράστια χοντρά τριχω τά μπράτσα νά άγκαλιάζουν τό ιμισόγυμνο κορμί της. Δεν χρειάζεται πολύ για νά καταλάβη πώς τό θηρίο πού την έχει άγκαλιάσει εΐναι ένας γιγαντόσωμος κι’ άποκρουστικος γαρίλλας.
21
Τό κοίριτσι βγάζει τρομα γμένα ξεφωνητά καί πασχί ζει άππεγνωσμένα νά ξεφύγη άπό τό δυνατό σφίξιμο τών χοντρών τριχωτών χεριών του. Γρήγορα όμως καταλαβαίνει πώς τίποτα δεν θά μπόρεση νά ικατταφέρη μ* αυτόν τόν τρόπο. Καί τότε, τό άδάμα στο αίσθημα τής αύτοσυντη ρήσεως την 'άναγκάζει νά κάνη κάτι αφάντορτα άπαί σιο καί φρικτό : Με πολλές κΓ άπαγνωσμέ νες κινήσεις καταφέρνει νά έλευθερώση τά^χέρια της άπό τό σφίξιμο του φοβερού γορίλλα. Καί γρήγορα, σηκώ νοντας τα μαζί, μπήγει μέ λύσσα τά σαυβλειρά νύχια της στά μάτια του θηρίου. Ό γορίλλας τυφλώνεται στη στιγμή καί βγάζοντας τρομακτικά ουρλιαχτά, άρ πάζει τή Ζολάν στίς παλα μες του καί τήν έκσφενδονί ζει μακρυά άπό τό ψηλό κλα 5ί πού βρίσκεται. Τό κορίτσι διαγράφει μια τραγική καμπύλη στο κενό καί φθάνει πέφτοντας στά κλαδιά του άντιικρυνου δέν τρου. Χτυπάει πάνω σ’ αιλ τά κι5 ή φόρα του κορμιού της κόβεται κάπως. "Ετσι κατρακυλώντας, καταφέρνει νά παστή σ’ ένα άπό αυτά καί νά μ ή πέση κάτω καί τσα κ'οτή κάτω στο σκληρό χώ μα. Ή Ζολάν σταματάει γιά λίγες στιγμές έκεΐ κι’ άφουγκράζεται τά πόνε μένα κι’ ά γρια ουρλιαχτά του τυφλωμέ νου γορίλλσ πού παραπατάει
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ
στα κλαδιά ώσπου γκρειματσα πρόκειται νά συγκρατηθή τά κίζεται βαρύς κάτω. 'νω σ' έκεΐνο. Ή λειυκή <κόρη· έχει σωθη Σέ λίγα δευτερόλεπτα τέ και συνεχίζει απτό ικίλοΰδί σε ψτει, ,μοβζΐ ρέ τό φίδι, κάτω κλαδί κίαί άτό δέντρα σέ δεν στό έδαφος. Ή άρμη βέβαια τρο την έναερια πορεία της τής πτώσεως είχε τολύ έλατ στο άγνωστο! τωθή από τά συνειχή χτοτήμα τα τάνω στά κλαδ ιά, καί δεν Νά όμως τού ύστερα άττό λίγο μια αναπάντεχη ατυχία, τπαθαίνει τίποτα σοβαρό. Μά έρχεται να δυσκολέψη πολύ αυτό δεν θά τή τώς έχει σωταλυ τήν θέσι τιη;ς. θή κυ5 άλας. Όχι. Γιοοτίΐ μό Σέ μια στιγμή, έκεΐ τού λις τό φίδι συνέρχεται άτό παρατάει ένα κλαδί καί τη ■ την ττώσι, άρχίΐζει νά σαλεύη δώντας άρτάζεται άτό κά άταίαια τό ιμαύρα κορμί του ττόιο άλλο, νοιώθει τώς αυτό κίέτσίίμαζεται νά τό τυλίξη^, τό άλλο τού πιάστηκε, είναι κουλούρες - κουλούρες στο μαλακό καί υποχωρεί στο βά σώιμα της, Ή Ζολάν άντ ιλσμβάνεται ρος τττ^·, Αλλοίμονο της: Τό «κλα ευτυχώς γρήγορα τον κίνδυνο δί» ττού είχε κρείμούστή στό καί μόλις προφταίνει νά ξειφύ σκοτάδι, δεν ήταν- κλαδί δέν γη τό θανατηφόρο άγκάλια τρου, ιμά καριμίΐ ψιδιού. σιμά του, σκαρφαλώνοντας τά νω στον κορμό ενός ταράξε Ή άμ^ΐιΡΤ Ζολάν ^ νοιώθει τώρα νά γκρεμστσακίζεται ά νου κοντόχοντρου δέντρου ττού τό τό δέντρα, χτυπώντας άβρίσκεται μπροστά της. Τό ττό τά τιό ψηλά στά τιό χαφίδι κάνει νά σκαρφαλώση τί ΐμηλά κλαδιά τοιυ. Κι* δμως τά σω της μά γρήγορα ύτοχωρεΐ χέρια της έξακολοιθαύν νά καί την έγκαταλεί'τει. σφίγγουν γείρά τον κορμό Την ίδια στιγμή άγριος του έίρτετοΰ τού ταιρασύρε βρυχηθμός ξανακούγεται. Εί ται έτσι καί πέφτει ιμαζί; της. ναι τό τραυματισμένο λιοντά Ρ( τής Γιαράμιτα τού δεν εί Ή ταροιίμίσ τού λέει τώς χε φύγει, άλλά ταρακολαυθού «ό πνιγμένος άτό τά μαλλιά σε, κάτω άτό τή γή τή Ζολάν του πιάνεται» είναι σωστή. σ’ όλο τό ένσέιριο τραγιικό τα Μά τό κορίτσι κάνει αυτή τή ξίδι της. ψορά κάτι ττολύ χειρότερο ά τό τον «τνιγμένο» τής ταροι ΦΙΔΙ .μίας. Αυτή πιάνεται άτό τό ΚΑΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙ κορμί του ίδιου του φιδιού τού γί|νηκε αιτία νά γκρεμό ΑΙ ΝΑ: Τό ττεΐνασιμένο τσακίζεται αυτή τή στιγμή ά θηρίο σηκώνεται στά τό τό δέντρο. Κι5 δμως, τό τιισινά του πόδια ^ κι* αίσθημα τής αύτοσυντηρήσεαρπάζοντας τό λευκό κορίτσι ως πάλι την κάνει νά τό σψίγ τού ξεφωνίζει δυνατά καί τρο γη άκά^η: τιό γειρά σά νά ραγμένα, τό γκρεμίζει κάτω
ΤΑΡΖΑΝ άπό τό δέντρο. Κι* Αμέσως χύνεται νά τή σπαράξη μέ τά νύχια και τα δόντια. Την ίδια ομως^ στιγμή, τα μάτια ταυ άντ «κράζουν τό πρό σωπο τής Ζολάν και Αναγνωρί ζει ττώς είναι εκείνη. πού τό είχε πυροβολήσει. Και κατε βάζοντας γρήγορα τά^ πόδια ταυ ιόττιό τό στήθος του θύμα τος, υποχωρεί φοβισμένο. "Ισως νά θυμήθηκε πώς τό πλάσμα αυτό τό Αγαπάει καίι τό προστατεύει ή Γιαράμπσ, ή φοβερή βαάίλισσα τής ζούγ ικλας... "Ισως νά θυμήθηκε τό θανατηφόρο ^ τράβηγμα τής γλώσσας πού έκείίνη του είχε κάνει δταιν αυτό, τυφλωμίένο άπό τούς πόνους του τραύμα τος, έπέίμενε νά την καπασπα ράξιη... "Ισως καί νά φοβήθή κε την τΐιμιωρία πού τού είχε ύποσχεθή ή ιμελαψή κοπέλλα άν ξανοτολμούσε νά πειράξη τή λευκή προστατευομιένη της·ν Τό λιοντάρι γυρίζει τώρα κάι προχωρεί Αργά νά φύγη, όταν άκούη πίσω του ένα τρο ιμαγμιένο γυναικείο ξεφωνητό1! Τό θηρίο κοντοστέκεται κάι γυρίζοντας τό κεφάλι του βλιε πει ενα τεράστιο :μαύρο φίδι νά πραχωρή, αυτό τώρα, γιά νά σποράξη τή Ζολάν πού έξαικσλουθεΐ άπό τον τρόμο της νά βρίσκεται ξαπλωμένη άκό μα κάτω. Εύτρχώς ιμ’ ενα πήδημα τό λιοντάρι φτάνει κοντά ατό Α παίισι© ερπετό και ζητάει ν’ άρπάξη σττά σαγόνια του τό κεφάλι του. Τό κορμί του φι διού — Αφάνταστο; σβέλτρ
23 —τυλίγεται γρήγορα γύρω στο θηρίο καί ζητάει νά του τσαικιίιση τά κόκκαλα! Ή θανάσιμη πάλη των δυο θηρίων αρχίζει και ή Ζολάν βρίσκει την ευκαιρία νά σκαρ Φ άλωση πάλι στο παράξενο δέντρο. Ό κορμός του είναι χον τρός κι* όχι πιο ψηλός από δυο ρετρά. Στο έπάνω άφος του, πού είναι κούφιος έσωτε ρικά ιμέχιρι βαθειά κάτω στη ρίζα, ξεφυτρώνουν οκτώ μεγά λα κλαδιά σάν πλοκάμια όχταποδιού, γυμνά Από φύλλα. Ή Ζολάν σκαρφαλώνοντας έπάνω έχει καθήσει τώρα στά χείλια τού κούφιου κορμού και βρίσκεται Ανάμεσα στά οχτώ παράξενα ξύλινα πλο κάμια του. "Ετσι, σίγουίρη ά τπό τή θέσι αυτή, παρακολοο θεΐ μέ δέος καί φρίκη, την τρο μακτίικη πάλη τού σωτήρα της. λιονταριού μέ τό φίΐδι. "Ομως, Από τή στιγμή πού σκαρφάλωσε :στό σημείο αύτό (μια απαίσια οσμή βσσα νίζει τά ρουθούνια της. Μοιά ζει ·μιέ μυρωδιά ψόφιου ζώου πού σαπίζει κάτω άπό τον καυτερό ήλιο τής ζούγκλας. Τό λευκό κορίτσι δεν δίνε^ι μεγάλη» σηιμασιία σ’ αυτό τό φαινόΙμενο, τσιιμπώντας καί κλείνοντας ,μονάχα τά ρουθού νια της γιά ν άποφεύγη την απαίσια όσμή. ^ «Κάποιο μικρό ζώο ή κα νένα όρνιο θά έπεσε, θά ψό φησε καί θά σαπίζη τώρα σ’ αυτό τον κούφιο κορμό, συλλο γιέται. Τό λιοντάρι γρήγορα θά σκατώση τό ψίδι καί θά
24 είμαι ελεύθερη νά συνεχίσω τό δρόμο μου». Στο μεταξύ έχει άρχι σε ι να ξημερώνη και ή άγρια παρ θένα ζούγκλα νά ξυπνάη σι γά -σιγά. Τό λιοντάρι άκόμία δεν ε~ χει καταφέρει ν’ άρττάξη στα σαγόνια του1 τό κεφάλι του φιδιού ττού φαίνεται οχι μονιά χα πολύ δυνατό, μά καί ττολύ έξυπνο στη άμυνά του. Γιατί στη ττάλη αυτή του θανάτου, εφαρμόζει μια ττολύ σωστή τακτική. Βλέποντας, ασφαλώς, πώς τό θηρίο πού τού έχει έπιτε8η είναι τραμματισμένο στο στήθος, καταλαβαίνει πώς έ χει χάσει αίμα κάί πώς δέν θά εχη τή δόνα]μ ι καίί τό κου ράγιο νά συνέχιση γιά πολύ ακόμα την πάλη,. Γρήγορα θά έξαντληθή και άπό τήν έπίίθε σι βά γυρίιση στήν άμυνα. Τό πονηρό ερπετό κάνει με γάλη οικονομία στις δυνάμεις του γιά νά μπόρεση νά τις χρησ ιμοπσ ι ήση τή στ ι γμή τττου θά πρέπει. Ή Ζολάν προσέχει πώς οί τρομερές κουλούρες του φιδι ού 6έν σφίγγουν οσο θά μπο ρουσαν τό λιοντάρι. Σφίγγουν ιμονάχα οσο χρειάζεται γιά νά τό κρατουν αίχμοολωτο και νά τό κουράζουν μέ τις συνε χεΐς άπεγνωσμένες προσπά θείες πού κάνει νά ξεφύγη. Ταυτόχρονα τό κεφάλι τού φι διού πού είναι και τό πιο τροο τό σημείο τού κορμιού του ά ποφεύγει μέ ψυχραιμία ^ και τακτική τά σαγόνια του τε τράποδου θηρίου,
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟ ΔΕΝΤΡΟ
Α1 ΤΟ κακό δεν άργεΐ νά γίνη. Τό λιοντάρι, εξαντλημένο: καθώς εί ναι από το αίμα πού έχει χά σε η κουράζεται γρήγορα. Οί κινήσεις του τώρα γίνονται άτονες καί οί προσπάθειες του νά ξεφύγη από τό άγκάλ ιοόσμ,α του έρπετοίύ παύουν σιγά - σιγά, νά έκδηλώνωνται Τό λιοντάρι γυρίζει τώρα στην άμυνα καί τό τεράστιο μαύρο φίδι, στήν έπίίθεσι, Τό τετράποδο όμως θπρίο είναι κουρασμένο, ένώ τό έρπετό ε ίχε ι τις μυϊκές δυνάμεις του σέ δλη τους τήν έντασι. Τό λευκό κορίτσι, πάνω α πό τό δέντρο, βλέπει τώρα τις •κουλούρες του φιδιού νά σφίγ γωνται μέ άφάνταστη, δύναιρ ι καί λύσσα! Ό «βασιλιάς των θηρίων» ανοίγει τό στόμα του ικάΐ βγάζει βραχνά πνιγμένα βογγη,τά. Είναι φανερό πώς σέ λίγες στιγμές τά κόκκαλά του θά τσακίσουν μέ άπαί " σιους κρότους καί θά υποκύψη στο μοιραίο. Ή Ζολάν τού φωνάζει μέ ά πόγνωσι: — Καράγιο, λιονταράκι μου!... Μή πεθαίνε ι ς γ ι ατί τό φίδι θά σκαρφαλώση στο δέντρο καί θά σπαράξη κι’ ε μένα ! Νά ρμως πού ξαφνικά κι’ αναπάντεχα μιά λεπτή φωνού λα φτάνει στ5 αυτιά της. Καί αμέσως άντιικρύζει τον μικρό σκαπικό μαύρο πρίγκιπας Π ι τριικόκο, νά φτάνη καλπάζαν
ΤΑΡΖΑΝ
τος πάνω στον Άλασάν ταυ και νά σταματαη μπροστά ατά δυο θηρία πού παλεύούν, Κυττάζει κΓ άπό κοντά τώρα μέ τρόμο καί φρίκη τή Ζοιλάν που βρίσκεται πάνω στο δεν τρο καί συνεχίζει νά τής φω νάζη: — Κάτω! Πήδησε άμεσος κάτω άπό εκεί!... Γκρεμοτσα κ’ίίσου γρήγορα, σου λέω!... Το λευκό κορίτσι κότσαλα βαίνει πως κάποιος μεγάλος κίνδυνος την παραμονεύει έκεΐ πού βρίσκεται. Σκύβοντας 6^ μως ^κάταπγιά νά πήδήση, άν τικίρύζει μέ τρόμο τό ψίδι πού άρχ ίζε ι νά ξεκουλαυρ ιάζετα ι άπό V άψυχο πιά κορμί του σκοτωμένου λιονταριού. Καί φυσικά, καταλαβαίνοντας πώς ίδιος τραγικός θάνατος την περιιμένει άν βρεθή κάτω, προ τιμάει νά ,μετνη έκεΐ πού βρ ί1 σκιεται. Ό Πιτσικόκο τής φωνάζει καί τής ξοοναφωνάζει: ^— Πήδησε σου λέω!... Κα λύτερα νά σου τσακίρη, τά κόκικαλα τό φίδι. Είναι χίλιες φορές προτιμότερος ό θάνα τος αυτός. Ή Ζαλάν όμως δεν άκούει τίποτα. Ή λογική τής λέει πώς π ιό σωστό είναι νά άπο φεύγη έναν κίνδυνο πού βλέ πει παρά έναν πού άκούει. Ό ίμικροσκοπτικός μαύρος ιππότης γιά νά την έξαναγ κάσηι νά πηδήση κάτω τή φο β ερίζει: — Γκρεμοτσακ ίσου, σού λέω!... Θά σού πετάξω τό κοντάρι μου καί θά σέ περά
25
σω πέρα γιά πέρα! Ό Πιτσικόκο βλέπει πώς δεν γίνεται τίποτα κι5 έτοιμό ζεται νά προογματοποιήση την απε ιλή του. Σ ήκωνε ι τό χρυ σό κανταράκι του, παίρνε^ φό ρα καί το πετάει προς τό μέ ρος της. Φαίνεται όμως πώς ή,ταρα χή του γιά τό φαβερο κίνδυνο πού διατρέχει τό Κορίτσι, κά νει τό χέρι του νά μήν είναι σταθερό. "Έτσι, τό χρυσό καν τα,ριάκι άντί νά βρή πάνω στή Ζοιλάν, καρφώνεται σ’ ένα ά τια τά χοντρά κλαδιά - πλακά μια τού αλλόκοτου κούφιου δέντρου, Αμέσως γίνεται κάτι φόβε ρό καί απίστευτα. Καί τά ο χτώ κλαδιά τού δέντρου,λες καί ξύπνησαν άπο τό κεντρί σμα τού κονταριού, άρχίζαυν νά κινούνται καί νά σαλεύουν εάν τρομερά πλοκάμια τερα στίου ξύλινου χταποδιού!... Τό ρμορφο καρίίτσι τά βλέ πει καί ξεφωνίζοντας μέ γουρ λω,μένα μάτια άπό τον τρόμο κάνει νά πήδη,ση, κάτ*η, άδια φορώντας πιά γιά τό φίδι πού περιμένει νά τσακίιση τά κάκ καλιά της· Δεν προφταίνει όμως! Τά φοβερά κλαδιά, πού ξαφνικά έχουν ζωντανέψει, πρόλαβαί νουν νά τήν άγκαλιάσουν καί νά τήν κρατήσουν αίχμάλίωτη, καί ακίνητη πά νω άπό τό στόμιο τού κού φιου κορμού τους μέ τίς βρω μ ερές άναθυμ ι άσε ι ς... Ό Πιτσικόκο μουρμουρίζει μέσα άπό τά δόντια του μιά
26
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τρομερή βλαΡπήμια τής φυ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ «ΤΖΑΡΟΥΚ» λής του και σπηρουνίΐζοντας τον άτίθασο ’Αλσσάν μέ τις σοι ταξιδεύουν γυμνές πατούσες του,, ξεκινά στην άφρ ιικανιική ζούγ ει καίΐ χάνεται πίσω άττό το κλα, άκούνε τους ίθσγε χαμηλό πράσινο γρασίδι τής νεΐς νά μιλούν μέ τρόμο καί άγριας ^περιοχής... δέος γιά τά σπάνια σέντρα, Τό φίδι, ελεύθερο τώρα, έ; ει σηκώσε ι το ιμεγάλο κεφά τά άδεντρα - θηρία» ^ όπως τά ι του καί κυίττάζει μέ βοο- λένε;, πού αιχμαλωτίζουν κοΛ άνθρώπους καί ζώα γιά λιμία τό λειυικό καρίίτσι τπού τρώνε βσγγάει αιχμάλωτο των ζων νά τραφούν . Κάθε φυλή έχει δώσει στη τανών κλαδιών του δέντρου; διάλεκτό της κάί διαφορετι Λεν τολμάει όμως — όπως καί την πρώτη φορά — να κό όνομα στο σαρκοφάγο αυ σκαρφάλώση έτάνω καί νά τό δέντρο. Μά άπό τις όνομα την άρπάξη. Σφιγούρα θά ξέρτ) αίες αυτές είναι κάί τό «Τζα πώς τό δέντρο είναι σαρκοβο ρουκ» πού σημαίνει κάτι σχε ρο καί φοβάται μή βρή κι* αυ τΐ'κο μέ τη δική μας λέξι «ρου τό την ίδια τύχιη μ’ έκεΐνο... φήχτρα».*
Ο
;ν.ν
,V
«β«ϋ» «111111
Λ»!*
Μ’ ένα φύσημα τού Μπουτάτα 6 Πιτσικόκο έξαψανίζεται!
ΤΑΡΖΑΝ
27
ιΗ πάλη του λεονταριού μέ τό ψίδι ήταν τρομερή!
Το φοβερό αυτό δέντρο, ό ταν είναι πειναισμένο, βγάζει ατό επάνω μέρος του κούφιου κορμού του βοαι ατό σηιμεΐο ακριβώς πού ξεφυτρώνουν τά οκτώ κλαδιά - πλοκάμια του, μιά πυκνάρευιστη ύλη,, σάν ρε τσίΐνι, πού άφηνε ι ένα ύπερο χιο μεθυστικό άρωμα. Τά ζώα, τά όρνια και καμ μιά φορά και τά παιδιά των άγρ ι ων ί θαγ ενών π ρασελκ 6ον ται άπο την υπέροχη αυτή μυιροάδιά και σικιαρψαλώνουν στο δέντρο αυτό. Κι* έκεΐνο μόλις νοιώση τό βάρος τους κλείνει αμέσως τά κλαδιά του καί κρατάει αιχμάλωτο τό θύ μα πάνω άπό τό στόμιο του κούφιου κορμού του πού άνοί
γεται λαίμαργος άπό κάτω... Τό θηρίο, ή τό όρνιο πού θά βρεθή άγκαίλ ιασμένσ μέσα ατά τρομερά αυτά ξύλινα πλο κάμια, πεθαίνει σέ λίγες μέ ρες άπό τήν πεΐνα, τη δίψα και τήν έξάντληΐσι άπό τις ά’ πεγνωσμένες προσπάθε ιες πού κάνει νά έλευθερωθή. "Έτσι, σιγά-σιγά οργίζει νά σαπί»ζη. νά λυώνη. και οι χυμοί καί τά λίπη του νά σταλάζουν μέσα οπήν καυφάλα του κορ μού πού έκτελεΐ χρέη κοιλιάς. Τέλος, δταν τό σάπισμα προχωρήση, πολύ, τά κλαδιά ξανανσίιγουν καί τά μισολυω μένα υπολείμματα τού θύμα τος πέφτουν μέσα στον κού φιο κορμό.
28
Κι’ εκεί μέσα συνεχίζεται ή άπασύνθεσίς του πού άναδίνει τις βρομερές αυτές άνα θυμ ιάσεις. "Οταν τα πάντα λυώσαυν και άπτορροφηθούν, τότε το σαρκοβόρο δέντρο άρχιζες να ξαναπεινάη, Και ξαναβγάζει — όπως είτταμε — στΊς βί&· σεις των κλαδιών του το ρετσί <, νι με την υπέροχη* μεθυστική μυρωδ ιά,ιάναζητώντας καινούρ γιο θύμα. Τό «Τζαρούκ», όττου έχει σκαρφαλώσει ή άμοιρη Ζολάν έτυχε νά μην είναι πεινασμένο Γι' αυτό έβγαιναν απτό τό βά θο>ς του κορμού του οι άπται'ί*σιες άναθυμιάισεις καΐι γι^ αυ τό. μόλις ένοιωσε τό βάρος της, δεν έσττευσε νά^ κλείση τά Θανατηφόρα κλαδιά του·. Μόνο δταν ό Πιτσίικόκο κάρ ψωσε άθελα του τό χρυσό καν ταράκι ττ-άνω σ’ ένα από τά πλοκάμια του, τότε τό δέντρο — άσφαλώς θά αισθάνεται σαν ζώο — έκλεισε τά πλοκά μία του καί την αιχμαλώτισε. ΤΑΜΠΟΡ ΚΑΙ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ τώρα για λίγο τη δυστυχι σμένη Ζολάν, πού χάρο πάλευες πιασμένη άπό τά κλα διά του ότνθρωποφάγου δεν τρου... "Ας άφήισουμε και τό τερά στιο ,μαύρο φίΐδι πού περιμένει άτπό κάτω νά τσακυση τά κόίκ καλά της. άν καταφέρη νά έλευτερωθη και πηδήση κάτω... Κι* ας πετάξουμε με τή φαν τασία μας στο άτράμητο Έλ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ληνάπαυλο και στον άράπη πού ξεκίνησαν τά χαράματα, άπό τή σπηλιά τους, άναζητώντας τό χαμένο λευκό κορ*ί τσι.... Πολλή ώρα πέρασε προχω ρώντας ατά στραβά καί μή ξέροντας πού πηγαίνουν. ^— Ό θεός τής τύχης άς μάς βοηθήση νά πάρουμε τή σωστή κατεύθυνση μαυρμαυρί ζει, σέ μιά στιγμή, μ5 άπόγνωαι ό Ταμιπόρ. Ό Μπουτάτα τον συγκρα τεΐ άπό τό μπράτσο καί τού λέει σοβαρά: -— "Εγώ ξέρω ένα σίγουρο τρόπο γιά νά μάθουμε πού βρίσκεται αυτή τή στιγμή ή Ζολάν... — Πες τον... — Νά τή βιρούιμε καί νά τή ρωτήσουμε... Ό Ταμπόρ τού δίνει μιά δυ νατή καρπαζιά στο· σβέρκο καί συνεχίζει τό δρόμο του. Ό Τσουλουφης τον άκολουθεΐ ί κανοπο ιημ'ένος. — Δεν ιμ* άφησες νά τελει ώσω... -έρω καί τον τρόπο πώς θά βρούμε τή Ζολάν γ ιά νά τή ρωτήσουμε πού βρίσκεται αυτή τή στιγμή... Τό 4 Ελληνόπουλο παρά, τή στ ενοχώρ ια του, δ ιασκεδάζε ι θέλοντας καί μή μέ τις άνοησί ες τού άράπη. Σταματάει λοι παν καί τον ξαναρωτάει: ^ —Λέγε: πώς θά τό βρούμε τό κορίτσι; — Ψάχνοντας, τ’ άπακρίνε τι ό Μπουτάτα καί χαζογελά ει για την «έξρπνάδα» του. Ό Ταμπόρ γυρίίζει καί ξε
ΤΑΡΖΑΝ
κινάει, χωρίς να σηκωστη, το χέρι του αύτή τή φορά. Ό Τσουλούφης τον ακολουθεί δυ σαρεοτημένος και μουρμουρί ζοντας : — Ξέρω και κάτι άλλο, άφόντηι παιδί. — Ττ* — “έ'ρω γιαπί πήρε τά μά τια της κι5 έφυγε από τή σπη^ λιά μας... Το Παιδί τής Ζούγκλας χλίω μιάζει τώρα καί τόν ρωτάει μ’ ένδιαφέρον. — Γ ιατί; — νΑμ·> δεν οπό λέώ! Κου τός είμαι; Γιά νά ατό πώ θά με πλήρωσής τηρωτα,τού ^ κά νει ό Μπουτατα. Καί γυρίζοιν τας, τού προτείνει τό χοντρό μαύρο σβέρκο του». —Μπά; Γ ιαιτί προκαταβο Λ ΐ'Κ'ά; ρωτάει 6 Τιαμττόιρ. —Μπορεί νά μου τή σκά σης σάν καί πριν... Γ ιατί νά χάσω ιμιά καρπαζιά; Φτωχός άνθρωπος είμαι! Ό Ταρπόρ δεν μ,πορεΐ αυ τή τή φορά νά μη χαμογελάαη καί τού λέει: — Μοΰ φαίνεται,, Μπόι πά τα, πώς τις καρπαζιές τις ζη τάει ό οργανισμός σου! — Κάί βέβαια τις ζητάεμ τ’ άποκιρίνεται σοβαρά ό άράπης. ’Άν δέ φάω καμμιά σαρανταριά τήν ημέρα, παθα'ίι νω... άναιμία. Οί δυο σύντροφοι προχω ■ ροΰν ακόμα αρκετά, στον ξα φνιικά φτάνουν στ’ αυτιά τους μακίρυνοί βρυχηθμοί λιοντα ριού καί γυναικεία ξεφωνητά. Είναι ή στιγμή πού τό λισντά
2$
ρι σηικώνεται — όπως είδαμε — στά πισινά του ποδάρια καί ρίχνει κάτω τή Ζαλάν πού έχει άρχί'σει νά σκιαρφαλώνη στο κοντόχοντρο δέντρο ;μέ τά οκτώ κλαδιά. —Ή Ζοίλάν!, κάνει ό Τα μ πόρ μ’ άνεΐίττωτη χαρά άνα γνωρίζοντας τις σπαρακτικές φωνές τής άγαπημένης συν τρόφι σσάς του. Ό Μπουτάτα τόν κιπτάζει παραξενει μένος: _— Κάί γιατί χαΟρεσαι, α φέντη παιδί; επειδή θά τή σπαράξη, τό λιοντάρι; Μά, ώσπου νά τελείωση τά λόγια του, τό ατρόμητο £Ελ ληνόπουλο έχε ι προσανατολι στή κάί τρέχει πρόζ τό μακρύ νό σημείο πού ακούστηκαν οι φωνές τού λευκού κοριτσιού Ό δειλός μά χεροδύναμος άράτπης άκολουθεΐ άργά καί φω νάζει στον Ταρπόρ: — Τραβά πρώτος έσύ... Κι’ άν σέ καταβροχθίση φώνα ξέ με νά τό ...μαλλώσω! ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ
ΑΙΝΕΤΑΙ όμως πώς δεν ήταν γραφτό νά φτάση γρήγορα τό Π σι δί τής Ζούγκλας στο άμοιρο κορίίτσ ι πού κ ι νδύνευε... Γιατί δεν προφταίνει νά προχωζήση ούτε διακόσια βήματα όταν νοιώθη ξαφνικά τά πόδια του νά μην πατούν σέ στερεός έ δαφος. Καί, πριν προφτάση νά κατάλάβη' τί συμβαίνει, γκρεμστσακίζεται μέσα^ σ’ έ ναν τετράγωνο βαθύ λάκκο. Είναι μιά παγίδα άπ’ αυ
Φ
30
τές πού στήνουν οί κακοί λευ κοί κυνηγοί για να αίχμαλω τίζουν ζωντανά τ’ άγρια ύτί ο ία τής ζούγκίλας. Τό βάθεκ; τους είναι πέντε μέτρα και για νά ξεγελιώνται τά θύματα τις σκεπάζουν από πάνω μέ λεπτά κλαδιά καί ψύίλΐλα. Ό Ταμπόρ κάνει άτεγνωσμένες προσπάθειες νά σκαρ φαλώση κάί νά ξαναβγή εξω, μά στέκεται άδύνατο. Τά τοι χώματα τής παγίδας είναι πο λύ λεία καί χωρίς καμμιά προ εξοχή. ■ Στο μεταξύ φτάνει πάνω άπό την παγίδα κάί ό Μπσυ τάτα καί γρεμοτσακίζεται κΐ’ αυτός κάτω. —Μά τόσο στραβός είσαι αφέντη παιδί;!, .μουρμουρίζει άγανακτισμενας. <Ολκληρ η παγίδα είναι! Δεν την είδες νά μην πέσης ιμέΐσα; — Έσύ δέν την είδες; τον ρωτάει έξω φρένων ό Ταμπόρ. —Έγώ είδα έσένα πού έπεσες καί λέω μέσα μου: «γιά νά πέφτη ό Ταμπόρ θά πή πώς δεν είναι παγίδα. Γιστί άν ήτανε παγίδα, τόσο στραβαύλιιακας θάτανε νά πέση»; Μά τό Παιδί τής Ζούγκλας δέν έχει καιρό γιά χάσικο. Πρέπει νά βγή γρήγρρα έξω νά σώση τη Ζολάν άπό τό λι οντάρι. Κι* αφάνταστα σβελ τος καθώς είναι βρίσκεται δ,ρ θ;ος πάνω στους ώμους τού Μπαυτάτα. Άπό έκεί μ3 ένα δεύτέιρο πήδημα καταφέρνει νά πιαστή άπό τά χείλια τής καταπακτής. *Έτσι κάνει τώ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ρα ^έλξεις γιά νά μπόρεση νά βγή έπάνω... Δέν προφταίνει όμως: ό άράπης πού 'β'ίρίσκεται σπό 'βά θος πηδάει κι* αυτός. Κι* άρπάζαντας τον Ταμπόρ ά πό τά πόδια τον ξαιναγκρείμί ζει κάτω. Τό 1 Ελληνόπουλο τόν κυτ τάζει σάν πεινασμένο θεριό: — Γιατίι τάκανες αυτό; ρω τάει έτοιμος νά τόν κατασπα ράι^η. Ό Μπαυτάτα του άπακρί νεται ατάραχος: — *Ή ικαί οί δυο μαζί, ή κανείς! Άμ’ τ'ί νόμισες: πώς θά (μείνω έγώ έδω καί θά πε ριμένω νά... ψηλώσω γιά νά βγω έξω; Μπά, σέ κα—ικα— καλόοο σαο! Τό μυαλό του Ταμπόρ £' χει θολώσει. Χωρίς νά ξέρτι τι ικάνει σφίγγει τη γροθιά του καί την τινάζει μ3 άψάν τασατ|) ορμή καπά τό χοντρο κέφαλο του άράπη·. * Εκείνος όμως κάνει απότομα μιά^ γρή γαρη, προς τά πίσω κίνησι του κεφαλιού κι5 ή γροθιά τού νέου ιβρίσκει στον άέρα; Μά (μέ την άφάνταστη όρμή πού έχει τό σώμα του; χτυ πάει σ3 ένα άπό τά τοιχώμα τα τής παγίδας κάί χάνοντας τις αισθήσεις σωριάζεται κα τω άκίνητος. Ό Μπουτάτα μουρμουρίζει ί κανοπο ιημένας: — Δέν είπαμε πώς οί γρο θ ιές άπαγορε ύοντα ι, άφέντη παιδί; Άπό καρπαζιά καί άνω δέχομαι! Αμέσως σκύβει μέ συμ πόνια καί; υστέρα άπό ττολ-
ΥΑΡΖΑΝ
λες προσπάθειες καταφέρνει νά συνεψέρη τό σύντροφό του. Ό Ταμπαρ; κάνει πάλι νά πηδήσηι οπούς ώμους του γά νά βγή έπάνω. Ό άράπηις όμως τάν εμποδίζει: — Έγώ θά βγω πρώτος... Κι5 άν <δω πώς είναι ήσυχα τά πράγματα, θά σου σφυ ρίξω τ,ρεΐς φορές νά..,. 6γης ■κι* έσύ. Τό «Παιδί τής Ζούγκλας βάζει τις φωνές κι' έτσι τουρ χεται νά σπαράξη τον ηλίθιο άράπη γιά την καθυστέρησι πού του κάνεκ Νά δμ-ως: -αφνικά κάτι α ναπάντεχο γίνεται πού κάνει τά μάτια καί των δυο νά γουρλώσουν από κατάπληξι: "Ενα χορτόσχοινο πέφτει άπό πάνω καί ή μιά του ά κρη φτάνει στο δάπεδο τής καταπακτής. Πρώτος ό Ταμπόρ. καί πίισω του ό Μπουτάτα σκαρφα Χώνουν γΐρ,ήγορα καί βγαί νουν έπάνω. Ή άλλη. άκρη του χορτόσχοιναυ είναι δε με νη στον κορμό κάποιου κον τινού δέντρου. Κ ανένας άν θρωπος δεν βρίσκεται έκεΐ κοντά ... — Περίεργο 1... Μόνο του δέθηικε στο δέντρο κι* έπεσε στην παγίδα; ψιθυρίζει χαμέ να ό νέος. Ό Τσουλούφης τό άποκλείει: — Αδύνατον! Μη τά φαν τάζεσαι τόσο έξυπνα τά χορ τόσ^οινα... Την Τδια στιγμή όμως ψτά νει, άπό άπόστασι, στ* αυ
τιά τους μιά γνώριμη φωνή: — "Από έδώ, Ταμπόρ!... Άπό έδώωω! Τό 4Ελληνόπουλο τσακίζε ται νά φτάση γρήγορα στο μέρος πού άκούγεται ή φω νή. Ό Μπουτάτα πού τρέχει άπό πίσω, του φωνάζει γε λώντας: — *Άϊντε πάλι!... Τυχερά κι ας είσαι, άφέντη παιδί! ΑΠΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
ΕΝ έχουμε ξειχάσει 6έ 6α ια πώς ό μικρσσκοπι ^ΜΛκός Πιτσικόκο μόλις εί δε τά «κλαδιά τού άνθρωποφά γου δέντρου νά αγκαλιάζουν την άμοιρη Ζολάν, σπειρούνισε τον άτίίθασο Άλασάν του καί χάθηκε καλπάζοντας πί σω άπό τό... γρασίδι τής ά γριας^ περιοχής! ^ ιΠού νά πήγε άραγε; Ήοιόν νά^πήγε νά συνάντηση; Ασφαλώς την πανώρια με λαψή βασίλισσα τής^ ζούγ κλας. Αυτή θά μπορούσε νά τρόξη καί νά βοηθήση;τό λευ κό κορίτσι πού κινδύνευε. Ό πρίγκηπας Πιτσικόκο έχει καλή καρδιά. Κάθε άλ λος στη θέσι του θ5 άφηνε τη Ζολάν* νά τη σπαράξη τό δεν τρο, μιά καί δεν είχε άνταποκριθή στο μεγάλο καί φλο γερό του αίσθημα! — Δεν βαριέσαι·..., μουρ μουρίζει άγέρωχα καθώς καλ πάζει γιά νά είδοποιήση τη Γ ιαράμπα. Οί όμορφες κοπελ λες είναι άμέτ,ρητές στον κό σμο^ Ό πρίγκηπας Πίτσικο» κο όμως είναι ένας!
32
Έτσι, φτάνει κάποτε στο μέρος πού είχε αφήσει ^ την πανώρια μελαψή καπέλλα γιά >νά πάη νά δή τό δέντρο πού τον κυνήγησε την προη γούμενη ήμερα, και τής λέει τά καθέκαστα. ^ Πρόθυμη ή Γ ιαράμπα άρπ όζει τον ΓΊ ιτσικάκο, ιμαζ'Ί μέ το άλογο, ατά χέρια της και πτοώντας στη ράχη ένας ελαφιού τηραχωρεϊ γιά το μέ ρος πού κινδυνεύει το λευκό κορίτσι... Τέλος, περνώντας κοντά άπό την παγίδα πού είχαν πέ σει ό Ταμπόρ κι’ ό Μπου^άτα κι5 άκούγοντας τις φω νές τουι σταματάει. Κόβει γρήγορα ενα^ χορτόσχοινο, δέ νει τη μιά άκρηι του σ* ένα δέντρο και πετάει τήιν άλλη στό βάθος τής καταπακτής. Αμέσως ξ αναπηδάει στη ρά χη τού έλαφιού της καί φεύ γοντας σαν άστρα τη φωνά ζω: — Άπό εδώ, Ταμπόοορ! Από εδώωω!... Αυτή ήταν ή γνώιρ^μη φω νή πού ακούστηκε, κι’ ό Μπουτάτα είπε τον Ταμπόρ «συχεράκια». Ή άτρόμητη Γ ιαράμπα φτάνει σά σίφουνας κοντά στό δέντρο και χωρίς νά ξε πεζέψη, πηδάει άπό τη ράχη τού έλαφιού καί βρίσκεται ά,μέσως πάνω στα θανατείρά πλοκάμια πούχαυν αγκαλιά σει τή Ζολάν. ( Τό τεράστιο μαύρο ψίδι δον βρίσκεται πια έκεΐ. Ή βασίλισσα τής ζούγλας τραβάει με τάση^ δυναμι
Ο ΜΙΚΡΟΪ
τό ένα άπό τά πλοκάμια τού δέντρου καί γυρίζοντας το α νάποδα καταφέρνει νά τό στάση. 'Αρπάζει αμέσως τό δεύτερο κλαδί καί κάνοντας τό ίδιο, τό σπάει κι5 αυτό. Τό^ζωντανό δέντρο νοιώθει τον κίνδυνο κΓ ανοίγει τά έ ξη πλοκάμια πού τού μέ νουν ακόμα. Ή Γ ιαράμπα μέ μιά γρήγορη καί δυνατή σπρωξιά πετάει τό λευκό κο ρίιτσι κάτω. ^ Καί κάνει άμέσως νά πηδήση κι5 αύτή. Μά δεν προφταίνει. Τά τρομερά πλοκάμια ξανακλείνουν άστραπιαία κι5 ή υπέροχη με λαψή κοπέλλα βρίσκεται αι χμάλωτη. ανάμεσα σ' αυτά. Τότε γίνεται κάτι άπίστευ το ! Κάτι εξωφρενικό: Ό κορ μός τού δέντρου αρχίζει νά σαλεύη παράξενα σά νά θέ λη νά ^ αυτοξερριζωθή. Πρα γματικά: Σέ λίγες οτιγμές καταφέρνει νά βγάλη άπό τό χώμα τίς οχτώ ρίζες πού σαν πάσσαλοι τό στηρίζουν στή γη. ^ .Καί κουνώντας τους, μπρος -— πίσω, αρχίζει να περπατάη καί ν’ απομακρύ νεται. Ή Γ ι αράμπα, πού είναι ανίκανη τώρα νά παλέψη μα ζί του καί χαροπαλεύει στό θανατερός αγκάλιασμα των πλοκάμι ών τού τρομερού δέντρου, φωνάζει μ5 άπάγνω σι στή Ζολάν: — Σπρώξε τό δέντρο!... ’Άν πέση κάτω, δέν μπορεί νά ιξανασηικωθή γιά νά ριζώ ση αλλού. Θά ψοφήση, καί θά σωθώ!... Σπρώξε το άμέσως! Ρίχτο κάττω!
ΤΑΡΖΑΝ
33
Το λευκό ικορίΐίτσι κυττάζει μέ ιμΐσος τη μιείλαψη κοπέλλα πού φοβάται πώς θά τής πά ρη τον Ταμπόρ, κι5 ώποκρίινιε τιαι: — Δεν ιμπορώ, καλή μου Γιαράμπα... Φοβάμαι μην πέ ο ης κ>αί χτυπήσης !...
γορα στην αγκαλιά του την πεντάμορφη μελαψή κοπέλλα καί την κατεβάζει αργά στο έδαφος, άφήνσντας τό δέν τρο νά σωριαστή βαρύ κάτω. Ή Γιαράμπα αγκαλιάζει τόν Μπαυτάτα καί τον φιλάει μέ αγάπη πού την έσωσε κό βοντας τις ρίζες του δέντιρου; ΚΡΥΦΗ — Σ’ ευχαριστώ, καλέ ΣΥΝΑΠΤΗΣ! μου άράτττη. ΗΝ ΙΔΙΑ στιγιμή φτά "Υστερα σφίγγει τό χέρι νουν τρέχοντας: ^πρώτος του Ταμπόρ: — Σ’ ευχαριστώ, παλληό Ταιμπό,ρ και πίισω του ό χειροδύναμος Μπαυτάτα. κάρι ,μου! Τέλος πλησιάζει τη Ζολάν Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπου λο αρπάζει άμέσως στην αγ καί χαϊδεύει τά σγουρά χρυ σσ μαλλιά της. καλιά του τό χοντρό κορμό η ου δέντρου και σταματάει — Σ’ ευχαριστώ καί σένα τό ψιευγ ιό του. Ταυτόχρονα πού φοβήθηκες μην πέσω καί Φωνάζει στον άράπηι: χτυπήσω... "Υστερ’ από λίίγο, κι*_ ό — Γρήγορα, Μπουπάτα: σπάσε του Ιμιά—ιμιά τις ρί ταν σί πέντε φίλοι έτοιμάζον ται νά χωρίσουν καί νά φύ ζες... γουν, ή Γ ιαράμπα βρίσκει Μέ την ευκολία πού μαδάει την ευκαιρία καί ψιθυρίζει ένα κοριτσάκι ,μιά μαργαρί σιγά στο Παιδί τής Ζούγ τα, κόβει κι* ό χειροδύναμος κλας: Τσουλούφης τις ρίζες του άν— Πρέπει αύριο νά συ Βρωποφάγου δέντρου. Κάθε Φορά όμως πού σπάζει μιά ναντηθούμε, Ταμπόρ. „ * Εχω άπ’ αυτές, ^άνοίίγει άμέσως νά σου μιλήσω γιά κάτι πρκαί τό αντίστοιχο κλαδί— λύ σοβαρό... — Που; ρωτάει τό ίδιο σι πλοκάμι του φυτικού θηρίου. "Έτσι, σπάζοντας καί την γά κι’ ό νέος. όγδοη τελευταία ρίίζα, έχουν — Τό πρωΐ θά στείλω έξω άνοιξε ι καί τά έξη πλοκάμια από τή σπήλιά σου^ ένα άπού είχαν άπαμείνει στο ε γριογούρουνο. Ακολούθησε το πάνω μέρος ^ του κορμοί). καί θά σέ φέρη έκεΐ πού βρί Ό Ταμπόρ αρπάζει γρή σκρμαι!
Τ
ΤΕΛΟΣ Άποκλειστικέτης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. ΝΙΚΟΙ §. ΡΟΥΤΣΟΙ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ 00*1 ΟΔΙΚΟ Ζ0ΥΠΚΛΛΧ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία: β0βός Αέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 9 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, Ο!» ^αναιμικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγάς 38. Προΐστάμ®νος τυπσγρ.: Α. Χατζηδοοσιλείου, Ταταούλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑϊ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιών, Αέκκα 22, »Αθήναι.
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ είναι ό τίτλος του τεύχους που κυκλοφορεί τήν έρχόμενη Παρασκευή καί που θά μείνη ιστορικό ανάμεσα στις άλ λες συναρπαστικές περιπέτειες του
ΜΙΚΡΟΥ ΤΆΡΖΑΝ ^ "Οσοι, αυτή τή φορά, δέν προλάβουν ν' άγσράσουν τ© τεύχος, νά μήν άνησυχοΰν:
ΘΑ ΠΝΗ ΑΜΕΣΟΣ ΑΝΑΤΥΠΠΣΙΣ ΠΡΟΣΟΧΗ! Στο τεύχος αυτό θά παρακολουθήσετε καί τήν πρώτη ΚΡΥΦΗ ΣΥΝΑΠΤΗΣ I τοΰ Ταμπόρ μέ τήν
Ρ αγιάμπα τήν πανώρια μελαψή Βασίλισσα τής Ζούγκλας. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΑΟΙ ΤΗ:
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ "Οσοι άγοστουν τις καλές περιπέτειες αγοράζουν κά θε Σάββατο τό νέο έβδομαδιαΐο ανάγνωσμα:
ΤΖΟΕ ΝΤ I Κ Περιπέτεια, δράσις, αίνιγμα, άγων ία, γέλια, γοργή πλοκή I
το
ΜΑΧΑΙΡΙ ΤΗΣ Εζ ΤΛΝΕΙ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ,ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΣΤΙΓΙΟΤΗΙ Μ ΡΕΙ ΝΑΓΤΑΜΑΤΗΕΗ ΦΑΝΤΑ. ΟΛΕΣ ΟΙ ψν ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΥΠΑ ΚΟΥΟΥΝ Σ'ΑΥΤΗΝ ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙ ΛΙΣΣΑ ΤΟΥΣ....
ΕΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΓνίΟΣΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ Τ£*Ν ΒΑΣΟΥΛΙ: _
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΕΒΑΙΩΘΏ. ΟΤΙ ΤΟΝ ΕΚΛΕΨΑΝ ΟΙ , ΜΑΣΑΤ/
^χΊΥΑίίΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
ΝΑΕ ΟΙ ΜΑΣΑΤ. ΘΑ | ΤΟΥΣ ΕΞΟΝΤΩΣΟΥ^
\Ν1Ε*
λ
>
η Βασίλισσα των Αγριων
ι
συνεχίζεται
/_Α__1__ ψ •
1ΙΚΡ0 Γ
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ V νντ V Τ V V Τ V
Ύ τ ντ τ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑΚΙΑ
■Κλ ΛΡ Ε την όμφάνισι^ τής Β^ΜΪ /μελαψής Γιαράμπα, ^νίΐιτής υπέροχης βασίλισ σας τής ζούγκλας, σκοτεινά σοννεφ άκ ι α τταρουσ ι άζοντ α ι στον ξάστερο ουρανό τής φιλί σς τού Ταμπόρ και τής Ζολάν Και γενικά ή ζωή στην κρυφή σπηλιά των τεσσάρων ηρώων μας, αρχίζει νά παρουισιάζη συνεχώς οσν:ορμαίλίίες και δια σπάσεις (*). (*) Διάβασε το τηροηγΌύμενο τεύ χος, το 9, που £χει τον τίτλο : «ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟ ΔΕΝΤΡΟ».
ττ·τ ντττ^νττ
»■
Πρώτος ό /μακροσκοπικός μαύρος πρίγκιπας Πιτσικόκο εγκαταλείπει τή Ζολάν καί ά κολουθεΐ τήν πανέμοιρφη βσ~ σιλισσα Γιαράμπα γιά νά γί νη υπασπιστής, ^σωιματοφύλα» κας καί... «σκλάβος τής ματιάς της — καί άφέντης τής καρδιάς της», όπως τό λέει μέ στιχάκι. Ή μελαψή κσπέλλα, ή ά φθαστη, σέ ομορφιά, δύναμη εξυπνάδα καί καλωσύνη, φαΐ νεται πώς έχει γοητευθή άπό τον Ταμπόρ. Αλλά καί τό πα νωριο' καί άτράμητα παλληκά ρι τής ζούγκλας, παρά τή με γάλη άδελφική αγάπη; πού νθι
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 ώθει για τή συντρόφισσά ταυ Ζολάν, δοκιμάζει ιμά παράξε νη συγκίΐνηισι καί ένα γλυκό π ι κρο κέντ ρ ισ μ α στην ^καιρδ ι ά του σαν άντικρύζηι για πρώτη φορά την υπέροχη και άσύγκριτη Γιαράμπα! Ή Ζολάν, το άμορφο ξαν θό κορίίτσι, διαισθάνεται τον κίνδυνο καί δημισυργεΐ σκη νές στον πολυσγαπη μένο συν τροφό της. Ή ζήλεια την α ναγκάζει πολλές φορές νά κά νη1 πράξεις κακίας καί έκδνκήσεως καί ξεπέφτει ττολύ στα μάτια άού^ Ταμπόρ Φτάνει μέχρι νά φύγη μια νύχτα άττό τή σπηλιά καί νά περιττλανη θή 1 μονάχη της καί άοπλη· στά σκοτάδια καί ιστούς κινδύνους τής άγρ ιας ζούγκλας. ^ ~Ετσ ι, καί ύστερα άπό πολλές τρο μακτικές περιπέτειες πού πα ρά λίγο νά τής στοιχίσουν τή ζωή, πέφτει στά κλαδιά^ — πλοκάμια τού άνθρωποφάγου δέντρου. Τή σώζει όμως ή Γι αράμπα, πού για νά τό κοττα φέρη αύτό πιάνεται έκείνη αίχμάλωτη του φοβεοού φυτι κού θηρίου. , Ή Ζολάν, ένω υττοοεΐ νά δοηθήση τή σωττη ρα της, δέν κάνει τίποτα γιά νά τή σώση άπό τον τραγι κό θάνατο πού γιά χατήρι της θάβρισκε στην άγκαλιά τού καταοαμένου δέντρου. Ευ τυχώς Φτάνει ό Ταμπόο καί μέ τή βοήθεια τού χεροδύνα μου Μπουτότα καταφέρνει νά τήν σώιση τήν τελευταία στ ιγμη· _ ^ ς *Έτσι, όταν οι πέντε φίλοι ετοιμάζονται σέ λίίγο νά πά ρουν τό δρόμο τού γυρισμού,
Ο ΜΙΚΡΟΣ ή Γ ι αράμπα βρίσκει — σε μ’ά στιγμή — τήν ευκαιρία νά ψιθυρίση, σιγά στο Παιδί της Ζούγκλας: — Πρέπει αύριο νά συναν τηθούμε. Ταμπόρ... Θέλω νά σου μιλήσω γιά κάτι πολύ σο βαρό... χ—· Πού; ρωτάει, τό Τδιο σι γά καί ό Ταμπόρ. Ή μελαψή βασίλισσα τής ζούγκλας κυττάζε ι γύρω άνήσυχη, μέ τα μαυροποάσινα μά τια της καί τού άττοκρίνεται: — Τό πρωΐ θά σπε'ίλω έ ξω άπό τή σπηλιά σου ένα μαύοο αγριογούρουνα... 'Ακο λούθησέ το καί θά σέ φέοη έκεΊ πού θά βρίσκομαι! Ή Γιαιοάμπα μέ τον ιΠιτσι κόκο φεύγουν σέ λίίγο κατά τό βορρά καί ό Ταμπόρ, ή Ζολάν καί ό Μίπουτάτα. κατά τήν ’Ανατολή οπού βρίσκεται ή κρυφή σπηλιά τους. Καθώς προχωρούν, τό Παι δί τής Ζούγκλας συλλογίζε ται πώς θά μπόρεση αύο ιο τό ποωί* να ξεφύνη άπό τή Ζο λάν γιά νά άκολουθήση τό μαύρο άγριογούρουνο πού θά τον φέρη κοντά στην πανώ ρια μελαψή κοπέλλα. Καί γιά πρώτη φορά >στή ζωή του κ ατ αστοώνε ι κρυφά σχέδ ι α καί βοίΐσκει προφάσεις καί δι καιολογίες γιά νά κάνη κάτι τόσο απλό καί άθώο, πού δέν έγει διυως τό κουράγιο νά τό τή στη συντρόφισσά του. Τέλος, φτάνουν στη σπη λιά τους καί κάθονται νά φά νε λίγα φρούτα που υπάρχουν
3
ΤΑΜΙΑΝ εκεί, πριν πλαγ ιάσουν νά κοι μφουν.
Σε ,μιά στιγμή, ό Ταμπόρ, καί καθώς καθαρίζει μια με γάλη ώριμη μπανάνα, μουρ μουρίζει : — Ουφ, πιά!... Βαρέθηκα νά τροοω τόσα χρόνια μονάχα (ρρουτα καί ξηρούς καρπούς ' Εχω έπιθυμήσει νά φάω· και λιγάκι κρέας... —«Κρέας; ! Κάνει κατάττλη κτα το ξανθό κορίτσι. 5Εσύ ποτέ δεν εχεις θάλει στο στο μάτσου τέτοιο πράμα!.,. Πώς σου ήρθε έτσι ξαφνικά αυτή ή όρεξη; Κι5 ένώ τά γαλάζια μάτια της σκοτεινιάζουν σάν φουρ τουνιασμένη θάλασσα, τον ρω τάει: — Δε νομίζεις, Ταμττόρ... —
λυπάμαι... — Τότε νά σου ψήσουμε κανένα φίδι, Ταμπόρ·, λέει ή Ζολάν. Αυτά μόνο είναι κακά ζώα... Ό νέος μουρμουρίζει χαμη /χώνοντας τά μάτια: — -Ναΐ, βέβαια, μά τά φί δια είναι συχαμερά... Ύπάρ χουν όμως και τά ...άγριογού ρουνα, άς πούμε... — Αμάν, μεζές!, λ κάνει ο άράπης μέ τό τσουλούφι. Και προπαντός τά μαύρα! Έτσι αφέντη παιδί; — Ναί, συμφωνεί πρόθυμα ό Ταμπόρ. Τά μαύρα άγριο γούρουνα είναι πολύ πιο νόστ ι μα! ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟ
Τί;
-— Δέ ^ νομίζεις^ πώς άπό χθέ^ τή νύχτα, πού γνώρισες αυτή τή >μ ισοαραπτίνα τή Για ράμπα, έχεις γίνει άλλοιώτι χος; — Μωρέ άφησε τον άνθίρω πο νά φάη, κρέας!, διαμαρτύρεται ό Μπουτάτα. Ούτε γιά άγιος νά πήγαινε, δέν θά νή στευε έτσι!... Έννοια σου άψέντη Ταμπόρ, και έγώ αύ ριο, πρωϊ-πρωα θά βγω νά χτυπήσω μέ τή «μπιστόλα» μου κανένα ζαρκάδι του γά λακτος, νά τρως και νά γλυ φής τά δάχτυλα των ...ποδά ρι ών σου! Τό μελαχροινό παλληκάρι δέν φαίνεται ικανοποιημένο. — Δέν τρώω τέτοιο ιερέας,, Μπουτάτα; Τά ζαρκάδια εί ναι καλά καί άκοοκα ζώα. Τά
ΝΥΧΤΑ ^πέρασε ήσυχη. Το πρωΐ, καί ^ πριν νά βγή ό χρυσός ήλιος γιά νά ζωντανέψη τή ζούγκλα, ό I αμπόρ σηκώνεται άπό τά χορταρένια στρωσίδια του. — Πού πάς; τον. ρωτάει ή Ζολάν πού βρίσκεται ξαπλω μένη μά ξύπνια στά αντίκρυ νά στρωσίδια. — Πουθενά, τής άποκρίνε ται. Έδώ, έξω άπό τό άνοι γμα τής σπηλιάς θά καθήσω λιγάκι... Έσύ κοιμήσου. Εί ναι νωρίς άκόμα... Τό ξανθό κορίτσι πετιέται όρθιο. —Οαρθω καί έγώ, Ταμπόρ Φαίνεσαι στεναχωρηιμένος καί δέν πρέπει νά σ’ άφήνω μο νάχο σου... — Σςςς, τής κάνει ό νέος. Θά ξυττνησης τό Μπουτάτα
Η
ο
καί είναι πολύ κουρασμένος από χιθές... Ή Ζολάν χτυπάει τον ωμο τοΰ όρσητηι ιμέ τό ποδαρακι της καί του φωνάζει δσο τγιο δυνατά μιτορεΐ: — Έ, Τσουλούφη! -ύττνα να ττάς νά σκοτώσης κανένα φίΐδι νά ψήσουμε του άφέντη, σου... "Οχι, οχι, ξέχασα. Κα νένα άγιριογούρουνο, ήθελα νά πώ!...
Ό Ταμπόρ κιυττάζει την άλλοτε άγαπημένη συντρόφια σά του καί συλλογιέται: «Θεέ μου! Γιατί ή καρδιά της γέμισε ξαφνικά άπτό τόση κακία; Ένω ή δική -μου...». Στο ιμεταξύ ό Μπουτάτα ξυπνάει ,λ άνασηκώνεται, ψά χνει πρώτα τό κεφάλι του νά
Ο ΜΙΚΡΟΙ δή άν βρίσκεται στή θέσι του τό τσουλούφι, τρίβει τά ήλίθια γαυρλωμένα -μάτια του, χασμουριέται καί μουρμουρί ζει: — Καλά λες!... Πρέπει νά βγω γιά κανένα ζαρκάδι... Α πό τό πολύ χορταρικό θά πετάξουνε τά ποδάρια μου ρί ζες καί τό τσουλούφι μου... παραβλάσταρα! ίΚαΐ μονολογεί σάν ν’ άποθαυμάζεται γιά τό άστεΐο πού είπε: — Πετάω κάτι «έξυπνα» πότε-πότε!... Μπά, σέ καλό μου! Έτσι σέ λίγο ό Ταμπόρ. πού ήθελε νά περιμένη μονά χος έξω από τή σπηλιά τό α γριογούρουνο πού θάστελνε
*Η σφαίρα τοΰ Μποι/τάτα έχει σωριάσει νεκρό τό άγριογουρουνα,
ι0 Τοίμττόρ παρακολουθεί την πάλη τής τίγρης μέ τό αγριογούρουνο.
ή Γιαράμπα, βρίσκεται τώρα ανάμεσα στη Ζολάν καί στο Μττουτάτα. Δεν πολυστεναχω ριέται οίμως, γιατί έχει προε τοι,μάσει τά πράγματα άττό χθες τό βράδυ Λέγοντας πώς ήθελε νά ψάη κρέας άγριογού ρουνου- Μόλις ψσνη τό ζωντα νό θά ικάνη τάχα πώς κυνηγάη νά τό σκοτώση, καί έτσι, ξε μακραίνοντας, θά μπόρεση, νά τό άκολου,θήιση καί νά συναν τηίθη ρέ τή πανώρια μελαψή κοπέλλα. -αψνίικά ό Μπουτάτα φωνά ζει δείχνοντας προς ένα ξέφω το πού βρίσκεται έκεΐ κοντά: — Αφέντη παιδί! Τό άγρι ογαύρουνο πού λέγαμε! Μπο ρεί νά μην είναι πολύ μαύρο
μά σκούρο χρώμα έχει. Νόστι μ ο θάναι μια φορά! Καί τραβώντας τή «μπιστό λα» του), κάνει νά τρέξη προς τό ξέφωτο. Ό Τα μπαρ τρομάζει άφάν ταστα. "Αν τό αγριογούρουνο σκοτωθή πώς .θά μπόρεση νά συναντηιθη, -μίέ τή Γιαράμπα^· Πώς θά ιμάθη' τό «κάτι πολύ σοβαρό» πού θέλει νά του πή; — Μή!, φωνάζει άγρια στο Μπουτάτα καί αρπάζον τας τον από τό μπράτσο τον συγκροτεί. Μή σκοτώσης τό αγριογούρουνο! Ό άράπης καί τό ξανίθό κο ρίτσι τον κυττούνε μέ άπορία. — θσαι καλά, Ταμπάρ;
<1.
ρωτάει ή Ζαλάν. Έσύ δεν ’έλε γες ττώς... — Ναη τή διακόπτει με Θυμό. 5Αλλά μετάνοιωσα! Τώ ρα δεν* θέλω να φάω κρέας άγ;ρ ιαγούρουνου! "Ωχ, άδειρφέ. Ό Μπαυτάτα συμφωνεί: — Δίικηο^ έχεις. Έσύ δεν θέλεις νά φάς άγριογούρουνο Εγώ όμως θέλω καί θά φάω! ' Αμέσως και μέ μιά άπότο μη, κίνησι ελευθερώνεται άπό τό πιάσιμο τού Ταμπόρ και τρέχει πάλι προς τό κοντινό ξέφωτο πυροβολώντας τό ά γριο ζώο. Τό μελαχραινό παλληκάρι τρέχει πίσω άπό τον άράπη σαν τρελλό. Μά σάν τον ψτα νει καί τού διΥει μιά φοβερή γροθιά ατά ρουθούνια, είναι ά;ργά. Τό κοικό έχει γίνει πιά. Μιά άπό τις σφαίρες τού Μπουτάτα βρήικιε τυχαία καί σφηνώθηκε στο κεφάλι του σκούρου αγριογούρουνου. ^Τό θηρίο που θά τον ώδηγουσε νά συνάντηση, την υπέροχη βα σίλ,ισσα τής ζούγκλας, βριίσκε ται τώρα κάτω νεκρό. Ό Ταμπόρ τό κυττάζει άκΐ νητος σάν μαρμαρένιο άγαλ μα. Ή Ζαλάν, πού δεν ξέρει τί ποτά βέβαια γιά τήνγ κρυφή αυτή συνάντησι, πλησιάζει χα μογελαστή τό σύντροφό της: — Λοιπόν, καλέ μου φλε; Πώς θέλεις νά στο μαγειρέψω, βραστό ή ψητό; Τό παλληκάρι μουγγρίζει σάν πληγωμένο θηιρίο: — Σου είπα: δεν τρώω κρέας άγριογούρουνοο. Μετά νοιωσα!
Ο ΜΙΚΡΟΙ — Ούτ’ εγώ, ψιθυρίζει ή Ζαλάν και τά γαλάζια μάτια της βουρκώνουν. "Ενα τέτοιο αγριογούρουνο είχε φάει κά ποτε την παλυαγαπηιμένη μου Φίφη,! Ό Μπουτάτα τρίιβει τή μα τωμένη άπό τή γροθιά μύτη ^αυ καί μουρμουρίζει: — Καλύτερα... Θά τό φάω μονάχος μου! Ο ΤΑΜΠΟΡ ΞΑΝΑΜΕΤΑΝΟΙΩΝΕΙ
Α όμως: Τήν ίδια στιγ μή τό μάτι τού άράπη κάτι διακρίνει προς τό μρρος τής σπηλιάς τους καί βάζει τις φωνές: — Κλ άλλο αγριογούρου νο! Κυττάχττε το: "Έχει στα Βή έξω άπό τό άνοιγμα σά νά ,μέ περιμένη, νά βγω νά τό σκοτώσω... Κι’ αυτό εΐναι μαυ ρο, κατάμαυρο! Τό κρέας του θάναι πιο νόστιμο άπό τούτο εδώ... Ό Ταμπόρ τό κυττάζει καί αναπνέει ιμέ ανακούφιση ένώ τά μάτια του φ,ωτίζονται άπό άνείπωτη χαρά. Έχει κοταλά βει πώς τό πρώτο άγριογου ρουνο πού σκότωσε ό άράπτης, τυχαία περνούσε άπό έκεΐ. Τό άλλο, τό μαύρο ζώο πού είχε σταθή έξω άπό τή^ σπη λιά τους ήταν εκείνο πού είχε στείλει ή πανώρια μελαψή κσπέλλα. Έτσι, γιά νά παραπλανή ση τή Ζολάν τό κυττάζει μέ βουλιμίίά^ κάνει πώς ξεραγλεΐΓ ψεται καί μουρμούριζε ι: — Αυτό μάλιστα! Εΐναι
ΤΑΡΖΑΝ
9
ιμαύρο ικαι κατάμαυίρο! "Πέ — ΤΙ κάνεις έκεΤ^ Τατο ιο κρέας, τό τρώω!... μπόρ; Αντί νά τό σκοτώσης, Ό_Μπουτάτα είναι πρόθυ τό διώχνεις; μος. -ανατραβάει τή «μτπστό —Έτσι ακίνητο θά τό σκο λα» του και ρωτάει: τώ,σω; τής λέει σαστισμένος. — Νά του τή μπαυμπουνί Πρέπει νά τό κυνηγήσω καί οχο, Αφέντη, παιδί; λιγάκι. Άλλοιώς δεν έχει γού — "Οχι, φωνάζει Απότομα στο! και άγρια ό Ταμπόρ, θά τό Τό μαύρο Αγριογούρουνο σκοτώσω μόνος μου1! Και άρ δέν ξεκινάει. "Ισως νά περί'μέ τάζοντας οττό τα χέρια του νη νά κάνηι τήν αρχή πρώτος ό άράττη τό πιστόλι, τό πετάει Ταμπόρ. "Ωσπου εκείνος χά μακρυά. νει τήν υπομονή του καί του Ό Τσουλούφης βγάζει μια δίει ιμιά δυνατή κλωτσιά στά τρομαγμένη, κραυγή και τρέ πισινά! χει σαν τρελλσς νά τό φτάιση. Καί νά. Τό Αγρίμι ^ξεκινάει Ή Ζολάν σοβαρεύει τώρα Απότομα τώρα καί τρέχει σάν και ρωτάει τό σύντροφό τη<^: έλάφι. Ό νέος τσακίζεται νά — Πριν λύγο, Ταμττόρ, δεν τό άκολουίθήιση, φωνάζοντας έλεγες ττώς μετάνοιωσες καί ταυτόχρονα γιά νά τόν Ακουη δεν... ή Ζολάν: % — Ναί, τή διακόπτει πάλι — Στάσου!... Πού πας; μέ θυμό. *Αλλά ξοτναμετάνοιω Στάσου νά σέ σκοτώσω!... σα! Τώρα θέλω νά φάω κρέας Έτσι, σέ λίγες στιγμές^, Αγριογούρουνου! "Ωχ, Αδερ καί τό Αγριογούρουνο καί ό φέ!...^ Ταμπόρ που κάνει πώς τό κυ Καί χύνεται προς την κανηγάει, ένώ στήν πραγματικό τεύθυνσι του (μαύρου θηρίου τητα τό Ακολουθεί, χάνονται τάχα γιά νά τό κατασπαράστο βάθος τής Απέραντης κι* ξη. Μά έκεΐνο τόν περιμένει άγριας περιοχής... ^ Ατάραχο χωρίς νά κουνηθή κρ Ή Ζολάν πού μένει μονάχη θόλου άπό τή θεσι που βρί κυττάζει προς τήν κοτεύθυνσι σκεται. πού χάθηκε ό Ταμπτόρ καί ψι θυρίζει σά νά μιλάη μέ τόν Ό Ταμπόρ δμως θέλει νά εαυτό της: τό κάνη νά φύγη, γιά νά τό άκαλουθηση μέ τή δικαιολο ^ —- Πολύ άλλαξε Από χθές γία πώς κυνηγάει νά τό πιάτή νύχτα, αύτό τό παιδίι... Θέ ση τάχα. Γι* αυτό, σάν φτάλεις νά τούχουνε κάνει μάγια; νη κοντά, κουνάει τά χέρια Αμέσως όμως ,μιά φοβερή του μπρος-πίσω και του κά υποψία συννεφιάζει τά ξάστε νει: ρο γαλάζια μάτια της: — Ξςςς... Ξςςς... «Τό μαύρο Αγριογούρουνο Η Ζολαν που φτάνει, σχε τράβηξε ικατά τό βορρά πού δόν Αμέσως, κοντά του, πα βρίσκεται αύτή ή καταραμέ ραξενεύεται : νη «μ ισοαραπίνσ». Μήπως τό
ιυ
στείλε ή Γιαρήμίπα για νά ψέ ρη τον Τοομιττόρ κοντά της; ^ Συλλογιέται την υποψία της καλά και — τετραπέρα τη καθώς είναι — συμπεραί νει: «Βέβαια... Έτσι θάναι. Γι’ αθτό του «κυρίου» του ήρθε ξαφνικά ή ορεξι νά ψάη αγρι ογοόρουνα. Και μαύρο μάλι στα! Κι5 όταν τό βρήκε δεν ήθελε νά τό σκοτώση, μά τό έδιωχνε...» Και συνεχίζει μέ βεβαιότη τα τώρα: — Έτσι εΤναι... Ό Ταμπόρ ήξερε άπό χθες τό βρά δυ πώς τό πρωί θά έφτανε έ ξω λ άπό τη σπηλιά μας ένα μαύρο άγρ ιαγουρουνο καί μάς προετοίμαζε γιά νά μη μάς
Ο ΜΙΚΡΟΙ παραξενοφανή πού θά τό α κολουθούσε. Αυτό είναι! Ή Γ ιαράμπα τόστειλε νά τον ψέ ρη ^κοντάτης. Αυτή ή μάγισσα που ξέρει νά μιλάη μέ τ’ άγρί μια, τά θηρία καί ...τις καρ διές των όμορφων παλληκαρι ών!... Τέλος., μουγγρίζει άγρια μέ σφιγμένα δόντια καί γροθιές. — Άλλα τπου θά μο·υ πάη; Θά ^τή βρω καί θά λογαρια στούμε... Κι' άμάσωα παίρνει κι5 αύ τή τρρχοντος την κατεύθυνσι τρού είχε άκολουθήσει πριν ό αγαπημένος σύντ ροφός της... Αίγο παρακάτω περνάει τυ χαΐα μπροστά άπό τον Μπου τάτα πού είχε ξαναβρή τή «μπι στόλα» του καί σημαδεύ
Γό Ελληνόπουλο φορτωμένο τό άγριογούρουνο προχωρώ μέ δυσκολ
ΤΑΡΖΑΝ
11
(0 Ταμττόρ και ή Γκφάμττα μένουν ακίνητοι κάτω σαν σκοτωμένοι.
ει νά χτυπτηση ένα ξέννοιαστο ζαρκάδι. Το ζώο τρομάζει ά; πό το ποδοβολητό του λευίκοΰ κοριτσιού καί χάβεται σαν άοτραπή άπο τά μάτια του ά ράπη: — Έ!, της κάνει άγα^α^κτισμένος εκείνος. 5 Από δώ βρήικες νά πέρασης κι* εσύ; Τή βλέπει όμως ν’ άττομακρύνεται τρέχοντας πρός^τό βορρά καί της φωνάζει άνήσυ χος:
Λ
— Για που τόβαλες άφεντη Ζολάν; Που πας; Ή νέα χωρίς νά σταματή ση, η νά γυρίση νά τον κυτ τάξη, τ’ άποκρίνεται: —Στη Γ ιαράμπα, Τσσυλού φπ,!... Πάω νά λογαριαστού με ! Αυτή τή φορά θά πεθάνου
■με καί οι δυο -μας! ^— Καλά, τής φωνάζει α τάραχος ό Μπουτάπα. *Αμα τελείωσης .με τό καλά, γύρισε στη σπηλιά νά φάμε ζαρκάδι! ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΤΙΓΡΗΣ
Ο ΜΑΥΡΟ αγριογού ρουνο τρέχει . γρήγορα στην άρχή. Σ ιγά-σιγά όμως κουράζεται καί κόβει την ταχύτητά ταυ.^Ό Ταμπαρ τώρα τό ακολουθεί περπατών τας. Έτσι προχωρούν αρκετά μέ κατεύθυνσι πάντοτε προς το βορρά... Ξαφνικά, τό θηρίο μέ τούς φοβερούς χαβλιόδοντες σταμα
Τ
12 τάει άπότσμσ. Σηκώνει τό ρύ γχος του*, οσφραίνεται τόν α έρα και ρουθουνίζει άνήσυχα. Τό Παιδί της Ζούγκλας κα ταλαβαώε. πώς κάποιος κίν δυνος παραμονεύει εκεί κον τά. Καί νά: Αέν πειρνουν λί γες στιγμές καί άγριο νισού ρισμα πειναισμόνης τίγρης άκ.ούγεται -μπροστά τους. Ό Ταρπορ κρύβεται πίσω άπό τον κορμό κάποιου δέντρου καί σφ'ίγγει τό ρόπαλό του. Ταυτόχρονα σχεδόν μια με γαλόσωμηι θηλύκια τίγρη ξεπετάγεται πίσω άπό κάτι πυ κνά καί ανθισμένα χαμόκλαδα καί σταματάει σέ τρια-τέσσε ρα βήματα άίποστασι μπρο στά στο άγρ ιογούρουνο. Μα ζεύεται όλόκληρη πιρός τά ττι σινά της ποδάρια έτοιμη, για νά κάνη, τό θανατηφόρο άλιμα. Μα τό άγρ ιογούρουνο δεν είναι άπό τά εύκολα θύματα για τά νύχια καί τά δόντια μιας τίγρης. "Έχει κι3 αυτό τούς χαυλιόδοντες πού τούς προτείνει τώρα άττειλητικά, έ τοιμο νά δεχτή καί νά όοντιμε τωπίση την έπίΒεσί’ της. Ό Ταμπόρ^ τρέμει στή σκέ ψι πώς τό ιμαύρο άγ,ριογούρου νο, πού θά τον φέρη κοντά σ'την πανώρια βασίλισσα τη£ ζούγκλας, ,μπορεί νά πάθη κα κό. Αύτό δεν θ3 άφήση νά γίνη ποτέ. ~έρει βέβαια πώς στη θανάσιμη πάλη; πού θ’ άοχίίση,, ή τίγρη, θά νικήση τε λιικος, σπαράζοντας το. Μά ξέ ρει πώς τή νίκη αυτή θά την πλήρωσή μέ πολλά ματωμένα σχισίματα στην όμορφη προ βιά της καί μέ πολλές άλλες
Ο ΜΙΚΡΟΙ βαρείες λαβωματιές στό κορμί άπό τά φοβερά δόντια του. Περ ομενει λοιπόν— κρυμ μένος μέ τό ρόπαλο στο χέρι — ν’ άρχίίση. πρώτα ή παλη^ για νά έξαντληθή κάπως το πεινααμένο θηρίο χάνοντας αίμα άτό τά χτυπήματα τού άγριογούρουνου. Τόήε στήν κα ταλληλη· στιγμή, θά χυιθη πά νω της κι’ αυτός καί θά μπο ρεση πιο εύκολα νά τή δαμά ση. νΑν έπιχειροΟσε αμέσως τώρα νά τής έπιτεθή, άσφά λως θά κινδύνευε καί έκεΤνος. ιΚαί νά: Ή θανάσιμη πάλη τ ί γρης κ αί άγρ ιογούρου ναυ δέν άργεΐ ν’ άρχίση.. Πρώτη ή τίγρη τινάζεται άπόταμα καί διαγράφοντας κα μπύλη στον άέρα, πέφτει βαρειά πάνω στό θύμα της. Μά τό άγρ ιογούρουνο πού περίίμενε αυτή τήν επίθεση έ χει υπολογίσει καλά τήν τρο χιά τού θύματός τη-ς% Καί ση κώνοντας αμέσως τήν ώπλισμένη ιμουσούδα του, κανονί ζει έτσι πού, πέφτοντας τό θη ρίο, ή κοιλιά ταυ νά βρή καί νά χτυπήση πάνω οπούς π](>ο τεταμένους καί σουβλερούς χαβλιόδοντές ταυ. Αυτό καί γίνεται. Ή πονη ρή τίγρη πέφτει στήν παγίδα τού κουτού αγριογούρουνου καί τά μεγάλα δόντια του μπήγονται βαθειά στήν κοι λιά της. Το θηρίο ουρλιάζει σπαρα κτικά καί σφαδάζει σάν λυσ σασμένο ζητώντας νά έλευθε ρωθή άπό τά δυο θανατηφόρα δόντια τού άντιπάλου της. Μά όσο κουνιέται, τόσο τά δόντια
ΤΑΡΖΑΝ του ξεσχίζουν τά σπλάχνα τη,ς και ουρλιάζει πιο σπαρακτι κά και πονε-μένα. Το άχντστό αΐιμα της που χύνεται σπάταλα από τις δυο πληγές, έχ,ει βάψει κόκκινο το μαύρο αγριογούρουνο.
13
κάνει τό λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, πού λέει ή πα ροιμία.. Καί «ξενοδόχος» ήταν μιά άλλη άρσενκκή τίγρη πού άκούγοντας τό ταίρι της νά ούρλιάζη σπαρακτικά, φτάνει έκεΐ νά τη βοηθήση καί νά την προστατεύση. ΠΟΛΕΜΙΚΗ Τό μαύρο αγριογούρουνο ΤΑΚΤΙΚΗ βρίσκεται σέ τραγική θέσι. Μπορεί ή μιά τίγρη νά έχη ΤΙΓΡΗ δένΛ αργεί να έξαντληθή άτό τό αίμα πού ξαγκ ιστρωθή άπό τά έχασε, μά ή άλλη είναι ακόμη δόντια του άγριου γου γερή καί έχει όλες τις δυνά ρουνιού καί πιο μανιασμένη μεις καί την όρμή της. τώρα ξαναχύνεται να τό καΣαν τρελλό τό άτρόμητο τσσπαράξη. Ελληνόπουλο βγάίνε ι άπό Ό Ταμπόρ ανησυχεί καί την κρυψώνα του καί χύνεται κάνει νά έπήμβη μέ τό ρόπα πάνω στα δυο θηρία, χτύπων λό του. Σταματάει όμως άπό τας τό ρόπαλό του «μ* άφαντα τομα και κυττάζει με άπορία στη δυνοςμι στο κεφάλι τής καί θαυμασμό. Τό άγριογούδεύτερης, τής άρσενικής τιρουνο, που δλοι τό νομίζουν γρης... κουτό, έφαρμάζει μια πολύ έ "Αμέσως, ξανασηκώνοντας ξυπνη πολεμική τακτική. Στρι τό ρόπαλο, κάνει νά τής δώση Φογιρίζει δεξιά καί άριστερά δεύτερο πιο δυνατό χτύπημα, ξεγλυστρώντας σαν χέλι άπό μά δέν προλαβαίνει. "Από τά τά νύχια καί τά δόντια τής τί> ψηλά κλαδιά τού δέντρου, πού γρης, χωρίς νά κάνη καμμιά πίσω άπό τον κορμό του είχε προσπάθεια νά την ξαναχτυκρυφτή, τινάζεται σαν βολίδα πήιση1 ιμέ τά φοβερά του δόνένας τρομερός πάνθηρας. Καί τ.α. Είναι φανερό πώς θέλει πέφτοντας ξαφνικά στή^ράχι νά καθυστέρηση ασο πιο πολύ του τον σωριάζει μπρούμυτα μπορεί τό τραυματισμένο θη πάνω στην άλλη τίγρη, καί ρίο για νά χυθή περισσότερο στο αγριογούρουνο πού έχουν αίμα άπό τις δυο άνοιχτέ^ ξανασμίιξει πάλι καί άλληλοπληγές τής κοιλιάς του. Κι σπαράζονται. όταν έξσντληθή καλά, τότε άπό την άμυνα θά γυρίση στή Ό πάνθηρας άνοιγε ι άμε έπίθεσι. σος τά σαγόνια του καί κάνει — Κάνει δ,τι είχα σκεψτή νά δαγκώση τό σβέρκο του ά μοιρου παλληικσριού. Ό Τα νά κάνω κι* έγώ, ψιθυρίζει μο μπόρ καταλαβαίνει πώς ψτάνολογώντας ό Τοςμπτόρ. Κ Γ ύ στερα λένε πώς τά ζώα δεν έ σαν οι τελευτάτε ο του στιγμές χουνε λογικό! "Αν γλυτώση άπό τον πάνθη Μά τό άγριογοόρουνο εΐχε ρα, θά τόν κατασπαράξουν οί
Η
14
-δυο τίγρεις. Μά κι* δον ακόμη καταφέρη να σωθή τελικά άπ* αυτές, δεν θά γλυτώση^ όμως από τον θάνατο τό .-μαύρο άνριαγούραυνο. Και τότε; Ποι όο θά τοΟ δείξηι τό δρόμο νά φτάση κοντά στην πανώρια βοισίλισσα της ζούγκλας; Στο λαιμό του νοιώθει τώρα τά σουβλερά δόντια του πάνθηοα. Κάθε έλπίδα σωτή ριας έχει χοόθή,!... Κι* όμως... Ποτέ δεν πρέ πει νά χάνη τΐ-ς έληπδες του ό άνθρωπος, Καί στις π ιό δύ σκολες η τραγικές στιγμές της ζωής του, πάντα κάτι άναπάντεχο μπαοεϊ νά συιμ·βή... Ξαφνικά, ή δεύτερη άρσενι κιά τίγρη, μανιάζει βλέποντας τον πάνθηρα νά τής άοπάζη τό λευκό παιδί που θέλει αυ τή νά σπαράξηι. Καίϊ ξεχνών τας τήν τραυματισμένη συντρόφισσά τη ο χύνεται νά τόν ξεσχίση μέ νύχια καί δόντια! Και τά δυο μανιασμένα θηρίία άρχίζουν μιά θανάσιμη πάλη πάνω άτπό τό κορμί του δυστυχισμένου Ταιμπόια. Πλάι, τό μαύρο Αγριογού ρουνο έχει άρχίσει νά ξεκσθσ ριζη τους λογαριασμούς του μέ τήν έξαντλημένη; πιά τίγρη. Μέ τά γερά χαυλιόδοντα του τής καταφέρνει κάθε τόσο τ ορμ ακτ ικά χτυπήματα στό κορμ·ι και στό κεφάλι. "Ωσπου τό θηρίο άνίκανο πιά ν* άντι σταθη άλλο, κάνει μιά τελευ ^αία προσπάθεια κάι ξεΦεύγοντας άπό τό νικητή άντίπσλο, σέονεται ζητώντας τη σω τηρύα της στή φυγή. "Ομως τέ μαύρο άγρ ιογούοουνο σέ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κακά χάλια κι* αυτό άπό τις νυχιές καί τις δαγκω,μστιές της, δεν τής χαρίζει τή ζωή. Σέρνεται κι5 εκείνο πίσω της, τή φτάνει, κι* υστέρα άπό συν τομή πάλη, τήν αποτελειώνει ■μ* ένα λυσσαισρένο δάγκαμα στήιν καρωτίδα. Τέλος, σωρι άζεται κι* αυτό πλάι της άκ'ίνητο σά νεκρό... Ο ΘΡΙΑΜΒΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΛΛΑ δυο θηρία έξα κολουθουν νά παλεύουν καί ν’ άλληλοσπαράζων ται πάνω στό κορμί του πε σμένου κάτω Τσμπάρ. Τό άτρρμητο παλληκάρι τής ζούγκλας κ αταλαδα ί'νε ι πώς θά ήταν αυτοκτονία αν επιχειρούσε νά τά βάλη καί μέ τά δυο αυτά θηρίία μαζί. Μ* ένα - ένα χωριστά κάτι ΤΟ'ως θά μπορούσε νά κάνη. Έτσι, περιιμένοντας τήν κα τάλληλη. ευκαιρία, μένει αμέ τοχο στήν πάλη ώσπου ή τίγοη. καί ό πάνθηρας Ιοχανται σέ κάποια δύσκολη θέσι .μετά ξύ τους, καί τότε κάνει κάτι απίστευτο. Μέ μιά αφάντα στα γρήγορη κίνησι καταφέρ νει νά ξεφύγη κάτω άπό τήν πίεσι τών κορμιών τους καί νά σκαρφαλώση σάν πίθηκος στά χαμηλά κλαδιά του πιο κοντινού δέντρου, Τά δυο θηρία παρατάνε τήν πάλη τους καί χύνονται ν άρ τάξουν τό θύμα που ζητάει νά τους ξεφύγη. Δεν π,οοφταί νουν ρμως γιατί ό Ταμπόρ βρίσκεται κιόλας στά κλα
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
15
Ό Ταμπόρ, πού πηδάει διά του δέντρου. (Πρώτος 6 πάνθηρας σκαρ τώρα κάτω άπό τό δέντρο, θά φαλώνει σβέλτος στον κορμό μπορούσε εύκολα νά τά άποτε γιά νά τον άρπάξη. Μά ό Τα λειώση χτυπώντας τα στά κε μπό|ρ, άπό την πλεονεκτική θέ ψάλια <μέ τό ρόπαλό του. Μά σί που βρίσκεται τώρα, τόν τό μελαχροινό παλληκάρι δέν υποδέχεται μ’ ένα φοβερό χτή σκοτώνει ποτέ ούτε Ανθρώ πημα του ροπάλου του στο πους ούτε θηρία. Παλεύει μο κεφάλι. Τό θηρίο ζαλίζεται νάχα μαζίι τους όταν είναι Α και γκρεμοτσακ'ίζεται κάτω. νάγκη νά προστατεύση τόν έ"Ωσπου νά συνέλθη έκεΐνο Ανε αυτό του ή κάποιον άλλον. Τ* βαίνει πάνω στο δέντρο ή τί αφήνει λοιπόν νά ξεμακρύνουν γρη πού δέχεται κι* αυτή τό καί νά χαθούν άπό τά μάτια Τδιο χτύπημα στο κεφάλι της του, βέβαιος πώς κάποτε θά και πέφτει. Ό πάνθηρας σκαρ μπορέσουν νά κόψουν μέ τα φαλώνει γιά δεύτερη φορά καί δόντια τους τό χοντρό χορτό τό ρόπαλο του Ταμπόρ τόν σχοινο καί νά έλευθερωθούν. ξαναγκ,ρεμίζει κάτω. Τό Τδιο Τό 4 Ελληνόπουλο πλησ ι ά και ή τίγρη, :μόλις συνέρχεται ζει άμέΐσως τρέχοντας στήν άπό τό πρώτο χτύπημα. Τ* ά άλλη, τίγρη, κάί στό άγριογού νεβοκοΓΓεβάσματα αυτά συνε χίζονται γιά πολλή ώρα άκό ρουνο πού βρίσκονται Ακίνητα μος, μέχρι που τά δυό θηρία, κάτω. Βάζει τ5 αύτί του πρώ μέ κατοζματωμένα τά κεφάλια, Το στην καρδιά τού άγριου σέρνονται μουγγρίζοντας κά γουρουνιού καί τήν Ακούει μέ τω άπό τό δέντρο, Ανήμπορα ανείπωτη χαρά νά χτυπάη α πιά νά ξανασκαρφαλώσουν. δύναμα. Κάνει τό Τδιο καί Τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο στήν τίγρη, μά αυτή' είναι νε κρή. τραβάει άπό τά κλαδιά πού βρίσκεται ένα γερό γορτόσχοι 4Ο νέος κόβει άπό γύρω βό νο. Δένει τή μιά του άκρη θη τανα καί βάζει πάνω σΦ-ίς νυλειά καί πετώντας τη πιάνει χιές καί δαγκωματιές πού έ καί σφίγγει τό λαιμό του πάν χει στό κορμί τούτο άγριογού Θήρα. "Υστερα, χωρίς νά τό ρουνο. Τό συνεφέρνει γρήγορα παρατηση, κάνει θηλειά καί μά βλέπει πώς τού είναι Αδύ την άλλη άκρη του. Τήν πετά νατο νά περπατήση. Στήν ει κι* αυτήν κάτω αίχμαλωτί τελευταία προσπάθειά του ν* ζοντας καί τήν τίγρη άπό τό άποτελειώση τήν τίγρη, έκεί λαιμό. *Έτσι τά δυό θηοία, δε νπι είχε καταφέρει νά δαγκώμένα καθώς είναι στο ίδιο χορ ση τά δυό μπροστινά ποδά τόσκοινο, τρέχουν έδώ κ’ έκεΐ ρια του καί νά τού τσάκιση παρασύροντας τό ένα τό άλλο τά κόκκολα. καί παλεύοντας νά έλευθερωθούν. «Πρέπει νά τό βάλω στη
16 ράχη μου», μουρμουρίζει. «Μά εΐνσι βαρύ. Σίγουρα θά ξεπερ νάη τις έικαττό άκάδες!» Ό Ταμπόρ κάνει πολλές 'κάΐ δύσκολες προσπάθειες για νά καταφέρη* νά φορτωθή στη ράχη του τό τεράστιο καί βαρύ μαΰιρο άγριογούρου^ νο. Τέλος ξεκινάει καί προχω ρεΤ άργά καιτά το βορρά, χω ρίς νά ξέρηι που πηγαίνει. *Ό»μως σε λίγο φτάνει σ’ ένα σημείο πού τό μονοπάτι διχάζεται. Τό ένα τραβάει άριστερά καί τό άλλο δεξιά. Τό 1 Ελληνόπουλο σταματά ει για λίγο συλλογισμένο κι* άναποψιάσιστο. Δεν ξέρει ποιό άπό τά δυο μονοπάτια νά άκολαυθήση,. Τέλος διαλέ γει στην τύχη τ* άριστερό καί ξεκινάει. Δέν προφταίνει 6μως νά κάνη, ούτε δυό βήματα όταν τό άγρ ιογουρουνο πού βρίσκεται στη ράχη· του άρ χίίζει νά φωνάζη- δυνατά σά νά διαμαρτύρεται. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει ά μέσως καί κάνοντας μερικά πλάγια -βήματα μπαίνει κι* ακολουθεί τό δεξιό μονοπάτι. Τό άγρ ιογουρουνο σταματάει αμέσως τις στριγγλιές καί ρουθουνίζει ικανοποιημένο. Τό Παιδί τής Ζούγκλας χα μογελάει χαρούμενο καί μο νολογεί : «Τώρα εϋμαι σίγουρος πώς θά φτάσω κοντά στην πανώριά μελαψή Γιαράμπα... Κά θε φορά τού θά παίρνω στρα βό δρόμο τό άγρ ιογουρουνο θά μέ είδοποιή.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ τώρα γιά λίγο τον ΤαμπόΙρ νά προχωρή μέ τό βαρύ αγριογούρουνο στη ράχη γιά την κρυφή συνάντησί του μέ τή Βασίλισσα τής Ζούγκλας, κι5 άς παρακολουθήσουμε μέ τή φαντασία μας τή μικρή Ζο λάν πού, προσπερνώντας τόν Μπουτάτα, τρέχει καί χάνεται πίσω άπό τήν πυκνή βλάστησι τής άγριας περιοχής. Ό άράπης κυηττάζει γιά λΐ νο προς τήν κατεύθυνσι πού χάθηκε τό κορίτσι καί μουρ μουρίζει συλλογισμένος: «Πρέπει νά παρατήσω τά ζαρκάδια καί νά τήν πάρίο τό κατόπ ι... Μπορεί ^ νά πε ι νάση> στο δρόμο καί νά φάη ...κάνε να θηρίο! Καί γελάει μόνος του γιά το έξυπνο άστεΐο του: — Χί,, χί, χί ί Χί, χίι, χί ! Πετάω κάτι χαριτωμένα, πό τε - πάτε! Μπά σέ καλό μου! Ή Ζαλάν προχωρεί άρκετά σφίγγοντας τά μαργαριταρέ νια δόντια της καί τις τρυφε ρές γροθιές της καί μουρμου ρίζοντας έξω φρένων: — Που θά μου πάη ή μιοοαραπίνα; Θά τή βρω! Καί θά τής τά ξερριζώσω τά μαλ λιά της!Θά τής δώσω καί μιά γροθιά χειρότερη, άπ5 αυτές που δίνει ό Ταμπόρ στον Τσουλούφη !... Ό Ταμπόρ εΤναι_δικός μου! Ξαφνικά, δμως, σταματάει σ5 ένα ήλιάλουστο ξέφωτο, Ση
ΤΑΡΖΑΝ κώνει τό ξανθό κεφαλάκι της ψηλά καί ψάχνει κι* άφουγκρά ζεται άνήσυχη. Ένα παράξε νο ^δυνατό, μά ανάλαφρο ψτερούγισμα έχει φτάσει στα αύ τιά της. Τό λευκό κορίτσι κα ταλαβσίνει πώς κάποιο φοβερό όρνιο φπερουγίζει έκεΐ κοντά. Μά τα θεόρατα δέντρα την ε μποδίζουν ακόμα νά διακρίνη. Καί νά: Σέ λίγες στιγμές κάτι σαν σύννεφο μπαίνει {μπροστά ιστόν ήλιο καί μια {σκούρα σκιά στρώνεται σά χα λ'ϊ κάτω στο ξέφωτο. Τά μεγάλα γαλάζια μάτια τής Ζολάν γεμίζουν τ,ρόίμο καί θαυμασμό! Μια τεράστια πε ταλούδα, μέ πολύχρωμα βε λουδένια φτερά, στριφογυρίζει ρίχνοντας την άπέρανπη σκιά της πάνω στο ξέφωτο. Τό λευκό κορίτσι την κυττάζει καί ψιθυρίζει μέ δέος: — Τίί τρομερή!... Τί υπέ ροχη]... Κάθε φτερούγα της θαχη φάιρδος καί πλάτος ώς έξη μέ τρα. Και τό μακρόστενο .στά χτι κοριμίι της είναι όσο ένας μεγάλος κροκόδειλος. ^ Ή Ζολάν —πού δεν ξέρει πόσο έπικίνδυνες είναι οι τε ράστιες πεταλούδες— έχει άπομείνει άκίνητη μέ τό κεφάλι ψηλά, άποθαυμάζοντας τό πα νώριο αυτό δημιούργημα τής Φύσης! Ή «Ρόολ - άράλ», όπως λέ γεται σε μια άττ^ τις διαλέ κτους των ιθαγενών ή τερά στια πεταλούδα, καί πού ση μαίνει «Φτερωτός Χάρος», εί ναι ένα άπ’ τά πιο όμορφα, άλλά καί πιο τρομερά θηρία τής ποςρθένας κι5 άγριας Ζούγ
17 κλας. Μπροστά στο κεφάλι τους έχουν ένα σουβλερό κοκκάλινο κεντρί πού μ' αυτό κεν τρίζουν καί ιρουφάνε όλο —(μέ χρι τελευταία σταγόνα — τό αίμα των θυμάτων τους. Ή Ζολάν/ σβέλτη, σάν μαϊ μού σκαρφαλώνει σέ μιά άγρ ιοβελαν ίδιά κ αΐ στ αματάε ι στο εσωτερικό τών πυκνών κλαδιών της. Έκεΐ ή «Ράλάράλ» δεν θά μπόρεση νά τή φτάση, γιατί·, άν τό έπιχειρού σε, θάκανε κουρέλια τά μεγά λα βελουδένια καί πολύχρωμα φτερά της. 5Απ3 τή θέσι αυτή νομίζει πώς μπορεί τώρα σίγουρα νά βλέίπη καί ν’ άποθαυμάζη την ύπρροχη πεταλούδα. Καί νά: από ψηλά πού βρί σκεται βλέπει τώρα νά μπαλ νη κάί νά διασχίζη· τρέχοντας τό ξέφωτο ένας γιγαντόσωμος έλέφαντας. "Έχει άντιληφθή τή Ρόολ - αΡ'άλ καί φεύγει νά σωθήι στριγγλίζοντας άπεγνω σμένα. 5Αλλοίμονο όμως! Δεν έχει φτάσει στη μέση· τού ξέφωτου όταν ή τεράστια πεταλούδα χαμηλώνει καί κάθεται ανάλα φρα πάνω στη ράχη του, ό πως μιά άλλη μικρή πεταλουδίτσα 8ά καθόταν πάνω σ’ έ να λουλούδι. Ό έλεφαντας όμως νοιώθει τό βάρος του κορμιού της, σταματάει, στριφογυρίζει την προβοσκίίδσ καί κάνει άπεγνω σμόνες κινήσεις νά την τινάξη από πάνω του. Ταυτόχρονα ή Ράλ - άράλ χτυπάει μέ δύναμ ι τό σουβλερό κεντρί της στο σβέρκο του καί τό μπήγει βα θιά. Κ Γ άμέσως άρχιζε ι, φαί-
ν^ται, νά ρου^άηι τό άϊμα του. Ή Ζολάν που παρακολουθεί τό καταλαβαίνει αυτό από δυο σημάδια που βλέπει. Π,ρω τον άπ’ τήν κοιλιά της πετα λούδας πού σιγά - σιγά ψου σκώνει και δεύτερον απ’ τον 5Ελέφαντα πού αρχίζει, σιγάσιγά κΓ αυτός νά χάνη τις 6υ νάμεις του. Ευτυχώς βαρύ ποδοβολητό άκούγεται σέ λίγο κ’ ένας άλ λος έλέφαντας —ίσως τό τάίρι του πρώτου— φτάνει τρέχοντας. 5Αλλοίμονο τώρα στην τεράστια πεταλούδα άν ό δεύ τερος αυτός έλέφαντας άρπάξη το κεφάλι της μέ την προ βοσκίδα του. "Ορως ή Ραλάράλ ^καταλαβαίνει αμέσως τον κΐίινδυνο καί τραβώντας γρήγορα τό ματωμένο κεντρί της άπ’ τον τράχηλο του έλέφαηηα φτερουγίζει άνάλαφρα, άνυψώνεται καί φέρνει βόλτες πάνω άπ’ τό ρεγάλο ξέφωτο. Οι δύο έλέφαντες φεύγουν αργά τώρα γιατί ό πρώτος, έξαντλημένος άπ’ τό αΐρα πούχει χάσει, ρόλις καταφέρνει νά σέρνη τά ποδάρια του. ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Α ΙΝΈΤΑΙ όμως ^ πώς τό ράτι τής τεράστιας πολύχρωμης πέταλούδαΓ ξεχώρισε ρέσα στ τ κλα διά τής άγριοβελανίδιάς τή Ζολάν. Καί ή κοιλιά της, δυ στυχώς, δεν είχε γεμίσει δσο έπρεπε απ’ τό αΐρα πού πρόφτασε νά ιρουφήξη άπ’ τό κορ μί τού ελέφαντα. Πηβάει λοιπόν άνάλαφρη, σ’ ένα άπ’ τά έξωτερικά κλαδιά καί κάνει άμέσως κάτι πού τό
Οί Δεινόσαυροι ποδοπατάνε τό δέντρο πού βρίσκονται ό Ταμπόρ καί ή Γιαράμπα.
λβυκό κορίτσι καταλαβαίνει πόσο άνόητη ήταν νομίζοντας πώς είχε βρή σιγουριά έκεΐ. Ή Ράλ - άράλ κουλουριάζει άμέσως τις φτερούγες της κάνοντας ένα μακρόστενο ρο λό^ τήν κάθε μιά7 πού τά μα ζεύει σφιχτά στά πλευρά της. *Έτσι εΐν’ έλεύθερη νά είσχωρήίσηι τώρα στά^ έσωτερικά πυκνά κλαδιά τού δέντρου, χω ρΐς νά διατρέχη κανένα κίνδυ νο νά σχιστούν καί νά κουρε λιαστούν τά υπέροχα πλουμι στά φτερά της. Ή άμοιρη Ζολάν βγάζει Τρομαγμένα ξεφωνητά καθώς βλέπει τή φοβερή πεταλούδα νά πηδάη από κλαδί σέ κλαδί καί νά τήν πλησιάζη μέ πρατε ταμένο τό θανατερό της κεν τρί. — Ταμπόοαρ !... Ταμπόοορ!... ιΚαημάταια ζητάει βοήθεια απ’ τον αγαπημένο σύντρο φό της πού αυτή τή στιγμή, φορτωμένος στ ή ράχη του τό μαύρο αγριογούρουνο, προχα>ρεΐ —χιλιόμετρα μαικρυά — γιά νά συναντήση τήν πανώρια μεγάλη βασίλισσα τής Ζούγκλας. Πανικόβλητη ή Ζολάν κάνει ά Γρεγνωσμένες π ροσπάθε ι ε ς νά ξεφύγη γιά νά σώιση' τό αί μα της άπ’ τή διψασμένη. Ράλάράλ. Μά ό φόβος κ’ ή ταρα χή τήν έχουν ζαλίσει άφάνταστα. Καί παραπατώντας, σέ μιά στιγμή7 πέφτει χτυπών τας από κλαδί σέ κλαδί καί σωριάζεται κ&τω άνάίίσθητη.. Ή πεταλούδα βγαίνει άμέ σως σ’ ένα άπ’ τά ελεύθερα έ ξωτερικά λ κλαδιά, ξεδιπλώνει τις φτερούγες της κΓ άνοίγοντάς τες πάλι χαμηλώνει γιά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
20 νά κατέβη στο ίμερος πού έπε σε το θύμα της. Στο (μεταξύ ίμια τεράστια ιμαύρη ορρκούδα έχει πλησιά σει τή Ζολάν και την αρπάζει στην Αγκολιά της. Δεν προ φταίνει όρως νά φυγή, γιατί ή τρομερή Ράλ - Αράλ έχει προ λάβει νά καρφώιση τό σουβλερό κακκάλινα κεντρί στον ώμο της. Ή γιγαντόσωμη αρκούδα βγάζει Ινα άγριο ουρλιαχτό καί κάνει στην Αρχή νά ξεφύγη. Τίποτα όμως δεν κατα φέρνει. Γιατί τό αΐιμα της πού ρουιφιέται ιμέ αφάνταστη ταχύ τητα άπ5 τό κιεντιρΐ της πετα λούδας την κάνει νά χάση γρή γορα τις δυνάμεις. Καί παρα τώντας τό αναίσθητο λευκό Κορίτσι πού [κρατάεη σοοριάζεται κι5 αυτή κάτω σαν άδειο ασκί. Ή Ράλ - άράλ πίνει καί ό σο ^ άλλο αίμα βρίσκεται στΐ·£ φλέβες του θηρίου κ ή κοιλία της όλο καί φουσκώνει περισ σότερο. Τέλος, σά νά ιμήν έχη χορ τάσει Ακόμα, καρφώνει λαί μαργα τό κεντρί, της καί στη λευκή ράχη τής Ζολάν. Τό α ναίσθητο κρρίτσι συνέρχεται για λίγο άπ5 τον πόνο καί βγάζει ένα δυνατό διαπερα στικό ξεφωνητό. ^Υστερα, Αρ χίζοντας νά χάνη τό αίμα της παραδίνεται Αδύναμη στο μ οι ραΐο. Τήν ίδια στιγμή βιαστικό ποδοβολητό Ανθρώπου Ακούγεται νά πλησιάζη. Καί γρή γορα παρουσιάζεται ό Μπουτάτα μέ γουρλωιμένα Από κα-
τάπληξι τά μεγάλα μάτια του.
ήλίθια
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
Ο τελευταίο ξεφωνητό τής Ζολάν είχε φτάσει στ5 αφτιά τΡυ Τσουλουψιη καθώς προχωρούσε ψάχνον τας νά τή 6ρή. Ό 'Αράπης με τό κωμικό τσουλούφι στο κεφάλι, βλέπει τή νεκρή γιγαντόσωμη Αρκαύδα καί τήν τεράστια πολύχρω ;μη πεταλούδα πού ;μέ τό κακκάλένιο κεντρί της ρουφάει^τό αίμα του λευκού Κοριτσιού. — Έεε, τής φωνάζει. Μην πίνης άλλο γιατί θά πάθης ...Αναιμία! ^ Κι^ Αμέσως, Αρπάζοντας Α πό κάτω ένα ξερό σουβλερό κλαβίί, χύνεται πάνω στη Ράλ - Αράλ καί τό καρφώνει στή φουσκωμένη καί ιμαλακιά κοι λιά της. Καί τό θαύμα γίνεται! Ή κοιλιά τής πεταλούδας Ανοί γει καί τό αίμα πού είχε ρουφήίξη^Απ’ τον έλέφαντα, τήν Αρκούδα καί τή Ζολάν χύνεται Από .μέσα σόον βρύση... ^ Ή Ράλ - Αράλ τραβάει α μέσως τό κεντρί της Απ' τίς σάρκες του λευκού Κοριτσιού καί κουνάει τά φτερά της για ν5 άνυψωθή,. "Ομως ό χεροδύ ναμος Άράπης ιμέ τό κλαδί ρόπαλο; πού κρατάει στο χέρι, τή χτυπάει Αλύπητα, καί ,μέ άφάνταστηι δύναμη ατό κεφά λι. Ή τεράστια πεταλούδα ζα λίζεται στήν άρχή, μά μεττά
Τ
ΤΑΡΖΑΝ τό τρίτο - τέταρτο χτύπημά του απλώνει τ' άπέραντα πλουμιστά φτερά της «κι* απο μένει άκίνητη κάτω οπό ξέφωτο. Ό Μπουτάτα την άποτέλε ι ώνει μέ μερικά ακόμα χτυπή ματα. " Υστερα την κυττάζει μέ θαυμασμό καί μονολογεί λυπημένος: — Ώράίια πεταλουδίτσα! "Ας οψεται τό τσουλούφι μου που, γιά νά μή μου τσαλακωθή, γυρίζω έξω ξεσκούφωτος... "Αν φορούσα καπέλλο, θά την ... καπάκωνα καί θά την έπια να ζωντανή! Τέλος σκύβει κ’ έξετάζει την αναίσθητη Ζολάν πού, άπ’ τό αΐμα ττούχει χάσει, τό πρό σωπο καί τό κορμί της έχουν γίνει σάν τό χαρτί1. Τά γουρλωμένα μάτια τού ’Αράπη σκοτε ιν ι όζουν τώρα, καί κυττάζαντάς τη μ3 άνείίπω τη συμπόνια μουρμουρίζει έ τοιμος νά ξεσπάση σέ γαϊδου ρινούς λυγμούς: — Καημένη Ζολάν!... Πρώ τα ήσουνα «λευκό» Κορίτσι, τώρα γίνηκες «άσπρο»! Κι* άμέσως, γιά νά τη σώση άπτ’ τό βέβαιο θάνατο πού γρήγορα θά τη βρή, τραβάει άπ’ τη ζώνη, της τό μικ,ροσκοπικσ της μοχαιράκι καί κάνει κάτι πολύ ανθρώπινο καί συγ κινητικό: Σχίζει πρώτα τη φλέβα στον καρπό τού χεριού τής άναίσθητιης Ζολάν, κι’ ούτε στα γόνα αΐμα δεν ξεπετάγεται δΦτΙ' αυτή. "Υστερα χαράζει καίί τη δική του φλέβα πού σάν πήδακας ξεφεύγει τό αί μα του. Σμίγει άμ-έσως τις
δυο άνοιχτές φλέβες —τή^δική του κάί τού Κοριτσιού— κ,άί σφίγγει γερά τη μιά πάνω στην άλλη. "Ετ'σι, τό περισσότερο αί μα του άδειάζει καί ξεχύνεται μέσα στις άδειες φλέβες τής Ζολάν. Τό ΚορίΙτσι τής Ζούγκλας άρχιζει, σιγά - σιγά, νά συ νέρχεται κι’ ό Μπουτάτα βά ζει πάνω στίς κομμένες φλέ βες τους τά θαυματουργά βό τανα πού ξέρει... Ή Ζολάν συνέρχεται έντελώς σέ λίνο, ξαναβρίσκει τό ρόδινο χρώμα τού προσώπου της καί πετιέται έπάνω ζωηρά σά νά μην είχε πάθει τίποτα. Νοιώθει 6μιως την μικρή πληγή στη φλε βα της καί μόλις μαθαίνει άπ’ τον Άράπη τί είχε συμβη, μουρμουρίζει κατσουφιασμέ νη: — Σ’ ευχαριστώ, ΤσουλούΦη, μά... καλύτερα νά είχα πε θάνει παρά νά νοιώθω τώρα νά κ,νλίάη, στις φλέβες μού τό βρω μο - αίμα σου!... Τά μάτια τού Μπουτάτα βουρκώνουν. Κάνει μερικές προσπάθειες νά σηκωθή κι’ αυτός., μά δέν τά καταφέρνει. Τό «βρωμο - αίμα» πού έχασε ξαναδίνοντας τή ζωή στο λευ κό αχάριστο Κορίτσι, τόν έχει εξαντλήσει άφ>άνταστα. Ή Ζο λάν τόν βοηθάει νά σηκώθη. Εκείνος την κυττάζει μέ συ μπόνια καί ψιθυρίζει άδύναμα, καθώς ένα θολό δάκρυ κυλάει στο μαύρο μάγουλό του: — Τό αΐμα είναι ίδιο σ’ ό λους τούς ανθρώπους, άφέντη Κορίτσι. Μονάχα οΐ ψυχές κΓ
22 οΐ καρδιές τους είναι... άλλοιώτιικες! ΚαΙί!, προσπαθώντας να δώση· στη φωνή του χαρούμενο τόνο, προσθέτει ρέ κωμικό αύτοθαυιμασμό: — Πετάω κάτι «φιλοσοφι κά», πάτε - πότε! Μπά σέ κακα-κιαλόοο μου! 5Αλλά δεν καταφέρνει νά συιγκίροπηθή καί ξεσπάει άμέσως σέ λυγμούς. ’Ενώ ή Ζολάν ξεκαρδίζεται στα γέλια για τό άστεΐο του... Καί τά χαχανητά τής «έξυ πνης» Κ απέλλας, μπερδεύον ται ιμέ τ* άναφυλλητά του «κουτού» Άράττη. ΙΥΝΑΝΤΗΣ! ΤΑΜΠΟΡ - ΓΙΑΡΑΜΠΑ
Σ άφήάαυμε τώρα τή Ζολάν και τό Μπουτάτα που σέ λίγο ξεκινά νε, μαζί πιά, σ* άναζήτησι του Ταμπόρ, κι* άς ξαναγυρίσουμε ,μέ τή φαντασία κοντά στο άτράμητο παλληκάρι τής Ζούγκλας πού, φορτωμένο μέ τό βαρύ μαύρο αγριογούρουνο προχωρεί για νά συνάντηση τή Γιαράμπα. Ευτυχώς πού τ’ άνάπη,ρο ζώο ξέρει καλά τό διράμο καί μ«έ τις στ,ριγγλιές του δίνει συνεχώς στόν Ταμπόρ τή σω στή κατεύθυνσι. Έτσ ι φθάνουν κάποτε κά τω άπ’ ενα θεόρατο αίωνόιβιο δέντρο. ^ Τό άγριογούρουνο σπαρτα ράει στή ράχη του Παλληκαριού καί στριγγλίζει δαιμονι σμένα σά νά του λέη: «Στάσου! Μή προχωρείς άλλο.»
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ό Νέος σταματάει, άφηνει κατάκοπος καί (μούσκεμα στόν ιδρώτα, κάτω τό ζώο κι’ άφουγγράζεται. Καί νά: Άπ’ τά ψηλά κλα διά του δέντρου άκούει -μια γνώριμη; γλυκέιά φωνή: — Άργησες, Ταμπόρ!... Σου συνέβη τίποτα στο δρό;μο; Περίμενε... Κατεβαίνω α μέσως ! Σέ λίγες στιγμές ή πανώ ρια μελαψή βασίλισσα τής Ζούγκλας, κατεβαίνοντας γρή γορη σάν κεραυνός, άπ’ τήν κορφή του πανύψηλου δέντρου πέφτει καί σταματά όρθή καί χαμογελαστή -μπροστά στο Νέο. Ό Ταμπόρ τής έξηγεϊ μέ λίγα λόγια τίι είχε συμιβή κι’ ή Γ ι αράμπα σκύβει κι’ άρχ ιζε ι τά θαυματουργά γιατροσόφια της στο δυστυχισμένο άγριο γούρουνο. ^ — Θά δέσω γερά ιμέ ξύλα τά μπροστινά του πόδια καί θά ξανασμίξω τό σπασμένα κόκκαλά του γιά νά θρέψουν πάλι, μονολογεί καθώς έργάζεται. Τέλος, χωρίς νά ζητήση τή βοήθεια του Ταμπόρ, σηκώνει μονάχη, ,μέ τά χέρια της, τό τεοάστιο βαρύ άγριογούρουνο καί τ’ άποθέτει προσεκτικά στήν ευρύχωρη κουφάλα κά ποιου κοντινού δέντρου. Ό Νέ ος^ ζήτησε βέβαια νά τής τό πάρη άπ’ τά χέρια γιά νά τό μεταφέρη αυτός, μά ή πειρήφα νη Γ ιαράμπα άρνιέται ευγενι κά, φροντίζοντας όμως καί νά μ ή θίξη την άνάρική υπεροχή του: — νΟχι, Ταμπόρ. ’Εσύ πρέ
ΤΑΡΖΑΝ ττει να είσαι πάιρα τταλύ κου ρασμένος. *Αν τό κουβαλού σα εγώ στ ή ράχη <μου τόσες ώρες, σίγουρα θά εΤχα ττεθάνει! "Υστερα, ή άμορφη μελαψή Κ απέλλ α προχωρεί κάι ^ κάθε ται στο χοντρό κλαδί κάποιου δέντιρου πεσμένου άπό χτύπη μα κεραυνού κάι θύελλα. Τό Παλληικάρι την άκολσυθεΐ και κάθεται· κι* αυτό σ’ ένα άντικρυνό κλαδί του ίδιου δέντρου. —«Είπες ττώς θέλεις να μου μιλήισης για κάτι πολύ σοβα ρό, μουρμουρίζει1 χαμηλώνον τας τά .μάτια του. — Ναίι, τ’ άττοκρίνεται δει λά ή Γιαράμττα, χωρίς νά κυττάζη. Κ3 επακολουθεί παρατεταμένη σιωπή, σά νάχουν ξαφνι κά 'βουβαθή κ* οί δυό τους. Τέλος ό Ταμπόρ και γιά νά πή, κάτι, τή ρωτάει: — "Ωστε εΐναι πολύ σοβα ρό αυτό που θέλεις νά μου πής, Γ ιαράιμπα; — Ναί, Ταμπόο, τ3 άποκρί νετα-ι πάλι ή πανώρια Κσπέλλα. Κι* άρχιζει καινούργια πεοίοδος βουβαμάοας. 'Ύστεο’ από λίγο, τό ιμελαχροινό Πάλληΐκιάιρι, την ξαναιρωτάει: — Καί γιατί δεν -μου τό λες, λοιπόν; Ή βασίλισσα τής Ζούγ κλας καρφώνει τά μεγάλα υαυοοπράσινα ιμάτια της στά δικά του και τ1 άττοκρίνεται ταοαγυένη: — Γιατί αυτό που θέλω νά σου πώ. δεν* τό λέει ποτέ πρώ τη μια Καπέλλά!... Καί τον ρωτάει άμέσως α
23 παιτητικά, σά νά την εΐχε έκιείνος κάλέσει γιά νά τής ;μιλ,ήρη: ^ — Λέγε λοιπόν, Ταμπόρ: Τί έχεις νά ;μού πής; Ό Νέος σαστίζει καί χλω,μιάζει. Ή καρδιά, τό μυαλό κι3 ή γλώσσα του έχουν γίΗ/ει «μαλλιά - κουβάρια». Κι* άντί ν* άπτοκιριθή, τή ρωτάει μέ ξα φνικό ένδιαφέρον: — Ό Πιτισικόκο πώς δεν είν3 εδώ; Δεν μένει πιά μαζί σου; ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
ΗΝ ίδια στιγμή μακρύ νοί άλαλαγμοί άγριων Ιθαγενών φτάνουν στ* άφτιά τους. Ό Ταΐμπόρ κ* ή Γιαράμπα πετάγονται όρθόί κι* άφουγκ,οάζονται άνηισυχοι. Οί φωνές των ιθαγενών φαίνονται τρο μαγμένες κι* αύτό άνησυχεΐ περισσότερο τους δύο Νέους. Ταυτόχρονα, άγέλες όλόκλη ρες άπό λαγής - λογής θερία κι* αγρίμια, περνάνε τρέχαντας καί σ ιγανομουγγρ ίζοντας φοβισμένα σέ μ^κρή άπόστασι άπ* τή θέσι που βρίσκον ται ό Ταμπόρ· κ ή Γ ι αρ άμπα. Λιοντάρια, έλάφια, τίγρεις, ζαρκάδια, έλέφογτες, αρκού δες άγρ ι αγσύοαυνα, ρ ινόικε ροι, καμηλαπάρδαλες κάί ζέβροΐ' όλα άνακατωιμένα, τρέ χουν κ’ έξαφανίζονται πρός τό νοτιά σά νά τούς κυνηγοη» κά ποιος αόρατος καί φοβερός έχθρός. — Τί νά συμβαίνη άραγε; ψιθυρίζει μέ δέος ή μελαψή
Τ
24
Κοπέλλα. ^ — Ποιος ξέρει, μουρμουρί ζει ό Νέος. Είναι φανερό όμως πώς κάποιος μεγάλος κίνδυ νος τά Απειλεί. Καί να: Σέ λίγο, μετά τά θεριά καί τ’ Αγρίμια, Αρχίζουν νά πειρνάνε βρέχοντας κι5 άλοολάζοντας οι άγριοι ιθαγενείς. Ό Ταμπόιρ κ ή Γιαράμπσ τούς πλησιάζουν γρήγορα καί ρωτάνε : — Τί συμβαίνει; Γιατί φευ γετε; Ποιός σάς κυνηγάει; Μά δλοι τρέχουν σάν τρελλοί άπ’ τό φόβο τους καί κα νένας δεν έχει κουράγιο ν’ άναίξτχ τό στόμα καί νά τους άποκριθή. Ό Ταμπόρ, μ5 ένα δυο πη δήματα, βρίσκεται άνάμεσά τους ικΓ αρπάζει έναν άπ’ αυ τούς στην τύχη,. Τον σηκώνει σάν παιχνιδάκι στ5 άτσαλένια μπράτσα του καί ξαναγυρίζει κοντά στη Γιαράμπα: — ΤΟ τρέχει, τον ρωτάνε μέ άγωνίια κ οί δυο μαζί. Ό άγριος καννίιβαλος σπα ράζει στά χέρια τού Ταμπόιρ κι* άγωνίζεταΗ νά^ξεφύγη, ξε φωνίζοντας μέ τρόμο καί φρί κη;! — Φεύγατε κι* έσεΐς!... Σέ λίγο θά φτάσουν έδώ! Τό ένα κυνηγάει τ’ άλλο! — Ποια; τον ξαναρωτάνε. — Τά πράσινα θηρία! Τά θηρία πού είναι μεγάλα σάν βουνά!, τους άποκρίνεται. Ό Νέος^τόν παρατάει^ τώ ρα. Κι9 έκεΐνος τρέχει Αμέσως σάν τρελλός για νά φτάση τους προχωρημένους συντρό φους του. — Δέν είναι δυνατόν!, ψι
Ο ΜΙΚΡΟΣ θυρίζει χαμένα ή Γιαίράμπα. Μόνον οί δεινόσαυροι ^ ήταν πράσινοι καί μεγάλοι σάν βου νά! Μά τέτοια προϊστορικά θηρία δέν ζουν πιά στη Ζούγ κλα. Ό Ταμπόρ μένεις γιά λίγες στιγμές συλλογισμένος σά νά ψάχνηι στά παλιά τεφτέρια τής μνήμης του. ^— Κάποιος πολύ γέρος Φύλαρχος μου είχε κάποτε μι λήσει γιά αυτά τά τρομακτι κά θηρία, τής λέει. Μου έλεγε πώς δυό αρσενικοί Δεινόσαυ ροι, οί τελευταίοι άπ’ τή ρά τσα τους, ζούσαν Ακόμα σέ δυό γειτονικές σπηλιές πίσω άπ’ τά μακρυά γαλάζια βου νά. Βγαΐνσν μιά φορά τό χρό νο μονάχα, κάθε άνοιξι, δπως τώρα, καί βοακόυσαν σέ μιά περιοχή γεμάτη από πυκνή καί θεόροττη βλάστησι. Χόρ ταιναν καλά καταβροχθίζον τας ολόκληρα δέντρα καί ξαναγύριζαν τό καθένα στή σπη λιά του γιά νά κοιμηθούν βαθειά μέχρι τήν άλλη άνοιξι πού θά ξαναξυπνοΟσαν γιά νά βγούνε πάλι στή βοσκή. — Κι* έγώ έχω Ακούσει γι’ αυτούς τούς Δεινόσαυρους, Ταμπτόρ, λέει ή πανώρια Κ α πέλλα. Μά δέν τά είχα πιστέ-· ψει. Νόμιζα πώς ήταν κι9 αυτά παραμύθια σάν τις νεράιδες, τά στοιχειά καί τούς Δράκους πού λένε... — Κάποτε, συνεχίζει τό Ελληνόπουλο, όταν ή βλάστη σι θά λιγοστέψη καί δέν θά φτάνη γιά δυό, οί Δεινόσαυ ροι αυτοί θά μονομαχήσουν γιά νά μείνη ό ένας τους μο νάχα. "Ετσι μου εΤπε ττη ό γέ
ΤΑΡΖΑΗ ρος Φύλαρχος. Ή μελαψή Κοττέλλα κάτι πάει_νά ττή, μά δεν πρσφταί'· νει. αοοφνικά τρομακτικά μουγ γρητά, σά νά βγαίνουν άπό στόματα προϊστορικών μεγαΘτυρ ιίων, άντηχοΰν. Ταυτόχρο νη άκούγεται ένα βαρύ ποδο βολητό πού κάνει τό έδαφος τής Ζούγκλας νά τρέμη σά νά γίνεται σεισμός. Ό Ταμπόρ κ’ ή Γιαράρπα μαρμαρώνουν στις θέσεις που βρίσκονται και τά μάτια τους άνοίγουν διάπλατα σά νά θέ λουν νά χωρέσουν δλο τον τρό μο και τή φρίΙκη πού νοιώθουν αί ψυχές; τους. — Οι Δεινόσαυροι!, ψιθυ ρίζει μέ δέος ή βασίλισσα τής Ζούγκλας. — Ναί, κάνει χαμένα ό Νέος. (Πρώτη ή, Γιαράμπα σκαρ φαλώνει γρήγρρα στο θεόρα το δέντρο πού είχε περάσει την περασμένη νύχτα της. Ό Ταμπόρ την άκολουθεΐ. Σέ λίγες^ στιγμές βρίσκονται κ οι δυο σκαρφαλωμένοι στά πιο ψηλά κλαδιά του. Σταμα τούν έκει και κυττάζουν κάτω άνησυχοι. ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΓΙΓΑΝΤΩΝ
Α μουγγρητά και^τό πο δοβολητό δσο πάνε και πλησιάζουν προς τό μέ ρος τους. — "Ισως νά μη κάναμε κα λά πού άνεβήκαμε στο δέντρο, μουρμουρίζει συλλογισμένος 6 Ταμπόρ.
Τ
25 Ή όμορφη Καπέλλα χαμο γελάει : —Δεν φαντάζομαι νά σκορ φαλώσουν εδώ πάνω οϊ Δεινό σαυροι, του λέει. — "Όχι βέβαια, τής άποκρίΐνεται. Μά δεν νομίζω πως χρειάζεται ν’ ανέβουν στο δεν τ,ρο γιά νά μάς κάνουν τό κα κό. Τό Παλληκάρι τής Ζούγ κλας δεν έχει τελειώσει κοολάκάλά τά λόγια του όταν άκούει τή Γ ιαράμπα νά βγάζη τραγικά ξεφωνητά και νά του δε'ίίχνη, προς ένα σημείο μέ τό γυμνό μελαψό χέρι της: — Νάτοι, Ταμπόρ!... "Ερ χονται κατά πάνω μας!... Ό ένας κυνηγάει τον άλλον!... •Κι* άλήιθεια. Ό Νέος, γυρί ζοντας προς τό μέρος πού του δείχνει, βλέπει δυο τρομακτι κά πράσινα τέρατα πού καί ή πιο έξαλλη φαντασία δεν θά μπορούσε νά συλλάβη! Είναι δυο φορές ψηλότερα άπό τά αιωνόβια δέντρα τής Ζούγ κλας. Προχωρούν ορθά στηρί ζοντας τά τεράστια κοριμιά τους πάνω στά δυο χοντρά καί γερά πισινά ποδάρια καί σέ μια φοβερή ουρά πού στη βάσι της έχιει μεγαλύτερη διά μετρο άπ’ τό κορμί ένας ελέ φαντα. Τά μπροστινά τους πο βάρια είναι άτραφικά καί δυ σανάλογα μέ τό γιγαντιαΐο τους κορμί. Τά κεφάλια τους είναι μεγαλύτερα άπ’ έναν ο λόκληρο έλέφ,αντα. Τά στόμα τά τους είναι άτέραντα σαν σπηλιές καί τά τρομερά τους δόντια: μεγάλα δσο,ένας κα νονικός άνθρωπος. Τέλος καί τά μπροστινά καί τά πισινά
26
Ο ΜΙΚΡΟΙ Ζ—
ποδάρια τους είναι ώττλίισμένα μέ τεράστια γαμψά νύχια 1 Τά άπίστευτα αυτά ^ τέρατα τρέχουν άργά κυνηγώντας τό ένα το άλλο και μουγγρίζοντας άγρια% Κάθε τόσο σταμα τάνε για λίγο, χτυπιώνται και δαγκώνονται μέ λύσσα κι" έξα κολουβουν τη δραματική πο ρεία^ τους μέσα στην άνοοστατωμένη και πανικόβλητη Ζούγ κλα. Τά δυο γιγαντιαΐα τέρατα προχωρούν τώρα ίσια κατά τό θεόρατο δέντρο πού στά ψηλά κλαδιά του έχουν καπαφύγει ό Ταιμπόρ κ5 ή Γιαράμπα. 5Απ’ τό βαρύ ποδοβολητό τους, κα θώς πλησιάζουν, τό αιωνόβιο δέντρο τραντάζεται άφάνταστα κ5 οι δυο Νέοι κρατιώνται
— - ΐ |—Ί
--------------- —............. —
-
γερά στά κλαδιά γιά νά μη γκρεμοτσακιστουν κάτω. 'ΚαΐΛ νά: τό κακό πού είχε ψοβηιθη ό ΊΓαμπόρ, λέγοντας πώς δέν Θάπρεπε νά εΐχαν σκαρφαλώσει στο δέντρο, δέν αργεί νά γίνη.; 01 δυο Δεινόσαυρος πού στο διάβα τους σαρώνουν κι5 αφανίζουν τά πάντα, ποδοπα τάνε και τό θεόρατο δέντρο πού βρίσκονται πάνω του οι δυο σύντροφοι... Ό Ταμπόρ κ ή Γιαράιμπα γκρεμοτσ σκίζον ται κάτω μαζί μ’ αυτό και χτυ πωντας στο έδαφος μένουν α κίνητοι σάν σκοτωμένοι. Ευτυχώς τά βαρεία ποδάρια των τεράτων δέν έτυχε νά πα τήσουν και πάνω στ5 αναίσθη τα κορμιά τους. "Αν συνέβαινε
Ο Ταμπόρ κι* ή Ζολάν άκοΰνε τή γνώριμη φωνή: Κούκουουου! Τσά!
ΤΑΡΖΑΝ
*0 Ταμττόρ βγαίνει κρυφά άττ' τη σπηλιά πατώντας στά δάχτυλα.
αυτό, άπ3 τους δυο άμοιρους Νέους δεν θ’ άττόμενε τίποτα για νά δεί'ξη τον άπαίισιο καί τραγικό θάνατό τους. Οί Δεινόσαυροι χτυπιόνται, δαγκώνονται καί συνεχίζουν τη πορεία του άλληλοσπαραγμου τους. ΣΟΛΑΝ ΜΠΟΥΤΑΤΑ, ΠΙΤΣIΚΟΚ©
Σ άφήσουμε τώρα για λίγο αναίσθητους, πλάι - πλάι, τον Ταμπόρ καί τη Γιαράμπα, κι* άς ξατ/αγυ ρίσουμε στη Ζολάν καί στο Μπουτάτα πού προχωρούν προς τό βορρά ψάχνοντας νά βρουν τό χαμένο σύντροφό τους» .....
Έχουν προχωρήσει άρκετά άττ' τό ξέψωτο, όπου ό Άράπης έσωσε μέ τό αΐ,μα του τη ζωή του λευκού Κοριτσιού κι* όμως τά^ δακρυσμένα μάτια του δεν έχουν άκόιμα στεγνώ σει. Ξαφνικά, ένώ εΤναι άκάμα μέρα μεσημέρι, μια λεπτή δι απεραστική φωνούλα ακοι/γεται νά τραγουδάη τή «Νύχτα τής Ζούγκλας», τό Αγαπημέ νο τραγούδι τής πανώριας Γία ράμπα. — Ό «Υψηλότατος»!, κά νει γελώντας ό Μπουτάτα καί τά μάτια του στεγνώνουν άμέσως κ* ή καλή καρδιά του ξε χνάει τή φοβερή προσβολή τής Ζολάν»
28 Κ03ΐ νά: Σέ λίγες στιγμές παρουσιάζεται ό μαύρος πρίγ κηπας Πιτσικόκο καβάλλα στο μικροσκοπιικό άτι του καί ο*έρνοντας τάΐσω του άγέρωχος — πιασμένα μέ θηλειές απ’ τις δυο άκρες του ίδιου σχοι νιού— μιά τίγρη, κ3 έναν πάνΘήρα. _ Ή Ζολάν τρομάζει βλέπον τας τά θεριά καί σκαρφαλώνει σ5 ένα θεόρατο δέντρο πού βρί σκειται κοντά της. Ό ΜττουτάταΙ ετοιμάζεται νά κάνη, κι3 αυτός τό ίδιο, μά ό Πιτσικόκο τον καθησυχάζει: — Μή φοβάσαι, ανόητε! Δεν βλέπεις ττου τόόχω· δεμέ να; "Π αφήνω έγώ νά πέσουνε νά σάς φάνε; Ό Άράτρης μέ τό τσουλού φι, καλού - κακού, σκαρφαλώ νει κι* αυτός στο ϊδιο δέντρο καί συμβουλεύει τό μικροσκοττιικό πρίγκιπα: — Τό καλό που σού θέλω «Υψηλότατε»: ανέβα κ3 έσύ νά μην άφήσης τά κοκκαλάκια σου στην κοιλιά κανενός άπό δαυτα... Ό Πιτσικόκο τόν κυττάζει μέ περιφρόνησι: — Τί φοβάσαι; Μή μέ φά νε ; — Όχι. Μή σέ καταπιού νε... κατά λάθος! Καί προσθέτει αυτοθαυμα γόμενος: — Πετάω κάτι «ευτράπτελλα» πότε - πότε! Μπά, σέ κα° καπκαλόοο μου! Ή τίγρη κι3 ό πάνθηρας τραυματισμένα, ταλαιπωρημέ να καί μέ χαμένο πιά τό ηθι κό άπ3 τις γερές θηλειές τοΰ χορτάσχοινου, που ό Ταμπόρ
© ΜΙΚΡΟΣ είχε σφίίξει στο λαιμό τους, Α κολούθησαν άβουλα καί χωρί ς άντίίστασι τό μακροσκοπικό ανθρωπάκι που τά βρήκε στο δρόμο καί τά έσυρε μαζί του. Ή Ζολάν όμως, κυττάζοντας μέ θαυμασμό πότε τον Πι τσικόκο καί πότε τά δυο δεμέ να θεριά, κάτι προσέχει ξαψνι κά καί τού φωνάζει ψηλά 00/ τά κλαδιά τού δέντρου: — 3 Εσύ τάπιασες καί τά έδεσες, ΠI ιτσ ικοκάκ ι; —- Ναί. Μονάχος μου!, μουρμουρίζει αγέρωχα. — Καλέ αυτές είναι θη λειές τού Ταμπόρ! Έτσι τις δένει εκείνος.. — Ναίί; τής αποκρίνεται ό μαύρος Πρίγκιπας. "Εγώ τού τίς έχω μάθει... Μά δέν προφταίνει νά τελεί ώση· τά λόγια του, σταν φοβ ισ μιένα μουγγρητά θε ρ ιών καί τρομαγμένοι άλαλαγμοί άγριων ιθαγενών άκούγονται νά πλησιάζουν. Ή τίγρη: κι* ό πάνθηρας τρομάζουν καί τό βάζουν στά πόδια παρασύροντας, μέ τό σχοινί πού είναι δεμένοι, καί σέρνοντας μαζί τους τόν Πί τα ικόκο και τόν Άλαοσάν του. Ή Ζολάν κι3 ό Μπουτάτα βλέπουν τό τρομαγμένο πέοασμα των θεριών καί τών άνθοώ πων καί σκαρφαλώνουν φοβι σμένοι κι* αυτοί στά πιο ψηλά κλαδιά. Καμιμιά έθήγησι όμως δεν μπορούν νά δώσουν στό γεγονός, δταν φτάνουν στ3 άφτιά τους βαρύ ποδοβολητό καί τρομακτικά ουρλιαχτά. Σέ λίγες στιγμές άντικρόζουν μπροστά τους κι* αυτοί τούς δυό γιγαντ ίσιους δεινάσοου-
ΎΑΡΖΑΗ ρους. Τά τρομακτικά τέρατα σταματούν πλάϊ στο δέντρο πού βρίσκονται κι3 Αρχίζουν να χτυπιώνται και να δαγκώνωνται ιμέ λύσσα... Ό Μπουτάτα κ* ή Ζαλάν, άττ3 την κορφή του θεόρατου δέντρου πού βρίσκονται, ση κώνουν τά κεφάλια τους κι* άτενιίζουν ιμέ φρίκη καί δέος τά δύο κολοσσιαία τέρατα. Ό ’Λράπης ψιθυρίζει ιμέ θαυμα σμό: ^— Μπό-ϊ πού το ρίξανε, να ιμ ήν άβ ασκ αθουνε!... — Φοβάμαι, Τσουλούφη μου, κλαψουρίζει ή Ζαλάν. Θά μέ φάαανεεε !... Ό Μπουτάτα αγριεύει: — Μή μου λές έτσι, γιατί τραβάω τή «μπιστόλα» μου καί τά ταράζω στις σφαλιά ρες \ ΟΙ δυο Δεινόσαυροι έχουν πέσει κάτω τώρα καί παλεύ ουν ιμέ μεγαλύτερη λύσσα καί μανία. Τέλος ό ένας πού είναι λίγο πιο .μεγαλόσωμος κατα φέρνει επί τέλους ν3 άγκαλιάση ιμέ τά τεράστια σαγόνια του τό λαιμό τού άλλου. Καί σφ-ίγγαντάς τον ιμ* άφάνταστη δύναμι άρχιζει να τον πνίγη % Είναι άδυνατο να βρή τά κατάλληλα λόγια κανείς γιά να περιγραφή τήν τρομακτική αυτή σκηνή. Τό τέρας ττού πνίγεται γουρλώνει τά μάτια, άνοιγει τό στόμα, ή άπέραντη γλώσ σα του πετάγεται έξω. σΥστε ρα άρχίζει νά βγάζη βραχνά καί σπαρακτικά ουρλιαχτά. Τήν ίδια στιγμή ό Πίτσικοκο, πού κατάφερε — όπως Φαίνεται— νά ξεφύγη άπ3 τό
1V χορτόσχοινο πού ήταν- δεμένα τά δυο θεριά, φθάνει καλπά ζοντας πάνω στο άτίθασο άτι του. Μιικροσκοπικοί όμως κα θώς εΐναι κι* αυτός κι5 ό 3Αλασάν του δέν -μπορούν -μέ τά μα τάκια τους ν5 άγκαλιάσσυν ο λόκληρη; τήν έκτασι των κο λοσσιαίων σωμάτων των Δεινό σαυρών. Έτσι, παίρνοντας τήν άπλωμένη, πράσινηι ουρά τού τέρατος, πού πεσμένο κά τω^ πνίγεται, γιά άνωμαλία του έδάφους, σκαρφαλώνουν πάνω σ3 αυτήν καί, συνεχίζον τας νά τρέχουν, φτάνουν πάνω στήν κορφή τού κεφαλιού τού Δεινόσαυρου. —· Έεε Πιτσικάκο, τού φω νάζει ό Μπουτάτα!^ Κατέβα άπ τό κεφάλι του νά ιμή πάθη πονοκέφαλο καί σέ πάρη γιά ...ασπιρίνη! Χά, χά, χά! 'Καί ξεκαρδισμένος στά γέ λια, αύτοθαυμάζεται γιά τό άΐστεΐο πού είπε: — Πετάω κάτι «ιατρικά», πότε - πότε! Μπά σέ κα— και—κα... Μά δέν προφταίνει νά τε λείωση. 3Απγρ* τά πολλά γέλια χάνει τήν ισορροπία του πάνω στο ψηλό έξωτερικό κλαδί πού βρίσκεται κι5 άρχ'ίζει νά γκρε μίζεται... Εκείνη τή στιγμή ό δαγκωμένος Δενάσαυρος έχει πνίγη κγ’ ό άλλος, ό νικητής άνοιγει τ’ άπέραντα σαγόνια του καί βγάζει ένα θριαμβευ τικό ουρλιαχτό! Ό Μπουτάτα —έτσι τό θέλησε ή κακιά μοί ρα— πέφτει -μέσα στ3 άνοιχτδ στόμα τού τέρατος καί κατρακυλώντας άπ3 τον ευρύ χωρο λαιμό του εξαφανίζεται. Ό Πιτσικάκο, πού μόλις
Ή μελαψή ιΚοπέλλα συνεχίζει νά χαϊδεύηι τά μαλλιά του σιγανοτραγουδώντας ένα γλυκό ανοιξιάτικα τραγουδάκι τών ι θαγενών: «Ή Ζούγκλα γήμισε λουλού δια! Λύτη την ’Άνοιξι νοιώθω κι’ έγώ ν’ άνθίζη ή καρδιά μου!» Μαγειμένος ό Ταμπόρ ά•νοΒγε ι. ξαφνικά τά μάτια του καί τή ρωτάει ψιθυριστά: —Γ ιαράμπα: Θέλεις νά σου 01 ΔΥΟ πώ τώρα αυτό πού δεν πρέπει νά λέηι πρώτη, μια Κ απέλλα; ΑΝΑΙΣΘΗΤΟ! Ή ιΝέα ξαφνιάζεται, τρα Σ ξαναγυρίΐσουμε τώ βάει άμέσως τό χέρ^της απ’ ρα κοντά στον Ταμπόρ τά μαλλιά του καί του λέει σά καί στην πανώρια βασί νά τόν_ μάλλώνηι: λισσα τής Ζούγκλας. Τους εί— ξύπνιος είσαι, κοοημένε χαμε αφήσει, πλάϊ—πλάϊ, Ταμπόρ; Καί δεν μιλάς^ τόση αναίσθητους υστερ’ άπ’ την ώρα πού κουράστηκε τό^ χέρι πτώσι τους άπ’ το θεόρατο μου νά διώχνη τά μυρμήγκια δέντρο πού ποδοπάτησαν οί απ’ τά μαλλιά σου! δυο μανιασμένοι Δεινόσαυροι. Τό περήφανο 1 Ελληνόπουλο δεν θέλει νά τήγ προσβολή. Ή Γιαράμπα, πού έχει χτυ Πετιέται άμέσως όρθό, κάνει πήσει πολύ ελαφρά, συνέρχε πώς τίνάζη τά μαλλιά του καί ται σέ λίγο πρώτη. Άνασηκώ τήν τραβάει άπ’ τό χέρι: νεται καί καρφώνει τά μαυρα— Πάμε, Γ ιαράμπα... Πρέ πράσινα ιμάτια της πάνω στ’ πει νά τρέξουμε νά προφτσώ ρμρρφο μελαιχροινό πρόσωπο σουμε τά δυο τέρατα. Νά δου του υπέροχου Παλληκαριου. με τ'ίι θ’ άπογίνη, μέ τή μονο "Υστερα άτλώνει τό χέρι της καί χαϊδεύει άπαλά τά πλού μαχ ίά τους... — Πάμιε, τ’ αποκρίνεται σια σγουρά μαύρα μοολλιά πρόθυμα ή μελαψή Κοπέλλα, του. πού βρίσκει έτσι διέξοδο στη Ό Ταμπόρ συνέρχεται κι5 δύσκολη θέσι της άπέναντί αυτός σέ λίγο καί νοιώθοντας τό χάϊδεμα των μαλλιών του του. Προχωρούν τρέχοντας^ κ’ ο! μισανοίγει τά μάτια καί βλέ δυά, παίρνοντ ας κ στεύθυνσ ι πει τή Γ ιαράμπα. Τά ξανα από τά ουρλιαχτά τών Δείίΐάκλείνει όμως άμέσως καί έξασαουρων πού άντηχαύν κατά τό κολουθεΐ νά 'μένη άκίνητος καί Νότο. νά υποκρίνεται τόν άναίσθητο. Τέλος φτάνουν κάποτε κον Περνάει έτσι άρκετή ώρα. τώραι κατάλαβε τγοΟ βρίσκεται γυρίζει «μηρός - πίσω τον *Αλασάν του κι’ αρχίζει να κατε βαίνηι άπ’ το κορμί του σκο τωμένου τέρατος, στρίγγλιζαν τας διαπεραστικά: — Πάει ό Μπουτάτα! Ό θεός νά συχώρεση τη... βλα κεία του! Ταυτόχρονα σχεδόν, ή Ζολάν κάτι βλέπει άντίκρυ της καί ξεφωνίζει χαρούμενη: — Ταμπόοορ!... ΊΓαμπόορ.
Α
ΤΑΡ2ΑΝ
τά τους κσοί παρακολουθούν ιμέ φρίκη τό δάγκωμα! στο λαι μό και τό πνίξιμο του ενός. Βλέπουν τον Πιτσικάκο να σκαρφαλώνη καβαλλάρης πά νω στο κεφάλι του σκοτωμέ νου τέρατος καί τέλος βλέ πουν ξαφνικά τό Μπουτάτα να πέφτη ξεκαρδισμένος στα γέ λια άπ* τό δέντρο καί νά χά νεται (μέσα στο άνοιχτό στό μα του ζωντανού Δεινόσαυ ρου. Ταυτόχρονα σχεδόν, ή Ζολάν, πού βρίσκεται σκαρφαλω μ(ένη: στο ίδιο δέντρο, διακρί νει πίΐσω άΗτ* τά χαμόκλαδα ,μονάχα τό χαμένο σύντροφό της κι5 οχι τή Γιαράιμπα πού εΐναι μαζί του και του φωνάζει όπως ακούσαμε: — Ταμπόορ!... Ταμπόοορ. Ό Νέος χλωμιάζει και γυ ρίζοντας λέει σιγά στην πα νώρια ι μελαψή Κοπέλλα: — Κ ρύψου, Γ ι αρ άμπα... Κρύψου νά μη σέ δή... Ή περήφανη^ βασίλισσα της Ζούγκλας θυμώνει. Τά μαυροπράσινα ιμάτια της σκο τεινιάζουν άκό)μα περισσότε ρο. — Γιατι νά κρυφτώ. Τα μ πόρ; Έγώ δεν ντρέπομαι νά βρίσκομαι κοντά σου... "Αν έσύ ντρέπεσαι, νά ,μή ξανασυναντηθσΰμε ποτέ. Τά ιμάτια της βουρκώνουν αμέσως καί γυρίζοντας νά φύγη ^-μουρμουρίζει έτοιιμη νά ξε σπάση σέ λυγμούς: ^ — Πήγαινε στο λευκό Κο ρίτσι... "Αλλοτε νά διώχνη αυτή τά (μυρμήγκια άπ* τά μαλλιά σου.
Ό Ταμπρρ κάτι πάει νά πη
καί κάνει ιμιά άναποφάσιστη κίνηισι σά νά θέλη νά τή συγκρατήίστ);. Μά ή πανώρια Γιαράμπα έχει ξειμακρύνει τρέχοντας καί χάνεται γρήγορα πίσω ιάπ* τήν πυκνή κι* άγρια βλάστησι. Ό Πιτσικάκο, . καβάλλα στή ράχη τού *Αλοοσάν του καλπάζει καί τήν ακολου θεί... Τό ιμελαχροινό Πάλληκάρι βγάζει έναν πονερένο αναστε ναγμό καί ξεσπάει τά νεύρα του στή Ζολαν: — Έεε, τής φωνάζει. Τί ζητάς έκεΐ πάνω; Κατέβα κά τω^ γρήγορα ιμή πέσης κ* έσύ ατό στό|μα τού Δεινόσαυρου. Τσακίσου, εΐπα! λ Τό λευκό Κορίτσι άρχ ιζε ι νά κατεβαίίνη; υπάκουα καί σέ λίγο βρίσκεται κοντά του. — Πάει ό Τσουλουφάκας ιμου, τού λέει κλαψιάρικα. Τώ ρα ποιος θά >μέ σηικώνη στον ώμο του; — Πόδια έχεις γιά νά περ πατάς, τής αποκρίνεται ψυ χρά Ταμποιρ. ιΚαί τά μάτια του βουρκώ νουν γιά τόν τραγικό χαμό τού άγαπηιμένου του συντρό φου. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΣ
ΗΝ ίδια στιγμή ό νικη τής Δεινόσαυρος, πού εί χε πέσει κι* αυτός ατά τέσσερα πόδια γιά νά μπόρε ση νά δαγκώση καί πνίξη τόν αντίπαλό του, σηκώνεται τώ ρα όρθός καί περήφανός γιά τό κατόρθωμά του. Γυρίζει άργά καί κάνει νά πάρη τό
Τ
η
6 ΜίΚΡόϊ
διρήμο τοΰ γυρισμού γιά τή σπηλιά του πού βρίσκεται ττί σω άίττ’ τά μακρυά γαλάζια βουνά1... Ξαψνιικά ^ όμως ύπόίκωφοι κρότοι άκουγονται ράσα άττ5 τ5 άττάραντα σπλάχνα του και το Τφας σταματάει άπότομα. 'Ανασηκώνει αγριεμένο την τεράστια χοντρή ουρά του άνοιγε ι τό στόιμα του και βγά ζει ττσνειμένο τρομακτικό ουρ λιαχτό. — Ουοιυσυ!... Ουουουου!... Ή Ζολάν σφίγγεται τρο μαγμένη κοντά στον Ταμπόρ που κυττάζει μέ ανήσυχα μά τια τον τελευταίο Δεινόίσαυιρο Λ
Ρ— Λ
της Γης%
Και νά: Το κολοσσιαίο Τέ ρας μανιάζει άπότομα κι* άρχίζει νά χοροπηδάη, σαν τρελ λά, ποδοπατώντας τά θεόρα τα δέντρα καί σκάβοντας τό έδαφος με τά νύχια των φοβε ρών του ποδαριών. Τά μοικρυνά :βουνά τής Ζούγκλας άντηχούν τά απαί σια πονεμένα μουγγρητά του, κ’ ή γύρω περιοχή τραντάζε ται σαν άπό σεισμό σέ κάθε ποδοβολητό του. Τέλος, ξαναπέφτει στά τέσ σερα ποδάρια του καί στηρί ζεται γερά σ5 αυτά καί στη χοντρή κι5 άπέραντη, ουρά του. "Υστερα βγάζοντας ένα τε λευταίο βαγγητό, γέρνει τό κε φάλι του άπότομα προς τά κάτω κα)1 μένει ακίνητο στή στάσι πού βρίσκεται. —Είναι νεκρό, ψιθυρίζει μέ δέος ό Ταμπόρ. Τήν Τδια όμως στιγμή μια γνώριμη* φωνή φτάνει στ5 α φτιά τους άπτ’ τό μέρος του
Δεινόσαυρου: — · Κ ούκουουου!... Κ ού κουουου!... Τσά! Τά μάτια τών δύο συντρό φων ψάχνουν χαρούμενα γύρω τους. Μά πουθενά δέν βλέπουν κανεναν. — Λες νά βρυκολάκι,οσε κι5 δλας; τον ρωτάει ή; Νέα. Ό Ταμπόρ ξανακυττάζει— πιο προσεκτικά τώρα γύρω του— μά δέν βλέπει πάλι κα νόναν. Ή Ζολάν όμως κάτι βλέπει. Καί παιδούλα καθώς είναι άκόμα, τρέχει προς τό κεφάλι τού νεκρού Δεινόσαυ ρου, σκύβει ανάμεσα στά μι σάνοιχτα σαγόνια του καί ξε φωνίζει χαρούμενη, σά νά παίζιη κρυφτό: — Φτού, φτού! Σέ βρήκα, Τσουλουφάκο μου! ^— ’Ά, δέν παίζω! Κρυψοκύτταγες, μουρμουρίζει ό Μπουτάτα. Καί πηδάει άμέσως^έξω άπ’ τόΛ Τέρας, μέ τό δεξιό χέρι κρατώντας τή «μπι στόλα» του. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
I τρεις σύντροφοι ξεκι νάνε σέ λίγο παίρνον τας τό δρόμο τού γυρι σμού γιά τή Σπηλιά. Χιλιά δες πεινασμένα θεριά κι3 όρ νια έχουν χυθή τώρα καί χορ ταίνουν μέ τις άτέλειώτες σάρ κες τών δύο σκοτωμένων Δει νόσαυρων. ίΚαθώς^ προχωρούν, ό Άράπης μέ τό κωμικό τσουλούφι, βρίσκεται άνάμεσα στον Τα μ πόρ^καί στή Ζολάν καί τούς διηγείται τήν κωμικοτραγική
©
33
ΤΑΡΖΑΝ
του περιπέτεια στο έσωτερ ικό τού κολοσσιαίου Τέρατος: — Τό λοιπόν, άφέντες Παι διά, μόλις βλέπω τον «Υψη λότατο» νά σκαρφαλώνη κσβαλλάρης στην κεφάλα του Δεινόσαυρου, ιμέ πιάνουνε κά τι γέλια τού κ έγώ δεν κατά λαβα πώς γκρεμοτσακίάτηικα άττΓ> τό ψηλό κλαδί. Κ αί τσούπ πέφτω στο άνοιχτό στόμα του πράσινου δράκου και κατρακυ λάω οπό στομάχι του. »Τάτε, που λέτε, σκέφτηκα κ5 είπα: Λεν τραβάω τή μπιστόλα μου νά ρίξω μερικές στον αέρα... — Σέ ποιόν «άέρα»; τον ρωτάει γελώντας ή Ζολάν. Άφου βρισκόσουνα μέσα στην κοιλιά του Δεινόσαυρου. — Και τί θαρρείς, πώς δεν είχε άέρα έκεΐ μέσα; της κά νει ό τερατολόγος Μπουτάτα. Τό στομάχι του ητανε μεγάλο σαν τή Ζούγκλα! Αφού στόν ...ουρανό του είχε καί σύννε φα! ... »Γιά νά μη σάς τά ξαναπολυλογάω τό λοιπόν τραβάω τή μπτι στόλα μου κι5 άρχίζω τά μπάιμ κσΐί τά μπουμ... "Έτσι φαίνεται πώς κάποια σφαίρα μου ξέφογε και βρήκε τήν καρ διά του! Άπ5 τά τοαντάγμσ τα πού έκανε κατάλαβα τότε πώς Εεψυχάη καί τό έβαλα »Τέλος, καί για νά μή σάς τά ματαξαναπολυλογάω, τό λοιπόν, τρέχοντας άπό 6ώ κι*
άπό κεί, έφτασα σ* ένα μεγά λο στρογγυλό διάδρομο που τελείωνε κάτω άπ* τό στόμα του! Άπό κιεΐ σάς έκανα: «Κούκου - κούκου»! Καί καταλ,ήγοντας προσθέ τει αυτοθαυμσζάμενος: Πετάω κάτι «πονηρά» πό^τε ■ πότε. Μπά, σέ κοο—κοο—λόο μου·! Οναπ περασμένα μεσάνυ χτα πιά... Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν κΓ ό Μήτοι/τ άτ α κοιμ ώντα ι βοοθε ι ά στή Σπηλιά τους. Ξαφνικά ένας μαύρος κα= βάλλάρης μέ κάτασπρο άτι σταματάει^ καί ξεπεζεύει μπρο στά στ* άνοιγμα τής Σπηλιάς; Δένει τ* άλογό του κάπου καί^ προχωρεί μέσα, πατώντας στά δάχτυλα των γυμνών πο δάρι ών του. Φτάνει στά στρω σίδια πού κοιμάται ό Ταμπόρ καί τόν ξυπνάει χωρίς θόρυβο. Ό Νέος άνασηκώνετσι ξα φνιασμένος καί τόν ρωτάει σι γά: — Έσύ, ιΠιτσικόκο; Συμ βαίνει τίποτα στή Γιαράμπα; Ό άγέρωχος πρίγκιπας τού γνέψει νά τόν άκολουθήση: — "Έβγα έξω... Πρέπει να σου μιλήσω. Ό Ταμιτόιρ σηκώνεται, ρί χνει μιά Φοβιιαμένη ματιά στή Ζολάν καί τόν άκαλσυθεΐ πα τώντας κι" αυτός στις μύτες τών ποδαριών του.
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ 1. ΡΟΥΎΤΟτ Άττοκλειστικότΐΐς: Γεν. 9Βκδ©τικαΙ Επιχειρήσεις Ο.Ε,
I π π ο Β ο 3 □ α Ε υ I Ε; 0 Β 0 9 Ε1 Ο 3 3 Κ
ΜΙΚΡΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Γραφεία:
Όδός Λέκικκα 22
ΚΑΘΕ
ΤΑΡΖΔΝ
ιβπ» I θ π :] 3 I Ο ϋ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Αριθμός 10 — Τιιμιη δραχ, 2
□ α
Δημοσιογραφικές Δ)ντής: Στ. Άνειμιοδουράς., Φαλίήρου 4-1. Οι κονομικές Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζηδασκλείου, Τατα ούλων 19 -Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργισδην, Αεκ/κχα 22, * Αθήναι
ΠΒ 6
V
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ο «ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡ2ΑΝ» σάς παρουσιάζει τό άριστούργημα των άριστουργημάτων του, μέ τον τίτλο:
«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕ ΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ» "Αν ή «ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ» σάς έγοήτευσε, το «ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ» 6ά σάς ξετρελλάνη. Ό Ταμπσρ, ή Ζολάν, ό Μπουτάτα, ό Πιτσικόκο και ή πανώρια μελαψή βασίλισσα της Ζούγκλας
Γ I Α ΡΑΜΠΑ σέ μια άποθέωσι συναρπαστικής δράσεως και υπεράνθρω πων ηρωικών κατορθωμάτων . Την έρχσμενη Παρασκευή διαβάστε ολοι και δλες :
«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕ ΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ»
π ι ο ο 3
ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΣ ! ΘΑ ΠΑΩ ΕΓΩ ΝΑ . ΒΡΩ. ΤΟ ΓνΊΟ ΣΟΥ'
ΜΑ ΜΕΙΝΩ. ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ. ΣΥΓΚΡΑΤΩ'
■ΚΙ ΤΙΓΡΗ! ΤΗΣ ΝΑΙ.ΔΕ ΘΕΛΩ Ν’ΑΡΧΙΣΗ ϊ, ΠΟΛΕΜΟΣ .ΠΗΓΑΙΝΩ....
ΘΑ ΠΝΗ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝ ΛΕΝ ΒΡΩ - ΤΟ ΠΑΙΔΙ. ΟΛΟΙ ΟΣΟΙ ΕΣΤΕΙΛΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΒΡΗ ΤΙΠΟΤΕ.... τ*
ί\
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕ ΙΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ»
ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
ρά της Αναταράζονται. Ή < .\7'·*ϊ3&ι«ϊίϊ άνθρώπινη, σίλουέττα στο μα ΥΧΤΑ σκοτε ινη στην τ άει γιά νά παρακολούθηση άγρια παρθένα ζούγ τό παράξενο φαινόμενο. "Έ κλα. Τά νερά τής μεγά νας τεράστιος κροκόδε λος λης λίμνης είναι μαυροπράσι σέρνεται μ’ άνοιχτά σαγάνια να καί σκοτεινά σάν τά μά προς τό μέρος της χωρίς νά τια τής πανώριας μελαψής τόν έχη άντιληφθή. βασίλισσας της, τής υπέρο ^Καί νά: Σ' ένα κοντινό ση χης Γιαράμπα! μεΐο τής λίμνης, τά νερά φαυ Μιά άκαθόριστη άνθρώπινη σκώνουν και αφρίζουν τώρα. σίλουέττα προχωρεί άργά κον Καί μέσα άπό αυτά ξεπ·:τά τά στην όχθη τής λίμνης μέ γεται άπότομα ένα τρομακτι την πυκνή ξωτική βλάστησι. κό φτερωτό τέρας μουγκρί Πίσω τήν ακολουθεί κάτι σάν ζοντας άπαίίσια! σκυλάκι, ή σάν μικρός πίθη Τήν ίδια στιγμή ό τεράστι κος. ος κροκόδειλος φτάνει κοντά Ξαφνικά, υπόκωφη βοή ά στήν^ άνθρώπινη σκιά καί τήν κουγεται άπό τό βάθος τής αρπάζει γρήγορα μέσα ^στ* λίμνης. Τά μοα/ροπράσινα νε άπέραντα σαγόνια του. Εκεί
Ν
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 νη βγάζει φοβερά ξεφωνητά πόνου καί φ·ρίΐκης! Τό κολοσσιαίο φτερωτό τέ ρας ακούει τις Φωνές καί γυ ρίζοντας άντικ,ούζει τον γιγαν τόσωμο κροκόδειλο, πού μ προ σΓά του φαίνεται σάν μικρόσκοπική σαύοα. * Αμέσως ανοίγει τό τεοάστιο στόμα του, τον αρπάζει από την σχθη; καί τον καταβροχθίζει λαίμαργα...
ΜΑΥΡΟΙ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΙ ΤΑΜΠΟ Ρ, ή Ζολάν κι* ό Μπουτάτα, ύστεοα ά πό τρανικές πεοιπέτει ες μέ τούς δυο γιγαντόσω μους Δεινόσαυρους, γυρίζουν νύχτα στη σπηλιά τους γιά νά κοιμηθούν καί νά ξεκουρα στούν. (*) Δεν έχουν πεοάσει δυο— τρεις ώοες όταν ένας μαύρος καβαλλάρης ιμέ κάτασπρο ά τι, φτάνει καλπάζοντας καί σταματάει μπιοοστά στο άνσι γμα τη σπηλιάς. Ξεπεζεύει άμέσως. δένει τό άλογο κά που καί προχωοεΤ μέσα πα τώντας στά δάχτυλα των γυ μνών του ποδιών. Σέ λίγες στιγμές φτάνει στά στσωσίδισ πού κοιμάται ό Ταμπόα καίί τον ξυπνάει χωρίς θόρυβο. Τό μέλαχροινό 'Ελληνόπου λο άνασηκώνετσι ξαφνιασμέ νο καίί ρωτάει σιγά: (*) Δΐ'άβαισε τό προηγούιμιενο τευ χος, τό 10, ττου ?γει τον τίτλο: «ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ».
Ο ΜΙΚΡΟΣ -— Έσύ, Π ιτσικόίκο; Συμ βαίνει τίποτα στη Γ ιαράμπα; Ό άγέρωχος μικοοσκοπικός άνθρωπάκος, πού όλόκλη ρος δεν ζυνί^Γει παοατπάνω άπό τρεΐς οκάδες, τού γνέφει επιβλητικά νά τον άκολουθη ση: — Έβγα εξω... Θέλω νά σου μιλήσω... Ό Ταμπόρ σηκώνεται προ θύμα, ρίχνει ιμιά Φοβισμένη ματιά στην κοιμισμένη Ζολάν καί τον άκολουθεΐ. πατώντας κι5 αυτός στά δάχτυλα των ποδιών του. Σέ λίνεο στιν,αές βο'σκον ται καί οί δυο έξω. Ό Πιτσικόκο τον !παοασύοει κάπου άπόμεοσ καί τού λέει: — ιΗ Γιαοάυπα. ή πονώοια μελαψή βασίλισσα τής ζούγκλας κινδυνεύει ! — Πού; οωτάει μέ άγωνίσ 6 Ταυπόο έτοιμος νά πετάβη σάν πουλί κοντά της! Ό μικοοσκοπικός άνθοωπάκος συνεχίζει σά νά μην τον άκουσε: — Καί ήρθα νά σου πώ νά τρέξης γρήίγορα κοντά της· — Πού; Πού βοίσκετσι; ξοναοωτάει τό Παιδί τής Ζούγκλας. — Μέσα σέ δυο κοιλιές, τ* αποκρίνεται σοβαρά ό Πιτσικόκο. — Σέ δυο κοιλιές; κάνει μέ άπο-οία ό Ταυπόρ. Δέν κα τσλαβσΐίνω. Τί θέλεις νά πής; -Μίλα λοιπόν! Εκείνος τού έθηγεΐ: —Την έφαγε ένας κροκό δειλος καί τον κροκόδειλο τον
ΤΑΡίΑΝ έφαγε τό τρομερό Στοιχειό τής μεγάλης Λι<μινη·ς. Που βρΧ σκέται λοιπόν; Μέσα σέ δυο κοιλιές, δεν είναι; Και συνεχίζει τό ίδιο σοβά ρά: — "Αν τώρα έρθης εσύ καί φάς το Στοιχειό τής Λίμνης, ή κατάστασι τής Γιοοράμπα θά χειροτερέψη, Γ ιατί θά βρε θή ή άμοιρη -μέσα σέ... τρεις κοιλιές! ^ Ό νέος έχει γίνει έξω φρέ νων. βΑρπάζει τόν Πιτσιικόκο στη χούφτα του καί τόν ρω τάει έτοιμος νά τόν χτυπήση κάτω σάν .χταπόδι: — Τι είναι αυτά πού μου λέ ς; Τρελλάθηκες ; Ό μακροσκοπικός -μαύρος νάνος αρχίζει νά στριγγλίζη δαιμονισμένα καί διαπεραστι ■κά:
— Β οήθε ια!... Β οήθε ια!.;. Οι φωνές του ξυπνούν μέ σα στη σπηλιά τή Ζόλιάιν καί τόν Μπουτάιτα, πού βγαίνουν γρήγορα έξω αλαφιασμένοι, — Τί τρέχει, Πιτσικόκο; ρωτάει ανήσυχο άλλα καί πα ραξενεμένο το- λευκό κορίτσι· Ό μικροαίνθρωπάκος, πού στο μεταξύ ό Ταμπόρ τόν έ χει άφησει ελεύθερο, τής άπο κρίνεται: — Τό Στοιχειό τής μεγά λης ΛίΙμνης έφαγε έναν κρο κόδειλο! .Πρέπει νά τρέξουμε νά τόν βγάλουμε από την κοι λιά του!... — ιΓιοττι; Φοβάσαι -μη βα ροστομαχ ιάση; τόν ρωτάει ό Μπουτάτα. — ιΠρέπει νά σώσουμε τόν κροκόδειλο, ξεφωνίζει ό ιΠι*
τσικόκο. Μέσα στην κοιλιά του βρίσκεται ή Γιαράμπα! Ή Ζαλάν, πού τ5 Ακούει·, αναπνέει ιμέ άνακούφισι σά νά έφυγε κάποιο βάρος άπο πάνω της. °Ύστερα ψιθυρίζει μέ συμπόνια καί συγκίνηρι: —Την καημένη τή Γιαράμπα!... Ζωή σέ λόγου μας! Τά γοορλωμένα καί ηλίθια μάτια τού χεροδύναμου άρά πη, ιμέ τό κωμικό τσουλούφι στο κεφάλι, βουρκώνουν. Καί τά τεράστια χοντρά χείλια του τρέμουν καθώς μουρμου ρίζει πένθιμα: — Τό φουκαρά τόν κροκό δειλο!... Ζωή στά κατισικσμού λαρά μας! Καί προσθέτει αμέσως μέ αύτοθαομ ασμό-: ^— ιΠετάω κάτι «θλιβερά» ττότε-πότε! Μπά, σέ καλό μου! ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ Ρ ΕϋΗΕ 1 νάι τρέξουμε αμέσως,^ λέει μέ ζέσι ό Ταμπόρ. "Ισωφ προ λάβουμε νά κάνουμε τίποτα νι5 αύτηιν. ^— Ναι-, συμφωνεί ό Μπου τάτα. -Νά -μαζέψουμε τουλά χιστον τήν ...κοπριά τού Στοι χειαΰ καί νά τή θάψουμε μέ δλες τϊς τιμές πού άξίζουν σέ μιά βασίλισσα τής ζούγκλας. Ό Ταμπόρ δεν μπορεί νά πιστέψη πώς ή πανώρια Γ ια ράμπα δόν ζή πιά. —ιΠάμε, Π ι Τσικόκο, του ξαναλέει. Πάμε νά μου δείξης^τό ίμερος πού γίνηκε τό κοοκό.
Ο
ό Ή Ζολάν, άν και άμφιβάλλει κΓαύτή για τό θάνατο τής μελαψής κοπέλλας πού ζη λεύει καί μισεΐ, τον συγκρατεΐ αστό τό μπράτσο: — Γιατΐ νά τρέχης άδικα Ταμπόρ; Ή Γιαράμπα δεν μπορεί νά άναστηιθή^ πια I — Περίιμενε έσύ εδώ μέ τον Μπουτάτα, μουρμουρίζει ό νέος. Έγώ θά πάω! Τό ξανθό κορίτσι αγριεύει: — - "Αν ττάς, Ταμπόρ,^ θά φύγιο ικι* έγώ άμέσως όπιό τη σπηλιά μας. Καί δεν θά ξαναγυρί'σω ποτέ! Ό Ταμπόρ μένει γιά λίγες στιγμές άναποφάσ ιστός παιι' ζοντας ιμέ τό στρογγυλό μενταγ.όν πού κρέμεται στο λαοί
Ο ΜΙΚΡΟΙ μό του. —οοψνιικά όμως τά μά τια του φωτίζονται από μιά παράξενη λάμψι: ^—Δίκηο €χεις, Ζολάν... Που νά τρέχω έξω νυχτιάτι κα... Κ ι’ αναστενάζοντας προ σθέτει: — Ύστερα είναι κι* αυτός ό καταραμένος... Καί τον εί δα απόψε στόιν ύπνο μου! Σί γαύρα θά παραμονεύη πάλι κάπου γιά ινά ιμέ σκοτώση!... — Ποιος; ρωτάει μέ άπορία τό ξανθό κορίτσι. Ό νέος χαμηλώνει τά μάτια: —- Μη μέ ρωτάς, Ζολάν... Καλύτερα ινά μή μάθης ποτέ γΓ αυτό τό φοβερό έφιάλτη
*Άν ό Ταμπόρ συνάντηση τον Πόρταμ, ό Ενας θά χυθή νά σπαράξη τόν άλλον.
1ΆΡ1ΑΗ
7
— 5'0χι, Ταμπόρ! Δέν πρέπει νά χυθή άδελφικό αίμα! τής ζωής μου!... — Οχι! θέλω να μου πής, του κάνει άπαιτητικά ή Ζολάν. Έγώ δέν έχω κανένα μυστικό από σένα. Έσύ για τί έχεις; — Αέν θά σου τό πω πο τέ, τής άποκρίνεται, σά νά θέλη νά φούντωσή άκόιμα περισσότερο την περιέργειά της — Πολύ καλά, μουγγρίζει έξω φρένων τό κορίτσι, και γυρίζοντας του τις πλάτες προχωρεί καί μπαίνει στη σπήλιά. Ό Μπουτάτα τήιν ακολουθεί. —"Έχω κι5 έγώ ένα μυστι κά, άφέντη Ζολάν, τής λέει. Νά στο πώ μήπως και κούλμά ρουνε τά νεύρα σου;
Ό Ταμ'πόρ και ό Πίτσικο κο έχουν μείνει τώρα μόνοι έ ξω. Τό Παιδί τής Ζούγκλας ρωτάει τό νάνο: — Σέ ποιο άκριδώς μέρος τής μεγάλης λίμνης γίνηκε τό κακό; — Έκεΐ στα ψηλά βρά χια. Κοντά στη σπηλιά μέ τις πράσινες νεροφίδες. —Είδες ιμέ τά μάτια σου τον κροκόδειλο νά καταβροχθίζη τη Γιοοράμπα;
— Να)ί! — Και τό Στοιχειό νά καταβροχθίζη τόρ κροκόδειλο; —Ναι, σου λέω!... — Τότε τι νάρθω νά κάνω· Είναι πολύ άργά πιά, ψιθυρι ζει τό άτρόμητο 'Ελληνοπομ-
Ο ΜΙΚΡόϊ λο. Και προσπαθεί μάταια νά κάνη· τά μάτια του νά 'βουρκώ σουν. Ό Πιτσικόικο ανεβαίνει άναΐστενάζοντας στη ράχι του ’Αλασάν του καί ξεκινάει, προχωρώντας αργά στο μο νοπάτι τηρός το βορρά. — Γειά σου μικρέ, λέει α γέρωχος ιστόν Ταμπόρ. Τό Παιδί τής Ζούγκλας στέκεται ακίνητο και σολλογ ισμένο·... ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣI
"Ύστερα ή έκφρασι του προ σώπου του είναι κακία καί ά γρια. Καί τρίτο δέν φοράει στο λαΐίμό του την αχώριστη αλυσίδα μέ τό στρογγυλό ,μεν ταγιόν. — Θά μου πής λοιπόν που είναι ή σπηλιά του Ταμπόρ; ξαναρωτάει άγρια τώρα. — Δέν ξέρω, ψιθυρίζει! φο βισμένα ό Π ιτσικόκο. Ό άγνωστος, πού είναι ί διος μέ τόν Ταμπόρ, σηκώνει τό χέρι του καί χτυπάει στο κεφάλι τον νάνο, άφήνοντάς τον άναίσθήΓτον κάτω-. ^— Νά, για νά μάθης νά «μή λές ψέματα, μουρμουρίζει.
ΜΙιΚ Ρ ΟΣιΚΟΠ ί ΚΟΣ ■μαύρος καβαλλάρης δεν έχει προχωρήσει όπως είδαμε, ούτε χίλια- [μέτρα, όταν άκοάη Ή Ζολάν, μπήκε ^έξω φρένων στή σπη μπροστά του ανθρώπινο πο λιά καί ό Μπουτάτα την άκο δοβολητό. Κάποιος έρχεται από αντίθετη κατεύ θ ο ν σ ι λουθησε... "Όταν σέ λίγο ιμπη κε καί ό Ταμπόρ, ό άράπης προς τό -μέρος του. 10 Π ιτοιικόικο σταματάε ι μέ τό τσουλουφ ι κοιμόταν καί ροχάλιζε. Τό κορίτσι όμως κ ι ■’ άφουγκ ροζέτα ι ανήσυχος. ιόν περίμενε καθισμένο στα Καί νά: Σέ λίγες στιγμές στρωσίδια του. βλέπει νά τταρουιοτάζ ε τ α ι — Συχώρεσέ με, Ταμπόρ^ μπροστά του ό Ταμπόρ. άν σου μίλησα άσχημα, του —Έσύ εδώ; ! Ρωτάει κα λέει μεταναιωμένηι καί μέ μά τάπληκτος ό Πιτσικόκο. Πριν τι-α βουρκωμένα. λίγο σέ άφησα έξω από τή ^ Τό μελαχροινό παλληκάρι σπηλιά σου. Πώς έρχεσαι κάθεται κοντά της. τώρα από τό βορρά; — Δεν είμαι ό Ταμπόρ, τ5 /— Δεν πειράζει, Ζολάν... άπακρίίνετσι εκείνος. Αυτόν Δίκηιο είχες άλλωστε... Ήταν ζητάω κι5 έγώ. Πες μου: Που πολύ -άργά πια νά πάμε νά βρίσκεται ή σπηλιά του; τή βοηθήσουμε... Ό νάνος τον κυττάζει χα ^ Ή νέα που πνίγεται άπό μένα. Ό νέος (πού στέκεται την περιέργεια, κάνει πώς μπροστά του είναι ίδιος καί τον ρωτάει άδιάφοσα τάχα: άπαράλλακτος ό Ταμπόρ. Έ — Αλήθεια, Ταμπόρ. Κά χει^δμως τρεΐς διαφορές από τι άρχισες να μου λές^ έξω. έκείνον: ιΠρώτα ή φωνή του Ποιος είναι αυτός ό εφιάλτης είναι βαρεία καί άλλοιώτικη. τής ζωής σου; Γιατί παραμσ-
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
νεύει να ισέ σικατώιση; Τό Παιδί της Ζούγκλας στριφογυρίζει με άμηχανία ατά δάχτυλα τό στρογγυλό μεντ άγιόν ττού κρέμεται ατό στήθος του. “Ύστερα άνοστε βάζοντας αρχίζει νά της λέη: — Ντρετόιμουν τόσον και ρό, Ζολάν, νά σου μιλήσω γι* αυτόν, ιΕΤναι ένας κακούργος! “'Ενα άνθρωτόμοιρφο τέρας! — Ποιος; — Ό Πόρταμ! — Τι είναι αυτός; — Αδελφός μου, δυστυ χώς ! Δίδυμος άδελφός μου! ■ΕΤναι όλόϊδιος μ* έμενα. Μοι όζουμε σαν δυο σταγόνες νε ρο·.. Ή Ζολάν τον κυττάζε ι κατάτληικτη;: — ^Εχεις άδελφό λοιτόν; Καί δίδυμο μάλιστα;! — ιΝαί'... Είναι μια ώρα με γαλύτερος άτό μένα. .. Ζή στην τέρα ζούγκλα,τίσω ά τό τά ιμαίκρυνά γαλάζια 6ου νά... — <Καί γιατί θέλει να σέ σκοτώση, Ταμτόρ; —*Έχει κακία ψυχή. Μισεί δλο τον κόσμο... Μόνο τη με λαψή Γ ιαράμτα άγατάει. Τη χαμένηι τιά βασίλισσα τής ζούγκλας... Τά γαλάζια μάτια τής Ζο λάν σκοτεινιάζουν. — Μήπτως ήθελε νά σου κάνη> κακό γιατί όρμιζε τώς ή Γ ιαράμτα άγατουσε... Τό λευκό κορίτσι δεν τρολαβαίνει νά_ τελείωση την υττοψΓα του. -αφνικά τρομαγμέ νες διατεραστικές φωνές ά-
9
κοόγονται έξω άτό τή σιτηλιά: — Βοηίβεια!... Βοήθεια \... 01 ΔΥΟ ΤΑΜΠΟΡ I ΝΑ 1 ό Π ιτσιικόικο του ιμταίνει ιμέσα άλαφιά σιμε νος. Ρίίχνει μια έξε ταστική ματιά ιστόν Ταμτόρ καί φωνάζει: —Ταιμτόίρ, κ ράψου!... "Έ νας άλλος Ταμπτόρ ψάχνει νά σέ 6ρή... ΕΤναι κακός καί ά γριος καί ή φωνή του είναι 6ο: ρειά!... Στο λαιμό του δεν ε χίει την αλυσίδα ιμέ τό στρογ γυλό φλουρί... Μου ζητούσε νά του τώ του βρίσκεται ή στηλιά σου. Ένώ όμως δεν του έλεγα καί ιμέ χτύτηίσε δυ νατά στο κεφάλι... Δεν ξέρω τόση^ ώρα είχα άτσμείίνει κά τω άναίσθητος! Τώρα ξαναβρήκα τόν εαυτό μου καί ετρεξα νά σου τά τώ... Ό Ταμττόο τετιέται άμέσως δρθιος. Τρίζει τά δόντια, σφίγγει τίς γροθιές του, καί μουγγρίζει σάν λαβωμένο θη ρίο. — Ποέτει νά τρέξω νά τόν βοώ... Δεν μτορώ νά ζώ τιά μ’ αυτό τόν έφιάλτη! “Ό,τι είναι νά γίνη άς γίνη. Ό ένας άτό τους δυο μας τοέτει να λείψη. *Ή έγώ, ή αυτός! ...^ Ή Ζολάν τόν άγκαλιάζει καί ζητάει να τόν συγκρατή ση: — *Όχι, Ταμτόρ!... Δέν τρέτει νά χυθή άδελφικό αΐμα!... Μείνε κοντά μου, Τα μτόρ... Δέν θέλω νά σέ χάσω. Άτό τή φασαρία ξυπνάει
Ο ΜΙΚΡΟΣ
10
6 Μπσυτάτα καί άνασηκώνετα». — Έ!... Τι γίνεται εδώ μέ σα · Πάρτυ έχετε; Τό λευκό κορίτσι τού φωνά ζει <μέ άπόγνωσι: — Κράτα τον Τσαύλούφη μου, κράτα τον! Πάει νά χτυ πηθή «με τον Πόρταμ!... Ό άράπης πετιέται^ όρθιος και άρττάζει άπό τά χέρια τον Τσμπόρ. -— Τρελλάθηικες, άφέντη; Μέ τίς «πόρτες» βά τά βάλης τώρα, όλόκληρος άντρας! Τό * Ελληνόπουλο τού δίνει μια φοβερή γροθιά καί τον ξα ναιγκρεμίίζει άνάσκελα ατά στρωσίδια του. Αμέσως, τρέ χοντας, βγαίνει άττό τη σπη
λιά καί χάνεται γρήγορα πί σω άπό τό σκοτάδι τής νύ χτας καί την πυκνή καί άγρια βλάστησι τής άπέραντης ζουγ κλας. Καθώς προχωρεί φωνα ζει δυνατά καί άγρια: — Πόρταμ!... Πόρταμ!... Τρελλή άπό τήν άπελπισία της ή Ζολάν, μένει γιά λίγες στιγμές στή σπηλιά σάν χα μένη καί άνοττοψάσιστη. Τέλθ£ βγαίνει κι5 αυτή έξω καί τρεχει νά φτάση τόν άγαπημένο σύντροφό της. Ό Μπου τάτα καί ό Πιτσικόκο τρέχουν κι* έκεΐνοι πίσω της. Τό λευκό κορίτσι καταφέρ νει ν*, άκολουθή τόν Ταμπόρ στο σκοτάδι, παίρνοντας κα τεύθυνσι άπό τίς φωνές του.
*Η μελαψή βασίλισσα τής Ζούγκλας σιγανοτραγουδάει ευτυχισμένη κοντά στον Πόρταμ.
ΑΡΖΑΝ
ιΗ Ζολάν τραβάει απ' ?ο τσουλούφι τον μισσττνιγμένο Μττουτάτα
και τον βγάζει στην δχθη.
Είναι ήσυχη πώς έτσ^ όπου κΓ άν ττάη, δεν θα χάση τά ϊχνη του... Νά όμως πού οί φωνές του άτράμητου παλληκαριού στα υατοΰν γ-ρήγορα... Ή Ζολάν ά Μπουτάτα και ό Ιφ ίππος Π ι τσικάκο τρέχουν τώρα στα κουτουροΟ. Χωρίς νά ξέρουν ιτιά κοοτά που τραβάνε... ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΙΑΡΑΜΠΑ
ΧΕΙ^ ΑΡΧΙΣΕΙ ·νά ξη μερώνι^ όταν ό Πίτσικο κο, που προχωρεί μ προ στά άπό τη Ζολάν καί τόν Μπουτάτα, τραβάει τά γκέμια του ’Αλασάν του καί σταμα
τάει άπστομα. Τά μάτια του παίρνουν έκψρασι τρόμου καί Φρίκης. —ΆκοΟτε; τους ρωτάει μέ δέος. Τό κορίτσι καί ό άράπης άφουγκράζονται.... Καί νά: Στ5 αυτιά τους φτάνει άδύνα|μο άπό μακρυά τό τραγούδι τής Γιαράμπα. — Βρυκολάκιοασε!, ψιθυρί ζει χαμένα ό Πιτσικόκο. — Αυτή βρυκολάκιασε, του κάνει ό Μπουτάτα, ή έσύ δέν ξέρεις τϊ σου γίνεται; Ό νάνος διαμαρτύρεται: — "Οχι!... ΕΤδα ιμε τά μά τια ι^χου τόν κροκόδειλο που την αρπαξε στά σαγόνια του.
12
Και ιμέ τά ίδια μουντά μάτια εΐ-δα τό Στοιχειό τής^ Λίμνης πού άρπαξε στα σαγόνια του1 τον κροκόδειλο... Ή 2α. πού ή ζήλεια την κάνει να τρομάζη στη σκέψι πώς ή Γιαράμπα είναι δυνα τόν νά ζή, παίρνει τό ίμερος τού νάνου. — Δίικηο έχει ό Πιτσικόκο! Μπορούσε ποτέ νά γλυτώαη άπό τόσα σαγόνια; Πά με 'κοντά καί Οά δήτε πώς τραγουδάει τό φάντασμά της. — Πάμε, αλλά εγώ δεν ερ χομαι, |μουρμουρίζει ό Μίπου τάτα. Στη ζοσή ιμου δυο πρά ματα φοβάμαι: Τά φαντάσμα τα -και τά... μολυντήρια! Τό κορίτσι τον τραβάει α πό τό χοντρό τριχωτό μπρά τσο: —Πάμε, Τ,σαυλούψη. Οί πε θαμένοι δεν πε ιράζουνε τους ζωντανούς... — Σύμφωνοι, τής αποκρί νεται ο άράτης. Μά ή Γ ιαρά μπα λίγες ώρες είναι που πέ θανε... Μπορεί νά μην τό ξέ ρει ακόμα. Ή περιέργεια καί ή ζήλεια κάνουν ατρόμητη, τή Ζολάν. Παρατάει λοιπόν τόν^Μπούτά τα καί προχωρεί μονάχη! προς την καιτεύθυινσι πού άκούγεται τό τραγούδι... Ό Τσουλούφης κάνει την καρδιά του σίδερο καί την α κολουθεί μουρ μουρ ί ζοντ ας,: — "Αν όμως είναι φάντα σμα, εγώ δεν παίζο>. Θά το βάλω στα πόδια καί Θά τρέ χω μέχρι νά ...γεράσω! Ό αγέρωχος Πιτσικόκο σπηρουνίζει μέ τις γυμνές
φτέρνες του τά πλευρά του Άλασάν καί προχωρεί πρώ τος αυτός. "Ετσι δεν αργούν νά φτά σουν στην άχθη* τής μεγάλης Λίμνης. Καί νά: Στο φώς τής αυ γής άντικρύζουν καθισμένους κοντά - κοντά., πάνω σ' ένα βράχο τή Γιαράμπα καί τον Ταμπόρ. Ή πανώρια μελα ψή βασίλισσα τής ζούγκλας σιγανοτρ αγουβ άε ι ευτυχισμέ νη ένα γλυικο καί πονεμένο σκοπό των ιθαγενών. Ή Ζολάν γίνεται θηρίο ά νήμερο μόλις τούς βλέπει. Ό Μπουτότα κυττάζει μέ θαυ μασμό τό Παιδί τής Ζούγκλας καί ψιθυρίζει στο λευκό καρί τσι: —Είβε^ς θάρρος ό Τάμπόρ; Δέν φοβάται καθόλου τά... φαντάσματα! Ή Ζολάν έχει αφρίσει ά πό τό κακό της. Προχωρεί α μέσως πρώτη καί σταματάει μπροστά στους δυο νέους, — Ταμπόρ, του φωνάζει, είσαι ένας τιποτένιος! Ποτέ νά μή σέ ξαναδουν τά μάτια μου! Τό μελαχροινό παλληκάρι γυρίζει καί ρωτάει μέ απορία τή μελαψή συντρόφισσά του. — Ποια είναι αυτή ή ξαν θέ ιά κοπέλλσ; Τ’ί έχει μ5 εμέ να; Πριν π,ραλάβη νά του άπαντήση ή Γιαράμπα, άκούγεται ή στριγγλιάρικη φωνου λα τού Π ιτσικόικου. — Αυτός είναι ό άλλος Ταμπόρ!... Ό κακός Ταμπόρ που μέ χτύπησε στο κεφάλι!
ΤΑΡΖΑΝ
Ή Ζσλάν άκούει το νάνο καί, καθώς θυμάται τα λόγια του συντρόφου της, αναπνέει :μέ άνακούφιίσι. Τώ,ρα προσέ χει πώς ό νέος αυτός, πού εΐ ναι Τδιος ιμέ τον Ταμπόρ έχει έκφ'ρσσι κσκιά καιι πρόσωπο άγριο·... Πώς ή φωνή του εί ναι βαρεία κάί άλλοιώτικης.. Και άπό το λαιρό του δεν κρέμεται ή χρυσή, αλυσίδα μέ τό στρογγυλό1 ιμεντάγιόν... — Αυτός θά είναι ό :Πόρτα}μ·, ό άδελφός τού Ταμπόρ, συλλογιέται. 0 ΠΟΡΤΑΜ ΑΠΕΙΑΕΙ
ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ή Γιαράίμιπα εχει πηδήσ'ει όητό τό βράχο .και πλησιά ζει χαμογελαστή τό λευκό κο ρίτσι καί τον άράπη. — Πολύ χαίρομαι πού σέ βλέπω, άμορφη Ζοίλάν! Κ ι3 έσένα, καλέ ιμου Μπουτάτα!... Άλλα τί ζητάτε τόσο πρωί έδώ; Μήπως σάς συμβαίνει τί ποτά; Ό Μπουτάτα τή ρωτάει ψαβισιμένος: — Επιτρέπεται να σέ πιά σω, άψέντη βασίλισσα; — Δέν καταλαβαίνω, τ’ άποκρίνεται σαστισμένη έκείνη. Γ ιατί να ιμέ^πιάσης; — Γιά νά δώ άν είσαι ζων τανή ή φάντασμα! Ή Γιαράμπα γελάει καλό καρδα. — Τώρα καταλαβαίνω γι ατί παραξενευτήκατε πού με είδατε, τούς λέει: Θά σάς εΐ πε ό Πιτσικόκο πώς ιμ’ έφαγε ένας κροκόδειλος καί τόν κρο
13 .κόδειλο τόν έφαγε τό Στοι χειό τής Λίμνης. — ιΓιατί; Ψέματα είναι; τη ρωπάιει ό νάνος. — "Όχι. Αλήθεια είναι, μικρούλη, ιμου, ρά τοβαλες α μέσως στα πόδια καί δεν πε ρίμενες νά δής τί γί'νη.κε πα ρακάτω... .Καί τούς εξηγεί τήιν απί στευτη σωτηρία της: — Μόλις ό κροκόδειλος ιμ’ άρπαξε στά σαγόνια^ του, ε γώ .άρχισα νά ξεφωνίζω άπό τόν τρόιμο καί τούς φοβερούς πόνους πού ένοιωθα. Τό τερά στιο Στοιχειό ακούσε φαίνε σαι τις φωνές ιμου καί γυρίζον τας είδε τόν κροκόδειλο καιί τόν άρπαξε ιμέ τά δόντια άπό τή ιμέση, του κορμιού του. *Άρ χισε τότε νά φτερουγ'ίιζη πάνω άπιό τί λίίμνη δαγκώνοντας καί καταβροχθίζοντας τό μεγ άλο έρπε τό>. 3' Ετσ ι ό κ ροκόδ ε ι λος νοιώθοντας τά δόντια τού Στοιχειού ν" αγκαλιάζουν καί νά σφίγγουν την κοιλιά του, άνοιξε άπό τους πόνους τ"α πέραντα σαγόνια του. Κι* ε γώ πού βρ ισκόιμουν αιχμάλω τη ρέσα σ" αυτά, βρήκα την ευκαιρία καί πήδησα έξω. Ευ τυχώς έπεσα στά βαθειά νε ρά τής λίμνης καί δέν έπαθα τίποτα!... Καί ή χεροδύναμη κοπέλλα καταλήγει: — Αναγκάσθηκα όμως νά παλέψω μέ δύο κροκόδειλους ώσπου νά καταφέρω νά βγω έδώ στην όχθη πού συνάντησα τόν Πόρταμ, τό δίδυμο αδελ φό τού καλού φίλου Ταμπόρ·. Αυτός ιμ5 έσωσε άπό τά δόν
14
τια τους πού σίγουρα θά μέ σπαράζαΐνε... Ό Πόρτα μ άκούει τό Ονο μά του ικάϊ 'ξαναρωτάει τήν πανώρια Γιαράμποο. — Ποιο είναι αύτό τό ό μορφο ξανθό κορίτσι; Ή μελαψή κοπέλλα του άποκρίνεται ιμέ ικόπτοιο διστα γμό: — Είναι ή άγαπημένη συν τρόψισσα του Ταμπόρ! — Του Ταμπόρ;! Κάνει έ ξαλλος ό Πόρταμ και πήδων τας άπό τό βράχο πλησιάζει τή Ζολάν και ουρλιάζει άγρια. -— Νά πάς να πής σ’ αυτό τό τέρας πώς, άν πέση καμμιά φορά στα χόρια μου, θα τόν σπαράξω «μέ νύχια και δόντια!... — θά >σέ σπαράξω έγώ!, ξεφωνίζει ^μανιασμένη ή Ζο λάν καί χύνεται πάνω οπόν άόελφό του Ταμπόρ. 5 Εκείνος άποτραβιέται φο βισμένος καί μονάχα ένα άπό τά νύχια της νέας προλα βαίνει νά χαράξη- ένα μαπωμέ νο αυλάκι ατό γυμνό του στη @ας. -—-Δειλέ, τού φωνάζει έπειμ βαίνοντας ό Μπουτάτα. Καί μέ ιμιά γυναίκα άκόμα φοβά σαι νά πιοοστης!... Δεν προφταίνει όμως νά τε λειώση τά λόγια του, γιατί ό Πόρταμ τινάζοντας του μιά τρομακτική γροθιά στο σαγό νι τόν γκρεμίζει κάτω άνάσκε λα!... Ό Τσουλούφης σηκώνεται σά θρεμμένη γάτα, τακτοποι έϊ τό τσουλούφι του καί μουρ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μαυρίζει στή Ζολάν μέ θαύμα σμό: — Αυτό θά πή, δίδυμα άδέλφια! Καί ατίς γροθιές ά κόμα μοιάζουνε! Ή πανώρια μελαψή Γιαράμπα πιάνει άπό τό (μπρά τσο τή Ζολάν, τήν τραβάει άπόμερα, πίσω άπό κάτι πυ κνές καλαμιές, καί τής λέει σιγά: — Φαίνεται πως μισεί θα νάσιμα τόν Ταμπόρ. Μά ;μήν άνησυχής. Έγώ 5έν θά τόν ά φήσω νά τού κάνη· κακό ! — Κ αί νά τόν άψήσπς, 6έν θά μπασέση, μουομουοίζει ίμέ μΐαος ή Ζολάν. Κανείς σ όλόκληοη: τή Ζούγκλα 5έν είναι π ιό δυνατός καί π ιό γενναίος άπό τόν Ταμπόρ! ■— Τό ξέρω, άναστενάζει μέ πονεμένο παράπονο ή Για ράμπα. Καί ένώ τά όμορφα μαυροπράσινα μάτια της βουρκώ νουν, συνεχίζει: — Ό Ταμπόρ είναι υπέοο χο παλληικιάσι, Ζολάν! Ή καοδιά μου είχε χτυπήσει πα ράξενα γι' αυτόν... Μά ήταν δικός σου σύντροφος!... Α πόψε τά χαράματα, δαως, ό θεός τής Τύχης ιμουοπειλε τόν άβελφό του νιά νά μου σώση τή ζωή... Στήν άοχή νόμισα κι* έγώ πώς ήταν ό Ταμπόρ. Μά υστεοσ, σάν κα θήσαμε νά ξαποστάσουμε στό βράχο, μού έξήγησε ποιος εΤ ναι καί μοΰ είπε πολλά ομαρ Φα λόγια, -βγαλμένα άπό τήν καρδιά του... —- Εμένα ό Ταμπόρ δέν μοί) έχει πή ποτέ τίποτα, λέει
ΤΑΡΖΑΝ
μέ παράπονο ή Ζολάν. Ή Γιαοάμπα συνεχίζει σά νά ιμήν την ακούσε: — Γι’ αυτό :μ* ακόυσες νά τραγουδάω ευτυχισμένη,, κοί λη ιμου φίλη. Ή Αγάπη είναι ένα υπέροχο φτερωτό λουλου 5ι πού κατεβαίνει ψηλά άττό τον ουρανό γιά νά στήσπ τη φωλίίτσα του στην καρ δ ι ά μας!... Μαγεμένη ή Ζολάν έττανα λαμβάνει ψιθυοιστά σά νά θέ λη νά Αποστήθισή τά όμορφα αυτά λόγια: -—- Ή Αγάπη είναι ένα ιπτέ ροχο φτερωτό λουλούδι που... Ή μελαψή κοπέλλα όμως που ζή σαν σέ όνειρό, τή δια κόπτει παραμιλώντας στο ιμε θυσι της ευτυχίας της: — Τώρα θά μποοώ νά £ώ κι" ένώ κοντά σέ κάποιον που θά ξεχνιέμαι κοόΐ θά νομίζω πώς εΐναι ό Ταμπόρ.... — Νά μην Εεννόσαι καθό λου, της λέει <μέ ζήλεια ή Ζολάν. "Άλλος εΐναι ό Ταμπόρ και άλλος ό Πόρταιμ!...
15
-— (Πάμε, Αφέντη Ζολάν I... Ό Ταμπόρ θάχη γυρίσει (ΓΤή σπηλιά και θά μάς περιιμένη, — Είμαι κουρασμένη, του Αποκρίνεται ή νέα. Θά μέ πά ρης στον ώμο σου: Ό Αρρητης δον φαίνεται πρόθυμος: —<Κσί έγώ είμαι κουρασμέ νος... "Ύστερα, ιμήν δεχνάς ό τι μεγάλωσες πιά. Είσαι έλό κληοη γαϊδουρίτσα! Ή Ζολάν έπιμένει: ^ — Τότε νά πάρης έναν έ' λέφΟντα. Ν’ Ανεβούμε και οί δυο >στή ράχι του. — 'Καλά λές, τής κάνε^ι έν θσυΐσιααμένος ό Μπουτάτα. Πάμε νά διαλέξουμε έναν. Ή Γιαοάμπα χαιρετάει 'πό λευκό κορίτσι, καί φεύγει μέ τον Πόοτσιμ καί τον Πίτσικο κο. Ή Ζολάν νυοίιζει καί Ακο λουθεΐ τον άοάπη. Έτσι φτό: νουν στην όχθη· πού πίνουν νε ρό οι έλέφάιντες καί ξεχιωρί* ζουν τον πιο υεγαλόσωμο Α πό αυτούς. Έχει τραβπχτ ή Απόμε.οα άπό τούς άλλους καί δαοσίζεται μονάχος. επιθεςι Ό χεροδύναμος άράπης ο η ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΩΝ κώνει στά χέοια του τή Ζου ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή δια* λάν καί μ’ ένα πέταγμα τή ττεραστ ικά ^ στρι γγλΡθρονιάζει στή ράχι του ^παχύ σματα άκούγονται καί δεσμού. “Ύστερα Αρπάζεται βαρύ ποδοβολητό νά πλησιά κΓ αυτός Από τήν ούρα του ζη. καί σκαρφαλώνοντας φτάνει Είναι ιμιά μεγάλη άγέλη έ κοντά της. λεφάντων πού έρχεται νά πιή Ό τεοάστιος έλέφαντας &νερό στην όχθη τής άπέροονξακολουθεί νά πίίνη νερό άτά της λίμνης. ραχος σά νά μήν έχη νοιώσει Ό Μπουτάτα τρέχει πίσω στή ράχι του τήν παρουσία από τις καλαμιές και τραβά τους. ει άπό το χέρι και τρ λευκό ^ -αφνικά όμως, μέσα Από κορίτσι ρ τά πράσινα χορταριασμένα
Τ
16
νερά της όχθης, προβάλλουν τά σαγάνια Ενός κροκοδείλου πού μ* Αφάνταστη σβελτάδα του δαγκώνει την προβοσκίδα Ό γιγαντόσωμος Ελέφαν τας σηικώνει Αμέσως την προ βασκίδα του καί ό κροκόδει λος κρέμεται σχεδόν όλόκλη ρος Από αυτήν. ,Μοχάχα ή ού ρά του Ακου μ πάει κάτω. Στην Αοχή τό παχύδερμο κουνάει δαιμονισμένα δεξιά κι* Αριστερά την προβοσκίδα του γά νά τον πετάξη Από πάνω της. "Ομως χαμένες πα νε όλες οι Απεγνωσμένες κι νήσεις πού κάνει. Ό Μπουτάτα και ή Ζολάν ψηλά Από τή ράχη του έλέφαν τα παρακολουθούν με δέος τή σκηνή. — θά πηδήσω κάτω, τού λέει τό λευκό κορίτσι. — Κάτσε, 6οέ κουτή, τή συμβουλεύει. Θά σπάσουμε πλάκα! Και νά: Ό γιγαντόσωμος Ελέφαντας βλέποντας πώς δέν μπορεί νά καταφέοη τίποτα έτσι, υποχωρεί καί Απομακρύ νεται οστό τήν όχθη. Ό κρο κόδειλος πού δεν Εννοεί μέ κα νένα τρόπο νά ξεσφίξο τά σα γόνιια Από τήν προβοσκίδα του, παρασύρεται Αναγκαοπι κά μαζί του. Ξαφνικά, πέντε Αλλοι κρο κόδειλοι ξέπετάγονται Από τήν όχθηι καί τρέχουν νά βοη θήισουν τό σύντροφό τους. ;Καί τότε κάτι τό Απίστευ το γίνεται. Ό πρώτος Απ’ αυ τούς δαγκώνει Αμέσως γερά τήν ουρά τού κροκοδείλου που κρέμεται Από τήν πρσβοακί
Ο ΜΙΚΡΟΣ δα τού έλέφάντα. Τήν ουρά αυτουνοΰ τή δαγκώνει ό δεύ τερος. Τήν ουρά τού δεύτερου ό τρίτος. Του τρίτου ό τέταρ τσς,καί τού τετάρτου, ό πέμιμπτος. ""Ετσι γίνεται μιά με γάλη Αλυσίδα Από κροκοδεί λους, πού όλοι μαζί τραβάνε μέ δύναμι γιά νά παρασύρουν τον Ελέφαντα ιστά νερά τής λί μνης, νά τον πνίξουν καί ύστε ρσ νά τόν καταβροχθίσουν ά νενόχλητοι. Τό γ ι γαντ ιαΐο παχ ύδερ μο τεντώνεται στά πισινά του ποδάρια κάί πασχίζει νά κρα τηθή στή θέσι πού βρίσκεται. — Νά πηδήσουμε κάτω, Τσουλούφη, τού ξαναλέει τό λευκό κορίτσι. — Τρελλάθηκες; τής κάνει Επειδή είμαστε έμεΐς πάνω στή ράχι του δέν μπορούν νά τόν κουνήσουνε... "Αν κάνου με πώς κατεβαίνουμε, θά Αλαφρώση καί θά τόν τραβή ξουνε όίλοζούπητο στή λίίμνη ! Ή Ζολάν θέλει νά ττηδήση., μά φοβάται τώρα. Γιατί ατό μεταξύ έχουν μαζευτή καί αλ λοι κροκόδειλοι, γύοω Από τόν ελέφαντα. - Παρακολουθούν τή μάχη περί μένοντας μέ λαι,υσρ γία νά πάρουν (μέρος στο χορ ταστικό τσιμπούσι πού θά έ τιακολοοθήση. Ό γιγαντόσωμος Ελέφαν τας, πού σίγουρα θά είναι ό άοχηιγός τής Αγέλης, παλεύει καί αγωνίζεται μέ τόσους κροκόδειλους χωρίς νά βγάζη τήν παραμικρή φωνή γιά νά κ άλεση σέ βοήθεια τούς Αλ λους. Είναι ό Εγωισμός τού
ΤΑΡΖΑΝ
«Αρχηγού» πού θέλει νά τα βγάιλη πέρα -μονάχος, κρατών ποος ψηλά τό γόητρό του.
17
τρομαγμένα διαπεραστικά ξε Φωνητά, αρπάζοντας στά τε ράστια σαγόνια τους καί δαγ κώνοντας μέ μανία τά πόδια ΤΟ ΠΟΔΙΑ τών άντιπόλων τους. ΤΩΝ ΕΛΕΦΑΝΤΩΝ Μερικοί από τούς έλέφανI ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ £Ϊ τες χάνουν την ισορροπία ναι πολλοί και τραβών τους καί σωριάζονται στο έόα τας όλοι μαζί αρχίζουν φ-ο-ς πι/νακώινοντας κάτω άπό σιγά - σιγά νά παρασύρουν τ' απέραντα δα-ρειά κορμιά τον ελέφαντα προς τη λίμνη. τους τα απαίσια ερπετά. Γρή Τρομοκρατημένη) ή Ζολάιν γορα όμως οί άλλοι τούς ση φωνάζει στο Μπουτάτα: ^ κώνουν μέ τίς προβοσκίδες — Θά τον .ρίξουνε στο νε τους καί ή τρομακτική μάχη ρό και θά πνίγουμε κι' έ,μεΐς. συνεχίζεται όλο καί μέ περισ — Έγώ δεν πνίγομαι, τής σότερη λύσσα καί μανία. Μά αποκρίνεται ό άράπης. ούτε οϊ δαγκωματιές τών κρο — Εέρεις κολύμπι; κοδείλων μπορούν νά δα,μά— "Όχι. "Αλλά θά πιαστώ σουν τούς ελέφαντες, ούτε τά από τό ...τσουλούφι μου ί ποδοπατήματα τών ελεφάντων Νά όμως τώρα πού 6 γιτούς κροκόδειλους. γαντασωμος ελέφαντας βλέ Ό Μπουτάτα ψηλά άπό ποντας πώς ή θέσι του έχει τή ράχη τού πρώτου· ελέφαντα γίνει τραγικά δύσκολη, άρχί μουιρμουρ ιίζ ε ι άγ ανακτ ισ μέ ζει νά βγάζη. δυνατές στριγνος: γλιές καλωντας σέ βοηθέιγ — Έτσι μούρχετοα νά κατούς συντρόφους του. τέβω κάτω καί να τούς ταρά Καί τότε κάτι αφάνταστο ξω στις σφαλιάρες! τραγικό γίνεται. Είκοσι έλέ Νά όμως, πού ξαφνικά οί φάντες, παρατώντας τό π ότι ελέφαντες, βλέποντας πώς τό σμά τους, τρέχουν καί φτά βάρος τού καθεινός άπό αυ νουν στο μέρος πού γίνεται ή τούς δεν ήταν ικανό νά τσάκι παράξενη δ ιελκονστίδα... ση τά σκληρά φολιδωτά κορ Οί κροκόδειλοι μόλις τούς μιά τών αντιπάλων τους, κά βλέπουν παρατάνε ό ένας την νουν κάτι αφάνταστα έξυπνο ουρά τού άλλου καί γυρίζουν καί αποτελεσματικό: Οί μισοί για νά ξαναβουτηξουν στά νε απ' αυτούς γονατίζουν κάτω ρά της λίμνης. Λεν προφταί κι'άλλοι μισοί καβαλλικεύουν νουν όμως γιατί οί είκοσι ε ο τίς ράχες τους. "Υστερα οί λέφαντες μέ τά ογδόντα χον πρώτοι ξανασηικώνανται έ τρά καί βαρεία ποδάρια, άρ χίζουν νά χοροπηδούν πάνω χοντας τώρα διπλάσιο βάρος άπό πριν. "Ετσι, ποδοπατών τους καί νά τούς ποδοπατάνε τας τούς κροκοδείλους, κα μέ λύσσα! Οί κροκόδειλοι βγάζουν ταφέρνουν νά συνθλίβουν τίς
©
ταγκές τους κοοί τα κόκικσλά τους... Καιλά πού δεν άνέβηκε κανένας έλέφαντας και στη ρά χη του δικού μας, λέει ή Ζο λάν ιστό Μπουτάτα. — Μωρέ, τι μάς λες! Θά τόιν πετούσα με τις κλωτσιές κάτω. "Όμως και οΐ κροκόδειλοι πού νοιώθουν τώρα ^θανατερά τα ποδοπατήματα των έλεψάν των, -βρίσκουν γρήγορα τον τρόπο νά αντί δράσουν στον άχμανισμό πού τούς περκρένει. Χωρίζονται κι’αύτοί σέ ζευ νάρια και δαγκώνοντας συγ κροτούν τά αριστερά ή τα δε ξιά ποδάρια του κάθε έλέψαν τα. νΕτσι τά φοβερά π,αχύδερ μοζ, τό ένα πάνω στο άλλο κα θως είναι και στην πρώτη· κίνησι πού πάνε νά κάνουν, χά νουνε την ισορροπία τους και σωράζανται κάτω.Καί οί κρο κόδειλοι δαγκώνοντας ψηλά, στη βάσι τις προβοσκίδες ':ου·ς αρχίζουν νά τούς πνίγουν Τρομοκρατηιμένη ή Ζολάν από τό φοβερό κακό πού βλέ πει νά γίνεται κάτω άπό τά πόδια της ξεσπάει σέ λυ γμούς. — Και τώρα; Τι θά γίνου με, Μπουτάτα; Πόσο θά κσ βήσουμε άκόιμα εδώ ^πάνω;· — "Ωσπου νά .μάς πιαση "ό ...ένοικιαστάσιο, τής άποκρίνεται ό κωμικοτραγικός άράπης μέ τό τσουλούφι. -αφνικά όμως κάτι φοβερό γίνεται στη μεγάλη Λίίμνη ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΤΩΣΙ
Α ΝΕΡΑ της αρχίζουν ν’ άναταράζωνται σά νά κοχλάζουν. Και γρή 7 :>ρα ξεπετάγεται μέσα άπό Θανάσιμη πάλη έχει άρχίσει άνάμεσα ατούς έλέφαντες καί ατούς κροκόδειλους.
Τ
αυτά τό γιγοντιαίο φτερωτό Στοιχειό, βγάζοντας τρομα κτικά καί απαίσια μουγγρη τά !... Ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα κάνουν νά πηδήσουν άπό τη ράχη του έλέφαντα, μά δέν προφταίνουν. Τό Στοιχειό άρ π όζει τον έλέφαντα στο στό μα του άπό τό κεφάλι, όπως μια γάτα πιάνει ένα ποντίκι, καί αρχίζει ,νά φτερουγίζη πά λι, πάνω άπό τη λίιμινη. Ό άράπης — ψηλά καθώς βρίσκονται τώρα — άρπάζει με τό άριστερό χέρι του τή Ζολάν γιά νά τή συγκράτηση νά μη πέση. 'ΓλυΙστράει όμως; αυτός πάνω στη ράχη, του δαγκωμένου ελέφαντα πού κρέμεται άπό τό στόμα του Στοιχείου. Καί σίγουρα θά γκρρμοαΊσακιζόταν μαζί ρέ τό κορίτσι κάτω στά νερά, άν δεν πρόφταινε νά πιαστή μέ τό δεξί του χέρι άπό την ου ρά του έλέφαντα καί νά μείνη αίωρούμενος στο κενό... ^ Ταυτόχ ρονα μαυρμουρίζ ε ι σύτοθαυμ αζόμ ενός: — Κάνω κάτι «άκροβατικά» πότε- πότε, πού νά μήν ά βασκαθώ! Μπά, σέ καλό μου! Καί νά πού τό Στοιχειό, εξακολουθώντας νά φτερουγί ζη, άρχιζει τώρα νά τιρώη τον έλέφαντα στον άέρα. Πρώτα τό κεφάλι του, ύστερα τούς ώμους, μετά τά μπροστινά του πόδια... — Πήδησε κάτω, Μπουτά τα, του φωνάζει μέ άπτόγνωσι ή Ζολάν. Καλύτερα νά τηνιγοΰ με παρά νά μάς φάη τό Στοι χιειό! — "Ωσπου νά φτάση στήν ουρά^ του έλέφαντα, έχομε καιρό, τής άποκιρίνεται ατά*
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ραχος ό άράπηις. Γρήγσρα όμως τό ^Σ τοίχε ιό τρώει τήίν κοιλιά του έλέφαν τα <καί αρχίζει να καταβραχθί ζη τά πισινά του πόδια. Σε Λίγο δεν θά μένη παιρα μονά χα ή ουρά του. — θά φτάση, καί σ' έμάς τό Στοιχειό!, ξεφωνίζει τρελ λό από τρόμο και φρίκη τό λευκό κορίτσι. — Αυτό δεν τό ξέρουμε, την καθησυχάζει ό Μπουτάτα Μπορεί να φδη το «γάιδαρο-» και ν’ άφήισηί την...ουρά του, δττως λέει και ή παροιμία. Καί^ δεν είχε άδικο... Τα φοβερά δόντια του Στοιχείου τής Λίμνης καθώς δαγκώνουν τά πισινά πόδια του ελέφαν τα, κόβουν τυχαία την ουρά του. Καί ό χεροδύναμος άρά πης ρέ τό κορίτσι πού κρατά ει στην άγκαλιά του πέφτουν ατό κενό μέ κατευθυνσ ι προς τά βαθειά νερά τής λίμνης. Καθώς γκρεμίζονται, 6 άράπης -ρωτάει βιαστικά τη Ζολάν: — Μπορείς νά ιμού ράθης κολύμπτι, σέ παρακαλώ; Φοβα μαι πώς γρήγορα θά μου χρειαστή!... Δεν /προφταίνει δμως νά τελείωση, τά λόγια του γιατ'ί έχουν κιόλας φτάσει κοπώ και χτυπώντας ρέ όρρή στά νερά τής λίμνης αρχίζουν νά βυθί ζονται. Ευτυχώς ή Ζολάν κολυμπά ει σάν δελφίνι. * Αρπάζει άμε σος τον άράπη από τό κωμι κό τσουλούφι καί τον τραβάει γρήγορα έπάνω. "Ύστερα άρ χίζει νά κολυμπάη παρασό-
ροντάς τον ρισοπνιγμένο, ώ σπου βγαίνουν οπήν άντιικρυνή δχθη. Ό Μπουτάτα ρόλις συνέρ χεται την ικυττάζει ρέ θαύμα σρό: — Καλά που πρόλαβες καί μέ τράβηξες άπό τόν πάτο τής λίιμνης. Ή ψυχή ιμου ε,ΐχε άρχίσει νά βγαίνη καί νά γίνετ α ι... μπουρ μπουλήιθρε ς! Καί τηρόσθεσε, κατά τη συνήθειά του, ρέ αυτοθαυμαο μό: —Πετάω κάτι «μπουρρπου λήθρες» πότε-πότε! Μπα, σέ καλό μου! ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ Ε Την έμφάνισι του τραμ ακτ ιικοΰ στο ι χε ιού τής λίρνης, οί κροκό δειλοι — δσοι είχαν απομείνει ζωντανοί1 — παράτησαν τή ράχη καί ξαναβούτηξαν τρομοκρατημένοι στά νερά. Οι ελέφαντες όμως ιμένουν ακίνητοι στις θέσεις τους καί μέ σηκωμένα κεφάλια παρα κολουθούν τό φτερωτό τέρας πού πετούσε ψηλά κρατώντας στο στόμα του καί κατασπα ράζοντας τόν αρχηγό τους. "Έτσι τό Στοιχειό, μόλις τον καταβρόχθισε, χαμήλωσε καί άρπαξε στο στόμα του άλλον ελέφαντα. "Ύστερα άλ λον, άλλον, άλλον, ώσπου κά ποτέ χόρτασε... Οί έλέφαντες βέβαια το εί χαν βάλει τώρα στά πόδια τρομοκρατημένοι καί έτρεχαν νά σωθούν. Τό χορτασμένο δμως Στοι
Μ
ΤΑΡΖΑΝ χ ε ιό ήθελε νά έ ξασφαλ ίιση τ ρο φή 'κοοί για άλλη μέρα. "Ετσι φτερουγίζοντας χαμήλωνε κά θε τόσο και άρτταζε τούς έλέ φάντες ατό στόμα του. "Υστε ρα άνυψωνόταΐν ττάιλ'ΐ και τούς παρατούσε άπό ψηλά για να πέσουν και νά πνίγουν στά βεθειά νερά τής λίμνης... Μό λις ξαναπεινούσε θάβρισκε στο βυθό τά τεράστια κορμιά τους γά νά ξαναχορτάση,. Ό Μπουτάτα παρακολου θεί τό κολοσσιαίο Στοιχειό πού πνίγει ένα-ένα τά παχύ δερμα και μουρμουρίζει: — Έγώ, άν ήμουν έλέψαν τας θά τό τάραζα στά χα στούκια! Σ’ έναν όμως άπό τούς τε λευταίους έλέψαίντες γίνεται κάτι τραγικό καί άπίστευτο. Καθώς τό Στοιχειό παρου σιάζεται άπό ιμπροστά καί ά νοίγει τό τεράστιο στόμα του γιά νά τό άοπάξη, ό έλέψαν τας μέ τη φόρα πού έχει προ χωρεΐ μέσα σ’ αυτό καί φτά νοντας βαθειά σφηνώνεται καί κλείνει τό άνοιγμα ταυ λαι μού του... Τό τέρας σφαδάζει γιά λί γο φτερουιγίζοντας στόν άέρα ικαί βγάζοντας άπαίσια πνιγμένα βογγητά. Μή μπορώντας όμως πιά ν’ άναπνεύ ση, παθαίνει άσφυξία καί πέψ τει νεκιρό στο χώμα μέ τρο μακτικό γδούπο. βΟλόκληρη- ή γύρω περιοχή τραντάζεται στην τττώσι ηου σά νάγινε σεισμός! Ό Μπουτάτα καί ή Ζολάν παίρνουν βαθειά ότνατπνοή καί τρέχουν γρήγορα κοντά του.
21 Ό άράπης «βλέπει άπό τό ανοιχτό στόμα του Στοιχειού νά έξέχη ή ουρά του έλέφαντα πού είχε σφηνωθή. στο λαιμό του. Την αρπάζει μέ τά δυο του χέρια καί τραβώντας τη, προσπαθεί νά τόν βγάλη έξω. ΐΓιρήγορα όμως βλέπει πώς δέν καταφέρνει τίποτα κ αί μουρμουρ ίζε ι: — "Αν είχα ένα... τιρμπου σαν πού άνοίγουν τις ιμπουκά λες θά τόν έβγαζα. "Υστερα, ρίίχνει μιά ,ματτιά στο νεκιοό Στοιχειό πού ιμοιά ζει ;μ’ ενα τεράστιο Φτερωτό μπαρμπούνι κά' ξερογλύφετσι. — "Ε, Ζολάν!... Σκάψου νά τόν έχηις αυτό τον μπαρπούναρο στη σχάρα μέ λαδο λέμονο!... ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΑΡΑΠΗ
Ο ΛΕΥΚΟ κορίτσι^καί ό , χεροδύναμος μαύρος σύντροφός της παίρ νουν τό δρόμο του γυρισμού γιά τη μοκρυνή σπηλιά τους. — Αργήσαμε, τής λέει ό Μπουτάτα. "Αν ό Ταμπόρ έχη γυρίσει, 8ά βρούμε τον μπελά μας! Καί είδα ένα ά σχημο όνειρο... — Πότε; τόν ρωτάει ή Ζο λάν. — "Οταν _κοιμόμουν, τής αποκρίνεται, ζύπνιος δέν βλέ πω ποτέ. Ή νέα χαμογελάει καί τόν ρωτάει: — Αλήθεια, Τσουλούφη, δέν μου είπες πώς σου φάνη κε ό Πόιρταμ, 6 άδελφός τού Ταμπόρ;
Τ
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ ...... ........
— Όλόΐδιος! — Τι όλόΐδιος; — Όλόϊδιος μέ τον ...έαυ τό του·. — Ποιόν/ εαυτό τοο; — Τον/ Ταμπόρ, ντε... Τά ιμιάττία τήις Ζολάν σκοτει νιάζουν. — Δηλαδή τι θέλεις νά πής; Λεν σέ καταλαβαίνω. Ό άράπης χαζογελάει. -— Χγ, χί, >χί!... Τά χάβω εγώ κάτι τέτοια; Ό «Πόρτας» είναι ό άφέντης Ταμπαρ καί πάει νά (μας τη σκάση!... —Άπό πού τό κατάλαβες Μπουτάτα; — Φιλοσοφία θέλει; τής αποκρίνεται. Δεν εΐδες πού είναι όλόϊδιοι; "Ενα κεφάλι ό Ταμιπόρ, ένα κεφάλι ό Πόρ τας. Δυο χέρια ό Ταρττορ, δυο χέρια καί ό Πόρτας. Τέσσερα πόδια ό Ταμττόρ... Ή Ζολάν ξεκαρδίζεται ατά γέλια καί ό άράπης /μοι/ρμου ρίζει μέ αύτοθαυμασιμό: — Πετάω κάτι «καχυττοτττα» πότε-πότε! Μπά, σέ κα λό μου! Μεσολαβεί μια ,μικρή σιω ττή γιατί ή νέα ξαφνικά σοβά ρεύει κοίί προχωρεί άμίληχη καί βαθειά συλλογισμένη, ~α ψνικά τινάζει τό ξανθό κεφαλάκι της σά νά θέλη νά δίωξη μια κακιά σκέψι πού φαίνεται πώς τή βασανίζει, καί ρωτάει τό Μπουτάτα μέ διάθεσι νά 5 ιασκεδάση: — Πές μου, Τσούλουφάκο μου... Πές μου τό όνειρό πού εΐδες. „ Ό άράπης παίρνει άμέσως Ικφρασι σοβαρή, ξεροβήχει
.
...
•κι* άρχίζει: — Είδα, πώς ξαφνικά, λέ ει, βρέθηκα νάμαι σπουδασμέ νος καί σοφός! Ό μεγαλυτε ρος σοφός του κόσμου! Τίττο τα δεν ήταν πού νά μή τό ξέ ρω! Τότε όλοι οι άλλοι μεγά λοι σοφοί τής Γης πού μέ ζη λεύανε, (μαζευτήκανε γιά να μέ εξετάσουνε καί νά δούνε άν είμαι πιο σοφός άπό έκεί νους... —Μπά, κάνει ή Ζολάν. Καί πώς σ’ εξετάσανε; — Μέ βάλανε νά λύσω έ να ^ πολύ δύσκολο πρόβλημα πού κανένας άπ' αυτούς δεν μπορούσε νά τό λύση... — 5Αλήθεια! Τί πρόβλημα Μπουτάτα; -— Νά: Μέ ρωτήσανε; «Ή κόττα έκανε τό αυγό, ή τό αυγό την κόττα;». Τό λευκό κορίτσι ξεκαρδί ζεται στα γέλια. ^ ^ Χά, χά, χά! Καί έσύ τί τούς είπες; — Τούς είπα πώς ή κόττα έκανε τό αυγό! — Γ ιατί1; —- ιΓιατί τά αυγά δέν κά νουν κόττες. Χάνουν ...κοττο πουλάκια! Ή Ζολάν γελάει μέ την καρδιά της ένώ ό Μπουτάτα άποτελε ι ώνε ι τό όνε ι ρο: — "Ετσι όλοι οι σοφοί μέ παραδεχτήκανε γιά «κάλφα» τους καί γιά «μάσπορη» τους. Άπό τότε όπου περνούσα οι άνθρωποι μέ κοπάζανε μέ θαυ μασμό καί ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Μεγάλο κεφάλι, ό Μπουτάτα! Πολύ (μεγάλο κε φάλι !„„»
ΤΑΡΖΑΝ
— Σποι/δαΐο όνειρο! μουρ μουρίζει ή νέα. —Σπουδαίο άλλα^δέν μπο οώ νά τό εξηγήσω όλο Ακό μα... — Δηλαδή; — Νά: Οι «σοφοί» ήτανε οι Ελέφαντες καί οι ικρακόδει λοι τής λίμνης. Τό «αίνιγμα» ήτανε τό φτερωτό Στοιχειό... Καί τό «μεγάλο κεφάλι» ήτα ... ήτανε... Νά, έδώ σκαλώνω κάί δέν καταφέρνω να τό βρω! Δεν μπορώ νά έξηγήσω γιαπί όλοι λέγανε: «Μεγάλο κεφάλι, ό Μπουπάτα! Πολύ μεγάλο κεφάλι!...» — Ένώ τό κεφαλάκι σου εί ναι τόσο μικρό καί χαριτωμέ νο!, του κάνει ειρωνικά καί ξεκαρδισμένη σπά γέλια ή Ζο λάν. ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΤΣΕΠΗΣ
Ο ΛΕΥΚΟ κορίτσι καί ό Αράπης ^ προχωρούν Αρκετά Ακόμα,όταν κα ταλαβαίιναυν δτι έχουν λάθος στά μονοπάτια. Καί άν τί νά πλησιάζουν στη σπηλιά τους, Απομακρύνονται άπό αύ τήν... "Ετσι, Αναγκάζονται νά σταματήσουν καί ν’ Αρχίσουν νά τριγυρίζουν, ψάχνοντας έ5ώ κι* έκεΐ γιά νά βρουν τή σωστή κατεύθυνσι: — Είναι πού δεν ξέρουμε τί... οδός καί Αριθμός είναι ή σπηλιά μας, (μουρμουρίζει ό Μπουπάτα. ’Αλλοιώς θά τή βρίσκαμε Αμέσως. Ή Ζαλάν δεν προφταίνει νά γελΑση γιατί τήν ίδια στι
Τ
23 γμή ένας πολύ λεπτός καί παράξενος βρυχηθμός λιόντα ριου φτάνει απ’ αυτιά τους. Οί δυο σύντροφοι γυρίζουν Αμέσως πλάϊ καί Αντίκρύζουν ένα στενό' άνοιγμα σπηλιάς πού μπροστά του στέκει και τους κυττάζει άγρια ένα μεγά λο στην ήλικίσ, Α>λά μακρο σκοπικό στο σώμα λιοντάρι. Τό σώμα του δέν είναι μεγοολύ τέρα Από ιιιάς γάτας. λ— Μπά!,.. 'Ένα λιοντάρι τής τσέπης, κάνει ό Μπουτά τα ικαί προχωρεί μερικά βή μαπα γιά νά τό πιάση, Τό λιοντάρι-νάνος, όμως του έπιτίθεται καί ζητάει με νύχια καί δόντια νά τόν σπα ράξη. -— Κράταπο Τσουλουφάκο μου, φωνάζει παρακλητικά ή Ζολάν. Δεν πειράζει άν σε δαγκώνη καί σέ σχίζη. Έμει να μου Αρέσει καί θέλω νά τό πάρω στη σπηλιά μας! Άπό τις φωνές όμως του μικιροσικοπικσϋ λιονταριού ει κάνει δοποιούνται κι5 άλλα θηρία πού βρίσκονται στή σπηλιά μέ τό -μικρό στρογγυλό άνοι γμα καί βγαίνουν έξω άγριε μένα. λ Πρώτα βγαίνει μιά τίγρη μεγάλη σάν γάτα κι* αυτή. “Ύστερα βγαίνει ένας έλεψαν τας όχι μεγαλύτερος άπό έ να μικρό γουρουνάκι. Μετά έ νας ρινόκερως, μιά Αρκούδα, ένας πάνθηρας καί ένας γοριλλας, όλα στις ίδιες μικρόσκοπ ιικές δ ι αστάσε ι ς. — Χαριτωμένα πού είναι!, ξεφωνίζει ένθουσιοοσμένο τό λευκό κορίτσι,
24
Ο ΜΙΚΡΟΙ
^— Τι λες, τή^ ρωτάει ό^άγια νά βάλη στις δαγκωμαράπης. Τά μαζεύουμε σ’ ενάντιες και στίς γρατζουνιές ταυ καλάθι νά τά κάνουμε... κο-|ρ'ί κορμιού της. ^ μ τάστα; ^ ] Ό Μπουτάτα καταφέρνει Ή Ζολάν σκύβει νά τιάση^ |μέ δυσκολία νά περάση άπό τά γαριλλάκι, .μά δλα μαζί τ’ρ: ί4τό στενό στρογγυλό άνοιγμα άλλα θηριάκια χύνονται τά-,';,.καί νά χαθή στο βάθος τής νω της νά την κατασπαρά- ] σπηλιάς ιμε τά παράξενα μι ξουν. κρασκοπίικά θηρία. —Βοήθεια!, ξεφωνίζει τρο Βλέπει δμως Αμέσως πώς μαγμένη. Μπουτάτα, σώσε από την Αντικρυνή μεριά ή σπηλιά αυτή είχε ένα τερά 'με!... Ό άράπης όμως άντΐ νά στιο άνοιγμα. —Παράξενο!, μουμμουρί τή βαηθήση, γυρίζει και τής ζει^ ό Αράπης καί προχωρεί λέει Ατάραχος: — Κράτα τα, άφ'έντη καρί στο μισοσκόταδο. τσι. Δεν πειράζει αν σέ δαγ Ξαφνικά νοιώθει τά πόδια κώνουνε και σέ ξεσχίζουνε. του νά πατάνε στο κενό κι5 Εμένα μού Αρέσουνε και θέ Αμέσως πέφτει σέ μια στρογ λω νά τά κάνω... γλυκό του γύλή γούρνα γεμάτη ζεστό κουταλιού. νερό που φτάνει ιμέιχίρι ψηλά Ή νέα θά πάθαινε μεγάλο τό λαιιμό' του. κακό άπά την έπίθεσι των μι— Εντάξει,, μονολογεί, ό κροσκ οπτικών θηρίων. Κατα Μπουτάτα. Ευκαιρία νά κάνω φέρνει βέβαια νά πνίξη ένακι’ ένα μπάνιο! "Αιντε, κι’ δυό άπτ* αυτά, μά τά άλλα— άπό χρόνου πάλι, νάμαστε άκιριβώς γι’ αυτά — εΤχοον άκαλά! γρ ι έψε ι πεο ισσάτερο. Ευτυ Μένει για λίγο έικεί πού χώς τό κράξ ιιμο μεγάλου άρβρίσκεται, κρατώντας μονά πακτικου όρνιου Ακούγεται χο: τό μεγάλο στρογγυλό κε ξαφνικά καί τά «θηρία της φάλι του έξω άπό τό νερό τσέπης» παρατάνε τή Ζολάν καί κυττάζει γύρω. "Ετσι, καί τό βάζουν τρομοκράτη μέ βλέπει πώς πλάι στη γούρνα να, στά πόδια. αυτή βρίσκεται ^κι* άλλη μία, — Πάει ή κομπόστα μου! γεμάτη κι5 αυτή νερό. — Τσουλούφη!, άκούγεται : μουρμουρ ίζε ι άπογοητευμέάπ’ έξω ή φωνή τής Ζολ^άν. νος ό Μπουτάτα. "Υστερα προχωρεί στο ά <Βρήκα τό σωστό (μονοπάτι, νοιγμα τής σπηλιάς λέγοντας θά βγής λοιπόν καμμιά φορά ή νά φύγω μονάχη μου; στο κορίτσι: — ΠερίΙμενε κι έφτασα!, — ΠερίΙμενέ με καί δεν τής αποκρίνεται ό άράπης άργήσω. Θά μπω ^νά δώ τί καί πιάνεται άπό τά χείλια διάβολο γίνεται εκεί μέσα! τής γούργας γιά νά βγή έξω. —- Καλά τού λέει ή νέα ά Χέτλίγο δμως ή νέα βλέπει διάφορα, ιμαζεύοντας βότανα
ΤΑΡ2ΑΝ 1Μ·»*Τν·Μΐ^Μ»·>Μ>
- »1Γ·Γ«Γ.-Τ^-_*Ι>» »Ι^.'Μ>··Ιι»„^
να παρουσίαζεται μονάχα το της. ο Ταμπόρ άφησε κεφάλι^ του οτό άνοιγμα τής , τό νο αχ φυγηι, καί υστέρα σπηλιάς και νά τής λέει πέν τρέχοντας άπό άλλο· μονοπά θιμα: τι βγήκε μπροστά του παρα— Αφέντη κορίτσι, τράβα σταίνοντας πώς δεν είναι αυ στο καλό μονάχη σου! 5Εγώ τός άλλά έΐνας δίδυμος αδελ 8ά γυρίσω άργότερα... φός του; Μήπως τον χτύπησε — Γιατί; τον ρωτάει μ5 ά τον άφησε αναίσθητο καί ςαττσρία. ναγύιρισε ιστή σπηλιά, ξερόν — Μέσα στη σπηλιά που τας πώς όταν ό Πιτσικόκο μπήκα είναι δυό γουρινες μέ συνέλθη. θά τρέξη νά μάς πή νερό. "Επεσα κατά λάθος στή γιά τή συνάντησι αυτή καί »μιά άπ3 αυτές κι3 έπαθα μεγά θά πειστούμε πώς ό Ταμπόρ λη λαχτάρα!... έχιει έναν κακό αδελφό, που — Τί; τον ξαναρωτάει. του μοιάζει; Μά πώς μπορούν — Δεν ξέρω ακόμα καλά, νά^ συμβαίνουν όλα αυτά, α μά μου φαίνεται πώς τό δνει φού ό Πάρταμ, όπως τον είδα ρο πού σούλεγα βγήκε άληθιμέ τά μάτια μου, φαίνεται ά νό!... γριος καί κακός; Κι3 αφού ή φωνή του είναι βαρειά καί Η ΣΟΛΑΝ άλλοιώτικη, κι3 αφού δεν φο ΥΠΟΠΤΕΥΕΤΑΙ ράει στο λαιμό του την αλυ σίδα ιμέ τό μενταγιόν; Ο ΛΕΥΚΟ κορίτσι προ 303φ(νιικά τά σκοτεινιασμέ χωρεΐ ^ τώρα ^ μονάχο, από τό σωστό μανσπά να μάτια της φωτίζονται. Θυ πώς μ3 ένα άπό τά νύ τι για τή σπηλιά πού θά μάται συ χια της είχε χαράξει ματωμέ ναντήση τον Ταιμπάρ. Στο δρό νο αυλάκι στό γυμνό στήθος μο όμως θυμάται τον Πάρταμ καί τή Γιαράμπα ^καΐ παράξε τού Πόιρταμ. νες υποψίες περνάνε άπό τό — ’Άν δω στό στήθος τού μυαλό της: Ταιμπόρ τή γρατζουνιά αυτή, ψιΘυρίζε ι„ ^θά πή πώς αυτός — Μήπως ό κουτοτσουλου είναι ό Πόρταιμ καί ιμέ ξεγέ φης είχε δίκιο; ψιθυρίζει·. Μή πως^ ό Ταμπτόρ γιά νά ,μέ^ ξε λασε γιά νά συναντηιθή μέ την καταραμένη) «μισοαραπίνα» γελάση, παρουσιάζεται τάχα πού τοΰ έχει πάρει τά μυαλά. πώς είναι ό άδελφός του; "Α(ν είχε άδελφός δεν θά μουντό Καί «βιάζει τό βήμα της έλεγε τόσα χρόνια πού ζσΟμε γιά νά φτάση πιό γρήγορα μαζί; ^ στή σπηλιά καί νά κυττάξη. τό ίΚαί συνειχίζει συλλογισμέ στήθος τού άγαπημένου της νη τό μονόλογό της: συντρόφου. ^ — Τι νά ήρθε άραγε^ τή — "Αν δώ πώς έχει τή γρα νύχτα νά του πή ό Πιτσικόκο; τζουνιά άπό τό νύχι μου, θά Μήπως τον είχε στείλει ή Γι πάω άμέσως νά σκοτωθώ, συλ αράμπα νά τον καλέση κοντά λογιέται.
Τ
Ο ΜΙΚΡΟΙ Και τά γσλό^^ 05 βουρκώνουν σαν θά/να. που τή δέρνει βροχή. Καί συνεχίζει Ανήσυχη καί συλλογ ι σμ ένη την άτ ελ είωτη πορεία της κάτω από τον καυτερό ήλιο τής άγριας ζούγκλας. ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΑΜΠΟΡ
ΤΑΝ Η ΖΟΛΑΝ ψτάνη στη σττηλιά εΤναι μέση ,μέρι ττιά. Ό Ταιμπόρ κάθεται άπ* έ ξω σέ ιμιά ττέτρα μελαγχολι κός. Ή νέα ρίχνει Ανήσυχες ματιές στα στηθεία του. Εί ναι γρατζσύνισμένα καί κα~ ταματωμένα σ’ ολόκληρη την
έττιφάνειά τους! "Αμέτρητα νύχια ραίνεται πώς τάχουν οργώσει! Τό λευκό κορίτσι τον ρωτάει ιμέ συμπόνια: — Τΐ έποθες, Τσμπόρ ; Πώς έγιναν έτσι τά στήθεισ σου; Εκείνος αντί νά τής άπο κριθή, τή ρωτάιει: — Πού ήσουν, Ζολάν; Ό Μπουτάτα δεν είναι μαζί σου; Άπό^ τά χαράματα βρί σκομσι εδώ και σάς ^περι μέ νω. Πότε φύγατε; Πού είχατε πάει; ’Αλλά καί ή Ζολάν άντί νά τού Αποκριθή, τον ξσναρωτάει μέ τά ίδια ακριβώς λόγιας — Τί έπαθες, Ταμπόρ;
'0 Μποντάτα πέφτει σέ μια παράξενη στρογγυλή γουρνα μέ νερά.
ΤΑΡΖΑΝ
27
ι0 Μπουτάτα παρουσιάζεται άγνώριστός μπροστά στον Ταμπόρ και στη Ζολάν.
Πώς έγιναν έτσι τά οτήβεια σου; — ΕΤχα τρέξ,ει γιά να συ ναντήσω τον Πόρταμ, τον κα κό αδελφό μου,τής άποκρίνε ται. Μά δσο κι* αν έψαξα, δεν τον βρήκα πουθενά... Συναν τήθηκα όμως ,μ* ένα λιοντάρι τηεινασμένο, πού χύθηκε νά μέ κατασπσράξη... Πάλεψα πολύ ώρα για νά καταφέρω νά γλυτώσω... Τά νύχια όμως τής τίγρης ξέσχισαν τά στη θεί α μου... — Τής τίγρης; ρωτάει μ* άπτορία ή νέα. Λιοντάρι δεν εΐπες πώς ήτανε; ■— Δεν ξέρω... Μπορεί νά ήτανε και τίγρη... Δεν ξεχώ ρισα καλά στο σκοτάδι...
Ή Ζολάν μαζεύει βότανα και βάζει στά καταματωμέ να στηθεί α του. Ταυτόχρονα συλ λογιέται: — Μήπως γρατζουνίστηκε μονάχος για νά μπερδευτή και νά μη φαίνεται ή γρατζου νιά πού τού είχα κάνει έγώ; Ό Ταμπόρ την ξαναρωτάει. — Έσύ που ήσουν; Ό Μπουτάτα ήταν μαζί σου; -— Ναί·... Ψάχναμε νά σέ βρούμε Ταμπόρ... Φτάσαμε μέχρι τή μεγάλη λίμνη..^ —Είδατε ιυήπως το τέρας; — "Οχι ένα, τρία τέρατα είδαμε! Ίο Στοιχειό, τή Για ράμπα καί τάν Πόρταμ, τον άδελφό σου! — Τή Γ κχράμπσ καί τον
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28 Πόρταμ; χάνει κατάπληκτος ό Ταιμπτόρ.
— Καί... Καθισμένους σ’ ενα βραχάκι... Αυτός τής ελεγε ομορφα ίλόγια βγαλιμένα άπό την καρδιά του κι* αυτή του τραγουδούσε ένα γλυκό και τρανεμένο σκοπό!... Ό νέος χαμηλώνει τά μά τια.Τό κορίτσι συνεχίζει ψιθυ ρ:στά σά νά μιλάη «μέ τον ε αυτό της: — Ή αγάπη εΐνα ένα ύπέ ροχο φτερωτό λουλούδι που κατεβαίνει άπιό τον Ουρανό για νά στήση τη φωλίτσα του στην καρδ ιά -μας !... Και ικυττάζοντας παράξενα τό άμορφο ,μελαχροινό πολλήκάρα, τό ρωτάει ξεσπώντας σέ λυγμούς: . . . — Γιατί Ταμιπόρ; Γιατί έσύ δεν μου λες ποτέ ομορφα λόγια βγσλιμένα άττό την καιρ διά σου; Ό νέος τής άπσκρίνεται χωρίς νά σηικώση τά μάτια του: —Μήπως έσύ, Ζολάν; Μου τραγούδησες ποτέ γλυκούς καί πόνε μένους σκοπούς; Ξαφνικά όμως τά βουρκω μένα μάτια του κοριτσιού καρ φώνονται πάνω στο άστραΦτερό μενταγιόν που κρέμεται άπό τό λαιιμό του ικαί σκοτει νιάζουν. * Απλώνει άμέσως τό χέρι της, τό πιάνει καί τό στριφογυρίζει έξετάζοντάς το μέ μεγάλη προσοχή. Τέλος, τόν ρωτάει έτοιμη νά χυθή έπάνω του ικαί νά τόν σπαράξη: — Τά στηθεία σου ήταν κσταματωμένα, Ταμπόρ. Τό
μενταγιόν σου όμως που άκου μττοΟσε πάνω τους είναι πεν τακάθαρο καί αστραφτερό:. Απάντησε μου γρήγορα για τί θά πάω άμέσως νά σκοτω θώ»... Τό 1 Ελληνόπουλο χαμογε λάει : — Γ ιατί τό έπλυνα στην πηγή, Ζολάν. Είχε γίΐνει κα· τακικσκινο άπό τά αίματα!... "Υστερα, έδω πού καθόμουν καί σέ περίίμενα, τό έτριβα μέ στάχτη,... Νά. Κυτταξε τϊς στάχτες πού βρίσκονται μπρο στά στά πόδια μου. Ή νέα άναπνέε ι μ’ άνακού φ·ισι: ^— Μέ συγχωρεΐς, άγαπημένε μου...Δεν ξέρω τί1 είναι αυτό πού ιμέ κάνει καί λέω άνοηίσίες!... — Τό ξέρω εγώ δμως, τής άποκρΟνεται ό Ταμιπόρ. — Τί είναι; τον ρωτάει δει λά χαμηλώνοντας κΓ αυτή τά μάτια. Εκείνος ψιθυρίζει σαν νά παραιμιλάη; βλέποντας κάποιο γλυκό όνειρο: — Είναι ένα υπέροχο φτε ρωτό λουλούδι πού κατεβαί νει ψηλά άπό τόν Ούρανό γιά νά στήση τή φωλιά του.;. — Τή φωλίΤασ του, τόν διορθώνει ή Ζολάν. — Ναί... Γιά νά^ στήση τή Φωλίτσα του στήν καρδιά μας!... Η ΜΑΓΙΚΗ ΣΠΗΛΙΑ
I ΔΥΟ ΝΕΟΙ μένουν γιά πολλή ώρα άμίλητοι καί συλλογισμένοι. Τέλος καί ξαφνικά ή Ζολάν
©
ΤΑΡΧΑΝ ρωτάει τον άγαπημένο σύντρο φό της_:^ — -έρω, Ταμπόρ, πώς δεν λες ποτέ ψέματα. Απάντησε μου λοιπόν σέ κάτι που θά σέ ρωτήσω: Έσύ είσαι ό Πόίρτοομ; _— *Όχι, τής άττακρίνεται. Έγώ είμαι ό Ταμπόρ! — Και ό Πόρταμ ποιος εί ναι; Ό νέος χαμογελώντας πά τό ρίχνει στο άστεΐο: — Είναι τό υπέροχο φτε ρωτό λουλούδι πού κατεβαίνει ψηλά άπό τον Ουρανό γιά... Ή Ζ-ολάν ξεκαρδίζεται στά γέλια. — Χά, χά, χά! Τΐ κουτή πού είμαι νά σέ υποψιάζομαι, άγαπηιμένε μου!... Σχεδόν άμέσως όμως τά μάτια της ξανασκοτεινιάζουν: ^— Τί; Τί είπες; Πώς ό Γ.άρταμ είναι τό φτερωτό λου λουδι; Δηλαδή ή άγάπη; Άρα ό Πόρταμ είναι ό έρωτευμένος έαυτό σου; Έσύ δηλα δή, πού έχεις χάσει τά μυα λά μ" αυτή τή «μ ισοάραπίνα» τήν άσχημομούρα. Τώρα τά καταλαβαίνω όλα! 17Ωστε μέ ξεγελάς λοιπόν, έ; Ό Ταμπόιρ τήν κυττάζει θλιμμένα: — Έσύ πριν άπό λίγο, εΐ πες πώς δεν λέω ποτέ ψέμα τα... Τότε γιατί δον /μέ πιστεύ εις; Ή Ζαλάν /μουρμουρίζει συλ λογισμένη: — "Άλλοτε δον έλεγες ψέ ματα... Τώρα δεν ξέρω αν λες. Κι" άναστενάζοντας πρόσθιέ τει:
— Κάνει πολλά οουτό τό καταραμένο «φτερωτό λουλου δι» όταν φωλιόοση στην καρ διά μας! Τό -Παιδί τής Ζούγκλας άλ λάζει κουβέντα: — Κι5 ό Μπουτάτα; Πώς δεν ήλθε μαζί σου, Ζολάν; — Μπήκε σέ μιά σπηλιά πού άπ" V άνοιγμά της βγαίναν κάτι μακροσκοπικά θηρία. Νά: Αυτά ιμού έχουν δαγκώ σει καί γρατζουνίσει τό κορ μί... — Ή σπηλιά αυτή είχε ά πό τή μιά μεριά ένα μικρό άνοιγμα, κι" άπό τήν άλλη έ να τεράστασ; ρωτάει ανήσυ χα 6 Τομπόρ. —- Δεν ξέρω, τ’ άπακρίνε ται. Έγώ είδα μονάχα ένα μικρό στρογγυλό άνοιγμα... — Καί δεν ξάναβγήκε άπό έκεΐ; ξαναρωτάει ό νέος. — "Οχι. "Έβγαλε μονάχα τό κεφάλι του καί μού εΐπε νά φύγω /μονάχη /μου γιατί έπεσε σέ μιά γούρνα κι" έπα 8ε μεγάλη λαχτάρα. — Τί λαχτάρα; ^— πέρω κι" έγώ; Βγήκε, λέει, άληθινό τ’ όνειρό» του! Κουταμάρες του Μποΰτάτα. Χά, χά, χά!... Ό Ταμπόιρ φαίνεται πολύ ανήσυχος: — Μη γελάς Ζολάν. Αυτή είναι ή μαγική σπηλιά, πού λένε! "Από τή μιά μεριά έχει ένα μικρό στρογγυλό άνοιγμα κι" άπό τήν άλλη ένα πολύ μεγάλο πού θά μπορούσε νά πέραση* ένα Μομούθ... Στη υέση τής σπηλιάς είναι δυο γοΰρνες γεμάτες άπό ένα πα
30
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ράξενο θολό νερό. "Οποιος λοιπόν, είτε άνθρωπος είτε ζώο, βουτηξη στην άριστερή γούρνα, τό κορμί του μεγα λώνει και παίρνει γιγαντιαΐες διαστάσεις. "Οποιος όμως βο-υ τήξη στη δεξιά, τό κορμί του ■μαζεύει και γίνεται μικροσκο πικά... Τά μικροσκοπίικα θη ρία που είδατε είχαν πέσει στη δεξιά μαγική γούρνα. Τά άλλα πού τύχαιναν νά πέσουν στην άριστερή, γιγαντώνον ταν ικαί έβγαινο3ν άπό τό άν τικρυνό μεγάλο άνοιγμα της σπηλιάς... Ή Ζολάν ψιθυρίζει χαμένα: — "Ωστε γι' αυτό μου εί πε ό καημένος ό Τσουλούφης πώς έπαθε μεγάλη^ λαχτάρα. — Νάί, συνεχίζει ό Τα μ πόρ, αλλά τι λαχτάρα; "Αν έπεσε στην άριστερή γούρνα θά έχη γίνει γίγαντας. "Αν έ πεσε στή δεξιά θά έχη γίνει νάνος... Πρέπει νά πάω άμε σως νά τον βρω... Τό λευκό κορίτσι τον συγ κρατεί: *— ^ 5 Αφησε τον, καημέ νή Ταμπόρ... "Ας γίνη γίγαντας άς γίνη νάνος... Βαρέθηκα νά τον βλέπω ολο ίδιον, ίδιον... Είναι μεγάλη ...μονοτονία! ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ
ΝΥΧΤΑ
ΟΥΡΟΥΠΩΣΕ,
Σ
χφάδυ
ασε,νύχτωσε και ό άράπης άκόμα νά γυρί ση στή σπηλιά. Ό Ταμπόρ και ή Ζολάν έ χουν άπακοιμηθή ό καθένας στα στρωσίδια του. Ξαφνικά τό λευκό κορίτσι
ξυπνάει από κάποιο θόρυβο, άνασηκώνεται και άφουγγρά ζεται άνησυχη. Αργό καί βα ου ποδοβολητό φτάνει στ* αυ τιά της έξω άπό τή σπηλιά. Πετιέται άμέσως όρθια, βγαί νει στο άνοιγμα και κυττάζει στό βαθύ σκοτάδι τής νύχτας. Και νά: "Ενας τεράστιος μαύρος και άκαθόρ ι στός όγ κος φαίνεται, νά πλησιάζη τή σπηλιά. Ή Ζολάν ξαναγυρίζει μέσα τρέχοντας και ξυπνάει τραμο κρατημένη τό σύντροφό της: — Ταμπόρ!... -ύπνα Τα μπόρ !... Ό Τσουλούψ η ς έχει γίνει δράκος και έρχεται να μάς φάη!... ■Μισοξύπινιο και σαστισμέ νο τό * Ελληνόπουλο πετιέται όρθιο, βγαίνει άπό τή σπη λιά, άντιικρύζει στό σκοτάδι τον τεράστιο άκαθόρ ιστό όγ κο καί τρέχει προς τό μέρος του φωναζοντας: —Μπουτάτα!... Έσύ εί σαι, Μπουτάτα! Σέ λίγο όμως ξαναγυρίζει άπογοητευμένος κοντά στή Ζολάν πού τον περιμένει άνη συχη στό άνοιγμα τής σπη λιάς τους. — Ελέφαντας ήτανε, της λέει. ^ — Τον είδες καλά; ρωτάει τό κορίτσι. Ό Ταμπόρ χασμοφιέται νυσταγμένος καΓι τής έπανα λαμβάνει : , — Ελέφαντας ήτανε, σου λέω. Τό κορίτσι έπιμενει: — Μά έμενα μου φάνηκε πώς εΐδα καί τό τσουλούφι.
— Θά είχε σηκώσει 'τήν προβοσκίδα του, μουρμουρί ζει το μελαχροινό παλληκαρι και προχωρεί στο εσωτερικά τής σπηλιάς γιά νά ξαναξαπλώση ατά στρωσίδια του. Ή Ζολάν τον ακολουθεί. Σέ λίγο έχουν και οί δυο άποκοιμη,θή πάλι... Δεν περνάει πολλή ώρα και τό κορίτσι ξαναξυπνάει τρο μαγμένο ικαι πετιέται όρθιο. Κάτω από τά στρωσίδια της άκουγεται μιά λεπτή φωνουλα πού φαίνεται νά βγαίνη ά πό τά στη θεία κάποιου μικρό σκοπικου όντος. — Ξύπνα, Ταμπάρ! Ό Μπουτάτα γίΐνηκε μικρόβιο κι* ήρθε νά με φάη!, ξαναψω νάζει με άπόγνωσι. Ό νέος πετιέται όρθιος πά λι και μ5 ένα πήδημα βρίσκε ται στά στρωσίδια τής Ζαλάν. Ακούει κΓ αυτός τή λεπτή φωνούλα και τινάζοντας άπό τομα τό χέρι του σέ κάποιο σημείο καταφέρνει νά πιάση ένα μικρό ζωντανό πλάσμα πού στριγγλίζει τώρα απε γνωσμένα. Τό Παιδί τής Ζούγ κλας τό δείχνει στη συντρόφισσά του: — ιΠοντικάκι εΤναι, Ζολάν. Και προσθέτει άγανακτισι μένος: — Θά μ} άφήσης έπιτέλους νά κοιμηθώ; Ναι, ή 6χι; "Υστερα βγαίνει στο οίνοι γμα τής σπηλιάς, πετάει τό ποντικάκι μακρυά και ξανα^ γυρίζοντας ξαπλώνει πάλι^ κά τω ατά στρωσίδια του κΓ ά-
ποκοιμιέται. Τό ίδιο κάνει καί τό λευκό κορίτσι. ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΙ»
ΕΝ ΠΕΡΝΑΕΙ πάλι πολλή ώρα καί ή Ζολάν _ ιμέ τά ευαίσθητα αυτιά ξαναξυπνάει κάί άφουγκράζε ται. "Εξω λάπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς φτάνουν στ* αυ τιά της πσνεμένοι λυγμοί.... Γιά τρίτη φορά πετιέται πάλι όρθια καί βγαίνει νά δή τί συμβαίνει. Μόλις όμως φτάνει στ* άνοιγμα, άντικρύζει κάτι πού την κάνει νά Εα* ναγυρίση τρελλή άπό τρομο καί φρίκη κοντά στον κοιμι σμένο σύντροφό της, ξεφωνί ζοντας : — Ό Τσουλούφης, ό Τσου λούψης!.. -ύπνα, Τα)μπάρ, ξύπνα!... Ό νέος άνασηικώνεται κΓ αυτή τή φορά κάί ρωτάει σαστ ισ μένος: — Ό Μπουτάτα; 9 Ηρθε 6 Μπουτάτα; — Ναι, άλλά όχι όλόκλη^ ρος, τού άποκρίνεται τό κο ρίτσι. Μόνο τό κεφάλι του ξα ναγύρισε καί κλαίει!... Ό Ταμπόρ πού νομίζει πώς κΓαύτή τή φορά δέν συμ βαίνει τίποτα^ άστιεύεται: , — Δίκηο εχει πού κλαίει. Όλόκληρο κορμί έχασε ό άν θρωπος! Νά γελάη θέλεις; Χά, χά, χά!.. Μά τά γέλια πνίγονται ά° πότομα ατό λαίιμό του παλλη καριου. Τήν ίδια στιγμή τά μάτια του καρφώνονται ατό ά νοιγμα τής σπηλιάς καί μένει άκΡνητος σάν άγαλμα.
η
Και οί δυο μαζί άντικρύζουν ιμέ φρίκη νά μπαίνη κ^οοί νά προχωρή ιμέσα το ρεγάλο και στρογγυλά κεφάλι του Μττουτάτα... Μονάχα σάν ψτά νη ικοντά στα στρωσίδια τους βλέπουν πώς τό κεφάλι αυτά στηρίζεται σ5 ένα μιικροσκοπι κά άλλα γεροδεμένο μαύρο κορμάκι, μέ δυά γερά μπρατσάκια και ποιδαράκια. Ή εκφρασί του δείχνει θλΐψι κάΐ άπογνωσι γιά τη συμφορά πού έχει πάθ'ει. — Τσσύλουφάκο μου, του φωνάζει^ ιμέ σπαραγμό ή Ζολάν, πώς γίνηκες έτσι; ΚΓ ό άμοιρος Μπουτοτα τής άποκρίνεται μέ σπαρα κτικούς λυγμούς: — Πλύθηκα ιμέ ζεστά νερά κα>ί...μ|πήικα! — Καί τά κεφάλι σου, τάν ρωτάει ό Ταμπόρ, πώς έμει νε μεγάλο όπως ήτουνε; — «Γ ιατί αυτά έμεινε έξω άπά τη γούρνα, του αποκρί νεται. Καί συνεχίζει πένθιμα: — Μά τά είδα εγώ τά όνει ρο! Τά είδα καθαρά, παναθε μά το!... — Ποιά όνειρο; ρωτάει περίεργος ό Ταμπόρ. Ή Ζολάν αναλαμβάνει νά του έξηγήση μέ κάθε λεπτό μιέρεια το όνειίρο του άράπη. — Είχες δίκιο Μττουτάτα μου!, του λέει στο τέ λος. " Η θέλε ς νά ^ μάθη ς τί έσήραινε τά μεγάλο κεφάλι καί νά πού δέν άργήρες νά τά μάθης. Είσαι πραγματι κά τώρα τά πιά μεγάλο κεφά λι όλης τής Οικουμένης.
ύ ΜΙΚΡΟΙ —- Τά βλέπω, αφέντη, κορΐ τσι, κλαψούρισε ό Ματουτάτα καί κούνησε την κεφάλα του πού έμοιαζε μέ ολόκληρο άεράστατο μ,προστά στά μ ι κροσκοπ ικά του σώμα. "Έγι να τά πιο μεγάλο κεφάλι του κόσμου! Ό Ταμπόρ κυττάζει μέ άφάνταστη λύπη; καί συμττόνια την τραγικήν (μέταμρρφοσι τού αγαπημένου1 συντρόφου του πού ήταν άλλοτε ένας χε ροδύναμος άντρας. Ή Ζολαν όμως συνέρχεται γρήγορα ά πά την πρώτη έντύπωσι καί αρχίζει νά διασκεδάζη. — Τώρα θά σέ παίΙρνω έγώ στον ώμο μου, Τσουλούφη, τού λέει γελώντας. "Υστερα, ρίχνοντας μιά μα τιά στο πιστόλα τής ζώνης ταυ, συνεχίζει: — Ή ^μίπιιστόλα» σου ό μως έμεινε όση, ήτανε! Χά, χά, χά! Καλέ γιά δέστ^ τον Σάν ...κέφαλος δεν είναι; 3 Από τά μεγάλα γουρλωμέ να μάτια τού άράπη, κατρα κυλάνε δυο δάκρυα. — Καί τώρα, τί θά κά νω; άναρωτιέται ό δυστυχι σμένος. Τί θά γίνω μ* αυτά τά μικρά κορμί καί τά μεγά λο κεφάλι. "Αφέντη κορίτσι, πες μου τί θά κάνω τώρα; 'Κοοΐ ή Ζολάν πού έχει με γάλη διάθεσι γιά πείραγμα καί για γέλια, τού λέει: — ζέρεις τί θά σέ κάνου με, Μπουτάτα; — Τί; ρωτάει εκείνος πε ρίεργα. — Θά σέ κρεμάσουμε μπροστά στη σπηλιά μας
ΤΑΡΖΑΝ
33
για σκιάχτρο, νά μην ττλτ},σισάζουν τά θφία! Χά, χα, χά,^δέν. είναι δ/π πρέπει για σκ ι άχτρο, Ταμπάρ; γυιρίζει κα^ι λέει ατό σύντροφό της, ένώ ό Μπουτάτα ξεσπάει τώ ρα σέ λυγμούς. Το Παιδί τής Ζούγκλας γί νεται έξω φρένων .με τή συντρόφ ισσά του: λ·— Έπι τέλους, Ζσλάν!... Π άψε νά τον κοροϊδεύης!...
Ό Μπουτάτα συγκινεΐται. — Σ' ευχαριστώ, άφένττ Πόρτα! Ή καρδιά σου είναι πολύ... ττσνόψυχηι! Ή Ζολάν τον διορθώνει: — Δεν είναι ό Πόρταιμ!... Ό Ταμιττόρ είναι. Ό Μπουτάτα έπΐιμένει: •— "Οχι. Ό Πόρτας είναι! "Ακουρεμε πού σου λέω. Ε γώ είμαι ../μεγάλο κεφάλι!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άττοκλειστικάτης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις 0.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ --------------------------------------— ■
ΤΑΡΖΑΝ
------------------ ------------------------------------------ ----------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------
ΕίΜ§ΜβΜΙ® ΪΙΕ.!Ρ1©&Ι1*© ΖΟΥΓΚΛΑΧ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ............. -
ΚΑΘΕ ■■
■
.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
_________ _________ ____-___ _
*
! Β
Γραφεία 'Οδός Λέκκα 22 — Αριθμός 11—Τιμή δραχ. 2 --------------------- ----------------------------
------------------ --------------------—--------------------------------------------
■'
Λημ-οσ ιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. ΟIκΌνομικιάς Δ)<ντής: Γεώργ. Γεωργ’.άδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χίχτζηδασ [λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκικσ 22, ’Αθήναι
3
$ δ
§ *5Η!ΒΒΒβίΕίΒί*ΚΙ®ϊΕΒί®Ι»!®ΕΙΒΠ36®·Ο*8ί»1ϊ»Μ»531ΒίΙ!3ΒΜΜίΕ3ϋ®Β«1Ι1ί1ι»ϊε»ΜίβΙΙΚ»Κ·ίβ81ίΕ»«0«28»β1®ίε51Κίί»'’'
ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ 5 Από τό 12ο τεύχος που κυκλοφορεί το έρχδμενο Σάββατό με τον τίτλο:
Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΩΝ ό κυκλοφοριακος θρίαμβος του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ άξιο^ ποιείται με μια ριζική καί πλούσια όνακαίνισι του κειμένου και τής έμφανισεώς του.
25 ΠΟΛΥΧΡΩΜΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΚΟΝΕΣ Μ
ΙΕ ΚΑΘΕ ΤΕΥΧΟΣ Διαβάστε δλοι τό έρχόμενο Σάββατο τήν κατοπτληκτική περιπέτεια:
Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΩΝ Γιαράμπα, ή πανώρια μελαψή βασίλισσα τής Ζούγκλας — Ηορταμ, ό μυστηριώδης οίουμσς άδελφός του Ταμπόρ •— Τεράστια φίδια μέ κεφάλια ανθρώπων. — Καί ή κω μικοτραγική παραμσρφωσις 4. υναρπαστ ικες περιπετει ει πλοκή και δράσι που γράφει < νραφέας:
Ζούγκλας σέ ύπόθεσι, Αγαπημένος σας συγ-
'οανένας δέν ποέπει νά μείνη χωρίς ν* άποκτήση
* ΤΕΥΧΟΣ - ΘΑΥΜΑ,ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ Λοφορει τό έρχομενο Σαββατο.
ΠΡΟΧΩΡΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ,^* ΑΛΛΑ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ.... ΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ^ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ__ ^
■ΚΑΠΟΙΟΙ! ΤΡΕΧΕ» ΕΙΝΑΙ Ο ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΟΥ ----------μου/Ώ:^
ΜΙΑ ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΗ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΟΥ/
ΠΡΟΣΕΞΕ: ΠΗΔΗΣΕ ΠΛΑΓΙΑ
Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΦΙΑΑ.ΝΘΡΩΠΩΝ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
μέ τό κωμικό τσουλούφι στο κεφάλι, άργησε πολύ νά γυρί ση, αυτή τή νύχτα}, κοντά ΤΑΜΠΟΡ, τό άτρομη το Ελληνόπουλο τής στους συντρόφους του. Είχε συναντήσει τυχαία τό ζούγκλας και ή Ζολάν, άνοιγμα μιας σπηλιάς η όμορφη συντρόφισσά τουστενό μέ τά χρυσά μαλλιά, γυρίζουν άπ3'δπου είδε νά βγαίνουν λι στη σπηλιά τους υστέρα από λιπούτεια θηρία, λιοντάρια, τίγρεις, κλπ. *Έτσι τρυπώ συνταρακτικές περιπέτειες μέ τό τροιμακτικό Στοιχειό τής νοντας κι5 αυτός μέσα άπό πε ριέργεια, έπεσε κατά λάθος μεγάλης Λί'μνης (*). στη μια άπό τις δυο μαγικές Ό χεροδύναμος Μπουτάτα γουρνες πού υπήρχαν έκεΤ, μάτες άπό ένα θολό ζεστό νε (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ χος, τό 11, που εχει τον τίτλο ρό. «Τό Στοιχειό τής Λίιμινης» ^Ανθρωπος είτε ζώο, που θά
©
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.
%
4
πεφτε στην άριστερή γουρνα μεγάλωνε κι* έφτανε νά πάρη γιγανπαΐες διαστάσεις. Το αντίθετο συνέβαινε ,μέ τον άνθρωπο ή τό ζώο πού θά πεφτε στη δεξιά γούρνα: τό σώμα του ιμίκραίνε κι3 έφτανε νά πάρη· λιλιπούτειες δ ιοστά σεις. Καί ο άμοιρος άράπης, γλυοτρώντας στο μισοσκοτα δο της μαγικής οττηλιάς, εττε σε μέχρι τό λαιμό μέσα σ3 αυ τη την καταραμένη δεξιά! γούρνα. Έτσι, ό χεροδύναμος Μπου τάτο έταθε μιά κωμικοτραγί' κή^ πάρσιμόρφωσι!... Αυτός, που τραβούσε άλλοτε και ξερ ρίζωνε^ τις ουρές τών Έλεφάν των σ'άν ...φρέσκα κρεμ.μυοάκια... Αυτός, πού σήκωνε άλ λοτε τά λιοντάρια καί τά χτυ τιούσε κάτω σαν ...χταπόδια. Αυτός, πού άρπαζε άλλοτε τούς κροκοδείλους άπό τά σα γόνια καί τούς έσχιζε σαν... σαρδέλλες του βαρελιού, αυ τό λοπόν τό άνήιμερο θηρίο κατάντησε νά ,μείνη άπό τό λαιμό καί κάτω ένα σωστό ά πόλειφάδι. Τό^ σώμα του ρι κραίνοντας στη μαγική γουρ να, έφτασε νά γίνη δσο τό κορμί μιας γάτας, ή τό κορμί του Πιτσιαόκου. Μόνο ή στρογγυλή κεφάλα του μέ τό κοσμικό τσουλούφι δεν βουτήχτηκε στο θολό ζε στό νερό κι* άπόιμεινε μεγάλη όπως ήταν! Τώρα μάλιστα πού γο κορμί του εΐχε γίνει μι κροσκαπικό, φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη άπό πριν.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Σ’ αυτά τά τρομακτικά χά λια λοιπόν παρουσιάζεται μπροστά στον Ταμπόρ καί στην Ζολάν άργά την νύχτα, ο δυστυχισμένος Τσουλούφης. 'Όμως καί πάλι δεν τό βάζει κάτω. ιΓΥ αυτό κι* όταν τό άπονο Κορίτσι τής Ζούγκλας άρχΓζη νά τόν κοροϊδεύη,, δεν δείχνει καθόλου στενοχωρημέ νος άπό την τύχη του. — Χά, χά, χά! Τώρα νά φοβάσαι περισσότερο τά μο λ υντήρ ι α, Μπουτ άτα! ν Ετσ ι πού κατάντησες, άν βρεθή μπροστά σου κανένα πεινασμένο, >μονάχα τό κεφάλι σου θ' άφήση αφάγωτο. ^— Μη γελάς, άφέντη Ζο λάν, γιατί σου δίνω μιά κου τουλιά καί γίνεσαι σκόνη, πού καθαρίζουνε τά ρπρούντζα! Πραγματικά: ^μοναδικό καί φοβερό όπλα τού άλλοτε με γαλόσωμου καί χεροδύναμου άράπη είναι ή τεράστια, καί γερή σά σίδερο, κεφάλα του. Μέ μιά κουτουλιά του μπορεί νά σκοτώση βουβάλι, ή νά σωριάση κάτω άναίσθητο έ ναν Ελέφαντα. — Μονάχα ή κεφάλα καί ή μπιστόλα μ’ άπομείνανε! Μά δέ μέ νοιάζει... Μ5 αυτές τις δυό δεν φοβάμαι κανένα! —Χαΐ τό κορμί σου, Τσου λουφάκο μου; Δέν στεναχωριέ σαι πού δέν τοχεις; ,— Καί γιατί νά τοχω, ά φέντη κορίτσι; Γιά νά τό ταΐ ζω καί νά ιμή χορταίνη, δη λαδή;
ΎΑΡ1ΑΗ
Η Π ΑΡΑΜΠΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΧΕΙ ξημερώσει πιά κα λά όταν ξαφνικά μπαί νη στη σπηλιά καλπά ζοντας ό μαύρος καβαλλάρης Ρίχνει μια ματιά στά κεφά λια του Ταμπόρ, τής Ζολάν καί τού Μπουτάτα πού, σκε πασμένοι ως το λαιμό με τις προβιές τους, κοιμούνται βαθειά. Ό Πιτσιικόκο ξεπεζεύει καί πλησιάζοντας την κεφάλα τού Τσουλούφη — πού δεν ξέρει βέβαια την παραμόρφωσί του τοΰ γαργαλάει τό τεράστιο αυτί ,μέ τό μικροσκοιπικό ποβαράκι του. — Έ, Μπουτάτα! αύπνα γρήγορα!^ Ό άράπης μισοξυπνάει ένωιχλη'μένος καί ξεχνώντας την κωμικοτραγική παραμόρ φωσί του τον φοβερίζει: — Φύγε μικρόβιο! Θά σέ πατήσω κάτω σαν κατσαρί δα! /Καί πετώντας τη χοντρή άρκουδίσια προβιά που σκε πάζει τό κορμί του, πετιέται όρθιος κι* αγριεμένος. Ό Πιτσικόκο, στην αρχή, πού τον βλέπει, μένει σά να τον χτύπησε κεραυνός στο κε φάλι. Αμέσως όμως συνέρχε ται καί ξεκαρδίζεται στά γέ λια: — Χά, χά, χά! Μωρέ πώς κατάντησες έτσι; Σά ραπα νάκι γίνηικες! Χά, χά, χά! Ό Μπουτάτα θυμάται την παραμόρφωσί του καί δίνει τόπο στην οργή: — "Έλα, καημένε «συνά
5
δελφε»: Επιτρέπεται νά κοροϊοεύης κι* έσύ; *Ίδιοι μ αν τράχαλοι δεν εΤμαστε;..„ Τά γέλια όμως τού μικροσκοπικού άραπάκου ξυπνάνε τόν Ταμπόρ καί τή Ζολάν. _— Τΐ τρέχει, Πιτσικόκο; 5'Επαθε τίποτα ή Γιαράμπα; — "Οχι, άλλά θά πάθη, έ τσι μονάχη πού βρίσκεται στην κορυφή του δέντρου. χ Ή Ζολάν θυμάτο' τόν κα κό άδελφό τοΰ Τα, πόρ πού βρισκόταν χθες μαζί της καί ρωτάει καχύποπτα: -— Μονάχη; Κό ύ Πόρ ταμ που τόσο πολύ τήν άγαπάει, δεν βρίσκεται μαζί της; ^—■ Ό Πόρταμ έφυγε και τήν άφησε ά|πό χθες, μόλις ξεμακρύναμε λίγο από σάς. Είπε πως θά ξαναγυρίση, °Ό μως φαίνεται πώς θάχη ^κι* άλλη συντρόφισσα που δεν μπορεί νά τήν άφήση μονάχη. Ό Ταμπόρ ρωτάει μ5 ενδιαφέρον: -— Λέγε λοιπόν... Τί συμ βαίνει στή βασίλισσα της ζούγκλας; _ — Κάτω άπό τό θεόρατο δέντρο πού στήν κορυφή του έχει στήσει τήν καλύβα της, έφτασαν πριν λίγο τρεΐς φο βεροί Φιδάνθρωποι. Παλεύουν ν* ανέβουν στο δέντρο για νά την σπαράξουν μά δεν τα κα ταφέρνουν. Ή πανώρια κι' άτρόμητηι Πι αραμπά, μό/υς σκαρφαλώνουν στον κορμό καί κάνουν νά φτάσουν στά πρώτα κλαδιά, τούς χτυπάει μ* ένα σπασμένο κλαδί πού κρατάει στά χέρα της καί τούς ξαναγκρεμίζει κάτω. Κι8
#
© ΜΙΚΡΟΙ
αυτό συνεχίζεται χωρίς τέλος. Έγώ πού κοιμόμουν στο δι πλανό δέντρο, μόλις εΤδα αύτο τό κακό, πήδησα κάτω, κα βάλλα στη ράχη του ’Αλασάν μου κι5 ήρθα να σάς ειδοποι ήσω... — Πώς ανακάλυψαν οι Φι δάνθρωιποι πως ή Γ ιαράμπα βρισκόταν στην κορυφή του θεόρατου δέντρου; — Τι νά σου πώ, Ταμπόρ. Μόλις είχε αρχίσει νά χαρά” ζηι και ή μελαψή κοττέλλα τραγουδούσε. Φαίνεται πώς 0* ακόυσαν τή φωνή της. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΓΕ~ΤΖΠ 0^ ΚΕΦΑΛΙ του Μττσυ>τάτα ακούει τον Πιτσι Ά κόκο νά μιλάη γιά τούς τρεις τρομακτικούς Φιδανθρώ
—«Μή γελάς, άψέντη Ζολάν γιατί σου δίνω μιά κουτουλιά
καί γίνι^αδ σκόνη···»
Ό Πιτσι κόκο καβάλλα στον *Αλασάν του μπαίνει^ καλπάζον τας στ* άνοιγμα τής Σπηλιάς.
πους καί μουρμουρίζει άγέρω χα καί παλληικιαρίσια: — Έπρεπε νοόμουν έγώ! ■ Νά τούς βαρέσω τρεΐς κου τουλιές καί νά τούς κάνω άλει ψή γιά τούς κάλους. Καί συμπληρώνει μέ αυ τοθαυμασμό : ^— Πετάω κάτι «ιατρικά» πότε-πάτε! Μπά, σέ καλό •μου 1 Ή Ζολάν τον ρωτάει: — Πές μου, Τσουλούφη, έχεις δή ποτέ σου Φιδάνθρ&τ πο; — Και βέβαια καί βέβαιότατα!... — Που; — Στον ύπνο μου! Καί συνεχίζει κουνώντας
παραστατικά τα μικροσικοπι-
ΤΑΡ2ΑΝ
κό μαύρα χεράκια του. λ— Πριν λίγες μέρες είχα δή ένα όνειρό. "Ήτανε λέει μια μέρα ττού βγήκα για κυνήγι. Ησουνα κι1 έσύ .μαζί (μου, Πι ταικάκο. Τό θυμασαι; — "Οχι... —· Τότε έσυ θάβλεπες άλ λο όνειρό... Μια φο<ρά ήσουνα. Σέ εΐδα μέ τά μάτια μου κΓ ας ήτανε και κλειστά... Τό λοιπόν έκεΐ πού παραμόνευα να πέραση κανένα ζαρκάδι ν’ αναπαύσω την ψυχούλα του, νά καί ξεπετάγεται ένας Φι λάνθρωπος άρσενικος καί τυλί γεται στή,ν αείμνηστη κορμά ρα «μου! Βρε καλέ μου, βρε κακέ 'μου, του λέω έγώ, τίπο τα αυτός. «Θά σέ καταβρο χθίσω», μού λέει. «Θά σέ τα; ράξω -στις σφαλιάρες» τού
Και 6 Πιτσικόκο άκόμα κοροϊ δεύει τον άμοιρο Μπουτατα, έτσι πουχει καταντήσει.
7
Ό απαίσιος φιδάνθρωπος δαγ κώνει τό τσουλούφι του Μπουτάτα καί τραβάει νά τό ξερριζώση.
λέω. Καί^ γιά νά μη σάς τά πολυλογώ, λόγο στο λόγο πιαστήκαμε στά χέρια! Μιά γροθιά αυτός, μιά γροθιά έ γώ... Ή Ζολάν χαμογελάει: — Καλέ οί Φιδάνθρωποι βαράνε γροθιές; "Έχουνε χέ ρια; — Σωστά. Αυτό τού έλε γα κι5 έγώ: «Μή βαράζ γρο θιές^ γιατί δέν έχεις χέρια!» Αυτός όμως τό χαοα του. Μού βαραύσε κάτι γροθιές πού αναστέναζαν τά σαγόνια μου. "Αιντε νά τού δώσης^νά κότα λάβη πώς δεν έχει χέρια! Στο μεταξύ, καθώς Τα^μπόρ ετοιμάζεται γιά νά φύ γη, ή Ζολόον διασκεδάζει μέ τις άνοησίες τού Μπουτατα.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
— ΚΓ υστέρα, κι3 υστέρας — "Υστερα, τό λοιπόν, ο Φιδάνθρωπος ανοίγει τό στό μα κι* αρπάζει στα φαρμα κερά δόντια του ^το «άειβα λές» ιμου τσουλούφι!... — Κι3 ύστερα, κι3 υστέ ρα; — Τό τραβάει μέ δύναμι γά νά τό ξερριζώση. Μά ό πόνο^ ή,ταν τόσο δυνατός πού ...που.... — Που; — ...ξύπνησα!... — Κι5 υστέρα, κι* υστέρα; — "Υστερα ξανακοιιμήθηκα... —Κι3 υστέρα, κι3 ύστερα; Ό «Κέφαλος» βάζει τό μι κρασκοπικό δαχτυλάκι του μπροστά στις τεράστιες χει λαρές του: — Σσσσ... Μή φωνάζεις καί ιμέ... ξαναξυπνήσης! Η ΖΟΛΑΝ ΞΑΝΑΖΗΛΕΥΕΙ ΤΑΜΠΟΡ είναι έτοι μος τώρα. —<Πάμε, Πιτσικόκο. Πρέπει ,νά προφτάσω νά σώ σω τη Γ ιαράμπα. |Τό κεφάλι του Μποα/τά-» τα κάνει νά τον άκολουθήση. — θάρθω κι5 έγώ, άφέντη Παιδί! Ό Ταμπόρ τον σπρώχνει μέ τό πόδι του. — 3 Εσύ θά μείνης έδώ ιμέ τη Ζολάν... Ό <3Κέφαλος» θυμώνει άφάνταστα. Υποχωρεί αμέσως λίγα βήματα καί παίρνοντας φόρα τινάζεται σαν βολίδα κατά τον Ταμπόρ. Τό φοβε
ρό κεφάλι του χτυπάει μ* άφάνταιστη όρμή στην κοιλιά του νέου ικιάί τον γκρεμίζει ανάσκελα κάτω. -— Νά γιά νά μάθης κι3 εσύ τΐί έστί κουτουλιά; τού «Κέφαλου»! Χί., χίς χ,! ^ Ό Ταμπόρ μένει γιά μερι κές -στιγμές κάτω ακίνητος σάν πεθαμένος. Όποιασδήπο τε άλλος άν δεχόταν οπήν κοιλιά του ένα τέτοιο χτύπη μα, δεν θά ξ ανασηκωνόταν ποτέ. Τό γυμνασμένο λαστι χένιο κορμί τού ατρόμητου 4Ελληνόπουλου άνθεξε κι3 αύ τη τη φορά. Τό ιΠαιδί τής Ζούγκλας συνέρχεται . γρήγορα, πετιέται όρθιο καί δίνει στον Μπου τάτα ιμιά άπότομη δυνατή κλωτσιά προς τήν έξοδο τής σπηλιάς. Καί ή στρογγυλή, κεφάλα τού άράπη σάν υπέρ φυσική ,μπάλλα ποδοσφαίρου, περνάει μ3 αυτό τό σούτ άπό τό άνοιγμα καί κατρακυλάει έξω, φωνάζοντας πανηγυρ ι κά: — ιΓκόοοολ!... Ταυτόχρονα σχεδόν ή Ζου λάν συγκροτεί άπό τό μπρά τσο τό σύντροφό της. — Πού πας, Ταμπόρ; — Ή Γ ιαράμπα κινδυνεύει ... Πρέπει νά τή σώσω. —Δεν έχεις καμμιά δου λειά εσύ. Νά τή σώση ό Πόρ ταμ, ό άδελφός σου! — Αυτός είναι κακός καί άπιστος. Τήν παράτησε μο νάχη καί ανυπεράσπιστη. Πρέ πει νά τρέξω κοντά της. —Δεν θά πας πουθενά!
ΤΑΡΖΑΝ
Ό Ταμττόρ την σπρώχνει βάναυσα. — Μή ρέ τραβάς, σου λέω. ’Άν ήσουν άντρας θά εί" χα κιόλας ματώσει τή γροθιά ■μου πάνω στο πρόσωπό σου!_ Μή ψχέ φέρνης σε δύσκολη θέ σι. Καί ή Γιοράμπα, καπέλλα σαν κι5 εσένα είναι. Θά ήταν άνανδρο νά άψήσω νά τή πνίξουν οί Φιδάνθρωποι. Σικέψου νά κινδύνευες εσύ και νά άφηνα νά σέ στταράξουν τά θηρία. Μά τόσο κακία ψυ χή έχεις λοιπόν; Ή νέα πνίγει τούς λυγμούς της· —Ναι, Ταμττόρ! *Έχω κα κ;ά ψυχή γιά δλο τον κόσμο, μά καλή καρδιά γιά σένα!... Ό Ταμττόρ τήν κυττάζει μέ περιφρόνηΐσι. —Η άψε λοιττόν! Βαρέθηκα ν5 άκούω ττώς μ* άγαπάς! Δε θέλω νά ιμ* αγαπάς! Μίσησε με καλύτερα. Καί προσθέτει κομπιάζον τας: — Κάποτε .κι* εγώ σ’ άγαπούσα πολύ... Μά^ή ζήλεια σου έκανε στάχτη την αγάπη μου όπως ή φωτιά τό ξύλο. Δεν σ’ αγαπάω πιά... Έσύ υ’ έκανες νά (μήν σ’ άγαπάοο. ’Αγαπάω τήν... "Ασε με λοι παν ήσυχο! "Ασε .με νά μ ή στο πω κι* αυτό τό τελευταίο. Καί προχωρώντας νά φύγη φωνάζει στο μικροσκοπικό μαύρο νάνο: — Πάμε, Πιτσιικόκο... Πά με γρήγορα νά τήν προφτάσω ζωντανή. Ό νάνος, πριν φύγη γιά νά τον άκολουθήση, λέει σι
9
γά στή Ζολάν: ;— Μή στενοχωριέσαι. "Αν δής τά σκούρα, στείλε μου προξενιά και ../μπορεί νά δε χτώ! .. Ό Πιτσικόκο βγαίνει άπό τή σπηλιά, ένώ τό δυστυχισμέ νο Κρρίτσι τής Ζούγκλας πέ ψτει στα στρωσίδια του καί ξεσπάει σ’ άκρστητους λυ γμούς. Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΤΑΜΠΟΡ, έγκαταλε'ίτηοντας, δπως είδαμε, τή Ζολάν, βγαίνει άπό τή σπηλιά ικαί παίρνει τό μο νοπάτι κατά τό βορρά. Ό Πιτσικόκο πηδάει στο άσπρο άτι του καί καλπάζοντας τον φτάνει καί προχωρεί .μαζί του. Ό Μπουτάτα δεν φαίνε ται πουθενά. Σέ μια στιγμή τό Παιδί τής Ζούγκλας ρωτάει τό νά νο: — Τούς είδες έσύ μέ τά μάτια σου τούς Φιδανθρώ πους; — Ναι. "Ωρα πολλή τούς παρακολουθούσα άπό τό πλα ϊνό δέντρο... — Καί πώς είναι; Δέν έ χω δη ποτέ .μου τέτοια τέρα τα... Ό Πιτσικόκο τού έξηγεΐ: — Είναι κάτι τεράστια κόκκινα ψίδια πού τό κεφάλι τους είναι άνθρώπινο... — Περίεργο... Είχες ξανα κούσει ποτέ νά .μιλούν γΓ αυ τούς τούς Φιδανθίρώπους; — Ναι... Στή χώρα τού πατέρα μου ήταν ένας τρελ-
10
λός ,μάγος. Αυτός έλεγε ττολ λά παραμύθια γι’ αυτούς... Έγώ όμως δεν τά πιστεύω... — Τι έλεγε; Ό νάνος προσπαθεί νά θυ μηθή: ^ — "Έλεγε πώς κάπου μέ σα στα σκοτεινά σπλάχνα έ νας /μεγάλου πέτρινου βουνού ζούισε ή παράξενη φυλή των Φιδανθρώπων. *Ηταν γιγαν τόσωμοι άράπηδες πού για νά προστατεύωνται άπό τα άγρια πεινασμένα θηρία πού έμπαιναν στο κούφιο βουνό γ:ά νά χορτάσουν την πείνα τους, έκαναν κάτι απίστευτο. »Τά ιμισά από τά άρσενικά παιδιά τής φυλής τά μετά μόρφωναν σέ φίδια. Μόλις γεννιόταν τό παιδί σκότωναν ένα μικρό φίδι, τού κόβαν τό κεφάλι, τό έγδεραν καί φορού
—«"Οχι^ ίαμπόρ! Δεν θά πάς πουθβνα!, του λέει ή Ζολάν.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Οί^ τρομεροί Φιδάνθρωποι προ στάτευαν τή Φυλή από τις επι θέσεις τών πεινασμένων θηρίων.
σαν τό φρέσκο τομάρι του στο σώμα τού μωρού^μέχρι τό λαι μό. Δεν άφηναν έξω παρά μο νάχα τό κεφαλάκι του. »Έτσι τό σώμα τού παι διού μπολιαζόταν πάνω στο τομάρι, έτρεφε καί γινόταν ένα μ5 αυτό. Καί καθώς τό μωρό μεγάλωνε, μεγάλωνε μα ζί του καί τό δέρμα τού φι διού. »Φυσικά τό σώμα τού παι διού, άφού δεν μπορούσε νά μεγάλωση σέ πάχος, άναγκα ζόταν νά μακραίνη, ώσπου γέ μιζε ολόκληρο τό κούφιο το μάρι καί θέριευε μαζί μ" αυ τό. Τέλος γινόταν ένα τερά στιο κόκκινο φίδι, αφάνταστα ευκίνητο δυνατό καί προπαν τός έξυπνο, άφού τό κεφάλι του είχε δχι μυαλό φιδιού,
ΤΑΡΖΑΝ
11
άλλα μυαλό ανθρώπου. »Καΐ τά άνθρωποφίδια αυτά ή φυλή τά χρησιμοποιού σε γιά την προστασία της από τις έπι θέσεις των πείνα σμενών θηρίων. Φρουρούσαν μέσα άπό τό τεράστιο άνοι γμα του μεγάλου κούφιου βου νοϋ και μόλις κανένα θηρίο έκανε νά μπή μέσα, τύλιγαν ταν στο κορμί του, πάλευαν μ5 αφάνταστη δύναμι κι5 έξυπνάδα και το έπνιγαν... »Μό'νο — όπως έλεγε ό τρελλός Μάγος — οι άνθρω ποι αυτοί, πού σιγά - σιγά μεταμορφώνονταν σέ φίδια, έπαιρναν /μαζί καί την κακία των φιδιών. "Ηθελαν νά κά νουν παντού καί πάντα τό κα κό. Γι' αυτό καί πολλές φορυς τυλίγονταν κι* έπνιγαν ά
Τό κλαδί δμω^ που πιάστηκε ή Γιαράμπος σπάει απ’ τό βάρος τοΰ κορμιού της.
Ή πανώρια βασίλισσα , τής Ζούγκλας πηδάει απ’ τό δέντρο πάνω στη ράχη του περαστικού άγριοβούβαλου.
κόμα καί άνθρώπους τής φυ λής τους. Τότε, όλοι μαζί, κυνηγούσαν τά άνθρωποφίδια αυτά μέ πέτρες καί ξύλα καί τά έδιωχναν άπό τό μεγάλο πέτρινο /βουνό... Καί ό Πιτσικόκος καταλή γει: — Μά όλα αυτά, Ταμπόρ είναι παραμύθια... Έγώ λέω πώς οι Φιδάνθρωπο. είναι δαί υονες πού ξεπήδησαν κάτω άπό τις φωτιές τού “Άδη!... Τό Παιδί τής Ζούγκλας α κούει τη διήγησι τού μικρο0‘κοπικοΰ νάνου καί μουρμου ρίζει καθώς προχωρεί βκχστι κός γιά νά συνάντηση τή Για ράμπα. — Καί φ'ίδια νά εΐναι καί δαίμονες καί δράκοντες καί στοιχειά καί τέρατα, τό Τδιο
12
μου κάνει... Φτάνει νά βρεθώ μέ τό ρόπαλό μου κοντά τους πριν προλάβουν νά κάνουν κα κό στην πανώρια μελαψή βα σίλισσα τής ζούγκλας. ΠΕΝΤΕ ΤΙΓΡΕΙΣ
Α ΟΜΩΣ πού ή πρωι νή αυτή πορεία του Τα μπαρ και του Πίτσικο κου δεν ήταν γραφτό νά ώση ήσυχα. -αφνιικα, δυο πεινασμένες τίγρεις ξεπετ άγονται (μπρο στά τους ουρλιάζοντας άγρια Ό νάνος προφταίνει και πα ρατώντας τον 'Αλασάγ του σκαρφαλώνει σβέλτος σάν ποντικός στον κορμό κάποιου κοντινού δέντρου... Τό μικρό σκοπικό άλαγατάκι, πού βλέ πει κΓ αυτό τον κίνδυνο, χά νεται άμέσως καλπάζοντας πίΐσω άπό τήν πυκνή καί ά γρια βλάστησι. Τό άτρόμητο 4 Ελληνόπουλο σφίγγει στο χέρι του τό ρό παλο καί παίρνει στάσι άνα μονής καί άμόνης μπροστά στά δυο πεινασμένα θηρία. Εκείνα έχουν μ άζευτη στά πισινά τους πόδια καί είναι έτοιμα νά πηδήσουν ταυτόχρα να πάνω του. Καί νά: Ξαφνικά και 9*τά δυο μαζί τινάζονται σάν έλα τήρια καί διαγράφοντας θα νατερές καμπύλες στον άέρα χτυπάνε μ5 άφάνταστη όρμή πάνω στο στήθος του. Ή μία ζωντανή κΓ άλλη σκοτωμένη,. Γιατΐ ό Ταμπόρ είχε προφτά σει νά χτυπήση μέ τό ρόπα λό του στόν αέρα τό ένα άπό
Ν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τά δυο θηρία. Ό νέος, ανάσκελα τώρα καθώς βρίσκεται, δεν μπορεί πιά νά χρησιμοποίηση τό ρό παλο. Τό παρατάει λοιπόν άμέσως κΓ αρπάζει τή ζων τανή τίγρη από τό λαιμό. Ε κείνη: όμως έχει προφτάσει νά μπήξη βαθειά τά νύχια της στους ώμους του καί ν5 άγκα λιάση ιμέ τά φοβερά σαγόνια της τό λαιμό του. τελεί Καί μιά τρομακτική ^Θανά σιμη πάλη αρχίζει ανάμεσα σ5 άνθρωπο ικαί θηρίο. Ό Ταμπόρ σφίγγει μ’ άφάνταστη δύναμι καί λύσσα τό λαΐ'μο τού πεινασμένου θη ρίου, πού πασχίζει νά του κό ψη τήν καρωτίδα. Δέν τά κα ταφέρνει όμως γιατί νοιώθον τας νά μή μποιρή πιά νά πάρη ανάσα, ανοίγει τό στόμα του καί βραχνός θανατερός ρόγχος βγαίνει οπτό αυτό. _ . . Ό Ταμπόρ σφίγγει τώρα τό λαιμό τής τίγρης μέ ακό μα περισσότερη δύναμι. Σέ λίγες στιγμές τό θηρίο θά σω ριαστή βαρύ κ άτω κάί νεκρό πάνω στά ματωμένα στη θεία του. Ξαφνικά, ψηλά άπό τά κλα διά του κοντινού δέντρου, άκούγεται ή λεπτή διαπεραστι κή ^ φωνούλα του μ ικροσκοπ ι κου Πιτσικόκου : — Ταμπόρ ! Πρόσεξε Τα μπόρ 1|... "Ερχονται ? άλλες τρεις τίγρεις... .•Καί, πριν προφθάση νά τε λειώση: τά λόγια του, τά πεινασμένα θηρία πού είχε δή άπό ψηλά ό νάνος φτάνουν νά βοηθήσουν τή, ,έτοιμαθάνατη
ΤΑΡΖΑΝ
συντρόφισσά τους και νά μοι ραστοϋν μαζί της τις νόστι μες .σάρκες του λευκού παι διού. Ό Ταμπορ παρατάει το λαιμό της πρώτης τίγρης καί κάνει μιά απεγνωσμένη προ σπάθεια νά πεταχτή όρθιος και νά σκαρφαλώση στο δεν τρο που βρίσκεται ό Πίτσικο κο. "Αλλη διέξοδο σωτηρίας δεν υπάρχει. Δεν προφταίνει δμως. Οι τρεΐς νεοφεριμένες τίγρεις χύ νονται πάνω του και τον ξαναρρίχνουν κάτω. "Υστερα, μαζί ·μέ την πρώτη, άνοίγουν τ’ Απαίσια σαγόνια για νά άρχίσουν τό θανατερό τσ. μποΰσι τους. Στις τελευταίες αυτές στι γμές της ζωής του, ό άμοιρος Ταμπορ, -μόλις προφταίνει νά ψιθυρίση δυο άγαπημένα όνόματα: — Ζολάν!... -Γιαράμπα!... Καί αφήνεται άνυπεράσπι στος στα νύχια καί στα δόν τ; α_ των πε ι νασ μ ένων θηρ ί ων. Ξαφνικά, μιά βαρεία άγρια Φωνή άκούγεται σέ μικρή Απόστασι από τό τραγικό ση μείο τής πάλης. — Πίσω καί σάς έφαγα! ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΓΡ! 0Β0ΥΒΑΑ0Υ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ για λί γο τό άτρόμητο Ελλη νόπουλο στην τραγική θέσι πού βρίσκεται, κι* άς πετάξουμε μέ τή φαντασία μας στο θεόρατο δέντρο πού ή πανώρια Γιαράμπα παλεύ ει με τρύς τρεΐς μανιοοσμένους
13
Φιδανθρώπους. Ή μελαψή κοπέλλα ^βρί σκεται σέ Αφάνταστα δύσκο λη θέσι. Τά φοβερά χτυπτήμα τα του κλαδιού πού κραταει, πάνω στά κεφάλια αυτών των τεράτων, δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Ζαλίζονται μο νάχα για λίγες στιγμές, μά γρήγορα συνέρχονται καί ου νεχίζουν τή λυσσασμένη έπί θεσί τους ξανασκαρφαλώνοντας στόν κορμό του δέντρου. 01 Φιδάνθρωποι δμως εΤναι τρεΐς καί τό χέρι τής Γιαρατ μπα κουράζεται κάποτε, χτυ πούντας συνέχεια πότε τόν έ να καί πότε τόν άλλον. Τά κτυπήματα της γίνον ται/ Από στιγμή σέ στιγμή, δλο καί πιο Αδύναμα καί Α κίνδυνα για τά τεράστια κόκ κινα φίδια -μέ τό Ανθρώπινο κεφάλι. Καταλαβαίνει πώς τό ρόπαλο θά ξεφυγη σέ λίγο Α πό τό χέρι της καί οι φοβε ροί Φιδάνθρωποι θά τής^ χα ρίσουν τά θανατερό Αγκάλια σμά τους. Νά δμως πού τό κακό γίνε ται πιο γρήγορα Απ’ δσο πε ρνμένει: "Ενας Από τούς Απαίσιους Φιδανθρώπους, τή στιγμή πού τόν κτυπάει ιστό κεφάλι κατα φέρνει νά τή δαγκώση στόν καρπό του χεριού. Καί τό κλαδί -ρόπαλο, φυσικά, τής ξεφεύγει. Ελεύθερα ^ τώρα τά τρία τρομακτικά τέρατα σκαρφα λώνουν στόν κορμό του δέν τρου σάν φοβεροί χάροι πού ζητάνε ν5 Αρπάξουν την ψυχη
14
Άπό τό σαστισμένο μυα λό τής Γιαράμπα πείρνάνε ά στραπιαΐα δυο τρόποι πού θά τής εξασφάλιζαν δχι βέβαια τη σωτηρί’α, μά μονάχα την παράτασι τής ζωής της για μερ ΐικά δευτερόλεππα ακό μ α. Ό ένας είναι, νά πηιδήιση άμέσως άπό τή θέσι πού βρί σκεται κιάτω ικαί νά τό βόλη στά πόδια. Δεν θά πρόφταυ νε αμως νά κάνη* ούτε μερικά βήματα. ιΓιοτί ο! Φιδάνθρωποι, άφάνταστα σβέλτοι κα θώς είναι, ίθά προψτάσουν νά συρθούν πίσω της καί νά τής άγκαλιάσουν τά πόδια... Ό άλλος τρόπος είναι ν’ άρχίση νά σκαρφαλώνη γοηγορα πρός την κορυφή τού δέντρου. Μά καί σ’ αυτή τήν περίπτωοι τά κόκκινα τέρατα θά τήν ακολουθήσουν. Κι* δταν πιά βρεθή στο π ιό ψηλό κλαδί, μ ή
Καί τά θεριά^ άκόμα τρομάζουν μόλις άντικρύζοι/ν τόν «Μπα μπούλα» τής Ζούγκλας.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μπορώντας νά συνεχίση· τό σκαρφάλωμά της στόν άέρα, 6ά περιμένη νά τή φτάσουν γιά νά βρή τό μοιραίο τέλος. Καί νά: Σ* αυτά τά λιγο στά τραγικά δευτερόλεπτα πού μένει άναποφάσιστη μή ξέροντας τι νά κάνη, γρήγορο ποδοβολητό μεγάλου θηρίου άκούγεται. Σέ λίγες στιγμές τά τρομαγμένα μαυροπράσι^να μάτια της άντικρύζουν νά περνάη τρέχοντας κάτω άπό τό δέντρο, σάν κυνηγημένος, ένας τεράστιος μαύρος άγριο βούβαλος. Ή πανώρια βασί λισσα τής Ζούγκλας παίρνει αμέσως τήν άπόψασί της. Άπό τά κλαδιά του δέν τρου πού βρίσκεται καί άφάν ταστα σβέλτη καθώς είναι, κάνει ένα σωστά υπολογισμέ νο πήδημα, τουλάχιστον τέσ σερα-πέντε μέτρα μπροστά στόν άγριοβούβαλο πού τρέ χει μέ μεγάλη ταχύτητα. *Έτσι, στο χρονικό διάστημα πού δΐ:αγράφει τήν τροχιά της οπόν άέρα, έχει προχωρή σει κι* ό άγριοβούβαλος καί πέφτει άκριβώς πάνω στή ρά χη του... Τό θηρίο, νοιώθοντας ξαφνι κά τό βάρος της, κάνει μερι κές άπότομες κινήσεις για νά -ήν ξεφορτωθή. Ή^Γιαράμπα όμως καταφέρνει νά άρπαχτή άπό τά κέρατά του καί νά συγκρατηθή. Τέλος,^ ό άγριο βούβαλος, πού δέν έχει φαίνε ται τον καιρό νά καθυστερήση περισσότερο, συνεχίζει τό τρομαγμένο τρέξιμό του. Ή ατρόμητη μελαψή κοπέλλα άσφολισμένη τώρα πά
ΤΑΡΖΑΝ
νω στη ράχη του γυρίζει να ρίξη ιμιά ματιά στους Φιδανθρώπους πού είχαν παρατή σει τον κοριμό του δέντρου καί μ5 άνασηΐκωιμένα κεφάλια τώ ρα παρακολουθούσαν χαμέ να την αναπάντεχη σωτηρία της. Ταυτόχρονα σχεδόν άκούει άγριους βρυχηθμούς και βλέ πει δυο άρσενικά λιοντάρια νά έίμψανίζωνται καί νά τρέ" χουν μανιασμένα προς την κατεύθυνσι του άγρ ιοβούβαλου. Τώρα καταλαβαίνει γιατί τό άμοιρο ζώο, τπου τή φίλοξε νεΐ άθελα στη ράχη του, τρέ χει έτσι πανικόβλητο καί τρο μοκρστημένο. Νά όμως που καθώς τα δυο λ ι οντ άρια, τ υφλωμ ένα άπό την πείνα τους, περνάνε τρέχοντας πλάϊ στο δέντρο πού στα κλαδιά του, πριν λίγο, βρισκόταν σκαοφθολωμένη ή Γιαοάμπα, κάποιος άπό τους τρεις Φιδανθοώπους κοταφέο νεΐ νά άγκαλιάση καί νά τυλίξη τις κουλούρες του στο κορμί του. Τό άλλο άρσενικό λιοντάοι μή δείχνοντας κανέ να ένδιαφέοον γιά την τύχη τού σοντοόφαυ του, συνεχίζει μέ την ίδια ορμή καί λύσσα τό κυνηγητό του άγριοβούβα λου.
Ή Γ ιαοάμπα βλέπει τον κίνδυνο τού θανάτου πού περί μένει δχι μονάχα τό ζώο, μά κι5 αυτή την Τδια πού 6οίσκέ τσι στη ράχη του, καί ζεφωνί ζει μέ Φρίκη καί άπόγνωσι: — Τοέξε, βουβσλάκι μου! Π'ό γρήγορα ακόμα, βουβαλάκι μου! Τρέξε γιατί θά
15
*0 φοβερός «Κεφάλας» δίνει μια τρομακτική κουτουλιά στην κοιλιά του Ταμιτόρ.
φτάση τό λιοντάρι! Ό άγρ ιοβούβαλος, παρά τό δυσκίνητο τών ποδαριών του σαν είναι ήσυχος καί 6ό σκει, όταν έξαγριωθή. ή διατρέχη κίνδυνο όπως τώρα, γί νεται ευκίνητος σάν ζαρκάδι. Καί καταφέρνει νά τρέχη μέ ασύλληπτη γρηγοράδα. "Οιμως τό πεινασμένο λισν τάρι τρέχει λίγο πιο γρήγο ρα άπ1 αυτόν. Καί δεν θ’ άρ γήση νά τον φτάση... Ή Γ ιοράμπα λογαριάζει σέ μιά στιγμή νά πηδήση άπό τή ράχη> του. Μά δεν τ’ άποψασί ζει. Καταλαβαίνει πώς μέ ττ| δαιμονισμένη ταχύτητα πού τρέχει ό άγρ ιοβούβαλος, σί γουρα θά χτυπήση δυνατά κά τω καί θά σκοτωθή. "Αν βέ βαια δέν πραλάβη τό τυφλοί
16____________
© ΜΙΚΡΟ!
,με'> άπό την πείνα λιοντάρι νά την κατασπαράξη·. Καί ή άμοιρη· μελαψή κοπέλλα βρί σκεται για δεύτερη, ψαρά σέ ^ ρογ κκό άδ ιέξοδο. Καί νά, τό λιοντάρι βιρίσκιε τα·. τώιρα μονάχα σέ μερικά βήματα άπόστασι άπό τό τρο μοκρατημένο ζώο πού κυνη γάει. Καί βγάζοντας άγριους βρυχηθμούς ετοιμάζεται ^νά κάνη τό μοιραίο θανατηφόρο άλμα του. Ταϋτοχρονα σχεδόν μιά ττα Ρ άξενη λάμψι φωτίζει τά μαυ ροπράσινα μάτια τής πανώ ριας Γιαράμττα. Καί τήν ίδια στιγμή μ5 ένα πήδημα βρίσκε τσι όρθια πάνω στη ράχη του άγριου βουβαλιού ττού τρέχει μ7 άσύλληιπτη ταχύτητα...
«κεφάλα» του μέ τό κωμικό τσουλούφι·, πού σαν φούντα κρέμεται κάτω άπό αυτήν τό μιικρασκοπικό, άλλα γεροδείμέ νο, κορμάκι του. Ό τραγ ικάλ παραμορφωμέ νος άράπης, είχε παρακολου θήσει άπό μεγάλη απόστασι τον Ταμπόρ όταν έφυγε μέ τόν Πιτσιικόκο άπό τή σπηλιά τους. Έχασε όμως γρήγορα τά ίχνη του καί γιά λίγη ώρα παρ.απλσνήθηικε ψάχνοντ α ς στην άπέραντη άγρια περιο χή. "Ετσι, άκούγοντας τίς λεπτές διαπεραστικές φωνοΟλες τού νάνου, πού ειδοποιού σε τό Παιδί τής Ζούγκλας γιά τήν έμφάνισι τών τριών άλλων τίγρεων, προσανατολί στηκε καί έτρεξε προς τό μέ ρος πού γινόταν τό κακό. "Ετσι φτάνει έκεΐ καί μέ τή φράσι «Πίσω καί σάς έ^σγα» άρπαζει ^ τή ^ μ πιστολά του και τραβάει τή σκανδάλη πολλές φορές. Κανένας^ όμως πυροβολισμός δεν άκουγεται καί ρίχνοντας μιά άστραπτιαία τρομαγμένη ματιά διαπιστώ νει πώς τό όπλο είνας άδειο. Είχε^ ξεχάσει νά γεμίση μέ σφαίρες τό ιμΰλο του. Νά όμως πού γρήγορα , κα ταλαβαίνει πώς κΓ άν άκόμη ή «μπιστόλα» είχε σφαίρες, θά του ήταν άχρηστες... Σ ίγουρα όλοι θά νομίσετε πώς οι τέσσερις τίγρεις είχαν προφτάσει νά σπαράξουν τόν άμοιρο Ταμπόρ. "Οχι... Διότι τά μανιασμέ^να αυτά θηρία μόλις άντικρύ ζουν τόν παραμορφωμένο
Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ
ΣΟΙ ΑΠΟ τούς άνα γνώστες μας είναι πε ρίεργοι άς κάνουν λίγη υπομονή. "Αν περιμένουμε νά δούμε τί θά γίνη ή μελαψή κοπέλλα θά χάσουμε μιά σκη νή πού θά μάς διασκέδαση πολύ. ^ Γρήγορα λοιπόν άς ξαναπε τάξουμε μέ τή φαντασία μας κοντά στον Ταμπόρ πού πε μένος κάτω έχει παραδοθή, άνυπεράσπ ιστός πιά, στα νύ χια καί στά δόντια των τεσ σάρων θηρίων. Καί μη ξεχνάτε πώς τή στι γμή έκείνη άκούστηκε μιά βα ρειά καί άγρια φωνή: —Πίσω καί σάς έφαγα!... Είναι ό τρομερός Μπουτά
τσ! "Η μάλλον
ή ττράοτια
Μπουτάτα, τρομάζουν άφάν°
ΤΑΡΖΑΝ
ταστα. Γιά έλάτε κι* έσεΐς στη θεσι τους. Βλέπουν ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι μέ τουρλωμένα -μάτια νά προ χωρή κατά πάνω τους. Τό ρι κροσκοπικό κορμί του κρύβε ται ιμέσα στο παχύ γρασίδι πού καθώς προχωρεί του φτά νει μέχρι τό λαίιμό... Και οί τέσσερις πεινασμέ νες τίγρεις, -μονάχα στ5 άντίκρυσμά του, παθαίνουν άψαν ταστη τρομάρα και παν.κό. Ποιος ξέρει για τι τρομακτι κό τέρας τον φαντάστηκαν! Έτσι, παρατώντας ζωντα νό τό θύμα τους, τό βάζουν αμέσως στά πόδια στριγγλί ζοντας φοβία μένα καί τρέχουν τας νά σωθο-ύν. Ό Μπουτάτα, πού δεν πε ρίμενε ποτέ μιά τόσο αγαπάν τεχηι σωτηρία, κυττάζει τις τίγρεις χαμένα καθώς φεύγουν καί μουρμουρίζει μ5 άπαγαή τευσι: — Κρίμα! Κι5 ότι ήμουν έτοιμος νά τις ταράξω στις... σφαλιάρες! "Αμέσως σχεδόν καί ή φω νή τού Πιτσικόκου_ άκούγεται από τά ψηλά κλαδιά του κον τινού δέντρου: —Καλά πού πρόλαβαν κι5 έφυγ<τν, Μπουτάτα. Λίγο νά χασομερούσαν άκόμα θά κα τέβαινα νά μαζέψω τά... κοκκαλάκια τού Ταμπόρ. _ Στο μεταξύ τό άτρόμητο 1 Ελληνόπουλο έχε ι πετ αχτ ή όρθιο, με καταματωμένο τό γερό καί άγαλματένιο κορμί του, καί ρίχνει μιά άγρια μα τιά στό κεφάλι τού Μπουτά τα.
17
— Τί ζητάς έσύ έδώ; Δέν σου είπα νά μείνης στη σπη λιά μέ τή Ζολάν; Ό Μπουτάτα τον κυττάζει αγέρωχα καί τού άποκρίνεται: — Οί «άγριάδει;» δέν ιτ&ρ νάνε πιά σέ μένα. Εγώ είμαι ό Μπαμπούλας της Ζούγκλας πού όλοι μέ φοβούνται καί δέ φοβάμαι κανέναν! Μανιασμένος άπό την πά λη του μέ τά θεριά ό Ταμπόρ τινάζει μ’ άφάνταστη ορμή τό πόδι του γιά νά τού δωοη δεύτερη κλωτσιά καί νά πετάξη την «κεφάλα» του μακρυά, όπως είχε κάνει καί στη σπηλιά. Ό Τσουλούφης όμως δέν την ξαναπαθαίνει. Άπό τότε πού έπεσε καί παραμορφώθη κε στη μαγική γούρνα, ή βλα κεία του έχει γίνει πολύ πιο ...έξυπνη! Ταυτόχρονα λοιπόν τά μα κροσκοπικά αλλά γερά, ποδαράκια του τόν τινάζουν <μηλά καί ή γυμνή παΓούσα τού Ταμπόρ χτυπάει μ5 άφ.άνταστη^ δύναμι καί όρμή στό ... κενό.^ Καί τό μανιασμένο Ποι δί τής Ζούγκλας, χάνοντας την ισορροπία του, γέρνει προς τά πίσω καί βρανταχτυπιέται κάτω άνάσκελα. Ό Μπουτάτα πού προσ γειώνεται άμέσως μετά ^ τό σωτήριο πήδημα του σώος καί άβλαβης, επαναλαμβάνει τό ίδιο σοβαρά καί αγέρωχα: — "Εγώ είμαι ό Μπαμπού λας τής Ζούγκλας πού όλοι μέ φοβούνται καί δέν φοβάμαι κανένα!
18
Στό .μεταξύ ό Πιτσικόκο εχει κατέβει άττό το δέντρο και φωνάζει τό ατίθασο άτι του: —’Αλαχτάν!... 1 Αλασάν! Ό Άλασάν όμως δεν ξαί νεται πουθενά κι5 ό νάνος μσυρμουρ ίζε ι κ ατοοστ ενοχωρη μένος: —· Μά τι να έγινε άραγε; Ή γης άνοιξε και τον κατά πιε, ολόκληρη άλογατάρα! Ό Τσουλούφης κάνει πώς άνηκτυχεΐ σοβαρά: *—ιΝαί, ό φουκαράς! Θέ λεις νάπεσε σέ καμ,μιά ...μυρ μηίγκοφωλιά καί νά τον χάσου με; Ό νάνος ξεφωνίζει μερικές
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Φορές άκόμα χωρίς άποτέλεΠμα. Τέλος, τό βάζει ξαφνικά ατά πόδια καί τρέχει νά βρή τον αχώριστο 5 Αλασάν του. Ό Ταμπόρ που τον χρειά ζεται γιά βοηθό καί χωρίς αύ τον είναι αδύνατο νά φτάση εκεί πού κινδυνεύει ή άγαπημένη του Γιαράμπα, τοΰ φωνά ζει νά ξαναγυρδοτη. Ό Πιτσι κόκα όμως έχει έξαφανιστή. Τίποτα δέν αγαπάει περισσό τέρα σ’ αυτό τον κόσμο, από τό κάτασπρο άλογ.ατάκι του* με τή μαύρη χαίτη καί ουρά. Καί τό Παιδί τής Ζούγκλας ξεκινάει συνεχίζοντας την πο οεία του προς τό βορρά, χω ρίς νά ξέρη κατά που τραβά-
Ό κακός Πόρταμ δίνει μια φοβερή κλωτσιά οπόν παραμορφωμένο Μπουτάτα.
Ή πανώρια Γιαράμπα χτυπάει άλύπητα τά κεφάλια τών φοβερών Φιδανθρώπων που τής έχουν έπιτεθή.
ει καί που θά φτάση! Ή κωμική «κεφάλα» ^τού Μπουτάτα κάνει νά τον ακό λουθή οτ], ,μά το ατρόμητο Έλ ληνόπουλο πού ακούει πίσω τά βήματά του, γυρίζει καί του ρίχνει μιά άγρια ματιά: — Γύρισε στη σπηλιά, σου είπα! "Αν δεν άκούσης θά σοϋ κόψω τό κεφάλι! — Δεν βαριέσαι... Κατή φορο έχουμε μπροστά μας. "Αν μου τό κόψης, θά... κα τρακυλάω καλύτερα! Ό Ταμπόρ χαμογελάει καί προχωρεί χωρίς νά του πή τί ποτά. Ό κωμικοτραγικός άράπης τον ακολουθεί... Σέ λίγο όμως ό νέος ξσναγορίζει τό κεφάλι καί του λέει
σέ ήρεμο τόνο: — "Αν τύχη ρμως καί συ ναντήσουμε τή Γιαράμπα, δ;έ θά κοντοζυγώσης. Θά σταθής καί θά περιμένης πολύ μακ ρυά. Κ ατ άλ αβ ε ς ; Ό «Κέφαλος» μουρμουρί ζει: λ— Κατάλαβα πώς... μέ Φο βάσαι! Έγώ όμως δεν φοοά μαι κανένα! Χί, χί, χί! ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΠΤΗΣ IΣ
Α! ΤΩΡΑ, μιά καί κα νένα ενδιαφέρον δεν έ χει ή πορεία στο άγνω στο τού Ταμπόρ καί του αρά π η, άς ξαναγυρίσουμε γρήγο ρα στο σημείο πού είχαμε ά
Κ
20
ψήσει τή βασίλισσα τής ζουγ κλας. Κανένας ,μας δεν έχει ξεχά σει βέβαια, τις τραγικές στ» γμές πού την είχαμε δή νά περνάη... Και νάτη. Είναι ή στιγμή πού βλέποντας τό μανιασμέ νο λιοντάρι νά πλησιάζη, καί νά είναι έτοιμο νά κάνη τό θα νατηψόρο πήδημά του, πετιέ ται ρρθια επάνω στη ράχη του άγρ ιοβούβαλου. Καί τη στιγμή πού τό τρομακρατημε νο ζώο περνάει σάν αστραπή κάτω άπό τά κλαδιά κάποιου θεόρατου δέντρου, κάνει κάτι άψάνταστα τολμηρό καί άπτ στεοτο. Μ3 ένα δεύτερο πήδη μα, τινάζεται προς τα επάνω καί σηκώνοντας τά χέρια της προφταίνει καί αρπάζεται α πό κάποιο λεπτό κλαδί. Κι, αμέσως, κάνοντας έλξι, πα σχίζει νά σκαρψαλώση καί νά σιγουιρευτή στο δέντρο. Τό κλαδί όμως είναι αδύ νατο καί δέν αντέχει στήν προ σπάθειά της αυτή. Καθώς σπάζει όμως, ή υπέροχη με λαψή κοπελλα προφταίνει κι5 αρπάζεται άπό ένα χαμη λότερο, τό ίδιο λεπτό μ5 αυτό. Ευτυχώς τό δεύτερο κλαδί δέν σπάζει, άλλα ρέ τό βάρος τής Γιαράμπα λυγίζει τόσο πού απομακρύνεται πολύ α πό τά άλλα πλαϊνά κλαδιά του δέντρου. Ή πανώρια κοπέλλα κρέ μεται τώρα στο κενό καί σέ ύψος τρία πάνω-κάτω, μέτρα άπό τό έδαφος. Πόσο εύκολο Θά τής ήταν, άλήθεια, νά ττη
Ο ΜΙΚΡΟΪ
δήιση άμέσως κάτω καί νά σν νεχίίση, τό δρόμο της... Μα τό μανιασμένο λιοντάρι πού κυνηγούσε τον άγρισβούβαλο, βρίσκεται άκριβώς άπό κάτω της. Έχει ανοίξει τά φοβερά σαγόνια του καί τήν περιμένει νά πέση. Ή Γιαράμπα καταλαβαίνει τί είχε συμβή. Τό περήφανο θηρίο θέλει νά την τιμωρηση νομίζοντας πώς είχε ^πηδήσει πρώτη στή ράχη του βούβαλιοΰ' γιά ν3 άρπάξη εκείνη τό θύμα πού κυνηγούσε. Καί ό Βασιλιάς τής Ζούγκλας προ τίμησε νά παρατήση τό ζώο πού σέ λίγες στιγμές θά χόρ ταινε τήν ’πείνα του, παρά ν* άψήση ατιμώρητο τό θηλυκό άνθρωπο πού τόλμησε νά τόν προσβάλη,! Τώρα ή θέσι τής Γ ιαράμπα είναι πολύ πιο τραγι κή άπό τις δυο προηγούμενες φορές. Τά χέρια της, πού συγ κρατούν ολόκληρο τό βάρος τοΰ γεροδεμένου κορμιού της^ γρήγορα θά κουραστούν. Και οί παλάμες της θά γλυστρήσουν άπό τό λυγερό κλαδί πού την κρατάει στον άέρα. Τό λ ιοντάρ ι, βλεποντας πώς αργεί νά πέση,κάνη με ρικές προσπάθειες νά^ ττηδήση καί νά τη φτάση. Δέν κατα φέρνει όμως τίποτα καί περί μένει μέ υπομονή καί πείσμα τή μοιραία πτώσι της. Περνάει έτσι αρκετή ώρα. Ή μελαψή κοπέλλα έχει κου ραστή άψάνταστα πιά. ( Εΐ' ναι αδύνατο νά κρατηθή άλλο πάνω στο κλαδί. Τό ένα χέρι της γλυστράει καί δέν έχει
ΤΑΡΖΑΝ
21
τη δύναμι και τό κουράγιο τόσα όμορφα λόγια βγαλμέ νά το σηκώση καί να ξαναττι να άπό τήν καρδιά του! αστή. Τώρα κρέμεται μονά Ο ΑΝΑΝΔΡΟΣ χα άπό το ένα καί οί στιγμές ΠΟΡΤ αΜ τής ζωής της μετριούνται στα δάχτυλα του χεριού της αυ ΑΙ^ ΝΑ: Σε λί*γες στι τοί). γμές, έτσι καθώς τρέ "Ετσι, νοιώθοντας τό θά χει σαν τρελλή, τόν άν νατό νά άγκάλιάζη τά λου τιικρύζει σε μικρή άπόστασι λούδι ασ μ ένα νειάτα της, ψιθυ μπροστά της. Τρέχει κι* αυ ρίζει τή «μοναδική λέξι πού τός, όσο μπορεί πιο γρήγορα γλυκαίνει την καρδιά καί τήν προς τό μέρος της. Είναι πρα ψυχή της: γματικά ό Πόρταμ γιατί στό λαιμό του δεν κρέμεται ή χρυ — Ταμπόρ! Ταμπόρ!... Καί κλείνοντας τά μενεξε- σή άλυσσίδα μέ τό στρογγυ δένια της βλέφαρα πάνω στά λό μενταγιόν. Ή Γιαράμπα πέφτει μέ λα μαυροπ,ράσινα όμορφα μάτια χτάρα στή ματωμένη καί κατης, παρατάει άργά τό κλαδί πού τήν κ,ρ ατάει πάνω άπό ταξεσχισμένη άπό νύχια θε τ’ άνοικτά σαγόνια τού λισν ριών άγκοώιά του. — Πόρταμ ! Πώς γίνηκες ταριού. Ταυτόχρονα καί στό άσύλ έτσι;! Εκείνος μόλις; προφταίνει ληπτο χρονικό διάστημα πού νά τής άπακριθη: τό μελαψό κορμί1 της πέφτει — Πεινασμενοι καννίβαλο^ι κατά τό θηρίο, μιά δυνατή χύθηκαν νά μ* άρπάξουν. Πά άνθρώπινη κραυγή σχίζει τον λεψα πολύ μαζί τους γιά νά άέρα. Τό λιοντάρι γυρίζει άμπορέσω νά ξεφύγω! νήσυχο τό κεφάλι του νά δή, Τήν Τδια στιγμή τό ζαλι τή στιγμή πού ή Γιαράμπα σμένο θηρίο πού στό μεταξύ πέφτει βαρειά πάνω του. έχει συνελθεί, μέ τρία τερά Ζαλισμένο τό θηρίο άφηνει στια πηδήματα φτάνει κοντά νά περάσουν άπρακτα μερι τους. Καί μέ τό τέταρτο χτυ κά δευτερόλεπτα. "Οσα φτά πάει πάνω στούς δυο συντρό νουν στή μελοοψή κοπέλλα ψους καί τούς ανατρέπει. "Ε νά πεταχτή όρθια κα!ί νά τό τσι άγρια θανάσιμη πάλη άρ βάλη στά πόδια προς τήν κα χίζει άμέσως ανάμεσα τους! τεύθυνσι πού άκούστηικε ή Θηρίο καί άνθρωποι έχουν κραυγή, ξεφωνίζοντας με λα μπερδευτή τόσο πολύ πού θά χτάρα: δυσκολευτούν πολύ νά ξεχω —Πόρταμ ! Πόρτσμ ! ρίσουν τά χέρια καί τά πόδια Στό βαρύ καί άγριο τόνο τους. Καζ νά: Σέ μιά στιγμή τής κραυγής είχε άναγνωρί σε ι τό δίδυμο άδελφό του Τα πού τό λιοντάρι άνοιγε ι τό στόμα του γιά νά δαγκ^ση τρ μπάρ, Αμτόν πρν τής εΤ^επή
22
λαιμό ταυ Πάρταιμ, ή Γιαράμ πα του κάνει τή γνωστή κι* αφάνταστα τολμηρή λαβή της. Με θάρρος και σβελτά δα χώνει τό δεξιό χέρι^ της μέ σα στ5 ανοιχτά σαγόνια κι' άρπτάζοντας γερά τή γλώσσα του άρχιζει νά την τραβάη μέ δύναμ ι. Τό λιοντάρι παραλύει άμε σως κι5 άντί νά κλείση και νά κόψη τό τρυφερό χέρι της άνοιγει ακόμα περισσότερο τά σαγόνια του βγάζοντας β ραχνά μουγγρηίτά... Κανένα ζώο, θεριό, άλλά καί άνθρωπος ακόμα δεν μττο ροΰν ν5 άνθέξουν στο τράβη γμα τής γλώσσας τους. Ό Πόρταμ, βλέποντας τή δύσκολη θέσι πού βρέθηκε ξα φνικά τό πεινασμένο λιοντά ρί καί για νά σώση τή ζωή τής άγαίπημένης του Γιαρά-
ι0 Πιτσικόκο μέ τ’ αλογό του πέφτουν μέσα σέ μιά... μυρμη-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μπα, κάνει κάτι άφάνταστα σκληρό καί άπάνθρωπο. Μέ πολλές προσπάθειες καταφέρ νει νά ξεμπλεχτή άπό' τό κου βάρι που έχουν γίνει θηρίο καί άνθρωποι, καί πετιέται γρήγορα όρθιος. Σκύβει αμέ σως, αρπάζει από κάτω μιά βαρειά πέτρα καί σηικώνοντάς την ψηιλά την κατεβάζει μέ αφάνταστη ορμή στο κεφά λί του θηρίου! Τό λιοντάρι βγάζει ένα πό νε,μ ένο βογγητό καί μένει άκ'ί νητο. Είναι νεκρό! Ή ατρόμητη βασίλισσα τής ζούγκλας παρατάει τή γλώσσα του καί κυττάζει ά γρια τό σωτήρα της: ^— Δεν έπρεπε νά τό σκοτώσης!... Ό Πόρταμ προσπαθεί νά δικαιαλογηθή: — Δεν γινόταν άλλοιώς... *Επρεπε νά σώσω τή ζωή σου! — Τή δική μου ή τή δική σου; — Μέ προσβάλλεις, Γιαρά μπα! _—Ναι, γιατί είσαι δειλός! "Έτσι πού κρατούσα τό λιον τάρι δέν ήταν σέ θέσι πιά νά μάς κάνη κανένα κακό! "Έ πρεπε νά τραβήξης ένα χορτόσκοινο καί νά τό δέσης... ^— Είμαι δειλός εγώ, Για ράμπα; — Ναί... Δειλός καί άναν δρος !... — "Άνανδρος; ^— Ναί! Ό^Ταμπόρ,^ό υ πέροχος άδελφός σου, μέ την ατρόμητη καρδιά καί την πε ρήφςχνη Ψυχή, δρν θά έκατσε πο
ΤΑΡΖΑΝ
τέ ένα τέτοιο έγκληίμα! Αυ τόν -μονάχα αγαπώ ! Τά μάτια τοϋ κακού Πόρταιμ άστραψαν άγρια. — "Αν ήσουν άνδρας, Γ ια ράμπα, δεν θά ζουσες ταόρα για νά μπσρής νά μέ βρίζης... Θά σέ είχα κιόλας σπαραξει μέ τά νύχια και τά δόντια μ ου! Ή βασίλισσα τής ζούγκλας που άγαπάει άψάντοοστα τά θηρ'ίά/κΓαυτά ακόμα που ^χύ νονται νά τή σπαράζουν, έχει μανιάσει μέ την φοβερή πράξι τού Πόρταμ. Καί τού απο κρ.ίνετσι προσβλητικά και μέ πρόκλησι: — Τόλμησες, δειλέ, νά μ5 άγγίξης κι5 άς εΐμαι γυναίκα. Θά μάθης τότε πώς οι γυναί κες αξίζουν περισσότερο άπό κάτι άνανδρους σαν κι5 έσένα. Ο! φοβερές προσβολές^ έ χουν θολώσει το ιμυαλό τού^ ά η αίσιου άδελφου του Ταμπόρ. Κάνει ένα βήμα προς τή Για ράμπα σφίγγοντας τή γροθιά του. Ιό Τδιο κάνει κΓ εκείνη. "Ενας άνδρας και .μια γυναί κα είναι έτοιμοι νά πιαστούν στα χέρια! Νά παλέψουν! Νά άλληλασπ αραχτούν! Την Ιδια στιγμή βαρύ ποδο βσλητό πολλών θηρίων άκουγεται νά φτάνη άπό την ανα τολή προς τό μέρος τους. ΕΤ ναι -μια άγέλη ρινόκερων πού τρέχουν ανήσυχοι μουγγρίζσν τας φοβισμένα. Ή Γιαράμπα καί ό Πόρταμ παρατάνε τήν μάχη τους καί τρέχουν πανικόβλητοι νά σω θουν. ~έρουν τί τραγικός θά νςπος τούς περιμένει αν στρ
23
*0 Πόρταμ ^τυπάει^ μέ δύναμι τή βαρεία πέτρα πάνω ατό κε φάλι του λιονταριού.
φοβιε,ρό πέρασμα τών ρινόκερων βρεθούν ^ κάτω άπό^ τά βαρειά καί άμέτρητα ποδάρια τους... Θυμωμένοι όμως καθώς εΐ ναι, οι δυό νέοι, δεν άκολουθούν φεύγοντας τήν ίδια κα τεύθυνσή Ή Γ ιαράμπα τρέ χει κατά τό βορρά καί ό Πόρ ταμ κατά τό νότο. "Ομως, καθώς ή μελαψή καπέλλα γύρισε νά φυγή, πριν τούς φτάσουν τά θηρία, τό μάτι της κάτι παράξενο εΐ δε νά λάμπη κάτω άπό τήν κοιλιά του σκοτωμένου λιον ταριού. Ο ΚΑΚΟΣ ΑΔΕΛΦΟΙ
Ε ΑΡΚΕΤΗ άπόστασι άπό τό μέρος πού δια^δρσματίστηικαν τά πά ρσπάνω, βρίσκεται ρ Μποντά
Σ
Ο ΜΒΚΡΟΙ
24
τα. Ή κωμικοτραγική «κεψά λα» του χασμουριέται και τ* απέραντο στόμα του μέ τά χοντρά κόκκινα χείλια μουρ μουρίζει μονολογώντας: — Πολύ άργησε αστός ό άφέντης Παιδί ! Θέλεις να χω ν-εόεται τώρα στην κοιλιά κα νονός θηρίου; Κοίλα να τά ττά θη όμως... Μόλις ακούσε άττό μακρυά τά ξεφωνητά τής Για ράμπα, έτρεξε νά φτάση. κον τά μονάχος του... "Άς μ* έ παιρνε μαζί του νά τον σώσω. Έγώ είμαι ό Μπαμπούλας τής Ζούγκλας. "Ολοι μέ φο βούνται κΓ έγώ δεν φοβάμαι κανένα. Την ίδια στιγμή άκούει τό φοβερό ποδοβολητό τής άγέλης των ρινόκερων πού έχουν άλλάξει κοπεύθυνσι τώρα και τρέχουν πρός τό νότο. Ό Τσουλούφης σκαρφαλώ νει σβέλτος πάνω στά κλα διά του πιο κοντινού δέντρου. — Αμάν! "Αν ποδοπατή σουνε τόσα θηρία την κεφάλια μου σίγουρα θά πάθω... πο νοκέφαλο ! Και άσφαλισμένος στη θέ σι πού βρίσκεται προσθέτει μέ αυτοθαυμασιμό: — Πετάω και κάτι «νόστι μα» πότε-πότε! Μπά, σέ κα λό μου! /Και νά ή Αγέλη των ρινόκερων περνάει σάν ένας μ σά ρας χείμαρρος κάτω άπό τό δέντρο πού έχει σκαρφαλώσει ό Τσουλούφης και σέ λίγο χά νεται στο βάθος τού όρίζσντα μέσα σ’ ένα θεόρατο σύν νεφο σκόνης.
Ό Μπρυτσταε κάνει νά κα-
τέβη. Ταυτόχρονα όμως άπό την ψηλή θέσι πού βρίσκεται, κάποιον βλέπει ν άπομακρυ νεται και ξεφωνίζει χαρούμε νος : — Ταμπάρ! Στάσου, Τα μ πόρ, κι5 έφτασα! "Ήμουνα νέος καί γέρασα νά σέ περι μένω! Τί γίνηκες τόση ώρα^ Στο μεταξύ, κάνοντας να κατέβη βιαστικός γιά νά φτά ση τό 4 Ελληνόπουλο, γλυστρά ει άπό τό κλαδί πού βρίσκε ται καί πέφτει... Τό μεγάλο κι5 ολοστρόγγυλο κεφάλι του χτυπώντας κάτω κάνει γκελ ...σάν μπάλλα του ποδοσφαί ρου πού πέφτει άπό ψηλά. Καί πηδώντας πηδώντας πά λι προς τά πάνω, ξαναφτάνει πάλι ώς τά πρώτα κλαδιά, μουρμουρίζοντας: — Βρε νά μην είμαι πάνω στο δέντρο νά τό πιάσω! Τέλος, ξαναβρίσκει την ι σορροπία του καί κουνώντας γρήγορα τά μακροσκοπικά του ποδσράκια, φτάνει γρήγο ρα κοντά στο Παιδί τής Ζουγ κλας πού προχωρεί άδιάφορο σά νά μην ακούσε τις φωνές του. Ό Μπουτάτα στέκει μ προ στά καί του φράζει τό δρόμο. — Έ! Δεν άκοϋς λοιπόν; Κουφάθηικες, άφέντη Ταμπόρ; Εκείνος σταματάει, τον κυττάζει παράξενε μόνος καί αποκρίνεται: Δέν είμαι ό Ταμπόρ... Έσύ ποιος είσαι; 10 Τσουλούφη ς χαμογελάει:
—- Βρε δέν τά παρατάς αύ
τά! Τά τρώ» έγώ τέτοια
ΤΑΡ2ΑΝ
ττια;! "Εχει γούστο νά θές νά μου παραστήσης τον αδελφό σου τον «Πόρτα». Χί^ χί, χΐ! Την ίδια στιγμή όμως τα μάτια του «Κεφάλου» πέφτουν πάνω στο γυμνό .ματωμένο στήθος του νέου κι3 άλλαζει αμέσως γνώμη : — Με συιμπσθας, άφέντη «Πόρτα». ΔίΙκηο έχεις. "Αν ή σουνα ό αφέντης Ταμπορ θα φορούσες στο λαιμό την αλυ σίδα μέ τό μεγάλο χρυσό φλου ρί... Τα μάτια του κακού δίδυ μου αδελφού λάμπουν παρά ξενα καθώς ρίχνει κι* αυτός μια ματιά προς τα κάτω. Τό πρόσωπό του παίρνει αμέ σως άγρια έκφρασι καί ουρ λιάζει: —ιΕίσαι φίλος του Ταμπόρ λοιπόν; Πκρεμοτσακίσου γρή γορα από μπροστά μου! Φΰ γε νά μή^ σέ σπαράζω όπως θά σπαράζω κΓ αυτόν άμα τον βρω! ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΣΥΜΠΤΩΣΙ
ΜΠΟΥΤΑΤΑ τον κυττάζει αγέρωχα. — Έγώ είμαι ό φό βος τής ζούκλος! "Ολοι ιμέ τρεμουνε καί δεν φοβάμαι κα νένα! — Τσακίσου, σου λέω! , — Για ττρόσεζε πώς μιλάς κύριε ...αύλόπορτα! "Αν εί χα μια σκάλα θ3 άνέβαινα πά νω νά σε φορτώσω σφαλιάρες. Ό Πόρταμ έχει μανιάσει. Σηκώνει αστραπιαία τό δεζιό του πόδι καί του δίνει μια Αφάνταστη δυνατή κλω
τσιά. Ή κεφάλα του Τσουλου Φη τινάζεται ψηλά, διαγράφει καιμπύλη στον αέρα καί πέ φτει δέκα βήματα μακριά, κουτρουβαλώντας, μέ τη φό ρα πού έχει, κι3 άλλα τόσα. Τέλος, όταν κάποτε σταμα τάη, ό Μπουτάτα σηκώνεται μουρμουρίζοντας μέ θαυμα σμό: — Μπράβο! Οικογενειακό τους θά είναι νά βαράνε τέ τοιες κλωτσιές! Βλέπει όμως τον κακό Πόρ ταμ νά σηκώνη. τώρα μια με γάλη πέτρα για νά του τήν πετάζη, καί φωνάζει: — Καλά ντε... Φεύγω καί μονάχος μου... Λεν είναι α νάγκη νά βάζης τις πέτρες νά μέ κυνηγάνε! Καί προχωρώντας άρ γ ά καί αγέρωχα, χάνεται σέ λί γες στιγμές πίάω από τό πυ κνό καί άγρ ιο .. .γρασίδ ι! Νοιώθει όμως τήν «άθραυστη» κεφάλα του πανεμένη καί τό «αειθαλές» τσουλούφι του πολύ στραπατσαρισμένο. "Ετσι, (μόλις ζεμακραίνει^ με ρικά βήματα, κρύβεται κάπου καί κάθεται νά συνέλθη καί νά τακτοποιηθή... Δέν περνάνε όμως ούτε πέν τε λεπτά όταν άπό μπροστά του φτάνουν γνοόριμες φωνές: — Μπουτάτα! Μπουτάτα! Ό Τσουλούφης μουρμούρι ζε ι παραζενεμένος ^ λ —όΛυστ ήρ ιο πράμ α! 3 Εγώ τον άφησα πίσω μου καί αυ τός παρουσιάζεται μπροστά μου; Μπά, σέ καλό του. Καί νά: Δέν περνάνε λίγες στιγμές καί ό άνθρωπος πού
Ο ΜΙΚΡΟΣ
/ τον φώναζε ι παρουσιάζεται μπροστά του. Ό Μπαυτάτα τόν κυττάζει άνήσυχος: —Τί θέλεις πάλι; Τώρα δεν μουδωσες μια κλωτσιά και μ·5 έδιωξες; "Άσε με ήσυ· χο, αφέντη «Πόρτα» ! , Τό ιμελαχροινό πάλληικάρι τόν κυττάζει μέ καλοσύνη: — Δεν είμαι ό Πόρταμ, Μπαυτάτα! Ό Τσουλούφης χαμογελάει: —Βρε δεν τ'ά παρατάς αυτά! Τά τρώω έγώ τέτοια χάπια! "Εχει γούστο να θέλης νά μου παραστήσης τώρα τόν αδελ φό σου τόν Ταιμπόρ! Χί,χί! Την Τδια στιγμή όμως τά μάτια του «Κεφάλα» πέφτουν πάνω στο γυμνό ματωμένο στήθος του νέου και αλλάζει αμέσως γνώμη,: —Μέ συμπαθάς, αφέντη Ταμπόιρ. Δί’κηο έχεις. "Αν ή-
Μιά αγέλη ρινόκερων περνάει κάτω απ’ τό δέντρο πού έχει σκαρφαλώσει ό Μπουτάτα.
ισουνα ό άφέντης «Πόρτας», δεν θά φορούσες στο λαιμό την αλυσίδα^ μέ τό μεγάλο χρυσό φλουρί... Τό υπέροχο 4 Ελληνόπουλο χαμογελάει. — Οι φωνές που ακούσαμε δεν ήταν τής Γιαράμπας. Μιά άραπίνα είχε χάσει τό παιδί της κα'ί τό φώναζε. Γύρισα γρήγορα νά σέ βρω, μά φαί νεται πώς θά έκανα λάθος στο μονοπάτι καί πήρα στρα βή ικατεύθυνσι. Σαν τό κατά λαβα είχα προχωρήσει πολύ μπροστά... -αναγυρισα καί άρχισα νά φωνάζω για νά μ’ άκούσης καί νά συναντηθού με... — Καί ή Γισράμπα; Οι Φι δ άνθρωποι πού ζητούσαν νά την πνίξουν;
ΎΑΡ1ΑΗ
27
— Πώς νά τη βρώ; Ό Π ιτσικόικο ττού θά μέ_^ πήγαινε, εξαφανίστηκε κυνηγώντας τον 'Αλαισάν του... Ό «Κέφαλος» μένει για λί γες στιγμές δοθεί ά συλλογι σμένος. Τέλος ρωτάει καχυΤΓΟΤΓΓα. — Γιατί μόλις ακούσαμε τις γυναικείες φωνές και νό μισες πώς εΐναι τής Παράμττα... — Γιατί μ5 άφησες έμενα εδώ, τόσο μακρυά, κι5 έτρε* ξες νά τή συνάντησης μονά χος^; Φοβήθηκες μη μέ δη και οττάση ή καρδιά της; — *Οχι. Μη σπάση ή ... χολή της, φοβήθηκα! Χά, χά, χά!... Και ξεκινώντας για νά πά ρη τό δρόμο του γυρισμού προσθέτει:
—«Έγώ είμαι ό «Μπαμπούλας τής Ζούγκλας» που όλοι μέ φο βούνται και δεν φοβάμαι απο λύτως κανένα!»
Ή Ζολάν είναι στη σπηλιά...
μονάχη της
Η ΓΙΑΡΑΜΠΑ ΥΠΟΨΙΑΖΕΤΑΙ
Ό Πόρταμ κ’ ή Γ ιαράμπα φεύ γουν τρέχαντας ^προς άντ ιθετες
κατβυθύνσεις.
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ τώρα τον Ταρττορ και τον άΐιράπη( νά προχωρούν για τή σπηλιά τους, κι* άς τρέξουμε νά παρακολουθήσου με την πανώρια βασίλισσα τής ζούγκλας άπό τή στιγμή πού έφυγε τρέχοντας προς τό βορρά για ν* άποψύγη, τήν αγέλη τών ρ ινόκερων. Ή ιΓιαράμπα, έξω φρενών γιά την άνανδρη; πράξι τού Πόρταμ νά σκοτώση ένα λι οντάρι πού δεν μπορούσε νά προστατέψη τον έαυτό του, προχωρεί τρίζοντας τά δόντια
18
της. Θυμάται άκόμα και ττ^ν πιο άνανδρη στάσι τοι; άπεναντΓί της, δταν τόλμησε νά φσβερίση μιά γυναίκα μέ τή γροθιά του. Ξαφνικά δΙμως και καθώς προχωρεί, τά δμορφα μάτια της σκοτεινιάζουν. θυμάται εκείνο τό γυαλιστερό άντικεί μενο που είχε πάρει τό ιμάτι της, φεύγοντας, κάτω από τό σώμα του σκοτωμένου λιόντα ριού. Καί μιά φοβερή υποψία την κάνει ν’ άρχίση να μονολογη καί νά παραμιλάη. — Μήπως ήταν ή άλυσσίδα μέ τό στρογγυλό χρυσό φλουρί; Μήπως τό είχε βγά λει από τό λακμό του πριν έλθη νά μέ συναντήση καί τό είχε κρύψει στο τομαρένιο παντελόνι του; Μήπως, κα θώς παλεύαμε καί κυλιόμαστε μέ τό λιοντάρι, του ξέφυγε ά πό την τσέπη καί έπεσε κάτω χωρίς νά τό άντιληφθη* Μή πως ../Αλλά τότε ποιος εί ναι ό Πόρταμ; Μήπως είναι 6 Ταμπόρ; Αυτό θά ήταν τ·ρο μερό! Τό Παιδί τής Ζούγκλας νά λέη ψέματα; Νά ζητάη, νά κρροϊδέψη καί τή Ζολάν καί έμενα; Γιατί; Είναι ποτέ δυ νατόν νά κάνη μιά τέτοια άτι μη πράξι ένα τόσο έντιμο παλληκάρι; Καί προσπαθώντας νά διώ ξη. ιμέ κάθε τρόπο την υποψία από τό ζαλισμένο της κεφά λι, συνεχίζει: — ^"Όχι! 5 Αδύνατον! Ό Ταμπόρ είναι ένα υπέροχο πλάσμα του Θεού! Ποτέ δεν θάφτανε νά ξεπέση τόσο χα μηλά... Κ/ ό ίδιος νά ελθη
Ο ΜΙΚΡΟΣ
νά μου πή: «/Εγώ είμαι ό Πόρτα μ», δέν θά τον πιστέ ψω. Είμαι σίγουρη, πώς θά λέη ψέματα!... 'Όιμως τά μαυρσπράσινα μάτια της σκοτεινιάζουν πάλι καί ψιθυρίζει: — Τότε όμως... Τί νά ήταν αυτό τό γυαλιστερό πράμα πού είδα κάτω οστό τό λιοντά ρι; "Άν ήταν τό μενταγιόν; ,Ποιός άλλος έκτος άπό τον Ταμπόρ μπορούσε νά τό κρα τάη επάνω του; Καί σταματώντας άπότσμα μουρ μουρ ί ζ ε ι ιάποφασ ιστ ικά: — θά ξαναγυρίσω κοντά στο σκοτωμένο λιοντάρι. *"Αν αυτό πού γυάλιζε ήταν τό χρυσό φλουρί, τότε ό Πόρτοομ δέν υπάρχει. Υπάρχει μονά χα ό Ταμπόρ! Καί τότε θά λογαριαστούμε αί δυό μας! Έχει περάσει ιμισή ώρα δταν ή Γιαράμπα, ψάχνοντας^, ξαναβρίσκει τό νεκρό λιοντά ρι. Τρελλή άπό περιέργεια ψάχνει^ νά 6ρή τό παράξενο αντικείμενο πού είχε πάρει τό μάτι της. Τίποτα δμως! Στο μέρος^πού τό εΐχε νά νυολιζη, δέν τό βλέπει τώρα. * Αρπάζει τό σκοτωμένο θηρίο άπό τή χαίτη καί τήν ουρά καί σέρνοντας τ’ άπσμακρύνει από τή θέσι πού βρίσκεται, -αναψάχνει μά καί πάλι δεν βρίσκει τίποτα... — "Ήμουν πολύ ζαλισμέ νη, ψιθυρίζει σκεπτική. "Ίσως νά μην ήταν τίποτα καί νά μέ ξεγέλασαν τά μάτια μοα.. νΑδικ<χ Ικσνα τόσες κακές
ΤΑΡΖΑΝ
29
σκέψεις γιά τόν ύττέροχο Τα ρε... <Νά λοιπόν γιατί δεν τό μπόρ... βρίσκω έγώ. Τώρα φωτίστηκε Άχ, αστός ό Ταμπόρ! Στι τό μυαλό μου! Τώρα τά κατα γμή δεν περνάει πού νά μη λαβαίνω όλα. Σ’ έμενα πα στριφογυρίζη μέσα στο μυα ρουσιάζεται σάν Πόρταιμ καί λό της. Και ή περήφανη με στη Ζολάν σάν Ταμπόρ. λαψή -κοπέλλα τα βάζει μέ Καί συνεχίζει νά συλλογιέ τον έαυτό της γι' αυτό: ται μεγαλόφωνα: — Επιτέλους! Αέν θά τον ,— <Γιατί όμως; ·Γιατί νά τό ξεφορτωθώ κορμιά φορά από κάνη; αυτό; Μήπως κατάλα τή σκέψι ιμου! "Ολο: Ταμπόρ βε την κρυφή αγάπη μου καί Ταμπόρ, Τορπόρ, Ταμπόρ θέλει νά διασκέδαση μαζί θά συλλογιέμαι... μου; Κι1 άμεσως σαν κάτι νά α Τρίζει άμεσως τά δόντια κούσε άπό τό ίδιο το στόμα της, σφίγγει τις γροθιές της της καθώς έπανελάμβανε τό καί μουγγρίζει άγρια: όνομα του άγαπημένου της —νΑν ήμουν άνδρας, θά παλληκαοιου, συν>εχ|ίζει για πήγαινα νά χτυπηθώ μαζί· του νά βεβαιωθή, καλύτερα: Νά χτυπηθώ μέχρι θανάτου! —Ταμπρσ,Ταμπόρ Ταμπόρ Άλλα καί τώρα πού είμαι γυ τα]μ... πόίρταμ.^.πόρταμ... ναΐκα, θά πάω!... Τά μάτια τής βασίλισσας Ταυτόχρονα σχεδόν μια τής ζούγκλας ανοίγουν διά σκέψι σκοτεινιάζει τά μαυροπλατα άπό την κατάπληξι. πράσινα μάτια της. Παραμιλάει σαν τρελλή τώρα. ^— Θά δεχτή όμως αυτός· Θά καταδεχτή νά χτυπηθή με — Τάμ-πόιρ! Πόρπαμ! μιά γυναίκα; "Ώστε τό «Πόρταμ» δεν είναι όνομα. Είναι τό ανάποδο του ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ι αμπόρ... Άρα; Άρα ό Πόρ ΚΡΑΥΓΗ ταμ δεν είναι άλλος άπό τον Ταμπόρ. Και ό Ταμπόρ άλλος I ΝΑ I ΝΥΧΤΑ πια ό άπό τον Πόρταμ! Άρα, κα ταν ό Ταμπόρ καί ό πα λά είχα 5ή έγώ κάτι νά γυαρ αμορ φω μ έ νας Μπουτά λίζη. Σίγουρα θά ήταν ή ά- τα φτάνουν στη μακρυνή σπη λυσσίδα μέ τό χρυσό φλουρί λιά τους. πού του είχε πέσει παλεύον "-Εξω άπό τό άνοιγμά της τας μέ τό λιοντάρι... Φαίνεται ή Ζολάν περιμένει ανήσυχη. όμως πώς φεύγοντας γιά νά Τό παιδί τής Ζούγκλας προ ξαναγυρίση κοντά στη Ζολάν σπαθεί νά δικαιολογηθή: θέλησε νά τό ξαναφαρέση στο — Αέν βρήκαμε πουθενά τη λαιμό του. Τότε είδε πώς δεν Γιαρόμπα... "Ισως νά τή βρίσκεται έπάνω του καί θυ σπάραξαν οί φοβεροί Φιδάνμήθηκε που θά του είχε πέσει. θρωποι... "Έτσι θά ξ αναγύρισε — πριν Τό ξανθό κορίτσι τον άκού άπό μένα — καί θά τό πή ει άφηρημένο καί λέξι δεν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
βγαίνει βατό τό στόμα του. Ό Ταΐμπόρ συνεχίζει: — Δεν πρέπει νά είσαι θυ μωμένη /μαζί μου, Ζολάν, Δέν γινόταν άλλοιώς... 'Όταν μια γυναίκα κινδυνεύει, κανένας άνδρας δέν την άφηνε ι άνυττεράσπιστη... Ήταν έγκλημα λοπτόν που θέλησα νά πάω νά τη βοηθήσω; Ή όμορφη κοπέλλα καί πά λι δέν άποκρίνεται. Φαίνεται σά νά άφουγκράζεται κάτι πολύ μακρυνό, χωρίς νά τον προσεχή... Ό ^Κέφαλος» με τό κωμι κό τσουλούφι, χάνει την υπο μονή του: — Μήπως καί κατάπιες τή γλώσσα σου, αφέντη Ζολάν; Πές μου νά πάω νά σού φέρω κορμιά... μοσχαρίσια στιφά δο. Χί, χί, χί! Καί προσθέτει καμάρωναν
Μιά φοβερή υποψία κάνει τά μαυροπράσινα μάτια τής Για ραμπή νά σκοτεινιάσουν.
τας για τό άστεΐο πού εΐπε: -— Πετάω κάτι «μαγειρικά» πότε-πότε! Μπά, σέ καλό μου! -αφνικά, μιά τρομακτική κραυγή σχίζει την ήσυχία τής νύχτας. — 3 Αοαούουουο υου! Τά μακρυνά γαλάζια βου νά άντ λαλούνε τρο/μαγμένα τό φοβερό καί άγριο ξεφωνη τό. Ό Ταμπόρ κάτι πάει ^ νά πή, μά ή Ζολάν— πού λύνε ται ξαφνικά ή γλώσσα της— τον προλαβαίνει: λ— Φοβάμαι, Ταμπόρ! Φο βάμαι πώς κάποιος τρομερός γίγαντας έχει φτάσει στή ζούγκλα μάς... Είναι μιά ώρα τώρα που ουρλιάζει έτσι! Πά με νά φύγουμε../Αμέτρητα θη >ρία καί αγρίμια πέρασαν πριν από λίγο από εδώ τρέχοντας φοβισμένα σαν νά τά κυνηγούσε ή τριμερή αυτή κραυγή! Όλόκληρες φυλές ι θαγενών παράτησαν τά καλυ βια καί τά χωριά τους καί τρέ χουν νά σωθούν... Καί / τά πουλιά καί τά όρνια ^άκόμα φτερουγίζουν τρομαγμένα ξε μακραίνοντας από τον απαί σιο αυτό δαίμονα πού ουρλιά ζει... Τή,ν ίδια στιγμή ξανακού γεται, πιο κοντά καί π ιό δυνα τά τώρα, ή τραμάκτική κραυ γή: — Άοαούσυσυου! Τά μαύρα μάτια τού Τα μπόρ σκοτεινιάζουν άκαμα πε ρισσότερο καί ψιθυρίζει μέ δέος: —Ό Γκαούρ! Είναι ή φόβε
11
ΤΑΡ2ΑΝ
,ρή κραυγή τού Γκαούρ! Ή «κεφάλα» τού Μπουτά τα ανοίγει το στόμα της και απομιμείται: — 'Αοαουουούξ και ξερό του! Ιί γκαρίζει £τσ^ Μή πως νομίζει πώς θά τον ψρ βηίθουμε ; Έγώ γκαρίζω χί λιες φορές καλύτερα! Το ξανθό κορίτσι ρωτάει χα,μένα: —Ό Γκαούρ; Ποιος είναι ό Γκαούρ, Ταμπόρ; Ό Ταμπόρ αποκρίνεται στη συντρόφισσά του: — Δέν τον έχω άντικρύσει ποτέ, Ζολάν! "Ομως έχω α κούσει πολλά γΓ αυτόν... Ό Γκαούρ είναι ένας μελαψός γίγαντας, υπέροχος καί θρυ λικός! Ζή στην απρόσιτη κορ φή ενός μακρυνού βραχώδικου βουνού! Σ υντρόφ ισσά του ^εΐ ναι ή πανώρια Τσταμποΰέ Κοντά τους ζούν ακόμα καί δυο νάνοι: Ό φο'βερός καί τρρμερός Ποκοπίίκο μέ τή θρυ λική χατζάρα του, καί ή κον τόχοντρη καί «μοιραία» Χουχού μέ τό τσουλούφι στό κε φάλι ! Ό Μπουτάτα δείχνει ενδι αφέρον : —Αυτήν, πρέπει ^νά τή γνωρίσω. Μπορεί νά έχουμε καμ μ ι ά συγγένε ι α! ^ Μπορ εΐ η μάνα μου κι1 ή μάνα της ν άπλώνανε τις μπουγάδες τους στον Τδιο ...ήλιο! Χί, χί,χί! ^ Καί προσθέτει κατά τή συ νήθειά του αυτοθαυμαζόμενος: — Πετάω κάτι «συγγενολογικά» πότε-πότε! Μπα, σέ καλά μου!
?—
'0 Γκαούρ!... Αυτή είναι ή
τρομερή κραυγή τοΰ Γκαούρ, κάνει με οεος το Παιοι της Ζούγκλας.
Τό ξανθό κορίτσι ρωτάει πάλι τό σύντροφό της: — Είναι άμορφος ό Γκα * ούρ, Ταμπόρ; ^ — Όμαρφότερος άνδρας δεν έχει ξαναγεννηθήν λένε. — Καί δυνατός; — Ή πέτρα τρί’βεται στα χέρια του! — ΚΓ ατρόμητος; — Ποτέ του δέν φοβήθηκε κανένα! Ό νέος συνεχ'ίζει: — ΚΓ αυτός ό Ταρζάν ά= κόμα παντοδύναμος άρχον τας τής ζούγκλας δέν τόλμησε ποτέ νά χτυπηθή καί νά ρε τρηθή μαζί του! Ό Γκαούρ είναι αδάμαστος καί ανίκητος Ή ξανθέ ιά κοπέλλα ξαναρω τάει γοητευμένη: — Γιατί, Ταμπόρ, ό Γκα
ο μικροί
η
ουρ είναι άδάμιοοστας καί άν*ί κήτος; Ό Ταμττορ άργεΐ^λιγάκι ν’ άπακριθή. Τέλος τής λέει χαμηλώνοντας μέ ντροπή τά μάτια: — Γιατί είναι υπέροχος Ζολάν, υπέροχος σέ δλα του ! Στο μυαλό, στη δύναμη στη ό μορφιά, στην καλωσύνη; ατό Θάρρος, στην υπερήφανε ια; στην ευγένεια, στη δικαιοσυ νη, στην τιμή και στον έλληνι κό πατιρ ι ωτ ισμό του! Ή τρομακτική κραυγή ξα νακούγεται πάλι. Αυτή τή φο ρά όμως κάπως αδύναμη. Ή Ζολάν άναστενάζει: —Κρίμα... Ό Γκαούρ ξε μακραίνει... Δεν έρχεται κατά τή σπηλιά μας, όπως φοβό μουνα.. Και προχωρώντας μπαίνει άπογαητευμένηι στή σπη,λιά νά ξαίπλώση... Τό κεφάλι του Μπουτάτα χασμουριέται καί τήν άκολουλεΐ. Ό Ταμπόιρ κάθεται απ' έ ξω σέ μια πέτρα, συλλογισμέ νος. Ή έμφάνισι του θρυλικού γίγαντα Γκαούρ στήν περιο χή του, τό έχει άναστατώσει αφάνταστα! Σέ λίγο μέσα στή σπηλιά η Ζολάν έχει άποκοιμηθή καί 6 Μπουτάτα τή νανουρίζει μέ τό βαρύ καί φάλτσο ροχαλη τό του. Ό Ταμπόιρ πού συλλογιέ ται ξάγρυπνος άπ5 έξω, μουρ μουρίζει στενοχωρημένος: — "Αν ό Γκαούρ έλθη νά ζήση έδώ, εγώ πρέπει νά φύ γω μακρυά! Πολύ μακρυά! Δέν μπορώ νά ζήσω κοντά σέ
κάποιον πού είναι άνώτερος από μένα! Θέλω νά ζώ κάπου πού έγω νά είμαι ό πρώτος! Έγώ νά είμαι ό καλύτερος! Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ
ΑΦΝΙ/ΚΑ, αργό καί βα β ,ρύ ανθρώπινο ποδοβολή τό πού πλησιάζει, φτά νει στ’ αυτιά του. Τό μελαχροινό παλληκάρι πετιέτα^ι όρθιο, άπό τήν πέ τρα πού κάθεται καί σφίγγει στην παλάμη του τό τρομερό ρόπαλό του. Τό γενναίο καί ατρόμητο παιδί είναι πάντο τε έτοιμο νά άντιμετωπίση κάθε εχθρό,, κάθε κίνδυνο. Καί νά: Σέ λίγες στιγμές ένας ^γεροδεμένος άράπης με φτερά στο κεφάλι καί χοντρό πέτσινο θώρακα στο στήθος, παρουσιάζεται καί στα μ στ α εί μπροστά του. Μέ τήν πρώτη ματιά ό Τα μ'πόρ βλέπει πώς είναι άο πλος. Ούτε κοντάρι, ούτε μα χαΐρι, ούτε τίποτα άλλο κρατάει ατά χέρια του. ^ Τό περήφανο παλληκάρι πε τάει άμέσως^πέρα τό ρόπαλό του καί ρωτάει τον άγνωστο: —Ποιός είσαι; Τί ζητάς εδώ; Ό άράπης, μέ βραχνή βα ρειά φωνή, τ' άποκρίνεται: — Μέ λένε Μπαράγια! Εΐ μαι άδελιφός άπό άλλο ποτέ ρα τής μελαψής βασίλισσας τής ζούγκλας. Παρουσιάστη κες στήν αδελφή μου μ5 ένα ψεύτικο όνομα καί ζήτησες νά τήν ξεγελαστής... "Ηρθα νά σέ σκοτώσω για νά ξε-
ΤΑΡΖΑΝ
33
πίλύνω την προσβολή! σε περιμένω λίγες στιγμές ά Ό Ταμπόρ άπ ο μένει άκί1 κόμα ν’ άποφασίσης. θά νητος σά νά τον χτύπησε κε μέ άκολουθήισης νά πάμε νά ραυνός στο κεφάλι. Τέλος με χτυπηθούμε στο μεγάλο^ ξέμεγάλη προσπάθεια καταφέρ ψωτο, ή θ’ αναγκαστώ νά σέ νει νά ψιθυρίση: σπαράζω εδώ σάν δειλό ζαρ — Συχώρεσέ ιμε, Μπαρά κάδι ! για! Δεν θέλω νά χτυπηθώ Τά μάτια τού παλληκαριού ιμε τον αδελφό τής πανώριας πετάνε μαύρες αστραπές καί κοπέλ'λας πού άγαπώ περισσό ξεκινώντας αποκρίνεται άπο τερο κι* άπό τη ζωή μου άκό φασιστ ιικά: μα!... — Πάμε λοιπόν... Έγώ ε Ό άράπης, πού δεν εΐναι κανα· ό/τι μπορούσα γιά νά παρά ή μελαψή Γ ιαράμπα σ’ άφήσω νά ξημερωθης ζων βαμμένη και «μεταμφιεσμένη μέ τανός! Πάμε! φτερά στο κεφάλι γιά νά μ ή Μιά ολόκληρη ώρα βαδίζουν ψαίνωνται τά (μαλλιά της και με χοντρό πέτσινο θώρακα στό^ σκοτάδι σιωπηλοί οί δυο γιά νά μ ή προδίνεται τό στη αντίπαλοι. Τέλος φτάνουν καί θος της — τ’ αποκρίνεται: σταματούν στο μεγάλο ξέφω — ' Αν άγαπούσες τη Για το. ράμπα θά παρουσιαζόσουν Τό Παιδί τής Ζούγκλας ρω σ' αυτήν μέ τ’ άληθινό σου τάει δυνατά καί άπότομα: όνομα... Είσαι ένας δειλός, — Μέ τί θά χτυπηθούμε; ένας άνανδρος, ένας τιποτέ — Μέ τά χέρια μας! νιος! Καί πρώτη ή μεταμφιεσμέ Ό Ταμπόρ τον παρακαλάει. /η Γιαράμπα, δίνει μιά τρο — Φύγε, καλέ μου άνθρω μακτική γροθιά στό πρόσωπο πε... Όμσλογώ τό λάθος μου τού Ταμπόρ. και σου ζητάω συγγνώμη... Ό νέος βγάζει ένα πονεμέ Νεύρα έχω κι3 έγώ καί δεν θ’ νο βογγητό καί γιά λίγες στι άνθέξουνε... Γιατί νά χάσης γριές ταλαντεύεται γιά νά σω τή ζωή σου τόσο νέος; ριαστή κάτω. Καταφέρνει ό Ή μεταμφιεμ ένη Γ ιαράμπα μως νά κράτηθή όρθιος καί έθυμώνει άφάνταστα άκουγον τοιμάζεται νά τινάξη τήν σάν τας τήν άπειλή του. Και μέ “κεραυνό φοβερή γροθιά του... τήν προσποιητή βραχνή φωνή Την ίδια στιγμή, ή τρομα της του λέει: κτική κραυγή τού Γκαουρ άν —Αυτό που είπες, θά τό τηχεΐ πολύ κοντά τους. Καί πληρώσης άκριβά! Είσαι έ ταυτόχρονα τό βαρύ ποδοβο νας άνανδρος πού δειλιάζεις λητό του άκούγεται νά πληνά χτυπηθής μαζί μου. Θά σιάζη γρήγορα. ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΙΟΣ
Αποκλειστικάτης: Γεν. ’Εκδοτικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε,
ο
ΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
—Μ—-Λίΐ—^571
^^^-^ΓΒΚΛΧ^τ**ΚΤ3ΧΛππΐ=ΚΖΒΒΚ*>ΐαΧΛ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ζ©¥ ΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία *Οδός Λέκκα 22 — Αριθμός 12—Τιμή δραχ. 2 ■
Δημ-οσιογιραψπκιός Δ)ντής: Στ. 5Ανεμοδουράς, Φάληρου 41. 01κονομικός Δ) ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυττοΥρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Τατσούλον 19 Ν. Σμύρνη,. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιιάδην, Λεκικα 22, Αθήναι 1*3 Κ3*Β Κί 08 ΠΗ η Ε2 53 ΕΒ &Ε Η3 Μ Κ3 ΒΒ ΕΒ Ε3 Κ3 ΚΒ ΚΕ ΚΕ 3!» 03 <83 εβ ΕΒ Ε3 £Β Ε5 155 33 Β9 «3 13! 63 13 Ε53 Θ3 «3 «55 η
Γραμμένο άπο τό ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ Ποτέ 6έν διαβάσατε πιο συναρπαστική περιπέτεια άπδ
-,
Η ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΗ ΓΥΡΙΣΕ ΠΡΟΓ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ τΗΖ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ!. ^ ^^^^/^ΤΑντΟΧ ΡΟΜΑ,ΤΟ ΥλΓ
7
ΜΑΧΤΙ ΓΙΟ ΕΕΤΎΛΙΧ" ΤΗΚΕ I
ι
•ί
+4 1ΛΔ.Τ ΙΛΙΓΤΑ ΤΟΝ ο^ΓΡΙΟΝ
1χ
^ν/ΚίΓνι-τι—τ» ,
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΑΛΑΖΙ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ρή νά συναντάη κάθε τόσο την πανώρια μελαψή κοπέλλα που του ιμαθαίνει χίλια ΤΑΜΠΟΡ, τό Ατρόμη δυο μυστικά των θηρίων καί το παλληκάρι τής ζούγ των Ιθαγενών τής άγριας ζούγ ικιλας νοιώθει μεγάλο κλας, πέφτει σ’ ένα βαρύ καί θαυμασμό για την καλωσυνη, άσυιγχώρητο σφάλμα. Αντι καί την όμορφιά τής υττέροστρέφει τις συλλαβές του όχης 'Γιαράμττα. Τό αγνό αμως νόιματός του καί άπό «Ταμέ/διαφέρον του γι5 αυτήν, κά πορ» τό κάνει «Πόρ-ταμ». ^Ε νει την παιδική του φίλη Ζά τσι, παρουσιάζεται στη Γιαλον να θυμώνη καί νά στενο ράμπα σάν δίδυμος τάχα Α χωριέται. δελφός του. Ό Ταμπόρ, για ν’ άποφεύ Ή Γ ιαράμττα, υστέρα άπό γη τις σκηνές καί τις γκρί πολλές περιπέτειες, άνακαλυ νιες της, ιμά καί για νά ιμπο- πτει την πλαστοπροσωπία αύ
©
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
τη καί νοιώθει τόσο μεγάλη προσβολή πού θέλει νά χτυτίηιθή μέ τον Ταμπόρ. Είναι όμως γυναίκα, καί το Παιδί τής Ζούγκλας ποτέ δέν θά καταδεχόταν νά κτυπηθή μα ζί της. ΓΥ αύτό κάί μ-εταμψιέ ζεται: Βάψει μέ «μαυρσβότανο» τό κορμί της και γίνεται σαν άράπης. Φοράει φτερά στο κεφάλι γιά νά κρύβωνται τά γυναικεία μαλλιά καί πέ τσινο θώρακα γιά νά κάλυψη τό στήθος της. Τέλος παρου στάζεται μπροστά στον Τα μ πορ σάν άνδρας (*). Καί, αντιστρέφοντας κι* αυτή τις τρεις συλλαβές του όνόματός της, του λέει πώς είναι τάχα ό Μπαράγια, άδελφός της α πό άλλο πατέρα. "Υστερα, καί οι δυο .μαζί, φτάνουν νύχτα σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο γιά νά μονομαχήσουν σάν άνδρας μέ άνδρα! ίΠρώτη ή Γιαράμπα δίνει μιά φοβερή γροθιά στον Τα μπόρ πού παραλίγο νά τον σωριάση κάτω αναίσθητο. Κα ταφέρνει όμως νά κιρατη-θή όρ θος και ετοιμάζεται νά άντα ποδώση σάν κεραυνό τήν α τσαλένια γροθιά του. Δέν προφταίνει όιμως. Τήν ίδια στιγμή ξανακούγεται α πό πολύ κοντά τώρα ή τρομα κτική κραυγή τοΰ Γκαούρ καί τό γρήγορο ποδοβολητό του πού πλησιάζει... (*) Διάβασε τό προηγούμενό τεύχος, τό 12, ττοΟ δχε; τό<ν τίτ λο: «Η ΦΧΛΗ ΤΩΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩ ΠΩΝ^.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ γιά λί γο τον Ταμπόρ καί τή μεταμφιεσμένη σέ άν δρα .Γιαράμπα, νά σταματά νε τή φονική μονομαχία τους καί νά κυττάζουν μέ δέος τό θρυλικό μελαψό γίγαντα πού τρέχει προς τό μέρος τους κι* άς ξαναγυρίσουμε στη σπη λιά. Έκεΐ πού αφήσαμε τή Ζολάν νά κοιμάται βαθειά καί τό Μπουτάτα νά τή νανουρίζη μέ τό βαρύ ικοΛ φάλ τσο ροχάλητό του. Δέν έχει περάσει ουτε^ μιά ώρα όταν ή ξανθέ ιά κοπέλλα ξυπνάει άπότομα άπό κάποιο παράξενο άνακάτωμα στα στρωσίδια της. ΜάI καθώς κά νει νά άνασηκω'θή νοιώθει έ να τεράστιο σταχτσπράσινο φίδι νά άγκαλιόζη., μέ τό κρύο κορμί του, τό σώμα της. Ταυτόχρονα άντικρύζει τά άπαίσια σαγόνια του άνοιχτά, σά νά ζητάνε νά τήν καταβρο χθίσουν. Ή Ζολάν βγάζει σπαρακτι κή τρομαγμένη! φωνή καί ,μέ τις δυο παλάμες της άρπάζει ασυναίσθητα τό λαιμό του^φι διού. Ό τρόμος καί ή φρίκη που νοιώθει τήν κάνουν νά τό σφίννη μέ πολύ περισσότε ρη δύναμι άπ* όση έχει... ίΚαί νά: Τό άπαίσιο έρπετό χαλαρώνει κάπως τό σφί ξιμο του κορμιού της, κι* άνοίγοντας ακόμα περισσότε ρο τό στόμα του. σά νά χασμουρ ι έτσι, βγάζε ι βραχνά πνιγμένα σφυρίγματα.
Ή δυνατή κραυγή τής Ζολάν σταματάει τό ροχαλητό του Μπουτ όπα. Τό τεράστιο στρογγυλό κεφ<άλι του όοναση)κώνεται; Βλέπει την άμοι ρη νέα ττού χαροπαλεύεαςστήν αγκαλιά του ψιδιού σψιίγγοιν τας τό λαιμό του καί τή ρωτά ει άγουιροξυΓττνησίμένος : — Στ’ αλήθεια παλεύεις μέ τό ψίδι, αφέντη Ζολάν, γιά ...όνειρο τό βλέπεις;! Τό ξανθό ικορίτσι ξεφωνίζει μ3 άπάγνωσι: — 1 Βοήθεια, Τσούλουφάκο μου, βοήθεια] ' Ο Μπουτ άτ α παρακολου θεί γιά λίγο ακόμα, τή δρα ματική μονομαχία^ της μέ τό φίδι και μονολογεί: — ιΠώπω, κάτι φοβερά ό νειρα που βλέπει αυτό τό κο ρίτσι! Καί ξαναγέρνοντας στά στρωσίδια του κουκουλώνεται μέ την άρκουδίσια προβιά. ^ Οι τρυφερές παλάμες τής Ζολάν κουράζονται γρήγορα στην υπεράνθρωπη' προσπά)εια νά πνίξη τό τεράστιο ψί>ι. Τό σφίξιμό της αρχίζει νά χαλαρώνεται γύρω στό λαιμό ου, ένώ τό παγερό άγκάλια ■μα του διικου του κορμιού, ό νοιώθει τώρα ακόμα πιο υνατό. Ευτυχώς, σ’ ένα ξετύλιγμα ού κάνει τό φίδι στις τελευσΐες κουλούρες του, γιά νά ίς τοποθέτηση καλύτερα γύω στό κορμί τής νέας, ή ούά του φτάνει καί σέρνεται άνω στά στρωσίδια του πα αμορφωμένου άράτηΓμ Ό άάιτηις άνασηκώνεται τρομα
γμένος καί, βλέποντας στό μι σοσκότσδο την ουρά του ψι διού· κοντά του, ξεφωνίζει: —-ύπνα, μωρέ Ζολάν! Μέ κόλλησες καί μένα τό ίδιο... όνειρο! Αμέσως, τό μακροσκοπικό γεροδεμένο κορμάκι του πετιέ ται όρθιο καί μεταφέρει την τεράστια κεφαλα του κοντά στό ιξανθό κορίτσι, ψωνάζοντας :3 λ—Άκούμπα του κάτω στό χώμα τό κεφάλα καί θά τό κα νονίσω 'έγώ! "Αιντε λοιπόν!, γρήγορα, τώρα πού είμαι ζεσιός! ^ Ή Ζολάν μέ υπεράνθρωπη δύναμι, που τής δίνει ό φόβος του θανάτου, κάνει ίμια τελευ ταία απεγνωσμένη προσπά θεια καί κατεβάζει τό κεφάλι του φιδιού στό σκληρό χώμα τής σπηλιάς. ^ Ταυτόχρονα σχεδόν, ό άράπης κάνει μια κίνησι σά υά βουτάη στη θάλασσα καί πέφτοντας μέ την «κεφάλα» του προς τά κάτω, δίνει τρο μακτική κουτουλιά στό κεφά λι του φαδιού. Τό καύκαλο του ερπετού σπάζει καί τσα κίζεται μ’ απαίσιο κρότο, καί τό φοβερό θηρίο, υστέρα α πό μερικούς σπασμούς, ξεκου λουριάζεται καί μενει ακίνητο νεκρό! Τό κεφάλι του άράπη έχει άπομείνει άθικτο! Μόνο τό «άειθαλές» τσουλούφι του είναι λιγάκι στραπατσαρασμέ να. Ό Μπουτάτα πανηγυρίζεις — Αμάν, κουτουλιά! Νά ιμοΰ ζήσης κεφάλα μου άθραυ στη καί άνοξείδωτη !
0 ΜΙΚΡΟΙ 0 ΜΕΓΑΣ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ
ΖΟΛΑΝ βγάζει τραβών τας τό σκοτωμένο ψίδι έξω άπό τη σπηλιά. "Υστερα ξαναγυρίζοντας, Βεται στα στρωσίδια της καί λέει άνήσυχη στο Μπουτάτα: —Ό Ταμττορ δεν είναι έ ξω... Σίγουρα σ3 αυτή την «ασχημομούρα» θά τρέχη πά λι... Εκείνος μουρμουρίζει: ^— Δεν ξέρεις... Μπορεί νά πέροοσε κανένα πεινασμένο θη ρίο καί νά τον απάραξε... Ή νέα τον ,κυττάζει μέ οΐ» κτο: — Εσένα δλο στο ...καλό πάει ό νους σου! "Υστερα άνεστανάζει βα8ε ιά καί συνετίζει: — Πιρί(ν λίγο που ικοιιμόιμου
Η
*0 Μπουτάτα κάνει μιά Βουτιά καί δίνει τρομακτική κουτουλιά στο κεφάλι ■$©$ φιδιού.
κά
*Η Ζολάν θρονιάζεται σταυροπό δι πάνω στην τεράστια κεφάλα του Μπουτάτα.
να είδα ένα πολύ κοοκό όνει ρό, Μπουτάτα... Ό Τσουλούψης πού νομίζει πώς εννοεί τό ψίδι, τη διάκο πΓΓει: — Ό^ι. Δεν ήταν όνειρο. Κι3 εγώ έτσι νόμισα στην άρ χή; Ή Ζολάν συνεχίζει σά νά μην τον ακούσε: ρ— Είδα, λέει, πώς κάποια μέρα, βρισκόμασταν μακρυά άπ3 έδώ, κοντά στά γαλαζια βουνά, λέει... — Ποιοι, λέει; — Έγώ, ό Ταμπόρ, ό Π ι τσικόκο ιμέ τ3 άλογάκι του κι3 έσύ, Μπουτάτα. — Μέ την παλιάς «κορμάρα» μου, η £τσ» ρετάλι, όπως είμαι τώρα; —Όχι. Όπως ίίσουν πρίν
ΤΑΜΑΝ
πέσης στη μαγική γούρνα. Σά φώκια ιμέ τό μαγιώ της. — Τό λοιπόν; Τό ξανθό κορίτσι συνεχίζει τό ονε]ρο: — -αφνικά, ό ουρανός κα θάρισε άττό τα σύννεφα και γίνη)κε κοττακόκκινος. "Αμέ σως άρχισε νά πέφτη κόκκι νο χαλάζι! Ό ακέφαλος» τό βρίσκει φυ σικά: — Θά ...ξέβαφε φαίνεται. —"Αρχίσαμε λέει τότε ό λοι νά τρέχουμε γιά νά σω θούμε ξεφωνίζοντας δυνατά και τρομαγμένα καί... —...ξύπνησες! — ιΝαΐ. Πώς τό κοττάλαβες; — Φιλοσοφία θέλει; Μπο ρούσες νά :μή ξυπνήσης (μέ τέ τοιες φωνές!
Ό Ταμπόρ κυττάζει μέ δέος τή σκιά του γίγαντα Γκαουρ που πλησιάζει.
Ή Γιαράμπα γιά νά γλυτώση τό σίγουρο θάνατο σκαρψοελώνει σβέλτη στο πιο κοντινό δέντρο.
Ό Μπουτάτα συνεχίζει: — Σημαδιακό όνειρο! Θέ λεις νά^ στο έξηγήσω;^ — -έρεις, Τσουλούφη,; — Καί βέβαια ξέρω! "Ε γώ είμαι ό Μιέγας "Ονειροκρί της πού λένε. Δεν έχεις άκουστά; (Κι" αμέσως, παίρνοντας ύ ψος βαρύ καί σοβαρό, τής έξηνεΤ: Λ — Ό ουρανός που καθαρι σε, ήμουν εγώ!... — Πώς; "Έχει καμμιά σχέ σι ό ουρανός μ" έσενα; — Καί βέβαια: "Εκείνος καθάρισε τά σύννεφα, κι" έγώ «καθάρισα» τό φίδι. Σηιμαδια κά πράματα, σού λέω! — Καί τό κόκκινο χαλάζι τί ήτανε; — Τό τσουλούφι μου!
Ο ΜΙΚΡΟΙ
3
— Τρελλάθηκες, Μπουτά τα; Τό τσουλούφι σου είναι κόκκινο; — Όχι. "Οταν θέλω όμως τό βάψω! Δικαίωμά μου δεν είναι ; Ή Ζσλάν σηκώνεται. — "Αφησε τις σαχλαμάρεζ, Τσουλούφη... Τό ^ ανε ιρο που εΐδα ήτανε κακό. Ό Τα μ ττορ θά βρίσκεται σέ μεγά λο κίνδυνο! Πρέπει να ψάξου με νά τον βρούμε... Σήκω Λοι πόν, τΐ με κυττάζεις; Θά ψύ γω μονάχη- μου... — "Αιντε στο καλό... Κι* όταν σέ φάη. κανένα θηρίο, ψώναξέ με νά μαζέψω την άείμνηιστη ...κοπριά του! Χί, χί, χιί!... / Καί προσθέτει αυτοθαυμα ζόμενος: — ΊΊετάω κάτι «ρωμαντικά» πότε - πότε! Σέ λίγο βγαίνουν καί οί δυο άπό τό άνοιγμα τής σπη λιάς. Τό ξανθό κορίτσι τον ρωτάει; — Θά μέ πάρης στον ώμο σου, Μπουτάτα; — Ποιόν ώμο; Ξαπλώσου στην κεφάλα μου καί πάμε! Καί νά: Χαμηλός καθώ^ εΐ ναι τώρα, ή Ζαλάν θρονιάζε ται εύκολα σταυροπόδι στο άνοικονόιμητο κεφάλι του ^καΐ κρατιέται άπό τό τσουλούφι. Ό Μπουτάτα ξεκινάει πετα χτός κι* άνάλαφρος. ιΠραγματικά εΤιναι άξιοθαύ μαστό πώς αυτό τό ιμικρσσκο ■ί οα κορμάκι του κότα φέρνει νά συγκρατή, όχι μόνο τό βάρος τής τεράστιας «κε φάλας» του, μά καί τό βάρος
ταυ γεροδεμένου κοριτσιού πού βρίσκεται πάνω σ’ αυ τήν. ΕΤιναι φανερό πώς τό κορμί του, όσο κι’ αν .μίκρυνε δεν έχει χάσει τίποτα άπό την παληά υπεράνθρωπη δύνσμί του. Όλη αυτή ή δύναιμι έχει συμπυκνωθή τώρα μέσα σ’ αυ τό τό μίικροσκοπικό καί α στείο μαύρο σωιματάκι. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΓΚΑΟΥΡ
ΟΛΥ ξεχαστήικα|με ό μως με τις άνοηισίες του Μπουτάτα. "Ας ξα ναγυρίσουμε τώρα μέ τά φτε ρά τής φαντασίας μας στο μεγάλο ξέφωτο. Έκεΐ, κοντά στην πηγή πού αφήσαμε τόν Ταμπόρ έτοιμο ν’ άνταποδώση^τή γροθιά στή Γιαράμπα πού νομίζει πώς είναι ό Μπα ράγια, ό μαύρος άδελψός της. Ξαφνικά όίπως ακούσαμε, μα ζί μέ την τρομακτική κραυγή τού θρυλικού γίγαντα Γκαούρ αντηχεί καί τό βαρύ γρήγορο ποδοβολητό του. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο κι’ ό Μπαράγια μέ τά φτε ρά στο κεφάλι καί τόν πέτσι νο θώρακα στο στήθος, στα ματάνε τή μονομαχία τους. Κυττάζουν μέ δέος τή σκιά τού μελαψού γίγαντα πού τή γιγαντώνει ακόμα περισσότε ρο τό φως τού χαμηλωμένου στή δυσι του φεγγαριού. "Ομως ό θρυλικός Πκαούρ ούτε καν τούς έχει άντιληφθή. Κάνει νά προσπέραση πλάϊ τους, τραβώντας βιαστικός κατά τήν ανατολή.
Ό ατρόμητος Τσμπόρ μ5 πηλό καί βαθειά συλλογισμέ ένα πήδημα βρίσκεται μπρο νο. Τέλος γυρίζει τή ράχη του στά και τοΟ κόβει τό δρόμο: στο «Μπαράγισ» καί προχω —· Γκαούρ, τι ζητάς εδώ; ρεί νά φυγή κι* σάτός. Σ’ αυτή την -περιοχή εγώ γεν Ό άράπης μέ τά φτερά νήθηΐκα, μεγάλωσα καίί ζώ!... στο κεφάλι, του φωνάζει μέ τή Ταμπόρ, μέ λένε! Και δεν φο βραχνή βαρειά φωνή ταυ: βήθηκα ποτέ κανέναν άλλο έ — ^Φεύγεις, δειλέ; Φοβά κτος από τό θεό! "Αν λοιπόν σαι νά χτυπηθής μαζί μου; ήρθες εδώ για νά μου κάνης Ό Ταμπόρ σταματάει καί κακό, ορίστε: μπροστά σου γυρίζοντας του ρίχνει μια βρίσκομαι! Είμαι έτοιμος νά θλιμμένη ματιά. χτυπηθώ τίμια και σαν άν ^ —■ Δεν μπορώ νά χτυπηθώ τρας μαζί σου! μέ μιά γυναίκα, Γισράμπσ. Πριν λίγο, πού φώναξες στο Ό τρομερός Γκαούρ κάνει Γκαούρ, ξεχάστηίκες καί μί ένα βήμα προς τό μέρος του καί απλώνοντας τά ατσαλέ λησες μέ τήν αληθινή φωνή σου... νια ιμπράτσα του τον άρπάζει Ό ψευταμπαράγια πετάει από τή μέση καί τον άιναση»άπό τό κεφάλι του τά φτερά κώνε ι. Την Τδια στιγμή ό «Μπαρά κ > 3 άπό τό στήθος του τον πέ για» βγάζει άσυναίσθητα μια τσινο θώρακα. "Υστερα σκύ βοντας στην πηγή πού βρίσκε τρομαγμένη γυναικεία φωνή: ται ατό ξέφιωτο ρίχνει μέ τις — Μή, Γίκαουρ! Μη !... Ό μελαψός γίγαντας, σά παλάμες της νερό -στο βαμμέ νο πρόσωπο καί τό σώμα της. νά μην τήν ακούσε, σηκώνει ψηλά τον Ταμπόρ, τον φέρ "Ετσι ξαναπαίρνοντας τή μαρ φή τής πανώριας Γιαοάμττα, νει κοντά του καίί τον φιλάει στο μέτωπο. "Υστερα τον ξα τον πλησιάζει. ναφήνει κάτω μουρμουρίζον — Γιατί τό έκανες αυτό, τας. Ταμπόρ; Γιατ'ΐ παρουσιάστη — Σέ ξέρω καί σε θαυμά κες σ’ έμενα μ’ ένα ξένο όνο ζω, Ταμπόρΐ Καί εΐΐμαι βέ μα, σαν άλλος άνθρωπος; Γ ι βαιος πώς μια μέρα θά γίνης ατί μου εΐπες ψέματα; καλύτερος άπό μένα! Δεν ήλ Τό υπέροχο μελαχροινό 9α έδώ για νά σάς πειράξω. παλληκάρι χαμηλώνει τά μά Κυνηγάω ένα θηρίο που μπο- τια του. οεΐ νά σάς κάνη κακό! — Ό νους ιμέ κυβερνούσε ■ Ταυτόχρονα σχεδόν ξεκινά πάντοτε, Γιαράμπα! Τώρα ει τρέχοντας καί τό βαρύ πο τελευταία όμως, δέν ξερο3 γι δοβολητό του χάνεται γρήγο ατ'ί, μέ κυβερνάει ή καρδιά! πίσω άπό τήν πυκνή βλάΓ'5 αυτό είπα ψέματα!... ττησι τής άγριας περιοχής... ^ιΚαί ξαναγυρίζοντας προχω Τό υπέροχο 1 Ελληνόπουλο ρεΐ άργά, παίρνοντας τό δρό μένει για λίγες στιγμές σιω μο του γυρισμού για τή σπη
10
Ο ΜΙΚΡΟΙ
λιά του. Τά μαυροπράσινα ,μάτια τής πανώριας μελαψής κοπέλλας βουρκώνουν καθώς τόιν -παρακολουθεί νά χάνεται πίσω άττό τά χαμόκλαδα και τούς κορμούς τών αιωνόβιων δέντρων... Τέλος, γυρίζοντας κι* αυ τή για νά πάςη τό «μονοπάτι προς τό βορρά, ψυθυρίζει α νάμεσα σε δυο λυγμούς: — Δίκηο έχει... Αλλοίμο νο (στον άνθρωπο από τή στι γμή πού θ’ άρχίση νά τον κυ βερνάη ή καρδιά κι* δχι ό νους του! Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
ΕΝ ΠΕΡΝΟΥΝ μερικά δευτερόλεπτα, όταν γρήγορο βαρύ ποδοβο λητό καί μανιασμένες στριγ-
*0 λυσσασμένος έλέφαντας σω ριάζει κάτω τό θεόρατο δέντρο.
*Η προβοσκίδα του θηρίου έκσφενδονίζει στον άέρα την ά μοιρη Ζολάν.
γλιές φτάνουν στ* αυτιά τής Γ ιαράμπα. Καί^νά: Γρήγορα στο λίγο στο φως του φεγγαριού άντικρύζει έναν τεράστιο έλέφαντα νά τρέχη εξαγριωμένος προς τήιν κατεύθυνσί της. Άπό τον παράξενο τρόπο πού τρέχει, άπό τις άλόκοτε^ στιγγλιές του κι5 άπό τούς ά σπρους άφρούς πού βγαίνουν άπό τό στόμα του, ή Γιαράμπα καταλαβαίνει πώς^τό γι γαντόσωμο αυτό παχύδερμο είναι λυσσασμένο! Όσο ατρόμητη κι9 αν είν^αι ή μελαψή κοπέλλα δεν μπο ρεί νά μ ή νοιώση παγερό ρί γος, τρόμου καί φρίκης νά δι ατρέχη τό κορμί της. Χωρίς ν’ άφήση στιγμή νά χαθή τό βάζει άμέσως στα πό
ΤΑΡΖΑΝ
δια αλλάζοντας κατεύθυνσι καί τρέχοντας προς τήγ άνσ° τολή. Ό μανιασμένος έλέφαντας όμως, την -εΐδε. Κι3 άλλάζαντας κι3 αυτός κατεύθυνσι προ χχορεΐ κατά πάνω της. Αίγες (τπγιμές άκόιμα καί τό παχύ δερμο θά τή φτάση>. Κ αί η θά την ποδοπατήση καί θά τή λυώση κάτω άπό τά ιβαρειά πέλματά του, ή θά την άρπα ξη μέ την προβοακίδα του καί θά τήν έκσφενδονήισηι πάνω ά πο τις κορυφές των θεόρατων δέντρων. Οί τραγικές στιγμές πού περνάει ή άμοιρη Γιαράμττα κάνουν ινά ξεπεταχτή άθελα από τά στη θεία της ένα άπεγνωσμένο ξεφωνητό: — Ταμπόρ!... Τσμπόρ!...
*Η Ζαλάν μ* ένα ξαφνικό πηδρμα φθάνει μπροστά στην πανώ ρια Γ ιαράμπα.
η
*Η Χούρ - Μασάν χτυπάει μέ τό σουβλερό της κέρατο τον Ταμπόρ.
Ό έλέφαντας δμως έχει φτάσει πολύ κοντά της. Ή μελαψή καπέλλα γιά νά γλυτώση τό σίγουρο θάνατο πού τήν περιμένει, σκαρφαλώνει σβέλτη στον κορμό ένας γιγαντιαίου δέντρου καί φτάνε^ι γρήγορα στά ψηλά κλαδιά του. Τό λυσσασμένο παχύδερμο δεν τή φτάνει τώρα. "Όμως μέ τή φοβερή όρμή πού έχει πέ φτει πάνω στο δέντρο καί σω Ρ'άζοντάς το κάτω προχωρεί μέ καταματωμένο τό δεξιό του όημο, γιά νά τήν ποδοπατήση. Ή Γιαράμπα καταλαβαίνει πώς γιά νά σωθή άπό τό μα νασμένο ελέφαντα ένας τρό πος υπάρχει. Νά βρεθη πάνω σ’ αυτόν. Κι* άμέσως από τό κλαδιί του πεσμένου δέντρου
Ο ΜΙΚΡΟΣ
πού βρισκόταν σκαρψαλωμένη Τά χέρια τής Γ ιαράμπα ξε φτερουγίζει σόαν πουλί, πεψτε! φεύγουν άπό τό τεράστιο αυ πάνω στο λαιμό του γιγαντι τί πού κρατιέται καί βγάζαν αίου θηρίου κι" αρπάζεται γε τας μια σπαρακτική κραυγή ρά από τη βάσι του ενός αυ κάνει νά σωριαστή κάτω. Μά τιού του. ό Ταμπόρ —αφάνταστα σβέλ Ό λυρσασ-μέινος έλέψαντας τος καθώς είναι — προφταί ούτε καν νοιώθει τό βάρος του νει καί τήν συγκροτεί αρπά κορμιού της πάνω του. Στριγ ζοντας την, με τό αριστερό γλίζει άγρια για λίγες στι του χέρι, σχεδόν στον αέρα. γμές ψάχνοντας μάταια νά Καί τή συγκρατε,Τ γερά κρα τη βρή και συνεχίζει, σχεδόν τώντας την άπό τή μέσ.η% αμέσως, τή μανιασμένη πο — Νά πηδήσουμε κάτω, ρεία του. Ταμπόρ... — θά μάς δή καί θά μάς Δεν περνάνε ^λίγες στιγμές ■και ή φωνή του Ταμπόρ ψτα ποδοπατήση, Γιαράμπα! Εί νει στ5 αυτιά τής μελαψής ναι πολύ δύισκάλο νά ξεφύγη κοπέλλας που βρίσκεται πά κανείς άπό τά πόδια ή τήν προβοσκίδα . ενός λυσσασμέ νω στο κεφάλι του θηρίου. νου ελέφαντα! Του άποκρίνεται ξαναφωνά— Ξέρεις τί σκέφτηκα Τα ζοντας κι5 αυτή οσο πιο δυνα μπόρ; τά μπτορεΐ. Τί<* — Ταμπόρ! Βοήθεια, Τα -— Πώς ό Γκαούρ έφτασε μπόρ !... εδώ στήν περιοχή μας, άναζη Τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο τώντας τούτον τον λυσσασμέ παρουσιάζεται γρήγορα μττρο νο έλέψαντα... στα καί σέ μικρή άπόστασι. — Δίκηιο έχεις. Γι’ αυτό Βλέπει τήν τραγική θέσι πού βρίσκεται ή αγαπημένη, του είπε: «Κυνηγάω λ ένα θηρίο πού μπορεΐ νά οάς κάνη κα Γιαράμπα καί γρήγορα κάνει κό». κι5 αυτός τό ίδιο. Σκαρφαλώ νει γρήγορα στο δέντρο πού ΜΟΙΡΑΙΑ καθώς υπολογίζει θά πέραση ΣΥΝΑΝΤΗΣ 3 από κοντά του. Καί τήν κα τάλληλη στιγμή πηδάει κύ έΟ^ ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΟ πα κείνος στή ράχη; τού παχύδερ χύδερμο εξακολουθεί νά μου. προχωρή σωριάζοντας Αμέσως προχωρεί κι* αρ στο διάβα του τά δέντρα, ή πάζεται με τά δυο του χέρια σπάζοντας τά χαμηλά χοντρά οπό τό δεξί αυτί τού θηρίου. κλαδιά τους. Τό απαίσιο μι Τό σώμα του όμως ήταν κρόβιο τής λύσσα:ς πού — πολύ πιο βαρύ άπό τή ΓιαΉοιός ξέρει άπό πιο δάγκω ράμπα κι* ό έλέψαντας κάνει μα λύκου — κυκλοφορεί στο απότομες κινήσεις γιά νά τον αίμα του, έχει άφάινταστα τινάξη άπό πάνω του. πολλαπλασιάσει τις τρομα —
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
κτικές φυσικές δυνάμεις του γγαντιαίου κορμιού του. ζαφνικά, και τή στιγιμή που διασχίζει κάποιο μικρό ξέφωτο παρουσ ι άζονται σέ κάποια άπόστασι ή Ζολάν και ό ιμικροσκοπικός Μπουπάτα. Τό ξα^Θο κορίτσι βλέπει, πάνω στον ελέφαντα, τον Τα μπόιρ πού συγκροτεί από τή μέση τή Γιαράμπα και νομί ζοντας τους αγκαλιασμένους γίνεται έξω φρένων. — Τούς βλέπεις, ΤκχσυλούΦη; Τούς βλέπε ι ς;! Ή τεράστια κεφάλα του ά ράπη. χαζογελάει: ^ ^—<Βρέ τούς κατεργαρέους. "Ωστε πάνω ατούς έλέφαντες δίνουνε τά ραντεβουδάκια τους ! Χί, χί, χί1!... Τό λυσσασμένο παχύδερμο όμως είδε φαίνεται τή Ζολάν και τό Μπουτάτα καί κατευθύνεται τώρα ακάθεκτο προς τό μέρος τους. ■Πρώτη ή νέα και υστέρα ό αράπης, αντικρίζοντας τον τραγ ικό κίνδυνο, σκ αρφαλώνουν σβέλτοι πάνω στα κλα διά του πιο κοντινού δέντρου. Ταυτόχρονα κι* ό Ταμπόρ — για νά ,μή τον δη ή Ζολάν, τραβάει από τή μέση, τής Γιαράμπα^ τό χέρι του καί πσύ= ει νά τή συγκρατή. Σέ λίγες στιγμές ό μανια σμένος έλέφαντας κτυπώντας άπότομα στον κορμό τού δέν τρου πού έχουν σκαρφαλώσει δυο σύντροφοι, τό σωριάζει κάτω- Ταυτόχρονα γκρεμοτσα κίζεται κι3 από τό κεφάλι του ή Γ ιαράμπα μαζί μέ τον Ταμπόιρ πού έχασε τήν Ισορρο
πία του οπήν απεγνωσμένη προσπάθεια νά τή συγκρατή ση... Τώρα ολοι του βρίσκονται στή δ ι άθ&σι τού λυσσασμέ νου θηρίου. ^Κσΐ ^νά: Ό έλέφαντας άρ; πάζει αμέσως οπήν πραοασκί δα του τή Ζολάν καί τήν εκ σφενδονίζει πάνω άπό τις κο ρυφές των θεόρατων δέντρων. Ζχεδόιν αμέσως ξανακούγεται κοντά ή τρομακτική κραυγή πού μελαψού γίγαντα. Είναι ό Γικαούρ πού άκούγοντας τά άγρια στιγγλίσμα τα τού θηρίου τρέχει προς τή κ απεύθυνα ί του. "Υστερα βλέ ποντας τό ξανθό κορίτσι στόν σέρα, υπολογίζει τό σημείο πού θά πέση. Καί μέ δυο — τρία πηδήματα φτάνει έκεί καί κάνει κάτι άπίστει/το. στιγμή που το σώμα της πλη σιάζει νά φτάση καί νά τσα κίστη κάτα> στο σκληρό έδα φος, σηκώνει άνοικτά τά χέ ρια του καί κάνει ένα όπεράν θρωπο πήδημα προς τά έπάνω. "Ετσι, τήν αρπάζει στόν άέρα κι5 έλαττώνοντας τήν όρ μη της^ ξαναπέφτει μαζί μ* αυτήν κάτω λυγίζοντας τά γό νατα καί κάνοντας όμαλή τήν προσγείωσί του. Ούτε ή Ζολάν, ούτε ό Γκα ούρ παθαίνουν τίποτα. ΤΑ ΘΗΡΙΑ ΜΟΝΟΜΑΧΟΥΝ
ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ, παρ’ ολη;^ τή λύσσα του, μένει για μια στιγμή άκίνη'τος άκούγοντας τήν τρομακτι κή κραυγή τού φοβερού γίγαν
©
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τα. 5Αμέσως αμως συνέρχεται και κινείται για νά ποδσπατή ση τον Ταμπόρ, τη Γ ιαράμπα και τον Μπουτάτα πού βρί σκονται κάτω ζαλισμένοι άπό τήν πτώσι τους. Δεν προφταίνει όμως. Ταυ τόχρονα σχεδόν φτάνει τρέχοντας ό τρομερός Γκαούρ! ' Ολόκληρη τή νύκτα κυνη γούσε νά σκστώση το λύσσα σμένο αυτό θηρίο. Πρώτα για νά σώση τους άνθρώπους ή τά θηρία πού θά μπορούσε νά τούς κάνη κακό, κι* ύστερα γιά νά άπαλλάξηι κι* αυτό, μιά ώρα ^άρχήτερα, άπό το φρικτό δράμα της άπαίσιας άρρώιστειάς του. Ό Μπουτάτα βλέπει το με λαψό γίγαντα και ξεφωνίζει θαυμαστικά: — Βρε Ινας μαντράχαλο-
Ή τεράστια σαρανταττοδαρουσα εχει τυλιχτή στον κορμο τ©0 δέντρου.
μαντράχαλος, πού νά μήν άβασκαθή!... Καί νά: Ό ανίκητος Γκαούρ επιτίθεται άκράτητος_στό μ αν ι ασμένο ελέφ αντα. - έρε ι κοδλά πώς καί μιά στιγμή μο νάχα νά καθυστέρηση-, οι πε σμένοι σύντροφοι θά βιρούν τραγικό θάνατο κάτω άπό τά βσρειά πέλματά του. Ή έπίθεσί του είναι άψάνταστα τολμηρή καί παράξενη. Σηκώνει άπό κάτω, ,μέ τό άρι στερδ χέρι μιά μεγάλη πέτρα ένώ ταυτόχρονα -με τό δεξιό αρπάζει γερά τήν άκρη; της προβοσκίδας που καί τή σφίγ γει δυνατά, έμποβίζοντάς τον ν' άναπνέη απ’ αυτήν. Ό έλέφαντας δυσανασχετεί γιά λίγες στιγμές, ώσπου τε λος γιά νά πάρη άνάσα άνοί γει διάπλατα τό άφρισμένο στόμα του, πού βρίσκεται κά τω άπό τήν προβοσκίδα. Ό ιμελαψός γίγαντας της ζούγκλας αυτή τήν ευκαιρία περιμένει. Καί ιμέ άσύλληπτη ταχύτητα πετάει μέ άρμή με σα στο στόμα του τή μεγάλη πέτρα πού κρατάει στ1 αρι στερό χέρι. Ή πέτρα, πού ό Γκαούρ είχε κανονίσει νά είναι λίγο πιο χοντρή άπό τό^ άνοιγμα τού λαιμού τού θηρίου, σφη νώνεται μέσα στο λαρύγγι του καί τού κόβει κι* άπό τό μέρος αυτό τήν άναπνοή. Τώρα ό λυσσάσμένος ελέ φαντας ούτε άπό τήν προβο σκίδα — πού εξακολουθεί νά τη σφίγγη γερά ό ^ γί γαντας —ούτε άπό τό λαρύγγι μπο ρεί πιά νά πάρη άνάσα,
II
ΤΑΡΖΑΝ
Έτσι ή μανία τής λύσσας, μαζί μέ τό φριχτό αδιέξοδο τής Ασφυξίας, κάνουν τό δυ στυχισμένο παχύδερμο νά τι ναχτή πραγματικά στον άέρα! Ό Γκαούιρ ,μόλις πρσφταί νει νά φωνάξη: — Μακροά! Τραβηχτήτε μακρυά ολοι!... Ό ελέφαντας αρχίζει ν’ Α ν ε βοκ ατ ε 6άζη την πρσβασκ ί5α του ζητώντας ν’ Αποτίνα ξη Από την άκρη της τόιν τολ μηρό δήμιό του. "Ομως ό με λαψός γίγαντας παρασύρεται Απ’ αυτήν, σαν φιόγκος στην ουρά σκυλιού, χωρίς νά έννοή μέ κανόναν τράτο νά ξε κόλληση; άττό πάνω της. Ταυτόχρονα τό τεράστιο θηρίο πηδάει δεξιά κι* άριστε ρά, σηκώνεται στά πισινά του πόδια καί κάνει κάθε σπασμ ωδική κίνησι καί απεγνω σμένη προσπάθεια γιά νά ρουφηξη τό ζωοδότη αέρα μέ σα στ9 άδεια καί ξεραμένα πνευμόνια του. Καί συνεχίζει νά χοροπηδάη άδιάκοπα, μ-ε τρώντας σέ στιγμές μονάχα τό τραγικό τέλος τής ζωής του. Ό ΜπουτΑτα, πού μαζί μέ τή Γιαράμπα τον Ταμπόρ καί τη Ζολάν έχουν τραβηχτή Α πόμερα καί παρακολουθούν την τραγική σκηνή τής μσνο μαχίας των δύο θηρίων, φω νάζει στο Γκαούρ: — Έ, μαντράχαλο μ αντρα χαλε! Τάραξέ τον^στις σφα λιάρες γιατί θά σού πάρη τον Αέρα. ΚΓ έπειδή βλέπει πώς ό γί
Ό Πιτσικόκο κτιητάει μέ τό κοντάρι του το άπαίσι© Τέρας μέ τά σαράντα ποδάρια.
γαντας δεν σπεύδει νά Ακολουθηση τή συμβουλή του, τόν ρωτάει: — Τί θά γίνη λοιπόν; Νά τοΰ βαρέσω κορμιά κουτου λιά στά καπούλια νά τελειώ νουμε; Η ΚΟΥΤΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΛΑΟ I ΜΟΝΟ! 01 τρο; μακτικοί σπασμοί του λυσσασμένου έλέφαντα πού πεθαίνει Από Ασφυξία, δέ κρατούν πολύ, -αφνικα τό γι γσντόσωμο θηιρίο σωριάζεται κάτω μέ βαρύ γδούπο καί τεν τώνοντας 5υό - τρεις φορές τά πόδια του μένει Ακίνητο, νε κρό. Ό θριαμβευτής Γκαούρ πα
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ρστάει τώρα την προβοσκίδα του και πετιέται ορθιος. Κατόττα,ν χαϊδεύει μέ συμπόνια τό τεράστιο κεφάλι τού σκοτωιμένου ελέφαντα ψιθυρίζον τας: — Ό Θεός της Ζούγκλας άς συγχώρηση την ττράξι μου Ταυτόχρονα ό Μπουτάτα, η καλύτερα τό τεράστιο κεψά λι του, ξεκινάει σκυφτό από τή θέσι που βρίσκεται και έρ χεται μ5 άφάνταστη ορμή γιά να κουτουλήση τό νεκρό θη ρίο. Τήν ίδια στιγμή όμως, ό .μ ελ αψό ς ν ίγαντ ας σκ υ 6 ε ι γιά να φκλήση τό θύμα στο μέτωπο. Έτσι ή τρομακτική κουτουλιά του άροοπη άντι νά κτυπτήση στο κεφάλι του Ελέ φαντα κτυπτάει στ ή μέση του προσώπου τό Γκαουιρ! Ό γίγαντας πού δέχεται αναπάντεχα τό φοβερό αυτό κτύπημα, ζαλίζεται. 3Απτό τά ρουθούνια του τρέχει κόκκινο άχνιστό αίμα... Μέ μεγάλη δυ σκολία καταφέρνει νά σταθή ορθιος καί κυττάζει μ5 απορία τό μαύρο νάνο μέ τό τεράστιο και τόσο γερό κεφάλι. Ό Μπουτάτα χαζογελάει: ς— Μέ συγχωρής, κυρ5 μαν τρόχαλε! Πάλι καλά πού δεν σ5 άφησα στόιν τόπο, νά μέ περάσουνε γιά κυνηγό άγριων θηρίων. Χί, χί, χί! Ό Πκαούρ σκουπίζει μέ τή ράχι τής παλάμης τά αίματα τής μύτης του καί κάνει νά φυγή. Ό Ταμπρρ αμως μέ δυο τρία πηδήματα τον φτά νει και του ξαναψράζει τό δρόμο. ευχαριστώ πού μάς
έσωσες τή ζωή! "Όμως πή γαινε τώρα καί μή ξοοναγυρί σης ποτέ πιά σ5 αυτή τήν πε ριοχή. ~Αν σ5 άντικρύσω άλλη φορά, θά χτυπηθούμε ώς τό θάνατο! Καί οι δυο μαζί δεν χωράμε εδώ. "Η ό ένας ή ό άλλος. Ό μελαψός γίγαντας κυτ τάζει γιά λίγο μέ θαυμασμό τό υπέροχο κι5 άτρόμητο Παι δί τής Ζούγκλας. "Υστερα τον παραμερίζει^μέ μιά ήρεμη κίνησι τοΰ χεριού του καί πλη σιάζει τό σκοτωμένο Ελέφαντα Τραβάει τον έναν από τούς ναυλιόδαντές του, τον ξερρι ζάνει μ5 αφάνταστη, εύκσλίία καί τον παρατάει κάτω. Ό Ταμπόρ γιά νά δείξη κι3 αυτός ^ τή δύναμ ί του, άρ πάζει άμέσως τ5 άλλο χαυλι όδοντο, τό τραβάει δσο πιο δυνατά μπορεί, μά δεν κατα φέρνει ούτε νά τό κουνήση. Τέλος, εγκαταλείπει τήν προ σπάθειά του καί όμολογεΐ μέ ειλικρίνεια: — Είσαι πιο δυνατός από μένα, Γκαουρ! Ό μελαψός γίγαντας χα μογελάει μέ καλωσυνη. —-Οχι, Ταμπρρ! Έσύ εΤ σαι πιο δυνατός γιατί είσαι κάί πιο νέος! Μά άκριβώς γι ατί είσαι νέος δέν ξέρεις^ πώς δέν είναι μονάχα ή δύναμι πού κάνει τον δυνατό. Κι’ αρπάζοντας άμέσως τό δόντι τού ελέφαντα πού δέν μπόρεσε νά ξε,ρριζώση ό Τα μ πάρ, συνεχίζει: — Νά, κύτταξε. Τό σπρώ χνεις μιά φορά Ελαφρά μέ κα τεύθυνσι προς τά μάτι κηλ,?
ΤΑΡΖΑΝ
Ύστερα τό^ στρίβεις άριστε ρά δυο φορές και το πιέζεις τηρος την κατεύθυινσι του 6θλ~ λου δοντιού... Τέλος τό σπρώ χνεις προς τή ρίζα του στρί βοντας το δεξιά και τδ τρα βάς απότομα προς τά έξω... Και ορίστε: Τό χαυλιόδοντα βγαίνει χωρίς να χρειάζεται δόναμι! Ό Ταμπόρ κυττάζει ,μέ θαυ μασμό τό δεύτερο, τόσο ευικο λα βγαολμένο, χαυλιόδοντο καί μουρμουρίζει: — "Εχεις δίικηο Πκαούρ! Δεν εΐναι μόνο ή δύνομις πού κάνει τον άνθρωπο δυνατό! Ό μελαψός γίγαντας γυ ρίζει τώρα άργά καί κρατών τας για ρόπαλο τό δεύτερο χαβλιόδοντο, προχωρεί καί χάνεται πίσω άπο την πυκνή κι5 άγρια βλάστηίσι... Ό Μπουτάτα έπαναλαμβά νε\ ψιθυριστά σά νά παραίμιλάη: —· Δεν είναι ,μονάχα ή δύ ναμις πού κάνει τόν άνθρωπο δυνατό. Εΐναι καί ή... κουτου λιά! ^ Καί θαυμάζοντας τόν εαυ τό του γιά τή «μεγάλη κου βέντα» πού εΐπε, προσθέτει καμαρώνοντας: —Π,ετάω κάτ ι ιλοσοψ ι κά» πάτε-πότε! Μπα, σέ κα λό μουί ΤΟ ΤΕΡΑΣ «ΧΟΥΡ — ΜΑΣΑΝ»
ΕΝ ΕΧΕΙ προφτάσει ν5 άπρμακρυνθη πολύ ό Πκαούρ, όταν ή Ζολάν ξαναθυιμάται τη ζήλεια τη£. Μ’ ένα ξαφνικό πήδημα φτά
νει ιμπροστά στή Γιαράμπα καί τής φωνάζει σφίγγοντας απειλητικά τις γροθιές τη,ς; — Φύγε λοιπόν κι* εσύ... Τί περιμένεις άκόμα; Ό Ταιμπόιρ εΐναι λευκός κι9 εσύ μι σοαραπίνα. Πήγαινε μαζί μέ τόν Πκαούρ πού ταιριάζετε... Ή πανώρια μελαψή κοπιέλλα μένει άκινητη καί σιω πηλή στή θέσι πού βρίσκεται. Τό λευκό κορίτσι αφρίζει άπό τό κακό του. ζεφωνίζει τώρα άγρια: — Φύγε, σου λέω! Γκρεμοτσακίσου άπό τά μάτια μου! ^ Τά μαυροπράσινα μάτια τής Γιαράμπα πετάνε άστρα πες δίκαιας οργής. "Ομως ή φωνή της εΐναι ήρεμη καί γλυ κέ ιά, όταν τής αποκρίνεται: — Θά ψυγω, κσττέλλα μου. Θά φύγω ρμως μονάχα όταν μου τό πή ό Ταμπέρ! ^ Τό Παιδί τής Ζούγκλας χα μηλώνει τά μάτια του. Ή Ζο λάν τού φωνάζει παρακλητι κά: —Πες της λοιπόν, Ταμπόρ Πες της νά πάη στο καλό! Ό Ταμπόρ την ακούει καί δεν άποκρίνεται. Επεμβαίνει όμως ό Μπουτάτα: — Δεν τις διώχνεις καί τ'ίς δυο, αφέντη Ταμπόρ, νά ήσυχάση τό κεφάλι μας... Μά δεν προφταίνει νά τελεί ώση τά λόγια του όταν ένας παράξενος θόρυβος, σά νά προέρχεται άπό αμέτρητα πο δάρια^ άκούγεται. Σέ λίγες στιγμές ένα τρομακτικό τέρας φτάνει κοντά τους τρέχοντας καί πριν προλάβουν νά άπο-
η μακρυνθουν τούς περικυϋ^λώνει! Είναι μια τεράστια σέ μά κρος — πάνω από σαράντα ιμέτρα — καί γιγαντόσωμη σαρανταποδαρούσα μ3 ένα μυ ιρρο μαύρο κέρατο στο άπαί σιο κεφάλι της. Μέ άφάνταστη σβελτάδα φτιάχνει κύκλο τό μακρύ κορ μί της και αιχμαλωτίζει μέσα σ9 αυτούς τούς τέσσερις συν τρόφους. Ό Ταμπόρ· μόλις προλαβαίνει ν’ άρπάξη από κάτω για ρόπαλό του τό πρώ τό χαυλιόδοντα πού είχε βγά λει ό Γκαούρ. Ή Ζολάν ξεχνάει τη ζήλεια της και θυμάται τό μελαψό γίγαντα πού πριν λίγες στι
Ο ΜΙΚΡΟΙ γμές είχε φύγει. Κι9 άρχίζει νά ξεφωνίζη σπαρακτικά: — Γκαούρ! Γκαούρ! Σώ σε μας! Ή τεράστια σαρσντατπαδαρούσα, πού^σέ μια από τις δι αλέκτους των ιθαγενών λέγε ται Χούρ—Μασάν, έχει τώρα δαγκώσει μέ τό κεφάλι την ουρά της, φτιάχνοντας έτσι έ να λ άδ ι απέρ αστό στρογγυλό φράγμα στά τέσσερα θύμα τα πού λογαριάζει να κοπαβροχθίση. Τό ατρόμητο ' Ελληνόπου λο σφίγγοντας στο χέρι του σαν ρόπαλο τό ελεφαντόδον το ζητάει την κατάλληλη ευ καιρία για νά κτυπηση θανα τηφόρα στο κεφάλι, τό άπαί-
— Α6τή^ είναι ή συντοόφισσά σου, Ταμπόρ! καί ξαν αγύριστε στη σπηλιά σας.
Συχώρεσέ την
ΤΑΡ2ΑΝ ΜίΜιύΧΜΜΙ
Ό φύλαρχος Χαοι/ρουν τραβάει τό χρυσό γιαταγάνι του για νά κομματιάση τον Τοομπόρ.
σιο τέρας. Δεν είναι όμως καθόλου εΰ κοίλο αυτό. Γιατΐ ή σαρανταποδαρούσα, οπήν κυκλική υορ ψή που έχει πάρει τό σώμα της, τρέχει μ*αφάνταστη ^τα χυτη)τα. Καί τό ζωντανό αυτό βραχιόλι μέ τά ποδάρια, στρι φογυρίζει δαιμονισμένα γύρω στους μελλοθανάτους συντρό φους. Ό Τοςμπόρ, παρά τις άπε γνωσμένες προσπάθειές του είναι αδύνατο νά πετύχη τό τέρας στο κεφάλι. Τά φοβε ρά κτυπήματα, που ξεφεύγον τας πέφτουν στο σκληρό και σπονδυλωτό κορμί τής σαραν ταποδαρούσας, δέν τής κά
νουν κανένα κακό ! |Κι' ή Ζολάν — σά νά ιιήν έχη έμπιστοσύνηι στον ύπερο χο σύντροφό της —* έξακολου θεΐ νά ξεψωνίζη σπαρακτικά: — Γκαούρ! Σώσε μας, Γκαούρ!... Καί νά: Ό μελα ψός γίγαντας που έχει είδοποιηθή .οστό την πρώτη· κιόλας φωνή της, φτάνει τρέχοντας. Βλέπει τό τρομακτικό τέρας που έχει περικυκλώσει τους τέσσερις συντρόφους καί δεν κάνει καμμιά κίνηισι νά τούς βοηΐθήση. Τούς λέει μονάχα: — "Αδικα μέ φωνάξατε... 5Αφού εΐναι μαζί σας ό Τα μπό ρ, δεν πρέπει νά φοβόσαστε τίποτα!,..
20
Και γυρίζοντας προχωρεί για να ξαναχαθή πίσω^ από την πυκνή κι* άγρια βλάστησι. Ό Μπουτάτα του φωνάζει παρ εξηγημένος: — Ποιος Ταμττόρ, χρ ιστία νέ ιμου;! "Ας είμαι καλά εγώ πού θά τής βρρέσω κουτουλιά καί Θά σηκωθή στά πισινά της ποδάρια, στο «τριάντα έννιά» καί το «σαράντα!»
Ο ΜΙΚΡΟΙ
μι συ μέτρο κι* άλλο τόσο ύ ψος τό κορμί του. Τρία μέτρα ψηλή είναι ή φοβερή σαραντα πιοδαρουσα πού τους έχει αίχ μαλωτίσει. Κι3 όμως ό Ταμπόρ χρησι μοποιώντας σάν κοντάρι τό μακρύ ελεφαντόδοντο πού κρα τάει, κάνει μ’ αυτό ένα ύπερ άνθρωπο πήδημα καί πέφτει έξω από τον κλοιό. Ή Ζολάν πού τον βλέπει νά βρίσκεται ξαφνικά έξω, βά 0 ΤΑΜΠΟΡ ζει τις φωνές: ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ —ίΕΐσαι δειλός Ταμπόρ! Είσαι άνανδρος. Κυττάς νά ΓΚΑ0ΥΡ χάνεται άπο τά μάτια τους^ καί τό σώσης εσύ τή ζωή σου κι3 ά ηρωικό Παιδί τής Ζούγ φηνε ις απροστάτευτες εμάς κλας συνεχίζει μάταια τιςτις έ-Όγυναίκες! Μπουτάτα παρεξηγιέ πιθέσεις του ιμέ τά τρομερά κτυπήματα του ελεφαντόδον τσι : — Ποιες γυναίκεςΈδώ του. Ούτε έΐνα όμως άπό αυ είμαστε καί άντρες! Έγώ εί τά δεν καταφέρνει νά βρή τή άντρας κι3 άντρακλας! σαρανταποδαρούσα στο κεφά Iμσι Ιρωταθλητής τής κουτουλέας λι. Εκείνη συνεχίζει τό δαι — κουτουλιάς! μονισμένο χορό γύρω τους. Ό Ταμπόρ δαγκώνει τά Ό άράπης κάθεται σταυρο χείλια του γιά την προσβολή πόδι στη μέση του κύκλου τής Ζολάν, άλλα δεν λέει τί καί δίαλαλεΐ πανηγυρικά: — Έδώ ή ρουλέττα κυρί ποτα. Είναι βέβαιος πώς γρή ες καί κύριοι! Βάλτε τώρα γορα τό σχέδιό του θ3 άρχίπού γυρίζει! "Οσα βάζετε τό ση νά άποδίδη καρπούς. σα παίρνετε! Καί νά: Ή, τερατόμορφτι Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο σαρανταποδαρούσα ξεγελιέ βλέποντας πώς μέσα οπόν κύ ται καί πέφτει στην παγίδα. κλο αυτό δεν θά μπόρεση νά Μόλις βλέπει τό ένα άπό τά κάνη: τίποτα, καταστρώνει θύματά της έξω, φαντάζεται στο νου του ένα έξυπνο^σχέδιο πώς Βέλη νά τής ξεφύγη. -ενά^ έλευθερώση τουλάχιστον δαγκώνει λοιπόν άμέσως την τούς άλλους συντρόφους του, ουρά τηις κι3 άνοίγοντας τό έστω κι’ άν αυτός βάλη σέ κίν κλειστό κύκλο του κορμιού όυνο τη ζωή του. της αρχίζει νά τον κυνηγάη Τό φραγμα όμως γύρω του ’ μ3 ανοιχτό τ3 άπαίσιο στόμα είναι πολύ ψηλό. Τά πόδια $ ' της... του τέρατος έχουν ύψος έναΌ Τοαμπορ γυρίζει έδώ κι*
Ο
21
ΤΑΡΖΑΝ
έκεΐ για νά τήν άπασχολή, έ- ταπσδαρούσα άνοιγει τώρα τ* νώ ταυτόχρονα φωνάζει στους άπαίσιο στόμα της καί σκύ βει γιά ν’ άρχίση τό φρικιασυντρόφους του: — Σκαρφαλώστε όλοι γρή στιικό τσιμπούσι της. γορα στο ψη|λό δέντρο! Γρη Ή Γιαράμπα βλέπει πώς γορα όλοι!... μιά στιγμή μονάχα καιρό έ Π|ρώτο και καλύτερο τό ξαν χει στή δΐ'αθεσί της γιά νά θό κορίτσι σκαρφαλώνει, γρή πρσλάβη νά σώση τόν Τα γορα, μέ σβελτάδα μαϊμούς, μ πόρ. Καί «μ* ένα κεραυνοβό στον κορμό τού θεόρατου δέν λο πήδημα βρίσκεται πλάι τρου πού βρίσκεται έκεΐ κον στο κεφάλι τού τέρατος καί τά τους. ’Αμέσως πίσω της τό κτυπάει μέ τό έλεφσντοσκαρφαλώνει μέ δυσκολία κι* κόκκαλο. ή κωμική κεφάλα τού Μ/ττουτά Ή σαρανταπο&αρούσα ζα τα, μουρμουρίζοντας: λίζεται γιά λίγες στιγμές καί — Δέ βαριέσαι... "Ας τή κυττάζει χαμένα τή μελαψή σκοτώση πρώτα κι* υστέρα καπέλλα πού στο μεταξύ προ κατεβαίνω καί τής βαράω τήν λαβαίνει νά τής δώση κι3 άλ κουτουλιά! λα δυο κτυπήματα ατό σκλη Μόνο ή πανώρια μελαψή ρό κι5 άθραυστο κεφάλι της. Γιαράμπα δέν δείιχνει καιμμιά 0 ΘΡΙΑΜΒΟΣ διάθεσι νά σκαρφαλώση στο δέντρο. Αύτή αρπάζει άπό κά ΤΉΣ ΓΙΑΡΑΜΠΑ το) ^ τό χοντρό ελεφαντόδοντο, Ο ΤΕΡΑΣ όμως δέν πα πού ό Τσμπόρ είχε χρησιμο βαίνει τίποτα. Καί κα ποιήσει σαν κοντάοι για νά θώς συνέρχεται γρήγο πηίδήση πάνω άπό τή σαραντα ρα, παρατάει τό σίγουρο θύ ποδαρσύσσ, καί τρέχει νά τόν μα της κΓ αρχίζει νά τήν κυβσηθήση. ντκγάη μέ λύσσα. Αλλοίμονο όμως... Είναι Ή Γιαιράμπα παρατάει το αργά πια γι’ αυτόν! ρόπαλό της καί στην άρχή Ή τρομακτική «Χούρ — τρέχει έδώ κΓ έκεΐ, όχι μονά Μασάν» καταφέρνει σέ μιά χα νά ξεφύγη, αύτή τό θανατο στιγμή νά τόν φτάση καί μέ πού τήν περιμένει, μά καί γιά τό ιμαύρο σουβλερό της κέρα ν3 άπασχολήση τή Χούρ-Ματο τού δίνει θανατηφόρο κτύ σάν έμποδίζοντάς την νά ξαπημα στή ράχη,. ναγυρίση καί νά σπαράξη τόν Τό άτρόμητο παλληκάρι κτυιπηιμένο καί άναίσθητο Τα τής ζούγκλας βγάζει σπαρα μ πόρ. κτικό βογγητό πόνου καί σω Ψηλά άπό τό δέντρο ή Ζοριάζεται κάτω, βαρύ κι3 άναί λάν πού ζηλεύει μήπως ή με σθητο. "Εχει θεληματικά θυ λαψή καπέλλα καταφέρνει καί σιαστή για νά σώση τούς συν σώση τό Ελληνόπουλο, τής τροφούς του! Φωνάζει ζητώντας νά σπάαη Καί νά: Ή φοβερή σαραν- τό θάρρος καί τό ηθικό της:
Τ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
— Θά σέ σκοτώση, ΓΊαιρά μπα! Σκαρφάλωσε κι* έσύ στο δέντρο νά γλυτώσης! Τό κέρατο τής σαραντσποδαρούοας είναι φαρμακερό! Ανέβα στο δέντρο! Λυπήσου τά νειάτα σου! Ή ζήλεια έχει τυφλώσει ά φάνταστα τό λευκό κορίτσι που φωνάζει ψηλά άπό τό δέν τρο τά φοβερά αυτά λόγια. "Ετσι προτιμάει καλύτερα νά μείνη άπροστάτευτος ό αγα πημένος σύντροφός της στη διάθεσι του πεινασμέναυ θη ρίου, παρά νά σωθή άπό τα χέρια τής :μισητής αυτής κοπέλλας. Ποιος την ακούει δμως!... Ή ύπέραχη Γιαράμπα είναι τόσο γενναία καί μ εγ αλοκαρ δη που, όχι μονάχα για τον Ταμπόρ που ^αγαπάει, μά καί γιά όποιονδήποτε άλλον άν-
— Μή στενοχωριέσαι, Τσου< Ηουψάκο μου. Σε φιλάω έγώ|
θρωπο πού κινδύνευε θά έκα νε τό ίδιο, θυσιάζοντας χωρίς κανένα δισταγμό κι* αυτήν Α κόμα τη ζωή της. Γρήγορα όμως καταλαβαί νει κι* ή ίδια πώς δέν θά μπο ρέση, γιά πολύ άκόμα νά τρέ χη καί νά ξεφεύγω άπό τό μα νιασμένο κυνηγητό τής τρόμε ρής Χούρ - Μασάν. Κάποτε τό τέρας θά καταφέρη νά τή φτάση καί χτυπώντας κι* αύ την μέ τό μαύρο σουβλερό κέ ρατο, θά τή σωριάση κάτω, όπως γίινηικε καί ;μέ τον Τα μπόρ... *Έτσι θά μπόρεση α νενόχλητη, ύστερα, νά καταβρσχθίση καί* τους δυο τους. Ψηλά άπό τά κλαδιά τού δέντρου ό κωιμικοτραγικός άράιτης προσπαθεί νά τής πονώ ση τό ηθικό: ^— Κουράγιο, άφέντη Γιαράμπα, κι* εγώ εΐιμαι έδώ! Σ αρανταποδαρούσα είναι καί μή τή φοβάσαι! Πιάσε την άπό τις δυο άκρες καί δέσε την κάμπο γιά νά μ ή σου φύ γη! Χί, χί, χί! •Καί καμαρώνοντας γιά τό αστείο πού εΐπε, προσθέτει: — Πετάω κάτι «ξεκαρδι στικά» πότε-πότε! Μπά, σέ καλό μου! Ή Γ ιαράμπα τον άκούει που λέει: «δέσε την κάμπο» καί τά μαυροπράσινα όμορφα μάτια της λάμπουν παράξε να. Μιά άναπάντεχη καί σω τήρια ιδέα περνάει άπό τό μυαλό της: Χωρίς να πάψη νά τρέχη, άλ λάζει αμέσως κατεύθυνσι καί πλησιάζει τον κορμό τού κον τινού δέντρου. Τό τέρας μέ τά
ΤΑΡΖΑΝ
σαράντα ποδάρια την άκολου θεΐ σέ πολύ μικρή άττόοτασι μ5 άνοικτά τά απαίσια σαγό νια και προτεταμένο τό σσυβλερό κέρατό του. Ή πανώρια ιμελαψή κοπέλλα βάζει άμέσως σ' έψαρμογή τό καταπληκτικό σχέδιό της: Αρχίζει νά τρέχη^ μ5 α φάνταστη ταχύτητα, γύρω άτ πό τον κορμό του δέντρου. ^Ε τσι, ή σαραιντατποδαρούσα που την κυνηγάει δεν προφταί νει νά τή παρακολούθηση μέτοποπίζοντας όλάκληρο τό τε ράστιο σέ μάκρος κορμί της, μά ;μονάχα τό κεφάλι της. Τό αποτέλεσμα είναι κατα πληΐκτικό κι’ άπίστευτο: Ύ στερα άπό καιμμιά δεκαριά ψο ρές που ή Γισράμπα φέρνει βόλτα τό δέντρο, τό σώμα της σαρανταπαδαρούσας έχε^ι άλλες τόσες φορές, τυλιχτή γύρω οττόν κορμό του. Με τό τύλιγμα όμως αυτό τά πόδια της μπερδεύονται καί γατζώ νουν τό ένα πάνω στο άλλο, έ τσι που νά μη μπορή πιά νά ξετυλι^τη καί νά συνέχιση την έπίθεσι της... Νά λοιπόν πού πραγμάτο ποι ήθηκε ό κόμπος του Μπου τάτα. Ή μελαψή κοπέλλα στα ματάει λαχανιασμένη καί α νασαίνει γρήγορα, ρουφώντας άπληστα τον άέρα. Πάνω στό δέντρο ή Ζολάν πάει νά σκά ση από τό κακό της καί ξεψω νίζει άγρια: — Φύγε, Γιαράμπα! θά λυθη καί θά σέ κατασπαράξη! Ανέβα κι5 εσύ πάνω στό δέντρο!
23
Ή Ζολάν δίνει φοβερό κτύπημα στό κεφάλι τής πανώριας μελα ψής Κοπέλλας.
Ή ατρόμητη νέα, ούτε τήν ακούει ούτε την προσέχει κα θόλου. Μόνο σηκώνει πάλι μέ λύσσα τό έλεφαντακόκκαλο καί κατεβάζει φοβερά κτυπή μα,τα πάνω στό κεφάλι τού αί χμ αλωτ ισμένου τέρατος. Τίποτα σπουδαίο δμωε δεν κάνει κι5 αυτή τή φορά. Μονά χα τό κέρατο τής σαρανταπο δαρούσας καταφέρνει νά σπά ση από τή ρίζα του μέ τά χτυ πήματά της. Τό καύκαλο τού κεφαλιού τής Χούρ-Μασάν εί ναι πιο γερό κι* από τό άτσά λι! ΕΠΕΛΑΣΙ ΤΟΥ« ΜΑΥΡΟΥ ΙΠΠΟΤΗ»
ΓΙΑΡΑΜΠΑ σταματά ει^ γιά μιά στιγμή ^κα τάκοπη κΓ αναποφάσι στη, Ξαφνικά όμως τά μάτια
Η
0 ΜΙΚΡΟΙ της άναίγουν ^ διάπλατα οπτό
τρόμο κάϊ φιρίκη. Τό απαίσιο τέρας έχει αρχίσει νά ^ ξεμπλέ κη τά ποδάρια του και νά ξε τυλίγεται αργά άπό τον κορ μό του δέντρου·.
Ό Μπουτάτα πού τη βλέ πει, ξεφωνίζει χαζαγελώντας: —«ιΓόριζε κλωστή , δεμένη οπήν άνρμη, τυλιγμένη ! » Ταυτόχρονα βαρύ ποδοβο λητό ...ποντικού άκούγεται νά πλησιάζη. Καί σέ λίγες στι γμές φτάνει καλπάζοντας ό ά τίθρσος Άλασάν σέρνοντας στη ,ράχι του τον μακροσκοπι κά κι5 άγέρωχο ιππότη Πιτσι κόκο! Ό .μαύρος νάνος βλέπει^ τή τ εράστ ι α σαιρ αντ αποδ αρούσ α πού ξετυλίγεται άπό τον κορ μό του δέντρου γιά νά κόπασπαράξη την αγαπημένη του Γιαςάμπα καί τά μάτια του πετόονε αστραπές οργής. Ση κώνει άμέσως τό χρυσό κοντα ράκι του, πού δέν είναι μεγα λύτερο άπό ένα μολύβι Φάμπερ, καί χύνεται άτρόμη-τος καί ακράτητος πάνω στο α παίσιο τέρας μέ τά σαράντα ποδάρια! Ό Μπουτάτα, ψήλα ^άπό τά κλαδιά, τού δίνει κουράγιο. — Επάνω της, Πιτσικόκα ρε! Κόψε της τά τριανταεννέα ποδάρια γιά νά παίξετε τό κουτσό! Κιαί καθώς ξεκαρδίζεται στά γέλια γιά τό άστεΐο πού είπε, γίλυστράει άπό τό κλα δί πού βρίσκεται καί πέφτει μέ την κεφάλα του πρός τά κάτω. Την ίδια στιγμή ρ Πίτσικο
κο καρφώνει τό κανταράκι του (μέσα στ’ αριστερό μάτι τής σαίρανταπσδίαρούσας, ενώ ταυ τόχρονα τό κεφάλι τού Μ που τάτα καθώς πέφτει, χτυπάει μέ αφάνταστη ορμή πάνω στο κεφάλι της. Τό φ ρ ικ ι οοστ ιικό τέρας σφα δάζει γιά λίγες στιγμές κι5 ύ στερα μένει άκίνητο, νεκρό. Ό θάνατός του προήλϋε ά πό τό χρυσό κανταράκι τού νάνου που περνώντας άπό τό μάτι έφτασε καί σφηνώθηκε στο μυαλό του. Ό «Κεφά λας» όμως έχει άλλη γνώμη καί πανηγυρίζει. — 5 Εγώ τήν έφαγα τή σα ρανταποδάρα! 5 Εγώ μέ τήν κουτουλιά πού τής έδωσα Χί, χί, χί! Κουτουλιά καί πάρ’ την κάτω! Ή Γ ισράμ πα, πού Ιχει δ ή ποιος σκότωσε πραγματικά τό τρρας, σηκώνει τον Πίτσικο κο καί τον φιλάει στά δυο μά γο-υλα. Ό Μπουτάτα διαμαρτύρε ται : — Έ, κόρά τέτοια! Θά μέ φιλήσης κι* έμενα, ή νά σοΰ σερβίρω κορμιά κουτουλιά ■•ν’ άναπαυτή ή... ψυχούλα σου;! Στο μεταξύ όμως έχει κατέβει άπό τό δέντρο ή Ζολάν καί τον προφταίνει: — Μή στενοχωριέσαι, άραπάκο μου! Σέ φιλάω έγώ! Καί σηκώνοντας μέ δυσκολία τήν τεράστια κεφάλα του, τή φιλάει στο τσουλούφι. Ή Γιαράμπα όμως έχει κι όλας σκύψει πάνω στον κτυπημένο κι* αναίσθητο Ταμπόρ
ΤΑΡ2ΑΗ
καί πασχίζει νά τον συνεφέρη Τό λευκό κορίτσι τρέχει κον τά καί τη σπρώχνει βάναυσα. — Φύγε... Δεν έχεις καμμια δουλειά εσύ μέ τό σύντρο φό μου... Ή πανώρια μελαψή κοπέλλα συνεχίζει νά περιποιή ται την πληγή του ατρόμητου πιαλίληικαριου πού είχε θυσια στή για νά τούς σώση, ,μή δί νοντας κορμιά σημασία στη Ζολάν. Εκείνη δ, μ ως μανιάζει καί σηκώνοντας τό χέρι της δίνει τρομερό κτύπημα στο κεφάλι τής Γιαράμπα, Ή νέα μέ τά μαυροπράσινα μάτια χάνει την υπομονή της. Πετιέται όρθια, αρπάζει σαν παιχνιδάκι τη Ζολάν στά χέρια της καί την έκσψενδονί ζει δέκα βήματα μακρυά. Α τάραχη ύστερα από μια μι κρή κρυφή τσέπη της βγάζει ένα θαυματουργό ξερό βότανο καί τό βάζει μέσα στην πλη γή τής ράχης του. Ό Μπουτάτα, τρέχοντας αμέσως, φτάνει στό σημείο πού σωριάστηκε κάτω τό Λευ κό κορίτσι καί του λέει σοβά οά: — Τον Ταμπόρ δεν σ’ άφη νε νά τον συνεφέρη ς. Νά λι ποθυμήσω του λόγου μου γιά νά μή χασομεράς άδικα; 0 ΤΑΜΠΟΡ ΘΥΜΑΤΑ!
ΧΕΙ ΑΡΧΙΣΕΙ νά ξη>μερώνη πιά. Πλάι στό λυσσασμέ νο έλέφαντα πού βρίσκεται νεκρός, φαντάζει τώρα καί τ’ άπέραντο κορμί τής σκοτωμέ
23
νης Χούρ - Μασάν. Ό Μπουτάτα μετράει ένα -ένα τά πόδια της καί τά βγά ζει σαράντα ένα. Τά ξοαναμετράει καί τά βγάζε^ι τριάντα εννιά. Καί μονολογεί συλλογι σμήνος καί άνήισυχος:^ — Θέλεις νά μην είναι σα ρανταττοδαρούσα καί νά μάς τρόμαξε άδικα; Ή πανώρια Γιαρήμπα κα ταφέρνει νά συνεφερηι, σέ λί γο, τον Ταμπόρ. Τό υπέροχο Ελληνόπουλο σηκώνεται^ τέ λος καί κυττάζοντας μ5 απο ρία τη νεκρή Χούρ - Μασάν, ρωτάει χαμένα: — Ποιος τή σκότωσε; ^ Ή Γιαράμπα τοΰ δείχνει μέ ίμια κίνησι τού ^ χεριού της τον Πιτσικόκο, ενώ ταυτόχρο να ό Μπουτάτα μουρμουρίζει: — 5Από κουτουλιά πήγε ή ψουκαρ ιάρα! Ό Πιτσικόκο διαμαρτύρε ται : —"Όχι. 3Από κονταριά σκο τώθηκε. Ό Τσουλούφης επιμένει: —- 3Από κουτουλιά, εΐπα. — 3Από κονταριά. — 3Απς κουτουλιά. —3Από κονταριά! Ό Μπουτάτα αρπάζει τον Πιτσικόκο από τό λαιμμό. — Τί νά σού κάνω- πού εί ναι ψόφια. 3Άν ήτανε ζωντανή θά μάς έλεγε ποιος τή ... σκό τωσε! Ή Ζολάν μόλις ό Ταμπόρ συνέρχεται μένει γιά λίγες στιγμές αναποφάσιστη.. Τέ λος τρέχει χαρούμενη κοντά του: — Είμαι πολύ εύτυχισμέ-
0 ΜΙΚΡ0Χ νη που σέ ξαναβλέπω ζωντα νό, Ταμπόρ! "Ελα τώρα νά ξαναγυρίσουμε στη σπηλιά (μας··\
Καί κάνει νά τον αγκαλιά ση για νά τον φιίλήση στο μέ τωτηο. Το μελαχροινό παλληκάρι τή σπρώχνει ελαφρά. —Μή μ* άγγίζεις, Ζολάν... Γ όρισε μονάχη σου αν θέλης. —ιΓιατί; Μέ μισείς λοι πόν; Επαφές πια νά μ5 άγαπας; —Όχι. Σ’ αγαπώ δσο μ5 αγαπάς κι* εσύ! Και συνεχίζει ήρεμα και χωρίς καμ,μιά κακία: — Πώς μπορώ πιά ν' άγα πάω μια κοπέλλα που έπαψε νά έχη εμπιστοσύνη. σέ μένα· "Οταν παρουσιάστηκε και μάς έζωσε ή τρομερή Χούρ— ■Μασάν, τον ίκαουρ άμέσως σκέφτηκες νά φωνάξης... ΚΓ άταν κατάφερα νά πηδήσω έ-
*Η Γιαράμπα ^ έκσφενδονίζεϊ τη Ζολάν οέκα βήμοετα μακρυά.
μαυροπράσινα μάτια τής Γιαράμπα βουρκώνουν καθώς φιλάει τον Ταμπόρ οπό μέτωπο. Τά
ξω από τον κλοιό τής σαρανταποδαρουσας γιά νά σάς σώ σω, ή πρώτη σκέψι πού πέρα σε άπο τό νου σου ήταν πώς ήθελα νά φύγω γιά νά σώσω τή δική μου ζωή... Καί μέ φώ ναξες δειλό καί άνανδρο! ίΚι5 όταν, χάρι σωμένα τό κορμί του τέρατος άνοιξε καί βιρέθη κες ελεύθερη., εσύ ήσουν ή πρώτη πού σκαρφάλωσες στο δέντρο! Ο Μπουτάτα συμπληρώνει. —* Κι' έγώ ό... δεύτερος! Χί, χί, χί! Καί προσθέτει ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, πού λενε: / — Κι5 όταν ή φοοκαριάρα ή Γιαράμπα πάλευε μέ τή σα ρανταποδαρούσα γιά νά σέ σώση, ή Ζολάν πάνω από τό δέντρο τής φώναζε νά σέ πα-
ρατήση καί... Ή ιμελαψή κοπέλλα του κλείνει ιμέ τή,ν παλάμη τό στό •μα για να ιμήν συνέχιση. Ή Ζολαν ξεσπάει σ5 άκρά τητους λυγμούς. —νΟλα τά κακά εγώ τάχω κάνει... Κανένας δεν μ3 άγσπάει εμένα... 'Κανένας δεν μέ υποστηρίζει. 0 ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΤΑΜΠΟΡ τραβάει α τό χέρι τή μελαψή κο πέλλα : — Πάμε, Πιαιράμπα! *Ή,μουν άναίσθητος και δεν εί δα... Είμαι βέβαιος όμως πώς μονάχα εσύ κινδύνεψες για νά μου σώσης τή ζωή. Ό Τσουλούφης πετάγεται πάλι: — Περισσότερο άπ’ όλους
Ο
Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο δί νει μια φοβερή γροθιά στο σα γάνι τού ΧσουρΘύκ
“Ο Χαουρουν άρχίζει νά ρίχνη νερό στο πρόσωπο και στο κορμί του.
κινδύνεψα του Λόγου μου! 3Α κόμα πονάει ή κεφάλα μου ά πό τήν κουτουλιά που έδωσα τής σαρανταποδάρας! "Άσε τό στραπατσάρ ισ μ α που έπα θε τό «αειθαλές» μου τσουλου φάκυ Δεν τό βλέπεις; Σά μα ραμένο μαρούλι κατάντησε τό ψουκαριάρικο! Τό Ελληνόπουλο συνεχίζει σά νά μήν τον ακούσε... —^Πάμε λοιπόν, Γιαράμπα Έσύ αξίζει νά είσαι μονάχα συντρόφισσά μου! Πάμε... Ή υπέροχη μελαψή κοπέλλα τον σταιματάει. Κι* α μέσως, τραβώντας από τό χε ρι τή δακρυσμένηι Ζολάν, τή φέρνει κοντά του. —- Αυτή είναι ή συντρό φισσά σου, Τομπτόρ! Συχώ-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28
ρεσέ τη και γυρίστε στη σπη λιά σας. Ούτε σέ μισεί, οΰτε θέλει τό κακό σου... Σ* άγαπάει, μονάχα. ιΚΓ ή άγάπη πολλές φορές ;μάς τυφλώνει καί δεν ξέρουμε τι νά κάνου με..% Τό Παιδί τής Ζούγκλας μέ νει άκίνητο κι* άνσποφάσιστο. *Ενώ τα μαυροπράσίνα μάτια τής Γιαράμπα βουρκώνουν κσ θώς σηκώνεται στα δάχτύλα των γυμνών ποδ αριών της γιά νά τον φιλήση στο μέτωπο. "Ύστερα γυρίζει απότομα και ξεσπώντας σέ λυγμούς ξε κινάει κι* απομακρύνεται βια στιική προς τό βορρά. Ό Ταμπόρ κάνει νά την άκουλουθή ση, φωνάζοντας: — Γ ιαράμπα! Γ ιαράμπα! Ή Ζολάν όμως τον συγκρα τεΐ... Ό Πιτσικόκο πηδάει στη ράχη του *Αλασάν του και τρέχει άκσλουθώντας την πα νώρια κοπέλλα που χάνεται πίσω άπό την πυκνή κι* άγρια βλάστησι. Τό λευκό κορίτσι τραβάει τό σύντροφό της: — Πάμε, Ταμπόο! Μονά χα εγώ σ* άγαπάω! Ή Γιαράμπα άγαπάει τον Γκαούρ. Καίι νά δής πού μιά μέρα θά τον βάλη νά σου κάνη κακό... Τό * Ελληνόπουλο τήν κυττάζει μέ οίκτο καί περιφρόνη σι. ^— Σέ συγχωρώ Ζολάν, άλ λά μη ζητάς νά μου κατηγορήισης την υπέροχη, Γιαράμπα! "Οταν μιλάς γι’ ,αυτην μοιάζεις ιμ* ένα ποντίκι που όρθώνει τό παράστημά του
μπροστά σέ μια καμηλοπάρ δαλη! Κι* αμέσως ξεκινάει μαζί της ακολουθώντας τό μονοπά τι πού θά τούς βγάλη στή μα κρυνή σπηλιά. Ή κεφάλα του Μπουτάτα τούς ακολουθεί μουρμούριζαν τας ένα πρόχειρο στιχάκι: —«*Έχει βάσανα ή καρδιά άμα μπλέξη στήν άγάπηι! Ευτυχώς, μωρέ παιδιά, πού δέν ήπια τέτοιο χά πι !» Καί καμαρώνοντας γι* αύ τά πού είπε προσθέτει: — Πετάω κάτι «ποιητικοί» πότε-πότε! Μπά σέ καλό μου! ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ
IΝΑΙ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ δταν πιά ό Ταμπόρ, ή Ζολάν κι* ό Μπουτάτα φτάνουν καθυστερημένοι στή σπηλιά τους. Είχαν κι* άλλες πολλές περιπέτειες στό δρό μο πού τούς έκαναν νά χασο μερήσουν τόσο πολύ. Καί νά: *Έξω άπό τέ) σπη λ ιά τους βλέπουν νά στέκεται όρθιος καί νά τους περιμένη ένας γιγαντόσωμος μαύρος Φύλαρχος στολισμένος μέ σπά νια φτερά καί πρωτόγονα ό πλα. Τό Ατρόμητο * Ελληνόπουλο τον πλησιάζει μέ σφιγμένες γροθιές: —Ποιος είσαι έσύ; Τί ζη τάς έδώ; Ό άγνωστος μαύρος τον καθησυχάζει μέ τή βραχνή κι* υπόκωφη φωνή του:
—Μην άνησυχής, Ταμπόρ. Φίλος είμαι κ;5 όχι έχβρος σας. Μια έρώτη(σι ήλθα νά κά <νω σ' ©σένα και θά φύγω άμε» σως: — Λέγε λοιπόν. Ό πλουσ ιαστοίλισμέ ν ος Φύλαρχος τού έξηγεΐ: —Είμαι ό Χαουρούν^ ό παν ταδύναμος άρχοντας τής άπέ ραιντης Ζούγκλας πού βρίσκε ται πίσω άπό τά μακρυνά γα λάζια (βουνά... "Έφτασα ως έοώ μέ εκατό: άπό τούς πιο γενναίους καί χεροδύναμους πολεμιστές μου... Αυτή τη στιγμή έχουν περικυκλώσει κρυμμένοι τή σπηλιά σου.. "Αν μου πής την αλήθεια, θά φύγουμε όλοι άθόρυβα όπως ήλθαμε... "Αν μοΰ πής ψέμα τα θά τούς καλέσω, κτύπων τας τρεΐς φορές τά χέρια μου. Καί σέ λίγες στιγμές θά σάς έχουν κάνει όλους κομμάτια μέ τά γιαταγάνια τους. Ό Ταμπόρ τον κυττάζει άγρια: — Λέγε χωρίς νά φσβερίζης... Τι θέλης νά μάθης; Ό άγνωστος γιγαντόσω μος άράπης ρωτάει άπότομ,α: —Που θά βρω τόν Γκαούρ; Καί συνεχίζει πριν ό νέος προλάβη νά του άποκριθή: — "Εμαθα πώς έχει παρου σιαστή έδώ στην περιοχή σας. Ζητάει νά γίνη βασιλιάς όλης τής Ζούγκλας. "Οταν τόν βρω θά τόν κρεμάσω άνάποδα σ’ ένα ψηλό κλαδί γιά 'νά τόν φάνε τά πεινασμένα όρνια! Πές μου λοιπόν: Τόν συνάν τησες^ έσύ αυτές τις ημέρες; Τόν εΐδες πουθενά;
Ό Ταΐμπόρ τ’ άποκρίνεται χοορίς δισταγμό: — "Οχι ό Μπουτάτα τον μαλλώνει: — Γιατί λές ψέματα, αφέν τη παιδί; θά σου βάλω πιπέ ρι στο στόμα. Ό άγνωστος συνεχίζει σά νά μην ακούσε τό νάνο μέ τήν τεράστια κεφάλα: — "Αν μού πής που βρί σκεται 6 Γκαούρ, θά σέ γεμί σω χρυσάφι καί πολύτιμα, πε τράδια. "Αν όχι, θά καλέσω τούς ανθρώπους μου καί1.,.. Τό περήφανο Ελληνόπου λο τόν διακόπτει: —Δεν ξέρω που βρίσκεται ό Γκαούρ. Κι5 άν ήξερα όμως ποτέ δεν θά σου τό έλεγα... "Οσο γιά τούς ανθρώπους σου κάλεσέ τους καί θά λογάρια στουμε... Ό Μπουτάτα συμπληρώνει χαϊδεύοντας τήν κεφάλα του: — Θά φάνε κουτουλιές πού θά σηκωθούνε στά πισινά τους ποδάρια! Ό γιγαντόσωμος χρυσο στολισμένος Φύλαρχος κατα λαβαίνει πώς δέν θά μπορέση νά κάνη,- τίποτα μέ τό καλό καί μεταχειρίζεται τή βία. Τραβάει άπό τή ζώνη; του τό χρυσό γιαταγάνι καί τό σηκώνει αγριεμένος πάνω άπο το κεφάλι του Ταμπόρ. Ταυτό χρονα όμως ό νέος κάνει μια γρήγορη πλαϊνή κίνησι κΓ α ποφεύγει τό θανατερό κτύπη μα. Κύ άμέσως τινάζει μ* Α φάνταστη, όρμή τή γροθιά του στο πρόσωπο τού άγνω στου άράπη!
36
Ό θηριώδης Φύλαρχος δέ χεται τό τρομερό κτύπημα χωρίς καθόλου νά ένοχληθή. Σά νά τον κτύττησε τό απαλό χεράκι ενός βρέφους. Τα μαύρα ιμάτια του λά μπουν παράξενα σάν^ άπό θαυμασμό για τό ατρόμητο αυτό παλληκάρι! Κι5 αμέσως γυρίζοντας άργάΑ προχωρεί πίαω άπό τά φουντωμένα χα ιμάκλαδα! Ό Ταμπόρ ψιθυρίζει σιγά στη συντρόφισσά του: —Άκολούθησέ τον κρυφά, Ζολάν. Θέλω νά μάθω άν πρα γματικά έχει κι* άλλους αν θρώπους ιμαζί του. Ό «ίΚέφαλος» διαμαρτύρε ται: — Γ ιατΐ νά μην πάω έγώ, άφέντη Ταμπόρ; Μπορεί νά τοΰ δώσω καί καμιμιά κουτού λιά ιστά καπούλια! Στο μεταξύ ή Ζολάν έχει
Ήλ Ζολάν γονατίζει οττά πόδια του Γκαούρ και τον παρακαλεΐ.
ύ ΜΙΚΡ&1 προχωρήσει καί παρακολουθεί τόν άγνωστο άράπη, πατών τας άνάλαφ-ρη σά γάτα στά γυμνά κάτασπρα πόδια της. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΖΟΛΑΝ
Ο ΛΕΥΚΟ κορίτσι, πα ιρακολουθώντας τόν μυ στηριώδη Φύλαρχο, ξε μακραίνει άρκετά άπό τή σπη λιά τους. "Ετσι, βλέπει δτι είναι (μονάχος, αφού κανένας άπό τούς άνθρώπους πού έλε γε, δεν ήλθε νά τόν συνάντη ση, Κ αΐ νά: Ή Ζολάν άρχ ίζε ι ξαφνικά νά τρέχη κάί σέ λί γες στιγμές φτάνει μπροστά στον άράπη καί τόν ύποχοεώ νει νά σταθή: — Ό Ταμπόρ σου είπε ψέ ματα. Φύλαρχε Χαουρούν. Ό Γκαούρ βρίσκεται έδώ στήν περιοχή μας... Καί συνεχίζει άραδιάζοντας φοβερά ψέματα: -^Ναί... Είδα τόν Γκαούρ μέ τά μάτια μου χθες τό βρά δυ. Είναι μαζί μέ μιά μισοαραπίνα πού τή λένε Γιαράμπα... Τούς άκουσα νά μιλά νε γιά σένα. Ό Γκαούρ έλενε πώς, άμσ σέ συνοτντηση, θά σέ σπαράξη, μέ τά νύχια καί τά δόντια του!... Τά μαύρα μάτια τού γιγαν τόσωμου άγνωστου πετόσνε ά στραπές όργής: ^— Ό Γκαούρ;! ΕΤναι ε δώ λοιπόν αυτό τό βρωμερό σκυλί; Καί λέει λοιίπόν^ αύτόζ πώς θά σπαράξη ^ έμενα με τά νύχια καί τό δόντια του; Χά, χά, χά! Πές μου, τί άλ-
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
λα είπε για μένα; Τό λευκό κορίτσι πού τό μίσος για τή Γιαράμπα τής έχει θολώσει τό νου, συνεχί ζει τις ψευτιές: — Τον ακόυσα νά λέηι πως ό Χαουρούν, εσύ δηλαδή,, εΐναι ένα δειλό καί κουτό γου ρουνι στολισμένο μέ ψτερά! — Έγώ! Έγώ ^γουρούνι στολισμένο με φτερά; -— Ναι, ναί... Κι* έλεγε ακόμα πώς λίγο καιρό θά εί σαι φύλαρχος καί θά φαρας αυτά στο κεφάλι... Αλλά τι φταίει ό Γκαούρ... —Ποιος φταίει; —Ή .Γιαίράμπα! Αυτή η διαβολεμένη μισοαραπίνα πού 'Ο^ Ταμπόρ κυττάζει με περιτον βάζει στά λόγια... φρόνησι τή Ζολάν και τή σπρώ — Δηλαδή; χνει βάναυσα. —Νά: Την ακόυσα μέ τ* αυτιά /μου πού του έλεγε νά Ή Ζολάν κοντοστέκεται ιμπουν κρυφά μια νύχτα στο Παλάτι σου καί νά σε σφά καί τά γαλάζια μάτια της ξουν... “Ύστερα ό Γκαούρ νά σκοτεινιάζουν. ^— "Όχι... Καλύτερα νά μή γίνη βασιλιάς κΓ αυτή βασί λισσα τής πλούσιας καί με μάθη τίποτα... Ό Ταμπόρ α γαπάει τόν Γκαούρ καί τή γάλης χώρας σου! Γ ιαράμπα... Ό μαύρος Φύλαρχος έχει μανιάσει άπό τό κακό του. Ό Φύλαρχος μανιάζει άκό 5Από τά κόκκινα χείλια του μα περισσότερο. βγαίνουν άσπροι άφροί. -— Αγαπάει τόν Γκαούρ — Θά τούς πνίξω! Θά καί τη Γ ιαράμπα; Τότε είναι τους σφάξω! Θά τούς κρεμά έχθρός μου! [Καί ξανατραβώντας τη ά σω ανάποδα! ^ Θά τούς σχί σω με τά δόντια .μου! Θά πό τό /μπράτσο προσθέτει: τούς βάψω ζωντανούς! θά... — Πάμε... Πάμε νά τόν Καί αρπάζοντας άπό τό σκοτώσω! Νά του πάρω τό μπράτσο τό λευκό κορίτσι, τό κεφάλι μπροστά στά μάτια τραβάει :λ σου! — Πάμε πίσω στη σπη Τό λευκό κορίτσι τόν συγ λιά... Θέλω νά συγχαρώ τόν κροτείς ξεσπώντας σέ κλάμα Ταμπόρ γιά την υπέροχη συν τα: τρόφισσα που έχει. Όχι... Δεν θέλω νά κά
Ο ΜΙΚΡΟΙ νης κακό στόν Ταμπόρ... Τον άγάτώ! Τον άγαπώ πολύ, Φύλαρχίε Χαομρούν! Ο ΦΥΛΑΡΧΟΣ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ
ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ άράπης μένει για μεριικές στιγμές αναποφά σιστος. αΥστερα ή έκψρασί του μαλακώνει κάπως. — "Ας είναι... Άψού τον αγαπάς εσύ δεν θά τού κάνω κακό... ’Αλλά τή Γιαράμπα πού βάζει λόγια στο Γκαούρ θά την κρεμάσω ανάποδα σ' ένα δέντρο. Κύτταξε μη την ίλυπηθής και μοΟ ζητάς να τής χαρίσω κΓ αυτής τή ζωή. Ή Ζολάν ένθουσιάζεται. — "Οχι, Φύλαρχε! Θά σέ βοη)θησω νά την κρεμάσουμε μαζΠ Το λαρύγγι τού άγνωστου μαύρου έχει ξεραθή άπό τό θυμό. Τά στηθεία του έχουν φουντώσει άπό τις φλόγες τής έκδικήσεως πού πρέπει νά πάρη. Και ρωτάει τό λευκό κορίτσι. — Δίψασα! "Εχει καμμιά πηγή εδώ κοντά; Ή Ζολάν τον τραβάει άπό τό χέρι: —■ Πάμε. Δεν είναι μακρυά άπ5 εδώ... Τό νερό της είναι πιο κρύο άπό τό χιόνι! Σέ λίγο φτάνουν και οι δυο στην πιο κοντινή πηγή τής παρθένας περιοχής. Ό γίγαν τόσωμος μαΰ,ρος Φύλαρχος απλώνει σμιχτές και χουφτια σμέινες τις παλάμες του καί τις γεμίζει δροσερό νερό. 5Αν
τι^ ρμως νά τό φέρη στά ξέρα μένα χείλια του, τό τινάζει στο πρόσωπό του. Αυτό γίνε ηαι πολλές φορές άκόμα. Τέ λος μέ τον ίδιο τρόπο πλένει κι* όλόκληρο τό υπόλοιπο κορ μί του. Ή νέα περιμένει παράμε ρα χωρίς νά κυττάζη προς τό μέρος του. Καζ νά: Ξαφνικά ό ιμαύ ρος Φύλαρχος παρουσιάζεται μπροστά της. Δέν είναι π>ά δ μ ως ούτε «μαύρος», ούτε <<φύ· ίλαρχος». ^ Ή Ζολάν ανοίγει διάπλατα τά μάτια της, τον κυττάζει χαμένα καί ψιθυρίζει μέ δέος. —Γκαούρ! Είσαι λοιπόν ό Γκαούρ; Ό μελαψός γίγαντας άπο κρίνεται ψυχρά: — Τό νερό τής πηγής ξέπλυνε άπό τό πρόσωπό μου κγ άπό τό κορμί μου τή μαύ ρη μπογιά. Τά φτερά εύκολα μπορούσαν νά βγουν άπό τό κεφάλι μου... -—Μετ αμορφώθηκ ε ς λο ι πόν για νά^μέ ξεγελάσης; —3 Οχι... Μεταμορφώθη κα^ κι* ήλθα στη σπηλιά σας για νά δώ άν ό Ταμπόρ είναι τίμιο καί πιστό παλληκάρι... "Αν πρέπει νά τού έχω εμπι στοσύνη, κΓ άν άξίζη: νά τόν κάνω πάντοτε ινό φίλο καί σύμμαχο στον ατέλειωτο πό λεμο κατά των έχθρών τής Ζούγκλας καί των θηρίων της. "Εμαθα όμως δυο πράγματα άπόψε. Πρώτα πώς ό Ταμπόρ είναι πιο ευγενικός, πιο γεν ναϊος καί πιό υπέροχος άπό όσο είχα φσνταστή... ΚΓ υ-
ΤΑΡΣΑΝ
)$
στερα πώς έσυ, ή συντρόφ ισσά του, είσαι ένα ύπουλο, ένα μικρόψυχο κι* ένα τιποτέ νιο πλάσμα! ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
*
Α ΜΑΤ IΑ του λευκού καρ ιτσ ιού βουρκώ νουν
Τ
άπό δάκρυα μετάνοιας. — Συγχώρεσέ με, Γκαουρ. *Αγαπώ πολύ τον Ταιμπόρ κάί μισώ άψάνταστα τη Παρά· μπα... — Γιατί τή -μισείς; Ή Ζολάν θέλει νά του πή πώς τή μισεί γιατί θέλει να της πάρη τον άγαπηρένο συν τροφό της, ,μά έχει μετανοιώ σει είλικρινά καί του λέει τήν αλήθεια: — Τή ιμισώ γιατί εΤναι κα λύτερη άπό μένα! Πιο περή>φανη! Πιο γενναία! Καί πιο ...άμορφη! * Αμέσως γονατίζει μπρο στά στα πόδια του υπέροχου γίγαντα καί τον Ικετεύει: '—^ Συχώοεσέ με Γκαούο! Μή πής τίποτα στον Ταιιπόρ. Δεν θά ξαναπώ ποτέ φέματα στή ζωή ιμου. Ποτέ! "Αν τον χάσω άπό συντοοφό μου. θά πάω άυέσως νά σκοτωθώ!... Ό Γκαουρ γυρίζει καί χω ρίς νά τής άπσκριθη προχω ρεί άογά κΓ Απομακρύνεται άπό τήν πηγή. "Όταν τά βαρειά καί άργά βήιματα του Γκαουρ σβήνουν
κατά τό βορρά καί γίνονται ένα μέ τήν ήσυχία τής νύχτας ή^Ζολάν παίρνει άργά κι* αυ τή τό δρόμο του γυρισμού... Δεν έχει προΦτάσει νά κά νηι ρυτε δέκα βήματα, όταν γνώριμη φωνή Αντηχεί στο σκοτάδι: — Ζολάν... λ ΕΤναι ό Ταιμπόρ μαζί μέ τον Μπαυτατα. Τό περήφανο "Ελληνόπουλο τή ρωτάει μ* ένδιαφέρον: —Αονπόν; Ό μαυιοος αυτός Φύλαρχος εΐχε μαζί του Αν θρώπους, ή ήταν Ίΐόνος: Ή Ζολάν ξεχνάει πώς. λί γες στιγμές πρίν, είχε υποσγεθή νά μήν ξαναπή ποτέ ψέματα. Καί τ’ Αποκρίνεται. —Ουουου! Πολλούς! Πά ρα πολλούς!, Ταμπόο. Χιλι άδες πολεμιστές! Μήν πας νά τον συνάντησης γιατί θά σέ σκοτώση! Τό Παιδί τής Ζούγκλας τή ρωτάει ψυγοά: — Φοβάσαι μή μέ σκοτώ ση, η μή -μου πή πώς «εΤσαι ενα ύπουλο, ένα μ κκρόψυχο κ* ένα τιποτένιο πλάσμα»; Ή νέα θυμάται τά λόγια του Γκαούρ καί ιμένει Ακίνητη σά νά τή χτύπησε κεραυνός στο κεφάλι. Μέ δυσκολία κα ταφέρνει νά ψιθυσίση: — Μέ παοακολούθησες Τα ιμπόρ; "Έμαθες λοιπόν πώς ήταν ό Γκαούο; "Ακόυσες αυ τά που του είπα;
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άποκλειοτ ικέτης: Γεν. *Βκδοτικ«ϊ ΈτπχειρήβΈΐς Ο.Ε.
§
Γραφεία 'Οδσς Αεκκα 22 — Αριθμός 13—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χ«χτζηβασιλείου, Τατασύλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑί ΕΠΙ ΤΑΠΑ!: Γ. Πεωργπάδην, Λέκ/κα 22, 'ΑΘήναι ® Μ ΪΜ ΙΚ ** ΒΜ ββ Μ Κ» Κ4ΙΒ» Β» Κβ Μ !«* ΒΗ Κβ Μ ΚΒ ΒΗ «3 ΗΒ βΟ ΛΜ βΒ Κ» ί* » 88 8Π ΒΒ ** βΒ.ΜΒ «Η Μ» Β* Β» <Μ Μί Β* >«* Μ»
περιπέτεια Ζούγκλας σαν αυτή που Θά κυκλοφορήση την έρχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
Τά λόγια εΐναι πτωχά για νά περιγράφουν τό άριστουργηματικό τεύχος του Θρυλικού του μοναδικού περιοδικούς Ζούγκλας που κυκλοφορεί στην 4Ελλάδα, γραμμένο απ’ τήν πέννα τοΰ μοναδικού συγγρα φέα στο είδος αυτό
'Όλα τά ' Ελληνόπουλα περιμένουν μέ άνυπομονησία τήν Παρασκευή που ο ΜΙΚΡΟΙ ΤΑΡΖΑΝ Θά κυκλοφορήση με τήν συναρπαστική περιπέτεια:
Σ η μ.— "Οσοι δεν άντέχουν στις μεγάλες συγκινήι σεις νά μή τό διαβάσουν περισσότερο άπό μιά φορά.
ΣΤΟ ΗΕ.ΤΑΞΥ,ΕΚΕΙ ΚΟΝΤΑ, ΚΑΚΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΘΑ ΠΡΟΚΑΑΕΣΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ ΒΑΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΜΑΙΑΪΜΕΤΗΝ ΑΡ ΠΑΓΗ ΤΟΥ ΓΥΙΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ν—ΤΩΝ ΒΑΣΟΥΛ»/ Γ ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΟΥΤΙΣΟΥΜΕ ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΦΥΛΕΣ
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΘΑ'ΤΟΝ ΔΕΙ ΡΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑ-Ρ ΣΙ ΠΟΥ ΠΡΟ ΕΒΑΛΕ/ /ΛΥΠΗΘΗΤΕ ΜΕ/ ■
-«
.
|_ I
Λ
ΤΑ ΞΕΦΩΝΗΤΑ ΤΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΚΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ... ΠΙΣΩ-ΣΟΥ, ΡΟΥΜΠ.ΗΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ Μ ΑΓΡΙΩΝ/
X
++Βασίλισσα
των
Άγριων
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1
Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
ΤΩΝ
ΤΡΕΑΛΩΝ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΙΟΥ ΠΕΡΑΣΤΕ ΚΥΡΙΟΙ...
βρή τον μελαψό "Ελληνα γί γαντα ! ΗΝ ΕΜΦΑΝΙ Σ I του 'Άλλά καλύτερα νά πάρου ιΓκαούρ στην περιοχή με τά πράγματα μέ τη σει που διαδραματίζονται ρά τους: οι περιπέτειες ·μας, άκολούθηΌ Ταμπόρ, ή Ζολάν κι" θησε, σχεδόν αμέσως, καί ό Μττουτάτα, υστέρα από φο μια ά>Αη έμφάνισι το ίδιο 'βερές περιπέτειες μέ τό λυσ ένδ ι αφέρουσα και συναρπασασμένο ελέφαντα καί τό στική: Ό μεγάλος Ταρζάν, τέρας Χούρ—Μασάν μέ τά ό "Αγγλος άρχοντας της α σαράντα ποδάρια φθάνουν πέραντης παρθένας ^ζούγ νύχτα στη σπηλιά τους(*). κλας περιφέρεται πολλές μέ ρες τώρα στην περιοχή, αυ (*) Δισβαοε τό -προηγούμενο τή, σφίγγοντας ένα φονικό τεΟχος, τό 13, πού εχει τον τίτ λο: «ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΑΛΑΖΙ». μαχαίρι ’ και ψάχνοντας να
Τ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
ι
*
4 Κατά τά -μεσάνυχτα το Παιδί της Ζούγκλας διαπι στώνει, για μια ακόμη ψοοά, πώς το λευκό Κσοίτ-σι, που ζηλεύει και μισεΐ Αφάνταστα την πανώοια μελαψή Γιαοάμπα, ποοδίνει τον Πκαούρ σέ κάποιον άγνωστο .μαύρο φύλαοχο πού παοουσιάζεται σαν ένθοός του. Στην ποα γματικότητα όμως, ό άννωστος αυτός. 6έν είναι άλλος παοά ό ίδιος ό Γκσούο με ταμφιεσμένος, πού θέλει νά διαπίστωση άν ό Ταμπό ο εΐναι τίμιο και πιστό παλληκά ρι για νά τον κάνη φίλο κα] σύμμαχό του στο κυνήγι των έχθοών τής ζούγκλας και των θηοίων της. Ό Ταμπόρ συναντάει τη Ζολάν. μετά την ποοδοσ ία πού έκανε, καί κυττάζοντάς την μέ πεοιφοόνησι τή σπρώ χνει άνοια μουγγοί-ζοντας: — Πολλές Φοοές σ’ έχω συγχωρέσει, Ζολάν... Τούτη, δμως τη φοοά δεν θέλω νά σέ ξανσδώ στά μάτια μου... Αυοιο τό πρωί θά σέ κατε βάσω στο 'μεγάλο λι,μάνι. Καιρός είναι νά ξαναγυρίσης στην πατρίδα σου στην Α μερική. Ό Μπουτάτα, ·μέ την τε ράστια κεφάλα καί τό μικρό σκοπικό .κορμάκι, πού παοευ ρίσκεται σπή σκηνή, έπεμ βαίνει: — Νά πάω κι5 ένώ μαζί της, άφέντη. Παιδί; Ξέοεις τί. δολλάοια θά μαζέψω έκεί στο «Πεοάστε κύριοι»; Ό Ταμπόρ τον κυττάζει μ’ Απορία:
Ο ΜΙΚΡΟΣ — Σέ ποιό: «πεοάστε κυριοο>; Δεν καταλαβαίνω . Ό Μπουτάτα του έξηγεί διαλαλώντας σάν πανηγυριώτης θαυματοποιός: — Πεοάστε κύριοι νά αποθσυμάσετε ιμέ θαυμασμό τό άδιοθαύμαστόν θαύμα του θαυμάσιου καί θαυματουργού Μπουτάτα, τό οποίον ή κεφά λα του ώσπεο καοπουζι καί τό κοο·μί του ώσπεο ποντικά κι! Πεοάστε κυο'οι! "Οποι ος βλέπει ξαναβλέπει! Καί καθώς τόν έγει πάρει ό κατήφορος. συνεχίζει νά λέη όποια αρλούμπα του κακατε βαίνει: — Πεοάστε κύοιαι! Μιά δραχμή ό κόμματος, ή τροφή του σώματος! Δέν εΐναι όφις δέν είναι κασταλίας δέν είναι δεντοογαλιά! Είναι ό κατακα ημένος ό Διαμαντής πού... Τό Ελληνόπουλο τόν σπρώ χνει έλαφοά <μέ τό πόδι του κι’ ό Τσουλούφης τινάζεται δέκα μέτοα μακουά! Ή Ζολάν ρωτάει τόν Τα μπόρ: — "Ωστε μέ διώχνεις λοι πόν; Μέ διώχνεις γιατί είπα ψέματα; — Ναί... — Κι* έσύ; Δέν έχεις πή ποτέ κανένα ψέμα στη ζωη σου: Πές μου την Αλήθεια... Τό Παιδί τής Ζούγκλας δέν Αποκρίνεται άμέσως. Συλλο γιέται τά τόσα καί τόσα ψέ ματα πού τής έχει πή από τήν ήμέοα πού παοουσιάστηκε στήν τίεοιοχή τους ή πα νώρια μελαψή Γιαράμπα. Τέ λος (μαυρ μουρ ίζε ι χαμηιλώνον
ΤΑΡ2ΛΗ τας τά μεγάλα μαύρα μάτια ταυ: — "Εχεις δίκηο Ζαλάν... Εκείνος που λέει πώς δεν έ χει πή ποτέ του ψέμα, είναι ψεύτης! Ο ΑΝΘΥΠΟΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΕΤΑΝΟΙΩΜΕΝΟΣ ό Ταμπόρ ξαναπαίρνει τό λευκό Κορίτσι στη Σπηλιά του και δίνουν υπόσχεσι νά μη ξαναπή ψέματα ό ένας στον άλλον. Ό Μπουτάτα, πού είναι βέ βαιος πώς δεν θά μπορέσουν νά κρατήσουν τό λόγο τους, προσφέρεται Θυσία στο βωμό τής Αλήθειας: — 'Ό,τι ψέματα θέλετε νά πήτε, νά μου λέτε νά τά λέω εγω! "Εχουν περάσει άπό τότε μερικές μέρες... "Ενα πρωϊνό, μόλις άρχι ζε νά ροδίζη ό ουρανός πάνω άπό τά μαύρα βουνά τής α νατολής, ό κωμικοτραγικός Μπουτάτα, ξυπνάει στη Σπη λια άπο τσιμπήματα κουνουπιών. Ξαφνιασμένος καθώς εΐ ναι, περνάει τά μικροσκοπικά κουνουπάκια γιά τεράστια φτερωτά όρνια πού ήρθαν νά τον κατασπαράξουν· Καί τρα βώντας την άνοικονόμητη «μπι στάλα» του άρχίζει νά πυρο βολή στον άέρα: μπάμ μπουμ μπάμ, μπουμ!... Ό Ταμπόρ καί ή Ζαλάν— ό ένας κοιμάται άπό τό δεξιό μέρος του Μπουτάτα καί ή άλλη άπό τό άριστερό, ξυ
α
πνούν καί ξεπετιώνται τρομα γμένοι: — Τί τρέχει, Μπουτάτα; Ό «Κέφαλος» τούς καθη συχάζει : — Κάτι τρομακτικά φτε ρωτά τέρατα ήτανε! Μά μό λις τ’ άρχισα στις μπιστολιές γίνανε... κουνούπια. ^ Τό λευκό Κορίτσι του φω νάζει έξω φρένων: ,— Μά είσαι καλά, Μπου τάτα; Τά κουνούπια πυροβο λεΐς;! —-Γιατί δηλαδή; ΚΓ αυ τά δέν έχουνε ψυχή γιά νά τούς την πάρω; λ— ,ΚΓ είναι ανάγκη νά μάς τραμάζης καί νά ,μάς ξυ πνάς μέ τις πιστολιές σου, βλάκα; Ό Τσουλούψης δίνει τόπο στην οργή: —- Καλά ντέεε! ...^ "Αλλο τε δέν θά κάνουν κρότο. Θά πυροβολάω... άπό μέσα μου! Μπά σέ καλόοο σου! Ό Ταμπόρ πού έχει θυμώ σει κι’ αυτός αφάνταστα, τόν άρπάζει στις χερούκλες του καί τόν έκσφενδσνίζει σάν μαύ ρη μ π άλλα έξω άπό τό άνοι γμα τής σπηλιάς. Ό Μπουτάτα, όταν σέ λί γο σταματάει νά κουτρουβ α λόη άπό την κεκτημένη ταχύ τητα, σηκώνεται καί ξαναγυρίζοντας έξω φρένων στ’ άνοι γμα τής σπηλιάς, κυττάζει προς τά μέσα καί φωνάζει στον Ταμπόρ: — Τΐ νά σοΰ κάνω, άφέντη Παιδί!... "Επρεπε νά σού βα ρέσω μιά κουτουλιά νά σέ μα ζεύουνε μέ τό κουταλάκι τού
γλυκού!... Σ5 αφήνω δμως νά ζήσης ικι’ εγώ φεύγω για πάντα!... Ό ,μεγάλος Ταρζάν, ό έγγλέζος, βρίσκεται ε δώ στην περιοχή ιμας% Τόν α πάντησα χθες τή νύκτα νά κρατάη ένα μαχαίρι και νά ψάχνηι νά βρή τον Γκαούρ! Θέλει νά τον κάψηι φέτες σά μουρτ αδέλλα!... Το λο ι πόν θά πάω μέ τον έγγλέζο Ταρζάν και θά γίνω άνθυποβασι λέας τής Ζούγκλας!... Και ιμέ την κουμπούρα πού έχω, δεν θ' ^άφήισω κουνούπι γιά κου νούπι ζωντανό!;... Γειά σας και χαρά σας!... ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΚΑΙ ΜΠΟΥΜΠΟΥ «λ Μ
* ^Γτο^
^’πνήο'ηι
11^6 ° μαχ^ρλής ήλιος, ό Λ V ΐβΤσουλούφης έχει ξεμα κρύνει πολύ από τή σπηλιά.
*0 Μπουτάτα άναχτηκώνετοα καί
πυροβολεί τά... φτερωτά θηρία.
Ό Κεφάλας παίρνει το κατόπι τή λεπτεπίλεπτη άραπινούλα. ΚΓ όπου βλέπει κουνούπι, πυ ροβολεΐ. -αφνικά άντικρύζει ,μπρο στά του μιά μικρή άραπινού λα, αδύνατη και λεπτή σάν σπαγέττο τρυπητό, μέ χόρτα ρένια κοντή φούστα στή μέση και τά μακρυά σγουρά -μαλλιά της δρμένα σε γαϊδαυρααυρά. Ό Κέφαλος συγκινεΐται α πό τήν τρυφερή αυτή συνάντη σι. Και τήν παίρνει τό κοπό πι ψιθυρίζοντας παθητικά: —Μαμζέλ!... Μαμζέλ!... Ή μαύρη ακούει πίσω της μιά φωνή καί γυρίζοντας αντί κρύζει τό τεράστιο κεφάλτ πού τήν άκολουθεΐ καί σωριά ζεται κάτω λιπόθυμη! ^ Ό ’Αράπης τή συνεφέρει σε λίγο -καί προσπαθεί νά την καθηρυχάση:
ΊΑΡ2ΑΗ —Δεν είμαι όφις, δεν εί μαι δεντρογαλιά!... Είμαι ό Μπουτάτα, πρωταθλητής τής κουτουλ ι α·ς, άνθυποβασ ιλέας τής Ζούγκλας/ ,,και |κονηγός αγρίων κωνώπων! Ή άραπινούλα στην άρ)ςή τον κυττάζει .μ£ τρόμο. Σιγαοιγά όμως τον συνηθίζει και συνέρχεται. Τέλος χαμηλώνει τά μενεξεδένια βλέφαρά της και παίρνοντας ύφος μοιραί ας γυναίκας τού λέει: —■ Χμ... Νοστίιμούτσικος είσαι, μετά συγχωρήσεως. Μόνο τό κεφάλι σου είναι σά νεροκολοκυθο, μετά ξανασυγχωρήσεως! Ό Μπουτάτα πού έχει κα τασυγκινηθή από την τουφε ρή αυτή συνάντηση νομίζει πώς είναι ή κατάλληλη στι γμή νά τής σκάση την απα ραίτητη εξομολόγηση Γονατί
— Δεν είμαι δφις, δεν είμαι κροταλίας, δεν είμαι δεντρογα λιά...
?
—■ Είσαι έλεύθερη νά φύγης μέ τον Ταρζάν...
ζει αμέσως μπροστά της,^ σμ^ί γει τις παλάμες του σά νά πρόκειται νά προσευχηθή κΓ αρχίζει βαρύς και σοβαρός: — Αξιότιμος Μαμζέλ!... Λαμβάνω τον κάλαμον άνά χείρας, τό οποίον άπαξ και σε είδα Φ ασκ ελοκουκούλωστ α! Κατόπιν τούτου λαμβάνω την τιμήν νά περικαλέσω υμάς δπως^ «μέ π ε ρ ι κ α λ έ σ ετ ε νά σάς διορίσω συντρόφισσά μου, καθότι εμένα ζητάνε κάν και κάν και αποκρίνομαι «ό χι». Μου χαρίζετε τό γλυκό σας όνοματάκι; Ή μοιραία «τσιλιβήθρα» μέ τή γαϊδουροουρά τής μόδας, τον πληροφορεί: — Μέ λένε Μπουμπού, με τά συγχωρήσεως. Τυγχάνω ωραία, μοιοαία..,
ό ΜΙϋΡόϊ — Και γαϊδουροουραία, με τά ξανασυγχωρήσεως, συμπλη ρώνει ό Μπουτάτα . Και ή ρωμαντική συμφωνία κλείνει ιμέ τή δήλωσι του Άράπτη: —Ωραία Μττουμττού ! Α πό σήμερις Βά είσαι ή μ ν-η σ τ ή ρ μου^! Και μέ τή δήλωσι του «μαύ ρσυ σπαγέττου»: —ιΚΓ έσύ ο... άρραβωνια στήιρ μου, μετά συγχωρήσεως! Η ΓΙΑΡΑΜΠΑ ΚΙ* 0 ΑΓΝΩΣΤΟΣ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ τώρα το Μτουτάτα και τή Μπουμπού κι’ άς ξανα γυρίσουμε στή σπηλιά πού ά ψήσαμε τον Ταμπόρ και τή Ζολάν. Καί νά: λίγο πρίν από τήν άνοτολή του χρυσού ήλιου, οί δυο σύντροφοι ξυπνάνε από μιά γυναικεία φωνή έξω από τή σπηλιά: — Τ α μπαρ!... Ζολάν!... -επετιώνται όρθοί, Βγαίνουν άπό τό άνοιγμα και στο φω£ τής αυγής άντικρυζουν μιά γυναίκα γνωστή — τή πανώ ρια μελαψή Γ ιαράμπα —κι* έναν άγνωστο ξανθό και σωματώδη άνδρα. Μπαίνουν όλοι μέσα στή σπηλιά κι5 ή Γιαράμπα^ κάνει τις απαραίτητες συστάσεις: — Ό "Ελληνας Ταμπόρ κι* ή άμερικανίδα Ζολάν! Ό άγγλος άρχοντας τής Ζούγ κλας Ταρζάν!... Τό λευκό Παιδί και τό ξαν θό Κορίτσι κυττάζουν μέ άνεί
πωτο θαυμασμό τον υπέροχο καί παντοδύναμο "Άνδρα τής Ζούγκλας. Πρώτος ό Ταμπόρ ψιθυρίζει: — Μεγάλε Ταρζάν!... Εί σαι χίλιες φορές καλύτερος άπ’ όσο σέ είχα φανταστή! Ζολάν, κυττάζοντας λο ξά τή Γιαράμπα, πρόσθετε ι: —- Θά ήθελα νά ήμουν ίμια πιστή καί πάντοτεινή σκλά βα σου, Ταρζάν! Ό Ταρζάν ρίχνει ιμιά εξε ταστική μοοτιά στο ξανθό Κο ρίτσίΊ/ χαμογελάει αίνιγματι κά καί μουρμουρίζει: — Αυτό πού ζητάς είναι πολύ εύκολο!... Ζήτησέ μου κάτι αδύνατο, καί θά τό κά νω !... Ό Ταμπόρ κατσουφιάζει, μα δεν λέει τίποτα. Ή Για ράμπα κυττάζει μέ οίκτο τή Ζολάν πού καταδέχτηκε νά ξεπέση τόσο στά μάτια ένας άνδρα, ζητιανεύοντας τό εν διαφέρον καί τή συμπάθειά του. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πλησιάζει τώρα τήν Άμερικα νίδα καί χαϊδεύοντας τά χρυ σά μαλλιά της,, προσθέτει: — 5Εμείς οί "Άγγλοι κΓ εσείς οι Αμερικανοί είμαστε μιά ράτσα. "Έχουμε τον ίδιο χαρακτήρα, τήν ίδια γλώσσα, τά ίδια συμφέροντα καί, φυ σικά, τά ίδια ιδανικά! ΓΓ αυ τό... Ό Ταμπόρ τον διακόπτει κάπως απότομα καί τον ρω τάει ψυχρά: _ — Μέ θέλεις τίποτα, άρ χοντα Ταρζάν; Μεγάλη τιμή μου έκανε ή έπίσκεψί σου μά
9
ΤΑΡΖΑΝ τηριν λίγο έφυγε άπό τή σπη λιά ό σύντροφός μου Μπαυτά τα καί πρέπει νά ψάξω νά τον βρω... Ό Ταρζάν τον κυττάζει μέ μεγάλη συιμπάθε ι α: — Ζητούσα νά σέ βρω Τα μπόρ... ΕΤχα ακούσει πώς εί σαι ένα γενναίο, δυνατό και τίμιο ποαλληκάρι. Δεν ήξερα όμως που βρίσκεται ή σπηλιά σου. Τυχαία συνάντησα τή Γιαράμπα και μ’ Εφερε ως έδώ... — Καί τί μέ θέλεις;^ άοχοντας τής Ζούγκλας άργεΐ νά του άποκριθή. Τέλος άρχιζε ι νά του έξηγη: — *Έμαθα πώς σ3 αυτή τήν περιοχή παοουσιάστηκε ό Γκαουιρ που θέλει νά μέ ρί'ξη άπό τό θρόνο καί νά γίνη αύ τός βασιλιάς, τής Ζούγκλας. ’Άκουσα ακόμα πώς είναι φί λος σου... Θέλω λοιπόν νά >μέ βαηθήσης νά τον έξοντώσουμε, γιατί... Τό περήφανο * Ελληνόπου λο τον διακόπτει: ^— Πριν λίγο^ είπες, Ταρ ζάν, πώς είμαι τίμιο παλληκά ρι... Τί λες λοιπόν; Τά τίμια παλληκ άρι α κάνουνε τέτοι ες δουλειές; Ή Ζολάν παοσφέρεται μέ μεγάλη προθυμία: — Νά σέ βοηθήσω έγώ, Τσοζάν!... Είμαι κι* έγώ γεν να ία. άτρόμητη καί τίμια Κο πέλλα!... — Προπαντός τίμια, (μουρ μαυρίζει 6 άοχοντας τής Ζουγ κλας. κυττάζοντας τή Ζολάν μέ οίκτο καί τον Τα μπόρ μέ θαυμασμό.
Καί προσθέτει στο λευκό Κορίτσι: _— Δεν βαρυέσαι όμως... *Έλα μαζί μου... Ό Ταμπόρ δηλώνει στήν συντρόφισσά του πού τή βλέ πει νά ετοιμάζεται: — Είσαι έλεύθεοη νά φυ γής μέ τον Ταρζάν... 'Από τή στιγμή όμως πού θά περά σης τ' άνοιγμα τής σπηλιάς, δεν έχεις δικαίωμα νά ξαναμπής έδώ μέσα... Ή ξανθέ ιά άμερικανίδα στραβώνει τά χείλια της: — Μμμ... Σιγά νά μή χά σω τή βρωμσσπηλιά πού μ' έχεις καταδικάσει νά ζώ... Χά χά, χά!... Πάμε μεγάλε άρ χοντα Ταρζάν!... ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ ΤΑΡΖΑΝ σφίγγει θερ μά τό νέοι του Ταμπόιρ —Είσαι πραγματι κά γενναίο, άτοόυητο καί τί μιο παλληκάρι! Γιεά σου καί πιστεύω πώς κάποτε θά ξσνα συναντηθούμε... — Στο καλό, μουρμουρίζει τό περήφανο 4Ελληνόπουλο μέ φωνή πού τρέμει άπό συγ κίνησι. Ό άοχοντας τής Ζούγκλας ποοχωρεΐ μεγαλόπρεπος καί βγσίνε^ι άπό τό άνοινμα τής σπηλιάς. Τον άκολουθεΤ ή Ζο λάν καί πίσω της. μέ βουοκω μένα μάτια, ή πανώρια μελα ψή Γ ια,σάμπα. Ό Ταμπόο μένοντας μόνος πέφτει μπρούμυτα στά στρω σίδια του καί ξεσπάει σ' άκράττγτσυς λυγμούς.
Ο
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή φοβερή προσβολή πού τούκανε ή συντρόφισσά του, παρατώντας τον για να γίνη συντρόφισσά του Ταρζάν του χει σκοτώσει τήν ψυχή!... Κλαίει άραγε για τήν προσβο λή; Κλαίει για τήν περίφρά* νηισι; Κλαίει άπό τή λύπη του γιατί έχασε τή Ζολάν, η άπό τή χαρά του πού γλύτωσε μια για πάντα απ’ αυτή; Νά δμως που στ’ άναφυλλητά του άκούγεται νά ψιθυρίζη: — Γιαράμπα, Γιαράμπα! Μονάχα σύ έχεις μεγάλη καρ διά και ψυχή!... Μονάχα έσύ άξιζες νά γίνης συντρόφισσά τής ζωής μου!... Μονάχα έσέ να αγαπώ Γιαράμπα! 'Όμως κι5 έσύ έφυγες ακολουθώντας τον δοξασμένο άρχοντα τής Ζούγκλας...
*0 Γκαρούχα ήταν γυιός μιας μαύρης άνθροοποφάγας και μιάς γιγαντόσωμης άρσενικής άρκουδας.
“Ο Ταμπόρ άντικρύζει τή Για ράμπα στη σπηλιά του.
Και τό άμοιρο Παλληκάρι εξακολουθεί νά κλαίη καί νά παραμιλάη, πεσμένο μπρού μυτα στά στρωσίδια τής σπη λιάς του. Τέλος, όταν κάποτε τά δά κρυά του στερεύουν, άνασηκώνεται γιά νά βγή έξω οπό δροσερό αεράκι τής αυγής. Μόλις δμως ρίχνει τήν πρώτη ματιά γύρω, τά μεγάλα μαύ ρα μάτια του ανοίγουν διά πλατα άπό κατάπληξι. 5Αντίκρυ του και ,μέσα στη σπηλιά, κάθεται σέ μιά ^ πέ τρα δακρυσμένη ή πανώρια μελαψή κοπέλλα. — Γιαράμπα, ψιθυρίζει με δέος ο Ταμπόρ. ^ Έσύ εδώ* Δέν έφυγες λοιπόν μαζί με τςν Ταρζάν;
ΤΑΡΖΑΝ Τά μαυροπράσινα βουρκω μένα μάτια τής υπέροχης Κο πέλλας, τον αγκαλιάζουν μέ λατρεία. — 3Όχι... Έκανα να φύγω μά μετάνοιωσα αμέσως καί ξααγύρισα... Σε εΐδα νά ^κά θεσαι καί νά κλαΐς πεσμένος μπρούμυτα στα στρωσίδια σου... Δεν σου μίλησα για νά μή ταράξω τον πόνο σου... Τό Έλ λ ηνόπουλ ο χαμηλό νει τά /μάτια του καί ψιθυρί ζει δειλά: —- Θέλω νά σου μιλήσω, Γιοίράμπα... Θέλω νά σου πω κάτι πού από καιρό ήθελα νά... Ή μελαψή Κόρη; χαμογε λάει πόνε μ ένα. — Δήν χρειάζεται πιά, Τα μπόρ... *Ό,τι είχες νά μου πής τό ακόυσα πριν λίγο στο
*0 Χουράγκα ήταν γυιός μιας λευκής κ* ένός τρελλου γιγαντό σωμου γορίλλα.
11
ιΟ Γκαρούχα κ* οί αρκούδες του τό βάζουν στα ττόδια νά σωθούν.
παραμιλητό σου... Τό μελαχροινό Παλληκάρι σηκώνει τά μαύρα μάτια του καί την κυττάζει μ5 αγωνία. -— Κι3 έσύ; Κι3 εσύ τί λες γιά ιδλα αυτά; Θά ήθελες λοι πόν νά... Ή πανώρια Γιαράμπα τον διακόπτει πάλι μέ μιά έρώτη σι: — Ποιά είναι τά στρωσί δια πού κοιμόταν ή Ζολάν* Ό Ταμπόρ τής δείχνει με τό χέιρι: — Τ3 ακρινά, αριστερά. Στη μέση -κοιμάται ό Μπουτάτα... Ή μελαψή X απέλλα πη γαίνει καί ξαπλώνει οπή θέσι πού τόσα χρόνια πλάγιαζε τό λευκό Κορίτσι. — Δέν έχω κοιμηθή καθό-
12
λου άπόψε, Ταμπόρ. θά ^πά ρω πρώτα έναν ΰπνο κΓ ύστε ρα θά σηκωθώ νά συγυρίσω λί γο την άμορφη, αυτή... σττηλιά μας! Ο ΓΚΑΡΟΥΧΑ ΚΓ Ο ΧΟΥΡΑΓΚΑ ΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕ! ^ πολ; λες έβδομάδβς άπό τά -παραπάνω γεγονότα. Ή ΖοΛάν είναι τώρα συντρόφισσα του άρχοντα τής Ζούγκλας Τσρζάν, κΓ ή Γιαράμπα συν τρόφι σσα τοΰ Ταμπόρ... Πολλές φορές τά δυο αυτά ζευγάρια έχουν συναντηθή κι* Αντιμετωπίζει κοινούς κινδύ νους στην άγρια αύτή περιο χή... Τελευταία μάλιστα .είχαν πολλές περιπέτειες με τόν τρομακτικό Γκαρούχα και τις αρκούδες του» Ό , Γκαρούχα ήταν γιος μιας μαύρης άνθρω ποφάγας ιθαγενούς καί^ μιας γιγαντόσωμης ^άρσενικής αρ κούδας. 5Απ' τον πατέρα του είχε κληρονομήσει τις τερά στιες διαστάσεις τού κορμιού του καί τό τριχωτό σώμα., Ά πό τή μητέρα του, είχε πάρε^ι τό μυαλό τήν ανθρώπινη λαλιά καί τήν όρεξη νά τρώη κρέας ανθρώπων. Έτσι, όταν γιγαν τώθηκε είχε γίνει κάτι σαν βασιλιάς των άρκούδων της Ζούγκλας. ΚΓ ένα κοπάδι ο λόκληρο από τέτοια θηρία τον άκολουθούσε πάντα καί τον προστάτευε. Ταυτόχρονα είχε παρουσία στη στήν περιοχή κΓ ένα άλ λο άνθρωπόμορφο τέρας, ό φο βέρος Χουράγκα, ό γοριλλάν
ΟΜΙΚΡΟΪ θρωπος. Ό Χουράγκα ήταν, όπως λέγαν οί ιθαγενείς, γιος μάς λευκής γυναίκας που γύ ριζε διδάσκοντας στις άγρι ες φυλές τήν αγάπη καί τήν καλωσύνη,, καί ενός τρελλοΰ γορίλλα πού νομίζοντας την για τή χαμένη, του συντρόφια σα πού εΐχε σπαράζει κάποιο λιοντάρι, τήν εΤχίε άρπάζέι καί φυλακίσει στή σπηλιά του Τό αρσενικό παιδί πού γεννη θηκε είχε κληρονομήσει άπό τον πατέρα του τήν τεράστια μυϊκή δύναμι, τό τριχωτό καί γιγαντιαΐο κορμί καί τήν τρέλ λα. ΚΓ άπό τήν άμοιρη μητέ ρα του τήν άνθρώπινη λαλιά/ τήν ευγένεια καί τήν καλωσυ νη τής ψυχής του. Καί νά: Ένα πρωϊνό ό άρ κουδάνθρωπος Γκαρούχα φθά νει μέ τίς φοβερές αρκούδες του καί πολιορκεί τή σπηλιά του άρχοντα τής Ζούγκλας Τ αρζάν. Μέσα σ αυτή βρίσκονται, ό Ταρζάν, ό Ταμπόρ, ή, Ζολάν, ή Γ ιαράμπα, ό Μπουτάτα καί ή Μπουμπού, ή γοητευτική καί λεπτε π ίλεπτη' άραπ ινο ύ λα μέ τή συνταρακτική γαϊδουροουρά. Στή ζώνη τής Ζολάν κρέ μονται δυο φονικά όπλα. Ένα μαχαίρι κΓ ένα πιστόλι. Είναι τά πρώτα δώρα πού τής έκα νε ό νέος σύντροφός της: 6 παντοδύναμος άρχοντας τής Ζούγκλας, Τ αρζάν. Πρώτος όμως ό Μπουτάτα τραβάει μια πιστόλια στον ά έρα καί σωριάζει νεκρή — κατά λάθος — μιά άπό τίς
ΤΑΡΖΑΝ γιγαντόσωμες μαύρες άρκουδες του ιΓκουράχα. Ό τρομε ρός άρκουδάνθρωπος άκούγον τας τον πυροβολισμό, φαντά ζεται πώς είναι κεραυνός του ουρανοί) που τόν φοβάται άφάνταΐστα. Και τό βάζει ατά πόδια, άκολουθοόμένος από τό κοπάδι τίς άρκουδες του. Ό Ταμπόρ, ό Ταρζαν, κΓ ό Μπουτάτα βγαίνουν άπό "ή σπηλιά και τους κυνηγάνε. Καί νά: Σέ μια στιγμή ό άρχοντας τής Ζούγκλας άρπα ζει άπό κάτω μια .μεγάλη πέ τρα καί την πετάει μέ υπεράν θρωπη δύναμι κι* άφάνταστη ορμή προς την κατεύθυνσι του Γκαρούχα. Ή πέτρα κτυ πάει τόν άρκουδάνθρωπο στο πίσω μέρος του τεράστιου κε φαλιού του. Ό Γκαρούχα βγάζει σπα ρακτικό ξεφωνητό καί σωριά ζεται κάτω βαρύς. Τό κτυπη μα τής πέτρας τόν έχει ζαλ^ι σει τόσο πού παρά λίγο νά χάση τίς αισθήσεις του. ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΤΑ ΤΑΜΠΟΡ
I ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΜΕ ΝΕΣ άπό τόν πυροβο λισμό αρκούδες έχουν ξεπεράσει στο φευγιό τόν άρ χηγό τους, συνεχίζουν νά τρέ χουν χωρίς ν’ άντιληφθούν τό κακό πού τόν βρήκε. Ό Ταρζάν ό Ταμπόρ κΓ ό Τσουλούψης σταματάνε κον τά .στον τραυματισμένο άρκου δ άνθρωπο. Ό άγγλος άρχον τας τής Ζούγκλας τραβάει τό μαχαίρι του καί χύνεται μέ λύσσα νά σπαράξη τόν Γκα-
13 ρούχα. Τό υπέροχο δμως *Ελ ληνόπουλο προφταίνει. Μ9 έ να πήδημα βρίσκεται κοντά, του άρπαζει τό δεξιό χέρι καί τόν συγκροτεί. — Μη τόν κτυπήσης, Ταρ ζάν. Ό Γκαρούχα δόν είναι σέ θέσι νά προστατέψη τόν έαυ τό του... ’Εσϋ είναι ένας ρωας! Πώς είναι δυνατό να κάνης μιά τόσο άνανδρη, πρά ξι; "Ανθρωπος είναι κΓ αυτός δσο τέρας κΓ άν είναι στο κορμί καί στην ψυχή!... Ό Ταρζάν είναι άφάνταστα θυμωμένος καί δίνει μιά σπρω ξιά στο υπέροχο παλληκαρι τής 1 Ελλάδας! — Φύγε, του φωνάζει ά γρια, κι9 ό θυμός τυφλώνει τόν νου του καί μεθάει τη γλώσ σα του. Δεν ξέρει τί λέει: — Είμαι ό άρχοντας της Ζούγκλας καί μπορώ νά κά νω δ.,τι θέλω. Λογαριασμό δεν δίνω σέ κανένα! Ό Ταμπόρ, πού κρατάει ακόμα γερά τό μπράτσο του τ’ άποκρίνεται περήφ^ανα: — 9Εσύ είσαι ό άρχοντας τής Ζούγκλας κι9 έγώ είμαι 01 Ελληνας. Δέν θά σ9 άφήσω ποτέ νά κτυπήσης έναν άνυπε ράσπιστο άνθρωπο. ΚΓ δς είναι κακούργος! ΚΓ ας εί ναι τέρας! Οι δυο άντρες κυττάζονται τώρα άγρια. Είναι έτοιμοι νά πιαστούν στά χέρια: Στο μεταξύ ό Μπουτάτα έ χει σκύψει κάτω στά τεράστια πόδια του1 ξαατλωμενού καί μι σοαναίσθήτου Γκαρούχα καί κάτι μαστορεύει. Τέλος ό Ταρζάν, δίνει τό-
14
ττο στην οργή και προσπαθεί νά έξηγήιση, στον αντίπαλό του: —3Ακούσε με, Ταμπόρ: Έ γώ είμαι άρχοντας κι* εχω ύποχρέωισι νά καθαρίσω τή Ζούγκλα μου άπό αυτό τό άν θρωπόμορφο^τέρας! Ή καλώσύνη πού τού δείχνεις εσύ εί ναι εγκληματική. "Άν άφήσω τον ιΓκαρούχα νά ζήση,, ποιος ξέρει πόσους άθώους ιθαγε νείς θά σπαράξη άκόΙμα γιά νά χόρταση τ’ άχόιρταιστο στο μάχι του! Ό Ταμπόρ όμως έπιμένει σάν ξεροκέφαλος: — Ναί,^Ταρζάν. -έρω πώς είναι κακούργος. Πώς τά νύ χια καί τά δόντια του στά ζουν αίμα. Μά τώρα βρίσκε ται κάτω ανίκανος νά τηροστα τέψη τον εαυτό του... Είναι ά
Ο τρομερός Γκαρουχα αρπάζει στις τεράστιες παλάμες του τον Ταρζάν και τον Ταμπόρ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ νανδρία νά τον κτυπήσουμε... Έσύ είσαι γενναίος, περήφα νος κι’ άτρό/μητος! -Γιατί δεν περιμένεις νά συνέλθη καί νά μονο-μοηχήισης τίιμια μαζί του; Ό άρχοντας τής Ζούγκλας •μουρμουρίζει: — Μά αυτός εΐιναι πολύ δυ νατός καί τρεΐς φορές πιο με γάλόσωμος από [μένα... ν — Τί, σημασία έχει; Καί το λιοντάρι είναι δυνατό. Πο τε όμως ένας περήφανος κυ νηγός δέν τό χτυπάει , πιασμέ νο ιστό δίχτυ τής παγίδας. ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΣΥΜΦΟΡΑ .
ΤΑΡΖΑΝ κΓ ό Ταμπόρ έχουν ξεχαστή μέ^ την κουβέντα κι’ ό απαίσιος άρκουδ άνθρωπος συνέρχετ α ι καί πετιέται ορθός. Ό Μπαυτάτα πού τον βλέπει πρώτος του φωνάζει: — -Καλά ξυπνητούρια, α φέντη «’ Ανθρωπάρ κ ουδ ε »! Οι δυο άνδρες άκουνε τή φωνή του καί κάνουν νά γυρί σουν ξαφνιασμένοι. Είναι ό μως αργά: ό τρομερός Γκαιρούχα απλώνοντας τις χεροΰ κλες του τούς έχει αρπάξει άπό τό λαιμό. Καί τούς ση κώνει ψηλά, τον έναν με τ’ αριιστερό καί τον άλλον με τό δεξιό χέρι.^ Οι δυο άνδρες μουγγριζουν βραχνά καί κάνουν απεγνω σμένες αλλά μάταιες κινήσεις νά ελευθερωθούν. Ό Μπουτάτα ξεκαρδίζεται στά γέλια: — Χί, χί, χί!... Σάν γαλο πούλες στο τσιγγέλι κρεμό
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
σαστε. Κουράγιο όμως. Έγώ είμαι εδώ!... Καί σκαρφαλώνει σβέλτος σ* ένα κοντινό δέντρο για να σωθή. Ό άρκουδάνθρωπος ικαγχά ζει τώρα θριαμβευτικά: — Χό, χό, χό!.Έπί τέ λους πέσατε στα χέοια μου! Κι5 είστε καί καλοθρεμμένοι βλέπω! Θά καλοφάω απόψε! "Αμέσως αρχίζει νά κτυττάη μέ δυνοομι τον ένα πάνω στον άλλον... Ό Ταρζάν καί ό Ταμπόρ ουρλιάζουν άπό τούς πόνους. Τά μούτρα τους σπάζουν. Οΐ μύτες τους ανοίγουν καί τό α! μ α τ ρ έχε ι ποτ άιμ ι! Ό φοβερός Γκαρούχα μουγ γρίζει σαν μανιασμένο θηρίο: —- 5Από τά δόντια μου κα νένας δεν γλυτώνει!... Ό Ταρζάν στην τραγική θέ σι πού βρίσκεται κυττάζει τώ ρα ιμέ παράπονο τόν Ταμπόρ σά νά του λέη : — Βλέπεις πόσο άδικο εΤ χες; Γιατί δεν μ5 άφηνες νά τόν σκοτώσω; Ό άρκουδάνθρωπος, σφίγ γοντας τους πάντα στις πα λάμες, ξεκινάει τοέχοντας νά φτάση στις αρκούδες του. Μά την ίδια στιγμή κάτι αναπάντεχο γίνεται: ό Γκα ρούχα δεν προφταίνει νά κά νη δυο τρία βήματα καί σω ριάζεται κάτω μαζί μέ τά δυο θύματά του. Τό τεράστιο βα ρύ κεφάλι του κτυπάει μ* όρ μ ή πάνω σε ιμιά πέτρα. Κι* ό απαίσιος άρκουδάνθρωπος μέ νει ξεοός, αναίσθητος. Ό Ταρζάν κι1 ό Ταμπόρ έ-
15
Ο Ταρζάγ είναι έτοιμος νά καθαρίση τους λογαριασμούς του μέ τόν απαίσιο άρκουδάνθρωπο.
χουν σωθή άπ’ του χάρου τά δόντια, -εφευγουν άμέσως α πό τις παλάμες τού τέρατος καί πετιώνται ορθοκ Βρίσκον ται όμως κι3 οι δυο σέ κακά χάλ ια. Πάνω άπό τό δέντρο ό κω μ ικοτ ραγ ι κός Μπουτάτα μέ τό χοντρό τσουλουφωτό κε φάλι, πανηγυρίζει: —■ Δεν σάς τό είπα: Έγώ εΐμαι εδώ!... Καί^ δεν είχε άδικο! Αυτός ήταν 6 σωτήρας τους. -έρετε τί έκανε όταν τόν είδαμε νά μ αστορε ύη^ στά πό δάρια τού αναίσθητου Γκαρού χα; "Έδεσε μέ γερό χορτόισκοινο τό ένα πόδι τού Γκα ρούχα. "Υστερα πήρε τήν άλ λη άκρη τού σκοινιού καί τέ)ν έδεσε οπόν κορμό κάποιου δεν
16 τρου: “Όλα τ’ άλλα γίναν μο νάχα τους: Ό Γκαρούχα συ νήλθε κι* έκανε νά φυγή, τρέχοντας, το χορτοσχαινο κρά τησε ξαφνικά τό ένα του πο δάρι καί γκρεμοτσακίστηκε βαρύς κάτω. Ό Μπαυτάτα πηδάει τώρα από τό ψηλό κλαδί πού βρί σκεται κι9 ή στρογγυλή κεφά λα του κάνει γκελ σαν μπαλλα ποδοσφαίρου. Τέλος πλη σιάζει τον άρκουδάνθρωπο καί τραβώντας τη θρυλική κουμπούρα του ξεφωνίζει ά γρια: —Στήν μπάντα οί πολίτες. Καιρό είχα νά φονεύσω τέτοιο μαντράχαλο!
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Ό Εγγλέζος γίγαντας τρα βάει τό μαχαίρι του: — Τί άλλο; Πρέπει μόλις φτάσουν εδώ νά β,ρούν τόν α φέντη τους νεκρό... Τά μού τρα μου καί τά μούτρα σου είναι γεμάτα αίματα πού μάς κτυπούσε τόν ένα πιάνω στον άλλο... /Κο)ΐ σκύβοντας. Κάνει νά καρφώση τήν αστραφτερή λε πίδα τού μαχαιριού του στήν καρδιά τού άναίΡπθη}του άρκουδάνθρωπου. Ό αδιόρθωτος “Έλληνας τού αρπάζει πάλι τό χέρι. —- Μή Ταρζάν!... Μή γίνε σαι δολοφόνος! Τό μυαλό ’ τού υπέροχου άρ χοντα τής Ζούγκλας θολώνει. Η ΖΗΛΕΙΑ Τά μάτια του σκοτεινιάζουν. ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ Δεν ξέρει τί κάνει. Τί λέει: ΤΑΜΠΟΡ σπρώχνει μέ Καί νά: Σφίγγει απότομα τό^πόδι του τον Τσουκαί με λύσσα τή γροθιά του λούφη κι* αυτός τίναζε καί δίνει τρομερό κτύπημα ται δέκα βήματα μακρυά. στο πρόσωπο τού Ταμπό ρ. Τήν Τδια στιγμή μακρυνά — Φύγε, σκύλε!... Πάντο ποδοβολητά άκούγονται νά τε “Έλληνας θά μείνης. Ποτέ πλησιάζουν. δεν θά γίινης άνθρωπος! Ό Μπαυτάτα βάζοντας , Τό μελαχροινό Παλληκάρι στή θήκη τή σκουριασμένη γίνεται κίτρινο σάν τό λεμό>μπιστόλα του, φωνάζει έξω νι. Μοιάζει τώρα σάν λαβωμέ Φ ρ ενών στ ό 4 Ελλ η νόπουλο: νο θεριό έτοιμο νά χυθή πάνω ^— Άμ* δεν φταΐς έσύ,.ΆΕ στον κυνηγό πού τό κτύπησε. γώ φταίω πού σ' έσωσα! "Ε “Όμως καταφέρνει νά συγκραπρεπε ν’ άφήσω τόν άνθρωτη*θή. Κι* ενώ στ5 αυτιά του πάρκουδο νά βαρυσταμαχιά βουίζουν ακόμα τά λόγια τού ση μέ τις κορμάοες σας! Τρρζάν: «Πάντοτε "Ελληνας Τό Παιδί τής Ζούγκλάς πού θά μείνης. Ποτέ δεν θά γίνης άφουγγράζεται τό ποδοβολή άνθρωπος» ψιθυρίζει βραχνά τό ρωτάει ανήσυχο τόν Ταρσά νά μιλάη μέ τόν εαυτό ζάν: του: — 3Ακους; Σίγουρα θάναι — Ναι... Πάντοτε “Έλλη οί αρκούδες του Γκαρούχα... νας θά μείνω. Γιατί "Ελληνας Τι θά γίνη τώρα; θά πή "Άνθρωπος !
0
ΤΑΡΖΑΝ Τά ·μοοκρυ νά ποδοβολητά 6 μ ως όλο καί πλησιάζουν! Ό χοντροκέφαλος Μπουτά τα παίρνει τό ίμερος του Ταρ ζάν: —'Καλά σου λέει αφέντη βλάκα!... "Ασε μας νά καθα ρίσουμε ^τόν άνθρωπο τώρα πού ικοιμάται καί δεν θά πονέ ση... Τι μπαίνεις εσύ στη μέ ση; Μπατζανάκης σου είναι, γ:ά ξαδερφοκουνιάδος σου; Ό έγγλέζος ήρωας σφίγγαν τας τό μαχαίρι του, ουρλιάζει άγρια στον Ταμπόρ: - Φύγε είπα!... Χάσου ά πο τά μάτια μου άν αγαπάς τη ζωή σου! Θά σέ σκοτώσω. Τά νεύρα τού ατρόμητου Ελληνόπουλου έχουν τεντατ θή επικίνδυνα. Τού εΐναι άδύ νατό νά συγκρατηθή άιλλο. (Κι* ενώ ό υπέροχος Ταρζάν χύνεται νά τον κατασπαράξη, ό Ταμπόρ σκύβοντας γιά ν’ άποφύγη τό πρώτο θανατερό κτύπηιμα, αρπάζει ταυτόχρο να από κάτω μιά μακρόστε νη πέτρα πού βρέθηκε τυχαία έκεΐ. "Αμέσως, πετιίέται ορθός, σηκώνει τό /χέρι του κι" είναι έτοιμος νά την πετάξη στο κε φάλι του φοβερού αντιπάλου του. Ό άμοιρος Ταρζάν ούτε ανάσα δεν θά πρόφταινε νά πάρη. Ό Τσουλούφης διασκεδά ζει μέ τον καυγά τους: — Αμάν, αφέντες!... Τσα κωθήτε καί μη μαλλώνετε! Ό άρχοντας τής Ζούγκλας νοιώθει τον τρομερό κίνδυνο. Ό Χάρος άπό στιγμή σέ στι γμή θάρθη νά τον σκεπάση μέ
17 τις μαύρες φτερούγες του^ Σταματάει αμέσως στη θέ σι ΐπού βρίσκεται περμένοντας ν" αντιμετώπιση την έπίθεσι. "Ομως ό Ταμπόρ δέν κτυπά ει. Μένει γιά^ λίγες ^στιγμές άκίνητος κΓ αυτός, μέ την πέ ΤΡα σηκωμένη ψηλά. Τέλος κατεβάζει τό χέρι του. Μονάχα ό Θεός ξέρε^ι πώς μπόρεσε νά συγκρατηθή! "0 μ ως τά νεύρα του πάνε νά σπάσουν. ,Πρέπει κάτι νά κά νη γιά νά ξεθυμάνη. Καί νά: Στο δεξιό του χέ ρι κρατάει ακόμα τή μακρό στενη πέτρα. Τη σφίγγει μ* άφάνταστη δύναμι καί λύσσα. Καί ξαφνικά ένα «κράκ» άκου γεται: ή μεγάλη καί σκληρή πέτρα σπάζει ατά δυο. Τό μελαχροινό παλληκάρι ανοίγει τώρα τη σιδερένια πα λάμη του καί τά δυο κομμά τια της πέφτουν κάτω... Ό Ταρζάν τά κυττάζει μέ δέος καί φρίκη,. Είναι καί τά δυο κατακόκκινα. Βαμμένα ά πό τό περήφανο αίμα τής τι μημένης ελληνικής γεννιας! Ό Ταμπόρ είχε σπάσει την πέτρα. "Ομως κι5 αυτή είχε κομματιάσει τό χέρι του. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας συνέρχεται γρήγορα. Βάζει . οπή θήκη τής ζώνης του τό φονικό μαχαίρι καί τά όμορ ψα γαλάζια μάτια του είναι έτοιμα νά βουρκώσουν. Κυττά ζει μ" άγάπη κι" ανείπωτο θαυμασμό τον υπεράνθρωπο πατριώτη μας καί ψιθυρίζει: —Είσαι υπέροχος Ταμπόρ. Στέκεσαι πολύ πιο ψηλά άπό
18
μένα! Συγχώιρεσέ με για τα λόγια παύ μου ξ έφυγαν και δέν έπρεπε νά πώ... Τό μ ελ αχρο ι νό τταλληκ άρ ι αναστενάζει: — Δέν χρειάζεται νά σέ συγχωρέσω, Ταρζάν. Ή καρ διά μου δέν έχει τή διάνοςμι νά μισήση. Μονάχα ν3 άγαπάη μπορεί... "Ομως πώς νά στο πώ: πρόσβαλες την ιερή Πα τρίδα μου! Την Ελλάδα! ^ Ό Θεός δέν θά σέ συγχωρέση ποτέ! Ό Ταρζάν αναγνωρίζει τό τραγικό σφάλμα του. Χαμη λώνει γιά λίγο σάν ένοχος τό κεφάλι. Μά γρήγορα κι3 άττό-
Ο ΜΙΚΡΟΣ τσμα τό ξανασηικώνει και κυτ τάζοντας παράξενα στά μάτια τό υπέροχο Παιδί μουγγρίζει; —Ναι, Τα μπαρ! Μισώ την Πατρίδα σου! Μισώ α φάνταστα την Ελλάδα! Για τι δέν γέννησε κι3 εμένα. Για τι δέν πότισε και τις δ'κές μου φλέβες μέ τό θεϊκό κι3 αθάνατο αΐμα τής γεννιάς σου! Μισώ την Ελλάδα για τί δέν είμαι κι3 εγώ ένα από τά περήφανα καί τιμή μένα πα> διά της! ε Ο Μπουτ άτ α χ αζογελάει: — 3Αμάν, γιά πότε τά γό ρΌιες, αφέντη Μεγαλειότατε!
*Η άρχόντισσα τών τρελλών κτυπάει τά χέρια της κ* οί άνθρωποφάγοι της χορεύουν άνάιτοδα»
ΤΑΡΖΑΝ
19
Ό άρχοντας τής Ζούγκλας Ταρζάν δίνει τρομακτική γροθιά στο πρόσωπο τού υπέροχου Ελληνόπουλου.
Σάν χέλι ξεγλιστράς! Τά μάτια του Ταρζάν έχουν βουρκώσει τώρα. Πρώτη φορά άψηΐσε^τήν ψυχή του νά έξομο λογηθή και την καρδιά του να ιμιλήση ελεύθερα. Εΐττε επί τέλους την αλήθεια πού ό ε γωισμός δεν τον άφηνε νά την πή... Ό άρχοντας τής Ζούγκλας δεν ζηλεύει τον Ταμπόρ ούτε γιατί εΤνιαι π^> νέος, ο·υΤ«. γιατί είναι ττιό άμορφος καί πιο δυνατός απ’ αυτόν! Μά για ικάτι άλλο ευγενικό, υπέ ροχο καί θεϊκό! Τον ζηλεύει γιατί έχει την τιμή καί την ευτυχία νά είναι 'Έλληνας!
ΚΑΝΑΡΙΝΙ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
ΤΑΜΠΟ Ρ ένθουσ ι ά ζ ε ται από την υπέροχη έ ξομολόγησι του δοξα σμένου Ταρζάν. Κι5 οί δυο άνδρες αγκαλιάζονται καί φιλιών ται μ5 ανείπωτη, αγάπη. Ό Μπουτάτα τούς κυττάζε ι παράξενε μένος: -— Για κύαττα ατυχία! Ε κεί πού ήταν έτοιμοι νά σφαγουνε, άρχίζουνε τά μάτς καί μούτς! Κι5 εγώ περί μένα πώς από άνβυποβασιλέας θά γίνό,μουνα βασιλέας τής Ζ ο υ γκ λ ία ς ! Πριν ό Τσουλούφης τελειώ
©
Ο ΜΙΑΡΟΙ
2ΰ ση τά λόγια του, κι* ένώ 6 Ταρζάν κι5 ό Ταμπόρ βρ ίσκαν ται ακόμα αγκαλιασμένος, τά βαρεία ποδοβολητά φτάνουν τώρα πολύ κοντά τους. Είναι ένας λευκός κυνηγός-—· (|>ίλος τού Ταρζάν — ιμαζΐ μ’ ενα μπουλούκι από ιμαύρους ιθαγενείς. Τό έζασκιημένο ιμάτι τού κυνηγού πέφτει αμέσως^ εξε ταστικό κάτω στο τεράστιο κι* αναίσθητο κορμί τού φόβε ροΟ άρκουδάνθρωπου καί ψι θύριζε ι θαυμαστ ι κά: — Είναι τό πιο τρομαχτι ικο πλάσμα «π’ όσα έχουν δη τά μάτια μου! Θά τον πάω στην Αμερική καί θά τον κά νω δηιμόσιο θέαμα. Θά κερ δίσω χιλιάδες δολλάρια! ^Ε χεις καμμιά άντίρρησι, φίλε Ταρζάν; — "Όχι... Φτάνει νά ςαή ξα ναγυρίση ποτέ πιά εδώ στη Ζούγκλα ,μου!... Ό Κυνηγός βάζει αμέσως τούς μαύρους του >μέ τά τσε κουρια καί κόβουν χΟ'ντρούς καί ψηλούς κορμούς δέντρων. Καί γρήγορα φτιάνουν μ5 αυ τούς ένα μεγάλο καί γερό κλουβί. "Υστερα, όλοι μαζί, σέρνουν μέσα σ’ αυτό τον α ναίσθητο Γκαρούχα καί μ’ ένα τελευταίο κορμό κλείνουν τ’ ά νοιγμα. Ό απαίσιος αρκούδάν θρωπος είναι πιά αιχμάλωτος καί γερά άσφαλισμένος. Οι άραπάδες χύνουν απ’ έ ξω νερό στο πρόσωπό του καί τον συνεφέρνουν. Καί νά: Ό Γκαρούχα πε σέτα ι άρέσρς όρθιος καί ούρ λιάζοντας άγρια καί τρομα
κτικά πασχίζει νά σπάση τό κλουβί γιά νά έλευθερωθή. Δέ τά καταφέρνει όμως κΓ αυτό τον κάνει νά μανιάση καί νά δ αγκωνή ,μέ τά δόντια του, σάν θεριό, τούς κορμούς των δέντρων. — Ανοιχτέ μου νά βγω! Θά σπάσω τό κλουβί καί θά σάς σπαράζω μέ νύχια καί δόντια! Ό Μπουτάτα τον παρηγο ρεΐ: — Δέ βαριέσαι καημένε... Καλύτερα είσαι στο κλουβί. Θά μάθης καί νά... κελαηδής! Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΓΚΑΡΟΥΧΑ ΓΙ ΑΡΑΜΠΑ, ή Ζολάν κΓ ή λεπτεπίλεπτη άραπινούλα Μπουμπού φθάνουν σέ λίγο ανήσυχες κον τά στον Ταρζάν καί τον Τα μπόρ. ^ Ή μοιραία Μπουμπού κυτ τάζει μέ γουρλωμένα μάτια τον φυλακισμένο στο κλουβί άρκουδάνθρωπο καί ρωτάει τον «άρρεβωνισστήιρ» της: —Έσύ, γλύκα ;μου, τον έ κανες... καναρινάκι, .μετά συγχωρήσεως; Κάθε άνδρα, νέο ή γέρο, τον λέει «γλύκα μου» καί κά θε γυναίκα «χρυσή μου». Ό Γκαρούχα βλέπει πώς ■μέ τό άγριο δεν κάνει τίποτα κΓ άρχιζε ι τώρα τά παρακά λια: — Άνοΐχτε τό κλουβί θά φύγω άμέσως )μακρυά- Δεν θά κάνω κακό σέ κανέναν... Ό Μπουτάτα είναι άνένδοτος:
Η
21
ΤΛΡΖΑΝ
—■ Αδύνατον, μπάρμπα: Τό μέλλον σου είναι ατό Χολ λυγουντ. Θά γίνης αστέρας στο «Περάστε, κύριοι!» Ό λευκός κυνηγός φεύγει γελώντας μέ τούς ^ μαύρους του. Θά πάνε νά φέρουν έλέφάντες νά φορτώσουν τό τε ράστιο κλουβί και νά τό κοττε βάσουν στο μεγάλο λιμάνι. ^Από εκεί μ* ένα καράβι Θά φθάση στην Αμερική. Ό αιχμάλωτος άρκουδάνθρωπος άπελπίζεται. ^Βλέπει πώς και ιμέ τά παρακάλια δε κάνει τίποτα. Και ζητάει νά τους κεντρίση τό συμφέρον: — -έρω ενα μεγάλο κι* άτί μηΤο θησαυρό πού είναι θαμ μένος σ' ένα λάκκο, κάπου στην Πέρα Ζούγκλα. Είναι σκεπασμένος μέ μιά βαρειά πλάκα πού πάνω της βρίσκε τοι πάντοτε ένας τεράστιος κι5 υπερφυσικός στεριανός κά βουρας... Ό λάκκος μέ τό θη σαυρό, πού γιά νά τόν πάρετε πρέπει νά φορτώσετε έκατό ελέφαντες, βρίσκεται εκεί κι* εκεί. Και τούς λέει ολα τά σημάδια γιά -νά μπορέσουν νά τόν βρουν. Ό Μπουτάτα δεν πιστεύει τίποτα: — "Αστα, μπάρμπα καί τέ τοια παραμύθια δέν τά χά βουμε... >— .....μετά συγχωρήσεως, συμπληρώνει ή Μπουμπού. Ό Γκαρούχα ορκίζεται: — "Αν λέω ψέματα, ό Θεός Κουρουκούν, νά μέ κάψη με τη φωτιά του ουρανού. Ή Γιαράμπα λέει στον Τ αρζάν.
— Ό δρκος στο θεό Κου ρουκούν είναι πολύ βαρύς. Ό άρκουδάνθρωπος λέει την άλή θεία. Ή Ζολάν πού έχει πάρει τώρα ύφος και τουπέ άρχσντισ σας τής Ζούγκλας, χαμογε λάει πεοιφρονητικά: -—Μμ... Σπουδαίος δρκος! Ό ΛΤαρζάν την πλησιάζει καί τής λέει σιγά: -— Ζολάν, πρέπει έμείς οί δυο μονάχα νά τρέξουμε στην Πέρα Ζούγκλα καί ν* άρπάξου με τό θησαυρό. "Ετσι θά γί νουμε πολύ πλούσιοι καί παντοδύναμοι! Τό ίδιο κάνει κι3 ό Ταμπόρ Τραβάει παράμερα την πανώ ρια μελαψή συντρόφισσά,του καί τής ψιθυρίζει στ3 αυτί: -— Γ ιαράμπα, πρέπει ε μείς οί δυο μονάχα νά τρέξου με στην Πέρα Ζούγκλα καί νά αρπάξουμε τό θησαυρό. "Ετσι θά τόν κατεβάσουμε στο με γάλο λιμάνι καί θά τόν στεί λουμε στήν^πατρίδα μου, την Ελλάδα. Είναι φτώχειά χώρα καί θά γίνη πλούσια κι5 εύτυ χισμένηί Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΕΛΕΥΤΑΙΑ κι\ή Μπου μπού ξεμοναχιάζει τόν Τσσυλούφη: ϋέρεις τί λέω «γλύκα μου»; Τό θησαυρό νά τόν πά ρω εγώ, (μετά συγχωρήσεως... — Κι5 εγώ τί θά πάρω; — Έμενα, μετά ξανασυγχωρήσεως. Ό Μπουτάτα υψώνει αγέ ρωχος τήν κεφάλα του, βάζει
22
τά χέρια στη μέση καί δηλώ νει ιμεγαλόφωνα: — Ό θησαυρός είναι δικόξ μου!... Φωτιά τοΟ βάζω και τον καίω. / Ό Ταμπόρ ,μέ τη Γιαράμπα κάνουν νά ξεκινήσουν. Ό Ταρ ζάν μ5 ιένα πήδημα βρίσκεται μπροστά καί τούς φράζει τό δρόμο: '— "Αν πάτε για τό θησαυ ρό, Ταιμπάρν κάνετε λάθος;. ΓΌ„τι βρίσκεται μέσα στη Ζούγκλα ανήκει σ5 εμένα τον παντοδύναμο καί δοξασμένο άρχοντά της! Ό Τσουλούφης θυμώνει: —Δυο άχυρα μαλλωνανε σέ ξένο... γαϊδουρώνα. Καλά τό λέει κι* ή παροιμία!... Ε γώ δεν έδεσα μέ τό χορτόσχοι νο τό ποδάρι του άνθρωπάρκουδου; Έγώ δεν τον έκανα
— Για δές ατυχία! *Αντι νά σφαχτούνε, Αρχίσανε τά μάτς
καί μούτς.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
νά γκιρ-ε/μοτσαικιιστή κάτΐω; Άλλοιώς, έτσι που σάς τσούγ γριζε, θά είχε σπάσει τά κε φάλια σας σάν αυγά λαμπριά τιικα! "Αρα κάτω τά χέρια κι’ ό θησαυρός είναι δικός μου! Ή Μπουμπού ενθουσιάζε ται καί τού δίνει μιά ηχηρή καρπαζιά. — Χράπ! Νά μου ζήσης, γλυκά ιμαυ! Καί μετά συγχω ρήσεως, δηλαδή! , Ό Μπουτάτα την άγριοκυτ τάζει: — Περίκαλω„ μαμζέλ: μή θορυβήτε επί τού σβέρκου μου! Ή ’Γιαράμπα διαμαρτύρεται στον άρχοντα τής Ζούγκλας: λ— "Οχι, Ταρζάνί Τό χρυ σάφι θά τό πάρη' ό Ταμπόρ. Ή ^φτώχιά πατρίδα του τδχει ανάγκη! Ό Ταρζάν σά δίκαιος άν θρωπος, βρίσκει την πιο σω στή λύσι: — Ό θησαυρός ανήκει στό ΛΑπουτάτα/. "Ας αποφασίσει λοιπόν αυτός: ποιος από μάς θέλει νά τον πάρη. Ό Ταμπόρ κι5 ή Γ ιαράμπα συμφωνούν. Ή Ζολάν δ μ ως στραβομουτσουνιάζει: ^ — Κ αημ όνε, Μ ε γ αλ ε 16τ ατε τής Ζούγκλας, κάθεσαι τώρα καί απασχολείσαι μέ τό λαό σου;! Ό Τσουλούφης βγάζει την άπόφασί τουί — Διά ταύτα, τό θησαυρό •μου τον χαρίζω σέ μιά <μικρή, όμορφη καί φτώχιά... Ή Μπουμπού τον διακό πτει : ~~Ευχαριστώ, γλύκα μου!
ΤΑΡΖΑΝ *Ας είσαι καλά μετά συγχωρήσεως! Ό Μπουτάτα την άιγριοκυτ τάζει, και συνεχίζει: — Διά ταυτα λέγω, χαρί ζω τό θησαυρό σέ .μιά μικρή όμορφη και φτώχιά... χώρα: την ένδοξη κι5 αθάνατη ' Ελ λάς ! ^ — Τρομάρα νά σούρθη, με τά συγχωρήσεως, του κάνει έξω φρένων ή Μίπουιμπού. Καί συνεχίζει: — Πφφ... Καρφάκι δεν μου καίγεται! Χάρισε τα στή δε σποινίς Ελλάς. Έγώ παντρεύ ομαι καί χωρίς προίκα. "Ας είναι καλά τά κάλλητα κι5 ή τσαχπινιά μου, μετά συγχω ρήσεως ! ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ...
23
Τρομακτική πάλη των δύο αν θρωπόμορφων θεριών αρχίζει μέ σα στο κλουβί.
ματάει καί χαμογελώντας ττο ΤΑΜΠ0Ρ ή Μπουμπού νηρά κρύβεται πίσω από ένα κι* ό Μπουτάτα ξεκινά μεγάλο θάμνο. νε άμέσως γιά την Πέ ρα Ζούγκλα. Εκεί πού βρίσκεΌ Ταρζάν κ/ ή φαντασμέ νη Ζολάν μένουν τώρα μονά ται ό Θησαυρός σκεπασμένος χοι έξω από τό κλουβί τού με μιά πλάκα καί τό τεράστιο αιχμάλωτου άρκουδάνθρωπου. στεριανό καβούρι που τόν φυ Ό .Γκαρούχα τούς τάζει λα λάειγούς με πετραχείλια, πού λέ Ό Ταρζάν αφήνει νά ξεμα νε: κρύνουν κάπως κι3 υστέρα δι — Ελευθερώστε με καί θά ώχνει τή Μπουμπού, πού από σάς κάνω πλούσιους κι* εύτυ καιρό τώρα ζή μαζί τους: χιισμένους! Θά σπαράζω ό — Γύρισε στη σπηλιά μας λους τούς εχθρούς σας. Θά ../Εμείς έχουμε κάποια ^ δου μείνετε μονάχοι αφέντες μέσα λειά καί Θ’ αργήσουμε λίγον. στή Ζούγκλα. Τό «μαύρο σπαγέττο» κά Ό Ταρζάν μουρμουρίζει χα νει πώς υπακούει πρόθυμα: μογελώντας : — Μάλιστα γλύκα <μου! — Τό θησαυρό θά τόν πά Φεύγω άμέσως! ρω καί χωρίς τή βοηθέ ιά^σου. .Προχωρεί καμμιά εκατοστή Καί τραβώντας από τό βήματα κ/ όταν καταλαβαίνη μπράτσο τή Ζολάν νά φύγουν, πώς δέν την βλέπουν πια, στα
Ο
24 τής έξηγεί σιγά: — -έρω ένα κρυφό πέρα σμα του μεγάλου ποταμίου. ’Απ5 αυτό μπορούμε να φτά σουμε πολύ γρήγορα στην Πέρα Ζούγκλα. Θά βρεθούμε εκεί πιο μπροστά άπό τον Τα ,μπόρ και τή Γιαράμπα... Ή περήφανη λευκή συντρά φι σσά του κάνει πιο γρήγορο τό βήμα της: — Καί καθόμαστε άκόμα; τον ρωτάει άνυπόμονη,. Ό θησαυρός πρέπει νά γίνη δι κός μας. Εμείς είμαστε οι άφέντες τής Ζούγκλας... Ή λεπτεπίλεπτη Μπουμπού τούς βλέπει νά φεύγουν καί ξεπετάγεται άπό τό θάμνο, τι νάζοντας μέ χάρι τή μοντέρ να... γαϊδουροουρά της. Τέλος γυρίζοντας μπρος- πίσω φτά νει έξω άπό τό κλουβί τού τρο μακτικού τερατ ανθρώπου καί τού λέει: — *Άχ, γλύκα μου, Γκάρου χάκο! 5Αφού εΐχες τέτοιο θη σαυρό, γιατί δέν μου τδλεγες βρέ βλάκα, μετά συγχωρήσε ως; Δεν πρόκειται πώς δέν ά γσπώ τον άρραβωνιαστήο μου Μά αν προκειτότανε περί διά συμφέρον, θά έπνιγα τήν καρ διά μου... "Αλλωστε καί τού λόγου σου είσαι νοστιμούτσι κος, μετά ξανασυγχωρήσεως. Ό άρκουδάνθρωπος τήν πα ρακαλάει κι* άπό τά μάτια του τρέχουν δάκρυα μεγάλα σαν κυδώνια! — Λυπήσου με ωραία μου Καπέλλα... Σκαρφάλωσε πά νω στο κλουβί καί λύσε έναν άπό τούς κορμούς. Λευτέρωσε
Ο ΜΙΚΡΟΣ με κι’ έγώ ξέρω κι’ άλλους κρυμμένους θησαυρούς. Θά στούς χαρίσω όλους! Ή μοιραία Μπουμπού συγ κινείται καί Ενθουσιάζεται: — Μάλιστα, γλύκα μου!... θά κάνω δ,τι ιμπορώ για σέ να.... "Ετσι άφάνταστα σβέλ τη καθώς είναι, σκαρφαλώνει στο κλουβί κι5 άρχιζει ,νά λύ νη έναν άπό τούς κορμούς. Μά δέν προφταίνει νά τελειώση·.ν Τήν ίδια στιγμή τρομακτικό κι’ άπαίσιο ουρλιαχτό σχίζει τον άέρα. Ή λεπτεπίλεπτη άραπινού λα τό άναγνωρίζει άνήσυχη. Είναι ό φοβερός Χουράγκα! Ό τρελλός γοριλλάνθρωπος τής Ζούγκλας. ΦΡ8ΚΤΗ ΤΕΡΑΤΟΜΑΧ ΙΑ
ΜΠΟΥΜΠΟΥ ^ γκρεμοτσακίζεται άπό τήν κο ρυφή τού κλουβιού καί σκαρφαλώνει γρήγορα στο πιο κοντινό δέντρο. Κρύβεται στά κλαδιά του καί παρακο λουθεί. Ό Χουράγκα φτάνει τώρα καί σταματάει μπροστά στο κλουβί. Κυττάζει μέ γουρλω μένα^τά τρελλά μάτια του... Γιά πρώτη φορά άντικράζει τον τρομερό άρκουδάνθρωπο. Νοιώθει πώς είναι πιο δυνα τός κι5 αυτό τον κάνει νά μα νιάση. Καί νά: Ό γοοιλλάνθρω πος, σάν πιο μικρόσωμος, χω ιράει καί περνάει άνάμεσα στ* άραιά κάγκελα τού κλουβιού. Θέλει νά μονομαχησηι καί νά
Η
ΤΑΡΖΑΝ
25
σπαράξη τον άγνωστο φυλακι ράστιο κεφάλι τού φοβερού σμένο. Και μια τρομαχτική Γικαρούχα! ττάλη άρχίζει αμέσως. Τ3 αν Ό αρκούδάνθρωπος ούρλι θρωπόμορφα αυτά θηρία κτυ άζει απαίσια καί κάνει απε πιώνται και ξεσχίζονται μέ γνωσμένες κινήσεις νά τον τι νύχια και δόντια. νάξη από πάω του. Τίποτα όμως δεν καταφέρ Στην άρχή ό αρκούδά νθρω νει. '0 Χουράγκα έχει κολλή ττος δέχ€ται την αναπάντεχη, σει σά στρείδι πάνω του. Καί έπ ίθεσ ι κ άπω ς σαστ ι σμένος. συνεχίζει νά τον κτυπάη στο Γρήγορα όμως συνέρχεται κΓ κεφάλι. άρπάζει μέ λύσσα και μανία 'Γιά πολλή ώρα τά δυο αν τον γοριλλάνθρωπο στα τερά θρωπόμορφα θηρία έξακολου στια χέρια του. Τόν^ σηκώνει θούν νά παλεύουν καί νά κτυ ψηλά και τον κτυπάει κάτω π'ώνται μέ αφάνταστη ορμή σαν χταπόδι., μέ την ϊδια ευ καί λύσσα. Τέλος τό κλουβί κολία πού θά μπορούσε ό Τα δέ αντέχει κΓ ανοίγει σ5 ένα μπόρ νά κάνη τό ίδιο στον μι σημείο του. κροσκοπικό Πιτσικόκο. Ό τρελλός Χουράγκοε βρί Οι δυο αντίπαλοι πετάγον σκέτα ι τώρα σέ πολύ δύσκο ται έξω καί συνεχίζουν τή θα λη καί τραγική θέσι. Λίγε^ νατερή μονομαχία τους. Τά στιγμές ζωής τού μένουν άκο τρομακτικά ουρλιαχτά τους ΐμα. συνταράζουν γη καί ουρανό! Ή Μπουμπού βλέπει τον Καί νά: Σέ λίγες στιγμές τρομερό κίνδυνο πού διατρέχει φθάνει ό λευκός κυνηγός μέ ό γοριλλάνθρωπος καί κατε τούς μαύρους του πού σέρνουν βαίνει γρήγορα από τό δέν δυο γιγαντόσωμους ελέφαντες. τρο. Ψάχνει βιαστική γύρω Ό κυνηγός βλέπει μέ φρί καί βρίσκει ένα χοντρό κλαδί, κη τό κακό πού γίνεται, τρα άπ5 αυτά πού είχαν^ κόψει οι βάει^τό πιστόλι του καί πυρο άραπάδες του λευκού κυνηγού βολεΐ στον αέρα. Τ αρπάζει μέ λαχτάρα καί Ό άρκαυδάνθρωπος τρομά τρέχοντας κοντά στο κλουβί ζει πάλι. Νομίζει πώς είναι τό δίνει στον Χουράγκα: κεραυνός καί παρατώντας τόν αντίπαλο, τό βάζει ατά πόδια — Πάρτο γλύκα μου, καί καί τρέχει νά σωθή κάνε ό,τι κοτταλαβαίνεις, με τά συγχώρησε ως! Ή Μπουμπού κάνει ξανά Ό γοριλλάνθρωπος άρπά νά σκαρφαλώση στο δέντρο, ζει τό ρόπαλο καί πηδάει πά μά ό τρελλός γοριλλάνθρωπος νω στον αντίπαλο. Θρόνιαζε προφταίνει καί τήν άρπάζει ται οπούς ώμους του κΓ αγ ατά τριχωτά του μπράτσα. καλιάζει τό λαιμό του μέ τά "Αμέσως, τό βάζει στά πόδια, πόδια. Σηκώνει τό χοντρό αλαφιασμένος κΓ αυτός τρα κλαδί κΓ άρχίζει νά δίνη τρο βώντας κατά τό λημέρι του. μακτικά κτυπήματα στο τε Τέλος φτάνει σ" ένα θεόρα
2 6________ ________ _____
Ο ΜΙΚΡΟΣ
το δέντρο που στα ψηλά του κλαδιά έχει πλέξει ένα πρωτό γονο καλύβι. 5Εκεί θρονιάζει τή Μπουμπού, την ταΐζει την ποτίζει και τής κάνει χίλιες δυο περιποιήσεις. επιθεςι
ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΩΝ ΛΥΚΩΝ Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ^ τώρα τή Μπουμπού καί τό γο ριλλάνθρωπο καί μέ τά φτερά τής φαντασίας μας άς τι ετάξουμε στην Πέρα Ζούγ κλα. 'Καί νά: 6 Ταμπόρ, ή πα νώρια Γιαράμπα κι* ό Μπουτάτα περνάνε τό μεγάλο πο τάμι. Μια βάρκα τών ιθαγε νών τούς φέρνε[ γρήγορα στην άντιικρυνη όχθη, καί προχω ρούν αμέσως βιαστικοί.
Μια βάρκα τών ιθαγενών τού^ φέρνει γρήγορα στην άντικρυνή 6χ6η.
ι0 γοριλλάνθρωπος κάνει χίλιες δυο περιποιήσεις στη λεπτεπί λεπτη Μπουμπού.
Λίγο πιο πέρα όμως, τρα γΐίκη περιπέτεια τούς^ περιμέ νει. Μια μεγάλη αγέλη- από πεινασμένους λύκους χύνεται πάνω τους νά τούς κατοασπαράξη. Τό άτρόιμητο ' Ελληνόπουλο οφίγγει ,μέ λύσσα τό ρόπαλό του. Τό ίδιο κι5 ή άφοβη στούζ; κινδύνους Γ ιαράμπα. Κι* οι δυο μαζί κτυπουν αλύπητα τά μ αν ισσ μένα άγ ρ ί μ ι α. Τ ρομ ακτιική κι* ατελείωτη πάλη άρ χίζεί. Μόνο ό Τσουλουφης μενει ατάραχος καί χαϊδεύει τη σκουριασμένη προϊστο ρ ική του κουμπούρα. Την ίδια στιγμή όμως ένας άπό τούς πεινασμένους λύ κους ξεχωρίζει ξαφνικά άπό τούς άλλους καί χύνεται κατά
ΤΑΡΖΑΝ
πάνω του. Ό Μπουτάτα το βάζει αμέσως σαν τρελλός στα πόδια. Οι μακροσκοπικές φτέρνες του κτυπάνε στα τε ράστια αυτιά του. Ό λύκος δμως τρέχει πιο γρήγορα απ’ αυτόν καί γρήγο ρα φτάνει σέ πολύ μικρή από στασι πίσω του. Ό άμοιρος «Κέφαλος» β·ρί σκεται σέ τραγική θέσι. Ή άπόγνωσι δμως του δίνει α πελπισμένο κουράγιο καί κά νει κάτι αφάνταστα έξυπνο: Καθώς τρέχει κάνει ένα πλαϊ νό βήμα καί σταματάει από τομα.^ Καί μόλις ό λύκος μέ τή φόρα πού έχει περνάει πλάϊ του, ό Τσουλούφης πη δάει σάν ψύλλος καί βρίσκετ-αι καιβάλίλα στη ράχι του. Το πεινασμένο αγρίμι στα ματάει μερικά βήματα πιο πέ ρα κι* αρχίζει νά στριφογυρί-
α0 Τσουλούφης πηδάει σάν ψύλ λος στη ράχη ^ του πεινασμένου
27
*0 Ταρζάν μ* ένα ξαφνικό πήδη μα βρίσκεται στή ράχη τού λιονταριού καί.. ζη καί νά τινάζεται γά νά ξε φορτωθή από τή ράχη του τό όρεκτικο θύμα. ^Ομως ό χον^ τροκέφαλος άράπης έχεϊ οιζώ σει σά δέντρο πάνω στή ράχι τού λύκου. Τέλος, αφού βλέπει πώς δέν μπορεΐ νά κάνη τίποτα, αρχίζει νά τρέχη σάν τρελλός ζητώντας τή σωτηρία του στή φυγή. Στο μεταξύ ό Ταμπόρ κι5 ή Γιαράμπα μέ τά φοβερά ρό παλά τους κτυπάνε πολλούς από τούς λύκους κι5 οι υπό λοιποι τρομάζουν καί τρέχουν νά σωθούν. Μανιασμένοι κα θώς είναι οί δυό σύντροφοι τούς κυνηγάνε, ακολουθώντας αντίθετες κατευθύνσεις ό ένας από τον άλλον. "Έτσι ξεμακραίνουν άρκε-
28 τά κι3 δταν σταματάνε κάπο τε, ό Ταμπορ έχει χάσει τή Γιαράμπα κι3 ή Γιαράμπα τον Ταμπορ. Φωνάζουν οσο μπο ρούν ·ττιο δυνατά μά ή άπόστασι που τούς χωρίζει είναι μεγάλη και δεν άκούγονται. Ή Γ ιαράμπα φαντάζεται πώς ό Ταμπορ θάχη τραβήξει γ:ά τό μέρος πού ό Γκαρουχα τούς είπε πώς βρίσκεται ό θη σαυρός. Και παίρνει βρέχον τας τό δρόμο κατά κεΐ. ΤΟ ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΗΣ Π ΑΡΑΜΠΑ
0 ΜΙΚΡΟΣ
αμέσως σ3 ένέργεια ένα τέ χνασμα πού πολλές φορές τβ χε δοκιμάσει και σωθή άττδ βέβαιο και τραγικό θάνατο: Μέ μιά γρήγορη κίνησι ά κου μπάει τά χέρια κάτω στο χώμα καί σηκώνει τά πόδια της ψηλά, αναποδογυρίζοντας έτσι τό κορμί της. Κι3 άμεσως αρχίζει νά περπατάη άρ γά, χρησιμοποιώντας άντί των ποδιών της τά χέρια. Τό λιοντάρι σταματάει καί κυττάζει παράξενεμένο τό άλ *Ακοτο πλάσμα."Έτσι πού οτγ κει τώρα ή μελαψή Κοπέλλα δέν μοιάζει στά μάτια του ου τε μέ άνθρωπο, ουΐ£ μέ θεριό. Καί τήν παρακολουθεί βήμα κρύ προς βήμα φοβισμένο, χωρ]ς νά πλησιάζη. Χωρίς νά τής κάνη κακό.
ΕΛΟΣ, ή πανώρια με λαψή Κόρη φτάνει ά^ λαφιασμένη κι3 αντίκρυ ζει τή μεγάλη πλάκα πού βει τον ατίμητο θησαυρό και τό τεράστιο τρομακτικό κα βούρι τής στεριάς πού τό φυ λάει. Ό Ταμπορ δεν βρίσκε Καί τώρα άς δούμε τ] άττέ ται εκεί. γιναν ό Ταρζάν κι3 ή συντρό Ξαφνικά παράξενο σούρσι φι σσά του Ζαλάν φεύγοντας μο άκούγεται στά πυκνά χα άπο τό μέρος πού βρισκόταν μόκλαδα κι3 ένα τρομερό θήλυ τό μεγάλο κλουβί μέ τον αι κό λιοντάρι παρουσιάζεται χμάλωτο άρκουδ άνθρωπο. μπροστά της. Μαζεύεται στά Καί νότους:Περνάνε τό με πισινά του ποδάρια κι3 είναι γάλο ποτάμι από κάποιο κρυ έτοιμο νά κάνη κατά πάνω φό σημείο καί βγαίνουν στήν της τό θανατερό του πήδημα. Πέρα Ζούγκλα πιο μπροστά άπό τον Ταμπορ καί τή ΓιαΉ Γ ιαράμπα πού δεν δει ράμπα. "Υστερα προχωρών λιάζει ποτέ, σφίγγει τό ρόπα τας γιά τό μέρος πού^ βρίσκε λό της και κάνει, πρώτη αυ ται ό θησαυρός περνάνε μιά τή, νά χυθή πάνω στήν πείνα κωμικοτραγική περιπέτεια: σμένη αντίπαλο. Γρήγορα ό μως ή λογική τή συγκροτεί. "Ενα μπουλούκι άπό μαύ Τό λιοντάρι πού βρίσκεται ρους τρελλούς λ καννίβαλους ■μπροστά της είναι γιγαντόσω πού πότε γελάνε καί πότε ,μο και καταλαβαίνει πώς μ3 «λαίνε χωρίς λόγο, παρουσία ένα κτύπημα δεν θά μπόρεση ζεται ξαφνικά μπροστά τους. νά τό σκοτώση. Είναι ντυμένοι δλοι μέ κόκκι Ή μελαψή Κοπέλλα βάζει νο πρωτόγονο ύφασμα κΓ 1-
Τ
ΤΑΡ2ΑΝ χουν άρχηγό^τους μιά νέα κι* όμορφη γυναίκα, τρελλά στο λισμένη μέ κόκκινα φτερά στο κεφάλι, μέ καλλιέ από μπανά νες στο λαιμό και μέ πολλά άλλα άστεΐα στολίδια. Ή τρελλή αρχόντισσα δια τάζει τούς άνθρώπους της να σχηματίζουν κύκλο γύρω άπό τούς δυό λευκούς , υστέρα άρ χίζει νά τραγουδάη καί να κτυπάη τις παλάμες της ^έ ιρυθιμό, σά νά θέλη νά τους κάνη νά χορέψουν. Πραγματικά σί άνθρωποφά γοι πέφτουν άμεσως_ μέ τά χέ ρια κάτω καί τά πόδια ψηλά «κι* άρχίζουν νά χορεύουν άνά ποδα καί τρελλά, πότε κλαί γοντας, καί πότε γελώντας. Ό Ταρζάν ψιθυρίζει σιγά στη συντροφισσά του: —- Χορεύουνε γιάΛ νά τούς άνοιξη ή όρεξι νά μάς φάνε! Πρέπει ^ά σπάσουμε τον κλοιό καί νά φύγουμε. Μόλις όμως κάνουν νά κινη θουν, οι τρελλοΐ καννίβαλοι σταματάνε τον άνάποδο χο ρό τους καί χύνονται νά τούς άρπάξουν. Οι δυό σύντροφοι παλεύουν άπεγνωσμένα μαζί τους καί καταφέρνουν νά ξεφύγουν τρέ χοντας προς διαφορετικές κα τευθύνσεις. *Έτσι οι μισοί άν θρωποφάγοι «μέ τή βασίλισσα τους κυνηγάνε τον Ταρζάν κΓ οΐ άλλοι μισοί τή Ζολάν, πού ξεχνώντας γιά μιά στιγμή ποιανού συντρόφισσα είναι τώ ρα, ξεφωνίζει τρομαγυένη: — Ταμπόρ!.. Βοήθεια, Τα μπόοορ! Σέ λίγο οί δυό σύντροφοι
» έχουν ξεμακρύνει^πολύ ό4 ένας άπό τόν άλλον. "Ομως ή Ζο λάν στέκεται πιο άτυχη άπό τον άρχοντα τής Ζούγκλας: Καθώς ψάχνει νά βρη τόν σύν τροφό της, πέφτει ξανά στά χέρια των τρελλών άνθρωποφάγων πού τήν πιάνουν καί τή τραβάνε, χορεύοντας καί τραγουδώντας, γιά τό πρωτό γονο χωριό τους. Ό Ταρζάν ψάχνοντας κι* αυτός καί μή βρίσκοντας τή ουντρόψισσά του, φαντάζεται πώς ράχη, τραβήξει κατά τό θαμμένο θησαυρό. Καί ξεκι νάει βιαστικός κατά κεΐ... 0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ ΤΑΜΠΟΡ, πού τόν α φήσαμε νά ψάχνη κι* αυτός^ γιά τή χαμένη συντροφισσά του, άκούει ξα φνικά άγριες φωνές, δυνατά νέλια καί παράξενα τραγού δια. Σέ λίγες στιγμές οί τρελ λοΐ καννίβαλοι περνούν άπό ιμπραστά του σέρνοντας βά ναυσα τή (άλλοτε συντροφισσά του Ζολάν. Τό Παιδί τής Ζούγκλας κα ταλαβαίνει πώς ό Ταρζάν έχει έρθει μαζί της γιά νά π ρολά βουν ν’ άρπάξουν αυτοί τό μεγάλο θησαυρό του Γκαρού Χ·α. Ή πράξι αυτή τόν κάνει νά θυμώση αφάνταστα^ κι* ή ψυχή του νά γέμιση άγανάκτησι κι5 αηδία. "Ομως στι γμή δέν αφήνει νά χαθή: Χύ νεται αμέσως, στάν τρελλάς κΓ αυτός, στούς τρελλούς
Ο
6 ΜΙ&Ρ61
άνθρωποφάγους και παλεύει μαζί τους σά μανιασμένο λιον τάρι. Ή ορμή του ' Ελληνόπουλου είναι τρομακτική και γρήγο ρα ή^τρελλή αρχόντισσα κι* οι μαύροι της παρατάνε τό θυ μα καί τρέχουν πανικόβλητοι να σωθούν. Ή Ζολάν γλυτώ νει για μιά φορά ακόμα από βέβαιο καί τραγικό θάνατο... Καί τώρα ας ξαναγυρίσου με πάλι κοντά στον άρχοντα τής Ζούγκλας πού τραβάει κατά τό μέρος πού βρίσκεται ό θησαυρός. 'Καΐ νά: Φθάνει κι* αυτός εκεΐ σέ μιά κρίσιμη στιγμή. 'Αντικρύζει τήν πανώρια με λαψή Κοπέλλα νά σφίγγη τό ρόπαλό της καί νάναι έτοιμη — όπως εϊδαμε — νά κτυπή
ση τό πεινααμένο θηλυκό λιον τάρι πού κάνει νά τής επιτεθή.^ Ό Ταρζάν κρύβεται πίσω άπό ένα σκίνο γιά νά μή τόν 6ή καί γιά λίγες στιγμές μέ νει άναποφάσ ιστός. Μέσα του γίνεται φοβερή πάλη. Δεν ξέ ρει τί νά κάνη: Ν5 άφήση τό λιοντάρι νά σπαράξη. τή συν τρόφισσα^τοϋ Ταμπόρ καί νά γίνη, πρώτος αυτός, κύριος του ^μεγάλου θησαυρού; "Η νά χυθή πάνω στο πεινασμένο θε ριό καί νά τή σώση άπό τά νύχια τού Χάρου; Καί ο άρ χοντας τής Ζούγκλας δεν άρ γεΐ νά πάρη τή σωστή άπόφασι πού ταιριάζει στή μεγά λη του καρδιά: Τραβάει μέ λύσσα τό φονικό μαχαίρι του κι* έρχεται κρυφά κι5 αθόρυ βα πίσω άπό τό λιοντάρι. 5Α μέσως κάνει ένα ξαφνικό πή δημα, βρίσκεται καβάλλα πά νω στή ράχη του καί καρφώ νει τή λάμα τού μαχαιριού του στο σβέρκο του. *Ηταν ή στιγμή πού ή Γιαράμπα κου ρασμένη. πιά νά περπατάη μέ τά χέρια κάτω καί τά πόδια ψηλά, έγερνε γιά νά σωριαστή στο χώμα. ΕΝΑ ΚΑΒΟΥΡΙ — ΤΕΡΑΣ Ε ΛΙΓΟ' φθάνει κι5 ή Ζολάν^ μέ τόν Ταμπόρ πού τήν είχε κι^ αυτός σώσει άπό τά χέρια των τρελ λών άνθρωποφ άγων. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας σμίγει πάλι μέ τή συντρόφισσά του κι5 επιμένει: — Ό θησαυρός τού Γκα-
Ε
Γσ μάτια του Ταρζάν και τής ζολάν θαμπώνουν άντικρώζον τας τον άτίμητ© θησαυρό.
ΤΑΡ2ΑΝ ρούχα εΐναι δικός μας. Θά τον στείλουμε στη μεγάλη καί ττανταδύναμη, *Αγγλία να φτι άξη στόλο για νά προστατεόη τις αποικίες της άττό τούς επαναστάτες. ν Τά μεγάλα μαύρα μάτια του Ταμπόρ βουρκώνουν μπρο στά σ* αυτή την αδικία καί τ* αποκρίνεται: λ— Δεν πειράζει, Ταρζάν... Πάρε εσύ τον θησαυρό καί στείλε τον στην πλούσια πα τρίδα σου για νά γίνη ακόμα πιο πλούσια. Ή δική μου πα τρίδα έχει την Τιμή καί τή Δόξα της. Δεν χρειάζεται άλ λους θησαυρούς!... .Καί γυρίζοντας τραβάει τήν πανώρια Γιαράρπα καί φεύγουν άργά... Ό άρχοντας τής Ζούγκλας κι* ή Ζαλάν βλέπουν τώρα^τό τεράστιο στεριανό καβούρι πού φαινόταν σάν κοιμισμένο πάνω στή μεγάλη πλακα του θησαυρού, νά συνέρχεται καί νά κουνάη τά πόδια καί τις φοβερές δαγκάνες του. Τέλος άνασηκώνεται, παίρ νει στάσι επιθετική καί είναι έτοιμο νά χυθή πάνω τους. Ό Ταρζάν όμως ξέρει πώς ό κάβουρας φοβάται άφάντα στα τή φωτιά. Ανάβουν γρή γορα, με τή Ζολάν, δυο με^γά λα ξερά κλαδιά. Τά κρατανε στά χέρια τους φουντωμένα στις φλόγες καί προχωρούν προς τό μέρος πού βρίσκεται ό θησαυρός. Σηκώνουν τότε τήν πλάκα καί ^μένουν έκστα τικοί μ1 αυτό πού άντικρ όζουν. Τό τεράστιο καβούρι γυρί^ ζ«ι άμέσως τρομαγμένο καί
II
Τό τρομακτικό στεριανό καβούρι αρπάζει στις δαγκάνες του τούς τέσσερες συντρόφους.
φεύγει όσο γρήγορα μπορεί. Σαστισμένοι δμως καθώς είναι, δεν προσέχουν πώς λί γο πιο πέρα ό γιγαντιαΐος κά βουρας παραμονεύει. Μονάχα σάν χύνεται πάνω τους τον βλέπουν, μά είναι πιά πολύ αργά... Γιά νά σωθούν τό βά ζουν σάν τρελλοί στά πόδια, φωνάζοντας βοήθεια. Ευτυχώς: Ό Ταμπόρ κι5 ή Γιαράμπα πού βρίσκονται σέ κάποια άπόστασι άκούνε τις φωνές τους καί φθάνουν άλαψ.ασμένοι κοντά τους. Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπουλο κι* ή μελαψή Κ απέλλα χύ νονται με τά ρόπαλά τους πά νω στο φοβερό στεριανός κα βούρι. Τό κτυπούν μ5 άφάντα στη λύσσα κι* όρμή, μά δεν προφθαίνουν νά κάνουν τίπο
31 τα. Τό άπαίσιο τέρας άπλώ; νει τή μιά από τις δυο τερά στιες δαγκάνες του κι’ άρπα ζε ι τον Ταρζαν και τή Ζολάν. Και μέ την άλλη δάγκανα τον Ταμπόρ καί τή ΓισράμπαΐΑ μέσως γυρίζοντας τραβάει ή συχος για τή μεγάλη πλάκα που σκεπάζει τό θησαυρό. Οι δυο άνδρες κι5 οι δυο γυ ναΐκες, ουρλιάζουν άπό τους πόνους καί τή φρίκη. Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ ΑΦΝI Κ Α ^ βαρεία^ γνώβη ρΐιμη φωνή άκούγεται νά πλησιάζη: —Πίσω καί σάς έφαγαα! Είναι ό Μπουτάτα πού φθά νει καλπάζοντας πάνω στον πεινασμένο λύκο, άνεμίζοντας ποανηγυρικά τή σκουριασμένη κουμπούρα του! Όμως^ ό φόβος έχει τυφλού σει τό λύκο καί τρέχει χωρίς νά βλέπη μπροστά του. "Ετσι πέφτει σαν στραβός πάνω στο γιγαντιαΐο στεριανό καβοΰιρι. Ό Τσουλούφης ξεφεύγει ά πό τή ράχη τού άργτμιού καί χωρίς νά τό καταλάβη βρίσκε ται πάνω στο τεράστιο μαλ λιαρό καβούκι τού κάβουρα. Άπό τή θέσι πού βρίσκε σαι τώρα βλέπει στ ή μιάδαγ κάνα τοΰ κάβουρα πιασμένους τον Ταρζαν καί τή Ζολάν. Στήν άλλη τον Ταμπόρ καί τή Γιαράμπα^Καί τούς ^>ωνά ζει ξεκαρδισμένος στά γέλια: λ— "Ε, αφέντες! Ποΰ τον πάτε τον κάβουρα; Αμέσως σηκώνει τη μπιστόλα του καί πυροβολεί τό
© ΜΙΚΡΟΙ καβούκι τού θεριού. Χαμένος κόπος...Αρχίζει τότε νά χτυπάη τό καβούκι του μέ τή λα βή του πιστολιού του. Καί τό τε, συμβαίνει κάτι παράξενο. "Όταν τον χτυπάη άπό τήν άριστερή πλευρά τού κάβου κιοΰ ό κάβουρας προχωρεί άντίθετα άπό τό μέρος πού βρίσκεται ό θησαυρός. Ο ΤΑΡΖΑΝ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ 1^3 ΑΦΝΙΚΑ πίσω άπό κά ■β τι θεόρατα σκίνα ξεπεΙΜ^ τ άγεται ό τρομερός άρ κουοάνθρωπος Γκαρούχα. Βλέ πει στις δαγκάνες τού τεράσιιου καβουριού τούς τέσσερις συντρόφους καί χ ύν ε τ α ι μανιασμένος νά τούς άρπάξη. Τό τέρας άνοιγες άμέσως τις δαγκάνες, παρατάει τά θύ ματα κι’ άρπάζει τον Γκαρού χα. Ό Μπουτάτα πηδάει σβέλ τος άπό τό καβούκι του καί σκαρφαλώνει σ' ένα κοντινό θεόρατο δέντρο. Τό ίδιο κά νουν κι5 ό Ταρζάν, ή Ζολάν^ ό Ταμπόρ κι* ή Γιαράμπα, άν καί πολύ λίγες δυνάμεις τούς έχουν άπομείνει πια. Κάτω^ έχει αρχίσει φοβερή καί θανάσιμη μονομανία του άρκουδάνθρωπου μέ το καβού ρι. -αφνικά πάνω άπό τά ψηλά κλαδιά τού δέντρου άκούγεται μιά μελιστάλακτη φωνούλα: — Καλώς όρίσατε, μετά συγχωρήσεως! # "Ολοι μαζί σηκώνουν τά κε ψάλια τους κι* άντικρύζουν τή Μπουμπού έξω άπό μιά ξυλέ
ΤΑΡΖΑΝ
33
νια καλύβα. Και καταλαβαίνουν πώς βρίσκονται στο δεν τρο που έχει την καλύβα του ό γοριλλάνθρωπος Χουρσνκα. "Αμέσως γλυστράει σβέλ τη άπό την κοοφή καί φθάνει στόχαμηλό κλαδί πού βρίσκε ται ό «άροαβωνιαστήρ» της. Το μακελλειό κάτω συνεχί ζεται. "Ομως ό κάβουρσο εί ναι πολύ δυνοττός κι* ό Γκαρούχσ βρίσκεται σέ πολύ τρα γική θέσι. ΕαΦνικά παρουσιάζεται ό
Υοριλλάνθ,ρωπος φέρνοντας γλυκόχυμους καρπούς για τη φίλοδενουμένη του. Ή Μπουμπού άναστενάζει: —Τον βλέπεις, γλύκα μου; Στο στόμα μέ ταΐζει!^ Ό Χουράγκα κυττάζει το κακό πού γίνεται, πετάει τά Φρούτα καί χύνεται κι* αυτός πάνω στον κάβουρα. Ό άρκουδάνθρωπος βρίσκει ^ν εύκ αιοία, ξεφεύγει άπό τις δαγκάνες τού τέρατος καί τό βάζει σαν τρελλός στά πόδια. Ό τεράστιος κάβου ρας άρπάζει τώρα τον Χου ράγκα. Καινούργιο μακελλειό αρχίζει.
’Από τά κλαδιά τού δέντρου πηδάει πρώτος ό Ταηπόρ. Τον ακολουθούν: ή Γιαράμπα ό Ταρζάν καί τελευταία ή Ζο λάν. Παλεύουν όλοι μαζί μέ τό καβούρι γιά νά σώσουν τό ψί|λο τους. Ό Μπουτάτα πού βρίσκε ται μέ τη Μπουμπού ψηλά στά κλαδιά παρακολουθεί μ5 ενδιαφέρον τό κακό πού γίνε ται κάτω και φωνάζει στούς τέσσερις συντρόφους: —Κουράγιο άφέντες! Εσείς μόνο νά τό σκοτώσετε θέλω. Τό ψήσιμο στη σχάρα, τό άνα λαυβάνω εγώ! Νά δμωςί... Αυτή τή φορά ό Ταρζάν κάνει ένα σωστό θαύ μα! Μέ τό φονικό μαχαίρι του Καταφέρνει νά κτυπήση τό τέ -ρας στο μάτι. Καί ό τρομα κτικός κάβουρας μένει άκίνη τος. Νεκρός. Την Τδια στιγμή άπό την κατευθυνσι τού μεγάλου ποτά μού φθάνει άλαφιασμένος πά νω στον Άλασάν του ό μικρό σκσπικός Πιτσικόκο. —Κρυψτήτε, τούς φωνάζει. "Οπου νάναι φθάνει ό φτερω τός κροκόδειλος!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
<? &
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑ3Μ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
-- -..... - ____ Γραφεία 'Οδός Αέκκα 22 — Αριθμός 14—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)'ντής: Στ. Άνεμοδουοάς, Φαλήρου 41. 01κανοιμΊ'κιός Δ)ιντής: Γεώργ. Γεωργιάδης„ Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζηιβαισκλείαυ, Ταιταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕιΠ(! ΤΑΠΑ!: Γ. Γεωργ ιάδηιν, Αέκκα 22, * Αθήνα ι
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΠΙΑ «ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ» μέ τους ήρωές του: ΤΑΜΠΟΡ — ΠΑΡΆΜΠΑ — ΖΟΛΑΝ — ΤΑΡΖΑΝ — ΜΠΟΥΤΑΤΑ — ΠΙΤΣ 6 ΚΟΚΟ—ΜΠΟΥ ΜΠΟΥ — ΓΚΑΡΟΥΧΑ — ΧΟΥΡΑΓΚΑ κλττ. κάθε έβδο μάδα προσφέρει στά ελληνόπουλα τό πιο περιπετειώδες και συναρπαστικό ανάγνωσμα Ζούγκλας απ’ όσα Μχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
ΤΗ Μ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ διαβάστε όλοι και όλες τον
ΦΤΕΡΩΤΟ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟ Είναι τό τεύχος που θά σάς συγκίνηση και θά σάς κά νη νά γελάσετε μέ την καρδιά σας.
Ο ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ Είναι γραμμένος από τόν συγγραφέα ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ
,ΜΑ,ΚΑΘΠΣ ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΗΚ&ΝΟΤΑΝ,Μ
ΓΥΜΝΑΣΜΕΝΗ ΤΙΓΡΗΣ ΧΥΜΗΣΕ/
ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ,Ω ΒΑΣΟΥΛΙ ΟΙ ΜΑΣΑΪΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ,, ΣΑΣ. ο ΕΧΘΡΟΣ ΣΑΣ ΕΙΜΑΙ ψ * ■7 ΑΜΑΜΕΣΑ ΣΑΣ/ Λ4
-μ-Ί^ΑΠΑίτΤΑ
τον-Αγριον
6
7ΥΝΡΧΙΖΡΤΑΙ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
^ η πη
\Μ{
I Γ,(Μ'^ψΙ
I /Λ/7
^βτ
·'Μ .... ■.’’
νΖκΎ^Υ^ί
"ίΜ^^Ίί.
ι^/νν Γ
νφ \'
//
ΙΖ^βγ
< Χ/χ^ .^^ϋΙ11/1 • ν' ·
V ..
<β ΙΒ& ναλ 181 Β μ#Ν| ■ ν· //1Α· 11 ννν'-' «ν- ^^1γ /
' \: \ , ι ’
*Α
/
Ο ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ττού, χάρι στον άρχοντα τής Ζούγκλας, σώζονται από βέ ΤΑΡΖΑΝ, ό Ταιμ1ποιο, βαιο θάνατο, /φθάνει αλαφια ή Γ ίσράΐμπσ, κι3 ή Ζοσμένος καλπάζοντας πάνω λάν ιμ'αζΊ /με τη Μπου στον Άλασάν του* ο ιμ ιικροσκο μπού /καί τό Μπουτάτα περπυκός ικι’ αγέρωχος Πιτσικόνάνε δραματικές περιπέτειες κο: μέ την αρχόντ υσσσ των τρελ— Κρυφτήτε, τους φωνά λών καννιιβάιλων τό τεράστιο ζει. "Οπου νάναι φτάνει ό φτε στεριανό καβούρι καί τον τρο ρωτάς κροκόδειλος. μοχτικό άοκουδάνθρωπο Πκαρούχα(*). Τή στιγμή όμως Οί έξη· σύντροφοι πού ξέ ρουν τί τρομακτικό κι5 έπικίν (*) Δ· άβατε το Ίτροηγούμενο δυνο θηρίο είναι ό φτερωτός τεύχος, τό 14, ττού έχει τον τίτ αυτός κροκόδειλος, ό Χουλο: «Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΝ ΤΡΕΛΛΩΝ». ρούχ, όπως λέγεται σέ -μια
Ο
ΤΙΜΗ ΑΡΑΚ. 2
Ο ΜΙΚΡΟΣ
4 άπό τις διαλέκτους των ϊθαπ γενών τής Ζούγκλας, μένουν' οοκίνητοι σά νά τούς κτύπησε κεραυνός ατό κεφάλι. Ό Ταρζάν πρώτος καταφέρ νει νά μουρμουιρίση σά νά μΐλάη μέ τον εαυτό του: — Μονάχα άν άνοίξη η γή και μάς καταττιή θά /μπορέ σουμε νά γλυτώσουμε άττό τό φοβερό αυτό τέρας!... Ό Ταμπάρ, τό άτρόμητο Ελληνόπουλο, γυοίζει και τον κυττάζει παοαξενεμένο: — Δεν ταιοιάζει σ* έσένα, άρχοντα τής Ζούγκλας, νά μι λάς έτσι... Πριν λίγες στιγμές μάς έσωσες τη ζωή σκοτώνον τας τό γιγαντιαΐο καβουοι πού θά μάς σπάραζε μέ τις * τεράστιες δαγκάνες του... Ό Ταρζάν δέν έχει καιρό νά τ’ άποκοιθή: — "Αν ζήσουμε θά σου μι λησω γι’ αυτό τό Τέρας, Ταμπόο. Τώρα πρέπει νά κάνου ιμε ότι μποοούμε γιά νά γλυ τώσουμε άπό τά τρομακτικά σαγόνια του. Κι* άυέσως φωνάζει σε τό νο διαταγής: — Άγκαλιαστήτε δλοι σφι κτά, ό ένας μέ τον άλλον... *0 φτερωτός κροκόδειλος άρπα ζει τά θύματά του στη γή καί τά σπαοάζε*ι ψηλά στον άέρα. "Αν, δλοι μαζί, βοισκόιμαστε σφιχτά άνκαλι-ασμένοι σάν ένα σώμα, 6έν θά μπορέση νά μάς σηκώση ψηλά... — Και του στοιχίζει τίπο τα νά /μάς φάη κάτω; ρωτάει άνήισυχος ό Μπουτάτα — Εμπρός, ξαναφωνάζει ό άρχοντας τής Ζούγκλας.
"Ας αγκαλιαστούμε δλοι άμέσως! Τό φτερούγισμά του άρχισε ν* άκούγεται... Ό Τσουλούφης ξαναρωτάει: —Πειράζει εγώ κι* ή Μπου μπού ν* αγκαλιαστούμε -μονά χοι μας; ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ό Ταμπόρ ο Ταρζάν, ή Ζολάν. κι* ή .Γ ιαράμπα, βάζουν στη μέση τον Μπουτάτα καί τή Μπουμπού κι* άγκαλιάζον ται δσο πώ σφικτά καί γερά μπορούν. Γίνονται δλοι μαζί ένα βαρύ καί μονοκόμματο σώμα. Τό φτεοούγισμα του φοβε ρού κροκόδειλου πού είχε α κούσει ποώτος ό άοχοντας τής Ζούγκλας, τό άικοϋνε τώ ρα δλοι. ’Από στιγμή σέ στι γμή φθάνει στ* αυτιά τους καί πιο δυνατό. Τό τοομσκτικό τέρας δλο καί πλησιάζει. Μέσα άπό τό κουβάρι αυτό τών σφιχταγκαλιασμένων σω μάτων, άκούγεται ή φωνή τού Μπουτάτα: —Ανάμεσα στο κορμί τήζ Ζολάν καί τής Γ ιαράμπα ^βλε πω μια στενή χαραμάδα. Κ λεΐστε την γρήγοοα γιά νά μή μάς ξεφύγη ή Μπουυπού! — Σκασμός, φωνάζει ό Ταρζάν. Τό τέοας φτερουγίζει πάνω άπό τά κεφάλια μας!... Ό Μπουτάτα ρωτάει πάλι: — Πού είναι; πού είναι νά τού βαρέσω κουτουλιά νά σηκωθή στά πισινά του ποδά ρια ! Καί νά: Τήν ίδια στιγμή
ΎΑΡ2ΑΗ ό φτερωτός κροκόδειλος χαιμη, λώνει γιά νά πέση πάνω ατό άνθρώπινο αυτό κουβάρι... Είναι ένα φολιδωτό ερπετό τρεΐς φορές μεγαλύτερο από τά συνηθισμένα. Μόνο πού έ χει τεράστιες φτεροϋγες από χοντρή μεμβράνη σαν τής νυ χτερίδας. Τό κορμί καί ^τά φτερά έχουν χρώμα σκούρο χρυσαφή μέ μια πράσινη φαρ δειά λουρίδα στη ράχη που φτάνει άπό ^ την ούρα μέχρι μπροστά στη μουσούδα του. Ό Πιτσικόκο μένει ακλό νητος ικι" αγέρωχος πάνω στο άσπρο άτι του. Εΐναι τόσο μακροσκοπικός κι3 αυτός κι3 ε κείνο, πού τό τέρας πρέπει νά φορέση ...γυαλιά γιά νά τούς διακρίνη. Δεν κάθετος ό μως καί με σταυρωμένα χέρκχ Τεντώνει τό τόξο του συνεχώς καί πετάει τις όδοντογλυφένιες σαϊτοϋλες του κατά τό κεφάλι τού κροκόδειλου. Μιά άπ" αυτές τον βρίσκει στό α ριστερό μάτι, ιμά ή άπόστασις ήταν τόσο 'μεγάλη, πού τον κτυπάει αδύναμα χωρίς νά μπαρέση νά του κάνη κα κό. Τό φτερωτό θηρίο χαμηλώ νει τώρα πάνω από τούς έξη μελλοθάνατους σύντροφο υ ς κι9 αρπάζει μέ τά μπροστινά του πόδια την πανώρια με λαψή ιΓιαράμπα. Εξακολου θώντας νά τήν τραβάη μέ ά* φάνταστη δύναμι γιά νά τήν άποσπάση άπό τό γερό άγκάλιασμα τών άλλων χτης συντρόφων. Ή συντ,ρόφισσα του Ταπ μπόρ νοιώθει άφάνταστους πό
δ
νους ^άπό τά νύχια του φτε ρωτού θηρίου πού τά έχει μπήξει βαθειά ώς τά κόκκαλά της.^ Προτιμάει ^ χίλιες φορές καλύτερα νά τήν άρπάξη ό κροκόδειλος καί νά τή σποριά ξη ψηλά στά σύννεφα, παρά νά δοκιμάζη τό άβάατακτο ,αυτό μαρτύριο. Ό Ταρζάν, ό Ταμπόρ κι5 ή Ζολάν τή συγκροτούν γιά νά μην παρασυρθή άπό τό τέ ρας. Πρέπει· νά τούς σηκώση όλους μαζί γιά νά μπόρεση νά τήν πάρη μαζί του. ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
ΑΜΟI Ρ Η Γιαράμ πα τούς εκλιπαρεί ουρλιά ζοντας άπό τούς πό νους, ενώ ταυτόχρονα πασχί ζει απεγνωσμένα νά έλευθειρωθή άπό τ" άγκάλιασμα τους γιά νά παραδοθή στά θα νστερά νύχια του θηρίοσ ^— Αφήστε με!... "Αφήστε νά μέ πάρη!... Καλύτερα νά πεθάνω! Δέν μπορώ!... Δέν /αντέχω πια!... Οι σύντροφοί της όμως κά θε άλλο παρά θά μπορούσαν ν’ άκούσουν τά τρελλά, άπό τους πόνους, ξεφωνητά ^της. "Αντί νά τήν άφήσουν, όπως ζητάει, τήν κρατάνε άκόμα πιο γερά. "Ομως ή πανώρια μελαψή ικαπέλλα είναι άφάνταστα &υ νατή. Κι" οι άβάστακτοι πόνοι κάνουν άκόμα πιο μεγάλη τή φυσική της δύναμι. Καί νά: Αυτό πού δέν μπο ρούσε νά καταφέρη τραβών τας την ό φτερωτός κροκόδει
& λος, τό καταφέρνει, μονάχη της. Μέ δυο τρεις ιβίαιες α πεγνωσμένες κι3 ύπεράνθρωτ.ες κινήσεις πετυχαίνει ν’ σποσπασθή, από τά χέρια των συντρόφων της. Τό φτερωτό τέρας τη νοιώθει τώρα δική του. Και φτερουγίζοντας μέ ταχύτερο ρυ€|μό αρχίζει νά α νυψώνεται... Αμέσως καί ιμέ ταχύτητα κεραυνού ό Τσίριζαν κάνει ένα φοβερό πήδηιμια προς τά επά νω καί αρπάζεται από τό άριστερό πισινό ποδάρι τού τέρατος. Ό Ταιμπόιρ καί ή Ζολάν σηκώνουν τά κεφάλια τους καί παρακολουθούν μέ δέος τό α πίστευτο κατόρθωμα τού δο ξασμένου άρχοντα τής Ζούγ κλας. ,.Ό Μπουτάτα, μέ σηκωμέ-
Μέ ταχύτητα κεραυνού ό Ταρζάν αρπάζει . τό ^ άριστερό πισι νό ποδάρι τού τεροττος και άνυψώνεται μαζί του.
6 ΜΙΚΡΟΙ
ιΗ Μπουμπού* ένθουσιάζεται: — Νά μού ζήση<^ γλύκα μου άτρομητε! νη την τσουλουψωτή κεφάλα του, φωνάζει στον Ταιρζάν πού υψώνεται προς τον ουρα νό: — .Κουράγιο μεγάλε ιότατε!... Κι άν δής τά σκούρα, φώναξε μου ν’ ανέβω!... Ή λεπτεπίλεπτη Μπου μπού ένθουσιάζετάι: — Νά μού ζήσης, ατρό μητε! ^ Καί τού σερβίρει δυο ηχη ρά «συγχαρητήρια» στο σβέρ ικο για την εξυπνάδα του! — Χράπ, μετά συγχωρήτ σεως... Καί πάλα χράπ μετά ξανασυγχωιρήσεως! Μά τά αστεία δέν έχουν θέ σι σ3 αυτή την τραγική σκη,νή πού βιαδραιμστίζεται αυτή τή στιγμή ψηλά στον άέρα. Καί νά: Τό φτερωτό τέρας τινάζει τό άριστερό πισινό
ΤΑΡ2ΑΝ ποδάρι του για νά ξεφορτωθή τον όχληιρο άνθρωπο ττού ττρό λσβε νά κρεμαστή, απ’ αυτό. Ό υπέροχος Τσρζάν άμως δέν εννοεί νά ξεκολλήση άτό αυ τό. Αντίθετα σκαρφαλώνει .μέ μεγάλη τέχνη καί αέ λίγες στιγμές καταφέρνει νά βρεθή κσβάλλα πάνω στη ράχη του (κροκόδειλου. Άπό ικεΐ προχω ρεΐ σιγά-σιγά και -μέ μεγάλη, προσοχή προς τό κεφάλι του. Τό τέρας^ σά νά διαισθάνε ται τον κίνδυνο φτερουγίζει τώρα τηρός τά επάνω. "Ίσως φαντάζεται πώς μ’ αυτό τον τρόπο ό άνάβάτης του θά ζα λιστή ικαι θά πέιση,. Στο με ταξύ κρατάει πάντοτε γεριά ατά μπροστινά του πόδια την άμοιρη. Γιαράιμπα πού ξεφω νίζει άπό πόνο και φρίΐκηι. 'Ο άρχοντας τής Ζούγκλας βρίσκεται τώρα θρονιασμένος
Ταυτόχρονα ένα τεράστιο χέρι βγαίνει μέσα άπό κάτι μεγάλα σκίνο...
7
'Ο Ταμπόρ δίνει στο Γκαρούχα τρομαχτικό κτύπημα στο κεφάλι.
πάνω στο τεράστιο κεφάλι του απαίσιου θηράου. Μέ τό αριστερό του χέρι συγκρατιέ ται σ5 ένα άπό τά ;μπ]ροστινά πάδια τού (κροκόδειλου και μέ τό ιδεξιό τραβάει άπό τη ζώ νη, τό μαχαίρι καί σφίγγει ιμέ λύσσα τή λαβή τουι _ Ό θρυλικός γίγαντας Ταρ ζάν είναι ιάφάνταστα έξασκη:μένος στην πάληι ιμέ θηρία καί τέρατα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια μέσα στη Ζούγκλα έ χει άμέτρητές φορές βάλει σέ κίνδυνο θανάτου τή ζωή του·.. Ό Ταρζάν όλέπει τώρα πώς, άπό τή θέσι που βρίσκε ται, .μπσοεΐ εύκολα νά καρφώ ση την άστραφτερή λάμα τού μαχαιριού του μέσα στο μά τι τού φτερωτού κροκόδειλου. Καί φυσικά νά τον σκοτώση. Μά τί θά γλη άπό τή στιγμή αυτή καί μετά; Νεκρό πιά τό
Ο ΜΙΚΡΟΙ τέρας θά γκρεμοτσαικιστή α μέσως -κάτω άπο τέτοιο ΰψος ατού θά γίνουν χίλια κομμάτια κΓ ή Γιαράμπακι3 αυτός. Τό ίδιο τραγικός θάνατος τούς περιμένει κι3 άν τό τέρας μεί νη ζωντανά. Σίιγουρα σε λίγο θά σπα,ράξη. στον αέρα τή Γιαράμπα ικ ι3 υστέρα, αφού προσγειωθή, θ’ άρττάξη στά μπροστινά τγο δια του τον Ταρζάν για νά ξαναφτερουγίση ψηλά καί νά τον καταβροχθίιση κι* αυτόν. Μττρός γκρεμός ικαΐ πίσω ρέμα, λοιπόν! "Η τό ένα γίνη„ ή τό άλλο, ό άρχοντας τής Ζούγκλας κΓ ή μελαψή κοπ-ελ λα είναι καταδικασμένοι σε θάνατο.
διο ρυθμό τή δεξιά λαβωμένη φτερούγα όπως καί τήν αρι στερής αρχίζει νά κουτσαίνηι στόγπέταγμα καί νά χάνη συ νεχώς ύψος. "Ετσι χαμηλώνον τας σιγά-σιγά προσγειώνεται τέλος ομαλά στο έδαφος. Ταυ τόχρονα σχεδόν ό θριαμβευ τής Ταρζάν καρφώνει τή λά,μα τού (μαχαιριού του στο μά τι τού κροκόδειλου καί τό φτε ρωτό θηρίο μένει νεκρό σά νά τό κτύπησε κεραυνός στό κε φάλι. Ή πανώρια ιΓιαράμίπα έχει σωθή από βέβαιο καί τραγικό θάνατο. Καί σωτήρας είναι ό Ταρζάν, 6 άσπονδος φίλος καί αγαπημένος εχθρός του συντρόφου της Ταμπόρ. Ή πανώρια ικοπέλλα φιλά ΚΟΥΤΣΟ ει^ στό ρμέτωπο τόν άρχοντα ΦΤΕΡΟΥΓΙ ΣΜΑ τής Ζούγκλας. —7 Σ’ ευχαριστώ, Τφζάν. Α Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ τής Μονάχα ό Ταμπόρ θά μπορού Ζούγκλας δεν είναι α σε ρά ικάνη μ ι ά τόσο γενναία πό εκείνους πού τά χά νουν σαν βρεθούν σ3 έναπράξι! τέ — Δεν τήν έκανε όμως, τοιο αδιέξοδο. Αντί νά κα-ρ*μέσα από τά φώση, τό -μαχαίρι του στο μά μουρμουρίζει δόντια του ό άρχοντας τής τι καί νά σκοτώση τό τέρας, Ζούγκλας. κάνει κάτι άλλο πολύ πιο α Τήν ίδια στιγμή γρήγορα πλό καί πιο έξυπνο. Υποχω ποδοβολητά ανθρώπων άκούρεί λίγο στη ράχι τού κροκό γοντσι. Φθάνουν τρέχοντος ό δειλου καί φτάνει στο σημείο Ταμπόρ, ή Ζολάν, ό Μπουτάπού ξεφυτρώνουν από τά τα κι3 ή Μπουμπού. Ταυτόχρο πλευρά του οί δυο τεράστιες να όμως ένα τεράστιο τριχω φτερούγες. 5Αμέσως, αρχίζει νά κτυπάη με τό μαχαίρι του τό χέρι^ βγαίνει μέσα από κά τι ^μεγάλα πυκνά σκΐνα κι3 άρ τή -βάσι τής δεξιάς απ’ αυτές, μέχρι πού αχρηστεύει πολλά πάζει τόν Ταρζάν. από τά νεύρα καί τούς μυώ Τό ^ατρόμητο Ελληνόπου νες πού τήν κινούν... λο πού έφτασε τρέχοντας για ι ό αποτέλεσμα είναι κε νά άγκαλιάση, καί νά φιλήρ-η ραυνοβόλο. Τό τέρας,, ,μή μίπο μ3 ευγνωμοσύνη, τό σωτήρα ρώντας πιά νά κινή μέ τον ί τής αγαπημένης του συντρό-
Μ
ΤΑΡΣΑΗ
>)
φισσας, μόλις προφταίνει νά βάλη μαζί του. 6η την αρπαγή αυτή του άρ Καί ό θρίαμβος τού Τα-^ χοντα τής Ζούγκλας. Καί μπαρ αρχίζει άπό αυτή τή στιγμή. Αντί νά φύγη, κι5 αυ σφίγγοντας μέ λύσσα τό ρό*τταλό του τρέχει καί χώνεται τός, μιά καί είχε καταφέρει μέσα στα πυκνά σκΐνα ττού εΐ νά κάνη αυτό πού ήθελε, νά δε νά κρύβεται τό τεράστιο σώσηι δηλαδή τον άρχοντα τής Ζούγκλας, (μένει εκεί έτο'μος τριχωτό χέρι. Τό φοβεοό χέρι, πού δέν μπορούσε ν’ άνήκη νά πσίξη κοοώνα- γράμματα τή ζωή του. Καί καθώς ό τρο σέ άλλον, παρά στον τρομερό άρκσυδάνθρωπο Πκαρούχ α. ■υερός Γκαρούχα απλώνει τά (Πραγματικά. Ό άπαίσιος χέρια του νά τον άοπάξη, δί άρκσυδάνθοωπος εΐχε αρπά νει ένα φοβερό κτύπημα ιμέ τό ξει τον Ταρζάν... Ό Ταμπόρ ρόπαλό του στά δάκτυλα τού τον προφταΓνει ακριβώς τή δεξιού του χεοιού, κι’ ύστερα στιγμή πού τον έφερνε οπό αμέσως στά δάκτυλα τού άστόμα του για νά τον καταριστερού. βιραχθίση,. Τά χέρια τού άοκουδάνθρω Τό Παιδί τής Ζούγκλας έπου άχρηστεύονται γιά λίγες νεργεΐ άφάνταστα γρήγορα στιγμές. Κι* ό Ταμπόρ έκμεγιά νά ποολάβηι. Άπό πίσω ταλλεύεται τό διάστημα αυτό καί πρίν άκόΙμσ τον άντιληφθή καταΦεονοντσς ιμέ τό ρόπαλό ό Γκαρούχα, τού δίνει με τό του άλεπάλληλσ δυνατά κτυ ιρόπαλο τοομακτικό κτύπημα πήματα στή μύτη, στά μάτια στο κεφάλι! καί στό στόμα τού τρομερού Ό άρκουδάνθρωπος σαστί ιΓκαρούχα. ζει γιά μιά στιγμή καί γυρί^· Ό άρκουδάνθρωπος, πόνων ζει τό ποόσωπό του νά δή ποι τας άφιάνταστα καί μή /μπο ός τον ενοχλεί. Ό Τσμπόρ τού ρώντας νά κάνη τίποτα μέ τά δίνει δεύτεοο — άκσμα πιο πσσαλυμένα δάκτυλ-σ των χε δυνατό κτύπημα — αυτή τή ριών του, βνάζει άπαίσια τοο φοοά άκοιβώς πάνω στή σάχη μακτικά ούολιαγτά. Αμέσως τής μύτης του. Τό κτύπημα όμως, τινάζοντσε μέ λυσσα αυτό κάνει τό Πκαοούχα νά σμένη όομη τό πόδι του δίνει δνάλη πονευένο μουγγρητόί, μια θανστροτι κλωτσιά στό άΙνώ ό 'υεγάλη μύτη του γίνε τοόμητο Έλληνόττουλο. Κι’ ό ται βούσι πού τρέχει κόκκινο Τοου-πάρ, διανοάΦονταε μιά άχνιστό αΤμα... μεγάλη καμπύλη στον άέοα, Αυτό κάνει τον άοκουδόνπέφτει σέ 'μενάΡη- άπόστασι θοωπο νά μανιάση καί παοα^ καί μένει άναίσθητορ. Τσυτό τώντας τον Ταρζάν — ;τού τό γοονα. κι* 6 άοκουβάνθοιωττος βάζει άμέσως στά πόδια ■— έΕακολουθώντας νά ουολιάζη άπλολνει τις χερούκλες του ν’ άπό τούς πόνους, το^γει κατά άοπάξη τον ιμικοοσκοπικό άν τή 5ύσι καί εξαφανίζεται γοή τίπαλο πού τόλμησε νά τά γρρα πίσω άπό τήν πυκνή
10 κ·' άγρια βλάστησι τής παρ θένας περιοχής. Ό Ταρζάν, ή Ζολάν κι5 ή Γ ιαράΐμπα δεν άργούν ψάχνον τας ν’ άνακαλύψουν τον άναί σθητο ήρωα και νά τον συνε» φέρουν. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πού για ,μιά στιγμή είχε δει λιάσει και. φύγει παρατώντας τό σωτήρα του (μονάχον στα χέρια τού .μανιασμένοι/ Γκ,αοούχα, έχει μετανοιώσει τώ ρα. Και κτυπώντας τό μελα•χροινό παλληκάρι· στην πλάτη του λέει: — λχπράβο, Τάίμπόρ! Σιγά-σιγά, παίρνοντας μαθήμα τα άττό .μένα, κάτ[ θά .μπόρε σης νά κάνης κι* εσύ!... Ό Μπουτάτα συμπληρώνει κυττάζοντας λοξά τον εγωι στή και περήφανο Ταρζάν:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
40 κυνηγός Μποάουν προχωρεί μέσα στη φοβερή νεροποντή και τούς τρομερούς κεραυνούς.
— ιΚι’ άν μάλιστα σου κά νω κΓ έγώ (μερικά ιδιαίτερα μ α θήματα... «Χουτουλικής» θά τον ψάς τό (μεγάλειότατο! Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΜΠΡΑΟΥΝ
Κας τινάζοντας μέ λυσσασμένη ορμή τό πόδι του δίνει μια θα νατερή κλωτσιά στο άτρόμητο Ελληνόπουλο,
ΧΟΥΝ περάσει τρεις ιμιερες από την ποραπά νω σκηνή.. Ό ιμίστερ Μπράουν (*), ό λευκός κυνη γός και τυχοδιώκτης φτάνει .μεσάνυχτα κι* άλαιφιασμένος στο άνοιγμα τήσ βαιθειάσ κα ταπακτής πού έχει τό άπαίσιο άντρο του ό κακός και τε ρατάμορφος μάγος Ντουχράν. Κατεβαίνει διοΐστικός τ’ άμε τρητά σκαλοπάτια και δεν άρ γεΐ νά β|ρε;θή στην απαίσια (*) Διάβασε τό τεύχος άριθ. 14.
προηγούμιενο
ΤΑΡΖΑΜ κατακήμ,βη. Ό μάγος Ντουχράν είναι ξατλωμένος πάνω σ’ άμετρη; τες ανθρώπινες νεκροκεψαλές. Γμρω του ικοϋκοϋδάγιες, , νυ χτερίδες, σικορπιοί καί ψίδια φαρμακερά, άλα βαλσο^αωμέ να. ;Πλάϊ του μιά τερατόμορ φη γρηά άραίπίνα ιμε^ δόντια σοΡβλερά σάν τής οχιάς. Ό άπαίισιος μάγος έχει τα πόδια του παράλυτα απτό κά ποια καπάρα τού θεού Κουρουκούν. Δεν μπορεί ούτε να περπατήση, ούτε νά κσυνηφή καν άπό τή θέσΐ' του. Ή γρηά αυτή άρΌππνα τον φροντίζει. Ό κυνηγός Μπρ>άουν στέ κει μέ δέος μπροστά του. — Παντοδύναμε Ντουχράν ήρθα νά σου ζητήσω μιά χάρι! Ό τερατόμορφος σκελετω μένος μάγος ρίχνει μιά άδιά-
'Ό λευκός κυνηγός παλεύει α τρόμητος μέ τό μανιασμένο γορίλλα.
11
— ’Άααα!, κάνει ό Μπουτάτα. Και νεκρούς άνασταίνει τό άτιμο!
ψορη ιμ.αττιά στο νυκτερινό έπ'ΐισικίέπτη καί μουρμουρίζει: —"Οποια χάρι θέλεις μπο ρώ νά στην κάνω. Φτάνει κι* έ συ νά μπορής νά (μου την πλη ρώσης. Ό τυχοδιώκτης τού εξηγεί. — 'Πρίν λίγες μέρες αντί κρυίσα γιά πρώτη φορά τον τρομερό άρκουδάνθρωπο Γκα ρούχα, θέλω νά μέ ίβοηθήστις νά τόν πιάσω γιά νά τον πάω στη μακρυνη Αμερική. Ό κό σμος εκεί θά πληρώνη πολύ χρυσάφι γιά νά τόν δλέπη. Θά κερδίσω τεράστιες περι ουσίες... Ό Ντουχράν τ’ αποκρίνε ται : — Γιά τό θεό 'Κουρουκούν καί γιά μένα, τίποτε δεν εί ναι αδύνατο. 'Έχω ένα μααγι κό φίλτρο πού φτάνει νά τό
12 μυρίση (μονάχα ό άρκουδάνθρωπος και ή θέλησί του α μέσως θά χαθή. Θά σέ υπά κουη σά σκλάβος καί θά ^σέ ακόλουθή σά σκυλί. Θά κάνη, ό,τι εσύ τον διατάζεις. Ό Μπράουν ρωτάει μέ μά τια ττού λάμπουν άττό χαρά: —-Καμ τι πληρωμή ζητάς γιά νά μου δώσης αυτό τό φίλτρο; — Τ ίποτα σττουδαΐο! Θά μου φέ!ρη^ δυο κομμένα κεφά λια! Τό κεφάλι του Ταρζάν και τό κεφάλι του Ταιμπόρ! Ό τυχοδιώκτης τά χάνει: — "Οχι, Ντουχράν!... Δεν μπορώ νά κάνω ένα τέτοιο έγ κλήμα! Ζήτησέ μου ο,τι άλλο θέλεις. Ό μάγος αγριεύει: —· Τότε δείξε μου τη ράχη σου. Δεν έχω άρε ξι γιά κου βέντες. Ό λευκός κυνηγός επιμένει παρακλητικά: —Γιατί, γμεγάλε Ντουχράν^ Γιατί ζητάς τά κεφάλια του Τοβρζάν καί τού Ταιμπόρ; Σου έχουν κάνει κανένα κακό; — "Οχι... Μαθαίνω όμως πώς έχουν γίνει τώρα φίλοι καί σύμμαχοι... "Έ, λοιπόν: "Οταν οι δυο αυτοί δαίμονες είναι αδελφωμένοι, ή ζωή μου κινδυνεύει. "Αργά ή γρήγορα θά τά βάλουν καί μ5 ©μένα... Καί τώρα είμαι παράλυτος, σακάτης... Δεν θά μπορέσω νά τά βγάλω πέρα μαζί τους. Τό σκελετωμένο ανθρωπό μορφο τέρας συνεχίζει: -—- Μήπως κι3 έσυ τά ϊδια καί χειρότερα δεν θά πάθης; "Οσο αυτοί οί δυο είναι άγκα
©ΜΙΚΡΟΙ λιασμένοι, δεν πατάς σίγου ρα έδώ στη Ζούγκλα. Κάπο τε θά βρουν πώς δεν είναι σω στο νά κυνηγάς καί νά σικοτώ νης τά θηρία τους... Καί τό λευκό κουφάρι· σου θά χόρτα ση- τά μαύρα κοράκια. Ό Τ·α)ρ ζάν κι5 ιό Ταιμπόρ δεν μάς συμ φήρει νά ζούν. 10 Μπράο υν μουρμ ουρ ί ζε ι σύλλογ ισμένος: — 5 Εσύ, Ντουχράν, είσαι παντοδύναμος! Γιατί λοιπόν δεν σκοτώνεις μέ μάγια τούς δυο αυτούς εχθρούς σου; ^ Ό μάγος κουνάει μέ λύπη τό κεφάλι του: -— Δεν μπορώ!... ΚΓ οί δυο αυτοί διάβολοι μοΰ έχουν σώσει κάποτε τη ζωή... Πρέ πει λοιπόν νά πεθάνουν από άλλο χέρι... ~Αν τούς άφαιρέ σω έγώ τη ζωή, θά πάθω με γάλο κακό. Ό θεός Κουρουκούν θά μέ τιμωρήση σκληΓ ρά! Ό λευκός κυνηγός κάνει μια πιροσπάθεια νά τόν ξεγε λάση: — "Έστω, Ντουχράν... Δώ σε μου τό μαγικό σου φίλτρο καί θά σου φέρω τά κεφάλια τους. 4Ο τετραπέρατος μάγος κά νει τόν κουτό. —■ Σύμφωνοι... Θά μοΰ φέ ρης τά δυο κεφάλια καί θά σού δώσω τό φίλτρο. ΑΘΟΡΥΒΟΙ -ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ
ΤΑΝ 0 ΜΠΡΑΟΥΝ Α νεβαίνει τ" Αμέτρητα χωματένια σκαλοπάτια καί βγαίνει στον ©πάνω κο-
Ο
13
ΤΑΡΖΑΝ σμο, έχει. άρχισει νά ^ξη)μερώ νηι. !ΚΓ άμέσως ξεκινάει βια στικός για τή σπηλιά πού_μέ νει ό φίλος του Ταρζάν. ~ίρει πώς ό^ άρχοντας τής Ζούγ κλας βγαίνει κάθε πρωΐ στο κυνήγι καί ττερνάει πάντα άπό τό ίδιο μονοπάτι. "Έτσι, φτάνοντας γρήγορα στο σηίμεΐο πού θέλει., κρύβε ται πίσω από κάτι πυκνά χα ράκλοδα (κα>ΐ |πα)ρα(μονεύε ι. Καί νά: Βόρεια βήματα ακούγονται σέ λίγο νά πλησιάζουν. Εΐναι ό Ταρζάν πού περ νάει αργά μέ το τόξο καί τις σαΐτες του. Σχεδόν άμέσως,, άπό τό ση μεΐο πού βρίσκεται κρυμμένος ό λευκός κυνηγός,, ένα άδύνα μο «κράκ» άκούγεται, Κάτι σάν τράβηγμα σκανδάλης. Κρότος πυροβολισμού όμως δεν άκούγεται. Σίγουρα τό π^ι στόλι του δολοφόνου λευκοί) κυνηγού θά έπαθε άφλογι στία. Την άλλη μέρα, πρωΐ-πρωϊ πάλι, ό Μπράουν πηγαίνει καί κρύβεται σ’ ένα μονοπάτ! απ’ οπού ξέρει πώς θά πέρα ση ο Ταμπρρ γιά νά ιμαζέψη γλυκάχυμους καρπούς. Καί νά: "Οταν τό όπρόμη το Ελληνόπουλο περνάει άπό μπροστά του, ένα αδύναμο «κράκ» άκούγεται πάλι. Τρομερό!... Ούτε αυτή τη φορά τό όπλο τού δολοφόνου παίρνει φωτιά. Πάλι άφλογ ι στία θάχη πάθει! Πάλι πυρο βολισμός δεν άκούγεται. Ό λευκός κυνηγός δεν δει χνει κσμριά στεναχώρια για
τις άτυχί'ες του αυτές. Φεύ γει σφυρίζοντας χαρούμενα καί περνάει άπό την κατασκή νωσί του. Οί άραπόδες του τον ρωτάνε ανήσυχοι: — Τί θά γίνη, αφέντη; ^Ε χουμε δυο μέρες νά κυνηγή σουμε θηρία! Ό Μπράουν χαμογελάει: — Σέ λίγες μέρες δέν θά χρειάζεται πια νά κάνω αυτή την παλιοδουλειά. Θά σάς πληρώσω τρεις φορές αυτά πού σάς χρωστάω καί θά γυ ρίσετε στά χωριά σας. Είναι πραγματικά άνεξήγη τη ή αισιοδοξία τού λευκού κυνηγού. Δυο φορές έπαθε ά φλογ ιστία τό πιστόλι του καί θά έπρεπε νά ήταν άπογοηιτευμένος πού δέν μπόρεσε' νά σκοτώση τον Ταρζάν καί τον Ταμπόρ καί νά πάρη τά πο λύτιμα γι’ αυτόν κεφάλια τους. Τί νά συμ'βαίνη άραγε; Μήπως κανένας θεός ή δαίμο νας προστάτευε τούς δυο αυ τούς άνδρες; Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ
ΕΤΑ τήν κατασκήνω σή ό Μπράουν φτάνει τρέχοντας στήν κατα κόμβη τοΰ_ φοβερού μάγου Ντουχράν. Στο Γάν άρού, ό πως τό λένε οι ιθαγενείς καί πού θά πή «Πηγάδι τής, φρί κης». Ό μάγος κυττάζει μ’ άπογοήτευσι τά χέρια του: — "Αδειος ήρθες; Δέν έφε ρες τά δυο κεφάλια; Ο μυστηριώδης κυνηγός τ’ αποκρίνεται;
Μ
14 — Δυο μέρες καί δυο νύ χτες ϋχω πού τούς παραμονεύω. Τίττοτοο δεν μπόρεσα νά «κάνω. Δεν βγαίνουν έξω γιά νά τούς κτυπήσω. Φαίνε ται πώς θά είναι κι5 οι δυο βαρειά άρρωστοι. Θά βρίσκον ται κλεισμένοι στις σπηλιές τους... — Γκ,οεμοτσακιίισου από μπροστά ιμου! Καί μη ξαναγυρίσης άν δεν ιμου ψέρης τα κεφάλια τους. Είτε γεροί1, εί ναι, εϊτε άρρωστοι, είτε πεθα μένοι! Άλλοιώς δεν πρόκει ται νά σου δώσω ποτέ τό μα γικό φίλτρο πού ζητάς. Ό λευκός κυνηγός τ' απο κρίνεται άποψ ασιατικά: —- Αύτή τή φορά θά στά φέρω τά κεφάλια τους. Ό κό σμος νά χαλάση,, θά στά φέ ρω! Και ξανανεβαίνοντσς τά
*0 Μπουτάτα έτσι πού κρέμεται φοβάται μή πέραση καμμιά κα τσίκα και του φάη το τσουλούφι,
Ο ΜΙΚΡΟΣ χωματένια σκαλοπάτια πού εΐ χε ικατέβει, βγαίνει πάνω στο ύπαιθρο. "Υστερα, αντί νά τρσβήξη προς την κατασκήνω σί του, παίρνει άντίθετη κο τεύθυνσι καί γρήγορα χάνε ται, σφυρίζοντας χαρούμενα, πίσω από την πυκνή κι’ ά γρια βλάστησι. "Εχει περάσει μια ολόκλη ρη έβδομάδα άπο τότε... ■Είναι μια νύχτα πού χαλάει ό Θεός τόν κόσμο. Μπτόρα, βροχή, αέρας, άστραπές καί κεραυνοί! Ό μυστηριώδης Μπράουν φθάνει ταλαιπωρημένος καί σέ κακά χάλια στο σημείο πού βρίσκεται τό Γιάν άρου, τό πηγάδι τής φρίκης του κα κου μάγου. Στά χέρια του κ,ρατάει ένα μαύρο σάκκο. Κατεβαίνει αλαφιασμένος τά χωματένια σκαλϋπάτι.α καί φθάνει γρήγορα στην υπόγεια τρομακτική καταπακτής. Ό Ντουχράν κυττάζει το σάκκο που κ,ρατάει καί τά μάτια του· λάμπουν άπό χα ρά. — Έπί τέλους! Τά έφεεες λοιπόν; Ό λευκός κυνηγός φαίνεται πολύ ταραγμένος. Τά χείλη του τρήμουν καθώς ψιθυρίζει: —Ναι παντοδύναμε μάγε[ Σου έφερα τά κεφάλια του Ταρζάν καί του Ταιμπόρ. ? Η ταν κι5 οι δυο βοΐρειά άρρω στοι ! Μπήκα στις σπηλιές τους καί τούς εσφσιξα λίγο πριν ξεψυχήσουν! Αναποδογυρίζει τό σάκκο κι3 άδειάζει κάτω τά δνό
ΤΑΡΖΑΝ φάλια των άγαίπημένων ηρώ ων τής Ζούγκλάς. Τά αίματα στους λαιμούς τους έχουν τπά ξεροθή... Ή έκφρασι των δυο προαώττων τους είναι τρομακτική. Τά μάτια τους ορθάνοιχτα, γουρλωμένα καί θολά! Τά δόντια τους σφιγμένα. Τό δέ|ρ μα τους έχει Γττάρει ένα πα ράξενο χαλκοπράσινο ^ χρώμα. Ό ,Ντουχράν μέ την πρώ τη ματιά πού τούς ρίχνει κα ταλαβαίνει. Και τό τερατό μορφο πρόσωπό! του παίρνει έκφ,ρασι τρόμου καί φρίκης, καθώς ξεφωνίζει: —Χολέρα)! Χολέρα!;.. Θά κολλήσω καί θά πεθάνω ! Γικρεμοτσακ,ίσου γρήγορα ! Βγάλτα έπάνω ικαί τρέξε νά τά θάψης μαικρυά! "Υστερα ξ α,ναγύρ ισε στο άνο ι γμα τής καταπακτής μου καί φώναξε άπό πάνω χωρίς νά κατέβης· Θά σου στείλω τό φίλτρο μέ τή γρηά.
15
Ξαφνικά τρεις ττεινασμένοι κρο= κόδειλοι παρουσιάζονται γύρω.
στο σκοτάδι, στη μπάρα ’<αι στο χαλασμό τής τρομερής νύ χτας.
"Οταν ύστερα άπό λίγη· ώρα ξαναγυρίζει, σκύβει στο άνοιγμα τής καταπακτής καί φωνάζει: Η ΕΠΙΘΕΣΙ — Έ, Ντουχράν! Έκανα ΤΟΥ ΓΟΡΙΛΑΑ αυτό πού μου είπες... ΜΠΡΑ0ΥΝ παίρνει τά .Καί νά: Σέ λίγο φθάνει έ δυο κεφάλια και τά τα πάνω, ανεβαίνοντας αργά, ή κτοποιεΐ στις μαίσχάλες τερατόμορφη, μαύρη γρηά. του χοορΐς νά βιάζεται. Ό Παρατάει μά έξω ένα μικρό πή γος ουρλιάζει αφρίζοντας ά λινο βαζάκι. πό τό κακό του: Ό Μπράουν τ5 αρπάζει μέ -— Φύγε άσπρε σκύλε! Δέ λαχτάρα καί τό βάζει στα πό βλέπεις λοιπόν; Οι άνθρωποι δια, τρέχοντας σαν τρελλός πού έσφαξες είχαν χολέρα! μέσα στη μανιασμένη* θεομη Θά κολλήσουμε και θά πεθάνία. Οί αστραπές φωτίζουν τό νουμε ολοι μας! δρόμο του κι5 οι κεραυνοί Ό λευκός κυνηγός ξανανε τσουρουφλίζουν τά μαλλιά βαίνει τά χωματένια σκαλο του. πάτια, βγαίνει έπάνω και χά Τή φορά αυτή όμως τραβά νετρα μουρμουρίζοντας έξω ει κατά τήν κατάσκήνωσί τρυ,
Ο
© ΜΙΚΡΟΙ
16 ένώ στο χέρι σφίγγει γερά το μικρό πολύτιμο βαζάκι. Ή τροπική μπάρα συνεχίζεται. Ό λευκός κυνηγός, ό άπαί σιος δολοφόνος των δυο έτοιμοθανάτων παλληικαριών, του Ταρζάν καί του Ταμπορ, προ χωρεΐ άρκετά έτσι. "Ομως χά νει γρήγορα τη σωστή κατεύθυνσι και πολλές ώρες ταλαι πωρεΐται μέσα στην καταιγί δα. "Εχει κσυρασθή τώρα πάιρα πολύ. Οι καταρράκτες τού ουρανού τον έχουν μουσκέψει μέχρι τά κόκκαλα! Δεν μπο ρεΐ πιά νά τρέξη. Προχωρεί άργά καί σκυφτός σαν γέρον τας. Δεν έχει ούτε δύναμη ού τε μουράγιο πιά!... “αφνικά, κι* ένώ έχει άπογοητευθή νοιώθοντας πώς εί ναι άδύνατο μέσα σ’ αυτό το πανδαίιμόνιο τού ουρανού νά ξσναβρή το σωστό δρόμο, άν τικρύζει — στο φως μιας α στραπής — τό σκοτεινό άνοι γμα κάποιας σπηλιάς. Τρελλός από χαρά καί λα χτάρα μπαίνει γρήγορα μέσα γιά νά προφυλαχΟή από τή βροχή και νά ξεκουραστήΑ Φαίνεται όμως πώς τό ίδιο ε! χε κάνει πριν αητό αυτόν και κάποιος άλλος. Ό Μπράουν προχωρώντας στο έσωτερ ικό τής σπηλιάς δεν τον βλέπει και πατάει έπάνω του. Είναι ένας γιγαντόσωμος γορίλλας που ξυπνώντας άπό τό πάτημα, βγάζει άγριο ούρ λιαχτό και χύνεται νά τον κα τασπαράξη, Ό λευκός κυνηγός είναι·, γερόι^ κι* άτρόμητος άνδρας. Αρχίζει νά παλεύη μαζί του
στο σκοτάδι. Μά ό γορίλλας είναι όχι μόνο πιο δυνατός, μά κάΐ ξεκούραιστος. "Ετσι γρήγορα καταφέρνει νά τον ρίξη κάτω. Ό Μπράουν δεν χάνει τήν ψυχραιμία του. * Ανάσκελα κα θώς εΐναιν μέ τό αριστερό χέ ρι κρατάει τό βαζάκι .τού μά γου και μέ τό δεξιό καταφέρ νει νά βγάλη. άπό τή θήκη τή<£ ζώνης τό πιστόλι του. Και τραβάει τρεΐς φορές τή σκαν δάλη μέ τήν κάννη άκουμπησμένη στήν κοιλιά τού θηρίου. ιΝά όμως που αυτή τή φο ρά τό όπλο του δεν παθαίνει άφλογιστία. Τρεις πυροβολι σμοί άντηχοΰν στό^ σκοτεινό κούφωμα τής σπηλιάς. Και ό φοβερός γορίλλας, ούρλιάζον τας τρομακτικά, σωριάζεται πάνω του νεκρός. Ό Μπράουν άνασηκώνεται και σέρνοντας τον άπό τήν ούρα τον βγάζει έξω. 'Ύστερα ξαναγυρίιζει κατάκοπος, μέ καταματωμένο κορμί και ^ξα πλώνει κάπου νά ξαποστάση. Είναι ρμως αφάνταστα εξαν τλημένος καί πέφτει γρήγρρα σ3 ένα βαθύ ύπνο, σάν λή θαργο... Η ΓΙΑΡΑΜΠΑ ΑΝΗΣΥΧΕ!
Ο ΠΡΩΊ·, ή πανώρια μελαψή κσπέλλα), βρί σκεται έξω άπό τή σπη λιά μέ τά μάτια κατακόκικινα άπό τό κλάμα. Πλάϊ της μελαγχολικός κι* ό Μπουτάτα. Ό Ταμττόρ έχει έξαφανιστή άπό χθες. Ή Γιαράμπα μέ τρν Τσρυλουψη έψαχναν ά
Τ
ΤΑΡΖΑΝ δικά ολη τή νύχτα μέσα στην καταιγίδα και τον κατακλυ σμό. Κάθε φορά πού ή μελαψή κοπέλλα ξεσπάει σέ λυγμούς; ό Μπουτάτα προσπαθεί νά την παρηγόρηση: χ— "Ωχ, αδερφέ!... Καί νά μην ξαναγυρίση, δεν χάλασε ό κόσμος! Έγώ νά είμαι κα λά!... Σέ μιά στιγμή ή νέα τον παιρσκαλεΐ: — Τρέξε, καλέ μου, στή σπηλιά του Ταρζάν... Τρέξε νά ,ρωτήσης... Μπορεί έκεΐ νά ξέρουν τίποτα. Ό Κέφαλος στραβομουτσου νιάζει: — Δεν έχω κουράγιο πιά. Τ’ άντερά μου γουργουρίζουν από τήν πεΐνα... Θά πάω νά κυνηγήσω κανένα έφτομηνίτι κο ζαρκάδι. 5Από τήν πολλή χορτοφαγία εδώ, θά βγάλω κέρατα καί θ’ αρχίσω· νά βελά£ω: ^ Μπέεε... Μπέεε!... Αμέσως, παρατώντας τή Γιαράμπα, φεύγει γιά τό κυ νήγι του. •Προχωρεί αρκετά χωρίς ν3 άπαντήση κανένα φαγώσιμο ζωντανό. "Ωσπου τέλος μπρο στα στο άνοιγμα μιας σπη λιάς αντικρύζει τό νεκρό κορ μί ενός γιγαντιαίου γορίλλα. — Περίεργο, μουρμουρί ζει. Πότε τον σκότωσα καί δέν τον πήρα χαμπάρι; ^ Δειλά-δειλά περνάει από τό άνοιγμα καί προχωρεΤ στο βάθος τής σπηλιάς. Τά ηλί θια μάτια του φουσκώνουν α πότομα σαν λουκουμάδες πού πέφτουν σέ ζεματιστό σουσα
μόλαδορ Στή μέση τής σπη λιάς βλέπει νά κοιμάται βαθειά ό λευκός κυνηγός. Στ3 αριστερό του χέρι σφίγγει άκόμα ένα μικρό πήλινο βαζά κι γεμάτο μ3 ένα πηχτό ρε τσίνι, Ό Τσουλούφης του τό παίρ νει από τά δάκτυλα, τό φέρ νει στά ρουθούνια του, παίρ νει μιά βαθειά ανάσα κι* άνα στενάζει ηδονικά: — "Ααα!... Και νεκρούς άνασταίνει τό άτιμο! Ή μυρωδιά του είναι υπέ ροχη καί μεθυστική. Ό Μπουτάτα μονολογεί συλλογισμένος: ^ — "Αν τό είχα πάνω μου, θά ιμέ ιμύριζε ή Μπουμπού καί θά ξετρελλαινόταν μ/3 εμένα... Ευκαιρία λοιπόν νά γίνω καί γόης! ^ 3Αμέσως βγάζει από τό βα ζάκι τό παράξενο πηχτό ρε τσίνι^ καί τό κρύβει όλο στη μικρή εσωτερική τσέπη τού τομαρένιου παντελονιού του. "Υστερα βγαίνει μέ τ3 άδειο βαζάκι έξω από τή σπηλιά κι3 αρχίζει ^ νά ψάχνη στους κορμούς ^ των γύρω δέντρων. Τέλος βρίσκει κάποιο πού σ3 ένα σημείο του έχει βγάλει αρκετό ρετσίνι. Γεμίζει από αυτό τό βαζάκι καί ξαναγυρίζοντας γρήγορα στή σπη.λιά, τό βάζει πάλι στην αρι στερή παλάμη: τού κοιμισμέ νου Μπράουν ψιθυρίζοντας: — "Εντάξει,. Ούτε γάτος, ούτε ζημιά. Καί ξαναβγαίνοντας 6ιοοσιικός έξω, τό βάζει στά πό^ δια.
1ί ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΟΥΝ ! ΠΑΡΑΞΕΝΟ^ όμως : "Οσο προχωρεί τόσο το βήμα του γίνεται πιο αργό. Αές καί τα 'ττόβια του έχουν πάψει πια! να υπαΐκοϋνε στη θέλησί του. "Ωσπου γρή γορα στουμ'ατάνε και δέν προ χωρούν άλλο. Μια παράξενη δύνάμι· τον σπρώχνει να ξανσ γυρίση πίσω στη σπηλιά. Σαν ένας .μεγάλος κι3 αόρα τος ;μαγνήτης να τον τραιβάη προς τά εκεί. Ό Μπουτάτα παραξενεύε ται —Μυστήριο πράμα!... Ε γώ κάνω μπροστά και τά πό
ό ΜΙΚΡΟΙ δια μου πίσω ! ΤΩρες είναι νά ,μοΰ φύγουμε καί νά τρέχω νά τά ...κυνηγάω! Μπά σε καλό τους! Καί κάνει άλλη «μιά προ σπάθεια νά προχωρήση, 'μά χωρίς αποτέλεσμα πάλι. Τά πόδια δέν του δίνουνε ικαιμμιά ση,μασία. Αυτά σώνει και κα λά ζητάνε νά γυρίσουν πίσω. Ό Τσουλούφηις σκύβει την τεράστια κεφάλα του, τά κυτ τάζει άγρια καί τά (μαλλώνει: — Οΰ νά ιμου χαίθή,τε πά λη οπόδαρα! Ούτε για «πα τσά νυχτός» δέν κάνετε... Καί συνεχίζει άγανακτισμέ νος: — Μωρέ καλά κάνουν τά κάρρα καί έχουνε ρόδες. ΕΤ-
Καί οί άγριες γυναίκες χύνονται νά σπαράζουν τούς άνδρες τους.
ΨΑβϊΑΗ
'Ο Μττράουν δείχνει στο μάγο Ντουχράν τά κομμένα κεφάλια του Ταοζάν και τού Ταμττόρ.
ναι πιο έξυπνα άπά έμάς! 'Ό,τι ικι<* αν κάνη ομω·ς, ό παράξενος μαγνήτης τον τρσβάει μ5 αφάνταστη· ίδύναμι κι* επιμονή. Κι’ ό Μπουτάτα, θέ λοντας και μήν ^αΐναιγυρίζει στο άνοιγμα τής σπηλιάς. Περνάει πάνω άτό το ικορμ:ι του σκοτωμένου γορϋλλα και μπαίνει μέσα. Αμέσως σκύ βει αγκαλιάζει ιμ’ αγάπη και λαχτάρα τον κοιμισμένο λευκό κυνηγό, τον χαϊδεύει, τον φΐλάει_καΐ τού λέει: — ιιύπνα «γλύκα μου» πού λέει κι5 ή Μπουμπού, -ύπνα γιατί σ’ άγαπάω ιμέχρις άηδίοος πιά!... 10 Μπράουν ξαφ ν ιάζετα ι,
πετιέται όρθιος και ρωτάει σαστισμένα: — Έσύ έδώ; Πώς βρέθη κες; Ό Τσουλούψης γονατίζει μπροστά του σε στάσι έξομολογήσεως κι5 αρχίζει: — Πολυαγαπημένε μου, Μπράουν ! θμαι σκλάβος σου δούλος σου καί εϊλωτάς σου!^ Θά κάνω δ,τι μού λες: Καί τό λαιμά νά μου πης νά κό>· ψω, θά τον κόψω. Καί τη Μπουμπού νά μού πήις νά παν τρευτώ, θά την παντρευτώ! Παίρνει β αθεΐα ,ανάσα καί συνεχίζει: — ιΚαλο μου Μπραουνάκι! Κράτα με κοντά σου καί θά
© ΜΙΚΡΟΙ γίνω γη νά μέ παπάς,λ κι* ου ρανός νά μέ κσυτουλάς!... Ό λευκός κυνηγός τον κυτ τάζει μ1 .απορία. — Τρελλάθηκες, Μπουτάτα £_ ζαφνιικα όμως θυμάται τό πήλινο βαζάκι πού σφίγγει ασυναίσθητα στην παλάμη και τά μάτια του λάμπουν πα ράξενα. Του τό δείχνει μέ :μιά ξαφνική κίνηισι καί τον ρω τάει: — Μήπως μύρισες τό ρε τσίνι πού εχειι -μέσα; — Ναι τό ιμύρισα κι’ ήταν υπέροχο! Ό Μπράουν χαμογελάει ι κανοποιημένος. Τό .μαγικό φίλ τρο του Ντο^χράν έχει κάνει τό θαύμα του. Έτσι 6 φοβε ρός άρκουδάνθρωπος Γκαρού χα, μόλις τό μυρίση, θά γίνη ένα παιχνιδάκι στα χέρια του — όπως ό Μπουτάτα — πού θά μπορή νά τον κάνη ό,τι θέ λει. ιΠαραιμερίζει λοιπόν ιμέ τό πόδι του τον Κεφάλα, (μουρ μουρίζοντας: — Φύγε τώρα... Έγώ θά πάω στην ,Πέρα Ζούγκλα νά πιάσω ζωντανό τό Γκαρούχα. Ό Τσουλούφης είναι ανέν δοτος : — Δεν πάω πουθενά! Θά μείνω ..μαζί σου (μέχρι την τετάρτη -Παρουσία! Ό λευκός κυνηγός χάνει την υπομονή του. Τον άρπα ζε ι άπό τό τσουλούφι, βγαί^ νει^ έξω άπό τη σπηλιά, και τού δίνει μιά φοβερή ικλωτσιά. Ή μαύρη μπάλλα τού Μπου τάτα διαγράφει καμπύλη στο
κενό και πέφτει άνάμεσα σέ δυο κοντινούς κορμούς δέν τρων, ξεφωνίζοντας πανηγύρι κά: — .Πκώωωλ! Ό Μπράουν σίγουρος πιά για την άποτελεσματικότητα τού φίλτρου, δεν συνεχίζει την πρρεία γιά τήν κστασκήνωσί του, μά ξεκινάει βιαστι κός γιά τό μεγάλο ποτάμι. Ό Μπουτάτα τρέχει πάλι ξοπίσω του: — "Ε, (μπάρμπα ποδοσφοα ριστή !... Μονάχος φεύγεις; Δεν θά πάρης μαζί καί τή... .μπάλλα σου; ^ Ό λευκός κυνηγός σταμα τάει αγριεμένος: — Φύγε, τού λέει. Φύγε γιατί θά πάθης ιμεγάλο κακό. Ό Τσουλούφης επιμένει: —- ^Αδύνατον! Ούτε νά τό συζητάς! Μαζί θά ζήσουμε καί μαζί θά πεθάνουμε! Ό Μπράουν γίνεται θηρίο ανήμερο. Τραβάει τό πιστόλι του καί τον σημαδεύει στο κεφάλι. Τή στιγμή όμως πού κάνει νά τραβήξη τή σκανδά λη, αλλάζει γνώμη 'καί τό ξα ναβάζει στή θήκη του. Κι* α μέσως, κόβοντας ένα χο,οτό^ σκοινο, τον δένει γερά άπό τά μιικροσκοπικά ποδαράκια καί κρεμώντας τον άνοποδα στο χαμηλό κλαδί κάποιου δέντρου, φεύγει. Ό Μπουτάτα ξεσπάει σέ κ,ωμ ικοηραγ ικούς λυγμούς: — 5Αμάν, κακό πού τδπαθα! "Έτσι ανάποδα πού μέ κρέμασε, θά περάση, καμμιά κατσίκα καί θά φάη τό τσο» λουφάκι μου!
ΤΑΡΖΑΝ Ο ΑΡΚΟΥΔΑΝΘΡΠΠΟΣ
ζι
τρεΐς πυροβολισμούς στον άέρα. Τά μαύρα τριχωτά θη^· Ρ'ίια νομίζουν πάλι πώς είναι ΛΕΥΚΟΣ κυνηγός^ φθά κεραυνοί καί τό βάζουν στά νει βιαστικός^ στην ό πόδια. χθη του μεγάλου ποτά άκούγοντας μου. Και κολυμβητής καιθώ^Στο μεταξύ, τούς πυροβολισμούς, έχει βγή εΐναι, δίνει μια βουτιά και τρομαγμένος στο άνοιγμα τής πέφτοντας στο νερό προχωρεί σπηλιάς ό Γκαρούχα. Ό λευ κατά την άντικιρυνή όχθη. κός κυνηγός τοΰ πετάει στά Δεν προφταίνει όμως νά πόδι^ τό μικρό πήλινο βαζάπροχωρήση ούτε δέκα μέτρα, κι με το ρετσίνι. Δεν πρέπει όταν τρεΐς πεινασμένοι κροκό να ξεχνάμε^ πώς^ τό μαγικό δειλοί παρουσιάζονται μ" άφίλτρο τό έχει κλέψει ό Τσου νοιικτά τα τεράστια σαγόνια λούφης. τους. Ό άρκουδάνθρωπος παρα Ό Μπράουν τράβάει τό πι ξενεύεται. Τό σηκώνει στά χέ στόλι του. Είναι από τούς ρια του, τό περιεργάζεται σκοπευτάς πού περνάνε σφαΐ καί τέλος τό μυρίζει. ρα ιμέσα άπό^ δαχτυλίδι. ^Ε Ό Μπράουν καγχάζει πα τσι πυροβολεί τά θηρία στα νηγυρικά : μάτια. "Άν τά κτυπουσε σε ^— Αυτό ήτανε! ^ Χά}, χά„ ΟΉΟΐοδήποτε άλλο ίμερος του χά!... Τώρα πού μύρισες τό φολιδωτού κορμιού τους τά μαγικό φίλτρο τού Ντουχράν πυρωμένα βλήματα θά ξαν συ θά είσαι σκλάβος μου παντο γύριζαν πίσω. τεινός. θά κάνης δ,τι σε δια Οί κτυπημένοι κροκόδειλοι τάζω ! σπαρταρούνε γιά λίγο βγά Ό Γκαρουχα είναι πονηρός ζοντας σπαρακτικά στριγγλίσάν αρκούδα. Καταλαβαίνει σματα. Τά νερά γύρω τους ά πώς τό βαζάκι είναι γεμάτο ψρίζουν. “Ύστερα γυρίζουν άμέ τό κοινό ακίνδυνο ρετσίνι. νάποδα με την κοιλιά πρός Καί γιά νά τον ξεγελάση, κά τον ουρανό και μένουν άκίνη νει πώς έχει τάχα μαγευτή! τοι. Νεκροί! "Αμέσως γονατίζει καί τον πα Ό λευκός κυνηγός συνεχί ρακσλάει: ζει ατάραχος τό κολύμπι του καί περνάει άπέναντι. Τέλορ, — "Αφέντη λευκέ λυπή προχωρεί βιαστικός και φτά σουμε! Καί στη φωτιά νά μοΰ νει στη σπηλιά του αρκούδάν πής θά πέσω νά καώ!... θρωπου. Οί γιγαντόσωμες άρ Ό κυνηγός μέ τό πιστόλι κοΰδες του πού βρίσκονται ζα στο χέρι, τον διατάζει νά προ πλωμένες άπ" έξω, μόλις τον χωρήση γιά τό μεγάλο Ποτά βλέπουν νά πλησιάζη, χύνον μι. Αυτός τον ακολουθεί άπό ται νά τον κατασπαράξουν. πίσω. ^ Ό Μπράουν τραβάει πάλι Ό Γκαρούχα προχωρεί υ πάκουα, περιμένοντας την κσ Τό πιστόλι του καί ρίχνει δυο Κ0ΡΟΊΆΕΥΕ8
0
Ο ΜΙΚΡΟΙ
22 τάλληλη ευκαιρία νά τον κα>ταβραχθίση. Και νά: Τή στιγμή που •περνάνε ανάμεσα άπό δυό με γάλους βράχους, γυρίζει άπό το.μία πίισω κι' απλώνει τις χε ρούκλες του για ν’ άρπάξη τον Μπράουν. Εκείνος προ φταίνει και τραβάει τή σκαν δάλη. του. "Ομως πυροβολι σμός 9έν άκούγεται. Τό πι στόλι είναι άδειο. Οί .σφαίρες του έχουν σωθή. Νά τό ξανα γεμίση δεν προφταίνει καί τό βάζει στα ποδιά για νά σω6η. Ό άρκοϋδάνθρωπος τον κυνηγάει, ουρλιάζοντας μΐέ λύσσα: — Σκύλε! .. Κανένας δεν γλυτώνει άπό τά δόντια μου! Ό Γκαρούχα μέ τις τερά στιες διαστάσεις καί τό με γάλο βάρος τού κορμιού του
δεν μπορεί νά τρέξη, γρήγορα δπως ό Μπράουν. "Έτσι, γρή γορα ό λευκός κυνηγός προ χωρεί καί χάνεται άπό τά μά τια του. Τρέχει άλ-αφιασμένος κατά τό ποτάμι, μονολο γώντας: —- Τήν επαθα!... Τό φίλ τρο δεν έκανε τίποτα! Ό κα κός μάγος με ξεγέλασε... Σε μιά στιγμή όμως θυμά ται τον Μπουτάτα: — Περίεργο, μουρμουρίζει σά ν' άλλάζη γνώμη. Αυτός ό «μαυροκέφσιλος» μόλις τό μύρισε μαγεύτηκε! Ό άρκουδάνθρωπος βλέπει πώς δεν μπορεί νά τον φθάση ικία!ί σταιματάει γρήγορα. Ετοιμάζεται νά γυρίιση· πίσω στή μεγάλη σπηλιά του. Νά όμως πού ξαφνικά α κούει άνθοώπινα ποδοβολητά νά πλησιάζουν. Κρύβεται βια στιικά πίσω άπό κάτι πυκνές φυλλωσιές καί παραμονεύει σαν πεινασμένο θηρίο. Σέ λίγες στιγμές κάτι βλέ πει καί τ3 απαίσια μάτια του γουρλώνουν άπό άγρια χαρά, καθώς μουγγρίζει μέσα άπό τά δόντια του: —- Μμμ... Καλώς τά που λάκια μου!... Σήμερα θά μαο σήσω καλά! ΜΑΥΡΕΣ
Οί άρκούδες του Γκαρούχα χύ νονται νά σ-τταράξουν τό λευκό
κμνηγρ,
ΝΕΡΑ-ΙΆΕΣ
Σ ΞΑΝΑΓΥΡ I ΣΟΥΜΕ τώρα κοντά στο δυστυ χιίσμένο Μπουτάτα πού τόν αφήσαμε κρεμασμένο άνά πθ5σ άπό τό χισ|μί'/\ό κλαδί τού δέντρου. Δέν περνάει πολλή ώρα^όΤάν ξαφνικά ςνα «μπουλούκι
ΤΑΡΖΑΝ από νέες ικι* όμορφες ανθρω ποψάγες περνούν από κεΐ τροο γουβώντας. Τον βλέπουν και μαζεύονται γύρω του1 γελών τας. Ό Τσουλουφης έτσι, όπως εΐναι κρεμασμένος, αρχίζει νά τις μετιραη.·: — Μιά, δυο, τρεις, τέσσε ρις, πέντε... Τις ιβγάζει σαοάνταδυό ό λες καί μουρμουρίζει ίκαινοποι ημένος: — Εντάξει... Την πάθαμε Μπουτάτα! Οί άγριες ίάραπίνες τον λύ νουν βιάστικά,, τον κατεβά ζουν και μαζεύουν από γύοω ξερά κλαδιά και φρύγανα. Σέ λίγες στιγμές έχουν άναψες κιόλας τή φωτιά που θά του ψήσουν γιά νά τον φάνε. Κάθε μιά θά πάρη ένα μικρό .κομμά τάκ ι. Ό Τσουλουφης βλέπει τις κινήσεις τους καί καταλαβαί νει την τύχη πού τον περιμέ νει. — Αμάν, μωρέ κορίτσια! Τί θά φάτε άπο μένα; Ούτε γιά μεζές του ουζοο δεν σάς φτάνω! ^ Οί όμορφες άνθρωποφάγες δεν τον προσέχουν. Κυττάζουν πώς νά φουντώσουν γρή γαρα τά κλαδιά γιά νά κά νουν τή θράκα που τους χιρει άζεται. Ό άμοιρος Μπουτάτα τό παίρνει άπόφασι: —Τί νά γίνη,Ι Γραφτό μου ήτανε νά πάω «ψητός». Πάλι καλά που δέν μέ κόβουνε καμ ματάκια - κομματάκια νά μέ κάνρυνε τασκεμπάπ!.,,
23
— ’Αφέντη λευκέ λυπήσου με!, τού λέει ό άρκουδάνθρωπος.
Ξαφνικά όμως, τά ηλίθια μάτια του φωτίζονται παράξε να. Έχει θυμηιθή τό άρωμα τ ικό ρετσίνι που βρίσκεται στην κρυφή τσέπη; του τομαρένιου παντελονιού του. Τό βγάζει γρήγορα καί γιά νά τις καλοπιάση τους τό δίνει νά τό (μυρίσουνε: ^ — Να (μωρέ νεράιδες. "Αν δεν (μέ περιδρομιάσετε, θά σάς τό μοιράσω. Νά μοσκο βρωμ άτε σ’ όλη σας τή ζωή! Οι άρσπίνες ξετρελλιαίνοντα^ μέ τή μυρωδιά τού μαγι κού φίλτρου. Σκοτώνονται ποια νά τό πρωτομΜρίση. Καί νά: Αέν περνάνε λίγες στιγμές κ'αί γίνονται άγνώρι στες. Σβήνουν τή φωτιά καί γονατίζουν μέ σεβασμό καί υ ποταγή μπροστά στον Μπου τάτα. Τού λένε πώς τον άγσττούν, πώς τον λατρεύουν καί
24 πώς θά γίνουν σκλάβες του πάντοτε ινές. Ό Τσουλουφης κίρατάει τώ ρσ πόζοο: — Π ερ ικαλώ, περ ικαλώ!.,. Νά λείπουν τά σορόπια! ΕΤμ'αι άρραβωνιαστήρ τής λεπτε τρίλεπτης Μπουμίπού. Έκεΐνες δμως έπιμένουνε κι5 ό Μπουτάτα αναγκάζεται νά τραβήξη τή σκουριασμένηκουμπούρα του. — 3Έξω, καρσίκάξες!^ Θά τραβήξω δυο - τρεις στον άέ ρα καί θά γίνετε περικοκλά δες στά δέντρα! λ Οι άμορφες άνθρωποφάγες δεν άκοΰνε τίποτα. Αγκαλιά ζουν την κεφάλα του, πότε ή μά, καί πότε ή άλλη;, καί τον φιλούνε. Ό κωμικοτραγικός Μπου τάτα αναστενάζει: — 3Άααχ!... Μ ή μέ παρα ξηγήσετε, κορίτσια! Θά σάς φιλούσα κι/ εγώ, μά εϊσσστε πολλές καί θά κοψομεσιαστούν τά ..χείλη μου! Κι3 αμέσως ξεκινάει αγέ ρωχος. Τραβάει κατά τη δύσι πού βρίσκεται ή σπηλιά τού άρχοντα τής Ζούγκλας. Θέλει νά κάνη τό κομμάτι του στη λεπτεπίλεπτη Μπουμπού. Οι άγριες κοπέλλες άκολουθάνε σάν σκλάβες πίσω του. ΜΙΑ ΚΑΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΔΥΟ
ΤΗ ^σπηλιά βρίσκονται μονάχα ή Ζολάν κι5 ή Μπουμπού. Ό Ταρζάν έχει κι5 αυτός έξαφανιστή άπό χθες, όπως κι* ό Ταμπόρ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ή συντρόφισσά του έχει πέ σει στά χορταρένια στρωσίδια της ικαί κλαίει απαρηγόρητη. Τι ωραία καί μοιραία Μπου μπού προσπαθεί νά την πα ρηγόρηση,. _ — Καλέ μην κάνεις έτσι, γλύκα μου! Ό κόσμος είναι γεμάτος άντρες, μετά συγχω ρήσεως! -αφνικά όμως, άκούει πολ λες γυναικείες φωνές καί πετιέται έξω περίεργη. Βλεπει πόν άρραβωνιαστήιρ της μέ τις σαρανταδυό όμορφες άρα πίνες του καί γίνεται πράσι νη σάν τή ντομάτα. ®Όταν εΤναι άγουρη φυσικά. Ό Τσουλούφης κάνει τις απαραίτητες συστάσε ι ς: —Άπό δώ, τό χαρέμι μου, ζωή νάχη!... Καί δείχνοντας την τρομα κτικά λεπτή κι3 αδύνατη άρα πινούλα, προσθέτει: ^— Κι3 άπό δώ ό... σκελε τός τής «μνηστήο» μου, πού νά μην άβασκσθή! Ή ζήλεια θολώνει τό μυα λό τής Μπουμπούς καί χύνε ται σάν τρελλή νά σπαράξη τις άμορφες αντίζηλες. Οι άραπίνες δμως είναι άν Θρωποφάγες καί δέν χαρατεύουνε. Σέ λίγες στιγμές ή άραπινούλα βρίσκεται κάτω κι' αυτές όρθιες πάνω της νά τήν κλωτσάνε καί νά τήν πο δοπατάνε ! Ή λεπτεπίλεπτη μαύρη, πού καταλαβαίνει τώρα μέ τί «τρυφερά» θηρία έχει νά κάνη,, στριγγλίζει σά γαύρου νόπουλο πού τό σφάζουν: ~ Βοήθεια, γλύκα μου!,,,
21
ΤΑΡΖΑΝ Μέ φάγανε οι στρίγγλες! Ό Μπουτάτα παρακολουΘεΐ το μακελλειό ατού γίνεται
άτάραχος. — "Αν σε φάγανε, φάτες κι* εσύ! Αυτές είναι γυναικεΐ ες δουλειές. Έμενα δε μου πέφτει λόγος! Στο μεταξύ «κι’ ή Ζολάν α κούει τό κακό πού γίνεται έ ξω καί βγαίνει νά σώση τή Μπουμπού. Βλέποντας όμως πώς οί άραπίνες είναι τόσες πολλές, «ρίχνει κι5 ένα πυρο βολισμό στον οοέρα. Οί άνθρωποφάγες άκούγον τας τον κρότο τρομάζουν α φάνταστα και παρατώντας σέ κακά χάλια τό θύμα τους, τό βάζουν στά πόδια, σκορπί ζοντας εδώ κΓ έκεΐ. Τό χαρέ μι τού Μπουτάτα δέν υπάρχει πιά. Ό Τσουλούφης διαμαρτύρε ται άγανακτηΤσμένος: ^— Γιατί πυροβόλησες, α φέντη Ζολάν; “έρεις πώς μου διάλυσες την οικογένεια!; -έ ρεις πώς μου χάλασες τό σπί τι'\
Αμέσως, παρατώντας τις δυό γυναίκες, τρέχει εδώ κΓ έκεΐ φωνάζοντας: —Πίσω όλες!... Έγώ εί μαι έδώ! Τέλος συγκεντρώνει τό χα ρέμι^ του καί φεύγει για τό μεγάλο ποτάμι.. Ένας παρά ξενος μαγνήτης τον τραβάει στην Πέρα Ζούγκλα. Θέλει νά ξανασυναντήση τό λευκό κυνη γό πού τόσο ξαφνικά κι5 άδι κα ιολό-γη τα τον έχει αγαπή σει. Σίγουρα θά είναι ή ένέρ γεια του «μαγικού φίλτρου τού
Ντουχράν. Μά, καθώς προχωρούν, μια φοβερή περιπέτεια τούς περί -μένει. ΑΝΔΡΟΓΥΝΑΙΚΟΠΟΛΕΜΟΣ ΝΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ ά γριοι καννΐβαλοι πού έχουν χάσει τις γυναί κες τους καί ψάχνουν στη α πέραντη Ζούγκλα γιά νά τις βρούν, παρουσιάζονται μπρο στά τους. Καί τις βλέπουν ν’ ακολουθούν ξετρελλαμένες α πό αγάπη., τον άράπη μέ τό τεράστιο κεφάλι καί τό μικροσκοπικό κορμί. Οί άνδρες χύνονται ν’ αρ πάξουν τις γυναίκες τους, ό μως εκείνες θηρία άνήμερα καί μέ νύχια καί δόντια ζητά νε νά τούς σπαράζουν. — "Όχι, όχι, ξεφωνίζουν ά γρια. Έμεΐς αγαπάμε τον Κε φάλα!... Τό μαγικό φίλτρο τού κα κού Ντουχράν τούς έχει άφαι ρέσει κάθε λογική. Οί καννΐβαλοι φυσικά επι μένουν νά τις πάρουν κι* ένα τρομακτικό μακελλειό αρχίζει νά γίνεται. Τά ανδρόγυνα χτυ· πιούνται καί σπαράζονται μ’ αφάνταστη λύσσα καί μανία. Ό Μπουτάτα κάθεται άγέ ρωχος σέ^μιά πέτρα καί πα ρακολουθώντας τό κακό πού γίνεται, αναστενάζει: — Μεγάλος γόητας θά εί μαι! Κοπ δέν τό ήξερα, ό φουκαράς! Καί γιά νά δώση. κουράγιο στο χαρέμι του, φωνάζει: λ— Επάνω τους κορίτσια! Φάτε τους τά μουστάκια!
16 ΟΙ ;άιραττΐνες δείχνονται πιο δυνατές κι’ ατρόμητες άπό τούς άντρες τους. Τραυματί ζουν βαρεία κάμποσους από αυτούς. Μά κι5 εκείνοι σακα τεύουν μερικές άπό δαύτες. Ό Τσούλούφης <5ςρχίΐζε ι νά βαρε ιέται τον άνδρογυναικοπόλεμο. Κάί για νά δώση ένα τέλος, πετιιέται όρθιος και ξεφωνίζει τρομαγμένος τά)χα: — Ό ιΓΊκαρούχα. "Έρχεται ό ΓκΙαρούχα! 01 κανν ίδαλοι τρομάζουν ά φάνταστα άκούγοντας τό όνο μα τού ψοβερου άρκουδανθρώ που πού έχει θερίσει, τή γε νιά τους. "Οσοι- στέκονται ορθιοι άκόμα, παρατάνε τις ξε λογιασμένες γυναίκες τους και τό 'βάζουν στα πόδια νά σωθούν. Ό Μπουτάτα μαζεύει τό
— Αμάν, βρε κορίτσια! Τί )ά φάτε άπό μένος· Ούτε για ιεζές τού ούζου δεν φτάνω!
6 ΜΙΚΡΟΣ
“Η Ζολάν κλαίει^ απαρηγόρητη Υιά τό χαμό του άρχοντα τής Ζούγκλας.
χαρέμι του και κάνει προσκλη τήριο. Βλέπει νά λείπουν άπό αυτό τρεις γυναίκες και μουρ μουρίιζει πένθιμα: — Ζωή σέ .λόγου μου! Χή ρεψα άπό... τρεΐς! Τώρα τού μένουν (μόνο τρι ανταεννιά και συλλογιέται α νήσυχος : — Κακός αριθμός. Τριάνταεννιά θά πή: παρά μία τεσ σαράκοντα. θέλεις νά μέ κά νουνε τουλούμι άπό τό ξύλο; ^ Κάνει όμως τήν καρδιά του σίδερο, και προχωρώντας ψτά νουν, όλοι μαζί, στο μεγάλο ποτάμι. Έκεΐ οί άνθρωίποφά γες μαζεύουν χοντρούς κορ μούς,^ τούς δένουν μέ γερά χορτόσκοινα και φτιάνουν μία μεγάλη σχεδία. Ύστε ρ α μπαίνουν όλες σ’ αυτή, μιέ τον Τσουλούφη στη μέση, και ξε
ΤΑΡΖΑΝ κινούν γιά την άπέναντι όχθη. Δεκάδες (κροκόδειλοι τταιρα κολουθούν, γύρω -■ γύρω, τή σχεδί'αι και κυττάΐζουν τις άνθρωττοφάγες σαν... , μ αύρα ξερολούκουρα! Ό Μπουτάτα γιά νά δσκιμάση την αγάπη τους, τις δι στάζει·: —- "Οποια άπό σάς με άγαπάει πιο πολύ νά βουτήξη στά ν^ρά νά τή φάνε ο! κρο κόδειλοι. Ταυτόχρονα, και σχεδόν^ δ λες ραζι οι άραπίνες πετιώνται όρθιες και κάνουν νά βουτήξουν στο ποτάμι. Ση^ασίία δεν δίνουν στο φρυκτό θάνατο πού τις περιδένει μέσα στ’ ανοικτά σαγόνια των τέρα,στ ί ων έρπετών. Τό μαγικό φίλ τρο τού κακού ιμάγου έχει, άποδειχθή πιά θαυματουργό. Ό Τσουλουφηις, τή στιγμή πού είναι ετοιμες νά βουτή-
77
Και ό άρκουδάνθρωπος Γκαρούχα γίνεται υπάκουος σαν Ενα σκυλάκι.
ξουν, τις συγκρατεΐ: — Μή σταθήτε! Σαχλαμά ρα σάς τό είπα! Τέλος βγαίνουν οπήν Πέρα Ζούγκλα και προχωρούν. Ό Μπουτάτα ψάχνει νά βρή τον κυνηγό Μπράουν χωρίς νά ξε ρή πού βρίσκεται. Σά νά ζητάη ψύλους στ5 άχμρα. ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ
Εγ=Ι]
Οί όμορφες άνθρωποφάγες κλω τσάνε και ποδοπατάνε μέ λύσσα τή Μπουμπού,
ΑΦΝΙΚΑ, ένας άγριος ββ φύλαογος μέ τούς άρα 0^8 πά5ες του παρουσίαζε ται ,μπροστά τους. Ό άρχικαννύβαλος ρίχνει .μια λαίραρ γη ματιά στις νόστιιμες καί καλοθρεμμένες άραπίνες. ΚΓ δλοι μαζί χύνονται πάνω τους τις αρπάζουν καί τραβάνε γιά τό χορταρένιο χωριό τους. Ό Τσουλουφης κλαίει καί
28 χτυπιέται παρακαλώντας σαν σκυλάκι το μαύρο φύλαρχο: — Λυπήσουμε, λ αφέντη, μουί Μή μου τις τρως όλες. "Άσε μου κορμιά δεκαπεντα ριά για ...ένθύμιο. Ό Μπουτάτα δεν μπορεί νά φανταστή πώς το ρετσίνι πού έχει κρύψει στην τσέπη, του είναι μαγικό φίλτρο. Νομ'ίζει πώς είναι μονάχα ένα ώραΐο άρωμα. "Έτσι καί για νά καλοπιά ση τον άρχικαννίιβαλο, του δί νει να μυρίση. Καί τότε κάτι άπίστευτο γίνεται. Ό φύλαρχος σταματάει. Γονατίζει μπροστά στο Κε φάλα. Του λέει πώς τον αγα πάει ικαί του δηλώνει αιώ νια πίστι κι3 υποταγή. Ό Τσουλούφης κορδώνεται καί (μουρμουρίζει: — Πάει κι5 αυτός! Θά τον προσλάβω στο χαρέμι! Καί του δίνει την πρώτη διαταγή: —Πες στους άραπάδες σου νά παρατήσουν τίς γυναΐκες^ μου καί νά γκρεμοτσακιιστοΰν άτό δω. "Ετσι καί γίνεται. Λίγο πιο κεΐ είναι ενα βα θύ ξεροπήγαδο. Ό Μπουτάτα τό δείχνει στο μαγεμένο φύ λαρχο : —"Αν μ5 αγαπάς πάρε μια βουτιά μέσα. Ό άρχικαννίβαλος δεν χά νει στιγμή. Μ’ ένα πήδημα βρίσκεται στον πάτο του. Ελεύθερος τώρα ό Τσου λούφης μαζεύει τίς άραπτίνες του καί προχωρεί πάλι. Στο δρόμο κόβει ένα μακρύ καλά
Ο ΜΙΚΡΟΣ μι καί τίς βόσκει σάν γαλο πούλες. Κάθε τόσο μουρμουρίζει συλλογισμένος: —Μυστήρ ι ο πράμ α!... Μό λι-ς μυρίζουνε τό ρετσίνι πέ φτουνε νόκ - άουτ! Ξαφνικά τρομακτικό ουρλι αχτό φθάνει στ1 αυτιά του. Καί νά: Πίσω από κάτι πυκνές φυλλωσιές ξεπετάγεται ό άρκουδάνθρωπος Γκαρούχα. Είναι ή στιγμή πού τον άκου σαμε νά μουγγρίζη μέσα άπό τά δόντια του: —Μμμ... Καλώς τά πουλά κια μου!... "Απόψε θά μασσή σω καλά! Ό Μπουτάτα τον υποδέχε ται μ* ένθουσιασμό: —Γειά σου λεβέντη άνθρω πάρκουδε! Καί, δείχνοντάς του τίς τριάντα έννιά άραπτίνες, του δηλώνει: —Τίς βλέπεις τίς ... γαλο πούλες; Στις φέρνω νά τίς περιδρομιάσης. Οι όμορφες άνθρωποφάγες έχουν τρομάξει καί κάνουν νά φύγουν. Ό Κεφάλας τις διατάζει ευγενικά: — Περικαλώ! Μήν άμολά τε μελάνι! Π ι άστε ουρά στον κύριο πού έχει τήν εύχρρίστησι νά σάς... κολατσίση! Οι άοαπίνες πιάνουν πρό θυμα ουοά μπροστά στο τε ράστιο στόμα του γιγαντιαί ου άοκουδσνθοώπου. Ό φοβερός Γκαρούγα πα ραξενεύεται καί τον ρωτάει: — Γιατί σε άκουνε έ^σι; Γιατί κάνουνε δ,τι τούς δια>-
ΤΑί>2ΑΝ τάζεις; — Γιατί είμαι γόης και γλυκοαίματος, του αποκρίνε ται ό Μπουτάτα. Ό 03Ρ'Κουδάνθρωπος σπρώ χνει τις άραπίνες: — ^Δέν θά σάς φάω εδώ. Θά πάμε στη σπηλιά μου. Καί, παίρνοντας μαζί του1 και τον Κεφάλα, προχωρούν. Μά τό κεφάλι του Μπουτάτα είναι γεμάτο έξυπνη κουταμά ρα. "Έτσι, και καθώς περπα τάνε, του λέει: —"Εχω ένα μαγικό φίλτρο, όφέντη μαντράχαλε! ^Μ5 αύτό σαγηνεύω τις γυναίκες! Μ5 αυτό τις κάνω νά κρέμωνται από τά μουστάκια μου! "Ο ποιος τό μυρίση γίνεται γό ης! Γόης μέχρι ς αηδίας! 4Ο άθρωποψάγος ? Γκαρουχα τό πιστεύει κι* ενθουσιά ζεται. λ ... — Δώστε μου νά τό μυρί σω κι’ έγώ, τού λέει. "Έτσι θά χορταίνω γυναικείο κρέας. 'Ο Μπουτάτα κάνει πώς άρνιέται τάχα: % — Πρίτς... Δεν τοχω γιά τά μούτρα σου! Ό άρκουδάνθρωπος θυμώ νει, τον αρπάζει, τον ψάχνει και τυχαία κάποιο από τά με γάλα δάχτυλά του χώνεται στο τσεπάκι με τό μαγικό ρε τσίνι. Ό Γκαρούχα τό φέρνει άσυναίισθητα στά ρουθούνια του και τό μυρίζει. Αύτό ήτανε. 5Από την ϊδια στιγμή γίνεται υπάκουος σάν σκυλάκ ι. Ό Τσουλούφης τού δίνει την πρώτη διαταγή: — Σκύψε νά καβάλλήσω
στο σβέρκο σου κάι τράβα γιά τό ποτάμι. "Ετσι καί γίνεται. Μπρο στά ό Γκαρούχα μέ καβαλλά ρη στο σβέρκο του τον Κέφαλο, καί πίσω οι άμορφες άνθρωποφάγες, τραβάνε καί φθά νουν στο μεγάλο ποτάμι. Ό τεράστ ι ο ς άρκουδ άνθρωπ ο ς μπαίνει ιμέσα στο νερό και περνάει χωρίς καμμιά δυσκο λίια απέναντι. Οί άραπίνες,, πού δεν εννοούν με κανένα τρόπο ν’ αποχωριστούν από τον αγαπημένο τους Μπουτά τα, περνάνε τό ποτάμι μέ τη σχεδία τους. ΜΠΡΑΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΠΑ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ρίξουμε μιά ματιά στον Μπράουν πού τον αφήσαμε κυνηγημένο από τον αρκούδάν θρωπο νά περνάη μέ κίνδυνο τής ζωής του τό μεγάλο πο τάμι. Αμέσως, ξαναγεμίζει τό πιστόλι του καί τρέχει γιά την κατακόμβη τού μάγου. Θέλει νά τον σκοτώση. γιά τό ψεύτικο φίλτρο πού νομίζει πώς τού έδωσε. "Εχει προχωρήσει αρκετά όταν σπαοακτικές γυναικείες κραυγές φτάνουν στ5 αυτια τοα Είναι ή πανώρια Γιαράμπσ πού δυο τεράστια όρνια έχουν χυθή νά την κατασπαράξουν. Ό λευκός κυνηγός, , χωρίς νά λογάριάση τον κίνδυνο, παλεύει μέ τά τρομακτικά ορ νια αυτός, καί καταφέρνει τό ένα νά τό σκοτώση μέ τό πι
Ο ΜίΚΡύΙ στόλι και τό άλλο νά τό πνίξη μέ τά χέρια του. Ή μελαψή κσπέλλα του μ^ι λάει για την έξαφάνισι του Ταμπσρ καί του λέει ττώ^ ψάχνοντας στη Ζούγκλα να τον βρή, έχει άναικαλυψει στο λασπωμένο χώρα τ’ αχνάρια των ττοδαριών του. Και πώς τ' άκολουθεΐ για νά δ ή που έχει πάει. Ό Μπράουν άκολουθεΐ τώ ρα, μαζί ιμιέ τή Γιαράμπαι, τις πατηιμασιές του Ελληνόπου λου ικαί φτάνουν σ’ ένα ξέψωτο. Στο σημείο αυτό κι5 άλλα άχνάρια ποδαριών φαίνονται. Είναι φανερό πώς ό Ταμπόρ συναντήθηκε ^κεΐ μέ κάποιον άλλον... Τά αχνάρια τών ποδαριών προχωρούν τώρα δίπλα, μέ χρι πού φθάνουν ,μπροστά στο άνοιγμα τής καταπακτής του
*Η πανώρια Γιαράμπα κυττάζει για λίγο μέ άφάνταστη φρίκη.
μάγου Ντουχράν. "Ας γυρίσουμε τώρα λίγο πίσω στην ιστορία μας. Δηλοίδή χθες τά μεσάνυχτα πού ό Θεός χαλούσε τον κόσμο με την .μπάρα, τις άστραπές και τούς κεραυνούς! Κι5 άς κατέβουμε μέ τη φαντασία μας στην απαίσια κατακόμβη του κσίκου καί τερατόμορφου μά γου. ^ ΑίΙγη ώρα πριν, ό Μπράουν είχε φέρει τά κσμμένια κεφά λια τού Ταρζάν καί τού Τα μπόρ κι/ είχε πάρει —μέ τον τρόπο πού εϊδαιμε — τό μι κρό βαζάκι τού μαγικού φίλ τρου. -αφνικά ό φοβερός Ντοι>χράν ακούει ανθρώπινα πόδια νά κατεβαίνουν τά χωματένια σκαλοπάτια τής κατακόμβης του. Καί γρήγορα άντικρύζει μπροστά του ολοζώντανους τον Ταμπόρ καί τον Ταρζάν. Ό τρόμος καί ή φρίκη ζω γραφίζονται στο άπαίσιο πρό σωπό του. καί βάζει τις φω νές : — Β ρυκόλακες!... Βρυκόλακες!\. Πριν από λίγο είδα τά κεφάλια σας κομμένα! "Έ ξω, βρυκόλακες! "Εξω!... Ή μαύρη γρηά σκλάβα του δοκιμάζει κι5 αυτή τόν ί διο τρόμο. Οι δυό «βρυκόλακες» ^γυιρ'ί ζουν αργά, ανεβαίνουν τά χω μ άτι να σκαλοπάτια καί χά νονται σαν φαντάσματα στό σκοτάδι καί στο χάλασμό τής τραγικής αυτής νύχτας. Καί τώρα άς συνεχίσουμε
ΪΑΡ2ΑΗ την ιστορία μας: Την άλλη μέρα ό λευκός κυνηγός κι3 ή Γιαράμπα, άκο λουθώντας — όπως είδαμε—τ' άχνάρια των ποδ αριών, φθά νουν στο άνουγμα τής καταττακτής του μάγου. Ό Ντουνράν κάθεται πάνω στο σωρό από τις νεκρο κεφαλές και στ’ ανθρώπινα κόκικαλα. Ή μελαψή κοπέλλα τον ρωτάει «μ* αγωνία. — Πες ,μου, Ντουχίράν: Μήπως πέρασε από δω ό Τα μπόρ; Ό τερατόμορφος μάγος μουγγρίζει. — Ναί! * Ηρθαν οί βρικό λακες! -ορκισμένοι να είναι·! "Έξω γρήγορα κι.3 έσεΐς! Ό λευκός πού βρίΐσικεται πλάι σου τούς έσφαξε. Μου έφερε τά κεφάλια τους και τά είδα μέ τά μάτια μου! Ό Μίπράουν, αποφασισμέ νος νά τον σκοτώση για τό ψεύτικο φίλτρο πού νοιμίζει πώς τού έδωσε, τραβάει τό πιστόλι του γρήγορα καί ση μαδεύει τό μάγο στο κεφάλι. Ή )Γιαράμπα όμως προψθαίνει καί αρπάζει τό χέρι του καί τον συγκροτεί. — Όχι Μπράουν! Δέν κα ταλαβαίνεις λοιπόν πώς ό »μά γος έχει τρελλαθή καί δεν ξέ ρει τΐ λέει; ίΚοί τραβώντας τον άνεβαί νουν τά χωματένια σκαλοπά τια καί βγαίνουν στον επάνω κάσιμο. “Όμως καθώς προχω ρούν τά ιμάτια τής πανώριας κοπέλλας πέφτουν στη ^αμηλή κουφαλα κάποιου γέρικου δέντρου. Καί με φρίκη άντι-
31
Ή λεπτεπίλεπτη .Μπουμπού άλ λο πού δεν θέλει για νά ξεσπάση τά νεύρα της...
κρώζει τά κομμένα κεφάλια τού Ταίμιττόρ καί τού Τα,ρζάν. Τά κυττάζει γιά λίγο ;μέ άφάνταστη φΡίΙκη,. " Υστερα βγάζει ένα σπαρακτικό ξεφω νητό καί χύνεται κατά τό δέν τρο. Δέν προφταίνει δμως νά κάνη δυο - τρία βήματα καί σωριάζεται κάτω λιπόθυμη. Ό λευκός κυνηγός ^σκεπά ζει τά μακάβρια κεφάλια >}αέ πέτρες καί σηκώνοντας στην αγκαλιά του τή Γ ιαράμπα, ξεκινάει γιά τη σπηλιά τού Ταιμίπόρ. Ή νέα γρήγορα συνέρχεται ξεφεύγει άπό τά χέρια του καί τραβώντας μαχαίρι από τή ζώνη του, χύνεται νά τον κατασπαράξη, με λύσσα. — Κακούργε! Ό Ντουχράν δεν ήταν τρελλός ! 3 Εσύ έσφαξες τον Ταιμπόιρ καί τον ιαρζάν. Είδα τά κεφάλια
η
Ο ΜΚΡ02
τους ιμέ τά μάτια μου! Θά λαγμα τά κεφάλια σας και του τά ύποσχέθηκα. τούς έκδικηθώ ί Ό Μπράουν εΐνσοι δυνατός »Τό ίδιο πρωΐ παραμόνεψα κρυμμένος στά μονοπάτια πού άνδρσς και καταφέρνει νά τής άρπάξη γρήγορα τό μαχαίρι περάσατε καί αντί νά σάς πυ και νά σωθή από τή θανατε ροβολήσω, σάς φωτογράφησα ρή έπί.θεσί της. τά πρόσωπα. Την Τδια όμως στιγμή γρή- ' ^Αμέσως παίρνω δρόμο γορα άνθρώπινα ποδοβολητά ,καΐ φθάνω στο μεγάλο λιμά άκούγονται κι* ό Ταρζάν μέ νι. Βρίσκω έναν άξιο καλλιτέ τον Ταμπόρ φτάνουν άλαφια χνη πού μονάχα μέ τις φωτο σμένοι κοντά τους. γραφίες κατάφερε νά φτιάξη Ή Γιαράμπα μένει ακίνη άπό κερί τά δυο κεφάλια τη γιά λίγες στιγμές και τούς σας. "Ιδια, ολόιδια, μέ καμμ κυττάζει μέ τρόμο καί φρίκη. μένο τό λαιμό καί ιμέ ξερα Τέλος, βγάζει μιά σπαρακτι μένα τά αίματα. κή κραυγή: »Τέλος του ζήτησα καί ^χρω — Β ρυκόλακες! μάτισε τά κέρινα κεφάλια Και ξανασωριάζεται άναί- σας χαλκοπράσινα, τον πλή σθητη κάτω. Ένώ ταυτόχρο ρωσα ικαλά' καί ξ αναγύρισα να άπό τήν ίδια κατεύθυνσι στήν καταπακτή του μάγου, φθάνουν έκεΐ τρ έχοντας ή Ζοέχοντάς τα ιμέσα σ’ ένα σακλάν κι* λεπτεπίλεπτη Μπου κί. μπού. »Ό Ντουχράν μέ την πρώ τη ματιά κατάλαβε πώς είναι Ο ΜΠΡΑΟΥΜ χολεριασμένα, φοβάται μήν ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ κολλήση κι·5 αυτός καί μέ διώ ΛΕΥΚΟΣ κυνηγος κυτ χνει, στέλνοντάς με νά τά θά τάζει ήσυχος τούς δυο ψω μακρυά... άνδρες τής Ζούγκλας »Έγώ ανεβαίνω στά σκαλο Δέν δείχνει καμμιά ταραχή πάτια κρατώντας τά κεφάλια ττού τούς άντικρύζει ολοζών στις μασχάλες μου, βγαίνω έ τανους μπροστά του. ΚΓ άρ ξω στή μπόρα καί στούς κε χιζε ι αμέσως νά τούς έξηγή ραυνούς καί τά κρύβω βιαστι βιαστικά. κά στήν κουφάλα κάποιου — Πρν λίγες μέρες κατέκοντινού δέντρου. 'Ύστερα ξα βήκα στήν κατακόμβη του ναγυρίζω στο άνοιγμα της Ντουχράν και τον παρακάλεκατακόμβης καί παίρνω άπό σα νά ιμέ βοηθήση νά πιάσω τη γρηά σκλάβα του τό μαγι τον άρκουδάνθρωπο Γκαρού- ικό φίλτρο... χα, γιά νά τον μεταφέρω στήν ιΚΓ^ό Μπράουν συνεχίζει ν' Αμερική. Μου είπε πώς έχει άφηγήται όλα αυτά πού είδα κάποιο^ μαγικό φίλτρο πού άν με_καί ξέρουμε. τό μυιρίαη θά κάνη δ,τι τον δι -αφνικά ή Γιαράμπα συνέρ αταζω. Μου ζήτησε γιά άντάλ χεται γιά δεύτερη φορά κι*
©
ΤΑΡΖΑΝ
33
άντικρύζει ιμέ φρίκη πάλι τον Ταμιτόρ και τον Ταρζάν. Οι δυο άντρες την καθησυχάζουν καί τής έξηγοΰν με λ,ίγα λό για τι είχε συμβή Ή μελαψή κοπέλλα πετιέται όρθή, τούς άγκαλιάζει καί με δάκρυα χαράς τούς φιλά ει στα μέτωπα. Ευχαριστεί καί τό λευκό κυνηγό καί του ζητάει συγγνώμη γιό τον τρό πο πού τοΰ φέρθηκε... ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΞΕΘΥΜΑΙΝΕΙ
Ε ΛΙΓΟ όλα έχουν τακτοποιηιθή ·κΓ οί σύντ,ρο φοι καί φίλοι έτοιμοζον ται χαρούμενοι νά ξεκινήσουν. Νά δ μ ως πού ξαφνικά γι> ναικεΐες φωνές καί ποδοβολη τά άκούγονται νά πλησιάζουν Γυρίζουν δλοι περίεργοι καί άντικρύζουν ,μιά κωμικοτραγι κή πομπή: Μπροστά προχω ρεί ό τρομερός άρκουδάνθρω πος Γκαρούχα, με τον Μπουτά τα θρονιασμένον πάνω στούς ώμους του. Πίσω, άκολουθοΰν οί όμορφες άνθρωποφάγες του χαρεμιού του. Ό Ταρζάν, ό^ Ταμπόρ, ή Ζολάν, ή Γ ιαράμπα καί ή Μπουμπού έχουν κοκκαλώσει από την κατάπληξί τους. Ό Κεφάλας ξεπεζεύει άμέ σως καί ρωτάει τούς συντρό φους του δείχνοντας τον άρκουδάνθρωπο.
— Λοιπόν; Σάς άρέσει τό άλογατάκι μου; Πολύ φίνο καί τσίφτικο δεν εΐναι; χ Ο λευκός κυνηγός βρίσκει την ευκαιρία νά πιάση ζωντα νό τον Γκαρούχα. Αλλάζει ματιές συνεννοήσεως μέ τον Ταρζάν καί τον Ταμπορ. ^0λοι μαζί κόβουν από γύρω χοντρά γερά χρρτόσχοινα καί χύνονται πάνω του νά τον δέ σουν. Ό άρκουδάνθρωπος ό μως κλωτσάει καί τούς έμπο δίζει ιμέ κάθε τρόπο νά πλη σιάσουν. Ό Τσουλούφης τον διατά ζει νά σταθή,, μά έχει πάψει νά ύπακούη καί σ* αυτόν. Ό Μπράουν γιά νά τον φοβίστμ πυροβολεί στον άέρα. Ό Γκα ρούχα τρομάζει καί τό βάζει στά πόδια τρέχοντας κατά τό μεγάλο ποτάμι. Εΐναι πιά φανερό πώς ή ένέργεια του μαγικού φίλτρου έχει πιά σταματήσει. Τό ίδιο κάνουν κΓ οί μαύρες άνθρωπο φάγες. Γυρίζουν καί φευγουν κΓ αυτές. Μιά άπ’ όλες άρπά ζει από τό τσουλούφι τον Κέ ψαλο καί τον τραβάει μαζί της. Ό Ταρζάν καί ό Ταμπόρ τις προφθαίνουν καί τον έλευ θεοώνουν. Ό Κεφάλας όμως τούς ζητάει καί τά ρέστα: — Γιατί δέν ιμ* άφήνατε νά πάω μαζί τους; "Έτσι χω ρίζουν τ’ άνδρόγυνα; Μπά σέ καλό σας!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ
Άποκλειστικότης: Γεν. * Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ο ίΐ δ § 3 8 Ο 0 Ο ϋ ο 8 3 3
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΗΕΡΙΘΔΙΚ® ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία 'Οδός Αέκκα 22 — "Αριθμός 15—Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δονητής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. 01κονομιικοός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζηιβοασιιλιείαυ, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη,. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιανήν, Λέκκα 22, ’Αθήνα ι
Π
ΚΑΤΙ ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ! ΚΑΤΙ ΑΦΑΝΤΑΣΤΟ! Την έρχόμενη Παρασκευή κυκλοφορεί ό ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ με την πιο καταπληκτική περιπέτεια Ζούγκλας άπ" δσες έχετε διαβάσει στή ζωή σας:
ΤΟ ΝΑΡΚΩΜΕΝΟ ΜΑΜΟΥΘ Κείμενο τού ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΕΝΑ ΘΗΡΙΟ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΠΡΙΝ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟ ΝΙΑ, ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΝΑΡΚΩΜΕΝΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΟ ΧΗ ΜΑΣ. Πλοκή, μυστήριο.- περιπέτεια,^ άγων ία! Κανένας δεν πρέπει να μείνη χωρίς νά διαβάση τήν έρχόμενη Παρασκευή:
ΤΟ ΝΑΡΚΩΜΕΝΟ ΜΑΜΟΥΘ
ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ,ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΜΠΝΤΟ ΛΑ/ΠΑΙΔΙ ΠΕΣ ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΔΩΙΕ γ ΣΤΟΥΣ ΛΕΥΚΟΥΣ/ ***3*5%τ^*--------
£έΐ|Μ|Ρ
μΜιιΙ
•ίΚ*
Ιϋϊ
:ίΐ >Μ
γ β Μ κβ Μ * μ\
ϊΜΜΜΜ
Ιρ
λ
ι™ρρι^ΙΙ
Α._
__ (Γ
,*--*--
~.....
<■ Μ,„ ..................
---
^ΒΤΑΑ'ΜΑ <*Λ
Μ&.
-----
ΜΕ ΠΑΡΑΔΏΕΕ ΣΤΟΥΣ ΛΕΥ ΚΟΥΣ Ο νΠΑΡΧΗΓΟΓ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Ο ΚΑΜθ/ >
Ο ΚΑΜΟ ΤΡΑΒΑΕΙ το ΜΑ ΧΑΙΡΙ ΤΟΥ....
ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΧΡΥΣΑΦΙ/ / ΜΑΚΡΥΑ / ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ νΝΑ ΠΕΡΑΣΩ/
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1 Ο ΜΙΚΡΟΣ 1
'ύ £ 9/'
ΤΟ ΝΑΡΚΩΜΕΝΟ ΜΑΜΜΟΥΘ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΕΝΑΣ ΛΕΥΚΟΣ ΜΑΓΟΣ
γο προτού ξηιμερώση — ό ΊΠα|μιπσρ και ή Γιαράμιπα ξυ πνάνε άπό δυνατή φωνή πού Ο ΑΤΡΟΜΗΤΟ όβελφι άκούγεται έξω άπό τή σπη 'κό ζευγάρι της Ζούγ λιά τους. κλας, ό υπέροχος Τα— Τ σμπόορ'! Τα,μπόοαρ*! μ-ττόρ ικιΐ ή πανώρια Γ ισρά*· Τό ατρόμητο Έλληνόπσυ^ ιμ· τα, μαζί με τον βρϋλικο άρ λο ίκαΓ ή πανώρια μελαψιή κοχοντα Τοςρζάν και την ξανθέ ιά πέλλα πετιώνται αρίθιοΐ' και 'Άμερ.ιΐκανίιδα Ζολάν, πού ζή βγαίνουν τρέχοντας νά δουν τώρα :μία'ζί; του σαν θετή κόρη τι συρβαΐίνει. του, περνάνε τρομακτικές πε Ό ιμεγάλοκέφαίλος Μπουτά ριπέτειες ,μέ τον φτερωτό κρο κόδειλο και ιμέ τον κακό· μάγο (*) Δ ιύ&σσε τό προηγούμενο Ν το'Ρχιριάν, στη φαικτή κατα τεύχος, τό 15, πού ιεχει τον τίτ κόμβη του (*). λο: «0 ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙ Την άλλη μέρα άμίως —- λί ΛΟΣ».
Τ
.5
1
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 τα ττού ροχάλιζε σαν πουντίσ σμένος δράκος ξυπνάει κι* αυ τος από τις δυνατές ^φωνέζ'. *Ανασηκώνεται βαρετά, τρί βει τά μάτια του, χασμουριέ ται σαν ανοικτός φούρνος και μουρμουρίζει: — Ούτε νά κοιμηίθης δεν σ' Αφήνουνε εδώ στη Ζούγκλα Θά ικατσιάση τό τσουλουφάκι μου, από την άϋπγία! (Περίεργος δμως δπως εί ναι πάντα, βγαίνει κι* αυτός έξω από τη σπηλιά νά δη τΐ τρέχει. Καί νά: Ό άνθρωπος πού Φωνάζει είναι ένας μαυοος ι θαγενής, φίλος του Ταμπόο, πού έχει φτάσει λαχανιασμέ νος γιά νά του πή: — Μεγάλη συυφοσά στη Ζούγκλα, άοέντη μου! Μεγά λο κακό θά βοή κι* άνθοώπους καί θηρία! Κάποιος κακός Θεός καταοάστηκε φαίνεται τούτη την πράσινη γη μέ τά ψηλά δέντρα! — Τι συμβαίνει; ρωτάει τό 4 Ελληνόπουλο. Με τον τρόμο καί τη φρίκη ζωγραφ ισμ ένα στο ποόσωπό του, ό μαύρος ιθαγενής Χούρ του έξηγεΐ: —Ένας λευκός μάγος έχει φτάσει στη Ζούγκλα καί γυρί ζει στις μεγάλες σπηλιές των βουνών. Θέλει ν* άναστήση τεοάστια θηρία και τέοατα πού έζησαν έδώ, πριν έκατομμύρια χρόνια! — Θ' άναστήση τά κόκκαλά τους νά τά κάνη σούπα; ρωτάει χαμογελώντας ό Τσου λούφης.
> — Αυτά είναι πραμύθια, Χούο μουρμουρίζει ό Ταμιπόρ. Ποιος σου τά είπε; — Τά είδα μέ τά μάτια ιμου, αφέντη! Μέ τά δικά μου μάτια! Στη σπηλιά πού βρί^ σκέται πίσω από τον πράσι νο καταρράχτη, άκούγονται Φοβεοά μουγγρητά; σά νά βγαίνουν άπό ένα στόμα τρο μερά υεγάλο! »Π ήγα κοντά καί είδα ένα θηρίο σάν έλέφσντα, αλλά έκατό φοοές πιο -υεγάλο, μέ δόντια σάν τεράστια δρέπα να! ^Πάλευε νά^ 0γή έξω από τό άνοιγμα, μά δέν χωρούσε νά πεοάση!4... — Στον ύπνο σου τό είδε£ μπάομπα Χούο-, του κάνει ο Μπουτάτα. *Αφου μπόιοεσε νά μπή μέσα, έποεπε νά μποοή καί νά βγή. ’Εκτόε αν μπήκε μωοό καί θέλει νά βγή γέρος! Ό μαυοος ιθαγενής συνεχί ζει οπόν Τσμπόρ σά νά μην τον άκουσε: ^ — Φοβάμαι, Αφέντη, πως θά γκοεμίση τό άνοιγμα τής σπηλιάς καί ^θά βγή έξω. Τό τε, έτσι μεγάλο πού είναι, 6ά ποδοπατήση δέντοα, καλύβια θηοία κι* άν9οώπου(~1 Δέν θ* άψήση τίποτα στη Ζούγκλα! Ό κεφάλας άτε’λεΐ: — Νά πάς νά του πής πώς άν κάνη τέτοια π,ράυστα. θά το τσισάξω στις σφαλιάρες! 4Ο Ταμπόρ ρωτάει τον Χούρ: — Τον «λευκό μάγο» πού λες, τον είδες κι* αυτόν μέ τά μάτια σου; —^ Ναι, άφέντη! Είναι έ νας άνδρας ώς σαράντα χρο~
ίΑΡΙΑΗ
νων. Φοράει κάσκα στο κεφά λι, γυαλιά στα ιμάτια και φηλές μπόττες στα πόδια! Πι στόλια και ιμαχαί|ρια δεν κρα τάει. Σέρνει μονάχα μαζί του μιά μίικρή βαλίτσα καί ]αιά μηχανή για νά φωτογραφ ίζη. Τον είδα έξω άπό τή σπηλιά καί μου είπε «Ή Ζούγκλα εί χε άλλοτε μεγάλα θηρία καί όρνια! Αυτά που έχει σήμε ρα είναι μικρά καί τιποτένια. Έγώ ήρθα ν' άναστήσω τά παληά, τά τεράστια θηρία της». Η ΠΑΡΑΜΠΑ ΘΥΜΑΤΑΙ
ΧΟΥΡ φεύγει σέ λίγο φοβισμένος καί βιαστι κός.^ ^ Μετά τον Ταμπόρ πάει νά ειδοποίηση τον Ταρζάν. Εί ναι βέβαιος πώς άν τό τρόμε ρό αυτό θηρίο καταφέρη νά γκρεμίση τό άνοιγμα τής σπη λιάς καί νά βγή έξω, τίποτα ζωντανό κι' όρθιο δεν θά άποιμείνη στη Ζούγκλα! Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπουλο εξακολουθεί νά πιστευη πώς είναι αδύνατο νά βρίσκεται ζωντανό σήμερα ένα τόσο με γάλο θηρίο. Καί πώς ό μαύ ρος ιθαγενής σίγουρα στον ύπνο του θά τό έχη δη... Επειδή όμως ό νέος στέ κει γιά λίγο αμίλητος καί συλ λογισμένος,^ ό Μπουτάτα νομί ζει ότι φοβάται καί τον καθη συχάζει : —Μή στενοχωριέσαι, άφέν τη Ταμπόρ. 'Όσο μεγάλο κι* άν^ είναι τό θηρίο αυτό, όταν ίου βαρέσω ιμιά κουτουλιά,
©
θά σηκωθή στα πισινά του πο βάρια! Ή Γιαράμπα όμως φαίνε ται ανήσυχη ! Τά ,μαυροπράσινα μεγάλα ,μάτια της έχουν σκοτεινιάσει. Καί λέει στον αδελφικό Της σύντροφό: — Ό Χούρ θά λέη άλήθεια Ταμπόρ. Κάποιος γέρος ιθα γενής ^μάγος μου είχε μιλήσει γι\ αυτά τά τεράστια θηρία πού έζησαν στή Ζούγκλα πριν εκατομμύρια χρόνια. /— Μπράβοοο!, κάνει ό άράπης. Πόσων χρόνων νά ή ταν αυτός ό γέρος; Ή, μελαψή κοπέλλα Του Α ποκρίνεται : — Κοντά έκατό χρόνων! Ό Τσουλουφης τό άποκλεί ει: 7— "Αδύνατον! θάκρυβε τά χρόνια του! — Αοιπσν; ρωτάει ό Ταιμπόρ. Κι' ή Γιαράμπα συνεχίζει: — Ό μάγος έλεγε πώς τά τεράστια αυτά ζώα είχαν τις φωλιές^ τους μέσα σέ μεγάλες κι’ απέραντες σπηλιές. Κάπο τε όμως μια φοβερή άρρω στε ια ϋπνου έπεσε κοντά στή ζούγκλα. Τά θηρ|α αυτά ^έπε φταν ξαφνικά σέ ιμιά αιώνια νάρκη που έμοιαζε ,μέ θάνατο. Μόνο πού τό κορμί τους δεν έλυωνε, ούτε σάπιζε. Θά μπο ρούσε, νά διαΤηρηθή γερό κι’ άνέπαφο έκατομμύρια χρό ν»α! , —Θά τά είχανε αλατίσει φαίνεται, μουρμουρίζει σοβά ρά ό Μπουτάτα. — Καί διατηρήθηκαν μέ-
6
χιρι σήμερα; ρωτάει ό Ταμπάρ. — Όχι, βέβαια. Τά ναρ κωμένα αυτά θηρία μοιάζαν οάν ψόφ ια καί οι αγέλες των μικρών σαρκοφάγων ζώων τά καταβρόχθιζαν, σιγά - σιγά, για νά χορτάσουν την πεΐνα τους. Μερικά όμως; από αυτά έπυχε νά ναρκωθούν μάσα σε τεράστιες και βα'θειές σπηλι ές πού ζσύσαν. Και δταν μέ τον καιρό, τά άνοίγιμιατα πού είχαν οι σπηλιές αυτές κλεί στηκαν άπό πυκνή κι3 άγρια βλάστηση τά ναρκωμένα θη ρία έμειναν άνενόιχλητα έκεΐ καί διατηρήθηκαν ανέπαφα μέ χρι σήμερα... Κι3 ό Ταμπόρ συμπληρώνει ανήσυχος τώρα1 κι3 αυτός: — 3Άν τά λόγια του μά^· γαυ είναι αληθινά, τότε κάυ ποιος λευκός επιστήμονας θά
— Ούτε νά κοιμηθής δεν σ3 άφήνουνε έδώ στη Ζούγκλα,
6 ΜΙΚΡΟ*
— Ναί, Ταμπόρ! Υπάρχουν τεράστια θηρία που εζησαν στη Ζούγκλα πριν εκατομμύρια χρό νια!
έχη φθάσει έδώ. Καί χρησι μοποιώντας ποιος ξέρει τί σα πανικό μηχάνημα γιά ν’ άνα κάλυπτη πού βρίσκονται, θά ικιαταφέρνη μέ κάποιον τρόπο νά τά βγάζη, άπό τή νάρκη καί τό λήθαργο καί νά τά ξα^ ναφέρνη στη ζωή!... —ΊΊρέπει νά πάμε άμέσως νά δούμε, καταλήγει ή Γιααάμπα:. 3Άν πραγματικά έχει ξαναζωντανέψει ενα τέτοιο θη ρίο, θά μάς φέρη μεγάλες συμ φορές! — Κι3 εγώ λέω νά πάμε, συμφωνεί ό Τσούλούφης. θά σπόΐσουμε πλάκα! Κάποτε είχα δή στον ύπνο μου πώς ένα τέτοιο μαντραχαλέϊκο θη ρίο μάς κυνηγούσε. Ευτυχώς πού βρέθηκε ό Πιτσί'κόκο καί
ΤΑΡ2ΑΗ
7
άλλοιώς θά συνέχιζε νά μάς κυνηιγάη και δεν θά εϊχ}α|μεν. ξυπνήισηι ακόμα! Χί>, χί', χί! Και χαμογελώντας για το αστείο ττού είπε, προσθέτει: — Πετάω κάτι «ευτράπε λα» πότε - πότε! Μπά σε κα λό μου!^ — Πάμε, λέει ό Τοομπόρ στη Γιαιράμιπαι. Και αμέσως τώρα |μάλιστα. "Αν είναι κα νένας ιμεγάλος κίνδυνός,, νά τον αντιμετωπίσουμε εμείς πριν φθόση, ό ατρόμητος Ταιρ ζάν. Δεν θέλω νά διαικινδυνεύ ση τή ζωή του ό άρχοντας τής Ζούγκλας. ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ *0
λευκός
επιστήμονας
είναι
πεσμένος κάτω μέ τό κορμί του ΡΕΙΣ όλόικληρες ^ώρες κατ «ματωμένο. τρέχουν ό Ταμπόιρ, ή Γ καράμπα ικσίί ό Μπου τάτα προς την κατευθυνσι του Πράσινου Κ αταρράίκτη)... ααφνικά, καί καθώς προχω ρούν, πονεμένα ανθρώπινα βογγητά φθάνουν στ3 αυτιά τους. Σταματούν, άφουγκράζονται καί σε λίίγες στιγμές βρίσκονται πάνω από έναν ιμε σόκσπο λευκό άνθρωπο. Είναι πεσμένος κάτω μέ τό κοριμ'ί κατσματωμένο καί αέ κακά χάλια! Φοράει κάσκα, γυα λιά καί ψηλές ,μπόττες. 3Από το λαιμό του κρέμεται μέ λου ρί μιά φωτογραφική μηχανή. Πλάϊ του βρίσκεται1 μιά μι κρή κλειστή .βαλίτσα!... Είναι φανερό πώς αυτός εί ναι ό «λευκός μάγος» πού έ λεγε ό ιθαγενής Χούρ. Ό Ταμπόρ καί ή ΓιαιράΚαι οι αγέλες των μικρών σαρ μπα σκύβουν αμέσως πλάϊ κοφάγων ζώων, τά καταβρόχθι του νά τον βοηθήσουν, μά γρή ζαν σιγά - σιγά.
Τ
0 ΜίΚΡΟί γρρα καταλαβαίνουν πώς εί ματα τής άπέραντης σπηλιάς του. Θαύμα πώς δεν σκοτώθη ναι αργά. Ό άγνωστος αυτός λευκός είναι βαρεία κτυπημέκα αμέσως καί μπόρεσα νά συρθώ ώς έδώ», Μά έχω χάσει νος. "Έχει άρχισει νά ξεψυιάπό τις πληγές μου πολύ αί χάη. Το ' Ελληνόπουλο, πού ^θέ μα. Δεν αντέχω πιιά... Πεθαί λει νά προλάβη νά μάθη δσο να>;.. μπορεί περισσότερος τον ρω^ —: Τί θηρία άνάστησες; Φάει: τον ξιαναρωτάει· ό νέος μέ ά —^ Ποιος είσαι; ΤΙ ήρθες γων ία. . νά κάνης εδώ στη Ζούγκλας Ό 'Άρθουρ Μίλλ χαμηλώ Σιγά και ξεψυχισμένα εκεί νει τά βλέφαρά του: νος τ’ αποκρίνεται: — "Ενα Μαμμούθ... "Ενά — "Ενας επιστήμονας εΐφίδι... 'Κι5 ένα... ,μαι... Σκεπάστε μέ μια πέτρα \Κ ι άνοίγόντας τό στόμα τό χώμια πού θά με θάψετε του μιένει άκίνη,τος·, χωρίς νά και χαράχτε πάνω τ5 όνομα: προψτάση νά ίπή ποιο ήταν 'Άρθουρ Μίλλ... τό τρίτο προϊστορικό Τέρας Ή Γ ιαιράμ'πα του επανα πού είχε ξαναφέρει στη ζωή. λαμβάνει τή δεύτερη, ερώτηση. — Ξεψύχησε, ψιθυρίζει πέν — Και τι ήρθες νά κάνης θιμα ή «Γιαραμπα. έδώ, καλέ μου άνθρωπε; — 'Νά βοηθήσω την Επι Στο μεταξύ ό Τσουλούφη^ στήμη.,.. Ύπ|ά|ρχουν άκόμά έχει ανοίξει τή βαλίτσα πού ζώα πού έζηκταν πριν άτπό έπ ερ ιέχε ι διάφορα έπ ι στη μ ον ι κατομ'μύρια χρόνια!... ικά όργανα καί περιεργάζεται —- Και γιατί άργησες τό μια μεγάλη σύριγγα γεμάτη σο νά ορθής; ρωτάει σοβαρά από κάποιο υποκίτρινο υγρά, ό Μπουτάτα.· Τώρα θά έχουνε Ό Ταμπόρ λέει στην άδελ παγ ι ατέψε ι·, καημένε 1 φιική του φίλη.: Ό Ταμπόρ τον παραμερί'—Π ιάσε, Γ ιαρά)μπα, νά ζει καί ρωτάει:*. τον σηΐκώσσυμε... Κάπου θά — Είναι αλήθεια πώς άβρούμε κανένα λάκκο νά τον νάσπηισες ένα τέτοιο μεγάλο θάψουμε καί νά τον σκεπά^ θηρίο; σουμε μέ πέτρες... — Τρία, ψιθυρίζει ό λευ Ό Μπουτάτα κρατώντας με κός επιστήμονας... Ακόμα ο τό ένα χέρι τή θαυματουργό μ ως δεν έχουν βγή έξω από σύριγγα, τούς συγκρατεΐ:^ Τις σπηλιές τους... — "Όχι ακόμη... ^Σταθήτε — Ποιος σέ χτύπησε; τον νά τού κάνω μια ένεσι τού ρωτάει τώρα ή Γιαραμπα. φουκαρά. — Τό τρίτο θηρίο, όταν — Γ ιατί; του έκανα την ένεσι... Συνήλ — Για ν5 άναστηθή καί θε απότομα καί ή ανάσα του νάρθη στην... κηδεία του! μέ τίναξε μέ ορμή στά τοιχώ
ΤΑΡΖΑΗ Ο ΤΑΜΠΟΡ ΑΝΗΣΥΧΕΙ
ΣΤΕΡΑ ιάττρ ιμισή ώρα οι ^τρεΐς σύντροφοι ξε κινάνε πάλι για τον πράσινο καταρράικτηι. Ό λούφης έχει κρύψει σέ μιά κουφάλα δέντρου τή βαλίτσα του πεθαμένου έπιστήμονα καί τή φωτογραφική του μη χανή. Αέν έχουν όμως προχωρή σει πολύ όταν φθάνη καλπάπάζοντας πάνω στο μικροσκο πιίκό Άλασάν του ό φοβερός και τρομερός Πιτσικάκο. —"Ένα Μαμμούθ!, τους φωνάζει μέ τή λεπτή κουνουπένια φωνή του. "Ένα Μαμ μούθ ιμεγάλο σαν έκατό έλέτ φάντες, μουγγρίζει σέ μια σπηλιά. Ζητάει να βγή έξω, μά δεν χωράει1 να πέραση άπό τό άνοιγμα. Ό Τσουλούφης τον διακό πτει: — Τό ξεοουμε! Τό ξέοουμε πιο μ'ποοστά άπό σένα! Εμείς διαβάσαμε ...ποωΐνή έφημερδσ! Χί,^ χί, χί·!... Καί καμαρώνοντας για τό αστείο πού είπε, μουρμουρί ζει : — Ίίετάω κάτι «δημοσιο γραφικά» πότε - πότε! Μπά, σέ καλό μου! Ό Ταμπόο έχει· πάοει τώ ρα στα σοβαοά τήν υπόθεσκ Καταλαβαίνει πια πώς άν τό τεοάστιο αυτό ποοϊστοοικό θηιοίο καταΦεοη νά βγή εξω άπό τή σπηλιά, πολλές ζημι ές καί συμφορές έχει1 νά πάθη
Υ
9 ή Ζούγκλα. "Έτσι, λέει άμέσως, σέ τό νο παρακλητικό στο μικροσκο πιικό ιμαΰρο άνθρωπάκι: —- Κάνε μου μια χάριι Πιτσικάκο. Τρέξε οσο πιο γρή Τσου γορα μπορείς στή φυλή των Γ ιάρχα πού βρίσκεται στο πυκνό δάσος μέ τούς κέδρους. Καί πές στον φύλαρχο Ραμούχ νά φθάση γρήγορα πίσω άπό τον πράσινο καταρ ράχτη, μέ όλους τούς άνδρες καί τίς γυναίκες τής φυλής του. "Όπλα νά μην πάοουν μαζί τους. Μονάχα τσεκούρια νά φέρουνε. Πολλά τσεκούρια. Τρέξε λοιπόν. Ό Ραμούχ εί ναι φίλος καί δέν θά μου χσλάση τό χατήοι... Πρόσεξε μόνο μή τούς πής τίποτα γιά τό μεγάλο θηρίο τής σπηλιάς γιατί μπορεί νά φοβηθούνε... Ό Μπουτάτα συμπληρώνει. — Ούτε για μένα μή τούς πής γιατί μπορεί νά σπάση ή χολή τους! Ό μικροσκοπικός καβαλλά ρης φεύγει σάν βολίδα κατά τό πυκνό δάσος μέ τούς κέ δρους. Οι τρείς σύντοοφοι συ νεχίζουν τό δοόμο τους προς τή σπηλιά του προϊστορικού Μαμμούθ... Κσί νά: Σέ λΐίγο άοχίζουν νά φθάνουν στ* αυτιά τους τά τρομακτικά μουγγοητά του νεκραναστημένου θηρίου. Πα γεοό ρίγος τρόμου καί φοίκηις διατρέχει τά κορμιά του Τα μπόο καί τής Γιαοάμπα. Ό Τσουλούφης κοντόστεκε ται άνήσυγος κι* έτοιμος νά τό βάλη στα πόδια!
10 — ”Ατταττα!... Έγώ σάς καληνύχτίζω' μετά συγχωρήαεως, πού λέει κι5 ή Μπου μπού! Αυτό παιδί μου, φαί νεται πώς θά είναι τεράστιο πράμα, νά μην άβασικαβη! Μέ πέντε καί δέκα κουτουλιές δέν «κανονίζεται». Πρέπει νά του βαρέσω πιάνω από τρεις -τέσσερις χιλιάδες! Καί δέν έχω καμμιά δ,ρεξι νά πάθω πο νοκέφαλο! Οί δυο σύντροφοι προχω ρούν χωρίς νά του δίνουν σηιμασία. Ό Μπουτάτα αναγκά ζεται νά τούς άκολαυθήση μουρμουρίζοντας: — Δέ βαρειέσαι... ;Άν δω πώς δέν κάνω τίποτα μέ τις κουτουλιές, θά τό άριχίσω στις σφαλιάρες! Τό Ελληνόπουλο καθώς προχωρεί ρωτάει την αγνή φίΐ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Οί άνθρωποι τού Ραμουχ στρώ νονται άμέσως στη δουλειά.
λη του: — Τι λες, έσύ, Γιαράμπα; Ποιο νά είναι άραγε τό τρί το προϊστορικό θηρίο πού άνάστησε ό λευκός έπιστήμονσς; — Δέν μπορώ νά, φαντα στώ, Τοιμπόρ, αποκρίνεται ή πανώρια μελαψή κοπιέλλα. Φαίνεται όμως πώς θά είναι πολύ πιο τρομακτικό από τά δυο πρώτα! — Σωιστά, κάνει ό νέος. ΆψοΟ μονάχα τό φύσημα ^ τής ανάσας του σκότωσε τον άμοι ρο άνθρωπο. — Μά θη|ρ'ίο είναι αυτό, η ...φυσερό γύφτικο; μουρμουρί’ ζει ό Μπουτάτα, κουνώντας Ο Μπουτάτα περιεργάζεται μια* τή μεγάλη, τσούλουφωτή κε μεγάλη σύριγγα με υποκίτρινο φάλα του. υγρό.
ΤΑΡΖΑΝ
11
ΤΟ ΜΑΜΜΟΥΘ ΜΙΛΑΕΙ
ΕΛΟΣ οι τρε?ς συντρο ψοι φθάνουν μπροστά στην απέραντη. οΜηλιιά. Και νά: Το τεράστιο Μαμ ,μούθ έχει, βγάλει μονάχα τό κεφάλι του άπό το πέτρινο ά νοιγμα. Και μουγγρίζοντας δυνατά .κι* απαίσια, παλεύει μέ λύσσα και μανία νά ελευ θερωτή, σπάζοντας τά βρά χια — δεξιά κι3 άοιστερά — πού το εμποδίζουν. 5Αλλοίμονο! Και , μονάχα: ή θέα τού κεφαλιού του είναι· ι κανή νά τρεψη, σε φυγή καί τον πιο γενναίο άνδρα! Ό Τιοίμπορ κι5 ή ιΓ ισράμπα ιΟ φύλαρχος δίνει μια φοβερή άποτραβιωνται γρήγορα και γροθιά στο πανώριο πρόσωπο τής Γιαράμπα. μετράνε τά γύρω δέντρα;. Ό Τσουλούφης κυττάζει με γαϊδουράκι πού το τσιμπάνε δέος τό γιγαντιαΐο θηρίο καί ή καρδιά του κλωτσάει σάν μύγες κάτω άπό τή,ν ουρά. Γιά νά δ ιδόξπ διμως τό φόβο του και γιά νά του πάρη τον σέρα, φωνάζει: — "Ε, Μαμμούθ! "Αν εί σαι άνδρας έβγα έξω ντε! 3Αμέσως διμως ιμιά βραχνή υπόκωφη, φωνή τ’ άπακρίνεται άπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς: — Και γιατί 5έν μπαίνεις εσύ μέσα, πού είσαι άνδρας; Ό Μπουτάτα τρόμαζε ι ά φάνταστα καί πηδώντας σάν φύλλος φθάνει αλαφιασμένος κοντά ατούς δυό συντρόφους του, ξεφωνίζοντας μέ φρίκη: —Μ ιλάε ι, αφέντη Ταμ πάρ ! Τον άκοοΊσα μέ τ’ αυτιά μου νά μ ιλάη ! — Ποιος; ρωτάει ξαφνιαζ όμενη, ή μελαψή κόρη. *0 Ραμούχ φέρεται άφάνταστα σκληρά στους υπηκόους του. —Ό Μαϊμούιθ!... Μιλάει
Τ
Μ ο Μαϊμούθ καί μού κάνει καί τό ζόρικο!... 01 στιγμές πού περνάνε εΐ ναι τραγικές. "Ομως οι δυο σύντροφοι αυτή τή φορά είναι άδύνατο νά κρατήσουν τά γέ λια τους. Ό Τσουλούφης ε πιμένει : — Μιλάει σάς λέω! Πάμε νά του ξαναμιλήσω ν’ άκούσε τε τί θά μου πή... Ό Ταιμπδρ κι* ή Γιαράμπα πλησιάζουν μαζί του στο άνοι γμα τής τεράστιας σπηλιάς. Τρέμοντας άπό τό φόβο του ό Τσουλούφης φωνάζει, στο προϊστορικό θη,ρίο: — *Έ, Μαϊμούθ! Γιά ξανα κελάηόηισε νά σ’ ακούσουν οί κύριοι... Τό γιγαντιάϊο θηρίο παλεύ ει άπεγνωσμένα νά έλευθερωθη μουγγρίζοντας άγρια. Καμ >μ ιά λεξι δεν βγαίνει άπό το στόμα του. Ό Μπουτάτα πού ξέρει τί κλωτσιά θά είσπράξη άπό τον Ταμπόρ άν τό Μαμμούθ δεν ξαναμιλήστε αρχίζει νά τό πα ρακαλάη: — ^Ελα, Μαϊμουθάκι μου. ΜΓλα γιατί μ* έκανες ρεζίλι στους κυρίους! Επίτηδες τό κάνεις γιά νά φάω κανένα... σούτ; Τό προϊστορικό θηρίο ό μως δεν συγκινεϊται κι5 ό Τοομπόιρ ζυγίζει τό πόδι του γιά την άπαραίτητη κλωτσιά. Μά δεν προφθαίνει. Την ί δια στυγμή άνθρώπινα ποδο βολητά καί φωνές φθάνουν στ’ αυτιά τους. Είναι ό φύ λαρχος Ραμούχ πού έρχεται με τό λαό του, άνδρες καί γυ
ΟΜΙΚΡΟΙ ναΐικες. Επικεφαλής καί καβάλλα στόν άσπρο 'Αλασάν του ό «μικροσκοπιαΐος» Πιτσιικσκο, όπως τον λέει ό άράπηις μέ τό κωμικό τσουλού φι. Ο ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΟΣ ΦΡΑΧΤΗΣ
ΤΑΜΠΟΡ τρέχει νά προϋπαντήση τό φίλο του^ φύλαρχο καί τον ευχαριστεί πού ήρθε τόίσο γρήγορα ^νά τον βοηθήση.. Τέλος, τού δείχνει τή σπηλιά μέ τό προϊστορικό τέρας καί λέει: -— Είμαι σίγουρος πώς γρήγορα τό τρομακτικό αυτό Μαμμούθ θά καταφερη νά γκρεμίση, τά βράχια καί νά βγή έξω... "Άν ί άφήσουμε νά έξαπολυθή ελεύθερο στή Ζούγκλα, τίποτα δέν θά μείίνη ορθιο; Πρέπει αμέσως οι άνδρες τής φυλής σου, νά κό ψουν μέ τά τσεκούρια τους ό σα μπορούν περισσότερα δέν τρα, καί οί γυναίκες νά κου βαλήσουν τούς κορμούς καί τά κλαδιά τους γύρω - γύρω στη σπηλιά. "Υστερα νά τ' ανάψουμε γιά νά γίνη· ένας ιμεγάλος κι* αξεπέραστος φλο γισμένος φράκτης. *Έτσι τό τρομερό θηρίο, μόλις σέ λίγο γκρεμίίση τά βράχια πού έ χουν άρχισε ι κΓ δλας νά ραΐ ζουν καί βγή έξω, θά πέση μοιραία πάνω στις φλόγες καί θά καή. Τίποτα άλλο δέν μπορούμε νά κάνουμε γιά νά σωθούμε άπό αυτό. Ούτε μέ κοντάρια, ούτε μέ μαχαίρια, ούτε μέ ντουφέκια μπορούμε
Ο
ΤΑΡΖΑΝ νά τρυπήσουμε τό χοντρό καί γερό ταμάρι ταυ. Μονάχα ή φωτιά θά τό δσμάσηι! — Ή ψωτιά κι* οί ...κου τουλιές μομ, συΐμπληρώνει ό μεγαλακέφαλος Μπουτάτα. Οί άνδρες κι5 οι γυναίκες τής φυλής των Γιάρχα, τρο μάζουν αφάνταστα σάν αντίκράζουν αϊτό κοντά τό προϊ στορικό θηρίο. *Αρν°ύνται νά (μείνουν έκεΐ κινδυνεύοντας τή ζωή τους καί θέλουν νά φύ γουν. Ό Ραμούχ. ένας γιγαντόκ οωμος κι* άφάνταστα δυνατός ά^δρας — γι* αυτό άλλωστε είναι· και φύλαρχος — έπιβάλ λει την τάξι- *μέ τά χέρια του. Αρπάζει δυο - δυο τούς ύπη κόσυς του καί τούς κτυπάει με δύναμι τον έναν πάνω στόν άλλο! Μερικοί καταφέρνουν νά •μείνουν ζωντανοί υστέρα ά πό αυτή τή φοβερή δοκιμασία "Αλλοι γλυτώνουν <μιά γιά πάντα, άπό τά βάσανα του (μάταιου αυτού κόσμου. Καί οι υπόλοιποι παίρνουν τά τσε κούρια τους καί στρώνονταιστή δουλειά. Φοβούνται πε ρισσότερο τά χέρια τού καλού Αρχηγού τους άπό τά τρομακτικά χαυλιόδοντα τού φοβερού Μαιμμουθ. Ό Ταμπόρ πού δεν φοβά ται καί δεν «χαρίζει καστανα» σέ κανέναν, λέει στόν Φύ λαρχο: — Δεν ήξερα πώς είσαι τόσο δειλός κι* άνανδρος νά χτυπάς καί νά σκοτώνης άδύ νατους ανθρώπους. Άπό δώ καί πέρσ νά ,μή με λογοαριά-
19 ζης γιά φίλο σου! — Ούτε κιι* έσυ έψενα, τ’ αποκρίνεται άγιριος κι* άπει* λητιικός ό γιγαντόσωμος καί τρομερός Ραμούχ. 'Κι* αμέσως φωνάζει στους άνθρώπους του πού έχουν άρ χίσει νά σωριάζουν κάτω τα τεράστια δέντρα: — Σταματήστε!... Θά γυ ρίισουίμε πίσω στο χωριό μάς, Τό άτρομη,το * Ελληνόπου λο τον πλησιάζει χαμογελών τας περιφρονητικά: — Πριν λίγο, γιά νά κά* νης τους ,μαύρους σου νά μεί νουν καί νά δουλέψουν τούς χτυπούσες καί τούς σκότω νες. Τώρα πού κι* έγώ θέλω νά ιμείνης καί νά δούλεψης, τΐ πρέπει νά σού κάνω; — Χά, χά, χά!, καγχάζει ό Ραμούχ! Δέν κυττάς, μι·* κιρούλη μου, πού ή κορυφή ιού κουτού κεφαλιού σου φτά νει ιμέχρι τον άφαλό μου; Μέ Ιμιένα ζητάς νά τά βάλης; Χά χά, χά! Ό Ταμ'πόιρ γυρίζει^άτάρα> χος καί φωνάζει στούς μαυ-τ ρους πού έχουν σταματήσει τή δουλειά. — Νά διαλέξετε έναν άλ~ λο άρχηγό τής φυλής σας. Ό Ραμούχ εΐναι πολύ δειλός κι’ άδύνατος γι* αυτή τή δουλειά. "Οποιος δέν μέ πιστεύει^ τώ ρα, θά μέ πΐιστέψη σέ λίγο. Κι* άμέσως, πετωντας^ στό πλάι τό άχώριστο ρόπαλό του λέει στόν ώπλισμένο αντίπα λο: — Πέταξε κι* έσυ τό μα*
Ο ΜΙΚΡΟΣ
14
χαΐρι σου νά παλέψουμε σάν άνδρες. Ό «κακός φύλαρχος τραβά ει το !μαχαίρι από τη ζώνη ^ του και τό αφήνει νά πόση κάτω. Ό Ταμπόρ σφίγγει· τή^γρο θιά του και κάνει νά του δώ ση τό πρώτο χτύπημα. Δεν προφθαίνει όμως. Ό τρομερός Ραΐμούχ, προλιαβαλ νει με τή χερούκλα του και του δί/νει ένα ιάφάνταστα δυ νατό χτύπημα στο στήθος. Τό Ελληνόπουλο τινάζεται προς τά πίσω και ικουτρουβα λώντας σωριάζεται δέκα βή ματα μακρυάι, ενώ άττό τις άκρες των χειλιών του, αρχί ζουν νά τρέχουν δυό αυλάκια αίμα! Ό γιγαντόσωμος Φύλαρ χος σηκώνει από κάτω τό μα χαΐρι του και τρέχει νά τον άποτέλειώση. Ή Γιαράμητα πού κάνει νά
*0 Ταμττόρ κάνει άπ’ τά κλαδιά £να υπεράνθρωπο πήδημα,
τον έμποδίση, δέχεται μιά γροθιά στο πρόσωπο καί σω ριάζεται κάτω άναίάθητη. Ό Πιτσικόκο βλέποντας τό κακό που γίνεται·, πηδάει σβέλτος στον Άλασάν του κιαί χάνεται σάν βολίδα πίσω ά'πό τό χαμηλό γ.οασίδι τής περιοχής. Τρέχει νά ειδοποί ηση τον Ταιρζάν. ΤΟ ΜΑΜΜΟΥΘ ΞΑΝΑΜΙΛΑΕΙ
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ του Ταμπόιρ καί του Ραμούχ άρχισε νά γίνεται σέ αρκετή άπόιστασι από τό ά νοιγμα τής σπηλιάςν Κι5 ό Μπουτάτα, που βρισκόταν ά·· παισχολημένος μέ τό Μαμμούιθ, ούτε είδε, οϋτε κατάλα βε τήτοτσι. "Ας άφήσουμε λοιπόν για λίγο τον άπαίισιο Φύλαρχο νά τρόχη σφίγγοντας τό μα^ χαΐιρι του προς τό μέρος που οωριάστηκε κάτω ό Ταμπόρ κι* άς πλησιάσουμε κι5 ^έμεΐς στ5 άνοιγμα τής σπηλιάς. Καί νά: Ό κωμικοτραγι κός Τσουλούφης. πού έχει αρ χίσει ν5 άμφιβάλλη, καί για τά ΐδ;σ του αφτιά άικόιμσ. κά νει μιά τελευταία προσπάθεια νά λώσηι τή γλώσσα του πεισιματάο ικου θηρίου: — "Ελα Μαϊμουθουλι μου ! "Ανοιξε τό γλυκό σου στομα τάκι νά μου πής δυό λογάικια Τούς λέω πώς μιλάς καΐ^ κα νένας δεν μέ πιστεύει. Μήπως άμως δεν μου μ ίλησες κ5^ ε γώ παρακόυσα; Πέσ’ μου ένα «ναι» ή ένα «όχι». Τό προϊστορικό θηρίο δεν
Η
ΤΑΡΖΑΗ αποκρίνεται πάλι κι" ό Μπουτάτα θυμώνει: — Θά μιλήσης, μωιρίε, ή θά ξερριζώσω κάνα δόντι και θά στο σπάσω- στο κεφάλι ; "Άϊντε λοιπόν! Νά αμίως: Ή ίδια βρα χνή φωνή ξανακούγεται θυμω μένη τώρα: — Τον κακό σου τον και ρό !, παληακεφάλσ! Ό Τσουλούφης χοροπηδάει άτ’ τή νοζρά του: — Μπράβο, Μαϊμμουθάκι μου! "Ωστε μιλάς πού νά μήν άβαισκ-αΒήις! Δεν εΐιχα κάνει λάθος, λοιπόν! Στάσου νά φωνάξω τον Ταιμπόρ νά σ’ άκούαιηι... Μή με ξαναιρεζιλέψης όμως γιατί θά αέ ταράξω στις σφαλιάρες. Γυρίζει αμέσως γιά νά φύγη), ιμά δεν προφθσίίνει. Ή φω νή του προϊστορικού θηρίου τον ρωτάει·: — Δεν μου λες, καλέ: παν τρεμένος είσαι·, γιά ανύπαν τρος; — Ανύπαντρος, άπακίρίνετσι ό Μπουτάτα. —Άρραβωνιασ,μένος ή ξαρ ραιβώνιαστος; — σσμραβώνι αστός, μουρ μουρίζει με κάποιο δισταγμό ό Τσούλούφης και συλλογιέ ται : «Θηλυκό θάναι τό Μαϊιμμούθ!» "Υστερα τό ρωτάει: — Έσύ καλέ, παντρεμένη είσαι, γιά άνύπαντ,ρη,; — Παντρεμένη!, τ’ άκοκρίνεται. — Μνηστευμένη, γιά... α είμνηστη,; — Μνηιστευμένη, τού ξανα-
*0 Μττουτάτα δίνει μια καρφω τή κουτουλιά στο ττρσσω'ΠΓΟ τοΰ άναίσθητου Ραμούχ.
ποκρί,νεται. — Προ πόσων εκατομμυρί ων ετών; τή ρωτάει. Ή «Μαιμμούθαινα» άίτορεΐ: — Πριν δύο - τρεις βδομά δες, καλέ! Φρέσκοι είμαστε ακόμα! — Τότε καλά στεφανα καί βίον... γρσσιδόσπαρτον γιά νά βόσκετε μέ τήν ψυχή σας! Καί τρελλός άπό χαρά ό Μπουτάτα πού λύθηικε επί τέ λους ή γλώσσα τού Μαιμμούθ, τρέχει προς τό μέρος πού εΐχε αφήσει τον Ταμπόρ και τή Γ ιαράμίπα. ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΑΜΠΟΡ ΚΑΙ
ΡΑΜΟΥΧ
Σ βρέξουμε λοιπόν κ’ έμεΐς μαζί· του γιά νά δοΰ με τί θ’ άπτογίνη, μέ τον Ραμούχ, πού σφίγγοντας τς>
Ο ΜΙΑΡΟΙ ... I......
τεράστιο μαχαίρι του τρέχει προς τό μέσος που βρίσκεται άνακαθισμένος ό Ταμπόρ και σκουπίζει με τή ράχι τής πα λάμης, τά ματωμένα χείλια του. Και νά: Μόλις ό κακούργος φθάνει κοντά, σκύβει για νά καρφώση τό μαχαίρι στον α ριστερό ώμο του άσπιλου αντι πάλου του. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο άνακαθισμένο καθώς βρίσκε ται τινάζεται- ρέ αφάνταστη ταχύτητα μπροστά και σπρώ χνει προς τά πίσω τά τερά στια πόδια του φοβερού φυ λάρχου. Ό Ραρουχ, , άπροετοίμαστος γιά μια τέτοια έπίθεσι, γέρνει άπότομα προς τά έΐμπρός και σωριάζεται βαρύς κάτω, κτυπώντας τό απαίσιο πρόσωπό του στη γη. Λίγο έλειψε τό μαχαίρι που κρατου σε νά καρφωθή πέφτοντας στά στη θεία του. Ψίθυρος ίκανοποιήσεως άκούγεται απ’ τό μέρος των βασανισμένων μαύρων πού θέ λουν νά έκδικηθούν τό σκληρό άφέντη τους. Στο μεταξύ ό Ταμπόρ αρ πάζει άπ^τό χέοι τού ζαλισμέ νου Ραμούχ τό δολοφονικό .μα χαίρι και τό πετάει όσο μπο ρεί πιο μακρύά. 'Ύστερα σψίγ γει τή γροθιά του και τον περιρένει νά σηκωθή. Ό κακός φύλαρχος, αφρί ζοντας τώρα άπ’ τό κακό του γιά την προσβολή πού έπαθε ρίπροστά στούς υπηκόους του πέφτοντας κάτω πετιέται άοθός και χύνεται νά σπαράξη τό * Ελληνόπουλο με νύχια και
δόντια. Ό Ταμπόρ του δίνει ιμιά πρώτη φοβερή γροθιά στό σαγόνι χωρίς όμως κανένα άποτέλεσμα. Ό Ραμούχ τή δέ χεται σαν χάδι. ^Ομως ή δεύ τερη γροθιά πού επακολουθεί ρ’ άστραπιαία ταχύτητα βρί σκει πάνω στή μύτη, του, κ’ έ νας καταρράκτης αίματος τού λούζει τά στήθεια. Μέ την ίδια ταχύτητα έπακολουθούν τρίτη και τέταρτη γροθιά πού κτυποΰν μ’ άφάνταστη ορμή πάνω στά δυό του ιμάτια. Τό φοβερό Ελληνόπουλο 5° μως δεν σταματάει. Ματωμέ νος, ζαλισμένος και μέ σκοτει νιασμένα μάτια καθώς είναι ό άντίπαλός του, δεν τον άφήνει νά συνέλθη.^ Και σάν χαριστι κή βολή τού δίνει ταυτόχρονα και ,μέ τά δυό του χέρια άλλες δυό γροθιές στ’ αφτιά. Ό τρομερός Ραμούχ μοιά ζει τώρα μέ λυσσασμένο θε ριό. £Απλώνει μέ βιάσι τά τε ράστια χέρια του καί ψάχνον τας σάν τυφλός, βρίσκει κι* αρπάζει τον Ταμπόρ. Αμέ σως. τινάζοντας τα προς τά επάνω, τον εκσφενδονίζει ψη λά. Πάνω άπό δέκα ρετρά άνυ*· ψώνεται τό λευκό παλληκάρι. Καθώς πέφτει όμως προφθαίνει κι5 αρπάζεται άπό τό κλα 6ι κάποιου δέντρου πού βρί σκεται πλάι. Ό φύλαρχος ά πό κάτω στριφογυρίζει σαν τρελλός, σγ'ίγγοντας τή μύ τη του γιά νά σταματήση τό αΐμα, πότε τρίβοντας τά σκο τεινιασμένα του μάτια, ή τά κουφ αρένα του άφτιά. Ό Τορποιρ μετακινείται —
π
ΎΑΡ1ΑΗ
περπατώντας μέ τά χέρια— πάνω στο κλαδ'ι πού βρίσκε ται καί φθάνει στην κατάλλη λη θέσι. Αμέσως κάνει ένα υ περάνθρωπο πήδημα κ’ εκ σφενδονίζεται σάν λεοπάρδαλις κτυπώντας μέ αφάνταστη άρμη πάνω στά στήθεια^ του αντιπάλου του. Ό Ραμούχ άνατρέπεται κι5 ό Νέος, πού γρήγορα ξαναβρίσκεται^ ορθός, του δίνει γρήγορες και δυνα τές κλωτσιές στά σαγόνια. Ό απαίσιος Φύλαρχος κάνει με ρικές τελευταίες προσπάθειες ν5 αντίδραση, μά γρήγορα σταματάει μένοντας αναίσθη τος. Οί μαύροι γύρω -—άνδρες καί γυναίκες— άλαλάζουν χα ρούμενοι γιά τη νίκη του λευ κού παιδιού καί την ήττα τού .μισητού αρχηγού τους. Την ίδια στιγμή ό Μπουτάτα φθάνει τρέχοντας καί στα ματάει μπροστά στον άναίσθη το γίγαντα. Καί κάνοντας α πότομη βουτιά προς τά κάτω, τού δίνει μιά καρφωτή κουτου λιά στο πρόσωπο, μουρμουρί ζοντας : — Πας κ’ έσύ!^ Σ’ έφαγα! Ό Ταμπόρ, σκύβοντας τώ ρα νά συνεφέρη την πανώρια Γιαράμπα, φωνάζει ταυτόχρο να στους ανθρώπους τού Ρα μούχ: — Συνεχΐ^ε τη δουλειά σας, καλοί μου άνθρωποι. Πρέ πει ν5 ανάψουμε μιά μεγάλη φωτιά γύρω άπ’ τη σπηλιά. Τό^ τρομερό θηρίο πού τό άκοΰτε νά ούρλιάζη, άν κάνη πώς βγαίνει έξω, δέν θ3 άφήση κανέναν άπό έμάς ζωντα νό!
Ό Τσουλούφης τον τραβάει απ’ τό μπράτσο: λ— Πάμε, αφέντη Παιδί1... Πάμε ν’ όοκούσης τη Μαϊμούθαινα,^πού μιλάει! Φαίνεται πώς τής καλάρεσα μάλιστα. Σάν ξεραλούκουμο μέ κυττάζει. Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Μμαΰροι κ’ οί μαύρες της φυλής των Γιάρχα είναι πολλοί. 'Ώσπου νά νυχτώση έχουν κόψει καί κομματιάσει πάνω άπό εκατό τεράστια δέντρα. Τά στοιβάζουν^ σέ αρκετή άπόστασι γύ ρω απ’ τη σπηλιά καί τούς βάζουν φωτιά. Οί φλόγες φουντώνοντας διώχνουν τό σκοτάδι τής νύ χτας μακρυά κ’ ένα φαντα σμαγορικό θέαμα παρουσιάζε ται. Τό νεκραναστημένο προϊ στορικό θηρίο εξακολουθεί νά μουγγρίζει καί νά ούρλιάζη απαίσια, ενώ σε μιά στιγμή άκούγεται ξαφνικά ή βραχνή φωνή του: — Μπουτάτααα! Θέλω νά βγω έξω, μά δέν χωράωωω! — Τό βλέπω! αποκρίνεται ό Τσουλούφης καί κλείνει τό μάτι στον Ταμπόρ καί στη Γ ιαράμπα: -— Την άκούτε; Βοήθεια μου ζητάει, τό πουλάκι μου! Τό λευκό παλληκάρι κι’ ή με λαψή Κοπέλλα μένουν άναυ δοι άκούγοντας τό Μαμούθ να μιλάη. Οί φλόγες όμως έχουν δυνα μώσει τώρα κ’ οί καπνοί μαζί μέ την κάψα, φαίνεται πώς άρ-
Ο
0 χίιζσυν νά στεναχωρούν το θη ρίο. Καί νά: Σέ ιμερικες ξαφνι κές κι5 απεγνωσμένες προσ πάθειες, γκρερίζει επί τέλους τά βράχια πού βρίσκονται δε ξιά κι·5 αριστερά άιπ5 τ5 άνοιγ μα τής σπηλιάς καί πετιέται έξω! Οι μαύροι τού Γιάριχσ τό βάζουν στά πόδια ξεφωνίζον τας σάν τρέλΙλοί1. Τά τεράστια βράχια αμως πού έχουν άποσπασθή καί κατρακυλούν, περ νώντας μέσ’ άπ5 τις φλόγες, τούς κυνηγάνε, τούς φθάνουν καί καταπλακώνουν όσους βρί σκόνται στο πιέρασιμά τους. Ό Τιαμπόρ, ή Γιαιράμπα κι5 ό Μπουτάτσ καταφέρνουν ν’
ΜΙΚΡΟΣ
σήτοφ άγουν την επιδρομή των φοβερών βράχων καί νά σω θούν σάν^άπό^ θαύμα. Καί νά: τό Μαιμμοάθ, μό λις βγαίνει άπ5 τη σπηλιά, σταματάει για λίγες στιγμές ο αστισμένο κύ αναποφάσιστο κυττάζονταις χαμένα τις τερά στιες φλόγες πού τό ζώνουν γύρω. Ταυτόχρονα άπ5 τ5 απέραν το τώρα άνοιγμα τής σπηλιάς όικοάγεται μια γλυικειά γνώρι μη φωνοάλα: — 5Εγώ ήμανε καλέ! Σάς την έσκασα, μετά συγχωρήσεως! Χά, χά, χά!.. Οι σπασμένοι βράχοι πού κσ.τρσικύλ·η|σαν παιρέσυιοαν με ρικά άπ5 τ5 αναμμένα ξύλα κι5
ό τρομερο κτύπημα τού φύλαρχου Ραμούχ δέκα βήματα μακρυά.
τινάζει τον Ταμπόρ
ΤΑΡΖΑΝ
Τό προϊστορικό φολιδωτό όρνιο αρπάζει στα νύχια του τον Ελέ φαντα.. μαζί μέ τον Ταρζάν και τη Ζαλάν.
άφησαν μερικά στενά ανοίγ ματα στο πυρωμένο φράγμα. Σβέλτος ό Ταμπόρ περνάει μέσα άττό κάποιο άπ’ αυτά, άρπάζει την Μπουμπού και τΡέχόντας πάλι τή βγάζει έ ξω. — Πώς βρέθηκες εικεΐ ■μέ σοι; τή ρωτάει ή Γιαράμπα. ^ Ή λεπτεπίλεπτη άραπινοσλα μέ τή μοντέρνα άλογοσυρά, τής αποκρίνεται: — Είχα βγή ή κσΐηίμενούλα νά μαζέψω λουλουδάκια για νά στολίαω τά μαλλάκια μου. 5 Από μσκ,ρυά αμως είδα ένα λευκό άνθρωπο νά βγαίνη μέ σα άπ’ αυτή τή^ σπηλιά ^μέ μια βαλίτσα στο χέρι. Τότε σκέφτηκα μήπως στή σπηλιά
αυτή βρισκόταν ικρυμμένος κα νένας μεγάλος θησαυρός. Κ3 ε πειδή ς δεν έχω ποοΐκα, -μπή κα μέσα νά δω. 5Εκεί, τό λοι πόν, πού έψαχνα, βλέπω ένα μαλλιαρό βουνό νά σηκώνεται στά τέσσερα ποδάρια του καί νά ζητάει νά βγή άπ3 τ’ ά νοιγμα, μουγγρίζοντας σαν τον Μιπουτάτ-α όταν ροχσλίζη. ’Έτσι τήν έπαθα καί δεν χω ρούσα πια νά βγω. 3Αλλά κι3 ό «σρραβωνιαστήρ» μου την έπιαίθε μέ τή βραιχνή φωνή πού έκανα. Χά, χά, χά! Καλέ τί βλάκας πού εΐσαι γλύκα μου! 3Έξω ψρενών ό Τσουλούφης τήν αρπάζει άπ3 τήν άλογοουρά: — νΑν μέ ξαναΗτής «γλύκα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
20 μου», θά στην ξερριζώσω νά την κάνης... καταΐφι! Στο μεταξύ το τρομακτικό προΐστορ ικό θηρ ίο ετο ιμάζετοοί' —ουρλιάζοντας απαίσια — νά χυιθή μέσα στις φλό γες γιά νά έλευιθερωθή απ’ τό πυιρωιμένο κλουβί του. Ό Ταμπόρ θυμάται ξαφνι κά τον αναίσθητο Ραμούχ πού πριν λίγες ώρες ζητούσε νά τον σπαράξη μέ τό μαχαίρι καιί τρέχει κοντά του. Τον αρ πάζει άπ5 τά πόδια κι* αρχί ζει νά τον τραβάη γιά νά τον άσφαλίση πίσω άπό ενα με γάλο βράχο. Μά γρήγορα κα ταλαβαίνει πώς δεν σέρνει πα ρά ένα πτώμα. Μά από τις -μεγάλες πέτρες πού κατρακύ λησαν άπ’ τ’ άνοιγμα της σπη λιάς είχε περάσει πάνω, απ’ τά στηθεια του. Ό απαίσιος κακούργος είχε βρη τη δίκαια τιιμωρία πού του άξιζε. Καί νά: Την ίδια στιγμή τό τεράστιο Μαμμούθ παίρνει την άπόφασι καί ξεκινάει μέ άφάνταστη^ όριμή προς τό πυ ρωμένο φράγμα του. Σκοντά φτει όμως ατούς αναμμένους κρριμούς καί σωριάζεται βαρύ πάνω στις φλόγες... ’Αποπνιικτική ιμυρωδιά κα μένου μαλλιού, χτυπάει τώρα στά ρουθούνια των τριών συν τρόφων. Κι* αμέσως μιά οσμή άπό σάρκες πού ψήνονται. Τό προϊστορικό θηρίο πα λεύει καί χτυπιέται άπεγνωσρένα μέσα στις θεόρατες φλόγες. Ό Μπουτάτα ξύνει τό τσουλούφι τής κεφαλής του μουρμουρίζοντας συλλογισμέ νος: — Κρίμα νά ,μήν εχουμε
ψυγείο.., ^ — Γιατί γλύκα μου; ρω τάει ή Μπουμπού. ^— θά φάω γερά βέβαια, τώρα πού θά ψηθή, τής απο κρίνεται. Μά άν μού περισσέψη κανένα μπούτι-, θά χαλάση ώς τό πρωΐ. ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ
Α^ όμως που τό γι γάντιαϊο προϊστορικό θηρίο, καταφέρνει νά ξεφύγη άπ’ τις φλόγες καί νά ξεπέρα ση μιαν ισσμένο τό φοβερό πύ ρινο φράγμα. "Ομως τά καψί ματα τού κορμιού του τό πο νάνε αφάνταστα. Καί ουρλιά ζοντας μέ λύσσα χύνεται προ$ τό σημείο πού βρίσκονται ό Ταμπόρ, ή Γισράμπα, ό Μπου τάτα κ* ή Μπουμπού. Οί τόσσερες σύντροφοι κοκκάλώνουν στις θέσεις πού βρί σκονται. Είναι κάτι πού ποτέ δεν περίιμ-εναν νά συμβή. Τώρα δεν έχουν πιά τον καιρό ούτε νά σκεφθούν νά φύγουν. Βέ βαιος θάνατος τούς περιμένει κάτω άπ5 τά τεράστια βαρεία πόδια τού ζωντανού βουνού πού τρέχει κατά πάνω τους. Καιμιμιά άνθρωπινη δύναμι δεν θά μπορούσε νά τούς σώση. Μά κι5 άν μπορούσε, δεν θά πρόφταινε. Υπάρχει όμως καί ό παν τοδύναμος Θεός τής Ζούγκλας καί τού Κόσμου ολόκληρου. Καί νά: Ταυτόχρονα σνεδόν δυνατό σφύριγμα άκούγεται πίσω τους. — Χωροφύλακας !, φωνά ζει μέ χαρά ό Μπουτάτα, "Ερ
Μ
ΤΑΡΖΑΗ
χετοη νά τό συλλαβή ! Δέν τηροφθαίνει δμως νά τελείωση τά λόγια του, δταν ένα τεραστίων διαστάσεων φί δι, περνώντας πλάϊ τους, σέρ·* νεται σφυρίζοντας τρομακτι κά, προς την κατεύθυνσι του μανιασμένου Μαμμούθ. Ή διάμετρος του φολιβο του κορμιού τσ> εΐναι δση καί του κορμιού ένός μεγαλόισωμου έλεφαντα. Τό μάκρος του πάνω από εκατό μέτρα. Ό «Μεναλόφ ις» αυτός, δπως λέ γεται σήμερα στην Παλαιοντο λογία, σίγουρα θά εΐναι τό δεύτερο προϊστορικό θηρίο πού ό λευκός έπιοτήμονας ξανάφερε στη ζωή άπό τήν προ αιώνια νάρκη. Τό τεράστιο Μαμμούθ άντικ,ρύζοντας τον γιγαντιαϊο έρπετό άντίπαλό του βγάζει τρομαγμένο ουρλιαχτό καί σταματώντας άπότομα —λί γα μέτρα πριν άπ’ τούς τέσσε ρες συντρόφους— σηκώνεται στά πισινά του ποδάρια. Τό άπέ,ραντο δμως φίδι, άγκσλιάζει τά ^ποδάρια του αυτά καί μ* άφάνταστη σβελτάδα τυλίίγει Θανατερές κουλούρες γύρω στο κορμί του. Ο! θεόρατες φλόγες τής ά χρηστης πιά φωτιάς, θά φω τίσουν τώρα μιά τρομακτική γιγαντομαχία προϊστορικών τεράτων, άπ* αυτές πού έκατο,μμυιρια ολόκληρα χρόνια εΐχε νά δη ή Ζούγκλα. Οί τέσσερες σύντροφοι έ χουν σωθή σαν άπό θαύμα. Ό Ταμπόρ παρασύρει τή Γ ιαράμπα, τον Μπουτάτα καί τή Μπουμπού, άκρη - άκρη, στά χείλια ένός Απότομου
21 γκρεμού πού καταλήγει σέ μιά μεγάλη βαθειά λίιμνη ΕΤναι ή λίιμνη πού ^σχημ στίζεται απ' τά νερά του γειτονικού πράσινου καταρράκτη. — Καλύτερα νά παρακολουθήισωιμε άπ’ έδώ, τούς λέει. *Αν μάς έπιτεθούν τά τέρατα, θά πηδήσουμε κάτω στή λί1'μνη. — 5 Εγώ δέν πηδάω στά νερά, μουρμουρίζει ό Τσου~ λούφης. ς—Τιατί γλύκα μου; τόν ρωτάει ή Μπουμπού. — Φοβάμαι μή... βραχώ! Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
Σ ^άφήισουμε τώρα τά >υό προϊστορικά τέρατα ττή^ θανάσιμη πάλη τους κι* άς γυρίσουμε πολλές ώρες πίσω στήν τρομακτική αυτή ιστορία μας. Ό Πιτσικόκο —δπως είδα με— μόλις άντιικρύζει τον μα νιασμένο Ραμούχ νά σφίγγη με λύσσα τό μαχαίρι του καί νά χύνεται νά σπαράξη τον Ταμπόρ, πηδάει σβέλτος στόν Άλασάν καί τρέχει καλπάζον τας νά ειδοποίηση τον Ταρ^ ζάν. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας βρίσκεται έξω άπ* τή σπηλιά πού ζή^ καί γυμνάζει τήν άγσ πημένη, θετή του κόρη Ζολάν, στο μαχαίρι καί στο πιστόλι. Ό ,μακροσκοπικός μαύρος πρίγκιπας φθάνει καί ξεπε ζεύει ίμπροστά τους άλαφ ισα σμένος. —"§να τεράστιο προϊστα^
Ο ΜΙΚΡΟΙ
η ριικιό Μαιμιμοϋθ αναστήιθηκε σέ μια ιμεγιόίλίηι σπηλιά;. Τό άνοι γμά της όμως είναι στενό και ζητάει να τό 'γκρημ-ίίση. για νά βγή έξω. Ό Ταΐρζάν χαμογελάει ήσυ χ°ς· — Τα ίδια «παραμυθία» ήρθε και ,μοΰ είπε τό πρωί ό Χούρ. Αφήστε με ήσυχο λοι πόν. "Αν εσείς βλέπετε ονει>>ρ·οζ, εγώ δεν χρωστάω τίποτα, νά ερχόσαστε και νά ιμέ ζάλίιζετε! Ό Π ιτσ ικόΐκο πρόσθετε ι τώρα: — Ό Ταμπό ο κινδυνεύει, άρχοντα Τσ,ρζάν. Ό φύλσιοχος Ρσμούχ' έχει χυθή νά τον σπαράξη ίμιέ τό: ιμαχαίρ ι του. Ό Τιαρζάν ικαι πιάΙλι (μένει ατάραχος ικαι τον καθησυχά ζει : — ίΜήν
άνηισυχής, καλό
Ουρλιάζοντας άπαίσια τό τε ράστιο Μααμουθ χύνεται μέσα στις φλόγες.
ιμαυ ΠιτσικόΙκο. Ό Τάμπόρ εΐ ναι γερό και ατρόμητο πολλή κάιρί1. "Οσο γιγαντόσωμος κι5 άν είναι ο Ραμουχ κι* όσα ιμα χαίίρια ικι’ άν κρατάη, τελικά θά τον δσιμάισηι. *Ό Θεός νά σε φυλάηι από τη γροθιά του! Χά, χά, χά! Αυτά λέει ό Τσρζαν. Η Ζο λάν αιμως, (μόλις άκούει πώς ό Τσιμπορ κινδυνεύει, άναστατώ νέτοι: — Νά πάμε, Ταρζάν! Ό Ταιμπόρ μάς, έχει σώσει αμέ τρητες φορές τή ζωή! Πρέ πει νά τρέξορμε κι5 φμε:Τς ά· μ,έσως νά * τον βοηθήσουμε.;. "Αν δεν έρχεσαι, φεύίγω άμέοως ιμονάχηι μου... — Νά ικαιθήσης έκεΐ πού κάθεσαι, τή ιμαλίλώνει αυστη ρά ό άρχοντας τής Ζούγκλας. Ό Τοτμπόρ είναι νέος κι5 ας προστατέψη τον εαυτό του ό πως μπορεί. Ρωτάς έμενα άν μπορώ νά τρέχω ιμέ τά γέρασμένα πιά ποδάρια μου; Τό λευκό κορίτσι τον κυττάζει ιμίε θυμό·: — Τά πόδια σου δεν είναι καθόλου γεραισιμένα, Ταρζάν, ούτε κι5 έσύ είσαι γέρος. 5Αλ λά ξέρω γιατί δεν έρχεσαι: Ζηλεύεις τον Ταμπό ρ κύ άπο ζητάς τόν άδικο χαμό του. Και ξεσπώντας σ’ ακράτη τους λυγμούς προσθέτει: — Δέν θέλω νά μείνω πιά στη σπηλιά ίσου, ούτε νά σ? έχω πατέρα μου... Κα?, γιά νά στ5 αποδείξω, φεύγω αμέ σως κι5 αυτή τή στιγμή. Πά με, Πιτσικόκο... Καί, σηκώνοντας στην άγκαλιά της το μαύρο καβαλΑσ
ΤΑΡΖΑΝ
23
ρη καί το άτι του μαζί., προ χωρεί πεισματωμένη καίί μέ βήμα βισιστίίκό. Μ’ ένα - δυο πηδήματα ό Ταρζάν τή φθάνει, τήν αρπά ζει στις ιχερουκιλεσ του κο&ί τήν τραντάζει φωνάζοντας ά γρια: ^—ΈΤμαν πατέρας σου·! Θά κάνης ο,τι ίσου λέω εγώ! !<α ταλαιβαίνεις; ίΚαβαλλάρης καί ιάίλογο ξε Φεύγουν από τήν άιγκαλ ιά τής ξανθέ :άς κόρης πού πασχίζει να ελευθερωθή. τρίζον τας με μίσος τά (μαργαριταρένια δόντια της. /Γρήγοιοα δμως καταλαβαίνει πώς δεν θά κατοοφέ|ρη« τίποτα μ* αυτό τον τρόπο. Καί πονηρή καθώς εί *0 άρχοντας τής Ζούγκλας γυ μνάζει τη Ζολάν στο μαχαίρι καί ναι ζητάει νά τον ξεγελάση στο πιστόλι. για νά του ξεΦύγη ρουφά: — Καλά, Ταρζάν... Δίίκηο έχεις. Δεν είναι σωστό νά τρέ εγώ νά δώ τή συμβαίνει. χω μονάχη «μου στήν ερημική Κι* άιμέσως προχωρεί, δια κΓ άγρια Ζούγκλα. Στο κάτω τάζοντας τον Πιτσικόικο: -κάτω τί ιμ’ ένδιαφέοε* εμένα — Μπροστά εσύ για νά αν ό Ραμούτχ σπαράζη τον «μου δείχνης τό βρόμο... ίαμπιόρ; Δικός μου είναι; ’Άς τον βοηθήση. ή Γιαρσίμπα Η ΖΟΛΑΝ του. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ό Ταρζάν, που ούτε για Α ΓΑΛΑΝΑ ,μάτια τής μ ιά ατι-γιμή δεν είχε σκεφθή Η όμορφης Ζολάν χαμογε Τό κακό του Ταμπέρ, ,μόνο θε μ λάνε πονηρά. Κατάφερε ό; οουαε περιττό νά πάίηι, έ έπ: τέλους νά γίνη αυτό πού χοντας έμπιιστοσύνη στή δό ήθελε. να μι καί ατό θάρρος του, Έτσι, κάνει, τά,χα πώς ξασπρώχνει τώρα τή Ζολάν μέ ναγυρίζει υπάκουη: στή σπη*περιφρόνησι: ;— "Ωστε έτσι, έ; Αδιαφο λιά, ,μάι, μόλις ό Ταρζάν ξε ρείς γι«ά τή ζωή του υπέροχου μακραίνει λίγο., σταματάει, αυτού παίλληκαριού πού μια γυρ-ιΐζει πίσω κΤ άΐΡ'χίζει νά αέρα θά γίνη ό άοχοντορ της τον παρακολουΐθή ικ,ρυφά, φρον τίζοντας νά μήν τήν άντιληΖούγκλας ! Κ όβησε λοιπόν έδώ στη σπηλιά «καί θά τ,ρέξω φθή.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24 "Έχουν προχωρήσει Αρκετά ϊτσι>, όταν ό άρχοντας της Ζούγκλας συναντάει τυχαία ένα γιγαντόσωμο ελέφαντα πού κάποτε του εΐχε σώσει τή ζωή από λευκό κυνηγό. Τό παχύδερμο Αναγνωρίζει τό σωτήρα του και σταματάει κυττάζοντάς τον μ5 εύγνωμοσύνηι. Ό Ταρζάν, ττού νοιώθει κου ραϊσμένα τά πόδια του Από τις περιπέτειες των τελευτσίίων ήμεοών, άριτάζεται Από την προβοσκίδα του καλού έλέψαντα και σκαοφαλώνει γρή γορα στη ράχη, του. νΥστεοα, χτυπώντας τά πόδια του πό τε στο δεξιό και πότε στο α ριστερό πλευρό του, τον κα τευθύνει προς τον Πράσινο Καταρράκτη πού — όπως του έχει πή ό Πιτσικάκο —θά συναντήσουν τον Ταμπορ και τό προϊστορικό θηρίο τής σπηλιάς. Ή Ζολάν παρακολουθεί τώ ρα Από πιό κοντά καί χωρίς τόσες προφυλάξεις τον Ταοζάν. Ό βαρύς γδούπος τών ποδαριών του ελέφαντα καί ό θόρυβος από τά ξερά^καΐ χλω ρά κλαδιά πού σπάζει στο πέρασμά του, δεν θά τον Αφί}σουν ποτέ ν’ Ακούση τ5 Αναολαιφρα πατήματα τών γυμνών ποδαριών της. Δεν έχουν περάσει όμως λί γα λεπτά τής ώρας δταν τρο μακτικό κράξιμο όρνιου φθά νει στ5 αυτιά τους. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας σταματάει τον ελέφαντα άνη ρυχος καί ρωτάει από ψηλά
τον Πιτσικάκο πού προχωροϋ σε μπροστά του: — "Ακόυσες κι* έσύ; Τι νά ήταν αυτό; Ό μακροσκοπικός Αοάπτης τ5 αποκρίνεται φοβισμένα: Ποτέ δέν Ακόυσα κράξιμο όρνιου τόσο παράξενο. Φαίνε τσι σά νά βγαίΐνη από τό στό :μα ενός όρνιου πού θά χώρου σε ιμέσα ολόκληρο αυτό τον ελέφαντα πού βρίσκεσαι στη ράχι του. ^—Ναι, μουρμουρίζει ό Ταρ ζάν. Κι5 εμένα έτσι μου φά νηκε. Τόσο , τοομαικτικό κρά ξιμο δέν είχα ξανακούσει στή ζωή μου! •Καί χτυπάει τά πλευρά του γιγαντόσωμου παχύδερ μου γιά νά ξεκινήση. Δέν προ ΦΒαίνει ομιως. Τήν Τδια στι γμή, όχι μόνο τό Φοβεοό κοά ξιμο άκούγεται πολύ πιό δυ νατά, μά καί τά χτυπήματα πού κάνουν στον Αέρα οί τε ράστιες φτεοουγες πού υποτίθεται πώς έχει τό υπέρ φυσικό αυτό ουράνιο τέρας! ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΖΟΛΑΝ φοβάται άφάν τσστα πίσω από τά πυκνά χαμόκλαδα που έχει κρυφτή. Είναι έτοιμη νά φωνάξη καί νά τρέξη κοντά στον ϊσχυοό της προστάτη,. Φοβάται όμως μήπως ό Ταρ ζάν θυμώση καί ξαναγυρίση, πίσω στη σπηλιά, έγκαταλεί ποντας στην τύγη του τόν άγαπημένο της Ταμπόρ. Καί νά: Ταυτόχρονα σχε-
Η
ΎΑΡΖΑΗ δον μια βαρεία σκιά πέφτει πάνω στην περιοχή τής Ζούγ κλας πού βρίσκονται. "Ενα τε ιράστιο προϊστορικό τέρας πα ρουσιάζετσι· πάνω από τις θε ορατές κορφές των αιωνόβιων δέντρων! Είναι ένα όρνιο πού μοιά ζει ,μέ τεράστια νυχτερίδα, μέ ψτερούγες από χοντρή φολι δωτή μεμβράνη. ί ο σώμα του δεν έχει πούπουλα, ιμά σκε πάζεται από φολίδες ^κΓ αυ τό, σαν τά κορμιά των κρο κοδείλων. Κάθε φτερούγα του έχει μάκρος πάνω από εκατό ^μέ τρα και τό κορμ:ί του είναι πολλές φορές μεγαλύτερο άπό τό^τεράστιο Μαμμούθ τής σπηλιάς. Τό κεφάλι του — αφάντα στα μεγάλο κΓ αυτό — κατα λήγει σ’ ένα πλατύ καί χον τρό ράμφος:, πού άνοίγοντας κάθε τόσο αφήνει νά βγαίνουν οι τρομακτικές του φωνές. Τά κραξίματά του πού ό ήχος τους (μοιάζει σά νά κατρακυ λούν βράχια πάνω σ’ άλλα βράχια, ή σά νά πέφτουν κε ραυνοί πάνω σέ άλλους κε ραυνούς. •Καί ή πιο έξαλλη άνθρωπι ινη φαντασία δεν θά μπορούσε νά συλλάβη ποτέ ένα τόσο με γάλο καί φοβερό θηρίο. Σί1γομρα Θά είναι τό τρίτο ^προϊ ιστορικό τέρας πού ανακάλυψε ναρκωμένο, μιέ τά μηχάνημά τά του, ό λευκός επιστήμο νας. Καί μέ τό ύγρό τής θαυ ματουργής του σύριγγας τό •ξανάφερε στη ζωή. Θά είναι βέβαια έκεΐνο πού, μονάχα
ίμια ανάσα του, έφτασε για νά τον σκοτώση. Ό Ταρζάν πάνω στο γιγαν τό'σωμο ελέφαντα κι’ Πίτσικο κο πάνω στο μικροσκοπικό αλογάκι του· έχουν κοκικαλώσει, μέ τό κεφάλι ψηλά, κυττάζοντας μέ τρόμο καί φρίικτ^ τον απίστευτο φτερωτό Δρα κοντά! Τό ίδιο κι’ ή Ζολάν πού ό τρόμος τής έχει κόψει τη λα λιά καί δέν μπορεί νά φωνάξη τον προστάτη της. Κατσφέρ νει όμως νά πεταχτή από τά χαμόκλαδα πού έχει κρυφτή καί τρέχοντας νά πιαστή από την ούρα τού ελέφαντα γιά νά σκαρφαλώ-ση ψηλά στη ρά χι του πού βρίσκεται ό Ταρ ζάν. Την ίδια στιγμή ομιαχ; τό προϊστορικό φτερωτό τέρας διακρίνει κάτω τον ελέφαντα. Καί παίρνοντας μιά γρήγορη στροφή στον αέρα, χαμηλώ νει απότομα καί τον αρπάζει στά τεράστια δάκτυλα των χοντρών ψιλ ιδοτών ποδαριών του. Αμέσως, φτερουγίζοντας πιο γρήγορα καί πιο δυνατά καί σπάζοντας τά κλαδιά καί τούς κορμούς των γύρω δέν τρων, ανυψώνεται αργά καί συ νεχίζει την εναέρια πορεία του κραυγάζοντας τό ϊδιο ά τια ίσια καί τρομακτικά. Ό ΓΊιτσικάκο, μέ σηκωμένο τό κεφαλάκι του, παρακολου θεί τό πέταγμα τού τρομερού όρνιου. Στη ράχη τού γιγαν τόσωμου ελέφαντα, πού κρέ> μεται σάν ποντικάκι άττό τά πόδια του, διακρίνει τον δυ-
26
6 ΜΙΚΡΟΙ
ατυχιομενο αρχοντα της Ζουγ •χλοος. ·Κι5 από την ούρα τού ίδιου· Ελέφαντα βιλϊέπει νά κρέ μεται και νά αίωρήται -στο κε νό ή Ζολάν. Που νά ψανταστή ό Ταρζάν πώς στο τραγικό αυτό τσιξίίοι του πιρός τό. θά νατο, βρίσκεται μαζί κΓ ή πολυαγαπημένη θετή του κό ρη, ή άμορφη. Ζολάν μέ τά χρυσά μαλλιά καί τά γαλά ζια (μάτια... ΠΑΛΗ ΤΕΡΑΤΩΝ
Ε ΛΙιΓΟ τό προϊστορι κό φτερωτό Τέρας χά νεται στο βάθος του ο ρίζοντα, πίΐσω από τις θεόρα τες κορυφές των αιωνόβιων δένδρων. Ή Ζολάν σηκώνει στην άγκαλιά της τό μαύρο καβαλλάρη καί "Ετσι, αφού δεν τό βλέπου φεύγει. (με πιά, άς ξαναγυιρίσουμε κι’ έμεΐς> κοντά στον Ταμπόο καίχ / βρίσκονται ατά χείλη τού άπόταμοο γκρεμού πρας τη με γάλη. λίμνη. Σέ μικρή άΙπόιστασι άπ5 αύ τους, ξαναβλέπουμε τά ττροϊστορικά θηρία πού έχουν άγκολιαστή σέ ιμιά τρομακτική πάλη. ζωής ή θανάτου1. Δεν πρέπει νά ξεχνάμε πώς είχαμε γυρίσει χρονικά πολλές ώρες στήν ιστορία μας. Ή αρπαγή του ελέφαν τα >μέ τον Ταρζάν καί τή Ζο λάν άιπιό τό φτερωτό τέρας, γίνηιχε νωρίς τό απόγευμα. 55Ενώ ή μονομαχία τού Μαμμούθ ιμέ τό γυ/αντιαΐο ψίϋι, πού θά παρακολουθήσουμε τώρα, γίνεται νύχτα. Ευτυχώς οι φλόγες τής με γάλης φωτιάς πού είχαν άνάυ Ή Ζολάν παρακολουθεί άθέατη την πορεία του Ταρζάν. ψει οι μαύροι ιθαγενείς τής
Ε
ΎΑΡ1ΑΗ φυλής των Γιάρχα, φωτίζουν αρκετά καλά την περιοχή εκεί γιά νά ,μή μάς διαφυγή, καΐμ1μιά λεπτομέρεια της συνταρα κτικής γιγανταμαγίας. Ό «Μεγαλόφις» όπως είδα ιμε, αγκάλιασε πρώτα τά πι σινά ποδιά του ΜαμιμουΟ καί γρήγορα πφασε τις θανατε ιρές κουλούρες του σ' όλάκληρο τό κορμί του τετράποδου θηρίου. Το σφίξιμο πού έπαικολουθεΐ είναι τόσο δυνατό), που τά ικάκικοίλα του γιγαντιαίου Μαιμ μούθ τρίζουν άιπαίΐσια. Τό θη ρίο ουρλιάζει σπαρακτικά καί ττονεΐμένα καί κάνει απεγνω σμένες κινήσεις νά έλευίΒερω6 ή, ΤίΙποτα; αμως. δεν καταφέρ νει καί οι κουλούρες του απέ ραντου φιδιού, πού συνεχώς στενεύουν, τό σφίγγουν δλο καί περ'.ισσότεοο. Τά τρομεοά δόντια του Μαμιμούθ κι3 ή δυ-
40 Ταρζάν προχωρεί τώρα καθι σμένος στη ράχι του έλέφσντσ.
27
Το Μαμουθ καταφέρνει τέλος ν’ άρπάξη μέ την προβοσκίδα του τό λαιμό του τεράστιου φιδιού.
νατή προβοσκίδα, δεν τού χρησιμεύουν σέ τίποτα. "Έχει όμως ιμυαλό ! Κ ι’ αυτό είναι τό ψοβερώτερο όπλο σ3 όλες τις πάλες, τούς αγώνες καί τούς πολέμους τής Ζωής! Καί νά: Τό τετράποδο θη ρίο κάνει αμέσως κάτι αφάν ταστα έξυπνο καί αποτελε σματικό. "Αδειάζει έκπνέοντας γρήγορα από τά τεράστια πνευμόνια του όλο τον αέρα πού βρισκόταν μέσα καί κά νει τό στήθος του νά στενέ ψη πολύ. "Έτσι τό ψίδι αναγκά ζεται νά στενέψη, ακόμα πε ρισσότερο τις κουλούρες του σ’ αυτό. Τό Μαμμούθ εισπνέει ά.μέσως δσο περισσότερο αέρα μπορεί καί τά στήθεια του φουσκώνουν απότομα. Καί τό τεράστιο ψίδι, πού δεν προ-
28 φταίνει νά ξεσφ'ίξη τις κου λούρες του τόσο γρήγορος κόβεται στά δυό. Τό μικρότερο κομμάτι τής ουράς — κοαμμιά τριανταριά μέτρα — ξεφεύγει άπό τό κορμί του θηρίου καί συνεχί ζει, σαν ζωντανό, νά χτυπιέ ται κάτω καί νά σπαοταράη απαίσια. Ένώ τό μεγαλύτεοο κομμάτι μέ τό κεφάλι — πά νω από εβδομήντα μέτοα — μανιασμένο γιά τό κακό που έπαθε τυλίγεται με αστραπι αία ταχύτητα στο λαιμό του Μαμμούθ καί τον σφίγγει μέ τρομακτική δύναμι καί λύσ σα ! Τό προϊστορικό τέρας βρί σκεται, ξαφνικά τώοα, σέ πο λί δυσκολώτερη θέσι άπό πριν. Καί ένώ ή ανάσα του κόβεται, ανοίγει τό στόμα, γουρλώνει τά μάτια κι* είναι έτοιμο νά παραδοθή στο μοι ραίο ! Ό Μπουτάτα τό κοροϊδεύει μ* ένα αυτοσχέδιο στιχάκι τής στιγμής: «Ναι μέν, στον *Όφΐ, έ κανες πολύ μεγάλη φέστα, μά τώρα πνίγεσαι κι5 έσύ: Θελές τα καί παθές τα!» ΑΥΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΝΟΣ
ΑΛΑ, καί τό άλλο, τό μικρότερο κομμάτι τής ουοάς τού φιδιού δεν μένει άπραγο. Καθώς κτυπιέ ται καί σπαρταράει κάτω, βρίσκει τυχαία στο δεξιό πι σινό ποδάρι τού Μαμμούθ καί τυλίγεται άσυναίσθητα πάνω
Ο ΜΙΚΡΟΣ σ’ αυτό. “Ύστερα σφίγγεται — πάλι άσυναίσθητα — μέ τόση δύναμι πού σπάζει, πε ρσ γιά πέρα τό χοντρό κάκμ καλο τής κνήμης του. Β.οαχνό πονεμένο βογγητό βγαίνει άπό τό σφιγμένο λαι μό τού προϊστορικού θηρίου. Καί μέ σπασμένο τό ποδάρι όπως είναι τώρα, ποοχωοεΐ κουτσάίνοντσς καί πλησιάζει ένα γιγαντιαΐο δέντρο άπ* οτυ τά πού σεβάστηκαν τά τσεκού ρια των ανθρώπων τού μακα ρίτη Ραμούχ. Κι* δταν τέλος φθάνει κοντά άρχιζει νά κτι> πάη μέ δύναμι καί λύσσα τίς κουλούρες τού φιδιού, πού σφίγγουν τό λαιμό του, πάνω στά χοντοά — σκληρά κλα διά τού δέντοου. Τά κτυπήματα είναι τόσο δυνατά πού ό Μεγαλόφις νοι ώθει πώς γοήγοοα θά τσακι στή μ’ αυτά, όχι μονάχα τό κορμί μά καί τό κεφάλι του. "Ετσι κι* ένώ σέ λίγες στι γμές τό Μαμμούθ θά σωοιαζόταν κάτω πνιγμένο, άναγκάζεται νά τού έλευθερώση τό λαιμό γιά νά σώση πρώτα τή δική του ζωή. Τό θησ'ο μέ τό σπασμένο ποδάρι παίρνει άμέσως γρή γορες βαθειές άνάσες καί συν έρχεται. Τραβάει τώοα μέ τή προβοσκίδα του τό ξεκουλουριασμένο κομμάτι τού φιδιού πασχίζοντας νά τό ρίξη στή γή καί νά λυώση κάτω άπό τά τεράστια βαρειά ποδάρια του. Δέν είναι όμως τόσο εύκο λο νά τό κσταΦέοη. Γιστί τό κεφάλι τού φιδιού δαγκώνει
την -προβοσκίδα του Μαμμούθ «θάβοντας κάθε φορά άπ3 αυ° την κυ3 ένα .μεγάλο κομμάτι. Κάττοτε όμως ή προβοσκί δα τοϋ προϊστορικού παχύδερ μου καταφέρνει, έπι τέλους, ν’ άρπάξη τό κουτσουρεμένο φίδι· από τό λαιμό και αρχί ζει να τό κτοπάη μέ άφαντα στη ορμή καί λύσσα κάτω.} Με τη σειρά του τώρα αρ χίζει- νά σφυράη βραχνά τό φίδι που νοιώθει νά πνίγεται, όπως πριν άπό λίγο κας τό Μαμμούθ. "Ομως τό μαρτύριο αυτό του ερπετού δεν κρατάει πολύ. Γρήγορα τά καταφέρ νει νά τυλίξη την κομμένη ά κρη του στο δεξιό μπροστινό ποδάρι του θηρίου καί σφίγγοντάς το με λύσσα νά τό σπάση κι5 αυτό. Καί νά: Τό Μαμμούθ μέ τά δυο δεξιά του πόδια σπασμέ να είναι αδύνατο πιά νά σταθή ορθιο. Καί γέρνοντας πρό'ζ τά δεξιά τό απέραντο κορμί του σωριάζεται κάτω βαρύ. Τό φίδι καταφέρνει νά ξεφύγη τη λαβή τής προβοσκί δας του καί τυφλωμένο άπό λύσσα καί μανία, κάνει κά τι ιάφάνταστα τραγικό: Δαγκώνει γρήγορα καί πολ λες φορές τό πιο μ^αλακό στγίμεΐο τής κοιλιάς τοϋ Μαμμούθ καί καταφέρνει ν’ άνοίξη. μιά τρύπα. Αμέσως χώνει τό κε= φ-άλι του μέσα σ' αυτή καί σπρώχνοντας αρχίζει νά περ νάη σιγά - σιγά τό κορμί του0 Σίγουρα θά θέλη νά φθάση Καί νά δαγκώση τήν καρδιά του θηρίου, τελειώνοντας, κα τά τον πιο εύκολο τρόπο, τή
μονομαχία του μι* αυτός Ό Μπουτάτα βλέπει^ τό κα κό πού πρόκειται νά γίνη καί μουρμουρίζει αγέρωχα, λοξοκυττάζόντας τή λεπτεπίλεπτη Μπουμπού: —3'Ετσι κΓ εγώ τρώγω τϊς καρδιές των Κοριτσιών, άναθεμά με! Ή άροπτινσύλα μέ τή μον τέρνα αλογοουρά τον κυττάζει μέ προσποιητό θαυμασμό. —Τρομάρα νά σούρθη γλύ κα μου! Καί μετά συγχωρήσεως, δηλαδή! Τό κουτσουρεμένο τερά στιο φίδι εξακολουθεί νά τρυ πώνη, στά σπλάχνα του πε ισμένου κάτω κι5 αναπήρου Μαμμούθ, ζητώντας νά φθάμ ση καί νά δαγκώση τήν καρ διά του. Ξαφνικά όμως... ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
Σ Δ!ΑΚΟΨΟΥΜΕ πά* λι γιά λίγο τήν περι γραφή τής άτελείωτης τερατομαχ ία ς, κι3 άς πέταξορμε μέ τά φτερά τής φαν τασίας μας ψηλά στόν ουραμ νά. 3Εκεί πού ταξιδεύει τό τρομακτικό φτερωτό θηρίό. Αυτό πού έχει αρπάξει στά πόδια του τον ελέφαντα, πού στη ράχη του βρίσκεται ό Ταρζάν κι3 άπό τήν ούρα του κρέμεται τό λευκό ξανθό κο ρίτσι τής Ζούγκλας. Καί νά: Ή Ζολλάν, σβέλ τη καθώς είναι, καταφέρνει νά σκαρφαλώση γρήγορα άπ* τήν ουρά τού παχύδερμου κάϊ νά φθάση, πάνω στη ράχη του.
38
Το άτρόμητο Ελληνόπουλο πη δάει άπό ψηλά στα νερά τής λίμνης.
— Ταρζάν, ξεφωνίζει μ3 άπόγνωσι. Έδώ βρίΐσκουαι κι5 έγώ! Μο^ζί θά πεθάνουμε, άλ λο ί}μονο !... Ό άρχοντας τής Ζούγκλας τή στιγμή αυτή συλλογιζόταν τό άμοιρο κορίτσι που είχε α φήσει στη σπήλιά.’Έτσι. μόλις ακούει τή φωνή της πίσω του, τόσο ξαφνιάστηκε που λίγο ελειψε νά χάση τήν ισορροπία του καί νά γκρεμοτσακιστή στο κενό! — 5 Εσύ εδώ Ζσλάν;^ Μά πώς είναι δυνατόν; Φαντ-άσμα τα βλέπουν τά μάτια μου! Ή νέα τού1 εξηγεί βιαστι κά καί ιμέ λίγα λόγια τί είχε συμβή καί ξεσπώντας σέ πονεμένους λυγμούς τον ρωτάει; — Καί τώρα, Τοορζάν; Τί θά κάνουμε τώρα;
Ο Μ9ΚΡΟΙ ’Άν βρισκόταν κΓ ό Μπου τάτα εκεί πάνώ;, θά τής άπταν τοϋισε σοβαρά; — Θά κατεβούμιε στήν .·.)τρωτή στάσι! Μά ο κωμικοτραγικός Τσου λούφης ιμέ τό τεράστιο κεφά λα καί τό μικιροσκοπικό κορμί βρίσκεται μακρυά κάτω. Ε κεί ατά χείλη τού απότομου γκρεμού πάνω άπό τά βαθειά νερά τής μεγάλης λίμνης, Τέλος, τό φτερωτό τέρας φθάνει κάποτε έκεΐ. Καί στο φώς πού βγάζουν οι φλόγες τής φωτιάς πού καίει ακόμα, -άντικρύζει τό τρομερό Μαιμμούθ καί τό πιο τρομερό α κόμα φίβι πού τρυπώνει μέσα ιστά σπλάχνα του. Τό προϊστρρικό όρνιο γ ο ι μηνώ νει απότομα καί παρα τώντας μέ περιφρόνησι πάνω άτό τή λίμνη, τον ελέφαντα πού δεν θά ήταν παρά ένας άσήμαντος μεζές γιά τό άπέρανΤο καί άδειο στομάχι του, αρπάζει στά πόδια του τό τεράστιο Μαμμούθ μαζί μέ τό φίδι πού ζητάει νά δαγκώ ση τήν καρδιά του. Καί φτερουγίίζοντας άμόσως, πιο δυ νατά καί γρήγορα, άρίχίζει ν’ ανυψώνεται. — Χαλή ορεξι 1, τού φωνά ζει ό Μπουτάτα. Καί κυτταξε νά τον περιδρομιάσης δλον. Γιατί άν σού ,μείνη κανένα μπούτι, δεν θά βρής ψυγείο καί θά χαλάση ώς τό πρωί! Ό Ταμπόιρ καί ή Γιαράμπα, βλέποντας ιμέ τρόμο καί φρίκη τό φτερωτό τέρας που παρατάει πάνω άπό τά νερά τής λίμνης τον έλέφαντα
"ΐλΡΖΑΗ άκούνε ταυτόχρονα κι* ένα σπαρακτικό γυναικείο ξεφω νητό: —Ταμπόορ! Ταμπόορ !... Τό Ελληνόπουλο αναγνω ρίζει αμέσως τη ψωνήν Ή Ζολάν! Πάνω στον ελέ φαντα ττού ττέφτει βρίσκεται ή Ζολάν! Ταυτόχρονα σχεδόν, τροι,μακτιικός παφλασμός άκούγεται στη λίμνη. Και τό βαρύ κορμί του ελέφαντα, πέφτον τας μέ ορμή στα νερά σηκώ νει έναν πανύψηλο άφρισμένο πίβακα. Χωρίς ούτε στιγμή νά σκε ψιθή ό Ταμπόρ, γυρίζει αμέ σως καί παίρνοντας βουτιά, πέφτει κι5 αυτός άπό τά χεί λη τού γκρεμού κάτω στα βα θειά νερά τής λίμνης. Ή ζωή τού ατρόμητου 1 Ελληνόπουλου δεν έχει καμμιά σημασία ό ταν πρόκειται νά σώση έναν άνθρωπο πού κινδυνεύει. 1 Ο ποιοσδήποτε κι5 άν είναι αυ τός, είτε φίλος, είτε εχθρός ! Τό ίδιο αμέσως κάνει ή πα νώρια μελαψή Γιαρομπα κι* αμέσως μετά απ' αυτήν ή Μπουμπού. Δ ι οοκ ι νδυνεύο υ ν κι5 αυτές τή ζωή τους για νά σώσουν τή Ζολάν πού πνίγε ται. Τελευταΐος, ό Μπουτάτα σκύβει πάνω άπό τό βα9ύ βά ραθρο καί ό ίλιγγος πού νοι ώθει τον κάνη νά κλείση μέ φόβο τά μάτια του, μουρμου ρίζοντας: — Τό σωστό εΤναι νά βουτήξω κι* έγώ. Μά, άν βροχή τό τσουλούφι μου, θά... ξεκατσαρώση!
31
"Ολοι οι σύντροφοι σνναντώνται στά νερά τής λίμνης χωρίς νά έχουν πάθει τίποτα.
Τήν ίδια όμως στιγμή βλέ πει τήν τεράστια κομμένη ου ρά τού φιδιού πού σπαρταρά ει ακόμα, νά πλησιάζη προς τό μέρος του. Τρομοκρατημέ νος ό Μπουτάτα παίίρνει άμε σως τή βουτιά γιά νά σωθή, μουρμουρίζοντας πάλι: —Δέν^ βαριέσαι... Κα.ΐ νά ξεκατσαρώση, τό ...ξανακατσαρώνω! Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ
ΤΑΜΠΟΡ, ή Γιαράμπα κι* ή Μπουμπού, πέφτοντας στά νερά συ ναντιούνται γρήγορα μέ τον Ταιρζάν καί τή Ζολάν. Κανέ νας τους δέν έχει πάθει τίπο τα. Ακόμα κι' γιγαντόσωμος ελέφαντας ξέροντας — δ-
Ο
12 πως όλα^τά ζώα — κολύμπι, προχωρεί καί βγαίνει σέ μια έοημική όχθη τής λίμνης ν Α κούει όμως τό φτερωτός τέρας πού φράζει άπαίισια πάνω α πό τά νερά καί τό βάζει τρο μόκρατημένος ατά ποδιά. "Ας ρίξουμε όμως κι* έ|ΐεΤς μια ματιά ατά ψηιλά νά δούμε τί άπέγινε τό προϊστορικό τέ ρας τού ουρανού, από τή στι γμή πού άρπαξε στά πόδια του τό γιγαντιαΐο Μοςμμούθ καί τό φίδι·. Τό θηρίο μέ τά δυο σπασμέ να ποδάρια κάνει άπέγνωσμε νες κινήσεις στον αέρα για νά έλευθερωθή άπό τά^ φοβέρα νύχια τού τρομακτικού όρνιου. Τίποτα όμως δε γίνεται. ^Έ τσι, γρήγορα ό Μεγαιλόφις τού δαγκώνει την καρδιά καί μένει άκαριαΐα νεκρός. Τό έρπετό — συγκρατημέ νο πάντα με μιά κουλούρα ά πό τό κορμί τού Μαμμουθ — υποχωρεί τώρα αργά καί βγά ζοντας τό κεφάλι του έξω άν τΐ'κρύζει^ τό φτερωτό τέραρ που τούς έχει άρπάξει στά πόδια του. Αμέσως καί χωρίς ούτε στιγμή νά χαθή, σκαρφάλωνες σβέλτο στο ένα ποδάρι του όρνιου καί φθόνο ντας ψηλά, τυλίγεται γρήγορα καί σφίγ γει τό λαιμό του. Τό φτερωτό θηρίο, μή μπό «ρώντας με κανένα τρόπο ν’ άν τιδράση, σφίγγε* άκόμα πε ρισσότερο στά δάκτυλά των ποδαοιών του τό νεκρό Μαμμούθ, κράζοντας βραχνά καί •ΐτονεμένα, άά νά ζητάη βοή^ 6ε 4,
Ο ΜΙΚΡΟί Μά οί θανατερές κουλούρες τού φιδιού σφίγγουν τόσο δυ νατά τό λαιμό του πού παύ οντας γιά λίγο ν’ άναπνέηι πνίγεται ψηλά στον άέρα. Κι’ άμέσως τά δυο νεκρά τέρατα μέ τό ζωντανό φίδι· πέφτουν στά βαθειά νερά τής λίμνης. Είναι ακριβώς ή στιγμή πού πέφτει άπό τον ψηλό γκρεμό κι’ ό κωμικοτραγικός Μπουτάτα. "Ετσι άκούγόντας τον τρομακτικό παφλασμό τού νερού άπό την ταυτόχρο νη, πτώσι των τριών γιγαντίαίιων τεράτων, ψιθυρίζει θαυ μαστικά: — Βρε φασαρία πού τήν έκανα! Ό Μεγαλόφις πνίγεται μέ σα στά βαθειά νερά τής λίίμνης. Κουτσουρεμένος καθώς είναι δέν μπορεί, μέ κανένα τρόπο, νά σταθή στην επιφά νεια καί νά κολυμπήση. ’Έχει αρχίσει νά χαράζη πιά. Ό Ταρζάν, ό Ταΐμπόιρ, ή Ζσλάν ή Γιαρόμπα κι’ ή Μπου μπού ξεκουράζονται καθισμέ νοι έξω, στην όχθη τής λί μνης. ^οαφνικά διακρίνουν μιά μαύ ρη μεγάλη, κολοκύθα πού ε πιπλέει στά νερά τραβώντας όπου τή φυσσάει ό αέρας. — Ό Γλύκας μου!, ξεφωνί ζει μέ λαχτάρα ή λεπτεπίλε πτη άραπινσυλα καί ξαναβου τώντας στη λίμνη κολυμπάει γρήγορα γιά νά τον φθάση. -— Θά έχη πνίγη, ψιθυρίζω ανήσυχος ό Ταμπόρ καί βου τάει πίσω της κι·* αυτός.
γαρζαν
Το ίδιο κάνει κι3 ό Ταρζάν ι’ οΐ δυο γυναίκες. "Ολοι μαζί προχωρούν τώα προς τό μέρος πού ψαίνέ α ι ή τσουλουφωτή μαύρη κε >άλα του Μπουτάτα. Καθώς πλησι(όζουν όμως, ένας βαρύς ■άγχος φθάνει στ3 αυτιά τους.
— Σίγουρα θά Τσουλουφάκος μ οι κλαίοντας ή Ζαλάπ Μά σαν φθόνου χορδίζονται· όλοι Ή έπιπιλέουσα ι Μπουτάτα κο ιιμ ά ιρίώς καί- ...ροχαλί-
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. Ρ \ποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΤΑΡΖΑΝ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΚΑΘΕ
ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία 'Οδός Λέκκα 22 — *Αριθμός 16—Τιμή δραχ. 2 ΔημιοσΐΌγ.ρ*σιφ: κός Δ)ντης: Στ. Άνεμοδοοράς, Φάληρου 41. Ογ Δ)ντής: Πεώργ. Πεωργιάδης, Σφιγγιός 38. ιΠροϊστά■μενος τυπογ,ο.: Λ. Χοιτζηιβαισιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύονη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕιΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. 'Πεωργάδην, Αέικικια 22, Άθήναι. κοινομικά ς
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ό άρχοντας τής Ζούγκλας ΤΑΡΖΑΝ και τό άτρσμητο Ελ ληνόπουλο ΤΑΜΠΟΡ θά άναμετρήσουν τις δυνάμεις τους σέ μια
«ΜΟΝΟΜΑΧ IΑ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ» Αυτός είναι ό τίτλος του ιτιό συναρπαστικού τεύχους άπ’ δσα έχει κυκλοφορήσει ό θρυλικός πια
Μ I Κ Ρ Ο 1
ΤΑΡΖΑΝ
Ούτε διαβάσατε* οϋτε θά ξαναδιαβάσετε ποτέ στή ζωή σας τεύχος μέ τέτοια πλοκή,., περιπέτεια., μυστήριο, άγωνία κΓ ενδιαφέρον. Κανένας δεν πρέπει νά μείνη που νά μή διαβάση την έρχόμενη Παρασκευή τή:
«ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ» Κείιιενα: ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ
ΤΟ ΗΑΧΤίΠΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΠΑΛΙ
ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΑΧΑΙΡΙ
ΨΥΛΗΣ I
Λ V» Λ I νν Λ
ΤΛΜ
Τ“Ε ΑΓ>ν
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΓΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΟΜΙΚΡΟΖ
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΜΕΧΡΙ *·■«> —
Α,Α Α Α Α.*.Α··ΛΑ Α Ο * Α
> * *
ΘΑΝΑΤΟΥ
ΛΑ*.Α^ΑΑΑ·Λ. Λ. .ί «,ΛΑΑΑ-*.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Βο ΡΟΥΤΣΟΥ Ο ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ του Τα μπαρ, τής Γιαοάμπα και των συντρόφων τους μέ τα τρία τρομοκοατι κά προϊστορικά τέρατα, ήταν τπραγ μκχτ ι κά κατη αττλ Π]Κ τ ·»κ ή και ό ηρωισμός πού έδειξαν σ’ αυτήν, υπεράνθρωπος (*). Ό Ταρζάν, ό υπέροχος άρχοντας τής ζούγκλας, έχει (*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος το 16. που εχει τόν τίτ λο: «Τ6 Ναρκωμένο Μαμ-μούθ».
αρχίσει νά μή βλ,όπη μέ καλό ιμάτι την έξέλιξι του Τοτμτόρ καί τά μεγάλα κι* άφθαστα κατορθώματα πού συνεχώς πραγματοποιεί. Είναι αλήθεια πως οί ιθα γενεΐς παραδέχονται βέβαια για βασιλιά τής ζούγκλας τόν Ταρζάν κάθε φορά όμως πού παρουσιάζεται κάποιος μεγάλος κίνδυνος γι’ αυτούς, πρώτα στον Ταμ-πόο καταφεύ γουν και ζητάνε βοήθεια καί σωτηρία. Κι5 αυτό βέβαα δέν κολακεύει καθόλου τόν έγωϊσμό καί την υπερηφάνεια
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧο 2
Ο ΜΙΚΡΟΙ
4 του άρχοντα της ζούγκλας. "Υστερα ή Ζολάν, ή θετή του κόρη—παρ’ δλο πού άγσπτάει τον Ταμπόρ — τον κατηγορεί συνεχώς στον Ταρ ζάν, νομίζοντας πώς έτσι θά κάνη κακό στην αδελφική ψί(λη του αγαπημένου της, την πανώρια μελαψή Γιαράμπα. "Ετσι ό Εγγλέζος άρχον τας τής ζούγκλας, φανατισμέ νος από τις διάβολες καί μη χανοροαφίες τής Αμερικανί δας Ζολάν, άοχίζει νά νοιώθη μίσος θανάσιμο για τό υ πέροχο αυτό Ελληνόπουλο, πού άλλοτε τόσο πολύ θαύ μαζε καί έκτιμούσε! Σταματάει λοιπόν καί δεν τρέχει πια σε βοήθεια του Ταμπόρ καί τής Γ ιαράμπα, όταν μεγάλοι κίνδυνοι τούς απειλούν. Κάθε φοοά δμως πού έκεΐνος κινδυνεύει, ή Ζο λάν στέλνει τον Πιτσικόκο, ή τή Μπουμπού νά ζητήσουν τή βοήθειά τους. Κι* ό Ταμ πό ο, ή Γιαράμπα κΓ αυτός άικόμα ό κωμτκοτοσνικός Μπουτάτα, με την τεοάσπα τσο’ιλουφοοτή κεφάλα τοέχουν π,οόθυυα νά διακινδυνέψουν καί τή ζωή τους ακόμα για νά τούς σώσουν. — Μά γιατί νά μου φέοεται τόσο άαγηιυα, ένώ έγώ τού φέρομαι τόσο καλά; άναρωτήιθηκε υιά μέοαι μ·λ πα ιράπονο τό Παιδί τής Ζούγ κλας. ΚΓ ό Μπουτάτα. ξύνοντσς •φιλοσοφικά τό θρυλικό τσου λούφι, σήμα κατατεθέν τής κουταμάρας του, τού άποκριθηκε;
— Γκατί αυτός δεν εΤναι "Ελληνας!... Ό Ταμπόρ τού δίνει· μ·έ ανάλαφρη σποωξιά καί τινά ζεται δέκα βήματα μακουά: Ό Τσουλούφης τό βάζει στά πόδια για νά σωθη. Μά, καθώς βγαίνει σαν βολίδα άπό τό άνοινμα τής σπη λιάς, άντίικούζει· τον Τσοιζάν καί τή Ζολάν πού έρχονται. Δεν προφθαίνει δμως νά στα ιματηση· καί χτυπάει μέ άφάνταστη οσμή, κάτω χοτμη^ λά, στά πόδια τού άογοντα τής ζούγκλας. ΚΓ έκεΐνος, χάνοντας τήν ισορροπία του, γέρνει μποοστά καί πέφτει βαρύς κάτω, μπρούμυτα. ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ
ΑΦΟΡΜΗ
ΧΕΔΟΝ άμέσως πετιέτιέται πάλι ορθός κΓ ^άοπάζοντας στά γερά μπράτσα του τον μεγαλοκέφαλο νάνο άσχίιζει νά τόν χτυ πάπ κάτω σάν κταπόδι! Ό Μπουτάτα ξεφωνίζει μ* άπόννωσι κάθε φορά πού ό Τσαζάν τόν σηκώνει στά χέ ρια του καί τόν ξαναχτυπάει κάτω μέ δύναμι κΓ δομή: — Πιο σιγά, μπρε!... Πιο σιγά γιατί θά θυμώσω καί θά σέ ταράξω στις σφαλιά ρες!... Ό Τσμπόο κΓ ή Γιαράμ^ πα άκούνε μέσα στή σπηλιά τις φωνές τού συντρόφου τους καί βγαίνουν τοέχοντας νά δούν τί συμβαίνει. Καί νά: άντικούζουν τόν Ταοζάν νά χτυπάη κάτω τόν Ίσουλούφη, πού καθώς κάνει
ΤΑΡΖΑΝ γκελ καί τινάζεται ψηλά σαν ιμαύρη μπάλλα ποδοσφαίρου, ξεφωνίζει: ^— Σιγά μπ,ρέ! Σιγά για τί θά κλατάρω καί θά... τρο μάξης! Ί ά χτυπήματα όμως του μανιασμένου Ταρζάν είναι τόσο δυνατά πού γρήγορα ό άμοιρος Μποοτάτα θά ήσυχάση, μιά γιά πάντα, από τά βάσανα τής πρόσκαιρης αυτής ζωής. Ό Ταμπορ, πού γιά λίγα δευτερόλεπτα παρακολουθεί τό φονικό πού γίνεται, σφίγ γει τις γροθιές του, έτοιμος να χυθη πάνω στον άρχοντα τής ζούγκλας. Ή Γιαράμπα τό καταλα βαίνει αυτό καί γιά νά μην άψήση τούς δυο άνδρες νά πιαστούν στά χέρια, προ φταίνει καί μ5 ένα πήδημα αρ πάζει αυτή στον αέρα τό με γάλο καταματωμένο κεφόιλι του άμοιρου μαύρου νάνου. -— Σε παρακαλώ, Ταρζάν, τού λέει. Δεν είναι σωστό νά χτυπάς έτσι ένα αδύνατο πλάσμα... —Ποιος είναι «αδύνατο πλάσμα»; φωνάζει ό ΜπουΤάτα από την άγκαλιά τής μελαψής κοπέλλας πού βρί σκεται. "Ασε με κάτω νά του βαρέσω κουτουλιά νά ση κωθή στά πισινά του ποδάρυα! Ό Ταρζάν όμως παίρνει σάν βαρειά προσβολή τήν έπέμβασι τής Γ ιαράμπα. Κι* άρπάζοντάς την άμέσως, μέ τ' άριστερό χέρι, άπό τά μα κρυά 1 μαύρα μαλλιά/ τής δί
δ νει μέ τό δεξιό δυο φοβερά χτυπήματα στο πρόσωπο. Ή μύτη τής πανώριας νέ ας ανοίγει και τό αίμα πού τρέχει βάφει π ιό κόκκινα τά χείλια της. Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπου λο δεν μπορεί νά συγκρατηΓ θή περισσότερό. Μ' ένα πή δημα βρίσκεται κΓ αυτός κοντά στον άρχοντα τής ζούγ κλας κύ άρπαζε ι άπό τά χέ ρια του τή Γιαράμπα. *Ύστε ρα σφίγγοντας* τις γροθιές τους, σηκώνει περήφανο τό παράστημά του μπροστά στον παντοδύναμο Ταρζάν: Λ — Φύγε, τού λέει έτοιμος νά χυθή νά τον κατασπαράξη. Φύγε^ γιατί μου ξόδεψες ολη τήν υπομονή καί δεν ξέ ρω τι θά κάνω! Μιά , τρομακτική γροθιά στο πρόσωπό του είναι ή άπάντησι πού δίνει στά λό^ για του ό εγωιστής άρχοντας τής ζούγκλας. Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΓΙΑΡΑΜΠΑ ΤΑΜΠΟΡ κλονίζετ αι γιά λίγες στιγμές μά γρήγορα συνέρχεται και τινάζει μ’ αφάνταστα πιο μεγάλη ορμή τή γροθιά του γιά νά άνταπσδώση τόΓ κτύ πημα. Δεν προφθαίνει όμως, νιατί ταυτόχρονα ή υπέροχη Γιαράμπα άρπάζεται ^άπό τό μπράτσο Του καί τον συγκρατεΐ: — Μή, Ταμπορ! Οι μι κροί σέβονται τούς μεγάλους. Μην ξεχνάς πώς 6 Ταρζάν
Ο
θά μπορούσε νά ήταν ιτκτίέ4 ρας σου! Τό ευγενικό παλληικάρα δί νει τόττο στην όργή. Ρίχνει μιά τελευταία περήφανη μα τιά στον άντίτπαλό του και γυρίζει· για νά ξαναμπή στή σπηλιά. Μά ο άρχοντας τής ζούγ κλας δεν έχει, φαίνεται*, ξε» σπάσει ακόμα τά νεύρα του. Καίι, ικαθώς προχωρεί τώρα 6 Τσ,μπόρ, κάνει δυο—τρία γρήγορα βήματος τον φθά νει και του δίνει δεύτερη, τρο μακτιική γροθιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τό Παιδί τής Ζούγκλας πού δέχεται αναπάντεχα τό άνανδρο αυτό χτύπημα σ5 έ να τόσο καίριο σημείο, σω ριάζεται μπρούμυτα κάτω α ναίσθητος.
Ή Ζολάν κατηγορεί συνεχώς τον Ταμπόρ στον άρχοντα τής Ζούγκλας...
®0 Μπουτάτα κτυπάει μ* άψανταστη όρμή στα πόδια του Ταρ ζάν και τον γκρεμίζει κάτω. Την ίδια στιγμή ή Ζολάν, έξω φρένων γιά τό απαίσιο φέρσιμο τού Ταρζάν στο άτ γαπημένο της παλληκάρι, κά νει νά χυθή πάνω του γιά νά τού βγάλη μέ τά νύχια της τά μάτια. Δεν προφθαίνει όμως. Την ίδια στιγμή ή Γιαράμτα πού έχει χάσει πιά κι* αυτή τήν υπομονή, τινάζει σφιγμένη, τή γροθιά της ίσια κατά τό πρόσωπο τού Ταρζάν. Μά αντί γι<5 αυτόν, τό φοβερό χτύπημα τό δέχεται στο πρό σωπο ή Ζολάν πού στο μετα ξύ έχει πηδήσει γιά νά έπιτεθή στο θετό της πατέρα. Κι’ ή παράξενη Αμερικανί δας χάνοντας τις αισθήσεις της, σωριάζεται, χτυπώντας
βαρεία πάνω στο κορμί του
άναίάθητου Τοΰμιττόρ. Τό Ελληνόπουλο συνέρ χεται από τό χτύτημα αι/τό καί πετιέται όρθό κυττάζοντας χαμένοι γύρω ταυ. Βλέ πει σωριασμένηι κάτω τή Ζολάν και τόν Ταρζάν έτοιμο νά ξαναεπιτεθή στη Γ ιαράμπα. Δέν ξέρει τί· εχέι άυμβή καί δέν ξέρει τί νά κάνη. Στις έλάιχιστες αυτές στι γμές που μένειι άναποφιάσιστος, ό Τάρζάν πληρ-ιάζει Καί του δίνει μια βάναυση σπρωξιά: ν. — Φύγε^ άπο τή ζούγκλα μου, Ταμπόρ! Φύγε άν αγα πάς τή ζωή σου. Τό περήφανο παλληκάρι του άποκρίνεται άγέρωχα: — Θά μείνω, Ταρζάν. "Οχι γιατί άγαπάω τή ζωή μου, μά γιιοστί άγιαπάω τή ζούγ κλα!
ιΗ υπέροχη Γιαοάμπα άρπάζεται άπ’ τό μπράτσο του και τόν συγκροτεί.
Ό Μπουτάτα, πού στό μεταξύ έχει ^ σκαρφαλώσει στά κλαβιά κάποιου δέντρου καί ξύνει τό κατακτυατημένο κεφάλι του, φωνάζει από ψηΓ λά: —- Βάρα του, Ταμπόρ! Βάρα του νά δούμε τι θά γί νουμε. Οί^ δυο μάνδρες έχουν σταθή τώρα αντιμέτωποι μέ σψι γμένες τις γροθιές. 3Από στιγμή σέ στιγμή θανάσιμη μονομαχία θά άρχίίση, Ο «ΔΕΙΛΟΣ» ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
Καί ή κωμική κεφάλα του Τσου* Αούφη κάνει γκελ σαν μπάλλα π@@®σφαίρ®υ.
ΠΑΝΩΡ IΑ μελαψή Για ράμπα, πού στό ^με ταξύ έχει άνακτήσει τήν ψυχραιμία κάί_ τό λογι·* κό τηίς, συγκρατεί πάλι τον
Η
0 ΜΙΚΡΟΙ Ταμπόΐρ. Και τραβώντας τον Καί ξεκινάει, βαδίζοντας παράμερα τού λέει πολύ σι σαν ύπνωτισιμένος, πρόη τήν κοτεύθυνσι πού ακολούθησε γά: — Μή χτυπη|θής· μαζί του. ή μελαψή κ απέλλα... . Είσιαι πιο νέος καί δυνατός. Ό άρχοντας τής ζούγκλας 1 Αν τον σκοτώισης, θά σέ πώ —πού στο μεταξύ έχει ακο δολοφόνο 1... νίσει τό μαχαίρι του — τό\> Τό Ελληνόπουλο μουρμου βλέπει νά πλησιάζη* καί νο ιρίίζειί. μίζει ^ πώς έρχεται νά τού έ— Θά χτυιπηίθώ με τον Ταρπιτέθή. Σφίγγει λοιπόν τό ζάν, Γ ισράμτα! Δεν μπορώ ψρεακακονισμένο μαχιαΐρι του νά ζήσω μι5 αυτές τις πιροσκαί περιμένει νά τον άντιμέτου. τωττ ίση, μουγγρίζοντσς: — Έλα λοιπόν!... Καιρός Ή μελαψή κόπέλλά τον ήταν νά καταλάβης καί μό σπρώχνει: νος σου πώς πρέπει νά πέθά-— Κάνε οττοος θέλεις. Ε νης! νώ φεύγω από κοντά σου.· Φεύγω γιιά πάντα! Στο μεταξύ ό Ταμιπάρ έ χει φθάσει. στή θέσι πού 6ρί Ξεκινάει αμέσως καί, παίιρ σκέται καί τον προσπερνάει; νοντας τό μονοπάτι προς τό Είναι τόσο άπαρροψήιμένος βορρά, απομακρύνεται τρέ στή σκέψι νά μή χάση, τή Γ ια χοντας. ράμπα, πού ούτε βλέπει, ού Ό Ταρζάν, πού στο μετά ξύ έχει βγάλει τό μιαχαΐρ^ι τε ακούε ι τον άρχοντα τής του καί σκυμμένος σέ μια ζούγκλας; λεία πέτρα τό ακονίζει, δέν Ό Ταρζάν, πού τον βλ&την βλέπει.. Μά ούτε καί την πει. νά απομακρύνεται ταχύ ακούει πού περνάει πίάω άυ νοντας τώρα τό βήμα του, νομίζει πώς φοβάται νά χτο πό τη ράιχι του. πηιθή μίαζι του. Κι* αυτό τον Ό Ταμταρ μένει πάλι κάνει νά άποθρασφθή ακό γιά λίγες στιγμές αναποφά μα περί σσότερο: σιστος. Ξέρει πώς ή Γισρά— Δειλέ, του φωνάζει. Τό μπα έχει αφάνταστα δυνατό σο πολύ λοιπόν φοβάσαι τό χαρακτήρα: Ό/τι πή τό κά θάνατο; νει. Καταλαβαίνει λοιπόν, πώς, άν την αφήση. τώρα νά ^ Ψηλά από τά κλαδιά τού φύγη, δέν θά ξαναγυρύση, πο δέντρου, ξανακούγεται ή φω τέ πιά κοντά του. Θά ^άση νή τού Μπουτάτα: την υπέροχά καί πολύτιμη — Καλά σοΰ λέει, μωρέ αυτή άδελφ ιΐκή του συντρό Ισμπόρ... Γιατί τό στρί φισσα. "Έτσι παίρνει τήν άβεις άλα γαλλικά;! ποφασι νά μή χτυπηθή με Τό υπέροχο Ελληνόπουλο τον Ταρζάν., νά τήν παρα πού—όπως είπαμε— δέν α κάλεση. νά γυιρίση στή σπη κούει τίίποτ’ ιάπ’ 6λ5 αυτά, λιά τους. χάνει ξαφνικά άπό τά μάτια
ΤΑΡΖΑΝ
9
-αφνικά ένας τεράστιος τρο μακτιικός γορίλλας παρουσία ζεται όρ-θός μπροστά του. Ό Μπουτάτα τά χάνει και κυτ τάζοντάς τον με τρόιμο και φρίκη ψιθυρίζει: — Καληιμέρα σας! Πέος εΐσθε; Ή κυρία; Τά παιδιά; Ό γιγαντόσωμος γορίλλσς τον αρπάζει στί-ς χοντρές τριιχωτές χεσούκλες του και τον έκσφενδονίζει μακρυά. Ό Τσουλούφης διαγράφει καμπύ λη στον άέρα καί πέφτοντας τέλος κάτω, μουρμουρίζει: — Καλά μούκσνε... "Έπρε πε νά τού εΐχα βαρέσει κου τουλιά. Καί τραβώντας άμέσως τή σκουριασμένη καί θρυλική Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ πιά κουμπούρα του, φωνάζει «ΑΠΑΓΩΓΕΑΣ» στο γοοίλλα: — Έ, μπάρμπα ΤέτειεεΜΠΟΥΤΑΤΑ, μένοντας ε!... Τώοα που θά σέ^ σκο μονάχος πιά, κατεβαί τώσω κι* εγώ νά μή σού...κανει- άπό τά κλαδιά του δέντρου και πλησιάζει κοφανή! την Σηκώνει άμέσως τήν κάνδμοοφη ξανθειά Ζολάν. Κά νη. σημαδεύει -με προσοχή τό θεται σέ μιά πέτσα, κοντά Οποίο καί τραβάει τή σκαν στο μέρος πού έχει πέσει, δάλη,. και της λέει: — Θά πεοψένω και θά . .«Μπουμ» άκούνεται κι* άδώ: άν σέ δυο—τοεΐς μέρες 'μέσως ένα πονεμένο «ώχ» έδεν άνοιξης τά μάτια σου θά πακο^ουθεΐ. Ό Μπουτάτσ εί πη πώς τά κακάοωσες. Ό- ναι τόσο φοβεοος στή σκοπο πότε «ναίΐαν έχεις έλαφοάν» βολή πού τό βλήμα, άντί νά καί ζωή στά κατσικομούλαβοή στο κεφάλι τό γορίλλα, ρά σου! βοίισκει ατό πόδι τόν... έαυΚαι καμαρώνοντας για τό τό του. άστεΐο πού είπε προσθέτει — "Αμάν, κάνει ιμέ άπογο χαμογελώντας: ήτευσι ό Το-ουλουφης. "Αν ό — Πετάω κάτι «έπι κη μπάο-μπα Τέτοιος βο ι σκότα δεία» πότε— πότε, Μ^ά, σέ νε κοντά στο ποδάρι μου,θά κο^ό μου! Χΐ, χί, χί! τόν είχα σκοτώσει! Τό γέλιο συος πνίγεσαι Ξαφνικά όμως άνοΡνει διά άπότομα στο λαρύγγι ταυ. πλατα τά μεγάλα γουρλωμέ του τη Γ ιαράμπαι, γυοττι άλ λαξε απότομα .μονοπάτι. Κι/5 ανήσυχος μην τού ξεφύγη, τό ιβάζει στα πόδια τρέχοντος νά την ξαναβρη. Ό Ταρζάν του φωνάζει καγ χάζοντας τώρα: — Δειλέ! "Άνανδρε\, Τι ποτένιε!... Τί άλλο θέλεις λοιπόν νά σοϋ πώ για νά θυρώσης; "Έννοια σου σμως καβ γρήγορα θά σε φτάσίο! Το Χάρο που φοβάσαι, δεν θά τον γλυτώσης !... Κιι" έγκαταλείίποντας άναί^· σθητη- κάτω τή Ζολάν, τρέ χει, σφίγγοντας τό μαχαίρι του, για νά φθάση τον μίση τό άντίπαλο!
Ο
10 να μάτια του. Ό γιιγοοντόοω μος γορίλλας έχει άοστάξει ατά χοντρά μπράτσα του την ομορφη^ αναίσθητη κοπέλλα καί φεύγει τρέχόντας για τή φωλιά του... Ό Μπουτάτα πετιέται ορ θός κι1 άρχιζει νά τον παρα κολουθεί ψιθυρίζοντας συγικινημένος: —^ Τό φουκαρά! Θά την ττη'γαί'νη στό... Σταθμό Πρώ των Βοηθειών! Γρήγορα όμως μιά φοβερή υποψία περνάει στό νοϋ του και μουρμουρίζει άίποφασιστικιά: — 5Αδύνατον! Τό σύνοικέ σιο αυτό δεν πρέπει νά γίνη,! Θά τό χαλάσω άμέισως! ^Καί τρέχόντας, οσο μπο ρεί πιο γρήγορα, φθάνει σε λίγες στιγμές τό γορίλλα καί
Καί τό Παιδί τής Ζούγκλας δέ χεται αναπάντεχα τό άνανδρο αυτό κτύπημα.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
*Η Ζολάν δέχεται στό πρόσωπό της τή φοβερή γροθιά τής χερο δύναμης Γ ιαράμπα.
του φωνάζει άγρια προτείΐνοντας απειλητικά την κουμ πούρα : —Π ίΐσω, γαμπρέ, καί σ5 έφαγα! Καί άκουμπώντας για σι>ούριά την κάννη στά τριχω τά του στήθεια, τραβάει τή σκανδάλη καί τον τραυματί ζει στό... γόνατο! Ουρλιάζοντας από τον πό νο καί κουτσοίνοντας ό χορίλλας εξακολουθεί νά τρε^η χωρίς νά έγικαταλείψη τό θύ μα του. Ό Τσουλούφης τόν άκολου θεΤ πυροβολώντας συνεχώς καί φωνάζοντας: — Που θά μου πας, μττάρ μπα Τέτοιε. Άπό τις πολ λές,, θά σέ σκοτώσω , καί κάμιμια φορά... κατά λάθος!
ΤΑΡΖΑΝ
11
Η ΓΡΟΘΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ τώρα για λίγο τό Μϊτουτάτα νά κιυνηγάη ·μ·έ τή άκου ιριασμένη1 κουμπούρα του τό γαρίλλα, πού έχει αρπάξει τό άμοιρο λευκό κορίτσι, κι’ άς παρακολουθήσουμε τον Ταμπτορ καί τον Ταρζάν. Τό 'Ελληνόπουλο τρέχει, ό πως είδαμε, για νά βρή καί νά ξαναγυρίση πίίσω την α δελφική του φίλη Γιαρόΐμπτα. Όμως έκείΗ/η έχει άλλαξει υονοτπάτι καί στέκεται άδύ νατό νά την άνοχαλύψη. Ό άρχοντας τής ζούγ κλας, ττού έχει ψανταστή ττώς ό Ταμπόρ φοβάται νά μετρη Ό Μπουτάτα κυνηγάει μέ τή θή μαζί του καί τδχει ^βάλει σκουριασμένη κουμπούρα του ατά πόδια γιά νά σωθή, τρέ τον άιταγωγέα γορίλλα. χει τώρα, κ,Γ αυτός νά τον φθάση,, σφίγγοντας μέ λύσ σα τό μαχαίρι του. /Έτσι κάποτε, λοξοδρο μώντας σ5 ένα πλαϊνό μονο πάτι, καταφέρνει νά βγή .μπροστά στο Ελληνόπουλο καί νά τό ύποχρεώοτι νά στα €ή, φράζοντάς του τό δρόμο. — Στάσου λοιπόν! Ούτε ό λαγός δεν τρέχει έτσι όταν τον κυνηγάει λιοντάρι! Σηκώνοντας άμίέσως τό ώπλιισιμένο χέρι του έτοιμά ζεται νά καρφώισηι την άστρα ψιερή λάμ-α του μαχαιριού στά στηθεία τού νέου. Ό Ταμπτορ τον κυττάζει μέ οίκτο: — "Αιντε λοιπόν... Σκό — Φύγε άπ’ τή Ζούγκλα μου, τωσέ με, Ταρζάν. Ό θάνατος Ταμπόρ! Φύγε &ν άγαπάς τή θά είναι γιά ,μιένα μεγάλη ευζωή σου!
Α
Ο ΜΙΚΡΟΙ τυχ-ίά, αφού θά πάψω νά σέ βΑβπω. Ό άρχοντας της ζούγκλας ττροσ'δαίΛΛεται καί κατεοαζον τας το μαιναίρι, το ξαναοάζει στή οηκη του: — Δεν χτυπάω ποτέ άναν δρους σαν κΓ έσιενα, τοϋ λέει μέ περιφρόνησι. Μονομαχώ μονάχα με παλληκάρ^α! Ό Ιαμπόρ δεν προφταίνει νά άιποκριδή, για τήν ΐόια στιγμή γρήγορο ποδοβολητό ρεγαΛου ζώου άκούγεται νά πλησιαζη. Καί νά: ένας τεράστιος και τρομακτικός άγριοδούόαλος φθάνει καί σταματάει •πλάϊ στον Ταιρζάν. ' Εκείνος τον αναγνωρίζει καί χαμογε λάει: — Έσυ είσαι, Ρόκ; Πώς βρέθηκες εδώ; Τό κατάμαυρο θηρίο μέ το στιλπνό τρίχωμα σκύβει τό κεφάλι του μέ τά δυο φοβειρά κέρατα καί γλείφει μέ ευγνωμοσύνη τά χέρια τού Ίαρζάν. Έκεΐνος αγκαλιά ζει χαϊδευτικά τό λαιμό του καί λέει στο *Ελληνόπουλο: — Είμαι ό άρχοντας τής ζούγκλας. "Άνθρωποι καί θε ριά μέ προσκυνούν. Γονάτισε κι" εσύ νά μέ προσκύνησης καί θά σου χαρίΐσω τη ζωή. Ό Ταμπορ γίνεται θεριό ανήμερο. — Ό 'Έλληνας δεν προσ κυνάει ποτέ! μουγγρίζει ά γρια. _ /Καί μη ■ μπορώντας άλλο νά συγκρατηιθή,, σφίγγει τήν τρομερή γροθιά του καί τήν τινάζει μέ λύσσα κατά τό
πρόσωπο τού Ταιρζάν. 'Όμως εκείνος κάνοντας ιμιά άψανταστα γρήγορή κίνηισι, απο; τραοιέται καί ή γροϋιά τού Ί αμπορ, μέ τήν ακράτητη όρμή πού έχει, χτυπάει στό μέτωπο τοϋ άγριου ο ου 6αλιού. Τό τεράστιο δυνατό ζωο, βγάζει ενα οραχνό «τονεμενο βογγητό καί σώριαζε ται κάτω νεκρό. Ό Ιαρζάν μένει ακίνητος οά νά τον κτύπηισε κεραυνός καί τον κυττάζει ιμιέ δέος ! Ποτέ δέν μπορούσε νά φαντα στή πως τό μεΛαχροινό αυ τό παλληικάρι είχε τόσο δυνα τη ( γροθιά! Ό Ταμπορ σκύβει άμέσως συντετριμμένος καί χαϊόεύον τας τό κεφάλι τού σκοτωμέ νου άγρ ιοβούβαλου, μουρμου ρίζει μέ συιμπόνοια: — Καημένο ζώο! Δέν ή θελα νά χτυπήσω εσένα! ^ Ό όρχοντας τής ζούγκλας μένει γ^ιά Λίγες στιγμές συλ λογ ισμιένο ς κ ι1" άναποφ άσι στός. Τέλος γυρίζει αργά καί,, παρατώντας τό φοβερό άντίίπαλό του, προχωρεί νά φύγη. Μά δέν προφθαίνει νά κά νη λίγα βήματα, όταν πονεμένα ουρλιαχτά δυο θηιρίΐων φθάνουν στ" αφτιά του. Στα ματάει άμέσως καί, τραβών τας τό φονικό -μαχαίρι έτοιμά ζεται νά προστατέψη τη ζωή του. Τό ίδιο κάνει κι" ό Ταπ μτοόρ, σπάζοντας γρήγορα έ να χοντρό κλαδί για ρόπαλό του. Κι" οί· δυό τους κρύβονται πίΐσιω από κορμούς δέντρων
ΤΑΡΖΑΝ έτοιμοι νά επιτεθούν ατούς άγνωστους αντίπαλους. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΚΟΥΔΑ
13 τό κάνη... τού χεριού του. — Θά τού βαρέσω τότε ιμιά κουτουλά,, μουρμουρίζει, κ·.* όποιον πάρη ό χάρος: "Η αυτός θά τά κακαρώση, ή τό τσουλούφι μου θά... στρα πατσαρ ιστή !... '*ΑλλοίΙμονο όμως! Τά ό νε ιρά του δεν είναι γραφτό νά πραγματοποιηθούν! ααΦνιικά. τρομακτικό ούοιλιαχτό σχίζει τον άέοα τής ζούγκλας κι* ένα τεοάστιο •μαύρο θεριό παρουσιάζεται·. ΕΤναι ή φοβειρή Χουαρούν, όπως τή λένε οι μαύροι ιθα γενείς: Μά γιγαντόσωμη άοκούδα, μεγάλη· δσο ένας ό^θός μικρός έλεΦαντ α ς. "Ενα πολύ σπάνο σαοκο^ά^ γο εΤδος, πού δείιχνει μεγάλη ποοτίυησι στο κ,οέας τών άνθοώπων και τών ζώων πού ’.ιοιάζουν μέ τον άνθοωπο. Γ ι’ αυτό θεοίΓει κυο'ολεκτικά τά κοπάδια τών πιθήκων και σκορπίζει- τον όλεθρο στους νοοίίλλες, στούς γ'|μπστζή δες καί σέ όλες τις ράτσες πον άνθοωπάυαοφων αυτών ζώων καί θησίων. Καί νά: Ή νναντόΐσωμη Χουαοούν όηπάζει άυέσως άπό τά ποδάο'α τον Μπουτάτα κσΐ κρατώντας τον αέ κιοειυασυένο κάτω τό κεφάλι π-οο^ωοεΐ νά φθάση καί τό γοοίλλα. Ό ΤσοΆούφης άναστεναζει άνέσωνα: — Άυάσσν! Σάν σΦανμέ
ΑΙ ΤΩΡΑ, ας ξαναγ ο ρίσουμε κοντά στον κωμικοτραγικό Μπουτατα :μ·έ το ρεγάλο τσουλου ψωτό κεφάλι που κυνηγάει μ'έ την κουμπούρα του τον άπαγωγέα τραυματισμένο γο ρίλλα. Τό θηρίο αυτό—τραμοκρα τημένο από τους κρότους των πυροβολισμών πού άσφαλώς 6ά^ τούς νομίιζη για κεραυ νούς—τρέχει δσο πιο γρήγο ρα μπορεί για νά ξαναγυρίίση στη φωλιά του μαζί μέ τό αναίσθητο θάμα. Θά μπορούσε βέβαια νά σκαρφαλώση σ* ένα άπό τά τόισα δεντριά καί-, πηδώντας άτό^ κλαδί σε κλαδίί, νά προχωρήση, γρήγορα καί νά έξαφανιστή. "Έχει δ μ ως τραυ ματισμένο τό γόνατο τού ε νός πισινού ποδαριού του κι* ετνατ άδύνατο πια νά κάνη τέτοιες δύσκολες ακροβασί α ες. "Έτσι, κουτσαίνοντας καί βογγώντας πάντα, τρέχει μέ ταχύτητα δχι πολύ μεγό^ λη καί καταφέονει έτσι ό Μπαυτάτα νά τον παρ ακό λουθη. Χάνει όμως συνεχώς καί αΐμα, ό γορίλλας, απ’ την πληγή τού ποδαριού του. ΚΓ ό Τσουλούφης, πού έχει ζήσει τόσα χσόνια στη ζούγ νο •νΌνΐκΌΟ'ό'ΤΓΓν'ΐ'λο μέ κιθ·ατάει! κλα, καταλαβαίνει πώς ή αι Σχλ μετ^δύ ή ^σοκοΦσ^'α μορραγία αυτή γρήγορα θά ά~κούδσ τγει φθά^ι· τον έ^αντλήση τό θερά καί θα τραυματ ισμένο γορίλλα κ ί *
0 ΜΙΚΡΟΙ
14 άγκαλιάζοντάς τον από τή μέση, μέ τό τεράστιο μπρο στινό πσδαρόχερό της, τον σηκώνει μαζί ικαΐ ιμέ την άτ ναίσθητη Ζολάν, πού εξακο λουθεί εκείνος νά κρατοη στην άγκαλια του. Τέλος, συνεχίζει τό δρόμο της ίκα νσποιημένη. για τό χορταστιικό τσιμπούσι πού ή τύχη τή βοήθησε νά εξασφάλιση:. Κάνει δμως τό λογαριασμό χωρίς τόν ξενοδόχο, όπως λέει^ κι* ή παροιμία. Και «ξε νσδόχος» αυτή τή φορά εί ναι ή όμορφη ξανθέιά Ζολάν, πού έχει άρχίσει σιγά—σιγά νά συνέρχεται άπό τή γρο θιά τής Γ ιαράμπα πού κα τά^ λάθος είχε βένθη, "Ετσι τό λευκό κορίτσι, μόλις ξαναποκτά τις αισθή σεις του και νοιώθει πώς
Ό άρχοντας τής Ζούγκλας ρί χνει στην παγίδα ενα χοντρό
γερό χαρτασχοινρ.
βρίΐσκεται στήν άγκσλιά ένός γο ρ ίιλλα, βγάζε ι τρο μαγ μένα ξεφωνητά: — Βοήθειααα!... Ταμπόοορ ! Ταρζάααν!... Θά μέ φάη ό γορίλααας! Τό «κρεμασμένο κοκικορόπουλο» όμως, πού έκείνη δεν τό ι/έχει άκιό)μα άντιληφθή, την παρηγαρεΐ: — Μή στενοχωοιέσαι πού θα σέ φάη. Γιιατΐ κι;ί αυτόν θά τόν φάη ό άρκούδαρος και θάσαστε πάτσι! ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΠΟΥ ΕΞΑΓΡΙΩΝΕΙ
ΑΜΟI Ρ Η Ζολάν τώρα καταλαβαίνει πώς βρί σκεται στήν άγκαλιά δυο θεριών. Κι1 αμω^ ό γορίιλλας, παρ5 ολο που σφα δάζει για νά έλευθερωθη α πό τό θανατερό άγκάλισσμα τής αρκούδας, δεν έννοεΐ μέ κανένα τρόπο νά έγκαταλε ό ψη και τό θύμα του. Τό μυαλό τού λευκού κορι τσιού άρχιζε ι νά δούλεύη γρήγορα καί καταλήγει στο συμπέρασμα πώς γιά νά σωθή, πρώτα πρέπει νά έξοντώση τήν αρκούδα κΓ υστερα^ τό γορίλλα. Αμέσως, τραβάει τό μα χαίρι πού κρέμεται πάντα τώρα στη ζώνη της. Καί γέρ νοντας δσο είναι δυνατόν τηρός τά άριστερά τής άρκούδας, τό καρφώνει μέ λύσ σα στά τριχωτά στήίθια της. 5 Αλλοίμονο δμως! Τό τρί χωμα καί τό δέρμα τού φο βερού θηοίου είναι χοντρά^, καί ή λάμα του μαχαιριού
Η
ΎΑΡΙΑΗ
15
δεν φθάνει τόσο βαθειά γιά νά μπόρεση νά καρφωθή στην καρδιά του. Ή Χουαρούν ^τραυματίζεται· κι* αυτό την κάνει νά εξαγριωθη και νά ικχνί'άση! Και σφίγγοντας στην αριστερή παλάμη της τά πόδια του «κρεμασμένου κακικοράττουλου» και στο δε ξιό «μιττοάτσο τό γορί-λλα με τη Ζολάν, άρχιζε ι νά τρέχη, ουρλιάζοντας απαίσια καί τρομακτικά! Ό Μπουτάτα, κιοεμασμίέ νος ανάποδα καθώς βρίσκε ται, ξεφωνίζει, με άπόγνωσι: ■— Αμάν, άοκουδάρα μου, ζσλίΐστηικα! Κάνε στάσι νά κατδβ&νοωο! Ή Ζολάν που βλέπει πώς με τό κτύπημά της χειροτέ ρεψε την κατάστασι. κάνει τώρα άλλη σκέυπ: Νά κτυπη ση καί τό γοοίλλα. Καί κα θώς θά παιοσιλύσουν τά χέ ρια του. νά δεΦύνη, κσ'ϊ νά πέσηι κάτω. *Ύστεοα νά τό βάλη ατά πόδια καί νά έξοοφανιστη. ^Έτσι καί κάνει. Μά καί πάλι· τό κτύππυά της δεν εί ναι κσίίοΌ. Τ^αυυατισί'έ'Ός ΌΛοα κι* 6 νοοίλλιΓης σφαδάζει καί ουολιάΓει στλν άν^π-λιά της τααΜυοτπσυέν^α έπίσης γ ινσντ ιαίΐας άοκσόδας. Π,οονΓΛοοθν άακετά άκοπα, όταν πλττΓτ'ιάόουν. δπτ.>ρ εΐδαυε στο γγπ»»γ?ο που ^οίσ^ονΤΟΊ Ο ΤσοΓά; χι’ ο Τσυπλο. Ο' δυο άνδ^ες άπησυνουν.
Ο η>·Γτ\Γ υ*ε
τό υσΐΥαΤο' του,
κι* ό σ>1λοο μ’ ενα ;οόπσ"λσ.
ούβονται πίαω άπό κοσυοός δέντρων για νά παρακολονθη
Καί 6 Ταμττόρ πραγμοττοττοιεδ μια απίστευτη όνάοασι στο κρε μασμένο χορτόσχοινο.
σουν τά θηρία. "Ετσι, άντικρύζουν, σέ Λί*γες στιγμές, τό τραγικό σύμ πλέγμα των δυό θηρίοον καί δυο ανθρώπων που περνάει άπό μπροστά τους. —- Ή Ζολάν!, ψιθυρίζει ό Ταρζάν μέ δέος. — Ή Ζολάν καί ό Μπου τάτα!, άποκρίνεται,, σαν η χώ, καί ό Ταιμιπόο. Ποώτος ό Ταοζάν — πιο έμπειρος, σέ πάλες μέ θεριά ξεπετάγεται άπό την κρυ ψώνα του καί στέκει ιμπροστά στη γιγαντόσωμη καί μανιασμένο Χουαρούν. Κι5ένώ ή σσρκοΦάγα αρκούδα ποοχωοεΐ όαθη κατά πάνω του, νά τον ποδοπατήση.. έκεΐνος κάνει κάτι άπίστευ^· το: Βάζει τό μσνάίρι στη θήκη καί μ* ένα πήδημα άο-
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ
δοομώντας έογετσι πίσω άπό τή Χουαοούν.ΤαυτόΥοονα, μ’ ένα πήδημα.. άοπάίεται κι' αυτός άτό τό πυκνό της τρίχωμα καί γαντζώνεται στη οάνη της. χόαίς νά έγκστσλείψη άπό τά ν£οι·α τό ,ρόπαλό του. ΚΓ άμέσως άρ•χίζει νά κατατφέοη μ* αυτό τοουεοά κτυπήματα στο κε φάλι του τεο,άατιου θηρίου. Ή Χουαοούν άρχιζε» νά £α λί^ετοι. Ή ταχύτητά της λι γοστεύει καί τό τρέξιμό της ΤΡΑΠΚΗ γίνεται άττπλο σάν νεθυσμέ ΣΥΝΕΧΕΙΑ νο. 'Ο άτοόμητος "Έλληνας έΡσικα’λουθΗ' νά τη χτυτση ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή κάτι κι’ ε^ναι βέβα-ος πώς νοήγο αναπάντεχο γίνεται. Ό γορίίλλσς πού ή Χουαρούν ,οσ θά καταΦέοη νά τή σωρκάση κάτΓο άναίσθητη, τον κρατάει στο δεξιό μπρο Ό Μττνπάτα κοεμασυέστινό χεοοπόδσοό της, φαν νος άνάποδα καθώς βρίσκεται τάζεται ίσως πώς ό λευκός άνθρωπος θά κτυπήση αυτόν παη.ακολο'υ°ε? υέ δέοο τό ρό με. τό μαχαίρι του. Καί με παλο του Ταμπόο κά^ε Φοοά τό έλεύθεοο χέοι πού του πού τό χέοι της άοκούδας μένει, δίνει ξαφνικά τρομεοό πού τον κ,οατάει—στην ·π-ακτύπηιμα στο κεφάλι του λ,ν^οπ ινή κ^νηιτι πού κάνει Τσρίάν. —£^γτγ(! ποός τά τ'ό’γο. Και» θσβιάζοντας τη δύνσιμι κι* Ό άοχοντας της ζούγκλας ο^υη τολν κτυπημάτων του, ζο λ καμένος καί υέ σγεδόν χα μ θ’ ’Ρίμουαίζε ι τ,ρομοκ,ρατη.μέιμένες τις σΐσθήπεκς του, νος: Υκοεμοτσακίζεται κάτω. Χω — ΆμάαανΙ... ’Άν έτρω ρίς—-άπό καλή τάχη—νά πογα έγώ - στο < κεφάλι τέτοιες δοπστηθη άπό τη γιγαντώσω ρσπαλιές, θά., στ ραποττσ ορι μη βσοειά άοκούδα πού πεο ζόταν τό τσουλούφι .μου! νσε* άπό πάνω του καί συΆλλοίιμονο όμως! Ό υ νεν'ζει τήν τραγιική της πορείΐσ... _ πέροχος Ταμπόρ δεν προΌ Τσίμττόο ποιο ακολουθεί φθαίνει- νά τελείωση τήν προσ τη σκηνή τοένοντας πλάϊ. έπάθειά του καί νά σώση τή Ζολάν καί τον μεγαλακάφαλο τουιος νά έπέυβη ^την κα>τόίλληλη στινυή. Έτσι £υ- ιμσύοο νάνο. -αφνικά μια μεγάλη καί καταλεπτι τον πεσμένο Β"σο ζάν— ξέοοντη-ς ττώς δεν ένει βαθειά σκαμμένη παγίδα λ ευ κών κυνηγών, σκεπασμένη μέ κτυπάσει σοβαρά—καί λοξο
πάζετσι άπό τό δοττύ χον τρό τοίχωυα καί κολλάει σά στοεΤΒι πάνω ατά πλατεία στήθη της. Αμέσως άγκσα λιάζει σΦίκτά ·μέ τά πόδια του τη μέση της καί πσοατώντσς τό δεξιό χέοι κοστέ ται μόνο υέ τό άοιστεοό. *Έτσι. ξσνστοαβάει τό υοτναΤοι καί κάνει νά τό καοΦωσηι Τσια στην καρδιά τη·- Φοβεηηρ άοκούδας, που έ^σκολου θεΐ νά τρέχη ουρλιάζοντας.
Τ
Μ
ΤΑΡ2ΑΝ χλωρά χαμόκλαδα, βρίσκεται μπροστά στά πόδια του ψοβεροϋ θηρίου. Κι* ή γιγαιντ ιαία αρκούδα μαζί μέ το γορίλλα καί τούς ανθρώπους τΓού βρίσκονται πάνω της, γκρεμοτσακίζεται ατό βάθος της. Ένώ τα ουρλιαχτά των δυο θεριών καί τά ξεφωνητά των τριών ανθρώπων, που έ χουν γίνει κάτω ένα κουβά ρι, είναι κάτι τραγικά φρικτό καί απαίσιο! Ευτυχώς πού οί λευκοί κυνηγοί τής ζούγκλας φρον τίιζουν πάντα να στρώνουν κάτω τις παγίδες τους με τραχύ στρώμα από μαλακά φύλλα. Κι" αυτό, γιά νά μή τραυματίζονται τά θηρία πού θέλουν να πιάσουν ζωντανά, ή γιά νά -μή^ ξεσχίζωνται οι πολίτκμες γούνες τους. "Έ τσι, από την πτώσι αυτή κα νένας δεν παθαίνει τίποτα. Μονάχα τό μεγάλο κεφάλι του Τσουιλούφη πλακώνεται κάτω από τό τεράστιο βαρύ κορμί τής Χουαρούν. Κι" ό άμοιρος ξεφωνίζει με από γνωσι: — Βοήθεια!... θά πάθω... πονοκέφαλοοο! _ 'Ποιός τον ακούει όμως ! Στο μισοσκότεινο βάθος τής -μεγάλης σκεπασμένης παγιΐδας,^ έχει αρχίσει μιά τρομα κ-πκή πάλη ανάμεσα σέ θε ριά καί ανθρώπους! Ούρλιά ζοντας από τούς πόνους τά τραυματισμένα θηρία χτυ πιούνται μέ μανία καί λύσσα δεξιά καί άριστερά), ζητών τας νά ξεφύγουν καί νά ε λευθερωθούν από τή σκοτει
νή αυτή φυλακή πού ξαφνι κά όρεοηκαν. "Οσο για τον Ίαμπορ καί τή Ζολαν αγω νίζονται απεγνωσμένα να £πι ζηυουν μέσα σ' αύτή τήν τραγική κοΛασι της φρίκης και του θανατου! Μοναχα ό Μπουτάτα— ε λευθερωμένος τώρα από τό πλάκωμά της γιγαντιαιας άρ κούοας— διατηρεί τήν ψυ χραιμία του. Καί καθώς ποδυπατιεται καί τινάζεται ε δώ κι' έκεί, από θεριά κι' άνθρώπους, ξεφωνίζει κατενθουσιασιμενος: — Αμάν, πανηγύρι! Θά σπάσω πλακα μέ τήν ψυχή μου! Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΗΝ ίδια στιγιμή μιά τυ χανα κλωτσ ια κάποιου με /α/νοχοντρου καί τριχω το^ ποοαρ.ου τινάζει τον ίσου λουφη και τον χτυπαη μέ ορ μή στα τοιχώματα τής πα γίδας. Ι α τοιχώματα είναι μαλακά καί νοτιά.μένα από τήν τεΛευ ταια βροχή. Κζ ό άμοιρος νάνος κο/νΑαει πάνω σ' αύτά σαν χαλκομανία, ξεφωνιζον τας πάλι: ^— Σιγά μπρέ!Λ Θά θυ μώσω καί θά σάς ταράξω στις σφαλιάρες! αεκολλάει όμως γρήγορα καί σέ ριά στιγμή πού βλέ πει τή Χουαρούν ορθή, σκορ φαλώνει ατήν προβιά της, φθάνει ψηλά στήν κορφή τού κεφαίλιού της καί πηδώντας από κεΐ βγαίνει έξω από τήν
Τ
ΙΟ
παγίδα. Αμέσως σκύβει^ προς τό βάθος της καί φωνάζει: — *Έ, παιδιάαα! "Αμα σκοτωθήτε δλοι, ειδοποιήστε με νά σάς σκεπάσω ·μέ χώ ματα καί νά βάλω κανένα σταυρό! Χί, χ<ί, χί! Καί με αύτοθαυμοοσιμό για τό άστεΐο πού είπε, προσθέ τει : — Πετάω κάτι «μακά βρια» πότε—πότε! Μπά, σέ καλό ιιιου! Μά δεν προφταίνει, καλά —κοίλά, νά τελείωση τά λόιν»ια του όταν, άκούγοντας ανθρώπινο ποδοβολητό νά πλησιάζη, γυρίζει νά κυτ-τά ξη ανήσυχος. Βλέπει όμως
ύ ΜΙΚΡΟΣ τον Ταρζάν νά τρέχη τηρός τό 'μέρος του σφίγγοντας τό φονικό μαχαίρι καί φοβάται αφάνταστα. "Έτσι., κάνοντας μιά γρήγορη βουτιά ξαναπέτψτει με τό κεφάλι στό βάθος τής τραγικής παγίδας. Μά μέ την όρμή πού έχει κτυΐτάει πάνω στην άμοιρη Ζολάν καί την άφήνει ^άναίίσθητη,. Δεν περνάνε λίγες στιγμές κΓ ό άρχοντας τής ζούγκλας φθάνει καί σταματά μπρο στά στο μεγάλο τετράγωνο καί βαθύ λάκκο. Σκύβει περί εργος, μισοβλέπει τό κοοκό πού γίνεται καί γιά λίγες στιγμές μένει· συλλογισμένος κι* αναποφάσιστος. Τέλος,
Ή φοβερή γροθιά τοΟ Ταμπόρ σωριάζει κάτω νεκρό τό τεράστιο άγριο βουβάλι.
ΤΑΡϊΑΗ
Ή πανώρια Γιαράμπα σκορπίζει τον τρόμο στους μαύρους σκλά βους του κακού λευκού κυνηγού.
βάζει- τά μοοχαΐρι στη θήκη καί γυρίζοντας μπρος—πί σω,, άρχιζει νά απομακρύνε ται αργά κι5 αναποφάσιστα. Δεν έχει κάνει όμως μερι κά βήματα όταν σταματάει άίττότομα καί μουρμουρίζει μονολογώντας: — Είναι όμως μαζί τους κι* ή Ζσλάν. Αυτήν δεν πρέ πει νά την άφήσω νά πεθάνη! Κι* άμέσως, σκαρφαλώνοντας σβέλτος στο τγιο κοντινό νιγαντιαΤο δέντρο, κόβει μέ τό μαχαίρι του ένα μακρύ χορτόισχοινο. Πηδώντας υστέ ρα κάτω, ξαναγυοίζει στά χείλια τής παγίδας. ’ΕκεΤ,
ρίχνει τη μια άκρη, του σχοι νιου στο βάθος της καί φω νάζει όσο μιπρρεΐ πιο δυνα τά: — Ζολάααν! Ζολάααν! Πιάσου άπό τό χορτόσχοινο καί ανέβα επάνω. ^ Προσθέτει ^ όμως άμέσως κι5 απειλητικά: ^— "Αν πιροσπαθήση νά άνέβη «κανένας άλλος», θά καρφώσω τό μαχαίρι μου στην καρδιά του! Ό Ταμπόρ βλέπει τό χορ τόσχοινο πού πέφτει, μά μέ το δαιμονισμένο θόιουβο πού κάνουν τά ουρλιαχτά των θε ριών, δεν ακούει τά λόγια του Ταρζάν.
© ΜΙΚΡΟΙ *Αρπάζει άμέσως στό άριστερό μπράτσο του τό α ναίσθητο λευκό κορίτσι και κάνει μια αφάνταστα δύσκο λη κι5 άπίστευτη άνάβασι: Πιάνεται με μονάχα τό δεξιό χέρι άτό τό κρεμασμένο χαρ τοσχοινο και κάνοντας έλξι άνυψώνεται μισό μέτρο. Τυλί γει γρήγορα καί με τέ^νη, στα δυο πόδια του τό κάτω μέρος του σχοινιού καί για μια στιγμή στηρίζει ^ άλο τό βάρος του σ' αυτά, σέρνοντας τρός τά επάνω τη δεξιά πα λάμη, χωρίς νά πα,ρστήση όμως τό χορτόσχοινο. Αμέ σως κάνει πάλι έλξη άνυψώνεται άλλους πενήντα πόν τους, ξανατυλίιγει τά πόδια του στο σχοινί και συνεχίζον τας φθάνει καί βγάζει έξω άπό την παγίδα τό κεφάλι καί τά στήθια του. Άντικρύζει δμως τον Ταρ ζάν, πού βλέποντας αυτόν κι3 οχι τη θετή κόρη, του— τη Ζολάν πού κρέμεται χα μηλότερα τραβάει μέ βιάσι τό φονικό μαχαίρι καί τό κα τευθύνει με ορμή στά στή θια του. ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΙΡΟΣ είναι όμως^ νά γυρίσουμε^ λίγο πίσω στην ιστορία μας καί νά δαναθυμηιθοΰμε την πανώρια μελαψή Για,ράμιτα. Ή τελευ τα ία φορά πού την είδαμε, ήταν όταν, φεύγοντας οπτό τη σπηλιά, κατάφερε νά λοξο δρομήση σέ άλλο μονοπάτι καί νά χάση τά ίχνη της ό
Ταμπρρ. ’Άς π α ρ ακολουθήσουμε λοιπόν τώρα την πορεία της: Ή Γισραμπα, μέ βουρκω μένα τά μεγάλα μαυροπράσινο μάτια της, προχωρεί ^χω ρίς νά ξέρη πού πηγαίνει. 'Έχει μετανοιώσει βέβαια για την άπόψασι πού πήρε νά έγκαταλείψη, τόν αγαπημένο αδελφικό της φίλο. Μά ό ε γωισμός κι3 ή περήφανεια δεν την αφήνουν νά ξαναγυρίση κοντά του. — Τώρα τό λάθος ^ί,νηΐκε, ο υλλογ ιέται ψ ιθυρ ι στά. ΛΑς πεθάνω λοιπόν αφού δεν έ χω τη δύναμι νά τό διορθώ σω! Κάποιο πεινασμενο θε ριό θά βοεθή μποοστά μου καί δεν θά κουραστή καθό λου νά μέ κατασπαράξηι... Καί συνεχίζει τη θελημα τική πορεία της ττρός τό θά νατο !... Ή τραγική συνάντηΐσι ό μως πού περιμένει, δέν αρ γεί νά πραγ ματοπο ιηθή. ζσΦνικά μιά μεγαλόσωιμη τίγρι μέ^ υπέροχη προβιά παρου σιάζεται μπροστά της. Σταν ματάει σέ λίγα βήματα άπό στάση μαζεύει τό κορμί σάν έ/νατήριο προς τά πισινά της πόδια κι3 έτοιμιάζεται νά τιναιχτή, κάνοντας τό θανατερό άλμα προς τό θύμα της. Ή αποφασισμένη Γκχράμπσ μένει ακίνητη, περιμένον τας τό μοιραίο μ3 έκφρσσι εύτυιχίας, άπογνώσεως καί Φρύκης! Καμμιά κίνησι δέν κάνει γιά νά σωθή. "Ίσως νά μετανοιώση πικρά γι’ αυτό.
ΤλΡΖΑΝ Μα είναι πιά αργά. Ή τίίγρι έχει τιναχτή απότομα και διαγράφοντας καμπύλη στον άέρα, π;ροχωρεΐ σαν βολίδα κατά πάνω της. Μια άλλη όμως βολίδα, πού τρέχει πιο γρήγορα άτ’ αυτήν, την προφθαίνει στον άέρα καί σφηνώνεται^ στο •κεφάλι της. 5Ενώ ταυτόχρονα κοντινός πυροβολισμός άντηΓ χει. Ή τΡγρίί, ιμέ την κεκτηιμένη, ταχύτητα πού έχει, κτυ πάει με ορμή πάνω στη Για •ράμπα καί την άνατρέπεί.Σω ριάζεται δμως κι* αυτή πάνω -πις νεκρή. Ή μελαψή κοπέλλα έχει σωθή άναπάντεχα από τό^θά νατό πού τόσο λαχταρούσε νά βρή. Τοχτάχρονα σχεδόν, ^ ένας λευκός, κυνηγός, κρατώντας μια καραμπίνα πού καπνίζει άκόμια, πλησιάζει τρέχόντας. Τραβάει πάνω από τή Γισράυπα τό σκοτωμένο θηρίο με τήν πολύτιμη γούνα καί τή βοηθάει νά σηκωθή. — Κυνηγούσαμε άπόι τό πρωΐ αυτήν τήν τίΐγ,ρι. τής ε ξηγεί. Ευτυχώς πού τή χτύ πησα τή στιγμή άκρι·βώς πού χυνόταν νά σε κατασπσιαάδη. ΑίΙγο άν άογούσα, δεν θά ζουσες τώρα! Ή μελαψή κοπέλλα τον α κούει καί ψιθυρίζει χαμένα: — Κρίμα!.·· Αυτό ήθελα κι’ έγώ!^ -— Χά, χά, χά, γελάει άναίίσθητα ό λευκός κυνηγός, πού στο μεταξύ έχουν πλ^ σιάσει καί σηκώνουν τήν τ>
21 γρι οί μαύροι βοηθοί· του. Καί κυττάζοντάς την με θαυμασ μό, συνεχ ίζε ι: — Μμμ... Είσαι πολύ ό μορφη βλέπω! "Εχεις άγαλματένιο σώμα καί περήφανη κορμοστασιά! Θά ήτανε με γάλη κουταμάρα νά πεθάνης! Χά, χά, χά!...Καλά πού πρόλαβα λο ιπόν!... Χρόνι α ζητούσα νά βρώ μιά υπέρο χη^ ομορφιά σάν τή δική σου! Θά σέ πάρω μαζί μου στην "Αμερική. "Εχω μεγάλο τσίρ κο. Θά σου δώσω ένα μαστίίγιο καί θά δαμάζηις τά θεριά στα κλουβιά τους! Χά, χά. χά!... Θά ξετρελλαθή ό κοσμος ·μέ σένα! Θά κάνω χρυσές δουλειές! Καί γυρίζοντας σέ δυο— τρεις μαύρους πού βρίσκον ταν τΗΛάϊ του, διατάζει·: — Δέστε τη γερά... Ταυτόχρονα ή φοβεοή γοοθά τής άτρό|μη,ττΐις Γισράμπα, κτυπάει μέ άφάνταστηι δύναμι καί όομή στο πρόσω πό του. Καί τά μάτια, του γεμίζουν από παράξενα λαμ πεοιά άστέοια πού στριφογυ Ρ'ίζουν δαιμονισμένα. Οι μαύροι κάνουν άίμέσως νά χυθούν πάνω της για νά τή δέσουν. Ή Γιαράμπα^ δ μως προφθαίνει κι* αρπάζον τας άπό τά χέρια τού ζαλι σμένου κυνηγού τήν κορραμπί να, τή σηκώνει άπό τήν κάννη καί αρχίζει νά τούς καταφέρη τρομακτικά κτυπήματα μέ τον υποκόπανο. Ό ένας μετά τον άλλον οι άραπάδες σωριάζονται κά τω, ουρλιάζοντας άγρια καί
22
0 ΜΙΚΡΟΣ
μένη τίγρι. ΚΓ δταν τελειώ νουν, τούς λέει: — Εμπρός τώρα..Α Πάμε οπτό τήν παγίΐδα νά δούμε μήν έπεσε καμμιά... γούνα κι’ ύ στερα γραμμή στήν κατασκή νοοσί' γιά φαΐ. Και παρατώντας τούς λα βωμένους άράπηιδες άττό τά κτυπήματα τής Γ ιαράμττα, πού ουρλιάζουν σπαράζοντας κάτω, προχωρεί με τούς υ πόλοιπους νά φύγουν. Τά μαυροτηράσινα μάτια τής υπέροχης Γ ιαράμττα σκο τεινιάζουν: •— Έ, φωνάζει στο λευκό κυνηγό! Που τούς άφήνεις αυτούς πού χτυπήθηικαν γιά νά σε σώσουνε; Τέτοια θεριά, λοιπόν, βγάζει αυτή ή πολι ΑΠ ΑI Σ IΟ Σ λ ε υ κός τισμένη ζούγκλα σας; διατάζει τούς ττληρωμε νους σκλάβους του νά Ό ^ κυνηγός τραβάει τό γδάρουνγρήγορα τή σκοτωμαχαίρι και τήν πλησιάζει γ ά νά ξεπλύνη, τήν προσβο λή. Ή μελαψή κοπέλλα όμως τον υποδέχεται άτάραχη: -— Λεν με τρομάζει τό μα χαΐρι σου, δειλέ! Είδες και π,ρίν, με τήν τίγρι, πώς τό θάνατο άποζητάω! Μά προ τού (με σκοτώσης, λύσε μου γα λίγο τά χέρια. Μπορώ νά^ σώσω άττό τό θάνατο αυ τούς τούς δυστυχισμένους άνθρώπους. "Έτσι δεν θά λίγο στέψη και τό καραβάνι σου. Ό λευκός μένει άναυδος ΐμίτροστά στο ψυχικό μεγα λείο τής υπέροχης αυτής κοπέλλας. 5Αντί νά καρφώση μέ τό μαχαίρι του τήν καρδιά Ή Γιαράμττα 5έν κάνει καμμιά προσπάθεια νά άμυνθή στην έτης, κόβει μ’ αυτό τό χοντρό τοΡ πειναομένρμ θηρίρμ σχοινί πού τής δένει γερά βγάζοντας άττό τά στόματά τους κόκκινους άφρούς. Είναι όμως μία αυτή και πολλοί εκείνοι. Γρήγαοα κα ταφέρνουν νά αρπάξουν ά τια τά χέρια της την καραμττίνα και νά τής τά δέσουν γερά με χοντρό σχοινί. Ό λευκός κυνηγό η πού στο μεταξύ έχει συνελθεί απτό τη φοβερή γροθιά, δίνει τώοα δυο δυνατά χαστούκια στο πανώριο πρόσωπό της, μουγγρίζοντας άγρια: •— Έμενα νά μέ άκους, όμορφονιά μου! Γιατί θάχουμε πολύ κακά ξεμπερδέιμα τα! Η ΓΙΑΡΑΜΠΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
τά χέρια. Και τη ρωτάει· χα μένα. — ’ Αφού θά τούς λυπό σουν, γιατί τούς χτύπησες; 5Αντί νά άπσκιοιθή ή Για-ράμπα, τον ρωτάει: — ΚΓ εσύ, άφου δεν θά τούς λυπόσουν, γιατί τούς άφηΐσες νά χτυπηθούν; Αμέσως, ψάχνοντας οπούς γύ,ρω θάμνους βρΌσκει τά θαυματουργά βότανα πού ξέρει και ξαναγυρίιζοντας κάνει τά γιατροσόφια της στις θανατερές πληγές των θυμά των της. Σέ μισή ώοα δλοι εΐναι καλά ικΓ ή Γισαάμπα τούς βοηθάει νά σηκωθούν. "Υστε ρα φιλάει, έναν—έναν, μέ άγάπη στο -μέτωπο και τούς λέει μέ Φωνή πού τρέμει από τή συγκίνησι. — Κ αηι μέ'νο ι άνθρωπο ι!... Τι ζούγκλα εδώ πού γεννη θήκατε είναι γεμάτη άπό νό^στιμα άγρίιμια, γλυκόιχμμους καρπούς και κρουσταλλένια νερά. Ύπάρχουν^ άμετρητ α 6ερ;ά γιά νά σάς ντύσουν μέ τις όμορφες γούνες τους κΓ άλλες τόσες δροσερές σπηπ λιές γιά νά βρίσκετε τον ύ πνο και την ξεκούρασι!... "Ολα τάχετε καί τίποτα δεν σάς λείπει. Γιατί λοιπόν που λάτε τις ψυχές σας καί τά κορμιά σας σ’ αυτούς τού^ λευκούς κακούργους πού φθα νουν έδώ στη ζούγκλα μας; Τί σάς χρειάζεται τό αμαρ τωλό καί κιτρινιάρικο χισυσάφι τους; Δέν είδατε λοιπόν πόσο σάς λογαριάζει; Εσείς
23
4Η πανώρια κόρη ραίνει μέ άγριολούλουδα τον τάφο του κου κυνηγου.
πέφτετε οπή φωτιά γΓ αυ τόν. Έκεΐνος όμως σάς άφη νε, πριν λίγο, νά ψοφήσετε σάν σκυλιά έδώ καί νά χορ>τασετε μέ τις σάρκες σας τά πεινασμένα όρνια... Ό λευκός κυνηγός πού την ακούει αφρίζει άπό τό κακό του. ^Κσί ξανατραβώντας τό μαχαίρι χύνεται νά την καταάπαράιξη. Δέν τά καταφέρνει δ μ ως γιατί ρχύτή τή φορά βρί σκει αντιμέτωπους καί τους ιμαύρους σκλάβους. "Ολοι μα ζι πέφτουν πάνω, του κΓ άρτχίζουν νά τον ποδοπατάνε μέ αφάνταστη λύσσα καί μανία. Ή Γιαρόιμπα πασχίζει α πεγνωσμένα νά τον απόσπα ση άπό τά χέρια καί τά πό δια τους. Μόλις όμως κρν-
24
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τεύει νά τό καταφέρη, ό κα ρώσουμε. Αυτδ θά εΐνα! τό κός λευκός βρίσκει την εύκαι καλύτερο ιμνη.μόσυνο για τήν αία νά βγάλη τό πιστόλι τοι» ψυχή του κακού λευκού αν για νά τή σκοτώση,. Τή στι θρώπου ! Καί καθώς ξεκινάνε, ρω γμή όμως πού κάνει νά τρσ'βήιξη τή σκανδάλη, ή κάννη τάει έναν από τούς μαύρους: του όπλου γύριζε ι από κά — 5Από δίχτυ είναι ή πα ποιο τυχαίο σπρώξιμο των γίδα σας; •μαύρων ποδαριών πού βιρΊΙ__— "Όχι, τής άποκρίνεται. σκονται γύρω του. ΚΓ ή σψαΐ "Έχουμε σκάψει ένα βαθύ τε ρα, αντί νά ,χτυπήσηι τή νέα, τράγωνο λάκκο... σφηνώνεται· στα δκκά του στή ΤΡΑΓΙΚΕΣ θ·α. ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ 'Και πάλι ή Γιαράμπα κά νει τά άδύνατα—δυνατά για ΡΓΗΣΑΜΕ ομ·ως! νά τον σώση. Μά είναι αργά Πρέπει τώρα ν’άνοιγο πιά. Σε λίγα λεπτά τής ώ κλείσουμε γρήγορα τά ρας, ξεψυχάει... φτερά τής φαντασίας μα·ς Ή μελαψή κοπελλα βάζει γ;ά νά ξαναγυρίσουιμε κοντά τούς μαύρους νά σκάψουν στην παγίδα. Εκεί πού ά~ ένα λάκκο καί νά τον Βάψουν ψήσαμε τον Ταρζάν νά κα•μαζί μέ τό πιστόλι,, τό μα τευθύνη ιμέ ορμή καί λύσσα χαίρι καί τό άλλο, τό ψοβετόΛ μαχαίρι του ατά στήθια ιρώτερο όπλο πού βρίσκει τού^ Ταιμπόρ. "Εχει πλανηιθή σ^ό κόρφο του: ένα σαικκουνομίζοντας πώς τό Ελληνό •λώκι με χρυσές λίρες. "Υστε πουλο παράτησε τό λευκό (ρα, (μαζεύει αγριολούλουδα κορίτσι κάτω, καί σκαρψάλω καί ραίνει δσκρυσιμένη τον σε στο χαρτόσχοινο γιά νά τάφο του. Νοιώθει· πώς αυτή σωθή αυτός. ■ηπμέ τά σωστά λόγια πού Καί τώρα—άφού φθάσαιμε είπε στους μαύρους—γίνηικε —ας παρακολουθήσουμε νά αιτία του δ'ίικαιου θανάτου δούμε τί θά άπογίνη,: του. "Εστω κΓ άν ό ίδιος τρά Ό Τα μπαρ βλέπει τό φο 6ηξε τή σκανδάλη, "Εστω κι9 νικό μαχαίρι τού άργοντα τής άν μέ τό ίδιο του πιστόλι ζούγκλας νά κατευθύνεται θα σκοτώθηκε... νστεοό προς τά στήθια του. Τέλος θυιμάται. κάτι πού Αφάνταστα σβέλτοε καθώς είχε άκούσει νά λέη ό λευ είναι, κάνει -μια γρήγοοηι κίκός κυνηγός καί παρασύρει νηιαι ^πρός τά αριστερά καί τούς φίλους της, πιά, ιθαγε γλυτώνει τό πρώτο κτύπημα. νείς : Αμέσως, κΓ ενώ ό Τασζάν — Πάμε τώρα, όλοι μα -—λυισσώντας γιά τήν άποτυ ζί, στήν παγίδα πού στήσα χία του— ετοιμάζεται γιά τε..; "Αν ^έχη πιαστή κανένα τό^ δεύτερο, παρατάει τό δεθηρία πρέπει νά τά άλευθε* ξιο χέρι και τα πόδια τοι>
ΤαρζΑν πού τον συγκροτούν στο χορτάσχοινο— μέ τ' αριστε ρό κρατάει την αναίσθητη Ζολάν—καί γκρεμοτσακίζεται ατό βάθος της καταπα κτής παιροκχύροντας ^μαζί του και τό άμοιρο λευκό κο ρίτσι. Ό άρχοντας τής ζούγκλας τυφλωμένος από τό πάθος του πιρός τό μισητό αντίπα λο και θέλοντας τώρα νά £ε καθα,ρίίση μια για πάντα τους λογαριασμούς του, πηδάει α μέσως κι’ αυτός μέσα στην παγίδα, δένοντας την άλλη άκρη του χορτόισχο ινου στον κορμό τού ττιό κοντινού δέν τρου. Καί νά: Κάτω στο βάθος τής παγίδας ή φρίκη κι* ή κό λασι συνεχίζονται. Ή γιγαν τ·αία σαρκοψάγα Αρκούδα προσπαθεί νά .σπαράξη, τό γορίλλα πού έχει καταφέρει —σαν πιο έξυπνο ζώο— νά δαγκώση καί νά τσάκιση όλα τά δάκτυλα των μπροστινών χειρ ιών καί τών πισινών ποδα ριών της. Δεν έχουν μείνει τώρα στην αρκούδα Χουα ρούν παρά μονάχα τά δόντια της. Τής λείπουν όμως δά κτυλα γιά νά άρπάξη, τό γο ρίλλα νά τον συγκράτηση μ* αυτά καί νά τον σπαράξη μ* έκεΐνα. Καί τό ανθρωπόμορφο θε ριό, βέβαιο πιά γιά την τε λική νίκη του πάνω στον κο λοσσιαίο Αντίπαλο, αρχίζει νά τής δαγκώση την τεράστια μουσούδα καί νά πσσχ·ίζη νά μπήξη τά φοβερά νύχια του μέσα στις κόγχες των μα -
23 τιών της. Ό Μπουτάτα πού παρακο λουθεΐ την τραγική μονομα χία τών δυο φοβερών θηρίων., δίνει κουράγιο στο γορίλ λα: — "Αιντε, γορίλλα μου! Καθάρισε τον Αρκούδαρο πού είναι ζόρικος, κΓ έσένα σέ... καθαρίζω εγώ! Ό Ταμπόρ, μέ τήν Αναί σθητη· Ζολάν στην αγκαλιά του, ξαναγκιρεμίζετα ι — δ πως είδαμε— στο βάθος τή^ παγίδας. Μά πέφτουν κι’ οι δυό πάλι πάνω στο τεράστιο κορμί τής Χουαρούν καί δεν παθαίνουν τίποτα. 5Από τό χτύπημα όμως τό λευκό κορί τσι συνέρχεται καί πετιέται όρθό. Τήν ίδια στιγμή πέφτει κι’ ό Ταρζάν κρατώντας τό μα χαίρι.^ Κι^5 ή λάμα του— χω ρίς νά τό θέλη-—χτυπάεΐι καί καρφώνεται στον ώμο τής Ζολάν. Τραγικό ξεφωνητό βγάζει ή άτυχη κοπελλα. Καί νομίώ ζοντας πώς τη χτύπησε επί τηδες ό Ταρζάν γιά νά τήν τιμωρήση πού ζήτησε κάπο τε νά τού βγάλη τά μάτια υ ποστηρίζοντας τον άντίίπαιλό του Ταμπόρ, χύνεται μανια σμένη πάλι επάνω του. Τά σουβλερά νύχια της χαρά ζουν ματωμένα αυλάκια στο πρόσωπό του, ψάχνοντας νά βρούν τις κόγχες τών ματιών καί νά χωθούν μέ λύσσα μέ σο σ’ αυτές. Ό Τσουλούφης βλέποντας τό φοβερό κι* ανεπανόρθωτο κακό πού θά πάθη ό άρχον-
5 ΜΙΚΡΟΣ τας της ζούγκλας, τον παρηιγοιρεΐ: — Δεν πειράζει, Τοζρζανάκο μου! Και νά στα βγάλ·η τά «ρημάδια», βάζεις γοά λινά. Κανένας δεν θά καταΛαβαίνη πώς φοράς ψεύτικα. Μονάδα... εσύ! ΜΙΑ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣI
Ο ΥΠΕΡΟΧΟ Ελληνό πουλο βλέπει τή δύσκο λη, θέσι που βρίσκεται ό Ταρζάν. Καταλαβαίνει πώς από στιγμή σέ στιγμή ή Ζο λάν θά κατοοφέιρη μέ τά νύ χια της νά του χαρίίση, τό πάντοτεινό σκοτάδι. Νά τον κάνη· ένα δυστυχισμένο τυΚαι ή τραγική μονομαχία των
Τ
δύο θηρίων συνεχίζεται μέ, μεγα λύτερη λύσσα και μανία.
'Ο Ταμπόρ ξαναγκρεμίζεται στο βάθος τής καταπακτής ^^οασύροντας και τήν άναίσθητΐΐ Ζολάν.
Κεραυνοβόλος στη δράσει του, όπως είναι πάντα, και βλέποντας πώς δεν υπάρχει καιρός γιά χάσίιμο, τινάζει τή γροθιά του στο κεφάλι της και τήν σωριάζει κάτω άναίΙσθηΓΓη, ακίνητη, σά νε κρή. Βλέπει όμως πώς άττό τό τραύμα τού ώμου πού άθελα τής προξένησε ό Ταρζάν με τή λάμα τού μαχαιριού του, τρέχει επικίνδυνα πολύ αίμα. Πρέπει αμέσως νά τή βγαλη από τήν παγίδα γιά νά κυτ τάξη νά τής σταματηση τήν άκατάσχετη αιμορραγία πού .σίγουρα θά τής στοιχίση, τή ζωη.^ Γή σηκώνει λοιπόν γρήγο ρα κι5 αγκαλιάζοντας την με το αριστερό του χέρι, αρπα Λ
}
ί
/
ί
ί
ΤΑΡΖΛΝ ζεται μέ τό δεξιό από τό χορτόσχοινο κι3 αρχίζει νά ξα νασκαρφαλώνη μέ τό γνωστό τρόπο. Δέν τά καταφέρνει 6!μως. Γιατί μιά ξαφνική γρο θιά του Ταιρζάν τον ξαναγκρε μ'ίζει κάτω μαζί μέ την έτοι μ αθάνατη κοπέλλα. —Δέν έχεις καμμιά δοι> λειά έσύ!^ Έγώ Θά την άνεβάσω επάνω, φωνάζει άγριο 6 άρχοντας τής ζούγκλας. "Αμέσως, αγκαλιάζει αυ τός, κατά τον ίδιο τρόπο, τή Ζολάν καί μέ τό δεξιό χέρι προσπαθεί νά σκαρφ αλώση στο χορτόσχοινο. Δέν τά κα ταφέρνει όμως. Ό υπέροχος Ταμπόρ βλέ πει την αδυναμία του κι3 αν τί^ νά τον άιφήιση νά οεζιλευ τή, σπεύδει, ασο πιο γρή
βΟ Ταμπόρ σώζει τον Τσρζάν, δίνοντας μιά φοβερή γροθιά στο πρόσεοπ© τής Ζολάν»
*Η Χοοαρουν αγκαλιάζει μέ τά φοβερά σαγόνια τι^ς τή μέση του Ταμπορ.
γορα ρπορεΐ νά τον δοηθηση. Στην αρχή τον σπρώχνει όσο ψηλά φθάνει, πατώντας ατό δάπεδο τής παγίδας. "Υστερα όμως αρχίζει νά σκαρφαλώνη κι3 αυτός πίσω του στο κρεμασμένο χορτόσνοινο. Κι3 ενώ μέ τό ορίστε ρό χέρι κρατιέται απ3 αυτό, μέ τό δεξιό εξακολουθεί νά σ'ιη/ρίιζη τις πατούσες τού Ταιρζάν και νά τις σπρώχνη προς τά επάνω ολοένα. "Ετσι καταφέρνει νορ τον φθάση ψηλά, ατά χείλια τής καταπακτής, όπου ό άρχον τας τής ζούγκλας στηριζό-με νος γιά λίγο μονάχα στο χέ ρι τού Ταμπόο, σηκώνει την άναίσθητη Ζολάν καί την άψήνει Ιξω»
28 Τέλος οορπάζεται κΓ αύ τός όοπό κάτι γερά χαμόκλα δα ικσι σίγουρος πια πώς μέ μια έλξι- θά βγη επάνω. δί(νει δυνατή κλωτσιά στον Τα μπό,ο που τον στηοίΖει. μουρ μαυρίζοντας άγανακτισ μ έ νος τάχα: — Έπι τέλους! Τί ζη τάς εσύ πίσω -μου καί μου τραβάς τα πόδια! * Και τό Ελληνόπουλο φυσι ίκά γκρεμίζεται πάλ.ι κάτω στην πανίδα της φρίκης καί τής κολάσεως ϊ Την Τδια στιγμή άοπάέεται άπό τό γορτόσγοινο ό Μπου τάτα καί σκαοοαλώνοντας σάν πίβηικος βγαίνει επάνω. "Υστεοα σκύβει καί φωνά^ζει στον Ταμπόο: — Νά μέ συμπσθάς, άφέν τη Πα'δί. Θά κάνω καυμιά ’βολτίτσα νά ξεσκάσω καί θά ξανακατέβω νά.. σπάσω πλά κα! Μετανοιωμένος ό Τα,ρ ζάν για τή φοβεοή αχαριστία του νά κλωτσήση τό Ελλη νόπουλο πού στάθηικε τόσες ψοοες σωτήρας του, παύαμε ρ'ίζει σπρώχνοντας βάναυσα τον Μπουτάτα καί σκύβοντας αυτός πάνω από τη βαθειά παγίδα, φωνάζει σέ τόνο φι λικό : —- *Έλα, Ταμπόρ... Σκαρ φάλωσε κι* έσύ νά βγης έπά νω. Έγώ πέταξα για όλους τό χορτόσχοινο. Καί νά: Τό ύπέοογο παλληκάοι, άντί νά του άποκριθή, κάνει κάτι πού θά γεμί ση από θαύμασα ό καί πεοη φάνεια την ψυχή κάθε *Έλ~
Ο ΜΙΚΡΟΣ ληνα πού θά τ’ άικουση. Αρπάζει στο χέρι του τό χοντρό γερό χοοτόσχοινο πού είχε κρατήσει τό βάρος των το ιών άνθοώπων καί θά μπορούσε νά άνθέξη καί σ’ άλλους τόσους καί τοαβών τας το απότομα μ3 αφάντα στη δύναμι κι* οσμή, τό κό βει στα βύο. Τέλος τό κομ^ μάτι πού μένει στά χεοια του τό πετάει με πεοιφρόνησι ε πάνω φωνάζοντας: — Παρ’ το Ταρζάν!... ΓΙάο3 το καί πρόλαβε νά κρε μαστής μέ αυτό πριν κατα φέρω νά βγω επάνω! ΠΑΛΗ ΜΕ ΔΥΟ ΘΗΡΙΑ
ΑΡΧΟΝΤΑΣ τής £ούγ κλας τρίζει μέ λύσσα τά δόντια του χοορίς ν’ άποκριθή. Καί, σκύβοντας στην αναίσθητη τραυματι σμένη^ Ζολάν, αρχίζει νά πε ρί ποιήται την πληγή της πού εξακολουθεί νά αιμορρα γή. λ . Ό Ταυπαρ, μονάχος τώρα κάτω στην παγίδα, άνάυεσα στά δύο τρομακτικά θεοιά πού άλληλοσταοάζονται, ξεσπάει σ' άκοάτητους λυ νμούς. Ή άπίστευτη άχαρι ■στ ία τού Ταρζάν έχει μστώσει την ψυχή καί τήν καρδιά του. “Όλα τού φαίνονται τώσα ιμαύσα καί σκοτεινά. Οι άνθοωποι συχσμεοοί καί ή ζωή χωοίς κανένα ένδιαφέοον. ααφνικά δυως περνάει· άπό τό σκοτισμένο του μυαλό ή
ΪΑΡ1Μ φωτεινή εικόνα της Γιαράμττα. Κ ιαμέσως απρόοπτη άλ λα γή γίνεται ιμέσα του. Μια ακαθόριστη αισιοδοξία πλη-μ μυρίζει τά πόνε μένα στήθεία του και τά μάτι,α τής ψυχής του αρχίζουν νά ξανα ■βλέπουν όμορφη, και χαρού μενη τη ζωή! Στο μεταξύ ό γαρίΐλίλας έ χει κόπα φέρει νά τύφλωση τη γιγαντ ι-αία Χουαρούν πού ουρλιάζει τώρα καί χτυπιέται τρομακτικά. Μά καί ο γορίλλας δεν βρίσκεται σέ καλύτερη κατάστασι απτό αυ τήν. Όλόκληρο τό κορμί του έΐναι καταξεσχισμένο κα ί τά δυο πισινά ποδάρια του έχουν κοίτη από τά φοβερά δόντια τής αρκούδας. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει πώς πρέπει ν’ άποτελειώσητά δυο έτοιμοθάνατα αυτά θεριά. Γιατί δσο κι* άν καταφέρνη νά προφυλάγετα^ι τώρα άπό τά δόντια καί τά χτυπήματα τους, γρήγορα θά βρεθή, χωρίς νά τό κατα λάβη άνάμεσά τους καί θά χάση, χωρίς λόγο, τη ζωή του. 5Ασυναίσθητα λοιπόν άρ πάζει άπό κάτω τό πεσμενο μαχαίρι του Ταρζάν^ καί τό σηκώνει γιά νά κτυπήση^στά στήθια τό γορίλλα. Γρήγο ρα όμως συνέρχεται κα] τό ξαναπεταει μέ περιφρόγησι κάτω. -αναρπάζει όμως τό ρόπα λό του καί κάνει νά τό σηκώ ση ψηλά. Μά ό γοοίλλας, παρ5 όλο πού του λείπουν τά δυο πισινά ποδάρια προψταί
νει καί τό τραβάει άπό τά χέ ρια του. Και σηκώνοντας το, κάνει νά τον χτυπήισηι, αυ τός τώρα στο κεφάλι. Μέ τά πόδια όμως πού τού λείπουν δεν έχει την ευ στάθεια πού πρέπει καί τό φοβερό χτύπημα άστοχεΐ. Ό Ίαμιπόρ, σβέλτος όπως πάν τα, βρίσκει την ευκαιρία νά τόν άρπάξη άπό τό λαιμό καί νά άρχίση νά τόν σφιίγγη μέ όλη την υπεράνθρωπη, δυνα,μι των μυώνων του. Την ίδια όμως στιγμή ή τυφλωμένη άρκούδα, καθώς σφαδάζει καί χτυπιέται δε ξιά κι5 άριστερά, πέφτει τυ χαία επάνω τους. "Υστερα ψάχνοντας μ5 ανοιχτά τά τε ράστια σαγόνια της, βρίσκει κι5 αγκαλιάζει μ5 αυτά τό ά μοιρο παλληκάρι. Ό Ταμπόρ δεν έχει πιά ζωή! Μόλις τό θηρίο ξανακλείιση τό στόμα του, τό κορ μί του θά χωριστή σέ δυο φρικτά κομμάτια! Την ϊδια στιγμή άγριες φωνές κι5 άλαλσγμοί άκούγονται πάνω άπό τήν παγί δα. Ταυτόχρονα άνθρώπινα κορμιά άρχίζουν νά γκρεμοτσακίζωνται κάτω. Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ
ΙΝΑΙ ή Γιαράιμπα μέ τούς μαύρους ιθαγενείς φίλους της πού μόλις έχει φθάσει καί πληροφορτ]θή άπό τό Μπουτάτα τί γί νεται. κάτω στήν παγίδα. Καί νά: Χωρίς νά σκεφθή καθόλου τόν κίνδυνο, πέφτει
Ε
πρώτη αυτή κάτω. "Αμέσως πίισω της πηδούν ένας—ένας αρκετοί άραπάδες μέ τά τε ράστια μαχαίρια τους. ιΚΓ ή έτοιμαθάνατη άρκού δα σκοτώνεται πριν πρόσβα ση να ξανακλείίση τά φοβερά σαγόνια της. Τό ίδιο κι3 ό δυστυχισμένος γορίίλλας, Οι μαύροι ιθαγενείς πού έχουν άπομεί-νει επάνω, κό βουν τώρα χοντρά γερά χορ> Ύόσχοινα καί δένοντας τή ,μιά άκρη, τους στους κορ μούς των γύρω δέντρων, ρί χνουν τις άλλες στο βάθος τής καταπακτής. Σέ λίγο ό Ταμπόρ, ή Για ράμπα κι5 οΐ άράτηιδες πού είχαν πηδήσει κάτω, βγαί νουν έξω στον καθαρό κι3 ε λεύθερο άέρα τής ζούγκλας, Ό ήλιος άρχίζει νά γέρ-
— Μττά! Καλέ έδώ εΥσαστε; κάνει κατάπληκτη ή λεπτεπίλε πτη Μπουμπού.
νη αργά πράς τή δύσι του... Ή Ζολάν έχει συνελθεί στο ,μεταξύ, δ,μως εξακολου θεί νά βρίσκεται ξαπλωμένη κάτω. Άττ' το πολύ αίμα πού έχει χάσει, είναι άδύνατο νά σταθή όρθή στα πό δια της. Ό Ταρζάν ετοιμάζεται νά τή σηικώση στήν αγκαλιά του γιά νά τή μεταφέρη στή σπη λιά. Ταμπόρ όμως τον συγκρατεΐ: — "Οχι, εσύ, κοίλε μου φί λε, του κάνει χαμογελώντας σά νά μήν έχη συμόή τίπο τα. Οι ιθαγενείς θά φτιάξουν όμέσως :μέ κλαδιά ένα μαλα κό φορείο καί θά τή μεταφέ ρουν στή σπηλιά σου. 'Έτσς Γιοράμπα; Θά πας κι3 εσύ μέ τό Μπουτάτα μαζί τους. Έγώ κι’ ό Ταρζάν έχομμε κάποια δουλειά άικόμα έδώ... Μόλις τήν τελειώσουμε θά ρθοΰιμε... Ή πανώρια μελαψή κοίττέ'λλα χαίρεται αφάνταστα πού βλέπει ξαναγαπη μένους τούς δυο αντίπαλους ήρωες τής ζούγκλας. Καί πρό θυμα βάζει τούς μαύρους νά φτιάξουν τό φορείο. ^Υστερα τοποθετούν σ* αυτό τή Ζο λάν καί ξεκινάνε γιά τή σπη λιά του άρχοντα τής ζούγ κλας. Καθώς προχωρούν, ό Μπου τάτα γυρίζει καί φωνάζει στον Ταμπόρ καί στον Ταρρ ζάν πού μένουν μόνοι κοντά στο άνοιγμα τής τραγικής παγίδας: — Προσέχτε μήν ξαναπε* σετε μέσα γιατί δεν θά σάς
ΤΑΙΡ2ΑΝ ξαναβγάλω! -αψνικά δμως μια γλυκεία φωνούλα άκούγεταυ — Καλέ, έδώ εϊσαστε; Ε γώ, καλέ, έκανα σνοο—κάτω τή ζούγκλα για να σάς βρω, μετά συγχωρήσεως! Είναι ή λεπτεπίλ ε π τηι Μπουμπού με τή μοντέρνα γαϊδουιροόυιρά, πού παρουσία ζεται χαμογελώντας μπρο στά τους. —Τό λοιπόν; Τούς^ ρωτάει. Πώς περάσατε, καλά; — «Καλά», δεν λες τίπο τα, τής άττοκρίνεται ό Τσου λούφης. Σαράντα φορές ο καθένας γλυτώσαμε άπό του χάρου τά δόντια! — Καλέ γιατί; ρωτάει ι|ΐ’ απορία ή Μπουμπού. Μπας κ>; ό χάρος ήτανέ... φαφού της, μετά συγχωρήσεως;
Οί δυο ήρωες τής Ζούγκλας άγ·3· καλιάζονται και κλαΐνε σάν μι κρά παιδιά.
ναι μετρημένες. — Πώς; κάνει χαμόγελών ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ τας ειρωνικά ό Ταρζάν. "Ε ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ χουμε κι5 άπειλές λοιπόν; Τό μελαχροινό παλληκάρι ΕΛΟΣ κι* όταν ή Γιατον κυττάζει με περίφρόνη ράμπα κι’οί ^ άλλοι,ιμαζϊ σί: με τους μαύρους άπο μακρύνονται, τό χαμόγελο — Σου είχα πή νά προλά ικ·’ ή φιλική έκφρασι σβήνουν 6ης νά κρεμαστής, Ταρζάν... άπό τό πρόσωπο του ΤαμΛεν τοκανες όμως... Τώρα, θέλεις δεν θέλεις, θά χτυπητ πάρ. Κυττάζει τόν^ Ταρζάν Βούμε... Και δεν θάσαι έσυ με μάτια σκοτεινά σάν άφέγπού θά βγής ζωντανός άπ* γαρη συννεφιασμένη νύχτα. ^ αυτή τή μονομαχία. —Γιατι ζήτησες νά μεί — Ούτε κι3 έσύ, μουγγρίνουμε μόνοι; τον ρωτάει αγέ ζει με λύσσα ό άρχοντας τής ρωχα ό άρχοντας τής ζούγ ζούγκλας, υποχωρώντας ένα ικλας. ’Άν θέλης νά μοΰ ζηβήμα, σφίγγοντας τις γροθι τήσης καμμιά χάρι, κάνε γρή ές του και παίρνοντας στάμ γορα. Δεν έχω καιρό γιά σι έπι θετική. χάσιμο. — Τό ξέρω, τ* άποκρίνεΜε ταχύτητα κεραυνού ό ται τό Ελληνόπουλο. Γ ιατι Ταμπόρ τού δίνει την πρώτη οΐ στιγμές τής ζωής σου εΐγροθιά στό σαγόνι. Ό Ταρ-
Τ
η ζάν κλονίζεται για λίγες στι γμές, άλλα δεν πέφτει. Τό ' Ελληνόπουλο τ ι νάζε ι πάλι τη γροθιά του1 για δεύτερο χτύπημα. 4 Ο άντίπαλός του όμως σκύβοντας αποφεύγει τον «κευραιυνό», και δίνει ταυ τόχρονα μιά δυνατή γροθιά ατό στομάχι τού νέου. Ό Ταμπόρ νοιώθει αφάν ταστο πόνο και βγάζει σπα ραικτικό βογγη,τό. Πριν προλάβηι όμως να συνέλθη, δέχε το.ι δεύτερο και τρίτο χτύπηΓ μα. Οΐ δυο ατρόμητοι κα:ι χε ροδύναμοι άνδρες πιάνονται γρήγορα στά χέρια κι5 άγκα λιάζονται σε ·μιά φοβερή πά λη _ μέχρ ι θανάτου. ηαφνικά όμως παράξενο σούρσιμο άκούγεται στά κλα διά κάποιου κοντινού δέν τρου. Σχεδόν αμέσως ένας φοβερός μαύρος πάνθηρας τινάζεται μ5 άφάνταστη ορ μή άπό ψηλά. Διαγράφει, φο βερή τροχιά στο κενό καί πέ ψτοντας γατζώνεται με τά νύ χια του στή ράχη τού Ταρ ζάν. Καί άνο-ίγοντας άμέΙσως τά φοβερά σαγόνια του αγ καλιάζει .μέσα σ’ αυτά τό λαΐ'μό του. Ό Ταμπόρ ήταν έτοιμος, αυτή τή στιγμή, νά δόση, θα νατερό κτύπιηιμα στο κεφάλι τού άρχοντα τής ζούγκλας. Τί καλύτερο λοιπόν γι’ αυτόν από τό νά τον σπαράξη ό πάνθηρας καί νά μή κάνη, με τά χέρια του τό φονικό; "Ο/μως ό Ταμπόρ είναι ^Ελληνας. Κι5 έκανε δ,τι Θά κάναμε κι5 έμεΐς άν βρισκό'-
Ο ΜΙΚΡΟΙ ιμαστε στή δύσκολη, αυτή θέσι του. Σέ μιά στιγμή μέσα, ό θυμός κι5 ή λύσσα πού είχε νά τι,μωρήση τον Ταρζάν γιά τις προσβολές καί τά κακά πού τού είχε κάνει, εξατμί ζονται. Καί, χωρίς νά λογά ρι άση, τον κίνδυνο άρπάίζει άτό τό λαιμό τό φοβερό θηιρίο καί τραβώντας το τό ξε κολλάει άπό τό κορμί τού αντιπάλου του. "Ετσι, άρχι ζε ι μιά τρομακτική πάλη τού ιμαύρου πάνθηρα, με τό πε ρήφανο κι* άτρόιμητο 'Ελλητ νόπουλο τής ζούγκλας. Αλλοίμονο όμως... Φαίνε ται πώς^αί φοβερές περιπέ τειες πού έχει περάσει ό Ταμπόρ^ έχουν έξαντλήσει τις δυνάμεις του. Είναι ά ιφάνταστα (κουρασμένος καί τό θηρίο γρήγορα καταφέρ νει νά τον φέρη σέ δύσκολη θέσι. Λίγο άκάμσ καί τά δόντια τού πεινασμένου πάν θηρα^ θά δώσουν ένα τραγι κό ^τέλος στή ζωή του. "Οχι όμως! Κοντά του βρίσκεται ό Ταρζάν. Ό πρώ τος ήρωας τής άγριας κι’ α νεξερεύνητης ζούγκλας. Κι* αυτός έχει ψυχή περήφανη καί καρδιά γενναία! ^ Είναι άλήθεια πως ό θυ μός πολλές φορές θολώνει τό νοΰ του καί δέν ξέρει τί λέει, ή τί κάνει. Στο βάθος όμως δέν είναι κακός, ούτε άδικος. Καί νά: Μέ άφάνταστη ορμή χύνεται τώρα νά σώση κι’ αυτός τον πριν άπό λί γες στιγμές σωτήρα ταυ,
33
ΤΑΡΖΑΝ ' Αρπάζει στις σιδερένιες του παλάμες τά δυο άνοιχτά σα γόνισ του πάνθηρα, πού ή ταν έτοιμος νά δαγκώση> και νά κόψη την καρωτίδα του Τσμπόο. Κ αί τραβώντας τα με ύπεοάνθρωπη δύνσιμι τά ξεθεμελιώνει. Τό θηρίο μένει άκαοιαΐα νεκρό. Τό Ελληνό πουλο έχει σωθή απτό βέβαιο και ψοίκτο θάνατο. Ό Τσμττοιο σηκώνεται τώ ρα άογά καί. για λίγες στι γμές,. κυττάζει ·υ* άπτοοίσ τον όντίίπσλό του. Τέλος τον ρω τάει χαμένα: — Γιατί μ* έσωσες, Ταρ-
ζαν; ^ Στην έοώτηΐσί του ό άρ χοντας της ζούγκλας του ά~ τΐΌκρίνεται με την ίδια ερώτηισι: — Έσύ γιατί μ1* εσωσες, Ταιμττόο; Οι έοωτήσεις τους δυως μένουν άναπάντητες. Κανένας δέν θά μττοοουσε νά ττή για τί έσωσε τον άλλον. Κι* οί δυο ήρωες άγκαλιάζονται άττότομα καί καθώς Φιλιούνται -με άνείτπωτη άγάμ ττη, ξεσπάνε σ3 ακράτητους λ/υγμους. Κλσινε σαν μικρα παιδιά!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΙΟΣ •Αττοκλειστικότης: Γεν. Έκ&οτικαΐ *Ε*τπχΕ! ρήσεις Ο.Ε.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΒ&ΙΚ© ΖΟΥΓΚΛΑΣ
-ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γραφεία *Οδός Λέκκα 22 — Αριθμός 17—Τιμή 8ραχ. 2 Δημοσιογραφικές Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. 01κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγος 38· Προϊστά μενος τυττογ,ρ.: Α. Χατζη-βασι λείου, Ταταούλίον 19 Μ. Σμύρνη-, ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιάδην, Λέκκα 22, *Αθήνα».
Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ είναι τό 18ο τεύχος τοΰ ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ πού θά κυκλοφορήση
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Αν ή «Μονομαχία μέχρι θανάτου» ήταν άριυπούργημα, ό «Λυσσασμένος Ρινόκερως» θά είναι θαύμα!
θά χάση πραγματικά εκείνος που δεν θά διαβάση τό υ πέροχο και συναρπαστικό σε πλοκή, δράσι και μυστήρι© τεύχος αύτό.
ΟΛΟΙ ΚΑΙ ΟΛΕΣ περιμένετε μέ άχωνία την Παρασκευή πού θά κυκλοφορήση
Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ
__
_
'
ΑΠΟ V "
ΑΠΟ £ΝΑ Α7)7)0 ΜΤΡ77ίΟ 71£ΤΚΚΛΜ£ ΤΗ/ΙβΠήΟΥΡΑΗΟ! ΗΑΤΑΓΥβ' ΣΤ/ΤΗΜΑ ΕΞΡΤΜΜΑ 0/7ΤΑ Τι! ΤΟ 11/ΜΗΜΑ /ΤΗ ΡΡΛΟΜΤΑΖ 2ηΡΗΜΑ έ/40' ΘΗΓ/ΗΗ εΜ9Η/ϊε Ο/ΜΗ Μβί ΓΑ9/2Α. . ΓΗΊλ/0. ΓΡή~ ' ΏΟίΗίΟ/λ’ ΤΟΥ/ Α/7&Ρ94/Η ΟΑ ΤΙΜΗ ΑΗΤ/ 96/ ΤΟ ΗΥΑΓΗΜβ Μή£ 710// ΤΗί ΜΑ ΤΟΝ ΜΙ7ΖΜη τη η εΐΰοτιοι-Η ά/ΑΌ 7Τ0Υ 4ΖΑΤΡ//ΟΥΥΤ. /Η ΜΑ/ ΤΙΡΟί ΤΗ ΓΗ I ΟΜ9/ ΜΑΗ/Ζί 4/// / μαγαπρααιη/ι τ/ποτεI
:ΥΠΑ9Λ/ΤΑ/ Ο ΡΜΤΥΤΙοΡ ΜΥΓ ΤΗ2/7 ΕΧΑΑΗΗΤΟ/ ΤΟ ΥΙΟΤΤοΟ/ 770 ΤΟΥ μα το ε/η/τ/Α το Μ17Τ) ΟΜ ΑΤΟΥ ΠΡΙΑ' ΜΟ/ΜηΘΡ. Λ 7)7 ΤΕΡΑ £/ΑΓΑ7 ΑΗ07ΧΤ0 ■ ΘΑ ΕΓΡΑΦΑ ΤΙΑΑ/ /Τ07£, ' Υ77//0 ηςγ.
ΜΑ7 2ΙΤΟΥΡΑ ΟΤ7 έΤΡΑφΑ ΘΑ Γ7ΑΆ7 ΜΑ/II /ΤΗΗ 747Α ΜΓ/ ΤΗΡ7Ρ4Η Γ/19//Α. 7/ 7ΗΤΤΑ! -
ίτηΙ-ΐΤΠ^ ','Γι'ι
ΕΥΛ/εχίΖΕΤΑ/
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣΤΗ! ΖΟΥΓΚΛΑ!
Ο ΜΙΚΡΟΣ
1
V
Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ
ΤΟΥ ^ΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΤΡΑΓΙΚΗ
θείες καταφέρνει νά συγκρατιέται στη ράχη του μανια σμένου θηρίου, κρατώντας ΝΑΣ τεράστιος λυσσα σψίικτά, μέ τά δυο τη,ς χέ σμένος ρ ι νάκ. ερω ς δ ιαρια τό δεύτερο μικρότερο κέ σχίζει ,μέ άφάντα,στη τα ρατο της μύτης του. χύτητα την άγρια παρθένα ζούγκλα. "Από τό στόμα του Πίσω, προς την ούοά τού βγαίνουν άσπροι πη;χτο η άρινόκερου, κάθεται άνάτοδα Φραί κΓ ουρλιάζει ά τα ίσια μέ άνεσι, κΓ ατάραχος ό κω καί τρομακτικά! μικοτραγικός Μπουτάτα, άΠάνω στη ράχηι του βρί νεμίζοντας μέ τό δεξιό χέρι σκεται ή πανώρια και άτράτην άνοικονήμηιτηι σκουριασμέ μητη ;μελαψή Για,ράμττα, τ| νη κουμπούρα του καί ξεφω άδελφική συντρόφισσα του νίζοντας πανηγυρικά: θρυλικού Ταμπόο. "Έχει σκύ — Πούσαι, Μπουμπού, να ψει καί με μεγάλες προσπάδης τον «άρραβωνιαστηρ» ΠΟΡΕΙΑ
Ε
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2
4
Ο ΜΒΚΡ0Σ
δυο υπέροχους ήρωες τής σου! ΠίΙσω καί σάς εφαγαα! ζούγκλας: στον Ταρζάν καί Τό λυσσασμένο θηρίο ό στον ^Ελληνα Ταμπό ρ (*). μως, δσο περνάει ή ώρα, τσΌ σοχοντας τής ζούγκλας σο μανιάζει περισσότερο. Τό έχει φίλο κάποιον φύλαρχο μικρόβιο τής λύσσας έχει Κραγιόν, χωοίς νά ξέρη τί πλημμυρίσει τώοα τό κεφάλα φαομακεοό φίδι είναι. του. Και ή αφάνταστη ταχύ τητα της τραγικής πορείας •Πραγματικά ό Κοαγιάν μι του γίνεται ακόμα .μεγαλύτε σεί άοάνταστα τον Ταοζάν, ρη. Θάταν αδύνατο να φαν· Φιλοδοξώντας νά κατάχτηση, ταστη κάνεις πώς ένα τέ σιγά - σινά, δλες τιγ φυλές το ιο βαρύ και δυσκίνητο τής ζούγκλας καί νά γίνη ζώο καταφέρνει νά τρέχη τό αυτός βασιλιάς ττις. σο άπισπευτα γρήγορα! θά Δέν χάνει λοιπόν ευκαιρία νό: τον κατηγοοή στους Ι μπορούσε νά παοαβγή και μέ θαγενείς καί νά τούς συμ τή σφαίρα του δπλου! βο'ΐλεύη νά πσψοον νά υπα Ή Γ ιαράμπα συγκρατ ι έκούνε στίς δ’οταγές του. Ε ται—όπως εΤδαμε — πάνω νώ άπό την άλλη υεοιά κάνει στη ράχη του καί αφήνει μοι πολύτιμα δώοσ οπό Ταοζάν οολατρικά νά πα,ρασυρεται καί ποοστταλίτΤ μιέ κάθε τοόπιρός τό άγνωστο. ’Άν άποπο νά τού δείγνη την ψεύτι φάσιζε νά πηδήση χίλια κομ κη πίστι καί τή φιλία του. μάτια θά γινόταν πέφτοντας καί χτυπώντας κάτω. το αορο Αλλοίμονο δμως... Ό τυ ΤΟΥ ΦΥΛΑΡΧΟΥ φλωμένος άπό τή λύσσα οινόκερως τοέχει χωο'ίς νά βλέ ΤΣ I, ποίν σαΐοάντσ ήπη μπροστά του. Καί μποο ηέοες. ό σατανικός καί στά του παρουσιάζεται ξα κατατνθόνιος ^ύλαονοο έφνικά ένα τοοαακτιικό βάοαφθααε στη σπηλ«ά τού άσθηο... Αίγα βήματα τον χω γοντα τής ζούγκλας υέ συ ρίζουν άτό αυτό . Μέ την νοδεία. ' ^έονοντάρ τοη κά όομή που έχει κι* άν άκόαα ποιο παοάβενο δώοο. *Ηταν δεν ήταν λυσσασμένος, πάλι ένας όυοοπος καί πε νανόσω δέν θά προλάβαινε νά σταμα μος οινόκεοως μέ δυο νέοστα τήση, ή νά άλλάξη πορείΐα! στη μύτη του: τό ποώτο .με Καί νά: γάλο καί τό δεύτεοο μικρό * V- * τερο. Αλλά κάλύτεοα νά πάοου — Ρό/αι ένα θηοίο πού με τά ποάγματα άπό την αρ τόνο έδπυεο/ντρ), λέει στον χή τους... Ταοζάν. λλποοεΐς νά καβάλΔυστυχώς η κακιά τύχη θέ-^1 λει πάντοτε νά νινωνται παοε^] ^ Δ τό ποο^νανιιρ-νο ξηγήσε'ς καί νά δημιουργσύν^_π>ν<οο, τό 17 ττού ίνΡ' τό-ν τίτλο ται έχθρες άνάμεσα στους^ «.Μονομαχία μέχ,ρι θανάτου».
ΤΑΡΖΑΝ
%
λάς στη ράχι του καί νά σέββιβαια νά φαντάζεται τό φριπηγαίνη οπού θέλεις. °Όττοιο™κτό θάνατο πού κινδύνευε νά θηρίο καί άν βρεθή μπροστάΓ^βρή γρήγορα, χρησ:,μοποιώντου τό σκοτώνει με τό κέ-ητας τό καλόβολο αυτό όη, ρατο καί προχωρεί. Μέ τον 5 : ,ρίο. ρινακερω αυτόν θά είσαι ά-, Στην αρχή, ή Ζολάν χάρη παλυτα άσφαιλισμένος στις ■κε πολύ για τον όμορφο ρικοντινές μετακινήσεις καί νοικερω πού κάλπαζε σαν σί στις ,μάκρυνες πορείες σου. φουνας καί τήν μετέφερε, άΤον έφερα καί στον χαρίζω φανταστα γρήγορα από τη ,μέ όλη μόυ την καρδιά, για μ.αν άκρη; τής ζούγκλας στην τί εσύ, Ταρζάν, είσαι ό κα άλλη. Ί ήν τρ ίτη φορά όμως λύτερος φίλος ΐτού έχω μέσα πού σκαρφάλωσε στη ράχι στη ζούγκλα. του καί τον κέντρισε μέ ένα -—Σ' ευχαριστώ, Κραγιόν, μυτερό κλαδί γιά νά ξεκινήση τού αποκρίνεται εκείνος. 'Αλ ό ρινάκερως πήδησε απότο λά τά πόδια ,μου κρατάνε α μα καί ή όμορφη κοπέιλλα τι κόμα καί μπορώ νά μετακι νάχτηκε στον άέρα κι' έτενούμαι καί χωρίς υποζύγιο. σε δέκα βήματα μακρυά από Πάντως σου εΐιμαι ευγνώμων τό τρομερό άτι της. Έβγα για τό ωραίο αύτό δώρο σου, λε φυσικά τό ένα πόδι της που 0ά τό χαρίσω όμως στην καί χτύπησε σοβαρά στο κε πολύ αγαπημένη μου θετή φάλι καί στους ώμους. "Ετσι μου κόρη Ζολάν. χρειάστηκε νά μεινη πάνω α πό ένα μήνα ακίνητη στά Καί πραγματικά: Ό ρινό στρωσίδια της, γιά νά μπό κείρως αυτός ήταν έξημερω ρεση;, ό θετός της πατέρας, μένος,^ όπως είχε πή ό κα νά τήν ξανακάνη καίλά μέ τά κός φύλαρχος καί μπορούσε μαγικά βότανα καί τά θαυ κανείς να ταξιδεύη σύντομα ματουργά γιατροσόφια του. κι* ασφαλισμένα πάνω στην τεράστια ράχι του. Τό μόνο Τέλος, όταν ή Ζολάν ση πού ό Κραγιόν παρέλειψε νά κώθηκε καί ξαναβγήκε από πή στον Ταρζάν ήταν πώς τη σπηλιά, ή πρώτη δουλειά την ίδια αυτή ημέρα είχε βά πού σκέφτηκε νά κάνη ήταν λει ένα λυσσασμένο λύκο νά νά σκοτώση τό ανεύθυνο^ αυ δαγκώση τό θηρίο αυτό. "Ε τό θηρίο πού γίνηκε όμως τσι ήρθε νά τό χαρίση στον αίτια νά πόνεση- πολύ καί να άρχοντα τής ζούγκλας μέ τη μείνη, μέρες καί νύχτες ακί βεβαιότητα πώς κάποτε θά νητη στο κρεβάτι. λυσσούσε καί θά τον σπάρα Ταρζάν από τήν πρώ ζε μέ τό κέρατο, ή μέ τά δόν τη μέρα πού ή Ζολάν δέχθη τια του. κε νά μείνη μσζί> του, κρέμα Ό Ταρζάν όμως, όπως εί σε αμέσως στη ζώνη τηφ ένα δαμε, τον χάρισε στην ομορ μαχαίρι και ένα πιστόλι... φη ξανθειά Ζολάν, χωρίς βεΚαί ή ξανθειά κοπέλλα τρα-
ά
@ ΜΙΚΡΟΙ
βόΕΐ' τώρα παράμερα το άνύ ποπτο θηρίο και κατευθύνει τή θανατερή κάννη τού πι.στολιοΰ της ϊσια κατά τό κε φάλι του. Και νά: Τή στιγμή που κάνει νά τραβήξη τή σκανδα λη ένα τρομακτικό ουρλιαχτό άκούγεται πίαω της. Καί π,ρίν πραλάβη νά γυρίση νά δή, μιά πεινασμένη τίγρρ χύ νεται νά τήν κατασπαράξη. Ή Ζολάν βγάζει ένα σπα ρακτικό ξεφωνητό καί παρα δ ί νετ α ι μι σολ ιπόθυ μη στή ν αγκαλιά τής τίγρις καί στον τραγικό θάνατο πού τήν πε ριμένει. ΤΟ ΔΩΡΟ ΔΩΡΙΖΕΤΑΙ
ΤΑΡΖΑΝ δεν βρίσκε ται στή σπηλιά γιά νά άκούση τήν κραυγή
Ο
*Ω φύλαρχος Κ ράγιάν χαρίζει στον άρχοντα τή^ Ζούγκλας ϊναν άμορφα και ήμερο ρινοκερω.
Ο σατανικός Κ ράγιάν βάζει τ© λυσσασμένο λύκο νά δαγκώσω τό ρινόκερω.
τής άγαττηρένης κοπέλλας καί νά τρέξη νά τή σώση. Αλλά καί άν ήταν, πάλι δεν θά πρόψθαινε: Αυτό πού θά ερχόταν νά κάνη εκείνος, τό έχει κάνει ό ρινόκερως: Ή πεινασμένη τιγρι είναι νεκρή μέ τό κορμί της καταξεσχισμένο από τό φοβερό κέρατο τού καλού θηρίου. Κι5 ή Ζολάν ορθή καί γερή! Τό λευκό κορίτσι όμως δεν έχει ποτέ δοκιμάσει στή ζωή του τό αίσθημα τής ευ γνωμοσύνης. Ή άπονη καρα διά της διψάει γιά έκδίκηρ-ι καί μόνο έκδίΚησι!... "Ετσι, μόΙ> ις τό ήμερο θηρίο τή σώ ζει άπό τά νύχια καί τά δόν τια τής τίγρις, σηκώνει άπό κάτω τό πιστόλι πού τής εί χε ξεφύγει άπό τό χέρι και ξανσγυρίζει τήν κάννη πρός
ΤΑΡ2ΑΝ
7
τό κεφάλι του,; Ακούει όμως ανθρώπινο ποδοβολητό νά πληισιάζη και μιά γνώριμη γυναικεία φω νή: — Ζσλάααν!... Ζολάααν! Είναι ή υπέροχη καί πα νώρια Γιαράμπα, ή αδελφική συντράφιισσα του δοξασμέ νου Ελληνόπουλου τής ζούγ κλας. Ή Ζολάν ντρέπεται νά 6ή ή μελαψή φίλη της^τήν ά νανδρη δολοφονική πράξι που έ^οΐιμαζόταν νά κάνη καί βά ζει γρήγορα τό πιστόλι στή θήκη τής ζώνης της. Δεν περνάνε λίγες στιγμές καί ή Γιαράμπα φθάνει χαμό γελαστή μπροστά της: _— Σε άπεθύμησα Ζολάν! ’Έχουίμε κοντά δυο μήνες νά συναντηθούμε... Βαρέ θ ηικα καί μοναχή στή σπηλιά καί
Ο ρινόκερως καρφώνεται στο δέντρο.^ Ή Γιαράμπα κι* ο Μπουτάτα γκρεμοτσακίζονται.
Και ή Ζολάν τινάζεται μακρυά άπ* τή ράχι του Θηρίου.
ήρθα νά μείνω για λ2γο κον τά σου. Τό λευκό κορίτσι παρα ξενεύεται: — Ό Ταμπόιρ δεν είναι τπά μαζί, σου; — Μαζί' μου είναι, μά σή μερα λείπει τής άποκρίνέ τοι. "Ενας παράξενος ιθαγε νής ιμέ .μακρυά μαλλιά^ καί γένεια ήρθε πρωΐ—πρωΐ καί κάτι του είπε κρυφά. Ό Τα μ πόρ έφυγε άμεσως, φωνάζον τάς μου: — Πηγαίνω κάπου πού δεν χρειάζεται νά έλθης κΓ εσύ. ’Άν δεν γυρίσω απόψε μήν άνησυχήσης% — Τό ίδιο γίνηκε καί μέ τον Ταρζάν, τής λέει τό λευ κό κορίτσι. Κι* αυτός έφυγε
8 πρωΐ—πρωΐ. Τί νά συμβαίνη άραγε; Ή Γιαράμπα, Καθώς την ακούει, κυττάζέι με άνείπωτο θαυιμάσμό τό εξημερωμέ νο θηρίο. -— Τί δμορψος ρινόίκέρως, Ζολάν! Θά ήμουν εύτυχισμέ νη άν είχα κι5 έγώ έναν τέ τοιον. "Ημερον όμως όττως έίναι αυτός!... Τή Ζολάν την πιάνουν οί καλωσύνες της: — Στον χαρίζω, της λέει. Μπορείς νά κάθεσαι στη ράχι του καί νά σέ πη;γαίνη όπου· θέλεις. "Ετσι έκανα κι>3 έγώ, άλλα πριν πέντ’ έξη ε βδομάδες ,μέ πέταξε επίτη δες κάτω για νά με σκοτώση. Νά τον προσεχής λοιπόν για τί Θά σοΰ κάνη, τά Τδια.,.Τό εωστό θά ήτανε νά τον σκο τώσω. 3Αφού σόυ άρεσει ό μως πάρτονε... — Μπά!, κάνει ή Γιαράμττα πού βλέπει ξαφνικά, λί γο πιο πέρα, τό πτώμα τής τίγιρις. Ποιος τή σκότωσε αυτή; Ή Ζολάν χαϊδεύει με κα μάρι τή λαβή του μαχαιριού της. — Ποιος άλλος;! Ή μελαψή κοπέλλα ρίιχνει μια ματιά στο καταξεσχισμέ νο κορμί τής τίγιρις. "Υστερα τά έξυπνα μαυροπράσινα μά τια της χαμογελάνε: — Μπράβο, Ζολάν! ’Αλλά δεν φαίνεται χτυπημένη μέ μαχαίρι... ΑΑή,πως τή χτυ πησες μέ τό κέρατο του ρινάκερου;
ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΤΟΥ ΧΑΜΟΥ
ΟΛΥ προς τό μεσημέ ρι ή Γ ιαραμπα άπτοχαι ρετάει ^τή φιίλη της, την ευχαριστεί για τό δώρο καί πηΡώντας σβέλτηι στη ράχι του ρινόκερου, τον κτυπάει μέ τις γυμνές φτέρνες της για νά ξεκινήση Τό Θηρίο όμως δεν ύπα κούε ι. Σ τ,ρι φο γύριζε ισάν τρελλό, μουγγριζοντας βρα χνά καί παράξενα. "Εχουν πεαασει σαράντα άπό τότι ττού ό κατα χθόνιος Κραγιαν εοαλε τό λυσσασμένο λύκο νά τον δαγ κώση... Καί σέ σαράντα μέ ρες, όπως ξέρουμε όλοι, τό ςοβερό μικρόβιο τής λύσσας φουντώνει, θεριεύει καί χτυ πάει τελειωτικά στο κεφάλι τον «άνθρωπο ή τό ζώο που έτυχε νά μΐπή στον οργανισμό του. Ή Ζολάν βλέποντας πώς τό ήμερο κι3 υπάκουο θηρίο δέν ξεκινάει, εξαγριώνεται. Κ ι3 αρπάζοντας άπό κάτω έ να χοντρό κλαδί, τό σηκώνει μέ μίσος καί τό κατεβάζει μέ λύσσα στο κεφάλι του. Αυτό ήτανε! Ό λύσσαζ α μένος ρινόκερως αρχίζει να στριφογυρίζη τώρα πιο γρή γορα, σά νά κυνηγση για νά δαγικώση τήν ουρά του. Τήν ίδια στιγμή φθάνει κι3 ό κωμικοτραγικός Μπουτάτα νυρίζοντας μέ τή λεπτεπίλε πτη «μνηιστήρ» του άπό έναν ρωμαντικό περίίπατο πού εί χαν κάνει. — Καλέ, γιατί στριφογυ-
Ο
<2
ΤΑΡΖΑΝ
ρίΐζει σά... μύλος του καφέ, νά τή σώση!_ Καί νά: -αφνικά άντ(κρά μετά συγχωρήσει; ρωτάει ή ζε ι μπροστά της ένα μακρύ μοιραία Μπουμπού. — Θά παρεξηγήιθηκε ^ με χορτόσχοινο πού κρέμεται ά την ουρά του, τής^ άποκρίνεπό κάποιο δέντρο. ^Αν άρ~ ται ό νάνος μέ τό τεράστιο πσχτή άπό αυτό, σίγουρα θά μπορούσε νά σωθή χωρίς τσουλουψωτο κεφάλι. Καί μέ ένα σάλτο βρίσκεται1 καβάλνά πάθη τίποτα. Πετιέται λοι πόν ορθή πάνω στή ράχι τού λα κι' αυτός — ανάποδα ό μως — πάνω στά καπούλια λυσσασμένου θηρίου κι9 Α πλώνοντας τά χέρια της κά του θηρίου. νει νά τό πιάση.. Μια μικρή Μόλις καί πρόλαβε ό όμως καί τυχαία παρέκκλισι μως! Γιατί ό λυσσασμένος τού ρινόκερου άπό τήν ευ ρινάκερως ουρλιάζοντας τώ θεία ποοεία του, τήν άπομα ρσ απαίσια καί βγάζοντας κρύνει άπό τό σνοινί τής σω άσπρους πηχτούς άφρούς άτηρίας της και δεν καταφέρ πό τό στόμα του, ξεκινάει α νει νά τό φθάση... πότομα καί αρχίζει νά τρέΌ Μπουτάτα, πού έχει γυ χη με ακατάσχετη ορμή. ρίσει την κεφάλα του καί πα Ή Γιαράμπα κρατιέται ρσκολο^θεΐ τήν άποτυχπυένη σκυμμένη άπό τό δεύτερο; τό προσπάθεια τηο. χαζο^ελάει: μικρότερο, κέρατο τήο μύτης Χι, χί,νί!... ^Ενσσες του. Ό Τσουλούφης όμως ό τήν ωραία κούνια πού θακαχι μόνο δεν στηρίζεται που νες! θενά:, μά καί, τραβώντας τη μεγάλη σκουριασμένη κουμ Ή μελοτψή κοπέλλα, μέ πούρα του, ξεφωνίζει: αφάνταστη δυσκολία, κατα λ^ Πίσω όλοι! Πίσω καί φέρνει. σσό όοθλ πού βρίσκε σάς έφαγααα! ται, νά ξσνσκαθηση στη οάχι τού θηο'ου καί νά ξσναΉ τραγική αυτή πορεία πισστή άπό τό κέαστό ταυ. συνεχίζεται γιά πολλή ώρα Κσί ή ποοεία τού θανάτου ακόμη. Ή Για,ράμπα έχει· κα συνεχίζεται μένοι τή στινυή ιαλάβει βέβαια τώρα πώς τ ού— όπως είδσιυε— άντιβρίσκεται πάνω σ' ένα λυσ κοόζει υπαοστά τουο τό τοο σασμένο θηρίο, μά είναι αρ γά πιά γιά νά σωθή. Ό ριμακτικό βάοαθοο τού χαμού. ι/όκερως τρέχει μέ τέτοια α Ο ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ σύλληπτη ταχύτητα, πού, ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ϋν τολμήση — όπο^ς είπαμε —νά πηδήιση άπό τή ράχι ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ριτου, θά γίνη κομμάτια, πέ νόκερως πού τό μυαλό φτοντας καί χτυπώντας κάκαί τά μάτια του έ γο>. ^Ετσί', μένει καθηλωμέ χουν ^ θολώσει άπό τό φρικτό νη έκεΐ, περί μένοντας μονάχα υικρόόιο, προχωρεί όπως εί •να θαύμα πού θά μπορούσε παμε— στά στραβά χωρίς
Θ
10 νά βλέπη μπροστά του. Ευ τυχώς. Γιατί Ακριβώς στα χείλια του γκρεμού βρίσκον ται μεριικά μεγάλα πλατάνια. "Ετσι τό θηρίο, μέ την ασύλ ληπτη ορμή που^ έχει,^ χτυ πάει σ’ Ινα άπό αυτά καί τό ιμεγάλο μπροστινό κέρατό του μπήγεται μέσα στον κορ μό του δέντρου. Ή άητότομη αύτή^ σύγκρου σι κάνει τη Γιαράιμπα καί τον Μπουτάτα νά τιναχτούν στο κενό καί νά άρχίάουν νά πέφτουν στο βάραθρο. Ένώ ό λυσσασμένος ρινάκερως μέ νει νεκρός, μέ σπασμένο κε ψάλι καί καρφωμένος άπό το κέρατό του στον καριμό του πλατάνου. Ευτυχώς! Τό βάραθρο αυ τό καταλήγει σ’ ένα μεγάλο χείμαρρο που κατεβάζει ,τά νερά τών κατακλυσμιαίων
®Η Γιαράμπα συγκροτεί τον Μπουτατα για νά ρη βουλιάξη καί πνίγη.
Ο ΜΙΚΡΌΧ
Κ* ο! δυο σύντροφοι γκρεμίζον ται μέ τά νερά χοΰ καταρράκτη ατά έγκατα τής γης.
βροχών άπό τά μακρυνά γα λάζια βουνά. Ή κοπέλλα κι* ό μεγαλοκέφαλος νάνος πέφτουν σ’ αυτά καί δεν πα θαίνουν τίποτα. Τ’ άφρισμένα νερά όμως του χείμαρρου άοχίζουν νά τούς παοαισύρουν άμέσως μέ ίλιγγ-ώδη: τ αχάτη τα, πότε ζητώντας νά^τούς πνίξουν καί πότε Υτυπώντας τους πάνω στα χορταριασμέ νο βράχια πού βρίσκονται ο τις όχθες του. Ό Μπουτάτα, πού καί στίς πιο τραγικές στιγμές δεν χάνει τό κέφι του, ξεφωνίζει κατενθουσιασμένος ί —Αμάν, περιπέτεια! ζ>ά σπάσουνε πλάκα οι άνσννώστες του «Μικρού Ταρζάν»! Χί γ[. χί! "Ύ-στεοα αέ μια στιγμή πού τά άφρισμένα νερά τον
ΤΑΡΖΑΝ φέρνουν ικοντά στη Γιαράμπα, τη, ρωτάει σοβοορά: — "'Ε, κυιρα άμορφηηη,!... Περιμένεις λιγάκι νά πεταχτώ έπάνω νά κατεβάσω καί τό ρινάκερω; Καλύτερα δεν θάτανε νά κολυμπάμε... κα βάλλα στη ράχι του; Ή νέα δμως πού ^ανησυχεί μήπως, μέ το βαρά κεφάλι τ·Γθύ έχει, βυθιστή καί πνίγη, απλώνει τά χέρια της, τον πάνει καί τον συγκροτεί σ'.ήν έπιφάνεια. Ό ΤσουλούΦης παρεξηγεί την ένέργειά της καί διαμαρτύρεται: — *Έ, κυρα Τέτοια. Γιά κολοκύθα πέρασες την κεφά λα: μου καί μέ κόστας για νά μ ή βουλιάξης; * * * Δυο όλόκληρες ώρες τά άφρισμένα νερά του ορμητικού χείμαρρου παρασύρουν τη Για
'Η πιρόγα κατευθύνεται προς τη λίμνη που βρίσκονται ή Γιαράμπα κι* 6 Μπουτάτα.
11
'Ο ίθαγενήςΧούρ τους^ έξηγεΐ τό μυστήριο τής έξαφανίσεως των ελεφάντων.
ράμπα πού εξακολουθεί νά κρατάη γρρά στο άριστερό της ΧΡΡ ΐ' τον απερίγραπτο Μπουτάτα. "Εκείνος τής φω νάζει κάθε τόσο, σαν νοιωθη την κεφάλα του νά βουλιάζη περισσότερο από τό κανόνι κό στά νερά: χ— Σιγά ντέεε! θά βραχή τό τσουλουφάκι ιμου! Καί ή άκατάσχετη πορεία στο υγρό στοιχείο, πού σάν λυσσασμένος δαίμονας τούς παρασύρει στο χαμρ, συνεχί ζεται... "Ομως καί εδώ ή καλή τύση δεν θέλει _νά τούς άφήση νά^ χαθούνε, -αφνικά ή άρμη τού νερού άρχίζει νά ιμεγα λώνη, σά νά πρόκειται ό χεί μαρρος νά ιμετατραπή σέ κα ταρράκτη.
η
ο ΜΙΚΡΟΙ
ναμμένες στις γύρω βραχώ δεις όχθες της. — 1 Αμάν Γιαράμπα!, κά νει ό Μπουτάτα μέ άπτόγνωση Πέσαμε στην Κόίλασι καζ θά σέ δράσουνε στά καζάνια ψουκαριάρα μου! Ή νέα έχει ξαναβρή την ψυχραιμία της: —Μόνο έμενα; τον ρωτάει χαμογελώντας. — .Καί βέβαια, τής άποκςί νεται. Έγώ δέν βράζω. Εί μαι... σκληρός άντρας! Δέν προφθαίνει όμως νά τελειώση τά λόγια του όταν θόρυβος από κουπιά φθάνει στά άψτιά τους. Ή Γιαράμπα άνοίγεί’ διάπλατα τά με γάλα μαυροπράσινα μάτια της καί ό Μπουτάτα γουρλώ νει, ακόμα περισσότερο, τά γουρλωμένα δικά του. Κατά πληκτοι καί οί δυο άντικρύ^ ζουν μιά μεγάλη πιρόγα μέ εικοσιτέσσερις κωπηλάτες κι* έναν αρχηγό πού σχίζει τά νερά όλοταχώς προς την κα τεύθυνσί τους. ^ Σέ λίγες στιγμές ή πιρόγα ΤΟ ΤΑΜΠΟΥ τής μυστηριώδους υπόγειας ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ λίμνης φθάνει καί σταματάει πλάϊ τους. Ή μεγάλη κοπέλ ΑΙ Σ’ ΑΥΤΗ την πτώ ση οί δυο σύντροφοι, λα καί ό Τσουλούφης αντίκρυ δέν χτυπάνε παρά μο ζουν μέ φρίκη τούς κωπηλά νάχα πάνω σέ νερά. "Έτσι, τες καί τον αρχηγό τους. σάν από θαύμα, σώζονται πά Είναι κάτι τερατόμορφα λι. καί φρικτά πλάσματα πού Ή όρμή τών νερών σταμα καί ή πιο άχαλίνωτη φαντα τάει άπότομα τώρα, μόλις ή σία δέν θά μπορούσε νά συλ Παρά μιπα ικαί ό Μπουτάτα λάβη: Έκτος από τό πρόσω φθάνουν στο βάθος του υπό πο, όλάκληρο τό άλλο κορ γειου βαράθρου. Μιά μεγάλη μί τους είναι σκεπασμένο μέ λίμνη σχηματίζεται εκεί πού μικρές μαύρες καί πρασινω τη φωτίζουν μικρές φωτιές α πές φολίδες σάν τών κροκο Δεν περνάνε λίίγες στιγμές καί τά νερά αρχίζουν νά πέ φτουν μέ τρομακτικό θόρυβο σ5 ένα 'βαιθύ σκοτεινό άνοι γμα. Και μαζί τους ιταραισύρονται ατό υπόγειο 'βάραθρο ικαί ή Γιαρά,μττα μέ τό νάνο. Ή Ίττώσις τους είναι, φο βερή ! Ή μεγάλη κοπέλλα μό λις προφθαίνει νά φωνάξη στόν Μπουτάτα: — Κλείσε τό στόμα καί σφίξε ιμέ τά δάχτυλα τά ρου θουνια σου. ιΠάψε νά 'παίΐρνης άναπνοή!... Ό Μπουτάτα δέν κάνει τί ττοτα από δλα αυτά. Μόνο καθώς γκρεμίζεται μαζί της στο βάραθρο, αποκρίνεται: — Αέν βαριέσαι... Κι^’ έτσι θά σκάσω καί άλλοι ως θά πνιγώ! Μόνο άν πεθάνουμε θά γλυτώσουμε! Ποιος τον ακούει όμως. Ό θόρυβος των νερών, πού σάν καταρράκτης ξεχύνονται τώ ρα προς τά έγκατα τής γης, σκεπάζει τη φωνή του.
Κ
13
ΤΑΡΖΑΝ δόλιον. ’Από ολόκληρη την έπιφάνεια του κεφαλιού τους ξεφυτρώνουν πολλά λεπτά καί σουβλερά μαύρα κέρατα πού τά κάνουν νά μοιάζουνε σάν ιμ αυρο ι σκατζόχο ι ρο ι. Μόνο τά πρόσωπά τους εί ναι λευκά καί ιμέ κανονικά χαρακτηριστικά. Τέλος στη θέσι τής μύτης τοι/ς έχουν ένα χοντρό, γερό καί σουβίλε ρό κέρατο πού ξεφυτρώνει προς τά έμπρός καί αποτε λεί θανατερό έπιθετικό ό πλο. Ό Μπουτάτα τούς κυττάζει ιμέ θαυμασμό: < — Φτού, νά μην άβασκαθήτε! Σάν... κινηματογραφι κοί αστέρες είσαστε! Καί όμως τά άνατριχιαστικά αυτά άνθρωπό μορφα όντα έχουν λαλιά καί ,μιλάνε μια από τις συνηθισμένες διαλέκτους των ιθαγενών τής άγριας ζούγκλας. Ό άρχηγός των κωπηλατών τού(^ χαι ρετάει με βραχνή καί υπό κωφη φωνή πού μοιάζει νά βγαιίνη ιάπό σάπια στήθεια βρυκόλακα: — Καλωσορίσατε στο ι ερό ταμπού τών Κολασμέ νων! Ό Τσουλούφης του άποκρί νεται σοβαρά: — Καλώς σάς βρήκαμε! Καί τον ρωτάει αμέσως: — Δεν -μου λές, σέ παρα καλώ: Είναι μακρυά από δώ ό Παράδεισος, πού λένε; Ό τερατόμορφος άνθρωπος μέ τά άγκαθωτά κέρατα στο κεφάλι καί τό χοντρό σουβλξρό στή μύτη, συνεχίζει;
— Ό παντοδύναμος λευ κός θεός τής φυλής τών Κο λοχημένων δεν έπιτρέπει σε κα νέναν νά περνάη άπό τό ιερό ταμπού του. Θά τιμωρτι,θήτε σκληρά γι’ αυτό πού κάνατε. Καί κάνει μια χαρακτηρι στική κίνη,σι μέ τό φολιδωτό χέρι του. Αμέσως, τέσσερις άπό τούς κωπηλάτες πέφτουν στά νερά, τούς Αρπάζουν και τούς σωριάζουν μέσα στή σχε δία τους. “Ύστερα, ξανανεβαίνουν καί αυτοί, ξαναπιά νουν τά κουπιά τους καί όλοι μαζί ξεκινάνε. Ή Γιαράμπα δέν κάνει καμ μια κίνησι νά άντι&ράση., ού τε. καί διαμαρτύρεται κάν. Ό Μπουτάτα όμως βάζει τίς φω νές: — *Έ, -μπαρ'μπαλεβέντες! Λαυοάκια είμαστε καί μάς ιϋαοέψατε; Μου φαίνεται ^πώς πάτε γυρεύοντας για τίπο τα... σφαλιάρες! ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΘΕΟ
Ε ΛΙΓΟ, ή μεγάλη πι,ρό γα φθάνει στήν άντικρυ νή βραχώδη όχθη. Ό Αρχηγός τών κωπηλατών πα ρασύρει τή ·Γιαράμπα καί τό Μπουτάτα στο άνοιγμα μιας σπηλιάς καί ποονωρουν Αρ κετά μέσα σέ βαθύ σκοτάδι. Τέλος στρίβουν άπότομα πρός τά άριστερά καί βρί σκονται σέ μιά μεγάλη ύπάγεια θολωτή αίθουσα γεμάτη άπό πολύτιμα έλεφαντόδοντα πού σχηματίζουν όλόκληρους
Σ
14 σωρούς. (Πάνω σ' έναν πρωτόγονο θρόνο από σκαλισμένους κορ μούς δέντρων, κάθεται ένας νέος μελαχροινός άνθρωπος ντυμένος σαν ευρωπαΐος κυ νηγός αγρίων θηρίων. Φοράει χακί άμπέχωνο καί παντελό νι Ιππασίας. Κάσκα στο κε φάλι. Δερμάτινες μπόττες στα πόδια, καί από τή ζώνη Ό)υ κρέμονται δυο θήκες. Μιά <μέ μαχαίρι καί μιά :μέ πιστό λι. Τέλος φοράει στά^μάτια του καί μιά μαύρη ,μάσκα. Ό λευκός... «θεός» βρίσκε ται αυτή τή στιγμή στις κα κές του. Μπροστά του έχουν νονατίσει τρεΐς γιγαντόσωμοι άνδρες τής τερατόμορφης (]>υ λής, σά νά περιμένουν την καταδίΐκη, τους σε θάνατο! Ό «θεός» ουρλιάζει άγρια
— Σκασμός! "Οταν σέ ρω τήσω έγώ, τότε νά πής!, του φωνάζει ό Ταρζάν.
Ο ΜΙΚΡΟΣ βγάζοντας άφρούς άπό τό κακό του: — ΕΤσαστε άχρηστοι καί ανάξιοι δούλοι ιμου! Οϋτε τρεΐς ελέφαντες τήν ήμερα δεν πέφτουν πιά άπό τον κα ταρράκτη στήν υπόγεια λί μνη. "Αλλοτε έπεφταν δέκα καί είκοσι τήν ημέρα. Φαίνε ται πώς έχετε παραμελήσει τή δουλειά σας καί δεν κυνη γάτε πιά τά θεριά γιά νά τά αναγκάζετε νά πέφτουν στο ποτάμι! Πρέπει μέχρι τό τέλος του άλλου φεγγα ριου νά έχουμε μαζέψει χίλια έλεφαντοκόκκαλα. Αυτά πού θά στείλουμε στον αδελφό μου, τό θεό τής βροχής, γιά νά μή ξεράνη τό χείμαρρο και τή λίμνη σας! Καί συνεχίζει τραβώντας τό πιστόλι του: λ— Βλέπω όμως πώς μ5 έ* σάς δεν γίνεται δουλειά καί θά βάλω άλλους άρχηγούς στή φυλή των Κολασμένων. Έσεΐς δεν χρειαζόσαστε πιά! Καί τοαβώντας τ,οεΐς φοοές τή σκανδάλη, φυτεύει άπό μιά θανατερή σφαίρα στά τρία άγκαθωτά κεφάλια τους. Οί τερατόμορφοι άνθοω ποι, γονατ ισμένοι καθώς βρί σκονται, γέρνουν π,ρός τά πί σω καί σωριάζονται ανάσκελα νεκροί. "Αλλοι «Κολασμένοι» τρέ χουν άμέσως καί τραβάνε τά πτώματά τους μπρος άπό τό θρόνο του σεβαστού καί παν τοδυναμου θεού τους. Ένώ ό ψευτοθεός γυρίζοντας προς τήν άνοικτή είσοδο τής αΐθου σας κάνει κάτι νά φωνάξη.
ΤΑΡΖΑΝ * Αντικρίζει δμως τον «Κολα σμένο» πού περιμένει κ,ρατων τας την Γιαίράμπα άπό τό χέ ρι και τον Μπουτάτα άπό τό τοούλουφι. Ή τεράστια στρογγυλή μαυ,ρηι κεφάλα του κρέμεται σαν καρπούζι πού το κρατάνε άπό τό κοτσάνι του. — Τί είναι αυτοί; ρωτάει δυνατά. Γιά φέρτε τους κον τά. Σέ λίγο ή μελαψή κοπέλλα και ό μαύρος νάνος βρίσκον ται μπροστά στο «θεό». Ό Μπουτάτα τον κυττάζει , κατάπληκτος και ψιθυρίζει θαυμαστικά: — Πρώτη φορά βλέπω θεό μέ μάσκα, μέ μπόττες και μέ μαχαιροκούμπουρα ! — ΤΡ είσαστε έσεΤς; ρω τάει 6 λευκός άνθρωπος. — Νά μάς συμπαθάς πού δεν εΥμαστε έλέφαντες, του άποκρ'ίνεται ό Μπουτάτα. Κα τά λάθος πέσαμε στό^ποτάυι και φτάσαμε ώς εδώ... Ό «θεός» ξαναρωτάει, ά γρια τώρα, τή νέα: — Ποιά εΐσαι λοιπόν εσύ; — Γιαρήμπα μέ λένε, τού αποκρίνεται θαρρετά. ^ΕΤμαι ΕΓμαι συντρόφισσα τού Ταμπόρ, που, άν πέσης καμμιά φοοά ατά χέρια του, από παν τσδύναμος θεός θά γίνης ένα βρωμερό κουφάρι γιά τά πει νασμένα όρνια! Ό λευκός μέ τή μάσκα καγχάζει: — Χά, χά, χά! Συντρόφια σα τού Ταμπόρ λοιπόν και σίγουρα φίλη τού Ταοζάν. Θά προσευχηθώ στον άδελψό
1»
— "Αν δέν φοβάσαι Ταρζάν^ κατέδα τοΰ λέει 6 ιθαγενής με τά μακρυά μαλλιά και γενεια.
μου, τό θεό τής φωτιάς,^ νά ρίξη κεραυνούς στά κεφάλια τους! Χά, χά,χά! 'Όσο γιά σένα ρμορφονιά μου, θά κα λό πέρασης εδώ πού ήρθες! Κανένας ξένος δέν βγαίνει ποτέ ζωντανός άπό δώ μέσα! Και γυρίζοντας αμέσως ο τον τερατόμορφο «Κολασμέ νο» πού τούς συνοδεύει, δια τάζει : —·Πάρ’ τους καί κλείσε τους σ’ ένα άπό τά πέτρινα κελλιά τής σπηλιάς. Αύριο τό πρωΐ νά ανάψετε φωτιά, νά τούς κάνετε ψητούς και νά τούς φάτε! Ό Μπουτάτα διαμαρτύρε ται : — Έγώ «ψητός» δέν δέχο μαι. Προτιμώ καμμιά... έντρά δα!
© ΜΙΚΡΟΙ
16 Ή πανώρια καί άτρόιμητη Γιαράμπα σηκώνει άγέρωχα το κεΦάλι της ιμπροστά στον ψευτοθεό: — Είσαι ένας τιποτένιος κακούργος, του λέει. ΒρήΙκες αυτά τά ανόητα τέοατσ και παρασταίνεις τά θεό για νά θησαυρίίσης μέ τά έλεφσντό δοντα, εξοντώνοντας τά αθώα και άκακα αυτά θηοίΐα. Ό υε γάλος και πραγματικός θεός τής ζούγκλας και αλου του ■κόσμου θά τιμωοήση- γρήγο ρα τά όγκλήματά σου! Ό «θεός» μέ τη υάσκα ξα νστ,οαβσει το πιστόλι του νά σκοτώση κι* αυτήν. λΑετανοιώ νει δυως σγεδόν άμέσως και ξαναβάζοντας το στη θήκη του, .μουαμ ουμίζει: — ’Όγι. Ό θάνατος μέ μ»ά σΦσΤοα δέν εΤναι Φοβε ρός. Καλύτερα νά πεθάνετε στη φωτιά. Και διατάζει πάλι τον «Κο λασμένο»: — Πάρτ’ τους, εΐπα. Αύ ριο τό ποωΐ πού θά τούς ψή νετε θάρθω καί γώ! Έκεΐνος αρπάζει ξανά τή Γισράμπα άπό τό χέρι καί τον Μπουτάτα άπό τό τσου λούφι καί προχωρεί αργά καί μεγαλόπρεπα προς τά άντικρυνά πέτρινα κέλλιά της σπηλιάς. — Μην ξ ερογλείφεσαι, μπάρμπα του κάνει ό νάνος, κι5 άπό μένα δέν μασσάς. * Α μα δώ τά σκούρα ξέρω τί θά κάνω!... Κουτουλιά κι* άγιος ό Θεός!
ΤΑΜΠΟΡ ΚΑΙ ΤΑΡΖΑΝ
ΑI ΡΟΣ είναι τώρα^ νά γυρίσουμε ^ λίγο πίσω στην ιστορία μας. Π,ρέ πει νά παρακολουθήσουμε τον άρχοντα τής ζούγκλας καί τό άτρομη το 4 Βλληνόπου λο πού, ειδοποιημένοι άπό κάποιον άγνωστο ιθαγενή!, φθάσαν καί συναντήθηκαν στη μεγάλη, πηγή. ΕΤναι καιρός τώρα πού ο! δυο ήρωές -μας βλέπουν, σι γά—σιγά, νά λιγοστεύουν καί νά έΕαφανίζωνται οί έλέ Φάντες τής περιοχής αυτής. Στην άοχή φαντάζονται πώς τά παχύδερυα υέ τούς πολύ τιμους χαυβλιόδοντες μετα κινούνται προς τό βορρά, έπειβή ποοχωοεΐ τό καλοκαί ρι καί δυναμώνουν οί ζέστες! Εξέτασαν δμως καί δέν συνέβαινε αυτό. "Αρα ο! ελέφαντες έξσφανίζονται κατά πολύ μυστηριώ δη τρόπο. <Νά δμως πού ένας άγνω στός τους ιθαγενής μέ μακρυά μαλλιά καί γένεια έρχε ται ξαφνικά αυτό τό πρωί καί λέει σέ καθέναν χωριστά τά εξής: —^Μέ λένε Χούρ καί ξέρω νά σάς πώ τί γίνονται οί έλέφαντες πού εξαφανίζονται. Καί όταν σέ λίγο σμίγουν καί οί τρεΐς μαζί, κάτω άπό τά θεόρατα πλατάνια τής με γάλης πηγής, τούς έξηγεΐ: -—- Κάπου εκεί, κοντά στο φοβερό βάραθρο πού κ στολή γουν οί χείμαρροι άπό τίς νεροποντές τής ζούγκλας,
Κ
π
ΤΑΡΖΆΝ βρίσκεται ένα πολύ βαθύ σκο^ τεινό πηγάδι. Τό εσωτερικό■' του είναι· κτισμένο μέ μεγά λες πέτρες πού εξέχουν κι’ απέχουνε ή μια όΰττό την άλ λη έτσι, που νά υπορή κα-ί νείς πατώντας σ’ αυτές # νά^ κατεβαίνη εύκολα, η νά άνε~%, βσίνη από αυτό. Το άνοιγμα του πηγαδιού εΐναι σκεπασμέ νο .μέ πυκνά κλαδιά! και κα νένας δεν 'μπορεΐ νά τό διά κο ίνη. Κάποιο φίδι δμως πού κυνηγούσα, τρύπωσε^ μέσα σ3 αυτό κι3 έτσι τραβίώντας τά κλαδιά βρήκα τό παράξενο πητγάδι. Την άλλη, μέρα ή περιέργεια μέ^ έσπρωξε νά ξαναγυρίΐσω έκεΐ και νά κατέβω μέ προσοχή στο ατέ λειωτο βάθος του. "Οταν ό ιθαγενής τελειώνη τήν τάσο ενδιαφέρουσα όϊφήγησί του, ό Ταρζάν ρουρ μουριζει συλλογισμένος: ^— "Αρα, γιά νά φθάση κα νείς κάτω στήν υπόγεια φυ λή των «Κολασμένων» μέ τό λευκό κυνηγό πού παρασταί νει τό θεό τους, δυο τρόποι υπάρχουν... — Ναί, συνεχίζει ό Ταμπόρ. Ό ένας είναι από τό κρυφό πηγάδι, πού μπορεί κανείς εύκολα νά άνέβη καί νά κατέβη. Ό άλλος από τον καταρράκτη πού πέφτουν καί τά νερά των χεκμάρρων. Αυ τός ό δεύτερος δρόρος όμως, όχι μόνο δύσκολος καί επι κίνδυνος είναι,καί μονάχα νά κετέβη κανείς μπορεί. Νά ξανανέβη είναι αδύνατον των αδυνάτων! — Θά πάμε αμέσως, άπο-
| φασίζει ό άρχοντας τής ζούγ Ικλας. Μεγαλύτερος ^κακούρ γος άιπό αυτόν δεν έχει παίρουσιαστή άλλη φορά στήν περιοχή μας. — Ναί, συμφωνεί πάλι τό άτρόίμητο Ελληνόπουλο. "Αν "τον αφήσου με ήσυχο, σέ με ρικές εβδομάδες; δεν θά ά πο μείνη ζωντανός κανένας ε λέφαντας. Κι3 όταν σωθούν αυτοί, θά άιρχίση νά έξοντώ, νη, μέ τον ϊδιο, τρόπο κιζ δ’ λα τά θεριά μέ τις πολύτι μες γούνες! ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣIΣ
ΕΓΩ-Ι-ΣΤΗΣ καί πε ρήφανος άρχοντας της ζούγκλας σπρώχνει τώ ρα τον ιθαγενή πληροφοριο δότη: — Εμπρός, Χούρ! ^Πάμε νά μού δείίξης τό κρυφό πηΓγάδι των «Κολασμένων». ί υρίζοντας άιμέσως στον Ταμπόρ προσθέτει: — "Αν θέλης έλα καί σύ. θά κάνης δμως μόνο δ,τι σέ διατάζω εγώ! Τίποτα τού κε φαλιού σου! Κατάλαβες; Τό υπέροχο 1 Ελληνόπουλο, αντί νά τού άποκριθή, ρω τάει τον ιθαγενή: — Πέσμου Χούρ: Πού βρί σκέτα ι αυτό τό πηγάδι πού λές; λ , , Ό μαύρος κάνει νά τού εξηγήση, μά μιά ξαφνική γρο θιά τού Ταρζάν τού βουλώνει τό στόρα: — Σκασμός! Έγω είμαι ό άρχοντας τής ζούγκλας. "Αν σέ ρωτήσω εγώ, τότε νά
18 πής! Έμπ,ρός λοιπόν. Πάμε οί δυο μας. Και όποιος στε νοχωριέται νά παίρνη διατα γές μου·, καλά θά κάνη, νά γυ ρίση στη σπηλιά του... ζ^ικινάει αμέσως και προ χωρεί αργά ικάί κορδωμένος, ακολουθώντας τον τρομοκρα τημένο Χούρ. Ό Ταμπόρ σφίγγει τις τρομακτικές γροθιές του και δαγκώνει με λύσσα τά χείλια του. Τά μεγάλα μαύρα μά τια του πετάνε αστραπές όρ γης. "Ομως ούτε ανοίγει τό σιόμα νά μιλήση, ούτε κινεί τά χέρια του σέ καμμιά απε ρίσκεπτη. ένέργεια. Μένει α κίνητος, σάν μαρμαρωμένος^ στη θέσι πού βρίσκεται. Κάι
Ο ΜΙΚΡΟΙ δίαν ό Ταρζάν και ό ιθαγε νής εξαφανίζονται πίσω ά)τό την πυκνή και άγρια βλάστη σι, ξεκινάει και αυτός, ιταίρ νοντας άργά τό δροιμο του γυρισμού στη σπηλιά του. Και νά: Δέν προφθαίνει νά κάνη μερικά βήματα όταν τά σκοτεινιασμένα άπό τή συλλογή μάτια του, ψωτίζον ται άπό μιά λάμψι. Σταμα τάει απότομα σά νά χτύπησε σέ κορμό δέντρου. Μενει γιά λίγο, στή θέσι αυτή, άκίνητος και βαθειά συλλογισμέ νος. Τέλος, σά νά πήρε με γάλη άπόφασι, γυρίζει καί ξεκινάει μουρμουρίζοντας μιά παροιμία τής πατρίδας του: — Τό κοίλο τό παλληικάρι
Ό ψευτοθεός διατάζει νά ρίξουν στις φλόγες τους τρεις αΙχμαλώτους
ΤΑΡΖΑΝ
ξέρει και άλλο μονοπάτι! Και ξεκινάει χωρίς βιάσι σφυρίζοντας ξέννοιαστος^ κά ποιο χαρούμενο σκοπό των ι θαγενών. Ο ΤΑΡΖΑΝ ΥΠΟΨΙΑΖΕΤΑΙ
Σ ΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ τώρα τον Ταρζάιν, πού, έχοντας οδηγό του τον άγνωστο ιθαγενή μέ τά μ α κόυα ιμαλλιά και γένεια, προ χωρεΐ ώρες άτέλε ιώτες ^ καί φθάνει τέλος στο κρυφό πη>γάδι. Ό Χουρ τραβάει γρήγορα τά πυκνά κλαδιά πού σκεπά
1Φ
ζουν τό άνοιγμά του καί μουρ μουρίζει: — Νά αυτό είναι! ^ "Αν δεν φοβάσαι, κατέβα. Έγώ μιά φορά 5έν ξανακατεβαί νω. *Από του Χάρου τά δόντ-α γλύτωσα χθες πού έκανα την τρέλλα νά κατεβώ! Ό άρχοντας τής ζούγκλας δέν είναι μονάχα έξυπνος, εί ναι καί άφάνταστα πονηρός. Τραβάει τό μαχαίρι του καί κυττάζοντας καχύποπτα τον ιθαγενή, του λέει: — Έγώ πρώτη φορά σε βλέπω καί δέν ^ ξέρω ούτε ποιος είσαι, ούτε από πού κρατάει ή σκούφια σου. Μπο ρεΐ νά είσαι τίμιος άνθρωπος
η μπορεί όμως να είσαι· και κανένας προδότης που θέλεις νά μέ ρίξης σε ποαγίδοε Άν οσα .μου είπες είναι αλήθεια, κατέβα πρώτος και έγω θά σε ακολουθήσω καί θά σέ προ στατέψω άπό κάθε κίνδυνο. Άλλοιώς θά σέ γκρεμοτσακίισω κάτω καί θά ξαναγυρίσω στη σπηλιά μου. Ό ιθαγενής κυττάζει , μέ τρόμο την αστραφτερή λά'μα τού μαχαιριού τού Ταρζάν—δεν θά ξερή, φαίνεται πώς πο τέ δεν τη χρησιμοποιεί σέ αν θρώπους—καί λέει μέ δέος. — Λυπήσου με, Ταρζάν! Μη μέ σκοτώνης καί εγώ θά κστέβω πρώτος στο πηγάδι... Μόνο πρόσεχε πολύ ! Τρομα κτικά πλάσματα θά άντικρύ σης κάτω καί φοβερούς κινδύ νους θά άντιμετωπίάης! ’Άν δεν προλάβης νά σκοτώσης αμέσως τον απαίσιο λευκό θεό, δέν θά σέ άψήση ποτέ νά ξαναβγής ζωντανός επά νω ! Όσο γιά μένα, είμαι σί γουρος πώς ή σημερινή μέ ρα είναι ή τελευταία τής ζωής μου! Ό άρχοντας τής ζούγκλας αρχίζει νά λυπάται τον δει λό αυτόν άνθρωπο. Τον κυτ τάζει μέ οίκτο καί του λέει: — Τράβα στο καλό... Δέν θέλω νά σέ πάοω στο λαιμό υου. Θά κατέβω μονάχος... Ό Χού,ρ όμως άποκτάει ξαφνικά κουράγιο: — Όχι, άρχοντα Ταρζάν. Δέν θέλω νά μέ νοιμίζης δει λό. Άφου θά κινδυνέψης ε σύ τη ζωή σου, θά την κιν δυνέψω κάί γώ!
ο ΜΙΚΡΟΣ 'Καί’, πριν προλάβη, ό Ταρ ζάν νά τον συγκρατήση, άρ χιζε ι νά κατεβαίνη στο φο βερό πηγάδι, πατώντας από τή μιά πέτρα πού προεξέχει στην άλλη, Ό άρχοντας τής ζούγκλας άκολουθεί συγκινημένος γιά την αυτοθυσία του. Σέ λίγο φθάνουν καί οι δυο κάτω βαθειά, εκεί πού τελειώνουν τά πρωτόγονα σκα λοπάτια του πηγαδιού καί αρχίζει μιά σκοτεινή υπόγεια σήραγγα. Πρώτος πάλι ό καλός Χού,ρ προχωιρεΐ μέσα σ’ αυ τήν, στρίιβ όντας κάθε τόσο δεξιά ή αριστερά, ,καί ακο λουθώντας -μιά αφάνταστα δύσκολη πορεία μέσα σ’ έ ναν πραγματικό λαβύρινθο. Τέλος ό ιθαγενής φθάνει σέ μιά τριπλή διακλάδωσι τής θεοσκότεινης σήραγγας καί προχωρώντας ίσια, την £ε περνάει. Μόλις όμως κάνει νά προσπέραση καί ό Ταρ ζάν, κάτι τρομερό καί άνατιάντεχο γίνεται. ΣΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΘΕΟΥ
Μρ Ρ Ε I Σ τ ερατόιμορφοι Ιί «Κολασμένοι» ξεπετά& γονται άπό την άριστε ρή διακλάδωσι τής σήραγ γας καί άλλοι τρεις άπό τή δεξιά. Χύνονται απροσδόκη τα καί μέ αφάνταστη δομή πάνω στον ανύποπτο άρχον τα τής ζούγκλας, τον αφο πλίζουν καί τον κρατάνε γε ρά μέ τά άτσαλένια μπράτσα τους.
ΤΑΡΖΑΝ Ό Ταρζάν δμως δεν είναι από τούς ανθρώπους πού πα ραδίνονται εύκολα ατούς αν τιπάλους τους. Μόλις συνέρ χεται από τό πρώτο ξάψνια σμα, βγάζει βιαστικά μια φωνή: — Πρόσεξε, Χοήρ! Θά πια σουν καί σένα! 'ΚαΓι μ’ ένα υπεράνθρωπο τέντωμα των ατσαλένιων ]αυ ώνων του τινάζει πέρα τούς έξη γιγαντόσωμους τερατανθρώπους και λευτερώνεται α πό τις λαβές τους. ' Αμέσως, αρχίζει νά τινάζη στά στραβά τις γροθιές του, δεξιά και άριστερά, φτιάχνον τας έτσι ένα φράγμα γύρω του πού θά τούς έμποδίση νά τον ξαναπλησιάσουν. Ταυτόχρονα άκούει τή φω νή του Χούρ πού τον καλεΤ στο σκοτάδι: — ?Από δω, Ταρζάν. Προ χώρησε ίσια λίγα βή'ματα και στρίψε άμέσως άριστε ρά. 'Ακοιλ*} ποδοβολητά καί σίγουρα θά φθάνουν καί άλ λοι κακούργοι! Ό άρχοντας τής ζούγκλας κάνει δπως τού λέει, μά στό μεταξύ, καθώς φαίνεται, έ χουν φθάσει οι ένισχύσεις. Καί μόλις— άφου προχώρη^σε τά λίγα βήιματα ίσια—κά νε« νά στρίψη άριστερά, πέ φτει τώρα στά χέρια άμέ τρητων «Κολασμένων». Είναι άδύνατο πιά νά τά βγάλη πέρα ·μέ τόσα τέρατα, πού καί με μόνο τό φολιδωτό κορμί τους προστατεύονται άπό τί μανιασμένες γροθιές τους.
2λ ■Καί νά: Κάποιος άπό αυ τούς τον χτυπάει ιμέ ένα ξύ λο στό κεφάλι καί ό Ταρζάν, βγάζοντας πονεμένο βογγη τό, κλονίζεται γιά νά σωρια στη κάτω μισολιπόθυμος. Οι «Κολασμένοι» έκμεταλ έθονται τις έλάχιστες αυτές στιγμές τής άδυναιμ’ίας του καί του δένουν μέ χοντρά γε ρά σχοινιά τά χέρια. Τέλος τον σπρώχνουν βάναυσα καί διασχίζοντας στό σκοτάδι καί άλληι μιά τελευταία διακλάδωσι τής σήραγγας., ιμπαί νουν στη γνωστή μας μεγά λη θολωτή καί μισσφωτισμένη αίθουσα. Ό Ταρζάν, τώρα μονάχα άντικρύζει γιά πρώτη, φορά τούς φριικτούς τερατανθρώ πους, μέ τά άγκαθωτά κέρατα στό κεφάλι καί τό χοντρό καί σουβλερό κέρατο τής μύτης. Ένώ έκεΐνοι, δεμένος δπως είναι, έξακαλουθοΰν νά τόν σπρώχνουν, μέχρι πού τόν φέρνουν καί τόν άφήνουν ·μπρο στά στό θρόνο τού λευκού «θεού» μέ τή -μαύρη μάσκα. — £ Ορίστε ό Ταρζάν, στον έφερα, θεέ ιμου! άκούγεται νό: λέη, μιά γνώριρη ^ φωνή στον άρχοντα τής ζούγκλας. Καί γυρίζοντας άμέσως τό κεφάλι, άντικρύζει μέ κατάπληξι τόν άνθρωπο πού εί χε μιλήσει/. — Έσύ, Χούρ; ψιθυρίζει χαμένα. Έσύ, Χούρ, μού έ στησες παγίδα; — Δεν μέ λένε Χούρ τού αποκρίνεται μέ σαδισμό έκεϊνος. Καί ξεκολλώντας άμέ σως άπό τό κεφάλι του τά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
22 ψεύτικα μακρυά μαλλιά και από τό πρόσωπό του τά ψεύ τικά γένεια, προσθέτει: — Τώρα σίγουρα θά πά ψης νά με λες Χούρ. Έτσι, αγαπητέ μου φίλε; Ό άρχοντας τής ζούγκλας τον κυττάζει και τά μάτια του>Λ είναι έτοιμα νά πέτα χτουν έξω άπό τϊς κόγχες τους. Φιθυρίζει πιο χαμένα τώρα: —Εσύ, Κρ αγ ιάν; * Εσύ ό καλύτερος φίλος μου; Ό «ψευτοθεός» πετάει ένα σακκουλάκι μέ χρυσές λίρες στον προδότη φύλαρχο: — Πόρτες Κραγιόν, γιατί σου άξΐζουνε. Κατάφερες νά ρίξης στά χέρια μου έναν α πό τούς θυό φοβερούς άντι πόλους πού έχω στη ζουγ κλα. Δυο φορές τόσα φλουριά
Ό άρχοντας τής^ Ζούγκλας κα τεβαίνει στο βαθύ και σκοτεινό ΙεροπήγαΙ®.
Θά σου δώσω όταν μου φέρης και τον Ταμπάρ... — Θά στον έφερνα κι* αυ τόν μαζί, τού αποκρίνεται συχαμερός προδότης. ^Μά την τελευταία στιγμή μου ξε γλυστρη,σε... Μη στενοχωριέ σαι όμως. Θεέ. Πολύ γρήγο ρα Θά δοκιμάσης τη χαρά νά τον κόψης και αυτόν ζωντα* νό! Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΙ
ΟΛΑΕΣ, όμέτρητες <£ο οές, ' 6 άρχοντας της ζούγκλας έχει άντιμετωπισει στη ζωή του δύσκο λες και τραγικές στιγμές. Ποτέ όμως δέν είχε βρεΘή σέ χειρότερη θέάι άπό αυτήν πού βρίσκεται τώρα. Δέν τον τρομάζει ό θάνατος πού άργά ή γρήγορα θά τον αγκαλιάση κάτω σ’ αυτό τό βαθύ καί απαίσιο άντρο των τέρατανθρώπων καί τού λευκού κακούργου. Έκεΐνο πού πε ρισσότερο τον κάνει νά στε νοχωριέται είναι πώς αυτός, ό πιο έξυπνος καί πονηρός άνθρωπος τής ζούγκλας, έ πεσε σάν κουτός στήν παγί δα τού Κραγιόν. Ή ιδέα αυτή τον κάνει νά μ αν ι άζη άφ άνταστ α! Κ αί πασχίζει ό)τεγνωσμένα τώρα νά σπάση τά δεσμά του γιά νά ■μπόρεση νά σκοτωθή μο νάχος, μέ τά Τδια του τά χέ ρια! λ , Ό «θεός μέ τή μάσκα» βλέπει τις μάταιες προσιτά θειές του καί καγχάζει άπσί σια:
23
ΤΑΡΖΑΝ — Χά, χά, χά!... Μή βιά ζεσαι, παντοδύναμε καί δο -ξασμένε άρχοντα τής ζούγ κλας! Αύριο τό ττρωΐ, μαζί ,μέ τή Γιαράμπα, τή συντρό φκσσα του Ταμπόρ, καί τόν χοντροκέφαλο νάνο, θάχετε μεγάλο γλέντι: θά χορέψετε τό χορό τής φρίκης καί τής συμφοράς καί θά τραγουδή σετε τό τραγούδι του πό νου καί του σπαραγμού, πά νω στις θανατερές φλόγες πού θά σάς άγκαλιάσουν.Κι’ οΐ ροδοψηιμένες σάρκες σας θά χορτάσουν, σε λίγο τά στο -μάχια των πεινασμένων πι *· Άν υου>! Καί ό ψευτοθεός συνεχί ζει: — Μπορείς δ μ ως. αν θέλης, νά γλυτώσης τό φρικτό θάνατο πού σέ περιμένει, Τ αρζάν. — Πώς; ρωτάει μέ ξαφνικό ενδιαφέρον ό άρχοντας τής ζούγκλας. — "Αμα θελήσης νά ξεγελάσης τόν Ταμπόρ καί νά τον οί'ξης στά χέρια μου! Ό Τα,ρζάν μένει για λίΥες στιγμές συλλογισμένος. "Υ στερα του άποκρίνεται : — Δέχομαι τόν δρο σου, κυνηγέ! Λύστε μου τά χέρια καί άφήστε με λεύτερο νά πάω νά τόν φέρω!... Ό «θεός» καγχάζει πάλι: — Χά, χά, χά!... Που νά τρέχης τώρα τόσο μσκρυά καί νά... κουράζεσαι. Ύπάοχει καί άλλος τρόπος, πολύ πιο εύκολος, γιά νά πέση ό Ταμπόο στην παγίδα... — Ποιος;
ΟΙ τερατόμορφοι «Κολασμένοι» πέφτουν ξαφνικά έπάνω στον ά-
νυποτττο Ταρζάν.
— Γράψε του ένα σημεί ωμα, πέστου πώς κινδυνεύεις καί ζητάς νά ρθή νά σέ σώ α η... Πράψτου άκό'μα πώς ό φίλος σου Κράγιάν πού θά του πάει ,τό γράμμα ξέρει τό μέρος πού βρίσκεσαι. Καί άν τόν άκαλουθήση, θά φθσση γρήγορα κοντά σου... "Οσα ελαττώματα καί αν θρώπινες αδυναμίες άν έχη ό Ταρζάν προδότης όμως ούτε υπήρξε, ούτε θά γίνη. ποτέ! Σηκώνει περήφανα τό κε φάλι του, κυττάζει άγέρωχα τό λευκό κυνηγό -καί του α ποκρίνεται : — Είσαι πολύ κουτός νά νο μίξης πώς βλοι μας εδώ στη ζούγκλα είμαστε κακούρ γοι σάν καί σένα καί προδό τες σάν τόν Κραγιόν,
© ΜΙΚΡΟΣ
24 Ό «θεός /μέ τη υάσκα» α πό τον ψηλό θρόνο πού βρί σκεται καθισμένος τινάζει το πόβι· και δίνει ,μιά φοβερή κλωτσιά στην κοιλιά του δε μένου Ταρζάν. Ένώ ταυτόχιρο να ό Κρανιάν του δίνει τρο μερή γροθιά στο· πίσω μέ ρος του κεφαλιού του. Ό άρχοντας τής ζούγκλας βγάζει φιρικτά μουγγρητά πό νου, ταλαντεύεται γιά λίγες στιγμές καί τέλος σωριάζεται βαρύς καί άναίσθητος κάτω. Ό ψευτοθεός διατάζει τούς τερατόμορφους άνδρες τής φυλής των « Κ ολασ μένων». — Π άρτε γοήιγοοα άπό δω αυτό τό σκυλί ! Κλείστε τον σ* ένα άπό τά πέτρινα κελλιά. Αύοιο θάχουιμε ρεγάλο πα νηγύρι ! θυμάται όμως κάτι ξαφνι κά καί τούς ρωτάει: — Τούς τρεις άρχηγούς σας πού σκότωσα πριν, τί τούς κάνατε; — Τούς άφήσαμε στά βρά χ.α τής άντικρυνής αχθης;. Κοντά στο άνοιγμα πού πέ φτουν τά νερά τού καταρ ράχτη,! — Καλά... Αύριο θά τούς κάψετε καί αυτούς. θυσία 'στόν παντοδύναμο θεό πατέ ρα μου! Τέλος, γυρίζει στο φίλο του προδότη καί συνεχίζει: — Πήγαινε τώοα Κρα νιάν! Δεν σέ χρειάζομαι άλ λο. Κύτταξε μονάχα νά μου φέρης γρήγορα τον Ταμπόρ. Δυο φορές τόσα φλωριά θά σου δώσω!
----------
Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΠΡΟΔΙΝΕΤΑΙ
Σ ΞΑΝΑΓΥΡ 1 ΣΟΥΜίΕ τώρα πάλι ^ π ί σ ω στην ίστο ,ρ ί α μ σ ς γιά νά π αρακολουθήσουμε τον Ταμπόρ. ^ Τον αφήσαμε τή στιγμή πού άλλαξε γνώμτι καί άντί νά ξαναγυρίση στ ή σπήλιά του πήρε καί αυτός την ίδια πάνω·—κάτω κατευθυνσι πού πριν λίγο είχαν πάρει ό Ταρζάν καί ό ιθαγε νής οδηγός του μέ τά μακρυά μαλλιά καί γένεια. Καί νά: ύστερα άπό ώρες πορεία καί ένα σωρό καθυ στερήσεις στο δρόμο άπό έτπθέσεις πεινασμένων θηρί ων, ή καννί/βαλων πλησιάζει, επί τέλους, στο μεγάλο χεί μαρρο καί κοντά στο σηίμεΐο πού ξεχύνονται τά νερά του στά έγκατα τής γής; Ό ήλιος έχει πάρει πια τον κατήφορο προς τή δύσι του. Είναι δμως ημέρα καθα ρή__άκαμα... -αφνικά καί κεΐ πού προ χωρεί, πατώντας ανάλαφρα μέ τις γυμνές πατούσες του γιά νά μήν εϊδοποιή τά θηη ρία, άντιικρύζει σέ μικρή άπόστασι τό φύλαρχο Κρα γιόν. "Εχει καθήσει σ3 ένα πεσμένο κορμό δένδρου κάί μετράει μιά—μια τις χρυσές λίιρες πού βρίσκονται σ’ ένα σαικκουλάκι. Ό Ταμπόρ ξέρει τον Κρα νιάν, τον έμπιστο φίλο τού άρχοντα τής ζούγκλας. Ποτέ δμως δέν είχε καλή ιδέα γι* αυτόν καί πάντα υποψιαζό ταν πώς ήταν ένας άσυνείδη-
ΤΑΡΖΑΝ
^5
τος, ύπουλος καί καταχθόνι θά προδωσω καί τό «θεό», ος άνθρωπος» καί ό... Θεός ξέρει τί· τσουΠροχωρεί λοιπόν, ακόμα βαλάκια λίρες θά πάρω! πιο ανάλαφρα καί κρύβεται Ό Ταμπόρ δεν αντέχει πε πίσω από κάτι πυικνά χαμό ρισσότερο. Σφίγγει με λύσ κλαδα που βρίσκονται πολύ σα στο δεξιό του- χέρι τό ρό κοντά του. ’Από κεΐ μπορεί παλο καί, κάνοντας ένα από νά τον βλέπηι καί νά τον άτομο πήδηιμα πάνω άπό τά κούη καθαρά. πυκνά κλαδιά πού βρίσκεται Ό σατανικός φύλαρχος ε κρυμμένος, πέφτει—σάν άπό ξακολουθεί νά μετράη τά «άρ τόν ουρανό— μπροστά στον γύρια» τής προδοσίας του: ανύποπτο προδότη: — Εκατόν ενενήντα δύο... — Έσύ ήσουν ό Χούρ; τόν Εκατόν ενενήντα τρεις... ρωτάει άγρια. Πέσμου γρή Τά μεγάλα μάτια τού ^Ελ γορα, άν αγαπάς τή ζωή ληνόπουλου λάμπουν αμέσως σου! παράξενα. Ή φωνή πού α Τρέμοντας άπό τό φόβο κούει·, κάτι Τού θυμίζει. Σπά του ό δειλός Κιραγιάν, τού α ζει γιά λίγο τό κεφάλι του ποκρίνεται : καί καταφέρνει νά θυμηθή: — Ναι, Ταμπό ρ... Έγω —■ Είναι ή φωνή τού Χούρ, είχα φορέσει ψεύτικα μαλλιά ψ.θυρίζει μέσα από τά χεί καί γένεια... Μά δεν φταίω... λια του. Ό Κράγιάν .-μιλάει Δέν μπορούσα νά κάνω άλ· σάν τον ιθαγενή με τά μαλοιώς... Ό «θεός» θά μέ σκό κ,ρυά μαλλιά καί γιένεια... τωνε άν δεν έκτελούσα τή δια Καί, κάνοντας διαδοχικά ταγή του! πολλούς λογικούς συλλογι Τό Ελληνόπουλο τόν ρω σμούς, καταλήγει στο σίίγου τάει ,μέ αγωνία τώρα: ρο συμπέρασμα: -— Καί ό Ταρζάν; Πού ^— Ό Ταρζάν θάχη πέσει βρίσκεται ό Ταρζάν; σέ καμιμιά παγίδα του. Πρέ — Στά χέρια τού «θεού πει με κάθε τρόπο νά μάθω μέ τη μαύρη -μάσκα» τού α γιά νά τρέξω νά τον σωσω... ποκρίνεται. Μά δέν είναι μο Εκείνη τή στιγμή ό Κρα νάχα αυτός εκεί. Είναι καί ή γιόν άτοτελειώνει τό μέτρη Γ'ιαράμτα ή συντρόψισσά μα. σου. Είναι καί ό χοντροκέφα — Εκατόν ενενήντα εννέα. λος νάνος σου! Αύριο θά Διακόσιες!... Ωραία! _Διατους ψήσουν αλους καί θά κόσιες λίρες γιά τον I αρ τούς^ φάνε οι τερατόμορφοι ζάν! Καί άλλες τετρακόσιες καννίβαλοι τής φυλής των «Κο γιά τόν Ταμπόρ πού θα του λασμένων». πάω, θά γίνουν εξακόσιες! Μπάβο λοιπόν! Ή προδοσία —*Καί ή Γιαράμπα καί ό είναι ή πιο ξεκούραστη καί Μπουτάτα; ξεφωνίζει σότν έπικερδής δουλειά... Κάποτε τρελλός ό Ταμπόρ. Έσύ τούς
πρόδωσες καί αυτούς; / Έσύ τους έρριξε στην τταγίδα; Η ΘΕΙΑ ΑΙΚΗ
ΧΙ, του αποκρίνεται μιέ είλικρίν ε ι α ό Κραγιάν.’Άν τους εί χα πάει έγώ, θά είχα πάρει καί άλλα τάσα φλωριά! ιΚαΐ τόν ρωτάει παρακλη τικά: — Τώρα πού στα είπα ό λα, Ταμπό,ρ, θά μου χαρίσης τη £ωή; Δεν είναι κρίμα ^νά πεθανω τώρα πού έχω τόσο χρυσάφι; ^ — Δεν μου τά είπες κα θόλου δλα, προδότη! Πρέπει νά ράθω πολλά ακόμα για Ό λευκός κακούργος δίνει μια φοβερή κλωτσιά στην κοιλιά τοΰ νά μπορέσω νά φθάσω στιήν άρχοντα τής Ζούγκλας. υπόγεια λίμνη, καί νά τούς σώσω! Θά σε ρωτάω λοιπόν εγώ καί -θά μοΰ απαντάς. Πρόσεξε^ μόνο καλά μη μου πής κανένα ψέμα. Γιατί αύ ριο κιόλας θάρθω νά σέ σχί σω με τά χέρια μου καί νά κάψω τό χορταρένιο παλάτι σου! "Ετσι καί γίνεται: Ό Ταμπορ τόν ρωτάει καί ^ κείνος τοΰ άποκρίνεται, δίνοντάς του τις σωστές περιγραφές καί πληροφορίες πού τοΰ εί ναι απαραίτητες ατό αφάν ταστα επικίνδυνο τόλμημα πού έχει άποφασίσει νά κά νη. "Όταν κάποτε τελειώνουν, 6 Τσμιπόρ τοΰ δίνει μιά γερή κλωτσιά. — Χάσου από τά μάτια — Πόρτες Κραγιόν. γιατί μου, συχαμερό σκουλήκι! Κι* σου άξίζουνε* του λεει ο «Ψευτο° $εός^ τής φυλής τώνΚολοεσμέν&ϊν ένα πεινασμένο θεριό θά συ-
Ο
ΤΑΡΖΑΝ χσι νότον νά λερώση τά νύ χια του ατό βρωμερό σου αΤ·μ·α!... ^ Ό προδότης κουτρου-βοολόει και γκρεμοτσακίζεται δέ κα βήματα μακρυά. Σηκώνε ται όμως άμέσως και βγάζον τας άπό κάποια κρυφή τσέπη ένα μικρό πλοϊκέ ξύλινο κου τι, ξαναγυρίζει καί τό προσ φέρει στον Ταμπόρ. — Πόρτο, παιδί μου... Εί μαι πονηρός άνθρωπος και κα ταλαβαίνω τί θά κάνης για νά μπόρεσης νά πλησιάσης τό λευκό «θεό». Πάοε λοιπόν αυτό τό κουτάκι και θά σου χρειαστή... Τό Ελληνόπουλο δέν άπλώ νει τό χέρι του νά τό πάρη και ό Κραγιάν τό άφήνει κά τω μποοστά στά πόδια του και φεύγει...
40
Κραγιάν μετράει μέ ήδονή τις χρυσές λίρες του.
27
— Χάσου άττ5 τά μάτια μου, συχαμερό σκουλήκι^ του φωνάζει 6 Ταμπορ.
Όταν σε λίγο έξαφανίζεται πίσω άπό την πυκνή ά γρια βλάστηση ό Ταμπόρ σκύβει, σηκώνει τό κουτάκι^ τό άνοίγει μέ προφύλαξι και κυττάζει περίεργος μέσα. Τέλος τό κρύβει μέ ένδιαφέρον στήν τσέπη τού τομαρένιου του παντελονιού καί ξεκι νάιει·, συνεχίζοντας τήν πο ρεία του προς τόν καταροά κτη που δέν βρίσκεται τώρα μακρυά. "Όσο γιά τόν Κοαγιάν, που προχωρεί προς αντίθετη κατεύθυνση άν βρισκόμαστε κοντά του, θά τόν βλέπαμε νά στρίβη άπότομα ποός τά δεξιά καί νά μουρμουρίζη^ —Βοήθησα δσο μπορούσα τόν Ταμπόρ γιά νά κατέβη στήν υπόγεια λίμνη καί νά σώση τούς συντρόφους του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28 Γιά δλσ αυτά δέν μου χάρι σε ιταρά μονάχα τή ζωή! Πρέπει λοιπόν και γώ νά κυτ τάξω τό συμφέρον μου. Θά τρέξω άμέσως στο κρυφό τπ^ γάδι-, θά κατέβω κάτω και θά ειδοποιήσω τό «θεό» τί' πρόκειται νά συμιβή. "Έτσι θά πάρω και τά άλλα δυο οΌΟκκουλάκια λί.ρες που μοΰχει τάξει. Καί δταν ό έξυ πνος Ταιμπόρ κατέβη θά πια στη στη φάκα σάν τό ποντίκι. 'Καΐ τρέχοντας φθάνει γρή >ορα στο βαθύ πηγάδι καί λευτερώνει τό άνοιγμά του α πό τά πυκνά κλαδιά πού τό σκεπάζουν. Μόλις όμως αρ χίζει νά κατεβα,ίνη κάτω, πα τώντας στις πέτρες πού έξέχουν, μιά φαρμακερή οχιά ξε πετάγεται καί τον δαγκώνει στο πρόσωπο. "Ετσι, τό θα νατερό φαρμάκι της πού ξε χύθηκε σέ σημείο κοντινό μέ τόν έγκέφαλο, ενεργεί κεραυνοβάλα. Καί ό άπαίίσιος Κρα γιον γκοεμοτσακίζεται νεκρός χωρίς νά προλάβη νά ποαγμα τοτοιήση την τελευταία ποο δοσία τής ζωής του. Ή Θεία Δίκη δέν ξεχνάει ποτέ τούς προδότες! ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
ΞΣΑΝΥΧΤΑ. Ό λευ κός θεός μέ τή μαύρη μάσκα γερά φαγωμέ νος, καί πιωμένος, κοιμάται βαθειά, ροχαλίζοντας μακά ρια, μέσα στή μεγάλη θολω τή^ αίθουσα μέ τό θρόνο. Ε κεί πού βοίσκονται τά αμέ τρητα έλεφαντοκόκκαλα καί
τά πέτρινα κελλιά μέ τις χον τρές ξύλινες πό-ρτες. "Εξω άπό τό άνοιγμα τής υπόγειας σπηλιάς πού όδηγεΐ στήν αίθουσα αυτή,, κουτουλάνε ό,ρθοί καί νυσταγμέ νοι δυο φρουροί άπό τούς τε ο ατόμορφους άνδρες τής φυ λή ς_ των «Κολασμένων» -αφνικά θαρρετό ποδοβο λητό άκούγεται στήν όχθη. "Ενας τρίτος τερατόμορφος «Κολασμένος» μέ άγκαθωτά κέρατα στο κεφάλι, χοντρό σουδλερό κέρατο στή θέσι τής μύτης καί φολιδωτό κορ μί, διασχίζει τό μισοσκότα δο καί φθάνει κοντά τους. Τό ντύσιμό του δείχνει πώς εί ναι αρχηγός ομάδας έλεφαντοκυνηγών. "Ενας άπό τούς φρουρούς χασμουριέται καί τόν ρω τάει: ,— Τί τρέχει τέτοια ώρα; Φάνηκε κανένα κοπάδι έλέφαντες; — Ναή τοΟ (αποκρίνεται ό «Κολασμένος». Πάνω άπό εκατό κομμάτια! Καί μέ κά τι ^δόντια σάν κυπαρίσσια!... Πάω νά ξυπνήσω τό «θεό». Πρέπει νά στείλη καί άλλους κυνηγούς νά τούς κυκλώσου με. ’Άν καταφέρουμε νά τούς ρίξουμε στον καταρράκτη, θά πήξη: ή λίμνη άπό έλέφαντες. Καί χωρίς νά τούς ζητήση τήν άδεια, μπαίνει στ' άνοι γμα τής υπόγειας σπηλιάς καί χάνεται βιαστικός στο βάθος τής σκοτεινής σήραγ γας... Δεν περνάνε
λίγα λεπτά
τής ώρας καί ό «θεός μέ τή .μάσκα» παρουσιάζεται^ στο άνοιγμα τής σπηλιάς που φρουρούν τά δυο νυσταγμένα τέρατα: — Τισαικιστήτε γρήγορα , τους φωνάζει άγρια. Ειδοποι ήστε αμέσως όλους τούς πι στούς «Κολακεμένους» νά άνεβούν επάνω! "Ένα μεγάλο κοπάδι από ελέφαντες πα,ρου σιάστηικε... ’Άν δεν τούς ρί ξετε όλους στον καταρράκτη, θά σάς σκοτώσω σαν σκ,υ λιά... Δράμο λοιπόν! Ό «αρ χηγός» πού ήρθε πριν λίγο, ανέβηκε άπό τό πηγάδι καί περιμένει επάνω. Πηγαίνετε νά βοηθήσετε καί σείς... ΚΓ αύριο, πρωί— πρωΐ σάς πε ριμένω όλους εδώ νά ανάψε τε τή φωτιά. "Εχω καλά θρε φτάρια γιά νά ψήσετε καί νά φάτε!’ Οι « Κ ολ ασ μ ένο ι» ^ φρουροί τσακίζονται νά έκτελεσουν τη διαταγή του «θεού» τους.Σε λίγο όλόκληρα μπουλούκια «Κολασμένων» περνάνε ατό τό^ άνοιγμα τής υπόγειας σπη λιάς καί προχωρώντας βγαί νουν άπό τό ανοικτό πηγά δι. Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΙ
ΡΩ* I ·— πρωΐ την άλ λη μέρα οί τερατόμορ φο ι «Κολ ασ μ ένο ι» έ χουν συγκεντρωθή καί (άλαλα ζουν άπαίσια στις κοντινές όχθες πού βρίσκονται δεξιά καί αριστερά άπό τό άνοι γμα τής υπόγειας σπηλιάς.
Ο
Στο μεταξύ έχουν άνάψει καί την τεράστια φωτιά τής θυσίας στον παντοδύναμο λευ κό θεό τους. Καί νά:^ Μεγαλόπρεπος ό θεός μέ τή μαύρη μάσκα, βγαίνει άπό τό άνοιγμα τής υπόγειας σπηλιάς καί διατά ζει: — Φέρτε ^πρώτα νά κάψε τε τούς τρεις άρχηγούς πού σκότωσα χθες. Ή κνίσσα ά πό τις σάρκες τους θά ευχα ρίστηση πολύ τον παντοδύ ναμο θεό πατέρα μου! Οί «Κολασμένοι» τρέχουν καί φέρνουν τά τρία πτώμα τα τών τερατόμορφων συνα δέλφων τους. Ό «θεός» τούς ρίχνει μιά ματιά καί γίινεται θεριό άνήμερο: — Ποιος τον έγδυσε καί τον έγδαρε αυτόν;! ουρλιά ζει. Πραγματικά ό ένας άπό τούς τρεΐς είναι γυμνός καί τό κεφάλι του φρικτά παρα μορφωμένο. Κάποιος έχει γδάρει μέ προσοχή τό δέρμα του κρανίου του μαζί μέ τά άγκαθωτά κέρατα. "Εχει ά κόίμα ξερριζώσει καί το χον τρό σουβλερό κέρατο τής μύ της του. Τέλος έχει άφαιρέσει άπό πάνω του κάθε ρού χο καί πρωτόγονο στολίδι. 01 «Κολασμένοι» τρέμουν άπό τό φόβο τους καί^ δέν ξέ ρουν τί νά άπακριθούν στο θεό. 3 Εκ εΐνο ς φ ωνάζο ντ ας τούς βυό φρουρούς τής νό τας τραβάει το πιστό** ι του: — Ποιος τον έγδαρε αυ τόν;
— Δέν είδαμε, παντοδύ ναμε θεέ! Δέν ξέρουμε! — Κοιμόσασταν λοιπόν τή νύχτα, σκυλιά; Σταθήτε νά σάς φυτέψω καί γώ δυο σψαΐρες στά κεφάλια νά κοιμηθήτε γιά πάντα! Οι δυο «Κολασμένοι», γο νατίζουν καί τον έκλιπαρουν: — Λυπήσου μας, Θεέ!Δέν είχαμε κοιμηβή... — Τότε ^ πώς δέν είδατε κανέναν; Κάποιος ξένος ε χθρός έχει κατέβει κάτω στη λίμνη καί στη σπηλιάς μας! “Ένας άπ5αυτούς πού είχαν φέρει τά πτώματα πλησιάζει το «Θεό» γονατίζει καί του δίνει ένα μικρό πλακέ ξύλι νο κουτάκι: — Αυτό, Θεέ, τό βρήκαμε κοντά ατούς τρεΐς σκοτωμέ νους.
Ό λευκός κυνηγός κουβεντιάζει μέ τόν παντοδύναμο 0εο^ πατέτ®υ.
Ό λευκός ψευτοθεός τό α νοίγει περίεργος καί κυττάζει κατάπληκτος τό^περιεχό 'μενό του. Είναι γεμάτο από ιμκκρά κομματάκια ξερές πρω ^άγονες μπογιές καί ένα π,ρω τόγονο επίσης βρεγμένο πινελάκι. "Έξω φρένων ό λευκός άνδρας ουρλιάζει πάλι: —Τώρα καταλαβαίνω τί έχει γίνει. Κάποιος λευκός ξένος κατέβηκε κρυφά χθες τή νύχτα εδώ. "Εγδαρε τό κεφάλι του σκοτωμένου καί φόρεσε τό τομάρι με τά άγ~ καΘωτά κέρατα στο δικό του κεφάλι. Ύστερα ξερρίζωσε καί τό χοντρό κέρατο καί τό έδεσε στη μύτη του. Ζωγρά φισε μέ τις μπογιές μαυρ<> πράσινες φολίδες στο κορμί του καί φόρεσε τά ρούχα καί τά στολίδια του σκοτωιμένου! Κάτι θυμάται, ^ γιά ιμιά στιγμή, καί συνεχίζει: — Σίγουρα θά ήταν αυ τός ό «αρχηγός» πού ήρθε καί μέ ξύπνησε τά μεσάνυ χτά γιά νά ιμου πή γιά τό κοπάδι τών έλεφάντων. Γι’ αυτό, σαν άνεβήκατε άπό τό πηγάδι, δέν τόν βρήκατε να σάς περιμένη όπως είχε πή,. Καί γι’ αυτό δεν άνακαλύψατε πουθενά τούς έκατό ελέ φαντες πού έλεγε. Ξαφνικά όμως τά μάτια του σκοτεινιάζουν καί ψιθυ ρίζει σά νά μιλάη μέ τόν ε αυτό του: — Γιατί δμως τάκανε δλ* αυτά; Τί λόγους είχε νά διακινδυνέψη τή ζωή του γιά νά κατέβη ώς έδω κάτω; Μή -
ΪΑΡ1ΑΗ
31
πως... Μήιπως, δταν μετά [ΐέ πήρε ό ύπνος, άνοιξε τα πέ τρινα κελλιά καί έλευθέρωσε τούς τρεις αιχμαλώτους μου; ■Καί διατάζει άμέσως έναν από τούς αρχηγούς τής φυ λής των Κολασμένων. ^— Τρέξε γρήγρρα νά κυττάξης άν ό Τα,ρζάν, ή Γιαράμπα καί ό νάνος βρίσκωνται άκάμα μέσα στα κελλιά τους. ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
«ΑΡΧΗΓΟΣ» γυρίζει γρήγορα λαχανιασμέ νος καί πληροφορεί τό «δεο μέ τη μαύρη μάσκα». — Καί οί τρεΐς -βρίσκονται ζωντανοί καί κλειδωμένοι μέ Καθώς προχωρούν,^ τρομακτική σα στα κελλιά τους. , Τούς εκρηξις συγκλονίζει γή καί φώναξα καί μου δοποκρίθηκαν. ουρανό. Ό ψευτοθεός άναπνέει:^ — * Ανοιχτέ τώρα τά πέτρι — Στις φλόγες, εΐπα! Πε να ικελλιά καί φέρτε δεμέ τάχτε τους άμέσως στις φλό νους έδώ τούς τρεΐς αίχμαλώ Υες! τους! Εκείνοι κάνουν νά τους Σε λίίγα λεπτά τής ώρα$ αρπάξουν στά χέρια γιά νά ό Ταρζάν, ή Γιοράμπα καί ό ιέκτελεσουν τη διαταγή του, Μπουτάτα βρίσκονται μπρο μά ό ίδιος ό «θεός» τούς στά του. σπρώχνει βάναυσα φωνάζον— Στη φωτιά! Ριχτέ τους τας: άμέσως στη φωτιά!, ουρλιά — Μή... Μη τούς άγγίζεζει ό κακούργος ψευτοθεός. τε... Κάτι σοβαρό μου φωνά Καί προσθέτει καγ-χάζοντας: ζει άπό τον ουρανό ό θεός πα -—·*Απόψε τά μεσάνυχτα τέρας μου, μά δεν ακόυσα κα ήρθε καί κάποιος φίλος σας! λά. Περιμένετε μιά στιγμή. Σίγουρα γιά νά σάς έλευθε «Καί σηκώνοντας πρός τον ρώση... Μά οι άμπάρες των ουρανό τό κεφάλι του φωνα* πέτρινων κελλιών μου είναι ζει δυνατά: γερές. Καί ό «φίλος» έφυγε —Πώς; Πώς είπες, Πα τέρα; άπρακτος!... Καί γυρίζοντας πάλι στούς Άφουγγράζεται με προσο «Κολασμένους» του, ξαναφωχή καί τό πρόσωπό του χλω νάζει: μιάζει άπότομ®.
Ο
ί τούς παρατάει ξαφνικά καί μπαίνει μέσα. Ό ΑΊπουτάτα βρίσκει την ευκαιρία καί αναρωτιέται: — Που διάβολο την άρπά ξαμε τή χολέρα; "Αμα γυρί σουμε στη σπηλιά πρέπει νά ρίξουμε αμέσως βεντούζες!... “αναγυρίζει όμως αμέσως γρήγορα ό «θεός» καί κλω τσώντας τους πάλι, τούς φθάνει ατό σημείο πού βρί σκεται ό πάτος του γνωστού πηγαδιού. Εκεί κυττάζει μέ μίσος τον Ταρζάν καί τού λέει: —Ψέματα εΐπα στους «Κο λ ασ μένους» μου πώς έχετε χολέρα. Μετάνοιωσα καί δέν ήθελα νά σάς κάψω στη Φω τιά. Θέλω νά μονομαχήσω μα ζί σου καί νά σέ σκοτώσω σάν τίμιος άντρας! Τραβώντας αμέσως τό μα χαίρι του κόβει τά σχοινιά πού δένουν τά χέρια του: — νΑνέβα λοιπόν έπάνω καί περίμενέ με νά χτυπηθού με. Ταυτόχρονα κόβει καί τά σχοινιά τής Γιαράμπα καί τού μεγαλοκέφαλου νάνου. Ό άρχοντας τής ζούγκλας σπρώχνει πρώτα τό Μπουτά τα πού αρχίζει νά σκαρφαλώ ΔΙΩΓΜΕΝΟ! νη αμέσως σάν πίίθηικος. "Ύ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΙ I στερα τή Γ ι αράμπα πού σβέλ ΤΑΡΖΑΝ, ή Γιαράμιτα τη χάνεται προς τά επάνω. καί ό Μπουτάτα προ Τέλος σκαρφαλώνει καί ό χωρουν ιΐστή· σκοτεινήιΤαρζάν καί φθάνει κοντά σήραγγα, ένώ ό ψευτοθεός στους συντρόφους του. τούς άκαλουθεΐ κλωτσώντας ^ — Πάμε νά φύγουμε^ τού τους καί βρίζοντας τους. λέει ή^Γιαράμπα. "Οταν φθάνουν έξω άττό — "Όχι, θά τον περιμένω, την υπόγεια θολωτή αίθουσα, μουρμουρίζει άποφασισ τ ι -— 'Καλά, θεέ! Ευχαριστώ πού μέ ειδοποίησες! Καί ξαναγορίζοντας στους « Κ ολ ασ μένους» τούς έξη,γεΐ: — Ό θεός^ πατέρας μου λέει πώς οί άνθρωποι αυτοί έχουν χολέρα!1.. Καί δεν δέ χεται νά του θυσιάσουμε αρροΛστα θύματα... Πετάχτε τους λοιπόν αμέσως έξω. Θα σάς ικολλήσουν καί σάς και θά πεθάνετε όλοι. Οί «Κολασμένοι» κάνουν νά τούς ξαναρπάξουν, ιμά ό ψευτοθεός πάλι τούς συγκρα τεΤ: —- Μη! τούς αγγίζετε ε σείς γιατί θά κολλήσετε. Θά τούς ανεβάσω άττό τό πηγάδι εγώ ττού είμαι θεός καί δεν αρρωσταίνω! Ό Μπουτάτα συμφωνεί: — Σωστά! Εσάς τούς «θεούς» δεν σάς πιάνει ψό· ψος! Οί τερατόμορφοι πιστοί υ ποχωρούν τρομαγμένοι καί ό «θεός /ιέ τή μάσκα» .σπρώχνει μέ ^βάναυσες κλωτσιές τούς δεμένους .αιχμάλωτους του ιτρός τό άνοιγμα τής σπη λιάς, ουρλιάζοντας: — "Έξω βρωμερά σκυλιά! "Εξω!
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
33
κά ό άρχοντας της ζούγκλας. — Καί γώ βά τάν περιμέ νω, κάνει ό Μπουτάτα σαν η χώ του. "Έχω μέρες νά βα ρέσω κουτουλιά καί μέ τρώει τό... κεφαλάκι μου! Καί νά: Σε λίγες στιγμές ό λευκός κακούργος βγαίνει βλοσυρός από τό άνοιγμα τού κρυψοϋ πηγαδιού. Ό Ταρζάν σφίγγει τις γροθιές του καί κάνει νά τού έπιτεθή. — Μη βιάζεσαι, τού λέει ό ψευτοθεός. 5Εσύ είσαι μι σόγυμνός καί μπορείς νά παλεύης έλεύθερσ. Περίμενε λοι πόν νά γδυθώ καί γώ. Καί πετάει γρήγορα άπό πάνω του τά ρούχα, τις μπότ τες, τη κάσκα, τη ζώνη μέ τά όπλα καί τη μαύρη «μάσκα πού φοράει στά μάτια. Ό Ταρζάν καί ή Γιαράμπα μένουν άκίνη,τοι μέ γουρ λώμένα μάτια, σά νά τούζ χτύπησε κεραυνός καί ψιθυρι ζουν χαμένα: — Ό Ταμπόοοοο!... Μόνον ό Μπουτάτα διατη,οεΐ την ψυχραιμία του καί ξεΦωνίζοντς «Άυάα^ν»! σω ριάΓεται κάτω λιπόθυμος!
Τό υπέροχο Ελληνόπουλο πού είχε παίξει τόσο καλά τό ρόλο τού ψετοθεού, σηκώ νει στά γέοια τον Τσουλούφη καί φωνάζει στούς συντρό φους του: — Πάμε... Ποέπει νά 8εμακ,ούνουμε νοήγοοα άπό δω. Τρέχουν δλοι μαζί άρκετά.
ξαφνικά όμως τρομακτική έκρηξις πού γίνεται πίσω τους, τούς κάνει νά σταματη θούν. Τό υπόγειο άντρο τής Φυλής των τερατόμορφων «Κο λοσμένων» έχει τιναχτή στον αέρα! Ό Ταΐμπόρ ψιθυρίζει πένθι μο: —-Δεν μπορούσε νά γίνη άλλοιώς..., “Όταν σάς άφησα γιά λίγες στιγμές έξω από τή θολωτή αίθουσα, μπήκα «καί έβαλα φωτιά στο μακρύ φυτήλι ενός μεγάλου κιβωτίου· μέ δυναμίτες... Μ’ αυτό φο βέριζε ό λευκός κακούργος τούς «Κολασμένους» του... — Τώρα θά σκοτώθηκε κι5 αυτός ψιθυρίζει ή Γιαράυπα. ^ — *Όχι τής λέει τό Ελλη νόπουλο. Χθές τά μεσάνυχτα πού μπήκα μεταμφιεσμένος σέ τεοαπάνθρωπος, χτυπήθη κα μαζί του καί τον δάμασα. "Υστερα τον έγδυσα καί τον έκλεισα σ’ ένα άπό τά κελλιά πού είναι σκαλισμένα μέσα στά βράχια. ΈκεΤ \χτύπησε μέ όομή τά κεφάλα του στά πέτρινα τοιχώματα του καί σύτοκτόνησε. ^Ηταν τό καλύ τερο πού είχε πια νά κάνη,! Ό Ταοζάν σφίγγει τό χέρι τού Τσιμπάο: — Σ' ευχαριστώ. Καλά τά κατάφερες τοΰ λέει, καί φεύγει τοέχοντσς μοναχός γιά νά ξαναγυρίση στη σπη λιά του.
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άττοκλειστικότης: Γεν. Έκβοτικαΐ Επιχειρήσεις 0.Ε.
Σ
ΤΑΡΖΑ
ϋ£ΡΙ&&1Κ© ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Φ Ο Ρ Ε 1
Κ Υ κ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Πραφ.: Αεκίκ-α 22—"Ετος Ιον—Τόμος 3(ος—’Αρ. 18—Δρ. 2 ί
.Ι^ΖΠΒ«·==*η=»ϊ^·^Χ^·Βί=3^3«^ν»η«<·3**.ΙΜΚηί3&^«««·0^·«ΡίΙ<ι1!ί.Ι4«Ι-.^*» ——————»
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρ&ς, Φαλήρου 41. 04κανομικος Δ)ντής: Γβώργ. Γεωργιάιδης, Σφιγγος 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζ^βασιλείου, Ταταουλα>ν 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤιΑΓΑΙ: Γ. Ποωραπάδην, Λέκκα 22, *Α0ήναι.
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ μόλις
αρχίσετε νά διαβάζετε τό !9ον τεύχος του «Μι-
ΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ».- μιά μεγάλη αγωνία Θά
καταλάβη δ-
λους σας: Θά νλυτώση άραγε ό Ταρζάν πού έχει πέσει:
ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ Αυτός είναι ό τίτλος τής πιο συναρπαστικής περιπέ τειας άττ’ όσες εχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα ό θρυλι κός πιά
«
»
Οποιος δεν μπόρεση νά διαβάση την περιπέτεια:
■ ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ δζ ζητήση τουλάχιστον νά του τη διηγηθή ένας άττ5 τις δε κάδες χιλιάδων * Ελλήνων πού θά τή διαβάσουν.
μι^ημ»9 απο
1.............
'
'
το
Διαιτησία II
ιιι ιιιιικι
ΜΤΥΝ£ψϊίψΡΜξθΡ& μ#/ μ# 7ΜΜΝ67 ΙΉ4Μ 7/φ/Μ. ι ηργτίο/ ///> /))/<> 9
£ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΖ&Ο . - X ΟΧΑΘΗΗ/ΤΗΤ ΗβΛ-
ΜΑΝ /69Τ μ € &ΟΗ-
6ΤΟ /Λ<ΤΤ/ ΤΟΥΤΟ 7/Ι9660/Ι07/Ρ6 Μ770Ρ6/76 ΝΑ ΜΟΥ £ΞΗΓΜ16: 76 7/ 7)66/ ΑΥΓΟ Μ/Ρ/6 /ΤΑ &ΗΓΗ77)
Ο*/. ΜΟΥ 67/7/7/ 767)67
/9ΡΝ96ΎΟ
ΘΜΤΗ 77Ρ£ 7/6/ /ΤΑ
ΤΟΝ
ΜΡ£ ■
Ζ7ΝΒΧ)766Τ7\ί
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ν ·ν τ~τ~ι-τ-τ~ττ-τ-τ^-τ ·Ψ—Ύ—Τ· ΓΤ 'ν -Τ ν' ^
^»·
-·7~ ·ν V V V
V Ν>^-5=~
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΙΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
ΠΟΨΕ τή νύκτα, ο Τα ιμπάρ, ή αδελφική του φίλη Γισράμπα καί ό φοβερός και τρομερός Μπου τάτα, δεν έχουν κλείσει ιμάτι στη σπηλιά τους. Κάτι πο λύ παράξενο, άνεξήγητο καί άπίστευτο τούς συμβαίνει: Πέτρες, μίικρές καί ,μεγά λες, πού κάποιο αόρατο χέ ρι τις πετάει, μπαίνουν με ορμή απτό τό άνοιγμα τής σπηλιάς καί δέν τούς αφή ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
νουν νά σταθούν πουθενά. Πολλές ά3 τ’ αυτές έχουν κτυπήσει καί τραυματίσει στο κεφάλι καί στο κοσμΐ τούς τρεις τρομοκρατημένους συντρόφους. Ό (μυστηριώδης λιθοβολι σμός έχει άρχίσει ιμερικές ώ ρες ρετά τή δύσι τού ήλιου καί συνεχίζεται— ιμέ ιμικρές διακοπές— μέχρι τώρα. Μέ τις ποώτες πέτοες πού έπεσαν, ό Ταμπόρ καί ή Για ράμπα, πετάχτηκαν άπό^ τά στρωσίδια τους καί βγήκαν -
ι
1..
..·----
>
' .. ί '-Λ. ■>·**·>, V" «· 1*
>!
4
τρέχοντας έξω για νά πισσουν ιόν άγνωστο λιθοβολητή. Χα μένος όμως ό κόλπος τους. Οϋτε άνθρωπο, οΰτε ζώο εί δαν νά βρίσκεται έξω οπτό τή σπηλιά τους. Απόλυτη ησυ χία βασίλευε παντού. «Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο» λέμε παραπάνω. Καί βέβαια. Γιατί ικαί ένας πίθηΐκος, καί ένας γαοίλλας, η μια αρκού δα τα ζώα δηλαδή πού χρη σιρσποιουν καί σαν χέρια τά μπροστινά τους πόδια, θά μπορούσαν νά πετάξουν μέσα στη σπηλιά τις πέτρες αυ τές. Τό παράξενο είναι πώς κά θε φορά πού ό Ταιμπόρ καί ή Γιαράμπα βγαίνουν έξω.ό μυστηριώδης λιθοβαλισμ ός ■σταματάει. Καί ιμάνο σάν βα ρέβουν νά πεοι μένουν καί ξα ναμπουν. τότε ξαναρχίζει, καί πολύ πιο έντονος μάλι στα. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο καί ή άτοόμητη επίσης Γιαράμπα εΐναι ή πρώτη φο ρά στη ζωή τους πού έχουν κυριολεκτικά τρομοκ-ρατηβη. — Γιατί φοβάμαι τόσο πο λύ, Ταιμπόρ, αυτές τις πέ τρες πού μάς πετάει τό α όρατο χέρι κάποιου άγνω στου; ρωτάει τό σύντροφό της. Στο κάτω - κάτω τής γραφής^ πέτοες είναι καί ό χι σφαίρες, ή όβίδες! —Καί γώ φοβάμαι Γιαράιμπα τής Αποκρίνεται μέ ειλικρίνεια τό γενναίο ληνάπουλο. Φοβόμαστε γ ατί σύτή τή φορά ό έχβοός είναι άόρατος. Αέν τον βλέπουμε
Ο ΜΙΚΡΟΣ
για νά μπορέσουμε νά παλέ φούμε καί νά χτυπηθούμε μα ζί του. — Δίκιο έχεις, συμφωνεί ή πανώρια μελαψή κοπέλλα. Δεν έχουμε συνηθίσει νά αν τιμετωπίζουμε ύπουλους έχθρους. Ό Μπουτάτα ξύνει στοχα στιικά λ τό κωμικοτραγικά τσουλούφι του: — Τί· «ύπουλους έχθοούς» καί κολοκύθια μέ τή ρίγανη; Έδώ τό πράγμα είναι φανε ρό: Πρόκειται περί... φο^τα σμάτων! — Φάντασμα;! κάνει άνή συχη, ή Γιαράμπα. πού πρώ τη φορά συλλογιέται αυτή την πιθανή έκδοχή. — Μάλιστα, τής Αποκρί νεται ό Τσουλούφης. Φάντα σμα μέ τά τσαρούχια, πού λένε! Ό Ταιμπόρ προσπαθεί νά γελάση: — Φαντάσματα δεν ύπάρ χουν, μουρμουρίζει *Ό,τι γί νέτοι σ* αυτό τον κόσμο, γί νετσι από οντα πού ζούν καί κινούνται. Την ϊδισ δμως στιγμή μιά μεγάλη πέτρα τον κτυπάει στο μέτωπο καί σωριάζεται κάτω αναίσθητος! —Κατά φωνή καί γάΐδα εος, ξεφωνίζει ό ••εναλοκέΦα λοε Μπουτάτα καί μπαίνει τρέχοντας καί τρομοκρατη,μένος στη σπηλιά. Ο
ΑΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
°ΟΜΑΚΤΙ ΚΗ πραγμα τικά ήταν ή τελευταία περιπέτεια του άτρομη του 4 Ελληνόπουλου Ταμπόρ
ΤΑΡΖΑΝ
και του δοξασμένου άρχοντα τής ζούγκλας Ταρζάν, στη φοβερή υπόγεια λίμνη., με ■^ήν άγρια φυλή των τερατό μ ο,ρφων «Κ ολασμένω-ν» (*). Ό (μεγάλος θρίαμβος όμως του υπέροχου Ταμποο πού, όχι μόνο κατάφερε νά βγή νι κητής στην περιπέτεια αυτή, μά μπόρεσε καίΐ νά σώιση α πό βέβαιο καί φρικτό θάνα το τον άρχοντα τής ζούγκλας είχε καί ιμιά κακή συνέπεια: Ό Ταρζάν πού άλλοτε κρατούσε τά σκήπτρα τής ε ξυπνάδας καί τής παλληκαριάς ιμέσα σε ολόκληρη, τήν άγρια καί παρθένα ζούγκλα, στενοχωριέται πολύ τώρα νά β/'έπη πώς ένας άλλος, σι γά - σιγά, τον ξεπερνάει και γίνεται καλύτερός του. Καί ή ζήλεια αυτή— ανθρώπινη βέβαια καί δικαιολογημένηθολωνει πολλές φορές τό νου του καί δεν ξέρει τί λέει καί τί κάνει. Τό περήφανο όμως Έλλη νόπουλο πάτέ ί ιδέν δείχνει στον Ταρζάν, πού είναι άλ λωστε καί τόσο πιο μεγά λος, πώς μπορεί νά σκεφθή η νά κάνη τίποτα καλύτερο από^ δ,τι μπορεί νά σκεφθη ή νά κάνη αυτός. Εμείς οι Έλληνες έχουμε μέσα στή ψύσι μας τήν ευγένεια καί τή μεγαλοψυχία! ΊΊοολές φορές μάλιστα ό άρχοντας τής ζούγκλας ^φέρε ^αι στον Ταμπρρ τόσο άσχη (*) Διάβασε τό προηγούμενο τευιχος, τό 18, πού £χει τον τίτ λο: «Ό λυσσασμένος Ρινόκερωςκ
I
μα, πού τό χεροδύναμο * Ελ ληνόπουλο θά έπρεπε νά τον είχε τουλάχιστον σκοτώσει ΓΌμως^ πάντα κάνει υπομονή καί πάντοτε φροντίζει νά βρί σκη ατόν εαυτό του δικαιολο γίες γιά νά μη τον μισήση. λ Ό Ταρζάν όμω ς—άδ ι αψ ο ρώντας γιά τήν τόσο μεγάλο ψυχή καί χριστιανική στάσι του—^ εξακολουθεί νά ζηλεύη καί νά φέρεται κατά τον πιο άπαίσιο τρόπο στο υπέροχο αυτό παλληκάρι! Στο π άλλη κάρι αυτό, πού άμέτρητες φο ρές τού έχει σώσει τή ζωή! Έτσι^ καί τώρα, άπό την τελευταία περιπέτεια μέ τό λευκό ψευτοθεό καί τή φυλή των «Κολασμένων» έχει θυμώ σει. Καί άν στην Υύχη, καμμιά φορά συνάντηθή μέ τάν Ταμπρρ, μέ μεγάλη δυσκολία τού λέει μια ξερή «κολημέ ρα»» Τέλος, πολλοί ιθαγενείς, φί λοι τού 1 Ελληνόπουλου, έρχον τσι συχνά καί λένε στον Ταμπόρ πώς ό Ταρζάν δεν παύει νά τον κατηγορή στούς φύ λαρχους τής γύρω περιοχής, λέγοντας πώς γρήγορα θα φέρη "Ελληνες πατριώτες του μέ όπλα, γιά νά τούς σκοτώ σουν όλους καί νά κάνουν τήν απέραντη ζούγκλα,,, άποικία τής £Ελλάδας ! Ό Ταμπόρ όμως, όχι μονά χα δεν πιστεύει τούς ιθαγε νείς αυτούς πληροφοριΰοότες μά καί τούς διώχνει μέ θυμό λέγοντας: — "Ολα αυτά είναι ψέμα τα καί συκοφαντίες! Ό Ταιρ ζάν είναι Ινσς μεγάλος ήρω'ΙΓϊ·/ί •Ίν?·4ω?*' ,
Ο ΜΙΚΡΟΙ
£ 1 ι 11 1
ας και Ινας υπέροχος άρχον ΐας τής ζούγκλας! "Οσο για την Ελλάδα, την πατρίδα μου, ούτε είχε ποτέ, ούτε καί θέλει νά απόκτηση άποι κίες καί σκλάβους. Τής ψθά νει ή μικρή δοξασμένη χώρα της καί ό λιγοστός, μά ηρω ικός λαός της! Τον αέρα τής ελευθερίας πού, ιμέ συνεχείς άγώνες καί αΐιμα, άναπνέε^ι Αυτή, δεν θέλει νά τον στερή ση άπό καμμιά άλλη χώρα! Άπό κανέναν άνθρωπο! ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ς
Α
ξαναγυριςουμε
τώρα έξω άπό τή σπτι λιά του Ταμπόρ, τή στιγμή πού τον κτύπησε ή πέτρα στο μέτωπο καί σω ριάστηκε κάτω αναίσθητος. Ποτάμι τρέχει τό αΐιμα ά-
— "Εξω* τούς λέει 6 Ταμπόρ. νΟλ* αυτά είναι ψέματα και συ κοφαντίες.
Ο Ταμπόρ δέχεται μια μεγάλή πέτρα στο μέτωπο και πέφτει.
τήν πληγή του καί ή Γιαράμ πα, πού καταλαβαίνει πώς άν δεν προλάβη νά τό στα ματήσω, γρήγφα θά έξαντλ.η,θή καί θά πεθάνη, τρέχει σάν τρελλή δεξιά καί άριστε ρά ψάχνοντας νά βρή στο σκο τάδι τό αιμοστατικό βότανο πού θά τον σώση. Ταυτόχρο να φωνάζει καί στο νάνο τού έχει τρυπώσει φοβισμένος στή σπηλιά: —Μπουτάτααα! Ό Ταμ^'ττόρ πεθαίνει! "Εβγα έξω νά σφίγγης με τό χέρι σου τήν πληγή του νά μή τρέχη τό αΐμα!... Γρήγορα, Μπουτά τααα! Ό κωμικοτραγικός Τσου-^ λούφης αγαπάει άφάνταστα τό Ελληνόπουλο. Καί παρ’ όλο πού φοβάται καί τρέμει τό φάντασμα, κάνει τήν καρ διά του σίδερο καί βγαίνει
δειλά στό άνοιγμα τής σπη λιάς. Ψάχνει μέ τά μάτια του δεξιά και αριστερά και μουρμουρίζει ίκανοποιημ έ νος: —- Ευτυχώς! Ό αόρατος δεν... φαίνεται πουθενά. *Ί οως νά σκέφτηκε τις κουτού λιές μου και νά ταβσλε ατά πόδια. Και μ5 ένα—δυο πηδήμα τα 'βρίσκεται κοντά στον Τα μπόρ. Βάζει το χέρι για νά σταματήση τό αίμα, μά ή ΊΓιληΐγή είναι μεγαλύτερη, από την παλάμη του. Καί τό αί μα ξεπετάγεται από τις πάντες. — Δεν γίνεται έτσι μουρ μαυρίζει. Καί ζητώντας συγ γνώμη» από τό αναίσθητο Ελληνόπουλο, γυρίζει τά ο πίσθια καί στρογγυλοκάθεται πάνω στό ματωμένο μέτωπό
Μπουτάτά κάθεται στην πλη γή του Ταμπόρ για νά του σταματήση το αΐμα.
Τό κεφάλι του φιδιού κόβεται ξαφνικά σάν από κάποιο άόρατο χέρι.
του. Είναι ό μόνος τρόπος γ>ά νά συγκράτηση πιροσωρι νά τον πίδακα του αίματος. ίτ έ Ή Γιαράμπα στέκεται α δύνατο νά άνακαλύψη στό σκο τάδι τό βότανο πού ζητάει. Στον ουρανό όμως έχουν συγ κεντρωθή μαύρα σύννεφα καί γρήγορα θά ξεσπάση τροπι κή μπόρα καί νεροποντή. Έ τσι, στο φώς μιάς άστροπής βρίσκει τό φυτό πού ζητάει, τό κόβει μέ λαχτάρα κι5 άνασηικώνεται για νά τρέξη κον τά στον αγαπημένο καί α γνό σύντροφό της. β Δεν προφθαίνει όμως. Την ίδια στιγμή νοιώθει στό κορ μί της τό παγερό αγκάλια σμα ενός μεγάλου φιδιού! Τρελλή από άπόγνωσι ή πανώρια μελαψή κόρη παρα
6 ΜΙΚΡ0Ϊ
ένα άπταίσιο σφύριγμα του φιδιού φθάνει στά αυτιά τη·;ς, πού^ δ ι ακόπτετ α ι άπότο μ α^. Ί=.νώ ταυτόιχρονα νοιώθει τό σφίξιμό του νά γίνεται γιά λίγο πιο δυνατό καί αμέσως σχεδόν νά άρχίζη, σιγά - σι γά νά χαλαρώνεται. ΛΣέ λί γες στιγμές οί κουλούρες τού φιδιού έχουν ξεσφίξει εντε λώς. Ή Γ ιαράμπα εύκολα τις ξεφορτώνεται άπό πάνω της καί πετιέται ορθή. Τί είχε συμβή; Πώς έγινε ή άναπάντεχη καί απίστευτη αυ τή σωτηρίά; Τήν άπάντησι στο έρώτη μα αυτό δίνει άμέσως μια άλλη φωτεινή αστραπή τού συννεφιασμένου ουρανού τής 0 ΑΟΡΑΤΟΣ ζούγκλας. Ή (μελαψή κοπελ ΣΩΤΗΡΑΣ λα άντικρύζει καθαρά, στο ΙΑ ώρα πολλή συνεχί φως της, τό κομμένο κεφάλι ζεται ακόμα ή θανάσι- του φιδιού, πού βρίσκεται^ πε ΐμη πάλη του φοβερού σμένο μπροστά στά πόδια της καί ανοιγοκλείνει απαί φιδιού με τήν άτρόμητη με λαψή Γιαράμπα. Τέλος τό τε σια τά σαγόνια του. Ή Γ ιαράμπα κυττάζει χα ρ άστ ι ο έρπ-ετό κατ αψ ερ νε ι νά τυλίξη -ολόκληρο τό κορ μένα γύρω τηρ καί ούτε βλέ μί τής άμοιρης κοπέλλας με πει, ούτε ακούει κανόναν. Μά δεν έχει καιρό γιά χά τις κουλούρες του και νά άρχίζη νά σφίγγεται. Τά κόκικα σιμό. ιΠρέπει νά τρέξη άμέ αναίσθητο λα τής νέας τρίζουν απαίσια σως κοντά στον καί ό θάνατος έρχεται νά τή Ταμπόρ. Νά τον σώση,.. σκεπάση με τις μαύρες φτεΟΙ αστραπές ρχουν γίνει ρούγες του. πιο συχνές τώρα καί ή τρο Ή Γιαράμπα ξεφωνίζει μ’ πική μπόρα άπό στιγμή σέ άπόγνωσι καί φρίκηι τό όνο στιγμής θά ξεσπάση,. Ή νέα μα^ τού αγαπημένου της συν ξαναβρίσκει εύκολα στο φώς τρόφου : τους τό βότανο πού είχε ξε<ρύ — Ταμπόοορ ! Ταμπόοορ ! γει άτό τά χέρια της. Τό αρ Καί κλείνοντας τά μάτια πάζει μέ λαχτάρα καί κάνει παραδίνεται στο μοιραίο. νά τρέξη κοντά στο συντρο Λεν προφθαίνει νά ξεψυχή φό· της. ση όμως. Τήν ίδια στιγμή, Σταματάει όμως προτού τάει τό βότανο καί πασχίζει -με χόρια και πόδια να ξεφύ γη. άπό τις κουλούρες ^ τού τρομερού ερπετού. Στο θο λωμένο της μυαλό σφηνώνεται ή σκέψι πώς και άν ακόμα τό φίδι δεν καταφιέ,ρη νά τήν ϊτνίξη και νά την καταβροχθί ση, πάλι τό μεγάλο κακό που φοβάται, θά^ γίνη. Χάσομε ρώντας στην υπεράνθρωπη πάλη πού είναι υποχρεωμένη νά κάνη μαζί· του, ή άκατά σχετη αιμορραγία του Ταμπόρ θά συνεχίζεται.·.. Και άν καμιμιά φορά, καταφέρη νά φθάση ζωντανή κοντά του> εκείνος δεν θά είναι πιά ζων τανός.
Γ
ΤΑΡΖΑΝ
9
ρά; Χωρίς νά φιλήσω τό πε ρήφανο καί τίμιο ματωμένο μέτωπό του; Καί προχωρεί άογά,^πένθι μα ποος τό «νεκρό» σύντρο φό της. Ό Ταμποο βρίσκεται α κόμα έκεί. στήν Τδια θέσι πού τον είχε άφήσει τρέχοντας γιά τό βότανο. "Ουως μέ τήν πρώτη ματιά πού τού ρίχνει ή πανώρια Γιαοάμπα, τά με γάλα μαυροποάσινα μάτια ιης άνοίγουν διάπλατα άπό χαοουμενη- έκφρσσι. Πάνω στην πληγή τού κε φαλιού του έγουν μπή τά βό τσνσ πού πρέπει. Ή αιμοο ρανία έχει σταματήσει πιά. Καί ψιθυρίζει ευτυχισμέ νη: — "Ας εΐναι καλά ό καη μένος ό Μπουτάτσ πού τον φρόντισε καί τούσωσε τή ζωό! Παραξενεύεται σμωρ πού δ*ν βλέπει τό νάνο έκεΐ καί φωνάζει γαοούμενη: — Μπουτάτσαα! Πού εί σαι, καλέ μου Μπουτάτσ, νά σέ Φ'λήσωωω! Σγεδόν άυεσως. μέσα βα θειά άπό τή σπηλιά, άκούγεται ή Φωνή του: — Ούτε νά μέ φιλήσης, ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ούτε νά μέ δαγκώσηρ. έρχο ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ μαι! Μόνο σαν πεθάνω·, θά ΜΩΣ^ κάτι συλλογιέ 6γώ άπό δώ μέσα. ται πάλι καί η πέτοα Οι πρώτες γοντοές στανόξεφεύγει άπό τό χέρι νερ τής νεροποντήσ πού άρ της, ψιθυρίζοντας σά νάχιζε παι, πέφτουν στο ποόσωπο ραμιλάη: τής μελαψής κοπέλλσσ. Ή — "Όχη ακόμα... Πώς Γισοάαπσ πού είν/αι άφαντα θά πεθάνω χωρίς νά τον όν- στα δυνατή, σκύβει άμέσως τιικρύσω για τελευταία φο καί σηκώνει στα χέρια της ξεκινήση. Το μυαλό της, ττού ξανάρχισε στο μεταξύ νά δου λεύη, μια φοβεοή ιδέα έρχε ται νά το ξανασκοτίση. Και μονολογεί σαν τρελλή: _ ·— "Όχι. Είναι άργά τπά! Τόση, ώρα ττού πάλευα με το φίδι, το αίμα του Ταιμπορ ξε χυνόταν σά νερό πηγής. Α πό ώοα πολλή Βά ξεψυχήση! Τί θά πάω νά .κάνω κοντά του; Θεέ μου! Πώς θά μπο ρέσω νά τον άντικρύσω νε κρό; ! ■Καί συνεχίζει τούσ συλλο γισμούς της μέ την Τδια ψρί κη και άιπόγνωσι: — ^Υστερα τί τη θέλω πιά τη ζωή μου, αφού τό υπέροχο αυτό πσλληκάρι χάθηκε;Πώς θά χωρέση τον πόνο μου ή ζούγκλα, οσο απέραντη και άν είναι;! Κ αί άρπάζοντας άπό κά τω μιά μεγάλη πέτρα, παίρ νει φόρα γιά νά κτυττήση, μ* αφάνταστη δύνσμι και όομή στο κεφάλι της. Μιά... δυά... τοεΐς φοοές. "Οσο νά χάση τις αισθήσεις της! "Ωσπου νά σωριαστή κάτω νεκρή ά πό τά Τδια της τά χέρια! 5Από τά δικά της θανατερά κτυπήματα!
Ο
10
βαιρύ καί άναίσθητο παλληικόςρι. Και ^γυρίζοντας άμε σως προχωρεί μέ δυσκολία προς τό άνοιγμα τής σπη, λιάς. Ταυτόχρονα ό λιθοβο λισμός ξαναρχίζει και μιά βροχή άπό /μικρές και μεγά λε(^ πέτρες πέφτουν πάνω στην άμοιρη νέα και τη κτυ πουν δυνατά στο κεφάλι και στο κορμί. Ή Γιαράμπα πονάει άφάν τοοστα και νοιώθει ιματωμένα τά φοβερά κτυπήματα πού δέιχτηικε. Μά κάνει κουράγιο και προχωρώντας, δσο πιο γρήγορα μπορεί καταφέρνει νά μπάση τον Ταμπόρ στο άνοιγμα τής σπηλιάς και νά τον κρύψη, στρίβοντας άμέσως δεξιά. Ό λιθοβολισμός διακόπτε ται πάλι καί ή μελαψή κόρη παρατάει μαλακά κάτω τον
Ο ΜΙΚΡΟΣ
γο
*Η Γιαράμπα σηκώνει στην άγκαλιά της τον Μποντάτα για νά τον φιλήση.
Τρομακτική τροπική μπόοα εχει ξεσπάσει στήν άγρια καί παρ θένα Ζούγκλα.
άναίσθητο Ταμπόρ καί ξανα φωνάζει ψιθυριστά: — Μπουτάτα! Που βρίσκεσαι λοιπόν; Δεν θά βγής νά μάς βοη'θήσης πάλι; Είμαι καί γώ τραυματισμέ νη στο κεφάλι καί στο κορμί! Ό κωμικοτραγικός Τσουλούψης βγαίνει αργά άπό την κρυψώνα του στο βάθος τής σπηλιάς καί προχωρεί φοβι σμένα προς τό μέρος που βρί'σκεται ή Γιαράμπα. Καί ή, φωνή^ του τρέμει καθώς σε λίγο τής λέει: — Μυστήρια ποάγματα, κυρά Τέτοια μου! Τό φάντα σμα είναι πολύ ζόρικο! Ή πανώρια κόρη τον ση κώνει στήν άγκαλιά της μέ λαχτάρα καί κάνει νά τον φΐλήση:
ΤΑΡΖΑΝ
Π
— Σ’ ευχαριστώ, Μπουτά τα ,μου! "Αν δεν ήσουν έσύ, ό Ταμπόρ θά εΐχε ττεθάνει! Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ
ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛ Ο Σ νάνος βάζει τη ιμικρή παλάιμη του μττροστά στο στόμα της για νά μή τον
©
φιλήση: — Στόπ! Πέσ’ μου πρώτα εις τί όφείλω την τιμήν του ασπασμού σου! — Μά άψοΰ έσωσες τον Ταμπόρ! Με τά βότανα πού έβαλες στην πληγή του στα μάτησε ή αιμορραγία. ’Αλ λοιώς θά είχε ξεψυχήσει. Ό Μπουτάτα άποφαίνεται σοβαρά: — Τότε νά μένη , τό βύσ-
— "Οχι, Γιαράμπα! Δεν υ πάρχουν φαντάσματα και βρυκόλακες.
Γο ατρόμητο Ελληνόπουλο πετιέται έξω άπ* τη σπηλιά του και σέ λίγες στιγμές...
οίνο! Τό φιλί σου νά πας νά τό δώσης στό... φάντασμα! Ή νέα μένει άναυδη: — Τί> θέλεις νά πής; τον ρωτάει. Καί ό Τσουλούφης, ρίχνον τας φοβισμένες ματιές γύρω του, τής εξηγεί: — "Απαξ καί μου φώναξες έκανα την καρδιά μου^ παλιό σίδερο καί βγήκα. Κάθομαι, τό λοιπόν πάνω στό κούτελο τοϋ Ταμπόρ, καθότι... — Τί; Κάθησες πάνω στην πληγή του; Γιατί; τον ρω τάει :μέ άπορίσ ή Γιαράμπα. — Κάθησα καθότι τά όπίισθιά μου τυγχάνουν πολύ ...αιμοστατικά! Ή μελαψή κόρη δεν κατα λαβαίνει τίποτα, μά καί δεν τον ξαναδιακόπτει. Καί ό
Ο ΜΙΚΡΟΣ
12
Μπουτάτα συνεχίζει την άμ ψήγησί του: — Τό λοιπόν έκεΐ πού κα θήμουΚ/α και τον θεράπευα, μου δίνει μια σπρωξιά και πετάγομαι πέντε κουτρουβά λες πέρα... — Ποιος; ό Ταμπόρ; —Δεν φαντάζομαι. Μάλ λον τό φάντασμα! — Τό φάντασμα!; Κι3 ε σύ τί έκανες; —- Είπα νά τό ταράξω στις σφαλιάρες, μά 5έν ήξε ρσ άν είχε... μάγουλα! Τί δηλαδή; "Έτσι ερήμην θάρρι χνα τις σφαλιάρες μου; Στο γάμο του Καραγκιόζη, πού λένε;! — Και τί έκανες; τόν ξα ναρωτάει ή Γιαράμπα. — Τί νά κάνω; Μάζεψα τά βρεγμένα μου και... — Ποιά βρεγμένα σου; —Τό παντελόνι μου! Δεν σου είπα πώς εΐχα ^καθήσει «αί μοστατ ι κά»; Μουσκε μμ α είγε γίνει άπό τό αίμα! — Και ύστερα; — Ύστερα τό βάζω στα πόδια, μπαίνω στη σπηλιά, τραβάω βαθειά μέσα ^καί κρύ βομαι στο τσόφλι μιας μεγά λης καρύδας. Ή πανώρια κοπέλλα ψιθυ ρίζει ξανά σά νά μιλάη στον εαυτό της: — "Ωστε «αυτός» ήταν πά λι; Ό ίδιος πού χτύπησε τρν Ταμπόρ πήγε όταν έλειπα και σταματώντας με τά βό τανα τό αίμα, του έσωσε τή ζωή. "Υστερα ήρθε και σέ μέ να και έσφαξε τό φίδι πού
λίγο άκόμα καί θά μ5 έπνι γε... Καί άναρωτιέται χαμένα* — Μά τί είναι επί τέλους αυτός ό άόρατος άνθρωπος; Εχθρός,^ή φίλος; — Ούτε τό ένα, ούτε τό άλλο, μουρμουρίζει ό Τσουλούφιηις. — Καί τί είναι; τόν ρω τάει. ^— Φάντασμα! Φάντασμα μέ τσαρούχια! ΜΙΑ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ ΚΡΑΥΓΗ
ΑΦΝΙ ΚΑ ένας κεραυ^3 νός πέφτει πολύ κοντά, §Μ3 στην κορφή κάποιου ά~ πο^ τά γιγαντιαΐα δέντρα πού βρίσκονται έξω άπό τή σπη λιά. Ό τρομακτικός κρότος του είναι ένα πολύ δυνατό σόκ γιά τόν αναίσθητο Ταμ πόρ. Καί τό υπέροχο 4Ελλη νόπουλο αρχίζει νά συνέρχε ται. Σέ λίγο βρίσκεται ορθός καί ή Γ ιαράμπα του έχει έξηγήσει,^ μέ λίγα λόγια, τά μυστηριώδη καί άνεξήγητα γεγονότα πού είχαν μεσολα βήσει. Ό νέος μένει γιά πολλή ώρα βαθειά συλλογισμένος. Τέλος μουρμουρίζει }-ΐέ προσ τι άθει α σά νά μ ή θέλη νά πή αυτό πού λέει: — Μιά φοβερή υποψία γυ ροφέρνει, Γ ιαράμπα, στό νοΰ μου... — Ντρέπομαι νά τήν πώ... — Νά τήν πώ εγώ πού δέν ντρέπομαι; ρωτάει ό Τσου-
ΤΑΡΖΑΝ
13
λούφη-ς. Και συνεχίζει σά νά νο πού άμα τό βράσης στον ήλιο καί πιής τό ζουμί του του άπακρίθηκαν «ναι»: γίνεσαι άσματος! Αύριο τό — Τό λοιπόν: Και στη δι π.ρωΐ θά ψάξω νά τό βρω καί •κή μου κεφάλα ίμια υποψία χορεύει σάμπα! Μου πέρασε θά γίνω.οβ ή ιδέα πώς τό φάντασμα εί — Φάντασμα μέ τσαρού ναι ό... Ταιρζάν! χια; τον ρωτάει χαμογελών —- Σ κοπή ! του φωνάζει τας ή Γ ιαράμπα. αυστηρά 6 Ταμπόρ. άρ — "Όχι, τής άποκρίνεται. χοντας τής ζούγκλας ζή! Φάντασμα μέ... περικεφα — Δίκιο έχεις, συμφωνεί λαία ! συλλογισμένος ό Μπουτάτα. Στο μεταξύ ή τροπική μπό ’ Αν τά είχελ κακαρώσει θά έρ ρα έχει ξεσπάσει σε όλο τό χόταν νά μάς κ άλεση... στην τρομακτικό μεγαλείο της. κηδεία του. Ξαφνικά μιά σπαρακτική Ή Γιαράμπα κυττάζει πα γυναικεία φωνή * ξεχωρίζει μέ ράξενα στά μάτια τον άδελ σα στο κακό καί στο πανδαι Φικό' της σύντροφο: μόνιο πού γίνεται έξω: — Και γώ Ταιμπόρ... Και — Ταμπόοορ! Γ ιαράμπα! γώ όπως και σύ και ό Μπου Τσουλούφη,ηη! τάτα, τό ίδιο υποψιάζομαι. Τό Ελληνόπουλο παραξε Ατρόμητο, όπως πάντα νεύεται: τό 1 Ελληνόπουλο βγαίνει σά —Ποιος σου είπε πώς έγώ σίφουνας έξω άπό τή σπη υποψιάζομαι τον Ταρζάν. λιά. Καί σέ λίγο ξαναγυρί— Μά ποιος άλλος θά ζει τραβώντας άπό τό χέρι μπορούσε νά είναι .μαζί καί τή Ζαλάν. Είναι καί οί ουό τά δυο: καί έχθρός μας καί τους μούσκεμα άπό τή βρο φίλος ,μας. Μάς χτυπάει βέ ΧΠβαια^. Μά όταν βλέπη πώζ κιν ^ — Τρελλάθηικες, Ζολάν; δυνεύει ή ζωή μας, δεν αφήΓ τη ρωτάει μόλις μπαίνουν νει νά χαθούμε. Μάς σώζει μέσα. Τί ζητάς τέτοια ώρα την τελευταία στιγμή από έδώ; Πώς δεν σέ σπάραξε του χάρου τά δόντια! "Έτσι κανένα πεινασμένο θεριό στο άλλωστε δεν κάνει πάντοτε; δρόμο; Πώς σέ άφησε ό Ταρ Ό Ταμπόιρ βρίσκει λογι ζάν νά φυγής μονάχη άπο κούς καί σωστούς τούς συλ τήν σπηλιά; λογισμούς τής συντρόφισσάς Ή όμορφη ξανθέιά κοπέλ του. "Ομως τής αποκρίνεται: λα ξεσπάει σ’ ακράτητους —Δεν ξέρω... Μά ένας ζωντανός άνθρωπος δεν μπο λυγμούς. Ή Γ ιαράμπα κάνει τά άδύνατα— δυνατά γιά νά ρεί νά γίνη φάντασμα!... τή συνεφέρη. — Μπορεί καί παραμπορεϊ, του αποκρίνεται ό Μπου — Έπΐ τέλους! Π άψε νά τάτα. Έγώ ξέρω ένα βότα 'κλαΐς, κρλή μου φίλη! Πέσ"
14
ιμας λοιττόν τί σού συμβαί νει ! — Καλέ άστηνε να κλάψη νά ξεθυμάνη, τή συμβουλεύει ό νάνος. Ή Ζολάν χορταίνει κάπο τε τα δάκρυα και ιμέ βουρ κωμένα ,μάτια γονατίζει ιμπρο στα στον Ταιμπάρ: -— Άρχοντα τής ζούγκλας του λέει. Λυπήσου ·με καί κράτα με στη σπηλιά σου! Ό Μπουτάτα την ακούει καί ^μουρμουρίζει κουνώντας χαρακτηριστικά την κεφάλα του: — Πάει αυτή! Δεν για τρεύεται ! Ό νέος άνασηκώνει παραξενεμένος τή θετή κό,ρη, του άρχοντα τής ζούγκλας: /— ΕΤιμαι ό Ταμπόρ, τής λέει. Δέν είμαι ό Ταρζάν.
— Λιητήσοι/με. άρχοντα τής Ζούγκλας, λέει ή Ζολάν στον Ταμπόρ!
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή Ζολάν ψιθυρίζει πένθι μα: Ναί, «"Αρχοντα τής Ζούγκλας»! Μά ό Ταρζάν δέν ζή πιά! ΕΝΑΣ ΙΝΔΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Σ ΠΑΡΟΥΜΕ όμως τά Αϋλ συνταρακτικά αύτά γε«ΤίΒιγονότα μέ τή σειρά τους: Πριν τέσσερις ιμέρες' ό Ταρ ζάν, βγαίνοντας πρωΐ — πρωΐ στο κυνήγι καί ψθάνοντας στο πρώτο ξέφωτο, ατά δπου τακτικά περνούσε, είχε μιά^ απρόοπτη καί παράξενη συνάντησι: ?Ηταν ένας μεγα λόσωμος λευκός καί ξανθός άνδρας ιμέ συνοδεία άπό ώπλι σ μένους ιμαύρους του μεγά λου λιμανιού. Ό άρχοντας τής ζούγκλας άντι κράζοντας τον άνδρα αυ τόν μένει ακίνητος σά νά τον κτάπη,σε κεραυνός στο κεφά λι. ίΓιά πολλή ώρα τον κυττάζει κατάπληκτος σά νά βλέπη πρώτη φορά λευκό άνθρω πο στή ζωή του. Κι* όταν καμ μιά φορά αρχίζει νά συνέρχε ται, ρωτάει ψιθυριστά: — Ποιος είσαι εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; — Μαχάτα, ιμέ λένε, τού αποκρίνεται εκείνος. Είμαι Άγγλος γενημένος καί μεγαλωμένος στις Ινδίες. ’Από εκεί έρχομαι! Είχαν πέσει στά χέρια [μου φωτογραφίες σου κι* ήθελα νά δώ μέ τά μά τια μου άν είσαι ίδιος μ5 αυτές 1 -— Μόνο ιμ’ αυτές; ψιθυρί-
ΤΑΡΖΆΝ
15
ζει χαμένα ό Ταρζάν. Καί κά νει νοητόν ρωτήση.: —Ξέρεις ττώς έγώ κι5 έσύ... — Καί βέβαια τό ξέρω. Κι* αν δεν τό ήξερα απτό τις φωτογραφίες, θά τοβλεττα τώ ρα, τόν διακόπτει ό Ινδός. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας δεν χορταίνει νά κυττάζη τόν άγνωστο αυτόν άνδρα πού ήλ θε άπό τίς Ινδίες, τή μακού νή χώρα του μυστηρίου, των ψακίριδων ικαί των θαυμάτων. Κι’ άττό την πρώτη, στιγμή νοιώθει μια Ανεξήγητη συμ πάθεια γι' αυτόν. , Οί δυο άνδρες κάθονται σέ λίγο κάτω άπό τή σκιά κά ποιου δέντρου κι’ ό ένας άνοί *0 υπέροχος Ταρζάν άντιμετωγει τήν καρδιά του στον άλ πίζει Ατρόμητος τήν έπίθεσι λον. Οι μαύροι τραβιώνται πα των μαύρων. ράμερα καί περιμένουν. (Πρώτος ό Μαιχάτα μιλάει ρεσι του Βουδδισμού πού έστον Ταρζάν γιά τήν εξωτική πέτρεπε τά πάντα στούς πι χώρα του καί γιά κάθε παρά στούς τηςχ έκτος άπό τήν Αξενο κι* ανεξήγητο πού συμ φαίίρεσι τής ζωής του συναν βαίνει σ’ αυτήν... Του μιλάει θρώπου. Οί οπαδοί τής αίρέγιά τούς φακίρηδες της πού σεως των «Ελευθέρων Βουδμπαρουν νά σταματούν τήν 6ιστών» δπως λεγόταν, μπο καρδιά καί τήν ανάσα τους. ρούσαν ατιμωρητί νά λένε ψέ Πού μπορούν νά θάβονται ματα, νά συκοφαντούν νά Α ζωντανοί καί ν' άνασταίνων- τιμάζουν νά κλέβουν καί νά ται ύστερα άπό μέρερ καί εβ κάνουν κάθε κακό πού θά μπο δομάδες άκόμ·α... Του λέει ρούσε νά καλυτερέψη τήν πρό πώς κι* αυτός εΐχε σπουδάσει σκαιρη αυτή ζωή τους. Μόνο τις ιμαγικές αυτές τέχνες. ανθρώπινο πλάσμα δεν έπρε Πώς στις Ινδίες ήταν έδεοευ πε νά σκοτώσουν. Γιατί άν νητής καί κυνηνός των άγρι το έκαναν αυτό, τότε καί όλα ων κι' έπιιβλαβών θηρίων πού τ’ άλλα έπιτρεπόμενα αμαρ σπάρσζσν τούς δυστυχισμέ τήματα πού είχαν διαπράξει νους * Ινδούς, ή κατέστρεφαν στη ζωή τους, θά περνούσαν τις σοδειές τους. Τού μιλάει μαζί μέ τό φόνο, στο ...Θείο καί γιά τή θοηισκευτική αίρε-&, Ποινικό Μητρώο καί θά τό πού είχε άσπασθή καί ά-^πλήρωναν μέ σκληρές τιμώνήκε. 9Ηταν μια παράξενη αΤ-Μρίες στη Μέλλουσα Ζωή, με-
16
τά τό θάνατό τους! Ό άρχοντας της Ζούγκλας ακούει μαγεμένος τον Ινδό, τι ου για πολλή ώρα του περί γράψει τά τόσο παράξενα κι* Ενδιαφέροντα πράγματα τής μακρυνής Πατρίδας του. Κι* όταν καμιμιά φορά τε λειώνει, αρχίζει αυτός νά του μιλάη γιά τή Ζούγκλα, γιά τούς ιθαγενείς τά θηρία και τά τέοατά της και γιά κάθε παράξενο ή φοβερό πού συμ βαίνει σ’ αυτήν... "Υστερα, σάν κάποια παοά ξένη δύναιμι νά λύνη τή γλώσ σα του, αρχίζει νά του λέη πράγματα πού ίσως δεν έποε πε νά του πή: Του μιλάει γιά τον έαυτό του, γιά τή ζωή του, τά βάσανά του καί τούς φόβους του... Δεν άφήνει τίποτα καί κα νένα (μυστικό πού νά μή του τό πή. Του μιλάει σά νά μήν μπορή νά κοατηιθή. Σάν υπνω τσμένος. ■ "Ωσπου τέλος φθά νει στο σημεΐο νά του έξομολογηθή κάί κάτι πού δεν τό είχε πή ποτέ σέ κανέναν ώς τότε: — Θά έπρεπε νά εΐυαι ευ τυχισμένος άρχοντας έδώ στή ρμορφη; κι* απέραντη Ζούγ κλα. Κι* όμως δεν εΤμαι, κα λέ μου Μσχάτα. — Γιατ ι, Ταοζάν; — * Υπάρχει έδώ ένας "Ελ ληνας. Ταμπόο, τον λένε. ΕΤ ναι έξυπνο, δυνατό κι* άτοόμητο παλληκάοι!... Οί ιθαγε νείς έχουν άογίσει νά λογαριά ζουν περισσότερο αυτόν, πα ρά έυένα! Άογά ή γρήγορα θά μέ γκρεμίση άπό τό θρόνο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
πού ιμέ τόσους άγώνες και αΐ μα έστησα έδώ, καί θά βασιίλεύση αυτός! Έλα στή θέσι μου, Μαχάτα. Και μόνο νά σκεφτώ πώς ιμιά μόρα θά βρε θώ ένας αδύναμος κι* άσήμαν τος λευκός μέσα στο βασίλειο πού έγώ έδημιούργηισα, μέ πιάνει τρέλλα. — -Γιατί δέν τον σκοτώ νεις; ρωτάει χαμογελώντας μέ απορία ο Ινδός. Έσύ δέν ανήκεις στήν αΤρεσι τών «Ε λευθέρων 'Βουδδ ιστών» πού άπαγορεύεται ό φόνος. Ό Ταρζάν κουνάει τό κε φάλι του. —Κι* αυτό ^τό έχω σκεφτή... Μά φοβάμαι πώς αν μονομαχήσω μαζί του δέν θά βγή έκεΐνος ό νικημένος. Εί ναι πολύ πιο νέος άπό μένα... Ό Μαχάτα γελάει τώρα: — Μά τόσο αφελής είσαι λοιπόν νά σκέπτεσαι νά μονομαχήσης μ* αυτόν; Χά. χά’ χά! Μποοεΐς νά τον ντυπήσης πσώπλατα. Μποοεΐ νά τον Φαομακώσηις. μποοεΐ, μπορεί, μποοεΐ... Και πόσα δ*ν μπο ρεΐς νά κάνης γιά νά τον βγά λης εύκολα και ποοπαντός σί γουρα άπό τή μέση. ΑΠΡΟΟΠΤΗ ΕΞΕΛΪΞΙ Σ
ΑΡΧΟΝΤΑΣ τής Ζούγ κιλας πετιέται όρθιος. Τό πρόσωπό του παίρ νει έκφιρασι άγριας περηφάνει ας, καί λέει: — Δέν είμαι δολοφόνος, Μαχάτα! Δολοφόνοι είναι μο νάχα οί δειλοί! Ό Ινδός εξακολουθεί νά
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
γ ελάτι: —Χά, χά, χά! Δειλός^ εί σαι όταν τον άφήσης ελεύθε ρο νά σέ γκρεμίση από το θρόνο σου! Καί γενναίο θά σέ ττοΰνε όλοι όσοι :μάθουνε πώς σκότωσες ένα τόσο έξυ πνο δυνατό κι" ατρόμητο παλ ληικάρι! "Ετσι γίνεται στον Κόσμο, Ταρζάν! Τον νικητή τον χειροκροτούνε κι* οί νικη μένοι ακόμη! Φτάνει νά νικήσης στη Ζωή καί τό πώς θά νικήσης, μονάχα οι αποτυχη μένοι -θά τό κουβεντιάζουνε! χά, χά — Τά λόγια σου είναι πα ράξενα, Μαχάτα! Πολύ θά ή θελα νά σκέπτωμαι κι’ εγώ έ τσι... Ό Ι νδός τού έπαναλαμβάνει: — Σκότωσε τον ^Ταμπόρ, σού ιλέω! Πολύ λυπάμαι που οι θρησκευτικές μου δοξασίες δεν τό επιτρέπουν. ’Αλλοιώς θά σ^ έβγαζα εγώ από αυτό τον κόπο. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας κλονίζεται: — Λεν μπορώ, Μαχάτα, Δεν 'βαστάει ή καρδιά ,μου. Πολλές φορές έχω δοκιμάσει νά τού κάνοο κακό. Μά τήν ί δια στιγμή άν τον δώ νά κινδυνεύη θυσιάζω καί τή ζωή μου ακόμα γιά νά τον σώσω! — Τότε τί νά σού κάνω; "Ο,τι νά σου συμβή, θά ^εΐσαι άξιος τής τύχης σου! Μέ συγ χωρής πού σού ιμιλάω έτσι -μά παρ’ όλο πού τόσο λίγο γνω ριζόμαστε, σέ νοιώθω σάν άδελφό ,μου. Σάν δίδυμο αδελ φό μου!
17
Ό Ταρζάν ψιθυρίζει σά νά ,μιλάη ιμέ τον εαυτό του: — Δέν μπορώ νά τον σκο τώσω! Τό καλύτερο θά ήταν νά τον ανάγκαζα νά φύγη α πό εδώ... Νά ,μείνω μονάχος εγώ άρχοντας καί κύριος τής απέραντης Ζούγκλας μέ τούς ανθρώπους, τά θηρία καί τούς Θησαυρούς τηις. (Καί γυρίζοντας ρωτάει τον I νδό: — Πές ιμου, Μαχάτα... Συ πού είσαι από τή χώρα τού μυστηρίου, τών θαυμάτων καί φακίρηδων, δεν ξέρεις κανένα μαγικό τρόπο νά κάνω τον Τα μπαρ νά φύγη από εδώ; — Καί δέβαια ξέρω 1 Νά πεθάνη,ς καί νά γίνης βρυκσλακας νά τον κυνηγάς! -αφνικά όμως τά όμορφα γαλάζια μάτια τού Ινδού φω τίζονται παράξενα. Πετιέται όρθιος καί — εντελώς απρο ειδοποίητα — τινάζει μιά τρο μακτική γροθιά στο πρόσω πο τού Ταρζάν, φωνάζοντας ταυτόχρονα ατούς μαύρους του: —Πιάστε τον! Δέστε τον! Καί μουρμουρίζει μονολο γώντας : — "Ο,τι μπορώ νά κάνω γιά τον εαυτό μου, δέν τό κά νοο γιά κανέναν άλλον! Ό άρχοντας τής Ζούγκλας, πού δέχτηκε τήν τρομακτική γροθιά, ταλαντεύεται γιά μιά στιγμή, αλλά δέν πέφτει. Ό Μαχάτα εκμεταλλεύεται τήν ευκαιρία καί τού δίνει δεύτε ρη καί τρίτη, πιο δυνατές άπό τήν πρώτη, μουγγρίζοντας:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
13
— Δεν κάνεις έσύ για άρ χοντας τής Ζούγκλας -μέ τό σους θησαυρούς I Ό Ταρζάν ούτε και μέ τις δυο αυτές γροθιές πέφτει. 5Αν τίθετα, τά φοβερά κτυπήματα πού δέχτηκε, ξυπνάνε τούς υ περάνθρωπα δυνατούς μυώνες του. Ταυτόχρονα σχεδόν κι* ο! δυο γροθιές του μαζί τινάζον ται και κτυποϋν, δεξιά κι* άρι στερά, ιστό πρόσωπο του άπαίσιου Μαχάτα! Ό Ινδός γκρεμοτσακίζεται κάτω. Στο μεταξύ όμως φθάνουν οι μαύροι του και χύνονται ν’ άρπάξουν τό (μανιασμένο άρ χοντα τής Ζούγκλας. Μά^ό Ταρζάν ιδέν είναι από τούς ανθρώπους πού παραδίνονται
εύκολα στούς αντιπάλους, ό σο πολλοί κι' άν είναι αυτοί. Μέ αφάνταστη ορμή άντιμε τωτίζει την έπίθεσί τους, κτυ πώντας δεξιά κι5 αριστερά του καί σωριάζοντας κάτω τούς «πληρωμένους» κακούρ γους! Είναι όμως τόσοι πολ λοί ! Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
ΣΤΕΡΑ άπό μερικές ώ ρες, ό Ταρζάν ξαναγυρίζει στη σπηλιά του σέ κακά χάλια. Τό πρόσωπο, τό κεφάλι του, τό στήθος του κι* ολόκληρο τό κορμί του εί ναι καταματωμένα. Μονάχα ή Ζολάν βρίσκεται
Υ
Ό Ταμπόρ δίνει ξαφνική φοβερή γροθιά στον άρχοντα τής Ζούγκλας
ΤΑΡΖΑΝ
Οι ιθαγενείς θάβουν τον άρχοντα τής Ζούγκλας σ’ ενα λάκκο.
εκεί. Ή Μπουμπού έχει φύγει γιά τό χωριό της, ικΓ ή άμοι ρη ικοπέλλα ξεφωνίζει άττεγνω σμένα μόλις τον βλέπει: — Ταιρζάν! Πατέρα μου! Τ| έπαθες;! θηρία ή άνθρω ποι σέ σπαράξανε; Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πέφτει ατά ατρωαίδια του κΓ αναπνέει βαρεία. Ή φωνή του βγαίνει σαν βογγητό μέσα α πό τά κτυπημένα του στήθη : — "Ενας λευκός, Ζολάν... "Ενας "Αγγλος από τί<^ 1 Ιν δίες... "Ιδιος κι5 απαράλλα κτος μ1 έμενα. Κανένας δεν θά μπορούσε νά μάς ξεχωρί ση. Ήρθε νά με σκοτώση γιά νά παρουσιαστή στη θέσι μου Νά γίνη αυτός ό Ταρζάν, ό άρ
χοντας τής Ζούγκλας! Χτυπή θηκα μαζί του. Μαζί και με τούς μαύρους του, ικαί1... — Τον σκότωσες, πατέρα; ρωτάει με ιάγωνία ή ξανθέιά κόρη. — Τού είχα πή όλα τά μυ στικά μου... "Ηξερε όλα όσα ξέρω κΓ έγώ... — Καί τον σκότωσες, πα τέρα; ξαναρωτάει ή Ζολάν. Ό Ταρζάν χαμηλώνει τά βλέφαρά του καί ψιθυρίζει: -— (Πεθαίνω, Ζολάν!... Πε θαίνω, κόρη μου! Είναι φανερό πώς δεν θέλει ν’ άποκριθή. "Ισως νά ντρέπε ται νά σμολογήση πώς άφαίρεσε τη ζωή ένός λευκού άνθρώπου. 'Καϊ τό χειρότερο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
2ΰ που ήταν "Αγγλος, συμπατρι θύτης του... Ίο ξανθό «κορίτσι τά έχει χαμένα. Στριφογυρίζει στη σπη]λιά χωρίς νά ξέρη τι νά κάνη. — Νά τρέξω νά φωνάξω τον Ταιμπορ και τη Γκχιράμπα του λέει. Αυτοί ξέρουν τά βο τάνια πού θά σε σώσουν! — "Οχι, ψιθυρίζει ό ετοι μοθάνατος. Μισώ τον Ταμπόρ Δεν θέλω νά τον άντιικρύσω τις τελευταίες στιγμές τής ζωής ιμου! Σάν πεθάνυη βρυκάλαικας θά γίνω νά του ροσφήξω τό αίμα... ■Καί καθώς αρχίζει ό επι θανάτιος ρόγχος του, αποτε λειώνει: — Σάν δης καί ξεψυχήσω νά τρέξης στο κοντινό χωριό των ιθαγενών... Νά σκάψουν ένα ιβαθύ λάκκο πίσω από τή σπηλιά... Νά με σκεπάσουν μέ χώμα καί τ’ αγριολούλου δα τής αγαπημένης μου Ζούγ κΛας! .Κι* εσύ, νά φυγής άμέ σως!, καλό μου κορίτσι. Νά παρακάλεσης τούς ιθαγενείς νά σε κατεβάσουν στο μεγά λο Λιμάνι.... Νά ξαναγυρίσης στη μακρυνή Αμερική, την πατρίδα σου... Κάτω από τά στρωσίδια /μου έχω σκάψει έ να μικρό λάκκο. Ψάξε καί θά βρής μέσα χρυσές λίρες γιά νά πλη,ρώσης τούς Ιθαγενείς καί γιά τά ναυλα σου... Ή άμοιρη κοπέλλα ξεφωνί ζει σπαρακτικά: — "Οχι, Ταρζάν! Δέν θέ λω νά πεθάνης, πατερούλη μου! Εκείνος συνεχίζει σά νά
μη την ακούσε: — Ευχή καί κατάρα στ’ άφήνω: Νά ιμή μεινης στιγμή μονάχη σου σ’ αυτή τή σπή λιά. Νά φυγής άμέσως για το μεγάλο Λιμάνι... I ια την πατρίδα σου... Άλλοιώς, βρυ κόλακας θά γίνω καί γιά σέ να ! Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυρ^ί σου με στη σπηλιά τού Ταμπόρ τά τραγικά έκ^ιΐ/α μεσάνυχτα μέ τούς λι θοβολισμούς, τούς κεραυνούς καί την τρομακτική τροπική μπάρα. ώίχαμε αφήσει τή Ζολάν νά ψ.θυριζη πένθιμα στο £Ελλη νόπουλο : — Ναί, «"Αρχοντα της Ζούγκλας»! Μά ό Ταρζάν δεν ζή πιά! Καί τούς άφηγεΐται άλα δσα τής είπε ό θετός πατέ ρας της γυρίζοντας έτοιμοθά νατος στη σπηλιά τους. "Υστερα, ανάμεσα σέ πό νε μένους λυγμούς, συνεχίζει: — Μια ολόκληρη ώρα κρρ τησε ό επιθανάτιος ρόγχος του. Τέλος χαμήλωσε τα βλε φαρα κι’ άπόμεινε ακίνητος σά ν’ αποκοιμήθηκε... »’Ακούμπησα τ’ αυτί μου στ’ ανοιχτό στόμα του κι’ ή ανάσα είχε σταματήσει. ^"Ε βαλα τό χέρι μου στο στήθος του κι’ ή καρδιά του δέν χτυ πούσε πιά! »"Αρχισα νά ξεφωνίζω σάν τρελλή από τον τρόμο καί τήν άπόγνωσί μου! Οί δυνα
ΤΑΡΖΑΝ
τές φωνές μου1 έφθασοτν μέχρι το κοντινό χωριό μέ τά χορταρένια καλύβια. "Ενα μπου λούκι μαύροι ιθαγενείς εφθα σαν σε λίγο άλαφιασ,μένοι! Στην αρχή νόμισαν πώς ό Ταρζάν είχε λιποθυμήσει. Μα γρήγορα είδαν κι* αυτοί πώς ήταν νεκρός... » Αγαπούσαν τον άρχοντα τής Ζούγκλας καί λυπήθηικαν πολύ για τό θάνατό του... Μέ χρι τό δειλινό είχαν σκάψει έναν πολύ βαθύ λάικικο, όπως τό είχε ζητήσει. Βάλαμε μια προβιά λιονταριού κάτω και τον άποθέσαμε πάνω σ’ αυ τή. "Υστερα τον σκεπάσαμε μέ άλλη μια τέτοια προβιά. Και σωριάσαμε πάνω άπσ αύ τή τό ιάγαπημένο του χώμα τής Ζούγκλας. Τέλος σκέπα σα τον τάφο του μέ πολύχοω υα και μυρωμένα άγριολούλου δα, πού τά είχα μαζέψει τις ώρες πού άνοιγόταν ό βαθύς λάκκος... Ή Ζολάν σταματάει για υιά στιγμή καί σκουπίζει τά δάκρυα άπό τά μάτια της μέ τη ράχι τής παλάμης. Ό Μπουτάτα, πού τόση ώ ρα άκουγε σιωπηλός, κατσα ρώνοντας μέ τά δάκτυλα τό θρυλικό του τσουλούφι, ανα στενάζει τώρα: — Ό Θεός νά συγχωρέση την ψυχάρσ του! Καί προσθέτει: — Αλλά εντάξει στο λόγο του όμως, έ; Είπε πώς θά μπρουκολακιάση καί μπρουκολάκιασε! Ποιος τον άκούει όμως..· 'Ρ Ταμπαρ κι5 ή Γιαράρττα
21
κρέμονται άπό τά χείλη τής Ζολάν. Κι’ έκείνη συνεχίζει: — Την πρώτη νύχτα οί μαύροι εμειναν μέχρι τό πρωί στη σπηλιά γιά νά ιμού κρα τήσουν συντροφιά. Σάν βγή κε ό ήλιος έφυγαν. κι5 έγώ, σκάβοντας κάτω άπό τά στ ρω σίδια τού νεκρού Ταρζάν βρή κσ ένα μικρό σακικουλάκι μέ λίρες. Στους ιθαγενείς δεν εΤ πα τίποτα γιά τό μεγάλο Λι μάνι, γιατί δεν εΐχα αποφα σίσει ακόμα άν θά φύγω!... »Τή δεύτερη: νύχτα ήλθαν πάλι οί καλοί ιθαγενείς νά μού κρατήσουν συντροφιά... Κατά τά μεσάνυχτα όμως μάς φάνηκε σά ν’ άκούσαμε παρά ξενους θορύβους πίσω άπό τή σπηλιά. Προς τό μεοος πού βρισκόταν ό τάφος τού άρχον τα τής Ζούγκλας. Ούτε έγώ δμως, ούτε κανένας άπό τούς μαύοους, τολμήσαμε νά βγού με έξω γιά νά δούμε... Ό φό βος μάς έκανε δλους νά συμ φωνήσουμε πώς τίποτα θηρία η άγοίμια θά ήταν πού μαλλώναν μεταξύ τους. » Απόψε ήταν ή τρίτη, νύ χτα! Ή πιό τραγική άπ’ ά λες! ’Από τή δ’ύσι τού ήλιου ή σπηλιά άρχισε νά πετροβο λιέται. Κι* έγώ κι5 οί άλλοι ιθαγενείς πού είχαν ξανάρθει νά μού κρατήσουν συντροφιά, δέν βλέπαμε κανέναν νά πετάη τίς πέτρες αυτές! Κι* δ μως κάποιος τίς πετούσε, πού έπρεπε μάλιστα νά βρίσκετα! πολύ κοντά μας. Αφού κατάφερνε /μ5 αυτές νά χτυπάη τούς ιθαγενείς τίς περισσότε ρες φορές στα κεφάλια! Μρ-
22 νάχα σ’ έμενα δεν πέταξε καμμιά πέτρα! "Ολες περνοΰ σαν δεξιά «κι* Αριστερά μου. Καμμιά δεν χτυπούσε έπάνω μαυί... »Οί μαύροι στην αρχή δεν ανησύχησαν πολύ, νομίζοντας πώς ^κάποιος δικός τους τις πετούσε γιά νά τούς φοοίση. Σαν δ μ ως έψαξαν όλόικληρη τή γύρω περιοχή, κι’ ενώ δεν υπήρχε κανένας, οι πέτρες έξακολουθούσαν νά πέφτουν, μέ παράτησαν τρομοκρατημέ νοι και τδβαλαν στά πόδια γιά τό χωριό τους... »Σικέφθηκα και γώ νά φύ γω άπό τή σπηλιά και νά τρέξω πίσω τους... Μά ή πε ριέργεια νίκησε τό φόβο μου και έμεινα. "Ηθελα νά ^δώ πώς θά τελείωναν δλα αυτά τά παράξενα φαινόμενα. »Μιά Αναπάντεχη και άδι
*0 άρχοντας τής^ Ζούγκλας γυ ρίζει στη σπηλιά του σέ κακά χάλια.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
καιολόγητη άψοβία ,μέ έκανε νά συλλογιστώ τά λόγια πού τόσες φορές είχα ακούσει α πό ^ σένα, «"Αρχοντα τής Ζούγλας». Ό Ταμπόρ ταράζεται: —Δεν θέλω νά μέ ξαναπής έτσι, τήζ λέει ψυχρά. Ούτε είμαι, ούτε θέλω νά γί νω άρχοντας τής Ζούγκλας. Ή ζούγλα είναι Αρχόντισσα δλων μας. Σ’ αυτήν υπάκουα πάντοτε και σ’ αυτήν θά ύπα κούω πάντα! Ή Γιαράμπα ρωτάει περί εργη τή Ζολάν: —Τί λόγια είχες Ακούσει τόσες φορές άπό τον Ταμ πόρ; — "Ελεγε πώς φαντάσ^ια τα δέν ύπάρχουν. Καί πώς ό,τι γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο γίνεται άπό δντα πού ζούν καί κινούνται! Ό Τσουλούψης κουνάει τήν τεράστια κεφάλα του: — "Αμ, τέτοιες βλακείες μάς λέει άκόιμα. Γι’ αυτό κΤ ό μπάρμπα Φάντασμας τού βάοεσε <μ ιά πέτρα στο τσερβέλλο καί τον άφησε τρεις ώοες νά πααασταίνη τόν ψό φιο ποντικό! — Τώρα θυμήθηκα, λέει ή Ζολάν, άκούγοντας τήν τελειυ ταία λέξι τού Μπουτάτα. Τό θάνατο τού Ταοζάν τόν εί χα δή ποίν μέρες στο όνει ρό :μου. Ποοχωρούσαμε. λέεμ μαζί μέ τό μακαοίτη σέ μιά έοηιμη πεοιοχή τής ζούγκλας δτσν ξαφνικά ένα άμέτοητο κοπάδι άπό χιλιάδες άρου ραίους ξεχύθηκαν πάνω ιμσς, μάς Ιρριξαν κάτω και δρχι-
ΤΑΡΖΑΝ
σαν νά δαγκώνουν και νά κα ταβραχθίζουν τίς σάρκες μας. Τότε. έγώ... Ό Ταμπόρ τη διακόπτει: — Είπες πώς απόψε άπο φάσισες νά μείνης στη σπη λιά.. Τί έγινε μετά; — Τίποτα... Ό λίθο βόλι» σμός σταμάτησε αμέσως μό λις έφυγαν οι Ιθαγενείς... — Και γιατί έφυγες και ήρθες εδώ; — "Οσο πεονούσε ή ώρα και νύχτωνε άρχισα νά φο βάσαι ,μονάχη σου. Καί δταν εΤ5α τον ούοανό νά συννεφιά ζη και κατάλαβα πώς θ’ αρ χίσουν οι αστραπές, οΐ κε ραυνοί και ή μπόρα, βγήκα άπό τη σπηλιά τ,ρέχοντας σάν τρελλή. "Ωσπου έφτασα έδώ... Την Τδια στιγμή κρότος τρομακτικού κειοαυνου άντηχεΐ. Σχεδόν ά)μέσως ένα άπαίσιο μουγγρητό άκούγεται και ό μύστη ο ιώδης λιθοβολι σμός Εσναοχίζει. Οί πέτοες—^υικ,οές και με γαλές— πεονάνε υέ ώριμη ά πό τό άνοιγμα τής σπηλιάς και πέφτουν μέσα. Ό Μπουτάτα ξεφωνίζει κα τεΥθουσιασυενος: — Μποόβο λεβέντη, Φάν τασμα! Κουβάλα πέτοες νά χτίσουμε καμμιά πολυκατοι κία! Ο ΑΠοατοτ... ΜΠθντΑΤΑΜ©ΡΩΠΟΙ!
ΕΧΡΙ τό ποωΐ —λί γο ποιν βγη ό ήλιος κοστήσε η νεροποντή και ό φοβερός αυτός
Μ
Ό Ταρζάν ξεψυχάει κ® Ζολάν ξεφωνίζει σπαρακτικά.
λισμός τής σπηλιάς. Ό Ταμπόρ βγαίνει τώρα έ ξω γιά^ νά ψάξη στο φώ^ τής ημέρας μήπως άνακαλυ ψη τίποτα νά φώτιση τό πα ράξενο αυτό μυστήριο. "Υ στερα ^ λογαριάζει νά πάη στον τάφο του άρχοντα τής ζούγκλας για νά τον ράνη κι5 αυτός ιμέ λίγα μυρωμένα άγριολούλουβα. Αέν προψθαίνει όμως νά προχωρήση, γιατί έξω άπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς ^καί πάνω ατό λασπωμένο χώμα άπό τή νεροποντή, άντικρυζει τά άχνάρια Λάπό γυμνές άνθρώπινες πατούσες.^ Ή Ζο λάν πού βγαίνει άμέσως έ ξω τά αναγνωρίζει μέ φρί κη : — Είναι πατημασιές του Ταρζάν, ^ ψιθυρίζει χαμένα. Είναι άδύνστο νά γελιέμαι! Αιθοβο
24
Ό Τσουλούφης τή ρωτάει με σοβαρό ύφος πραγματο γνώμονα: — Δεν μου λες, σέ παρα καλώ: πάσα δάχτυλα είχε σέ κάθε πόδι του ό συχωρεμέ νος. — Μά πέντε, κάνει σαστι ϋιμένο τό λευκό κορίτσι. Ό Μπουτάτα σκύβει και μετράει με προσοχή τά δά χτυλα άπό τά άχνάρια μιας πατούσας: — *Ένα, δυο, τρία, τέσσε ρα, πέντε... Και άποφαίνεται σοβαρά: — Εντάξει, του Ταρζάν είναι! Ό Ταμπόρ προσέχει πώς τ’ άχνάρια των γυμνών συ των ποδαριών, προχωρούν σ’ ένα μονοπάτι πού βγάζει πρός τό βορρά. Χωρίξ νά χά ση καιρό άκολουθεΐ τις πατη μασιές αυτές κάί βλέπει νά φθάνουν και νά σταματούν στον τάφο του Ταρζάν... “Οταν ξαναγυρίζη στη σπη λιά του ό Μπουτάτα λείπει άπό κεΐ: — Πήγε νά βρή ένα βό τανο πού θά τό βράση στον ήλιο, θά πιή τό ζουμί του και θά γίνη άόρατος, τον πληρο φορεΐ γελώντας ή Ζολάν. Ή ξανθέ ιά Αμερικανίδα, σιγου ρεμένη τώρα, ανάμεσα σέ τό σους συντρόφους, έχει μισοξεχάσει τον Ταρζάν και αρ χίζει νά ξαναβρίσκη τό κέφι της. Αλλά καί ό Ταμττόρ νοιώ θει χαρά πού ξαναγύρισε στη σπηλιά του ή παλιά ρμντόφισσα και ιμέ τς> ίδιο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κέφι και αυτός λέει σ’ αυτήν και στη Γιαράμπα: — Μόλις πιή τό ζουμί ά πό τό βότανο νά κάνουμε ό λοι πώς δέν τον βλέπουμε... Ό Μπουτάτα θά πίστέψη πώς γίνηκε αόρατος καί μέ τά αστεία πού θά κάνη, θα διασκεδάσουμε κάπως τή λύ πη μας γιά τό χαμό του άγα πημένου μας Ταρζάν... Σύμ φωνοι; — Σύμφωνοι, του άποκρί νονται ^ καί οι δυο μαζί μ’£να στόμα. Καί νά: .Σέ λίγο φθάνει ό κωμικοτραγικός Μπουτάτ α μέ τό μαγικό βοτάνι του. Το βάζει στον ήλιο μέ νερό μέ σα σ’ ένα τσόφλι καρύδας. Κι* όταν τό νερό άρχίζει να καίη τό πίνει μονορρούφι. Περνάνε λίγες στιγμές κι’ ή Ζολάν φωνάζει δυνατα, έ τοιμη νά ξεκαρδιστή στά γέ λια: —Μπουτάτααα! Έ, Μ που τάτααα! Μά που πήγε έπί τέλους; Τώρα δέν ήταν εδώ; Ό Τσουλούφης πού βρί σκεται μτροστά στά πόδια του λευκού κοριτσιού, χαμογε λάει μέ ικανοποίησι καί δέν άποκρίνεται. Ό Ταμπόρ καί ή Γιαράμ πα βοηθάνε τήν ύπόθεσι: λ— Κάπου έδώ ήταν, μά θά πήγε καμμιά βόλτα φαίνε ται... Πεοίμενε καί όπου νά νοι θά ξαναγυρίση. Ό Μπουτάτα. πού είναι βέβαιος πιά πώς έχει γίνει αόρατος, άρχίζει νά τράγου δάη ένα δικό του τραγουδά*κι;
15
ΤΑΡΖΑΝ
«Τί ωραία πού περνάμε στής ζούγκλας την αγκα λιά: πότε ξάπλα στό γρασίδι, πότε ξάπλα στη σπηλιά!» Ή Ζολάν διαμαρτύρεται: λ —Μά δεν τον άκούτε πού τραγουδάει; 5 Εδώ ,μπροστά μας είναι. Στραβωθήκαμε και δεν τον βλέπουμε; Ό Τσοϋλούφιη-ς συλλογιέ ται με άπογοήτευσι: — -Κρίμα! Ή # φωνή ,μου δεν έχει γίνει... αόρατη,! Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν και ή Γιαιρήμπα ·μέ ιμεγάλη δυσκο λία συγκροτούν τά γέλια τους. ^ Τέλος ό ιμεγαλοκέψαλος νάνος, για νά βγάλη το άχτι του— μια καί είναι αόρατος —-πλησιάζει πότε τον Ταμ πόρ καί πότε τίς κσπέλλες καί αρχίζει νά τούς... ταράζη στις σφαλιάρες! — "Ωχχχ! ’ρχχχ! λ κάνε^ι καθένας τους κάθε φορά που τίς τρώνε. Μά ποιος ιμάς χτυ πάει; Μήπως ξαναγύρισε τό φάντασμα; — Ναί, ρουτΎρίζει μέ βρα χνή φωνή ό Τσουλούφης. Ε γώ σάς πετούσα καί τή νύ χτα καί τίς πέτρες!... Θυιμη θήτε μου τό βράδυ νά σάς... ξαναπετάξω! Ό Ταμπόρ κάνει τάχα πώς ψάχνει στά στραβά μέ^ τά χέρια του ικαί τον αρπάζει από) τό λαιιμό: — Κάτι έπιασα, φωνάζει παραξενεμένος. Κάτι έπια σα ιμά δεν τό βλέπω! — 5Αφού δεν τό βλέπεις, παράτατο κάτω, .μουγγρίζει
ο Μπουτάτα πού νοιώθει νά πνίγεται μέσα στη χερούκλα τού Ελληνόπουλου. Ό Ταμπόρ ανοίγει την παλάμη του καί ο Τσουλού φης πέφτοντας κατώι, κάνει νά τό βάλη στά πόδια. ^ Εκεί νη τή στιγμή παρουσιάζεται ξαφνικά ή λεπτεπίλεπτη Μπουμπού, πού έχει ;μάθει τό θάνατο του Ταρζάν καί ερχε ται αναζητώντας τή Ζολάν. Βλέπει όμως τό Μπουτά τα καί μ ή ξέροντας πώς εί ναι αόρατος τον χαιρετάει: — Ζωή σέ λόγου σου, γλύ κα μου! Σάν λίγο αδύναμος ■μου φαίνεσαι! Ό καϋμός μου θά σέ φάη, καί σένα, μετά συγ χωρήσεως. Ό Μπουτάτα παραξενεύε ται: — Στραβο,μάρεζ έχεις ε σύ καί μέ βλέπεις; τής λέει. Άκόιμα δέν πήρες χαμπάρι πώς εΐ,μαι αόρατος; Ή Μπουμπού κάνει νά τον άρπάιξη από τό τσουλούφι γιά νά τού τίς βρέξη: — Τί αόρατος καί ξεαόρα τος, γλύκα μου; Εμένα πάς νά ικρροϊδέψης; Ό χοντροκέφαλος νάνος το βάζει στά πόδια καί έξσφανί ζεται ακολουθώντας στήν τύ χη τό ιμονοπάτι πού τρα βάει κατά τό βορρά. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΑΛΑ καί τήν άλλη νύ κτα ό λιθοβολισμός |α ναρχίζει, χωρίς κανέ νας πάλι νά ξαναφαίνεται. — Ό Ταρζάν έχει βρυκο-
26 λοοκιάσει και βγαίνει άπό τον τάφο του για νά μάς έκδικη 6ή, συμφωνούν ή Ζολάν και ή Γιαράμπα. —Φαντάσματα και βρυκόλακες^ δεν υπάρχουν, επανα λαμβάνει ό Ταιμπόρ. Θά πάω, τώρα αμέσως, νά ανοίξω τον τάφο ^ του. ^ Θά δήτε πώς ό Τα,ρζάν βρίσκεται μέσα. "Ε τσι θά καταλάβετε πώς δεν μπορεί ένας νεκρός που είναι στον τάφο του, νά κάνη και βόλτες γύρω στη σπηλιά μας και νά ράς πετροβολάη[ Και κινείται γιά νά βγή έξω και νά χαθή μονάχος σπό σκοτάδι της νύχτας. — Θάρθω και γώ, τού λέει αποφασιστικά ή Γ ιαράμπα. — Και γώ, την άικολουθεΐ η Ζολάν. — Κι* έλάγου .μου μετά
Οι μαύροι ^ ιθαγενείς φεύγουν τρομοκρατημένοι^άπ* τή^ σπηλιά του νεκρού Ταρζάν.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή Ζολάν ραίνει μέ^ Αγριολού λουδα τον τάφο του Ταρζάν.
συγχωρήσεων, φωνάζει τρίτη η Μπουμπού, τακτοποιώντας τη μοντέρνα αλογοουρά της. Τρελλαίνουμαι γιά τά μακά βρια! Ό «αόρατος» Μπουτάτα δέν βρίσκεται εκεί γιά νά πή: — Πάμε, αλλά εγώ... δέν έρχομαι! * ^ $ Στο σκοτάδι πού προχω ροΰν γιά νά φθάσουν στον τάφο τού Ταρζάν, ό αόρατος εχθρός τούς ακολουθεί οχι μονάχα πετώντας πέτρες, μά καί μουγγρίζοντας τώρα: — Φύγετε άπό τή ζούγ κλα μου! Φύγετε άμέσως! Θά σάς ρουφηξω τό αίμααα! — Καλέ ποιος είναι αυ τός πού ιμάς πετροβολάει καί μουγγρίζει ιμετά συγχω ρήσεως, ρωτάει με άπορία
ΤΑΡΖΑΝ
ή Μπουμπού. — Τό φάντασμα του Ταρ ζάν, τής άποκρίνεται σιγά και τρέμοντας από τό ψόιβο της ή Ζολάν. Τό γοητευτικό «σκιάχτρο Ήης ζούγκλας» ενθουσιάζεται: , — Καλέ και δεν μου τό λέτε πώς ό Ταοζάν έγινε. φαντασμαγορικός; Θά του πώ νά μέ πάρη στον τάφο του καμαριέρα, μετά συγχω ρήσεως! Οι πέτρες όμως πέφτουν συνέχεια ή μιά πίσω από την άλλη καί πολλές από αυτές βρίσκουν καί κτυπούν πάνω στους τέσσερις συντρόφους. Τό έξυτνο μυαλό όμως του Ταμπόρ βρίσκει άμέσως τό αντιφάρμακο. Τραβάει τις συντρόφισσές του άπό τό μο νοπάτι πού δέν βρίσκονται πέτρες καί συνεχίζουν την πο
βλέπω φωνάζει ό Ταμπόρ.
ρεία τους προχωρώντας μέσα οπό τά χαμόκλαδα καί^ άπό την πυκνή καί άγρια βλάστητ σι. Καί τό κακό σταματάει άμέσως. Ό Βρυκάλακας δέν βρίσκει πιά στά μέρη αυτά πέτρες γιά νά τούς πετάξη. Ή Μπουμπού διαμαρτύρε ται: —Καλέ πάμε από τό μο νοπάτι νά κάνη ό άνθρωπος τό κέφι^του! Πετρούλες του Θεού μάς πετάει ό καϋμενού λης, Θεός σχωρέστονε! *
εΟ Ταμπόρ ακολουθεί τις πατη μασιές του βρυκόλακα καί φθά νει στον τάφο τοΰ Ταρζάν,
*
*
ΕΤναι μεσάνυχτα πιά όταν ό Ταμπόρ καί οί τρεις κοπέλ λες φθάνουν στον τάφο του άρχοντα τής ζούγκλας. Μαζεύουν άμέσως, άπό γύ ρω, μεγάλες μυτεοές πέτρες καί άοχίζουν νά σκάβουν, τραβώντας τά άφοάτα χώμα τα μέ τά χέρια τους0
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28
Και νά: Σέ λίγο βρί σκουν την πρώτη λιονταρίσια προβιά. Τη σηκώνουν καί από κάτω άντικρύζουν κάτι φόβε ρό καί απίστευτο: την άλλη προβιά! Ό Ταρζάν δεν βρίσκεται μέσα στον τάφο του! Ό Ταμπόρ, ή Ζολάν καί η Γιαράμπα κυττάζουν ^ακί νητοι, με γουρλωμένα μάτια, τό κενό μνήμα του. Ή Μπου μπου προσπαθεί νά τον δικα ιολογ ήση: — Θά στεναχωρέθη,κε ό γλύκας μου, φαίνεται. Καί δεν είχε άδι+ίο εδώ που τα λέμε... Είναι ίμερος αυτό γιά νά ξημεροβρσδυάζεται ένας άνθρωπος που είχε μάθει νά ζή έξω στον καθαρό άερσ, μετά συγχωρήσεως; Οι τέσσερις σύντροφοι ξα ναγεμίζουν αμέσως τό λάκ κο με τά χώματα που είχαν βγάλει έξω. Ή Γιαράμπα μουρμουρίζει συλλογισμένη: — Έγώ τό περί μένα ^πώς θά βρίσκαμε άδειο τον τάφο.. — Γιατί; ρωτάει ή Ζολάν. — Γ ιατί οι βρυκόλακες βγαίνουν τη νύχτα καί τριγυ ρίζουν έξω. Καί λίγες στι γμές πριν την ανατολή του ή λιου, ξαναγυρίζουν καί μπαί νουν στά μνήματά τους... Ό Ταμπόρ γυρίζει καί κυττάζει την αδελφική συντρσφισσά του: — Άν είναι έτσι, τότε τό πρωΐ που θά ξανανοίξουμε τον τάφο, πρέπει ό νεκρός Ταρζάν νά βρίσκεται μέσα;.. Επεμβαίνει ή Μπουμπού:
—- Καλά, βρε άδερφέ! Κι" άν δεν «βρίσκεται δεν χάλασε ό κόσμος! Μακαρίτης είναι ό άνθρωπος! -Ποιος ξέρει τί τρε χάματα θά έχη γιά νά βγάλη τά διαβατήριά του γιά τον "Άλλο Κόσμο, μετά συγχωρή σεως! Ο ΝΕΚΡΟΣ ΛΡΑΠΕΤΕΥΕΙ
ΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ νύκτα ό Ταμπόρ, ή Ζολάν, ή 'Γιαράμπα κι3 ή Μπου μπού, την περνάνε μέσα στη σπηλιά του πεθαμένου άρχον τα τής Ζούγκλας. Κι3 δταν ό χρυσός ήλιος ξεπετάγεται πά νω στον ουρανό, πίσω από τά μαικρυνά γαλάζια βουνά, ξανανοίγουν ολοι μαζί πάλι, τον τάφο. Κι5 αυτή τή φορά όιιως εί ναι άδειος. "Άδειος, όπως άκριβώς τον άφησαν τά μεσάνυκτα. — Τώρα τΐ λέτε; ρωτάει 6 Ταμπόρ ενώ τά μεγάλα μαύ ρα μάτια του λάμπουν παρά ξένα. — Είναι ανεξήγητο!, ψιθυ ρίζει χαμένα ή Γ ιαράμπα, —Είναι απίστευτο!, κά νει ή Ζολάν. — Είναι πολύ φυσικό!, πε τάγεται κι" ή λεπτεπίλεπτη ά ρσπινούλα. Καί προσθέτει: —Καλέ γιατί παραξενευό σαστε πού λείπει; Δικαίωμά του είναι νά φεύγη καί νά έρ χεται δ,τι ώρα θέλει! Σέ τά φο βρίσκεται ό άνθρωπος κι* όχι σέ κρατητήριο..., μετά συγχωρήσεως!
Τ
Ό Ταμπόρ μένει για ττολλή ώρα βαθεια συλλογισμένος. Τέλος μουρμουρίζει σά νά μιλάη ,μέ τον εαυτόν του: — Πρώτη φορά στη ζωή μου βρίσκομαι μπροστά σε ενα τόσο σκοτεινό μυστήριο! -έρω καλά πώς οι νεκροί δεν βγαίνουν από τούς τάφους τους. Κι5 διμως εδώ βλέπουμε πώς ό Ταρζάν... —"Ωστε άκόιμα λοιπόν δεν πιστεύεις πώς ό Ταρζάν έγι νε βρυκόιλαικας; τον διακόπτει ή Γιαράμπα. — Έσύ τό πιστεύεις; τή ρωτάει. — Βεβαίως τό πιστεύω πιά. "Ολες οι πράξεις του δεί χνουν πώς ήταν ό άρχοντας τής Ζούγκλας. Χθες τά μεσά νυχτα σε χτύπησε με την πέ τρα κι5 ύστερα σάν είδε πώς θά πέθαινες από την αιμορ ραγία, σε πρόλαβε καί σ’ έ σωσε. Έμενα μ5 έσωσε, κόβον τας πέρα για πέρα τό κεφά λι τού φιδιού πού θά μ’ έτρω γε... Ή τακτική αυτή δεν δεί χνει πώς ό αόρατος βρυκόλακας είναι τού Ταρζάν; "Ετσι δεν έκανε πάντοτε κι5 όταν ζούσε; Πρώτα μάς χτυπούσε γιά νά μάς έξοντώση, κι5 ύ στερα: σάν έβλεπε πώς κινδυ νεύαμε, θυσίαζε κΓ αυτή τή ζωή του γιά νά μάς σώιση*!... Τέλος μην ξεχνάς πώς ανοί ξαμε δυο^φορές^ τον τάφο του καί δεν τον βρήκαμε μέσα. Τί πρέπει νά φανταστούυε λοι πόν; Πώς τρέχει γιά τά δια βατήριά του; όπως είπε ή Μπουμπού. "Ή πώς γίνηκε βρυκόλακας, δπως είπε ό ί
διος πριν πεθάνη, στη Ζολάν; Τό Ελληνόπουλο μονολο γεί πάλι, αά νά μην την άκου ο ε: —■ ΜπορεΤ νάχουν κλέψει καί τό πτώμα του... Αυτοί οί παράξενοι θόρυβοι καί τά μουγγρητά πού άκουισαν ή Ζολάν .κι* οι ιθαγενείς τή δεύ τερη νύχτα τής ταφής, ϊσω.ς νά μην ήταν θηρία κι5 ατγιρί^ μια πού τσακώνονταν μεταξύ τους. 'Αλλά νά ήταν τό ξεθά ψιμο κι5 ή αρπαγή τού νεκρού. Ή Ζολάν χαμογελάει ειρώ νικά: — ·Κι’ όταν κλέβουν ενα πτώμα, μαυγγρίζουνε καλέ Τ αμττόρ; — Καί βέβαια μουγγρίζου νε, τής άπαντάει. Μουγγρίζου νε γιά νά φοβηθούν όσοι βρί σκονται κοντά έκεΐ καί νά μη βγούνε νά τους ίδούν, ή νά τούς εμποδίσουνε... ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
ΤΑΜΠΟΡ άρχιζει αμέ σως νά έξετάζη στις ξερομενες πιά λάσπες γύ ρω από τον τάφο, τ5 άχναρια από τις πατημασιές τού βρυ κόλακα. Καί νά: Τ’ αχνάρια πού δ πως είχε 6ή καί χθες έφθα ναν καί σταματούσαν στον τά φο, συνεχίζονταν καί πέρα α πό αυτόν, σε μικρή άπόιστασι. Φαίνεται πώς το Φάντα σμα αφού έφθανε στον τάφο, σκαρφάλωνε σ’ ένα από τά δέντρα πού βρισκόταν κοντά καί προχωρώντας από κλαδί σέ κλαδί, έφθανε καί πηδούσε
Ο
Αρκετά μέτρα ·μακρυ& άητ5 ε κεί. "Ύστερα συνέχιζε τή,ν πο ρεία του σπως έδειχναν οί ττα τημασιές του ιάπό έκεΐ και πέ ρα. :·. — 'Καί γιατί έκανε δλες αυτές τις Ακροβασίες; ρωτάει πάλι ή Ζαλάν. — Μά για να χάσουμε τά ίχνη του, προλαβαίνει και της Αποκρίνεται^ ή Γιαράμπα. Συμφωνεί κι5 ή Μπουμπού. —Ναι καλέ!... Πού ξέρεις; Μπορεί κι* οί πεθαμένοι νά παίζουνε κρυφτό! , —Μπράβο Μπουμπού, της κάνει σοβαρά, ένθουσιασμέ νος ό Τομπόρ. Είπες κάτι πο λύ σωστό! ^Πραγματικά, τό φάντασμα μάς παίζει τό κρυ φτό. Εμπρός λοιπόν. "Ας πα ρακολουθήσουμε τ’ Αχνάρια του νά τό βρούμε... Κι5 ολοι μαζί ξεκινάν* Αμε
Οί Αγριοι φύλαρχοι βέρνουν^ Α λύπητα τον «Αόρατο» Μπουτάτα
σως Ακολουθώντας πιστός τις πατημασιές Από τά ποδάρια τού παράξενου βρυκόλακα. Δεν προφθαίνουν όμως νά προχωρήσουν πολύ, δταν συ~ ναντιώνται μέ τον Μπουτάτα πού έρχεται Από τό ίδιο μονο πάτι. Κάνουν πάλι πώς δεν τον βλέπουνε, μά ό μαύρος νάνος τούς σταματάει Αλαφιασμέ νος: -— 5Αφήστε τό «δούλεμα», πιά,^ γιατί μ’ αυτή την «Αορα τοσύνη» μέ κάνανε... άσπρο στο ξύλο! ΚΓ Αρχίζει νά τούς έξηγή γρήγορα: — Ό «Μακαρίτης» είναι ζωντανός ί... — (Ποιος μακαρίτης; Ό Ταρζάν! Τον είδα μέ τά μάτια μου καί τον άκου σα μέ τ’ αυτιά.μου! Νά τον δήτε: Μιά χαρούλα είναι, πού νά μην άβασκαθή! ,Ό πεθαμός τού έκανε καλό! ^— Πού τον είδες; Μίλα λόι πόν!, τον ρωτάει μ5 Αγωνία ό Ταμπάρ. /—Σέ μιά σπηλιά, τ’Αποκρίνεταυ ^Ηταν μαζί μέ ένα μπουλούκι Από φυλάρχους καί ^κουβεντιάζανε. Έγώ, μιά κι* ήμουν Αόρατος μπήκα μέ σα καί γιά νά σπάσω πλάκα άρχισα τούς φύλαρχους στις σφαλιάρες. Κλάφ, στον έναν κλάφ στον άλλον... Μά αυτοί δέν ξέρανε πώς ήμουν Αόρα τος καί μέ σπάσανε στο ξύ* λο. Τέλος, μέ πετάξανε μέ τις κλωτσιές έξω Από τή σπηλιά. —■ "Υστερα;
ΤΑΪΒΑΝ —Μά έγώ ξαναμπήκα κρυ φά μέσα, κι* ακόυσα τον Ταρ ζάν νά τούς βγάζη λόγο και νά τούς λέη: «Μη σάς φαίνε ται παράξενο πού με βλέπε τε μπροστά σας ζωντανό, ένώ ξέρετε πώς πριν άπό τέσσερις ή μέρες είχα πεθάνει καί με θάψανε... Κ άπο ι ο ς ^ φ ακ ί ,ρης που ήλθε στη Ζούγκλα από τις μάκρυνες Ινδίες μου έμα θε πολλά μυστικά. "Έτσι μπο οώ ακόμα νά διατάζω τό χά ρο καί νά παίρνη τις ψυχές τών εχθρών μου! Φθάνει νά πώ τρία μαγικά λόγια καί μέ χρι αύριο τό πρωΐ θά έχετε πεθάνει όλοι έσεΐς πού βρι σκόσαστε έδώ. "Αν λοιττόν κα νένας άπό σάς είναι εχθρός μου, άς μου τό πή καί θά δή αμέσως άν μπορώ νά τον πεθάνω ή όχι... Μά ό φακίρης άπό τις Ινδίες δεν μου έμαθε μόνο αυτά. Ξέρω τώρα κι* να άλλο μυστικό πού μπορώ νά γίνωμαι άόρατος σάν τον άέρα καί νά περνάω σάν τον ήχο μέσα άπό ντουβάρια καί κλειστές πόρτες... Αλλοίμο νο λοιπόν σέ κείνον πού άπό δώ καί πέρα δέν θά υιτακουη τυφλά στις διαταγές μου! Θά εξοντώσω .κι* αυτόν κι* ο λόκληρη τη φυλή του... Κι* ό Τσουλούφης καταλή γει : Αυτά καί άλλα τέτοια τούς έλεγε ό ζωντανός «Μακαρί της», θεός σχωρέσ5 την ψυχού λα του! Ό Ταμπόρ τόν ρωτάει σο βαρά: Είναι άλήθεια, Μπουτά-
31
*0 Ταμπόρ λύνει γρήγορα καί ξεψιμώνει τόν άρχοντα τής Ζούγκλας.
τα, όλα αυτά πού μάς είπες; — Ναί, τ* άποκρίνεται. Καί κάνει βαρύ όρκο: ^ —■ "Αν σου είπα ψέματά, νά πάθη τριχοφάγο τό ...τσου λοΰψι μου! Τό 4Ελληνόπουλο μένει γιά λίγο συλλογισμένο καί τέλος μουρμουρίζει παράξενα λόγια. — Ό Ταρζάν πού πέθανε δεν ήταν ό πραγματικός Ταρ ζάν. Όλ αληθινός Ταρζάν ^πο λύ φοβάμαι πώς έχει πεθάνει. "Αν όμως ζή, θά είναι εκείνος πού δέν πέθανε! — Άπό την Πόλι έρχομαι καί στην κορυφή κανέλλα!, μουρμουρίζει ό Μπουτάτα. — Εμπρός, του λέει ό Τα μπόρ. Πήγαινε μας γρήγορα στη σπηλιά πού είδες τόν Ταρζάν,
5 ΜΙΚΡΟΙ 2ΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΒΡΥΚΟΑΑΚΑ
ρΐρΐ ΡΕίΣ ολόκληρες ώρες •περπατάνε 6 Ταιμττόρ, Α ή Ζαλάν, ή ιΓιαράμπα κι" ή Μπουμπού, ιμέ οδηΐγό τους τον Τσουλούφη: για νά φθάσουν στη μυστηριώδη σπη, λιά του Βρυικόλακα. Ό ατρόμητος Έλληνας α φήνει τούς συντρόφους του απ" έξω και μπαίνει μονάχος μέσα. Βρίσκει ακόμα τον Ταρ ζσν μαζί ιμέ τούς φύλαρχους τής περιοχής πού εξακολουθεί νά τούς μιλάη καί νά τούς φο βερίζη. Ό Ταμπόρ μόλις τον άντικρ,υζει πέφτει ιμέ λαχτάρα έπάνω του ικΓ αρχίζει νά τον Φ ιίλάη; — Ταιρζάν! ^ "Αγαπημένε μου άρχοντα τής Ζούγκλας! 'Ώστε ζής λοιπόν; Κι" έγώ ακόυσα πώς είχες πεθάνει καί κόντεψα νά τρελλαθώ από τη στεναχώρια «μου... Είμαι πολύ χαρούμενος κι" ευτυχισμένος τώρα πού ισέ ξαναβλέπω ζων τανό καί γερό μπροστά μου! Καί τελειώνοντας τά λόγια του, δίνει στον Ταρζάν μια τρομακτική γροθιά στο πρό σωπο. Ό άρχοντας τής Ζούγ κλας σωριάζεται βαρύς κάτω. Ό Ταμπόρ γυρίζει αμέσως στούς φύλαρχους: — Μην κουνηθή κανένας σας, τούς λέει άγρια. Καί προσθέτει προσπαθών τας νά χαμογελάση: — "Εγώ κι" ό Ταρζάν εΐμα στε φίλοι. Μπορούμε νά κάτ νουμε καί κανένα χωρατό με
ταξύ μας. Αμέσως σκύβει στον μισό αναίσθητο άρχοντα τής Ζούγ κλας καί τον συνεφέρνει γ,ρη γορα: καί τραβώντας τον από τις μασχάλες τον στήνει όρ θιο. Τού ξαναδείχνει άπειλη» τικά τή γροθιά του καί τον ρωτάει: —Πές μου λοιπόν, αγαπη μένε μου Ταιρζάν, που βρίσκε ται ό ...Ταρζάν; — Ποιος Ταρζάν; κάνει ε κείνος χαμένα. "Εγώ είμαι σ Τ αρζάν. Δεύτρρη γροθιά π ιό δυνα τή έτακαλουθεΐ ιμαζί μέ νέα ερώτησι: — Λέγε Μαχάτα. Γίού έ χεις κρύψει .τον Ταρζάν;λ Ό "Αγγλοϊνδός κακούργος χαμηλώνει πένθιμα τά μάτια του! — Ό Ταρζάν δέν ζή πια. Χτυπηθήκαμε καί τον σκότω σα. Ό Ταμπόρ τον αρπάζει α πό τό λαιμό καί τον σφίγγει .μέ αφάνταστη λύσσα καί μα νία: —- Πέθανε λοιπόν κι" εσύ, κακούργε!, μουγγρίζει. Ό Μαχάτα, ό σωσίας τοΰ άρχοντα τής Ζούγκλας, γρυίλ λίζει μέ γουρλωμένα μάτια καί στόμα ανοιχτό: —/Οχι... Ό ΤαρζάνΛζή.Λ.. Μη μέ σφίγγεις... Θά σού πώ. Τό υπέροχο Ελληνόπουλο ξεσφίγγει άπο τό λαιμό του τίς παλάμες: — Λέγε: Πού «βρίσκεται; Στο μεταξύ ή Γιαράμπα,, ή Ζολάν ^ή .Μπουμπού καί ό Μπουτάτα, πού έχουν άνησυ-
33
ΤΛΡΖΑΝ
χήσει γιά την τύχη τού Τα πλαστοπροσωπεία κ-αΐ την Α πάτη, χύνονται νά σπαράξουν μ πόρ, μπαίνουν στη σπηλιά. Ό δειλός σωσίας του Ταρ- τον ψευτοταρζάν. ζάν προχωρεί τρέμοντας προς Ό Μαχάτα τό βάζει στά τό βάθος τής σπηλιάς του. πόδια, βγαίνοντας από τη Σ' ένα σημείο είναι ένας σπηλιά, καί τρέχοντας σαν στρογγυλός λάκκος σαν ρηχό τρελλός γιά νά σωθή. Οί ψύξεροπήγαδο. Μέσα σ' αυτόν λαρχοι τον Ακολουθούν μανια βρίσκεται δεμένος και ΦΐιμΓ·ηιέ σμένοι. Κάπου θά τον φ:θάνος ό πραγματικός Ταρζάν. σουν καί θά τον τιμωρήσουν Ό δοξασμένος άρχοντας τής όπως έκτος άν καπαρθένας κι5 άγριας Ζούγ ταφέρητούνάαξίζει ξαναγίνη Αόρατος κλας ! Ό Ταμπσρ τον τραβάει α καί γλυτώση! Ό πραγματικός Ταρζάν γυ μέσως έπάνω και του λύνει τά ρίζει τώρα καί ικυττάζει βλο χέρια καί τό στόιμα. συρά τό υπέροχο Ελληνόπου Ό Μτουτάτα βλέπει τούς λο: δυο Ταρζάν πού είναι όλόϊδιοι — Σ5 ευχαριστώ πού μου καί,τρίβει τά γουιρλωίμένα ιμά έσωσες τη ζωή. τού λέει ψυ τια του: χρά. Μά δεν υπήρχε λόγος νά — Μά ιμεθυσμένος είμαι κάνης αυτόν τον κόπο. Θά κσ καί τούς βλέπω διπλούς; Στο μεταξύ οι φύλαρχοι, τάφερνα καί ιμονάχος μου πού έχουν πιά καταλάβει την σωθώ. ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΙ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΏΕΡΪ&ΔΙΚΘ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 3ος—*Αρ. 19—5ρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φάληρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Τατσούλων 19 Μ. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιάδην, Λέκκα 22, * Αθήνα ι.
Κανένας δεν πρέπει νά μείνη χωρίς νά διαβάση *
ΤΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» που θά κυκλοφορηση την έρχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
Η ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ μέ κείμενο γραμμένο από τον ΝΙΚΟ Β. ΡΟΥΤΣΟ
ΔΡΑΣ5Σ - ΠΛΟΚΗ - ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ - ΜΥΣΤΗΡΙΟ Το πιό' συναρπαστικό ανάγνωσμα Ζούγκλας άπ’ δσα εχετε διαβάσει ποτέ.
Η ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ είναι ή άποθέωσις του τρομακτικού μεγαλείου τής άγριας κι" ανεξερεύνητης Ζούγκλας. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ
Αΐν/νΗΜ4 ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΙΤΖΤΗΜΛ εκβΜΗ ΤΗ ΤΥ/λΤ/9 ΗΑΘΡ* Ο
ε/ΖΤΧ 4/ΠΑ/92& ΤΟ ΗΤΑΗΤήβ Μ! Μ£ΠΤ£Τήί ..
ο/ επτ/ε/ρεε/ε μου /?^ο/?οεΦοχ//π9/ /927α ερ/Φο^ε τ?τ9 -
οε ΑΡΡ<?γ /εεε λ/τη η
γλρτια
ΑΑ ε/ΑΡ/ Η άΤ7/9ΑΤΑ/1Η<Η/ε ΤΗ 2
2}/^ΗΣ ΤΐήΤ
Χν/νβΛ/^ΚΓ4/·
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Η ΚΛΩΤΣΙΑ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ
στό αίμα τους αρχίζει νά τρέχη... Κάποιος απ' τούς τέσ σερες αγνώστους άκούει πλάϊ Ε ΛΙΓΟ θ' άριχίση νά του, στο βάθος τής καταπα ξηΐμ είρώνη... Τό σκοτάδι κτής, τή βαρειά ανάσα κ5 ε αμως είναι βαθύ άικό<μα. ανθρώπου πού έ Τέσσερες άνθρωποι γκρε- νός άλλου χει 6ρή την ίδια τύχη μ’ αυ μοτσακίζονται 'μέσα· σε μιά τούς. Σέρνεται πάνω στά κο βαθειά στρογγυλή καταπακτή φτερά γυαλιά πού κατακομ Σπαρακτικά γυναικεία ξεφω ματιάζουν τις σάρκες του. νητά αντηχούν! Τό δάπεδο είναι στρωμένο ·με άμέτρητα 1 Απλώνει τά χέρια και τον κομμάτια γυαλιά σπασμένων βρίσκει στο σκοτάδι. Προσ μπουχαλιών. Τά .μισόιγυμνα παθεί με την αφή νά τον ανα κορ-μιά των ανθρώπων πού γνώριση. πέφτουν κάτω, κόβονται πάνω Ο άγνωστος (με τή βοήθεια σ' αυτά και τό κόκκινο αχνι ανάσα βογγάει άδύνατα τώ-
Σ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 ρα. ΕΤναι φανερό πώς περνάει τις τελευταίες στιγμές τής ζωής του. Και νά: -αφνικά ξεψυχι σμένο ψιθυρισμοί βγαίνει απ’ τά χείλια του: — Πεθαίνω! Τό αίμα μου οώθηικε πιά!... — Κ’ εσύ; Κ’ εσύ εδώ; ψι θυρίζει χαμένα ό άλλος. Και βγάζει απότομα ένα τραγικό ξεφωνητό. Άλλα καλύτερα νά τάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά τους: Είναι περασμένα μεσάνυ χτα. Τρεις σκιές διασχίζουν βιαστικά την αφέγγαρη σκο τεινή Ζούγκλα.Ή πρώτη σκιά ανήκει στον Ταμπόρ, τό άτρό μητο Ελληνόπουλο πού μέ τά ηρωικά κατορθώματά του δοξάζει την πατρίδα μας στην άγρια αυτή περιοχή της Γής. Ή δεύτερη, στήν πανώ ρια μελαψή Γιαράμπα, τήν άγνή κι5 αδελφική συντρόφισσά του μέ τήν άφοβη καρδιά καί τήν απέραντη καλωσύνη. Και ή τρίτη στον κωμικοτρα γικό Μπουτάτα, μέ τήν τερά στια τσουλουφωτή κεφάλα καί τό μικροσκοπικό κορμί. Οί τρεις σύντροφοι εΐναι γραφτό τους φαίνεται νά μή κοιμηθούνε ούτε μιά νύχτα ή συχοι. *Ύστερ* από φοβεοές καί τρομακτικές περιπέτειες μ’ έναν αόρατο ίνδό φακίρη, τόν Μαχάτα, (*) πληροφο ρούνται από κάποιο φίλο ίθα(*) Διάβαχτε το προηγούμενο τεύχος, το 19. μέ τον τίτλο: «ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ».
Ο ΜΙΚΡΟΣ γενή πώς κάτι πολύ σκοτεινό καί μυστηριώδες συμβαίνει στή Ζούγκλα. Καί τρέχουν νά διαθέσουν τις δυνάμεις^ τους καί τή ζωή τους ακόμα αν χιρειαστή, γιά ν’ αντιμετωπί σουν τόν καινούργιο έχθρό... — Αυτή τή φορά ή περιπέτειά μας δεν θά ^εΐναι μο νάχα επικίνδυνη, λέει ό Τα μ πόρ στή Γ ιαράμπα. 0ά εί ναι καί πολύ δύσκολη, γιατί ό αντίπαλός μας έχει κουβα λήσει έναν ολόκληρο στρατό από κακούργους μαύρους του μεγάλου λιμανιού... — Δέν βαρειέσαι. μαυρμου ρίζει παλληκάρίσια ό μεγάλο κέοσλος νάνος, θά τούς^ τα ράξω ποώτα στις σφαλιάρες, κι’ άν δώ πώς δυσκολεύονται νά τά κακαρώσουνε, θά τούς βοηθήσω καί μέ... κουτουλι ές! Θά μου στοαπατσαριστή βέβαια τό τσουλούφι, μά τι νά κάνω! Μπρος στή δόξα τ' εΐν’ τά κάλλη; Ό Ταμπόο τόν παραμερί ζει έλαφοά μέ τό πόδ' του κι* ό δ ιασκεδ αστικός Τσ ούλο ό ψης φθάνει κουτρουβαλώντας μονάχα καμμιά δεκαριά βήμα τα μακρυά γιατί βρέθηκε μπροστά του κάποιος κορμός δέντρου. Καί τό ' Ελληνόπουλο συ νεχίζει : — Νομίζω λοιπόν, Γιαράμπα, πώς δέν πρέπει νά πάμε μονάχοι στή μεγάλη σπηλιά μέ τούς σταλακτίτες. Νά περάσουμε πρώτα άπ’ τόν Ταρζάν καί νά τού πούμε αυ τά πού μάθαμε. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας μέ τό νού, τή
Τα^ζαν δύναμι και την πείρα του, θά .μάς βοηθήοπηι νά εξοντώσουμε το ψοβερό αυτό κακούργο... Ό Μττουτάτα δέν βάζει μυαλό. Πετάγεται πάλι: — ’Αφοϋ εΐμ5 έγώ μαζί σας, τί τον θέλετε τον Ταρζάν; Γιά νάχω νά σώσω... έ ναν παραπάνω! Μή μέ επι βαρύνετε περισσότερο, σάς παρακαλώ. Θά πάθω ύπε,ρκόπωσι! Ό Ταμπόρ τινάζει γιά βεύ τερη φορά ιμέ ορμή τό δεξί ποδάρι του γιά νά τον ...πα ραμερίση ελαφρά. Μά ό Τσου λούφης πού περίμενε αυτή τήν ευγενική χειρονομία του, προλαβαίνει καί κάνει ένα γρήγορο πήδημα προς τά ε πάνω. Τό πόδι του νέου .βρί σκει στο κενό καί χάνοντας τήν ισορροπία του σωριάζεται φαρδύς - πλατύς κι5 ανάσκε λα κάτω! — Μπούμμμ!... "Εκανε «μπουμ» τό πουλάκι μου, ξε φωνίζει ό Μπουτάτα καί τον βοηθάει νά ξανασηκωθή. Τό μ ελ αχ ρ ο ι·νό π αλληκ άρ I πετιέται ορθό, αρπάζει έξω φρένων τον ενοχλητικό νάνο καί τον εκσφενδονίζει μέ δύναμι ψηλά προς τις κορφές των άντικρυνών αιωνόβιων δέντρων. ^— Τρελλάθηκες, Ταιμπόρ! κάνει ή Γιαράμπα. Θά πέση κάτω καί θά σκοτωθή! , Ό νέος τήν καθησυχάζει: — Μή φοβάσαι. Σέ κάποιο κλαδί θά πιαστή καί θά γυρί ση γιά νά μάς ξαναμπή στή μύτηι. Γ\3 αυτό τον πεταξα ϊτρός τά δέντρα...
Καί συνεχίζουν τήν πορείοδ τους^ αλλάζοντας άμέσως μονοπάτι, ενώ ή μελαψή καπέλ λα φωνάζει δυνατά: — Μπουτάτααα! Στρίψου με δεξιά. Θά περάσουμε πρώ τα άπ’ τή σπηλιά του Ταρ ζάν. "Ελααα! Καμμιά άπόκρισι δμως δέν παίρνει. Ο ΤΑΡΖΑΝ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΤΑΜΠΟΡ κ* ή Γιαράπ μπα προχωρούν κουβεν* τιάζοντας γιά τον τρο μερό κίνδυνο πού έχουν ν' αν τιμετωπίσουν καί δέν αργούν νά φθάσουν στή σπηλιά του άρχοντα τής Ζούγκλας. Ή Ζολάν, το λευκό ξανθό κορίτσι τής Ζούγκλας, ή θετή κόρη τού Ταρζάν, κ ή λεπτε πίλεπτη μαύρη γόησσα Μπου μπού, μέ τή μοντέρνα αλογο ουρά, τούς υποδέχονται μέ βουρκωμένα .μάτια. Ή Ζολάν κάνει μιά προσπάθεια νά τούς έξηγήση, μά πνίγεται ατούς λυγμούς καί σταμα τάει. Ή Μπουμπού φαίνεται τγιό ψύχραιμη: — Νά σού έξηγήσω έγώ, γλύκα μου, λέει στο μελαχροινό παλληκάρι Ό Βασιλεύ τής Ζούγκλάς πάει καλλιά του, μετά συγχωρήσεως! Α πό τό πρω? τής χθεσινής πρω ΐσς πού σκάρισε γιά κανένα ζαρκαδάκι, δέν ξαναγύρ,σε. Μπορεί νά τον έκοψε κανένα αυτοκίνητο, μετά ξανασυγχωρήσεως. — Ό Ταρζάν λείπει άπσ χθες τό πρωί; ρωτάει μέ ά-
§
0 ίΑΙΚΡύΙ ■νΐ?-|3ί.
ττορία ό Ταμπάρ. — Ναί, του άπόκρίνονταί ο'ι λυγμοί τής Ζολάν. — Και δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής; —^ Όχι... Φοβάμαι πώς θά τον σπάραξε κανένα θη ρίο ! Ό νέος την παρηγορεΐ: ... —Αέν υπάρχουν θηρία στή Ζούγκλά ΤΓού νά μπορούν να σπαράξουι) τον Ταρζάν... Και προσθέτει κάπως ανή συχα : —, "Αν δήτε μέχρι τό πρωί καί δεν ξαναγυρίση*, τότε... ^ 'Αλλάζει ρμως αμέσως γνώμη καί συνεχίζει: — Νά ρθήτε μαζί μας... — Πότε; Τό πρωί; — Όχι·. Τώρα αμέσως. Αέν είναι σωστό νά μένετε νύχτα μονάχες δυο κοπέλλες. (0ί κίνδυνοι εΐνάί πολλοί;-
Οι τρεις σύντροφοι βιάζονται νά φθάσουν γρήγορα στη σπη λιά μέ τους σταλακτιτες.
"Έξω φρένων ο Ταμπόρ άρπά^εί ιόν ένοχλητικό Μπουτάτα και... —- Προπαντός για μένα πού είμαι καί... όμορφη,, συμ πληρώνει ή Μπουμπού. Κάτι θυμάται όμως άμεσώς καί ρωτάει: — Ό «Κεφάλας»; Πού εί ναι ό «άρραβωνιαστήρ» μου, μετά συγχωρήαεως; Πραγματικά: Ό Ταμπόρ κ’ ή Γιαράμπα, με την ενδια φέρουσα συζήτησι στο δρόμο, είχαν ξεχώσει εντελώς τον Μπουτάτα. — Πώς δεν ήρθε; ψιθυρί ζει ερωτηματικά ή μελαψή Κόρη, Μήίπως έπαθε κανένα κακό; Τό πρόσωπο του μελαχροινούπάλληκαριοΰ έχει γίνει κα τακάκκινο. Τρέμει στη σκέψι πώς ό αγαπημένος του σύν τροφος έπαθε κακό έξ αιτίας του!
ΪΛΡ2ΑΝ
&
7
— Πάμε, μουρμουρίζει α νήσυχος. Πάμε νά ψάξουμε ε κεί πού τον πέταξα... Ή λεπτεπίλεπτη, Μπου μπού αγριεύει. Ή μοντέρνα ξεκαρδιστική αλογοουρά της σαλεύει άπειλητικά: — Νά το ξέρ-ης, Ταμητό ρ: Άν τον πέταξες πουθενά καί ψόφησε, θά σε βάλω νά μου άγοράσης καινούργιον! Έμε να βέν μέ νοιάζει! ΤΟ ΔΙΧΤΥ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ΤΑΜΠΟ Ρ με τήν^ πα νώρια συντρσψισσά του και ή Ζολάν μέ τη Μπουμπού, προχωρούν βαθύ σκοτάδι τής αφέγγαρης νύχτας και φθάνουν στο ση μείο πού ό νέος είχε εκσφεν δονίσει τό Μπουτάτα προς
Ο
*0 Μπουτάτα κάνει μια γρήγο ρη κίνησι καί άποφεύγει τή φοβερή κλωτσιά.
στο Οί δυο ,κοπέλλες . υποδέχονται δακρυσμένες τον Ταμπόρ καί τή Γ ιαράμπα. τις κορφές των θεόρατων δέν δρων. — Μπουτάτααα! Μπουτάτααα, ξελαρυγγι όζοντα ι δλοι μαζί. Καμμιά δμωζ άπόκρισί 6έν παίρνουν. Ό άμοιρος Τσουιλούφης έχει γίνει άφαν τος! Ή Γιαράμπα ψιθυρίζει πένθιμα: ^ — Θ’ αρπάχτηκε άπδ κα νένα κλαδί δέντρου για νά σωθή. Μά θάτυχε νά βρίσκε ται σκαρφαλωμένος έκεΐ κα νένας πεινασ μένος πάνθηρας. Ή Ζολάν συμφωνεί: — Άλλοι ως δεν εξηγείται ή έξαφάνισί του... Ή Μπουμπού κλαίει καί χτυπιέται απαρηγόρητη: — Ώίμέ, γλύκα ,μου!... Τί θά γίνω τώρα έγώ; ^έρω τί θά μου βγή ό...«καινούργιος»;
0 Γιά ώρα ττολλή οί τέσσερες σύντροφοι εξακολουθούν νά φωνάζουν και νά ψάχνουν. Τέ λος ξαναπαίρνουν τό οςρ-χικο ιμονοπάτι πού ακολουθούσαν και προχωρούν για τή σπηλιά μέ τούς κόκκινους σταλακτίτες. (Λεν προφθάνουν όμως νά κάνουν ούτε εκατό βήματα. Ξαφνικά κ ενώ περνάνε κά τω άπ3 τά κλαδιά ενός γιγαν τόσωμου δέντρου, κάτι φοβε ρό κι3 αναπάντεχο γίνεται: "Ενα τεράστιο χοντρό· και γερό δίχτυ πέφτει πάνω ^άπ3 τά κλαδιά και τούς σκεπάζει·; Μέ απεγνωσμένες κινήσεις όλοι ζητάνε νά ελευθερωθούν, κι5 αυτό είναι ή συμφορά κι3 ό χαμός τους. Γιατί ακριβώς ιμέ τις κινήσεις αυτές μπερ δεύονται τά χέρια και τά πό δια τους στο δίχτυ κ αιχμα λωτίζονται. Είναι αδύνατο πια νά ξεμπλεχτούν και νά ξεφύγουν άπ5 τό θανατερό αγκάλιασμά του. Πάνω απ' τά κλαδιά τού δέντρου ένα μπουλούκι χερο δύναμοι άραπάδες παρακο λουθούν τό μπλέξιμο των τεσ σάρων συντρόφων μέσα στο δίχτυ πού τούς πέταξαν. Κι3 όταν βλέπουν πώς μπερδεύ τηκαν τόσο πολύ καί δεν ύ παρχε ι π ιά φόβος νά τούς ξε φύγουν πηδάνε κάτω'. Κλεί νουν τό άνοιγμα τού διχτυού καί δένοντάς το ιμέ γερά χορτόσχοινα αρχίζουν νά τό σέρ νουν, τραγουδώντας ικανοποι ημένοι απ’ τό στεριανό ψάρε μά τους:
Ο ΜΙΚΡΟΣ «Πάμε τώρα στη σπηλιά μας τά «ψαράκια» μας αυτά, νά γέμιση κ3 ή κοιλιά μας καί νά πάρουμε λεφτά.» Τή στιγμή όμως πού τελει ώνουν την πρώτη στροφή, μιά γνώριμη φωνή άκούγεται ψη λά απ’ τά κλαδιά τού δέν τρου πού βρίσ'κονταν προη γουμένως κ3 οί άραπάδες μέ το δίχτυ. -—Έ, Ταμπόοορ ! 5 Εγώ τή γλύτωσα τή λαχτάρα! Ή Μι ΓΓουμ πού ξεφω ν ί ζε ι χαρούμενη: — 'άόω είσαι, γλύκα μου; Στο ίδιο δέντρο βρισκόσουν; Πώς δεν τούς είδες; — Τούς είδα καί τούς παραεΐδα, ^ τής αποκρίνεται ό Το ουλούφης. —Τότε γιατί δεν μάς ει δοποίησες νά μ ή περάσουμε από κάτω; τον ξαναρωτάει. Κι3 ό μεγαλοκέφαλος νάνινος αποκρίνεται εκδικητικά: ^ —^Γιά νά μάθη ό Ταμπόρ νά μην... κλωτσάη άλλοτε! 3Αμε;! Μά ό Μπουτάτα δεν είναι ούτε κακός, ούτε εκδικητικός. Ή ψυχή κ3 ή^ καρδιά του είναι γεμάτες αγάπη καί καλωσύνη για όλους τούς ανθρώπους. Πολύ περισσότερο γιά τούς τέσσερες συντρόφους του καί προπαντός γιά τή Μπου μπού, τήν πολύ αγαπημένη «μνηστήρ» του. "Ετσι, μόλις οί άραπάδες, σέρνοντας τό δίχτυ μέ τον Ταμπόρ καί τις τρεΐς κοπέλλες ξεμακραίνουν, κατεβαίνει άπ3 τό δέντρο πού γιά καλή
ΤΑΡΖΑΝ τύχη είχε ^ βρεθή και τούς παίρνει το κατόπιν σιγανο.μουομουρίζοντας κι* αυτός ένα δικό του πρόχειρο τραγου δάκι : «ΕΤμ’ ό γόης ό Μπουτάτα. σαν γοντοή γλυκοπατάτα! Που ζηλεύουν όλ’ ο! μπούφοι τό τρελλό μου τό τσουλούφι». Η ΣΠΗΛΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥ μττλεγιμένη μέσα στο δίχτυ ττού σέρνεται κ έχοντας γί νει ένα κουβάρι μαζί με τη Γιαράμπα καί τή Ζολάν, φαί νεται ευχαριστημένη: — Αισθάνομαι μια χαρού μενη ^χαρά, τούς λέει. Καθό τι ράς τσουλάνε τσουλήθρα καί δεν θά κάνουμε τον ποδα ρόδρομο με τά πόδια! Μόνο πού δεν μπορούμε ν* άποθαυμάσουμε ·μέ θαυμασμό τά το πία του τόπου, επειδής είναι νυχτερινή νύχτα καί τό σκο τάδι πολύ σκοτεινό, μετά συγ χωρήσεως! Ή Ζολάν έχει πάντα στή ζώνη της πιστόλι καί μαχαί ρι. Αυτή τή φορά όμως τό πι στόλι της έτυχε νάναι άδειο από σΦαΐοες καί τό μαχαίρι, έτσι καθώς σέρνονται ρέσ* τό δίχτυ, ξέφυνε απ’ τή θήκη: του καί χάθηκε, ποιος ξέρει που... Ό χεροδύναμος Ταμπόιο νοιώθει άφάνταστον έξευτελισμό νάναι πιασμένος στο δί χτυ σάν άγριο θηρίο! Μέ λύσσα καί μανία δοκιμάζει, άμέτρητες ψαρές, νά κόψη τά
9 χοντρά γερά σχοινιά για νά έλευθεοώση τις συντοόφισσες καί τον έαυτό του. Τά χέρια του κόβονται καί ιματώνουν, ιμά τίποτα δεν μποοεΐ νά καταΦ-έοη. Σέ μιά στιγμή δοκιιμάζει νά κόψη τό δίχτυ (μέ τά δόντια του. Καί δαγκώνοντας σάν τοελλός ένα σνοινί τό κό βει σε λίγες στιγμές. ^Υστε ρα κόβει κι* άλλο, κι* άλλο. "Ομως τό δίχτυ είναι πυκνό καί τά τρία κοψίματα^ πού έ κανε αφήνουν ένα άνοιγμα πού ούτε τό πόδι του δεν χω ράει νά βγή. Μά ούτε μπο ρεί καί νά τ* άνοιξη περισ σότερο γιατί τά δόντια του έχουν ξεθεμελιωθή πιά καί τον πονουν άφάνταστα. Τό μαρτύριο αυτό συνεχί ζεται γιά ιμιά ολόκληρη ώρα άκόμα. "Ωσπου τέλος οι άραπάδες άοχίζουν νά τούς σέρ νουν στήν ανηφορική πλαγιά ένός μικρού υψώματος. Κι* ό ταν φθάνουν στήν κορφή του, πού μοιάζει σάν ένα στρογ γυλό αλώνι, σταματάνε. Ή Μπουμπού αναστενάζει μ* άνακούφισι: — *Επί τέλους πιά! Μέ τό σούοσιιμο. ή άλονοουοά μου κέντεΦε νά σκουπίση τή (μΐσή Ζούνκλα! Καί σκούπα νάτανε θά μαδουσε, μετά συγ χω ρήσεως ! Τό σκοτάδι τής νύντας εΐναι βαθύ άκόιμα. Μόνο λίγο έχει αρχίσει νά δεθωοιάζη προς τό -μέσος τής * Ανατολής. Στή μέση τής έπίπεδης έπιΦανεί ας στήν κοουΦη του υψώματος βρίσκεται τό ευούχω,ρο στρογγυλό άνοιγμα μι-
10 άς βαθειάς σκοτεινής κατα πακτής. "Ενας γιγαντόσωμος λευκός άνδρας (μέ κάσκα στο κεφάλι, πότες στο πόδια και ζώνηπμέ δυο πιστόλια κ’ ένα •μαχαίρι, πλησιάζει τους άρατάδες ,μέ αργά βαρεία βή ματα: — Πόσους φέρατε; ρωτάει αδιάφορα, χωρίς νά καταδεχτή νά ρίξη μια ματιά στο δίχτυ. — Τέσσερες, αφέντη Νταρούκ, τ’ αποκρίνεται ό πιο μεγαλόσωμος απ' τούς άλ λους πού φαίνεται σαν άρ-χηγσς τους·. — Είναι άλλος κάτω στα γυαλιά; ξαναρωτάει. — Άλλος ένας. Ό λευκός πού φέραμε χθες τό πρωΐ, άψέντη. , , — Τί λευκός, τι ,μαύρος,
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Για νά μάθη ό Ταμπόρ νά μην... κλωτσάη άλλοτε, Άμε! μουρμουρίζει ό θηριώδης Ντα ρούκ. "Ολοι εδώ στη Ζούγκλα εϊσαστε κτήνη. Δεν λογαρια ζόσαστε γΓ άνθρωποι! "Αν έ χετε κάτι πού αξίζει, αυτό εΤναι τό αίμα σας! Άλλα χρει άζομαι πολύ απ’ αυτό για νά κάνω τούς σταλακτίτες ^μου ν’ αξίζουν χιλιάδες δαλλάρια ό καθένας! Και κτυπώντας τους χαϊ
δευτικά μέ τό Φοβερό βούρ δουλα πού κρατάει στά χέρια διατάζει:
Ο Ταμπόρ, ή Ζολάν, ή Γιαράμπα κ’ ή Μπουμπού πιάνονται μέσ<χ στο γερό πυκνό δίχτυ»
— Άιντε τώρα... ^Αδειά στε τους κάτω κ’ ελάτε στη σπηλιά νά φάτε καί νά πληρωθήτε... Αμέσως αρχίζει νά κατεβαίνη τό ύψωμα γιά νά ξαναγυρίση στη σπηλιά με τούς σταλακτίτες πού βρίσκεται κάτω άπ’ αυτό.
ΤΑΡΖΑΝ
11
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΒΟΥΡΚΟΣ Ι πληρωμένοι ^ κακούρ/οι τού Νταρούκ κρεμά με τό δίχτυ μέ τούς τέσσε,ρες ανθρώπους στά χεί λια τής στρογγυλής καταπα κτής και τραβώντας ένα χον τρό σχοινί, δεμένο θηλειά, έλευθερώνουν τό κλειστό ά νοιγμα του μεγάλου δίχτυνου σάκκου. Ό Ταμπόρ, ή Γιαράμπα, ή Ζολάν κ’ ή Μπουμπού γκρεμοτσακίζονται ατό βάθος τής σκοτεινής καταπακτής. Σπα ρακτικά γυναικεία ξεφωνητά όντηχούν μόλις οί τέσσερες σύντροφοι φθάνουν κάτω. — Βρίσκεται κάτω καί κανέ Τά άμέτρητα κοφτερά γυα νας άλλος; ρωτάει ό απαίσιος λιά απ’ τά σπασμένα μπου Νταρούκ. κάλια —όπως ξέρουμε— κό βουν τις σάρκες τους και τό αίμα άρχιζει νά τρέχη... Ό Ταμπόρ ήταν εκείνος πού ακούσε τή βαρειά ανάσα πλάϊ του και σούρθηκε πά νω στά γυαλιά απλώνοντας τά χέρια του προς^τον άγνω στο πού ψυχομαχούσε. ιΚι’ ό ταν αυτός ψιθύρισε «Πεθαί νω!... Τό αίμα μου σώθηκε πιά!» αναγνωρίζει τή φωνή του και βγάζει ένα τραγικό ξεφωνητό! — Ό Τ αρζάν! Πραγματικά: Ό άρχοντας τής Ζούγκλας είχε πέσει π ιό μπροστά απ’ αυτούς στο βά θος τής καταπακτής και έχον τας χάσει τό αίμα του πιά,^έ παιρνε τώρα τις τελευταίες ανάσες τής ζωής του. *0 Ταμπόρ κόβει μέ τά δόντια «Νά λοιπόν γιατί είχε έξατου τά σχοινιά του διχτυού πού φανιστή άπό χθες τό πρωί τούς έχει αιχμαλωτίσει.
Ο
12 απ’ τή σπηλιά του! Σίγουρα οί μαύροι κακούργοι του Ντα ρούκ θά τον είχαν αιχμαλω τίσει κι5 αυτόν με τό φοβερό δίχτυ τους. Με την τραγική κραυγή του Ταμπόρ, ή Γιαράμπα χω ρίς να λογάριάση τά κοφτε ρά γυαλιά πού σχίζουν τό κορμί της, σέρνεται πλησιά ζοντας κι’ αυτή προς τό μέ ρος πού βρίσκεται ό άρχον τας τής Ζούγκλας. Ή Ζολάν κάνει μια προσ πάθεια νά συρθή κι5 αυτή, μά νοιώθοντας πώς οί σάρκες της θά κουρελιαστούν πάνω στά γυαλιά, σταματάει. Και φωνάζει: — Ό Ταρζάν είναι; Ό άγαπημένος πατερούλης μου; Μά γιατί δεν άκούγεται; Για τί δεν ιμάς μιλάει; Ό Ταμπόρ γέρνει κάπως προς τό μέρος της καί τής φωνάζει ψιθυριστά: — Π άψε... Πεθαίνει! Τό γλυκό ξανθό κορίτσι ξεσπάει σ’ ακράτητους λυγ μούς,^ ενώ ή Μπουμπού δια μαρτύρεται: — Καλέ τί αίμα καί κακό είναι τούτο; Ή αλογοουρά μου θά γίνη κοκκινομαλλούσα, μετά συγχωρήσεως. Τό αίμα πού τρέχει απ’ τά τραύματα των γυαλιών, έχει σχηματίσει, κάτω απ’ αυτά, έναν κόκκινο ματωμένο βούρ κο ! Ό Ταρζάν κάνει μιά απε γνωσμένη προσπάθεια νά στα ματήση τό χάρο ποϋρχεται νά τού πάρη τή ζωή, γιά νά ιμιλήση στον Ταμπόρ. Ή φω
Ο ΜΙΚΡΟΣ νή του πού βγαίνει άδύναμη καί ξεψυχισμένη„ μόλις άκούγεται: — Είναι ό Νταρούκ, ,Τα μπόρ. "Ενας πλούσιος κα κούργος πού ήρθε από κάποια μακρυνή πολιτισμένη χώρα. Πληρώνει μέ χρυσάφι πολ λούς άραπάδες τού Μεγάλου Λιμανιού γιά νά τούς έχη τυ φλά όργανά του.... Είναι σα τανικός καί καταχθόνιος άν θρωπος ό Νταρούκ... Άνεκάλυψε τή μεγάλη σπηλιά μέ τούς άσπρους σταλακτίτες πού βρίσκεται ακριβώς από κάτω μας, κ’ έβαλε νά σκά ψουν αυτή .τή στρογγυλή καί βοθειά καταπακτή. Έσπασε αμέτρητα μπουκάλια τού κονιάκ, απ’ αυτά πού έχει κοι>βαλήσει σέ κασσόνια καί πιά νει... Τά έστρωσε κάτω καί τπάνοντας μέ χοντρά δίχτυα λευκούς ^ καί μαύρους ανθρώ πους, μάς πετάει εδώ, πάνω σ’ αυτά... Τά γυαλιά κόβουν τίς^ σάρκες μας καί τό αίμα πού τρέχει ποτίζει τή γή, πά νω απ’ τή σπηλιά, καί φθά νει μέχρι τό θόλο της. Έκεΐ όμως βρίσκονται οί σταλακτί τες καί τό αίμα στάζοντας, σταλαγματιά - σταλαγματιά, πάνω τους φτιάχνει, σιγά σιγά, ένα σκληρό κόκκινο σμάλτο πάνω στ ή χιονάτη έπιφάνειά τους... Έτσι οί ά σπροι σταλακτίτες, πού υ πάρχουν αμέτρητοι, σ’ όλο τον κόσμο, μετατρέπονται σέ κόκκινους, πού δέν υπάρχει κανένας. Καί φυσικά θά μπορέση νά τούς μεταφέρη στήν Ευρώπη ή στήν ’Αμερ'κή καί
ΤΑΡΖΑΝ πουλώντας τους, σαν κάτι σπάνιο, θά μαζέψη. δσο χρυ σάφι έχει ονειρευτή. Κι5 ό ετοιμοθάνατος Ταρζάν καταλήγει: — Τώρα πιά, κανένας δεν μπορεί νά μάς σώση από ε δώ κάτω πού βρισκόμαστε! Έγώ, καλέ μου Ταμπόρ πε θαίνω πρώτος... "Αν ήξερα πώς έσύ θά ζήσης, θά σέ ^ά φηνα διάδοχό μου στη Ζούγ κλα! Μά ώς αύριο θάχης πεθάνει κι* έσύ όπως κι1 όλοι δσοι πέσανε ή θά πέσουνε ε δώ μέσα... Συγχώρεσέ με άν πολλές φοοές σοϋ φέρθηκα ά σχημα. Ζήλευα πάντα τά νειάτα, τό μυαλό, τη δύναμι και την παλληκαριά σου!... Ό με γάλος κι* αγιάτρευτος καϋμός τής ζωής μου ήταν πού δεν εΐχα γεννηθή κ’ έγώ Έλ ληνας. Έλληνας σάν κι5 έσένα! Ο ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΤΑΜΠΟΡ ΡΧΙΖΕΙ νά ξημερώνη. Τό σκοτάδι τής τραγι κής αυτής νύχτας ξεθοριάζει σιγά - σιγά... Ξαφνικά οι πέντε σύντρο φοι νοιώθουν νά πέφτη πάνω στά κεφάλια τους μιά παρά ξενη βροχή από χλωρά φύλ λα... Ταυτόχρονα σχεδόν και μιά γνώριμη φωνή άκούγεται ψηλά απ’ τό στρογγυλό ά νοιγμα τής καταπακτής: ρ—^"Αιντε, ζήστε κ* έσεΐς.;. Σάς έκοψα μιά αγκαλιά βό τανα πού σταματάνε τό αίυα. Βάλτε τα γρήγορα πάνω στις πληγές σας. Γιά τά παρακά
13 τω, βλέπουμε. — Μπουτάτα, του φωνάζει σιγά, άπό κάτω, ό Ταμπόρ, Δεν εχει έπάνω χοοτόσχοινα; Δέσε ένα απ’ αυτά στον κορ μό κάποιου δέντρου κα] πέταξέ ρας κάτω την άλλη άκρη του... Ό Τσουλουφης, πού δπως ξέρουμε έχει φθάσει έκεΤ πα ρακολουθώντας τούς άραπάδες πούσερναν τό δίχτυ μέ τούς τέσσεοες συντρόφους, του αποκρίνεται: — Χοοτόσχοινα έχει μπό λικα... Μά γιατί νά σου πετάξω; Γ ιά νά βγής έξω και νά μου δώσης πάλι καμμιά κλω τσιά; Ή Μπουμπού άκουει τή φω νή του κ’ ένθουσιάζεται: — Έσύ είσαι πάλι, γλύκα μου; Καλέ πήδα κάτω νά μέ σώισης. 5Απ’ τό αΐμα πού χάνω έχω πάθει ένα ωχρό χλώ υιασμα πού άσχημίζει τήν ω ραία ρμορφιά μου! Ή φωνή δμως του Μπου τάτα δέν ξανακούγεται πιά ψηλά απ’ τό στρογγυλό ά νοιγμα τής καταπακτής. Ό μεγαλοκέφαλος νάνος τρέχει μακρυά για νά βρή κανένα χορτόσχοινο νά τούς φέρη νά σωθούν. Είχε πή ψέματα πώς βρίσκονταν πολλά άπ’ έξω... Ό Ταμπόρ φωνάζει τώρα στις τρεις κοπέλλες: — Ό Μπουτάτα μάς έρρ ι ξέ τά θαυματουργά βότανα πού σταματάνε τό αΐμα. Βάλ τε γρήγορα άπ’ αυτά δπου έχετε κοπή. Και μη κάνετε καμμιά μετακίνησι για νά
© ΜΙΚΡΟΙ
14 μην άνοίξετε καινούργιες πλιη γές. Ή Γιαράμπα, ή Ζαλάν κι1 ή Μπουμπού κάνουν όπως τούς λέει και οι αιμορραγίες απ’ τά κοψίματα των γυαλιών στο κορμί τους σταματάνε. Το 1 Ελληνόπουλο κάνει τό Τδιο πρώτα στο κορμί του Ταρζάν καί σταματάει γρήγο ,ρα το λιγοστό αίμα πού τρέ χει ακόμα από τά τραύματά του. Αμέσως βάζει ψύλλα καί στα διικά του κοψίματα στα ματώντας καί τή δική του αιμοραγίσ. Τέλος τραβάει άπό τή ζώ νη τού άρχοντα τής Ζούγκλας τό (μαχαίρι καί στο φως τής αυγής χαράζει τίς φλέβες τού άριστερού δικού του χεριού και τού δεξιού τού Ταρζάν. Σμίγει άμέσως τούς δυο καρ-
πούς τών χεριών τους κι’ αφή νει τό γερό νεανικό αΐμα του νά ξεχυθή όρμητικο στις μισό στεγνές φλέβες τού έτοιμοθα νατού ηρώα. Ό Ταρζάν νοιώθει τό^ μαύ ρο χάρο ν’ απομακρύνεται καί τή γλυκεία ζωή νά πλημμυρίζη πάλι τήν άπονεκρωιμένη ύπαρξί του. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας νοιώθει αφάνταστη εύγνωμοσύνη στο υπέροχο αυτό παλληικάρι πού θυσιάζει όσο αΐ μα έχει άπσμείνει στις φ*λέβες του για νά τον σώση. Καί μόλις _ νοιώιθει κουιράγιο κάνει νά τραβήξη, τό χέρι του. — "Οχι άλλο Ταμπόρ... Φτάνει τόσο πού στερήθηκες γιά μένα... Λυπήσου τό αΐμα σου! Τό μεγαλάκαρδο Ελλη νόπουλο χαμογελάει μέ καλώ σύνη,. — "Όχι, Ταρζάν... Τόση ώρα άδικα χυνόταν. Τώρα του λάχιστόν δεν πηγαίνει χαμέ νο... Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΙ
5 Ο λευκός κακούργος πίνει στη σπηλιά μαζί με τούς πληρωμέ νους μαύρους του.
ΜΠΟΥΤΑΤΑ, όπως εί δαμε, άπομακρύνετ α ι από τό ύψωυσ τής κα ταπακτής πού από κάτω βρί σκεται ή σπηλιά μέ τούς στα λακτίτες, κι’ αρχίζει νά ψάχνη γιά νά βοή κανένα γερό χορτόσκοινο στά λιγοστά δέν τρα τής περιοχής αυτής. Δέν βρίσκει όμως καί καθυστερεί έτσι μέχρι πού ξηιμερώνει κα λά πιά. — Τή 'άτυχία είναι αυτή!,
ΤΑΡΖΑΝ μουρμουρίζει ,μέ κωμικό θυμό. Πρέπει δηλαδή νά πάω πίσω από τά γαλάζια βουνά για νά βοώ ένα χορτάσκοινο; Νά όμως πού ξαφνικά άκού ει κάτι σάν ποδοβολητό πον τικου ...νά πληισιάζη. — Ό έφταμηινίτικος πρίγ κιπας θά είναι, συλλογιέται. Δεν περνάνε λίγες στιγμές καί τον άντικρύζει μπροστά του πάνω στο μικροσκοπικό κάτασπρο ιάλογατάκι του μέ τη (μαύρη χαίτη: καί ουρά! — *Έ, μπράρμπα -Πιτσικόκο, φωνάζει στο μαύρο καβαλλάρη πού μαζί μέ τό άλο γό του, τον ατίθασο Άλαΐσάν, δεν ζυγίζουν κι* οί δυο περισ σότερο από έπτά-άκτώ οκά δες. Ό λιλιπούτιος άράπης φρε νάρει τό άτι του μπροστά στον Μπουτάτα καί τον κυττάζει αγέρωχα Από τό ^ύψος των ογδόντα πόντων πού βιρι σκεται. — Τί τρέχει μικρέ; Μήπως κινδυνεύει κανείς νά τον σώ σω; — Μόνον εσύ κι* εγώ δεν κινδυνεύουμε, τ' Αποκρίνεται 6 μεγαλοκέφαλος νάνος. "Ο λοι οί άλλοι: Ζωή σέ λόγου μας! · Καί του εξηγεί, μέ λίγα λόγια, πώς βρίσκονται σέ μιά βαθειά καταπακτή στρω μένη ,μέ κοφτερά γυαλιά, πού στραγγίζουν τό αίμα τους. Καί δ,τι άλλο μπόρεσε ν’ ακούση καί νά καταλάβη τήν ώρα πού στεκόταν ακίνητος πάνω από τό άνοιγμά της και παρροκολουθοΰσε τί |λε-
15
— Τό ατρόμητο * Ελληνόπου λο βγάζει ένα δυνατό ξεφωνητό. γαν ό Ταμπόρ, ό Ταρζάν, κι5 τρεις κοπέλλες. Ό Πιτσικόκο τον ακούει καί, μην έχοντας καμμιά συναίσθηισι τής ...μικροσκοπικότητός του προθυμοποιείται νά τούς^σώση. — Πάμε, του λέει. Θά βου τήξω εγώ τή χερούκλα μου καί θά τούς βγάλω έναν-έναν έξω! Ό Μπουτάτα δεν αντέχει άλλο. :Κάνει μερικές παλιν δρομικές κινήσεις στην κεφά λα του για νά πάρη φόρα καί του σερβίρει μιά κ αλοζυγ ισμέ νη κουτουλιά : Καβαλλάρης κι* άλογο μαζί τινάζονται στον άεοα! Σέ λίγο ό Πιτσικόκο ψά χνει νά βρή τον *Αλασάν του, κι’ ό Άλασάν τον Πιτσικόκο. Τέλος όταν ξανανταμώνουν
16 κάποτε' και ·συναριμολογουνται πάλι, 6 ένας πάνω στον άλλο, ό -βλοσυρός καβαλλάρης κυττάζει (μέ θαυμασμό τον Μπου τάτα: — Γερό κεφάλι!... 'Απορώ πώς δεν γίνηκε κομμάτια κα θώς χτύπησε έπάνω μου! "Αλ λοτε νά προσεχής, δυστυχι σμένε ! Και τον προστάζει: — Ανέβα τώιρα στά καπού λια τής άλογατάρας ,μου νά πάμε νά ειδοποιήσουμε τον Νταγιαντούπ! Μονάχα 6 τρο μειρος Νταγιαντούπ θά μπορέ ση νά τούς σώση! — Ποιος είναι αυτός ό «Νταπαντούπ», ρωτάει ό κέψαλος, καί μέ ένα πήδημα στρογγυλοκάθεται στα καπού λια τού Άλασάν! Μά τό βά ρος του κάνει την «άλογατάρα» νά πισωκάτση και γλυστρώντας πέφτει κάτω. "Ετσι ό Πιτσικόκο, νομίζοντας πώς ό Μπουτάτα, έχει πιά τακτοποιηθή πίσω, σπηρουνίζει τό άτι του καί χάνεται κατά τη σπηλιά τού τρομερού Νταγιαντούπ. — "Εεε, τού φωνάζει άπό πίσω ό μεγαίλοκέφαλος νά νος. Σταμάτα γιατί κάτι σου έπεσε!... Μά ό ιμαύρος καβαλλάοης δεν άκούει πιά τίποτε. "Εχει γίνει καπνός! ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ (μόνος τώ ρα καί μη βρίσκοντας πουθενά χορτοσκοιν ο που ζητάει, .μουρμουρίζει σολ
Ο ΜΙΚΡ©Σ λογισμένος: — "Αν δεν τούς πάω τό χορτόσκοινο νά βγούν έξω, σέ δυο -τρεις ώρες θά τάχουνε κακαρώσει κι5 οί πέντε τους. Τό καλύτερο, λοιπόν, ποϋχω νά κάνω, είναι νά τό ικόψω^δί πλα στον ύπνο, γιά νά ιμή.·. στεναχωρ ιέμ α ι τουλάχ ιστόν. Διαλέγει αμέσως ιμιά ήσυ χη φωλίτσα κάτω άπό ένα σκι νο, χώνεται μέσα έκεΐ, ξαπλώ νει ανάσκελα κι’ αρχίζει νά ροχαλίζη σαν πριόνι πού τυ χαίνει νά βρή σέ ρόζο... Σχεδόν άμέσως όμως ένας μεγάλος κόκκινος φαρμακερός σκόρπιός, πού βρισκόταν έ κεΐ κι5 ενοχλήθηκε άπό την πα ρουσία του, τινάζει τό κεντρί τής ουράς καί τό καρφώνει στην κορυφή τού τεράστιου κε φαλιοΰ τού νάνου. Ακριβώς στη ρίζα τού θρυλικού τσου λουφιού του. Ό άμοιρος Μπουτάτα νοιώ θοντας απότομα έναν τρομερό πόνο, πετιέται άιμεσως όρθιος καί τό βάζει στά πόδια, έξα1κολουθώντας νά ροχαλίζη. *Η ταν τόσο ξαφνικό τό κακό πού τον βρήκε, πού δέν είχε προ λάβει ούτε νά... ξυπνήση, ό καημένος! Ξυπνάει όμως τώρα γρήγο ρα καί σταματώντας τό^ ροχα λητό αρχίζει νά ξεφωνίζη .μ* άπόγνωσι: — Τό τσουλούφι μου! Μού πονάει τό τσουλούφι μου! Πού νά φαντασθή ό δυστυ χισμένος πώς τον είχε δσγκώ σει σκόρπιός. "Ετσι τρέχοντας καί κου τρουβαλώντας, περνάει έξω
17
ΤΑΡ2ΑΝ από τά άνοιγμα της μεγάλης σπηλιάς μέ τούς σταλοοκτίτες. Ό απαίσιος Νταρούκ που πίνει ιμέσα κονιάκ μέ τούς πλη ρωμένους ιμαύρους κακοποιούς του, άικούέι τις φωνές, καί βγαίνει νά δη τί συμβαίνει. Ό νάνος έχει σταματήσει έξω από τη σπηλιά ιμέ τό τε ράστιο κεφάλι κάτω καί τά μικροσκοπικά ποβαράκια ψη λά καί στιφογυρίζει σαν σβού ρα. "Ετσι τρίβεται κάτω ή κο ρυφή του κεφαλιού πού τού δάγκωσε ό σκόρπιός κι* ό πό νος του λιγοστεύει κάπως. — "Εεε, του φωνάζει ό κα κουργος Νταρούκ, διασκεδά ζοντας μέ τό κωμικοτραγικό αυτό θέαμα. Τί κάνεις έτσι; Τί έηταθες; — Νευραλγία του τσουλου φιού, τ3 αποκρίνεται ό άμοι ρος Μπουτάτα κι3 εξακολου θεί νά στριφογυρίζη δαιμονι σμένα. Ό Νταρούκ ξεκαρδίζεται στά γέλια τώρα καί διατάζει έναν άράπη νά τον ττίάση καί νά του τον φέρη μέσα στη σπηλιά. "Ετσι καί γίνεται. Μά ό κα κουργος λευκός ιμέ την πρώτη ματιά πού τού ρίχνει καταλα βαίνει τί έχει συμβή. Τό πρα σι νωπό χρώμα πού έχουν πά ρει τ3 ασπράδια των ματιών του δείχνει καθαρά πώς τον έχει δαγκώσει σκόρπιός. , — Φέρτε μου τη μικρή βα λίτσα, φωνάζει ατούς μαύρους του, πού έχουν ξεκαρδιστή κι3 αυτοί στά γέλια παρακολου θώντας την κωμική τραγωδία του νάνου.
ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ Ε ΛΙΓΕΣ στιγμές ό Νταρούκ έχει κάνει την ένεσι πού πρέπει στο Μ,τουτάτα. Κι3 οι πόνοι δέν αργούν νά λιγοστέψουν καί γρήγορα νά σταματήσουν έν τελώς. — Εντάξει, κάνει ό νάνος μόλις νοιώθει πώς τό δράμα του τελείωσε. Φτηνά, τό γλύ τωσα τό τσουλουφάκι μου! Γιά νά μου πονάη έτσι, φαν τάστηκα πώς θά έχη καμμιά σάπια ρίζα. Καί θά πήγαινα σέ κανέναν... Τσουλουφ ιατρό νά τό βγάλω. Ό Νταρούκ ακούει τ3 α στεία πού λέει, κυττάζει, καί ξεκαρδίζεται πάλι στά γέλια. Ό Τσουλούφης τον κυττάζει μέ οίκτο: λ— Εμένα βλέπεις καί γε λάς έτσι, τού λέει. Φαντάζο μαι πώς θά κάνης δταν κυττάς τη μούρη σου στον καθρέ Φτη! ^ Ό Νταρούκ τό βρίσκει α στείο κι3 αυτό καί τά γέλια ^ου δυναμώνουν. Γελάει χωρίς νό. μπορή νά πάρη αναπνοή. Αρχίζει πιά νά πνίγεται άπό τά γέλια. Ό Μπουτάτα τον κυττάζει ανήσυχος. — Πάτα φρένο στο χσχανη τό, τού λέει πάλι. ΕΤσαι πα χύς άνθρωπος καί θά... μού μείνης στά χέρια! Μά ό λευκός κακούργος τον έχει πάρει άπό πολύ άστεΐο μάτι. Δέν προφθαίνει ό νάνος ν3 άνοιξη τό στόμα του καί ξε
1® καρδίζεται προκαταβαλι κ ά σιά γέλια. — Χά, χά, χά! Χά, χά,! Ό Τσουλούφης τον κυτταζει μ’ ενδιαφέρον: — Καλάς είσαι!... Πόσα θέλεις το μήνα γιά νάρμοΰ γε λάς καί να σπάω πλάκα; . Τέλος, κι5 όταν καμμιά φο ρά ό Νταρούκ ξελιγώνεται και σταματάει τά χαχανητά του, γυρίζει στους άροοπάοες του καί τους δείχνει τό Μπου τάτα. — Είναι πολύ αστείο «ζων τανό»! Θά τον κρατήσω εδώ νά ιμοΰ λέη κάτι τέτοια νά γε λάω! Καινούργιο σηικώτι θά κάνω μ5 αυτόν! Χά, χά, ^ά! Κι5 ό άμοιρος νάνος μενει
Ο Μ8ΚΡ02 σι ή σπηλιά άναλαιμβάνοντας αμέσως υπηρεσία γελωτοποι ού. "Ετσι, έλεύθερος πια νά κινήται προχωρεί προς τό βα θος κΓ άντκκρύζει ένα ψρικτό κύ άνατριχιαστίικό θέαμα Ά πό τό επάνω θολωτό ς μέρος τής σπηλιάς στάζει ακόμα τό αίμα των αγαπημένων συντρό ψων του πού βάφει, σιγά- σι γά, κόκκινους τούς άμετρη,τους μικρούς καί μεγάλους σταλακτίτες. Ό Νταρούκ πού έχει π ά ψε ι στο μεταξύ νά γελάη, τον βλέπει νά κυττάζη τούς στα λακτίτες και τού δίνει μια γε ρή βουρδουλιά. —- "Εεε!.·.. Τί κάθεσαι καί χαζεύεις; Γι’ αυτή τή δουλειά
Και μαά τρομακτική πάλη άρχίζει άνάμεσα στους τέσσερες συν τρόφους και τούς μαύρους κακούργους.
ΤΑΡ2ΑΝ
19
*0 Μττουτάτα δένει χεροπόδαρα τον αναίσθητο λευκό κακούργο. σέ πήρα; Κάνε ,μου κανένα α στείο νά γελάσω. Το κτύπημα τού φοβερού βούρδουλα χαράζει -μια ματω μένη γραμμή στό κεφάλι του νάνου. Κι* ό πόνος τον κάνει νά βγάλη ένα πσνεμένο ουρλι αχτό. Ό λευκός κακούργος ξανα σηκώνει άπειλητιικά τό βούρ δούλά του φωνάζοντας άγρια. — ’Βμπιρός λοιπόν! Κάνε μου ένα άστεΐο νά γελάσω! Ό Μτουτάτα τρέμει μ^ν ξαναπέση τό τρομερό αυτό ό πλο στό κεφάλι του. Πού νά βοή μυαλό νά σκεφτη άστεΐα, ό δυστυχισμένος. Στρίβει την κεφάλα του και δεν άργεΐ νά
—Θά σού κάνω ένα., τού λέει, ,μά γιά νά γελάσης ^πο λύ πρέπει νά είμαστε μονάχοι -μας... Είναι «μοναχικό» α στείο! Ό Νταρούικ γυρίζει στους άραπάδες. — Έ, βρωμόσκυλα! Τι πε ρ:μένετε ακόμα έδώ. "Εξω ξη μέρωσε πια! ^Πάρτε τα δί χτυα και τραβάτε νά μοΰ φέ ρετε κορμιά με αΐιμα! Χρειά ζεται αΐμα πολύ γιά νά^ γί νουν κόκκινοι δυό χιλιάδες σταλακτίτες... 'Και τους διώχνει από τη σπηλιά κτυπώντας τους αλύ πητα με τό βούρδουλα. — "Εξω -μαύρα σκυλιά 1
βρή κάτι.
"Αν δεν μοΰ φέρετε ώς τό 6ρά
ίό &υ άλλους, θά σάς πετάξω στο πηγάδι με τά γυαλιά! "Εξω, είπα! *Έξω!
ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ «ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΥ» 1 ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΙ σρά 'ττηδες του Μεγάλου Λι μανιού, αρπάζουν τά δί χτυα τους καί φεύγουν τρέχον τσς καί τρομοκρατημένοι από τή σπηλιά. Αέν μένουν τώρα .μέσα σ’ αυτή, παρά μονάχα ό λευκός κακούργος καί ό γε λωτοποιός του. — “άπλωσε τώρα κάτω,, του λέει ό Μπουπάτα καί κλεΐ σε τά μάτια σου. Μην τ’ ά νοιξης άν δεν σοϋ πω... Θά σου κάνω κάτι πού θά γελάς μέχρι νά γεράσης! Ό Νταρούικ, πού στο μετά ξύ πίνει συνεχώς κονιάκ κΓ έχει γίνει τύφλα στο μεθύσι, κάθεται πρόθυμα κάτω καί ξαπλώνει ανάσκελα, γελώντας προκαταβολικά γιά τ’ άστεΐο πού θά του κάνη. — Κλείσε καί τά μάτια σου, τον διατάζει αυστηρά ό ξεθαρρεμένος νάνος. Καί μην τ’ άνοιξης άν... Ό μεθυσμένος κακούργος κλείνει καί τά μάτια του. ΚΓ ό Τσο υλούφη ς κάνει τότε κά τι φοβερό κΓ άίτίστευτο: Όρθιος καθώς βρίσκεται κοντά στο Νταρούκ υποχωρεί λίγα βήματα καί παίρνοντας φόρα, του δίνει μιά φοβερή βουτηχτή κουτουλιά στο μέ τωπο. Ή κεφάλα του Μπουτάτα είναι μεγάλη καί βαρεία, καί το κτύπημα τόσο δυνατό πού
0 Μ8&Ρ02 ό Νταρούικ βγάζει ένα πονεμένο μουγγρητό καί μένει α ναίσθητος στή θέσι πού βρί1σκεται. Ό νάνος ξεκαρδίζεται στά γέλια: — Χί, χίνΛ χί !^ Είδες άστεΐο έ, Μπορεί νά μή γέλασες εσύ μά, γελάω εγώ! Τό ίδιο κάνει.
Χί, χί, χί!
,
_
,
Αμέσως τραβαει απο τη ζώνη τά πιστόλια καί τά μα χαίρια του καί βγαίνοντας ά πό τή σπηλιά, τά κρύβει μέσα σ' ένα μεγάλο πυκνό σκίνο. “Υστερα ξαναγυρίίζει κοντά στο Νταρούικ καί παίρνοντας ένα μεγάλο σκοινί από τά τόσα πού βρίσκονται έκεΐ, τού δένει γερά χέρια καί πόδια. Τέλος, όςρπάζει ένα μακρύ γερό σκοινί καί βγαίνει άπό τή σπηλιά βαβίζοντας άγέρω χα. Ανεβαίνει χωρίς νά βιά ζεται στο ύψωμα ,δένει τή μιά άκρη τού σχοινιού σ’ ένα δέν τρο καί σκύβοντας στά χείλια τής στογγυλής καταπακτής, πετάει τήν άλλη μέσα. — "Αν είίσαστε ζωντανοί ακόμα, πιαστήτε νά βγήτε έ ξω. "Αν τά κακαρώσατε, μήν πιανόσαστε. Τι νά σάς κάνω κι' εγώ! ^ Κα,μμιά φωνή όμως δέν ά κου γεται άπό κάτω. Παρ’ ό λο πού είναι μέρα πια, τό βά θος τής καταπακτής είναι σκο τεινό. — Πάνε καλλιά τους!, ψι θυρίζει πένθιμα ό νάνος. Τώ ρα πρέπει νά βρω κοεμμύδια νά καθαρίσω. Άλλοιώς θά πά νε.,.άκλαφτοι οί φουκαράδες καί δέν είναι σωστό!
ΤΑΡΖΑΝ ιΓιά να είναι όμως άρτόλυτα βέβαιος πώς βρίσκονται εκεί, σκύβει περισσότερο άπ5 δ,τι πρέπει στο άνοιγμα της κατα παίκτης, ώσπου σέ μια στιγμή χάνει την ισορροπία του καί γκρεμοτσακίζεται. Ευτυχώς, σβέλτος καθώς είναι, προφθαίνει κι5 άρπαζε ται από τό σχοινί πού τηρΐν λί γο είχε ό ϊδιος κρεμάσει μέ σα. Συγκροτείται έτσι καί δεν πέφτει πάνω στά κοφτερά γυ αλιά πού περιμένουν λαίμαρ γα νά ρουφήξουν τό αΐιμα του. Ή πρώτη, σκέψι του είναι να σκαρφαλώση άμέσως από τό σκοινί καί νά ξαναβγή έπάνω. “Όμως γρήγορα άλλα ζει γνώμη κι* αντί ν5 άνέβη, αρχίζει νά κατεβαίνη σιγά σιγά καί με προσοχή. “Ώσπου φθάνει μονάχα ένα μέτρο πά νω άπό τά γυαλιά. Τά μάτια του συνηθίζουν γρήγορα στο σκοτάδι καί γουρλώνουν άπό κατάπληξι: Ούτε ό Ταμπόρ, ούτε ό Ταρζάν, ή Γιαράμπα, ή Ζολάν κι’ ή Μπουμπού βρίσκονται έκεΐ. Ή καταπακτή είναι εντελώς άδεια. Κι* ό Μπουτάτα συλ λογιέται : — Νά βγήκαν επάνω καί νάφυγαν είναι άδύνατον. Πρέ πει κάποιος νά τούς βοήθησε νά βγουν. Ποιος δμως; Ξαφνικά μια ιδέα περνάει άπό τό μυαλό του: —- Β,ρέ, μήπως δταν βρι σκόμουν κάτω, ό Πιτσικόκο έφερε εδώ τον τρομερό Νταπαντούπ;
21 ΟΙ ΨΕΥΤΟΠΕΘΑΜΕΝΟ! Σ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ τώρα λίγο πίσω στήν ιστο ρία μας κι5 ας δούμε πώς τά κατάφεραν νά βγούν άπό τή φοβερή αυτή καταπα πακτή οϊ δυο ήρωες τής^ Ζούγ κλας μέ τις τρεις κσπέλλες. "Ας τούς παρακολουθήσου με λοιπόν άπό τή στιγμή πού ό Μπουτάτα τούς πέταςε τά βότανα πού σταμάτησαν τις αιμορραγίες τους. Είδαμε ύ στερα τον Ταμπόρ νά χύνη τό αίμα του μέσα στις φλέβες τού Ταρζάν καί νά τον συνεφέρη... "Ετσι, δταν δλοι βρί σκονται, έξαντληιμένοι βέβαια μά καλά στις αισθήσεις τους αντιμετωπίζουν άμέσως τό πιο σοβαρό ζήτημα πού ποέπει νά τούς άπα,σχολή. Μέ ποιον τρόπον θά μπορεσουν νά βγούν ζωντανοί μέσα άπό αυτό τό φριικτό τάφο. "Υστε ρα ξέρουν τί θά κάναυνΛ γιά νά τιμωρήσουν τον κακούογο Νταρούκ όπως τού άξίυει. Πώς δμως θά μπορέσουν νά βγουν; Κι5 ό καθένας τους καταστρώνει άπό ένα σχέδιο πού θεωρητικά μπορεί νά εί ναι σωστό, μά στήν πράξι εί ναι εντελώς ανεφάρμοστο. Ό Ταοζάν λέει νά σκαρφα λώση ό ένας πάνω στούς ώ μους του άλλου. Πρώτος αυ τός. επάνω του ό Ταμπόρ, στούς ώμους του ή Γιαοάμπα επάνω της ή Ζολάν καί τελευ ταία ή Μπουμπού — σάν π ιό έλσφρειά — νά βγή εδω. Νά ψάξη νά βρή ένα χορτόσκοινο νά τούς πετάδηι, κι* έτσι νά βγρυν κΓ ρί άλλοι.
22 Πώς όμως ό Ταρζάν θά ση κώνη στους ώμους του το βά ρος τεσσάρων ανθρώπων πα τώντας πάνω στά κοφτερά γυοίλιά; Τά γυρνά του πόδια θά κομματιαστούν κυρ ιολεκτι κά. Ό Τα;μπαρ πάλι λέει νά δι αλέξουν τά πιο μεγάλα κομ μάτια από τά σπασμένα ιμπου κάλι-α και ν3 αρχίσουν νά σκά βουν ένα ίσιο οριζόντιο λαγού μι πού θά τούς βγάλη στην πλαγιά του υψώματος πού εί ναι σκαμμένη ή καταπακτή. Μά αυτό τό σχέδιο είναι ανεφάρμοστο. Γιατί μέχρι ν’ ανοίξουν τό μεγάλο αυτό λα γούμι, θά περάσουν τουλάχι στον δέκα ημέρες. Και στο δι άσχημα αυτό αν δεν πεθάνουν από την κουρασι και την πεί να, θά πεθάνουν σίγουρα από τή δίψα.
'Ο άρχοντας τή^ Ζούγκλας έξηγεΐ στον Ταμττορ το έγκλημα του λευκόν κακούργου.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Τό σχέδιο τής Ζολάν είναι πολύ φανταστικό: — 3 Εγώ λέω νά είχαμε κα νένα ελικόπτερο πού νά περ νουσε από πάνω καί νά ;μάς πετουσε <μιά σχοινένια σκάλα. Νά πιανόμαστε σ3 αυτήγ, νά μάς έβγαζε ^εξω καί νά μάς έκανε ,μιά βόλτα ...στά σύννε φα!^ Δεν θά ήταν πολύ ρω,μαν τ ικό; Τελευταία αρχίζει νά λέη τή γνώμη της κι3 ή λεπτεπίλε πτη Μπουμπού μέ τή στραπατσαρισμένη άλογοουρά . Απ3 αυτά πού λέει φαίνεται πολύ απογοητευμένη. — Έγώ’, γλύκες ιμου, λέω νά πεθάνουιμε καί νά ησυχά σουμε... Είναι ό μόνος τρόπος γιά νά βγούμε άπό εδώ μέσα μετά συγχωρήΐσεως! Ό άρχοντας τής Ζούγκλας μέ τό δυνατό μυαλό καί τή μεγάλη πεΐρα, τήν άκούει καί τά γαλάζια μάτια του φωτί ζονται παράξενα: — Ναί, κάνει συλλογισμέ νος. Δίκη ο έχει αυτή ή τρελλή. Πρέπει νά πεθάνουιμε γιά νά σωθούμε Κι3 εξηγεί ατούς συντρό φους του πού βρίσκονται στήν ίδια δύσκολη θέσι μ3 αυτόν: —· Δεν σάς φαίνεται παρά ξένο πώς έδώ στήν καταπα κτή πού έχουν βρή πρ.ίν άττό μάς φρικτό θάνατο τόσοι άλ λοι δυστυχισμένοι άνθρωποι 6έ·ν υπάρχει τίποτε άλλο έ κτος άπό τά σπασμένα γυα λιά; Δέν νομίζετε πώς θάπρε πε νά βρίσκαμε εδώ τά πτώ ματα ή έστω καί τούς σκελε τούς τους;
ΤΑΡΖΑΝ
23
ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΚΟΛΑΣ I ΑΙ, ΣΥΜΦΩΝΕΙ ό Ταμπόρ. Τι νά γίνωνται λοιπόν όλοι αυτοί πού πετιώνται εδώ για νά βάψουν με το αίμα τους τούς σταλακτίτες του λευκού κακούργου; — -Είναι απλό, τ’ αποκρί νεται ό Ταρζάν. Μόλις πεθάνουν ή αιμορραγία τους στα ματάει κι5 είναι άχρηστοι πιά Σ ίγουρα θά τούς ανεβάζουν τότε έπάνω καί θά γκρεμί ζουν τά πτώματά τους στη χαράδρα πού βρίσκεται πίσω από τό ύψωμα. 3Από αυτά θά προερχόταν κι* ή άπαίσια μυ ρωδιά πού χτύπησε στά ρου θούνια μας όταν μάς εφθασαν σέρνοντας ψηλά στο άνοιγμα τής καταπακτής. — "Έτσι θά γίνεται, συμ ψωνεΐ πάλι τό 1 Ελληνόπουλο καί προσθέτει ένα άκάμσ επι χείρημα πού δικαιολογεί την εκδοχή αυτή: — Αέν βγάζουν έξω τά πτώ)ματα μόνο έπειδή τούς εΐ ναι άχρηστα αφού έχει πάψει πιά άπό τίς πληγές τους νά τρέχη αίμα — μά καί^ για ένα άλλο, τό Τδιο σοβαρό, λόγο. —Δηλαδή; — Γιά νά μη βοίσκουν, οί καινούργιοι πού θά πέσουν, καταφύγιο πάνω στά σώματα των νεκρών καί προστατεύον ται άπό τά σπασμένα κοφτε ρά γυαλιά... — Ναί, κάνει κάπως στενά χωρημένος ό Ταρζάν. Κι5 εγώ τό εΐχα σκεφτή αυτό, μά βα ρέθηκα νά τό πώ.,,
*0 Μπουτάτα ρίχνει στην κα ταπακτή πολλά άπ* τά θαυμα τουργά βότανα πού ξέρει. Την ίδια στιγμή άνθρώπινο ποδοβολητό άκούγεται αί^ό έπάνω, νά πλησιάζη στό άνοι γ.μα τής καταπακτής. ;— "Έρχονται, ψιθυρίζει με βιάσι ό άρχοντας τής Ζούγ κλας. Κάνετε όλοι τούς πεθα μένους. Ό,τι κι" άν συμβή, μή ικουνηθή καί μή μιλήση κα νένας... 'Ό,τι κι* άν συμβή! ΓΊιστεΰτε κι5 εσείς οί Τδιοι πώς έχετε πεθάνει. Μόνο τότε θά τό πιστέψουνε κι* αυτοί καί θά σωθούμε... Ή Μπουμπού δεν κρατιέ ται νά μ ή μιλήση: — Τά βλέπετε λοιπόν; ^Κα λά τό είπα εγώ πώς μονάχα ό θάνατος μάς γλυτώνει! — Σκασμός!, τής ψιθυρί ζει ό Ταρζάν. Σε λίγες στιγμές ένα μπου
λούκι άρσπάδες τού Νταρούχ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24 φθάνουν πάνω άττό τό στρογ γυλό άνοιγμα. Σκύβουν αμέ σως κι’ άφουγκράζονται.. Στο βάθος τής φράκτης καταττα κτής επικρατεί απόλυτη καί νεκρική ησυχία. — Ψοφήσανε, συμπεραίνει ό άρχηγός τους. Δέστε γρή γορα τά σχοινιά νά κατέβουμε, νά τους βγάλουμε επάνω καί νά τούς πετάξουμε στη χαράδρα. Σε λίγο θά φέρουν άλλους νά ρίξουμε κάτω... Σε λίγα λεπτά τής ώρας καί οι πέντε «ψευτοπεθαμέ νει» βρίσκονται σωριασμένοι κάτω, έξω άπό τό άνοιγμα τής καταπακτής. "Ενας άπό τούς ιμαύρους μουρμουρίζει: — Μήπως ζή ακόμα κανέ να άπό αυτά τά σκυλιά; Καί τραβώντας τό μαχαίρι του προσθέτει: — Καλού - κακού άς τούς καρφώσω άπό κάνα δυο φο ρές στά στήθεια. Ό άρ χηγός ά μ ως τον έμπο δίζει μέ μιά κλωτσιά. — Δέν χρειάζεται, βλάκα Ψόφιοι είναι. "Αν ζοΰσε κανέ νας, θάτρεχε αίμα άπό τις πληγές του... Καί διατάζει: — Πετάχτε τους λοιπόν στη χαράδρα. Γιατί νά χασο μεράμε άδικα. Πρέπει νά κα τέβουμε ^γρήγορα στη σπη λιά. Οι άλλοι, κάτω, πίνουνε κονιάκ μέ τό Νταρούκ. Ό άράπης πού δέχθηκε την κλωτσιά άγριεύει: — Έγώ θά τούς καρφώσω επιμένει. Ό Νταρούκ είπε 7τώς άν ξεφύγη ένας ζωντανός
θά μάς σκοτώση δλους. ^ — Ναι, ναί, συμφωνουν κΓ οί άλλοι μαύροι του μπουλου καΰ. Ό άρχηγός ύποχωρεΤ: — "Αιντε λοιπόν καί γρή γορα, μουρμουρίζει. ΣΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ
ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΕΝ ΠΡΟΦΘΑΙΝΕΙ ό μως νά τελειώση τά λόγια του. Ταυτόχρονα σχεδόν ό Ταμπόρ, ό Ταρζάν, ή Γι αραμπα, ή Ζολάν καί ή Μπουμπού άκόμα, πετιωνται Ορθιοι. Οι δυο άνδρες, μέ τις πρώτες γροθιές τους, καί πριν προλάβουν οί άραπάδες νά συνέλθουν, γκρεμοτσσκί ζουν τούς μισούς άπό δαύτους στη χαράδρα τών πτωμάτων. Οί άλλοι τραβάνε τά μαχαί ρια τους γιά ν’ άντιμετωπίσουν τούς νεκραναστημένους άντιπάλους! Ή Γιαράμπα βοη,θάει κΓ αυτή μέ τις γροθιές της τού^ δυο ήρωες. Γκρεμίζει δυο μαύ ρους στο βρωμερό βάραθοο. Μιά κΓ ή Ζολάν χύνεται σάν μανιασμένη τίγρι επάνω τους καί μέ τά νύχια της καταφέρνη νά τυψλώση έναν άπό αυ τούς. “Ύστερα τον σπρώχνει μονάχα καί πέφτει ουρλιάζον τας άπό φρίκη καί πόνους στή χαράδρα. Δυό, δμως, οί τελευταίοι πού έχουν άπομείνει, εμποδί ζουν μέ τά μαχαίρια νά τούς φθάσουν οί γροθιές του Ταρ ζάν. Σέ μιά στιγμή μάλιστα φέρνουν τούς δυό ήρωες σέ τραγικά δύσκολη θέσι; "Αν
ΤΑΡΖΑΝ Αποχωρήσουν κι* ένα βήίμα α κόμα, θά γκρεμοτσοχ ιστοΰν στο βάραθρο. "Αν μείνουν έκεΐ, στα χείλη του γκρεμού πού βρίσκονται, θά^ δεχθούν στά στηθεία τους τά φονικά μαχαίρια τών κακούργων. Μπροστά γκρεμός καί πίσω ρέμα, όπως λένε. Νά δμως πού ή σωτηρία τους έρχεται ξαφνική κι5 άνα πάντεχη: Ή Μπουμπού είχε καταψέ ρει νά κρύψη κάτω από τή χορταρένια φούστα της ένα μεγάλο κομμάτι κοφτερό γυα λι από σπασμένη μπουκόλα. Καί νά: Μέ αφάνταστη σ βελτάδ α βγάζε ι τ ό γ υαλ ί αύ το καί χύνεται ακράτητη πί σω από τούς δυο μαύρους. Είναι ακριβώς ή στιγμή πού έχουν σηκώσει τά μαχαίρια τους γιά νά τά καρφώσουν στά στήθη του Τα μπαρ καί του Ταρζάν. Δεν προφταίνουν δμως. Ή Μπουμπού μπορεί νά είναι λεπτεπίλεπτη,, μά τά μπρά τσα της είναι γεμάτα μυώ νες καί νεύρα. Μέ σηκοομένο το χέρι πού κρατάει τό φονι κό γυαλί φθάνει πίσω από τούς δυό μαύρους καί τούς χτυπάει τον ένα μετά τον άλ λον στο πίσω ιμέρος τού κεφα λιοΰ. — "Ωχ !, κάνουν ταυτόχρο να σχεδόν οί δυό κακούργοι καί γέρνοντας ,μπροστά γκρε μοτσακίζονται κΓ αυτοί στή φρυκτή χαράδρα τών νεκρών. Ο ί πέντε «νεκ ρ αν αστη·μ ένοι» σύντροφοι έχουν σωθή, κι5 ελεύθεροι είναι τώρα νά
25 φύγουν... — Κάτω στή σπηλιά άμε σως!, φωνάζει σέ^ τόνο διατα γης ό Ταμπόρ. Πάμε τώρα νά δέσουμε χειροπόδαρα τον Ντα ρούκ ί Ό άρχοντας τής Ζούγκλας δμως, έχει περισσότερο μυα λό καί πείρα από τό ατρόμη το Ελληνόπουλο. Καί τον συγκροτεί: — Στάσου!... Είναι πολύ νωρίς ακόμα γιά τέτοια τολ μήματα. Ό λευκός κακούργος είναι ώπλισμένος κι5 έχει πολ λούς μαύρους νά τον βοηθή σουν! Εμείς είμαστε δχι μό νο απροετοίμαστοι ,μά κι5 έξ αντλημένοι από τό αίμα πού χάσαμε...
ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΪΤ ΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΑΡΖΑΝ έχει δίκηο. "Ετσι, όλοι, ιμαζί, φευ γουν γιά νά κρυφτούν κάπου σε καμμιά σπηλιά τής γύρω περιοχής. Κι3 όταν συνέλθουν καλά καί σκεφθοΰν τί νά κάνουν, θά ξαναγυρίσουν στή σπηλιά μέ τούς σταλακτίτες.
Ο
Καί τώρα άς ξαναθυμηθού με τό Μπουτάτα πού τόν ξε χύσαμε κρεμασμένον από τό σχοινί πού ό ίδιος είχε ρ ί ξεπ στήν καταπακτή. Είχε δή πώς κανένας από τούς συντρό φους του δέν βρισκόταν κάτω καί βασάνιζε τό μυαλό του γιά νά έξηγήση τή μυστηριώ δη έξαφάνισί τους. Τέλος μιά ιδέα είχε περά σει από τό μυαλό του καί ψι
Η θύρισε: — Βρ-έ «μήπως δτσν βρισκό μουν κάτω, ό Πιτσικόκο εψερε εδώ τον τρομερό Νταγιαντούπ; Βέβαιος τώρα για τή σω τηρία των συντρόφων του α νεβαίνει ' γαντζωμένος από τό σκοινί, βγαίνει επάνω καί κά * νει νά προχωρήιση για νά πά ρη τό βροιμο του γυρισμού στη σπηλιά τους. Σίγουρα ο Ταμπόρ καί ή Γιαράιμπα θά έχουν φθάσει πια έκεΐ. Νά ήμως που ακούει ξαφνι κά μιά άγρια φωνή καί βλέ πει δυο άράπηδες — απ’ αυ τούς πού οι ήρωές «μας είχαν νκρεμοτσ σκίσει στη χαράδρα — νά παρουσιάζονται ,μπρο στά καί νά του κόβουν τό δρό μ°: — Ποιος είσαι εσύ; Τί ζη
Ένας ^ μεγάλος φαρμακερός τκορπιός δαγκώνει τό Μπουτάτα στο κεφάλι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ιΟ Μπουτάτα στριφογυρίζει σαν σβούρα μπροστά στον Νταρούκ. τάς εδώ; ρωτάνε άγρια καί κάνουν νά τον αρπάξουν στις χερούκλες τους. — Είμαι ό γελωτοποιός τού αφέντη σας!, φωνάζει ό Τσουλούφης τρομοκρατημένος καί τό βάζει στα πόδια. Κα τεβαίνει κουτρουβαλώντας ό πως ,μιά ,μαύρη μπάλλα, τό ύ ψωμα καί κρύβεται σ’ ένα α πό τά μεγάλα πυκνά σκι να, έξω από τή μεγάλη σπηλιά μέ τούς σταλακτίτες. Οι «μαύροι φθάνουν άλαψια σμένοι σε λίγο, μά ό μεγάλο κέφαλος νάνος έχει γίνει ά φαντος. Φαντάζονται πώς θά προχώρησε πολύ μπροστά. Καί μέ κατακοιμιματιασμένα δπως είναι τά κορμιά του£, από τήν πτώσι στήν χαραδρα, δεν έχουν τό κουράγιο
ΤΑΡΖΑΝ να τον κυνηγήσουν άλλο... Έτσι, μπαίνουν στη σπρλια μέ την άπόφασι νά μην πουν λέξι στο Νταρούκ γιά ό, τι έχει συμβή, "Αν μάθη πώς βγήκαν ζωντανοί άπό την κα ταπακτή πέντε άνθρωποι, εί ναι ικανός νά τραβήξη αμέ σως τά πιστόλια του και νά τούς σωριάση κάτω νεκρούς. Ποιος δεν φαντάζεται όμως την έκπληξί τους όταν μπαί νοντας στη σπηλιά άντικρύζουν τό Νταρουκ — πού στο ιμεταξύ έχει συνελθεί^ — νά βρίσκεται ανάσκελα κάτω και δεμένος χειροπόδαρα; Μόλις τούς άντικρόζει άοχί ζει νά ούρλιάζη άγσια και α φρίζοντας άπό τό κακό του: — Λύστε με, παληόσκυλα. Λύστε με νά σάς σκοτώσω!
27
4Η άτρόαητη Γιαρά^ιπα ζητάει νά οτπαράξη τούς μαυρους μέ τά νύχια και τά δόντια της. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΝΑΣ άπό τούς δυο άράπηδες βρίσκεται μ' ένα πήδημα κοντά του κσι κάνει νά σκύψη γιά νά τον έλευθεοώση άπό τά δε σμό. Ό άλλος όμως τον συγ κρατεί: — Στάσου, Γιάρ! "Αν τον λύσουμε; αργά ή γρήγορα^ θά μάθη πώς μάς ξέφυγαν άπό την καταπακτή οι ρισοπεθαμένοι... — Σάς ξέφυγαν; ουρλιά ζει πάλι ό Νταρούκ, σάν τοελ λός, σάν μανιασμένος! Θά σάς σκοτώσω όλους! Κανένανο^/ δεν θ’ άσήσω ζωντανό! — Τον άκους; συνεχίζει ό μσύοος. Γιατι λοιπόν νά τόν λύσουμε; Γ ιατι νά φυτέψη ά~
Ο
ΟΙ μαύροι θ' άνεβάσουν άπ* την κατακόμβη τών Κολασμένων τά πτώματα τών πέντξ συντρόφων»
28 πό δυο -τρεις σφαίρες στα κε φάλια -μας; Ό πρώτος άράπης ρίχνει
μια ματιά τσή ζώνη τού Λευ κού αφέντη τους. — Πού νά τά βρη τα πι στόλια; τού λέει. Ή ζώνη του είναι άδεια. Αυτοί που κατάΦ-εραν νά δαμάσουνε και νά δέσουνε αυτό τό θηρίο, δεν θά ήταν τόσο κουτοί νά τοΰ άφήσουν τά πιστόλια καί τό μαχαίρι. λ Ό Νταρούκ, που δεμενος όπως βρισκόταν δεν είχε άντιληφθή πώς τού έλλειπαν τά όπλα, από θηρίο που ήταν γίνεται τώρα σκουλήκι. Και τους θερμοπαρακαλάει :μέ μά τι βουρκωμένο: — Λύστε με, καλοί μου φί λοι! Λύστε με καί θά χαρίσω από ένα σακκουλάκι χρυσές λίρες στον καθένα σας;.. — Καί^ τί νά τον κάνουμε; ρωτάει ό ένας μαύρος τον άλ λον, χωρίς νά προσέχουν κα θόλου τά παρακάλια καί τά δάκρυα τού Νταρούκ. Ό άλλος τραβάει τό ιμαχαΐ ρι του καί τ3 αποκρίνεται χα μογελώντας μέ σαδισμό: — Νά τού σταματήσουμε την...καρδιά ! Είναι ένα κι5 έ να γιά νά ησυχάσουμε μιά για πάντα άπό αυτόν. "Υστερα νά πάρουμε οσο χρυσάφι έχει στις βαλίτσες του καί νά γυ ρίσουμε στο Μεγάλο Λιμάνι. Κι^ ούτε γάτος, ούτε ζημιά, πού λένε. Ό απαίσιος Νταρούκ πα ρακολουθεί δεμένος τό συμ βούλιο πού γίνεται γιά τό θάνατό του κι* άπό λευκός
Ο ΜΙΚΡΟΣ πού ήταν έχει γίνει κίτρινος. — 3Εμπρός, κάνει άποφασισμένος τώρα κι5 ό πρώτος άράπης. "Ας τελειώνουμε λοι πόιν ,μιά ώρα άρχήτερα μ3 αυ τόν.... Κι3 ό άλλος σκύβει μέ τό μαχαίρι γιά «νά σταματήση την καρδιά του» άτως είχε πή. Δέν προφταίνει όμως Την ί δια στιγμή ποδοβολητό πολ λών ανθρώπων άκούγεται κι’ ό γνώριμος στ3 αυτιά τους θό ρυβος άπό τό φορτωμένο δί χτυ πού σέρνουν πίσω τους... Ό άράπης βάζει φοβισμέ νος τό μαχαίρι στη θήκη του, ενώ ό Νταρούκ ξεθαρρεύει κι* αρχίζει νά ξεφωνίζη τώρα: —^ Βοήθεια! Βοήθεια! Μέ σκοτώνουνε!.... "Ενα μεγάλο μπουλούκι ά πό μαύρους πού φθάνουν, πα ρστάνε τό καλογεμισμένο δί χτυ τους εξω άπό τό άνοιγμα τής σπηλιάς καί μπαίνουν μέ σα. — Πιάστε τους, ουρλιάζςι ό δεμένος Νταρούκ, δείχνον τας μέ τά μάτια του τούς^δυο άοαπάδες. Λίγο ν3 αργούσα τε θά μέ είχανε σκοτώσει! Ό άοχηγός τού μπουλου κιού πού μπήκε μέσα, τόν βλέ πει δεμένον ανάσκελα κάτω καί χαμογελάει ικανοποιημέ νος: — Καί ποιος σου είπε, λευ κέ σκύλε, πώς έμείς θά σ3 άφήσουμε ζωντανό; "Ετσι εύ κολα θαρρείς πώς θά ξεχάσου με τούς συντρόφους μας πού έχεις σκοτώσει μέ τά καφτά μολύβια τών πιστολιών σου;
ΪΑΡ2ΑΝ Ό Νταρούκ καταλαβαίνε! τώρα πώς φθάνουν οι τελευ^ταΐες στιγμές τής ζωής του. Σατανικός και καταχθόνιος άνθρωπος όμως -καθώς είναι κάνει ,μιά στερνή προσπάθεια. —- "Όποιοι αϊτό εσάς μέ λύσουν, φωνάζει στους μαύ ρους, θά τούς μοιράσω το χρυ σάφι μου! "Αν με σκοτώσετε και τό μοιραστήτε όλοι, ούτε από πενήντα λίρες δεν θά πά ρη ό -καθένας σας... Και τό κόλπο του πιάνει. Ταυτόχρονα σχεδόν όλοι οί νεοφε,ρμένοι μαύροι χύνονται πάνω στον «αρχηγό» τους καί στους δυο πρώτους άραπάδες και τούς κάτοικο μ.μα τιάζουν μέ τά .μαχαίρια τους. "Ύστερα σκύβουν πάνω από τον Νταρούκ, κόβουν τά σχοι νιά πού ό Μπουτάτα τον εί χε δέσει και τον βοηθάνε νά σηκωθή. — Αφέντη Νταρούκ, τού αναφέρει ένας απ' αυτούς, οί 6υό άνδρες κι’ οί τρείς γυναί κες πού τούς είχαμε ρίξει χθες τη νύχτα στην καταπα κτή, κατάφεραν κι5 έφυγαν... — Πώς; κάνει έξω φρένων ό λευκός κακούργος. Δέν είναι πιά ιμέσα στο λάκκο -με τά γυαλιά; — "Όχι βέβαια, τ’ αποκρί νεται ό μαύρος. Τούς είδαμε νά περνάνε κάτω άπ’ τό δέν τρο πού είχαμε στήσει καρ τέρι καί ρίξαμε πάνω τους τό δίχτυ. — Τούς ξαναπιάσατε;^ ρω τάει μ* αγωνία ό Νταρούκ. — Ναύ.. "Εξω άπ’ τ’ άνοι
%%
γμα τής σπηλιάς τούς έχου με·, Ό λευκός κακούργος άρ παζε ι άπ’ τή ζώνη ένός άράπη τό μαχαίρι του καί κά νει νά^βγή άπ’ τ’ άνοιγμα τής σπηλιάς γιά νά τούς κατασπαράξη. Δέν προφθαίνει μως νά βγή έξω, γιατί μια τρομακτική γροθιά πού δέχε ται στο πρόσωπο τον αναπο δογυρίζει. Ποιος τον χτύπησε; Τί εί χε συιμβή άραγε; ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΠΑΛΗ! ΗΝ άπάντησι στά ε ρωτήματα αυτά^ θά τήν έχετε άν θυμηθήτε πώς ό Μπουτάτα, κυνηγημένος άπ’ τούς δυο μαύρους —πού δέν ζούν πιά— είχε τρυπώ σει καί κρυφτή στο ίδιο με γάλο πυκνό σκίνο πού είχε κρύψει τά δυο πιστόλια καί τό μαχαίρι τού Νταρούκ. "Ετσι, όταν βλέπει νά ξα ναφέρνουν τούς συντρόφους του γιά δεύτερη φορά πια σμένους στο δίχτυ καί νά τούς παρατάνε έξω μπαίνον τας γρήγορα στή σπηλιά, βγαίνει άτ’ τήν κρυψώνα του κροτώντας τό μαχαίρι τού κα κούργου. Τούς πλησιάζει α γέρωχος καί τούς ρωτάει σο βαρά - σοβαρά: — Μήπως θέλετε νά κό ψω τό δίχτυ καί νά βγήτε έξω ; — Γρήγορα βλάκα, του κάνει ό Τα^μπόρ! — Τσακίσου κτήνος, προ^ σθέτει ό Ταρζάν;
Τ
β Μ!Κί»0Ι Ό Τισουλούφης θυμώνει: — «Βλάκα» ό ένας, «κτή νος» ό άλλος! Τότε καθήστε έκεΐ πού καθόσαστε! Και γυ ρίζει να φύγη... Ή φωνή ομ ως τής λεπτεπίλεπτης Μπου Μποΰς τον σταματάει: — Καλέ στάσου, γλύκα μου! "Ανοιξε ,μονάχα ίμια ^μι κρή τρυπούλα στο δίχτυ. "Ο σο νά χωρέσω εγώ που είμαι λεπτούλα καί χαριτωμένη! Ό Μπουτάτα τό βρίσκει λογικό καί ξαναγυρίζοντας σκύβει για νά κόψη τρία-τέσσειρα μόνο «μάτια» τοΰ δι χτυού. Ή Γιαράμττα όμως πού βρίσκεται πιο κοντά, βγάζει τό χέρι της άπότομα καί τού άρπάζει τό μαχαίρι. Αμέσως αρχίζει νά κόβη αυτή ένα-ένα, τά χοντρά σχοινιά γιά ν’ άνοίιξη τό δίχτυ.
Ό Τσμττόρ ιπτοδέχεται τον Νταρούκ μέ μια τρομακτική γροθιά.
— Τώρα θά δής τί θά πά θη ς, φωνάζει ό ΤαρΖάν στον Μπουτάτα, πού «με δυο - τρία γρήγορα πηδήματα φθάνει καί ξανακρύβεται τρομοκρα τημένος στο κοντινό μεγάλο σκίνο. Σέ λίγες στιγμές οι δυο άν δρες κι5 οί τρεις κοπέλλες βρί σκονται ελεύθεροι έξω από τό δίχτυ. Ό Ταμπορ κι5 ό Ταρπ ζάν κρύβονται έξω από τό νοιγμα τής σπηλιάς καί πα ρακολουθούν μέσα τούς ιμαύ ρους πού σκοτώνουν τον άρχη γό καί τούς συντρόφους τους καί ελευθερώνουν τον δέμενον Νταρούκ. Ή Γιαράμπα έχει πάρει θέ σι δίπλα στο Ελληνόπουλο κι’ ή Ζολάν πλάϊ στον άρχον τα τής Ζούγκλας, έτοιμες νά τούς βοηθήσουν άν παρουσία στ ή ανάγκη. Μονάχα ή Μπουμπού άδια φορεΐ γιά όλα αυτά καί προ χωρεΐ έξω φρένων γιά τό σκί νο πού είδε πριν από λίγες στιγμές, νά κρύβεται ό «άροαβωνιαστήρ» της. "Ετσι φθά νει έκεΐ, χώνει τό μακρύ κοκκαλιάρικο χέρι της κάτω άπο τά πυκνά κλαδιά του καί τό ξαναβγάζει κρατώντας τον με γαλοκεφαλο από τό τσουλού φι. -— "Ελα έδώ,^ γλύκα μου, τού λέει. Λ"Ελα νά σέ μάθω ε γώ νά μάς κάνης άλλοτε τέ τοια «γυμνάσια». Καί κρατώντας τον γερά άπό τή θρυλική φούντα τού χοντρού κεφαλιού του, αρχίζει να τον στριφογυρίζη στον άέρα, γιά νά τον έκσψενδονίάη
ΤΑΡ2ΑΝ μαακρυά; Την ΐδια στιγιμή ό Πίτσικο &ο φθάνει άλαφιασμένος πάνω άτό μ ιικροσκοπικό άλογατάΚι τον και ξεφωνίζει: —Ό Νταγιαντούπ! "Έρ χεται ό φοβερός Νταγιαντούπ Ταυτόχρονα σχεδόν ό, έλευ θερω μένος Νταρούκ, σφίγγον τας τό ,μαχαίρι πού άρπαξε από τή ζώνη τού άράπη, κά νει νά βγή άπό τό άνοιγιμα τής σπηλιάς. Νρμίζει πώς θά βρή ιμέσα στο δίχτυ τους πέν τε συντρόφους για νά τούς σπαράξη. Τό άτρόμητο όμως Ελληνόπουλο προφταίνει — όπως είδαμε — με <μιά γρο θιά του και τον γκρεμοτσακίζει κάτω. ’Αμέσως όμως αρχίζουν νά βγαίνουν κι3 οί (μαύροι άπό τή σπηλιά γιά νά προστατεύ σουν τον «άφέντη» πού πίστε ψαν πώς θά τούς μοιράση τό χρυσάφι του. Ό Ταμπόρ κι* ό Ταρζάν τούς υποδέχονται μέ γροθιές και καταφέρνουν νά σωριά σουν Αρκετούς άπό αυτούς κά τω. Ή Μπουμπού βλέποντας το κακό πού γίνεται, σταμα τάει νά στριφογυρίζη τον μεγαλοκέφαλο, πού γρήγορα κα τσφέρνει νά ξεφύγη άπό τό χέρι της καί νά κρυφτή τρέχον τας σαν λαγός, στο ίδιο σκί νο. Στο μεταξύ ό Ταμπόρ κι* ό Ταρζάν έχουν αρχίσει μιά τρρμακτική και θανάσιμη πά λη μέ τον Νταρούκ, πού έχει ξαναπεταχτή όρθιος καί μέ
21
Μόνον ό Ταμπόρ μένει στη θέσι του καί κυττάζει μέ δέος τον τρομακτικό Νταγιαντούπ ποό πλησιάζει. τούς άραπάδες του πού κρατάνε όλοι φονικά μαχαίρια. Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ! ΓΙΑΡΑΜΠΑ, κΓ ή Ζο λάν σκαρφαλώνουν γρή γορα πάνω σ5 ένα άπό τά λιγοστά δέντρα πού βρί σκονται έξω άπό τή σπηλιά καί κόβουν δυο χοντρά κλα διά. Πηδούν σβέλτες κάτω καί τρέχοντας τά βάζουν στά χέ ρια των δυο συντρόφων τους. Τό Ελληνόπουλο κΓ ό άρ χοντας τής Ζούγκλας τ’ άρπά ζουν καί σκορπίζουν τον όλε θρο μ’ αυτά στο (μπουλούκι των μαύρων. "Ενας άπ5 αυ τούς, καθώς κάνει νά κτυτπγ Οτι μέ τό μαχαίρι του τον Τα
Η
ιμ'ττόρ, μπαίνει τυχαία ιμπρο*
6 ΜΙΚΡΟΙ στά του ό Ναρούκ και δέχε ται τό κτύπημα στη ράχι του. Σωριάζεται βαρεία τραυματι σ,μένος κι" αρχίζει νά σφαδάξη ουρλιάζοντας απαίσια κι* άνατριχι αστικά; Οί μαύροι του μπουλουκιού δεν ήταν περισσότεροι από δέκα -δώδεκα. Οι μ ίσοι σπά ραζαν κάτω από γροθιές ή κτυπήματα ροπάλων. Κιζ οί άλλοι μ ίσοι δέν θ3 αργούσαν νά βίρούν την ίδια τύχη. Ό Ταρζάν κι5 ό Ταμπόρ εί ναι βέβαιοι πιά πώς γρήγορα θά μπορέσουν νά τούς δαμά σουν και νά φύγουν ελεύθεροι από τό τραγικό αυτό μέρος. 3 Αλλοίμονο όμως... Ξαφνι κά καινούργια ποδοβολητά άκούγονται νά πλησιάζουν από δυο διαφορετικές τώρα κατευ θύνσεις. Καί σέ λίγο δυο και νούιργια μπουλούκια από την ατελείωτη στρατιά των άραπάδων τού Νταρούκ, παρου σιάζονται. Βλέπουν τό κακό που γίνε ται στους συντρόφους τους καί τραβώντας κι" αυτοί τά φονικά μαχαίρια χύνονται πά νω στους δυο φοβερούς κι3 α κατάβλητους ήρωες! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο κι3 ό υπέροχος άρχοντας τής Ζούγκλας, βρίσκονται ςαφ£Ί κά τώρα σέ αφάνταστα τρα γική θέσι. 3Από στιγμή σέ στι Υΐμή οί αμέτρητες άστραφτερές λόμες των μαχαιριών που τους έχουν κυκλώσει, θά Τούς σωριάσουν κάτω φρικτά κομ ματιασμένους. Καμμιά^ έλπι σα σωτηρίας δέν τούς εχει άΐταμείνει πιά!.*.
Ή Γιαράμπα βλέπει τό κα κό πού πρόκειται νά συμβή καί ή άπόγνωσι σαλεύει τό λογικά της. Χωρίς όπλο στά χέρια χύνεται σάν μανιασμέ νο θηρίο στούς μαύρους κι5 αρχίζει νά τούς ξεσχίζη με τα νύχια καί τά δόντια τη,ς. Ή Ζολάν πού τη βλέπει, ζη λεύει την υπέροχη αυτοθυσία της καί χύνεται κι3 αυτή, πα σχίζοντας νά κάνη: τό ίδιο στον πρώτο άράπη πού βρί σκεται μπροστά της. 3Ακόμα κι3 ή Μπουμπού δέ μπορεί νά·μείνη ουδέτερη στο μακελειό πού γίνεται. Κι3 άρ πάζοντας από κάτω μια πέ τρα, πέφτει μέσα στο σωρό τών μαύρων, ξεφωνίζοντας ά γρια: λ— Πίσω, γλύκες μου, καί σάς έφαγα! Την ίδια στιγμή ό κωμικο τραγικός Μπουτάτα πού βρί σκεται^ κρυμμένος κάτω από τό σκίνο, χάνει την υπομονή του. 1 Αρπάζει τά δυο πιστό λια, πετιέται έξω κέάρχίζει νά πυροβολή, κρατώντας από ένα στο κάθε χέρι του. Μερι κές^ από τις σφαίρες του κτυ πουν κατά λάθος πάνω στούς άράπηδες καί τούς σωριάζουν κάτω βσρειά τραυματισμέ νους. Οί άλλοι συνεχίζουν την πάλη τους^ χωρίς, όχι νά τρο μοκρατηθουν, μά ούτε κάν νά ανησυχήσουν. Τόσο είναι τυ φλωμένοι από τη λύσσα καί μανία τους νά σκοτώσουν τούς τρομερούς αυτούς λευκούς. -αφνικά βαρύ κι3 αργό πό δοβολητό ανθρώπου άκούγε·* ται νά πλησιάζη. Καί ταυτό-
ΤΑΡΖΆΝ
Ε3
Χιρονα ή φοονούλα τοΟ Πιτσικόκου: —Ό Νταγιαντούπ! ’Έρχε ται ό Νταγιαντούπ! , Οι μανιασμένοι μαύροι στα ματάνε αμέσως τή φονική μά χη τους. Κυττάζουν μέ τρόρο και φρίκη προς τό μέρος που άκούγεται τό βαρύ αργό πο δοβολή τό και τό βάζουν σαν τρελλοΐ στα πόδια νά σωθούν Ακόμα κι* αυτός ό βαρεία τραυματισμένος Νταρούκ πετιέται όρθιος και τρέχει τρι κλίζοντας πίσω τους. Τό παράξενο ποδοβολητό πού κάνει τή γη να τρεμη, ά-
κουγεται τώρα πολύ κοντά. Ό Μπουτάτα, ή Μπουιμπού ή Ζολάν κι5 αυτή ακόμα ή Για ράμπα άντικρύζοντας τον τρο ίμερό Νταγιαντούπ ^τό βάζουν στα πόδια νά σωθούν. Ό Ταρζόίν τρέχει ξοπίσω τους φωνάζοντας: — Σταθήτε! Μή φεύγετε. Δέν είναι τίποτα! Και ακολουθώντας τους χά νεται κΓ αυτός πίσω από τήν πυκνή κΓ άγρια βλάατησι. Μονάχα ό Ταμπόρ υένει α κίνητος στή θέ;σι πού βρίσκε ται κυττάζοντας μέ δέθζ τό τρο,μακτικό ον πού πλησιάζει.
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΙ Άποκλειστικστης:
Γεν.
Εκδοτικοί Επιχειρήσεις
Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΤΑΡΖΑΝ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΚΑΘΕ
ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκικα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 3ος—Άρ. 20—Δρ. 2 Δημοσιογραιφικάς Δ)ντής: Στ. ' Ανεμο δουράς, Φαλήρου 41. 04κονομικιός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδη,ς, Σφιγγιός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταοόλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. 'Πεοορηπάδιηιν, Αέκυοα 22, *Α/θήναι.
Στο έττόμενο τεύχος αριθμός 21 ή έμφάνισις του τρο μερού
ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ Την έρχόμενη Παρασκευή κανείς δεν πρέπει νά μείνη που νά μή διαβάση:
«ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ» Είναι αδύνατον νά φανταστήτε την πλοκή., τή δράσι, την άγων ία και τό μυστήριο τοΰ καταπληκτικού και συν αρπαστικού αύτού τεύχους. Έπι πλέον και ή έμφάνισις τοΰ τρομακτικού:
ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ πού θά σάς κάνη νά μείνετε κατάπληκτοι.
/Πν/ΤΗΜΑ Λ ηΟ το Δ/ΑΖΤΗΑ/Η ΓΗ//76 66 Χ/ΗΡ679.. Σ/λ/Α/ Ο χορ- Τβ/τ αρο το/τ #/7ο/ϊ~ Λ9/ν/9 & £/ΤΑ ΡΛΑ/ΤΗΤΗ ΣΤΟ ΣϊίΤ-ΗΜΡ ΤΟΥ ΣΙΡ70Υ.. Σ0/Η6 Τββ1β>ΑΖΑΜ£ ΤΗΑ677Α ΘΡΤ//Τ9Ζ ΣΧδΨβ/Ζ Μβεί ηηο ο/τα
6/λΑΗΖ 770/)/Τ/Ζ/70 ΟΤΑΑΤ 0/6Τ1/ΖΤΗ//07Τ6Ζ Ρ/Αί 6ΧΣ)/ΤΑ/Τ Η/Α ΤΡ0Υ/ΣΡΗ Α/ΤΑΗ/)/)ΥΡΗ· Ο ν/ϊΡΑΉΤαΤ ^φρδπδλ //Ρ Α/£ΜΑΣ ΟΑ £ΧΡΑ~)ΤθΐΧΗΖ9Μ6 . ΓΗ Σ£ 6/ΤΑ λΡ \ΖΤΟ/Υ Ζ1Ρ7θ'δΤ Α/ΑΧΟ ΟΣΟΣ,/ ΛΑ/ 70X0/ΤΟ Ζΐ£ΤΗΗΑ 770X 6/6/ 6/ΤΑ 77/1Α/ΤΗΤΗ ΣΧΓΓ6ΛΗ Η6 ΤΟ/Τ ΑΤΪΟΛΟ& ΤΗ .
*
ριρχεε ηρ//τ ο οοοζ ηο/ςουςρ Σ'ελ/ή πηρ/τπτ+ι £7ο α/λο ΣΡΖ ΗΑ/ΑΧΟ Ζ/ΖΤΗ/1Α ΣΤΟΥΣ ΑΡΰΑ /19/ΤΑ 770/ Η ΤΑλΤ Μ6ΤΑΞΥ /)Ρ£91 χΡλ 4!0Σ.
ΨΥΓΑΜ6 βΧΡ/396 ΣΤΗΑ6 9Ρβ • · 77/Ζ9 ΜΑΣ Ο Η/ΤΟ/}/)£/' ΣΧΡΗΟΤΥΤΟ/. .
ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ 7-7—τν V Vννννν^· νν V V ^
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΣΟΥ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ
Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟ ποδοβοβολητό πού κάνει τη γη νά τρέμη άκουγεται τώ ρα. πολύ—πτολύ κοντά. Ό Μπουτάτα, ή Μπουμ πού, ή Ζολάν, και αύτή α κόμα ή Γιαράμπα, αντίκρυ ζουν τον τρομεοό Ντσγιαντούπ και τό βάζουν στα πό δια νά σωθούν. Ό Ταρζάν τρέχει ξοπίσω τους ψωνάζοντας: — Σταθητε! Μή φεύγετε.
Τ
Δεν είναι τίποτα! 'Καί άκολουθώντας τους χάνεται καί αυτός μαζί τους πίσω άπό την πυκνή άγρια βλάστησι. Μονάχα ό Ταμπόρ ιμένει ακίνητος στη θέσι πού βρί^ σκεται, κυττάζοντας μέ δέος τό τρομακτικό δν πού τον πλησιάζε,ι (*). Καί νά: Σε λίγες στιγμές (*) Διαβατέ τό •ιτροηΓ/Όύμενο τε&χος, τό 20, ττου έχει τον τ(σι λό: «'Η κατακόμβη τών κολασμέ νων;».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ» 2
4 6 τρομερός Νταγιαντούπ φθάνει και σταματάει μπρο στά του. Είναι το πιο παράξενο αν θρώπινο δν πού έχει γεννή σει ή άγρια φύσι τής Ζούγ κλας. Φαντ αστήτε δυο θη ρ ιώδ ε ι ς άντρες ένα μαύρο και έναν λευκό, ικολληιμένους από τή ράχη τον έναν μέ τον άλλον. Είναι ένα τερατόμορφο πλά σμα μέ τέσσερα χέρια, τέσσε ρα πόδια, τέσσερα στήθεια και τέσσερις κοιλιές. Μονάχα το κεφάλι τους εΐναι ένα, μά και αυτό πολύ παράξενο. Γιατί μοιάζει σαν δυο κεφάλια, κομμένα από τά αυτιά και πού τάχουν κολλήσει. ’Από τό ένα μέρος έχει ήμε ρο πρόσωπο λευκού και ά πό τό άλλο, άγριο πρόσωπο άράπη. "Ετσι ό τρομερός διπλάνθοωπος, άν σταθ'ής και τον κυττάξης άντίκρυ, άπό τή μια πλευρά, βλέπεις έναν άγριωπό μεγαλόσωμο άράπη, γεμάτον μυώνες και δύναμι. "Αν ύστερα μεταφε,ρθής πί σω, άπό την άλλη πλευρά του, βλέπεις πάλι έναν τό ί διο χερσδύναΐμον λεφό ^άν τρα, με πρόσωπο, στήθος, χέρια, κοιλιά και ποδάρια! "Ενας μαύρος και ένας λευ κός δηλαδή—όπως είπαμε— κολλημένοι ράχη μέ ράχη, και μέ ένα κοινό κεφάλι, πού έχει δυο πρόσωπα. ιΚαθ’ ένα δμως έχει τά μά; τια τά δικά του γιά νά βλέ πη, τή δική του μύτη γιά νά μυρίζη, τά δικά του αυτιά
Ο ΜΙΚΡΟΣ γιά νά άκούη, και τό δικό του στόμα γιά νά μιλάη και γιά νά τρώη. Μέ τά τέσσερα πόδια—δυο άσπρα καί 6υό μαύρα ;— πού έχει, ό Νταγιαντούπ, μπορεί νά προχωρήση μπ:ρο ατά ή πίσω, χωρίς νά χρει άζεται νά γυρίση, όπως θά έκανε κάθε κανονικός άνθρωνος. "Οταν θέλη νά βαδίση προς τή μιά κατεύθυνση τά πόδια του τής πλευράς σό ι ής κινούντοδι προς τόί εμ πρός. Ένώ τά πόδια τής αν τίθετης πλευράς τ’ άκολου θούν, κάνοντας άνάποδες κι νήσεις. "Οπως ακριβώς κι νούνται τά πόδια ένός κανο νικού άνθρώπου όταν περπα τάη άνάπσδα, προς τά πί σω. Αυτός ιυέ λίγα λόγια εΤναι ό τρομεοός «Δπλάνθρωπος» Νταγιαντούπ. Σέ μιά διάλε κτο τών ιθαγενών, Ντάγια θά πή άσπρος καί Ντούπ θά π ή 'μσύρος. "Αοα Νταγιαντούπ θά πή άσπρόμαυρος. "Οταν δηλαδή ό διπλάνθρω πος αυτός σκέπτεται καί ε νεργεί μέ τον λευκό έαυτό του, πού είναι γεμάτος^ άγάπη καί καλωσύνη γιά όλους, λέγεται Ντάγια, άσπρος^ δη λοδή. Αντίθετα όταν σκέπτε •^αι καί ενεργεί μέ τον μαύ ρο έαυτό του, πού εΐναι γε μάτος μΐσος καί κακία γιά όλους, λένεται Ντούπ μαύ ρος δηλαδή. Έτσι ό Νταγιαντούπ—μέ τον λευκό εαυτό του μπρο στά—έρχεται καί σταματάει <χντίκρυ καί κοντά στο Ταμ-
δ
ΤΑΜΙΑΝ
πόρ, το άτρόμητο *Ελληνό,ττουλο τής ζούγκλας. Το τρομακτικά σέ δύναμι αυτά τέρας πού μπορεί ταυ τόχρονα να παλεύη και άπά μπροστά και άπά πίάω του, κυττάζει με θαυμασυά και καλωσύνη; το μελαχροινο παλληκάρι πού στέκει άκλόνητο μπροστά του: ,— Είμαι Ντάγια, τού λέει. Γιατί έσυ δεν τδβσλες στά πόδια σαν τούς άλλους; Δεν με φοβάσαι; — Μονάχα τό Θεά φοβά μαι, τού άποκρίνεται τά πε ρήφανο * Ελληνόπουλο. Το λευκά πρόσωπο τού Νταγιαντούπ κυττάζει με ^ά νοστη τά θαρραλέο παλλη|κάρι καί κάτι πάει νά του πή* Δεν προφθαίνέι όμως γιατί ή άπάντησι πού έδωσε ά Ταμπάρ φαίνεται πώς έκανε νά θυμώοη ό άλλος έαυτός τόυ» Καί αμέσως ό Διπλάνθρωπός γυ ρ ίζε ι καί παρουσ ι άζετα ι αγριεμένο τά μαύρο πρόσω πό του. Τάν κυττάζει μέ μί σος καί κακία καί άπο τά χοντρά χείλη του βγαίνουν αυτά τά λόγια: ^— Είμαι ό Ντούπ! "Έχω τέσσερα χέρια γιά^ νά σέ πνίξω καί τέσσερα πόδια γιά νά κλωτσήσω τά βρωμερά κουφάρι σου! Δεν μέ φοβά σαι λοιπόν; —"Οχι, τού αποκρίνεται τό ίδιο θαρραλέα, ο υπέρο χος Ταμπόρ. Ό Ντούπ άγριεύει περισ σότερο: — "Εχω δυο στόματα γιά νά σέ φάω καί δυά κοιλιές
γιά νά σέ χωνέψω. Καί πά λι δεν μέ φοβάσαι; — "Οχι, του ξαναπακρίνεται ο νέος. Τίίποτα δέν έχω φοβηθή στη ζούγκλα: ^ Ού τε άνθρωπο, ούτε θεριό, ού τε στοιχειό, ούτε τέρας! Ο ΝΤΑΡΙΑ ΚΑΙ 0 ΝΤΟΥΠ ΑΠΑΙΣΙΟΣάράπης Λυσσάει τώρα άπο τό κακό του. Ποτέ^ δέν εί χε ςανασυναντήσει άνθρωπο πού νά μ ή το βάλη^ στά πό δια τρομαγμένος μόλις τον άντίκρυζε. Καί μουγγρίζει σάν λαδωμένο θεριό: —- Σ τόσου σκύλε καί θά σέ κάνω έγώ νά μ·5 άκούς καί νά φυτρώνουν φτερούγες στις μασχάλες σου! Καί όστλώνοντας τά δυο μαύρα χέρια του, χύνεται νά τον άρπάξη. Σβέλτος ό Ταμπάρ άποφεύ γέι την πρώτη κίνησί του καί σκύβοντας χώνεται άνάμεσα στά τέσσερα μαύρα καί άσπρα πόδια του, πού οϊ πατούσες, δπως ξερού υε, κυττάζουν οί δυά πράς τά εμ πρός καί οί δυο πράς τά πί οω. Καί αμέσως, μόλις βρί σκεται στη θέσί αυτή κάνει κάτι αφάνταστα έξυπνο: Αγκαλιάζει μέ τά δυνατά του μπράτσα δυά άτά τά πόδια τού τέρατος: Τό άρι στέ ρά άπά τά μαύρα καί τό δεξί άπά τά άσπρα. Καί τά τραβάει τά ένα κοντά στο άλ>ο, σφίγγοντας τα μέ άφάντσιστη δύναμι. Ό τρομερός Ντούπ άντί
Ο
ΰ νά^κατεβάση τις τεράστιες μαύρες χερούκλες και νά τρα βήξη άνάμεσα άπό τά πόδια του τον «άνθρωπάκο» πού είχε τό θάρρος νά τρυπώση, κάνει ικάτι άλλο: Προσπαθεί νά μετακινηθή γιά νά τον τΙ νάξη άπό κει. Μά καθώς ο Ταμπορ κρατάει σφιχτά τά δυο ποδιά/ χάνίεί άμέσως τήν ισορροπία και σωριάζε ται βαρύς κάτω. Τό μέτω πο του μαύρου προσώπου του χτυπάει, καθώς πέφτει πάνω σέ ιμιά μεγάλη πέτρα και γιά λίγες στιγμές μένει ακίνητος και μισοαναισθητος. Στο ιμικρό αυτό διάστημα, τό 4Ελληνόπουλο, παρατάει τά δυο πόδια τού Διπλανθρώ που πού κρατούσε σφιγμέ να καί πετιέται ορθό. 'Αρπά ζει άμέσως άπό κάτω μιά
Ο Ταμπορ μέ μιά γρήγοοη κίησι χώνεται άνάμεσα στα τέσΓερα πόδια του τρομερού Νταγιαντβυπ.
& ΜΚΡύϊ
40 Ταμπορ αρπάζει μιά μεγάλη πέτρα κ* είναι .έτοιμος νά του την πετάξη στο κεφάλι.
μεγάλη βαρειά πέτρα τή ση κώνει μέ τά δυο του χέρια πάνω από τό ιμαύρο πρόσω πο τού Ντούπ και είναι έ τοι-μος νά την πετάξη μέ δύναμι και ορμή και νά του τό κάνη κομμάτια. "Αλλάζει όμως αμέσως γνώιμη και πε τάει την πέτρα πέρα, χωρίς νά τον χτυπήση. Ό θηριώδης καί κακό^ άράπης δέν έκτιμάει καθόλου τή (μεγαλόψυχη πράξι τού Ταρπόρ πού άν ήθελε μπο ρούσε νά τον είχε σκοτώσει. Μά καθώς έχει ξ,εζαλιστή γρήγορα πετιέται ξρ/ά όρθός^ καί απλώνει πάλι τις μαύρες χερούκλες του γιά νά τον άρπάξη. Τό αφάνταστα έξυπνο 4Ελληνόπουλο, έφαρ ■μόζει τώρα άλλη τακτική: ’Αρχίζει νά γυρίζη γύρω —~ γύρω στο Ντσγιαντούπ.
ΐΑί*2ΑΝ Ό κακός όζράττης Ντούπ αρχίζει άμέσως καιί αύτός νά στριφογυρίζη απλώνοντας τά μαύρα χέρια του νά τον πιάση. Αντίθετα και κάθε ψορά πού 6 Ταμπόρ βρίσκε ται μπροστά στον καλό λευ κό Ντάγια, αυτός τον σπρώ χνει μέ τά χέρια του ζητών τας νά τον άπομακρύνη; άπό τον κακό ιμαύρο εαυτό του: Ταυτόχρονα, κουνώντας αντί θετά τά πόδια του δυσκολεύει τό στριφογύριισμα του Ντούπ για νά μη (μπορέση νά πετύχη αυτό πού θέλει. Έτσι τά πόδια του τρο μερού Δ ιίπλ ανθρώπου μπερ δεύονται σέ μιά στιγμή και χάνοντας την ισορροπία του γκρεμοτσακίζεται κάτω. Ό Ντούπ ξαναχτυπάει πάλι^τό μαύρο κεφάλι του και ^ μένει γιά λίίγες στιγμές ακίνητος
Βροχή άπό πιθήκους άρχιζες νά πεφτη άπ* τά κλαδια των θεόρα των δέντρων.
9
— Θεέ Γκαροοταγκάρ!, φωνά ζει ό παντοδύναμος μάγος Χαραχάν.
σάν σκοτωμένος. Ό Ταμπόρ, μανιασμένος τώρα, ξανασηκώνει την ίδια μεγάλη καί βαρειά πέτρα γιά νά τού τσάκιση στ5 άλ^θεια αυτή τη φορά τό κεφά λι. "Όμως τό υπέροχο αυτό παλληκάρι είναι "Ελληνας! Καί ένας "Ελληνας δεν χτυ πάει ποτέ τον αντίπαλό του όταν είναι άνίκανος νά άμυν θήΠετάει λοιπόν πάλι μέ πε ριφρόνησι την πέτρα, παρα τάει τον τρομακτικό Ντούπ καί προχωρεί αργά καί άγέ ρωχα πρός την κατεύθυνσι πού άκολούθησαν φεύγοντας, πριν λίγο, ό Ταρζάν, ό Μπου τάτα καί οί τρεις κοπέλλες: ή Γιαράμπα, ή Ζολάν καί ή Μπουμπού.
5 ΜΙΚΡ61
I Ό τρομερός Διπλάνθρωπος πετιέται ιτάλι όρθός καί ό Ντούίττ, ό (μαύρος εαυτός του, κάνει μια ασυναίσθητη^ κίνη σι σά νά Βέλη νά τρέξη ττι σω του νά τον κ ατοοσπαρ άξη· Ό >κιοαλος Ντάγια όμως τόν συγκροτεί: ^ — Μη, Ντούπ Είναι πε ρήφανο καί γενναίο παλληκά ρι. Δεν πρέπει νά του κά νουμε κακό... — "Άσπρο σκυλί, ουρλιά ζει ό άράπης στον άλλον έαυτό του. Ποτέ δεν μέ αφή νεις νά κάνω αυτό πού θεΛοο! Καί κάνει νά τρέξη πίσω από τόν Ταμττόρ. Ό λευκός όμως κινεΐ τά ποδιά του προς αντίθετη κατεύθυνσι καί τόν εμποδίζει νά προχωρήση. Ό άράπης μανιάζει άφάν ταστα καί αρχίζει νά τόν χτυΐπάη προς τά πίσω μέ τά χέρια καί νά τόν κλωτσάη α νάποδα μέ τά πόδια του. "Ομως καί ό καλός Ντά για δέν μένει άπραγος ιμπρο στά σ’ αυτή την έπίθεσι. Κιαιΐ γιά νά έπιβάλη το δί κιο καί τό καλό πού θέλει νά κάνη, χτυπάει καί κλω τσάει καί αυτός τόν κακό μαύρο εαυτό του. Καί οί δος /^χωριστές καί αντίθετες σέ αισθήματα υπάρξεις που αποτελούν τόν τερατόμορφο Διπλάνθρωπο, πέφτουν κάτω καί άρχίζουν νά παλεύουν ιμέ λύσσα καί μανία. , Εΐναι ή προαιώνια καί α τέλειωτη πάλη τού Καλού ένάντια στο Κακό. Πόσες φο
ρές καί >μεΐς οΐ ίδιοι δέν έ χουμε νοιώσει νά παλεύουν έτσι μέσα μας ό Ντάγια καί ό Ντούπ; ΒΡΟΧΗ ΠΙΘΗΚΩΝ!
Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως γιά λίγο τόν τρομερό Διπλάνθρωπο στον άλ ληλοσπαραγμό των δυο έαυ των του. Άς παρακολουθή σουμε τώρα τόν Ταμπόρ πού προχωρεί —-όπως δίδαμε— προς την κατεύθυνσι πού εί χαν, πριν λίγο, φύγη τρο-μο κροαηιμένοι ό Ταρζάν μέ τις τρεις κοπέλλες καί τό Μπου τάτα. Καί νά: Τη στιγμή πού περνάνε ·μιά περιοχή γεμά τη θεόρατα δέντρα καί τέρα στ ιούς πυκνούς θάμνους, κά τι κωμικό στήν αρχή, μά τρο μακτικό σέ λίγο γίνεται. "Ενας γέρος, κ ο υτσό ς, καμπούρης καί σκελετωμέ νος ιθαγενής, ντυμένος μέ κουρελιασμένη προβιά λύ κου, παρουσιάζεται μπροστά καί τούς φωνάζει: — Σ ταθήτε!... ΕΙμα ι ό παντοδύναμος μάγος Χαραχάν! Όποιος δέν γονατ ιση νά μέ προσκυνήση, θά πεθα νη! — ^ Ό άρχοντας τής ζούγκλας τόν παραμερίζει οστό τό μ© νοπάτι πού έχει σταθή καί προσπερνάει μέ τούς συντρό ψους του. ^ Δέν προφταίνουν όμως νά κάνουν λίγα βήιματα. όταν ό κωμικοτραγικός Χαραχάν στ^ κώνει τά χέρια του ψηλά καί
ΤΑΡΑΖΑΝ
9
τώνω καί χασομεράω άδι έπικαλεΐται: κα! — Θεέ ΠκαραταιγικΑρ·! Τι Ό μάγος ΧαρΟχάν εχει μώρησε τούς άνθοώπους πού σταθή παράμεσα καί συνεχί δεν προσκυνάνε τδ μάγο σου ζει νά προσεύχεται: Έμενα! — Θεέ Γκαοαταγκάρ! Δώ /Και βγάζει μια παράξενη σε δύναμι ατούς ιερούς πιθη κραυγή. Ταυτόχρονα σχεδόν κους νά σπαοάδουν τους άνάττό τα! κλαδιά των θεόοα θρώπους πού δέν προσκυνά τών δέντρων πού βρίσκονται νε τόν παντοδύναμο μάγο γύοω, άογίζει νά πέφτπ μια σου, Εμένα! βροχή άττό πιθήκους ττου χυ — Γειά σου, κυρ «Εμέ νοντα[ με λύσσα και μανία να»! τού φωνάζει ό Μπουτάπάνω στους ττέντε συντρό τα άνεμίζοντας τό τσουλού^· ψους. φι τού τεράστιου κεφαλιού Ό Μττουτάτα ξεφωνίζει μ* του. ενθουσιασμό: Ξαφνικά οί πίθηκοι κατα — Θεέ μου βρέξε κάστα Φέρνουν νά ρίξοι/ν κάτω τόν να καί χιόνι σε... μαϊμούδες! Ταοζάν καί άργίζουν νά τού "Όμως τά μανιασμένα αυ δαγκώνουν τό λαιμό. Την ί τά μικρά θιτοία, εΤναι ένας δια στιγμή όμως άκουγεται πολύ έττικίνδυνος εχθρός. Με ή άγοια κραυγή τού Ταμ πόα νύχια και με δόντια ζητάνε καί τό Ατρόμητο "Ελληνόπου νά σπσοάΕουν τόν Ταρζάν λο φτάνει το έχοντας στο ση και τούς άλλους. Ή θέσι μείο πού γίνεται τό μεγάλο τους γίνεται ττολυ δύσκολη. κακό. Ό άρχοντας της ζούγκλας Μέ άκοάτητη όομη χύνεται άοττάζει τούς τπθήκους άττό πάνω ατούς > μανιασμένους το λαιμό καί τούς πνίγει, πιθήκους πού βρίσκονται πά δυο - δυό, με τις άτσαλενιες νω στο κοομί τού Τσοζάν καί τταλάμες του. Τό ίδιο κάνει άοπάζοντάς τους, δυό—6υό καί π πανόσια καί άτοόμητη τούς χτυπάει μέ τόο-η δύναμι Γιαράμττα μέ την υπεοφυσική κάτω πού οί περισσότερο· μέτης δύναμι. Ή Ζολάν τούς νο\)ν Ακίνητοι, νεκροί. Τούς χτυπάει μέ την κοφτεοή λάπιο μενσλόσωμους Από στά μα τού φονικού μαχαιριού τους, όσοι δεν παθαίνουν τί της.^Ή λεπτεπίλεπτη Μττουποτα. τούς άο-π-άζει άπό τά υττού τούς διώχνει κάνοντας δυο πισινά πόδια κσί τρα ξσσσ. „ ξσσσ!... Καί ό Μττου βώντας τους μέ τήν ύπεοάντάτα έχει τοσβήξει τη θρυλι θοωίπη δύναμι του τούς σχί κή σκουριασμένη κουμπούρα ζει ατά δυό. του καί φωνάζει στις μαΐ * Ό άοΥοντας τής Γουνκλας μουδες: ? Λ, , πού σώζεται £τσι άπό βέβαιο — Οι σκοτωμένες στή * κσί Φοίκτο θάνατο πετιέται μττάντα νά μή σάς ξανασκο γρήγορα όρθός, άγκαλ ι άζει
ΙΟ
βιαστικά τον Ταμπόρ και τον φιλάει στο μάγουλο: —Σ’ ευχαριστώ άδελφέ υου "Ελληνα! ’Άν δεν ήσουν έσύ, αυτή τη στιγμή δεν θά ζούσα. Αμέσως καί οι δυο ήρωες τώρα, ό Ταρζάν καί ό Τα μπαρ χύνονται ττάνω στους άμέτρητους άλλους πίθηκους πού σε λίγες στιγμές θά έ χουν σπαράζει τή ·Γιαράμπα και τους άλλους. Τρομακτιικήι ί!πάλη επακο λουθεί και τά πτώματα τών πιθήκων έχουν σχηματίσει σωρούς ολόκληρους γύρω από τον Ταρζάν, τον Ταμπόρ, τή Γ ιαράμπα και τή Ζολάν. Ή Μπουμπού έχει τρυπώσει κά τω άπό ένα τέτοιο σωρό καί Φωνάζει στόν κωμικοτραγικό Μπουτάτα, τον «άρραβωνιαστήρ» της: — Γρήγορα, γλύκα μου!
*0 άρχοντας τής Ζούγκλας ττνίγ£Β δύο - δυο τους πιθήκους μέ τις άτσαλένιες παλάμες του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
*0 κωμικοτραγικός Μπουτάτα έχει κρυφτή στην κουφάλα ένός γέρικου δέντρου.
Σκότωσε καί τούς ύπόλοι ττους γιατί κοντεύω νά.. νυ στάξω ! Ό Τσουλουφης, κρυμμένος καί αυτός σέ μια κοντινή κου ψάλα δένδρου, τής αποκρίνε ται : — Μή βιάζεσαι, βεργολυγερη μου! Περίμενε νά τούζ «καθαρίσουν» οι άλλοι και θά τούς περάσω... δεύτερο χέ ρι! Ή τρομακτική πάλη όμως συνεχίζεται καί οι πίθηκοι όσοι καί άν σκοτώνονται, πά λι 'μένουν αμέτρητοι γιά νά συνεχίσουν τή μανιασμένη έπίθεσί τους. Ό Ταρζάν καί ό Ταμπόρ όμως αρχίζουν νά κουράζον ται, νά εξαντλούνται καί σι γά—σιγά νά χάνουν τις δυ νάμεις τους. Τά κορμιά τους
11
ΤΑΡΖΑΝ
είναι ικαταοξεσχισμένα άπό τά νύχια καί τά δόντια των πι θήκων. Ή πρώτη ορμή τους έχει αρχίσει νά κόβεται. Τώ ρα ό άρχοντας τής ζούγκλας δεν καταφέρνει νά πνίγη τούς πιθήκους που σφίγγει με τις παλάμες του. Καί ό Ταμπόρ τους χτυπάει κάτω καί δεν υ.. οτώνοντσϊ. Ό Μπουτάτα που παρα κολουθεΐ άπό την κρυψώνα του, άρχίζει νά δυσανασχετή: —"Ε!, φωνάζει. Θά τους ξεμπερδέψετε καιμ-μιά φορά, για θά βγω έξω νά τους τα ράξω στις σφαλιάρες; Τά άστεΐα διμωο δεν έχουν καμιμιά θέσι σέ τέτοιες τρα γικές στιγμές. ΟΊ λυσσασμέ νοι πίθηκοι έχουν ρί)ξει κάτω τώιρα τους δυο άντρες καί τις δυο κοπελλες. Ή κατάστασι ξαναγίνεται ίδια, όπως ήταν καί πριν παρουσιοτστή
"Οσοι λύκοι έχουν μείνει ζων τανοί άρχίζουν νά σπαράζουν ό ένας τον άλλον.
ό Ταμπόρ. Σέ λίγες στιγμές όλοι τους θά άπο μείνουν ά ψυχα κουφάρια κάτω άπό τή θανατερή έπίθεσι των άμέτρη των αυτών θηρίων. Ούτε ή φυ γη, ούτε τό σκαρφάλωνα πά νω στά γύρω θεόρατα δέν τρα θά μπορούσαν νά τους σώσουν. Οί πίθηκοι μπορούν νά τρέξουν πιο γρήγορα ά πό αυτούς καί μπορούν νά σκαρφαλώσουν καί νά τους φτάσουν οπού καί άν βρεθούν. Ο ΝΤΑΓΊΑ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟ ΝΤΟΥΠ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυρίσουμε γρήγορα κον τά στον τρομερό Ντα γιαντούπ, πού άφήίσαμε νά παλεύουν καί νά χτυπιώνται οί δυο έαυτοί του. Ό καλός λευκός Ντάγια καί ό κακός
Κ
*Η λεπτεπίλεπτη^ Μπουμπού βρί σκεται κάτω άπο ένα σωρό σκο τωμένων πιθήκων.
12
μαοϋρος Ντούπ. Ή πάλη τους είναι μια φοβερή, ,μά και παράξενη γιγαντομαχία. Είναι αδύνατο νά περιγράψη κανείς τον τρό πο πού ό ένας εαυτός προσ παθουσε νά σπαράξη τόν άλ λον. Τά μαύρα χέρια καί πό δια χτυπούσαν καί κλωτσού σαν το λευκό κορμί καί τά λευκά χέρια καί πόδια τό μαύρο!... Σέ μιά στιγμή ό μαύιρος Ντούπ καταφέρνει νά πέτα χτή ορθός παρασύροντας μα ζί του καί τό λευκό Ντάγια. "Ύστερα υποχωρώντας π,^ός ένα χοντρό κορμό γιγαντιαίου δέντρου, αρχίζει νά τόν χτυ πάει μέ αφάνταστη ορμή πά νω σ’ αυτόν. Ό καλός Ντάγια στήν άρ χή ζαλίζεται άπό τά χτυπή ματα πάνω .στον κορμό, ρη γορα όμως συνέρχεται καί αρπάζοντας ένα χαμηλό χον τρό κλαδί τό σπάζει. ’Έτσι άποκτάει ένα τρομερό ρόπα λο στά χέρια του. ’Αντί ό μως ν’ άρχίση αμέσως νά τόν χτυπάη μ’ αυτό, κάνει κάτι άλλο πιο έξυπνο καί άποτελε σματικό. (Πιάνει τό ρόπαλο άπό τις δυο άκρες του καί οηκώνοντας τά χέρια του ψη λά καί προς τά πίσω, τό περ νάει πάνω άπό τό Κεφάλι τους μέ τά δυο πρόσωπα. Καί φέρνοντάς το στο λαι μό τοΰ Ντούπ, αρχίζει νά τό τραβάη μέ ^ δύναμι προς τά έμπρός, σφίγγοντάς του τό λαιμό. Ή άναπνοή του κακού έαυτού κόβεται μονομιάς. Τά
0 ΜΙΚΡΟΙ μάτια του γουρλώνουν άπα3 σια, τό τεράστιο στόμα του ανοίγει καί ή κόκκινη· γλώσ σα του -ξεπετιέται έξω. Ό •Ντουπ μουγγρίζει βραχνά καί απαίσια, πασχίζοντας νά τραβήξη, άπό τό λαιμό του τόν παράξενο αυτό βρόγχο. Τίποτα όμως δέν καταφέρνει. Τό κόψιμο τής ανάσας έχει παραλύσει τά χέρια καί τά πόδια του. Άπό στιγμή σέ στιγμή θά πάψη καί νά ζή|. Ό απαίσιος άράπης κου νάει μέ άπόγνωσι τώρα—κα θώς πνίγεται—τά χέρια του. Σά νά βέλη νά μιλήση. Νά πή κάτι. Καί νά: Ό καλός λευ κός ιάδελφός του ξεσφίγγει λίγο τό ρόπαλο άπό τό λαι μό του. ’ιΕκεΐνος παίρνει με ρικές γρήγορες ανάσες καί τον φοβερίζει: — Σταμάτα νά μέ σφίγγης άλλο. Είμαστε ένα κορ μί καί οι δυό. ’Άν πεθάνω καί σαπίσω εγώ, θά πεθά νης καί θά σαπίσης άμέσως καί σύ! Ό Ντάγια του άποκρίνε ται: —- Χίλιες φορές καλύτερα νά πεθάνω, παρά νά ζώ ένωμένος μ’ έναν απαίσιο κα κοΰργο σαν καί σένα. Καί τραβώντας πάλι, σφίγ γει π ιό δυνατά τώρα τό ρό παλο στο λαιμό τού Ντούπ. Ό κακός άράπης ξανακου νάει τά χέρια του σά νά θέλη νά ξαναμιλήση. Καί όταν 6 καλός Ντάγια, χαλαρώνει πάλι λίγο τό σφίξιμο, τοΰ λέει; — Συχώρεσέ με!... Δίκηρ
ΤΑΜΙΑΝ έχεις! Δεν πρέπει νά κάνω κακό σ’ αυτό τό γενναίο και ■περήφανο παλληικάρι!... * Α πό δώ και πέρα θά σέ υπα κούω και θά ίκάνω 6,τι ,μοΟ λές... — Όρκίσου, τον διατάζει άγρια ό Ντάγια. Και ό Ντούπ όρκίζεται στον προστάτη του το θεό τής Κακίας: —4 Ορκίζομαι στό θεό Γκαοσταγκάρ! ^ Ό Ντάγια ξέρει πόσο βα ρύς είναι ό όρκος που έκα νε ό μαύρος εαυτός του καί πώς του είναι αδύνατο νά τον πατήση. ^Παρατάει λοι πόν άΐμέσως τό ρόπαλο και ελευθερώνει τό λαιμό του. — Πάμε τώρα του λέει. Πάμε νά δρουμε τό καλό αυ τό παλληικάρι για νά ζήτη σής καί απ’ αυτόν νά σέ συγχώρηση καί νά γίνουμε ψίλοι του. — ,Πάμε του άποκρίνεται πρόθυμα καί υπάκουα ό Ντούπ. Καί ό τοομεοός Διπλάνθρω πος ξεκινάει ,μέ τό πσ ο άξενο βάδισμά του (ποός την κ α νεύθυνοι που είχε άκολουθή σει, πριν λίγο, ό Ταμπόρ.
13
Καί νά: -αψνικά ένα τεοά στιο ραυροπράσινο φίδι ξεπετάγεται μπροστά του καί χύνεται νά τυλιχτή στό ^κορ ,μί τού Διπλάνθρωπου καί να τον πνίξη. Τίποτα όμως δεν καταφέρνει. Ό Ντάγια προφταίνει καί τό άρπάζει, μ(έ τά δυο του χέρια ιάπό τό λαιμό. Καί ό Ντούπ, μέ τά δυο του χέρια έπίίσης αρπάζει καί σφίγχει γερά την άκρη τής ουράς του. Τό άπέραντο κορμί του φι διού σπαρταράει άπεγνωσμέ να τοόρα, συγκροτημένο γε ρά άπό τις δυό του άκρες. Είναι σνίκοα/ο όμως νά κάνη τις κινήσεις που πρέπει ^γιά νά τυλιχτή στό διπλό σώμα τού άντιπάλου του. Όσο χεροδύναμος όμως καί άν είναι ό Ντάγια καί ό σο καί άν σφίγγη τό λαι-μό τού φιδιού εΐναι άδύνατο νά τό πνίξη. Μά ούτε ο Ντούπ μποοεϊ νά τον βοηθήση για τί άν παρατηση την ούρα του, τότε έκεΐνο θά ιμπορέση άμέσως καί εύκολα νά τυ λιχτή γύρω τους καί νά τους τσάκιση; τά κόκκαλα. Τί θά γίνη λοιπόν; θά ^μεί νουν έκεΐ συνέχεια, κρατών Η ΝΙΚΗ τας καί σφίγγοντας ό ένας ΣΤΗΝ ΕΝΠΣΙ άπό τό λαιμό, καί ό άλλος ΟΒΕΡΕΣ καί τρόμε- άπό την ουρά τό μαυροπράρές περιπέτειες περι σινο ψίδι; ,Καί πόσες ώρες μένουν στό δρόμο τον θά άνθέξουν σ’ αύτή την Διπλάνθρωπο που καταφέρπροσπάθεια; Κάποτε θά κου νει^ τώρα, χάρι στην ένωσι ραστούν, θά εξαντληθούν οί του ,μαύρου καί του λευκού δυνάμεις τους καί τά χέρια έαυτού νά βγή σέ όλες νίκη τους θά παραλύσουν. τπς, Νά όμως που τό καταχθό
Φ
14 νιο μυαλό τού μαύρου Ντούπ, βρίσκει γρήγορα τή σωτήρια λύσι: — ιΝτάγια!, φωνάζει στο λευκό έαυτό του. Για νά σω θοΰμε πρέπει το (ψίδι , νά φάη τό... φίδι! "Αλλο τίπο τα 6©ν μπορεί νά γίνη. Ό λευκός καταλαβαίνει άμέσως τή σημασία πού έχουν τά λόγια του καί σφίγγει α κόμα περισσότερο τό λαιμό του φοβερού έρπετοΰ για νά τό ίάναγκάση νά άνοιξη πιο πολύ τό στόμα του. "Ετσι καί γίίνεται. Καί ο Ντούπ χώνει ιμέσα σ’ αυτό την άκρη τής ουράς του. Μανιασμένο καθώς είναι τό φίδι άρχίζει νά καταβρο χθίζη την ούρα του πού σι γά—σιγά (περνάει καί χάνε νεται μέσα στο ίδιο του τό κορμίί:. Ό σατανικός Ντούπ
Ό τρομερός Νταγιαντούπ οόρλιάζει σαν άρκοόδα και πετάει πέτρες στους λύκους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
όλο καί σπρώχνει και ύιτοβοηθεΐ τό αύτοφάγωμα αυτό πού συνεχίζεται γιά άρκέ τη ώρα ακόμα. Τέλος τό μισό κορμί του φιδιού έχει χω:θή ιμέσα στο άλλο ιμισό. Καί τό φοβερό ερπετό έχει γίνει πιά μιά μεγάλη, κουλούρα. — ΓΊαράτησέ το τώρα Ντάγια, φωνάζει ό Ντούπ στο λευκό εαυτό του. Καί τράβηξε νά κόψης ένα χορτόσχοινο από τό κοντινό 6έν τρο. Ό Ντούπ ικρατάει μονά χος του τώρα την κουλούρα τού φιδιού καί τή σφίγγει στήν ένωσί της. Ένώ ό Ντά για, με μιά κοινή μετακίνησι,τραβάει καί σπάζει ένα χορτόσχοινο, δένοντας μέ αυτό σφικτά τό λαιμό τού φιδιού. "Ετσι δεν θά μπορέστ'ι νά ξαναβγάλη τό κορμί του πού έχει καταβροχθίσει γιά νά έλευθερωθή καί νά φύγη. Ό κακός Ντούπ παρατάει τώρα κάτω τή φιδίσια κου λούρα, καγχάζοντας: —Χά,^ χά, χά!... Κάθησε τώρα έκεΐ, φιλαράκο μου. .Πολλά πεινοσιμένα όρνια θά βρεθούν νά χορτάσουν με σέ να! ... Ό καλός Ντάγια όμως σκύβει απότομα κάνοντας νά σηκωθούν ιστόν αέρα τά πό δια του μαύρου εαυτού του. Πιάνει τό χορτόσχοινο πού ό ϊδιος είχε δέσει σφιχτά στο λαιμό τοΰ φιδιού καί τό ξε σφίγγει κάπως. "Υστερα
?ΑΡ»ΖΑΗ
νασηκώνεται και λέει στο Ντούπ. — Πάμε τώρα... “Έτσι ττού τό ξέσφιξα, θά καταψέρη γρήγορα Ινά τό ττετάξη άπό πάνω του και νά έλευθερωθή. Ώστόισο όμως έμεΐς θά έχουμε προχωρήσει άρκε τά γιά νά μή μπορέση νά ■μάς ψτάση,... ΟΙ
ΠΕΙΝΑΣ ΜΕΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ
ΑΙ ΠΑΛΙ όμως δεν προφταίνουν νά ττροχω ρή,σουν αρκετά, Ξαφνικά άπαίσια ουρλιαχτά άκούγονται νά πλησιάζουν. Καί σέ Αίγες στιγμές μιά όλόκλη ρη αγέλη ττεινασ1 μενών λύ κων περικυκλώνει τον τρομε ρέ Δϊτλάνθρωττο Νταγι οντο ύπ. Μά καί αυτή τή φορά ή συναδέλφωισις του Ντάγια; καί του Ντουττ κάνει τό θαύ μα της. Καί οί δυο μαζί τώ ρα αρχίζουν νά στριφογυρί ζουν καί νά κλωτσάνε, φτιά χνοντας έτσι ένα ττροστατευ τ κό φοάγμα γύρω τους πού έμττοδίζει τους λύκους νά τους πλησιάσουν. Μά όμως που τά πόδια τους, δσο γερά καί αν εΐναι, κουράζονται γρήγορα στην προσπάθεια αυτή. Λίγο άκό μα καί δεν θάχουν πιά τη δύναμι νά( *' συνεχ ίσουίν τί ς κλωτσιές. Ελεύθεροι τρτε ο: ^πεινασμένοι λύκοι θά χυ θούν επάνω τους καί θά τους κατασπαράξουν. ^ "Όμως τό καταχθόνιο μυα λρ του σατανικού Ντούπ,
*0 μάγος^ Χαραχάν δίνει στόν άρχοντα τής Ζούγκλας &να μικρό κόκκινο χάπι.
δεν αργεί πάλι νά βρη. τή λύσι τής σωτηρίας τους. — Νά πέσουμε άμέσως κάτω, φωνάζει στο Ντάγια. Καί κάθε Λύκο που θά πλησιάζη, θά τον άρπάζουμε μέ τά δυο μας χέρια. Ό ένας άπό τό αριστερό καί 6 άλ λος από τό δεξί ποδάρι. "Ύ στερα θά τά τραβάμε μέ δ ύναμ ι.... Έτσι καί γίνεται. Καί εΐναι αφάνταστα τραγική ή εικόνα πού παρουσιάζουν τά πεινασμένα αγρίμια καθώς πέφτουν, ενα— ένα, στά τέσ σέρα χέρια του τρομερού βι πλάνθρωπου <Νταγιαντο ύ π. Μονάχα ένα σπαρακτικό ούρ λιαχτό , πόνου καί λύσσας προφταίνει νά 6γή άπό τά στήθη τους. Καί αμέσως έ νας άπαίσιος καί άνατριχια
16 σηκός θόρι/βος σχισίματος άκούγεται, πού κάνει τά γε ροδεμένα «κορμιά τους νά χω ριστούν σε δυο καταματωμένα κομμάτια. Μά ούτε καί αυτό τό μα κελειό θά μπορούσε νά^σώση τον Νταγιαντούπ. Πρώτα— πρώτα γιατί τά χέρια τους θά κουράζονταν χοήγορα σ’ αυτήν την ποοσπάθεια όπως πρίν άπό Ιλίγο είχαν κουοαστή και τά πόδια τους. "Υ στερα οί λύκοι ήταν πολλοί καί δεν θά άογοΰσαν νά δα υάσουν τον τρομερό Διπλάνθροοπο. Μά τό καταχθόνιο ιυυαλό τού Ντούτ κάνει καί πάλι τό θαύμα του: "Ετσι, δπως βρισκόταν πεσμένος κάτω., άρπάζει τό μισό ματωμένο κομμάτι ^ένός σχισμένου στά δυο λύκου, τό φέρνει μέ ίλαιμσαγία στο στόμα του καί άο'ν^ει νά το δαγκοινει, σά νά θέλη νά τό κσταβοσχθίση. Αυτό ήτανε! Είχε δώσει τό «καλό παράδειγμα» στους πεινασμένους λύκους πού εΤχσν άπομείνει άκόυα ζωντα νοί. Καί ιδλοι μαζί χύνονται λαίμσσγοι πάνω στά κο^υά τισ των σχισμένων συναδέλ φων τους, σπαράζοντάς τα καί χορταίνοντας μ’ αυτά την πεΐ.να τους. Ό Ντάγια καί ό Ντούπ, κάνοντας αιά κοινή προσπά θεια πετιώνται όοθοΐ καί άπομακρύνονται γρήγοοα άφή νοντσς τούς 'λύκους στό μακάβοιο τσιμπούσι τους. Ό μαύρος έαυτός τού Διπλαν
Ο ΜΙΚΡΟΣ θρώπου καγχάζει πάλι: —λ Χά, χά, χά!... Μόλις σωθούνε τά κομμάτια, θά άρ χίσουν νά τρώνε ό ένας τον άλλον. Ό καλός Ντάγια μαζεύει άπό κάτω μερικές μεγάλες πέτρες. "Υστερα διατάζει τό Ντούπ: — Σύ πού έχεις έλεύθεοα τά χέρια σου σκαρφάλωσε σ’ αυτό τό δέντρο. Ό μαύοος έσυτός του σκαο ψσλώνει υπάκουα πάνω στά κλαδιά τού δέντρου παρασύ ρόντας, φυσικά, μαζί του κι’ αυτόν. Μόλις φθάνουν άοκετά ψη λά, 6 Ντάνια άρχίζει νά πετάη τις πέτρες προς τό^ μέ ρος πού βρίσκονται οί λύκοι, άπομιμούμενος τσυτόχρον α τά ουρλιαχτά πού βνάζοι/ν οί τεράστιες καί Φοβεοές μαύρες αρκούδες τής ζούγκλας. Καί οί λύκοι πού στό με ταξύ είχαν ο·^ει τούς σκοτω μένους συναδέλφους τους καί μεθυσμένοι άπό τό αΐμα εΐχαν άοχίίσει νά άλληλασπαιοάζωνται. σκορπίζονται άυέ σως τρομαγμένοι καί τό βά ζουν στά πόδια νά σωθούν. Τό τέχνασμα τού καλού Ντάγια είχε πετύχει. Οί λύ κοι φοβούνται άφάνταστα τις τρομακτικές μαύρες αρ κούδες πού τούς κομματιά ζουν μέ τά Φοβερά δόντια τους όταν τούς συναντήσουν, -εγελσσμένοι λοιπόν άπό τά ουρλιαχτά τού Ντάγια καί άπό τις πέτρες πού τούς πετούσε—έτσι πριν άπό κά θε έπίθεσί τους πετάνε πς-
ΤΑΡΖΑΝ τρες κοαί οΐ άρκοΰδες αυτές —νόμισαν πώς έρχονται να τούς έπιτεθούν τα θηρία ττού περισσότερο άπό όλα φο βούνται μέσα στη ζούγκλα. Κα ι σταμάτησαν τον άλληλο σπαραγμό πού το τέλος του Οά ήτανε να μη μείνη, κανέ νας από αυτούς, ζωντανός. ΑΠ’ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
ΑΙ να: Ό τρομερός και δυσυπόστατος Ντα γιαντούπ φτάνει τέλος στο σημείο πού ό Ταρζάν,^ ό Ταμπόρ και σι δυο κοπέλλες περνάνε τραγικές στι γμές κάτω άπό τα νύχια και τά δόντια των ά,μέτρητών πι θηκών πού τούς έχουν έιτιτεθή. Εΐναι ή κατάλληλη στιγμή πού -φθάνει. Λίγο άν αργούσε δεν θά ευρισκε ζωντανό κα νένα άπό αυτούς. Ό Μπουτάτα βλέπει άπό την κ ουφ άλα τού δέντρου τό μαύρο και τό λευκό γίγαντα πού προχωρούν κολλημένο πλάτη με πλάτη, και ξεφωνί ζει τρομαγμένος: — Οι ΣουσαμαΤοι άδελφοί!... Κρατάτε -με γιατί θά τούς ταράξω στίς... σφαλιά ρες ! Καί βγαίνοντας άπό την κρυψώνα του σκαρφαλώνει πανικόβλητος στά κλαδιά τού ίδιου δέντρου. Ή λεπτεπίλεπτη Μπουμμπού πού βοίσικεται κάτω ά πό ένα σωρό σκοτωμένων πι θηκών, προσπαθεί νά τού δω οη κουράγιο:
Κ
Μ — Καλέ μην κάνεις έτσι γλύκα μου! Καί οί δυό τους νοστιμουτσικοι είναι, μετά συγχωρήσεως, -ετρυπώνοντας αμέσως ά πό την κρυψώνα της πετιέται όρθή καί τρέχει νά τούς προϋπάντηση: — Καλώς ώρίσατε καί ο! δυό όμού, μαζί καί κολλη μένοι! Ό Νταγιαντούπ όμως ού τε τής δίνει σημασία. Μέ μέ τωπο τό λευκό Ντάγια χύνε ται αμέσως πάνω στούς^μα ν ι ασμ ένου ς π ιίθηκ ο υ ς, π ρώτα για νά σώση τον Ταμπόρ, τό γενναίο καί περήφανο παλ ληκάρι καί ύστερα τον Ταρζάν καί τις κοπέλλες πού βρίσκονται μαζί τους. "Ομως μιά κα,κιά^ τύχη θέ λησε νά τον έμποδίση. Ό Ντάγια σκοντάφτει τυχαία σε μιά πέτρα, χάνει την ί σορροπίΐα και σωριάζεται βα ρύς κάτω, παρασύροντας, φυ σικά, στην πτώσι του καί τον Νιούπ. Αμέσως κάνουν καί οΊ δυό μαζί μιά προσπάθεια νά άναισηκωθούν. Μά πριν προλά βουν νά ξανασταθούν ορθοί, αμέτρητοι μανιασμένοι '/πίθη κοι πέφτουν επάνω τους καί τούς 'ξαναρίχνουν κάτω. 'Αρ χίζουν νά τούς δαγκώνουν μ’ αφάνταστη λύσσα, έμποδί* ζοντάς τους νά ξανασηκωθούν. 40 Ντάγια καί ό Ντουτ δέν προφταίνουν νά άντιδράσουν γιατί ταυτόχρονα σχε δον άκούγεται ή φωνή τού μ άγου Χαρογ άν πού τραβη
18 γμένος παράμερα παρακο λουθεί τό φοβερό μακελειό πού γίνεται: — Σταματήιστε, ιεροί πί θηκοι! Ό μαύρος Ντοοπ εί ναι ό αγαπημένος τού θεού τής· .κακίας ιΓκαραταγκάρ! ’Άν πάθη, κακό, θά ρίξη φορ τία τού ουρανού νά μάς κάψη όλους! Χαθήτε γρήγορα από τά μάτια μου!... Οι μανιασμένοι πίθηκο ί λές καί καταλαβαίνουν τά λόγια του— ησυχάζουν αμέ σως καί παρατώντας τον Νί αγ ιαντούπ, τον Ταοζάν, τον Ταμπόρ καί τις δυο κο~ πέλλες, σκορπίζοντα· τρομα γμένοι, δεξιά καί άριστερά καί χώνονται πίσω άπό την
ύ ΜΙΚΡΟΙ
πυκνή βλάστησι τής περιο χης· - ί-ϊϊΗΙ Ό Διπλάνθρωπος καί οί άλλοι όλοι, πού έχουν σωθή άπό τού χάρου τά δόντια, ση κώνονται γρήγορα ορθοί. Ό μάγος Χαραχάν σέρνοντας αργά τά κοκκαλιάρικα πό δια του φθάνει καί σταμα τάει μπροστά στον Διπλάν θρωπο, άπό την πλευρά τού ,Ντούπ. Τον ρωτάει με /σε βασμό : — 9 Ηρθες νά βοηθήσης καί νά σώσης τούς άνθρώ πους αυτούς; ,— Ναι, τ*. αποκρίνεται θέ λοντας καί μη ό κακός άράπης πού είχε κάνει τό βαρύ
*0 τρομερός Νταγιαντουπ έτοιμάζεται ν’ άντιμετωπίση τό τεράστιο μοουροπράσιν© φίδι...
ΤΑΡ2ΑΝ
η
Μια αγέλη από πεινασμένους λύκους χύνεται μέ λύσσα πάνω στον τερατόμορφο Διπλάνθρωπο
όρκο στον απαίσιο θεό τους. Ό .μάγος μουρμουρίζει δυσάρεστη μένος: — Τότε οι φίλοι σου είναι και φίλοι του θεού Πκαραταγκάρ .καί φίλοι τοΰ τταυτο δύναμου Έμενα! Καί συνεχίζει: —ιΠεράστε λοιπόν νά σάς φιλοξενήσω στη σπηλιά μου. Καί ζητήστε μου οποία χάρι θέλει ο καθένας από σάς. Θά τού την κάνω αμέσως! ΣΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΟΥ ΧΑΡΑΧΑΝ
ΚΟΥΡΕΛΗΣ καί σκε λετωμένος ,μάγος γυ·ρί ζει αμέσως καί προχω ρεΐ άργά και έπίσημα γιά
τή σπηλιά του. Ό Διπλάν θρωπος Νταγιαντούπ. μέ μέ τωπο τό Ντάγια τον ακολου θεί... Ό Ταμπόρ μένει ακίνη τος στη Θέσι του κυττάζοντας χαμένα τό δυσυπόστατο τέρας πού δεν ,μπορεΐ νά έξηγήιση την άπανάντεχη άλ λσγή των διαθέσεων του. Ό άρχοντας τής ζούγκλας όμως τόν τραβάει από τό .μπράτσο προς την κατεύθυνσι τού μά γου: :· —Πάμε καί μεΐς, Ταμ πό ρ. Θέλω νά ζητήσω μια, χάρι από τόν Χαρσχάν πού θά μάς μάς κάνη εύτυχισμέ νους. ί
20 —· Ποια; — Πάμε και θά την άκου σης έκεΐ. Οι δυο ήρωες ακολουθούν τον Νταγιαντουπ ττού καί κείνος ακολουθεί τον ίταντοδύ ναμο μάγο. Ή Γ ιαράμπα καί ή Ζολάν αλλάζουν ιμιά -ματιά συνεννοήσεως καί προχωρούν καί αυτές πίσω άπό τον Ταμπόρ καί τον Ταρζάν. —· θέλω ικαί γώ νά του ζη τήσω μια χάρη ψιθυρίζει ή Ζολάν. — -Καί γώ αποκρίνεται οάν ηχώ ή Γ ιαράμπα. Ό Μπουτάτα πηδάει από τα κλαβιά του δέντρου πού βρίσκεται, καί ή μεγάλη στραγγοίλή κεφάλα του κάνει γκελ κάτω στο χώμα. Τέλος καί όταν καταφέρνει νά σταθη ορθός, τραβάει άπό τη χορτοορένια φούστα τη λε πτεπίλεπτη «μνηστήρ» του: — Πάμε καί μεΐς, Μπουμ πού. Θά ισπάσουμε πλάκα μέ τον μπαρμπα «Έμενα»! Ή ωραία «βεργολυγερή» τον ακολουθεί πρόθυμα: —ιΚαί βέβαια πάμε. Θέλω νά του ζητήσω καί γώ δυο χαριτωμένες χάρες, μετά συγ χωρήσεως. Ή σπηλιά του Χαραχάν δεν είναι μακρυά. Τό άνοι γμά της βρίσκεται κάτω άπό εναν τεράστιο καί βαρύ βρά χο πού λες καί είναι έτοιμος νά γκρεμιστη καί νά τό φρα ξη. (Πρώτος περνάει μέσα ό παντοδύναμος κουρελιασμέ νος μάγος, ύστερα ό Νταγιαν
0 ΜΙΚΡΟΣ
τούπ, μετά δ Ταμπορ, 6 Ταρ ζάν, ή 'Γιαράμπα καί ή Ζο λάν καί τελευταίοι ό Μ που τάτα καί ή. Μπουμπού, Τό άντρο τού Χαραχάν εί ναι απαίσιο καί τρομακτικό στη θέα, Τά τοιχώματα τής σπηλιάς είναι στολισμένα μέ αμέτρητα ^ βαλσαμωμένα φάρ μαικερά φίδια, άνθρώπινες νε κροκεφαλιές, σκελετούς προϊστορ ικών θη ρ ίων, σικορπ ι ούς, όρνια καί ό,τι τό π ιό φρικιό καί τρομακτικό μίπορουσε νά βρεθη μέσα στη ζούγκλα. Ό μάγος κάθεται σ1 ένα σκαμνί μπροστά στά θαύμα τουργά σύνεργά του, καί α νάβει γρήγορα μιο? μ ιικρή Φωτιά πού βγάζει πράσινες φλόγες καί κόκκινους κα πνούς. Ύστερα, άφου ψιθυ^ ρίζει μερικά άκατάληπτα λό για, ρωτάει πρώτον άπό ό λους τον τρομερό άράπη: — Ντούπ, αγαπημένε του θεού Γκαραταγκάρ! Πέσμου ποιά χάρι θέλεις νά σου κά νω; Ό μαύρος τού άποκρίνεται αμέσως καί χωρίς νά σκεφτή: — Θέλω νά μέ κάνης πιο κακό άκόμα άπό όσο είμαι. Ό Χαραχάν του δίνει ένα μαύρο μαγικό χάπι, μουρμου ρίζοντας: —- Πιέτο μέ νερό άπό την πρώτη βροχή πού θά πέση στη ζούγκλα. Θά γίνης ό πιο κακός άνθρωπος άπό ό σους έχουν γεννηθή στον κό σμο !... Γυρίζει άμέσως καί ρω τάει τό λευκό:
ΤΑΡΖΑΝ — Έσύ Ντάγια τί ζητάς; Και αυτός; Ιχει έτοιμη τήν άπάντησι: — Θέλω νά ικανής τήν καλωσύνη μου ττιό δυνατή άπό τήν κακία του Ντούττ, — Τήν βτταάθες μσυρομού ρη. .μουρμουρίζει ό Μπουτά τα. Προτού νά πέση ή πρώ τη όροχή θά σ1 έχη «καθαρίση» ό Κοόλωσυνάκιας! Χί, χί, χίί , , Ό Μάγος δίνει ατό Νταγια ένα άσπρο χάπι: — Νά τό πιής <μέ νερό άτό τή δεύτερη βροχή που θά πεση στή ζούγκλα, του λέει. Ό Τσουλούφης μουρμουρί ζει πάλι: — Τήν έπαθες άσπρο μ σύ ρη! άπό τήν πρώτη ώς τή δεύτερη βροχή θά σ5 εχη «κα θαρίσει» ό Κακοσινάκτας! Χί, χί, χΠ Ό Χαραχάν ρωτάει τον Ταρζάν: — Έσύ τί χάρι ζητάς νά σου κάνω; Ό άρχοντας τής ζούγκλας γυρίζει και κυττάζει μ* άνει πωτη άγάπη τον υπέροχο " Ελληνα: — ιΚσί γώ καί ό Ταμπόρ ζητάμε τήν ίδια χάρι, του ά~ προκρίνεται. Θέλουμε νά ή μαστε σ’ ολη μας τή ζωή ψί λοι άγαπημένοι καί μονιασμέ νοι! ^— Ναι, αυτό θέλω καί γώ, συμφωνεί τό ρελαχροινο παλληικάρι. Ό παντοδύναμος μάγος δίνει στον καθένας τους άπό ένα κόκκινο χάπι. —Πάρε έσύ Ταρζάν τό
δικό σου καί έσύ Ταμπόρ τό δικό σου. Θά τά πιήτε αύ ριο τά μεσάνυχτα μέ νερό τής μεγάλης πηγής! Προσέ χτε μόνο πολύ μή μπερδέ ψετε τά χάπια σας. — Καιλέ (κύριε γλύκα μου, πετάγεται ξαφνικά ή Μπου μπού. Νά σου άζητησω καί γώ δυό ^ χαριτωμένες χαρές; —Λέγε τί θέλεις έσύ; — Καλέ θέλω νά μέ κά νη ς 6μορφή! Π ολ ύ όμορφη! Πάραπαλύ όμορφη! Π ιό ά μορφη καί άπό... μένα, μετά συγχωρήσεως! Επίσης καί νά παντρευτώ διά γάμου τόν «άρραβωνιαστηρ» μου! *0 Μάγος τής δίνει ένα πράσινο χάπι: -— Π άρτο; τής λέει, θά τό πιής μέ νερό άπό πηγάδι... —Καί γώ θέλω μια χά ρι, πετάγεται ό Τσουλούψης. — Ποιά; — Νά γίνουνε άμέσως Ο λα τά πηγάδια τής ζούγ κλας... ξεροπήγαδα! Χί, χί, Ό Χουραχάν γυρίζει στή Ζολάν: — Έσύ ικοπέλλα υου ποιά χάρι μου ζητάς; Τό ξανθό κορίτσι τόν ρω τάει: — Μπορώ νά στήν πώ κρυφά στο αυτί; — Ναι, τής Αποκρίνεται. Ή νέα πλησιάζει, σκύβει ατό αυτί του καί του λέει τόσο σιγά που νά μήν τά άκούση κανένας άλλος: — θέλω νά γίνη ή Για ράμπα άσχημη καί ζαρωμένη
Ο ΜΙΚΡΟΣ
22
σά γρηά εκατό χρόνων. Ή τετραπέρατη Γιαράμπα όμως, (μονάχα άπό 'την κ ί νησ ι των χ ε ιλ ι ών της Ζο λάν κατάλαβε τί φοβερό εί χε ζητήσει από τον παντο δύναμό μάγο. «Και ρταν εκεί νος τήρωτάει ισέ λίγο τί χά ρι ζητάει αυτή, του αποκρί νεται μεγαλόκαρδα: -—^ Έγώ^ θέλω, ;ή Ζολάν, καί όταν ακόμα γίνη γρηά εκατό χρόνων, νά είναι διαορ φη ικαί δροσερή όπως είναι τώρα! Τό ξανθό κορίτσι πετάει τό ικίίτρινο χάπι που τής εΐεΤχ,ε δώσει ό μάγος γιά τη χάρι πού ζήτησε. (Καί αμέ σως άγκαλιάζοντας τή Γιαράμπα τή φιλάει με άγάπη έτοιμη νά ξεσπάση σέ λυ γμούς: — Ομαι μια τιποτένια,
καλή .μου φίλη! Χωρίς ψυχή ικαί καρδιά!.... Πόσο θά ήσελα νά ήμουν καί γώ υπέρο χη σάν καί σένα!... Καί ζητάει αμέσως άπό τον Χαραχάν: — Δώσε καί σέ μένα,^ κα>λέ μου μάγο, τά ίδια χάπια πού έδωσες στον Ταρζάν καί στον ΤαμΙπσρ. θέλω νά άγο^ πηθουμε καί (μυείς καί νά γί νουμε φίλες παντοτεινές! —Ναί, συμφωνεί καί ή καλό καρδη μελαψή Γ ιαράμπα, πού ή καλωσυνη, της είχε νι κήισει γιά μιά ακόμα φορά τή φυσική, κακία του ξανθού κοριτσιού. Ό παντοδύναμος μάγος δίνει ικαί σ’ αυτές δυο όλόϊδια κόκκινα χάπια: — Νά τά πιήτε αύριο τά μεσάνυχτα -καί σεΐς μέ νε ρό άπό τή μεγάλη Πηγή ! Προσέχτε κοΐλά μόνο νά μή τά μπερδέψετε... 0 ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ
ΤΑΡΖΑΝ, ό Ταμιπόρ, ή Ζολάν καί Γιαράμπα ευχαριστούν τον Χαραχάν γιά τά μαγικά φίλ τρα τής αγάπης καί τής κα λωσύνης πού τούς έδωσε κι* ετοιμάζονται νά φύγουν άπό τό φοβερό ικαί άπαίσιο άν τρο του παντοδύναμου μά γου. Ξαφνικά όμως ό Μπουτάτα σκαρφαλώνει πάνω στον τρομερό Δ ι πλάνθρ ωπο καί κάτι λέει στ5 αυτί τοΰ Ντάγια καί τού Ντούπ. Εκείνοι άκούν αύτρ πού
Ο
, — Καλέ θελορ νά μέ κάνης
Ομορφη! Πολύ δμορφη!, λέει η Μπρνμπού στο Μάγο.
ΤΑΡΖΑΝ τους λέει και τα μάτια τους λάμπουν άπό χαρά. 'Αμέσως και μόλις ό Τσου λ ουφ η ς πηδάει κάτω άπό τη ράχη τους, ρωτάνε καί οι δυο, ;μ* Ενα στόμα, τον Χαραχών: , —ΐΠαντοδυνοαμε μάγο Πάρε πίσω τά χάπια που μάς ιεδωσες. Θέλουμε να σού ζητήσουμε μια άλλη χάρι πού θά ικάνη καί τους δυο -μιας εύτυχισ μένους. — Ήοιά; ρωτάει ό Χαρα χάν. — Νά χωρίσης τά κορμιά μας. Νά γίνουμε δυο άνεξάρ τητοι άνθρωποι. Ένας λευ κός καί Ενας μαύρος. Ό μάγος ξεφυλλίζει Ενα πάληό βιβλίο, με σελίδες ά“ πό κιτρινισμένο τομάρι ελα φιού. ΙΒρίσκει σε λίγο αυτό πού ζητάει καί τούς άποκρίνεται: —Ναι... Έχω ενα φίλτρο πού μόλις τό πιήτε, τά κορ μιά σας θά χωρίσουν άμεσως. Μά σέ ολόκληρη τή ζωή σας δεν θά πρέπει ό Ενας ν’ άκουμπήση πάνω στον άλ λον. Ούτε καί αυτό τό μικρό δαχτυλάκι του άκόμα... Μό λις ό Ενας από σάς άγγίξη τον άλλον, ή καί τυχαία άκουμπήσει πάνω σ’ αυτόν, τά κορμιά σας θά ξανασμί ξουν άμέσως καί θά ξαναγί νετε πάλι όπως άκριβώς εΤσαστε αυτή τή στιγμή. ^ —Ναι, συμφωνούν καί αί βυό. "Ας χωρίσουμε έμεΐς καί ποτέ δεν θά ξαναϊδωθού με. Ό Ενας (μας θά πάη στην Ανατολή και ό άλλος
II
40 Μπουτάτα σκαρφαλώνει στη ράχι στοΰ Νταγιαντοίπτ καί κά τι τοΰ λέει στ* άφτιά του.
στη Δύσι... — ’Όχι, τούς αποκρίνεται ό^ Χαραχάν. "Όπως δεν κάνει νά άγγίξη. ό Ενας τόν άλλον, Ετσι 6έν θά πρέπει νά άπομακρυνθή καί ό Ενας άπό τόν άλλον περισσότερο άπό όσο μπορεί νά τόν βλεπη ή νά τόν άκούη... ’Αλλοιώς τά κορμιά σας πάλι θά ξανα σμίξουνε... « — Ναι, συμφωνουν πάλι ό Ντάγια καί ό Ντούπ. "Ας ξεφορτωθούμε ό Ενας τόν άλ λον καί άς μάς κάιμουν καί ζωντανούς άκό'μα! ^ Ό παντοδύναμος μάγος με την άστε ί α Εμφάνιση τούς δίνει νά πιούν άπό «μιά γου λιά κάποιου ύγρόύ φίλτρου πού βρίσκεται σ* Ενα .μικρό πήλινο βαζάκι. ιΚαί το θαύ μα γίνεται μέσα σέ λίγες στιγμές. λ Ό Ντάγια χωρίζει άπό τόν Ντούπ, καί ό Ντούπ ά-
24 πό τον Ντάγια! “Όμως τα κεφάλια τους είναι μισά τώ ρα. Σαν ένα στρογγυλό καρ πούζι που κόπηκε στη μέση. Τρελλοί ιάπσ χαρά για το χωρισμό τους ό λευκός και 6 μαύρος άγκαλιάζονται για να φιληθούν. Μά αμέσως μό λις ό ένας άκου μ πάει στον άλλον, -μια παράξενη έλξι τούς κάνει νά γυρίσουν και νά ρθουν πλάτη >μέ πλάτη ό ένας μέ τον άλλον και νά ξα νακολλήσουν δπως ήταν πριν. Ό Μπουτάτα ξεκαρδίζε ται ατά γέλια: — ΜάΛ βεντούζες εΤσαστε και κολλάτε έτσι; Χά, χά, χά! Ό Χαραχάν τούς ξαναδί νει νά πιουν από άλλη μιά γουλιά τού μαγικού φίλτρου του, μουρμουρίζοντας: —^ Σάς τό είχε πή,^ έπρε πε νά προσέξετε νά μην άγγίξη ό ένας τον άλλον. —"Έπρεπε νά άγκαλια σθήτε καί νά φιληθήτε από... μοκρυά, τούς έξηγεΐ ό Μπου τάτα. Ό Ντάγια καί ό Ντούπ πίνουν πάλι τό φίλτρο καί ξαναχωρίζουν. "Αμέσως τό βάζουν στά πόδια, «βγαίνουν άπό τη σπηλιά καί ό ένας τραβάει δεξιά καί ό άλλος άριστερά. Γρήγορα όμως κα ταλαβαίνουν τό λάθος τους καί άλλάζοντας κατεύθυνσι ξαναγυρίζει ό ένας κοντά στον άλλον. "Αν θέλουν νά ζούν χωριστά, είναι υποχρε ωμένοι νά βρίσκωνται πάν τα σέ άπόστασι πού νά βλέ πωνται καί νά άκούγωνται.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ό Τσουλούφης βγαίνει έ ξω άπό τη σπηλιά καί βλέ ποντας νά άπαμίακρύνωνται ό ένας πλάϊ στον άλλον καί νά άγριοκυττάζονται, τούς κοροϊδεύει. — "Αν σάς βαστάη πιαστήτε στά χέρια νά παίξετε ξύλο! Χί, χί, χί! Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
ΤΑΜΠΟ Ρ, ό Ταρζάν/ ή Ζολάν καί ή Γιαραμπα φεύγουν άπό τη σπηλιά τού μάγου Χαραχάν χαρούμενοι καί κρατώντας ό καθένας μέ προσοχή τό κόκ κινο χαπάκ,ι του. Τό θαυμα τουργό φίλτρο πού περιέχουν τα χάπια αυτά θά του^ κου νούν νά άγαπηιθούν πια, νά μονιάσουν ικαί νά ζήσουν πάντοτε ι νά εύτυχ ισμ ένοι φ ίλοι. Ό Μπουτάτα καί ή Μπου μπού τούς ακολουθούν. — Έμεΐς δεν έχουμε άνάγ κη άπό φίλτρα, λέει ό Τσουλούφης στη βεργολυγερή άραΐτινούλα ,μέ τη μοντέρνα αλογοουρά. "Εμείς αγαπιό μαστε άπό φυσικού μας καί όχι μ έ... λιπάσματα. — Νσί, γλύκα μου, συμ φωνεί ή Μπουμπού καί τού δίνει μιά καρπαζιά, τού ό σβέρκος του πετάει πέντε φουσκάλες, οσα κοτά σύμ πτωσι ήτανε καί τά... δάχτυ λά της. "Εχει^ άρχίσει δμα>ς νά νυ χτώνη. Ό Ταρζάν κάνει μιά πρότασι στον Ταμπόρ καί στη Γιαράμπα:
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
— Ή σπηλιά μου βρίσκε ται πολύ ικοντά... 'Ελάτε να μείνουμε μαζί απόψε. Και αύριο τά μεσάνυχτα μέ το καλό, θά πάμε δλοι στη με γάλη πηγή νά πιούμε τά χά πια μας καί νά τελειώσουν, μια για πάντα, οί έχθρες και τά μίση μίας... Ό Ταμπόρ θέλει νά τού πή πώς αυτός ποτέ δεν τον μίσησε, ούτε τον εχθρεύεται1. Μά καταπίνει τή γλώσσα του καί δεν τό λέει. Τού α ποκρίνεται όμως: ^— Ναι!, Ταρζάν... Ή με γάλη πηγή βρίσκεται πολύ πιο ικοντά άτό τή δική σας σπηλιά, παρά ά)ττό τή δική μας... "Ας μείνουμε* λοιπόν απόψε μαζί σας καί αύριο, μετά τά μεσάνυχτα, πάμε άν θέλετε, όλοι μαζί, στή δι κή μας σπηλιά. Ό Ταρζάν κατσουφιάζει: — Τί δουλειά έχω εγώ ό άρχοντας τής ζούγκλας στή σπηλιά σου! *Ά, ολα κι5 ό λα: Ή αγάπη, αγάπη, αλ λά δεν πρέπει καί νά ξεχνάς πόσο χαμηλά βρίσκεσαι Α πέναντι μου... "Ίσοι καί Ο μοιοι θά γίνουμε; Τό υπέροχο ^Ελληνόπουλο καί πάλι καταπίνει τή γλώσ σα του. "Ομως ή Γιαράμπα τού λέει: —Μά Ταρζάν, έγώ ξέρω πώς ή αγάπη κάνει ίσους τούς Ανθρώπους. ^Εστω κι* άν ό ένας είναι βασιλιάς κι* ό άλλος... Ταμπόρ! Ό άρχοντας τής ζούγκλας έτοιμάζεται νά θυμωση:
26 — Αυτό πού λέω εγώ! Ή αγάπη, αγάπη, μά καί ό κα θένας πρέπει νά ξέρη τή θέσι του. Ό Ταμπόρ δεν βγάζει τσι μουδιά, μόνο συλλογιέται: <όΑς κάνω υπομονή. Αύριο τά μεσάνυχτα πού θά πιού με τό φίλτρο στή μεγάλη πηγή, ολα θά τελειώσουν.Ό Ταρζάν ποτέ δεν θά μοΰ δα ναπή τέτοια προσβλητικά λό για...» "Οταν φτάνουν στή σπη λιά τού άρχοντα τής ζούγ κλας είναι πια νύχτα. Τρώ νε φρούτα καί ξηρούς καιρπούς πού ^βρέθηκαν έκεΐ καί πλαγ ι όζουν νά κο ι μ ηθοΰν καθένας στά στρωσίδια του. Ό Ταρζάν βόζει τό κόκκι νο χαπάκι πλάϊ στο χορταρέ νιο μαξηλάρι του. Τό ίδιο κάνει καί ό Ταμπόρ, καί ή Ζολάν καί ή |Γιαράμπα. Ό Μπουτάτα καί ή Μπου μπού δέν έχουν χάπια καί δεν φοβούνται μήπως τούς μπερδευτούν. Σέ λίγο δλοι έχουν Αποκοιμηθή βαθεια καί ό χοντρο κεφαλος Τσουλούφης τούς να νουρίζει «μέ τό Ατέλειωτο ρο χαλητό του: — Χρρρρ.... Χρρρρρ... Θά είναι περασμένα πια μεσάνυχτα δταν τό θρυλικό ροχαλητό τοΰ Μπουτάτα σταματάει Απότομα. Ή τε ράστια κεφάλα τού μαύρου νάνου άνοιγε ι τά γουρλωμένα [μάτια της καί χασμουριέ ται. "Υστερα οί χοντρές χει
26
Ο ΜΙΚΡΟΙ
λάρες του χαμογελάνε πονη ρά ικαί άνασηκώνεται. 5Αφαυγγράζεται γιά λίγο τις κ ο ι μ ιισ μ ένε ς αναπνοές όλων δσο ι β ρ ίσκονται ξαπλωμ ένοι μέσα στη σπηλιά καί ψσίνε ται ικανοποιημένος. Τέλος ση κώνεται ορθός φροντίζοντας να μην κάνη τον παραμικρό θόρυβο και αρχίζει νά τρι γυρίζη στη σπηλιά πατών τας στα δάχτυλα των γυ μνών ποδαριών του... ΑΠΟ ΛΟΓΟ ΣΕ ΛΟΓΟ
ΡΩΊ· - πρωΐ καί πριν ό χρυσός ήλιος ξεπροβάλη πίσω από τά μα κρυνά γαλάζια βουνά, πνάει πρώτος ό Ταμπό ρ κ αί παίρνοντας τό κόκκινο χαπάκ; ^ του φίλτρου τής αγάπης καί τής καλωσύνης, βγαίνει
Π
40 Ντάγια κΓ' ό Ντούπ αγκα λιάζονται μέ λαχτάρα γιά νά ξυ φιληθούν...
Νταγισντοόπ χωρίζεται τώ ρα στο Ντάγισ και στον Ντονττ.
καί κάθεται έξω από τή σπη λιά. Σέ λίγο καί ό Ταρζάν κάνει τό ίδιο καί κάθεται άντίκρυ του σέ μια πιο μεγά λη πέτρα απ’ αυτήν πού τυ χαία έχει καθήσει τό ^Ελληνόπουλο'. Τούς: ακολουθούν ή Ζολόον καί ή Γιαράμπα καί τελευταίοι ό Μπουτάτα καί ή λεπτεπίλεπτη Μπουμπού του. Έκτος απ’ αύτους δλοι οί άλλοι κρατούν ιστό χέρι κα θένας τό δικό του κόκκινο χάπι πού δεν πρέπει νά μπερβευτή μέ τό χάπι κάνε νός άλλου. Ό ύπνος έχει καλμάρει τά νεύρα του Ταρζάν καί φαίνεται χαρούμενος γιά την ψυχική μεταμόρφωσί τους πού ^ θά πραγματοποιηθή τά μεσάνυχτα πέρα στή μεγά λη πηγή-. Κάί άρχιζε ι άπό
ΤΑΡΖΑΝ
αυτό που είχε ττή κοα] χβές τό 'βράδυ καθώς γύριζαν στη σπηλιά: —Απόψε τά -μεσάνυχτα Ταμπόρ, τελειώνουν για πάν τα τά -μίίση καί οί έχθρες! 'Έλπίζω το 'μαγιικό φίλτρο του Χαραχάν νά αέ κάνη να μή ξανασκεφτής πια κακό για μένα. Τό Ελληνόπουλο δεν μπο ρεΐ νά κρατηθή αυτή τη φορά; — ιΓιατίί τό λες αυτό, Ταρζάν; Έγώ ποτέ δεν έ νοιωαα μίσος ή έχθρα, ούτε ποτέ ισκέφτηικα κακό για σέ να! Ό άρχοντας τής ζούγκλας τον άγριοκυττάζει: — θέλεις νά πής δηλαδή πώς έγώ σ’ εχθρεύομαι καί σέ μισώ; — ^ *Όχι, Ταρζάν. Δέν εί πα τέτοιο πράγμα!
*0 λευκός κι* ό μαύρος που Απο τελούσαν άλλοτε τον ΝταγιανΤουπ τό βάζουν στα πόδια τρο. μοκραττιμένοι»
*0 Μπουτάτα ξυπνάει τά μέσα* νύχτα κι* άνασηκώνεται χωρίς νά κάνη θόρυβο. -
— Αυτό εννοούσες άλλα δέν (έχεις τό θάρρος να ^μοΰ τό πής ικατά πρόσωπο. Είσαι ένας δειλός, ένας άνανδρος! Ό Ταμπόρ νοιώθει αφάν ταστη προσβολή μά σφίγγει τήν ψυχή καί τήν καρδιά του καί δέν αποκρίνεται. Ό άρχοντας τής ζούγκλας όμως έχει πάρει φόρα. — "Έτσι ύπουλοι καί διπρό σωποι εΐσαστ5 έσεΐς οι "Ελ ληνες. "Άλλα έχετε στο νου καί άλλα λέτε μέ τό στόμα. ^ Τό Ελληνόπουλο έξακο λουθεί νά κατοπινή τή γλώσ σα του. Μά ή Γιαράμπα— σαν γυναίκα πού είναι — δέν ιμπορεΐ νά συγκρατηθή: — Λές βαρειά καί προσ βλητικά λόγια Ταρζάν! -Έσύ είσαι άνθρωπος μέ πείρα .και
Ο ΜΙΚΡΟΙ
2$ δεν μπορεί νά μην ξερής Ίτώ$ και ή υπομονή έχει τά όρια Ο Ταμπόρ τή μοβλλώνει: —ΙΊάψε, Γιαράμπα! Δεν έχει σημασία αν φταίω έ γώ η ικανένας άλλος... Ση μασία έχει πώς άπάψ£ τά υεσάνυχτα στή ιμεγάλη πηγή θά τελειώσουν μια για πάντα θλ* αυτά. Έγώ καί ό Ταρζάν θά γίνουμε άδέριψια! Έσύ καί ή Ζολάν, άδερφές! Ό άρχοντας της ζούγκλας νοιώθει προσβολή: —- Έγώ άδελψός σου;του κάνει γελώντας περιφρονητι κά. Χά, χά, χά! Έγώ ό Ταρζάν μονάχα έναν "Άγγλο θά μπορούσα νά κάνω άδελφό μου! Είπαμε νά γίνου με φίλοι. Καί αυτό νομίζω πώς είναι μεγάλη τιμή γιά σένα! Ό Ταΐμπορ δεν μπορεί νά κρατηθή άλλο. Πετιέται όρθος, στέκει περήφανος μπρο στά στον άρχοντα τής^ ζουγ ικλας καί του ί άποκρίνεται ρέ σφιγμένες γροθιές: — Δεν έχω άνάγκη άπό καμμιά άλλη τι*μή Μου φτά νει ή τΐιμιή πώς εΐμαι "Έλλη νας ! Καί τραβάει άπό τό μπρά τσο την. άδελφική συντρόφια σά του: λ — ^ Πάμε, Γιαράμπα Οί γροθιές μου δεν θά άντέξουν σέ άλλες προσβολές. Ό Ταρζάν πετιέται καί αυτός όοθός καί κάνει νά τον χτυπήση. Ή Ζολάν όμως πέφτει μπροστά του καί τον
συγκροτεί:
—Μή, πατέρα!... Αυτή τή φορά δεν έχεις δίκηο! Ό Ταμπόρ καί ή Γιαράμπα προχωρούν άργά ’μέ κστευθυνσι προς τή μακρυνή σπηλιά τους. Ό Μπουτάτα τους άκολουθεΐ κουνώντας θλι βέρά την τεράστια τσουλουφωτή κεφάλα του: —Κρΐμα τά χάπια σου, Χαραχάν! Δεν τά πέταγες καλύτερα^ στις κόττες σου νά τά φάνε! Μωρέ καλά έ κανα έγώ καί... ΦΩΝΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΡΕΣ * ατέλειωτες; ό Ταμπόρ, ή Γιαρσυπα κ ι ο Μπουτάτα βαδ ίζουν μέσα στο πηχτό σκοτάδι τής άγριας καί άφέγγσρης νύ χτας, έχοντας πάρει, όπως είδαμε τό δρόμο τού γορι σμού στή σπηλιά τους. —< Ό Ταρζάν μέ μισεί πο λύ, μουρμουρίζει σε μια στι γμή τό περήφανο Ελληνό πουλο στή συντρόφισσά του. —Δεν ξέρω άν σέ μ ισή, του αποκρίνεται ή πανώρια μελαψή κ απέλλα. Εκείνο που ιβλέτω καί ξέρω είναι πώς σε προσβάλλει -συνεχώς... Τί νά γίνη όμως... "Ας πε ριμένουμε μέχρι τά μεσάνυ χτα άπόψε... *Ίσως νά κά νουν τό θαύμα τους τά χά πια του μάγου Χαραχάν... *Ίσως καί ή καρδιά του Ταρ ζάν νά γεμίση καλωσύνη κι* άγάπη σαν τή δική σου... Τό υπέροχο * Ελληνόπουλο κουνάει μέ φλΐψι καί άπογοήτευσϊ τό κεφάλι του:
ΤΑΡ2ΑΝ ■ ....................... .... .
.
^— Είναι άργά τώρα Πα ρά μττα !... Μ ί λησα άσχη μα στον άρχοντα τής ζούγκλας και δεν θά θέληση πια νά ρθή αύριο τά μεσάνυχτα στη μεγάλη πηγή. — Έμεΐς όμως νά πάμε Ταμπαρ, τον συμβουλεύει ή καλόκαρδη και ευγενική Για ράμπα. ’Άς δείξουμε για μιά ψορά άκόιμα πώς είμαστε κα λυτεροι άπό αυτόν. Τό Ελληνόπουλο δεν α ποκρίνεται·. Προχωρεί με τό κεφάλι· σκυμμένο και σέ βαθειά συλλογή... Έχει άρχι σε ι νά καταλαβαίνη καί αύ τός πώς μάταια είναι κάθε προσπάθεια πού κάνει γιά νά συνεψέρη τον Ταρζάν καί νά γ·. στρέψη τον άγιάτρευτο έγωϊσμό του... Ό ικωμ ικοτραγ ικός Μπουτάτα που ακολουθεί σιωπη λός πίσω άπό τους δυο συν τρόφους, μουρμουρίζει· μονο λογώντας σέ μιά στιγμή: —’Αμάν καί τί πλάκα έ χω νά σπάσω απόψε τά με σάνυχτα στη μεγάλη πηγή! Μόλις ό Ταρζάν καί ό Ταμιπαρ πιούνε τά χαπάκια τους θά αγκαλιαστούνε με άγάτττι καί καλοσύνη ικαί θά αρχί σουν τίις... γροθιές.^ Χί, )^ί, χί!... "Οσο γιά την Ζολαν καί τη Γιαράμπα, αυτές ^ άπό την πολλή αγάπη, θά αρχί σουνε τον καυγά * τους μέ μαλλιά καί θά τον τελειώ σουνε μέ... φαλάκρες! Χί, Χίί I -αφνιικά δμως τό γέλιο πνί γεται στο λαιμό του. Ό Ταμπόρ καί ή Γιαράμπα στα
ματάνε καί άφουγγράζον ται. Τό ίδιο κάνει και αυτός. Σέ άρκετή άπόστασι άριστερά τους άκούνε τό λευκό Ντόγια νά φωνάζη κάθε τό σο, δυνατά: —ιΝτούουουπ!... Ντούουουπ!... ιΚαϊ δεξιά τους, σέ άρκε τή πάλι άπόστασι τό μαύρο Ντούπ νά φωνάζη τό ίδιο συχώς καί χωρίς διακοπήι: —Ντάγ ι>αΐαα!.. Ντάγ ιαα!. Άπ’ τήν άπόστασι των φωνών μεταξύ τους, μπορεί νά καταλάβη κανείς πώς οι δυο άντρες, ό λευκός κι* ό μαύρος, πού αποτελούσαν πρΤν τον τερατόμορφο καί τρο μακτικό ιΝταγιάντοιπτ βρί σκονται καί προχωρούν μακρυά ό ένας άπ’ τον άλλον. Φωνάζουν δμως συνεχώς τά όνόματά τους γιά νά μπορούν νά βρίσκωνται πάντοτε σέ απόστασί1 πού ν’ άκούγωνταΐ', όπως είχε πή ό Μάγος., Κόλασι πραγρατική μ5 άλ λα λόγια ή ζωή» τους. Άφσυ είναι καταδικασμένοι να ζούν πάντα τόσο κοντά οΐ δυο αυ τοί άσπονδοι έχθροίι: Ή Καλωσύνη μέ την Κακία κι* ή Κακία μέ την Καλωσυνη. Καί τό χειρότερο νά μή μπορούν ούτε νά παλέψουν, ούτε νά χτυπηθούν ό ένας μέ τον άλ λον. Κι’ οί μαρτυρικές αυτές ιφωνές ί στο σκοτάδι συνεχί ζονται· μέχρι πού ξεμακραί νουν τόσο πού χάνονται σιγάσιγά μέσα στο ·βαθύ σκοτάδι τής άγριας αυτής νύχτας. Οί τρεις σύντροφοι συνεχί
ζουν τό δρόμο τους ώσπου φθάνουν κάποτε στη σπηλιά τους. “Καί κατάκοποι καθώς είναι, πλαγιάζουν Αμέσως νά κοιμηθούν ικαί νά ξαποστάοουν. Μονάχοι ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΗΓΗ
ΤΑΝ ξυπνάνε ό ήλιος ®Γ 51 έχει ξεπεταχτη ψηλά άπ3 το μακρυνό γαλά ζιο ιβουνό τής Ανατολής. Ό Ταμπορ κι3 ή Γιαράμπα κυττάζουν με θλΐψι τά κόκκινα χαπάικια ^ του Χαραχάν που τόσες καί τόσες έλπίδες εί χαν στηρίξει πάνω στη θαυ ματουργή επίδρασι του μα γικού φίλτρου τους. ^ Ή μελαψή κοπέλλα ρωτάει τον Αδελφικό σύντροφό της: — θά πάμε, Ταμπόρ, τά μεσάνυχτα στή μεγάλη. Πη γή;
Ό Ταρζάν κ* ή Ζολάν φθάνουν τά μεσάνυχτα στή μεγάλη Πηγή.
— Τί νά πάμε νά κάνουμε, τής Αποκρίνεται μ3 άπογοήτευσι τό 1 Ελληνόπουλο. 3Α φού ούτε ό Ταρζάν, ούτε ή Ζολάν θάρθουν... Ή νέα τον παρακαλάει: — Νά πάμε, οί δυο μας, καλέ μου Ταμττόρ. ΚΓ άν δεν έλθουν έικεΐνοι, θά πιούμε μόνάχοι μας τά φίλτρα που μάς έδωσε ό Μάγος. "Ας γεμί σουν, άκόίμα περισσότερο, αί καρδιές κι3 οϊ ψυχές μας από αγάπη; καί καλωσύνη ί Μονά χα έτσι θά μπορούμε ν ανε χόμαστε καί νά συγχωρούμε τό μίσος καί τις προσβολές τού άρχοντα τής Ζούγκλας. Καί συνεχίζει: — "Υστερα μπορεί βέβαια — όπως λες — νά μήν έλ θουν έκεΐ, απόψε τά μεσάνυ χτα ο Ταρζάν κι3 ή Ζολάν. "Αν όμως έλθουν; 3Άν ό άρ χοντας τής Ζούγκλας μετάνοιώσε γι3 αυτά που σου είπε κι3 έρθη νά σου ζητήση συγ γνώμη καί νά πιή τό μαγικό χαπάκι τού Χαραχάν; Ποιά είναι ή θέσι σου τότε καί τί θά πή ό Ταρζάν — μέ τό δίικηο του — για σένα; Ό υπέροχος "Ελληνας συλ λογιέτσι για λίγο ικι|3 Αποκρί νεται αποφασιστικά: — Δίκηο έχεις Γιάράμπα. Απόψε τά μεσάνυχτα θά πά με ^στή μεγάλη Πηγή,.. Ό Αγέρωχος Μπουτάτα μουρμούρισε καταδεκτικά: _ ^— "Αιντε, χαλάλι σας!... θά ρθώ κι3 έγώ νά σπάσω πλάκα!.. Πολλές ώρες πριν τά μεσά-
1
νύχτα ό Ταμπόρ, ή Ζολάν κι* ό Μπουτάτα, ξεκινάνε άπ’ τή σπήλιά τους και παίρνουν τό άτέλειωτο χορταριασμένο μονοπάτΐι ττού θά τους ©γαλή στη μεγάλη Πηγή,.. •
·
»
·
·
·
··
0
9
9
0
Ο
Ο
···»
Αλλοίμονο όμως. "Οταν φθάνουν έκεΐ, απόλυτη έρημιά βασιλεύει. Κανένας άλ λος έκτος ιάπ’ αυτούς τους τρεις 6έν βρίσκεται ικάτω άπ’ τά τεράστια πλατάνια τής μεγάλης Πηγής. — Μάς την έσκασε ό μπαρ μπα Μεγάλειότατος, μουρμου ρίζεΐ' απογοητευμένος ό Μπου τάτα. Ή καλόκαρδη Γ ιαράμπα προσπαθεί νά τον δικαιολονήση: — Μπορεί νά φτάσαμε νω ρίς έμεΐς και νά μην έ^ουν έρ θει ακόμα...Μπορεί επίσης νά ήρθαμε άργά και νάχουν φύ γει... ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΧΑΡΑΧΑΝ ΑΙ ΝΑ: Δεν περνάνε λίγες στιγμές κΓ αν θρώπινες πατημασιές άχουγονται νά πλησιάζουν στην πηγή. ΕΤναι ό Τα,ρζάν κΓ ή Ζολάν πού φτάνουν κ·Γ αυτοί στην ώρα τους. Ό Μπουτάτα τούς βλέπει και μουρμουρίζει μέσ’ άπ’ τά δόντια του: -— Αμάν καί γλέντι ποϋχει νά γίνηηη !Ό άρχοντας τής Ζούγκλας φαίνεται πικρά μετανοιωμένο^ για τά λόγ-ι'α πού είπε καί για τις προσβολές πού έκανε
ί 40 καλός Ντάγια χύνεται πάνω στον Ντοίπτ τον άτταίσιο άδελψό του.
στον Ταμπόρ. ^ 'Αδελφέ μου, τού λέει μέ χαμηλωμένα από ντροπή τά μάτια του. Συχώρεσέ με γιά ό,τι είπα κΓ έκανα!.. Δέν ξέρω τί μέ πιάνει ώρες - ώρες καί δέν ορίζω τό λογικό μου! Ποτέ δέν σέ μίσησα καί δέν σ’ έχθρεύτηκα... Τό μεγολόκαρδο "Ελληνό πουλο πόν σταματάει: ·-— Τό ξέρω7> Ταρζάν. ΚΓ ενώ πάντα σ’ αγαπώ καί σέ θαυμάζω... ’Άς πιούμε λοιπόν τώρα τά μαγικά φίλτρα του Χαραχάν. ΚΓ αυτά θά δέ σουν πιο γερά άκόμα την α γάπη καί τή φιλία μας! — Ναι, συμφωνεί ό άρχον τας τής Ζούγκλας καί βγάζει απ’ τήν ^κρυφή εσωτερική μι κρή τσέπη τού τομιαρένιου παντελονιού του 'τό κόκκινο χάπι τού Μάγου. Τό-Τδιο κά νει άμέσως κΓ ό Ταμπόρ. Οί
32
© ΜΙΚΡΟΙ »Γ >Τ~
δυο ικοίττέλλες βγάζουν κι* αυ τές τά χάπια τους κι* είναι έ τοιμες νά τά πιουν. — Τώρ'α θά γίνουυε κι’ έμεΐς άγΟπημένες καί πάντο τε ινές φίλες, λέει ή Ζολόαν στή Γιαράμπα. —Ναίι, τής Αποκρίνεται ή μελαψή κ απέλλα. Καί θά εί μαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αύτό! Πρώτος ό Ταρζάν, υστέρα ό Ταίμπορ καί μετά οί δυο νεες βάζουν στο στόμα τους τά χάπια. Καί πίνοντας νερό άπ3 τις χούφτες τους τά κα ταπίνουν χαμογελώντας μέ χαρά κι* αισιοδοξία. —Κ αί τώρα, ζωή σε λόγου μου! μουρμουρίζει ό Μπουτάτα, ζώνοντας .μέ κέφι τό θρυλικό τσουλούφι του! Κι* άλλοίμονο : Μόλις έ χουν περάσει λίγα λεπτά τής ώρας άπ3 τη στιγμή πού οι τάσσερις σύντροψο ι ήπ ι αν ό καθένας τό χάπι του, στανικά τι τρομερό τους συμβαίνει. Στή,ν αρχή ό Ταρζάν κι3 Ταμπόρ άλλαζουν ξαφνικά ά γριες ματιές καί κυττόζονται μέ άφάνταστο μίσος καί κα κία! Τό ίδιο κΤ ή Ζολάν ιμέ τή Γιαράμπα. Δεν περνούν λίγες στιγμές ακόμα καί τό κακό ξεσπάετ: Ό άρχοντας τής Ζούγκλας καί τό άτραμητο Ελληνόπου λο άλλάζοντας βαρειές βρι σιές χύνονται ό ένας νά σπαράξη τον άλλον. Κι3 άρχίζουΐν νά χτυπιούνται, χωρίς λόγο, μ5 άψάνταστη λύσσα καί ρανία. Ταυτόχρονα σχεδόν κκ ο! δυο κοπέλλες αρπάζονται άπ5
τά^ μαλλιά, σωριάζονται κάτω καί παλεύουν καί χτυπιώνται μέ μίσος καί κακία. Ή σκηνή πού διαδραματί ζεται κοντά στή μεγάλη Πήτ >ή είναι τραγική. Ό Ταρζάν κΓ ό Ταμπόρ μέ καταματωμένα τά κεφάλια καί τά κορ μιά άπ3 τά φοβερά χτυπήμα τα πού δίνουν ό ένας στον άλλον, φαίνεται πώς έχουν πάρει άπόφασι νά μονομαχή σουν μέχρι θανάτου. Το ίδιο κι3 ή Ζολόον μέ τή Γ ιαράμπα. Ό Μπουτάτα σκαρφαλώνει σβέλτος στά κλαδιά ένός κον τινού δέντρου καί ξεφωνίζει από ψηλά ξεκαρδισμένος στά γέλια: ^— Χά, χά, χά!.. 3Εγώ ση κώθηκα κρυφά, χθές τά μεσά νυχτά στή σπηλιά τού Ταρ ζάν καί σάς άλλαξα τά χά πια 'γιά νά... σπάσω· πλά κα! Χά, χά, χά! Αυτό ήτανε. Ό μάγος Χαραχάν τούς είχε κάνει τόσες φορές προσεκτικούς, λέγον τας : «Προσέχετε μόνο μή μπερδέψετε τά χάπια σας κι3 ό ένας πάρει τό χάπι τού άλλουνσυ...». Ό Τσουλούφας δεν προ φταίνει από ψηλά νά τελειώση τά λόγια του όταν ξαναικούγωνται οι φωνές: «Ντάγιααα» καί «Ντούουουπ» κι3 ο: δυο γίγαντες, ό μαύρος κι3 ό λευκός, φθάνουν στο μέρος πού γίνεται ό αλληλοσπαρα γμός των τεσσάρων συντρό φων. Ό κακός μαύρος Ντούττ χύνεται ικανοποιημένος πάνω στον Ταρζάν καί στον
ΤΑΡΖΑΝ
33
μπαρ πού ποώεύουν «ιαέ λύσ σα κι* αρχίζει νά τους χτυπάη κι* αυτός ζητώντας νά τους χαρίση τό θάνατο πριν τον κερδίσουν μονάχοι. ^ Ό καλός λευκός Ντάγκα φτάνει κι* αυτός άμεσως κοντά κι* άν τικρύζει με φρίκη τό φονικό πού ζητάει νά κάνη ό απαί σιος άδελφός του. Πώς όμως νά τον έμποδίση; "Αν τρέξη κοντά νά τον συγκράτηση, θ’ άγγΒξουν ό ένας πάνω στον άλλον. Και τότε βά ξαναβρεθουν άμεσως ξανακολλημένοι πλάτη μέ πλάτη. Σηκώνει άμεσως μιά μεγά λη πέτρα κΓ έτοιμάζεται νά την πετάξη άπό άπόστασι στον κακό Ντούπ. Μά γρήγο ρα την άΦηνει νά πέση κάτω γιατί φοβάται πώς άν την πετάξη άντΐ του κακούργου άδελφου του μπορεί νά χτυπήση κανέναν άπ* τούς δυο συντρόφους. Μά τό κακό συνεχίζεται
κι* ό ιΝτουπ έχει σηκώσει τώ ρα ιμιά βαρειά πέτρα γιά νά τσακ ίση τά κεφάλια του Ταρζάν και του Μαμπόρ. Ή ,Καλωσύνη όμως κάνει, γιά >μ*ά φορά άκόμα, τό με γάλο θαύμα της: Ό Ντάγια ξέροντας τί τον περι'μένει, χύνεται πάνω στον Ντούπ καί προφταίνει ν’ άρπάξη τό χέοι του τη στιγμή πού ήταν έτοιμος νά τό κατεβάση ιστά κεφάλια των μα νιασμένων θυμάτων τους. Μόλις όμως τον άγγιζει, ή ίδια παράξενη δύναμι τρα βάει καί τούς δυο καί τους ξσνακολλάει πλάτη μέ πλά τη ! — Κατάρ α κί’ άνάθεμα, ουρλιάζει άγρια τώρα ό άπαίσιος Ντούπ. Την ίδια στιγμή δμως μέσ* άττό κάποιο πυκνό κοντινό σκϊνο μιά παράξενη σκιά ξεπεταγεται.
Τ Ε Α Ο Σ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΣ Άποκλειστ ικότης:
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
-
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ
ΥΚΑΟΦΟΡΕΙ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΚΑΘΕ
ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 3ος—Άρ. 21—Δρ. 2 Δηιμιοσιογραφικοος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φάληρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάθης, Σφαγγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χοατζηιβακτιλείου, Ταταουλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκικα 22, * Αθήνα ι.
"Αν όλα τά τεύχη του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ που κυκλοφό ρησαν ώς τώρα σάς άρεσαν., τό επόμενο τεύχος του τό 22, θά σάς γοητεύση, κυριολεκτικά, θά σάς συγκίνηση και θά σάς συναρπάση!
Οι καταπληκτικές περιπέτειες του Τα-
μπόρ καί των συντρόφων του στο τεύχος αυτό που έχει τον τίτλο:
Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ θά σάς οδηγήσουν από αγωνία σε αγωνία καί άπό έκπληξι σέ έκπληξι! Κανείς λοιπόν δεν πρέπει νά χάση τό έπόμενο αριστούργημα του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ.
οΟο
}
1
μϋμημα
ί
Λη ο το
δ/αζ τ^μα
Η/9ΤΗ ΤΗΜ ΗΡΡΜ Τοκ ΓΤΟ/Ρ Τ94Τ ττεηηοΜβ ρ/ηρτηηογηο/η (ΚΡΗΤΗ ο/ηητ/μρι ΗΡλΟΜγΗ1 ΗΠΟ ΤϋΜ ΠΡΗΜΗΤΗ ΓΗ
Ρ(Μ Μ77ΟΡ>07'Μ6 ΜΗ ΜΡΟΡΓΗΗ’&ΰ/
Τ]Ρ£77£Ι ΜΗ ΤΟΡί. ΤΊΟΤΜβ 7Τ£Τ ΜΗ
ΡΗ>α>οκΜ(
Η6 Η ΓΗΤ/Ρ 6>Η ΗΗΡ ΡΤΜΟΗ/ΡΗ ηρε/τα μη βρογμρ ηηηο τροτγο.
ητ/'
ΓΗΜ ΑΗΤΗΡΤΡΟ-
•ΡΗ.
δΡΡρτοπεΜα ρκρηρη ο/ γμμ ΡΤΗΜΟΜΕΡ Μ(Ζ ΑΗΤΒΡ0£κΗΡΗΜ Μ/β ΜΗΜΗΜΗ - ___ ΡΤΓΡΡΟΜΤΗ/ ΗβΡΚΤΡ/ΗΗ XΤΜΗ ΤΑ ΟΗΟ/Η Μ£ ΤΗ ΓΤΜΗΓΗ ΤΗΡ ΧΗΗΡ6ΡΡ Μ77ΟΡΟγΜΗ ΜΗ ΜΤ -
Τΰ ΜΗΛΗΜΗΜΗ ίΚ(<Ρ£9Ρ ΘΗ ΜΑί ΨΗΤΗ Ρ£ Η//ΗΦΜ ΜΡ 70 γΡ ΤΗ/-
Μζ/Τί ΜΗ ΤΰΤΡ ΡΜ0770/ΗΡεΉ£
λ/ό Η Γλ{ ΧΛΤ4ίΤ&ΑΦΪΤΛ/
\θ ΜΙΚΡΟΣ
- -
-Ε-
Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΥΤΙΟΥ Ο ΘΕΟΙ ΓΚΑΡΛΤΑΓΚΑΡ
στον καλό λευκό Ντάγια και στον κακό ιμαΐυρο Ντούπ. Μά τό μαγικό αυτό χώρι ΝΤΑΓΙΑΝΤΟΥΠ ήταν κάποτε ένας τερατώδης σμα γίνηκε μ5 έναν δρο: Ό διπλ άνθρωπος: Δυο γι Ντάγια καί ό Ντούικ δεν έ πρεπε ποτέ νά πλησιάσουν γαντόσωμοι δηλαδή άντρες τόσο πολύ πού ν3 άγγύξηι ό κολλημένοι, ιρορχι ιμέ ράχι. Ό ένας τον άλλον. Ούτε καί ν’ ένας ιμαύρος κι3 ό άλλος λευαπομακρυνθούν τόισο μεταξύ κός(*). Μέ την έττέμβααι ό τους πού νά μη βλέπη, ή νά μως του παντοδύναμου Μά μην άκούη ό ένας τον άλλον. γου Χαραχάν ό διπλάνθρωπος "Αν γινόταν ένα άτ’ αυτό:, ό Νταγιαντούπ χωρίστηκε σέ φοβερός Γικαοαταγκάρ, Θεός δυο ανεξάρτητους ανθρώπους: της Κακίας, θά ξανάσμιγε α μέσως τούς δυο χωρισμένους (*) Διάβασε το προηγούμενο αλλόφυλους άντρες. Καί θά τεύχος, τό 21, πού εχει τον τίτ λο: «,Τδ φίλτρο της κακίας». ξανάρχιζε γι3 αυτούς ή πα-
©
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ληά τραγική ζωή τους. — Ντάγιαααα! Όμως 6 ίδιος μάγος Χα— ιΝτουουουουπ! ραχάν είχε δώσει στον Ταρ Καί κανόνιζαν έτσι νά βρί ζάν, στον Ταμπόρ, στη Γιασκω νται πάντοτε σε άπόσταράμττα καί στη Ζολάν, ένα σι^ τέτοια, πού νά μή κινδυ φίλτρο σε μικρά κόκκινα χάνεύουν νά τιμωρηθούν (μ’ ένα ττια τού .μόλις θά τάπιναν με «ξανάσμιγμα» άπ’ τον παντο νερό τής μεγάλης ττηγής, θά δύναμο κι* εκδικητικό θεό πλημμύριζαν οί καρδιές του^ Γκαραταγκάρ! από πάντοτεινή άγάπη και Ο ΜΑΓΟΣ καλωσύνη! Μά γιά νά γίνη ΧΑΡΑΧΑΝ αυτό έτρεπε ό καθένας νά πιή μόνο τό Τδιο χαπάκι πού είχε -ΚΑΚΟΣ ιμαύρος Ντούπ πάρει άπ’ τό Μάγο. Και οχι βλέποντας τον Ταρζάν τό χαπάκι ικανενός άλλου. Ό καί τον Ταμπόιρ ν5 άλάδιόρθωτος Μπουτάτα όμως ληλοσπαράζωνται, χύνεται κι’ σηκώθηκε ικρυφά τά μεσάνυ αυτός πάνω τους νά τούς α χτα και «γιά νά στάση πλά ποτελεί ώση. κα» δπως είπε, άλλαξε τα Ποιος τώρα θά μπορούσε χάπια των τεσσάρων συντ ρο νά τούς σώση; Ή Ζολάν κι* πών: Τό χαπάκι τοΰ Ταρζάν ή Γ ιαράμπα έχουν κυλιστή τό έβαλε στον Ταμπόρ, του κΓ αυτές κάτω καί παλεύουν Ταμπόρ στον Ταρζάν, τής Ζο καί χτυπιώνται μέ λύσσα καί λάν στη Γιαράμπα και τής μανία. Μονάχα ό καλός λει>Γ ι αράμπα στη Ζολάν. κός Ντάγια θά μπορούσε νά "Ετσι τό φίλτρο τής "Αγά Υλυτώση τούς ήρωες τής πης και τής Καλωσύνης, έγι Ζούγκλας άπ’ τά θανατερά νε φίλτρο τής Κακίας. Καί χέρια τού άπαίσιου Νταύττ.^ ,μόλις τό ήπιαν, χύθηκαν άΠώς όμως; "Αν κάνη, πώς μέσως ό ένας νά σπαράξη τον αγγίζει τον άλλοτε σιαμαίο άλλον. Αδελφό του, θά ζαναβρεθή κολλημένος πάλι μαζί του. (Και νά: Πάνω στην πιο 'ΚτΓ 'δμως ή κολωσύνη τής τραγική στιγμή φτάνουν τρέ ψυχής του είναι τέτοια πού χοντος στο σκοτάδι τής Α αν καί ξέρει τό τραγικό κιΓ φέγγαρης νύχτας ό Ντάγια ανεπανόρθωτο κακό πού τον καί ό 'Ντούπ. Ό Μάγος εΐχε περιμένει, μονάχα μ-ιά (στιγμή πή πώς δεν έπρεπε ν’ απο μένει αναποφάσιστος κι* άμακρυνθούν περισσότερο απ’ δσο θά μπορούσαν νά ·βλέ- ί τηοσγος. Κι1* αμέσως χύνεται πουν ή ν’ άκούν ό ένας τον, ,, σά μανιασμένο λιοντάσι πάάλλον. ΓΓ αυτό, έπειδή ήταν| & νω στο σωρό των άλληλοσπανυχτα καί δεν μπορούσαν νά|κ4ραέομενών τριών ανθρώπων, βλέπονται, έτρεχαν στο Είναι ακριβώς ή στιγμή τάδι φωνάζοντας ό -ένας τό! *· πού ό γιγαντόσωμος Ντούπ όνομα τ*. όλλουνου. έχει σηκώσει μιά τεράστια πέ
Ο
ΤΑΡΖΑΜ τρα κι* είναι έτοιμος νά τήν κατεβάση ιμέ βύναμι καί νά τσάκιση τά κεφάλια του Ταρζάν καί του ΤάμΙπόρ·. Σαν κεραυνός χύνεται; πάνω του ό καλός Ντάγια καί ■κάνει νά του όρπάξη απ’ τά χέρια την πέτρα. Μόλις όμως τον άγγιζει, μιά παράξενη δύν-αίμι τραβάει άμέσως τού^ δυο γίγαντες, τον λευκό και τό μαύρο, καί τούς ξανακολλάει πλάτη ;μέ πλάτη* — Κατάρα κι1" ανάθεμά^ ουρλιάζει άγρια ό άπαίσιος Ντούπ. Καί νά: την ίδια στι γμή, μέσ" από κάποιο πυκνό κοντινό σκίνο, μιά παράξενη σκιά ξεπετάγεται. Είναι ό φοβερός κι5 άποκιρουστ ιικός μάγος Χαραχάν έ την κουρελιασμένη προβιά ύκου πού σκεπάζει τό (μαύ ρο σκελετωμένο κορμί του. — Σταθήτε, φωνάζει με φωνή βραχνή κι5 υπόκωφη σά νά βγαίνη από στήθεια βρυκόλακα. Ό Νταγιαντούπ —ό Ντά για δηλαδή κι5 ό Ντούπ — ενωμένοι πιά — μαζί .μέ τον Ταρζάν καί τον Ταμπορ, άκούνε τή διαταγή τού παντο δύναμου Μάγου καί ξεπετιώνται ορθοί. Τό ίδιο κάνουν κι* ή Ζολάν με τή Γιαράμ'ττα. Ό τρομερός Χαραχάν τούς λέει τώρα: — Ό θεός τής Κακίας Γικσρατσγκάρ Θά σάς μ-ιλήση αυτή τή στιγμή ιμέ τό στόμα μου. "Ακούστε τον: Ή φωνή του άπό βραχνή κι" υπόκωφη, γίνεται άμέσως βορειά, δυνατή καί άγρια!..
$ Είναι φανερό πώς άπ’ τό λα-ρύγκι του βγαίνει τώρα ή φω νή τού θεού: — "Εγώ, ό θεός Γκαραταγκάρ, σάς διατάζω μέ τό στό μ ο τού ιερέα ιμου Χαραχάν, νά σταματήσετε τον άλληλο^ σπαραγμό. Οι ψυχές σας εί ναι^ ιμεγάτες τώρα άπό μίσος καί κακίΐα γιά νά εύλογήτε καί νά δοξάζετε τό όνομά μου!... ιΚαί συνεχίζει: — Γι" αυτό κι" εγώ, ό θεός Γκαραταγκάρ, θέλω ν" άντ α μείψω τον πιο ικανό καί θαρ ραλέο. "Οποιος λοιπόν άπό σάς πιάση καί φέρη ζωντανή στό μάγο Χαραχάν τή Γ ιο ρε λ ίίλ, τη Γοργόνα τής Λίμνης, θά τού κάνω, όποια ιχοςρι μου ζητήση, είτε άντρας είναι αυ τός, είτε γυναίκα! ιΚαί προσθέτει ,μέ τό στό μα τού ίδιου τού Μάγου προς τον όποιον άποτείνεται τώ ρα: — ιΚι’ εσύ καλέ ’μσυ Χαραχάν,^ άν φέρουν στα χέριια σου την άπιστη κόρη Γ ιορε λ ίλ, νά την χάψης στη φω τιά, θυσία στό βωμό μου!..
ΕΠΤΑ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΥΤΑ είπε μέ τό στόμα τού μάγου ό θεός Γκαραταγκάρ κι" έπαψε πιά νά άκούγεται. Ό Χαραχάν, ιμέ τή δική του φωνή τώρα, λέει στούς τέισσαρες συντρόφους καί στό Νταγιαντουίττ: — Ό θεός τής Κακίας καί τού Μίσους Γκαραταγκάρ εΐ-
Ο ΜΙΚΡΟΙ χε ίμια μονάκριβη πεντάμορ φη ικόρ.η, τη Γιορελίΐλ, πού ή ταν το μόνο πλάσμα ττού α γαπούσε στον -κόσμο. Ή Γιο ρελΐλ όμως είχε καρδιά και ψυχή γεμάτες αγάπη καί καλοοσύνη για τούς ανθρώπους και όλα τά πλάσματα, τής Ζωής. Και ,μιά τρομερή νύχτα πού ό θεός πατέρας της έρρί χνε άπ3 τον ουρανό νερό και κεραυνούς για νά πνίξη και νά ικάψη τούς ανθρώπους, πή δησε άπ5 τά σύννεφα πού £ού σε και βυθίστηκε στη ρεγάλη γαλάζια λίμνη τής Ζούγκλας. Μά ό θεός του Νερού, για να Τη σώση άτό βέβαιο πνιγμό, την έκανε αμέσως άπ3 τη μέ ση καί κάτο;> ψάρι... Ό θεός Πκαραταγικάρ λοιπόν θέλει<νά τι-μωρήση άκληρα την κόρη του για την ανυπακοή πού
3 θεός Γκαραταγκάρ ^ μιλάει τους εξη συντρόφους μέ το στό μα του ίερέα του Χαραχάν.
Ή Γιορελΐλ ξεφεύγει κρυφά άπ* τά βασίλεια· του ουρανού και πέφτει στη γή.
τού έδειξε. Θά ιμπορούσε βέ βαια νά ρίξη τή φωτιά του και νά τήν ικάψη. Δεν ήταν δυ νατόν ρμως νά τό κάνη αυτό. Γιατί οί νόμοι των θεών απα γορεύουν αυστηρά νά σκοτώ νουν τά παιδιά τους. ’Άν έ νας θεός κάνηι παιδοκτονία, ό μεγάλος θεός των θεών που κυβερνάει τά πάντα, τοΰ άφαιρεΐ τή δύναμι· καί τήν αθα νασία. Καί γίνεται ένας άδύνσμος καί θνητός άνθρωπος!.. Γι’ αυτό όποιος από σάς κο^ τοφέρη νά ξεγελάση καί νά πιάση τήν άπιστη κόρη» Γιορελίλ, θά πραγματοποίηση τή μεγαλύτερη επιθυμία του! Τό μεγολύτερο όνειρο τής ζω ής του! Αυτά λέει* ό ,-μάγος Χαρα χάν ΚΊ'3 άμέσως μέ τά φίλτρα του όχι^ μονάχα ξανσχωρίιζει τον ιΝτάγια άπό τό Ντούπ,
μά ξαναβγάζει την κακία και το ιμΐσος απ' τις καρδιές και τις ψυχές του Ταιρζάν, του Ταμπόΐρ, τής Ζολάν και τής Γιαράμπα. Τέλος προσθέτει: — Πηγαίντε τώρα στη με γάλη γάλάζια λίμνη, να μου φέρετε τη Γισρελίΐλ. "Οποιος την φέρηι θά γίνη ό εύτυχέστε ρος άνθρωπος του κόσμου! Ό παντοδύναμος θεός Γκαρσταγκάρ· θέλει νά έικδικηθή;. Και την έκδίικησί του την πλη ρώνει ακριβά! Ό Μπουτάτα ψηλά άπ5 τό δέντρο που βρίσκεται σικαρψάλω μένος, τού φωνάζει: — ’Έ, μπάρμπα Χάρακα! "Αν πιάσω τη Γοργόνα εγώ, 6έν Θά στη δώσω άλόΙκληρη. Μόνο απ’ τή μέση καί πάνω. Την ουρά της θά την κάνω ψητή τής σχάρας!.. Ό Ταρζάν παίρνει τή Ζολάν ικαί φεύγουν χρρις νά
— "Αν πιάσω τή Γοργόνα ε γώ, φωνάζει ό^ Μπουτατος, οπτ4 τή ιιεση και κάτω θά τήν κάνω ψητή τής σχάρας.
πούνε τίποτα στον Τα μπορ και στη ^Γιαράμπα. Κύ αυ τοί ξεκινάνε σχεδόν αμέσως, ενώ ό Τσουλούφης, πηδώντας απ' τά κλαδιά του δέντρου, τούς ακολουθεί ιμορμουρίζοντας ένα αυτοσχέδιο άρλουμ ποε ιδές τραγ αυδ άκ ι-: «Θέλει κόπο, θέλει .αγώνα για νά πιάσω τήιν. Γοργόνα! Μά θ’ ανοίξω τή σαγόνα νά τή χάψω σαν τρύγονα, ικι’ ή δουλειά θά πόοη γόνα! •
ιΟ μάγος Χαραχάν θά θυσιάση τή Γιορελΐλ στο βωμό του θεού Πατέρα της.
··
Ο
Ο
0
0
00
·0
00
ΟΟ
0ΟΟ
Ό Ντούπ και ό Ντάγυα φεύγουν κι5 αυτοί φροντίζον τας νά -βρίσκονται πάντα σέ άπόστασι πού νά βλέπη ή ν’ άκούη ό ένας τον άλλον. Καθώς προχωρούν ό κακός μαύρος Ντούπ φωνάζει στο Ντάγισ: —* ’Άν πιάσω τή Γοργό·
να, ιξέρεις τί χάρι θά ζητήσω άπ’ το θεό Γικιαροοταγικάρ; — Τί; — Νά πεθάνης απτό· λέ πρα ! — Κι’ εγώ άν πιάσω τη Γοργόνα ξέρεις τι χόρρι- θά ζητήσω; τον άντιρωτάει ό κα Λος λευκός Ντάγια. — Τί; —· Νά πεθάνης άπό βάθειά γηρατειά! »Κ<χι συνεχίζουν την πορεία τους γιά τη ιμεγάλη γαλάζια λίμνη. Ό Ταρζάν καθώς προχω ρεί ρωτάει τη Ζολάν: — ’Άν πιάσης τη Γοργόνα ποιά .χάρι θά ζητήισης άπ5 τό θεό Γκαραταγκάρ; — Νά πάθη ή Γ ιοράμπα Ευλογιά καί τό όμορφο πρό σωπό· της νά γειμίση από χι^ λιάδες ιμιικιρά λακκουβάκια. Έσύ, Ταρζάν ποια χάρι θά ζητήσης; Εκείνος συλλογιέται άρκετά καί τέλος αποκρίνεται: — Νά μείνω εγώ ό (μόνος λευκός άντρας .μέσα σέ όλό^κληρη τη Ζούγκλα! — ΚΓ οί άλλοι τίι νά γί νουνε; Ό άρχοντας τής ζούγκλας μουρμουρίζει χαμηλώνοντας τά ιμάτια: —Αυτό είναι δουλειά του Θεού Γκαραταγκάρ. "Ας κανονίίση όπως καταλαβαίνει... * Ψ * Σέ άλλο σημείο τής ζούγ κλας προχωρούν ό Ταμπόρ, ή Γ ιαράμπα καί ό Μπουτάτα. Ή πανώρια μελαψή κο-
πέλλα ρωτάει τον αδελφικό σύντροφό τη^ς: —- ’Άν πιάσης τη Γοργό να, Τα]μπαρ, τί χάρι θά ζη= τήισης; Λ _ —θά φροντίσω νά ιμη την τίιάσω, Γ ιαράμπα. — Τότε γιατί πηγαίνου με στη μεγάλη γαλάζια Αί<~ μνη; — Γιά νά φροντίσω νά μή την πιάση καί κανένας άλλος. Ή Γ ιαράμπα χαμογελάει: — Καί γώ τη λυπάμαι, Ταμπόιρ. Δέν θά ήθελα νά πέ ση ατά χέρια του κακού Μά γου Χαραχάν... Μά θά κάνω ό,τι μπορώ γιά νά την πιάσω!
— Γιατί; · -—Γιατί έχω νά ζητήσω μια πολύ—πολύ ιμεγάλη., χάρι α πό τό θεό Χαραχάν. Ποιά; — Νά φουντώση ή ζήλεια καί τό μΐσος στά στήθεια του Ταρζάν καί νά ζητήση, νά σου έπιτεθή. "Έτσι θά τον σκοτώσης καί θά γίνης εσύ ό άρχοντας τής ζούγκλας. Μου είναι αδύνατο πιά νά ύτΓΟφιέρω τις προσβολές του! Το υπέροχο 1 Ελληνόπουλο τής αποκρίνεται περήφανα: — Καί νά μου έπιτεθή ό Ταρζάν δέν πρόκειται νά τον χτυπήσω, Γ ιαράμπα! Ά,ν ε κείνος κάνη μια κακή πράξη πρέπει εγώ νά κάνω μια χειε ρότερη ; Ό Μπουτάτα πού άκολου θεί σιωπηλός, νομίζει πώς εχει σειρά νά πή καί αυτός την επιθυμία του: —Έγώ τό λοιπόν, Άφέν
ΎΑΡΖΑΗ τες, αν συλλάβω τη Γοργόνα ξέρετε τί χάρι θά ζητήσω ά πό τό θεό Τσαγκαραγκάρ; ίΚανένας όμως δεν τον ρω τάει «τι;» καί ό Τσουλούφης απαντάει «μονάχος στον έασ τό του: ^—Νά ψήση όλα τά ζαρ κάδια τής ζούγκλας!... "Έτσι δταν κυνηγάω κανένα και τό σκοτώνω. νά είναι έτοιμο γ'ά... φάγωμα!
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΑΛΑΖΙΑ ΛΙΜΝΗ ΧΕ! νυχτώσει πιά καλά δταν ό Ντάγια κι * ό ( Ντούπ φθάνουν σ’ ένα σημείο τής όχθης τής ,μεγάλης γαλάζιας λίμνης. Σέ κ6>ποια άπόστασι άπ’ αυτούς φθάνουν ό Ταμπόο και ή Για ράμπα. Και άρκετά πιο πέ ρα ό άρχοντας τής ζουνκλας Ταρζάν ραζΐ μέ τη Ζολάν τη θετή καί πολυαγαπημένη του κόρη. Ό Μπουτάτα δεν πάει σέ κανένα άτό δλους αυτούς. Μά αψηφώντας τους άυέτρη τους φοβεοους κροκόδειλους, τις τεράστιες σαοκοφάνες νε ροφίδες καί τά άλλα υδρόβια θηρία, καιβαλλάει έναν κορμέ -νο κοομό δέντοου καί κάνον τας κουπιά τίς ■μικοοσκοπικές παλάμες του προΥωρεΐ άργά προς τό κέντρο τής λί ιμνης. "Ας παοακολουθήσο υ μ ε λοιπόν τώρα τό κυνήγι τής Γοογόνας από τον Ντάγια καί τό Ντούπ. Οί δυο γίγαντες, ό λευκός καί ό 1 μαύρος, βουτάνε ά/μέ-
¥ ,σως στά ιμαυροπράσινα νερά τής Λίμνης, κολυμπάνε προς τό έσωτερικό της καί Αρχί ζουν νά κάνουν φοβερές κατα δύσεις ιστό βυθό της. άναζη τώντας την όμορφη Γοργόνα, την κόιρη τού θεού Γκαραταγ κάρ. •Προσέχουν δμως τώρα — άφού στο νερό δεν /απορούν νά φωνάζουν νά άκούση ό έ νας τον άλλον — νά β ρίσκων ται πολύ—πολύ κοντά, γιά νά' μπορούν τουλάχιστον νά βλέπωνται. Ευτυχώς πού όλο γιομο τό φεγγάρι ξεπρόβαλε άπό τό άντικρυνό βουνό τής ανατολής καί σιγά—σιγά ή σκοτεινή νύχτα κοντεύει νά γίνη ιμέρα. Ό Ντάγια. καί ό Ντούπ όσο περνάει ή ώοα, τόσο βυ θίζονται καί ιμέ πιο άνεσι στά νερά τής λίμνης. Γιοπί τό άσηίαένιο φως τού φεγγα ριού Φθάνει βαθειά κάτω μέ χρι τό βυθό της. Καί νά ένας τεράστιος σέ διαστάσεις κροκόδειλος /μυρίζεται άπό τήν άντικουνη όχθη άθοωπινό κρέας καί χύνεται κολυιμπών *αχς πρός τό ιμέοος πού Λρΐσκόνται οί δυό γίγαντες. Ό καλός Ντάγια πού τον βλέπει ποώτος, φωνάζει στο μαύρο Ντούπ: —Κ ροκόδε ιλος! Β ούτηιξε κΓ έσύ νά τού θεφύγουυε... Καί κάνει· υιά άπότοαη βου τιά ποός τό βυθό. Ό Ντούπ δυως δέν προ Φταίνει. Καί τά άπεοαντσ ό νο ιχτά σαγόνια τού κοοκόδει λου φθάνουν κοντά του. Ό Ντάγια, ρόλις φθάνει
·»■
-V.
στο βυθό και δεν βλέπει να κατεβαίινη ό καικός αδελφός του, αναδύεται αμέσως βιαστι κά για να δή τί συμβαίνει·. "Όχι μονάχα για νά τον βαηθήση άν τυχόν πάλευε ιμέ τόν κροκόδειλο, ιμα καί νά βρεθή κοντά του έτσι πού νά μπορή νά τον βλέπη τουλάχ^ι στον, ιάφου για μια στιγμή τόν είχε χάσει από τά μάτια του. Το σφάλμα του αυτό θά μπορούσε ίσως νά του στοιχίιση πολύ ακρίδα: Νά ξανα βρεθή δηλαδή κολλημένος καί πάλι μαζί! του. Ευτυχώς όμως... Παρά^ τό ότι εΐχε πάψει νά τόν βλεπτ}, το κακό πού φοβόταν δεν έ γινε. "Ίσως γιατί καί στο βυθό πού βρισκόταν άκουγε ψηλά στην επιφάνεια τους παφλασμούς του νερού κα θώς ό Ντού τ πάλευε καί
Ο άρχοντας τής Ζούγκλας κ* ή Ζολάν προχωρούν για νά φτά σουν στη γςχλάζια Λίμνη.
Ο Μ0ΚΡΟΣ
^— Καί νά μου έπιτεθή ό Ταρζάν, έγώ δεν πρόκειται νά τόν χτυπήσω, λέει στη Γιαράμπα τό υπέροχο Ελληνόπουλο.
χτυπιώταν μ,έ τόν τρομακτι κό κροκόδειλο. ΤΗταν κι’ αυ τό ένας θόρυβος πού προερ χόταν ατό αυτόν, καί είχε την ίδια σημασία σά νά άκου γε τη φωνή τοιυ. Τό πρώτο λοιπόν πού ό Ντάγια άντιικρύζει μόλις φτά νει καί βγαίνει στην επιφά νεια τής λίμνης είναι ή δύ σχολή θέσι πού βρίσκεται ό Ντούπ πιασμένος σαν σέ πα γίδα στά φοβερά σαγόνια του κροκόδειλου. Αφάνταστα δυ νατός όμως καθώς είναι κ.ατα φέρνει <μέ απεγνωσμένες προσ πάθειες νά κρατάη άκόιμα τά σαιγόινια τού αυτά ·ανοιχτά. "Ως πότε όμως; Αργά ή γρή >ορα τά ·μ(.τιράτσα του^ θά κουράζονταν στήιν υπεράνθρω πη αυτή προσπάθεια καί τά σαγόνια του γιγαντιαίου έρ~
ΤΑ^ΖΑΝ πετού θά τον έκοβαν στη «μέ"Οιμαος ό Ντάγισ ούτε στι γιμή δεν σκέπτεται να ιάφήση τον κροκόδειλο νά σκοτώση τόν κακό αδελφό^ του1. ?Ηταν . (άλλωστε μοναδική ευκαιρία νά γλυτώση ιμιά για πάντα άπ’ αυτόν. ιΜιά τέτοια στάσι δμως α πέναντι του δεν θά είχε καμ μιά διαφορά απτό δοΐλοφονία! Αμέσως λοιπόν χύνεται πάτντο στον κιροικιόδε ιίλο ,καϊί ;μέ την ύπεράθρωπη, δόνα μι πού μπορεί νά ά ναι πτύξη- ό άνθρω τΓος— πού αγωνίζεται για νά κάνη τό καλό,αρπάζει το ε πάνω ανοιχτό σαγόνι τού Ο Μπουτάτα καβαλλάει τον ερπετού θηρίου μ>έ τά δυ,ό κορμο του δέντρου και κάνοντας του χόρια καί πατώντας ^ τά τά χέρια του κουπιά προχωρεί ποδάρια του στο άλλο, κάνει στά νερά τής λίμνης. μιά τρομερή κίνηισι, σάν κλώ τό κάτω σαγόνι. Ό κροκόδει τσηιμα και τού ξεθεμελιώνει λος 5έν μπορεί πια νά άνοινΟκλείνη τά σαγόνια του. "Έ τσι ό Ντούπ καταφέρνει νά σωθήι από τού χάρου τά δόν τια, λίγες στιγμές πριν ή κού ρσισι τόν ανάγκαζε νά πσρα δοθή στο ιμοιραΐο!... ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΘΗΡΙΟΜΑΧΙΑ
Ο ΑΠΑΙΣΙΟ ερπετό, α κίνδυνο πια ιμέ ξεχαρβα λωιμένα τά σαγόνια του και νοιώθοντας ίσως φοβε ρούς πόνους, χτυπιέται καί σψαδάζει στ" άψρισιμένα γύ ρω του νερά, ζητώντρ?ς μέ τήν ουρά τσυ τώρα νά σκοτώση τούς δυο αντιπάλους. Ό Ντά για κι5 ό Ντούπ δμως κατα φέρνουν νά φυλάγωνται πάν-
Τ
— Έγώ θά ζητήσω άπ’ το θεο νά μου ψήση ολα τά ζαρκά δια της Ζούγκλας.
12 τότε άπό τά θανατερά χτυ πήματα του, κολυμπώντας Αρ γά τηρσς την όχθη; και πασχί ζοντας νά τον παρασύρουν έξω και να τον Αποτελειώ σουν χτυπώντας τον στο κεφά λι μέ ιμεγάλες έκεΐ πέτρες. Ταυτόχρονα ό κακός μαύ ρος Ντούπ, φωνάζει στο σωτήρα λευκό αδελφό του: — Φύγε σκύλε!... Αέν χρειάζομαι τή βοήθεια σου. Είμαι ικανός μονάχος μου νά τά βγάλω πέρα μαζί του. Φαίνεται όμως πώς ό μεγα λσς καί αληθινός Θεός τού κόσμου τιμωρεί τους αχάρι στους ανθρώπους. Γιατί την ΐδια στιγμή μιά χοντρή καί Απέραντη σε μάκρος κόκκινη σαρκοφάγο νεροφίδα, φθάνει καί Αρχίζει νά τυλίγη τό κορ μί της στο φολιδωτό σώμα τού κροκόδειλου μέ τό παρά λυτό σαγόνι. Τό ^δεύτερο θη ρίο τής λίμνης εΐχε έρθει άάσφαλώς νά άρπάξη όαπό τό πρώτο τά δυο θύματα. Καί νά: Αφού τυλΡγει· τό μισό— άπό τή μέση προς τήν ούρα—ζητάει νά άγκα λιάση τό Ντούπ. Ό κακός; μαύρος προσπαθεί νά άποφυ γη τον κίνδυνο, μά δεν τά καταφέρνει. Ή ουρά τής νε ροφίδας είναι τόσο δυνατή καί ευλύγιστη πού γρήγορα καταφέρνει νά τυλιχτή στή μέση του καί νά τον αίχμα λωτίση. Αμέσως Αρχίζει νά ξετυλίγεται άπό τό κορμί τού κροκόδειλου πού στο μεταξύ μέ τό θανατερό σφίξιμό της τον είχε σκοτώσει τσακίζον τας του τή ραχοκοκκαλ ιά, γιά
νά καταβροχθίση ανενόχλητη πια τό χορταστικό θύμα της. Ό Ντάγια, πού σ5 όλο αυ τό^ τό διάστημα παρακολου θούισε κολυμπώντας την τρο μακτική θηριομαχία, βλέπε^ι τώρα τήν τραγική θέσι πού ξαναβρίσκεται ό κακός κι5 α χάριστος αδελφός του. Καί μή λογαριάζοντας πάλι τή δική του ζωή, χύνεται γιά δεύτερη φορά νά τον σώση. Ή σαρκοφάγα νεροφίδα ό χι μονάχα είναι τεράστια σέ μάκρος καί αφάνταστα δυνα τή κι’ ευλύγιστη, μά καί τό κορμί; της είναι πολύ—πολύ γλυστερό. Είναι αδύνατο νά ιήν πιάση κανείς καί νά τή συγκράτηση. Μά ούτε καί μα χάίρι κρατάει επάνω του ο Ντάγια γιά νά μπόρεση νά τήν κόψη στή μέση καί νά έλευθερώση, σώζοντας άπό βέβαιο θάνατο, τον αδελφό του. Κάνει όμως κάτι άλλο α φάνταστα έξυπνο καί αποτε λεσματικό: Πλησιάζει ατρό μητος τή φοβερή σαρκοφάγα νεροφίδα καί τήν αρπάζει μέ τις δυο μεγάλες παλάμες του άπό τό λαιμό1. Στο φως τού φεγγαριού τή βλέπει ν' άνοίγη τό απαίσιο στόμα της καί τήν Ακούε ιι νά βγάζη βρα χνούς ρόγχους. Ταυτόχρονα καί στήν απεγνωσμένη προσ πάθεια πού κάνει νά σωθή άπό τό πνίξιμο, ξετυλίγει τήν ουρά της άπό τή μέση τού Ντούπ καί κάνει νά τυ λιχτή τώρα στο κορμί του Ντάγια καί παρατώντας τό λαιμό της μπήγει γρήγορα
τά δάχτυλά του μέσα στα μάτια της. Τό απαίσιο θηρίιο τυφλώ νεται τώρα και σφαδάζοντας ιμέσα στο ξαφνικό σκοτάδι πού βρέθηκε, βυθίζετα^ι στα μσυιροπράσινα νερά της λίίμνης και χάνεται προς τό βο 6ό της. — Σκύλε!, ξαναφωνάζει ό κακός και άχάριστός Ντούπ στο σωτήρα αδελφό ^ του. Ποιος σου είτε νά ρθής νά μου δίωξης την κόκκινη: νερό ψίδα; ’Άν δέν έμπαινες στη μέση, θά την είχα σκοτώσει έγώ!... Ό Ντάγια τό καταπίνει κιι’ αυτό χωρίς νά βγάλη λέξι από τό στόιμα του. ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΗΝ ΙΔΙΑ όμως στιγμή τρίτο τρομακτικό θηρίο τής λίίμνης κάνει, άλλοι μονο, την έμφάνισί του. ναι ένα τεράστιος γαλάζιος κάβουρας του γλυκού νερού, πού με τις φοβερές δαγκάνει; του αρπάζει τον άμοιρο Ντα για πριν προφτάση νά τόν άντιληφίθή. Κι’ αμέσως τόν φέρνει στο όοπαΡσιο στόμα πού βρίσκεται από κάτω, πρός την κοιλιά του, γιά νά τόν καταβροχθί'ση. Ό κακός 'Ντούπ βλέπει την τραγική θέσι τού καλού αδελφού του που δυο φορές^, πριν λίγο, τού είχε σώσει τη ζωή καί καγχάζει ευχάριστη μένος: — Έπί τέλους! Ό κάβου ρσς Ρυτός »ίθά ιμέ Υλυτώση
Τ
μιά γιά πάντα από σένανε! Χά, χά, χά! Τό γαλάζιο θηρίο με τά έξη ποδάρια καί τις δυο δαγ κάνες, έχει φέρει τώρα τόν Ντάγια πολύ—πολύ κοντά στο στόμα του. Μιά ^στιγμή άκόμα καί ό λευκός γίγαντας θά χαθη μέσα σ’ αυτοί, μα ζί με τήν καλωσύνη του. -αφνίίκά δμως καί σέ μι κρή άπόσπαΐσι τά μαοροπράσινα νερά τής λίμνης άνατα ράζονται. Μιά νέα πεντάμο ρφη κοπέλλσ παρουσι άζεται από τή μίέση καί πάνω. Τινάζει με χάρι τά ξέπλεκα μακιρυά μαλλιά της καί άρ χιζε ι< νά τραγουδάη, με μιά γλυκέ ιά καί υπέροχη μαγευ τική φωνή: «Μέσα στής Λίμνης τά νε ρά Βρήκ’ ή ζωή ιμου τη χαρά! "Αν κανείς ιμέ βγάίλη έξω, θά πεθάνω, δε θ’ άντέξω! ΕίΆπ’ τή Λίμνη, δέ θά βγω! Κάλλιο τσχω νά πνιγώ!»^ Ό τεράστιος γαλάζιος κά βουρας μόλις άκούει τή φωνή τής γοργόνας Γιαρελίλ, άνοι γει αμέσως τις τρομακτικές δαγκάνες του, παρατάει τόν Ντάγια καί προχωρεί σαν τρομοκρατημένος πρός τήν πιο κοντινή όχθη τής λίμνης, Ή Γοργόνα τιμωρεί σκληρά τα θηρία τής λίμνης πού ζη τάνε νά κάνουν κακό σέ άν θρωπο. Τά γεμάτα κακία καί μί σος μάτια τού Ντούπ λάμ πουν παράξενα στ’ άσημένιο φως του φεγγαριού μόλις άκουει λί!γο πιο πέρα τό μο
γευτιικό τραγούδι της Γορ γόνας. Και άμέσως χύνεται κολυμπώντας προς τό μέρος της μουρμουρίζοντας μέσα από τά σφιγμένα δόντια του: — Σχάσου λοιπόν και θα καλοπέρασης στα χέρια μου! Θα σέ πάω εγώ σκοτωμένη στο μάγο Χαραχάν, για να μη κάνη τον ικόπο νά σέ σψάξη! Ό καλός Ντάγια καλύβι πάει πίσω του για νά τον έμποδίιση νά κάνη τό απαί σιο αυτό έγκλημα. Δεν τολ μάει όμως νά πληισιάση καί νά τόν συγκραττήση. ιΓιατί μό λις τον άγγίιξη θά ξαναιβρεθή κολλημένος μαζί του πλάτη μέ πλάτη. Ή άμοιρη Γιορελίλ βλέ ποντας τον άγριο καί γιγαν τόσωμο άράπη νά προχωρή
κολυμπώντας καταπάνω της, τρομάζει άφάνταστα καί οαρ χίζει καί αυτή νά κολυΐμπάή, προς την άντικρυνή όχθη. (Καί νά: Λεν έχει προψτάσει νά προχωιρήιση λίγα μέ τρα, όταν .ξαφνικά νοιώθει ξέ πλεκα τά χρυσά μαλλιά της νά βαραίνουν. Σαν κάτι ζων τανό νάχη. πιαστή καί νά 'πα ρασέρνεται απ' αυτά. Ταυτόχρονα φτάνει στ5 αυτιά της ικαί ,μιά πολύ κοντ ι νή φωνή: — Σ' έπιασα Γαογονούλα ιμαυ καί μή ζητάς νά μου ξειφύγης γιατί θά μείνης... φαλακρή! Θά σέ παραδώσω στο μάγο Χάρακα ικι5 ό Θεός Σαλιγκ>αράρ θά μου ροδοψήαη στο φούρνο του ολα τά ζαρκάδια τής ζούγκλας. Ά με ! ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
'Ο Ντσγιά καί ό Ντουττ ψά χνουν στο βυθό τής λίμνης γιά νά βρουν την ομορφη Γιορελίλ.
ΝΤΑΠΑ, που όπως ^εϊπαμε δεν μπορεί νά άγγί'ξη τόν Ντούπ γιατί θά ξαναβρεθή αμέσως ικολλη μένος μαζί του, βλέπει τώρα τό Μπουτάτα πού έχει πια στή άπό τά μαλλιά τής Γιο ρελίλ καί βρίσκει σ' αυτόν τό όπλο πού θά μπόρεση νά δσμάση τό Ντούπ χωρίς νά τόν άγγί'ξη. ’Έτσι, αυξάνον τας τήν ταχύτητά του πρασπερνάε ι κ ολυ μπώντ ας τό Ντούπ φτάνει τή Γ ιορελίλ κι5 αρπάζει από τά μαλλιά της τόν Μπουτάτα. Ό κωμικοτρα γικός νάνος—όπως ξέρουμε --δεν είναι παρά μια μεγάλη
1$ στρογγυλή και σκληρή κεφά λα μ* §να· ι μακροσκοπικό κορ μάκι ττού ικρεμεται σαν φούν τα κάτω άττ5 αυτήν. Ό Ντάγια λοιπόν αρπάζει τή βοορειά αυτή καί μαύρη μπάλλα ικαί τήιν εκσφενδονί ζει ,μέ δύναμι στο κεφάλι τού Ντούπ. —Άαααχ! κάνει ό Ντούπ. —Ώάααχχχ! κάνει ό Μίτου τάτα. Ό λευκός γίγαντας όμως δεν σταματάει στιγμή. Άμε σως ξαναρπτάζει την κεφάλα του Μττουτάτα πού επιπλέει στα νερά και την ξανσπετάει στο κεφάλι του -μαύρου άδείλ ψοϋ του. Γκούπ κάνουν τό ένα κεφά λι^πάνω ιστό άλλο. Κι5 ενώ τού Ντούπ τσακίζεται- και γε μί'ζει- αίματα, του Τσουλούφη δεν παθαίνει απολύτως τίπο τα. γΟ Ντάγια όμως εξακολου θεί τον παράξενο αυτόν πε τροπόλεμο ώσπου ό Μπουτάτάτα χάνει κορμιά φορά την υπομονή του: — "Ε, μπάρμπα Τέτοιε, φωνάζει στο λευκό γίγαντα. Δεν πιάνεις και κανα - βρά χο νά κάνης τή δουλειά σου; Βομβαοδισιμό <μέ την κεφάλα μου θά κάνης; Μττά σε καλό σου! Στο μεταξύ ό Ντούπ ζαΐλι σμένος και μέ καταματωμένο τό κεφάλι δυσκολεύεται πολύ να συγκρατη-θή στην έπιφά νεια του νερού κα:ι παλεύει απεγνωσμένα γιά νά μή βου λιάξη. Ό Ντάγια έχει σώσει πια τή Γ ιορελ ι(λ άπό τά θα-
ι0 κακός μαύρος Ντούπ £χει ττιαστή σαν σέ παγίδα στα φο βερά σαγόνια τοΰ κροκόδειλου.
νατερά χόρια τού κακού μαύ ρου άδελφού του. Βλέπει ό μως τώρα πώς γιά νά τή σώση, έβαλε σέ τραγικό κίν 5υνο τή ζωή του Ντούπ. Και χωρίς νά χάση στιγμή σπεύ δει -κοντά του γιά νά τον συγ κράτηση και νά τον σώση. Στο διάστημα αυτό ό Μιπο-υ τάτα ξαναρπάζεται άπό τά μαλλιά τής ΓιορελΓλ, καμα ρώνοντας γιά τον άθλο του: ^ ^Κοίλε^ είδατε, ^μαμζέλ, τί γερή καφάλα πού έχω; Τύ φλα νάχουνε τά κιουπια.Μπά σέ καλό (μου! Ό Ντάγια φθάνει, όπως είδαμε, κοντά στο Ντούπ πού -χαροπαλεύει καί κάνει νά τον συγκρατήσηι στήν έπιφά νεια. Ό μαύρος γίγαντας διμως—στήν άπόγνωσι πού βρί σκεται—τον ιάγικάλιάζει σφί-
16 χτά σαν σωσίβιο καί τον έμποδίίζει άθελά του νά κάνη όποιαδήποτε κίνησι·. "Ετσι καί οί δυο μαζί, ανίκανοι τπά νά συγκροτηθούν, βουλιάζουν σαν πέτρες καί χάνονται στο σκοτεινό βυθό. Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΒΑΤΡΑΧΟΣ
ίΓΟΡιΓΟΝΑ Γ ισρελίλ ε ξακολουθεί νά κολυμ πάη προς την άντικρυνη όχθη, σέρνοντας πιασμέ ναν άπό τά ιμαλλιά της τό χον τρακέφσλο Μπουτάτσ. — Αμάν ψητά ζαρκάδια ποϋχω νά φάω άπό λόγου σου, τής φωνάζει σε ιμιά στι γμή. Καί προσθέτει συλλογισμέ νος: -— Μόνο νά μή ξεχάση ό θεός «μπαμπάκας» σου νά μου τά άλατίζη κι5 αλας! Να όμως που ξαφνικά κάτι φοβερό κι’ αναπάντεχο γίνε ται: Τά νερά τής λίμνης ά ναταράζονται σά νά κοχλά ζουν πάνω άπο δυνατή φωτιά. Καί ,μέσα απ’ αυτά ξεπετά γεται ένα άπαίσιο καί τρο μακτικό τέρας! Εΐναι ενα γιγαντισίος πρά σι νος βάτραχος ! 1 Ολόκληρο τό κορμί του είναι γεμάτο άπό ρεγάλα καί χοντρά ,μσυρα άγκάθισ, πού τον κάνουν άπλησίαστον άπό κάθε εχθρό ή αντίπαλο. Τό πιο περίερ^ γο όμως σ’ αυτό τό τέρας είναι τά φοβερά /μεγάλα καί κόκκινα μάτια του που ,μοιά ζουν σαν δυο τεράστια άναμ ΐμένα κάρβουνα. Κι’ άπό τά
Ο ΜΙΚΡΟΣ μάτια του αυτά βγαίνει ένα παράξενο δυνατό φως πού τον βοηθάει για νά βρίισκη καί νά καταβροχθίζη τά θύματά του ιστό σκοτεινό βυθό, ή στις όχθες τής Λίμνης. Τό μέγε θος του κορμιού του είναι ό σο κι* ενός μεγάλου βωδιου. Κι’ άπό τό τεράστιο στόμα του βγαίνουνβραχνά παράξε να κραξίματα πού άντριχιάζει όπως τά ακούει. Ή Γιορελίΐλ που έχει καρδιά καί ψυ νή γεμάτες αγάπη καί καλώ σύνη για όλο τον κόσμο, υό λις βλέπει τό βάτραχο νά^ξεπηδάη άπό τά νερά, ^φωνάζει στο χοντροκέφαλο νάνο πού εχει πισστή καί σέρνεται ά πό τά ιμαλλιά της: —Πρόσεξε, παιδί^ μου! 'Ο «ίΠκ,ρά—γκρα» τρώει άνθρώπους κ υ* εΐναι άπό τά θη ρίσ πού δεν με άκοΟνε έδώ μέσα στη λίμνη. Παράτη,σε τά μαλλιά μου καί κολυμπτη σε γρήγορα νά βγήις στήν άν τιικιρυνή όχ'θη,... Ό Μπουτάτσ όμως είναι ανένδοτος. Κ αιί άπσκρ ίνεται στή Γοργόνα: — ’ Αδύνατο, ψαρομαμζέλ! Μόνο άν νίνης εντελώς φαλα κρή, θά σέ παρατήσω άπό τά μαλλιά. ’Ή τό λοιπόν θά σέ πάω ζωντανή στο Χαραχάνο για νά σέ θυσιάση στο θεό πατήρ σου. ή θά κσυρνιάξουμε καί οι δυο ατό στομάχι τού βατραχομαντράχαλου κι* όποιον πάοη ό χάρος. "Η έμε να θά χωνέψη, ή αυτός θά πά θη διηλητηιρίασι καί θά τά κσκαρώση. *Αμέ; Καί νά: Ό τερατώδης άγ-
ΤΑΡΖΑΝ ικαθωτας βάτραχος «Γκρα γκρά» χύνεται κολυμπώντας ίσια κατά τής Γιορελίλ. Το ατό)μα του είναι ανοιχτό και ραίνεται πολύ πειναισμένος! -αφνικά όμως, ιμ'ΐά γνώριμη κραυγή ικάνει ν’ αντηχήσουν ο: κοντινές και μάκρυνες ό χθες τής μεγάλης γαλάζιας λίμνης. Είναι ό άρχοντας τής ^Ζούγ κλας! Φτάνει κολυμπώντας ττιϋός την κατεύθυινσι τής Γιο ρελ ιιλ πού την είχε ξεχώρισες στο ψώς τού φεγγαριού, αητό την άντιικρυνή όχθη; ^Πίσω τον άκολουθεΐ κι5 ή Ζολάν. Ή Γ ιορελίλ πού τούς βλέ πει νά πλησιάζουν, αδιαφορεί γιά τον δικό της κίνδυνο καί τούς φωνάζει: —ιΜή !... Γυρίστε γρήγορα πίσω^ γιατί φρυκτός θάνατος θά σάς βρή! "Ομως ό Ταιρζάν έχει απο φασίσει νά την πιάση καί καμμιά δύναμι δεν εΐναι ικανή νά τον έμποδίση. Αντί νά σταματήση καί νά γυρίάη, πί σω, κάνει άκριιβώς το αντίθε το. Κολυμπάει άκόιμα πιο γρή γορα καί φτάνει κοντά της τη στιγμή πού ό «Γκρά - γκρα» έχει ανοίξει το στόμα του νά την καταβροχθίση. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας σφίγγει στο δεξιό του χέρι τό θανατερό ιμαχαίρι του καί δεν φοβάται οΰτε λογαριάζει αν θρώπους καί θηρία. "Έτσι καί τώρα χύνεται πάνω οπόν τε ράστιο αγκαθωτό βάτραχο καί χτυπάει γιά νά καρψώση την αστραφτερή λάμια του στο κεφάλι του. 'Όιμως τό
π καύκαλο του «Γκρά - γκρα» είναι άκληρό σαν χοντρό α τσάλι καί ή λάμα τού μαχαι ριού του σπάζει στα δυό>. Τό τέρας; τής Λίμνης πα^ ρατάει τώρα1 τη Γ ιορελίλ καί γυρίζει γιά νά σπαράξη τον εχθρό πού θέλησε νά τό χτυπήση. Ό Μπου,τάτα τού δίνει θάρ ρος: — Κουράγιο, Μεγάλε ιότατε. Μπαθραικλάκι είναι, ,μή τό φοβάσαι ί Ό Ταιρζάν με ιμισή τώρα τη σπασμένη^ λάιμα τού μα χαιριού του προσπαθεί νά ξα ναχτυπήση τό «Γκρα - γκρά» Ευτυχώς όμως προφταίνει ή Ζολάν καί παίρνοντας τό ά χρηστο πιά μαχαίρι τού βάζει στην παλάμη τό διικό· της που είναι γερό καί άθικτο. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας τό παίρνει καί σφίγγοντας μέ λύσσα τη λαβή του τό χτυπά ει καρφώνοντας τη λάμα στην αριστερή κόγχη τού ματιού του. Τό χτύπημα είναι τρομερό, μά όχι καί θανατηφόρο. Γιατί ή λάμα τού (μαχαιριού τής Ζο λάν είναι πολύ πιο κοντή· καί Φυσικά δεν έφθασε τόσο βοή θεια γιά ν’ άγγίξη τον εγκέ φαλό του καί νά τό σκοτώση. Ό Ταρζάν ξανακαρφώνει α μέσως τό μαχαίρι καί στή δε ξιά κόγχη τού ματιού του. Τό χτύπημα είναι καί πάλι φόβε ρό μά όχι θανατηφόρο*. Ούτε κΓ αυτή τη φορά ή λάμα τού μαχαιριού βρήκε τον εγκέφα λο. Ό Τσουλούφης, πιασμένος
6 ΜΙΚΡΟΣ
18 πάντα ιάπό τά μαλλιά τής Γιομελίλ, τον κοροϊδεύει: —ιΠάράτατο πιά, καημένε Μεγαλειότατε! Π άψε νά τό χτυπάς, -με τό μαχαίρι· σου στα .μάτια. Θά πάθη... πονό ματο τό φουκοοοιάρικο ί Χί, χί χί!... Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΑ·- ΓΚΡΑ V
Ο ΤΡΟΜΕΡΟ τέρας ί σως νά μη σκοτώθηκε βέβαια από τά χτυπή ματα του Ταρζάν, όμως τυφλωθή και πονάει αφάντα στα. Σφαδάζει Ιλοιιπόν και χτυ πιέται μέσα στα νερά έτσι πού αναγκάζονται όλοι ν’ α
Τ
'Ο
πομακρυνθούν γιά νά ,μή τούς χτϋτήση με τ’ απαίσια φαρ μακερά αγκάθια του. Μονάχα ή Ζοιλάν στέκεται άτυχη σ’ αυτή την προσπά θεια. Με τό σπασμένο μαχαί ρι τού Ταρζάν πού κρατάει κάνει βουτιές και προσπαθεί νά χτυπήση τό τέρας κάτω στη μοίλακιά και χωρίς άγκά θια κοιλιά του. Έτσι σε μια στιγμή πού δεν πρόσεχες νά φυλαχτή, ό τεράστιος πράσι νος βάτραχος πού σφαδάζει τυφλωμένος, πέφτει τυχαία έχει πάνω της καί κατατρυπάει τό κορμί της με τά φοβερά αγκάθια του. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας
καλός λευκός Ντάγια χύνεται ατρόμητος πάνω στον τεράστιο κροκόδειλο νιά νά σώση τον κακό μαύρο άδελφό του.
ΤΑΡ2ΑΝ
Ή
τρομακτική νεροφίδα ζητάει νά ττνίξη τους δυο παλεύουν απεγνωσμένα νιά νά σωθούν.
ττού όπως είδαμε έχει μαζί με τή γοργόνα Γ ιο,ρελιίλ άποιμακρυνθή, ξαναγυρίζει σβέλτος κοντά -στο μανιαισιμέύο τέοας για νά ατδστ} την παλυαγαπη*μένη θετή κό,ρη του. Μόλις φτάνει δ μ ως και κα θώς κάνει ν5 άρπάξη ά'πό τά μαλλιά τή Ζολάν που αναί σθητη τώρα αρχίζει νά βυθί ζεται, βρίσκει, άλλοίιμόνο, κι5 αυτός τήν ίδια1 και χειρότερη τύχη. Ό τυφλωμένος «Γικρά γκρά» σ’ έναν απότομο σφαδσισμό πού ικάνει χτυπάει και πάνω σ’ αυτόν κατατρυπώντας το κορμί του. Σχεδόν ταυτόχρονα ό Ταρ ζάν και πριν από το σώμα του άρχιζει νά άδειάζη τό
γίγανες
πού
κόκκινο αχνιστό αίμα, προ φταίνει και καρφώνει τρεις φορές μέ λύσσα τό μαχαίρι του οπήν τρυφερή κοιλιά του τέρατος. Αμέσως όμως τά νερά τής Λίιμνης βάφονται κόκκινα άπό τό αίμα του, όπως είχε γίνει πριν και μέ τό αίμα της αμοι· ρης Ζολάν. Και ενώ, νεκρός πια, ό «Γικρά - γκρα» γέρνει καί βυθίζεται, ό άρχοντας τής Ζούγκλας νοιώθει· γρήγο ρα τις δυνάμεις του νά χάνων ται καί σε ιλί-γες στιγμές α πομένει κι’ αυτός αναίσθητος ικρατώντας άγκαλ ιασ μένη α πό τή ιμέση, >μέ τό αριστερό του χέρι τή Ζολάν. Καί θά βυθίζονταν κι5 οί
20
Ο ΜΙΚΡΟΣ
νερά τής λίμνης καί φτερουγίζουν πάνω άπό τά κεφάλια τής γοργόνας ,Γ ιορελίλ καί των δυο αναίσθητων συντρό’φων πού κρατάει άπό τά μαλ λιά. ^ Τό ^άσημένιο φως του φεγ γαριού πού χτυπάει πάνω στά ολόχρυσα τεράστια κοομιά καί φτερά τσυς, τούς δί νουν μιά όψι ακόμα πιο φαν τασμαγορική. Ό Μπουτάτα σηκώνει την τσ ούλουφωτή κεφάλα του καί τα κυτταζει ιμέ θαυμασμό καί δέος ρ1 ·■ —Αμάν κάτι χρυσοψαράρες! Νά είχα καμμιά γυαλα νά τά έβαζα! ."Ομως τά Ρορόκ, όπως οί ιθαγενείς λένε τά φοβερά αυ τά χρυσόψαρα, δεν βγήκαν άπό τη Αί|μνη γιά νά κάνουν φα ντ ασμαγορ ικές έπ ιδε ί>ξε ις. Είναι απαίσια σαρκοφάγα υ δρόβια θηρία πού δείχνουν με γάλη προτίιμησι στο άνθίρώητι νο κρέας. Παρά τή χρυσή καί υπέροχη έμφάνισί τους είναι άπαίσια τέρατα πού σπέρ νουν τη φρίκη καί τό θάνατο όπου εμφανιστούν. "Έτσι καί τώρα, άφού φέρ νουν μερικές βόλτες φτερουγί ζοντας πάνω άπό τά κεφάλια ΤΑ ΦΤΕΡΩΤΑ τους, χαμηλώνουν απότομα ΧΡΥΣΟΨΑΡΑ καί χύνονται νά σπαράξουν τή Γ ιορελίλ καί τούς άλλους Αλλοίμονο όμως. Πριν τρεις συντρόφους. φτάσουν στην όχθη, κι* άλλη φοβερή περι Οί στιγμές είναι αφάντα πέτεια είναι γραφτό τουςστα νά τραγικές. περάσουν. Ή όμορφη Γοργόνα κάνει άπεγνωσμενες προσπάθειες Τρίια φτερωτά χρυσόψαρα, μεγάλα σάν δελφίνια, ξεπετι νά άποφύγη την έπίθεσί τους πότε βουλιάζοντας ιμέσα στά ώνται άπό τά μαυροπράσινα δυο φυσικά και θά πνίγοντας ά\) ή καιλή καί -πονόψυχη Γ ιορέλίλ, δεν έσπευδε νά τούς άρπάξη ιάπό τά μαλλιά καί κολυμπώντας ιμέ τήν^ψαιρίσια ουρά της νά προχωρή για νά τους βγάλη· έξω στη σπεριά τής άντικρυνής όχθης. ιΜά ό Μπουτάτα εξακολου θεί νά κρατιέται από τά μαλ λιά της καί με πιασμένα τά χέρια της καθώς είναι, δυσκο λεύεται άφάνταστα νά προχω ρήση. — Άφη)σέ με, παιδί· μου, του φωνάζει. Κρατάω από έ ναν άνθραίπο σε κάθε χέρι μου. Άφησε τά μαλλιά μου γιαπί μου βαραίνεις τό κεφά λι καί θά βουλιάξω ! ·ι "Ομως ό Τσουλούφης είναι καί πάλι άνέδοτος: — Αδύνατον!, μαμζέλ Συ ναγρίίδα! Έγώ σέ συνέλαβα πρώτος καί θά σέ παραδώσω στο μάγο Τσαρουχάν! Καί τής σκαρώνει ένα πρό χειρο στιχάκι: «Θά^σέ πάω, δεν αργώ, στου Μπαμπάκα σου τά )ςάδια! Γ ιατϊ δεν θά χάσω εγώ τά ψημένα μου ζαιρκαδια! Άμε,»
Α
ΤΑίΡΕΑίΝΙ νερά ικοοι πότε βγαίνονταίς έ ξω για νά πάρουν άνάσα οι αναίσθητοι άνθρωποι ττού πια σχίζει νά σώση, βγάζοντάς τους έξω στη στεριά τής 6Χβης. Κάθε φορά όμως πού βυθΐ ζεται παρασέρνει ιμαζΐ καί τον δυστυχισμένο Μπουτάτα/ ττού 8έν έννοεΐ ιμέ ικανέναν τρο τγο νά παρατήση τά μαλλιά της. Καί φυσικά σάν ό νάνος ξαναβγαίνει στην επιφάνεια γιά νά πάριη μερικές ανάσες, βρίσκεται μισοπνιγ μένος καί σέ κακά χάλια. "Ομως τό κέ φι του ττοτέ δεν χαλάει, δττως ξέρουμε. Καί ρωτάει τη Γορ γόνα (καμαρώνοντας σάν γύ φτικο σκεπάρνι: — ΕΤδες, (μαμζέλ Ζαργά να; Είδες τι χαριτωμένες μτΓουρμοττλήΙθρες πού βγάζω; Τά χρυσόψαρα όμως βέν ά στε ιεύονται. Ένα άπό αυτά .αρπάζει από τά ιμιικροσκοπιικά ποδαράκια τον Μπουτάτα καί φτερουγίΐζοντας άνυψώνεται γιά νά τον καταβροχθίση-. Δεν έχει προφτάσει όμως ν’ άνέβη πολύ ψηλά, όταν έ νας τρομερός -κρότος άκούγεται καί τό χρυσόψαρο, παρα τώντας τον Ίσσϋλούφη, γκρε ιμοτσακίζεται κάτω καί βυθίΙζεται νεκρό στά νερά της Λί; μνηις. Ό Μπουτάτα πού πέφτει κι5 αυτός, αρπάζεται αμέσως πάλι ,μέ τό ένα χέρι άπό τά μαλλιά τής Γιορέλίλ καί ενώ με τό άλλο ξαναβάζει τη θρυ λιική σκουριασμένη κουμπού ρα του -στη θήκη,, /μουρμουρί ζει άγέρωχα;
21
— Πάει κι* αυτό! Χάλασα ιμιά σφαίρα, μά χαλάλι τομ, "Αν μέ καταβρόχθιζε θά μσΟ έτρωγε καί τις έξη πού έχει ή μιπιιστόλσ μου. "Αρα έχω οί κοναμία καί... πέντε σφαίρες. Δεν προφταίνει όμως νά τε λειώση τά λόγια του δτανένα άπό τά δυο χρυσόψαρα πού έχουν ιμείνει ζωντανά^ καί φτε ρουγίζουν, τον αρπάζει άπό τό κεφάλι καί άνυψώνεται κΓ αυτό γιά νά τον ικαταβροχθίση ιμέ την ήσυιχία του. Κ Γ αυτή τη φορά δμως τό ίδιο κακό ξαναγίνεται: Ένα^ ξ αφν ικός πυροβολ ι σιμός άκου γεται πάλι καί τό δεύτερο χρυσόψαρο παρατώντας τό θυ μα του, πέφτει νεκρό στά νε ρά κάί βυθίζεται. Ό Μπουτάτα πού πέφτει κι* αυτός, σχεδόν ταυτόιχρονα αρπάζεται πάλι άπό τά μαλ λιά τής γοργόνας καί ξαναβά ζοντας τη ,μπιστόλα του στή θήκη, μουρμουρίζει άγέρωχσΐ: — 5Αμάν καί τ* είμαι έ χω!... Σάν σπουργίτια τά κΐα θαρίζω τά φουκαριάρικα. Μπά αέ ικαλό ιμου!
Ο ΤΑΜΠΟΡ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ
Ο ΤΡΙΤΟ χρυσόψαρο βλέποντας τ5 άλλα δυο νά σκοτώνονται έχει μανιάσει. Φτερσυγίζει χαμη λά φέρνοντας βόλτες πάνω ά πό τά κεφάλια τους. Λες καί ψάχνει νά βρή τον πιό σίγου ρο τρόπο γιά νά σπαράξη τό χοντροκέφαλο νάνο. Ό Μπουτάτα τό κυττάζει ιμέ συμπόνια καί τρϋ φωνάζει;
Τ
τι
Ο ΜΙΚΡΟΣ ---
—Θά σέ καθαρίσω κι" εσέ να, μά θά ιμοΰ περισσέψουνε τρεις σψαιρες. "Αν έχης τίπο τα παληόφιλους καί θέλεις νά τους εξυπηρέτησης, φέρ’ τους. -αφνικά, και σέ .μικρή από στασι, άκούγεται παφλασμός ατά νερά. Σάν δυο άνθρωποι νά πλησιάζουν κολυμπώντας πολύ >βιαστικά. Το τελευταίο φοβερό χρυ σόψαρο πού έχει άπομείνει, βουτάει τώρα στά νε,ρά και κάνει ν’ οορπάξη τον Μπουτάτα. Ό νάνος ξαναβγάζει τή θρυλική σκουριασμένη κουμ πούρα του καί σημαδεύοντας το στο κεφάλι, τραβάει μια, δυο, τρεΐς, τέσσερις φορές τή σκανδάλη. Ή «ιμπιστόιλα» του όμως παθαίνει άφλογιστία. Και τό φτερωτό τέρας τον άρ πάζει από τό τσουλούφι κύ αρχίζει νά φτερόυγίιζη γιά νά
Μια φοβεοή κι* Απέραντη νερο φίδα τυλίγεται στο κορμί τού μανιασμένου κροκόδειλου.
-----------
-
—*
όνυψωθή, Τήν ίδια στιγιμή φτάνουν άλαφιαο^μένοι ό Ταμπόρ κι* ή Γιαράμπα. Είχαν δη άπό τήν όχθη, στο φως τού φεγγαριού το κακό πού γινόταν κι' έτρε χαν νά βοηθήισουν και νά σώ σουν τούς συντρόφους των Τό ατρόμητο 4Ελληνόπουλο βλέπει τό τεράστιο χρυσόψα ρο πού κιρατάεΐ' ατά μπηροστι νά του δόντια τό τσουλούφι τού Μπουτάτα καί φτερουγτζει για νά τον τραβήξη επά νω. ^Αρπάζει κι5 αυτός αμέ σως τόν νάνο καί τον συγκρα τει. — Έεε, του φωνάζει ό νά νος. Ό χιρυισοψάρακας μέ τρα βάει προς τά πάνω, εσύ ιμέ τραβάς πιρός τά κάτω, θά ,μοϋ τό ξερρ ιζώσετε τό ρημάδι! Ό Ταμπόρ όμως βλέπον τας πώς δεν γίνεται τίίποτα μ’ αυτόν τόν τράπο, αρπάζει ά,τό τό χέρι- τού νάνου τήν άνο ιικονόίμηιτη. «μπ ιστ-όλα» του γιά νά τή χρησιμοποίηση, σάν ρόπαλο. Ταυτόχσονα π ι άνε ι οπό τή ιμιά φτερούγα τό χρυ σόψαρο γιά νά τό συγκράτη ση κι* άρχίζη νά τό χτυπάη μέ τό περίστροφο στο κεφάλι. Τά χτυπήματα τού Ταμπόρ είναι τόσο δυνατά πού :μέ τό πρώτο κιόλας, τό χρυσό τέ ρας ζαλίζεται καί παραλύει. Ό νέος συνεχίζει όμως νά τό χτυπάη μέχρι· πού. παρατάει τό τσουλούφι τού νάνου καί ^α ναίσθητο ή σκοτωμένο βυιθίζε ται ατά .μαυροπράσινα νερά τής ΛίΙμνης. Ό Μτουτάτα πανηγυρίζει τή σωτηρία τού θρυλικού του
13 τσουλουφ ιού: — 3Αμάν καί τι θά γιν'ό^μανε άν το έχανα ! Θ~ μέ οκό το.>νε ή Μπουμπού! Αυτό εί ναι- όλη ή χά|Ρι και ή τσαχπι νιά μου! Ό Ταμπόιρ1 κι3 ή Γιαράμπα βλέπουν τώρα τη Γ ιορελίλ πού κρατάει από τά μ,αλλιά άναι σθη,τους πόν Ταρζάν και τη Ζολάν και προχωρεί προς το μέρος της για νά τή βαηθήση, να τούς βγάλη στη στεριά. Τό ' Ελληνόπουλο αρπάζει αμέσως από τό ένα της χέρι τον άρχοντα της Ζούγκλας, ικύ ή μελαψή κοπελλα, τή Ζο λάν. Αρχίζουν νά προχωρούν μά ή Γιαράιμιπα ξαναγυρίζει αμέσως καί πιάνει μέ τό άλ λο έλεύθερο χέρι της και τή γοριγάνα Γ ιορελ ίλ. Θέλει νά τήν πάρηι κι3 αυτή μαζί της για νά τήν παραδώση. στο μά γο Χαραχάν κα:ι νά ζητήση από τό θεό Πκαραταγκάρ τή μεγάλη χάρι. Ή γοργόνα τήν ακολουθεί χωρίς ικσμ]μιά άντίίρρησι καί χωρίς νά κάνη τήν παραμικρή προσπάθεια νά τραβηχτή καί νά τής ξεφύγη. Ό Ταμπόιρ γυρίζει μιά μιά στιγμή πίσω του καί βλέπει τή Γιαρελίλ νά τον ακόλουθή πλάϊ - πλάϊ μέ τή Γιαράμπα. Χωρίς βέβαια νά δη πώς κά τω από τά νερά τό χέρι τής μελαψής καπέλλας κρατάει σψ ικτά τό χέρ ι τής Γοργόνας. Φαντάζεται λοστόν πώς ακο λουθεί μέ τή θελησί της καί τής φωνάζει: -— Φύγε Γ ιορελ ίΐλ! Βούτη,-
*0 καλός λευκός Ντάγκχ άρπάζει καΐσφίγνει με τά δυό του χέ ρια τό λαιμό τής τρομερής νε ροφίδας.
ξε άμέσως καί χάσου στά βα θειά μαυροπράσινα νερά τής λίμνης σου. "Ολοι μας όσους βλέπεις εδώ, ήρθαμε στη με γάλη γαλάζια λίμνΓ μ5 ένα μοναδικό σκοπό: Νά σέ άρπα ξη ό καθένας γιά λογαριασμό του καί νά σέ παραδώσουμε στο μάγο Χαραχάν γιά νά σέ κάνη θυσία στο θεό Γικαραταγκάρ, τον παντοδύναμο θεό πατέρα σου ϊ Ό θεός θέλει μ5 αυτό τόν τρόπο νά σέ τιμ,ωράση πού άφήναντάς μόνον, έπεσες στη λίμνη κι* έγινες γοργόνα! Ή Γ ιορελ,ίλ ανοίγει δι άπλα τα από κατάπληξι τά δυορψο:^ μάτια της. Καί του απο κρίνεται καθώς κολυμπάει: — Δέν είμαι κόρη καίνενός θεού, καλό μου παίλληκάρι! Έγώ από ανθρώπους γεννη-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24 θηικσ ικοντά .σ’ αυτή την λίμνη Ποτέ δεν έπεσα άπό τόν οόρσνό και άλα αυτά πού λέει ό (μάγος Χαρσκάν είναι ψέμα τα. Ή αλήθεια είναι πώς ό κακός κι* απαίσιος αυτός γέ ρος με εΐδε κάποτε σέ μια κοντινή οχιθη και θέλησε να (με άρπάξη ;μέ τή βία γιά νά ιμέ κάνη συντρόΐφ ισσά του. Ε γώ βούτηξα αμέσως στά νειρά και σώθηκα από τά χέρια του κολυμπώντας... 5Από τό τε έχει έλθει πολλές φορές στη λίμνη γιά νά μέ παραικα λέστη καί νά μου τάξη μεγάλα δώρα γιά γίνω συτρόψισσά του. Δοκίμασε καί πολλούς τρόπους νά ,μέ ξεγελάση, μά τίποτα, δεν ιμπόρεσε νά καταφέρη. Κατέφερε^αμως νά ξε γελάση όλους έσάς, άλλάζον τας τή φωνή γιά νά δείξη πώς μιλάει ιμέ τό στόμα του ό θεος Γκαραταγκάρ. Κι5 άν κανέ νας άπό έσάς μέ παραδώση, στά χέρια του, δεν θά μέ θυ σιάστε μά θά ιμέ κράτηση, παν τοτεινά κοντά του... ;Κ'αί τελειώνει έτσι: — Σ5 ευχαριστώ καλό μου πάλληκάρι πού μέ ειδοποίη σες γιά τό κακό πού μέ περί (μένει. Ποτέ δέν θά ξεχάσω τή μεγάλη καλοσύνη σου! ιΚαί τραβάει απότομα το χέρι της γιά νά ξεφύγη άπό τό πιάσιμο *τής Γιαράμπα. "Ομως ή μελαψή κοπέλλα τήν κρατάει γερά καί δέν μπορεί νά έλευθερωθή. Δοκιμάζει δεό τερη καί τρίτη φρρά, μά καί πάλι χωρίς άποτέλεσμα. — "Ασε με, καλή μου κο-
ττέλλα, Φωνάζει
στη Γιαρά-
μπα. Θά ήθελες εσύ άν δρι^ σκόσουν στή θόσι μου νά ζη τούσαν νά σέ παραδώσουν στον απαίσιο αυτό τύραννος Γιατί λοιπόν θέλεις νά μου κάνης ένα τόσο μεγάλο κα κό; Ή άδελφική συντρόφισσα του Τα μπαρ καί πάλι δέν πα ρατάει τό χέρι της. 'Τό κρα τάει μάλιστα όλο καί πιο σψι κ^ά... Τό υπέροχο 1 Ελληνόπουλο τώρα μόλις καταλαβαίνει πώς ή Γ ιορελίλ δέν ακολουθούσε θεληματικά της, ,μά τραβιό ταν άπό τή Γ ιαράμπα. Κι* έπεμιβαίνοντας μ5 ένδιαφέρον, φωνάζει άγρια στή Γ ιαράμπα. —Άφησέ την λοιπόν!... Άφησε την αμέσως! Που βρή κες τόιση. κακία γιά νά θέλης νά βασανίζης μιά τόσο καλή· κι' εύγενικκή κοπέλλα. Ή μελαψή κοπέλλα καί πά λι δέν τήν παρατάει. Ποι ος ξέρει ποιος λόγος τήν κάνει, νά φέρεται στή ζωή της τόσο σκληρά. "Ίσως επειδή ή Γιορελίλ είναι άφάνταστα όμορ φη ! "Ενας πραγματικός άγ γελος! Γυναίκα είναι καί ή Γ ιαράμπα. Καί δέν υπάρχει κα^ιμιά γυναίκα στον κόσμο που νά μ ή ζηλεύη τήν ομορφιά κάποιας άλλης. Ό Ταμπόρ βλέποντας ^ τή συντρόφισσα του νά έπιιμένη, κάνει νά τήν τρα'βήξη^ μά δέν προφταίνει. Τήν ίδια στιγμή ή Γ ιορελίλ, γυρίζοντας άτότο μα τό μισό ψαρίσιο κορμί της, σηκώνει τήν ουρά κοα τή χτυπάει μέ άφάντςχστη δόνα-
η
ΨΑΡΙΆΝ μι στο κεφάλι τής πεισματά ρας νέας. Ή Γ ιαράμπα μ ιισοζαιλίζεται,Λ άλλα καταφέρνει νά κρα τηθή στην επιφάνεια. ^ Ό Μπουτάτα παρατάει α μέσως τά μαλλιά τής Γιορελιλ γιατί βλέπει πώς προχω ρεί για τό βυθό: —- ’Ά. δλα κΓ όλα, κυρα Σφυρίδα! Δεν έχω καμμιά ό ρεξη νά ξαναβγάλω ...χαρι τωμένες μπουρμπουλήθρες ! Μπά σέ καλό1 σου ! Η ΓΡΟΘΙΑ
>
ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
Ε ΛΙΓΟ ό Ταμπόρ κιΐ ή Γιαράμπα έχουν βγά λει έξω στήν^ οχθή; τον Ταρζάν και τή Ζολάν, που εν τώ μεταξύ έχουν αρχίσει νά συνέρχωνται από τό αίμα πού έχουν χάσει άπό τά χτύπημα τα του αγκαθωτού βατράχου. Ό Ταμπόρ ξαναδειάζει τό καφτό νεανιικό αίμα του μέ σα στις φλέβες του ανήμπο^ ρου άρχοντα τής Ζούγκλας. Τό ίδιο κάνει κΓ ή πανώρια Γιαράμπα στη Ζολάν. "Έτσι οι έξασθενισμένοΊ οργανισμοί τους αναζωογο νούνται κι3 οι δυνάμεις τους ξαναγυρίζουν. Ό Ταρζάν πετιέται αμέσως όρθιος και ρωτάει χαμένα: —Ή γοργόνα; Που είναι ή γοργόνα Γιορελίλ; — "Εγινε υποβρύχιο, τ’ α ποκρίνεται γελώντας ό Μπου τάτα πού κι5 αυτός, φυσικά, έχει βγή καί βρίΐσκεται κοντά τους στην όχθη. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας
ρωτάει δυνατά καί άγρια τώ ρα τον Τα μπόρ. — Σέ ρωτάω: Που είναι ή Γοργόνα; θά μιλήσης ,μέ τό καλό, ή... Ή Γιαιράμπα ήθελε νά πιά ση τή γοργόίνα γιά νά ζητήρη άπό τό θεό Γικαραταγκάρ τή χάρι νά χτυπηθούν οί δυο ήρωες γιά νά πέση νεκρός ό Ταρζάν καί νά γλυτώσουν ά πό αυτόν καί τις προσβολές του. "Ετσι νομίζει τώρα πώς βρίσκει, την ευκαιρία νά πρσ γ μ αποποίηση, τό σχέδιό της. Ρίχνει λοιπόν «λάδι στη φω τιά» γιά νά τούς κάνη νά πια στούν στά χέρια. Καί αντί τού Ταμπόρ αποκρίνεται αυ τή στον άρχοντα τής Ζούγ κλας: — Ναι, Ταρζάν... Τή γορ γόνα τήν κρατούσα γερά εγώ καί δεν θά μπορούσε ποτέ νά μού ξεφύγη,. "Όμως ό Τσμπόρ μέ διέταξε νά τήν άφήρω νά φύγη... ^ Ό Ταρζάν γίνεται έξω φρε νών: —Είσαι ένα κτήνος, φωνά ζει στον Ταμπόρ. Είσαι ένας ηλίθιος πού κάνεις πάντοτε τό αντίθετο άπ’ 6,τι διατάξω ε γώ !... Το υπέροχο 4 Ελληνόπουλο ακούει πώς είναι «κτήνος» καί «ηλίθιος» όμως δίνει τόπο στην οργή καί δέν βγάζει τσι ΐμουδιά. Α Ή Γ ιαράμπα πού είναι 6βαίΐα πώς άν οί δυο αυτοί άν τρεις χτυπηθούν, νικητής θά βγή ό αγαπημένος τη^ Ταμπόρ, συνεχίζει τά φεματά της. Θέλει μέ κάθε τρόπο νά
εξαγρίωση τον άρχοντα τής Ζούγκλας για νά ξεγελαστή καί νά έπιτεθή στο φοβερό * Ελληνόπουλο. — Ναι, Ταρζάν, του ξανα λέει ή -μελαψή κ απέλλα. Εγώ εΐττα στον Ταμπαρ νά μην την άψήση τη γοργόνα νά φύγη γι ατί την ήθέλες. Μά μου εί πε πώς αυτός είναι τώρα ό άρχοντας τής Ζούγκλας και δεν παίρνει διαταγές άπό καινέναν. Ό Ταρζάν δεν βέϊλει ν’ άκαύση τίποτα άλλο για νά γί νη θηρίο ανήμερο. Σφίγγει α μέσως τη γροθιά του και την τινάζει μιέ αφάνταστη ορμή στο πρόΐσωπο τού Ταμπόρ. Τό υπέροχο ' Ελληνόπουλο κλονίζεταιι γιά λίγες στιγμές, ιμά 6έν πέφτει. Τέλος χαμογε
Ή όμορφη Γ ιορελιλ κολυμπάει στα νερά τραγουδώντας εναν γλυκό σκοπό.
λάει με καλωσύνη, στον άρχον τα τής^Ζούγκλος: λ— Ε|μαι πολύ εύγαριστη μένος, Ταρζάν, πού βλέπω πώς^τό^αϊμα μου έχει αύξηση πολύ τη δύνσμτ σου! ΓΡΟΘΙΑ ΣΤΗ ΓΡΟΘΙΑ
'Ένας^ τεράστιος κάβουρας τοΰ γλυκού νερού αρπάζει στις φο βερές δαγκάνες^ του τον άμοιρο Ντάγια.
ΓIΑ Ρ ΑΜ1 Π Α πετάγετ α ι πάλι: — Τον άκούς, Ταρζάν; Σέ κοροϊδεύει κΓ όλος! Ό Μττουτάτα πού την άικού ε( και δεν ξέρει βέβαια τον σκοπό της, νομ-ίΖει πώς ή με λσψή κοπέλλα έχει μισήσει τον Ταμπόρ' καί θέλει νά τού κάνη κακό·. θυμώνει οιμως μέ τή διαγωγή, της καί ρωτάει τό 1 Ελληνόπουλο: -—'Νά την ταράξω στις σφα λιάρες γιά νά συμμορφωθή;
ΤΑΡΤΑΝ Αέν προφταίνει νά τελείω ση τά λόγια του γιατί ατό μεταξύ ό Ταρζάν έχει ξανα σμίξει- τή γροθιά του καί την τινάζει πάλι, ιμιέ μεγαλύτερη ορμή, κατά τό πρόσωπο του Τ αμπόρ. Τό Ελληνόπουλο κάνει μια γρήγορη μετακίνησι του κεφα λ ι ού του καί ή θανατερή γρο θιά ιχτυιττάει· στον αέρα. Ό Ταρζάν χάνει την ίσορροττία του καί γκρεμοτσ σκίζε ται φαρδύς - πλατύς κάτω. Ή Ζολάν σκύβει καί τον βοη θάει ν5 άνασηκωθή, ενώ ή Για ράμπα δεν παύει ούτε στιγμή νά ρί'χνη, λάδι στη φωτιά: — Επίτηδες τραβήχ,τηκε, Ταρζάν!... Για νά πέσης κά τω καί νά ρεζιλευτής στά μά τια μας... Κύτταξέ τον, είναι έτοιμος νά ξεκαρδιστή στά
Ο Ντάγια πετροβολάει με τον Μποντάτα, τον κακό άδελψό του Ντούπ.
Ο βάτραχος «Γκρα - γκρα» χύ νεται νά καταβροχΘίση την ό μορφη Γιορελίλ.
γέλια! Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πού στο μεταξύ έχει ξαναστα θή όρθιος, σφίγγει γιά τ,ρίτη φορά την τρομερή γροθιά του Καί την τινάζει με αφάνταστη πάλι δύναμι προς το πρόσω πο του Ταμπόρ. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο αυτή τή φορά δεν τραβιέται. Μονάχα σφίγγει κΓ αυτό τή γροθιά του καί τήν τινάζει τπριός τή γροθιά του Ταρζάν. Οί δυό γροθιές συγκρούονται στον αέρα μέ τρομακτική ορ μή καί δύναμι. Καί τό άπτοτέ λεσμα είναι τραγικό: Ή γροθιά τού Ταρζάν πρα γμ-οοτιικιά διαλύεται. Τά δάχτυ λά του ξ εθομελ ιώνονται καί βάφονται από τό κόκκινο άχν( στό αίμα πού τρέχει από αυ τά. 'Ένα πονεμένο βογγητό
1Μ βγαϋνει από τα ιστήθεια του άρχοντα τής Ζούγκλας πού εΐ ναι ανίκανος τώρα πιά νό^ συ νεχίίση την τόισο άδικη έπίθεσί1 του. Ό Ταΐμπόρ τον κυττάζει με συμπόνια νά αψαδάζη, άπο τους πόνους καί νά φέρνη στο στόρα τή ματωμένη γροθιά του: — Είδες, Ταρζάν, του^λέει. Ή γροθιά είναι ή καλύτε ρη άσπίδα γιά μιά άλλη γρο θιά... Ό άρχοντας τής Ζούγκλας τινάζει τά αίματα άπο τά κα τατσακισμένα δάχτυλά του καί γυρίζοντας τραβάει μέ το αριστερό χέρι τή Ζολάν γιά νά φύγουν. Ή Γιαράμπα παύει νά ρ?)ρ/η λάδι ^στή φωτιά. Θά ήταν ασκοπο άλλωστε πιά, άψού τό δεξί χέρι του Ταρζάν έχει έντελώς άχιρηοτευθή, ο θεός ξέρει, γιά πόσον καιρό. Ό άδιόρθωτος Μπουτάτα δ μως, κοροΐδευε ι: — *Ε, Μεγάλειότατε^! *Άλ λοτε νά έχης και καμίμιά γρο θιά ρεζέρβα ! Χί, χί, χί! ^Α μα πιάνη λάστιχο τή μιά νά ιβάζης μπρος τήν άλλη... Ό Ταμπόρ πού στο ιμεταξύ έχει ρετανοιώσε! γιά τό κα κό καί προπαντός γιά τον έξευτελισμό πού έκανε στον Ταρζάν, αρπάζει έξω φρένων τον Τσουλούφη καί κάνει νά τον έκσφ ένδονίίση μακρυά. 9Ο ιμως άπότομα σταματάει κι’ αλλάζοντας γνώμη τον δίνει στη Γ ιίαράμπα,
Η ΠΑΡΑΜΠΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ
ΑΡΤΟΝζ τής λέει δι ατακτικά. Καί χαθή τε κι* οι δυο αμέσως άπό τά .μάτια ,μου... 9Εσύ μέ τά ψέματά σου εξαγρίωσες τον Ταρζάν .καί μου φέρθηκε άσχημα χωρίς νά τό θελη... "Εμπρός λοιπόν! «Πηγαίνετε όπου θέλετε. Μονάχα ιμπροστά μου νά μή ξαναβριεθήτε ποτέ πιά! Ή πανώρια μελαψή κοπέλ λα ρίίχνει μιά ματιά στον άρ χοντα τής Ζούγκλας πού άπο μακρύνεται καί γονατίζοντας άγκαλιάζει καί φιλάει τά^ πό^ δια του υπέροχου Έλληνόπου λου: — Συχώρεσέ «με, Ταμπόρ! “Ό,τΐ' έκανα γιά τό καλό τό δικό σου τό έκανα... 5Αφού κα ταλαβαίνω πώς δεν άντέχης πιά στις προσβολές πού κάθε ,μέρα σου κάνει 6 Ταρζάν, δεν είναι λοιπόν καλύτερα νά ή^συχάσης μιά γιά πάντα άπο αυτόν; ΓιΟτΐ τόση άνοχή καί υπομονή άπέναντί του; Μά δεν βλέπεις λοιπόν πώς σ’ έ χει περάσει γιά δειλό; Ό Ταμπόρ τή σπρώχνει με περιφράνησι: —Πήγαινε, σου εΤπα!.;. Θέλησες νά μέ κάνης δολοφό νο ! Ή καρδιά μου δεν σ’ άΥα πάει πιά! Τά «μάτια μου δεν «μπορούν νά σε βλέπουν! Καί ό νους μου σκοτεινιάζει σάν σέ συλλογιέμαι!... Τό καλύ τερο πού έχεις νά κάνης είναι νά φύγης... Νά φύγης ασο πιο ιμακρυά μπορείς! Ό Μπουτάτα τραβάει τή
Ο
δακρυσμένη κοπέλλα απτό τό χέρ\: — Πάμε, κυρά Τέτοια... Μία κΓ ήρθαν έτσι τά πράμα τα, θά σέ... πάρω έγώ! Στο ράφι, μιά φορά δεν θά μείνης. Ή Γ ισράμπα άνασηκώνέ τα ι άπο τη γονατιστή οπάσι πού είχε καί άγκαλιάζοντας απότομα, φιλάει τον Τορττορ στο -μέτωπο. "Υστερα γυρίζει προς την αντίθετη κατεύθυνσι από αυτή πού βρίσκεται ή σπηλιά τους καί φεύγει βαδκ ζοντας αργά καΐί υπερήφανα.. Ό Μπουτάτα την άκολ-ουθεΐ γιά λίγο, μά γρήγορα μετανοιώνει καί ξαναγυρίζει κον τά στο 1 Ελληνόπουλο: — "Αστη νά πάη στο κα λό ! Δεν μου φαίνεται «ζεστή» γιά γάμο..* "Υστερα υπάρχεικαί ή Μπουμπού1. Επιτρέπε ται νά μείνη μπο-υικάλα με τέ τοια χαριτωμένη αλογοουρά πού έχει; Ό Ταμπόρ κυττάζοντας χα μένα προς τήν κατεύθυναι της Γισράμπα, του δίνει μιά δυ νατή κλωτσιά. Κι3 ό κωμικο τραγικός Τσοϋλούφης κουτρου βαλώντας βρίσκεται σαράντα βήματα μακριά. Τό Ελληνόπουλο κάνει α μέσως μιά κίνηρι σά νά θέλη νά τρέξη πίσω από τήν πα νώρια μελαψή- κοπέλλα. Μετά νοιώνει όμως αμέσως καί γυ ρίζοντας άρχιζει νά προχωρή άργά, βαδίζοντας άκρη - ά κρη οπήν όχθη της μεγάλης γαλάζιας Λίμνης. Ό Μπουτάτα άνασηικώνεται φοβισμένος, κι* αρχίζει νά τον ακόλουθή κρυφά αθέ
ατος, μουρμουρίζοντας: — Έγώ δεν χωρίζω^ άπο τον Ταμπόρ, ούτε καί μΐε .-.δι αζύγιο, πού λέει ό λόγος. * Α με! ΣΥΝΑΠΤΗΣ I ΜΕ ΤΗ ΠΟΡΕΛΙΛ
Ο ΕΛΛΗΝΟΠΟ Υ Λ Ο προχωρεί όχθη - όχθη μέ σφιγμένη τήν καρυ διά καί βαθειά συλλογισμέ νο. "Εχει μετανοιώσει κρυφά γιά τον τρόπο πού φέρθηκε στην όοδελφ ική συιντρόφ ισσά του-, τήν πανώριο μελαψή Γι σράμπα. θά ήθελε νά τρέξη πίσω της, νά τής ζητήση: συγγνώ μη καί νά την παρακαλέση νά ξαναγυρίιση; στη σπηλιά τους Πώς όμως; Κάθε άνθρωπος έ χει λίγο- πολύ, τόν έγωϊσιμό του. Είναι κι3 αυτός μιά από τις ανθρώπινες άδυναμίες! Πό λυ δύσκολο, ίσως καί άδύνατο, νά τόν τινάξη κανείς άπο έπάνω του. ιΚάί προχωρεί άργά ό Τα μπόρ καί συλλογιέται- κι’ άνα στενάζει καί τά μεγάλα ιμαυ ρα μάτια του βουρκώνουν... "Εχει περάσει άρκετή ώ ρα. Κοντεύει νά έχη κάνει_τό μισό κύκλο τής λίμνης... Ξα φνικά ή γλυκεία φωνή τής γο,ρ γόνας φτάνει στ3 αυτιά του. Τραγουδάει ένα θλιμμένο σκο πό. Ό Τσμπόρ προχωρεί ^ λ ΐγο ακόμα καί φθάνει κοντά. Η όμορφη Γιρρελίλ έχει ξαπλώ σει σ3 ένα βράχο τής όχθης καί τραγουδάει μελαγχολική. Δεν ταράζεται καθόλου άν
τικρύζοντας ξακρνιικά μπροστά της τό νέο. Σάν νά τον περίμενε. — Έσύ είσαι καΐλα μου^ πάλληκάρι; τον ρωτάε( με την αφάνταστα γλυκεία φωνή της. Το Ελληνόπουλο κάθεται άτίΙκιρυ τηις σ’ ένα άλλο ·βραγάικιι. — Συνέχισε τό τραγούδι σου, τής λέει. Είναι κι5 αυτό πονεμένο σάν την καρδιά μου. Ή γοργόνα ξαναρχίζει προ θάμα νά τραγουδάς και ξανα λέει τρεΐς ολόκληρες φορές, ά πό την αργή, τό θλιμμένο τρία γουδί της. "Υστερα τον ρω τάει: — Πώς σέ λένε, καλό μου παλληκάρ ι; —- Ταμττόρ, τής άπακρίνε ται.
α0^ Ταρζάν καρφώνει τή Αάμα του μαχαιριού του στα μάτια του Τεράστιου άγκοχθωτοί) βα τράχου.
Ή Γιορελιλ τον κυττάζει μέ θαυμασμό: — Ζώ μονάχη μου σ’ αυτή τη φοβερή λίμνη, του· λέει). Ή ζωή ιμου είναι ιμσύρη και σκο τεινή σάν τό βυθό της. Μονά χα κακούς ανθρώπους έχω συ ναντήσει μέχρι τώρα. 3 Εσύ εΐ σαι ό πιρώτος κοίλος πού άντίκροσα!... Ό Τα)μπάρ την ακούει χω ρίς ν’ αποκρίνεται. Κι’ ή πεν τάμορφη γοργόνα μέ τό ιμισό ψαρίσιο σώμα, συνεχίζει: — Θέλης νά γίνουμε φίλοι, Ταιμπόρ; θέλεις νά γίνουμε δυο αγαπημένα αδέλφια; Νά ,μοιραστούμε τις χαρές και τις λύπες τής όμορφης κι’ ά γριας Ζούγκλας; Έσύ θά μέ πραστατεύης από τούς κακούς άνήρώπους κι’ εγώ θά σέ φρον τίίζω σάν καλή άδελψή. Θά κιρατάω πάντα καθαρή τή σπηλιά πού μένεις... Και κά θε πρωί θά σκαρφαλώνω στά θεόΐρατα δέντρα γιά νά σου μαζεύω γλυκοχυμους καρ πούς... Ό Τ αμπόρ χαμογελάει θλιμμένα... — Είσαι, λοιπόν τρελλή,, όμορφη Γ ιορελιλ; Πώς είναι δυνατόν μιά γοριγόνα σάν κι3 έσένα νά περπατάη στή στε ριά, ή νά σκαρφαλώνη στά θεόρατα δέντρα; Ή Γ ιορελ ιλ δεν τ’ αποκρ ί νεται. Μόνο φέρνοντας τά χέ ρια της στή μέση, εκεί ακρι βώς πού αρχίζει τό ψαρίσιο κορμί της, κάνει μιά γρήγορη προσπάθεια και ξεπετιέται έξω άπό αύτό. Ό Ταιμπόρ ανοίγει 61άτιτλα
ΤΑΜΙΑΝ τα τά μάτια του από κατάπληξι. Μπροστά του αντίκρυ ζει τώρα όρθια μια υπέροχη σέ άμορφιά καί κορμοστασιά κ απέλλα μέ πόδια κι5 όχι μέ κορμί ψαριού. — Δεν είσαι λοιπόν γορ γόνα; τή ρωτάει χαρένα. — "Όχι, τ’ αποκρίνεται. Καί του λέει μέ λίγα λόγια τή θλιβερή ιστορία της. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ
ΔΩ στη Ζούγκλα καί στην άχθη αυτής τής λίμνης γεννήθηκα. Ό πατέρας κι3 ή ιμητέρα ,μου, Τό τρίτο χρυσόψαρο αρπάζει λευκοί κι3 οί δυο, ήσαν κυνη απ’ τό τσουλούφι τόν Μπουτάγοί άγριων θηρίων. Αυτοί εί τα και κάνει ν’ άνυψωθή. χαν γεννηίθή σέ μια μακρυνή ιμιικρή χωρία. Ελλάδα τή λετης καί νά βουτάω μέχρι, κά νε! τω τό βυθό της. Τά περισσό — 'Βλλάδα!, κάνει σαν τερα θηρία καί τέρατα τής λί: τρελλός άπο χαρά ό Ταμίπόρ. μνης ρέ είχαν συνηθίσει., καί ΚΓ οι δικοί ιμου γονείς από δεν μου έκαναν κακό. 'Από τήν περήφανη καί δαξασρένη τις έπιθέσεις των άλλων κα^Ελλάδα ήτανε!... Είμαστε τάφερνα πάντα νά ξεφεύγω πατριώτες λοιπάν, Γιορελ ίλ; με τό αφάνταστα γρήγορο κο Ή άμορφη νέα τόν αγκαλιά λυμβηιμά ρου... ζει καί τόν φιλάει στο ρέτω»'Όταν ήμουν δώδεκα χρό πο: νων — πριν πέντε χρόνια δη — Είμαι πολύ ευτυχισμέ λαδή — μιά αγέλη· έλεφάντων νη, Ταιμπορ, του λέει. Τώρα πού είχαν έξαγριωθή γιατί ό ξέρω πώς θά έχω σ3 αυτή τή πατέρσς μου σκότωσε τόν άρ Ζούγκλα έναν πάντοτεινό προ χηγό τους, ποδοπάτησαν καί στάτη. "Ελληνας εσύ κι3 έγώ τόν πατέρα ρου καί τή .μητέ Έλληνίδα θά ζοϋρε πάντα μα ρα ρου. 3 Εγώ κατάφερα νά ζί καί ποτέ δεν θά χωρίάουσωθώ βουτώντας στά βαθειά ρε. νερά τής λίμνης. · — Καί συνεχίζει τήν ιστο »3' Ετσ ι άπσμ ε ινα άρφ ανήι, ρία της: απροστάτευτη κι3 άοπλη. Ποο — 3Απο ιμιικρή συνήθισα νά τί καί τά όπλα των γονιών ζώ μέσα στή λίιμνη. Έμαθα ρου ποδοπατήθηκαν καί τσανά κολυμπάω σαν τά ψάρια
Ε
α κίστηκαν κάτω άπό τά άμέτρητα ποδάρια των μανιασμε νων έλεφάντων. Κι5 άπό τότε άρχισε τό ρεγάλο δράμα της ζωής μου1. ^Οίλοι, και οι μαυροι ιθαγενείς καί οι λευκοί κυ νηγοΐ πού τύχαινε νά περά σουν άπό τη γαλ'άζια λίμνη καί νά με δουν, ζητούσαν νά ψΓ αρπάξουν γιά νά μέ πάνε ατά χορταρενια καλύβια τους ή στις σκηνές τους. Στην αρχή κοπάφερνα νά γλυτώνω άπό τά χέρια τους δουτώντας καί κολυμπώντας ατά νερά. "Οσοι άπο αυτούς τολμούσαν νά βουτήξαυν γιά νά μέ κυνηγήσουν, έβρισκαν τραγικό θάνατο -μέσα στα φο 'βερά σαγόνια των κροκοδεί λων κοοί των άλλων θηρίων πού βρίσκονται μέσα στη λίιμνη. »Τέλος κατάφερα νά σκοτώ σω ικάποτε ένα μικρό φτερω τό χρυσόψαρο... "Έγδαρα μέ προσοχή τό τομάρι του μ" έ να κοφτερό καχΰλι. Τό ξέρα να ιστόν ήλιο κβ* ύστερα τό φό ρεσα, καλύπτοντας μέ αυτό τό κρρμ,ί μου άπο τη μέση; καί κάτω. »Έτσι γίνηικα μιά ψευτογοργόνα^ πού έτρεμαν καί τά ιθηρίια τής λίμνης ικαΐ οί άν θρωποι, πού τύχαινε νά μέ^άντιικιρύσουν. Τό ψαρίσιο σώμα μου μέ εύκάλυνε τώρα πολύ στο κολύμπι κάΐ στις βου τιές. Ούτε οί κροκόδειλοι, ού τε κανένα άλλο ψάρι τής λύμνης μπορούσε νά μέ φτάση». Ό Ταμπόρ σηκώνει κάτω άπό τό βράχο τό δέρμα του χρυσόψαρου πού φορούσε ή
Ο ΜΙΚΡΟΪ όμορφη Έλληνίδα καί τής τό δίνει: — Κράτηρέ το κι5 αυτό/ Γιορελίλ. Συχνά θά σου χρει άζεται όταν θά βρισκόμαστε στην ανάγκη νά πέφτουμε σέ λίμνες ή σέ ποτάμια... Ή ψευτογοργόνα τον κυτ* τάζει τρελλή άπό χαρά: —- "Ωστε θά μέ κράτησης κοντά σου, Ταιμίπόρ; θά γί νουμε δυο άδέλφια; Ό νέος την τραβάει άπό τό χέρι:Λ — Πάμε Γιορελίλ... 5Αφού είσαι 'Ελληνίδα, είσαι καί α δελφή μου! — Πάμε, άκούγεται κι3 ή φωνή τού Μπουτάτα πού πακ ρακολουθούσε κρυμμένος κά που έκεΐ κοντά. Η ΜΑΥΡΗ ΑΜΑΖΟΝΑ
ΧΕΙ περάσει μιά όλόνκλη,ρη έ βδομάδα άπό τό τε. Ό Ταμπόρ κΤ ή Γι ορελίλ, μαζί μέ τον Τσουλούφη φυσικά, ζούνε σαν αγαπη μένα άδέλφια σέ μιά ξυλένια καλύβα πού έχουν στήσει μέ σα στο νερό τής λίμνης. Μονάχα ό Μπουτάτα δεν εΐναι ευχαριστημένος καί συ νεχώς διαμαρτύρεται: — Μά ζωή εΐναι αυτή; Ν’ άνοίγης τό παράθυρό* σου κοοί νά βλέπης άπό κάτω τούς κροκόδειλους νά σέ κοττάνε σάν ξερολούκουμο καί νά ξερογλύφωνται. Μεσάνυχτα. Ό Ταρζάν, ή Ζολάν, κι* ή Μπουμπού κοι-
ΤΑΡΖΑΝ
33
μώνται. βαθειά ιμέσα στη σπη λιαστούς. Ξαφνικά γρήγορο ποδοβο λητό άλογου τους ξυπνάει. Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πετιεται όρθιος καί βγαίνει έξω. Καί νά: Στο ψώς τοΰ ψεγ γαριού άντιικρύζει μιά πανώ ρια καί περήφανη άραπίνα νά ψτάνη καί νά σταματάη μπρο στά του, πάνω σ* ένα κάτα σπρο άλογο (με μαύρη χαίΤη καί ουρά. Πίσω την ακολουθεί ένα ολόιδιο άλλα μακροσκοπι κό ιάλογατάκι, ιμ’ έναν βλοσυ ρό κι* άγέρωχο λιλιπούτειο καβαλλάρη με τόξο καί χρυ
σό κονταράκΐ'. Ή όμορφη άροατίνα φωνά ζει στον άρχοντα τής Ζούγ κλας : — Με λένε Σαμπάχ^ Ταρζάν. Ήρθα νά σου πώ πως άνάμεσά μας μονάχα ό θάναμ τος έχει θέσι. "Ή θά σέ σκο τώσω, ή θά μέ σκοτώσης!... Αυτό πού δεν έκανε κάποιος άλλος, θά τό κάνω έγώ! ■■Καί σπηρουνίΐζοντας μέ τά γυμνά ιμαυρα ποδάρια της, ξεκινάει καί χάνεται καλπά ζοντας, μαζί μέ τον ,μίικιροσκο πιικό άκόλουθό της, πίσω άπό την πυκνή καί άγρια 'βλάστη σι.
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΙ Β. ΡΟΥΤΣ0Σ Άποκλειστιικότης:
Γεν.
Εκδοτικά!
Επιχειρήσεις
Ο.Ε.
θ 1
π
ΣΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22—"Έτος Ιον—Τόμος 3ος—*Αρ. 22—·Δρ. 2 3ΤΙ -
----ύ^Λ'ΛΓ.τ*οογ:'*Μ9-?μ- ητα7&!&9Ζ*^>*χεχιχ<·Ζ^·ΒΛ*ί·.*&'**τ*χ*=ΒΛΐπχ«7ζχΐΛ*ηΛ«α*σχ5*Βη III· II II» —— I ·ιιι
Δηιμοσιογραφι κός Δ)ντής: Στ. Άνειμοδουράς, Φαλήρου 41. Οί κονομ ικιός Δ)ντής: Γεώ.ργ. Γεω,ργιάδη.ς, Σφαγγιός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζηβσσιλείου, Τα τα ούλων 19 >Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑ,ΓΑΙ: Γ. Πεωργιάδην, Αέκκα 22, 5Αθήναι.
Και
τό επόμενο τεύχος., τό 23.. πού
έρχόμενη
κυκλοφορεί την
Παρασκευή μέ τον τίτλο:
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ είναι σατε.
τό ίδιο
άριστουργηματικό όπως
Οί άγαπημένοι
συγκλονιστικές πληκτους!
*0
αύτό
πού διαβά
σας ήρωες γνωρίζουν
καινούργιες
περιπέτειες Ταμπόρ..
τό
πού
θα
σας
ατρόμητο
άφησουν
Ελληνόπουλο
κατά πού
δαμάζει όλους τούς κινδύνους τής Ζούγκλας, μέ τή συν τροφιά του έπίσης ηρωικού Μπουτάτα, θά σάς συναρπά σουν
κυριολεκτικά
στην περιπέτειά τους
αυτή.
Μ/ΜΗΜΑ ΑΠΟ το ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΗ1*61 ΤΗ Π7)0/Μ ΑΓΗΣ ΧΦήλΑΜ ΠΛΑΖ Δ/7 ΤΗ ΤΗ ΑΤΑ δΡΟ/Μ ΧΜ6ΡΑ 17ε ΜΗ 700/700 ΜΜ/Τθ£ Μ/ΗΗ^ 701 ΟΟΡΙ 70 ΜΗΧΟΑΗ -
ΟΣΑ Η/70ΡΟΧ£βΗ6 Αβ Σ£ ΟΟΗΣ/· 62&Μ€ Γ/βΤ/ 70 Λ/ΧΑΟΟ ΧΟΧ 00X7/6Χ€. ΗΟΑΟΑ Ο/βΑ ΜΟ/Η& ΧΟΧΛΟ £07 Μ£7ββ>/Ββ£βΗε Τ/Σ
Ηβ ΜΑΣ.
ΣΤΟΑ Υ77ΑΟ Η Μ//ΜΗ 6ΑΤΑ " ~ £/£ ΧΗΗΗΟ<>Α£/ Η ΗΙΟΣΗ &ΧΧΗΑ6/ Η/)/ Ή 6Α6ΤΗ1Η7/ ~ /10ΤΗΣ ΤΗΣ ΣΜ£Ψ£?1 ΚβΗϊ7/9/ · ·
Η/ΤΑ Σ7ΑΟΜΤΗΣΟΜ6 0X27607)/€£ ΓΗ/ΑΟΙ 77Η/ΡβΡβΤβά/ , Σ·ΗΜϊΐ€/ε)ί' Α/6/ ΤΟ Μ/ΜΗΜΑ Άηηβ 46/7 ηηοΗ€Τ0β/Χ>0 * Ρ6/ Αή ΤΟ 6ΞΗ~ 26 ΤΟX ΤΟ Μ/ΑΗΑΙΑ.. ΓΗ*/-/ ΟΓ/Ρττ ΟΤβΑ Μ ο/ Ξ/Τ7ΑΜ. Λ14Τ/Μ · .
Σ/Αδ,Κ/ΖΑΓΑ/
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ 'ΣΥΜΦΟΡΑΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Β. ΡΟΤΤΣΟΥ Η ΜΑΥΡΗ ΑΜΑΖΟΝΑ
κλας θά λεάψη μια για πάντα από τη μέση. Μά το περήφανο Ελληνό πουλο, παρά τις προσβολές ΓΊΑΝΩΡ IΑ -μελαψής Γι•αράμπα, ή αδελφική ψί και τις προκλήσεις πού τού αποφεύγει λη καί συιντρόφισσα κάνει ό Ταρζάν, μέ κάθε τρόπο νά χτυπηθή τού Ταμπάρ, δεν ανέχεται πια καί νά παλέψη μαζί του. Σέ να βλέπη τις προσβολές πού βεται τον Ταρζάν οχι μόνο γι «κάνει δ άρχοντας της Ζούγατί είναι πολύ μεγαλύτερος ικ'λιαις Ταρζάν στο περήφανο του, μά καί γιατί είναι ό άρκ ι5 άτρόιμηιτο ' Ελληνόπουλο. χοντας τής Ζούγκλας πού μέ ■Καί ζητάει άΐπό τον Τα μπαρ σο σ’ αυτή γεννήθηκε, ζή καί νά χτυπηθή μαζί του για νά μεγαλώνει. πάρη ένα τέλος ή Βλαβερή αύ "Έτσι ή Γιαράμπα, άπογο τη ιστορία. Πιστεύει πώς άν ητ ευμενή άτό τον Ταμπορ πού οι δυο αυτοί άντρες χτυπη ν’ -ανέχεται καί θούν, ό άρχοντας τής Ζούγ προτιμάει
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 να ύπομένη τις προσβολές του Τσρζάν, φεύγει άπό κον τά του ιμέ την άπόφασι να μή ξαναγυιρίση ποτέ. Το Ελληνόπουλο, γυρίζον τας μονάχο τώρα για τη σπη λιά του, συναντάει, για δεύ τερη φορά, στην όχθη τής με γάλης Γαλάζιας Λίμνης, την άμορφη γοργόνα Γ ιορελ ιλ, πού από τη ιμέση και κάτω έ χει σώμα ψαριού. Ή Γ ιορελ ιλ , του λέει την πονεμένηι ιστορία της και του αποκαλύπτει πώς δεν είναι γοργόνα, μα έχει· φορέσει τό δέρμα ενός ρεγάλου χρΟσόψα ρου για να ζή ικ·αί να κινήται κάλύτερα στα νερά τής Λί μνης καί προπαντός γιά νά προστατεύεται άπό τις επι θέσεις των κακών ανθρώπων, μαύρων καί λευκών. · Ό Ταμπτόρ συγκινεΐται ά πό την ιστορία τής όμορφης, καλής κι!* ευγενικής αυτής λευκής κοπέλλας. 'Καί άποφσ σίζει νά ρείνη ικ Γ αυτός έκεΐ γιά νά την προστατεύση άπό τους κινδύνους πού την απει λούν. "Ετσι:, μπήγουν γερούς πσσ σάλους κάπου στο ,ρηιχό βυθό τής Λίμνης καί πλέκουν ιτάτ νω !σ’ αυτούς δυο ξυλένια καί χορταοένια ικαλυβάκια γιά νά ζουν ήσυχοι εκεί άπό τις έπι δρσμές τών άγριων θηρίων(*). Μαζί τους — στο καλυβά κι του Ταμπόρ — μένει κι3 ό άχώρ'ΐστος Μπουτάτα. (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος, τό 22, που Εχει τον τίτ λο: «Ή Γοργόνα τής Λίμνης*.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Μεσάνυχτα... Ό Ταρζόιν, ή Ζολάν κι3 ή Μπουμπού, κοιμώνται βαθειά μέσ στη σπηλιά τους, ταφνι κά γρήγορο ποδοβολητό άλο γου τούς ξυπνάει... Ό άρχοντας τής Ζούγκλας πετιέται όρθιος καί βγαίνει έξω νά δή ποιος είναι. Καί νά: Στο φώς του φεγ γαριού άντικούζει μια πανώ ρια καί περήφανη άραπίνα πού φτάνει καί σταματάει μπροστά του, πάνω σ’ ένα κάτασπρο άλογο ?μ«έ .μαύρη χαίτη καί ουρά. Πίσω την άκολουθεΐ ένα ολόιδιο, άλλα ρικρσσκοπικό, άλσγατάκι, .μ3 έναν βλοσυρό κΓ άγέρωχο λι λιπούτειο καβαλλάρη με τό ξο καί χρυσό κονταράκι. Ή όμορφη άραπίνα κυττάζει πάνω άπό τό άτι της τον άρχοντα τής Ζούγκλας καί του φωνάζει: — "Ε, Ταρζάν! Μέ λένε Σαμπάχ, κι3 ήρθα νά σου πώ πώς άνάμεσά μας μονάχα ό θάνατος έχει θέσι. "Η θά σε σκοτώσω, ή θά μέ σκοτώσης! Αυτό που δεν τόλμησε νά κά νη κανένας άλλος, θά τό κάνοο έγώ! ^ Ό άρχοντας τής Ζούγκλας την κυττάζει ιμέ οίκτο καί πε ρ-'Φρόνηισι: —“Είσαι γυναίκα, τής λέει "Αδικα λοιπόν μέ προσβάλ λεις καί ιμέ προκαλεΐς. Ποτέ δεν θά καταδεχτώ νά χτυπη θώ μέ μιά γυναίκα, όσο γεν ναία ή τρελλή κι3 άν είναι. . .Ή Σαμπάχ τον ακούει καί μουγγρίζει μέ σφιγμένα τά κάτασπρα δόντια της.
ΤΑΡΖΑΝ — Θέλεις δέ θέλεις θά χτυ πηθής μαζί1 μου, Ταρζάν! Θά χτυπηθής γιά νά προστατέψης τή ζωή σου! Αύριο τά |αε σάνυχτα θά σέ περιμένω στην πηγή μέ τά μεγάλα πλατά νια νά μονομαχήσουμε. "Αν δεν έλθης, θά έλθω έγώ, πά λι εδώ, στη σπηλιά σου, καί θά σέ σκοτώσω σάν δειλό ζαι^κάδ ι! * Α μ έσως σπηρουν ί ζοντσς τό άσπρο άλογο μέ τις ψτέρ νες των γυμνών μαύρων πο βαριών της, ξεκινάει καί χά νεται καλπάζοντας, -μαζί μέ ιόν μικροσκοπικό έφιππο άκό λουθό της, πίσω -από την πυ κνή κι’ άγρια βλάστησι.
5 Καί προχωρεί παίρνοντας κατεύθυνσι προς τή σπηλιά του άρχοντα τής Ζούγκλας. Έχει επιθυμήσει νά δή τη «ιμνηστήρ» του, τή λεπτεπμ λεπτή μαύρη Μπουμπού μέ τή χορταρένια φούστα στή μέ ση της καί τή μοντέρνα αλο γοουρά στό κεφάλι,.
^ "Οταν φτάνη έκεΐ, ό Ταρζάν κι3 ή Ζολάν λείπουν στό Ικαθημερινό πρωινό κυνήγι τους. Ή Μπουμπού πού κάθε ται μονάχη έξω άπό τή οπη-λιά, πετιέται όρθια κι5 αρχί ζει νά τον μαλλώνη: —' Ού νά μου χαθής, γλύ κα μου!... «’Αρραβωνιαστήρ» είσαι εσύ, ή βάσανο; Τόσο Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ γρήγορα μέ αλησμόνησες-, τό Κ’ Η ΜΠΟΥΜΠΟΥ λοιπόν; Έγώ όμως πάντοτε σέ θυμάμαι καί σέ ...μελαγχο Α ΧΑΡΑΜΑΤΑ τής άλ λης μέρας ό μαύρος νά λώ! Ό Μπουτάτα κάνει τον νος μέ το τεράστιο κε «σκληρό άντρα»: ψάλι καί τό μακροσκοπικό κορ — Τί νά σου κάνω κι»* έ μί, κάνει μιά ιβουτιά από τό γώ; "Αν ύποφέρης από τον καλύβι τού Ταμπόρ, κολυμπά καϋμό μου, αυτοκτόνησε! ζέ ει ιστά νερά τής λίμνης καί ρεις πόσες σάν καί σένα έχω βγαίνει στην όχθη. στείλει στή μαύρη γή,; "Ενας τεράστιος κροκόδει Ή Μπουμπού γίνεται μπα λος άνοιγει. τ’ άπέροη/τα σαγό ροΰτι: νια του γιά νά τον χάψη, μά — Ν3 αύτοκτονήσης εσύ δεν προφταίνει, καί μένει πα γλύκα μου1! Εμένα μή μέ ρ άπονε μένος μέ τό στό μα α κλαΐς: ουρά περ ί μένουνε οί νοιχτό, ενώ από τά μάτια του «άρραβων ι αστήρες» γιά νά κυλάνε δυο «κροκοδε ιλένια» ζητήσουνε τήν παλάμη μου! δάκρυα. Τέλος κι3 υστέρα από τον Ό Μπουτάτα τον κυττάζει άπαραίτητο αυτό πρόλογο, η μέ συμπόνια: Μπουμπού έχει ένα σοβαρό — Μέ συγχωρής, του λέ νέο νά του πή: ει. Σήμερα είμαι πολύ βια — "Αστα, Τσουλούφη μου στικός. Θά περάσω καμμιά άλλη μέρα νά με ...περιδροκαί που νά στά λέω!... μιάσης!
Τ
6 — ΑΡγα τά βλέπω τα ψο> ;μια του Ταρζάν! — Είναι, άρρωστος; — Καλέ κουνήσου από τη ίθιέσι σου! ιΜιά χαρά είναι ό άνθρωπος. "Αν δεν του τυχαι νε αυτή ή άραπίνα θά ζουσε εκατό χρόνια! — ΊΊοιά άριαπίΐνα; Κι5 ή Μπαυιμίπού του μιλάει για την επίσκεψι τής όμορφης μαύρης γυναίκας πάνω στο άσπρο άλογο με τη μιαύρη χαίτη καί ουρά, πού την ακο λουθούσε ό μικρός έφιππος ά ραπάκος μιέ τό τόξο καί τό χρυσό κο ντ αράκ ι. —- Βρε -μπας κι5 ήτανε ,ό Π ιτσικόκος; τη ρωτάει ο νά νος. -—* Δεν τον ξεχώρισα καλά στο σκοτάδι, τού άτοικρίνετα^ ρΑλλά Ιδίκηο έχεις. Αυτός θά ήτανε!
Η άμορφη ξανβειά Γιορελίλ βγά ζει^ τό τομάρι του χρυσόψαρου τού φοράει αττ* τη μέση και κά τω γιά νά φαίνεται γοργόνα.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
*0 Ταμ-ττόρ κ5 ή Γιορελϊλ καρφώ νουν “πασσάλους στο βυθό τής λίμνης γιά να φτιάξουν ένα δι πλό ξυλένιο καλυβάκι. Ή Μπουμπού απορεί: — Κι3 ιή άμορφη άροσηνάρα, πού λες, μήπως ήτανε ή Γ ιαράμπα; Ή Μπαμπού απορεί: χ— Ή 'Γιαράμπα; Μά αυτή δεν είναι μαύρη,/! ;— Δεν έχει σημασία. Μπο ρεΐ νά την μαύρισε ό... ήλιος. ^ Καί τής έξηιγεΐ κι.3 αυτός μέ τή σειρά του, πώς ή Γιαράμπα δεν ζή πια κοντά στον Ταμπόρ. Καί (πώς ό αφέντης του έχει τώρα συντρόφισσα του μια ψευτογοργόΜα καί ζού νε σέ δυο καλύβια πού στήσα νε μέσα στα νερά τής μεγά λης Γαλάζιας Αίίμνης! Ή Μπουμπού γοητεύεται: — Πολύ ρω μαντικό, γλύ κα .μου! 3Εμένα δεν θά μου
ΤΑΡΪΑΝ
Δ
7
φτιάξης ένα τέτοιο «υδρόιβίο» καλυβάκι; Ό νάνος είναι πρόθυμος1 —* Εσένα θά σόυ φτιάξω ένα,ιάλλά κάτω στον πάτο τής λί>μνης;. Θά είναι πιο ρωμαντι :<ό καί πιο ...υδρόβιο! Ή λεπτεπίλεπτη γόησσα συγκινεΐται: — Καί θά μείνουμε μαζί, 6 μου καί οί δυο σ5 αυτόν* τον ρωτάει. — "Οχι, τής αποκρίνεται. 5 Εγώ Θά κάθωιμαι από πάνω γιο νά σπάω πλάκα μέ τις... .μπουρμπουλήθρες σου! 0 ΤΑΜΠΟΡ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΜΠΟΥΤΑΤΑ δεν μέ νει πολύ κοντά στην ά,ραπινοόλα. Φεύγει γρή γορα γιατί βιάζεται νά ξανα-
Ξαφνικά' γρήγορο ποδοβολητό αλόγου αντηχεί. Καί μια άμορφη άραπίνα φτάνει πάνω σ’ ενα άσπρο άλογο μέ ικχύρη χαίτη και ©όρά.
— Μέ συγχωρεΐς, γιατί εί μαι πολύ βιαστικός,, του λέει ό Μπουτάτα. Θα περάσω κορμιά άλλη μέρα νά μέ περι&ρομίάσης γυρίση στον Ταμπόρ καί νά του πή τιό νέο. Κατά τό μεσημέρι φτάνει στην όχθη· τής λίμνης κοντά στα δυο καλυβάικια. Ό πείνα σ μένος κροκόδειλος βρίσκεται ■ακόμα εκεί μέ ανοιχτά τά τε ράστια σαγόνια του. Ό Τσου λσύφης τον κυττάζει μέ οίκτο. — Έμενα περιμένεις άκόιμα; τον ρωτάει. Μά τόσο ξελι γωμένος είσαι λοιπόν; Καί ικάνοντας ιμ’ άΐπότομη βουτιά από· πάνω του, τπέφτει στα νερά, σκαρφαλώνει σβέλ τος στα καλυιβάκια καί του φωνάζει: —* Καλύτερα νηστικός, φι λαράκο μου. θά κάνης καί... σιλουέττα! ΧΤ, χΐί, χί!! "Ύστερα μπαίνει στο καλό βι καί λέει ιστόν Ταμιπορ τά καθέκαστα:
Ο ΜΙΚΡΟΙ — Χτες τά μεσάνυχτα; πή γε -και στάθηκε μπροστά στή σπηλιά του Ταρζάν μιά κσβσλλάριισσα άραπίνα μ3 έναν καβαλλάρηι άραπινάκο και του είπε πώς θά τον σκοτώση μέχρι, θανάτου! Ό Ταμπόρ ρελαγχολικός και θλιμμένος καθώς είναι για τό χωρισμό τουάπα τή ΓΊαράμπα, νομίζει πώς ήλθε ν3 ιάστειευτή(. -Κα)ί (δίνοντάς του μιά σπρωξιά τον γκρεμό τσακίζει στά νερά. Ό κροκόδειλος κάνει ξανά νά τον άρπάξη, μά ό Μπουτά τα ξεφεύγει πάλι και σκαρφα λώνοντας στο καλύβι του φω νάζει αυστηρά: — Έσύ νά κοιττάς τή... σιλουέττα σου. Οι λιχουδιές νά _σου λείπαυνε! -αναμπσίνει αμέσως στο -καλύβι και λέει στον Ταμπόρ. — Δεν μ5 άφησες νά σου τελειώσω... Μου φαίνεται πώς ή άραπινάρα πού σούλεγα εΐ ναι ή 'Γιαράμπα. Γιατί ό άραπινούλης πού σούλεγα εί ναι ό Πιτσικόκο. Κατάλαβες; — Ή Γιαράμπα δέν^εΤναι άραπίνα, τού λέει ψυχρά. — ΝαΙί, τού κάνει ό Τσσυλούφης. 5Αλλά μην ξεχνάς πώς χωρίσατε. Και μπορεί νά μαύρισε από τον ν··Κι°ύμό της! , Κι5 ό νάνος συνεχίζει: -— Απόψε τά μεσάνυχτα τού είπε πώς τον περιμένει στην πηγή μέ τά μεγάλα πλα τάνια γιά νά (μονομαχήσουνε. 3Άν δεν εριθη, τότε θά πάη ε κείνη στή σπηλιά ν3 άναπάτ ψη την ψυχούλα του!
— Πότε είπες; ρωτάει μ5 ενδιαφέρον κι* ανησυχία τώρα ό Ταμπόρ. -— 3Απόψε τά μεσάνυχτα, τού ξαναλέει. Θά περιμένηι τον Ταρζάν στήν πηγή ιμέ τά μεγάλα πλατάν ια. ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΣΚΙΝΟ
ΡΙ Ν τά 'μεσάνυχτα ό Ταμπόρ φεύγει κρυφά από τή Γ ιορελίλ καί ■βουτώντας στά νερά τής λί μνης βγαίνει στην κοντινή, ό χθη. 3Αμέσως πίσω του^ ψηλά από τό καλυβάκι, βουτάει κι* ' Μπουτάτα. Ό πεινασμένας κ ροκόιδ ε ι λος * ξ εφυτρώνε ι π άλ ι μπροστά του καί κάνει νά τον άρπάξη. Καταφέρνει όμως κι* αυτή τή φορά νά τού ξεφύγη*. Καί βγαίνοντας στή στεριά τον κοροϊδεύει. —Ξέρεις τίποτα, μπάρμπα κροκόδειλε; "Ωσπου νά μέ φας, θάχης ...ψοψήση από τήν πείνα! Τό Ελληνόπουλο προχωρεί μέ κατεύθυνσι προς τήν πηγή ιμέ τά πλατάνια. Ό Μπουτά τα τον ακολουθεί τραγουδών τας τό αγαπημένο του- -αυτο σχέδιο στιχάκι του: «Τι ωραία πού περνάμε μέσ3 στή Ζούγκλα βρε παι^ διά! "Ολο ξάπλα, όλο μάσσα καί καλή χρυσή καρδιά!» ^ διά!» Ό Ταμπόρ σταμ-οαάεΐι καί γυρίζει: — ιΠού πάς εσύ; τον ρω τάει.
9
ΤΑΡΖΑΝ — ^Οπου πάς ικι3 έσύ! — ίΓόρισε πίσω στό καλό 6ι ίμιας. — Μωρέ τι μάς λές; του κάνει ό νάνος. Κι* άν σ* άρ«πάξη κανένα θηρίο; Ποιος θά τό ταράξη στις ...σφαλιάρες; Τό Ελληνόπουλο χαμογε λάει καί συνεχίζει τό δ^όμο του. ζ^έρει πώς ό χοντροκέφοολος Τσουλοόφης είναι έτοιμος πάντα νά θυσιάση · καί τή ζωή του γι’ αυτόν. Πλησιάζουν 1 μεσάνυχτα. *0 Ταμπόρ κι.3 ο Μπουτάτα φτσινουν κοντά στην πηγή μέ τά μεγάλα πλατάνια. Ούτε ό Ταρζάν, οΰτε ή μαυρηι καβαλτλάρισσα βρίσκονται έκεΐ. — Θά κρυφτούμε ιμέσα σ’ αυτό τό πυκνό σκίνο, λέει τό * Ελληνόπουλο στο νάνο. Π ρο σεξε μην βγάλης τσιμουδιά καί μην «κάνης τον παραμικρό θόρυβο... "Ό,τι καί νά δης. “Ό,τι- κι* άν συμβή!... — 3Εν τάξει, (μουρμουρίζει ό Τσουλοόφης. ιΚι* άν μούρθη νά φτερνιστώ, θά φτερνιστώ από μέσα μου! Έτσι, χώνονται «κι3 οί δυο άμέσως στό μεγάλο σκίνο καί μένουν άκίνητοΐ' κυττάζοντας προς την πηγή. 3Απόλυτη ησυχία βασιλεύει γύρω τους ικαϊ μόνο τό κελά ρυσμα τής πηγής άκούγεται. Ό Μπουτάτα γυρίζει θυμω μένος στον Ταμπόρ: — Θά τής πής νά σκάση, ή θά σηκωθώ νά την ταράξω στά χαστούκια; Δεν προφτάίνει δμως νά τε
λειώση τά λόγια του, γιατί ξαφνικά ποδοβολητό άλογου άκούγεται νά πλησιάζη. Καί σέ λίγες στιγμές ένα άσπρο άτι, μέ μαύρη χαίτη καί ουρά φτάνει καί σταματάει μπρο στά στην πηγή. Μιά όμορφη άραπίνα ξεπεζεύει κι3 άφήνει τό άλογό της νά βόσκηση. "Ύ στερα βηματίζει άνυπόμονη μπροστά στην πηγή, περί μέ νοντας τόν άντίΐταλό της. Τά λεπτά περνάνε τό ένα μετά τό άλλο κι* ό Ταρζάν δεν φαίνεται πουθενά. ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΕΣΑ στό σκίνο ό κέφαλος ψιθυρίζει σιγά στον Ταμπόρ. — Θά ξέχασε νά βάλη τό ξυπνητήρι του! Νά όμως που γρήγορα, έ να βαρύ άνθρώπινο ποδοβο λητό άκούγεται νά πλησιάζη. Σέ λίγες στιγμές ή έπιιβλητι κή ισιλουέττα του άρχοντα τής Ζούγκλας φτάνει καί σταμα τάει άντίκρυ στήν όμορφη άιραπίνα καί πολύ κοντά στό σκίνο που έχουν κρυφτή ό Ταμπόρ κι'* ό μεγαλοκέφαλος νάνος. — Έσύ είσαι ή Σαμπάχ; ρωτάει τήν άντίπαλό του. — ιΝαί, τ’άποκρίνεται έκεί νη. Καλά πού ήλθες, άλλοιώς ήμοόν έτοιμη νά έλθω έγώ στή σπηλιά σου καί νά σέ σκο τώσω σάν δειλό ζαρκάδι!... — Δεν ήλθα νά ΐμονομαχήσω μέ μιά γυναίκα, τής δηλώ νει ψυχρά ό Ταρζάν. *Αν ζτ)τάς καλά καί σώνει νά πεθά-
Μ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ιυ νης, μπορείς νά πας νά ττεσης στο βαθύ -βάραθρο ! Έγώ ήρθα για νά 'μάθω αυτό μο νάχα: Ούτε σέ ξέρω·, ούτε μέ ξέρεις. Τι λόγους λοιπόν έ χεις νά μέ 'μισής; και νά θέλης νά χτυπηθής μαζί· μου; Ή Σαμπάχ μουρμουρίζει: — Λεν εΐσιαι άξιος για νά κυβερνάς τή Ζούγκλα. "Άρχον τας τής Ζούγκλας πρέπει νά γΤνη ο Τα μπαρ! Ό Ταρζάν καγχάζει: — Λά, χά, χά! "Ετσι, μπ λα λοιπόν! (Πες πώς σ3 έστει λε ό Ταμπόρ νά μέ σκοτώσης. "Ήξερα πώς πάντα ήταν ένας κρυφός εχθρός (μου. Ποτέ ό μως 6έν μπορούσα νά φαντα στώ πώς ήταν και τόσο δειλός πού νά στε'ίληι μιά γυναίκα για νά κάνη αυτό πού φοβά ται νά κάνη, εκείνος!
Η Μπουτάτα κ’ ή λεπτεπίλεπτη Μπουμπού κουβεντιάζουν έξω χπ’ τή -σπηλιά του άρχοντα τής Ζούγκλας.
ψ
ιΟ Ταμπόο κι* ό Τσούλούφης κρύβονται μέσα σ* ένα πυκνό σκίνο πού βρίσκεται κοντά στη μεγάλη πηγή μέ τά πλατάνια. Ή Σαμπάχ τραβάει ένα χαμηλό κλαδί του πλάτανου πού ■βρίσκεται· από πάνω της καί τό σπάζει κάνοντας το φοβερό ρόπαλο. Ό Ταρζάν πού παρακολουθεί τις κινήσεις της, τοαιβάει από τή ζώνη του τό φοβερό -μαχαίρ ι του καί τή συμβουλεύει: — Πεταξε τό κλαδί·, καβάλ λ.ηισε τ’ άλογό σου καί ττηγαι νε άπό κεΐ πού ήλθες. Θά ντρέ πωμαι αέ όλη τή ζωή μου άν βρεθώ στην ανάγκη νά σκο τώσω μ ιά γυναίκα! Ή τρομερή άραπίνα όμως χύνεται πάνω του καί τό πρώ το -χτύπημα του ροπάλου της βρίσκει πάνω ιστό δεξιό χέρι του. Τό μαχαίρι πού κρατάει ξεφεύγει καί πέφτει κάτω*. _ Ό άρχοντας τής Ζούγκλας έξω φρένων καί λυσσώντας ά-
ΤΑΡΖΑΝ πό το κακό του, σκύβει νά τό ξαναπιάση. Δεν προφταίνει όμως. Τό ,ρόπαλο τής Σαμ πάχ πέφτει βαρύ ατό κεφάλι του καί τον σωριάζει κάτω α κίνητο. 4 Η άραιπ ίνα ξανασηκώ νε ι τώρα τό χοντρό κλαδί που κρατάει και τό ζυγίζει πάνω από τό κεφάλι του Ταΐρζάν. Τό 'χτύπη-μα που θά του δώση τώρα βά είναι τό τελευ ταίο καί θανατερό!... Δεν προφταίνει· όμως. Την ίδια στιγμή μέσα από τό^ πυ κνό ρεγάλο σκίνο ξεπετάγε ται ό Ταμπόρ. Και μέ μιά τρο μαχτική γροθιά του γκρεμοτσακίζει τή Σαμπάχ κάτω. — Απάνω της καί τή φά:γα,με!, ξεφωνίζει ό Τσουλούφη ς ·λ Τό Ελληνόπουλο τραβαει άπό τά μαλλιά την αναίσθη τη άραπίνα καί τή σέρνει κον
11
'Ο Ταμπόρ πετιέται άττ’ τό σκί νο πού είχε κρυφτή και μέ μ ιά γροθιά του γκρεμίζει κοττω την άμορφη άροατινα Σαμπάχ. τά στην πηγή. Βρέχει 'βισστι κά μέ νερό τό μαύρο πρόσω πό της που ξεβάφοντας γοήγορα γίνεται μελαψό. Ό Μπουτάτα την κυττάζει καί πανηγυρίζει: — Ή Γιαράμπα είναι! Κα λά τό είπα εγώ ! Η ΚΑΩΤΣΙΑ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ
Η Σαμπάχ χάνεται μέ τό ρόπα λο νά χτυπήση τον Ταρζάν. Έίεινος τραβάει τό μαχαίρι του.
ΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Σαμ>τάχ δεν ήταν παρά η πα νώρια αδελφική συντρό φισσα του Ταμπόρ. Ό νέος τής δίνει μερικά 5υ νατά χτυπήματα στο πρόσω πο τή συνεφέρει καί τή στη νει όριθια. — Έσυ Γ ιαράμπα1; τής λέ ει ψυχρά. Έσυ σήκωσες χέρι νά χτυπήσης τον άρχοντα τής
ι·
Ζούγκλας; Χάσου πάλι από το μάτια μου1 καί νά μή σέ ξαναδώ ποτέ! λ Τά μαυροπράσινα μάτια τής όμορφης Γ ιαράμπα βοορ .κώνουν: —Συχώρεσέ «με, Ταμπόρ! Μισώ αφάνταστα αυτό τον άν βρωπο! Β αρέθηικα ν5 άν έχω μα ι τις προσβολές που σου κάνει. ^— Φύγε, τής ιξαναλέει ο νέος. Καί κάνει νά τή σπρώ ξη·4 Ή Γιαράμπα όμως προφταί νει ικι5 άνοίγοντας τά χέρια της τον αγκαλιάζει καί τον φιλάει στο «μέτωπο. Την ίδια στιγμή συνέρχε ται ό Ταρζάν πού βρίσκεται πεσμένος ανάσκελα κάτω καί πίσω από τον Ταμπόρ. Ανοί γει τά μάτια του κι* αντικρί ζοντας τούς δυο νέους αγκα λιασμένους, νομίζει πώς φιλίώνται πανηγυρίζοντας τό σκο τωμό του. ιΚαϊ τό αίμα ανε βαίνει, στο κεφάλι του καί του πνίγει τό λογικό! "Αρπάζει αμέσως από κά τω τό ρόπαλο πού έχει ξε^>ύγει αητό τό χέρι τής Γιαραμπα, πετιέται όρθιος, τό σηκώ νει ψηλά καί κάνει νά τό κατεβάση στο κεφάλι του Ταιμπόρ. "Η μελαψή κοπέλλα ό μως πού είναι γυρισμένη προς τό μέρος του, τον βλέπει καί βγάζει τρομαγμένο ξεφωνητό»: — Μήηηη! Τό "Ελληνόπουλο ρέ την α φάνταστα γρήγορη! άντίληψί του καταλαβαίνει τι πρόκειται νά ισυμβή. Καί σβέλτος, ό πως πάντα, τινάζει προς τά πίσω τό πόδι, του χτυπάει
Ο ΜΙΚΡΟΙ τον Ταρζάν ρέ δύναμι στην κοιλιά καί τον ξσναγκρεμίζε^ αναίσθητο κάτω, πριν προλά βη νά ιδώση- τό θανατερό1 του χτύπημα. Κι5 αμέσως διατάζει τή Γιαράμπα: —1 Πλύσου γρήγορα στήν πηγή γιά νά φύγη από τό κορμί σου ή μαύρη μπογιά. Σέ συγχωρώ γιατί -ξέρω πώς ό,τι έκανες τό έκανες γιά τό καλό μου. Κάνε γρήγορα λοι ττόν. Πρέπει νά έχουμε μετα φέρει τον Ταρζάν στή σπηλιά. του πριν ξημερώση καί μάς ίδοΰν. "Υστερα θά γυρίσουμε κΓ έμεΐς στή δική μας. — Καί τή Γιορελίλ; ρωτά ει μ’ «απορία ό Μπουτάτα. Μπουκάλα θά τήν άψήσης; Ή Γ ιαράμπα δεν τον άκου ε· ευτυχώς. "Έχει γυρίσει καί προχωρεί στήν πηγή γιά νά πλυθή. Ό Ταμπόρ σκύβει εξετάζει τήν κατάστασι του άρχοντα τής Ζούγκλας. Ούτε στο κεφάλι, ούτε στήν κοιλιά είναι, σοβαρά χτυπημένος. Σέ λίγο θά συνέλθη καί σίγουρα θά θελήση νά χτυπηθή μαζί του. — .Πρέπει νά βρώ κανένα χορτόσκοινο νά τον δέσω, συλ λογιέται ό νέος καί γυρίζει δεξιά κι* αριστερά ψάχνον τας στά χαμηλά .κλαδιά τών δέντρων. "Ο Τσουλούφης έχει σκαρφαλώσει ι^ι’ όλας πάνω στή ράχι του άσπρου «αλόγου καί φωνάζει: — Άϊντε, τί κάνετε; Δεν θά ξεκινήσουμε καμμιά φορά;
ΤΑΡΖΑΝ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ
13
— Ποιος τον χτύπησε, Τα μπόρ; Πες μου ποιος τον χτύ πηισε; ΕΝ ΠΕΡΝΑΝΕ ^ δ μ ως Ό νέος καταλαβαίνει πώς μ'ερικά δευτερόλεπτα υπάρχουν περιπτώσεις στη •και γνώριμη δυνατή φω ζωή πού πρέπει κανείς νά,πή νή φτάνει στ* αυτιά ένα ψέμα. Καί τής αποκρίνε τους: ται, ένώ τό πρόσωπό του, γί —1 Ταρζάν! Ταρζάν !... νεται κόκκινο σάν παπαρού Εΐναι ή Ζολάν ττού φτάνει να : ανήσυχη* για νά 'βρή, το θετό — Ή Σαμπάχ, τον χτύπη πατέρα της. σε, Ζολάν. Μια άγρια μαύρη —Έδώ! Έδώ εΤμοοστε τής πού τον είχε καλέσει έδώ φωνάζει ό Ταμττόιρ.. γιά νά μονομαχήσουνε... "Αν -—■ Ή Ζολάν ττού προσανα βέν προφτάίναμε έγώ κι5 ή Γι τολίζεται άκούγοντας τή φω αράμπος, θά τον εΐχε σκοτώσει νή, φτάνει τρέχονταις κοντά μέ τό φοβερό ρόπαλό της! του. — Καί που βρίσκεται τώ ΆντίΚ'ρύζει μέ φρίκη άναί ρα αυτή ή κακούργα; ξανασθητο κάτω τον Ταρζάν καί ρωτάει ή ξανθέιά κοπέλλα. σκάβει πάνω του κλαίγοντας — "Εφυγε, άκοκρίνεται ό και ζητώντας νά τον συνεφέΤαμπόρ. Τήν κυνήγησε ή Π ιρη. αρά μπα καί χάθηκε στο σκο Στο μεταξύ ή Γιαράμπα έ τάδι! Πρέπει όμως νά φύγου χει πλυθη και ξαναγίνει οπω$ με κι* έμεΐς τώρα. Θά τρέξου ήταν. Τό άσπρο άλογο πού με νά τήν φέρουμε δεμένη στή στη ράχη του βρίσκεται ό κέ σπηλιά σας... Έσύ μεΐνε. φαλος, τή βλέπει και δεν την Βρέξε μέ τό νερό τής πηγής αναγνωρίζει. Τινάζει λοιπόν τό κεφάλι του Τσρζάν καί γρή πρώτα στον αέρα τά πισινά γορα θά συνέλθη. "Υστερα του ποδάρια, ύστερα σηκώνε πάρτον καί γυρίστε στή σπη ται σούζα και τέλος ξεκινάει λιά σας νά μάς περιμένετε. άπότομα, γκρεμοτσακίζοντας Λέν Θ* άργήσουμε νά έλθουμε κάτω τον» Μπουτάτα. καί νά σάς φέρουμε δεμένη χειροπόδαρα τή μαύρη κο^Ό Τσουλούφης πετιέται όρθιος, τό κυττάζει πού τρέ κούργα... χει καλπάζοντας και μουρμου — "Οχι, Ταμπόρ, φωνάζει ρίζει: μ* ιάπόγνωσι ή Ζολάν.. Μείνε —ΔίΙκηο έχει τό φοοκαριά τε κι* έσεΐς έδώ.. Φοβάμαι μο ρικο! Τό κοψομέσιασα μέ τό νάχη. μου! Τό Ελληνόπουλο δεν τής ...βάρος μου! Ή Ζολάν πού προσπαθεί αποκρίνεται. Τραβάει από τό νά συνεφέρη τό θετό πατέρα μπράτσο τή Γιαράμπα καί της, ρωτάει μέ λυγμούς τό ^ φεύγουν τάχα διαστικοί προς Ελληνόπουλο. τήν άντίθετη κατεύθυνσι άπό
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή ξανθέ ιά ικοπέλλα παρα ξενεύεται πού ό Ταμπόιρ κι5 ή Γ ιαράμιπα φεύγουν τάσο γρη γορα από κοντά τους. Δεν βάζει όμως κακό στο νού. "Έ τσι, σηκώνεται αμέσως κι·5 άρ χίζει νά κουβαλάη ':μέ τις χού φτες της νερό από την πηγή καί νά βρέ'χη τό πρόσωπο καί τό κεφάλι τού Ταρζάν. Δεν προφταίνει όμως νά_ κά νη Ιδυό - τρεΐς φορές τό δρόιμο αυτό όταν παράξενο κρά ξιμο όρνιου φτάνει στ5 αυ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ τιά της. Καί σχεδόν αμέσως ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ άντικρύζει ένα τρομακτικό κι5 απίστευτο θέαμα. Σ ΑΦΡΙΣΟΥΜΕ τώρα τό Ελληνόπουλο ιμέ τη Είναι μια στρουθοκάμηλος συντρόφ ισσά του καί μ’ ένα φαρμακερό πράσινο φί τό νάνο νά προχωρούν ικι*διάςτυλιγμένο στον απέραντο ξαναγυρίσουμε κοντά στην ό λαιμό της, μέ τό κεφάλι του χθη ικοντά στη Ζολάν καί τον προς τά κάτω. "Ενας γιγσντό αναίσθητο άρχοντα τής Ζούγ σωμος άγριος καί τερατόμορ κλας. φος καννί'βαλος, πέντε φορές μεγαλύτερος από έναν κανόνι κό άνθρωπο, βρίσκεται καβάλ λα πάνω· στη ράχι τού τεράστιου πεζοπόρου όρνιου1. Μόλις όμως άντικρύζει τον αναίσθητο Ταρζάν καί τή Ζο λάν, βγάζει μ ιά άναρθρηι κραυ γή ικύ ή στρουθοκάμηλος στα ματάει απότομα. Ή Ζολάν βλέποντας τον τε ρατόμορφο μαύρο δράκο· νά πηδά η πάνω άπό τή στρουθο καμηλό μέ τό πράσινο φίδι, τον αναγνωρίζει. 'Πολλές φο ρές έχει ακούσει νά μ/ΐλάνε γι’ αυτόν στη Ζούγκλα. — Ό Κρά Ντ·αγιάν!,} ξε φωνίζει δυνατά καί μέ άπτό"ό άσπρο άλογο σηκώνεται στα γνωσι. Καί παρατώντας τον Γΐσινά του ποοάρια καί τινάζει χπ5 τή ράχη του τον κωμικοτρα αναίσθητο Ταρζάν κάνει νά το βάλη ατά πόδια για νά σωθή γικό Τσουλουφη.
τη σπηλιά τους. Ό Μπουτά τα τούς ακολουθεί μουρμουρί ζ όντας μέσα από τά /δόντια του: — Αμάν, αδελφέ μου! Σύννεφο πήγε τό ψέμα! Μόλις όμως ο Ταμπόιρ κι5 ή Γιαράμιπα ξεμακραίνουν τόσο όσο νά μην τούς βλέπη πιά ή Ζολάν, γυρίζουν κα;ί ακολου θώντας αντίθετη τώρα κατεύΘυνσι, τραβάνε για τη μακρύ νή σπηλιά τους.
Α
15
ΤΑΡΖΑΝ
από τ’ σνθρωίπσφάγα σαγό νια του! (*). Ό φοβερός όμως γίγαντας μ5 ένα - (δυο πηδήματα, βρί σκεται κοντά της και την αρ πάζει στις σιδερένιες παλά μες του. — βοήθεια!, ξεφωνίζει ό σο μπορεί πιο δυνατά ή άμοι ,ρη κοττελλα. Κι5 ή ^ διαπερα στική φωνή της φτάνει ^ μέχρι* τ αυτιά τού Ταιμττόρ, τής Για ράμπα και του νάνου που προ χωρούν γυρίζοντας στη σπη λιά· τους, Ό Κρά Νταγιάν όμως, κρα τώντας τη Ζολάν μέ τό άριστε ρό χέρι του καί μέ τό δεξί άρ πάζοντας και σηκώνοντας α πό κάτω τον αναίσθητο Ταρ ζάν, τους ικυττάζει και ζερο γ λείφεται. — Πριν λίγο έφαγα τρεΐς λευικούς κυνηγούς, μσυγγρίζε ι με τη 'βρα’χνή κι5 άπάίσια ψω νή του. "Αν φάω τώρα κι’ ε σάς θά ιβαρυστουσχιάσω. Τό πρωί όμως πού θ'άχω· χωνέψει, θά κάνω ένα γεοό κολατσιό μέ τούς δυο· σας!... Και τούς φορτώνεται στην πλατειά πουπουλένια ράχη τής τεράστιας στρουθοκαμή λου, προσπαθώντας νά τούς δέση πάνω σ’ αυτή ιμέ τά με γάλα μιακρυά φτερά της. ^ Ή Ζολάν όμως τινάζεται ρέ δύναμι γιά νά τού ξεφύγη και τον εμποδίζει νά κάνη συ τό πού θέλει. Ό Κρά Νταγιάν θυμώνει κΤ (*) Κοά Ν'ταγάν σέ μιά διάλε κτο των ίθαγιενών τής Αφρικανι κής Ζούγικιλας, θά ττή «Δαίμονας τής συμφοράς.»
ι0 Κρά Νταγιάν αρπάζει στην αριστερή παλάμη του τη Ζολάν και στη δεξιά τον Ταρζάν και ξερογλείφεται. αρπάζοντας την πάλι, τη χτυ πάει κάτω, αφήνοντας την α ναίσθητη. Αμέσως την ξανανεβάζει στη ράχι του όρνιου πλάϊ στον Τσίριζαν και τούς δένει γερά ’μέ τά φτερά του. Τέλος δίνει μιά κλωτσιά στα πισινά του τεραστίου πουλιού καιί βγάζοντας μιά άλλη άναρθρη κραυγή, κάνει τή φορτωμένη στρουθοκάμηλο νά ξεκινήση. ΤΟ ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ 0Λ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ μέ τή συντοόφισσά του και τό νάνο, πού άκούνε τά απεγνωσμένα ξεφωνητά τής Ζολάν, γυρίζουν μπρος πίσω καί τρέχουν νά τή σώ σουν από τον άγνωστο κίνδυ νο πού την απειλεί.
Τ
16 Έχουν προχωρήσει, άρκετά, όταν πρώτος ό Ταμπόρ βλέπει» σέ άπόστασι καί πίσω από -κάτι χαμηλά δέντρα το κεφάλι τής στρουθοκαμήλου πού έξέχει. — Ό Δαίμονας τής συμ φοράς!, τούς λέει. Σκαρφαλώ στε αμέσως πάνω σ’ αυτό τό δέντρο. (Και σταθήτε στα ψη λά λεπτά κλαδιά του. "Αν μάς προφτάση ό τρομερός Κρά 'Νταγιάν κΓ είναι πεινασ μένος, δεν γλυτώνουμε. — Κι5 άν δεν πεινάει; ρω τάει ό Τσουλούφης. Θά κασήοτουμε νά περιμένουμε ώσπου νά του άνοιξη ή σρεξις. Ποιος τον ακούει όμως! Στο ιμεταξύ ό Ταμπόρ κι* ή ιΓιαράμπα έχουν άρχίσει νά σκαρφαλώνουν στον κορμό του γ ι γαντ ι α ίου δέντρου. Ό Μπουτάτσ άκουει ένα άγριο κράξιμο τής στρουθο καμήλου πού πλησιάζει και τον πιάνει μεγάλη, τρομάρα. Σκαρφαλώνει λοιπόν κι5 αυτός πίσω τους και σέ λίγες στι γμές, σβέλτος καθώς είναι; τούς ξεπερνάει, φτάνοντας πιο ψηλά από κείνους. .Καί νά: Σέ λίγο τά μάτια των τριών συντρόφων πού κυττάζαυν σκυμμένοι προς τά κάτω, ανοίγουν διάπλατα από τρόμο καί φρίκη. Βλέπουν την τεράστια στρουθοκάμηλο μέ τό φαρρα κερό πράσινο φίδι τυλιγμένο στο λαιμό της. Βλέπουν άκόμα πάνω στη ράχι της. δεμέ νους κι5 αναίσθητους, τον Ταρ ζάν καί τή Ζολάν. Βλέπουν
Ο ΜΙΚΡΟΣ τέλος καί τον τρομερό μαύρο καί τερατόμορφο δράκο πού . ακολουθεί... Ό Μπουτάτα ξεκαρδίζεται στά γέλια. — Χά, χά, χά! Μά δεν εί δατε καλλιέ πού τής φόρεσε τής « φτερωτής γαϊδάρας » του! Χά, χά, χά!... . _ιώΗ Γ ιαράμπα του τρ αβάε ι μέ δυναμι τό τσουλούφι χιά νά ήσυχάση.' Ένώ τό άτρομη το Ελληνόπουλο βάζει σ5 ε νέργεια αμέσως ένα έξυπνο τέχνασμά του. Φώναζε! άπό ψηλά στον τερατόμορφο ύπερ γίγαντα: ^— Έ, Κρά Νταγιάν! Ε γώ ό Ταμπόρ βρίσκομαι» πά νω στο δέντρο καί πεινάω... "Αν θέλης ανέβα επάνω νά σέ σπαράξω μέ τά δόντια ιμου! "Αν δεν άνέβης θά πή πώς εί σαι δειλός καί μέ φοβάσαι! Ό Ταμπόρ ξέρει καλά πώς ό δράκος αυτός είναι αφάντα στα δυνατός, μά καί φοβερά κουτός! Είναι βέβαιος λοιπόν πώς ό Κρά Νταγιάν θά θυμώ ση ιμέ τά λόγια του καί θά πέση στην παγίδα. "Ετσι καί γίνεται: "Εξω Φρένων ό ανόητος γίγαντας αρπάζεται άπό τά πρώτα χοντρά κλαδιά του γιγαντό σωμου δέντοου καί κάνοντας έλξι, θοονιάζεται· πάνω σ’ ^αυ τά. Αμέσως σκαρφαλώνει στά πάρα πάνω, πασχίζοντας νά φτάση1 γρήγαοσ στην κοου φή γιά νά τιμωρήση μέ τά θα νοπερά σαγόνια του τον άνθρωπάκο πού τόλμησε νά τον προσβάλλη.
ΤΑΡΖΑΝ ΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΥΤΟ ΗΤΑΝ! Μόλις ό δράκος 'ξεπερνάει σκαο φαλώνοντας τά πρώτα χοντρά κλαδιά και κάνει νά πατήση ατό πιο λεπτά και ά δύνατα το φοβερό βάρος του τά σπάζει καί γκρ ε μοτσακ ίζεται βαρύς στο χώμα. 3 Α μέσως ξανασκαρφαλώ νει με θολωμένο τό λιγοστό νού του από τό θυμό. Μά τά κλα διά πού πατάει ξανασπάζουν .και ξανασωριάζεται κάτω. Αυτό συνεχίζεται πολλές φορές ακόμα. -Και όσο τά κλα διά τσακίζονται και γκιρεμίζε τακ κάτω, τόσο θυμώνει και μανιάζει περισσότερο. Τό κορ μί του έχει ικαταξεσχιστή στις πτώσεις αυτές και άφθονο κοκ κινο αχνιστό αΐιμα τρέχει από τις πληγές του. "Ομως ό κουτός Κρά Νταγιάν τόχει βάλει πείσμα νά φτάση. στην κορφή γιά νά σπα ράξη τον Ταμπόρ πού στο διάστημα αυτό δέν έχει πάψει ούτε στιγμή νά τον προκαλή καί νά τον κοροϊδεύη: — Ανέβα ντε, άν σού βαστάη!... Χά, χά, χά!... Σάν γουρούνι γκρε μοτσακ ίζεσαι κάτω μόλις σε σπρώχνω ...μέ τό μικρό μου δαχτυλάκι! "Οσο κουτός όμως κΓ άν είναι ό Κρά Νταγιάν, κατα λαβαίνει κάποτε πώς είναι αδύνατο νά φτάση στήν κορ φή πού βρίσκεται ό αντίπαλός του. Καί καταχτυπημένος ό πως είναι, κι* αφρίζοντας από τό κακό του, αρχίζει νά μα-
17 ζεύη από κάτω τεράστιες πέ τρες καί νά τις πετάη ιμέ άφάντοοστη ορμή καί λύσσα προς την κορφή του δέντρου. Όλ Ταμπόρ κ·ί* ή Γιαράμπα περνάνε τώρα τραγικές στι γμές. Μιά μονάχα άπ3 αυτές τις πέτρες νά τούς 'βρή,, νεκροί θά γκρε μοτσακ ι στ συν άπό κεΐ ψηλά πού 'βρίσκονται. Ό Μπουτάτα όμως είναι αί σιόδοξος: — Θέλεις κανένας άπό αύ τούς τούς βράχους πού μάς πετάει καί ξαναπέφτουν κόοτω, νά τον βρή στο κεφάλι καί νά του τό άνοίξη σόον κάστα νο! ’Έ, ρέ γέλια πούχω νά κά νο:! Χά, χά, χά! Καί νά: Ή προφητεία του δέν αργεί νά πραγματοποιη θώ Μιά .άπό τις μεγάλες πέ τρες πού πετάει, χτυπάει πέ φτοντας πάνω στους δυο καρ πούς τών χεριών του, τή στι γμή πού έχει σηκώσει μιά άλ λη πέτρα κι5 ετοιμάζεται νά την πετάξη. Τό χτύπημα είναι τρομερό1. Οι καρποί τών χεριών του σπάζουν κι.3 σι δυο παλάμες του αχρηστεύονται. Οί πόνοι πού νοιώθει φαίνε ται πώς είναι αφάνταστα δυ νατοί'. Τ3 άπάίσια πόνε μ ένα βογγητά του κάνουν ν’ αντι λαλούν τά μακρυνά Γαλάζια βουνά! Ό Τσουλούφης ψηλά πάνω άπό τό δέντρο πανηγυρίζει: —Τό είπα κι3 έγινε! Πάμε τώρα ικάτω νά τον ταράξουμε στις σφαλιάρες! % Καί πριν προφτάσουν νά τόν εμποδίσουν άρχιζει νά «α
Ο ΜΙΚΡΟΣ τεβαίνη γρήγορα:, πατώντας από τό ένα σπασμένο κλαδί στο άλλο. Τέλος φτάνει στα χαμηλά κλαδιά του δέντρου, βλέπει τό κακό πούχει πά9ει ό 'Κρά Νταιγι-άν καί φωνάζει στους συντρόφους του που βρίσκον ται ψηλά στην κορφή: —■ 1 Είναι σπασμένες κι5 οΐ δυο χερούκλες του! Οϋτε σψα λιάρα δέιν μπορεί πια νά δώ~ σ·η!
με τά ίδια τους τά μάτια πώς οι καρποί καί των δυο χεριών του τερατόμορφου μαύρου γί γαντα είναι σπασμένοι. Οι τε ράστιες παλάμες με τά δά χτυλά του κρέμονται άπ5 αύτούς ανίκανες πια νά κάνουν την παραμικρή κίνησι. Ό Κρά ιΝταίγιάν λιυσσώντας από τό κακό του1 κιαί μή ξέροντας πού νά ξεσπάση προχωρεί προς την τεράστια στρουθοκάμηλο, πού βόσκει λίγο πιο πέρα., καί κάνει ν’ Η ΠΟΡΕΙΑ άρπάξη ,μέ τά δόντια του γιά ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ νά σπαράξηι, τά 6υό άναιί'σθήΤΑιΜΙΠΟΡ κι5 ή Γιαράτα καί δεμένα στη ράχι τη·ς ιμπα κατεβαίνουν σβέλ θύματά του1· τοι καί φτάνοντας στα Τό· ατρόμητο Ελληνόπουλο χαμηλά κλαδιά βεβαιώνονται πού γρήγορα καταλαβαίνει
Ο
'Ο Ταμπόρ θρονιασμένος πάνω στον ώμο του τερατόμορφου γίγαν τα Κρά Νταγιάν^ τον χτυπάει μέ αφάνταστη λύσσα στο κεφάλι...
ΤΑΡΖΑΝ
Τ9
'Ο άρχοντας τής Ζούγκλας αρπάζει από κάτω τό Φοβερό ρόπαλο κ’ ετοιμάζεται νά τό ντυπήση μέ δύναμι στο κεφάλι του Τοομπόρ, τις ’ διαθέσεις του αυτές, σπά ζει ένα χοντρό κλαδί καί πη δώντας από ψηλά θρονιάζεται στο σβέρκο του. Κι5 αμέσως αρχίζει νά τον χτυπάη μέ τό ρόπαλο στο κεφάλι*. Ταυτό χρονα φωνάζει στη συντρό φι σσά του: — Γ ιαρσμπα! Πήδησε πά νω στη στρουθοκάμηλο κα< λυ σε τον Ταρζάν καί την Ζολάν! Πρόσεξε μονάχα τό ψί δι πού είναι τυλιγμένο στο λαιμό της. Ό Κρά Νταγιάν όμως νοι ώθοντας πάνω στους ώμους του τον Ταμπόρ καί στο κεφά λι του τά τρομερά χτυπήμα τα του ροπάλου του, στην άρ χή σαστίζει καί μένει γιά λί
γες στιγμές ακίνητος. ΐΓρήγο •ρο: όμως ό κίνδυνος τον συνεφέρει κι* αρχίζει νά τινάζεται καί νά κάνη απεγνωσμένες κι νήσεις νά τον ξεφορτωθή. Τά σπασμένα καί πονεμένα χέρια του κρέμονται κάτω ανίκανα νά τον βοηθήσουν σέ τίποτα. Βλέπει όμως πώς όσο^ κι* σν τινάζεται κι·5 άν πηδάη, ό άνθρωπος έχει κολλήσει σάν στρείδι· στους ώμους του καί δεν θά μπόρεση· ποτέ νά τον γκρεμ'ί'ση. από κεΐ. Πανικό'βλητος λοιπόν κα θώς είναι καί μή βρίσκοντας τί άλλο νά κάνη, τό 6άζει· στά πόδια κι* αρχίζει νά τρέχη σάν τρελλός/ουρλιάζοντας
0 ΜΙΚΡΟΙ
20 τρομακτικά κι5 απαίσια·! Λ Ή γιγα(ν<η 'άία στιρσυθρκά μηλος, μόλις 1 βλέπει· τον 'Κ,ρά Νταιγιάν να φεύγηι, ξεκινάει κι5 αυτή ακολουθώντας τον. Ή Γιαράμπα -κι5 ό Μπουτά τα μόλις προφταίνουν νά πη δήσουν έν κινήσει, στά π λ ευ ρά της και νά συγκροτηθούν πάνω σ’ αυτά χουφτιάζοντας τά 'παχειά και γερά φτερά της. Ό φοβερός Κρά Νταγιάν τρέχει τώιρα ουρλιάζοντας μπροστά, μέ τον Ταΐμπάρ, πά νω στους ώμους του, που τον χτυπάει μέ τό ρόπαλο στο κεφάλι. Και πίσω του άκολου θεΐ τρέχσντας, μέ την ίδια τα χυτητα. ή γιγαντιαία στρου θοκάμηλος μέ τον Ταρζάν καί τήιν Ζολάν αναί σθητους ^ στη ράχι, της καί τη Γ ιαράμπα καί τον Μπουτάτα κρεμασμέ νους από τά φτερά της. Μά ό τερατόμορφος γίγαν τας καί ή- στρουθοκάμηλός του, τρέχουν μέ τόσο μεγάλη ταχύτητα, πού όποιος τολ μούσε νά πηδήση κάτω θά σκοτωνόταν σίγουρα χτύπων τας μέ ορμή πάνω στις πέ τρες καί στους κορμούς των δέντρων. ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΙΔΙ ΡΟΠΑΛΟ τού Ταμπάρ χτυπάει <μέ αφάν ταστη δύναμι καί ορμή στο κεφάλι του γιγαντόσωμου Κρά Νταγιάν. "Ομως, ό άπαί σ'ος Τερατάνθρωπος δέν πα βαίνει τίποτα καί συνεχίζει τό φευγιό του ακράτητος.
Στο μεταξύ πάνω άπό τά βουνά τής ανατολής, τό σκο τάδι έχει αρχίσει νά ξεθωριά ζη. Σέ λίγο θά ξημερώση. Ή Γ ιαράμπα κι’ ό Μπου τάτα σκαρφαλώνουν μέ δυσκολίά πάνω στά φτερά του γιγαντιαίου1 όρνιου που τρέχει καί φθάνοντας ψηλά στη ρά^ χη του, προς τό^ μέρος του λαιμού, σιγουρεύονται έκεΐ γιά νά μή γκρεμρτσακιστούν κάτω. Νά όμως πού μια τρομα κτική περιπέτεια τους περιμέ νει έκεΐ: Ό αδιόρθωτος Τσουλούψης απλώνει τό .χέρι του καί τρα βάει την ουρά τού πράσινου φιδού πού είναι τυλιγμένο στο λαιμό τής στρουθοκαμήλου, φωνάζοντάς της : — Μεγειά, τό κολλιεδάκι στρουθογκαμηλάρα μου! Πο λύ χαριτωμένη είσαι μ’ αυτό ! "Αμα σέ δη κανένας στρουθο γκαμήλαρος θά πάη νά σέ ζη τήση ιάπό τή... μαμά σουίΧί, ι'
Λ !
Χλ Χ'Π
Ή χειρονομία του όμως αύ τή, εΐχε αμέσως ένα τραγικό επακόλουθο: Τό μεγάλο πρά σινο φίδι, ένωχληρένο άτό τό τράβηγμα τής ουράς του, άρ χίΐζει νά ξετυλίγεται άπό τό λαιμό τού πουλιού καί νά τυ λίγεται στο κορμί τής Γ ιαρά μπα πού βρίσκεται πιο κον τά του. Ή μελαψή κοπέλλα .κάνει ά π εγνωσμένες κινήσεις νά έλευθερωθή άπό τις πρώτες κουλούρες του καί νά πηδήση κάτω, άδ αφορώντας άν θά τσακιστή πάνω στις πέτρες
ΤΑΡΖΑΝ και ατούς -κορμούς των δέν τρων. "Ομως 6σο κι3 αν πασχί ζη, τίποτα δέν μπορεί νά καταφέρη. Τό άπέραντο πράσ ι νο ψίδι τυλίγει* τή μια μετά την άλλη τις θανατερές κου λούρες ^του ατό ιμελαψό κορμί της. Εΐναι αδύνατο πιά νά του ξεφύγη. ' Η άμο ι ρη κοπέλλα ^ ,ρί χνε ι μιά ματιά γεμάτη φρίκη κι-3 άπάγνωσι ιστό ανοιχτό στόμα του φαρμακερού φιδιού του σέ μιά στιγμή περνάει μπρο στά από τό πρόσωπό, της. Καί μιά χαρούμενη λάμψι φω τίζει τά μάτια της. Γιστΐ βλέ πει πώς από τό φίδι λεί’πουνε τά δυο (μπροστινά δόντια που κρύβουν τό φαρμάκι του. Σί γουρα ό ιΚρά ιΝταγιάν θά τού τά έχη. 'βγάλει ιγιά νά μή,,καμ μιά^φορά, δαγκώιοτι τή στρου θοκάμηλο καί τον Τδιο. "Ομως τό πράσινο φίδι μπορεί νά μήν έχη, πιά ψαρμά (κι, μα έχει τις τρομακτικές (κουλούρες τού κορμιού 'τού, πού άπό στιγμή σέ στιγμή σφίγγουν πιο θανατερά τή δυ στυχισμένη Γιαράμπα. — Ώραΐα!5 ξεφωνίζει εν θουσιασμένος ό Τσουλούφης. Τό κολλιέ τής στρουθσγκαμη λάρας ιθά γίνη τώρα ζώνη δι κή^σου, κόρά Γ"ιαράμπα! Καί σοΰ πάει μιά χαρά ^τού νά μήν άβάσκαθής!
21
συνεχώς τις κουλούρες του, έτοιμάζεται για τό τελειωτικό σφίξιμο πού θά τής τσάκιση τά κόικικαλσ. Ό Μπουτάτα (βλέπει τήν κίΐ νησί πού κάνει τό φίδι καί τήν παρηγορεΤ — Σπουδαίο φίδι, Γιαρά1μπα!, ιέ; Δέν ξέρω μονάχα μή σού πέφτει λιγάκι... στενός Μή στενοχωριέσαι δμως, μέ τον καιρό θά ξεχειλώση! — Βοήθεια!, ξεφωνίζει σπαρακτικά ή μελαψή κοπέλ λα πού νοιώθει νά φτάνουν οί τελευταίες της στιγμές,. Ό άδιόρθωτος νάνος έξσκολουθεΐ νά τήν παρηγαρή: — Μή σέ νοιάζει, αφέντη Γ ιαράμπα. 37Αν σέ πνίξη,, θά τό ταράξω στις σφαλιάρες! Έγώ δέν αστειεύομαι!... — Βοήθεια πεθαίνω!, ξανοίφωνάζεΐ' μέ γουρλωιμένσ μά τια ή νέα πού νοιώθει πιά νά βγαίνη ή ψυχή της. — Πεθαίνεις;!κάνε, μέ α πορία ό Μπουτάτα. Καί δέν μιλάς τόση· ώρα, νά σέ σώσω. 3Εμένα αυτή είναι ή δουλειά μου! 'Καί σκαρώνει γρήγορα - γρήγορα ένα αυτοσχέδιο στι χάκ ι: «Έγώ τά φίδια σάν τρελλός ιάπό τις τρύπες βγάνω! Σωτήρας έγεννήθηκσ, σωτήρας θά πεθάνω!» Κι3 αμέσως, μέ μιά αφάν ταστα γρήγορη κίνησι άρπά Η ΓΙΑΡΑΜΠΑ ζει ιάπό τή ζώνηι τής άναίσθη ΠΝΙΓΕΤΑΙ! της Ζολάν τό μαχαΐρ, καί μ3 Ο ΤΊΡΑΣΙ-ΝΟ ψίδι έχε, ένα χτύπημα κόβει., πέρα για τυλιχτή τώρα ολόκληρο πήρα, τό κεφάλι τού πράσινου στο κορμί τής άμοιρης φιδιού. κοπέλλας. Καί στενεύοντας Τό απαίσιο ερπετό δμως
Τ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
22
ικαί χωρίς κεφάλι κηνεΐταπ καΐΐ σφίγγεται γύρω ιάπό τή μισό πεθαμένη Για ράμπα. Ό Τσουλούφης παιραξενεύ εται πού τό ιβλέπει νά σαλεύη. σά ζωντανό καί τού λέει: — "Ε, φίδαρε! Δεν πήρες χαμπάρι πώς σ’ έσφαξα:; Ψό* φα, τό λοιπόν, γιατί μέ έκ)8έ τεις ιστή δεσποινίς! Καιί νά: Τό απέραντο κορ μί του φιδιού ύστερα. άπό με ρικούς αυτόματους σπασμούς πού κάνει, χαλαρώνει απότο μα καί μένει ακίνητο, νεκρό. Ό σωτήρας ξαναβάζει τό μαχαίρι στη ζώνη τής άναί<οθητης Ζολάν καί μουρμουρά ζει μέ συμπόνοια για τό σικο τωμέινο φ ίιδ ι: — Τό φουκαριάρικΌ! 5Άρ γησε νά καταλάβη πώς τοοφαξα, καί νόμιζε πώς ήτανε ...ζωντανό!
Ή 'Γιαράμποζ, πού έχει γλυ χώσει αυτή τή φορά άπό' του Χάρου τά δόντια·, μέ τό ένα της χέρι αγκαλιάζει καί συγ κρατιέται άπό τό λαιμό τής στρουθοκαμήλου καί μέ τό άλλο τραβάει μια - μιά τις κ ου λούσε ς καί ελευθερώνεται άπό τό αγκάλιασμα τού νε κρού πια πράσινου φιδιού. Καί τό ακέφαλο κορμί τού ερπετού σωριάζεται κάτω. Νά όμως πού ξαφνικά γί νεται κάτι απίστευτο: Ή στρουθοκάμηλος πού τρέχει, νοιώθοντας πώς τό πράσινο φίδι δέν βρίσκεται πια πάνω της, σταματάει απότομα. Καί γυρίζοντας δεξιά κι5 αριστε ρά τό κεφάλι της αρχίζει νά κράζη δυνατά καί παράξενα. Δέν περνάνε λίγες στιγμές κι5 ένα απαίσιο σφύριγμα άκούγεται νά πλησισζη. Σχε δόν ταυτόχρονα ένα άλλο πρά αίνο φίδι φτάνει κοντά. Καί σκαρφαλώνοντας άπό τά πό δια της τυλίγεται όπως καί τό άλλο, στο λαιμό της. Ό Μπουτάτα γελάει: — Πολύ κοκέττσ είσαι κυ ρ ά μου! Σ τ ι ν, μ ή δέν κάνε ι ς χιωρ'ίς κολλιεδάκι ατό λαιμό! ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΜΕ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ Ο ΤΕΡΑΣΤΙΟ πουλί, ικανοποιημένο τώραί, πού νοιώθει στο λαιμό του τό σφίξιμο τού φιδιού, ξε κινάει αμέσως καί τρέχει άκό μια πιο γρήγορα γιά νά κερ δίση την άπόοτασι. πού έχα^σε άπό τον Κρά Ντσγιάν. Ή Γιιαιράμπα! ρά/'χνε.ι μιιά ματιά
Τ
Ο Ταμπόρ κ’ ή Γκχοάμπα σκαρ φαλώνουν στα κλαδιά του δένΓρου γιά νά σωθούν άπό τό Δαί μονα τής συμφοράς.
ΤΑΡΖΑΝ στο στόμα; τού καινούργιου ψι διού κιαιι φωνάζει ανήσυχη, στο χωρατατζή νάνο: — Πρόσεξε Μπουτάτα μην πειράξης κι·5 αυτό τό φίδι, γι ατί, τά φαρμακερά του δόντια δεν είναι 'βγαλμένα. — Τότε νά τού τά βγάλω,, ά) το'κρίνεται πρόθυμα ό Τσου λούφης. Και τη ,ρωτάει; — Μήπως ιβρίσκεται πά νω ? σου 'καιμμιά ..τανάλια; Αντί νά τού «παντήση ή χειροδύναμη ικοπέλλα, τού δί!νει ένα τόσο δυνατό χτύπημα στο σβιέίρκο, πού κάνει σαν τηυ ροβολισμός! Ό νάνος ευχαριστιέται: —"Άαα! Καιρό είχα νά φάω τέτοια στράκα! Γειά ατά χέρια σου, κυρά μου! Όμως τ’ αστεία δεν έχουν καίμμιά θέσι στις τραγικές αυτές στιγμές που περνάνε πάνω στη ράχη τού τεράστι ου πεζοπόρου πουλιού. Καί νά: Τό δεύτερο πράσι νο ψίδι πού τυλίχτηκε στο λαι μό τής στρουθοκαμήλουνάρ'χί ζει νά δ ε ίχνη. άσχημες δια θέσεις. Μέ μκά γρήγορη κίνη σι ξετυλίγει μιά^δυό κουλού ρες άπό τό Λαιμό τού πουλιού καί τίρ τυλίγει στο λαιμό τού Μπουτάτα. Ό Τσουλούφης νοιώθει νά πνίγεται καί γουρλώνει άκό μα περισσότερο τά γουρλωμέ να μάτια του καί ξεφωνίζει τρομοκρατημένος: — Βοήθεια! Μέ στενεύει τό κολλάρο!... Τό κεφάλι τού πράσινου φι διού κάνει τώρα νά δαινκώση στο μάγουλο τό νάνο γ ιά νά
23
Τά κλαδιά του δέντρου σπάζουν κι’ ό Κοά Νταγάν γκρεμοτσακίζεται άπό ψηλά κάτω στο σκλη ρό έδαφος. χύση ατό αΤμσ του τό θανατε ρό φαρμάκι των δοντιών του. "Επεμβαίνει όμως ή Γιαρά μπα. Μέ μιά γρήγορη κίνησι αρπάζει τή Λαιβή καί τραβάει από τή ζώνη τού αναίσθητου Ταρζάν τό μαχαίρι του. Καί μέ σβελτάδα1 καί ακρίβεια δί νει δυο ελαφρά κτυπήματα, μέ την αστραφτερή λάμα του, (μέσα στις κόγχες των ματιών τού πράσινου φιδιού. Καί τό απαίσιο έρπετό^τυ φλώνεται. ’Άν τό χτυπούσε πια δυνατά θά μπορούσε νά τό σκοτώση. Μά δεν ήθελε. Ή στρουθοκάμηλος μόλις ένοιω θε νά ξεφεύγη νεκρό τό φίδι α πό πάνω της, θά σταματού σε πάλι γιά νά καλέση άλλο·. Τό τυφλωρένο πιά ερπετό ξεετυλίγεται από τό λαιμό
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24 του Μπουτάτα καί στριφογυ ρίζει το κεφάλι ταυ, σφύριζαν τας απαίσια! Κάνει μερικές προσπάθειες ατά στραβά νά δαγκώση τό θύμα του μά δεν τά καταφέρνη. Στο Φως της ■αυγής ό Μττουτάτα βλέπει τις κνήσεις του κεφαλιού του κι’ άπαφεύγει τά θανατερά του χτυπήματα. Τέλος, τό τυφλωμένο φ:ίδι ξανοτυλιγεται ατό λαιμό τής στρουθοκαμήλου και μένει α κίνητο, ισιγανοσφυιρίζαντα! ς πόνε μένα. ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ Σ ΑΦΗΣΟΥΜΕ όμως τώρα τό τεράστιο που λί κι5 άς πεταχτούμε λί γο πιο ;μ|προστά, έκεΐ που τρέχει αλαφιασμένος καί ουρ λιάζοντας ό τερατόμορφος μαύρος γίγαντας Κρά Νταγιάν. Τό ατρόμητο 1 Ελληνόπουλο έχει σταματήσει πιά νά χτυπάηι με τό ρόπαλό του1 τό κε φάλι του τρομερού Δράκου. "Έχει καταλάβει πώς άδικα κουράζεται. Τό καύκαλο του «Δαίμονα τής Συμφοράς» εί ναι πιο σκληρό καί γερό άπό τ' άτσάλΐι. "Έτσι βασανίζει τό μυαλό του νά βρή άλλο τρόπο νά δαμάση τό ανθρωπόμορφο αυ τό τέρας. Καί νά: Παραμονεύει τη στιγμή πού ό δράκος ανοίγει τό στόμα του γιά νά ιβγάλη τό απαίσιο ουρλιαχτό του καί χώνει τό ρόπαλο, όσο μπορεί
τπό ’βαθειά ιμέσα σ αυτό. 5
—0ά φτάση στο λαρύγγι του, συλλογιέταΐι, καί <μή ρπο ρώντας νά πάρη πιά ανάσα, θά (σωριαστή κάτω πνιγμέ νος... . Κάνει όμως τό λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, δπως λέει ή παροιμία. Γιατί ό Κρά Ντα γιον μόλις νοιώθει τό χοντρό ρόπαλο μέσα στο ιστόμα, κλεί νει τά τεράστια σαγόνια του καί χράπ, τό κόβει σαν άγγοΰ ρι στά δυό. 'Ύστερα φτύνει τό κομμάτι πού έμεινε μέσα στο στόμα του καί φωνάζει στον Ταμπόρ άφρίζοντας άπό τό κακό του: — ΕΤναΓ σπασμένα τά χέ ρια μου, άλλοι ως θά σε έλυωνα ,μέσα στη μιά ιμου χού φτα!... . "Έννοια σου όμως καί δεν θά γλυτώσης άπό τά δόντια μου... . Γρήγορα^ θά φτάσω στη μεγάλη Γαλάζια Λίμνη καί θά βουτήξω στά νε ιρ-ά της νά σε πνίξω. Έγώ έ χω φαρδειά στήθη πού χωρά νε πολύ αέρα. "Αντέχω τρεις ολόκληρες ώρες βουτηγμένος 'βαθειά στά νερά, χωρίς νά πάρω ανάσα... Ό Ταμπόρ, ούτε φοβάται, ούτε δίνει σημασίά στά λόγια του. Ό νους του είναι απα σχολημένος νά βρή τρόπο νά δαμάση τόν τρομακτικό αυτό γίγαντα. _ Καί νά: -αφνικά πάλι σφίγ γει τό κουτσουρεμένο ρόπαλο πού του άπό μείνε στο χέρι του κι" αρχίζει νά τον χτυπάη μέ δύναμι πάνω στη μύτη του. Μέ τά πρώτα χτυπήματα τά ρουθούνια του γίγαντα
ΤΑΡΖΑΝ μετατρέπονται σέ βρύσες πού τρέχουν αχνιστό αίμα! Ό ίΚ.ρά ιΝταγιάν εΐχε χάσει αρκετό αίμα άπό τά σχισίμα τα τού τεράστιου κορμιού του καθώς γκρε μοτσακ ιζόταν από τά κλαδιά του θεόρατου δέντρου πού σπάζαν στο βάρος του. Και τώρα πού ξεφεύγει περισσότερο άπό τ’ ανοιγμέ να ρουθούνια του άρ-χίζει σι■>ά-σιγά νά χάνη τις υπεράν θρωπες δυνάμεις του. Εξα κολουθεί νά τρέχη, βέβαια, μά ή ταχύτητά του συνεχώς λι γοστεύει. Ό Τα μ παρ στο φως της αυ γης, πιά παρακολουθεί τη μυ τη τοΰ φοβερού γίγαντα πού προσπαθεί νά δαμάση. Κι5 ό ταν βλέπη πώς τό αίμα πού τρέχει αρχίζει νά λιγοστεύη ξαναχτυπάει με τό ρόπαλο τή μύτη του. Καί καινούργια κόκ κινα ποτάμια ξεχύνονται. — Θ’ άδειάσω άπό τις φλέ βες σου όλο τό αΐμ'α, του φω νάζει τό ατρόμητο Ελληνό πουλο. Καί γρήγορα θά σω ριαστής κάτω μ ή μπορώντας πιά,όχι μόνο νά τρέξης μά ού τε καί νά σταθής όρθιος! Τό τε θά δέσω τά πόδια σου γε ιρά μέ χορτόσκοινα καί χιλιά δες πεινασμένα όρνια θά χορ τάσουν πάνω στο βρωμερό κουφάρι σου. Ο ΚΡΑ ΝΤΑΓΙΑΝ ΑΜΥΝΕΤΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟΣ Αρόκος δεν μπορεί νά κίνηση πιά τά δάχτυλα των σπασμένων του χεριών γιά νά σφίξη τά ρουθούνια του καί
η να σταματήση τό αίμα. Κάνει όμως κάτι άλλο, τό ίδιο σχε δόν άποτελεσ ματ ικό: Σ η κώ νε ι τό μπράτσο του δεξιού του χεριού καί ,σταματάει τό αΐμα πιέζοντας μέ αυτό τά ρουθούνια του. Ό Ταμπόρ χτυπάε- με λύσ σα τώρα τό ρό!παλό του πάνω στο ι μπράτσο τού μαύρου γί γαντα γιά νά τό τραιβήξη α πό έκεΐ καί ,νά ξανανθίζουν αί κόκκινες βρύσες των ρουθουνιών του. Τίποτα όμως δεν κα τσιφερνει πάλι. Ό :Κρά Νταγιάν ικρατάει τό μπράτσο του τή ιμύτη καί καμμιά άνθώπινη δύναμι δεν θά μπορούσε νά τό μετακίνηση άπό έκεΐ. Τό Ελληνόπουλο αρχίζει ν’ απογοητεύεται. Ούτε κι’ αυ τή τή φορά μπορούσε, μέ τό τέχνασμά του, νά δαμάση τον τρομερό μαύρο δράκο! Γιά νά σωθή λοιπόν καί νά σώση τους συντρόφους του καί προπαντός τον Ταρζάν καί τή Ζολάν πού βρίσκονται δεμένοι κι’ αναίσθητοι πάνω στη στρουθοκάμηλο, δεν τού μένει παρά νά κάνη κάτι τρο μερό: Νά τυφλώση τον τέρα τόμορφο γίγαντα. ’Έτσι, ιάπό τή θέσι πού βρίσκεται — καθισμένος στον ώμο του καί μέ τ’ αριστερό χέρι πιασμένος άπό τά μαλ λιά του — αρχίζει νά χτυπάη μέ τό ρόπαλο τά τερά στια γου,ρλωμένα μάτια του. Ό δράκος όμως άμύνεται. Καί τραβώντας αμέσως τό δε ξί μπράτσο άπό τά ρουθού νια, τό φέρνει καί σκεπάζει
Ο ΜΙΚΡΟΣ σ’ 6λη την έκτασί τοι/ς τα δυο μάτια του. 5Αφήνει μονάχα έ να >μ ιικιρο άνοιγμά ιάττό το κά τω μέρος, ϊσαί-ϊσα, για νά βλε πη καθώς τρέχει καί νά μή χτυπήση καί τσακιστή ττάνω στο χοντρό κορμό κανενός δέν ΐρου. Μπορεί όμως ό Κρά Μτοργ:άν νά ξεριη ν’ αμύνεται, μά κι5 ό Ταμιπόιρ ξέρει νά κάνη, όπως, πρέπει, την επίθεσή· του. "Έτσι, μόλις ό γίγαντας τραβάει το μπράτσο από τά ρουθούνια του για νά πιροστα τέψη τά ,μάτια, ξαναχτυπάει το ρόπαλό του πάνω στη μύ τη του, Καί τό αχνιστό αίμα ξαναρχίζει νά τρέχη. σάν μι κρός κοκκ ινος κ ατ αρράκτη ς. Ό 'Κρά -Νταγιάν τραβάει αμέσως τό μπράτσο κι* αφή νοντας ακάλυπτα τά μάτια,
Ο ύπεογίγοοντας πετάει ψηλά εράστιες πέτρες πού ξαναπέ φτουν γύρω του.
ιΟ Ταμπόρ χτυπάει μέ τό ρόπα λό του τή μύτη του τερατόμορ φου γίγαντα. Κ’ ένας καταρρά κτης αίματος ξεχύνεται απ’ τά ρουθούνια του. ξαναφράζει τά ρουθούνια. Τό άτρόιμητο Ελληνόπου λο, χωρίς νά χάση στιγμή,, ξα ναχτυπάει μέ τό ρόπαλο τά ■μάτια του. Τό ανθρωπόμορφο τέρας, μπροστά στον τρομερό κίνδυ νο νά τυφλωθή, παρατάει· ξα νά τά ρουθούνια ικαί σκεπάζει μέ τό μπράτσο τά μάτια του. Ό Ταμπόρ χτυπάει πάλι τή ιμύτη ταυ καί ή ιστορία αύ τή συνεχίζεται αρκετά. Μέχρι πού ό κουτός Κρά Νταγιάν, σκέπτεται νά σηκώση, έπΐ τέ λους καί τ’ αριστερό του χέ ρι. Καί μέ τό ένα ιμπράτσσ νά πρσστατευσηι τά ρουθού νια καί μέ τό άλλο τά μάτια του.
ΤΑΡΖΑΝ
27
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΑΛΑΖΙΑ ΛΙΜΝΗ ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ εχεί' χάίσει ιάοικετό αίμα κιαΐ σί γουρα οί δυνάμεις του θά έχουν έξαντληθή,. Μά ^ καί τά ιμάτια του έχουν θαμπώσει άπό τά φοβερά χτυπήματα του Ταιμπάρ. Νά δμως που έχει φτάσει τώρα πολύ ικοντά στη μεγά λη Γαλάζια Λίμνη. ΚΓ αυτό του δίνει -κουράγιο να συνεχί ση την τράγική πορεία του. Ό Κιρά ιΝταγιάν καταλα βαίνει πια πώς ρόνο σαν βου τήξη ικαιί βυθιστή στα βαθειά νερά τής λίμνης θά μιπαρέση, νά ξεψορτωθή από πάνω του τον τρομερό αυτόν άνθρωπο. ζΑλιλοιώς. άιριγά η 'γοήγο-ρα θά βρή τό θάνατο άπό τά χέ ρ κα του! Καί νά: Φτάνει τώιρα στην
Ό γίγαντας βουτάει ατά νερά τής λίμνης γιά νά ξεφορτωθή άπρ πάνω του τον Ταμπόρ.
Δυο τεράστιοι κροκόδειλοι χύ νονται ττάνω στο Γρά Νταγιάν καί καταβροχθίζουν γρήγορα τά χέρια του.
οχίθη τής λίμνης ικια,ί σ’ένα ση· μεΐο που βρίσκονται τά δυο ξύλινα καλυβάκια που είχαν στήσει μέσα στά νερά ό Τα μπόιρ ικΓ ή ιΓ ιορελίλ. Ό τρομερός μαύρος δρά κος κατεβάίζει τά ,μπράτσα των σπασμένων χεριών του άπό τά μάτια καί τά ρουθου νια ικαί βουτάει σάν τρελλός στη λίμνη εξακολουθώντας νά τριέχη μέσα στά ρηχά νερά γιά νά φτάση εκεί πού γίνον ται βαθειά καί άπατα! Σαστισμένος δμιως καθώς είναι ικα,ί με θαμπωμένα τά μάτια, δεν καλοβλέπει μπροοπ ά του. Καί χτυπώντας μέ αφάνταστη ορμή /πάνω στά δυο καλυβάκια, τά ξεθεμελιώ νε^ι καί τά γκρεμοτσαικίζει πάνω στά ήσυχα νερά. Ή όμορφη Γιορελίλ που
28 κοιμόταν ξέννοιαστη στο άρι στερό καλυβάκι, βρίσκεται ξαφνικά χωρίς νά το καταλάβη πώς, στά νερά, Ό Κρά Νταγιάν δμως έχε^ι πάρει φόρα και γρήγοοα φτά νε· σ’ ένα από τά βαθειά σηι μεΐα της λίμνης. Έκεΐ κάνει; νά βουτήξη, μά δεν προφταί νει. Τρεΐς γιγαντόσωμοι κρο κόβε ιλο ι τον περ ιικυκλώνουν μέ ανοιχτά τά τρομακτικά σα γόνια τους. Ό Ταμπόρ πηδάει από τή ράχη του κι’ άπομακρόνετσι κολυμπώντας. Κανένας δμως κροκόδειλος δεν τον προσέχει; γιά νά τον άκολουθήση. Κι* οί τρεις είναι άπασχολημένοι με τό μαύρο γίγαντα που τό τεράστιο κορμ-ί του, θά σταθη ικανό νά χορτάση τά άχόρτα γα στομάχια τους. "Ετσι, τό άτρόμητο * Ελλη νόπουλο σταματάει λίγο πιο πείρα και γυρίζει περίεργο νά παρακολούθηση τι θά συΐμ δη. Τό θέαμια που έπακολουθεΐ είναι ίάφάνταστα τραγικό:. Ό τρομερός :Κρά Νταγιάν, μη μπορώντας με τά σπασμένα χεριία ν’ άντιμετωπίση τά βη* ρ'ία που ζητάνε νά τον σπαρά ξουν, χρησιμοποιεί τά πόδια του. Τά χώνει μέσα στο στό μα του πρώτου κροκόδειλου που χύνεται έπάνω του. *Ύστε ιρα, μέ την υπεράνθρωπη. μυϊ κή δυναμί του, τ’ άνοίγει. Καί ξεθεμελιώνει τις μιασσέλες του τεραστίου έοπετου που γίνεται έτσι, άνίκσνο πια νά τον βλάψη,
Ο ΜΙΚΡΟΣ Στό μεταξύ όμως οι ^5υό άλλοι κροκόδειλοι δεν κάθον τσι άπραγοι. 'Αρπάζουν στά σαγόνια τους καί κόβουν κα ταβροχθίζοντας τά δυο του χέρια, άπό τούς ώμους καί κάτω. Ό τερατόμορφος γίγαντας άκρωτηριασμένος, φρικτά τώ ρα σφαδάζει ουρλιάζοντας ά παίσια καί κλωτσώντας μέ τό πόδια του τά θηρία πού ζητάνε νά συνεχίσουν τό τρα γικό τσιμπούσι τους. Καί νά: Γρήγορα κοπαφέρ νουν ν’ αρπάξουν στις άπέραντες μσσσέλες τους καί νά κσταβροχθ ίσουν καί τά δυο του πόδια! ’ Τώρα, μονάχα τό κεφάλι του κι’ ό κορμός έχουν άπο ρε ίνει άπό τον ·Κ·ρά Νταγιάν τον άπαίσιο δαίμονα της συμ φοράς. Κι’ δμως ό τεράστιος όγ κος του τού έπιτρέπει νά Ιπιπλέη στά νερά. Σέ 'υιά στιγ'μή μάλιστα, καταφέρνει άοπάξη ιστά σαγόνια του την άκρη τής ουράς ένός κρο κοδειλου καί νά τον κρατάη αιχμάλωτο, παρ’ όλα τά φο βεοά τινάγματα πού κάνει ένι ά νά τού ξεφύγη. Μά τό τέλος τού Φοβερού γίγαντα ήταν άναπόφευκτο πιά. Ό άλλος κροκόδειλος βρίσκει την ευκαιρία κι’ άρ^ πάζει στ’ άπέραντα σαγόνια του τό κεφάλι τού 'Κρά Νταγιάν... — ΑΙωνίσ του ή -υιντ^ μη!, θάλεγε ό Μπουτάτα άν βρι σκόταν έκεΐ αυτή τή στιγμή!
ΤΑΡ2ΑΝ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ
Α Ο ΤΣΟΥΛΟΥΦΗΣ βρίσκεται έξω στην όχθη, της λίμνης. "Ας πεταχτοί)με λοιπόν κι* έμεΐς για λίγο εκεί κ·αί ξαναγυρί ζουμε γρήγορα πάλι κοντά στον Ταμττορ πού αφήσαμε μό νο στα νερά τής Λίμνης. Ή γκγαντι αία στρουθοκά μηλος, όπως ξέρουμε, έτρεχε πίσω .από τον Κρά Νταγιάν παρακολουθώντας τη δραμα τική πορεία του. Μόλις όμως ό τερατόμορφος γίγαντας έ φτασε στη λίμνη καί βουτηξε στά νερά της, τό τεράστιο πουλί, σταμάτησε στην όχθη σά νά τον περίμενε νά ξαναγυρίιση. Ή Γιαράμπα πού βρισκό ταν στη ράχη του κάνει τώ ρα νά πηίδήση κάτω, ιμά ό Μπουτάτα τη συγκροτεί: — Τρελλάθηκες, τής λέει·. "Αν πηδήσουμε καί ή στροοθογκαμηλάρα τό βάλη στά πόδια, πως θά τη φτάσουμε; Ένώ άν μείνουμε έβώ, οπού καί νά πάη, μαζί της θάμαστε -εχνάς πώς πάνω στη ράχη·, της βρίσκονται αναίσθητοι καί δεμένοι ό Ταρζάν κΓ ή Ζολάν; ^ — Δίκηο, έχεις, μουρμου ρίζει ή (μελαψή κοπέλλα. Ού τε καί νά τούς λύσουμε μπο ρούμε. Γιατί από τόσο ψηλά πού βρίσκονται εδώ, άν πέ σουν κάτω, σίγουρα θά σκο τωθούν. Μόνο άν έρθη ό Ταμπόρι νά βοηθήση, θά μπορέ σουμε νά τούς κατεβάσουμε. Ευτυχώς πού ή στρουθοκάμη
2% λος είναι ήμερο ττολί!... — Δεν είναι καθόλου ήμε ρη, τής αποκρίνεται* ό Τσουλούφης. Κάθεται όμως φρόνι μα γιατί φοβάτιαι μή την τα ράξω στις... σφαλιάρες! "Α με ! Κι" οί δυο σύντροφοι μέ νουν στη ράχη τού μεγάλου πουλιού περί μένοντας τό γυρι σμό τού Ταμπρόρ. Ή Γ ιαράμπα μουρμουρίζει συλλογισμένη: — Κι5 άν ό Τα μπαρ αργή ση νά γυρίση; Έμεΐς μέχρι πότε θά καθήσουμε εδώ πά νω; Ό Τσουλουφης τής άποκρί νεται σοβαρά: -—- Μέχρι νά μάς πιάση τό ...ένοικιοστάσιο! ίΚαί τώρα άς ξαναγυρίσου με κοντά στό ατρόμητο 1 Ελ ληνόπουλο που τό είναμε α φήσει στά βαθειά νερά τής λίμνης. Ό θριαμβευτής λοιπόν Τα •μπαρ μόλις βλέπει τό τραγι κό τέλος τού τρομερού Κρά Νταγιάν, γυρίζει καί προχω ρεί κολυμπώντας νά βγή στην άντικρυνη όχθη*. "Εκεί πού βρί σκεται ή στρουθοκάμηλος. Ξαφνικά, τότε, νοιώθει κά ποιος νά τον γαντζώνη άπό τό πόδι καί νά τον τραβάη προς τά κάτω.ΊΊροσπαθεΐ νά κρατηθή στην έπιφάνεια μά δεν μπορεί. Ή λα βή στό πόδι ταυ είναι πολύ γερή καί κείνος πού τον έχει πιάσει εξακολουθεί νά τον τραβάη μέ πείσμα.
30 Αναγκάζεται νά ττάρη μια βουτιά για νά δή τί' συμβαί νει*. Και τότε, τά μάτια του γουρλώνουν από τή φρίκη, ■μ5 ολο πού ό Ταμπόρ δεν έ νοιωσε ποτέ του φύιβο και δεν έχασε ττοτέ του την ψυχραι μία του. "Ενα τεράστιο πλοκάμι τον έχει αρπάξει. Μόνο τό πλακά μ ι άντ ι κράζε ι. Φαινετα ι πώς τό τέρας στο όποιο α νήκει αυτό τό πλοκάμι—«κά ποιο τρομερό χταπόδι του βυ θου—βρίσκεται κρυμμένο στά βράχια. 'Ο Τΐαμίτροιρ κουλούριάζει τό κορμί του και άρπαζε^ με τά δυο χέρια τό πλοκάμι-, προσπαθώντας νά αποφυγή τό θανατερό του αγκάλιασμα. Μάταιος κόπος. Ή λαβή είναι ατσάλινη. Νοιώθει τά πνευ-
— Έσύ Γιορελίλ, ξέρεις κα λύτερα από μένα, τής λέει ό Ταμπόρ. Τόσα χρόνια έχεις ζήσει μονάχη σου σ’ αύτή τή λίμνη...
Ο ΜΙΚΡΟΣ μονιά του έτοιμα νά σπάσουν από την ιέλλιειψι οξυγόνου. Με υπεράνθρωπες πρασπάθεΐιςε χτυπάει τά χόρια ταυ ■και τό ελεύθερο πόδι του και καταφέρνει νά βγή στην επι φάνεια και νά άνα|ιτνεύση ά πληστα τον αέρα. Γρήγορα όμως άναγκάζε^ται νά χαθή κάτω από την ε πιφάνεια τού νερού. Τό πλο κάμι πού φοβήθηκε μήπως τού ξεφύγη· ή λεία του, τον τράβηξε με μεγαλύτερο πεί σμα. ’Άν είχε μαχαίρι μαζί του ό Ταμπόρ «μπορούσε κάτι νά κάνη. Τώρα, σαν μοναδικό ό πλο έχει μόνο τά χόρια του. Μά τά χέρια του είναι άχρη στα νά ελευθερώσουν τό πό δι του από την τρομακτική λοιβή. Παίρνει μιά δεύτερη βου τιά, αγκαλιάζει τό συχαμερο πλοκάμι καί δοκιμάζει νά τό δαγκώση. Μά τά δόντια του άκαυμπούν σε κάτι σκληρό, σκληρότερο καί από τό πε τσί ακόμη. Είχε ελπίσει πώς με τά δόντια του κάτι θά κατάφερνε μά καί αυτή ή ελπίδα πήγε χαμένη. Γιά μιά δεύτερη φορά κα τορθώνει νά βγή οπήν επιφά νεια. Γεμίζει πάλι τά πνευ μόνια του μέ αέρα καί στο νου του καταστρώνεται- ένα σχέδιο μέ τή γρηγοράδα τής αστραπής. Αφήνει χαλαρά τό σώμα του καί τό πλοκά μι τον τραβάει με ταχύτητα τώρα πρός τό (βυθό. Μιά με γάλη τρύπα σ3 ένα βράχο δε-
ΤΑΡΖΑΝ χεται το ' Ελληνόπουλο.^ Κι5 έκεΐ, άντικιρύζει κάτι πού κά νει τις τρίχες του κεφαλιού του νά σηκωθούν άΐτπό τη Φρί κη . ΈΤναι ένα παράξενο ^κεφά λι φιδιού, τόσο τρομερού και απαίσιου πού ούτε νά το φανταστή μπορούσε ποτέ του. "^ώρα (καταλαβαίνει πώς ε κείνο πού τον έσυρε ώς εδώ δεν ήταν πλοκάμι κανενος χταποδιού αλλά ή άκρη, τής ουράς αυτού τού τέρατος. Το ατρόμητο Έλληνόπου λο, παρ5 όλη τή φρίκη πού αισθάνεται, δεν τά χάνει·. Κα ταλαβαίνει πώς πρέπει νά δράση αμέσως ά βέλη νά βγή ζωντανός στην επιφάνεια. Τεντώνει τούς δυο δείχτες των χεριών του και μέ γρ^γο ρες κινήσεις τούς βύθιζες στά γουιρλω μένα μάτια τού φιδιού πριν εκείνο βρή τον καιρό νά τον κατασπαράξη. Την ίδια στιγμή ή ατσάλι ,νη· λαβή πού τού κρατούσε το πόδι λύθηκε. Χωρίς να χάση ούτε δευτερόλεπτο ο Ταμπόρ, στρίβει απότομα το κορμί του, βγαίνει από την τρύπα καί χτυπάει γρήγορα χέρια καί πόδια για νά βγή στην επιφάνεια. 5Εκεΐ, αναπνέει βαθειά, ξε κουράζεται για λίγο καί αρ χίζει νά κολυμπάη . ΔΥΟ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΕΝ προφταίνει όμως νά κάνη μερικές άττλω τές όταν παρουσίαζε τακ .μπροστά του ή όμορφη
Γ ιορελίλ!
31
ιΟ κροκός καί τό ασπράδι του τεράστιου αυγού πού σπάζει πά νω στον Μπουτάτα, έχει σχημα τίσει μια σωστή λίμνη. 4Ο νάννος αγωνίζεται νά ξεφύγη κολυ μπώντας. — Ταμπόρ! τού λέει καί τον αγκαλιάζει μέ δάκρυα χαράς στά μάτια, παρακο λούθησα τήν πάλη σου μέ τό τέρας καί φοβήθηκα πώς δεν θά σέ ξαναδώ Ιποτέ μου. — «Πώς λέγεται αυτό τό τέρας; τή ρωτάει τό Ελλη νόπουλο. — Ούτε κι5 εγώ ξέρω. Δέν υπάρχει άλλο στή λίμνη κι5 ούτε (βγαίνει από τήν τρύπα του. Απλώνει μονάχα τήν ουρά του πού .μοιάζει· μέ πλο κάμι χταποδιού καί τραβάει στή· φωλιά τά Θύματά του. Πώς κατάφερες όμως νά γλυ τώαης; Ό ΤαΙμπόρ τής διηγείται μέ ποιόν τρόπο κατάφερε νά άντιμετωπίίση τό τέρας καί ή ιΓιορελίλ τον κυττάζει μέ
0 ΜΙΚΡΟΣ
η θααμοοσμό. ααφνικά τό (βλέμμα της σκοτεινιάζει. — Ταμπόρ, του λέει, μάς συνέβη κάτι τρομερό. Ό ήρωας τής ζούγκλας την ικυττάζει περίεργος. — Τί θέλεις νά ττής; τη ρωτάει. — Ό μαύρος γίγαντας γκρέμισε τά (καλύβια μας, Ταμπόρ, τού λέει. Πού θά μείνουμε τώρα; Τό μελαχροινό παλληκάρι ντιρέττεται νά ττγς ττή την άλή θεία: — Έσύ Γιορελίλ, ξέρεις καλύτερα ,άττό μένα. Τόσα χρόνια έχεις ζήσει (μονάχη σου σ’ αυτήν έδώ τή Λίμνη. Καί πάλι θά τά καταφέρης... Ή όμορφη κοπέλλα τον κυττάζει στά μάτια: —Έσύ θά φύγης, Τοομπόρ; — Πρέπει νά ξαναγυρίσω στη σπηλιά μου... Θά σού έξηγήισω καμμιά άλλη φορά. Ή :Γιορελίλ ρίχνει μιά έξε ταστική ματιά στην όμορφη μελαψή ·Γ ιαράμπα πού βρίσκε ται στήν όχθη, πάνω στή ρά χη τού τεράστιου πουλιού. Καί τού αποκρίνεται: ^— Δεν χρειάζεται νά μού έξΠΎήστκ, Ταμπάρ! Μού τά εξήγησαν όλα τά μάτια μου! Αντίο για πάντα! /Καί ξεσπώντας σε λυγμούς βουτάει ικαί χάνεται στό βυ θό τής λίΐμνης! "Αραγε θά ξαναβγή στ^ν έπιφάνεια; "Η θά πιαστή α πό καμμιά πέτρα κάτω, περί μένοντας τό Χάρο πού θάρφη νά τή λύτρωση οστό την ά-
χάρη ικαί βασανισμένη της ζωή; Ό Ταμπόρ μένει για λίγο ακίνητος καί θυό δάκρυα πού πέφτουν από τά μάτια του άνακ σιτεύονται μέ τά νερά τής μεγάλης Γαλάζιας Λίμνης. ΑΥΓΟ... ΟΥΡΑΝΟΚΑΤΕΒΑΤΟΙ Ε ΛΙΓΟ τό ' Ελληνότου λο βγαίνει κολυμπών τας στήν όχθη. Ή Γΐαράμπα πηδάει από τή^ράχη τοΰ τεράστιου πουλιού καί ρωτάει τό σύντροφό της: —Πες μου, Ταμπόρ· Ποια είναι αυτή ή όμορφη ξανθέιά κοπέλλα πού μιλούσες μέσα στή λίμνη; Τό μελαχροινό παλληκάρι κομπιάζει νά τής άποκριθή. Τον βγάζει όμως άπο τή δύ σκολη θέσι ό Τσουλούφης που τής φωνάζει πάνω άπο τή ρά χη τής στρουθοκαμήλου: —Μιά ψευτογοργόνα ήταν! Κ άναμε παρέα τις μέρες πού είμαστε τσακωμένοι μέ σένα. Καί πηδώντας από τό ύψος πού βρίσκεται, σκάει κάτω η κεφάλα του σαν καρπούζι! Ό Ταμπόρ κΓ ή -Γιαράμπσ σκαρφαλώνουν τώρα από τά πόδια τής τεράστιας στρου θοκαμήλου πού μοιάζουν σαν κορμοί δέντρων. Ή .μελαψή κοπέλλα σταματάει σε χαμη λό ύψος κι* ό νέος φτάνει ώς έπάνω, στή οάχη τού πουλιού. Λύνει γρήγορα, πρώτα την άναίσθητη Ζολάν, κΓ υστερία τον άρχοντα τής Ζούγκλας. Καί .μέ προσοχή τούς αφήνει νά γλυστρήσουν προς τά κά
Σ
ΤΑΡΖΑΝ
33
τω, ιμέχρι νά φτάσουν στα χέ <ρια τής Γ ιαράμπα. Ό Μττουτάτα πού βρίσκε ται μέ σηκωμένο τό κεφάλι κάτω άπό την ουρά τής στρου Θοκαμήλου, παρακολουθεί τό δύσκολο κατέβασμα των δυο αναίσθητων συντρόφων. ααφνικά, ένα τεράστιο ά σπρο αυγό — δέκα φορές πιο μεγάλο και πιο βαρύ άπ3 αυ τόν — πέφτει από ψηλά καί σπάζει πάνω στο ξεροκέφαλο του. Ό κρόκος καί τ’ Ασπρά δι του πού χύνονται κάτω, σχηματίζουν μια σωστή λί^
μνη πού μέσα σ’ αυτή κολυ μπάει άπεγνωσμένα ό νάνος για νά σω'θή, ξεφωνίζοντας: —■ Αμάν τί έπαθ)α ό φου καράς! Αυγό ήταν αυτό ή... αερόστατο! Ή Γ ιαράμπα τσαλαβαυτάει στ3 ασπράδια καί ατούς κροκούς γιά νά τον τραβήξη -έξω πριν πνιγή. Ό Τσουλούφη-ς όμως τήν εμποδίζει: — "Ασε με, τής κάνει άπο γοητευμένος ν Έτσι πού πσσα λείφτηκα στίψε μου καί καμ> μιά πεντακοσαριά λεμόνια νά γίνω ...αβγολέμονο!
ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Β. ΡΟΥΤΣΟΙ ΒΑποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΤΑΡΖΑΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑΙΑΜ Ώ£ΡΙΟΔΙΚΟ ΕΟΥΓΚΑΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—’Έτος Ιον—Τόμος 3ος—Άρ. 23—Δρ. 2 9
III ■ «ΙΗ ■ I ΜΙ
■ ■■
Δημοσιογραφικός Δ)’ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41. Οί κονομ ικ·ός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. 'Προϊστάμενος τσττογρ.: Α. Χατζηβσσι λείου,., Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ1: Γ. Γεωργ ιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι.
οΟο ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ όλα μπορείτε νά τά ξεχάσετε. έκτος από το νά διαβάσε τε το πιο καταπληκτικό τεύχος τού θρυλικού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» μέ τον τίτλο:
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ » Λ
Είναι μια άριστουργηματική περιπέτεια γεμάτη πλοκή, δράσι, αγωνία καί μυστήριο.
Ζούγκλας
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΗΝΗ που νά μη διαβάση την έρχομένη Παρασκευή το τεύχος— θοούιια:
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» οΟ
Μ!Ά/ΗΜ 4 /\Π0 ΤΟ ΔΆΣΤΗΜΗ βΡΠβ το ΤΗ/)£Ό/ΗΟΤ*2ΜΚΟ Τ1ΡΟ&ΠΗΜΡ Δ£Α 7)ΥΘΗΧ6 ΘΚΟ-
Μβ 0ΜθΡΤ7β/Ρ/Υ67 Τ/Ζ ΣΗΕΨ&/Ζ ΙΥΡΖ ΑΠ' ΑΡ Τ!Ζ Γββψθί
ζζ/ρορ
7Η τρρζζρ
υο/ς
71ΠΟΡΡ 7ΡΡΡ Ατβ 77Ρ&Ρ 7*7/7 *Τ77>06/α077Ο/ΗΖ77 77θΥ
ΠΡ6Π6/ Λ'Κ 70Υ 77ΡΟΟΥ776 7Η ΓΟΡΖΤβ
770/ ΡΣΤά/ββ/Υ.
ΖΤ^όΙΚΗΜβε
ΑΨΟΥ Ο 770Ρ ΠΗΓΑ ΤΟ ΜΥ//ΗΗβ ΖΎΗΜ ΗΥΡεΡ/νΉΖΗ ΖΥΤ~ Τβ?61 ΤΟ 7/7/9 750ΜΜΡ4/ΣΓΓ Μ 7Γ0Χ ΤΒΥΤΟ/ΑΤ.
ΤΡειζ ΑΤΟΜ/ηεε ρ>ομ&6Σ 77δΨτο/Λ ΤΡΥΓΟΑΡΟΛΥΡΣ Η7/74 δ'δΛΆ) ΟΛΑ
τοιηΗ το τγπεί Τοτ 0/ρηατ/λο/. .
01 Ζ6/Τ0Ι Λ6/7€^Τ ΟΤΙ Φβ βΠθ<ΡΤ-\ Γ9Τ76 ΤΗ7/ £Χ)ΡΗτ\ 2 Η Ρ/7 £>ΟΡ/β>βΡ~ 4ΐί£.Μ6 ΤΡ/β ( ϊΗΜβΙβ ΤΗ* ΓΗΣ
I \•1 * I
I
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
ΤΟΥ ΝΙ&ΟΥ β. ΡΟΥΤΣΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ
ΕΣΑΝΥΧΤΑ. Έξω ά τηό τή σπηλιά του ιΤαΐριζάν. Ό Ταματόρ, τό (ατρόμητο Ελληνόπουλο τής Ζούγκλας κΓ ή πανώρια μελαψή Γιαρα •μπα, ή αδελφική σοντρόφ ισσά του, σκάβουν ένα στενό μακρο βαθύ λάκκο, ποτίζον τας τά ικιρόα χώματα με τά θερμά τους δάκρυα. Λίγο πιο πέρα, ή Ζολάν,^ή θετή κόρη του άρχοντα τής
Ζούγκλας έχει πιέσει μπρού ρυτά κάτω στο χώμα και κλαίει και χτυπιέται. Ή Μίτου μπού έχει γονατίσει πλάι της — δακρυσμόνη κι* αυτή — και ζητάει νά την παρηγορήση. Μονάχα ό Μπουτάτα, ό με γαλακεφαλος μαύρος νάνος μέ τό μικροσκοπικό κορμάκι και τό θρυλικό τσουλούφι, διατηρεί την ψυχραιμία του. —Καλά ντε... Μη κάνετε κ; έτσι. Δεν έπαθε δά καί καμμιά μεγάλη συμφορά ό άνθρωπος. 1Απλώς; πέθανε. ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
Ο ΜΙΑΡΟΣ
4
"Ας προσέχη άλλοτε νά μην τό ...,ξοονίαπάθη! Οι στιγμές όμως είναι άφ άντ αστα τραγ ικές! Πο ιδς έχει διαθεσι ν5 άκούη τ3 άνο στα αστεία του. Ό στενόμακρος λάκκος γί νεται κάποτε όσο βαθύς χρει άζεται. Τα ποτισμένα από δά •κρύα, χώματα, έχουν σχηΐματί σει Ιδυό μεγάλους σωρούς δε ξιά κι|5 αριστερά του. Πλάϊ, πάνω στο απαλό κα ταπράσινο χώμα, βρίσκεται ένας νεκρός. Τό μισόγυμνο κορμί του είναι σχεδόν σκε πασμένο άπο λουλούδια ά γρια καί μυρωμένα. ΊΊρώτος ό Ταμπόρ σκύβει και τον φιλάει στο μέτωπο, ψιθυρίζοντας ανάμεσα σε λυ γμούς καί σε δάκρυα: — Όσο ίζούσες σ3 άγαπου σα! Όσο ζώ θά σε θυμάμαι! Ή Γιαράμπα στέκει όρθια μπροστά στο νεκρό, καί άφάντασμα ειλικρινής όπως εί ναι πάντα, του λέει: — Είθε ό (θεός νά συγχω ρέση τις αμαρτίες σου,κι3 οι άνθρωποι, τά έλαττώματά σου! Τό Ελληνόπουλο γυρίζει προς τό μέρος του ξανθού κο ριτσιού. Ή φωνή του είναι τρεμουλιαστή: ? — "Ε...λα^ Ζαλάν... "Ελα ν’ άποχαιρετήσης τον πατέ ρα σου... Ή νέα όμως μένει στή θέ σι που βρίσκεται, πεσμένη μπρούμυτα καί καλύπτοντας τό πρόσωπο μέ τις παλάμες της. Κλαίει μέ παράξενα ξε
σπάσματα των λυγμών της πού μοιάζουν σαν γέλια. Ό μεγάλος πόνος, καμμιά φορά, σαλεύει τό λογικό των άνθρώ πων. Σηκώνεται όμως ή λεπτε πίλεπτη) μαύρη Μπουμπού μέ τή χορταρένια φούστα καί τή μοντέρνα αλογοουρά. Φι λάει στο μέτωπο τό νεκρό καί ξεφωνίζε ι σπαΐρακτ ικά: — *Αχ, γλύκα μομ, τί χσριτωμένος μακαρίτης ^πού εί σαι, νά μήν άβασκαθής! ΛΟΥΛΟΥΔΕΝΙΟΣ ΤΑΦΟΣ
ΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ^ πλησιά ζει ό Τσουλούφης, Αυ τός δέν σκύβει νά ψιλή ση τό νεκρό. Μόνο σκουπίζει μέ τή ράχη τής παλάμης τά δάκρυα του καί ζητωκραυγά ζει : — Ό βασιλεύς Ταρζάν τά κακάρωσε! Ζήτω ό 'βασιλεύς Ταμπόρ καί... Τό Ελληνόπουλα τον αρ πάζει απότομα στά γερά του μπράτσα καί τον εκσφενδονί ζει προς τις κορυφές των άντρικρυνών θεόρατων δέντρων. Ό αδιόρθωτος νάνος δια γράφοντας καμπύλη στον άέ ρα, αποτελειώνει τή ζητωκραυ γή του: — Ζήτω καί ό άνθυποβα σιλέας Μπουτάτα! Ό Ταμπόρ ξαναφωνάζει στο λευκό ξανθό κορίτσι: — "Ελα, Ζολάν, νά ψκλή σης γιά τ,ελευταίά φορά τον πατέρα .σου. Είναι καιρός πιά νά τον θάψουμε...
Τ
/Κοοί πάλι όμως ή πονεμένη νέα μένει στη θέσι πού βρί σκιεται. Μονάχα ο! λυγμοί της πού μοιάζουνε μ* εκρή ξεις τρελλοΰ γέλιου, άκούγον ται πιο έντονοι. Ό νέος γυρίζει τώρα στη συντρόφισσά του:^ — "Έλα, Γιαράμττα... Πιά σε νά τον κατεβάσουμε στον τάφο... Ή μελαψή κοπέλλα πιάνει τό νεκρό Ταρζάν ,άπό τά πό<δΐια κι3 ό Ταμπόρ άττό τις μα σχάλες. Τον σηκώνουν, τον ζυ γίζουν πιάνω ακριβώς -από τό στενόμακρο λάκκο καί τόν άψήνουν. Τό πτώμα του αιρχον τα τής Ζούγκλας πέφτει άνά λαψρα πάνω σ’ ένα παχύ μα λιακό στρώμα από πράσινα φύλλα καί άμέτρητα μυρωμέ ινα άγριολούλουβία. Ή Γιαράμπα καί ή Μπου μπού μαζεύουν από κάτω καί τ' άλλα αγριολούλουδια πού ήταν σκεπασμένος ό νεκρός καί τά σκορπίζουν πάνω του, σκεπάζοντάς τον μ1 αυτά. Τέλος ό Ταμπόρ άρχιζε ι; μ3ένα πρωτόγονο ξύλινο φτια ,ρι, νά σκεπάζη τό λάκκο ξσναιρίχνοντας τά χώματα ιμέσα. 'Όταν τελειώνη, μπήγει, στ3 ιάφράτο χώμα καί προς τό μέρος του κεφαλιού, ένα σταυρό πού έχει φτιάξει μέ δυο χοντρά κλαδιά, δεμένα ■μέ χορτόσχοινο. Κι3 ή Γιαράμπα μέ τη Μπουμπού σκορ πίζουν κι3 άλλα ξωτικά λου λούδια πάνω από τόν τάφο του άρχοντα τής Ζούγκλας. Στό μεταξύ φτάνει κι3 ό Τσουλούφης μέ στραπατσαρι
σμένο τό ..τσουλουιφάκι του από τό πέσιμο πάνω στά ψη λά κλαδιά τών άντιικρυνών δεν τρων. Ρίχνει μια ματιά στον τάφο τού Ταρζάν κάί διαμαΐρ τύρεται: ^— Τον σκεπάσατε κιόλας; Δεν περί μένατε νά γυρίσω; μωρέ!... Ή Μπουμπού παραξενεύε ται: —Γιαπί, γλύκα μου; "Ή θελες ν3 άνασπαστής τον πε θαμένο; — Νάταν αυτό, δεν μέ πεί ραζε, τής αποκρίνεται. "Ας πήγαινε κι3 άφίλητος... Τότες γιατί στενοχωριέ σαι; -— "Ήθελα νά τού δώσω μια παραγγελία για κάποιον μακαρίτη μπάρμπα μου, Θε ός σχωρέστον! Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΖΟΑΑΝ
Ο ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΟ Έλ ληνόπουλο , προχωρε ΐ τώρα· στό ,μέρος πού κλαίει πεσμένη μπρούμυτα ή Ζολάν. Τη σηκώνει καί τή στή νει όρθια. Τά μεγάλα γαλά ζια μάτια της είναι εντελώς στεγνά. Ό μεγάλος πόνος, ικαμμιά φορά, στερεύει τά δά κρύα τών ανθρώπων. — "Έλα, Ζολάν, στή δική μιας -σπηλιά, τής λέει ό Τα μπόρ. Τώρα πού δεν ζή πιά ο Ταριζάν, δεν μπορείς -νά μέ νης μονάχη- σου έδώ... Τό χαροκαμένο κορίτσι, σκεπάζοντας τό πρόσωπο μέ τις παλάμες, τ3 αποκρίνεται ,μ3 άνσφυλλητά:
Ο ΜΙΚΡΟΣ
β
— "Όχι, “Παμιπορ... θά μεί νω ίέιδ'όο.. Θά πείθάνω κι5 έγώ! Ό Μτσυτάτα γυρίζει στη Μττου μττού: — Είδεις τι ίκοίλλητικόΙ τράγμα πού είναι ό ψόφος τής λέει. Τό καλό ττού σου θέλω πά με νά ιφύγου με... Κάί π.ροσθετει τροροκρα τη μένος — Είπα νά στείλω πάρσγγελία στο ) μακαρίτη το μπάρμπα μου. Όχι νά πάω ο ίδιος νά τοΰ την πώ! Το Ελληνόπουλο άρχίζεΐι νά στενοχωριέται μέ τή Ζολάν. -—ιΠάμε, τής λέει τπό εν Τονα. Αέν καταλαδαίνεις ,δΐι δεν απορούμε νά σ’ άφή σουμέ εδώ; Το λευκό κορίτσι τής Ζούγκλας έπιμένίει .με (ξερο
'Η Ζολάν κ* ή Μπουμπού ραί νουν το νεκρό μέ πολύχρωμα και μυρωμένα αγριολούλουδα τής Ζούγκλας
'Ο Ταμττόρ βάζει ενα σταυρό στον τάφο τού άξέχαστου φί λου του.
κεφαλιά; — Όχι·, σου λέω... "Άφη σέ ;με, λοπτόν... Ψέματα σου είπα πώς θά 'μείνω έδώ.ν θά ττάω στο .μεγάλο Λ>μά νι. θά φύγω γιά την μακρύ νή Ίτστρίδα μου... Ό Ταμττδρ χάνει την ύπο μονή του. 'Αρπάζει τή Ζο λάν, τή ρίχνει στον ώμο, του και» ξεκινάει μουρμουρίζον τας στους άλλους: —ιΠάμε... (Κοντεύει νά ξηιρώση καί βρισκόμαστε άκό μη ιέδώ... Ή Γιαράμπτία κι* ό Μπου τάτα τον άκολουθουν.Ή Μττου μττου στέκεται άκίίνητη στη θέσι της. — ,Εσυ δεν θαρθης Μάμ ζέλ; ττ^ ρωτάει ό Μπουτάτα. —
Οχι, γλύκα μου, τοΰ
ΤΑΡΖΑΝ
αποκρίνεται. Θά ,μείνω νά τοϋ κάνω τά ...σαράντα. "Υ στέρα θάρθω. Ό Τσουλουφης τή συμβοϋ λέύέι: — Δεν του τά κάνης τώ ρα να) ξεμπερδεύηις; Την ίδια στιγμή ή Αμε ρικανίδα, λέει:: — Καλά, "Παμτρόιρ... ^ >Θά έρθω μαιζί σας... Περίμενε μόνο νά ιΤτάρω κάτι πράγμα τά μου... Και πηδώντας κάτω, τρέ χει κιαίΐ ’μπαίνει βιαστική στο άνοιγμα της σπηλιάς..* Ό (νέος ικ·ι!’ ή Γιαράμπα κάθονται στη ρίζα κάποιοι^ αιίωνόιδιου δέντρου καί περί μένουν. — Τι πηγαίνει άραγε νά πάρη; αναρωτιέται ή μελα ψή κοπέλλα. —Τό... φουρό της!, μουρ
'
'Ο Τοαμπορ αρπάζει τον μεγαλοκέφαλο νάνο και τον έκσφενδονίζει προς τις κορφές τών άν* τικρυνών δέντρων.
μαυρίζει σοβαρά ό Μπουτά τα. Η «ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΣΠΕΡΙΔΑ»
ΕΡΝΑΕΙ αρκετή ώρα ικ|ι’ ή Ζολάν δεν εχει ιξαναβγή άπό τό άνοι γμα τής σπηλιάς. Ό μ πορ χάνει πάλι τήν υπομο <νή του: — Μά τΐ κάνει τόση, ώρα έκεΐ μέσα, ^μουρμουρίζει νευ ριασμένος. Και φωνάζει δσνατά: — Ζολάν! Ζολάν! -— Σίιγουρα, θά πέθανε κι* αυτή!, ψιθυρίζει άνήσυχος ο Μπουτάτα. Καί- γυρίζοντας στον Τα μπόρ, τον μαλλώνει: — Είδες πο>υ βιάστηκες
Π
Ή Ζοίλάν κλαίει λ άπαρηγάρητη τό χαμό του θετοΰ πατέρα της*
Τα
.5 .·>
νά κλείσης το λάκκο; Σκά ψε τώρα άλλον για νά μάθης! "Ασκοπος 6 νους δι πλός ο κόστος! Ό ΊΓιο^μιτπο/ρ . στέλνει τη Μπουμπού: — /Πήγαινε ιστή σπηλιά Μά 6ής. Γιατί /αιργεΐ τόσο; Πες της νά βγήι αμέσως έζιΟ) ·« ♦ Ή λεπτεπίλεπτη γόησσα προχωρεί στ5 άνοιγμα της σπηλιάς. Ό Τσουλουφης τής λέει: —"Αν είναι πεθαμένη: μη τής πής νά βγή έξω, γιατί δεν... θά μπόρεση... Ή ^Μπουμπού μπαίνει στη σπηλιά ικιαί γρήγορα ξα ναβγαίνει. ' —- Δεν είναι μέσα γλύκα μου, πληροφορεί τον Τα·6 ιμπόρ. Κάπου ΘΙάχη; (πάει, , φο.ίνεται. Φαντάζομαι νά γυ ,ρίιση γρήγορα. —- Αμάν, ιβρυικιαλάκ ιασε/ κάνει τρομοκρατημένος ο με γαλοκέφ.αλος: μαύρος, νάνος. Τό ΈλληνόΙποάλο στέλνει τώρα την πανώριία μελαψή κοπέλλα: Πήγαινε νά δής εσύ, Γΐαΐράμπα, τής. λέει. Κι* άν δεν θέλη νά βγή; βγάλτην μέ τή βία. Ή Γιαράμπα μπαίνε! στη σπηλιά κι* αργεί κάπως νά ξαναβγή. "Οταν τέλος παροο σιάζεται στο άνοιγμα τον πληροφορεί: -— "Εψαξα ολόκληρη τή, σπηλιά, Ταμπόρ. Ή Ζολάν δεν είναι μέσα. — "Έχει κανένα άλλο ά νοιγμα ή σπηλιά που νά
'β'γάζη έξω; ρίωτάει χαμένα ό νέος. — Δεν φαντάζομαι... ^Πσυ θενά βέν είδα τίποτα τέτοιο Ό Ταμ'πάρ πετιέται δρ^ θσς ικαί σφίγγοντας τά δόν τια καί τις γροθιές του, τρέ χει καί μπαίνει ό Ιδιος τώρα στη σπηλιά νά ψάξη,. Ή Γι<αράμπα, ό Μπουτάτα κι* ή Μπουμπού τον άκολουθουν. "Ολοι μαζί, αλωνίζουν τό φαρδύ ικι’ απέραντο έσωτερι κό τής σπηλιάς ψάχνοντας προσεκτικά παντού. Ό Μπουτάτα ανάβει μέ τις τσακμακόπετρές του φω τιά γιά νά βλέπουν. Κι* ό μως ή Ζολάν βέν φαίνεται πουθενά. "Έχει γίνει άφαν τη. Μά ούτε ή σπηλιά έχει πουθενά κανένα άλλο άνοΗ γμα )πού θά μίπορουσε 'νίά φύγη... —- Περίεργο, μουρμουρί ζει ή Γ ιαράμπα. 'Από πού νά βγήκε άραγε; — ζιέρεις άπο πού ^βγή κε; τή ρωτάει» ό Τσουλούφης; — "Οχυ Έσύ ξέρεις; — Ούτε κι* έγώ, τής κά ινει σοβαρά - σοβαρά. Ό Ταμπόρ προχωρεί γιά την έξοδο τής σπηλιάς: — Πάμε, τούς λέει. Κά ποιο κρυφό άνοιγμα θά υπάρ χη που έμεΐς βέν μπορούμε νά τό άνακ'οολύψουμε... Γιά νά φύγη,. θά πή πώς δέν θέ λει πραγματικά νάρθη μαζί μας. "Αν ήταν έδώ, θά την έπαιρνα μέ τή 6ία. Μά τώρα βέν μπορώ νά κάνω τί'ποτα. Ό Θεός άς την προστατέψη. Τό ' Ελληνόπουλο, ή Γιαμ
9
ράμπα καί ό Μπουτάτα ττ,ρο χωρούν έξω από τή σπηλιά καί παίρνοντας τό δρόμο του γυρισμοί) στη σπηλιά τους. Ή Μπουμπού τους χαιρε τάει : — Στο καλό καί ζωή σ’ έλόγου σας! — Θά ιμείνης για β τά «σαράντα» \τσύ μακαρίτη; τή ρωτάει ό Τσουλουφης. — Ναί, γλυκά μου! Σέ πειράζει· αυτό; — Καί δεν κάθεσαι νά του κάνης τήν «έκατονταεσπε ρίδα», τής άποκρίνεται. ΤΑ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ...
ΤΑΜΠΟ Ρ (με την Φς ιδελψ ιική συντρόφισσά του καί τό νάνο, φτά νουν στή σπηλιά- τους εχη βγή ό ήλιος πιά. "Έτσι, ταλαιλπωρημένοι ψυχικά καί σωμίατιΙκά από τον άπροσδό ικητο θάνατο του Ταρζάν, πέ φτουν σ’ έναν ύπνο βαθύ σαν λήθαίργο. ιΚι’ ό ύπνος αυτός συνεχίζεται ολόκληρη, τή με ρα κάί τή μίση νύχτα, * Καί νά: Κατά τά μεσάνυ χτα άγριες φωνές τούς κάνουν ν’ άνασηκωθούν άνησυ χοι ατά στρωσίδια τους. Ά μέσως ό τρόμος κι* ή φρίκη ζωγραφίζονται στα πρόσω πά τους κάί τά κορμιά τους λούζει κρύος ιδρώτας. Ή άγρια φωνή πού άκου γεται έξω ιάπό τή σπηλιά εΐνσι, άλλοίμσνο, πολύ ^ γνώ ριμη. ΈΤναι ή φωνή του νε κρού άρχοντα τής Ζούγκλας. Του Ταρζάν πού ο! ίδιοι, με
Ο
τά χέρια τους τον είχαν θά ψει χθες τό βίράδυ. (Καί ή φω νή αυτή λέει: — Καπάρα καί άνάθεμα στον Τάμπόρ! Αυτός με σκό τωσε! Ό «“Έλληνας» εΐναι ό δολοφόνος μου ! Καπάρα καί άνάθεμα σπόν Ταμπορ! -—- 'Καλέ αυτός μπρουκο λάκιασε, κΤ ή Μπουμπού πε ριμένει νά τού1 κάνη τά «σα ράντα», ψιθυρίζει τρέμοντας ό Μπουτάτα. ■Κάνει όμως τήν καρδιά του σίδερο καί βγαίνοντας ατό άνοιγμα τής σπηλιάς, φωνάζει: — (Γρήγορα, στον τάφο σου, παληομακάοίτη! Οί κα λοί πεθαμένοι δεν γυρίζουν τή νύχτα έξω! Πρόσεξε γιατί θ’ άοπάξης κιαμμιά πουν τα και θά τά ...ξανακακαρώ δτσν σης! Οί άγριες φωνές όμως τοθ βρυκόλ ακα συνεχίζονται : — Καπάρα ικαι άνάθεμα στον Ταμπόοορ! Ό Τσουλούφης (ξεθαρρεύ ει σιγά-σιγά κι’ αρχίζει νά τον μάλλώνη: — Σκασμόοος! Δεν ντρέ πεσαι πεθαμένος άνθρωπος νά γκαρίζης (άά ντελάλης! Γοήγαρα στον τάφο σου νά μή πεταχτώ έξω· καί σέ τατάξω ατίς σφαλιάρες! Μέσα στη -σπηλιά ή Για ράμπα Ρωτάει τον Ταμπόίρ: — Ή φωνή του Ταρζάν δεν είναι;
— Ναί...
— Μά ό Ταρζάν είναι νε κρός... Πώς γίνεται νά... — Δεν ξέρω... Θά βγώ νά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
10
κυττάξω,.. αεπετιέται ' άμέσίως άτηό τά στρωσίδια τού, περνάει από τα άνοιγμα τής «σπηλι άς, παρασύραντας και ρί χνοντας κάτω ίταν Τ σου λαό ψη, καί χάνεται στο σκοτά δι τής τραγικής νύχτας. Ή φωνή τάΰ Ιίβρυκόλακα παύει πια ν5 άκαύγεται. °Ύ στερα άπό άρκετή ώρα ό Τα μπαρ 'ξαναγυρίζει κοντά στη ανήσυχη Γ ιαράμπα: — "Έψαξα ολόκληρη τη γύρω πρριοχήι. Μονάχα ένα λιοντάρι απάντησα πού σπά ιραζε κάπόιο ζαρκάδι. 'Κανέ να .φάντασμα, κανένα 'βιρυκό λακα δεν είδα!... —Μήπως όνε ιρευτήκσμε ; ρωτάει χαμένα ή μελαψή κο πέλλα.
Μονάχα ενα λιοντάρι που σπάραζε κάποιο ζαρκάδι, είδε ό Τουμπσρ.
— Μά όλοι ποτέ δυνατόν;
μαζί; Είναι
··*·······■·····
4Ο Ταμπόρ αρπάζει τή Ζολάν, τη ρίχνει στον ώμο του καί ξε κινάει...
^ Τά ξημερώματα ό Μπουτάτα παίρνει τή θρυλική «πι στάλα» του καί βγαίνει για τό καθημερινό πιριωϊνό κυνή γι, Είναι νηρτικός δύο μερό νύχτα καί πρέπει νά χτυπή ση ένα καλοθρεμμένο ζαρκά δι. Δεν περνάνε όμως λίγα λεπτά τής ώρας καί ξαναγυ ρίζει στή σπηλιά, σέρνον τας άπό τό πόδι ένα ζαρκά δι. —Στάθηκα τυχερός!, φωνά ζει^στόν Ταμπόρ καί στή Γι αοάμπα. Δέν κουράστηκα κ,α βόλου, ούτε καί ξόδεψα καμ μί-ά σφαίρα τής μίπιστόλας
ΤΑΡΖΑΝ
,μου. Τό ζαρκάδι πού θά φάω το βρήκα κοντά στη σπηλιά μας σκοτωμένο. Κυττάχτε: είναι χτυπημένο με σαΐτα στο πλευρό... Κάποιος ιθαγενής ιθά τό τραυμάτισε και τού ξέ ψυγε... Λεν θ° άντεξε όμως και θά ψόίφηίσε παρακάτω... Ό Ταμπόρ εξετάζει μ’ ένδιφέρον τό ζαρκάδι. .ΓΊραγμαν τικά στο αριστερό πλευρό του έχει> μιά ξερή πληγή από σαΐτα. —Ή σαΐτα δεν ήταν πάνω στο ζαρκαδι; ρωτάει περίερ γος ό νέος, — "Όχι, τ’ αποκρίνεται ό Μπσυτάτα. Ούτε πάνω του ούτε γύρω του βρήκα καμμιά σαΐτα! Ό Ταμπόρ μουρμουρίζει συλλογισμένος σά νά μιλάη μέ τον εαυτό του:
11
'Ο Ταρζάν δείχνει τό άνοιγμα τής κρυφής καταπακτής πσυ βρίσκεται στη σπηλιά του.
—"Αν είχε ξεφύγη κανενός κυνηγού, θάπρεπε ή σαΐτα πού τό χτύπησε νά βρίσκεται πάνω του... — Τόπε ποιος μπορεί νά τό χτύπησε; αναρωτιέται ή Γ ιαιράμπια. — Πιθανόν κανένα... λιον τάρι, αποκρίνεται σοβαρά τό Ελληνόπουλο. Ο ΥΠΕΡ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΡΑ ΝΤΑΓΙΑΝ
*0 Μπουτάτα μπαίνει χαρούμε νος στη σπηλιά σέρνοντας απ’ τό πόδι ενα ζαρκάδι.
Σ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ όμως έδώ, ικΓ άς γυ ρίσουμε χρονικά πίσω. Πρέπει νά πάρουμε τά γε γονότα τής καταπληκτικής αυτής περιπετείιας, άπό την άρχή τους. "Ετσι, προχωρών τας μέ σειρά και τάξη θά
12
φτάσουμε και στη σκηνή μέ τό ζαρκάδι που δισκάψαμε παραπάνω... Ό Ταρζάν ό άρχοντας τής Σίούγκλας, οέν μπορεί νά άνε χτή την ύπαρξι του Ταμπόρ στην περιοχή του. ιΚαΐ αυτό για δυο λόγους: Πρώτον για τΐ ζηλεύει την ευγενική και δοξασμένη έλληνική καταγω γή τού «μελαχροινού παλληκα ιριού. Και δεύτερον γιατί έ χει σχηματί σει τήν πλάνη μό νην πεποίιθησι πώς ό Τα μπαρ εργάζεται κρυφά για νά τον άνατρέψη και νά καθήση αυ τός στο θρόνο τής ζούγκλας. "Έτσι δείχνει πάντα μιά προσβλητική δυσπιστία στο υπέροχο 1 Ελληνόπουλο, που ποτέ δεν έχει σκεφτή τίπο τα τό κακό γι!’ αυτόν. Πολ λές φορές .μάλιστα πού ό θυ μός καί τό μίσος κατά τού. Τα μπαρ, θολώ νουν τό νο ύ του λέει λόγια, ή κάνει πράξεις πολύ προσβλητικές γι" αυτόν. Τό 4 Ελληνόπουλο ανέχεται καί υπομένει τις προσβολές αυτές όχι μονάχα γιατί ό Ταρζάν είναι .μεγαλύτερος τουι, μά καί γιατί τον αγαπά κάί τον σέβεται. Ή Γιαράμπα όμως δέν μπορεί μέ κανένα τρόπο νά άνεχτή τήν κατάστασι αυτή. Κι* αφού προσπαθή μέ διά φορα τεχνάσματα νά άναγκά ση τούς δυο άντρες νά ^ μονο μ αχήσουν—μέ τή βεβαιότητα πως νικητής θά βγή ό Ταμπόρ— αποφασίζει τέλος νά δράση ,μόνη της.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Βάφει λοιπόν τό πρόσωπο και τό κορμί της, μεταμφιέ ζεται σέ άραπίνα, καί αγνώ ριστη έτσι, ικαλεΐ τον I αρζάν σέ μονομαχία στην πηγή μέ τά μεγάλα πλατάνια. Ή μονομαχία δέν γίνεται φυσικά γιατί ό άρχοντας τής ζούγκλας δέν δέχεται νά μο νο μαχήση μέ μιά γυναίκα. "Εμφανίζεται όμως ό τερατό^μορφος μαύρος υπεργίγαντας Κρα 'Νταγιάν πού αρπάζει καί άπαγάγει άναίσθήτους, πάνω στήν στρουθοκάμηλο του, τον Ταρζάν καί τή Ζολάν. Ό Ταμπόρ όμως, ύστερα α πό υπεράνθρωπους αγώνες καταφέρνει νά σώση από τά χέρια τού άνθρωπό μορφου τέ ρατος τον άρχοντα τής ζούγ κλας καί τή θετή του κό Μά ό Ταρζάν πού βρισκό ταν αναίσθητος καί ούτε εί δε ούτε άκουσε τίποτ5 άπ" όλα αυτά, πιστεύει, όταν συ νέρχεται, πώς ό Ταμπόρ εί χε στείλει τή Γ ιαράμπα νά τον δολοφονήση, επειδή αύ τός φοβόταν νά χτυπηθή μα ζί του. Έτσι, γυρίζοντας στή σπη λιά του, αφήνει τή Ζολάν έκεΐ„ μαζί μέ τή μαύρη Μπου μπου καί αυτός φεύγει αμέ σως μονάχος καί φτάνει νύ χτα στήν τρομακτική σπηλιά τού φοβερού καί άπαίΙσιου Χαραχάν. (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος, τό 23, που £χει τον τίττλο: «Ό Δαίιμανας τής Συμφοράς»
13 ΣΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
ΜΑΓΟ Σ τον δέχεται σκαλίζοντας τα μαγικά σύνεργα καί τις νεκρό ικεψαλιές του. — Τί χάρι ήρίθες νά ζήτη σης από μένα, άρχοντα τής ζούγκλας; τον ιρωτάει. — θέλω νά πεθάνω, Χα>ραχάν, του αποκρίνεται. Ό μάγος τον κυττάζει τταραξενεμιένος: — Αυτό είναι εύκολο, Ταρ ζάν. Βάλε ένα φαρμακερό .φί δι νά σέ δαγκώση, ή άφησε τά σαγόνια μιας πεινασμένης τίγρης νά άγκαλ ιάσουν τό λαιμό σου... — Δεν θέλω νά πεθάνω, Χαραχάν, μουρμουρίζει ό άρ χοντας τής ζούγκλας, Ό μάγος θυμώνει: — Έτγι τέλους! Τί θέ λεις: Νά πεθάνης ή νά μην πείθάνης; — Και τά θυό, τού άττοκρίνεταΐ' ό Ταρζάν. Καί αρχίζει νά τού έξηγή...
Ο
Τά χαράματα, όταν ό άρ χοντας τής ζούγκλας ξαναγυ ρίζη στη σπηλιά του, ξυπνάει τη Ζολάν ικιαί τη Μπουμπού. Τις παίρνει άπο τά χέρια καί τις παρασύρει στο βά θος τής σκοτεινής κατοικίας του — -Θέλω νά σάς πω ένα μεγό > μυστικό μου που δεν τό έ ) πή σέ κανένα, τους λέει. Κσ τούς δείχνει μια στε νή κο πλατεία πέτρα πού δρίσκι τι ανάμεσα σέ κάτι
άλλες παρόμοιες πέτρες τής σπηλιάς: — Κάτω άπο την πέτρα αυτή, συνεχίζει, βρίσκεται τό στενό άνοιγμα μιας κρυφής καταπακτής, Όρίστε νά τη σηκώσω... Βλέπετε ;λ 5Από το άνοιγμα αυτό ξεκινάνε μικρά χωμ ατέν ι α σκαλοπάτια που φτάνουν στην καταπακτή. ’ Ε κεί μπορείτε νά κρυψτήτε άν καμμιά φορά χιρειαστή... Φυ σικά, μόλις κατεβήτε μερικά σκαλοπάτια, θά ξανατραβήξετε την πέτρα πάνω άπο τό στενό αυτό άνοιγμα. — Μά γιατί μάς τά λές όλα αυτά; ρωτάει παραξενεμένη ή Ζολάν. — ιΓιόβτι έγώ λογαριάζω νά πεθάνω σέ λίγο, τής ά ποκρίνεται. —ιΝά πεθάνης;! ψιθυρί ζει χαμένα ή νέα. — Καλέ γιατί1 σοΰ κακο φαίνεται; τής κάνει ή Μπου μπού. 3Αφού εΐσαι ξανθέ ιά, θά σού πηγαίνουνε τά... μαύ ρα! — Θά πεθάνω, Επαναλαμ βάνει συλλογισμένος ό άρ χοντας τής ζούγκλας, — Την υγεία σου νάχης κι* άς πεθάνης, τον παιρηγορει ή λεπτεπίλεπτη γόησσα. Ό Ταρζάν μένει για πολλήν ώρα σιωπηλός καί 6α6ειά συλλογισμένος.Τέλος άρ χίζει νά έξηγή στίς δυο κοπέλλες, — Ακούστε με προσεκτι κά καί φροντίστε νά μη ξεχάσετε τίποτα άπο όσα θά σάς πώ... Είναι οι τελευταί ες θελήσεις μου>*„
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Στον Ταρζάν; ρωτάει μ5 ένδιαψέρον ό Τα'μπόΐρ. Εί ναι άρρωστος; Τον δάγκωσε ΗΝ ΙΔΙΑ μέρα και λ'μ- κανένα θηρίο; Τον χτύπησαν γο μετά τό μεσημέρι, ή άγριοι ιθαγενείς; Τον. . άμοιρη Ζολάν φτάνει ά— "Όχι, όχι, τον διακό λαφιασμένη και ·μέ βαυιρκωπτει ή Ζολάν. Ό Ταρζάν πέμένα μάτια στη σπηλιά του θανε σήμερα τό πρωί... ^ Ό Ταμπόρ. νεκρός του βρίσκεται μέσα Το Έλληνοττουλο, ή Γιαστη σπηλιά μας... ράμπα καί ό Μπουτατα, που Τό τραγικό καί απροσδό κάθονται άπ’ έξω στη σκιά κητο άγγελμα κάνει τον Τα κάποιου δέντρου, πετάγονται μπό^ καί τή Γ ιαράμπα νά α ορθοί καί την ικυττάΐζουν άνή πό μείνουν άναυδοι. Τά μά συχοι: τια τους ανοίγουν διάπλατα — Τί τρέχει, Ζολάν! Σου καί ή φωνή πνίγεται στο λαι συνέβη κανένα κακό; μό τους. — "Οχι, εμένα, τους απο Μονάχα ό Μπουτατα διατη κρίνεται ξεσπώντας σέ λυ ρεΐ κάπως τήν ψυχραιμία) του γμούς. καί μ ουρ, μ αυΙρίΙζε ι πένθ ι μα: — Αλλά σέ ποιόν; — ΐΠάει καί ό Μεγαλείο— Στον Ταρζάν), ψιθυρί τατος!... 'Κάντε καλά τώρα1. ζει πένθιμα. ρΕγώ μιά φορά», δεν αναλα βαίνω τήν έξουσίσ! Άνθυποβασιλέας γεννήθηκα, άνθυποβασιλέας θά πεθάνω! Τέλος καί όταν τό Έλλη^ νόπουλο συνέρχεται από τον κεραυνό τής πρώτης έντυπώσεως, ρωτάει^ χαμένα: — Μά πώς; Πώς πέθανε έτσι ξαφνικά; Ή Ζολάν τού εξηγεί: — ^Ήταν πολύ καλά στήν υγεία του. "Ολη τή νύχτα κοιμήθηκε ήσυχος. Τό π,ρωΐ ξύπνησε χαρούμενος καί εύδιάθετος. Ετοιμαζόταν νά βγή στο κυνήγι καί -μάς έλε γε αστεία... -αφνιικά έφερε τό χέρι του στήν καρδιά, έ κανε μιά γκρι μάτσα πόνου καί τό πρόσωπό ταυ γίνηκε Ή Ζολάν βγαίνει χαρούμενη καί άσπρο σάν τό χαρτί·. Ταυτό'γελοοστή απ’ τή καταπακτή τής χρονα κρύος ιδρώτας έλουσε ρτιτηλιάς. Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΔΗΣ IΣ
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
τό κορμί του. .— «Τί έχεις, πατέρα;» τον ρώτησα .— «.Ή καρδιά μου! Πεθαίνω! !» μου ιάποκρίθηκε. «Ό Τσμπόρ μέ σκότωσε! Αυτός ό κατα ραμένος "Ελληνας! -Βρυικόλα κας θά γίνω καί θά τον κυνη γάω σ5 όλη, τη ζωή του. Μονάγα σάν φύγη; άπό τη ζούγ κλα μου θά ήσυχάση...» "Υ στερα έγειρε στά στρωσίδια του, έκλεισε τά μάτια και ξε ψύχησε! Τά με/άλα μαύρα μάτια τού υπέροχου Ελληνόπουλου βουρκώνουν. Κ ι’ άναίρωτ ιέται ψιθυριστά μέ παράττονο: — Μά γιατί·; Γιατί τον σκότωσα εγώ; Πάντα τον α γαπούσα! Ποτέ δεν σκέφτηκα τό κακό του!... Ή Ζολάν κάνει μιά κίνηισι απορίας: — Δεν ξέρω... "Έτσι είπε. Αυτά ήταν τά τελευταία λό για τής ζωής του! Ή Γιαράμπα ψιθυρίζει τό ο ο σιγά σά νά σκέπτεται: — Ό Θεός άς τον συγχω ρέση! ιΠάντα ήταν κακός κι* άδικος! Πάντα μισούσε τον ■Ταμπό ρ! -— ίΠάψε, τής λέει τό Ελ ληνόπουλο. Ποτέ δέν κατηγο ρούν ένα νεκρό! Καί τώρα έτοιμαστήτε νά φύγουμε... Πά με ν5 άπαχαιρετήσούμε τό ^δο ξασμένο άρχοντα τής Ζούγ κλας!... 'Ο Μπουτάτα συμπληρώ νει σοβαρά - σοβαρά. —Πάμε νά τον άνασπαστοΰμε όσο είναι φρέσκος^ άκόμα. Μέ τη ζέστη που κάνει θά μπαγιατέψη γρήγορα!
15
— Έγώ είμαι λέει ή Ζολάν..
κ’
Κυρία, τής
έσύ δούλα!
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΑΦΗ
Α ΠΑΡΑ κάτω τά ξέ ρουμε: Ό Ταμπόρ, ή Γ ιαράμπα, κι* ό Μπου τάτα — μαζί μέ τη Ζολάν φυ σικά — φθάνουν στη σπηλιά τού άρχοντα τής Ζούγκλας. Κι1* αργά κατά τά μεσάνυ χτα, όταν ό μακρόστενος βα θύς τάφος είναι έτοιμος, γίνε ται ή ταφή τού νεκρού Ταρζάν. Επακολουθεί ή εξαφάνισις μέσα στη σπηλιά τής Ζολάν, καί τέλος ή άναχώρηίσις τού Ελληνόπουλου, τής συντρόφισσάς του καί τού νάνου. Κι5 άς δούμε τώρα τί έπακολούθηισε.
Τ
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Πέρασε Αρκετή ώρα άπό πέτρες πού είχε αφήσει άπεί την άναχώρηισι των τριών ραχτες. Ή Ζολάν ξανασκεπόζει τό συντρόφων,όταν ή Μπουμπού πού έχει κάθήσει έξω στο σκο άνοιγμα τής καταπακτής καί τάδι τής νύχτας κι3 άφουγγρα τραβάει άπό τό μπράτσο τή ζόταν ανήσυχη μην ακούση Μπουμπού: — Φέρε γρήγορα τά φτυά τά βήματά τους νά ξαναγυιρι ζουν, μπαίνει μέσα στη σττη ρια καί πάμε νά ξεθάψουμε λι-ά. Προχωρεί στο βάθος της, τον πεθαμένο. — "Εχουμε καιρό- ακόμα, έκεΐ πού βρίσκονται οί πλα τείες πέτρες, και σνασηκώνον τήν καθησυχάζει ή άραπίνα. τας εκείνη πού σκέπαζε τό Ό μάγος είπε πώς με τό^φίλ στενό άνοιγμά τής καταπο> τρο του θανάτου πού του έ κτής, φωνάζει·: δωσε;, μπορεΐ νά μείνη θαμμέ νος καί είκοσιτέσσερις ώρες ! .— Κυράαα! "Ε, Κυράαα! — Καλύτερα νά τον ξεθά Φύγανε και βρίσκονται ιμακρυά... ".Εβγα γιατί θάσκα- ψουμε π ιό γρή γο ρα νά^εΤ μα στέ καί πιο σίγουροι, τής λέ σες εκεί κάτω! 'Καί νά: Σέ λίγες στιγμές ει ή Ζολάν. Ή Μπουμπού ψάχνει μέσα χαρούμενη καί γελαστή ή Ζο λάν ανεβαίνει δυο - δυο τά στη σκοτεινή σπηλιά καί βρί χωματένια σκαλοπάτια καί σικει τά δυο πρωτόγονα ξυλέ ξεπετιέται πάνω στη σπηλιά. νια φτυάρια. Δίνει τό ένα στή Κυρά της καί βγαίνοντας ά~ — Λοιπόν, Μπουμπού, ρω πό τό άνοιγμα τής σπηλιάς, τάει με κέφι τή λεπτεπίλεπτη φτάνουν καί σταματούν πά άραπινσύλα. - ,Πώς τούς φάνη νω άπό τον τάφο τού Ταρζάν κε του Ταμπορ καί τής Γισ- πού είναι σκεπασμένος μέ ά ράμπα πού εξαφανίστηκα; μετρητά μυρωμένα άγριολού -— Κοντέψανε νά τρελλα- λόρδα. θουνε, Κυρά! 'Κάνανε άνω κά Κι3 αρχίζουν αμέσως τή τω τή σπηλιά για νά σέ βροΰ δουλειά. Μέ τά φτυάρια τρσ νε!... Ό «άρραβωνιαστήρ» μά βάνε σιγά - σιγά, τά νεοσκαμ λίστα ο Μπουτάτα, άρχισε ν3 μένα χώματα, άρχίζοντας νά άνασηκώνη καί τις πέτρες συ τον ανοίγουν. τές έδώ. "Αν τον άφηνα, σί ιΜέ τις πρώτες όμως φτυα γουρα Θάβριισκε τό άνοιγμα ριές ή Ζολάν κάτι συλλογιέ τής καταπακτής. Μά τον τρά ται καί πετάει τό φτυάρι. βηξα ιάμέσως παράμερα- κι5 — ξέθαψε τον μονάχη σου, άρχισα νά τον ρωτάω γιά τό δ στάζει τή Μπουμπού. — Κι3 έσύ καλέ δέν^θά μέ γάμο ιμας καί γιά τήν προίκα πού θά τού δώσω! Χά, χά, βοηθήσης; ρωτάει μ3 απορία χά! "Ετσι, πού λες, ξεχάστη ή σραπινούλα. —Πολύ θά ήθελα, τής α κε καί δεν ξαναγύρισε νά άνασηκώνη καί τις υπόλοιπες ποκρίνεται, μά ή θέσις μου
17
6έν τό έπ πρέπει. Έσύ είσαι δούλα κι5 εγώ (Κυρία! Ή Μπουμπού τή ρωτάει μέ χαιζή αφέλεια): ' — Αλήθεια; "Ωστε «Κυρί ες» τις λένε τίς τεμπέλες στη πατρίδα σου; Εμείς στο χω ριό μας τις τεμπέλες, τις λέ με... γαϊδούρες! Και συνεχίζει τό1 φτυάρι α μα, ενώ ή Ζολάν ξαπλώνει κάτω στο παχύ πράσινο γρα σίδ ι σ ι γανοτρ αγουδώ ντ ας κα πό ιον εύθυμο σκοπό·!... ΤΑ ΦΙΛΤΡΑ: ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΖΩΗΣ
ΟΝΤΕΥΕί νά Ριημερώσιη πια, όταν ή Μπουμιπού μονάχη της κα ταφέρνει νά ,βγάλη αλα τά χώ ματα από τον τάφο τού Ταρ ζάν ικαί νά άποκαλύψηι τό πτώμα του. — "Ετοιμος «Κυρία», φω νάζει ειρωνικά στη Ζολάν. Φέ ρε μου τώρα τό φνλτρο τής Ζωής νά στάξω στά χείλια του. — "Έβγα έξω γρήγορα, τή διατάζει πάλι ή ξανθέιά 5Α μερικανίδα. Αυτό είναι δουκ λειά δική μου... Ή Μπουμπού βγαίνει υπά κουα από τον τάφο κι5 ή Ζο λσν κατεβαίνει μέ προσοχή •κρατώντας τό δεύτερο μικρό πήλινο βαίζάκι πού είχε δώσει ό μάγος Χαρσχάν στον άρχον τα τής Ζούγκλας. Τό πρώτο βσζάκι είχε τό φίλτρο τού Θανάτου, πού μό λις τό ήπιε ό Ταρζάν σωριά στηκε κάτω νεκρός. Τούτο, τό δεύτερο, είχε τό φίλτρο τής
Ζωής. ^ Και νά: Μόλις ή Ζολάν στάζει από αυτό στά χείλη τού άρχοντα τής ζούγκλας, τό^ πτώμα ταυ άρχ ιζε ι νά σα λευη, σάν ένας χείμαρρος ζω ής νά ξεχύθηκε μέσα του. Τά μάτια του ανοίγουν, σι γά-σιγά... ’Τό χλωμό πρόσω πό του ξαναπαίρνει τό ρόδι νο χρώμα τής ζωής... Άναση κώνεται αργά, καί γιά λίγες στιγμές κυττάζει γύρω του χα μένα. Τέλος συνέρχεται, τεν τώνει^ τά χέρια του, καί μουιρ μαύριζε ι χαμογελώντας: — Καλά τό λένε πώς ό θά ναπος ξεκουράζει τον άνθρω πο ! Νοιώθω τόίσο καλά, σά νά είχα κοιμηθή σαράντα ο λόκληρα χρόν ι α!... ιΠετιέταιι αμέσως όρθιος, πηίδάει σβέλτος έξω άπό τον τάφο του καί τραβώντας άπό τά χέρια 1 βγάζει καί τή Ζολάν. Ή Μπουμπού τον σποδέ χετ α ι χ αρούμενη.: — Καλωσώρ ι'σες άπό τον ...άλλον Κόσμο, αφέντη μου! Πρώτη μου φορά βλέπω πε θαμένο τόσο φρέσκο καί ρο δακόκκινο! Φτοΰ σου νά μήν άβασκαθής, γλύκα μου! Ό1 Ταρζάν αρπάζει αμέσως ■κάί τά δυο φτυάρια — ένα σέ κάθε χέρι του — καί σπρώχνοντας γρήγορα μ,5 αύ τά τά χώματα, ξανασκεπάζει τον τάφο του. Στο μεταξύ έχει ψέξει γιά καλά. — Εσείς θά μείνετε ε δώ, λέει ό άρχοντας τής Ζούγ κλας στις δυο κοπέλλες. Πρέ
6 ΜΙΚΡΟΙ ττεΐ' δμως νά κρυφτήτε καλά. ~Αν τύχη νά ξ αναγυρίσουν ό Γαμπόρ κι* ή Γιαράμπα, δεν πρέπει νά σάς βρουν. Ή Ζολάν διαμαρτύρεται: —Στην καταπακτή δεν ξα ναμίπσ^νω, πατέρα! Μυρίζει μούχλα κι5 είναι γεμάτη σαρανταποβ αροΰσες !... — ΐΚι5 εγώ φοβάμαι νά κα τέβω, συμφωνεί ή Μπουμπού! Ό Ταρζάν μένει γιά λίγο σύλλογ ισμένος και ύστερα τούς λέει: — Νά... Σκαρφαλώστε και ικρΜφτητε σ’ αυτό τό δέντρο πού είναι αρκετά μεγάλο... 'Ό,τι κι5 άν συίμιβή νά μ ή βγά λετε τσιμουδιά. Μόνο σάν γυ ρίσω εγώ θά κατεβήτε...
—- Κι’ εσύ που θά πας; ρωτάει ή Ζολάν. — Στο κυνήίγι. —Μά στη σπηλιά μέσα υπάρχει μισό ζαρκάδι ψημέ νο, του υπενθυμίζει ή Μπου μπού. _ Ό Ταρζάν παίρνει τό τό ξο τις σαΐτες και τό μαχαίρι του και ξεκινάει νά φύγη, μου ρ μουρ ίζο ντ ας: — Αυτή τη φορά δεν πάω νά σκοτώσω μόνο ζαρκάδι... ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
ΖΟΛΑΝ κι5 ή Μπου μπού περιμένουν κρυμ μένες ώρες ατελείωτες πάνω ατά ψηλά κλαδιά του
Η
Τό λιοντάρι χύνεται νά σπαράξη τον Ταμπόρ. "Ομως τό ατρόμη το Ελληνόπουλο σηκώνει τό ρόπαλό του...
ΤΑΡΖΑΝ
4Ο άρχοντας της Ζούγκλας αρπάζει τό λιοντάρι στην αγκαλιά του
και προχωρεί νά ψύγη...
θεόρατου δέντρου κι^ ό Ταιρζάν άΐκόιμα νά γυρ'ίση από τό κυνήγι του. Έχει αρχίσει νά σουρουπώνη· ττιά κι’ ή Μ που μίτου ρί χνει πιρώτη την ιδέα: — Έγώ :λέα> νά κατέβουμε στη σπηλιά και νά κλείσουμε καί την άμπάρα ττΊιζ· 'Έδώ πάνω στο δέντρο κινδυ νεύω. Μπορεί νά σκαρφάλω ση κανένας ρωιμαντ ικός γορίλ ιλας καί νά μέ άτταγάγη. Εί μαι ιόμορφηι, βλέπεις, πανά1θε'μά με! Ή Ζολάν άκούγοντας γιά γορίίλλα, τρέμει σύγκορμη από τό φόιβο της. Δέν θέλει νά τό δείίξη όμως....
— Ναι, τής λέει. Πρέπει νά κατεβούμε... Ό Ταρζάν (μπορεί νά γυρίση, καί τό πρωΐ "Αν μείνουμε εδώ πάνω μπορ εΐ νά πουντ ιάσσυ με!... Δέν προφίθαίνουν όμως νά πραγματοποιήσουν την έπιθίυ μία τους στ αν ξαφνικά άγριοι 6 ρυιχηίθ μ ο ί λ ι σντ αρ· ιού άκούγ οντ α ι νά π λησ ι άζου ν. Κυττάζουν ανήσυχες προς τά κάτω καί τά μάτια τους, άνοίγοντας από κατάπληξη βλέπουν ένα μεγαλόσον ■ ο αρ σενικό λιοντάρι νά φτάνη έ ξω από τη σπηλιά, βαδίζον τας όρθιο μέ τά δυο πισινά ποδάρια του1 καί κρατώντας στην αριστερή του μασιχάλη
20
ένα σκοτωμένο ζαρκάδι. Ρίχνει παράξενες ματιές δεξιά κι3 αριστερά του. "Υ στερα μυρίζοντας τον αέρα, σηικώνει το κεφάλι του κυττά ζοντας προς τά κλαδιά του δέντρου πού βρίσκονται· σκαρ φαλωμένες σί δυο κοπέλλες. Τέλος γυρίζει κι3 άπαμακιρύ νεται αργά, κρατώντας παντα στη μασχάλη, του τό σκο τωμένο ζαρκάδι. "Ωσπου σε λίγο χάνεται πίσω από την πυκνή ικι’ άγρια βλάστησι τής περιοχής... Ή Μπουμπού κυττάζει χα μιένα τη λευκή κσπέλλα: — 'Καιλέ εΐδες τι μυστή^ρισ λιοντάρι, Κυρά; Τά δυο μπροστινά ποδάρια του τά είχε για λούσο! Ή Ζολάν ;μένει για λίγο συλλογ ισ μένη. " Υστερα ά ρ χ ί ζει νά κατεβαίνη άπό τό δεν τρο, χαμογελώντας: — Γιου ξέρεις, Μπουμπού: Μπορεί νά είχε καταπιή ολό κληρο τον Ταρζάν και νά μήν μπορούσε νά σκυψη, για νά περπατήση μέ τά τέσσερα... Σε λίγο οι δυο κοπέλλες έχουν ικατέβει άπό τό δέντρο και περνώντας πάνω άπό τον σκεπασμένο τάφο τού άρχον τα τής Ζούγκλας, μπαίνουν κι3 άμπαρώνονται στή σπη λιά. 5 Εκεΐ ανάβουν, τό πρώτο γονο λυχνάρι τους,5 τρώνε ά πό τό ψημένο ζαρκάδι πού κρέ μεται σέ μιά γωνιάς καί πλα γιάζουν νά κοιμηθούν. Ή λεπτεπίλεπτη Μπου μπού, ξαπλωμένη καθώς είναι ξεκαρδίζεται στα γέλια. — Γιατί γελάς, τή ρωτάει
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ή Ζολάν. — Φαντάζομαι τά μούτρα πού θά κάνη ό Μπουτάτα, τής αποκρίνεται. — Πότε; — "Οταν θά δη πώς...πέθανε! Χά, χά, χά! — Λογαριάζεις νά τον σκο τώσης;^ — ’Όχι, καλέ... Θά πάω αύριο τό πρωΐ στή σπηλιά τοϋ ;μάγου Χαραχάν νά υού δώση τό φίλτρο τού Θανάτου. Θά τον ποτίσω μ5 αυτό κρυ φά και θά... τινάξη τά πέτα λά του, ό γλύκας μου! Χά, χά, χά! Ή Ζολάν διασκεδάζει μαζί Της: ^ — Νά ζητήσης όμως άπό τό ιμάγο καί τό φίλτρο τής Ζωής... — Τί νά τό κάνω; Αυτό δεν θά μοθ χ,ρει'αστή. — Πώς! Θά τον άψήσης πάντα πεθαμένο; Αυτό είναι δολοφονία! Ή άραπονουλα τήν καθησυ χάζει: — ’Όχι καλέ! 5Αλλά μό λις τού δώσω ένα φιλάκι στο 'μέτωπο, θ3 άναστηθή ώσπου νά πής πιπέρι! Χά, χά, χά! Τί νά τό κάνω τό φίλτρο τής Ζωής; Τό φιλί μου είναι άνω τερο! ΤΟ ΖΑΡΚΑΔΙ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΝΕΙ
ΑΙ ΤΩΡΑ άς ξαναγυρί σουμε στή σκηνή πού είχαμε δ ι ακόψε ι γ ά νά πάρουμε τά γεγονότα τής περιιπετείας μας μέ σειρά καί τάξι.
ΤΑΡΖΑΝ
"Οπως θυμόσαστε, την άλ λη νύχτα μετά την ταφή τού Τοΰρζάν, τό φάντασμά του ττα ιρθυσιάστηκε έξω από τη σπη λιά τού Ταμτόιρ κι* άρχισε νά τον καταριέται και νά Φωνά ζη πώς αυτός είναι ό δσλοφό νος του...
Τό Ελληνόπουλο βγήΐκε τό τε έξω, μά πουθενά δεν βιρή κε τον Ταρζάν, όσο κι5 άν έψαξέ ολόκληρη τή γύρω πε ριοχή. Μονάχα ένα λιοντάρι εΐδε, λίγο πιιό πέρα από τή σπηλιά του που χόρταινε τήν πείνα του με κάποιο ζαρκάδι. Τά ξημερώματα όμως, ό ταν 6 Μπουτάτα βγήκε μέ τή σκουριασμένη « μ πιστόλα » γιά τό καθηρερινό του κυνή γι, βρήκε στο ίδιο έκεΐνο μέ ρος ένα ζαρκάδι σκοτωμένο από σαΐτα, πού ή σαΐτα ό μως δεν βριίσκόταν καρφωμένη, στό' κορμί του. Ό Ταμπό,ρ κάνει τότε τό συλλογισμό πώς άν κάποιος ιθαγενής κυνηγός είχε τραυ ματίσει τό ζαρκάδι και τού ξέφυγε γιά νά πέση νεκρό1 κά που αλλού, θά έπρεπε ή σαΐ τα νά βρισκόταν επάνω του. *Ηταν αδύνατο νά είχε ξεφύγει άπό τό κορμί του καί νά τού πέση... — Τότε ποιος μπορεί νά τό χτύπησε, αναρωτιέται ή Γ ΐιοςράμττα. — Πιθανόν κανένα... λιον' τάρι, αποκρίνεται σοβαρά τό ^Ελληνόπουλο. ΙΚ ι αμέσως, δίνοντας τό καβούκι μιας καούδας στον Μπουτάτα, τού λέει: — Τρέξε γρήγορα νά βρής
21
ένα δεύτερο «Σανχάπ» και νά μού τή γέμισης μέ τό κολλη τικό Ιρετσίνι του. — Τι θά τό κάνης; ρωτάει ανήσυχος ό νάνος. Μήπως τό θέλεις νά μέ πασαλείψης γιά νά κολλάνε πάνω μου τά ζαρ κάδια και νά μην ΐδοωνω να τά κυνηγάω; Καλή ιδέα αυ τή! Μπράβο! Πώς τό σκέφτηίκες; — Πήγαινε, τού λέει σέ αυ στηρό τόνο τό μελαχροινό παλληκάρι. Ό Τσομλούφης φεύγει κι1 ό Τα μπαρ γυρίζει στή Γ ιαοά μπα: ' „ # — Θά παρακολουθήσω τ αχνάρια τού λιονταριού πού είδα χτές τή νύχτα, τής^λέει. Πρέπει νά μάθω πού πήγε... Ή μελαψή κοπέλλα παρα ξενεύεται : — Σοβαρά μιλάς Ταμπόρ; Είναι ποτέ δυνατόν νά ποςρα κολουθήσης τ5 αχνάρια των ποδαριών ένας λιονταριού; —Γ ιατι; — Τά λιοντάρια περνάνε πάνω από τήν πυκνή βλάστη σι τής Ζούγκλας. Στο γρασι δι, στά χαμόκλαδα καί στούς βάτους τά ποδάρια τους δέν ας ή νουν άχνάρ ια... Τό Ελληνόπουλο χαμογε λάει: — Σωστά. Μά τό λιοντάΟ’ πού είδα τά “μεσάνυχτα εΐ ναι από κείνα πού περπατάνε μόνο στά χωματένια ρονοπά τια. Και φυσικά τό πόδια τους άφήνουν άχνάρια πάνω σ5 αυτά... Κι εξηγεί οπήν αδελφική συντρόφισσά του τις υποψίες
22
καί το σχέδιόι του. — Θάρθω κι5 εγώ μαζί σου, του λέει μέ χαρά. "Ελα, συμφωνεί ό Ταμπόρ. Τό «λιοντάρι» πρέπει νά τνμωρηΐθή αυτή τή φορά. Μονάχα έτσι μπορεΐ νά βαλ,η μυαλό και νά ήσυχάση. Αρ κετά κάναμε υπομονή! Σέ λίγο μπαίνει κι9 ό κέφαλος φέρνοντας τό ,ρετσίνι του δέντρου Σανχάπ. Είναι μια φοβερή ουσία πού δ,τι κολλήσηι μ9 αυτήν, είναι πολύ δύσκολο, νά ξεκολλήση. Τό Έλληινόίπιφλο πάίιρνει άπό^ τά χέρια του νάνου τό γεμάτο ικσβοΰκι τής καρύδας καί προχωρεί βγαίνοντας από τό άνοιγμα τής σπηλιάς. Ή Γιαράμπα τον (ακολουθεί. Ό Τσουλούφης τούς κυτ-
'Ο Ταρζάν αρπάζει τά δυο φτυά ρια καί ξανασκεπάζει τον τάφο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τάζει μ9 άτπρρίά: — "Εεε! ΙΓιά που τό βάλα τε; τούς φωνάζει. Έγώ θά μείνω εδώ γιιά νά φυλάω τον ...Μπουτάτα; Ό Τα μπόρ κοντοστέκεται καί γυρίζει προς τά πίσω τό κεφάλι του: — "Ελα κι* έσύ... "Οσο περισσότερα μάτια, τόισο κα λύτερα θά παρακολουθήσουμε τ9 αχνάρια του λιονταριού. — 9Ανάθεμά με άν κατα λαβαίνω τίποτα, μουρμουρί ζει ό νάνος καί τούς ακολου θεί. ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ
ΤΑΜιΠ 0 Ρ προχωρεί α μέσως καί φτάνει στο σημείο πού χθες τά με σάνυχτα είχε ιδή τό λιοντάρι νά σπαράζη ένα ζαρκάδι. —^ Νά, εδώ οοκιριιθώς -βρή κα τό σκοτωμένο ζαρκάδι, τού λέειι ό Τσουλούφης. Τό Ελληνόπουλο από τό σήμεΐο αυτό προχωρεί στο κοντινό μονοπάτι πού έχει κα τεύθυνσι προς τό βορρά. Καί στο φως τή,ς ημέρας πιά, σκύ βει καί εξετάζει τό χώμα μέ προσοχή. — Νά, λέει ξαφνικά στούς συντρόφους του βείίχνοντάς τ' αχνάρια άπό τά δυο πισι νά ποδάρια ενός λιονταριού. 9Από εδώ έφυγε τό λιοντάρι πού χτύπησε μέ τό ...τόζο του τό ζαρκάδι. Ό Μπουτάτα κυττάζει τον Τσμπόρ καί κουνάει θλιβερά τό κεφάλι του: — Μου φαίνεται πώς τήν
0
ΤΑΡΖΑΝ
ψώνισες, αφέντη Ταμπόρ. ' Πρέπει* νά σε κυττάξη κανέ νας... κτηνίατρος! — Αυτά είναι τ3 αχνάρια του λισνταοιοϋ, ξαναλέει τό ΐΕλιληνάπουλο. Προσοχή τώ ρα νά μή τα χάσουμε από τά μάτια μας. Ό Τσουλούφης ρίχνει μκά μοττιά στ5 άχνάρια καί χα ζόγελάει: Χί, χ[, χί>!..ν Αυτά: εί ναι 6υο αχνάρια μόνο. Τά λι οντάρια συνήθως έχουν... τέσ σέρα πόδια ! Ό Ταμπόρ χαμογελάει. — ιΚιι5 αυτό τό λιοντάρι, τεσσερα είχε. Μά του άρεσε νά σηκώνεται σούζα καί νά περπατάη, μονάχα μέ τά πι σινά του... Οι τρεις σύντροφοι προχω ρούν τώρα προσεκτικό; ακο λουθώντας στο μονοπάτι τά αχνάρια των δυο ποδαριών του παράξενου λιονταριού. Τέλος, υστέρα από δυο ώ ρες πορεία, οι πατημασιές του θηρίου σταματάνε μπρο στά στην ευρύχωρη κουφαλα ένός μεγάλου γέρικου δέν τρου. 5 Από ικεΐ καί πέρα οί πατημασιές συνεχίζονται· μά δεν είναι πιά λιονταριού. Ε?νσι ακαθόριστα αχνάρια γυ μνών ανθρώπινων ποδαριών πού δεν μπορεί νά ξεχωρίση κανείς άν είναι ανδρικά ή γυ ναικεία. Ό Ταμπόρ μπαίνει μέσα στο κούφωμα του δέντρου καί βγάζει εξω την προβιά ενός μεγαλοσώμου άρσενικού λιον ταιριού. — Αυτήν φοράει τό «λιον-
23
Τό λιοντάρι προχωρεί μέ τά δυο πισινά του ποδάρια κρατώντας πάντα στή μασχάλη του τό σκο τωμένο ζαρκάδι.
τάρι» πού περπατάει μέ τά δυο πισινά του ποδάρια, μουρμούριζε ι τό ' Ελληνόπου λο. 3 Εδώ ήρίθε καί γδύθηκε. "Υστερα συνέχισε τό δρόμο μέ τ3 ανθρώπινα πιά ποδάρια του. — "Ωστε τό λιοντάρι πού παρακολουθούμε είναι άνθρω πος; .ρωτάει* μέ απορία ό νά νος. — Δυστυχώς, ναί·, άποκρί νεται ή Γ ιαράμπα. Ό Ταμπόρ δίνει τό κάβου κι τής καρύδας στον Τσουλού ψη.. — Νά, πάρε Μποοτάτα... Μέ την κόλλα αυτή ν3 άλείψης ολόκληρη· την προβιά τού λι ονταρίου άπό. τό μέσα μέρος. — Γιατί·; ρωτάει χαζά ό
24
νάνος. Θά την ξανακολλήσου με στο γδαρμένο λιοντάρι; — Ναι, για νά μην... κρυώνη το καημένο, του άττοκρί' νεται χαμογελώντας τό Ελ ληνόπουλο.
Ο ΜΪΚΡΟΣ
φορέση, ή ζεστασιά του- κορ μ ιού του θά άναλύση πάλι τήν ■κόλλα καί τότε θά γίνη τό με γάλο κακό. Ή προβιά του λι ονταρίου θά κόλληση πάνω στο σώμα του τόσο γερά πού θά πρέπη νά ξεκολλήση καί ΟΙ ΦΟΒΟΙ τό τομάρι του γιά νά μπορέΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ ση νά τήν ξεφορτωθη άπό πά ΜΠ0ΥΤΑΤΑ αναποδο νω του... Καί συνεχίζει: γυρίζει το τομάρι του — 3Εμεΐς θά σκαρφαλώσου λιονταριού καί αλείβει με στά κλαδιά ενός κοντινού ολόκληρο τό μέσα μέρος του με τη φοβερή κόλλα. Κάθε τό δέντρου γιά νά παρσκολουθή σουμε τί θά γίΚ/η... Καλού όό όμως κολλάει κι3 αυτός πά νω του και τό Ελληνόπουλο κακού όμως, καί γιά νά μην με αφάνταστη δυσκολία κατα πάρουμε κανέναν άλλο άνθρο πο στο λαιμό μας, θά βάλου φέρνει νά τον ξεκολλάη. με τό Μπουτάτα νά παρακο "Ωσπου κάποτε τελειώνει τή δουλειά αυτή ξοδεύοντας λούθηση τις άνθοώπίνες πα όλη τήν κόλλα πού είχε τό τημασιές πού αρχίζουν άπό μεγάλο καβούκι τής καρύδας. δώ καί πέρα... Πρέπει νά εί Ό Ταμπόρ εξηγεί στή ΓΥ- μαστε βέβαιοι πώς ό άνθρω πος πού είχε φαοέσει τή γου αράμπα: — Σε λίγα λεπτά ή κόλ να του λιονταριού, γύρισε στή λα πού μπήκε πάνω στο το σπηλιά του άρχοντα τής Ζουγ μάρι- θά ξεραθή και θά πάψη κλας. Τότε μονάχα θά μπο πια νά κολλάη,. Τότε θά ανά ρούμε νά πούμε πώς ήταν ό ποδογυρίσου με πάλι τήν προ Ταρζάν. ν -— Μά άφού «μιλούσε μέ τή βιά, θά ξαναφέρουμε τό τρΚ χωμα άπ3 έξω και θά τήν ξ α Φωνή τού Ταρζάν! Π ο ιός άλ νακρύψουμε στο κούφωμα του λος μπορεί νά ήταν; δέντρου. "Υστερα... —Αυτός πού μιλούσε ήταν — ιΚαπολαβαίνω, τον δια ό Ταρζάν. Δεν υπάρχει καμ* κόπτει ή μαλαψή κοπέλλα. Τή μιά αμφίβολα α, τής άποκρίνε νύχτα ίθάρθη τό ψευτολ ιοντά- τσι τό Ελληνόπουλο. Μιλού ρι ικαίι θά τή φορέση για νά σε όμως εκείνος πού βρισκό ξαναγυρίάη έξω άπό τή σπη ταν μέσα στήν ποοβιά τού λι λιά μας καί νά φωνάξη πάλι ονταοιού, ή κανένας άλλος αύτά| πού φώναζε καί χθες κρυμμένος στά γύρω πυκνά τά μεσάνυχτα. 3Αλλά ή ξερή χσυάκλαδα; κόλλα δεν θά κολλάη πιά. Τό Ή Γιαράμπα δεν συμφωνεί. τε γιατί τήν έβαλες; — 5Άν ήταν έτσι-, τότε Ό Ταμπόρ τής εξηγεί: ποιο λόγο είχε ό Ταρζάν νά ·— Μόλις ό «φίλος» μας τή κουβαλιήση μαζί του κΤ έναν
Ο
ΤΑΡΖΆΜ
άλλον άνθρωπο μεταμφιεσμέ νο σέ λιοντάρι; Ό Γαιμπορ μουρμουρίζει συλλογισμένος: —■ Ναι... Τό βλέπω κι5 εγώ πώς είναι παράλογο αυτό πού λέω... ,Καμμιά αμφιβολία: δεν υπάρχει πώς ό ίδιος ό Ταρζάν ήταν κρυμμένος μέσα στην προβιά του λιονταριού. Μα αν δεν ήταν όμως αυτός; "Αν εί'χε πάρει μαζί του καί τή Ζολάν; ·Κι3 άν για κάποιο λό γο άγνωστο σέ μάς, τής είχε φορέσει τή λεαντή; Νά γιατί ζητάω νά είμαι απόλυτα βέ βαιος. Δεν θά ήθελα νά πάθη αυτό τό κακό ή Ζολάν. Τί φταίει τό καημένο κορίτσι!
25
Τό Ελληνόπουλο κι* ή συν τρόφισσά του, πού είχαν άρχί σει νά σκαρφαλώνουν στο δεν τρο, πηδούν αμέσως κάτω καί τρέχουν περίεργοι κοντά στο νάνο. — Νά: κυττάξτε εδώ, τούς λέει. Είναι ή δεν είναι οί πο δάρες τού Μεγάλε ιότατού; Πραγματικά. Στο σημείο αυτό τό μονοπάτι είναι σκε πασμένο μ5 ένα παχύ στρώμα νοτισμένης άμμου από κάποιο μικρό χείμαρρο πού περνάει άπό κάπου εκεί κοντά. Καί πάνω στην υγρή αυτή άμμο έχουν άποτυπωθή καθαρά τ' αχνάρια δυο ρεγάλων γυμνών ανδρικών ποδιών. Ό Ταμπόρ κι* ή Γιαράμπα ΑΧΝΑΡΙΑ τ3 αναγνωρίζουν αμέσως. ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ — Είναι τού Ταρζάν!... -— Καί βέβαια, οί ποδάρες ΜΠΌΥΤΑΤΑ αρχίζει σέ λίγο νά παρακολου- τού Ταρζάν είναι, μουριμουρί θή τ3 ασαφή καί άκαθό ζει ιό Μπουτάτα. Έγώ άπό τη ...μυρωδιά τις κατάλαβα! ,ριστα αχνάρια των ανθρώπι Τό Ελληνόπουλο μένει γιά νων ποδαριών πού προχωρούν λίγο συλλογισμένο κυττάζον στο μονοπάτι. — "Αν οί πατημασιές προ τας τ3 αχνάρια των ποδαριών χωρούν στη σπηλιά τού Ταρ του άρχοντα τής Ζούγκλας ζάν, δεν είναι ανάγκη νά φτά πού ό ίδιος -με τά χέρια του τον είχε θάψει νεκρό βαθειά σης μέχρι εκεί, του φωνάζει ό Ταμπόρ. Νά γιυιρίΐσιης πίσω στη γή. Τέλος τραβάει τή Γιαράπριν σέ πάρη κανένα ιμάτι. — ιΚαλά, ξέρω, τ5 άποκρί ιμπα καί τό νάνο: νεται- ό Τσουλούφης. — ϊΠάμιε ,τούς λέει. Δέν Δεν προφταίνει όμως νά κά υπάρχει λόγος πια νά προ νη ούτε εκατό βήματα, όταν χωρήσουμε περισσότερο. Ού σταματάηι άπότομαμ Σκύβει τε νά κρυφτούμε στα κλαδιά κι* εξετάζοντας προσεκτικά τού δέντρου παρακολουθώντας τό χώμα τού μονοπατιού καί τί θά γίνη. Είναι φανερό καί φωνάζει: βέβαιο πώς ό Ταρζάν ήταν ε — Ταμπόορρ! Γ ια,ράμπα! κείνος πού είχε φορέσει τή Βρήκα τον Ταρζάν! 3 Ελάτε γούνα τού λιονταριού κι3 είχε νά τον δήτε! έρθει καί φώναζε έξω άπό τη
Ο
ίβ σπηλιά μας. Είχε σκοτώσει^ μάλιστα κι5 ένα ζαρκάδι με το τόίξο του κι" έκανε^ πώς το σπ άραζε για νά πιστέψω ττώς ήτ αιν πραγ μιατ ιικό λ ιοντ άρ ι. .. " Ας γυρίσουμε λοιπόν στη σπηλιά μας κι" αν άπόψε τη νύχτα θελήίση νά ξαναμσσκαρευτή με το τομάρι τού θη ρίου βά τιμωρηθή όπως τού αξίζει... "Αρκετή υπομονή κά ναμε τηά!... Ό Μπουτάτα τον κυττάζει χαμένα: — Δεν ,μού λες, αφέντη. Τα μπόιρ: Αυτά τά αχνάρια που είδαμε, πότε τά έκανε ο Με γάλε ιάτατος : Ζωντανός, ή πεθαμένος; — Ζωντανός, τ" άποικρίνε τα[ ό Ταυπόρ. Ό θάνατος του Ταρζάν ήταν ψεύτικος. Κά ποιο φίλτρο θά ζήτησε από
ό ΜΙΚΡΟΙ
'Ο Μπουτάτα κυττάζει κατά πληκτος τ’ αχνάρια γυμνών αν δρικών ποδαριών
τό μάγο Χαραχάν για νά μάς ξεγελάση,.. Κι" η Ζολάν μέ τη Μπουμπού πού δεν ήθελαν νάρβουν μαζί μας, ,μεΐναν στή σπηλιά γιά νά τον ξεθάψουνε μόλις θά φεύγαμε από έκε?... Ό Τσουλούφης ψιθυρίζει μέ θαυμασμό: — Μπράβο του όμως τού Ταρζάν! Κατάφερε νά ράς ξε γελ03ση όλους. ιΠ ιό καλά πα ρασταίνει τον πεθαμένο, πα ρά τό...ζαοντα;νό! ΕΠΙΘΕΣΙ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΩΝ ΛΥΚΩΝ
Ανάβουν τό πρωτόγονο λυχνά ρι, τρώνε ψημένο ζαρκάδι καί πέφτουν νά κοιμηθούν.
ΤΑΜΠΟΡ, ή ΊΤαράμπα κι5 ό νάνος παίρνουν τώρα τό δρό'μο τού γυ ρισμού ^γιά τή σπηλιά τους. Στή μέση όμως τού δρόμου ήταν γραφτό τους νά έχουν
©
ΤΑΡΖΑΝ
μια (φοβερή περιπέτεια πού λί γο έλειψε να τούς στοιιχί'σηι τή ζωή. ιΜιά άγέλη: άπό είκοσι με γαλόσωμους πεινασ μένους λύ κσυς ξεπετάγεται πίσω από ένα τεράστιο πυκνό σκΐνο κα·ι χύνεται πάνω τους νά τούς κατασπαράξη. Ό Μπουτατα, άπό φόβο, κι5 ή Γιαράμπα για νά κόψη ένα κλαδί νά τό κάνη ρόπα λο, σκαρφαλώνουν σ5 ένα κον τινό μοναχικό (δέντρο. Τό α τρόμητο Ελληνόπουλο άρ!χίζει νά στριφογυιρίίζη τό άχώρΐίστο ρόπαλό του, κάνοντας έτσι ένα άξεπόραστο, άπό τούς λύκους φράγμα γύρω του. Δυο τρεις λύκοι πού τολμά νε νά πλησιάσουν τον Ταμπόρ περισσότερο, δέχονται τρόμε
'Ο Ταμπό ο βγαίνει σπ\ τό κού φωμα τού δέντρου κρατώντας τό τομάρι του λιονταριού»
27
01 λύκοι βλέπουν τό ορθό λιον τάρι νά πλησιάζη καί τό βάζουν τρομοκρατημένοι στα πόδια.
ρά χτυπήματα άπό τό ρόπα λο στο κεφάλι και σωριάζον ται κάτω σφαδάζοντας κι' ούρ λιάζοντας απαίσια. Ψηλά άπό τά κλαδιά του δέντρου ό Τσοολούφης φοβε ρίζει τούς λύκους. — Τι νά σάς κάνω/ μωρέ, πού βρίσκομαι εδώ πάνω καί δεν -μπορώ νά σάς φτάσω \... "Αν ήμουν κάτω θά σάς τά ,ραζα στις σφαλιάρες!... Ή Γιαίράμπα μόλις σκαρ φαλώνει στο δέντρο σπάει γρήγορα ένα χοντρό κλαδί!, τό κάνει .ρόπαλο καί πηδάει ο-βέλτη κάτω για νά βαηίθήση τον αδελφικό της σύντροφο! Αλλοίμονο όμως... Πέφτον τας κάτω τό αριστερό της πό δι βρήκε σε κάποια ανωμαλία του εδάφους καί στραμπουλήχτηκε στο γόνατο. Ή μελά
23
ψή κοπέλλα σωριάζεται κάτω ξεφωνίζοντας άπό τούς πόνους ικαί μή μπορώντας νά ξανασηκωθή. Το γεγονός αυτό μετατρέ πει άμέσως τή δύσκολη; θέσι του Ταμπόρ σέ τραγική. Τώ ρα δεν έχει μονάχα νά τπροστατεύση τή ζωή του άπό τίς μανιασμένες επιθέσεις των πει νασμένων Λύκων, μά και την ανάπηρη Γιαράμπα. Χωρίς νά χάση στιγμή οορ πάζει άπό το χέρι· τής νέας το νεοκομιμένο ^ρόπαλό της κι* άρχίζη τώρα νά περιστρέφη μέ αφάνταστη δόνα μι γύ ρω τους και τά δυο ρόπαλα... "Αλλοι δυο - τρεις λύκοι σω ριάζονται κάτω σφαδάζοντας και ουρλιάζοντας. Μένουν όμως άκόμσ καμμιά δεκαπενταριά πού δεν δει χνουν καμμιά διάθεσι νά φύ γουν από έκεΐ μέ άδειες τις κοιλιές τους. "Αλλά κι* 6 Ταμπέρ άρχι ζε ι νά νοιώθη κουρσσι στ5 άτσαλένια μπράτσα του υστέ ρα άπό αυτές τις απεγνωσμέ νες προσπάθειες! Καταλαβαίνει και μόνος του πώς ή άμυνά του αυτή δε θά ιμπαρέση νά συνεχιστή γιά πολλή ώρα άκόιμα. Γρή γορα οι μυώνες του θά παρα λύσουν κι5 άπό τις παλάμες του θά ξεψύγουν τά δυο θα νατερά ρόπαλα. Οι πεινασμέ ναι λύκοι θά χυθούν έλευθεροι τότε νά σπαράξουν τή συντρό φισσά του κι* αυτόν. Τό γρήγορο μυαλό τού Τα μπόιρ λογαριάζει πώς γιά νά
σωθούν άπό τά δόντια των λύ κων, ;μιά λύσι υπάρχει μόνο: Νά σκαρψαγχώσουν κι* ο! δυο στά κλαδιά τού θεόρατου δέν τρου. Πώς όμως; "Αλλά τίποτα δέν είναι α δύνατο σ5 έναν άνθρωπο πού έχει θάρρος καί θέλησι, Καί νά: Πετάει μέ δύναμι πάνω στο σωρό των λύκων τό ρόπαλο τής Γ ιαράμπα πού κρατάει μέ τ" άριότερό του χέρι. Κι" οι λύκοι, πού στήν πραγματικότητα δέν εϋναι παρά άγρια σκυλιά, γυρίζουν όπως θά έκαναν κι* έκεΐνα, καί τρέχουν ν* αρπάξουν καί νά δαγκώσουν τό ρόπαλο. Στο ,μικρό αυτό διάστημα, τό ιΕλληνόπουλο, αρπάζει τ?) μελαψή κοπέλιλα στά γερά του μπράτσα καί την τινάζει προς τά έπάνω. Ή Γ ιαράμπα — άφάνταστα σβέλτη κι* αυτή — άρπα ζεται μέ τά δυο της χέρια ά πό ένα κλαδί καί κάνοντας ά~ μέαως έλξι καταφέρνει ν* άνυ ψωθή καί νά καθήση πάνω σ* αυτό. Χωρίς ιστό μεταξύ νά πάψη νά βογγάη άπό τούς φρικτούς πόνους τού στραμπουληιγμένου της ποδαριού. *Αλλά κι* ό ΤαμΙπόρ, άμε σως .μόλις τινάζει προς τά κλαδιά τού δέντρου τή συντρόφισσά του, δέν μένει άπρα γος. "Αρχίζει νά σκσρφολώνη γρήγορα κι* αυτός στον κορ'μό. Καί μόλις προφθαίνει νά ξεφύγηι άπό τά σαγόνια των λύκων πού στο μεταξύ έχουν ξαναγυρίόει, άπό τό κυνήγι τού ροπάλου, γιά νά τον κότα
σπαράζουν. Τώ,ρα καί οι τρεις σύντρο φοι βρίσκονται ασφαλισμένοι πάνω στα κλαδιά του θεόρα του μοναχικού δέντρου Τό ' Ελληνόπουλο φτάνε ι γρήγορα κοντά στη . Γ υαράμπα και κάνει πολλές προ σπάθειες νά ξαναφερη στη θέισι του το πόδι της, Ή θέσι όμως πουχει πάρει τό^ σώμα της πάνω στο κλαδί είναι ά βολη και τίποτα δεν μπορεϊ νά καταφέρη. "Έτσι αναγκάζονται νά μεί νουν έκεΐ περί μένοντας νά φύ γουν οι λύκοι γιά νά μπορέ σουν ικαί νά συνεχίΐσουν τό δρόιμο τους. Όμως οι λύκοι δεν δείχνουν ικαμμιά διάθεσι νά φύγουν πει νασμένοι. Περικυκλώνουν λου πόν τον κορμό του θεόρατου δέντρου, ξαπλώνουν κάτω στο γρασίδι καί περιμένουν τά θύ ματά τους μέ τά ικαφάλια ση κωμίένα ψηλά. Οι ώρες περνάνε ή μια ,μετά την άλλη. Κι3 οΰτε οι τρεΐς σύντροφοι κατεβαίνουν από τά κλαδιά του δέντρου, ούτε φυσικά, κι5 οι πει νασμένοι λύ κοι. — "Ε, λεβέντες, τούς φω νάζει άπό ψηλά ό Μπουτάτα. Πολύ στην ξάπλα τό ρίξατε! Δεν κάνετε καί καμμιά βόλτα νά... ξεμουδιάσετε;
τροφούς. -αφνικά απαίσια σφύριγμα τα άκουγονται καί δυο τερά στια μαύρα φίδια πού θά βρί σκονταν ασφαλώς ναρκωμένα στα κλαδιά του θεόρατου δεν τρου, αρχίζουν νά τούς πλη σιάζουν. Ή όμορφη Γιαράμπα τ’ άν τι κράζει καί βγάζει ένα απε γνωσμένο ξεφωνητό. Όχι για τΐ φοβήθηκε, μά γιατί ξέρει πώς μέ τό: στραμπουληγμένο πόδι της ιδέν ,μπορεί νά κάνη τίποτα γιά ν’ άμυνθή, ή νά ξε φυγή, άπό τό θανατερό άγκά λιασμά τους. Ό Μπουτάτα έχει κατατρο μοκρατηθήι. Καί κυττάζοντας τά φοβερά φίδια που κοντοζυ γώνουν, τά παρακαλάει κλα ψουρίζοντας: — 5Αμάν, φιδάκια μου! Κατεβήτε κάτω νά φάτε τούς λύκους. Είναι πιο νόστιμοι άπό εμάς!... Ό Ταμπόρ, πού καταφέρνει νά κρατάη πάντα τήν ψυχραι μία του καί στις π ιό τραγι κές ακόμα στ υγρές, ζυγίζει στο γερό μυαλό- του τήν κατάστασι. "Αν μείνουν πάνω στά κλαδιά σίγουρα θά βρουν φρυκτό θάνατο ανάμεσα στις; τρομερές κουλούρες τώ,ν δυο ■μαύρων φιδιών... "Αν πηδή σουν κάτω θά τούς σπαρά ζουν οί λύκου. Κάτω- όμως εί ναι ή ελεύθερη γη πού μπο ΜΠΡΟΣΤΑ ΓΚΡΕΜΟΣ ρούν νά τρέξουν γιά νά ξεφύ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΡΕΜΑ γουν... Πού μπορεί ν’ άρπά ΧΕΙ άρχίσει νά σουρσυ ξηι στά χέρια του τήν άναπη^ πώνη πια, όταν καινούς ρη Γιαράμπα καί νά τήν τιγια δραματική περ-ιπέ νάξη στά κλαδιά κάποιου άλ τεια περιμένει τους τρεις λου συν κοντινού δέντρου. "Αν προ
Ε
Ο ΜΙΚΡΟΙ
30
λάβη, να σώση έτσι την άγα πη(μένη του συντ,ρόφ ισσα, θά εΐναι- ευτυχής, κι' άν ό ίδιος δεν πιροφτάση να σικαρφάλω ση σ5 αυτό το δέντρο και τον σπαράζουν οι λύκοι·. "Ολα αυτά βέβαια μττορεΐ νά μή γίνουν. Μά δσο νάναι υπάρχουν και μερικές, έστω και άπίΙθανες, ελπίδες σωτηρί ας. Πιάνω όμως στά κλαδιά δεν ,υπάρχει. καμμ-ιά έλττίδα... ίΚαι ιμέ τούς (συλλογισμούς αυτούς, τπού δεν βαστάνε πε ρισσότερο ράπτό τρία δεύτερό λεπτά, παίρνει την άπόψασι: — Κάτω γρήγορά, φωνά ζει στο Μπουτάτα. Και αυτός αρπάζοντας α μέσως στην αγκαλιά του τη Γ'.αράμπα, κάνει νά πηιδήσιη πάνω στ5 ανοιχτά στόματα
των δεκαπέντε1 ^ίτειγασμένων λύκων. Την ίδια στιγμή παράξενοι ■βρυχηθμό ί λ ιονταρ ιού άκούγονται. Και οί λύκοι· αντίκρυ ιζοντας ένα μεγαλόσωμο αρ σενικό -λιοντάρι πού πλησιά ζει ορθό βαδίζοντας ιμέ τά πισινά του ποδάρια, τό βά ζουν στά πόδια μουγγρίζοντας τρομοκρατημένοι· καΓι σέ λίγες στιγμές γίνονται άφαν τοι... Ό βασιλιάς των θηρίων τής ζούγκλάς έχει κάνει και αυτή τή φορά τό θαυμά του. Ό Τοομττορ — κρατώντας πάντα οπήν αγκαλιά του τή Γ ι αράμπα — ιμόλις προφτ,αι νει νά ττηδήση κάτω, ξεχύ νοντας από τά μαύρα φίδια πού έχουν πια φτάσει πολύ —πολύ κοντά του. Τό ίδιο κάνει και ό Μπου τάτα, μαλλώνοντας έξω φρέ νων τό λιοντάρι πού Τούς εί χε σώσει τή ζωή: — Ανάθεμά σε, παλιολιόν τοορο! >Γιατΐ μούδιωξες τούς λύκους; Έγώ δ,τι ήμουν έ τοιμος νά κατέίβω καί νά τους ταράξω στις κεφαλιές! Μά τό ,μεγαλόσωμο αρσε νικό λιοντάρι, άπό όρίθό που ήτανε, πέφτει αμέσως στά τέσσερα πόδια του καί χύνε ται πάνω ιστούς τρεις συντρό φσυς νά τούς κατασπαΐράξη1. ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΠΟΥ ΚΛΑΙΕΙ
4Ο Τοομττορ πηδάει απ’ τό δεντρο κρατώντας στην άγκαλιά του τη Γ ιαράμπα.
ΝΑΝΟΣ πρώτος ^ βλέ πει στο ιμισοσκόταδο τό τομάρι τού λιοντα ριού πού είναι άνοιχτό κάπου κάτω άπό τήν κοιλιά του καί
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
το αναγνωρίζει: — Ντροπή σου, Μεγάλειότατε του φωνάζει. Δεν ντρέ ττεσαι πεθαμένος άνθρωπος νά κάθεσαι νά ντύνεσαι μασκαράς; -αναγύρισε γρήγο ρα στον τάφο σου νά μιή σε Ταράξω ιστίς σφαλιάρες καί σένα! Ό Ταίμιτόιρ πού έχει ανα γνωρίσει* καί αυτός την προ βιά του λιοντάρι ου καταλα βαίνει ποιος βρίσκεται μέσα σ5 αυτήν. Σφίγγει λοιπόν τό ρόπαλό του καί περιμένοντσς νά υποδεχτή όπως πρέπει τό ψεύτικο λιοντάρι, του φωνά ζει άγρια: —Πρόσεξε καλά, Ταρζάν! ’Άν πλησιάσης, δεν πρόκει ται νά διστάσω αυτή τή φο ρά! θά τσακίσω^ μέ τό ρό παλό -μου τό καύκαλο του λιονταριού κάΐ τό κεφάλι σου πού βρίσκεται από μέσα! Τό λιοντάρι κοντοστέκεται καί τον ακούει. Τό ' Ελληνόπουλο συνεχίζει μέ μάτια πού πετάνε αστραπές όρΎης: Μέχρι1 σήμερα Ταρζάν σέ άγαπούσα καί σε σεβό μουν σά φίλο καί σαν άρχ°ν τα τής ζούγκλας. Τώρα δεν είσαι πια για μένα παρά έ νας δειλός μασκαράς πού φόρεσες μια λεοντή για νά μάς τρομάξης! ζέρω πώς θέ λεις νά μέ κάνης νά φύγω α πό τη ζούγκλα πού τη θαρ ρεΐς γιά τσιφλίκι σου. Μάθε όμως πώς ή ζούγκλα^, όπως κι5 ολος ό κόσμος, ανήκουν μονάχα στο θεό! Καί πώ^ θά μείνω έδώ σ’ όλη, τη ζωη
31
Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο χτυ πάει αλύπητα τους λύκους πού τοΰ έχουν έπιτεθή.
μου. Μέχρι πού νά πεθάνω! Τό ψευτολιοντάρι- ξανασηκώνεται άμέσως ορθό καί κά νε: νά χυμήξη, πάνω του. Ό Ταμίπαρ σηκώνει τό ^ φοβερό του ρόπαλο μέ άφάνταστη λύσσα! Μά δεν προφταίνε^ι νά τό κατεβάση πάνω στο κεφάλι του. Γιατί την Τδια στιγμή μέσ’ άπό τήν προβιά άκούγονται πονεμένοι λυγμοί. Ανήσυχος ό Ταμπόρ πε τάει τό ρόπαλό του καί αρ πάζοντας τό λιοντάρι τό ρί χνει κάτω /κο$ προσπαθεί τραβώντας νά άνοιξη τήν προβιά του καί νά λευτερώ ση τον άνθρωπο πού βρίσκε ται μέσα. Αλλοίμονο όμως ! Μέ τή ζεστασιά τού κορμιού ή φόβε
η ρή κόλλα το0 δέντρου Σαν<χ.(ατΓ ιεχει- αναλύσει και τό το μάρι του λιονταριού έχει γί^ νει ένα μέ τό δέρμα του άνθ,ρώπου. "Ετσι, ενώ πριν πονούσε ικαίι έκλαιγε μέ τό τρά βηγμα πού πάει· νά κάνη: τώ ρα τό 4 Ελληνόπουλο, σπαρα κτικά γυναικεία ξεφωνητά άκούγονται: — Μά Ταμπόοορ! Μη τρ·α 'βάς! Πονάωωωω! 4 Η Γιαράμπα ξαπλωμένη κάτω καθώς βρ-ίσκεται μέ τό στραμπουληγμένο πόδι, άνοί γει. διάπλατα τά μάτια της καί ψιθυρίζει μέ δέος: —Θεέ μου! 4 Η Ζολάν εί ναι-! Ό Μπουτάτα ξεφωνίζει: — 5Αμάν, ή φουκαριάρα! Πιάστηκε σάν τη μύγα μέσα στο μέλι! Φτηνά τη γλύτω σε πάλι ό μεγάλειότατος! 4Ο Ταιμπόρι βλέπει πώς δεν μπορεί νά κάνη τίποτα, τραβώντας απτό τό σώμα της άμοιιρης καπέλλας τό κολλη μένο τομάρι τοϋ λιονταριού. Πρέπει· νά βρή κάποιον άλλο τρόπο—καί θά τον βρή άσφα λώς— για νά τη σώση. Στο μεταξύ τη ρωτάει μέ άγωνία: — Πές μου Ζολάν: Πώς βρέθηκες έσύ εδώ μέσα; Ό Ταρζάν σ’ έστειλε νά φορέσης τη λεοντή; — Όχι, του αποκρίνεται μέ πονεμένους ^λυγμούς. Τον ακόυσα πού μάς έλεγε πώς ήρθε χθες τά μεσάνυχτα κύ έκανε τό βρυκόλακα γιά νά σέ τρομάξη νάφύγηςάπότή ζούγκλα... Καί έμαθα σε
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ποιο κούφωμα δέντρου είχε κρύψει τό τρμάρι του λιον ταριού πού φορούσε... ’Έφυ γα λοιπόν κρυφά από τη σπη λιά μας, ήρθα στο δέντρο,τό βρήκα καί τό φόρεσα. — ·Γιατί; τή ρωτάει ό Τα μπόρ. —·Γιά νά τρομάξω καί γώ τή Γ ιοράμπα. Νά φύγη. καί αυτή άπό τή ζούγκλα. — 5Αντί νά την τρομάξης όμως, τής έσωσες τή ζωή! τής λέει ό Μπουτάτα. Μείνε λοιπόν τώρα λιοντάρι, γιά νά μάθης άλλοτε νά μή μα> σκαρεύεσαι τή σαρακοστή. Άμέ! — "Ωστε τό τομάρι δέν θά ξεκολλήση ποτέ άπό πά νω μου πιά; ρωτάει· μέ άπόγνωσι ή Ζολάν. Θά μείνω λοι πόν σέ ολόκληρη, τή ζωή μου λιοντάρι; —* Κ αί μάλ ι στ α άρ σεν ι κσ, μουρμουρίζει χαιρέκακα ό νάνος. Τήν Τ5ι·α στιγμή γρήγορο ανθρώπινο ποδοβολητό άκούγεται νά πλησιάζη. Είναι ό Ταρζάν πού έχει καταλάβει γιατί έφυγε κρυφά άπό τή σπηλιά του ή Ζολάν καί ψά χνει νά τή βρή,. Καί νάτος: Παρουσιάζεται στο μικρό ιξέιφωτο καί βλέ ποντας τον Τα μ πόρ καί τή Παράμπα χαμηλώνει ντρο πιασμένος τά μάτια. "Αμέ σως, καί χωρ<ΐς νά βγή λέξι άπό τά χείλια του αρπάζει στην άγκαλιά του τό λευκό κορίτσι μαζί μέ τή γούνα τού λιονταριού πού φοράει καί γυρίζοντας ξαναφεύγει
ΤΑΡΖΑΝ
13
βιαστικός. Ό αδιόρθωτος Μπουτάτα τον αποχαιρετάει καροϊδευτι κά: — Στο καλό κύριε Μακ·ο&ρίτη! Κι5 άμα ξεκολλήσης τ?) «Μιικιρή» οίττό τό τομάρι·, νά μου τηλεγ,ραψήσης! Χί χί,χτ. Σχεδόν αμέσως όμως το μυαλό του Ταμττόιρ έχει βρή τό αντιφάρμακο πού θά σώση τη Ζολαν. Και φωνάζει κΓ αυτός στον Ταρζάν που έ χει ξε μάκρυνε ι άρκετά: — "Ε, Ταρζάααν! Τό σώ μα του κοριτσιού είναι κολ λημένο πάνω οπό λιονταρίσιο τομάρι. 'Ό,τι καί άν κάνης 6έν. θά μπόρεσης νά την ξεκολλήσης άπ’ αυτό. ^Αψτισέ τη, λοιπόν κάτω καί τράβα την ιάπό τό χέρι για νά κοοΤ Ε
ρο.στή πολύ καί νά ίδρώση. Μονάχα οί σταγόνες του ί δ ρώτα πού θά β γαίνουν από τό δέρμα της θά ξεκολλή σουν την προβιά του λιόντα ριοθ! Ό Ταρζάν τον ακούει, <μά εγωιστής καί πεισματάρης καθώς είναι δεν παρατάει κάτω τή θετή του κόρη, Προ χωρεί ^ ατάραχος ^ κρατώντας τη πάντοτε οπήν άγκαλια του. ΌΤσουλούφης τον κυττάζει καί κουνάει θλιβερά τό κε λι του: — ^Τυχεράκιας, βλίέ'πεις! ’Άν είχε κόλληση· αυτός, όχι μόνο θά ίδρωνε για νά ξε κόλληση, μά θά έβγαζε καί την... ιλαρά, μετά συγχωρήσεως. Άμέ; © Σ
ΝΙΚΟΣ Ε. ΡΟΥΤΙΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν, Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ίοιν—Τόμος 3ος—’Αρ. 24—Δρ. 2 Δημοσισγραφικός Δ)ντής: Στ. Άνειμοδοορας, Φάλτσου 41. Οί κοινομικός Δ)ντής: Γιεώργ. Γεωργιάδης, Σφαγγός 3$. Προϊστά μενος τυπογο.: Α. Χατζηδαχπ λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑί: Γ. Γεωργπά&ην, Λέκκα 22, Άθηναι.
’Αττό τό επόμενο τεύχος του. το 25, ό ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ θά πραγματοποίηση μια μεγάλη έξόρμησι για νά ικα νοποίηση τις χιλιάδες των αναγνωστών του., προσφέρσντάς τους ένα ανανεωμένο κείμενο μέ (καταπληκτικές περιπέ τειες. Διαβάζοντας τό τεύχος αύτό 8ά διαπιστώσετε πώς άρχισε μια χρυσή εποχή για τό αγαπημένο σας περιοδικό. λάν, ό θρυλικός πια. κουμπουροφόρος Μπουτάτα και ή πα νέμορφη Γιαράμπα μαζί μ’ ενα καινούργιο... τετράποδο
Νά μη χάση κανείς τό τεύχος 25.- που έχει τον τίτλο:
ΗΥΝΗΜΛ ΛΠΟ το Δ/ΑΖΤΗΜΑ Η ΑΛΓΗ ]7ΛΛ? Α77 'ΤΗΛ- ΑΡ^Τ/ΠΗ/ΤΟΛ' Α6ΑΑ λ1Α/ Η ΤΛ/ΤΗ ββ&Ρ/Λ ηε/Α /τοη ατλαηπλο 9Κ£ααό.
πβΡβ:εΜ£Μ£/νΌΙ Οί Α/γ&ΡΡΛΟΙ Η/ΤΤΑ/ΟΨλ/, ΑΛΎ Τ7οτ)ΤΟ/ Γ/Α ΤΰΑΓ ΗΙΑίάΚΜΌ ΤΤΟν Α77/!ΛΗ£ε ΤΌ/ν η ΛΑΛΗΤΗ Τ&Ρέ . . . ΤΙ ε/ΗΆΙ ΑΥΤΟ Πον γρα<Ρ£ι ΤΟ ΑεΡ0ΤΙΛΑ//Ο.
ρ/>Μ2 βτι'τπ γη εν#/ ιητΑΜ(Λ·οι 4/εκοε ρλλλ ψηλά
4/ΑΑΑΪΟ/ 70 ΑΤΛ/ΗΠΑ . ■
η γη ετλβΡίίΤίΐ ηλ τη ϊρτηΡΐ/? ΤΗΙ.. Η ΑΠΟΐΤΟΛΗΗΑί
Τ£ΛΟΖ~ ·
1
I Ο ΜΙΚΡΟΣ. 1
ι
///) // / /Μ 1 II
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΝΕΟ
ίΠΟΛΥΤΗ ησυχία κυρι αρχεί στην απέραντη ζούγκλα. Τα άγρια ζώα έχουν λουφάξει στις φωλιές τους και τα πουλιά έχουν κουρ νιάσει στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Είναι νύχτα βα θεΐα καί., τή νύχτα, στη ζούγ κλα ιμόνο ή ύαινα ξαγρυπνάει ικαι γυρνάει ύπουλα κι' άσόρ>υ'βα, αναζητώντας κανένα πτώ μα για να χόρταση την πείνα της. -αφνικά, ό θόρυβος πολλών
ταμ - ταμ σπάζει τή βαθειά σιγαλιά και κάνει τα θηρία ν’ αλαφιαστούν και τά πουλιά νά τινάξουν τοαμαγμένα τά φτερά τους. Ό ίδιος αυτός θό^ ρυβος ξυπνάει καίι τον Μπουτάτα πού κοιιμάται στη σπη λιά .μαζί μέ τον Ταρζάν και τή (μελαψή καί πανώ,ρια Παρά,μ,πα. Τρίβει τά {μάτια: του, ξύ νει το πάντοτε άνωρθωμένο τσουλούφι του καί -μουρμουρί ζει : — Μπά σέ καλό τους, παρέλασι κάνουν νυχτιάτικα καί
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 δεν μάς αφήνουν νά κοιμηθουίμιε ; Κάνει νά ξαπλώση, πάλι ;μά ό θόρυβός των τάιμ - ταμ δσο πάει ικιοοί δυναμώνει κόοι γίνε ται τγιο ξέφρενος. Τότε και ό Μττουτάτα τραβάει, μΊσοκοιμισμένος καθώς είναι, τή σκου ριασμένη ικαί άχώριιστη μττιστάλα του καί ττατάει τή σκαν δάλη. "Ένας τρρμακτιικός πυ ροβολισμός συγκλονίζει τή ,μικρή σπηλιά καί κάνει τον Ταμπόρ καί τή,ν Γιαράμτπα νά πε ταχτούν ολόρθοι. — Μπουτάτα!, φωνάζε ι έ ξω φρένων τό Ελληνόπουλο, τί συμβαίίίνει καί πυροβόλη σες; . ^ — Δεν άκοϋς, άφεντη παιδίι, τήν παρέλασι; του έξηγεΐ ό Μπουτάτα. Τράβηξα μιά μέ τήν κουμπούρα μου γιά νά τους κάνω νά σταματήσουν. Μπά σέ καλό τους! "Έτσι μοΰρχεται νά σηκωθώ καί νά τους ταράξω στις σφαλιάρες καί στις κεφαλιές. Ό Ταμπόρ σφαιγγει τίς γρο θιές του άπό θυμό κι* έτοιμάζετα( νά φιλοδωρήση με μιά άπό αυτές τον Μπουτάτα, μά ό ήχος των τάμ - ταμ τον συγ κροτεί καί τον κάνει νά τεντώση τ5 αυτιά του. — Κάτι συμβαίνει, λέει σέ λίγο στή Γιαράμπα. Καί χωρίς καθυιστέρηρι πε τάγεται έξω άπό τή σπηλιά καί στήνει αυτί, ένώ ξοπίσω του βγαίνει ή καπέλλα μέ τον νυσταγμένο καί κακό κ ε Φ ο Μπουτάτα. — Αέν ίσυμβαίνει τίποτε, βγάζει τό συμπέρασμα ό άρά-
Ο ΜΙΚΡΟΙ πης. Κάπου γίνεται παρέλα ση δέν άκουτε τά τούμπανα; Ό Ταρπόρ όμως έχει άλλη γνώμη,. *—- Τά ταμ - τάμ χτυπουν πρός τήν κατεύθυνσι τής φυ λής των Κουρά, λέει ιμέ ζαρω μένο μέτωπο. Κι’ απ’ δ,τι κα ταλαβαίνω, οί Κούρο έτοιμά:ζονται γιά άνθρωποθυσίΐα. Κά ποιος λευκός κινδυνεύει άπόψε, Γ ιαράμπα! Ό Μπουτάτα, πού φοβάται μήπως ό Ταμιπρρ διατάξη, νά φύγουν (μέσα στή νύχτα, πρασ παθεΐ νά τον καθησυχάση. —"Ακούσε άφέντη Ταμπάρ, Ιμπορεΐ νά κοιμόμαστε αυτή τή στιγμή καί νά βλέπουμε στ όνειρό μας πώς χτυπάνε τά τορμπανα. "Αμα ξυπνήσουμε τό πρωΐ, δέν θ’ άκορμε τίποτε. Ξαφνικά, ό Ταμπόρ άνασκιρ τάει. Ανάμεσα άπό τούς κορ μούς τών γειτονικών δένδρων βλέπει μιά ύποπτη σκιά νά κι νήται, πού μόλις διακρίνεται στο άδυνατο φώς του φεγγα ριού γιατί είναι άκάμη μακρυά. — Οί Κούρα!, λέει ό Μπου τάτα πού είδε κι’ αυτός τή σκιά πού προχωρεί καί ζυγώ νει πρός τό μέρος τους. "Ερ χονται γιά νά μάς θυσιάσουν, άφέντη παιδί! Αέν θά τούς πε ριάση όμως! Ή θαυματουργή μπιστόλα μου θά δράση. (Καί, πριν προλάβη; νά τον έμποδίιση; κανείς, σκοπεύει τή σκιά καί πυροβολεί... Δέν περνούν παρά λίγα δευ τερόλεπτα καί ό... άριστός σκοπευτής βάζει μιά τρομα γμένη, φωνή. Πάνω στην κεφά
λα του πεψτει μέ 6οχρύ γδού πο ένα άγριοπούλι πού κοι μόταν ανύποπτο στα κλαδ ιά τού δέντρου πού Από κάτω του στεκόταν ό Μπουτάτα. Ή σφαίρα αντί νά χτυπήση τή σκιά χτύπηίσε το πουλί! — Μπά σέ καλό1 σου!, κά νει ό άράπης και πιετάει τό σκοτωμένο πουλί μακιρυά. Δεν είπαμε νά μου τσαλακώσης καί τό τσουλούφι μου! Ταυτόχρονα σχεδόν, άκο ά γεται σέ λίιγηι άπόστασι μακρυά τους μια λεπτή φωνή: — Καλέ, στραβοί είσαστε μετά συγχωρήσεως, καί μέ βά λατε στο σημάδι; Δεν με γνω ρίσατε; Ή φωνή άνήικει στη σκιά πού πλησιάζει καί ή σκιά δεν είναι άλλη από τή Μπουμπού, τή λεπτεπίλεπτη; αρραβωνια στικιά τού Τισουλούφη, μέ τή μσκρυά αλογοουρά. Ό Ταρπάρ τήν πληγιάζει μέ δύο βήματα καί τή ρωτάει αύστηρά: — Πού γυρίζεις τέτοια ώρα; — Πού νά σάς τά λέω!, α ποκρίνεται ή Μπουμπού καί χτυπάει τά μακρυά της χέρια πού είναι αδύνατα σάν καλα μάκια. Ή Ζολάν καί ό Ταρζάν έπεσαν στά χέρια τής φυλής των Κουρά! Τούς έπιασαν τό Απόγευμα καθώς έπαιρναν τό μπάνιο τους στή μεγάλη1 λί μνη. "Εγώ κρύφτηκα μέσα σ' ένα θάμνο καί τή γλύτωσα, μετά συγχωρήσεως! Ό Τα?μπόρ νοιώθει ένα πα γωμένο ρίγο^ νά διαπερνάη^τό κορμί του και κυττάζει μέ νόη
μα τή Γιαράμπα. •—-Γι’ αυτό .χτυπούν τά τάρ - τάμ, τής λέει. Ή άγρια φυ λή^ των Κουρά ετοιμάζεται νά τούς θυσιάση. Πρέπει νά τρέξουμε γιά νά προλάβουμε. Τό χωριό) τους απέχει δυο ώρες περίπου από δω. ’Άν είμαστε τυχεροί θά )πρόλιάβουμε. 'Καί γυρνώντας προς τόν Μπουτάτα: —Θαρθής καί σύ μαζί μας, Τσαύλουφη; — "Αν θάρθω λέει 1 ! Αμή χωρίς εμένα δεν γίνεται πανη γύρι, αφέντη παιδί! Θάρθω νά τούς άρχίοχο στις σφαλιάρες καί στις κεφαλιές γιά νά μά θουν νά ιμας ξυπνάνε τά μεσά νυχτα. Μπά σέ κα... Δέν προλαβαίνει νά τελείω ση, γιατί ατό μεταξύ ό Ταμπόρ καί ή Γ ιαράμπα πήραν κιόλας βρόμιο. Είναι άποφασμ σμένοι νά ριχτούν σέ μιά επι κίνδυνη περιπέτεια, ν’ αντιμε τωπίσουν ως καί τό θάνοπο α κόμη γιά νά ελευθερώσουν τή Ζολάν καί τον Ταρζάν άπό π; χέρια τής άγριας φυλής των1 Κουρά. Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ!
ΙΑ ΙΠΕΛ.ΩΡ ΙΑ φωτιά είναι ιάναμμένηι στην πλατεία του χωριού τής φυλής των Κουρά. Γύρω της χορεύουν σάν φαντάσ μτα οί άγριοι, κρατώντας με ικρυά δορατα ένώ πιο πέτο: κορμιά δεκαριά άλλοι δεν στε ιματούν ούτε στιγμή νά χτυ πουν τά τάμ—τάμ. Ή σκηνή είναι γραφική μά άγρια καί μ-
Μ
$ ίνατριχι αστική (συγχρόνως. Ό χορός σταματάει σε «ορισμένα χιρονιικιά διαστήματα καί οί ττο λεμιστές σηκώνουν τότε ψηλά τά δόρατα ικαί ουρλιάζουν σαν δαιμονισμένοι ενώ τα γυναικό παιδα ουρλιάζουν καί αυτά καί χτυπάνε τά χέρια τους ιμέ δύναμ.ι. Ό Ταμπόρ )μέ τή Γιαράμπα καί τό Μπουτάτα έχουν πλησι άσει τό χωριό καί κυττάζουν τό τρομερό θέαμα του χορού γύρω από την φωτιά, κρυμμέ νοι πίσω ώττό μερικούς θά μνους. — Ό Τρρζάν!, λέει σέ μ·ιά στιγμή ή ιΓιαράμπα. Τον βλέ πεις Ταμπόρ; Τον έχουν δεμέ νο σ' ένα πάσσαλο κοντά στά ξύλινα ξόανά τους (*) (*) Ξόανα λέγονται τά ιάγάλμο τα 'τών πνευμάτων στά όττοΐα ττ ι στεύουν ο·ί άγριες φυλές τής Α φρικής.
40 τρομερός μάγος υψώνει τό κοφτερό γιαταγάνι του...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Οί άγριοι πολεμιστές κατώρθωσαν νά αί χμαλωτίσουν τό ξανθό ' κορίτσι.
— Τον βλέπω, απαντάει τό ατρόμητο παιδί·. Μόλις σταμα τήση ό χορός θά τον θυσιά σουν στη θεά τους. Έχω ά κούσει πώς οί Κουρά λατρεύ ουν σαν θεό ένα μεγάλο ολό χρυσο άγαλμα. Λένε μάλιστα πώς όταν τό άγαλμα αυτό ζωντανέψη οίμΚαύρα θά θυσι άσουν έναν άνθρωπο για χατήιρι του. Λεν μπορώ νά κατα λάβω τί συμβαίνει απόψε καί έτ ο ιμ άζοντα ι νά θυσ ιάσουν τον Ταρζάν. —Την Ζολάν δεν τή βλέπω, λέει ή -Γιαράμπα. — ”Ωχ αδελφέ!, κάνει ό άράπτης καί άφήνοντας τή θέσι του κάθεται σέ έναν χοντρό κορμοί. Νύχτα είναι, θά κοι μά ται τό κορίτσι, 6έν έχει τό δι κό μας μυαλό πού νυχτοπερπατά...
ΐΑί>ίΑΝ Δέιν ιττρολαΐβσίβνει νά τελείω ση. δταν, με μεγάλη, του1 έκ πληξη βλέπει τον κορμό πού κάθεται· επάνω να κινήται καί νά φεύγη! Στην αρχή τρομά ζει μά συνηθίζει γρήγορα καί φωνάζει μάλιστα στους φίλους του χαρούμενος, χωρίς νά ξε ρή τί <συ|μβαίνει: — .Γειά σας, αφέντες! Ε γώ φεύγω σιδηροδρομ.ικώς! Ό Τα)μ>ττόιΡ' γυρίζει καί^ τό θέαιμα πού άντικρυζει κάνει τις τριίίχες του νά σηκωθούν α πό τή φρίκη. Ό Τσουλούφης έχει· καθήοει στην ουρά ενός πελώριου φιδιού πού φεύγει ιμέ ταχύτητα ανάμεσα στά δεν τρα, παίρνοντας καί τον άράπη μαζί του! Σε .μια στιγμή ή ουιρά ανορθώνεται καί ό Μπουτάτα, πού βρίσκεται κά που δέκα μέτρα ψηλά από τή
*0 τρομερός Μπουτόττα βλέπει τό κουνούπι. καί πεφτει λιπό θυμος.
40 Μπουτάτα δίνει μια κεφαλιά στο ξόανο και πέφτει νόκ-άουτ!
γή, φωνάζει ενθουσιασμένος: ΐ — Τώρα ταξιδεύω άεροποριικώς, αφέντη Ταμπόρΐ Καλή άντάμωσι! Ό Ταμτπορ )μέ τή Γ ιαράμ^ πα κάνουν νά τρέξουν προς τό μέρος του, μά δεν προλαβαί νουν. Μόλις φθάνουν κάτω άιπό τά πρώτα δέντρα βλέπουν νά πηδούν από αυτά δεκάδες μαύ ροι σατανάδες καί νά τούς κό βουν τό δρόμο προτείνοντας τά δόιρατά τους. ’ΈΗτειτα οί δυο φ*ίΛοι [μας βρίσκονται φυ λακισμένοι μέσα σ’ έναν .κλοιό όπου τό κάθε δόιρυ άντιπροσω πεύει τό θάνατο. Τά /μάτια τού άτρόμτντου ^Ελληνόπουλου, γυρνούν ανή συχα ένα γύρω, ζητώντας νά βρή μια διέξοδο. — Π ίσω μου, Γισράμττα!}
δ φωνάζει στην κοπέλλα και μ1 ένα άπτίθανο σάλτο ττού θά τό ζήλευε και ό αίλουρος ακόμη άρττάζεται ^άπτο τη φούντα ε νός κλαδιού ττού γέρνει πάνω ιάττό τό κεφάλι του. "Έτσι κα θώς βρίσκεται κρεμασμένος, λυγίζει πίσω τα πόδια του κι5 έπειτα τά τεντώνει με δύναμι και ιμέ ταχύτητα άστ,ραπής. Τά πέλματά του χτυπούν ιμέ φάρα στο στήθος ενός άγριου πολεμιστή και τόν ρίχνουν με ορμή πάνω σε έναν άλλον που βρίσκεται πίσω του γιά νά πέ σουν και οι δυο ανάσκελα πά νω στη γή, πριν προλάβουν νά χρηισιμ οποί ήσουν τά δάρατά τους. _ Μά ό Ταμπόρ, δεν είναι τυ χερός. Μέ την κΐΐνηισ ι πού κά νει τό κλαδί σπάζει καί ό θρυ λαϊκός ηρωας τής ζούγκλας πέ φτει μέ τό κεφάλι κάτω καί μέ νει αναίσθητος. Ή Γισράμπα πού έτοιμάζε ται νά φυγή πηδώντας πάνω άπα τά κορμιά των δυο πόλεμιστών πού έπεσαν καταγής μέ τό χτύπημα τού Ταμπόρ, βλέπει τον σύντροφό της νά πέφτη· μέ τό σπάσιμο τού κλα διού καί σκύβει νά τόν φορτω θή στην πλάτη της. Δεν προλαβαίνει όμως. Οί μαύροι μέ άγριους αλαλα γμούς πέφτουν όλοι έπάνω της καί την κρατούν ακίνητη,. Μάταια αγωνίζεται νά ξεφύγη ή χειροδύναμη: κοπέλλα. Οί άγριοι τη δένουν γερά μέ έ να χορτόσχοινο, δένουν καί τόν Ταμπόρ, πού αρχίζει νά συνέρχεται καί τούς σπρώ χνουν καί τούς δυο βάναυσα
ΜΙΚΡΟΣ προς την κατεύθυνσι τού χω ριού όπου στην πλατεία του χορεύουν εκατοντάδες πολεμι στές, έτοιμοι νά θυσιάσουν τόν αιχμάλωτό1 τους πού έ χουν δεμένο γερά σ’ έναν πάσ σάλο, τόν Ταρζάν. Όλοι αυτοί οί πολεμιστές καί τά γυναικόπαιδα μόλις άντιικρύζουν τούς καινούργι ους αιχμαλώτους ξεσποϋν σέ άγριες κραυγές: -— Μπά ρού ! Μπά ρού !, πού σημαίνει: «στη θυσία, στη θυσία!» ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΞΟΑΝΟ
ΟΝΤΑ στον πάσσαλο, πάνω στον οποίο ήτοον δεμένος ό Ταρζάν, στη θηικαν τώρα άλλοι δύο. Στον ένα οί άγριοι έδεσαν τη Γιαράμπα καί στον άλλο τόν Τα μπόρ. ^ — Καλωσωρίσατε, τ ο ύς λέει ό Ταρζάν κουνώντας θλι βερά τό κεφάλι του. Θά ξέρετε ασφαλώς πώς μάς περιμένει ό πιο τρομερός θάνατος.ιΓιατί ό μως νά κάνετε αυτή την τρέλ λα καί νάρθετε ώς εδώ; —(Πίστευα πώς θά μπορέ σω νά σάς σώσω, Ψιθύρισε μέ λύπηι ό Ταμπόρ. Στάθηκα ά τυχος όμως. Αλήθεια, πού εί ναι ή Ζολάν; Μήπως τούς ξέΦυγε; Απόλυτη σιωπή ακολουθεί τά λόγια του. Ό χορός καί οί άγριες φωνές σταματούν από τομα. Οί τρεις αιχμάλωτοι στρέφουν περίεργοι τά κεφά λια τους καί βλέπουν νά άνοί
ΎΑΡΖΑΗ γη; ή πόρτα μιας (μεγάλης κα-του και πίστεψαν πώς ζωντάλάβας. 3 Από την είσοδο της^^νεψε. Σκόρπισαν λοιπόν όλο βγαίνει ένας μαύρος ιμέ μα -'^γυιρα στη ζούγκλα νά βρουν κρύα άσπρη; γενειάδα, με τό · τό ζωντανό θεό· τους και η τύ[μετωπτΌ βαιμιμενο κοκκινο και χη τοφεοε να βρουν τη Ζολάν μέ τά μάτια του άσπρα. Στα καί μένα πού κάναμε μπάνιο χέρια του κρατάει μια νεκροστή λίμνη. Βλέποντάς την ξαν κεφσιλή λεοντσοιού. Είναι 6 Ιθειά νόμισαν πώς αυτή ήταν μάγος της φυλής. τό άγαλμα πού ζωντάνεψε καί τήν πήραν μαζί τους. Έμενα Πίσω του ακολουθεί ό φύ μ* αιχμαλώτισαν για νά μέ θυ λαρχος πού φοράει ένα περιδέ σιάσουν. Επειδή όμως ή ά ραίο άπό κάκκαλσ ζώων καί μοιρη Ζολάν προσπάθησε νά πιο τπίσω ή Ζολάν. Την κρα τούς ξεφύγη. τήν έδεσαν. Καί τουν γερά δυο άγριοι ένώ τά τώρα, φόλε Ταμπάρ, μάθε πώς χέρια της είναι δεμένα μττρο θά μάς κόψουν τά κεφάλια στα στο στήθος. Ή ξανθειά μας μπροστά της,..Νά... τό κοττέλλα ιδέν αργεί νά δή τούς τέλος μας δέν θ’ άργήση, ό πασσάλους μέ τούς τρεΐς αι μάγος πλησιάζει... χμαλώτους καί άφηνει νά τις ξεφυγουν γοερές καί άπελπι Ό χορός καί τά ουρλιαχτά σμένες κραυγές: σταματούν πάλι. Τέσσερις ά — Ταμπόρ ! Ταρζάν! γριοι πλησιάζουν τούς αιχμα λώτους κρατώντας αναμμένους Προσπαθεί νά ξεφύγη άττό δαυλούς. Πίσω τούς άκολουθεΤ τούς δύο μαύρους πού την κρα ό μάγος /μ* ένα κοφτερό γιατσ τοΰν μά δεν τό κατορθώνει.Οι γάνι στο χέρι. Στέκεται μ προ δεσμοφ υλακές της την σττοώ στά στον Ταμπόρ,πιάνει μέ τό χνουν οδηγώντας την σ’ έναν άοιστεοό χέρι τά -μαλλιά πέτρινο θρόνο καί την καθί' του καί μέ τό 6εξί σηκώνει τό ζουν έπάνω κρατώντας γεοά γιαταγάνι καί τό κατεβάζει μέ τά σκοινιά πού την έχουν δε δύναμι. μένη. Δίίπλα της κάθεται ό φύ — Ταίμπόίρ!, φωνάζει την λαρχος καί μπροστά τους ό Τδια στιγμή ή Ζολάν καί χά μάγος. Καί τότε ό χορός ξα νει τις αισθήσεις της. ναρχίζει μέ μεγαλύτερη έντασι. Μά τό γιαταγάνι τού μά — Δεν μπορώ νά καταλά γου δέν κόβει παρά μιά τούφα βω τί' συμβαίνει, λέει σε μια άπό τά μαλλιά του ηρωικού στιγμή ό Ταμπόιρ. Γιστί δεν παιδιού πού σ’ δλο αυτό τό θυσιάζουν καί τή Ζολάν; διάστημα πεοίμενε τό θάνσπο — Γιατί τή νομίζουν για ψύχραιμα, σάν άντρας. Τήν ε θεά, του απαντάει ό Ταρζάν. πόμενη, -στιγμή, ό μάγος κό *Απτ* δ ,τ ι ακόυσα, ή φυλή τών βει λίγα άπό τά μαλλιά τού Κούρα λατρεύει για θεό ένα Ταρζάν καί τής Γιαράμ'πα καί χρυσό άγαλμα. Χθες δμως τό γυρνώντας τις πλάτες στους άγαλμα δεν βρέθηκε στη θέσι τρεΐς αιχμαλώτους προχωρεί
10 ώς την άναίίσθητη Ζολάν, τή θεά του όπως τή νομίζει, γο νατίζει «μπροστά της ικα'ι σκορ πίζει ^στά πόδια της τά μαλ λιά των τριών αιχμαλώτων. "Υστερα άπ5 αυτό πλησιά ζει πάλι τους αιχμαλώτους και στέκεται όπως ικιοϋΐ την πρώτη φορά (μπροστά στον Ταμπόιρ. — Ταμπόιρ!, του λέει με πνιχτή φωνή ή Γιαράμπα πού βρίσκεται στον διπλανό πάσ σαλο., ελπίζω καί μετά τό θά νατο νά βρεθούμε μαζί<... Τό κοφτερό γιαταγάνι του μούρου ισηικώνεται και τό ά τσάλι. του λάμπει στο φως τής φωτιάς πού εξακολουθεί νά φωτίζη τή μακάβρια σκηνή. Σέ δύο ή τρία δευτερόλεπτα θά κστέβηι και τότε... τό ήρωϊικο ' Ελληνόπουλο θά πάψη νά ζή!
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Συγκινημένη ή Γ ιαράμπα, άποθέτει ενα λουλούδι στο στήθος τού νεκρού Ταρζάν.
-•αφνιικά, στήν απόλυτη αυ τή σιωπή πού έχουν σταματή σει ως και οί ανάσες ακόμη, ένα από τά ξύλινα ξόανα, πού είναι στημένα πιίσω από τούς τρεΐς αιχμαλώτους, πάνω στά ερείπια ενός παλιού ναού, ζων τανεύει, αφήνει τή θέσι του προχωρεί λί!γα :μέτρα και φω νάζει άγρια: — ,Π,ίσω και σάς έφαγα, παλλιηΐκ αράδες! 01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
*Η Ζολάν κατορθώνει νά κόψη τά δέσιμό της μέ τή βοήθεια τοΟ βαυλοΟ.
ΑΛΑ, άς γυρίσουμε λί γο πιο πίσω γιά νά δούμε τί άπέγινε ό Μπουτάτα πού διασχίζει πότε σ ιδηιροδρομ ικώς καί πότε άε ροπορικώς τή ζούγκλα. •Γαντζωμένος μέ χέρια και
ΤΑΡΖΑΝ μέ πόδια πάνω στην ούρα του τεράστιου1 φιδιού -πού τό μή κος ταυ θά φβάνη τά πενήντα ;μέτρα, δ ιασικεδάζε ι οοφ άντα στα. — Τί< κρίμα νά μην προλά βουν οί αφέντες το σιδηρόδρο μο, λέει πότε—πότε. ’Άν κα ταφέρω καί τον οδηγήσω στη σπηλιά μας, θά ταξιδεύω συ νέχεια μ5 αυτόν και θά τά οι κονομάω μάλιστα βγάζοντας και εισιτήρια στους αφέντες. Τό φίδι πού δεν έχει πάρει ακόμηι είδηισι πώς κάποιος βρίσκεται σκαρφαλωμένος πά νω του—τόσο μεγάλο είναι— αφού διασχίζει τά δέντρα,πλη σιάζει τις πρώτες καλύβες του χωριού, πού είναι έρημες από κόσμο γιατί δλοι έχουν τρέξει στην πλατεία άπου πρόκειται νά θυσιάσουν τον αιχμάλωτό
"Ενα μεγάλο δίχτυ κατεβαίνει ατό λάκκο που έπεσε ό Ταμπόρ.
11
Τό κοριμΐ του Μπουτάτα άνεβοκατεβαι-νει σαν τόπι από τις κλωτσιές του ζέβρου.
τους, και φθάνει πίσω αητό τά ερείπια τού παλιού ναού. Ε κεί, σέ ένα άπό τά θεμέλια, υπάρχει μιά μεγάλη τρύπα ό που τό φίδι αρχίζει νά χώνε ται. Ό Μπουτάτα, καθώς κυτ τάζει πίσω δεν τό παίρνει εΐδησί'. "Έτσι, όταν φθάνη στην τρύπα πού χωράει ίσα—ίσα τό φίδη χτυπάει μέ δύναίμι στον τοίχο καί βρίσκεται ανά σκελα στο χώμα. — Μπά σέ καλό σου!, δια μαρτύρεται ό χαζοτσαυλουφης. Τί σού ήρθε σιδηροδρομάκι μου1 καί μέ πέταξες κάτω; Καί καθώς έκεί'νη τη στι γμή περνάει ή άκρη τής ου ράς τού φιδιού άπό μπροστά του την άρπάζει καί σέρνεται καί αυτός μαζί1 της, φωνάζοντας: — Στόσου ντε! Στόσου ν’
ανέβω ^στο βαγόνι ! Επειδή δεν πλήρωσα εισιτήριο μέ πετάξατε κάτω δηλαδή; Μπά σέ κα... Ή άκρη, τής ουράς του φι διού μπαίνει στην τρύπα έκεί' νη τή στιγμή και ή κεφάλα τού Μπουτάτα χτυπάει μέ δύναμι στον πέτρινο τοίχο, κά νοντας τον νά δή χιλιάδες ά στρα καί φεγγάρια. — "Ωχ, τσαλακώθηικε τό τσουλούφι μου!, κάνει ό άδιόρθωτος άράπης καίΐ.. χάνει τις αισθήσεις του. *
*
★
Τον ξυπνούν άγριες φωνές, ούρλ ι αχτ ά καί·... τούμπανα. Τό^χέρι του φθάνει στο τσου λούφι του, διορθώνει τή φούν τα του και σηκώνεται. —- "Εχασα τό τραίνο! ;μαυιρ (μουΐρίζει στενοχωρηΐμένος. Κοι ΐμήιθηικσ φαίνεται πολλή ώρα. Μά... διάβολε, τί< φασαρία εί ναι αύτή; Χωρίς νά χάση καιρό μπαί νει μέσα στά ερείπια τού με γάλου ναού, άνεβοκατεβαίνει τούς πέτρινους σωρούς καί φθάνει πίσω από τά ξύλινα ξό ανα. Ό χαζοορράπης τά νομί ζει για ζωντανά καί τραβών τας την αχώριστη καί σκου ριασμένη- ιμπιστόλα του τήν καρφώνει στή ράχη ένας ξόα νου, λέγοντάς του: — Ψηλά τά χέρια, σατανά γιατί σ έφαγα, θά σου δώσω κεφαλιά πού θά πάη καπνός! Καί επειδή τό ξόιανο φυσι κά δεν σηκώνει τά χέρια, ό έξυπνος^ άράπης μαζεύει φόρα καί τού δίνει μιά τρομερή κε φαλιά πού... τον κάνει νά δή
τον ούριανό σφοντήλι! — Μπά σέ καλό' σου, από ξύλο είσαι φτιαγμένος; γκρπ νιάζει χαϊδεύοντας ένα καρού μπαλο πού φύτρωσε στην τεράστ ι α^ κεφάλα τ ου. Εκείνη^ τή στιγμή τό βλέ|μ μα του πέφτει επιτέλους στην πλατεία πού απλώνεται, μπρο στά του. Βλέπει τήν μεγάλη φωτιά στή μέση, τούς άγρι ους, τή Ζολάν πού είναι καθι σμένη δίπλα στο φύλαρχο κοαί... τούς τρεις πασσάλους ό που πάνω τους είναι δεμένοι ό Ταρζάν, ό Ταμπόρ κάί ή ιΠαράμπα. Βλέπει άκόίμη καί κάτι άλλο, ό Μπουτάτα, πού κάνει τό θρυλικό τσουλούφι του νά σηίκωιθή τρεις πόντους ψηλότερα από τή φρίκη : τό μάγο πού εκείνη; τή στιγμή σηκώνει τό γιαταγάνι γιά νά κόψηι τό κεφάλι τού άγσπημένου του αφέντη, τού Τομμπόρ! Χωρίς νά δ στάση, ούτε στι γμή, σηκώνει τή δοξασμένη κουμπούρα του ψηλά, προχω ρεί λίγα βήματα καί φωνάζει: — Π ίσω καί σάς έφαγα, παλληκαράδες! ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΝΤΑΙ
Ι ^ ΑΓΡ 101, βλέποντας τον άράπη με τό πελώ ριο κεφάλι, τον νομί ζουν γιά ένα άπό τά άπειρα ξόανά τους, πού ζωντάνεψε ξαφνικά καί άρχισε νά περπα τάη; καί νά μιλάη ! Τόσος εί ναι μάλιστα ό πανικός τους πού αί περισσότεροι τό βά ζουν στά πόδια καί σκορπί:-
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
13
ζουν γύρω στη σκοτεινή ζούγ απαντάει ατάραχος ό Μπου τάτα. ικίλα ενώ μερικοί, οί τπό θαρ>ραλέει, τραβιούνται πιο πέρα "Έπειτα μια σκέψι φωτίζει ικιαι ττειριιμένουν να δουν τί θά τό χοντρό καί άδειο κεφάλι συμβή. Ή Ζολάν. ττού την ά του καί χαμογελάει. φησαν έλεύθερηι οι μαύρο ι πού — ^Εντάξει, άποφασίζε ι . την ικρατουισαν, τρέχει προς τό θά σάς λύσω μέ τή μπιστόλα (μέρος ' τών συντρόφων της μου άφέντες παιδιά, θά πυ προσπαθώντας (μάταια νά λύ ροβολήσω τά σκοινιά καί θά τά κόψω ! ση τά χέρια της. Ό Μπουτάτα, στο μεταξύ, —- Όχι!, φωνάζει μέ τρό μο τό Ελληνόπουλο. Θά μάς πηδάει από τά ερείπια και σκοτώσης! φθάνει 8ίπλα στους πασσά λους που είναι δεμένοι οι φίΜά ό λίπουτάτα, πού έχει λοι του. εμπιστοσύνη, στή σκοποβολή του, δεν ιδρώνει τό αυτί του —■ Τί σάς ήρθε και δεθήκα τε έτσι, άφέντες παιδιά! τούς άπό κάτι τέτοια. Πλησιάζει ρωτάει. τήν κάννη του πιστολιού κον τά στο σκοινί πού δένει τον — Γρήγορα λύσε μας, Ταμπόο καί πατάει τή σκαν Μπουτάτα!, τον διατάζει ανυ πόμονος ό ΤαμπόΙρ. "Άφησε δάλη. 'Ένας πυροβολισμός αν τηχεΐ καί τήν ίδια στιγμή, ό τις κουβέντες καί λύσε μας μάγος τών αγρίων πού βρισκό πριν γυρίσουν πίσω. — Δεν κάνουν κανένα ά - ταν πίσω άπό μια καλύβα καί στεΐο νά γυρίσουν; λέει 6 χα ικροφακύτταζε τό Μπουτάτα πού τον νομίζει για ξόανο, πέ ζός άρσπης. θά τούς τσακίσω Φτει νεκρός μέ μιά σφαίρα τά κεφάλια με τη μπιστόλα στο μέτωπο! μου. Μέ τό σημάδι πού ξέρω Τό τί έπακολουθεΐ, είναι δυ δεν θά γλυτώση: κανένας άπό σκολο νά τό περιγράψη κα δαυτους. νείς. “Όσοι άγριοι βρίσκονται — Μπουτάτα!, ουρλιάζει έκεΐ γύρω, τρέχουν ούρλιάζον τώρα 6 Τομπόρ πού φοβάται τας προς τό μέρος του σκο πώς άπό στιγμή σε στιγμή τωμένου μάγου ενώ ό Μπουτά, θά πάρουν θάρρος οι άγριοι τα, αντί νά κόψη τά δεσμά καί θά γυρίσουν πίσω. τών φίλων του, κάθεται καί — Γιά νά σου πώ!, τον χαμογελάει: μιαλλώνει 6 Τσουλούφης, μή — Χί'... χί! Τί έπαθαν καί (μέ φοβερίζεις εμένα γιατί ώ φωνάζουν σλοι τους έτσι; "Έ ρες είναι νά φύγω καί νά σάς τσι μουρχεται νά μαζέψω φό άφήσω μονάχους. ρα κιαί... νά τούς διαλύσεο μέ ^Λύσε μας!, βογγάει ά μιά κεφαλιά! πό λύσσα ό Ταρζάν. Ή Ζολάν, στο μεταξύ, βλέ — Δώσε μου ενα σουγιά, ποντας πώς ό Μπουτάτα δεν νά κάψω τά σκοινιά σας, του έχει σκοπό νά τούς έλευθερώ*
14 σηί, πλησιάζει τη φωτιά, τρα βάει με το πόδι της ένα άνα|μ μένο ξύλο καί φέρνει τά δεμέ να χέρια της πάνω στη φλό γα. Τό σκοινίιάρχίζει νά τσου ρουφλίζεται και σε λίγο κό βεται. εντελώς ! 1 Αρπάζει τ<> τε τό δαυλό και μέ γρήγορες κινήσεις κόβει τά δεσιμά του Τιαιμπόιρ, του Ταρζάν καί τής Γ ιαράμπα. Ήταν καιρός! Οι άγριοι, μανιασμένοι πού τούς σκότω σαν τό μάγο, ταΐμπουρωθηκαν πίσω από τις καλύβες καί άρχισαν νά τούς στέλνουν βρο χή τά βέλη! — Στά ερείπια!, φωνάζει ό Ταρπόρ καί (μ’ ένα σάλτο α νεβαίνει επάνω ενώ τά βέλη σφυρίζουν γύρω του σάν θυμω ιμένες μέλισσες. Τον ακολου θούν ό Τοςρζάν καί οί δύο κο-
Μιά μικρή μαϊμού μ* ένα μενταγιον στο λαιμό, γαργαλάει τον Μποντάτα,
Ο ΜΙΚΡΟΣ πέλλες. Μόνο ό Μπουτάτα έίμεινε στη θέσι του, "Ενα βέ λος καρφώιθηικε στο τσουλούφι του καί αυτό έκανε τον άράπη έξω φρένων. — Αλλοίμονο σας!, ουρ λιάζει. Τολμήσατε νά πειράξε τε τό τσουλούφι μου! Κα'ίί, χωρίς νά ύπολογίση τά βέλη, αρμάει εναντίον τών αγρίων πυροβολώντας καί φω νάζοντας: —Οίσω καί σάς έφαγα! θά μού τό πληρώσετε ακριβά αυτό πού ·μού κάνατε! ΐΓΤίοω άπό' την πρώτη: καλύ βα πού συναντάει, βλέπει έναν άγριο νά έτοιιμάζη τό τόξο του. Ό Μπουτάτα δεν του δί νει καιρό νά περάση τό βέλος του. Όρμάει .μέ τό κεφάλι μπροστά καί τον ανατρέπει. Τό Τδιο κάνει καί μέ ένα δεύ τερο καί έναν τρίτο, τό κεφάλι χτυπάει αλύπητα.δεξιά καί άριιστερά καί ή ;μπιστ ό λα ρίχνει συνεχώς στο γάμο τοΰ καραγκιόζη.. Ο1! πυροβολισμοί όμως φέρνουν τό άποτέλεσμά τους. ΟΊ ιμαύροι τροιμοκρατηΙμένοι από τούς κεραυνούς τοΰ σράπη,, τό βάζουν στά πόδια! — Τούς τσάκισα!, λέει σέ λίγο ό Μπουτάτα συναντών τας τούς φίλους του πού έχουν ταιμπσυρωθή πίσω από τά ε ρείπια γιά νά άποφύγουν τά βέλη τών άγρίιων. Ή μπιστόλα μου έδρασε καί πάλι! — Καί τώρα δρόμο {^δια τάζει ό Ταιμπόρ. Είναι ευκαι ρία νά ξεφύγαυμε πριν ξανάρθουν οι άγριοι. Μά ό Μπουτάτα^ δεν τον ^α κούει. Ένα κουνούπι πετάει
ΤΑΡΖΑΝ
15
εκείνη. τη στιγμή (μπροστά άπό τή μύτη, του καί ό χαζό ■ τσουλουφης πού τρέμει τά έν τομα και τά «μολυντήρια», ε νώ θά -μπορούσε άφοβα νά πα 'Λιέφηι καί μ5 ένα λεοντάρι ακό μα, νοιώθει τόσο φόβο, πού ή μπιστόλα πέφτει από τά χέ ρια του καί... ξαπλώνεται καί ό ίδιος φαρδύς πλατύς κάτω, \μέ χαμένες τις αισθήσεις! 0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΖΑΝ
ΡΧΙΖΕΙ νά ξημερώνη. Ή ζούγκλα, πούς ως τώρα ήταν ήσυχη, ξυ πνάει από τον βαθύ ύπνο της. Ό βασιλιάς των ζώων, τό λιον τάρι, αφήνει έναν τρομερό βρη χυθμό πού σκορπά τον τρόμο ικαί τον πανικό, πολλά χιλιό μετρα μακρυά. Οί πίθηκοι άνε βοκστεβαίνουν στά δέντρα, τά φίδια βγαίνουν στον ήλιο νά λιαστούν καί νά στήσουν τή θανάσιμη παγίδα τους, ενώ τά πουλιά, κρυμμένα στις πυ κνές φυλλωσιές, αρχίζουν τή φλύαρη- συναυλία τους. Ό Ταμπάρ, τό ήρωϊκό παι δί! τής ζούγκλας, μαζί μέ τον Ταρζάν, την ξανθέιά Ζολάν, την πανώρια μελαψή Γιαράμπα καί τον κωμ ιικοτραγικό Μπουτάτα, γυρνούν στις σπη λιές Τους έπειτα από την όλονύκτια περιπέτεια τους μέ τούς άγριους τής φυλής τών Κουρά. Ή Ζολάν διηγείται στον Ταμπόρ, πώς την συνέ λαβαν καί στο τέλος τού λέει: — Είμαι περίεργη, Ταμ πόρ, νά μάθω τί έγινε τό χρυ σό άγαλμά τους πού τό λά
Οί δυο κακούργοι βγάζουν τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο έξω από τό λάκκο.
τρευαν σαν θεό τους. Έκεΐνοι νομίζουν πώς είμαι έγώ τό ά γαλμα πού ζωντάνεψε, μά ύπο ψιάιζομαι πώς κάποιος θά τούς τό έκλεψε γιατί ήταν από ατόφιο χρυσάφι. — 3'Α, μπά!, κάνει ό Μπου τάτα. Μπορεί καί νά ζωντάνε ψε. Εκείνη, τή στιγμή, καθώς 'βγαίνουν σ5 ένα αρκετά μεγά λο ξέφωτο τής ζούγκλας, ^ ό Ταρζάν βγάζει ένα πονεμένο βογγητό καί σωριάζεται μο νοκόμματος στο χώμα. 4Η Ζολάν πού βρίσκεται δί πλα του, σκύβει νά τον σηκώση. — Ταρζάν!, τού φωνάζεη ανήσυχη, τί έπαθες; Τί1 σοΰ συμβαίνει; Ό βασιλιάς τής ζούγκλας άφήνει έναν άδύνατο άναστενα
16 γ)μό καί κουνάει τό κεφάλι του. — ΠεθαιΡνούι, ψιθυρίζει στην ξανθέ ιά καπέλλα. Στη στιγμή σκύβουν επάνω του ό Ταμπόρ καί ή Γιαράμττα. Τό 4 Ελληνόπουλο τον πιά νει άττό'τις μασχάλες και μέ τη βοήθεια τής Γ ιαράμπα προσπαθεί να τον σηκώση.Μά ό Ταρζάν δεν μπορεί να σταθή στα πόδια του και πέφτει πά λι καταγής. —Πεθαίνω!, ψιθυρίζει και πάλι ενώ τα ιμάτια του κλεί νουν. Ό Μπουτάτα βρίσκει την ευκαιρία να κάνη; πνεύμα: — Ξέρω γιατί τό κάνεις αυ τό αφέντη! Ταρζάν. Κουράστη κες να περπατάς και θέλεις νά σέ πάρω στην πλάτη μου! Χί, χί... είδες που τό κατάλαβα; — Τί έπαθες; τον ρωτάει ό Ταμπόρ καί του σφίγγει τό χέρι. — Μέ χτύπησε ένα βέλος στο πόδι, του εξηγεί μέ αδύ νατή φωνή ό Ταριζάν τήν ώρα πού κρυβόμαστε στα ερείπια του ναού. Οί άγριοι Κούρα τά βυθίζουν σε ένα άγνωστο δη λητήριο πού δεν υπάρχει κα νένα αντίδοτο για νά γιατρευτή κανείς. Μόνο ένας ατούς χί λ ι ούς μπορεί νά γλυτώση, άν αντίδραση ό άργανκομός του. Ταμπόρ, είμαι καταδικασμέ νος, καταλαβαίνω πώς θά πεθάνω... Ή Γιαράμπα σκύβει επάνω του καί του χαϊδεύει τό μέτω πο μέ βουρκωμένα μάτια. —^ Καλέ μου Ταρζάν, του ψιθυρίζει συγκινημένη, μπορεΐ νά είσαι εσύ ό ένας στους χί-
Ο ΜΙΚΡΟΣ λιους πού θά γλυτώση... Ό Ταρζάν κουνάει τό κεφά λι του: — Γ ιαράμπα, τή ς αποκρί νεται, νοιώθω τό τέλος μου νά έρχεται γρήγορα... Καλοί μου φίλοι... Ζολάν, ήταν γραφτό μου νά άφήσω τά κόκκαλά μου στη ζούγκλα.” Ό Μπουτάτα, ό χαζός άρά πης μέ τή χρυσή καρδιά, βά ζει τά κλάματα μόλις ακούει τά λόγια του Ταρζάν. — 5 Αφέντη Ταρζάν, μήν πεθαίνης, τοΰ λέει, καί σου υπό σχομαι νά κόψω τό τσουλούφι /μου από τή ρίζα, μπά σέ κα λό σου... Τό πρόσωπο του βασιλιά τής ζούγκλας, πού πριν λίίγο ήταν γεμάτο ζωή, είναι τώρα ωχρό, καί θρόμβοι ιδρώτα πλημμυρίζουν τό μέτωπό του. Τά χείλη του έχουν ξεραθή καί μέ κόπο κρατάει τά μάτια του ανοιχτά. Ή Ζολάν, πού τον τελευταίο καιρό έμενε μα ζί του καί τον αγαπούσε σάν πατέρα της, μέ κόπο συγκρατεΐ τά κλάματα. — Ταμπόρ, ψιθυρίζει σέ μια στιγμή ό Ταρζάν, σκύψε νά σού πώ. Τό Ελληνόπουλο βάζει τό αυτί· του κοντά στα χείλη, τού Ταρζάν γιά νά άκούση τή φω νή πού έχει γίνει ξεψυχισμέγη— Ταμπόρ... λέει ή φωνή, ή Ζολάν δέν σέ μισεί... όπως νομίζεις.... Πάρ£ τη μαζί· σου. Ταμπόιρ, εγώ ξέρω πόσο σέ α γαπάει... Σ’ αφήνω βασιλιά τής ζούγκλας,Ταμπάρ... Συγ-
17
ΤΆΡ2ΑΝ χώρεσέ με άν φάνηκα πολλές φορές κακός άτέναντί σου.„ θέλω νά μ ή ;μέ σκέφτεσαι μέ ικακί'α, ώχ!... Ξαφνικά ένας σπασμός συγ κλονίζει τό κορμί τοι; και τό κεφάλι του γέρνει άψυχο προς τα πλάγια ενώ από τά χείλη του βγαίνει άσπρος άψρός. — Πείθανε!, κάνει βραχνά ή Ζολάν και κιυττάζει γύρω της σά νά τάχη χαμένα. Ό Ταμπόρ κάνει τό σταυ ρό του και σκουπίζει κλεφτά ένα δάκρυ πού κύλησε στο μά γουλιά του, ενώ ή Γιαράμπα κάβει ένα λουλούδι και τ’ α φήνει πάνω στο στήθος τού θρυλικού βασιλιά τής ζούγ κιλας. "Οσο γιά τον καημένο τον Μπουτάτα, είναι νά τον λυπάται κανείς. ’Α,πό τη μεγά λη του θλ?ψι χτυπάει την κε φάλα του στον κορμό ενός δέντρου γιά νά λιποθυμήση και νά μή βλέπη τό νεκρό Ταρ ζάν. — Νά τον θάψουμε, λέει ή ιΓιαράμπα, σέ μιά στιγμή, πνί γοντας τη συγκίνησί της και κυττάζει στά μάτια τον Ταμπάρ. Τον βλέπει αλαφιασμένο νά γυρνάη τό κεφάλι του ολόγυ ρα καί νά άφουγκράζεται με προσοχή. "Έπειτα τά ρουθού νια Του τραβούν δυο—τρεις δυνατές εισπνοές, ενώ τό μέ τωπό του ζαρώνει. — Τι συμβαίνει; τον ρω τάει ανήσυχη. — Φωτιά!, αποκρίνεται ό Ταμπόρ. Ή ζούγκλα έπιασε φωτιά!
ιΚαί πριν οι άλλοι προλά βουν νά απαντήσουν τούς δια τάζει αποφασιστικά: — Κάθε καθυστέρηρΊ' φέρ νει καί π ιό κοντά τον κίνδυ νο πού είναι τόσο τρομερός, όσο δεν τον βάζει ό νους σας! (Γρήγορα νά φύγουμε! Φαίνε ται πώς οι Κορρα έβαλαν φω τιά στη ζούγκλα γιά νά μάς εκδικηθούν επειδή κλέψαμε τη... θεά τους! ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ
ΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΕΙ νά τελειώση; την κου ιβέντα του, όταν άνά μέσα από τά δέντρα τής ζούγ κλας βγαίνει μιά μεγάλη άγέληι πιθήκων, περνάει δίπλα τους καί φεύγει τρέχοντας προς τον κατήφορο. — Τά ζώα τρέχουν προς τό ποτάμι!, φωνάζει ό Ταμπόρ. Κατάλαβαν τον κίνδυνο καί τρέχουν νά σωθούν! Σέ λίγο θά βρεθούμε ανάμεσα στά λι οντάρια, στούς ρινόκερους, στις τίγρεις καί τούς πάνθη ρες κΓ αλλοίμονο μας τότε! Καί επειδή οί άλλοι διστά ζουν νά άφήσουν^ τό νεκρό Ταρζάν, κάνει πρώτος τήν αρ χή καί τρέχει. Αμέσως τον α κολουθεί ή Γ ιαράμπα, ή Ζολάν καί τελευταίος ό Μπουτάτα. — Γειά σου, αφέντη Ταρ ζάν!, φωνάζει ό άράπης ρί χνοντας μιά τελευταία ματιά στο νεκρό. ’Άν ζωντανέψης τρέξε προς τό ποτάμι, γιατί ή ζούγκλα καίγεται σαν μπουρλότο. Έγώ φεύγω γιατί ψοβά-
18 ιμαι μήπως τσουρουφλιστή τό ώραΐο μου τσουλούφι! Είναι τόσο τό τρέξιμό τους ττού οι φτέρνες τους χτυπούν στ’ αυτιά τους. Ό Ταμπόρ, πού αισθάνεται δσο κανένας άλλος τον «κίνδυνο πού τούς άπειλεΐ, τούς δίνει κουράγιο. Δεν είναι μόνο ή φωτιά, πού ό αέρας την φέρνει ιμέ τρομακτι κή ταχύτητα πίσω στα αχνά ρια τους μά και τά άγρια Θη ρία πού τρομαγμένα ξεχύβη καν δλα ά)πό την παρθένα ζούγκλα και τρέχουν για να γλυτώσουν από τις λαίιμοορ γες φλόγες. ’Άν τύχη και τούς προφθάσουν, αλλοίμονο τους ! Δεν θά μείνηι ούτε ένα κοκ,καλάκ ι τους απείραχτο ! — «Γρήγορα!, λέει σε μια
Ο ΜΙΚΡΟΣ στιγμή τό Ελληνόπουλο, ,μοΰ φαίνεται πώς πίσω μας έρχον ται οί ελέφαντες! Κουράγιο νά φθάσουμε πρώτοι στο ποτά|μι! Ή γλώσσα τού φουκαρά τού Μπουτάτα έχει βγή δυο πήχες έξω, σαν τού σκύλου! Λαχανιάζει άκατάπαυστα και τό πελώριο κεφάλι του τον εμ ποδίζει νά τρεξη σάν τούς άλλους. Σε «μια στιγμή απο φασίζει νά σταματήίση·. ^Κα θώς όμως γυρίζει τό βλέμμα του προς τά πίσω, τα μάτια του γουρλώνουν καί βάζει τις φωνές: — Αφέντη Ταμπόρ, αφέν τη Ταμπόρ! Ό Ταμπόρ ακούει τις φω νές, γυρίζει· τό βλέμμα του
Οί μικροί ήρωες πηδούν πάνω στις ράχες των άγριων βουβοΛιών.
ΤΑΡΖΑΝ
προς τά πίσω και οί τρίχες του κεφαλιού του ορθώνονται από τή φρίκη. Μια άγέλη απτό εκατό περίπου πάνθηρες τούς πληίσιάζει και δεν απέχουν παρά διακόσια ρετρά ρακρυά τους. — Σκαρφαλώστε στα δεν τρα!, φωνάζει όσο μπορεί πιο δυνατά I Γρήγορα στα δεν .τρα! Μέ μιά καταπληκτική ταχύ τητα, παρ’ όλη την κούρασί τους, σκαρφαλώνουν στους κ ορρούς μερικών δέντρων πού βρέθηκαν κοντά τους. Είναι καίιρός γιατζ ρεριικά δευτερό λεπτα αργότερα, ή αγέλη ^ με τούς πάνθηρες περνάει κάτω από τά δέντρα καή χωρίς νά
Ί9
σταθή, προχωρεί ρέ άσύλλη πτη ταχύτητα προς τό ρεγά λο ποτάμι. Οι ήρωές ρας, πού έχουν σκαρφαλώσει ώς τά κλαδιά των δέντρων τώρα, δεν προλα βαίνουν νά πάρουν ανάσα ό ταν ριά καινούργια αγέλη α πό εκατοντάδες λιοντάρια πλησιάζει. Τά περήφανα ζώα τρέχουν βρυχώρενα τρομαγμέ να, Πίσω τους ακολουθούν οι ελέφαντες, πού τό ιβαρύ ποδο βολητό1 τους κάνει τή γή νά τρέρη σά ·νά γίνεται σεισιμός. λΌ Μπουτάτα, πού δεν μπο ρεί νά έξηγήση πού οφείλεται αυτός ό αγώνας δρόμου, βά ζει τά γέλια: — Χί/ ΐγί! Μπά σέ καλό
10 τους, νέφτι τούς βάλανε και τρέχουν έτσι; Μά άν ό Μπουτάτα γελάη, ό Ταμπόρ άνηισυχεΐ τρομερά. Βλέπει πώς από λεπτό σέ λε πτό ό αέρας δυνσιμώνει ^ και ή φωτιά όλο και πλησιάζει. Πελώρ ιες φλόγες καταβροχθί ζουν τό ένα κοντά στο άλλο τά ρεγάλα δέντρια. Οϊ πύρινες γλώσσες υψώνονται ώς τον ουρανό, τά κλαδιά πού καί γονται τριζοβολάνε δημιουρ γώντας μ ιά συναυλία τρόμου και φρίκης μαζί μέ τά μουγκρη,τά και τις διάφορες κραυ γές τών ζώων, ενώ ό μαύρος καπνός απλώνεται σέ γης καί ουρανό, σκεπάζει τον ήλιο καί νομ'ίζει κανείς πώς έφτασε ή συντέλεια τού κόσμου. (Καί κάτω· από τά δέντρα ή παρέλσσι τών τρομαγμένων ζώων συνεχίζεται. Τίγρεις, ρι νόικεροι, ελέφαντες, περνούν δί πλα—ιδ'ίπλα, ξεχνούν πώς με ταξύ τους είναι προαιώνιοι ε χθροί καί τό νού τους τον έ χουν μόνο στο ποτάμι! Νά πέ σουν στά νερά του καί νά βγούν στην απέναντι όχθη γιά νά σωθσύν! Σέ μ ιά στιγμή, ένα κοπάδι από φίδια κάνει την έμφάνισί του. Τά συχαρερά ερπετά ά ψησαν καί αυτά τις φωλιές τους καί τρέχουν νά σωθούν. Μά λίγα από αυτά θά φθά σουν ώς τις όχθες τοΰ ποτα μού γιατί τά θηρία τά πα τούν καί τά συντρίβουν στο γρήγορο πέρασμά τους. Ή Γιοράμπα πού βρίσκε ται μονάχη της σ’ ένα δέντρο, φωνάζει του Ταμπόρ:
Ο ΜΙΚΡΟΙ — Οί φλόγες πλησιάζουν, Ταμπόρ! Πρέπει νά κστεβοΰ με. Ό Ταμπόρ, κουνάει τό κε φάλι του. Μά καί άν γλυτώ σουν,ή φωτιά θά τούς προλάβη, οπωσδήποτε γιατί το πο τάμι απέχει πολύ μακρυά. ’Άν μείνουν στά δέντρα, πά λι δέν υπάρχει ελπίδα νά σω θούν. Ό θάνατος τούς έχει κυ κλώσει από παντού. 'Όλοι οι δρόμοι πού οδηγούν στη σωτη ρία τους έχουν κλείσει... ιΜά, όχι!, τό θρυλικό παιδί τής ζούγκλας μέ την αξιοθαύ μαστη ψυχραιμία μέσα στον όλεθρο πού πλησιάζει, άντικρύζει ένα δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία... ΜΙΑ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΠΑΓI ΔΑ
ΑΛΑ άς άφήσουμε γιά λίγο τους ήρωές μας, σκαρφαλωμένους πά νω στά δέντρα καί άς περά σουμε από τό απέναντι μέρος του ποταμού, πού βρίσκεται ή σπηλιά τοΰ Ταμπόρ. Πολύ παράξενα πράγματα συμβαίνουν εκεί κοντά. Δυο ώπλισμένοι λευκοί σέρνονται στο χώμα μέ μεγάλη προσο χή καί πληρ-ιάζουν τη σπηλιά, ό ένας από τη μια πλευρά καί ό άλλος από την άλλη,. ’Έτσι, φθάνουν στο ανοιχτό στόμιό της, άνασηκώνονται λιγάκι καί μέ πολλές προφυλάξεις γλυστρουν στο άνοιγμά της καί μπαίνουν μέσα. Στά χέρια τους κρατούν προτεταμένα αυ τόματα καί τά μάτια τους λά μπουν άγρια.
ΎΑΡΖΑΗ — Τίιττοτε!, λέει ό ένας. Φαίνεται πώς λείπει. — "Ί σως νάχηι πάει για κυ νήγι, βγάζει τό συμπέρασμα ό άλλος. Οι ιθαγενείς μου είπαν πώς .μένει με έναν άράπη και μια άμορφη, κοπέλλα. — Καλύτερα που δεν τον βρήκαμε, λέει πάλι ό πρώτος, ένας κοντός άντρας με μα κρυά μαύρη γενειάδα. Γιατΐ ό Ταμπόρ· είναι δυνατός και γεν ναΐος και μπορεί να τά βάλη, μ* ένα ολόκληρο σύνταγμα και όχι μόνο μΐέ μάς τούς δυο. Θά τού στήσουμε την παγίδα πού σου είπα. — "Εχεις δίκιο, τού απο κρίνεται ό άλλος. Μόνο μέ πα γίδα θά μπορέσουμε νά τον βάλουμε στο χέρι μας.· Κι’ άν τό καταφέρουμε αυτό θά τον κάνω νά μάς πή μέ τό καλό ή μέ τό ζόρι έκεΐνο που θέλω. Οι δυο λευκοί κυνηγοί αφή νουν τή σπηλιά καί προχωρών τας πίσω από τά μεγάλα δεν τρα, φθάνουν κοντά σέ μιά Ο μάδα μαύρων. — Κρύψτε τά κιβώτια πού κουβαλήσατε ώς έδώ, τούς διατάζει μέ άγρια φωνή ό κοντός πού φαίνεται αρχηγός τής αποστολής, καί ελάτε οί μισοί μαζί μου μέ τά φτυάρια. Οι μαύροι τσακίζονται νά έκτέλέσουν τή διαταγή του καί σέ λίγο πέντε από αυτούς μέ τά φτυάρια στά χέρια, αρ χίζουν νά .σκάβουν γρήγορα ένα λάκκο ακριβώς πάνω ατό δρόμο πού οδηγεί προς τή σπηλιά τού Ταμπόρ. "Οταν ό λάκκος γίνεται βαθύς, ό λευ κός τον σκεπάζει μέ ψιλά κλα
21
διά πού πάνω- τους σκορπίζει χώμα καί χορτάρια:, μέ τέτοι ον τρόπο πού θάταν αδύνατο νά καταλάβη κανείς; πώς κάτω άπ5 αυτά κρύβεται μιά καλο στημένη· παγίδα... "Οταν τελειώνουν τή δου λειά τους, ό λευκός κυνηγός τούς διατάζει πάλι: — Πηγαίνετε γρήγορα νά κρυφθήτε μέσα σέ κείνη, τή χα ράδρσ καί νά μή βγήτε καθό λου άπό- κεΐ γιατί, αλλοίμονο σας! Μόνο όταν άκούσετε πυ ροβολισμούς θά τρέξετε. "Ο ποιος τολμήση; καί βγή χωρίς νά άκούση πυροβολισμούς θά τού σπάσω τό κεφάλι μέ τον υποκόπανο τού όπλο μου. Ο! μαύροι παίρνουν τά φτυάρια καί τρέχουν ^ κατα τρομαγμένο ι νά κρυφτούν στη γειτονική χαράδρα. Οί δυο λευκοί μένουν μόνοι καί τρί βουν ευχαριστημένοι τά χέρια τους. — Ωραία παγίδα!, κάνει ό πιο ψηλός. —Μπορείς άπό τώρα νά τον ξεγράψης τον φ’ίλο μας, λέει ό κοντός. Πρέπει τώρα γ άνεβούμε πάνω σ’ αυτό τό δεν τρο καί νάχουμε τό νού μας. ’Άν ερβηι πρώτος ό Ταμπόρ θά τον άφήοαυμε νά πέση στήν παγίδα. ’Άν έρθη όμως κανένας άττό τούς συντρόφους του θά τον σταματήσουμε πρίν φτάση; οπήν παγίδα καί μάς τή χαλάση. — Τα θά τούς κάνουμε τούς άλλους άν έρθουν πρώτοι; ρω τάει ό ψηλός. — Μιά στο κεφάλι καί1...αι ώνια ή μνήμη!, απαντάει ό
Ο ΜΙΚΡΟΣ
22
άλλος γελώντας άπαίσια ενώ κρεμάει τό αυτόματο στον ώ μο του και αρχίζει να σκαρφαλώνηι σ1 ένα δέντρο πού βρί σκεται δίπλα στην παγίδα. ΓΑ· I-ΑΟΥΡ 0 ΚΑΒΑΛΑΑΡ 3 Α!
ΑΓΡΟΣ είναι τώρα νά γυρίσουμε ικοντά στους ήρωές :μας. Ό δρόμος πού ανακάλυψε ό Τα μπαρ για να τους άδηιγήσηι στη σωτη ρία, είναι ένα κοπάδι άγριο βούβαλων πού τρέχει προς τό μέρος τους. —- ΓΑκούστε!, φωνάζει δυνατά ιστούς άλλους, ,μόλ'ς ψθά σουν κάτω ιάπό τά δέντρα οι άγριοβούβαλο ι νά πηδή σετ ε πάνω τους καί νά πιαστητε α πό τά κέρατά τους γιά νά μην πέσετε! Μόνο μ5 αυτό τον
Ό λευκός κυνηγός, κάνει μιά έ^εσι στο μπράτσο του δεμένου Ταμπάρ,
τρόπο θά σωθούμε! Κάνετε τό σταυρό· σας και ό Θεός 6ο ηΙθός! Στο μεταξύ, τό κοπάδι των άγρ ι οβούβαλων, κάνοντας τρο μερό θόίρυιβο ιμέ τό ποδοβολη τό του και σηκώνοντας σύννε φο τη σκόίνη, φθάνει κοπώ α πό τά δέντρα. Την ίδια στι γμή, τέσσερα κορμιά ταξιδεύ ουν στον αέρα καί, τρία α πό αυτά προσγειώνονται πά^νω στις ράχες τριών άγριοβού βαλών πού μόλις αισθάνονται τό βαρύ φορτίο πού τούς ήρ θε από τον ουρανό, τρέχουν πιο γρήγορα ακόμη. Τό τέταρτο κορμί, πού άνή κει στον κωμικοτραγικό Μπου τάτα, πέφτει με τό κεφάλι πά νω στη ράχη ενός βούβαλου καί την επόμενη, στιγμή, βρί σκεται στο χώμα, ανάσκελα! — Μπά σε καλό σας !, δια μ αρτύρ ετ α ι ό Τσουλαύφης στά. βουβάλια, τί σας ήρθε καί τρέχετε έτσι; Σταθήτε νά ανεβώ καί γώ γιά νά μη με προίλάβη· ή φωτιά καί μου κά ψη> τό τσουλούφι μου Είναι θαύμα πώς δεν τον ποδοπάτησαν τόσα βουβάλια πού πέρασαν ιάπό, πάνω του ! "Οταν πιά περνά καί τό τε λευταίο, ο Μπουτάτα απλώνει τά χέρια του καίι... καταφέρνει νά πιαστή άπό μιά ούρα! Μά ή ούρα αυτή δέιν άνή κει σέ βου βάλι αλλά σέ ένα ζέβρο^ (*) πού βρέθηκε νά τρέχη κι5 αυ (*) 01 ζέβ,ροι 'εΤναι άγρια ζώα πού μοιάζουν ιμέ τούς δικούς μας γαϊδάσους. Τό δέρμα τους €Ϊναιι γεμάτο άσπρες ικαί μαύρες ζωηρές
λονρί&ς.
ΎΑΡΖΑΗ τός άνάμεσα στα βουβάλια. _ Έκεΐνο πού επακολουθεί, είναι ττοίλύ δύσκολο να το πε0<ιγράψηι κανείς ιμέ λόγια. Ό ζέβρος, μόλις αισθάνεται ένα βάρος στην ούρα, αρχίζει τις κλωτσιές ττου χτυπάνε όλες στα μαλακά του άράπη, τινά ζοντας τον πάνω—κάτω από τή γη προς τον αέρα! Μά ό πεισματάρης Μπουτάτα, μ5 ό λες τις κλωτσιές που τρώει δεν έχει σκοπό νά παρατήση την ουρά. — Μπά σε καλό σου!, φω νάζει κάθε τόσο. Γιά χάλι μέ πέρασες καί ιμέ τινάζεις έτσι; Σταμάτα τις κλωτσιές γιατί θά σου δώσω κουτουλιά πού θά γίνης καπνός! Σταμάτα ντε, γιατί τραβάω την κουμ πούρα καί σέ γεμ'ίΐζω κουμπό τρύπες! , Μια πιο γερή κλωτσιά του ζέβρου τον τινάζει ψηλά κι* έτσι ό Μπουτάτα, βρίσκεται καθισμένος στη ράχη τού ζώου κοττάζοντας προς τά πί σω χωρίς νά άφήση* την ουρά του. Σέ ίμια στιγμή βγάζει τή μπιστάλα του καί ρίχνει ιμιά στον άερα, ενθουσιασμένος α πό τό κατόρθωμά του νά άνεβή στ ή ράχη τού ζώου. Σέ πέντε λεπτά, ό ζέβρος, έπειτα ιάπό ένα ξέφρενο τρέξι μο μέ τον άράπη πάντα στήν πλάτη του, φθάνει στο ρεγά λ ο ποτάμι. Έκεΐ χωρίς νά δ;ΐ στάση καθόλου ρίχνεται στά νερά καί μαζί ιμέ δεκάδες άλ λα θηρία φθάνει κολυμπώντας στήν αντίπερα όχθη. 'Αφού τρέχει κάπου χίλια μέτρα άκό μη, σταματάει καί αρχίζει νά
23
*Η Γιαράμπα τροοβάει έξω τον κωμικοτραγικό Τσουλούφη.
τινάζη τά πισινά του ποδά ρια για νά βιώιξη από πάνω του τό ενοχλητικό βάρος πού κουβαλούσε τόση ώρα. Ό χαζοαράπης Μπουτάτα ιμ* δλο πού προσπαθεί να κρατηιθή πάνω- στή ράχη τού ζέβρου, δέν τά καταφέρνει, καί σέ λιγάκι παίρνει μια θε αματική κουτρουβάλα μέ τό κεφάλι προς τά κάτω. — Μπά σέ καλό σου!, δια μαρτύρεται ενώ ό ζέβρος, ε λεύθερος τώρα^τπά, τό βάζει στά πόδια. ^Ηταν ανάγκη νά μού τσαλακώσης τό τσου^· λοΰφι .μου πού .μέ χίλια βά σανα τό γλύτωσα από τήν κα ταραμένη φωτιά; Αφού ξεσκονίζει ιμέ προσοχή τό θρυλικό τσουλούφι του, θυ μάται τούς φίλους του καί βά ζει τίς φωνές:
24
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Ταμπόρ! Ζολάν! Γ ιαρά μπα! Μττά σέ «καλό σας, τί γινήικατε; Κανένας διμως άττό τούς τρεις πού φωνάζει δεν λέει νά του απάντηση. Ό καθένας, καβάλλα σ’ ένα βουβάλι, πήιρε τό δικό του δρόμο και τη δική του μοίρα... "Ετσι, αφού ό Μπουτάτα κουράζεται νά φω νάζη, ξαπλώνει κάτω από τη σκιά ένας δέντρου και τό ρί χνει στον ύπνο!
Μά δέν άργεΐ νά ξαναρχίση πάλι καί αυτή τή φορά τον γαργαλοΰν στο αυτί1! "Έξω φρένων ό Μπουτάτα πετάγεται επάνω καί τραβάει τή μπιστάλα του. — Μπά σέ καλό σου!, φω νάζει καί... στέκεται ακίνη τος. σαν ιμαρμιαρωιμένος! Εκείνος πού τον γαργάλοΰ σε δέν ήταν ό αφέντης Ταμ πάρ άλιλά μιά μαϊμού! Μά... οχι! Ό Μπουτάτα κάτι βλέ πει καί τά γουρλο:μένα του Ο ΤΑΜΠΟΡ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩ μάτιια γουρλώνουν πιο πολύ ΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΑ Ϊ ΜΟΥ! από τή φρίκη. Ή μαϊμού πού ;ΝΩ ό κωμικοτραγικός τον κυττάζει, έχει περασμένο Μπουτάτα κοιμάται, κά στο λαιμό της ένα μεντ άγιόν ποιος του γαργαλάει σάν τού Ταμπόρ! "Αρα αυτός την πατούσα τού γυμνού του είναι ό Ταμπόρ μεταμορφωμέ ποδαριού. Ό άράπης αρχίζει νος σέ μαϊμού! τά γέλια χωρίς διμως νά ξυ— Μπά σέ κα... κα... κα..., πνήσηι: ψελλίζει ό άράπης καί τρέμει — Χί, Χ'ί, χί !χΧά, χά, χά! από τό φόβο του. -Ποιος σ’ έ Το γαργαλητό συνεχίζεται κανε έτσι, άφέντηι παιδί; Μη καί ό Μπουτάτα ξυπνάει, χω πως καιμμιά μάγισσα; Μπά ρίς νά άνοιξη τά μάτια του σέ κα... κα... κα... από την πολύ νύστα, καί βά Ή μαϊμού χοροπηδάει γιά ζει τις φωνές: μιά στιγμή καί μέ τό ένα χέρι — Αφέντη Ταμπόρ, σταμά τού δείχνει μιά πληγή πού έ τα τά άστεΐα γιατί θά σηικω χει στον ώμο ενώ μέ τό άλλο θώ καί θά σέ ταράξω στις δείχνει τό μενταγιόν! Τώρα σφαλιάρες! πιά, ό Μπουτάτα εΐναι βέβαι Μά ό Ταμπόρ, — έτσι νομί ος πώς έχει μπροστά του τον ζει ό Μπουτάτα— εξακολου Ταμπόρ μεταμορφωμένο σέ θεί νά τον γαργαλάη. μαϊμού πού τού δείχνει τό μεν — Σού είπα πως θά σε ταγιόν γιά νά τον βοηθήςτη νά ταράξω στις σφαλιάρες και καταλάβη1 πώς πρόκειται γι’ κεφαλιές!, άγριεύει ό Μπου αυτόν. τάτα. θά ιμέ άφήσης επιτέ — Σέ γνώρισα αφέντη, τού λους νά κοιμηθώ, η οχι; Μπά λέει, πού νά μή σέ γνώριζα σέ καλό σου! ποτέ μου! Τί χάλια είναι αυ Τό γαργαλητό σταματάει τά, νά σέ καταντήσουν μαϊ γιά μιά στιγμή καί ό Μπουτά μού! Δέν τούς έδινες μερικές τα δυθίζεται πάλι στον ύπνο. *
Ε
ΤΑΡΖΑΝ σφαλιάρες γιά νά σ’ άφήσουν ήσυχο; Ή μαϊμού βγάζει ένα στρίγ γλισμα αντί γιά φωνή καί κά νει νά ^ τον πληισιάση μά ό Μπουτάτα βάζει τις φωνές. — "Οχι, όχι μη μέ πλησιά ζης, αφέντη! Μου φτάνει τό μεγάλο κεφάλι, δεν έχω σκο πό νά κολλήσω μάγια καί νά γίνω^ μαϊμού! Μην πλησιάζης γιατί θά τραβήξω τή μπιστό λα ! Καί λέγοντας αυτά, άποφα σίζει νά ξεκινήση γιά τή σπη λιά. Καθώς προχωρείς όμως, ή μαϊμού τον ακολουθεί από πί σω. — Μπά σέ καλό σου!, μουρμουρίζει κάθε τόσο ό άρά πης καί σταυροκοπ ιέται. Τί μούτρα είναι αυτά, αφέντη Τα μττόιρ; Είσαι σά^ ζαρωμένη γίρηά! Χί, χί1, άκοΰς νά σέ κά νουν μαϊιμου! Καί ,μέ. τή μπιστόλα πάντα προτεταμένη γιά νά μ ή τον πληισιάση ό... Ταμπόρ καί τον μαγέψη, προχωρεί με αργό βήμα προς τή σπηλιά του.
νοιώθει τό έδαφος νά τιρέμη καί νά υποχωρή κάτω από τά πόδια του καί, πριν καταλάβη καλά—καλά τί συμβαίνει, βρίσκεται στο βάθος ενός λάκκου! Τήν ϊδια στιγμή ένα δίχτυ πέφτει πάνω του καί δυο πυροβολισμοί σκίζουν τήν ή συχη ατμόσφαιρα. "Ωσπου νά προλάβη νά αν τίδραση τό θΐρυλιικό 'Βλληνό πουλο, νοιώθει κάτι σκληρό νά τον χτυπάη μιά, δ>υό φορές στο κεφάλι... Παρ’ όλη τή ζα λάδα καί τον τρομερό πόνο πού αισθάνεται χύιμη,ξε νά βγή από τό λάκκο, μα δ έχε ται ένα τρίτο καί πιο δυνατό χτύπημα ιστό κεφάλι πού τον κάνει νά χάση τις αισθήσεις του... * ☆ ☆
"Οταν άνσίγη τά μάτια, βρί σκεται ξαπλωμένος καταγής, μαικρυά από τή σπηλιά του, δεμένος χειροπόδαρα· Πάνω του έχουν σκύψει δυο λευκοί πού τον κυττάζουν χαμόγελών τας απαίσια. Πιο πέρα στέ κουν μερικοί μαύροι, υπηρέτες φαίνεται τών λευκών κυνηγών, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ γιατί μπροστά τους έχουν άΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ποθέσει μερικά κιβώτια. ΤΑΜΠ Ο Ρ, ό πραγμ ατ ι— Είσαι ό Ταμπόρ; ρω κός Ταμπόρ καί οχι ή τάει ό ένας από τούς λευκούς. (μαϊμού με τό μεντά γιόν πού ακολουθεί τον άράπηΤό Ελληνόπουλο δέν τοΰ απάντησε. βαδίζει σκυφτός γιά τή σπη — Μή μοΰ κάνης τό δύσκο λιά του. Ή καρδιά του είναι λο γιατί έχω πολλούς τρό βαρειά από τή θλΐψι, γιατί έ πους νά σέ κάνω νά άνοιξης χασε όλους τούς συντρόφους τό στόμα σου, τού λέει ό ί τσυ_ χωρίς νά ξέρη τί έγιναν. διος χτυπώντας τον μέ μιά -αφνίικά, ενώ πλησιάζει κον κλωτσιά. τά σ5 ένα δέντρο, λίγα μέτρα •μακρινά από τή σπηλιά του, Ό Ταμπόρ χαμογελάει πε
©
26 ριφρονητικά χωίρΐ·ς να του μι λήμη;. — Λύσε με πρώτα κι5 έπει τα χτύπησε με, του λέει. Δεν σ5 έχουν ράβει νά σέβεσαι τούς αιχμαλώτους σου; — Να σεβαστώ έσένα!, άηταντάει ό κοντός ;μέ τά γένεια καί πιάνει την κοιλιά του άπό τά πολλά γέλια. Νά σε βαστώ ένα άγριο παιδί πού δεν πάτησε τό Ιπόδι του ποτέ έξω από τη ζούγκλα! ίΚ αι συ νεχίζει νά γελά απαίσια. — Αυτό τό άγριο παιδί θά σέ κάνη νά τό σεβαστής μιά ■μέρα, αργά ή γρήγορα τοϋ λέει μέ λύσσα ό Ταμπόρ και έτσι όπως είναι ξαπλωμένος κατά γης, τεντώνει ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένη; ό άλ λος τά δρμένα του πόδια καί χτυπάει τον κακούργο κυνηγό στά γόνατα. Είναι τόσο ά-
"Ενα τρομερό φίδι εχει τυλιχτή στο κορμί του...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Μέ μια ξαφνική κεφαλιά ό Ταμπόρ ανατρέπει τον κακούργο.
στ,ραπιαΐο καί δυνατό τό χτύτηηιμα πού ό κυνηγός χάνει την ισορροπία του καί πέ φτει ανάσκελα, χτυπώντας τό κεφάλι του σέ μια πέτρα. Ό κυνηγός ανοίγει τότε μια βαλίτσα καί βγάζει οπό μέσα μια σύριγγα! Τη δεί χνει στον δεμένο Ταμπόρ καί γελάει θριαμβευτικά: — θά σέ ρωτήσω νά μου πής κάτι, τού λέει. "Αν 5έν ά· νοίξιηις τό στόμα σου θά σοΰ ρίξω αυτή την ένεσι. "Ακού σε, λοιπόν. "Εχω μάθει ^ πώς στην Κοιλάδα των Ελεφάντων υπάρχει κρυμμένος θησαυρός, Σέ ποιο μέρος ακριβώς βρί σικεται; Τό θρυλικό Ελληνόπουλο δεν καταδέχεται νά τού άπαν τήρηι.
ΤΑΡΤΆΝ —Ώραΐα, κάνει ό άλλος. Έτοιράσου νά δεχτής την ένεσι. — Νομίζεις πώς ρέ φοβ^ί^ζει ό θάνατος; τσϋ απαντάει ειρωνικά ό Ταρπόρ. —- Δεν πρόκειται νά πεθάνης μ5 αυτήν την ένεσι, παλληικάρι ρου. 'Απλούστατα θά ναρκωιθής καί ράσα στη νάρ κηι σου1 θά ιμσυ απαντάς ρέ ει λικρίνεια σέ ό,τι σέ ρωτάω. Τζόε, λέει γυρνώντας στον σύντροφό του, φώναξε τρεΐς ραύρους νά τον κρατήσουν α κίνητο. ^'Καί ενώ οι ραΰροι ιθαγε νεΐς κρατουν ακίνητο τον Τα ρπόρ, ό απαίσιος λευκός μέ τά γένεια, χώνει τη βελόνα τής σύριγγας στο ριπράτσο του Ταρπόρ. Περνούν δύο λεπτά. Τό θρυ λιικιό Ελληνόπουλο αρχίζει νά
'Η χροθιά τής Γιαράμπα προσ γειώνεται τρομακτική στο σαγό νι του λευκοί).
27
'Η κεφάλα τοΰ Μπουτάτα καρ φώνεται ώς τό λαιμό στη λάσπη.
ζαλίζεται και κλεΡνει τά μά τια του... "Επειτα του φαίνε ται πώς κοιράται καί βλέπει ένα όνειρο. — Που είναι ό1 θησαυρός; τον ρωτάει κάποιος στ5 όνει ρό του. — Στην Κοιλάδα των "Ε λεφάντων, του άπαντάει χω ρίς δισταγμός — Καί που είναι ή Κοιλά δα των Ελεφάντων; — "Εκεΐ που χωΐρίζει στά δύο ό ρεγάλο ς ποταμός. — Σέ ποιο ρέρος είναι άκριβώς ό θησαυρός; — Θά ιμπήτε στην κουφάλα του πιο μεγάλου δέντρου καί κατεβήτε σέ ιμιά τρύπα πού ο δηγεί στη γη... Ή φωνή πού ρωτάει τον Τα ρπόρ σταματάει καί τό θρυλι κό παιδί βυθίζεται σ ενσ 6α-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28 θύ ύπνο ατού [μοιάζει ίδιος μέ τό θάνατο. —Ή ενεσί' μου εΐναι θαυ ματουργή!, κάνει θριαμβευτι κά ό κοντός κυνηγός στον σύν τροφό του. Με την ίδια ένεσι έκανα και τον «άλλον» νά μι λήιση. "Οταν βάλουμε χέρι και σ αυτό τό θησαυρό, θά γυ ρίσουμε πάμπλουτοι στην Α μερική. Περίφημα δεν τά κατάψερα; ΕΝΑ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ο
ΧΑΖΟΣ Μπουτάτα, μέ τη μαϊμού ξοπίσω του, πλησ ιάϊζε ι στη σπηλ ι ά
του. — "Ακου νά σου πώ, γυρ νάει σε μιά στιγμή καί λέει στη μαϊιμου που νομίζει πώς είναι ό μεταμορφωμένος Ταμ πό ρ, άπό δώ καί πέρα θά δια τάζω εγώ «καί όχι εσύ, έξηγηθήικαμε; Ή μαϊμού σταματάει καί του δείχνει τό μενταγιόν. — Μωρέ τί μάς λες!, θυ μώνει ό άράπης. Μόνο τό μεν τάγιόν σου έμεινε, κακομοίρη μου! Δεν κυττάζεις τά μού τρα σου σ έναν καθρέφτη για νά δής τά χάλια σου; Κάνει ένα βή)μα προς τά εμπρός, τό πάδι του συν ον τάει τό κενό καί1·... πέφτει στο λάκκο πού είχε πέσει λίγο πιο πριν καί ό... πραγματικός Τα μπόιρ. — Μπά σε καλό μου, πάει τό τσουλούφι μου!, γκρινιάζει άπό τό βάθος του λάκκου. ’Άν μάθω ποιος άνοιξε αυτή τήν τρύπα θά τον τρελλάνω
στις καρπαζιές. Θυμάται έπειτα τον Ταμ πόρ πού έχει μεταμορφωθή σέ μαϊμού καί βάζει τίς φωνές: —· Αφέντη «μαϊμού, ρίξε μου κανένα χορτόσχοινο νά άνεβώ! Μά ή μαϊμού ούτε φαίνεται ούτε άκούγεται. — Ταμπόρ!, φωνάζει πάλι ό Μπουτάτα. Κι* επειδή δεν παίρνει καί τώρα άπάντησι, βγάζει τή μπιστόλα καί πυροβολεί προς τό άνοιγμα. Δεν περνά ούτε ένα λεπτό δταν παρουσιάζεται στο χεί λος τού λάκκου ένα κοριτσί στικο κεφάλι. Είναι ή Γιαράμ πα. — *Αφέντη Γιαράμπα, τής Φωνάζει ό Μπουτάτα, ρ'ίξε μου ένα χορτόσχοινο. Σέ λίγο ή πανώρια Γ ιαράμ πα τον τραβάει έπάνω καί τον ρωτάει περίεργη· ποιος άνοιξε τό λάκκο. Κι* επειδή ό Μπουτάτα δεν ξέρει νά τής άπαντήση^ τον «ρωτάει αν είδε τον Ταμπόρ και τή Ζολάν. —Τό αφέντη Ζολάν δεν τον εΐδα, απαντάει ό Μπουτάτα. Μόνο τό άφέντη Ταμπόρ εί δα. — Που εΐναι; ρωτάει μέ άγωνία ή Γ ιαράμπα. — Χί, χίι!, χαμογελάει ό άράπης καί στρίβει τό τσου λούφι του. Χίι, χί!, καλύτερα νά μήν τον δής, άφέντη Γ ιαράμπα! Μιά μάγισσα μάγε ψε τό άφέντη παιδί καί τόκανε μαϊμού! — "Αφησε τ* άστεϊα!, βά ζει τίς φωνές ή Γ ιαράμπα.
Τον είδες τον Ταμπόρ η οχι; 4 Ο^ άράπης άπλωνε ι έπ ίσηρ ρα τό χέρι του. — Νά, εκεί είναι, της δεί χνει προς το .μέρος τής μαϊ μούς πού έχει κουρνιάσει στη ρίζα ενός δέντρου. Ή Γιαράμπα βλέπει τη μα ϊμού καί διακρινόντας τό μεν ταγιόν στο λαιμό της, προχω ρεί προς τό μέρος της. "Οταν πια φθάνη σέ άπόστασι δυο βημάτων από τό ζώο, βλέπει πώς στην πλάτη του έχει μιά ματωμένη πληγή καί πώς τά ευκίνητα χέρια του βγάζουν τό μενταγιόν από τό λαιμό καί τής τό προσφέρουν! Ή Γιαιράμπα τό παίρνει κιυ ριευιμένη από μεγάλη περιέρ γεια. Καί καθώς τό κυττάζει, βλέπει πώς τό μενταγιόν εί ναι χοντρό. Μιά σκέψι τής ερ χεται στο νοΰ καί την βάζει αμέσως σ’ ενέργεια. Μέ τό νΰ χι της προσπαθεί νά άνοιξη τό λεπτό καπάκι του μέντα γιον καί σέ λίγο τό κατορ θώνει. Τότε, τά μάτια της α νοίγουν διάπλατα από την έκπληξι. Μέσα στην κούφια θήκη του υπάρχει ένα μικρόι, διπλωμένο χαρτάκι! Τό ανοίγει καί, μέ τά λίγα γράμματα πού τής έχει μά θει ό Ταμπόρ, κατορθώνει νά τό διαβάση: «Πέρασαν από τή σπηλιά μου (δυο κακοί λευκοί, λέει τό γράμμα, καί μσύ ζήτησαν νά τούς πω ποιά φυλή λατρεύει ένα ολόχρυσο άγαλμα. Έγώ άρνηίθηΐκα, αφού μέ χτάττησαν μου έριριξαν μιά ένεσι καί τούς μαρτρρηισα χωρίς νά θέ
λω πώς (η ιφιυλή των Κούρα λατρεύει τό χρυσό άγαλ μα. "Έφυγαν πρός τά κεί καί φοβάμαι πώς άν κλέψουν τό άγαλιμα, οι Κούρα θά θυμώ σουν καί θά συρθούν πολλά κακά. Τούς άκουΐσα νά λένε γιά τον Ταμπόρ πώς θά τον συλλάβουν γιά νά τον άναγκά σουν νά τούς πή σέ ποιο μέ ρος τής Κοιλάδος των Ελε φάντων κρύβεται ό θησαυρός. Βάζω τό σημείωμα στο μεν ταγιόν μου, τό κρεμώ στο λαιμό τής Τσίτα, τής αγαπη μένης μου μαϊμούς καί παρα καλώ όποιος τό βρή νά ειδο ποίηση τον Ταμπόρ... Έγώ φοβάμαι πώς θά πεθάνω... ΦΟΡΕΣ Τ». Ο! ΚΑΚΟΥΡΓΟ! ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ιΓ ] ΑΡΑΜΠΑ
άνασκ ιρτάει. Γνωρίζει τον Φό ρεστ. Είναι ένας γεροερημ.ίτης πού έχει όύποσυρθή στη ζούγκλα καί προσεύχεται οπό Θεό. Τώρα καταλαβαίνει ή πανώρ ια ικοπέλλα γιατί αί χμάλώτιισαν οί Κούρα τη Σο λ άν καί την πήραν γιά θεά τους. Γιατί οί δυο λευκοί κα κούργοι τούς έκλεψαν τό χρυ σό άγαλμα καί αυτοί νόμισαν πώς ζωντάνεψε! — Μπουτάτα !, φωνάζ ει στον κεφάλα πού τη στιγμή εκείνη γεμίζει τή μπιστόλα του μέ καινούργιες σφαίρες, ό Ταμπόρ κινδυνεύει! Οί δυο λευκοί τον έχουν αιχμαλωτίσει γι" αυτό άνοιξαν καί αυτή τήν παγίδα πού έπεσες καί σύ μέ σα. Βλέπεις τούς δυό κάλυκες
Η
6 ΜΙΚΡΟΣ άπό αυτόματο πού βιρίσκον ται δίπλα στο λάκκο; Οΐ λευ κοί ήρθαν ώς έδώ καί τον αι χμαλώτισαν. Ό Μπουτάτα κουνάει την κεφάλα του μέ οίκτο: — Ό Ταμπόρ είναι αυτός, τής λέει, δείχνοντας τή μαϊ μού. Ή Γιαράμπα πού θυμάται την πληγωμένη μαϊμού, την πλησιάζει, βάζει ένα βοτάνι στην πληγή της, και τραβών τας άπδ τό χέρι τό Μπουτάτα τρέιχει μ.5 δλη της τή δύναίμι ε ξηγώντας του: — Γρήγορα για την Κοιλά δα τών Ελεφάντων!, φωνάζει στον Μπουτάτα. Ό Ταμπόρ κινδυνεύει. Και τούς διηγείται τί γράφει τό γράμμα. 'Εκεΐνος κάνει νά τρέξη πί σω της ,μά κοντοστέκεται. *Έ-
Τό τέλος τοΟ κακούργου εΤναι τραγικό. Τον καταπίνει ό με γάλος βάλτος.
να μαλλιαρό πράγμα έχει καθήισει στο σβέρκο του. ΕΤναι ή Τσίτα, ή τετραπέρατη μαϊ μού του ερημίτη. — "Έ!, τής φωνάζει ό χον τρό αράπης, βλέπω πώς πήρες θάρρος μαζίι μου! Κατέβα άμέσως κάτω μην σε άρχίαω στις σφαλιάρες! Μά ή μαϊμού, οχι μόνο δεν κατεβαίνει άλλα τόν πιάνει μέ τά^δυό' της χέρια άπό τό τσου λούφι καί αφήνει χαρωπά γρυλλίσματα. — Μπά σέ καλό μου, μπε λάς πού μέ βρήκε!, γκρινιάζει ό αράπης. Σιγά παιδί μου μή μου ξερριζώσης τό τσουλουφάκι μου καί τοχω μονάκριβο! ☆ ☆ ☆ ’Άς έρθουμε τώρα στην Κοι λάδα τών "Ελεφάντων όπου οί δυό λευκοί κακούργοι κυνηγοί οδηγούν δεμένο τόν Ταμπόρ, πού έχει ξυπνήσει τώρα άπό τόν ύπνο πού του έφερε ή ένε σι καί μπορεί καί περπατάει. — Είδες τί όμορφα πού μάς μαρτύρησες πού βρίσκε ται ό κρυμμένος θησαυρός,τού λέει ό πιο κοντός. Στο είπα πώς θά μιλήσης, θέλεις δεν θέ λεις! Ό Ταμπόρ θυμάται πως πραγματικά μαρτύρησε στον ύπνο του που κρυβόταν ό αμύ θητος θησαυρός καί μια πί κρα γεμίζει την καρδιά του. Επειτα όμως κάτι θυμάται καί χαμογελάει. — Γιατί γελάς; τόν ρωτάει μέ την απαίσια φωνή του ό κακούργος. Νομίζεις πώς δεν θά βρούμε εύκολα τό δέντρο
Τ-
ΤΑΡΖΑΝ £-1.·-
11
4
με τήν κουφάΙλα πού στις ρί ζες του κρύβεται ο θησαυρός^; Νατό, αυτό εκεί είναι, τό τπό μεγάλο άπ3 αλα. Καί άρχιζει νά γελάη, δίνον τας ,μιά κλωτσιά στον δεμένο Ταμπάρ. Μά τό παλληκάρα τής ζούγκλας εξακολουθεί νά γελάη. αίν ι γιμ ατ ιικά... ^Υστερα αϊτό πέντε λεπτά ή συνοδεία φθάνει στο μεγά λο δέντρο μέ τήν κουφάλα καί σταματάει. — Αυτό είναι!, φωνάζουν θρ ΐιορβευτ ΐικά οΐ δυο λευκοί σάν βλέπουν τήν κουφάλα. ^ — Έσυ ,μεΐνε έδώ νά φυλάς τον Ταμπόρ, λέει ό κοντός. Ε γώ θά μιπώ ιμέσα νά ρίξω ,μιά .ματιά. Πραγματικά, τό λεπτό του κορμί περνάει εύκολα στήν τρύπα τής κουφάλας καΐ^ σε λίγο εξαφανίζεται, κατεβαίνον τας προς τή γή. Δεν περνούν όμως ούτε δύο λεπτά, όταν μια σπαρακτική φωνή ^φθάνει άπο τά έγκατα τής^ γης, κά τω από τις ρίζες τού δέντρου. Κι3 ενώ οί μαύροι καί ό λευ κός κυνηγός πού φυλάει τον Ταμπρρ τά έχουν κυριολεκτικά χαμένα, ένα απίστευτο, έ να τρομερό καί συχαμερό θέ αμα παρουσιάζεται .μπροστά τους. Ό κακούργος που είχε ,μιπη στήν κουφάλα πετάγεται έξω καί πέφτει^ καταγής, ξεφω νίζοντας γοερά. Γύρω από τό κορμίι του έχει τυλιχτή ^ ένα πελώριο φίδι πού δλο καί τον σφίγγει καί πιο δυνατά! Γι3 αυτό χαμογελούσε αινι γματικά ό Ίαμπόρ... Γιατί ή ξερε πώς πάνω στο θησαυρό
Κουβαλάει^ νερό μέ τις φούχτες της καί τον βοηθή νά πλύνη τό τσουλοϋφι του.
κοιμάται πάντα ένα ζευγάρι φαρμακερά φίδια πού δεν α φήνουν κανόναν νά πλησιάσηι. Σέ λίγο, οΐ γοερές κραυγές σταματούν. Ό κακούργος .μέ νει ακίνητος, νεκρός καί τό φί δι, πριν ό άλλος κυνηγός προλάβηι νά τό πυροβόληση ξε τυλίγεται μέ απίστευτη ταχύ τητα από τό κρρμί του θύμα τός του καί χώνεται ξανά στην τρύπα του. Ό δεύτερος κακούργος γυ ρίζει προς τό μέρος τού Ταμπόρ καί προτείνει τό αυτόμα τό· του, κροτώντας τή σκανδά λη. — Ετοιμάσου νά πεθάνης!, ούρλιαζε ι. Τό ήξερες πώς υ πήρχε τό φίδι έικεΐ μέσα καί μάς τακρυψες! Θά σέ σκοτώ σω κι3 έπειτα θά ρίιξω μια
ϋ
ιίΊή*.*.
χειροβομβίδα μέσα στην τρύ πα για να σκοτώσω το ψί δι καί νά πάρω το θησαυρό! Τό δάχτυλό του συσπάται επικίνδυνα πάνω στη σκανδά ληι καί ό Τόμπήρ, διατηρών τας δίλή) την ψυχραιμία του κάνει κάτι τό καταπληκτικό. Σκύβει ξαφνικά προς τά κα ίω καί τό κεφάλι του χτυ πάει με ^δύναμι στο στομάχι τον κακούργο ικαί τον ανατρέ πει. Την ίδια στιγμή, ένας αλα λαγμός άκούγεται κάπου ε κεί κοντά πού τον ακολουθούν δυό πυροβολισμοί. — Πίσω κοοί σάς τάραξα στις κεφαλιές! Ό Ταμπόρ γνωρίζει τη φω νή τού Μπουτοτα καί γυρνώντας βλέπει καί τη Γιαράμπα νά τρέχη: μαζί του. Ή πανώ ρια μελαψή κσπέλλα πού άντιλαμιβάνεται τον κίνδυνο, μ5 ένα πήδημα προλαβαίνει τό λευκό πού ετοιμάζεται νά ση~ κωθή, τού δίνει μ ιά γερή γρο θιά στο σαγόνι καί τον κάνενά ^παρατήση τό αυτόματο που κρατάει καί νά πάρη; δυό γρήγορες τού μπες. Καί τότε, γίνεται κάτι τό καταπληκτ ιικό καί απίστευτο! Ή Τίσίτα, ή τετραπέρατη μαϊμού πού ώς τώρα ήταν γε ρά κολλημένη στον ώμο τού Μίπουτάτα, πη|δάει κάτω, αρ πάζει τό αυτόματο καί αρχί ζει νά χτυπάηι στο κεφάλι τόν μισοζαλισμένο κακούργο κυνηγό. Ό Μπουτάτα μόλις τη βλέ
πει ένθουσιάζεται- καί ψωνάζεκ ^ —Απάνω του καί τόν φάγαμε!, Τώρα θά δής κεφαλιά πού θά πάη καπνός! ιΠαίρνε! φόρα, αριμάει μέ τό κεφάλι μπροστά καί... τό κεφάλι του καρφώνεται μέ δύναμι στο λασπερό έδαφος γιατί ιστό μεταξύ ό κακούρ γος πρόλαβε νά 1 σηικωθή καί νά τό βάλιη στά πόδια. Ό Μπουτ άτ α σηικώνετ α ι, δεν τόν βλέπει πουθενά καί φωνά ζει θριαμβευτικά: — Μπράβο κεφαλιά1 Τόν διάλυΐσα τόν άΜθ,Ιρωιπάκο·! Ό κακούργος κάνει ένα τρομερό λάθος, όμως. Αντί νά ψύγη, προς την κατεύθυνσι πού πήραν .οί κατατρομαγμέ νο ι μαύροι, φεύγει από την αντίθετη καί, σέ λίγο, οί ήρωές μας τόν βλέπουν νά βουλιά ζη στον βάλτο καί... νά χά νεται... Ή ζούγκλα τόν εκδι κήθηκε κι1 αυτόν όπως έπρε πε... — Μέσα σ’ αυτό τό μεγά λο κιβώτιο κρύβεται τό χρυσό άγαλμα τής φυλής τών Κου ρά πού τό έκλεψαν οί κακούρ γοι, λέει ό Ταμπόρ στη Γιαράμπα μόλις τόν έλευθερώνει άπό τά δεσμά του. Θά τούς ειδοποιήσω νά έρθουν νά τό πάρουν. Έΐκιείνηι τη στιγμή θυμάται κάτι καί ρωτάει: — Ή Ζσλάν, γύρισε; ^ Ή πανώρια Γ ιαράμπα κου νάει αρνητικά τό κεφάλι της καί στά μάτια τού Ταμπόρ περνάει^ μια^ σκιά ανησυχίας. -— Τό άφέντη Ζολιάν δεν θα
ΤΑΡΖΑΝ
33
κατεβηικε άκάμη απτό το βού βαλο, βγάζει τό συμπέρασμα ό Μτουτάτα τού, τη στιγμή εκείνη πλένει το λασπωμένο τσουλουφάκι του· ενώ ή -μαϊ μού του κουβαλάει νερό με τις φούχτες της..^. (Νύχτα βαθειά. Ό Ταμτόρ (μέ τή Γιαράμπα ξαγρυτνοϋν στη σπηλιά τους περί'μένον τας μάταια το γυρισμό τής Ζαλάν. Ό Μτουτάτα με τή •Μπουμπού βγήκαν μια βόλτα στη ζούγκλα για νά σκοτώ σουν κανένα ζαρκάδι καί άκομα δεν έχουν γυρίσει κι5 αυ τοί. —αφνιικά, γοερές κραυγές
κ!αΐ πυροβολισμοί άντηιχοΰν. Ό Ταρπόρ ττετάγεται μ* ένα σάλτο καί καθώς βγαίνει ατό τή στπηλιά άντικρύζει ένα τα ράξενο θέαμα. Ένας πελώρι ος άράτης κυνηγάει τή Μπου μπού καί την πυροβολεί κάθε τόΙσο ενώ έκείνη ξεφωνίζει κ ατ ατραμ αγμιένη: —Βοήθεια! Τό Φάντασμα τής Ζούγκλας θέλει νά με σκοτώση,! Ό Ταμτόρ ενεργεί Αστρα πιαία. Μιέ γοργό βήμα φθάνει κοντά στον άράτη τού τρέιχει σάν αφηνιασμένο άλογο, ση κώνει τή γροθιά του καί ετοι μάζεται νά τον χτυπήση.
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ Άποκλειστ ικέτης:
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ρ ϋ Β
Ε
ΪΙΑΡΑΙΚΙΥΗ
ΓΡ·: Αέκκα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 4ος—Άρ. 25—Δρ. 2 »»ζρ»Β·ι^ΗΡίΡΜ^ι»···.ί·—Μ———Μ—Μ— ■ 1—1 — ·ι»μ—■—
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδοορας, Φαλήρου 41. ΟΙκοναμίικος Δ)ντής: Πεώργ. Γεωργιώδης, Σψιγγός 3®. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χατζη&ασι λείου, Ταταουλων Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιών, Λέκχα 22, ’Αθήναι.
ϊ.·^Κδ£33$ίβ^Ώ35323Β
Στο επόμενα τεύχος., τό 26, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη Παρασκευή., χιλιάδες ερωτηματικά βασανίζουν τον Ταμττόρ, τό θρυλικό παιδί τής Ζούγκλας: Τί ενινε ή Ζολάν; Ζή ή πέθανε; Γιατΐ δεν έρχεται; Πού πήγε; 'Ο μάγος Ζοχράν τον πληροφορεί πώς βρίσκεται στο λάκκο των ψιδιών καί ό Ταμπόο ξεκινάει μαζί !μέ τούς φίλους του για μια καινούργια συγκλονιστική περιπέτεια. Στο δρόμο τους αν ταμώνουν τον
ΜΑΥΡΟ ΟΛΕΘΡΟ ένα γιγάντιο καί τρομερό θηρίο πού τό τολμηρό Ελληνό πουλο κατορθώνει νά τό δαμάση. Μά.. στο λάκκο των φιδιών τούς περιμένει μια ακόμη καταπληκτική περιπέτεια... Μήν ξεχάση κανείς νά ζητήση την άλλη Παρασκευή τό τεύχος 26 τού ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ μέ τον τίτλο:
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΟΛΕΘΡΟΣ
0Ο
Ο
ΠΛ ΜΗ ΟΝ
ΟΤΜ Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΝΤΑΝ-ΒβΑΠΥ £| ΑΒΡΕ Γ/Χ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡ ΧΗΓΕΙΟ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΦΑΝΓΑΣΘΗ Π90 Η ΠΡΟΤΗ ΤΟΥ ΠΤΗ ΣΗ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ 50 ΕΗΡΑ ΤΟΜ. Μ!Λ Α ΙΑ ΜΑΗΡΥΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ. ΜΕ ΣΤΕΛΝΟΥΝ ΣΤΟ ) ΔΕΝ Α/Α ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΗΣ \ΒΑΣΑ Η ΓΑΓΑ ΤΟΓΗΑ,ΝΤΑΝ ΕΖ “η™α ,
ΜΕ Δ/ΗΓΗΣΟΥΔΑ ΝΗ ΠΑ ΡΟΥΣ ΤΑΣΤΡ . ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗ ΑρΗ!
-
,/Λ
ΤΟΝ ΕΣΤΕΛΝΑΝ ΜΑΤΣΥ ΜΟΥ ΣΤΗ Ή ΕΝΝΟΟΥΣΕ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ)
ΚΗΤ τηνλ/τη γ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ*
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΓΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
0 ΜΙΑΥβΟΣ
— Βοήθεια!... Βοήθεια!... Με σκοτώνει τό φάντασμα τής ζούγκλας!... ΙΝΑΙ αφάνταστα τραγί Ό Τα μπαρ χωρίς νά χάση ,κή άλλα ικάί αφάνταστα την ψυχραιμία του, τρέχει κωμική ή σκηνή πού δια προς τό μέρος τού εξαγριωμέ δραματίζεται στη ζούγκλα, νου ϊαράπη, καί πιρίν εκείνος (μπροστά ιστά μάτια τού θρυ προλάβη νά ιάντ ιληφθή την πα λικού Ταμττόρ καί της πανώ ρουσία του, τινάζει τη γοοθιά ριας Γιαράμπα, ιμέσα στη νύ του ;μέ αφάνταστη δύναμι καί χτα. "Ενας πελώριος άράπης τον πετυχαίνει ιστό σαγόνι. Ό κυνηγάει νά σκοτώση τη Μ που άράπης, Ιλές καί τον χτύπησε μπού, την αρραβωνιαστικιά αστροπελέκι, σταματάει τό τού Μπουτάτα, πυροβολιώντας τρέξιμό του, παίρνει δυο κωμι την καί ουρλιάζοντας ττίισω κιές στροφές γύρω από τις με μανία. Ή Μπουμπού τρέχε; φτέρνες του, άφίινει ένα πνι νά τού ξεφύγη ξεφωνίζοντας γμένο ιβ'ογγητό σαν τού βω διού που τό σφάζουν καί πέ κάθε τόσο από τον τρόμο της: φτει μονοκόμματος πάνω στη ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ!
Ε
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ 2
4
γη, ιμένοντας αναίσθητος. — θεούλη μου!, κάνει ή Μπουμπού ικαί ιάίπιοφασί'ζει νά σταματήση Τ<ό τρέξιμό της. Είναι φάντασμα, μιήν τό πλη σιάζετε! Αυτός σκότωσε τον Τσουλούφη ικιαί του πήρε τη Φωνή του ικαίΐ τη μπιστόλα του! Ό Ταμττόρ πού νομίζει πώς ή Μπουμπού τ,ρείλλάθηκε άπό τον τρόμο της, πηγαίνει κον τά της καί τής δίνει ένα δυνα τό χαστούκι ιστό μάγουλό της νά συνιέλθη. — Πες μου τί συνέβη καί θέλησε νά σέ σκοτώση αυτός ό άράπης; τη ρωτάει. Που εί ναι ό Μπουτάτα; — (Καλέ γιατίι μέ χτυπάς; διαμαρτύρεται ή λεπτεπίλε πτη άρραβωνιαστικισ του Τίσουλούφη. Σου εΐπα πώς αυτός ό άράπαρος έχει τη ψω νή του άρραβωνιαστήρ μου. Φαίνεται πώς θά τον κατάπιε άμάσητον ικαι ή φωνή του Μπουτάτα βγαίνει άπό την κοιλιά του! — Τρελλάθηικε!, βγάζει τό συμπέρασμα καί ή 'Γιαράμπα. Δεν ξέρει τί λέει άπό τό φό βο της. Ό ."Πσμιπόρ τής δίνει άλλα δυο ιχαστούκια για νά τη συνε φέρη, καί ετοιμάζεται νά τής δώση καί τρίτο δταν κάποιος τού άρπάζει τό χέρι καί τού τό κιρατάει γερά. ιΕΤναι ό ά,ράΗτιαρος πού στο μεταξύ έχει συνέλθει καί έχει ισηκωθή, Τό Ελληνόπουλο παίρνει μιά γρήγορη στροφή καί έτοι ιμάζεται νά τον άντιμετωπίση δταν ή φωνή του άράτπη τον
Ο ΜΙΙ€Ρ©Χ
καθηλώνει ιστή θέσι του: — Μπά ίσε καλό σου, άφέν τη Ταμπόιρ! Τί ίσου ήρθε καί χτυπάς τή μέλλουσα Μπουτά ταινα; Ταμπόιρ τά χάνει για μιά ακόμη, στιγμή καί δεν ξέ ρει τί νά υπόθεση. Ό πελοόριος αυτός άράπης,, μέ τΙς τε τραγώνες πλάτες, μιλάει διμοια μέ τον.. .κεφάλα τό Μπου τάτα! Τό ίδιο άφθονες μένουν καί οί δυο κοπέλλες άτηό τήν έκττλη|ξί τους, ή Γιαράμπα καί ή Μπουμπού. ραφνικά, τό πελώριο κορμί τού γίγαντα τραντάζεται άπό δυνατά γέλια. — Χά, χά, χά! Δεν μέ γνω ρίζετε, έ; Περιμένετε νά γυ ρίση στ ή σπηλιά ο Μπουτάτα μέ τό μεγάλο κεφάλι; Δέν προ κειται νά τον ξαναδήτε, άφέν τες παιδιά! Πάει ή κεφάλα μου πιά! Ακονία της ή μνή μ,η ■ >Καί λέγοντας αυτά άρχι ζες νά χορεύη καί νά παίρνη του μπες σάν τρελλός. — Μπουμπού!, ρωτάει ό Ταμπόιρ τή λεπτεπίλεπτη μαύ ρη ιμέ τή μακροά αλογοουρά, τί συνέβη στο Μπουτάτα; — Ξέρω κι" έγώ; άπαντάει εκείνη· καί κυττάζει τό γίγαν τα που εξακολουθεί νά χορεύη άπό τή χαρά του. Είχαμε πάει νά σκοτώσουμε κανένα ζαρκά δι καί φτάσαμε μπροστά σέ μιά μεγάλη σπηλιά. Ό Μπου τάτα μου είπε νά περιμένω καί μπήκε μέσα. 'Ύστερα άπό λίγο εΐδα νά βγαίνη, άπό τήν τρύπα τής σπηλιάς ένας άρά
ΓΑΡ2ΑΝ
δ
ιταρος πού ιμιλουσε μέ τή φω/η του Τσουλούφη, ίΕγώ το ε5'άΐλα τότε στα πόδια γιατί νό αισα ττώς ήταν φάντασμα κι5 Εκείνος άρχισε νά “πυιροβσλή πίσω ιμου. — /Πυροβολούσα άπό τή χα όά ιμου!, λέει ό άράπης πού σταράτησε να χορεύη, — Γ ιαράμπα, λέει τό Έλ\η|νόπσυλο στη συντρόφισσά του, ό άράπης αυτός είναι ο Μπουτατα. Φαίνεται πώς μπή κιε στη ιμαγική σπηλιά κι* έπε σε στην αριστερή γούιρνα πού Το νερό της έχει την ιδιότητα νά μιεγαλώνη άποιοδή^ιτοτε ζων τανό πέση ιμέσα σ5 αυτή (*). Έτσι ό χαζοαράπης άιπόχτη,σε πάλι την κανονική του διά πλασι. — Μπράβο, Μπουτάτα !, φωνάζει ενθουσιασμένη ή Γισράμπα.
Ή Μπουμπού όμως δεν έχει την ίδια γνώμη!· Τής κακοφαί νεται πού άλλαξε έρφάνισι ό αρραβωνιαστικός της καί, χω ρΐς νά πή τίίποτε, φεύγει καί χάνεται ιμέσα στην πυκνή καί σκοτεινή ζούγκλα. — Μέ γειά τό καινούργιο καρμίι!, του λέει γελώντας τό 1Ελληνόπουλο καί τον χτυπάει Ο·
-
■■
■ ■■
(*) Διάβασε τό τεύχος 11, πού Ιχει τον τίτλο: «Τό στοιχειό τής λίμνης». Στο τεύχος αύτό ύπαρ χε ι ή -περιπέτεια όπου ό Μπουτάτα μπη!Κ£ στη μαγικό σπηλιά καί πέ φτοντας στη δεξιά γούρνα, βγήκε ένας μικροσκοπικός νάνος μέ πε λώριο Κεφάλι, γιατί τό ικιεφάλι του είχε μείνει έξω άπό τό νερό. *Η δεξιά γουρνα έχει τή μαγικής ιδιό τητα νά μικραίνη όττοιοδήποτε ζωντανό σώμα πέση μέσα σ' αφτή.
φιλικά στην /πλάτη. Μά ό Μπουτάτα, βάζει ξα φνικά τά κλάματα. — Θεούλη μιου, κάνει, πώς 9ά δίνω τώρα κείνες τις τρόμε ρές κεφαλιές πού τις έτρεμαν άνθρωποι καί θηρία; (Γρήγορα ρμως παρηγοριό ται: — Τώρα ιθά δράση; ή κσυιμ πούρα ,μου!, λέει καί την κρε μάει στη (μέση του /μέ καμάρι. Σέ λίγο οί τρεΐς φΐίλοι ξαναγυρίζουν στη σπηλιά τους καί ό Ταιμπορ ,μ»έ τή Γιαράμπα κουνούν θλιβερά τά κεφά *· λια τους βρίσκοντας την ά δεια. — Ή Ζολάν δέν γύρισε άκόιμα, λένε καί οι δυο -μαζί καί ή ανησυχία τούς βαραίνει την καρδιά(*). Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΙίΓΕΣ ώρες πριν, πολ λά χίλιοι μέτρα μακρυά ιάπό τή σπηλιά του Ταμπόρ. "Ενα άγριο βουβάλι τρέ χει σάν τρελλό στά ,μσνοπά τια τής ζούγκλας. Είναι άφτ νιασιμένο καί άπό^ τό στόμα του βγαίνουν άφροί.Πάνω στη ράχηι του είναι γαντζωμένο τό κορμί ,μιάς κοπέλλας καί τα χέρια της κρατούν άπελπισμέ να τά κέρατα τού άγριου ζώ ου. Τό ξέφρενο τρέξιμο συνεχ, ζεται ιμιά, δυο ώρες. Ή κοπεί, λα φοβάται πώς θά λιπόθυμη ση, άπό στιγμή σέ στιγμή και (*) Διάβασε τό προηγούμαι1 τεύχος, τό 25, που έχει^τον τίτλο: «Τό φάντασμα τής Ζούγκλας».
θά πέση, καταγής βρίσκοντας φοβερό θάνατο, -μιέ την άσύλλη τττηι ταχύτητα ττού τοέχει το βουβάλι. Τά χέρια της πο νούν, τό κορμί της: είναι κατα ξεσκισμένο από τά κλαδιά των θάμνων και των δέντρων, ρυάκτ τρέχει τό αίμα από τις πληγές^ της καί βογγάει καί α ναστενάζει κάθε τόσο : —"Άχ! Θεέιμου! Θεέρσυ! Πεθαίνω! Ή μοναδική της έιλπίδα νά σωθή είναι νά σταιμστήση τό άφηνιασιμιένο βουβάλι, νά βρε θή κάποιο ήμπόδιο που νά του κόψη τό δΙρόιμο. Μά κάτι τέ τοιο δεν πρόκειται νά συυβή καί ή ικοπέλλα τρέχει προς τό θάνατο πού θά τον άνταιμώση από στιγμή σέ στιγμή, Κλεί νει τά μάτια της άπακαμω;μέ^ νη ενώ τό κεφάλι της γίνεται βαρύ. "Έπειτα, καθώς τά ά -
“Ο Ταμττόρ χαστουκίζει τή Μπουμπού για νά τή·ν συνεφερ^.
Βλέπουν πίσω άπο τις φλόγες τον μάγο Ζοχράν
νοίγει, άιντικρύζει κάτι πού τήιν κάνει νά άνατριχιάση σύγ κορμη καί νά ουρλτάση από τον τρόιμο: — "Όχι! , όχι! Τό βουβάλι έχει πάρει ένα ιμονοπάτι πού τελειώνει στην άκρη ενός γκρεμού! Καί ό γκρε|μός αυτός εκτείνεται σέ πολλά ιμέτρα βάθος, θά μπο ρέση τάχα νά καταίλάβη τον κίνδυνο τό άγριο ζώο καί νά σταματήση, ή θά πέσουν καί οί δυο στην άβυσσο του θα νάτου πού έχει άνοίίξει τό πε λώριο στόιμα της κάί τούς πε ριμένει ; — Μή ! "Όχι!, ξοοναφωνά ζει ή κοπέλλα κάί προσπαθεί νά στρέψη τά κέρατα τού βου βολιού αριστερά. Μά εκείνο δεν την ακούει καί όρμάει προς τό βάραθρο. Πενήντα μέ τρα το χωρίζουν άπο αύτό.··
τριάντα... είκοσι, δέκα καί... Τώρα ττιοζ, δεν υπάρχει κα]μ ,μιά ελπίδα. Λες καί άποζη, τάει τό θάνατο τό άφηνιασμέ νο βουβάλι, όρμάε^ι προς τό χείλος του γκρεμού. Ή κοπέλ λα, την τελευταία στιγμή σκέ φτηικε νά πηδήση, για να μήν πέση; μαζί· του στον γκρεμό. Δεν προλαβαίνει όμως. "Έτσι, δυο σώματα παίρνουν ,μέ τρο μακτική ταχύτητα τή βουτιά πού τούς οδηγεί σ’ ένα βέ βαιο τροιμερό καί φρικιαστι κο θάνατο. — Ταιμπόιρ !, προλαβαίνει νά πή ή κοπέλιλα καθώς κα τρακυλάει στήν άβυσσο, για τί δεν είναι άλλη από τή Ζολάν, τήν ρμορφη Άμερικανίιδα, τήν άλλοτε συντρόφισσα του ατρόμητου Ελληνόπουλου καί θετή κόιρη του νεκροΰ τώ ρα πιά Τρρζάν. Ή απελπισμένη της φωνή
Τό ρόπαλο κατεβαίνει με όρμή καί συναντάει ενα κεφάλι.
άντηίχεΐ παράξενα γιά μιά στι γμή όιλόγιρρα καί έπειτα ό άχός της σβήνει στήν πυκνή βλάστησι τής παρθένας ζούγ κλας. Πάνω από τό βάραθρο δεν άκουγεται τίποτε τώρα πιά. Τό σφράγισε γιά πάντα ή άνατριχιαστική σιωπή του θανάτου... ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
έχει προχωρή σει. Τήν άπέρσντη σι γαλιά της ζούγκλας τή σπάζουν τά βηματα^δυό άμίλητων άνθρώπων, του Ταμπρρ καί τής Γιαράμπα. — Λες νά έχηι γυρίσει στή σπηλιά τού Ταρζάν ή Ζολάν; ρωτάει σέ ιμιά στιγμή -ή κο · πέλλα
Η
*Η Τσίτα κόβει φρούτα και ταΐ ζει τον Μπουτάτα.
ιΝΥΧΤΑ
Ό Ταμπόρ δεν τής αποκρί νεται. Τον βασανίζει ή αγωνία και δεν ξέρει τί νά υπόθεση. "Έπειτα από την τρομακτική περιπέτεια τους με την φυλή των Κουρά δπσυ βρήκε το θά νατό ό Ταρζάν (*) καί τή δραμστική σωτηρία τους από την κάλασι τής φωτιάς, ή Ζο λάν έγινε άφαντη. Γιά τελευ ταία φορά τό 1 Ελληνόπουλο την είδε όταν πήδησε από τό δέντρο πού είχε σκαρφαλώσει πάνω στη ράχη ενός άγριου βουβαλιού. Μήπως πνίγηκε μα ζί μέ τό , βουβάλι στο μεγάλο Ιτοτάμι ή μήπως έπεσε από τή ράχη του καί έλυωσε τό κορμί της κάτω από τά πόδια ιών αφηνιασμένων ζώων; -— Ταμπόρ!, ψιθυρίζει ξα φνικά ή Γιαράμπα καί τον συγ κρατεί. Εκεί δεν είναι ή σπη λ ιά τού Ταρζάν; Ό Ταιμπόρ κυττάζει καί ή καρδιά του σπαρταράει από χαρά. -—- Είναι φωτισμένη!, λέει. Ή Ζολάν είνάπ ιμέσα. Ό έγωϊσ]μός της την Εμπόδισε νάρθή νά μάς βρή. Προτίμησε νά μείνη μόνη της στη σπηλιά τού θετού της πατέρα. "Υστερα άπό τρέξιμο δύο λεπτών, φθάνουν στην ανοιχτή είσοδο τής σπηλιάς. — Ζολάν!, φωνάζει ιμ’ Εν θουσιασμό τό Ελληνόπουλο. ιΚανείς δεν τού άποκρινεται. Κι5 όπως κάνει μερικά βήμα τα μπροστά, τό ηρωικό παιδί τής ζούγκλας, βλέπει μια πα (*) Διάβασε τεύχος.
τό
ττροηγούμ©νΌ
ράξενη σκηνή πού τον κάνει νά μείνη ακίνητος σαν μαρμα ρωμένος. Στή μέση τής σπη λιάς ανάβει μαά μεγάλη φωτιά καί δίπλα της στέκει ορθός έ νας σκελετωμένος γέρος μέ παράξενα μάτια καί μέ χέρια υψωμένα πρός τον ουρανό. — Είναι τό φάντασμα τού νεκρού Ταρζάν!, τραυλίζει έντρομη ή Γιαράμπα πίσω α πό τό Ελληνόπουλο. — "Οχι, τής^ άπακρ ί νέτα ι τό πάλληκάρι. Είναι ό μάγος Ζοχριάν. Καί πλησιάζοντάς τον τον ρωτάει·: — Μεγάλε ιμάγε τής ζούγ κλας, πώς βρέθηκες εδώ; Ό μάγος τού απαντάει χω ρίς νά κατεβάση τά χέρια του: — Στή σπηλιά των/ νεκρών πρέπει νά μείνη ένας ζωντα» νός, παιδί μου. Ό Ταμπόρ ανασκιρτάει καί νοιώθει ένα παγωμένο ρίγος στή ραχοκοκκαλιά του. — Είναι καί ή Ζολάν νεκρή, όπως είναι καί ό θετός της πατήρας; ρωτάει τό Ζοχράν. Εκείνος ανεβοκατεβάζει τά χέρια καί, πράγμα παράξενο, ή φωτιά σβήνει. Βαθύ σκοτάδι τούς τυλίγει καί τούς τρείς ενώ ή φωνή τού Ζοχράν, τσακι σμένη, καί παράξενη, λες καί βγαίνει άτό τον άλλο κόσμο, ψιθυρίζει: — "Οποιος πέφτει στο λάκ κο τών φιδιών δεν μένει- ζωντα νός παιδί μου... Έκιεΐ βασι λεύει η κατάοα πού ώς τώρα
9 δον την είδε άνθρώπαυ μάτι. Μόνο τα θεριά της ζούγκλας ξεγελιούνται καμιμιά φορά και πέφτουν στην άβυσσο του θα νότου και τής φρίκης... Ό Ταμπορ νοιώθει νά ττνί>γεται από τάν καπνό ττού έχει πλημμυρίσει έκεΐ (μέσα και τα λόγια του1 ραγού του φαίνον ται ρυστηριώβη καί ακατανό ητα. — Τί, θέλεις νά ττής, Ζο χίράν; τον ρωτάει. Ξαφνικά, τά σβηρρένα ξύ λα παίρνουν καί πάλι φωτιά καί ή σπηλιά φωτίζεται όπως καί πρώτα ένώ ή σιλουέττα του μάγου εξακολουθεί νά μένη στη θείοι- της ιμέ τά χέρια υψωμένα πάντα ψηλά. — Τί θέλεις νά πής; ξανα* ρωτάει τό 4 Ελληνόπουλο. Ποι ος είναι ό λάκκος των φ ιδιών καί ή άβυσσος τοΰ θανάτου καί τής φρίκης; Όσο κι’ αν ρωτάιη, όμως, ό^ παράξενος (μάγος δεν λέει νά άπαντήση. Όλο κάί κάτι ρσυρμουρίζει ρέσα από τά δόντια του ένώ οι φλόγες θε ριεύουν καί τον σκεπάζουν άπο τά μάτια του Ταμπόρ καί τής Γιρράμπα. — Πάμε νά φύγουρε!, πα= ρακαλεΤ ή πανώρια κοπέλλα με δάκρυα στά μάτια. Ή Ζολάν εΐναι νεκρή, Ταμπορ.·. Τό Ελληνόπουλο την ακο λουθεί. Βγαίνει άπό τή σπη Χιά καί σκουπίζει ένα δάκρυ που κυλάει στο μάγουλό του. Αυτή τή στιγμή νοιώθει τό πόσο άγαπουσε τή Ζολάν..,
Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΟΡΘΙΟΣ!
|η?Ρ§ΡΕΙΣ άνθρωποι διασχί\Μ ζουν τή ζούγκλα. Ό ΤαΛ ριπόιρ, ή Γιαράμπα καί ό Μπουτάτα. Στον ώμο του τε λευταίου έχει κουρνιάσει ή Ταίτα, ή -μαϊμού πού μέ τόσο παράξενο τρόπο μπήκε στή ζωή τών ηρώων ρας. Ό θρύλι κός Τσουλούφης έχει τόσο πο λύ άγαπήσει τό πανέξυπνο ζώο., πού είναι έτοιμος νά κά νη όποιαδήποτε θυσία γι’ αυ τό. Τό κουβαλάει στήν πλάτη του ολη την ήμερα χωρίς να διαμαρτύρεται. Μά καί ή Τσί τα τρέφει έξαιρετική άδυναμίά στον άράπη,. Κάθε τόσο, κα θώς βαδίζουν, άπλώνει τά χέρια της, κόβει νόστιρους καρ πούς πού ικΙρέμονται άπό τά δέντρα, τούς ξεφλουδίζει καί τους βάζει στο στόρα του. Ό άράπη ς τούς καταβίροχθίζει ικαίί λέει ικάθε τόσο: __— Μπράβο, Τσ^ίτα ρου! ’Βσύ άξίζεις περισσότερο καί άπό τήν άρραβωνιαστικιά μου τήν άδοντογλυφίδα. Ούτε νερό §έν πήρα άπό τά χέρια της άκόρα. Ό πύρινος δίσκος του ήλιου κρύβεται πίσω άπό τις κορυ φές τών ρακρυνών βουνών καί ό Ταμπορ σταματάει. — :Πρέπει νά περάσουμε τή νύχτα «μιας έδώ, λέει. Νά ξεκουραστούμε γιά νά συνεχί σουρε τό πρωί, θισαι βέβαιος Μπουτάτα πώς έχουμε πάρει τό σωστό- δρόμο; Ό Μπουτάτα κουνάει κατα φατικά τό κεφάλι του.
10
— *Απέχει πολύ από δω ή φυλή των Μπούα; — Είναι πίρω από κείνο τό λόφο, αφέντη;, απαντάει ό αρσιιης. Ό Ταιμπτοιρ βυθίζεται σέ σκέψεις, Ό (μάγος Ζοχράν του είπε πώς ή Ζολάν έπεσε στο λάκκο των φιδιών και ό Μπου τάτα πάλι, τον πληροφόρησε με τη σειρά του πώς τό λάκ κο των φ ιδιών τον ξέρει μόνο ■μια άγρια φυλή, ή φυίλή των Μπούα. Του είπε ακόμη πώς στο χωριό τους υπάρχει ένα πελώριο θηρίο, τέτοιο πού δεν έχει δη ποτέ άνθρωπος πάνω στή γη και πώς οί Μπούα ρί χνουν τούς αιχμαλώτους των στα τρομερά και ανοιχτά του σαγόνια! Ό Ταιμπόρ δέν πιστεύει νά υπάρχει τέτοιο θηρίο ιμά και νά υπήρχε δέιν θά φοβόταν. 'Α-
-ορφνικά, ή μπιστόλα του Μπουτάτα παίρνει φωτιά.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Πελώρια φίδια έχουν συγκεντρωθή στην δχθη τής λίμνης.
ποφάσισε νά πάη^ ώς τό λάκ κο τών φ ιδιών, πού τού είπε ό αινιγματικός (μάγος, γιά νά βρή τη Ζολάν, νεκρή ή ζωντα νή και δέν θά τον σταιματήση κανένα θηρίο, δσο τρομερό κι* άν είναι και κανένα έμπόδιο. — Κοίιμηιθήτε, λέει στούς συντρόφους του. Θά φυλάξω βάρδια λίγες ώρες καί ύστε ρα θά ξυπνήσο^ εσένα Μπουτά τα, νά φύλαξης. Ό άράπης ανοίγει ιμιά σπι θαμή τή ισταματάρα του από τή νύστα καί σέ λίγο ροχαλί ζει στή ρίζα ενός δέντρου ενώ ή Τσίτα σκαρφαλώνει κοτί κουρνιάζει στά κλαδιά ενός άλλου δέντρου. ★ * ★ Ό Ταμπόιρ τελείωσε τή βάρδια του καί τώρα κοιμό^
ΤΑΡΖΑΝ ται ενώ ξαγρυπνάει ό άράτπης. Στην αργή ικανέι μερικές βόλ τες και έπειτα στηρίζει το πε λώριο κορμί του στον κορμό ενός δέντρου. Νυστάζει όμως τρομερά και μέ κόπο κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. — Μπά σέ καλά μου!, μουρμουρίζει. Τή νύστα είναι αυτή! )Κ03ΐ για να ξενυστάξη τρα βάει μέ δυναμι τό θ)ρυλικό του τσουλούφη,, ώσπου τόν πονάει. Μά ό ύπνος είναι πιο βα ρύς από τόν άράπη κιαί σέ λί γο, έτσι όπως είναι στηριγμέ νος στο δέντρο, αρχίζει νά ροχαλίζη τού καλού καιρού! Κοι μόοται όρθιος χωρίς νά χάση την ισορροπία του καί νά πέση, Δεν θά κοιμιόταν, όμως, αν έβλεπε τ·ί« γινόταν γύρω του. Πύρινα μάτια σπιθίζουν στο
1ΐ
Χτυπάει τόν^ πάνθηρα μέ μανία στο δάπεδο.
σκοτάδι λες καί ή ζούγκλα γέ μισε από εφιαλτικά πλάσμα τα. Τά μάτια πού στην όορχή είναι λίγα, πληθαίνουν τώρα όλο καί πιο πολύ καί σχήμα τίζουν έναν κλοιό όπό σπίθες γύρω από τούς κοιμισμένους καί ανύποπτους ήρωές μας. ΜΙΑ ΑΝΙΣΗ ΠΑΛΗ
"Ενας από τους νοριλλανθρώπους πέφτει στο νερό.
ΑΦΝΙ'ΚΑ, μια στριγΒδ» γή φωνή σπάζει τή^σι0βζ9 γαλιά, καί ένα σώμα πέφτει ιμέ βαρύ γδούπο δίπλα στον κοιμισμένο Ταμπόρ. Τό θρυλικό· Ελληνόπουλο πετιέται αμέσως έ|πάνω. Οι αίσθή σεις του τόν πληροφορούν πώς κινδυνεύει. Ή πρώτη, του δου λειά είναι νά όςρπτοοξτι &να ρόπαλο πού τό εΊΙχε βάλει γιά
πΙροσκεψάλι. Τα /μάτια του προσπαθούν νά διαπεράσουν τό πυκνό σκοτάδι. Αισθάνεται ιμάλλον, παρά βλέπει, κάτι νά κανήται μπροστά του. Ετοι μάζεται νά σηικώση τό ρόπαλό του, όταν σταματάη την κί ~ νησί στη ιμέση,. Καταλαβαίνει πώς έκεΐνο πού κινήθηκε είναι ή Τσίτα, πού έπεσε πριν λίγο από τό δέντρο. Ό Μπουτάτα, όμως που είναι; Ετοιμάζεται νά φωνάξη μά ή φωνή πνίγεται στο λαρύγγι του. Βλέπει τά πύρινα μάτια πού έχουν σχηματίσει κλοιό γύρω τους και καταλαβαίνει πώς τούς έχουν .στήσει μιά θα νάσιμη, ιμ ιά τρομερή παγίδα. Μέ τό πόδι του σκουντάει τή Γιαράιμπα. Ή ικοπέλλα τι νάζεται επάνω τή στιγμή πού τά πύρινα μάτια όρμούν προς τό μέρος τους. Τό ρόπαλο του Ταμπρρ άνεβσκστεβαίνει σαν αστραπή. Μιά εφιαλτική φωνή ανθρώπου πού σπάζει τό κίρα νίο του, <χντηχεΤ. "Έπειτα ά κούγεταικι5 άλλη φωνή, κι’ άλ λη. Σώματα όρμούν και πέ φτουν από τό ρόπολο, βογγη τά και άγριες πολεμικές κραυ γές ,άναστατώνουν τή ζούγκλα και τή συγκλονιστική αυτή μά χη τού Ελληνόπουλου, πού αντιμετωπίζει μόνος του, μέ μοναδικό όπλο ένα ρόπαλο, έ να [μπουλούκι μανιασμένων α γρίων, δεν τήν βλέπει κανένα μάτι, τόσο σκοτεινά είναι γύ ρω. Ή Γιαράμπα, ζαλισμένη, άτόν ύπνο καθώς είναι, δέν προ λαβαίνει καλά—καλά νά καταλάβη τί γίνεται Και νομίζει
πώς ονειρεύεται καί βλέπει έ ναν τρομερό εφιάλτη. "Οσο γιά τον ηρωικό Μπουτάτα, στηριγμένος σ" ένα διπλανό δέντρο, κοιμάται ολόρθος κι" ούτε παίρνει είδη,σι τί συμβαί νει γύρω του. Όνειρεύετα^ι πώς κυνηγάει ένα ζαρκάδι μέ τή μπιστόλα του καί τό^μεγό^ λα του χείλη χαμογελούν από περήφανε ια. Μόνο ό Ταμπόρ ζή, έντονα αυτή τή συγκλονιστική σκηνή. Τό ρόπαλό του κάνει θραυσι ανεβαίνοντας καί κατεβ αίνον τας, γυρίζοντας δεξιά καί άΡ'ΐιστερά, συναντώντας σώμαματα καί κεφάλια καί τσακί ζοντας κάθε άντίστασι. Μά μιά ατυχία καταδικάζει τό η ρωικό παιδί τής ζούγκλας: Κα θώς χτυπάει στα σκοτεινά τό ρόπαλό του συναντάει τον κσρ μό ενός δέντρου καί γίνεται χίλια κομμάτια. Τό ψύχραιμο 4Ελληνόπουλο σκύβει νά βρή κανένα άλλο ρόπαλο μά τήν ίδια στιγμή, νοιώθει ένα τρο μερό χτύπημα στο κεφάλι πού τον ζαλίζει καί τον σωριάζει μ ισό αναίσθητ ο κάτω . , Οι άρρατοι σατανάδες τής νύχτας όρμούν καταπάνω του καί σε λίγο ό Τ αμπόρ βρίσκε ται γερά δεμένος μέ ένα μα κρύ χορτάσχοινο. Δίπλα του δένο υν καί τή Γ ιαράμπα. Τό ηρωικό κορίτσι πάλαιψε όσο μπόρεσε μέ τά χέρια καί μέ τά νύχια της μία στο τέλος υπέκυψε γιιατί κάποιος τήν χτύπησε καί κείνη πίσω στο κεφάλι. -αφνικά, ένα φως ανάβει καί φωτίζει τήν όάροπη ώς τώ
13 ρα^ σκηνή τής μάχης. Ένας μιλη,τό του. Που θά μου πας μαύρος πλησιάζει μ3 ένα δαυ όμως! λό στο χέρι. Μιά δυνατή σπρωξιά τον κά νει νά πάρη μιά ξαφνική τούμ Ό Ταματόρ που έχει στο με ταξύ συνελθεί, ρίχνει ένα βλέμ πα καί... νά ξυπνηση. Ανοί μα ολόγυρά του και ενα ρί γει τά μάτια του καθώς βρί γος φρίκης διαπερνάει γο κορ σκεται ιάκάμη· καταγής, βλέπει τή σκηνή των δεμένων φίλων μί του. Κιαμμιά δεκαριά νε κροί βρ ίσκοντ α ι σωρ ιοοσμ ένο ι του καί των μαύρων με τά έφ ι καταγής. Τό ρόπαλό του εί αλτικά πρόσωπα, νομίζει πώς χε δ ο υλ έψε ι γ ιά ικ αλά! Β λέπε ι ονειρεύεται καί, ετοιμάζεται ακόμη καμμιά δεκαριά άλλους νά τό ιρίιξη πάλι στον ύπνο, μαύρους με βαμμένα πρόσω μουρμουρίζοντας: πα νά τον κυττάζουν άγρια. — Μπράβο όνειρο! 3Από Καί καθώς φέρνε ι τό βλέμμα τό ζαρκάδι φθάσαρε στούς του ποός τά δεξιά, άνπ κράζει μαύρους! τον Μπουτάτα νά κοιμάται ο Μιά δυνατή κλωτσιά όμως, λόρθος, στηριγμένος στον κορ από τό πόδι ένός μαύρου, τον μό του δέντρου καί*... νά ροχσ κάνει νά συνέλθη; έντελώς καί λίζη, οςμιέΐρ ιιμινος; του καλού νά σηικιωθή στά πόδια του. καιρό 0 ! Κάπου — κάπου — Αφέντη Ταμπόρ, ρω » σταματάει τό ρΐοχαλητ3 του τάει τον φίλο του, ποιος σ’ καί παραμιλάει: έδεσε έτσι; — Ζόρικο ζαρκάδι! Με ξε — Έκεΐνος πού έδεσε καί ποδάριασες τόιση, ώρα, μά δεν σένα!, του απαντάει θυμωμέ θά τη γλυτώσης στο τέλος. να τό Ελληνόπουλο, Μπά σε κιαλόι σου! Ό χαζοαράπης κουνάει τό Καί σηκώνει τό δεξί χέρι κεφάλι του: νομίζοντας πώς κρατάει τή — ηΑ·ς έχουν χάρι πού κοι μπιστόλα του καί πυροβολεί μόμουνα, μουρμουρίζει. 3 Αλ τό ζαρκάδι, πού βλέπει πώς λά δεν φταίνε αυτοί, φταΐς έκυνηγάει στ3 όνειρό του. Ό σύ άφέντη παιδί. "Έπρεπε νά αθεόφοβος, άπ3 όλη αυτή τή με ξυπνήσης γιά νά τούς τα φασαρία δεν πήρε τήν τταραμι ράξω στις σφαλιάρες καί στί·ς κίρή εΐδηισι! κεφαλιές. Καλά νά τά πάθηις Μαζί με τον ΤαΐμπόΙρ τον τώρα! ^Αλλοτε νά ιμ,άθης νά βλέπουν καί σί μαύροι, μ!έ τά μέ ξυπνάς. απαίσια και αλλόκοτα βαμμέ Ένας από τούς άλλους ά να πρόσωπα. Δύο απ’ αυτούς γριους σηκώνει ψηλά τό κον τον πλησιάζουν καί του δέ τάρι του καί φωνάζει δυνατά: νουν γερά τά χέριοο στο κορ — Μπάμπα!, πού σημαί μί του. νει «πάμε». ^— Τί νά σου κάνω παλιοΤήν ίδια στιγμή σί υπόλοι ζάιρκαδο πού τυλίχτηκα με τά ποι άγριοι περιστοιχίζουν χορτόσχοινα!, λέει στο παρα τούς τρεις αιχμαλώτους καί
14
τούς σπιρώχνουν βάναυσα γιά νά ξεκινήσουν. Πιί)σω τους καί σέ μικρή άπάστασι, τους άκο λοθθεΐ ή Τσίτα, ή πιστή και άφωσιωμένηΜμαϊμού του Μίτου τάτα. ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΤΣΟΥΛΟΥΦΗ
ΧΕΙ ξημερώσει. "Ολη τη νύχτα οι τρεις αίχ)μαλοο το ι την πέρασαν δεμένοι πισθάγκωνα μέσα σέ μια κα λύβα του χωρίου τής φυλής των Μτπουα. Μόλις βγήκε ό ή λιος, ήρθοον μερικοί μαύροι καί τους έβγαλαν έξω, οδη γώντας τους στο κέντρο του χωρίου. Έκεΐ, οί τρεις αιχμά λωτοι άντίικιρυσαν ένα θέαμα ττού τους έκανε νά τα χάσουν καί νά ανοίξουν διάπλατα τό στόμα απτό τον τρόμο. Στη μέ
— "Ξίπασα τό στομάχι άττό τό λαιμό!, φωνάζει 6 χαζοαράπτης.
Ο ΜΙΚΡΟΙ ση^μιάς μικρής ττλατείΐας βρι σκόταν ένα πελώριο μαϋρο θηρίο, μέ ανοιχτό στόμα καί μέ μάτια που γυάλιζαν καί πε τουσσν άστραπές. Γιά νά κα ταλάβη κανείς πόσο μεγάλο ήταν, άρκεΐ νά πούμε πώς τό κάθε δόντι του ήταν [μακρύ ένα μέτρο καί Τσως καί πιο πολύ! Στεκόταν ακίνητο καί δοτό τό όλάνοιχτο στόμα του έβγαι ναν παράξενοι ήχοι, σάν βρη χιυθμοί πειναορένου λιονταριού σάν βραχνό νισούρισμα τί γρης καί σάν ουρλιαχτό πάν= Θήρα. — Τό θηρίο!, λέει πρώτος ό Μπουτάτα. Δεν σου τό είπα αφέντη Ταμπέρ πώς έχουν ένα μεγάλο θεριό καί συ δέν μέ πίιστευες; Ή Γιαράμπα γυρίζει καί κυττάζει τον αδελφικό της φί λο. — Τί είναι αυτό, Ταμπόρ; του λέει. Τόσα χρόνια ζώ στη ζούγκλα καί δέν έχω ξαναδή τέτοιο θηΐρίο ποτέ μου. Ό Ταμπόρ δέν τής απαν τάει. Γυρίζει μονάχα κιαί λέει στον αρχηγό τής φυλής των Μπούα, πού στέκεται δίίπλα του1. — Γιατί μάς έφερες, έδώ; — Γιά^ νά σάς ρίξω στο στόμα του θηρίου, του άίπαντάει εκείνος. "Οποιος πατάει τά χώματα τής φυλής μας βρί σκει τον θάνατο στην κοιλιά του θηρίου. — Καλέ τί μάς λες!, μπαί νει στη μέση ό ΜπουτάταΤΑς είχα τό προηγούμενο κεφάλι καί σρυ έλεγα έγώ άν τάβγα-
ΤΑΡΖΑΝ
ζε μαζί μου αυτό τό... ,μικρο σκοπιικο 0Τ7Ρ ιοακα! — Έίμιεΐς ήρθαμε στον τό πο σου σάν φίλοι, λέει τό παι 61 στον φύλαρχο. Σαάς φέραμε καί δώρα. Τά μάτια του φύλαρχου η μερεύουν/.^ -—- Που είναι τά δώρα; ρω τάει δύσπιστα. Ό Ταιμπόρ του δείχνει ένα σακκουλάκι πού έχει περασμέ νο στο λαιμό του. Ό φύλαρ χος τό παίρνει, τό ανοίγει καί κραυγές χαράς βγαίνουν άπό τό στόμα του. Βγάζει άπό τό σακκουλάκι κάτι ψεύτικες χάν τρες γυαλιστερούς τενεκέδες και (μερικά γυαλιά καί του φαί νεται πώς κρατάει ολόκληρο θησαυρό στα χόριο: του. Πε ρισσότερη· έντύπωσι του προ ξενεί ένας καθρέφτης. Βλέπει τό πρόσωπό του μέσα και κυτ τάζει περίεργος πίσω άπό τό κρύσταλλο μήπως υπάρχει κα νεΐς. Και όσο δεν βλέπει κα νόναν τόσο καί πιο πολύ πα ραξενεύεται. — Αφέντη παιδί, νά τού δώσω καί γώ ένα δώρο; πετά γεται ό άράπης. Εί|μαι βέ βαιος πώς θά τού άρέση πολύ. Καίι, χωρίς άλλη κουβέντα, έτσι δεμένος όπως είναι, όρμ.άει καί δίνει μια τρομερή κε φαλιά στον φύλαρχο, πού τον πετάει πέντε μέτρα μακρυά. Ό καθρέφτης πού κρατούσε τού φεύγει άπό τά χέρια καί χτυπώντας σέ μ ιά πέτρα γί νεται χίλια κομμάτια. — Μπουτάταί, φωνάζει έ ξω φρενών τό * Ελληνόπουλο,
15
Οί άγριοι νομίζουν τον Μπουτάτα νιά Θεό καί τον προσκυνούν.
τρελλάθηικες; — Έτσι φαίνεται, αφέντη παιδί! Δεν σκιέφτηικα πώς μέ την κεφαλιά θά τσαλάκωνα τό τσουλουφάκι μου. Τώρα, ποι ος θά μού τό χτενίση; Ό φύλαρχος σηκώνεται έξω φρενών καί διατάζει τούς μαύ ρους νά ρίξουν τούς αίχμαλώ τους στο στόμα τού τέρατος. — Είδες τί έκανες; λέει τώρα ή Γιαράμπα στον χαζό αράπτη. Ό Ταμπόρ κατάφερε νά τον ήμερέψη μέ τά δώρα καί σύ τον αγρίεψες. Ό Τσουλούφης χαμογελάει εύχαρ ι στημένος. — Μη φοβάσαι άφέντη, Γιαράμίπα, τής λέει. Θά τού δώσω ένα δώρο πού θά τον ήμερέψη ξανά. Καί φωνάζοντας τον φύλαρ χο πού ούρλιαζει συεχώς άπό τό θυμό του γιατί τού έσπασε 6 καθρέφτης τού δείχνει τή
16 σκουριασμένη· ιμπιστόλα του.
— Πάρτη για να ιμάς άψή σης ήσυχους, του λέει. Στην κάνω δώρο. Ό φύλαρχος τον ζυγώνει καί τραβάει άπό τη θήκη τής πέτσινης ζώνης του Μπουτάτα, τη μπιστολα. Την κυττάζει κοαλά—καλά, την περιερ γάζεται καί έπειτα τό δάχτυ λό του σκαλώνει στη σκανδά λ>η,. Χωρίς νά κατοαλαβαίνη τί κάνει, πατάει τό δάχτυλό του μέ δύναμι και1... ένα :μπάμ ·, άκούγεται. Ή κάννη τη στι γμή εκείνη ήταν γυρισμένοι προς τό κεφάλι του και ή σφαίρα του τό πέιρασε πέρα για πήρα! Οί άγριοι, βλέποντας τον φύλαρχό τους νά πέφτη νε κιρός, ,μέ μ.ιά τρύπα στο μέτω πο, στην αρχή τά χάνουν κι5 έτοιμάζονται νά τρέξουν. ^Ε νας ατό αυτούς όμως συνέρ χεται αμέσως και τούς διατά ζει νά μην κινηθούν. Πλησιά ζει τό νεκρό φύλαρχο, παίρνει τά δπλα του και φωνάζει στους πολεμιστές. — ’Από δω καί μπρός, ε γώ θά εΐιμαι ό άρχιΤ/άς τής φυλής! — Κ αί εις ανώτερα!, τού λέει ό άδιόρθωτος άράπης. — Τώρα σάς διατάζω νά ρίξετε ένοα/ — έναν τούς^ έ χθρούς μας στο στόμα τού θη ρίου! —’Αιμήν! ,ικάνει ό Μπουτάτα χωρίς νά καταλαβσίνηι^ πώς μέρα στά σαγόνια τού ύπερ φυσικού αυτού θηρίου ενε δρεύει ό θάνατος. Ό Ταμπόρ διμως, πού μαντεύει τί τούς
Ο ΜΙΚΡΟΣ
περιιμένει, κουνάει ,μελαγχολι κά τό κεφάλι του. — Γιαράμπα, λέει στην κα λή του φίλη, άν πέθανε ή Ζολάν, καλύτερα νά πεθάνουμε καί ιμεΐς. "Ίσως ανταμώσουμε στούς ουρανούς. Την ίδια στιγμή δυο πολε μιστές αφήνουν κάτω τά δό ρατά τους καί αρπάζουν στά σιδερένια μπράτσα τους τον Ταμπόρ. Θά είναι ό πρώτος πού θά πόση μέσα στ5 ανοι χτά σαγόνια τού τρομερού θ!η ρίου γιά νά βρή τον πιο οΤ κτρό καί άδυσώπιητο θάνατο... Οί
ΓΟΡΙΛΛΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σ
ΑΦΗΣ ΘΥΜΕ γιά ιμιά στιγμή τούς τρείς τραγικούς αιχμα λώτους πού τούς περιμένει ό φρικτάς θάνατος καί άς κάνου με έναν περίπατο ώς τά έγκα τα τής γης. Γιατί;, έκεΐ κάτω βρίσκεται κάποιος άλλος πού πρέπει νά παρακολουθήσουμε τήν τύχη του. Μιά τύχη τρα γική πού είναι χειρότερη καί από των ηριών αιχμαλώτων. Κι5 αυτός ό κάποιος είναι ή Ζολάν. Αλλά, άς πάρουμε τήν ιστορία μας άπό τήν άρχή^γιά νά τήν καταλάβουμε καλύτε ρα. Ή άβυσσος μέσα στην ο ποία έπεσε ή Ζολάν, καβάλλα στο εξαγριωμένο βουβάλι, ή ταν πενήντα περίπου μέτρα βαθειά. Ή βουτιά πού πήρε τής κόβει τήν αναπνοή καί κλείνει τά μάτια της άπό τή φρίκη. Τό μυαλό της σταμα τάει νά δουλεύη καί τό μόνο
17 πού ττε,ρ Μμένει είναι ό θάνατος. Πόισα δευτερόλεπτα κράτησε ή πτώσι της; Δεν ιμπσρεϊ νά τα μέτρηση. Το μόνο πού^μπο ρεΐ νά κίάνηι είναι νά σφίγγη απελπισμένα τά κέρατα του βουβαλιού. Ξαφνικά, ένας παφλασμός άντηχεΐ και ιμιά υγρή άβυσ σος την αγκαλιάζει. Νοιώθει τώρα νά βυθίζεται, νά βύθιζε ται καί το μυαλό της καθώς καί οί ναρκωμένες γιά μιά στι γιμή από τον τρόμο αισθήσεις τη/ς, ξυπνούν. Καταλαβαίνει πώς έχει πέσει μέσα σε μια λίιμ/νηι καί πώς γλύτωσε προ σωρινά τό θάνατο. Πρέπει ό μως νά άντιδριάση^ καί νά πρασπαθήιστι νά βγή στήν έπι φάνεια άν θέλη; νά σωιθή. Α φήνει τά κέρατα του ζώου- καί κουνάει ρυθμικά χέρια καί πό δια. Σε λίγο, τό κεφάλι της αναδύεται στήν έττιφάνεισ καί αναπνέει άπληστα τό όξυγό νο. Τό βλέμμα της σηκώνεται ψηλά καί άντικρύζει ένα στρογγυλό κομμάτι γαλάζιου ουρανού, πάνω από τους ψη λούς καί κοφτούς σάν με μα χαίρι βράχους. Καθώς γύριζε( τό βλέμμα της ολόγυρα, κάτι βλέπει καί ξεφωνίζει άθελα της άπό τον τρόμο. Πελώρια φίδια, κάπου είκοσι μέτρα τό καθένα, στέ κουν στις όχθες τής μικρής λίμνης καί τήν κυττάζουν, σπαθίζοντας τή διχαλωτή τους γλώσσα. "Αν θελήσιγ νά βγή έξω άπό τό νερό, είναι χαμένη. "Ενα μονάχα άπό αυ τά τά φίδια νά τής άγκαλιάση, τό κορμί, θά τής συντρίψη τά
κάκκαλα μέ τήν τρομερή του δύναμυ Μά οι εκπλήξεις τής Ζολάν δεν σταματούν ώς εδώ. -αφνι κά, βαρύ ποδοβολητό άκούγεται καί μεγάλες πέτρες πέ φτουν στήν όχθη τής λίμνης. Τά φίδια απομακρύνονται τρο μαγμένα καί κάνουν τώρα τήν έμφάνισί' τους κάτι αλλόκοτα όντα πού μοιάζουν μέ άνθ|ρώ πους άλλά πού δεν είναι άν θρωποι. Είναι μαλλιαροί, περ πατούν σκυφτά, τά χέρια τους είναι μακρυά καί αγγί ζουν τή γή, ενώ τό κεφάλι τους έχει μεγάλη ομοιότητα μέ τό κεφάλι τού γορίλλα. Τά χείλη τους είναι άναιγμένα καί κοφτερά δόντια προβάλ λουν. Ή Ζολάν τούς κυττάζει καί τό αίμα παγώνει στις φλέβες της. Φοβάται πώς άν πέση στα χέρια αυτών των γοριλ λ ανθρώ πων θά χάση αητό τήν πρώτη, στιγμή τά λογικά της. Μάταια σηκώνει ψηλά τά μά τια της. Καμμιά ελπίδα σωτη ρίας δεν υπάρχει άπό πουθε νά. Όλόγυρα τήν φυλακίζουν οί βράχοι καί δεν υπάρχει καμμιά διέξοδος, Ή τύχη της φαίνεται πώς τήν καταδίκασε νά πέθάνη μακρυά άπό τον κό σμο καί άπό τά αγαπημένα της πρόσωπα. — Ταμπόρ!, λέει καί τά δάκρυα κυλούν βροχή άπό τά μάτια της. Τομιπόρ έλα νά με σώισης! Οί γοριλλάνθρωποι στο με ταξύ πλησιάζουν. "Ενας απ’ αυτούς, ό πιο μεγάλος, πέφτει στο νερό καί μέ γρήγορες ά-
© ΜΙΚΡΟΙ πλωτές, ικιοοτευθύνεται ττρός το μέρος της. Το κορίτσι ξεψωνί ζει σπαρακτ ιικά κοοί προσπα θεί να άπαμακρυνθή. Μάταιος κόπος. Σέ δοο λεπτά, τά τρι χωτά μπράτσα του γοριλλάν θρωπου τής σφίγγουν γύρω τό κορμί. Ή δύστυχη, Ζολιάν κλεί; νει τά ιμάτια και χάνει τις αι σθήσεις... 'Ότσν τά άνοίγη, έχει την έντύπωΐσι πώς ζή σ5 έναν εφι αλτικό· κόσμο. Βρίσκεται ξαπλωιμένηι πάνω· στη χλόη, στη •ρίζα ενός, πελώριου βράχου. Γύρω της, σέ ρεγάλο κύκλο, είναι παραταγμένοι καμμιά πενηντάρια γορ ιλλ άνθρωπο ι και στη μέση αυτού τού κύ κλου, βρίσκονται δυο* άλλοι
πού, αυτή τή στιγμή παλεύ ουν! ^ Μα, δεν είναι πάληι αυτή πού κάνουν. Είναι ένας αγώ νας ζωής καί θανάτου. Κρα τοΰν καί οί δυο τεράστια ρό παλα, χοροπηδούν δεξιά κάί αριστερά κάί έπειτα όρμοΰν καί χτυπιούνται με πείσμα, μέ λύσσα, με μανία, ενώ ά γριά ουρλιαχτά καί άσπροι άψροί βγαίνουν από τά στόμα τά τους. Ή Ζολιάν, κρατάει ώς καί τήν άνάσα της άκόμηι. Τής φαίνεται περίεργο πώς ζή, άλ λά πιο περίεργο τής φαίνεται αυτή ή μάχη, των δύο γοριλλάνθρωπών πού διαδραΐματίζε ται λίγα μέτρα μπροστά της.
Ή έξυπνη Τσίτα άνολαμβάνει νά υπεράσπιση τον ΤσουΑούφη άπό την έπίθεσι του γοριλλανθρώπου.
ΤΑΡΖΑΝ
I#
Τό βουβάλι., μέ τή Ζολάν στη ράχι του., γκρεμίζονται στην άβυσσο.
Π οαρ-οακίοίλουθεΤ ,μέ γουρλωιμένα ράτια και σέ ιμιά στιγμή,βλέ πει το ένα απ'5 τά τέρατα νά κλονίζεται και νά πέφτη. Τό άλλιο,^ τότε^ αφήνει ένα ουρ λιαχτό θριάμβου καί αριμάει προς τό μέρος της... Λεν προλαβαίνει όμως νά την πτληισ ιάστίι. Ένα άλλο τέ ρας πετιέται από τον κλοιό, αρπάζει ένα ρόπταλο καί χυμάει εναντίον του. Μια και νούργια συγκλονιστική καί α δυσώπητη .μάχη αρχίζει τώρα ανάμεσα στά δυο τέρατα. Τά ρόπαλα άνεβοκατεβαίνουν, α νοίγουν πληγές, τσακίζουν κόικ καλα, ενώ ή Ζολάν γιά μιά δεύτερη φορά χάνει τις αίσθη σεις της...
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΟΛΕΘΡΟΣ
ΦΗ Σ ΑΜΕ άμως τον Τα ;μιπόρ σέ δύσκολη θέσι καί πρέπει νά βρεθοϋίμε^κάί πάλι κοντά του. Δυο μαύροι τον αρπάζουν γερά στά ιυπράτσα τους, έτοιροι νά τον ρίιξουν στο στόιμα του γί γάντιου καί .μαύρου θηρίου. ^ — Ετοιμάσου αφέντη παι δί !, του λέει ό Μπαυτάτα. Κάνε τό σταυρό σου νά μη σέ χώνεψη ώσπου νά ρίιξουν καί 'μΐέν,α. Θά τοραξω στις σφα λιάρες το στομάχ. του καί θά ιμάς βγάληι πάλι ζωντανούς! Ό Ταμπόρ προσπαθεί νά βρή έναν τρόπο γιά νά άντι-
20 δράση. 5Αλλά, για κακή του τύχη κάποιος τον χτυπάει ατό κεφάλι κα)ί μισοχάνει τ ι ς αισθήσεις του. Νοιώθει τώρα νά του κοβουν τά δεσμό, να τον σηκώνουν στα χέρια καί-, να τον πετουν μέσα στο άνου χτό και πελώριο στόιμα του θηρίου! — Ταμπόρ !, ξεφωνίζει με σπαραγμό ή Γ ιαράμπα. — Τί έπαθες αφέντη κορί τσι; διαμαρτύρεται ό Τσουλού φηις. "Αν θέλης νά τον συναν τήισης πάρε καί συ ίμια βουτιά στην κοιλιά του θεριού. Πνιγμένοι βρυχηίθμοι τον κάνουν νά σταματήση καί νά γουρλώση τά μάτια του. "Έ πειτα κουνάει τό κεφάλι του καί συνεχίζει: — Τώρα ποιζ δεν έχω τή μίπιστόλα μου, κάνεις τον παλ ληικαιράς παλιοθερδ. "Ας είχα την πρώτη μου κεφάλα, τουλά χ ιστόν, καί τά λέγουμε... Ό ΤαμΤορ σνακτάει τις αισθήσεις του τή στιγμή πού τό σώμα του πέφτει στο στο μ,άχι τού θηρίου. Τήν άμέσως επόμενη στιγμή σηκώνεται όρθιος, μέ τις οτσθήσεις του σε επιφυλακή, Τό έξυπνο καί ηρωικό Ελληνόπουλο, κα τάλαβε από τήν άρχή πώς τό πελώριο καί μαύρο αυτό θηΓρίο ήταν ψεύτικο. Τό είχαν κα τασκευάσει οΐ άγριοι άπό ξύ λο, τό έβαψοα/ άπέξω μ,έ μαΰ ρο χρώ(μα καί:, μέσα στην κού φαια κοιλιά του, είχαν ρίξει έ να λιοντάρι, έναν πάνθηρα καί μιά τίιγρι! Τά τρία αυτά αίΐμοβάρα θηρία έμεναν σέ χω ,ριστά διαμερίσματα γιά νά
Ο ΜΙΚΡΟΙ μήν τρώγωνται μεταξύ τους. Σ5 όποιο άπό αυτά τά διαμε ρίσματα είχε τήν τύχη νά πέση κανείς, δεν έβγαινε ποτέ του ζωντανός έξ,ω! Μά ό Ταμπόρ, ό ανίκητος βασιλιάςτής ζούγκλας, δεν εί ναι εύκολο θύμα, ούτε γιά τούς ανθρώπους άλλα ούτε καί γιά τά θηρία, -έρει πολλά μυ στιικά πού λίγοι τά ξέρουν. "Έτσι καί τώρα, είναι άποφα σισμένος νά τά παίιξη όλα γιά όιλα γιά νά κερδίση τή μάχη. Βλέπει πώς ή τύχη τον έρριξε στο κλουβί τού πάνθηρος. Τό τρομερό θηρίο—τό πιο τρο μ,ερό άπ" όλα τά θηιρίσ τής ζούγκλας — βλέπει τό θύμα του, συσπειρώνεται σέ μιά γωνιά καί ετοιμάζεται νά όρμιήρη. Μέσα στο μισοσκόταδο ό Ταμπόρ παρακολουθεί άγριυ πνα καί τήν παραμ ικρότερη κίνηρί του. Κι5 όταν εκείνο σέ μιά στιγμή τεντώνει τό λαστι χένιο κορμί του κάί σ αλτ άρει, τό ψύχραιμο παιδί κάνει μιά άπότομηι βουτιά προς τά άρι στερά καί άμέσως στρέφει τό κορμί του, αρπάζει τον πάνθη ρα άπο τό ενα πισινό του πό δι, σηκώνεται μέ μιας όρθιος καί αρχίζει νά χτυπάη τό τρο μ,ερό θηρίο δεξιά καί αριστε ρά. Τό κεφάλι τού πάνθηρα χτυ πάει πάνω στις σανίδες καί τό θηρίο ουρλιάζει αητό τον πόνο καί άπό τή λύσσα του. -αφνικά, μ3 ένα τίναγμα τού κορμιού του ξεφεύγει άπό τά χέρια τού Ταμπόρ καί λουφά ζει σε μιά γωνιά, έτοιμο νά
ΤΑΡΖΑΝ όρμήση; ττώλι. Τό 'Ελληνόπαυ λο ιμΐένει πάλι μέ τις αισθή σεις του σέ ότπφυλακή. Βλέπει το θηρίο νά ετοιμάζεται νά όρμή,σηι καί... ξαφνικά, συμβαί νει κάτι τό καταπληκτικό. Ε νώ ό πάνθηρας βρίσκεται στον άέιρα, συγκρούεται μέ τό σώ μα του Μπουτάτα ττού τή στι γμή έκέίνη: τον πέταξαν οί ά γιο ιοι μέσα στο στόμα του ψεύ τικουι θηρίου. Θηριίο καί άν θρωπος παίρνουν μ»ιά τουιμπα καί τό σώμα του άράπη βρί σκεται πάνω αητό τον πάνθη ρα. Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΟΣ
Α ΝΥΧΙΑ του θηιρίου μπήγονται στα πόδια του άράπη καί ό Τσουλούφης βάζει τις φωνές: — Πω... πώ στομάχι πού τό έχει τό αφιλότιμο! 'Αγκά θια έχει φάει τό θεριό ή βελό νες και μου τ,ρυπήσανε τά πόδια; Ό πάνθηρας καταφέρνει πάλι νά ξεγλυστρήση ιμιά ό Τα μπόρ πού παραμονεύει άγρυ πνά, ρίχνεται πάνω του καί τον αρπάζει από τό λαιμό·. Τό θηρίο ουρλιάζει πνιχτά καί ζη τάει νά σπαράξηι τον άνθρω πο πού τό πνίγει, μέ τά νύχια τααΌ άράπης πού δέν συνήθι σε ακόμη τό μισοσκόταδο, α κούει τό ουρλιαχτό του πάνθη ρα κάί παραξενεύεται: — Μπά σέ καλό σου, καί πάνθηρες έχεις φάει βρε θη ρίο; Τί στομάχι είναι αυτό πού χωνεύει τόσα πράγματα;
Τ
21 Τώρα θά σου δείξω όμως έγώ . ^ Καί στά τυφλά, σπιλώνει τά χέρια του, συναντάει τό λαιμό τού Ταμίπόρ καί τον σφίγγει μέ όλη του τή δύναμι. — Ζητώ, φωνάζει. Έπιασα τό στομάχι του θεριού από τό λαιμό. Ό Ταμπόρ, γιά νά ξεφύγη άπό τό θανάσιμο σφίξιμο τού χαζού άράπη;, σηικώνει τον πάνθηρα καί τον χτυπάει μέ δύναμι στην κεφάλα του. — "Ωχ, πάει τό τσουλουφά κι μου, τσαλακώθηκε!, φωνά ζει ό Μπουτάτα καί αφήνει έλεύθερο τά λαιμό τού Ταμ πόρ. Την ίδια στιγμή αφήνει καί τό 1Ελληνόπουλο τό λαιμό ταΰ νεκρού πια πάνθηρα. —Μπουτάτα, φωνάζει στον χαζό φίλο^του, μέ βλέπεις; — Μπά!, άπορεΐ εκείνος, όχσύγοντας τή φωνή τού συν τροφού του. 5Ακόμα δέν σέ χώ νίψε τό θεριό αφέντη.; Ό Ταμπόρ τού πιάνει τό χέρι κάί τον τραβάει. Μπρο στά του, πρός^ τό στόμα τού ψεύτικου θεριού είναι τό ,κίλου βί μέ τό λιοντάρι- Οί μαύρο1 τούς είχαν πετάξει μέ δύναμι καί βρέθηκαν στο δεύτερο κλουβί πού είχε τον πάνθηρα. Γιά ιμιά στιγμή συλλογίζεται μέ ποιόν τρόπο θά καταφέ ρουν νά έξουδετερώσουν τό λιοντάρι γιά νά βγούν στο στό μα τού ξύλινου θηρίου καί, τό γόνιμο μυαλό* του, βρίσκει α μέσως τή λύσι. 'Αρπάζει τον νεκρό πάνθηρα καί τον πετάει σέ μιά γωνιά τού κλουβιού
22
πού βρίσκεται λ το λιοντάρι. Έκεΐνο καθώς είναι πεινσσμένο ρίχνεται επάνω του και άρ χαζει νά το καταβροχθίζη. Ευκίνητος, σαν αίλουρος ό Τσ,μπόρ σκαρφαλώνει στα ξύ λα του κλουβιού, πηδάει ράσα και ενώ τον ακολουθεί ό άιρά πης, σέ λίγο βγαίνει από τό κλουβί χωρίς νά τον πάρη εϊδησι τό λιοντάρι και εμφανί ζεται στο στόμα του μαύρου θη,ρίου. Μέ ένα πήδημα βρίσκε ται κάτω. Πίισω του πηδάει κι* ό άράπη,ς. — Τί« -μάς κυττάζετε; λέει ό τελευταίος στους κατάπλη κτους ιμαύρους πού τα έχουν κυριολεκτικά χαμένα, βλέποντάς τους. Δεν μπόρεσε νά μέ χωνέψη τό στομάχι τού θηρίου σας καί μέ έβγαλε πάλι έξω! — Γκάντα — Μαρού, Γκάν τα — Μαρού !, άκούγεται μιά
Ενα βέλος καρφώνεται στην πλάτη τής μικρής Χάντα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
φωνή οπτ* όλα τά στόματα πού σημαίνε^ «ό -μεγάλος θε ός». Οι μαύροι περνούν τό Μπουτάτα γιά Θεό, επειδή κα τάφερε νά βγήι έξω άπό τήν κοιλιά τού θηρίου! — Γίκάντα — Μαρού!, κορ δώνεται κάί ό Τσουλούφης ένώ ή Πιαρόμπα κλαίγοντας ά“ πό τή χαρά της τρέχει νά άγκαλιάοη τον Ταμπόρ. Οΐ μαύ ροι τής είχαν λύσει τά χέρια καί ήταν έτοιμοι νά την ρί ξουν καί αυτή στο στόμα τού Μαύρου "Ολέθρου. Ό Ταμπόρ τής χαϊδεύει μέ τρυφερότητα τά μαλλιά καί τής διηγείται πως κατόρθωσε νά γλυτώαη, ένώ ό Μπουτάτα δίπλα του, νευριάζει καί λέει δυνατά: —· Γίκάντα — Μαρού βρέ χαϊβάνια! Σκύψτε νά ιμέ προσ κυνήΐσετε πρ·ίν σάς ταράξω στις σφαλιάρες! Μέ ιμιάς, ολοι οί ,μαύροι ^γο νοτίζουν καί τον προσκυνάνε σάν θεό τους. —"Έτσι μπράβο, ντε! πειοηιφανεύεται ό Μπουτάτα. "Ο ταν ήμουνα νάνος δεν ιμέ υπο λόγιζε κανένας. Τώρα πού με γάλωισα έγινα θεός, — Μπουτάτα, τού λέει ό Ταμπόρ. — "Αφέντη!, τον διακόπτει έξω· φρένων ό άράπης, σκύψε κάί προσκύνησε με γιατί εί μαι θεός! Ό χαζοτσουλούφη,ς πι στεύει πραγματικά πώς έγινε θεός καί έχει τήν άξίωσι νά τόν προσκυνάη ολος ό κόσμος. Παίρνει τή ,μπιστάλα του, φο ράει ένα κολλιέ άπό κάκκα-
ΊΓΆΡΖΑΝ λα τίγρης στο λοοιιμό του χα ϊδεύει τό τσουλουφ ι του και διατάζει πάλι τον Ταμιπόρ: — Προσκύνηισέ με σου λέω γιατί θά ρίξω φωτιά και θά σε κάψω! Ό Ταμπόρ λυσσάει από τό κακό του αλλά δεν είναι ώρα τώρα γιά νά βάλη ιμυα)λό στον άράπη. — Γκάντα — Μαροΰ, του λέει, σε προσκυνώ. Ρώτησε ό μως τούς μαύρους που είναι ό λάκκος των φιδιών. Ό Μπουτάτα γυρίζει προς τό μέρος τους, καί τούς ρω τάει: ^ —Που είναι ό λάκκος τών Φ ιδιών; "Οποιος τον ξέρει νά σηικώση τό χέρι του. Ό Ταιμ/πόρ περιμένει μέ α γωνία την άπάντησί τους. Δεν ξεχνάει ούτε στιγμή πώς γι’ αυτό τό σκοπό ξεκίνησε άπό τη σπηλιά του. Νά φθάση στο λάκκο τών φ ιδιών καί νά βρή ζωντανή ή νεκρή τή Ζολάν. ■Περιμένει αλλά δεν ακούει ούτε ψίθυρο. Οι μαύροι κυττά ζουν τον Μπουτάτα αμίλητοι, καί στά μάτια τους καθρεφτί ζεται ένας άπέραντος τρόμος. — ’Άν δεν μου πήτε που είναι ό λάκκος τών φειδιών θά ρίξω κεραυνούς νά σάς κάψω, τούς λέει. παφνικά, οί μαύροι ούρλιά ζουν πανικόβλητοι καί τό βά ζουν στά πόδια! Προτιμούν νά φύγουν παρά νά φανερώ σουν τό μιέρος πού βρίσκεται ό λάκκος μέ τά φίδια. — Μπά σε καλό τους!, α γανακτεί ό άράπης, τί πάθανε καί έγιναν κοητνός;
23
Ό Μπουτάτα ζητάει νά ξερριζώση τό τσουλούφι άπό τή θλιψι του.
Ό Ταιμπόρ αναστενάζει καί κουνάει τό κεφάλι του με θλΐψι. Καταλαβαίνει πώς οί μαύροι δεν πρόκειται νά μιλή σουν εύκολα γιατί ό λάκκος τών φ ιδιών, τούς προξενεί ποιος ξέρει γιά ποιόν λόγο, μεγάλο φόβο. ΜΙΑ ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
ΙΝΑΙ βυθισμένος σε μαύ ρες σκέψεις καί δεν ξέρει τί νά κάνη καί ποιό δρό μο νά τραβήίξη όταν, μέσα α πό τά πυκνά χορτάρια: καί τούς θάμνους προβάλη ή λε^πτή σιλουέττα ενός μικρού μαύρου κοριτσιού. Βαδίζει δι στακτικά πρός τό μέρος τους καί υστέρα γονατίζει1 μ προ στά στά πόδια του Ταμπόρ
Μ καί του τά φιλεΐ. — Λευκέ θεέ, του λέει, ε γώ δείξω λάκκο με ψίδια. "Α μα ιμ,άθη. φυλή μου σκοτώση έ μενα. Ό Ταμπόρ διαβάζει τόση άψοσίιωσι στα μαύρα παιδικά της μάτια πού νοιώθει ένα ρί γος συγκινήσεως νά διαπερνά τό κορμί του. Σικέφτεται πώς, πολλοί μαΰιροι, καί άπό τίς πιο άγριες φυλές ακόμα, έ χουν λεπτή ψυχή καί ευγενι κά αισθήματα. -— Πώς σε λένε; τη ρωτάει. — Χάντα, αποκρίνεται ή μαύρη,. Ό Τα ουλούφη ς την πλησιά ζει καί τής δίνει τό χέρι: — Χρόνια πολλά, τής λέει, νά χαίρεσαι τό όνομά σου. — Γιατί φοβούνται οί δικοί σου νά μάς πουν πού βρίσκε ται ό λάκκος των ψιδιών; τη ρωτάει ό Ταμπόρ. Τά μάτια τής μικρής Χάν τα γεμίζουν τρόμο. — Λάκκος, βαθειά, απαν τάει. Πολλά φίδια, τέρατα, κα νείς δεν μπορεί νά βγή. Ε κεί πάνε νεκροί. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει τώρα. Ή φυλή τών Μπουα πι στεύει πώς ό μεγάλος αυτός λάκκος με τά ψίδια είναι ό "Αδης. — Μπορείς νά μάς οδηγήσης, Χάντα; τή ρωτάει τό Έλ ληνόπουλο. Υπόσχομαι νά σε /βοηθήσω ώστε νά μή σε έκδι /κηθούν οί δικοί σου πού πρόάωσες τό ρυιστιικό’ τους. Θά σέ πάρω μαζί μου, στή σπηλιά πού μένουμε όλοι μας. Τά /μάτια τής μικρής λάμ“
Ο ΜΙΚΡΟΙ πουν/ άπό χαρά καί ξεκινάει πρώτη νά τούς δειξη τό δρό μο. Εκείνη τή στιγμή κάνει τήν έμφάνισί της καί ή Τσίτα. Κρατάει στο χεράκι της ένα (μικρό άγριο πεπόνι καί τό δίνει στο Μπουτάτα, ένώ σκαρφαλώνει με γρυλλίσματα χαράς στον ώμο του. Τό έξυ πνο ζώο χαίρεται πού ιόν β,ρί σκει πάλι ζωντανό1 καί αρχί ζει νά παίιζη μέ τό τσουλούφι του. Βαδίζουν κάπου μισή ώρα, μ'ά δύσκολη πορεία μέσα άπό τήν πυκνή), την αδιαπέραστη σχεδόν ζούγκλα. ’Άν δεν υ πήρχε ή μικρή Χάντα νά ξέρη, τά (μονοπάτια, τή διαδρομή αυτή δεν θά τήν έκαναν ούτε ,σέ μιά μέρα. Σ3 ένα σημείο τά δέντρα αρχίζουν νά άραιώ νουν καί, στα μάτια τού Τα,μπτόρ καί τών συντρόφων του παρουσιάζεται ένα σπάνιο καί απίστευτο θέαμσ. Πέρα άπό τά δέντρα υπάρχει ένας βα · θυς λάκκος πού ό βυθός του άπέιχει περίπου πενήντα μέ τρα άπό τήν επιφάνεια τής γής καί μοιάζει μέ μιά μικρή κοιλάδα πού γύρω της υψώ νονται απότομοι καί κοφτεροί βράχοι. Πλησιάζοντας κοντά τό Ελληνόπουλο καί σκύβον τας, νοιώθει νά τον κυριεύη ίλιγγος. Είναι άδύνατο νά κα τέβη κανείς εκεί κάτω. Μά, άν άπό θαύμα συνέβαινε νά βιρεθή κανείς στο βυθό τού λάκΙκου, ήταν εντελώς άδύνατο νά άνεβή (στήν επιφάνεια. Χάνοντας αυτές τίς σκέψεις νοιώθει μιαν απέραντη θλίψι νά τον κυριεύη. ^Ητον άδύνα
ΤΑΙΡΖΆΝ το νά βρίσκεται μέσα σ’ αυ τό τό λάκκο ή Ζολόαν ζωντα νή... Μόνο τό πτώμα της θά ■βρισκόταν σέ καμμ,ιά γωνία, οίκτρά παραμορφωμένο .,ΙΊ ο ιό ς ξέρει με ποιόν τρόπο έπεσε εκεΐ κάτω. Την έσπρωξε κα νείς η αύτοκτόνησε από τή με γάλη, της θλΐψι βλέποντας τον θετό της πατέρα, τον Ταρ ζοαν, νεκρό; — Γιαράμιττα, ψιθυρίζει μέ βουρκωμένα μάτια άπό τον βα θύ πόνο, πρέπει νά κατέβουμε οπωσδήποτε έκεΐ κάτω για νά βρούμε τά κόκκαλα τής Ζολιαν. Ή Γιαράμίπα κουνάει κατα φατικά τό κεφάλι της και σκουπίζει κλεφτά ένα δάκρυ. Ό Μπουτάτα που τούς βλέ πει νά κλαΐνε, τούς κοροϊ δευει: — Τίι σάς έπιασε άφέντες; Φοβάστε νά ,κατεβήτε και σάς έπιασαν τά κλάματα; Για μέ να είναι παι(χ'νιδάκα αυτός ο κατήφορος. Μέ μια βουτιά θά βρεθώ στον πάτο του. Τόσο δύσκολο τό βρίσκετε λοητόν; Μπά σέ καλό σας, δεν σάς ή ξερα τόσο φοβιτσιάρηδες! Η ΘΥΣίΑ ΤΗΣ ΧΑΝΤΑ
ΚΕΙΝΗ τή στιγμή, άπό τό βυθό του μεγάλου λάκ ικου, πού δεν μπορούν νά τον διακρίνουν καλά οι φί λοι μας, γιατί είναι μισοσκό τεινος, άκούγονται υπόκωφα μουγγ.ρητά. — Σεισμός!, λέει ό Μπου τάτα και ετοιμάζεται νά τό βάλη, στά πόδια γιατί τούς
φοβάται πολύ τούς σεισμούς. Ό Τσμπόρ κιυττάζει έρωτη ,ματίίκά τή μ.ιικρή μαύρη.. — Τί είναι αυτά τά μουγγρητά, Χάντα; τή ρωτάει. — Τέρατα τρώνε ψυχές, α παντάει ή /μικρή καί τρέμει άιπό τό φόβο της. Ό Μπουτατα καθησυχάζει. — Άμ-’ τότε δεν φοβάμαι, κάνει. Έγώ δεν ε1)μαι ψυχή γιά νά μέ φάνε τά τέρατα. — Μέ ποιόν τρόπο θά κα τέβω κάτω; τήν ξαναρωτάει τό £ Ελληνόπουλο. Ή Χάντα κουνάει τό κεφά λι της: — Κάνεις, ποτέ κατέβη κε!, τού απαντάει. Μόνο ψυ χές... —· Μπά σέ καλό σου, ψεύτρα!, τή διακόπτει ό άράπης. Και οί ψυχές άπό πού κατε βαίνουν; — 5Από ποτάμι, άπαντάει ήρεμα ή Χάντα. Ρίχνουμε πε θαμένο ποτάμι καί φτάνει κά τω. Ό Ταμπόρ άκούει τήν άττάν τησί της χωρίς νά δώση προ σοχή.-αφινιικά άνασκιρτάει καί γυρίζει προς τό μέρος της. — Πού ρίχνετε τούς πεθαμέ νους, Χάντα; τή ρωτάει Σέ ποιο σημείο τού ποταμού; Εί ναι μακρυά άπό δω; — "Όχι, λέει ή μικρή μαύ ρη, καί δείχνει μέ τό χέρ^ι της προς μιά κατεύθυνσι τού πο ταμού πού δέν απέχει ούτε πεντακόσια μέτρα άπό τό μέ ρος πού^ βρίσκονται. — Πάμε, Χάντα νά μοΰ δει ξης άπό κοντά, της λέει ό Ταμ,πόιρ. Ελάτε καί σεΐς, γυρ -
ιέ νάει και λέει στη Γι αραμπα και στο ΑΛπουτάτα. Ό Τσουλούφης διαμαρτύρε ται: — "Ωχ, αδερφέ, τά ποτά μια και τις ψυχές θά κυνηγά με τώρα_; Ή μαϊμού πού έχει βιρή ω ριαία θέισι στο σβέρκο του τού τραβάει το τσουλούφι καί στριγγλίζει σά νά σύμφωνη καί κείνη, μέ τά λόγια τού α φεντικού της. Πενήντα μέτρα απέχουν α πό την πυκνοφυτεμένη όχθη τού μεγάλου ποταμού όταν ή Χάντα, καθώς προχωρεί δίιπλα από τον Ταμπόρ, αφήνει νά τής ξεφύγη ένα πνιγμένο βογ γητό;, τρεκίλίζει σαν μεθυσμέ νη! καί πέφτει κάτω! Ό Ταμπόρ δεν προλαβαίνει νά την συγκράτηση. Καθώς σκύβει ό μως νά την βοηθήση νά σηι κωθή, γιατί εΐιχε την έντύπω
Ο Τάμπόρ σκύβει καί φιλεΐ στο μέτωπο τή νεκρή
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ετοιμάζεται νά πέση μέσα στη ρουφήχτρα τοϋ ποταμού.
σι πώς γλύστρησε καί έπεσε, βλέπει ένα βέλος καρφωμένο στο κορμί της! Τό τραβάει ΐ'έ δύναμι από την άκρη, του ι / ενώ τό μαύ ρο κορίτσι ξεψί >νίζει από τούς τρομερούς πόνους, γυρίζει το μάτι του ολόγυρα. Πίσω από μιά συστάδα δέντρων, ^ βλέπε^ι κάποιον ιθαγενή νά τρέχη για νά άπομακρυνθή. Τό πρόσωπο του είναι άπακρουστικά βαμ μένο καί από αυτό·, ο Ταμ^παρ καταλαβαίνει, πώς ανή κει στη φύλή των Μπούα πού άνήικει καί ή Χάντα. — Τή σκότωσε επειδή προ δώσε τον όρκο τής φυλής ^ της καί μάς ώδήγησε στο λάκκο των φιδιών!, σκέφτεται καί ή ψυχή του πλημμυρίζει από άγανάκτησι. ιΓιά μιά στιγμή άποφασίζε^ι νά κυνηγήσηι τό δολοφόνο μά
ΤΑΡΖΑΝ γιρήγορ<χ μετανοιώνει. Σκύβει κάπω γονατίζει και γυρίζει τό ικο,ρ/μ-ι της μ ιικίρής πληγωμένης. — Θεέ μου!, κάνει ή Γιαιράμπα, μού φαίνεται πώς την χτύπησαν άσχημα. Τό πρόσωπο τής Χάντα εί ναι ώχιρό και θυμίζει πρόσωπο νεκρού. — Γρήγορα τά βοτάνια σου!, λέει ό Ταμπόρ. Βάλε στην πληγή της τό βοτάνι πού σταματάει την αιμορρα για. Ό Μπουτάτα γονατίζει κι5 αυτός πάνω από τό τραυματι σιμένο κορίτσι και δεν νοιώθει καθόδου διάθεσι για άστεΐα αυτή τη φορά. Γουρλώνει μό νο τά μάτια του καί χαϊδεύει νευριικιά τό τσουλούφι του. Τό βοτάνι τής Γιαράμττα σταμάτησε τό αίμα μά τό δυ
Τό υπόγειο ποτάμι τούς οδηγεί στα έγκατα τής γης.
27
Βλέπουν δυο τέρατα νά παλεύ ουν με μανία.
στυχισμένο κορίτσι δεν αίσθά νεται καθόλου καλά. — Λευκέ θεέ, ψιθυρίζει στον Ταμπόρ, πεθαίνω γιά σέ να... Δεν έπρεπε πω μυστικό, θεοί μου τιμωρήσανε εμένα ε γώ εσένα... έγώ... Μπερδεύει τά λόγια της. 'Ένα κύμα αίματος βγαίνει άπό τά ωχρά της χείλη. Ό Ταμπόρ, βαθειά συγκινημένος την παίρνει στην άγκαλιά του καί τής χαϊδεύει· τό μέτωπο. Ή Γιαράμπα συγκροτεί καί αυτή μέ κόπο τά δάκρυά της ενώ ό χαζός Μπουτάτα, πού ωστόσο έχει λεπτή καί παιδί κή ψυχή, κλαίει απαρηγόρητα μέ λυγμούς. Επειδή όμως ντρέπεται πού κλαίει,, κάνει τάχα πώς γελάει καί λέει α νάμεσα ατούς λυγμούς του :
4
— Φύγε άπό το λαιιμό μου Τισίτα γιατί μέ γαργαλάς κοπί ΐμέ κάνεις <κοοι γελάω. — Λευκιέ... θεέ,.., ψιθυρί ζει πάλι ή Χάντα καί του σφίγγει το χέρι μέ τά δυο τά τρυφερά χεράκια της, εγώ κα λίο εσένα ήθελα κάνη· γιατί ε σύ κοίλο. Έγώ άγαπώ... " Ενας στταΐσμος συγκλονί ζει τό κορμί της, καινούργιο κύμα αίματος βάφει τά χείλη της, άνοίγει γιά μια στιγμή τά μάτια της, προσπαθεί νά χαμογελάση; στον άνθρωπο πού την κρατάει στην αγκα λιά του και αφήνοντας έναν ε λαφρό αναστεναγμό σβήνει γιά πάντα ή ζωούλα της... Ό Ταιμπόρ σκύβει, φιλεΐ τό ιμέ/τωπό της;, την άποθέτει α παλά πάνω στο χώμα, κάνει τό σταυρό1 του και σκουπίζει δ'υό δάκρυα πού κυλούν στά (μάγουλά του. Τό ίδιο κάνει καί ή Γιαράμπα. Μόνο ό Μπου τάτα δεν πλησιάζει τή νεκρή. Έχει πέσει καταγής και προσπάθεΐ νά ξερριζώση τό τσουλούφι του άπό τη μεγάλη θλΐψι.^ Ή ΤαίΤα, βλέποντάς τον νά τό τραβάη!, πιάνει καίι αυτή τήν άκρη του καί τό τραβάει μέ δλη της τή δύναρι. — Πείθανε γιά νά μάς βοηθή ση, ψιθυρίζει ή Γιαράμπα. λ — Ό θεός άς άναπαύση τήν ηρωική ψυχή της, λέει ό Ταρπόρ. Γ ιαράμπα βρήθησέ με νά την πάρε^ώς τό ποτάμι. Φαίνεται πώς ή φυλή της συ νηιθίζει νά πετάη τούς νεκρούς της στο ποτάμι.
Ο ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΔΗ
Ο ΠΟΤΑΜΙ, στο σημείο πού φθάνουν, χωρίζεται στά δυό. "Ενας θεόρατος βράχος πού βρίσκεται στη «μέ ση; στέλνει τά μιισά νερά αρι στερά καί τά μισά δεξιά.Π ιό κάτω τά νερά ενώνονται πάλι καί κυλούν στην ίδια κοίτη. Στο σημείο σμως πού^ χωρί ζουν, εκεί ακριβώς πού χτυ πούν στη ρίζα τού βράχου, τό παρατηρητικό βλέμμα τού Τα μπαρ· διακρίνει κάτι πού τού προξενεί έντύπωσι. Βλέπει τά νερά νά κοχλάζουν και νά στριφογυρίζουν σε ένα σημεΤο. — Έκεΐ ρίχνουν τούς νε κρούς, λέει οπή Γ ιαράμπα. Στοιχηματίζω πώς στο ση μείο αυτό υπάρχει μια ρουφή χτρα, μια τρύπα δηλαδή στην όποια όρμούν τά^νερά καί ή όποια συγκοινωνεί μέ τό λάκ κο των φιδιών, ίά λόγια τής δυστυχισμένης Χάντα; πώς ο! ψυχές των νεκρών φθάνουν μο νάχα στο λάκκο των φ ιδιών, σημαίνουν πώς οι νεκροί πού τούς ρίχνουν σ’ αυτή τή ρου φήχτρα φθάνουν εκεί κάτω. Καί γιά νά πεισθή καλύτε ρα, παίρνει ένα μεγάλο ξύλο καί τό πετάει πάνω στη ρου φήχτρα. Τό ξύλο αμέσως χά νεται. Περιμένουν πέντε λεπτά μήπως βγή στην επιφάνεια μά έκεΐνο δεν λέει νά παρουσίαστή. ^ — Τώρα είμαι βέβαιος!, λέει ό Ταμπόρ καί τά μάτια το^ λάμπουν άπό χαρά. Αυ τή ή ρουφήχτρα θά μάς όδηγή
Τ
•
σηι στο λάκκο των φιδιών. Ή Για ράμπα τον κυττάζει συινωφρυωμένη*. — Είσαι μέ τά καίλά σου; τού λέει. Αυτό είναι αδύνατο! "Οποιος ττέσει εκεί μέσα θά πνίγη μέσα σ5 ένα λεπτό·. — θά δοκιιμάσω, τής άπαν τάε ι άπτσφασ.ισμ ένο ς. ” I σω ς τά νερά πού πέφτουν νά άικο λουθούν μιά ήρεμη πορεία. Χωρίς καθυστέρηισι και πα ρά τις διαμαρτυρίες τής, Για ράμπα, παίρνει μερικά χορτό σχοινά και μέ τή βοήθεια του Μπουτάτα δένει το ένα μέ τό άλλο κάί ετοιμάζει έτσι ένα είδος σχοινιού. Τό φορτώνεται στην πλάτη του καί παίρνει μιά βουτιά στο ποτάμι. Μέ γρήγορες απλωτές φθάνει ως τό μεγάλο βράχο. Σκαρφαλώ νει πάνω του, δένει γερά τή μιά άκρη τοΰ χορτόσχο ινου κάί τό υπόλοιπο τό ρίχνει πά νω στη ρουφήχτρα που βιάζε ται νά τό καταπιή. Κάνει τό τε τό σταυρό του, αρπάζεται από τό σχοινί γερά καί... σέ λίγο ή ρουφήχτρα τον στροβι λίζει σάν καρυδότσουφλο στά σκοτεινά βάθη της. Νοιώθει τό κορί του νά χο ροπηιδάη σάν τρελλό μά δέν εγκαταλείπει τό σκοινί. Έχει κλείσει τά μάτια καί κρατάει την ανάσα του. Ό μεγάλος του φόιβος είναι μήπως χτυ πήσει^ σέ κανένα βράχο μά ευτυχώς, δέν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. -αφνικά, νοιώθει τό κορμί του νά παρασύρεται πιο ομα λά καί τό κεφάλι του βγαίνει στην επιφάνεια. Αυτό τον γε
μίζει χαρά. Μ5 όλο πού έδώ κάτω, στά έγκατα τής γης, κυ ρι άρχει τό σκοτάδι, καταλα βαίνει πώς τό νερό δέν πέφτει κατακόρυφα στο λάκκο των Φ ιδιών άλίλά κυλάει σ’ έναν όμολό κατήφορο. ^ Χωρίς νά χάση στιγμή, γυ ρίξει πρός τά πί)σω. ^Επιχει ρεί τώρα νά άνάβη, στο ποτά μι. Τό νερό τον χτυπάει μέ ορμή μά τά χέρια του δουλεύ ουν μέ γριηγαράδα καί σέ λί γο, έπειτα άπό μεγάλο κόπο, καταφέρνει νά βγή έξω· άπό τή ρουφήχτρα καί νά σκαρφάλώ ση^ στο βράχο πού υπάρχει στη μέση, τού ποταμού. V & V Τρία κορμιά γλυστροΰν μι σή ώρα αργότερα μέσα στη ρουφήχτρα.^ Ό Ταμιπόρ, αφού έδεσε καί άλλα χαρτόισχοινα για νά μεγαλώση^ τό σχοινί, πέφτει πρώτος ένώ πίσω του ακολουθεί ή Γ ιαράμπα καί τε λευταΐος ό Μπουτάτα. Στο λαιμό τοΰ άράπη, κρατιέται γε ρά ή Τσίτα που δέν θέληισε νά άφήση μονάχο τό αφεντικό της. λ— Μπά σέ καλό μας, τί μάς έπιασε καί πάμε νά συ ναντήσουμε τις ψυχές; μουρ* μαυρίζει ό άράπης καθώς άρ πάζεται στο σκοινί καί είναι έτοιμος νά πέσηι. Στον "Αδη δέν είχα πάει ακόμα, θά πάω καί κεΐ. Κρατήσου γερά, Τσί τα μου καί άπαχα ιρέτα τον κόσμο γιατί άν μάς δη εκεί κάτω ό Βεελζεβούλιης δέν θά μάς άφήσιη έμιένα καί σένα νά ξ αν ανέβουμε στον άπάνω κό σ,μο...
Τά τρία κορμιά κιοοτείβαίί νουν μέ ίλιγγιώδη· ταχύτητα το ένα κοντά στο άλλο και σέ λίγο βγαίνουν στην επιφάνεια πού βρίσκεται κάτω στη γη, μέσα στους πελώριους βρά χους. — Μην άψήνετε ούτε στι γμή το σκοινί καί άφήστε νά σάς τταρασύρηι τό ιρεΰ(μα! ,δισ τάζει ό Ταμπόρ* που βρίσκε ται μπροστά. Τό υπόγειο ποτάμι τούς κατεβάζει αλο καί τπό βαθειά. Τό ττυκνό καί αδιαπέραστο σκοτάδι δεν τούς επιτρέπει νά δουν τίίποτε ολόγυρά τους. Ό Ταμπόρ καί ή Γ ιαράμπσ δεν μιλούν. Ή ψυχή τους είναι γε ιμάτη δέος καί αγωνία. Μόνο ό άράπης γκρινιάζει κάπου—κά που καί λέει στην Τσίτα: λ— Δεν σου είπα εγώ πώς πάμε για τον "Αδη, ΤσΙτα;
Ό Ταμπόρ σκύβει καί αρπάζει μια πέτρα για ν’ άμυνθη.
"Αμα εχης κάνει κανένα άμάρ τηιμα ιστή ζωή σου, ετοιμάσου νά μπιής σέ κανένα καζάνι μέ πίίσσα! ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ
ΕΝΤΕ^ λεπτά ^ δ ιαρκεί τό^υπόγειο^ καί μυιστηιριώδες ταξίδι τους, ~α φνιικά, τό ποτάμι άρχιζει ^νά φωτίζεται από θαμπό φώς. "Ενα λεπτό αργότερα τά νε ρά του πέφτουν από έναν μ μ ικρό καταρράκτη· σέ μιιά λίμνη,. Είναι ή λίμνη· πού βρίσκεται στο βυθό τοΰ λάκκου των φιδιών.Μαζί μέ τά νερά πέφτουν κάί οι τρεις ήρωές μας στη λίμνη. — Τέρμα!, κάνει ένθουσια ρ μένος ό Μπουτάτα. Τό βλέμμα τους σηκώνεται ψηλά καί άντικρύζουν ένα μι κρό κομμάτι ουρανού. Καταλα βαίνουν πώς βρίσκοντας στον λάκκο των φιιδιών. 5 Εδώ πού βρίίσκεται καί ή Ζολάν νεκρή,, όπως τούς είπε ό μάγος Ζο χράν. — Πού θά πάμε τώρα; α ναρωτιέται ή Γιαράμπα.^ — Θά περιμένουμε τόν Βεελζεβουλη νά μάς όδηγήση τόν καθένα στο καζάνι του, τής α παντάει ό αδιόρθωτος Μπου τάτα. Ξαφνικά, ένας τρρμέρος θό ρυιβος πού θυμίζει βρυχηθμό λιονταριού, γεμίζει την ατμό σφαίρα καί άντιβουεϊ οπό βρά χο σέ βράχο. ^ — Στον πάτο, Τσίτα! ΗΞρ χεται 6 Βεέλζεβούλης!, λέει ό
Π
Μπουτάτα και παίρνει μια βαυττ ιά. ^ Έπειτα βγαίνει στην επι φάνεια καί αρχίζει τις φοβέ ρες: — "Ακούσε εδώ έσύ πού μαυγγρίζεις^ φωνάζει. ^ "Ο; παι'ος καί άν είσαι θά σου σπάσω τά μούτρα μέ τις σφα λιάρες μου και τις κεφαλιές μου! Τί νά σου κάνω πού έχιουν νοτίίσει οι σφαίρες τής ιμΙπιίστάλας /μου καί θά σου έ λεγα εγώ! Ό Ταμπόρ τούς κάνει νοη μα νά βγουν στην ξηρά. Ζέ λί γο καί οί τρεις τούς προχω ρουν προς τό μέρος απ' όπου αντηχούν τά ουρλιαχτά. — Κάτι συμβαίνει πίσω α πό αυτή τη συστάδα τών θά μνων, τούς λέει το 'Ελληνόπου λο. Νά έχετε τά μάτια σας τέσσερα. — 5 Εγώ τέσσερα τά έχω! , καμαρώνει ό Μπουτάτα. Δυο τά δικά μου καί δυο τής Τσί^τας. Μόλις φθάνουν τούς θά μ/νους, ένα τρομερό θέαμα πα ρουσιάζεται μπροστά στά μά τια τους. Δυο πελώρια τέρατα πού μοιάζουν μέ γορίλλες καί ιμέ άνθρώπους, κρατούν ρόπα λα καί χτυπιούνται ^μεταξύ τους, βγάζοντας σέ κάθε χτύ πημα ύπόΐκωφα καΐ^ πονεμένα μουγγρητά. Μά έκεΐνο πού α φήνει κατάπληκτα τά παιδιά είναι τά κατεσπαρμένα πτώ ματα κορμιά πενηνταριά τέ τοιων τεράτων. Β ρίσκονται άπλωρένα όλόγυρα, μέσα σέ μιά λίμνη, αίματος. Πιο άνατριχιαστικό καί Φιρίκιαστικό
4Ο
γοριλλάνθρωττος σπαράζει τυφλωμένος, κοπαγής.
θέαμα δεν έχει άντικρύσει πο τέ ώς τώρα ό Ταμπόρ. —ιΚάποιος τούς τάραξε στις σφάλιάρες!, βγάζει· τό συμπέρασμα ό άράπη,ς. Μπο ρεΐ_ό Βεελζειβούλης ! -αφνιικά, μιά φωνή, σπαρα κτική αλλά καί χαρούμενη, άν τηχεΐ ανάμεσα τους: — Ή Ζολάν! Εκείνος πού εΐχε μιλήσει ήταν ή Γιαράμπα. — 5 Βκεΐ, στη ράζα τού βρά χου!, λέει δείχνοντας μέ τό χέρι της στον Ταμπόρ πού την κυττάζει κατάπληκτος. ίΠίραγματικά, τώρα τη βλέ πει καί τό 4 Ελληνόπουλο. ΕΤναι ή Ζολάν! Τό σώμα της μένει ακίνητο καί καταλαβαί νει πώς είναι νεκρή. Κάτι σαν τρέλλα τού θολώνει τό νού καί, χωρίς νά υπολογίζη, τά τέρα τα πού παλεύουν μπροστά
Μ
Αν·;»
στη νεκρή φίλη του, όρμόοει άκάθεκτος προς τό ίμερος της. — Τό αφέντη, Ζαλάν!, κά νει και ό Μπουτάτα ,μέ τή σει ρά του. Πως βρέθηκε στην κό λασι; Μπά σέ καλό* της! Δεν είχε κάνει ούτε είκοσι βήματα ό Ταιμπορ όταν τά δύο τέρατα τον βλέπουν, στα μ ατουν νά παλεύουν καί , ση κώνοντας τά ρόπαλά τους όρ μούν κιαϊί τά δυο καταττάνω του, αφήνοντας τρρμερά ουρ λιαχτά. Ό Τρμπόρ κοντοστέκεται και* άρττάζει μια ττέτρα. Τό ίδιο κάνει και ή Γιαράμπα. — Απάνω τους!, ένθ'ουσιά ζεται ό Μπουτάτα και όρμάει προς τό ,μέρος τους. Ευκαιρία νά δώσω δυο τρεις κεφαλιές. Ένα άττό τά τέρατα, βλε·· ττοντας τον άράπη, αφήνει τον Ταιμπόρ καί αρμάει καταπάνω του. Μ’ όλο ταυ τό σώμα: του είναι γεμάτο πληγές καί αΤ■ματα, έχει τέτοια δύναιμι καί ευλυγκσία του θά έσταζε στα δυο τό κεφάλι τού άράπη μέ τό τεράστιο ράτσλό του, άν δεν προλάβαινε ή Τσίτα νά του σώιση τή ζωή. Μ’ ένα αξιοθαύμαστο σάλ το, τό έξυπνο ζώο, ,μόλις είδε τό άφεντικό της νά κινβυνεύη πετάγεται άττό τό λαι/μό του καί σκαρφαλώνει στο λαίιμό του τέρατος. Τά χέρια της κι νούνται τότε ιμέ τήν ταχύτητα αστραπής καί τά κοφτερά της νύχια βυθίζονται στά μάτια τού γαριλλ άνθρωπο υ καί τον Τυφλώνουν! Τό άταίισιο τέίρας, ποορα * τάει τότε τό ,ράπολο, άφηνε ι έ
5 ΜΙΚΡΟΣ να ουρλιαχτό πόνου καί στρι φογυρίζει δεξιά καί αριστερά. Σέ λίίγο πέφτει κατά γης, σπαράζει γιά λίγα λεπτά καί μένει ακίνητο, νεκρό. —θά σέ ταράξω στις σφα λιιάρες, Τσίτα!, διαμαρτύρε * ται ό Τσουλούφης. "Αλλοτε νά <μήιν έπειμβάίνης στις υποθέ σεις «μου. ΝοιμίΙζεις πώς εγώ δέν ήμουνα ικανός νά ρίξω νόκ—άουτ μέ δυο κεφαλιές αυτόν τον Βεελζεβούλη; Τό άλλο θηρίο στέκεται γιά ιμ,ιά στιγμή αναποφάσιστο. Κυττάζει >μιά τον σύντροφό • του που είναι τώρα νεκρός καί μια τούς ανθρώπους. "Επειτα, σκύβοντας άπότοιμα, αρπάζει ,μιά πέτρα καί τήν εκσφενδο νίζει εναντίον του άράπη>. Φαί νεται πώς αυτόν φοβήθηκε πε ρισσότερο άπ5 όλους γιατί τον βλέπει πιο μεγάλο. — Μπά σέ καλό σου!, κά νει ό Τσουλούφης καί σάλτάρει πλάγια γιά νά άποφύγη τήν πέτρα, τόλμησες νά τά βά λης ,μέ ιμένα, τον πιο ηρωικό άνθρωπο τής γης; Τώρα θά σου δείξω εγώ! ■Καί, χωρίς νά υπολογίση τον κίνδυνο πού διατρέχει α πό τίς πέτρες τού θηρίου, ε τοιμάζεται νά όρμήση κατεπά νω του. Ό Μπουτάτα, πολλές φορές, είναι ικανός νά τά βάλη μέ χιλιάδες τέρατα, όταν πεισ,ματώση. Ξαφνικά, καθώς προχωρεί δυο βήματα, ένα κουνούπι έρ χεται καί κάθεται ατό ,μέτωπό του. Ό... θρυλικός Μπουτάτα πού φοβάται τρρμερά τά έντο
ΤΑΡΖΑΝ
&
μα και τά ζουζούνια, βγάζει μ ιά άγριοφωνάιρα απτό τον τρόμο του καζ αλλάζοντας κατεύθυνσι, τό: βάζει στα πό δια γιά.. νά σωθη από την έττίθεΐσι του καυνουτπου. Τώρα τό τέρας ετοιμάζεται νά έπιτεθη έναντίον του Ταμπόρ. Λυσσασμένοι άφροΐ τρέ χουν από τό στόμα του κα)ι
τά μάτια του αφήνουν μιά έφιαλτιικη λοήμψι. Σιέ μαά στιγμή., ενώ ετοιμά ζεται νά έΐτπτεθή εναντίον του Ταμπτόρ^ αφήνει ξαφνικά ένα εφιαλτικό ουρλιαχτό, παρα τάίει τό ρόπαλό του και τρέ χει νά ^φθάση, κοντά στο άκί νητο σώμα τής Ζολιάν, σίγου ρα για νά την καταστσράξη!
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΕΑΤΙΚΗΣ Άποκλειστιικότης:
Γεν. Έκδοτιικαι Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΡΑ Σ ΚΕΥ Η Γρ.: Λέκκα 22— ~Ετος Ιον—Τόμος 4ος = *Αρ. 26—Δρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδοοράς, Φαλήρου 41. Οι κονομικός Δ)'ντής: Γεώργ. Γεωργιώδης, Σφιγγός 33. ιΠροΐστά)μιενος τυττογρ.: Α. Χαοτζηβασι.λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σ'μύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδηιν, Αέκΐκια 22, Αθήνα ι.
Τό επόμενο τεύχος τού ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ, τό 27, πού θά κυκλοφορήση την ερχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
Η ΤΣΙΤΑ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ είναι ένα καταπληκτικό τεύχος. Ό Ταμπόρ, τό θρυλικό Ελληνόπουλο πού ζή στη Ζούγκλα, μαζί μέ τη Ζολάν και τον κωμικοτραγικό Μπουτάτα αναλαμβάνει ν’ αντιμετώπι ση έναν αόρατο εχθρό πού επιτίθεται εναντίον μιας έξερευνητικής αποστολής. Κανένας δεν τον βλέπει κι* όμως ό εχθρός αυτός σκορπίζει τό θάνατο στα μέλη τής άποστολής. Ό Ταμπόρ, μέ τη βοήθεια τής τετραπέρατης Τσίτα, κατορθώνει στο τέλος νά ρίξη φώς στο μυστήριο πού τόσο τόν βασανίζει.
οΟο
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΗΗΗΤΟ/Α Ο ΝΤΗΝ ΔΒΜΒΡΙΚΗΕΤΗΙ η π) Π... ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ· ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΙ Π ντο/;
ΡΗΛ°ΣθρΐΣΡ:χ ΓΗ'/'/ΥΕ_ΓΤΟΝ
ΑΡΗ! ΕΙΜβΙΟ /νορΜΑΛ,ΚΥΘΡΡ' ΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΗ, ΧΕ φ ΕΟΗΜΕ ΤΗΛΕΝΝΗΤ/ΗΩΖ ΣΤΟΠ ΠΜ ΜΗ ΤΗ ΜΑΣ, ΠΑ ΜΗ ΜΗΧ ΒΟΗ&ΗΣΠΧ !
ΕβΧ ΟΤΟΥ Ο ΤΟΡΡΑΗ ΑΜΕΠΗΛΥΨΕ Τ/Σ ΑΡΤΙ ΜΕΣ Η Μ/ΣΕΑΟΡΕΪ// Η Ε/ρΗ/ΥΗ ΗΠΛΩΘΗΗΕ ΣΤΟΠ ΠΑΡΝΗΤΗ ΜΗΧ.
ζ
ΣΥΗΕΧΙΖΕ ΤΗ!
1 !—1 4—ΐ—
■
Μ
Μ
% 1
κ Ε
Η ΤΣΙΤΑ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ
ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ ΞΑΝΑΣΜΙΓΟΥΝ
ΤΑΜΠΟΡ, τό θρυλικό * Ελληνόπουλο πού ζή στην παρθένα ζούγκλα της "Αφιρικής, νοιώθει το αί μα ν’ ανέβαίνη στο κεφάλι του και μια άναρθρη κραυγή βγαί νει ιάττό τό λαρύγγι του. Βρί σκεται μαζί ·μέ τή Γιαράιμπα καί τον Μπουτάτα στο λάκκο των φιδιών (*) καί σέ ·μιά στιγμή άντικρύζει τό ακίνητο σώμα τής Ζολάν, στή ρίζα έ(*) Δκχβατε το προηγούμενο τεΜχος, ιτιό’ 26, πού Εχει τον τίτλο «Ό μούρο ς όλεθρός».
νός 'βράχου, νά κινδυνεύη άπό έναν γοριλλάνθρωπο πού όρμάει νά τό κατασπαράξη. Ό Ταμπόρ έχει τήν έντύπωσι πώς ή Ζολάν είναι νεκρή,, ,μά αυτό δεν έχει σημασία. Θέλει νά ύπερασπίση τή ψ ίλη» του από τή .μανία του γοριλλανθρώπου έστω κΓ άν είναι νε κρή. Αφήνει λοιπόν μιά άναρ θρη· κραυγή καί όρμάει έναντί ον του, αρπάζοντας άπό κά τω ένα ρόπαλο, φθάνει τό γοριλλάνθρωπο τή στιγμή πού σκύβει καί ανοίγει τά πελώ ρια σαγόνια του γιά νά κλεί ση ιμεσα σ’ αυτά τον τρυφερό
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 λαιμό τοΰ «κοριτσιού. Τό ρό παλό ταυ Ελληνόπουλου ύψώ νεται ιιοαι κατεβαίνει Αστρα πιαία. Ό γοριλλ άνθρωπος που δέχτηκε ξαφνικά τό τρο μερό χτύπημα, άφίνει τό θύ μα του καί γυρίζει μέ 'μιά κα ταπληκτίική στροφή του κοο μ ιού του προς τό ,μέρος του αντιπάλου του. Χωρίς νά κα θυστεοήση ούτε στιγμή καί πΟ'ΐν ό Ταμπόρ προφιθάση νά τον χτυπήση» γιά δεύτερη) φο ρά μέ τό ρόπαλό του, άνθρω πος καί τέρας βρίσκονται πε σμένοι καταγής, σ’ έναν άγω να ζωής ή θανάτου. Ό Ταμπόρ απλώνει τά χέ ρια του νά του σφίξη στις Α τσαλένιες παλάμες του, τον τριχωτό λαιμό, ιμά τά ,μακρυά χέρια του γοριλλ ανθρώπου έ χουν προλάβει κι* έχουν τυλι χτή, σαν δυο τρομερές τανά λιες, στο λαιμό του 'Ελληνό πουλου πού -μάταια προσπα θεί τώρα ν’ απαλλαγή Από αυτή τή θανάσιμη λ-οοβήι. Ή Γιαράμπα καί ό Μπου τάτα, βλέποντας τον Ταμπόρ νά κινδυνεύηι, τρέχουν νά τον βοηθήσουν. Ή πανώρια κοπέλ λα αρπάζει τό ρόπαλο πού ε χει αφήσει ό Ταμπόρ καί μέ δυο χτυπήματα στο κρανίο του τέρατος τό αναγκάζει ν* άφήιση τό λαιμό τοΰ Αντιπά λου του καί νά /πΑρη δυο στρο φές, μουγκρίζοντας καί βγς" ζόντας άσπρους Αφρούς από τό στόμα του. γ — 5Αφέντες παιδιά!, φω νάζει ό άράπης πού κάνει βή ματα προς τά πίσω γιά νά κερδίση Απόστασι, Αφήστε
Ο ΜΙΚΡΟΣ τον Ασκημομούρη νά τον δια λύσω μέ,μιά κεφαλιά. . Καί, πριν οι (σύντροφοι του προλάβουν νά κινηθούν,17 ξεκι νάε( μέ φόρα; απλώνει τις χε ρουκλες του, χαμηλώνει τό κε φάλι του, χωρίς νά βλέπη την κατεύθυνσι πού έχει πάρει καί... τότε Ακολουθεί τό μοι ραίο: Ή κεφαλιά του χτυπά ει Αντί τό τέρας τον Ταμπόο, πού έχει σηκωθή. Ό Ταμπόρ πέφτει πάνω στή 'Γιαράμπα καί ή Γ ιαράμπα πάνω στήν Α νύποπτη μαϊμού, τήν Τσίτα. ΈΤναι τόση, ή ορμή του Μπου τάτα πού τό Ελληνόπουλο μέ τή ιΓιαράμπα καί τή μαϊ μού πέφτουν κάτω καί χάνουν τις αισθήσεις τους. Μά καί ό Χαζοαράπης δεν είχε καλύ τερη, τύχη:. Μέ τήν όρμή πού είχε πάρει, χτυπάει τό κεφά λ- του στον κορμό ένός μικρού δέντρου, τό ξερ ριζώνει καί σω Ρ'άζεται ίκι’ αυτός Αναίισθήιτος, μ’ ένα πελώριο καρούμ παλο στο κεφάλι! Πρώτος Ανοίγει τά μάτια ό Ταμπόρ. 'Βλέπει ένα κεφάλι σκυμμένο πάνω του νά προσπαβή» νά τον συνεφέρη. Στήν Αρχή νομίζει πώς εΐναι τό κε φάλι τής .Γιαοάμπα μά, όταν βλέπη πώς τά μαλλιά του εί ναι δανθά, Αντί γιά μαύρα, μιά Εαφνική λάμψι περνάει Α πό τά μάτια του. — Ζολάν!. κάνει κα!ί τήν Αγκαλιάζει ιμέ όρμή». Ζολάν, είσαι ζωντανή! ΤαμΙπόρ!, λέει κλαίγοντας Από τή χαρά της ή Ζολάν, νά πιστέψω Αλήθεια πώς ζώ καί σέ ξαναβλέπω;
ΤΑΡ2ΑΝ
5
— Ζολάν!, φωνάζει κι5 ή Γιαράμπα συγκινημένη, πού συνήλθε στό^ μεταξύ. Ό ιάράπης πού συνήλθε κι’ αυτός ικα.ι βλέπει ζωντανή τή Ζολάν, παραξενεύεται — Μττά σέ καλό της!, κά νει και κουνάει τό κεφάλι του πέραπδώθε. Δέν τοξερα πώς και οι ψυχές αναστα ινωνται! *
*
*
Ο'Ι ηρωές μας, αφού βγή καν από τό λάκκο των φιδιών βαδίζουν τώρα ανάμεσα στην πυκνή ζούγκλα. Ή Ζολάν; διίη γήθηκε τήν απίστευτη ιστο ρία της στα παιδιά, τό πτέσι μό της στο βάρ άρθρο καί τή μο νομ αχ ί α των γορ ιλλανθρώπων πού σκοτώθηκαν όλοι τους σχεδόν, ποιος νά τήν πρωτοφάη, καί ό Ταμπόρ μέ τή σειρά του διηγείται τήν πε ριπέτειά τους. Σέ μια στιγμή, δταν ψθά νουν κοντά στή σττηλ.ά τού Ταμπόρ ή Ζολάν κοντόστεκε ται. — Δέν θάρθω μαζί· σας, λέ ει καί σκύβει τό κεφάλι της. —(Γιατί; ρωτάει σουφρώ νοντας τά φρύδια του ό Ταμπορ. —- Γιατή... άσφαλώς θά} μέ μισής, Ταμπόρ, έπειτα από όσα* τού ϋχιω κάνει, τά ιμίσττ\ ιμου καί τις κακίες μου... -έρεις... τώρα καταλαβαίνω πώς φέρθηκα άσχημα απέναντι σου κι5 αυτό έγινε έπειδή ζήλευα τή Γιαράμπα... , Ό Ταμπόρ κάτι έτοιμάζε ται νά πή ιμά ή^ ίΓιαράμπα .μπαίνει ανάμεσα τους καί
Τού κάνει νόημα νά στσματή
ση. Τά όμορφα μάτια της εΐ .ναι θολά από τή συγκίνησι. — Ζολάν, λέει στην ξαν θέ ιά ικοπέλλα, ή θέσι σου εί ναι κοντά στον Ταμπόρ. Τό που εγινε. ί=.σενα πρωτογνω ρισε ,κΓ ιέσύ πρέπει νά μείνης μαζί του. ^ — Αυτό λέω κι5 εγώ!, με σολαβεί ο Μπουτάτα. Τό α φέντη, Ζολάν νά μείνη μαζί μας. Μόνο νά μη μου ζητάη, [νά τήν ανεβάσω στην πλάτη μου γιατί τώρα πήρε τή θέσι της ή Τσίτα. Ή μαϊμού άκούει τ1 όνομά της καί μ5 ένα πήδημα βρί σκεται στον ώμο τού Τσουλού φ>η λές καί φοβήθηκε μήρτως τής πάρουν τή θέσι. — ιΓ ιαράμπα, απαντάει τό ιξανθό κορίτσι, έχεις ιμεγά λη καρδιά καί λυπάμαι πού σέ μίσησα. Έσύ πρέπει νά μείνης κοντά στον Ταμπόρ. Ή (μελαψή κοπέλλα κουνά ει τό κεφάλι της θλιμμένα. — 'ιΕγώ θά φύγω, λέει. Δέ πρόκειται νά κατοικήσω μακρυά καί θά βλεπόμαστε συ χνά. Ζολάν, μεΐνε μαζί μέ τόν Ταμπόρ. — Ώχού!, κάνει ό άνυπό μονος άράπης, θέλεις παρα κάλια γιά νά μείνης, αφέντη Ζολάν; Τό ιξανθό κορίτσι σηκώνει τά μάτια του καί βλέπει τή θέσι τής Γ ιαράμπα κενή. Ή μελαψή κοπέλλα μέ τή μεγά λη κορρδιά φεύγει από κοντά τους. — Γιαράμπα!, φωνάζει η Ζολάν, που έπειτα άπό τό θά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
νατό του Ταρζάν έχει μεταμορφωθή καί ή ψυχή της, δεν κρατάει ίχνος κακίας. — Γιαράμπα!, φωνάζει κι5 ιό Ταμπόρ. Γύρισε^ πίσω! Μά ή Γ ιαράμπα δεν τούς ακούει. Σηκώνει ψηλά το χέρι της σά νά τούς αποχαιρετάη καί στρίβοντας πίσω από με ρικούς θάμνους γίνεται αφαν τη από τα μάτια των παιδι ών ! Ό Ταμπόρ κυττάζει για πολλή ώρα τη Ζολάν. "Επειτα την πιάνει από το χέρι καί την όδηγεΐ αμίλητος στή σπη λιά του. — Ταμπόρ, ψιθυρίζει ή ξαν θειά κοπέλλα, ευχαριστώ πού ΐμέ συγχώρεσες καί με δεχτή ικες καί πάλι κοντά σου. Σου υπόσχομαι πώς από δώ καί μπρος θά σου μείνω πιστή ικαί μόνο ό θάνατος θά μάς χωρίση. ί
4Ο Ταμπόρ βλέπει Ινα ξανθό κεφάλι σκαμμένο πάνω του.
ιΚαί λέγοντας αυτά ξεσπά ε*. σε απαρηγόρητους .λυγ μούς. —·Ώχού 1, κάνει ό άράπης, μην κλαΐς; αφέντη Ζολάν γιατί από την πολλή συγκίνησι θά μαδήση, το τσουλούφι μου! 0 ΑΟΡΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
ΕΡΝΟΥΝ £τρεις μέρες απόλυτης^ ησυχίας γιά τούς ήρωές μας. Ό Τα μπόιρ μέ τή Ζολάν βγαίνουν γιά κυνήγι καί ό ίΜποΡτάτα μέ τή «βοήθεια τής Τσίτας πε ριποιεΐται τό τσουλούφι του καί καθαρίζει τήν αχώριστη καί ήρωϊκή μ πιστόλα του. Ένα 'βιράδυ, καθώς έτοιμα ζονται νά κοιμηθούν, άκούγον ται γρήγορα ιβήματα έξω α πό τή σπηλιά τους καί μια λαχανιασμένη^ φωνή άντηχεΤ;
Π
Γό δέντρο ξερριζώνεται από την κεφαλιά του Μπουτάτα.
ΤΑΡ1ΑΗ — Ταμττόρ!, Ταμπόρ! - Φάντασμα!, λέει ό άράπης καί ετοιμάζει τή μπιστόλα του. Τό * Ελληνόπουλο, 'χιοορίς νά σκεφθή τίποτε κακό, βγαίνει έξω άπό την σπηλιά. Εκεΐ, βρίισκεται αντιμέτωπος με έ ναν λευκό κυνηγό πού έχει πε ρασμένη μια μεγάλη καραμπί να στην πλάτη: του. — (Ποιος είσαι και πού ξέ ρεις τό ονομά μου; ρωτάει τό 4 Ελληνόπουλο. — Είμαι Ιταλός έξερευνη, τήζ απαντάει ό άγνωστος, που φαίνεται κατατραμαγμέ νος. Όναμάζομαι Άλφιέρι κι’ έχω έρθει (μέ ιμιά μικρή απο στολή ως τά ιμέρη σας.Στρατοπεδεόσαμε τό μεσημέρι βί πλα άπό τό ποτάμι, μά συμ βαίνει κάτι παράξενο στο στρατόπεδό μας. Κάποιος πε τάει πέτρες ενώ μια παράξενη,
Βλέπει κάποιον νά κατεβάζη τή. θεμένη κορυφή του δέντρου.
Πίσω του πλησιάζει απειλητική μια πελώρια τίγρη.
φωνή άκούγεται νά λέη: «Θά σάς σκοτώσω όλους!». Ένας ιθαγενής μου είπε πώς μένει εδώ κάποιος Ταμπόρ καί ήρ θα νά τού ζητήσω βοήθεια. — "Ακούσε, κύριε μαχαίρι λέει σοβαρός - σοβαρός ό ά ιράπηις πού έχει προβάλει στο άνοιγμα τής σπηλιάς, εδώ δεν μένει μόνο ό Ταμπόρ, άλλά καί ή άφεντιά μου, ό ξακου στός Μπουτάτα. Παράτα μας λοιπόν ήσυχους γιατί θέλου με. νά κοιμηθούμε. Μπά σέ καλό σου βραδυάτικα; Ό Ταμπόρ δείχνει έξαιρετίικό ενδιαφέρον σ' αυτά πού ακούει καί άποφασίζει νά έπισκεφθή την κατασκήνωσι του ξένου. — Θάρθουμε κι* έμεϊς μα ζί σου, τού λέει ή Ζολάν. "Ι σως νά σού έχουν στήσηι καμ
3 μια παγίδα. Ό Ταμπόρ συμφωνεί καί σέ λίγο ξεκινούν όλοι τους για ν5 αντιμετωπίσουν μια άπιό τις πιο παράξενες περιπε τειες τής ζωής τους. Μισή ώρα -βαδίζουν κι5 ε πιτέλους φθάνουν στην κατασκήνωσι. Έκεΐ βρίσκουν πέν τε ακόμη Ευρωπαίους, τρεΤς γυναίκες καί αρκετούς μαύ ρους νά κουβεντιάζουν ζωηρά δίπλα σέ (μιά ,μεγάλη- φωτιά. — Σινιόρ Άλφιέρι!, λέει ένας άντρας μέ μούσι, ό αό ρατος εχθρός μας πέταξε μια πελώρια πέτρα πού β-ρήκε έ ναν ιθαγενή στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο. Ό ’Αλφιέρι γυρίζει τότε προς τό μέρος τού Ταμπόρ: —5Εσύ πού ξέρεις τή^ζούγ ■Κλα, τον ρωτάει, «μπορείς νά ,μάς πής ποιος μπορεί να πέτάη τόσο μεγάλες πέτρες πού νομίζει κανείς πώς τις ρίχνει από τον ουρανό; Τό Ελληνόπουλο κυττό£ει τις πέτρες καί παραξενεύε ται. Είναι πράγματι ρεγάλες κάπου πέντε οκάδες ή κάθε ιμ ιά. Ετοιμάζεται ικάτι νά πή ό^αν, ;μιά τέτοια πέτρα πέ φτει από ψηλά ιμέσα στη φω τιά κάνοντας νά σκορπίσουν τ’ αναμμένα ξύλα ολόγυρα. Οι .μαύροι τής αποστολής τρέχουν νά κρυφτούν κάτω α πό ένα μεγάλο βράχο καί ξε ψωνίζουν τρομαγμένοι. Ό ά περίγμαπτός ιΜπουτάτα βγά ζει τότε τη μπιστόλα του καί πυροβολεί προς τόν ουρανό! Έ!, φωνάζει. "Αν είσαι
§ ΜΙ-ΚΡΟΣ παλληκάρι εσύ πού πετάς τις πέτρες κετέβα κάτω από τον ουρανό νά λογαριαστούμε. ', Κ ι’ άφού σκέπτεται λιγάκή βγάζει τό συμπέρασμά: — Αφέντη Ταμπορ, μή πως οΐ πέτρες ξεκολλάμε από τό φεγγάρι; Λες νά ξεκολλήση ολόκληρο -από τόν ούρανό καί νά μάς πλάκωση; Καί γυρνώντας προς την Τσίτα του, την αχώριστη μα ίμού, τής λέει: —- "Έλα νά καθήισουιμε κά ΐιο από ένα δέντρο, Τσίτα, για νά μην πέση τό φεγγάρι επάνω ,μας! ^ Ό Ταμπόρ δέν δίνει προσο χή στις βλακείες τού Μπουτάτα. "Εχεί στραμιμένη την προσοχή του πφός τόν ούρα νό καί περιμένει νά πέση μιά καινούργια πέτρα. Τό μέτω πό του είναι ρυτιδωμένο από τη συλλογή. ίΠροσπαθεΐ νά σκεφθή άν ύπάρχη καδένα πλάσμα τόσο δυνατό μέσα στη ζούγκλα πού νά μπορεί νά πετάη τόσες μεγάλες πέ τρες. -αφνικά, \μ ιά άλλη πέτρα κατεβαίνει -μέ ορμή προς τό κεφάλι^ τής Ζολάν πού στόκε ται ανύποπτη καί κοττάζει τη φωτιά. Μόνο ό Ταμπόρ την ει δε -καί ;μ’ ένα υπεράνθρωπο σάλτο φθάνει κοντά στο κορί τσι καί τό σπρώχνει μέ δόνα μι. Τό αμέσως επόμενο δευ τερόλεπτο, οπή θέσι πού κα θόταν ή Ζολάν, πέφτει μέ ,βα ρύ γδούπο μιά πέτρα κάπου δέκα οκάδες βαρεία. "Άν δεν την είχε δή από ψηλά τό * Ελ ληνόπουλο τώρα ή Ζολάν θά
ΤΑΡΖΑΝ
9
Ξαφνικά, ένα βραχνό νιαού ρισμα φτάνει ώς τ' αυτιά του καί τόν κάνει νά άνατριχιάση. Όσμίζεται τόν αέρα σάν τά άγρια θηρία καί οί αισθήσεις του είναι δλες σ* έπιφυλακή. Τό (ένστικτό του τόν πληροΦο ρεΤ πώς κάποιος κίνδυνος τόν απειλεί, τρομερός καί ύπου λος, ιμά τό ^Ελληνόπουλο δέν κάνει τη σκέψι νά νυρίση πίσω. "Εχει άποφσσίσει νά έ ξι χνιάση, τό μυστήριο τού άόρατου έχθρού πού πετάει τις -μεγάλες πέτρες καί μέ κανέ ναν τρόπο δέν σκοπεύει νά πα ραιτηθή άπό τό σκοπό του αυ τό. Προχωρεί άκάμη μερικά 6ή ματα καί βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ξέφωτο. Τρία - τέσσε ρα δέντρα υψώνουν τίς κοου Φες τους προς τόν θύσανό. Τό ήρωΤκό παιδί έτοιμάζεται νά μπή στο ξέφωτο μά τό μάτι του παίρνει μιά ύποπτη κίνη σι καί άναγκάζεται νά κρυ φτή πίσω άπό τόν κορμό ένός δέντρου! ΈκεΤνο πού βλέπει μπροστά του τόν κάνει ν* άνοί δη διάπλατα τό στόυα του Ο ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ άπό την κατάπληξι. "Ενας ί σκιος φονεοώνεται στο ξεΦω ΜΟΙΟ Φάντασμα. 6 Τα το καί κάνει υεοικές περίεο μπορ. ιβαδιίζει κάτω άνες κινήσεις. Μοιάζει μέ άνπο τά δέντρα. Προσπα θοωπο ή μέ γορίλλα καί τά θεΤ νά μην κάνη· τον παραμι νέοια του κάτι τοαβούν. Την κρό θόρυβο καί τά μάτια του Τδια στιγμή, ό Ταυπόο βλέ γυρνούν άνήσυχα ίόλόγυοσ πει τήν κοουφή ένός δέντοου σαν τά μάτια τής τίγρης. Κά που - κάπου άοπάζεται άπό νά λυγίζη άονά - άογά καί νά κάποιο γορτόσκοινο καί τίνά κατεβαίνη. ποός τη γή. Τώρα καταλαβαίνει τί συμ ζεται στον άερα νιά ν,: άοπα βαίνει. Ή παράξενη σιλουέτχτή άπό τό κλαδί ένας δέν τα έχει δέσει τήν κορυφή του τρου κι* άπό κεΤ νά κατέβιη δέντρου μ* Ινα χορτόσχρινο πάλι στή γη. ήταν οπωσδήποτε νεκρή. Οί ιθαγενείς αρχίζουν τώ ρα νά ουρλιάζουν σαν δαιμο νισμένοι άπό το φόβο τους. Δυο τρεΐς άπό αυτούς δοκι μάζουν νά φύγουν μά ό Άλφιέρι βγάζει τό -πιστόλι του κοΛ τούς απειλεί πώς θά τούς σκοτώση άν κάνουν έστω και ένα βήμα. — Τους έίχω άνάγκη, δικα^, ολογεΐται στον Ταμποο πού τον κυττάζει ύποπτα. "Αν Φυ γουν οί ιθαγενείς έμεΐς οί άλ λοι δέν άρκούμε γιά νά μετά φέρουμε τόσα κιβώτια Πτού έ χουμε μαζί μας. Πες μου, δμως, ποιος πετάει οούτές τις πέτρες, Ταμπόρ; 'Τό * Ελληνόπουλο σηκώνει τούς ώμους του. — (Μείνετε ιέδώ καί κουφθή τε κάτω άπό τούς βράχους, διατάζει τούς ξένους. Καί πλησιάζοντας τη Ζολάν κάτι τής ψιθυοίζει στο αυ τί καί σέ λίγο χάνεται άθόρυ βα ιάνάμεσα στίς σκιές των δέντρων._______________ ^ ^.
Ο
το πρύ το τραβάει, αναγκάζον τας τό δέντρο νά λυγίση καί την κορυφή του νά κατεβαίνη στη γη. “Όταν γίνεται αυτό, δένει τό χορτόσκοινο στον καρ μό ενός διπλανού δέντρου, παίρνει μια πέτρα από ένα σωρό πού έχει δπτλα του και την εφαρμόζει πάνω στην κο ρυφή του άλλου δέντρου που έχει κατεβάσει ώς κάτω. Την αμέσως έπομενη·. στι γμή πλησιάζει τον κορμό του δέντρου, πού έχει δέσει τό χορτόσκοινο· κα!ι τό λύνει μέ ίμια απότομη κίνησι. Ή κατεβασμένη κορυφή ανεβαίνει τότε ιμέ δύνάμι προς τά πά νω, ενώ ή πέτρα πού είναι το πσθετη.μένη πάνω της έκσφεν δονίζεται <μέ όρμή, παίρνει Ιμιά καμπύλη τροχιά καί πέφτει μέ άστραΚτιαία ταχύτη τα...
Μέ ένα πήδημα αρπάζεται από τό κλαδί του δέντρου.
Ο ΜϊΚΡΟΣ
Τό ξανθό κορίτσι καί τό αίμοβόρο θηρίο κυλιούνται καταγής.
Τό Ελληνόπουλο δέν θέλει νά δη τίποτε άλλο τώρα πιά. ΕΤχε τήν τύχη νά λύση τό «μυ στήριο πού τόσο πολύ τον β'α σάνιζε. Οι πέτρες έπεφταν πάνω άπό τήν κατασκήνωσι μέ ένα καταπέλτη πού .χρη σιμοποιούσε τό παράξενο αύ τό πλάσμα, πού δέν έμοιαζε ούτε ιμέ γορίλλα, ούτε ιμέ άν θρωπο. Φαινόταν ,μάλλον σόον άνθρωπος .μέ μεγάλη γενειά δα, ντυμένος ιμέ δέρμα ζώου·. Τώρα ό Ταμπόρ, έπρεπε νά λύση ακόμη ένα αίνιγμα: Νά ιμάθηι ποιος ήταν αυτός πού πετούσε τις πέτρεο καί νά τόν θέση» εκτός μάχης γιά νά ιμή διατρέχουν κίνδυνο οΐ άνθρωποι τής αποστολής. Ε τοιμάζεται νά κάνη τό πρώτο βήμα εναντίον τού αγνώστου όταν ακούει πίσω του ένα ε λαφρό θρόισμα φύλλων. Στρέ
ΤΑΡΖΑΝ Φει απότομα τό κορμί; του κ·οόΐ \β>ρ ίσκετοι άντ υμέτωπος με μια πελώρια τίγρη! Τα μά τια της πετοϋν αστραπές και συσπειρώνεται έτοιμη· νά όριμήιση καταπάνω του καί νά τον κατασπαράξη, ά}πό τη μια στιγμή στην άλλη,, >μέ τά κο φτερά τη,ς δόντια. Ό Ταμπορ ανατριχιάζει άθελά του καί τό )μυαλό_ του παίρνει χίλιες στροφές, -έρει πώς δεν τον χωρίζουν από τον θάνατο παρά δευτερόλεπτα. Μέ μιά άπότομρ και αίλουρο ε;δή εκτίναξη αρπάζεται από ένα κλαδί του δέντρου κάτω από τό όποΐο βρίσκεται καί μέ μιά καταπληκτική έλξι α νεβάζει πάνω στο κλαδί τό κορμί του. Ή τίγρη,, ξαφνιασμένη, α πό τήν αστραπιαία άντίδρασι του ανθρώπου, βλέποντας νά
Ένας από τους λευκούς κυνη γούς ουρλιάζει σπαρακτικά.
11
*0 Ταμπορ προλαβαίνει καί χτυπάει τό φίδι ατό κεφάλι.
τής φεύγη ή λεία της, μουγγρίζει λυσσασμένα άπό τό κακό της καί ώρθώνοντας τά μπροστινά της πόδια τά στη ρίζει στον κορμό του δέντρου. Ασφαλής τώρα άπό ^ τήν τί γρη, ό Ταμπορ, κυττάζει α νάμεσα άπό τό αραιό φύλλω μα του δέντρου τό πλάσμα πού πετούσε τις πέτρες στήν κατασκήνωσι των Ευρωπαίων εξερευνητών. Μέ τό άκουσμα του ιμουγγρητου της τίγρης τό βλέπει νά ξαφνιάζεται. Τό θρυλικό παιδί έχει τήν έντύπωσι οτι θά τρέξη νά ιχαιθή στή ζούγκλα άπό τό φόβο τής τίγρης, μά, κατάπληκτος βλέ πει τό μυστηριώδες πλάσμα νά προχωρή προς τό μέρος του τρομερού θηρίου! «Θάκανε λάθος!, δίνει τήν έξήγησι ό Ταμπόρ. "Έτσι θά πιέση στά νύχια τής τίιγρης
12 που, πελώρια καθώς είναι, θά τον κατασπαράξη, ιμέσα σ5 ένα λεπτό...» Μά δχι, δεν συμβαίνει τί ποτέ τέτοιο! Ή τίγρη, αντι κρίζοντας τό -πλάσμα — τώ ρα ό Ταμπορ τό διακρίνει κα Θαρά και βλέπει πώς εΤναι^ άν θρωπος μέ μακρυά γενειάδα —- πού την πλησιάζει, κατε βάζει τά πόδια της καί σκύ βει τό κεφάλι της υποταγμέ νη, όπως ^ υποτάσσονται οι τίγρεις του τσίρκου στον Θη ριοδαμαστή, Έκέΐνος, χαϊδεύ ει τό κεφάλι της, καί κυττάζοντας προς τά πάνω, αντίκρυ ζει τον Ταμπόρ. "Ενα πνιγμένο ουρλιαχτό βγαίνει άπό τό λαρύγγι του. Θαρρείς καί ό άνθρωπος αυ τός έχει τρελλαθή ή βρίσκε ται σέ άγρια κατάστασι. Κυτ τάζει γιά λίγο τον Ταμπόρ που βρίσκεται καθισμένος στο κλαδί κι* έπειτα, άψίνον τας την τίγρη στη θέσι τη^ γυρίζει στο ξέφωτο. Κατεβα ζει την κορυφή ενός άλλου, μι κροΰ δέντρου καί έτο κράζεται νά τό χρησιμοποίηση σαν κα ταπέλτη καί νά έικσφενδονίση εναντίον του Ταμπόρ μιά πε λώρια πέτρα. Τό ' Ελληνόπουλο βλέπει πώς την έχει πολύ άσχημα. ΛΑν πηδήση κάτω άπό τό δέντρο, ή τίγρη θά όρμήοτι νά τον κατασπαράξη. "Αν ό μως ',μείνη έκεΐ πάνω, κάποια άπό τις μεγάλες πέτρες πού θά ’ · - Αονίση ό παράξενος αυτός άνθρωπος θά τον πετυ χη καί θά τον άφήση στον τό πο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Σπάνια ό Ταμπόρ βρέθη κε σε μιά τόσο δύσκολη θέσι. Ήλ Σκύλλα καΐΐ ή Χάροβδις του έχουν στήσει τό θανάσι μο δόκανό τους καί άπό λε πτό σέ λεπτό τον περιιμένει ό θάνατος, ένας σίγουρος θά νατος πού ιμόνο ένα θοώιμα θά μπορούσε νά τον άπομακρύνη... Η ΤΣΙΤΑ
ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ
ΖΟΛΑΝ βλέποντας τον Ταμπορ νά φεύγη, νοι ώθει ιμιά άνεξήγητηι α νησυχία. Τη διέταξε νά μείνι*ι στην κατασκήνωσι ,μά ή ξανθέ ιά κοπέλλα αποφασίζει νά παρακούση τή διαταγή του. Κάτι τής λέει πώς ό συν τροφός της κινδυνεύει. — Μπουτάτα, λέει στον χα ζοαράπη, έλα ιμαζί μου. — Άστ ιεύεσαι „ αφέντη κορίτσι; τής απαντάει^ εκεί νος. Δεν τό κουνάω ρούπι ά πό δώ. Θέλεις νά πέση τό φεγ γάρι νά^ 'μάς πλάκωση;; "Οχι ότι φοβάμαι μην πεθάνω άλλά θά τσαλακωθή τό τσουλούφι μου. Ανυπόμονη ή κοπέλλα τον τραβάει άπό. τό τσουλούφι καί τον σέρνει ιμαζί της. —Πού πάτε; ρωτάει ό ’Αλ φιέρι πού τούς βλέπει νά όστο μακρύνωνται άπό την κατα σκήνωσι . ώ.'*—-Κύριε (μαχαίρι, άπαντά ει ό Μπουτάτα, πάμε νά τα ράξουμε τον ουρανό στις σχ£α λιάρες γιά νά μη μάς πετάη πέτρες.
Η
ΤΑΡΖΑΝ Μποστά ή Ζολαν και πίσω ό Μπουτάτα ,μέ την Αχώριστη Τσίτα του, παίρνουν μια κα τευβυνσι στά τυφλά. Βαδίζουν κάπου δέκα λεπτά δταν μια παράξενη κραυγή φθάνει ως τ’ αυτιά τους. Ή ξανθέιά κο πέλλα πρσσανατολί|ζετα}ι έκεΐ που ακούστηκε ή κραυγή και βιάζει τό βήμα της. Φθάνει κοντά σ* ένα ξέφω το καί, ξαφνικά, σταματάει. Οΐ τρίχες του κεφαλιού τους ορθώνονται από τή φρίκη. Στο 'μισόφωτο του φεγγαριού δ(ακρίνει ίμια τίγρη να κυττάζη προς τα πάνω, στα κλαδιά ένός δέντρου που βρίσκεται σκαρφαλωμένος ό Ταμπόρ. Τόν άνθρωπο πού ετοιμάζει τον καταπτέλτη δεν τόν έχει δη άκάμα. —Μπουτάτα, ψιθυρίζει, τή βλέπεις τήν τίγρη; Ό Τσουλούφης κυττάζει προς τό μέρος πού του δεί χνει και... άργίζει τά γέλια. — Καί βέβαια τή βλέπω,, άφέντη Ζολαν. Σε λίγο όμως βέ θά τήν βλέπω γιατί ή μπι στάλα μου θά τήν καθαρίση,Ι Καί 'χωρίς νά χάση καρό, τραβάει τήν μπσρουτοκαπνισμένη, κουμπούρα του καί ση μαδεύει τήν τίγρη. Ό πυροβολισμός άντηχεΐ παράξενα καί αντιβουίζει μέ σα στήν έρημιά τής νυχτωμέ νης ζούγκλας, ένώ ή σφαίρα ταξιδεύει προς τόν ουρανό. Ή τίγρη ^ξαφνιάζεται και παίρ νει ιμιά στροφή γύρω άπό τόν εαυτό της. Ό Ταμπόρ, πού βλέπει τούς φίλους του, πη δάει άμέσως κάτω άπό τό κλσ
13 5ι. Ήταν καιρός, ό καταπέλτης του μυστηριώδους άγνώ στου εκσφενδονίζει τήν πέίτρα πού .μόλις δέκα πόντους περνάει πάνω άπό τό κεφάλι του Ταμπόρ, τή στιγμή πού τό σώμα του βρίσκεται στον αέρα. Μόλις πατάει στο χώμα, χωρίς νά σκεφθή τίποτε άλλο τρέχει προς τό μέρος του άγνώστου μέ τή γενειάδα. Πρέ πει όπωσδήποτε νά τόν συλ λάβη γιά νά μάθη ποιος εί ναι. Πίσω του διαδραματίζονται κωμικές σκηνές. Ό Μπουτά τα, ριψοκινδυνεύοντας τή ί δια τή^ ζωή του, όρμάει έναν τιον τής τίγρης. Εκείνη έτοιμάζεται νά πηδήση καταπάνο3 του καί ή Ζολάν προσπα θεΐ νά συγκράτηση τόν πει σματωμένο άράπη;. — Πίσω, Μπουτάτα!, του φωνάζει. *Άν πλησιάσης θά σέ κατασπαράξη! Ό άράπης όμως δέν τήν ακούει. — Οί ήρωες δέν φοβούνται μιά παλιοτίγρη, άφέντη; Ζο λάν !, τής άπακρίνεται. *Άς εΐναι καλά ή θρυλική μπι στο λα μου καί τό σιδερένιο κεψά λι ρου πού υέ <μιά κουτουλιά μποοεΐ νά ξερριζώση όλόκλη ρο δέντρο. Ή τίγρη ξερογλυφεται τώ ρα και τά νύχια της ξύνουν ά νυπόμονα τή γή. Προσέχει και τήν παραμικρή κίνησι τού άράπη, έτοιμη νά δρμήση κά ταπάνω του καί νά τόν ξεσκί ση._ Ξαφνικά, πάνω σ’ αυτή τή
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
δραματική σκηνή, κΤ ενώ ή Ζολάν προσπαθεί να σκεφθή μέ ποιαν τρόττο θά ιμπαρέση νά γλυτώση τον χαζοτσουλού φη άπό τή <μανίσ τής τίγρης, συμβαίνει -κάτι ττού δεν θα ρπορουσε νά το περιιμένη κα νείς. 'Μΐιά πυγολαμπίδα ττετάει, διαγράφει -μιά φωτεινή τροχιά στον αέρα κι’ ερχετα! και κάθεται στο γόνατο του... ηρωικού Μπουτάτα. ^— ’Αμάν, βοήθεια, θά »μέ φάη τό ρολυντήρι!, !βάζει τις φωνές ό άράπης και χοροπη δάει ολόγυρα ένώ ή καρδιά του πάει νά σπάση άπό τό φόβο του. Γ ιατΐ ό Μπουτάτα ένώ ιμιπορεΐ νά τά 'βάλη, άφο βα ιμέ ιμιά (πελώρια τίγρη.. εΤ ναι ικανός νά βάλη τά κλάμα τα κόμ νά λιποθυμήση άν άκουμπήση έπάνω του ένα κου νουπι. —βοήθεια!, φωνάζει βλέ-
ιΗ Τσίτα άρπαζε ι τήν τελευταία
στιγμή
ψίδι άπό τό λαιμό.
ποντας τήν φωτισμένη πυγσλαμπίδα.> Αφέντη Ζολάν σώ σε με! Τό δάχτυλό του πατάει ά σ αναίσθητα τή σκανδάλη καί ή κουμπούρα του έκπυρσοκρο τεΐ. Μά ή πυγολαμπίδα, λέ<^ καί τό κάνει επίτηδες, δεν λε ει νά φύγη άπό τό γόνατό του. Τότε, ό Μπουτάτα τρελ λός άττο τό φόβο του, άρπάζε ται άπό τό κλαδί του δέντρου πού είχε άνέβει προηγουμέ νως ό Ταμπόρ καί... κρύβεται στο φύλλωμά του, ένώ ή Τσί τα άνεβαίνει κι’ αυτή ξοπίσω του καί προσπαθεί νά τον πα ρηγορήση, χαϊδεύοντας του τό τσουλούφι του. —Είδες Τσίτα; τής λέει ό χαζός άράπης, πού τό 'μολυν τήρι έχει μαζί του φωτιά γιά νά με κάψη; Ή Ζολάν, βρίσκεται τώρα ιμόνη: της, άντι μετώπη μέ τή ,μσνιασμενη τίγρη,. Καταλα βαίνει πώς δέν θά μπόρεση νά γλυτώση άν τή£ έπιτεθή τό Θηρίο κι5 ετοιμάζεται κι5 αυτή νά πιαστή άπό τό κλα δ·ίΐ- Ταυτόχρονα μέ τό δικό της σάλτο, δί/νει καί ή τίγρη ένα ξαφνικό σάλτο. Τό λαστι νένιο κορμί της συναντάει τό κορμί τής ξανθέ ιάς κοπέλλας καί σωριάζονται καί οι δυο κάτω στο χώμα. Ή - στιγμή είναι τραγική γιά τή Ζολάν. "Οσο κι5 άν είναι γυμνασμένη; δέν έχει τις δυνάμεις (νά άντκμετωπίση τήν έπίθεσι του αίμσβόρου θη ρίου. Σέ λίγο θά γίνη περίΙφηρη λεία γιά τά σαγόνια του καί οι σάρκες της θά γε-
ΤΑΡΖΑΝ
15
μισούν το πεινασμένο στόμα χι του. — Μπουτάτα!, φωνάζει στην απελπισία της, ενώ τταίρ νει 6υ6 τουμπες πάνω στο χώμ α. Β οήθε ι α, λ Μπουτάτα! — Μωρέ τι μας λές!, κά νει ό άράπης, πού νομίζει ό τι ή Ζολάν φοβάται τό μολυν τήιρι! Τότε ττού φώναζα έγω βοήθεια, ιέσύ καθόσουνα και μέ κυτταζες. Έγώ δεν κατε βαίνω κάτω ττού να μου χα ρίση,ς ολόκληρο θησαυρό. Ή τίγρη κάνει ένα πίλάγιο πήιδημα. ορθώνεται στα τέσ σερα πόδια της καί ουρλιάζει άνοίγοντας τα τεράστια σα 4Ο Άλφιέρι πυροβολεί μιά, δυο γόνια της. Οί στιγμές τής Ζο φορ$ς άλλα άστοχε*. λάν είναι μετρημένες... Ό ά,οάττης, άκούγαντας τό ουρ τίγρη στο κεφάλι. λιαχτό θυμάται την τίγρη καί Το ανύποπτο θηρίο νοιώ προβάλλει από τα φυλλώμα θει τόσο ξάφνιασμα άπό τό τα τό κεφάλι του, μέ γουρλω χτύπημα πού, αφήνοντας το μένα άπό τη φρίκη μάτια. θύμα του πού ήταν έτοιμη νά (Καταλαβαίνει κι* αυτός ό ικ ατ ασπαράξη, ούρλ ι άζε ι άπό τι είναι τώρα άργά για νά βο τον πόνο καί τό βάζει ατά πό ηθήιση την άγαπημένη του συν δια. τρόφισσα. Ό θάνατος δέν άπέ — Ζήτω!, φωνάζει ό άρά γει παρά δυο βήματα μακρυά πης. της. "Επειτα όμως σοβαοευεται καί κατεβαίνοντας άπό τό ,Κι’ όμως, ενώ όλα είναι χα δέντρο, πιάνει την Τσίτα άπό μένα για τό ξανθό κορίτσι, έ τό αυτί καιί τής λέει μέ αυ νας άποοσδόκητος σωτήρας στηρό τόνο: εμφανίζεται. Καί ό σωτήοας —- Σου έχω πή νά |ΐήν άνα αυτός δέν είναι άλλος άπό κατεύεσαι στις δουλειές μου, την τετραπέρατη Τσίτα την Τσίτα! Νομίζεις πώς εγώ αχώριστη μαϊμού· του Μπου δέν ήμουνα ικανός νά ταράξω τάτα. Βλέπονταα τή Ζολάν στις σφαλιάρες την τίγρη; νά κινδυνεύη, κόβει ένα χονντρό ξύλο, τυλίγει την ούοά Μπά σέ καλό σου, τον ήρωα θέλεις νά μάς παραστήσης; της στο κλαδί αφήνει τό σώΕκείνη, τή στιγμή άκοιβώς μ α της να κοεμαστη στον αε κάνει τήν έμφάνισί του ό Τα ρα, καί, μέ σση, δύναμι διαθέ τει χτυπάε^ μέ τό ρόπαλο τήν^μπόρ. ί
Λ
Λ
> Λ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
16 — "Έχασα τον άνθρωπο πού πετάει τις πέτρες, λέει στενοχωρημένος. Τρέχει σαν ζαρκάδι κροί μέσα στο σκοτά δι έχασα τά(χ4'χνη του. "Ίσως να κρύφτηκε στην κ ουφ άλα κανενός δέντρου. Δεν μπορώ όμως νά καταλάβω τι συρσαί νει, για ποιο λόγο πετάει τις πέτρες στην ικατασκηγωσι' καί πώς (ξεφύτρωσε ιμέσα στή ζούγκλα. θυμάται όμως την τίγρη και ρωτάει τι άπέγινε. —Τώρα τίγρη,!, κάνει ό Μπουτατα. ^ Εφαγε δυο σφα λιάρες καί τόβαλε στα πόδια. Τσίτα όμως πού κατα λαβαίνει τό ψέμα του Μπου Τστα, ανεβαίνει στον ώμο του καί του τραβάει ιμέ θυμό τό τσουλούφι, ενώ ή ΖοΙλάν εξη γεί στον σύντροφό της τι α κριβώς συνέβηκε. 0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ ΠΑΝΤΟΥ
ΗΝ έπόιμενη νύχτα. Ή έξερευνητική αποστολή τού Ιταλού Άλφιέρι έχει στρατοπεδεύσει σ’ ένα ποτάμι. Σκοποί φυλούν ολόγυρα. Στη μέση· του στρα τοπέδου, οί λευκοί έξεοευνητές, μαζί ιμέ τον Ταμπόρ, τη Ζολάν καί τον Μπουτάτα, έ χουν ψήσει ενα μεγάλο ζαρ κάδι καί τρώνε. ιΚάθε τόσο ό χαζοαράπης κόβει ένα ιυεζέ καί τον προσφέρει στην Τσί τα πού έχει κουρνιάσει πάνω στα γόνατά του. Μά ή Τσίτα πού, όπως όλοι ο!, πίθηκοι εΐ ναι φυτοφάγο κι5 όχι σαρκο φάγο ζώο δεν ανοίγει τό στά-
Τ
!
V
1
«
μα της καί ό Μπουτάτα νευ ριάζει. —'Σάν πολύ την κυοά μου παριστάνεις, δεσποινίς Τσίιτα· Μήπως ήθελες νά στο προσφέρω με πηρούνι γιά νά καταδεχτής νά τό φας; Οί Ευρωπαίοι ξεΐσπούν σε ακράτητα γέλια γιά τη χαζό :μάρα τοΰ Μπουτάτα ενώ ό ά ράπης βρίσκει την ευκαιρία νά στουπώση τό στόιμα του με νόστιμα κομμάτια ψητού κρέατος. Ξαφνικά, ένας από τούς λευκούς άφηνε ι /μιά σπαρακτ^ι κή φωνή -καί... τεντώνεται κά τω φαρδύς πλατύς! Μιά λευ κή γυναίκα σκύβει επάνω του κι" αφήνει κι5 αυτή νά τής ξεψύγη μιά σπαρακτική κραυ γή: — θεέ μου, πέθανε! "Ολοι πετάγονται όρθιοι καί σκύβουν άπό πάνω 1 ου. ΑΑαζί ιμ’ αυτούς είναι κι, ό Ταμπόρ. 'Βλέπει κι5 αυτός πώς ό Ευρωπαίας εΐναι νε κρός. Πώς πέθανε όμως; Ποι ος τον σκότωσε; κοντά— Μήν τον αγγίζει κανείς δ'ατάζει! "Ολοι τό'ν κυττάζουν παρά ξένα. λ χ — Κ αλά σάς λέει!, κάνε^ι ό Μπουτάτα πού εξακολουθεί νά τρώη ατάραχος, χωρίς νά κοονηθή άπό τή θέσι του. Ό θάνατος είναι κολλητικός. λ'Ό Τα,μπόρ παίρνει ένα^ξύλό'καί μ" αυτό προσπαθεί ν’ άναποδογυρίση. τό νεκρό·. Τή στιγμή πού τον κουνάει, ένα φίδι βγαίνει άπό τό πουκάμι σά του καί ετοιμάζεται νά £-
ΤΑΡΖΑΝ πιτεθή εναντίον τοΟ παιδιού. Είναι ένα Ιλεπτό φ-ίδι πού ζή στην Αφρικανική ζούγκλα καί πού οί ιθαγενείς το ονομάζουν Σάχο. Τό δηλητήριο αυτού τού φιδιού εΐιναι κεραυνοβόλο καί άλλοίιμονο σε κείνον πού θά τον δαγκώση, Δεν υπάρ χει καμμιά έλπ,ίδα νά γλυτώ ση. Τό 1 Ελληνόπουλο, χωρίς νά χάση την ψυχραιμία του, ση. κώνει τό ξύλο καί χτυπάει τό φίδι στο κεφάλι. Τό ερπετό μένει αμέσως ακίνητο, νεκρό, καί τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο τό ρίχνει στη μέση στη φω τιά. — Αφέντη Ταιμπόρ, δέν ξέρεις πώς δεν τρώγονται τά φίδια; διαμαρτύρεται ό Τσου λούφης. Ούτε ωμά ούτε ψη>μέ να τά... Δεν προφΟαίνει νά τελείω ση την κουβέντα του. "Ενα μ,α λακό 'πράγμα πέφτει με οι> ναμι στο κεφάλι του κι* ενώ ό Μπουτάτα τά χάνει γιά <μ»ά στιγμή, ή φωνή τής Ζολάν ά κούγεται σπαραχτική κι5 άντη χρΐ μέσα στή νυχτωμένη ζούγ κλα: — Ταμπόρ! " Ενα Σ άχο πάνω στον Μπουτάτα! «Πραγματικά, αυτό πού έ; πεσε πάνω στο κεφάλι τού Μπουτάτα ήταν ένα από τά επικίνδυνα φίδια πού κάθε δάγκωμά τους σημαίνει καί θάνατο. Τό τρομερό ερπετό κσυλου ριάζεται ιμέ ·μιά καταπληκτι κή ταχύτητα στο λαιμό τού άράπη καί τό κεφάλι του άπο μακρύνεται γιά λίγο κι* έτοι-
17 μάζεται τώρα νά τού καταφέ ρη τό θανατηφόρο δάγκωμα στο πρόσωπο. Ό Μπουτάτα δεν μπορεί νά μιλήση αλλά ούτε καί ν’ άναπνεύση, γιατί οί κουλούρες τού φιδιού τού σφίγγουν μέ δύναιμι τό λαιμό ενώ τά μάτια του έχουν ανοί ξει διάπλατα από τον τρόμο. Τίποτε πιά δεν μπορεί νά τον σώσιη. Ό Ταμπόρ, δεν προλα βαίνει νά πλησιάση γιατί βρί σκεται μακρυά... Κι3 όμως, κάποιος άλλος βρίσκεται νά προσφέρη βοή θεια στο δυστυχισμένο Μπου τάτα. Κι3 αυτός ό κάποιος είναι ή τετραπέρατη μαϊ,μού, ή Τσίτα. Βλέποντας τό αφεν τικό της νά κινδυνεύη, πετά γεται από τά γόνατά του καί μ' ένα πήδημα, αρπάζει τό λαιμό τού φιδιού τή στιγμή πού είναι έτοιμο νά κάνη τή μ ο ι ρ α ία κ ί νησ ι! "Ενα δέκατ ο τού δευτερολέπτου ν’ αργού σε άκόιμη, ό ιάράπης θά ταξί δευε με εισιτήριο χωρίς επι στροφή γιά τον άλλο κόσμρ. Τόση είναι ή μανία τής Τσίτας πού, μέ τό· δάγκωμά της, κόβει πέρα γιά πέρα τό λαιμό τού φιδιού. Τό υπόλοι πο τώρα σώμα του ξεδιπλώ νεται από τό λαιμό τού άρά πη καί σφαδάζει καί χτυπιέ ται άνατοιχιαστικά πάνω στό χώμα. Ό Τσουλούφης ανασαίνει γοργά, τρίβει τό λαιμό του πού τον πονάει καί, γυρνώντας προς τό μέρος τής Τσί τας, τής λέει αυστηρά: — "Ακούσε, κυρά μου! Δέ
σου έχω πή χίλιες φορές νά
Ο ΜΙΚΡΟΣ μην ανακατεύεσαι στΐς^ δου λειές μου. Θέλεις να μάς πα ραατήσης την έξυπνη, και τη θαρραλέα; "Η (μήπως νομίζεις πώς άν δεν ήσουνα εσύ θάφη να αυτό το παλιοφιδάκι να μέ δαγκώση; Θά του κοπανούσα •μια σφαλιάρα πού βά τό έκο 6α σέ τρία κομμάτια καί όχι σε δυο πού τό έκοψες εσύ! Μμ... μεγάλο κατώρθωμα νο μίζεις πώς έκανες! Ή Τσίτα, πού δεν παίρνει επί πόνου τό μάλωμα του άράπη, χοροπηδάει από τη χα ρά της πού τού έσωσε τη ζωή καί ξαπλώνει μπροστά στα πόδ ι α του. . Ό Ταμπόρ, στο μεταξύ, γυρνάει ικάθε τόσο τό βλέμ
μα του μέ ανησυχία. Τό πρώ το φίδι νόμισε πώς βρέθηκε τυχαία στο μέρος πού κάθησε ό λευκός καί τον δάγκωσε. Το δεύτερο, όμως, πού βρέ θηκε; Πώς έπεσε στο κεφάλι τού Μπουτάτα; Σαν άπό ένστικτο σηκώνει τό κεφάλι προς τά πάνω. Ψη λά καί λεπτά δέντρα μέ ευ λύγιστους κορμούς υπάρχουν γύρω τους. Μήπως έπεσε από κανένα, από αυτά τά δέντρα; — Τί κυττάζεις αφέντη; τον ρωτάει ό Μπουτάτα. Λες νά ρίξη κι5 άλλα ψίδια ό ούρα νός; Μά ό Ταμπόρ δέν κυττάζει τον ουρανό, όπως νομίζει ο Μπουτάτα. Κυττάζει την κο
4Ο Ταμπόρ προλαβαίνει την τελευταία στιγμή καί σπρώχνει τή Ζολάν.
ΤΑΡΖΑΝ ^
19
Τό δηλητηριώδες ψίδι έτοιμάζεται νά δαγκώση στο πρόσωπο τον Μπουτάτα.
ρυφή ενός δέντρου όπου κάτι μαυρίζει. Κι* αυτό τό δέντρο δεν απέχει και πολύ από τό μέρος πού κάθονται γύρω στή φωτιά. Μαζί μέ τον Ταμπόρ, κυττάζει καί ό αρχηγός τής έξερευνητικής αποστολής, ό Άλφιέρι. Βλέπει τή σκιά καί αστραπιαία βγάζει τό πιστό λ του κι5 ετοιμάζεται νά πυ ροβαλήση. Δεν προλαβαίνει όμως, , Ή κορυφή του δέντρου λυγίζει ξαφνικά καί ό ευλύγιστος κορ μός του κάνει «μ ιά απότομη καμπύλη. Την ίδια στιγμή έ να σώμα πετάγεται* καί σαν αίλουρος σκαρφαλώνει στην κορυφή - του γειτονικού δέν
τρου πού απέχει δεκαπέντε μέτρα «μακρυά από τό προη γούμενο. Μέ τή σειρά του λυ γίζει κι3 αυτό τό δέντρο καί τό σώμα σκαρφάλωνε! σ3 ένα τρίτο. Ό Άλφιέρι πυροβολεί μιά, δυο φορές. 3Αστοχεί όμως γι ατί τώρα δεν διακρίνει καθα ρά τό σώμα πού πετάει από δέντρο σέ δέντρο καί απομα κρύνεται. Ό Ταμπόρ, πού μαντεύειι τώρα πώς τό «σώμα» αυτό εΐ ναι ό /μυστηριώδης άγνωστος πού πετουσε τις ρεγάλες πέ τρες τήν προηγούμενη) βραδυά, καταλαβαίνει πώς αυτός ό ίδιος έρριξε τά ψίδια από
10 τά όποΐα (βρήκε τραγικό θά νατο ένας λευκός καί παρ’ ο λίγο να τον ακολουθήση ό Μπουτάτα. ε Ετοιμάζεται; λο ιπαν, νά τρέιξτγ προς :τήν κατεύθυνσι πού πήρέ ο μυστηριώδης ά γνωστος (μέ τήν ελπίδα πώς ίσως κατορθώση νά τον σ υλλάθη, όταν πίσω του, αντη χεί ίμια σπαρακτική κραυγή. Γυρίζει άπότομα πηΛς το μύρος τής κραυγής και ένα ρΐ γος φρίκης διαπερνάει τό κορ μί του. Βλέπει στην άκρη τής ζούγκλας μια πελώρια τίγρη νά κατασπαράζη έναν από τούς μαύρους πού φρουρού σαν την κατασκήνωσι. Μέχρι νά τρέξη, προς τό μέρος πού εκτυλίσσεται ή τραγική σκη νή, ή τίγρη ιμιπαίνε! στην πυ κνή ζούγκλα καί γίνεται άφαν τη, ενώ τό κορμί του δυστυ χισμένου -μαύρου κάνει τούς τελευταίους σπασμούς του. Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ
©1^
ΥΠ ΟΛΟ ΜΊ 01 ιμαύροι άλλα καί οι λευκοί έ χουν τρομοικρατηθή. Πε ρισσότερο όμως έχει τρομο κράτησή, ό "Αλφιέρι·. — Ποιος μπορεί νά είναι αυτός πού πέταξε τά φάδια; ρωτάει τό Ελληνόπουλο. Ό Ταυπόρ δεν του άπαντάει. ΚΓ αυτός δεν ξέρει. Τό μόνο πού ξέρει είναι ότι ή τίγρη, έχει κάποια σχέσι μέ τό μυστηρ ιώδη άγνωστο.χ, Π & στεύει πώς τό άγριο ζώο πει θαρχεί στις διαταγές τού άνθρώπου μέ τή’ μακρυά γε* Τ' · ι/ '
Ο ΜΙΚΡΟΣ νειάδα. 3Από κεί κΓ έπειτα τι ποτ’ άλλο δέν ξέρει. ( -αφνικά, ιμιά υπόκωφη φω νή αντηχεί πάνω από τή βαθειά σιγή τής ζούγκλας. Μοι άζει ο τόν,ος τής φωνής αυτής σά νά βγαίνη από ένα χωνί. "Ολοι τεντώνουν τ’ αυτιά τους ν’ άκούσουν, ένώ μιά ττα ράξενη ανατριχίλα φόβου κα)ί μυστηρίου διαπερνάει τή σπον δ υλική τους στήλη· «’Αλφιέρι!, — λέει ή υπό κωφή φωνή — ή ζούγκλα θά γίνη ο τάφος σου! Αργά ή γρήγορα θά πάρω τήν έκδίκη σί μου καί τό αίμα σου θά σβήση τό αιώνιο /μίσος πού τρέφω απέναντι· σου. "Οσο κύ άν προφυλαχθής, ’Αλφιέρι, μά θε πώς δέν θά βγής ζωντανός από τήν ζούγκλα! Οί κατάρες μου σου άνοιξαν τον τά φο γιά νά πέσης μέσα...»^ Ό Μπουτάτα, πού τόση ώρα καθόταν σταυροπόδι καί ξεκακκάλιζε τό νόιστιμο κρέ ας του ψητού ζαρκαδιού, πετά γεται επάνω· καί τραβάει τή μπιστόλα του, λες καί τον τσίμπησε μυΐγα. — Έλα κοντά άν σου βα στάη, παλληκαράΓ, φωνάζει "Οποιος πειράξη τόν κύριο; μαχαίρι θάχη νά- κάνη μέ μέ* να, ιμέ τή μπιστόλα του ' μέ τις σφ-αλιάρες μου καί μέ τίς κουτουλιές μου. Σιωπή άκολούθησε τά λό για του χαζού Μπουτάτα. — Τού πήγε πέντε - πέν τε λέει ό Τσουλούφης καί ξανακάθεται δάπλα στή φωτιά. Κανείς όμως άπό τούς άλ
ΤΑΡΖΑΝ λους δεν ιέχει ορεξι νά άστειευθή. Καταλαβαίνουν δλοι τους πώς κάποιος φοβερός κίνδυνος τους άπειλεΐ σέ κα θε τους βρμά. Πώς-μιά ψοβειρή κατάρα βαραίνίΡ τά κεφά λ ί α τους. Ό Ταμπόρ πλησιάζει τον Άλφιβρι πού φαίνεται άποκα μωμένος από τον τρόμο, κΓ έχει στηριχθή στον κορμό έ“ νός δέντρου. — Άλφιέρι, τον ρωτάει, έ χεις κανέναν έχθρο μέσα στη ζούγκλα; —^ Όχι! βιάζεται νά άπαντήσηι ό Ιταλός έξερευνη της. 4 — Μήπως έχει φύγει κά ποιος^ άπό τά μέλη, τής απο στολής σου και γυρνάε[ μό νος του στη ζούγκλα; :— Όχι, απαντάει τώρα έ νας άλλος. —ιΓιά ποιο σκοπό ήρβατε στη ζούγκλα; ρωτάει πάλι τό Ελληνόπουλο. — ΕΤ μ άστε έπ ι στήμονες, λέει ό Άλφιέρι. Ή αποστολή μας εΐναι επιστημονική. Σκο πεύουμε νά φθάσουμε ώς τό βουνό ι.Κιλιμάντζαρο για νά μελετήσουμε τη ζωή των άγρι ων φυλών .πού ζούν πάνω σ’ αυτό. — Είχες ξανάρθει καμμιά φορά στή ζούγκλα; Ό Άλφιέρι φαίνεται νά δι στάζη. και νά σκέφτετα! πρ·ίν δώση τήν άπάντησί του. -Στο τέλος άποφασίζείΓνά μιλήσει *— Ναι;, είχα έρθει πριν πέντε χρόνια. — Μόνος; — Όχι, μαζί μ5 έναν φίλο
21 μου. Όνομαζόταν ιίΐιέτρο Κό μι* — Γιατί είχατε έρθει; λ — Γιά δ ιαμάντ ισ.; > Δυστυ χώς, έγκοτέλειψα στήτ ιμέση τήν άποστολή μου. Ό κοοημε νος ό Π ιέτρο προσεβλήθη άπό τήν άρρώστεια του ύπνου καί πέθανεν Τον έθαψα στή ρίζα ενός λόφου... Αναστενάζει. χ—; Σκοπεύω νά περάσω ά πό τό μέρος αυτό και νά σκορ πίσω λίγα λουλούδια στον τά φο τον, συνεχίζει και όα/οστε νάζει πάλι. Ό Ταμπόρ βιέν μιλάει. Σκέ ψτεται πολύ ώρα κι’ έπειτα^ λέει: · όν λ —'ΕΤχες πολλούς εχθρούς στην πατρίδα σου; Μήπως σ’ ακολούθησε κανένας ριέ σκο πός νά σέ σκοτώση ιμέσα στή ζούγκλα; Ό Άλφιέρι άνασηκώνει τούς ώμους του. Δέν ξέρει κι5 αυτός τΐ νά Ιπή. ^— Έγώ νομίζω πώς είναι κάποιο φάντασμα, λέει μ ιά γυναίκα τής αποστολής και τά (μάτια της γεμίζουν τρό μο. Η ΠΑΓΙΔΑ
ΧΟΥΝ περάσει τά με σάνυχτα. Οι έπιστήμο νες, έκτος άπό έναν φυλάει άκοπός, κοιμούνβαθειά. Ή ολοήμερη πο ρεία καί οί συγκινήσεις τούς έχουν (υπερβολικά κουράσει, -αφνικά, ό ουρανός γεμίζει μαύρα- σύννεφα και μ. ιά άστρα πή τόν σύλακώνει πέρα ώς πέ
22 ρα. Έπειτα από την άστρα'πή ακολουθεί /μια βροντή υπό κωφή πού κάνει τή γή νά τρέ •μη. Περνούν μερικά λεπτά άκσμη και ξεσπάει μια μπάρα τρομερή, λες καί ό ουρανός μεταβλήθη,κε σε ποτάμι πού προσπαιθεΐ νά πνίξη τή γη. Οΐ Εξερευνητές πρόλαβαν κι^ έστησαν δυο άντίσκηνα καί ^μπήκαν μέσα νά προφυλα χτουν. Δυο μονάχα φρουροί φυλάνε κάτω άπό δυο δέντρα Ό ένας είναι μαύρος καί ό άλλος λευκός. Περνάει κάπου ·μιά ώρα. Ή καταιγίδα βέν λέει νά στα ματήση καί οι άστρα πες αύλακώνουν συνέχεια τον ουρά νά. Σέ .μιά στιγμή, μιά ύπο πτη σκιά πλησιάζει προς τό μέρος πού έχει κατασκηνώσει ή άποστολή των εξερευνητών. Είναι μιά παράξενη, σκιά, σκυ φτη, πού βαδίζει με προφύ^
— Ψηλά τά χέρια!, διατάζει > κακούργος ’Αλφιέρι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ λαξι, /χωρίς νά νοιάζεται άπό το πού πέφτει σάν καταρ ράκτης. ^ "Άν^ μπορούσε κανείς νά τήν δή καί νά τήν πλησιάση 6ά διαπίστωνε πώς ή σκιά αυτή δεν ήταν ΐπαρά ένας άν θρωπος, ντυμένος μέ ϊνες φυ τών, καμπουριασμένος, ·μέ ά καθόριστα χαρακτηριστικ ά καί ·μέ πολύ μελαψό πρόσω πο. Στο φως ίμιας άστραπής σταματάει καί κρύβεται πίσω άπό τον κορμό ενός δέντρου. "Έπειτα προχωρεί πάλι καί κατευθύνεται σέ μιά άπό τις δυο σκηνές. Σέ κείνη πού κοι μάται ό ’Αλφιέρι (μέ έναν άκόμη Ευρωπαίο καί (μέ δυύ γυ ναΐκες. "Οταν πλησιάζη, ό μυ στηριώιδης άνθρωπος, πέφτει μπρούμυτα στή λασπωμένη γή καί σέρνεται σάν φίδι. Φθά νει στο άντίσκηνο. τό άναση κώνει σ’ ένα σημείο καί γλυστράει αθόρυβα ιμέσα... 'Όλοι κοιμούνται στο άν τίσκηνο. Μιά λάμπα φέγγει, κρεμασμένη στήν οροφή, καί δίπλα, όρθια στηριγμένα, βρί σκονται μερικά όπλα. Ό ά γνωστος παίρνει ένα - ένα ά>θόρυβα τά όπλα καί τά βγά ζει ·έξω άπό τή σκηνή. Έπει τα κυττάζει επίμονα τον κοιμ^ι σμένο ’Αλφιέρι, προχωρεί μέ τά δάχτυλα των ποδιών προς τό μέρος τής λάμπας, τή σβή νε( καί τήν επόμενη; στιγμή όρμάει άκάθεκτος 'πάνω στον κομισμένο αρχηγό τής άποστολής καί τον αρπάζει άπό τούς ώμους.
Ό ’Αλφιέρι τινάζεται ξα-
ΤΑΡΖΑΝ φ\ υκόί και άψήνει μια κραυγή πόνου καί καταπλήίξεως. —Ποιος είναι!, κατορθώ νει να ττή, νοιώθοντας τό βά ρος ένας αώματος νά πέφτη επάνω του. -Ποιος έσβησε τό φως! -— Έγώ! απαντάει ή βρα χνή φωνή του άγνωστου πού ζητάει τώρα νά τον πιάση, άπό τον λαι(μό. Έγώ ό έχθρός σου, ό άλλοτε φίλος σου πού τον άφησες στη ζούγκλα ό Π ι έτρο Κόμι! 5Από τις Φωνές ξυπνούν καί οί άλλοι πού κοιμόνταν ,μέσα στο άντίσκηνο, μά, άπό τον ύπνο καθώς είναι, δεν έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι καί κιά θονται έκεΐ πού βρίσκονται. — "Όχι! "Οχι!, ουρλιάζει ό Άλφιέρι σάν τρελλός καί προσπαθεί νά πεταχτή επάνω Ό φίλος ιμου είναι νεκρός, πέ θανε.'. —Δέν πέθανε, του σφυρί ζει ή φωνή. Έσύ νόμισες πώς πέθανε ιμά ζή καί ήρθε νά ξεπληρώση κάτι παλιούς λογά ριασμούς του. Άλφιέρι, ετοι μάσου νά πεθάνης! — "Οχι, βοήθεια!, ούρλιά ζει ό Άλφιέρι. Μέ σκοτώνουν βοήθεια! — Βοήθεια!, φωνάζει καί ή μιά άπό τις γυναίκες πού κοιμόταν στο ίδιο αντίσκηνο. Μά όσο κι* άν φωνάζουν, οι φωνές τους, άπό τό βουητό τής βοοχής καί τά ιμπουμπου νητά δέν φθάνουν ώς τό άλλο αντίσκηνο. Ό άντρας πού α πλώνει τό χέρι του ν5 άρπάξη ένα όπλο δέν τό βρίσκει καί, αποφασίζει νά ιμήν τό κουνή-
23
Μιά^ δεύτερη ριπή ^ξεκινάει άπο τό αυτόματο του Άλφιέρι. ^
ση άπό τή θέσι του. — Είπες ότι πέθανα άπό τήν ασθένεια τού ύπνου!, έξα κολούθησε ή βραχνή φωνή. Εί πες ψέματα ατούς συντρόφους σου. Δέν τόλμησες νά πής πώς θέλησες νά ιμέ σκοτώσης. —"Ελεος !, ψισυγγρίζει ό Άλφιέρι. Συχώρεσέ με, φίλε -μου! Δέν ήξερα τί έκανα, τό τε! Μέ είχε τυφλώσει ή δίψα των διαμαντιών κι5 ήθελα νά πάρω καί τό δικό σου μερί διο! Λυπήσουμε κι* άφησε με νά ζήσω! Ναι-, είπα ψέματα σ’ όλο τόν κόσμο καί ατούς δικούς σου πώς πέθανες, ενώ έγώ σέ είχα σκοτώσει. Σέ εί χα ποτίσει δηλητήριο καί νό μισα πώς πέθανες... "Ελεος. Π ιέτρο! Μιά σπαρακτική γυναικεία φωνή άντηχεί τότε 'μέσα στο αντίσκηνο κι* ένα σώμα άγκαλιάζει μέ δύναμι τον άγνω
24
Ο ΜΙΚΡΟΣ
την κατασκήνωσι των έπιστη μόνων, δέν ήτοον άλλος άπό τον (Πιέτρο Κόμι. Ό Άλφιέρι εΐχε πή πώς πέθανε, τό 4 Ελ ληνόπουλο, όμως εΐχε ά,μφιβο λίες. "Έφυγε λοιπόν κρυφά ά πό τό άλλο άντίσκηνο καί μπήκε στο άντίσκηνο τού Άλ φιέρ[ γιά νά τού παίξη, την περίφηίμη αυτή κωμωδία. ' — Ό "Αλφιέρι είναι ένας παλιάνθρωπος, λέει ό Τα μπόρ στον επιστήμονα πού τον κυττούσε μέ γουρλωμένα μάτια. (Πριν πέντε χρόνια ήρ θε ιμ’ ένα φίλο του στή ζούγ κλα.γιά νά βρή διαμάντια. Ά φού μάζεψαν άρκετά. φαίνε ται πώς στο γυρισμό δάλθηκε νά σκοτώση τό φίλο του γιά νά πάρη. τά διαμάντια του. Τον πότισε δηλητήριο ιμά ό Θεός δέν τον άφησε νά πεθάνη. "Από τήν ημέρα εκείνη ό Πιέτρο Κόμι ζή στή ζούγκλα μέ σκοπό νά έκδικηθή τον άλλοτε φίλο του. Γιατί δέν έγ ΠΟΡΕΙΑ κατέλειψε τόσον καιρό τ^ν ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ζούγκλα καί δέν γύρισε στήν ΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ό άνθρω πατρίδα του, κανείς δέν τό πας πού ;μπήκε στόφαν ξέρει. τίσκηνο καί απειλούσε 4Η λιττοθυμισμένη, γυναίκα πώς θά σκοτώση τον Άλφιέρι πού εΐχε συνέλθει καί άκουδέν είναι άλλος από τον Τασε τά λόγια τού Ταμπόρ, τόν μπόρ. Τό θρυλικό (Παιδί τής ρωτάει ιμέ λαχτάρα: Ζούγκλας, αποφάσισε νά στη — Λέτε νά ζή ό άδελφός ση ένα είδος παγίδας στον μου; "Αλφιέρι καί νά τού παρουσία — ΕΤιμαι βέβαιος, τής άπο σθή τάχα ιμέ τό πρόσωπο τού κρίνεται τό παιδί. Είναι άδελ νεκρού φίλου του γιά νά τον φός σου ό Πιέτρο Κόμι; κάνη νά όμολογήση, όπως . — ιΙ^αί, λέει ή γυναίκα κου καί πραγματικά ομολόγησε. νώντας μελαγχολικά τό κεφά Ό Ταμπόρ ύποπτευθηκε πώς λι της. "Έφυγε /μιά μέρα χιά ό άγνωστος ςχθρός ..τού Άλ τήν "Αφρική καί δέν ξαναγυρι ψιέρι πού τρομοκρατούσε σε, Ό Άλφιέρι μάς εΐπ£ πώς στο, άναγκάζοντάς τον ν' αφή ση τον Άλφιέρι καί νά σηκω 6ή όρθιος. -πτΦώς! Φως, φωνάζει ή γυναίκα. Ανάψτε τό φώς νά δω τό χαμένο «μου άδελφούλη τον Πιέτρο! "Ενα σπίρτο ανάβει σέ λί γο τή λάμπα καί διώχνει τά σκοτάδια. Μια παράξενη σκη νή διαδραματίζεται τότε στο αντίσκηνο. Ό Άλφιέρι ορμά ει καί βγαίνει έξω στη νερο ποντή ενώ μια από τις δυο γυναίκες εξακολουθεί νά άγκα λιάζη τον άγνωστο καί νά λέη κλαίγ όντας: • -— Πιέτρο, άδελφουλη ιμου, Πιέτρο, πού σέ νόμιζα νεκρό. Ξαφνικά, όμως, σταματάει τό κλάμα, λύνει τά χέρια της από τό κορμί1, έκείνου πού αγ κάλιαζε καί .. .κυττάζοντας τον καλύτερα, ξεφωνίζει: — Αυτός δεν είναι ό Πιέ τρο, είναι ό Τα...Ταμπόρ!
Π
ΤΑΡΪΑΝ
ττέβανε. "Από κείνη την ημέρα ένα μονάχα σκοπό είχα στη ζωή μου. Νά έρθω στη ζούγ κλα και νά προσκυνήσω στον τάφο του. "Αν όμως τον βρω ζωντανόν, φοβάμαι- πώς θά τρελλαθω από τη χαρά μου! — ιΓιά ποιο λόγο ακολού θησε 6 "Αλφιέρι την έπιστημο νίκη άποστολή; ρωτάει ό Τα μπορ. — Είναι έπιστήμονας και μάς κάνει τον όδηγό, λέει ό άντρας. — "Οχι!, λέει ριά τραχεία ?ωνή πίσω τους. "Ήθελα νά ανάρθω στην "Αφρική γιά νά γεμίσω τις τσέπες μου ιμέ δι αμάντια. Και τώρα,, ψηλά τά χέρια πριν σάς τινάξω τά μυ αλά στον άέρα. "Ενας - ένας, οι άνθρωποι πού βρίσκονται στο άντίσκη νο σηκώνουν τά χέρια. Πίσω τους ό "Αλφιέρι τούς απειλεί μέ ένα αυτόματο. — Ώραΐος κάνει θριαμ βευτικά. Μπορούσα νά σάς σκοτώσω έδώ ιμά σταμάτησαν οι βροντές και φοβάμα! μή πως μέ πάρουν εϊδησι, οι άλ λοι. Μιά γυναΤκα ν’ άνοιξη την πόρτα τού αντίσκηνου και νά βγητε έξω δλοι ήσυχα ήσυχα. Πραγματικά, ή διαταγή του "Αλφιέρι έκτελεΐται. "Ε νας - ένας (βγαίνουν έξω στη νύχτα οπού ή θύελλα έχει κο πάσει κι5 ένα μικρό κομμάτι φεγγαριού φωτίζει θαμπά την ατμόσφαιρα. Μαζΰ με Ο λους βγαίνει και ό Ταμπόρ. Ή συνοδεία απομακρύνε ται άρκετά άπό την κατα-
25 σκήνωσι. (Κανείς δεν άποφασί ζει ν" όοντιδράστι ή νά προσπα θήση νά ξεφύγη. Ό κακούρ γος "Αλφιέρι έχει τό χέρι του έτοιμο στη σκανδάλη/τού αύ τομάτου. ο Τ· — Γονατιστέ δλοι κάτω!, διατάζει σέ μιά στιγμή. Όλοι ιύπακούουν. Ή ψυχή τού Ταμπόρ βράζει άπό τό θυμό της. "Αν ήταν κοντά του ό^ κακούργος θά μπορούσε^ νά τον αίφνιδιάσηι, ιμά τώρα εΤναι άρκετά δύσκολο κάτι τέτοιο. Μέ τήν πρώτη κίνησί του ό "Αλφιέρι θά τον γαζώση μέ ■μιά ριπή, «Κάτι πρέπει νά γίνηρ, συλ λογίζεται καί παίδευε! τό μυ αλό του νά βρή «μ ιά λύσι. 'Ή — Λοιπόν, λέει ό "Αλφιέρι, ώς ιέδώ ήταν ή ζωή σας. Κανένας^δέν θά μάθή τό μυστικό μου άν σάς σκοτώσω, "Ολοι θά νομίσουν πώς σάς σκότω σε ό αόρατος εχθρός μ*αςν — >Κι" εσύ, τού απαντάει ο Ταμπρρ, πώς θά κατορθώσηις νά γλυτώσης άπό> τον α όρατο αυτόν εχθρό, τον Π ιέτρο Κόμι πού έχει όρκιστή νά σέ θάψη μέσα στή ζούγ κλα; Ό κακούργος ανατριχιάζει. —· θά λογαριαστώ καί μ" αυτόν, λέει υπόκωφα. "Αν δεν τού έκανε τίποτα τό δηλητή ριο πού τού έδωσα π,ρίν πέν τε χρόνια, θά τού φθαση αυ τή _τή φορά μιά σφαίρα... -αφνικά, κάποιος ύποπτος θόρυβος άκούγεται πίσω του καί τον κάνη νά στρέψη το κεφάλι του. "Υστερα άναγκά ζέται νά στρέψη, καΤτό κορμί)
26 του γιατί, σέ είκοσι βημάτων άπόστασι διακρίνει τον όγκο ενός θηρίου πού όρμάει κατα πάνω του. Είναι μια τίγρη,! Τό δάχτυλο του ’Αλφίέρι, πιέζει μανιασ,μεινα τη σκανδά λη καί μια ριπή σκίζει την α τμόσφαιρα. Ταυτόχρονα ή τί γρη κοντοστέκεται, ανόρθωνε ται στά μπροστινά της ποδά ρια και 'πέψτει κάτω, νεκρή. / Ό Ταμπόρ, βρίσκει ευκαι ρίια νά σηκωθή όρθιος κΓ' έτοι μάζεται νά όριμήση εναντίον του κακούργου. Έκεΐνος όμως στρέψει όζπότομα, διακρίνει στο μισόφωτο τη σιλουέττα του νέου και πατάει για δεύ τερη φορά τη σκανδάλη-... Ο ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Κακούργε!, λέει ή γυναί κα και προσπαθεί νά τον πνίξη.
τα καί νά πάρη δυο στροφές Ι ΣΦΑΙΡΕΣ σουρίζουν απειλητικά^ γύρω του πάνω στο χώμα. Μιά δεύτερη και αναγκάζουν τό *Ελ ριπή «ξεκινάει από τό αυτό μα το του Άλφιέρι που τήν συνο Ληνόπουλο νά πέση μπρούμυ δεύει μιά άγρια κραυγή μί σους καί λύσσας. Μά τό παι δί στέκεται τυχερό. 'Μιά πέ τρα πού βρίσκεται μπροστά του τον καλύπτει από τό^πυ ρωμένο χαλάζι, τών σφαιρών. Ό ’Άλφιέρΐί, γονατίζει ν’ άλλάξη ταινία στο αυτόματό του. Ή ευκαιρία ήταν μονα δική. Ό Ταμπόρ, αλλά καί οί άλλοι αιχμάλωτοί του τό βάζουν στά πόδια καί σέ λίγο μερικοί θάμνοι τούς κρύβουν άπό τά μάτια του κακούργου. ^ —ιΠοΰ θά μοϋ πάτε!, γρυλ λίζει καί κάνει νά όρμήση στον κατήφορο. Μιά φωνή όμως πού άκού Η ριπή πετυχαίνει τήν τίγρη και τήν ρίχνει κάτω. γεται πίσω του, τον κάνει νά
Ο
ΤΑ ΡΖΑΝ
μείνη στη θέσι ταυ καί να ρι γήση σύγκορμος. — Άλφιέρι!, ήρθε ή ώρα νά πλήρωσής το έγκλημά σου! Στρέφει απότομα τό κορ μί του και ασυναίσθητα πα τάει τή σκανδάλη·. Τώρα δεν τον ενδιαφέρουν οι άλλοι που έφυγαν. Τον ενδιαφέρει αυτή ή φωνή, ή τόσο γνωστή του που μοιάζει μέ κατάρα. Εί ναι ή φωνή του Πιέτρο Κόμι, του φίλου του πού τον δηλη τήριασε πριν πέντε χρόνια για νά του πάρη τό μερίδιο των διαμαντιών καί πού τώρα τον ιβρίσκει νεκραναστημένο, μπροστά του. Μ5 όλο πού κρατάει τό συ τόματο, έχει χάσει έντελώς τό θάρρος του καί τά δόντια του τρέμουν άπό φόβο. Νομί ζει πώς έχει ν’ αντιμετώπιση
— Μττά σέ καλό σου!, κάνει ο Μπουτάτα φοβισμένος.
27
ιΟ Ταμπόρ και ή Ζολάν έρπουν αθόρυβα, πλάι - πλάι.
ένα φάντασμα κι* δχι έναν άν θρωπο. — 5Αλφ ιέρ ι!, άκούγεται πάλι ή φωνή, κατάφερες νά σκοτώσης τήν τίγρη, πού έ στειλα νά σέ κατασπαράξή μά δεν πρόκειται νά σκοτώσης εμένα, θά πληρώσης^ ακριβά τό χαμό του άγαίπημένου μου ζώου πού τό είχα άπό μικρό μαζί μου. : — Ποιος είσαι!, ουρλιά ζει ό Άλφιέρι και τά μάτια του .πετάγονται έξω άπό τις κόγχες τους. — Είμαι ό ιΠιέτρο^ Κόμι!, λέει ή φωνή. Φορώ άντι^ για ρούχα τομάρια ζώου και τά γένεια μου φθάνουν ώς τή μέ ση μου. Έμεινα τόσον καιρό στή ζούγκλα για νά σέ περί μένω, Ιούδα! ^Ήθελα^νά μαρ τυρήσης σ’ αυτόν τον τόπο πού πότισες δηλητήριο τον
28 ττιό καλό σου φίλο για νά του κλέψης μερικά διαμάντια. Τό αυτόματο του Άλφιέρι τερετίζει καί ή κάννη, του σκο πεύει δεξιά κι5 αριστερά. Α κούει τή φωνή του εχθρού του μά τον ίδιο δεν τον βλέπει. — Θ’ άπορης γιατί δεν σέ σκότωσα ώς τώιρα, συνεχίζει ή φωνή. Ήθελα νά σέ κάνω νά ύποφέρης Άλφιέρι! Νά τρελλαθής άπό τό φόβο σου καί νά γυρίζης μέ χαμένο μυ αλό στη ζούγκλα ώσττου νά σέ κστασπαράξη, κάποιο ά γριο θηρίο! Σέ ιμιά στιγμή, ό Άλφιέρι διακρίνει μιά ύποπτη κίνησι, σά νά σηκώθηκε ένα κεφάλι πάνω άπό ένα θάμνο. Στρέφει τό αυτόματό του σ’ αυτή τήν κατεύθυνσι καί πυροβολεί. Ή σκιά πετάγεται καί κάνοντας /μιά γρήγαρηι καμπύλη, κρύβε ται ττίσω ιάττό μερικούς βρά χους. — Άλφιέρι!, φωνάζει, οί σφαίρες σου δέν μπορούν νά μέ πετύχουν γιατί τό χέρι σου τρέμει. Ό Άλφιέρι τρίζει τά δόν τια του. "Ολο του τό σώμα τρέμει καί λαχοα/ιάζει σάν σκύλος. Αφήνει τώρα τή θέσι του καί προχωρεί ιμέ προφάλαξι προς τούς βράχους. Μιά πέτρα πέφτει δίπλα του καί τον κάνει νά ούρλιάξη άπό τον τρόμο. "Έπειτα άκο λουθεί ένα κοροϊδευτικό γέλιο. ;—-Άλφιέρι, ξέρω πώς ή ψυχή σου τρέμει άπόι τον πα νικό! Θά μπορούσα εύκολα νά σέ σκοτώσω μά §έν μου αρκεί αυτό.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ό Άλφιέρι πιέζει τή σκαν δάλη προς τό μέρος πού άκούγεται ή φωνή. Μά τό κορο ϊδευτικό γέλιο έξακολουθεΐ... Αναπνέει βαθειά. Φοβά ται ττώς πραγματικά θά τρελ λαθή, δέν θά μπορέση ν’ άντέξη πιο πολύ. Ξαφνικά, ένα σώμα πέφτει επάνω του καί τον κάνει νά πέση κάτω ανάσκελα. —<Κ οϋκούργε!, λέεΐι μιά φω νή ιένώ δυο χέρια προσπαθούν νά τον πνίξουν. Ό Άλφιέρι, μπροστά στον κίνδυνο τού θανάτου άντιδρά μέ όλες του τις δυνάμεις. Κα τορθώνει ν’ άπαλλαγή άπό τό σφίξιμο των χεριών, πού δέν εΐναι άλλωστε καί πολύ δυνα τό καί νά σηκωθή έπάνω. Τό τε μονάχα βλέπει ποιος ήταν έκεΐνος πού προσπαθούσε νά τον πνίξη. Ήταν ή άδελφή τού ΤΊιέτρο Κάμι. —- Κακούργε!, ξαναλέει ή γυναίκα κι* έτοιμάζεται νά σηκωθή. Τό αυτόματο όμως τού Άλ φιέρι τήν χτυπάει μέ τήν καν νη στο κεφάλι καί τήν αφήνει αναίσθητη,. Ό κακούργος γελάει τώρα σατανικά καί καταστρώνει έ να σχέδιο. — Πιέτρο!, φωνάζει στον άνθρωπο πού κρύβεται πίσω άπό τούς βράχους, φανερώ σου καί σήκωσε τά χέρια ψη λά!. Έχω μπροστά μου τήν άδελφή σου άναίσθητη καί άν δέν φανερωθής μέσα σέ δυο λεπτά, θά τήν σκοτώσω! Ένα κεφάλι προβάλλει τό
ΤΑ^ίΑΝ τε ανάμεσα άπό τους 6ρά· χους. — Ψέματα!, λέει. Τι γυ ρεύει ή άδθλφή μου στη ζούγ κλα; —7Ηρθε μαζί μας για να προσκύνηση, * τον τάφο σου, του λέει ό Άλφιέρι. Έμαθε την αλήθεια, ττώς εγώ σέ δη λητήριασα καί ρίχτηκε πάνω μου να μέ πνίξη. Τη βλέπεις εδώ μπροστά στα πόδια μου; "Αν τη λυπάσαι πσραδόσου μέσα σέ δυο λεπτά. Μ5 άκούς ΊΊιέτρο; Απόλυτη, παγερή σιγή Α κολουθεί Τά λόγια του. Τό φεγγάρι τώρα (ελευθερώθηκε από τά σύννεφα καί φωτίζει άπλετα τή γη. Ό ’Αλφιέρι πε ριμένει ιμέ τό δάχτυλο στή σκανδάλη. "Αν βγή ό 'Πιετρο από τούς βράχους θά Τον γα ζώση μέ μιά ριπή, γιά νά Τε λειώνη μιά καί καλή μ5 αυτόν. Η ΤΣΙΤΑ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣI
ΙΡϋ ΑΦΝΙ(ΚΑ, πολλές σκι■» ιές εμφανίζονται δεξιά !1β2 κι5 άριστερά, ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Ό ’Αλφιέρι ανασκιρτάει καί η καρδιά του κινδυνεύει νά οπάση άπό τήν αγωνία. Μπά σέ καλό· μας, τί μάς ήρθε καί κυνηγάμε τον «μαχαίρι», γκρινιάζέι μιά αττό τις σκιές πού άνηκει στον Μπουτάτα. Δίπλα του βρίσκεται ή Ζο λάν καί ό Ταμπόρ..- Μόλις κα τώρθωσε νά ξεφύγη τό Έλλη νόπουλο, έτρεξε νά ειδοποίη ση τά υπόλοιπα μέλη τής α
ποστολής καί νά τούς έξηγήση^ τον σκοτεινό .ρόλο του 5Αλ φιέρι. — Πρέπει νά τον συλλά βου με, λέει ένας άπό τήν άπο στολή. Νά βρούμε καί τον φ^ί λο του πού θά γυρίζη στή ζούγκλα σέ άγρια κατάστασι πριν ιμάς σκοτώση, καί μάς, αντί γιά τον ’Αλφιέρι. "Έτσι, δλα τά μέλη τής ά τι οστολής καί οι νέγροι, κά νουν μιά παγάνα γιά νά βρουν τον κακούργο. — Νάτος!, λέε^ι ό Ταμπόρ δ ιακρ ίνοντ ας μ ιά άκ ί νη τη σκιά άνάμεσα σέ κάτι θά μνους. — ’Αλφιέρι!, φωνάζει ένας άπό τά μέλη, τής άποστολής καί σηκώνει άπειλητικά τό αυ τόματό του, παραδόσου -^πΠαραδόσου, «μαχαίρι», φωνάζει καί ό Μπουτάτα. Κά νε γρήγορα πριν θυμώσω καί σέ αρχίσω στις καρπαζιές. Ή άπάντησι τού ’Αλφιέρι είναι σαρκαστική. — (Κοπιάστε νά μέ συλλά βετε!, τούς λέει. Στά πόδια μου έχω μιά κοπέλλα. *Όποιος τολμήση νά προχωρήση έ στω κι5 ένα βήμα, θά τήν σκο τώσω άμέσως. Κάνετέ μου τή χάρι νά φύγετε καί νά μέ αφή σετε ήσυχο. -— "Ακούσε έδω !, θυμώνει στά σοβαρά τώρα ό Μπόυτάτα. Μιά κουβέντα νά πής άκό μη καί έφτασα νά σέ ταράξω στίς^ σφαλιάρες. Είναι έτοιμος νά όρμήση εναντίον τού ’Αλφιέρι μά ό Ταμπόρ τον συγκρατεΐ. — 'Αλφιέρι !, φωνάζει ό ΐ-
30 διος τώρα στον κακούργο, ττέ τάξε τό αυτόματά σου και σήκωσε τά χέρια σου ψηλά. — Ταμπόρ!, έρχεται ή ά πάντησις, πήγαινε στη σπη λιά σου και μην ανακατεύεσαι σέ ίξένες υποθέσεις γιατί θά μετανοιώσης σκληρά. Ό Ταμπόρ διστάζει νά προ χωρήση. Καταλαβαίνει πώς ό Άλφιερι είναι ικανός νά σκοτώση την κοπέλλα. Πρέ πει νά σκεψτή κανένα σχέδιο γιά νά τον θέση εκτός μάχης. — Ταμπορ!, άκούγεται πάλι ή φωνή τού κακούργου, σάς δίνω προθεσμία πέντε λε πτων νά φύγετε, διαφορετικά θά σκοτώσω την κοπέλλα και 6ά σκοτωθώ κι1 εγώ. Ό Μπουτάτα είναι έξω φρε νών. Ετοιμάζεται πάλι νά όρ υήιση μά ό Ταμπόρ τόν άπει λεΐ πώς θά τόν χτυπήση άν
*0 Ταμπόρ ικοττοχλαβαίνει πώς τόν σκότωσε ή Τσίτα...
6 ΜI I (Ρ 61 κάνη έστω κι* ένα βήμα. Ό πεισματωμένος άράπης όμως, δέν τό βάζει κάτω. Ά πο,μακρύνεται λίγα βήματα από τόν Ταμπόρ. σκύβει καί λέει έμπιστευτικά στην Τσί τα: — Αφέντη, Τσίτα, πάρε τή ·μ πιστόλα μου καί πήγαι νε νά χτυπήσης στο κεφάλι εκείνον τόν πάλι άνθρωπο πού κάθεται έκεΐ πέρα. Κατάλα βες, Τσίτα; Ή μαϊμού παίρνει τό πι στόλι, περνάει τό δάχτυλό της στη σκανδάλη καί τό στρέφει προς τό Μπουτάτα! —^Μπά σέ καλό σου!, δια ιμαρτύρεται ό άράπης καί ση κώνει τά χέρια. Δέν σού είπα νά^ σκοτώσης εμένα, αλλά έκεΐνον έκεΐ κάτω, καί τής δει χνει μέ τό χέρι του τόν ’Αλφ;έρι. Ή Τσίτα γρυλλίζει καί κυτ τάζει τή σκοτεινή σιλουέττα τού * Αλφιερι. Εκείνη, τη στι γμή, τό φεγγάρι κρύβεται πί σω από ένα μαύρο σύννεφο καί δλα βυθίζονται στο σκο τάδι. Ό Ταμπόρ βρίσκει τή στι γμή κατάλληλη, γιά νά δρά ση. Πέφτει μπρούμυτα καί άρ χίζει νά ερπη προς τό ίμερος τού κακούργου. Ή Ζολάν πε φτει κι3 αυτή δίπλα του. Τό σύννεφο όμως είναι πε ραστικό καί τό φεγγάρι ξανα βγαίνει. Ένα άλλο, πιο μαύ ρο σύννεφο πλησιάζει τώρα. —-Μήν κουνηθή κανείς σοος, ουρλιάζει ο ’Αλφιερι μόλις σκοτεινιάζει πάλι. Μέ τόν πα ρα μικρό θόρυβο πού θ’ άκού-
ΤΑΡ2ΑΝ σω, θά σκοτώσω την κοπέλλα! 'Κάποιον ακούω νά έρχε ται... Πίσω, -θά την σκοτώσω. " Ενας πυροβολισμός αντη. χεΐ ξαφνικά κι5 ακολουθεί μια παγερή, μια θανάσιμη σιωπή. — .Τη σκόσωσε!, λέει ό Ταμπόρ καί σφίγγει με λύσ σα τις γροθιές του. Τό σύννεφο φεύγει γρήγο ρα και τό φως τού φεγγαριού Φωτίζει άπλετα την Ατμόσφαι ρα. ^ Ό Ταμπόρ, σηκώνει τό κεφάλι μά δεν βλέπει τίποτε. Ό Άλφιέρι δέν φαίνεται. Άρ χίζει να σέρνεται αθόρυβα καί, σέ πέντε λεπτά, πετάγε ται ξαφνικά, στο σημείο πού βρισκόταν ό κακούργος. ,Έκεΐ, τον περιμένει μια με γάλη έκπλη<ξις. Βλέπει τον ’Αλφιέρι, νεκρό, πλημμυρισμέ νο στα αίματα, δίπλα μια κο πέλλα να συνέρχεται καί, πιο πέρα, την Τσίτα νά σηκώνη ψηλά την κουμπούρα τού άρά πη^ νά γρυλλίζη καί νά χορεύη. Καταλαβαίνει τότε πώς ή Τσίτα τον σκότωσε! Σέ δυο λεπτά φθάνουν δλοι κοντά στον Ταμπόρ καί μένουν μέ τό στόμα ανοιχτό. — Ποιός τον σκότωσεέ άναρωτιούνται. — Ποιός τον σκότωσε; άται ό Μπουτάτα. Μόνο ένας μπορούσε νά κάνη; αυτό τό πράγμα! Καί δείχνει περήφανα τον εαυτό του! -αφνικά, ένα παράξενο πλά σμα τρέχει προς τό μέρος τους. Φοράει πέτσινα^ ρούχα κι* έχει ιμακρυά γενειάδα. ΕΤ ναι ό Πιέτρα ιΚόμι, ό μύστη
31
Τά δύο αδέλφια τρέχουν ν* Αγ καλιαστούν μέ λαχτάρα.
ριώδης καί μισότρελλος άγνω στος που φοβόταν όλη ή Α ποστολή. Μιά γυναίκα άνοί^· γει τότε τά χέρια της καί τον αγκαλιάζει μέ λαχτάρα. — Αδελφέ μου, Π ιέτρο!, φωνάζει καί ξεσπάει σέ ·κλά ματα. Ό αγριάνθρωπος κλαί ει κι* αυτός σπαραχτικά καί κάνει σάν μωρό παιδί από τη χαρά του. — Νά τον πάρετε λ μαζί ο ας, λέει ό Ταμπόρ στους άν δρες τής Αποστολής. 5Ελπίζω νά γίνη καλά δταν ξαναγυρί ση στον πολιτισμένο κόσμο. * * * Ό Μπουτάτα αποφασίζει νά κάνη έναν περίπατο για νά ξεσκάση. "Εχει σηκωθή πιά ίόταν ό ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό καί βλέπει πώς γύρω του,: στή
32 σπηλιά, δεν υπάρχει κανείς. Ό Τάμπόρ με τή Ζόλάν φαί νεται πώς Οά βγήκαν γιά κυ νήγι. Μά ούτε ικαΐ ή Τσίτα είναι στη θόσι της. Φαίνεται πώς βγήκε κΓ αυτή νά χορτάση το στομάχι της μέ κανέ να νόστιμο φρούτο. — θά κάνω ικι5 εγώ έναν περιπατάκο, λέει ό άράπης και ζώνεται την κουμπούρα του. θά πάω ώς τό ποτάμι νά πάρω και τό μπάνιο μου. Πραγματικά, λίγα λεπτά αργότερα πλησιάζει το ποτά μι. Πριν όμως προλάβη νά βουτήξη ο^τά δροσερά νερά του, ένας ύποπτος θόρυβος φθάνει στ5 αυτιά του και τον κάνει νά κυττάξη ολόγυρά του Μ5 όλο πού ή χαζομάρα του Μπουτάτα είναι καταπληκτι κή, εντούτοις τό ένστικτό του προσαρμοσμένο στη ζωή τής ζούγκλας, τον ειδοποιεί πάν τα νά είναι έτοιμος γιά ν5 άν τι μετωπίση έναν άπό τους άναρρίθμητους κινδύνους που παραφυλάνε παντού. Μά αυτή τή φορά 6έν ύπάρ χει κίνδυνος γιά τον Μπουτά τα. Εκείνος πού κινδυνεύει εί ναι ένας άγριό χοίρος πού έχει πέσει (στην παγίδα ενός τρο μεροΰ βόα! Ή σκηνή πού άντικρυζουν τά μάτια του Μπουτάτα είναι αληθινά συγκλονιστική. Ό ά ράπης ξαπλώνει πάνω στήν άμμο, με τά πόδια προς τό ποτάμι γιά νά παρακολουθή ση μέ τήν άνεσί του τήν παρά ξένη οούτή πάλη. Τό τεράστιο φίδι έχει τυλί ξει τό (σώμα του αγριόχοιρου
© ΜΙΚΡΟΙ προσπαθώντας νά τό σκάση, ενώ τό τελευταίο κυλιέται α πεγνωσμένα δεξιά κι5 αριστε ρά, 'ζηττώντας νά σταίθή στά πόδια του. — 4<>Απάνω του γουρουνάκι μου!, φωνάζει ό άράπης. 5Απάνω του μή σου πάρη τον αέρα! Ή πάλη γίνεται άνιση. Ό βόας, παρ5 όλες τις απεγνω σμένες προσπάθειες του άγριόχοιρου, έξακολουθεΐ νά σφίγγη μέ μανία. Σέ μιά στι γμή, όμως, τό ζώο κατορθώ νει νά σηκωθή στά πόδια του, καί», πλησιάζοντας έναν άγκα θωτο θάμνο, τρίβεται πάνω του. Τά αγκάθια τρυπουν τό κορμί του-φιδιού και ό Μπου τάτα ενθουσιάζεται. —Απάνω του!, ξαναφωνάζει. "Αμα καταφέρης νά σκο τώσης τό φίδι θάρθω νά σέ βοηθήσω κι5 εγώ! Ό βόας την έχει άσχημα τώρα. Πολλά αγκάθια έχουν μπή στο κορμί» του και ανα δεύει άπελπισμένα τήν ουρά του, ζητώντας νά ρίξη κάτω τον αγριόχοιρο. Εκείνος άντι στέκεται όσο μπορεί μά οί δυνάμεις του τον εγκαταλεί πουν και σωριάζεται πάλι κά τω. Τώρα τό φίδι μανιάζει και σφίγγεται π ιό ττόλύ πάπ» νω ιστό θύμα του πού γρυλλί ζει άπελπισμένα. Ό Μπουτάτα έχει ξεχαστή παρακολουθώντας τήν πάλη και κάπου - κάπου^ γελάει ήλίθια. Δέ θά γελούσε, όμως, άν έβλεπε Τι γινόταν πίσω
του... "Ένας τεράστιος κροκόδει
ΤΑΡΖΑΝ
33
Ιλος κάνει την έμφάνισί ταυ1 πάνω στην έπτφάνεια του τγο ~αμου. Στρέφει τό κεφάλι, του ολόγυρα, διακρίνει σε μιά^ση γιμή τό (ξαπλωμένο <&ορμι του Μπουτάτα στην όχθη και κα τευθύνεται πρός τά εκεΐ. — *Απάνω του!, ουρλιά
ζει ό άράττης βλέποντας τον αγριόχοιρο νά σηκώνεται πά λι... ιΠου νά ήξερε όμως ότι ό θάνατος τον -πλησιάζει καί βρίσκεται σε άπόστασι δυο ρετρών μακρυά ατό τά ποδά ρια του...
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ Άποκλειστικστης: Γεν. Έκδοτικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ιον—Τόμος 4ος—*Αρ. 27—Δρ. 2 Δηιμοοιίογιραφίικός Δ) ντής: Στ. ’Αν^μοδουαας, Φαλήρου 41, Οη κονο,μικιός Δ)ντής ιΡεώργ. Γεωργ ΐιάδης, Σφίγγας 3(8. Προϊστά μενο ς τυτταγο.: Α, Χατζήιβαισ ΐιλε ίου, Τατ,αούλιων 19 Ν. Σιμύρνη,. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ιΕίΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκικκχ 22, Άθηναι.
οΟο Στο τεύχος 28, του ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ, ττού κυκλοφο ρεί την ερχόμενη Παρασκευή με τον τίτλο:
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ θά απολαύσετε μιά άπό τις πιο ωραίες συναρπαστικές και συγκλονιστικές περιπέτειες άπό αυτές πού δέν ξεχνιούνται ποτέ. 'Ο Μπουτάτα, χωρίς νά τό θέλη μπλέκει σε ιμιά πα ράξενη Ιστορία και στο τέλος βρίσκει τό μπελά του! “Α γωνία, μυστήριο, δράσι καί κωμικά επεισόδια υπάρχουν σε κάθε σελίδα του άριστουργηματικοΰ αύτου τεύχους πού θά πρέπει νά διαβαστή άπό δλους τούς φίλους τής περι πέτειας.
υΠη
ΠυΑΕΜΟΣ ΠΑΑΝΜΓ9Μ
/ /Α ΠΟΛΛΑ ΑΡΟΛΛ/Λ ΠΗΖΑΜΕ ΜΕ Ε/ΡΗ/ΥΗ .(------- τ-----------------^ΤηΛο^'/ ^αο,α με,
τουζ
”ηβο^_ΕΕΜΔΕ/ν ΜΠΟΡΟΥΝ ΜΑ ΠΕΟΛΣΟΥΜ Γ/Σ.
ΑΚΤΠΥΈΣ ΜΛΣΐ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ Α/ΖΘΑίΥθΗΚΑΜΕ ΜΑΤΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ, ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ. ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΤΗΚΕ.. .
5
ΤρΗΓΟρβ Ι6ΑΤΑΑΑβΑΜ£_. } 70 ΡΑΠΤΑΡΔΕΙ/ΜΕ! ΠΡΖ ΕΜΑΣ ΤΕλ ΜΗ ΤΟΣ ΜΕ ΤΕρώ ΓΛΖ. ΑΜΕ ΠΙΡΕΑΙΤΟΖ ΑΠΟ ΠΓ ΑΚ7/ΜΕΣ ΜΑΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ Β. ΠΟΑ Ο .
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΈΡΙΠΈΤείΕΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
ΘΡΥΛΙΚΟΣ Μπουτά τα είναι άψροισιω μένος μέ τό νά κυττάζη την τρομακτική <καΐ συγκλονιστι κή πάλη ενός ιβόα πού προ σπαθεί νά πνίξη, έναν αγριό χοιρο σφίγγοντας τον ολο και τπό δυνατά (*). Ό άγρι ό χοίρος γρυλλίζει άπελπισμέ να καί ττροστταθεΐ νά σταθή στά πόδια του. Σε >μιά στι γμή τό ικατορθώνει «και ό άρά (*) Λΐίάβασε το τηροηγιούμονο τιευιχος τού «Μικρού Τοαρζοον'», το 27, ττου εχίει τον ιτίτλο: «Ή Τσίτσ θριοαμβεύει».
πης, πού έχει πάρει τό μέρος του, προσπαθεί νά τον ένθαρ <ρύνη:: — Απάνω του γουρουνάκι μου!, φωνάζει καθώς βρίσκε ται ξαπλωμένος μπρούμυτα, δίπλα στην όχθη του ποτα μού. Δός του μιά κεφαλιά κΓ όταν θά τό σκοτώσης θά σέ... βοηθήσω κι5 εγώ! Ό ιάγριόιχοιρος, λες καί πήρε θάρρος από τις φωνές του Μπουτάτα, κάνει κάτ τό καταπληκτικό. Πέφτει άνάσκε λα, μέ τις πλάτες στη γη και κατορθώνει νά αίχμαλωτίση τό κεφάλι του ιβόα. Τό τρόμε ρό φίδι την έχει άσχημα τώ ρα. Προσπαθεί νά ξεφύγη μά ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ* 2
4 δέν τό κατορθώνει καί Αναγ κάζεται νά ξεσφίξη τό κορμί του ιά·> ριόχοιρου, Αρχίζοντας νά χτυπάη Απελπισμένα την ευρά του δεξιά κι* αριστερά, νά. ξετυλίγη, Ανατριχιασϊτ<κά τό κορμί του καί ττότε νά φτι άχνη τρεΐς καί τέσσερις κου λουρες μ* αυτό. Ό Μπουτάτα είναι κατενθουσιασ μένος Απτό την έκβσσι της μάχης, 6έν θά ήταν ό μως καθόλου ενθουσιασμένος καί θά ένοιωθε τό τσουλούφι του νά σηκώνεται τρεις πόν τους ψηλότερα ίάπό τη φρίκη,, άν έρ ρίχνε μιά ματιά πίσω του... Θά έβλεπε τότε έναν τεράστιο κροκόδειλο νά πλη,σιάζη αθόρυβα καί νά Ανοιγη τά τερατώδη σαγόνια του. Δυο μέτρα χωρίζουν τώρα τό αμφίβιο τέρας Από τά Α πλωμένα ποδάρια του άράπη, ένα μονάχα μέτρο... κι5 υστέ ρα... ...Ό Μπουτάτα νοιώθει κά ποιος νά του αΐχμαλωτίζη τό πόδι, σάν μι.ά πελώρια τανά λια με μυτερά δόντια νά κλεί νη μέσα της την πατούσα του. —Μπά σε καλό σου ! κα τορθώνει νά πή καί παίρνει μιά γρήγορη στροφή τοΰ κσρ μ ιού του. Αντικρίζοντας τον κροκόδειλο νά τοΰ έχη γραπώση τό ποδάρι, γουρλώνει τά μάτια του Από τον τρόμο καί καταλαβαίνει πώς αυτή είναι ή τελευταία ώρα τής ζωής του. Τίποτε δεν μπορεί νά τον γλυτώση. Τό τρομερό θηρίο χτυπάει μέ δύναμι την ουρά του καί τραβάει προς
Ο ΜΙΚΡΟΣ τό ποτάμι τό θύμα του. Ό αράπης κλείνει τά μάτια του καί ξεφωνίζει Από τούς πόνους πού νοιώθει στο αιχ μάλωτο πόδι του. Ξαφνικά, μιά ξερή πιστολιά Αντηχεί στην Ατμόσφαιρα καί τό... κορμί τοΰ Τσουλουφη μένει στη θέσι του ενώ τό πόδι του Ελευθερώνεται Αμέ σως. Μά ό Μπουτάτα έχει τό σο πολύ τρομάξει, πού, ούτε τον πυροβολισμό Ακούει, ού τε καταλαβαίνει πώς τό πόδι του είναι ελεύθερο. Έξακολου θεΐ νά μένη έκεΐ, Ακίνητος, περιμένοντας τό τέλος του. — Τί κάθεσαι, λοιπόν; Α κούει μιά φωνή νά τοΰ λέη. — Πώ, πώ!, λέει μέσα του ό χαζοαράπης, Αυτός ό κρο κόδειλος φαίνεται πώς είναι μορφωμένος γιατί μιλάει Αν θρώπινα! — Τί θέλεις νά κάνω; Α παντάει, νομίζοντας πάντα πώς τοΰ μίλησε ό κροκόδει λος. Μήπως θέλεις νά μπω μονάχος μου στο στόμα σου γιά νά μέ χάψης; Ό κροκόδειλος τώρα δέν μι λάει. Μόνο δυο χέρια τον Αρ πάζουν καί προσπαθούν νά τον σηκώσουν όρθιο. Ό Αράπης Αποφασίζει ^έπι τέλους ν’ Ανοιξη τά μάτια του. Μά τό ξάφνιασμα πού νοιώθει δέν είναι καθόλου μι κρό. Μιά ψηλή λευκή ικυναΐκα ντυμένη στα κόκκινα στέκε ται μπροστά του καί κρα^άει οτά χέρια της ένα πιστόλι. ΓIιό πέρα, ό μισός ιμέσα στο ποτάμι καί ό μισός στήν άμ μο, βρίσκεται ακίνητος, ό
ΤΑΡΖΑΜ κροκόδειλος. Άπό τό μάτι του τρέχει αΐμα. Ό Μπουτά τα καταλαβαίνει πώς ή λευ κή γυναίκα πυροβόλησε τον κροκόδειλο και τον έσωσε αστό βέβαιο θάνατο. Γονατίζει αμέσως μπροστά της καί τής λέει: — "Αφέντη κυρά, σ’ εύχα ριστώ. 'Ό,τι χάρι ζητήσης α ϊτό τό Μπουτάτα θά την έχης. Ή λευκή γυναίκα που τό πρόσωπό της είναι πανέμορ φο, τά μάτια της έξυπνα καί τό χαμόγελό της κάπως σκλη ρό, άκουμττάει τό χέρι της στον ώμο του Μττουτάτα καί του λέει: — Θέλεις αλήθεια νά μου κάνης μια χάρι-, καλέ μου φί λε; — ιΚαί βέβαια!, τής απο κρίνεται ό Μπουτάτα^. -έρω όλους τούς δρόμους τής ζούγ κλας ικ,Γ όλα τά μονοπάτια της καί μέ τή μ πιστόλα μου μπορώ ν’ άτιμετωπίσω άλα τά θηρία τής γής. Άμε, τί νο μίζεις; Ή μυστηριώδης λευκή πού τόσο παράξενα καί άπροσδό κητα παρουσιάστηκε στή ζωή του Μπουτάτα, τον παίρνει άπό τό χέρι καί τον σδηγεΐ κάτω άπό τον ίσκιο μιάς^ ψοι νικίας. Πιο πέρα ό^άράπης βλέπει τό νεκρό σώμα ^τού βόα. Ό αγριόχοιρος κατάφερε νά τον θέση, έκτος μά^ης, τοβαλε στά πόδια καί χάθη κε γρυλλίζοντας άκόμη άπό τό φόβο του άνάμεσα στους πυκνούς θάμνους. — Μπουτάτα σέ λένε; ρω τάει ή λευκή τον άράπη.
— Μπουτάτα καί Τσουλού φη!, αποκρίνεται εκείνος. Μή πως μ’ έχεις ακουστά στήν Ευρώπη; —-Καί βέβαια, του άποκρ ί νέτα ι έκε ί νη πούκατάλαβ ε πως έχει νά κάνη, μ’ ένα χα ζό. Λοιπόν, Μπουτάτα, θέλω νά σου ζητήσω μιά μικρή χά ρι. — Μιά μονάχα; τής απο κρίνεται ό άράπης. Μπά σέ καλό σου, γιατί δέν μου τή ζητάς νά ησυχάσουμε; Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΤΗ
ΛΕΥΚΗ, πού τό όνομά \Μ της είναι ;Κάρμεν καί η κατάγεται άπό τήν Ι σπανία, γέρνει λιγάκι τό κε φάλι της προς τά πίσω, μισο κλείνει τά ,μάτια της, καί... όνε ιρευεται... Γυρίζει μερικά χρόνια πί σω, τότε πού ζοϋσε ό πατέ ρας της, ό τρομερός πειρατής Αλβαρέθ πού μέ τήν πειρατι * κ-ή του σκούνα είχε καταντή σει ο φόβος καί ό τρόμος των πλοίων πού ταξίδευαν στον Ατλαντικό. *Ηταν πολύ αίμοβόρος ό ’Αλβαρέθ κι’ δποι ος έπεφτε στά χέρια του τον κρεμούσε στο ψηλότερο κα τάρτι τού καραβιού του. Λή στευε τά πλοία καί όλες αί αστυνομίες τού κόσμου ^ζη τούσαν τό κεφάλι του μά, ό πονηρός αυτός πειρατής, κρ τάφερνε νά Υλυστράη σαν χέ λι καί νά μένη ατιμώρητος. Ένα βράδυ τού χειμώνα, ή σκούνα του άραξε σ’ έναν όρμο του ' I σπανικού Μαρόκου
6
όπου έμενε ή γυναίκα ταυ και ή κόρη του ή Κάρμεν. Θυμά ται πολύ καλά εκείνη τή βίρα 6υά ή Κάρμεν. ^ Ό πατέρας της μπήκε τρεκλίζοντας στην καλύβα τους ικ ι5 έπεσε βρρύς κι' αμίλητος πάνω· στο κρεββάτι. —- Τί έχεις; τον ρώτησε ή γυναίκα του. ;— Θά πεθάνω!, ήτ αν ή απάντησί του. "Ενα γαλλικό πολεμικό (μάς ^μπλόκαρε στ’ ανοιχτά και μάς έρριξε (μπόλι κες κανονιές. Ευτυχώς πού νύ χτοοσε καί ικαταφέραμε νά ξε γλυστρήσουμε. Μιά οβίδα ό μως έσκασε στο κατάστρωμα κι5 ένα βλήμα της μέ χτύπησε στο στήθος. Σταμάτησε γιά λίγο νά^μι λάη άποκαμωμένος. Ή Κάρ μεν έσκυψε πάνω του καί εΐ δε τό στήθος του πλημμύρα *
*0 Μττουτάτα κυττάζει άττορροφημένος την άγρια πάλη.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
Ή λευκή γυναίκα τον βοηθάη νά σηκωθή.
σμένο στο αΐμα. ■— Κάρμεν!, τής είπε ε κείνος τότε, σκύψε πιο κοντά νά σου πω ένα μυστικό. Κάθησε δίπλα του καί ό πληγωμένος πειρατής τής εΐπε ποιο ήταν το μυστικό του. Πώς τάχα, μέσα στην καρδιά τής Αφρικανικής ζούγκλας είχε κρύψει έναν αμύθητο θη σαυρό από χρυσάφι καί πολύ τιμους λίθους. — Τον έχω κρύψει στο ύ° πόγειο ενός αρχαίου ναού, δε κα μίλλια δυτικά από την Μπουκόμπα, πού βρίσκεται κοντά στη λίμνη Βικτωρίοζ τής εξήγησε, έκεΐ άκριιβώς ό που ό παραπόταμος Ουράχα σμίγει με τον 'Κόγκο ποταμό. Ό ι\Ζαος/ ερειπωμένος τώρα πια, βρίσκεται στην καρδιά μιας παρθένας ζούγκλας. Κάρ
ΤΑΡΖΑΝ
μεν, νά μπής στην πειρατική μου σκούνα, νά άναλάβης εσύ την άρχηγία καί νά πας νά βρής τό θησαυρό. —ιθά πάω !, τού ύποσχέθηικε ή Κάριμεν πού στις φλέ βες της έτρεχε τό πειρατικό αίμα τού πατέρα της. — Σ5 έξορκίζω, όμως, νά ιμήν κατέβηις στο υπόγειο!, τή συμβούλεψε ό πατέρας της· — Γιατί; τον ρώτησε παραξενεμένη. — Γιατί, εκεί κάτω, ζή έ να προϊστορικό και ανήλιαγο ψίδι πού θά σε κατασπαράξη άμέσως. Είναι τό -μοναδικό πού ζή οπήν Αφρικανική ζούγ κλα. Τό λένε "Αγκο καί μού τό έδωσε μικρό ό ράγος μιας φυλής. Τώρα τό ερπετό έχει μεγαλώσει καί θά σέ κατα βρό χθίση αμέσως «μόλις κατέ βης στην τρύπα τού υπογείου.
Η Κέρμεν σκύβει στον πληγω μένο πατέρα της.
7
—θά τό σκοτώσω !, είπε ή Κάρμεν πού ήταν ατρόμη τη. — Δέν θά προλάβης, τής άπάντησε ό ’Αλβαρέθ. Τά μάτια αυτού τού φιδιού μα γνητίζουν όποιον κυττάξουν καί ό πιο θαρραλέος άνθρω πος τά χάνει καί υπνωτίζεται από αυτή τή λάμψι. —Κι5 άν έχη φύγει από τό τε; τον ρώτησε ή Κάρμεν. — Δέν έχει φύγει. Πριν ένα -μήνα έκανα μιά έπίοκεψι στο ναό, ερριξα γιά δοκιμή έναν .μαύρο μέσα καί τό φίδι τον κατασπάραξε. — Τότε, πώς θά^μπορέσω νά ικατέβω καί νά πάρω τό θη σαυρό; — "Ακούσε τί θά κάνης, κόρη ιμου. 0ά φιροντίσης ^ νά ρίςης τρεις άνθρώπους μέσα στήν τρύπα, στο διάστηρα
μιας ώρας. "Οταν τό "Άγκο φάη τρεις άνθρώπους, γεμίζει τό στομάχι του και πέφτει σέ βαθειά νάρκη ττού κρατάει πέντε ώρες. Μέσα σ" αυτές τις πέντε ώρες πρέπει νά άνεβάσης επάνω τό θησαυρό*. — Θά ρί,ξω τρεις μαύρους, μέσα, αποφασίζει ή σκληρό*καριδιη Κά)ρμεν. —- Οι μαύροι δέν θά σε α κολουθήσουν εύκολα ώς εκεΐ, τής έξηγεΐ ό πατέρας της, γ; ατί ό ναός είναι άπηγορευμέ νος για τις μαύρες φυλές. Νο μ ίζουν πώς μέσα^ σ’ αυτόν Μ τοικούν τά ικακά πνεύματα. Προσπάθησε νά παρασύρης κανέναν λευκό, Κάρμεν, μά όχι από τούς πειρατές μου... Στο σημείο αυτό, ό τρο μερός "Αλβαρεθ έκλεισε για πάντα τά μάτια του. Ή Θεία Δίικη τον τιμώρησε γιά τά έγ κλήμα πού είχε διαπράξει ώς τώρα. Ή Κάρμεν, ή σκληρόκαρδη και αΐμοβόρα κόρη του, από την άλλη κιόλας μέρα, άνέλα βε την αρχηγεία τού πειρατι κού καραβιού και άνοιξε πα νιά γιά την Αφρική. Αφού λήστεψε δυο καράβια στο δρό μο της, αγκυροβόλησε ύστερα από μέρες κοντά στο ,Κισιμάο, σ" ένα μέρος έρημο, ό που ή ζούγκλα έφθανε ώς τή θάλασσα. Πήρε τότε μια ομάδα πει ρατών μαζί της και έφθασε ώς την Μπουκόμπα. 5 Εκεΐ ά φησε τούς πειρατάς της καί μέ μιά πιρόγα προχώρησε ιμό νη της στο έσωτερικό τής ζούγκλας, ακολουθώντας τό
ρεύμα τού ποταμού Ούράχοίο Δέν ήθελε κανένας πειρατής νά μάθη γιά ποιο λόγο είχε έρθει στην "Αφρική. "Αφού 'βρήκε τον ερειπωμέ νο ναό·, ρώτησε μερικούς ιθα γενεΐς νά τής πουν άν ζούσοον λευκοί έκεΐ γύρω. — Έδώ ζή ό Ταμπόρ, ο βασιλιάς τής ζούγκλας, μέ μιά λευκή καί μ" ένα χαζό υ πηρέτη, την πληροφόρησε έ νας φύλαρχος. 1Η πε ιρ ατ ίνα άπο φ άσ ι σε τότε νά τούς, παρασύρη στην παγίδα καί νά τούς ρίξη και τούς τρεΐς στά υπόγεια τού ναού γιά νά χόρταση τό τρο μερό φίδι "Αγκο, ώστε νά βρή αυτή ευκαιρία καί νά πάρη τό θησαυρό. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ΠΟΥΤΑΤΑ, λέεΐΛ στον άράπη πού ^ κάθεται δίπλα της, ξέρεις τό ναό τών φαντασμάτων; —- Τον ξέρω, αφέντη κυρά. — "Αχ! κάνει τώρα και χύνει ψεύτικα δάκρυα ή^ πα νούργα γυναίκα, στο υπόγειο αυτού1 τού ναού έπεσε ο άν τρας μου καί δέν μπορώ νά τον βγάλω! — "Έπεσε ό άντρας σου στην τρύπα; τή ρωτάει ό άρ ράπης. Μπά σέ καλό ^ του, στραβωμάρα είχε καί δέν έ βλεπε; — Ναι, έπεσε καί δέν μπο ρώ νά τον βγάλω. Θά πας νά τον 'βγάλης έσύ, Μπουτάτα; — Θά πάω τής αποκρίνε ται ό Τσουλρύφης καί ση,κώ
Μ
ΤΑΡΖΑΝ
9
“Όταν σέ λίγο ό Μπουτά νεται έπάνω. — "Οχι τώρσ,ι Μπουτάτα, τα φθάνη στη σπηλιά, βρί Θέλω νά πας μόλις βιραβυάση σκει1 μόνο τή Ζολάν, έκεΐ. γιο^ΐ γύρω άπό τό ναό έχουν — Που εΐναι ό άφέντης; τή στήσει παγίδα οι πολεμιστές ρωτάει. μιάς^ άγριαςφυλής. Μόλ^ις — Κατέβηκε ως τό ποτάμι βγουν τά άστρα να βρεθής Μπουτάτα. Κάποιος φύλαρ έκεΐ ικαί νά μπής μέσα στο χος τον ζήτησε καί πήγε νά ναό. Ρΐξε ένα χορτόσκοινο κουβεντιάσουν. και ικατέβα κάτω. Θά έχω κα — Δέν πιστεύω νά του πή τέβη κι* εγώ γιά νά σέ βοηιτίποτε γιά τό μυστικό /μου; θήσω νά τον βγάλου|με. λέει ό άράπης. Ό Μπουτάτα δεν κάθεται —Ποιο μυστικό σου, Μπου νά ισκεφθή πώς άλα αυτά που τάπα; παοσξενεύεται ή ξαν του λέει είναι κάίπως παράξε θέ ιά κοπέλλα. να και τής υπόσχεται πώς θά — °Ώστε βέν τό ξέρεις; τή πάη. ρωτάει ό άράπης. Δέν σέ πε — Θέλω δμως νά τό κρα ρΐμενα γιά τόσο βλάκα, ά~ τήισης υυστικό, τον παρακαφέντη Ζολάν! Έδώ τδμαθα έλεΐ ή λευκή γυναίκα. Μου υ νώ καί δέν τδμαθες έσΰ; Κι* πόσχεται Μπουτάτα πώς 6έν υστεοα ιμάς κάνεις καί τήν έ θά πής τίποτε ούτε στον Ταξυπνη ! ιμπόρ ούτε στη Ζολάν; ΣκέΉ Ζολάν βαριέται ν3 άψου πώς σου έσωσα τή ζωή. κουη τις βλακείες του καί έ— Δεν θά πω τίποτε, λέει τοιμάζει τή φωτιά όπου θά ό άράπης, μπά σέ ικαλό σου, ψήση ένα άγριοποΟλι γιά νά γιά χαζό μέ περνάς κυρά φάνε τό βράδυ. μου; —- Έγώ θά φύγω, λέει σέ —Μου τ* όρκίζεσαι; μιά στιγμή ό Μπουτάτα. Θά —1 Σου τ* όρκίζουμαι. ^Αν κάνω έναν πεοίπατο νά βρω πώ τό μυστικό ίμου νά ιμαδήτό μυστικό. Πάμε, Τσίτα. ση, τό τσουλούφι .μου καί νά 4 Η μαϊ μ οθ σκ αοφ αλώνε ι μή >μείνη τρίχα στο ωραίο μου στήν πλάτη του καί ό άράπης κεφάλι. βγαίνει άπό τή σπηλιά ένώ ή Ή Κάρμεν κρατάει ιμέ πο Ζολάν κουνάει θλιμμένα τό κε λύ κόπο τά γέλια της. Αυτός φάλι της. ό άράπης είναι πιο χαζός 'Κΐ’ — 4 Η τρέλλα του Τσουλού απ’ δ,τι θά μπορούσε νά φαν Φη παράγινε, λέει μέσα ~ης. ταστή, Κάί δέν υπάονει κανένα τρελ — Που εΐναι ή σπηλιά σας λοκομειο έδώ κοντά γιά νά Μπουτάτα; τον ρωτάει. τον πάμε. Ό Τσουλούφης τής δείχνει Που νά ξέρη ή Ζολάν δτι 6 προς τά που πέφτει περίπου Μπουτάτα πηγαίνει νά συναν ή σπηλιά, κι1 υστέρα χωρί τήση τό θάνατο, παρασυομέ ζουν. νος άπό τήν έξυπνη παγίδα
10 τρομερής πειροτίνσς. * * Α "Έχει αρχίσει να σκοτεινιά ζη καί ό Ταμπόρ ανεβαίνει σιγοσφυρίζοντας την πλαγιά ενός μικρού λόφου οπο·_ στην κορυφή του βρίσκεται ή σπη λια τους. Ξαφνικά, πίσω από ένα θά μνο κάνει την έμφάνισί, της μια σιλουέττα. Ό Ταμπόρ ξα Φνιάζεται κι* ετοιμάζεται νά πάρηι θέσι άιμύνης μά, διακρί νοντας πώς πρόκειται για μια γυναίκα ικαι ράλι στα λευκή,, ησυχάζει. Άπορεΐ μονάχα που βρέθηκε τέτοια ώρα και σ5 αυ τά τα .μέρη μια λευική γυναί κα. — Είσαι ό Ταμπόρ; άκου ει τη λαχανιασμένη φωνή της νά τον ρωτάη, — Ναι, τής άπαντάει. Καί συ ποιά... — Τρέξε!, τον διακόπτει.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
μιας
*0 Ταμπόρ τρέχει για νά σώση τον Μπουτάτα.
"Ενας άράπης πού τον λένε Μπουτάτα κι5 έμαθα πώς μέ νει μαζί σου, έπεσε σέ μια τρύπα πού όδηγεΐ στα υπό γεια του ναού των κακών πνευ μάτων! Ό Ταμπόρ, ανασκιρτάει καί μια ρυτίδα ανησυχίας αυ λακώνει τό μέτωπό του. "Έχει ακουστά γι' αυτό τό ναό ό που τόν αποφεύγουν οι ίθαγε νεΐς γιατί νομίζουν πώς στά υπόγειά του κατοικούν τά κα κ,ά πνεύματα. Έχει ακούσει μάλιστα πώς από την τρύπα πού όδηγεΐ σ’ αυτή, βγαίνει κάπου - κάπου μιά μυστήριό δης λάμψι πού, όποιος την άν τικρύσει, τρέχει σαν μαγνη τισμένος νά πέση μέσα στην τρύπα. — Πώς έπεσε; ρωτάει τή λευκή καί πεντάμορφη κοπέλ λα.
ΤΑΡΖΑΝ
— Δεν ξέρω, τρέξε νά τον σώσης γιατί φωνάζει πώς θά πεθάνη έκεΐ κάτω... Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει ττώς 6έν πρέπει νά χάνη τον καιρό του μέ τό νά ρωτάη πώς έπεσε ό Μπουτάτα καί πώς πρέπει νά τρέξη για νά τον σώση'. — Νά ειδοποιήσω τή ψί<λη μου, τής Λέει κι5 ετοίμαζε ται νά τρέξη; προς τή σπηλιά του, πού είναι χίλια μέτρα μακρυά, γιά νά πάρη μαζί του καί τή Ζόλάν. — θά πάω εγώ νά τήν^πά ρω γιά νά μην καθυστερής!, του λέει ή κοπόλλα ιμέ αγω νία. ·Πΐές ιμου που βρίσκεται ή σπηλιά σου ικοίί σύ τρέξε νά σώισης τον άράπη. πού κιν δυνεύει νά πεθάνη. Ό Ταμπόρ δέν κάθεται νά σκεφθή άλλο. Δείιχνει στην ά γνωστη προς τά που πεψτε ι
11
Ρίχνει την άκρη του σχοινιού οπήν ανοιχτή τρύπα.
ή σπηλιά του καί τδ βάζει στα πόδια. ~έρει πώς ό ναός των κακών πνευμάτων όΰπέχει κάπου -μια ώρα από τό μέρος πού βρίσκεται καί δέν πρέπει ν άργοπορήση άλλο άν θέλη νά σώστ> τον Μπουτάτα πού ποιος ξέρει από τί κινδυνεύει. Που νά ξέρη όμως κι5 αυτός πώς βαδίζει γιά τό θάνατο πώς μπαίνει κι* αυτός στο στόμα μιας σατανικής ρταγίδας άπ5 όπου δέν θά μπόρεση νά 'βγή ζωντανός... ΟΙ ΗΡΩ Ι ΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
ιΟ άράπης πυροβολεί τούς αό ρατους εχθρούς του.
ΑΜΑΡΩΤΟΣ καμαρωτός,ό Τισουλούφης, μέ την Τσίτα στον ώμο του καί μέ την αχώριστη- μπι στόλα του στο δεξιό του χέρι, διασχίζει μέ γρήγορο βήμα τή ζούγκλα καπευθυνόμενος
12
προς τό ναό των κακών πνευ μάτων. —Μή φοβάσαι, Τσίτα, λέει κάθε τόσο ιστή μαϊμού, πού πάμε νά συναντήσουμε τά κα κά πνεύματα. Ή κουμπούρα μου θά μάς βγάλη παλληκά.ρια, άρκεΐ νά μήν^παρουισιαστή κανένα μολυντήρι και μάς Χάψη* ,ν. , Λ "Οταν σκοτεινιαζη για τα καλά, διακρίνει στο βάθος μιάς κοιλάδας τά ερείπια τού ναού των κακών πνευμάτων. Καθώς πλησιάζει, όμως, θύμα ται πώς ή λευκή γυναίκα τού μίλησε γιά τους πολεμιστές μιάς άγριας φυλής πού παρα φυλάνε γύρω οστό τό ναό. λ— Τώ·ρα_ θά δής, Τσίτα, πώς θά δράση ή μτπιστόλα μου!, λέει περήφανα στη μα ϊμού καί τεντώνει τ5 αυτιά του. Σέ .μια στιγμή ένα θρόϊ* σμα άκούγεται μπροστά του. Ό Μπουτάτα πού νομίζει οτι είναι μαύρος πολεμιστής, πα τάει τή σκανδάλη. καί μπάμ! μιά σφαίρα. — Πάει αυτός!, λέει μέ κα μάρι. Προχωρεί ακόμη,. Τώρα, κά που δεξιά του, ένα ξερό φύλ λο έπεσε από κάποιο δέντρο κι5 έκανε πέφτοντας έναν μι κρό θόρυβο. — Μπάμ!, πάλι ή μπιστό λα τού άράπη. —Πάει κι'αύτός!, λέει στή Τσίπα. Κάθε σφαίρα μου κι5 ένας μαύρος. Είδες σημαδευ τής πού είμαι, κυιρά Τσίπα; ^ Μέχρι πού νά φθάση στο ναό, έρριξε δέκα πυροβολι
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σμούς. Σέ κάθε θόρυβο^πατού σε τή σκανδάλη. κΓ είχε τί^ν έντύπωσι πώς σκότωνε κι3 άπό έναν. Πριν μπή στήν^ έρειιπωμένη πύλη τού ναού, στάθηκε γιά μιά στιγμή καί άφουγκρά στηκε μέ προσοχή. — Μπράβο σημάδι!, έκα νε ενθουσιασμένος. Δε γλύ τωσε κανείς, Τσίτα, Πάμε τώ ρα νά σώσουμε εκείνον τον φουκαρά πού έπεσε στήν τρύ πα. Απόλυτη ησυχία έπιικρατεϊ μέσα στά ερείπια. Ό άράπης μπαίνει τώρα σέ ένα θολωτό διαμέρισμα.* Ακριβώς στή μέ ση αυτού τού διαμερίσματος βρίσκεται ή τρύπα πού οδη γεί στά υπόγεια, εκεί πού βρί σκεται ό θησαυρός τού πειρατή "Αλβαρέθ καί τό τρομε ρό φίδι "Άγκο. Μαζί του, ό^ άράπης, έχει φέρει ένα ιμακρύ χορτόσκοινο. Δένει τή μιά του άκρη σέ μιά κολώνα καί τήν άλλη τή ρί χνει στήν τρύπα. "Έπειτα σκύβει από πάνω καί φωνά ζει : -— Έ, κυρ3 άπό τέτοιε! Πιάσου άπό τήν άκρη καί α νέβα! 3Ανέβα γρήγορα μή θυ μώσω καί σέ αρχίσω στις σφαλιάρες. 'Κανείς όμως δέν τού άποον τάει καί ό άράπης πεισμώνευ — Μήπως θέλεις παροοκά λια κυρ3 άπό τέτοιε; Έννοια σου καί τό ξέρω τό μυστικό, μοΰ τόπε ή γυναίκα σου πώς σ1 έπιασε^ στραβωμάρα κι3 έ πεσες εκεί κάτω! Ούτε καί τώρα όμως τού
ΤΑΡΖΑΝ απαντάει κανείς καί ό Τσου λούφης βγάνει το συμπέρα σμα: —Μήπως είσαι κουφός και θέν άκούς, άφέντη τέτοιε; Γιατί δεν μου τό λες τότε νά κατέβω κάτω καί νά μην ξελαρυγγιάζουμαι άδικα; Και, χωρίς νά ττε-ράση κο^μ ιμισ υποψία φόβου, άττό τό μυαλό του, αρπάζεται άττό τό χορτόσκοινο έτοι,μος νά κατέ βη στην ...κοιλιά του φοβερού "Αγκο. του πελώριου^ φιδιού που θέλει νά φάη τρεις άνθρώ πους γιά νά χορτάσω καζπού τά μάτια του μαγνητίζουν οποίον άντικρύση ή λάμψι τους.
ΤΒ
Ανεβαίνοντας ©κεΐ, τρέμει όλόκληρη από τό φόβο της. — Μπά σέ καλό σου1!, τη μαλλώνει ό άράπης. Τί έπαθες καί φοβάσαι έτσι; Κύττα ξε νά δής πώς κατεβαίνω έγώ(. ^Ετοιμάζεται νά γλυστρήση προς τά κάτω μά ή Τσί τα κατεβαίνει άπό τούς ώμους του και τού τραβάει ,μέ δύναμι τό τσουλούφι, γιά νά τον έμποδίση. Τό τετραπέρατο ζώο, καθώς έφτασε στό υπό γειο, άντίκρυσε τό πελώριο φίδι καί γι’ αυτό τό λόγο άνέβηκε γρήγορα - γρήγορα έ πάνω. Προσπαθεί τώρα νά έ μποδίση τον όζοάπη νά κατέ βη γιατί καταλαβαίνει πώς άν φθάση κάτω τό φίδι θά τον Ο ΤΥΧΕΡΟΣ καταβροχιθ'ίΐση, χ]ωρίς έκεΤνος ΑΡΑΠΗΣ νά προλάβη ν* άντισταθή,. Ό ΤΣΙΤΑ, πού τόση ώρα Μπουτάτα, δμως, πού 6έν κα είχε κατέβει από τον ταλαβαίνει γιά ποιο λόγο ώμο του και κύττοίζε τού τραβάει τό τσουλούφι, μέ περιέργεια τον άράπη, νευριάζει. μό λις τον βλέπει νά ετοιμάζεται — Μπά σέ καλό σου!, κά νά ικατέβη στην τρύπα, ,μέ έ νει καί αφήνοντας τό σκοινί να σάλτο μπαίνει μπροστά την πιάνει καί την πετάει έ του, αρπάζεται από τό σκοι ξω άπό τό διαμέρισμα. νί και γλυστράει πρώτη προς Ένώ δμως ετοιμάζεται νά τά κάτω. κατεβή, πάλι έρχεται ή Τσί — "Ακούσε, Τσίτα!, λέει τα καί τού τραβάει τό τσου ό Μπουτάτα ενώ κρατάει άκό λούφι. μη τό χορτόσκοινο, σκύβον Ό Μπουτάτα, μ5 δλο πού τας πάνω στόν τρύπα. Πές σ’ την άγαπάει, νευριάζει τόσο αυτόν τον χαζό ν’ άνέβη γρή πολύ πού τής δίνει μια μ έτη γορα... λαβή τού πιστολιού του στό Δεν προλαβαίνει καλά^-κα κεφάλι καί την ρίχνει κάτω λά νά τελείωση την κουβέντα αναίσθητη. του όταν βλέπη την Τσίτα νά Ελεύθερος τώρα, άρπάζεπροβάλη από την τρύπα, νά ται άττό τό σκοινί καί κατε ξεφωνίιζη τρομαγμένη και νά βαίνει. σκαρφαλώνη. στην πλάτη, του. —-"Ερχουμαι, άφέντη!, φω
Η
14
νσζει στον ...άντρο: τής λευ κής πού συνάντησε τό μεσημέ ρι· Με τή φωνή του αυτή, ενα πελώριο σώμα αναδεύει στο σκοτεινό υπόγειο. Είναι τό οώμα τού ’Άγκο, του τρομε ρού φιδιού πού φυλάει τό θη σαυρό. Τό κορμί του είναι γε μάτο σκληρά λέπια, κοφτερά σαν κοώοακονισμ,ένο ξυράφι. Στο κεφάλι του έχει δυο πε λώρια κέρατα σάν τού βοδιού καί τά μάτια του βγάζουν α στραπές. Βλέποντας τον αν θρώπινο όγκο νά κατεβαίνην σαλεύει τό κεφάλι του, το φέρνει δίπλα από τό χορτόσκοινο καί άνοιγει τό πελώριο στόμα του οπού τά δόντια του μοιάζουν σάν δόντια τής φάλαινας ιστό .μέγεθος, αλλά μυτερά καί κοφτερά σάν ξίφη. Ό άρά|πης, γιά καλή του
0 Τσουλούψης κατεβαίνει τώρα στο υπόγειο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τύχη, κατεβαίνει με κλειστά τά μάτια ικι’ έτσι δεν βλέπει τό φως των ματιών τού φι* διού γιά νά μαγνητιιστή. Μά, ή τύχη του αυτή δεν θά κ,ρατήση γιά πολύ, ακόμη. Λίγα μέτρα τον χωρίζουν από τό στόμα τού τρομερού ’Άγκο. Σε πέντε δευτερόλεπτα, τό πολύ, θά πέση στ5 ανοιχτά σαγόνια του συστημένος γιά τον άλλον κόσμο. Μά ό Μπουτάτα φαίνεται πώς έχει τό... κοκκαλάκι της νυχτερίδας! Σε μιά στιγμή, ένα έντομο έρχεται καί κάθε ται πάνω στο μέτωπό του. Ό ανδρείος άράπης, πού ... σκότωσε δέκα μαύρους με την μπιστόλα του πριν ερθη στο ναό, τρομάζει άφάντασμα, ξε ψωνίζει απελπισμένα καί, χω ρίς νά διστάση ούτε στιγμή, σταματάει τό κατέβασμα καί αρχίζει τώρα ν’ άνεβαίνη γιά νά βγή στην επιφάνεια. Τόσος εΐναι ό τρόμος του πού, σε δυο δευτερόλεπτα 6ρί σκέται κοντά στην Τισίτα πού αρχίζει τώρα νά συνέρχεται. Ευτυχώς πού τό έντομο έφυγε από τό μέτωπο τού Μπουτά τα καί συνέρχεται καί κείνος. —ιΠώ, πώ,, Τσίτα μου!, κάνει κι5 αναστενάζει βαθείά. Πσρατρίχα τή γλύτωσα. "Ενα μολυντήρι κόλλησε στο κού τελό μου καί παραλίγο νά μέ κάνη μιά μπουκιά! Καλά έ κανες εσύ καί μού τράβαγες τό τσουλούφι γιά νά μή μ’ άφήισης νά κατέβω. Έπρετΐε νά σ’ ακούσω ό βλάκας. ^ θυμάται γιά μιά στιγμή τον άντρα τής λευκής πού έ*
ΤΑΡΖΑΝ
χει πέσει ιμέσα στην τρύπα καί κουνάει τό κεφάλι του με λαγ,χολιικά. — Πάει αυτός!, βγάζει το συρπέρασμα. Θά τον έχη^ φά ει τό μολυντήρι τόσες ώρες που βρίσκεται έκεΐ ,μέσα. Τι να κάνω νά κατέβω κάτω; Θα φύγω κι5 άμα βρώ τή λευκή πού μ5 έστειλε νά τον σώσω, θά τής πώ πώς βρήκα <μόνο τά κόικικαλά του γιατί τον έ φαγε τό μολυντήρι. •Καί, χωρίς νά σκεφθή τί ποτε άλλο, πιάνει την Τσίτα από τό χέρι, βγαίνει έξω ατά τον ερειπωμένο ναό καί χάνε ται ,μέσα στη σκοτεινή ζούγ κλα. Ό Μπουτάτα, χάρις στο μολυντήρι, φάνηκε τυχεοός καί γλύτωσε τό θάνατο...
15
*0 Ταμπόρ πατάει στά κοφτε ρά λέπια του φιδιού.
"Οταν ιμπαίνη στον έρε^ιπω μένο ναό, ολόκληρο τό σώμα του είνα! πληριμορισμένο από τον ιδρώτα. Χωρίς νά καθήση ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ούτε στιγμή νά πάρη^ δυνά ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ μεις καί νά ξεκουραιστή, φθά Α ΓΑΥΤΩΣΗ όμως τό νει στο θολωτό διαμέρισμα θάνατο ό Ταμπόρ, πού όπου ξέρει πώς υπάρχει ή τρύ εκείνη τή στιγμή τρέ πα πού οδηγεί στο υπόγειο. χει λαχανιάζοντας καί πλησιΦθάνοντας Ιέκεΐ, διακρίνει άζει τό ναό των κακών πνευ τό χορτόσκοινο πού ή μιά ά κρη του είναι δεμένη σ’ έναν μάτων; "Εχει ένα κακό προαίσθη στυλό καί ή άλλη χάνεται στη μα τό * Ελληνόπουλο, πώς κά σκοτεινή τρύπα. Π’αραξενεύε τι θά τού συμβή. Δεν ιμπορεΐ ται γι3 αυτό πού βλέπει καί, δμως νά ξέρη τί άκρκβώς. Ε για ίμιά στιγμή, περνάει από κείνο πού φοβάται δεν είναι το νου του ή σκέψι μήπως τού έχουν στήσει κάποια παγίδα. ό εαυτός του αλλά ό Μπουτά τα. Έχει τήν έντύπωσι πώς Δεν κάθετα( όμως νά πολύ κάποιος τρομεοός κίνδυνος σκεφθή. Γιατί άλλωστε νά του έχουν στήσει παγίδα; Τί συμ τον άπειλεΐ, έκεΐ στά υπόγεια φήρον θά είχε, αυτή ή ωραία του ναού πού έχει πέσει, ό λευκή νά τον σκ,οτώση; Κι* πως του είπε ή λευκή γυναί άν ήθελε νά τον σκοτώση δεν κα. Θά προφθάση άραγε νά τον πυροβολούσε εκείνη τή τον βρή ζωντανό καί νά τον στιγμή πού τον συνάντησε; γλυτώση από τό θάνατο;
Θ
π Οι σκέψεις αυτές, τον κα θησυχάζουν καί, άρπάζοντας μέ τα γερά του χέρια τό χορ τόσκουνο, γλυστράει προς την άβυσσο οπού νομίζει πώς βρίσκεται ό Μπουτάτα, ένώ εκεί δεν βρίσκεται παρά ό θά νατος... Τά πόδια του άκουμπούν σέ κάτι μυτερά πράγματα πού μπήγονται σαν καρφιά στις πατούσες του και τον κά νουν νά ουρλιάξη άπό τον πό νο πού αισθάνεται, Άφίνει τό κορμί του νά πέ ση πελάγια καί, άνοίγοντας τά μισόκλειστα μάτια του, έτσι πεσμένος καθώς βρίσκε ται, νοιώθει νά τού κόβεται ή ανάσα μ5 αυτό πού βλέπει... ...Δίπλα του, βρίσκεται ένα πελώριο φίδι μέ τό κορμί γε μάτο μυτερά λέπια, με δυο κέρατα στο κεφάλι καί μέ δυο μάτια πού πετούν άστραπές. Ή λάμψι τους έχει κάτι τό πα ράξενο πού τον μαγνητίζει καί τον κάνει νά χάνη τίς δυ νά|μεις του... ιΚ απολαβαίνει πώς ^ πέ φτοντας, τά πόδια του άγγι ξαν τό κορμί τού ψιδιού καί πληγώθηκε. Μά αυτό δεν εί ναι τίποτε μπροστά στον κίν δυνο των ματιών πού τό-ν άπειιλεΐ, πού τού ναρκώνει τή θέλησι καί τή δύναμι... Βλέ πει τό πελώριο σώμα τού φι διού νά αναδεύεται καί τό κε φάλι του νά γυρίζη προς τό μέρος του ένώ τά μεγάλα σα γόνια του άνοίγουΐν απειλή τιικά. Ό κίνδυνος είναι τρομερός καί ό θάνατος ετοιμάζεται
Ο ΜΙΚΡΟΣ νά ^όρμήίση έναντίον του παι διού... Μά τό ατρόμητο ^Ελληνό πουλο δεν είναι εύκολη λεί·α γιά οποιοσδήποτε κίνδυνο. Κα ταλαβαίνει πώς πρέπει ν’ άν τιδίράση σ* αυτή τήν παρά^ξενη λάμψι τών ματιών τού φι διού, πού τον άφοπλίζει, α> θέληι νά μείνη έστω καί γιά λίγες στιγμές ζωντανός. Καί αυτό τό πράγμα τό κατορθώ νει. «Δέν θά νικηθώ!», λέει μέ σα του καί νοιώθει τώρα τίς δυνάμεις του νά ζωντανεύουν. Ή λάμψις δέν τον άφ οπλίζει δπως ποώτα καί μπορεί νά τήν άντέξη χωρίς νά κλείίση τά μάτια του. ^ Ή πρώτη του δουλειά είναι νά σηκωθή όρθιος, πράγμα πού τό κατορθώνει. Ή μόνη του ελπίδα, ό μόνος δρόμος σωτηρίας, είναι τό σκοινί. Μά ό δρόμος αυτός είναι κλει σμένος γιατί τό ψίδι βρίσκε ται ακριβώς κάτω άπό τό σνοινί καί μέ τήν παραμικρή κίνησι πού θά κάνη νά πιαστή άπό αυτό, τό ερπετό θά τον άρπάξη στά ανοιχτά σαγό νια του ή θά τον χτυπήση μέ τλν ούοά του. ^"π-τάζει γύρω του άπελπι σμένα. ιΚαμμιά ελπίδα σωτη ρίας.;. Καί τό φίδι όγαστ}κώ νει τό κεφάλι του, αφήνει ενα απαίσιο σφύριγμα καί έπιτίθε ται... _Μόλις καί μετά βίας τό 1 Ελλ ηνόπο ύλο ικ ατορθώνε ι νά άντιδράση. Δίνει ένα άπίθο^νο σάλτο καί πετάγεται ψη λά, πηδώντας πάνω άπό τό
ΤΑΡΖΑΝ ικιοριμι του έρτΓΕτοϋ. Γιά λίγα έστω · δευτερόλεπτα κατορθώ νει να βρεθή έκτος κινδύνου. 5Ανασαίνει βαρεία καί ή α γωνία κάνει την καρδιά του νά χτυιπάη απίστευτα γοργά. ιΝά όμως πού δεν προλα βαίνει νά ξεκουραστήι ούτε για λίγο. Τό τρομερό 'Άμπο, πού εΐναι θεονήστικο, βιά ζεται νά ικαταβροχθίση τό,θΰ μα του πού τόαο άπροσδόικη τα έπεσε ρέσα στη ^ φωληά του. Στρίβει τό κεφάλι του καί έτοιιμάζεται πάλι νά όρμήση. Κρύος ιδρώτας περιλούζει τό ιμέτωπο τού Ταμπόρ. Γιά πρώτη φορά ιστή ζωή του αι σθάνεται τί< θά πή φόβος. Πά πρώτη φορά δεν ξέρει πώς νά άντνμετωπίση έναν εχθρό του. Γ ιά πρώτη φορά τά χέ ρια του ιμά καί ή πανουργία του τού είΓναι άχρηστη. Ό χώρος πού κινείται είναι κλει στός γιά νά άίποφύιγη. τις ε πιθέσεις τού φιδιού καί τό κορμί του ιέίναι γειμάτο κο φτερά λέπια ώστε νά μη μπο ρή νά παλαίψη μαζί του.^.Δέν τσύ ιμέίνει, λοιπόν, παρά ο θάνατος... Τό θρυλικό ^-Ελλη νόπουλο κάνει τό σταυρό του καί τον περιμένει ιμέ ήρεμη καρδιά. Τούς ανδρείους ούτε καί ό θάνατος δεν τούς φο βίζει.
τα την βασανίζουν καί, κάθε τόσο βγαίνει έξω αητό τή σπηλιά, ανεβαίνει Ιστήν κο ρυφή τού λόφου καί φωνάζει μέ όλη της τή δυναμι: — Ταμπόρ ! Ταμπόρ ! Μόνο ή ηχώ πού άντιλολεΐ στην απέραντη ζούγκλα τής α,παντάει καί κανείς; άλλος, -αναμπαίνει τότε στη σπη λιά καί περιίμένει ιμέ τ ,ν ψυ χή γεμάτη αγωνία. Σέ ιμιά στιγμή, καθώς πε τάγεται έξω άπό τή σπηλιά —έχει σκοτεινιάσει για τά καλά τώρα πια καί τά πρώ το. αστέρια λαμπυρίζουν στον ουρανό—πέφτει πάνω σέ μιά γυναίκα, μιά λευκή καί ω ραία γυναίκα, που ετοιμαζό ταν νά μπη μέσα. — Είσαι ή Ζολάν; τή ρω τάει, πριν ή ξανθέ ιά κοπέλλα ιβϊρή τον καιρό νά μ ιλ ήση, — Ναί, απαντάει. — Ή συντράφισσα τού Ταμπόρ;
— -έρεις πού βρίσκεται τώρα ό Ταμπόρ; — Στο ποτάμι. Πήγε νά συνάντηση, ένα φύλαρχο. Καί συ, ποιά είσαι; — Ό Ταμπόρ δέν είναι στο ποτάίμι, βιάζεται νά τής πή ή άλλη. Τον παρέσυρε ό φύλαρχος καί τον ερριξε στά υπόγεια τού ναού τών κακών πνευμάτων. ΤΟ ΤΡΙΤΟ Ή Ζολάν γίνεται ωχρή α ΘΥΜΑ πό την ταραχή της. ΖΟΛΑΝ είναι ανήσυ — Πέρασα τυχαία άπό κεΐ, τής εξηγή ή ωραία λευκέ, καί χη. Περιμένει τον Ταακόυσα τις φωνές του. Μέ ιμπόρ μά εκείνος αργεί νά ψανή. Κακά προαισθήμα παρακάλεσε νά τον βοηθήσω
Η
18 να βιγή ιμά έγώ δεν μπορώ νά μπω σ’ αυτή την τρύπα, φο βάμαι τα σκοτάδια. Μου1 φαί νεται πώς έχει σπάσει τό έ να του πόδι. Με παρακ άλεσε τότε νά έρθω νά σέ ειδοποι ήσω. Μου είπε νά τρέξης πριν έρθη τό σκοτάδι γιατί φοβά ται (μή γυρίσηι ό φύλαρχος καί τον σικοτώση. ΈΤναι τόση ή ταραχή τής Ζολάν πού δεν μπορεί νά σκε φιθή τίποτε άλλο, δεν μπορεί νά ίάμφιβάλλη, για τά λόγια τής λευκής αυτής γυναίκας. Παίρνει αμέσως την άπόφα σι νά τρέξη γιά νά ,σώιση^ τον αγαπημένο της φίλο από τα νύχια του θανάτου, Χωρίς νά πή λέξι στη λευκή γυναίκα πού τής έφερε τό θλιβερό άγ
Ο ΜΙΚΡΟΣ γελμσ, την άφίνει καί τρέχει μέ όλη, της τη δύναμι γιά νά φ8άση> στο- ναό· των κακών πνευμάτων. Πίσω της ή λευκή γυναί κα, ή κόρη, του αίμοβόρου πειρατή Άλβαρέθ, τρίβει τά χέρια της ενθουσιασμένη. — Τό σχέδιό μου πέτυχε!, /μονολογεί. Τούς παρόσυρσ καί τούς τρεΐς στήν παγίδα. Ό χαζός άράπης καί ό λευ κός νέος πού τον λένε Ταΐμπόρ, θά βρίσκεται τώρα στήν κοιλιά του "Α|μπο, Τό τρίτο θΰμα τρέχει γιά νά πέση καί σύτό ανάμεσα στά τρομε ρά του σαγόνια. Τά κατάφερα ιμιά χαρά. Σέ λίγο θά κατέβω καί 'γώ στο υπόγειο γιά νά ανεβάσω επάνω τον
ΤΑΡΖΑΝ
19
Τό ψίδι αρπάζει την πειρατίνα από τό πόδι.
θησαυρό του πατέρα μου. Και λέγοντας αυτά παίρνει τό δρόμο για τό ναό των κα κών πνευμάτων. Σκοτάδι έλαψρό καλύπτει τώρα τή ζούγκλα. Ή Κάρμεν <μέ τό πιστόλι στο χέρι, ώστε νά αντιμετώπιση με κεραυνό βόλο ταχύτητα όίποιονδήπο^τε κίνδυνο της παρουσίασθή,, βαβίζει σιγσσφ υρίζοντας ευ χαριστημένη. για την επιτυ χία του σχεδείου της. "Αν όμως ή -Κάρμεν καθό ταν νά άφουγκραστή. γιά λί γο, θάκουγε μερικά βήματα νά ακολουθούν σε μεγάλη άπόίστασι τά δικά της. Λεν είναι βήματα θηρίων αυτά πού την ακολουθούν.
Είναι βήματα άνθ|ρώπων.,Καί οι άνθρωποι αυτοί την παρα κολουθούν προσπαθώντας νά μην τή χάσουν ούτε στιγμή από τά μάτια τους. Είναι δυο σκληροί και γε ροδεμένοι άντρες αυτοί πού ακολουθούν τά βήματα τής Κάρμεν καί ανήκουν στο πλήρωμα τοΰ πειρατικού κα ραβιού της. "Οταν τούς άφησε στο καράβι, ύποψιαστη καν πώς κάτι ύποπτο συμ βαίνει καί αποφάσισαν δυο από τούς πειρατές νά την α κολουθήσουν. Την είδοον νά γλυτώνη έναν άράπη, από τό στόμα τοΰ κροκόδειλου, νά συναντάη, τον Ταμπόρ καί σέ λίγο τή Ζολάν, μά βρί -
20
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κεφάλι τού φιδιού σαλεύει απειλητικά. Το ηρωικό παι δί προσπαθεί νά σηικωθή, α πλώνει τά χέρια του καί τό ένα από αυτά, άκουιμπάει σε κάτι μετάλλινο! Είναι έ να σιδερένιο κιβώτιο πάνω στο όποΐο σκόνταψε καί έπε σε ! Τό Ελληνόπουλο δεν ξέρει ότι έκεΐ ιμέσα βρίσκεται ό α μύθητος θησαυρός ενός πείρα τή αλλά καί νά τό ήξερε,δεν θά τον ένδιέφερε κάτι τέτοιο. Εκείνο πού τον ενδιαφέρει αυτή τή στιγμή, είναι τό κι βώτιο. Μέ μιά υπεράνθρωπη δύναμι τό -αρπάζει ιμέ τά δυο του χέρια, τό σηκώνεί ψηλά καί, περιιμένει. Τό φίδι αποφασίζει νά έπιτεθή. "Αφήνει ένα άνατριχ<αστικό σφύριγμα καί τό κεφάλι του (μιέ τά .ανοιχτά του σαγόνια όριμάει μπρο^ατά. Σαν βολίδα όμως φεύ γει καί τό κιβώτιο, πού κρα Η ΤΙΜΩΡΙΑ τάει ό Ταιμπόιρ, από τά χέ ρια του καί πηγαίνει καί ΤΑΜΠΟ Ρ όπισθοχρσφηνώνεται ατά σαγόνια τού ίρεΐ. Κάθε βήμα που κά τέρατος! νε{ προς τά πίσω, λι γοστεύει καί τή ζωή του. ΌΤό "Άμπο ξαφνιάζεται τοίχος τού υπογείου δεν υ γιά μια στιγμή, όπως ξαφνιά πάρχει παρά τρία μέτρα άνπό ζεται καί ό Ταμπόρ. ΕΤχε τό μέρος που βρίσκεται. "Α πετάξει τό κιβώτιο στήν α μα ψθάση εκεί, τό φίδι θά πελπισία του επάνω καί δεν αρμήση εναντίον του καί τό πρρίιμενε νά σκαλώση στο τε καμιμιά δύναμις δεν θά στόμα του ερπετού. Τό βλέ μπόρεση νά τον γλυτώστΠ πει τώρα νά μή μπορή νά Ένα βήμα άικόΙμη... δύο βγάλη, τό κιβώτιο από τό καί, -ξαφνικά, σκοντάφτει κά στόμα του πού έχει κολλήσει που, ο" ένα εμπόδιο πού βρί καί ή καρδιά του πλημμυρί σκέται πίσω του, παραπατάει ζει άπό ενθουσιασμό-. καί πέφτει. Νά πού έφτασε "Αναγκάζεται όμως νά με ή τελευταία του στιγμή. Τό τρ ιάση τον ένθσυσιασμό του. σκονται ιμαπςρα και δεν ξέ ρουν τί τους λέει. Παραξε νεύονται μάλιστα δταν βλέ πουν το νέο καί την ξανθέ ιά καπέλλα νά τρέχουν με δλη τους τή δύναμι προς μια κα τεύθυνσι τής ζούγκλας. —Κάτι ύποπτο συμ-βαίνει σε δλη αυτή την υπόθεση λέει ό ένας. — ’Άς την ακολουθήσου με νά δούμε τί θά γίνη στο τέλος, απαντάει ό άλλος. Κι" έτσι, ένώ ή άρχιπειρατίνα βαδίζει ανύποπτη προς το ναό των κακών πνευ μάτων όπου βρίσκεται κρυμ μένος ό θησαυρός του πατέ ρα της καί οπού έστειλε τά τρία θύμοτά της. νά βρουν οϊκτρό θάνατο στην κοιλιά του "Ά/μπο, δυο σκιές έρχον ται ξοπίσω της αθέατες μέσα στο σκοτάδι καί στην πυκνή φυλλωσιά των δέντρων τής ζούγκλας.
Θ
ΤΑΡΖΑΝ
Τό *Άμπτο, ιμή ^μπορώντας νά ξεφορτωθή τό κιβώτιο πού κόλλησε στο στόμια του·, άρ*χίζει νά στριφογυρίζη τσ κοΡ μί του ολόγυρα .και ή τερά στια ούρα του χτυπάει δε ξιά .και Αριστερά τους τοίχουςΟ' Σέ ιμιά στιγμή ή άκρη της πέφτει κατακαρυφα ττ& νω στο κεφάλι του Ελληνό πουλου καί ,μόλις την τελευ ταία στιγμή κατορθώνει ^ νά λυγίση τό κορμί του Απότο μα και ν* Αλλάξη θέσι. "Αναγκάζεται τώρα νά έχη τά μάτια του τέσσερα και παρακολουθεί με ύπερέντασι των αισθήσεων τις κινήσεις τής ουράς του τέρατος. Δεν φοβάται τόσο μήπως τον χτυ πήση, γιατί κάθε τόσο μετά κινείται και Αποφεύγει τον κίνδυνο, όσο φοβάται μήπως καμίμιά Από αυτές τις κινή σεις κόψει τό χοοτόσχοινο πού κρέμεται Από τήν τρύπα·. *Αν γίνη, κάτι—τέτοιο, τότε τό θρυλικό παιδί τής ζούγ κλας είναι καταδικασμένο νά μείνη, εδώ κάτω, παρέα μ" αυτό τό επικίνδυνο τέρας. "Ενώ κάνει αυτές τις σκέ ψεις, βλέπει τήν ουρά του φιδιού νά ήσυχάζη. Τήν ίδια στιγμή, τό στόμα του ελευ θερώνεται Από τό σιδερένιο κιΐβώτιο πού είχε σκαλώσει στά δόντια του καί (ανοιγο κλείνει τώρα τις μασέλες του. Τό ηρωικό παιδί μέ τήν καταπληκτική ετοιμότητα σικέ ψεως πού τό διακρίνει, κόπα λαβαίνει πώς, άν μείνη έστω καί για λίγο εδώ, θά γίνη 1“
21
νας υπέροχος μεζές για τό φίδι. Κάνει λοιπόν έναν υ πολογισμό μέ τήν ταχύτη,τα τής Αστραπής καί, τήν επόμενη στιγμή, τό κορμί του ταξιδεύει ιστόν Αέρα καί αρ πάζεται γερά Ιάπό τό χορτόσχοινο. , 'Ώσπου νά προλάβη τό φίδι νά καταλάβη» πώς του φεύγει ή λεία καί νά Αντιδρά ση, τό κορμί τού παιδιού Α πέχει πολύ Από τό πάτωμα καί σέ λίγο θά βγή στήν έπυ φάνεια. Μιά δεν είναι τυχερό του νά Αποφυγή Απόψε τό θάνα το. ΦαίνεΥαι πώς ή μοίρα τον έχει καταδικάσει. "Ενώ δέν απέχει παρά δυο μέτρα για νά ιβγή στήν έπιφάνεια, νοιώθει ένα τρομερό βάρος νά τού πιίέζη τό κεφάλι καί, άθελά του, κατρακυλάει πάλι στο υπόγειο! Μόλις πατάει τό πόδι του κάτω, δίπλα του πέφτει ^ένα άλλο σώμα. Εΐναι τό σώμα τής Ζολάν, πού βιάστηκε νά κατέβη στο υπόγειο γιίά νά τον βοηθήιση. — Ταμπόρ!, φωνάζει καί κάνει νά τον Αγκαλιάση, εί σαι καλά; Δόξα σοι ό Θεό^ πού σέ βρίσκω ζωντανό! Νο μιζα πώς... "Αναγκάζεται νά σταματή ση γιατί ό Τ,αμπόρ τήν σπρώ χνει βία ία Από τήν αγκαλιά του ικαί τήν ρίχνει κάτω. Ή ταν καιρός γιίατί τό φίδι έπετέθη, λυσσασμένο καί μόλις τήν τελευταία στιγμή τό παιδί μπόρεσε νά λυγίση. τό κορμί του Αριστερά σπρώ-
22
χναντας καί τή Ζολάν. — Θεέ μου, κάνει τώροϋ το ξανθό κορίτσι, τί είναι αστό, Ταμ'πόρ; — Εΐναι ό θάνατός μας!, της απαντάει με ειλικρίνεια τό τταιδί. "Ενα λεπτό άν ά,ρ γοΰσες νά κατέβης, θα είχαμε σωθή. (Ποιος σ’ έστειλε εδώ; — Μια λευκή, του λέει τό κορίτσι πού βάζει τά χέρια της μπροστά στα μάτια για ν.ά μην άντιικρύζηι τό φως πού βγαίνει άπό τά μάτια τοΟ φιδιού. — Την κακούργα!, λέει τό 1 Ελληνόπουλο και τό βλέμ μα του πέφτει στο σχοινί.Τό Φίδι, όμως, λες και .κστάλα βε την πρόθεσί του, κουλού ρι άζεται κάτω από αυτό καί υψώνει τό κεφάλι του, έτοιμο νά έπιτεθή. Κορμιά έλπίδα δεν υπάρ χει τώρα πιά γιά τά δυο παι διά. Ό Ταμπόρ γιά πρώτη
Μέ ενα σάλτο περνάει πάνω άπό τό φίδι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ φορά στη ζωή του, καταθέ τει τά δπλα. Μέ καρδιά ατλημ μύριαμένη από πόνο, όχι γιατί θά πεθάνη αυτός, αλ λά γιατί δεν μπορεί νά κά νη τίίποτε γιά νά βοηθήση την αγαπημένη του φίλη,την αγκαλιάζει καί περιμένει τό θάνατο. "Ομως, άδικα περιμένει γιατί τήν αμέσως, επαίμεν^ στιγμή μεσολαβεί κάτι που ανατρέπε ι την κατάστ ασ ι. "Από τό σχοινί πού κρέμεται ένα σώμα πέφτει ξαφνικά καί., μιά κραυγή φρίκης άντηχει. Ό Ταμπόρ καί ή Ζολάν γυ ρίζουν τά βλέμματά τους καί βλέπουν τήν λευική γυναίκα νάχη πέσει πάνω στο τερά στιο διπλωμένο σώμα του φι διού. Τό κορμί· της ^ σκίζετα^ από τά κοφτερά λέπια κάί ουρλιάζει άπό τούς πόνους. Βλέπει σε λίγη, άπόιστασι τόν Ταμπόρ καί τή Ζολάν ζωντα νούς καί τό φίδι ξύπνιο καιί απορεί, μά δεν μπορεί τώ ρα νά σκεφθή πώς έγινε καί σώθηκαν τά δύο θύματά της. 1 Απλώνει μόνο τά χέρια καί φωνάζει: — "Έλεος, σώστε με! Τό Ελληνόπουλο μέ τή ιμεγάλη καρδιά, δοκιμάζει ν* άπλώση τά χέρια του μά δεν προλαβαίνει. Τό κεφάλι του φιδιού πλησιάζει τή λευ κή γυναίκα καί ισέ λίγο τήν κα τσβροχθίζει άρπάζοντάς την πρώτα άπό τό πόδι. — Θεέ μου!, κάνει ή Ζο λάν μέ φρίκη, έτοιμη νά λι
ΤΑΡΖΑΝ ττοβυιμήιση γιατί ξέρει πώς ή ίδια τύχη περιμένει καί αυ τούς. Ό Ταμπόρ ρίχνει πάλι τό βλέμμα του1 ατό χορτόσχοινο καί... ιμένει μέ τό στόμα ανοιχτό άπό την έκπληξι! Δυο άντρες γλυιστροΰν προς τά κάτω, κρατώντας από- ενα γιαταγάνι ό καθένας τους.Το ψίδι άμως τούς είδε καί άνοί γοντας τό πελώριο στόμια του1, έχαψε μέ μεγάλη ευκο λία τούς δυο άπροσδόκη.τους επισκέπτες χωρίς έκεΐνοι νά προλάβουν νά άντισταθοϋν. Τό Ελληνόπουλο έχει δη πολλές τρομακτικές σκη,νές άπό τον καιρό πού βρέθηκε στη ζούγκλα μά αυτή ή σκη νή εΐναι ή πιό' τρομακτική άπ5 όλες. Μπροστά στά μά τια του τό συχαμερο αυτό έρ πετό' κατάπιε τρεΐς άνθίρώ πους χωρίς νά μπορέσουν νά άντισταθοϋν άλλα χωρίς νά μπόρεση καί αυτός νά τούς ιβοηιθήίση. Μά οι εκπλήξεις του Ταμπόρ δεν παίρνουν τέλος. Βλέ πει τώρα τό ψίδι νά άφήνη ένα βαθύ καί άνατρι.χιαστικό μουγγρητό, νά σκυβη τό κε ψάλι του καί... νά κοιμάται! Τό στομάχι του χόρτασε αρ κετά καί τώρα τό έρριξε στον ΰπνο.
23
Τή στιγμή εκείνη σκοντάφτει κάπου καί πέφτει.
ν αρκώθηκ ε τό ψ ίδ ι. Ό Ταμπόρ δεν ψέρνει άντίρρηισι. Αλλά, προτού φυ γή, θέλει νά λογάριαστή μια καί καλή μέ τό τέρας. "Ενα άπό τά γιαταγάνια πού κρα τούισαν οι δυο άνθρωποι πού έπεσαν κατ’ ευθείαν στο α νοιχτό του στόμα, είναι πε σμένο κάτω. Τό αρπάζει μέ τά δυο χέρια, τό σηκώνει ψη λά καί τό κατεβάζει μέ ορ μή. Ό λαιμός τού τέρατος κό βεται ατά δύο καί ή Ζολάν ενθουσιάζεται για τό_ κατόρ θωμα τού Ταμπόρ. αοόφνικά, όμως άπό τή μια γωνιά τού 01 ΚΑΤΑΡΕΣ υπογείου φανερώνεται ένας ΤΟΥ ΧΑΡΑΧΑΝ σκελετωμένος νέγ,ρος. Τά δυο Α ΦΥΓΟΥΜΕ!, λέει παιδιά τον βλέπουν καί τον τότε ή Ζολάν. Είναι αναγνωρίζουν. μοναδική ευκαιρία —Είναι ο Χαραχάν!, λέει ■ νά τό σκάσουμε τοόραπρώτη πού ή Ζολάν καί νοιώθει
Ν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24 ένα κρύο ρίγος στη σπονδυ λική της στήλη. Ό μάγος Χαραχάν! — Έγώ είμαι!, λέει ρέ ύπάκωφη φωνή ό κακός μάγος. Έγώ εΐχα δώσει τό φίδι αυ τό σ* έναν πειρατή για νά φυ λάη τό θησαυρό του. Ή κόρη του σήμερα σάς παρέσυρε στην παγίδα για νά ταΐσετε τό Αγαπημένο μου^ Φί6ι και να πάρή αυτή ανενόχλητη τό θηισαυρό, μά εσείς κατορθώ σατε κούί μείνατε ζωντανοί ε νώ έκείνη ικιαί δυο από τους συντρόφους - τηις βρήικαγ οίκτρό θάνατο στην κοιλιά του φιδιού. Δεν θά μ5 έννοισζε αυτό αν δεν σκοτώνατε τό α γαπημένο -μου φίδι. Τώρα ή κστάρσ μου θά πέση σάν κε πάνω στά κεφάλια ραυνός σας. I Καθώς μιλάει, ή αδύνατη σιλουέττα του γίνεται άφ-οον τη! Μόνο ή φωνή του αντη χεί παράξενα καί φέρνει άνα τρι-χίλα στά δυο παιδιά. Κα ταριέται συνέχεια καί ό Ταρπόρ πού δεν μπορεί νά τον ακούει, ρίχνει στον ώμο του τή Ζολάν καί γραπώνεται άπό τό χορτοσχοινο. Δεν προλα βαίνει όμως νά άνέβη ούτε έ να μέτρο καί τό χορτόισχοινο αρπάζει φωτιά καί κόβεται, πιο πάνω άπό τό ίμερος πού τό έπιανε! Πέφτουν καί οί δυο άνάσκε λα κάτω. Ή φωνή του μάγου εξακολουθεί νά άντηχή καί οι κατάρες του νά γεμίζουν τό υπόγειο. Σέ μιά στιγμής, καθώς ό Ταμπόρ γυρίζει το βλέμμα του ολόγυρα, βλέπει
ένα άνοιγμα στον τοΐχο. Έ να άνοιγμα πού προηγουμέ νως δεν υπήρχε. — Αυτή είναι ή σωτηρία σας!, λέει ό αόρατος μάγος Χαραχάν. Σάς άνοιξα ένα δρόμο γιά νά περάσετε μέσα στή νεκρή πολιτεία. Εκεί μέσα λ θά βρήιτε τό θάνατο πού σάς ταιριάζει. Ή κατά ρα μου θά σάς συνοδεύη ώσπου νά π εθάνετε. Ό Τομπαρ πιάνει άπό τό χέρι τή Ζολάν καί ετοιμάζε ται νά περάση_στό άνοιγμα του τοίχου. -αφνικά, ένας γδούπος άκούγεται στή μέση του υπογείου καί στή συνέ χεια μιά γνώριμη φωνή: — Μπά σέ καλό σας, ποιος έκοψε τό σκοινί! Είναι ό Μπουτάτα, μαζί μέ τήν Τσίτα, την άχώριστη μαϊ μού του! Η ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΙΑ ΝΑ κοπαλάβουμε πώς βρέθηκε ό Μπουά τ άτα στο υπόγειο τού ναού των κακών πνευμάτων, πρέπει νά τον ακολουθήσου με τή στιγμή πού βγαίνει α πό τά ερείπια, άφσύ γλύτω σε άπό ^τό μολυντήρι. Δεν προχωρεί ούτε είκοσι μέτρα μακρυά άπό τό ναό καί νοιώ θει τό κεφάλι του βαρύ από τή νύστα. — Δεν καθόμαστε έδώ, Τσίτα, νά πάρουμε έναν υ πνάκο; ^λέει στή μαϊμού.Το πρωί πάμε στή σπηλιά μας. Πέφτει λοιπόν πάνω σέ με ρικά ξερά φύλλα καί κοιμά-
Γ
ΤΑΡΖΑΝ
ται. Δίπλα του κοιιμάται καί ή Τσίτα. Σιέ μια στιγμή, όμως, μιά υπόκωφη φωνή τον ξυπνάει. Είναι ή φωνή του κακού μά γου Χαραχάν πού καταριέ ται-!τά δυο παιδιά μέσα στο υπόγειο, επειδή τού σκότω σαν τό αγαπημένο του φίδι. ^ Ό άράπης πού θυμώνει μέ τό παραμικρό, σηκώνεται επάνω καί προχωρεί προς τό ναό για νά ταράξη στις σψα λιάρες εκείνον πού τόλμησε νά τού χαλάση, τον ύπνο. Μπαίνοντας άμως στά ερείπια ακούει τή φωνή νά βγαίνη, α πό τήν τρύπα πού συγκοινω νεΐ ιμέ τό υπόγειο. ^ — Τώρα θά σου δείξω ε γώ, κάνει ό Μπουτάτα, νά μάθης νά μέ ξυπνάς. Καί χωρίς νά διστάση κρεμιέται από τό χορτόσχοι νο καί πέφτει μέσα στο υπό γειο. Πίσω του πέφτει καί ή Τσίτα. — Καταραμένοι νά εΤσα στε!, ακούει τότε νά λέηι μιά φωνή. — Κοπαραμένος νά είσαι εσύ!, απαντάει ό άράπης, -μι σοζαλισμένος καθώς είναι α πό τό πέσιμο. — Θά χαθήτε μέσα στον άγνωστο κόσμο τής ^πολπεΓ ας!, συνέχισε ή φωνή του άόρατου μάγου. — Θά χαθής εσύ άν σου ρίξω μιά σφαίρα μέ τή μπιστόλα μου!, απειλεί ό άράπης. — Μπουτάτα!, φωνάζει τότε ό Ταμπόρ. Ό Τσουλούφης πού ξεζαλί
25
ζεται άρκετά, μόλις τώρα βλέπει τούς δυό συντρόφους του καί τό πελώ,ριο καί νε κρό φ'ίδι. — "Αφέντη, Ταμπόρ, δια μαρτύρεται, τί έπαθες καί φωνάζεις έτσι; — Καταρα μένος νάσα ι κι" εσύ!, λέει ό αόρατος Χα ραχάν. Ό Μπουτάτα γίνεται μπα ρούτη·: — "Αφέντη, Ταμπόρ, θά σταματήρης τις κατάρες ή θά σέ γεμίσω κουμπότρυ πες μέ τή μπιστάλα μου; — Προχωρήστε στήν εϊσο δο πού οδηγεί στο θάνατο, συνεχίζει ό Χαραχάν. — Ώχού!, κάνει ό Μπου τάτα, τρελλάθηικες αφέντη Ταμπόρ. Τό 4 Ελληνόπο υλο πλησ ι άζει τον άράπη, τον πιάνει από τό χέρι καί τον οδηγεί προς τό άνοιγμα του τοίχου. Τον σπρώχνει μέσα καί άκο λουθεί πίσω του μέ τή Ζολάν καί τήν Τσίτα. ζσφνι κά, ένας δυνατός θόρυβος αντηχεί πίσω τους. Γυρίζουν τότε καί βλέπουν πώς ή τρύ πα έχει κλείσει. Σκοτάδι απόλυτο κυριαρ χεί έδώ πού βρίσκονται. Ό Ταμπόρ προχωρεί μπροστά κσί ακολουθούν ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα πού στον ώμο του κάθεται ή μαϊμού. — Γιά πού τό βάλαμε α φέντες; ρωτάει σέ μιά στι γμή. Καί επειδή δεν τού α παντάει κανείς, λέει στον ε αυτό του: — Καλά νά πάθης Μπου
26
τάτα. Νά κοιμόσουνα και να μην ξυπνούσες. Πόσο κρατάει αυτή ή τυψιλή πορεία ,μέσα στο πυκνό και όίδ ι απεραστο σκοτάδ ι; Κανείς δεν ξέρει. Καί ούτε ποιο θά είναι τό τέλος τής πορείας ξέρουν. Ό Ταιμπόρ μαντεύει όμως πώς ρεγάλοι καί τρρμεροί κίνδυνοι τούς απειλούν. Ή κατάρα τού μό νου Χαραχάν θά τούς άκολου θή βημα^ προς βήμα... ^ Σε «μια στιγμή, καθώς βα δίζε! πρώτος, νοιώθει νά χαϊδεύη τό πρόσωπό του ένα δροσερό αεράκι. — Φθάνουμε στήν άκρη του υπόγειου δρόμου, λέει στούς συντρόφους του. ιΚαί πραγματικά, δέν προ χωρούν πιο πολύ από εκατό βήματα όταν τό σκοτάδι δια λύεται καί πάνω από τά κε-
— Έσύ είσαι ή Ζσλάν; ρω τάει ή λευκή γυναίκα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Περιμένουν τώρα σίγουρα το . θάνατο...
ψάλια τους φεγγίζουν χιλιά δες αστέρια. Ό Ταμπόρ κοιτάζει γύρω του, όσο τού επιτρέπει τό μι σοσκόταδο καί άπορεΐ. Πρώ τη φορά άντικρύζει αυτό το παράξενο τοπίο. Είναι μια κοιλάδα πού τήν κυκλώνουν μεγάλα βουνά καί πού στή μέση της υψώνονται κάτι πα ράξενα κτίρια σαν .μυθικά πα λάτια! ’Αίλλά, τό πιο παρά ξενο είναι εκείνο πού συμ βαίνει προς τό βάθος τής κοι λάδ ας. ’ Λ μέτρητες φωτε ι νες γιροςμιμες διασχίζουν τον αέ ρα, δημιουργώντας ένα φαν τασιμαγοριικό θέαιμα. Θάλεγε κανείς -πώς χιλιάδες άστρα πες σέρνονται πάνω άπό τή γη, σε λίγη άπόστασι άπό τήν επιφάνεια. Ό Μπουτάτα πού τις βλέ
ΤΑΡΖΑΝ
πει, βγάζει τό συμπέρασμα: — ΕΤναι μολυντήρια, α φέντη. "Αμα σοΰ κσλλήισουν επάνω, κάηκες! Μου κόλλη σε ένα μια μέρα στο κούτε λο καί του δίνω μια με τη μπιστόλα μου... Τή φωνή του Μπουτάτα τή διακόπτει ή φωνή τής Ζο λάν. — Ταμπό ρ, λέει στο συν τροφό της καθώς προχωρούν, δεν νομίζεις ότι βρισκόμα στε σε μια νεκρή πολιτεία, εγκαταλειμμένη από τους ανθρώπους; — Αυτό νομίζω καί γώ, απαντάει τό Ελληνόπουλο. Τά πόδια μας πατουν σ’ έ ναν πέτρινο δρόμο που θά πρέπει νά τόν έχουν φτιάξει ανθρώπινα χόρια. — Αυτή ή σιωπή μέ φο* βίζει, ψιθυρίζει ή Ζολάν.
ιΟ
πειρατής πέφτει στό ανοι χτό στόμα του έρπετοΟ.
27
Τό πελώριο πουλί σήκωσε ατά νύχια του τή Ζολάν.
— Μιπά σέ καλό σου, φοβη τσιάρα!, τή μαλλώνει ό άρά πης. "Αμα έχης εμένα δίπλα σου δεν πρέπει νά σέ φοβίζη τίποτε. ΐΠροχωρουν τώρα σιωπηΓ λοί. -αφνικά, ένα φτεροκόπη μα άκούγεται πάνω από τά κεφάλια τους. Ό Ταμπόρ γιά καλό καί γιά κακό άρπάζει ένα ξύλο πού βρίσκει πρόχειρο μπροστά του ενώ ό άράπης τραβάει τή μπιστόλα του. — Μου φαίνεται πώς εί ναι μολυντήίρι, αφέντη,, λέει τρέμοντας ολόκληρος. 'Καί καθώς εκείνη, τή στι γμή ή Τσίτα του πιάνει τό Τσουλούφι, ό Μπουτάτα νομί ζει πώς κάθησε στό κεφάλι του τό μολυντήρι, σηκώνει τή μπιστόλα του καί πυροβολεί στον άέρα έτοιμος νά λιπο-
28 θυμήίση άπό τον τρόμο ταυ.^ — Τό σκότωσα!, λέει ^ό ταν ή Τσίτα διώχνει τό χέρι της από τό τσουλούφι του. Τό φτεροκόπημα τώρα άκούγεται πιο δυνατά και έ να ορμητικό ρεύμα άέρος ρί χνει κάτω τούς τρεΐς συντ ράμ φους, ενώ πάνω από τά κεφά λια τους παρουσιάζεται ένας σκοτεινός όγκος πού τούς σκε πάζει όλους. Είναι ένα τε ράστιο πουλί πού τά φτερά του θά μπορούσαν νά σκεπά σουν και ένα σπίτι, άκόιμη!
Ο ΜΙΚΡΟΙ
πή τό άστεΐο του. — Ποιος τη χάρι σου; α φέντη Ζολάν!, τής^ φωνάζει. Έκε? ψήλά πού πας δεν υ πάρχουν μολυντήρια. Αλλοί μονο σε μάς πού μείναμε εδώ κάτω. Ό Ταμπόρ προσπαθεί νά παρακολουθήση, τήν πορεία του τεράστιου πουλιού μά δεν τό κατορθώνει. Γρήγορα τό χάνει καί ή άπόγνωσι κυ ριεύει τήν ψυχή του. Αν αυ τό τό πουλί είναι σαρκοφά γο θά κατασπαράξη τή δυστυ χιισμένη Ζολάν καί ίσως δεν Ο ΚΟΣΜΟΣ βρούνε ούτε τά κόκκσλά της. ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ Τού τό λέει του Μπουτά τα, ένώ' άπό τά μάτια του ΤΑΜΠΟΡ πού έτυχε τρέχουν άφθονα δάκρυα. νά ^ πέση μπρούμυτα — Ή κατάρα του Χαρα» παίρνει μιά στροφή μέ χάν έπιασε, Μπουτάτα, του τό κορμί του και δοκιμάζει λέει. 'Ίσως δεν βρούμε ούτε νά σηικωθή, σφίγγοντας τό τά κόκκαλα τής μικρής μας ρόπαλο πού κρατάει στά χέ ρια του γιά νά έπιτεθή έναν Ζολάν. τίον του υπερφυσικοί) που — μήν είσαι τόσο άλιού πού τούς σκέπασε μέ παισιόδοξος!, τον παρηγοτά φτερά του. ρεΐ ό Μπουτάτα. Μπορεΐ νά Είναι άργά όμως νά πεβρούμε τό κόκκαλά της. Τό τύχη αυτό πού θέλει το η ση πείνα θάχη αυτό τό που ρωικό * Ελληνόπουλο. Τό γιλί γιά νά τήν καταβροχθίση γαντιαιο πουλί έχει σηκωθή ολόκληρη; Μπά σέ καλό σου, κάπου δέκα μέτρα ψηλά καί πετάς' κάτι βλακείες κάθε στά πόδια του, κρατάει έναν τόσο πού δεν τρώγονται, άμαύρο όγκο! φέντη Ταμπόρ. Ευτυχώς πού — Ζολάν!, φωνάζει ό Τα έχεις καί -μένα τόν πολύξε μπόρ. ρο κοντά σου καί σέ συμβου λεύω — Ταμπόρ!, του άποκρί πότε—πότε. Σωστά νεται ή φωνή τής ξανθέιάς δεν λέω, Τσίτα ; κοπελλας από ψηλά. Μά ή Τσίτα δέν άκούει Ό Ταμπόρ νοιώθει τό μυα τόν Μπουτάτα γιατί, απλού λό του νά σαλεύη από τή φρί στατα δέν είναι στο λαιμό κη γιά τό ξαφνικό κακό πού του. Ό άράπης τό παίρνει τον βρήκε, ένώ ό αδιόρθωτος εΤδησι καί παραξενεύεται. Μπουτάτα, βρίσκει καιρό νά — Κυρά Τσίτα!, φωνάζει,
Ο
ΤΑΡΖΑΝ ττού είσαι κρυμμένη; ^Εβγα έξω, δεν ήταν μολυντήρι^ αυ τό πού πήρε τή Ζολάν. 'Ένα πουλάκι ήταν. Όσο κ-αίί αν τή φωνάζη, όμως, ή Ταίτα δεν άκούγε ται. — Πάει τό μαϊμουδάκι μου!, κάνει άιτείλπτιισίμ^νος στο τέλος ό άράπης· Μοΰ το τι ήρε τό όρνιο ττού πήρε τή Ζολάν. Τί γίνεται τώρα, α φέντη Ταιμπόρ; γυρνάει και λέει στο Ελληνόπουλο. Έσύ μπορείς νά βρής κανένα κοκ κολο από τή Ζολάν, εγώ ό μως δεν θά βρω ούτε μια τρί χα της. Μπά σέ κάλό μου, πετάω κάτι μακράβρια πότε —πότε πού με πιάνει τό πα ράπονο. >Καί, χωρίς άλλη κουβέντα ό άράπης κάθεται καί κλαίει! Ό Ταμπόρ με όλη τή στε νοχώρια του, τον λυπάται καί πηγαίνοντας κοντά του τον χτυπάει στήν πλάτη. — Πρέπει νάχης έμπιστοσύνη στο Θεό, Μπουτάτα, τοΰ λέει. Μπορεί νά βρούμε ζωντο^/ές τή Ζολάν καί τήν Τσίτα. Ό Μπουτάτα σηκώνει τό τε τό κεφάλι, σκουπίζει τά δάκρυά του καί λέει: λ— Μπά σέ καλό σου, πετάς κάτι κοτσάνες πότε— πότε αφέντη Ταμπόρ, πού μοϋρχεται νά σπαρταρήσω από τά γέλια. Είσαι βλάκας νά περιμένης νά βρής ζωντα νές τή Ζολάν καί τή μαϊμού. Χά... χά... χά!...
29 πιέται τώρα από τά πολλά γέλια. * ^ ^ "Έχει ξημερώσει. Ό Ταμ πόρ προτίμησε νά πέραση τή νύχτα κάτω άπό ένα δέν τρο, μαζί με τό Μπουτάτα καί νά προχωρήση τό πρωί γιατί ή πορεία μέσα στο σκο τάδι, σ’ αυτό τό άγνωστο μέρος, θάταν έπικίίνδυνη, ”Αλλωστε, που νά βαδίζουν στά τυφλά, χωρίς νά ξέρουν που πηγαίνουν; Τώρα, τά μάτια του Τοομπόρ στρέφονται με κατάπληξι ολόγυρα. Βρίσκεται σ’ έ ναν καινούργιο κόσμο πού πρώτη φορά τον άντικρύζεη σέ μιά πολιτεία πού δέν φαι νεται νά έχη ίχνος άνθρώπινητ Τωής λες καί τό φάσμα τοΰ θανάτου έχει άπλωθή καί δέν έχει άφησει κανέναν ζωντανό. Στο βάθος διακρί νουν μερικά οικοδομήματα σάν πύργους καί λιθόστρω^ τοι δρόμοι έχουν χαραχτή στο έδαφος. — Πάμε νά κάνουμε μια έπίσκεψι σ’ αυτούς τούς πύρ γους, λέει τό Ελληνόπουλο. "Ίσως νάχουμε τήν τύχη νά συναντήσουμε έκεΐ τή Ζολάν. Βαδίζουν κάπου μικτή ώρα, πάνω σ ένα δρόμο πού τον σκεπάζουν πελώρια δέν τρα. Σέ μιά στιγμή κουρά ζονται καί αποφασίζουν νά καθήισουν. Ό Ταμπόρ κάθεται πάνω σέ μιά πέτρα ενώ ό Μπουτάτα προτιμάει νά καθήση κάπου πιο μαλακά. Διαλέγει μιά γκρίΐζρο πέτρα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
30
και στρώνεται μέ δλη του την άνεσι. — Ωραία πολυθρόνα ! , κάνει ό άράπης. "Έχει καί μαλλιά. Πιο αναπαυτικά δεν έχω καθήσει ποτέ μου. Ό Ταμπορ συλλογίζεται τή στιγμή εκείνη τή Ζολάν καί δεν δίνει ση.μαΐσ'ίια στα παράξενα λόγια του χαζού άράπη, — Βρε... βρε., βρε!, συνε χίζει ό Μπουτάτα, βλέπον τας τή μοίλλιαρή πέτρα νά σηκώνεται. Βρήκα μια πολύ θρόνα σουσπασιόν αφέντη! Τώρα τό Ελληνόπουλο γυ ρίζει προς τό ,μέρ-ος του καί, έκεΐνο που βλέπει, τον αφή νει για λίγες στιγμές άφωνο από τήν κατάπληξι. Ή μαλ λιαρή πέτρα του Μπουτάτα δεν είναι παρά μια ξαπλωμέ νη γκρίζα αρκούδα πού κοι μόταν καί πού τώρα, νοιώθρν
Προσπαθεί νά παρηγόρηση τον άράττη που κλαίει.
τας πάνω της βάρος, σηκώ νεται σιγά—σιγά. — Μπουτάτα, κατέβα κά τω!, τού φωνάζει. — -Γιά νά άνέβης εσύ;του λέει ό άράπης. Πετάς πό τε—πότε κάτι ξαφνικά, άψέν τη Ταμπορ... Ή πέτρα που κάθεται ό άράπης σηκώνεται όλότελα τώρα καί αφήνει ένα^ μουγ γρητό πού παραξενεύει το Μπουτάτα. Κάνει στροφή καί ρίχνει τον καβάλλάρη της α νάσκελα κάτω. Τήν επόμενη στιγμή κάνει ένα σάλτο κοοί τά ιδυό μπροστινά της πό δια στηρίζονται πάνω στο στήθος του άράπη, κρατών τας τον ακίνητο πάνω στή γη; Ό Τσουλούφης γυρίζει^ τό βλέμμα του, τήν άντικρυζει καί βρίσκει όρεξι γ ιά άστεια: — 3,Ε, γιαγιά!, φωνάζει στήν αρκούδα, πάρε τά πό δια σου από τό στήθος μου μ ή μέ κάνης καί θυμώσω. Γιατί άν θυμώσω θά σου α στράψω δυο σφαλιάρες πού θά δής τον ουρανό... μαντήλί! Μά ή αρκούδα δεν έχει 6ρεξι γιά χορατά καί χαμηλώ νει τό κεφάλι της νά άρπάξη τό θύμα της από τό λαι^μό. Λογαριάζει όμως χωρίς τον ξενοδόχο καί ξενοδόχος αυτή τή φορά είναι τό 'Ελληνόπου λο. "Εχει αρπάξει ένα ρόπα λο καί μέ αυτό δίνει ένα γε ρό χτύπημα ιστό κεφάλι τού πελώριου ζώου. Ή αρκούδα αφήνει ένα μσ νιασμένο μουγγρητό, ζάλιζε-
λ
ΤΑΡΖΑΝ
ται καί οπισθοχωρεί. Ό άράπης τώρα σηκώνεται, τρα βάει την κουμπούρα του καί λέει ιστό Ελληνόπουλο: — "Αφέντη Τα μπαρ, κύτταξε να δής πώς την καθα ρίζουν. Πατάει μια, δυο, τρεΐς φο ιρές τη σκανδάλη, και οί σψαΐ ρες, ίάντί νά ιχτυπήσουν τιτ|ν αρκούδα φεύγουν ψηλά ττρός τον ουρανό. — Μττά ισέ καλό σου, ττα λί ομττίστολο !, δικαιολογεί ται ό ιάραπης. Θάναι ή κάννη του η οί σφαίρες του στραβές, φαίνεται, γι’ αυτό δεν όρίσκω τό στόχο. Ή (αρκούδα πού είναι ένα άιπό τά πιο έπικίνδυνα ζώα, επιτίθεται ττάλι. Μά αυτή τη φορά δεν έχει νά αντιμε τώπιση τις ιστραβές σφαίρες του Μπουτάτα άλλα το χειρο δυναμό παιδί·. Πριν τής δώση καιρό νά τον πλησιάση, κινείται σάν αστραπή προς τά πλάγια και σηκώνοντας τό ρόπαλά του, τη χτυπάει μέ δύναμι στο σβέρκο. "Από τό άλλο ίμερος, ό Μπουτάτα πεισμωμένος γιατί αστόχη σαν οί σφαίρες του, οριμάει ιμέ τό κεφάλι ιμττροστά, την πετυχαίνει στο στήθος καί ό ττελώριος όγκος του θηρίου, σφαδάζει τώρα καταγής. ^—- "Άφήσέ τη, λέει ό Ταμτπόρ. Είναι κρίμα νά τη σκο τώίσουμε. Ό ΊΊσουλούφης την αφήνει μά ή αρκούδα είναι1 χτυπτηιμέ νη άσχημα ιάττό την κεφαλιά του καί ψυχορραγεί.
31
,.Ορμουν καί οί δυο εναντίον τής αρκούδας.
Είναι έτοιμοι νά ξεκινήσουν όταν ό ΤαΙμπόρ σηκώνει ψηλά τό ικεφ'άλι του καί κυττάζει προς τον ουρανό. Βλέπει πά νω από τούς πύργους νά δια γράφεται ή σιλουέττα του πελώριου πουλιού πού τούς άρπαξε τη Ζσλάν νά κατευθύνεται προς τό μέρος τους. — Μπουτάτα, του λέει, την έχουμε άσχηιμα. Ό άράπης κουνάει τό κεφά λι του καθηισυχαστικά. — Μη φοβάσαι, λέει στο παιδί, όσον καιρό έχεις έμέ να -μαζί σου δεν σέ απειλεί κανένας αφέντη. Θά χύσω τό αίμα ιμου μέχρι ^ τελευταίας σανίδας γιά νά σέ ύπεροίσπί^ σω. Μπά σέ καλό ιμου, πετάω κάτι γραμματιζούμενα πότε—πότε πού μούρχεται νά τρελλαθώ. Τό Ελληνόπουλο, όσο βλέ πει τό πετούμενο τέρας νά
Ο ΜΙΚΡΟΙ
12 πλησιάζη, τάαπο ττιό πολύ βάζει τή οκ'έφι του νά δουλεύη. — Μπουτάτα!, λέει σέ (μια στιγμή ιστόν άράπη, θά ιστοΰθώ όρθιος γιά νά μέ πάρη τό /πουλί. Έσύ νά πέσης κάτω καί νά κρυφτής σ’ ένα θάμνο. Θά ικυττάξηις ττρός τά που θά μέ πάηι ικαι Θά περιμέ νης σύνθημά μου. "Έχω δυο ξυλά ιμαζί μου πού άμα τά τρίψω, ανάβουν καί βγάζουν καπνό. Όπου δήςλοιπόν κα πνόι, νά τρέξης, σημαίνει πώς θά ισέ καλώ κοντά μου. — Πετάς κάτι αρλούμπες πότε—πότε, ικαι άς μάς κά νη,ς τον έξυπνο!, του απαν τάει ο άρά'πηις. — Νά κάνης, δ,τι σου λέω!, τον διατάζει αυστηρά ό Ταμπόρ. — Καλά, ιντέ, δεν σέ είΓπάμε καί ικαμπούρη(. Τό γιγαντιαΐο πουλί πλη σιάζει τώρα πάνω από τά κε φιάΐλια τους καί αί ψτερούγες του κάνουν μεγάλο θόρυβο ενώ ένα ικΰ|μα άάρος κάνει τά δέντρα νά λυγίζουν στο πέ ρασμά του. Ό Ταμπόρ σπρώ χνει τον Μπουτάτα νά κρυ φτή σ’ ένα θάμνο καί αυτός στέκεται ολόρθος, στη μέση του δρόμου... Αυτό πού θέ λει νά κάνη είναι πολύ επι κίνδυνο καί μπορεί νά του στοιχίση τή ζωή μά τό 4Ελ ληνόπουλο ιμέ τή μεγάλη καρ διά θυσιάζει εύκολα τή ζωή του, άρικεΐ νά βρή τά ϊχνη τής χαμένης συντρόφισσάς του, τής Ζολάν...
Τό πουλί
όρμάει
τώρα
προς τά κάτω νά τον οορπάξη, καί ό Ταμπόρ κλείνει τά μάτια ενώ ένα παγωμένο ρί γος διαπερνάει τό κορμί του... — Ετοιμάσου, αφέντη νά σέ πάρη ό ιχάρος!, λέει εκεί νη τή στιγμή ό Μπουτάτα, καθώς βρίσκεται κρυμμένος μέσα σ’ ένα θάμνο. Τό Ελληνόπουλο χαμογε λάει θλιμμένα. Ποιος ξέρει, ίσως νάχη δίικ ι ο ό χαζό - άράπης. Μπορεί τό πουλί αυτό νά _εΐναι ό χάρος του. Ξαφνικά, νοιώθει σάν δυο τρομεροί γάντζοι νά του αρ πάζουν τό κορμί. Τήν επόμε νη στιγμή αισθάνεται ελαφρύ τον εαυτό του. Τό πελώριο όρνιο τον έχει σηκώσει καί α νεβαίνει τώρα ψηλά προς τον ουρανό... "Ενα ιάπό τά νύχια του πουλιού τού έχει τρυπήσει τό μπράτσο μά τό ηρωικό παιδί σφίγγει τά ιχείλη του γιά νά μή φωνάξη. Μπορεί νά τρομάξη τό πουλί ικαι νά τον άφή^ ση, 'Άν γίνη κάτι τέτοιο καί πέσει από έίκεΐ ψηλά δέν πρό κειται νά μείνη ζωντανός. Ό Μπουτάτα, βλέποντας τό πελώριο πουλί νά ξεμακραίνη, αποφασίζει ^νά βγη από τό θάμνο. Κυττάζει για μά στιγμή χαζά, ολόγυρά του, άντικρύζει τή νεκρή άρκούδα καί, σοφίζεται κάτι. Ψάχνει ολόγυρά του, βρίσκει μια κοφτερή πέτρα καί μ* αυτή ίπασχίζει νά βγάλη τό τομάρι της. Μόλις τό κατορ θώνει, τό άφίνει νά στεγνώση λίγο στον ήλιο κι* υστέρα, τό ψορεΐ άπο πάνω του!
ΊΑΡΣΆΜ
33
Ό Μττουτάτα τώρα, μοιά ιράει καί νά τό ιβάλη, στά ττόζει :μέ άρκούδα! δια ή νά ττεριμένη την αρκού —· Μττά σέ ικαλό ιμου1!,2 3αυ4 δα μήίττοος τυχόν καί την ιξεγετοθαυμάζεται, ΐπώς τά κατάτ λάση; ψερα νά γίνω άρκούίδα; Προτιμάει τό δεύτερο καί.... (Κ σοθοος ητροχωρεΤ ιμέ τά τέσ σέρα ιό Μττουτάτα, φλέξτε ι ξα κάθεται μέ τά τπσινά του ττόδια. φνικά ναρχ&ται <μιά άλλη αρ Ή αρκούδα ττλησιάζει δλο κούδα ττίσω ιάττό μερικούς θά καί11'ττιό μνους. Είναι “πελώρια κι5 6αυ7 8 9 10 12 'ττολύ. Σέ ιμιά στιγμή σηκώνει τή μουσούδα της καί τή ικαϊ τηραχωρεΐ ιμέ αργό βή γρυλλίζει άττειλητικά. μα ιτρός τό ίμερος του. Ό Μττουτάτα, σηκώνει κι5 Ό άράττης για μια στιγμή αυτός τή μουΐσούδα του καί τά (χάνει. Τί νά κάνη, τώρα; γρυλλίζει. Νά ττετάξη τό τομάρι που φοΤ Ε
Ο Σ Π. ΣΤΕΑΤΙΚΗΣ
* Αποκλε ι στ ι κότη ς:
Γεν. * Ε κδοτ κι
τ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
^ ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (ύπόγειαν) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13 )
'Ο άόρατος ^γίγαντας λ *Η 'κρυπτρ των θησαυρών Τό ιμυστιικό του ιμάγσυ Τό μαύρο διαμάντι 'Ο χορός τής φωτιία:^ *Η βασίλισσα; του Τα;μ-Τάμ Τό τέρας των ούρανών *0 χρυσός έλεφαντας Τό άνθρωπτοφάγο δέντρο Μονομαχ ίά δεινοσαύρων Τό στοιχειό τής λίια/νης Ή φυλή τών Φ ιδανθρωπων Τό κόκκινο χαλάζι
14) 15) 16) 17) 18) 19) 20) 21) ■22) 23) 24) 25) 26) 27)
Ή (αρχόντισσα τών τιρελλών Ό φτερωτός κροκόδειλος Τό ναρκωμένο ιμαμμούθ Μονομαχία μέχρι· θανάτου 'Ο Λυσσασιμένος ρινάκιερως Στά νύχια τού Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φίιλτρο τής ικακίας 'Η γοργόνα τής λίιμνης 'Ο οαιιμονας της συμρορας 'Ο θάνατος τιοΟ’ Ταρζάν Τό φάντασμα τής ζούγκλας 'Ο μαύρος δλιείθροο 'Η Τσίΐτα θριαιμβευει
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΗΕΉΟΜιΔΔΙΑΑΟ ΠΕΡΙΟΔΕΚ© ΖΟΥΤΊΚΑΑΧ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ισν—Τόμος 4ος—*Αρ. 28—Δρ. 2 Δηιμοσιοτ/ΐριαιφΊΐκός Δ)«ντής: Σ.*Ανιεροδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σ|μΐύΐρ»νη. Ό'ίικ,σνορηκός Δ)·ντής Γ. Γεωργιάδης,, Σφίγγας 3ι8· Προϊστ. τυπτΡΥ'ρ.: Λ. Χάτζηιβασιλιείίου, Ταταούλων 19 Ν. Σιμώρν( ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργ ιάδτιν, Λέίκικα 22, ’Αβηναι.
οΟο Η ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ που θά δημοσιευθή στο έττόμενο τεύχος., το 29.. είναι μια αϊτό τις καλύτερες περιπέτειες τού «Μικρού Ταρζάν» που θά ικανοποίηση και τους πιο δύσκολους αναγνώστες. Στο τεύχος αυτό θά κάνη την έμφάνισί του κΓ ένας νέος ήροοας πού θά μπαίνη πάντα στη μύτη τού Μπουτάτα γιά νά μή τον άφίνη ποτέ του ήσυχο! Μην ξεχνάτε., λοιπόν., την ερχόμενη Παρασκευή νά προμηθευθήτε τό τεύχος 29. τό τεύχος που θά σάς ιμείνη αλη σμόνητο με την ασύγκριτη περιπέτειά του, την
ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΚΟI ΛΑΔΑ
οΟο
ΠθΛΕΜΟ£ ΠΛΑ/νΗΤΩ/Υ' ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ 4ΥΑπ/£Τ3ΤΑΓ?£ ΟΤΙ Ο ΜΕΤΕΡρ/γης ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΗΑΠ ΠΟΥ ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΣΕ ΤΗΝ ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΑΣ, Ο Π οχ της ΓΗΣ ΣΑΣ.
Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ Η ΤΑΜ /ΥΑ ΜΑΣ βΟΗθΗΣΗ ΕΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΤΗ ! ΗΑ! ΕΤΣΙ...
,.ΖΕ ΦΕΡΑΜΕ ΕΔΡ ΤΗ/ΙΕΗΙ/ΥΗΤ/ΗΡΣ Τ Υ/ΥΕλ/ΣΕ/, ΝΟΡΜΗΛ ΤΗΛΕΙίΗ&ΗΤΙΗΰΣ .
ο
Η ΓΗ ΕΗΥΑΙ ΠΛΟΥΣ/Α ΣΕ ΜΕΤΑΛΕΥΜΑ.
Μ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Η ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ
Η ΑΡΚΟΥΔΟΠΑΡΕΑ
Ι ΝΑΙ τραγικές οί στι γμές πού περνάει ό Μπουτάτα, ό χαζός άράπηις και σύντροφος τού Τα μττάρ. Τραγικές και κωμ-κές σύγχρονος. Βρίσκεται στη νε κρή (πολιτεία όπου ένα μεγά λο όρνιο άρπαξε τή Ζολάν ικαί τον Ταμπόρ (*). Τό Ελ ληνόπουλο έμεινε ακίνητο, χω ρΐς να υπεράσπιση τον εαυ τό του όταν ήρθε για δεύτε ρη φορά τό όρνιο, μόνο καί μόνο για να τον όορπάξη κι5 (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος^ τό 28, ττ-ου^χιει τον τίτ λο: «Τό μυστικό τον Μιττουτάτσ:».
αυτόν καί νά τον όδηγήση ε κεί που οδήγησε την Ζολάν. Είναι μεγάλο τό τόλμημα του Ελληνόπουλου καί μπορεί νά του στοιχίση τό θάνατο, μα για τή ζωή τής Ζολάν θυσιά ζει πρόθυμα τή δική του. Ό Μπουτάτα, μόλις είδε τό όρνιο νά πσίρνη στά γαΐμ ψά του νύχια τον σύντροφό* του, κάνει κάτι παράξενο. Βγάζει τό ^τομάρι μιας άρκού 5ας πού είχαν σκοτώσει προ ηγούμενος με _τόν Ταμπόρ καί τό φοράει. "Έτσι, μοιάζει τώρα σαν τέλεια αρκούδα. Αρχίζει μάλιστα νά χοροπη δάη από τή χαρά του πού κα τάφερε νά γίνη, ζώο!
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧο 2
4 — Μττά σέ καλό ιμο,υ!,_ κά νει, ΐμήπως πρέπει να τρώγω ανθρώπινο κρέας τώρα πού έ γινα αρκούδα; "Αν συμβαίνη κάτι τέτοιο, πρέπει πρώτον νά κατασπαράξω τον εαυτό μου. ιΠώ... πώ, κάτι φιλοσο φικά πού πετάω τώρα τελευ ταΐα... Ξαφνικά, ό Μπουτάτα — αρκούδα, μένει ακίνητος. Πί σω άττό μερικούς θάμνους ξεπροβάλε! μια αληθινή αρκού δα! Είναι πελώρια κι5 αυτή και προχωρεί ιμέ αργό βήμα προς τόι ,μέρος του. Ό Τσουλουφης τά χάνει για -μιά στιγμή και δεν ξέρει τι νά κάνη. Νά πετάξη τό το μάρι πού φοράει καί νά άντι ,μετωπίση τήν πραγματική άρκούδα, νά τό βάλη στά πό δια ή νά μείνη στή θέσι του γιά νά τήν ξεγελάση πώς εί ναι καί κείνος αρκούδα; — Κακά ξείμπερδέματα θάχουμε, λέει καί... κάθίεται στά πισινά του πόδια. Ή άλλη άρκούδα τόν βλέ πει τόάε, σταματάει γιά λί γο, τόν κυττάζει καί μουγκρί ζει. — Μου, ουου!, κάνει καί ό άράπης σηκώνοντας ψηλά τή μουσούδα του. Είναι, πραγματικά κωμικό τραγική ή σκηνή,. "Αν ή άλη, θινή άρκούδα ιμυριστή ότι ή άλλη κρύβει κάτω από τό το μάρι της έναν άνθρωπο, άλλοι ,μονο άπό τό Μπουτάτα. Θά χυθή κατά πάνω του καί θά τόν κατασπαράξη. Αρχίζει τώρα νά προχωρή προς τό μέ ρος του καί ό Τσουλούφη,ς νοι
© ΜΙΚΡΟΣ
ώθει τήν καρδιά του νά παγώ νη. — Μή χειρότερα, θεούλη, μου!, λέει άπό μέσα του. Τί ιμού ήρθε νά ντυθώ αρκούδα; Βλέπει τήν άρκούδα νά τόν πλησιάζη καί νά τόν κυττάζη στά -μάτια. "Υστερα γρυλλίζει καί σηκώνεται στά πισινά της πόδια. —ιΚάτι ρού είπε!, βγά ζει τό συμπέρασμα ό Μπου τάτα. Τώρα πού δεν ξέρω τήν άρκαυδόγλωσσα, τί γίνεται; Σίγουρα θά μου είπε νά ση κωθώ καί γώ στά πόδια μου γιά νά χορέψουμε. ιΚαΐ χωρίς δισταγ,μό ό άράπης σηκώνεται., παίρνει δυο τρεΐς στροφές κι* ύστερα ξα ναπέφτει μέ τά τέσσερα. Ή άρκούδα γρυλλίζει άλ λη ιμιά φορά και, άφήνοντας τόν Τισουλούφη, προχωρεί πά νω στά λιθόστρωτο δρόμο. — Θά τήν άκολουθήισω νά βούμε τί θά γίνη στο τέλος,, αποφασίζει ό^ άράτπις καί παίρνει άπό πίσω τήν άρκού δα. Μπρος ή αληθινή άρκούδα, πού ξεγελάστηκε άπό τό το μάρι καί δεν οσμίστηκε τόν άνθρωπο πού κρυβόταν κάτω άπό αυτό, καί ή ψεύτικη άπό πίσω, προχωρούν. Πότε - πό τε ό Μπουτάτα, πού κούραζε ται εύκολα νά περπατάη με τά τέσσερα, σηκώνεται στά πόδια του καί βαδίζει. 'Ότο^/ όμως ή αρκούδα κάνει πως γυ ρίζει τό κεφάλι της προς τά πίσω, πέφτει κι5 αυτός ,μέ τά τέσσερα. — Έννοια σου καί θά ιμού
ΤΑΡΖΑΝ τά πληρώσης ιαυτά τά γυρνά σια πού μου κάνεις, λέει από μέσα του ό άράπης. Θά σου φυτέψω μιά σφαίρα στο το μάρι σου γιά να μάθης νά μέ ξεποδαριάζης. Ή πορεία, κουραστική γιά τον Μπουτάτα, κρατάει κάπου ,μ ι,σή ώρα. Φτάνουν τώρα μπρο ατά σ5 έναν άπό κείνους τούς πύργους πού φαίνονται ακα τοίκητοι και μπαίνουν στον •περίβολό του. —· Έδώ θάναι ή φωλιά της!, σκέπτεται ό Μπουτάτα. θά μέ πάη νά γνωρίσω τον άντρα της και τά παιδιά της. Μπά σέ καλό μου, πώς μπλέχτηκα εγώ μ5 αυτή την άρκουδοπαρέα; Λες νά κόλ ληση πάνω το τομάρι καί νά μείνω γιά πάντα, άρκούδος; Ξαφνικά, μια αλλόκοτη φω νή ^ αντηχεί άπό τό έσωτερικό του πύργου, σάν προσταγή,. Στο άκουσμά της ή πρώτη αρκούδα, ή αληθινή, σηκώνε ται στα πισινά της ποδάρια καί στέκεται σούζα. Ό Μπου τάτα αναγκάζεται νά σταθή κι5 αυτός σούζα. Κυττάζει προς τήν πόρτα του πύργου πού ανοίγει σιγά - σιγά καί βλέπει νά παρουσιάζεται ένας άνθρωπος! Είναι ένας παράξενος άνθρωίπος αυτός πού δεν μοιά ζει^ ούτε μέ λευκό ούτε^μέ μαύρο τής 5Αφρικής. Μοιάζει περ ισσότερο μέ έρυθρόδερμο. "Εχει μακρυά μαλλιά καί τό βλέμμα του πετάει άστραπές. — Γ ιούγκο ! Γ ιούγκο!, φω νάζει. Ή πρώτη αρκούδα προχω
5
ρεΐ τότε προς τό μέρος του. Ή δεύτερη αρκούδα— ό^φαο καράς ό Μπουτάτα — τήν ά κολουβεΤ μουρμουρίζοντας : — "Άλλο τούτε, πάλπ Τί θέλει νά πή μέ τό <Γιούγκο; Γιατί δεν μάς φοβάται μήπως τον κατασπαράξουμε; Μά 6 παράξενος αυτός άν θρωπος δέν φαίνεται νά φο βάται καθόλου τις αρκούδες. Καθώς πλησιάζουν, χαμογε λάει^ ευχαριστημένος, χαϊδεύ ει τήν πρώτη στο κεφάλι καί τή δεύτερη στο λαιμό! Πού νά ήξερε ότι κάτω άπό τό το μάρι τής δεύτερης κρύβεται ένας άράπης! Σέ λίγο, οι δυο αρκούδες έχουν μπή μέσα στον πύργο καί πίσω τους μπαίνει ό πα ράξενος άνθρωπος, αφού κλεί νει τήν πόρτα. Ο ΤΡΕΑΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σ ΑΦΗΣΘΥΜΕ όμως γιά λίγο τον ...άρκου> δοΜποοτάτα που έ^ει μπλέξει στην επικίνδυνη αρκσυδ ο περιπέτεια καί άς γυρί σουμε μισή ώρα πριν γιά νά παρακολουθήσουμε τήν περι πέτεια τού Ταμπόρ, τού α τρόμητου παιδιού τής ζούγ κλας που αποφάσισε νά παί ξη κορώνα - γράμματα τή ζωή του μέ τήν ελπίδα πώς ίσως μπορέση νά ξαναβρή τή Ζολάν, τήν άγάπημένη του φί λη. Καθώς τον αρπάζει καί τον σηκώνει ψηλά τό πελώριο που λΐ, ένα του νύχι έχει μπή μέ σα στο μπράτσο του, άπό τήν
6
?---------————————
—■—
-
ττληγή του τρέχει αίμα καί πονάει αφάνταστα. Δεν τολ μάει όμως νά φωνάξη από τον πόνο που νοιώθει γιατί φοβάται μήπως τρομάξει τό πουλί ικαί τον -αφήσει. "Αν γίνη ικάπι τέτοιο ικαί πέση. από τόσο ύψος στη γή, οϋτε ένα ικοκκαλάκι του δεν θά μείνη πού νά ιμήν σΐπάση, Τό εναέριο καί δραματικό ταξίδι κρατάει μόνο πέντε λε πτά. Τό πουλί πετάει προς την κστεύθυνσι ενός από τούς πύργους πού διαγράφονται στο βάθος. Σε λίγο φθάνει ακριβώς από πάνω του καί αρχίζει νά χαμηλώνη σιγά σιγά, ιάργοκινώντας τά πελώ ρια φτερά του. Καθώς ρίχνει τό βλέμμα του προς τά κάτω, τό ιΕλληνό πουλο, βλέπει στη σκεπή του πύργου μιά ιμεγάληί τρύπα. Σ5 αυτή τήν τρύπα χαμηλώ-
01 δυο
αρκούδες προχωρούν προς τον πύργο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Τό όρνιο μέ τον Τοομπόρ σηκώ νεται ψηλά.
τό πουλί καί σέ λίγο μτταί νει Ιμιέσά. "Αφού κατεβαίνει λίγο - λίγο, φθάνει ατό βά θος της, οοποθέτει κάτω^ τό Ελληνόπουλο καί, ανυψώνε ται πάλι. Είναι μεγάλη τότε ή έκπλη ξις πού δοκιμάζει τό θρυλι κό παιδί τής ζούγκλας. Κα θώς σηκώνεται επάνω καί γυ ρίζει τό βλέμμα του ολόγυρα διακρίνε^ σέ μιά γωνιά τη Ζο λάν! Είναι κοιμισμένη ή α ναίσθητη καί φαίνεται πώς ιμόλις τώρα άρχίζει νά ξυπνάη Μόλις βλέπει τον Ταμπόρ, όρμάει νά τον άγκαλιάση; μέ κλάματα. -— Ζολάν!, τής λέει τό παιδί, τί ακριβώς συνέβη; —Δέν ξέρω, του άπαντά ει τό ξανθό κορίτσι. Μερριξε εδώ μέσα τό πουλί άπό ψηλά
ΤΑΡΖΑΝ
7
χτύπηισα φαίνεται τό (κεφάλι μου κι5 έμεινα αναίσθητη ό λη τη νύχτα. Τώρα μόλις ά νοιξα τα μάτια μου. Ό Τομπόρ ικυττάζει ένα γύρω καί βλέπει ότι βρίσκον ται μέσα σ’ ένα κλουβί μέ σι δερένια κάγκελα. Τό κλουβί αυτό βρίσκεται στη μέση του πύργου καί είναι ανοιχτό α πό πάνω έτσι πού νά φαίνε ται ό^ ουρανός. ιΠ·ιό πέρα από τά κάγκελα υπάρχει ένας κυ κλικός ιδιάδρομος πού βγάζει σέ πολλές πόρτες. Μου θυμίζει τά ρωμαϊ κά στάδια όπου οί ΡωμαίοΊ έρριχναν τούς χριστιανούς νά τούς καταβροχθίσουν τά θη ρία. λέει σέ μιά στιγμή ό Τα μπόρ. Απορώ γιατί δέν μάς καταβρόχθισε τό πελώριο αυ τό πουλί. — Θά σου πω εγώ γιατί 'δέν σάς καταβρόχθισε, άικού-
Παρουσιάζετοα ένας μέ γένεια.
άνθρωπος
Ή αρκούδα ετοιμάζεται νά όρμήση εναντίον του.
γεται πίσω τους μιά φωνή σέ μιά γνωστή διάλεκτο των ϊθα γενών πού τή γνωρίζει πολύ καλά ό Ταμ,πόρ. Είναι τόσο τό ξάφνιασμά τους πού μένουν καί οι δυο μέ τό στόμα ανοιχτό. Γυμ νώντας προς τό μέρος τής φω νής, αντικρίζουν έναν άνθρω πο πού έχει βγή από μιά ττάρ τα. Ό άνθρωπος αυτός δεν είναι ούτε μαύρος, ούτε λευ κός. Είναι μισόγυμνος^ μέ μα κρυιά μαλλιά καί μοιάζει μέ τούς ερυθρόδερμους τής Α μερικής. — Ποιος είσαι τον ρωτάει ό Ταμπόρ. — Είμαι ό βασιλιάς # τής νεκρής πολιτείας, Τού (άπρ) κρίνεται εκείνος. — Ό λαός σου πού είναι; τον ρωτάει πάλι τό παιδί. — Ό λαός μου πέθανε!,
Ο ΜΙΚΡΟΙ λέει ό παράξενος βασιλιάς,. ΕΤΙμοαι ό μόνος βασιλιάς πού βασιλεύω σέ μια έρημη χώρα σ’ δλη, τή γή. Ο ι υπήκοοι μου πέθαναν ολοι τους πριν από ένα χρόνο από μια τρομερή άρρωστε ια ικαί γλύτωσα μόινο εγώ. "Έμεινα μονάχος έδώ μέ συντροφιά τό αγαπημένο μου πουλί που σάς έφερε ιστόν πύργο μου ικαί μέ τις δυο άρκούδες. Υπήκοοι μου είναι τά ζώα καί τά άγρια θη ρία. Μισώ τούς ανθρώπους καίόποιος πέφτει στά χέρια μου δεν μένει ζωντανός. Οι σάρκες του ταΐζουν τις δυο αρκούδες μου. — Είναι τρελλός !, γυρί ζει καί λέει ψιθυριστά τό Έλ ληινόπουλο στη Ζολάν. Έχου με πέσει στά χέρια ενός τρελ λου καί θά έχουμε άσχημα ξε μπερδέματα. Ή κατάρα τού μάγου Χαραχάν έπιασε καί ό θάνατος μάς απειλεί σέ κά θε μας βήμα σ’ αυτή τή νε|<ρή πολιτεία που βρεθήκα με (*). — Οί πρόγονοί μΡυ, συνε χίζει ό τρελλός βασιλιάς τής νεκρής πολιτείας, που έγκατα στάθηκαν έδώ πριν εκατόντά δες χρόνια, από μιά ξένη ήήπει,ρο, άγαπούσαν τις άρκου δες καί τις τάΐζαν μέ άνθρώ πινο κρέας. Καί εγώ τις τα ΐζω συχνά. Τό ^αγαπημένο μου πουλί αρπάζει οποίον άνθρωπο μπή στήν πολιτεία μου καί τον φέρνει έδώ για νά τον κατασπαράξουν οι ουό άρκούδες μου πού τόσο πο (*) Διάβασε τεύχος.
τό προηγούμενα
λύ τίς αγαπώ καί μέ ύπσκού συν πιστά. Κα’ άν τύχη ν’ άρ γήση νά μπή ξένος άνθρωπος στο βασίλειό μου, στέλνω τό πουλί στις γύρω περιοχές ο πού αρπάζει ξεμοναχιασμέ νους .μαύρους καί μοΰ τούς φέρνει. Τό 'Ελληνόπουλο είναι τώ ρα βέβαιο πώς ό άνθρωπος αυτός, πού ανήκει σέ μια άγνωιστη φυλή καί πού βασι λεύει στη σιωπή τής νεκρής πολιτείας, είναι τρελλός. Κα ταλαβαίνει πώς ο5 αυτό τον ■κίνδυνο πού τούς άπειλεί, δεν θά μπορέσουν μέ τόση ευκο λία νά άντ (δράσουν καί νά υ περασπίσουν τον εαυτό τους. θυμάται τότε τό Μπουτά τα πού τού είχε πή, ~πώς θά τον ειδοποιούσε για νά έρθη νά τον βρή καί βγάζει από μιά μυστική θήκη πού έχει στο μαγιό του δυο ξυλαρόκια. "Αρχίζει νά τά τριβή τότε μέ δόνα μι γιά ν" ανάψουν καί νά βγή καπνός, μά ό τρελλός βασιλιάς τό παίρνει είίδησι ικαί αφήνει νά τού ξειφύγη μιά άγρια κραυγή. Στή στιγμή, σχεδόν, τό μαύρο πουλί έρχεται καί α πλώνοντας τά φτερά του, σκε πάζει τήν τρύπα απ’ όπου θά έβγαινε ό καπνός, γιά νά εϊ δοποιήιση. τό Μπουτάτα. — Ταμπόρ!, ψιθυρίζει ή Ζολάν, μού φαίνεται πώς τί ποτε 8έν θά μάς γλυτώση τώ ρα πια!... —Μήν απελπίζεσαι!, τή συμβουλεύει τό παιδί. "Ω σπου νά μάς άγγίξη ό θάνα τος μέ τίς μαύρες φτερούγες
ΤΑΡΖΑΝ
του, πρέπει νά έλπίζουμε. Ό τρελλός βασιλιάς τους κυττάζει και άρχίζει να γελάη βαρεία. Το γέλιο του εί ναι μακάβριο καί μοιάζει σάν τό κροοΕιμο του κόρακα. *Έττειτα εξαφανίζεται μπαίνον τας σέ μια πόρτα, για νά ·βγη υστεο’ από πέντε λεπτά, άπό μια άλλη. Στα χέοια του κρατάει έ να εξωτικό λουλούδι. Πλησιάζει τά κάγκελα και τό πετάει μέσα στο κλουβί. Την αμέσως επόμενη στι
9
πό λίγα λεπτά, ή μ ιά άπό τις πόρτες ανοίγει καί παρου σιάζεται ό τρελλός βασιλιάς. -— Έτοιίμαστήτε νά υποδε χτήτε τις άοκουδες μου!, λέ ει καί χτυπάει τά παλαμάκια. Την άμέσως έπόμενη στι γμή προβάλουν στήν πόρτα δουό πελώριες άρκούδες. Ή μ 'Λ στέκεται άοιστερά του καί ή άλλη δεξιά του. Εκεί νη πού βρίσκεται άριστερά, μόλις βλέπει τούς δυο σϊχμα λώτους, τον Ταμπό ρ καί τή Ζολάν, σηκώνεται στά πισι γμή Ιμιά παράξενη μυρωδιά νά της πόδια καί μουγκρίζει ξεχύνεται στην άτυόσΦαιρα, άγρια. *Ύστεο·α άπό ένα λε μια (μυοωδ'ΐά που ζαλίζει τά πτό κάνει τό ίδιο και ή δεξιά δυο παιδιά και τά κάνει σιγά αρκούδα. σιγά νά χάνουν τις δυνάμει Ό τρελός βασιλιάς πλησι τους. άζει τό σιδερένιο κλουβί, ά — "Έτσι, τους λέει γελών νοιγε ι ,μιά πόοτα καί καλεΤ τας ό τρελλός βασιλιάς, εί τις άοκιούδες νά περάσουν μέ μαι βέβαιος πώς 6έν θ’ αντί σα. Ό Τσμπόρ πού βρίσκει στ αθη τ ε στί ς άγσπη>μ ένες κατάλληλη; την ευκαιρία νά| μου αρκούδες. Πηγαίνω τώ δράση, κάνει νά σηκωθή έπά ρα νά τις φέοω για νά δοκιυά νω^ γιά νά όρμήση έναντίον σουν τις τρυφερές σας σάρ του παράξενου άνφρώπου μέ κες... τά ιμακρυά μαλλιά, μά δέν τό κατορθώνει. Τρεκλίζει ;μόλις Η ΜΕΤΑΜΟΡφΩΣ! κάνει λίγα βήματα, σάν 'μεθυ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ σμ.ένος καί σωριάζεται κάτω. Τό^Τδιο παθαίνει και ή Ζολάν ΤΑΜΠ Ο Ρ δεν ιμ πο ρ εΤ πού ποοσπα-θεΤ κι* αυτή νά νά ,μείνη όρθιος και κά θεται κάτω. Τό ίδιο καί σηικωθή. ή Ζσλάν. Νοιώθει τά πόδιαΣτο μεταξύ, οί δυο άρκου της τόσο άδύνατσ που δεν 6ες μπαίνουν μέσα στο κλου μποοουν νά κρατησουν όοθιο βί καί ή πόρτα κλείνει πίσω τό κοαμί της. Τό παράξενο τους. λουλούδι -με τή μυρωδιά του Ό τοελλός βασιλιάς κάθε τούς έχει μισοναοκώσει καί, ται σ’ έναν ψηλό ξύλινο θρό μ* όλο πού κρατούν τά ιμάτια νο καί χτυπάει χαρούμενος τά τους άνοιχτά, ή δύνσμΐ τους χέρια του. είναι τσακισμένη. — Σήμερα θά άπολαύσω Σέ ιμιά στιγμή, ύστερα ά τό ώραιότερο θέαμα τής ζω
Ο
10 ής /μου! λέει. Εμπρός, αγα πημένες -μου αρκούδες,, σας έφερα ωραίο φαγητό νά φάτε σήμερα! Ή μια από τις αρκούδες, ή ιαληθινή,, στηρίζεται στα κάγκελα καί μουγκρίζει ά γρια. Ή άλλη —πού όπως ξέ ρουμε είναι ψεύτικη γιατί κάτω από τό δέρμα της κρύ βεται ο Μπουτάτα — κάνει τό ίδιο, μόνο πού δεν μουνικρί ζει. —Μπά σε καλό μου·!, λέ ει από μέσα του ό άράπης, έχε ι γούστο νά φάω τον άφέν τη Ταμπόρ! Θά προτιμήσω νά φάω την άλλη αρκούδα, πα ρά τούς άφέντες. Νά βούμε τώρα τί θά γίνη. — Εμπρός!, φωνάζει πά νω ιστό θρόνο του ο βασιλιάς καί άνυπομονεΐ γιατί οι δυο Ιάρκούδες ιδέν άρχισαν άμΙέσως την έτίθεσι εναντίον τών θυμάτων τους.
?0 τρελλος βασιλιάς βγάζει ένα μακρύ μαστίγιο.
ο ΜΙΚΡΟΣ
Μαστιγώνει αλύπητα τον πε σμένο άράπη.
Ό Μπουτάτα, αποφασίζει νά παίξη λιγάκι. Όρμάει λοι πόν εναντίον του Ταμπόρ καί, φθάνοντας κοντά του, ανοίγει τάχα τά σαγόνια του γιά νά τον φάη. Τό παιδί τής ζούγκλας προ οπα'θεΐ νά σηκώση τά χέρια του, δοκιμάζοντας νά ττνίξη την αρκούδα, μά τά νοιώθει βαρειά καί δεν μπορεί νά τά κινήιαηι. —Χαθήκαμε!, ψιθυρίζει μέ άπό'γνωσι. Τόση ήταν ή ζωή μας. Ό χαιζοαράπης άπομαΐκίρονεται πάλι καί κυττάζει νά δή τί κάνει ή άλλη αρκούδα. Ίου φαίνεται περίεργη, ή στά σις της. Κάθεται ακίνητη καν τά στά κάγκελα τού κλουβιού καί δεν λέει νά όρμήση έναν τίον τών θυμάτων της. — "Ας περιμένω, βγάζει
ΤΑΡΖΑΝ την άπόφασι ό άράπης, κι* δτα,ν δώ πώς άρμάει νά κατα σπαράξη· τούς αφέντες θά βγάλω την μπιστόλα μου νά ι ή ν κ εραυ νόβαλήσω. Μά, όσο περιμένει, τόσο ή άρκουδα μένει ακίνητη, λες και 5εν τη συγκινεΐ τό άνθρώ ττινο κρέας. — 5 Αρκούβ'ε ς !, ού ρ λ ι άζε ι τώρα ό τρελλάς βασιλιάς, τα πάθατε καί δεν όρμάτε; Έ,μ προς !, λοιπός, κατασπαρά<τε τους! Μά οί άρκούδες δεν φαίνον ται νά νοιάζων^ται άπό τις αγριοφωνάρες του. Ό Μπουτάτα μάλιστα, κά 3εται σταυροπόδι γιατί κου >άστηκε νά στέκεται ιμέ τά τέσσερα. Ό βασιλιάς αγριεύει. Παίρ ει τότε ένα μαστίγιο καί ά•οίγει την τάρτα του κλουβιού Γά μάτια του λάμπουν άγρια.
Π
'Ο
Μπουτάτα πυροβολεί την τρομερή νυχτερίδα.
— Τώρα θά σάς διορθώΐσω εγώ γιά νά μάθετε νά ,μέ υ πακούτε, ουρλιάζει.. Το μακρύ μαστίγιο ξεδι πλώνεται, σφυρίζει στον αέ ρα καί τό λουρί1 του χτυπάει τον άράπη στο σβέρκο! Ό Μπουτάτα γίνεται θη ρίο μοναχό άπό τό θυμό του. Σηκώνεται τότε ολόρθος καί φωνάζει δυνατά: — Μπά σε καλό σου, κοκ κινομούρη, πώς τόλμησες νά ρέ χτυπήσης; Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΜΠΑΓΙΟΚΟ
Ο ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓ ΚΑΑΣ ακούει τή φωνή τού άράπη, ανασκιρτά ει καί τό στήθος του γεμίζει άπό ενθουσιασμό. Τό ίδιο συ μ βαίνει καί υέ τή Ζολάν. Μό νο πού, καί οι δυό τους δεν
Τ
3 Μπουτάτα πυροβολεί την αρ κούδα πού τρέχει.
12
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Γ
μπορούν νά πιστέψουν πώς μι δυνάμεις του. λησε ή αρκούδα. ^αφνικά, συμβαίνει τότε Τό ΐδιο δέν μπορεί νά πικάτι τό άπίστευτο. Ή άληΓ στέψη και ό παράξενος βασι θινή αρκούδα πού παρακολαυ λιάς ικαι κυτ τάζει σαν χαζός θουσε ώς τώρα ακίνητη τή — Τι μέ κυττάζεις έτσι·; σκηνή, όρμάει* ουρλιάζοντας λίε.ι ό Μπαυτάτα. Μήπως δεν εναντίον τού αφεντικού της, σού αρέσω; Τώρα θά δγάλω τού τρελλού βασιλιά. Είναι τό τομάρι γιά νά δής καί τά τόση ή δύναμί της πού τον μούτρα μου. πετάει τρία μέτρα μακρυά, κάνοντας νά ξεφύγη τό μαστί (Καί μέ μιά γρήγορη κίίνη, σι πετάει τό τομάρι τής αρ γιο από τά χέρια του. ^ Ό Μπουτάτα σηκών ετα^ι κούδας καί παρουσιάζεται μέ καί κυττάζει άγρια τήν άρκου τή ,μπιστόλα στά χέρια. δα. ^— Πίσω* καί σ' έφαγα, χα σάπη,!, ουρλιάζει καί όρμά— Μήπως θέλεις νά σού ει καταπάνω του μέ τό κεφά πούμε μπράβο γιά τό κατόρ λι προτεταμένο καί πατώντας θω*μά σου; τής λέει. Νομίζεις τή σκανδάλη. πώς εγώ δέν θά μπορούσα νά ταράξω στις σφαλιάρες, τόν "Ενας πυροβολισμός άντη κοκκ ι,νο μούρη; ΐΚ ύτταξε τώρα χεΐ καί τό κορμί του άράπη νά δής κεφαλιά πού θά τού όρμάει σαν βολίδα. Μά ο δώσω. θρωπος μέ τά μακρυά μαλλιά τραβιέται πλάγια καί ό Τσου Ετοιμάζεται νά ιόρμήση ε λουφης μέ τή φόρα που έχει ναντίον τού εχθρού του, όταν πάρει, χτυπάει τό κεφάλι του άντηχή μιά δυνατή φωνή: — Φυλάξου, Μπουτάτα I στά σιδερένια κάγκελα καί κυλιέται κάτω αναίσθητος! / Ή φωνή βγήκε από τό στό Ό τρελλός βασιλιάς γελά μα τού Ταμπόρ. Είχε δή τον ει σαρκαστικά. Υψώνει τό μα τρελλό βασιλιά νά βγάζη^ έ να στιλέττο καί νά ετοιμάζε στίγιο καί αρχίζει νά χτυπάη αλύπητα τον άράπη, κάνοντάς ται νά τό πετάξη, εναντίον τού τον νά συνέλθη. άράπη. Ό καημένος ό Μπουτάτα Ό Μπουτάτα ακούει τή φω μουγκρίζει από τους πόνους νή μά δέν καταλαβαίνει για μά ζαλισμένος καθώς είναι*, τί τού φώναξαν κι* ούτε βλέ δέν μπορεί νά σηκωθή. 'Ο Τα πει τό στιλέττο στά χέρι τού μπαρ, λίγα μέτρα π ιό πέρα, εχθρού του. Όρμάει λοιπόν τρίζει μέ λύσσα τά δόντια ακάθεκτος μπροστά ενώ ό 'βα του καί του έρχεται νά τρελ σιλιάς χαμογελάει σατανικά λαθή επειδή δέν μπορεί νά κι·5 ετοιμάζεται νά πετάξη τό φονικό όπλο. βοηθήση τό φίλο του. Ακό μα δέν έχει συνέλθει από τό Μά είναι πολύ τυχερός ό απαράξενο άρωμα του λουλου ράπης γιατί, τήν τελευταία στιγμή, μεσολαβεί ή ...χαμέ» διού καί δέν ξαναβρήκε τις
ΤΑΡΖΑΝ
νη Τσίτα! Πέφτει άπό κάπου ψηλά, προσγειώνεται ^πάνω στο κεφάλι του τρελλού και τον άνατρ|έπει πριν ιέκεΐνος προλάβη νά τινόοξη, τό στιλέττο. Ή κεφαλιά του άράπη έρ χεται νά άποτελειώση τό έρ γο της Τσίτας. Ό τρελλος βασιλιάς μένει τώρα άναίσθη, τος, πληγωμένος βαρεία από την κεφαλή του Μπουτάτα. Ή μαϊμού πηδάει αμέσως στον ώμο του άράπη καί γρυλ λίζει χαρούμενη. — Που βρέθηκες εδώ, σα τανά μεταμορφωμένε; τη ρω τάει ό Τσουλούφης. Καί ή μαϊμού μέ τά γρ·υλλίσματά της, είναι σαν νά του λέη: «Μόλις τό τεράστιο ^δρνιο άρπαξε τή Ζολάν, κατάψερα κι* αρπάχτηκα από την ουρά του, χωρίς νά κσταλάβη καί κατέβηκε πάνω στη σκεπή του πύργου δπου κρύφτηκα, γιά νά δράσω την κατάλληλη στιγμή...» ώ * <Γ Ό Ταμπόρ μέ τή Ζολάν συ νέρχοντ αι γρήγορα καί μττοιρουν τώρα νά σταθούν στά πό δια τους καί νά βαδίσουν. — Πάμε νά φύγουμε, λέει στους φίλους του τό Ελληνό πουλο. Πάλι καλά τά καταφέ ραμε νά βγούμε ζωντανοί α πό αυτήν τήν τρομερή περι πέτεια. — Γιά οπάσου!·, λέει ό χαζσαράπης, έχουμε ένα λο γαριασμό νά κανονίσουμε α κόμη. Θά τήν άφήσουμε ζων τανή αυτή τήν αρκούδα;
13 — Καί βέβαια, τού άποκρίνεται τό παιδί. Ή αρκού δα δεν σέ πείίραξε καθόλου. *Ίσα - Τσα πού σέ γλύτωσε από τό μαστίγωμα τού τρελ λού. — Καί τά γυμνάσια πού •μου έκανε στο δοόμο, νά περ πατώ μέ τά τέσσερα; διαμαρ τύρεται ό Μπουτάτα καί χω ρίς νά προλάβη κανείς νά τον έμποδίση,, τραβάει τή θρυλική καί σκουριασμένη κουμπού (ρα του καί αρχίζει νά πυρο βολή εναντίον τής αρκούδας. Τότε, ακολουθεί μιά σκηνή πού αφήνει κατάπληκτους τούς τρεις φίλους. Καθώς ό... σκοπευτής Μπουτάτα πυροβο λ-εΐ, ή αρκούδα σηκώνεται στά δυο πισινά της πόδια, τρέχει γύρω στο κλουβί καί φώναζε ιη — ιΠώ... πω, μανούλα μου, μέ σκότωσε ό άράπαρος! Μένουν όλοι τους άναυδο: καί μαρμαρωμένοι, άκούγοντας τή φωνή αυτή. Τό πιστό λι τού άράπη πέφτει άπό τά χέρια του και τό πρόσωπό του άπό μαύρο γίνεται κίτρι νο. -— Ό σατανάς!, ,λέει καί τοέχει νά κρυφτή πίσω άπό τίς πλάτες τού Ταμπόρ. Ό σατανάς μεταμορφωμένος σέ ιάρκούδσ πού μιλάει σαν άν θρωπος ! — Βρε, ποιος σατανάς!; άκουγεται ή φοονή τής άοκού δ ας. Είμαι ό Μπαγιόκο! Ό Ταμπόρ κυττάζει ερω τηματικά τή Ζολάν. Τά έχουν καί οί δυό τους κυριολεκτικά χαμένα. Βλέπουν τώρα τήν αρκούδα νά στηρίζετοη στά
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σιδερένια κάγκελα, νά κάνη ιμεριικές κινήσεις και... νά βγά ζη τό τομάρι, της! Πίσω από τό τοράρι της φαίνεται τώρα ένας άνθρωπος. Είναι ένας κοντός, σχεδόν νάνος νέγρος με υπερβολικά φουσκωμένη κοιλιά πού ιμοιάζει σάν βαρε λάκι και ιμέ μια μύτη, σάν με λιτζάνα.^ — (Πώ, πω, /μούρη πού την έχει!, κάνει ό^Μπουτάτα καί, παίρνοντας θάρρος πλησιά ζει κοντά του1 και τον κυττάζει με απορία. — Μωρέ τ3 είναι αυτός; απορεί. Αυτός δεν μοιάζε! οΰ τε 'μέ άνθρωπο, ούτε με άρκού δα, ούτε >μέ... την Τσίτα μου. — Είμαι ό Μπαγιόκο!, ά παντάει ό άσχηίμομούρης. Ό Μπουτάτα τον κυττάζει παρ αξενεμένος. —- "Άσχημα ξεμπερδέμα τα θάχω μέ σένα αφέντη Μπο γιόκο, τού λέει και τον κυττά ζει άγρια.
*0 άράπης αντιμετωπίζει ίδιο τον £αυτό του.
τον
Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ
Ι ΤΡΕΙΣ ήρωές μας κι5 ό κοντοστούπης νέ γρος πού τ5 όνομά του είναι- Μπαγιόκο, έχουν αφήσει τον πύργο και προχωρούν προς τό βάθος τής νεκρής πο λιτείάς όπου εκτείνεται μια καταπράσινη κοιλάδα. Ό πε ρίεργος νέγρος πού τόσο πα ράξενα και τόσο άρπροσδόκητα παρουσιάστηκε στη ζωή των ηρώων μας, τούς ^ διηγήθηκε ’μέ λίγα λόγια την ίστο ρία του. Ζούσε σ’ ένα χωριό πού βρί σκεται στίς πλαγιές τού βου νοΰ Κιλιμάντζαρο, όταν ένα μεγάλο πουλί — τό ίδιο πού άρπαξε τη Ζολάν και τον Τα μπόρ — τον άρπαξε μαζί μέ έναν άλλο νέγρο. Φτάνοντας πάνω στη σκεπή τού πύργου ό Μπαγιόκο κατώρθωσε νά πέ ση και από εκεί πάνω, κρυμ μένος, παρακολουθούσε τό ιμαρτύριο τού άλλου νέγρου πού τον κατασπάραξαν οι άκρούδες .μπροστά στά μάτια τού τρελλοΰ βασιλιά. Οι αρκούδες, ίάφού χόρτα σαν .μέ ανθρώπινες σάρκες, βγήκαν άπό^ τον πύργο καί χώρισαν παίρνοντας ή κάθε μιά τό δρόμο της. Ό Μπαγιό κο κατέβηκε τότε από τή στέ γη, ακολούθησε τή μιά άρκού δα και αφού κατάφερε νά τή σκοτώση μ5 ένα .μαχαίρι πού κρατούσε επάνω του, φόρεσε το τομάρι της κι5 αποφάσισε νά μπή ιστόν πύργο γιά νά σκοτώση τον τρελλό βασιλιά. Στο δρόμο όμως πού ερχόταν
Ο
ΤΑΡΖΑΝ συνάντησε την άλλη άρκούδα — το Μπουτάτα — πού τη Λ/όμιζε για αληθινή, όπως νό μιζε κι5 ό ά,ράπης αυτόν για αληθινή αρκούδα, και μπή καν μαζί στον πύργο και στο κλουβί. — Πολύ βλάκας είσαι κον τοστούπη μουντού λέει ό ά ράπτης. Μπορούσες άπό την άριχή νά μου πής πώς δεν ή σουνα αρκούδα. Τό ότι είναι βλάκας,, ό Μπα γιόκο, δεν θέλει συζήτησι. Τό πρόσωπό του δείχνει τόση χα ζομάρα πού είναι νά τον λυ πάται κανείς. Κι5 αμωσ θε ωρεί τον εαυτό του σαν τον πιο έξυπνο, τον πιο ωραίο και τον πιο δυνατό άνθρωπο του κόσμου. Σουρουπώνει όταν πλησιά ζουν κοντά στην καταπράσι νη κοιλάδα, -αφνικά, ό Μπου τάτα τραβάει τήν κουμπούρα του και... κυττάζει κάπου μέ γουρλωμένα τά μάτια. ^— Τι συμβαίνει; τον ρω τάει η Ζολάν πού βρίσκεται δίπλα του. —5Αφέντη κορίτσι, τής λέει ό Μπουτάτα, θά σκοτώ σω οπωσδήποτε τον έαυτό μου! -— Ποιόν; του λέει ό Μπα γιόκο. — Σιωπή, έσύ!, τον απο στομώνει1 ό άράπης πού τον £χει πάρει από τήν αρχή μέ κακό μάτι. Μή μέ νευριάζεις και σκοτώσω δυο αντί για έ ναν. ^ — Ποιος είναι ό δεύτερος; τον ρωτάει ό Ταμπόρ. — Ό εαυτός μου!, τού ά-
15
Τό ρόπαλο του Ταμττόρ κάνει κύκλους οπόν αέρα.
παντάει σοβαρά - σοβαρά ό Μπουτάτα. Είναι τώρα καί πέντε λεπτά πού προχωρεί μπροστά ιμου. Πολλές φορές σταματάει, γυρίζει πίσω καί μέ κοροϊδεύει. — Τρελλάθήκες Μπουτά τα!, τού λέει ό Μπαγιόκο! Ό Μπουτάτα ετοιμάζεται νά τον φιλαδωρήιση, μέ μιά καρπαζιά, όταν ό κοντοστού πης ζαρώνει καί... βάζει τά •κλάματα. — Θεούλη μου!, κάνει ό εαυτός ιμου μέ... κυττάζει. Είναι τόσο τρομαγμένο τό βλέμίμα του πού ό Ταμπόρ απορεί. Είναι δυνατόν νά τρελ λάθηκαν καί οί δυό χαζοί πού έχει στή συντροφιά του; — Πού είναι ό εαυτός σου; ρωτάει ό άράπης τον κοντο στουπη. Εκείνος απλώνει τό χέρι
Ο ΜΙΚΡΟΙ
16
καί του δείχνει σέ .μια κατεύθυνσι. —<Έκεΐ είναι ό δικός μου! διαμαρτύρεται^ ό Τσουλούφτ|ς Δεν βλέπεις τι ψηλός που εί ναι; Ξαφνικά, τόσο ό Τσουλοόψιης όσο και ό Μπαγιόκο, τό βάζουν στα πόδια καί, σε λί γο, χάνονται ,μέσα στα κότα πράσινα δέντρα. Ό Ταμιπορ ετοιμάζεται νά τρέξη ξοπίσω τους μά αναγ κάζεται1 νά σταματήση γιατί μπροστά του βρίσκεται ένας άλλος κι ολόιδιος, Ταμπόρ! Τό Ελληνόπουλο δεν πιστεύ ει στα μάτια του καί τ1 άνοιιγο κλείνει για μιά στιγμή, Μό λις τ ανοίγει ό άλλος Ταμ πόρ έχει έξαιφανιστή -μά μα ζί του έχει έξαψανιστή καί ή κατοίπράσινη κοιλάδα. Αντί γιά δέντρα υπάρχουν μυτερά βράχια, χαντάκια καί άμμος. — Ζολάν!, λέει στο κορί τσι, είναι αλήθεια πώς χάθη κε ή κοιλάδα από μπροστά μου; — Ταμπόρ, του απαντάει κατάχλωμη ή ξανθέ ι ά κοπελλα, είναι αλήθεια. Πες μου καί συ τώρα, είδες πιο πρίν τον άλλο εαυτό μου; — "Οχ η τής λέει τό παιδί. Είδα τό δικό1 μου εαυτό. 5Ενώ κυττάζονται γιά μια στιγμή, μια απαίσια φωνή φτάνει ώς τ5 αυτιά τους. —Ταμπόρ, ό μάγος Χαρα χάν δεν ξεχνάει εύκολα την κατάρα του! "Αν γλυτώσατε από τή νεκρή πολιτεία, δεν θά γλυτώσετε από την κόλα σμένη κοιλάδα! Οί φίλοι· σας
κυνηγάνε τους έαυτούς των καί έσάς... ακούστε τί σάς περιμένει... Ή φ'ωνή τού απαίσιου μά γου σβήνει σιγά - σιγά καί άκαύγεται ένα φτεροκόπημα. Τά δυο παιδιά σηκώνουν ψηρ λά τά μάτια τους καί... τα χάνουν... Η ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ
ΩΗΡΕΣ αστραπές σκί ζουν τή νυχτωμένη α τμόσφαιρα καί κατευθύ νονται προς τό ίμερος τους. Θά νόμιζε κανείς ότι οι ψωτιε^ τής κολάσεως ξέφυγαν και ζητουν νά κάψουν τά δυο παι διά, τον Ταμπόρ, καί τή Ζο λάν. Μπροστά στον καινούρ γιο αυτό εχθρό, δεν ξέρουν πώς νά αμυνθούν καί πώς νά τόν άντιμ ετωπίσουν. Γιά καλό καί γιά κακό ό Ταμπόρ αρπάζει ένα ρόπαλο που βρίσκει μπροστά του καί περιμένει. Ή μιά άπό τις α στραπές πλησιάζει τώρα κον τά καί, τό θρυλικό Παιδί τής; Ζούγκλας, διακρίνει μέ χαρα του πώς δεν είναι αστραπή. Είναι μιά νυχτερίδα, που τά μάτια της λάμπουν σαν την αστραπή. Μά ή χαρά τού Ταμπόρ με ταβάλλεται σέ φρίκη. Ή νυ χτερίδα που τον πλησιάζει είναι* τεράστια, έχει γαμψά νύ χια καί κατευθύνεται προς τό κεφάλι του μέ σκοπό νά τού βγάλη, τά μάτια! Τό ήιοωϊκό παιδί, χωρίς νά χάση τό θάρρος1 του, σηκώνει τό ρόπαλο καί δίνει ένα γερό
ΤΑΡΖΛΝ
χτύπημα στη νυχτερίδα, ρί χνοντας την κάτω, νεκρή, — Ζολάν!, τής φωνάζει, τρέξε νά φύγουμε! "Οσο κα θομοΰστε εδώ, τόσο χειρότε ρα είναι! Πρέπει νά βγούμε έξω από την καταραμένη συ τη κοιλάδα δπου ό μάγος Χα ραχάν ·μάς έχει στήσει θανά σ ι μη παγ ίδα I '5 Αρχίζουν νά) άρέχου\ν με δλη τους τη δύναμι. Κάθε τό σο ό Ταμπόιρ σταματάει, στρι φογυρίζει τό ρόπαλό του και ρίχνείι νεκρές ιδσες νυχτερί δες τούς πλησιάζουν. Ή πο ρεία τους είναι· εξαντλητική καί δεν αργεί νά άποκάμη,, ή Ζολάν καί νά πέση κάτω. Οι νυχτερίδες, σάν νά κατάλα βαν πώς οι διώκτες τους κου ράστηκαν όρμούν κοπάδια κοπάδια καταπάνω τους. Ό Ταμπόρ ,μέ τό ρόπαλο στο χέρι, τις υποδέχεται καί αφού σκοτώνει καμριά δέκα ριά, από αυτές, οι άλλες φο βουνται νά πλησιάσουν καιί πετουν ψηλά από τά κεφάλια τους, σέ αρκετή άπόστασι. Τό Ελληνόπουλο άφίνει έ να στεναγμό άνακουφίσεως καί γυρίζει ολόγυρά του. Καί τότε... διακρίνει πάλι τον έαυ τό του νά τον κυττάζη παρά ξενα. Ό Ταμπόρ δεν είναι δειλός μά αυτή τή φορά τά χάνει. Πώς γίνεται καί βλέπει τον εαυτό του, μπροστά, αφού δεν υπάρχει καθρέφτης; Καί πώς χάθηκε αυτή ή ωραία καί κα ταπράσινη κοιλάδα καί μετά βλήθηκε σέ πραγματική κόλα σι, μέ τις πέτρες καί μέ τις
π
νυχτερίδες τής φρίκης^ Στά ερωτηματικά αυτά πού τού γεννιούνται στο νου, έρ χεται νά τού απάντηση^ μια φωνή. Είνα,ιή φωνή τού απαί σιου ιμάγου, Χαριαχάν. — "Ολα αυτά πού σου συμ βαίνουν, Ταμπόρ, οφείλονται στη δική μου ,μαγιική δύναμι. Άκό'μη έχουν νά δουν κι* άλ λα τά μάτια σου... Μιά δυνατή κραυγή διάκο πτει τον αόρατο καί κακό μά γο. Ό Ταμπόρ γυρνάει πίσω του καί βλέπει μιά σκηνή τό σο φρικιαστική πού πάει νά τού σαλέψη ό νους. Ή Ζολάν έτσι όπως βρισκόταν ξαπλω μένη κάτω στις πέτρες, δεν εί δε ιμιά αράχνη πού ήρθε από πίσω της αθόρυβα καί τώρα βρίσκεται γραπωμένη στά πό δια της! Είναι μιά πελώρια καί επικίνδυνη αράχνη που σι ιθαγενείς την όνοράζουν Σιού "Οταν σέ δαγικώση ή Σ ιού δεν έχεις καμ,μιά ελπίδα νά ζήσης. Σάν αστραπή ό Τρμπόρ έψορμά καί πλησιάζει τό συμ πλέγμα τής αράχνης καί τής άγαπηρένης του φίλης. Τό ρό παλό του σηκώνεται καί πέ φτει διαδοχικά στο κεφάλι τού σιχαμερού εντόμου ώσπου τό αναγκάζει νά άφήση τό θΰ μα του. Ή Ζολάν ελευθερώ νεται από τά ποδάρια τής τρομερής Σιού ενώ ή τελευ ταία σφ αδ άζε ι κ αταγ ή ς . —Σέ δάγκωσε; ρωτάει μέ αγωνία τό Ελληνόπουλο —"Όχι!, τού αποκρίνεται ή Ζολάν μέ δάκρυα στά μά τια. Ευτυχώς πού πρόλαβες
18 Γ
Ο ΜΙΚΡΟΣ '
"
εσύ Ταμπόρ! Σου χρωστώ για μια ακόμη φορά τή ζωή •μου!... Ένα παράξενο γέλιο άντη χεΐ πίσω τους και τους ξα φνιάζει- -και τους δυο, κάναν τάς τους να στρέψουν τά κε φάλια τους. — Αέν είναι τίποτε!, λέει ή Ζολάν. ^ Ό Ταμπαρ όμως, δεν έχει την ϊΐδια γνώ,μη γιατί, γυρνώντας βλέπει τον εαυτό του. Μανιασμένος γι’ αυτό τό παιχνίδι που του παίζει- ό Χα ραχάν, αρπάζει τό ρόπαλό του καί όρμάει εναντίον του εαυτού του! Μα όταν φτάνη στο ,μέρος που στεκόταν εκεί νος πρίν, δεν υπάρχε» τίπο
τε. Τό ρ'άταλό του, καθώς πέ φτει, βρίσκει τον άδειο αέρα. —^ Θά τρελλαθουμε σ’ αύ τή ^ την κολασμένη κοιλάδα πού πέσαμε, λέει τό Έλληινό πουιλο. Έδώ είναι τό βασί λειο του^ Χαραχάν. Πάμε Ζο λάν, πρέπει νά βγούμε από δώ μέσα. ^ Τό 'ξανθό κορίτσι οςρχίζειι τότε νά τρέχη μ’ όλη τή δύναΐμι των ποδιών της δίπλα από τον Ταμπόρ. ΜΥΡΜΗΓΚΟΚΥΝΗΓΗΤΟ
ΧΑΖΟΣ Μπσυτάτα καί ό κοντοστούπης Μπαγιάκο, * μααζί «με τήν Τσί τα που τους ακολουθεί καταπόδας, διασχίζουν κι’ αυτοί
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
19
Κάτω οπτό τό δέμα φανερώνεται ένας κωμικός νέγρος
την κολασμένη κοιλάδα. Στην αρχή κυνηγούσαν τούς εαυ τούς των μά έπειτα από ένα τρέξιμο πού τούς έκανε και τούς δυο νά λαχανιάσουν σάν σκύλοι, κατάλαβαν πώς δεν ήταν εύκολο νά τούς πιασοσν στα χέρια. — (Κάποιος μάς έκοψε ατά δυο ιμέ μαχαίρι και γινηκα,με τέσσερις, λέει σε μια στιγμή ό Μπαγιόκο. Ό Μπουτάτα τον κυττάζει μέ περιφρόνησί'. — Πετάς κάτι αριθμητικά πού είναι γιά κλάματα, κον τοστούπη μου, του κάνει. "Αν μάς έκοβαν μέ μαχαίρι δεν
θά είχαμε γίνει τέσσερις αλ λά... — Αλλά, τί; — Μακαρίτες^! — Τότε θά μάς έκοψαν μέ ...πριόνι, λέει ό Μπαγιόκο πού συναγωνίζεται τό Μπου τάτα στήιν εξυπνάδα... Ό άράπης του δίνει μιά ξοιψνική καρπαζιά στο σβέρ κο πού τον ρίχνει κάτω καί τον κάνει νά ικυλίση δέκα μέ τρα μπροστά. — Μέ ξυραφάκι /μάς έκο ψαν, του λέει, όχι ,μέ πριόνι! Τή στιγμή εκείνη, μιά από τις αιμοβόρες νυχτερίδες πού επιτέθηκαν εναντίον τού Ταμϊττόρ καί τής Ζολάν, όρμάει
20 εναντίον τους. — Πώ... ττώ !, κάνει ό Μπα γιόικο καί... κρύβεται πίσω από τό Μπουτάτα:. —Τί φοβάσαι έτσι βρέ με λιτζανσμυτη!, τού κάνει ό αράπης. Κύτταξε νά δής πως τή φέρνω κάτω, κορώνα γράμ ματα με τή ιμπιστόλα ιμου. Σηκώνει τή θρυλική κουμ πούρα του και πυροβολεί. Ή νυχτερίδα ακούει τον ποροβο λισμο καί πετάει φοβισμένη ψηλά, προς τον ουρανό. — Είδες περηφανεύεται ό Τσουλούφης. Την κόλλησα οτόν ουρανό ! — 'Πώ... πώ, τί εΐσαι σύ! του λέει ιμέ θαυμασμό ό Μπα γιάκο. — Είμαι καί φαίνουμαι, κά νει ό Μπουτάτα. 3Από δώ καί πέρα κύρ ιε μελ ιτζανομ ύτη_ γ ί νουμαι ό αρχηγός σου. 3 Εσύ καί ή Τσίτα εϊσαστε τά πρω τοπαλλήκαρά ,μου. Έμιπρος/ διατάζω νά καθήροομε λίγα κι για νά ξαποιστάσουμε. Σέ λίγο κάθονται καί οί δυο τους μπροστά από μερικούς θάμνους, -αφνικά, ό σράπης ανασκιρτάει καί γυρί ζει προς τό Μπαγιόκο. —- Γιατί μέ τσίμπησες ; του λέει καί του αστράφτει μια καρπαζιά. Ό Μπαγιόκο καταπίνει τό θυμό του καί δεν μιλάει. Σέ λίγο άμως νοιώθει κι3 αυτός ένα τσίμπημα στά μαλακά, που τον κάνει νά ουρλ ιάση ά πό τον πόνο. — Έσυ γιατί μέ ^τσίμπη σες; λέει στο Μπουτάτα και ....του δίνει μιά ^μέ τήν πελώ
Ο ΜΪΚΡΟΙ ρια «μύτη του πάνω στο γυμνό μέρος του κεφαλιού του. Ό Μπουτάτα γίνεται θη ρίο ανήμερο. — (Ποιος σέ τσίμπησε ρέ φουσκωμένο βατράχ ι; τού λέ ει ικαί τού δίνει μια ξαφνική κεφαλιά, κάνοντάς τον νά πέση τ3 ανάσκελα κάτω. Ό Μπαγιόκο σηκώνεται καί κάθεται Ιπάλι στή θέσι του. Βλέπει τώρα τον Μπου τάτα νά σηκώνεται όρθιος καί νά τού ρίχνη βροχή τις καρπαζιές στα κεφάλι του. — Μπά σέ καλό σου, κον τοστούπη!, τού φωνάζει. "Αν ξανατσιμπή'σης άλλη φορά, θά τρ:αIβή)ξω, τήν μ πιστόλα ,μου καί θά σού ξεφουσκώσω τήν κοιλιά σου. — Εμένα λες κοντοστού πη !, θυμώνει ό Μπαγιόκο. Δέν κυττάζεις τά χάλια σου, ιπποπόταμε; 3 Από λόγο σέ λόγο, οί δυό χαζοί ήρωές ίμιας πιάνονται ατά χέρια καί πέφτουν οί κε φαλιές, οί μυτιές καί οί καρ παίζιές βροχή. 3Ενω όμως χτυ πιούνταΐί ικαί κυλιούνται κάτω ολο καί κάποιος τους τσιμπά ει, πότε στά πόδια, πότε στ3 αυτιά, πότε στά μαλακά. Ό Μπουτάτα, σάν πιο έξυ πνος από τον Μπαγιόκο, κυτ τάζει γύρω του ικαί... συνέρ χεται. —^Κοντοστούπη !, του λέει κύτταξε νά δής! Ό Μπάγιόκο καταφέρνει νά σηκωθή καί κυττάζοντας γύρω του, μένει σάν ιμαρμαρωμένος άπό τήν εκπλιηξι. Δε κάδες μαύρα καί μεγάλα μυρ
ΤΑΡΖΑΝ μήγκια τρέχουν προς τό μέρος τους. Είναι ένα είδος τερμι τών (*) ττού βγαίνουν καί στην επιφάνεια. Μπορούν καί τρέχουν μέ την ταχύτητα ένός αρουραίου καί αλλοίμονο σέ ικεΤνον πού θά 'βρεθή μπρο στ6: τους, είτε ζώο είναι, είτε άνθρωπος. — Αυτά μάς τσιμπούσαν, λέει ό άράπης. Πάμε νά φύ γουμε κοντοστούπη γιατί άν θά βγουν πιο πολλά, καήκα με! "Αρχίζουν πκαί οί δυο τό τρέξιμο. Μά οι τερμίτεσ που είχαν όσμιιστή ανθρώπινο κρέ ας, τρέχουν με μεγάλη ταχύ τητα πίσω τους. Σιγά - σιγά -βγαίνουν δλο καί περισσότε ροι άπό τη γη κι" έτσι, ένα μαύρο κοπάδι κυνηγάει τούς δυο μαύρους. <Γιά κακή τους τύχη άλλο ένα κοπάδι πιραβάλ λει από μπροστά τοσ·- πού ά πλώνεται δεξιά κι* άριστεοά καί τούς κλείνει τό δρόμο. Πα ^ούν τώρα επάνω τους μά, ό σο νά σηκώσουν τά νυμνά πο δάρια τους, οί τερμίτες προ λαβαίνουν καί τούς δαγκώνουν Έτσι, σιγά - σιγά, τά πό δια τους γεμίζουν πληγές, τά αίματα τρέχουν ποτάμι ι καί αναγκάζονται νά σταματή σουν. — Πώ... πώ... πώ! κά νει ό Μπαγιόκο, έ ρέ καί νάμουνα ιμυρμηγικοφάγος, θά (*) Τεορίτες εΐνσιι ιμερηκά έττικίνδυνα μυρμήγκια ττουν Κουν κάτω στη γ^4 ικσι τηου (μπτοροΟν μερικές έ'κκχτ.οντάδες άττο αύτά ινα ικοττσβρονθίσουν έναν Ιπποπόταμο μέ σα σ* ξνα λείπΐτό.
21 χόρταινα τό στομάχι μου άπό δαυτα. — Βρήκες καιρό νά πετάξης τίς πτηνολογ ικές σου βλα κειες, του λέει ό Μπουτάτα καί αρχίζει νά χοροπηδάη, γι ατί δεν μπορεί ν’ άντέξη τό τσίμπημα ^τών μυρμηγκιών πού όσο πάνε καί πληθαίνουν. Ό Μπαγιόκο τά βρίσκει τώρα τόσο σκούρα πού άρχί ζει τά κλάματα. ^ —Τι έπαθες κοντοστούπη; τόν ρωτάει ό Μπουτάτα. -— Κλαίω γιατί τώρα πού χρειαζόμουνα τον εαυτό μου νά με βοηιθήση, είδε τά μυρ μήγκια κι" έγινε άφαντος! / — "Όχι, κουτός ήτανε νά γίνη μακαρίτης, τού άπΌκρί νεται ό Μπουτάτα. Πετάς ικά τι κοντοστούπικα πότε -πότε. ^ Οι δυο άράπηδες αφήνουν σε λιγάκι τίς ...βλακείες τους. Είναι τόσο εξαντλημένοι πού παύουν νά χορεύουν καί πέ φτουν καί οι δυο κάτω. Τά μυρμήγκια όρμουν τότε κατα πάνω τους καί, ιμέσα στο διά στη μ α ενός δε υτ ε ρ ολέπτ ου, τούς σκεπάζουν ολόκληρους... ΔΥΟ ΜΑΚΑΒΡΙΟΙ ΣΚΕΛΕΤΟΙ
ΧΕΙ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ. "Αποκσμωμένοι άπό τήιν κούρασι ό Ταμπόρ καί ή^Ζαλάν, αποφασίζουν νά κα θήσουν πάνω σε μιά πέτρα γιά ν’ άναιλάβουν δυνάμεις. Σε μιά στιγμή, ή Ζολάν, δια κρίνει ύποπτα ίχνη πάνω στο χώμα. — Κύτταξε, Ταμπόρ τού
22 λέει. Δεν σου φαίνεται πώς α πό δω πέρασαν πριν από λίγο χιλιάδες τερμίτες; —· "Έχεις δίκιο, Ζόλαν, λέ ει τό παιδί. Φαίνεται πώς κά ποιο ζωντανό πλάσμα ' >μ ορί στηκαν κι5 έτρεξαν για νά )(θρ τάσουν την πείνα τους από τις σάρκες τους. — Μήπως... μήπως, ψελλί ζει ή Ζολάν και χάνει τό χρώ μα της. — Και μένα ή ίδια σκέψις μου πέρασε, τής λέει τό Ελ ληνόπουλο. Μήπως ό Μπουά τ άτα καί ό Μπαγιόκο είχαν την τροίμερή τύχη νά πέσουν σ’ ένα κοπάδι από τερμίτες; — "Άν συνέβη κάτι τέτοιο λέει· ή Ζολάν καί αναστενά ζει, τότε... δεν θάχουν μείνει παρά τά κόκκαλά τους... Σ ταμ ατάει άπόταμα κ αί μπήγει δυνατή κραυγή. Σε
Ετοιμάζεται νά όρμήση έναντ ι όν τοΰ έαυτοΰ του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ είκοσι ,μέτρα απόσταση μακ,ροά τους, διακρίνει δυο αν θρώπινους σκελετούς. — Δυο σκελετοί!, λέει καί σκεπάζει τά μάτια της άπό τη φρίκη. Ό Ταμπόρ πετάγεται σαν ελατήριο άπό τη θέσι του καί στους σκελε φθάνει κοντά τούς. Είναι πράγματι άνθρώ πινοι. Ό ένας, είναι ιμεγάλος καί ο άλλος μικρός. — Ό Μπουτάτα μέ τον Μπαγιόκο, ψελλίζει ό Ταμπόρ κι5 ένας κόιμπος του κάθεται οπό λαιμό, ενώ τά ιμάτια του πληρμυρ'ζουν δ άκρυα. — Ό Μπουτάτα!, λέει πί' σω του τό ξανθό κορίτσι καί πν ί γ ε ι ένα λυγ μό. —ίΊου είναι όμως τό πι στόλι του; λέει ό Ταμπόρ. — Μπορεί νά τό πέταξε πιο ,πρίν, βγάζει τό αυμπέρα σμα ή Ζολάν. Όπωσδήποτε 6ά έτρεξε αρκετά ώσπου νά πέση κάτω καί νά τον κατα βροχθίσουν. — Είναι ό Μπουτάτα, βγά ζει τό συμπέρασμα τό παιδί τής ζούγκλας. Τό βλέπω άπό τά σκορπισμένα ιμαλλιά πού είναι μακριά κι5 έχουν τό χρώ μα του τσουλουφιού του Μπου τάτα. Ή Ζολάν κλαίει τώρα μέ λυ γμούς γιατί τον αγαπούσε πο λύ τον άράπη. —Ή κατάρα τού απαίσιου Χαραχάν, έπιασε, ιμουρμουρί ζει μέσα στους λυγμούς του τό κορίτσι. Τώρα δέν μένει παρά νά άφήσουμε καί μεΐς τά κόκκαλά ,μας σ’ αυτή την κολασμένη κοιλάδα πού 6ασι
ΤΑΡΖΑΝ λεύει ή φρίκη και ό θάνατος. Ό Ταμπόρ την πιάνει άττό το χέρι καί την τραβάει κον τά του. — .Παιμε, Ζολάν, τής λέει. Υπάρχει* κίνδυνος νά ξαναβγουν οΐ τερμίτες από τη γη, και τότε, αλλοίμονο μας! Ή ξανθέ ιά κοπέλλα, ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στους μακάβριους* σκελετούς και ά κσλουθεΐ τον σύντροφό της ,μέ σπαραγμό. Προχωρούν δυο ώρες συνέχεια, χωρίς νά σταθούν καθό λου, μέσα στην αφόρητη ζέ στη. Ό αφρικανικός ήλιος πού πυρακτώνει τή γη, καίει τά γυμνά κορμιά τους, τσοο ρουφλίζει τό δέρμα τους καί ή δίψα αρχίζει τοορα νά τούς βασανίζη καί ιδιαίτερα τή Ζο λάν. — Ταμπόρ, δεν αντέχω!, διψώ!, τοΰ λέει κάθε τόσο. — Κάνε ίύπομονή, Ζολάν, την παρηγορεΐ τό παλληκάρι. Ή κολασμένη κοιλάδα βρίσκε ται προς τό τέλος της καί θά μπούμε σε λιγάκι στη ζούγ κλα. 5 Βκεΐ θά βρούμε όπωσδή ποτέ νερό. Τό κορίτσι κάνει κουράγιο μά όταν περνούν λίγα λεπτά, ή δίψα την βασανίζει τόσο πο λύ πού αρχίζει τά κλάματα. — Ταμπόρ, πεθαίνω, κά νει. Μ ιά γουλιά νερό θέλω μο νάχα, Ταμπόρ ! Δεν υποφέρω πιά... Ό Ταμπόρ τή λυιπάταρ σπαράζει ή καρδιά του πού τήν ακούει ιμά δεν μπορεί νά τή βοηθηση. Μονάχα την πα
23
Τά
μυρμήγκια τους άδυσώπητα.
κυνηγούν
ρηγρρεΐ γιά νά τής δώση κου ράγιο. — Κοντεύουμε νά ψθάσου με στη ζούγκλα, Ζολάν, κά νε λίγη υπομονή. Μά, άν ισέ όλα τά πράγμα τα ίμπορεί νά κάνη υπομονή ό άνθρωπος, στ ή δίψα είναι α δύνατο.^ Τοΰ καίει τά σώθη κα, τοΰ στεγνώνει τό στόμα καί^ τον κάνει νά λαχταράη βρύσες με τρεχούμενα καί κρυσταλλένια νερά. Τό ΐδίο όνοιρεύεται τώρα ή Ζολάν. Εΐ ναι^ τόση μάλιστα ή δίψα της πού παθαίνει παράκρουσι, σα λεύουν δηλαδή τά λογικά της καί δεν ξέρει τί λέει. -— Νερό... νερό, ψελλίζει καί τά πόδια της τρεκλίζουν ενώ τά μάτια της θαμπώνουν. Καταρράχτες, Ταμπόρ, πάμε στούς καταρράχτες νά πιω νε ρο... Μιά γουλιά μονάχα, μιά γουλιά...
© ΜΙΚΡΟΙ
24 Τό Ελληνόπουλο βλέπον τας την νά παραπατάη την αρπάζει στα χέρια και *τή φορτώνεται στον ώμο του. Σε λίγο τό καημένο τό κορίτσι κλείνει τά < μάτια του καί χάμ νε! τις αισθήσεις της. _ Τό μαρτύριο του1 Ταμπόρ είναι διπλό τώρα. "Όχι μόνο διψάει κι5 αυτός, μά είναι α ναγκασμένος νά κουβαλάη την αναίσθητη, συντρόφ κσσά του. Τό βάρος του κορμιού της του φαίνεται ασήκωτο και πολ λες φορές τρεκλίζει κι5 αυτός;. Με τά πολλά, υστέρα από μιά μαρτυρική- πορεία ενός χιλιομέτρου, αφήνει την κόλα σμένη, κοιλάδα και μπαίνει στη ζούγκλα. Ό ίσκιος των δέντρων τον δροσίζει κάπως καί κάνει κουράγιο, μά άν δεν βρή νερό φοβάται πώς δεν θιά μπόρεση ν’ άντέξη γιά πολύ κι’_αυτός. -αφνικά, τά μάτια του κα,ρ φώνονται επίμονα στη γή. Δι ακρινέι στο χώμα φρέσκα ί χνη έλεφάντων. Ό Ταμπόρ, πού γνωρίζει τό κάθε τι μέσα (αρή ζούγκλα!, Φταίρνει θάρ ρος. Ξέρει ότι οί ελέφαντες αγαπούν πολύ τό νερό και δεν ζούν πολύ μακρυά του·. Είναι τόσο παχειά πού τούς αρέ σει τό; μπάνιο. "Άν λοιπόν, ά κολαυθήση τά ίχνη τους, θά βρή οπωσδήποτε ,μιά πηγή, ένα ποτάμι ή μιά λίμνη. Προχωρεί παραπατώντας καί χωρίς ν5 άφήση από την πλάτη του την αναίσθητη Ζο λάν, κάπου πεντακόσια μέ τρα. Σ' ένα ιμεγάλο ξέφωτο τής ζούγκλας άναβλύζει γάρ
γάρο νερό ενώ πιο κάτω, πού τό νερό σχηματίζει μιά 3μι κρή λίμνη, ένα κοπάδι από ελέφαντες παίρνει τό μπάνιο του. Ό Ταμπόρ αφήνει τήν α ναίσθητη συντρόφ ισσά του α παλά κάτω καί βουτώντας τά χέρια του στο κρύο νερό, χωρίς νά σκεφιθή νά πιή έκεΐ νος πρώτα γιά νά σβήση, τήν τρομερή του δίψα, βρέχει τούς κροτάφους τού κοριτσιού. "Έ πειτα, πιάνοντας -με τις φοΰ χτες του νερό αδειάζει λίγο λίγο πάνω στα ξεραμένα χεί λη της. Τό αναίσθητο κορίτσι άνοί γει τά ιμάτια, ρουφάει μερικές γουλιές καί συνέρχεται. Ό Ταμπόρ τις ξαναδίνει καί συ νέρχεται τώρα εντελώς. Βλέ πει την πηγή δίπλα της, καί, χωρίς νά ίδιίστάση,, παίρνει μιά βουτιά μέσα σ’ αυτή γιά νά πιή καί νά δροσιστή καί τό φλογισμένο της κορμ-ι. Τό Ελληνόπουλο, βλέποντας την νά παίρνη ζωή, γεμίζει τώρα τις φούχτες του καί άρχιζει νά ρουψάη άπληστα τό δρόσε ρό νερό, τήν ευλογία τού Θεού. Ο! ΚΥΝΗΓΟΙ ΚΕΦΑΛΙΩΝ
Ρ ! Σ ΚΟΝΤΑ άκόμ η ιστήν /πηγή δταν βλέ πουν γύρω τους τά βέν τρα νά κουνιούνται ύποπτα καί τούς ελέφαντες πού έπαιρ ναν τό ι μπάνιο τουςμ νά φεύ γουν τρομαγμένοι, σηκώνον τας ψηλά τίς προβοσκίδες τους.
ΤΑΡΖΑΝ — Μήπως είναι καμ,μιά α γέλη λιονταριών; λέει ή Ζο λάν. — "Οχι, τής αποκρίνεται ανήσυχος ό Ταμπόρ. Τα λιον τάρια ποτέ δεν έρχονται πολ λά μαζί στην πηγή γιά νά πιουν νερό. Δεν προλαβαίνει νά τελειώση την κουβέντα του όταν ά γ,ριοι αλαλαγμοί αντηχούν γύ ρω τους καί στό' διάστημα ενός λεπτού γεμίζει τό^ ξέφω το άπό δεκάδες ιθαγενείς. "Έ χουν βαμμένα τά πρόσωπά τους καί στο λαιμό του καθ'5 ενός είναι περασμένη καί μια ανθρώπινη νεκροκεφαλή,. — Τί είναι αυτοί; ρωτάει ανήσυχη ή Ζολάν τό σύντρο φό της. — Κυνηγοί νεκροκεφαλών, τής απαντάει τό Έλληνόπου λο. Σκοτώνουν όσους μπορούν ανθρώπους μόνο καί μόνο γιά νά στολίσουν τις καλύβες τους ,μέ νεκροκεφαλές. Είναι· ή πιο άγρια καί αίμοβόρα φυ λή τής "Αφρικής. Χειρότερη καί άπό τους άνθρωποφάγους. Τό πλήθος των μαύρων δεν σταματάει νά ούρλιάζη καί νά δείχνη μέ τά κοντάρια του τους δυο λευκούς που βρίσκαν ται άκόμη ιμέσα στο νερό. —Μάς διατάζουν νά βγού με, λέει ό Ταμπόρ καί τό προ σώπό του φαίνεται τελείως ψύ χραιΙμο. — Υπάρχει καμμιά έλπί δα νά σωθούμε, Ταμπόρ; τον ρωτάει τό κορίτσι. — Ό Θεός μονάχα τό ξέ ρει, τής λέει. "Ως τώρα κανέ νας δεν βγήκε ζωντανός άπό
25 τά χέρια τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς πρέπει ο πωσδήποτε νά στολίσουν οι νεκροκεφ'αλές μ,ας τις καλύ βες τους. 5Αλλά, είναι καιρός νά άγουμε τώρα άπό τό νερό γιατί βλέπω πώς ετοιμάζουν τά βέλη τους που ή αιχμή τους είναι βυθισμένη σέ δηλη τήριο φιδιού. Πραγματικά^ μερικοί άπό τούς μαύρους άρχισαν νά τεν τώναυν τά τόξα τους. Ό Τα μπόρ βγαίνει πρώτος άπό τό νερό καί πίσω του ακολουθεί ή Ζολάν. Τό 4 Ελληνόπουλο, άν ήταν μόνο του θά δοκίμα ζε νά πάίξη τη ζωή του κο ρώνα - γράμματα. "Ίσως νά υπήρχε μιά περίπτωσις στις εκατό νά γλυτώση. Τώρα ό μως 6έν τολμάει νά κάνη, κά τι τέτοιο γιατί έχει μαζί του τή Ζολάν. "Άν καταφέρη νά γλυτώση αυτός καί μείνη πί σω του ή Ζολάν, τί τό όφελος; Καθώς βγαίνουν, δυο άτπό τούς μαύρους τούς πλησιά ζουν άπό πίσω καί τούς περ )νού(ν ιστά χέΐρια κάτι ξύλα φτιαγμένα μ·έ τέτοιο τρόπο που φυλακίζουν τις παλάμες σάν τις χειροπέδες. "Οταν γί νεται 'αυτό, ’ξεσπούν σέ άγρι ες, άλλόκοτες φωνές καί, βγά ζοντας τούς αιχμαλώτους των στη μέση;, ξεκινούν γιά τό χω ριό τής φυλής τους. Τό χωριό τους δεν άπέχει καί πολύ ιμακρυά άπό την πη γή. (Καθώς πλησιάζουν, τά δυο παιδιά, νοιώθουν την καρ διά τους νά πλημμυρίζη άπό φρίκη. Σέ κάθε καλύβα είναι στημένες καί άπό πέντε ή ί-
26 *
Ο ΜΙΚΡΟΙ —Τ—~—
—
1
Γ 1
"
' Ί
ξη νεκροκεφσλές. Και τά θυ μιατά τους, όπως ξέρει ό Ταμπορ, είναι όλοι, λευκοί. Οι -κυνηγοί κεφαλιών της ΆψρΊ'κήις κυνηγούν μόνο λευκούς κΓ αισθάνονται ένα βαθύ .μί σος γι’ αυτούς. Οί ιεροκήρυ κες πού έφθασαν στα δικά τους μέρη, όχι )μόνο δεν ρπό^ ,ρεσαν νά τούς κάνουν χριστι ανούς αλλά δεν γύρισε κανέ νας πίίσω γιατί οι μαύροι τούς έκοψαν τό· κεφάλι·. Γυναίκες καί παιδιά άρχι σαν νά χοροπηδούν στην εμ φάνιση των δύο αίχυαλώτων ενώ ό ιμάγος τής φυλής άρχι σε νά χτυιπάηι άκατάπαυστα τό τάμ - τάμ. Ο1! αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν μπροστά σ ένα πέτρινο ξόα νο καί τούς έδεσαν μέ χορτό σχοινο πάνω σ’ αυτό. —·Θά -μάς σκοτώσουν τώ ρα, άμέσως!-, έκανε φοβισμέ νο τό κορίτσι.
01 66ο χαζοί αρχίζουν τότε τον καυγά.
— "Όχι, την καθησυχάζει ό Ταμττόρ, πού ήξερε τις συ νήθειες όλων των φυλοόν τής ζούγκλας. "Αν ^ δεν νυχτώση καλά γιά ν’ ανάψουν φωτιές, δεν πρόκειται νά μάς σκοτώ σουν. "Ωσπου νά νυχτώση θά χορεύουν συνέχεια γύρω μας χωρίς νά πάψη ούτε στιγμή αυτός ό καταραμένος μάγος νά χτοπάηι τό τάμ-τάμ. «Τΐ τώρα, τί τό βράδυ, συλ λογίζεται ιμέ άπόγνωσι^ή Ζο λάν. "Οσο αργούν νά μάς σκο τώσουν, τόσο τό χειρότερο γιά -μάς». 0 8 ΔΥΟ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ
Μια τεράστια αράχνη αρπάζει τή Ζολάν.
ρ X \ ΖΕI νά σουραυπώ νη καί μερικά ιβιαστικά αστέρια λάμπουν στον ουρανό. Δυο σκιές προχωρούν αμίλητες άνάμεσα στη ζούγ
ΤΑΡΖΑΝ
27
•κιλά. Ή μια ανήκει σ’ έναν ψη λό νέγρο και ή ;άλλη σ’ έναν κοντό. ΕΤναν ο Μπαυτάτα και ό Μπαγιόκο! ’Άν τούς έβλεπε ό Ταμπόρ ή Ζολάν Λθά πίστευαν πώς είναι τά φαντάσματα τους γιατί τούς θεωρούν νεκρούς. Κι’ όμως, τό ζευγάρι αυτό των χαζών, γλύτωσε ώς ιεκ θαύ ματος τό θάνατο από τά μσνι αίσμένα -μυρμήγκια. Μόλις ιάπόικαμαν πια νά χοροπηδούν, έπεσαν μισααναί σθητοι καταγής και τά μυρ μιηγκια τούς σκέπασαν ολό κληρους κ,ι’ άρχισαν νά τούς δαγκώνουν. Μά, εντελώς ξαφ νικά, παρατούν τά θύμοπά τους. Ό Μπουτάτα πού δεν είχε ούτε τή δυνρμι νά φωνάξη γιά τις δαγκωματιές πού τού πατούσαν καί κρατούσε άνά
Κουβαλάει μέ κόπο την σθητη Ζολάν.
αναί
Τους έδεσαν και τούς δυο σ* ένα πέτρινο ξόανο.
λύτιμο τσουλούφι τΟυ γιά νά μή τού τό κόψουν, απορεί γι ατί δεν τον δαγκώνουν πιά τά ρυρμήγκ ια. — Ασκημομούρη!, τού φω νάζει χωρίς νά κινηθη άπό τή θέσι του, σε τρώνε τά ιμυρμήιγ κια; — "Όχι, τού ιάπαντάει ό άσσος τής χαζομάρας, Μπα γιόκο. Χορτάσανε από τό κρέ ας μου καί φύγανε. —Είσαι ηλίθιος, τού φωνά ζει ό άράπης πού τον συνάγω νίζεται στη ιβλακεία. Νομίζεις ότι είμαστε ζωντανοί; Έχου με πεθάνει και συζητάμε στον ουρανό! — ’Ά, μπα!, φέρνει άντίρ ρησι ο Μπαγιόκο, χωρίς κι* αυτός νά σηκώνη τό κεφάλι του. Δεν είμαστε στον ουρα νό. Θά τό καταλάβαινα πότε θά φτάναμε έκεΐ γιατί θά χτυ
28 πουσα τό κεφάλι μου στα σύν νεψα. Οι δυο λ χαζοί αρχίζουν νά μαλώνουν άν ζοΰν η δχι και κ.α νένας από τους δυο δεν λέει ν’ άνοιξη; τά μάτια του. Μέ τά πολλά ό Μίπουτάτα, σηκώνει τό κεφάλι του. 5Αντί κράζει τότε ένα κοπάδι από αμέτρητα πουλιά νά έφορμά στη γη καί... ν’ άποδεκατίζη τά ιμυριμήγκια! Τά πουλιά αυτά τά λένε οί ιθαγενείς Ραγκού. Πετουν κο πάδιια - κοπάδια καί άποδ ε κ στίζουν τά έντομα καί τά μυρμήγκια. Τά τελευταία, μό λις μυρίζονται τά Ραγκού τό βάζουν στά πόδια καί προ σπαθούν νά κρυφτούν. Οι κυ νηγοί λοιπόν τών μυρμηγκιών έκαναν την έμφάνισί τους την πιο κρίσιμη στιγμή γιά νά σωθούν οί ήρωές μας. — Σήκω επάνω!, διατάζει τώρα ό Μπουτάτα τον Μπαγι όκο ικαί τον αρπάζει άπό τό αυτί.
Ό κοντοστούπης σηκώνε ται καί μόλις προχωρούν λι γάκι, κάνει την έμφάνισί της καί ή ΤσΡτα πού εΐχε κρυφτή από τό φόβο τών μυρμηγκιών -αφνικά, ό Μπαγιόκο σταμα τάει καί βάζει τά κλάματα. —Τί έπαθες φουσκωμένο 6α τράχι; τον άποπαίρνει ό άρά πης. — ιΠεθαναμε!, λέει ό κον τοστούπης. •—- Μπά σέ καλό, σου!, θυ ,μώνει ό άράπης καί του κολ λάει μιά καρπαζιά στο σβέρ κο, 'που τό κατάλαβες πώς πεθάναμε;
Ο ΜΙΚΡΟΣ — Νά... κύτταξε εκεί!, του λέει ό Μπαγιόκο καί του δεί χνει σ’ ένα σημείο, δέκα μέ τρα μακρυά τους. Ό Μπουτάτα γυρίζει και βλέπει δυο σκελετούς. Τούς σκελετούς πού είδε αργότερα ό Τσμπόρ μέ τη Ζσλάν καί νό μισόν δτι άνήκαν σ* αυτούς. — ΕΤναι διικο'ί μας!, λέει κλαίγοντσς απαρηγόρητα ό Μπαγιόκο. Ό Μπουτάτα στην άρχή πάει νά τό π ι στέψη μά έπει τα κολλάει μιά δεύτεοη καίρ παζιά στο σβέρκο του Μπα γιόκο. — Είσαι βλάκας, του λέει. Δεν είδες πώς στο κ'εφάλι του ό δικός μου σκελετός δεν έ χει τσουλούφι; Ούτε ο δικός σου έχει μύτη. Π άψε λοιπόν νά κλαΐς μή σου φυτέψω καμ μιά σφαίρα στην μελιτζάνα σου. Καί λέγοντας αυτά τον σπρώχνη νά άπομακρινθή ά πό τούς σκελετούς. *
★
*
Βαδίζουν μέσα στη ζούγ κλα, τσακισμένοι καί άμίλητοι άπό την πορεία, όταν φτά νη στ* αυτιά τους βχος τάμτάμ. —Έδώ κάπου είναι ενα χωριό, βγάζει τό συμπέρα σμα ό Μπουτάτα καί καμαρώ νε; γιά τη σοψί'α του. Θά πά με νά τούς κάνουμε μιά μι κρή έπισκεψούλα μήπως έχου νε νά μάς δώσουν κανένα ψη τό ζαρκάδι νά κόψουμε τη λι γούρα μας.
29
Ό Λήχος του τάματά μ τοο£ Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ σδηγεΐ και σέ λίγο, αντίκρυ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ! ζουν την άναλαμπή ίμιας με ΟΥΣΚΟΜΥΤΗ!, λέει γάλης φωτιάς. στον Μπαγιόκο,. αυτοί — Ψήνουν τό ζαρκάδι!, λέ πού βλέπεις νά χορεύ ει ό Μπαγιόκο και αρχίζει νά ουν γύρω από τά παιδιά, εΐ χοροπηδάη από τη χαρά του. ναι κυνηγοί κεφαλιών. "Αν —Που τό κατάλαβες; τον μας. πιάσουν θά μάς κόψουν ρωτάει ό Μπουτάτα. τά κεφάλια. — Μου ήρθε ή μυρωδιά -— Καί δεν τά κόβουμε ε στη μύτη /μου, λέει ό κοντομείς πρώτα, ρίχνει την ιδέα στούπης. ο Μπαγιόκο, ώστε όταν ,μάς πιάσουν νά μη μάς τά βρουν — Μέ τη μύτη πού έχεις έ γιά νά τά κόψουν; σύ, κοντοστούπη,, μπορείς νά μυρίσης τι τρώει ό θεός στον — Θά τακοβα, του άποκρί ουρανό! νετιαι ο άράπης, αλλά λυπά μαι τό τσουλούφι μου! ^ — Ζαρκάδι τρώει! ν κάνει τον έξυπνο ό κοντοστούπης. Γιά -μια στιγμή τά τάμΜά την εξυπνάδα του αυτή τάμ σταματούν καί ό μάγος την πληρώνει >μέ μια σβουρι τής φυλής ξεχωρίζει από τούς χτή σφαλιάρα. άλλους, πλησιάζει τό ξόανο καί τούς δυο δεμένους αίχμια "Οταν οι δυο σύντροφοι λώτους, γονατίζει κάτω καί πλησιάζουν κοντά στη φωτιά αρχίζει/ κάτι νά μουρμουρίζή. κι ενώ ετοιμάζονται νά^ φω — Αυτόν θά τον ταράξω νάξουν στους μαύρους, μένουν στις σφαλιάρες, λέει ό Μπου ακίνητοι, από την έκπληξι. τάτα καθώς έχει κρυφτή π'άω Βλέπουν πώς, δίπλα από τή ά,πό ένα δέντρο καί παρακο φωτιά βρίσκεται ένα πέτρινο λουθεί τή σκηνή. "Υστερα θά ξόανο όπου πάνω του είναι τον ταράξω στις κεφαλιές δεμένοι δυο άνθρωποι. Ό Τα καί κατόπιν θά του δώσω μ ι ά μττόρ καί ή Ζολάν. μέ τή .μπιστόλα μου νά τον — Γ ιά κύτταξε τ-ί ωραίο δ ισλύσω! παιχνίδι πού κάνουν, λέει ο χαζό - Μπαγιόκο. Πάμε καί —'Άφησέ τον νά του δώσω ρεΐς νά παίξουμε, Μπουτάτα; καί γώ μιά μέ την κοιλιά μου, Ό Μπουτάτα όμως, μ' όλο του λεείι 6 Μπαγιόκο. πού είναι χαζός, καταλαβαί Καθώς κρυφοκυττάζει τό μά νει πώς οί φίλοι του δεν παί γο ό άράπης, τού έρχεται/ μιά ζουν αλλά κινδυνεύουν. Καί ιδέα. Βλέπει πώς, τό δέντρο καθώς ρίχνει μιά ματιά γύρω πίσω από τό όποιο κρύβον του, καταλαβαίνει πώς ό κίν ται έχει σάπιο κορμό1. "Αν τό δυνος είναι τρομερός. Τά δυο σπρώ'ξη λοιπόν καί τό σπάπαιδιά είναι αιχμάλωτα μιάς ση, θά πεση πάνω στον μάγο φυλής κυνηγών κεφαλιών! καί θά τον πλάκωση,.
Φ
30 Χωρίς νά χάση, καιρό ίστηρί ζει καλά τά πόδια του καί άρ χίζει νά σπρώχνη ,μιέ τά δυό του χέρια. Είναι τόισο δυνατός <3 άράπη ς ττού το δέντρο κλο νίζεται καί αρχίζει νά λυγίζηι. — Πώ, ττώ!, κάνει ό Μττα γιόκο πού δεν έχει καταλά βει τό αχέδιο του άράπη. Θά πέση τό δέντρο καί θά μάς δούνε! Καί, χωρίς άλλη κουβέντα πηγαίνει άττό τό αντίθετο μέ ρος καί σπρώχνει για νά μην ττέσηι τό δέντρο! Ό Μπουτάτα λυσαάει από τό κακό του. ^— Κοντοστούπη!, του λέει θάρ,θω από κεί καί θά σέ κον τήνω ακόμη ένα ιμέτρο. "Άφη σε τό δέντρο νά πέση! Μά ό κοντοστούπης είναι πεισματάρης. — >Νά σταματήσης έ«Λ νά σπρώχνη ς!, του1 λέει.
Ή μπιστόλα του άράτπι ρτταί νει σέ δράσκ.
Ο ΜΙΚΡΟΙ Ό άράπη ς γίνεται έξω φρε νών τώρα. "Αφήνει τό δέντρο πηγαίνει κοντά στον Μπαγιό ικο καί αρχίζει νά τού κατεβά ζη σφαλιάρες. Ό κσντοστού πης βάζει τά κλάματα καί τίς αγριοφωνάρες καί οί μαύροι πού δεν ιβρίσκονται καί πολύ μσκρυά, τούς παίρνουν είδη σι. Ό ,μ άγος καί δυό τρεΐ^ άλλοι πετάγονται από τη θε σι τους καί τρέχουν πρός τό μέρος τους. Ό Μπουτάτα πού νοιώθει τον κίνδυνο πού τούς απειλεί τρέχει γρήγορα πίσω άπό τό δέντρο, σπρώχνει μέ όλη του τη δύναμι καί, ένα «κράκ», ά κούγεται. Τίην επόμενη στι γμή τό δέντρο πέφτεΐι ίμέ πά ταγό στη γή καί πλακώνει τό μάγο των άγριων. Τό τι επακολουθεί, είναι δύ σκολο νά τό φαντασθή κανείς Οί άγριοι ό'ρμοΰν πρός τό >μ£ ρος των δυο χαζών ηρώων ρας ουρλιάζοντας δαίιμονισμεν α καί προτείνουν τά κοντάρια τους. — Τί πάθανε; λέει ό Μπα γιόκο καί κρύβεται πίσω άπό τον άράπη. Ζητάνε νά φάνε τά κεφάλια τους, λέει ό τελευταίος καί1, βγάζοντας τη μπιστόλα του όρμάει έναντίον τους. Π'ατάει μιά δυό φορές τή σκανδάλη καί οϊ πυροβολισμοί ξαφνιά ζουν καί τρομοκρατούν τούς άγριους. "Ακάθεκτος τότε ό Μπουτάτα, χωρίς νά υπαλογί ση τόν μεγάλο κίνδυνο πού τον άπειλεΐ, πέφτει ανάμεσα τους, ή χερούκλα του άνεβοκατεβαίνει καί ή μπιστόλα
ΤΑΡΖΑΜ · \---------------------------------------------------------- —------ ------—------ --
του προσγειώνεται πάνω στα γυμνά κεφάλια τών εχθρών του και κάνει αληθινή θραύσι. "Έχει ζαλιστή ικαί ούτε βλέπει .μπροστά του. Σέ μιά στιγμή καθώς στρέφει το κοριμί του μπερδεύεται ατό Μπαγιόκο πού έχει κρυφθή από πίσω του τον νομίζει για εχθρό, τού δί. νει μιά τρομερή κλωτσιά καί τον ^ τινάζει δέκα μέτρα μακρυά. — Μπά σέ καλό σας!, κά νει ενώ χτυπάει αδιάκοπα. Βαλθήκατε νά μού χαλάσετε τό τσουλούφι μέ τά κοντάρια καί τις σαΐτες σας; Ό Μπαγιόκο, για καλή τύ χη τού Ταμπορ καί τής Ζολάν μετά την κλωτσιά πού έφαγε από τον μανιασμένο Μπουτά τα, έπεσε δίπλα τους. —Μπαγιόκο!, τού φωνά ζει τό παιδί, πάρε ιμιά πέτρα καί κόψε μας τά σκοινιά! Ό κοντοστούπης πού περ νάει στή χαζομάρα τον Μπου τάτα, αρπάζει .μιά πελώρια πέτρα ικαί τήν άκουΐμπάει ττά νω στα δεσμά τών παιδιών. — Μιά .μικρή, βλάκα! τού φωνάζει ό Ταμπορ. Τώρα ό Μπαγιόκο παίίρνει ένα μικρό χαλικάκι πού μόλις διακρίνεται ατά χέρια του καί προσπαθεί μ5 αυτό νά κό ψη τά χοντρά χορτόσκοινα. — Πιο μεγάλη !, τού ψωνά ζει τό 4 Ελληνόπουλο. Επιτέλους ό χαζός κοντο στούπης δρίσκει μιά κοφτέ <ρή πέτρα καί μ5 αυτή κατορ θώνει νά έ'λευθερώση τά διυο παιδιά. ^ Ό Ταμπορ,, κάνει δυο βη
31
Τό δέντρο πέφτει πάνω στο μά γο τής φυλής.
ματα νά ξεμουδιάση ^ καί ή πρώτη του σκέψι^ πάει στο Μπουτάτα. Τον βλέπει άνάμε σα στους κυνηγούς τών κεφα λ ιών ικαί καταλαβάίνει πώ ς, από στιγμή σέ στιγμή κινδυ νεύει νά γίνη μακαρίτης. — 'Ανοΐχτε λιγάκι, μπά σέ καλό σας, μέ σκάσατε!, ψω νάζει ό άράπης καί δίνει κλω τσιές καί γροθιές δεξιά καί αριστερά του. Τό "Ελληνόπουλο βρίσκει ένα έγκαταλε ι μ μένο κοντάρι καί όουάει· άκάθεκτος εναντίον τών μαύρων. /Πίσω του ή Ζο λάν αρπάζει ένα ρόπαλο^ καί όρμάει κι’ αυτή. Δυο τρεΐς ά Ητο τούς μαύρους πού^ βρίσκον ται μπροστά τους πέφτουν ά ναί’σθητοι καταγής. Μά είναι τόσοι πολλοί πού θάταν κου ταμάρα νά θελήσουν νά τούς
32 θέσουν σλους Εκτός μάχης. Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει πώς την έχουν άσχημα. Κι* άν κατορΟώση νά φτάση κον τά στο Μπουτάτα και πάλι· δεν θά γίνη τίποτε. Θά τούς κυκλώσουν ο! άγριοι και θά τούς σκοτώσουν. "Ηδη τούς έχουν κυκλώσει. "Ένας άπό αυτούς, πελώ ριος και μαύρος σάν σατα νάς, υψώνει τό κοντάρι του και κατευθύνεται εναντίον τής Ζολάν πού εκείνη τη στι γμή μονομαχεί ,μ5 έναν άλλο. Τό 1 Ελληνόπουλο τον βλέπει και τό δικό του κοντάρι προ λαβαίνει και κινείται ιμέ α στραπιαία ταχύτητα. Ή αιχ μή του διά περνάει τό (μπρά τσο τού αντιπάλου του, τό κοντάρι του πέφτει πριν έκτοξευθή καί μιά άγ!ρια κραυ γή βγαίνει άπό τό λαρύγγι του. "Ένας αλαλαγμός αντηχεί άπό τό στρατόπεδο τών μαύ ρων. Έκεΐνος πού πλήγωσε ό Ταμπόρ ήταν ό αρχηγός τους, Λυσσασμένοι άπό εκδίκηση βάζουν τούς τρεις εχθρούς τους στη μέση καί έτοι μάζαν ται νά όρμήσουν εναντίον τους με κοντάρια, μέ βέλη, μέ ρόπαλα καί μέ πέτρες. Ό Μπουτάτα πού κουρά στηκε νά δίνη γροθιές καί κλω τσΛες, πατάει τη σκανδάλη τού πιστολιού του μά δεν άικούγεται κανένας πυροβολι σμός γιατί τού έχουν σωθή οί
σφαίρες. ^Κοντοστούπη!. φωνάζει, πού είσαι κρυμμένος; "Ελα νά σώσης τό δάσκαλό σου
Ο ΜΙΚΡΟΣ
γιατί αυτή τή φορά δέν την γλυτώνει, θά τον φάη ό Χά ρος ! Μπά σέ καλό μου, τί μού ήρθε καί πετάω κάτι θλι βέρά τέτοια ώρα; Ό κοντοστούπης, όλη αυ τή τήν ώρα ήταν κρυμμένος πίσω άπό τό πέτρινο είδωλο καί βλέποντας τή μάχη πού γινόταν μπροστά στά μάτια του τή νόμιζε για ...παιχνίδι και κάθε τόσο ξεσποϋσε σέ γέλια. — Πώ, πώ, έκανε τέτοιο παιχνίδι δέν είχαν ξαναδή τά μάτια μου. Είναι τόση ή βλακεία του πού δέν υποπτεύεται πώς τά αίματα καί' οί νεκροί δέν ο φείλονται σέ παιχνίδι αλλά σέ μάχη, —αφνιικά, του ξυπνάει κι3 αυ τουνού ή επιθυμία νά^ παί'ξηι. Δέν έχει βέβαια κοντάρι, μά, τί πειράζει; Μπορεί νά βρη κάτι καλύτερο καί, σάν καλά τερο, διαλέγει τή φωτιά. Πλη, σιάζει κοντά της, αρπάζει τά ιμισοικαμένα ξύλα άπό έκεΐ πού δέν έχουν ικαή καί τά εκ σψένδονίζη εναντίον τών αν θρώπων πού νομίζει πώς παί ζουν. Φωτεινές αστραπές διαγρά φονται γιά μιά στιγμή στον ουρανό κι3 ύστερα, ακολουθεί κάτι πού έρχεται σάν ουρά νιο δώρο γιά τά παιδιά καί τον Μπουτάτα πού αυτή τή στιγμή ιάντίμετωπίζσυν ^τόν κίνδυνο θανάτου. Οί μαύροι πού δέν έχουν άντιληφίθή τον Μπαγιόκο, βλέπουν αναμμέ να ξύλα νά πέφτουν έπανω
ΤΑΡΖΑΝ
33
τους, τις σπίθες να καίνε τα γυμνά τους κορμιά, και άρχί ζουν νά ουρλιάζουν -πανικό βλητοι, νομίζοντας πώς ή φω τιά έρχεται μονάχη της ττάνω άπό τά κεφάλια τους. ιΜά 6έν άρκουνται ιμόνο στις φωνές. Πανικόβλητοι χά νουν τό ήθιικό' τους και τό βά ζουν .στα πόδια. Κι* όταν σέ λίγο μερικές ' άττό τις χόρτα ρένιες καλύβες τους αρπάζουν φωτιά, τρέχουν ν5 άπο,μακρυν θουν όσο πιο μακρυά μπορούν Οϊ δυο ήρωές μας 'μέ #τόν Μπουτάτα, τρέχουν κΓ αυτοί νά βρεθούν έξω άπό τον κίν δυνο της φωτιάς. Καί κείνοι δεν έχουν καταλάβει ακόμη καλά - καλά τι συμβαίνει. Πρώτος ό Ταμττορ βλέπει τον κοντοστούπη νά έξακόλουθή νά πετάη τά αναμμένα ξύλα. Σε ·μιά στιγμή,, μάλιστα, μη βρίσκοντας άλλο ξύλο, άρπά
ζει τη θράκα. Την αμέσως έπόμενη στιγμή, όμως, σηκώ νεται όρθιος, στριφογυρίζει σάν τρελλός καί αρχίζει νά ούρλιάζη από τον πόνο. — Καλά νά τά πάθης!, του λέει ό Μπουτάτα. Ποιος σου είπε νά βάλης μπουρλότο στο χωριό των άγριων καί νά τους δίωξης πριν προλά βω νά τούς ταράξω όλους στις σφαλιάρες; — Αφήστε τις γκρίνιες διατάζει ό Ταμπόρ καί δρόμο τώρα νά φύγουμε πριν συνέλ θουν οα κυνηγοί κεφαλιών καί γυρίσουν πίσω. Σέ λίγο οί ήρωές μας βυθί στηκσν μέσα στην κατασκότεινη ζούγκλα κι* ύστερα άπό μιας νύχτας πορεία, έφθασαν κατατσακισμένοι στη σπηλιά τους καί βυθίστηκαν στον ύ πνο.
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ Άποκλειστικότης:
Γεν. Έκδοτκικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΝΤΑ! ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (ώττόγειον) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 1 0) 11) 12) 13)
'Ο άόρατος ^γίγαντας λ *Η κρύπτη τών^ θησαυρών Τό μυστικό του μάγου Τό μαύρο διαμάντι 'Ο χορός τής φωτιάς 'Η βασίλισσα του Ταμ-Τάμ Τό τέρας τών ούρανών 'Ο χρυσός έλέφαντας Τό άνθρωπο φάγο δέντρο Μονομαχ ία δε ι νο σαυρών Τό στοιχειό τής λίμνης 'Η φυλή τών φ ιδανθρώπων Τό κόκκινο χαλάζ^ι
14) ιΗ άριχιόντισσα τών τιρελλών
15) 10 φτερωτός κ,ρσκόδβιλος 16) Τό ναρκωμένο μαρμουθ 17)
Μονομαχία
18)
*Ο
μέχρι
Λυσσασμένο ς
θανάτου ρι νόκιερω ς
19) Στά νύχια του Χάρου 20) Κατακόμβη! τών κολασμένων 21) Τό φίλτρο τής ικακίας 22) 'Η γοργόνα τής λίμνης 23)
'Ο
δαίμονας της
συμφοράς
24) Ό θάνατος τιου^ Ταρζάν 25) Τό φάντασμα τής ζούγκλας 26) 'Ο μαύρος όλεθρος 27) 'Η Τσί,τα θριαμβεύει 28) Τό μυστικό του Μπουτάτα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΜΜΑΔΙΑϋ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΒΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—’Έτος Ιον—Τόμος 4ος—*Αρ. 28—Δρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ιντής: Σ.*Ανειμοδουράς, Στρ. Πλαστη,ρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)(ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυττογιρ.: Α. Χατζηβασ (Λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σ,μύρν( ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΈΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γ εωργιάδην, Αέκικα 22, * Αθήνα ι.
Υπάρχει στην καρδιά τής ζούγκλας τό άγαλμα μιας Θεάς πού τα μάτια της είναι από άτόφια διαμάντια και τό στέμμα της από καθαρό χρυσάφι. Πολλοί άττληστοι λευκοί φθάνουν ως εκεί και δοκιμάζουν ν’ αρπάξουν τα μάτια και τό στέμμα τής^ θεάς, μά εκείνη τούς εκδικείται κατά ενα μυστηριώδη τρόπο... Αυτή την ιστορία θά την διαβάσετε στο έττόμενο τεύ χος του «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» τό 30, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη Παρασκευή με τον τίτλο:
ΧΑΤΑΡΟΥ Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΣΕΩΣ Είναι μια άριστουργηματική περιπέτεια, γεμάτη μυ στήριο, πλοκή και κωμικά επεισόδια.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΑΜΗΤΠΜ Ε/Λ Ο Γ/Ο/ΗΧ Ε τα ηΛ Ο/π ΜΑΣ
ΛΥβ ΕΤΟΙΜΗΣΤΟΛΛΤ-----------
Πβ ΤΗ ΓΗ. .
Γ—^ ΰΣ ΤΕ ν’ ΕΓΣ/ ί Μ ΜΤ1 ΑΟΥΜΕ ΟΜΕΣ
ΗΠΕΝ/υοΜ/ΗΣ λ '£λ β Ηί
6~
ΛΤΑ/.' ΗΥΤΤΕΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΜ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ε/ΥΑ/Υ ΠΙΛΟΤΟ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΘΑ ΤΟ ΟΑΗΓΗΣΡ.
Γ€Μ4! ίΚΡΟΓ [
ΧΑΤΑΡΟΥ, Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΕΚΑΙΚΗΣΕΩΣ ΙΙΙΙΙΙ·1ΙΙΙΙ·ΙΙΙΙΙΙΙΙ·ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ·1!ΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!1·ΙΙ!ΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΒίΙΒ1ΙΙΙΙ1ΙΠ1ΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙ η IIIIIIIII IIII IIII ΙΙΙΙΙIΙΙΙΙΜ IIIIII I I ΙΙΙΙΙΙβ III ■■ίΙΙΙI10119 ΒΙΙΙΙΙIIIΒ ΙΙΙΙΙΙΙΙΕIIΙΙΙΙΙ!IIIΒΙΕΙΙΙΕ11(111IIIIIII1011ίI 1111 11ΙΙΙΙ
Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ
Β=Η ΗΜίΕΡ ΩΝΕ I. ^ Ένα ς β® λευκός κυνηγός τρέχει Ε&Μ ανάμεσα ιστήν ζούγκλα. Είναι πνιγμένος οπόν ίδρωτα ρά δεν _σταματάει να ξεικουραστή,. -έρει πώς, πίσω του, τον κυνηγούν «καί αν τον προ λάβουν θά γεμίίσουν τό κοομ'ί του σφαίρες. Τον κυνηγούν άλλοι λευκοί. Τούς πρόδωσε και ορκίστηκαν νά τον σκοτώ σουν. Μά τον Φράνκ, έτσι τον λένε τον προδότη πού τρέχει λαχανιάζοντας,, δεν τον νοιά ζει για την προδοσία του. Τον νοιάζει νά προλάβη...
Στη σκέψΊ αυτή παίρνει καινούργιες δυνάμεις καί τά πόδια του λες καί σπόχτησαν φτερά. Κιάπου πίσω του, πολύ μακρυά άκόιμη, άκούγε ται ένας πυροβολ ι σμό ς. — Βλάκες!, λέει μέσα του ό Φράνκ, σάς ξέφυγα! Χάσα τε τά ίχνη μου καί πυροβολεί τε στον αέρα για νά φοβη θώ! Σάς την έσκασα μια χα ρά καί θά φτάσω πρώτος στή θεά Χαταρού! Τά διαμάντια πού στολίζουν τά μάτια της καί το χρυσό στέμμα της θά γίνουν δικά μου! "Οταν φθάσετε έσεΐς δεν θά 6;ρήτε τίπο ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
0 ΜΙΚΡΟΣ τε! Έγώ στο μεταξύ θά έχω φύγει μακρυά ιμέ το θησαυρό μου, θά γυρίσω στην Άγγλίά και θά γίνω πάμπλουτος! Λαχανιάζει αφάνταστα, τά μάτια του θαμπώνουν, γιά μιά στιγμή φοβάται πώς θά λιποθυμήσηι μά δεν σταμα τάει τό ξέφρενο τρέξιμό του. Κάπου κοντά αντηχεί ένας καινούργιος πυροβολισμό ς και τον κάνει νά σφίξη τά δον τια του. — ^Ηλίθιοι! ,φωνάζει, ενώ τά μάτια του παίρνουν μιά λάμψι τρελλού. Τό πουλάκι πέταξε πιά και δεν τό φτά νουν ούτε οί σφαίρες σας! Θά χρειαστώ τό πολύ πέντε λε πτά γιά νά βγάλω τά διαμάν τια και τό στέμμα. "Επρεπε να μέ φυλάτε πριν σάς φύ γω, ηλίθιοι! Τώρα πιά είναι αργά, γιά σάς. Θά γυρίσετε πιο φτωχοί στην Αγγλία απ’ δτι ήρθατε. Μά δεν θά σάς α φή σω ούτε νά γυρίσετε! Θά σάς στήσω παγίδα καί θά σάς σκοτώσω όλους! Ή ιδέα αυτή_ του αρέσει και χαμογελάει, -αφνικά, στα ματάει τό τρέξιμό του σ' ένα ξέφωτο πού ανοίγεται μπρο στά του, διακρίνει ένα πέτρι νο βάθρο όπου πάνω του εί ναι στημένο ένα άγαλμα. —- Χαταρου!, βγαίνει \χ ιά στριγγιά φωνή από τό λαρύγ γι του. Είσαι ή θεά Χαταρου ! Μέ βήυατα πού τρικλίζουν προχωρεί άκόίμη λίγο και φθά νει κοντά της. Μένει τότε κα τάπληκτος γιά τό θέαμα πού όντικρύζει. Τά μάτια τής θε άς Χαταρου είναι δυο τελώ-
ρια μαύρα διαμάντια και τό στέμμα στο κεφάλι της ^ λα μποκοπάει καί βγάζει χίλιες ανταύγειες στο φως του ή" λιου. — Χαταρου!, ψελίζει τώ ρα σαν τρελλός ό λευκός, θά μέ κάνης πλούσιο! Τά δυό δι αμαντένια μάτια σου αξίζουν έκα,το μ μύρ ια και δ ι σεκατομμύρια. Τό στέμμα σου θά μου γεμίση τις τσέπες λεφτά, θά αγοράσω σπίτια, αυτοκίνητα θά κάνω ταξίδια, θά είμαι ευ τυχισμένος ! Εελάεΐι παράξενα λες κι5 έ χει τρελλαθή. Κυττάζει σάν μαγνητισμένος τό πρόσωπο τής θεάς Χαταρού πού ρχει στήσει εκεί μιά φυλή μαύρων πριν δεκάδες χρόνια καί σέ μιά στιγμή αποφασίζει νά ση κώση τό πόδι του γιά ν’ άν©βη στο βάθρο. Ξαφνικά, ένα μεγάλο σταχτύ φίδι πετιέται από τή βά σι του βάθρου και τυλίγεται στο πόδι του. Ό Φοάνκ αψήινει νά του ξεφύγη ένα οαρλια χτό τρόμου και τήν επόμενη στιγμή βρίσκεται πεσμένος κάτω, ανάσκελα. Τό φίδι τυ λίγεται. κ α ι στά δυό* ταυ πό δια και τό· κεφάλι του ζητάει νά πληισιάση στο πρόσωπό του. Ό Φοάνκ, ανακτώντας όλο τελα τήν χαμένη ψυχραιμία του, άοπάζει γεοά μέ τό ά^οιστερό χέρι τό λαιμό του φι διού καί μέ τό δεΕι προσπαθεί νά βγάλη τό πιστόλι. Ευτυχώς τό κατορθώνει εύκολα, στρέ ψε) τήν κάννη, τήν άκουμπάει στο χοντρό κεφάλι του φιδιού
ΤΑΡ2ΑΝ και πατάει τη σκανδάλη. "Ενας πνιχτός πυροβολι σμός αντηχεί, τό κεφάλι του ερπετού συντρίβεται και ό Φράνκ κατορθώνει νά σηκωθή και νά ξεμπλέξη τά πόδια ταυ από τό χοντρό και νεκρό τώρα ψίδι. — Διάβολε!, σκέφτεται ε κείνη τή στιγμή, ό πυροβολι σμός μου θά όδηγήιση τούς άλλους εδώ! Πρέπει νά κάνω γρήγορα πριν μέ προλάβουν. Καί μ>3' ένα πήδημα, άνεβαί νει στο βάθρο. Βγάζει από την πέτσινη ζώνη του ένα μυ τερό μαχαίρι καί τό πλησιά ζει προς τό πρόσωπο τής θε άς. Μ’ αυτό τό μαχαίρι θά μπόρεση νά ξεκολλήση, τό στέμμα καί τά δυό της μάτια. Τό στόμα του έχει ανοίξει σε ένα απαίσιο γέλιο. — Ή στιγμή νά γίνω πλού σιος, εφθασε!, λέει καί ή αίχ μή τού μαχαιριού του άκουμπάει στο δεξί μάτι τής θεάς. -αφνικά, σά νά τον χτύπη σε κεραυνός, ό προδότης Φράνκ αφήνει νά τού πέση τό μαχαίρι, βγάζε[ μιά άναρθρη κραυγή καί πέφτει μονοκόμ ματος, μ5 ένα βαρύ γδούπο στή γη. Τό στόμα του γεμί ζει πηχτό άιφρό καί τά μάτια του ανοίγουν διάπλατα, μέ μιά έικφρασι φρίκης. — Χαταρού!... ψ ιθυρ ί ζε ι, μέ ...εκδικήθηκες... "Υστερα από αυτά τά λό για μένε^ ακίνητος, νεκρός. Ή ουρά τού σκοτωμένου φιδιού, δίπλα του, κάνει ακόμη μερι κές σπασμωδικές κινήσεις, μά τό σώμα τού προδότη δεν
5 πρόκειται νά κινηθή ποτέ του. Η ΘΕΑ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
ΡΕΙΣ λευκοί κυνηγοί τ ρέχουν λαχαν ι άζοντας στή ζούγκλα. Σέ μιά στιγμή σταματούν καί κυττάζονται κατάματα. —Δεν πρόκειται νά τον προλάβουμε!, λέει ό ένας α πό αυτούς. Ό Φράνκ πήρε μα ζί του τό χάρτη καί θά βρή γρήγορα τό άγαλμα τής θεάς Χαταρού. Έρεΐς δέν ξέρουμε τό δρόμο καί θά χαθούμε. -— Ό άθλιος!, γρυλλίζει ό δεύτερος, δέν πρόκειται νά γλυτώση τό θάνατο. "Αν προλάβη ικαί μάς πάρη τό στέμ μα καί τά μάτια τής θεάς, θά τον κυνηγήσω ώς την (άκρη τού κό σμου γιά νά τού τά πάρω πίσω ή νά τον εκδικηθώ μέ μιά σφαίρα στο κρανίο του. — Είναι συχαμέρος προδό“ της!5 λέει ό τρίτος. Τού αξί ζει ό π ιό φρικτός θά νατο ς ! "Αν τον πιιάσουμε στα χέρια μας θά τον βασανίσω τρία ει κοσιτετράωρα ώσπου νά τού βγή ή ψυχή. — Ναίι, λέει ό πρώτος, τού άξιζε ι αυτή ή τιμωρία _γιατί πρόδωσε τον όρκο ιμας. -εκινή σαμε από τήν Αγγλία γιά νά έρθουμε ώς εδώ, νά ληστέψου με τό άγαλμα τής θεάς Χα ταρού καί νά μοιραστούμε δ, τι θάπεψτε στα χέρια μας. Ένώ συζητούν, αντηχεί μιά πιστόλια. — Εκείνος είναι!, πετάγε ται ό δεύτερος. Φαίνεται πώς τού έπετέθηκε κανένα λιοντάρι
Τ
6 ί καί αναγκάστηκε νά ττυιρσβολή ση. Τρέξτε νά τον προλάβου με, δέν έχει φύγει πολύ μακρυά. Χωρίς άλλη, κουβέντα το βθ νουν στά πόδ ια, προς το μέ ρος πού αντήχησε ό πυρο β ολ ι σμός. Τά πρόσωπά τους σκί ζονται από τά αγκάθια μερι κών Θάμνων μά δεν ενδιαφέρον ται για τέτοια μικροπράγμα τα τώρα. Έκεΐνο πού τούς εν διαφέρει είναι; νά προλάβουν τον προδότη σύντροφό τους πριν τούς άρπάξη τό θησαυρό τής θεάς Χαταρού, πού ξεκί νησαν από την Αγγλία γιά νά τον ιάποικτήσουν. «Καθώς τρέχουν κάπου δέκα λεπτά, ιό ένας άπό τούς τρεις 'βάζειι μιά έξαλλη φωνή. — Ή θεά!, φωνάζει. Κυττάξτε, ή θεά! ^ Πραγματικά, έχουν φθάσει στο ξέφωτο δπου βρίσκεται
Τρέχει χωρίς νά σταματήση οϋτε στιγμή γιά νά ττάρη άνάσα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ετοιμάζεται νά βγάλη τό 5ιαμαντένιο μάτι τής θεάς.
τό άγαλμα τής θεάς Χαταρού. Τά τρία ζευγάρια μάτια καρφώνονται πάνω στά μάτια της καί προσπαθούν νά δουν άν βρίσκωνται τά διαμάντια στη θέσι τους. — 3Εκεί εΐναιι!, λέει ό ένας μέ ενθουσιασμό. Τά βλέπετε πώς λάμπουν; Πώς αστράφτει τό στέμμα της; — Φαίνεται πώς δεν πρό λαβε νά έριθιη ό προδότης, λέ ει ό άλλος. — Έγώ νομίζω, βγάζει το συμπέρασμα ό τρίτος πώς θά τον καταβρόχθισε τό λιοντάρι πού πυροβόλησε. Ό Φράνκ ή ταν πάντα δειλός καί Κακός σκοπευτής. — Αιώνια του ή μνήμη!, λέει ό πρώτος καί μέ μεγάλα βήματα προχωρεί ανυπόμονα προς το άγαλμα, ενώ οι άλλοι
ΤΑΡΖΑΝ ■δυο τον ακολουθούν ξοπίσω του. Σέ μια στιγμή άμως, τον (βλέπουν να όπισθοχωρή καί να πνίγη μια κραυγή φρίκης. — Ό Φράνκ!, λέει κυττά^ζοντας κάτω, στή βάσι του βάθρου τής θεάς. Ό Φράνκ νε ικρός! — Καί δίπλα του ένα νε κρό ψίδι!5 λέει ανατρίχιαζαν τας ό δεύτερος. "Είχει σπα σμένο το κεφάλι. Φαίνεται πώς πρόλαβε να δαγκώση τον προ δότη κι5 ύστερα εκείνος τό πυ ροβόλησε. Ό τρίτος πλησιάζει, δίνει μια κλωτσιά στον νεκρό σύν τροφό του καί ξεσπάει σέ γέλ ι'α'· — Έτρεξε νά υάς προλάιβηι ό προδότης !, λέει. Νά, λοι πόν, τί κέρδισε. Λυπάμαι μο νάχα πού δεν τον έβαλα ζων τανό1 στα χέρια μου!...
7
'Η κοιλιά του Μπαγιάκο θυμίζει ιπποπόταμο.
— Παιδιά!, λέει ό πρώτος, έχετε τό νοΰ σας ολόγυρα γι ατί δεν ξέρουμε τί γίνεται. Μπορεί από στιγμή σέ στιγμή νά πεταχτή κανένα ομοιο φίΐδι κανένα Θηρίο ή κσμμιά άγρια φυλή ιάπο τή γύρω ζούγκλα. Τά ,μάτια σας δεκατέσσερα, λουπόν, ώσπου νά ξεκολλήσω τά ιμάτια καί τό στέμμα. — Σύμφωνοι!, του λένε οί άλλοι δυο. Κάνε γρήγορα μο νάχα γιατί μάς τρελλαίνει ή αγωνία νά κρατήσουμε .στα χε ραία μας τά (μάτια της πού λένε πώς είναι φτιαγμένα άπό τά πιο μεγάλα διαμάντια τής
γης-
Αφήνει μίά πνιχτή κραυγή και πέφτει προς τά πίσω.
Ό πρώτος, πού τον λένε Μόρρις, πετάει τό πουκάμισό του, (βγάζει την κάσκα του καί φουχτώνοντας ένα ιμαίχαΐρι, πη δάει πάνω στο βάθρο. — (Παιδιά, λέει στους άλ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
β λους πού με τα αυτόματα στα χ'έρια κοττάζουν ολόγυρά τους /μήπως ιάντιικρύσσυν κανέναν ύ πουλο ιέ-χιθίρό, λυπάμαι πού. θά την τυφλώσω την κακομοίρα τή θεά Χατοορού, μά τι νά γίνηι...6έν τής χρειάζονται δυο πελώρια διαίμάντια για μά τια. (Καί λέγοντας αυτά αρχίζει νά γελάη. Μά, εντελώς ξαφνι κά, το γέλιο του κόβεται στη (μέσηι, άφήνει μια κραυγή φρί κης και σωριάζεται ανάσκελα στη γή! ΟΙ βυό σύντροφοί· του τρέ χουν· ανήσυχοι και τρομαγμέ νοι κοντά του! ---------Τί συμβαίνει, Μόρρις τι έπαθες; τον ρωτούν μέ άγω νία. Ό ΜόΙρις πού τό πρόσωπό του έχει πάρει μια αλλόκοτη; σύσπαση σηκώνει άργά τό χέ ρι του και τούς δείχνει τή θεά. — Μή... μή, τραύλιζειλκαί ή φωνή πνίγεται· στο λαρύγγι του. Δεν ιμπρρεΐ πια νά μιλήση, "Ένας ρόγχος ανεβαίνει καί κλείνει τό λαιμό του. πηχτός άφρός γεμίζει τό στόμα του καί σέ λίγο κλείνει τά μάτια του γιά πάντα. — Πέθανε!, λένε καί οί δυο σύντροφοί του καί κυττάζονται στά μάτια. — Κάποιος τον σκότωσε!, λέει ό ένας, πού τον λένε Τζάκ. — "Όχι, τού αποκρίνεται ό (δεύτερος, πού ονομάζεται Σμίθ, δεν τον σκότωσε κανείς Έγώ τον κύτταζα τήν ώρα ε κείνη. Μόλις άκούμπησε τήν άκρη του /Μαχαιριού στο δια«
θ'
μαντένιο μάτι, έβαλε τή φρικιαστική φωνή κυ’ έγειρε προς τά πίΐσω. —Δεν μπρρεΐ νά πέθανε στά καλά καθούμενα, λέει ό Τζάκ. Τό άγαλμα δεν έχει ηλεκτρι σμό, ούτε κανένα φίδι ανέβη κε νά τον δαγκώση όπως δάγ κωσε τον Φιράνκ. — Έγώ λέω πώς ούτε τον Φράνκ τον δάγκωσε φίδι, κά νει ό Σμίθ. —^ Αλλά; — Τον εκδικήθηκε ή θεά Χαταρού!... Τούς εκδικήθηκε καί τούς δυο· γιατί δοκίμασαν νά τήν κλέψουν. — Μη λες βλακείες, Σμίθ. -—^Δέν λέω καθόλου βλακεΐ ες. Είχα ακούσει πολλές φο ρές για τήν ιστορία αυτή, πώς τάχα τό άγαλμα μιας θεάς πού είναι, στημένο· στην καρ διά τής 5Αφρικανικής ζούγ κλας, εκδικείται εκείνους πού δοκιμάζουν ν’ αρπάξουν τό στέμμα καί νά βγάλουν τά διαμαντένια μάτια της... Ό Τζάκ μένει γιά λίγο σιω πηλός;. — Ναι, καί γώ έχω ακούσει γι’ αυτή τήν ιστορία μά δεν τήν πίΐστευα, τού λέει. -— Τζάκ, λέει τότε ό Σμίθ, έγώ έχω ακούσει μέ ποιόν τρό πο θά μπορέσουμε νά εξευμε νίσουμε τή θεά γιά νά... τής •βγάλουμε τά μάτια. Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΖΟΛΑΝ
ΖΟΛΑΝ, ή όμορφη ξαν ξειά ^Αμερικανίδα, ή συντρόφισσα τού Ταμ πόρ, κολυμπάει στό ποτάμι
Μ
ΤΑΡΖΑΝ μαζί μέ τούς δύο χαζούς φί λους της, τον Μπουτάτα και τον ικοντόχοντρο Μπαγιόκο με τή φουσκωμένη κοιλιά. Ό Μπαγιόκο, ττολλές φορές^κολυ μ πάει ανάσκελα και τότε η κοιλιά του βγαίνει έξω άπό τό νερό και μοιάζει σαν κορμί ιπποπτοτάμαυ. 'Όταν πια κουράζονται νά κολυμπούν, βγαίνουν καί ικά βονται κάτω από τον ίσκιο ε νός δέντρου. Ή Ζολαν ξαπλώ νεται καί σε λίγο την παίρνε^ι ό ύπνος, ενώ οί δυο χαζοί κά βονται καί συζητούν. Σέ μια στιγμή ό Μπαγιόκο κατεβάζει μια περίφημη Ιδέα. — ίΠαίζουμε ^ κρυφτούλι ; λέει στον Μπουτάτα,^ Ό άράπης ενθουσιάζεται άπό την ιδέα του. ■—· Εντάξει του λέει. Θά φυλάξω εγώ. Καί χωρίς άλλη κουβέντα κλείνει τά μάτια ώσπου ό Μπαγιόκο άπομσκρύνεται καί χάνεται μέσα στη ζούγκλα. — "Ελα!, τού φωνάζει σέ μια στιγμή ό χαζός άιράπης. Τά άνοιξα τά μάτια μου. Μά ο Μπαγ ιόκο δεν άκούγε *τθ", ούτε φανερώνεται. -— Μπά σέ καλό σου, τι έ γινες; κάνει ό άράπης πού ξέχΡσε ότι αυτή τή στιγμή παί ζει κρυφτούλι. — Μπαγιόκο, ιπποπόταμε, φουσκωμένε βάτραχε, άν σέ βρω θά τήν πληρώ σης πολύ α κριβά!, αγριεύει ό Τσουλούφης. Θά σέ ταράξω στις σφα λιάρες. ιΚαί μια καί δυο, προχωρεί μέσα στη ζούγκλα καί, έντε -
9 λώς τυχαία τον βρίσκει κρυμμένον πίσω άπό ένα θάμνο. — Γιατί κρύφτηκες; τού λέει άγριε μένα καί τού κατε βάζει μιά σβουριχτή καρπα ζιά. Ό Μπαγιόκο σηκώνεται καί τού δίνει ριά μέ την κοι λιά του, ρίχνοντας ανάσκελα κάτω τον Τσοολούφηι. Ό χαζός καί κωμικοτραγι κός άράπης, παίρνει επί πό νου τό πέσιμό1 του καί τραβάει τή μπιστόλα ταυ. — Θά σου τρυπήισω πέρα για πέρα τή μύτη, τού λέει γιά νά κρεμάσης ένα χαλκά. Καί λέγοντας αυτά σηκώ νει τή μπιστόλα του. Ό Μπαγιόκο βλέποντας τά σκούρα ετοιμάζεται νά τό βάλη στά πόδια, όταν τον συγκρατή μιά πνιχτή τρομαγμέ νη φωνή, άπό τό μέρος πού ά φησαν τή Ζολάν. — "Ακόυσες!, λέει στον άράττη. Κάποιος φώναξε. Ό Μπουτάτα βάνει τή μπι στόλια ιστή θήκη του καί αρ πάζει τό Μπαγιόκο άπό τό αυτί. Τον τραβάει σέρνοντας σχεδόν καί σέ λίγο βγαίνουν άπό τή ζούγκλα. Καθώς όμως πλησιάζουν καί οί δυο στο δέντρο πού στον ίσκιο του και μότανε ή Ζολάν, δεν τήν βρί σκουν έκεΐ. — Θά γύρισε στη σπηλιά, λέει ό Μπαγιόκο. Τή στιγμή εκείνη πέφτει μπροστά τους ή Τσίτα, πού τόση ώρα κοιμόταν πάνω στά κλαδιά τού δέντρου. Αρχίζει νά στιγγλίζη καί νά χοροπηδάη καί τούς 6εΓ ' σέ μιά
10 κατεύθυνσι προς τη ζούγκλα. — ιΜίπά σέ καλό σου, λέει ό Μπουτατα, πες μου, τί έττα Βες; Τόσον καιρό μένεις μαζί μας, και άκόμα δεν έμαθες νά μιλάς; ζαφνικά, ή ίδια τρομαγμέ νη! κραυγή που ακούστηκε και ■προηγουμένως, αντηχεί ττρόις την κατεύθυνσι ττού δείχνει ή Τισίτα. — Είναι ή Ζολάν!, λέει ό Μτταγιόκο. Γνώρισα τή φωνή της. θά την άρπαΐξε κανένας γορίλλας. — ’Ά, μ'πά, τον καθησυχά ζει ό Μπουτατα. Οι γορίλλες φοβούνται τή μπιστόλα μου και δεν πλησιάζουν. Μάλλον κανένα μολυντήρι θά τήν άρπα ξε Πάμε φούσκο μύτη νά τό ταράξουμε στις σφαλιάρες ικοι νά τήν πάρουμε πίσω για τί θά μάς σκοτώση ο αφέντης άν γυρίσουμε μονάχοι στή σπηλιά.
Δίνει μια ξαφνική κεφαλιά στάν Μπουτάτα και τον ανατρέπει.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Προχωρούν σκυφτοί ακολουθών τας τα ϊχινη.
(Και οί δυο χιαζοι άράπηδες προχωρούν προς τήν κατευθυν σι που ακούστηκε ή φωνή. — 5Αφέντη, Ζολάν, φώναξε γιά νά σε ·&ροΰμε!, φωνάζει ό Μπουτάτα σε μια στιγμή. Κι5 άν σ’ ιεχη αρπάξει κανένα μο λυντήρι, πές μου νά στείλω τόιν κοντοστούπη νά σε σώση γιατί εμένα... με πονάει τό πόδι· μου! Μά ή Ζολάν δεν απαντάει ικι’ έτσι οί δυο χαζοί μαύροι αποφασίζουν νά ακολουθήσουν τά ίχνη εκείνων πού τήν άρπα ξοιν. — Δεν είναι μολυντήρι, λέει ο Μτταγιόκο πού διακρίνει ίχνη παπουτσιίών πάνω στή χλόη. Βλέπεις, Μπουτάτα, εί ναι πατήματα από παπούτσια. — Πολύ χαζός είσαι, τού άπακρ ίνέτα ι περ ιφρονητ ικά ό Μπουτάτα. Αποκλείεται νά
ΤΑΡΖΑΝ
71
φορέση τό μολυντήρι παπού τσια; Σε λίγο σωπαίνουν .και με σκυφτά κεφάλια προσπαθούν νά ·μή χάσουν τά ϊ,χνη πού ο δηγούν μέσα στην καρδιά της απέραντης κα:ι πυκνής ζούγ κλας. ΘΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΑ ΧΑΤΑΡΟΥ
ΤΖΑΚ κυττάζει με εν διαφέρον τον Σ μίβ. — Μέ ποιόν τιρόπο θά εξευμενίσουμε τή θεά; τον ,ρωτάει, ζερεις; κανόναν, εσύ; — Ναί, του απαντάει ο Σμίΐθ. Έχω ακούσει πώς άν θυσιαστή μια λευκή κοπέλλα* μπροστά στο βάθρο της και τή ραντίση, κάνεις με τό άχνι στο καί άλικο αίμα της, τότε θά μείνη ήσυχη και θά άφήση νά τής πάρουμε τά μάτια καί τό στέιμμα.
Τά δυο πιστόλια σημαδεύουν τον .μαύρο φύλαρχο.
----Προσπάθησα νά τον δηλη τηριάσω μά δεν τά ικατάφερα...
Ό Τζάκ τόν κυττάζει ειρω νικά. Σιιγά—σιγά, όμως, κα θώς κυττάζει τά πτώ'ματα των δυο συντρόφων του πού βρί σκονται πεσμένα κάτω στό βά 6ιρο τής θεάς; Χαταρού, τό ει ρωνικό χαμόγελο σβήνει από τά χείλη του καί γίνεται σο βαρός, — Είσαι κουτός, λέει στον σύντροφό του. ’Άς πούμε πώς ή θεά θέλει νά ποτιίστή ιμέ αί μα λευκής κοπέλλας, για να μάς άφήση νά πάρουμε τά μά τια της καί τό στέμίμσ της. Που θά τή βρούμε όμως αυτή την κοπέλλα1; Θά γυρίσουμε πίσω στήν Ευρώπη γιά νά τήν φέρουμε ώς έιδώ; — "Έχεις δίκιο, τού άπαν τάει ό Σ;μίΐθ. Λευκή κοπ'έλλα βέν υπάρχει εδώ γύρω·. ,ΛΑν ε:Τχο|με τουλάχιστο λίγο δυναμί τη ή μερικές χειροβομβίδες, θά γκρεμίζαμε τό άγαλμα ά-
12 ττό τό -βάθρο του. Αλλά, ποιος μου λέει- ότι καί τότε θά γλυ τώναμε την έκδίικησί της; Μένουν γιά λίιγο- σιωπηλοί, μέ σταυρωμένα τά χέρια στο στήθος, βυθισμένοι στις σκέ ψεις. ζαφνικά, τό θρόισμα ε νός δέντρου τους κάνει νά α ναπηδήσουν καί νά τραβήξουν καί οι δυο τά πιστόλια τους. Καθώς στρέφουν τά κεφάλια τους, βλέπουν νά τούς πλησιάζη ένας μαύρος. 5 Από τά στολίδια πού φοράει ατά χέ ρια στη μύτη καί ατά αυτιά, φαίνεται πώς είναι ό αρχηγός κάποιας φυλής μαύρων. — Τί θέλεις εδώ; τόν^ στα ,ματάει άγρια ό Τζάκ καί τον σημαδεύει; στο στήθος. — Μη μέ σκοτώνης μέ τό σίδερο πού πετάει τον κεραυ νό, του λέει ό φύλαρχος ενώ ένα παράξνο χαμόγελο πλανιέ ται στά χείλη του. "Ακόυσα τη συζήτησί σας καί ήρθα νά σάς βοηθήσω γιά νά κλέψετε τά ιμάτια τής θεάς. Οι δυιό σύντροφοι κυττάζονται κατάπληκτοι. — Τί' βοήθεια μπορείς νά μάς προσφέρης; τον -ρωτάει μέ υποψία ό Σ,μίΐθ. ■— Ή θεά Χαταρού έκδικεΐταί! όποιον την πλησιάζει καί απλώνει τό χέρι του γιά νά^κλέψη τό θησαυρό τών μα Τιών της καί του κεφαλιού της, τούς λέει ό παράξενος φύλαρ χος. "Ως τώρα, απτό όσους δο κίμασαν νά την ληστέψουν, κανένας δέν έμεινε ζωντανός. Ούτε καί σεις θά γλυτώσετε τό θάνατο άν πλησιάσετε κον τά της.
Ο ΜΙΚΡΟΣ — Τί πρέπει νά κάνουμε, λοιπόν; τον ρωτάει ανυπόμονα ό Τζάκ καί τά μάτια του α στράφτουν άγρια. — Σάς ακόυσα πιο πριν νά λέτε γιά μια λευκή κοπέλλα... Ναι,, μόνο όταν ραντίσε τε τη θεά Χαταρού μέ τό άχνι στο αίμα ιμιάς λευκής, τότε θά σάς άφήση νά την αγγίξετε. *— Ευχαριστούμε πολύ γιά τη -βοήθεια σου!, τού λέει ό Τζάκ περιφρονητικά, μέσα α πό τά δόντια του. Αυτό τό •ξέρουμε καί μ εις. · Ό φύλαρχος χαμογελάει αι νιγματικά. — Δέν ξέρετε όμως πού μπορείτε νά βρήτε μια λευκή καπέλλα... Οι δυο λευκοί τον κυττάζουν έρωτη μοοτ ικά. — Ναι, συνεχίζει ό απαί σιος φύλαρχος, -εδώ κοντά βρί σκεται μιά λευκή μικρή καί πεντάμορφη- καπέλλα. Τη λέ νε Ζολάν. Μένει μαζί μ5 ένα λευκό παλληκάρι, πολύ δυνατό καί έξυπνο. "Άν κατορθώσετε νά τού τήν πάρετε... — Πού είναι, πού είναι; τον ρωτάει ανυπόμονος ό Τζάκ. — Θά σάς οδηγήσω ως ε κεί καί θά σάς βοηθήσω νά τήν αιχμαλωτίσετε τούς^ λέει ό κακός φύλαρχος, αρκεί νά μού κάνετε μιά χάρι. — ιΠοιά; τον ρωτούν. — Νά σκοτώσετε μέ τούς κεραυνούς σας τον Ταμπόρ. Οί δυο λευκοί κυττάζονται γιά λίγο αμίλητοι. — Καί γιατίι θέλεις νά σκο τωθή ό Ταμπόρ; τον ρωτούν.
ΤΑΡΣΑΝ — Δεν τον χωνεύω!, απο κρίνεται ό σατανικός φύλαρ χος και τά μάτια τοιτ ττετουν αστραπές μίσους. "Ολοι οί μαύροι της περιοχής τον λα τρεύουν σαν θεό τους, τον/ α γαπούν και τον ονομάζουν βα σιλιά τής ζούγκλας. Έμενα κανένας δεν με είπε βασιλιά τής ζούγκλας, ούτε με φοβά ται, όπως φοβάται τον Ταμπόρ. Τού έχω στήσει πολλές παγίδες ώς τώρα μά πάντα κατορθώνει και ξεφεύγει. Την τελευταία φορά πού συναντη θήκαμε δοκίμασα νά τον πο τίσω δηλητήριο μά τό κατά λαβε καί τό αποτέλεσμα ήταν νά μέ χαστουικίση μπροστά ατά μάτια τής φυλής μου. Τώ ρα μαθαίνω πώς οι ύπήκοί μου σκοπεύουν νά μέ διώξουν άπό φύλαρχο καί νά βάλουν άλλον στη θέσι, μου. Ύποσχε θήτε μου λοιπόν πώς θά σκο τώσετε τον εχθρό μου, για νά σάς οδηγήσω στη σπηλιά του καί νά αρπάξετε τή συντρόφια σά του πού σάς χρειάζεται για νά εξευμενίσετε τή μεγά λη θεά Χατα,ρού πού μόνο μέ αίμα! λευκής θά πέση ό θυμός της καί θά σάς βώση;· τούς θη σαυιρούς της. — Καλά, καλά, τον βεβαιώ νει ό Τζάκ, σοΰ υπόσχομαι πώς θά σκοτώσω τον έχθιρό σου. Δεν είναι δά καί μεγάλη ή έκδούλευισι πού μου ζητάς. Μιά σφαίρα καί πάρτον κά τω, άρκεΐ νά βάλουμε στά χέ ρια μας τό κορίτσι. — Πάμε, τότε, λέει ό φύ λαρχος καί τό πρόσωπό του λάμπει άπό χαρά.
13 Τό ίδιο χαρουμενοΊ είναι ικαί οί δυό' λευκοί. Βρήκαν χω ρίς νά τό περιμένουν, τή λευ κή κοπέλλα πού θά θυσίαζαν για νά εξευμενίσουν μέ τό αί μα της τήν Χαταρού, τή θεά τής έκίδιικήσεως, πού μέσα σέ λίγα λεπτά χάρισε τό θάνατο σέ δυο ισυντρόφους τους. Ο ΦΥΛΑΡΧΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
ικ ΖΟΛΑΝ κοιμόταν άμέΨΨ ριιμνη όταν (ένοιωσε α τσαλένια χέρια νά αι χμαλωτίζουν τά δικά της. "Ω σπου νά άνοιξη, τά μάτια της, μιά σφιγμένη γροθιά τήν χτύ πησε στο μέτωπο καί τήν έκα νε νά βγάλη μιά τρομαγμένη φωνή. "Υστερα μισοέχασε τίς αισθήσεις της. Κατάλαβε ω στόσο πώς δυνατά χέρτα τήν σήκωσαν καί οί άπαγωγεΐς της άρχισαν νά ^τρέχουν. "Α πό τό θρόισμα των φύλλων κα τάλαβε πώς τήν ώδηγοΰΐσαν μέσα στ ή ζούγκλα. ^ Σ υγκεντρώνοντας δλη τή δύναμι πού τής είχε άπομείνει κατόρθωσε νά φωνάξη πάλι, μέ τήν έλπίδσ πώς θά τήν ά= κουγε ό Μπουτάτα μέ τον ΜπαγιόΙκο. "Αποτέλεσμα δμως ήταν, μετά τή δεύτερη, φωνή της, νά δεχτή μιά πιο δυνατή γροθιά στο κεφάλι καί νά βυθιστή σ" ένα πυκνό καί αδια πέραστο σκοτάδι. "Έχασε τε λείως τίς αισθήσεις της. "Οταν άνοιξε τά μάτια της, τό πρώτα πράγμα πού σντίκρυσε ήταν οι σιλουέττες δυο λευκών κυνηγών κι" ενός μαύ ρου φύλαρχου πού συζητούσε
!ί λ
14 χαμηλόφωνα μαζί τους. Πίσω τους, είδε ένα άγαλμα. Τό γνώ ρισε αμέσως γιατί τό είχε δή και άλλες φορές. Ήταν .τό ά γαλμα τής θεάς Χαταρού! Έκανε νά κινηθή μά τότε μονάχα κατάλαβε πώς την εί χαν δεμένη πάνω στον κορ μό ενός δέντρου. Οί λευκοί πή ραν εΐδησι την κί'νηΐσί της και την πλησίασαν. — Λύστε με!, φώναξε ή Ζολ,άν. ιΓιατί με δέσατε; Οί δυο λευκοί την κυττά ζουν με περιέργειια ενώ ό φύ λαρχος πλησίαζε καί αυτός κοντάς της. "Εκείνη τή στιγμή τον γνώρισε τό κορίτσι κι* έ να κακό προαίσθημα άγγιξε σαν αιχμή παγωμένου μαχαι ριού την καρδιά της. Τον φύ λαρχο αυτό τον γνώριζε καί ή ξερε πώς μ'ΐσοΰΐσε τον Ταμπόρ.
*0 απαίσιος φύλαρχος κόβει τό σχοινί πού τήν δένει στο δέντρο
Ο ΜΙΚΡΟΣ — Γιατί με δέσατε; τους ξανοφώναξε. — "Ω, δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι!, άρχισε νά τής λέη ό ένας από τους λευκούς. Σε •χρειαζόμαστε για νά μάς βοη θήσης, νά πάρουμε τα μάτια καί τό στέμμα τής θεάς. — Εΐσαστε τρελλοί!, έκα νε ή Ζολάν καί τά μάτια της γέμισαν φρίκη. Λεν ξέρετε πώς όποιος σγγίξη τή θεά Χα ταρού, πεθαίνει; — Τό ξέρουμε, τής άπάντη σε- ό ίδιος λευκός, τό παραξέρουμε μάλιστα. Βλέπεις ε κείνα τά ακίνητα κορμιά κον τά στο άγαλμα; Είναι, δυο σύντροφοι μας. Τούς κεραυνό βόληρε ή θεά. Υπάρχει όμως ένας; τρόπος γιά νά την έξευ μενίσαυμε καί νά την πείσου με νά μάς δώση τον θήσαυρό της. Τό κορίτσι τούς κύτταξε ε ρωτηματικά. — Νά την ραντίσουμε με τό αχνιστό αΤμα ενός λευκού κοριτσιού, συνέχισε ό ίδιος λευκός μέ φυσικό τόνο. -οίφνικά, ή Ζολάν ανατινά χτηκε. Κατάλαβε αμέσως τό τε τό λόγο τής; απαγωγής της. "Ήθελαν νά την θυσιά σουν στη θεά! "Ήθελαν- νά τή σκοτώσουν! Καί μαζί μ" αυ τό κατάλαβε πώς ό απαίσιος φύλαρχος είχε οδηγήσει τούς λευκούς κοντά της γιά νά την αΐχ μαλωτ ί'σουν. — "Όχι, όχι!, φώναξε τό δυστυχισμένο κορίτσι καί •προσπάθησε νά κόψη μάταια τά δεσμά του. — "Έ, μην τό παίρνης τό
ΤΑΡΖΑΝ πράγμα τόισο σοβαρά, την εί,ρωνεύθηκε ό σκληρόκαρδος λευκός. "Εχω ένα μαχαίρι πού κόβει στην τρίχα. Καί γυρνώντος προς τό μέ ρος του μαύρου, τον ρώτησε: — Τί’ λες, αναλαμβάνεις, νά την θυσιάσης στη θεά Χαταρού; Γά μάτια του σατανικού φύ λαρχου έλαμψαν από ενθουσι ασμό. — Θά σάς. τό ζητούσα έ γώ, άν δεν ,μοΰ τό λέγατε,τούς λέει. Θέλω όμως νά κρατήσε τε τό λόγο σας καί νά σκοτώ σετε τον μεγάλο μου εχθρό, τον Ταμίπόρ. — "Οχι!, ξεφωνίιζει σπαρα κτικά, όσο μπορεΐ πιο δυνατά ή Ζαλάν. Ταμπόρ, Μπουτάτα, Μπαγιακο, βοήθειία... — Νά την φιμώσουμε, λέει ό φύλαρχος, μήπως ακούσει τις φωνές της ό Ταμπόρ.
Την σπρώχνει ρίχνοντας την κα ταγής για νά τήν θυσιάση στη θεά.
13 — Καλύτερα, λέει: ό ένας λευκός. Νάρθη νά την έλευθερώση για νά ξεμπερδεύουμε κ·αΐ μ3 αυτόν. Ό φύλαρχος, όμως, πού ω στόσο φοβάται τον Ταμπόρ τη φιμώνει μέ ένα χοντρό χσρτόισχοινο και τό δυστυχισμένο κο ρίτσι αφήνει τώρα μόνο μερι κά πνιχτά μουγγρηιτά, ενώ τά μάτια της παρακολουθούν και την παραμικρή κίνησι· των ε χθρών της. Βλέπει τον λευκό νά βγάζη από τη θήκη, τής; μέσης του ένα μακρύ και κοφτερό μαχαί ρι και νά τό δίνη στον φύλαρ χο. — Πήγαινε τη, κοντά στο άγαλμα, τού λέει, και προσπά θηΐσε νά βγάλη, πολύ αίμα γιά νά ραντίσουμε τή θεά. Ό απαίσιος φύλαρχος κόβει τό χορτόσκο'ΐνο πού την δένει στο δέντρο καί, την σπρώχνει μαζί μέ τούς δυό λευκούς προς τό άγαλμα. Τό άνυπεοάσπι στό κορίτσι, βλέπει τούς δυό λευκούς νεκρούς καί ή φρίκη πού δοκιμάζει στην ιδέα τού θανάτου, μεγαλώνει πιο πολύ τώρα. — Θεά Χαταρού!, λέει μέ σα της, εσύ πού τιμωρείς κά θε αδικία, τιμώρησε κι:3 αυτούς πού θέλουν νά θυσιάσουν μιά αθώα μπροστά στα πόδια σου. Κι5 άν εσύ δέν έχης τή δύναμι νά τιμωρήσης αυτούς τούς κα κούργους, τιμώοησέ τους εσύ Μεγάλε μου Θεέ, Θεέ τής ζούγ κλας καί όλου τού κόσμου... Ό φύλαρχος τής δίνει ξα φνικά μια δυνατή κλωτσιά καί την ρίχνει κάτω.
16 — Επιτέλους θά εκδικηθώ, τής λέει καί ετοιμάζεται νά ση ικώισηι τό μαχαίρι του. Ή Ζολάν κλείνει τά μάτια καί περιμένει τό θάνατο. Τό τελευταίο όνο μια πού έρχεται ατά αψι-γμένα χείλη της είναι τό όνομα τού αγαπημένου της Ταμπόρ, πού μάταια θά την άναζηιτή όλη την ήμερα κι ί σως αύριο νά την 6ρή νεκρή 'κάτοο από τον άγαλμα τής θε άς Χαταρού...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
του, όταν μια σπαρακτική κραυγή φθάνει ως τά αυτιά τους: «Ταμττόρ... Μπουτάτα.. Μ παγ ιάκο!... βοηθέ ια!». — Είναι ή Ζολάν!, λέει ό Μπαγιόκο. Ευτυχώς πού τή βρήκαμε. — 5 Αφού τή βρήκαμε άς γυ ρίσουμε πίσω, προσθέτει ό ... έξυπνος Μπουτάτα και κάνει μεταβολή! Ό Μπαγιόκο, σαν πιο έξυ πνος κι5 αυτός, τον ακολουθεί και φαίνεται μάλιστα καί εν Ο! ΧΑΖΟΙ θουσιασμένος γιατί κατέφεραν ΗΡΩΕΣ! νά τή βρούν. Δεν προχωρούν όμως περισ ! ΔΥΟ χαζοί ήρωες προ σότερο από πενήντα βήματα δ χωρούν στη ζούικγλα, α ταν ό Μπουτάτα σταματάει κολουθώντας τά ίχνη καί γυρνώτας προς το μέρος των πατημάτων πού άφησαν τού Μπαγιόκο, τού λέει: οι δυο λευκοί. — Μτά σέ καλό· σου, πού — Έγώ λέω νά γυρίσουμε είναι ή χουρμαδιά που μού εΐ πίσω, ικιάνει σέ μια στιγμή ό πες; Μπουτάτα. Ή ζούγκλα από Ό Μπαγιόκο κάνει τότε με δώ και πείρα έχει πολλά μο ταβολή. λυντήρια. — "Ελα, τού λέει, νά σού — Έγώ λέω νά προχωρή τή δείξω. σουμε, λέει ό Μπαγιόκο. Ξέρω Καί λέγοντας αυτά οι δυο μια .χουρμαδιά στη ζούγκλα άρχιχαζοί βαδίζουν ατά τυφλά πού θά την κάνουμε ταράτσα γιά νά βρούν τή χουρμαδιά από τούς χουρμάδες. πού υπάρχει μονάχα στη φαν Ό Μπουτάτα μένει γιά λί τασία τού κοντοστούπη. γες στιγμές αναποφάσιστος Ξαφνικά, σταματούν καί οι κύ υστερία αποφασίζει νά προ δυο, καθώς φθάνουν στην άκρη χωρήση. ενός ξέφωτου καί άντικρύζουν -—- "Αν βέν βρω τή χουρμα ένα άγαλμα τής θεάς Χατα διά, λέει απειλητικά στο Μπα ρού. γιόικο, θά σού κάνω άλλη> τόση — Αυτό είναι; ρωτάει άγρι την κοιλιά από τις γροθιές. εμένος ό Μπουτάτα. Αυτό λές — Καλύτερα!, τού άπαντά πώς είναι ή χουρμαδιά, άρχιει ό κοντοστούπης, γιά νά χω ψεύτη; ράη περισσότερο φαΐ. Ετοιμάζεται νά άδράξη ά; Ό Τσουλούφης ετοιμάζεται πό τό σβέρκο τον σύντροφό νά τον φιλοδωρήση μέ^ μια του όταν άντικρύζει τή σκηνή σφαλιάρα γιά τήν αυθάδεια
©
ΤΑΡΖΛΝ πού διαδραματίζεται στη βάσι του βάθρου), μέ τούς δυο λευ κούς καί τον φύλαρχο πού ρί χνει τή Ζαλάν καταγής, έτοι μος νά την σκοτώιση με τό μα χαιρι του. Ιο τσουλούφι του Μπουτσ τα σηκώνεται ψηλά καί .στέκε ται εντελώς οριζόντια από τή φρίκη. —- Μπά σε καλό τους!, συλ λογιέτας για έλαφάκι περάσ1^ νε το αφέντη, Ζολάν καί θέλουν νά τό σκοτώσουν; Χωρίς νά σκεφθή τίποτε άλ λο, χαμηλώνει τό κεφάλι καί όρμάει ακάθεκτος ! Ζέ λίιγο τό κεφάλι του συναντάει τό κεφά λι τού άΐταίσιου φύλαρχου, τή στιγμή ακριβώς πού κατέβα ζε τό -μαχαίρι πάνω στον λαι μό τού (κοριτσιού. Φύλαρχος καί Μπουτάτα κυ λιούνται πέντε μέτρα μακρυά, ενώ οί λευκοί τά έχουν κυριο λεκτικά χαμένα από την άπρο σδόκητο έμφάνισι τού μαύρου πού ώριμιησε σάν σίφουνας καί άναπσδογύριίσε τον φύλαρχο. Πριν προλάβουν ακόμη· νά συ^ νέλθουν, ένας άλλος μαύρος όρμάει, ένας μαύρος πού μοιά ζει πειρίισαότερο ,μέ φουσκωμέ -νο μπαλλόνι παρά σάν άνθρω πος. Είναι τόση; ή ορμή του πού δεν προλαβαίνουν νά πα ραμερίσουν. Ή κοιλιά του χτυ πάει πρώτα τον ένα, έπειτα τόν άλλον καί τούς έκσφενδονί ζει καί τούς δυο δέκα μέτρα μακρυά, ενώ παίρνει κι’ αυτός δυο κωμικές τούμπες. Ό Μπουτάτα σηκώνεται καί ιμέ αγριεμένο μάτι ετοιμάζε ται νά όρμήση εναντίον των ε
17 χθρών ταυ. Επειδή όμως καί οί τρεΐς εχθρόί' του είναι ξα πλωμένοι στά χορτάρια καί δεν τούς βλέπει, όρμάει εναν τίον τού Μπαγιόκο πού κατα φέρνει νά σηικωιθή μόλις εκεί νη τη στιγμή. Τά γυμνά τους κεφάλια συγκρούονται μέ^δύναμι καί... αποτέλεσμα εΐνσι >ά μείνουν καί οί δυο άναίσθη τοι! Ή τύχη τούς παίζει άσχημο καί τραγικό παιχνίδι. Οί δυο λευκοί εκείνη τή στιγμή ανα κτούν τις αισθήσεις τους καί, σηκώνονται, βλέπουν τόν φύ λαρχο αναίσθητο, πιο πέρα τούς δυο άράπηδες καί... τίπο τε άλλο ! Τό κορίτσι έχει γί νει άφαντο! — Μάς έφυγε!, λέει ό έ νας. Πού πήγε; Κυττάζουν όλόγυρά τους μά δέν βλέπουν τίποτε! — Θά ξέρουν αυτοί οί μαΰ ροι!, κάνει ό Σμίιθ καί δίνει μια κλωτσιά στο Μπουτάτα. Ό κωμικοτραγικός άράπης συνέρχεται αμέσως καί πετιέται επάνω. Βλέπει τότε να τόν σηΐμα,δεύηι τό πιστόλι τού ενός λευκού. — Τι έγινε τό κορίτσι; τού λέει άγρια. Πές μου γρήγορα γιατί θά πατήσω τή σκανδάλη. — Μπά σέ καλό σου, κάνει ό Μπουτάτα, τράβα πιο πέρα τό πιστόλι γιατί θά σέ ταρά ξω στις καρπαζιές! Ό λευκός ετοιμάζεται νά πατήσιη τή σκανδάλη για νά σικοτώση τόν Μπουτάτα όταν άκούη τό σύντροφό του νά βγά ζη μια φωνή καί νά τρέχη, κυ νηγώντας τόν Μπαγιόκο πού
13 έχει σηικωΐθή καί τό βάζει στα πόδια. Κάνει τότε κι·3 .αυτός να τρέ ξηι ξοπίσω του (μά ό Μπουτάτα ,μ3 όλη του τή χαζομάρα, δεν τον αφήνει να φύγη;. Σκύ βει κάτω τό κεφάλι, ορμάει μέ δύναμ ι καταπάνω του καί τού δίνει μια γερή κουτουλιά στο ικορμ,'ί που τον κάνει νά πέση μπρούμυτα, νά ξεφωνίση σόον κολασμένος καί νά μείνη» ·άσά λευτύς, αναίσθητος, —Οώ, πώ!, κάνει ό άράπτης, πάει» τό τσουλούφι μου, τσα λακώθηκε! Θά μού τό πληρώ σηις άκριιβά αυτό που μού ε ικόνες, τού λέει. ■ Καί όρμάει γιά δεύτερη φο ρά νά χτυπήισηι τον αναίσθητο
Ο ΜΙΚΡΟΣ λευκό. Δεν προλαβαίνει δμως νά τε λειώση τό έριγο που έχει άναλάβιει. Κάποιος τον έχει άρπα ξει από τά δυο πόδια καί σέ λίγο πέφτει σαν ,άσκί πάνω στη γη καί μένει αναίσθητος. Εκείνος πού τον έπιασε άΓ-τό τά πόδια ήταν ό απαίσιος φύλ αρχος πού συν ήρθε από την αναισθησία του μόλις εκεί νη: τή στιγμή. "Έτσι, στο πεδίο τής συ μπλοκής υπάρχει τώρα ό λευ κός κυνηγός αναίσθητος, ό Μπουτάτα επίσης αναίσθητος καί 6 άπαίσιος φύλαρχος. Ό δεύτερος λευκός; τρέχει νά πιάση τό Μπαγιόΐκο· μέσα στή ζούγκλα, καί ή Ζολάν έ χει γίνε! άφαντη) λες καί μια
ΤΑΡΖΑΝ
1§
ι0 άτταίσιος φύλαρχος σηκώνει τότε τό μαχαίρι...
μυστηριώδης δύναμι την άρ ετοιμάζει καί περιμένει τούς παξε ξαφνικά καί την σήκω φίλους του από στιγμή σέ στι γμή γιατί έφτασε τό μεσημεσε ψηίλά στον ουρανό: Στο πεδίο τής συμπλοκής ρι, μά έκεΐινοι δεν φαίνονται. Αποφασίζει τότε ν’ άνέβη στο υπάρχει ακόμη το άγαλμα τής ύψωμα καί νά τούς φωνάξη νά Χαταρού, τής θεάς τής έκδική σταματήσουν τό μπάνιο. οεως. Τόσοι άνθρωποι ήρθαν "Οσο κι3 άν φωνάζη, ^δμως, νά τής πάρουν τά διαμάντια κανείς δεν τού αποκρίνεται. πού έχει για μάτια καί το Λύτη ή σιωπή των φίλων του στέμμα κι5 όμως καί τά δυο εξακολουθούν νά λάμπουν, έ- - τον βάζει σέ ανησυχίες. Κλει νώ δυο πτώματα βρίσκονται νει τότε τή σ^πηλιά καί αποφα σίζει- νά ικστάβη ως τό ποτάμι. πιο πέρα, πληρώνοντας την άΦτάνοντας έικεΐ, μένει κατά πλήστίσ τους μέ τό θάνατο. πληκτος. Ούτε ή Ζολάν μά ού τε καί οι δυο χαζοί άράπηβες Ο ΤΑΜΠΟΡ δεν βρίσκονται εκεί. Φωνάζει ΑΝΗΣΥΧΕΙ δυο τρεις φορές μά μόνο ό α I ΝΑ I μόνος ό Ταμπόρ χός τής ΐδιας τής φωνής του στη αττηλιά του καί ψή του απαντάει. νει ένα ζαρκάδ ι πού σκό — Κάτι τούς συνέβη,, κά τωσε τό πρωΐ στο κυνήγι. Τό νει τή σκέψι καί τά μάτια του
20 ερευνούν μέ προσοχή το χώμα. Δεν αργεί, στην αμμουδιά του ρεγάλου ποταμού, νά δια κράνη- αρκετά ίχνη.. Είναι τα ί χνη, τής Ζολάν τού Μπουτάτα, του Μπαγιόκο καί'... δυο άλ λων ανθρώπων που φορούν πα πούτσια ! — Λευκοί κυνηγοί!, λέει μέ έκπληξ ι καί ακολουθεί τά ϊχνη. Τον οδηγούν μέσα στη ζούγ κλα. Ή πατημένη· χλόη καί τά σπασμένα κλαδάκια τού δεί χνουν το δρόμο που πρέπει νά άκολουθήση. Προχωρεί τρέχον τας σχεδόν, παραμερίζει μέ τά χέρια του τά κλαδιά των θά μνων καί των δέντρων καί μέ τό κεφάλι πάντοτε σκυφτό-. Νοιώθει ένα κακό προαίσθημα πώς οί φίλοι του καί ιδιαίτερα ή αγαπημένη του συντρόφισσα, ή Ζολάν, κινδυνεύουν. Τα χύνει τό βήμα του στη σκέψι αυτή όταν, ξαφνικά, ακούει· 6α ρύ_ ποδοβολητό πού τό άκολου θεΐ ένας πυρβολισμός κι* υστε ρα μιά φοβισμένη φιωνή. — Πώ...πώ, ό κεραυνός πέ ρσσε δίπλα απ’ τό αυτί μου! •Είναι ό Μπαγιόικο αυτός πού φώναξε! Ό Ταμπόρ γνώ ρισε τή φίωνή του! Φαίνεται πώς κάποιος τόν πυροβολεί! Σαν από ένστικτο, τό Παι δί τής Ζούγκλας αρπάζεται· α πό ένα χορτόσκοινο, ταξιδεύει για λίγο στον αέρα κι3 υστέ ρα σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο Τήν άμέσως επόμενη στιγμή παρουσιάζεται κάτω όοπό τό δέντρο ό Μπαγιόκο καί σέ μι· ικρή άπόστασι πίσω του ένας λευκός κυνηγός. Γ ιά κακή του
Ο ΜΙΚΡΟΣ τύχη όμως ό Μπαγιόικο διπλώ νεται σέ μιά ρίζα καί πέφτει ανάσκελα κάτω. Ό λευκός σταματάει τότε, σηκώνει τό τγι στολι καί λέει : — "Ατιμε άράπη, θά μου πλήρωσής ακριβά αυτό πού μοΰ έκανες, νά σπάΐσω τά πό δια μου για νά σέ πιάσω. νΑρ παξε τή σφαίρα σου τώρα γιά νά βάλης μυαλά. / Ό Μπαγιόκο δεν έχει κατα φέρει νά^ σηικωθή^ ακόμη-. Ή κάίννη τού πιστολιού τού κακού λευκού τόν σημαδεύει καί τό δάχτυλό του κάνει τήν πρώτη σύσπασι στη σκανδάλη. Εκείνη, τή στιγμή ακριβώς συμβαίνει κάτι τό ξαφνικό καί απροσδόκητο γιά τό λευκό. Μιά φωνή άκούγεται από κά. που ψηλά κι* ένα σώμα πέφτει πάνω στις πλάτες του καί τόν ανατρέπει. Τό πιστόλι έκπυιρ σοκροτεΐ ·μά ή σφαίρα του άν τί νά συνάντηση· τό κορμί τού Μπαγιόκο χάνεται ανάμεσα στά κλαδιά τού δέντρου. Ό κοντοστούπης μόλις καταφέρ νει νά σηικωθή, τό βάζει αμέ σως στά πόδια, χωρίς νά σκε φθή νά κυττάξη πίσω του. "Αν κύτταζε θά έβλεπε κάτι πού αληθινά άξιζε τόν κόπο νά τό δή κανείς: Τον Ταμπόρ καί τό λευκό κυνηγό νά συμ πλέκωνται άγρια, σ’ ενοαν^ α γώνα ζωής καί θανάτου πάνω στο χώμα. Ό λευκός, μετά τήν πρώτη έκπληξ ί του καί τή σαστ ι·μά ιρα του, ανακτα την ψυχραιμία του τώρα καί προσπαθεί νά αντίδραση. Είναι τέλειος γνώ στης τής ιαπωνικής πάλης Ζί-
ΤΑΡΖΑΝ ου - Ζίτσου καί προσπαθεί με με τις τρομερές λοοβές του νά θέση έκτος ιμάχης τον τρομερό σέ δύναμι αυτόν έφηίβο πού τον έρριξε κατά γης. Ό Ταμπόρ στην αρχή ξα φνιάζεται, δεν προλαβαίνει νά άντιδράση στην έπίθεσι του αντιπάλου του καί βρίσκεται άκίνητος σέ ιμιά στιγμή, γιατί αν προσ πάθηση νά κινηΙθή, μέ τη λαβή πού του έχει κάνει ό λευκός, θά σπτάση τή σπονδυ λική του στήλη,. ^ — "Ωστε έσυ είσαι ό περίφηίμος Τορπόρ; λέει καγχά ζοντας ό λευκός. "Εμαθα πως οί μαύροι σέ ονομάζουν βασι λιά τής ζούγκλας. Μμ... περ'ί φημος βασιλιάς! "Έννοια σου, δεν σου υπόσχομαι πώς θά σέ σκοτώσω τώρα. Θά σέ θέσω εκτός ράχης ,θά σέ δέσω καί θά σέ οδηγήσω κοντά στο ά γαλμα τής θεάς Χαταρού ο πού σέ περιμένει ή βμο,ρφη οορ ρόιδωνιαίστιικιά σου καί... κά ποιος .καλός σου φίλος που θά σου ικόψηι πρόθυμα τό κεφάλι, θά... Ό Ταμπόρ μπορεί νά μην ξέρη τους κανόνες πάληις καί τά κόλπα του Ζίου - Ζίτσου, έχει ρμως τό πιο τέλεια γυμναίσμένο καί σκληραγωγημέ νο κορμί του κόσμου γιατί άπό .μικρός ζή, στη ζούγκλα. Μέ μια ύπερέντασι· των δυνάμεών του, λοιπόν, καταφέρνει νά ξεφύγη από την επικίνδυνη λαβή του αντιπάλου του καί 'νά τον άναποδογυρίσηι καταμ γής. "Αμέσως μέ μιά καταπλη κτιική εύλυγισία που θυμίζει αίλουρο, πετάγ ιετα ι αρθ ιος
21 ικαί ρίχνεται επάνω του. Γιά άλλη μιά φορά όμως ό λευκός εφαρμόζει στον Ταμ^· /πόρ ιμιά γρήγορη καί. οδυνηρή λαβή, γραπώνοντας την πα τούσα του καί στρίβοντας τό πέλμα του. Μιά κραυγή πόνου βγαίνει από τό στό,μα του παι διού τής ζούγκλας καί πέφτει ανάσκελα κάτω. Ό λευκός^ αρ θώνεται επάνω μά,^τό έλεύθερο πόδι τού Ταμπόρ τον χτυ πάει μέ μιά τρομερή δύναμι στο γόνατο, τον κάνει νά άμ φήσηι τό πόδι του, νά ουρλιά ση άπό τον πόνο καί νά παρα πατήση. Ό ΤαμΙπρρ δεν χάνει καιρό Όιρμάει καταπάνω του καί μέ μερικές γροθιές τον ζαλίζει ώ στε νά μην μπορεΐ νά τού έπιτείθή,. "-Επειτα, δένοντας τά δυο του χέρια πίσω στήν πλά τη, τού λέει: -— Προχώρησε μπροστά καί γρήγορα! Σέ δυο λεπτά πρέπει νά έχουμε φθάσει στο άγαλμα τής θεάς Χαταρού! Ό λευκός κυνηγός άφριζε ι άπό τό κακό του μά δει/ λέει τίποτε καί υπακούει. Καθώς βμως ξεκινάει, λέει άπό μίέσα του: ^ «"Οταν φθάσουμε εκεί θά τά πούμε, Ταμπόρ. Ό σύντρο φός μου ό Τζάκ καί ό φύλσρ χος ^θά σέ περιποιηθούν για καλά...» Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΑΡΑΠΗΣ
ΛΕΥΚΟΣ κυνηγός πού έχει άπομείνει αναίσθη τος πίσω, κοντά ατό ά γαλμα τής θεάς Χαταρού, ά-
Ο
22 ναικτά τις αισθήσεις του και σηκώνεται. Βλέπει τον φύλαρ χο να κλωτσάη βάναυίσα τον Μπουτώτσ για νά τον συνεψέρη. Φθάνει κοντά του κι* αυ τός κι* αρχίζει στα χαστούκια τον άράπη. Σέ λίγο ό κομ ικοτραγ ικός Τσουλουφης ανοίγει τά μάτια και σηκώνεται. Ό λευκός του καρφώνει την κάννη του ττιστο λιοΰ του στην πλάτη· για νά τον άναγκάσηι νά -μίεινη άκίνη τος, και ρωτάει τον φύλαρχο: — Δεν γύρισε ό σύντροφός μου ακόμη; — "Όχι, τού απαντάει εκεί νος. Κυνηγάει τον άλλο άράπη στη ζούγκλα. — Φερθήκαμε σαν ηλίθιοι και χάσαμε την κοπελλα, λέ ει ό λευκός. Πού θά τήν ξαναβρούμε τώρα γιά νά τήν θυσιά σουμε στη θεά; — Μή στεναχωριέσαη άφέν τη, τού λέει ό φύλαρχος. Θά
"Η πάλη τους είναι συγκλονιστι κή καί θεαματική συγχρόνως.
Ο ΜΙΚΡΟΙ σάς οδηγήσω στην σπηλιά που ιμένει νά τήν συλλάβετε πάλι ικαι νά σκοτώσετε καί τον Τα ιμιπόρ. —Τούτον έδώ τί θά τον κά νουμε; λέει ό λευκός. ^ — Μια σφαίρα στο κορμί του καί πάρτον κάτω. — Μϊτά σέ καλό· σου!, του αποκρίνεται ό άράπης, τί νά μού κάνη μονάχα <μιά σφαίρα; — Θά σού φυτέψω δυο, τού υπόσχεται ό λευκός. -— "Αμα τις φυτέψης νά τις ποτίάης νά ριζώσουν λέει ό άράπηις πού τού ήρθε ή ορεξι γιά άστεΐα. — Μεΐνε ήσυχος, κάνει ό κυνηγός, θά ριζώσουν καί θά φυτρώσουν. Ετοιμάζεται νά πατήση τή σκανδάλη, μά μια ιδέα καρφώ νεται στο μυαλό του. Γιατί νά μή χρησιμοποίηση^ τον άράπη αυτόν γιά νά τού βγάλη τά μάτια καί τό στέμμα τής θεάς; — Πώς σέ λένε; τον ρωτάει. -— Μπουτάτα, τού άποκρίνε ται ό άράπης. —^Ακούσε, Μπουτάτα. "Α μα: σού δώσω ένα μαχαίρι, θ’ άνέβης νά βγάλης τά μάτια τής θεάς Χαταρού; — Μπά σέ καλό' σου!, τού λέει ό άράπης, στραβή θά τήν άφήσης τή χυναΐικα; — Τί σέ νοιάζει εσένα, τού απαντάει ό λευκός καί τά μά τια του λάμίπουν άπό ελπίδα. ’Άν -μού δώσης τά μάτια καί τό στήμίμα τής Θεάς, θά σέ άφιήισω ελεύθερο. — ’Άντε, δώσε <μου τό μα
ΤΑΡΖΑΝ χοοΤρι νά τελειώνουμε, τού λέει ό Μπουτάτα. Στρέφει το κορμί του* καί, πρίν ό άλλος βγάιλη το μα χαίρι, ό πονηρός Μπουτάτα τό βάζε ι στα πόδια καί μέ δ·υό σάλτα κρύβεται μέσα στη ζούγκλα. — Τρέξε νά τον πιάσης καί νά μου τον φέρης εδώ!, ουρ λιάζει ό λευκός, διατάζοντας τό φύλαρχο. Ό τελευταίος μέ τρία πη δήματα χάνεται κι’ αυτός μέ σα στη ζούγκλα. Ό λευκός κυνηγός αφρίζει από τό κακό του. «Λεν μπορώ νά καταλάβω τι θά γίνη μ5 αυτή την υπόθε ση λέει. Ερχόμαστε νά άρπά ξουμε τούς θησαυρούς τής θε άς καί δεν μπορεί κανένας νά την πλησιάση γιατί τούς σκο τώνει. Πιάΐσαμε μια λευκή κο πέλλα. νά τή θυσιάσουμε κι* αυτή γίνεται άφαντη μπροστά στά μάτια μας, αφού μάς έ καναν καλά δυο άράπηδες καί μάς έφυγαν καί οι δυο μέσα ατό τά χέρια μας ! » Ένώ σκέφτεται αυτά, ένα θρόισμα πού έρχεται από το •μέρος τής ζούγκλας πού μπή κε προηγουμένως ό σύντροφός ταυ, τον κάνει νά συνέλθη. Γιά καλό καί για κακό πέφτει κά τω καί κρύβεται ανάμεσα στά χορτάρια. Ήταν πολύ τυχερός, γιατί από τή ζούγκλα βλέπει νά βγαίνη ό σύντροφός του ένώ πίσω του τον ακολουθεί ένα με λαψό πσλληικάρι, φορώντας μαγιό. «Ό Ταμπόρ είναι! συλλο-
23
Έκείνη τή στιγμή κάποιος πέ φτει πάνω στον ώμο του.
γίζεται. "Εχει δέσει τά χέρια τού Σ μίΟ καί τον φέρνει προς τά έδώ. Θά μετανοιώση πικρά όμως γι5 αυτό πού έκανε». "Ενα άπαίσιο γέλιο χαρά ζεται στά χείλη του καί περί μένει μέ τις αισθήσεις του ό λες σέ επιφυλακή. Μοιάζει σάν την γάτα πού περιμένει νάβγη ;άπό την τρύπα του τό ποντίκι για νά όρμήση καταπάνω του. Κι’ όταν ό Ταμπόρ μέ τον αί χμάλωτό του φθάνουν κοντά στο άγαλμα τής θεάς, πετάγε ται ξαφνικά επάνω καί προτεί νει τό πιστόλι του. — Ψηλά τά χέρια καί μην κάνης την παραμικρή κίνησι!, λέε ι τ 6 * Ελληνόπουλο. Ό ΤαμΙπόρ ξαφνιάζεται μά είναι αργά τώρα πιά νά άντι βράση·. Υψώνει τά χέρια του χωρίς άντίρρησι. — Γύριισε καί κύτταξε τό ά γαλμα!, τον διακόπτει μέ ά-
24 γριά φωνή ό λευκός. ^ 'Γυρνάει τό κεφάλι του καί την ίδια στιγμή ένα σκληρό αντικείμενο τπροσγειώνε τ α ι οτό πίσω μέρος του κεφαλιού του. Νοιώθει έναν τρομερό πό νο^ τα μάτια του θαμπώνουν καί πέφτει κάτω. — Καλά τον κατάφερες!, κάνει ό λευκός με τα δεμένα χόρια: “πού τον έφερε ό Ταμπόρ Ό σύντροφός του του λύνει τα χέρια καί ό άλλος τού δι ηγείται πώς συναντήθηκε μέ τον Ταμπόρ. —ιΚάποια καπάρα .μάς κυνηΓ γάει, λέει ιό Τζάκ. "Εχουμε φθάσει τόσες ώρες εδώ κι1 α κόμη δεν ικαταφέροιμε νά πά ρουμε τούς θησαυρούς τής θε άς. Αφήσαμε καί ,μάς έφυγε μέσα άπό τά χέρια μας ή ξαν θειά ικοπέλΐλα... — Μη στενοχωριέσαι, του λέει ό άλλος. Άφοΰ κ,ρατάιμε τον Ταμπόρ τό Τδιο κάνει. — "Εχεις δίκιο, -μιλάει τώ ρα ό Τζάκ. "Εχω μια ιδέα. Ό άράπης προηγουμένως κατάφερε νά μου τό σκάση; μά αυ τός έδώ δεν θά τό κατορθώση. ίΚαί με γοργές κινήσεις βγά ζει άπό τό ισάκκο του ένα σκοι νί καί δένει γερά τον Ταμπόρ, αφήνοντας του μόνο τό δεξί χέ ρι έλεύθερο. "Επειτα, την ά κρη τού σχοινιού πόύ περισσεύ ει· την τυλίγει στο βάθρο τού αγάλματος. — Τι θά κάνης; τον ρωτάει ό Σμίθ. ^ 1 — Τώρα θά δής, τού λέει ό Τζάκ. Θά τον βάλω νά βγάλη τά μάτια της θεάς, θέλει δεν Θέλει, "Αν άρνηθή θά τον σκο
Ο ΜΙΚΡΟΣ τώσω σαν σκυλί. — Είναι περίφημη ή ιδέα σου. Ο ΤΑΜΠΟΡ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
ΤΑΝ ανοίγει τά μάτια του ό Ταμπόρ, κάνει νά ^ σηικωθή (μά 6έν τό: κα τορθώνει εύκολα. Βλέπει πώς τον έχουν γερά δεμένο άπό τον ώμο του ώς τά πόδια του καί μόνο τό δεξί χέρι του έχουν αφήσει· έλεύθερο. Μέ πολύ κό πο κατορθώνει καί στέκεται ατά πόδια του. — - ύπνησες, παλληκάρι μου; τοΰ λέει ό Τζάκ. "Οπως βλέπεις είσαι μια χαρά φα σκιωμένος καί δεν θά μπόρε σης νά ξεφύγιης, δ,τι κι5 άν κά νης. Μπορείς ωστόσο νά σώισης τό τομάρι σου άν κάνης αυτό πού θά σοΰ πούμε. — Θά ισού πετάξω ένα μα χαίρι καί μ’ αυτό θά προσπα ■θήσης νά βγάλης τό στέμμα καί τά μάτια τής θεάς Χαταρου, συνεχίζει ό λευκός. ’Άν αονηθής, θά σέ σκοτώσουμε. "Αν πάλι, θέλήσης νά σκοτώσης. έναν άπό μάς^ιμέ τό μα χαίρι · πού θά κρατάς, θά προ λάβουν τά πιστόλια μας καί θά γεμίσουν σφαίρες τό κορμί σου. Διάλεξε λοιπόν καί... πά ρε. Καί χωρίς άλλη κουβέντα ό λευκός βγάζει ένα μαχαίρι καί τού τό πετάει μπροστά στά πόδια. — Εμπρός!, τον διατάζει. Γρήγοοα, προτού χάσω την υ πομονή μου! Ό Ταμπόρ καταλαβαίνει
Ο
ΤΑΡΖΑΝ πώς την έχει άσχημα. "Αν άρ νηιθή νά ττάρη τό μαχαίρι, εί ναι βέβαιος ττώς θά τον σκο τώσουν οι δυο κακούργοι. Άν θέληση, με τό μαχαίρι νά κό ψη τά ιδείσιμά του, πάλι θά ,τπρολάβουν νά τόν σκοτώσουν. "Αν πάλι υττακούσηι καί ττρο σπαΐθήση> νά βγάλη τά μάτια της θεάς τό Ελληνόπουλο1 ξέ ρει πώς θά Ίτεθάνη την ίδια στιγμή. Γιατΐ τό θρυλικό Παι 51 της Ζούγκλας είναι άπό τους λίγους ανθρώπους πού ξ ε ιρ ο υ ν τ ό μ υ σ τ ι κ ό τ η ς θ ε ά ς, πού εκδικείται ο ποίον τολμήση νά σηικώση τό βέβηλο χέρι του και νά τής πά ρη τά διαμάντια και τό χρυ σάφι... "0, τι και νά κάνη, λοιπόν, όποιον δρόμο και ν3 άκσλουθή ση„ όποια άπόφσσι καί νά πά ρη, τό τέλος, θά είναι ό θάνα τος. 3Αφού σκέφτεται γιά λίγη ώρα, παίρνει την άπόφασί του θά σηικώση τό μαχαίρι πού τού πέταξε ο λευκός καί... θά τό μπήξηι στο στήθος του, ν3 αύτακτονήση ί Δεν τοΰ μένει όϋλλη λυσις... — Σκύλε!, τόν διατάζει γι’ άλληγμιά φορά ό λευκός. Θά ιμετρήσω μέχρι τό πέντε κι’ άν δεν πάρης τό μαχαίρι θά πηροβολήσω! " Ενα... δύο... Ό Ταμπόρ με ένα ειρωνικό χαμόγελο σκύβει καί παίρνει τό μαχαίρι. — "Έτσι μπράβο!, φωνάζει γεμάτος χαρά ό λευκός. Βλέ πω πώς έβαλες μυαλό! Ό Ταμπόρ ανορθώνει τό κορμί του καί κυττόοζει τό μα
2Β χαΐρι. Στήν^ άκρη αύτοΰ του μαχαιριού είναι γραμμένο τό τέλος τής ζωής του. * Λ, *
Τή Ζσλάν δεν την εξαφάνι σε κάποια .μυστηριώδης βύναμις άπό τόν τόπο τής συιμπλο κής, όπως υπέθεσαν αί δυο λευ κοί. Άπλουστατα, όταν είδε τούς έχ'θρούς της αναίσθητους κύλησε με τό κορμί της στον κατήφορο καί καταφερε νά κρυ φτή μέσα σ’ ένα θάμνο όπου γύρω του φυτρώνουν αγκάθια καί χορτάρι. Εκεί μέσα που βρίσκεται δύσκολα θά μπορέ σουν νά την άνακαλύψουν. ’Από την πρώτη στιγμή πού βρίσκεται μόνη της, προ σπαθεΐ νά λύση τά δεμένα χέ ρια της μά τό πράγμα αυτό είναι πολύ δύσκολο. Στο τέ λος, άφου -βλέπει πώς δεν μπο ρεΐ νά κάνη τίποτε, αρχίζει νά τά τρίβη πάνω σέ ριά πέ τρα πού βρίσκεται πίσω άπό την πλάτη της, Τό σχοινί άριχίζει νά ξεφτάη, άλλά απελπιστικά αρ γά. Τό Κορίτσι τής Ζούγκλας παρακολουθεί τή σκηνή ιμέ τό Μπουτάτα καί τό λευκό κυνη γό (μά δεν (μπορεί νά έπέμβη γιά νά σώιση τό φίλο της.^Μέ δει μ ένα τά χέρια δεν μπορεί νά βγή άπό την κρυψώνα της για τί οί λευκοί μόλις την ξαναπιάσουν θά την θυσιάσουν στη θεά. "Οταν 'βλέπη τόν άράπτη νά φεύγη, ή ψυχή, της γεμίζει άγαλλίασι. Δέν περνάει όμως πολλή ώρα καί ή καρδιά της πλημμυρίζει άπό τρόμο. Ό α γαπημένος της Ταμπόρ είναι
26
Ο ΜΙΚΡΟΣ
αιχμάλωτος των δυο λευικώιν! ΠίαρακοΙλουθεΐ τή σκηνή και ά κούει τά λόγια των λευκών. Καταλαβαίνει ττώς ό αγαπημέ νος τηις δεν θά γλυτώση όπωσ δήποτε τό θάνατο. Την κυριεύει λύσσα και μα νία έικόιική,σεως μά καί ή λα χτάρα νά σώση τον Ταμπτόρ. Τιρί'βει τώραμέ δύναμι τό σχοι νί στην πέτρα μά εκείνο δεν λέει νά κοπή ακόμη. 5Από τή βιασύνη της τρίβει πολλές ψο ρές τά χέρια της πάνω στην πέτρα πού σκίζονται καί μα τώνουν. Σέ μια στιγμή, ακούει ένα λευκό πού διστάζει: — Σκύψε! Θά μετρήσω με χρι τό πέντε κι5 άν δεν πάρης τό μαχαίρι θά πυροβολήσω! "Ενα... δύο... «Θεέ μου·!, παραικαλάει ή δυστυχισμένη καπέλλα, βοήθη σέ με νά κόψω τό σκοινί!».
Του άφίνουν έλεύθερο δεξΐ χέρι.
μόνο τό
Προσπαθεί νά κόψη τό ^ σχοινί τρίβοντας το στην -πέτρα.
Βλέπει τώρα τον Ταιμπόρ νά σηικώνη τό- μαχαίρι καί νά τό κυττάζη. Καί-, τότε, ή Ζο λάν διαβάζει τις σκέψεις του αγαπημένου της. Θέλει νά αύ τοκτονήο'η, νά δώση τέλος στή ζωή του! Θέλει νά φωνάξη, νά του πή νά περιμένη λίγο, μά δεν μπορεί ούτε αυτό· νά κά νη γιατί μέ την πρώτη φωνή είναι σά νά καταδικάση τον εαυτό της εις-θάνατον. "Όχι πώς λυπάται τή ζωή της ή Ζαλάν. Προτιμάει χίλιες φορές νά πεθάνη γ ιά νά γλυτώ ση τον Ταμπόρ. Μά ό Ταμπόρ έχει ελπίδες νά γλυτώση μόνο άν μείνη ζωντονή αυτή. Οί στιγμές πού περνάει εί ναι δραματικές καί από την α γωνία τό πρόσωπό της πλημ μυρίζει στον ιδρώτα:, ενώ τά δόντια της τρέμουν, χωρίς τά μάτια της νά αφήνουν ούτε στι
27
ΤΑΡΖΑΝ γίμιή τον Τοΰματήρ. -αφνικά, κα θώς εξακολουθεί νά τρίβη. τό σχοινί στην πέτρα, το νοιώθει νά «κόβεται·! Μόνο πού δεν φωνάζει άτο τον ενθουσιασμό της ή Ζοίλάν. Αφήνει άρέσως την κρυψώνα της .καί .βγαίνει έξω. Σέρνεται ,μέ την κοιλιά ανάμεσα στα χορτάρια, κάνει έναν .μικρό κυ κιλό καί σέ μια στιγμή βρίσκε ται. όρθια, πίίσω άπο τούς δυο λευκούς. Ό Ταμπάρ, τη στιγμή εκεί νη σηκώνει αποφασιστικά τό κοφτερό ιμαχαίρι νά τό βυθίση στο στήθος του. Καθώς όμως κυττάζει γιά τελευταία φορά την αγαπημένη του ζούγκλα, τό ιμάτι του διακρίνει την πι στή του συντρόφ ισσα πού βα δίζει ιμέ προφύλαξι πίσω από τούς δυο λευκούς κυνηγούς.
Τό χέρι του τρέμει καθώς πυ ροβολεί τον αγριεμένο ρινόκερω Ο ΦΥΛΑΡΧΟΣ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙ
-ΕΠΙΘΕΣΙ τής Ζολάν έ γίνε τόσο ξαφνικά, πού •ξάφνιασε τούς δυο κα κούργους. Έχει, αρπάξει άπο :μ.ιά πέτρα στο κάθε χέρι καί καθώς είναι καί οΐ δυο κοντά κοντά, τούς χτυπάει ρέ όση δύναρι 'μπορεί στο κεφάλι. Ουρλιαχτά πόνου καί λύσ σας αντηχούν τότε. Ό ένας ά πό τούς λευκούς άφού ταλαν τεύεται γιά λίγο πέφτει αναί σθητος καταγής ενώ ό άλλος έχει ελαφρά ιμόνο ζσλιστή καί γυρνώντας ετοιμάζεται νά πυ ροβολήση εναντίον του κορι τσιού. Ό Ταρπόρ όμως δεν του δί νει την ευκαιρία νά πατήση τή σκανδάλη. Μέ ένα πήδημα βρί' σκέται πίσω του, τό ελεύθερο
Η
Κάνει σαν τρελλός καί πυροβρ·* λεΐ τή θεά Χαταρου,
Ο ΜΙΚΡΟΣ
28 χέρι ταυ> αρπάζει άπό τό λαι μό, τόν, αντίπαλό του, τον γυ ρίζει δυο τρεις γύρους κι5 υστε ρα τον αφήνει νά πέση μέ βα ρύ γδούπο πάνοο στη γη, για νά μείνη κι* αυτός αναίσθητος. Ή Ζολάν τρέχει τότε προς τό μέρος του, κόβει γοργά τά δε σμά του μ<έ τό μαχαίρι καί σέ λίγο οι δυο αγαπημένοι σύν τροφοι χάνονται μέσα στη πυ κνή ζούγκλα. *% ιΠρωτος συνέρχεται ό Τζάκ καί άμέσως κατόπιν ό Σμίθ. Μόλις άνοίγουν τά μάτια τους καί σηκώνονται αρθιοι βλέπουν πώς τά πουλιά έχουν πετάξει πιά. Μόνο ό κακός φύλαρχος είναι κοντά τους. — Δεν (μπόρεσα νά πιάσω τον ιάράπη γιατί μου κρύφτηκε λέει... Ό Σμίθ κουνάει τό κεφάλι του θλιμμένα. — Μου φαίνεται πώς στο τέλος θά φύγουμε χωρί ς νά πά ραυμε τά διαμάντια καί τό χρυ σάφι, λέει. Τά ιμάτια του Τζάκ όμως πετούν σπίθες. — Θά τά πάρουμε αυτή τή στιγμή κιόλας!, ουρλιάζει. 'Κ άνει ένα βήμα μπροστά, άρ πάζει τό μαχαίρι που βρίσκε ται πεσμένο ανάμεσα στή γη και τό βάζει στο χέρι τού φύ λοηρχου. — Ανέβα νά βγάλης τά μά τια τής θεάς!, τον διατάζει μέ άγρια φωνή. Τά μάτια τού φύλαρχου ά νοίγουν ξαφνικά διάπλατα ά πό τή φρίκη καί τά σαγόνια του αρχίζουν νά τρέμουν» .
— Έ...ιέγώ; ρωτάει σά νά μήν καταλαβαίνη. — Ναί', εσύ! τού ξαναλέει ό Τζάκ. Καί γρήγορα μάλι στα. — "Όχι, όχι!, τραυλίζει ό φύλαρχος. "Αν πλησιάσω κον τά θά μέ εκδικηθή ή θεά Χαταρού... —ΚΓ άν δέν κάνης αυτό πού σου λέω θά σ’ εκδικηθώ έ γώ!, τον φοβερίζει ό λευκός. Πλησίασε γρήγορα γιατί θά χάσω τήν υπομονή μου καί θά πατήσω τή σκανδάλη:... Ό απαίσιος φύλαρχος τρέ μει όλος τώρα άπό τό φόβο του καί δέν λέει νά τό κουνήση ρούπι άπό κεΐ πού βρίσκε ται. Ό Τζάκ πατάει τότε τή σκανδάλη καί ή σφαίρα πληΓ γώνει έλαφρά τό ( μπράτσο τού μαύρου. Μόλις βλέπει τά αϊματα νά τρέχουν άπό τό μπράτσο του, τά χάνει άκόμα πιο πολύ. —"Έλεος!, παροακαλάει, λυ πηθήτε με! Πάμε νά σάς βοη θήσω νά συλλάβετε τό κορίτσι κα' νά τό θυσιάσετε στή Θεά! Ό κυνηγός υψώνει πάλι τό πιστόλι του καί ό φύλαρχος άναγκάζεται νά ύπακούση. Γυ ρίζει αργά - αργά προς τό ά γαλμα άνεβαίνει στο βάθρο καί τό κυττάζει γιά λίγη ώρα μέ τον τρόμο ζωγραφισμένο στά πελώρια μάτια του... —Ή θεά Χαταρού θά μέ έκ δ ικη θή !, τ ρ αυλ ίζ ε ι. Β λέπω στά μάτια της ένα άγριο μί σος... Μιά σφαίρα πού σφυρίζει ά πειλητίικά δί(πλα οστό τό αυτί του τον άναγκάζει νά σταμα-
ΤΑΡ2ΑΝ τήιση. Σηκώνει τό δεξί' του χε,ρι με -μια αργή κίνησι καί φέρ ν»ει τη μύτη του μαχαιριού στη βάισι του χρυσού στέμματος. Δεν προλαβαίνει καλά - κα λα νά τό άκαυμπήση επάνω δ ταν τα μάτια του πετάγονται έξω από τις κόγχες τους, τό ,μαχαΐρι του φεύγει από τό χέ ρι·, τό κορμί του γέρνει προς τα πίσω καί αφήνοντας έναν αλλόκοτο σπαραγμό που σπά νια μπορεί κανείς ν5 άκούση από ανθρώπου στόμα, πέφτει ανάσκελα κάτω. Οι δυο λευκοί κυνηγοί σικύ βουν τότε ατό πάνω του. Βλέ πουν ν5 ανοιγοκλείνουν τά χεί λη του σαν κάτι νά θέλουν νά πουν. — Τί έπαθες; τον ρωτάει ό Τζάκ. — Με ...μέ σκότωσε ή θεά, άπαντάει ξεψυχισμένα ό φύ λαρχος. Με εκδικήθηκε... ^Καί χωρίς νά μπόρεση, νά πή άλλη λέξι, γέρνει τό κεφά λι του καί μένει εντελώς ακί νητος, Έχε ι πεθάνε ι... — Δεν μπορώ νά καταλά βω τί συμβαίνει!,, ξεσπάει κα τακόκκινος ό Τζάκ. Πώς μπο ρεί ένα νεκρό άγαλιμα νά σκοτώνηι ^ καί νά καταλαβαίνη τί θά πή έκδίικησι; — Πάμε νά φύγουμε!, τον παρακολεΤ ό σύντροφός του. Νά γυρίσουμε στην Ευρώπη, νά σωθούμε... — Δεν φεύγω, δεν φεύγω!, ουρλιάζει ό Τζάκ έξω φρένων. Θά πάρω πρώτα τά διαμάντια κΓ υστέρα θά φύγω ! 9 Ηρθα από την Αγγλία γι' αυτά τά διαμάντια καί δεν θά τ’ άφή-
29 σω έδώ στη ζούγκλα. Όχι·... θά τά πάρω! ι Γυρίζει ξαφνικά προς τό μέ ρος τής θεάς Χαταρου καί την πυροβολεί μανιασμένα, άδιάζ όντας δλες τις σφαίρες στο κεφάλι καί στο στήθος της. λ-— Θά τά πάρω!, έξακολου θεΐ νά ούρλιάζη χειρονομών τας σάν τρελλός. Θά γυρίσω πλούσιος στην Αγγλία. Έγώ δεν φοβάμαι κανένα θεό τών μαύρων! Θά δής πώς θά βγά λω τά διαμαντένια μάτια... — Πετάει τό άδειο πιιστόλι του καί αρπάζει τό μαχαίρι. — Μή!, του φωνάζει πίσω ό Σμίθ. Πόρισε Τζάκ, είναι τρέλλα αυτό πού προσπαθείς νά κάνης! Θά σε σκοτώση ή θεά! Μά ό Τζάκ δεν ακούει τό φί λο του. "Έχει τυφλωθή άπό τη δίψα του πλούτου καί δεν φοβάτα[ τό θάντατο. -εχνάει πώς γύρω του ύπάρ/χουν τρία πτώματα καί νομίζει πώς θά μπόρεση νά νιικήση τη μυστηριώβη αυτή θεά. Μέ ένα σάλ το ανεβαίνει στο βάθρο της, — Κατέβα! , ουρλιάζει ό Σμίθ, μή μέ άφηνεις μονάχο μέσα στή ζούγκλα! — Π άψε, ηλίθιε!, τού φωνά ζει ό Τζάκ. Σέ λίίγη- ωρα^ θά πάρουμε τό δρόμο τής επι στροφής μέ δυο μεγάλα δια μάντια στις τσέπες μας καί μέ τό χρυσό στέμμα. —"Όχι!, εξακολουθεί ό σύν τροφός του, δεν θέλω τίποτε άπό αυτά, θέλω μονάχα νά ζή οω... Μά ό Τζάκ δέν του δίνει ση μασία πιά. Σφίγγει τις γρο
30 θιές του, σφίγγει και τά δον τια του καί κατεβάζει .με λύσ σα το ραχαίιρι οτή βάσι του χρυσού· στέ μιματος... Δεν περνάει ούτε ένα δευτε ρόλεπτο ,καΐλα - καΐλα όταν έ να παράξενο ουρλιαχτό βγαί νει άπό τά χείλη του καί σω ριάζεται στη βάσι του αγάλ ι μ ατος... ΜΙΑ ΦΟΥΣΚΑ ΜΕ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
ΦΙΛΟΣ του τρέχει^κον τά του, σκύβει από ^πά νω του καί του πιάνει τό χέρι. — Τζάκ!, του φωνάζει μέ τρόιμο, τί επαθες, Τζάκ; Ό έτοιιμοθάνατος ανοίγει τά ράτια του καί του ψιθυρί ζει με κομιμένη άττό την αγω νία του θανάτου, φωνή: — Σρίθ... έπρεπε νά ο* α κούσω... Φύγε, Σμίθ, ή ζωή αξίζει χίλιες* φορές πιά πάνω καί από τον ρεγσλύτερο θη^
Ο
*0 ρινσκερως τον προ φθάνει και τον τρυπάει μέ τό κέρατο
Ο ΜΙΚΡΟΙ σαυρο του κοσμου. Κιαί ιμε τά λόγια αυτά, ξε ψυχάει. Ό Σρίθ τά εχ,ει κυριολεικτι κά χαμένα, δεν ξέρει τί νά κά νη καί τί νά πή, Γιά ριά στι γμή τό βλέρρα του άντικρύζει τά διαμαντένια μάτια τής θεάς Χαταρού καί βάζει τρο μαγμένες φωνές, — Όχι, όχι, δεν θά ρέ σκο τώισης κι* έμενα!, κάνει. Έγώ θά γυρίσω πίσω ζωντανός, δεν θέλω τά διαμάντια σου! Τά μάτια του ύστερα πέ φτουν πάνω ατά πτώματα των τριών συντρόφων του. Μέ πό σα όνειρα είχαν ξεκινήσει γιά νά βρουν την τύχη τους στην καρδιά τής 5 Αφρικανικής ζούγ κλας κι* αντί γιά την τάχη· αν τάμωσαν τον θάνατο... θέλει, νά φύγη τώρα αητό τό μέρος αυτό, δέν αντέχει άλλο, ' Αρπάζει τό σακκίδιό του, τό φορτώνει στην πλάτη, καί άρ χιζε ι νά τρέχη, .μπαίνοντας κά τω άπό την πυκνή φυλλωσιά των δέντρων. Ξαφνικά, έχει την έντύπωσι πώς κάποιος άλλος τρέχει πί σω του. Ναι, βήιρατα γρήγο ρα καί βαρειά τον ακολουθούν Σταυατάε! άπότορα ενώ ένα παγωμένο ρίγος διαπερνάει τό κορμί του. Ποιος μπορεί νά είναι αυτός που τον ακολου θεί; Μήπως ή θεά Χαταρού; Όχι, δέν είναι ή θεά Χατα ρου, είναι όμως ή κατάρα της. Γιατί έκεΐνος πού τρέχει ξο πίσω του είναι ό ίδιος ό θάνα τος. Γ ιατί, γιά τον κυνηγό τής ζούγκλας ένας ρινόικειρως ^ση μαίνει σχεδόν σίγουρο θάνα
ΤΑΡΖΑΝ το. Κι* αυτός πού κυνηγάει τό Σιμιΐθ είναι ένας πέλώριος ρινόνερωο, πού δεν απέχει πιο ττο Λύ άπιό εΤικοσι , μέτρα μαικρυά του. Ό λευκός κυνηγός τραβάε ι χωρίς καθυστέρηισι τό πιστόλι του. Πρέπει ή πιρώτηι σφαίρα του νά χτυπήση τον ρινόκερω στο μάτι. Μόνο έτσι θά μπό ρεση νά^ τον ριίιξηι κάτω νεκρό γιατί, τό υπόλοιπο μέρος του Θηρίου αυτού είναι ντυμένο μέ ένα; χοντρό καί αδιαπέραστο από τις σφαίρες δέρμα. Μά μόνο ένας ψύχραιμος κυ νηγός μπορεί νά καταφέρηι κά τι τέτοιο. Τό χέρι τού Σμιΐθ τρέμει από τό φόβο του καί κα θως πυροβολεί, ή σφαΐιρα του άστοχεΐ. Δεν προλαβαίνει νά πατήση τώρα γιά δεύτερη φο ρά τη σκανδάλη. Ό έξαγριωμέ νος ρινάκε,ρως όρμάει άκάθΐεικτος καί σέ λίγο τό σουιβλερό κέρατό· του διαπερνάει τό κορ μί τού λευκού κυνηγού. Μιά άνατριχι αστική κραυγή άντηιχεΐ γιά μιά στιγμή κι* ύ στερα τίποτε πια. Ό τελευταΐ ος από τούς κυνηγούς πού ξε κίνησαν από τήν "Αγγλία νά κλέψουν τά μάτια καί τό στέμ ιμα τής θεάς Χαταρού, είναι πιά νεκρός. $ ** — Ταμπόρ, ρωτάει ή Ζολάν τό ήρωίίκό Παιβ'ί τής Ζούγ κλας, ύστερα απτό μιά ήρα κα θως αναπαύονται κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου, δίπλα από τη σπηλιά τους, είναι α ληθινά πώς ή θεά Χαταρού έ χει ψυχή καί μπορεί νάρκδικήται αυτούς πού τολμούν νά
31
Χτυπάει τό Μπαγιό·κο Τσιτα!
πειράξουν
τούς
μέ τήν
θησαυρούς
_— Όχι, τής άπαντάει τό ' Ελληνόπουλο. "Ενα άγαλμα δον μπορεί νά έχη ψυχή. —Τότε, γιατί πέθαναν όσοι δοκίμασαν ώς τώρα νά βγά λουν τά διαμάντια των ματιών της καί τό χρυσό στέμμα; — Θά σού πω τί συμβαί νει, όπως μού τό εξήγησε μιά μέρα ό μάγος (μιας φυλής. "Ε κείνοι πού έφτιαξαν τό άγαλ μα, φοβήθηκαν πώς θά βρε θούν πολλοί πού θά θελήίσουν νά κλέψουν τό στέμμα της καί τά διαράτια των ματιών της. "Έκαναν λοιπόν, τό εξής. "Έ βαλαν μέσα στο κεφάλι μιά φούσκα από ένα δηλητηριώδες άέριο πού μόλις τό άναπνεύση κανείς,, δηλητηριάζεται α μέσως τό αΤιμα του. Τό άέριο αυτό βγαίνει μονάχα δταν άγ
η γί<ξη( κανείς τά μάτια η τό στέμμα τής θεάς. Γι* αυτό ό σοι δοκίμασαν νά τά κίλέίψουν βρήκαν αίικτρό θάνατο... Τή στιγμή εκείνη·, γίνεται ολόκληρος σαματάς κοντά τους καί στρέφουν περίεργοι τά κεφάλια νά δουν. ’Αντίκρυ ζαυν τότε τό Μπουτάτα, νά έχη αρπάξει την Τσ'ίτα από την ού|ρά καί νά χτυπάη μ5 αυτή τον Μπαγιόικο. — Τί σου έκανε καί τήιν χτυ πας, Τοαυλούφη; τον ρωτάει ή Ζαλάν. — Μπά σε καλό· του, τί άιρ χκψεόταιρος είναι αυτός!, δια μαρτύρεται ό Μπουτάτα. Μου είπε πώς ξέρει μ,ιά χουρμαδιά μέσα στή ζούγκλα, κι5 όμως δεν με πήγε νά φάμε χουρμά δες! Εΐναι λοιπόν νά :μήν τον ταράξω· στις... μ αμμουδιές τον φούσκομύτη; 5Αναγκάζεται όμως νά στα ματήση γιατί ή μαϊμού, θυμω μένη επειδή παίρνει καί κεί νη, τό μερίδιό της, αρχίζει νά δείιχνη άσχημες διαθέσεις ε ναντίον του Μπουτάτα. Σε ιμιά στιγμή καταφέρνει νά άρπάξη τό τσουλούφι τοΰ αφεντικού της καί νά τό τραβήξη· μέ δό να μ ι. — "Ωχ!, κάνει ό άράπης καί τής παρατάει τήν ουρά. Ή Τΐσίτα τό βάζει στά πό δια καί ό Μπουτάτα ετοίμαζε ται νά τήν κυνηγήση μά προ τιμάει νά δεζρη τον Μπαγιόκο καλύτερα. 5Ενώ σκύβει γιά νά του δώση μια κεφαλιά, τον σταματάει ή φωνή του Ταμπόρ'. — Μπουτάτα!, τον διστά
ο ΜίΚΡϋΙ ζει, κάθηισε ήσυχος γιατί κά ποιος έρχεται. Στή φωνή του Ταμπόρ· γυ ρίζουν δλοι τά κεφάλια τους, δεξιά κι3 αριστερά. Πραγίματιικά, πί(σω από με ρικούς θάμνους διακρίνεται τό κεφάλι ενός μαύρου, νά ζυγώνη; δλο καί πιο κοντά. — Πω, πώ!, κάνει ό Μπου τάτα, μου φαίνεται πώς θά του δώσω σφαλιάρες πού θά πάη· καπνός! — Ποιος νά είναι, τάχα; α ναρωτιέται ή Ζολάν. —Ποιος ξέρει, κάνει τό Έλ ληνόίπουλο. Πρώτη φόρα βλέ πω αυτό τό κεφάλι. — Λες νά είναι μόνο κεφά λι καί νά μιήν έχη κορμί; λέει ό έξυπνος Μπαγιόικο. "Επειτα σωπαίνουν καί οί τέσσερις. Τώρα ό επισκέπτης έχει βγή από τούς θάμνους καί τον διακρίνουν ολόκληρο. — "Εχει κορμί, λέει ό ίσου λούφης. Ό μαύρος, πού φαίνεται νά έρχεται από πολύ μακρυά, γι ατί είναι κουρασμένος καί κα κατασκονισμένος, σταματάει. Ό Ταμπόρ σηκώνεται καί φθάνει κοντά του. Τό ίδιο κά νουν καί οί άλλοι. Ό Μπου τάτα, μάλιστα, γιά καλό καί γιά κακό έχει σκύψει λίγο τό κεφάλι, έτοιμος νά δώίση καμμιά κεφαλιά στον άγνωστο άν χρειαστη. —5Εσύ είσαι ό Ταμπόρ;μι λάει έπιτέλους ό επισκέπτης καί αποτείνεται στο 'Ελληινάπουλο. — Ναίι, του απαντάει εκεί νος, τί θέλεις;
ΤΑΡΖΑΝ
33
— * Ηρθα νά σου πώ ένα άσχηίμο νέο. Ή φυλή των Μπα ράκα αιχμαλώτισε μιά (μελα ψή κοπέίλλα. Τή λένε Γιαράμττα. Ό Ταμπρρ ,μένει (με τό στό μα άνοΐιχτό άπό την έκπληξι. — Οί Μπαράκα; του λέει. Μα οι Μπαϊράκια είναι φίλοι μου! Ποτέ δεν θά τοκαναν αυ τό. — Νά όρως πού τό έκαναν, τού απαντάει ό επισκέπτης^. Την αιχμαλώτισαν τό πρωΐ
και την πήγαν στο χωριό το,υς. — Που τό ξέρεις εσύ; τον ρωτάει, τό πα^ιδί'. — Κυνηγούσα στη ζούγ κλα και πρρασαν δίπλα μου. Ό Ταρπορ νοιώθει τό αίμα νά βιράζηι μέσα του. — "Αν οί Μπαιράκα έκαναν ένα τέτοιο πράγμα, θά την πληρώσουν πολύ ακριβά ;μουγ Υριίζει.
— Θά τούς ταράξω στις σφαλιάρες!, άπειλεΐ και ό Μπουτάτα.
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ Άττοκλειστικότης:
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (ΰπόγειον) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) •9) 1 0) 11) 12) 13)
Ό άόρατος ^γίγαντας 'Η κρύπτη- τών^ θησαυρών Το μυστικό του μάγου Τό μαύρο διαμάντι *0 χορός τής φωτιάς *Η βασίλισσα του Ταμ-Τάμ Τό τέρας των οΰρανων *·0 χρυσός έλέψαντσς Τό άνθρωποφάγσ δέντρο Μοναμαχ ία δε ι νοσαύρων Τό στοιχειό τής λίμνης *Η φυλή τών φιδανθρώπων Τό κόκκινο χαλάζι
14) Ή άρχόντισσα τών τιρελλών
15) '0 φτερωτός κροκόδειλος
16) Τό ναρκωμένο μαμμουθ 17) Μονομαχία ιχέχιρι θανάτου 18) *0 λ λυσσασμένο ς ρ ι νόκιερω ς 19) Στα νύχια τού Χάρου 20) Κατακιρμβη: τών κολασμένων 21) Τό φίλτρο τής ικιακίσς
22) *Η γοργόνα τής λίμνης
23) *0 δαίμονας ττ^ς συμφοράς 24) 'Ο θάνατος του Ταρζόον
25) Τό φάντασμα τής ζούγκλας 26) *0 μαύρος δλεθρος 27) 6Η Τσίτα θριαμβεύει
28) Τό μυστικός τού Μπουτάτσ 29) 4Η κολασμένη Κοιλάδα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒ4ΘΜΑΔΙΑ19 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
Π:ΑΡΑΙΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22-—’Έτος Ιον—Τόμος 4ος—Άρ. 30—Δρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ>ντής: Σ.Άνειμοδουράς, Στρ. Πλοοστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38· Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηβσσιλ-βί ου, Τατ ασύλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΈΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι.
Στο επόμενο τεύχος τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» τό 31, ό Τοομττόρ χάνει ένα από τά αγαπημένα του πρόσωπα και ορκίζεται έκδίκησι. Ή Ζούγκλα τρέμει την οργή του και οί εχθροί του πληρώνουν ακριβά τό έγκλημά τους.
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΪΑΜΠΟΡ είναι 6 τίτλος του επομένου τεύχους πού θά κυκλοφορήση την ερχόμενη Παρασκευή και πού ή συγκλονιστική του πε ριπέτεια δεν 9’ άφηση κανέναν ασυγκίνητο!
οΟο
ΠΟΑΕΜΟΖ ΠΛΑΡΉΤ9ΛΧ ΜΕ ΤρΟΜΕΡΟ ΚΡΟΤΟ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΡΠΟΓΕ/Ρ/νΕΤΠ/^ ΚΑΠΟ/ΟΧ ΕΚΛΕΒΕ Ε/Υβ ΠΛΟ/Ο ΜΡΕ /
ΤΗΑΧ ΕΠΟΜΕΑ/Π ΧΓ/ΓΗ/Η ΕΚ'ΡΗΕΕΤ/Σ £ ΥΓΗΛ Ο/Χ/ΧΟ Υ/Χ ΤΟ ΧΕΑ ΦΟΓ ΤΟ Υ ΠΤΑ ΑΧ.
-2* ' ♦4, *-£Γ Β8ΒΒΒΗΒ61 ίΐ-ω-τ'* «
0 /νΤΆ/Ϋ Μ6 ΕΕΥΠίΧΟΥΧ ΧΕΙ ΡΙΣΜΟΥΣ ΕΕ ΦΕΥΓΕ/ 4Π0 ΤΗ/Υ ΗΡΤΑύ/ΟΕΗ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ. Ο ΜΕΤΕΕρ/ΓΗΕ Ε//ΥΗ/ ΙΐΤΟίΥ Θ. ΠΟΛΟ, ΕΛΠ/Ζ9 ΐΧβ ΠΡΟ/)ΗΒ° πρ/ίνηπο ΤΟ ΑΧ ΕΧΘΡΟ.
Ο ΜΕΤ£θρ/ΓΗ£ Ο! ΤΡρρ%"
I
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ο ΜΙΚΡΟΣ
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΡ
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΕΠΙΘΕΣΙΣ
ΑΡ ΑΞΕΝΑ πράγματα 'σμμ'βαίνουν γύρω άπο την καλύβα τής Γιαρά μιττα τής πανώριας κοπέλλας, πιού τόαο πολύ είναι άφωσιω μένη στον Ταμπόρ, στο θρυ λικό Παιδί τής Ζούγκλας. Ή Γιαράμπα έμενε κάποτε μα ζί (μέ τον Ταμπόρ, μά τώρα τελευταία έφυγε από τη σπη λιά του, τήιν ήμερα πού } ξαναγύρισε ή Ζολάν (*). Έρ(*) Διάβαισε τό τεύχος 27, του «Μικροί) Ταρζάγ», που εχει τον τίτλο: «*Η Τσίτα θριαμ βεύει».
χόταν όμως συχνά νά βλέπη τούς φίλους της γιατί δεν έ μενε ικαί πολύ ιμακροά τους. Ή Γιαράμπα ικοΐ|μάται άμε ριίμνη, στη σπηλιά τηις, όταν γύρω από τά δέντρα τής ζούγ κλας ξεφυτρώνουν μερικές σιλ ουέττ ε ς. Κρατούν δόρ ατ α στά χέρια τους καί στα πρό σω τά τους είναι ζωγραφισμέ νη ή κακία καί ή μαχθηρίσ. Προχωρούν αθόρυβα καί μ προ στά τους βαδίζει ένας ψηλός καί σωματώδης μαύρος πού φαίνεται για φύλαρχος. Σέ ιμιά στιγμή, σταματάει κοντά στην καλύβα κι3 ετοιμάζεται νά σηκώση τό χέρι του γιά νά
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧο 2
4 δόση τό σύνθημα στους ττολε ιμιστές του νά έπιτεθοΰν. Δεν προλαβαίνει αμως νά κάνη την ικίνησι πού θέλει γι ατί., ή ξύλινη πόρτα τής καλύ βας ανοίγει ικαί παρουσιάζε ται μια πανώρια μελαψή κοπέλλα. Είναι ή Γιαράμπα πού ιμόλις Θκεί'νηι τη στιγμή εΐχε ξυπνήσει. Βλέποντας ξαφνικά τόσους μαύρους. μπροστά της, ώπλισμ'ένους μέ δόρατα καί μέ τό ξα, τά χάνει γιά ;μιά στιγμή — Απάνω της!, αντηχεί τότε άγρια κι* έπι τακτική ή φωνή του φύλαρχου. Δόρατα χαμηλώνουν τοορα καί σημαδεύουν τό στήθος της. Μερικοί πολεμιστές έτοι ■μάζσυν τά τόξα τους μέ τήν πρόιθεσι νά καρφώσουν τά φαρμακερά τους βέλη στό κορ μί της. — Τί συμβαίνει; ρωτάει ή Γ ιαράμπα, άνακτώντας γρήγο ρα τήν ψυχραιμία της. ^—■ Δέστε τη!, ουρλιάζει ό φύλαρχος. Δυο μαύροι προχωρούν προς τό μέρος της κρατώντας δυο χορτόσκοινα. ' Απλώνουν τά^ χόρια τους μά δεν προλα^ βαίνουν νά τήν αγγίξουν. 'Κ πανώρια καί θαρραλέα κοπέλ λα δίνει ένα σάλτο, πετάγε ται σάν λάστιχο, περνάει πά νω άτό τά δόρατα των μαύ ρων καί προσγειώνεται στον ώμο ενός από αυτούς. Ουρλιαχτά μ ανίας καί λύσ σας αντηχούν τότε. Μερικοί μαύροι πού κρατούσαν έτοι μα τά τόξα τους, αφήνουν τί
Ο ΜΙΚΡΟΙ χορδές ελεύθερες καί οι σαΐ τες σκίζουν τον αέρα. "Άλλα ουρλιαχτά πόνου καί φρίκης ακολουθούν τότε. Τρία από τά^ ίβέλη^ καρφώθηκαν σέ κορμ ιά μαύρων πού πέφτουν α μέσως καταγής καί σφαδά ζουν ετοιμοθάνατοι Τό δηλη τήριο πού υπάρχει στήν αιχ μή κάθε βέλους αρχίζει νά ποτίζη τό σώμα τους καί σέ λίγο θά μείνουν έκεΐ πού έπεσαν, άψυχα κι’ ακίνητα κουφάρια. Ό φύλαρχος ουρλιάζει πιο πολύ απ’ όλους από τό κακό του. — Απάνω της!, φωνάζει χειρονομώντας σάν σατανάς. Σκοτώστε "τη! Ή Γ ιαράμπα καταλαβαίνει πώς ή ζωή τη,ς κρέμεται σέ μ»ά κλωστή. Πηδάει κάτω άη πό τον ώμο τού μαύρου πού είχε σκαρφαλώσει, έτοιμη νά τό βάλη στα πόδια. Μέ τό πού πατάει στή γη, ό μαύρος πίσω της αφήνει έναν πνιχτό βάγγο καί σωριάζεται κάτω. !ζνα δόρυ τού τρύπησε πέραγιά πέρα τό λαιιμό. "Αν αρ γούσε έστω καί δυο δεύτε ράλεπτά νά κατέβη από τις πλά τες του, θά ήταν τώρα νεκρή. Ό κίνδυνος τού θανάτου τήν οπλίζει μέ δύναιιι καί θάρ ρος. Κάποιος πού βρέθηκε μπροστά της. πλήρωσε πολύ ακριβά τό τόλμημά του. Δέ χτηκε μια γοοθιά ατό σαγόνι -ού τού τό εξάρθρωσε καί τον έκανε νά πιαοαπατάη σάν ζα λισμένος. "Ενας άλλος πού πρόλαβε νά φθάση: κοντά της, είχε χειρότερη τύχη. Δοκίμα
ΤΑΡΖΑΝ σε την ατσάλινη γραβιά τής μελαψής κοτπελλας στο στο μάχι κΐ)3 έπεσε κάτω νεκρός, χωρίς νά βγάλη άχνα. Ό δρόμος τώρα βρίσκεται ελεύθερος μπροστά της. Με δυο πηδήματα καταφέρνει ν' άποραικρυνθήί κι3 ετοιμάζεται νά άναπτύξη όλη την ταχύτη τα των ποδιών της. — Δειλοί) 1, φωνάζει πίσω της ό τρομερός φύλαρχος στους υπηκόους του, δεν μπο ρέισατε νά κάνετε καλά μιά ά οπλή γυναΐικα 1 Τά μάτια του πετουν άγρι ες αστραπές μίσους. Μέ μιά ξαφνική κίνησι αρπάζει ένα δόρυ από τον διπλανό του πο λεμιστή, σηκώνει τό χέρι του τό ζυγίζει για λίγο κι ^ύστερα τό εκσφενδονίζει μέ ολη του τη δύναρίο Τό δόρυ σκίζει σαν αστρα πή τον άέιρα. Τήν αμέσως ε πόμενη στιγμή μιά πανεμένη κραυγή άντηΐχεΐ κι3 ένα σω μα παίρνει δυο απότομες τού μπες καί, άφοϋ χτυπιέται για δυο δευτερόλεπτα, μένει ακίνητο. Είναι τό σώμα τής Γ ιαράμπτα... Έξαλλος από τή χαρά του ό απαίσιος φύλαρχος, σηκώ νει ψηλά τά χόρια του και ουρλιάζει^ ενθουσιασμένος. Οί πολεμιστές του ουρλιάζουν κι3 αυτοί καί ήρμούν μέ προ τεταμένα δόρατα εναντίον τού νεκρού κοριτσιού..»
0 ΟΡΚΟΙ ΤΟΥ ΤΑΜΠΌΡ ΙΝΑΙ μεγάλη ή εκπληξις πού δοκιμάζει ο Ταμπόρ τή στιγμή πού ένας μαύρος έρχεται στή σπηλιά του γιά νά τού αναγγείιλη πως οι πολεμ ιστές τής φυλής των Μπαράκα, αιχμα λώτισαν τή Γιαράμπα (*) — Πού τό έμαθες εσύ, ρω τάει τον μαύρο πού του έφε ρε τό θλιβερό άγγελμα, ότι οι πολεμιστές τής φυλής Μπα ράκα, αιχμαλώτισαν τή Γιαράμττα; — Είχα βγή γιά κυνήγι στή ζούγκλα, τού απαντάει ε κείνος, καί τούς είδα γιατί πέ ρασαν δίπλα μου. λ— Την είχαν δεμένη; ρω τάει τό 4 Ελληνόπουλο. —"Όχι, ξαπλωμένη σ3 ένα πρόχειρο φορείο, πλεγμένο μέ κλαδιά δέντρων. Φαινόταν πε θαμένη: γιατί ήταν γεμάτη αίματα. Τά μάτια τού Ταμττόρ α στράφτουν ξαφνικά καί αρπά ζει τό μαύρο άπό τό λοτμό. — Μου λες αλήθεια; κάνει καί τον τραντάζει άγρια.^ *— Ναι...^ψελλίζει έκεΐνος, γιατί νά σού πώ ψέματα... — Θεέ μου!, ψιθυρίζει 5ή Ζολάν, μέ πρόσωπο χλωμό α πό τή συγκίνηση γιατί τή σκότωσαν; — Γιά νά δούνε άν είναι... ζωντανή, λέει τήν εξυπνάδά
Ε
(*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος τό 30, που £χε\ τόιν τίτ λο: «Χοοταρου, ή Οεα της έηοδις».
© του ό Μπαγιόκο. Ή ξαφνική κεφαλιά τοΟ Μτπουτάτα τον καρφώνει στον τοπίο. — (Γ ιά ινά (μάθης νά λες βλακείες, του κάνει ενώ ό κον τοστούπης χαϊδεύει τό καρού μπαλο πού φύτρωσε στο κε φάλι του. ίΚαιί\, σάν πιο έξυπνος αυ τός, άιποφαίνείαι: — Έγώ λέω πώς ήταν ζων τανή πάνω ιστό φορείο, -άπλω σε για νά ξεκουραστη. 'Ο Ταμπόιρ όμως κάνει τούς δικούς του Θλιβερούς συλλογι σμούς και αναρωτιέται: — Γιατί νά τή σκότωσαν ο; πολεμιστές τής φυλής των Μπαιράκα; Έγώ μέ τούς Μπα ράκα εΐιμαΐ' πολύ φίλος καί ό φύλαρχός τους ό μεγάλος Φόγ κα, ποτέ του δεν σκύφτηκε κα κο για κανέναν. Πώς τόλμησε λοιπόν νά πειράξη τή Γιαρά-
ι0 Ταμττόρ ορκίζεται νά έκδικη θή τή φυλή τών Μπαράκα.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
'0 Μπαυτάτα βγαίνει από τή σπηλιά κρατώντας τή μπιστολα
■μπα άφού ήξερε πολύ καλά πώς ήταν φίλη μου; — Δεν τήν πείραξε, πετά γεται ό Μιπαγιόικο, τή σκό τωσε ! Ό Μπουτάτα σηκώνε[ τό χέρι του και τον φιλοδωρεί μέ μια καρπαζιά στο σβέρκο πού κάνει σάν στρακαστρούκα! — Μπά σε καλό σου, του λέει, θά κλείσης καιμιμιά φο ρά τό στόμα σου; — Μήπως έκανες λάθος; οωτάει τό παιδί τής ζούγκλας τον μαύρο, καί νόμισες πώς οί πολεμιστές εκείνοι ήταν τής φυλής των Μπαράκα ενώ δεν ήταν στήν πραγματιικότη τα; — "Όχι, του λέει μέ βεβαι ότητα ό μαύρος. Τούς εΐδα καλά. Τούς γνωρίζω γιατί φο ροΰν στο λαιμό τους ένα κολλιέ μέ δόντια λιονταριού.
ΤΑΡΖΑΝ Τό πρόσωπο του * Ελληνό πουλου ανάβει τώρ·α οπό ορ γή καί γίνεται κατακόικκινο. "Έπειτα σηκώνει ψηίλά τό χέρι του καί λέει ,μέ αργή κι" ε πίσημη, φωνή: — Μπάιράκα!, άν σκοτώ σατε τή Γϊαράμιπα, αλλοίμο νο σας! Όρκίζομαι νά σάς εκ δικηΐθώ! Θά πληρώσετε ,μέ θά νατό τό θάνατο! Κι" εκείνος τιού 6ά την πληρώση π ιό άκρι βά απ’ όλους, θά είσαι εσύ, φύλαρχε Φόγκα! Μου παρίστανες τό ψίίλο ενώ- ήσουν ό μεγαλύτερος καί πιο ύπουλος έχιθΐρός μου! * Ορκίζομαι νά σέ οτείλω ν’ άνταμώσης στον άλ λο κόσμο την αγαπημένη, μου φίλη, άν έδωσες εσύ διαταγή νά τήν σκοτώσουν! Μόλις κατεβάζει τό χέρι του τό ανεβάζει ό Μπουτάτα. — Όρκίζουμαι νά ταράξω στις σφαλιάρες εκείνον πού
*Η Ζολάν δείχνει στο κατάπληκτο παιδί 2να κολιέ.
7
*0 Μπουτάτα, στηριγμένος στο δέντρο κλαίει απαρηγόρητα.
σκότω)σε τό αφέντη Γ ιαράμπα, λέει. Νά τον ταράξω στί-ς μπιστολιές καί στις κρρ παζιές ώσπου νά βγή ή ψυχή του. Κι5 ύστερα νά ταράξω στις κεφαλαές τήν ψυχή του ώσπου νά βγή ή δ-ιική της ψυ χή. Κι’ ύστερα.... κΓ υστέρα ...νά ταράξω, στις κεφαλιές... τό Μπαγιόκο! Ό κοντοστούπης μέ τή με γάλη κοιλιά ισηικώνει κι’ αυτός τό χέρι του γιά νά ορκιστή. — Όρκίζομαι νά σκοτώσω τό <Γιαρήμπα καί τό Μπτουτά τα]_, λέει. -αφνικά ή ματιά του χαζό τσουλούφηι αγριεύει. — Μάά, σέ καλό σου, θά σκοτώσης έσυ εμένα; Καί, χωρίς άλλη κουβέντα, σκύβει νά τού δώση μιά κε φαλιά. Τό βρρυ χέιρι ρμως τού Ταμπτόρ τον πιάνει άητό τό
β
τσουλούφι. — Μπουτάτα!, τού ' λέει άγρια, άφησε τις βλακείες. Θά ξεκινήσουμε αμέσως για τη φυλή των Μπαράικα. —Πώ, πώ, τί έχει νά γίνη κάνει ό άράπης. Μια στιγμή, αφέντηι Ταμπόρ, νά γεμίσω τη μπιστόλσ μου σφαίρες καί νά πάρω καί μερικές μσοζί μου. Μπαίνει αμέσως στην καλό βα και βγαίνει σε λίγο φορ τωμένος [μέ σφαίρες. Ό Τα μ,πόρ στο μεταξύ συζητάει μέ τή Ζολάν. — Πού θά πάμε; τον ρω τάει ανήσυχη ή ξανθέ ιά κοπέλ λα. —Πάμε στη φυλή των Μπα ράκα. Πρέπει μέ κάθε θυσία νά βρούμε τό πτώμα τής Γιαράμπα, άν είναι νεκρή, και νά τιμωρήσω εκείνους πού τή σκότωσαν. —■ Τομπόρ, φοβάμαι πώς θά μάς στήσουν καμμιά παγί δα, τού λέει ή Ζολάν. — Δέν τούς φοβάμαι, λέει μέ πεποίθησι τό Έλιληνόπου λο. Είμαι έτοιμος νά^ παλέψω καί μέ τον ίδιο τον θάνατο α κόμη*, άρκεΐ νά βρω τή Γιαράμπα νεκρή ή ζωντανή Πάμε, λοιπόν, λέει καί ξεκινάει πρώ τος. Πίσω του τον ακολουθεί ή Ζολάν μέ σκυμμένο κεφάλι. "Άσχημα προαισθήματα τή βασανίζουν μά δέν τολμάει νά φέρη άντίρρηισι στή διαταγή τού αγαπημένου της. -έρει πώς ό Ταμπόρ ορκίστηκε καί μέ τίποτα δέν θά πατήση τον δρκο του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Σέ ιμιά στιγμή, νοιώθει τό χέρι τού Μπουτάτα νά τής χτυπάη τήν πλάτη. —Μη φοβάσαι αφέντη Ζο λάν, τής λέει, άς είναι καλά ή κουμπούρα ιμου. >Καί σκύβοντας ξαφνικά, ό χαζός άράπης πού ωστόσο έ χει μιά μεγάλη, κι" ευγενική ψυχή, παίρνει τή Ζολάν στον ώμο του γιά νά μήν κουραστή ιάίπό τήν πεζοπορία. Ό Μπαγιόικο, βλέποντας τον, τον ικυττάζει μέ απορία. — Τί μέ κυττάζεις φουσκω μένε βάτραχε; τού λέει άγριε μένος ό Μπουτάτα. Μήπως θάθελες νά πάρω ^<αί ^ σένα στούς ώμους μου; -εψουσκωσε πρώτα τήν κοιλιά σου κι" ύστερα θά σέ πάρω. Μπά σέ καλό σου, δέν χωνεύεις καθό λου εκείνα πού τ,ρώς καί ψου σκώνεις έτσι; ΜΙΑ ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ Π ΑΠΛΑ
ΚΑΛΥΒΑ τής Γισράμπα, πού φτάνουν κον τά της ύστερα από λί γη ήρα πορεία οι ήρωές ;μας„ είναι γκρεμισμένη. Οί θάμνος γύρω είναι πατημένο1 γιατί λυγίζουν τά κλαδιά τους. Μά εκείνο πού προξενεί έντύπωσι καί φέρνει ρίγη ανατριχίλας στο κορμί τού Ταμπόρ, είναι τά αίματα πού βλέπει γύρω από τήν καλύβα καί ^μερικά βέλη· καρφωμένα στούς κορ μούς τών δέντρων. ^— "Εδώ έγινε ολόκληρη μάχη, λέει στή Ζολάν. Φαί νεται πώς ή κοπέλλα άμύνθη κε ασο μπορούσε κάί θά σκό
Η
ΤΑΡΖΑΝ τωσε Αρκετούς από αυτούς, ι* Ένώ τις μιλάει, ή Ζολάν σκύβει κάτω, άνασκαλεύε: τα χορτάρια και σέ λίγο τρα βάει το χέρι της, Ό Ταμπόρ βλέπει έκεΐνο που κροπάει καί ανοίγει τό στόιμα διάπλατα από την έκπληιξι. — "Ένα κολλιέ με δόντια λιονταριού!, ψιθυρίζει. Τέτοια ακριβώς φορουν οι Μπαράκα! Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά αμφιβολία πώς αυτοί σκότω σαν τη Γ ιαράμπα! Σηικώνει τώρα καί τά δυό του χέρια στον ουρανό καί φω νάζει: — Φόγικα!, ορκίστηκα νά σέ στείλω στον "Άδη! Περί^· μενέ με, λοιπόν! Θά σέ μάθω νά τολμάς νά σηκώνης χέρι σέ ανυπεράσπιστες γυναίκες! Τά μάτια του ηρωικού πα( διού είναι βουρκωμένα. Είναι μεγάλος ό σπαραγμός του που σκόσωςταν τη Γ ι αράμπα. Μά, δέν είναι ό μόνος που κλαίει. Καί ό Μπουτάτα που άγαποΰισε τή Γ ιαράμπα, δπως αγαπάει καί τή Ζολάν, κλαίει σιωπηλά στηριγμένος στον κορμό ένας δέντρου. "0 Μπαγιόκο τον πλησιάζει γιά μια στιγμή, τον κοπάζει παραξενεμένος κι* υστέρα ξεφω νίζει : ^ — "Ο Μπουτάτα βγάζει νε ρό^άπό τά μάτια του! Ό άράπης, πού θέλει κά που νά ξεσπάση από τή συγκίνηισί του, όρμάει εναντίον του καί του δίνει μιά κεφαλιά που τον πετάει δέκα μέτρα μακρυά. — Μπά, σέ καλό σου, κά
9 νει, που τό είδες τό νεοό ατά μάτια μου; Καί, βιαστικά - βιαστικά σκουπίζει τά δακρυσμένα μά τια του. "Ο Ταμπόρ ακολουθεί το μονοπάτι πού διασχίζει τή ζούγκλα καί οδηγεί στή φ'ύλή των Μπαράκα. Πίσω του άκο λουθούν ο! φίλοι του. Πάνω στο πατημένο χορτάρι, τό "Βλ ληνόπουλο διακρίνει κόκκινες κηλίδες. Είναι αίμα. Είναι τά χα τό αΐμα τής δυστυχισμέ νης Γ ιαράμπα; Σφίγγει τις γροθιές του καί προχωρεί. Ξαφνικά, ένα απαίσιο σφύριγμα άκούγεται δίπλα του κι* υστέρα άλλο κι5 άλλο. — 'Κάτωί, φωνάζε! στους φίλους του. Πέφτουν όλοι μπρούμυτα. 9 Ηταν καιρός γιατί πάνω τους σφυρίζουν συνέχεια σαΐτες. — Μάς έχουν στήσει πα γίδα!, λέει στή Ζολάν πού εί ναι πεσμένη δίπλα του. Περίμενέ με εδώ, Ζολάν. Θά συρ θώ μέ τήν κοιλιά *πρός τό μέ ρος τους γιά νά δώ ποιος μάς χτυπάει καί νά συλλάβω έναν αιχμάλωτο. Τό γυμνασμένο κοομί. του σέρνεται σαν φίδι άνάμεσα στά χορτάρια. Παραμερίζει τά κλαδιά τών θάμνων, χώνε ται ανάμεσα τους καί προχω ρεΐ πάντα. Φθάνει τώρα κοντά σέ μιά πέτρα. Προφυλάγεται πίΐσω της καί σηκώνει τό κε φάλι τουΔιακρίνει μιά σιλουέττα πί οω άπό τον κοομό ενός δέν τρου. "Ύστερα άλλη κι* άλλη.
10 Είναι μαύροι πολεμιστές τής Φυλής των Μπαράκα, γιατί φορούν κολλιέ μέ χάντρες α πό δόντια λιονταριού ατό λαι μό τους. Τούς βλέπει τώρα νά κρεμούν τά τόξα τους ατό ωΐμο ικιαί νά τό βάζουν ατά ττόδια. — Δεν θά μου ξεφύγετε!, λέει τό 1Ελληνόπουλο καί·, ιμέ ένα ισάλτο πηδάει από τό βρά χο που ήταν κρυμμένος και προσγειώνεται πάνω στο γρα σίδι. 'Μά, πράγμα παράξενο, ή χλόη υποχωρεί κάτω από τά πόδια του ικαι τό θρυλικό πθ[ δΐ έΐχει την έντύπωσι πώς ά νοιξε ή γή ικαι τον κατάπιε ! Μόλις επιτέλους προσγείωνε ται ιστό άκληρό έδαφος, κατα λαβαίνει τι συμβαίνει. Οΐ μαΟ ροι πολεμιστές του έστησαν μιά παγίδα κύ έπεσε μέσα. ?Ηταν μιά ικαλοιστημένη πα-
Ανοογκάζσνται νά πέσουν και οΐ δυο ανάμεσα στη χλόη.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Βλέπει έναν πολεμιστή τής φυ λής τοον Μπαράκα.
γίδα, σάν αυτή πού φτιάχνουν οί Ιθαγενείς γιά νά αίχμαλωτί ζουν τά θηρίια. Ή ψυχή του1 ατρόμητου παι διού γεμίζει λύσσα καί τρίζει τά δόντια του. Οί εχθροί του, πού κάποτε ήταν φίλοι του, προσπαθούν μέ κάθε (μέσον νά τον βγάλουν από τή ιμέση. — Δεν ·θά σάς πέραση, μουρμουρίζει κι5 ετοιμάζεται νά φωνάξη γιά νά ειδοποίηση τούς φίλους του. Δεν προλαβαίνει όμως νά βγάλη ούτε τον παραμικρό φθόγγο γιατί τό βλέμμα του στηρίζεται κάπου καί... πα γώνει ! (Μέσα στο . λάκκο υπάρχει καί κάποιος άλλος! Κι5 αύ* τός ό άλλος είναι ένας βόας! ^αιινεται πώς οί μαύροι το °Τχαν ρίξει Επίτηδες μέσα ώ στε νά είναι βέβαιοι πώς δεν
ΤΑΡΖΑΝ θά γΙλυτώση ιμέ ικανέναν τρό πο ό παγιδευμένος. Τό τιραμΘρό ερπετό ξετυλί γεται αργά - άιργά ικαί ετοι μάζεται νά επιτεθή εναντίον του. Ό Τορτηόρ, χωρίς νά χά ση όλότελα την ψυχραιμία του, καταλαβαίνει πώς την έ χει άσχημα. Πόσο θά μπόρε ση νά κράτηση ή πάλη του μέ τό ερπετό; — Ζολάν !, φωνάξει τότε μέ ιδλη του τη δόνα,μ ι. Ζολάν, Μπουτάτα, Μπα... Ό βόας, σά νά «κατάλαβε δτι τό θύμα του ζητάει βοή θεια, βιάστηκε νά του επιτεθή. Μέ ιμιά «καταπληκτική τα χύτητα γλυστρησε καί τό κορ μί του· τυλίχτηκε στο ο<οριμ ι του Ταμπτόρ. Μέ την ίδια τα χύτητα ό Τσμίπόιρ άπλωσε τά χέρια τουί ικα,'ί αίιχίμαλώτισε τό ικεφάλι του. Ή λαβή όμως του φιδιού, τον ανάγκασε νά
11
Ή Ζολάν χτυπάει μέ τό ρόποιλο τό κεφάλι του βόα.
πέιση κάτω έννοιωίθε σά νά ^ον είχαν δέσει σφιχτά από τη μέση καί -κάτω καί οσο πή γαιναν κι’ έσφιγγαν τά δεσμά του... Ο ΤΑΜΠΟΡ ΠΡΟΚΑΑΕΙ
Σφίγγει γερά τό λαιμό του α παίσιου 6όα.
I ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ δεν α κόυσαν τή φωνή του. Ή Ζσλ,άν, όμως, άρχι σε ν5 άνησυιχή τρομερά. Κάτι τής έλεγε πώς ό Τομπορ κιν δύνευε ι. ’ Αποφ άσ ίσε λο ι πόν νά άκολουθήση τά ϊχνη του. Σύρθηκε κι5 αυτή αθόρυβα πά νω στη χλόη καί σέ λίγο έφθασε πίσω «από τό 'βράχο.. Ζάρωσε για νά μη τή δη κα νείς καί τέντωσε τ’ αυτιά της. Στην αρχή δέν πήρε τίποτα τό αυτί’ της. "Υστερα, τής ψά νηκε «πώς κάπου εκεί γύρω ά κου1γόταν ένα πνιχτό βογγη-
12
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τό, σά νά έβγαινε άπό τά έγφοβάμαι πώς θά γυρίσουν οι τατα τής γης. "Εβγαλε τότε μαύροι. τό κεφάλι της «και κύττοΰξε όλο Όταν δμως^σέ λίγο βγή γύρα. Λεν άργησε νά διακρί καν στην επιφάνεια καί άντά νη την τράτα του λάκικου και μωσαν τούς φίλους τους, κανέ ή καρδιά της σφίχτηκε οπτό νας μαύρος δεν φάνηκε. την άγωνία. —'Βαδίστε πάσα} μου, διατά Με δυο πηδήματα βρέθηκε ζει τό Ελληνόπουλο. Φοβάμαι πάνω από τά χείιληι του λάκ πώς μάς έχουν στήσει κι5 άλ κου. Σκύβοντας τό κεφάλι της λες παγίδες^ Έκεΐ πού πατώ κάτω, ανατρίχιασε από τη φρί εγώ νά πατάτε καί σείς. κη. Είδε τον Ταιμπόρ ζωσμέΐΠραγματικά, αυτό γίνεται. νον από έναν τεράστιο 6όα νά Τό ερευνητικό βλέμμα τού Τα κυλιέται κάτω καινά βογγάη;. μπόιρ διακρίνει καί άλλες πα Τό θαρραλέο κορίτσι που γίδες μά τις αποφεύγει επι ο! καθημερινοί κίνδυνοι τής δέξια, ώσπου πιά βγαίνουν ζούγκλας τό είχαν κάνει α άπό τό επικίνδυνο αυτό ίμερος τρόμητο, γύρισε άμέσως τό καί πλησιάζουν στην περιοχή βλέμμα της ολόγυρα και βρή πού ζή ή φυλή των Μπαράκα. * * κε έκεΐνο που ζητούσε. ^Ηταν ένα χορτόσκοινο πού κρεμό Είναι μεσημέρι όταν φθά ταν άπό ένα δέντρο. "Αρπα νουν καί ό ήλιος είναι ανυπό ξε την άκρη του, την πέταξε φορος. Τό χωριό τής φυλής μέσα στο λάκκο καί προτού τών Μπαράκα είναι χτισμένο κατέβη, πήρε ένα χοντρό ρό κοντά στις όχθες ενός ποτα παλο. "Υστερα άπό ένα λεπτό μού. Μόλις πλησιάζουν οί ήγλυιστρούσε στο λάκκο καί ρωές μας τούς παίρνουν εΐδηβρισκόταν δίίπλα άπό τό παι σι δυο τρία παιδάκια πού παά δί πού άρχισε πιά νά χάνη ζουν στην όχθη τού ποταμού τις δυνάμεις του, τά χέρια του καί τρέχοντας, ιμέ φωνές, ει είχαν κουραστή καί άρχισε νά δοποιούν τούς μεγάλους. Σέ χαλαρώνη τό σφάξιμο πού εί λίγο, όλοι οί κάτοικοι τού χω χε κάνει στο λαίιμό τού φιδιού. ριού σχεδόν, βγαίνουν άπό τις Μέ δυο επιδέξια χτυπήμα καλύβες τους καί έρχονται να τούς υποδεχτούν. Μπροστά τα ή Ζολάν συνέτριψε τό κεφά λι τού ερπετού πού ξετυλίχτη άπ’ όλους έρχεται ό φύλαρχος Φόγικα, ένας χειροδύναμος κε άπό τό κορμί τού Ταμπόρ μαύρος πού φοράει στο λαι καί άρχισε νά σπαράζη δί μό ένα κολλιέ μέ πέντε σει πλα τους. ρές πού οί χάντρες του απο ^ — Ζολάν! ^ λέει τό 4Ελλη νόπουλο, ιμέ έσωσες άπό βέ τελούνται άπό δόντια λιοντα ριού. Στα χέρια του κρατάει βαιο θάνατο! Δεν ξέρω πώς ένα ξύλινο δοχείο γεμάτο νε νά σέ ευχαριστήσω. — "Ας βγούμε έξω, τού λέ^ ρό καί τό αδειάζει μονομιάς ει ή ξανθέιά κοπέλλα. γιατί κάτω.
ΤΑΡΖΑΝ Ό Ταμπόρ στέκεται για μια στιγμή ακίνητος. Ή συμ περιφορά του Φόγκα είναι φι λική. Τό άδειαισμσ του νερού σηίμιαίνει στην φυλή των Μπα ράκα πώς κατά τον ίδιο τρο πο άδειόζουν και οι ^κακίες από τήν ψυχή τους. Είναι ά ραγε,' τόσο ύπουλος ό Φόγικα ώστε νά κάνη τό φίλο, τή στι γμή που σκότωσε τή Γιαράιμιπα και έπεχείρηισε νά σκοτώση καί τον ίδιο; Ένας από τούς μαύρους προσφέρει καί στον Ταμπόρ ένα ξύλινο δοχείο γεμάτο νε ρό. Πρέπει κι5 αυτός νά τό άδειάση αν αισθάνεται φιλικά αισθήματα γιά τον Φόγκα. "Αν δε τό άδειάση, όμως, αυ τό σημαίνει μεγάλη πιρασβο λή γιά τον φύλαρχο. Ό Ταμπόρ, μένει σκεφτι κός, μέ ζαρωμένο τό μέτωπο, όταν ό Μπαγιόκο, βλέποντας τό δοχείο μέ τό νερό στά ^χέ ρια του αφέντη του, τρέχει νά τό πάρη. —Πώ,, πω, κι* έχω μιά δί ψα!, κάνε ιΌ Μπουτάτα όμως πού έπι βλέπει καί τήν παραυικρή κίνηισι τού χαζού καί άσπονδου ...φίλου του, τον αρπάζει με τά δυο του χέρια καί τον πετάει μέσα στο ποτάμι. — Μπά σέ καλό σου. ρού φη£ε τώρα όσο νερό θέλεις, τού λέει. Ό Μπαγιόκο κάνει άρκετές μπουρμπουλήθρες, πίνει άφθονο νερό κι* ύστερα βγαί νει. Οί μαύροι, όμως, ούτε πού γέλασαν καθόλου γιά τό πά
13 θημα τού κοντόχοντρου καί κωμικού Μπαγιόκο. Κυττάζουν όλοι μέ περιέργεια τον λευκό άφέντη πού δεν λέει νά χύση* τό νερό, γιά νά έκδηλώση τά φιλικά του αισθήματα στο φύλαρχό τους. 'Ώς καί ό ϊίδιιος ό φύλαρχος έχει ζαρώ σει τό μέτωπό> του. Ό Ταμπόρ, νοιώθει χωρίς κι* αυτός νά καταλαβαίνη: πώς γίνεται αυτό, μιά συμπάθεια γιά τον Φόγκα. Κάτι τού λέει μέσα του πώς δέν σκότωσε αυτός τή ιΓιαράμπα. Σέ μιά στιγμή μάλιστα γέρνει τό ξύλινο δοχείο γιά νά χύση τό νερό. Μερικές σταγόνες χύνον ται πάνω στο ξεραμένο χώμα μά τό παιδί, ξαφνικά, γυρνά ει πάλι τό δοχεΐο καί τό^ βλέ|ΐ μα του πετάει αστραπές μί σους. Σ’ ένα δέντρο πού βρί σκεται δεξιά του, είναι κρε μασμένο ένα πρόχειρο φορεΤο, πλεγμένο μέ κλαδιά δέντρων. τό φορείο αυτό, είναι γεμάτο αίματα! Είναι φανερό πώς πάνω σ* αυτό είχαν ξαπλώσει τή νεκρή Γ ιαράμπα! Τό πρόσωπο τού παιδιού αγριεύει, τά νεύρα του τεντώ νονται καί, χωρίς νά σκεφθή τις συνέπειες, πετάει τό δο χείο υέ τό νερό μέσα στο πο τάμι ! Τρομαγμένες κραυγές αν τηχούν όλόγυρά του ένώ τό πρόσωπο τού Φόγκα δείχνει έκπληξι στήν άρχή κι* ύστερα θυμό. — Ταμπόρ!, φωνάζει, άΦου ή καρδιά σου είναι γεμά τη κακία γιά μένα, γιατί ήρ-
14 θες στην περιοχή τής φυλής μου; — Έ!, του φωνάζε ι τότε ό Μπουτατα, και τραβάει. την καυίμπούρα του, τη χιλιασκου ριασιμένη και Θρυλικής τη βλέ πεις αυτή; Μη μιλάς έτσι στον αφέντη· Τα] μπαρ γιατί θά σου άστράψω έναν κεραυνό κατακούτελα. Ό Ταμπόρ παραμερίζει τό χαζό άράπη, και απαντάει στο Φόγικ α: —Ήρθα, μόνο και μόινο για νά σε σκοτώσω, Φόγκα! Γ'ιά νά σε στείλω έκεΐ πού εί ναι οί πρόγονοί σου! Ό Φόγικ α γίνεται έξω φ ρέ νων τώρα ενώ μερικοί πολε μιστές τους, τραβάνε τα 5όρατά τους καΐί τά προτείνουν. Ό Μπουτατα, τραβάει τό τε τον Μπαγιόικο φέρνοντας τον μπροστά του. — Κάθησε έκεΐ, του λέει,
*0 φόγκα χύνει τό νερό μπρο στά στον Ταμπόρ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ νά καρφωθούν τά σίδερα στην κοιλιά σου για νά τούς τα ράξω στις .μπιστολιές εγώ. Μην κινηθής κακομοίιρηι μου γιατί σ’ έφαγα. «ΗΡΘΑ ΝΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ»
Μ Φ0ΠΚΑ πνίγει μέ πολύ κόπο τήν οργή του καί ρωτάει, τον Ταρπάρ: — Τί έκανα καί από φίλος μου έγινες εχθρός μου; Τό 1 Ελληνόπουλο άφιρ ίζε ι από τό κακό του. -— Κάνεις πώς δέν ξήρεις; του λέει. Μοϋ σκότωσες μια καλή μου φίλη, τη ΓΊσράμπα. Οι πολεμιστές σου κατάστρε ψαν την καλύβα της, τη σκό τωσαν, τήν έβαλαν σ’ ένα φο ιρεΐο καί τήν έφεραν εδώ. "Υ στερα μου έστησαν παγίδα στο δρόμο για νά μέ σκοτώ σουν. — Ψέματα!, ουρλιάζει ό Φόγκα. — Ψέματα!, λέει καί ό Μπαγιόκο πού ούτε καταλα βαίνει τί τού γίνεται. Ό Μτουτάτα όμως άνσλσμ βάνει νά τον σωψρονίιση. καί του δίνει μιά καρπαζιά στο σβέρκο. — Π άψε νά πετάς τά ξα φνικά σου, τού λέει. Εσένα σ’ έχω νά .με φυλάς .μόνο α πό τά σίδερα κι’ όχι νά μιλάς. — Δέν είναι ψέματα, μι λάει αργά καί αποφασιστικά ό Ταμπόρ. Κύτταξε αυτό τό φορείο πού κρέμεται στο δέν τρο. Είναι ή δεν είναι ιματω/ μενο; Ό φύλαρχος τής φυλής τών
Ο
ΤΑΡΖΑΝ Μπαράκα 'βίλέπτει τό φοιρεΐο και (μένει μέ τό ατόιμα ανοι χτοί. — Ποιος τοφΕίρε αυτό!, λέ ε> ουρλιάζοντας στους άνθρώ ττους τής φυλής του πού τον περιστοιχίζουν. Έκεΐινοι τον κυττάζουν σά νά μην καταλαβαίνουν τι τούς λέει και δεν απαντάει κανείΐς. —Μιλήστε ποιος τό έφερε! ουρλιάζει πάλι ό Φόγκα. Του απαντάει μόνο ό Μπου τάτα. —^Ακούσε, αφέντη Φόγκα. ’Ή θά μάς δόσης πίσω τή Γιαράιμπα ή θά σου δώσω μιά κεφαλιά μιά καρπαζιά καί μιά μπιστολιά μαζί-. Μπά σε κα λό μου, που τά βρήκα τόσα όπλα γιά · νά νικάω τούς ε χθρούς μου; — Ψέματα!, άκούγεται τό τε ή φωνή του Φόγκα. 9 Εμείς δεν σκοτώσαμε τή Γιαράμπα. — Βρε άρχιψεύτη,, λέει ό Τσουλούφηρ, κλεΐσε τό στόμα σου γιατί θά σου τό γεμίσω σφαίρες. Ο Τσυπόρ, πού δεν θέλει νά συνέχιση, τή συζήτηση προ χωρεΐ ένα βήμα μπροστά. —- Φόγκα, του λέει άγρια, ήρθα νά σε σκοτώσω. Επειδή ήσουν φίλος μου, θά σου επι τρέψω νά υπεράσπισης τον ε αυτό σου καί θά δεχτώ ·νά πα λαίψω μαζί σου. ~Αν μου πής όμως πού έχεις θάψει τή Για ρά)μπα„ άοκίζουμσι νά σου χα ρίσω τή ζωή. Ό Φόγκα βγαίνει καί έκεΐ νος ένα βήμα μπροστά. — Δεν έχω νά σου πω τί ποτέ, του λέει απειλητικά.
15
ιΟ Τοομπόο πετάει τό δοχείο με τό νερό στο ποτάμι.
Δέχουμαι νά παλαίψω μαζί σου. Καί οι σύντροφοί σου ό μως θά παίλαίψουν με έναν α πό τούς πολεμιστές μου, ό καθένας. — Σύμφωνοι!, τού λέει ό Ταμπόρ. Ό Φόγκα φωνάζει κάτι στους πολεμιστές του καί κεΐ νοι σχηματίζουν αραιώνοντας, έναν κύκλο. Στη μέση αυτού τού κύκλου βρίσκονται οί τέσ σερις ήρωές μας κι5 ό Φόγκα. "Υστερα έρχονται άλλοι τοεΐς σωματώδεις μαύροι νά παλαί ψουν μέ τή Ζολάν, τό Μπουτάτα καί τον Μπαγιόκο! —Παιδιά, λέει συγκινηιμέ νος ό Ταμπόρ, έτοιμαστήτε νά εκδικηθούμε τό θάνατο τής Γ ιαράμπα. — Τί θά κάνουμε; ρωτάει τρομαγμένος ό Μπαγιόκο. — Θά παλσίψης μ5 έναν πολεμιστή, τού λέει τό Έλλ,η
16 νόπουλο. Του κοντοστούπη Αρχίζουν νά του τρέμουν τά γόνατα άπό τό φόβο. — Μη φοβάσαι, του δίνει θάρρος ό Ταρπόρ. Είμαστε υποχρεωμένο ι νά παλαίψουμε δλοι μας, γιατί έτσι βρίζουν οϊ νόμοι της φυλής των Μπίαράκα. *Άν κ αταπατήσουμε τους νόμους, θά μάς σκοτώ σουν. — Πώ, πώ, τι έχει νά γν νη!, κάνει ό Μπουτάτα. Σή μερα θά ξεσκουριάσω τη μπι στόλα μου! — Δεν θά πσλαίψης μέ τή μπιιστόλα σου, του λέει ό Τα μπόιρ. Θά παλαίψης ,μέ όποιο δήποτε άλλο όπλο συμφωνή σετε με τον άντίπαλό σου, ή μέ τά χέοια σου. — Μέ τις κεφαλιές!, λέει ό Τσουλούφης. — "Ετοιμοι; φωνάζει έκεί'^ νη> τή στιγμή ό Φόίγκα. — "Ετοιμοι!, του απαν τάει ό Ταμπόιρ. — Θά παλαίψουμε έναςένας. — Σ ύμ φ ωινο ι. Μπαγ ι όκο, λέει οπόν κοντοιστουπη τό Έλ ληνόπουλο, διάλεξε έναν αντί παλο και δόίστου νά καταλάβηι! ίΠαραμερίζουν τότε όλοι τους καί μένει στη μέση ό Μπαγιόκο. Φαίνεται νά τάχη χαμένα, βρίσκει όμως τό θάρ ρος νά καλέση έναν από τους «μαύρους. Εκείνος προχωρεί κοντά του. Είναι ένας ψηλός μαύρος μέ άγρια έκφρασι. — Μέ τί θά παλαίιψουμε; ρωτάει τον κοντοστούπη.
Ο ΜΙ1€Ρ©Σ — Μέ τά χέρια!, του άπαν τάει έκεΐνος. Ό μαύρος πετάει τότε τό δαου του καί ετοιμάζεται. Τά ιμάτια του άστράφτουν από μιά θριαμβευτική λάμΦυ Είναι σίγουρος πώς θά νικήση τον αντίπαλό του1.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΕΣ
ΠΡΩΤΗ κίνησι πού κά νει ό μαύρος ^εΐναι νά αρμήιση, «μέ τό κεφάλι μπροστά εναντίον τού Μπα γιόκο. — Μπά σέ καλό του, προ λαβαίνει ·νά πή 6 Μπουτάτα, αυτός μου έκλεψε τό κόλπο μου! Αυτό πού επακολουθεί είναι απίστευτο. Ό χοντρός αράπης δέν κάνει κορμιά κίνησι νά πρσφυλαχτή. Φουσκώνει μάλιστα όσο μπορεί τήν^ κοι λιά του καί τό κεφάλι του αν τιπάλου του χτυπάει μέ δύναμι πάνω της. Ό Μπαγιόκο τρεκλίζει λιγάκι ;μά δέν πέ φτει-, ενώ ό άντίίπαλός του λές καί χτύπησε πάνω σέ φουσκω μένο λάστιχο, πετάγεται πέν τε μέτρα μακρυά. Φωνές θαυμασμού άντηχούν ολόγυρα, ενώ ό Μπουτάτα κά νει σάν τρελλός: — Απάνω του ψουσκομύτη μου!, λέει στο Μπαγιόκο. 5Α πάνω του, μήν τον άφήνης νά σηκωθη. Κι5 όταν τούς ταρά ξουμε όλους στις σφαλιάρες θά παλαίψουμε καί οί δυό μας! Ό μαύρος σηκώνεται ^πάλι καί όρμάει για μιά δεύτερη
Η
ΤΑΡΖΑΝ κεφαλιά. Ό ^ πονηρός Μπαγιό κο παραμερίζει άπότομα και ...το κεφάλι του άντιπάλου του χτυπάει μέ δύναμι στο χώμα και μένει αναίσθητος. Σκύβει τότε πάνω του ό Μπα γιόκο, τον άρπαζει καί, με έ να τίναγιμα, τον ρίχνει μέσα στο ποτάμι. — Ν ίικησε ό ένας!, φώνα ζε ι ό Ταμπόιρ ενθουσιασμένος. Ό Φόγικα φαίνεται σκυθίρω πός. —'Νά παλαίψη; τώρα το κο ρίται!, λέει. Ή Ζολάν βγαίνει τότε μ προ ατά κάί διαλέγει τον αντίπα λό της. — Πρόσεχε!, τής ψιθυρίζει μέ ανησυχία ό Ταμιπόρ. Είναι πολύ δυνατός ό αντίπαλος πού διάλεξες, Ζολάν. — Μή φοβάσαι, απαντάει ή ξανθέιά κοπέλλα. Θά τον κάνω γρήγορα καλά. Και πραγματικά, ή πάλη αυτή δέν κρατάει ούτε πέντε λεπτά. Ό αντίπαλος τής Ζολόον μπορεί νά είναι δυνατός, δέν ξέρει όμως να πάλσίψη μέ τέχνη. Προσπαθεί νά πνίξη μέ τά χέρια του τό* κορίτσι καί αφήνει τον εαυτό του ανυπε ράσπιστο. Οί γροθιές τής Ζο λάν μπαίνουν τότε σέ δράσι και τον χτυπούν ιμέ δύναμι στο στομάχι κάνοντας τον νά ούρλίιάση από πόνους,, νά τρε κλίση σαν μεθυσμένος και νά πέση σέ λίγο αναίσθητος κά τω. — Και τώρα ή σειρά μου !, κϋκκορεύεται ό Μπουτάτα και κάνει νόημα στον τελευταίο μαύρο πού στέκει δίπλα στον
17 Φόγκα νά πλησιάση. Στέκουν τώρα και οί δυο αντιμέτωποι. —Τι τηροτιμάς, κεφαλιές ή καρπαζιές; τον ρωτάει ό άράπης. Χωρίς νά άπαντήση ό άλ λος, τού δίνει μια ξαφνική κε φαλιά καί ό άράπης παίρνει δυο τουμπες, ενώ οί μαύρο ( ο λόγυρα ξεσπούν σέ ιαχές θρι άμιβου. — Έ!, φωνάζει ό Μπουτά τα, σάν πολύ βιαστήκατε^νά χαρή,τε. ^Κυττάξτε νά δήτε πως χτυπάνε κεφαλιά. Σηκώνεται επάνω κι5 ετοι μάζεται νά ορμήση εναντίον τού αντιπάλου του. Γιά κακή του όμως τύχη, εκείνη τή στι γμή μ ιά πεταλούδα πετάε. κι5 έρχεται καί στριφογυρίζει πά νω από το κεφάλι του. — Πώ...πώ!, κάνει τρομα γμένος ό ανδρείος Μπουτάτα, ένα μολυντήρ ι! Κ·ι* ενώ φώναζε καί ^ απει λούσε πιο πριν, παρατάει τώ ρα τον αντίπαλό του καί τό βάζει ατά πόδια νά σωθή. "Ο ταν φθάνη όμως κοντά στους πολεμιστές, εκείνοι τον υπο δέχονται ιμέ κλωτσιές καί τον αφήνουν αναίσθητο. "Έτσι, ό ηρωικός Μπουτάτα έπεσε ά δοξα. — Ή σειρά μας τώρα, λε ει ό Φόγκα στον Ταμπόρ. θέ λεις νά παλαίψουμε μέ ρόπα λα; — Μέ δ,τι θέλεις εσύ, τού άπ αντάε ι τό Έλληνόπουλο. Πρέπει μονάχα νά ξερής πώς ό αγώνας μας θά είναι αγώ νας ζωής ή θανάτου. Στο λέω
Ο ΜΙΚΡΟΣ
18 για νά ττόρης τα (μέτρα σου>. Ό Φόγκα διαλέγει τότε δυο γερά ρόπαλα, κρατάει τό ένα και πετάει τό άλλο προς τό .μέρος του Ταμ^πόρ. Εκεί νος τό αρπάζει στον αέρα και εΐναι έτοιρος να ριχτή στον ε πικίνδυνο αγώνα. 5Απόλυτη: . σ ιγή έπ «κρατεί ολόγυρα και μόνο ή ανήσυχη, φωνή τής Ζολάν τη σπάζει. — Ταμπόρ, πρόσεξε!, τον παρακαλεΐ. ^— Μη φοβάσαι, τής άπαν τάει εκείνος. Είμαι βέβαιος πώς θά τον νικήσω. Πρέπει ό πιωσδήιποτε νά εκδικηθώ τό θάνατο τής Γιαράμπα... Αναγκάζεται νά διακόψη γιατί ό Φόγκα βαδίζει άργά~
αργά προς τό ίμερος του, ζη τώντας κατάλληλη, ευκαιρία γιά νά τον χτυπήση. Ό Τα μ πόρ περιμένει μέ Τις αίσθή σεις του σέ επιφυλακή. Τό μά τι του παρακολουθεί καί τήν παραμικρή κίνησι του αντι πάλου του. Που θά χτυπήση; 3Από αριστερά ή από δεξιά; Οί υπολογισμοί του Ταμπόρ πέφτουν έξω. Ό Φόγκα, ό δυνατός ό ευλύγιστος και έξυπνος αυτός φύλαρχος, κά νει κάτι απροσδόκητο γιά τό Ελληνόπουλο. Ένώ προχωρεί σκύβει απότομα, καί τό ρό παλό του κατευθύνεται ,μέ ^τρο μερή δύναμι προς τά πόδια του αντιπάλου του ζητώντας νά τού τά σπάση. Τήν τελευ-
ΚουβαλοΟν τη Γιαράμπα πάνω σ’ ένα φορείο.
ΤΑΡΖΑΝ
19
Ό άτταίσιος φύλαρχος εκσφενδονίζει τό δόρυ του.
ταία μόίλις στιγμή, ό I αμπόρ προλαβάίνει ν άντιδράση. Γέρνει αριστερά, παίρνει ριά τουμπα και βρίσκεται πάλι όρθιος, αλλά πίσω από τον αντίπαλό του. Σηκώνει τώρα κΓ αυτός με τή σειρά του τό ρόπαλο... Ό Φόγικα, σαν από ένστι κτο καταλαβαίνει τον κίνδυ νο καί γυρνώντας άπάτομα, φέρνει τό ρόπαλό του σαν α σπίδα πάνω από τό κεφάλι του. ' Ηταν καιρός γιατί τό ρό παλο του Ταΐμπόρ κατέβαινε με τροίμακτική ταχύτητα προς τά κεφάλι του. Τα δυο ρόπα λα συγκρούονται καί τά δά χτυλα καί των δυο που τά κρσ
τοΰν, κινδυνεύουν νά σπάσουν. Απομακρύνονται ό ένας ά πό τον άλλο καί λαχανιάζουν βαρεία. Ί δρωτας κυλάει στα κορμιά τους καί ή δίψα ιμέ την αγωνία ξεραίνει τά χείλη τους Τά ιμάτια όμως καί των δυο λάμπουν άγρια. Ό Φόγκα, έξαγριωιμένος, όρμάει πάλι. Τό ρόπαλό1 του κινείται πλάγια <μέ σκοπό νά συνάντηση τό λαίιμό του όαππ πάλου του. Ό Ταιμπόρ σκύ βει απότομα καί τό ρόπαλό του κινείται αριστερά ιμέ δύ ναμι καί συναντάει μ3 ένα βα ρύ γδούπο την πλάτη του Φόγ κα. Ό τελευταίος άφηνει μιά
20 πνιχτή κραυγή πόνου καί λύσ σας καί παραπατάει δεξιά κ,’ αριστερά.^ Ό Ταμπόρ λ προ σπαθεί νά εκμεταλλευτή την ευκαιρία καί επιτίθεται πάλυ Ό πονηρός Φόγκα, όμως, κά θεται· κάτω καί ό Ταμπόρ, μέ τη φόρα πού έχει πάρει, χτυ πώντας τον άδειο αέρα καί μή βρίσκοντας αντίσταση πέφτε^ι κάτω καί χτυπάει άσχημα ατό γόνατο. Ό φύλαρχος μ5 ένα πήδη μα φτάνει από πάνω του καί το ρόπαλό του κατεβαίνει μέ ορμή. Δεν συναντάει όμως τό κεφάλι του Ταιμπόρ. όπως πε ρίμενε. Συναντάει τό χώμα, γιατί τό Ελληνόπουλο κυλάει προς τά δεξιά καί αποφεύγει τό χτύπημα γιά νά σηκωθη κι5 αυτός όρθιος. Οί δυο αντίπαλοι έξακολου θοϋν νά μάχωνται μέ πείσμα, μέ μανία. Είναι καί οι δυο τό ίδιο δυνατοί, ευλύγιστοι καί έξυπνοι. Ποιος θ" άντέξη όμως πιο πολύ; Ασφαλώς, εκείνος πού θά καταφέρη κάτι τέτοιο θά είναι καί ό νικητής. Κι5 αυ τός φαίνεται πώς θάναι ό Τα μπαρ. Μόλις βλέπει τον αντίπα λό του νά κουλούριάζεται, ά ποφασίιζει νά έπιτεθή. "Ενα γρήγορο στριφογύρισμσ του ροπάλου του βρίσκει τον Φόγ κα ακάλυπτο καί τον χτυπάει στο κεφάλι. Ό φύλαρχος ζα λίζεται, παραπατάει καί πέ φτει κάτω, ενώ οι πολεμιστές του ολόγυρα ξεσπούν σέ ά γρια ουρλιαχτά, Ό Ταιμπόρ όρμάει τότε κι5 ένα δεύτερο χτύπημα βρίσκει τον φύλαρχο
Ο ΜΙΚΡΟΣ στήν πλάτη. Ετοιμάζεται νά τον χτυπήση ξανά, όταν ένα ξαφνικό καί απαίσιο σφύρι γμα^ άκ ο άγεται πάνω από τό κεφάλι του. Δεν αργεί νά καταλάβη τί συμβαίνει... Οι πο λεμιστές τον βάζουν στο ση μάδι μέ τά βέλη τους... ΔΙΠΛΗ ΠΑΓI ΔΑ
I ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ τής φυλής τών Μπαράκα, βλέποντας τον φύλαρ χό τους νά κινδυνεύη, κατέβα σ,αν τά τόξα από τούς ώμους των καί ρίχνουν τώρα εναν τίον του Ταμπόρ. Τό Ελληνόπουλο, πού τη στιγμή αυτή είναι έτοιμο νά καταφέρη μέ δύναμι τό ρόπα λό του εναντίον τού αντιπά λου του, σταματάει τήν κίνη σί του καί κυττάζει ανήσυχος ολόγυρά του. -Καταλαβαίνει πώς την έχει άσχημα καί ότι άν μείνη εκεί, δεν θά γλυτώση τό θάνατο στο τέλος. "Αποφασίζει λοιπόν νά δρά ση κεραυνο'βόλα. Στριφογυρί ζει τό ρόπαλό του καί τό πε τάει μέ ορμή σ’ ένα σημείο τού κλοιού πού τον περιβάλ λει. Οί πολεμιστές βλέποντας τό ρόπαλο νά ταξιδεύη οπόν αέρα καί νάρχιεται καταπάνω τους, σκύβουν τά κεφάλια τους. Αυτό ζητάει καί τό θρυ λιικό παιδί. Μέ δυο πηδήμα τα φθάνει κοντά τους καί, πη δώντας πάνω από τά κεφάλια τους, βγαίνει έξω από τον κλοιό. Ή πρώτη, του σκέψι είναι γιά τούς φίλους του. Δεν προ
©
ΤΑΡΖΑΝ λαβαίνει όμως νά τούς δή η να τους ττη κάτι, όταν νέα σφυρίγματα άπό βέλη· αντη χούν γύρω του. Δεν φοβάται τό 'ΕΙλληνόπου λο, θά ήταν όμως κουτό νά άν τιμιετωπίισηι μόνος του τόσους έξαγριωμένους μαύρους που τον σκοπεύουν με τά βέλη τους, που ουρλιάζουν και πού μειριικοί ιάπό αυτούς τρέχουν εναντίον του με τά δόρατά τους. "Έτσι, είναι υποχρεω μένος νά φύγη γιά νά γλυτώ ση~ τη ζωή του. Τό βάζει στά πόδια καί κα τευθύνεται προς τό μέρος τής ζούγκλας. Σέ μιά στιγμή, γυρ νώντας πίοω τό κεφάλι του, βλέπει πώς ή Ζολάν μέ τούς δυο άράπηδες τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Αυ τό τον γεμίζει χαρά κα] τα χύνει^ τό βήμα του. Μά και οι μαύροι πίσω του επιταχύνουν τό βήμα τους κα] προσπαθούν νά τού κάνουν κλοιό γιά νά τού κόψουν τό δρόμο τής φυγής. Κι’ έπειδη ξέρουν τά μονοπάτια τής γει τονικής ζούγκλας πιο καλά από αυτόν, σέ λίγο τό κατορ θώνουν. Είναι πνιγμένος μέσα στούς θάμνους κα] στά δέντρα ό Τα μπόρ, όταν άκούη άττό άλες τις κατευθύνσεις άγριες φω νές. Οί πολεμιστές τής φυλής των Μπαράκα κατόρθωσαν νά τού άπσκόψουν τό δρόμο δια φυγής του κι* δσο στενεύει ό κλοιός τους, τόσο θά την έχη άσχημα. Σά νά μην έφτανε ό κίνδυ νος των μαύρων, παρουσίαζε
Στο τεύχος 33, σάς πε ριμένει μιά μεγάλη εκπλη ξις! Θά βρήτε ένα «ΜΙ ΚΡΟ ΤΑΡΖΑΝ» άνανεωμέΐνο, μέ συγκλονιστικές περιπέτειες και μέ...
2 ΝΕΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Καινούργια άτμόσφαιρα, καινούργιες συγκινή σεις, καινούργια κωμικά έπεισόδια ΣΤΟ
ΤΕΥΧΟΣ
33
ται ξαφνικά ένας καινούργιος κίνδυνος. Ένα πελώριο λιον τάρι πού, λουφαγμένο ανάμε σα σέ δυο θάμνους, βλέπον τας τον άνθρωπο νά τό πληΓ σιάζη, ορθώνεται χωρίς θόρυ βο, κα] αφήνοντας έναν απει λητικό βρυχηθμοί, όρμάει ε ναντίον του. Πέντε μονάχα μέτρα απέχει ό Ταμπόρ από τό μέρος πού βρίσκεται τό λιοντάρι. "Αν ή ταν άλλος, στη θέσι του, θά τάχανε και από τόν ξαφνικό βρυχηθμό καί στη θέα τού πε λώριου λιονταριού θά πάθαινε συγκοπή:. Ό Ταμπόρ, ό μως, πού ή καρδιά του εΐνα', ατσάλινη κα] έχει δοκκμαστή καί σέ μεγαλύτερους ακόμη κ ι νδύνους, άντ ιδ,ράε ι κ ερ αυνοβόλα. "Αν δοκιμάση ν’ άντισταθή στην ορμή τού λιοντα ριού, πάει χαμένος. Προτιμάει, λοιπόν, νά τιναχτή ψηλά, ν’ αρπάξουν τά χόρια του τό κλαδί ένας δέντρου καί μέ μιά
22 γρήγορη ελξι, ν3 άνέβη επά νω. Ό κίνδυνος του λιονταριού, πού βλέποντας νά τού ξεφεύγτΐ τόσο απροσδόκητα τό θύ μα του λυσσάει άιπό τό κακό του, δεν είναι τόσο άμεσος, τώρα. Υπάρχει όμως πάντοτε ό κίνδυνος των ,μαύρων πόλε μιστών πού στενεύουν διαρ κώς τον κλοιό τους γύρω του. Μείριικοί μάλιστα από αυτούς βλέπουν τή σκηνή ,μέ τό λιον τάρι και αποφασίζουν νά δι ευκολύνουν τον βασιλιά των ζώων νά καταβιρογθίση: τον άν θιρωπο πού έχει κρυφτή στο φύλλωμα. Τεντώνουν τά τόξα τους καί τά βέλη τους κατευθύνονταιι προς τό δέντρο όπου κρύβεται ο Ταμπόρ... ^ Ένα^ βόλος, τό πρώτο, περ νάει κάτω από την ανοιχτή ιμ ασχ άλη. του ' Βλληνόπουλου. "Ενα άλλο άγγίΐζει τά μαλλιά
Τό κεφάλι τοΰ μαύρου χτυπάει στήν κοιλιά τοΰ Μπαγιάκο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ του. Τήν έχει πολύ άσχημα. Ό κίνδυνος είναι μεγάλος καί άν έξακολουιθήιση* νά μένη στο δέντρο καί άν κατέβη κάτω. Σωτηρία δεν βλέπει καμμιά. Πρέπει λοιπόν, νά διάλεξη, π νά μείνη. ατό δέντρο καί νά τον πετύχηι κάιποια από τις σαΐτες πού πέφτουν βροχή ο λόγυρά του, ή νά πη(δήση κά τω καί νά τον κατασπαράξηι το λιοντάρι. "Επειτα από λίγη σκέψι, προτιμάει τό δεύτερο. Μά δεν σκοπεύει νά πέση ατό στόμα τού θηρίου. Ό:χι. Κάτι άλλο περνάει από τό νου του... Ζυγιάζεται * σ’ ένα κλαδί καί, με ανοιχτά τά πόδια, πέ φτει προς τά κάτω. Δεν συ ναντάει όμως τό χώμα. "Εχει κανονίσει νά πέση πάνω στο κορμί τού λιονταριού! Τό τρμερό θηρίο, νοιώθον τας τό βάρος τού ανθρώπου πάνω του, αρχίζει νά πηδάη δεξιά κι5 αριστερά καί νά προ σπάθή ν’ άπ αλλαγή από τον ένοχλητ ικ ό κ αιβ αλλ άρη,. Δεν καταφέρνει τίποτε, όμως, για τι ό Ταμπόρ· έχει γραπωθή γε ρά άιπό τή χαίτη του. Αφού, λοιπόν, στριφογυρίζει μάταια τό λιοντάρι, τό βάζει^ στά πό δια καί... περνάει ανάμεσα α πό τούς μαύρους πολεμιστές πού τά έχουν χάσει από τό απίστευτο θέαμα πού άντικρύ ζουν. Μερικοί από αυτούς α νακτούν τήν τελευταία στιγμή τήν ψυχραιμία τους καί πετούν τά δόρατά τους έναντίόν τού θηρίου καί τού Ταμπόρ. Είναι δμως άτυχοι γιατί κα νένα από τά δόρατά τους δέν
ΤΑΡΖΑΝ
23
βρίσκει τό στόχο του. "Ετσι, θηρίο και άνθρωπος χάνονται μέ άστρατποίΐαί τα χύτηΐτα μέσα στη ζούγκλα. ΑΙΟΝΤΑΡΙ ΜΕ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΙΑ
ΖΟΛΑΝ με τούς δυο χσ ζούς ήρωές μας, τοιν Μπουτάτα καί τό Μπα γιόκο, βλέποντας τον Ταμπαρ νά φεύγη, τρέχουν κι5 αυτοί ν απομακρυνθούν από τό χωριό τής ι° φυλής των Μπαιράκα. Μπαίνουν μέσα στη ζούγκλα κι5 αφού βαδίζουν αρκετά καί Ή Ζολάν τον χτυπάει άλύπητα βλέπουν πώς δέν υπάρχει φό στο στομάχι. βος πιά, κάθονται νά ξεκου ραστούν. σηκώνεται πάνω, έτοιμος νά Ή Ζολάν ξαπλώνει στη τον περιαδράξη στις καρπα χλόη; για νά πάρη ανάσα καί ζιές. νά σκεφθή. τί θά κάνη,, ό ά— Πώ... πώ.... πώ!, κα ράπης καθαρίζει τη μπιστότορθώνει νά πή τώρα ό κοντο λα του καί λογαριάζει άν θά στούπης. του φτάσουν οι σφαίρες του — Αφέντη Ζολάν, θά τον για νά σκοτώση> σλους τους σκοτώσω, δέν θά μου γλυτώΜπαράκα καί ό Μπαγιόκο άοη, λέει ό Μπουτάτα. πομακρυνεται λιγάκι γιά νά Ή Ζολάν σηκώνεται άπό βρή κανένα φρούτο καί νά γε τη θέσι της καί τον πλησιάμίση την πελώρια κοιλιά του. ζει. Σε μιά στιγμή,, ή Ζολάν —- Γιατί φοβήθηκες τόσο; ακούει γρήγορο βήμα. Άνατον ρωτάει. Τί σου συμβαίνει; σηικώνει τό κεφάλι της καί βλέ — Πώ, πώ!., ξανακάνει ό πει τό Μπαγιόκο. Λαχανιά Μπαγιόκο καί γουρλώνουν τά ζει καί τά δόντια του χτυπούν μάτια του. ΕΤδα ένα λιοντάρι από τον τρόμο. μέ δυο κεφάλια! —Τί συμβαίνει; τον ρωτάει. Ό Μπουτάτα δέν αντέχει Ό κοντοστούπης τά έχει άλλο πιά. Τού καρφώνει μια χαμένα, τού έχει πιαστή ή φω ξαφνική κεφαλιά στήν κοιλιά, νή του καί δεν κατορθώνει νά λέγοντας του: βγάλη από τό στόμα του πα — (Πάρε καί τό δικό1 μου ρά μερικούς φθόγγους. κεφάλι καί δός του το γιά νά — ιΜπά ίσε καλό σου, τί έχη τρία! γλώσσα είναι αυτή πού μι Ό Μπαγιοκο που παίρνει λάς; κάνει ό Μπουτάτα καί
Η
24 μια τούμπα ξανασηικώνεται σά να μ ή συνέβη τίιποτε καί συνεχίζει. — Εΐχε δυο κεφάλια, τέσσε ρα πόδια καί -μια ουρά!, λέει. — Βρε τόν ψεύτη!, κάνει ό Μπουτάτα καί τραβάει τό τσουλούψι του από τό κακό του. — Ναί·, επιμένει ό Μπαγιό κο. Τονα ιμάλιιστα κεφάλι του είναι ανθρώπινο. — Πώ, πώ, θά τον σκοτώ σω!, φωνάζει ό Μπουτάτα καί αρπάζει τό πιστόλι του πού τό εΐχε αφήσει πάνω στη χλόη.^ —"Ησυχα, Τοσυλούφη, τού λέει ή Ζολάν καί πιάνοντας τον Μπαγιόκο από τό χέρι τού λέει νά τής δείιξηι σε ποιο μήρος είδε τό λιοντάρι με τά δυο κεφάλια πού τό ένα του εΐνα ι άνθρώπ ινο. Ό κοντοστούπης πού με τό στανιό περπατάει γιατί τρέ μουν τά πόδια του ά)πό τον φόβο, όδηγεΐ τη Ζολάν κά που εκατό μέτρα πιο κάτω, δπου βρίσκεται ένα ξέφωτο. — ιΝάτο!, τής λέει. Καί γυρνώντας προς τον Μπουτάτα. ^—- "Έχει ή δεν έχει δυο κε φάλ^α, τέσσερα πόδια καί μιά ουρά τό λιοντάρι; Ή Ζολάν κυττάζει εκεί πού τής δείχνει τό χέρι του Μπαγιόκο καί τινάζεται άπό ίο ξάφνιασμα. Βλέπει ένα λι οντάρι πού πάνω του είναι γραπωμένος ένας άνθρωπος. Κι3 ο άνθρωπος αυτός δεν εί ναι άλλος άπό τον Ταμπόρ, τόν αγαπημένο της σύντροφο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Πώς βρέθηκε όμως σκαρφαλω μένος στη ράχι του; — Ταμπόρ!, φωνάζει. Τα μπόρ ! Τό λιοντάρι στριφογυρίζει αδιάκοπα ζητώντας νά ξεφορτωθή τόν ανθρώπινο όγκο πού έχει σκαρφαλώσει στη ράχι του μά δεν τό κατορθώνει. Ό Ταμπόρ, πάλμ δεν φαίνεται νά κάνη καμμιά κίνησι λες κι3 έχει κολλήσει επάνω του. Ό Μπουτάτα, γίνεται έξω φρενών γιά τό ψέμα τούάΜπα γιόκο. — Βρε άρχι ψεύταρε, του λέει, που τά βλέπεις τά δυο κεφάλια; Τώρα θά σε κανονί σω εγώ! Καί τραβώντας τη θρυλική κουμπούρα μου την κατευθύ νει προς την κοιλιά τού κον τοστούπη., πού δεν απέχει οϋ τε ένα μέτρο άπό αυτόν, καί πατάει τη σκανδάλη. "Ενας ξερός πυροβολισμός άκούγεται κι3 ύστερα... δεν εί ναι ό Μπαγιόκο πού πέφτει χτυπημένος άπό τη σφαίρα, άλλά τό λιοντάρι! ! Ό σκο πευτής Μπουτάτα έκανε πάλι τό θαύμα του, Ή σφαίρα του άντί νά χτυπήσηι τό Μπαγιό κο πού σκόπευε, χτύπησε τό λιοντάρι πού βρισκόταν πίαω του! Ή Ζολάν τρέχει κοντά στό χτυπημένο θηρίο καί στόιν Τα μπόρ πού μένει έντελώς Ακί νητος. Μήπως τάχα χτύπησε κ>3 αυτόν ή σφαίρα, τού άρά πη; Σκύβει πάνω του καί ψά χνει ^τό σώμα του γιά νά δ ή άν είναι πληγωμένος, όταν έπιτέλους ό Ταμπόρ άνοιγει<
25
ΤΑΡΖΑΝ τα «μάτια του καί σηκώνεται αργά - αργά. — Ευτυχώς ατού βρεθήκατε μοιραστά μου, λέει στην ξαν θέ ιά ικαπέλλα, γιατί, άν αρ γούσατε έστω δύο λεπτά ,άκό ιμα, θά <μί έτρωγε το λιοντάρι^! ιΚαΐ διηγείται στην κατά πληκτη Ζολάν πώς βρέθηκε στη ράχι του λιονταριού. ^ — Καθώς έτρεχε, συνεχίζει τη διήγησί του, χτύπησε τό κεφάλι μου ιμέ δυναμι στον κορμό ενός δέντρου και λίγο έλλειψε νά χάσω τις αισθή σεις μου. "Άν γινόταν αυτό, ήμουν χαμένος. Τό λιοντάρι θά με καταβρόχθιζε αμέσως. "Έσφιξα γερά τά χέρια μου πάνω στη χαίτη του, προσπα θώντας νά δώσω κουράγιο στον εαυτό ιμου, μά δεν άντεχα πια, θά έπεφτα όπωσδήπο τε κάτω. Ευτυχώς που ή σφαΐ ρα του Μπουτάτα... — Βρήκε τό στόχο της!, συμπληρώνει έκεΐνος περήφα να. Είδες τι καλό σημάδι πού ξέρω, αφέντη Ταμπόρ; Ό Μίπαγιόκο κάτι πάει νά πή γιά νά τον διαψεύση,, πώς σημάδευε τη δική του κοιλιά και όχι τό λιοντάρι, μά ό Μπουτάτα του δείχνει α πειλητικά τη μπιστόλα και τού λέει: — Μη (μιλάς φουσκομύτη γιοττί στην άναψα! —«Πού θά πάμε τώρα; ρω τάει ή Ζολάν. Θά ξαναγυρύ ο’ουιμε ιστή σπηλιά ΐμας;^ — "Όχι, τής άπαντάει τό 4 Ελληνόπουλο. Μην ξεχνάς πώς δεν εκδικήθηκα ακόμη, τό θάνατο τής «Γ ι αράμπα. Π ίσω
από τό λόφο αυτό βρίσκεται τό χωριό τής φυλής τών Κίμπα. Θά ζητήσουμε σ’ αυτούς φιλοξενία και θά σκεφθούμε τι θά κάνουμε. Ό αρχηγός τους, ό Μ,ίκο, είναι πολύ φίλος μου. Σε λίγο οί τέσσερις ήρωές μας μπαίνουν στο χωριό τής φυλής τών Κίιμπα, όπου ό Μί κο τούς υποδέχεται ιμέ χαρά. ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΣΥΝΑΠΤΗΣ I
ΙΝΑΙ νύχτα προχωρη μένη:. Ή Ζολάν, ό Μπα,γιόκο και ό Μπουτάτα κοιμούνται σέ μιά καλύβα. Ό Ταμπόρ ρμως ξαγρυπνάει. Δέ μπορεί νά κοιμηθή γιατί συλ λογίζεται διαρκώς τη [Γιαράμπα. Κι" οσο τη συλλογίζε ται, τόσο πιο πολύ ανάβει τό μίσος του εναντίον τής φυλής τών Μπαράκα και ιδιαίτερα ε ναντίον τοΰ Φογκα πού τοΰ παρίστανε τον άφωσιωμένο φί λ ο ενώ στην πραγματικότητα ήταν ό πιο ύπουλος καί κα ταχθόνιος εχθρός του. "Από την πολλή σκέψι, κα ταλήγει σέ μιά άπόφασι. Θά άφήσηι εδώ τούς φίλους του, θά έπισκεφθή νύχτα τό χωριό των Μπαράκα καί θά έξηγηθή ιμιά καί καίλή μέ τον Φόγκα! Χωρίς πολλούς δισταγμούς σηκώνεται αθόρυβα καί βγαί^νει από την καλύβα του. Στη διπλανή καλύβα κοιμά ται ό Μίκο, ό άρχηγός τής φυλής τών Κ ίμΙπα, πού * τούς φιλοξενεί.
Ε
26
Ο ΜΙΚΡΟΣ
—«Και εγώ πιστεύω πώς ό Φόγκα σκότωσε τή φίλη, σου του είχε πή λίγο πιο πριν ό Μίικο. Γιατί ό άνθρωπος πού τούς είδε να την πηγαίνουν νε κρή στο φορείο, ήταν από τη διική μου φυλή. Αυτά συλλογίζεται τώρα ό Ταιμπορ· ικςαιθόδς προχωρεί άνά μέσα στις καλύβες, πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Ξαφνικά, από την κατεύθυν σι πού έχει πάρει, ακούει μουριμουρητά και βήματα,. Κά ποιοι έρχονται.. Ό Ταιμπορ δεν θέλει να τον δη κανείς πού φεύγει καί νά ξυπνήση τούς φίλους του. Γιά τό λόγο αυ τό,, παραθερίζει την πόρτα μιας ιμισοειρειπωιμένης καλύ βας καί μπαίνει -μέσα. Ή σκηνή πού παρουσιάζε ται τότε, ιμπροστά στα μά τια του, είναι απίστευτη,. Στό δάπεδο τής καλύβας είναι ξα-
Ό
Φόγκα σηκώνει απειλητικά τό ρόπαλό του.
Τή στιγμή έκείνη, βέλη σφυρί ζουν ολόγυρά του.
(ακίνητο σώμα πλωμένο τό μιας γυναίκας καί δίπλα του στέκεται όρθιος ένας πολεμι στής με τό δόρυ του% Με την πρώτη ματιά πού ρίχνει^ τό Ελληνόπουλο, αναγνώριζε ι ποια είναι ή ξαπλωμένη γυ ναίκα. ιΕίναι ή Γιαράιμπα! Δεν προλαβαίνει νά σκεφθή τίποτε άλλο γιατί ό πο λεμιστής, βλέποντας ^ τον νά μπαίινη, ορμάει^ νά του καρφώ ση τό δόρυ στό κορμί.^ Μά ό Τσ,μπορ δεν είναι εύ κολος αντίπαλος. Γέρνει δε ξιά, αιχμαλωτίζει ατά ατσά λινα χέρια του τό δόρυ1 καί1, ΐμέ μιά κλωτσιά, ρίχνει ανάσκελα τον πολεμιστή. Με μία καλοζυγισιμένη γροθιά τον στέλνει κατόπιν νά κοιμη,θή γ ιά λίγη ώρα... ^ , , Μέ την ψυχή γεμάτη αγω νία, ό Ταιμπορ σκύβει πάνω
ΤΑΡΖΑΝ
27
στη Γ ιαράμπα καί άκσυιμπάει τό αυτί του πάνω στο στήθος της. .Ό ενθουσιασμός του δεν περί γράφεται όταν άκούιη την καρδιά της νά (χτυπάη;! "Ω στε ή 'Γιαράΐμιπα ζή, δεν^εΐναι νεκρή δπως νόμιζε! Πώς ό μως βρέθηκε ισέ ιμιά καλύβα τής φυλής των ,Κίιμπο, αφού την αιχμαλώτισαν οί Μπαράκα; Τδ Ελληνόπουλο καταλα βαίνει πώς δεν είναι ώοα^γιά νά λύση αινίγματα. Σκύβει πάλι επάνω στην αναίσθητη κοπέλλα και ισέ λίγο διακρί νει ιμιά .μεγάλη πληγή από δό ρυ, λίγο πιο πάνω από το γό νατό της. στο πίσω μέρος του ποδιού. Εΐναι ιμιά άσχη μη πληγή που ιμπορεί νά τής φήμη τό θάνατο! Μέ πυρετώδεις κινήσεις α νοίγει τό πίσω ίμερος τού ιμεν τάγιόν πού φοράει καί βγάζει
Πηδάει άπο το δέντρο στο λιοντάρι.
πάνω
Προσπαθεί νά σηκώση τό πλη γωμένο κορίτσι.
λίγη σκόνη πού κρύβει έκεΐ \ιί σα. Τού τήν έχει δώσει^ό /μά γος Ζοχράν καί είναι ένα κύ ένα γιά νά κλεινή τις πληγές, Πασπαλίζει· τήν πληγή τής Γιαράμπα, κλείνει πάλι τό μενταγιόν και πλησιάζει τον αναίσθητο πολεμιστή. Τον βλέπει τώρα νά συνέρχεται καί ν' άνοίγη τά ,μ άτια του. Ό Ταμπαρ παίρνει τό δόρυ καί καρφώνει τήν αιχμή πάνω στο στήθος τού μαύρου. — Θά μοΰ πής δ,τι σε ρω τήσω, τού λέει άγρια, ή προ τιμάς νά πεθάνης;^ — Θά !..θά σού πω!, κά νει κατατρομαγμένος ό ιμ-αΰρος. — Πές μου, ποιος α’ϊχίμολώ τισε τή .Γ ιαράμπα; Οί Μπα ρ άκα ή έσεΐς; — Έ...-εμείς ! Α απαντάει ξε ψυχισρένα ό ιμαύρος.
28 Ό Ταρττδρ (μένει κατάπλη κτος από τά λόγια του κι" υ στέρα από λίγη, σιωπή, συ νεχίζει : —ιΠοιός την πλήγωσε; — Ό άρχηγός μας ό Μί κο. Της πέταξε τό δόρυ καθώς έτρεχε... — Έσεΐς μού στήσατε πα γίδα καθώς έρχόμουνα; :—Ναι. Είχαμε φορέσει κολ λ ιέ μέ χοντρές από δόντια λιονταριού στο λαιμό μας γιά νά νομίσης πώς είναι οί Μπα ρόκ α. —<Γιατι τό κάνατε αυτό; Γιατι αιχμαλωτίσατε τή Για ράρπα; — Την αιχμαλωτίσαμε καί στείλαμε έναν πολεμιστή μας νά σου πή πώς την αΙχμαλώτισαν οί Μπαράκα γιά νά θυ ιμώσης κα!ί νά σκοτώσης τον άρχηγό τους τον Φόγκα. Ό δικός μας αρχηγός τον μισεΐ κΓ έπειδή δεν μπορεί νά τον σκοτώση γιατί ό άλλος είναι πιο δυνατός καί έξυπνος, σκέ ψθηικε νά βάλη; εσένα νά τον σκοτώσης. Καί σένα σέ μισεί καί θέλει νά σέ σκοτώση; ό άρ χηγός μας ό Μύκο... Ό Ταμπόιρ δεν θέλει νά μά θη περισσότερα. Καταλαβαί νει τό καταχθόνιο σχέδιο του φύλαρχου Μίκο καί ανατρι χιάζει. Ό Φόγκα ήταν αθώος καί λίγο έλειψε νά τον σκοτώ ση χωρίς νά φταίη! Καταλαβαίνει τώρα πώς βρέθηκε τό ιματωμένο οορεΐο στο χωριό τών Μπαοάκα. Θά τό είχαν αφήσει οί Κίμπα γιά νά τούς ενοχοποιήσουν!
Ο ΜΙΚΡΟΣ "Αφήνει τό δόρυ, παίίρνει έ να ιχορτόσχοινο καί δένει γε ρά τον πολεμιστή. Ρίχνει άλ λη μιά ματιά στή Γ ιαράμπα καί δοκιμάζει νά τήν σηκώση,. Τή ιβλέπει νά κοιμάται πιο ή συχη τώρα, τήν άσήνει ^καί βγαίνει έξω από τήν καλύβα.
ΟI ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΙ ΕΝ προλαβαίνει νά κά νη ούτε δέκα βήματα όταν, γερά χέρια τον αρπάζουν καί κάτι σκληρό τον χτυπάει στο κεφάλι του... Χά νει τις αισθήσεις του χωρίς νά μπόρεση ν* αντίδραση καί νά δη ποιος τον χτύπησε... "Οταν άνοίγη τά μάτια του, άντικρύζει ένα παράξενο καί τρομακτικό θέαμα. Βρί’^ σκεται δεμένος σ" έναν πάσ σαλο, στή μέση, τής πλοπείας τού χωριού τής φυλής τών Κι μπα καί γύρω του είναι δ εμέ νοι οι φίλοι του. "Ενώ όμως εκείνοι είναι μόνο δεμένοι, αυ τός είναι καί φιμωμένος. Γύ ρω τους βρίσκονται πολεμι στές τής φυλής τών Κίμπα άλλά καί τών Μπαράκα! Καί μπροστά του στέκουν ο,ρθιοι 6 Φόγκα καί ό Μίκο! — Ταμπόρ!, μιλάει ό Φόγ κα, έπεσες έπιτέλους στά χέ ρια μου καί θά σέ τιμωρήσω γιά την προσβολή πού μού έ κανες νά μέ πής έχθρό σου. Ό καλός μου φίλος ό Μίκο, έστειλε καί μέ ειδοποίησε πώς ζήτησες φιλοξενία άπό αυτόν καί ήρθα νά σέ τιμωρήσω
μέ τα ίδια! μου τά χόρια, θά βάλω τούς πολεμ ιστές μου νά σημαδέψουν τούς φίλους σου μέ τά βέλη, τους καί γώ θά σημαδέψω ιέσένα! — Έ, πατριώτη!, τον δια κόπτει ό Μπουτάτα, ιμέ λύνεις για νά παλαίψουμε έγώ καί σύ, νά δής τί υπέροχες κεφα λιές πού ξέρω καί δίνω; Ό Ταμπόρ, στο μεταξύ, προσπαθεί νά μιλήση μά δεν το ικατορθώνει, θέλει τόσα καί τόσα πράγματα νά πή στον Φόγικα για τον απαίσιο ρόλο τού Μίικο πού βρίσκεται δίπλα του, μά δέν μπορεί νά μιλήρη γιατί είναι γερά φιμω μένος. Βλέπει τώρα τον Φόγικα νά σκύ!βη καί κάτι νά λέη στον Μίκο. Ό τελευταίος φωνάζει στους υπηκόους του ν’ άπομα κρυνθούν καί νά κυττάζουν τό θέαμα πού θ" άκολουθήση α πό μακρυά. Ό Ταμπόρ, προσπαθεί γΐ^ άλλη μιά φορά ν" άπαλλαγή από τό φίμωτρό του μά δέν τό κατορθώνει. Μουγγρίζει καί κάνει νόημα μέ τά μάτια πώς θέλει νά μιλήση στον Φόγικα, μά εκείνος δέν καταλαβαίνει. — "Ήσουν φίλος, τού λέει, καί πρόδωσες τη φιλία μας. ?Ηρθες στο χωριό μου καί μέ συκοφιάντησες μπροστά σ' ό λους τούς υπηκόους μου πώς σκότωσα μιά φίλη σου. Τή συκοφαντία σου αυτή θά την πληιρώισης μέ τό θάνατο. Τα μπόρ, λυπάμαι γιατί ήσουνα άξιο παλληικάρι μά δέν μπο ρώ νά σου σώσω τή ζωή, ορ
κίστηκα στους θεούς τής φυ λής, μου. — Φόγικα!, τον παρακαλεΐ ή Ζολάν, άφησε τον Ταμπόρ νά σού μιλήση! —- Δέν πρέπει ν5 ακούσουν οι θεοί .μου κι* άλλες συκοφαν τίες, τής λέει ό φύλαρχος των Μπαράκα, γιατί θά θυμώσουν καί θά ρίξουν κεραυνούς. — Ό Τεςμπόρ κάτι θέλει νά σού πή !, παρακαλάει πάλι τό κορίτσι. — Ναι, βρέ βλάκα!, κάνει ό Μπουτάτα. θά τον λύσης ή θά όρμήσω νά σέ ταράξω στις σφαλιάρες; — Πώ, πώ!, κάνει ό Μπα γιόκο μέ τή σειρά του, τί τούς ήρθε καί μάς δέσανε; Καλά δέν κοιμόμαστε; Ό Φόγκα δέν άκούει τις παρακλήσεις τής Ζολάν. "Α πομακρύνεται από κοντά τους καί διαλέγει τρεΐς παλεμιστές του. Τούς φέρνει αντιμέτω πους μέ τούς τρεις αιχμαλώ τους, σέ άπόστασι πενήντα μέτρων περίπου. —- Ετοιμάστε τά τόξα σας, τούς λέει, καί χτυπάτε, ό καθένας τό δικό του. Τον Ταμπόρ, μη τον πειράξετε, θά τον άναλάβω έγώ! Οί πολεμιστές γονατίζουν, τεντώνουν τις χορδές κι" έτοι μάζουν τά βέλη τους. Ό ένας άπό αυτούς,, πού σημαδεύει τό Μπουτάτα, φαίνεται πολύ βι αστικός καί αφήνει την τεν τωμένη χορδή. Τό τόξο σχί ζει άνατριχιαστικά τον αέρα καί... περνάει έναν πόντο μα κρυά άπό τό τσουλούφι τού άράπη,!
30 — Μπά σέ καιλό σου!, α γρίευε ι ό άράπης. Τό τσου λούφι μου σημαδεύεις ^ η εμέ να; "Αν ·μο0 ξαναπειράξης τό τσουλούφι, κάηκες. ' Ολόκληρη, σω|ματάρα δεν μπορείς νά την
πετύιχη,ς; Ή Ζολάν, κυττάζει τον ττο λεμιστή ττού τή σκοπεύει με μάτια ανοιγμένα διάπλατα α πό τή φρίκη. Ό Μγπαγιόκο, δίπλα της, έχει γείρει τό κε φάλι καί κοιμάται του καλού καιρού κι5 έτσι δεν καταλα βαίνει τόν κίνδυνο θανάτου πού τόν άττειιλεΐ. Ό Ταμπόρ νοιώθει νά σπαρταιράη ή καρ διά του καί φοβάται πώς θά τ,ρελλαθή. "Ω, ον μπορούσε νά θγάλη τό φίμωτρο καί νά μιλήση, θά γλύτωνε τους φί λους του από τόν φρικτό θά νατο πού τούς περί)μένει! θά γλύτωνε καί τόν εαυτό του. Τώ,ρσ όμως είναι κατοοδικασμέ
Ο ΜΙΚΡΟΣ νοι όλοι τους νά πεθάνουν ε νώ ό Μίικο, ο απαίσιος κακοϋρ γος, θά μείνηι άτιιμώρητος... -αφνικά, ενώ δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα σωτηρίας γιά τούς ηρωές μας, άντηχεί μιά δυνατή κραυγή. "Ολοι γυρί ζουν τότε νά δουν προς τό με ρος τής φωνής καί μαζί μ5 αυ τούς γυρίζουν καί οι τρεΐς το ξότες, χωρίς νά πετάξουν τά βέλη. τους. , Μαζί με τούς άλλους γυρί ζει καί ό Ταμπόρ. Τά μάτια του βλέπουν κάτι καί αστρά φτουν αΙπό χαρά. Εκείνος πού φώναξε εί'να!ι ή Γιαράμπα! Ή Γ ιαράμπα πού θά μεσολά βηση γιά νά τούς σώσηι τή ζωή . Ή Γ ιαράμπα πού τήν έ στειλε ό Θεός στήν πιο κρί σιμη στιγμή. Ο ΜΙΚΟ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ
Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ στο πό δι μέλαχροινό κορίτσι κουτσαίνει καί βαδίζει με πολύ κόπο. Ό Μίκο, ό κα κούργος φύλορρχος, μόλις τήν άντικρύζει, φωνάζει έξω φρε νοον στούς πολεμιστές του. —Σκοτώστε την! Τί θέλει αυτή, εδώ; Ό Φόγκα, τή βλέπει τή γνωρίζει καί γυρίζοντας, κυτ τάζει κατάπληκτος πότε τόν Τορμπόρ καί πότε τόν Μίκο. — Σκοτώστε τη!, ούρλιά ζει τώρα ό Μίικο καί>, παί.ρνον τας ένα δόρυ από τό χέρι έ νας πολεμιστή του, έτοιμάζε ται νά τό πετάξη εναντίον τοΰ κοριτσιού. Ό Ταμπόρ δοκιμάζει νά
Τ
"Ενας ^ πελώριος κροκόδειλος άρπάζει τόν Μίκο.
ΤΑΡΖΑΝ σπάση τά δεσμά του για νά μπόρεση επιτέλους νά ιμιλήτ ση„ ;μά δεν τό κατορθώνει. ’Είλ πίζει όμως πώς την τελευταία στιγρή θά μ ιλήση, ή Γιαράμπα <μά ούτε κι5 αυτό γίνεται. Γιατί , τό τραυματισμένο κο ρίτσι, από τό πολύ αΐιμα πού έχει χάσει, δεν αντέχει καί σωριάζεται κάτω αναίσθητη. Τή στιγμή αυτή ακριβώς, πού πέφτει, πετάετ τό δόρυ του ό Μίκο, πού περνάει μό λις πέντε εκατοστά πάνω από τό κεφάλι της. "Αν αργούσε νά πέση έστω ικ Γ ένα δευτε ρόλεπτο, θά ήταν τώρα νεκρή. Ό Μίκο, ό απαίσιος φύ λαρχος, ετοιμάζεται ν5 άρπά ξη άλλο ένα δόρυ μά δεν προ λαβαίνει νά τό πετάξη εναν τίον τής Γ ιαρόμπα. Ό Φόγ κα, κατάπληκτος γι’ αυτό πού γίνεται, τον πιάνει άπό τό μπράτσο. — Τί συμβαίνει; ρωτάει. Γιατί θέλεις νά τή σκοτώσης; Καί γιατί ό Ταμπόρ κατηγο ρούσε έιμένα πώς τή σκότωσα ενώ αυτή είναι ζωντανή; — Φόγκα!, του φωνάζει η Ζολάν, ενώ ό Μίκο μασάει τά λόγια του καί δεν ξέρει τί νά πή, λύσε τον Ταμπόρ, άνοιξέ του τό στόμα νά μ ιλήση! Δεν καταλαβαίνεις πώς ό Μίκο εΤ ναι εκείνος πού θέλησε νά τή σκοτώση, γιά νά ρίξη τό βά ρος σε σένα; Ό Φόγκα αρχίζει τότε νά καταλαβαίνη καί, χωρίς νά άφήση> ούτε στιγμή από τό βλέμμα του τον Μίκο, διατά ζει έναν πολεμιστή νά λύση τον Ταιμπόρ.
31
'Ο Ταμπόο καί ό φόγκα αγκα λιάζονται άδελφικά.
Τό Ελληνόπουλο, μόλις νοι ώθει τον εαυτό του ελεύθερο, λύνει αμέσως τούς φίλους του καί ενώ ή Ζολάν τρέχει κον τά στήν αναίσθητη Γιαράμπα καί δοκιμάζει νά τήν συνεφέρη, εκείνος πλησιάζει τούς δυο φύλαρχους. — Φόγκα!, λέει στον άρχη γό τών Μπαράκα, Θέλω νά σου ζη,τή|σω συγγνώμη γιά τά άσχημα λόγια πού σοΰ εί πα. Καί με δυο λόγια τού διη γείται τον απαίσιο ρόλο πού έπαιξε ό. Μίικο με σκοπό νά τούς βάλη νά τσακωθούν έπει δή τούς μισούσε. Τό πρόσωπο τού Φόγκα άγριεύει: — Είναι αλήθεια; ρωτάει τό Μίκο. Εκείνος δεν απαντάει αλλά τό βάζει στά πόδια καί, κρύ βεται διάμεσα στους πολεμ ι
32 στες του. — Χτυπτάτε τους!, φωνά ζει άγρια. Σκότωσε τον Φόγκα, τον Ταμπόρ καί τούς φί λους του! ΟΙ πολεμιστές του ξεκρεμοΰν τά τόξα τους μα καί οι πολεμ ιστές των Μπαρόκ α δεν κάθονται με σταυρωμένα τά χέρια. Δεν δίνουν καιρό στους αντιπάλους τους νά χρήσιμο ποιήσουν τά τόξα γιατί ορ μουν με άγριους αλαλαγμούς εναντίον τους. 7 Σέ λίγο, τά δυο στρατόπεδα, οι δυο φυλές έχουν έρθει στά χέρια. Αόρα τα, βέλη, γροθιές, πέτρες καί ρόπαλα χρησιμοποιούνται για όπλα ενώ ή όχλαγοή τής μά χης άκούγεται πολλά χιλιόμε τρα μακροά. Ό Ταμπόρ μέ το Φόγκα πο λεμουν πλάι - πλάΤ Πιο πέρα ό Μπουτάτα έχει μπλέξει μέ πέντε μαύρους πού όρμούν καταπάνω του. —ιΠίσω καί σάς έφαγα!, ουρλιάζει ό άράπης. Ή θρυλική καί σκουριασμέ νη κουμπούρα του, οι κεφα λιές καί οί καιρπαζιές μπαί νουν σέ· δράσι καί ιμέσα σέ δυο λεπτά πανικοβάλλει τούς αντιπάλους του καί τούς τρέ πει σέ άτακτη φυγή. — Πώ, πω!, θαυμάζει ό Μπαγιάκο, άφη,σε καί κανέναν γιά μένα, Μπουτάτα! Ό άράπης γυρνάει, τον βλέ πει καί τον πιάνουν τά μπου ρινιά του. — Καί τί είσαι έσύ πού θά σου άφήσω κανέναν; του λέει. Γιά παλληικαρά θά σέ
περάσουμε;
© ΜϋΚίΡΟΙ Χωρίς άλλη, κουβέντα, ξε χνάει τούς μαύρους καί όρμάει μέ το κεφάλ ι σκυφτό έναν τίον του Μπαγιόκο. Σέ λίγο, οί δυο χαζοί ήρωές μας κυπ λιοΰνται κάτω κι* αρχίζουν μιά πεισματώδη μάχη μέ τά χέρια, τις κεφαλιές, τά πόδια καί τά...δόντια! Ό Μπαγιό κο σέ μιά στιγμή αρπάζει στή στοματάρα του τό τσουλούφι του Μπουτάτα καί δοκιμάζει νά τό κόψη στά δύο. Τώρα ό Μπουτάτα εξαγρι ώνεται περισσότερο: ^ — Μπτά* σέ καλό σου!, φω νάζει, παράτα το τσουλούφι μου γιατί θά · σέ κόψω στά δυο μέ τή μπιστόλα μου! Στο μεταξύ, ή μάχη όλόγυρά τους παίιρνει τέλος. Οί πολεμιστές τού Μίκο τρομο κρατούνται καί τό βάζουν στά πόδια. Μαζί μ* αυτούς τρέ χει καί ό αρχηγός τους. Ό Ταμπόρ όρμάει ξοπίσω του γιά νά τον σταματήση. μά τά πόδια τού Μίκο έχουν φτερά από τον τρόμο του. Σέ λίγο φθάνει στο ποτάμι καί πέφτει μέσα στο νερό γιά νά γλυτώση άπό τή μανία τού Ταμπόρ. <4Πού θά μού πας!, λέει ;μέ σα του τό Ελληνόπουλο κα θώς τρέχει. Αέν προλαβαίνει όμως νά φθάση οπήν όχθη καί σταμα τάει. Ένα ρΐγος ανατριχίλας διαπερνάει τό κορμί ταυ% Ό Μίκο φτάνοντας στήν αντίπε ρα όχθη ετοιμάζεται νά 6γή στή στεριά. Έκεϊ, όμως, άνά μέσα στή χλόη, παραμονεύει ένας τεράστιος κροκόδειλος.
ΤΑΡΖΑΝ
33
Τά τεράστια σαγόνια του α νοίγουν και αιχμαλωτίζουν τον απαίσιο φύλ,αρ/χο. Ακρι βώς αυτή τη στιγμή τον βλέ πει 6 Ταμπόρ καί Ανατριχιά ζει. Μ ιά σπαρ ακτ ΐική κρ αυγή αντηχεί κι* υστέρα... ό κροκό δειλος παρασύρειι το θύμα του μέσα στον ποταμό. Ό Ταμπόρ νοιώθει τά νεΰ ρα του νά χαλαρώνουν. Μι σούσε πολύ αυτόν τον άν θρωπο που έγινε ή αιτία /πό σων κακών μά τώρα αισθάνε ται οΐικτο στην καρδιά του για τήν τραγική του τύχη. ΐΓυρνώντας τις πλάτες του βρίσκεται αντιμέτωπος μέ τον Φόγκα. Ό φύλαρχος τής φυ λής τών Μπαράκα κυττάζει μέ αγάπη, τό Ελληνόπουλο. — Τά κακά πνεύματα τι μώρησαν τον Μίκο, γι’ αυτό πού πήγε νά κάνη, τού λέει. Ό Ταμπόρ, χωρίς ν* άπαν τήση, άπλοονει τά χέρια του καί τον αγκαλιάζει. ΕΤναι σά νά του ζητάη συγγνώμη, γιά τις υποψίες του, νομίζοντάς τον αυτόν ώς δολοφόνο τής Γιαράμπα. Δίπλα του ό Μπουτάτα εν θουσιάζεται. Τραβάει τή μπι στόλα του, πυροβολεί τον άέρα καί αγκαλιάζει κι* αυτός έναν μαύρο πού βρίσκεται μπροστά του. —«Νά μου ζήσης μορφονιέ μου!, τού λέει καί τον φιλάει στή γυμνή κεφάλα του.
Ή Γιαράμπα εΤναι έκτος κινδύνου. Τήν έχουν .μεταφέρει στο χωριό τών Μπαράκα ό που ό Μάγος βάζει βότανα πάνω στήν πληγή της. Οί ήρωές .μας δεν βιάστηκαν ινά γυρίσουν στή σπηλιά τους. ~ Εμειναν φιλοξενούμενοι τού Φόγκα. 01 πλεμιστές τής φυ λής βγήίκαν στο κυνήγι, σκό τωσαν πολλά ζαρκάδια κι* άγριοπούλια καί όλο τό χωριό το έχει ρίξει ατό φαγητό. Ό Μπαγιόκο πού ή κοιλιά του εΐ ναι δέκα φορές μεγαλύτερη από τούς άλλους, καταβρο χθίζει μέ βουλιμία τά κομμά τια τό ψημένο κρέας ένώ ό Μπουτάτα μαθαίνει... σκοπο βολή τον φύλαρχο!... Δυο μέρες κ ώθησαν στο χω ριό τών Μπαράκα οί ήρωές μας καί τό πρωί τής τρίτης ημέρας, άποφασίζουν νά γυ ρίσουν στή σπηλιά τους, χω ρίς τή Γ ιαράμπα. Τό μελαψό κορίτσι τής ζούγκλας θά κα θήση> ακόμη λίγες μέρες γιά νά συνέλθη τελείως. Αφού άποχαιρετούν τον Φόγκα καί τούς πολεμιστές του, παίρνουν τό μονοπάτι πού όδηγεΐ στή ζούγκλα. Έ χουν προχωρήσει αρκετά ό ταν ξαφνικά τό φώς τής ή μέ ρας χάνεται σιγά - σιγά. — Έ, πού πάμε!, φωνά ζει ό Μπαγιόκο. Δέν βλέπετε πού νύχτωσε; ΕΤναι ώρα νά κοιμηθούμε.
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ Άποκλειστικότης:
Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
^Γ^-ν.ΓίΙ^^·Γ=Γ7α^^Β1ΑΛΓ.··—!ΓΏΤ*3ί5Τ^Τ«·..·«Ύ-—————————.^ΒΕΚ^Β«———I > 11" ■■■■■■■■■■■———
Ι£ΒΔΜβΑΔ!Α.Ι9 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ζ9ΥΓΚΑΑΧ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ § 0 :
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22—"Έτος 1 ον—Τόμος 4ος—*Αρ. 31—Δρ. 2 ————^—————, -— Δ ημοσ ι ογραφ' ι κος Δ) ντή ς: Σ. ’Ανεμοδουράς, Στρ. Πλακττήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργ ιάδης, Σ φέγγος 38. Προϊοτ. τυπΌΥρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταιταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΈΙΊΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκιιοα 22, Άθηναι.
9
1 Κ·«·.ΒΒ«ΒΗ.ΒΟ...........................................................................
Ή θύελλα μένεται στη ζούγκλα και παρασύρει τούς ηρωές μας στο στόμα του λύκου... 'Ότοον καίμμιά φοιρά καταφέρνουν νά σταθούν στα πόδια τους., βλέπουν πως είναι:
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΚΑΝΝΙΒΑΛΩΝ! 'Ο Μπουτάτα διαλέγεται νά γίνη βραστός και ό Μπαγιόκο ψητός! 'Η περιπέτεια τού επόμενου τεύχους μέ τά άπειρα κωμικά της επεισόδια.- θά μείνη αξέχαστη. Μην ξεχνάτε νά ζητι^σετε την ερχόμενη Παρασκευή τό τεύχος 32 τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» μέ τον τίτλο:
ΑIΧΜΑΛΩΤΟI
ΤΩΝ ΚΑΝΝI ΒΑΛΩΝ! υοη
πολεμοζ πλλλυητχ/υ'
ΕκρΗ Γ,VVΤΑΙ ο ΜΕΤΕΟβ/ΓΗΖ: Π ΦΥΖΜ«γ βΑΡΥΤΗΧ ΤΟΥ βμεοχ ΕΠΑ/ΥΕ^
/ΕΤΗ/. ΚΠ! το ΒΑΡΥ ΠΛΟΙΟ
Γ"
πεφτη χγοιυπππ. |----------- 1
λ /το αργότερα ...
7
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΠΛ Ο!Π ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ/ ΕΥΤ ΥΧΡΧ ΤΕΠΕ/ΟΧΑΠ' ΟΠΗ ΒΑΑΑ.
ΧΥ/ΥΕΤΙΖΕΤΠΙ
ο ΜΙΚΡΟΣ
Ββ ./Λ/
/
Μ
λ
α■■ Η * ΪΓ λ /VI/1 ι υ / ι ΛΜ
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΚΑΝΝΙΒΑΛΩΝ
Η ΜΑΝΙΑΣΜΕΝΗ ΘΥΕΛΑΑ
ΕΡΑΣΑΝ πολύ ωραία οί ήρωιές μας τις δυο μέρες πού κάθησαν στο χω-ριό τής φυλής των Μπαρά>κα, φιλοξενούμενοι από τον όρχηίγό τους, τον Φόγκα. Ή Γ ιαρόςμπα είναι έκτος κινδύ νου (*) και ό Μάγος την πε ριττό ιεΤται βάζοντας βότανα πάνω στην πληγή της. Τά παιδιά αποφασίζουν τότε να γυρίσουν στη σπηλιά τους, α φήνοντας τη Γιαράμπα στο (*) ιΔκάβαισε τό προηγούμενο τεύχος, τό 31, του £χει τον τίτ λο: «'0 ορκος του Ταρτηορ».
χωριό των ιθαγενών, ώσπου νά συνέλθη τελείως. Βρίσκονται· στη ιμέση τής ζούγκλας όταν ξαφνικά, τό φως τής ημέρας χσνεται. — 5'Ε, πού1 πάμε!, φωνά^ζει^ τότε ό Μπαγιόκο, ό χον τρός καί κοντοστούπης συνά δελφος^ στη χαζομάρα του Μπουτάτα. Δεν βλέπετε πού νύχτωσε; Είναι ώρα νά κοι μηθούμε ! —Μου φαίνεται πώς σε τρώει ό σβέρκος σου για καμ μια καρπαζιά, τού λέει ό άράπης. Πΐροχώρα μπροστά καί άφησε τίς βλακείες. 3Αλλά ό Μπαγιόκο δεν έ χει τελείως άδικο. Τό σκοτά δι όσο πάει κι5 απλώνεται πά
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 νω στη ζούγκλα. ι0 Τομπόρ σηκώνει τό κεφάλι του καί βλέπει πελώρια .μαυιρα σύννε φα να σκεπάζουν τον ουρανό.. —«Προμηνύιεται θύελλα λέ ει στη Ζολάν. Θύελλα και ά'ερας. — Πετάς κάτι μετεωρολο γικά, αφέντη, του λέει ό άράττης, ττού είναι για κλάματα. Μά ό Ταιμττορ δεν διαψεύδε ται εύκολα. "Οταν ό ουρανός γίνεται ένα απέραντο «μαύρο κομμάτ ι, αστραπές άρχίζουν νά τον διασχίζουν και βροντές νά συγκλονίζουν την ατμό σφαιρα. Ό καημένος ό Μπαγιόκο σκεπάζει τά μάτια του για νά μη -βλέπτηι ·τό φως των αστραπών πού τις φοδάται. — Δεν είναι τίποτε, άποφαίνεται ό Μπουτάτα. Κά ποιος είχει μια μεγάλη. «μπτιστόλα καί ρίίχνει. Θά ρίξω καί έγώνγιά νά τον κάνω νά στα ματήση. 'Καΐ σηκώνοντας ψηλά τη θρυλική μ πιστόλα του, πατά ει δυο φορές τη σκανδάλη. Την αμέσως επόμενη στι γμή, λες καί οί πυροβολισμοί τού Μπουτάτα ήταν τό σύνθη μα, ό ουρανός ανοίγει τούς καταρράκτες του ρίχνοντας χοντρό χαλάζι καί ό αέρας, πού αρχίζει νά φυσά μανια σμένος, κάνει, τή ζούγκλα νά ΐμοιάζη μέ αληθινή κόλασι... Τό χαλάζι είναι χοντρό ί σα μέ ένα καρύδι καί καθώς πέφτει (μέ δύναμη γεμίζει κα ρούμπαλα τά γυμνά κεφάλια των δυο μαύρων, τού Μπαγιό κο καί τού Μπουτάτα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ —Πώ, πώ!, κάνει ό πρώ τος καί προσπαθεί νά σκεπάση τό κεφάλι του μέ τις δυο του παλάμες. — Μίπά σέ καλό σου!, δι αμαρτύρεται* ό Μπουτάτα, τΐ σφαίρες είναρ αυτές πού μάς ρίχνεις^ ουρανέ; θά μού σπά θης τό τσουλούφι πανάθεμά σε. Τώρα θά σού δείξω όμως εγώ. ιΚαί σηκώνοντας τήν θρυλι κή κουμπούρα του ψηλά, άρχί ζει τούς πυροβολισμούς γιά νά τρομάξη τον ουρανό καί νά τον αναγκάση νά σταματήση νά ο ίχνη τις άσπρες σφαίρες ταυ! Ό Ταμπόρ, μέ τις παλάμες κι5 αυτός πάνω άπό τό κεφά λι του, προσπαθεί νά προφυ λαχτή ιάπό τό1 χαλάζι καί κρύ βεται ικάτω άπό τά δέντρα, Φωνάζοντας καί τή Ζολάν νά έρθη. κοντά του. Τό ξανθό κορίτσι* πού τό γυμνό κορμί1 του μαστιγώνε ται άπό τό χαλάζι, αφήνει νά τής ξεφεύγουν κομμένες κροαυ γές άπό τον πόνο. Ή Θέσις τους είναι δύσκολη, γιατί ή όριμή μέ τήν όποια πέφτει τό χαλάζι, σπάζει τά φύλλα καί τά κλαδιά καί μάταια οί ή ρω ές μας προσπαθούν νά βροΰν καταφύγιο. Ευτυχώς, όμως, πού σέ λί γα λεπτά τό χαλάζι σταμα τάει. "Αρχίζει όμως τώρα ή βροχή), πού «μοιάζει μέ καταρ ράκτη· κι’ ύστερα ό μανιασμέ νος αέρας γίνεται ακό'μα πιο δυνατός καί νομίζει* κανείς πώς θά σαρώ’ση τή ζούγκλα ! Μέσα σ’ αυτή τήν κόλάσι
ΤΑΡ2ΑΜ
3
των στοιχειών της φύσεως, οι ήρωιές .μας προσπαθούν όχι μόνο νά κρατηθούν στα πόδια τους αλλά καί στη ζωή. Με γάλα κλαδιά σπάζουν, δέν τρα ξερρ ιζώνονται, φύλλα στροβιλίζονται καί (μέσα σ3 αυτό τό απίθανο ανακάτεμα 6έν βλέπει ό ένας τον άλλο. Ό Ταμπόρ, προσπαθεί να κρατηθή απεγνωσμένα από τον χοντρό κορμό ενός δέν τρου, όταν αοκούη. κάπου1 δε ξιά του μια σπαρακτική φω νή. Είναι ή Ζολάν πού φώνα ξε. Φαίνεται πώς κάποιο κλα δΐ ή κάποιο δέντρο έπεισε έπά νω της. Ό Ταμπόρ αφήνει τό τε τό δέντρο, -πέφτει καταγής καί με κλειστά τά μάτια προ σπαθεΐ νά φθάση προς τό μέ ρος της. Ή τύχη των δυο άράπηδων εΐναΐι ακόμη πιο αξιοθρήνητη:. Ό αέρας τους ρίχνει κάτω καί τούς κυλάει σαν βαρελά κια. Ό Μπουτάτα παίρνει ά θελά του μερικές τούμπες, μπερδεύεται μέ κλαδιά καί μέ φύλλα, καί οπό τέλος χτυπά ει πάνω σ3 ένα κορμό καί χά νει τις αισθήσεις του. "Οταν συνέρχεται, ή θύελ λα δεν έχει σταματήσει. Ό α έρας ουρλ ιάζει δαιμον ισμένα καί ή βροχή έξακολουθεΐ νά πέφτη. Ό Μπουτάτα ανοίγει γιά μιά στιγμή τά μάτια του καί μέσα από τό παραπέτα σμα τής βροχής, βλέπει έναν όγκο νά κυλιέται δίπλα του. — Κοντοστούπη, σήκω ε πάνω !, τού φωνάζει καί τού δ'νει μιά κλωτσιά.
Ό κοντοστούπης
σηκώνε
ται τον πλησιάζει, μά... δέν είναι ό κοντοστούπης! Είναι ένας απαίσιος μαύρος γορίλ λας που τον έχει κι3 αυτόν παρασύρει ή θύελλα. -— Πώς κατάντησες έτσι; τού λέει ό Μπουτάτα που α κόμη δέν έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Βλέπω πώς σ3 έκανε μαύρο τό χαλάζι. 5Αντί για άπάντησι ό γορίλ λας απλώνει τά δυο του μαλ λιαρά καί ατσάλινα χέρια καί σφίγγει ^ θανάσιμα τό κορμί τού χαζού άράπη. ^—· Μπά σέ καλό σου, από μένα βρήκες νά κρατηθής γιά νά μην πέσης, κοντοστούπη; δ ιαμ αρτύρεται ό Μπουτάτα που δέν έχει καταλάβει ακόμα πώς εκείνος που τον σφίγγει είναι γορίλλας καί οχι ό κον τοστούπης φίλος του. — "Ωχ, θά μέ σκάσης, βλά κα!, φωνάζει. "Αφησέ με για τί θά σέ ταράξω στις σβου* ριχτές σφαλιάρες! Μά ό γορίλλας δέν ακούε1 από κάτι τέτοια καί ή ζωη τού χαζού άράπη φαίνεται ν:χ ψτάνη στο τέλος της. Τό σφλ ξιμο τού γαρίλλα* σσο πάει καί δυναμώνει καί ή σπονδυλ,; κή στήλη τού άράπη, τρίζει επικίνδυνα. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΝΙ ΒΑΛΩΝ
1^| ΑΦΝΙΚΑ, γίνεται κάτι ε=ι τό αναπάντεχο. Ό μσΉ&ζζΜ ν καημένος άέρας, μαζί μέ τά κλαδιά έχει σηκώσει κι3 έναν φουσκωμένο όγκο πού φαίνεται σαν μπαλόνι. Είναι ό Μιταγιόκο πού... πετάει
Ο ΜΙΚΡΟΙ
α
- X______
στον άέρα, χοορϊς νά το θέλη. Σέ ίμια στιγμή, το κεφάλι τού ιπτάμενου Μπαγιάκο χτυπάει καθώς τον σέρνει ό άνεμος μέ δύναμ ι τή σπονδυλική ^ στήλη του γαρίλλα και του την σττά ζει! Τά χέρια του άπα Οσιου τέ ρατος χαλαρώνουν, αφήνει μια πνιχτή κραυγή και πέφτει νεκρό ικατω. Ό Μπουτατα, πού τάση ώρα στηριζόταν στο ικρρμό ενός δέντρου ανασαίνει γρργά ιάτπό τή λαχτάρα πού δοκίμασε ενώ ό Μπαγιάκο πού πέφτει κάτω μαζί μέ τον γορίλλα, σηκώνεται όρ θιος. Μόλΐ'Γ άντικρύζει τον ψί λο του, άφήνει μια κραυγή χαρας. — Μπουτατα!, κάνει, εδώ είσαι; Τό τσουλούφι τού άράπη, \
Ν \>
1 \ ίίΙΙ '
Ξαφνικά, ή Ζαλάν άφίνει μια Ιν-
τρομη κραυγή. πού δεν βλέπει τό νεκρό γο ρίλλα, καί εξακολουθεί να νο μίζηΐ πώς ό Μπαγιάκο τον έ σφιγγε τάση ώρα, αγριεύει-ε πικίνδυνα καί αί τρίχες τού τσουλουφιού του πετάγονται δεξιά κι3 αριστερά. — Δεν σου είπα πώζ θά σε ταράξω στις Ισβουριχτες καρ παζιές; τού λέει. 'Άρπατες τώρα. 'Καί άρχίΐζει νά χτυπάη τόν καημένο τό Μπαγιάκο πού τίς τρώει χωρίς νά ξέρη για ποια αιτία. Καθώς έξακολουθεΐ νά τόν χτυπάη ό Μπουτατα, βλέπει
ί&νος. &0 Μπουτατα πυροβολεί τόν® 7 Ι^οιλ 'κ<?" ©υραν© για νά σταματήσω τ® νει ενω ΤΟ τσουλούφι του α-
χαλάζι.
νορθώνεται, πού βρέθηκε αύ-
ΤΑΡΖΑΝ *
τός ανάμεσα .μας; —θά στο πω εγώ, του λέει ό Μπαιγιόκο ικαί, κάνοντας με ,ρικά βήματα πιρός τά πίσω, όρμάει έπειτα ακάθεκτος έναν τίον του καί του καρφώνει μιά θεαματική κεφαλιά στο στο,μάχι. Αμέσως κατόπιν ό αέρας αγριεύει απότομα ικοό τούς ρίχνει ικαί τούς δυο κάτω. Τους κυλάει σ' έναν κατήφοφορο κάπου πεντακόσια μέ τρα καί σταματούν άναγκαστι κά ατούς κορμούς μερικών δέντρων. — 'Πώ, πω!, κάνει ό Μπαγιόκο, μακάρι νά φυσάη έτσι πάντα για νά μην κουραζό μαστε νά περπατάμε. Βλοσυρός ό Μπουτάτα τον φιλοδωρεί με μιά καρπαζιά. — "Ολο βλακείες κατεβά ζει τό κεφάλι σου, του λέει.
— *Ώχ, θά ιμέ σκαστής, βλά κα!, διαμαρτύρεται 6 Μπουτάτα
7
Ταξιδεύει στον αέρα σάν... |£να φουσκωμένο μπαλόνι!
Γιατί τάχουίμε τά πόδια μας τότε; Δεν ταχούμε γιά νά περπατάμε; ☆ * ☆ Ό αέρας σταμάτησε νά ψυ σάη(/ ό ουρανός καθάρισε από τά σύννεφα καί ή ζούγκλα πού βούϊζε καί παράδερνε τόατ| ώρα, ησύχασε επιτέλους. Οι δυο χαζοί μας ήρωες έχουν χάσει τούς φίλους τους, τον Ταμπόρ καί την Ζολάν, άλλά καί τον προσανατολισμό τους. Βαδίζουν κουτουρού χωρίς νά ξέρουν που πηγαίνουν. Τά γνωστά μονοπάτια πού ήξε ρε ό Μπουτάτα έχουν σκεπα στη ιμέ κλαδιά καί μέ ξερι ζωμένα δέντρα κι5 έτσι· ό άρά πης δεν μπορεί νά τά βρήν — Μπαγιόκο, λέει στο συν τροφό του, πρέπει νά γυρίσου με γρήγορα (στη σττηιλια. Πή
8 γαινε έσύ μπροστά ττού ξέρεις το δρόμο! Ό κοντοστούπης διαμαρτύ ρεται. — Έσύ τον ξέρεις τό δρό μο, του λέει. Έσύ να πας ■μπροστά. — Εγώ διστάζω!, κάνει ό χαζστσουλούφης καί κορδώνε ται. Σέ διατάζω νά προχωρή ση·ς μπροστά. Και γιά νά δώση. τόνο στη διαταγή του, βγάζει τή σκου ριασμένη μπιστόλα του. θέλοντας καί μη ο Μπαγιάκο, υπακούει. —"Έλα πίσω μου, λέει στο Μπουτάτα, καί σέ μίση ώρα θά σ’ έχω πάει στη σπηλιά! — "Όχι, άν σου ιβαστάη μη μέ πη,γαίνης!, του λέει ό Τσουλούφη,ς. ιΚι" όταν κουρα στώ θά μέ πάρης καί στην πλάτη σου, κοντοστούπη. Ό λους τούς αρχηγούς τούς παίρ νουν στην πλάτη. ιΠάση ώρα βαδίζουν; Ούτε κι" αυτοί τό ξέρουν. "Έχουν χιαθη ιμέσα στην απέραντη·, την άγνωστη κι" ανεξερεύνητη ζούγκλα, -αφνικά, παράξενες σιλουέττες προβάλλουν άνάμεσά τους. 'ΕΤναι σιλουέττες ώπλ ισιμένων μέ δόρατα μαύ ρων πού φορούν χαλκάδες στ5 αυτιά τους ικι" έχουν ένα τσου λουφάκι στο κεφάλι. Οί δυο χαζοί σταματούν. — Μπά σέ καλό σου, λέει ό Μπουτάτα στον Μπαγιόκο, πού μ" έφερες εδώ; — Σ"^ έφερα στά ξαδέλφια σου!, τού απαντάει ό Μπαγιό κο. Δέν «βλέπεις πού σού μοι άζουνε; "Έχουν κι" αυτοί τσου
Ο ΜΙΚΡΟΣ λούφι στο κεφάλι. Ό ...έξυπνος Μπουτάτα τό πιστεύει καί προχωρεί προς τό .«μέρος τών μαύρων. — 'Γειά σας ξαδελφάκια!, τούς λέει. "Ωστε είχα τόσα ξαδέλφια στη ζούγκλα καί δέν τό ήξερα; Άπλωνες τό χέρι του να χαιρετήση έναν από αυτούς, ό ταν μια θηλειά πέφτει από το φύλλωμα ένός^ δέντρου, του αιχμαλωτίζει τό κεφ«άλι καί τού σφίγγει γερά τό λαιμό κρατώντας τον ακίνητο. Ό άράπης γουρλώνει ιά μάτια καί δέν μπορεί νά βγάλη λέξι από τρ στόμα του. Τό ίδιο έχει πάθει δίπλα του καί ό Μπαγιόκο, πού μιά δεύτερη θηλειά «από τό ίδιο δέντρο τού σφίγγει το λαιμό. Οί μαύροι πλησιάζουν τότε ουρλιάζοντας σάν τσακάλια καί τούς δένουν. "Υστερα ξε σφίγγουν τις θηλειές από τό λαιμό τους τούς «φορτώνονται στούς ώμους τους καί ξεκι νούν. — Είδες, λέει σέ μιά στι γμή ο Μπαγιόκο καθώς ή πο ρεία τών μαύρων συνεχίζεται, πού δέν μάς χρειάζονται τά πόδια; Τά ξαδελφάκια σου μας πήρανε στην πλάτη τους. Μάς δέσανε κιόλας γιά νά μην πέσουμε. -— "Ακούσε νά σού πώ, τού λέει ό Μπουτάτα άν ξανα πής πώς είσαι καί σύ αρχη γός, θά σέ ταράξω στις σφα λιάρες. Μπά σέ καλό σου, κύτταξε μούτρα γιά άρχηγό«ς. "Άν οί δυο χαζοί άράπηδες
ΤΑΡ2ΑΝ ήξεραν τι τύχη τους περιμέ νει, δεν θά έλεγαν αυτές τις βλακείες. Γιατί, ο! μαύροι που τούς κουβαλούν δεμένους ο τον ώμο, τά «ξαδελφάκια» του Μπουτάτα, είναι άνθρωποφάγσι! Όβηγούν τούς δυο αιχμαλώτους των ατό χωριό τους για νά τούς καταβραχΙθί σουν, ενώ εκείνοι δεν έχουν ιδέα γι’ αυτό πού πρόκειται νά γίνη καί ^πειράζει ό ένας τον άλλο. Γέ μιά στιγμή, ένας άπό τούς ιμαύρους πού έχει κρε μάσει ιστό λαιίμό του ένα τύ μπανο άπό δέρμα αρκούδας, αρχίζει νά τό χτυπάς γοργά. "Επειτα, σταματάειι, καί άπό κάπου πολύ κοντά, απαντούν δυο τάμ-τάμ. Είναι από τό χωριό των άνθρωατοφάγων. — ιΜάς ετοιμάζουν υποδο χή, λέει ό Μπαγιόϊκο. —Έμενα ετοιμάζουν!, του άπαντάει ό Μπουτάτα. Βάζω στοίχημα Ιπώς θά μου έχουν ψήσει καί κανένα τρυφερό ζαρ καδίά,κι... >Κι* έχω μια πείνα!
9
τούς σπρώχνουν νά προχωρή σουν μπροστά. Ό Μπουτάτα ενθουσιασμέ νος άπό την υποδοχή που νο μίζει πώς του κάνουν,^ σηκώ νει τό χέρι του ψηλά, τούς χαιρετάει καί τούς λέει. -— Γειά σας ιξαδελφάκια! ίΠώς πάει τό τσουλούφι σας; Έγώ είμαι ό άρχηγός καί δχι αυτός ό κοντοστού πης ! Μά ο! μαύροι δέν φαίνον ται νά ένδιαφέρωνται γι’ αυ τά πού τούς λέει. Έξακολου θούν νά ουρλιάζουν σάν δαΐ|μο νκαμένοι, νά χορεύουν όλόγυ ρσ τους καί νά σηκώνουν ψη λά τά δόρατά τους. Οι περ.ισ σότεροι ικυττάζουν λαίμαργο: τούς δυο αΐχμαλώους των καί ασφαλώς θά ισυλλογίζωνται πώς με τούς δυο αυτούς θά κάνουν γερό τσιμπούσι! Ή πορεία φτάνει καμμιά ψοοά στη μέση τού χωριού καί σταματάει. ΈκεΤ υπάρχει μιά αναμμένη φωτιά πού οί φλόγες της δσο πάνε καί χα μηλώνουν ενώ ή θοάκα ^ σκορ Ο ΨΗΤΟΣ πάει ολόγυρα τή ζεστασιά ΚΑΙ Ο ΒΡΑΣΤΟΣ της· — Δέν σου τό είπα έγώ ΥΠΟΔΟΧΗ πού επιφυ λάσσουν οί ^ μαύροι πώς θά μάς ψήσουν κανένα στους δύο ήρωές μας εί ζαρκάδι; λέει ό Μπουτάτα γε ναι πολύ παράξενη. “Ένα λώντας κο στον σύντροφό του πάδι άπό αυτούς τούς προϋ καί τρίβει ανυπόμονος την ά παντεί στην άκρη του χωρίου δεια του κοιλιά. πού άποτελεΐται άπό μερικές — Πώ. πώ, τσιμπούσι πού πρωτόγονες καλύβες καί άπό έχει νά γίνη!, λέει κΓ ό Μπατά στόματα όλων βγαίνουν νιόκο γελώντας καί στογγυέπίΐμονα ούίρλιαχτά. Αυτοί λοκάθ'εται δίπλα στη Φωτιά, πού τούς κουβαλούσαν τόση περιμένοντας τό ζαρκάδι. ώρα στην πλάτη τούς κατε — *Έ!, κάνει ό Μπουτάτα βάζουν κάτω, τούς λύνουν καί κυττάζοντας τους άνθρωποφά
Η
10 γους ττού έχουν σταματήσει νά ουρλιάζουν καί νά χορεύ ουν τώρα, χτυπώντας τά πα λαμάκια. θά μάς φέρετε τό ζαρκάδι ή όχι; "Άντε γρήγο ρα γιατί ξελιγώθηκα τής ττεί νιας. Μπά ισέ καλό σας, τί ίμέ κ σπάζετε έτσι σά νά θέλετε νά ·μέ φάτε; Δεν ξανάχετε δ ή ποτέ σας άνθρωπο; Που νά ξέρη ό Μπουτάτα πώς πραγματικά τον κυττάζουν >μέ λαιμαργία γιατί... πε ρ [«μένουν νά τον φάνε! Εκείνη τή στιγμή πλησιά ζει τους δυο χαζούς ήρωές μας ένας σωματώδης ,μαύρος, πού έχει περάσει έκτος από τά αυτιά κι* έναν χαλκά στη μύτη. Τούς κοπάζει καλά καλά κι* ύστερα σκύβει καί ρωτάει τον Μπαγιόκο: — Ψητό ή βραστό;
Δυο θηλειές κατεβαίνουν άπό ενα δέντρο καί αιχμαλωτίζουν τά κεφάλια τους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
'Ο Μπουτάτα μπαίνει πρόθυμα στο καζάνι για νά πάρη τό μπάνιο του...
Θέλει νά τού πή, δηλαδή, πώς προτιμάει νά τον φάνε, ψητό ή βραστό. Ό Μπαγιόκο δμω-ς πού νομίζει πώς τον ρω τάνε πώς θέλει νά φάη τό ζαρ χάδι, τούς άπαντάε ι: — Ψητό! -εροψη,μένο, μά λίστα! Τώιρα ό φύλαρχος πλησιά ζει τον Μπουτάτα. — Ψητό ή βραστό; τον ρω τάει. Ό Μπουτάτα «μένει γιά λί γο συλλογισμένος. — "Ακούσε, αφέντη ξάδελφε, του λέει. Βραστό καλύτεοα γιά νά πιώ και λίίγο ζου μάκι. Ό φύλαρχος γυρνάει τότε καί διατάζει έναν ιμαύρο νά φέοη τό .μεγάλο καζάνι. —~ Μπαγιόκο, λέει σε μιά στιγμή ό Μπουτάτα. θά τήν κάνουμε ταιράτσα! Έσύ ψητό και γώ σούπα. "Αν θέλης δώ σε μου λίγο ψητό νά σού δώ
ΤΑΡΖΑΝ σω και γώ λίγη σούπα. —θά σου δώσω λέει ό καν τοστούπης. — "Αν ήξερα ττώς είχα τό σο περιποιητικούς ξαδέλφους βά ερχόμουνα κάθε μέίρα νά τούς έπισκέπτωιμαι, λέει ό χα ζοαράπ.ης και τρίβει ευχαρι στημένος τά χέρια του κα θώς 'βιλέπει δυο μαύρους νά κουβαλούν ένα ,μεγάλο καζά νι. — ιίΊώ, πώ, -μια σούπα πού θά φάω!, κάνει καί αρχίζει νά ξερογλε ίφετα ρ. . Οί δυο μαύροι στήνουν τό καζάνι πάνω σε τρεις πέτρες που αποτελούν ένα είδος πυ ροστιάς καί ενώ μερικοί βά ζουν κάτω φωτιά, άλλοι κου βαλούν ιμέ ξύλινα δοχεία νερό καί τό γεμίζουν ώς τή ιμέση. — Τό ζαρκάδι, πού είναι τό ζαρκάδι; φωνάζει ό Μ πο υ
η
— "Έχετε δίκιο, ξέχασα νά πλυνω τό τσουλούφι μου, λέει ό Μπουτάτα.
τάτα. Ρίξτε το στο καζάνι νά γίνη. γρήγορα ή σούπα γιατί δεν αντέχω πιά! Θά τινάξω τά πέταλα άπό την πείνα... ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
| ΜΑΥΡΟΙ, οιμοσς, δέν έχουν σκοπό νά φέρουν τό ζαρκάδι. Δυο άπό αυτούς .μάλιστα, κάνουν νόη μα στον Μπουτάτα νά μπή •μέσα στο καζάνι. — Μπά σέ καλό σας!, λέ ει ό Μπουτάτα καί σουφρώ νει τό ,μέτωπτό του, έ)(ετε σκο πό νά φιάξετε τή σούπα ή ό χι; Εμένα θέλετε νά βάλετε στο καζάνι; — ιΕΐσαι βλάκας !, τού λέ ει εκείνη, τή στιγμή ό Μπαγι όκο. "Αν ήσουνα έξυπνος θά
0
Δυο άνθρωττοψάγοι δένουν τό Μπογιάκο σέ μια σούβλα.
12 καταλάβαινες τι σου λένε. Θέ λουν νά μπτής στο καζάνι για νά πάρης τό μπάνιο σου1, πριν φάς. Ό Μπουτάτα τον κυττάζει μέ μισό ιμάτι. — Πολύ τον έξυπνο μάς παριστάνεις πρησμένε βάτρα χ'ε,, τού λέει. Νομίζεις πώς δεν τδ κατάλαβα πώς μέ πορακαλάνε νά κάνω τό μπάνιο μου πρώτα; θέλεις νά ττή^ πώς είσαι- πολιτισμένος και ξέρεις καλούς τρόπους; "Αμ' έννοια σου, -ξέρω καί γώ τρό πους.... Πριν ψάη- κανένας πρέπει νά κάνη μπάνιο. Καί ιμέ ένα σάλτο βρίσκε ται μέσα στο καζάνι ! —Ευχαριστώ, παιδιά! , λέει ατούς (μαύρους πού άρχί ζουν τώρα νά χορεύουν γύρω του. Κανένα κομμάτι σαπούνι δεν υπάρχει; Τό νερό είναι πολύ χλιαρό ακόμη καί ό Μπουτάτα περί μένει νά ζεσταθή πιο πολύ. "Όταν ζεσταίνεται αρχίζει νά πλένεται, τρίβοντας τά χέρια τά πόδια του καί τό κορμί του. — Σπουδαίο μπάνιο!, λέ ει. Μου άνοιξε την ορεξι καί θά καταβροχθίσω ολόκληρο τό ζαρκάδι. (Πλένεται συνέχεια ό κωμι κοτραγικός άράπης, όταν, σε μια στιγμή τό νερό αρχίζει νά τον τσούζη, κι3 ετοιμάζε ται νά βγή. Μά, μόλις αντι λαμβάνονται την κίνησί1 του οι άνθρωποφάγοι, τρέχουν καί τον εμποδίζουν ιμέ προτεταμέ να -δάρατα, έτοιμοι νά τον τρυ πήσουν άν τολμήση νά βγή
Ο ΜΙΚΡΟΣ έξω. — ’Ά, κάνει ό... έξυπνος Μπουτάτα, κατάλαβα γ;ατί δεν μέ αφήνετε νά βγώ. -έχα σα νά πλύνω καί τό τσουλού φι μου. "Ας τό πλύνω, λοιπόν, γιά νά ιμή σάς χαλάσω τό χα τήριν Μόλις τελειώνει τό πλύσι μο του τσουλουφιού ετοίμαζε ται πάλι νά βγή γιατί τό νε ρό παραζέστανε καί άρχίζει νά τον τσούζη ανυπόφορα, μά αντιμετωπίζει καί πάλι τις οργισμένες φωνές τών άνθρω ποφάγων καί τά δόρατά τους. — Μπά σέ καλό σας!, α γριεύει τώρα ό άράπης, θά βράσω εδώ μέσα πού μέ ^βά λατε Έγώ^ είμαι μαθημένος νά κάνω κρύα καί όχι ζεστά μπάνι α! "Απλώνει τό πόδι του γιά νά πηιδήση έξω μά ένα δόρυ κινείται γιά νά τον χτυπήση καί άναγκάζεται νά τό ξανα βάλη (μέσα. Ό πάτος όμως τού καζανιού καίει καί ό άράπης άρχιζει νά χοροπηδάη φωνάζοντας: — Λεν εϊισαστε εντάξει ξα δελφάκια! Αντί γιά τό ζαρ κάδι βάλατε έμενα στο καζά νι; Αφήστε με νά βγώ νά μη σάς ταράξω στις κεφ-αλιές! Ό Μπαγιόκο, βλέποντας τον Μπουτάτα νά καίγεται καί νά χοροπηδάη, βάζει^ τά γέλια. Μά, φαίνεται πώς ήρθε κι5 αύτουνού ή ώρα νά δοκιμάση κάτι χειρότερο από τον σύντροφό του. Δυο μαύροι τον ξαπλώνουν καταγής καί τον δένουν χειροπόδαρα πάνω σ' ένα μακρύ ξύλο. "Ύστερα μπη
13
ΤΑΡΖΑΝ γουν δυο δυχάλες στη γή και σκαλώνουν επάνω τους τό ξύ λο μέ τον δημένο Μπαγιόκο, όπως ακριβώς βάζουμε έμεΐς τή σούβλα μέ τό άρνϊ τού Πά σχα! — Πώ, πώ, γιατί ·μέ 6έσατε έτσι; ρωτάει ό χαζός Μπα γιόικο. Έγώ ψητό ζαρκάδι σάς ζήτησα κι9 εσείς με δένε τε; Μήπως ετοιμαζόσαστε νά μου κάνετε καί μένα μπάνιο; 9Άντε γρήγορα, λούπαν, νά φάω ικαμίμιά φιορά τό ζαρκά δι ιμου! "Ενας άπό τούς άνθρωπο φάγους παίρνει τότε ένα μα κρύ ξύλο ικι’ αρχίζει νά σπρώ χνη τή θράκα τής φωτιάς κά τω άπό τό κορμί του Μπαγιό κο! Ό χαζός άράπης, κατα λαβαίνει επιτέλους πώς... σί μαύροι θέλουν νά τον ψήσουν γιά νά τον φάνε ικαί... αρχί ζει τις φωνές καί τά κλάματα. — Σώσε με, Μπουπάτα!, φωνάζει ιστό σύντροφό του πού εξακολουθεί νά χορεύη στο καζάνι ενώ τό νερό ζεσταί νεται όλο καί πιο πολύ. Θά μάς φάνε, Τσοολούφη! Πέσα με σέ άνθρωποφάγους! —- Μακάρ ι νά σέ φάνε!, τού απαντάει ό Μπουτάτα. Θά τούς παρακαλέσω νά μου δώσουνε καί μένα κανένα με ζεδάκι. Ποιος σου είπε νά μέ φέρης μέσα στούς άνθρωποφά γους; Θά... άχ, τά ποδαράκια μου, κάηκα Μπαγιόκο, βο ήθεια!... Ό ένας ζητάει βοήθεια ά πό τον άλλ ο, φωνάζουν, κλ αί νε καί τό τέλος τους δεν θ9 άργήαη νά έρθη... Οι άνθρω-
ποφάγοι γυρίζουν τή σούβλα μέ τό Μπαγιόκο πού άρχιζει νά μην άντέχη πιά τή ζεστα σιά τής θράκας καί ατό μετά ξύ τό νερό του καζανιού πού βρίσκεται ό Μπουτάτα, λίγο θέλει ακόμη· γιά νά κοχλάση! ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ
«3Ρ Σ ΓΥΡ I ΣΟΥΜΕ τώρα Λ ικοντά στούς δυο άλ^ΡίΛλους ήιρωές μας, τον Τα μπόιρ καί τή Ζολάν. 9Αφήσα με τό θρυλικό παιδί τής ζούγ κλας τή στιγμή πού ακούει την κραυγή τής Ζολάν, μέσα στην κολασι τής τρομερής κα ταιγίδας καί πλησιάζει προς τό μέρος της περπατώντας μέ χέρια καί μέ πόδια. Δέν άργεΐ νά τή βρήι. "Ε να πελώριο δέντρο έχει ξερριζωθή άπό τό (μανιασμένο άέρα καί έχει πέσει επάνω στό ξανθό κορίτσι. Ευτυχώς, όμως πού μόνο τά πυκνά φύλλα τού δέντρου την έχουν αιχμαλω τίσει, κι9 έτσι δέν πληγώθη κε, μόνο πού δέν μπορεί νά σηκωθή. Τό Ελληνόπουλο τή βοηθάει σπάζοντας τά κλαδιά καί σέ λίγο ή Ζολάν σηκώνε ται. , "!Ενα άγριο κύμα άήρα τούς ρίχνει έπειτα κάτω καί τούς καλάει σ9 έναν 1 κατήφορο. Φτάνοντας στο τέρμα του μπαίνουν μέσα στην τρύπα ενός βράχου καί επιτέλους βρίσκουν ησυχία καί σιγου ριά. Ό άέρας σιγά-σιγά στα ματάει καί ή ζούγκλα πού έ μοιαζε σαν τρικυμισμένη θά
14 λασσα, ήανχύζει. Τά δυο παι διά άποφασίζουν νά βγουν άπό την τρύπα. Μέ το πρώτο βήμα όμως πού κάνει ό Ταμπάρ, φθάνουν στ* αυτιά του πυροβολισμοί, φωνές πού μοι άζουν μέ διαταγές καί ούρλια χτά πόνου. — Κάτι συμβαίνει πίσω άπό τό λόφο αυτό·!, λέει στο κορίτσι. Κάποιος πυροβολεί. —θά είναι ό Μπουιτάτα, του άπαντάει ή Ζολάν. — Ακούω ρμως φωνές καί ουρλιαχτά. — Φαίνεται πώς θάχη άρ παχτή :μέ τον Μπαγιόκο η μέ κανόναν ,μαύρο από τίς γειτονιικές φυλές. Τά δυο παιδιά αρχίζουν τό τε νά τρέχουν προς την κα~ τεύθυνσι του λόφου καί σέ λί γο φθάνουν στην κορυφή του.
'Ο Ταμττόρ^ στριφογυρίζει τό όπλο και τον χτυπάει μέ τό καντάκι στο κεφάλι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Τό θέαμα πού άντιικ ρόζουν; τό τε, Ικάνει τό κορμί τους νά παγώση από τήι φρίΙκη. Πίσω από τό λόφο, τρεΤς λευκοί κυ νηγοί, ώπλισμένο^ μέ καραμπίνες, πυροβολούν μερικούς μαύρους πού τρέχουν νά σω θούν ανάμεσα στα δέντρΌ Ταμπόρ δέν κάθεται νά πολυσκεφθή τί θά κάνη. Όρ·μάει προς τον κατήφορο καί πίσω του τρέχει κα’ ή Ζολάν. Σέ λίγο φθάνουν κοντά σ’ έ ναν από τούς λευκούς κυνη γούς πού ετοιμάζεται νά πατήση τή σκανδάλη σκοπεύον τας έναν μαύρο πού τρέχει νά κρυφτή πίσω άπό ένα δέντρο. Ό λευκός, πού έχει γυρίσει την πλάτηι του ατά δυό παι διά καί δέν τούς πήρε εϊδησι καθώς τον πλησιάζουν, δοκι μάζει μιά τρομερή έκπληιξι καθώς μιά δυνατή καί ατσά λινη, γροθιά προσγειώνεται στο σαγόνι του καί τον φέρ νει κορώνα- γράμματα καταγήζ· — Δολοφόνε!, τού λέει μιά φωνή καί τού αρπάζει την κα ραμπίνα άπό τά χέρια. Ό λευκός σηκώνεται κσμμιά φορά έ πιάνω, μισοζοπλι σμένος καί, καθώς άνοίζει τά μάτια του, ή έκπληξίς του δι πλασιάζεταΐ' τώρα. Βλέπει ε μπρός του ένα χεροδύναμο παιδί καί μιά ωραία ξανθέιά καί λεπτή κοπέλλα. —* Ποιοι... ποιοι εϊσαστε σείς; ρωτάει παραξενειμένος. Ό Ταμπόρ δέν τού δίνει καιρό νά κάνη κι5 άλλες ερω τήσεις. Σηκώνει τήν καραμπί να, τήν στριφογυρίζει μέ δύ
ΤΑΡΖΑΝ να μα στον άίρα καί μέ τό κον τάκι της χτυπάει τον λευικο στο κεφάλι καί τον στέλνει να κοιμηιθη για μερικές ώρες. Χωρίς άλλη καθυστέρηισι τρέ χει τώρα προς τό μέρος τών άλλων δυο λευκών. Ήκεΐνοι, απασχολημένοι κα θώς είναι μέ τό να πυροβο λούν τούς μαύρους, δεν τούς παίρνουν εΤδηισι. "Ετσι, οί δυο ήρωίές μας τούς πλησ ιάζουν και ρίχνονται ξαφνικά επάνω τους. Σέ δυο λεπτά, οί λευ κοί δολοφόνοι βρίσκονται ρι γμένοι ,καταγής καί άνίκανοι ν3 άντισταθούν. — Γιατί πυροβολείτε τούς άοπλους αυτούς μαύρους; ρω τάει τό Ελληνόπουλο καί τα μ όπια του αστράφτουν από όργή. Οί δυο λευκοί δεν άπαντούν απαντάει όμως ένας μαύρος πού πλησιάζει ικοντά τους: — Μάς αρπάξανε από τα χωριά μας καί μάς πάνε στην Ούζούμπούρα, οπού γίνεται μεγάλο σκλαβοπάζαρο, νά μάς πουλήσουν σέ πλούσιους άρχοντες. Μαζί μέ μάς έχουν καί μερικούς Ινδούς). |Ταύς άρπαξαν στην Ινδία καί τούς έβγαλαν μέ τό πλοίο έξω από τό λιμάνι τού Κισιμάο.^Βαβίι ζουμε τρεΐς μέρες ανάμεσα στη ζούγκλα νηστικοί καί δι ψασμένοι. Μάς είχαν δέσει τον έναν κοντά στον άλλο καί μάς πρόσεχαν μέ τίς καιραμ^ί νες τους αλλά, ξαφνικά, ξέ σπασε ή καταιγίδα, κόπηκαν τά σκοινιά καί προσπαθήσα με νά ξεφύγουνε. Δεν βλέπα-
15
Τόση ιείναι ή μανία του πού... του δαγκώνει τό αυτί!...
με όμως μπροστά μας κι* ό ταν σταμάτησε ό ιάερας καί^ή βροχή οί κακούργοι αυτοί μάς διέταξαν νά συγκεντρωθούμε όλοι σ3 ένα μέρος γιά νά μάς δέσουν. Εμείς αρχίζαμε τό τε νά τρέχουμε κι3 αυτοί μάς πυροβολούσαν. Σκότωσαν πολ λούς άπό μάς... Ό Ταμπόρ γυρίζει τό'βλέμ μα του ολόγυρα καί βλέπει μερικούς ανθρώπους πεσ|μέ)νος μπρούμυτα κι3 άκίνητους. Είναι νεκροί. Δυο άπό. αυτούς είναι 3Ινδοί καί φορούν σαρί κια ατό κεφάλι. Τό Ελληνό πουλο νοιώθει την καρδιά του 'υατώνη, γιά τον άδικο χα μό τόσων ανθρώπων... "Ωστε, υπάρχουν καί στην εποχή μας παλ (άνθρωπο ι κι3 έγκληιματ ίες πού πουλάνε σκλάβους σέ άλλους ανθρώπους; Ώ,
16 τους αξίζει· ή ττιό ψριικτή τι μωρία... - Καθώς κάνει αυτές τις σικέ ψεις, οι δυο λευκοί τινάζονται· ξαφνικά και δίνοντας ένα σάλ το, τό βάζουν στα πόδια. Πιο •κάτω, τούς ανταμώνει και ό τρίτος λευκός πού έχει στο μεταξύ, συνελθεί. Ό Ταματορ ετοιμάζεται νά ορμή,ση· εναντίον τους, μέ δεν προλαβαίνει·. Οί σκλάβοι, μαυ ροι καί Ινδοί, τρέχουν ξοπί σω τους καί σε λίίγο φθάνουν τούς τρεις τυράννους των. Καί τότε, ακολουθεί μιά σκηνή πού γεμίζει (μέ φρίκη την ψι> χή του παιδιού. Οι σκλάβοι αρπάζουν μεγάλες πέτρες καί μ5 αυτές συντρίβουν τά κεφά λια των δολοφόνων, πριν προ λάβη ό Ταμπορ νά τούς έμπο δ ίση. —Δέν κάνατε καθόλου κα λά, τούς λέει. "Επρεπε νά τούς συλλάβετε καί νά τους παραδώσετε στην αστυνομία τής πιο κοντινής πολιτείας γιά νά δικαστούν καί νά τίμ.^ ρ ηθουν. Τώρα αμως ...είναι πολύ αργά... "Ισως νά τούς τιμώρησε ό Θειος επειδή σκό τωσαν τόσους αθώους άνθίρώ πους... Φύγετε, λοιπόν τώρα πού βρήκατε την ελευθερία σας. Μαύροι καί ’Ινδοί πλησιά ζουν τούς δυο ήοωές μας, τούς φιλούν τά χέρια καί τά πόδια εκδηλώνοντας ,μ’ αυ τόν τον τρόπο την εύγνωυ^ σύνη τους γιά τη σωτηρία τους καί ύστερα ξεκινούν γιά νά χαθούν πίσω από την πυ κνή βλάστησι τής ζούγκλας.
Ο ΜΙΚΡΟΣ —Τό καραβάνι των σκλά βων δέν θά φτάση στον προ ορισμό· του, λέει τό ε Ελληνό πουλο στη Ζολάν. Ό Θεός τιμώρησε τούς κακούργους. Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΤΡΩΕΙ! ΑΥΤΙΑ
ΖΟΛΑΝ φαίνεται πολύ ανήσυχη. — Τί νά γίνωνται οί φίλοι (μας; αναρωτιέται κάθε τόσο. Μήπως έπεσε πάνω τους κανένα δέντρο καί τούς σκότωσε; λ —'Πρέπει ^ νά^ γυρίσουμε στο μέρος πού μάς βρήκε ή καταιιγί(δα, λέει .ό Ταμπόρ. ^αφνικά, ήχοι τάμ-τάμ τα ξιδεύουν στην ατμόσφαιρα καί φθάνουν ώς τ5 αυτιά τους. Ό Ταμπόιρ άφουγκράζεται μέ προσοχή καί τό μέτωπό του αύλακώνεται από δύο βα θείες ρυτίδες. — Άκοϋς, Ζολάν; λέει στή φίλη. του. — Ακούω, Ταμπό ρ. -— Αυτά τά τάμ-τάμ δέν μου αρέσουν. Ό θόρυβος έρ χεται από μιά περιοχή οπού τήν κατοικούν άνθρωποφάγοΊ. Τ6 κορίτσι ανατριχιάζει. — Υπάρχουν ακόμη άνθόω ποφάγοι; ρωτάει τον Ταμπόιρ. — Καί βέβαια υπάρχουν. Δυο φορές έχω γλυτώσει μέ σα από τά χέρια τους. — Τί σημαίνει τό χτύπη μα τού τάμ-τάμ; •— Σημαίνει πώς ετοιμά ζονται νά καταβροχθίσουν κά ποιον... 'Γίά μιά στιγμή μένουν άμίληιτοι, σκεπτ ιικοί.
ΤΑΡΖΑΝ —Αέ/ν/ ξέρω άν είναι οι φί λοι μας, λέει τό Ελληνόπου λο, άλλα έχουμε ύποχρέωσι να πάμε ώς έκεΐ για νά ελευ βερώσουμε τά θύιματα των άν θμωποφάγων, οποίοι κι5 άν εΐ ναι. Είναι τρομερό νά τούς κατασπαράξουν άνθρωποι. ^ — "Ας ξεκινήσουμε, τότε, του απαντάει τό κορίτσι, για νά τούς προλάβουμε ζωντα νούς. Τά δυο παιδίιά αρχίζουν έ να ξέφρενο τρέξιμο. Γιά νά λιγοστέψουν τήν άπόστασι, αρπάζονται από τά χορτόσκοι· να πού ικρέμονται από τά δέντρα καί πετάγονται ,μέ δύναμη ταξιδεύοντας στον αέρα, ώσπου νά συναντήσουν άλλα χαρτόσκοινα πού κρέ μονται από γειτονικά δέντρα. "Ετσι, με τό εναέριο καί έπι κίνδυνο αυτό ταξίδι προχω ρούν δέκα φορές πιο γρήγο ρα άπ5 δ,τι θά βάδιζαν με τά πόδια. Δέκα λεπτά κρατάει τό τα ξίδι τους. Ό θόρυβος των ταμ -ταμ άκούγεται πολύ έντονα καί καθαρά τώρα. — Τό χωριό τους βρίσκε ται πίσω από αυτά τά πελώ ρια δέντρα, λέει τό Ελληνό πουλο στη Ζολάν. "Αν πλη σιάσουμε υπάρχει κίνδυνος νά μάς πάρουν εΐδηισι. Είναι προτιμότερο ;νά /φίθάσουμε, κοντά, πηδώντας από δέντρο σε δέντρο. "Ετσι καί γίνεται. Οί δυο γυμνασμένοι στην εντέλεια ή ρωές μας, πηδούν από κλαδί σε κλαδί καί άπό δέντρο σε δέντρο σάν τούς πιθήκους. Σέ
17 λίγο, βρίΐσκονται κουρνιασμέ νοι στο τελευταίο δέντρο. Με τά άπό αυτό αρχίζουν οί κα λύβες των άνθρωποφάγων. 'Καθώς σκύβουν τά παιδιά νά δουν, κόβεται ή αναπνοή τους μ5 αυτό πού άντικρύζουν καί ή καρδιά τους σταματάει για μιά στιγμή άπό τή φρί κη! Στην πλατεία τού χω ριού χορεύουν μερικοί άνθρωποφάγοι ενώ άνάμεσά τους ύ π άρχει ένα καζάνι μέ τον χα ζοαράπη, φίλο τους, μέσα καί δίπλα μιά σούβλα πού τή γυ ρίζουν δυο μαύροι καί πού ε πάνω της εΐναι δεμένος ό κον τοστουπης! Καί τό καζάνι καί ή σούβλα είναι πάνω στη Φωτιά! Ό Μπουτάτα χορο πηδάει καί ουρλιάζει μέσα, οπό νερό πού αχνίζει, ενώ ό Μπαγιόκο φαίνεται πώς είναι νεκρός ή λιποθυιμισμένος κα θώς τον ψήνουν πάνω οπή θρά κα! — Ζολάν, ψιθυρίζει ό I αμπόρ, δεν μάς μένει καιρός για σκέψεις. Οί φίλοι μας κιν δυνεύουν άπό στιγμή σέ στι γμή. "Ας τούς άπομαικρύνουμε άπό τή φωτιά καί θά δούμε τί θά γίνη. Εμπρός, λοιπόν! 'Αρπάζεται ό καθένας άπό ενα ξεχωριστό χορτόσκοι νο καί γλυστρούν προς τά κάτω άψήνοντας άγρια ουρλιαχτά. Οί άνθρωτοφάγοι, έτσι όπως είναι σχεδόν όλοι μαζί συγ κεντρωμένοι, δέχονται τρομε ρές κλωτσιές, καθώς προσγει ώνονται πάνω τους μέ δύναμι τά δυο παιδιά καί οί πε ρισσότεροι κυλιούνται κατα γής ουρλιάζοντας άπό τον
1* τρόμο ττού δοκιμάζουν. ■ Ή στιγμή αυτή τής συγχύ σεως «βοηθάει τούς ήρωές μας νά πλησιάσουν ανενόχλητοι τούς φίλους των. Ό Ταμπορ ■με δυο πηδήματα φθάνει στό καζάνι καί -βοηθάει τον Μττου τάτα νά βγή έξω, ενώ ή Ζολάν αρπάζει τή σούβλα μαζί μέ τον Μπαγιόκο καί την πε τάει πιο πέρα. "Έπειτα, σκύ βει πάνω στον αναίσθητο μαύ ρο καί τού λύνει τα δεσιμά. — "Αφέντη Ταμπόρ, παρα λίγο νά.γίνω σούπα!, λέει ό Μπουτάτα. Μιπά σε καλό τους χαθήκανε τόισα ζαρκάδια μέ σα στη ζούγκλα, εμένα βρή κανε νά φάνε; Τώρα όμως θά τούς δείξω έιγώ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Τραβάει τή δοξασμένη κου μπούρα του άπό τή ζώνη, του καί πατάει τή σκανδάλη. Οί σφαίρες όμως είναι νοτισμένες καί δεν πα,ίίρνουν φωτιά. Τότε ό πεισματάρης άοάπης οριμάει εναντίον των άνθρωπο φάγων με χέρια καί μέ πό δια, με κλωτσιές καί μέ γρο θιές. — "Απάνω τους!, άκούγε ται πίσω του μια φωνή,. ιΕΧναι ή φωνή του Μπαγιό κο πού συνήλθε άπο τήν α ναισθησία του καί σηκώνεται όρθιος. , — "Έλα μαζί μου κοντο στούπη !, τού λέει ό Μπουτά τα καθώς παλεύει μέ τούς άν θρωποφ άγους.
Βάζουν τις παλάμες στα κεφάλια για ν’ άποφύγουν το χαλάζι.
ΤΑΡΖΑΝ
19
Ταξιδεύουν στον αέρα, οπτό δέντρο σέ δέντρο.
Ό Μπαγιόικο σρμάει με προτεταμένο κεφάλι και άρχί ζει τις κεφαλιές. Ό Ταμττόρ μέ τή Ζολάν, παλεύουν κι5 αύ τοί προσπαθώντας να σπά σουν τον κλοιό των άνθρωπο φάγων πού προσπαθούν να τούς σκοτώσουν μέ τά δόρατά τους. Ό Μιπουτάτα, πιο πέρα, κάνει θραύσι. * Αρπάζει ένα ^μεγαλόσωμό άνθρωποφά γο καί... του κόβει τό αυτί μέ τά δόντια! -— "Ήθελες νά Λ,μέ ^ κάνης σούπα για νά μέ φάς, έ; τού λέει. Τώραι θά σέ φάω εγώ ζωντανό! Κι* έχεις ένα νόστι μο αυτί;, καλύτερο κι* από του ζαρκαδιού! Μπά σέ καλό
μου, άνθρωποφιάγος έγινα κι5 εγώ; Ό άνθρωποφάγος μέ το κομμένο αυτί, ουρλιάζει από τον πόνο καί τρέχει γιά νά σώθη. Φοβάται πώς ό ά-ράπης θά τον φάηι ολόκληρο! Ή συγκλονιστική αυτή πά λη, δεν άργεΐ νά πάρη τέλος. Οι άνθρωποφάγοι μπροστά στην ορμή των ηρώων μας πα νιικαβάλλονται καί, πετωντας τά δόιρατά τους, τό βάνουν στά πόδια καί όπου φύγη φύγη;! — Πάμε νά φύγουμε, λέει τό 'Ελληνόπουλο στους φί λους του. Φτηνά τή γλυτώσα με!
20 —Μια στιγμή αφέντη ! ,τόν στορματάει ό Μπουτάτα. 'Καί, χωρίς κανείς να κατα λάβη τι πρόκειται νά κάνη, αρπάζει τό Μπαγιοκο ,μέ τά δυο χέρια και τον ρίχνει μέσα στο καζάνι ιμέ τό ζεστό νερό ! "Ενα ουρλιαχτό ξεφεύγει ά πό τό λαρύγγι του κοντοστού πη και πηδάει γρήγορα έξω άπό τό καζάνι, τρέχόντας σαν τρελλός άνάμεσα στα δέν τρα. — Γιατΐ τδικανες αυτό; ρω τάει ό Ταμπόρ τό Μπουτάτα καί τον κυττάζει απειλητικά. — Γι«αττί είναι ψεύτης!, άποκ/ρίνεται ό χαζοαράπης. Μου είπε πώς θά (μέ πάη στη σπη(λιΐά καί ,μ’ έφερε στους άνθρωποφ άγους! Ο ΤΙΠΟ—ΤΙΠΟ ΚΑΙ Η ΜΑ Ϊ ΜΟΥ
ΠI ΣΤΡ-ΕΦΟΥΝ στην /σπηλιά τους οι ήρωές ίμιας καί διασχίζουν την απέραντη ζούγκλα, όταν για μιά στιγμή, μια φωνή πίσω από μερικούς θάμνους άκούγεται νά λέη : — "Ωχ, μή, μήν πλησιάζης γιατί θά λιποθυμήσω !, λιέειι ή φωνή. Βοήθεια! Θεού-λη μου, θά σταματήση ή καρ διά .μου! Σταιματοΰν καί οι τέσσε ρις καί κυττόζονται ξαφνια σμένοι. — Κάποιος κινδυνεύει λέ ει ό Τσμπόρ. Ό Μπουτάτα τραβάει από τή ζώνη, του τή θρυλική του μπιστόλα. — Πίσω καί σάς έφαγα!,
Ο ΜΪΚΡΟΣ ουρλιάζει καί ξεχύνεται μπρο στά ακάθεκτος, προς ^ τούς θά μνους απ' οπού άκούγεται ή φωνή, ενώ πίσω του άκαλου'θοΰν οί άλλοι. — Απάνω του!, ^ φωνάζει κι5 ό Μπαγιοκο, χωρίς καλάκαλά νά ξερή τί γίνεται. Καθώς φθάνουν στους θά μνους, οι τέσσερις ήρωές μας μένουν γιά ,μιά στιγμή μαρμα ρωμένο ι, άντ ιικίρύζοντας μ ια παράξενη αληθινά σκηνή. Βλέ πουν έναν κοντό καί λεπτό με λαψό άνθρωπο μ’ ένα τουλμπάνι στο κεφάλι, νά τρέχη. ουρλιάζοντας άπό τό φόβο του, ενώ. πίσω του τον ακο λουθεί /μιά ακίνδυνη μαϊμού. — Βρε τον μαντράχαλο!, μιλάει πρώτος ό Μπουτάτα, τή , μαϊμού φοβάται; Σηκώνει τότε ψηλά τή μπι στόλα καί πυροβολεί. Ή μαϊμού, τρομαγμένη^ ά πό τον πυροβολισμό τρέχει νά κρυφτή ανάμεσα στά δεν τρα τής ζούγκλας, ενώ ό άν θρωπος με τό σαρίκι, πού τρέ χει, παίρνει μιά κωμική^στρο ψή γύρω άπό τον εαυτός του καί σωριάζεται κάτω άναίσθη τος, αφού προλαβαίνει πρώτα νά πή: — θεούλη μου, μέ φ άγονε μπαμπέσικα! Οι τέσσερις ή,ρωές μας τον πλησιάζουν γεμάτοι περιέρ γεια. Είναι πραγματικά λιπό θυμός. — Αυτό τό καινούργιο άφέντη δέν είναι αράπης!, βγά ζει τό συμπέρασμα ό Μπουτάτα. — Ούτε ζώο είναι, συμπλη
ΤΑΡΖΑΝ ρώνει ό^Μπαγιάκο. — Ζώο είσαι και φαίνεσαι1, του Λέει ό Μπουτάτα ψιλοδω ρώντας τον μέ μια καρπαζιό:. — Είναι Ινδός, τους εξη γεί ό Ταμπόρ. Φαίνεται πώς ανήκε στο καραβάνι των δού λων που οδηγούσαν οι τοεΐς απαίσιοι Λευκοί στην Ούζουμπαύρα για πούλημα καί πώς κατώιρβωσε να ξεφύγη μαζί μέ πολλούς άλλους, δταν ξέ σπασε ή καταιγίδα. Ή Ζσλάν σκύβει πάνω του καί μέ κόπο κρατάει τα γέ^ λια. Τό πρόσωπο αυτού του 5Ινδού είναι πολύ ικιοοιμιικο ιμέ τό μεγάλο στόμα, τήν παρά ξενη, μύτη καί μέ τα άσχημα χαρακτηριστικά του. Το σαρί κι πού φοράει στο κεφάλι τον κάνει πιο κωμικό άκόμη. — Αυτός είναι φίλος μου! λέει ό Μπουτάτα. Θά τον κρα τησουιμε μαζί μας αφέντη παι δί καί μαζί με τον ίπποπότα ιμο τον Μιπαγιόκο, θά κατα κτήσουμε τη ζούγκλα. Ό Ταμίπόιρ αρπάζει στην άγκσλιά του τον Ινδό, πού φαίνεται μικρός στην ηλικία, παιδί άκόιμα, καί κατευθύνεται σ’ ένα κοντινό ρυάκκ .1κεΐ τον άφηνεΐι καί παίρνον τας μέ τη φούχτα του νερό, τού ραντίζει τό πρόσωπο. Μέ τις πρώτες σταγόνες πού πέφτουν επάνω του, ό 5 Ι ν δός τινάζεται όρθιος, κυττάζει για μια στιγμή τις άγνω αίες φάτσες πού τον παρατη ροΰν μέ περιέργεια καί... ξαναλιποθυμάει! — Μπά σέ καλό του!, νευ ριάζει ό Μπουτάτα. Αυτός εΐ
21
Στο τεύχος 33, σάς πε ριμένει μια μεγάλη εκπλη ξις! Θά βρήτε ένα «ΜΙ ΚΡΟ ΤΑΡΖΑΝ» άνανεωμένο, μέ συγκλονιστικές περιπέτειες και μέ...
2 ΝΕΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Καινούργια (Ατμόσφαι ρα, καινούργιες συγκινή σεις, καινούργια κωμικά έπεισόδια ΣΤΟ
ΤΕΥΧΟΣ
33
ναι πιο φοβητσιάρης κι5 άπό σένα, βρε Μπαγ ιόκο ! 1 Αρπάζει τότε στη φούχτα του .μπόλικο νερό καί κατα βρέχει1 τον 51 νβό. — Ξυπνά γιατί θά σέ τα ράξω στ ι ς σφιαλ ι άρες!, τού λέει. Πραγματικά ό κωμικός Ιν δός άνοιγει τά μάτια του καί τα ξανακλείνει, χω|ρ:ίς όμως νά ξαναλιποθύμηση αυτή τή φορά. -— Μή... μή...... μή... μή μέ τρώτε!, τραυλίζει καί τά δόν τια του ηρήμουν καί χτυπούν. — Μπά σέ καλό σου, άνθρωποφάγους μάς πέραρες; τού λέει ό Μπουτάτα. Ό 51 νδός άκούγοντας τά λό για τού άράπη παίρνει θάρ ρος καί επιτέλους σηκώνεται όρθιος. — Καί γώ σάς νόμισα γιά ά νθρ ωπο φάγου ς, λέει. * Εγώ μόνο τούς άνθρωποφάγους φο βάμαι!
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Τα μάτια του στηρίζονται τώρα περίεργα πάνω στον Ταμπόρ. — Έσύ μοιάζεις ιμέ τον σαχίιμπ (*), του λέει. — Μέ ποιόν σαχύμπ; τον ρωτάει ό Τοςμπόρ. — Μέ τον Σ άντρο. — Καί ποιος είναι αυτός ό Σ άντρο; — ΕΤναι ό σαχίιμπ. — Δέν θά ιμοΰ γλυτώση, 6ά του δώσω καμ;μιά σβουρι χτή νά τον ρίξω ιμέσα στο νε ρό, αγριεύει ό Μπουτάτα...^ — Όχι, όχι!, τραύλίζει ό Ινδός. Μην άγριεύης σαχί,μπ άράπη γιατί υποφέρω άπό
'Ο Τίπο - Τίπο τό βάζει πο’ ια ξεφωνίζοντας άπό
στα τον
Μπσυτάτα ιμέ λένε καί οχι σα χίιμπ! Ό Ταμπό'ρ ρωτάει πάλι τόν Ινδό ποιος είναι ό Σάν τρο κι* -αυτός του διη)γεΐται πώς εΐναι ένα παιδί πού ζή στις ζούγκλες της Ινδίας πώς φοράει κΤ αυτός ένα μαγιό καί παλεύει ιμέ τα θηρία καί τούς ανθρώπους. _ — Έμενα μέ λένε Τίπο—Τίπο, συνεχίζει τη διήγησί του ό κωμικός Ινδός. Μένω μαζί μέ τόν Σάντρο. Μια μέ ρα όμως, μ* έπιασε στη ζούγ κλα ένας λευκός κυνηγός, ιμε φόρτωσε στην πελάτη του καί ύστερα (μαζί ιμέ άλλους ιμ’ έρ ρίξε σ’ ένα πλοΐο καί μ1 έφε ρε εδώ στην ΆφριΙκή νά μέ πουλήΡη-. —Τι δουλειά έκανες κοντά στον ...Κάντρο; τόν ρωτάει ό Μπουτάτα. —Τόν βοηθούσα νά σκοτώνη τά θηρ ία, άπαντάει ο Τίπο - Τίπο καί κορδώνει το παράστημά του. Έμενα που ΐμέ βλέπετε, έχω σκοτώσει δε καπέντε λιοντάρια, οχτώ λύ κους, εφτά άοκούδες καί σα ρανταπέντε φίδια! —ι Πώ... πώ !, κάνει κατά πληκτος ό Μπαγιόκο, παιδί μου τί είσαι έσύ! — Είμαι καί φαίνουιμαι, λέει ιμέ περήφανε ια ό Τίπο Τίπο. Μια μέρα, ιμού έπιτέθηικε ένας ελέφαντας. Κιρατου σα ένα μαχαϊίοι στο χέρι, τού δίνω |μιά καί τού κόβω την προβοσκίδά του. "Υστερα τού δίνω ιμιά καί τού κόβω καί τό κεφάλι. Πετάγεται τότε ένας Λ Λ__ ___ ϊ Λ ...> —».
ΤΑΡΖΑΝ
23
τουνοΰ ικαι του κόβω την ου ρά!... — Σ ΐιοαίπή!, τον διακόπτει ο Ταμπόΐρ. Φαίνεται ιάλαφιασιμένος καί κυττάζει ιόόγυρά του. Ό Τίττο -Τίττο, πού διηγιότσν ττρίν λί γο τους ηρωικούς άθλους του, ■χλωμιάζει άπό το φόβο του καί ρωτάει ψευδίζοντας. ^ — Συ... συμβαίνει τί...τί ποτα, ισσχίμπ; ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
ιΕΝ ΕΙιΝΑΙ ανάγκη να του άπαντήση^ κανείς, ΆΆ γιατί, ολόγυρά τους κά νουν την έιμφάνισί τους πολύ αριθμοί μαύροι. Είναι τόσο κοντοί στο άνάστηιμα πού μοι άζουν σάν τούς νάνους καί κρατούν στα γέρια τους τον τωμονα τόξα μέ δηλητηρια σμένα 6έληι. — "Ωχ, θεούλη μου, μάς φάγ ανε (μπαμπέσ ικα!, ξεφω νίζει ό Τίττο - Τίπο, ττού ό ήρωϊσμός του πτιήγε ττερίτηατο καί... λ ι πο θυμάε ι. — Μπά σε καλό του, λέει ο Μπουτάτα,, μου φαίνεται πώς είναι ττολυ ψεύταρος. Ε κεί ττού σκότωνε τούς ελέφαν τες καί τούς λύκους, λιποθύ μησε από το φόιβο του. Αυτά τά μυρμήγκια πάλι μέ τά τό ξα, τί θέλουν άττό μάς; — Μή/ν κινηθή κανείς σας! διατάζει ό Ταμττόρ. Οί νάνοι αυτοί (ανήκουν στη φυλή των Μπαμττάϊ. "Αν πιστέψουν δτι είμαστε εχθροί τους, χαιθήκα με! Ή αίχίμή κάθε βέλους τους είναι ποτισμένη σ’ ένα
Τον άρπαξε μιά^ μέρα ένας ά γνωστος λευκός κυνηγός...
δραστικό καί θανατηφόρο δη λητήριο. Πρέπει νά προσπαθή σω νά τούς πείσω πώς είμα στε φίλοι τους. Σηκώνεται τότε επάνω καί κάνει μιά βαθειά υπόκλιση άγ γίζοντας μέ τά χέρια του,τη γή>. — Τάγκα, τάγκα!, τούς λέει, πού στη γλώσσα τής φυ λ,ής των Μπαμπάϊ, σημαίνει φίλος. Ένας από τούς νάνους, βαμμένος μέ κόκκινες καί κί τρινες μπογιές στο ξυρισμένο του κεφάλι, βγαίνει μπροστά από τούς άλλους. — Δέν σέ ξέρω, του λέει, πρώτη φορά σέ βλέπω στη ζούγκλα. — Μέ λένε Ταμπόρ, λέει τό 'Ελληνόπουλο κι5 έχω πολ λά χρόνια στη ζούγκλα. Μέ
24 γνωρίζουν πολλές φυλές. — (Καί οι ψιλοί ίσοι;; ρω τάει ό -νάνος. — Πες του πώς θά σηκω θώ και θά τον διαλύσω μέ μιά κεφαλιά, αγριεύει ό Μπουτάτα· — Οί φίλοι μου- -είναι κι5 αυτοί φίλοι· σας, του απαντά ει το Παιδί τής Ζούγκλας. Ό νάνος ,μένει για μερικές στ ιγμές σ ιωπηλός. — Δεν ξέρω άν εΐσαστε ψί λοι μου, λέει ίστό τέλος, και φίλοι τής ενδόξου· φυλής των Μπαμπάϊ. Θά πρέπει νά σάς δοκιμάσω πρώτα. — Τί νά δοκιμάσης βρε μυρμήγκι, κάνει ό Μπουτάτα. Νομίζεις πώς θά καθήσω εγώ γιά νά ιμέ δοκιμάσης έσύ; — Δεχόμαστε την πρότασί σου, μεγάλε καί ένδο-ξε αρ χηγέ τής φυλής τών Μπαμπάϊ του απαντάει ό Ταμπόρ. — Θά έλθετε μαζί1 μας, προτείνει τότε ό νάνος, νά φά τε τό φαγητό τής φιλίας. Τό (μέτωπο του Ταμπόρ ζα ρώνει ανήσυχα γιατί ξέρει α πό τί άποτελεΐται τό περίφη μο φαγητό τής φιλίας, τής φυ λής τών Μπαμπάϊ, αλλά δεν μπορεΐ ν3 άρνηθή. — Θά έρθουμε νά φάμε από τό φαγητό τής φιλίας, του απαντάει. Οί νάνοι τούς διατάζουν τό τε -νά μπουν στη μέση καί νά προχωρήσουν. Ό Τίπο - Τίπο ό παράξενος καί κωμικός Ίν δός συνέρχεται άπο τή λιπο θυμία καί ζαρώνει δίπλα στον ■Μπουτάτα. •— Θεούλη μου, τί θά μάς
Ο ΜΙΚΡΟΣ κάνουν; ρωτάει. — Μη, φοβάσαι, του σπαν τάει ό άράπης. Θά μάς πάνε στο χωριό τους νά μάς φιλο ξενήσουν. Είναι καλά ανθρω πάκια. ^— Τό βλέπω, κάνει τότε ό Τίπο - Τίπο πού πήρε θάρ ρος. Νά σου πώ όμως την ά λήθεια καί κακοί άνθρωποι νά ήταν, εμένα δεν θά μ3 έννοιαζε, θά μπορούσα νά τούς κα τσφιέρω όλους αυτούς πού βλέ πεις. ιΚάπστε, πού λες, βιρέθη κα αντιμέτωπος μέ δυο γίγαν τες. "Απλώσανε τά χέρια νά μέ πνίξουν μρ| εγώ πήρα -ένα σκοινί, τούς -έδεσα καί τού^ δυο, τούς έσυρα ώς τό ποτά μι καί τούς πέταξα μέσα. — Πώ, πώ, τί είσαι έσύ!, κάνει ό Μπαγιόκο πού τον πι στευει κι3 ανοίγει δυο σπίθα μες τό στόμα του- από την έκπληιξι. "Ο Μπουτάτα, όμως, πού δεν τά χάβει κάτι τέτοια, του λέει: — ιΠάψε, ηρώα! -Πετάς κά τι κοτσάνες πού δεν τρώγον ται. ·Π άψε γιατί θά φας καμμιά κεφαλιά πού θά σέ διά λυση. Έλα τώρα νά σέ πά ρω στην πλάτη μου γιά νά μή κουραστής στο δρόμο. Καί ο χαζός καί πονόψυχος άράπης σκύβει καί ό Τίπο Τίπο καβαλλάει στο σβέρκο του. —1 Μπά σέ καλό μου, λέει ό Μπουτάτα, δεν περίμενα^ πο τέ μου- πώς θά κουβαλήσω καί άνθρωπο μέ... φασκιωμένο κεφάλι. "Η πομπή τών νάνων πού
ΤΑΡΖΑΝ
25
έχουν στη μέσηι τούς ήρωές θά μάς σκοτώσουν! Γ ιά νά μας προχωρεί. “Ύστερα από τούς αποδείξουμε πώς είμα μιά ώρα πορεία, φτάνουν ατό στε φίλοι, πρέπει νά φάμε δ, τι θά μάς φέρουν. χωριά· τους πού βρίσκεται στη ρίζα ενός κωνικού βουνού1. ^— "Ε, λοιπόν; Κι’ είναι Ό αρχηγός, των νάνων βά λόγος ν5 ,άνηισυχήις, αυτός; 5Αν τί νά χαριής πού θά μάς ταΐζει τούς αιχμαλώτους του1 ν-ά καθόσουν σε ξύλινες πολύ» σουν, στενοχωριέσαι; θ(ρόνες καί δίνει διαταγή τά — Ζολάν, λέει· τό 'Ελληνό τε στους υπηκόους του νά τού πουλο,, τό φαγητό πού θά φέρουν τό φαγητό της φιλίας. μάς φέρουν δεν τρώγεται καί δεν πρόκεται νά τό ψάη. κα ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΟ νένας μας! ΔI ΛΗΜΜΑ — Γϊατί; .απορεί όλο καί πιο πολύ τό κορίτσι. ΦΥΛΗ των Μπαμπάζ εΐ — Γιατί άποτελεΐται από ναι δλη συγκεντρωμένη; ζωντανές χελώνες, ζωντανά βα γύρω από τούς αιχμα τράχια φίδια, σαθρές καί.... λώτους. — Μπαγ ιόικο!, λέει ό χα άρουραίους! ! Τό κορίτσι χλωμιάζει άπό ζοαράπης, /θά γεμίσουμε τό το,μα καί ένα ρίγος άνατριχί στομάχι^ ,μας έδώ πού ήρθα λας διατρέχει τη σπονδυλική με. Πολύ τυχεροί είμαστε. της στήλη, θέλει κάτι νά πή — Τί θά μας φέρουν νά φά μά δεν προλαβαίνει. Πέντε να με; ρωτάει ό Τίπο - Τίπο πού νοι πλησιάζουν προς τό ίμε ή κοιλιά του γουργουρίζει α ρος τους ικαί κρατάει ό καθέ πό την πεΐνα. -— “Ό,τι έπιθυμήιση, ή ψυ νας άπό ενα σκεπασμένο καλαθάικι καί άπό ένα μυτερό χούλα σου, του άποκρίΐνεται μικρό ξύλο πού χρησιμοποιεί ό Τσουλούφης. ται γιά πηροΰνι. Αφήνουν τό Μόνο ό Ταμπσρ είναι κα κάθε καλαθάκι μπροστά αδέ τσουφιασμένος καί αμίλητος, ναν αιχμάλωτο μέ τό πηροΰνι ενώ τό /βλέμμα του γυρνάει παντού λες καί ζητάει νά βριη μαζί), καί απομακρύνονται:. μέρος έλευθρρο γιά νά φυγή. Ό Μπουτάτα μέ τον Μπα — Τί ισού συμβαίνει; τον γιόκο καί τον Τίπο - Τίπο, ρωτάει ανήσυχη· ή Ζολάν. αρπάζουν αμέσως τά καλαθιά — Την έχουμε άσχημα, τής κια καί τά πηροΰνια. απαντάει ψιθυριστά τό Ελ — Βάζω στοίχημα πώς τό ληνόπουλο. δικό μου. φαγητό είναι ψητό ^— Μά, γιατί; Απορεί ή κο ζαρκάδι, λέει ό Μπουτάτα. πέλλα. — Τό δικό μου είναι φρού — Γιατί οί Μπαμπάϊ, άν τα!, λέει ό Μπαγιόκο. δεν φάμε τό φαγητό πού θά — Καί τό δικό μου... ρύ μάς δώσουν σε λίγο, θά μας ζι!, συνεχίζει μέ τή σειρά θεωρήσουν εχθρούς τους και του ό Τίπο - Τίπο.
Η
26 Ανοίγουν τότε τά καλαθά κια τους, ,μέ τό πηρουνι έτοι μο στο χέρι^ καί... ή οκη,νή πού ακολουθεί είναι από τις πιο κωμικές πού θά ιμπορέ σουν ποτέ νά υπάρξουν. Ό Μπουτάτα, χοορ ί ς καλά - καίλά νά δή τι περιέχει τό καλαθά κι του, καρφώνει τό πηρουνι -και... ένα τρομαγμένο «κουά» άκούγεται. Ό ιμεζές του άράπη ήταν ένας ζωντανός βά τραχος, πού τον κάρφωσε τό πηροΰνι του! — Μπά σε καλό σας, κά νει κατάπληκτος ό Μπουτά τα, βατράχι μου φέρατε νά φάω; Δεν τό ψήνατε τουλά χιστον; Ζωντανό θά τό κατε βάσω στο στομάχι >μου; Ό Μπαγιό'κο βλέπει τό πά θηιμά του και σπαρταράει στά γέλια. Προσπαθεί τώρα με τό ξύλινο πηροϋνι τού νά καρφώ
4Ο Μπουτάτα κουβαλάει στον ώμο του τον κωμικό Ινδό.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
5Από τον κρατήρα πετάγονται τεράστιες, απειλητικές φλόγες.
ση τό δικό του μεζέ, ,μά δεν καρφώνεται, είναι τόσο σκλη ρός. — Δεν είναι εντάξει, κάνει. Ό μεζές ιμου είναι όλο κόκκα λα. 'Απλώνει τότε τό χέρι νά πιάση τό μεζέ και μόλις τον βγάζει έξω, βλέπει πώς είναι μιά... ,χελώνα, ζωντανή! Τό ση ώρα προσπαθούσε νά τρυ πήση τό καύκαλό της! — Πώ, πώ! * κάνει, ό μάγερας έκανε λάθος! Τώρα είναι ή σειρά του Τί πο - Τίπο ν’ άνοιξη τό καλά θι του. Μέ τό αριστερό σηκώ ■νει τό καπάκι ένώ μέ τό δεξί κρατάει τό πηρουνι. Καθώς όμως σκύβει νά δή, μαρμαρώ νει από τον τρόμο του και... πέφτει κάτω ψιθυρίζοντας:
ΤΑΡΖΑΝ — "Ωχ, με φάγανε μπαμπέ σικα. Και κατόπιν χάνει τις αι σθήσεις του. >Γιατί, μέσα στο καλαθάκι του ηρωικού Τίιπο Τίττο ήταν ένα ζωντανό ψίδι! Ή Ζαλάν και ό Ταμπόρ·, δεν ανοίγουν τά διικά τους κα λαθάκια γιατί ξέρουν ττώς τό δικό τους φαγητό δεν θά δ καφΐέ;ρ*ηι από των φίλων τους. —ιΓιατί μάς τό κάνανε αυ τό; τον ρωτάει ή ξανθέιά κοπέλλα. Υπάρχει κανένας πού να μπόρεσε ποτέ του νά ψάη ψίδια ή βατράχια; — Υπάρχουν πολλοί, τής άπαντάε ι τό * Ελληνόπουλο. Πολλοί πού έπεσαν στα χέ ρια τής φυλά των Μπαμπάϊ προτίμησαν ν \· φδα/ε αυτά τά αηδιαστικά ζωντανά, για νά γλυτώσουν τά κεφάλια τους. "Οσοι από αυτούς τά έφαγαν,
Έ<νώ οι μαύροι τρεκλίζοι/ν,ό Τίπο - Τίπο τό βάζει στά πόδια..,
27
Σέρνει μια βάρκα στη θάλασσα καί μπαίνει μέσα.
σάψι καί διαμάντια. "Οσοι ό μως δεν μπόρεσαν νά τά φοονε, βρήκαν οίκτρό θάνατο... — ’Έ!, φωνάζει εκείνη τή στιγμή ό Μπουτάτα. Φωνά ξετε τό ,μάγερσ νά μου φέρη ένα ψητό μπούτι ζαρκαδιού. 5Αντί γιά τό μάγερα, όμως, παρουσιάζεταςό άρχηγός τή$ φυλής των νάνων. Τά μικρά του μάτια λάμπουν από θυμό1. — Γιατί δεν φάγατε τό φαγητό τής φιλίας; τούς ρω τάει. — Τής φιλίας ήτοον αυτό; τού λέει ό Μπουτάτα. Φαντά ζομαι τότε πώς θά εΐναι τό φαγητό τής εχιθρας! Ό Ταμπόρ προσπαθεί νά κερδίση. καιρό. — "Ενδοξε, αρχηγέ, του λέει, άφήστε μας γιά λίγο και θά φάμε τό ώραΐο κομ νόστι μο φαγητό σας.
28 — Δεν είσαι καλά ττού θά ψάω τα βατράχια!, κάνει ό Μπουτάτα. Αφού σου φαίνε ται νόστιμο και ωραίο, άφέν τη Ταμπόρ, γιατί δεν δοκιμά ζεις νά τό φάς εσύ; Ό φύλαρχος δεν έχει όμως σκοπό νά τους δώση καιρό. —ιΝά τό φάτε αμέσως, τώ ρα!, τούς διατάζει. Ό Τίπο - Τίπο ττού εχει συνέρθει, τά χρειάζεται. —- Ναι... πρέπει νά τό φά με, λέει. "Οσο ζμως βλέπει τό φίδι στο καλάθι νά σηκώνη τό κε ψιάλι τουι, τον πιάνει κρύος ί δρωτας. — Μπουτάτα, παρακαλάει τότε τον άράπη, αλλάζουμε φαγητό; Ό Μπουτάτα δεν προλαβαί νει νά του άπαντήση γιατί ό φύλαρχος φωνάζει δυνατά, α πομακρύνεται από κοντά τους καί οί πολεμιστές του τεντώ νουν τά τόξα ;μέ τά φαρμακε ρά βέλη τους. — Αίνωνία μας ή μνήμη-!, κάνει ό Τίπο - Τίπο καί ξα ναλιποθυμάει. Ό Ταμπόρ, -μάταια πασχί ζει νά βιρή έναν τρόπο πού θά τούς σώση. Δεν υπάρχει α πολύτως κανείς. πρέπει νά φάνε τά συχαμερά αυτά έρπετα, η νά πεθάνουν... ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Ν ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ είναι φοβισμένοι, ό Τίπο -Τί πο, ό κωμικός Ινδός, παραεΐναι. — Στάσου, σαχίμπ!, φω
Ο ΜΙΚΡΟΣ νάζει. Θά φάω καί τό φ>ίβπκαι τή χελώνα καί τό βατράχι! Θ’ λ αρχίσω από τό βατρσχι πρώτα! — Θά φάς τό φίδι!, επι μένει ό φύλαρχος. —«Κι* άν... ,μέ φάη έκεΐνο; λέει καί εΐναι έτοιμος νά λι ποθυμήση γιά μιά άκόμη^φο ρά, βλέποντας τό φίδι, μέσα από τό καλαθάκι νά κουνάη πέρα δώθε τό κεφάλι του. — ^ Ωραία!, κάνει ό φύλαρ χος των νάνων. Αφού δεν κα ταδεχτήκατε νά φάτε τό φα γητό τής φιλίας, θά πή πώς εϊσαστε εχθροί μου. Γυρνάει τότε προς τούς πο λεμιστές του *γιά νά τούς δω ση διαταγή νά άφήσουν έλεύ θερα τά βέλη από τά τεντω μένα τόξα γιά νά τρυπηισουν τά κορμιά των αιχμαλώτων του. Μάταια τό θρυλικό παιδί αγωνίζεται νά βρή έναν τρό πο πού νά τούς σώιση. Γυρ νάει απελπισμένο τό βλέμμα του τηρός τό μέρος της Ζολάν δταν... όταν συιμ'βαίνει κάτι τό απροσδόκητο πού άνατρέ πει την κατάστασι. "Ενα βου ητό άκούγεται πού λες καί βγαίνει από τά βάθη- τής^ γήις κύ υστέρα, τό έδαφος άρχί'· ζει νά χορεύη. Οί νάνοι, πού ήταν έτοιμοι νά άφήσουν τά βέλη, μένουν γιά μιά στιγμή μαρμαρωμένοι κι* ύστερα τό βάζουν στά πόδια, φωνάζοντας έξαλλα ά πό τό φόβο τους. — Τό πνεύμα του^ κακού! Τό πνεύμα τού κακού! — Σεισμός!, λέει μέ τή
ΤΑΡΖΑΝ σειρά του ό Ταιμττόρ! 'ΕΤνοοι χαρούμενος γιατί, μέ την απροσδόκητη εττέιμβοοσι τού σεισμού, στην τπό κρί σιμη στιγμή,, γλύτωσαν τη ζωή, τους. — Σεισμός!, κάνει ό Τίπο - Τίττο πού από τό κούνη, ιμα τής γης γέρνει πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τό ίδιο τραμπαλίζεται ό Μπουτάτα μέ τον Μπαγιόκο. — Μπά σε καλό1 ι^ιας!,^πό τε ήπιαμε κρασί και μιεθύσα με; βρίσκει- τό κουράγιο νά άστειευβή; ό άράπης. ^— Σεισμός!, επαναλαμ βάνει ό ...άνδρεΐος Τίττο- Τί·πο. Θεούλη μου, κι* ακόμη κά θομαι καί δεν φεύγω; Χωρίς λοιπόν νά σκεφβή τούς συντρόφους του, ό κωμι κός καί φοβητσιάρης Ίινδός, τό βάζει στά πόδια, πριν προ λάβουν οί άλλοι νά τον έμπο δύσουν καί χάνεται ανάμεσα στην πυκνή βλάστη,σι τής ζούγκλας. Δυο λεπτά αργότερα, ένα καινούργιο μουγρητό άντηχεΤ καί,^άτό τήν κορυφή τού κον τινού βουνού πετάγεται μιά τεράστια φλόγα πού υψώνεται ως τον ουρανό-! — Ηφαίστειο!, λέει ό Τα μπόρ. Πάμε νά φύγουμε παι διά, πρίιν^ κατρακυλήση ή λά βα καί μάς κάψη! ^ Παίρνει τη Ζολάν από τό χειρ καί^ ετοιμάζεται νά τρ έ ξη, φωνάζοντας καί στούς χα ζούς άράπηδες νά κάνουν τό Τδισ, μά-, μέ τό πρώτο βήμα, σταματάει. Δυο μέτρα μπρο στά τους, ανοίγεται ξαφνικά
29 μιά βαθειά τάφρος αητό την ό ποια ξειπηόαύν καπνοί! Κι5 ϋ στείρα άνοιγει κι3 άλλη τά φρος δεξιά, κι5 άλλη· άριστερά, ενώ τό έδαφος τρέμε^ι καί τούς εμποδίζει νά σταθούν όρ θιοι. Σέ μιά στιγμή, μάλιστα, ή Ζολάν πέστει καί χτυπάει ά σχημα στο κεφάλι. Ό Ταμπόρ τήν αρπάζει καί πηδάει την τάφρο, ανάμεσα από τούς καπνούς. — Μπουτάτα!, ελάτε πί σω μ,ου φωνάζει. Προσέξτε ό μως μην πέσετε μέσα στον λάκκο. — Δεν βλέπω αφέντη! Βράζει τό χώμα!, λέει ό χα ζοαράπης. Ό ήλιος ισκοτεινιάζει άπό τούς καπνούς καί μόνο ή λά βα πού ξερνάει συνέχεια τό ηφαίστειο, δισκρίίνεται σαν μιά πύρινη γλώσσα, πού κα τρακύλάει στις πλαγιές καί πλησιάζει τό χωριό των Μπα μπάϊ, όπου έχουν άπακλειστή οί ήρωές μας. Βαδίζουν τώρα καί οί τέσ σερις στά τυφλά, χωρίς νά ξέρουν πού βαδίζουν καί τί θ’ ανταμώσουν μπροστά τους. Μπορεί άπό στιγμή σέ στι γμή νά πέσουν ατό βάραβρο καμμιάς τάφρου καί νά βρσύν οίκτρό θάνατο άπό τά αέρια καί τη μεγάλη θερμότητα πού επικρατεί εκεί /μέσα. Είναι τόσο δύσκολη ή θέσις τους πού ούτε ό Μπουτάτα, δεν έχει όρειξι νά πή τά... πε ρίφημα άστεΐα του. "Έχει πιά σει τον Μπαγιόκο άπό τό χέ ρι καί βαδίζουν σκουντου
30 φλώντας, ττότε όρθιοι και ττό» τε με τά τέσσερα, πίσω από τον Ταμπήρ πού τούς φωνάζει κάθε τόσο για νά μην τον χά σουν. Ξαφνικά, μιά καινούργια έκ ρη,ξι δονεί τήιν ατμόσφαιρα σά να έσκασαν πολλές άτοιμι κές βόμβες ιμαζί. Τό βουνό τι νάζεται στον1 Ιμεροι, πέτρες και χώματα, μαζί με καφτή λάβα έκσφείνδανίζονται πολ λά χιλιόμετρα μακρυά και ό λη ή γύρω περιοχή μεταβάλ λεται σέ άληιθινή κόλασι. Ό Ταμπόρ, ιμέ τή Ζολάν στην αγκαλιά του, πέφτει κά τω και επάνω του σκοντά φτουν οι δυο άράπηβες. νΩσπου νά σηκωθούν, χώματα και πέτρες σωριάζοντας ιμέ όρ μή πάνω τους και τούς σκε πάζουν και όλο τούς σκευά ζουν. ..
Κρατάει οπήν άγκαλιά του το άναίσθητο κορίτσι^ και προσπα θεί νά φύγη.
Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΦΟΒΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΕ ΚΑΛΟ!...
Α ΠΟΔΙΑ του Τίπο Τίπο, τού κωμικού και φοβητσιάρη Ινδού, χτυ πουν στην πλάτη του. Τρέμει κι5 όλο τρέχει και σέ κάθε δευτερόλεπτο πού περνάει α πομακρύνεται όλο καί πιο πο λύ από τόιν τόπο τής κολάσε ως. Ούτε ξέρει τϊ έγιναν οι σύντροφοί-1 του. Καθώς όμως βλέπει τό βουνό νά διαλύεται καί νά σκρρπίζη όλόγυιρα, κα ταλαβαίνει πώς θά βρήκαν οίκ τρό θάνατο κάτω από τις πέ τρες, τά χώματα καί την πύ ρινη, λάβα. —- Τυχερός ήμουνα!, μουρ μουιρίζει κάθε τόσο. Νά πού ό φόβος μοΰ βγήκε σέ καλό. Τί πο - Τίπο, είσαι πολύ έξυπνος κι5 άς σέ νομίζουν οι άλλοι χαζό. Τί κατάλαβαν λοιπόν έκεΐνοι οί ανδρείοι πού έμει ναν πίσω; Αιώνια τους ή μνή μη! Μπράβο Τίπο - Τίπο. Τρέξε ακόμη πιο γρήγορα μή σου έρθη καμμιά πέτρα στο κεφάλι. Πιο γρήγορα ακόμη! Καί τρέχει, τρέχει, περνά ει ζούγκλες, διασχίζει έρηΐμοο μέρη κι* όλο τρέχει, ώσπου καμμιά φορά, πέφτει λιπόθυΐχος άπό τό πολύ τρέξιμο! 'Ότοα/ ξυπνάη, τρώει μερι κούς καρπούς πού κρέμονται άπό ένα δέντρο, πίνει νερό κύ αρχίζει πάλι τό τρέξιμο. Θά έλεγε κανείς πώς τά πόδια αυτού τού άδύνατου Ινδού έ χουν φτερά. Συλλογίζεται τά άγρια θηρία τής ζούγκλας καί ό φόβος τού δίνει δύναμι νά τιρέχη.
Τ
ΎΑΡ1ΑΗ Οταν νυχτώνη, κουρνιάζει Τζουνω ο" ένα δέντρο μά από το φόβο του δεν κατορθώνει νά κλείση μάτι. Τό πρωί, βλέ ττεΐ' πώς βρίσκεται κοντά σ’ ονα. μεγάλο ποτάμι καί πώς στο ποτάμι αυτό ύπάρχουν Ρε ρ ιικά έγκαταλελει μμένα μο νόξυλα. ^ Τίπο - Τίίπο κατεβαίνει από τό δέντρο, φθάνει στην άχβηι του ποταμού, ^ μπαίνει σ’ ένα μονόξυλο και άφηνει νά τον παρασύρη ^ τό δυνατό ρεύμα του ποταμού. Στις όχθες του·, πολλές φο ρές, ό κωμικός Ινδός βλέπει μερ ιικούς κροκόδε ιλους καί... τόν πάει πέντε - πέντε! Λι ποθυμάει τότε άπο τό φόβο του καί έτσι ...αποφεύγει τόν κίνδυνο. Όλόκληρη την ημέρα τα ξιδεύει στο μονόξυλο ό ΤίποΤίπο καί ολόκληρο τό βράδυ. Ευτυχώς πού έχει πάρει μαζί του μερικά φρούτα γιά νά χορ ταίνη. την πείνα του κι’ ευτυ χώς πού τό ποτάμι κυλάει ό μαλά καί δεν έχει καταρρά κτες. "Έτσι, τό άλλο πρωΐ, άντιτρύζει μπροστά του την απέραντη θάλασσα! Στις εκβολές τού ποταιμου, υπάρχουν μερικές ψαρόβαρκες. Σέ μιά άπό^αύτές ό Τίπο -Τίπο βρίσκει ένα βαρελάκι μέ νερό καί άρκετά τρόφιμα. — Θά ιμπώ μέσα σ’ αυτή τη βάρκα, σκέφτεται, καί θά φθάσω στην πατρίδα μου! ιΚαί, χωρίς δισταγμό, ,μιπαί· νει στην ξένη βάρκα καί τρα βάει κουπί. Σέ λίγο ξανανοί
γεται στον ήρεμο ώκεανό...
31
Ταξιδεύει καβάλλα σ’ έναν πε λώριο έλέφαντα.
Μιά παροιμία λέει πώς ή τύχη βοηθάει τούς τολμηρούς. Στην περίπτωσι του Τίπο^ Τίπο μπορούμε νά πούμε πώς ή τύχη βοηθάει καί τούς... χα ζούς! Γ ιατίι, ,μόνο ένας χαζός θά έμπαινε σέ μιά βάΡκα γιά νά τόν πάη από την Αφρική στις Ινδίες! ΚΓ όμως ό Τίίπο - Τίπο, τά κατάφερε. Τρία μερόνυχτα τά κύματα άνεβακατέβαοζαν τό κα ρυδότσουφλό του. Πολλές φο ρές ή βάρικα κινδύνεψε νά άναποδογυριστήν Δέν μ}παρού με νά πούμε πώς ό ήρωάς υαο πάλεψε σαν θαλασσόλυκυς. Όχι·, γιατί από τόν φόβο του, τόν περισσότερο καιρό ήταν λιποθυμισιμένος. Τόν βοήθησε ρμως ή τύχη κι’ έτσι, τό πρω ϊνό τής τετάοτης ήιμέρας ^ή βάρκα άραξε σέ μ ιά άκτή των Ινδιών.
12 Ό Τίπο- Τίπο, πού δεν έ χει ιδέα από γεωγραφ ία,. ού τε κατάλαβε σε ποιο «μέιρος βγήικε. ’Άφηρ-ε τη βάρκα και άρχισε πάλι τον ποδαρόδιρο μο ανάμεσα στην πυκνή ζούγ κλα. Μά, στάθηκε πάλι τυχερός. Καθώς έμπαινε σε ένα ξέφω το, βρέθηκε μπροστά σ’^έναν μαύρο Λύκο. Τίό νά βρειθής βέ 6αια μπροστά σ3 έναν λύκο, στη μέση, τής ζούγκλας, καί νά φοβάσαι όπως ό ήρωάς μας, δεν ,μπορεί κανείς νά τό πή τύχη/. ιΚι3 όμως, ή συνάντηισι αυτή του κωμικού καί φοβητσιάρη ήρωά μας με τό λύκο, (στάθηκε αφορμή νά φθά ση μ ια ώρα γρηγορότερα καί άσφαλ ισμένος από κάθε κ,ίνδυ νο, στον προορισμό του. Βλέποντας τό λύκο, έμει νε μορμορωμένος σαν μια στη λ η άλατος! Δεν β ρήκε τή δύ ναμι ούτε νά λιποθυμήιση! — Θε... θε... θεούλη μου, ψιθύρισε μονάχα, αί... αι...ώ νια ή μνήμη τού Τίπο - ΤίποΙ Τό άγριο καί αίμοβόρο θη ρίιο (βλέποντας τό^ θύμα του σε άπόστασι πενήντα βημά των περίπου, ετοιμάστηκε νά όρμήση εναντίον του. —- ^Βοήθεια!, φώναξε τό τε μ3 δλη του τή δύναμι ό Τί πο » Τίπο. Βοήθεια! Ή φωνή του, λες καί εξα γρίωσε περισσότερο τό λύκο. Τά μάτια του άστραψαν ά γρια, άνοιιξε τό στόμα του μέ τα κοφτερά καιί μακρυά του δόντια καί ώρμησε ακάθεκτος. Ό Τίπο - Τίπο βρήκε το
Ο ΜΙΚΡΟΙ κουράγιο ν3 άρπαχτή από τό κλαδιϊ ενός δέντρου, νά κουρνιάση επάνω· σ3 αυτό·, νά φωνάξη- γι3 άλλη 'μιά φορά βοήθεια καί... νά λιποθύμήση,. Ποιος θά μπορούσε ν3 άκου ^η τον Τίπο - Τίπο ^μέσα^σ3 αυτή την ερημιά τής ζούγ κλας; Κι3 όμως, κάποιος βρε θηκε ν3 άκούσηι τή φωνή του καί νά τή γνωρίση. Κι3 αυτός ό κάποιος δεν ήταν άνθρω πος άλλα ένας άσπρος έλέφαντας πού έτυχε νά βοσκη σ ένα διπλανό ξέφωτο. Ό ελέφαντας αυτός είχε μεγάλες -φιλίες (μέ τον ΤίποΤίττο καί πολλές φορές τό κω μιικό παιδί καί 6 καινούργιος ήρωάς μας, ό Σ άντρο, ζητούν τή βοήθεια του καί ανεβαί νουν στην πλάτη του για νά διανύσουν μεγόίλες αποστά σεις. Έτσι, .όταν ό ελέφαντας α κούει τή φωνή του παιδιού, αφήνει τή βοσκη καί τρέχει κοντά του. Φθάνοντας στο ξέψιοοτο όπου βρίσκεται ό Τίπο -Τίπο μέ τόν λύκο, βλέπει τό μαύρο θηρίο νά έχη στηρίξει τά μπροστινά πόδια του στον κορμό ένό|ς δέντρου καί νά κυττάζη ψηλά. Ό έξυπνος ελέφαντας δια κρίινει τό ακίνητο σώμα τού παιδιού ανάμεσα στά κλαδιά τού δέντρου καί καταλαβαίνει πώς κινδυνεύει από τό λύκο. 3Αφωσιωμένο καθώς είναι τό αίμοβόρο θηρίο μέ τό νά κυτ ταζη τή λεία του, δέν βλέπει τόν ελέφαντα που τον ζυγώ νει. "Έτσι, ό τελευταίος, ά-
ΤΑΡΖΑΜ
33
πλώνει τή ,μοαφυά προβοσκί δα ταυ καί αρπάζει το λύκο άπό τή μέση. Ακολουθεί τότε μια ατό τίς^ τγ ιό ^ άπίστευτες σκηνές πού σπάνια μπορεί νά τις συ ναντήσης στη ζούγκλα. Ή προβοσκίδα σηκώνεται ψηλά μέ τον αιχμάλωτο λύκο πού τινάζει μάταια τά ττόδισ ταυ για νά ξεφύγη, κι* ύστερα κα τεβαίνει μέ ορμή, άκαυμπώντας σχεδόν ιστή γη;. Αυτό γί νέτοι· πολλές . φορές καί ό λύ κσς ττού χτυπάει στη γή, από τό δεύτερο ικιόΐλας χτύπημα είναι νέφος... Ό Τίπο - Τύπο, άνοιξε κά ποια φορά τά μάτια του. Θυ μήθηκε τότε τι τού συνέβαινε έρριξε ένα άλειμμα προς τό έ δαφος καί... είδε τό λύκο νε κρό καί ένοον άσπρο ελέφαντα κάτω άπο τό δέντρο! Τ Ξ
— Γκόγιο!, ούρλιαζε άπό τή χαιρά του ό ήρωάς μας. Ό έλέφιαντας τον γνώρισε και τεντώνοντας τή μιακρυά προβοσκίδα του τον ανέβασε σιήν πλάτη του. — Εμπρός, Γκόγιο ί,^έκα νε ό Τίπο - Τίπον Πήγαινε με στον Σ άντρο, Γικόγιο ! Ό ελέφαντας ξεκίνησε υ πάκουα, κουβαλώντας στήν πλάτη: του τό παιδί πού ή τύ χη τό βοήθησε νά γυρίστ] στήν πατρίδα του, ύστερα ά πό ένα μεγάλο ταξίδι όπου γνοοιριισε άπίιθανες καί τρομα κτιικές περιπέτειες. Μά, οί περιπέτειες γιά τον ...ανδρείο Τίπο - Τίπο, δεν τε λείωισαν... "Από τό επόμενο τεύχος θά τον θαυμάσουμε σε κ α ιινο όργιες περ ιπέτε ιε ς μαζί μέ τον θρυλικό αφέντη του, τον Σ άντρο! Ο Σ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ
Άττοκλειστικότης:
Γεν. Έκδοτο
ί Επιχειρήσεις
Ο. Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΠΑΟΥΝΤΑΙ 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13) 14) 15)
ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΑΕΚΚΑ 22, (ύπόγειον)
Ό άόρατος ^γίγαντας λ 'Η κρύπτη τόφ θησαυρών Τό μυστικό τού μάγου Τό μαύρο διαμάντι 'Ο χορός τής φωτιάς 'Η βασίλισσα τού Ταμ-Τάμ Τό τέρας των ουρανών 'Ο χρυσός έλέφαντας Τό άνθρωποφάγο δέντρα ιΜονομαχία δεινοσαύρων Τό στοιχειό τής λίμνης *Η Φ·υλη τών Φιδανθρώπων Τό κόκκινο χαλάζ^ι 'Η άρχόντισσα τών τιρελλών Ό φτερωτός κροκόδειλος
16) 17) 18) 19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31)
Τό ναρκωμένο μαμμούθ Μονομαχία ιαιέχρι θανάτου Ό λυσσασμένος ρινόκερως Στα νύχια τού Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φΊλτιρρ τής ικακίας 'Η γοργόνα τής λίίμνης 'Ο δαίμονας τρς συμφοράς 'Ο θάνατος τιού Ταρζάν Τό φάντασμα τής ζούγκλας Ό μαύρος όλεθρος 'Η Τσίτσ θριαμβεύει Τό μυστικό τού Μπουτάτα 'Η κολασμένη Κοιλάδα Χαταρού Ό δρικος τού Ταμπόρ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΥΚΛΟΦΟΡΕ 1
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 4ος—*Αρ. 32—Αρ. 2 Δημοσιογραφικός Α) ντής: Σ. 'Ανεμοβουιράς, Στ,ρ. (Πλαστήσα 22 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Λ) ντής Γ. Γίεωργ ιώδης, 'Σφίγγός 3(8. Προϊστ. τυπαγρ.: Α. Χοοτζη βασιλείου, Τσταούλων 1 9 'Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕιΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιώδην, Αέικικα 22, "Αθήνα ι.
Στο επόμενο τεύχος* τό 33* ό «ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ»
ΪΙ
ΤΕΛΕΙΟΙ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟΣ δημοσιεύει την καταπληκτική καί ασύγκριτη του, που εχει τον τίτλο:
περιπέτεια
ΣΑΝΤΡΟ ΤΟ Π ΑIΔI ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ "Από τό τεύχος αυτό., οί χιλιάδες Αναγνώστες τού «ΜΙ ΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» θά γνωρίσουν τον καινούργιο^ ήρωά μας, τον ΣΑΝΤΡΟ* τό θρυλικό παιδί τής Ινδικής ζούγκλας που, μαζί με τον ...ανδρείο καί... ανίκητο ΤΙ Π Ο - ΤΙΠΟ. θά σάς χαρίσουν καινούργιες καί άφθαστες συγκινήσεις. Θά χάση πολλά όποιος δεν παρακολούθηση τη νέα αυτή έξόρμησι τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ», όπου ή μία πε ριπέτεια συναγωνίζεται τήν άλλη* σέ δράσι* σέ αγωνία, σέ ηρωισμούς, σέ δραματικά καί κωμικά έπεισόδια. Ζούγκλες, άγρια θηρία, μαχαραγιάδες, δολοπλοκίες, φακίρηδες, καί τόσα άλλα Ακόμη* θά παρελάσουν στις σελίδες τού «ΜιΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ».- ,μέ έπικεφαλής τον καινούργιο καί θρυ λικό ήρωά μας τον
ΣΑΝΤΡΟ καί τον αχώριστο καί παλληκαρά κωμικό σύντροφό του τον
ΤΙΠΟ-ΤΙΠΟ
ΠΟΛΕΜΟΙ: ΠΑΑΝΗΤΡίΥ ΕΡΓΟ ΤΕΡΑ...
ο εΚθρόχ, πβρεαοθπ.Μβχ. εχεζαι της γης
.
τ/ εη~
ΜΗ*
£/ΜΑΣΤΕ £ ΤΟΙΜΟί/^ ΕΧ/ΕΓ£ ™ΖΕ ΖΕΕ//,ΟΥΣ^ΠΡΕΠΕΙ ΓΗ ί
λτταν.'
λ
~
ΖΓ&-
/ΊΒΤΕ ΣΤΗ ΣΛ-
ΚΟΜΙΖΕΙ ΠΕΣ ΤΟΜ ΠΕ/ΡΗΣ9 / ΜΗ, £££/ ΗΜΟγΕΤΣΙ ΛΕΝ ΕΙΝΑΙ;
ΒΕ~
τε/Ιοζ:
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΣΑΝΤΡΟ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ
πώς θίά τον διασκεδάσου όσο μπορώ πιο πολύ. Δυο λεπτά σάς παρακαλώ νά ετοιμάσω ΥΡΙΕΣ καί κύριοι τά πράγματά μου και ή πακαλησπέρα σας. ΕΤ ράστασι αρχίζει. ιμ·αι ό Μπαχοϋβάρα, ό Ό μαχαραγιάς τής 5Αλμό κ αίλύτερος ταχυδακτυλουργός ρα, ντυμένος στη χρυσοκεντη,του κόσμου. Τα θαυματουρ μένη στολή του, χειροκρότησε γά μου χέρια θά σάς παρου τον ταχυδακτυλουργό καί τον σιάσουν απόψε τις (μεγαλύτε μιμήίθηικαν όλοι οι καλεσμένοι ρες εκπλήξεις τής ζωής σας. του. Πριν αρχίσω την παράστασί — Πώς είπε πώς τον λέ μου, θά ήθελα νά ευχαριστή νε; ρώτησε ό 'Άγγίλος (*) α σω για μια φΌιρά ακόμη το στυνομικός διοικητής τής ,μεγάλο μαχαραγιά τής 3Αλμόρα πού ιμέ δέχτηκε στο πα (*) Ή Ιστορία μας έκτυλίσσελ άτι του. Του υπόσχομαι, ό ται τήν εποχή που οί Ινδίες ή σαν πως υπόσχομαι ικαί σέ όλους άιποιικία τών "Άγγλων, δηλαδή πριν τούς άλλους καλεσμένους του, άπιό τον τελευταίο πόλεμο.
Κ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
*Αλ|μορα, ένας χοντρός τύττος μέ γυαλιά μυωπίας. — Μπαχαβάρα, του άπάντησε ό μαχαραγιάς, — Μπαχαβάρα; Τι άστεΐο όνομα! — Λοιπόν, κυρίες και κύ ριοι, αρχίζω. , "Ολα τα μάτια στράφηκαν προς τον ταχυδακτυλουργό μέ περιέργεια. Τον είδαν νά βγά ζη ένα μαύρο καπέλλο από τή βαλίτσα του καί νά τούς τό δείχνηι. — Τό βλέπετε, κύριοί1; Εί ναι ένα συνηθισμένο καπέλλο. "Εχει τίποτε ιμέσα; Τίποτε, ά πολύτως! "Ας ψάξω όμως κι5 εγώ στο βάθος του νά δώ. Τί ποτέ, είπατε; Μά, γιατί λέτε ψέματα; Έ6ώ -μέσα βρήκα τό σα καί τόσα πράγματα εγώ. Θέλετε νά σάς τά δείξω; Όρΐστε: "Εχωσε τό χέρι του μέσα στο καπέλλο καί·, σε λίγο, τό έβγαλε κρατώντας από τ3 ου τιά ένα λευκό κουνέλι! "Υ στερα έβγαλε ένα λαγό, ύ στερα1 ένα άλλο λαγό, ύστερα ένα σκύλο, κατόπιν ένα άρνά κι ικαί... έπειτα από τό αρνά κι μιά κατσίκα! ’Απόθεΐσε ό λα αυτά τά ζώα κοντά του -καί στράφηκε προς τό ίμερος των κατάπληκτων θεατών: — Είδατε, κυρίες καί κύ ριοι, πόσα ζώα χωρούν μέσα σ' ένα καπέλλο; Ό χοντρός αστυνόμος είχε γουρλώσει τά μάτια του πίσω από τά γυαλιά, από την έκ πληξη καί τό στόμα του είχε ανοίξει μιά σπιθορή,. Κύτταζε τό κοπάδι τών ζώων πού
Ο ΜΙΚΡΟΣ
είχε βγή ιάπό τό βάθος τού καπέλλο ο καί αναρωτιόταν άν ήταν ζωντανά ή όχι. -αψνικά, όμως, τά ζώα έγιναν άφαντα, ύστερα ίάπό ένα νεύμα τού τα χυδακ τ υλουργο ύ. >ΓΊ αρατεταμένα χε ιροκροτή ματα καί επιφωνήματα θαυ μασμού γέμισαν τότε την α πέθαντη σάλλα τού παλατιού τού μαχαραγιά. Ό Μπαχαβά ρα ήταν πραγματικά ύπεροχος! — Καί τώρα, κυρίες καί κύριοι, συνέχισε ό διάσημος ταχυδακτυλουργός, θά παρα καλέσω την ικόρη. τού μεγάλου μας μαχαραγιά, νά πλησιάση κοντά μου. Μιά μελαχρσινή καί πολύ ωραία κοπέλλα, σηκώθηκε α πό τ ή θέΙσι της καί πλησίασε κοντά στον Μπαχαβάρα, χα μογελώντας. Είχε μαύρα μαλ λιά καί τά μάτια της έλαμ παν από εξυπνάδα. —Οώς σέ λένε; τή ρωτάει ο ταχυδακτυλουργός. — Λεϊλά. — Λεϊλά θά πή στη γλώσ σα μας, τύχη. .Είσαι πολύ τυ χερή απόψε νά δής τά θαύμα τα τού Μπαχαβάρα. Λεϊλά, φέρε μου σέ παρακαλώ τό .μπαστούνι πού κρατάει ό πα τέρας σου. Ή κοπέλλα πήρε τό μπα στούνι πού τής πρότεινε ό πα τέρας της καί τό έδωσε στον Μπαχαβάρα. ^Ηταν ένα λε πτό μπαστούνι από καλάμι μπαμπού, πού τή λαβή του την άποτελούΐσε τό σκαλισμέ νο κεφάλι ενός φιδιού. —Λεϊλά, άρχισε ό Μπαχα
βάρα, πήγαινε στη θέσι σου τώρα. Κυρίες ικ«οοί κύριοι, έτοι μαστήτε ν’ απολαύσετε το δεύ τερο θαύμα... 1—"Έχε ι γούστο νά βγάλη /μέσα από τό μπαστούνι κορμιά .. .ιάγελάδα!, έκανε ό χοντρός αστυνόμος. Ό Μπαχαβάρα έρριξε τό μπαστούνι /μέσα στην ανοι χτής του βαλίτσα, χτύπησε τρεΐς φορές τά χέρια του καί ...το μπαστούνι βγήίκε μόνο του καί στάθηκε στον αέρα! Την αμέσως επόμενη ^στιγμή, οι κατάπληκτοι θεατές είδαν το ιμπαστούνι νιά χάνεται, νά γίνεται αόρατο, ύστερα να παίρνη πάλι τό σχήμα του καί νά πέφίτη, στην βαλίτσα! Αυτή τη φορά τά χειροκρο τήματα ήσαν πιο παρατεταμένα καί ζωηρά. Ό ιμαχαρ α γίας τής "Αλμόρα σηκώθηκε από τη θέσι του καί πληγιά ζοντας τον Μπαχαβάρα τού έσφίιξε τό χέρι για νά τον
συγχαρή. — Τό μπαστούνι σας, τού είπε ό ταχυδακτυλουργός καί βγάζοντας το από τη βαλί τσα, ςΤού τό έδωσε. Ό μαχα ραγιάς ξανακάθησε στη θέσι του καί ή παράστασι συνεχί στηκε ιμέ καταπληίκτ ικώτερα νούμερα τώρα. Οί θεατές καί πρώτος; απ’ δλους ό /μαχαρα γιάς, δεν ήξεραν ιμέ ποιόν τρο πο νά έκφράσουν τό θαυμα σμό τους. Κι" όταν ή παράστασις τελείωσε καί ό Μπα χαβάρα έκλεισε τη βαλίτσα του έτοιμος νά φύγη, ό μαχα ραγιάς τού πράσφερε σάν δώ
ρο ένα ώραΐο καί πανάκριβο διαμάντι. — Πώς σάς φάνηκε, λοι πόν, ό ταχυδακτυλουργός μας; ρώτησε τον αστυνόμο, μόλις έφυγε ό Μπαχαβάρα. — "Ό, ήταν περίφημος!, έκανε ό χοντρός αστυνόμος. Φαντασθήτε ότι... ότι... ιμά... τί πάθατε υψηλότατε; Ό μαχαραγιάς έφερε τό χε ρι του στό; μέτωπό του καί τά /μάτια του θόλωσαν. Τό σα γόνι του άρχισε νά τρέμη καί τό μέτωπό του γέμισε θρόμ βους παγωμένου ιδρώτα. Ό-ά στυνόμος άπλωσε τό χέρι του νά τιαν πιάση γιατί τρέκλιζε σαν μεθυσμένος, ιμά δέν πρό λαβε. Τον είδε νά σωριάζεται μονοκόμματος στό πάτωμα καί νά μένη^ ακίνητος. —Πατέρα!, αντήχησε τό τε ιμιά σπαραχτική κραυγής ^Τίταν ή φωνή τής κόρης τού μαχαραγιά, τής όμορφης Αεϊλά, που έσκυβε πάνω στον πε σμένο καί ακίνητο πατέρα της· , _ — Πατέρα!, τού ςαναφωναξε. Ό μαχαραγιάς δέν τής α πάντησε, ούτε θά τής απαν τούσε ποτέ πιά, όσο καί νά τού φώναζε. Γιατί ήταν νε κρός ! ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ
ΙΝΑΙ /μεσημέρι περίπου όταν ένα ιβροχνό καί πα ράξενο ουρλιαχτό άντηχή ιμέσα στη ιζούγκλα. Θάλεγε κανείς πώς είναι ουρλια χτό βρυκόλακα, πού ή ηχώ
Ε
6 >
>
τον τό κάνει πιο άνατριχιαστι^ κό, καθώς απλώνεται πάνω ά-||| πό την πυικνη την άδιαίπέρα- «"■ΐ-η4 στη σχεδόν βλάστηισι τής Ιν δικής ζούγκλας και ταξιδεύει πολλά χιλιόμετρα μακιρυά. "Αν το άκουγε ξαφνικά έ νας άνθρωπος αυτό τό ούρλια χτό, /μπορεί νά πάθαινε και συγκοπή από τό φόβο τον. Κι'5 όμως, ύπάιρχει ένας άνθρω πας πού κατοικεί ιμέσα στή ζούγκλα και πού όχι μόνον δε φοβάται, μά πού περιμένει ν5 ιάκούση αυτό τό ουρλια χτό. Είναι ό Σάντρο, τό παι δί των λύκων. * Α ώ Ή Ιστορία του Σάντρο άρ χίζει ένα βράδυ, πριν δεκαε Τό αεροπλάνο πέφτει χτυπημένο φτά χρόνια περίπου... από τόν κεραυνό στην άγρια ζούγκλα. ^ Έκεΐνο τό βράδυ, ενα Αγ γλικό αεροπλάνο πετούσε πά νω από τή σκοτεινή καί μυστηίριώβη ζούγκλα, με κατεύθυνσι προς τή Σιγκαπούρη. Βρισκόταν στήν περιοχή της επαρχίας Σολαπούρ, όταν ξεσπάσε μιά τρομερή καταιγί*δα. Αστραπές αύλάκωναν συ νέχεια τόν ουρανό καί οί κε ραυνοί χτυπούσαν άδυσώπητα τά ψηλότερα δέντρα τής ζούγκλας. "Ενας από αυτούς τούς κεραυνούς χτύπησε καί τό Αγγλικό αεροπλάνο. Τό δεξιό φτερό του ξεκόλλ,η σε κι5 άρχισε νά στροβιλίζε ται σάν πυροτέχνημα στον α έρα, ώσπου έπεσε μέ^ πάτα γο πάνω στή γή. Τήν ίδια τύχη είχε σε λίγο καί τό σκά φος, πού έπεσε μέ τή μύτη), ενώ τεράστιες φλόγες ξεπηδούσοον από τά σπλάχνα του. 40 μαχαραγιάς προσφέρει^ στον Δεκαεφτά επιβάτες είχε δΜπαχαβάρα 8να διαμάντι.
ΤΑΡΤΑΝ
7
λουις - όλους τό μοιραίο Λάεροπλάνο. ’Απτό αυτούς τιρεΐς τσν μητέρες κγ’ είχαν μαζί τους τά μωρά τους. Ή μιά ήταν ΐΓαλλίδα, ή δεύτερη * Ι σπανίδα και ή τρίτη 6Ελληνίδα, ή γυναίκα τού "Ελληνα προξένου ατό Τόικιο. "Ολοι οι έπιιβάτες σκοτώθηκαν και μα ζί ,μ’ αυτούς και τά τρία μω ρά;;··
"Έτσι τουλάχιστον πίστε ψαν όλοι. ιΚΐι’ όμως, ενα από αυτά τά (μωρά γλύτωσε το θάνατο. Ή ιμητόρα του, πού κανένας δεν ξέρει άν ήταν ή Ράλλίίδα, ή Ι σπανίδα ή ή *Ελ ληνίιδα ,μόλις χτύπησε τό σκά φας στη γη, τινάχτηκε πε ρίπου είκοσι μέτρα μακιρυά, από τό ανοιχτό παράθυ ρο. Έκέίύη, βρήκε τραγικό θά νατό ιμά τό ,μωρό πού κρα τούσε σφιχτά στην αγκαλιά
Παίρνει τό μωρό^ άπαλά μέ τό στόμα της και τό πηγαίνει στή φωλιά της.
*0 Σάντρο παίζει μέ τά δυο αδέλφια του, τά λυκόπουλα.
της, δεν έπαθε τίποτε. Τό πρωΐ τής επομένης η μέρας, μιά αγέλη πεινασμενων λύκων πίληρίασε τον τό πο τού δυστυχήματος και αρ χισε νά καταίβροχθιζη τούς νεκρούς έπιιβάτες. -αφνικά, μέ σα στην ησυχία πού έπικρατσΰισε, αντήχησε τό κλήμα ε νός μωρού. ?Ηταν τό μωρό πού είχε γλυτώσει σαν άπό θαϋιμα τό θάνατο και τώρα έκλαιγε γιατί πεινούσε. Και τότε... έγινε κάτι τό άπίστευ το, τό έκπληικτικό! Μιά λύ καινα πλησίασε ,τό ,μωρό, στάθηκε γιά λίγο νά τό κυτ τάζη ΛΚΐ’ ύστερα τεντώνοντας το ιρύγχος της δεν δάγκωσε την τρυφερή του σάρκα αλλά άρχισε νά τό γλύφη μέ στιρ γη στά μαλλιά! Εκείνο που ακολούθησε ήταν πιο παράξενο άκάμη.
Ο ΜΙΚΡΟΙ Ή λύκαινα άρπαξε απαλά μέ τό στόμα της το μωρό καί τρέχ όντας έφυγε γι.ά νά^Φ βά ση στη φωλ ιά της. Έκεή τήν περίίμεναν δυο μικρά λυκόπου λα. "Αφησε δίπλα τους τό παιδί καί ξιάπλωσε να την θη λάσουν. Μαζί (μ5 ιαούτά, ρμως, τήν θήλασε καί τό μωρό, χω ρι ς νά ξέρη δτι ττίνιει γάλα από ιμιά λύκαινα και οχι άττό τή ιμητέρα του. Πέρασαν πολλές μέρες, ύ στερα «μήνες και χρόνια. Τά δυο λυκόπουλα μεγάλωσαν καί ιμοζί ιμ’ αυτά μεγάλωσε καί τό μωρό. ΕΤχε γίνει ένα ώραΐο γεροδεμένο παιδάκμ μά δεν περπατούσε με τά τέσσερα όπως οί λύκοι. ΊΊερπατσΰισε (μιέ τά δυο καί δεν έτρωγε σάρκες όπως τά ^δυιό αδέλφια του αλλά φρούτα. Μ5 όλο πού ήταν άνθρωπος, δεν ήξρρε νά μιλήιση όπως ε κείνοι. Καταλάβαινε όμως θαυμάσια τή γλώσσα των λύ κων καί ήξερε νά συνεννοήται μαζί τους. Μια) μέρα, όταν έγινε ο χτώ χιρονών, έτυχε νά τό συ ναιντήση στη ζούγκλα ένας φακίρης από την πιο κοντινή πόλι, τήν Άλμόρα. Ό φακώ ρης αυτός κατοικούσε τον καιρό έκεΐνο στήν καρδιά τής ζούγκλας καί τον έλεγαν Κα ζίμ. Τού φάνηκε απίστευτο βλέποντας ένα παιδί νά κάνη παρέα μέ τους λύκους, μά καί ατό παιδί φάνηκε άπλ στευτο νά συνάντηση κάποιον πού νά τού μοιάζη. "Ετσι, άαπό τήν ημέρα εκείνη ό Καζΐμ καί το παιδί των λύκων
συναντήθήοαν πολλές φορές κι5 έγιναν φίλοι. Ό φακίρης τον έμ·α]θ1ε ιμέ υπομονή νά μι λάη ανθρώπινα, τού έμαθε γράμματα καί σιγά - σιγά κατώιρθωσε νά τού δίωξη τήν αγριάδα πού είχε στή μορφή καί στή συμπεριφορά. Τον έμαθε ακόμη ν’ αγαπά τό δί καιο καί νά τιμωρή τήν αδι κία. "Όταν όμως, ύστερα από μερικά χρόνια, ζήτησε νά τόν πάρη στήν πόλι, ό Σ άντρο·, —- έτσι βάφτισε ό φακίρης τό παιδί των λύκων — δέν βέ χτηκε. Τού άρεσε νά ζή μέσα στή ζούγκλα. "Εφτιαξε μιά καλύβα στήν κορυφή ενός δέντρου κάί ζούσε εκεί μόνος του ώσπου γνώρισε τόν Τίπο -Τίπο, τόν κωμικό ηρώα της ιστορίας μας αυτής. Τόν Τί το - Τίπο ετοιμαζόταν νά τόν καταβροχθίση: ένα λ ιοντάρ ι μιά μέρα, ό Σ άντρο^τού έσω σε τή ζωή, τόν λυπήθηκε γι ατί ήταν ορφανός καί τόν κράτησε μαζί του. Ή δύναμι καί ή εξυπνάδα τού Σ άντρο ήταν κοπ ι τό κα ταπληκΓΠκό. Σέ λίγο όλη ή χώρα των Ινδιών μιλούσε γύ αυτόν, γιά τό Παιδί των Λύ κων. Πολλοί των νό)μ 'ζαν ά γριο, άλλοι έλεγαν πώς μοι άζει μέ λύκο καί τρώει άνθρώ παυς, ενώ εκείνοι πού πρα γματικά τόν γνώρισαν είχαν μαγευτή δίπό τήν εξυπνάδα κάί τήν κ,αλωσύνη, του. Ύπήρ χαν όμως καί πολλοί πού τόν μισούσαν. Αυτοί ήσαν οί κα κοί πού ό Σάντρο τούς τιμώ
ΤΑΡΖΑΝ
9
■ροΰσε παραδειγματικά. Μαζί έψτάσε ως τ5 αυτιά τού Σ άν μ5 αυτούς πού τον ·μισούσαν τρο, τον έκανε νά τιναχτή α ήταν καί ό "Άγγλος οοστυινόπό τη θέσι του. Τά μάτια του ιμος τής Άλμόροτ ό Ντούγάστραψαν και άπό τό λαρύγ κίλιαίς. Δεν μπορούσε να χώ γι του βγήκε μιά δυνατή φω νεψη ττώς ένα «μισοάγρισ», δ νή πού σκέπασε την πρώτη. τπως έλεγε, παιδί·, τιμωρούσε — Ο ύου.. . ου!, σντ ι^βου ϊσε τους κακούς ανθρώπους πριν ή ζούγκλα ολόκληρη;, και τά να τους συλλαβή, και νά τους άγρια θηιρία πού ζούσοαν μέ τ ι, μωρήση... αυτός! Ετσ ι, σα σ’ αυτή έμειναν ακίνητα, μοναδικό του όνειρο ήταν νά αναγνωρίζοντας τή φωνή τού συλλάβη μια μέρα τον Σάν Σ άντρο. τρο καί -και νά τον τιμωρήση Τό Παιδί των Λύκων άρπά μέ τόν πιο σκληρό τρόπο. χτηκε από ένα χορτόσκοινο "Από τούς δυο λύκους πού πού κρεμόταν στο δέντρο πά θήλασαν με τον Σ άντρο το νω στο όποΐο είχε πλέξει τήν γάλα τής λύκαινας, μόνο ό καλύβα του καί γλύστρηισε μέ ταχύτητα προς τή γή. Πα ένας ζούσε, ό Κιίϊμο. Ό λύκος αυτός ήταν τετραπέρατος, έ τώντας τό πόδι του πάνω της /μοιάζε περισσότερο σαν σκύ άρχισε νά τρέχη ,μέ δση δύλος και αγαπούσε υπερβολι ναμι καί ταχύτητα μπορούσε κά τον Σ άντρο. Τον βοηθού προς τήν κατεύθυνσι από τήν σε στις δύσκολες στιγμές, ο όποια είχε έρθει τό ουρλια ταν κινδύνευε, και άν κιοιμμιά χτό. Ό Σ άντρο έτρεχε νά συ φοοά τυχαινε νά δ ή ιμέσα στή ναντηιση τον αδελφό του τον ζούγκλα καμίαιά αδικία, είδο Κίμο, τον μαύρο λύκο. Γιατί ποιούσε τον Σάντρο νά τρέξη αυτός ήταν πού τον καλούσε γιά ν" άποδώιση δικαιοσύνη. μέ τό συνθηματικό αυτό ούρΑλλά, δεν ήταν μόνο ό λύ ρλιαχτό. κος πού ειδοποιούσε τον Σάν Ο ΤΙΠΟ - τιπο τρο, τό χειροδύναμο καί άΠΑΡΑΔΙΝΕΤΑΙ τοομητο αυτό παιδί νά άποδώση δικαιοσύνη. Τό εϊδοποι ΚΩΜΙΚΟΣ ήρωάς μας ούσε συχνά και ό φακίρης 6 Τίιπο - Τίπο, διασχ'ί Καζΐμ, πού κατοικούσε τώρα ζει τις μεγάλες απο στην Άλμόιρα. γιά νά τρέξη στάσεις τής ζούγκλας καβάλ καίί στην πάλι ν* άποδώση λα στον άσπρο έλέψαντα, τόν δικαιοσύνη. Και ό Σάντρο, έ Γικόγιο (*). Μιισή μόρα κρακανε συχνά επισκέψεις στην πάει τό ταξίδι του, δταν ό έ Άλμόρα καθώς και σε άλλες γειτονικές πόλεις... ** *· * |·*#ϊ (*) Διάβασε τό προηγούμενο * * * ^ " τεύχος του «Μικρού Ταρζόον>>, τό Τό ουρλιαχτό πού άντήχη <·. 32, πού εχει τόν τίτλο: «Αίχμάλθ>τοι τών καννιβάλων». σε στην απέραντη ζούγκλα κι*
©
Ο ΜΙΚΡΟΣ
10
ξυπνος έλέφιοντας πού είναι φίλος του Σάνηρο καί του Τί πο - Τίπο, κατεβάζει με την προβοσκίδα του τον ηρωά μας κοντά σ5 ένα ποτάμι. Ά πό τό σημείο αυτό δεν απέχει καί πολύ ή καλύβα τους. Ό Τίπτο - Τίπο χαϊδεύει τή προβοσκίδα τού ζώου γι.ά νά τό ευχαριιστήισηι καί αρχίζει τό τρέξιμο. Τρέχει περίπου* μισή ώρα καί σέ μια στιγμή αποφασίζει νά σταμαιτήση· καί νά ξεκουριαστή. Στηρίζε ται ιστόν κορμό ενός δέντρου κι5 όταν περνούν πέντε λεπτά ετοιμάζεται νά συνεχίοΐη τό δρόμο του. Καθώς δμως κάνει» νά ξεκι νήιση, νοιώθει κάποιος νά τον κρατάη γερά από πίσω καί ιν ά μην τον άφήινη νά κάνη ού τε βήμα. Ό ...γενναίος Τίπο - Τίπο,
Τον ημέρωσε και τον έμαθε νά μιλάη σάν άνθρωπος.
Μέ
μερικά τινάγματα ξεκολλάει τον Τιπο - Τίπο από τό δέντρο.
τά χρειάζεται. Έχει την έντύ πωσι πώς κάποιος εχθρός τον κρατάει καί, σηκώνει ψη|λά τά χέρια του, τρέμοντας από τό φόβο του. — Πα.. πα... παραδίνουμαι!, κάνει. "Αφησε με νά φύγω σαχ'ίίμπ (*). "Α... άφη σέ με σέ παρακαλώ! Αυπήτ σου τά νειάτα μου, την όμορ φιά μου καί την παλληκαριά μου. Ό έχθρός του όμως έίξακο λουθεί νά τον κριατάη καί δέ βγάζεγ λΙέξι από τό στόμα του. Ό Τίπο - Τίπο δοκιμά ζει νά φύγη μά δεν τό καταρ θώνει. — Τίπο - Τίπο, λέει στον εαυτό του, αιώνια σου ή μνή μη ! *Ός εδώ ήταν ή ζωή σου, (*) ιΣαχιμπ = αφέντης.
ΤΑΡΖΑΝ
9 Ηταν γραφτό να πεθάνης πάνω στη λεβεντιά σου. Σέ φάγανε μπαμπέσικα, φουκα ρά ιμίου... Καί λέγοντας αυτά, λιπο θυμάει... "Οταν κορμιά φορά συνέιρ χεται, δοκιμάζει νά <ρύγη, μα καί πάλι δεν ιμπορεΐ. Ό άμί λη'τος έχθρός του τον κρατάει γερά. — Βρε κακό πού επαθα!, λέει ό Τίπο - Τίπο καί άρχι ζε ι τα κλάματα. "Υστερα τιό ρίχνει πάλι στα παρακάλια. -— Σαχίμπ, έ'σένα μιλάω "Άφηισέ. με πού με κρατάς. σέ παρακαλώ, δεν «βλέπεις που έχω σηκώσει τά χέρια μου καί παίραδίνουιμαι; Τι θά κα ταλάβης άν μιέ σκοτώσης; Σαχί(μπ; θά πάνε μονάχα ά δικά χαμένα τά νειάπτα μου. "Άφησε με σέ παρακαλώ για
— Μέ φάγανε μπαμπέσικα!, λέει και παίρνει μια βουτιά μέσα στο θάμνο.
11
Κατεβαίνει από τό δέντρο γλυστ ράντας στο χορτόσχοινο.
τί δεν αντέχω καί θά λ,ιίποθυΐμήσω πάλι ! "Έλα γιατί υπο από την καρδιά φέρω καί μου, λυπήσουμε! "Οσο κι" άν παρακιαλάη, ό μως, ό άγνωστος έχίθρός του τον κρατάει γερά κάί μάταια αγωνίζεται νά ξεφυγη ό... γενναίος ηρωάς μας. Ξαφνικά, κι" ενώ ετοιμάζε ται νά λιποθυιμηση για δεύτε ρη φορά, ακούει^ γρήγορο π ο δοβολητό καί πίσω από* με^ρι κούς θάμνους προβάλλει μια σιλουέττα. Ό Τίπο - Τίπο τη βλέπει καί τώρα κινδυνεύει νά λιπσθυμήση από τη χαρά του, γιατί, ή σιλουέττα αυτή ανήκει στο φίλο του τον Σάν τρο. — Σαχίμπ!, του φωνάζει μέ όλη του τη δύναμη γλύτω σέ με, Σαχίιμπ! Βοήθεια Σάν
12
τρο, θά μέ σκοτώσουν! Το θιρυ'λικό παιδί των λύ κων, σταιματάιει απότομα το τρέξιμό του, γυρνάει δεξιά κι5 άριοτερά τό κεφάλι του, διακρίνει τάν κωμικό Ινδό ψιί λο του καί άφηνε ι νά του ξεφύγη μιά χαρούμενη καί κα τάπληικτη μαζί φωνή. —^Τΐπο - Τιιπο! Τρέχει κοντά του καί τον αγκαλιάζει μέ χαρά καί συγκίνηΐσι.. — Πώς βρέθηκες πάλι ε δώ, Τίπο - Τίπο; τον ρωτάει.. Έγώ σέ είχα χαμένο. Μου εΐ παν πώς σ' αιχμαλώτισε ένας έμπορος δουλών καί σέ πήγε στην^ Αφρική. Μά γιατί1,., κρατάς έτσι τά χέρια σου ψη λά; — Αφέντη, μέ κοροϊδεύ εις; του απαντάει 6 Τίπο ί ίπα. Τά κρατάω ψηλά για τί παραδίνουμαι! Σκότωσε αυτόν πού :μέ κρατάει κι' ύ στερα θά τά κατεβάσω καί θά σου πώ πώς ξαναγύρισα. Σκότωσε τον γρήγορα γιατί δεν αντέχω πιά θά λιποθυμή σω! Ό Σάντρο παραξενεύεται μέ τά λόγια του φίίλου του. Τον ξέρει γιά φΟ'βητσιάρη μά όχι κ^ ώς αυτό τό σημείο, νάφοβάται αόρατους εχθρούς. — Λέ σέ κρατάει κανένας, Τίπο - Τίπο, του λέει. Κατέ βεσε λοιπόν τά χέρια. Ό ΤΙίΙπο - Τίπο κατεβάζει τά χέρια καί κάνει νά βοδί ση ιμά δεν μπορεί! Ό εχθρός του τον κρατάει ακόμη,. — Π αραδ ίνουιμ α ι!, φώνα ζε ι πάλι καί σηκώνει τά χέ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ρια. Ό Σ άντρο πού μέ μ\ιά μ^α τιά πού ρίχνει πίσω από τον Τίπο - Τ'ίιπο καταλαβαίνει τί συμβαίνει, αρχίζει τιά γέ λια. Ό κωμικός καί φοβητσι άρης φίλος του δεν ήτιαν αι χμάλωτος; κανενός'... έχθρού, αλλά είχε στηρίξει τό κορμί του σ' ένα δέντρο από εκείνα πού βγαίνει τό καουτσούκ καί... είχε κολλήσει στον υ γρό χυμό, του νομίζοντας πώς κάποιος τον κρατάει! Μέ κατάλληΐλες κινήσεις τον ξεκολλάει κι* έτσι, ό Τίιπο - Τίπο συνέρχεται. Οί δυο φ.ίλοα, ό Σ άντρο καί ό Τίπο - Τίπο, αρχίζουν τώ ρα νά τρέχουν μαζί προς τό μέρος απ' όπου άκούγεται τό ουρλιαχτό του λύκου. Στο δρόμο ό κωμικός ήρωάς μας βρίσκει την ευκαιρία νά δ^ιη γηθή την ιστορία του στον φίλο του καί ...νά πρόσθεση κάί τά απαραίτητα κατορθώ μ ατά του. — Νά μ’ έβλεπες, ααχίμπ καθώς ρριμούσα πάνω στους λευκούς πού πήγαιναν νά μάς πουλήσουν. Έκοψα ^τά δεσμά μου καί τούς τσάκι σα τά σαγόνια τους; μέ τις γροθιές μου. Τού ενός τού έ σπαίσα καί τά εξήντα δόντια^ Όταν έμεινα ελεύθερος μου έπετέθηΐκε μέσα στη ζούγκλα ένας πελώριος γορίλλας ώς έ ικιεΐ πάίνω! Τού τινάζω δυίό γερές γροθιές καί τον κανο νίζω κι5 αυτόν. "Υστερα έρ χεται ή σειρά ενός λιοντα ριού. Π φ !... νά φοβηθή ό Τί πο - Τίπο τό λιοντάρι...
ΤΑΡΖΑΝ
13
^— Τί του έκανες; τον ρω.κιΗ ΚΟΡΗ τκχει ό Σ άντρο, ττού ξέρει ττώ^'ψΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΪΑ δλοι αυτοί οΐ ηρωισμοί βγαι ] Σ ΑΝΤΡΟ βιάζει ακό νουν από τή φαντασία τού φί μη τό βήμα του καί σέ λου του». ^λίγο, φθάνει σ” ένα μι — Τι του έκανα; Είναι κρό ξέφωτο. Εκεί, άντικρύζει να τό ρωτάς, σαχίμπ; Καθώς μια σκηνή πού τον αφήνει κα ώρμηισε νά με φάη, του άρπα τάπληκτο κάί κάνει τό αίμα ξα^ τις μασέλες, τις άνοιξα του ν9 άνειβη όλο στο κεφάλι και χράπ!... πάρτιο κάτω τό του άπό οργή. Στή μέση, τού λιοντάρι... ξέφωτου, ένας; Ινδός μαστι Γή στιγμίή εκείνη,, ένας πε γώνει αλύπητα μιά κοπέλλα! ίλώριίος μαύρος λύκος τους Τό μαιστ'ίίγιό του σηκώνεται πλησιάζει. Είναι ό Κί(μο. ό καί πέφτει, σηκώνεται καί αδελφός του Σ άντρο. Τό θιρυ πέφτει, ρυθμικά, αδυσώπητα, λιικό παιδί τον άγκαλάζει και άλύπητα, καί ή άκρη του χτυ άνθρωπος και ζώο, άρχίζουν πάει μέ δυναμι τό κορμί τής .. ·τά γρ υλΐλ ίσμ ατα! Μ ιλάνε δμορφης κοπέλλας πού σέ μέ τή γλώσσα των λύκων που κάθε χτύπημα αφήνει νά τής την καταλαβαίνει περίφημα ό ξεφύγηι καί μ ιά (πονε|μένη Σ άντρο. κραυγή. —-Τίπο - Τίίπο, λέει σε μιά — Πες μουί, ουρλιάζει ό στιγμή τό Παιδί των Λύκων, βασανιστής της, καί άσπρος ό Κί|μο μου λέει πώς κάποιος άφρός κυλάει άπό τό στόμα κινδυνεύει μέσα στή ζούγκλα. του, πού είναι τό κλειδί; Τϊρέξε γρήγορα, Λοιπόν,, νά προλάβουμε. Ή δυστυχισμένη κοπέλλ-α 8έν αντέχει πια καί σώριαζε — Κινδυνεύει; λέει ό παλ ται Λιπόθυμη μπροστά ^στά ληικάράς Ινδός. Και ακόμα πόδια του, ενώ ό απαίσιος καθόμαστε; 5Από ποιόν κινδυ βασανιστής εξακολουθεί νά νεύει; "Οποιος και άν είναι, την χτυπάη... θά τον συντρίψω μέ μιά γρο θιά_ μου... Ό Σάντρο σφίγγει τΐ'ς -αφνικά, ένα ουρλιαχτό πό γροθιές του, τά μάτια του πε νου αντηχεί κάπου, κοντά τους τοΰν αστραπές έκδικήσεως Ό ηρωικός Τίπο - Τίπο, που καί άφήνοντας νά τού ξεφύήταν έτοιμος ν5 αντιμετώπιση γη μια χαρακτηριστική κραυ οποιοσδήποτε αντί παλ ο, στα γή, πού όποιος την ακούει ,ματάει άπότομια και ...παίρ Φθάνει για νά χάση όλότελια νοντας μια βουτιά κρύβεται τό^ ηθικό του, όρμάει ένο^τίον σαν λαγός μέσα σ5 ένα θά τοΰ απαίσιου Ινδού. Ή γρο μνο ! θά του, κάτι περισσότερο ά— θεούλη· ]μοι7!„ ψιίθυρίί πό ατσάλινη, τινάζεται μ προ ζει τρέ)μαντας, κάποιος θέλει στά καί πετυχάίνει τον αντί νά μέ φάη μπαμπέσικα! παλό του στο πρόσωπο. Δεν
Ο
14
χρειάζεται νά τον χτυπήση δεύτερη φορά. Αφήνοντας έ να Ίτνίιχτό βογγηίτό ό άγνω στος πέφτει μονοκόμματος καΓι βαρύς , δίπλα άττό τό θυ μα του1, χάνοντας τελείως τις αίσθήισεις του. Ό Σ άντρο σκύβει αμέσως καί· σηκώνει στην, άγκάλια του την κοπέλλα. Είναι άναί σθ^ηιτη, καί τό αΐιμα έξαικολαυ θεϊ νά τρέχη. άπτό τις πληγές της. Καθώς τήιν κυττάζει κα λύτερα στο πρόάωπο, του ξε φεύγει ένα επιφώνημα έκπλή ξεως. Ή αναίσθητη κ απέλλα εΐναΐι ή Λεϊλά!, ή κόρη: του /μαχαραγιά τής Άλμάρα, γνω στη σ3 δλη, την περιοχή για την ομορφιά της, την έξυ^ττνά δα της καί την καλωσύνη της. — Ή Λεϊλά!, κάνει παρα ξενεμένος ό Σάντρο. Πώς βιρέ θηκε ιμέσα στη ζούγκλα καί
Τρέχουν καβάλλα στο λύκο για την ’Αλμόρα,
Ο ΜΙΚΡΟΣ
γιατί^ τη μαστίγωνε αυτός ό κακούργος; Δέν είναι όμως ώρία νά κά ινη σκέψεις τό τταιδί. Βλέπει πώς ή κοπέλλα πού κρατάει στά χέρια του κινδυνεύει νά πεθάνη από την αιμορραγία. Πρέπει λοι'πόν, νά την σώση με κάθε τρόπο. Πρέπει νά την πάρη στην καλύβα του όπου έκεΐ έχει μερικά θαυματουρ γά βότανα, για νά τη γιατρέ ψη. "Ως τώρα, κανένας δέν ξέ ρει πού βρίσκεται ή καλύβα τού Σ άνηρο, έκτος από τον Τίπο - Τίίπο πού μένει μαζί του καί από* τον Καζίμ, τό δάσκαλό του καί μεγάλο του φίλο. Δέν διστάζει όμως νά ό δηιγήιση έκεΐ τη Λεϊλά. Τό θρυλικό παιδί θέλει νά τή(ν σώση· από τό θάνατο καί μόνο σύτή ή σκέψι τον κυριαρχεί. Χωρίς αργοπορία, λοιπόν, μέ την τραυματισμένη 3Ινδή πάν τα στην αγκαλιά του, ξεκινά ει τρέχοντας για την καλύ βα του. Καθώς περνάει από τό θά μ'νο πού κρύφτηκε ό Τίπο -Τί πο, τον βλέπει νά έχη βγά λει τό κεφάλι του μονάχα έ ξω καί νά κυττάζη ολόγυρα. Μόλις βλέπει τό λευκό παιδί αποφασίζει νά βγή. — Ξορκισμένοι νά είναι σαχίιμπ!, του λέει. Είδες πού πήγαν νά μίέ φάνε μπαμπέσι κα; Βλέπει τώρα τήν αναίσθη τη νέα πού κρατάει ό Σάν τρο στά χέρια του καί τόν ρωτάει:
11
ΤΑΡΖΑΝ
— Που τη βρήκες αυτή, σαχίμττ; Ό Σάντρο, καθώς τρέχει, του διηγείται μέ δυο λόγια τι συνέβη. — "Ω!, κάνει ...ό περι6όη τος Τίπο - ΤίΙπο κάΐ σηκώνει τη γροθιά του προς τον ουρα νό. Θά μου τό πλήρωσή· οακιριβά οποίος μαστίγωσε αυτό τό αθώο κορίτσι! Έγώ είμ^1 ο Τίπο - Τίπο που δεν λογαριά ζω κανόναν και πού ή γροθιά μου έχει τσακίσει τό κεφάλι ενός ελέφαντα! Εμένα πού με βλέπετε έχω σκοτώσει σα ράντα λιοντάρια, και πέντε πού σκότωσα στην Αφρική σαράντα πέντε! Μη νομίσετε λοιπόν, πώς θά μπορέσετε νά μου ξεφύγετε! Θά σάς συν τρίψω όλους... Εκείνη τη στιγμή κάποιος πίίθηκος πηδάει άπό τό ένα δέντρο στο άλλο. Ή σκι,ά ίου σχημστίζεται πελώρια πά νω στή γή, μπροστά άπό τον Τίπο - Τίπο πού... μόλις τή βλέπει, ξεχνάει τις πάλληκα ριές του και... χάνει τις αι σθήσεις του άπό τό φόβο του. "Έτσι, ό Σάντρο αναγκάζεται νά πάρη κι’ αυτόν στήν άγκα λιά του... "Ύστερα άπό' μιίσής ώρας πορεία, φθάνει επιτέλους κά τω άπό τό πανύψηλο δέντρο όπου βρίσκεται ή καλύβα του μέσα στήν καρδιά τής ζούγ κλας. Σκαρφαλώνει σαν αί λουρος στο χρρτόσκοινο και σέ λίγο αποθέτει πάνω σ’ ένα στρώμα άπό φύλλα δέντρων τήν πληγωμένη και αναίσθητη Λεϊλά. Κατόπιν, μέ τή βοή-
— Ψηλά τά χέρια!, άπειλει ό χοντρός άστυνομικός τον Σάν τρο.
θεία του Τίπο Τίπο πού έχει σφέΐλθεΐ1 άΐπό τή λιποθυμία του, βάζουν πάνω στις πλη γές του κοριτσιού ένα βοτάνι πού σταίμιατάει αμέσως τήν αιμορραγία. ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
ΣΤΕΡΑ άπό δυο ώρες, ή Λεϊλά συνέρχεται τε λειίως. Τό θαυματουργό βοτάνι έχει κλείσει τις πλη γές της άπό τις όποιες στα μάτησε νά τρεχη αίμα. Κα θώς άνοιγειι τά μάτια της και άντιικρύζει σκυμμένους πάνω της τον Σάντρο και τον Τίπο -Τίπο, τά χάνει για μια στι γμή και τό βλέμμα της δεί χνει φοβισμένο. — Μη φοβάσαι, τήν καθη συχάζει τό Παιδί των Λύκων,
Υ
16
και τής έξηγεϊ πώς δεν κινδυ νεύει καθόλου τώρα από τον άνθρωπο πού τή χτυπούσε με το μαστίγιο. — Πάει αυτός, τώρα πια! τής λέει ό Τίιττο - Τίττο. Τον κανόνισε για ικο|λιά ό Σάντρο κι5 εγώ! Νάταν κι* άλλος! — Εσείς ...ποιοι εΐ'σιαστε; ρωτάει κατάπληκτη ή ,μελα ψή ικόριηι του μαχφαγιά. Ό Σάντρο αναγκάζεται να τής π ή την αλήθεια. — "Ωστε... είσαι τό Παιδί των Λύκων!, κάνει με θαυμα σμό ή Λεϊλά. Είσαι ό Σάν τρο ! Πόσο χαίρομαι πού σε βλέπω επιτέλους! Πάντοτε έ λεγα στον πατέρα μου πώς ήθελα νά σε γνωρίσω. Κι5 αύ τός... ΙΕΙδώ ή Λεϊλά σταματάει και βάζει τά κλάματα. — "Ω, συνεχίζει ύστερα ά πό λίγο ανάμεσα στους λυγ μούς της,, ήταν τρομερό αυτό που έγινε! 'Ό άγαπη|μένος μου πατέρας νά πεθάνη! Ό Σ άντίρο ιξαφ|ν ιάζετα ι ^ — Πέθανε ό μ αχ απραγίας τής ’Αλμόρα; τή ρωτάει. — Ναι, πέθανε προχτές τό βράδυ. Κάποιος τον δηλητή ριασε με τό φαρμάκι τής κόιμ πρας. — Τής κόμπρας!, κάνει κατάπληκτος ό Σάντρο. — Τής κόμπρας!, λέει και ό Τίπο - Τίπο. ΚαΓι δεν με φω νάζατε νά τής συντρίξω τό κρανίο με ηρεΐς καλοζυγισμέ νες γροθιές, άλλ*ά τήν άφησα τε νά δαγκώση· τον άνθρωπο; Ντροπή σας! Είναι ντροπή νά πεθαίνουν άνθρωποι τή
Ο ΜΙΚΡΟΣ στιγμή πού υπάρχω εγώ για νά τούς υπερασπιστώ! — Δεν τον δάγκωσε καμ μιά κόμπρα!, του απαντάει ή Λεϊλά. Και διηγείται στά δυο παι διά τή σκηνή τού θανάτου του πατέρα της, τή βραίδυά πού ό διάσημος ταχυδακτυλουρ γός Μπαχαβάρα τούς κατέπληίξε όλους με τήν τέχνη, τοψ, βγάζοντας ένα κοπάδι ζώα από τό κσπέλλο του, κά νοντας τό μπαστούνι τού πα τέρα της νά γίνεται αόρατο και τόσα άλλα ακόμα. — Μόλις έφυγε ό Μπαχαβάρσ, συνεχίζει ή Λεϊλά, ό πατέρας μου/ ενώ συζητούσε μέ τον αστυνόμο, τον Ντούγκλας, έπεσε νεκρός! Ό για τρός πού φέραμε μάς είπε πώς δηλητηριάστηκε άπό τό φάρμιάκι τής κόμπρας. Φαίνε ται πώς κάποιος τον τσίμπη σε μέ μιά καρφίτσα πού ήταν βυθιΡμένη, στο δραστικό α,ύ τό δηλητήριο. — Εκείνος πού σε μαστί γωνε, ποιος ήταν; τή ρωτάε^ι ό Σάνηρο πού ό θάνατος τού μαχαραγιά τόν έχει αναστα τώσει. — Ούτε κι3 εγώ ξέρω. Μπή κε χθες τό βράδυ στο παλάτι μας καί μου ζητούσε νά τού δώσω τό χρυσό κλειδί. — Ί Ιο ιο είναι αυτό τό χρυ σό κλειδί; Ή Λεϊλά δΐίατάζει γιά λί γο σά νά μην ήθελε νά δώίση εξηγήσεις, μά σέ λίγο συνε χίζει: — Τό χρυσό κλειδί πού κρατούσε ό πατέρας μου, ά-
ΤΑΡΖΑΝ νοίγει .μια ικρύπτη πού βρίσικεται στο' ναό του^Βαύδδα, στο Κούλμπα. Ή κρύπτη αυ τή εΐναι γεμάτη, θησαυρούς πού οι πιστοί έχουν αφιερώ σει στο μεγάλο Βούδδα ε δώ καί πολλούς αιώνες. Το χρυι'σό κλειδί τής κρύπτης τό κρατούσαν πάντια οι πρόγονοί μου κι* έτσι εψθαίσε κΓ ώς τον πατέρα μου. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο ν’ άναίιξη ή κρύπτη. Ό άγνωστος, λοιπόν με άτιείίληρε πώς άν δεν τού έδινα τό ικλειδί θά ιμέ σκότω νε. Έγώ τού είπα πώς δεν ήξερα πού βρισκόταν κι5 αυ τός ρέ χτύπησε στο κεφάλι, κάνοντας με να χάσω τίς αΐ σβήσεις ρου. "Οταν συνήλθα βρι/σκόρουνα στη ζούγκλα. Ό άγνωστος άρχισε τότε νά με μαστιγώνη, για νά τού μα|ρ τυρήισω που είναι τό κλειδί •—■ Δηλαδή, πήγε νά σέ φάη μπαμπέσικα, λέει ό Τίπο Τίπο. "Αχ καί νά μου πέση στα χέρια ρου! Ό Σάντρο είναι αμίλητος ■καί τό ρέτωπό του έχει ζαρώσει. -— Αεϊλά, λέει στην κόρη, του νεκρού μαχαραγιά, ύπο πτεύομαι πώς εκείνος πού δη, λητηρόασε τόν πατέρα σου εί ναι ό Μπαχαδάρα. "Ηθελε νά τόν σκοτώση· για νά πάρη στην κατοχή του τό χρυσό κλιειίδάικι/. '.Ό .άνθρωπος πού σέ οδήγησε στη ζούγκλα καί σέ ραιστΰγωσε, είναι ^ασφαλώς συνένοχός του. Αυΐπάμαι πού τόν άφησα (μόνο αναίσθητο, γιατί τώρα πια θά έχη γύρα σει στην *Αιλ|μόΐρα καί θά τηρο
π σπαθήση ρέ κάθε θυσία νά 6ρή τό χρυσό κλειδάκυ Σωπαίνει γιά λίγο κι* υιστε ρα, λέει·: — Αεϊλά, τό κλειδί αυτό δεν πρέπει_ νά τπέση^ στα χέ ρια τους. ζέ(ρεις ποΰ τό έχει κρύψει ό πατέρας σου; Θά φ ύ γω αμέσως γιά την Άλμόρα νά σού τό φέρω. Θέλω νά μού έχης εμπιστοσύνη, Λείΐλά. — Σού -έχω μεγάλη εμπι στοσύνη, του απαντάει ή κο πέλλα. Πολλοίί σΐέ νομίζουν άγριο καί ό αστυνόμος σέ λέει ληστή, κακούργο. Έγώ όμως σέ θαυμάζω, Σάντρο. ΕΤσαι ένα γενναίο παλληκάρα πού αγαπάει· τούς καλούς άν θρώπους καί τιμωρεί τούς ικα καύς. Θά ίσου πω, λοιπόν, που είναι τό κλειδί. Βρίσκεται ρέ σα στο μπαστουνάκι τού πα τέρα ρου. Είναι· ένα λεπτό μπαστουνάκι καί στη λαΙβή του είναι σκαλισμένο ένα κε φάλι φιδιού. — Ευχαριστώ γιά την έρ πιστοσύνη- πού μου δείχνεις, τής λέει τό θρυλιικό παιδί,. ~ε κινώ άμέάως γιά την ’Αλμό^>ρα νά σου φέρω τό χρυσό κλειδάκι καί νά εκδικηθώ το θάνατο τού πατέρα σου. Σου τό υπόσχομαι, Λεϊλάί. ιΚα·ΐ γυρνώντας πιρός τόν Τίπο - Τίπο: — Πάρε, λεβέντη!. "Εχεις αρεξι γιά δράση; — "Ακου λέει!, κάνει πε ρήφανα ό Τίΐπο - Τίπο. Θά ξε σκουριάσω τις γροθιές μου, σαχίιμπ! Θά δώσω μια κλω τσιά στον έναν, μιά γροθιά στον άλλο, μιά κουτουλιά ατό
τρίτο κΐαΐ θά ταράξω στο ξύ λο αυτό τον χοντροαστυνόρο τον Ντούγκλας πού κάθε φο ρά πού ιμέ βλέπει, θέλει νά με φοατ} μπαμπέσικα!
γμή ό Κίμο ξεκινάει τρέχον τας μέ κατεύθυνσι* προς την ’Αλμόρα. ^ Έχει νυχτώσει γιά τά κα λά όταν φθάνουν στην πολι τεία. Τό παλάτι τού μαχαρα ΜΑΧΗ ΓΙΑ για είναι χτισμένο στην άκρη ΕΝΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ της. Ό Κ'ί|μο σταματάει, άνά Ι ΔΥΟ ήιρωές μας, ο μέσα σε μερικούς θάμνους Σ άντρο και ό Τίπο -Τι καί ό Σ άντρο μέ τον Τίπο πιο, μόιλ ι ς καιτε βαίνουν Τίπο κατεβαίνουν από τη ρά από το δέντρο οπού στηνχικοτου. ρυψή του έχουν στήσει την — Τ3πο - Τίπο, λέει ό καλύβα τους, βρίσκουν νά Σ άντρο στον φ ίλο του. Θά τούς περιμένη ό Κίμο, ό πελώ μπής στον κήπο καί θά κρυ ριος μαύρος λύκος. Καβαλφτής κάτω από ένα θάμνο. λοΰν καί οί δυο πάνω στη ρά 3,Αν δής νά μπαίνη κανένας χι του καί 6 Σ άντρο σκύβει ύποπτος στο παλάτι, ή κανέ καί κάτι ψιθυρίζει στο αυτί νας αστυνομ ιικος νά άφήσης του ζώου. Την επόμενη στι μι<ά συνθηματική κραυγή κου
Ο
'Ο
Τίπο - Τίπο αποφασίζει έπιτέλους νά βγάλη τό κεφάλι του από τό θάμνο.
Ό
Σάντρο
βρίσκει
ευκαιρία κι* επιτίθεται εναντίον του χοντρού αστυνομικού.
κουβάγιας. Εντάξει; — Εντάξει, σαχίρπ. θά προτιμούσα όμως νά έσπαζα στο ξύλο οποίον δοκίμαζε νά μπή στο παλάτι άΧλά, αφού δεν θέλεις εσύ, τι νά γίινηι ! "Ας άφηρω νά ζήση, και καινέ νας γιά δείγμα!... Ό Σ άντρο στηρίζει τά χέ ρια του στη 1 μ άντρα τού κή που και ιμι* ένα απίθανο σάλ το, βριίισκεται στην κορυφή της, "Αμέσως σχεδόν πηδάει στο εσωτερικό τού κήπου. V ΥσΤερα, (α|μοιο φάντασμα τής; (νύχτας;, έρπει ανάμεσα στά λουλούδια. Φθάνοντας κάτω άπό ένα δέντρο πού τά κλαδιά του άκουμπούν σ’ έ
να παράθυρο τού παλατιού, σηκώνει τό κορμί του. Την ί δια στιγμή, ή κρύα κάννη ε νός πιστολιού αγγίζει τή γυ μνή μέση του και )μιά φωνή, π ιό ικ)ρύα ακόμη, τον διατά ζει: — Ψηλά τά χέρια, λεβέν τη! Έν όνόματι τού νόμου σε συλλαμβάνω! Τό παιδί των λύκων ανα σκιρτάει, νοιώθει ένα παγω μένο ρίγος νά άνεβαίινηι στή ραχοκοκ,καλιά του, ρα δεν χά νει τήν ψυχραιμία του. Κόπα λαβαίνει πώς αυτός πού τον απειλεί είναι ένας χωιροφύλα κας τού Ντουγκλας, η ό ί διος ό Ντουγκλας. Κάνει τή
20 σκέψι πώς πρέπει να τον θέ ση έκτος (μάχης τηριν τηρολά βη νά φωνάξη. Κινείται τότε άστ|ρια)ττιαΐα. Τό ικορμί του κιαΐ τά χέρια του ιμείνουν ακί νητα, (μα τό δεξΐ πόδι του ση κώνεται από τό έδαφος;, τό γόνατο λυγίζει καί τό πέλμα φεύγει με δύναρι προς τά πί σω, βρίρκοντας; τό» στομάχι τού αντιπάλου το»υ*. Χωρίς ,ν3 άΐφήιαη» ούτε τό παίρα|μιικ|ρό βογγητό, ό γωρο φύλακας πέφτει, πριν προλά βη, να πατήση, τη σκανδάλη,. Τό θρυλικό παιδί αρπάζε ται τότε από τά κλαδιά τού δέντρου κρύβεται γιά λίγο ατό πυκνό φύλλωΙμά του κι5 ύστερα γλυστριάει αθόρυβα ά πό τό ανοιχτό παράθυρο, μέ οα στο σιωπηλό καί σκοτει νό παλάτι τού νεκρού (μαχα ραγιά. Ό Σ άντρο έχει την τύχη, νά ιμπη στην κουζίνα καί νά βρή, ψαχούλεύοντας, ένα κοιυ τι σπίρτα. ’Ανάβοντας ένα ένα από αυτά, ανοίγει πόρ τες, μπαίνει καί βγαίνει από δωμάτια διασχίζει διαβρό*.μους καί τό μάτι του προσπα θεΐ νά διακρίνη τό (μπαστούνι τού (μαχαραγιά, οπού μέ)σα σ’ αυτό είναι ικρυμμένο τό χιρυ σό κλειδί της κρύπτης των θησαυρών τού ΒούδΙδα. "Έχει άπελπιστη πώς 6έν θά μπόρεση, νά τό β(ρή, όταν σ(έ ιμιά στιγμή:, καθώς ανάβει ένια σπίρτο, τό βλέπει! Εί ναι πεσμένο στο δάπεδο, πά νω σ’ ένα χάλι. Σκύβει νά τό πάρη ιμά, πριν τηρολάβη νά τό άγγίίξη, τό δωμάτιο φωτί
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ζεται άπλετα καί μια επιτα κτική φωνή αντηχεί: — 3'Αφησε τό μπαστούνι, γατί στην άναψα! Ό Σάντρο βλέπει τώρα ά πέναντι του1 τον χοντρό άστυ νόμο Ντούγκλας νά τον απει λή /μέ ένα πιστόλι. — *Ώ, τό πουλάκι (μου, ώ στε εσύ είσαι; κάνει ό άστυ νόμος αναγνωρίζοντας τον ε πισκέπτη.. 3Αμ3 τοξερα δτι θάχης βάλει την ουιρίτσα σου ■σ’ αυτή την υπόθεσι·. ? Ηρθες νά ικλέψης, έ; Αφού σκότω σες τον μαχαραγιά καί άρπα ξες την κόρη του, οδηγώντας τη στην ζούγκλα, ήρθες ^νά κλέψης κάί τό μπαστούνι. Σού αρέσει·, έ; Είναι στολισίμένο μέ διαμάντια καί τά διαμάντια σέ τραβάνε σαν τό μαγνήτηι. Κι3 ύστερα οπόρχουν άνθρωποι που σέ λατρεύ ουν σαν θεό τους καί λένε πώς τό· Παιδί των Λύκων τι μωρεί την αδικία! Χά.... χά... χά! Σωθήκανε τά ψέματα, λ,ε βέντη μου! Επιτέλους θά σού περάσω τις χειροπέδες! Κ ι’ όταν τό μάθουν οί ανώτε ροι μου πώς σέ συνέλαβα, θ,ά πάρω καί τό βαθμό μου. Καθώς λέει τά τελευταία λόγια, κι5 ενώ εξακολουθεί ν’ άπείιλήΐ τό|ν Σ άντρο·, ^σκύβε_ι νά πιάση τό μπαστούνι.^ Τό Παιδί τών Λύκων, πού κύττα ζε τό μπαστούνι άλη αυτή την ώ|ρα καί 6χι» τον άνθρωπο πού τον άπεΛούσε, αφήνει νά τού -ξεφύγη ιμιά επιτακτική φωνή: — Μή, Ντούγκλας! Μην πιάνης τό [μπαστούνι!
ΤΑΡΓΑΝ Ό ιχοντίρος αστυνόμος τον κυττάζετ κατάπληκτος. — "Ωστε έχουμε και δια ταγές1, έ; Νά ιμήιν το πιάσω εγώ γιΐά νά τό ττυό^απης εσύ; Τό πουλάκι μου! Κα'ι σκύβει άποφασ ισμένος αυτή τή φορά νά σηικώσπ, τό (μπαστούνι άπό τό δάπεδο. Καθώς χαμηλώνει για ένα δευτερόλεπτο τό βλέμμα του, ό Σάντρο, μέ ένα εκπληκτικό πήδημα, -βρίσκεται κοντά του του αρπάζει τό ώπλισμένο του χέρι σηικώικιοντάς το ψηλά -και τον σπρώχνει μέ δύνσμι. Τό πΐιστόιλι εκπυρσοκροτεί ή σφαίρα του τρυπάει τό ξύλι νο ταβάνι και ό Ντούγκλσς πέφτει μονοκόμματος πάνω στο χαλί. Ό Σ άντ,οο προσπαθεί νά ιοΰ'ΐάποσπάση τό πιστόλι, δ τον νοιώΟη, ξαφνικά κάτι σκλήρό νά τον χτυπά στο κε φάλι του, ιμιά, δυο, τρεΐς φο ΐρές. Ζαλίζεται κα:ι πέφτει κά τω, -μέ μισο-χαμένες τις αι σθήσεις του... Ό Ντούγκλσς σηκώνεται, ξεσκονίζει· τά ιοσΟχα του. δι ορθώνει τά γυαλιά του και λέ ει στο χωροφύλακα πού (μπτ> κε στο δωμάτ ιο αθόρυβα καί χτύπησε μέ τή λαβή τού πι σταλιού του τό Παιδί των Λύ κων, τήν κατάλληλη στιγμή: —Πάρε τό μπαστούνι, παι δί μου, καί πήγαινε το στήν άστυνρμ'ίά. Έγώ θά περάσω τις χειροπέδες σ5 αυτόν τον αγριάνθρωπο που ήρθε από τή ζούγκλα γιά νά μάς κάνη τό πολληκάρ ι,
21
' Ο χωροφύλακας σκύβε ι, παίρνει τό /μπαστούνι, τό κρατάει από τή λαβή του καί έτοιμάζεται νά βγή από τό δω)μάτιο, ενώ ό χοντρός ά στυνόιμος βγάζει άπό τήν τσέ πη του τίς .χειροπέδες, τίς περνάει στά χέιριια του Σάν τρο κι5 έτοιιμάζεται νά τίς ικλείιση...
Ο ΤΙΠΟ - τιπο ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΕΤΑΙ
Ι ΣΩ άπό τον Σ άντρο, σκαρφαλώνει τή |μάν τρα τού ική'που κΥ ό Τιπο - Τίπο καί πη|δάει ιμέσα. Σέρνεται) λίγο /μέ τήν κοιλιά καί κουρνιάζει ανάμεσα στά λουλούδια. — "Αν έρθη κανένας ύπο πτος, μονολογεί ό κωμικός παλίληΐκαράς ιμας, θά κάνω σαν κουκουβάγια ικι’ ύστερα θά οριμήσω έναινΤίΙον του καί θά τον συντρίψω μέ μια γρο θιά πριν ιμέ φάη [μπαμπέσι κα. θά του δώσω μ ι ά στο σα γόνη (μ’ΐιά στήν κοιλιά, άλλη μια στο σαγόνι κι5 υστέρα... κ’’ υστέρα... θά... θ... Οι λέξεις πνίγονται στο στόιμα του γιατί εκείνη τή στιγμή βλέπει δυό σκιές ^ νά 'πιροίβάλίλουν στο μ ^σασκότά δο καί νά κστευθύνωνται πρός τό μέρος του. ( — Αυτοί:, «σκέπτεται ό... ατρόμητος Ινδός, έρχονται σίγουρα νά ιμέ φάνε μπαμπέ σικα. Θεούλη, μου... πώς γλυ τώνουν τώρα; Ό ήρωάς ιμας πού ξεχνάει τίς παλληικαριές του καί τίς γροθιές που θά έδινε, τρέμει
Π
II
σάν τό ψάρι έξω από τή θά λασσα καί... έτοιμάζεται νά λιποθύμηση, Ξαίφνιικά, θυμάται· τγ διατα γή πού του έδωσε ό Σάντρο, νά κάνη τη φωνή τής κουκου βάγιας. Καθώς λοιπόν πλησι άζουν οί δυο σκιιές, σηκώνει τό κεφάλι του· και προσίπαθίεΐ νά βγάλη φωνή. Μά είναι· τό σος ό τρόμος του πού μόνο μια συλλαβή κατορθώνει νά λέη και νά τήν έπαναλ,αμβά νη. — Κου... κου... κου... Ο δύο σκιιές ττού τον άκουν σταματούν απότομα. Στα χέ ρια τους λάμπουν στηλέττα πού ευτυγώς δεν τά βλέπει ό Τί'πο - Τίπο, κι5 έτσι γλυτώ νει τή συγκοπή. Ό ένας από τούς δυό’ σκύβει, κυττάζε'ΐ καλά - καλά τον ήρωά μας και λέει στον άλλο: — Είναι ένα παιδί!
Κυνηγάει τον Τίττο - Τίττο πυρο βολώντας τον και Φο^νάζοντας.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
—— Πώς βρέθηκες έδώ; τον ρωτάει ό άλλος 5 ί νδός. Ό Τίπο - Τίπο, βρίσκει τή δύναμι νά τραυλίίση·: — Μήπως ...μήπως είσαστε ύποπτοι; "Αν δεν εΤσαστε νά μου τό πήτε γιά νά Ιμή χο λοσκάω άδικα. Γυοοτΐ ό Σάν τρο μου είπε μόνο στους ύ ποπτους νά κάνω σάν κουκου βάγια. Οί δυο Ι νδοί κυττάζονται περίεργα και βάζουν τά στκλέττα στή θήκη, τους. — Ό Σάντρο; τον ρωτούν Γνωρίζεις τό Σάντρο; — "Ακου λέει;!, αν τον γνωρίζω! Ό Σάντρο είναι βο ηθός μου! "Οταν δεν προλα βαίνω νά σκοτώσω τά θηρία καί νά θέτω έκτος μάχης ^ούς έχθρούς μου, τον παρα καλώ, βάζει κΓ αυτός ένα χε ράκ,ι ικιαίί' τελάώνου|μίε. ΓΑμ5 πώς; Με περάσατε γιά κανέ να τυχαίο; Είμαι ό Τίπο -Τίπο μέ τ’ όνομα! "Ανθρωποι και θηρία μέ φοβουνταιι καί στέκονται σούζα μπροστά ιμου. Οί δυο ’Ινδοί, από τούς ό ποιους ό ένας εΐναιι ό ταχυ δακτυλουργός Μπαχαβά ρ α καί ό άλλος έκεΐνος πού μα στίγωνε τή Αεϊλά στή ζούγ κλα, καταλαβαίνουν πώς έ χουν νά κάνουν μέ τον θρυλι ικό φίλο του Σάντρο. — Που είναι ό Σάντρο; τον ρωτούν. — Θά σάς τό πώ, λέει ό Τίπο - Τίπο, γιατί έσεΐς δεν εΤσαστε ύποπτοι. Είναι μέσα ατό παλάτι. Ψάχνει νά βρή κάποιο· κλειδάκν
ΤΑΡΖΑΝ Οι δυο ’Ινδοί τινάζονται στο άκουσμα! του κλειδιού! 'Ώστε και τό Παιδί των Λύ κων ένδιαφέρεται γιά τό χρυ σό κλειδί που άνοιγε ι την κρύ πτη του θησαυρού του Βούδ δσ; — Ή κόρη του ραχρραγιά είναι μαζί <τας; ρωτούν τον ΤίτΓΟ - Τίίττο. — Ναι. Την πήραμε από έναν κακούργο ττου τή ιμαστί γωνε. Μόλις τον είδα να χτυ ιτύτ\ τό κορίτσι, μοΰ άναψαν τα αίματα, ρρμάω κατά πάνω του, του δίνω δυο-τρεις γρο θιές καί τον έκανα τ’ αλατιού. Εκείνη τή στιγμή αντηχεί ένας πυροβολισμός ιμέσα στο σπ ίτ ι. Ο ί 51 νδο 1 άλαφ ιάζο ντ α ι καί ο Τίίπο - Τίπο, πέφτει λι πόΘυμος από τό φόβο του, άκούγοντσς τον πυροβολισμό. Οι Ινδοί κυττάζονται γι’ άλλη, /μια φορά. —Φαίνεται πώς ό Σ άντρο (έπεσε στήν παγίδα των άστυνομικών, λέει ό Μπαχαβά ρα. Κάποιος τον πυροβόλησε καί ασφαλώς θά τον σκότωσε. Πρέπει νά φύγουμε ,μή μάς δουν καί μάς. Νά πάρουμε 6ιμως (μαζί μας αυτόν τον ψευ τοπαλληκαρά γιά νά τον α ναγκάσουμε νά μάς πή σε ποιιό ίμερος βρίσκεται κιρυιμμέ νο τό χρυσό κλειδάκι. Καί χωρίς άλλη κουβέντα., άρπάζουν ό ένας από τά^ πό δια καί ό άλλος από τους ω ρους τον αναίσθητο ήρωά μας καί προχωρούν προς την έξοδο τού κήπου...
23
Κρύβεται γιά νά γλυτώση μέσα στο μεγάλο πιθάρι τής αάλής. ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΧΟΝΤΡΟΣ αστυνόμος μέ^ πά ρυΐωΐπέκά γυαρ λ ιά, γελάε ι ίκανοπο ιηΐμένος καθώς ετοιμάζεται νά ικλείίση, τις χειροπέδες στα χέ ιριία του αναίσθητου Σ άντρο. νΕπιτέλους, τό (μεγαλύτερο δ νειρο τής ζωής του πραγμα τοποιεΐται. "Αν παραδώση στον διοικητή του τό παιδί, των λύκων, θά προβιβαστή. -αφνιΐκά, ακούει ιμιά πνιχτή κραυγή πίσω του καί, πριν προλάβη νά κλείίση τις χει ροπέδες, σηκώνεται κρατών τας τό πιστόλι του. Βλέπει τότε τό χωροφύλακα, πού κρατούσε τό μπαστούνι τού μαχαραγιά, νά ποραπατάη,', νά παίρνη ,μιά κωμική στροφή καί νά πέφτη στό δάπεδο με
Ο
24
νοντας ακίνητος, νέφος. — Δολοφονία!, ουρλιάζει ό (Ντούγκλας και τον κυριεύει πανικός. Κάποιος τον δολοφα νησε! Σίγουρα κάττοιος συνέ νοχος του καταραμένου αυτού παιδιού! Βοήθεια! βγάζειι τή σφυρίχτρα του και σφυρίζει δυνατά και τταρατεταμένα. Σέ δυο λεπτά, τρεις χωροφύλακες μπαίνουν στο δωμάτιο καί σκύβουν ττά νω στο νεκρό συνάδελφό τους. Εκείνη: τή στιγμή, ό Σάν προ συνέρχεται. Βλέπει τί·ς! χειροπέδες πού δεν έχουν κλείσει στα χόρια του, τον πανικόβλητο αστυνόμο καί τούς άλλους τρεις χωροφυλα κές σκυμμένους πάνω στό νε ικιρό. Είναι ό μόνος έκεΐ μέσα πού ξέρει τον αίτιο τής δο λοφονίας τού χωροφύλακα μά δεν μπορεί να μ κλήση. , "Αν τον δούν δτι συνήλθε, σίγου,ρα θά τον χτυπήσουν πάλι νά μείΐνηι αναίσθητος, ή θά τον σκοτώσουν. Σέρνεται ασο μπορεί πιο αθόρυβα πάνω στό γαλί καί πλησιάζει προς την πόρτα. Δεν προλαβαίνει δμως νά φθά ση ώς έκεΐ, δταν ό Ντούγκλας τον βλέπει καί στρέφει τό πι στόλι του εναντίον του. "Ενας πυροβολισμός αντηχεΐ μά τό χέρι τού αστυνόμου τρέμει καί ή σφαίρα αστοχεί. "Ωσπου νά πυροβολήση δεύ τερη φορά, ό Σάντρο έχει €γή ικ κόλας στό διάδρομο. — Π άστε τον!, ουρλιάζει τρόχοντας πίσω του ό χον τρός καί κωμικός αστυνομι κός. ίΠάστε τον γιατί δταν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
θά φύγη θά χάσω τό βαθμό μου! Βοήθεια! Ό Σ άντρο μπαίνει σ’ ένα άλλο δωμάτιο φθάνει σ5 ένα ά νοιχτό παράθυρο, τό διασκε ίλί/ζει καί πέφτει ιμέ βαρύ γδούπο στον κήπο. Τρέχει ,με γοργά 'βήματσ, πηδάει τη ιμάντρα καί κάθεται γιά μια στιγμή ακίνητος. Θέλει νά φω ναξη τον Τίπο - ΤίΙπο νά βγή από τον κήπο, μά μετανοιώΛ/ει. "Αν ό Τίπο - Τίπο κινηθή άπό τή θέσι του, θά τον δουν οί (χωροφύλακες καί θά τον πυροβολήσουν, ενώ τώρα ό Σάντρο ξέρει πώς ό σύντρο φός του θά λιποθυμήση οπω σδήποτε άτίά τό φόβο τουρκαί θά μείνη στη θέσι πού βρίσκε ται. — Π ιάστε τον!, ακούει τη φωνή τού Ντούγκλας στον κή πο τώρα. Τό Παιδί των Αύκων, στρί 6ει αριστερά, χάνεται σέ μερι κούς θάμνους καί γίνεται ά φαντο. Ό ιΝτούγκλας μέσα στον κήπο, αφρίζει άπό τό κακό του. ιΠυροβολεΐ δεξιά κι5 άρι στερά σάν τρελλός καί ξεφυσάει σάν φάλαινα. Σέ μια στιγμή, καθώς κ σπάζει όλο γυρά του, διακρίνει τρεις σι λουέττες πού βγαίνουν άπό την ανοιχτή πόρτα. Είναι οί οίλουέττες των δύο Ινδών καί τού Τίπο - Τίπο πού έχει συνέλθει καί πού οί δυο κακορρ γο·ι τον έχουν αιχμαλωτίσει. — Νάτοι!, φωνάζει ό άστυ νομικός καί τρέχει ξοπίσω τους πυροβολώντας. Ό Σ άν τρο μέ δυο άλλους!
Οι δυο 51 νδοΓι, βλέποντας τα σκούρα, τό βάζουν στα πόδια και αφήνουν πίσω· τον αιχμάλωτό τους. Ό φουκαράς ό Τίπο - ΤίΙπο, πού κινδυνεύει από στιγμή σέ στιγμή νά λι ποθυμ.ήση, προσπαθεί νά κά ν,η ιμάταια σαν κουκουβάγια γιά νά ειδοποίηση τον Σαν τρο. — Κου1... κού..., τραυλίζει. Σαχιίρπ Σ άντρο, ό χοντρός πού ιμε κυνηγάει θά μέ στεί λη αίίγουιρα στον "Άδη ! Θε ούλη, μου!, έσπασε ή καρδ ιά μου! Στρίβει δεξιά καί παίρνει έναν κατήφορο. Στη γωνία ιού δρόμου δεν άριγεΤ νά ξε προβάλω ό' Ντούγικλας. — Π ιάστε τον ί, φωνάζει καί πυροβολεί. Ό Τίπο - Τίπο, αφού προ χωρεί κάπου εκατό ρετρά στο δρόμο, βλέπει νά τον κλεινή μπροστά ένα σπίτι. Ό δρό μος δεν έχει διέξοδο καί τώ ρα ό χοντρός αστυνόμος θά τον συλλάβη! ιΠάνω στην απελπισία του, μπαίνευ στην ανοιχτή αυλή τού σπιτιού όπου τελειώνει ό δρόμος, καό, άντικρύζοντας ένα μεγάλο πιθάρι, κάνει μ;ιά βουτιά μέ τό κεφάλι καί μπαί νει μέσα σ’ αυτό γιά νά σω 6ή. Ό Ντούγκλας πού τον βλέ πει νά κρύβεται στο πιθάρι, τρέχει νά τόν συλλάβηι, μά δεν προλαβαίνει νά κάνη, ούτε πέντε βήματα. "Ενας όγκος πετάγεται πίσω από ένα Θόομνο καί όρμάει εναντίον του. Είναΐι ένας μαύρος λύκος πού,
μόλις πέφτει επάνω του τόν ανατρέπει. Ό άΐστυνομ'κός κυλάει στον κατήφορο κι5 ύ στερα άνασηικώ νέτα ι, ξεχνάε ι τόν αντίπαλό του πού κρυφτή κε στο πιθάρι καί τό- βάζει στά πόδια ξεφωνίζοντας: — -Βοήθεια!, μέ κυνηγάει ό... Σατανάς! Ό Κίμο, γιατί αυτός ήταν ό λύκος πού έπετέθηκε εναν τίον τού αστυνόμου γιά νά σώ ση τόν φίλο του τόν Τίπο Τί,πο, εξακολουθεί νά κυνη(γάη τόν άντάάαλό του γιά νά τόν διώξω όσο μπορεί πιο μαικρυά. Στο μεταξύ αυτό ό Τίπο - Τίπο ογκώνει μέ χί λιες προφυλάξεις; τό κεφάλι του καί κυττάζει ολόγυρα. Δέ βλέπει κανόναν καί αποφασί ζει νά βγή από τό πιθάρι. Μά, πριν προλάβη νά βγή άπό την αύλτγ ή πόρτα τού σπιτιού ανοίγει καί ένα χέρι τόν αρπάζει από τό λαιμοί. — "Έλα δώ, παλληικάρΊ ιμου!, λέει μιά φωνή καί τρα βάει στο σπίτι τόν Τίπο - Τί πο. ?Ηρθες κι’ έπεσες μέσα ■ατού λύκου τό στόμα! Ό άνθρωπος πού άρπαξε από τό λαιμό τόν Τίπο - Τίπο δεν εΐναι» άλλος από τόν τα χ υδακτ υλουργό Μπαχαβάρ α, τόν δολοφόνο του μαχαραγιά τής Άλμόρα... Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Σ ΑΝ Τ Ρ 0, γλυστρ (όν τας σάν φάντασμα α πό σκιά σέ σκιά, καί /μέ χίλιες προφυλάξεις βγαί νει τέλος άπό την πάλι τής
Ο
Ο ΜΙΚΡΟΣ ’Αίλίμόρα κοοΐ καιτευθύνετ α ι προς την δυτική τηις πλευρά. 3 Εκεΐ, πεντακόσια ρετρά πε ρίπου μακρυΐά ιάπό το τελευ ταίο σπίτι, βρίσκεται μια κα λόβια], πλεγμένηι άπό τά κλα βία μερικών δέντρων. Μέσα σ’ αυτήν την καλύβα κατοι κεί ό Καζί(μ, ό μεγάίλος φα κίρης και δάσκαλος τού Σαν τρο. Τό Παιδί των Λύκων, που χρωστάει τόαα και τόσα στο δάσκαλό1 του, τον επισκέπτε ται συχνά καί ζητάει» τη βοή θειιά του. Μά και ό Κοαζίμ, πού αγαπάει τον Σ-άντρο σαν παιΐδίι του, τον βοηθάει πρό θυρα και τον συριβαυλεύει σε δ,τι χρειαιστή. Μπαίνοντας στην καλύβα, ό Σάντρο, βρίσκει τον ιΚαζΐ|μ νά κάθεται σταυροπόδι κα3ΐ νά προσεύχεται- στον Βούδ-
Πηδάει άττό τό παράθυρο κρα τώντας στα δόντια τό μοιραίο
μπαστούν ι.
φιλοδωρεί τον Ινδό με μια τρο μακτική γροθιά.
δα. Τό θρυλικό παιδΊ γονατί ζει^ μπροστά του καί του ψι λεΐ |μέ σεβασμό τό χέρι. ^ — Σάντρο, ιμιλάει πρώτος ό Καζίίμ, ό Βούδδας είναι^ με γάλος. 9 Ηθελα νά σέ καλέσω νά έρθης στην Άλμόρσ καί συ ήρθες ρονάίχος σου. Τό με γάλο πνεύμα τού Βούδδα μέ πρόλαβε. Παιδί μου, § μαθές τί συνέβη· στην πόλι μας; —Τό έμαθα, μεγάλε μου δ'άσικάλε, τού απαντάει 'ό Σάντρο. Ό μαχαραγιάς τής Άλμόρα δεν ζή πιιά. — Δεν είναι μονάχα αυτό·, τού αποκρίνεται ό φακίρης. Μετά την δολοφονία τού μα χαραγιά, κάποιος αίχμαλώτι οε την άμορφη κόρη του τη μικρή τή Λείλά. Ή πολι τεία έχιει βυθιστή στο πένθος για τήν έξαφάνισί της καί^ό αστυνόμος κατηγορεί πώς τήν
ΤΑΡΖΑΝ
27
Εκλεψες εσύ.
^ Ό / αστυνόμος έχει δίκιο, λέει ό Σ άντρο. Ή Λεϊλά βρί σκεται στην καλύβα ιμου αυ τή τή στιγμή και περιμένει νά γιατρευτούν οι πληγές της. Και ,μ-έ λίγα λόγια,^έίξηγ’εΐ στον Καζ[ί|μ πώς βρήκε τη Λεϊλά μέσα στη ζούγκλα, να ,μιαστιγώνεταΐί από έναν ά γνωστο. — Σάντρο, ιμ,ιλάει τώρα ο φακίρης1, ό θάνατος τού ·μια χαραγιά μοΰ στοίχισε πολύ γιατί ήταν φ-ίλος μου. 01 δο λοφόνοι πρέπει νά τιμωρούν ται παιδί μου. Ό αστυνόμος δεν κατόρθωσε νά συλλάβιη ποτέ του έναν δολοφόνο και νά τον τιρωρήιση-. Ή δι/καιοσύ νη σ' αυτήν τήν πόλι και τήν περιοχή βρίσκεται οτά χόρια
4Ο Μπαχαβάρα πέφτει νεκρός μέ τον ί'διο τρόπο πού σκότωσε ΤΟ μαχαραγιά.
'Ο Κίμο κυνηγάει στού^ δρό μους τής’Αλμόρα τον Ντουγκλας
σου. Σ5 έχω μάθει νά διακρί νης τό καλό από τό κακό καί νά τιίμωρής τό δεύτερο. Ό δάσκαλός σου ζητάει νά τι μωρήιαης τό δολοφόνο τού μα χαραγιά. — Ό δάσκαλός ιμου πρέ πει νά ,μένη ήσυχος γι5 αυτό, τού απαντάει τό παιδί. Γιατί ξέρω καί τό όνομα τού δο λοφόνου. Ό φακίρης, τινάζεται ξαφ νικά, σά νά τον δάγκασε φίδι. —Οσιός είναι; ρωτάει. — Είναι ένας περίφημος ταχυδακτυλουργός πού ήλθε τώρα τελευταία στην ’Αλ;μό ρα. Λέγεται Μπαχαβάρα. — Ό Μπαχαβάρα! — Ναί, έχει καί κάποιον συνένοχο, αυτόν πού μαστί γωνε τή Λεϊλά. Κατάστρωσαν καί οί 5υό τους ένα σχέ διο, νά σκοτώσουν το μαχα
28 ραγιά και νά του κλέψουν τό κλειδί πού ανοίγει την κρύ πτη των θησαυρών του Βούδδα. Τίό- πρώτο τό κιατάφεραν μά τό δεύτερο τό κατάφεραν καί δεν τό ξέρουν! — Τά λόγια σου είναι πο λύ αινιγματικά, παιδί μου! — Δεν είναι, μεγάλε δά σκαλε. Θέλω νά πώ πώς τό ■χρυσό κλειδί βρίσκεται στην κατοχή τού Μπαχαβάρα μά δεν τό ξέρει! — Μά, πώς γίνεται αυτό; — θά σου τό πώ. Θά σου έξηίγήΐσω πρώτα με ποιο τρό πο κατάφερε νά σκοτώση ό Μπαχαβάρα τον μαχαραγιά. "Οπως μου διηγήθηκε ή Λεϊλ(ά, ό Μπαχαβάρα τη στιγμή πού έδινε την παράσταση ζή τησε από την ίδια νά τής ^δώ ση τό /μπαστούνι τού πατέρα της πού ή λαβή του παρ'ίΐστα ινε τό- κεφάλι ενός φιδιού. Ό μαχαραγιάς έδωσε πρόθυμα τό μπαστούνι του, καί .μόλις τελείωσε ή παράστασι -μέ τό μπαστούνι, ό Μπαχαβάρα τού τό έπέστρεψε. Μά, μεγάλε δάσκαλε, ό πανούργος Μπα χιαβάοα δεν έδωσε στο μαχα ραγιά τό διικό του μίπαστούνι, άλλά ένα άλλο πού είχε φέ ρει μαζί του καί τό είχε στη βαλίτσα του, εντελώς Ομοιο. Μόνο, πού, τό δεύτερο μπα στούνι πού πήρε ό μαχαρα γιάς, χωρίς νά καταλάβη την αλλαγή, ήταν κούφιο! Μέσα σ’ αυτό, λοιπόν, ό Μπαχαβάρσχείΐχε κλείσει ένα φίδι πού ή άκρη τού στόματός του έ φτανε ώς την άκοη τής λαβής εκεί ακριβώς πού ήταν τό α
ο Μίκροτ νοιχτό στόμα τού σκαλισμέ νου φιδιού. ( »Ό μαχαραγιάς κράτησε τό μπαστούνι καί σέ μια στι γμή πού έβαλε μηχανικά τό δάχτυλό του στο στόμα τού σκαλισμένου φιδιού, τό ζωντα νό φίδι πού ήταν κρυμμένο στο μπαστούνι τον δάγκωσε ελαφρά, μεταφέροντας στο αί ιμα του τό δραστικό του δηλη τήριο. — ^Πώς δμως τά έμαθες δ λα αυτά; ρωτάει κοπάπληκτος ό Καζίΐμ,. — "Έρχομαι αυτή τη στι γμή από τό παλάτι τού μα χαραγιά, άπαντάέι ό Σ άν τρο ΤΊήγα νά πάρω τό μπαστούνι γιατί ,μού είπε ή Λεϊλά πώς μέσα σ5 αυτό έκρυβε ό πατέρας της τό χρυσό κλειδί. Καθώς ρμως έσκυβα νά τό σηκώσω, γιά καλή μου τύχη, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ιμπ,ρο ατά μου ό Ντούγκλας καί μέ άπείίληάε μέ τό πιστόλι. Κα θώς δμως κύτταζα στό φως τό μπάστούνι, τό είδα νά κι νήται ελαφρά, δεξιά κα] άρι στερά! Κατάλαβα τότε πώς μέσα του υπήρχε κάποιο ζων τανό πλάσμα, ένα Φίδι! Ό Ντούγκλας έσκυψε νά τό πά ιο·η καί ώρμηισα νά τον εμπο δίσω μά κάποιος μέ χτύπησε πίσω από τό κεφάλι κι" έπεσα υισοαναίσθητος στό πάτω*μα. Ό Ντούγκλας διέταξε τον χωροφύλακα πού χέ χτύπησε νά πάρη τό μπαστούνι μά ό δυστυχι/σμένος βοήκε οίκτρό θάνατο ποίν τπράλάβη νά βγή από τό δωμάτιο, γιατί φαίνε ται πώς τον δάγκασε τό φίδι.
— Τώρα ποΰ βρίσκεται τό μπαστούνι/; τον ρωτάει ό φα κίρης. — Είναι ακόμη- στο παλά τι του μαχαραγιά. Πρέπει νά τό πάρω πριν τό πκάσουν κι3 άλλοι καί βρουν οίκτρό θάνα το. — Και τό αληθινό μπα στούνι; — Τό αληθινό μπαστούνι βρίσκεται ασφαλώς στη βαλί τσα του Μπαχαβάρα. Ό ^ κα κοΰργος δεν ξέρει πώς μέσα σ’ αυτό κρύβεται τό χρυσό ικλειδί πού ζητάει^ για ν’ άνοί ξη την κρύπτη των θησαυρών του Βούδδα! Γι’ αυτό σου εί πα οτι πέτυχε και τό δεύτερο μέρος του σχεδίου του, μ.ά δεν τό ξέρει! — Παιδί μου, λέει συγκίνη μένος ό φακίρης, αφού ξέρεις ποιος είναι ό δολοφόνος, για τι δεν έκδικησαι; — Γ ι’ αυτό ήρθα απόψε στην καλύβα σου, μεγάλε δά σκαλε. * Ηλθα νά μου πής σε ποιο σπίτι μένει ό Μπαχσβάρα. Μήπως μένει στο ξένο δοχείο;^ , λ , — ’Όχι, Σ άντρο, τού ^ απαντάε ι ό Καζίιμ, δεν μένε^ι στο ξενοδοχείο. "Έχει νοιικιά σει ένα σπίτι κοντά στό^ πα λάτι του μαχαραγιά. Βρίσκε ται... Η ΟΥΡΑ
ΤΟΥ ΒΟΥΑΑΑ
ιΜΓΊΑΧΑΒΑΡΑ κλείνει1 την πόρτα του σπιτιού ικαί πετάει τον θρυλιικό καί... ανδρείο Τίπο οπό πάτωμα, σαν ένα άδειο
Ο
τσουβάλι. Ό ήρωάς μας ση κώνεται καί πρίν προλάβη νά κάνη, ένα βήμα, τον αρπάζει ένα δεύτερο χέρι από τό λαι μό καί τον πετάει σ’ ένα δω μάτιο. — Σι... σιγά, θά μου φύγη τό σαρίκι!, παρακαλάει ό Τί πο -Τίπο. Τί σπάθες σαχίμπ; — Ετοιμάσου νά πεθάνης!, τού απαντάει εκείνος. Τά μαλλιά του Τίπο - Τί πο σηκώνονται μέσα από τό σαρίκι του καί τά μάτια του γλαρώνουν. — 9 Ηρθε ή τελευταία σου στιγμή, εαυτέ μου!, σκέφτε ται. Δεν θά την γλυτώσης τώ ρα, έστω κι5 όαν κατέβηι ό ί διος ό Βούδδας νά σε Οπερα σπίση. Τώρα τον πλησιάζει καί ό δεύτερος Ινδός, ό Μπαχαβά ρα. -— "Ακούσε, παλληικαρά, του λέει. "Εχεις δ ή ποτέ σου την ουρά τού Βούδδα; Ό Τίπο - Τίπο ανοίγει δι άπλατα τά μάτια του. — Μπά! Έχει ουρά ο Βούδδας; απορεί. Πότε τού φύτρωσε; Ό Μπ αχαβάρα βγάζει τό τε από την τσέπη του ένα μα στίγιο. Είναι ένα παράξενο μαστίγιο οπού στην ξύλινη λαβή του είναι σκαλισμένος ό Β ούδδας. Τό λουρί τού μ σι στιγίου, δπως κρέμεται, μσι άζει σά νά είναι ουρά του. ^ — Αυτή είναι ή ουρά τού Βούδδα, λέει στον Τίπο - Τί πο. Καί ξέρεις τί σκλη;ρή πού είναι; Θές νά τη δοκιμάσης; Τίπο Σηΐκώινει τό μαστίγιο έτοϊ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
μος νά το κατεβάση στο γυ μνό κορμί τού κωμικού παι διού, μά εκείνος ανεβάζει^ ψη λα τα χήρια καί λέει τρόμον τας: — Παροοδίνουμαι, σαιχί/μπ, •μη μέ χτυπάς. — Δεν θά σέ χτυπήσω, λέει ό Μπσχαβάρα καί^γελάε^ σατανικά, άν μού πής που βρίσκεται το χρυσό κλειδί πού ψάχνει νά βρή ό Σάντρο. Ό Τίπο - Τίπο τά χρειά ζεται. Λεν ξέρει τί νά κάνη), “έρεί' πού είναι τό χρυσό κιλει δί μά, παρ' όλο τό φόβο πού δοκ ιμαζει, καταλαβαίνει δτ ι δεν πρέπει νά τό ,μαρτυρήαρ. — Λεν ξέρω, σαχίμπ, τού άπαντάει. Νά χαρής τά μά τια σου, κόψε αυτή την ουρά τού Βούδδα γιατί δσο τή βλέ τΓω νά κρέμεται, πάει νά 0ττά ση ή καρδιά μου. 5Αντί γι’ άπάντ.ησι ό Μπα
Γονατίζει και φιλεΐ^μ* ευγνωμοσύνη τ@ χέρι τοΟ Σ άντρο.
χαβάρα σηκώνει τό μαστίγΐιο καί τον ^χτυπάει μιά φορά, δυο, τρεις, στό πρόσωπο. ^ Ό Τίπο - Τίπο ουρλιάζει από τον πόνο καί δεν άργεΐ νά λι ποθυιμήσιη.. — Χτύπα τον ώσπου νά σού^ πή την αλήθεια, λέει ό συνένοχος τού Μ(παχαβώρα|.: Πρέπει^ νά βρούιμε το κλειδί πριν μάς τό πάρη αυτό τό κα ταραμένο παιδί. Έγώ πάω νά βάλω μιά μπουκιά στό στόμα μου, μιά στιγμή... Ό Μπαχαβάρα ρίίχνει ένα ποτήρι νερό στό πρόσωπο τού Τίπο - Τίπο καί όταν συνέρχε ται τού λέει: —θά μου πής λοιπόν, ή όχι, πού βρίσκεται τό κλειδί; Ό κωμικός Ινδός δεν μι λάει καί ή ούρά τού Βούδδα σηκώνεται καί πάλι καί πέ φτει, αύλακώνοντας τό κορμί του. Πέντε ολόκληρα λεπτά δι αρκεΐ αυτό τό μαρτύριο για τον Τίπο - Τίπο καί είναι νά Θαυμάζη κανείς τό κουράγιο του. "Οταν περνούν όμως τά πέντε λεπτά, αποφασίζει νά μ ιλήση,. — Σαχίμπ, θά σοΰ πώ τραυλίζει. — Πές μου, λοιπόν, κατα ραμένε διάβολε! — Τό κλειδί λείναι κρυμμέ νο στό ιμπαστούνι τού μαχα ραγιά, λέει ό Τίπο Τίπο καί λιποθυμάει. Ό Μπαχαβάρα μένει για μιά στιγμή ασάλευτος άπό την έκπληξι. — Στό μπαστούνι τού μα χαραγιά!, κάνει. Μά τότε-
ΎΑΡΖΑΗ
31
τάτε δλα πάνε περίφημα! Γι ατί το μπαστούνι τού μαχα ραγιά τό έχω στην βαλίτσα μου*! Παρατάει τον λιπόθυμο Τί πο - Τίπο καί, άνοίγοντας την πόρτα όρμάει τρέχοντας ατό διάδρομο. Ο ΜΠΑΧΑΒΑΡΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
ιΓΑΙΝΟΝΤΑΣ από την καλύβα του Καζίμ, τό Παιδί τών Αύικων, κ α τευθύνέτα ι πάιλι προς τό ^ πα λάτι του μαχαραγιά. Πρέπει οπωσδήποτε νά πάρη τό μπα στούνι μέ τό φίδι, πριν τό πι άσουν καί άλλοι καί βρουν οίκτρό θάνατο. Φθάναντας κον τά οπό παλάτι, τό βλέπει φω ταγωγημένο. Φαίνεται πώς ο Ντοόγκλας έχει σκοπό νά μείνη ^ώς τό πρωΐ ξύπνιος, Φρουρώντας το. 5Ενώ βυθίζεται σε σκέψεις τό θρυλικό παιδί, προσπα θώντας νά βρή κάποιον τρό πο γιά νά άρπάξη τό /μπα στούνι τού θανάτου, τον πλη σιάζει ό Κίμο, ό μαύρος λύ κος. Ό Σάντρο τού χαϊδεύει τό κεφάλι, καί, ξαφνικά, του έρχεται μιά ιδέα. Σκύβει καί κάτι λέει, στο αυτί ^ τού ζώ ου. Εκείνο δίνει αμέσως ένα σάλτο, πηδάει τη μάντρα τού κήπου καί χάνεται από τά μάτια τού Σάντρο. Τό παιδί τών λύκων περι μένει τρία λεπτά, περιττού, -αφνικά, άκούει θόρυβο καί πυροβολισμούς στο παλάτι. "Υστερα βλέπει μιά μαύρη σκιά νά πηδάη, από ένα άνοι
Σηκώνει τά χέρια γιά νά παραδωθή στον κορμό ενός δέντρου!
χτό παράθυρο. Είναι ό Κίμο, ό άδελφός του1, πού στο στό μα του κρατάει ένα μ παστού νι. Ό πανέξυπνος λύκος τρέ χει κοντά του καί τού τό δί νει, ενώ άπό τό παράθυρο ακούγονται τά ουρλιαχτά τών χωροφυλάκων. — Μπράβο, Κίμο, κάνει ό Σάντρο. Κατάφερες καί τους τό πήρες. "Ελα μαζί μου τώ ρα. Σέ λίγο, άνθρωπος καί λύ κος χάνονται πίΐσω άπό τις σκοτεινές σκιές τών δέντρων. Ό Σάντρο προχωρεί γιά λίγο κι* ύστερα στρίβει δεξιά ακολουθεί ένα στενό δρόμο και, όταν ό δρόμος τελειώνη,, μπαίνει σέ μιά αυλή. Κάνει τότε νόημα τού Κίίμο νά Φτή σέ μιά γωνιά κΓ αυτός
32 δοκιμάζει ένα παράθυρο, τό •βρίσκει ανοιχτό καί χάνεται Ιμέισα ατό σπίτι...
Στο πρώτο δωμάτιο πού μπάίνει, ό Σάντρο, βρίσκει έ ναν άνθρωπο νά τρώη. Με την πρώτη ματιά πού του^ ρί χνει, τον αναγνωρίζει. Είναι ό κακούργος πού χτυπούσε τή Λεΐλά στη ζούγκλα. Ό Ινδός, ,μέ τό άνοιγμα τής πόρτας, διακρίνει τή σι λουέττα του Σάντρο και ξα φνιάζεται. Κινδυνεύει νά πνι γή όυτό -μια μπουκιά πού του κάθεται στο λαιμό, ενώ τό χέ ρι του δοκιμάζει νά τραβήιξη ένα πιστόλι που έχει στην πί σω τσέπη, τού παντελονιού του. Ταχύς σάν αστραπή, ό μως, ό Σάντρο, τον φιλοδω ρεί μέ μια καταπληκτική γρο θιά πού τον σωριάζει, αναί σθητο κάτω από τό τραπέζι. 1 Πιάνω σ’ αυτό τό τραπέζι ό Σάντρο διακρίνει- μιά βαλί τσα. Σίγουρα είναι ή βαλί τσα τού Μπαχαβάρα. Τόι θρυ λικό παιδί, τήν ανοίγει καί, άνήρεσα σε μαγικά σύνερ γα της ταχυδακτυλουργικής, διακρίνει ένα μπαστούνι-. Εί ναι ένα μπαστούνι από μπα μπού μέ τή λαβή πού παρι στάνει) τό κεφάλι ενός φιδιού. Είναι τό μπαστούνι τού μα χαραγιά τής Άλμόρα πού μέ σο. σ' αυτό κρύβεται τό κλει δί τής κρύπτης των θησαυ ρών τού Βοόδδα! "Ενα πονηρό χαμόγελο δια γράφεται τότε στα χείλη τού παιδιού. Παίρνει τό μπαστού νι από τή βαλίτσα κάΐ στή θέσι του άψινει τό άλλο, εκεί
© ΜΙΑΡΟΙ νο πού άφησε ό Μπαχαβάρα στο μαχαραγιά, μέ τό κρυμ μένο φίδι. Ετοιμάζεται νά βγη τώρα τό παιδί από τό δωμάτιο, ό ταν ακούει γρήγορα βήματα στο διάδίρομο και μιά φωνή νά λέη: — Τό βρήκα τό κιλεάί! Εί ναι μέσα στο μπαστούνι τού μαχαραγιά πού^ έχω στή ^βα λίτσα μου! Μουντό μαρτύρη σε τό παιδί αφού τού ωργωσα τό κορμί μέ τό βούρδου λα! *Ο Σ άντρο άν ατρ-ιχ ιάζε ι μπαίνοντας αμέσως στο νόη μα. Ό Μπαχαβάρα χτύπησε τον Τίπο - 'Τίπο γιά νά τού μαρτυρήση πού κρύβεται τό κλειδί καί ό κακούργος έρχε ται τώρα νά τό πάρη από τό μπαστούνι·... Ή πόρτα ανοίγει μέ πάτα γο. Ό Ινδός μεθυσμένος από τό θρίίαμιβό του, δέν βλε πει τό Παιδί τών Λύκων πού έχει ζαρώσει σέ μιά γωνιά. Ούτε τον συνένοχό του δια κρίνει πού βρίσκεται άνάσκε λα αναίσθητος κάτω από τό τραπέζι. Πλησιάζει τή βαλί τσα καί τά μάτια του λάμ πουν από πυρετό. Τήν ανοί γει καί αρπάζει τό μπαστού νι μέ λαχτάρα. Τό κυττάζει από δω, τό κυττάζει από κεΐ καί... ξαφνικά, αφήνει νά τοΰ ξεφιύγη γιά κραυγή φρίκης·. 'Κυττάζει γιά μά στιγμή τό δάχτυλό του όπου τον τσι μπησε τό φίδι καί τρέχει, λί γο, αίμα, τό πρόσωπό του γί νεται χλωμό καί, καθώς ση κώνει τά, μάτια του, αντίκρυ
ΤΑΡΖΑΝ
33
ζεΐχ έττ[τέλους τον Σ άντρο σέ ίμια γωνιά του δωματίου. Μά είναι πολύ αργά τώρα τπά, πού τον βλέπει. Ό θάινα τος κυκλοφορεί γοργά ιμέσα στο αίμα του, κι5 ό κακούρ γος, αφήνοντας μια δεύτερη κραυγή, σηκώνει ψηλά τά χέ ίΡ'ΐα κι’ ύστερα σωριάζεται στο δάπεδο μ5 ένα πνιχτό γδοΰ πο. Είναι νεκρός. Στο πρόσω πό του- διαγράφεται ένα ερω τηματικό πού δέν μπόρεσε να βρή τη λύισι του και τό π ή ιρε ιμαζί; του, στον άλλο κό^ σιμό. Δέν ξέρει πώς έγινε καί τό φί/δι μπήκε στο ρπαστού νι τού μαχαραγιά... Δέν ξέρει γιατί δέν είδε τον Σάντρο νά κάνη;/ δυο λεπτά πριν, την αλλαγή στά μπα στούνια... ★ * ★ "Υστερα από λίγη ώρα, ό Σάντρο, κρατώντας στην άγ καλιά του τον αναίσθητο Τίίπο - ΤίττΌ, διασχίζει καβάλλα οπή ράϊχι τού Κί/μο, τη σκο τεινή ζούγκλα. "Οταν φθά νουν στό σημείο πού βρίσκε ται ή καλύβα τους, ό Τίπο Τ ίπο συνέρχ ετα ι. — Σαχίιμπ, λέει δέν έπρε πε νά -μαρτυρήσω τό μυστικό τού κλειδιού... 5Αλλά ή ουρά τού Βούδδα ήταν πολύ τσου χτερή... ^ — Μή στενοχωριέσαι γι’ αυτό, ήρωά μου, τού άπαντά ει γελώντας τό Παιδί τών Λύ κων. Καλά έκανες καί τό μσρ
τύρησες γιατί έτσι τιμωρήθή κε ό Μπαχαβήρα μέ τον ίδιο τρόπο πού σκότωσε τό (μαχα ραγιά. — Τιιμωρήθηικε ό Μπαχαβάΐρα!, άκούγεται μια φωνή δίπλα τους. Είναι ή Λεϊλά πού τούς ά κουσε πού γύρισαν καί κατέ 'βηικε από τό δέντρο νά τούς προϋπαντήιση, γιατρεμένη τε λείως από τις πληγές της. — Ναι, τιμωρήθηκε, τής λέει ό Σάντρο καί άφού τής δίνει τό ιμπαστούνι τού πατέ ρα της πού μέσα του1 κρύβε ται τό χρυσό κλειδί, τής 5ιιη γείται τη νυχτερινή περιπέ τεια τους. Ή Λεϊλά, ιμέ δάκρυα ευ γνωμοσύνης στά μάτια γόνα τίζει καί φιλάει τό χέρι τού Σ άντρο. — Τούς κοτνόνισα μιά χα ρά!, κάνει περήφανος ό Τίπο Τί,πο εκείνη, τη στιγμή. 'Έβω σα γροθιές απόψε πού κάηικε τό πελεκούδι. Όχι, παί ζουμε! Νά μάθουν άλλη φορά νά... Όχ... βοηθέια! Παραδννομαι! Ό Σάντρο ξαφνιάζεται καί γυρνάει προς τό μιέοος του κωμικού φίλου του. Τον βλέ πει νάχη σηκώσει τά χέρια του μπροστά σ’ έναν ξερό κορμό δέντρου πού ιμέσα ^στό ^μισοσκόταδο ό φοβητσιάρης Ινδός τον νόιμισε γιά άνθρω πο !
ΤΕΛΟΣ Άποκλειστικότης:
Π. ΣΤΡΑΤΙ ΚΗΣ Γεν. Εκδοτικού Επιχειρήσεις 0. Ε.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Κ Υ Κ ΛΟΦΟΡΕ I
ΚΑΘΕ
Π Α Ρ ΑΙΚ ΕΥ Η
Γρ.: Λέκαοα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 5ος—Άρ. 33—Αρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνευιοδουράς, Στρ. Πλαστήρια 22, Μ. Σμύρνη. Ο'ί,κίονομικιας Δ)ντής Γ. Πεω,ργιάδης, 'Σφίγγός 3ι8. Βροϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζή βασιλείου, Τατ ασύλων 19 'Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Πεωργιάδην, Λέικικα 22, Αθήναι.
Τό επόμενο τεύχος τού «Μικρού Ταρζάν» που κυκλοφο ρεί την ερχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ εΐναι πιο ωραίο από αυτό που διαβάσατε! *0 Σάντρο* τό θρυλικό παιδί των λύκων., βρίσκεται αύτΐ^ τη φορά αντιμέ τωπος μ’ έναν μυστηριώδη καί αόρατο εχθρός μέσα στην καρδιά τής ζούγκλας., πού ακολουθεί ένα καραβάνι! Μέ καταπληκτικές περιπέτειες., αγωνία., μυστήριο, δράσι, η ρωισμούς καί κωμικά επεισόδια θά είναι γεμάτες οί σελί δες τού επόμενου τεύχους που δέν πρέπει νά χάση κανείς!
ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ ό θρυλικός Τίπο - Τίπο βρίσκει, ευκαιρία νά δείξη τΐ|ν παλληκαριά του καί... νά λιποθυμηση πέντ’ έξη φορές ακό μα, από τό φόβο του!
ΗΙΡ Α/λΤΡ Ο (ΡΑΙΠίΧΗΗΖ 8ΖΤΡΟΛΌΜοε τομτ μαρ ετρερε/ το τζ/Αζεχοετλ ο του εγο φετταατ. ειλυμ/ μ/α
περ/
<ΡΗΜΗ /Υ/ΧΤΑ. . ΘΑ άΡ ΜΕΡ/ΜΟΥΖ ΜΑ47ΗΑ£1 ΤΟΥ
Τί9£ /5/?ε/79 ε/ΥΑλΥ Α/ΥΘΡ&770.. ΛΆ/Τον ΜΑΜΗ ΑΤΟΜ' ΜΑΤ*. . .ΖΥΥΤΜ£//0ΜΤΑ/ ΜΑ ΖΥ ΜΟΥ ΤΗ/)6ηβΟΗΤ//ί9Ζ. .
9>εΓΓΑΡ/ΟΚ
I /ΥΑΙ ΓΗ ΪΜ/Ζ. . ΤΜίΡλίά/ε ΤΑ ΤΗηεΤ7ΑΘΗΤ/Μβ ΜΟΥ ΜΗ/ϋΥΜΑΤΑ . . ΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΜΑ Ηη/ΤΟ ΑΖΤΡ/ΛΟ
ενετΗΜΑ. .
4
^/Λεγ/ζετΑ/
ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ
Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
ΝΑΣ άνθρωπος διασχί ζει τή ζούγκλα. Τρέχει, κ οντ ο στ εκ ετ α ι λ αχ α ν ΐιάζόντας κιΓ ύστερα πάλι χει. Πότε - Πότε σκοντάφτει και πέφτει αφήνοντας νά τού ξεφεύγουν βογγητά πόνου ά πό τά ξερά του χείλη. Τό προ σωπό του δεν είναι πρόσωπο ανθρώπου φυσιολογικού. Μοι άζει περισσότερο μέ ιμάσκα τρόμου. Τά ιμάτια του είναι διάπλατα ανοιγμένα και τά δόντια του τρίζουν λες και τον συγκλονίζουν παγωμένα ρίγη. Για .μια στιγμή φέρνει τό
Ε
χέρι· στην καρδιά, παίρνει μια κωμική βόλτα γύρω από τον εαυτό του και σωριάζε ται βαρύς πάνω στή χλόη». Θάλεγε κανείς πώς δεν πρό κειται νά σηκωιθή ποτέ του τρέ κ'/ όμως, υστέρα από λίγα λε πτά ο άγνωστος κατορθώνει καί στέκεται στά πόδια του για νά τρέξη πάλι... Ποιος τρόμος είναι εκείνος πού τον αναγκάζει νά τρέχη, ή, ποια κστάρα τον κυνηγάει για νά >μή στέκεται νά πάρη ανάσα, μ’ αυτή τήν τρομερή ζέστη; Τί είναι εκείνο πού ζη τάει νά βρή καί τρέχει- για νά τό προλάβη, ποιο αίνιγμα ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
Ο ΜΙΚΡΟΣ
4
ι όιν 'βασαινίζε ι τ άχα; Και ό άγνωστος έξσκολου θεΐ νά τρέχη... να τρέχη... ★
★
★
·
Κάτω από τον ίσκιο ενός αίωνό'β ισυ δέντροο, κάθοντα ι δυό νέοι. Ό ένας είναι ό Σάν τρο, τό θρυλικό Παιδί των Λύ κοο»ν, ό εκδικητής της ζοόγ κο ας, όπως τον ονομάζουν οί Ινδοί, και ή οϋλίλη·. είναι μια πανώρια μελαχιροινή κοπέλλα ή Λεϊλά, κόρη, τού ιμαχαραγια τής Άλμόρα. "Υστερα από το θάνατο του πατέρα της καί την περιπέτεια τής απα γωγής της ιστή ζούγκλα, οπού είχε την τάχη νά την έλευθε ρώση ό Σ άντρο από τά χόρτα των κακούργίων καί νά τής φόρη τό χρυσό κλειδί (*), ή Λεϊλά έτοιιμάζεται νά επίατρέ ψη στην Άλμόρα. — Σάντρο, λέει σέ μιιά στι γμή ατό θρυλικό παιδί, τώρα πού σκότωσαν τον πατέρα μου κι5 έμεινα -μόνη στόν^ κό σμο, δεν θά ήθελα νά γυρίσω στο παλάτι (μου;. Μου αρέσει π δική σου ζωή ανάμεσα στή ζούγκλά, ζηλεύω* τ/ά 4κατορ θώματά σου καί τις πεοιπέτει ές σου. "Ω, άν ήμουνα καί ε γώ αγόρι... Λίγο πιο πέοα. ό κωιμιικός σύντροφος του Σ άντρο-, ό... νενναΐος φοβητσιάρης Τίπο Τίίπο, κάνει κάτι παράξενο. "Εχει κρεμάσει σ5 ένα δέντρο μια νεροκολοκύθα καί τή χτυ (*) Διάβασε τό Γτηροιηγούιμε'νο τεύχος τοΟ «Μικρού Τα,αζσν», .τό 33, τπου έχει τον τί,τλο: «;Σ άντρο-, τό Παιδί τών Λύκων».
πάει αδυσώπητα μέ τίς άτσα λένιες γροθιές του, για νά γυ ρναΐστή καί νά αυντρί'βη εάκο λώτερα τούς έχθεούς του! Ά κουγ όντας τά λόγια τής Λεϊλά, γυρίζει· καί τής λέει: — Λεϊλά, ή ζούγκλα είναι για τούς ανδρείους σάν εμέ να καί τον σαχίμπ τον Σ άν τρο καί όχι γιά τά ικορίίτσια. Γόρισε στο σπίτι του νά πλ-ύ νης κανένα πιάτο κι* έννοια σου, είμεΐς οι δυό φτάνουμε γιά νά κατατροπώσουμε τούς εχθρούς μας. Καί λέγοντας αυτά, φτύ νει τίς παλάμες του καί χτυ πάει» ιμέ αληθινή «μανία τή νε ροκολοκύθα. — Λεϊλά, απαντάει τώρα ό Σ άντρο στήν κοπέλλα, ξέ ρω πώς είσαι ένα θαρραλέο κορίτσι καί πώς θάθέλες νά μείνης μαζί μας γιά νά γνω ρίσης τήν επικίνδυνη ζωή, «μας ρά εγώ δεν «μποοώ νά σέ κρα τήσω. Οί "Αγγλοι άστυνοιμικοί, μόλις τό' (μάθουν, θά^ σου κηρύξουν τον πόλεμο, όπως έχουν κηρύξει σέ «μένα καί τον σύντροφό «μου. Ή Λεϊλά χαμηλώνει τό κε φάλι καί καταλαβαίνει πώς ό Σάντρο έχει δίκιο. Πρέπει νά νυρίση στο παλάτι της. — Σάντρο, του λέει σέ ,μιά στιγμή, θά ιμου έπιτιρέπης πό τε -πότε νάρχωιμαι γιά νά σάς βλέπω καί... νά σάς βο ηθάω ;... Ό Τίπο - Τίπο γυνάει >μέ άγριες διαθέσεις προς τό μέ ρος της. -— Νά ιμάς βοηθάς; τής
λέει. Καιί μεΐς οι δυο ,μαντρά χαλοι τί κάνουμε εδώ; Δεν ε’ί μαστέ Ικανοί να βοηθήσουμε τούς εαυτούς μας; Τί λέει σα χίίμΐπ; Καταδέχομαι εγώ ό γενναίος τών γενναίων νά ζη τήσω τή βοήθεια μιας κοπέλλας τή στιγμή πού οι γροθιές μου είναι Ικανές νά 61αλύσουν την... υδρόγειο; Καί γερνώντας μέ μεγαλύ τερο πείσμα προς τή νεροκο λακυθα πού κρέμεται μπροστά του, τή χτυπάει μέ τή δεξιά καί την αριστερή γροθιά του. — Τή ζάλισα!, λέει. Σέ λίγο θά την φάω μπαμπέσι κα,. Ξα]ψν ικ ή, τ ινάίζεται άπότομα, τά μάτια του στριψογυρί ζουν ανήσυχα μέσα στις κόγ χες τους λες καί άντίικρυσαν ένα τρομερό θέαμα καί... βά ζει τις φωνές: — Εχθρός! Βοήθεια! ΠίαΙραΐτάει τή, νεροκολοκύ^ θα καί τρέχει νά κρυφτή πίσω από τή Αεΐλά. —Σώστε με, κάνει ενώ τρέ μει από την κορυφή ώς τά νυ χιια. Αεΐλά, σώσε τον φίλο σου. "Ωχ... ή καρδιά μου! Καί ό γενναίος τών γεν^· ναίων, ό άνθρωπος πού δεν ήθελε τή βοήθεια τής Αεΐλά, λιποθυμάει κρυμμένος πίσω της ά,'πό τό φόβο πού ένοιωσε άντ ι κράζοντας ξαφν ικά ενα παράξενο άγνωστο νά κάνη την έμφάνισί του στο μικρό ξέφωτο όπου κάθονται καί οί τρεις τους..,
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΚΑΡΑΒΑΝΙ
ΟΝ ΑΝΘ'ΡΩ)Π)0> |α$τόν; τον βλέπει καί ό Σάν τρο μέ τή Αεΐλά. Για μιά στιγμή κοντοστέκεται μ6 λις τούς αντικρίζει καθισμέ νους κάτω άπΐό τό δέντρο, ϋοτέρα αφήνει μιά πνιχτή κρου γή καί αφού τρεκλίζει σαν με θυσμένος, πέφτει μέ τά χέρια απλωμένα μπροστά. Τό θ]ρυίλικό Παιδί τών Λύ κων πετάγεται αμέσως από τή θέσι του καί τρέχει κον τά που- Τό ίδιο κάνει καί η Αεΐλά. Καθώς είναι μπρού μυτα πεσμένος τον άναισηκώ νουν καί τον καθίζουν κρατών τας τον από τούς ώμους. Γ:ά μιά στιγμή ό Σάντρο κυττάζει την παιλάμη; τού δεξιού του χεριού. "Ένα ρίγος δισπερ νάει τό κορμί του καθώς την βλέπε ι κ ατακάκικ ινη, βαίμμέινη στο αίμα. —Ό άνθρωπος αυτός εΐνο. πληγωμένος, λέει στη Αεΐλά. Ό άγνωστος άνοίγει μέ κο πο τά μάτια του καί τά χε λη του κινούνται σά νά βέλου; κάτι νά πουν. Μέ πολύ κότ ο καταφέρνουν νά προφέρουν μ. ρΐίκες άσυνάρτητες λέξεις: — Ό Βούδβας... ή καταρσ του... .ήταν ο ίδιος... τό ιερό καραβάνι... νερό... Ό Σάντρο ξαπλώνει τό1· τραυματισμένο απαλά πάνω στη χλόη ικα!ί φωνάζει στον μ κρό κωμικό σύντροφό1 του: —- Τίιπο -Τί™, φέρε με γρήγορα λί(γο νερό! Ό γενναίος Ινδός πού
Τ
,
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ιμόλις συνέρχεται από τη λι παθυμία του, ρωτάει γιιά κα ιλό καί για ικαΐκό τόν Σάντρο: — Σαιχίμπ τόιν σκότωσες, η ακόμα είναι ζωντανός,; — Φέρε μου λίγο νερό, γρήγορα!, διατάζει αυστηρά ό Σ άντρο. Ό Ίνδός^ παίρνει τό ιμισό καύκαλο μιας καρύδας τό γε ,μίζειι νερό από μια κοντινή πηγή και τό φέρνει στον Σάν τρο. Τό θρυλικό παιδί ραντί ζει τό πρόσωπο του τραυμα τισμένου κι3 ύστερα πληισιάζει την καρύδα στα χείλη του. Εκείνος ρουφάει άπληστα τό νερό, τό πρόσωπό του )ςαλα ρώνει καί τά μάτια του ανοί γουν. — Είσαι καλύτερα; τόν ρωτάει ή Λεϊλά. Ό άγνωστος κουνάει θλιιμ μένα τό κεφάλι του.
Προσπαθούν καί οί δυό τους νά σηκώσουν τόν πεσμένο ϊνδό.
— Θά πεθάνω, λέει καί α ναστενάζει. Ό Τίπο - Τίπο κουνιέται άμέσως από τή θέσι του. ^ — Μή μάς γρουσουζεύης, σαχ'ίΐμπ, τού λέει. Αέ βρήκες καμμιά καλύτερη κουβέντα νά Λ
ττης;
*Έν<χς άνθρωπος τρέχει παραπα τώντας άνάμεσα στη ζούγκλα.
ιΠοιός σε τραυμάτισε; τόν ρωτάει ό Σάντρο. —Ό Βούδδας, άπαντάει ό άγνωστος. Τό παιδί κυττάζει ερωτη ματικά τή Λεϊλά. Τί θέλουν νά πουν τά λόγια τού αγνώ στου; Μήπως τά έχει χαμέ να καί δεν ξέρει τί λέει; — Πώς είναι δυνατόν νά σκοτώνη ό Βούδδας; τού λέει. — Σκοτώνει, άπαντάει ό πληγωμένος.^ "Έτσι σκότωσε πριν από μένα τόν Μίτα και τόν Τζιχάν... Τό πρόσωπο τού Τίπο -Τί
ΤΑΡΖΑΝ
νϋ
πο, άπό ανήσυχο γίνεται χλω μό. — Πώ, πώ!, λέει φοβισμέ να. Θλέίπω πώς ό Βούδδας άρ χισε γραμμή νά σκοτώνη,. Αές νά έρθη καί ή σειρά μας; — Που ήταν ό Μίτα και ό Τζιχάν; τον ρωτάει ό Σάν τρο. — Στο ιερό καραβάνι. Πε Βαίνει ένας κάθε βράδυ... Ό Βούδδας σκοτώνει τους άμαρ τωλούς... απόψε ήταν ή σειράιμου... με πλήγωσε καί ίμέ όφησε νομίζοντας πώς πέθανα... Ό μαύρος Βούδδας τιμώ ρεΐ... —Που είναι τώρα τ<3 ιερό καραβάνι; ρωτάει κατάπλη κτο τό θρυλικό παιδί, άπό ε κείνα πού έχει ακούσει. Ό άγνωστος δεν απ'αχήσει σ’ αυτήν τήν έρώτησι. Μισο κλείνει μόνο τά μάτια του, γέρνει., τό κεφάλι του άριστε
Νοιώθει δυο ατσάλινα χέρια νά τής σφίγγουν τό λαιμό...
ρά καί μένει άκίίνητος. Είναι νεκρός! Μι,ά λεπτή αιμάτινη λουρίδα ξεκινάει άπό τά χεί λη του αυλακώνοντας τό .μά γουλό του καί καταλήγει στή γή. Τό αΐμα αυτό πού βγήκε μέσα άπό τά σπλάχνα του του χάρισε τό θάνατο. Ό εκδικητής τής ζούγκλας, ό Σάντρο, σηκώνει τό κεφάλι του καί κυττάζει άπελπισμέ να τή Λε'ίλά. — Πρώτη φορά ακούω Βούδδα νά σκοτώνη, τής λέει. Ό Τίπο - Τίπο πού βρήκε τό θάρρος του, παίρνει τό λό Υ°.
Μια ύποπτη σκιά έρπει στη νύχτα....
μέσα
— Μή σου φαίνεται παρα ξένο, σαχίμπ. "Ολα μπρορεΐ νά τά περιιμένη κανείς άπό τό Βούδδα. <Καΐ ^έγώ ^δέν πίστευα πώς ό Βούδδας έχει ουρά, κι* όμως την £Ϊδα μέ τά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
-μάτια μου να /μου αύλακώνη το κορμί (*). Μποιρεΐ λοιπόν νά υπιάρχη καί κανένας Βούδ δ ας πού σκοτώνει και ξέ,ρεις γιατί σκοτώνει, σαχίίΐμπ; Γι ατί ιάκάμη: δεν έ,μαθίε πώς υ πάρχει ένας γενναίος μέσα στη ζούγκλα πού τιίμωρεΐ άδ-υ σώπητα τούς δολοφόνους. Κι5 αυτός ό γενναίος είμαι εγώ, ό Τί{πο - Τΐπο! Σέ παρακα λώ, σαιχίμπ, από δώ καί πέ ρα να με λες Γενναίο για να τ’ ιάκούση κι3 ό Βούδδας νά φοβηΐθή... Ό Σάντρο δεν ακούει τή φλυαρία τού κωμ ικού 31 νδού γιατί είναι βυθισμένος σέ σικέ ψεις. Σέ ίμια στιγμή λέει στή Αεΐλά: — Ξέρειις τίποτε για τό ' ιερό καραβάνι, Λεϊλά; — "Όχι, τού άπατάει ή κο πέλλα. — Θά σοϋ πώ εγώ. Στήν επαρχία τού Γικάντα, αφού πε ,ράσουιμε τον ποταμό Κίιστνα υπάρχει μ-ιά κοιλάδα όπου στό μέσον της είναι χτισμένος έ νας ναός τού Βούδδα., Γιά να ιμπή κανείς στην κοιλάδα, μό νο μια είσοδος υπάρχει, άνά μέσα σέ δυο βράχους,^ πού τή Φυλάνε 3Ινδοί στρατιώτες, μέ ρα καί νύχτα. — Γιατί; ρωτάει ή κόρη τού μαχαραγιά. — Υπάρχει ένα έθιμο ατό τό: παλιά χρόνια, νά μήν μπαΐί νουν στήν κοιλάδα ιμεμονωμέ ναι- προσκυνητές. "Αν όμως συγκεντρωθούν από έξη- καί (*) Διάβοχχε
τεύχος.
τό
προηγούμενο
πάνω προσκυνητές κι3 έχουν^ έ π (κ εφ αλής τους έναν ιερέα τού Βούδδα, τούς επιτρέπουν νά περάσουν καί νά έπισικεΓ ιφθούν τό ναό όπου λένε πώς -βρίσκεται ιμέισα σ3 αυτόν έ να θαυματουργό άγαλμα τού Βούδδα, "Ετσκ, ξεκινούν από διάφορους τόπους των 3Ινδιών καραβάνια προσκυνητών καί καπευθύνονται στήν ιερή κοι λάδα. Στό δρόμο τό καραβά νι δέχεται κι3 άλους προσκυ νητές, καί καμμ-ιά φορά όταν Φ'θάνη στήν κοιλάδα ο'ί προσικιυνητές του μπορούν νά πε ράσουν τούς εκατό. Τό έθιμο όμως απαγορεύει νά μποΰν πε ρσσότερα από .ένα καραβάνι στήν κοιλάδα. "Αν έρθη* καί δεύτερο θά περιμένη έξω από τήν πύλη νά φύγη τό; πρώτο,, πού μπορεί νά μείνη στό ναό όσον καιρό θέλει. — -Περίεργο έθιμο!, κάνει ή Αεΐλά. — ΚάποΊΟ λοιπόν, καρ αβά νι, ιβρίσκεταιιι τώρα* στή ζούγ κλα μας καί καιτευθύνεται προς τήν ιερή κοιλάδα. Σ3 αυ το τό καραβάνι, ανήκε κι3 αυ τός ό δυστυχισμένος πού λέ ει πώς τον σκότωσε ό Βούδ δας. — Σάντρο, λέει σέ μιά στι γμή ή κ απέλλα, γιίατί δεν έν διαφέρεσσίι νά βρής; εκείνον πού τον σκότωσε; "Η μήπως πιστεύεις πώς τον σκότωσε ό Βούδδας; — "Οχι, άπαντάειι τό Παι δί των Λύκων. Ό Βούδδας δέ σκοτώνει, Κάποιος άλλος κρύ βεται πίσω από τό Βούδδα. Αυτή ή υπόθεσι μοΰ φαίνεται
ΎΑΡΖΑΜ
πολύ παράξενη μά διστάζω νά... — Γι·ατι διστάζεις; τόν δι σκάπτει ή Λεϊλά. —· ιΓ ια,τΐ εμένα μέ γίνω ρί ξουν, Δειλά, και δεν μπορώ νά ακολουθήσω τό μυστηριώ δες καραβάνι όπου -κάθε βρά δυ ό Βούδδας σκοτώνει και από εν αν προσκυνητή. Τά μάτια τής μέλαχροινής και ριψοκίνδυνης κοπέλλας α στράφτουν. — Έμενα όμως δεν /με ξέ ρουν!, λέει. Έγώ μπορώ εύ κολα νά άκολουθήσω τό καρα βάνι. Μά άν μέ γνωίρίσουν τί πειράξει; Θά πουν πώς ή κό ιρη του μαχαραγιά τής Άλμό ρα πηγαίνει νά έπισκεφθή την ιερή κοιλάδα. *Άν φοβάσαι μά λίστα νά μέ άφήσης (μόνη, μου άς έιρθη μαζί ,μου μεταμφιε σμένος ο Τίπο -Τίπο. Καί συ, Σ άντρο, μποοεΐς νά άκολουθής την ημέρα άπό μ ακόυα την πορεία μας, ενώ τά βρά δυα θά πλησιάζης γιά νά μα θαίνης νέα μου·... — Περίφημα!, κάνει ό Τί πο - Τίπο πού ακούει την προ τάσι τής Δειλά. Έχω τή γνώ μη όμως πώς δέν χρειάζεται ο ααχίμπ. Καλύτεοα νά μην έοθηι μαζί μας και κοοραστή άδικα. Έγώ θά τά καταφέρω μονάχος μου νά συντρίφω τό Βούδδα! "Ας είναι καλά οί γροθιές μου! -Καί λέγοντας αυτά πηγαί νει κοντά στην κρεμασμένη νε ροκολοκύθα και την ταράζει στις γροθιές.
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΙΝΑΙ νύχτα. Τό ιερό κα ,ραΐβάνι, πού τό αποτε λούν δώδεκα προσκυνη τές, αφού βάδισε όληι την ήμέ ρα, έχει στρατοπεδευισει άνά μέσα στην πυκνή ζούγκλα. Ό ελέφαντας όπου μεταφέρει τόν ιερέα του Βούδδα, εΐναι δεμένος άπό τόν κορμό ε νός δέντρου. 'Κάθε προσκυνη τής κοιμάται κάτω άπό ένα αντίσκηνο που τό κουβαλάει μαζί μέ τά άλλα πράγματα στη μαΚιρυνή πορεία, ώσπου νά φτάση στήν Ιερή κοιλάδα. Τά αντίσκηνα είναι απαραί τητα γιατί συχνά ξεσπουν άνριες καταιγίδες που κρατούν δυο και τρεις μέρες. Μέσα, στο μισοσκόταδο μιά σκιά έρπει. Είναιι ή σκιά ενός ανθρώπου. Κάπου - κά που σηκώνει τό κεφάλι του και ικυττάζει ολόγυρα, γιά νά συνέχιση πάλι τήν άθόρυβη ποοεία του, έοποντας. Σέ μιιά στιγμή φθάνει κον τά σέ ένα αντίσκηνο. Άναση κώνει τις άκρες του καί γλυ στοάει μέσα. Σ τό αντίσκηνο αυτό δέν κοιμάται ένας ποοσκυνητης άλλα μιά προσκυνητρισ. Εί ναι ή Αεϊλά, ή τολμηρή κόρη τού μσχαοσγιά πού τόσο πρόθυμα δέχτηκε νά ριψοκινδυνεύση τή ζωή της γιά νά βοηθηση τόν Σάντοο νά λύση τό αίνιγμα τού Βούδδα ·πού σκοτώνει. — Τίπο - Τίπο, λέει στον άνθρωπο πού μπήκε στο αντί
Ε
10
οηκηνό^ τη ς γιατί ήρθες; — 9 Η,ρθα νά σέ προφυλά ξω από το Βούδδα!, τής α παντάει ό κωμικός Ινδός πού φοράει >μιά ,μακρυά κελειμπία καί «μοιάζει περισσότερο ιμέ φάντασμα παρά με άνθρωπο. "Αν δεν σκοτώσω αυτό το ΒούδΙδα δεν θά ησυχάσω. Τον έχω οπό στομάχι μου. "Αν ερ θη νά σέ σκοτώση, Λεΐλά, θά 'βρή τό μπελά του. Έγώ δεν ά στειεύομαι·. Τό αίμα βράζει ιμέσα ιμου καί... καί·... ΜιΙλάει ψιθυριστά κι5 έτσι ά κουει έναν ύποπτο θόρυβο, σάν ύπουλο σύρσίιμο φιδιού έξω από τό αντίσκηνο. Ό γενναίος Ινδός πού έβραζε τό αΐιμα του, νοιώθει την καρ διά του νά σπαρταράη; σάν λα βωρένο πουλί μέσα οπό στήΓ θος του κάί τά γόνατά του λυγίζουν.
Ετοιμάζεται νά όρμήση έναντι όν του χοντρού Ινδού.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
*0 Ντουγκλας τον χτυπάει βά ναυσα στο πρόσωπο.
— Ό Β ούδδας !, τραυλίζει Λε... Αε... Λεΐλά... 6ο... βοή θεια! (Καί χωρίς άλλη κουβέντα λιποθυμάει Ή Λεΐλά, πού δεν έχει α κούσει τό ύπουλο σύρσιμο έ ξω άπό τό αντίσκηνο, σκύβει πάνω στον άναίίσθήτο σύντρο φό τής. “οοφνκκά, δυο χέρια μπαίνουν κάτοο άπό τό αντί σκηνο, ψαχουλεύουν για λίγο εδώ κι5 έκεΐ κΤ ύστερα συναν τώντας τό λαιμό της τον σφίγ γουν γεοά, ενώ ταυτόχρονα την τραβούν προς τά έξω. Ή Λεΐλά νοιώθει νά πνίγε γεται, τά μάτια της γουρλώ νουν, θέλει νά φωνάιξη,, ιμά δεν βγαίνει ούτε ψίθυρος άπό τά χείλη-, της. Καθώς τά χέρια την βγάζουν έξω άπό τό άν τίσκηνο, άνσίγει τά μάτια καί
ΤΑΡΖΑΝ
ιέκεΐνο... πού βλέπει την κά νει νά τά χάση (κυριολεκτικά! Πάνω άπό το πρόσωπό της είναι* σκυμμένο τό πρόσωπο τού θεού Βούδδα! Την κυττά ζει ιμέ ήρεμα χαρακτηριστι'κά ενώ τά δάχτυλά του σφίγ γονται όλο και πιο πολύ γύ ρω αϊτό τό λαιμό της, κάνοντάς την νά χάση τις αισθή σεις της... Ή σιλουέττα ,μέ τό πρόσω πο τού Βούδδα σηκώνει την αναίσθητη κοπέλλα στην αγ καλιά της και σκυφτή, προ χωρεί για λίγο, άπαμακρύνε ται από τό αντίσκηνο κάπου πενήντα ,μέτρα και σταματά ει. ’Απσθέτει τό θύμα της κα ταγής καί αφού ικυττάζει για λίγο ολόγυρά της, βγάζει α πό τη ζώνη της ένα στιλέττο ....Σηκώνει τό χέρι της ψηίλά καί ετοιμάζεται νά τό καρφώ ση στ'ό κοριμί τού κοριτσιού.
*0 ξαπλωμένος άνθρωπος είναι ένας νεκρός ινδός.
11
'Ο λύκος πέφτει πάνω του με ορμή και τον άνατρέπει.
-αψνιικά, μιά τρομερή κραυ γη άντηχεΐ κάπου κοντά του. Ό άνθ|ρωπος με τό πρόσωπο ιού Βούδδα πού ετοιμαζόταν νά σκοτώιση τό αναίσθητο θΰ ιμα του μένει ακίνητος κι5 ύ στερα τό βάζει στά πόδια καί κρύβεται πίσω άπό μερικούς θάμνους, Μια άλλη σιλουέττα πλη σιάζει τώρα κοντά στην άναί σθητη Λεϊλά. Ή σιλουέττα αυτή ανήκει σ’ ένα γεροδεμέ νο παιδί, πού φοράει μονάχα ένα μαγιό άπό δέρμα λεοπαρ δάλεως. Με ένα πήδημα φτά νει στο άκίνητο σήμα τής κοπέλλας καί τό παίρνει στην αγκαλιά του. Είναι ό Σ άντρο τό Παιδί των Λύκων, ό έκδι κητής ττς ζούγκλας, όπως τον έχουν ονομάσει οί ιθαγενείς ~ής γύρω περιοχής, πού άκο λουθεί κρυφά την πορεία τού
Ο ΜΙΚΡΟΣ
12
ιεροί) καραβανιού. — Δειλά!, ψιθυρίζει στο αυτί τής κοπέλλας, λίγο άν αργούσα ό άθλιος αυτός θά σε σκότωνε! Ή κόρη, τοϋ μαχαραγιά ά νοίγει τά μάτια της μά, αντί νά δ-εϋξη χαρά πού σώθη,κε, ά ψήνει νά τής ξεφύγη. μιά μι κρή κραυγή τρόμου! Ό Σάντρο, πού έχει ανε πτυγμένο τό ένστικτο του κιν δύνου περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, γιατί εζησε τόσα χρόνια συντροφιά με τους λύκους, καταλάβαινε ι πώς κάποιος τον απειλεί. 5Α ψήνει τή Λε'ίλά νά πέση άπα λά πάνω στο έδαφος καί κά νει νά γυρίίση τό κεφάλι του. Δεν προλαβαίνει όμως γιατί κάτΐι σκληρό τον χτυπάει στο κεφάλι του, ενώ μιά θριαμβευ τ ική φωνή άντηιχεΐ: —■ Επιτέλους, σέ συλλαιμ βάνω! Ή φωνή είναι γνωστή στο Παιδί των Λύκων, άλλά αυτή τή στιγμή του κινδύνου δεν προσπαθεί νά μαντέψη σέ ποιόν ανήκει. Τό χτύπημα στο κεφάλι τον ζάλισε. Παρα μερίζει γιά ν’ άποψύγη καί δευτηρο χτύπημα κι3 ύστερα ετοιμάζεται νά έπιτεθή έναν τίον τού αντιπάλου του. Ό αντίπαλός του όμως δεν προλαβαίνει νά τού έπιτεθή γιά δεύτερη φορά. Ή Λεϊλά^, καθώς προσπαθεί νά σηκωθή μπερδεύεται στά πόδια του καί τον άνατρέπει. Τήν ήίδια στιγμή κάνει τήν ©μψάνισί του ένας Ινδός μέ γενειάδα. Είναι ό ιερέας τού Βούδδα
πού όδη,γεΐ τό καραιβάνΐι. Στο άντίίκροσμά του τό Παιδί των Λύκων κάνει ιμιά γρήγορη με ταβολή κάί χάνεται πίσω από τήν πυκνή βλάστησι τής ζούγ κλας,, αφήνοντας τή Λεϊλά πί σω του αλλά καί τον άνθρω πο πού τον χτύπησε ατό κε ψάλι καί πού ή φωνή του τού φάνηίκε πολύ γνωστή... Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
Ι ΕΡΕΑΣ τού Βούδδα, πού φτάνει στον τόπο τής συμπλοκής, βρίσκει τήν κοπέλλα καί έναν ακόμη χοντρό προσκυνητή. — Τί συμβαίνει; Ποιος φώναξε; ρωτάει. Ποιος ήταν έκεΐνος πού έφυγε; — ^Ηταν τό Παιδί τών Λύ κων! Απαντάει ό χοντρός προσκυνητής. Μού ξέίφυγε μέ σα από τά χέρια! — Τό Παιδί τών Λύκων!, κάνει κατάπληκτος ό ιερέας. Καί τή ζητούσε εδώ; — 7 Ηρθε νά σκοτώση, τήν κοπέλλα!, απαντάει ό χον τρός. Τον πρόλαβα ενώ τήν είχε ιστήν αγκαλιά του κάί ε τοιμαζόταν νά ψύγη. Τήν κο πέλλα τή γλύτωσα, μά εκεί νος μού ξέφιυγε ! Ό κακούρ γος ! Τό είχα ικαταλάβει πώς αυτός σκοτώνει τούς προσκυ νητές. Ό δολοφόνος! Ό ιερέας φαίνεται ^νά τά χη κυριολεκτικά χαμένα. — Μά... γιατί, τί τού κά ναμε έμεΐς καΐί μάς σκοτώνει; τραυλίζει. — Δεν τού φταίμε τίποτε άλλά τού αρέσει νά σκοτώνη!
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
άπσντάει ό χοντρός. Τον ξέ ρω καλά εγώ αυτόν! Στο μεταξύ έχουν έρθει ο λόγυρά τους καί ο! υπόλοι ποι προσκυνητές. Μαθαίνουν άπό τό χοντρό τι συνέβη, καί γονατίζοντας κάτω προσεόχον ται στο Βοοδδα να τούς 6ο ηθήση, για να φτάσουν ώς την ίιερή· του κοιλάδα. "Υστερα γυρνούν όλοι στα αντίσκηνά τους, Η Λεϊλά δεν -μπορεί ακόμη νά συνέλθη· άττό τη συγικίνησι της. Μέσα σε μια στιγμή κιν δυνευσε νά ταξιδέφη στον άλ λο^κόσμο καί την ίδια στιγμή β,οείθηΐκε στήν αγκαλιά τού Σ άντρο, πτού γιά δεύτερη φο ρά γινόταν ό σωτήρας της. Αυτός δίμο>ς ό χοντρός προ σκυνητής ποιος ήταν; Καί γι ατί είχε τήν έντύπωσι πώς εΐ ξανακούσει τή φωνή του; Γύοισε'στό αντίσκηνό της καί βρήκε τον Τίπο - Τίτο νά συνέρχεται από τή λιίποθυμία του. — Πού είχες πάει*, τή ρω τάει βλέποντας την νά μπαίνη. — "Εκανα έναν περίΤτατο, του απάντησε. — Έγώ περίμενα έδώ τό Βαύθδσ, μά, δεν ήρθε, τής λέ ει ο κωμικός Ινδός. Στοίχημα τίζω πώς δεν πρόκειται νά μάς ενόχληση τώρα ττού ήρ θα εγώ στο καραβάνι! "Οχι παίζουμε! "Αν τολμάη ας κο πι άση! Μένει γιά λίγο μαζί με τήν καπέλλα κι5 υστέρα άποφασί ζει νά πάη στο άντίσκηινό του καί νά κοιμηθή.
13
Επιστρέφει γλιστρώντας ανάμεσα στη χλόη αθόρυβα, γιατί δεν θέλει ινά τον πάρουν ε’ίδησι οί άλλοι προσκυνητές, -αφνιικιά, καθώς απλώνει τό χέρι του, άκουρπάει σε κάτι άπαλό. Άνασηκώνει τό κεφά λι του^καί... αφήνει άθελά του νά τού ξεφύγη ,μιιά κραυγή φ,ρίΐκηις. Έκεΐνο που άικαύμπη σε τό χέρι του είναι τό ακί νητο σώμα ενός νεκρού αν θρώπου ! — θεούλη- «μου!, κάνει ό κωμικός καί φοβητσιάρης ήρωάς μας, έτοιμος νά λιποθυ μήισηι, αυτόν τον έφαγε ό Βούδδας μπαμπέσικα! ιΚάνει νά σηικωθή γιά νά ικλφστή στο άντίσκη,νόι του καί νά λιποθυμήση με τήν ή συιχία του, όταν κάποιος τον αρπάζει άπό τό λαιμό ούρλιά ζοντας: — Τον έπιασα επ’ αυτοψά ρω! Σκότωσε τον σύντροφό μας! Ό άνθοωπος πού κατηγο ρεί τον Τίπο- Τίπο, είναι ό χοντρός προσκυνητής! Στις Φωνές του πετάγονται καί οί άλλοι άπό τά αντίσκηνά τους καί τούς περί στοιχίζουν. —1 Τί συυβαίνει; ρωτάει ό ιερέας τού 'Βούβδα. — Αυτός έδώ, λέει ό χον τ,ρός, δείχνοντας τον Τίπο -Τί πο. σκότωσε τον προσκυνητή πού βλέπετε μίπ,ροστά σας! Τον εΐδα μέ τά μάτια μου νά σηκώνεται έτοιμος νά τό βάλη στά πόδια! — Ψέ... ψέ... ψέματα!, τραυλίζει ό Τίπο - Τίπο. Έ,. έγώ,,,,
14
Ό ιερέας σκύβει κοοί τον κυττάζει καλά - καλά στο πρόσωπο. —1 Μά αυτός είναι προσκυ ντγτής!, λέει. Πώς είναι δυνα τον νά σκότωσε τον σύντροφό του; Γιά τό όνομα τού ιμεγά λου Βούδδα, τι συμβαίνει στο ιερό μας καραβάνι; — Δεν είναι προσκυνητής, ουρλιάζει ό χοντρός. Τον ύπο πτεύθηκα από τό πρωί πού ήρθε στο καραβάνι «μας! Εί ναι (μεταμφιεσμένος! Τον γνω ρίζω καλά, είναι ό φίλος του Παιδιού τών Λύκων και τον λέ νε Τίπο - Τίττο! *Ηρθε έπίτη,5ες στο καραβάνι γιά νά μάς σκοτώσηι! ΟΙ προσκυνητές μένουν γιά λίγο αμίλητοι, κατάπληκτοι. Όσο γιά τον Τίπο - Τίπο τον παλληκαρά ήρωά μας τά έχιυ τόσο χαμένα πού δεν μπορεΐ ούτε νά μιλήση.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
-αφνικά, όμως, μια φωνή άν τηχεΐ και σπάζει τη σιωπή. — Και συ, ποιος είσαι; ρωτάει τό χοντρό προσκυνη τή·, Εκείνος πού μίλησε είναι ή Λεϊλά. — Έγώ... εγώ είμαι προ σκυνητής !, απαντάει ό χον τρός. ^— Ψέματα!, φωνάζει ή κο πέλλα. Λεν είσαι προσκυνη τής. — Ε, τότε, θα σας πω ποιος είμαι!, λέει εκείνος. Με ξέρεις ποίλύ καλά καί σε ξέρω! Είσαι ή κόρη του μα χαραγιά τής Άλμόιρα καί γώ... — Έσύ είσαι ό αστυνό μος Ντούγκλας !, τον προλα βαίνει ή Λεϊλά. Ό ιερέας του Βούδδα ξαφ νιάζεται, ένώ ό Τίπο - Τίπο κατορθώνει νά ψελλίση: — Ό Ντούγκλας!, Γι5 αύ τό λοιπόν θέλεις νά με φάς μπαμπέσικα! Καί λιποθυμάει. Η ΚΡΕΜΑΛΑ ΔΕΝ ΣΤΗΝΕΤΑΙ!
ΣΚΗΝΗ είναι αληθινά παράξενη. Μέσα στο Ι ερό καραβάνι πού έ νας άγνωστος δολοφόνος σκο τώνει κάθε βράδυ κι* από έ ναν προσκυνητή, βρίσκεται αντιμέτωπος ό "Άγγλος άστυ νόμος Ντούγκλας μέ τον κω μιικό φίλο τού Παιδιού τών^Λύ κων, τον Τίπο - Τίπο, ενώ ή κόρη του μαχαραγιά στέκει ά νάμεσά τους. — Λεϊλά, ρωτάει την κο-
Η
Πυροβολεί τότε προς την κοττεύθννοι του μαυρου λύκου.
ΤΑΡΖΑΝ
πέλλα, γιατί ήρθες στο καρα βάνι; —· Γ ιατΐ θέλω νά πάω να προσκυνήσω τό άγαίλμα του μεγάλου Βούδδα, στην ιερή «κοιλάδα, του άπαντάει το θαρραλέο κορίτσι. Έσύ όμως πώς βρέθηκες άνάμεσά μας, μεταμφ ιεσμένος; — Εγώ... εγώ ήρθα ν’ άνοε καλυψω τον δολοφόνο!, τής άπαντάει ό χοντρός άστυνομι κός. Πληροφαρήίθηκα πώς κά θε βράδυ σκοτώνεται κι’ ένας προσκυνητής και .μεταμφιέστη κα μήπως μπορέσω και τον συλλάβω επ’ αυτοφόρω. ’ Ε κείνος μσΰ ξόφυγε μά κρατώ τον φίλο του. Ή Λεϊλά δεν μπορεί να υ περάσπιση! τον Τίπο - Τ&ττό, γιατί θά ικαταλάβη ό άστυνό μος πώς συνεργάζεται μέ τό Παιδί τών Λύκων. — Τι θά τον κάνης; ρω τάει μόνο. — Θά τον όδηιγήισω αύριο στην Άλ μοίρα κάί θά τον κρε μάσω!, άπαντάει ό Ντούγκλας καί κοοδώνεται από πε ρηφάνεια. ’Έτσι, θά πάρω τό βαθμό πού μου έχει ύποσχε θή ό διοικητής μου. — Είναι αμαρτία, μιλάει τώρα ό ιερέας του Βούδδα, νά τον κρεμάσης. Μοϋ φαίνε ται πολύ μικρός! Ό Τίπο - Τίπο πού ξαναβρήικε τις αισθήσεις του καί ακούει τη συζήτηση άποφασί ζει νά μιλήση, — Ναι, είμαι πολύ μικρός, λέε ι. ’ Ενν ι ά χρόνων! Ή γροθιά τού Ντού/κλα^ υψώνεται καί τον χτυπάει βα
II
Ή πάλη τους είναι άγρια, συγ κλονιστική.
ναυσα στο πρόσωπό, κάνον τας τόν ήρωά μας νά ουρλιάση από τόν πόνο. -— Αύριο θά τα πούμε, τού λέει σαρκαστικά. Θά σοΰ ετοιμάσω μια ωραία κρεμά λα στην πλατεία τής ’Αλμόρα. Κι5 άν θέλη> άς έρθη τό περίφημο Παιδί τών Λύκων, ό εκδικητής τής ζούγκλας νά σέ γλυτώση. Χά... χά... γέλια που έχω νά κάνω. Χά...χά! Μά φαίνεται πώς είναι γραφτό στον χοντρό αστυνο μικό νά μή γελάση τήν άλλη μέρα στην πλατεία τής Άλμό ρα, καθώς θά βλέπη τόν Τίπο Τίπο στήν κρεμάλα. Γιατί, ε κείνο πού επακολουθεί, ανα τρέπει τελείως τήν κατάστα σι. Έ ντ ελώς άπροσδσκ ητα μια μαύρη σκιά όρμάει έναν τίσν του, πέφτει επάνω του καί τόν ανατρέπει. Ή σκιά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
αυτή ίάνήκει στον Κίιμο, τον καταπληκτικό λύκο, τον ,αδελ φό τού Σ άντρο ττού τόσες φο ρές τον έχει βοηθήσει σε κρί σιμες στιγμές πού κινδυνεύει αύτός ή ό φίλος του. Οί προσκυνητές, βλέποντας το λύκο, φοβήθηκαν πώς θά τούς κατασπαΐράιξη ικσίι σκορ πισα'ν ολόγυρα στη ζούγκλα, ουρλιάζοντας. Μόνο ό Τίπο - Τίπο καί ή Λεϊλά 6έν κουνήθηκαν από τη θόσι τους. Ό πρώτος, ραλί στα, βλέποντας τον Κίμο όνε βηΐκε μ’ ένα π ήδη! μα στη ράχι του- καί τό έξυπνο ζώο, μό λις ένοιωσε τον κωμικό Ινδό στη ιρά:χι του, -έδωσε ένα σάλ το ικα'ί χάθηκε ικι’ αυτός άνά μέσα στη ζούγκλα. — ΝτούγκΙλας!, φώναξε ό Τίπο - Τίίπο καθώς απόμακρα νότον καβάλλα στη ράχι τού λύκου, στήσε την κρεμάλα στην πλατεία τής Άλμόρα καί πέρασε τό δικό σου κε φάλι· στη θηλειά της! Είσαι , μικρός ακόυα νά τά 6 όλης .μέ •μένα, τον ηρώα τής ζούγκλας. ΓΌσο απομακρύνεται ό λύ κος, τόσο καί σβήνει ή φωνή ~σύ Τίπο- Τίπο. Ό χοντρός άστυνόιμος σηκώνεται έξω φρε νόρν, τραβάει το πιστόλι του ■καί πυροβολεί προς τό μέρος πού έφυγε 6 λύκος. — Καταραμένο παιδί!, λέ ει αφρίζοντας από τό κακό τομ, '*θά μου πας, κάιπο τε μθά πέσης ατά χέίρια μου, εσύ καί ό λευκός φίλος σου. Καί τότε... θά στήσω δυο θηλειές στην πλατεία τής Άλ μόρα νά σάς κρεμάσω.
Ή Αεΐλά, γεμάτη χαρά πού γλύτωσε ό Τίπο Τίπο, γυ ρίζεΐ' άΐπό τό άλλο |μέρος γιά νά ιμή διαίκρίνη, ό Ντούγκλας τό χαμόγελο της,. Στο μετα ξύ, ένας - ένας ξεφυτρώνουν καί οί προσκυνητές ανάμεσα από τά δέντρα τής ζρύγκλας. Στον ουρανοί, προς τό μέ ρος τής Ανατολής, κάνει την έμφάνιοί' του ένα θαμπό φως. Αρχίζει νά ξιημερώνη. Ό Ντούγκλας σκύβει πάνω στο νεκρό, πού νομίζει πώς τον σκότωσε ό Σάντρο. ^ — Τέσσερις ώς τώρα 1, μουρμουρίζει. Τέσσερις νε κροί ! -Που -θά <μοΰ πάη. όμως. Θ’ ακολουθήσω τό καραβάνι ώσπου νά φθάση στην ιερή κοιλάδα. Ή Λεϊλά τον ακούει καί κουνάει τό -κεφάλι της άναστ ε νάζοντ α ς. Έκ ε ίνη ξέρε ι, καλύτερα πό κάθε άλλον πώς τούς τέσσερις προσκυνητές 5έ τούς σκότωσε ό Σ άντρο άλ λά ο ...Βούδδας! Ποιος όμως είναι αύτός ό δολοφόνος με τό πρόσωπο τού Βούδδα πού ή,οθε απόψε καί στο δικό της αντίσκηνο νά τήν σκοτώση καί πού χάρις στο Παιδ-ί τών Λύκων γλύτωσε από βέβαιο θάνατο; 9Από τις θλιβεοές σκέψεις τή -βγάζει ή φωνή τοΰ ιερέα τού Βούδδα. — Έτοιμαστήτε νά ξεκινή σουμε, τους λέει. Ό Βούδ δας είναι πάντα μεγάλος. «Μόνο πού καιμιμιά φορά... του αρέσει νά σκοτώνη» συλ λογίζεται ή Αεΐλά καί άναρω τι έτσι ποιος από- όλους θά
π
είχε σειρά τό βράδι; πού θά ερχόταν; Μήπως πάλι ή ίδια;
τρόπο θά τον περί ποιηθώ. Δυό γροθιές στο /μέρος τής κ αρι^.ιάς καί, α ιωνία! του ή ΠΑΛΗ μνή|μη1;.. ΜΕ ΤΟ ΒΟΥΔΔΑ 5Ενώ μιλάει όμως, μια σκιά ΙΝΑ! προχωρημένη^ ή νύ πετάγεται μπροστά του καί, χτα. "Ενα νυχτοπούλι τι ό ήρωας τής ζούγκλας πού νάιζει τά φτερά του κι5 σκορπάει μέ /τόσηϊ ευκολία, γροθιές, τρέμει σάν φύλλο υστέρα, κρώζει πένθμα. Τό πού τό χτυπάει· ό άνεμος, κι5 στριγγλιάιρικο ουρλιαχτό τής ύαινας του απαντάει από πο είναι έτοιμος νά λιποθυμήση ! —■ Σάντρο !, μιλάει σιγά λύ ιμσικιρυά. Το σκοτάδι κρύβει ή σκιά. τή ζούγκλα μέ τούς κίνδυνους νά — Είναι ή Λεϊλά!, κάνει και τά μυστήρια; της. Κα;ι α νάμεσα στους τόσους κινδύ τό Παιδί των Λύκων. — Λεϊλά, προσθέτει καί ό νους καραδοκεί ό Βούδδας, νά Τίπο - Τίπο εσύ είσαι; Ευ σκοτώση κάποιον από τούς προσκυνητές τού ιερού καρα τυχώς πού πρόλαβες καί μί λησες, διαφορετικά, αίωνίια βσνιοο... σου ή μνήμη! Νόμισα πώς Δυό σκιές (μένουν ακίνητες στο σκοτάδι. Ή μια είναι τού ήσουνα ό Βούδδας κι5 ήμουνα έτοιμος νά δράσω! Σ άντρο και ή άλλη, του Τίπο — "Εμαθα κάτι!, μιλάει Τίπο. ιΠεοΊΐμένουν μέ αγωνία τό θαρραλέο κορίτσι, πού βρί και ·μέ αυτί τεντωμένο. — Σαχίιμπ, ψιθυρίζει σε σκέτα ι κάθε στιγμή άντιμέτω μιά στιγμή ό Ινδός, τί καθό π ο μέ τό θάνατο χωρίς νά νοι· μαστε κα!ΐ δεν πάμε νά συλιλά ώση1 τον παραμικρό φόβο. "Ε μαθα δτι, όλοι οι νεκροί αν ή βομμε τον Ντούγκλας; Βάζοο καν σέ κείνους τους προσκυ στοί-χη,μα: πώς αυτός είναι πού τρώει {μπαμπέσικα τούς νητές πού ποοστέθηκαν στο άνθοώπους. "Αν φοβάσαι νά δρόμο. Δεν είχαν ξεκίνησε. δη τον συλλάΙβης εσύ, τον συλ- Λαδή μαζί μέ τον ιερέα τού Βούδδσ καί τούς άλλους πέν λα\μβάνω εγώ! Σέ κάτι τέτοια πρέπει νά ρέ παραδεχτής ^γι τε, αλλά μπήκαν στο καραβά ατί είμαι ατσίδα. Θά πάω νι αργότερα. καί θά τού πώ: «Ντούγκλας, — Ώ, λέει τό Παιβ-ί των εγώ είμαι ό ήρωας τής ζούγ Λύκων, αυτό πού μού λές, Λε κλας, ό θρυλικός Τίπο - Τίπο, ϊλά, είναι πολύ σημαντικό. Τί σέ συλλαμβάνω γιατί μου πα ποτέ άλλ ο έ μ αθε ς; ριστάνεις τό Βούδδσ καί σκο —"Οχι, απαντάει τό κορυ τώνεις τούς ανθρώπους (μπα τσι. μπέσικα. "Έλα ιμαζί μου νά — Υποπτεύεσαι κανέναν; σέ κρεμάσω άπό ένα δέντρο — Κ ανέν α ν ! ΕΤνα ι δλ ο ι τής ζούγκλας». Κι·5 άν δεν έί,ο τους φοβητσιάρηδες καί θά γυρνούσσν πίσω άν δέν τούς θη, σαχίμπ, ξέρω εγώ μέ τί
Ε
η
Ο ΜΙΚΡΟΙ
κρατούσε ό ιερέας του Βούδδα. — Μήπως θέλεις νάρθης, ιμαζί -μας, Δειλά; Μήπως κιν ουνεύεις; — "Οχι, -θ’ ακολουθήσω το καραίβάίνι, απαντάει άβίισταί κτα ή κόρη του μαχαραγιά. Πρ-έπει νά άναικαλύψουμε όπω σδήποτε τό δολοφόνο, Σάντρο. — Και ό Ντοόγικλας; — Ό Ντοόγικλας ίσχυρίζε ται πώς τους σκοτώνεις εσύ! — Ό Ντοόγικλας μοΰ έχει παραμπή στη μύτη, παίρνει τό λόγο ό Τίπο - Τίπο. Μου γλύτωσε παρατρίχα χτες άλ λά, πού θά /μου πάη·, θά μου πέιση ατά χέρια μου!,
Ή Δειλά μένει για λίγο -μαζί μέ τά παιδιά κι5 ύστερα επιστρέφει στο αντίσκηνό της. Πίσω της, μιά ύπουλη σκιά γλυστράει και δυο μάτια λάμ πουν παράξενα μέσα στό πυ κνό σκοτάδι. Είναι τού τρο μερού Βούδδα πού άκουΐσε τή συζήτησί τους... "Όταν ή Δειλά μπαίνη στο αντίσκηνό της, ό μυστηριώδης δολοφόνος την ακολουθεί καί μπαίνει «α’ αυτός. ΕΤναι τό σο μεγάλο τό ξάφνιασμα πού νοιώθει ή κόρη τού μαχαρα γιά, ώστε δεν προλαβαίνει ν’ άντιδράσηι Ό άνθρωπος μιέ τή μάσκα τού Βούδδα κατεβά ζει μέ δύιναιμι ένα ρόπαλο πού κρατάει, στό κεφάλι της. Τό
Σήκωσε τό<ν κακούργο ψηλά μέ την προβοσκίδα του
ΤΑΡ2ΑΝ
1$
Νοιώθει κάτι νά τον χτυπάη πίσω στο κεφάλι.
θαρραλέο κορίτσι, πέφτει α ναίσθητο χωρίς καν νά βγα λή άχνα πό τά χείλη της. Ό μυστηριώδης Βούδδας ανοίγει τό άντίσκηνο, κυττάζει για λίγο ολόγυρά του κι5 υστέρα τραβάει- έξω καί τό αναίσθητο σώμα τής κοπέλλας. Το σηκώνει στα χέρια του και σε λίγο τό πυκνό σκο τάδι τον καταπίνει... Κανείς δον ;μπορεΐ νά ξέρη που όδη γησε τό θύμα του. Ο ΝΤΟΥΓΚΛΑΣ ΚΑΝΕΙ ΑΑΘΟΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ κοιμά ται βαθειά στη σκηνή του. Τό δεξί' του όμως χέρι, για καλό και γιά κακό
έχει φουχτιάσεΐ' τό πιστόλι του, _κάτω άπό τό σκέπασμά του. -αιψνικά, δυο μυστηριώδη χέρια ανοίγουν τό αντίσκηνο καί δυο μάτια πού πετουν ά στραπές κυττάζουν τό έσωτε ρικό του. Την έπόιμενη στιγμή, τό δεξί χέρι του νυχτέρινοΟ επι σκέπτη, ώπλι'σμένο μ’ ένα κο φτερό -μαιχαΐρι., ετοιμάζεται νά κατέβαη με δύναιμι πάνω στο στήθος του κοιμισμένου αστυνομικού... Μα στιγμή α κόμη. και ό Ντουγκλας θά τα ξίδέψη γιά τον άλλο κόσμο... ’Ένώ όμως τό χέρι κατεβαί νει μέ ορμή, σκοντάφτει σ’ έ να εμπόδιο. Ένα άλλο χέρι τό χουφτιάζει άπό τον καρπό
© ΜΙΚΡΟΙ
•καί τό κρατεί ακίνητο. Ταυτό χρονα, άκοαγεται μια φωνή: — Σ5 έπιασα φιλαράκο μου·, μην κ ινηιΒής γιατί στην άναψα! Αυτός πού «μίλησε είναι ό αστυνόμος -πού, τόση ώρα, ύ ποκρινόταν πώς κοιμόταν μά δέν κοιμόταν. - Καθώς εΐ,δε τό ώπλιομένο χέρι νά τον απειλή τό γράπωσε την τελευταία στιγμή, κι5 έτσι γλύτωσε από σίγουρο θάνατο! Πετάγεται τώρα έιξω από τό αντίσκηνο, χωρίς νά αφή ση ούτε στιγμή τό χέίρι τού αντιπάλου του· — Τόξερα ότι θά μ; έττισκεφθής, λέει ό αστυνόμος. Παιβι των Λύκων, ήρθε ή τε λευταία σου στιγμή! Δέ θά σε σκοτώσω, γιατί έχω όρκι στη νά σε πάω ζωντανό στην ’Αλμόρα κά-ί νά σε κρεμάσω στήν πλατεία της. Θά... Λεν προλαβαίνει νά άπατε λειώση τήν κουβέντα του. Τό πόδι τού αντιπάλου του κινεί ιαι αόρατο μέσα στο σκότα δι καί τον χτυπάει με δύναμ-ι στο στομάχι. Ό χοντρός .α στυνόμος βογγάει από τον πόνο μά δεν παρατάει τον άν τίπαίλό του. Τόιν τραβάει μέ δύνσμι άιπο τό χέρι καί πέ φτουν καί οί δυο κάτω. Ό 'Ντούγικλσς ετοιμάζεται νά πυροβόληση γιά νά είδοποι ήση καί τούς άλλους προσκυ νητές, μά δεν προλαβαίνει. Ό αντίπαλός του τον χτυπάει μέ /μια τρομαχτική, σέ δύνσ μι, γροθιά στο στοιμάχι καί τον παραλύει. Τό πιστόλι τού αστυνόμου πέφτει άίπό τά δά
χτυλά του πού παραλύουν καί νοιώθει το κεφάλι του νά βσραίνη’ καί νά ζαλίζετακ — "Ατιμο παιδίι, μου γλυ τωσες κι5 αυτή τή. φορά!, κά νει. Ό αντίπαλός, του γι’ άλλη μιά φορά υψώνει τό ώπλισμέ νο μέ τό στιλέττο χέρι· του. Κλ αυτή τή φορά δέν θά βρε θή κανένα χέρι νά τον έμποδί ση γιά νά σκοτώση τον "Αγ γλο αστυνομικό... ★ * * Ό Σ άντρο, όταν φεύγη ή Λεϊλά, μένει γιά λίγα λεπτά στήν ίδια θέσε κι5 ύστερα λέ ει στον κωμικό σύντροφό1 του. — Φοβάμαι πώς ό Βούδδ.σς θά χτυιπήίσηι πάλι. απόψε. Πρέπει λοιπόν νά μπούμε άνά μέσα στις ισκη,νές καί νά κρυ φτού/με κάπου. Ό κωμικός φίλος του τον κυττάζει συνωφρυω'μόνο ς: — Νά1 ίκράφτούμαί; δια μαρτύρεται. Καί δέν ντρέπε σαι πού τό λες, σαιχίμπ; Δέν σέ πίστευα γιά τόσο φοβηΓ τσιάριη. "Αν θέλης εσύ κρύ ψου, ό Τί/πο - Τύπο όμως έχει μάθεΐ' νά μην κρύβεται σαν δει λός, Πολεμάει σαν άντρας τούς αντιπάλους του ώσπου" νά τούς συντρίψη. "Ετσι θά πολεμήση καί τον Βούδδσ, άν ταλμήση, νά παρουΐσιασθή α πόψε... — Στ!, τον διακόπτει ό Σ άντρο. Μοΰ φαίνεται πώς α κόυσα κάποιο βογγητό! Βά ζω στοίχημα πώς ό Βούδδσς κάποιον σκοτώνει! — Ποιος; κάνει λαχανια σμένος ό κωμικός Ινδός. Ό
ΎΑΨ>1ΑΜ
Βσύδδας, εΐττες; Καί ακόμη κάθομαι εδώ .κ·αί δέν κρυφτήκα; θεούλη μου, βάλε τδ χέ ρι σου· καί γλύτωσε με! Καί χωρίς άλλη κουβέντα κρύβεται- κάτω· από κάτι ξερά φολλια, αυτός πού «πολεμάει σαν άνδρας τους άντ ιπάλαυς του»! Ό Σ άντρο, αφήνοντας τον φοβητσιάρη φίλο του κρυιμμέ νο κάτω από· τά φύλλα, με δυο πηδήματα: φθάνει στον κάτοχο λύσιμό των προσκυνητών. Τά γυμνασμένα μάτια, του κατορ θώνουν νά δίοπε ράσο υν τό πυικνό σκοτάδι καίί νά δισκρί νουν δυο σιλουίεττες που πα λούουν αμίλητες. Βλέπει τον έναν νά ξαπλώνεται κάτω καί τον .άλλον νά σηικώνη ψηλά τό χέρι του πού στην παλάμη, του κρατάει ένα στιλέττοί ;— "Ατιμο παιδί1!, λέει ε κείνος πού είναι πεσμένος, μου γλύτωσες κ,Γ αυτή τη φο ρά ! Χωρίς δισταγμό κι5 άριγοπορία, ό Σ άντρο, μέ ένα σάλ το φθάνει κοντά τους καί ή γροθιά του διαγράφοντας μιά άπίθανηι τροχιά, προσγειώνε ται στο κρανίο του ανθρώπου πού κρατάει τό στιλέττο. Εί ναι τόσο ισχυρό τό χτύπημα πού ό αντίπαλός του παίρνει μιά τούμπα. Δέν μένει όμως αναίσθητος. Σηκώνεται κι5 έπ(τίθεται εναντίον του θρυλι κού παιδιού. Μιά δεύτερη ό μως γροθιά τον ξαναορίχνει κάτω. Τώρα ό αντίπαλός του παίρ νει μερ'ίικές στροφές πάνω στο χώμα καί δοκιμάζει νά άπο-
21
μακρυνθή. Ό Σάντρο έτοιμα ζεται νά τον εμίποδίση νά φύ γη, όταν μιά επιτακτική φω νή τον καρφώνει* στή θέσι του. — Ψηλά τά χέρια, κατα ραμένο παιδί! Ή φωνή αυτή είναι του αστφομιικιοθ Ντούγκλας, ^πού μόλις έχει σηικωΐθή άΐπό τό έ δαφος. Ταυτόχρονα, ένα φως δ'ώχ’νεί1 τά σκοτάδια καί μιά φωνή άκούγεται πίσω από τό Σ άντρο: —Τί συμβαίνει; Είναι ό ιερέας τού Βούδδα πού κρατάει έναν αναμμένο δαυλό. — Συμβαίνει πώς επιτέ λους συνέλαίβα τον φιλαράκο! λέει περήφανα ό αστυνόμος. Ό Σάντρο πού γνωρίζει, όλότέλα τώρα στο πρόσωπο τού μεταμφιεσμένου, τον α στυνόμο Ντούγκλας, καταλα βαίνει πώς ό άσπονδος φίλος του κάνει ένα τρομερό καί τρα γιικό' λάθος. Καθώς βρισκό*ταν ξαπλωμένος καί μισοαναί σθη'τος κάτω, δέν είδε πώς τό Παιδί των Λύκων τον γλύτω σε από βέβαιο θάνατο καί νο μίζει πώς αυτός είναι πού θέ λησε νά τον σκοτώση. Σκιές πετάγονται από τά γύρω αντίσκηνα καί τούς κο κλώ'νουν. Είναι προσκυνητές. —· Τί συμβαίνει, τί συμ βαίνει; ρωτούν άνήσυχα. — Συμβαίνει πώς τό Παι 6; των Λύκων έτεσε στή φά κα!, λέει ό άστυνόμος. Πήγε νά μέ σκοτώιση καί τού τήν κατάφείρα. — Νά τον σκοτώσουμε!, λένε δυο τρεις φωνές. Γιατί
11
τόν κρατάμε; Γιατί δεν πυ ροβολείς κορ5 ό}στυνό*με; —ιΓιατί -θέλω νά τον πάω ζων τανδ στην ’Αλμόρα, απαντάει ό άστυνόμος. Ό διοικητής μου μού έχει ύπσσχεθή πώς άν του τον πάω ζωντανό, θ'ά μού δώση βαθμό. ,Μέ τό ένα χέρι απειλεί το Παιδί των Λύκων καί }μέ τό άλλο βγάζει ένα ζευγάρι χει ρσπέδες. Καθώς, για μια στι γιμή, πέφτει τό βλέμμα του πάνω σ5 αυτές, ό Σάντρο β.ρί σκει την κατάλληλη. ευκαιρία νά δράση!· Τό δεξιό του πόδι κινείται με ταχύτητα άστρου πής καί χτυπάει τό ώπλισμέ νο χέρι του αστυνόμου πού ά ψήνει νά του ξεψύγη ένα ουρ λιαχτό πόνου1 καί παρατάει τό πιστόλι. "Ωσπου νά συνέλθη καί ώ σπου νά δουν καλά - καλά τί συνέβη,οί υπόλοιποι προσκυ νητές μέ τον ιερέα τουο. τό
Ο ΜΙΚΡΟΖ
Παιδί των Λύκοον έχει γίνει άφαντο! — Πάλι μοϋ ξέφυγε!, κά νει μελαγχολικά ό Ντούγκλας, Μά πού θά μου πάη; Κάπο τε θά μου πέση στά χέρια για νά τον κρεμάσω στην πλα τεΐα τής 5Αλιμόρα. —" Ωσπου νά σου πέση ό μ ως εσένα στά χέρια, του λέ ει ένας από τούς προσκυνη τές καί κουνάει- τό Κεφάλι του θά μάς σκοτώση όλους καί στο τέλος δεν θά φτάάη καινέ νας μας ώς την ιερή κοιλάδα. — 5Εγώ λέω νά διαλυθού με, προτείνει ένας μικρόσω μος 51 νδός: Τό' κ αραβάν ι ^ μ ας εΐναι καταραμένο. Ό μεγάλος Βούδδας μάς βρίσκει αμαρ τωλούς καί δεν μάς επιτρέπει νά μπούμε στην ιερή του κοι λάδα. ^— "Όχι, επεμβαίνει ό ιε ρέας, κα'ί σηκώνει τά χέρια προς τον ουρανό, γιά νά προ αευχηθήι. Το καραβάνι μαζ, έ στω καί μέ έναν, θά φθάση στην ιερή κοιλάδα! ΕΝΕΔΡΑ ΣΤΟ ΒΟΥΔΔΑ
Ο ΙΕΡΟ καραβάνι, πού θά μπορούσε κανείς νά τό πή καταραμένο, συ νεχίζει την άλλη μέρα την πο ρ-εία του. Μπροστά βαδίζει ό ελέφαντας όπου πάνω οπή ρά χι του έχει στηθή ένα κουβού κλιο, σαν μικρό καμσράκι. Με ο~α σ5 αυτό μένει ό ιερέας τού Βούδδα. Πίσω από τον ελέ φαντα ακολουθούν σιωπηλοί οί προσκυνητές καί μαζί μ^5 αυτούς καί ό άστυνόιμος, πού
Τ
Δίνει μια τρομερή γροθιά στον κακούργο Ινδό.
ΤΑΡΖΑΝ
έχει πεισματώσει καί θέλει σώνει και κάλσ νά συλλάίΙβη τον Σάντρο, γιατί νομίζει πώς αυτός εΐναι ό Βουβδας που σκοτώνει. Πίσω από τό καραβάνι, σε μεγάλη άητόισταΐσι, ακολουθούν δυο άνθρωίποι. Ό ένας είναι άμαληιτος καί συνωψιρυωμένος ενώ ό άλλος δεν σταματάει την φλυαρία του. Ό πρώτος είναι ό Σάντρο καί ό δεύτε ρος ό Τίπο - Τίπο. — Έγώ λέω νά τους έπιτε θοΰ)με κάί νά τους σκοτώσοομε όλους, λέει ό έξυπνος Μ ν δός. "Ετσι, ό τρομερός Βούδ δας δεν θά έχηι ποιόν νά σκο τώση καί θά σηικωθή νά φύγη από τη ζούγκλα μας γιά νά μάς άφήση ήσυχους. Δεν εΐνοι ώρσίία ή ιδΙέα ΐμου, Σαχί'μπ; Μά τό Παιδί τών Λύκων, έ χει άλλου τό νου του καί δεν απαντάει! στις βλακείες του συντρόφου του. Στο ιερό κα ραβανί* που προχωρεί μπρο στά τους, δεν ύπαρχει ή Δει λά. Που νά είναι άραγε; ^Ε ψαξε ολόγυρα ατό την κατα οκήνωσι τών προσκυνητών μά δεν μπόιρεσε νά τή βρή. Τη σκότωσε κι5 αυτή μήπως ό Βούδδας, τη νύχτα; Τι έκανε όμως τό πτώμα της; Μήπως τό κουβάλησε πόλυ μακρυά κάί δεν μπόιρεσε νά τό βρή τό θ,ρόλικό παιδί; Στη σκέψι πώς ή Λεϊλά εί ναι νεκρή, νοιώθει * μεγάλη στε νοχώρια. "Ετσι τουρχεται· νά σταματήση; τό καραβάνι καί νά διατάξη* τους προσκυνητές νά του βρουν τή χαμένη φίλη
Μ
ι0 αστυνόμος άπειλεΐ με τό πι στόλι τον Σ άντρο.
του, νεκρή ή ζωντανή. «Τό βράδυ, συλλογίζεται, πρέπει νά τελείωση αυτή η σκοτεινή υπόθεσις, πρέπει νά συλλάβω τον Βούδδα. Τό βρά δυ πρέπει νά μάθω τί έγινε ή Δειλά...» Καί τό βράδυ δεν άργεΐ νά έλθη. Κατάκοποι οι προσκυ νητές στήνουν τά αντίσκηνά τους, σέ ,μιά άγρια καί έρημη, γωνιά τής πυκνής ζούγκλας καί τό ρίχνουν αμέσως στον ύπνο. Θάλεγε κανείς πώς δεν τους βασανίζει ό βραχνάς τού θανάτου πού πλανιέται πάνω από τά κεφάλια τους, μέ τή μορφή του θεού πού πη γοόνουν νά προσκυνήσουν, του Βούδδα. Ό Σάντρο πλσιάζει τήν κα τασκήνωσι μαζί μέ τον Τίπο Τίπο. — "Ακούσε, τού λέει, θά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
24
ανεβούμε πάνω σ’ αυτό τό δεντ,ρο καί καθώς έχει άστρο φεγγισ, θά παρατηρούμε τί γίν εται στην κατασκήνωσι. Σέ λίγο σκαρφαλώνουν στά κλαδιά του και κρύβονται α νάμεσα στά πυκνά φύλλα, μέ τό βλέμμα στηριγμένο στο έ δαφος. — "Αν έρθη- ό Βούδδας, θά πηδήσω πάνω του καί θά τον κάνω νά τοϋρίθη συγκοπή, λέ ει ό φοβητσιάρης Ινδός. Μιά φορά, που λες, σαχήμπ, έτσι ήμουνα κρυμμένος σ’ ένα δέν τρο καί^ περίμενσ έναν έχθίρό μου. Μόλις τον είδα, πηδάω από τό δέντρο καί βρίσκομαι μπροστά του. » — Γειά σου, του λέω. » — Γειά σου, μου λέει. _—■ Κι’ έπειτα, συνεχίζει ό Τίπτο - Τίπο έπειτα ...έπειτα ...δεν ...αχ, θεούλη μου, σα χί|μπ κάποιος έρχεται! Κι’ αυτός ό κάποιος σίγουρα θά μυρίστηκε πού είμαι κρυμμέ νος πάνω στο δέντρο κι’ έρ-χε ται νά μέ φάη. μπαμπέσικα! Σισχίμπ, δεν την γλυτώνω α πόψε. Καί ό Ινδός ...πάλληΐκαράς τρέμει από τό φόβο του. Ό Σ άντρο ρίχνει μιά ι ματιά ε κεί πού τού δείχνει ό φίλος του καί καθησυχάζει. _—Δεν είναι άνθρωπος, τού λέει, είναι χελώνα;, δεν την βλέπεις; —^ Καί τί μου τό λες; δια ματρύρεται τώρα ό ...γενναί ος Ινδός πού πήρε θάρρος. Καί άνθρωπος νά ήταν εγώ θά μπορούσα νά τον κάνω κα λά, "Ενας άνθρωπος για μένα
είναι ζήιτημα μιάς γροθιάς στο στομάχι καί πάρτον κά τω. Ό Σ άντρο δεν τον άκοοει. Μέ μάτια γεμάτα φρίκη, πα ρακολουθεί (μιά σκηνή πού δι αδραμστίζεται δίπλα άπο ένα αντίσκηνο. Διακρίνει τό Βούδ δα, μ’ ένα στιλέττο στό χέρι έτοιμον νά χτυπήση έναν μισοξαιπλωμένον πιροσκυνηιτή . Τό Παιδί των Λύκων έτοιμα ζεται νά πηδήρη αλλά στό με ταξύ ή τρομερή σκηνής πού Τί αρ σικολ ουθεΐ πάίρνε ι τέλο ς. χωρίς ό απαίσιος άνθρωπος μέ τη μάσκα τού Βούδβα, νά Γηρολάβη νά/καΤεβάση: τό στι λόττο του. Ό μ ισοξαπλωμένος Ινδός σηκώνεται καί τό βά ζει στά πόδια. ε 0 μ υστη ο1 ιώδη ς _ Β ού'δδ ας μένει στό ίδιο μέρος χωρίς νά θέληση νά καταδίωξη τό θύμα του. "Υστερα, ριέ αργά βήματα προιχωίρεΐ προς τό δέν τρο απου πάνω του βρίσκον ται κρυμμένοι οι δυο ήρωες μας. — Γιατί αργεί απόψε ό Βούδδας; αναρωτιέται ό Τί πο - Τίίπο. Κι’ έχω μιά δρεδι οσχίμπ, ν’ άρχίσω καβγά! Μτοοω νά τά βάλω μέ έξήν τα ΉσύδΙδες μαζί κάί νά τούς συντρίψω καί τούς εξήντα! Ο ΝΤΟΥΓΚΛΑΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ
10^0 ΑΦ'ΝΙ'ΚΑ, τό βλέμμα ^ τού φοβητσιάρη Ινδού, πού κάνεΐι πάντα τάν παλληκαρά δταν δέν υπάρχει κίνδυνος;, άντικρυζει τη σκο τεινή σιλουέττα τού Βούδδα
ΤΑΡ2ΑΝ
που προχωρεί, μέ τό στιλέττο_στό χέρι, προς τό δέντρο. Ξεχνώντας τά λόγια του πως έχει όρεξι νά τά βάλη, μέ έξήντα Βοθδδες, ρωτάει τον Σάντρο, ενώ τά δόντια του τρίζουν λες καί μασάει χαλί κια: — Σα... σαισα... σασαχήμπ... τον... τον ...βλέπεις; — Νιαί, ψιθυρίζει ό Σάντρο στο αυτί του. Κάνε κουράγιο Τίπτο- Τίττο! "Αφησε τον νά πληρ ι άση... — Π...Π... ποιος είναι; ρωτάει ό γενναίος Ινδός και σπαρταράει άιτπο τον τρόμο του. —Ό Βουβίδας! — Ό Βούδδσς! Κ αί δεν μου τό λες τόση; ώρα νά τό βά λω στά πόδια, σαχίμπ! Καί νομίζοντας πώς βρίσκε ται κάτω, ό θρυλικός Τίπο Τίπο, ετοιμάζεται νά τρέξη. Μά τό πόδι του συναντάει τό κενό καί πέφτει άπό; τό δέν τρο, αφήνοντας ένα ουρλια χτό φρίκης νά του ξεφύγη ά πό τό λαρύγγι του. Ό Σάντρο τρίζει τά δον τια του άπό λύσσα. Ό φο βητσιάρης Ινδός τού έκα νε μεγάλη ζημιά. Ένώ περίίμε νε τον μυστηριώδη Βούδδα νά Φ'θάση1 κάτω άπό τό δέντρο, γιά νά πέση επάνω του, τον βλέπει τώρα νά κοντοστέκεται καθώς ένα σώμα πέφτει ουρ λιάζοντας άπό τό δέντρο, καί νά τό 6άζη στά πόδια! Τό Παιδί τών Λύκων πη δάει άπό τό δέντρο καί όρμά ει εναντίον του. Είναι άποφα σισμένος νά τον κυνηγήση
25
ώς τά πέρατα τής γης γιά νά τον συλλάβη. Ό Βούδδας α πέχει κάπου1 είκοσι μέτρα μα κρυά του μά την άπόστασι αύ τή θά την καλύψη: γρήγορα. Καθώς τρέχ|ει, αρπάζει ένα ρόπαλο πού βρ ίφκεται μ,προ στά του μά, άσο νά τό πιάση στά χέρια του, ό μυστηριώ δης δολοφόνος με τό πρόσωπο τού Βούδδα χάνεται πίσω ά πό τον κορμό ενός δέντρου. Φθάνόντας, στο δέντρο, ό Σ άντ ρο, βρ ί σ:κ ετ α ι άντ ιμέτωπος αχι με τον άνθρωπο πού κυνηγάει-, άλλα με τον ίερέά τού Βούδδα. — Τί... τί τρέχει πάλι; λέ ει σατισμέίνος εκείνος. Ό Σάντρο σταματάει τό τρέξιμό του. — Μήπως είδατε κάποιον νά τρέχη; ρωτάει. — "Οχι, απαντάει ό ιερέας μά... εσύ... εσύ είσαι πού *κο τώνεις... — Καί βέβαια, αυτός εί ναι!, άκούγεται μια ειρωνική φωνή ψωνή πίσω άπό τό Σαν τρο. Είναι τό Παιδί τών Λύ κων ! Καλά τό είπα εγώ πώς αργά ή γρήγορα θά πέση; στά χέρια μου καί δεν θά γίλυτώση την κρεμάλα, στην πλα τεία τής ■'Αλμυρά ! Εκείνος πού μιλάει είναι ό αστυνόμος. Ό Σ άντρο νοιώ Βει την κάννη; του πιστολιού του νά καρφώνεται στην πλά τη του. —- Ι ερέα λ διατάζει ό α στυνόμος, ιστήιν τσέπη μου έ χω ένα ζευγάρι χειροπέδες. Πιέρασέ τες στά χέρια του Φ ιλαράκου μας!
Ο ΜΙΚΡΟΣ
26
Ό ιερέας υπακούει κι5 ενώ ό αστυνόμος προσέχει και τή παιραίμιικιρή κίνηισι του θρυλι κού παιδιού, έτοιμος νά πιέση τή σκανδάλη, οι χειροπέ δες κλείνουν στά χέρια τού Σ άντρο! — Ζητώ!, κάνει τώρα έ ξαλλος άπό τή χαρά του; ό Ντούγικλας. Επιτέλους εχω στά χέρια μου το τρρμερό Παιδί τών Λύκων! Αύριο πού θά τον οδηγήσω στήν Άλμό ρσ θά πάρω τό βαθμό πού μού εΐιχε τάξει ό διοικητής μου! "Ολοι οί προσκυνητές περίικιυκλώνοΜν τό αιχμάλωτο παιδί καί τό κυττάζουν με μΐ σος, ενώ ανάβουν ιμεγάλες φωτιές ολόγυρά τους. — Άπό αύριο θά συνεγί σετε τήν πορεία σας χωρίς φόβο, λέει ό Ντούγικλας στον
Μέ μια κλωτσιά κατορθώνει νά τον άφοπλίση.
'0
«Βουδδας» σηκώνει απειλη τικά τό στιλέττο.
Ιερέα καί κορδώνεται γεμά τος περηφάνεια. Κιαί νά μού προσκυνήσετε τό μεγάλο Βούδδα τής ιερής κοιλάδάς. Χά... χά! Κυνηγούσα τό Παι δί τών Λύκων στην Άλμόρα καί τό συνέλαιβα στή ζούγ κλα, δέν σάς φαίνεται αστείο; Έσύ τί λές εκδικητή τής ζούγκλας; γυρνάει κα'ί λέει εί ρωνικά στον Σ άντρο. — "Οτι είσαι βλάκας του απαντάει μέ θάρρος ό Σ άντρο. Ό Ντούγικλας αφρίζει άπό τό κακό του καί σηκώνοντας τό χέρι του χτυπάει βάνοουσα τό παιδί καί στά δυο μάγου λα. — "Ετσι χτυπάτε έσεΤς οι Άγγλοι»; τού λέει αγέρωχα ό Σάντρο. Πρέπει να είναι οε μένοι οι αντίπαλοί σας για
ΊΓΑΡΖΛΝ
νά τους χτυπήσετε; —- Καί συ, ^ καταραμένο παιδί, πώς χτυπάς; του λέε^ι 6 Ντούγκλας καί τον χτυπά ει για άλληι μια φορά. — Έγώ χτυπάω σαν άν τρας, του απαντάει το Παιδί τών Λύκων και, σηκώνοντας μέ αστραπιαία ταχύτητα τα ενωμένα χέρια του, χτυπάει τον χοντρό αστυνόμο μέ τό σίδερο τής χείιροπέδας στο κε φάλι^ ·μέ όλη του τη δύναμι... Η ΔΙΠΛΗ ΜΑΣΚΑ
ΝΤΟΥΓΚΛΑΣ γουρλώ νει τα μάτια του καί τά Τό λιοντάρι όρμάει εναντίον τοΰ γυρνάει όίλό'γυρα. ^Υ θρυλικού παιδιού. στερα σωριάζεται καταγής κλωτσιά του Σάντρο τον χτυ χωρίς νά βγάλη άχνα. "Ενας από τους προσκυνη πάει στο καλάμι μέ δύναμι, τές σκύβει για νά πάρη> τό τον πετάει τρία μέτρα μαπ.ιστόλι τού αστυνόμου, μά ή κρυά καί τον κάνει νά ουρλιάση σάν πληγωμένο θηρίο. Αμέσως, ό Σάντρο, κάνει κά τι τό καταπληκτικό). Τεντώνει τά χέρια, του .μπροστά, τά σφίγγει μέ όλη του τη δύνα μη καί, ή άτσαλένια χειροπέ δα πού του έχει αιχμαλωτί σει τούς καρπούς, σπάζει στά δυό! Ελεύθερος τώιρα ό Σ άντρο αρπάζει στά χέρια του τό ξ>ό παλο καί κυττάζει άγρια τούς προσκυνητές του καραβανιού που, μαζί ιμέ τον Ιερέα, είναι πέντε όλοι - δλοι. Τά μάτια του πετουν φλόγες καί τό μέ τωπό του είναι ζαρωμένο. — Τί σου φταΐιμε καί σκο τώνεις από έναν κάθε βράδυ; τον ρωτάει ό ιερέας του Βούδ Κουβαλάει στον ώμο την άναίσθητη Λεϊλά. δα. Γιατί δεν ,μάς αφήνεις νά
Ο
2»
φτάσουμε στην ιερή κοιλάδα; -— Ποιος σας είπε δτι εγώ σκότωσα τούς συντρόφους σας; τον ρωτάει άγριο: ό Σ άντρο. — Ό αστυνόμος, άτταντά ε. ό ίεοέας. Ό Σάντρο μένει για λίγο σ. ωπη/λός. —'Ποιός από σάς ξέρει τί έγινε ή κοπέλλα που ήταν μα ζί σ ας; τ ού ς ρωτάε ι. ^ Κανείς όμως δεν του άπαν τάει. — Κάίποιος άττό σάς πρέ πει νά ξέρη !, φωνάζει άγρια τό Παιδί των Λύκων. Γιαπί, κάποιος από σάς είναι ό θεός Βούδδας πού σκοτώνει! Οΐ τέσσερις προσκυνητές καί ό ιερέας κυττάζονται μέ βλέμματα καταπλήξεως. "Υστερα, ό ένας από αυτούς, αρ μάει- εναντίον τού Σ άντρο. Δέ προλαβαίνει όμως νά τον πλη, σκάση γιατί τό ρόπαλο τού παιδιού διαγράφει ένα ήμικύ κι ο ικσΰί συναντάει τό κεφάλι του, κάνοντας το νά τρίδηι σαν ώριμο (καρπούζι. Την ε πόμενη στιγμή ό προσκυνηιτής πέφτει άναίίσθητος στή λ
γη·
— Ό μεγάλος Βούδδας θά σε τιμωρήση!, λέει ό ιερέας καί σηκώνει τά χέρια του ψη λά. "Οποιος εμποδίζει τό ιε ρό καοαβάνι νά φθάση στον ποοορισμό του, είναι άμαρτω λός. Ό Σ άν τρ ο κίαγχάζε ι. —Ίεοέσ τού Βούδδα, λέει, πλησιάζοντας τον, μού επι τρέπεις νά πιάσω τά γένεια σου;
Ο ΜΙΚΡΟΙ
• Καί πριν ό άλλος πραλάβη νό άντιδράση, τό θρυλικό παι δί τού τραβάει μέ δύναμι τά γένεια. Τότε συμβαίνει κάτι τό απίστευτο. Τά γένεια... ξε κολλουν καί μαζί μ’ αυτά ξε κολλάει καί ή λαστιχένια μά σικα πού τά συγκροτεί. — Λοιπόν!, λέει τώρα τό παιδί γελώντας ειρωνικά, θέ λεις νά δής καί τό πρόσωπο τού Βούδδα πού σκοτώνει τούς προσκυνητές, μεγάλε ι ερέα μου; Χωρίς εκείνος νά τού άπαν τήση γυρνάει τή μάσκα από τήν ανάποδη καί τήν κολλάει στο πρόσωπο τού ψευτοϊερέα. Τά χαρακτηριστικά τής μά σκας είναι ίδια τώοα μέ τά χαρακτηριστικά τού Βούδδα, πού σκότωνε τούς προσκυνη τές τού ίεοού καραβανιού. — Έσύ λοιπόν, είσαι ό Βούδδας!, λέει τό Παιδί των Λύκων. Ξαφνικά, ένας από τους ποο σκυνητές σκύβε·ι· ν’ άοπάξη Ίΐιά πέτσα για νά τήν έκσφεν δονίίση εναντίον τού παιδιού. Ή κίνησί του όμως ιιένει· στή υέση γιατί τό ρόπαλο τού Σάντοο τον προλαβαίνει καί τον οίγνει κι’ αυτόν άναίσθή το. Οί άλλοι δυο ποοσκυνητές τό βάζουν στα πόδια καί χάνονται στην πυκνή ζούγ κλα. Ό ψευτοϊεοέσς δοκιμά ζει κι’ αυτός νά Φυγή μά ό Σάντοο τον αρπάζει από τό λαιμό καί δέν τον άφηνε ι νά κινηθή. — Δέν μποοεΐς νά υέ σκ σ τάσης !, τού λέει ό δολοφό νος. "Αν μέ σκοτώσης θά χά
ΤΑΡΖΑΝ
29
σης για πάντα την κοπέλλα λάδια, έπρεπε νά είχαμε έναν πού ήταν .μαζί μας. ιερέα του Βούδδα μαζί μας. Ό Σ άντρο γελάει. ^ — Κ αί μειταμ φ ιέστη|κε ς ^ ε — Ή κοπέλλα έρχεται ττί σύ σέ ιερέα, τού λέει ό Σ άν τρο. σω σου, του λέει. — Ναέ Επειδή όμως στο Και πραγματικά, ή Λεϊλ.ά τούς πλησιάζει, κρατώντας ά δρόμο κολλούσαν κι5 άλλοι πο^ τό χέρι τάν κωμικο Ινδό προσκυνητές, άποφάσ ι σα νά πού κουτσαίνει άπό τό πέσι σικοτώινω έναν κάθε βράδυ φο μο που έκανε άπό τό δίέντρο. ρώντας τή μάσκα τού Βούδ — Σάντρο!, λέει ή κοπέλ δα ώστε νά τρομοκρατηθούν λα όταν φτάνη κοντά τους, ό καί νά φύγουν, για νά μείνου με μόνο έμεΐς οι έξη, που ξε άνθρωπος αυτός που κάνει τον ιερέα, μέ εΤχε δέσει στο κινήσαμε. Αλλά... έσύ, πώς κουβούκλιο πού βρίσκεται πά τό κατάλαβες πώς έγώ ήμου νω στον ελέφαντα, μά κατά- να ό Βούδδας πού σκότωνε; φερα καί λύθηκα. — Γ ιατί ύστερα: άπό κάθε —Τό είχα φσνταστή, κά φασαρία, έσύ έφτανες πρώ νει τό θρυλικό παιδί καί τό τος τού άπαντάει ό Σ άντρο. πρόσωπό του λάμπει άπό χια Κρυβόσουν πίσω άπό τον κορ ρά για τή σωτηρία τής Λεϊ- μό ενός δέντρου, γύριζες τή λά. Επειδή φοβήθηκε μήπως μάσκα ανάποδα κάί άπό Βούδ τον άναικαλύψω, σε αιχμαλώ δας γινόσουνα ίερέιας. Σέ κσ τισε για νά μ5 έχη, στο χέρι. τάλαβα άκόμα άπό τον τρό ύΕτσι δεν είναι Βούδδα; ρω πο πού έκλεισες τις χειροπέ ρωτάει τον κακούργο μέ τή δες. "Ενας ιερέας δεν ξέρει νά κλεινή· μέ τό πρώτο ένα μάσκα του Βούδδα. —^Νια'ίΙ, απαντάει αυτός., έ ζευγάρι χειροπέδες όπως τις τσι είναι. έκλεισες έσύ. Ή υποψία μου — Γιατί σκότωνες τού^ όμως, ξεκίνησε, όταν έμαθα προσκυνητές; τον ρωτάει πά πώς ό Βούδδας, προτιμούσε λι ό Σ άντρο·. νά σκοτώνη τούς καινούργιους — Θα στο πω, κάνει τρό προσκυνητές πού έρχονταν μοντας ό κακούργος, άπό τό στ ό κ αραβών ι. " Οτ αν... Ό κακούργος, δίνει ξαφνι φόιβο του. Ξεκίνησα άπό την Κ ουλμπάγκα εγώ μέ πέντε κά ένα σάλτο καί τό βάζει συντρόφους μου, για νά επι- στα πόδια. Ό Σάιντρο όρ μ α σκεφθουμε την ιερή κοιλάδα. εί ξοπίσω του κυνηγώντας τον "Οχι για νά προσκυνήσουμε άνσμεισα στη ζούγκλα. Πιο τό Βούδδα, αλλά γιατί κά πίσω άκολουθεΤ ή Λεϊλά μέ ποιος άπό τούς συντρόφους τον Τίπο - Τίιπο πού κουτσαί μου ανακάλυψε πώς σέ ένα νει. μέρος τής κοιλάδας, σε μιά — Απάνω του, φωνάζει ό σπηλιά, υπάργουν διαμάντια. κιωμ ικός 31 ινδός,, τώρα πού βλέ Γιά νά μπούμε όμως στην κοι πει ότι δεν ύπαρχε ι κίνδυνος.
30
Μά ό κίνδυνος δεν αργεί νά παρουσιαστή, καί δεν πρσέρ χεται αυτή τή φορά από τον κακούργο, άλίλά από ένα λιον ταρ-ι πού μπαίνει ί μπροστά στο δρόμο τού Σ άντρο. Ή Λεϊλά έχει πάρει ένα πλάγιο μονοπάτι και τρέχει πίσω από τον ψευτοϊερέα, ενώ ό Σ άντρο και ό ΤίΙπο -Τίπο βρίσκονται μαζί1. Ό φοβητσίά ρης Ινδός, παθαίνει τέτοια ταραχή από άντίικρυσμα του λιονταριού πού... γυρίζει τό κεφάιλι του και κλείνει μέ τά χέρια του τά ιμάτια για νά μην τό βίλέπη ! "Έτσι νομίζει πώς θ’ άποφύγηι τον κίνδυνο. Ό Σ άντρο τραβάει ένα στι λέττο πού έχει περασμένο οπή ζώνη) του και περιμένει, ,μέ τις αισθήσεις του άλες σέ έπιφυ λακή. Ό βασ ιλιίάς τής ζούγκλας ανοίγει απειλητικά τό στόμα
Κυνηγάει τόν κακούργο άνάμερ·α στη ζούγκλα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
του και ορμάει εναντίον του παιδιού. "Ανθρωπος και Θγ|Γ ρίο γιιά μιά στιγμή συγκρού ονται κάί κυλιούνται κάτω, σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου. Σέ έναν αγώνα πού νικητής βγαίνει τό θάρρος ή παλληικαριά καί τό στιλέττο τού άν θρώπου! Τό λιοντάρι τώρα ψυιχαρρα γεΐ καί ό Σ άντρο, γεμάτος αίματα, πλησιάζει τον κωμι κό Ινδό πού στέκεται άκίινητος, σάν στήλη άλατος, μέ τά χρρια στά μάτια λές κάί παί ζει την τυφλόμυγα. 1 Απλώνει τό χέρι του καί τον άγγίζει στην πλάτη. Μά ό Τίπο -Τίπο πού νομίζει πώς τον αγγίζει τό λιοντάρι, άφήνει ένα βογ γητό τρόμου καί... λιποθυ μάει. Την ίδια στιγμή, ένα ουρ λιαχτό σκίζει την άτμόσφαι ρα τής ζούγκλας. Ό Σ άντρο γυρνάει προς τό μέρος πού ά κούστηικε τό ^ούρλιαχτό7 καί νοιώθειι ένα ρίγος φρίκης νά τρέχη στη ραχοκοκκαλιά του. Βλέπει έναν άσπρο έλέφαντα νά έχη αρπάξει ιμέ την προβο ακίδα του τον κακούργο, νά τον τινάζη, ψηλά και νά τον έκσφενδονίζη μέ δύναμι... Σέ λίγο από τον κακούρ γο, πού σκότωσε τόσους αν θρώπους, δεν μένει παρά μια ματωμένη: μάζα... — ^Ηταν τρομερό, λέει ή Αείλά πού πλησιάζει τά δυο παιδιά. _ —Πλήρωσε τά έγκληματά του, τής Αποκρίνεται τό παι δί. Ό Πκόγιο, όμως, είναι έ νας τετραπέρατος έλέψσντας.
ΤΑΡΖΑΝ
31
(*) Πώς τό κατάλαβε δτι κυ νηγούσαμε αυτόν τόν άνθρω πο ικαί^ πώς βρέθηκε έδώ; — ^Η,ρθε νά ύπαδεχτή τον θριαμβευτή τής ζούγκλας, τόν Τίπτο - Τίπο, λέει ό κω|μικός Ινδός, πού ιοτό ιμεταξύ έχει -συνελθεί καί σκαρφαλώνει πά νω στη ράχι του παχύδερμου «κολοσσού. Σε λίγο, οί τρεΐς φίλοι, κα -βάλλα στη ράχι τού Γκόγιο, τού τετραπέρατου ελέφαντα, γυρνούν στην ικολύβα τους, 6 πασχίζοντας την πυκνή ζούγ κλα. 01 ΖΕΣΤΕΣ ΚΟΜΠΡΕΣΣΕΣ
Οί τρεις φίλοι έπιστρέφουν καβάλλα στον έλέφαντοε.
ΤΑΝ κορμιά φορά συ περιμένουν καί μένα νά συνέρχεται από τήιν άναι σθησία του ό χοντρός νέλθω; Τούς βλάκες! "Εγώ ή θελα νά οδηγήσω τόν άντίπα "Αγγλος αστυνόμος καί κυττάζει ολόγυρά του, (μένει με λό μου στην ’Αλμόρα, γιά νά τό στόμα διάπλατα ανοιγμέ τόν κρεμάσω στην πλατεία νο από την έκπληξι πού νοι καί νά πάρω τό β^αθίμό μου, ώθει. Βρίσκεται ολομόναχος ενώ αυτοί τόν πάνε αλλού. Πρέπει νά τρέξω νά τούς^ προ μέσα^ στην έρημη ζούγκλα. Κανείς δέν υπάρχει ολόγυρά λάβω πριν άπσμακρυνθούν. Σηκώνεται επάνω καί δοκι του. Κουνάει τό κεφάλι του πέ μάζει νά τρέξηι, μά άναγκάζε ρα δώθε γιατί νομίζει πώς ό ται νά σταμοπήσηι. Βλέπει α νε ιρευεται. Τι έγιναν οι προ νάμεσα στό χορτάρι τις χει σκυνητές καί αυτό τό τροιιε- ροπέδες του. Είναι οί χειροπέ ρό καί άγριο Παιδί τών Ασ δες πού είχε περάσει; στα χέ ρια τοΰ τρομερού αντιπάλου κών, ό αιώνιος έχθρός του; — Φαίνεται πώς θά τόν πή ταυ! Πώς όμως βρέθηκαν χά ραν μαζί τους οί προσκυνητές μω, εδώ; Τις σηκώνει μέ περιέργεια για νά τόν παραδώσουν στην άστυνομία, βγάζει τό συμπέ καί, βλέποντάς τις σπασμέ^ ρασμσ. Γ ιατΐ όμως νά μην νες στα δυο, αφήνει νά του ξεφύγη μια κραυγή καταπλήΓ ςεως! (*) Διάόασε τό νεΰχιος 32, πού — —έφυγε πάλι; λέει σφίγ Εχει τόν τίτλο: «ΑΙχμάλωτοι τών καννιΐ6άλων>. γοντας τά δόντια του. Φαίνε
Ο
0 ΜΙΚΡΟΙ
ταΐ' πώς κάποιος τον βοήθη σε νά σπάση τις χειροπέδες του! "Ίσως αυτός ό ηλίθιος ό φίλος του! "Ω, πού θα .μϊ>ύ πάηι, όμως! Πού θά μου πάνε και οί δυό τους! Κάποτε θά μου πέσουν ατά χέρια μου καί θά τους γδάρω ζωντα νούς ! Αφήνει τώρα τον τόπο του καταυλισμού και χάνεται άνά μέσα στη ζούγκλα. Τώιρα δεν ιού απομένει παρά νά γυρίση άπρακτος στην Άλμόρα. Κιαιθώς όμως φθάνει σ’ ένα ξέφωτο, ιβΐρίσκεται μπροστά στο νεκρό ιερέα. —· Μνήσθητί. μου κύριε, το ιός είναι πάλι αυτός, ανα ρωτιέται ό Ντούγκλας. Καί ποιος τον σκότωσε; Φαίνεται, πέος θά είναι κανένα θύμα ^ού καταραμένου αυτού παι διού ! Τρεις μόρες βαδίζει ό άστυ /ό,μος όνάμεσα στη ζούγκλα, ώσπου νά φθάση στην ’Αλμό ρα. Οί χωροφύλακες, βλέπσντάς τον νά μπαίινη στην άστυ νομία σε κακά χάλια, τον άρ χίζουν στην κοροϊδία: — Τι έγινε κυρ3 άστυνόμε; τού λένε. Το συνέλαβες το Παιδί των Λύκων; Μά ό ’Ντούγκλας, έξω φρέ νων, όέν τούς απαντάει. Πη γαίνει γραμμή, κλείνεται στο δωμάτιό του καί παραγγέλει ζεστές κομπρέσσες,. Κάνει τον άρρωστο γιά νά μην πσρουσιαστή μπροστά στον δι οικητή του! Μά ό διοικητής του, ένας ψυχρός "Αγγλος, χτυπάει σέ
λίγο την πόρτα τού δωματίου του. — 5 Εμ πρός!, κάνει ό άστ υ νόμος. Ό διοικητής μπάίίνει καί... βρίσκεται άντιμέτωπος μ5 ένα αστυνόμο πού τό κεφάλι του είναι τυλιγμένο στις κορπρέσ σες. — Τί έπαθες, Ντούγκλας! τού λέει άγρια. — Κύ... κήριε διοικητά, έ χω ένα τρρμερο πονοκέφαλο, δικαιολογείται ό χοντρός άστυνόρος. — Σέ είχα στείλει σέ κά ποια υπηρεσία! τού λέει1 ό δι οικηιτής με αυστηρό τόνο. Γι αττί δεν μού έδωσες άνΐαφορά; Ποιος ήταν ό δολοφόνος τού ί ερού κ αραβ αν ιού; — Τό ...τό Παιδί των Λύ κων !, τού απαντάει ό Ντούγ κλας. ^— Τό Παιδί των Λύκων!, κάνει ό διοικητής έξω φρέ νων. Πάλι, αυτός λοιπόν; —- Ναι, αυτός, απαντάει χαζά ό Ντούγκλας. — Σκότωσε πολλούς; — "Ο... άλσυς μοΰ φαίνε ται. — "Ολους! Τώρα τά μάτια τού διοικη τη πετουν φλόγες. —- Καί γλύτωσες μόνο ε σύ; — Ναι... — Μήπως κατόρθωσες νά τον σκοτώσης, τουλάχιστον; — "Οχι... μου ξέφυγε! — Τον κακό σου τον καιρό Ντούγκλας! "Ολο σού ξεφεύ γει! Είσαι ό πιο άνικανός άστυνόμος τής μεγάλης μας
ΤΑΡΖΑΜ
Αγγλίας! Σέ παίζει 'στά δά χτυΐλα ένα παλιόπαιδο πού γυρνάει σάν αλήτης μέσα στη ζούγικίλα! Είναι ντροπή σου νά ιμήν μπορής τόσον καιρό να τον συλλαβής! — Θά... θά τον συλλάβω, υπόσχεται τραυλίζοντας ό ά στυνόιμος ικαι χαμηλώνει τό κε φά'λι. "Οταν σέ λίίίγο ψεύγη ό διοι κητής χτυπώντας νειυιριικά την πόρτα πίσω του, σηκώνεται ■κι* ό Ντούγικιλας από τό κρεβ βάτι του καίι πετάει τις κο|μ Τ Ε Άποκλειστικοτης:
Γεν. Έκδοτιι
πρέσσες. — Αναθεματισμένο παι δί ! γρυίλιλίιζει, ώς πότε θά μου ξεφεύγης! Σέ ιμιά στιγμή μένει ακί νητος καί βυθίζεται σέ (σκέψεις. "Υστερα ενα άόριιστο χα μόγελο πλανιέται στά χείιλη του... — Μάλιστα;!, κάνει υστέ ρα από αρκετή σιωίτή. Αυτό, είναι. Μέσα σ’ αυτή την εβ δομάδά, θά τό κρεμάσω όπω σδήποτε στην πλατεία τής Άλιμόρα! Ο Σ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ ί Επιχειρήσεις Ο. Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (υπόγειον) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13) 14) 15) 16) 17)
*0 άόρατος ^γίγαντας λ 'Η κρύπτη τών^ θησαυρών Τό μυστικό του μάγου Τό μούρο διαμάντι *0 χορός τής φωτιάς 'Η βασίλισσα του Ταμ-Τάμ Τό τέρας των ουρανών 'Ο χρυσός έλέφαντας Τό ανθρωποψάγο δέντρο Μονομαχία δεινοσαύρων Τό στοιχειό τής λίμνης Ή φυλή τών φιδανθρώπων Τό κόκκινο χαλάζ] 'Η άρχόντισσα τών τρελλών 'Ο Φτερωτός κροκόδειλος Τό ναρκωμένο μαμμουθ Μονοιμαιχία μέχοι θανάτου
18) 19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31) 3'2) λων 33)
'Ο^ λυσσασμένος ρινάκερως Στά νύχια τού Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φίλτρο τής ικσκίας 'Η γοργόνα τής λίιμινης 'Ο δαίμονας της συμφοράς Ό θάνατος του Ταρζάν Τό φάντασμα τής ζούγκλας 'Ο μαύρος όλεθρος 'Η Τσίτα θριαμβεύει Τό μυστικό τού Μπουτάτα 'Η κολασμένη Κοιλάδα Χατσρου 'Ο δοκος τού Ταμπτόρ. Αιχμάλωτοι τών ΚαννιβάΣ άντρο
Ο ΜΙΚΡΟΣ * * * * * * * * * * * * * * * *
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
><^~==Γ~ητ··η«ίΐ·π»·-·^τ.^·»·» I ■■ ———■ -·»~
^—— —
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
-γ->ιρ«=μβ«=»μ ι
1^————■—I
Γρ.: Αέκκα22—"Έτος Ιον—Τόμος 5ος—Άρ. 34—Αρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουράς,<Στρ.ΐΠλοο·τήρα 21 Ν, Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυττσγρ.: Α. Χατζηβασιλεί'ου, Τατταούλών 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑίΓΑΙ: Γ. Ρεωργιάδην, Α&κκα 22, * Αθήνα ι.
οΟη Τό τεύχος 35, τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ» πού κυκλοφο ρεί την έρχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΦΑΚΙΡΗΣ είναι ενα ύπερτεΰχος δπου τό μυστήριο, ή αγωνία και ή δράσι του θά συναρπάση καί τον πιο Απαιτητικό άναγνώστη. Τό θρυλικό Παιδί των Λύκων προσπαθεί νά έξιχνιάση ενα δύσκολο καί μυστηριώδες πρόβλημα, Αντι μετωπίζοντας τό θάνοοτο, ένώ ό... γενναίος Τίπο - Τίπο γίνεται φακίρης καί κάνει τη γνωριμία του... βοηθού του, ενός κωμικού τύπου πού θά τόν συντρσφεύη πάντα στις ηρωικές περιπέτειες του!
ί-Οο
$.0.5 ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ &ΜΑ/ ΧΑΜ6ΛΟΣ Σ 'α/ΤΟ/Υ ΤΟ*
ΠΛΑΝΗΤΗ, Χ9Ρ/Ζ Α6ΡΑ, ΑΤΟ~ Μ/ΗΗ ΓΝβΑΓΣ/Α Γ/Α ΤΟ Τ7ΑΟ/ Ο Ηθ/ι Χ9Ρ/Σ ΑΟΗΘ&/Α ΑΠ'
ΤΟ/ν ηί)ΑΛΉΤΗ το/ άΟΡ/ψΟΡΟΥ.. βΡΑ/ΓΉ ΝΡ ψβΧΗ<=>
ΤΗΛΓΠΑΟΗΤ/Η9Σ ΣΤΟ* ΠΛΑ ΝΉΤΗ ΗΑΠΟ/ΟΝ Μ£ ΤΑ Μ/ή Κ/ΗήΤή ΤΟ/ άΤΗεψΑΛΟ/' Ή01 -ΛΑ) ΣΤΑΘΗΜΑ Τ/λΤΑ0έ. .
ΙΊΓΑ ΣΙΓΑ Η ΤΗ0677ή ΟΗΤίΑΗ ψ9λ/Η τηαςπα
-
ΘΗΤΙΗΑ ΝΟΗΜΑΤΑ ΑΠΟ £40 000 ΜΙΓΜΑ ΜΑβΡ/Α.. Σ/ΝΑ/ ΗΖΓΑΠΗ ΠΡΟΖΠΑΘΣ/Α.. Α/ΙΟΜΑ ηκ ΠΟΠΥ ΟΤΑΝ ΣΪΗΑΗΣ ΤΗΑ6ΠΑΘΗΤΙ' ΜΙ 6/ΚΟΝ6Σ, 46/ΧΝΟΜΤΑΖ Τ/9ε ΝΑ Η£ Ζ9ΖΗΖ.
Γ77/λΤΟ//Γ&ΑΓΗΣΑ Γ/ΡΖ/ ΖΟ/.
Ρ-ΑΠΟΟΖ Ο ΤΟΝΥ Γ/40Γ70/& ΤΟΝ Γε/ΤΟΝΑ ΤΟΥ. . . €ΝΓΥ.'Θή ΤΡ6ΛΠΑΦ9.. 6ΝΑΖΑΝΘΡΡΤΐΟΣ ΣΤΟ 96Τ ΓΑΡΙ ΜΑΣ/ ΜΟΥ!
ή ή! ΑΦΟΥ Ο ΤΟΝΥ άτΜΓέ/ Τ/ Σ/ΜΑΑ!
ΝΟ... ΓΑΠ179 ΝΑ ΜΗ* ΑΣ ΤΉΣ/Ο ΣΑ/ ΓΟΝΥ.. Σ///Ο770Γ
ΟΧ)..! ΣΤΑΣΟΥ ΣΤ7/ΜΟ/ΜΟ
Ν9 Τ{ΑΓΗ ΜΑ-
ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΦΑΚΙΡΗΣ 1
Ο ΦΑΚΙΡΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ
φακίρη κι5 υστέρα προχωρούν στο δρόμο τους. Ή σκηνή αύ τή δεν είναι άγνωστη στα παι ΙΝΑΙ μεσημέρι.^ Οι δρό διά τής μεγάλης χώρας τών μοι τής λΑλμόιρα, μιας Ινδιών. Σχεδόν σέ κάθε πάλι πολιτείας, τών Ινδιών υπάρχει και ένας φακίρης πού μέ ένα. οκαταμμύριο κατοίάλλοτε παίζει τή φλογέρα κοχί κους, είναι σχεδόν έρημου Κά άλλοτε ξαπλώνει πάνω σέ τω από ένα δέντρο κάθεται καρφιά,, ή τρυπάει τό σώμα σταυροπόδι ένας φακίρης καί του μέ μαχαίρια χωρίς νά π σκίζει τη φλογέρα του. 3 Από βγαίινη ούτε σταγόΐνα αίμα. τό κανιστίράκι που έχει μ προ Ξαφνικά, από τό σπίτι πού ■ατά του, υψώνει αργά - αργά βρίσκεται απέναντι άπό τό^ψα τό κεφάλι της: μια κόμπρα κίρη„ ξεπηδουν άγριες γλώσ και .λικνίζεται πέρα - δώθ'ε ατό σες φωτιάς. Ό καπνός πι>ύ ρυθμό τής μουσικής. βγαίνε ι^άτό τά παράθυρα εί Μερικά παιδάκια κοντοστέ ναι μαύρος και άφθονος καί κοντά ι, κυττάζουν για λίγο τό υψώνεται προς τον ουρανό.
Ε
4
— Βοήθεια!, αντηχεί μια σπαραχτική φωνή, βοήθεια, καιγόΙμοαστε! •Κόσμος τρέχε ι, ούριλ ιάζε ι, χειρονομεί. Μερικοί άνδρες σπάζουν την πόρτα του σπι τιού καί κατορθώνουν να βγά λουν από μέσα μια γυναίκα κι5 ένα παιδάκι, που ευτυχώς δεν τους έχουν πειράξει οι φλό γες. Σε λίγο φθάνει καί ή πυ ροσβεστική ύπηρεσίά καί οι μα}Κ)ρυες λαστιχένιες σωλήνες της εξακοντίζουν ,μέ δύνα|μι τό νερό. "Οταν καμ,μιά φορά διαλύ εται ό καπνός, οι περίεργοι φεύγουν σιγά - σιγά. Τό σπίτ’ δεν καταστράφηικε τελείως.. ι Κανένας ρμως τώρα δεν θυ μάται τό φακίρη, κανένας δεν σκύφτηκε νά κυττάξη* πιρός τό μέρος πού καθόταν κι3 έπαι ζε τη φλογέρα του. Μά καί νά κύτταζε κανεί ς δεν θά τον ευρισκε στη θεσι του. Γιατί ό σκελετωμένος φακίρης έχει γί νει άφαντος. Την άλλη -μέρα τό μεσημέ ρι, 6 ίδιος φαικίίρης κάθεται στη γωνιά ενός σπιτιού καί παίζει πάλι τη φλογέρα του. Ή κόμπρα άνασηκώνε ι τό κε φάλι της από τό πανεράκΜκαί κάπο ιο ς πεοαστ ικός ρ ίχνε ι /μπροστά στά πόδια του ένα νόμ ίαμα,. Δεν προλαβαίνει ν’ άπορα κρυνθή ό διαβάτης καί ιμιά φω νη φρίκης καί πόνου αντηχεί άπό τό εσωτερικό του σπι τιού. Κοντοστέκεται τότε καί γυρνάει ττίίσω. Βλέπει τό φα κίοη νά παίρνη, τό πανεράκι ιμέ την κόιμπρα καί ν3 απομα
Ο ΜΙΚΡΟΙ κρύνεται . Ό διαβάτης δεν δί νει σημασία ατό φακίρη. Π’λη σιάζει τό σπίτι άπό τό όποιο άκούγεται συνέχεια ή κραυγή σπάζει την πόρτα καί μπαί νει στο εσωτερικό· του. Σ3 ένα απλόχωρο καί χω ρίς έπιπλα δωμάτιο, βλέπει έναν άνθρωπο νά κυλιέται στό πάτωμα, πλημμυρισμ έ ν ο ς στά αίματα, -αφνιικά. ενώ σκύ ιβει γιά νά δή τι του συμιβαίπ νει καί γιά νά τόιν βοηβήση νά σηκωθη, ιμιά πόρτα άνοιγε1 καί παρουοΊάζεται ένα... ψόν τααμα! "Ενα φ-άντασμσ ντυ ιμένο ιμ’ ένα άσπρο σεντόνι πού άπό τά χέρια καί τα πό δια του κρέμονται βαρείες α λυσίδες ! Πανικόβλητος ό επισκέ πτης βγαίνει άπό τό δωμάτιο, ξεχύνεται στό δρόμο καί άρ χιζε ι νά φωνάζηι: — Βοήθεια! "Ενα φάντα σμα σκότωσε έναν άνθρωπο σ3 εκείνο τό σπίτι! Βοήθεια! Δυο χωροφύλακες πού πα ρουσιάζονται πό την κοντινή γωνία, τρέχουν στό σπίτι καί σε λίγο βγάζουν έναν τραυ ματία. κρατώντας τον ό ένας άπό τά πόδια καί ό άλλος ά πό τό κεφάλι. Τό παοάξενο νέο γιά τον μυστηριώδη τραυματισμό ε νός ιάνθρώπου άπό κάπο ιο φάν ταοιμσ, διαδίδεται σάν άστραπή σ3 δλη την πόλι καί οι κάτοικοί της ξεχύνονται στούς δρόυ αυς τοομακρ στημένο-ι. Την επόμενη μέρα, συμβαί νει ακόμη-, κάτι τό παράξε νο. Ό φακίρης παίζει τη φλο γέρα του κάτω άπό ένα 6έν-
ό
ΤΑΡΖΑΝ
τρο, δταν ξαφνικά, ένας χω ροφύλακας πού περ ιπολεί ■στους δρόμους και περνάει δί πλα του, πετάει τό δπλο του καί αρχίζει νά φωνάζη πώς τον κυνηγάει τό φάντασμα καί θέίλει νά τον σκοτώση. "Υ στείρα σριμάει σαν τρελλός νά χτυπήση, μερικούς ανθρώπους πού πλησιάζουν καί οι όποιο, τον δένουν καί τον οδηγούν ,στήν αστυνομία. Σέ λίγο, ό ,άστυνόΐμος Ντούγκλας διαβίδει- τό τρομερό νέο πώς ό χω ροφύλακας τρελίλάθηκε καί πά νω στην τρέλλα του μιλάει για ένα φάντασμα πού έβγαι νε από τό πανέρι τού φακίρη! Τώρα πού τρίτωσε τό κα κό, - δλοι θυμούνται πώς εκεί πού παρουσιάζεται ό μυστη ριώδης φακίρης, ξεσπάει καί μια συμφορά! Την πρώτη μέ ρα πήρε φωτιά τό σπίτι πού βρισκόταν απέναντι του, τή δεύτερη τραυματίστηκε, ένας νας άνθρωπος καί την τρίτη τρελλάθηκε ό χωροφύλακας, άνθρωπος καί την τρίτη τρελ(λάθηκε ό χωροφύλακας. —Πρέπει νά διώξουμε άπό^ την πάλι μας τον φακίρη του ολέθρου, συμφώνησαν ό λοι. — Νά ιμή τον πειράξη κα νείς !, συμβουλεύει ό γενναίος άστυνόιμος Ντούγκλας. Ύπο πτεύρμαι πώς ό φακίρης^ αυ τός είναι τό Παιδί των Λύκων η εκείνος ό χαζός σύντροφός του. Θέλω, λοιπόν, νά τον πι άσω επ’ αύτοφόίρω! "Οποιος δη τον ,μυστηριώδη φακίρη νά έρθη νά ειδοποίηση την άστυ να μία για νά τάν συλλάβω έν
όνό)ματι τού νρμου καί τής δι καιοσύνης! Γιά δύο ιμέρες ό φακίρης τού ολέθρου γίνεται άφαντος. Ένώ όλοι ησυχάζουν, κάνει την έμφάνισί τουι τό βράδυ της δεύτερης ημέρας. Ή φλο γέρα του παίίζει έναν παράξε νο σκοπό, καίί, πριν προλάβη κανείς νά τον πλησιάση κα νείς, ή νά ειδοποίηση, την α στυνομία, ένας πυροβολισμός άικούγεται καί μιά σφαίρα σφυρίζει δίίπλα από τό αυτί ενός περοστ ικού... Οί κάτοικοι τής Άλ|μόρα τρομοκρατούνται καί διαραρ τύρονται στην αστυνομία γι ατί είναι ανίκανη νά συλλάΐοη τόν ιμυστηριώβη φακίρη πού στο πέρασμά του σκορπίζει τόν όλεθρο καί την κοαταιστρο ΦΠ· —θά τόν συντρίψω!, υ πόσχεται· ό Ντούγκλας καί ση κώνεΐ' ψηλά τή γροθιά του. Είμαι βέβαιος πώς κάτω από τή μορφή τού φακίρηι κρύβε ται τό Παιδί των Λύκων, αυ τός ό ληστής·, ό δολοφόνος, ό άνανδρος! θά τόν διαλύσω ό ταν ,μού πέση ατά χέρια ,μου! Θά τον κρεμάσω στην πλατεία για νά πάρω επί τέλους τόν βαθμό πού ,μου εταξε ό^διοι κητής ιμου, έν ονόιματι τής με γάλης μας Αγγλίας. Αμήν! Ο ΤΙΠΟ - ΤΙΠΟ ΚΟΚΚΟΡΕΥΕΤΑ!
ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή πού ό Ντούγκλας άπειλεΐ τό Παιδί - των Λύκων, τό τελευταίο είναι ξαπλωμένο στην καλύβα του, μέσα στην
Τ
§ Γ*
“ - ■■■— ■ ...■
■— > ■
καρδιά της ζούγκλας καί α κούει τά κατορθώματα τού νε αρού Ινδού πού ,μένει μαζί του, τού Τίπο - Τίίπο. — "Ετσι, πού λες, σαχί,μπ συνετίζει ό κωμικός Ινδός. Τρία βουβάλια ώρμησαν έναν τίον μου· να μέ σκοτώσουν μπαμπέσικα. Μόλις πλησιά ζει τό πρώτο , τό αρπάζω α πό τά κέρατα, τό σηικώνω ό λο κλήρο στον άέοα καί τό ρί1 χνω στο ποτάμι·. "Υστερα άρ πάζω τό δεύτερο από την ου ιρα, την τραβάω και μοθ ξε κολλάει ατά ,χέρια μου! Τό τρίτο... Ό Σάντρο πού τόση, ώρα: άκουγε τις παλληίκάριες τού συντρόφου του χαμογελώντας, σοβαρεύεται ξαφνικά καί πε τάγεται αρθιος. Ή κ'ίίνησί του είναι τόσο ξαφνική πού ό καη μένος ό Τίπο - Τίπο λί*γο έλλειψε νά πάθη συγκοπή από
Ό "Αγγλος χωροφύλακας κάνει σαν τρελλός.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Παρουσιάζεται ενα φάντασμα δεμενο ιμέ αλυσίδες.
τό φόίβο του. Κάθησε τό σά λιο στο λαιμό του και δεν λέει νά κα,τέβη κάτω. — Σα... σαχίμπ..., *τί συμ βαίνει; κατορθώνει σέ λίγο νά ρωτή/ση, ενώ τρέμουν τά δό*/ τια του λες καί βρίσκεται γυ μνός στο Βόρειο Πόλο. Μή πως έρχεται κανένας γιά νά μάς φάη μπαμπέσικα; — Ό Καζίμ, ψιθυρίζει τό θρυλικό παιδί. Ό μεγάλος μου δάσκαλος μέ καλεΐ νά πάω στήν ’Αλμόίρα καί νά τόν έπισκεφθώ (*). Καί γιά νά μέ (*) Ό Καζίμ εΐναι ένας Ινδός φακίρης τιιου μένει στην ’Αλμόρα. Χφις σ’ αυτόν ό Σάντρο ήμέρεψε έμαθε να μιλάη καί ινά δισβάζη γιατί από μωρό ζοΟσε κοντά στους λύκους καί δεν ήξερε ότι- ήταν άν θρωπος. Ό Καζίμ τόν δχεί' μάθει πολλά από την τέχνη του φακίρη καί, τό κμριώτερο, μπορεί νά τοΟ
ΤΑΡ2ΑΝ
καλή ό Καζψ φαίνεται πώς κάτι τό άσχημο γίνεται εκεί πέρα. — Έγώ ξέρω τι γίνεται, βγάζει τό συρπέρασμα ό κω ιμιικός Ινδός. Μου φαίνεται πώς αυτός ό άστυνόΐμος θέλε ι νά φάη μπαμπέσικα τον, Κα* ζί,μ. Δεν 8ά τηρολάιβη^ ρμως, γιατί θά του φάω τό αυτί. Τό έχω ύποσχεθή από Βουδδα, σαιχ/ίιμττ, πώς θά του πάω τό ένα αυτί, για δώρο. Τό άλλο θά τό φάω έγώ. Πάμε, σαχίρπ, θέλω νά δράσω! Τώρα μ,εταδίνη τη σ.κέψ ι του και νά τον καλή, δταν βέλη, κοντά του. Αύτό συμι&αίνε1! δ παν στην Άλιμρρα γίινεταΐ' κάτι, τό τρομερό, τό μυστηρι ώδες η τό παράνομο. Τό Παιδί τών Λύκων, με τη δύναμι τό θάρρος και την ιέξυπνάδα που τό διαικρίινε>! τρέχει πρόθυμο: ιέικιεΐ που τόν κιαλεΐ συχνά ·ό δάσκαλάς του, άντΓμετωπί ζοντας χίλιους κινδύνους, ώς καί τόν θάνατο ακόμη.
Τρέχουν και ο! δυό τους γιά την πολιτεία.
'Ο φακίρης άφίνει τό πανέρι καί απομακρύνεται.
πού θά πάμε στην "Αλίμόρα, θά τα,ράξω όλους τούς "Άγ γλους πού βρίσκονται έκεΐ! Θά τούς συντρίψω. Μά, άν ό Τί(πο - Τίπο βιά ζεται νά φθάση στην "Αλμάρα γιά νά ...συντριίψη τούς "Άγγλους, άλλο τόσο βιάζε ται νά φθάση καί ό Σάντρο γιά νά μάθη τι τόν θέλει ό με γάλος του δάσκαλος, ό Καζίιμ. Κατεβαίίνουν λοιπόν άπό τό δέντρο όπου έχουν στήσει την καλύβα τους καί φωνά ζουν τόν Κώμο, τόν άφωσιωιμένο λύκο. Μά ό Κίιμο λείπει κι" έτσι αναγκάζονται νά ξε κινήσουν <μέ τά πόδια γιά νά φθάσουν στην Άλιμόρα. Ή Λείλά, πού είχε μείνει μερι κες μέρες ,μαζί τους, έχει ^ έπιατρέψει τώρα στο παλάτι της. "Έχει βιροοδυάσει γιά τά κα
Ο ΜΙΚΡΟΣ
β λά, δτταν μπαίνουν στήν κα λύβα του Καζίμ, τού σοφού φακίίιρη, πού βρίσκεται κάπου πεντακόσ ια μέτρα; έξω άπό την πολιτεία της ’Αλμάρα. — Μεγάλε , (μου δάσκαλε, τού λέει ό Σάντρο άιφού τού φιλάει ιμέ σεβασμό τό χέρι, ',μίέ ικάλεσες κοντά σου; — Ναί, τού απαντάει ό σο φός γέροντας. Κάτι τό μυ στηριώδες κάί τροιμερό συιμ βαίνει στην πόλι -μας, παιδί μου. —- Μήπως θέλει κάνεις να σέ φάη μπαμπέσικα; τον ρω τάει ό Τίπο- ΤίΙπο. — Έμενα δεν με απειλεί κανένας, λέει ό φακίρης. Α πειλούν όμως τούς κατοίκους της 3Αλμυρά. "Ενας μιυστηιρι ώδης φακί,ρης έχει κάνει· την έμφάνισί του και σκορπάει τον Ολεθρο στο πέρασμά του. Καί μέ λίγα λόγια διηγεί ται στα δυο παιδιά τά τρομα κτικά γεγονότα πού έχουν με σολαβήσει στην Άλμόρα άπό τή ιστιγμή πού πάτησε τό πό δι του εκεί ό (μυστηριώδης φα κίρης.^ — Ό τρρμος βασιλεύει πά νω στην πόλι, παιδί μου, τού λέει. Κανείς δεν ξέρει τί συ|μ βαίνει. Πολλοί υποστηρίζουν πώς ιό φακίρης αυτός έχει· υ περφυσικές δυνάμεις. "Αλλοι πάλι λένε πώς είναι ένας κοι νός κακοποιός, ό όποιος έχει συνενόχους για τά εγκλήματα του. — Μά, λέει ό Σάντρο, ύ στερα άπό λίγη, σκέψη τί έχει νά ώφεληθή άπό μ ια πυρκαϊά καί άπό την τρέλλα τού χω
ροφύλακα; "Επειτα, δεν κατα λαβαίνω αυτή την ιστορία των φαντασμάτων. — Κανένας δεν ξέρει τί έ χει στο νού του ό μυστηριώ δης φακίρης, συνεχίζει ό Κα ζίμ. Σέ κ άλεσα παιδί μου για νά λύσης αύτόι τό αίνιγμα. —'Κσΐ ό Ντούγκλας, τί νο μίζει; ρωτάει τό Παιδί των Λύκων. — Ό ιΝτούγκλας Ισχυρίζε ται πώς κάτω άπό τό πρόσω πο τού φακίρη, κρύβεσαι εσύ, η ό Τίπο - Τίπο. Λοιπόν, Σαν τρο, θά άναλάβης νά λύσης τό αίνιγμα τού μυστηριώδους φακίρη; —ιΝαί·, ιάπαντάει ό Σ άν τρο. Μόνο πού θ’ άναγκαστού με ιμέ τό φίλο μου νά μένουμε στην καλύβια σου, μεγάλε μου δάσκαλε, ώσπου νά τελειώση αυτή ή ύπόθεσις. Τήν ήμέρια θά κυκλοφορώ ιμέ μια ικελεμπία, για νά μήν με άναγνωιρίιση (κανένας χωροφύλα κας, Ο ΤΙΠΟ - ΤΙΠΟ ΦΑΚΙΡΗΣ !
ΕΣΑΝΥΧΤΑ. Οι κά τοικοι τής ’Αλμόιρα έ χουν όλοι τους ικοιμη θή. Ελάχιστοι διαβάτες ^περ πατούν στούς δρόμους κι’ αύ τοί είναι βιαστικοί για νά γυ ρίσουν στα σπίτια τους. Γό φεγγάρι «μέ το αδύνατο φώς του ρίχνει παράξενες σκιές δί πλα άπό τά δέντρα καί τά σπίτια. Οι σκιές είναι ακίνητες μά, νά πού μια άπ’ όλες ξεκολ λάει οστό τή θέσι της καί προ
ΤΑΡΖΑΝ
χωρεί άργά - αργά. Δέν εί ναι σκιά δέντρου η σπιτιού, άλλα σκιΐά ανθρώπου. Σε ;μιά στιγμή ό άνθρωπος σταματάει καί αφού στηοίζε ται στον τοΤχο ενός σπιτιού, χαμήλωνει τό κορμί του και σέ λίγο κάθεται σταυροπόδι. Στα χέρια του κρστάει μιά Φίλο γέρα κι" ένα μικρό πανέρι Είναι ό μυστηριώδης φακί ρης! "Αφήνει τό πανέρι μπροστά του και φέρνοντας τή φλογέ ρα ^στά χείλη του, αρχίζει νά παίζη έναν παράξενο σκοπό πού -κάνει την «κόμπρα, πού αναπαύεται στο πανέρι·, νά σηκώνη τό κεφάλι της. Ξαφνικά, ό (μυστηριώδης φακίρης «σταματάει νά παίζη και ^ή -κόμπρα χαρ^όνει τό κεφάλι· της. Τό βλέμμα του στηρίζεται επίμονα σ’ ένα ση με ίο του «δρόμου κι* ύστερα, κάνει «κάτι τό απροσδόκητο. Παρατάει τό πανέρΐ' με τή Φλογέρα και τό βάζει στα πό διία! "Από τό ίμερος δπου κύττα ζε, ξεκολλάει ,μιά άλλη σκιά τώιοα. Ανήκει σ* έναν άδύνα το καί νεαρό "Ινδό πού φοράει σαρίκι κι* ένα μαγιό από δέρ μα λεοπαοδάλεως. Ό νεαρός αυτός προχωοεΐ με αργά βή μοτα^ κυττάζει δεξιά κι* άρι στερά του κι* ύστερα κατευ θύνετ α ι στο έγικ ατ αλ ε ι μμ ένο πανέαι και τή φλογέοα του μ υστη,ο ιώδου«ς φακ ίΐρη. Σ κύ βε ι τότε, κάθεται σταυροπόδι παίρνει τή φλογέρα στά χέ ρια του την περιεργάζεται γιά λίγο κι" ύστερα, φέρνον
9
τάς την στά χείλη του, άρχί ζει νά φυσάη. ^ Οι φθόγγοι τής φλογέρας δέν είναι αρμονικοί μά, σι γά - σιγά «σχηματίζουν τό σκ-ο-πό ενός τραγουδιού. — Τι ωραία πού παίζω!,, κάνει ό "Ινδός πού δέν είναι άλλος από τον.... Τόπο - ΤίΤιΌ. τον κωμικό ήρωά μας. Ό Τίπο - ΤίΗτο έχει βγή μια βόλτα στήν πόλι μήπως καί συναντήση τον μυστηοιώ δη φακίρη. Τό ίδιο έχει κάνει και ό Σάντοο. Σέ μιά στιγμή ό φίλος του Παιδιού των Λύ κων, καθώς περπατάει άιθόιου βα «κάτω από τά δέντρα, βλέ πει τό Φακίρη νά κάθεται καί νά άοχίζη νά παίζη. Ποΐν άκό μα συνέλθη από τήν έκπληιξί του ό ήρωάς μας, ό φακίρης παρατάει τό πανέρι καί τή φλογέρα του καί τό βάζει στά πόδια. — Φαίνεται πώς φοβήθηκε (μ/ήν τον φάω ιμπαμπέσικα, βγάζει τό συμπέοσσμα ό κω μικός "Ινδός. Μυρίστηκε πώς είχα άσχημες διαθέσεις απέ ναντι/ του καί τόβαλε στά πό δια. "Όχι παίζουμε! Θ" άκούη, τ’ όνομά μου καί θά τον — άτ τεταοταΐο-ς πμοετός! Μπράβο λεβέντη μου εαυτέ! "Έχεις νίνει ό φόβος καί ό τοόμος όλων των κακών άνθρώ πων τής νή*ς! 'Καί μέ τις σκέψεις αυτές ποοχωιοεΐ καί κάθεται στή θέ σι τού φακίΐοη,. άοχίζοντας νά παίζη τή φ«λονέοσ. -αΦνικά, καθώς είναι άφωσιωμένος στή μουσική του, βλέπει μέ τρόμο νά κάνη τήν
10
έμφάνιισί του τό κεφάλι ;μιάς κόμπρας από τό πανέρι κι5 υστέρα ό λαιμός της που 6οό πάει καί σηκοδνεται ψηλά! ΕΤναι μια πράσινη κόμπρα πού τό δάγκαμά τηις σημαίνει θάνατο! ζέρεΐ' ό Τίίπο - Τίπο πώς, άν σταματήση νά ττσοί ζη, ή κόμπρα μπορεί νά του έπιτεθή καί νά τόν δαγκώση! Παίζει λοιπόν συνέχεια τή φλογέρα ενώ τά μάτια του κινδυνεύουν νά πεταχτοί/»/ έ ξω άΐπΌ τις κόγχες τους και κάπου κάπου αφήνει· νά του ξεφεύγουν μερικές κομμένες Φωνές φρίκης. «—'Ώχ... βο... βοηθέι α... αχ ·.. πώ... πώ !». Ό Τίπο - Τίίπο την έχει άσχημα. 9Από τό φόβο του ό σκοπός τής φλογέρας δεν εί ναι μελωδικός και ή κόμπρα τσλαντεύει απειλητικά τό κε φάλι της ποός τό μέρος του παιδιού πού τά έχει τόσο χα
Προλαβαίνει και κόβει τό κεφά λι τής κόμπρας.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
"Ενας ψηλός * παρακολουθεί Παιδί των Λύκων.
τό
μένα ώστε νά μή μπορή ού τε νά σηκωθή καπνά τό βάλη στά πόδια! Νοιώθει πώς είναι όλότελα πια χαμένος καί πώς δεν θ’ άργήση; ή κόμπρα νά τόν δαγ κάση, όταν ένα γρήγορο ποδο βολητό άκούγεται. ΕΤν'αι σαν κάποιος άνθρωπος νά τρέ'χη μέ άλες του τί.ς δυνάμεις προς τό μήρος του... Κι* έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ό άνθρω πος μάλιστα αυτός είναι ό Σάντρο, τό Παιδί των Λύκων, πού έτυιχε νά περνά,η από κεΐ να τά μέρη κάΐ άντίκρυσε ξα φνιικά τή ,σκηνή του φύλου του πού κινδυνεύει· από την κό'μπρα. Στά χέρια του κρατάει ένα μαχαίρι. Ό Τίπο- Τίίπο πού δεν άν τέχει στην τόση* συγκίνηισι λι ποθυμάει, ή φλογέρα στοτματάει νά παίζη καί τό απαίσιο
ΤΑΡΖΑΝ
φίΐδι, τό τπό τρομερό, κι5 έπι κίνδυνο ά'ΐτ5 βίλα τά ψίδια, χα μαλώνει μιέ ταχύτητα τό κε φάλι για νά χύση τό δηιλητή ραό του στο κορμί του αναί σθητου παιδιού. Δεν προλαβαίνει όμως. "Ε να χέρι κινείται· μέ την ταχύ τητα άστραπής, ένα μαχαίρι ιάΐστ,ράΐφτει ικιοΰί ;σέ (λίγο τό κεφάλι της κόιμπίρας κόδεται άπο τό υπόλοιπο κορμί της καί πέφτει στη σκόνη του δρόιμου, ενώ τό κορμί της άο χίζει νά -χτυπιέται άνατριχια στιικά, παρασύραντας τό πα νέοι εδώ κι’ έκεΐ. Ό Σάντρο, σηκώνει τό ψί λο του καί τον στηλώνει όρθιο στον τοίχο, καί ό κωμικός Ίν δός δεν άργεΐ νά ξυπνήση. Ή έκπληξϋ του είναι μεγάλη, βλέ π όντας μπροστά του τό Παιδί τών Λύκων.
Νοιώθει στη μέση του την κάννη ενός πιστολιού.
11 ·?*·
Προσπαθούν νά δέσουν τον αναί σθητο Σ άντρο.
— Πώς βρέθηκες εδώ; τον ρωτάει ό Σάντρο. Σέ ποιόν ανήκει τό πανέρι· μέ τη φλο γέρα; —Σ’ ένα φακίρη, απαντάει ό Τίπο - Τίπο. Πήγε^ να μέ ψάη μπαμπέσικα μά τον έκα να καί τόβαιλε ατά πόδια. —Προς τά που πήγε; ρω τάει ανυπόμονα τό θριυλίικό παιδί. . —- Πήρε εκείνον τον δρόμο του λέει ό Ινδός καί τού δεί; χνιει με τό χέρι του. — Πάει πολύ ώρα; ^ — Ούτε δυο λεπτά. Τά μάτια του παιδιού α στράφτουν από μια άγρια φλόγα. —·Γύ)ρισε στην καλύβα τού ΚαζίΙμ, λέει στον κωμικό συν τροφό· του .καί τρέχει στο δρό μ ο τον όποΐο πήρε προηγου μένως ό μυστηριώδης φσκΓ ρν,ς.
Μ
— Δεν 0ά τον προλάβης, σαχίμπ!, του φωνάζει πίσω του 6 Τίίπο- Τίπο. 3 Από το φό βο πού πήρε μόλις μέ^ είδε Βά έχη φθάσει τώρα στη δύσι! "Αδικα τρέχεις! Τον κανό νισα εγώ μια χαρά. "Οταν θά... Ή φωνή του κόβεται στη μέση γιατί κάποιο χέρι του κλείνει τό στόμα. "Ενα άλλο, ατσάλινο καί χοντρό χέρι, σφίγγει γερα^τό λαιμό τού κω ιμ ιικού 31 νδοϋ, εμποδ ίζοντάς τον νά κάνη, καί την παραμι κρη κίνησι για νά ξεφύγη. Μά δεν ήταν ανάγκη νά τον γραπώσουν άιπο τό λ-α.μό γιά νά ιμή φσγη. Γ ιατί ό ηρωικός Τίπο - Τίπο, ,μόλις ένοιωσε μια παλάμη νά του κλεινή το στόμα, λιποθύμησε απτό τό φόβο του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
είδησι ό άγνωστος πού προ χωρεί μπροστά. Φαίνεται πώς μυρίστηκε τον Τίπο -Τίπο ό τι τον παρακολουθούσε καί 7 οβολέ στά πόδια.» Μπρος ό φακίρης, πίσω ό Σ άντρο, διασχίζρυν έρημους δρόμους καί πάντα προχω ρούν. Άφωσιωμένο καθώς εί ναι τό Παιδί των Λύκων νά κυττάζη πάντα ,μπροστά, δεν άντ ιλαμβάνεται. ότ ι κάπο ιος άλλος ίσκιος τον παρακολου θεΐ αθόρυβα πίσω του. Δεν μπορεί νά φανταστή ότι όρκο λουθώντας τον φακίρη· προχω ρει γιά νά πέση σε μιά θαυ μάσια στημένη, παγίδά πού ζητάει τό θάνατό του... Σέ μιά στιγμή, ό φακίρης, σταματάει οπήν πόρτα ενός μεγάλου σπιτιού πού ό όγκος του διαγράφεται αινιγματι κός μέσα στη νύχτα. Κανένα Ο ΣΑΝΤΡΟ παράθυρό του δεν είναι φωτι ΠΑΓΙΔΕΥΕΤΑΙ σμένο, γιατί όλα είναι κλει Ο ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ στα. Ό Σ άντρο κρύβεται στο τρέχει στον έρημο δρόμο κοίλωμα μιας άλλη πόρτας γιά λίγο μά όταν προ- καί παρακολουθεί τις κινήσεις τού φακίίρη. Τον βλέπει νά χωρή καμμιά διακοσαριά μέ τρα, αναγκάζεται νά κόψη την κυτταζη ολόγυρά του μέ προ ταχύτητά του. Στο μισόφωτο σοχή κι3 ύστερα νά βγάζη έ του φεγγαριού διακρίνει μιά να κλειδί καί ν’ άνοίγη την μποπτη ισιλουέττα νά διασχί^- πόρτα. Όταν ή πόρτα κλεινή πί ζη ένα πάρκο, νά ισττ,ρίβη πότε δεξιά καί πότε αριστερά σά σω άπό τό (μυστηριώδη φακί νάθελε νά κάνη κάποιον νά χά ρη, ό Σ άντρο αποφασίζει νά ση τά ίχνη του, όπως ακρι κινηθή. Βγαίνει άπό την κρυ βώς κάνει ό λαγός όταν τον ψώνα του καί μέ βήματα γά τας πλησιάζει τήν πόρτα τού κυνηγούν οί σκύλοι. «Είμαι σίγουρος πώς αυ αινιγματικού σπιτιού. Μέ με τός είναι ό μυστηριώδης φα γάλη του χαρά, καθώς στρί κίιρης», συλλογιέται ό Σάντρο βει τό πόμολο, τή βρίσκει ξε καθώς βαδίζει σύρριζα στους κλειδωτή,. Ή χαρά του όμως τοίχους γιά νά μή τον πάρη (μεταβάλλεται σέ μιά άσχημη
Τ
ΤΑΡΖΑΝ
σκέψι: Μήπως τυχόν καί του έχουν στήσει παγίΐδα; Ό δισταγμός του δεν δυοςρ κ>εΐ ττσίρά ένα λεπτό. "Υστερα αποφασίζει νά μπή. "Εχει ε μπιστοσύνη στις δυνάμεις του. "Αν τον περιμένη ύπουλα κάποιος .κίνδυνος σ’ αυτό το σπίτι, θά τον αντιμετώπιση όπωσδήποτε και στο τέλος θά βγή νικητής. Ό Σ άντρο πι, στεύει στή δύναμί του καί στη νίικη του επειδή πάντα έργα ζεται καί αντιμετωπίζει χ'ίλιους κινδύνους, για το καλό των ανθρώπων. Απόλυτη σιωπή τον ύποδέ χεται στο σπίτι που μπαίνει. Μά δεν είναι μόνο ή σιωπή πού φέρνει ένα παγωμένο ρίγος στήν σπονδυλική στή λη του παιδιού. Είναι καί τό βαθύ σκοτάδι. Ποιος ξέρει τί κρύβεται πίσω από τό μαύρο σύτό πέπλο; Τό τί κρύβεται, δεν άργεΐ νά τό μάθη τό άτοόμητο καί θρυλικό παιδί. Του τό λέει μια σιγανή φωνή πού φθάνει σαν ψίθυρος σ5 αυτιά του: — Ακίνητος! Μά δεν είναι μόνο ή απειλή τική διαταγή πού ξεφύτρωσε ιμέσα από τό σκοτάδι. Είναι καί ή κρύα κάννη, ενός πιστό λ ιού πού βιδώνετα ι στήν πλά τη του... — Προχωρεί!, διατάζει ή φωνή. Ό Σάντρο, ζυγίζει την κα τάστασι: Καταλαβαίνει πώς, άν υποταχθή καί ποοχωιρήση,, ό εχθρός του ή οι εχθροί, του, θά τον έχουν πιο καλύτερα ατό χέρι καί δεν θά τ°0 είναι
13
εύκολο νά ξεφύγη,. "Αν πρέ πει νά δράση., αυτό χρειάζε ται νά γίνη τώρα, πού βρί σκεται κοντά στην πόρτα καί πού τό σκοτάδι τον προστα τεύει. Οί σκέψεις του θρυλικού παιδιού, γίνονται γρήγορα α πό φάσε ι ς. Καθώς έτοιμάζεται νά προχωρήση, γονατίζει ξαφνικά, φέρνει τά χέρια πί σω του, αρπάζει από τά πό δια τον αντίπαλό του καί τόν τραβάει μέ βύναμι. "Ενας πυ ροβαλισιμός άντηιχεΐ τότε, έ νας γδούπος κι* ύστερα ιμιά τρομερή φωνή πόνου. Ό Σ άντρο δεν ζητάει τίπο τε καλύτερο. Στρίβει δεξιά καί, μέσα ατό σκοτάδι, ψηλά φώντας δεξιά καί αριστερά καί προσπαθώντας νά μήν κάνη θόρυβο, βρίσκει τήν πόρ τα. Δεν προλαβαίνει δυως νά τήν άνοιξη. Ή πόρτα ανοίγει μόνη της μέ πάταγο, τόν χτυ πάει μέ δύναμι καί τόν άνα τρέπει. "Αθελα του, τό Παιδί των Αύκων αφήνει νά του φύγη έ να βογγητό πόνου, καθώς χτυ πάει τό κεφάλι του στο τσι μέντο. Τήν αμέσως επόμενη στιγμή ή πόρτα κλείνει καί ή φωτεινή δέσμη ένός φακού γυρνάει δεξιά κι3 αριστερά λογχίζοντας τό πυκνό σκοτάδι. Ό Σ άντρο σηκώνεται μ3^ έ να τίναγμα μά δέν καταφέρ νει νά πλησιάση τήν πόρτα γιιατί, μπροστά σ’ αυτήν, στέ κεται ένας άνθρωπος μέ πάλι τικά. Ό άνθρωπος αυτός πού είναι Ευρωπαίος, κρατάς ι ξ-
14
να πιστόλι και τον σημαδεύει. — Άλή, φωνάζει σέ τόνο προσταγής ό Εύρω!ποιος, ά ναψε τό φως γρήγορα! Δεν σέ νόμιζα για τόσο ηλίθιο! Σου είχα πή νά μην κάνης τίποτε πριν μπω εγώ ,μέσα στο σπί τι. Τό εΐδες δτι λίγο έλλειψε νά ιμάς φύγη; Μια λάμπα σκορπίζει σε λίγο τελείως τά σκοτάδια. Ό Σάντρο διακρίνει τώρα καθα ρά τά χαρακτηριστικά των δυο αντιπάλων του, Ό ένας ό ■μυστηριώδης ψ σκ ίρης, εΐνα ι * Ινδός, μέ άξύριίστο καί άντι παθητικό πρόσωπο. Ό άλλος είναι ξανθός καί μοιάζει :μέ Εγγλέζος. — Άλή!, διατάζει ό ξα,ν θός, πάρε ένα σκοινί. 5Ενώ ό Άλή σκύβει καί ψά χνει ολόγυρά του νά βρή ένα σκοινίι, ό Σάντρο αποφασίζει γι5 άλλη ιμΊ.'ά φορά νά παίίξη
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κορώνα γράμματα τη ζωή του καί νά προσπαθήση νά ξεφύ γη. Ένω όμως κάνει αυτές τις σκέψεις, ό ξανθός τον πληΐσιά ζει ιμ’ ένα γοργό πήδημα καί τό πιστόλι του άνεβακατεβαί νει καί χτυπάει1 .μέ τη λαβή τό κεφάλι του ανυπεράσπι στου παιδιού, κάνοντας τον νά λυγίίση τά γόνατά του καί νά σωριαστή αναίσθητος κά τω. —Γρήγορα τό σκοινί, Ά λή!, διατάζει ό χοντρός. ^Νά ^όν δέσουμε τώιρα πού είναι αναίσθητος γιατί δεν έχω ρμ πιστοσύνη σ’ αυτό τό κατσρα μίένο παιδί. · Είναι 1 ικανό νά τά βάλη μ5 ένα λόγο ώπίλισμέ νων άνθρώπων καί νά τούς άφοπλίση. Ό Άλή βρίσκει ένα σκοινί καί σκύβει πάνω στο άναίΡθη το παιδί. Τό ίδιο κάνει και ό ξανθός. "Οπως βρίσκονται καί οί δυο σκυμιμένοι, δέν παίρ νουν εϊδησι πώς ή πόστα άνοί γει κάί αιά λεπτή σιλουέττα νλυστράει αθόρυβα μέσα στο δω/μάτίο καί τούς πλησιάζει. Ο ΤΙΠΟ - τιπο ΚΑ! Ο ΒΑΒΑ
ΤΑΝ άνοί γη τά μάτια του ό Τίπο - Τίπο, τό πρώτο πράγμα πού άν τιικρύζει είναι ένας άνθρωπος. "Ενας άνθρωπος χοντρός, με ιμεγάλο κεφάλι καί κωμικό πρόσωπο καί μεγάλα αυτιά. — Πού βρίσκομαι; κάνει ό κ ω;μ ιικός 3! νδό·ς καί κ υττ άζε ι ολόγυρά του. Δεν διακρίνει παρά τέσσε ρις τοίχους και -μιά πόρτα. Ή
Ο
Ό ψηλός νοιώθει ένα γερό χτύ πημα στο κεφάλι.
ΤΑΡΖΑΝ
13
πόρτα εΐναι σιδερένια κι* έ χει ένα φεγγίτη στο επάνω με ρος. — Σαχίΐμπ. λέει στάν χσν τρό, πώς σέ λένε; — Καίνε; του άηταντά&ιι ό χοντρός. ^ — Τ’ όνομά σου*!, του φω νάζει πιο δυνατά ό Τίπο - Τί πο γιατί καταλαβαίνει πώς^ ό άνθρωπος αυτός δεν ακούει καλά. —Τή ,μαρά σου; του α παντάει ό χοντρός. Ό Τί/πο - Τίπο αγριεύει:^ — Βρε πια ραρά μου! του λέει. Σε ρώτησα πώς σε λέ νε ! Ή Λεϊλά γονατίζει και λύνει τον — ’Ά\, κάνει ό χοντρός Σάντρο. που τώρα πια δείχνειίι πώς κα τάλαβε. Αυτό λέω κι5 εγώ, ό —Βάβα, πώς βρέθηκα στο τι φταίνε! σπίτι σου; τον ροοτάει ό Τίπο «Αυτός ό άνθρωπος δεν εΐ Τίπο. ναι στα καλά του, κάνει τή Ό χοντρός Ινδός βάζει τά οκέψι ό Τίπο - Τίιπο. Κάνει γέλιια. πώς δεν ακούει για να μέ συγ — Δέν είσαι στο σπίτι χίιση1 καί νά ιμέ φάη> ιμπαιμπέ- μου, του λέει. Είμαστε καί οί σικα. Μά δεν θά του πέραση. δυο σ’ ένα κελλί τής άστυνο Έμενα δεν μ3 έφαγαν ,μπαρπέ μίας. Έμενα μ5 έφεραν εδώ σικα τά θεριά της ζούγκλας άπό τό μεσημέρι καί ^σένα τώ καί θά ιμέ φάη αυτός;» ρα καί λίγη ώρα. Μάς έχουν — Σε ρώτησα πώς σέ λέ κλειδώσει εδώ ώσπου νά ξηρέ νε, λέεΐι τώρα ψιθυριστά ό Τί ρώση καί νά ξυπνήση ο Ντούγ πο - Τίπο καί1, ώ του θαύμα κλσς, ό άστυνόιμος. Κι5 άμα τος! , ό χοντρός άκούε καί ά ξυπνήση... Ό κωμικός ήρωάς -μας τά παντάει: » —Μέ λένε ΒαβοΟτί'. ^Ε χρειάζεται. Πώς βρέθηκε κλε, πειδή όμως είναι «μακρύ τό ό σμέίνος σ’ ένα κείλλί τής άιστυ νομέας; Ποιος τον έφερε έδ£η νομά μου μέ φωνάζουν Βάβα. -αφνιικά, του ηρχετα^ι στο «Έ, αυτός θά μέ τ.ρελλά^ νη στά σίγουρα!, λέει άπό ,μέ <νοϋ ή σκηνή ρέ την κόμπρα σσ του ό κωμικός Ινδός! Του ικαί μέ τον Σ άντρο πού έτρε μιλάς δυνατά καί δεν ακούει. „■ ,,/χε νά προλάβη τον μυστηριώ Του μιλάς σιγανά καί ακούει δη φακίρη. Καθώς μιίλουσε, θυ μάται τώρα πώς κάποαος του σαν λύκος!»
16
έκλεισε τό στόμα και του γράπωσε τό λαιμό. Φαίνεται <πώς αυτός ό κάποιος ήταν έ νας Αγγλος χωροφύλακας πού τον έφερε στην άστυνομί'α. — Εσένα γιατί σε φέρα νε; ρωτάει τό Βάβα. —»Γ ιαττί χτύιπηισα έναν Έγ γ-λέζο, απαντάει ό χοντρός Ινδός. "Οταν συναντώ Εγ γλέζο ιστό δρόμο ιμου του ρί χνω δυο τρεις γροθιές. Δέν τούς χωνεύω γιατί έχουν υ ποδουλώσει την πατρίδα μας. Κάθε μέρα σχεδόν με κουβα λάνε εδώ και ό Ντούγκλας βγάζει τό άχτι του πάνω μου. Δέν μου λές, εσύ τούς αγαπάς τούς Εγγλέζους; — Έγώ!, κάνει ό Τίπο Τίπο. Έγώ έχω στείλει στον άλλο κόσμο εβδομήντα πέντε 5 Εγγλέζους! Τούς έφαγα μπαμπέσικα! — Μη μου τό λές!, κάνει ό Βάβα μέ θαυμασμό1. λ— Άμε!, κορδώνεται γε μάτος περηφόονεια ό Τίπο -Τί πο. Και νάταν μόνο αυτοί, Δέν έχω αφήσει θηρίο για θη ρίο μέσα στη ζούγκλα. "Έχω βοηθό μου τό Παιδί τών Λύ κων κι* έχουμε ρημάξει τα λι οντάρια καί τις τίγρεις. Ό Βάβα τον κυττάζει πάν τα )μέ θαυμασμό |μέ τά χα ζά του ιμάτια καί φαίνεται πώς τον πιστεύει. ^— Θέλεις νά αέ πάρω καί σένα 3άβσ στη ζούγκλα; τον ρωτάει σέ μια στιγμή ό Τίπο -Τίπο. —Μακάρι νά μ5 έπαιρνες, του λέει ό Βάβα.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
— Θά σέ πάρω!, κάνει ό κωμικός Ινδός. Έιμ,εΐς οί δυο θά συντρίψούμε τούς εχθρούς μας καί θά φάμε μπαμπέσι κα όλους τους Εγγλέζους! ΈκείΙνη ακριβώς τη στιγμή ανοίγει ή πόρτα καί κάνει την έμφάνισί του ό ...Ντούγκλας. Ό Τίπο - Τίπο μόλις τον βλέ πει ζαρώνει σέ μ-ιά γωνιά καί τρέμει άπό τό φόβο του. Ό Βάβα, όμως όρμάει εναντίον του φωνάζοντας: — Απάνω του καί τον φά γάμε! Ό Ντούγκλας παραμερίζει καί σηκώνοντας τό γκλόμπς του, χτυπάει μιέ δύναμι τόν Βάβα στο κεφάλι καί τόν ρί χνει αναίσθητο. Ό Ντούγκλας προχωρεί τώ ρα απειλητικά προς τόν Τίπο Τίπο. —-Ποιος ήθελε νά φάη μττα μπέσικα τούς "Άγγλους; τόν ρωτάει. —Ό ...Βά... βαβαβά, κά νει τραυλίζοντας ό φοβητσιά ρης Ί νδός. Ό Ντούγκλας υψώνει άπε: λητικά τό γκλόμπς του. — Θά μου πής ποαός σάς ειδοποίησε νά έρθετε στην "Αλμόρα; ρωτάει τό κατατρο μαγμένο παιδί. Ό Τίπο - Τίπο ξεροκατα'ΓΓί νει. —-- Ό ...Σάντρο, ξέρει, του λέει. Τό γκλόμπς κατεβαίνει μέ μανί!α καί προσγειώνεται, στο κεφάλι του κωμικού Ινδού. Ευτυχώς όμως πού το τρομε ρέ αυτό κτύπημα δέν πόνε σε τόν ήρωά μας γιατί ατό με
ΤΑΡΖΑΝ
ταξύ έχει λιποθυμήσει. Ό Ντούγικλιας, πάνω στο πείσμα του εξακολουθεί να χτυττάηι αδυσώπητα τό αναί σθητο παιδί. "Υστερα χτυ πάει· τάν χοντρό Βάβα και πά λι τον Τίπο - Τίπο. — Πώ, πώ, τι εχει νά γίνη σήμερα! λέει σέ μιά στιγμή ένθουσ ισσμένος. Σ ήμ ερα θα πάρω οπωσδήποτε τό βαθμό πού μου έχει τάξει ό διοικη τής μου! —Δεν Θά πιρολάιβη-ς, Ντούγ κλας!, άικουγεται μια ψυχρή φωνή πίσω του. Ό "Αγγλος αστυνομικός νοιώθει τό αίμια του νά παγώ νη. Αυτή ή φωνή τού είναι π ο λύ γνωστή... Γυρνάει άργά τό κεφιάλι του προς τά πίσω και τά χαρακτηριστικά του... προ σώπου του πετρώνουν. Τά μά τια του (μόινο γουρλώνουν ο λοένα καί πιο πολύ και γί νονται σαν δυό πελώριες γυά λινες χάντρες. — Ό... ό σατανάς είσαι λοιπόν; μουρμουρίζει. —- "Οχι, ό εκδικητής, του απαντάει ή ψυχρή σαν ατσά λι, φωνή. ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΗ ΜΑΣΚΑ
ΙΑ ΝΑ μάθουμε ποιος είναι εκείνος πού άπει λεΐ τον αστυνόμο, μέσα στην ίδια την αστυνομία, θά πρέπει νά γυρίσουμε πίσω, μιά ώρα περίπου, καί νά πε ριπλανυθούμε στους έρημους δρόμους τής Άλυόρα. Είναι μεσάνυχτα καί άνά
Μ
μέσα στούς διαβάτες βλέπει κανείς ένα άμορφο κορίτσι με μαύρα μαλλιά. Είναι ή Λεϊλά, ή κόρη, τού 1μ/αχσραγιά τής ’Αλρήρα, πού τόσο Θαυμάζει τό Παιδί των Λύκων. Μά δεν •γυρνάει άσκοπα στούς δρό μους ή Λεϊλά. "Εχει καί κεί νη, τό σκοπό της. "Ακούσε κά τι γιά τον μύστηρτώδη φακί ρη, πώς τάιχα είναι τό Παιδί των Λύκων, καί Θέλει νά μπή στά ίχνη του γιά νά απόδει ξη στον ξεροκέφαλο άστυνό μι ο Ντούγικλας πώς ό Σ άντρο δεν καταδέχεται νά κάνη τό φακίρη καί ποτέ του διέν Θά σκοιρπούσε τη συμφορά στην πόλι,, καίγοντας σπίτια καί τ οαυματ ίζοντ ας ανθρώπους. Γιατί ή Λεϊλά ξέρει, περισσότεοο από κάθε άλλον, πως ό Σάντοο είναι ένα ευγενικό, τίμιο, έξυπνο καί περήφανο παιδί καί όχι ένας κακούργος, όπως τον ονομάζει ό "Αγγλος αστυνόμος. Ξαφνικά, καθώς ξεμυτίζει σέ μιά γωνιά, άνασκιρτσει καί τινάζεται λες καί την άγ γι,ξε ηλεκτρικό ρεύμα. Πίσω α πό τούς κορμούς των δέντρων διακρίνει δυό ύποπτες σκιές νά κινούνται. Ή μιά σκιά, ή δεύτερη, τής φαίνεται γνώρι μη. Ναί, δεν κάνει λάθος ή τολμηρή κόρη τού μαχαρα γιά. Ή δεύτερη σκιά ανήκει στον φίλο της τόν Σάντοο, ατό Θρυλικό Παιδί των Λύ κων ! Ετοιμάζεται νά πάρη; τό κατόπιν τόν Σ άντρο, δταν με κατάπληξη βλέπει μιά τρίτη σκιά νά ξεμυτίζη πίσω άπό
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Γ8
τον κοριμό ενός δέντρου και νά παραικολουθή τις δυο προ ηγούμενες. Αυτή ή σκιά ανή κει σ’ έναν ψηλό Ευρωπαίο. Ίο ένστικτό της την πληρο φρρεΐ πώς ό Σ άντρο κινδυνεύ ει! Πρέπει (λοιπόν^νά ;μπή κι5 αυτή οτή σειρά των παρακο λουθήσεων για να δή που θά ικαταίλήξη στο τέλος αυτή ή ύπόιθεσι. Αφού διίοχτχίίιζει τό πάρκο, ή πομπή των ανθρώπων που παρακολουθούν καί παιρακολου βουντάι, |μ·έ πρώτον τόν μύστη ριώδη φακίρηι και τελευταία τήν ικόρη τού ιμαγαρσγιά,τή Λε ΐλά, κορμιά φορά σταιματάει. Ή θαρραλέα κοπέλλα βλέ πει τώρα ιμόνο τόν ψηίλό Ευ ρωπαίο ρπροστά της Έχε ι
κρυφτή πίσω από τόν κρριμό ενός δέντρου και κάτι παρακο Λουθεί. Ασφαλώς τόν Σ άντρο. Άφου περνούν ιμειρικά λεπτά (μεγάλης βασανιστικής αγωνί ας, ή Λε'ιίλά βλέπει τόν ψηλό πού παρακολουθεί νά κινήται. Πλησιάζει ένα σπίτι καί φθά νει έξω άπό τήν πόρτα του, τήν όποια ανοίγει σέ λίγο και χάνεται στο εσωτερικό του. Ή Λε’ιίλά προχωρεί ικυττάζοντας διαρκώς ολόγυρά της. Φοβάται ιμήπως τήν παρακο λουθούν κι5 αυτή. Φθάνει στήν πόρτα, στήνει τό αυτί της καί ακούει κάτι σαν ένα πνιχτό θόρυβο, σάν τό γδούπο ενός σώματος πού πέφτει. Με τήν καρδιά έτοιρη νά σπάση άπό τήν αγωνία και μέ
Τόν βλέπει νά σταματάη (μπροστά σέ μια πόρτα.
ΤΑΡΖΑΝ
κομμένη. την ανάσα, φοράει ίμ ια μαύρη. μάσκα στο πρόσω πό της, σπρώχνει ιέλαφρά την -πόρτα ικαί μπαΐίνει μέσα. Έικεΐνο ττού βλέπει., τήίν άπολιβωνει για (μ-ιά στιγμή κάί την κάνει να τά χάση;! Δυο άν τρες έχουν σκύψει πάνω στον Σάντρο, πού βρίσκεται πεσμέ νος καί άναίίίσθητος καταγής καί τον δένουν! Δεν άργεΐ νά συνείλθη ή ρι ψακίνδυνη κόρη τού (μαχαρα γιά. Κάπου δεξιά της βρίσκει ένα ρόπαλο. Καθώς προλαβαί νει νά το άριπάξη', ό λευκός ση κώ,νεται όρθιος καί λέει: — Καί τώρα, 'ΑΙλή, φορτώ σου τον ιστήν πλάτη σου καί γραίμμή για τον...
Σταματάει νά μιλά γιατί (μέ την άκρη του (ματιού του διακρίνει μ.ιά γυναίκα μέ μάσκα! Ετοιμάζεται τότε νά ηραβήιξη, τό πιστόλι του ;μά πριν προλάβηι νά πατήση τη σκανδάλη, τό ρόπαλο που κρα τάει ή κοπέλλα υψώνεται καί πέφτει (μέ τρομερή δύναμι στο κεφάλι, του. Ό ψηλός κάνει μιΐά κωμική στροφή καί πέφτει, ενώ ό φακί ρης δεν κάνει ούτε τήν παραιμι ικρή σκέψι ινιά μείνηι καί νά άν τισταιθή, αλλά προτιμάει νά τό βίάλη, ατά πόδια. Επειδή ή Λείίλά στέκεται μπροστά στήν πόρτα, κατευΟύνεται σε (μια σκοτεινή γωνιά τού δωμα τίου καί χάνεται, λες καί τον
20
κατάπιε ή γή! ε Η' Λεϊλά σκύβει πάνω στο δεμένο παιδί, λύνει τά δεσμό του- καί, καθώς ό Σάντρο άνα κτάει <Εΐκείίνη τή στιγμή τις αί σβήσεις του, τον βοηθάει νά σηικωθή και νά σταθή στα πό δια του. Τό Παιδί των Λύκων την κυττάζει για μιά στιγμή κατάπληκτο, μά δεν άιργεΐ νά ,μαντευση πώς κάτω άπ’τή μά σκα κρύβεται τό όμορφο πρό σωπο τής Λεϊλά, τής κόρης τού μαχαραγιά. — Λεϊλά, τής λέει σφίγ γοντας της |μέ συγικίνησι τό χέρι, μου έσωσες τή ζοοή. — Σάντρο, τού απαντάει ή κοπ'έλλα, δεν είναι καιρός γιά τέτοιία Ιτηράγματα τώρα. — Μά, πώς βρέθηκες εδώ; άπορεΐ τό παιδί·. — θά σου τό πω άργότεΐρα. Ή άμ ε τώρα νά φύγουμε. Ό Σάντρο ρίχνει μιά ματιά γύρω του, βλέπει τον ψη λο νά ικείίτεται αναίσθητος στο ιδάπείδο καί ρωτάει γύ άλιληι ιμιά φορά: *— Ό φακίρης τί έγινε; — "Έφυγε. Προχώρησε σ5 αυτή τή γωνία κι5 έγινε άφαν τος, λες καί τάν κατάπιε ή γη! Ό Σάντρο είναι περίεργος νά δη 'άπό πού έφιυγε ό μυ στηριώδης φακίρης. ιΠληρ-ιάζει στή γωνίια καί δεν άργεΐ ν’ άνακαλύψη έικεΐ μιά τρύπα πού κατεβαίνει στο υπόγειο. —« Λεϊίλά}, ιπάρε τό φακό ικι.’ έλα ΙμιαζίΙ μου, τής λέει ό Σάντρο. Ή κοπέλλα υπακούει καί σε λίγο κατεβαίνουν καί οι
Ο ΜΙΚΡΟΣ δυο ατό υπόγειο. Έκεΐ με τό φως τού φακού ανακαλύπτουν (μιά υπόγεια καί χαμηλή στοά πού δεν ξέρουν σέ ποιο μέρος όίδηιγήι. — Αυτή ή υπόθεσις τού μυστηριώδη φακίρη μού φαί νεται πολύ ύποπτη, λέει σέ μιά στιγμή ό Σάντρο. Πρέπει οπωσδήποτε νά μάθουμε τι κρύβεται πίσω- από αυτόν. "Άς ακολουθήσουμε τή στοά Λεϊίλά κι* οπού μάς βγάλει. Βαδίζουν σκυφτοί καί μέ προσοχή/ γιά νά ίμήν κάνουν θόρυβο, άνάβοντας πού καί που τό φακό τους. Ευτυχώς πού τό ’δάπεδο εΐιναι ομαλό καί τούς διευκολύνει στήν πο ρεία τους, πού κρατάει κά που πέντε λεπτά περίπου. Σέ (μιά στιγμή, βρίσκονται σ" ένα δεύτερο υπόγειο, όπου Ό Σάντρο σβήνει τό φακό καί προχωρεί πρώτος, ενώ πί σω του έρχεται ή Λεϊλά. * Πόντε εΐιναι όλα- όλα τά σκαλοπάτια. Τώρα τά δυο ρι ψοκίνδανα παιδιά αφήνουν τό υπόγειο καί βρίσκονται σ" έ να ιμακρύ διάδρομο σπιτιού! Γιά μιά στιγμή κυττάζονται αναποφάσιστα, έν<ώ ή α πορία ζαρώνει τά μέτωπά τους. Ένώ δεν ξέρουν τί νά κάνουν γιατί δεν ξέρουν σέ ποιο σπίτι έχουν μπή, άκού νε μιά φωνή νά λιέη: — Θά σάς συντρίψω σήμε ρα! Θά σέ ικρεμάαω στήν πλατεία καταραμένε Ι νδέ, μα ζί μέ τον προστάτη σου που περιμένω νά μρύ τον φέρουν από στιγμή σέ στιγμή! Σήμε
ΤΑΡΖΑΝ
ιρα θά πάρω οπωσδήποτε τό βαθμό! μου! Ό Σ άντρο γίνεται νεκρικά χλωμός, άπό τή μιά στιγμή οπτήν άλλη. Ή φωνή αυτή εί ναι του αστυνόμου Ντούγ κλας! >Ποΰ τους οδήγησε λοα πόν ή υπόγεια στοά; Μήπως στή|ν άστυνομίία! — Έλλσ ιμαζί ιμου!, λέει στή Λεΐλά. θά αιχμαλωτίσω τον Ντούγκλας' γιά νά μάθω τι σχέσι εχειι μέ τον μυστηριώΐδιηι φακίρη. Μου φαίνεται πώς αυτός που χτυπά εΤνα,ι ό Τίπο - Τίπο. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ΝΤΟΥΓΚΛΑΣ, μόλις ακούει τή φωνή πίσω του), νομίζει στι κοιμά ται κάι -βλέπει εφιάλτη. Γιατι ή φωνή αυτή είναι 6ΐμοια ιμέ του αιώνιου αντιπά λου του, του Παιδιού των Λύ κων. — Ψηλά τά χέρια σου και γύονα αργά - αργά, τον δια τάζεΐι ή φωνή. Υπακούει. Ηαί, δέν ύπάιο χει αμφιβολία. -Καθώς στρέ φει τό κορμί του προς τό μέ ιρος τής φωνής, διακρίνει ο λοζώντανο μπροστά του τό δαιμόνιο παιδί τής ζούγκλας, νά κρατάη στό χέρι του ένα μαχαίρι. Καί πίσω άπό τό παιδί!, ό αστυνόμος βλέπει ένα άλλο πρόσωπο. Είναι μιά κοπέλλα μέ μάσκα! —- Σίγουρα θά όνειρεύου μάς ψιθυρίζει1. — Δέν ονειρεύεσαι τού ά ποκρίνεται σαρκαστικά ό
21
Σάντρο, ιμ’ δλο που είναι α κόμα νύχτα. Ντούγκλας, για τι έχεις αϋπνίες άπόψε; Καίθώς μιλάει, ρίχνει μιά ματιά ολόγυρά του καί βλέπει στο δάπεδο- τον σύντροφό του τον Τίπο- Τίπο κι5 ένα ακό μη Μνδό. — Ντούγκλας, συνεχίζει απειλητικά^. ,μού οφείλεις με ρικές (εξηγήσεις. Πρώτα πρώ τα, γιατί καί πώς συνέλαβες τό φίλο μου. "Υστερα, μέ ποιο δικαίωμα τον χτυπάς. Καί τρί το καί κυριώτεοο, τί ξέρεις γιά τον (μυστηριώδη φακίρη; —■ Έσύ είσαι ό φακίρης!, ψελλίζει ο -Ντούγκλας. Έσύ, καταραμένο παιδί! Εκείνη τή στιγμή συνέρχε ται ό χοντρός Ινδός καί, κα θώς άντικρύζει αυτή τήν παρά ξένη, τήν απίθανη σκηνή μέσα στό κελλΐ του, μένει άφωνος γιά λίγες στιγμές. "Υστεοα συνέρχεται* καί -βοηθάει τον Τί πο - Τίπο νά σηικωθή. Ό κωμικός 3Ινδός τά χ'άνει άντ ιικρύζοντ ας τ ον Σ -άντ ρο. Πώς βρέθηκε έκεΐ μέσα καί α πειλεί μάλιστα τον αστυνόμο; Τή^Λεϊλά μέ τή μάσκα δέν τή βλέπει γιατί κρύβεται πίσω άπό τό σώμα τού παιδιού τής ζούγκλας. — Σαχίμπ, ψελίζει, πώς... —θσαι καλά Τίπο - Τίπο; τον ρωτάει* ό Σάντρο. Σέ χτύ πη(σε πολύ ό... γενναίος άστυ νόμος; Μπορείς νά δαδ-ίσης; — ’Άκσυ, λέει!, κάνει ό κωμικός 3Ινδός. Όχι μονάχα μπορώ νά βαδίσω, άλλα μπο ρώ νά φάω μπαμπέσικα καί
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ •
τρεις Εγγλέζους. Τώρα »μόύλι Ι^παλληικάρι; του λέει. -στα πού... έκτος από σένα π η Μ Στο μεταξύ ό άστυνόμος υ•ρα γιά βοηθό1 μου και τον Βά- 4 Τπαΐκουει-. (Πρώτη βγαίνει από 6α, από δώ, θά συντρίψου μ<ε ■- τό κιέλλί ή Λεϊλά, ή οποία πα την οικουμένη ! "Έτσι ,δέν εί ραμερίζει γιά νά βγή ό Ντούγ ναι, Βαβό; -ρωτάει τον χοντρό κλας ρέ υψωμένα τά ιχέρια και Ι νδό που στέκεται δίίπλα του. ν’ άκολουθπση ό Σ άντρο και — Φάβα; λέει εκείνος. κατόπιν οι δυο κωμικοί ηρωες. — ιΠώ, πώ, κουφαμάρα!, — ιΠροσοχή μην κάνετε θό κάνει ο Τίπο- Τίπο. Κρίμα τά ίρύβο, τους συμβουλεύει ό Σάν ρεγάλα αυτιά που έχεις καη- τρο. Είναι νύχτα άκόριη καί οι ΐμένε! χίωρσΦύίλακιες κο ΐ|μουντάι. Πρέ — -Ντούγκλας, τον διακό πει νά ιμή μάς πάρουν εΤδη)σ: πτει ό Σ άντρο, ιμιλώντας στον γιατί χαθήκαμε. άστυνόμο, προχωρεί μπροστά. Τό (Παιδί των Λύκων είναι ’Άν δοκιράσης νά κατεβάση-ς εύχαριι.στημένο (μέ την τροπή τά ιχέρια θά μεταίνο ίωσης πι που πήραν τά πράγματα. Πρώ κρά. τα - πρώτα γιατί Ελευθέρωσε — "Αν κατεβάση τά χέρια τον σύντροφό του κΓ ύστερα νά μου βώίσηις τό μαχαίρι νά γιατί άπό τήν υπόγεια έξοδο του τά κόψω!, λέει ό Τίπο- θά βγάλη ρακρυά άπό την Τίπο. άστυνομία τον Ντούγκλας, ό ιΚαϊ γερνώντας προς τον χι γιά νά τον σκοτώση, άλλα Βάβα: γιά νά τον άναγκάστι νά του — Δεν συμφωνείς και συ πή τί ισχέσι έχει ρέ τον ρυστη ρ.·ώίδηι φακίρη. Αλλά, συμβαίνει κάτι που ανατρέπει τήν κατάστασι... Ό Τίπο - Τίίπο, καθώς ποονωρεΐ στο διάδρομο., βλέπει ξαφνικά τή Αεϊλά ιμέ τή μαύρη μάσκα καί... τρομοκρατείται! -—-Σαχίιμπ, ένα φάντασμα!, φωνάζει ρέ όλη του τή δύναίμι καί τό βάζει στα πόδια. •Τό τί επακολουθεί, δεν λέ γεται. Ή Λεϊλά τρέχει νά τον πιάσηι γιά νά του κλείση τό στόμα, ρά Εκείνος, βλέποντάς την νά τον άκολουθεΐ, βάζει ζωηρότερες φωνές! Ό Βάβα, το-έχει κι5 αυτός πίσω άπό τή Αεΐλά. Ό Ντούγκλας, ιμέσα Ό Τίπο - Τίπο καί ό Βάβα συ στή φασαρία αυτή βρίσκει ευ ζητούν στο κελλί. καιρία νά κατεβάση τά χέρια
ΤΑΡΖΑΝ
του καί προσπαθεί νά βγάλη τό πιστόλι του». Ό Σάντρο δ■,μως πού αγρυπνεί, τον παίρνε ι εϊδηρι και τον χτυπάει, με μια γρρή γροθιά, κάνοντας τον νά ττάΐριη 6υδ τουμπες στο δάπε δο. Τδ Παιδί των Λύκων έτοιμό ζεται τώρα νά πράξη προς τό βάθος του δ ιαδρόιμουι δπου χά θηκαν οι σύντροφοί) του , ιμά δέ προλαβαίνει. Πόρτες ανοίγουν δεξιά και αριστερά καί κάνουν την έρφάνιΐσί· τους μιισοικοιρισμένοι καί ιμ ιισοντυιμένοι χωιρο φύλακες, κρατώντας πιστόλια στά χρρια τους. Ο Σ άντρο, βρίισκεται σε δύ •σκολη θέίσι. Ό δρόμος που ο δηγεί προς τους φίλους του καί ό άλλος πού οδηγεί στην ύ Υπόγεια στοά, είναι, απόκλει α! μόνος. ΕΤιναι αδύνατο νά άψη φίση τά πιστόλια τόσων "Αγ γλων. — Ψηλά τά χόρια!, του φω νάζει κάποιος. Ό Σάντρο δεν υπακούει. Κρύβεται στο κοίλωμα ίμιας πόρτας καί καθώς ιμιά σφαΐιρα περνάει ξυστά άπό τό πρόσω πό του την ανοίγει, καί αφού ιμπαίνει σ5 ένα χώλ την ξανα κλείνει καί την συρτώνει. Τό χώλ αυτό δεν έχει άλλη διέ ξοδο, εκτός άπό μιά σανιδένια σκάλα που οδηγεί στο επάνω πάτοαμα. Την ανεβαίνει χωρίς δισταγμό. Φθάνοντας στο κεφαλόΐσκαλο, βιρίσκεται άνπιμέ τωπος ξαφνικά ·μ3 έναν "ΑγγΙλο πού έτοιμαζόταν νά κατέβη τη σκάλα. Μόλις όμως άντικρύζει μπροστά του τό μισάγυρνο Παιδί των Λύκων, τά
23
Ή γροθιά του Σάντροι· αναπο δογυρίζει τον "Αγγλο.
χάνει, ανοίγει σά χαζός τό στό|μα του καί τά 'μάτια του γουρλώνουν άπό την έκπληξι καί τον τρό|μο. Ό Σάντρο δεν του δίνει και ρό νά συνέλθη. Μιά καλοζυγι σμένη γροθιά του στέλνει τον "Αγγλο νά κάνη, έναν ιμ ιικρό πε ρίπατο ώς την ανυπαρξία. 'Πέντε πόρτες βρίσκονται ιμπροστά, δεξιά κι5 αριστερά άπό τον εκδικητή τής ζούγ κλας, τον θρυλικό Σάντρο. Αι αιλέγει ιμιά στήν τύχη καί μπαίνει... ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΗ ΙΔΕΑ
ΑΘΩΣ κλείνει καί συρτώνει πίσω του τήν ττόρ τα, τό ΠαιδΓ τών Λύκων 'βρίισκεται αντιμέτωπο με έναν χωροφύλακα πού έκείίνη τή στιγμή είχε σηκωθή άπό τό
24
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ό Σάντρο παίρνει τό πη κρεββάτι του και φορούσε τό σακικιάκι του. Μά, οχι, δεν εί λήκιο τού διοικητή, τό φοράει ναι χωροφύλακας αυτός. Κα καί χαμηλώνει τό φως τής λά θώς τον κυττάζει ό Σάντρο, μπας. "Έπειτα πλησιάζει τήν τον αναγνωρίζει. Είναι ό "Άγ πόρτα καί τραβάει τό σύρτη, γλος διοικητής των αστυνομι ενώ εκείνη τή στιγμή, καθώς κών δυνάμεων τής επαρχίας μπαίνει· μέσα ένας χωροφύλα Μπιζαπούρ, στην οποία υπά κας, φοράει τό σακκάκι. γεται καί ή ’ΑΙλμόίρα. Κάτω ά — Τίι συμιβαί/νει· λοιπόν, κά 'ΤΓΌ τις διαταγές του έχει καί τω!, φωνάζει άγρια στον χω τον αστυνόμο Ντούγκλας. ροφύλακα, προσπαθώντας νά κάνη τή φωνή του δμοια μιέ Τό Παιδί των Λύκων, ψύχρα·, ιμο καθώς είναι, δεν δίνει την τού διοικητή τον οποίον είχε ευκαιρία στον διοικητή νά συ ακούσει πολλές φορές νά μιλάη, νέλθηι άπό τήν έκπληξί του. Τι νάζεται σαν ελατήριο κΤ έτσι — Μπήκε μέσα στο κτίριο όπως είναι τά χέρια, τού άντι τό Παιδί τών Λύκων!, άναφέ πόλου του ,μπερδεμιένα στα μα ρει. ό χωροφύλακας σε στάσι νικία του σακκακιού, πού τώ προσοχής. Μπήκε ιμαζί μέ μιά ρα φοράει, τού καταφέρνει· μια καπέλλα πού φοράει μάσκα. — Τό Παιδί τών Λύκων!, γερή γροθιά στο σαγόνι. Ό δι οιικηΐτής γουρλώνει τά μάτια κάνει ιμέ κατάπληξι ό ψευτοδι του, παραπατάει ιμπρός - πί ο ιικητής. — Ναίι. ΈλευθέΙοωσε τον σω σόον .μεθυσμένος καί στο τέ συντοοφό του καί έναν άλλο λος πέφτει κάτω αναίσθητος. Ι νδό άπό τό κελλί καί αιχμα Ό Σάντοο ενεργεί τώρα χω ιρίίς καίθυστέρηίσι. Κυλάει τό α λωτίζοντας τον αστυνόμο προ σπάθησε νά φύγη :μά δεν τό ναίσθητο σώμα τού διοικητή, κατώρθωισε. Ευτυχώς τούς πή κρύβοντας το κάτω άπό τό κρεββάτι καί, συλλαμβάνει α ρομε είδη σι. — Καί τώρα πού είναι ; κά μέσως ένα παρακινδυνευμένο σχέδιο. Κατεβάζει άπό μιά νει· ό Σάντρο. —Ανέβηκε στο δεύτερο πά κρεμάστρα μιά στολή τού 5ιοί ικηιτή καί τήν φοράει. Ευτυ τωμα. Ψάξαμε παντού μά δεν χώς πού τό άνάστημσ τους εί τον βρήκαμε. Τά δωμάτια εί ναι αδειανά. Έκτος άν πήδησε ναι τό ίδιο καιί’ τά χαρακτηρη άπό κανένα παράθυρο μά... στικά τους δεν διαφέρουν καί καί τά παράθυρα βρέθηκαν πολύ. Τώρα πού είναι νύχτα, /μάλιστα, δύσκολα θά μπορού κλειδωμένα άπό μέσα. σε νά τον άναγνωρίση. κανείς. -— ΕΤσαστε ηλίθιοι!, ουρ Καθώς φοράει τά παπού λιάζει ό ψευτοδιοιικητής. Νά τσια του, άκούγονται δυνατα •σάς φύγη. τό καταραμένο αυ χτυπήματα στήν πόρτα. τό παιδί μέσα άπό τά χέρια — Κήριε διοικητά, λέει μιά σας, άπό τό κτίριο τής αστυ νομίας ! Ντ-ροπή σας! Νά πής ψωνή, άνοίξτε!
ΤΑΡΖΑΝ
25
τού Ντούγκλας νά κυττάξη ,χα τού διοικητή για νά ιμή μέ στο προαύλιο μήπως έχει κρυ γνωρίσουν. Κρύψου γρήγορα 'φττή, Τισακ ίσου τώρα άπό δω! κάτω άιπά τό κρεββάτι ώσπου ιΚιαθως ό χωροφύλακας ετοι νά δούμιε τή θά γίνη. Έκεΐ κά μάζεται* νά φύγηι, ό Σ άντρο τω βρίσκεται καί ό διοικητής τον σταματάει ιμέ μιά κοφτή αναίσθητος, μή φοβηθής καί χειρονομία. βάλης τις φωνές. — Μήπως συλλάβατε τούς — Ούτε κιχ δέν θά βγάλω άλλους; τον ρωτάει. σαχίμπ, λέει καθησυχασμένος -—- Δεν ξέρω, ά(παντάει ε τώρα ό Τίπο - Τίπο. "Αν μιλή κείνος. σω νά μού κόψης τή γλώσσα, — Καλά. Πήγαινε κάτω και Νά μιλήσω δηλαδή καί νά μ’ νά πήις στον Ντούγκλας νά άκούση τό φάντασμα καί νά μού στείλη. εδώ τον Άλή. "Ο μέ φάιη μπαμπέσικα; σον ^ καιρό θά συζητώ μέ τον — Είσαι βλάκας!, τού λέει Άλή, δεν θέλω νά ιμέ ένοχλή- ό Σ άντρο καθώς τον σπρώχνει ση κανείς, κατάλαβες; νά κρυφτή κάτω άπό τό κρεβ ^ — Μάλιστα κύριε δτοιικητά, ιβάτι. Τό φάντασμα πού φοβή λέει ό χωροφύλακας καί φεύ- θηκες έσύ είναι ή Λεϊλά πού φρράιει μάσκα για νά μην τήν γει. ^ Μένοντας μόνος του ό Σ άν αναγνωρίσουν. — Πώς; κάνει ό Τίπο - Τί τρο κάθεται στο μικρό γιρσφεΐο πο. Ή Λεϊλά, είπες; Θ εο ύλ η τού διοιικηρτή καί, θέλοντας μου, σίγουιρα τρελλάθηκα α καί μή, ανοίγει ένα πακέτο τσιγάρων καί φέρνει ένα στο πόψε ! Καί λέγοντας αυτά παίρνει στόμα του. Τή στιγμή πού τό ανάβει, ανοίγει ή πόρ μιά βουτιά κάτω άπό τό κρεβ βατ ι. τα καί... κάνει τήν έμφάνισί Δυο λεπτά αργότερα, κά του όχι ό Αλή, ό μυστηριώδης φακίρης πού ζήτησε ό Σ άντρο ποιος χτυπάει τήν πόρτα. — Εμπρός!, λέει ό Σάν αλλά ό Τίπο - ΤίΙπο! Τό κωμικό παιδί εΐιναι κατσ τρο καί ή καρδιά του σπαρτα τρομαγμένο καί μόλις βλέπει ράει άπό τήν αγωνία. τό διοικητή, ετοιμάζεται νά ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ βγή έξω. ΤΟΥ ΦΑΚΙΡΗ — Τίπο - Τίπο, τού μιλάει ό Σάντρο, μή φεύγης, είμαι ό ΑΝΘΡΩΠΟΣ πού μπαί Σάντρο καί όχι ό διοικητής! 1$ νει., είναι ό Αλή- ό μυ— Θεούλη, μου!, κάνει ό 0 στηριώδης φακίίρης πού, Ινδός καί φέρνει τό χέρι του κάθε του έρφάνισι στην πόλι ιστό μέτωπά του, φαί(νετσι τρομοκρατεί τούς κατοίκους. πώς τρελλάθηκα αίτιό τό φόιβο Είναι αυτός πού ακολούθησε ό μου! Σ άντρο καί τον είδε νά μπαί— Δέν τρελλάθηικες τού λέ νη. στο έρημο σπίτι. ΕΤναι ό ει ό φίλος του. Φόρεσα τά ρού ίδιος πού έστησε παγίδα μέσα
26
στο σκοτεινό δωμάτιο αυτοΰ τοΟ σπιτιού, μέ τή βοήθεια έ νας ψηλού Εγγλέζου. Ό Σ άν τρο, μόλις πληροψορήθηκε α πό τή Αεϊλά πώς ό φακίρης έφηίγε από την υπόγεια στοά που ή άλληι της όοκ,ρη βρισκό ταν στο κτίριο τής αστυνομίας υποπτεύθηκε πολλά πράγμα τα. 'Έτσι, τώρα που, θέλοντας και μη, βρήκε ευκαιρία ν3 άντικαταστήιση τον διοικητή, σκέφτηκε νά ζητήση τον *Αλή, για νά του στήση. ιμιά έξυπνη παγίδα. — Μέ ζητήσατε; του λέει ό Ινδός ιμόλις μπαίνει·. ■—- ·Ναί, κάνει ό Σάντρο με σοβαρότητα, θέλω νά μου δω σης αναφορά. Ό 5Αλή κάθεται σέ ιμιά κα ρέκλα και αρχίζει·: -—■ Κατάφσρα νά τον παρα σύρω, σαχίμπ. Καθώς αρχισα νά παίζω σέ μια γωνία, βλέ-
Νομίζει τή Αεϊλά για φάντασμα καί τρέχει...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Χτυπάει τό διοικητή του μέ τό πιστόλι.
πω τό βοηθό του Παιδιού των Λύκων νά μέ κυττάζη. Παράτη σα τότε τό πανέρι καί τή φλο γέρα κι5 έκανα πώς φευγοο γιά νά μέ κυινηγήιση, μα έκεΐνος πού φαίνεται πώς είναι πολύ χαζός, κάθηρε στή θέσι μου καί άρχισε νά παίζη. Ν,ά μή στά πολυλογώ παρουσιάζεται πάνω στην ήρα τό Παιδί των Λύκων καί αρχίζει νά μέ παιρα κολουθή. Πίσω του όμως παιρα κολαυθούσε ένας χωροφύλακας μέ πολιτικά. Κατάφερα καί τού έστησα, μια ωραία παγίδα στο έρημο σπίτι, όπως είχαμε συμφωνήσει μά, τή στιγμή πού τον δέναμε, έκανε την έμφ'άνισί του ένα κορίτσι μέ μου ρη μάσκα! Ό 5Αλή παίρνει ανάσα καί συνεχίζει: -— Κρατούσε στο χέρι της ένα ρόπολο.καί μ3 αυτό χτύ-
ΤΑΡΖΑΝ
τπηισε τον χωροφύλακα. Έτοι- * \ μάστηκε νά χτυπήση κάί ιμένα: ^ μά πρόλαβα και πήδησα στο υπόγειο και έφθασα, ακολου θώντας την υπόγεια στοά, ε δώ, στην άστυνσμ ία. Δεν πρό λαβα να πάρω ανάσα και α κούω να γίνεται ιμεγάλη φασα ρία. "Έμαθα πώς τό Παιδί τών Λύκων, ρέ τό ιμυΐστηρ ιώδες κορίτσι ,μέ τή μάσκα. ήρθαν στην αστυνομία.· Ό Σάνςρο, πού βράζει ιμέ σα του από οργή, ρωτάει τώ ρα τον Άίλή: — Πόσα λεφτά σου υποσχέ θηκε ό Ντοόγκλας, για νά πα ριστΡίνης τον μυστηριώδη φα κίριη πού σκοιρπάει τον όλεθρο στο πέρασμά του: — Νόμιζα πώς τό ξέρετε, λέει ό Άλή. Εξήντα λίρες. Τό Παιδί τών Λύκων νοιώ θει ,άηιδία. Οί "Άγγλοι πληρώ σαν αυτόν τον άνθρωπο έξήν-
'0
Σάντρο δέχεται τον μυστη ριώδη φακίρη.
27
*0 Ντούγκλας βάζει κομπρέσσες στο κεφάλι.
τα λίρες, για να τον παρασύ ρουν στην παγίδα. Καταλαβσί νει τώρα τό ύπουλο καί άναν δρο παιγνίδι του Ντούγκλας. Θέλει όμως νά μάθη ακόμη μερικές λεπτομέρειες. — Την πρώτη μέρα, έκεΤ πού έπαιζες τη φλογέρα σου, του λέει, έπιασε φωτιά τό άν τικρυνό σπίτι. Πώς έγινε αυ τό; — Μά άφου τό...ξέρετε, γι ατί ,μέ ρωτάτε; κάνει κατάπλη κτος ό φακίρης. Ό ίδιος ό Ντούγκλας έβαλε τή φωτιά. — Καί ό τραυματίας μέ τό φάντασμα στό άλλο σπίτι... — Δεν ξέρετε πώς κι5 αυτό έγινε στα ψέματα; Ό τραύμα τίας ήταν ένας χωροφύλακας, άλλειρμένος (μέ ο^Ιμα, όπως καί τό φάντασμα ήταν χωρο φύλακας. Καί ό χωροφύλακας πού τάχα είδε νά βγαίνη ένα φάντασμα από τό πανέρι μου,
28
Ο ΜΙΚΡΟΣ
και κείνος εκανε στα ψέματα πώς τρελλάθηκε! —Γιατί έγινε όλη^αύτή ή σκηνοθεσία τής ψευτιάς; ρω τάει αυστηρά ό Σάντρο. Ό 5Αλή μένει γιά άλλη μιά φορά κατάπληκτος. -— Μά... μαζί με σάς καί μέ τον Ντούγκλας δεν καταστρώσαμε τό σχέδιο; του λέει. Δεν είπαμε πώς άμα πιιστέψη ό ικόισιμιος πώς σπέρνω τή συιμ φορά, τό Παιδί των Λύκων θά τό μάθη καίΐ θά έρθη από τή ζούγκλα; Ό Ντούγκλας δεν κανόνισε την παγίδα σέ όλες της τις λεπτομέρειες; Τώρα ό Σ άντρο δεν έχει κσμμιά άμφ ιβολία. Ό μυστη ριώδης φακίρης δεν ήταν παρά μιά παγίδα του Ντούγκλας, γιά νά τον παρασύρη στην πό λι τής 'Αλμόρα καί νά τον συλ λάβη. Τό σχέδιό του ήταν σα τανικό, μά άνανδρο καί ύπου λο · ,— Κάί τώρα, λέει στον Άλή, που δέχτηκε νά παίξη τό ρόλο του μυστηριώδους φακί ρη; γιά εξήντα λίρες, θέλεις νά πάρης τά λεφτά σου; ^— Καί βέβαια, απαντάει ε κείνος. Μου τά ύποσχεθήκοπε. ^— Ναι, θά στίς δώσω, του λέει ό Σάντρο καί σηκώνεται όρθιος. Βάζει τό χέρι του στην τσέπη καί ύστερα βγάζει σφι γμένη,- τη γροθιά του. — Πάρε μιά λίρα πού ν5 άξίζη εκατό, λέει στο φακίρη, καί τον φιλοδωρεί με μιά γρο θιά πού τον στέλνει νά κυλι στή πέντε μέτρα μακ,ρυά άπό τό κάθισμα πού καθόταν. Ό ’Αλή δεν προλαβαίνει νά \
Γ/«Λ
ί/·
Λ
Α1
διαμαρτυρηθή, ούτε νά ύπερα,σπίιση’ τον εαυτό του. Χάνει τις αισθήσεις του αμέσως καί μένει άκίνητος στη γωνιά τού δωματίου. Η ΓΚΑΦΑ ΤΟΥ ΝΤΟΥΓΚΛΑΣ
Σ ΑΝ Τ Ρ Ο πρσσπα θ ε ΐ νά σκεφθή τώρα μέ ποι όν τρόπον θά καταφέρη νά βγή αυτός καί ό Τίπο - Τί πο άπό τό κτίριο τής αστυνο μίας, πριν προλάβη νά ξημε,ρώση, όταν χτυπάη: ή πόρτα καί ταυτόχρονα ανοίγει. Στο άνοιγμά της παρουσιάζεται ό Ντούγκλας! — ΕΤναι τρομερό, κύριε διοικητά!, λέει κατακόΐκκινος ά πό τό θυμό του. Δέν μπορώ νά καταλάβω τί έγινε αυτό τό κα ταραμένο παιδί. 3 Ανέβηκε εδώ πάνω μά δέν βρέθηκε σέ κανέ να δωμάτιο! Καί τό παράξενο είναι ότι τά παράθυρα εΐναι κλεισμένα άπό μέσα. Ούτε φάντασμα νά ήταν, δέν θά έ φευγε μέ τόση; ευκολία. Έγώ νομίζω πώς είναι σατανικό αυ τό τό παιδί. -Νά μάς ξεγλ-υστρήιση άπ αυτή την υπέροχη παγίδα πού τού στήσαμε! Έσεΐς τί λέτε κύριε διοικητά;. Δέν είναι σατανικό; Πού τή βρήκε -αυτή την κοπέλλα με τή μάσκα; Πάω νά χάσοο τό ιμιυάλό μου. — Τί έγιναν οί άλλοι, οι σύντροφοί του; ρωτάει χαμη λόφωνα ό Σ άντρο, καί περιμέ νει μέ άγων ία νά πάρη- την άπάντηισι. — -έρω εγώ τί έγιναν; * Ε γιναν άφαντοι όλοι τους. 0\
Ο
29
χωροφύλακες σηκώθηκαν από /μιά στιγμή καί δεν ξέρει τί τον ύπνο κι* έτσι όπως ήτοαν μι νά υπόθεση. Νομίζει πώς όνει σοκοιρισμένοι, δέν μπόρεσαν ρεύεται. Λεν άργιεΐ όμως νά να συλλάβουν κανένα. Είναι καταλάβη τί συμβαίνει γιατί ό ρυιστήιριο κήριε διοιικητά, μεγα πραγματικός δ-ιΟΊΐκητής πού Λ·ιθ μυστήριο. Κι·* εγώ πού νό σέρνεται στο πάτωμα, μισομιζα πώς θά κρεμούσα σήμερα ζαλ ισμένος άκόμη άπό τό στην πλατεία τής ’Αλμόρα τό χτύπημα, τού κάνει νόημα νά Παιδί των Λύκων για να πάρω συλλάβη τον ψεύτικο διοικητή επιτέλους εκείνο τό βαθμό πού πού του μιλούσε τόΙση ώρα. Ό αστυνόμος κάνει νά τραμου έχετε τάξει τώρα και δυο βήξη τό πιστόλι του, μά ό χρόνια... Σ άντρο, πού παρακολουθεί μέ Που νά ξέρηι ό αστυνόμος, πώς εκείνη τή στιγμή δεν μι προσοχή καί τήν παραμικρή λούσε στον διοικητή του, άλ κίνησί· του, αντιδρά μέ ταχύ λα στο Παιδί των Λύκων! Μά τητα. Αιχμαλωτίζει τό χέρι άν δεν τό ξέρει τώρα, δεν αρ τού Ντουγκλας πριν προλάβη νά άγγίξη τό πιστόλι του ενώ γεί νά τό μάθη. Ό Σάντρο νοιώθει ευτυχι ταυτόχρονα μέ τό αριστερό σμένος πού οί άστυνοιμ ικοί δεν τού καταφέρνει μιά γερή ^γρο συνέλεβαν κανέναν άπό τούς θιά στο κεφάλι. Ό χοντρός α φίλους του. Πριέπει όμως τώρα στυνόμος αφήνει μιά πνιχτή νά σκεφιθή μέ ποιόν τρόπο θά κραυγή, παραπατάει καί πέ ικαταφόρη νά ξεφύγη μαζί με φτει. τον Τίπο - Τίιπο άπό τό κτί — Τίπο - Τίιπο!, φωνάζει ριο τής αστυνομίας. Γώιρα ό Σάντρο, έβγα έξω α — Ντουγκλας, λέει -στον α πό τό κρεββάτι. ιΜά ό Τίπο - Τίπο, καθώς εί στυνόμο πού στέκεται μπρο στά του καί δεν έχει σκοπό νά 5ε τον αναίσθητο διοικητή νά φύγη, ερεύνησες όλα τά δωμά κινήται λιποθύμησε άπό τό φό βο του κι* έτσι δεν ακούει τον τια μήπως κρύβεται πουθενά Σάντρο πού τον φωνάζει νά τό Παιδί των Λύκων; θνη -—- Μάλιστα, κύριε διοικητά. τό Παιδί των Λύκων, σκύ ^— Κύτταξε άλλη μιά φορά βει τότε κάτω άπό τό κρεββάσε παρακαλώ! τι καί σέρνει άπό τό πόδι τον —- Ή διαταγή σας θά εκτε κοομ ιικό σύντροφό του. Τον λεστή κ. διοικητά! τραβάει έξω καί τον φορτώνε Ετοιμάζεται νά φύγη όταν ται στην πλάτη του καί βγαί ξαφνικά, κάτω άπό τό κρεββά νει άπό τό δωμάτιο τού διοι τι κάνει την έμφάνισί του έ κητή, κλείνοντας πίσω του τήν νας άνθρωπος. Κύ αυτός ο άν πόρτα, τή στιγμή, πού ό άθρωπος δεν είναι άλλος άπό τό στυνόμος Ντουγκλας άρχισε νά συνέρχεται καί νά σαλεύη. διοικητή του! Ό Ντουγκλας τά χάνει για Μέ τό φορτίο τού κωμικού φί
λου του στον ώμο, ό Σ άντρο, κατεβαίνει γρήγορα τή σκάλα. Στο διάδρομο του ισογείου βρίσκεται άντιμέτωπος μέ ,με ρικούς χωροφύλακες. — Τρέξτε επάνω I, τούς λέ ει. Τό Παιδί των Λύκων βρί σκεται κλεισμένο σ’ ένα δω μάτιο. Τρέξτε νά βοηθήσετε τον Ντούγκλας! Οί χωροφύλακες πέφτουν στην παγίίδα καί τρέχουν έπά νω. Ανενόχλητος τώρα ό ψευ1ταδιοίκητης φθάνει ώς την εί σοδο, την άνοιγει καί βγαίνει στο προαύλιο. 3Εκεί τον σταμστάει ένας σκοπός. Ό Σ άντρο δεν καθυστερεί ιμέ τό νά δώση ψεύτικες έξηγή σεις. Ή γροθιά του άναναμβά νει νά κοιρίσηι για λίγο τον "Άγγλο σκοπό καί σε λίγο, τό θρυλικό παιδί της ζούγκλας,, τρέχει ατούς δρόμους της Άλ (μόρα, ενώ τά πρώτα θαμπά
40 Βαβα βλέπει το λύκο βάζει στα πόδια.
καί
τό
φώτα τής αυγής εμφανίζονται προς τό μέρος τής ανατολής. Ό Ντούγκλας είναι έξω φρε νών. Μόλις βγαίνει από τό δω μάτιο ό αιώνιος εχθρός του, καταφέρνει νά σηκωθή καί σπάζοντας μέ τό κοντάκι του ρπλου του την πό|ρτα, βγαίνει έξω. ^ —·Στά όπλα!, φωνάζει·. *Ό ταν δήτε έναν νά κυκλοφορή ιμέ τή στολή τού διοικητή μας, χτυπάτε τον αλύπητα ! Είναι τό Παιδί τών Λύκων μεταμφιε σμ'ένο! Τό τί ακολουθεί, τότε, δέν περιγράφεται. Οί χωροφύλα κες τρέχουν σάν τρελλοί εδώ κι" εκεί κι" ενώ μερικοί πιάνουν τις εξόδους τού κτιρίου, άλλοι ερευνούν τά δωμάτια. — Δέν μπορεί νά έφυγε!, ουρλιάζει ό Ντούγκλας. Κά που έδώ μέσα θά είναι ! Τό νού σας, φοράει τή στολή τού δ ιοικητή μας! Την ίδια στιγμή,ό διοικητής πού συνέρχεται εντελώς, ντύ νεται, φοράει τό καπέλλο του καί βγαίνει έξω άπό τό δωμά τιό του για νά δώισηι διαταγές. Στο διπλανό δωμάτιο ακούει βήματα καί εντελώς ανύπο πτος, προχωρεί προς τά εκεί καί άνοιγει την πόρτα. Καθώς όμως προβάλλει τό κεφάλι του βλέπει ένα ώπλισμένο χέΡ1 νά σηκώνεται καί νά τον χτυπάη στο κεφιάλι μέ τή λαβή τού πι στολιοΰ. Τό παράξενο είναι ό τι τό χέρι πού τον χτύπησε ά νήκε σ" έναν χωροφύλακα! Πέφτει κάτω μισοζαλισμένος, ενώ ό χωροφύλακας φωνά ζει μέ ολη του τή δύναμι:
ΤΑΡ2ΑΝ
31
·***· — Τιρέξε κυρ* άστυνόίμε! Συνέλαβα τό Παιδί των Λύ κων ! Ό Ντουγκλας τταύ βιρί'σκεται ατό ισόγειο και ακούει τις φωνές, τσακίζεται ν' άνέβη επάνω. Μόλις βλέπη τον διοι κητή πεκημένον στο πάτωιμα νά πρασπαθή να σηΐκωθή, πάει νά τρελλαθή άπό τή χαρά του γιατί τον νομίζει, για τό Παιδί των Λύκων. — Επιτέλους, καταραμένο παιδί, έπεσες στα χέρια μου; ουρλιάζει. Τώρα θά σε κανονί σω εγώ! Πετάει τό πιστόλι του καί όρμάει εναντίον του διοικη,τή του, άρχίζοντάς τον στις γρο θιές. — Ντουγκλας, τρελλάθηικιες!, φωνάζει εκείνος καί κρύ βε ι τό κεφάλι του μέσα στά δυό του χέρια. Χτυπάς τό δι οικητή σου! Θά σε στείλω ιστό στρατοδικείο! — Βρε ποιο διοικητή -μου!, κάνει ό Ντουγκλας καί^ συνεχί ζει τις γροθιές του. Είσαι τό Παιδί των Λύκων, σε γνωρίζω εγώ! Δεν θά μου ξεφύγης τώ ιρκχ πού σ’ έχω στά χέρια μου. θά σέ κάνω μαύρο στο ξύλο καί τό πρωΐ θά ετοιμάσω την ικρεμάλα σου! — Ντουγκλας!, διαμαρτύ ρεται μάταια ό διοικητής. — Φώναζε δσοθέλεις!, λέ ει ό άστυνόμος πού εξακολου θεί νά τον χτυπάη σάν μανια σμένος, θά βγάλω έπιτέλους τό άχτι μου, άτιμο παιδί! Σέ ιμιά στιγμή, ανεβαίνει ένας χωροφύλακας τις σκάλες καί μπαίνει στο δωμάτιο
* '«
*τ* .Λ *
λ ■■
■»'
* : ^
'·
Σκαρφαλώνει στο δέντρο μέ τό χορτόσχοινο.
ό Ντουγκλας χτυπάει ά λόπητα τό διοικητή του, νο μίζοντας πώς χτυπάει τον με ταμφιεσμένο Σ άντρο. Εΐναι ό σκοπός τού προαυλίου. — Τό Παιδί των Λύκων έ φυγε!, λέει σαστισμένος για τή σκηγή πού βλέπει. Φορούσε τή στολή τού διοικητή καί κρατούσε ένα παιδί στον ώμο του. Μέ χτύπησε ξαφνικά καί.. Ό Ν τ ούγκλ ας στ αματ άε ι τις γροθιές καί, τό πρόσωπό του γίνεται σάν τό κερί. Κυττάζει καλύτερα τον άνθρωπο πού χτυπούσε τόση ώρα καί βλέπει πώς είναι πραγματικά ό διοικητής του!... — Μέ... μά... θά.... ψελλί ζει καί τρέμει ολόκληρος^ άπό τό φόίβο του "Έπειτα, ενώ δυό χωροφύλακες σηκώνουν ορθιο τον διοικητή τους καί τού πε ριποιούνται τις πληγές, ό άΟπου
Ο ΜΙΚΡΟΙ
32 ?---- -
---
είναι ό φίλος μου ό Βάβα; — 3Ελπίζω νά κατάφερε νά ξεφύγη μαζί μέ τή Λεϊλά, τού λέει Σάντρο. Πάμε τώρα πού είναι νύχτα στο παλάτι της, γιατί ανησυχώ καί γώ. Σέ λίιγο, αφού αποχαιρε τούν τον Καζίμ, ξεκινούν για τό παλάτι τού μαχαραγιά τής Άλμόρσ. Εκεί, πραγματικά, βρίσκουν τη Λεϊλά καί τόν Βά βα, νά τούς, περιμένουν μέ α γωνία. — Είναι μεγάλος ό Βούδ—^Καταραμένο παιδί!, α δας πού σάς γλύτωσε, κάνει ή πό σένα τά παθαίνω όλα αυ άμορφη, κόρη τού μαχαραγιά. τά, ψιθυρίζει ό άστυνόμος καί — Μεγάλος είναι ό Τίπο-Τί λιποθυμάει από τό κακό του! πο, λέει μέ υπερηφάνεια ό κω μικός ήρωάς μας. Γ ιατί άν δεν Ο ΒΑΒΑ ήμουνα εγώ, θά μάς είχε κρε ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ μάσει ό Ντουγκλας. ΣΑΝΤΡΟ; μέ τον λιπο(Κι3 ενώ ό Σάντρο ρωτάει θυμ ισιμένο Τίπο - Τίπο τή Λεϊλά μέ ποιόν τρόπο καστην αγκαλιά του δια τάφεραν νά βγούν από τό κτί σχίζει γοργά την πολιτεία,ριο δι τής άστυνομίας καί τής δι «άλεγοντας τούς πιο έρημους ηγείται τίς περιπέτειες του, δρόμους καί σε λίγο φθάνει ό Τίπο - Τίπο διηγείται στο στην καλύβα τού φακίρη ΚαΒάβα τίς δικές του καταπληζίμ, τού μεγάλου του δάσκα κτ ικές περιπέτε ιες. λου, πού τον ^αγαπάει καί τον — Τόν έκανα μαύρο στο ξύ σέβεται σά είναι πραγματικός λο τόν αστυνόμο, τού λέει. Ού του πατέρας. Μόλις μπαίνει τε καί γώ δέν ξέρω πάσες τού στη καλύβα, συνέρχεται καί ό έδωσα. κωμικός φίλος του. — Μπράβο, κάνει ό βάβα. — Σ άντρο, τού λέει ό Κα Είσαι μεγάλος ήρωας. Θά έρ ζίμ, γύρισες ζωντανός; .— Ναι μεγάλε δάσκαλε, κι3 ίθω μαζί σου στη ζούγκλα για νά μέ μάθης καί μένα νά γίνω έλυσα τό μυστήριο τού φακί πολληκάριρη* — Τί σέ μέλλει εσένα!, τόν Καί μέ λίγα λόγια τού εξη βιαβεβαιώνει ό Τίπο - Τίπο. γεί τί συνέβη. 3;Ε]μεΐς οί δυο θά κατακτήσου — 3 Απόψε δράσαμε!, έπεμ βαίνει κΓ ό Τίπο - Τίπο. Μέ με τό σόμπαν! πονάει τό χέρι μου οστό τίς 3Αφού ιμένουν για λίγο στο πολλές γροθιές. "Ομως, πού παλάτι τής Λεϊλά, την άποχαι στυινόμος, γλυστράει κλεφτά, τρυπώνει στο δωμάτιά· του, ξσ πλώνει στο κρεββάτι του· και •βάζει κρύες κομπρέσσες στο μέτωπο· του. Σε λίγο· ανοίγει ή πόρτα του δωματίου του1 καί κάνει τήιν έμφάνισί του ό διοικητής. — Ντουγκλας!, του λέει έ ξω ψρενών, σφίγγοντας τις γροθιές του, σε τιμωρώ μέ εί κοσι μέρες φυλακή, για νά μά θης, νά σέβεσαι, τούς ανώτε ρους σου!
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
33
ρετουν κοαι ξεκινούν για τη τιικρύζει ό Βάβα, τό βάζει στα ζούγκλα. πόδια και τρέιχιει νά γλυτώση,. Ό Βάβα, δείχνει ενθουσια — Έ!, του φωνάζει ό Τίπο σμένος πού δέχτηκε τή συντρο Τί/πο. Ό λύκος δεν τρώει! Κρί φιά του ό Σ άντρο και 6 ήρωμα πού σε νόιμιζα για πάλλη σς Τίπο - Τίπο. Μά και ό καρά. Σ άντρο συμπαθεί αυτό τον κα Καί τρέχοντας κοντά του λοικάγαθο και χοντρό Ινδό, του έξηγεΐ πώς ό λύκος είναι ΐμ,5 όλο που είναι αρκετά χα ήμερος. ζός και, για να καταλάβη τΐ "Υστρρα άπό λίγο σκιαρφα του λες, πρέπει νά του μιλάς λώνουν ιμέ τό χορτόσκοινο στο ψιθυριστά. "Οταν του ••μιλάς δέντρο πού στά κλαδιά του εΤ δυνατά, δεν ακούει! ναι κρυμμένη ή καλύβα και τό "Οταν φθάνουν κοντά στην ρίχνουν καί οί τοεΐς στον ύ καλύβα τους, πετάγεται πίσω πνο. Πρέπει νά ξεκουραστούν άπό ένα θιά|μνο ό Κίίμο, ό τε γιατί, κάποια κοονούργια περί τραπέρατος λύκος και άδελ- πέτεια τούς περιμένει αργά η φος του Σάντρο. Μόλις τον άν γρήγορα... ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙ ΚΗΣ Άττοκλειστικότης:
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο. Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑ! ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (υπόγειον) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12)
*0 άόρατος γίγαντας "Η κρύπτη τών^ θησαυρών Τό μυστικό του μάγου Τό μαύρο διαμάντι *0 χορός τής φωτιάς Ή βασίλισσα του Ταμ-Τάμ ’ Τό τέρας των ούρανών *Ό χρυσός έλέφαντας Τό άνθρωττοφάγο δέντρο Μονομ αχ ία δε ι νοσαύρων Τό στοιχειό τής λίμνης *Η φυλή τών φιδανθρώττων
13) Τό ^κόκκινο χαλάζ^
14) Ή 'άρχόντισσα τών τρελλών 15) *0 Φτερωτός κροκόδειλος 16) Τό ναρκωμένο μαμμουθ 17) Μονομαχία μέχοι θανάτου
18) 19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31) 32)
*0 λυσσασμένος ρινόκιειρως Στά νύχια του Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φίλτρο τής κακίας Ή γοργόνα τής λίμνης *0 δαίμονας ττ\ς συμφοράς *0 θάνατος του Ταρςάν Τό φάντασμα τής ζούγκλας *0 μαύρος όλεθρος Ή Ισί/τσ θριαμβεύει Τό υυστικό του Μττουτάτα *Η κολασμένη Κοιλάδα Χαταρου 'Ο δοκος του Ταμτάο. Αιχμάλωτοι Κσννί'βάλων
33) 34)
Σάντρο Τό 'ίεοό
Καραβάνι,
*
*
* * * * * * * * + * Μ Μ Μ Μ Μ Μ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ρ Ε 8
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Αέκκα 22—"Ετος Ιον—Τόμος 5ος—Άρ. 35—Δρ. 2 ΕΒΟί.■—Μ———ιτ—■—ι·ο·ΒΜΜ—Μ·—Β——^——— *ντ». Ο——————Μ·—Μ·—— ιιι ι |———ΜΜοηΜπ
Δημκχι ιογραφ ιικος Δ) ντής: Σ. *Ανεμοδουρας,Σ τρ.Πλαστήρια 21 Ν. Σμύρνη. Οίκίανο,μιΐκιός Λ>ντής Γ. Πεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταουλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, Άθήναι.
Στο επόμενο τεύχος, τό 3ό, που κυκλοφορεί την ερχό μενη εβδομάδα με τον τίτλο:
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΔ τό Παιδί των Λύκων, ό θρυλικός εκδικητής τής ζούγκλας Σ άντρο, καλείται νά λύση ενα ακόμη αίνιγμα.- άπό τά πολ λά που υπάρχουν στην παράξενη και μυστηριώδη χώρα των Ινδιών, και αντιμετωπίζει τό θάνοοτο καί τόν... "Αγγλο διώκτη του, τόν αστυνόμο Ντουγκλας. Στο τεΰχος αυτό κάνει την έμφάνισί του τό κωμικό ντουέττο Τίπο - Τίπο καί Βάβα πού 8ά σάς ένθουσιάση μέ τους ηρωισμούς του καί τις χαζομάρες του!
X * X X X X * X * X X X X X X X X X
5.0.5 ΑΠΟ το Φ&ΓΓΛΡ4 ο ιβΝοε ηηϋείβζβ/ Ρλ/ΑΝ ΗΡήΤΗΡΑ Η/9! ριχνρι ηηη ηον ρηρ/' Ρ//ΗΤΑΙ. ..
ΠΟ /ΥΟ ε?Θσ πκπει μη ηβ-
τ~Ρή ικΥΑε&κήΐ ΓΤ/ϋΡΑ/Ο/ΫΤΑΣ. ηη9
ΧΟΎΨΤΑ Χ9ΗΑ ΟΓ/' ΤΟΝ ΗΡβΤΗΡΑ ΤΟ ΚΜτββι ηή χερ/ρτογ.
ΤΟΠήΟΗ Ο ΓΗΪΧ01
η /)*/*£..
λ
*
εΧΡΗζΗ I €ΝΑΧ ΗΡΑΤΗΡ/9 η/β ΧΟΥ' ΨΓΑλΡΜΑ. . Τ! οβ' 061 ΝΑ Μή£ ηα.
ΟΡΗ ΤβΡ£ .. ΟΡίΡΖ, ΠΑ ΠΟΙΟΥ..
7ΨΡ/9 6X6/
ΘΑ ΡΗΑΓΗ·
ΓΟλ/ητ/€6Ι ΗΑ) ΙΧίόΙΑΖεί >5/97/ Π6Ρ/£ΡΓΑ ΐχεό/Λ.
ρρρτε το ζχεόΐο
ριιη
ο χχ/Υάχ/ζετοι
/
ΑΫΤΟΤΒΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗ1 ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΑ
Ο ΒΟΥΑΑΑΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
ικλα για νά ψ|θάσουν κοντά στον ποτσίμδ οπού υπάρχει άφθονο κυνήγι. ΙΝΑΙ ττιρωΐ. " Ενας ά — "Έχω ιμεγάλη ορεξι για σπρος ^ έλέφαντ ας δ ιασχνδράση σήμερα, λέει ό Τίπο ζε ι τή ζούγκλα καΐϊ πά -Τίπο σε ιμιά στιγμή. "Αν συ νω στη ράχι του* είναι σκαρφα ναντήσουμε κανόναν άιγρ ιο λωμένα τρία παιδιά. Τό ένα εΐβούβαλ ο.· θά τον φέρω κορώνα ναα ό Σ άντρο, ό Θρυλικός έκδι -γράμιματα κάτω με τή γρο ικηιτής τής ζούγκλας, τό δεύτε θιά ιμου. ρο ό κωμικός και φοβητσιάρης — Ή 8ειά ιμου; του λέει σύντροφός του Τίπο- Τίπο καί ό 'Βάβα πού, όταν ιμιλάιη κα τό τρίτο ό καινούργιος^ φίλος νείς δυνατά δεν τον ακούει, τους ό Βάβα, ιμέ τό ρεγάλο κε ενώ, πράγμα παράξενο, όταν φάλ^ τά ,μεγάλα αυτιά καί τή του ιμιλήσης σιγανά, σέ α ίμεγάλη, ικουφαιμάρα. -ύπνηκούει περίφηρα! σαν πρωί - πρωί καή καβάλ λα στον Γκόγιο, τον ήμερο ε —Θέλω νά ξέρω γιατί σου λέφαντα διασχίζουν τή ζούγ έδωσε ό Θεός τόσο μεγάλα
Ε
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 αυτιά, άκρου δεν άκοϋς, του λέει ό Τίπο - Τίπτο. Μ’ ακόυ σες τώρα; — Μπάρα; ικανέ ι ό Βάβα και κοττάζει> τον ουρανό. — Αστραπές!, λέει θυμω μένος ό Τίιπο - Τίπο. Μου φαίνεται πώς δέν κάνεις για 6οη|θός -μου, Βάβα. Γιά * νά είσαι -βοηθός ενός ανδρείου σαν ικαί ιμίένα, π,ρέ'πει νά εί σαι -πολύ έξυπνος. Γκχτι άν είσαι χαζός, χάθηκες? Έγώ άντ ιιμετ ωπ ίζω χ ί λ ι ού ς κ ινδυνουις την ήμερα και τά βγάζω πέρα μέ την εξυπνάδα ·μου και τη δύναμί μου. Μια φορά, έτυχε νά συναντήσω δυο λιον τάρια. Που λες... — Ό Ώούδδας!, τον δια κόπτει εκείνη τη στιγμή ό Σ άντρο. Ό κωμικός και φοβητσιά ρης Ινδός ξαφνιάζεται από τή φωνή του ’ Παιδιού των Λύκων καί... νομίζοντας πώς ^ού ιμ-ιλάει για κάποιο εχθρό πηδάει από τον ελέφαντα κι* ετοιμάζεται νά τό βάλη στά πόδια γιά νά γλυτώση. — Λεν εΐναι τίποτε!, τον καθησυχάζει ό Σάντρο. Βλέ πεις πίσω από αυτούς τούς θάμνους τό άγ αλμα του Βούδ δα; ^ •—■ "Αγαλμα ήτοανε; λέει ό Τίπο -Τίπο και αναστενάζει με άνακουφισί', ανεβαίνοντας πάλι ιστή ράχι του Γκόγιο. Έγώ νόμισα πώς ήταν κανέ νας έχθρός μας κι" έτρεξα γιά νά τον συντρίψω πρίν μέ φάηι μπαμπέσ ιικα. — Αυτό τό άγαλμα, λέει ό Σ άντρο, λένε πώς είναι θαυ
Ο ΜΙΚΡΟΙ ματουργα. Τό ονομάζουν «ό Βούδδας ιό εκδικητής». Πριν πολλά χρόνια, ήταν στημένο ένα ναό. Κάποιος μαχα ραγιάς όμως έκαψε τό ναό καί, ενώ τό κτίριο καταστρά Φηκε τελείως, τό άγαλμα του Βούδδα έμεινε ατή θέσι του, άπείιρσίχτο. Αέίνε μάλιστα, πώς, φεύγοντας, ό κακός μα χαραγιάς, ακούσε μια φωνή πίσω του νά λέη: «Ή κατάοα μου θά οέ συ νοδευη, σ’ όλη, σου τή ζωή, αμαρτωλέ! "Όπως κατέστρε ψες τό ναό μου, έτσι θά κα ταστραφής και συ. Αργά ή γρή'γοοα '/3σ |σβύση; ή ζωή* σου έδώ, μπροστά μου. Και οί απόγονοίσου μποοστά στά μάτια μου θά βρίσκουν ψριικτό θάνατο...» — Τι έγινε πιο κάτω; ρω τάει ό Τίπο - Τγγγο κατάχλω μος άπό τό φόβο του. έτοι μος νά πη,δήση άπό τον ελέ φαντα και νά τό βάλη στά πό δια. — Ό κακός μαχαραγιάς δολοφονήθηκε κοντά στο ά~ ναλμα. Κανείις ποτέ δεν έμα θε ποιος τον σκότωσε... — Έγώ ιμιά Φορά δέν τον σκότωσα, τ’ ορκίζομαι!, λέει ό Τίπο - Τίπο τ ρεύοντας. —- Τι έπαθες καί τρέμεις έτσι; Κρυώνει ς; ρωτάει ό Βά βα. Καί πριν ο Τίπο - Τίπο προίλάβη. νά άπαντήση ό Σάν τρο συνεχίζει: — "Άπό τούς απογόνους του μαχαραγιά μένει μόνο ό ένγονός του, πού τον λένε Ραμύζ. Τον ξέρω. Έτυχε νά
5 τον δώ μια μέρα πού κυνηγού σε ;στή ζούγκλα. Ζή πάντοτε με τό φόβο του Βούδδα. Φο βάται την κατάρα του και πολ λοι .μάλιστα λένε πώς έρχε ται συχνά τις νύχτες έδ[ώ και ποιρακαλάει τό Βουδδα νά τον λυπηθη. Ξαφνικά, \μ.ι/ά 'σπαρακτ ική φωνή άντηίχεΐ από τό ίμερος πού βρίσκεται. τό άγαλμα τού Βουδδα. Ό Σάντρο τινά ζεται κατάπληκτος, ό ΤίποΤίπο λιποθυμάει από τό φό6ο του καί ο 'Βάβα προσπα θεί νά τον κράτηση για νά ιμήν πόση από τον ελέφαντα πού σταμάτησε κι5 αυτός άκούγοντας τή φωνή... Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΑ
ΑΘΩΣ ο Σ άντρο στρέ φει τό πρόσωπό του προς τό άγαλμα τού Βουδδα, ένα παγωμένο συγκλονίζει τό κοριμί* του καί τό αΐμα του ανεβαίνει στο κε φάλι κάνοντας τ’ αυτιά του νά βουίζουν. Άντικρύζει μια σκηνή άπ ίστευτη, δραμ ατ ική τρομερή. "Ενας άνθρωπος περπατάει σέ πολύ μικρή άπόίστασι μα κρυά από τό Βούδδα ενώ στ ή δεξιά του πλάτη είναι κ,αρφω μένο ένα βέλος πού ή αιχμή ^ου βγαίνει μ,ιά ποίλάμη μπρο στά από τό στήθος. — 1 Βούδδα!, τραυλίζει ό τραυ|ματισμένος καί ιμέ κόπο κρατιέται στά πόδια του, ε νώ άπλωνει τα χέρια του πρόξ τό άγαλμα, σου ζήτησα να
Κ
με λυπηθής! Γιατί μέ σκότω σες, Βούδδα I " Υστείρα, άφήνοντας πάλι μια σπαρακτική φωνή, σηκώ νει , ψηλά τά χέρια του καί παίρνει μια βουτιά προς τό έδαφος. Όλ Σ άντρο, τό θρυλίικό Παι δί των Αύκ,ωιν δεν τά χάνει εύκολα, έστω κι’ άν βρεθή μπροστά στήν συγικλονιστικώ τερη σκηνή. Μά, αυτή τή φο ρά τον κυριαρχεί ή φρίκη καί τό δέος γιατί, στο πρόσωπο τού Ινδού αναγνωρίζει τον Ραμύζ, τον έγγονό τού μαχα ραγιά πού εΐχε καταραστή ό Βούδδας! "Οταν όμως βίλέπιη τον πλη γωμένο νά πέφτη, μέ ένα σάλ το πηδάει από τον ελέφαντα καί τρέχει πρός τό μέρος του. ^Ενώ ^ όμως πληρ ιάζε ι κοντά στο άγαλμα, τό μάτι του δι ακρινέ ι μία ύποπτη κίνηση κάπου εκατό μέτρα μακρυά ρίγος του, πίσω από ένα θάμνο. Βλέπει ένα κεφάλι ν’ άποτρα βιέται καί νά κρύβεται. Χωρίς δισταγμό ή σκέψι, αλλάζει τώρα πορεία καί τρέ χει μέ όλη τή δύνσμι των πο διών^του πρός τό θάμνο ^ "Ο ταν όμως φθάνη εκεΐ σφίγγει τις γροθιές του καί τά χέρια του άπό ανήμπορη λύσσα. "Ενας Ινδός ξεχύνεται ανά μεσα στη ζούγκλα, καιβάλ./ ; σ’ ένα άλογο, πού καλπάζ ■ καί σέ λίιγο έχει τόσο άττομ-' κρυνθή πού είναι αδύνατο στ ) Παιδί των Λύκων, όσο γρήγ '-' ρα κι’ άν τρέξη, νά τον ττρολάβη,
— Μου ξέφυγε!, ψιθφί-
Ο ΜΙΚΡΟΙ ζεΐ'. Είναι αυτός ττού σκότωσε τον Ραμύζ. -Γιατί όμως τον σκότωσε; "Υστερα κουνάει ιμελαγχο λικά τό κεφάλι του. -— "Ήταν φαίνεται θέλημα του Βουδδα νά σκοτωθή ό Ρσ μύζ, λέει. Ή κατάρα του Βουδδα έπιασε γι' άλλη μια φορά. "Ενας ακόμη απόγονος του αμαρτωλού μαχαραγιά, πού έκαψε τό ναό του, σκοτώ θηικε μπροστά στα ιμάτια του. Μ ια κα ι νούργ ι α σπαρακτ ι κή κραυγή τον βγάζει από τις σκέψεις του και τον κάνει νά τιναχτή και νά στρέψη τό κε φάλι του προς τό μέρος του Βούδδα. Βλέπει νά πλησιάζη ένας καβαλλάρης νά κατε βαίνη από τό αλογο καί νά ρίχνεται με άναφυλλητά πά νω στον άκίνηρΌ Ραμύζ. — -Ποιος τον σκότωσε;, φωνάζει κλαίγοντας. Γιατί
*0 Σάντρο πηδάει άπό τον έλέφαντα και τρέχει...
Βλέπει τον "Ινδό δολοφόνο νά φεύγη καλπάζοντας.
σκότωσαν τον καλό μου τον οαχίιμπ! _ (Καθώς, σέ μια στιγμή, βλέπει τον Σ άντρο νά πλησίά ζη, κάνει νά τραβήξη τό μα χαΐρι του. — Έσύ ι τον σκότωσες !, λέει άγρια. — "Ησύχασε!, τού άπαν τάει ό Σάντρο. Εκείνος πού τον σκότωσε είναι πολύ μακρυά. Τόσκασε καβάλλα σ’ ένα άλογο. Μά έσύ ποιος εί σαι; — Είμαι υπηρέτης του. Τον αγαπούσα τόσο πολύ τον εμποδίσω για νά μην έρτόν εμποδίσω γι άνά μην ερ 6η στο Βουδδα! Τού είχα πή νά μήν ξανάρθη γιατί φοβό μουνα... "Ομως... μπορεί νά ζή ακόμη... Πρέπει νά τον πά ρω καί νά φύγω γρήγορα γιά
την ’Αλιμόίρα.
ΤΑΡ2ΑΝ Και πριν ό Σάντρο ττρολά βει νά του πή τίποτε, σηκώ νει μέ ευκολία το ακίνητο σώ μα του Ραμύζ, τό φορτώνει στο αλογο και ανεβαίνοντας κι3 αυτός απομακρύνεται μέ γρήγορο καλπασμό καί σέ λί γο χάνεται από τά μάτια του. Ό Σάντρο, μένει για λίγο ακίνητος, κυττάζοντας τό απνι νματικό άγαλμα του Βούβδα πού εκδικήθηκε καί τον τελευ ταΐο απόγονο του αμαρτωλού μαχαραγιά κι3 ύστερα κατευ θύνεται προς τό μέρος όπου βρίσκεται ό ελέφαντας μέ τά δυο παιδιά. — Σαχίμπ, τον ρωτάει, καθώς πλησιάζει, ό Τίπο- Τί πο που έχει συνελθεί στο με ταξύ, τί έγινε; — Κάποιον σκότωσαν Τί πο - Τίπο. — Σκό... σικά... —Ναί.Τόν ΡαμύζΛΟ Βούδ
'Ο
υπηρέτης σηκώνει στην άγ καλιά του τον Ραμόζ.
'Ο
Σάντι πηδάει στον κήπο α πό τό παράθυρο
6ας εκδικήθηκε για τελευταία φορά. — Ληλ... δηλαδή... τρώει μπαμπέσικα ό Βούδδας; — "Οσους είχε νά φάη τούς έφαγε. Ό τελευταίος α π άγονος τού μαχαραγιά πού έκαψε τό ναό είναι νεκρός. Ή καπάρα του Βούδδα έο~βυσε. — Σαχίμπ, δέν φεύγομε τώρα από δώ, μήπως^ άνάψη πάλι·; λέει ό Τίπο - Τίπο τρέ μοντας. Ό Σάντρο ανεβαίνει στον ελέφαντα καί ξεκινούν γιά την όχθη τού ποταμού. "Υστερα από λίγες μέρες ό Σ άντρο μαθαίνει άπό τη Λεϊλά, πού ήρθε να τούς έπι σκεφθή, ότι ό Ραμύζ πείθανε. —Ό υπηρέτης του λέει ό τι τον σκότωσες έσύ!, τον
Ο ΜΙΚΡύΙ πληροφορεί ή κοπέλλα, καί ό Ντούγκλας είναι έξω φρένων μαζί σου. Έβαλε στοίχημα με τον βιο ικητή του. πώς θά σέ συλλαβή μέσα σε δεκαπέν τε μέρες! — Μέσα σέ δεκαπέντε μέ ρες δεν θά οπάρχη Ντούγκλας κάνει ό Τ'ίιπο- Τίπο. Θά τον συλλάβω* εγώ μέ τό ΐΒάβα. — Και θά τον κρεμάσουμε στην πλατεία της Άλμόρα, συμπληρώνει ό Βάβα, κουνών τας π1έ|ρα δώθε τη μεγάλη του κεφάλα. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
! Ν Α I νύχτ α προχωρημέ νη. Ή εξώπορτα^ ενός άρχοντόσπ ιτου τής 3Αλ •μόρα ανοίγει, χωρίς τον παρα μικρό θόρυβο. Μια σκιά προ χωρεΐ στα στενά |δίρο μάκ ι»α} του κήπου, ανάμεσα από τά ψηλά δέντρα πού οί κρρυφές τους σκύβουν καί κάνουν βό λο. Ή σκιά φθάνει στην πίσω πόρτα του σπιτιού, την άνοί γει καί μπαίνει μέσα. Ακο λουθεί έναν μτσοφωτισμένο δι άδρομο καί μπαίνει στην κρε βατοκάμαρα. "Ενας άνθρωπος κοιμάται στο κρεββάτι. Είναι μεσόικο πος, μέ μιίκρή γενειάδα. Σέ •μιά στιγμή, νοιώθει κάποιον νά τον σκουντάη καί ανοίγει τά μάτια του. Μέ μιας αφή νει νά του ξεψύγη, μια κραυγή Φρίκης καί τά μάτια του α νοίγουν διάπΐλατα ενώ ^τινά ζεται ολόκληρος κι3 έτοιμάζε ται νά πηδήση. κάτω από τό κρεββάτι. Ή αιτία του τρό μου καί τής φρίκης πού νοιώ
Βει είναι ότι μπροστά του βλέπει ένα φάντασμα! — Μή σηκώνεσαι από τό κρεββάτι, Σάντη ακούει το φάντασμα νά τού μιλάη. Μέ γνώρισες λοιπόν; Είμαι ό φίλος σου ό Ραμύζ πού γύρι σ.α από τον άλλο κόσμο. Ό Σάντι, έτσι λέγεται ό Ινδός πού κοιμόταν, δεν μπο ρεΤ ακόμη νά μιλήϋηι. Του έ χει πιαστή ή φωνή, ι ό φάντα σμα που στέκει μπροστά του είναι ό φίλος του ό Ραμύζ πού πριν λίγες μέρες κάποιος τον σκότωσε στη ζούγκλα, κοντά στο άγαλμα του Βούδδα. ΕΤ χιε πάει -μάλιστα κι3 αυτός στην κηδεία του. Τώρα τον βλέπει νά στέκεται δίπλα του μέ πρόσωπο ωχρό, μέ πελώ ρια μάτια καί μέ ένα βέλος καρφωμένο στο στήθος του. —- Σάντι, μιλάει τό φάντα σμα τού νεκρού φίλου του, σέ ξύπνησα για νά σου πώ κά τι. Θέλω νά σέ παρακαλέσω νά έκδικηιθής τό θάνατό μου! "έρεις τον άνθρωπο πού μέ σκότωσε; — "Ο.... όχι!, τραυλίζει ό Σ άντ ι. —- Μέ σκότωσε τό Παιδίί των Λύκων! ?Ηταν καβάλλα σ3 ένα λευκόν ελέφαντα όταν μέ χτύπησε. Θέλω νά τον τι μωρήσης, Σάντι νά τον τιμώ ρήσης σκληρά, νά εκδικηθής τον φίλο σου. Ή φωνή τού νεκρού φαίνε ται νά έρχεται από τον άλλο κόσμο. —· Όρκίσου μου πώς θά έικ δικηθής, Σάντι, λέει τό φάντα σμα.
ΤΑΡΖΑΝ ^ — Τό ....τό ορκίζομαι ψιθυ ρίζει ό Σάντι, ενώ κρύος ι δρώτας τον περιλούζει·. 1— Ευχαριστώ. Σάντι. "Η σουνα πάντα καλός φίλος καί σ’ άγαπαΟσα. Δεν θά βρώ η συχία στον "Αδη αν δεν έκδι κηιθής τό θάνατό μου. Κοιμή σου τώιοα φίίλε ιμου... Ό Σάντι δεν κάνει _ουτε την παραμικρή κίνησι. -σφνι κά, στο μέρος που σπεκόταν τό φάντασμα του νεκρού Φ^ί λ ου του. υπάρχει τώιρα μαυ ρος καπνός, που οσο πάει» κι* απλώνεται καί προχωρεί προς τό -μέρος του. Ή ψυχή του κυριεύεται από πανικό κοοί πετάγεται από τό κρε'ββά τ> του. Πλησιάζει τό παρά θυιρο καί τό ανοίγει. Ό κα πνός έχει γεμίσει· τώρα τό δωμάτιο ενώ ίμια περίεργη μυ ρωδιά απλώνεται στην ατμό σΦαι,ρα καί τον ζαλίζει. Φο βάται πώς θά χάση τίς αι σθήσεις του καί πηδάει από τό παοάθυρο στον κήπο. Έκεΐ -μένει γιά λίγο ά κ ίνηιτος άναπνέοντας βαρε ιά. "Επειτα καθώς σηκώνει τό κεφάλι ταυ, μιά σπαρακτι κή καί άναρθρη, κραυγή βγαί νει άπό τό λαρύγγι του. Τό σπίτι του έχει άοπάξει φωτιά καί πελώριες πύρινες γλώσ σες βγαίνουν άπο τά παράθυ ρα καί σπαθίζουν τον ούρανό'. — Φωτιά! Βοήθεια!, φω νάζει καί ξεχύνεται έξω από τον κήπο σάν τρελλός. Κανείς δμως δεν μπορεί νά του προσφέρη. βοήθεια. "Όταν Φθάνουν οί πυροσβεστικές, όν τλίες είναι πολύ αργά, 3Αττό
9 τό σπίτι- δεν έχει μείνει σχε δον τίποτα. Ό Σάντι, κλαίγοντας από το κακό που τον βρήκε, κατευ θύνετ'αι στην άστυνομία. — θέλω τον αστυνόμο, λέ ε· στο χωροφύλακα πού φυ λάει σκοπός. Σε λίγο μπαίνει οπό γοα Φεΐο του Ντούγκλας πού δεν εΤχε κοιμηθή ακόμη καί του διηγείται δ,τι του συνέβη. —- Εΐπες πώς παρουσιά στηκε τό φάντασμα τοΟ Ρα υύζ; κάνει κατάπληκτος ό χοντρός αστυνόμος. — Ναι! — Καί σου εΐπε πώς τον σκότωσε τό Παιδί τών Λύ κων; — Ναί·! — ~Ω... μά τότε εΐναι φα νερό! "Αφού τό λέει ό ίδιος ό νεκρός πρέπει νά τον πιστέ ψουιιε. Καλά τό υποπτευθηκο εγώ πώς μόνο τό κατσοα μένο αυτό παιδί θά τον εΐχε σκοτώσει! — Τό παράξενο εΐναι πώς κάηκε τό σπίτι μου, παροπο νιιέται ό Σάντι. — Τό σπίτι σου; λέει ό Ντούγκλας. Καί τι μ3 ένδιαφέ ■ρ*τ *μένα γιά τό σπίτι σου; 3Εμένα μ3 ενδιαφέρει νά συλ λάβω τό Παιδί τών Λύκων! "Ας καή δλη ή Άλμόοα, άρ κεΐ νά βάλω στο χέιοι μου αυ τόν τον κάκουργο. Κι3 άν τον βάλω, άλλο ί μ ονό τ όυ ! Κι3 ενώ ό Σάντι τον κυττά ζει κατάπληκτος, ό Ντοόγκλας, μέ τη σκέψι στο Παιδί ^ών Λύκων, .λέει ατό συνομι λητή του;
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ
—- Κι’ αν ξανάρβη* άλλη ψο ρ,ό τό φάντασμα του Ραιμυζ νά ίσου ζη,τήσηι εκδίκησ ι, στεί λ το σέ μένα! Μόνον έγώ μ π ο ρώ ινά τό εκδικηθώ! Ενώ ό Σάντι βγαίνει άιττό τό γραφείο, -κουνώντας τό κερά λι του και κάνοντας τή σκέ ψι πώς ό αστυνόμος είναι τρελλός γιιά δέσιμο, εκεί νος χτυπάει μέ τή γροθιά συνέχεια τό τραπέζι και βρ,ί ζει και απειλεί τον αιώνιο ε χθρό του. τον Σ άντρο, τον έικ δίικητή τή-ς ζούγκλας, πώς θά τον συντρίψη, πώς 8ά τον κρε μάση στην πλατεία τής 5Αλ μόρα. Ο IΑΝΤΡΟ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
'Ο Σάντρο συζητάει μέ τή Λεϊλά στο παλάτι της.
της έχουν κλειστή στα σπί ΜΈΓΑΛ Η πολ ι τε ί α τής τια τους, μέ την ψυχή γεμάτη Άλμόμα λές^κι’ έχει νε τρόμο. Τις τελευταίες μέρες ^ νεκρωθή από ζωή. Εί τό φάντασμα τού νεκρού Ρα ναι νύχτα κι5 όλοι οί κάτοικοί μυζ έχει έπισκεφθή πολλά πλουσιόσπιτα, κι5 αφού ζη τάει εκδίκησ ι από τούς ίδιο κτήτες τους, στή Θέσι του μέ νει ένας πυκνός καπνός κι’ ύ στερα από πέντε λεπτά τά σπίτια καίγονται σαν πυρο τεχνήματα. "Ολοι φοβούνται τό ψάντα σιμά και διπλωμανταΐρώνσι^ τις πόρτες τους. Μά εκείνο βρίσκει τον τρόπο νά μπα’ίνη νά ζητάη έκδίικηισι κι5 ύστερα νά σκοιρπάη. τήιν καταστροφή. — Πρέπει νά συλλάβουμε τό Παιδί των Λύκων καί νά τό σκοτώσουμε, λέει ό Ντούγ 'κλας, ικαί νά δήτε ότι ή ψυχή *0 Ντούγκλας χτυπάει συνέχει® τού μακαρίτη θά γορίση στον τή γροθιά στο τραπέζι. ^όιπο της.
Η
ΤΑΡΖΑΝ Οι περισσότεροι κάτοικοι πιστεύουν πραγματικά πώς άν σκοτωθή ό Σάντρο^ θά βρουν ησυχία από τό ψάντα ο,μα και ζηιτούν τό θάνατό του. Εκατοντάδες από αυ τούς ξεκινούν για τή ζούγκλα καί, οχιηιμ ατίζοντας^ μεγάλε ς παγάνες, προσπαθούν ν* άνα καλύψουν που κρύβεται τό θϊρ'ύλικό παιδί. Ένώ όμως όλοι ψάχνουν νά τον βρουν στη ζούγκλα, εκεί νος, ιμαζί ,μέ τούς δυο φίλους του, -βρίσκεται στην Άλιμόρα. — Πρέπει νά έρθη,ς στην πάλι καί νά λύσης τό^ αίνιγμα του τρομερού φαντάσ,ματος, τον παρακαλεΐ ιμιά μέρα ή Λε ϊιλιά. Φοβάμαι πώς κ,αιμμιά βραδιυά θά έρθη στο παλάτι μου νά .μου ρτό κάψη, — Ν,ά πάμε καί νά παρα πάμε στην πάλι, λέει 6 Τίπο -Τίπο. Πρέπει νά συντρίψου
Οί δυο κωμικοί * Ι νδοί παίζουν τά φαντάσματα!
11
'Ο
αστυνόμος χτυπάει μέ τον υποκόπανο την πόρτα.
με τό φάντασμα. "Έχω σικο τώσει πολλά (φα^τάσ,ματά στη ζωή ιμου, άς σκοτώσω κι3 ένα παραπάνω! Έτσι, οί τρεις ήρωές μας αφήνουν μιά νύχτα τή ζούγ κλα καί πηγαίνουν μαζί μέ τή Λεϊλά στο παλάτι της. Θά μείνουν έκεΐ κρυμμένοι ώσπου ο Σάντρο ν άνα<καλυψη τί κρύβεται πίσω από τό ψάντα σμα τού Ραιμύζ. — Μπορεΐ νά βρυκολάκία σε, λέει ό Βάβα. Οί άμαρτω λοΐ νεκροί βριυικολακιάζο. — Οί νεκροί δεν βρυκολα κιάζουν, τού απαντάει ό Σάν τρο. Υποπτεύομαι πώς κά ποιος άλλος παρουσιάζεται μέ τή μορφή τού Ραιμύζ. "Ί σως ό υπηρέτης του, πού α πό την ήμερα που θάψτη,κε ό κύριός του, έχει γίνει άψαν τος.
Ο ΜΙΚΡΟΙ -— Πού θά ,μου ττάη^ Θά μου Ίτέσηι κάποτε σχά χέρι ο μου, κάνει ό Τιατο - Τίπο. Κι3 όπως ξέρεις, εγώ δεν άστει ευομαι. Μιά ικαί κάτω... Ό 1 άντ,ρο και ή Λεϊλά κά θονται σε δυο πολυθρόνες καί συζητούν χαμηλόφωνα, ιμε ποι όν τρόπο θά .μπορέσουν ν’ άν τιμετωπίσοον τό μυίστηρ ιώ δες φάντοοσμα του Ραμύζ, έ νώ οι δυο κωμικοί Ινδοί, α ποφασίζουν νά παίξουν κάτι γιά νά περάσηι ή ώρα τους. —-Παίζουμε τά φαντάσμα τα; λέει σε ιμιά στιγμή ό Βά βα. — Ό Τίιπο - Τίττο άνατρι χιάζει.-, — Ιά αληθινά φαντάσμα τα; λέει. — Όχι τά ψεύτικα. ^ — *Άν είναι τά ψεύτικα δέχομαι. Βγαίνουν από τό πλούσιο σαλόνι, πηγαίνουν στην κρεβ βατοκάμαρα πού τους έχει, παραχωρήσει ή Λεϊλά, παίρ νουν άπό ένα σεντόνι ό καθέ νας τους καί κουκουλώνονται άπό τό κεφάλι ώς τά πόδια. — Νά πάμε έτσι στο σα λόινι καί νά τρομάξουμε τον Σάντρο καί τη Λεϊλά, έχει την ρμπνεύσι ό Βάβα. — Ναι, συμφωνεί κι’ ό Τί· πο - Τίπο. Νά μη βγάλουμε Ομως τό σεντόνι άπό πάνω μας. Νά δούμε θά μπορέσου με νά φθάσουμε ώς τό σαλό νι; Τό σαλόνι απέχει πολύ ά πό την κρεβατοκάμαρά τους. Τά δυο παιΙδιά βαδίζουν σιω πηλά, ψαχουλεύοντας μέ τά
χέρια τους εδώ κι5 έκεΐ Ό κα θένας τους έχει πάρει κύ έναν ξεχωριστό διάδρομο τού με γάλου παλατιού για νά φθά ση στο σαλόνι. «"Αν μέ δη ξαφνικά μπρο ατά του ό Σάντρο, κάνει τη σκέψι ό Τίπο - Τίπο, θά πά θη συγκοπή άπό τό φόβο του. θά /μέ νομίση γιά πράγματι κό φάντασμα. Ή Λεϊλά Θά βάλη τις φωνές γιατί θά νο μίζη ότι θά τήν φάω μ π αμητέ σιικοΠ Χά, χά, χά!, γέλια π,ου έχουμε νά κάνουμε!» -αφνικά, ή πόρτα τού πα λατιοϋ χτυπάει μέ πάταγο καί μιά δυνατή φωνή διακό πτει τή σιωπή πού επικρατεί μέσα ικαί έξω άπό τό ^παλάτι. —■ Έν όνόματι τού Νόμου
παραδοθήτε! Τή φωνή αυτή τήν άναγνω ρίζει ό Τίπο- Τίπο. Είναι τού Ντουγκλας! — Θεούλη μου! κάνει, μ’ έφαγε μπαμπέσικα ό παλιό αστυνόμος! Καί ξεχνώντας πώς είναι κουκουλωμένος μέ τό σεντόνι καί πώς έχει σκεπασμένα τά μάτια του^ καί δεν βλέπει, κά νει να τρέξη, τό κεφάλι του χτυπάει σ’ ένα ντοΐ)χο ικαΓι πέφτει φαρδύς πλατύς κάτω, μέ χαμένες τις αισθήσεις! ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΠΡΟΔΙΔΕΙ
ΙΣΗ ώρα πριν ακου στή ή βροντεοή και ^απειλητική φωνή τού Ντουγκλας έξω άπό τήν πόιρ τα^ του παλατιού τής_ Λεϊλά, μιά σκιά βαδίζει με προ φύλα
Μ
ΤΑΡΖΑΝ ξ1^ τους ερημικούς ^ δ(ρόιμου·ς τής "Αλμόρα καί φθάνοντας ε ξω από το πολυτελέστατο ττα λάττι του μαχαραγιά, σταμα τάει. Κυττάζει για μια στι γμή όλόγυρά της καί δίνον τας ενα σάλτο σκαρφαλώνει στη μάντρα του κήπου. Δυο λεπτά αργότερα δ ι αισχίζε ι τον κήίπο καί φθάνει κοντά στον τοίχο του παλατιού. "Εκεί ένα δέντρο υψώνει τά κλαδιά του ώς τό παράθυρο. Ή σκιά σκαρφαλώνει στο δεν τρο, κρύβεται ανάμεσα στά κλαδιά καί σκύβοντας, κυττά ζει ανάμεσα από τις γρίλλιες του παραθύοσυ. Έκεΐνο που βλέπει στο δωμάτιο την κάνει ν’ άνατριχιάσηι. Γ ιατί ή μυ σττιοιώδης αυτή σκιά ανήκει σ" έναν άνθρωπο. Κι3 ό άνθιρω τος αυτός δεν είναι άλλος ά πό τό τρομερό φάντασμα του Ραμόζ, μέ τό χλωμό πρόσω πό, τά πελώρια μάτια κι5 έ να βέλος που του περνάει πέ ρα ώς πέιοια τό στήθος! Κι3 όμως, τό φάντασμα αυ τό, που κυττάζει από τό πα ράθυρο στο εσωτερικό του πα λατιοΰ ανατριχιάζει στην άρ χή κι3 υστέρα χαμογελάει. Τό χαμόγελο του είναι ειρωνικό καί σατανικό μαζί . "Αφήνει τώρα τό παράθυ ρο, γλυστρσει αθόρυβα άτπό τά ιπςλαδ ι ά του δέντρου καί με γρήγορα καί αθόρυβα βήμα τα διασχίζει τον κήπο καί βγαίνει^ στο δρόμο. "Αφού προχωρεί γιά λίγο, ανοίγει την πόρτα ενός έρη^ μου σπιτιού καί μπαίνει με σα.,,
13 Ό Ντούγκλας την ώρα αύ τη χασμουριέται ατό γραφείο του κι3 ετοιμάζεται νά πάη γιά ύπνο. —Θά κοιμ,ηιθώ γιά νά εί μαι ξεκουραστσς αύριο, λέει σ3 ένα χωροφύλακα. Πρωί πρωί ξεκινάμε γιά τη ζούγ κλα, γιά νά συλλάβουμε τό Παιΐδί των Λύκων. 3Αμήν! 3Εκείνη τή στιγμή κουδου νίζει τό τηλέφωνο. Ό χωροφύ λακ ας σηικώνει τό άκουστικό καί λέει μέ βαρειά φωνή. — "Εμπρός! Ακούει γιά λίγο καί, ξα φνικά, τό πρόσωπό του γίνε ται χλωμό κάί τά μάτια του γουρλώνουν. — Τί συμβαίνει; τον ρω τάει κατάπληκτος ό Ντούγ κλας. Ποιος τηλεφωνεί; — Τό... τό φάντασμα!, τραυλίζει ό χωροφύλακας καί τού προτείνει τό ακουστικό. Ό Ντούγκλας ξαφνιάζεται καί καθώς απλώνει τό χέρι του νά πιάση, τό άκουστικό, τά δάχτυλά του τρέμουν. —- "Εμπρός!, λέει σέ λίγο φέρνοντας τό άκουστικό στο αυτί του. —- "Εδώ τό φάντασμα!, ά παντάει μιά παράξεντη ^>ωνη από τήν άλη άκρη του σύρμα τος. ^—Καί ...καί τί ζητάς; ρω τάει κατακίτρινος ό Ντουγκλας. Μήπως θέλεις νά πάρης τις ψυχές μας; -— "Όχι, απαντάει ή υπό κωφ·η καί παράξενη, φωνή, θέ λω νά^σάς παραδόσω μιά ψυ χή. Τήν ψυχή του Παι$ιρΰ
των Αύκων’
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Τό αίμα πλημμυρίζει ξα φνικά τό ωχρό πράσοοατο του Ντούγκλας. — Του Παιδιού των Λύ κων!, κάνει. Και δον ■ μιλάς τόση ωρα, άνθρωπέ μου! Δον μπορείς όμως αντί για την ψυχή του νά μου παραδώσης τον ίδιο; —Αυτό θέλω νά κάνω, λέει ή φωνή που ανήκει στον νε κρό Ραμύζ. — Μπορεΐ-ς!, κάνει ό άστυ νόμος καί δάγκωνε ι·· από την αγωνία του τό σύρμα του τη λεφώνου. Πες λοιπόν που μίτο ρώ νά τόιν βρω καί σου υπό σχομαι νά σου κάνω τρία μνη μάσυνα γιά νά άναπαυθή ή ψυχούλα σου καί νά μήν νυχτοπερπατάη. — "Αν θέλης νά τον βρής; συνεχίζει ή φωνή τοΰ φαντά σματος, πήγαινε στο παλάτι του .μαχαραγιά τής 5Αλ/μόρα.
Τό παιδί των Λύκων δένει φιμώνει τή Λεϊλά,
καί
— Στο παλάτι είπες; Ό Ντούγκλας τά χάνει γιά Λίγες στιγμές μά δέν άργεΐ νά συνέΛθηι. —_ Χωροφύλακες!, φώνα ζε υ. -υπνήιστε όλοι γρήγορα καί πάρτε τά όπλα σας. Ή-ρω ϊκοί μου Εγγλέζοι απόψε έ ψεξε ή τύχη, μας. Ό μεγάλος αας εχθρός θά πέση στά χέ ρια μας! Αύριο σάς ύπόσχο μαι νά τον κρεμάσω καί νά πάρω τό βαθμό- μου! Ζήτω ή 5Αγγλία, ζήτω ...εγώ, ζή τω έσεΐς! 5Από τόν ενθουσιασμό του κάνει σάν τρελλός, χοροπη δάει, χτυπάει μέ κλωτσιές τις καρέκλες, τις άναποδογυ ρίζει καί αγκαλιάζει, τους χω ροφυλακες. ,-οοφνικά, σοβά ρεύεται. — Γρήγορα!, φωνάζει. Τό καταραμένο αυτό παιδί βρί σκέται στο παλάτι του ,μαχα ραγιά. Σίγουρα πήγε για νά σκοτώσηι τή Αε’ΐλά. Τρίξτε γιά νά προλάβουμε! — Μά ποιος σάς είπε ότι είναι εκεί τό Παιδί των Λύ κων; ρωτάει ένας από τους χωροφύλακες. — Τό φάντασμα! — Τά φάντασμα! Ό χωοοφύλαικας σταυοοκοπιέται καί κυττάζει έπίμο να τόν αστυνόμο του, μήπως τυχόν έχει τρελλαθή καί δέν ξέρει τί λέει. Σέ λ.ίγο, κάπου πενήντα χωροφυλακές·, ώπλ ι.σμένο ι ώζ τά δόντια τρέχουν στους δρο μους τής νυχτωμένης πολιτεί ας καί ψθάνσντας στό παλά τι, τό κυκλώνουν ολόγυρα.
ΤΑΡΖΑΝ
15
'— Τό δάχτυλά σας στη σκανδάλη! διατάζει ό Ντούγ κλας. Πυροβολήστε αλύπητα οποίαν ,δοκιμάση νά ξεψύγη από τό παλάτι. Ό Υδιος συντροφιά μέ πέν τε χωροφύλακες φθάνει στην πάρτα τοΰ παλατιού καί φω νάζει μέ δλη ταυ τη δύναμι: ’Έν όνόματι του Νό μου, παραδοθήτε! »Κι* έπειδή δεν τού απαν τάει κανείς, χτυπάει την πόρ τα μέ τον ύπακόίπανο του Ο πλου του για νά την σπάση. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ!
Ο ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ 'Ο Ντούγκλας προτείνει απειλη -καθώς συζητάει^ μέ τη τικά τό πιστόλι του. Λεϊλά στο σαλόνι της, ακούει τη διαταγή τού Ντουγ σύ, όμως; "Άν μάθη ό Ντούγ κλας και ξαφνιασμένο πετά κλας ότι συνεργάζεσαι μαζί μου, ότι μένω στο παλάτι γεται όρθιο. σου; — Οι ^Αγγλοι!, λέει. Μά Μιά σκέψι αστράφτει ε πώς τ έμαθαν ότι είμαι εδώ; κείνη τή στίιγμ,ή στο μυαλό Ή Λεϊλά πού τό^ χρώμα τού θρυλικού παιδιού. Άρπά τού προσώπου τη·ς γίνεται ώ ζει τό κορδόνι ίμιας κουρτίνας χρό από την ταραχή και τήν τό τραβάει μέ δύναμι και λέ αγωνία, πετάγεται κι" αυτή ει στήν κοπέλλα. καί κυττάζει τά παίράθυρο.. — Φύγε, Σάντρο, τον ίκε. — Θά σέ δέσω και θά σέ τεύει. Φύγε γιατί σν σέ πιά φιρώσω. Νά προσποιηΐθής ό ση ό Ντούγκλας, έτσι άναν τι είσαι αναίσθητη και νά δοος πού εΐνιαι, θά^σέ σκο πής τού Ντούγκίλας ότι σέ τώση επί τόπου! Πήδα από χτύπησα στο κεφάλ ι. τό παοάθυρο. — Σιάντρο!, διαμάρτύρε ται ή κοπέλλα, κι" έσυ; -— Τώρα πιά είναι άργά, —Μή σέ νοιάζει γιά μένα, της απαντάει τό θουλικό παι δεν θά μ" άφίση άβοήθητο ό δι', μέ μιά καταπληκτική ψυ Θεός. χρά ιρία . Οί Ά,γγλοι θάχουν Και χωρίς αργοπορία ξα νε,αίση τον κήπο και θά πυρο πλώνει τή Λεϊλά στά πάτω βολήσουν άυέσως όταν με μα, τή δένει χειροπόδαρα καί δού'ρ Είμαι ύποχιρεωίμένος νά τή φιμώνει, λ στο παλάτι, Λεϊλά. Έ
Τ
16 5Αφού τελειώνει ετοιμάζε ται νά σβύση τό φως, ,μά δεν προλαβαίνει. Ή πόιρτα του σαλονιού ανοίγει μέ πάταγο και κάνει την έιμφάνισί του 6 Ντούγκλας, πρατέίνοντας α πειλητικά τό πιατόλι του. Π ί σω του προβάλουν τά κεφά λια τριών ακόμη· Άγγλων. — Ψηλά τά χέρια!, δια τάζει ό Ντούγκλας. Ό Σάντρο υπακούει. Καί] δταν σε λίγο ένας άπό τους χωροφύλακες του περνάει τις χειροπέδες δεν φέρνει άντίστα σι. Πέντε πιστόλια τον άπει λούν έτοιμα νά τού χαρίσουν το θάνατο, στην παραμικρή του κίνηισι... «ΓΑς πειοιιμένω», σύλλογέ ζεται τό Παιδί τών Λύκων. «’Ίσως σε λίγο νά βοώ εύκαι ρία νά τους ξεφύγω!» — Δέστε τον χειροπόδα ρα!. διατάζει ό Ντούγκλας. Κι* ενώ δυο χωοοφύλακες έκτελούν τη διαταγή του έκ-εΐ νος ρίχνει ιμ-ιά ματιά στο δω μάτιο. Σε μια γωνιά του άνα Καλύπτει τη δεμένη Αεΐλά και βάζειι τ!·ς φωνές: — Τό άθλιο παιδί! "Εδε σε την κ απέλλα καί τη φίμω σε! Με ικωμική φούρια σκύβει λύνει τό κορίτσι και τό βοη 9άει νά σταθή στά πόδια του. Ή Αεΐλά πιάνει τό μέτωπό της σά νά την πονάη και ^κυτ τάζει, μέ μισόικλειστα μάτια ολόγυρά της. —Σέ χτύπησε ό κακούρ νος! , της λέει ό Ντούγκλας. Ευτυχώς πού ποολάβαμε και τον θέσαμε έκτος μάχης! Έ
Ο ΜΙΚΡΟΣ γώ φοβήθηκα πώς θά σέ εί χε σκοτώσει! Ευτυχώς πού -μου τηλεφώνησε τό φάντασμα και έφτασα πάνω στην ώρα! _ — Ναί, ιμέ χτύπησε, τραυ λίζει ή Αεΐλά, ενώ ή καρδιά της ματώνει άντιικρύζοντας τον άγαίπημένο τηις φίλο, δε μένο^ χειροπόδαρα πάνω στο ντιβάνι. χ — θά πληιρώιση ακριβά αύ τό πού έκανε, λέει γεμάτος ένθουσ ΐιαίσμό ό Ν τ ο ύγκ λ ας. Σου ύπόίσχομαό Αεΐλά, νά τον κρεμάσω αύριο τό πρωΐ στην πλατεία και... νά πάροο αυτόν τον έοημο βαθμό πού μου τόν έχει τάξειεδώ και δυο χοόνια ό διοικητής μου! Αμήν! Τό ποωι θά πλήρωσή όλα τά εγκλήματα του! Εκείνη τη στιγμή, συμβαί νει κάτι πού κανείς δεν τό πε ρίμενε. Άπό την ανοιχτή πάο τα προβάλλει ένα φάντασμα! Είναι ένα φάντασμα ντυμένο μ5 ένα λευκό σεντόνι άπό την κορυφή ώς τά νύχια. Μόλις μπαίνει στο σαλόνι, φωνάζει: — Κούκου! Οί χωροφύλακες τά χάνουν και τρέμουν σαν φύλλα πού τά χτυπάει ό άνεμος. Μόνο ό Ντούγκλας κρατάει την φυ χιραιιμία του και κάνει ενα βή μα μποοστά. — ,Ώ/ τό φάντασμα!, κά νει γελώντας. Έσύ είσαι πού μοϋ τηλεφώνησες πώς είναι εδώ τό Παιδί τών Λύκων;Σύγ χσιοηιτήοΊα, λοιπόν! Σού έ χω υποσχεθήί τρία μνημόσυ να. Τό φάντασμα, πού δεν ά νήκει στον νεκρό Ραμύζ δπως
ΤΑΡΖΑΝ πιστεύει ό Ντούγικλας άλλα στον Βάβα, τον φίλο τού Τί πο- Τίπο πού παίζει τό φάν τασμα χωρίς νά εχ/ηι πουρή εΤ δη σι τί συμ βαίνει, σταματάει σέ μια στιγμή >καΐ ρωτάει:^ — 5Εσύ... εσύ ποιος εί σαι; — Είμαι ό Ντούγκλας ό αστυνόμος! Ό Ντούγικλας !, κάνει ό Βάβα καί, φορώντας άκό μη τό σεντόνι, τό βάζει στα πόδια και βγαίνει έξω από τό σαλόνι. — Πώ, πώ, κάνει ό αστυ νόμος τρίβοντας τά χόρια του από τή χαρά του. ~Ως καί τά φαντάσματα ακόμη μέ φο βουντάι. Καί τώρα, γενναίοι μου χωροφύλακες, φορτώστε στην πλάτη σας αυτό τό κα ταραμενο παιδί καί πάμε νά έτοιμασουμε την κρεμάλα... «ΟΛΟ!
ΣΑΣ ΜΙΣΟΥΝ!»
ΟΣΜΟΣ πολύς έχει συγκεντρωθή στην πλα τεία τής ’Αλμόρσ καί σχηματίζει έναν κύκλο γύρω από ένα ψηλό δέντρο. 5Από ένα κλαδί κρέμεται μια θηλειά. Σ5 αυτή,, ό αστυνόμος Ντούγικλας ^θά περάση σέ λί γο τό κεφάλι του θρυλικού Παιδιού των Λύκων. ^—Ί ιατί 6'ά τον κρεμάσουν; λένε μερικοί Ινδοί καί κου νούν μέ θλΐψι τά κεφάλια τους — Γιατί σκότωσε τον Ρα μύζ, τούς άπαντούν άλλοι. Καί τώρα τό φάντασμα τού Ραμύζ γυρεύει έκδίκησι. "Αν δεν τον σκοτώσουν, θά έρχε
17 ται, τά βράδυα καί θά μάς καίη τά σπίτια. Ό Ντούγ κλας λέει πώς τό φάντασμα τού τηλεφώνησε στι ό Σάν τρο ήταν στο παλάτι τής Λε ϊλά. — Ό Σάντρο είναι καλός υποστηρ ίζρυν μ ερ ι κ ο ίί. — Τότε γιατί μπήκε στο παλάτι τής Λεϊλά; Δεν μπήκε για νά κλ!έψη:; Σέ μιά στιγμή άκούγεται ένα σούσουρο κΓ υστέρα βα σιλεύει βαθειά σιωπή. Ό α στυνόμος οδηγεί τον Σ άντρο δεμένσν, στο δέντρο όπου κρέμετα ι ή θηλε ιά... * ** * Ή Λεϊλά κάθεται πάνω σέ αναμμένα κάρβουνα. "Οσο προχωρεί ή νύχτα καί έρχε τοι αυγή, ή ψυχή της κυριεύ εται από την άγων ία. —Τί |θά κάνουμε; λέει στον Βάβα καί στον Τίπο- Τί π ο, πού είχαν την τύχη νά μην πέσουν στά χέρια των Εγγλέζων. Πρέπει νά έλευθε ρώσουμε τον Σάντρο. ^ — Καί βέβαια πρέπει νά τόν ελευθερώσουμε, λέει ό γενναίος Τίπο- Τίπο. λΑναλσμ βάνω εγώ αυτή την υπόθεση Λεϊλά. Είμαι ικανός νά συν τρίψω όλη την Αγγλική αυτό κρ-αταρία. Ό Βάβα, πού δεν έχει ά κ θύσει καλά, αρχίζει νά γελάη. —ιΓιατί γελάς; τόν ρωτάει θυμωμένος ό Τίπο - Τίπο. Μ ή πως σού φαίνεται παράλογο αυτό πού είπα; — Παλιάλογο; τοΰ άπτόκρί
18
Ο ΜίΚΡΟΣ
νετοα ό .Βάβα. — "Αλογο είσαι και ψαίνε σαι! — Ψαίνεσαι; Ό Τίπο - Τίπο νευριάζει στ5 αληθινά τώρα για την «κθυ φσμάρα τού φίλου του και ε τοιμάζεται νά τοϋ τις βρέξηι, μά ή Λεϊλά τον συγκροτεί έινώ τα «μάτια της λάμπουν πα ρ άξενα. — Μπράβο, Βάβα, κάνει. Μου έδωσες μια ιδέα. Μόνο με τ’ άλογα θά [μπορέσουμε νά ελευθερώσουμε τον Σάντρο! Κιάί:, χαμηλόφωνα, τώρα για νά την άκούη και ό Βά βα με την παράξενη κουφά μάρα, τούς αναπτύσσει τό
σχέδιό της. — Στο σταϋλο «μου έχω περίφημα άλογα;, τούς λέει, θά τά καβσλλικεύσουμε και μέ ένα γιαταγάνι ό καθένας στο «χέρι, θά όρμήσουμε έναν τίον του πλήθους, θά απείρου με τον πανικό και θά έλευθε ρώσουμε τον Σ άντρο. Δεν θέ λω «όμως νά σκοτώσετε κανέναν. — ’Ά, εγώ δεν παίζω, κά νει ό Τίπο - Τίπο. Νά κρατάω γιαταγάνι στο χέρι και νά μη σκοτώσω τον Ντουγκλας; ϋά του πάρω τό κεφά λι έτσκ! Και μέ τό* ιχέρι του κάνει μιά κίνησι «καί ιχτυπάει ξαφνι κά τό λαιμό τού Βάβα.
Τά τρία παιδιά διασχίζουν τη ζούγκλα κσβάλλα στον έλέφαντα
ΐΑΡΖΑΗ
'Ο Ραμυζ πέφτει νεκρός μπροστά στο άγαλμα του Βούδδα
Ό 5 Ι νδός μέ τό χοντρό κε ψάλι θυμώνει κι5 ετοιμάζεται νά όρμήση εναντίον τού φί λου του, ιμά εκείνος προλα βαίνει νά τό δάλη στα πό δια «και νά κρυφτή κάτω από Ιμιά πολυθρόνα. *
*
*
Ή σι οπτή που απλώθηκε απ’ άκρη; σ5 άκρη στην πλα τεία, δεν ικρατάει γιά πολύ γιατί την σπάζει ή χοντρή φωνάρα του Ντούγκλας. — ΊΊαιΐδί των Λύκων, λέει, έφτασε ή τελευταία σου στι γιμή! ΌΐμολογεΤς τά έγκλημα τά σου; Όμσλογεΐς οτι σκό τωσες τον Ρσμύζ στη ζούγ κλα; — Ντούγκλας, του άτταν-
τάει αγέρωχα ό Σάντρο^ πιο αθώος από μένα δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο. Δεν μέ νοι άζει άμως πού μέ σκοτώνεις άνανδρα. Θάρθη; μιά μέρα πού την ίδια αυτή θΐηλειά θα περάση, τό δικό σου· τό κεφάλι. "Ολοι αυτοί πού έ χουν συγκειντρωΘή γύρω μας, ολα τά εκατομμύρια των Ιν δών εΤνα ι έχίθροί σου καί σέ μισούν, εσένα καί ολους τούς "Αγγλους γιατί έχετε ύποδου λούσει τήν πατρίδα τους! Ό Ντούγκλας γίνεται κα τακίτρινος καί δαγκώνει από τή λύσσα του τά χείλη του, ενώ οι πιο κοντινοί Ινδοί πού ακόυσαν τά θαρραλέα λό για τού Σάντρο, τον κ,υττά-
20 ζουν |μέ συγκίνηρΊ και τά μά τια τους καθρεφτίζουν έναν βαθύ οίκτο. — Θάνατος στον κακούρ γο!, ξεφωνίζει ό .Ντούγκλας και αρπάζοντας τή θη,λειά την περνάει ατό Λαιμό τού Σ άντρο. " Υστ ειρ α σπρώχνει με μια κλωτσιά την καρέκλα πάνω στην οποία στεκόταν ό λόρβο τό θρυλικό παιδί . Τοό ρα τό σώμα, του έκδικη^ού της ζούγκλας «μένει μετέωρο στον αέρα... ΗΡΩΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ
Τ1Π0 - ΤΙΠΟ, ό κωιμι κός καί φοβητσιάρης Ινδός, αίνε βαίνει ατό} άλογο πού διαλέγει γι3 ή Αεϊλά καί σηκώνει ψηλά τό , μακρύ του γιαταγάνι. — Τρέμε γη καί ουρανέ!, κάνει. Με τό γιαταγάνι μου αυτό θά φάω ιμπαμπέσικα ε χθρούς καί φίλους! — Ψύλλους; τού απαντάει ο κουφός Βά6α, πού ανέβαί νει κι3 αυτός στο άλογό του καί πιάνει τά χαλινάρια. — Ψύλλους θά ψάς εσύ!, τού λέει μέ περίφιρόνησι ό Τί πο - Τίπο. 3 Εγώ θά φάω Έγ γλέζους. Καί γυρνώντας προς τό μέ ρος τής Αεϊλά πού ανεβαίνει στο άλογό της καί φοράει στό πρόσωπό της ένα μαντήλι γιά νά μ,ή την αναγνωρίσουν: — "Εμπρός γενναία μου αμαζόνα!, τής ίλέει. Όδήγησέ μας στο πεδίο τής μάχης δπου θά ιχύσω τό αίμα μου
Ο
Ο ΜΙΚΡΟΙ χτυπώντας αδυσώπητα τούς εχθρούς μας. — Καί πού τό βρήκες τό αίμα, Τίπο- Τίπο; τού λέειι πειράζ,οντάς τον ό Βάβα. — "Α, ώστε άικούς έ; κά νει ό ψευτοπαλληκαράς Ινδός ° Οταν σέ συιμφέρηι κάνεις τον κουφό, θά (μού τό πλήρωσής ακριβά αυτό. — "Ετοιμοι!, λέει εκείνη, τή στιγμή ή Αεϊλά. Κάθε λε πτό πού περνάει λιγοστεύει καί τή ζωή τού Σ άντρο. Θά ό,ρμήισουμε πάνω στό πλήθος κι3 ενώ εγώ θ3 αρπάξω τον ψί λο μας, έσεΐς θά μέ ύποστη ρίξετε. — Τί σέ μέλλεΐι εσένα !, την βεβαιώνει ό Τίπο - Τίπο. 3Αφού εχεις εμένα δίπλα σου αυτόν μη φοβάσαι τίποτε. — 3 Εμπρός, λοιπόν, καί ό μεγάλος Βούδδας άς μάς βο ηίθησηι. Τρία υπέροχα άλογα ξεκι νούν τό ένα μετά τό άλλο, α πό τό σταύλο τού παλατιού τής Αεϊλά καί σέ λίγο καλπά ζουν καί ξεχύνονται σαν α στραπή στους στενούς δρό μους τής Άλμόρα. Μπροστά πηγαίνει ή Αεϊλά, πίσω άκο λιουιθεΐ ό Βάβα καί τελευταί ος ό Τίπο - Τίπο πού ανεμάζει τό γιαταγάνι του λες και κόβε η κεφάλια. — Τρήμε κόσμε!, λέει καί ξσναλέει. Τρέμε τό γιαταγάνι μου καί μένα! Κρύψου Ντούγ κλας^ γιατί σ3 έφαγα! ^Σέ λίγο αφήνουν τους στε νους δρόμους καί μπαίνουν σέ μια λεωφόίρο, πού στό τέρμα της είναι ή πλατεία μέ τό
ΤΑΡΖΑΝ συγκεντρωιμένιο πλήθος. -— Γρήγορα!, φωνάζει ή Λεϊλά καί ή καρό ιά τηις σψ ίγ γεται άπό την αγωνία. (Γρή γορα γιατί φοβούμαι πως δον θά προλάβουμε! Σέ δυο λεπτά τό πρώτο ά λογο φθάνει στην άκρη τής πλατείας. Οι πρώτοι ικάτοι κόι ιπού άκούν πίσω τους τό ποδοβολητό, γυρίζουν καί, άυ τι κράζοντας την άυαζόνα με τη ιμάσκα καί ιμέ τό γιαταγά ν· στο χέρι, κυριεύονται άπο τον πανικό, σκορπούν ολόγυ ρα καί αφήνουν έναν Φαρδύ διάδρομο ιμέίσα στον όποιο ξεχύνεται σαν σίφουνας τό ά λογο τής Λεϊλά. — Πίσο;> Εγγλέζοι!, Φωνά ζει ό Βάβα στριφογυρίζον τας τό γιαταγάνι του. Ό Τίπο - Τί,πο συως βλέ^τΓοντας αυτό τον 'δγκο του πλήθους ξεχνάει τις παλληκα ρ:ές του, τά χάνε; καί, πετών τας ιμακαυά τό γιατπαγάνι, ποοσπαθεΤ νά γυιοίση τό άλο γό του πίσω, σφίγγοντας <υέ δύναμι τά χαλινάρια του. Τό άλο γο ξαφν ι άζετα ι, σηικώνε ι ψηλά τά δυο ιμπροστινά του ποδάρια ΚιθΛ ό φοβητσιάρης 5ινδός λιποθυμάει άπό τό ψό βο του καί πέφτει κάτω κρρώ να - γράμματα. -— Κρύψτε τον νά Ιμή τον δουν οί Εγγλέζοι!, φωνάζει κάποιος άπό τό πλήθος. Κσ τάρα^ στους Εγγλέζους! Τό Παιδί των Λύκων είναι ά^6ώο! Στο μεταξύ τά δυο άλογα προχωρούν. Ή αμαζόνα ιμέ τό
21 κρυμμένο πρόσωπο πού κανέ νας 6έν απορεί νά ψανταστή πώς είναι ή Λεϊλά, ή κόρη του μαχαραγιά τής ’Αήμόρα, Φθάνει σέ λίίγο στο κέντρο τής πλατείας καί, άινατίριχιά ζει! Τη στιγμή εκείνη ό άστυ νόμος, άπορροφηιμένος καθώς εΐναι δεν ακούει τό θόρυβο τού πλήθους κλωτσάει τήν κ« ρέκιλα καί τό σώμα τού άεμε νου Σ.άντρο κοόμεται, ,μέ τη θηλειά σφιγμένη στο λαιμό του! — Ζήτω!, κάνει ό χοντρός άστυνόιμος. ΊΞίπιτέλους σ’ εκ δικήθηκα καταραμένο^ (παιδί καί σήμερα θά πάρω τό βσθ|μ... Δεν προλαβαίνει νά τελεί όση, τήν κουβέντα του. Βλέ πει νά πετάγεται (μπροστά του μ ιά άραζόνα ιμέ τό πρό σωπό της κρυμμένο κάτω άπό ένα ιμαντήλι. Στο δεξί της χέ σι κ,ρατάει ένα γιαταγάνι πού διαγράφει (μιά γρήγορη τρο χ'ά καί κόβει, τό τεντωμένο σκοινί άπό τό όποιο κρέιμεται τό Θύμα του. Μέ τό κόψιιμο τού σκοινιού τό 'Παιδί των Λύ κων δέν πέφτει κάτω γιατί προλαβαίνει καί τό αρπάζει ή άμαζόνα, ^ άνεβάζοντόρ το πάνω στη σέλλα τού άλογου πού συνεχίζει τον καλπασμό του ρέσα στο πλήθος των αν θρώπων πού φεύγουν τρομο κρατημένοι,. ;— Σταματήστε την!, ουρ λιάζει^ ό-χοντρός άστυνόιμος. Σκοτώστε τη(ν! Έχασα τό ΠαιδΚ των Λύκων! ’Έχασα τό 'βαθΙμό μο*υ! Βοήθεια!
Τραβάει τό πιστόλι τρυ κι'
22 ετοιμάζεται νά τρέξη, πίσω ά ττό τό άλογο, όταν ένα δεύτε ,ρο άλογο περνάει από , μπρος του. Ό καβαλλάρης του εί ναι ένας κωμικός Ινδός μέ χοντρό κεφάλι και μεγάλα αύ τιά! ΊΊ'ρι ν ό Ντούγκλας συνέλθη^ τό γιαταγάνι τού Βάβα τινά ζεται^πρός τό ίμερος του καί1, τρυπώντας τό πηιΛήΐκ,ιό του τού τό παίρνει άπό τό κεφάλι και τό πετάει μαικρυά. — Σκοτώστε τον!, ουρλιά ζει ό Ντούγκλας και τρέχει νά πιάιση τό καπέλλο του ε νώ γύρω του ό κόσμος γελάει γ-ά τό πάθημά του. — Είναι Ινδοί έπανα,στά τες!, λέει ένας χωροφύλακας, έντρομος. Μάς έπττίθενται μέ χιλιάδες άλογα! Ό φόβος τών "Άγγλων χω ροφιυλάκων δεν π ερι γράφεται. Ταμπουρώνονταΐι πίσω άπό
Περνάει τή θηλειά στο λαιμό του δεμένου παιδιού.,.
Ο ΜΙΚΡΟΣ τά δέντρα καί τά πεζοδρόμια τής πλατείας καί περιμένουν νά δώσουν μάχη μέ τους χΐ' λ ιούς 31 νδοος επαναστάτες! Μόνο ό Ντούγκλας δεν τοςμπουρώνεται καί τρέχει πίσω άπό τό άλογο τοΟ Βα&α, ττυ ροβολώντσς καί ουρλιάζοντας μαζί. — Άτιμε Ινδέ, θά μουντό πληρώαης αυτό πού ,μοϋ εκα νες. Καί συ καταραμένο ττλά σμα μέ τή μάσκα κάποτε θά πέσης στα χέρια μου! Σέ λίγο οι σφαίρες του πι στολιού του τελειώνουν μά ό πεισματάρης αστυνομικός δέν λέει νά .σταματήση,. Τρέχεα τόσο γρήγορα πού, σέ μια γωνιά, προλαβαίνει τό άλογο τού Βάβα πού έχει άνακόψει τώρα τον καλπασμό του, "Από τό στόμα τσϋ Ντούγ κλας βγαίνει άσπρος άφρός, Μόλις βλέπει τό άλογο νά σταματήση σχεδόν όρμάει ε ναντίον του αρπάζοντας μια πέτρα. Τότε, όμως, συμβαίνει κάτι τό καταπληκτικοί. Τό άλογο τού Βάβα τινάζεται ά πό τή θέσι του, παίονει μια στροφή καί φθάνει πίσω άπό τόν αστυνόμο. /Καί, πριν τελευταίος προλάβη, ν’ άντιδράση, τό έξυπνο ζώο τινάζει τά δυο πιισινά του πόδια, δί’ νει μια γερό κλωτσιά στα μα λσκά τού .αστυνόμου καί τόν εκσφενδονίζει' δέκα μέτρα μα κουά. Τό κεφάλι του χτυπάει μέ 'ΒυναΙυι στον τοίχο ενός σπιτιού κάί μένει άναίσθη τος. —- Σοΰ χρειαζόταν!, κάνει ό Βάβα καί κεντρίζει, τό δλο
ταρζαν
γό του πού τρέχει σαν άστρα πή καί κατευθύνεται τώρα προς τό παλάτι του μαχαρα για. Ευτυχώς πού τό παλά τι είναι στην άκρη τής Άλμόρα, πνιγμένο σε ψηλά δεν τρα κι5 έτσι κανείς δεν βλέ πει πώς τ’ άλογα κατευθύνον ται προς τά εκεί.
23
κεφάλια τους καί βλέπουν έ ναν Τίπο - Τίπο άξιοθρήνηττο, μέ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι καί μέ πρησμένο τό ά ριστερό μάτι. — Μπράβο σου, Αεϊλά, αρχίζει αμέσως τά παράπο να. "Ετσι άφήνουν τούς φί λους τους -καί φεύγουν; Ευτυ χώς πού μ5 έκρυψαν άπό τον ΚΥΝΗΓΙ Ντούγκλας καί δεν μέ βρήκε ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ για νά μέ φάη μπαμπέσικα. — Τί έγινες, δεν άκολούθη, ΒΑΒΑ βρίσκει στο σα οες πίσω μου; τον ρωτάει ή λόνι, του -παλατιού τή Αεϊλά. Αεΐλά καί τόιν Σ άντρο. Ό τελευταίος μόλις βλέπει — Φταίει εκείνο τό παλιά λογο πού μου έδωσες, κάνει τον Ίνδο νά μπαίνη, τον ρω θυμωμένος ό Τίπο - Τίπο. Ση τάει ιμέ άγωνί-α: κώθηκε στον άέοα καί μ’έφε—Ποϋ^ είναι ό Τίπο - Τίοε κάτω κορώνα - γράμματα. πο; Δεν ήρθατε μαζί; Ευτυχώς δμως πού στο πέσι — "Ερχομαι μόνος μου! , μό μου, πρόλαβα καί πήρα τά άκοόγεται (μια φωνή άπό τό κεφάλια δυο Εγγλέζων πού διάδρομο. βσέθηκαν μπροστά μου. ’Αμέ •Γυρίζουν καί οι τρείς τά τ' νομίζετε πώς θά τούς χάοιζα; — "Αφησε τοόοα τις πσλληκαοιές σου, του λέει ό Σάν τοο. "Ας ευχαριστήσουμε τό Θεό πού βγήκαμε δλοι ζ<λ]ν τανοί άπό αυτή την πεοιπέτεια κι’ άς σκαφθούμε νά δου υε μέ ποιόν τρόπο θά συλλάβουμ-ε... — Τον Ντούγκλας; τον δι σκάπτεται ό Τίπο - Τίπο. — Τό φάντασμα του νε κρού Ραυύζ. "Η καλύτερα ε κείνο πού κρύβεται πίσω ά πό τό φάντασμα. Γιαιτί ένα Φάντασμα δέν μπορεί νά προ δώση, εκείνος όμως μάς προ δώσε. Φαίνεται πώς ήρθε νά κάνη μιά έπίσκεψι στο παλά Μπροστά καλπάζει ή ατρόμητη κόρη τού μαχαραγιά τι, ιμέ είδε άπό τό παράθυρο
Ο
24 και ειδοποίησε τον Ντούγκλας. Σ κόφτηκα, λοιπόν, νά του στήσουμε ίμια παγίβα. * * *■ Νύχτωσε για τά καλά. Ή μεγάλη- πολιτεία δεν παραυ σιάζει καιμμιά κί(νησι στους δρόμους. "Ολοι φοβούνται1 τό τρομερό φάντασμα κι5 (έχουν κλειστή στα σπίτια τους. Σέ ποιόν άραγε '0ά φανέρωση α πόψε για νά σκοριπίση τον δ λεθρο στο πέρασμά του·; Ποι ός θά έχη την τραγική τύχη νά δή τό σπίτι του νά καίγε ται; * 0 Σ άντρο ,ιμόλ ι ς πέφτουν τά πρώτα σκοτάδια λέει στον Τίπο - Τίπο και τό Βάβα: — Θά πάτε έξω άπό^ τό σπίτι του Ραμυζ. "Εχω μάθει πώς από την ήμερα πού πέθανε δεν κατοικεί κανείς μέσα σ5 αυτό. Θά κρυιφθήτε στον κήπο κάί άν δήτε νά βγαίνη. κανείς θά τον πάρετε από πΐ' σω, μέ προφύλαξι για νά δή τε που πηγαίνει. "Αν μπή σέ κανένα σπίτι νά τρέξη ό ένας από τους δΜο για νά μέ είδα ποιή'ση. "Αν πάλι δήτε κανέ ναν νά μπαίνη, μέσα στο σπί τι. πάλι νά έοθη ο ένας νά με ειδοποίηση,. Έγώ θά κρυφτώ στον κήπο του παλατιού για τι φοβάμαι δτι τό φάντασμα θά επιχείρηση γι’ άλλη μια Φορά νά έπισκεφθή τή Αεϊλ^ "Ετσι, οί δυο φίλοι μαις ξε κάνουν καί σέ λίγο κρύβονται στον κήπο του σπιτιού του Ραμυζ, πού φαίνεται έρημο κι’ έγκαταλειμμένο. Κάθονται κάπου καιμμιά ώρα μέσα σ* ένα θάμνο,, δταν άπο ίο μυσ
Ο ΜΙΚΡΟΣ λό τού Βάβα περνάει μια ω ραία ιδέα: — Δέν πάμε μέσα στο σπί τ· Τίπο - Τίπο, ιμιά καί δέν τό ικατοικεΐ κανείς, νά έρευνήσαυ με μήπως είναι κρυμμένο τό φάντασμα; — Καί δέν πάμε, του άπ αντ άε ι ό κ ω) μ ιικό ς 51 νδός. Σ έ προειδοποιώ, ο^μοος, πώς άν τον βρούμε, θά του σπάσω τά κόκκαλα. — Δέν έχει ικοκκαλα τό Φ άντ ασ μ α, βλάκα! — Δέν έχει; Καλύτερα, για νά μή με πονέσουν οι γροθιές μου. (Πρόσεξε όμως νά μην τό άγγίξηε γιατί θά τσακωθούμε. Θέλω μόνος μου νά τον φάω μπαμπέσικα. — Σύμφωνοι, λέει ό Βά βα κάί πΐροχ(ωιρεΐ προς τήιν πόρτα. Την βρίσκει κλειδωμένη καί αναγκάζεται νά κάνη· τό γύ ρο τού σπιτιού για νά βρή κανένα παράθυρο ανοιχτό. ΕΤ ναι τυχερός γιατί υπάρχει πράγματι ένα παράθυρο άνοι χτό, τό παράθυρο τής κουζυ νο;ις. Σέ λίγο τά δυο παιδιά σκαρφαλώνουν καί βρίσκον ται τώρα κυκλωμένοι από τό πυκνό σκοτάδι τού σπιτού καί την απόλυτη, την αίνιγμα τική σιωπή πού βασιλεύει έκεΐ μέσα. Ό καημένος ό Τίπο - Τίπο τά χρειάζεται. — Ανάθεμά σε εδώ πού ΐμ3 έφερες, διαμαρτύρεται. —■ Σσστ!, τού κάνει ό Βά βα καί ανάβει ένα φακό πού φέρνει πάντα μαζί του.
Στο αδύνατο φώς του δια
ΤΑ Ρ 2ΑΝ κρίινουν ίμια πόρτα, την άνοί γουν καί ακολουθούν ένα διά βρομο. Στο τέλος του διαδρό ΐμου υπάρχει μιά άλλη πόρ τα. Μπαίνουν τώρα μέσα σέ ;μιά κρεββατοκάμαρα. — Σβήσε τό φακό σου, λέει ό Τίπο - Τίπο. Ό Βάβα υπακούει καί έτοι μάζεται κάτι νά πή όταν, ξα φνικά, έχει την έντύπωσι πώς άικούει ελαφρά ίχνη βημάτων. — Βάβα, τού λέει εκείνη τη στιγμή ο Τίπο-Τίπο, νά ιμή ;μέ λένε ηρώα άν δεν συν τρίψω άπόψε τό φάντασμα... — Σσσστ!, τό:ν διακόπτει ό χοντροκέφαλος φίλος του. 'Αικούς βήματα; Ό λαιμός τού Τίπο - Τίπο στεγνώνει ξαφνικά και τά γό νατά του λυγίζουν. Τεντώνει τ’ αυτιά του, ακούει κΓ αυ τός ΐχινηι βημάτων καί μ5ένα σάλτο πέφτει στά τυφλά πά νω στο στρωμένο κρεββάτι τής κρεββατο'κάμαιραςι κάί μπαίνει κάτω από τις κουβέρ τες. — "Ε, τού λέει ό Βάβα πού κάνει κι5 αυτός τό ίδιο, γιατί κρύφτηκες; Δεν μού εί πες πώς θά συντρίψης απόψε τό φάντασμα; —· Ά... απόψε εΤναι ή σει ρά σου, τού λέει λαχανιάζον τας από τό φόβο ό Τίπο - I ί πο. "Αλλη φορά θά τό συντρί ψω εγώ. — Φοβητσιάρη!, κάνει ό Βάβα; Τώρα θά δής πώς τό συντρίβω εγώ! Τη στιγμή εκείνη ανοίγει ή πόρτα καί μπαίνει κάποιος πού τά δυο παιδιά δεν μπο
ρούν νά δοΰν γιατί έχουν σκε παοιμένα τά κεφάλια τους μέ τις κουβέρτες καί κάνουν πώς κοιμούνται! Ό Βάβα μάλι στα ροχαλίζει. _ Γό φως τού δωματίου άνά βει, μερικά συρτά βήματα πλησιάζουν προς τό κρεββά τι καί ένα χέρι τραβάει τις κουβέρτες, ξεσκεπάζοντας μέ μιάς τούς δυό απρόσκλητους επισκέπτες. Ό Βάβα μισοανοίγει τό έ να του μάτι καί κυττάζει τον άνθρωπο πού σκύβει πάνω τους.^ Εΐναι τό φάντασμα τού Ραμύζ μέ τό κερένιο πρόσω πο καί τό βέλος πού τού τρυ πάει τό στήθος πέρα ώς πέ ρα! "Οσο γιά τον π άλληκα ρά τον Τίπο - Τίπο δεν βλεπει τίποτε γιατί, μέ τό τράβη γμα τής, κουβέρτας, χάνει τις αισθήσεις του. Ό Ινδός μέ τό μεγάλο κε φάλι αρχίζει νά τρέμη σύγ κορμος καί φοβάται πώς θά λιποθυμήση κέ αυτός. Πρα γματικά, σέ λίγο λιποθυμάει. "Οχι όμως από τό φόβο του, άλλα από κάτι σκληρό που τόν χτύπησε μέ δύναιμι στο κεφάλι.... ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΗ...
Σ ΑΝΤ ΡΟ -βιρ ίσκετ α; ι κρυμμένος πίσω από έ να θάμνο τού κήπου τού παλατιού τής Αεϊλά, ενώ ή καρδιά του χτυπάει γοργά άττό τήν αγωνία. Περιμένει τό φάντασμα. Κάτι τού λέει μέσα του πώς απόψε θά έπι
ύ ΜΙΚΡΟΙ σκεφθή οπωσδήποτε την κόρη του μαχαραγιά. -αφνιικά, ή πένθιιμη κραυγή ενός νυχτοπουλιού σκίζει την ατμόσφαιρα τής γαλήνης πού επικρατεί ολόγυρα και κάνει τό Παιδί των Λόχων ν’,άνατρι χιάση σύγκορμο. Τό πουλί αυ τό οί Ινδοί τό ονομάζουν Λακ καί κάνει την έμψάνισί του, βγάζοντας ιμιά παράξενη καί πένθιιμη κραυγή, όταν πρόκει ται κάποιος νά πεθάνη,. «Ποιος θά πεθάνη,άραγε;άναρωτιέται τό θρυλικό παιδί. Ποιόν θά πάοη- ό χάρος από ψε στο σκοτεινό του βασί λειο; Έμενα, τή Λεϊλά, ή-μη πως κάποιον από τούς συντρό φαυς ιμου; "Ω, ήταν μεγάλο σφάλμα αυτό πού έκανα.Εί ναι καί οι δυο τους τόσο χα ζοί πού δέν (μπορούν νά προ Φυλάξουν τούς εαυτούς των από τον κίνδυνο. Καί ό κίνδυ
Μέ τό γιαταγάνι κόβει τό σκοι νί τής θηλειάς.
£0 Ντούγκλας τρέχει πίσω από τό άλογο του Βάβα.
νος πού μάς απειλεί απόψε είναι- μεγάλος,τροιμερός... Τό λ όοκ. πρ Οι μ α ντ εόε ι θ άνατ ο.. · "Ας ήταν τουλάχιστον νά μην πεθάνη κ αν ένα ά:γ απηρ ένο ιμ ου πρόσωπο...» Ένώ κάνει αυτές τί-ς θλι βερές σκέψεις, τό βλέ,μμα του διακρίνει ιμιά ύποπτη κίνησή ανάμεσα στα λουλούδια τού κήπου. Άνασηκώνε ι λίγο τό κεφάλι του ιμά δέν βλέπει τί'ποτέ. «Φαίνεται πώς μέ ξεγέλασε ή φαντασία μου», συλλογίζε ται «Δέν θά είναι τίποτε» -αφνικά, ή καρδιά του χτυ πάει δυνατά. 5Από ένα δέντρο πού τά κλαδιά του αγγίζουν τό ανοιχτό παράθυρο τής κου ζίνας του ποίλατιου, «μια άκα θόρ ι στ η σ ι λ ουέττα ^ π ηδάε ι. Δρασκελίζει τό παράθυρο καί σε λίγο χάνεται.
ΤΑΡΖΑΝ Το ιήιρωΐκό παιδί τής ζο,ύγ Κλας αφήνει τή θέσι του και μέ' γοργά πη(δήιματα φθάνει στην κυρία πόρτα του παλα τ.ου, την ανοίγει αθόρυβα και ποοχωρεΐ στο διάδρομο. "Έχει τ’ αυτιά του τεντωμένα, προ σπαθώντας νά συλλάβη και τον παραμικρό1 θόρυβο, ενώ καπευθύνεται προς την κρεβδατοκάμα:ρα τής Λεϊλά. Την ανοίγει ρέ καρδιοχτύ πι, και δεν βλέπει κανέναν αλ λαν έκ,εΐ μέσα εκτός από την κ οιιμισμένη κόρη* τού μαχαρα γιά. Ό Σάντρο κρύβεται πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες και περυμένει. Θά ©ρθη τάχα τό φάντασμα ή ιμήπως τον πή ρ:-' εϊδησι και ξσνάφυγε; "Αν πράγματι τον πήρε εϊδησι ή θά βάλη φωτιά στο παλάτι ή θά φέρη πάλι, τον Ντούγκλας νά τον συλλάβη. Και αυτή
Ή κλωτσιά του αλόγου τον φέρ νει κορώνα - γράμματα κάτω!
27
Περιμένει μέ υπομονή κρυμμένος πίσω άπο ένα θάμνο.
τή φρρά δεν θά μπόρεση τίποτε νά τον γλυτώση... Περνούν ιμερικά λεπτά άπέραντ η ς άγων ίσις/ Από έξω φθάνει συνέχεια τό άνατοιχία στικό κρώξιιμο τού νυχτοπου λ ι ού πού προμαντεύει τό θά νατο. Μέσα στο παλάτι ό μως επικρατεί απόλυτη ησυ χία και μόνο ή κανονική άνα πνοή τής κοιμισμένης Λεϊλά φθάνε_ι_ ώς τ5 αυτιά τού Σάν τρο. -αφνικά... Ή πόρτα τής κρεββατοκάμα ρσς ανοίγει καί τό Παιδί τών Λύκων, ανάμεσα ά;πό δυο φύλλα κουοτίνας, διακρίνει τό φάντασμα! Είναι τό φάντα σμα τού νεκρού Ραμύζ, τού ανθρώπου πού είδε νά πέφτη νεκρός μπροστά στο άγαλμα ~ής ζούγκλας. Τό πρόσωπό του πού έχει τά ϊδια ακριβώς χαρακτηριστικά; είνα|ΐ κερέ»
Ο ΜΙΚΡΟΙ
28 νιο καί φαίνεται σάιν άψυχα. Μόνο τά δυο ,μεγάλα ταυ μα τια λάμπουν παράξενα. Μά, τό πιο απίστευτο και αλλό κοτο είναι πώς τό στήθος του τό περνάει πέρα ώς πέρα ένα βέλος, ακριβώς δπως εκείνο τού τον έστειλε στον "Αδη. Ό Σ άντρο συγκρατεΐ την ανάσα του καταπνίγει τή φιρί κη πού τον κυριεύει καί περι δένει νά δη τι θ’ άκολουθήση. Είναι όμως έτοιμος νά ορμή ση εναντίον του φαντάσματος άν δή ότι .κινδυνεύει ή άγαπη μένη του φίλη·, ή Αεΐλά. Τό βλέπει τώοα νά προχωρή άρ γά, νά φθάνη· στο κοεββάτι τού κοριτσιού πού έξα,κσλου ΘεΤ νά κοιμάται αμέριμνα κ·α)ί νά τό σκουντάη. Ή Αεΐλά άνοιγει τά μά τια, βλέπει, τό φάντασμα δί πλα της και πνίγει μιά κρσυ γή φρίκης ενώ τά μάτια της γουρλώνουν. — Κόρη τού μαχαραγιά, μιλάει τώρα τό φάντασμα ,μέ τή βραχνή τταράξενη φωνή του, είμαι τό φάντασμα τού νεκρού Ραμύζ. Μέ σκότωσε τό Παιδί των Αύκων και ζητώ έκ δίκησι γά ν’ άναπαυθή ή ψυ χή μου στον άλλο κόσμο! —- Όχι!, βρίσκει τό θάρ •ρος νά διαμαρτυρηθή ή κοπέλ λα. Δεν σέ σκότωσε τό Παιδί των Αύκων! — Μέ σκότωσε!, έπι/μένει τό φάντασμα. Τό βέλος πού βλέπεις στο στήθος μου, ξεκί νησε από τό δικό του τόξο. Καταραμένο νά είναι τό Παι δί των Αύκων! Ό Σ άντρο δεν μπρρεΐ νά
κρατηθή άλλο πιά και άποφα σίζει νά βγή από τήν κρυψώ να του. Θά ριχτή πάνω στο φάντασμα και δ,τι είναι ^νά γίνη, άς γίνη. ’Έτσι θά λύση τό μυστήριο αυτό πού βασα νίζει δλοος τούς κατοίκους τής Άλμόρα.... ΑΠΕΙΛΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ρ IΝ όμως προλάβη, νά βγή άπό τις κουρτίνες πού βρίσκεται κρυμμέ νος, συμβαίνει κάτι παράξε νο. Τό φάντασμα γιά μιά στι γμή χάνεται μέσα σ’ ένα σύν νεφο μαύρου καπνού πού δσο πάει κι’ απλώνεται αστρα πιαία. — Φωτιά!, ουρλιάζει ή Αεΐλά. Ό Σ άντρο όρμάει και μτταί νπ μέσα στον καπνό. Σκοντά φτει πάνω σ’ ενα αώμα και έχει τήν ψυχραιμία, πριν χά ση τήν ισορροπία του καί πέ ση άπό τή σύγκρουση νά δώ ση στά τυφλά μιά γροθιά. Μιά πνιχτή κραυγή άκου νέ τοι κι* ύστερα βιαστικά βή ματα πού άπομακρύνονται, έ νώ ό καπνός δσο πάει καί πυ κνώνει. Τό Παιδί των Αύκων σηκώ νεται άπό τό πάτωμα^ πού έ χ·ει πέσει καί ψαιχ σαλεύει, βρί σκει την πόρτα κα'ί βγαίνει στο διάδρομο, πού είναι κι* αυτός γεμάτος καπνόν —- Αεΐίλά, φωνάζει στο κο ρίτσι, άνοιξε τά παράθυρα νά φυγή ό καπνός! Όσπου νά φθάση στήν εί σοδο περνάει άρκετή ώρα.
Π
ΪΑΡ2ΑΝ Στον κήπο που βγαίνει σέ λί γο δεν διακρίνει κανένα. Μπαίνοντας στο παλάτι, βλέπει τον καπνό να έχη δια λυθή. — Που έβαλε φωτιά; ρω τάει ή Λεϊλά. -—- Πουθενά, τής άποκρίνε ται τό Παιδί;. Αέν πρόλαβε γιατί ώρμηισα καταπάνω του καί φοβήθηκε. — Καί ό καπνός; —- Στοιχηματίζω πώς ό καπνός δημ ι ουργεΐται από κάποια ουσία πού φέρνει ε πάνω του τό ψευτοφάντασμα. -— Γιατί, ρωτάει περίεργα τό κορίτσι, βέν είναι άληθϊνό φάντασμα; — Όχι. Φαντάσματα δεν υπάρχουν. Ή γροθιά μου χτύ πηΐσε σε ανθρώπινο σώμα. —Τότε για ποιο σκοπό πα ρουσιάστηκε απόψε εδώ; —- Λεϊλά, ρίξε μια ματιά στα άλλα δωμάτια τού πα λατιού για νά δής σου λεί πει τίποτε; τή συμβουλεύει τό Παιδί των Λύκων. Ή κόιρη τού μαχαραγιά υπακούει πρόθυμα καί σέ λί γο γυρίζει μέ χλωμό πρόσω ττο. —· Μου λείπουν άλα τά χρυσά κοσμήματα τού πατέ ράρμου!, τού λέει έτοιμη; νά κλάψη. · Τό Παιδί των Λύκων δεν Φ α ίνετ α ι νά στενοχ ωρ ιέτ α ι από την εΐδηρι αυτή. Αντί Θετά στα χείλη του διαγρά φεται είναι χαμόγελο 6)ρ ιάμ βου. "Έπειτα, ξαφνικά, τό πρόσωπό του σκοτεινιάζει. — Θέλω ένα άλογο, γρήγο
ρα, λέει στο κορίτσι. "Υστερα από λίγα λεπτά καβάλλα σέ ένα άλογο ξεχύ νεται καλπάζοντας .στους νυ χτωμέναυς δρόμους τής πολι τείας. Ό Τίπο - Τίπο καί ό Βά βα, δταν σ υνέρχω ντ α ι, βλ έ πουν πώς βρίσκονται ακόμα στο κρε'ββάτι. — Τί έγινε; ρωτάει ό κω μικός καί φοβητσιάρης Ιν δός. -— Έρθε τό φάντασμα, τού άπαιντάει ό Βάβα, άλλα φαίνεται πώς δεν μάς πείρα ξε. — Μάς φοβήθηκαν λέει ό Τίπο - Τίπο καί κάνει νά σηκωθή. Δεν τό κατορθώνει όμως γιατί, νοιώθει τά^ χέρια καί τά πόδια του δεμένα. — ΒάιβαΙ, διαμαρτύρεται στο φίλο του, γιαπί μέ έδε σες; "Άλλοτε μην κάνης τέ τοια άοπεΐα γιατί θά σου σπάσω τό κεφάλι! — Πού σ" έδεσα; ρωτάει ό Βάβα καί κάνει νά σηκωθή άλλα, δεν τό κατορθώνει για τί είναι κάίΛ αυτός δεμένος! — Θά μάς έδεσε τό φάν τασμα!, λέει στο φίλο του. Ό Τίπο - Τίπο αρχίζει νά τρέμη. — Θεούλη μου, κάνει, λύ σε με νά φύγω από τούτο τό οπίτι! Λύσε με πριν έρθη τό φάντασμα καί μέ καταβροχθίση!! Λυπήσου τον φτωχό σου Τίπο - Τίπο και κόψε τά σκοινιά του! Δεν προλαβαίνει νά τελείά ώση την παράκλησί του προς
30
Ο ΜΙΚΡΟΪ
τό Θεό, όταν ή πόρτα του δω ματιού ανοίγει και κάνει την έμφάνισί του τό... φάντασμα. Ό Τίπο - Τίπο από τό φόβο του σπαιρταιράει σαν ψάρι, ε νώ ό Βάβα κλείνει τά μάτια του για νά μη βλέπη. "Ενα κρύο γέλιο αντηχεί τότε και τούς παγώνει καί τους δυο την ψυχή. — Εϊσαστε φίλοι του Παι διού των Λύκων; λέει τό ψάν ταοιμα. — "Οχι, δεν... δεν είμα στε!, τραυλίζει ό Τίπο - Τί π ο. Ούτε ξέρω ποιο είναι αυτό τό Παιδί. Τό φάντασμα γελάει πάλι. — Έτοιμαστήτε νά πεθά νετε, λέει καί βγάζει από μια τσέπη του ένα στιλέττο. Κα νένας δεν μπρρεΐ νά τά βάλη, με τό φάντασμα. — Σε πα... παπαπα... ττα ιρακαλώ, κάνει ό Τίπο - Τίπο
ενώ οι τρίιχες του κεφαλιού του έχουν σηκωθή από τή φρί κη μέσα στο τουλμπάνι του, λυ...λυιλυπή:σου σου σου με! Τό φάντασμα όμως δεν φαί νεται νά λυπάται τά δυο δε μένα παιδιά. Σηκώνει τό (ο πλισμένο μέ τό στιλέττο χέ ρι του καί ετοιμάζεται νά^ τό κατεβάση μέ δύναμι πάνω στην καρδιά τού Βάβα, πού παραμιλάει από τό φόβο τουΤό δολοφονικό όμως χέρι δέν προλαβαίνει νά κάνη την μοιραία τροχιά τού θανά του γιατί κάποιο άλλο χέρι τό αρπάζει καί τό κρατεί α κίνητο. Κάί τό ατσαλένιο αυτό χρρη ανήκει στον Σάν τρο, στο άτρόΙμητο Παιβί τών Λύκων! ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ;
Ο ΦΑΝΤΑΣΜΑ ^ γυρίζει ξαφνικά προς τά πίσω, ένώ τό στιλέττο πέφτει από τά χέρια του. Καθώς άντιικρυζει τό μισόγυιμνο παι δί, τά μάτια του λάμπουν ά γρια. -— Παιδί τών Λύκων, λέει μέ τη βραχνή φωνή του, }αέ σκότωσες μια φορά μά δεν μπορείς νά μέ σκοτώσης δεύ ^ερη. Δεν μπορείς νά σκοτώσης την ψυχή μου. — Μπορεί καί παραμπορεΐ!, πετάγεται ό Βάβα εκεί νη τή στιγμή άπ’τό κρεββάτι ανακτώντας τό θάρρος του. ,— Σαχίμπ, παρακαλάει ό Τίπο - Τίπο, λύσε με πρώτα νά φύγω από δώ μέσα καί
Τ
Ένώ
καλπάζει, πυροβολεί Παιδί τών Λύκων.
τό
^στείρα φάτονε μπαμπέσικα! Τό Παιδί των Λύκων δεν μι λάει, τταιρά κυττάζει^ επίμονα τό φάντασμα ατά μάτια. Στο τέλος λέει ,μέ σκληρή καί υ πόκωφη· φωνή: — Ποιος κρύβεται κάτω από την κέρινη: μάσκα τού Ροομυζ, (φάντασμα; “ Είμαι ό ίδιος ^ ό νεκρός Ραμύζ, απαντάει τό φάντα αμα. — Δεν πιστεύω ατά φαν τάσιματα, τού λέει ό Σάντρο. Είσαι φάντασμα οσο εί μαι καί γώ. Τό κόλπο σου πάντως είναι περίφημο. Μπαί νεις τις νύχτες στα σπίτια καί άφοϋ κλέψης δ,τι πολύτι μο βρής, τρομοκρατείς τούς ενοίκους των καί βάζεις φω τιά. "Ετσι, κανένας άπό αυ τούς δεν ξέρει ότι πριν βάλης φωτιά τούς έχεις κλέψει. Κα νένας δεν φαντάζεται^ δτι· μπο ρεΐ νά κλέψη ένα φάντασμα. Έγώ όμως είμαι βέβαιος γι’ αυτό. "Εκλεψες πριν λίγη ώ ρα από τό παλάτι τής κό ρης τού μαχαραγιά αρκετά χρυσαφικά. Λοιπόν, θά βγάλης τη ;μάσκα σου ή θά σού τή βγάλω έγώ; » — ΕΤ|μαι νεκρός, απαντάει τό φάντασμα. Τό βέλος μου περνάει πήρα γιά πέρα τό στήθος, τρυπώντας μου στη μέση τήν καρδιά, Ξαφνικά, γίνεται κάτι πού ό Σάντρο δεν θά .μπορούσε νά τό φανταστή. Τό φάντα σμα κάνει δυο βήματα προς τά πίσω, μια καταπακτή ό: νοίγει καί τον καταπίνει !
Τό Παιδί τών Λύκων κινεΐ-
Ή τίγρη έχει αρπάξει τό φάντα σμα από τό λαιμό.
ται τότε ταχύτατα. Κόβει τά δεσμά τώ'ν δύο φίλων του, τούς λέει νά τρέξουν κοντά στη Λεϊλά καΓι ό ίδιος βγαί νει έξω από τό σπίτι τού Ρα μυζ. Στο γειτονικό δρόμο τό μάτι του παίρνει τή σιλουέττα ενός κα'βαλλάρη- νά άπο μακρύνετα ι. Καβαλ λάει καί αυτός στο δικό του άλογο καί τ ρέχ ε ι καλπάζο ντ ας π ί σω του. Τά δυο άλογα τρέχουν σαν άστρ απ ή, δ ι ασχ ί ζουν τούς δρόμους τής πολιτείας, περνούν έναν καταπράσινο κάμπο καί σέ λίγο μπαίνουν στη ζούγκλα... Ό πρώτος καβαλλάρης,τό φάντασμα, στρέφει κάπου κάπου πίσω καί πυροβολεί τον Σ άντρο. Μά οι σφαίρες τού πιστολιού του τελειώ νουν γρήγορα καί σπηρσυνίζει τώρα μέ λύσσα τό άλογό του γιά νά ξεφύγη. Μά το
Ο ΜΙΚΡΟΣ
%2 Παιδί των Λύκων δεν τον άφί νει ούτε στιγμή αϊτό τά μά τια του. Αρχίζει τώρα πια να χαράζη. Τά δυο άλογα βγάζουν άσπρους άφρούς από τά στό;ματά τους. Ό Σάντρο ανα σαίνει γρήγορα καί βαρειά. Θά ιμπορεοηι τάχα νά προλάβη τό φάντασμα καί νά του ξεσκεπάση τό πρόσωπο από τή ράσκα; Ξαφνικά, συγκροτεί τό ά λογό του ενώ ένα ρΐγος φρί κες συγκλονίζει τό κορμί του. Βλέπει μιά τίγρη νά πηδά,η πάνω στο φάντασμα, νά τό ρίιχινη κάτω από τό άλογο καί νά τό άρπάζη από τό λα.ΐ|μό! Ό Σάντρο πηδάει γοργά από τό άλογό του, τραβάει τό στιλέττο του καί όρμάει πάνω στο τραγικό συρπλεγρα του ανθρώπου καί τής τίγρης. 5Ανύποπτη, ή τίγρη, καθώς είναι άφωσιωμένη νά κατασπαράξηι τό- θύμα της, νοιώθει την αιχμή του στιλέτ του νά βυθίζεται στο λαιμό της καί1, αφήνοντας ένα τρο μερό ουρλιαχτό, εγκαταλεί πει τό θύμα της καί πέφτει α νάσκελα, νεκρή. Ό Σ άντρο σκύβει πάνω στο φάντασμα καί άθελά του ένα επιφώνημα καταπλήξεως βγαίνει από τά χείλη του.Τά νύχια τής τίγρης έχουν ^βγά λει την κέρινη μάσκα τού φαν τάσματος καί κάτω από αυ τή διακρίνεται τώρα καθαρά τό πρόσωπο τού... νεκρούΡα μύζ! Μόνο που τώρα ^ είναι
ζωντανός
καί σπαρταράει α
πό τούς πόνους, γιατί ή τί γρη τον έχει δαγκώσει άσχη μσ στο λαιιμό. — Ό Ρα/μυζ!, λέει ό Σάν τρο χωρίς νά κρύβη την κα τάπληξί του, — Ναί, τού απαντάει βογ γώντας έκείνος. ΕΤραι ό ί διος ό Ραιμύζ. Μέ νόμιζες νε κρό, όπως ρέ νομίζουν ό λοι, μά εγώ δεν πέθανα για τί, άπλούστατα, δεν μέ σκό τωισε κανείς ί Τό βέλος δεν ιμοΟ τρύπησε την καρδιά, μπροστά ^ στο άγαλμα τού Βούδδα. 7Ηταν ένα ψεύτικο βέλος κομμένο στά δυο πού τό είχα κολλήσει τό ,μισό πί σω στην πλάτη καί την αι χμή του ιμπροστά στό στή θος μου. Ό άλλος πού κρα τούσε τό τόξο καί ό υπηρέ της ρου πού ρέ πήρε ,μέ τό άλογο ήταν συνένοχοί μου. "Οταν μέ έθαψαν, ρέ έβγαλε αμέσως από τόν τάφο ό ύτιηρέτης μου... — Γιατί τά έκανες όλα ουτά; τόν ρωτάει παράξε νε μένος ό Σάντρο. — "Ήθελα νά ληστεύω τά πλούσια σπίτια καί αποφά σισα νά πεθάνω στά ψέματα. "Έτσι, δεν θά μέ υποπτευό ταν κανείς. "Οταν θά συγ κέντρωνα αρκετό χρυσαφ ι καί χρήματα, θά έφευγα μα κρυά από την "Αλμόρσ. "Ή ξερα πώς ήμουνα καταραμέ νος άπ"τό Βούδδα νά πεθά νω ιμπροστά στό άγαλρά του πού τό ναό του έκαψε ό παπ πούς μου, καί ήθελία νά φύ γω. "0|μως, Παιδί των Λύ κων, δεν τά κατάφερα νά γλυ
33
ΤΑΡΖΑΝ τώ,σοο από την κατάρα του Βούδδα. „ Κύτταξε... Ό Σ άντρο κυττάζει προς το μέοος πού του δείχνει ό Ρ;αμύζ. ΕΤναι το άγοολμα τού Βούδδα! Τό αλογο του Ραμύζ πήρε στην τύχη τό μονο πάτι τής ζούγκλας πού ο δηγεί στο άγαλμα! Γυρίζει τώρα τό βλέμμα ταυ στον ’ I νδό και ένα πα
γωμένο ρίγος τρέχει στην σπονδυλική του στήλη. Ό Ραιμύζ είναι νεκ,ρός. 5Από τά χείλη του· έχει βγή άφθονο σΐΐμα. «Ή κατάρα του Βούδδα!», ψιθυρίζει ό Σάντρο καί απαμακρύνεται αργά - αργά από τον τόπο τής τραγωδί ας. ,μέ την ψυχή τσακισμένη οπό τή Θέα του Θανάτου.
ΤΕΛΟΣ Π. ΣΤΡΑΤΙΚΗΣ "Απακλειστικότης:
Γεν.
Εκδοτικά!
Επιχειρήσεις
Ο. Η.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΝΤΑ!
ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΛΕΚΚΑ 22, (υπόγειον)
1)
Ό
2) 3)
"Η κρύπτη των θησαυρών Τό μυστικό τού μάγου Τό μαύρο διαμάντι *0 χορός τής Φωτιάς Ή βασίλισσα του Ταμ-Ταμ Τό τέρας των οόρανων 'Ο χρυσός έλεφαντας Τό άνθρωποφάγο δέντρο Μονομ αχ ία δε ι νοσαύρων Τό στοιχειό τής λιανής *Η φυλή τών φιδανθρώπων Τό κόκκινο χαλάζι Ή άρχόντισσα τών τρελλων *0 Φτερωτός κροκόδειλος Τό ναρκωμένο μαμμούθ Μονομαχία μέχσι θανάτου
4) 5) ό) 7) 8) 9) 1 0) 11) 12) 13) 14) 15) 16) 17)
Αόρατος ^γίγαντας ^
18) 19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31) 32) 33) 34) 35)
Όχ λυσσασμένος ρινόκερως Σ τά νύχ ι α τού Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φίλτρο τής κακίας Ή γοργόνα τής λίιμνης 'Ο δαίμονας της συμφοράς 'Ο θάνατος τοΟ Ταρζάν Τό φάντασμα τής ζούγκλας *0 μαύρος όλεθρο $ 4Η Τσίτα θριαμβεύει Τό μυστικός τού Μπουτάτα Ή κολασμένη Κοιλάδα Χατα,ρού 'Ο δρκος τού Τσμπόο. Αιχμάλωτοι Καννί'βάλων Σ άντρο Τό ' Ιερό Καραβάνι. Ό μυστηριώδης φακίρης
ΜΜίπη
ΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
«>
*
*
I
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ίον—Τόμος 5ος—Άρ. 36—Αρ. 2 ■ΜΟ——Ρ1ίΜ——^ΒΗ—ΜΜ—*—
*
I*
ητ»«τ,ιηιιπ?·ι·ι———
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. *Ανεμιοδονρια:ς,Στρ.ιΠλςχστήρα! 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)·ντής Γ. Γεωργ ιώδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σ^μύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕιΠΙΤΑΠΑιΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, 'ΑθήναΓ.
*
*
* *¥¥¥¥¥¥**^*¥¥¥¥**¥¥¥*¥¥¥*****¥**¥¥*********
υΠη Στο έττόμενο τεύχος., τό 37.. που κυκλοφορεί την έρχόμενη Παρασκευή μέ τον τίτλο:
Η ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τό θρυλικό Παιδί των Λύκων γνωρίζει μια από τίς καταπληκτικότερες περιπέτειες μέσα στην καρδιά τής ζούγ κλας, αντιμετωπίζοντας σέ κάθε βήμα του τό μυστήριο κοιΐ τό θάνατο. Μιά μυστηριώδης και άγνωστη φυλή ζητάει νά θυσιάση μιά κοιτέλλα στή θεά της και διαλέγει τή Λεϊλά. 'Ο Σάντρο, όμως, μέ τον Τίττο - Τίπο καί τό Βάβα απο φασίζουν νά την ελευθερώσουν καί αντιμετωπίζουν την τρομερή
ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
$.0.5 ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ή£ΊΪΚ6ΦΤ0ΥΜ6 ΤΙ 06*61 ΝΛ Η*ΙΜ ηϊνΦι απγοΝοηοι ηΐίτεγοΥλ ότι οι ΚΡ4ΤΗΡ61 ετο.Φε/ταρι. ΕΧίΜβΗ *}71Ό ΗΦΗΙΙΤΙΟΓΈΝΖΙΖ εηΡΗζειζ.. ηοιποΜ το χ&ηβ ιτο>
Ρ/χΗίΙ ΤΟ Χ2Μ& 2ΤΟ 2X6410 ή*/ η9 ΗλΤηΚβ' 7€Υ€ί . .
7ΤΗΡ& 270 λ 6Ρ! ΤΟΥ.. ΤΤΡάηβί Μ® απβί /)ΑΜ.. ...
Τλ€Δ/ή£6 70
)
/ΗΜΙΧΟ 7Ύ7ΊΟ
) 6Η&Η Η£ 4/“
Π* το Φ92ΦΟΡο!\μ4ΥΝΗ
ΤΗ* .
άΗί)
4Ηί): Χή €*9£0ΥΜί\Μ€ Τν*€Η..
ΤΗ Π ΘΜ Μβ το ψρι\ ΤΟΤ* ΤΙ 04) ΦΟΡΟ ΟΚΟ£ Β^βπο) 6ΧΟΤΗ6. ?
Ο ΤΟΜΥΚΙΟΦΙΠ0£ ΤΟΥ ΜΝ 6ΡΓΑΖΟΝΤΜ 71*60* ΝΟΝΟΙ.. Ο ΚΟΙΝΟΙ ΟΔΟΙ £*ΗΗ6ΡΡΗ6' Ν0£ ΑΤΪ711 6*ΗΗ£Π4ίίΓ Π6Ρ/Μ6*6/ Μ6 ΑίΡΝ/4 ΤΗ 4* /92&2Η ΤΟΥ *ΑΤΔ*ΗεΥΧεΑΗ6 ύΙΛίΤΗΜΟΤίηΟΐΟ.. ΚΟΖ 06/716/ Η 4) Π4) Μ* ηφ ~ Η€ ΙΤΟ
^κ//£Χ/Ζ£ΤΛ /. -
Η ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Η ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΠΑΓΙΔΑ ΕΝΑ στενό μονοπάτι τής ζούγκλας ττροχω ρούν ,μερικές σκυμμέ νες ανθρώπινες σιλουέττε^. Κάπου - κάπου σηκώνουν τα κεφάλια τους, κυττάζουν όλο γυρά τους ιμέ προσοχή κΓ ύ στερα τά ξανασκύβουν. Στους ώμους τους οι άνθρωποι αυ τοί κρατουν μεγάλα τόξα καί φαρέτρες γεμάτες βέληι. Σέ ίμια στιγμή, ένας από αυτούς αφήνει ,μ ια: συνθηματική κραυ γη ικι3 ύστερα... τίποτα δεν φαίνεται, τίποτα δεν άκούγε ται στο μονοπάτι...
Σ3 ένα άλλο μονοπάτ ι βα δίζει μια όμορφη: κοπέλλα μ* ένα άδειο φλασκί στο χέρι της καί πίΐσω της ένα παιδί αδύνατο, μέ κωμικό πρόσο πο. Ή κοπέλλα είναι ή Λεϊλά, ή κόρη του [μαχαραγιά τής Άλμάρα καί τό παιδί ό Τίπο - Τίπο, ό φοβητσιάρης 3Ινδός καί φίλος τού Παιδιού των Λύκων. Πηγαίνουν να γε μ'σουν τό φλασκί μέ νερό από την κοντινή πηγή. — Λεϊλά, λέει σέ μια στι γμή ό Τίπο - Τίπο, αυτός ό Σ άντρο σαν πολύ φοβητσιά ρης ,μού φαίνεται. Τις τελευ ταίες |μόρες δέν βγαίνει έξω από τή ζούγκλα για ν’ άιντιμε
ΤΙΜΗ «ΑΧ. 2
4 π ίση κανέναν κίνδυνο. Και ρα έστειλε εμάς για νερό γιατί, σίγουρα, φοβάται νάρ*θη ώς την ττηγή. "Οσο για τόν άλλο, τό Βάβα, αυτός είναι ■κάτι πιο πάνω από φοβητσιά
•ρης···
Ή Λεϊλά πού προχωρεί μπροστά ακούει τόν Τίπο * ί ίπο και χαμογελάει, γιατί ξέρει ότι πιο φοβητσιάρης άπό τόν κωμικό αυτό Ίνδο, δε μπορεί ·νά ύπάρζη άλλος. — Ευτυχώς πού έχουν εμέ να μαζί τους, συνεχίζει, καί αντιμετωπίζω όλους τούς κιν δ όνους πού παρουσιάζονται. Έμενα δεν βρέθηκε, ούτε καί θά βρεθή κανείς γιά νά μέ (ΐ>άη μπαμπέσικα... Σ τό μ ετιαξύ πληισ ιάζουν στην πηγή κι5 ενώ ή Λεϊλά βά ζει τό φλασκί κάτω από τό τρεχούμενο νερό γιά νά γεμΐ' ση, ό Τίπο - Τίπο διαλέγει μιά πέτρα, κάθεται πάνω της καί συνεχίζει τά εγκώμια τής ανδρείας του καί τής παλλη,καριάς του. — Τι νά σου πώ, Λεϊλά, τέτοια ψυχραιμία σάν τη δική μου, δεν υπάρχει πουθενά. Κα νόνι νά σκάση δίπλα μου, δεν κλείνω ούτε τά βλέφαρά μου. Μιά φορά μου είχαν στήσει παγίδα δυο εχθροί μου καί έ νώ περπατούσα, ακούω ένα, αλτ! Ούτε καρφί δεν μου κά ηκε από την απειλή τους. ιΑ πλώνω τις χερούκλες μου, τούς πιάνω από τό λαιμό καί άρχισα νά χτυπάω τά κεφά>λ;α τους αναμεταξύ τους, ώ σπου. .. Ξαφνικά, συμβαίνει κάτι
Ο ΜΙΚΡΟΣ παράξενο. Ή πέτρα πού κάθε ται ό Τίπο - Τίπο ζωντανεύει κινιέται γιά μιά στιγμή δε ξιά κΓ αριστερά κι5 ύστερα σηκώνεται μέ ίμιας καί^το σω μα του κωμικού 5 Ι νδού αφού τραμπαλίζεται γιά λίγο, πέ φτει καταγής. -— Θεούλη μου!, προλα βαίνει νά Ιτή ό ήρωάς μας, πού περηφανευόταν πώς δεν τόν ξαφνιάζει ούτε κανόνι άν πέση δίπλα του, ή πέτρα ζων τάνεψε καί θέλει νά μέ ψάη μίπαμπέσικα! "Υστερα από τά λόγια αυ τά, χάνει τις αισθήσεις του, Ή Λεϊλά, άφωσιωμένη κα θώς είναι ιμέ τό γέμισμα τού φλασκιού της δεν βλέπει τί ακριβώς συμβαίνει στον σύν τροφό της, όταν όμως άκουη τά παράξενα λόγια του-, ση,κώνει τό κεφάλι της καί γιά μιά στιγμή μένει κατάπληκτη από αυτό πού άντικρύζει: ά Τίπο - Τίπο πέφτει καταγής ενώ εκείνη τή στιγμή σηκώνει τό κορμί του κάποιος άλλος! Φαίνεται πώς ό χαζός καί φο 6ητσ ιάρηζ σύιντ ροφός τη ς καθόταν πάνω στο κορμί αυ τού τού ανθρώπου, νομίζον τας το γιά πέτρα! Μά ή έκπληξι τής Λεϊλά συ νεχίζεται. Την ίδια στιγμή άν τηχεί μιά παράξενη φωνή κά που πίσω της καί, καθώς γυρ νάει απότομα τό κορμίί της, βλέπει νά πετάγωνται από τούς θάμνους κι* άλλοι άν θρωποι. Είναι όλοι τους μισό γυμνοί, φορώντας μόνο ένα μαγιό από δέρμα στη μέση τους καί στά χέρια τους κρα
ΤΑΡ2ΑΝ τοΰν τεντωμένα τόξα, στραμ μένα όλα προς τό μέρος της, απειλητικά. Ή θαρραλέα κοπέλλσ δεν χρειάζεται και πολύ για να καταλάβη ότι κινδυνεύει, και πώς π,ρέπει νά δράση, αμέ σως, άν θέλη νά ξεφύγη από την παγίδα που τής έχουν στήσει. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά γυοω της καί βλέπει πίσω από κάθε θάμνο νά πε τάγεται κύ ένας Ινδός, μ<έ τό τόξο του τεντωμένο. Δεν υ πάρχει ελεύθερη: δίοδος για νά ξεφύγη. Πρέπει νά διασπά ση τον κλοιό. Πώς, όμως; Μια ιδέα αστράφτει γιά μιά στιγμή στο νού της. 'Αρ πάζει τό φλασκί, πού εΐνα^ι γεμάτο νερό, τό πιάινει από την άκρη του καί τό στριφο γυρίζει όλόγΜρα, μέ ^ταχύτη^ τα. 5Από τό ανοιχτό μέρος τού φλασκιού πετάγεται ιμε άρ μη τό νερό καί πέφτει πάνω στά πρόσωπα μερικών Ινδών κάνοντάς τους νά ξαφνιαστούν κϊ’ ύστερα νά σκύψούν γιά νά τό άποφύγουν. Αυτό περιμένει καί ή Αεϊλά. Μέ ένα γοργό πήδημα πέ φτει πάνω σ’ έναν από τούς σκυμμένους Ινδούς, τον ανα τρέπει πριν εκείνος πραλάβη νά χρησιμοποίηση τό τόξο του καί τό βάζει στά πόδια. "Ωσπου νά συνέλθσυν από την έκιπληξί τους οι άλλοι, έ χει άτηομακρυινθή αρκετά... Πίσω της. ακούει φωνές καί τρεχαλητά. Οί Ινδοί σκορ πίζουν έδώ κι5 έκεΐ στη ζούγ κλα γιά νά την προλάβουν. Τό θαρραλέο κορίτσι βάζει
5 όλη τη δύναμί· της καί τρέχει, καί τρέχει... κερδίζοντας παν τα άπόστασι άπό τούς διώ κτες της. Οι θάμνοι καί οί κορμοί τών δέντρων την κρύ βουν άπό τά μάτια τους καί σέ λίγο, όταν θάχη άπομακρυνθή αρκετά, θ’ άρχίση νά ψωνάζη γιά νά την άκούση ό Σ άντρο καί νά τρέξη προς τό μέρος της. Ή Αεϊλά έχει με γάλη εμπιστοσύνη στο Παιδί τών Αύκων. Είναι βέβαιη πώς εντελώς μόνος του, ,μπορεί νά τά βάλη μέ εκατό Ινδούς καί νά τούς νικήση. .Πίσω της ή συναυλία τών φωνών καί τών θορύβων που κάνουν τά γυμνά ποδάριία τών Ινδών καθώς τρέχουν, ά πομακρύνεται σιγά - σιγά. Αυτό σημαίνει πώς τούς έχει ξεφύγει αρκετά. Ή ψυχή τής κοπέλλας πλημμυρίζει άπό χαρά γιά τό κατόρθωμά της καί αποφασίζει τώρα νά μη φωνάξη του Σάντρο ώστε νά μην βρουν τά χαμένα ίχνη της οί άνθρωποι πού την κυ νηγούν. - Ξαφνικά, νοιώθει μια άπα λ ή καί παγωμένη λαβή στο δεξί της πόδι, λίγο πιο κάτω άπό τό γόνατο. Μέ την ορμή πού τρέχει δέν μπορεί νά συγ κρατηθή κα)ί πέφτει μπρουμυ τα, ματώνοντας τά χέρια της πάνω σέ μερικά άγκαθία, ε νώ νοιώθει την απαλή λαβή νά γίνεται όλο καί πιο δυνα τή.... Γυρίζει τό κεφάλι της γι,ά νά δ ή ποιόζ την κρατάει καί αφήνει άθελα της νά τής ξεφύγη μια κραυγή φρίκης.
6
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΊΑ Α; ΤΑΝ ανακτά τις αϊσθή ■σεις του ό Τίπο - Τίπο σηκώνει τό κεφάλι και δεν βλέπει κανόναν. Ή Αεϊλά δεν γεμίζει τό φλασκί της στην πηγή. «Φαίινεται πώς είδε την πέ τρα πού ζωντάνεψε, συλλογί ζεται τό χαζό παιδί, καί τδβαλε ατά πόδια από τό φόβο της! Τί φοβητσιάρες πού εί ναι αυτές οι γυναίκες! Έγώ όμως δεν έχασα τό θάρρος μου καί δεν κουνήθηκα ούτε ρούπι από τη θέσι μου. Αυτό Διαλέγει μια πέτρα και κάθεται θά πή ανδρεία!» πάνω της. Κ αθώς σηκώνετ α ι, φ θάνουν ώς τ’ αυτιά του άγριες πού ήρθαν. φωνές. Ό κωμικός ήρωάς μας — Αυτοί θέλουν σίγουρα τά χρειάζεται καί τό βάζει νά με φάνε μπαμπέσικα, βγά στα πόδια παίρνοντας την άν ζει τό συμπέρασμα, ενώ οί τίθετη κατεύθυνσι από κείνη φτέρνες του χτυπουν στην πλάτη του από την πολύ τρε χάλα. Ύστερα άπό μια όλόκληΓ ρη ώρα, φθάνει στην καλύβα τους, αφού έκανε έναν τερά στιο κύκλο μέσα στη ζούγ κλα. Σκαρφαλώνει· με τό σκοι νί στο δέντρο καί πέφτει άτ ποκαμωμένος πάνω στο μα λ.ακό στρώμα τής καλύβας. — Τί συμβαίνει; τον ρω τάει γελώντας ό Σ άντρο, πού κατάλαβε πώς ό φίλος του έ χει άπό κάτι φοβηθή. Γιατί αργήσατε τόσο πολύ; Που εΐ ναι ή Αεϊλά; — Που νά στά λέω!, αρ χίζει ό Τίπο - Τίπο. Κάθησα πάνω σέ μια πέτρα πού ζων Πηγαίνουν στην πηγή νά γεμί τάνεψε! Ή Λείλά τδβαλε στά σουν τό φλασκί νερό.
Ο
ΤΑΜΙΑΝ πόδια άπό τό φόβο της ενώ έγώ κάθησα καί την άντιμε τώπισα. .— Ποια; τον ρωτάει χωρίς νά κοεταλαβαίνηι τό Παιδί των Λύκων. — Την πέτρα, ποια άλλη; "Ηθελες νά καθήισω να με φάη μπάμπέσιικα; — Κι* ύστερα τί εγιινε; — Ύστερα ήρθα έδω. — Καί ή Λείίλά που είναι; — Άπό τό φόβο της τρέ χει άκρμη, καί πάντα τρέμει. — Βρέχεις κάνει ό Βαβα κουνώντας πέρα δώθε την άνοικονό,μτγτη» κεφάλα του. ^ — Παψε έσύ!, του λέει ό Τίπο - Τίπο. Μη μέ κοροϊδέψης άλλοτε γιατί θά σε πετά ξω κάτω άπό την καλύβα, μπουζουκοκεφαλε! Ό Σάντιρο σηκώνεται όρ θιος, ενώ τό (μέτωπό του γε μίζει ρυτίδες ανησυχίας.
— Θεούλη μου, ή πέτρα ζων τάνεψε!/ φωνάζει 6 Ίνδος.
1
Τρέχει μέ δλη τη^ τή δύναμι για νά ξεφυγη...
— Λεν καταλαβαίνω τί εγινε, λέει στον Τίπο - Τίπο. Γιατί φοβήθηκε ή Λεΐλά; — "Ελα ντέ, γιατί φοβή θηκε; άναρωτιέται κι* ό Τίπο -Τίπο. Δεν τις ξέρεις τις γυ ναΤκες, σαχίιμπ; Φοβούνται καί άπό τον ίσκιο τους ακό μη. Δεν ,μοιάζουν μέ ιμάς τους άνδρες πού είμαστε άνδρεΐοι καί άτρόμητοι καί θαρραλέος καί ριψοκίνδυνοι, σαν καί του λόγου μου... — Του άλογου μου; τον δι ακόπτει ό Βάβα. Ό Τίπο - Τίπο ^έτοισάζε ται νά τον καρποοζώση άλλα δεν προλαβαίνει γιατί ό Σάν τρο τούς διατάζει: — * Ελάτε ιμαζί μου γρή γορα ! Γλυστράει στό χορτόσκοι νο καί πίσω του γλυστρουν καί οι δυό Ινδοί ιμέ τη σειρά
β
Ο ΜΙΚΡΟΙ
τους. Τό Παιδί τώ,ν Λύκων δεν είδες ποιος αιχμαλώτισε ττού δεν υπόρεσε τίττοτε άποτή Λεϊλά; λύτως να καταλάβη από την — Τί μέ πέρασες νά λιπο ιστορία πού του διηγήιθηικε ό θυμήσω; Για κανένα φοβητσι Τίπο - Τίπο, κατευθύνεται άρη; προς την πηγή για νά δ ή τί Τό Παιδί των Λύκων τό συμβαίνει. " Ενα κακό π,ροαί παίρνει άπόφασι πώς δεν πρό σθη|μα τον βασανίζει πώς ή κειται νά μάθη τίποτε από ψίλη· του κινδυνεύει. Δεν μπο τον χαζό σύντροφό του καί ρεΐ ήμως νά μαντέψη ποιος αρχίζει νά φωνάζηι τή Λεϊλά, κίνδυνος είναι αυτός πού την άνεβάίνοντας στήν κορυφή ε απειλεί. Εκείνο πού δεν μπο νός ψηλού δέντρου;. ρεΐ νά καταλάίβηι είναι γιατί Φωνάζει πέντ5 έξη, φορές ήρθε ό Τίπο - Τίπο (μόνος χωρίς νά πάρη ,άπάντησι. Ε του και δεν ,μπόρεσε νά του τοιμάζεται νά κατέβη από τό δώση μ>ιά έξήγησι γυά την δέντρο όταν φτάνη ως τ’ αυ απουσία της Λεϊλά. τιά του ·ή ηχώ ενός ουρλια >Πίσω του, ό κωμικός Ί νδός χτού. Ή καρδιά του άνασκιρ διηγείται τά καταρθώματά τάει. Τό ουρλιαχτό είναι του του στον χοντροκέφαλο Βάβα.. αδελφού του του Κί,μο, τού τε — Ζωντάνεψε ή πέτρα, Βά τραπέρατου μαύρου λύκου, βα, σηικώθηΐκε ψηλά καί μ5 ερ πού μ’ αυτόν τον τράτο καλεί ρίξε κάτω! Σηκώναυμαι τότε κοντά του τον Σάντρο. Φαίνε εγώ καί την αρχίζω στις γρο ται ίσως πώς ό Κίιμο θά κοατά θιές ώσπου... φερε ν’ ακολουθήση τά ίχνη — Την ρρριξες κάτω; εκείνων πού αιχμαλώτισαν τή —Μονάχα; Τή διάλυσα δε λες καλύτερα; Λεϊλά. Γιατί τό Παιδί των Λύ κων είναι βέβαιο πώς ή κόρη Στο μεταξύ φτάνουν στην τού μαχαραγιά έχει αίχμάλω πηγή. Ό Σάντρο βρίσκει τό τστή από κάποιους. άδειο φλασκί, πεταμένο πά νω σ’ ένα θάμνο καί ολόγυρα 'Κατεβαίνει από τό δέντρο καί λέει στους δυο Ινδούς. πολλά ίχνη γυμνών ποδάριων. Ή ψυχή του σφίγγεται από — Γρήγορα (μαζί ιμου! Ό Κίμο μάς καλεί! τό κακό προαίσθημα πού τώ ρα πια έχει γίνει βεβσιάτης. — Μαλλί; τον ,ρωτάει ό — Σάς έπετέθηκε κάνε- ' κουφός Βάβα. νας; ρωτάει τον Τίπο - Τίπο. "Ενα σπρώξιμο όμως τού Τίπο^ - Τίπο δίνει στον χον — Τί λες, σαχίμπ, του α ποκρίνεται ό ψευτοπαλληκα τροκέφαλο Ινδό νά καταλά ράς Ινδός. Τολ|μάει νά μου βη πώς πρέπει νά τρέξη μέ^ό έπιτεθή κανένας έμενα; λη του τή δύναμί’ των ποδιών —Μήπως λιποθύμησες καί του πίσω από τον Σάντρο...
ΤΑΡΖΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
9
"Λ γη μέ όλη της τή δύναμι ενώ έκ είνο στρέφε ι - μαν ι ασμένο < ι■' δεξιά καί άριιστερά τό κορμί ΚιΕΙ ΝΟ πού βλέπει ή του καί τήν αναγκάζει νά πεσμένη, Λεΐλά και την παίρνη κι* αυτή στροφές πά κάνει να ξεφωνίση άθελα νω στο χρρτάρι. της από τον τρόμο, είναι το «θά τό πνίξω!. συλλογίζε σώμα ένας τεράστιοι; φιδιού! τσι καί σφίγγει δλο καί πιο Τό πόδι της έχει αϊχμαλωτι πολύ. Πρέπει νά τό πνίξω στη από την ούρα τού φιδιού πριν έλθουν έκεΐνοι πού μέ κυ και τώιρα τό κεφάλι τού τρονηγοΰν». μειρού ερπετού σέρνεται άρ~ Ξαφνικά, σέ μιά τούμπα γά - αργά προς τό μέρος πού παίρνει τό κεφάλι τού φι της! Οΐ στιγμές πού περνάει διού ξεφεύγει άπό τά χέρια είναι κάτι πιο πάνω από δρα της. Τώρα όμως δε ντην κρα ,ματιικές. Πίσω της τρέχουν νά τάει ή άτσάλινη, λαβή του ού την προλάβουν οί μισόγυμνοί τε στο πόδι. Ετοιμάζεται νά ' ίνδοι κι3 ενώ τούς είχε ξεφύ σηκωθή καί νά τρεξη, όταν γει καί κέρδισε ήρκετή άπό άντιικρύζη σέ είκοσι πεοίπου στασι, τώρα είναι αναγκα μέτρα άπόστασι μακρυά της, σμένη νά μείνη εκεί καί νά τον τεράστιο όγκο ενός λιον πιροσποίθήίση νά σώση, τη ζωή τασιού νά τήν πληΡτάζη! της, άπό τό τεράστιο φίδι Γιά μιά στιγμή τά χάνει καί πού την έχει αιχμαλωτίσει μένει ακίνητη, Αυτή ή στιγμή στην ατσάλινη, λαβή του! είναι άρκετή γιά τό τρομερό (Βλέπει τό κεφάλι του νά ερπετό νά τής έπιτεθή καί πά προχωρή, έτοιμο νά έφορμήση λι. Τό κορμί του τινάζεται καί νά την δαγκάση, για νά καί σαν ττίλοκάμι χταποδιού ποτ'ίση τό σώμα της ,μιέ τό δένεται στή μέση της καί τή βραΐστικό του δηλητήριο που ρίχνει κάτω. Καίθώς παίρ θά την στείλη άπό τη μιά στι νει τήν τούμπα ή δυστυχισμέ γμή οπήν άλλη,, στον “Άδη. νη καπέλλα,, βλέπει τό λιονΤά μάτια του πετοΰν άστρατάοι νά βρίσκεται σέ δέκα μό πές καί ή διχαλωτή γλώσσα νο μέτρα άπόστσοι μακρυά του σπαθίζει τον άέρα πότε τηη. Καί σά νά μήν έφταναν δεξιά καί πότε άριιστερά. οί δυο τρομερόί καί θανάετιμοι κίνδυνοι πού την άπειλούν Το έξυπνο κοοίτσι, δεν χά νει ούτε γιά μια στιγμή τό οί φωνές των "Ινδών πού τήν θάοιοος του. Ποίν έκδηλωθή ή κυνηγούν γίνονται πιο Γωηρές έπίθεσις τού έρπετου απλώ σημάδι δτι ικαί αυτοί δεν άνει με άστραπιάία ταχύτητα πέχουν πολύ μακρυά της. τσ δυο χέρια της καί σέ λίγο Τή στιγμή εκείνηι. τά νευ το κεφάλι του φιδιού βρίσκε ρα της τσακίζουν καί άΦηνει ται αιχμάλωτο στίς δυο της νά τής ξεφύγη μιά δυνατή φω παλάμες. "Αρχίζει νά τό σφίγ νή πού άντιλαλεΐ σέ δλη τή
10 ζούγκλα... Ή φωνή αυτή έγινε ή σω τη,ρία της. Δυο 5 Ινδοί πού ετυχιε νά πειρνούν κάπου πενήν τα ιμέτρα αριστερά από τό μέιρος πού βρίσκεται, τρέχουν κοντά της. Άκρί'βώς έκείνη τή στιγμή όρμούσε τό λιόντα ρι πάνω στο σύμπλεγμα τού ερπετού και τού άνθρώπου. Καθώς όμως βρίσκεται στον αέρα, μια σαΐτα σφυρίζει και καρφώνεται στην κοιλιά του \ Ό βασιλιάς των ζώων άφή νει ένα φοβερό βιρήχιυθμό καί σωριάζεται νεκρός στο χορ τάρι. Μά ή Λεΐιλά άντιρετωπί ζει τώρα τόν κίνδυνο τού φ^ι διού πού σφίγγει τόσο πολύ τή ιμέση της ώστε νά νοιμίζη ή δυστυχισιμένη κοπέλλα πώς θά τή λυώση. Ό ένας από τούς 5υό Ιν δούς, βγάζει τότε ένα κοφτέ ρό μαχαίρι οστό τή θήκη του
Ανεβαίνει στο δέντρο και φρά ζει τή χαμένη φίλη του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Τό ρεύμα τού ποταμού παρασέρ νει τόν κωμικό Ινδό. καί μέ μερικά πηίδήΐματα φθά νει κοντά της. Τό μαχαίρι άνεβοκατεβαίνει μέ σιγουριά καί τό κεφάλι τού φιδιού άπο χωρίζεται από τή μέση του... Είναι έλεύθερη τώρα ή Λεϊ λά άπό τά δυό τρομερά θηρία,5 μά δέν «μπορεί νά^ φυγή,. Οί Ινδοί,, πριν προλάβη να σηκωθή, τήν κρατούν ακίνητη κάτω, τής δένουν μ5 ένα λεπτό χορτόσκοινο που έχουν επάνω τους τά χέρια καί υστέρα φω νάζουν καί ατούς άλλους Ίν δούς^ νά τρέξουν κοντά τους. Είναι δεκαπέντε όλοι - ό λοι. Στο άντίκρυσμα τού αι χμάλωτου κοριτσιού τά -μάτια τους λάμπουν άπό ιμιά άγρια χαρά. — Δρόιμο!, φωνάζει τότε ένας άπό αυτούς καί σηκώνει το τόξο του ψηλά. Βάζοντας στή .μέση τή &ε μένη κοπέλλα, ή πορεία των
11
ΎΑΡΧΑΜ Ι νδών προχωρεί με γοργό 6η μα ανάμεσα στη ζούγκλα. Ή κατεύθυνσι πού παίρνουν εί ναι άγνωστη, στην κόρη τοΰ μαχαραγιά. 5Από τά μέρη ε κείνα δεν έχει ξαναπρράσει ποτέ. Βαδίζουν σ’ ενα^ στενό μονοπάτ η κρυμμένο κάτω α πό τό φύλλωμα πελώριων δεν τρων καί ύστερα άπό μιας ώρας περίπου πορεία, φθά νουν σ’ ένα ποτάμι. Αραγμένα στην όχθη του βρίσκονται δυο μονόξυλα. Στο κάβε μονόξυλο βρίσκεται καί άπό ένας Ινδός πού. μό λις βλέιτσυν νά πληριάζη ή πομπή μέ την αιχμάλωτη κοπέλλα σηκώνουν ψηλά τά χρρια καί φωνάζουν χοροπη δώντας άπό τον ενθουσιασμό τους. Σέ λίγο οί Ινδοί μοιρά ζσνται στα δυο μονόξυλα πού ξεκινούν τώρα άκαλουθώντας τό ρεύμα τού ποταμού...
Την εδεσαν σ' εναν πάσσαλο, έ τοιμοι νά την θυσιάσουν.
Ή Αεΐλά δεν ιέχει χάσει την ψυχραιμία της, άλλα δεν ελπίζει κιόλας βοήθεια. Ό Σάντρο δεν θά μπόρεση ν’ ακολούθήιση τά ίχνη αυτών των ανθρώπων πού, ποιός ξέρει για ποιο λόγο την αιχμαλώτι σαν ικαί πού την όβηγούν... ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ
Α ΤΡΙΑ παιδιά στο με ταξύ, δεν σταματούν ούτε ισπιγμή^νά τρέχουν ανάμεσα στη ζούγκλα. ^Κά που - κάπου ό Σάντρο άφηνει δυνατές κραυγές πού ή ηχώ τους πλανιέται παράξενα ε δώ ικι’ εκεί. Αμέσως κατόπιν τοΰ απαντούν άλλες κραυγές πού μοιάζουν μέ^ ουρλ ιαχρά ά γρίου ΘΙηρίου. Είναι οί κραυ γές τού Κίμο, τοΰ πιστού λύ κρυ, πού καλεΐ τον λευκό ά-
Τ
Τά δυο «άδέλφια» συναντιόνται στην δχθη του ποταμού.
12 δελφό του κοντά του». "Έπειτα ιάττα (μ ια ώρα τρέ ξιμο, .φθάνουν στην όχθη τού ποταμού. Εκεί, άνταμώνου(ν και τον Κίιμο πού, μόλις άντιικρύζει τάν Σ άντρο, τρέχει νά πέση; έττάνω τον μέ γρολλί σματα χαράς. Ό Σ άντρο τον αγκαλιάζει κάϊ σκύβοντας κά τι τού λέει στο αυτί, μέ τή ■γλώσσα των λύκων. Τό τετρά πέρατο ζώο καταλαβαίνει τι ζητάει ιάπο αυτόν ό αδελφός του |μέ τά δυο πόδια (*) και του άπαντάει ρέ γ,ρυλλισμους Ό Σάντρο γυρνάει σε μια στιγμή ικαι λέει στους φίλους ταυ: —■ Ό Κίιμο είδε μερικούς 31 νδρύς νά οδηγούν την αίχμά λωτη Λεϊλά ώς τό ποτάμι, νά ιμπαίνουν σε δυο μονόξυλα και νά φεύγουν ακολουθώντας τό ρειρμα του ποταμού. Πρέ: πει λοιπόν νά κάνουμε κι5 ε μείς, τό ίδιο. Ό Τίπο - Τίτο κυττάζει τό Βάβα χαμογελώντας. — Μυάίζοίμαιι κΙαινούργια περιπέτεια, βάβα, καί εΐμίαι όλο χαρά, του λέει. Αυτή τή φορά θά σου δείξω τί αξίζω. — Καί πώς θά περπατή σουμε πάνω· στο νερό; ρωτάει ό χοντροκέφαλος Ινδός τον Σ άντρο. — θά περπατάμε στον πά το του ποταμού!, βλάκα, του άπαντάει ό Τίπο - Τίπο. Ό Σ άντρο τρέχει σε μιά στιγμή πίσω από ένα θάμνο (*) Ή Ιστορία ταυ Χάντρα, πού τσν μεγάλωσε άπιό μωρό μιά λύκαι να, δηιμοσιεύθη·κε στο υπ’ αριθμόν 33 τεύχος χου «Μ ι κρου Ταρζάν».
Ο ΜΙΚΡΟΣ καί σε λίγο σέρνει προς τήν όχθη του ποταμού ένα μικρό καί μ ισοχαλααμένο >μονόξ,υλο. — Θά μπούμε σ5 αυτό, τούς λέει, κι3 ό Θεός βοηθός. Πραγματικά, σε λίγες τό μονόξυλο ακολουθεί τό ρεύμα τού ποταμού, μέ τούς τρείς φίλους όρθιους καί μέ τον Κί μο, τον μαύρο λύκο, ξαττλωμέ νο κάτω. Ό Σάντρο κρατάει ένα ιμεγάλο ξύλο καί μ3 αυτό κανονίζει τήν πορεία τού μο νόξυλου ώστε νά μ ή χτυπάη πάνω σέ κανέναν άπό τούς βράχους τής όχθης. Τό ρεύμα στή,ν αρχή είναι ήρεμο καί ό Τίπο - Τίπο έ}<ει τό κουράγιο νά διηγηται ανύ παρκτους ηρωισμούς στο Βά βα. "Οσο προχωρεί, όμως, τό ρεύμα γίνεται ισχυρό καί ^ τό μονόξυλο τρέχει, μέ μεγάλη ταχύτητα, γέρνοντας^ πότε ^ δε ξιά, πότε αριστερά, ^ πότε μπρος καί πότε πίσω. Ό κω μικας καί φοβητσιάρης 3Ινδός τά χρειάζεται καί δεν μιλάει τώρα. — Λοιπόν; τού λέει ό Βά βα, τί έγινε πιο κάτω; — Σ σσστ !, τού άπαντάει ό Τίπο - Τίπο γιατί θά βαρύ νη ή βάρκα οστό τό μέρος σου καί θά γεί|ρη! Αυτό πού φοβάται ό Τίπο Τίπο δέν άργεΤ νά γίνη,. Σέ μιά στιγμή τό μονόξυλο παίρ νει^ ιμιά βουτιά μέ τή μύτη καί οι τέσσερις επιβάτες του βρίσκονται μέσα στο νερό! Ό Βάβα, απλώνει άμέσως τό χέρι του, αρπάζεται άπό τό μονόξυλο ικάΐ ανεβαίνει επά νω. Ό Σάντρο προσπαθεί νά
ΤΑΡΖΑΝ βοηιθηση τό λύκο να σκαρφαλώση, ενώ ό Τίττο - Τίπο, ττού τον σπρώχνει ιμέ ταχύ τητα ή ορμή του ποταμού, άπομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τούς άλλους. — Βοήθεια!, κάνει. Γλύ τωσε με, σσχίμπ! Πριν καλά - καλά. καταλά βη ό Σάντρο τι γίνεται, ό Βάβα, ό χοντροκέφαλος Ινδός πού τρέφε ι ^ ιμεγάλη άδυναμ,ία προς τον Τίττο - Τίττο, πέφτει στα νερά του ποταμού γιά νά τον σώση, χωρίς νά ξέρη κολύμπι! Ό Σάντρο, δεν άργεΐ, νά άντίληφθή ότι οι δυο φίλοι του κινδυνεύουν. Δεν άργεΐ ό μως νά καταλάβη καί κάτι άλλο. Πώς τό ποτάμι λίγο πιο κάτω σχηματίζει, έναν τερά στιο καταρράκτη στον όποιο κινδυνεύουν νά 'πέσουν καί οι τέσσερις, και νά βίρούν οίκτρό θάνατο, παρασυρμένοι άπό τό ρεύμα! Δεν κάθεται νά σικεφθή. Πρέπει νά ισώση έναν τουλάχιστόν άπό τούς φίλους του. Μέ γρήγορες απλωτές, φθάνει τον Τίπο - Τίπο, τον όρττάζει στο δεξί1 του χέρι καί κολυμ πάει τώρα όχι γιά νά φθάση τό μονόξυλο όπου πάνω του βρίσκεται ό Κίιμο, ό μαύρος λύκος, αλλά προς την όχθη;. Τό δυνατό ρεύ(μα τον παρασύ ρει καί ιμέ μεγάλη δυσκολία φθάνει στην όχθη,. Βγάζει έ ξω τον κωμικό φίλο του πού έχει, λιποθυμήσει άπό την άΐγωνία κάΐ ετοιμάζεται νά πά ρη δεύτερη βουτιά στο ποτά μι, όταν έκεΐνρ που άντικρύ
13 ζει τον κάνει νά νοιώσηι ένα ρΐγος φρίκης στο κορμί του. Ό Βάβα, πού δεν ξέρει κο λύμπι παρασύρεται ιμέ ταχύ τητα τώρα άπό τό ρεύμα καί δεν απέχει παρά πενήντα μέ τρα άπό την κορυφή τοΰ κα ταρράκτη ! Δίπλα ατόν Βάβα κατρα κυλάει τό μονόξυλο όπου πά νω του βρίσκεται ό λύκος! Είναι εντελώς αδύνατο ατό θρυλικό Παιδί των Λύκων νά προλάβη τον ΙΒάβα ή τό μονό ξύλο. "Ωσπου νά φθάση στη μισή απόστασι, θάχουν γκρε μι στ ή στην άβυσσο τοΰ κα ταρράκτη... Πραγματικά, δεν περνάει ούτε μιαό λεπτό όταν το ι μονόξυλο χάνεται άπό1 την επιφάνεια τού ποταμού... Στ* αυτιά τού Σάντρο φθάνει τό παραπονεμένο ουρλιαχτό τού άδελφού του τού λύκου, * πού εντελώς άνυπεράσπ^/ττος ,(έ πεσε στο βάραθρο τοΰ καταρ ράκ'τη. Τώρα ηρχεται ή σεΐιρά τοΰ Βάβα... Δεν μένουν παρά δυο δευτερόλεπτα ακόμη, γιά νά φθάση στο ύψος τού καταρ ράκτη... Ό Σάντρο κλείνει τά μάτια του... "Οταν τ* άνοίγη δέν βλέπει τίποτε πιά... Ό Βάβα καί ό Κίμο, πού τον αγαπάει σαν προογματικό άδελφό του, δέν υπάρχουν πιά στη ζωή^.. Θά βρήκαν σίγου ρα οίκτρό θάνατο στο βάθοό τού καταρράκτη πού βουίζει απειλητικά. Στο μάγουλο τού θρυλικού παιδιού κυλούν δυ)ό δάκρυα καί ή καρδιά του σπαράζει. Τρ άσχημο είναι" ότι δέν μπς>
14 ρεΐ νά λοξοδρόμηση ώστε νά κατέβη έκεΐ ατού χύνεται ο κα ταρράκτης /καί νά βρή τά πτώματα τοΟ λύκου και του Βάβα. Δεξιά καί άριστερά ά πό τις όχθες του ποταμού υ ψώνονται πελώριοι -βράχοι, κο φτεροί σαν μαχαίρια καί ψη λοί, καί εκτείνονται αρκετά χιλιόμετρα, κλείνοντας σάν φρούρια άπάτητα μια κοιλά δα όπου μέσα σ’ αυτή πέφτει ό ποταμός. Είναι ή «κοιλάδα τοΰ θανάτου», όπως τή,ν όνο μάζουν οί Ινδοί. Κανεΐίς δέν μπόρεσε νά πατήση τό πό δι του μέσα σ’ αυτή. Γύρω τήν περιβάλλουν οι βράχοι καί ό ποταμός πού τή διασχί ζει, από τό ενα μέρος καί ά· πό τό άλλο πού τελειώνει ή κοι'λάδα, σχημ ατ ίζε ι καταρ ράκτη, ιβάθους εκατό μέτρων περίπου. Ό Σάντρο έχει ακούσει ά-
*0 Βάβα τταρασέρνεται άπό τον τρομερό καταρράκτη...
Ο ΜΪΚΨ01 πό ταν Καζίμ, τον δάσκαλό του ενα παραμύθι, πώς τάχα τήν κοιλάδα αυτή τήν κατοι 'κούν άθίρωποι πού δέν έρχον ται σε καμμιά Επικοινωνία μέ τούς άλλους Ινδούς γιατί, ά τιλούστ ατα, ,κίοονενας δεν (μπο ρεΐ νά ,μπή στήν άποκλεισμένη χώρα τους, άλλα ούτε καί] νά βγή... ΘΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΑ ΡΑΣ I
*
Α, ΟΜΩΣ πού υπάρχει κάποιος πού (μπορεί νά πηιδήση τά άπότρμια βράχια 'πού φυλακίζουν τή ,μυ στηριώδη * αυτή κοιλάδα καί νά δη τί γίνεται 'μέσα σ’ αυ τή. ,Καΐ αυτός ό κάποιος εΤναι ή φαντασία μας... Δέντρα πανύψηλα καί κατα πράσινα στολίζουν τήν κοιλά δα καί τήν κάνουν νά ,μοιάζη μέ παράδεισο. Ό ποταμός πού πέφτει άπό τό ύψος των εκατό /μέτρων διασχίζει ήρε μα τή χώρα αυτή καί στις ό χθες του εΤναι τοποθετημένες στή σειρά καλύβες, πλεγμέ νες μέ κλαδιά δέντρων. ^Μέσα στις καλύβες δέν ύ πάρχει ψυχή ανθρώπου. Κ Γ δ μως ή ατμόσφαιρα δονεΐται ά πό ανθρώπινες κροουγές πού δέν σταματούν ούτε στιγμή ν’ αντηχούν. Αλλά άς αφήσου με τις καλύβες καί άς άκολου θήΐσομμ'ε έινία μονοπάτι πού ό δηγεΐ σ’ ένα κατάφυτο δάσος. Στή μέση αυτού τού δά σους είναι συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι. "Αντρες γυ ναΐκες καί παιδιά. Καί στή
Ν
ΤΑΡΖΑΜ μέση των άνθρώπων βρίσκε ται τό άγαλμα μ-ιάις θΐεάς, το ποθετημέ'νο πάνω σ’ ένα βά θρο. Μπροστά ακριβώς οστό τό άγαλμα υπάρχει ένας πάσ σάλος οπού πάνω του είναι δεμένη, ή Λεΐλά! Τά /μάτια τής δυστυχισμέ νης κοπέλλας ικυττάζουν κάθε τόσο άνήσυχα τό πλήθος τών ανθρώπων πού ουρλιάζει συνέ χεισ. Σέ μια στιγμή, βλέπει νά ξεχωρίζουν τρεις ” Ινδοί μέ γενειάδα καί νά φτάνουν κον τά της. Ό ένας άπό αυτούς στέκεται ,μπροστά της ικαί οί άλλοι δύο, ό ένας δεξιά κάί ό άλλος αριστερά της, Αυτός πού -,μπήικε μπροστά της υψώνει καί τά δυο χέρια του καί τό πλήθος τώιν άνθρώ πων σωπαίνει /μονομιάς. — 5Αδελφοί ιμου, φωνάζει ό Ινδός μέ τη γενειάδα, πέ ρασε κάπου ένας χρόνος πού ή θεά μας Ρασί ποτίστηκε μέ τό αΐμα μιας κοπέλλας ξέ νης φυλής. 5Από τότε, δεν κα ταφόραμε νά τής προσφέρου με καινούργια θυσία ή Ρασί μάς κοοταράστηικε κάί ό πο ταμός δεν κατεβάζει ψάρια δ πως πριν! Πολλοί άπό τί(^ οί καγένειές μας πεθαναν από την πεΐνα καί τό πένθος α πλώθηκε σ’ δλη, μας τη χώ ρα. Τώρα δρως τό κακό θά σταματήση! Ή κοπτέλλα τής ξένης φυλής εΐίναί, δεμένη μπροστά της καί θά προσφέ ρη τό αίμα της στη μεγάλη θεά μας γιά νά την έξευμεινί ση! Έγω ό βσσιλιάς^σας, 6ι σπάζω τό μάγο νά έρθη νά την ίέξορκί,ση.
19
'Ο λύκος τρέχει μέ τον Τίπο Τίπο στην πλάτη του.
Άπό τό^πλήθος των Ινδών ξεχωρίζει ένας άνθρωπος ντυ μένος μέ κόκκινο μακρύ φόρε μα — δλοι οί άλλοι φορούν μαγιό — καί μέ γενειάδα πού φθάνει ώς τά γόνατά του. Γιληισιάζει κοντά στη δεμένη, κοπέλλσ κι5 ενώ οί άλλοι τρεΐς φεύγουν, εκείνος γονατί ζει κάί αρχίζει κάτι νά μ.ουρ μουρίζη. — Πετάξτε μου ένα μαχάί ρι!, λέει σέ μια στιγμή. Ό ίδιος ό βασιλιάς τού πε τάει ένα μαχαίρι πού ό μά γος τό πιάνει στον αέρα. ’Γώ ρσ ό παράξενος μάγος στρέ φει προς τή Λεϊλά καί τής λέει: — θέλεις νά πρσσφέρης τή ζωή σου καί τό αΐμα σου στ ή θεά Ρασί; — Όχι!, απαντάει ή κο πέλλσ. Ό μάγος αγριεύει·.
16 — Μόνο ένας άίμ οαρτοο»Λος θά έλεγε αχι, μπροστά στη θεά μας, τής λέει. Έσύ τηρε πει νά πής τό ναι, για νά δε χτή τή θυσία σου ή μεγάλη» Ρασί. ^ — "Οχι!, ξ αναλέει μέ θάρ ρος ή Λεΐλά. Είναι βέβαιη πώς ό θάνα τος δεν θ’ άργήιση νά τήν έιπι σκεφθή, ξέ|ρει πώς δεν υπάρ χιει καμμιά ελπίδα σωτηρίας κι5 όμως, κρατάει άξιοθίαυμα στη ψυχραιμία. — Θά σέ ικάνω νά πής τό ναι!, γρυλλίζει ό μάγος. Θέ λεις και δεν θέλεις θά τό πής! ' Πλησιάζει· -κοντά στο δεμέ νο κορίτσι καί, μέ την αιχμή του μαχαιριού πού κρατάει, την τσιμπάει στο αριστερό μπράτσο. Ή Λεΐλά σφίγγει τά δόντια της καί πνίγει ένα βσγγητό πόνου, ενώ τό αίμα πού τρέχει άπό την πληγή σχηματίζει ένα κόκκινο αύλά κι στο χέρι της κα'ί σταλάζει στο χώμα. — Θά πής τό· ναι, τή ρω τάει τώρα ό μάγος. Θέλεις λοιπόν νά θυσιαστής γιά νά προσφέιρης τό αίμα σου στή θεά μας; — "Όχι!, απαντάει σται θερά ή κόρη, του μαχαραγιά. — Νά τήν τύφλωσης !, ουρ λιάζει ό βασιλιάς πού κάθε ται πάνω σ’ έναν ξύλινο θρό νο. Νά την τύφλωσης πρώτα άπό τό ένα μάπ κι5 ύστερα άπό τό άλλο κι* άν δεν πή τό ναι νά τής κόψης τά χέρια! Ή Λεΐλά νοιώθει τό κορμί της νά συγκλονίζεται άπό έ
© να ρίγος φρίκης. Πόσα καί πόσα μαρτύρια τήν περιμέ νουν ! "Αν πή τουλάχιστον πώς δέχεται νά θυσιαστή, θά τήν σκοτώσουν μ ιά καί κα λή καί θά ήσυχάση. -—- θέλεις νά θυσιαστής γιά τή θεά Ρασί; τή ρωτάει πάλι ό μάγος. Ή Λ ε ΐλά πε ισμ ατώνε ι. -— "Οχι!, φωνάζει·. Μισώ εσάς καί τή θεά σας! Τό -πλήθος ουρλιάζει ένώ ό μάγος υψώνει τό μαχαίρι καί τό κατεβάζει αργά -άργά πάνω στο μάτι τής κοπέλλας. Ή Λεΐλά κλείνει τά μάτια της γιά νά μή δή τό μαχαίρι νά τήν άγγιζη καί πράσεύχε ται στο Θεό νά τήιν λύτρωση άπό αυτό τό μαρτύριο. Περί μένει μέ θανάσιμη άγων ία τό χτύπημα στο μάτι της καί ή καρδιά της σπαρταράει μά, συμβαίνει κάτι πού δέν θά μπορούσε κανείς νά τό φαντό; στή. 5Ενώ ό μάγος φτάνει σέ άπόιστασι πέντε εκατοστών τό μαχαρι άπό τό μάτι τής δεμένης αιχμάλωτης, μιά πέ τρα τον χτυπάει μέ δύναμι οπό μέτωπο καί πέφτει άναί σθητος κάτω. •—■ Ποιος πέταξε τήν πέ τρα!, ουρλιάζει ό βασιλιάς καί πετάγεται άπό τό θρόνο που. Ή Λεΐλά ανοίγει τά μάτια της, άντιικρύζει τον άναίσθη το μάγο καί ή ελπίδα, σαν έ να παρήγορο φώς μέσα σό σκοτάδι, γεννιέται μέσα στήν ψυχή της. Κάποιος άπ5 όλους τούς Ινδούς πού κατοικούν τήν μυστηριώδη αυτή χώρα,
ΤΑΡ2ΑΝ την «κοιλάδα του θανάτου» ο πως την ονομάζουν τά παρα μύθια, είναι με το μέρος της! ΑΥΟ ΜΕΓΑΛΑ ΨΑΡΙΑ
ΑΛΑ, άς γυρίσουμε τώ ,ρα λίγο πίσω και άς παρακολουθήσουμε ένα από τούς ήρωές μας, πού αν τ,μετωπίζει τον κίνδυνο του θανάτου. Ό ήρωάς μας αυτός δεν είναι άλλος από τον Βάβα πού πέφτοντας ιστόν ποταμό για νά γλυτώσηι τόν Τίπο^-Τί πο, τόν παρασέρνει το ρεύμα καί τόν όδηγεΐ προς τόν κα ταρράκτη. Μ5 όλο πού δεν ξέρει κοίλύ μπι ό χοντροκέφαλος Ίινδός εντούτοις δεν πνίγεται. Τό σώ ;μα του βυθίζεται όλο μέσα στο νερό μά, πράγμα παρά ξενο τό κεφάλι του μένει στην επιφάνεια, λες καί είναι μια άδε ι α νεροκολακ ύθσ. Αυτό αρχίζει νά ευχάριστη τόν Βάβα καί όσο γρηγσρωτε ρα τόν παρασήριει τό ρεύμα τόΙσο πιο πολύ χαίρεται. Ε πειδή μάλιστα, δεν ακούει τούς δυνατούς Θορύβους, δεν παίρνει εϊδησι πώς λίγα μέ τρα μακουιά του βρίσκεται έ νας τραμ ερός κστ αρράκτ η ς... "Οταν πια τό παίρνη εϊδησι είναι πολύ αργά. Χτυπά ει μέ απελπισία τά χέοκχ του στην επιφάνεια του νερού για να συγκρατη'θη μά δεν τό κ<α τορθώνει. Σέ λίγο τό κρρμί του αναποδογυρίζει καί νοιώ θει νά πέφτη.... νά πέφτη,, μα ζί μέ νερά πού τόν χτυπούν, πού μπάίνουν στο στόμα του
η καί τού γεμίζουν τό στομάχι. Πέφτει μέ τό κεφάλι κάτω καί προσγειώνεται όχι σέ έ να βράχο άλλα ...πράγμα πα ράξενο, σέ κάτι πού τόν συγ κρατεί! Ωστόσο δεν μπορεί νά πάρη ανάσα γιατί τό νερό εξακολουθεί νά πέφτη επάνω του. Νομίζει ότι Θά πεθάνη ά πό ασφυξία όταν, ξαφνικά, τό μέρος πού έχει πέσει κινείται καί σέ λίγο βρίσκεται έξω α πό τό νερό. Παίρνει- μια βαθειά ανάσα καί ανοίγει τά μάτια του. Βλέπει τότε μέ κατάιπληξί του πώς βρίσκεται πεσμένος πάνω* σ’ έ να δίχτυ σαν αυτά πού χρησιμοποιούν αί ψαρά δες άλλά μέ πολύ χοντρά καί γρρά σκοινιά. Δίπλα από τόν καταρράκτη υπάρχει ένας Ίν δός πού τραβάει προς τό μέ ρος του τό δίχτυ. — Ποο, πώ, κάνει σέ μ ιά στιγμή, ψάρι πού έπιασ-α! Πώ, πώ, κέ άλλο ψάρι πίσω από τό πρώτο! Τό δίχτυ ήταν ριγμένο όχι στον πάτο τού καταρράκτη άλλά στ ή μέσ η περίπο υ , δε μένο καί ά;πό τις δυό άκρες του. "Έτσι, ό,τιδήποτε έπε φτε από τόν καταρράκτη, Θά συγικρατιόταν μέσα σ’ αυτό. Ό Ίινδός πού τυλίγει τό δί χτυ, στο μεταξύ, δεν έχει πά ρει εϊδησι πώς τά δυό ψάρια πού νομίζει πώς έπιασε είναι ένα παιδί κΓ ένας λύκος, ό Κ ίμο! "Οταν άνοίγη. τό δίχτυ καί τούς βλέπει, είναι πιά πολύ αργά γιά νά τό μετανοιώση. Στήν αρχή μένει μαρμαρωμέ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
18 νος άπο την έκπληξι κι9 υστε ρο πηδάει τρία - τρία τά σκα λοπάτια πού είναι σκαλισιμέ να στον βράχο καί σέ λίγο βρίσκεται κάτω στην κοιλιά δα. — Βοήθεια!, φωνάζει, μπή κε ξένος άνθρωπος στη χώ ρα μας. "Αν ό Βάβα δεν συλλογ ί ζεται τον κίνδυνο πού τούς άπειιλεΐ, ώστόισο δεν συιμβαί νει τό ίδιο καί ,μέ τον τετρατ τέρατο λύκο. Πηδάει τά-σκα λοπάτια κ>αί με λίγα πηδημα τα φθάνει τον Ινδό καί ρίχνε ται πάνω του. Εκείνος, αφού παίρνει ,μιά τούιμπα, χτυπάει .μέ δύναιμι τό κεφάλι του πά
νω σέ ,μιά πέτρα καί μένει ά ναίισθητος. —Μπράβο!, λέει ό Βάβα στον 'Κίρο φθάνοντας κοντά του καί χαϊδεύοντας του την πλάτη» κιοίΐ τό κεφάλι. Τάν^κα τάψείρες μια χίαιρά. Πού είναι ό παλληκαράς ό Τίπο - Τίπο νά σέ δη καί νά ζηλέψη! Ό Κίιμο αρχίζει τώρα νά οσμίζεται τον αέρα. Φαίνεται πολύ ανήσυχος καί τεντώνει τ’ αυτιά του. "Υστερα άρχί ζει νά τρέχη πότε εδώ καί πό τε εκεί καί νά ιμυρίζη τό έ δαφος σάν κάτι ν ανακάλυψε. Σέ ιμιά στιγμή μάλιστα τρέ χει παίρνοντας μιά κατεύθυν σι πού οδηγεί στά πέτρινα
Ξαφνικά, βλέπει ένα λιοντάρι νά πλησιάζη...
ΤΑΡΖΑΝ
καί ψηλά τεί,χη, αφήνοντας το Βάβα μονάχο του. Ό χοντροκέφαλος ’ I νδός παίρνει άλλη κατεύθυνσι καί απομακρύνεται αϊτό τον πο ταμό., ακολουθώντας ένα μονο πάτι πού οδηγεί σ^_ ένα πυκνό φυτεμένο δάσος, -αφνί'κά, ε νώ βαδίζει, φθάνει ώς τις πε λώρ ιες αύτάρες του ένας θό ρυβος φωνών ή τίποτε άλλο. 3 Αφού προχωρεί για λίγο, άντικιρυζει κάτι πού τον κά νει νά παγώσηι άπό τον τ ρό,μο και την κατάπληξι πού νοιώ θει. Μπροστά σ3 ένα άγαλμα βλέπει δεμένη τή Λεϊλά και ιμπροστά της έναν 5 Ινδό, ντυ μένο ιμέ μια κόκκινη κελεμπία
I#
νά κρατάη ένα μαχαίρι και νά τής τ,ρυπάη τό μπράτσο. — Θά τή σκοτώση ό βλά κσς!, κάνει ό Βάβα και άγρι εύει. ιΓιά μιά στιγμή σκέφτεται νά όρμήση εναντίον του, μά ύστερα τό μετανοιώινει. Μα ζεύει μερικές πέτρες καί σκορ φαλώινει σάν αίλουρος έπάνω σ’ ένα ψη(λό δέντρο. Κρύβεται ανάμεσα στά φύλλα του καί κυττάζει τώρα προς τά κά τω, τό μάγο πού σηικώνει τό μαχαίρι του μέ σκοπό νά βγά λη τό μάτι τής Λεϊλά. Ό Βάβα παίρνει μιά πέ τρα, σημαδεύει καί τήν πετάει μέ δύναμι. Ή πέτρα χτυ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
20 ττάει τον μάγο στο κεφάλι κιαϊ πέφτει κάτω αναίσθητος. —- Νά για νά έιάθης!, λέει ό Βάβα. Τι νομίζεις, ττώς έ χεις τον Τίπο - Τίπο μπρο στά σου, πού λιποθυμάει κά θε λεπτό και κάθε στιγμή; Τό πλήθος των Ινδών ούρ λιάζει, κυττάζουν ολοι τους ολόγυρα μά κανένας δεν μπο ρεΐ νά ξέρη. από που ξεκίνη σε ή πέτρα για νά χτυπήιση τό μάγο. "Υστερα από λίγο ό μάγος ανακτά τις αισθήσεις του τό πλήθος ουρλιάζει από την χαρά^ του. (Αρπάζει πάλ^ τό μαχαίρι καί λέει τώρα άγρια και απειλητικά στο δεμένο κο,ρίτσι: — Θά δεχτής νά θυσια στής για τή Θεά Ρασί; — "Όχι!, του απαντάει μέ θάρρος ή κοπέλλα. Ό μάγος υψώνει τό μαχαί ρ: του καί ό κρυμμένος Βάβα ψηλά απτό τό δέντρο, παίρνει μιά ακόμη πέτρα, τή ζυγίζει στο -χέρι του καί την πετάει με δύιναμι. Μά αυτή τή φορά είναι διπλά άτυχος. Ή πέτρα αντί για τό μάγο πετυχαίνει τή Λεϊλά στο κεφάλι καί τήν κάνει νά χάση: τις αισθήσεις της^, ενώ κάποιος άπό τό πλήθος των Ι νδών φωνάζει στους άλλους: ^— Τις πέτρες μάς τις πε τάει κάποιος πού είναι σε κείνο τό δέντρο ί "Ολοι σηκώνουν τότε ψηλά τά^ βλέμματά τους. Ό Βάβία τούς βλέπει καί αισθάνεται ιμιά επίμονη φαγούρα στο κορ
ιμ·ί του. Καταλαβαίνει τήν έχει πολύ άσχημα...
πώς
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
Σ ΑΝΤΡΟ είναι άιπαρη γόρητος. Κάθεται σε μιά πέτρα κΤ έχει δι αρκώς σκαμμένο τό κεφάλι του. Λεν μπορεί νά πιστέψη πώς είναι δυνοοτόν νά χάση, μέσα σέ μιά μέρα, τή Αεϊλά, τό Βάβα καί τον αγαπημένο του άδελφό, τον Κίμο. '— Σαχίμπ, μη στενσχωριέ σαι, τού λέει καθισμένος δί πλα του ό Τίπο - Τίπο. "Αν έχασες τούς άλλους έρε·να ε γώ μαζί σου. Κι’ εγώ αξίζω όσο πενήντα Αεϊλάδες, έξήν τα ΒάβηΙδες >κ|αί εβδομήντα Κ ίμηήες I Έγώ νάμαι καλά καί θά συντρίψουμε τούς^ ε χθρούς μας. Πού θά μου πάνε εκείνοι πού φάγανε μπαμπέσι κα* τούς φίλους μας; Κάποτε θά πέσουν στο δρόμο μου καί θά τούς διαλυσω. Ό Σ άντρο δεν έχει δ,ρεξι γΤ αστεία. Κοντά στη θλίψι του για τό θάνατο τού Βάβα καί τού Κίμο, διατηρεί μιά μι κρή ελπίδα στην καρδιά του πώς ίσως ή Αεϊλά ζή ακόμα. Είναι βέβαιος πώς τήν έχει αιχμαλωτίσει ή φυλή τών Ιν δών πού κατοικεί στη μύστη ριώδη κοιλάδα πού τήν ζώνουν γμρω - γύρω τα φυσικά τείχη τών βράχων, ζέρει ακόμα, ά πό διηγήσεις πού έχει άκου σει, πώς ή φυλή αυτή λατρεύ ει τή θεά Ρασί καί πώς συχνά θυσιάζουν όμορφες κοπέλλες μπροστά στα πόδια της, για
Ο
ΤΛΡΖΑΝ νά την εξευμενίσουν. ΓΓ αυ τό τό λάγΌ φαίνεται πώς αι χμαλώτισαν τή Δειλά. "Ομως (συλλογιέται τό Παιδί των Λύ κων, για νά αιχμαλωτίσουν τή Λεΐλά αϊτό τή ζούγκλα, θα πή πώς βγήκαν έξω άπό τή χώρα τους καί για νά βγουν έξω θά πρέπει νά ύπάρχη κά ποια έξοδος. Και ή έξοδος αυ τή ασφαλώς θά βρίσκεται άνάμεσα στους βράχους, Ή σκέψι αυτή χειμάζει άσ τραπές έλπίδας και χαιράς τά ιμάτια του Σάντρο. — Τίπο - Τίπο, λέει στο φίλο του, έλα μαζί μου. Πρέ πει νά ψάξουμε σπιθαμή π,ρός σπιθαμή τούς βράχους. — Είσαι με τά καλά σου, σαχίιμπ; διαμαρτύρεται ό Τί π ο - Τίπο. "Εχεις τή γνώ'μη πώς τήν άρπαξαν ποντίκια τή Λεΐλά καί θέλεις νά ψάξου με νά τή βρούμε στις τρύπες τών βράχων; — "Ελα μαζί μου!, τον δι στάζει σε λίγο ό Σάντρο. Μισή ώρα ψάχνουν τούς βράχους καί τό Παιδί τών Α6 κων απελπίζεται. Γιά νά ψά ξουν ,μέ προσοχή τούς βρά χους θά χρειαστούν τουλάχι στον ένα μήνα! Γιατί πίσω άπό τον ένα βράχο υπάρχουν αγκαθωτοί θάμνοι, ύστερα πά λβράχοι άπότρμοι, κοφτεροί σάν μαχαίρια καί έπειτα θά μνοι καί πίσω τους άλλοι 1 βράχοι. — Δεν γίνεται τίποτε, λέει αποκαμωμένο καί τσακισμέΐνο άπό τήν κούρασι τό θρυλικό πα_ι_δί'. ^αφνικά, ό Τίπο - Τίπο τεν
21 τώνει τ’ αυτιά του. ^— Τί συμβαίνει; τον ρω τάει ό Σάντρο. —· Ευτυχώς πού δεν πνίγη, κα εγώ κάί πνίγηκε ό Βάβα, λέει τό κωμικό παιδί. — Γιατί; τού λέει ό Σάν τρο χωρίς νά καταλαβαίνη. — Γιατί άν πνιγόμουνα ε γώ καί είχε σωθή ό Βάβα, τώ ρα δεν θά άκουγε, ιμέ τήν κου φαμάρα πού έχει, τό ούρλια χτό τού Κίμο όπως τό ακούω αυτή τή στιγμή εγώ. —Τού Κίμο!, κάνει ό Σάν τρο καί τινάζεται ολόρθος. Στήνει τό αυτί του καί τό πρόίσωπό του γεμίζει άπό μιά ξαφνική χαρά. — "Εχεις δίκιο, λέει στον κωμικό σύντροφό· του, ό Κίμο είναι! Ανεβαίνει άμέσως κατόπιν σ’ ένα βράχο καί αφήνει μιά συνθηματική κραυγή πού χτυ πάει στο πέτρινο τεΐχος καί ή ηχώ της αντιβουίζει ως πέ ρα στή ζούγκλα. Ό Κίμο ουρλιάζει πιο κον τά τώρα καί ό Σάντρο τού άπαντάε ι γ ι ά νά τον ^καιθοδη γήιση. Σε λίγο, ό μαύρος λύ κος κάνει τήν έμφάνισί του πί σω άπό ένα βράχο. Ό Σάν τρο τον αγκάλιαζε ι μέ συγκί νησί καί αρχίζει νά κουβεντιάζη μαζί του, ενώ ό ΤίποΤίπο χορεύει άπό τή χαρά του. — Τίπο - Τίπο!, τού λέει γεμάτος ενθουσιασμό ό Σάν τρο, σέ πληοοφρρώ πώς ό Βά βα ζή... ^ — Βρε τον χοντροκέφαλο, τρν διακόπτει 6 Τίπο - Τίπο,
22 Πώς τά κατάφωρε και βγήκε ζωντανός; Θάναι φαίνεται κι9 αυτός εφτάψυχος σαν τις γά τες! — ...Και πώς ό Κίμο βρή κε τό μονοπάτι από τό ό ποιο θά μάς όδηγήση. νά μ πού με στην κοιλάδα του θανάτου. Ό Τίπο - Τίπο κατσουψιά ζει. -— ”Α, άλα κι* όλα, λέει στο σύντροφό του, δεν θέλω νά τή λες κοιλάδα τού θανά του. Γιατι αυτό τό «θανάτου» μου φέρνει μια παράξενη τρε μούλα στά γόνατα. "Εχω την έντύπωσι πώς έρχεται ό πα λιόχαρος γιά νά μέ φάη μπα μπέσιικα. — Πάμε, λέει ό Σάντρο πού βιάζεται νά ,μπή στην πα ρ άξενη κοιλάδα τού θανάτου όπου οί κάτοικοί της έχουν αί χμαλωτίσει τή Λεϊλά, την α γαπημένη του φίλη.
Ή γροθιά τοΟ Σάντρο τον χτιπτά σάν καταπέλτης.
Ο ΜΙΚΡΟΙ 'Ο Τίπο- Τίπο καβαλλάει μέ ένα σάλτο τον Κίμο^και ό τετραπέρατος ^ λύκος οςρ^ί ζει νά τρέχη ανάμεσα στους βράχους. — *Έ!, φωνάζει ό Σάντρο περιμένετε νά πάρετε και ε μένα. Σέ λίγο, αφού διασχίζουν στενά μονοπάτια καί μπαί νουν ιμέσα σέ σκοτεινές σή ραγγες. βγαίνουν έπιτέλους στην άγνωστη χώρα τής κοι λάδας τού θανάτου. Ό Σάντρο καί ό κωμικός Ινδός κατεβαίνουν από τή ρά χι τού λύκου καί ό τελευταίος σκάβει κάτω τό ρύγχος του, μυρίζει τό * χώμα καί ηροχω ρεΐ. λ λ ^*Ρ1Ι — Ακολουθεί τά ίχνη τή^ Λεϊλά!, λέει με συγκίνησι ο Σάντρο. 4Άν έχουμε την τύχη θά την βρούμε ζωντανή... Αφού προχωρούν κάπου χί λιια μέτρα, άγριες^ κραυγές φθάνουν ώς τ5 αυτιά τους. — Θεούλη μου!, λέει ό} Τί πο - Τίπο καί κιτρινίζει από τό φόβο του, λες αυτοί οί άν θρωποι νά μάς φάνε μπαμπέ σικα χωρίς νά τούς πάρουμε εϊδηρ ι; — Θάρρος, Τίπο - Τίπο, τού δίνει κουράγιο ό Σάντρο, — Έγώ έχω θάρρος, λέει ό κωμικός Ινδός, μά τά πό δια μου κόπηκαν, σαχίμπ! Ό Σάντρο αναγκάζεται νά τον σπρώξη γιά νά προχωρή σουν, ενώ οί φωνές άκούγονται τώρα ολο καί π(ιό ζωηρές καί προέρχονται άπό ένα ττνκνό δάσος.
ΚΑΙ ΑΑΑΟΣ ΑΙΧΜΑΑΠΤΟΣ
ΒΑΒΑ, αφού ττέτ αξε τή δεύτερη, πετριά καί χτύπησε αντί για τον μάγο τή ΑεϊΙλά, την έχει άσχη μα. Οί Ινδοί τον πήραν εϊδησι που κρύβεται κα ΐτώρα έ χουν όλοι τους συγκεντρωθή κάτω οπτό τό δέντρο και προ σπαθοΰν νά τον δουν. Τό πυ κνό όμως φύλλωμα τον κρύ βει από τά ιμάτια τους, ένώ ό Βάβα μπορεί και τούς βλέ πει. — Κατέβα κάτω! ούρλιά ζει ένας μέ γενειάδα καί πού Τρέχει νά ξεφύγη μέ την πολύ δεν εΐναι άλλος άπό τό βααι τιμη λεία του. λιά τής παράξενης αυτής χώ ρας. /μερικούς άπό τούς Ινδούς Ό Βάβα παίρνει μια πέ πού βρίσκονται κάτω νά έτοι τρα και τή,ν άφηνει νά πέσγ. μάζονν τά τόξα τους. Σέ λί Ή πέτρα χτυπάει πάνω· στο γο δυο βέλη σκίζουν τόν άέκεφάλι του βασιλιά και, την ρα σφυρίζοντας άπε ιλ,ητ ικά έπό|μενη στιγμή αυτός πέ καί περνούν καί τά δύο δίπλα άπό τό κεφάλι τού Βάβα. φτει αναίσθητος κάτω αφού παίρνει πρώτα δυο γρήγορες Ό κωμικός Ινδός τά χρει και κωμικές στροφές. άζεταιν Τρίτο -βέλος περνάει — Πάει αυτός!, κάνει ό /μόλις έναν πόντο ιμακρυά ά Βάβα κα1! πετάει άλλη μιά πέ πό τάν^ωμο του. "Επειτα α ηρα πού χτυπάει έναν Ινδό κολουθεί τέταρτο κοίί πέμπτο. στα δόντια και του τά σπάζει — Θεούλη μου!, αυτοί τό κανσντάς τον νά ουρλιάξη α -βάλανε σκοπό νά μέ σκοτώ πό τόν τρομερό πόνο πού νοι σουνε, -σκέφτεται ό Βάβα καί ώθει. αποφασίζει νά ικατέβηι. Πιάνε ται γηρά άπό τόν λεπτό κορ Ό Χοντροκέφαλος Ινδός μό τού δέντρου, αγκαλιάζον κάνει σάν τρελλός άπό τόν εν τας ταν ρέ τά δυο του )(έρια θουσιασμό του και πετάε-’ άλ καί γλιστράει μέ ταχύτητα λη ιμιά πέτρα πού χτυπάει έ προς τά κάτω, πριν τηρολάναν ακόμη άπό τούς Αντίπα λους του και τόν κάνει να φυ 'βουν οί^ Ινδοί *νά τόν σκοτώ σουν μέ τά βέλη. τους. γη τρέχοντας καί ξεφώνιζαν Τσ απότομο πέσιμό του τας άπό τον πόνο. θουσιαζόταν αν Μ έβΛ£7Τε στο έδαφος τόν ζαλίζει γιά
©
24
Ο ΜΙΚΡΟΣ
λίγο καί ώσπου νά σηικωθή, πώς όποιος ξένος πατήση τρεΐς ’ Ινδοί τρέχουν κοντά την κοιλάδα μας πρέίπει νά του και τον κρατούν ακίνητο. πνιγή στά νερά του ποταμού. Το πλήθος πού είναι συγκεν — Ναι, νά τον πνίξουμε τρωμένο ολόγυρα ουρλιάζει φωνάζουν κάί πολλοί άλλοι. και ζητάει τό θάνατο του Βά — Μή σάς νοιάζη, απαν 6α. Οι τρεις 5 Ινδοί τον σηκώ τάει ό μάγος μουρμουρίζον νουν στά -χέρια τους, τον οδη τας. Θά τάν ρίξουμε σέ λίγο γούν κοντά στο άγαλμα τής δεμένο στο ποτάμι. θεάς ικιαίΐ άψου τού δένουν τά Ό Βάβα τον ακούει καί ξα χέρια κ|άι τά πόδια, τον πλη φ,νιάζεται. σιάζει ό ιμάγος -με την κόκκι — Δεν είμαστε καλά πού νη κελεμπία. θά ιμέ ιρίξης στο ποτάμι δ εμέ —^ Τόλμησες νά χτυπήσης νο, τού λέει. Θέλεις δηλαδή τό^μάγο και το βασιλιά τής νά πνιγώ; θεάς Ρασί!, τού φωνάζει ά Ό μάγος ξαφνιάζεται πιο γρια. πολύ από τό Βάβα, άκούγον τας τά λόγια του. Ό Βά6α όμως πού έχει — "Ωστε μάς κοροϊδεύεις μια περίεργη κουφαμάρα καί τόση ώρ(α καί μάς κάνεις τον δεν ακούει παρά μονάχα τις κουφό; τού λέει αγριεμένος. ψιθυριστές φωνές, δεν καταλα Τώρα θά σου δείξω εγώ! βαίνει τί ακριβώς τού λέει ό — Αυγό; κάνει ό βάβα. μάγος καί τού απαντάει: — "Ωστε πάλι κοροϊδεύ— Κρασί είπες; ε'ζ, έ; — Τής θεάς Ρασί!, αγρι εύει πιο πολύ ό ιμάγος τώρα Καί ό ιμάγος, νευριασμένος καί έτοιμάζει τή γροθιά του. όσο δεν παίρνει, άρχιζει νά — *Ά, κατάλαβα, τουρσί:, χτυπάη με κλωτσιές καί γρο κάνει ό Βάβα καί γελάει ίκα Θ;ές τό δεμένο καί ανίσχυρο νοποιημένος πού ακούσε επι παιδί, ρίχνοντας το κάτω. τέλους. Ή Αεϊλά, πού εξακολουθεί Ό μάγος εξαγριώνεται α νά είναι δεμένη στον πάσσα κόμη πιο πολύ. λο, μπροστά στο άγαλμα τής θεάς Ρασί, παρακολουθεί — Μού φαίνεται πώς εί τό μαρτύριο τού δυστυιχισμ'έ ναι κουφός, λέει ό βασιλιάς ναυ *3άβα κάί ματώνει ή καρ πού εχει ικαθήσει καί πάλι διά της. στον ξύλινο θρόνο του. ^ — Μάγε!, φωνάζει σέ μιά — Είσαι κουφός; τον ρω στιγμή. τάει ό μάγος τώρα.^ — Φως; λέει ό Βάβα. '0 μάγος σταματάει νά Ό ιμάγος αναστενάζει. , .? χτυπάη τον ανίσχυρο αίχμά— Είναι πράγματι κουφός Λ 5 λωτό του καί πλησιάζει κον απαντάει στο ^βασιλιά του. $ (Ι^ά της. ^ Αυτό όμως δεν έχει σημασία. 'π- Τϊ θέλεις; τή ρωτάει. 0! νόμοι τής χώρας μας λένε νά άφήισης έλεύθε
ΤΑΡΖΑΝ ΐρο τον αιχμάλωτό σομ,^ τού Λέει. Μόνο τότε θά δεχτώ νά θυσιαστώ στη θεά σας, Ό <μάγος κουνάει τό κεφά λι του αρνητικά. — "Οχι, τής λέει γελώντας σατανικά. Θά πεθαίνετε κακ οί δύο. Ό ένας θά ττνιγή στο ποτάμι κι5 εσύ θά τπροσψέρης τό αΐμα σου στη θεά.. — Μάγε, του φωνάζει ό βασιλιάς από το θρόνο του, θυσίασε πρώτα την καπέλλα κ ι’ ύστερα πέτα τάν άλλον στο ποτάμι. Ό ιμάγος παίρνει τό μα χαίρι καί λέει στην αιχμά λωτη/: — Τώρα Θά σε τυφλώσω. ν Δεν υπάρχει κανείς ττού νά μ5 εμποδίση. Μιά, πριν προλάβη νά κα,τε βάση τό ιμαχαίρι του, ένα παν δαιμόνιο τρόμου και καταπλή ξεως αντηχεί όλόγυίρά του. Γυρνάει τό κεφάλι του νά δη και τότε, ένας μαύρος άκαθό ρ ιστός όγκος όρμάει καταπά του, τον ρίχνει κάτω και του δαγκώνει τό χέρι, κάναν τας τά δάχτυλά του ν’ ανοί ξουν και νά του πέση τό μα χαίρι.
25
σος και σταματάει. Πίσω του σταματούν ό Σάντρο και ό Τίπο - Τίτο. Στ5 αυτιά τους φθάνει ένας συγκεχυμένος θό' ρυβος από φωνές καί ό φοβη,τσιάρης Ινδός τά χρειάζεται. λ—- Ν’ ανέβω στο δέντρο νά δώ τί γίνεται; λέει στο Παιδί τών Λύκων. ;— "Οχι, του απαντάει ε κείνο πού καταλαβαίνει πώς ό σύντροφός του θέλει νά άνέβη στο δέντρο γιά νά κρυ φτή. ^— Θέλεις δηλαδή νά μ’ ά φήίσης γιά νά μέ φάνε μπα μπέσικα; του λέει με παράπο νο ό Τίπο - Τίπο ενώ τρέμουν από τό φόβο του τά δόντια του. Ό Σ άντρο τον πιάνει από τό χέρι καί προχωρούν. Αφού βαδίζουν λίγο, σταματούν πά λι καί κρύβονται πίσω άπό έ να Οάμινο. Μάσα άπό τά φύλ λα τού θάμνου βλέπουν τό πλήθος τών Ινδών καί σιγάσιγά^ ξεχωρίζουν τη δεμένη, Λείλά πού μπροστά της στε κεται ό μάγος. Τον Βάβα δεν τον βλέπουν γιατί είναι πε σμένος κάτω. — Ή Λεϊλά ζή !, λέει συγ κινημένος ό Σάντρο. Θεέ μου σ’ ευχρριστώ! ΣΥΜΠΛΟΚΗ -— Ή Λεϊλά ζή αλλά μού ΕΝ (ΕΙιΝΑΙ δύσκολο νά φαίνεται πώς θά πεθαίνουμε έ καταλάβουν οι αναγνώ Ιμεΐς, τού λέει ό Τίπο - Τίπο. στες μας πώς_ ό μαύρος Σαχίίμπ, σέ πα...παρακαλώ, όγκος πού έρρτξε κάτω τό |μά νά πάω στο ποτάμι νά πιώ γο είναι ό Κίμο, ό έξυπνος λίγο νερό γιατί διψάω; λύκος και αδελφός του Σ άν ^ Ό Σάντρο δέν τού απαν τρο. τάει γιατί εκείνη- τη στιγμή Μυρίζοντας συνέχεια τό χώ βλέπει τό μάγο νά πλησιάζη μα, ό Κίμο φθάνει ώς τό δά ή Λεΐλά καί αφού τής λέει
26 κάτι νά σηκώνη τό μαχαίρι του «μπροστά στα /μάτια της. Σκύβει καί κάτι ιμουρμουρί ζει στο αυτί τού Κίιμο. Ό έ ξυπνος λύκος πετάγεται από τή θέσι του καί σε δύο δεύτε ρόλεπτα φθάνει κοντά στο μά γο καί τον ανατρέπει. Τό πλήθος τών Ινδών τα ράζεται, βλέποντας τό άπρο σδάκητο αυτό θέαμα, τά παι διά τό βάζουν στά πόδια καί οι γυναίκες ουρλιάζουν φοβι σμένες. Τήιν ίδια Ιστι.γμή ό Σάντρο βγαίνει από τό θά μνο κιαίί όρράει εναντίον τους. Κάποιος άπ’ όλους τον βλέ πει καί προσπαθεί νά τον άν τι.μετωπίση,. Τό (Παιδί τών Λύκων σκύβει, τον αρπάζει :με τά δυο χέρια, τον σηκώνει ψηλά κι5 αφού τον στριφογυ ιρίζει τόιν εκσφενδονίζει μακρυά. Καθώς προχωρεί προς τό Ιμερος τής Λεϊλά, βρίσκει
Εκείνη τή στιγμή, μεσολαβεί ό μαύρος λύκος.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Γύρω
του
σουρίζουν βέλη...
άπειρα
ιμπροστά του πεσμένο κάτω, τό ·Βάβα, τό χοντροκέφαλο φί λ ο του. Βγάζει αμέσως τό ροοχαΐρι του καί τού κόβει τά δεσιμά! "Ενας Ινδός πού πλησιαζει, τήν πληρώνει πόλυ ακριβά. Ή γροθιά τού -Παιδιού τών Λύκων προσγειώνεται μέ τρο ιμακτιική δύναμι στο σαγόνι του καί τον ρίχνει κάτω. Ό •Ινδός παίρνει 6υό τορμπες καί ιμένει άκίνηιτος. Δέκα ιμιέτρα χωρίζουν ^τό ή ΐρωϊκό παιδί από την αιχμά λωτη, φίλη του, όταν μια σα ΐτα σφυρίζει δίπλα στό αυτί του κι’ ύστερα κι5 άλλη, κΓ άλλη... Μια από αυτές τον παίρνει ξηιστά στον ώμο καί τό αΐιμα γειμίζει τό γυμνό στή θος του. Οί σαΐτες πέφτουν τώρα: σάν βροχή γύρω του καί ό Σάντρο καταλαβαίνει
ΤΑΡΖΑΝ πώς άν προχωρήση έστω κι* ένα βήμα, θ5 άντομώση όπωσ δήποτε τό θάνατο. Αναγκάζεται νά πέση κά τω και νά πάρη» μερικές στρο ψες πάνω στη χλόη, ώσπου καταφέρνει νά κρυφτή πίσω α πό ένα θάμνο. Μαζί του βρί σκέται καί ό Βάβα. Οί Ι νδοί άριχ ίζουν νά ψωνά ζουν καί ετοιμάζονται νά προ χωρήσουν προς τό ίμερος του. Ό Σάντρο πού βλέπει τον κίν δυνο φωνάζει τό Βάβα νά τον άκολουθήση καί τρέχει προς τό θάμνο πού βρίσκεται ό Τί πο - Τίπο. Μά ο κωμικός καί φοβητσιάρης σύντροφός του, δεν βρίσκεται πιά έκεΐ. Ποιος ξέρει που έχει πάει... "Ισως νά έφυγε από τό φόβο του... Οι Ινδοί ουρλιάζουν σάν πα λαβοί καί τό Παιδί των Λύ κων σηκώνει προσεκτικά τό κεφάλι του καί κυττάΓει. Ή
ΕΤναι^ έτοιμος ν* Αντιμετώπιση την έπιθεσι τοΰ θηρίου.
27
'Ο Βάβα αγριεύει καί έφορμά εναντίον τού αντιπάλου του.
σκηνή πού βλέπει τον γεμίζει κατάπληξή αλλά καί φρίκη,. Βλέπει τον Κίμο νά τρέχη, άναΐμεσα στούς χαμηλούς θά μνους, με τον φοβητσιάρη σύντροφό του στη ράχι του, ενώ γύρω του πέφτουν βροχή τά βέλη,. - — -Γρήγορα, Κ ί,μο!, φωπ νάζει ό Τίπο - Τίπο. Γρήγορα γ ατί θά λιποθυμήσω κι* άν πέσω θά |μέ φάνε μπαμπέσικα. Μέ τήν ψυχή στο στόμα ο Σ άντρο παρακολουθεί τό λύ κο πού απομακρύνεται. Ευτυ χώς σε λίγο κρύβεται πίσω ά πό τους κορμούς μερικών δίέν τρων κιαί οί Ινδοί χάνουν τά ίχνη του. Βλέπει όμως καί κάτι άλ λο τό -Παιδί τών Λύκων πού τον γεμίζει μέ ταραχή καί στενοχώρια "Ενας Ινδός ε»
28 χει φορτώσει τή Λεϊλά στον ώμο του καί απομακρύνεται ά νάμεσα στους θάμνους. — Βάθος λέει στον χον τροκέφαλο φίλο του, πάμε νά φύγουμε γιατί οί Ινδοί θά ψάξουν νά μας «βρουν καί τό τε... άλλο ί,μ ονό μ ας !... "Έτσι, ιμέ σκυμμένο κεφάλι απομακρύνεται πιρός τό πο τάμι. ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΤΙΓΡΗΣ
ΧΕΙ ΝΥΧΤΩΣΕ^Ι. Δυο σκιές προχωρούν σκυ φτές ανάμεσα στους θά μ νους. Έχει ένα θαυμάσιο φεγγάρι ιστόν ουρανα πού φω τίζει σαν ήμερα τό τοπίο. Οι σκιές αυτές ανήκουν στον Σ άντρο καί τό Βάβα. — Πρέπει νά βρούμε που κρύβουν τή Αεϊλά. ψιθυρίζει ο Σάντρο. Σέ κάποια από αυτές τίς καλύβες θά την έ χουν κρυμμένη. Είμαι βέβαι ος πώς στην καλύβα πού θά την έχουν θά φυλάνε σκοποί. — Έκεΐνος ό παλληκαράς ό Τίπο - Τίπο, που είναι; ρώ τάει ό Βάβα. ^ — Μη φοβάσαι για τον "Π πο - Τίπο. Κάπου θά είναι κρφιμένος )μέ τή συντροφιά του_ Κίμο. Ξαφνικά, μέσα ατό ήρεμο τοπίο αντηχεί ένα παράξενο γέλιο. Ό Σάντρο μένει άκίνη τος, μαίρμαρωμένος. Βλέπει σκιές νά κινούνται γύρω τους καί φαίνεται πώς κάτι κουβά λούν. Τό Παιδί των Λύκων ζα ρώνει πίσω από ένα θάμνο και περιμένει, ένώ ή καρδιά
Ο ΜΙΚΡΟΙ του σπαρταράει μέσα στό στήθος του. Μήπως τούς πή ραν είδηισι καί τούς κυκλώ νουν; Περνουν_άκόμη λίγα λεπτά αγωνίας, ζαφνικά άκούγεται μια δυνατή φωνή: — ζένε, πού πάτησες την Ιερή (μας χώρα, είσαι αιχμά λωτός μας! Ό Σ άντρο ζαρώνει τό μέ τωπό του μέ άνηισυχία. — Γύρω σου ύπαρχε ι ένας φράκτης, λέει ή ίδια φωνή, κι5 έξω άπό τον φράκτη, πέρα μένουμε μέ τά τόξα μας έ τοιμα. Τό μυαλό τού Παιδιού των Λύκων παίρνει χίλιες στροφές στό δευτερόλεπτο. Πώς θα μπόρεση νά γλυτώση, άπο τον ικιΛοιο πού υπάρχει γύρω του; — Ετοιμάσου, συνεχίζει ή φωνή, νά δεχτής ένα φίλο σου... «Θά αιχμαλώτισαν τον Τί πο - Τίπο» συλλογίζεται τό παιδί τής ζούγκλας καί ή κοορ διά του σφίγγεται. ιΚάνει όμως ένα λάθος στό συλλογισμό του. Γιατΐ ό φί λος πού υποδέχεται δέν είναι ό Τίπο - Τίπο άλλα μια πε λώρια τίγρη. — Ό φίλος σου, λέει ή Φω νή% σ’ άγσπάει τόσο πολύ πού θαρθη νά σέ άγκαλιάση,.. Ό Σ άντρο άναμετράει τή,ν κατάστασι και βρίσκει τή θέ σι του τρομακτικά δύσκολη, ωστόσο όμως δέν χάνει τό θάρρος του. — Βάβα, ψιθυρίζει στό φί
ΤΑΡ2ΑΝ λο του, κρύψου μέσα στο θά μνο. Ένώ ό χοντροκέφαλος κοοι κωμικός 3 Ινδός κρύβεται στο θάμνο, ό Σάντρο, ,μέ^τίς αι σθήσεις του όλες σε έπιψυλα κή, πείριμένει την εττίθεσι τής τίνρη,ς. Τό τρομερό ζώο, μυ ρίζεται τον άέρσ, αφήνει ένα άπειλητ ι κό ούρλ ι αχτό, ξύνε^ι μέ τό μπροστινό πόδι του τό •χώμα κι3 υστέρα σρμάει ξαφνι κά. "Άν για αντίπαλό της είχε σποιονδήποτε άλλον, τώρα θά τον κατασπάραζε με τά κο φτερά της νύχια. Μά τό Παι δι τών Λύκων δεν είναι ευκο λος αντίπαλος. Μέ τό π ήδη μα τής τίγρης πηδάει κΓ αυ τός μπροστά. Τά δυο ^σώματα του ανθρώπου καί τού θηρίου συγκρούονται στον οΰέρα καί πέφτουν κάτω. Τό δεξΐ χέρα του Σάντρο πού κροπάει τό μαχαΐρ ι δ ι αγράφ ε ι γρήγορη τροχιά καί χτυπάει στα τυ φλά. Ή τίγρη ξαφνιάζεται από τό χτύπημα, ούρλ.ιάζει άπό τον πόνο καί τινάζεται μακρυά. Τό Παιδί τών Λύκων ιβιρίσκει τον καιρό νά πέραση πάλι σε θέσι άιμόνης. Τό θηρίο τής ζούγκλας, πού φαίνεται πώς δεν έχει χτυπηθή επικίνδυνα, ορμάει πάλι. Τώρα ό Σάντρο εφαρμόζει άλλη τακτική, -απλώνεται ά νάσικελα κάτω καί καθώς τό σώμα τής τίγρης πέφτει πά νω του, τό χέρι του κινείται μέ ταχύτητα καί τό μαχαίρι τρυπάει την κοιλιά της καί χώνεται όλο μέσα.
%9 Τώρα ή τίγρη ούτε τινάζε ται ούτε μουγγρίζει. Γέρνει μονάχα απαλά καί πέφτει νε κρή, δΙίΙπλα άπό τό ήρωϊκό παιδί. Ό Σάντρο είναι ευχάριστη μένος πού αντιμετώπισε την τίγρη, μά συλλογίζεται^ πώς έχει ν3 άντιμετωπίση τόσους 13Ινδούς πού περιμένουν έξω άπό τό φράκτη καί ή χαρά του κόβεται. Τό μυαλό του λειτουργεί γοργά καί προ σπαθεί νά βρή έναν τρόπο σω τηρίας. Δεν αργεί πολύ νά τό βρή. Σηκώνεται, φέρνει τά χέ ρια του στο στόμα του καί σέ λίγο άπό τό λαρύγγι του ξεφεύγει ριά κραυγή σάν ά γριου ζώου. ΕΤναι ή σύνθημα τική κραυγή μέ την οποία κα λεΐ τον άδέλψό του> τον λύκο. "Αμέσως κατόπιν πέφτει κάτω γιατί οί "Ινδοί αρχίζουν νά του στέλνουν βροχή τά βέ λη. — Δεν σέ φοβόμαστε όσο καί νά φωνάζης, τού λένε. Θά πεθάνης απόψε. "Άν κατώρθω σες νά άντιμετωπίσης την τί' γρη πού στείλαμε νά σέ κατα σπαράξη, δεν θά κατορθώσης V άντιμετωπίσης τά βέλη μας. Καί τό πρωΐ, ή κοπέλλα •πού ήρθες νά έλευθερώσης, θά θυσιαστή μπροστά στη μεγά λη μας θεά Ρασί! Ό Σάντρο στηρίζει τώρα όλες τις ελπίδες του στον Κί: μα. Μόνο μέ την βοήθεια του θά μπόρεση νά αντιμετώπιση τόσους εχθρούς πού τόν περι μένουν ολόγυρά του, νά τού περάσουν πέρα ώς πέρα τό κορμί μέ τά βέλη τους.
30 —ιΝά βάλουμε φωτιά στους βάιμ|νιους και νά τον κάψουμε! φωνάζει κάποιος. > — Ωραία ιδέα!, άττανάει ένας άλλος. ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
ΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ο|μως νά πραγ μ άτοποι ήσουν τό σχέδιό τους. Ό Σ άντρο ακούει ιμιά άναταράιχή, βσγγητά πόνου και τρομαγμένες φωνές και κατα λαβάίνει πώς ό Κίιμο έχει α κούσει τή συνθηματική του κροουγή καί έχει έπιτεθή έναν τίον των Ινδών. Τό θρυλικό παιδί άποψασί ζει νά δράση ώστε νά έκμεταλλευθή την ευκαιρία πού του παρ αυσ ι άζετα ι. Σ ηικωνεται καί τρέχει προς τό μέ ρος πού άκούγονται οί φωνές. Τον σταματάει γιά μια στι-
Κολυμττάει τραβώντας γέρα την αναίσθητη κοπελλα.
Ο ΜΙΚΡΟΧ γμή ένας φράκτης άπό ξύλα, μά κατορθώνει νά τον πηδήση. Βλέπει τώρα σέ λίγη ά~ πόστασι τον Κίιμο νά^όρμά^ εναντίον μερικών Ινδών πού προσπαθούν νά ξεφύγαυν τρέ χοντας. Όρμάει κι' αυτός ξο πίσω τους καί σέ δυο λεπτά τούς έχει θέσει εκτός μάχης. — Βάβα!, (φωνάζει τότε τον χοντροκέφαλο σύντροφό του. Ό Βάβα δεν ^ βρίσκεται κρυμμένος στο θάμνο όπως νρμίζει τό Παιδί τών Λύκων. Έχει πηδήσει κι5 αυτός τό φράκτη καί αντιμετωπίζει έ ναν Ινδό, πού μέ δυο τρεΐς κεφαλιές τον ρίχνει άναίσθητο κάτω. Οί υπόλοιποι Ινδοί, τρσμο κρατημένοι άπό την έμφάνισι του λύκου τό βάζουν ατά πό δια νά γλυτώσουν κι* έτσι ό Σάντρο μέ ταν φίλο του δέν αντιμετωπίζουν άμεσόν κίνδυ νο τώρα. — Βάβα, του λέει^ ψιθυρι στά, πρέπει νά βρούμε που έχουν κρυμμένη τή Αεϊλά γιά νσ τήν έΧευθερώσουμε. 5Ακολουθουν, μαζί μέ τον Κίιμο, τήν όχθη του ποταμού. "Αφού βαδίζουν κάπου πέντε λεπτά, τό ηρωικό παιδί δια κρίνει μια καλύβα πού τή φυ Χάνε δύο σκοποί, έχοντας κρε μάσει στόν ώμο τους τά τό ξα τους. ^ , — Έκεΐ έχουν κλεισμένη τή φίλη μας, λέει ό Σάντρο στο Βάβα καί τήν άμέσω^ έπό|μενη στιγμή κάτι σκύβει καί ψιθυρίζει στο αυτί του Κίμο. Ό μαύρος λύκος γρυλ-
ΤΑΜΙΑΝ
31
•λιζει σιγανά, σά νάθελε νά στον αδελφό του ότι κατά λαβε καί προχωρεί ,μ όνος του| μπροστά, ενώ ό Σ άντρο μέ! το Βάβα άκολουβουν πίσω Ί · -, του σέ άρκετή άπόιστοοσι. *ϊι _έ λίγο, το τετραπέρατο ζώο φτάνει κοντά στους δυο σκοπούς, πού σιγοκουβεντ ιαζουν μεταξύ τους, όρμάει ξα φνικά επάνω τους και τους α νατρέπει. Πριν εκείνος προλα βουν νά σηκωθούν, τρέχε κον τά τους τό Παιδί τών^ Λύκων καί μέ δυο γροθιές τους στέλ νει νά συναντήσουν τη χωρά τής ανυπαρξίας. Χωρίς ν ά καθυστέρηση ού Οι δυο κωμικοί * Ινδοί έρχονται τε στιγμή άνοίγει την πόρτα στά χέρια. τής καλύβας καί βρίσκει μέ σα τη Λεϊλά, δεμένη χειρο οί Ινδοί θά πάρουν είδησι την πόδαρα καί αναίσθητηι. άπόδραύσί σου καί τότε θ’ άρ Μέ τό ιμαχαΐρι^ του κόβει χίσουν νά ψάχνουν παντού. γρήγορα τά δεσμά της, την Γι’ αυτό τό λόγο σ5 έφερα παίρνει στά δυο- ^του χέρια στην απέναντι δ^θη> Τρέξε κάί «βγαίνει έξω. Την ίδια στι γρήγορα μήπως μας πάρη εΤ γΐμή, ζωηρές φωνές ακούγον δησι κανένα μάτι. ται κάπου πολύ κοντά. Σέ λίγη ώρα, φθάνουν ;— Βάβα, λέει ψιθυριστά 6 στους καταρράκτες χωρίς νά Σάντρο στον φίλο του, καβάλ τούς πάρη ^ κανένας εϊδησι. λα τον Κίμο καί πηγαίνετε 'Όταν φθάνουν εκεί, κολυ νά μέ περιμένετε εκεί πού πέ μπούν πάλι βγαίνοντας στην φτει ό καταρράκτης. αντίπερα όχθη καί έκεΐ συναν Την ίδια διαταγή δίνει καί τούν τον Κίμο μέ τό Βάβα. οπόν λύκο κι3 αυτός, μέ την —Πήγαινέ μας στον Τπτο αναίσθητη Λεϊλά, πέφτει στο -Τίπο, λέει τώρα ό Σάντρο ποτάμι, κολυμπάει καί φθά στον Κίιμο μέ τή συνθηματική νει στην άλλη όχθη. 7ους γλώσσα. Τό αναίσθητο κορίτσι συ Ό Κίιμο προχωρεί τότε νέρχεται καί ή χαρά του δεν μπροστά ικαϊ πίσω του τον περ ί γράφεται βλέποντας πώς ακολουθούν οι τρεΐς τους. Σέ είναι έλεύθερη. λίγο φθάνουν οπή ρίζα των — Λεϊλά, τής λέει ό Σάν βρόχινων τειχών, οπού βρί τρο, πρέπει νά άπομοοκρυνθοΟ σκουν^ τον φοβητσιάρη Ίνοό, ,με άπο τό μέρος αυτό γιατί κρυμμένο σε μια τρύπα.
Ο ΜΙΚΡΟ 1
32 — Κρύφτηκες απτό τό τό φόβο σου; του λέει ό Βάβα. — Β,ρέ ποιο φόβο μου, κά νει ό Τί,πο - Τίπο. "Εχω φο βηθή εγώ ποτέ στη ζωή μου; Μπήκα μέσα γιατί φοβήθηκα μήπως βρέξη!... Κιαί για να δείξη δτι τον προσέβαλλε ό \3άβα με τά λόγια του· επιτίθεται εναντίον τόυ για να τον δείρη. Μά ό Βάβα ρρμάει μέ την χοντροκε φάΐλα του μπροστά καί ό κω μικίός Ινδός κρύβεται πίσω από τη Λε'ίλά για να σωθή. — Τί να σου κάνω, λέει στο 'Βάβα, πού σε λυπάμαι, διαφορετικά... — Άκοϋτε; λέει εκείνη τή στιγμή ό Σάντρο. Οί Ινδοί έρχονται προς τό μέρος μας. — Θεούλη, μου!, ψελλίζει ό Τίπα - Τίπο, πάμε νά φ'ύγουμε πριν μάς φάνε μπαμπέ σιικα. ΐΠιραγματ ιικά σέ λίγο τρέ χουν στο στενό μονοπάτι πού διασχίζει τά πέτρινα τείχη καί σέ λίγο βγαίνουν στην πυ κνή καί .απέραντη ζούγκλα. Μέσα σ’ αυτή κανένας δεν θά μπόρεση νά τους βρή... * * *
Ορο,χωρουν πάντα μέσα στήν πυκνή ζούγκλα οί φίλοι μας ώσπου ξημερώνει. 1 Απο φασίζουν τότε νά καθήσουν για νά ξεκουραστούν. Τσακι σμένοι όπως είναι από τήν κούραση δέν αργεί νά τούς πάρη ό ύπνος. -σφνικά, ένα (μουγγρηΓτό κά
νει τον Σάντρο νά πεταχτή δλόρθος. 'Γυρίζει τό βλέμμα
του όλόγυιρα καί περιμένει ν’ άντικρυση ιμιά τίγρη, ή ένα λι οντάρι, δέν βλέπει όμως τί ποτα άπό αυτά εκτός από τό λύκο, τον Κ>ί|μο. Ό άδελφός του κουνάει ανήσυχα τ’ αυτιά του καί τό βλέμμα του, πού λες καί πέτάει αστραπές, κυτ τάζει συνέχεια σέ ·μιά κατεύθυνσι. Τό Παιθΐ των Λύκων πλη σιάζει τό λύκο καί κυττάζει κι3 αυτός στο ίδιο σημείο, προσπαθώντας νά δη τί εί ναι έκεΐνο που ανησυχεί τον αδελφό του. Επειδή όμως δέν βλέπει τίποτε, αποφασίζει νά πραχωρήση λίγα μέτρα. Πίσω του ακολουθεί ό Κίμο. Κάπου - κάπου σηκώνει τή μουσούδα του ψηλά καί ο σμίζεται τόν αέρα. «Φαίνεται πώς ό Κ'Ομο όσιμί ζεται κάποιον κίνδυνο», συλ λογίζεται ό Σάντιρο. Σκύβει τώρα καί κάτι ψι θυρίζει στο αυτί του. Ό Κίμο, υπάκουος σάν σκυλάκι, γυρνάει καί κάθεται κοντά στά κοιμισμένα παιδιά. Ό Σάντρο ωστόσο προχωρεί, μέ τις αί,σθήσεις του όλες σέ ε πιφυλακή, γιατί δέν ξέρει τί θ' αντιμετώπιση από στιγμή σέ στιγμή. Ή ζούγκλα κρύ βει χιλιάδες κινδύνους, πού ό ένας είναι πιο ύπουλος άπό τόν άλλον: θηρία, έρπετά, έντομα δηλητηριώδη, σαρκο βόρα πτηνά, ανθρώπους κα κούς ικάί τόσα άλλα άκόμη. Σέ μια στιγμή ό Σάντρο μένει ακίνητος καί ^τεντώνει τό αυτί του. "Εχει την έτύπω σι πώς άκσυσε μια άνθ(ρώπι
ΤΑΡΤΑΝ νίΠ ομιλία. λ — Μήπως εΤΜαη οι ’ I νδοί τής «κοιλάδας του θανάτου»; σύλλογ ίΐζετ α ι. Μήπως άκολου βηααν τά ίχνη .μας; Σκέφτεται νά γυρίιση πίσω στους φίλους του, Ψα τούς §υ πνήισηι καί να φύγουν., όταν αναγκάζεται από περιέργεια Μα μείνη* στη θέσι του. Οι ο μιλίες είναι τώρα πιο ζωιηΓρές καί τά βήιματα των αν θρώπων πού προχωρούν άκου γονται π ιό1 11 καθαρά. Ό Σάντρο, χωρίς κι5 αυ
τός νά καταλαβαίνω γιαττί, έ χει την έντύπωσι τώρα πώς αυτοί οί άνθρωποι δεν είναι Ινδοί τής κοιλάδας τού θα νάτου. "Αποφασίζει λοιπόν νά κρυφτή, πίισω από τον κοριμό ενός δέντρου καί νά περι,μένη την ήμφάνιαί1 τους. Σέ ριά στιγμή, ακούει μιά φωνή νά λέιη: — Μπά σέ καλό μας, θά στα)ματήισουιμε καμίμιά φορά; 'Κάί τότε, πίσω από ένα Θάιμνο, άντιικρύζει τό περίείρ γο κεφάλι ενός άράπη!
Τ Ε Α ύ I Π. ΣΤΡΑΎΊΚΗΣ Άιτοκλειστικάτης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο. Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΩΑΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΑΕΚΚΑ 22, (ύπέγεισν) 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13) 14) 15) Ιό) 17) 18)
Ό άόρατος γίγαντας ΜΗ κρυπτή των θησαυρών Τό μυστικό τού μάγου Τό μαύρο διαμάντι Ό χορός τής φωτιάς Ή βασίλισσα του Ταμ-Ταμ Τό τέρας των οόρανών *0 χρυσός έλέφαντοτς Τό άνθρωποφάγο δέντρο Μονομαχία δεινοσαύρων Τό στοιχειό της λίμνης ΜΗ φυλή τών Φ ιδανθρωπων Τό κόκκινο χαλάζι Ή άρχόντισσα τών τρελλών *0 φτερωτός κροκόδειλος Τό ναρκωμένο μαμμούθ Μονομαχία μέχοι θανάτου *0 λυσσασμένος ρι νόκερως
19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30) 31) 32) 33) 34) 35) 3.6)
Στά νύχια τού Χάρου Κατακόμβη τών κολασμένων Τό φίλτρο τής ικακίας “Η γοργόνα τής λίμνης Ό οαίμονας της συμφοράς *0 θάνατος του Ταρςαν Τό φάντασμα τής ζούγκλας *0 μαύρος 6λεθρο$ *Η Τσίιτα θριαμβεύει Τό μυστικό τού Μττουτάτα *Η κολασμένη Κοιλάδα Χαταρου Ό όρκος του Ταμττόρ. Αιχμάλωτοι Καννί'βάλων Σ άντρο Τό Μερό Καραβάνι. *0 μυστηριώδης φακίρης Ή Κατάρα τού Βούβδσ.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΥιΚΑΟΦΟΡΙ!
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ιον—Τόμος 5ος—*Αρ. 37—Δρ. 2 Δημιοσ ιογραψ ιικος Δ)ντής: Σ. 'Ανεμιοδουρας,Στρ.Πλαχττήρα 21 Ν. Σμύρνη. ΟΊικΟνομιικάς Α)ντν\ς Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 3ι8. Προίστ. τυττογρ.: Α, Χατζηβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σιμφνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα: 22/ “'βφ^ναι,
*¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥-?
οΟο Τό επόμενο τεύχος, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη εβδο μάδα μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ είναι ένα οστό τα λίγα τεύχη τού είδους του, δυνατό σέ πε ριπέτειες και δράσι καί γεμάτο δραματικά καί κωμικά έττεισόδια Στο τεύχος αύτό δεν θά θαυμάσετε μόνο τό Παιδί των Λύκων καί τούς φίλους του, αλλά ένα^ άκόμη θρυλικό παιδί μέ δυο γνωστούς σας καταπληκτικούς βοη θούς, πού ό ένας από αυτούς έχει τό νού του πάντα στο θρυλικό του τσουλούφι! Τον ξέρετε ποιος είναι; Μην παράλειψη κανείς ν* άγοράση τό επόμενο τεύχος πού θ’ άποτελέση μιά απροσδόκητη έκπληξι γιά ολους τούς αναγνώστες τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ».
υΟ> Ε3ΜΒΒΚΒΚΜΜΕ8 II ΒΙ ΊΡ%
ο.υ·?
«ποτοφεγγαρ/
I ήβΐ ύη££°ε Σ Τή ε?ΓΑ/ΤΗΡΐ* ΡΡ
\χ/£Α// Λ»
φ*£90Μ>
\ΐ6ΜΛΛ /£ ΤΡΟΜ6ΡΗ ΠΙΕΣΗ.
εηιτεηοΥε.! πΗτρε^Ε/πεπ/Ϋΐε ΠΙή ΥΓΡΗ ήβΥίΙΗΟ Υ/)Η ΠΛ ΤΟ/* όίηΣΎΗΜΟΤΤΛΟΙΟ ΓίΑΧ^—^
** τ& ηετήΞγ η&ρ. * * ° εχΡΓΗΐλίοε ***£/ Λ/ ΑΜΑ *Χ€ό//> . . .
77/9/70
ί
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ
ΔΥΟ ΗΡΩΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΣΑΝΤΡΟ, το θρυλικό Παιδί τών Λύκων, κρυΐμ >μένο πίσω από τον κορ μο ένόις δέντρου, ανάμεσα στην πυκνή ζούγκλα, έχει τεν τωμόνο τό αυτί του καί παρα ικολουθεΐ ένα θόρυβο άνφώπι νων φωνών και βημάτων. Πε ριμένει με αγωνία, από στι γμή ίσε στιγμή, νά παρουσισ αστούν μπροστά του οι 51 νδοί τής «Κοιλάδας του θανάτου», πού πήρε μέσα άίπό τά χέρια τους τή Δειλά (*), την κόρη (*) Διάβασε τό ττοοηιγούμενο τεύχος του «Μικρού Ταρζοον», τό 37, ττου εχει τον τίίτλσ: «Ή Λαί λαπα τής Ζούγκλας».
του μαχαραγιά τής Άλμόρα, όταν ιμέ -μεγάλη του έκπληξη άκούη κάποιον νά λέη: — Μπά σέ καλό μας, άικόμα θά περπατάμε; Τή'ν αμέσως επόμενη, στ ιγμή πίσω άπό ένα θάμνο κά νε.ι την εμφάνιισί του ένα παρά ξένο κεφάλι. Είναι τό φαλα κρό κεφάλι ενός άράπη πού οπήν κορυφή του έχει μόνο έ να τσουλούφι άπό μαλλιά! (Πίσω του προβάλει ονα άλ λο κεφάλι άράπη, υστέρα τό κεφάλι μιάς ξανθής καπιέλλιας καί τελευταίο τό κεφάλι ενός λευκού παιδιού! — Καθήστε εδώ νά ξεκου ραστούμε Λιγάκι, Λέει ό λευ-
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 κός καί 5λα τά κεφάλια, τό ένα μετά το άλλο κρύβονται πίσω απτό τό θάμνο. Ό Σάν τρο αισθάνεται τρομερή ατερι εργεια. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι ικαΐί τί ζητούν^στη ζούγκλα του:; 9Ηρθαν μήπως σάν εχθροί; Ή περιέργεια τον κάνει ν’ άφήση τό δέντρο οπού κρύβε ται καί νά β'αδιίση μέ προφυλαξι καί σκυφτός. φθάνοντας πιόω άπό τό τό θάμνο πού κά θησαν για νά .ξεκουραστούν οι τέσσερις παράξενοι έπισκέ πτες τής ζούγκλας!. Έκε? κουρνιάζει και στήνει τό αυ τί του. — ,Ποσο θά περπατάμε α κόμη; λέει ή κοριτσίστικη φω νή, — Πετάς κάπου- κάπου κά τ βλακείες. άφέίντη Ζολάν, άπαντάει μιά φωνή πού φαίνε ται πώς άνήικει στον άράπηι. Θά περποοτάμε ώσπου νά λυώ σουν τά πόδια ία ας. Μπά σέ καλό μου, τι έξυπνάδες λέω τώρα τελευταία; —Πρέπει νά βρούμε νερό, λέει μιά σίλίΧη· φωνή. Κάπου εδώ κοντά πρέπει νά ύπάρχη ένα ποτάμι. — 'Άμα δεν βίρούμε νερό, θά λυσσάξω!, λέει κάποιος άλλος. — Πάψε, Μπαγιόικο!, τού απαντάει· ό άράπης μέ τό τσουλούφι, γιατί θά σέ λυσ σάΕω στίς κεφαλιές;. Ό Σ άντρο άκουει τώρα τό χαρακτηριστικό θόρυβο άπό τό παραμέρισμα κλαδιών καί πσιν προλάβη: νά όαταμακρυν θή άπό τή θέσι του για νά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κρυφτή, βλέπει· νά βγαίνη ιμέ οα ιάπό δυό θάμνους ένας κον τόχοντρος και κωδικός άράπης ιμέ ,μεγάλη κοιλιά. Στρν αρχή ό άράπηρ δέν τον παίρ νει εΐδησι όμως καθώς προχωίρεΐ λίΐγά βήματα τον βλέ πει καί γιά μιά στιγμή μένει ακίνητος, άνοίγοντας τό^πελώ ,ρ.ιο στόμα του άπό τήν έκπλη ξ'\ Ό Σάντρο αποφασίζει νά σηικωθή όρθιος ιμά ;μέ τήν πρώ τΓ κ/ίνησι πού κάνει, ό άοάπης παν ικο βάλλετ α ι, αφήνει νά τού ξεφυγη μιά πνιχτή Φω νή τρόμου κι* ύστερα, παίρ νοντας δυό τρεΐς κωμικές τού μπες, πέφτει μέ ορμή πάνω στον κορμό ενός δέντρου, χτυ πώντας τό κεφάλι τόυ άσχη μα καί χάνει τις αισθήσεις του. Ταυτόχρονα σχεδόν, πετά γονται πίσω άπό τούς θάιμνους καί οι υπόλοιποι σύν τροφό ί του, ό μεγίαλόσωμος άράπη/ς μέ τό τσουλούφι, ό λειυΐκος νέος καΐί ή κοπέλλα μέ τά ξανθά μ’αλλιά. —Σκότωσαν τό Μπαγιόκο, τό βοηθό μου!, φωνάζει ό κωμικός άράπης: μέ τό τσου λούφι. Πίσω κσ)ί σάς έφαγα! Καί βλέποντας τό Σάντρο όρθιο, δίπλα άπό τό θάμνο, σρμάει εναντίον του ,μέ τό κε φάλι μπροστά. Ό Σάντρο μόλις τήν τε λευταία στιγμή προλαβαίνει νά παραμεοίση καί ό κωμικός άράπης, με τή φόρα πού έ χει πάρει, χώνεται όλος μέ σα ατό θάμνο.
5
ΤΑΡΪΑΗ — Όχ!, κάνει ένώ προ σπαθεί ^νά βγή, τσακώθηκε τό τσουλούφ ι μου! Τό Παιδί των Λύκων, για καλό και για κακό, αρπάζει ένα ιρότταλο καί είναι έτοιμο ν’ άντιμετωπίσηι τούς παρά ξενους αυτούς ανθρώπους. Βλέπει τώρα τό λευκό παιδί-, ΤΓού φοράει ένα μενταγ ιόν στο στήθος, νά προχωρή προς τό μέρος του μέ σφιγμένες τις γροθιές, ένώ τά μάτια του πε τουν άστραπές μίσους. — Απάνω του!, ουρλιάζει ό άράπηις ιμέ τό τσουλούφι πού έχει βγή, από τό θάμνο. Δάστου μια γροθιά στο στο μάχι, αφέντη Ταμπόρ! Π|ραγματικά, τό παιδί μέ τό ιμιεντάγιόν, πού δεν εΐναι άλλος από τον θρυλικό Τσμπόρ τής Αφρικανικής ζούγ κλας, μέ μια θυελλώδη έπίθε σι χτυπάει τον αντίπαλό του, πριν έκεΐνος προλάβη νά κινηθή, ιστό σαγόνι καί τον ρί χνει άνάσκελα κάτω. Τό Παιδί των Λύκων, παρ’ ολο τό τρομερό χτύπημα πού δέχτηκε σηκώνεται επάνω καί μέ ταχύτατη κίίνησι αρπάζει από τό χέρι τον Ταμπόρ, τον στριφογυρίζει καί τον ρίχνει κάτω. 4Ετοιμάζεται τώ,ρα νά τον κλωτσηση μά ό Ταμπόρ τού αρπάζει τό πόδι στον άέ ρα καί σπρώιχινοντάς το προς τά πλάγια τον άν,ατρέπει. Καθώς βρίσκοντας τώρα καί οι 6υό κάτω, αρπάζονται ατά χέρια. Τά κορμιά ^ τους μπλεκο ντα ι, στρ ιφ ©γυρίζουν, πλημμυρίζουν ιδρώτα καί γ€
μίίζουν χώματα ένώ άπό τά λα ρύγγια τους βγαίνουν άναρ θρες καί .κομμένες κραυγές. Γύιρω τους, ή Ζολαν, ό Μπαγιόκο πού έχει συνελθεί· στο μεταξύ, καί ■ ό Μπουτάτα, πα ρακολουθόύν μέ ιάγώνίά τή συγκλον ι στ ιική κ αί τρομ ερή αυτή πάλη πού, κανείς δέΐν ξέρει- πού θά καταλήξη... ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
ΑΛΑ εΐναιι καιρός νά μάθουμε ιμέ ποιόν τρό πο βρέθηκαν στην Ιν δική ζούγκλα οί τέσσερις ήρωές μας, τή οτιγμή πού ζούσαν δεκάδες χιλιόμετρα μ,ακιρυά, στη ζούγκλα τής }Α φρικής; Για νά τό μάθουμε αυτό πρέπει νά γυρίσουμε άρκετά πίΐσω.... Οί τέσσερ ις ηρώές μας, ό Ταμίπόρ, ή Ζσλάν, ό κωμικοτραγικός Μπουτάτα καί ό ά χώ,ρ ιστός φίλος του ό Μπαγιόίκο μαζί μέ τον Τίπο - Τίπο, τον κωμικό Ι νδό έχουν ο δηγηθή ^ αιχμάλωτοι- άπό μια φυλή νάνων (**). Τή στ ιγμή πού οί οί νάνοι εΐναι έτοιμοι νά τούς σκοτώσουν, γίνεται ξαφνικά σεισμός κάί οί^ ήρω ές μας, άφου πανιικοβάλλονται καί σκορπούν οί εχθροί τους, μένουν ελεύθεροι. Ό Τίπο - Τίίπο, πού είναι (*) Διάβασε τό υπ>’ οορ. 32 τεύ χος του «Μικρού Ταρζάν» ατού εχει τον τίιτλο: «Αιχμάλωτοί των καν» *ιβάλων*.
■ 1 ■ 1 ψ—β^Κ1*!*-*-~***Β*~~Τ*^ν0***ΙΒ·«»»^>——
φοβίηίτσιάρης;, τό βιάζει στα πόδια αμέσως καί φεσγείι για νά φθάση έπειτα άπό πολλές περιπέτειες στις Ίνδ’ίες. Οι άλλοι τέσσερις χάνονταΐι άνά μέσα στους καπνούς πού ξεπηίδοϋν από πελώριες τρύπες, πού ανοίγει ό σεισμός στη γή καί ύπαρχει κίνδυνος νά πέ σουν σέ ιμιά από αυτές κα!ϊ νά βρουν οίκτρό θάνατο. Ό Ταμπόρ, κρατώντας στά χέρια του τή Ζολάν προ χιωρεΐ ,μπροστά, στά τυφλά σχιείδόν καί πίσω του ακολου θούν _οι δυο κοσμικοί άράπηδες. -αφνικά, τό ήφοίίστειο του κοντινού βουνού έξακοντί ζει πύρινες φίλαγες προς τον ουρανό καί ανάμεσα σέ μια βουή πού νομίζεις πώς βγαί νει από τά άδυτα τής κόλασε ως πέτρες καί χώματα τινά ζονται ψηλά καί πέφτουν μέ όριμή ολόγυρα. Σέ ιμιά στιγμή ό Ταμπόρ
6Ο Τοομττόρ επιτίθεται εναντίον του Κινέζου.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
'Ο πειρατής* υποκλίνεται μπρο στά στήν Τσά - Λί.
σκοντάφτει καί πέφτει. Πά νω του πέφτει ό Μπουτάτα μέ τό Μπαγιόκο ενώ ή βροχή ά πό τις πέτρες καί τά χώματα τούς σκεπάζει... Πόση ήρα νά πέρασε πού έμειναν θαμμένο-ι κάτω από τό σωρό των χωμάτων καί τής στάχτης; Κανείς δέν ξέ ρει. Πρώτος ανακτά τις αι σθήσεις του- ό Ταμπόρ. Νοιώ Βει τό κορμί, του βαρύ καί |^έ πόλύ κόπο κατορθώνει ν’ α παλλαγή άπό τά χώματα. "Ο ταν σηικώνεται Θυμάται τί έ γινε. Σκύβει τότε κάτω καί μέ γρήγορες κινήσεις ξεθάβει τούς φίλους του. Ευτυχώς, είναι όλοι τουζ ζωντανοί, Ό Μπουτάτα και ή Ζολάν εΐναι άναίσθίητοι μα δέν ρχιουν χτυπηθή. Μόΐνο ό Μπαγιόκο είναι χτυπημένος στον ώμο άπό -μιά πέτρα. Τό θρυλικό παιδί, τώρα
7
ΤΑΡΖλΝ πού έχει καθαρίσει ή ατμό σφαιρα από τούς καπνούς καί 'βιλέπει όλόγμρά ταυ· ώ στε νά μην πίεση: μέσα σέ κα νένα λάκκο, κουβαλάει έναν έναν τούς συντρόφους του καν τά στο ποτάμι. Εκεί τούς ρί χνει νερό και τούς συνεφέρει. -— Μπά σέ καλό του,^ ποι ός μάς έρριξε πέτρες καί χώ ιμίατα; λέει ό Μπουτάτα. *Όχι τίποτε άλλο άλλα μου λέρωσαν τό τσουλαυφάκι μου. Ό Μπαγιόκρ, πού τον πο νάει ό ώμος του, τά βιάζει / μέ τον Τσουλούφη. γιατί νομίζει πώς αυτός τον χτύπησε^ — Θά -μου τό πλήρωσής άκριβά’ αυτό, του λέει. ^ Ό Μπουτάτα αγριεύει. ^— Τι έπαθες,, φουσκωμένε βάτραχε; του λέει. Π άψε γιία τι θά σέ ρίξω στο ποτάμι νά χόρτασης κανόναν κροκόδειλο. — Σιωπής τούς μάλλώνε^ι ό Ταμπόρ ένω έτοκμαζεται νά
ΓΑυστράει στο σκοινί και κατε βαίνει στη βάρκα.
Ή γροθιά του πέφτει σαν κατ«πέλτης στο πρόσωπό του.
πέση στον ποταμό για νά πλυ θή. Αντί νά χαρήτε πού γλυ τώσαρε, αρχίσατε τις γκρί νιες; Α
Α
Α
^ -Περνούν αρκετές μέρες. Οι τέσσερις ήρωές μας βρίσκον ται κοντά στο ποτάίμι. Σέ μια στιγμή ό Μπουτάτα κάτι δείχνει μέ τό χέρι του. Στρέφουν όλοι τά βλέμμα τά τους προς τό μέρος πού δείχνει- ο χαζοτσουλούφης — Εΐναι μι,ά πιρόγα, λέίει ή Ζολάν πρώτη. — Είναι ένα^καινούργιο θε ριό του ποταμού, λέει τη γνώ μη. του ό σοφός Μπσγ ιόκο. —Είναι τό μυαλό σου τό τρελλό, τού λέει ό Μπουτάτα σαν πιο σοφός. Δεν βλέπεις βρε βλάκα πώς /μοιάζει με μια τεράστια σαρανταποδαροΰσα; Στο μεταξύ ό Ταρπόιρ &
6 ΜΙΚΡΟΙ χιει< πέσει στο ποτάμι κιοοι δεν βλέπει τίποτε. Ή Ζολάν, κυτ τάζοντας ιμέ προσοχή, βεβαι ώνεται πώς αυτό που έπιπλέ ει στον ποταμό καί πλησιάζει προς το μέρος τους είναι ίμια πιρόγα, θά ανησυχούσε άν στην πιρόγα έβλεπε -μαύρους. Οί άνθρωποι όμως πού είναι πάνω της δεν είναι μαϋροΊ. Φαίνονται λευκοί1. —Ταμπόρ, φωνάζει σε μιά στιγμή ή Ζολάν ενώ ή πιρόγα πλησιάζει, έβγα έξω από τό νερό.. Κύτταξε έκεΐ... Το θ)ρυλ ιικο παιδί κυττάζει προς τό μέρος πού τού δείη χνει, βλέπει τήιν πιρόγα καί βιάζεται να βγή έξω. Την άμέ σως επόμενη στιγμή, σχεδόν, ή πιρόγα σταματάει μπρο στά τους καί κορμιά δεκαριά λευκοί πηδούν στήν όχθη, Μά, όχι, τώρα πού τούς πλησιά ζουν, ^τά παιδιά βλέπουν πώς δεν είναι λευκοί ιμά κίτρινοι. ^ — Είναι Κινέζοΐι, μουρ.μου ρίζει ανάμεσα στά δόντια του ό Ταμπόρ, ενώ ιμιά σκιά άνη, συχίας πλανιέται στά μάτια του, -— Τί σόϊ άνθρωποι είναι τούτοι; λέει φωναχτά ό Τσου λούφης. Μπαγιόικο, τούς βλέ πεις; Αέν είναι όμορφοι σαν εμένα καί σένα. Είναι άσχημο τεροι από τον αφέντη Τίομπόρ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ! ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ
ΝΑΣ από τους Κινέζους
προχωρεί (μπροστά καί κάτι, λέει ιμέ τήν παράξε νη γλώσσα του, κανείς όμως
δέν τον (καταλαβαίνει. — Μπά σέ καλό του, άπτο ρεΐ ό Μπουτάτα καΓι χάϊδεύει τή χιλιοσκουιριασμένη καί θρυ λιική του κουμπούρα, τί «τσό τσί- φά- λού- μί- τό» είναι αυ τά; Ό Μπαγιάκο πού κυττάζει χαζά τον Κινέζο, γυρίζει καί απαντάει στο Μπουτάτα. — Έγώ ξήρω τί λέει. Εί πε πώς μέ ,μιά γροθιά θά σέ ρίξηι στο ποτάμι. Ό Τσαυλούφης αγριεύει. Σηκώνεται επάνω και βάζει τά χέρια στη ,μέση του, Έπει τα προχωρεί προς τον Κινέζο καί τού λέει: — Τσίν..: τσίν φού! Φαίνεται όμως πώς οί άρ λομμπες πού λέει· στήν τύχη εξαγριώνουν τον Κινέζο* γιατί κάνει νά τραβήιξη ένα πιστό λι. Λεν προλαβαίνει όμως. Ό χαζατσουλούφης απλώνει την χερούκλα του, άρπάζει* τον Κι νέζο από τήν κοτσίδα καί τον φέρνει δυο -τρεις βόλτες. Ό Μπαγ ιόικο μέ τή σειρά του πά λι σηκώνεται, αρμάει μέ τό κεφάλι μπροστά καί χτυπάει τον Κινέζο στο στομάχι, κάνοντάς τον νά βογγήιξη από τον πόνο καί νά μείνη άναίσθητος. Μά οί άλλοι Κινέζοι δέν κά θονται μέ σταυρωμένα χέρια. Όρμούν πάνω στούη διυό άρά πηδες ικία'ί τούς άρχ’ίζ°σν στις κλωτσιές καί τις γροθιές. — "Ωχ... πάει τό τσουλοΰ φι μου, θά μου τό ξερριζώσε τε!, διαμαρτύρεται ό Μπουτά τα. Ό Ταμπόρ, χωρίς διστα-
ΤΑΡΖΑΝ γιμο, όρμάει εναντίον των Κι νεζων πού χτυπούν τούς φί λους του. Τό ίδιο κάνει καί! "Τοίλοαν. Μια άγρια συμπλο κή άοχίζει τότε όπου ^ κανείς δεν ξέρει ποιος χτυπάει τον άλλο. Σε ιμιά στιγμή^τό βου’λι παιδί ξεμοναχιάζει έναν Κινέζο καί ιμέ δυο τρεις γ|ρρ θιές τον ρίίχνει κάτω νόικ ά ουτ. Τό ίδιο κάνει κάΐ ή Ζολάν δίπλα του. ένω ό Μττου τάτα, στο μεθύσι της μάχτις, χωρίς νά βλέπηι τί του ^γίνε ται έχει αρπάξει από τό λςτι μό τό Μπαγιόκο, ^ορίζοντας τον γιά Κινέζο κ'αί του δίνει άτταινωτές κεφαλιές στο κεφά λι του. — Πώ... πώ!, φωνάζει ό Μπαγιόκο ιμέ σκότωσες! — "Ώστε τώρα δεν ιμιλάς πια μέ τά «Τσό -φί...τσίν», του λέει αγριεμένος ό Μπου τάτα. Θά σου δείξω έγώ κιτρι νιάρη. Καί χωρίς ^νά δέση ότι έχει νά κάνη ιμέ τό χαζό φίλο του, έτσι όπως τον κρατάει άπό τό σβρρκο, τον φέρνει δυο τρεΐς γάρους κι* ύστερα τον άφίνευ Τό φουσκω)μέυο κοσμ-ί του Μπαγ ιόκο άφού κάνει δύο γκέλίες σαν μπάλλα ποδο σφαίρου, πέφτει στο ποτάμι. Ή έπίθεσις των ηρώων μας έχει πανικοβάλλει τούς Κινέ ζους κάί θά τούς έτοεπαν σέ άτακτη φυγή, άν δεν έφτανε πάνω στην πιο κρίσιμη στι γμή ένα άλλο μονόξυλο ιμέ πε ριισσότεοουσ Κινέζους. Πη δούν στην όχθη καί πρίν οί φίίλοι μας τούς πάρουν εϊδησι, έρχονται πίσω άπό τίς πλά
9 τες καί τούς χτυπούν ύπουλα. Πρώτα χτυπούν τον Ταμπό|ρ. Τό ήρωϊκό 5 Ελληνόπουλο νοιώθει μιά σκιά νά κάθεται πάνω στά μάτια του καί νά μεταβάλλεται σέ βαθύ σκοτά 6ι. "Υστερα έοχεται ή σειρά τής Ζολάν. Τό θρυλικό κορίη τσι νοιώθει ένα τρομερό χτυ πημα στο κεφάλι καί νρμίζει πώς έσπασε τό κοσνίο τη|ς. 5Αμέσως σχεδόν χάνει τίς α! σβήσεις της.. Τρίτος την πλη ρώνει ό Μπαγιόκο πού έχει στό· μεταξύ βγή άπό τό ποτά μι. Κάποιος τόν χτυπάει στο σβέρκο καί βλέπει ξαφνικά νά λάμπουν μποοστά στά μά τια του δέκα ήλιοι. Τελευτσΐ ος πέφτει ό ηρωικός Μπουτά τα. Τόν χτυπούν ταυτόχρονα δυο γροθιές στην κεφάλα του καί ό κωμιικοτοαγιικός άοάπης παοαπατάει δώθε - κεΐθε σάν μεθυσμένος. —"Άτιμοι, δεν σεβαστή κατε τουλάχιστον τό τσουλού φ1 μου; λέει κάί πέφτει μέ τά μούτιοα κάτωΈνας άπό τούς Κ ινέζους φωνάζει τότε: — Σηκώστε τά σκυλιά καί πηγαίνετέ τα στά μονόξυλα. Ή πειρατίίνα μας Τσά - Αί θά χαρή πολύ γιά τούς σΐχίμα λώτους πού θά τής πάμε. Χέρια σηκώνουν τούς ήρω ές ιυισς κάί τούς μεταφέρουν σ’ ένα άπό τά μονόξυλά. ΆΧ λα χέοια άναλσιμιβάνουν νά τούς δέσουν. "Υστερα οί Κι νέζοι κουβαλούν στά μονόξυ λα τούς άναίισθητους συντρό φουο τους καί παίρνουν τώρα τό δρόμο του γυρισμού.
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ
*Όταν ανακτούν τις αίσθή σεις τους τά παιδιά νοιώθουν πώς είναι σφιχτά δεμένα και δεν μπορούν ν’ άντιδράσουν. Είναι αιχμάλωτα αυτών τών κακούργων πού, ποιος ξέρει που τούς πηγαίνουν και ποια τύχη τούς περιμένει. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΤΣΑ - ΑΙ
Ο ΠΟΥ τούς οδηγούν οί Κινέζοι, δεν αργούν νά τό^ ,μάθούν. Το ίδιο ε κείνο βράδυ τά μονόξυλα νουν τον ποταμό καί βγαί νουν στη θάλασσα. — Πώ, πώ, ένα πλατύ πο τάμι!, κάνει κατάπληκτος ό Μπαγιάκο πού γιά πρώτη φο ρά στη ζωή του άντιικρύζει θά λασσα. — "Έπρεπε νά είχα τά χέ ρια μου έλεύθερα, άρχιχσζέ,
Τ
40 πειρατής^ μαστιγώνει άγρια τον Μπουτάτα,
αφή
Συχνά
παίρνει στον τή Ζολάν.
φμσ του
και θά σου έλεγα εγώ, τού ά τπαντάει ό Μπουτάτα. Τά δυο μονόξυλα δεν προ χωρούν πιο πολύ από πεντα κόστα μέτρα στη θάλασσα. Έ κεΐ τούς πειριιμένει ένα πείρα τιικό καράβι μ,έ ανοιχτά τά πανιά του. Σε λίγο τά μονό ξυλά πλευρίζουν δίπλα του και ένας - ένας οι Κινέζοι αί νε βαίνουν στο καράβι αφού κουβαλούν μαζί τους τούς αϊ χμαλώτους των. Βρίσκονται όλοι στο κατά στρωίμα ικα'ι οί Κινέζοι γελούν κάνοντας ένα κύκλο γύρω α πό τά αιχμάλωτα παιδιά, ό ταν γιά μιά στιγμή ιμιά γυναΐ κσ πληΐσιάζει. Οί πειρατές σω τπαίνουν μονομιάς καί τής κά νουν τόπο νά περάση>. Είναι ή Τσά - Λί ή τρομερή πειρατι να πού οργώνει μέ τό καράβι της θάλασσες και ωκεανούς
ΤΑΡΖΑΝ
κ,'οίΐ πού τήν τρόμο ΐιυν δσοι την άντ ικρύζουν. •— Τι συμβαίνει; ρωτάει. Ένας άπό τούς πειρο.τές τήν πλησιάζει και κάνει μια βαθειά υπόκλισι ιμπροστά της. — Τσά - Λί1, της λέει, σου φέραμε δυο μαύρους αϊχμαλώ τους έναν λευκό και μια λευ «Π; Ή πειρατίνα τούς κυττά/ζει έναν - έναν ,μέ άγριο βλέμμα. — Τι μέ κυττάζεις έτσι κυ ρά ιμιου; τη ,ρωτάει ό Μπουτά τα. Δέν έχεις 5ή ποτέ σου τσουλούφι σάν το δικό μου; — Οι τρεις άντρες, διατά ζει ή πειρατίνα ,μέ κοφτή και ψυχρή φωνή να δεθούν μαζί μέ τούς σκλάβους στα κιούπια τού καραβιού. Τή λευκή θά τήν κρεμάσουμε αύριο τό πρωί στο κατάρτι. Γιατι δέν αφοπλίσατε τον άράπη,;
'Ο
Σ άντρο παρακολουθεί πίσω άπό το δέντρο.
11
Οί δυο κοπέλλες αγκαλιάζονται συγ κινημένες.
"Ενας άπό τούς πειρατές τρέχει κοντά στο Μπουτάτα και τού παίρνει τήν κουμπού ρα. — "Αν λύσω τά χέρια μαυ^ αγριεύει ό κωμικοτραγικός ά ράπης, θά σέ γεμίσω, φουκα ρά ,μου κουμπότρυπες μιέ τήν κουμπούρα πού μου πήρες. Ή πειρατίνα δίνει μερικές 5'αταγές και φεύγει γιά νά κλειστή στην καμπίνα της ε νώ οί περισσότεροι πειρατές διαλύονται. Μένουν μονάχα τέσσερις. Ό ένας άτο αυτούς σηκώνει στά χέρια ταυ τή Ζο λάν καί την πηγαίνει στην άλ λη^ άκρη τού καταστρώματος ενώ οί τρεις υπόλοιποι, λύ νουν τά πόδια των αιχμαλώ των κα!ί τους οδηγούν κάτω δ που βρίσκονται οί σκλάβοι καί δουλεύουν στά κουπιά. Τά πανιά του πειρατικού
12
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κοςραιβιοΟ φουσκώνουν καί ό τον δεμένο άράπη, καί^ ό ένας δυνατός άε,ρας πού αρχίζει να τους βγάζει ένα μικρό ιμαστί1 φυσάη τό σπρώχνει μέ ταχύ γιο καί αρχίζει νά τον χτυ τητα προς τήιν "Ανατολή. Οί πάη αδυσώπητα. —"Ωχ, πάει τό τσουλούφι σκοποί στο κατάστρωμα καί μου!, ιμουγγρίζει ό Μπτουτά τιμονιέρης έχουν στηρίξει τα. Θά μού τό χαλάσουν οί τό βλέμμα τους μπροστά, έ κιτρινιάριδες! Μού πήραν τή τοιμοι νά διακρίνουν τό φώς μπιστόιλα μου, θά μου χαλά κανεινός καραβιού για να τού σουν κάί τό- τσουΜούφ-ι κ!Γ έπ ιτεθοΰν καί νά τό κουρσέ έτσι θά ,μείνω έρρμας καί μο ψουν. Ή σκλιηΐρή καί αιμοβόινάχος στον κόσμο... ρα πειρατίνα κοιμάται στην Ό Ταμπάρ πού έΐχει στηρι καρπίίνα της, όπως καί οι πε ξει τήν πλάτη του στή σκάλα ρισσότειροι πειρατός. Οι άβλέποντας τούς δυο Κινέζους Λυσοδεμένοι σκλάβοι στο άμ κοντά στο Μπουτάτα, συλλιαμ πάρι τού πλοίου τραβούν τά βάνει ένα σχέδιο. Πρέπει νά κουπιά, ενώ στέκονται πάνω έπιτεθή ένατίον τους αυτή τή τους άγρυπνοι φρουροί καί στιγμή πού ό σύντροφός τους τού ς ^ χτυπούν μ έ μαστ ί γ ι α, είναι αναίσθητος καί πριν νά άν κάνουν λιγάκι πώς στ αίμα τούς δέσουν στο άμπτάρς Για τουν γιά νά ξεκουραστούν. τί, άν τούς δέσουν, δεν ύπάρ ^Μέσα σ" αυτή τήν κόλασι χει πια καιμμιά ελπίδα σωτη των σκλάβων οδηγούν οί τρεις ρίας. Κινέζοι τούς ήρωές μας. — Μιπαγιόκά, ψιθύριζε] Ό Ταμπόρ πού υποπτεύε στον άράπηι πού^ έχει κι" αυ ται πώς ή Ζολάν κινδυνεύει, τός δεμένα τά χέρια του, δω προσπαθεί μέ ψυχραιμία νά σε μ-ιά κεφαλιά στόν^ Κινέζο βρή έναν τρόπο γιά νά άντι πού βρίσκεται προς τό μέρος μετωπίιση, τον κίνδυνο πού α σου. πειλεί, όχι μονάχα τή συντρό Όρμοΰν καί οί δυό^ τους φ σσά του, αλλά καί αυτούς ταυτόχρονα. Ή κεφαλιά του τούς ίδιους. Μπαγιόικο είναι τόσο δυνατή Ό Μπουτάτα, πάλι, είναι πού σπάζει τή σπονδυλική έξω φρένων γιατί τού πήραν στήλη τού αντιπάλου του καί τήν σκουριασμένη κουμπούρα τον ρίχνει κάτω. Ό Ταρ^αρ του. Καθώς μάλιστα κατεβαί μέ τή σειρά του ρίχνει άναί Μουν ιμιά σκάλα, χωρίς νά σκε σθηττο τον άλλο Κινέζο. φθή τις συνέπειες., δίνει μιά — Πρέπει νά λύσουμε τά τρομερή κλωτσιά σ5 έναν α δεσμά μας!, ψιθυρίζει τό^ άπό τούς τρεις Κινέζους καί τρόμιητο παιδί. "Αν περάση τον γκρεμοτσακ;ίζει κάτω, ά κανένας άπο δώ καί μάς δη, φίνοντάς τον άναίσθη,το. •χαθήκαμε! Οί άλλοι δυο Κινέζοι γίνον Κυττάζει ολόγυρά του μά ται έξω φρένων. Ρίχνουν κάτω δεν βρίσκει τίποτε πού νά τον
ΤΑΡΖΑΝ
βοηθήση να κόψη τά σκοινιά πού τού δένουν τά χόρια. — Θά αέ λύσω εγώ, άφέν τη παιδί, τού λέει ό Μπούτά τα καθώς σηκώνεται. ιΠλησιάζει τον Ταμττόρ κιαί, με τις μεγάλες δαντάρες του τρώει λίγο - λίγο τό σκοι νι ώσπου τό κόβει ιμάσα σέ τρία λεπτά! Ελεύθερο τώρα τό θρυλικό παιδί,, λύνει τούς δυο φίλους του και αφού τρα βούν σ5 ένα απόμερο καί σκο τεινό ίμερος τούς πειρατές, τούς δένουν καί τούς φιμώ νουν. — Νά ή μπιστόλα μου!, λέει σέ μιά στιγμή ό Τσουλού φης. Την έχει αυτός ό κιτρι νιάίρης στη ζώνη του. Θά τον γεμ.ίίσω κούμπότρυπες, άφέν τη Ταμιπόρ! — "Οχι!, τον διατάζει αύ στηρά ό Τα|μπόρ. "Αν πυΐροβο λήίσης θά ιμάς πάρουν ειδηρι βλάκα! Ό Μπουτάτα παίρνει τη μπι στ όλα του αλλά ευτυχώς δέν πυροβολεί. —Τΐ θά κάνουμε τώρα; ρωτάει ό χαζός Μπαγιόκο. Ό Τσουλούφης τον φιλο δωρεί ,μέ μιά καρπαζιά. λ— Σού έχω πή νά μη ρω τάς, τού λέει. Έσύ θά έκτελής ^μονάχα τις διαταγές μου, άκους;
13
τρεις πέφτουν κάτω, με την κοιλιά. ^ — Πρέπει ^νά θέσουμε έκ τος μάχης τούς σκοπούς λέει ο Ταμιπόρ. Υπάρχουν δύο. Θά τούς άναλάβω έγώ καί τους δυό. ’ΕσεΤς καθήστε σ3 αυτή τή γωνιά ικάί άν δήτε κα νέναν ν’ άνεβάίνη στο κοττάστρωμα, νά τον θέσετε γρή γορα έκτος μάχης πρίν προλάβη νά φωνάξηί. Χαί λέγοντας αυτά προχ^ω ρεΤ πάντα ιμέ τήν κοιλιά προς τό ίμερος του ενός άπό τους δυό σκοπούς. Φθάνει σέ όπτόστασι πέντε βημάτων μακρυά του χωρίς νά τον πάρη εϊδηισι καί μέ μιας ανορθώνεται καί τινάζει μέ δύναμι τή γροθιά του μπροστά. Χτυπημένος θα νάσιμα ό Κινέζος σκοπός πέ φτει, παίρνει δυό τούμπες, κιαί <μή μπορώντας νά κρατηθή άπό πουθενά, βρίσκεται ιστό κενό καί σέ λίγο τον κα ταπίνει ή σκοτεινή θάλασσα. _ Ό Ταμιπόρ κοοτευθύνεται τώρα ιμέ τον ϊδίο τρόιπο προς τον άλλο σκοπό ενώ πίσω του διαδραματίζονται κωμικές άλ λά καί δραματιικές σκηνές. 3Α ,πό τή σκάλα άνεβαίνει στο κατάστρωμα ένας Κινέζος πού τον παίρνουν αμέσως εϊδησι οί δυό χαζοί άοάττηδες. — Αυτόν θά τον άναλάβω έγώ, λέει ό Μπαγιόκο καί σκύ ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ βόντας τό κεφάλι ετοιμάζεται ΔΡΑΠΕΤΕΥΟΥΝ νά έπιτεθή. ΤΑΜΠΟΡ τούς κάνει νό — *Άν τολμήσης νά τον η μα ν^ ανεβούν τη σκά πειράξης, του απαντάει ό χα λα καί ανεβαίνει κι5 αύ ζοαράπης, θά σου δώσω μιά τός ξοπίσω τους. "Οταν φτά κεφαλιά καί θά σέ ρίξω στη νουν στο κατάστρωμα καί οί θάλασσα.
Ο
14 Ό Μπαγιόκο δμως δέν υ πακούει ικαι ετοιμάζεται νά αρμήση, έναντίον του Κινέζου. Ό Μπουτάτα, υψώνει τή χε ,ρούκλα του και του δίνει μιά τρομερή γροθιά στα μούτρα πού τον κάνει νά δή τον ουρά νο σφοντήλι ικαι νά πέση α νάσκελα στο κατάστρωμα. — Μπά σε καλό σου!, του (λέει ό Μπουτάτα φωναχτά, μ5 έσκασες πιά. Ό (Κινέζος, πού άκοόει τό θόρυβο καί τις φωνές του Μπουτάτα, βγάζει τό πιστόλα του κι* ετοιμάζεται νά πυροβσλήση. Μά ό άράπης δεν του δίνει τον καιρό. Πρόλαβα# νει, τον αρπάζει από τό λαιμό με τά δυο χέρια και αρχίζει νά στριφογΜρίζηι |μέ δύνομι ώ σπου τό σώμα του ^ Κ ινέζου σηκώνεται ψηλά, παίρνει ορι ζόντια στάσι ικαι ακολουθεί στις στροφές τό σώμα του ά
'Ο Τίπο - Τίπο χορεύει άπο τή χαρά του.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ράπη. Στο τέλος ό χαζοαρά πιης του άφηνε1 τό λαιμό κάι τό σώμ« του πειρατή διασχί ζει με ταχύτητα τον αέρα, περνάει πάνω από τον Τοημ παρ καί, στο τέλος, χτυπάει /με δύνοίμι πάνω -στον δεύτε ρο φρουρό πού κάνει ανύπο πτος βόλτες στην άλλη άκρη του πίλο ίου! Ή σύγκρουσι είναι τρομα κτιική, Τά δυο σώματα, πέ φτουν κάτω, κυλίουν, καί,, κα θώς σε μιά στιγμή γέρνει τό πειρατικό, εκτοξεύονται στη θάλασσα. Ό Μπουτάτα φτύνει τά χέ ρ ια του. ^— <Ποιος άλλος έχει σει ρά, κάνει. — Τώρα είναι ή δική σου ,ιί σειρά κάνει ό Μπαγιόκο καί, άρπαζε ι ξαφνικά τό Τσου λούφη από τά δυό πόδια, τον σηκώνει ψηλά και τον στριφο γυρίζει ιμέ τον ίδιο τρόπο πού γύριζε εκείνος πρ,οηιγουμένωις τον πειρατή. Όταν ικαιμμιά φορά τον αφήνη, τό σώμα του Μπουτά τα μέ τό κεφάλι μποοστά δι ασχίζει τον άήρα σάν πύραυ λος, συναντάει τό πανί ενός καταρτιού, τό σκίζει καί πέ φτει πάνω στον τιμονιέρη] Είναι τόσο βαρύ τό σώμα τού Μπουτάτα, πού ό πείρα τής άφηνει τό τιμόνι και πέ φτει νεκρός κάτω. Ό Μπουτάτα. πού ευτυχώς δεν έχει πάθει τίποτε, γίνεται έξω φιρενών. — "Άτιμε Μπαγιόκο, Ιππο πότομίε τής στεριάς, ^ γρυλλί ζει, θά σου άδειάσω την κουμ
ΤΑΡΖΑΝ
πούρα μου ιστό στομάχι για ινά_στό ξεφουσκώσω. -αφνικά, ικιάττοιος του σφίγ γει το γέρα, δυνατά. — ΤρεΙλιλάθηΙκες Μπαυτάτα; του λέει. ΕΤναι ή φωνή του Ταμπόρ. —- Θά τον σκοτώσω άφέν τη! -— Κλιεΐσε τό στόμα σου, τον βαστάζει ό Ταμπόρ. Ξεβίί1 πλώσε αυτό τό σκοινί, δέσε τή μ ια άκρη του στο ικατάρ τι και την άλλη ,ρίξε τη στη θάλασσα. "Επειτα, μαζί με τό Μπαγιάκο κατεβάστε μια από τις βάρκες στην άκρη του καταστρώματος και τό ναύ σας μη σάς πάρη εΤδησι κα νένας. "Οποιος Κινέζος σνε6ή στο κατάστρωμα, πετάξτε τον στη θάλασσα. Έγώ θά δώ που έχουν τή Ζολάν. Ό Μπουτάτα υπακούει, ^ε τυλίγει τό σκοινί, δένει τή μια άκρη του στο κατάρτι, ρί ιχνονταις τήν άλλη, στή θάίλασ σα κι’ ύστερα κατεβάζει καί τή βάρκα. —-Τώοα θά δης τα θά οκά σω τού Μπαγιόίκο, λέει στον έαυτό του. Κατευθύνέτοι προς τό μέ ρος του και τον βλέπει νά ττα λευη μ’ εναν χοντρό Κιινέζρ. Ό Τσουλούφης βγάζει τή μίπι στ όλα του, χτυπάει τό φαλα κρό Κινέζο στο κεφάλι κι* ύ στερα μέ μια κλωτσιά τον πε τάει στή θάλασσα. — "Έλα μαζί μου τώρα, λέει στο Μπσγιόκο. Εκείνος τον ακολουθεί καί όταν φθάνουν κοντά στή βάρ κα, ό Μπουτάτα του κάνει νό
15
εΟ λύκος τρέχει ιμέ τό Μπουτάτα στή ράχι του.
ημα νά μπή ιμέσα. Ό χαζός Μπαγιόίκο, χωρίς /νά βάλη κακό μέ τό νοϋ του μπαίνει μέσα. 'Ο Μπουτάτα, σπρώχνει τότε μέ τά δυο χέ ρια του τή βάρκα και τήν πε τάει, μαζί μέ τον άράπη, στή θάλασσα! Ακριβώς εκείνη τη στιγμή κάνει τήν έμψ'άνισί του ό Τα μιπόρ μαζί /μέ τή Ζολάν πού ικατώρθωσε νά βρή πού τήν έχουν κλεισμένη. καί νά τήν έλευθερώση. —- Που είναι ή βάρκα; ρω τάει τον άράπη ό Ταμπόρ. — Στή θάλασσα, τού ά τι οκρίνεται εκείνος. Τήν πέταξα μαζί ιμέ τον Μπαγιόίκο. Ό Ταμπόρ σκύβει καί βλέ πει τή βάρκα πού, ιμέ την^τα χύτητα πού έχει τό κ'άράβι, τήν παρασέρνει μαζί! του. Ό Μπαγιόκο όμως 5έν φαίνεται πουθενά!
16 ^μ<ΜΒΙΒ^1ΜΗΜ>ΟΜΒ· Βΐ"ΤΤ“Ττ^ΤΤ<?,**Τ~ ~~[&,ι1°1*η^π*^ΥΤΤΡ·1ΤΓΓ*°ϊ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
— 5Ελάτε πίσω «μου, δια τάζει το 'Ελληνόπουλο κιαι αρπάζεται άπό το σκοινί. (Γλυστράει ταχύτατα, πη δάει στη βάρκα καί ύστερα πέφτει στη θάλασσα. Σέ άπ πόσταΐσι δέκα μέτρων άπό τή βάρκα επιπλέει ένας δγκος. (Είναι ό Μπαγιόκο πού δεν πνίγεται γιατί ή φουσκωμένη κοιλιά του τον κάνει νά έπηπλέηι. Τον τραβάει προς τή βάρκα οπού έχουν κατέβει ό Μπουτάτα κάι ή Ζολάν καί πιάνει τά κουπιά. — Πρέπει νά απομακρυν θούμε γρήγορα, λέει^ στους φίλους του, γιατί φεύγοντας έβαλα φωτιά στο καράβι. "Αν ή φωτιά ιμεταδοθή στην άποθήκη τής μπαρούτης θά τιναχτή στον αέρα. Πραγματικά, δταν κερδί ζουν λίγη, άπάστασι, μιά τρο μερή λάμψι φωτίζει ως πέρα τδ σκοτεινό ωκεανό καί ένας ιέκίκωφαντικός θόρυβος έπακο λουθεί. Τό πειρατικό πλοΐο τής Τσά—-Αί τινάζεται στον άέρα, παρασύροντας ατό θά νατό όλους τούς Κινέζους πούβρίσκονται πάνω τους. — Σωθήκαμε!, λέει ή Ζο λάν καί κάνει τό σταυρό της. — Αφέντη, ρωτάει ό χαζό Μπαγιόκο τον Ταμπόρ ενώ ε κείνος κυττάζει τό πυρποληιμένο πλοΐο, γιατί τό νερό εΐπικρό; Την άπάντησι του τή δίνει ό Μπουτάτα μέ μιά γροθιά στο ιμ,άτι! ☆ ☆ ☆
πού αγριεύουν καί γίνονται πότε - πότε πελώρια βουνά. Οΐ φίλοι μας κινδυνεύουν άπό στιγμή σέ στιγμή νά καταποντιιστοΰν στην ύγιρή άβυσ σο τοΰ ωκεανού καί υποφέ ρουν άπό τήν πείνα καίί πιο πόλύ άπό τήν δίψα. — Μπαγιόκο, λέει σέ μιά στιγμή ό Μπουτάτα, μου φαί νεται πώς δεν θά ζήσης γιά πολύ καιρό. — Γιατί1; ρωτάει εκείνος περίεργα. —ίΓιατί πεινάωι, βλάκα, καί θά σέ φάω ! Μπά σέ καλό τους, πώς γουργουρίζουν έ τσι τ’ άντερά μου; (Κλείνει1 τά μάτια του γιά μιά στιγμή κι* ύστερα τά §α νανοίγει καί κυττάζει τό Μπα γιόικο γλείφοντας τά χείλη του. — ι Πω, πω, νοστιμάδα πού θάχη τό κρέας σου! κά νει καί τά μιάτια του άστράφτουν άπό τήν δρεξι. Ό ,Μίπαγιόκο τά χρειάζε ται καί στριμώχνεται κοντά στον Ταμπόρ γιά νά γλυτώση. ^ , Ό Μπουτάτα βγάζει τή -μπιστόλια του καί τήν περνάει συνέχεια πάνω άπό τά δόντια
Ή βάρκα παρασύρεται έ να μερόνυχτο άπό τά κύματα
— Τΐ κάνεις έκεΐ, τού λεει περίεργα ή Ζολάν. — Ακονίζω τά δόντια μου λέει σοβαρά - σοβαρά ό άρά πης καί κυττάζει τό Μπιαγισκο. Ό Ταμπόρ φοβάται πώ^ άν δέν βγουν στή στεριά γρη γαρα, υπάρχει φόβος νά ^δαγ κώση κανόναν ο Τσουλούφης
ΤΛΡΖΑΝ
και γι’ αυτό έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Ευτυχώς, δ μως, ύστερα άπό δυο ώρες αν "πκίρύζουν στεριά και ξεσπούν δλοι σέ χαρές και γέλια. — Τή γλύτωσες, Μπαγιόκο, λέει· ό Μττουτάτα., θά σέ φυλάξω όμως για άλλη: φορά δεν πρόκειται νά μου γλυτώσης. Ή χώρα πού πατούν σέ λί γο τό πόβι τους μοιάζει πολύ μέ την * Αφρική. "Έχει κι’ αυ τή ζούγκλες άπήραντες καί ποταμούς. 3Αφού γεμίζουν τό στομάχι τους μέ φρούτα καί σβήνουν τή δίψα τους, άποφα σίζουν νά προχωρήσουν βαθειά στη ζούγκλα. Βαδίζουν συνέχεια καί ό Μπουτατα, βλέποντας τή Ζολόαν νά δυ σκολεύεται νά περπατήση, τήν παίρνει συχνά στον ώμο του. Ή πορεία τους είναι δύ σκολ/η καί γιά ένα διάστημα δεν βρίσκουν νερό νά πιουν. Σέ μιά στιγμή, ό Μπουτατα βαριέται νά περπατάη, καί λέει. — Μπά σέ καλό μας, άκά μα θά περπατάμε; Κάθονται δίπλα σ3 ένα θά μνο καί, ακολουθεί .ή σκηνή που αφήσαμε στη μέση,, ή σκηνή τής πάλης του Σ άντρο κσί του Ταμποίρ.
17
ός θά νικήση. — *Απάνω του!, ούρλια ζε ι ό Μπουτατα ενθουσιασμέ νος καί άπό τή συγκίνησί του τραβάει τό τσουλούφι του Δός του κεφαλιές, αφέντη Τα μπόρ! Δός του γροθιές ατό στομάχι! Κι* άμα κουραστής εσύ άφησε με νά τον παραλά βω εγώ τον παλληκαρά! Οι δυό αντίπαλοι λαχανιά ζουν καΊ τά κορμιά τους έχουν ματώσει καθώς κυλιούνται κά τω. Σέ μιά στιγμή σηκώνον ται καί ξαναπέφτουν πάλι. Κανένας άπό τους βιυο δεν δείχνει νά κουράστηκε. Ή Ζολιάν, ιμέ αγωνία στην ψυχή, παρακολουθεί την πάλή καί παρακαλάει τον θεό νά νικήση ό αγαπημένος της. Καθώς τον βλέπει μάλιστα νά σψυρακοπάηι ·μέ γροθιές τον αντίπαλό του, ελπίζει πώς θά τον _θέση γρήγορα εκτός μάχης, -αφνιικά, δμως συμ βαίνει κάτι τό απίστευτο, τό καταπληΐκτιικό! 3 Από τά δέν τρα κάνει τήν έμφάνισί του ένας μεγαλόσωμος καί μαύ ρος λύκος! Μουιγγρίζει άγρια καί μ3 ένα πήδημα πέφτει ε πάνω στον Ταμπόρ καί τον δαγκώνει στο λαιμό! Ή Ζολάν αφήνει νά τής ξε φύγη μιά κραυγή φρίκης καί τραβάει τά μαλλιά της από ΤΑ ΔΥΟ τήν άπελπισία. Ό Μτττα’/ιάκο ΕΑΑΗΝΟΠΟΥΑΑ δέν μπορεΐ άπό τή μεγάλη του συγκίνησί νά κρατηθη Α ΔΥΟ παιδιά εξακο στά πόδια του καί πέρτει κά λουθούν νά παλαίβουν, τω, ενώ ό Μπουτατα τά έχει άγρια, μανιασμένα. ΕΤ χαμένα. ναι καί τά δυο δυνατά καί κυριολεκτικά πο Ό Σ άντρο τινάζετα- άμένηιρά κι* έτσι κανένας δεν μπο έπάνω καί κάτι λέει στο ρεί νά πή μέ βεβαιότητα ττ^~
Τ
18 λύκο. Τό αγιριο ζώο υπακούει αμέσως και αφήνει τό λαιμό τού Ελληνόπουλου, πού, ευ τυχώς δεν έχει σφίξει τά δον τια του πάνω στη σάρκα του και δεν τού έχει δημιουργή σει πληγή. Τό θρυλικό παιδί τής Άφρι κσνικής ζούγκλας σηκώνεται όρθιο καί σταυρώνει τά χέρια του. Τό Τδιο κάνει καί τό Παι δί των Λύκων Ένώ όμως είναι θανάσιμοι αντίπαλος δεν κυτ τάζονται μέ μίσος. Θάλεγε κα νείς πώς κάτι κοινό τους ένώ νει. —1 Ποιος είσαι; ρωτάει σέ μια στιγμή ό Ταμπόρ στη μη τρική του γλώσσα. Τό Παιδί τών Λύκων σ’ αυ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
τά τά λόγια ξαφνιάζεται Τό πρόσωπό του αλλάζει χίλιες εκφράσεις στη στιγμή., λες καί κάτι θυμάται. — Έσύ ποιος είσαι; ρω τάει σέ μιά διάλεκτο πού την κατ άλαβ α ίνε ι ό Ταμϊπόρ. Τό Ελληνόπουλο τού δ·ιηΓ γεΐται μέ λίγα λόγια την πε ριπέτειά τους, στην ίδια διάλ λεικτο καί ρωτάει μέ τη σειρά του κι5 αυτός τον λευκό αντί παλό του νά τού πή ποΊος εΐ ναι. Τού διηγείται κι’ αυτός μέ λίγα λόγια την Ιστορία του, πώς δρέθηικε από μωρό στην Ινδική ζούγκλα, ύστερα από την καταστροφή ενός α εροπλάνου πού ταξίδευε μαζί μέ τη μητέρα του κάί πώς τον
ΤΑΡΖΑΝ
μεγάλωσε ίμια Λύκαινα. Τελεί ώνοντας λέει στον Ταμπόρ —Τ,ρεΐς γυναίκες είχαν μω ρά σέ κείνο τό άρροπλάνο. Μια ΓαΙλλίδα, μια Ισπανίδα καί μιιά Έλληνίδα. Δυστυχώς ακόμα δεν μπόρεσα νά μάθω ποια από VIς τ,ρεΐς ήταν ή μιτγ. τέρα ιμου. ^ — Θά στο πώ εγώ I, του λΐέει με ενθουσιασμό ό Ταμπόρ καί τα μάτια του άστρα φτουν. Ή Έλληνίδα ήταν/ ή μητέρα σου καί συ είσαι "Ελ ληνας! — Που τό κατάλαβες; τον ρωτάει συγίκινηιμένο τό Παιδί των Λύκων. — Τό πιρόσωπό σου έχει 4 Ελλη(ν ιικιά χαρακτηρ ιστ ικά .
19
"Έπειτα, είσαι γενναίος σάν τούς "Ελληνες κα'ί τρίτο, ό ταν σου μίλησα πιο ποίν 'Είλ ληνικά, ταράχτηκες λες καί σου θύμιζε κάτι αυτή ή γλώσ σα. Ό Σάντιρο μένει άφωνος ά πό τη συγκίνησ ι. — Δώσε μουντό χέρι σου, πατριώτη, του λέει ό Ταμπόρ γιατί είμαι Ελληνόπουλο. Λί γο ελλειψε νά σκοτωθούμε ε νώ είμαστε αδέλφια, παιδιά τ ής ϊδ ι ας πατ μίδας ! Ό Σ άντρο χωρίς νά διστά ση. του δίνει τό χέρι κι* υστε ρα τά δυό ηρωικά Έλληνόπου λα αγκαλιάζονται καί κλαίνε από τη χαρά τους. Ή Ζολάν, ώχρή από τή συγ
20 κίνφτ, δεν μπορεί νά πίστέψη τά μάτια ^της. Ό Μπαγιό κο κιυτ τάζει ύποπτα τό λύκο κι* ό Μπουτάτα πού έχει χρυ σή καρδιά, άρχιζε ι κι3 αυτός νά κλαίη. -— Μά σε κοίλο μρυ λέει σε μ;ά στιγμή, ποιος μου έρριξε χώματα στα μάτια; ;— Αφέντη, ρωτάει μέ πε ριέργεια ό Μπαγιόικο τον Σάν τρο, αυτό τό θεριό τι είναι; — Είναι αδελφός μου, του αποκρίνεται γελώντας ό Σάν τρο. λ Ό Μπουτάτα σταματάει τά κλάματα και αρχίζει τά γέ λια. ^— Πετάς κάτι κοτσάνες α φέντη Τέτοιε, λέει στο Σάν τρο, που δεν σε φτάνει κανείς. Ούτε κι5 ό Μπαγιόικο ό άρχιψευταράς δεν λέει τέτοια ψέ ματα. ,— Είναι ήμερος, του άπαν ταει γελώντας ό Σάντρο. Ξέ ρω και του μιλώ μέ τη γλώσ σα του. Κι* όταν θέλω νά δια νύσω μεγάλες άποστάσεις κα βαλλάω στη ράχι του καί... — "Ώχ, φτάνουν οί κοτσά νες αφέντη Τέτοιε, τοΰ λέει ό Μπουτάτα. Ό Σάντρο σκύβει στο αυ τι του Κίιμο και κάτι του ψι θυρίζει καί! ό τετραπέροοτος λύκος ,μπαίνει κάτω από τά πόδια του Μπουτάτα. Ό άρά πηις κάθεται στη ράχι του και ό λύκος αρχίζει νά τρέχη. — Μπά σε καλό σου, σα τανά!, φωνάζει ό Μπουτάτα. Σταμάτα γιατί θά τραβήξω την κουμπούρα! Ό λύκος κάνει μια βόλτα
Ο ΜΙΚΡΟΣ και τον φέρνει πάλι στους φί λους του. Ό Μπουτάτα βιά ζεται νά κατεβή από τό λύκο, ενώ οί άλλοι γελούν. — Θά σάς πάω στην καλύ βα μου, λέει τότε ό Σάντρο. Θά μείνουμε όλοι μαζί. "Έχω καί έγώ τρείς φίλους πού βρί σκονταϊ πίσω από εκείνους τούς θάμνους. Ή μια είναι κο πέλλα, κόρη, μαχαραγιά. Μποςίνει τότε μπροστά ταυ^ καί πίσω του ακολουθούν οι άλλοι. Σε λίγο φθάνουν κοντά στο θάμνο δπου κιμοΰντα' οί σύντροφοι του Σάντρο, πού εκείνη την ώρα ξιυπνούν. Βλέποντας νά πλησιάζουν τόσοι άνθρωποι μαζί μέ τό Σάντρο, τούς κυττάζουν μέ πειρ ιέργεια. Μέ περισσότερη όμως περιέργεια τούς κυττά ζει ό Τίπο - Τίπο. "Έχει τήν έντύπωσι πώς κάπου τούς έ χει δη όλους αυτούς. Καί τά παιδιά όμως τον ά ναγνωρίζουν. — Αυτός ό τριπίθαμος δεν είναι ό φοβητσιάρης πούβρή καμ'ε στην "Αφρική; λέει ό χα ζοΜπουτάτα. "Οταν άκούει αυτά τά λό για ό Τίπο- Τίπο, σηκώνεται πάνω καί άρχίζει νάΛ χρρεύη από τη χαρά του, ενώ ό Τα μ τιόρ εξηγεί στο Σάντρο την ιστορία τής γνωριμίας τους μέ τον Τίπο - Τίπο. Ή Ζολάν καί ή Αεϊλά κυτ τάζονται μια μια στιγμή συγ κινημένες κι’ ύστερα αγκαλιά ζονται σάν δυο καλές φίλες1. — Πώ, πώ# πόσοι γίναμε, λέει ό Μπουτάτα.
ΤΑΡΖΑΝ
Καί πλησιάζοντας τον Βά βα, τον ρωτάει: — Ξέρεις πώς .με λένε έμέ νσ; — Σπασμένα; άηταντάει ό κούφιας χοντροκέφαλος Ίνδό/ς. — Μπά σε καλό^σας, λέει ό Μπουτάτα. δεν του ξεβουλώ νετε τ’ αυτιά αυτουνοΰ του κε φάλα; Πώ, πώ, κεφαλιές^ πού θά δίνη όμως. Μια και κάτω!
21
πώς στην καμπίνα του πείρα τιικου πλοίου πού μέ εΤ^αν κλείσει, μπήκε ή πειρατινα και κάτι διάβαζε σ’ έναν άπό τους πειρατές της. Εκεί νος πήρε τό χαρτί, τό ξανα διάβασε καί τό άφηΐσε πάνω σ’ ένα τραπέζι. 'Όταν βγήκε έξω, άπό περιέργεια τό πήρα για νά δώ τί έγραφε. Τά γράμματά του όμως ήταν κίνε ζικα καί δεν μπόρεσα νά το ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΡ ΙΩΔΕΣ διαβάσω. Εκείνη τή στιγμή ΓΡΑΜΜΑ μπήκες εσύ κάί με έλευθέρω σες. ΧΟΥΝ περόοσει^ δυο μέ — Λοιπόν; ρωτάει τό *Ελ ρες και οι οχτώ φίλοι, ληνόίπουλο. πού ;μένουν όλοι στην ν — Τό γράμμα έκείνο, τό καλύβα του Σάντρο, γνωρίιεχω έπάνω μου, Ταμπάρ. Καί ζονται πιο καλά μεταξύ τους. άπ’ ότι καταλαβαίνω θά γρά Ό Τορττόρ αρχίζει νά μαθαί φη σοβαρά πράγματα. νη ελληνικά τον Σάντρο, ή —Χίαί, άλλά ούτε τώρα Ζολάν έχει πιάσει στενές φι μπορούμε νά τό διαβάσουμε, λίες με τή Αεϊλά, ό Μπάγιό τής λέει τό 1 Ελληνόπουλο. Κα κο άνεβσκατεβαίνει στά δέν νείς μας δέν ξέρει κινέζικα. τρα ιμέ τό Βάβα και ό Μπου— Ξέοω εγώ!, πετάγεται τάτα ^ μαθαίνει ...σκοποβολή έκείνη τή στιγμή ό Σάντοο. τον Τίπο - Τίπο. Σκοπεύουν Ό δάσκαλός μου, ό Καζίμ, ένα χοντρό κορμό δέντρου άλ μ3 έχει μάθε_ι πολλές κινέζι λά και οι δυο ρίχνουν στο γά κες λέξεις. Δώσε μου τό γράμ μ ο του καραγκιόζη,. Οι σφαΐ μα, Ζολάν. ρες του Μπουτάτα ταξιδεύουν προς τον ουρανό ενώ του Τίπτο Ή ξανθειά κοπέλλα του τό -Τίπο πέφτουν ένα μέτρο ε δίνει καί ό Σάντρο άρχίζει μπρός στά πόδια του. νά διαβάζη δυνατά: Σε μια στιγμή, καθώς εί «Τσά—Λί, λέει τό γράμμα, ναι όλοι μαζί κόαω από τον ότοτν θά γυιρίσηις άπό τήν ΐσκιο ενός δέντρου, ή Ζολάν Άφιοική νά άγκυροβολήσης πετάγεται επάνω ξαφνιασμέ σ* ένα έρημο μέρος του για νη. λού καί νά ρρθης στην Άλ^— Τι συμβαίνει; τή ρω ίυάρα. Σέ περιμένω ένα βρά τάει- τρέμοντας από τό φόβο δυ στο «σπίτι του μυστηη του ό Τί^το- Τίπο κι’ είναι -έ ο ίου». Θά σου παιραδώσω τό τοιμος νά λιποθυμήση. διαμάντι. Χτύπησε τήν πόρ — Ταμπόρ, λέει ή ξανθειά τα συνθηματικά έφτά φορές κοπέλλα, ξέχασα νά σου πώ κι* όταν σου άνοιξη κάποιος,
Ε
22 «
■ ■ ■
«π»™·ηη
π
'β’γιόοΛιε μ>κα Πρίιχα οάττό τά μαλλιά σου για νά σέ ανα γνώριση καί νά σέ όδηγήση κοντά μου». — -Πολύ περίεργα πράγμα τα λέει αυτό τό γράμμα, κά νει ό Ταιμπόρ. Τό πρόσωπο όμως τού Σάν τρο δείχνει πώς γι3 αυτόν, αυ τά τά πράγματα δεν είναι καθόλου περίεργα. -— 3Αδέλφέ ,μου, Ταμπόρ, τοΰ^λέει, τό διαμάντι γιά τό όποιο μιλάει τό γράμμα, εί ναι ένα υπέροχο διαμάντι πού στάλιζε τό κεφάλι ενός πα λιού συτοικράτορα. "Υστερα στόλιζε τό κεφάλι ενός αγάλ ματος τού Βούδδα, ώσπου μια -.μέρα τό διαμάντι χάθηκε και κάνεις πιά δεν έμαθε πού βρίσκεται. — Και πού ξέρεις πώς τό γράμιμα μιλάει γι’ αυτό τό χαμένο διαμάντι; τον ρωτάει ό Ταμπόρ.
Κινέζος σταματάει νά τρέχη και πέφτει.
Ο ΜΙΚΡΟΣ "**"^-^**Β»
.............. .
■ ■ -Γ »
— Γ ιατι τήιν ημέρα πού χά θηκε έκανε την έμφάνισί του στο ναό τού Βούδδα ένας Κι νέζος. Αφού λοιπόν τό γρά,μ μα τό γράφει Κινέζος καί α πευθύνεται στην άρχιπειρατί να Τσά—Λί, θά πη πώς γι* αυτό τό διαμάντι πρόκειται. — Σ άντρο, μιλάει τώρα ή Αεϊλά, πρέπει νά μην αφήτ σουιμε νά φύγη τό διαμάντι από την πατρίδα μας. — "Έννοια σου και δεν θά φύγη, της αποκρίνεται ό Ταΐμπόίρ, γιατί ή πειρατΐνα Τσά —Λί, κάηΚε μαζί με τό καρά βι της στον ωκεανό. Και της διηγείται πως έβα λε φωτιά στο πειρατικό. — Πρέπει ρμως νά τό πά ιρουιμε από τά χΙέρισ των Κι νέζων. λέει ό Σάντρο. Τό δι αμάντι είναι ιερό και πρέπει νά στολίιση ξανά τό κεφάλ,ι τού Βούδδα. Ακολουθεί μια λιγόπεπτη σιωπή κι3 ύστερα ό Ταιμπόρ •παίρνει τό λόγο: — Θά [μεταμφιέσω τη Ζολάν σέ πειιρατίνα Τσά—Λί, λέει. Ό Κινέζος ^πού έγραψε τό γράμμα δεν θά ξέρη^δτι η πειρατίνα είναι νεκρής Θά μπή έτσι στο «σπίτι τού μυ στηρίου» καί θά πάρη τό δι αμάντι πού θά τής δώση ο Κι νέζος. Πρέπει όμως νά μάθου με ποιο είναι τό σπίτι^τού μυ στηρίου. Επίσης πρέπει να μάθης τη Ζολάν μερικές κινε ζικές λέξεις. — Καί τά δύο θά γίνουν, λέιει ό Σάντρο. Τό «σπίτι τού μυστηρίου» θά μάς τό δείξη 6 μεγάλος μου δάσκαλος, ό
ΤΑΡΖΑΝ
φακίρης Καζί,μ. Γ'Ως το βρά ου πού θά φτάσου)με στήν 3Αλ μόρα θάχω μάθει αρκετές κι νεζικες λέξεις στη Ζολάν γιά 'νά ιμ,πρρέσηι νά συνενοηθή. Τώρα, μεταμφίεσε την εσύ σέ Κινέζα, ιμ-έ τις ιμπογιές πού ■θά σου φέρω. Πραγματικά, σέ λίγο ή Ζο λάν μοιάζει καταπληκτικά »μέ την άρχιπειρατίνα. _ - Μπά σέ καλό σου, παχ; κιτρίνισες έτσι; τη ρωτάει ό Μποι/τάτα. ν—Καί τώρα δρόμο για την Άλιμόρα!, λέει ό Σάντρο. — ΓΊώ, πω, τι έχει νά γίνη στην Άλμήρα!, φωνάζει ;μέ εν θουισιασμό ό Τίπο - Τίπο κα^ί χοροπηδάει1. θά ταράξω στο ξύλο τον Ντούγικλσς. — Ποιος είναι αυτός ό Ντούγικλσς; ρωτάει ό Μπου τάτα τον Βάβα. Τον ξέρεις εσύ; — Κρασί·; τοΰ απαντάει ό κουφός Βάβα. /Πληρώνει διμως την κουφά ,μάρα του μέ μια σβουριχτή καρπαζιά τοΰ άοάπη πού κολ λάει στη χοντρή του κεφάλα σά νστρεΐδι!
23
'Ο
Σάντρο σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο.
πάνω
κάτοικοι τής 3Αλμόρα τό ονο μάζουν έτσι γιατί λένε πώς μέσα σ3 αυτό υπάρχουν φαν τάσματα... Οί σκιές δέν είναι αΛλοι απο τους ηρωες ιμας. — Ζολάν, ψιθυρίζει σέ μιά στιγμή ό Ταμπόρ στην ξαν θέ ιά καπέλλα πού είναι ντυμέ νη κινέζα, μ ή χάσης τό θάρ ρος σου καθόλου. 3Εμείς θά εί,μαιστε κρυμμένο ι άπ3 έξω γιά νά έπ&μβοΰμε άν χρειαστή. Δέν έχεις παρά νά φωνά ξης. "Αν πέραση ιμισή ώ ρα ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ καί δέν βγής, θά σπάσουμε ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ τήν πόρτα του σπιτιού καί θά μπούμε .μέσα. Μήν ξεχνάς τό ΙΝΑΙ νύχτα. Μόλις έχει σύνθημα: εφτά σιγανοί χτύ σταματτ ή σ ε ι μ ι ά δον ατ ή ποι στήν πόρτα κι3 όταν σου βροχή καί οί κάτοχοι άνοιξη, κάποιος νά τραιβήξης τής Άλμόρα είναι κλεισμένοι ΐμιά τρίχα από τά μαλλιά σου. στά σπίτια τους. Μερικές σκι Πήγαινε καί ό Θεός μαζί σου. ές πλησιάζουν σ5 ένα εξοχικό Ή κοπέλλα προχωρεί προς σπίτι. Είναι τό «σπίτι του μυ τήν πόρτα μέ καρδιά πού ■στηρίου» πού τό έδειξε στά παιδιά ό φακίρης Καζίμ. Οί χτυπάει γοργά από τή συγ
Ε
24 κίνησι κοοι αγωνία και οί άλ λοι παίρνουν θέάεις γύρω άπό το σπίτι. Ό Σ'άντρο σκαρφσ λώνει πάνω σ’ ένα δέντρο. Ό Ταμπόρ πίσω από ενα θά,μινο ^ Μπαγιόικο βρίσκεται μαζί μέ τό Βάβα στο πίσω μέρος του σπιτιού και ό Μπουτάτα •μαζί μέ τή Λεϊλά κάνουν βόλ τες μακρυά άπό τό σπίτι ώ στε νά ειδοποιήσουν τούς φί λους τους μόλις δουν καιμμιά ύποπτη; κίνησι. "Οσο για τον Τίπο - Τίπο, ξαπλώνει μαζί μέ τάν λύκο στην ψηλή χλόη τού κήπου τού σπιτιού. Ή Ζολάν ψιθάνει στην πάρ τα και χτυπάει έψτά φορές σιγανά. Κ-αμμιά άπσλύτως κιί' νησί δεν άκαυγεται άπό μέ σα, λες και τό σπίτι είναι άικατοίικοιτο. "Ενα ρίγος δια περνάει τό κορμα τής κοπέλ λας, σαν κακό προαίσθημα πως κάτι θά τής συμβή. -αφνικά, τινάζεται άπό τή θέσι της, καθώς βλέπει τέ)ν πόρτα ν’ άνοίγηι άθόρυβα. λες καί τήιν τράβηξε προς τα με σα ενα αόρατο χεοι. Γιά μιά στιγμή δεν φαίνεται τίποτε στο άνοιγμά της. Περνάει ένα λεπτό ώσπου νά φανή τό κε φάλα ενός Κ ινέζου. Τό ξανθό ^ κορίΐσι βγάζει μιά τρίχα άπό τά μαλλιά της καί τήν πετάει κάτω. Ό Κινε ζος χάνεται ξαφνικά σά νά τον κατάπιε ή γή καί κάνει τήν έμφάνισί του ύστερα άπό τρία λεπτά. — Πέρασε μέσα Τσά—Λί, τής λιβει. Ή Ζολάν κάνει νοερά τό στ ανρό της καί προχωρεί μέ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σα προς τό έσωτερικό τού σπιτιού. Ό διάδρομος εΐνοοι σκοτεινός κάί χρειάζεται νά τήν όδηγήση πιάνοντας την ά πό τό χέρι ό Κινέζος. Κατε βαίνουν μερικά σκοίλιά καί μπαίνουν τώρα σέ μιά άπλε τσ φωτισμένη σάλα. Μέ τό πού μπαίνει στήν πόρτα ή ξανθέ ιά κοπέλλα, άν τικρύζει μιά σκηνή πού κάνει τις τρίχες τού κεφαλιού της νά σηκωθούν άπό τή φρίκη. Βλέπει ένα Κ ινέζο νά προσπα θή νά πνίξη έναν Ινδό μ’ έι*α ιμικρό κομμάτι σκοινά! Θέλει νά ξεφωνίση γι’ αυτό πού βλέ ππ μά συγκ|ρατιέται γιατί θυ ιμαται πώς εδώ πού μπήκε δέν εΐναι ή Ζολάν, αλλά ή πει ρατίνα Τσά—Λί. Πρέπει, λο> πόν, νά σφίξη τήν καρδιά της νά ζητήση τό διαμάντι καί νά βγή γρήγορα έξω άπό το σπί τι, ν’ άνταμώση τούς φίλους τηςΌ Κινέζος πού ήταν έτοι μος νά πνίξη τον ’Ινδό μετοονοιώνει. Τον άφιίνει μέ ένα χτύ πημα άναίσθητο καί πλησιά ζει χαμογελαστός τή Ζολάν. — Καλησπέρα, Τσά—Λί, τής λέει. — Καλησπέρα, τού οπαντάει δσο πιο άγέρωχα^μπορεϊ ή Ζολάν, προσπαθώντας μέ πολύ κόπο νά πνίξη τήν ταραχή της. Γιατί θέλεις νά σκοτώσης τον Ινδό; — Γ |ατί άνίτκατεύτηικε στήν υπόθεσι τού διαμαντιού τής λέει. Μπήκε εδώ μέσα νά μάς τό κλέψη. Τώρα τον περί μένει ό θάνατος. — Πού είναι τό διαμάντι;
ΤΑΡΖΑΝ
ρωτάει- ή Ζολάν. Ό ,Κινέζος γελάει· αίνιγμα τ ικά τώρα. ^— θά σου δώσω, Τσά— Λζ το διαμάντι, τής λέέι, άν μου πής που αγκυροβόλησες τό πλοίο σου. Ή Ζολάν νοιώθει μια τια ράξενη, ανατριχίλα στη ραχο κοκκίαλιά της. — Σ' ένα έρημο μέρος τής ακτής, του άπαντάει. Ό Κινέζος κουνάει αινι γματικά τό κεφάλι του. — Τσά—Λί, τής λέει, ήρ θες αργά γιά τό διαμάντι. — Γιατί; ρωτάει ,μέ περιέρ γεια ή μεταμφιεσμένη, σέ Κι νέζα, Ζολάν. λ— Γ ιατί πρόλαβε και τό πήρε άλλος. —Ποιος; — Ή άρχκπειρατίνα Τσά —Λί! 01 ΑΟΡΑΤΟΙ ΚΙΝΕΖΟΙ
ΖΟΛΑΝ τινάζεται χω ρίς νά τό θέλη από την έκπληιξι. Μήπως δεν α κούσε καλά; — Ή Τσά—Λί; ρωτάει. Εγώ δεν είμαι ή Τσά—Λί; ,—·ο Ή πραγματική Τσά— Λί,^ είναι κρυμμένη πίσω από εκείνο τό παραβάν. λέει ό Κ ινέζος. Ή Ζολάν στρέφει προς τό ιμέρος που τής δείχνει τό βλέ)μμα της καί τώρα παγώ νει όϊλάκίΛηρη από τον τρόμο. Τό παραβάν σηκώνεται καί βλέπει πίσω από αυτό τή[ν άρ χιπειρατίνα, την Τσά—Λί(! Τά μάτια της πετουν φλόγες
Η
25 μίσους καθώς κυττάζουν τό μεταμφιεσμένο ,κορίτσ ι. — Φού - Τσίν, διατάζει ε νώ πλησιάζει προς τό μέρος της, πλύνετε τό πρόσωπό της γιά νά δομμε τά αληθινά χα ρακτηιρ ιστ ικά της. Ό Κινέζος κάνει νόημα σέ άλλους δύο καί πριν ή Ζολάν πραλάβίηι νά άντισταθή^ ρί χνουν νερό στο πρόσωπό: της καί τής σβήνουν τά κινέζικα χαρακτηΐρ ιστ ικά! — "Ω, λέει Τσά—Λί καί γιελάει- σατανικά, είναι ή αι χμάλωτη; μου! Μέ λ γνωρ ίζε ις εμένα, λευκέ σατανά; Ή Ζολάν δεν ιμπορεΐ νά πι στέψη πώς ή γυναίκα αυτή εί ναι ή αληθινή Τσά—Λί'. "Έ χει την έντύπωσι πώς είναι τό φάντασμά της, πώς άλα αυ τά πού βλέπει καί ακούει· τά βλέπει στο όνειρό της. Γιά νά πιστέψη πώς δεν ονειρεύεται όρμάει εναντίον τής πειρατί νας. Εκείνη, χωρίς νά χάση τό θάρρος της δίνει ένα τιρομε ρό χτύπημα στη Ζολάν. Ή ξανθειά κοπέλλα τής τό αν ταποδίδει γρήγορα καί μιά ά γρια πάλη άιρχίζει ανάμεσα τους. — Πιάστε την!, φωνάζει τρομοκρ ατημένη η Τσά—Λ ί. Ή Ζολάν πού έχει βρή την ψυχραιμία της διακρίνει μιά ανοιχτή πόρτα καί τρέχει, περνώντας σέ ένα άλλο δωμά τιο.^ Τό δωμάτιο αυτό είναι περίεργο. (Είναι· γεμάτο φυτά καί σου δίνουν την έντύπωσι πώς ^βρίσκεσαι στο ύπαιθρο. Καθώς^ κυττάζει γιά μιά στι γμή όλογυρά της, την προλα
26 βαίνει ή Τσά—Λί καί τής ε πιτίθεται. Ή Ζολάν αντιδρά αλλά καταφθάνουν οι Κ ινέζοι, την αρπάζουν καί την φέρ νουν πάίλι στο πρώτο δωιμάπ τιο. Ή Τσά—Λί γελάει σατα νικά μπροστά στο πρόσωπο τής Ζαλάν. — Ποιος σ’ έστειλε εδώ τής λέει·. Ποιος σου έμαθε το σύνθημα; Ή Ζολάν, με τις λέξεις πού τής ρμαθε ό Σάντρο, κα ταλαβαίνει τά λόγια τής πει ρατίνας αλλά δεν θέλει νά ά παντήση. .Κυττάζει επίμονα την ·Κινέζα καί διαπιστώνει δ τ· πρόκειται πραγματικά για την Τσά—Λί. Πώς όιμως κα τόρθωσε νά γλυτώση· από τό φλεγό| μενο π ε ιρστ ικό καράβ ι της; *Ή ,μήπως ικαί είναι κά ποια δίδυμη: αδελφή της; Ή πειρατίνα άγριεύει καί
Προσπαθεί νά πνίξη εναν Ινδό...
Ο ΜΙΚΡΟΣ
'Ο Τίπο - Τίπο πέφτει οπό λάκ κο μέ τά νερά!
διατάζει τούς Κινέζους νά δέ σουν τό ξανθό κορίτσι·. Ή Ζο λάν, πριν προλάβη ν’ άντιστα θή, νοιώθει ένα δυνατό χτύπη μα στο κεφάλι της καί ό κό σμος γάνεται από τά ,μάτια της. Οί Κινέζοι την δένουν τό τε χειροπόδαρα καί την φ ιδ ρώνουν. — ι Π ρέπει νά στείλουμε κάποιον έξω, λέει τότε ή σα τανική γυναίκα, γιά νά δή μή πως κατασκοπεύει κανείς τό ο*πίτι. Φοβάμαι πώς ή ικοπέλλα δεν ήρθε μόνη της ως εδώ. ’Ίσως έξω φιυλάη ό λευκός σύντροφός της πού εΐναι· ένα καταπληκτικό σέ δύναμι καί εξυπνάδα παιδί. Σκεφθήτε πώς τά έβαλε ιμέ ολόκληρο πειρατικό καράβι, έλευθερώθη κε μόνος !του), Ελευθέρωσε τούς φίλους του καί κατώρθω
27
ΤΑΡΖΑΝ
σε νά γλυτώση, μπαίνοντας σίγουρα -σε μιά βάρκα, αφού έβαλε φωτιά στο καράβι. Ευ τυχώς ττού πήρα εΐδησι* γρή γορα τή φωτ ιά, πριν φθαση στην αποθήκη, τής ιμπαρούτη,ς καί πρόλαβα νά .μπω ιμέ λί γους πιστούς μου πειρατές σέ •μια βάρκα ικαίΐ νά γλιυτώσω.5 — ιΠώς όμως ρμαθε πώς ε μείς έχουμε τό μεγάλο^ διαΐμάντι του Βούδδα; ρωτάει έ νας από τους Κινέζους. —"Ίσως γιατί διάβασα τό γράμμα πού ιμου στείλατε, μπροστά της, όσταντάει ή πει ρατίνα. Φαίνεται πώς ήξερε κινέζικα. "Έννοια σου. όμως, θά πλήρωσή ακριβά τό τόλ μη1 μά της νά φθάση ως εδώ. Ευτυχώς 'πού ιδέν ήρθε πριν ά πό .μένα, διαφορετικά τό 6ια μάντι θά είχε κάνει φτερά. 5Α λήθεια, δεν σάς ρώτησα που τό έχετε; Ό Κινέζος σκύβει και κά-
01 δυο χαζοί ετοιμάζονται ν' αρ παχτούν.
τι τής ψιθυρίζει· στο αυτί. Ή Τσά—Λί κουνάει τό κεφάλι της κι5 υστέρα του λέει: — Πήγαινε νά ρίξης μιά ματιά έξω ικί’ δαν δής τίποτε τό ύποπτο είδοποίιηρε μας γιά νά λάβουμε τά (μέτρα μας Ό Κινέζος υποκλίνεται μπροστά της καί ανεβαίνει τις σκάλες...
Ο ΜΠΟΥΤΑΤΑ ΑΠΟΡΕΙ ΤΙΓ,ΜΕΣ αγωνίας ττερ νουν τά δυο ήρωϊκά *Ελ ληνόπουλα, ό Ταμπόρ καί ό Σ άντρο, κρυμμένα έξω από τό «σπίτι τοϋ μυστηρίου» Ό Σ άντρο εΐιναι άνεβασμένος στο δέντρο καί κυττάζει προς τά κάτω, ενώ ό Ταμπόρ, κρυ,μ μένος πίσω από ένα θάμνο δεν αφήνει ούτε στιγμής τό μά •0 λύκος παίρνει τό κατόπιν π του από την πόρτα του στν > τον Κινέζο.
28 τι ου ικοοΐ περιμένει άπό λεπτό σέ λεπτό νά έμφανιστή ή άγα πημένη του Ζσλάν πούμεταμ φιεσμένη σέ πειρατίνα Τσά— Λί, μπήκε γιά νά πάρη τό χα μένο διοαμοτντι του Βούδδα α πό τους Κινέζους. « Τα λεπτά όμως περνούν και ή Ζολάν δεν ψαιίνεται. Ή αγωνία βασανίζει τον Ταμπόρ καί ικάνει χίλιες δυο κακές σκέψεις. Μήπως τάχα τής συ νέβει- τίποτε; Μήπως την α νακάλυψαν και τώρα τή βα σανίζουν, ή την έχουν κιόλας σκοτώσει; -αφνικά, ή πόρτα άνοιγες ,ιμά άπό τό εσωτερικού του σκοτεινού σπιτιού δεν εμφα νίζεται ή Ζολάν άλλα ένας Κι νέζος! Είναι ντυμένος μέ κοκ κινα ρούχα καί κυττάζει δε ξιά ικα)ι άριστειρά μέ προσοχή. «Κάτι άσχημο συμβαίνει, στη Ζολάν, βγάζει τό συμπέ ρασμα ό Ταμπόρ. Φαίίνίεται πώς πήραν είΓδησι τή μεταμψίεσί της και τώρα έστειλαν τον Κινέζο αυτόν γιά νά δή μήπως υπάρχει κανείς σύν τροφός της έξω, "Αν μπή- πά λι στο σπίτι, πρέπει νά ιμπου ιμε ιμέσα γιά νά έλευθερώσουίμε τή Ζολάν». Ό Σάντρο βλέπει κι’ αυ τός τον Κινέζο ιμά δέν κινεί ται άπό τήν κορυφή του δέν τρου που είναι κρυμμένος. Πε ριιμένει κι* αυτός νά δή τί θά συμβή. Ό Τίπο - Τΐίπο, ό φο βητσιάρης και κωμικός Ινδός που εΐνοΜ* κρυμμένος άνάμεσα στή χλόη του κήπου μαζί μέ τό λύκο, ονειρεύεται μάχες καί θριάμβους.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
«"Αν παρουσιαστή ^κανέ νας, μουρμουρίζει, θά τον^άρ πάξω άπό τά πόδια και από τό κεφάλι, θά τον κάνω κου λούρα καί Ιθά τον φέρνω γύ ρω - γύρω, ώσπου^νά ζαλ^ιστή καί νά παραδοθή. Αυτό τό -κόλπο είναι διική ιμου έφευγε σι. 0ά μάθω καί στον αραπη πού μ* έμαθε νά σκοπεύω μέ τήν κουμπούρα... ^ Σέ μιά στιγμή, καθώς σηΓ •κώνει τό κεφάλι του, άντικρύ ζει τον Κινέζο πού έχει κστε βή στον κήπο κα!ί τον κυριεύει πανικός! — Αίωνία ιμου ή μνήμη! φωνάζει δυνατά άπό τον τρό μ ο του ξεχνώντας πώς πρ ιν ά πό ένα λεπτό έλεγε πώς θά έδενε κουλούρα οποίον αντί παλό του έβρισκε μπροστά. Τίπο - Τίπο, σέ φάγανε μπα μπέσικα καί ύπουλα! Σπκώνεται έπάνω άμέσως καί τό βάζει στα πόδια. Δέν βλέπει δμως μπροστά του ά πό τον πανικό καί πέφτει μέ σσ σέ μια λίμνη γεμάτη νερό! Ό Κινέζος στο μεταξύ, άιοούγοντας τίς φωνές τού φο βητσιάρη * Ινδού, ξαφνιάζεται κι* ετοιμάζεται νά τό βάλη οτά πόδια. Δέν προλαβαίνει όμως,γιατί, ανάμεσα άπό τά χορτάρια τινάζεται ό λύκος καί πέφτει έπάνω του! Ό Κινέζος άφήνει νά τού ξεφύγη μια φωνή τρόμου καί άπογνώσεως, παίρνει· δυο τού μπες καί αντί νά μπή στο σπί τι, βγαίνει έξω καί ξεχύνεται άκράτητος προς τά χωράφια. Ό Ταμπόρ, πού βρίσκεται λίγο μσκρυά άπό τή σκηνή
ΤΑΡ2ΑΝ ιβ Γ ^ηΐΙΓΜΓΙ
αυτή, πετάγεται άπό το θάη 'μνο ικοΰί τρέχει ξοπίσω του, φωνάζοντας ταυτόχρονα στον Σ άντρο νά μήν άφήση καθό λου τό σπίτι. Έκτος από τον Τοςμπορ κυ νηγιάει· τον Κινέζο ό λύκος κοοί ό Μπουτατα. ~— *Έ, ικιάνει καθώς ήταν κρυμμένος μαζί ιμέ τή Λεϊλά πίσω άπό τον κορμό ένας δεν τρου, ιμπά σέ κοίλο, σας, τι πάθατε κάί τρέχετε έτσι; 5Αρχίζει κι* αυτός τό τρέ ξιμο, σηκώνει τή θρυλική ^κου μπούρα του καί πυροβολεί. — Πίσω καί σάς έφαγα!, ουρλιάζει. Δεν θά γλυτώση κανένας άπόψε! Ξαφνικά, ό (Κινέζος πού τρέ χει μπροστά, σηκώνει τα χέ ρια του ψηλά, αφήνει μια δια περαστική κραυγή καί πέφτει ενώ πάνω του άρμάει ο λύκος καί τον δαγκώνει στο λαιμό. — Τον σκότωσα!, φωνάζει ό Μπουτάτα. ιΠετάει ή μπ ιστάλα μου κάτι· σφαίρες τώ ρα τελευταία πού βρίσκουν με τήν πρώτη τό στόχο τους. Φθάνοντας κοντά στον πε σμένο Κινέζο πού πάνω του έχει σκύψει ό Ταμπόρ, σκύβει κι’ αυτός καί ...αφήνει νά του ξεφυγη ένα επιφώνημα έκπλή ξεως. Ό Ινδός είναι νεκρός καί ιστό στήθος του είναι κρα φωμένο ένα βέλος. — Μπά... μπά σέ καλό της, τί έπαθίε ή μ πιστόλα μου; λέει κατάπληκτος. Έγώ τις βάζω σφαίρες κι* αυτή βγάζει βέλη; Πώς χώρεσε έ να τόσο βέλος )μέσα στή μπι στόλα μου καί στή σφαίρα;
& Π ώ, ^πω, μυστήριο πράγμα 1 Τό απλοϊκό καί χαζό μυα λό τού Μπουτάτα δίέν σκέπτε ται πώς μπορεΐ τό βέλος νά τό έρριιξε κάποιος άλλος έναν τίον τού Κινέζου. Ό Ταμπόρ πού τό καταλαβαίνει γυρίζει τό κεφάλι του ανήσυχα δεξιά κΓ αριστερά μήπως διακρίνει κορμιά ύποπτη κίνησι. Λεν βλέπει όμως τίποτε καί κάνει νόημα στον σράπη νά τον άκολουθήρη. ^ —- ιΠώ, πώ !, ^ εξακολουθεί νά 'λέη ό Μπουτάτα. Θά τού τό πώ τού Μπαγιόκο πώς α πό τή σφαίρα μου βγήκε βέ λος καί άν Ιδέν μέ πιστεύη, θά τον σπάσω στο ξύλο τό βλάκα! Έχω μάρτυρα καί σέ να, αφέντη παιδί! Ό Ταμπόρ δεν τον ακούει. "Έχει οτή σκιέψι ταυ τή Ζο~ λάν... Μαντεύει πώς οί εχθροί πού έχουν ν5 αντιμετωπίσουν είναι δυνατοί καί σατανικοί καί φοβάται για τή ζωή τής αγαπημένης του... ΤΟ ΑΔΕΙΟ
ΣΠΙΤΙ
ΤΑΝ ΦΘΑΝΗ κοντά στο σπίτι, κάνει νόημα στον Σ άντρο καί τή Λε ϊλά νά τον ίάκολσυθήσουν, μα ζί μέ τό Μπουτάτα στο έσωτε ριικό τού σπιτιού. Ό Τίπο-Τί πο έχει γίνει άφαντος κι* σσο γιά τον Μπαγιόκο καί ,τον Βά βρ, (φυλάνε από τό πίσω μέ ρος τού σπιτιού. Μπαίνουν μέ προφυλάξεις στήν πόρτα καί ή Λεϊλά ανά βει ένα φακό πού έχει πάρει μαζί της. Ό διάδρομος είναι άδειος. Ανοίγουν δεξιά κι ^
Ο
30 ριστερά τις πόρτες μά δέν ύπάρχει απολύτως /κάνεις ε κεί ιμέσα. Καθώς στέκονται στη μέση του δ ι αδρόμου αναποφάσι στο ι, ό Σάντρο διακρίνει τά σκαλοπάτια πού οδηγούν στο υπόγειο. — Έκεΐ!, λέει ψιθυριστά. Φαίνεται πώς τό σπίτι έχει υπόγειο. Ό Ταμπορ προχωρεί πρώ τος, κατεβαίνοντας τά σκαλο πάπια, ενώ τον ακολουθεί ό Μπουτάτα /με τήιν αχώριστη, μπιστόλα του στο χέρι·. Πιο πίσω ακολουθεί ή Αεϊλά καί τελευταίος ό Σάντρο. Τό υπόγειο πού σε λίγο μπαίνουν, είναι εντελώς έρη μο από ανθρώπους. Βλέπουν μόνο ένα κρεββάτι, λίγες κα ρέκλες κι5 ένα παραβάν. Ό Ταμπορ τραβάει τό πα ράβουν καί, έξύπνος καί πονη,ρός καθώς είναι, παραμερίζει
*0 Τοομπόρ κροοτάει στο χέρι του τό διαμάντι.
ό ΜΙΚΡΟΣ
απότομα. Ή κίνησι αυτή τον σώζει· Π'ί(σω από τό παραβάν κσιροψυλακτοϋσε μια κόμπρα Τ ινάζεται άμεσες μπροστά, περνάει δίπλα από τό χέρι τού Ταμπορ πού κρατάει τό παραβάν καί πέφτει /μπροστά στα πόδια τού Σάντρο. Τό Παιδί των Λύκων τραβάει άμέσως τό ι μαχαίρι τρυ ικαί με μια γοργή ικίνηίσι σπακεφάλί ζει τό επικίνδυνο φίδι. — Μπά σέ^ καλό } μας, τι πράγματα είναι αυτά πού μας συμβαίνουν όοπόψέ; λέει 6 Μπουτάτα. 5Αντί για κιτρι νιάρηδες βρίσκουμε ψίδια. Ό Ταμπορ πού συνέρχεται αμέσως από την κατάπληιξί του τρέχει κοντά ατό κρεββα τι καί σκύβοντας μέ πρσφύλα ξι κυτ τάζει από κάτω. Φοβά ται πώς ίσως βρή εκεί κάτω νεκρή τή Ζολάν καί ή σκέψι αυτή τού προξενεί φρίκη. Ευ τυχώς όμως ττού δέν συμβαί νει τίποτε τέτοιο. — " Εφιυγ αν!, ψ ιθυρ ί ζε ι με άπόγνωσι. Καί κατάφεραν νά πάρουν μαζί τους καί τή Ζο λάν. — Οί Κινέζοι είναι σατα νικοί τού απαντάει ό Σάντρο. Μπορούν νά έξαψαν ιστούνε μπροστά στα μάτια σου, χω ρίς νά τούς πάρη εϊδηΐσι. "Ας ανοίξουμε αυτή τήν πόρτα νά δούμε πού οδηγεί. Τήν ανοίγουν καί βρίσκον ται σ’ ένα περίεργο δωμάτιο, σκεπασμένο μέ τέντα επάνω. Καί οί τοίχοι του είναι από τέντα. Μέσα σ’ αυτό βρίσκον ται λουλούδια καί δενηράκια. Καθώς τά διασχίζουν βρίσκον
ΤΑΡΖΑΝ ........
31 ιΓ η„ Τ ΓΜ,.^ηηιΒι ·
II 1 ■•.ϋΙΠ'ίΙιΐυ
Ται στήν ύπαιθρο. ^ — Δώσε μου τό φακό σου, λέει ό Ταμπόρ στη Λεϊλσ. Παίρνει τό φακό πού του δί νει ή κοπέλλα ικαί έξετάζει με μεγάλη· προσοχή τό έδα φος δεξιά ικαί αριστερά. — Διακρίνω ίχνη1 γυμνών ποδιών, λέει σε λίγο.^ Φαινε ται πώς έφυγαν από δώ.^Πώς όμως δεν τούς πήραν ε’ίδησι ό Μπαγιόκο με τό Βάιβα; -αφνικά, διακρίνει ικάτι καί από τό λαρύγγι του βγαίνει μιά κραυγή έκπλήξεως καί θαυμασμού. — Τό διαμάντι!, λέει καί σηκώνει από τά χορτάρια έ να ιμεγάλο διαμάντι πού α στράφτει. Ό Σάντρο σκύβει πάνω του καί κουνάει τό κεφάλι του — Είναι ψεύτικο, λέει-. Εί ναι γυάλινο, Ταμπόρ! ιΓιατί όμως τό άφιησαν; Μήπως γιά νά μάς παραπλανήσουν; Πού τό βρήκες; Ό Ταμπόρ τού δείχνει τό μέρος καί αφήνει άλλη μιά κραυγή έκπλήξεως. Δίπλα α πό τό διαμάντι υπάρχει ένα χαρτί. Τό παίρνει καί στο φως τού φακού διακρίνει πά νω του χαραγμένη μιά νεκρό κεφαλή καί άπό κάτω μερι κές κινέζικες λέξεις. Ό Σάν τρο τις διαβάζει δυνατά: «Όποιος ζη,τάει τό διαμάν τι, ζητάει τό θάνατο». Γιά μιά στιγμή μένουν ό λοι τους άφωνοι, ενώ μιά πα χωμένη ανατριχίλα διαπερνά ει τά κορμιά τους. (Προχωρούν άκόμη μερικά
βήματα
καί άντικρύζουν ένα
—ιν&-
Ή Ζολάν έττιτίθεται ένοοντίον τής Τ<τά - Λί.
θέαμα πού δεν 8ά φαντάζονταν ποτέ. Βλέπουν, άνάμε σα στά ψηλά χορτάρι σ τό Βά βα κάί τό Μπαγιόκο άναίσθή τους μέ ματωμένα κίεφάλια. — Φαίνεται πώς τούς χτύ πήσαν οί Κινέζοι φεύγοντας, λέει ό Σάντρο. Αυτοί θά σκό τωσαν καί τον ιΚινέζο πού κυ νηγούσες γιά νά ,μήν τον συλ λάβης καί τον κάνεις νά μαρ τυρήση πολλά άπό τά μυστ ικά τους. Καθώς σκύβουν πάνω άπό τούς δυο αναίσθητους φίλους των, ο Μπαγιόκο συνέρχεταΐι, περπατάει ιμέ τά τέσσερα κα\ ...δίνει ;μιά κεφαλιά στο Βάβα .μουρμουρίζοντας: — 'Ποιος έχει τώρα πιο γε ρό κεφάλι, έγώ ή εσύ; ·& ☆ & Ή σκηνή πού διαδραματί στηκε πριν λίγα λεπτά, άνάμεσα στο Μπαγιόκο καί στο
32 Βάβα^ ήταν^μιά άπό τις τηό κωμικές πού υπάρχουν. Κα θώς ιεΐναι κρυμμένο ι καί! πα ρακολουθούν τό σπίτι, ό Μπα γιόικσ λέει^ σέ μιά στιγμής — Νομίζεις ότι Επειδή έ χεις μεγάλο κεφάλι, είναι και γερό'; — Γερό σαν ατσάλι ί, του απαντάει ό κωμικός Ινδός. Έ χω χτυπήσει- δέντρο με κεφα λιά καί τοχω ξερριζώσει! — Παλεύουμε για νά δου μιε ποιος θά νικήση; πιροτείνει ό χαζός άράπης. "Αλλά θά δί ναυμε (μόνο κεφιαλιές, σύμφω νοι; Ό Βάβα συμφωνεί και παίρ νουν αμέσως θέσεις μάχης, ξε χινώντας^πώς πρέπει νά παρα ικόλουθουν κρυμμένο ι τό σπίτι! — Θά δώσω εγώ τό σύνθη μα, λέει ο ΜπαγιόΙκο. Έτοι ιμος; — Έτοιμος!, του άποκρί νεταΐ' ό (Βάβα. ^— Εμπρός, λοιπόν: “Ένα, δυο, τρία, μαρς! Οι δυο χαζοί τρέχουν με άρμη καί με σκυμμένα κεφά λια.^ Σέ λίγο ένας υπόκωφος γβουπος αντηχεί ικαί στο κά θε ικιεφιάιλι φυτρώνει καί άπο έ να καρουμπάΧ©,, — Πώ, πώ, κεφάλα που την ιεχιεις! ,^ λέει ό Μπαγιόκο πού από τό χτύπημα πόνεσε καί ζολίστηικε λιγάκι. Αλλά, έννοια σου καί θά σέ κανονί σω εγώ... Δέν προλαβαίνει νά τελεί ώση όταν ο Βάβα έφορμά πά λι. Νέα σύγκρουσις έποακολου θεΐ καί ό Μπαγιόκρ πέφτει κώ
© ΜΙΚΡΟΙ τω». Ό Βάβα, όρμάεΐι πάλι καί του δίνει μιά καρφωτή κε φαλιά. Ό άράπης Εξαγριώνεται. —Πολύ θάρρος δέν πήρες; του λέει. Τώρα θά σου δείξω εγώ! Σηκώνεται καί δίνει μιά τέ τοια ,κεφαλιά στον χοντροικέ φ-αλο Βάβα που τόν πετάει πέντε μέτρα μακρυά. Τώρα δοκιμάζει νά του δώση κι* ό Μπαγιόικο καρφωτή κεφαλιά, μά καθώς παίρνει βουτιά, ό Βάβα κατορθώνει νά σηκωθή καί τό κεφάλι του ,άράπη χτυ πάει ιστό έδαφος. Αυτό τόν εξαγριώνει πιο πολύ καί λυσσάει από τό^ κα κό του. Σηικώνετα^ αρπάζει τό Βάβα, τόν κραταει σφιχτά από τά χέρια καί του δίνει συ νέχεια κεφαλιές, τη μιά^ κσν τά στήν άλλη. Μά, πράγμα παράξενο, τό δικό του κεφαλή πονάει περισσότερο από του Βάβα, πού θαλεγε κανείς ό τι είναι άτσαλένιο. "Αν πιάση κάνεις από τή μύτη τόν Μπαγιόκο υπάρχει κίνδυνος νά σκάση. Αφήνει τό Βάβα, παίρνει φόρα καί τόν χτυπάει ακόμα μιά φορά. ^ Τό χτύπημα είναι τρομακτι 'κό κροί οί δυό χαζοί πέφτουν κάτω χάνοντας τις αισθήσεις τους. Ένα λεπτό αργότερα, ί σκιοι πλησιάζουν προς τό μέ ρος τους. Είναι οί Κινέζοι πού φεύγουν άπό τό «σπίτι του μυστηρίου», παίρνοντας μαζί τους τή Ζολάν, τή συντρόφισσα του Ταμ'ΠΌρ, του θρυλικού ^Ελληνόπουλου. Ή
33
ΤΑΡΖΆΝ βλοοκεία του Βάβα καί του Μπαγιόκο έγινε αιτία να φύ γουν [ανενόχλητοι οί Κινέζοι, Χωρ’ίς να τους ττόρη εϊδησι κα νείς,... Καθώς ανακτά, υστέρα άττό τό καινούργιο χτύπημα τού Μπαγιόκο, τις αισθήσεις του ό Βάβα, πετάγεται όλόρ θος καί δίνει >μιά ξαφνική κε φαλιά του Μτταγιόκο πού τον κάνει νά παραπατήση σάν ;με θυσιμένσς. — Μπά σε καλό σας, τ! ττάθατε καί άρχίσατε την κε-
Τ Ε Άττο-κλβιοτικότης: Γ$ν. Έκδοτί!
ψαλομαχία; λέει ό Μπουτάτα. — Θέλομμε νά δομμε ποπ ός έχει πιο γερρ κεφάλι, τού άπ αντάε ι ο Μποίγ ιόκο. — Πιο γερό κεφάλι; του λέει ό Μπουτάτα. Τώρα θά στο δειξοσ έγώ ποιος έχει... Καί, ξαφνικά, δίνει μια κε φαλιά στο Μπαγιόκο καί στο Βάβα που πέφτουν καί οί δυό κάτω αναίσθητοι! — ιΝά ποιος έχει τό γερώ τερο κεφάλι άπ* όλους ,μας!, κάνει περήφανα ό Μπουτάτα.
© τ Π. ΣΤΡΑΤΙ ΚΗΣ ’Εντιχβιρήσεις Ο. Ε.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΠΑΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΑΣ, ΑΕΚΚΑ 22, (ύπόγειον) 1)
*0 ά6ρατος γίγοοντσς
3) 4) 5 6) 7)
Τό Τό Ό 4Η Τό
2) Ή κρύπτη των θησαυρών μυστικό τοΟ μάγου μαύρο διαμάντι χορός τής φωτιάς βασίλισσα τοΟ Ταμ-Τάμ τέρας των οόρανων
8) *0 χρυσός έλέφσντας 9) Τό ανθρωττοφάγο δέντρο
10) Μονομαχία δεινοσαύρων 11) Τό στοιχειό τής λίμνης
12) *Η φυλή των ^ιδοονθρώττων 13) Τό κόκκινο χαλάζι 14) *Η άρχόντισσα τ&ν τρελλών 15) *Ό Φτερωτός κροκόδειλος 16) Τό ναρκωμένο μαρμοΜ) 17) Μονομαχία μόχοι θανάτου 18) *0 λυσσασμένος ρινόκερως
19) 20) 21) 22) 23) 24) 25) 26) 27) 28) 29) 30)
Στά νύχια τού Χάρου Κατακόμβη των κολασμένων Τό φίλτρο της ικακίας 4Η γοργόνα τής λίίμνης *0 οαίιμονας της συμφοράς Ό θάνατος τού Ταρςαν Τό φάντασμα τής ζούγκλας Ό μαύρος όλεθρος Ή Τσίιτα θριαμβεύει Τό μυστικό τού Μπουτάτα *Η κολασμένη Κοιλάδα · Χαταρου
31) *0 όρκος τού Ταμίπόρ.
32) Αιχμάλωτο ι Καννιδάλων 33) Σαντρο 34) Τό “Ιερό Καραβάνι. 35) Ό μυστηριώδης φακίρης 36) *Η Κατάρα τού Βούδδα. 37) *Η λαίλαπα τής ζούγκλας
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟιΙΙΑΔΙΑϋ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
Κ Α© Ε
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—’Έτος 1 ον—Τ όμος 5ος—’Αρ.Βδ—Δρ. 2 Δημοσιογραφιικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας,Στρ.Πλαστήρια 21 Ν. Σμύρνη. ΟΊιιοανομιιικΔς Δ)<ντής Γ. Γεωργ ιώδης, Σφίγγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. ΧατζηβασιλεΓου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, * Αθήνα ι . I
υΟο
Στο έπάμενο τεύχος τού «ΜΙΚΡΟΥ ΤΑΡΖΑΝ», τό 39, ττού κυκλοφορεί την έρχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ θ’ απολαύσετε μία από τις άριστουργημοπικώτερες περι πέτειες οπού ή αγωνία., τό μυστήριο ή δράσι καί τα κωμι κά έπεισόδια συνθέτουν κάθε σελίδα. Τά δυο ηρωικά Ελ ληνόπουλα, ό Ταμπόρ κι’ ό Σάντρο, μέ τή συντροφιά τού θρυλικού Μπουτάτα καί των άλλων κωμικών φίλων τους προσπαθούν νά βρούν τό χαμένο διαμάντι αντιμετωπίζον τας χιλιάδες κινδύνους...
ί*.0·ί. ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ οι ηεΓΑηηέ.ροί ετνετΗηο/νεε ΒΝί
Μ£ ΤΟ Νβ βΥΟ!£Η ΤΟ Σ9ΛΗΗβ ΤΟΥ
ΠΥΟΛί ΤΟ ΗΗΝΥΜΒ ΤΟΥ 6Ϊ9ΓΗΪΑ/0Ϊ
βλ/βη/ν6Υ2Τυ\θν ΤΟΥ 2ΠΤΗΗΜΟΣ
ΓΤΑ ίΥΗβΟΠΑ Ηθ€Λ£ /Τβ Μβ£ ό€Ι~
τβ ΰνΟ ηρ£Τβ ΣΥΜΒΟηβ ΛΝΤίητοί?πεΥΰΥΝ ΤΟ ΥΛΡΟΓΟΝΟ
το 7ητο το ΟζΥΓΟΗΟ
'
Ηχο = γέρο.
το τεηβγται ΟΝ ΒΙΝβΙ ΒΝ?ΝΟΝΤβί τα
ΈΗ ΟΤΙΧΡ6ΙΑΖΒΤΛΙ ΑΥΤΗ ΤΗ* £#Ρ~ 2Η Π Λ !/ β/Ϋ#ΤΜν£Η ΟΤΓ°£ ΚΙ £ * Τί£Ι£ ΤΟ ΟΒΥΓοΝο .
ΜβΒ <31ΝΟΥΝ ΗχΟβ ... ηΡΓΗΟΜ
ιτερο.. το οηοιΟΝ 9ΤΙ/9Χ/ΥΟΥΜ6 τ?Ρή. .
ή/91 ΟΤ&Ν £701*101 ΜΑ ΙΟΎΜ. .
Γ~-·' ~-----
Π£ΦΤ£1 ! 6Μ6/Λ76 ΑΚΙΝΗΤΟΙ. . ΜΗΠ$ί Α£ΓΗ£ΟΥΠ6·
ο ειρηνικοί /)£€! Μ9 ΜΗΟΥΠ6 ΙΤΗίΟΡή!
»
Σ/Νεχ/Ζάτκ/ Ρ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Τΰ ΒΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ
ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ
και τί ακριβώς τής συμβαίνει. Σιγά - σιγά, όμως, ο σκοτειΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ νάς της νους ξεκαθαρίζει και ίΟΛΑΝ, ή ξανθέ ιά κ σ τά θυμάται όλα... τέλλα τής ζούγκλας,, μέ Θυμάται πώς ιμπήκε στο τολύ 'κόττο κατορθώνει σπίτι τού «μυστηρίου», μεταμ ν’ άνοιξη τά βλέφαρά της. Μ’ φιεσμένη σε πειρατίινα Τσά δλο πού τ3 ανοίγει, ο|μως, δεν - Λι, πού την θεωρούσε νε κατορθώνει νά διακρίνη τίπο κρή (*)/ για νά πάρη τά χοοτε γύρω της, λες και μπρο μένο διαμάντι τού Βούδδα στά στα ιμάτια της έχει κακαί πώς στά υπόγεια ^ αυτού τεβή ένας σκοτεινός πέπλος. τού σπιτιού, ιμαζί μέ άλλους Νοιώθει τό κεφάλι της βαρύ Κινέζους, είδε την Τσά—-Λί και δλα τά μέλη της την πο ζωντανή! Σε λίγο, αίχμάλωνούν. Κάνει νά κινηθή και τό τε καταλαβαίνει πώς είναι δε (*) Διά&ακτε τό ιτροηγούμενο μένη σε μια καρέκλα. τεύχος του «Μιαρού Ταρζάιν», τό Στην άρχή παραξενεύεται 3'δ, ττου εχει τον τίτλο: «Τό χαμέ νο διαμάντι». και δεν ξέρει πού βρίσκεται Η ΠΕΙΡΑΤΙΝΑ
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4 τη απτό τούς Κινέζους [δέθηκε και φιμώθηκε καί μεταφέρθη κε οπέ ένα άλλο σπίτι ιχιωρΐς νά πάρουν εΐδησι τι τής συ νέβη οι φίλοι της, πού παρα φυλούσαν έξω από τό «σπίτι του μυστηρίου... Μόλις ;μπήκαν στο καινούρ γιο σπίτι, ο'ι Κινέζοι την έδε ο αν σε μια καρέκλα και την άφησαν μόνη ιμέ τήιν Τσά— Λί. ’Ή αίιμοβιόιρα πειραπίναι πλησιάζει τη δεμένη. σίιχμάλω τή της, παίζοντας στο χέρι ένα ιμακρύ πέτσινο μαστίγιο. — ιΠοιός σ3 έστειλε εδώ; τή ρωτάει. 5Από ποιόν έμαθες πώς οί πατριώτες μου έχουν κλέψει τό διαμάντι του Βούδ δα; Ή Ζολάν μορφάζει είρωνι κά και δεν απαντάει. Ή Ι σα •—Αί γίνεται τότε έξω φρέ νων. — Στο κάτω - κάτω δεν με νοιάζει κι* άν δεν μιλήσης, τής λέει. Τό διαμάντι βρίσκε τσι στα χέρια μας κι* έτσι δεν φοβάμαι τίίπιοτε. Τό τόλ μημά σου όμως νά ιμπλεχτής σ’ αυτή την ύπόθεσι τού χα μένου διαμαντιού θά πληιρωθή μέ βασανιστήρια και μ3 έναν σίγουρο και πρωτότυπο· θά νατο. Ετοιμάσου, λοιπόν, νά άπολαύσης τά χάδια τού μαστιγίου μου ! Καί λέγοντας αυτά σηκώ νει τό μαστίγιο ψηλά καί άρ χίζει νά χτυπάη τό άνυπεράσπιτο κορίτσι ιμέ αληθινή λύσ σα, στο κορμί ιστό πρόσωπο καί στά πόδια. Ή Ζολάν σε κάθε χτύπημα μουγγρίζει α πό τον πόνο μά δεν μπορεί νά
Ο ΜΙΚΡΟΣ κάνη τίποτε για ν’ αποφυγή τό μαρτύριο, είναι γερά: δε μένη σέ μια καρέκλα πού τά πόδια της είναι καρφωμένα στή γη. Είχε ακούσει πώε Κινέζος πειρατές είναι οί πιο φοβεροί βασανιστές καί τώ ρα τό διαπιστώνει αυτό. Ή Τσά—Αί τή χτυπάει στά πιο ευαίσθητα σημεία τού σώμα τός της καί ιδιαίτερα στά μάτ.α, ζητώντας νά την τύφλω ση, Τό μαστίγιο υψώνεται καί κατεβαίνει τριάντα φορές, καί τριάντα φορές ή Ζολάν έ χει την έντύπωσι πώς άντικρύ έ'ει την ^ κάλασι. "Υστερα πιά δέν νοιώθει τίποτε γιατί χά νει τίς αισθήσεις της, γέρνον τας τό κεφάλι της πίσω στο κάθισμα. Τώρα πού ανακτά τίς αι σθήσεις της καί τά θυμάται όλα αυτά, ανατριχιάζει. "Υ στερα, καθώς προσπαθεί νά δή καί δεν διακρίνει τίποτε, κυριεύεται άπό τοό(μο. Μήπως είναι τάχα τυφλώμένη, έτσι μάλιστα καθώς την πονούν τά ιυάτια της; Καί πού είναι ή Τσά—Αί.; Μήπως δίπλα της, έτοιμη νά τής ικαταφέρη καινούργια χτυπήματα ώσπου νά την πεθάνη στο τέλος; Ή Ζολάν άφαυγκράζεται μέ προσοχή. Δεν αντιλαμβά νεται καμμιά κίνησε ή μάλ λον κάποιος ανεπαίσθητος θό ρυβος φθάνει ως τ’ αυτιά της, σαν τό σύρσιμο ενός κουρε λιού στο πάτωμα. Σημαίνει, τάχα τίποτε αυτό τό σύρσιμο γ μήπως είναι γέννημα τής φαντασίας της;
ΤΑΡ2ΑΝ Ξ-ειχινάει γιά μιά στιγμή τον ελάχιστο αυτόν θόρυβο και Ου •μαται τά /μάτια 'τη,ς, Γιατΐ δεν ιβλήπει; Σ,ίγουρα είναι τυ φλή! Λεν πρόκειται νά ξανα 5 ή τίποτε πιά, ούτε τό φώς, ούτε τον κόσμο, ούτε τον άγαπτιημιέν© τη,ς Ταμπορ, τό θρυ λιικό Παιδί τής Ζούγκλας, οΰ τε τον Μπιούτάτα |με τή με γάλη: χαζομάρα και τή χρυσή καρδιά... Οί σκέψεις αυτές την κά νουν νά ,κίλάψη. θερμά δάκρυα άναβλ όζουν από τά πληγωμέ να της μάτια λιμνάζουν γιά λ[ γο εκεΐ κι5 υστέρα τρέχουν στά .μάγουλά της. "Ομως... τώρα πού τά δάκρυα κυλούν ή Ζολάν «βλέπει! Θά νόμιζε κανε’ίις πώς τά μάτια της ήταν γεμάτα αίμα πού πάγωσε ε κεί καί τά δάκρυα τό έλυο σαν! «Ναζ αυτό συμβαίνει! Ή Ζολάν κλαίει τώρα πιο πο λύ, άλλα τά κλάματα αυτά εΐ ναι κλάματα χαράς παρά λύ ΤΓης.
-αφνικά... καθώς τό βλέμ μα της περιφέρεται ολόγυρα κάτι ιβλέπέι νά σέρνεται μπρο στά της. Είναι αυτό πού έκα νε πιο πριν τόν χαρακτηριστι κό θόρυβο ενός κουρελιού πού σέρνεται στο πάτωμα. Μά αυτό δεν είναι κουρέλι, είναι ψίδι! Καί είναι μάλιστα ίνα από τά πιο επικίνδυνα φίδια πού θά μπορούσαν νά υπάρ ξουν στον κόσμο! Είναι κόμπρα!
"Ενα μέτρο άπέχει μακρυά της καί στο μεταξύ όλο προ< χωρεΐ... Ή Ζολάν άφηνει νά τής ξεφύγη μιά σπαρακτική
φωνή καί δοκιμάζει νά σπάσιη τ,ά δεσμά της, δοκιμάζει νά μετακινηθή. Ούτε τό ένα, ό μως, ούτε τό άλλο μπορεί νά κάνη. Είναι γερά δεμένη καί ή καρέκλα δεν μετακινείται ά πό τή θέσι της, όση, προσπά θεια ικ,άί άν καταβάλη τό ξαν θό κορίτσι. — Θεέ μου!, ψιθυρίζει, λυ πήσουμε! Ή κόμπρα στο μεταξύ προ χωρεΐ, τά μάτια της σπιθί ζουν σάν δυο αναμμένα κάρ βουνα πού τά φυσάει ό αέρας καί ή γλώσσα της σπαθίζει τόν αέρα, πότε δεξιά καί πό τε άριβτερά. — Τσά—Αί!, φωνάζει ή Ζολάν, πάνω στην απελπισία της, την πειρατίνα. .Γλύτωσε με Τσά—Αί καί θά σου πώ δ,τι μού ζητήσης! Βοήθεια! Ή Κινέζα πειρατίνα όμως δεν κάνει την έμφάνισί της. Ούτε αυτή ούτε κανείς άλλος. Τό σπίτι φαίνεται έρημο. Ή Τσά—Αί κατέστρωσε τό κα ταχθόνιο σχέδιό1 της νά σκό τώση τό άνύπεράσπ.στο κο ρίτσι καί ύστερα νά γίνη ά φαντη^. Μάταια τώρα τή Φωνά ζει νά έμποδ,ίση. ιό θάνατο που σέρνεται αργά - αργά π>ρός τό μέρος της ,μέ τή μορ φή τής κόμπρας. — Βοήθεια!, φωνάζει άκό μα μιά φορά ή Ζολάν μέ όλη τή δύναμί της, ενώ ή κόμπρα δεν θέλει παρά εϊκησι εκα τοστά γιά νά φθάση τό πόδι· της. Τό τρομερό· φίδι βαδίζει· αργά - αργά λες καί ζητάει νά παρατείνη περισσότερο τό μαρτύριό της ώσπου νά τήν
Ο ΜΙΚΡΟΙ
δαιγκώση ικαΐ νά ποτίση το σώμα της ιμέ το θανατηφόρο δηληιτήρ ιό> της. ΜΗΝΥΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΤΑΜΠΟΡ# μαζί με το Σ άντρο, μέ τη Αεΐλα καί τούς κωμικούς φί λους των, κάθονται έξω από τό «σπίτι του ιμυστηρίου», ό που πριν λίγη ώρα οί Κινέζοι έγιναν άφαντοι από αυτό, αοο ζί ιμέ τή Ζολάν, κι* έχουν ουθιστή σέ άπελ,πισμένες σκέ ψεις. — Που θά τη βρούμε τώ ρα; .αναρωτιέται ό Ταμπόρ, 'Αρπάζει τον κωμικό Ινδό από Ποκοίςι -ξέρει ,ποϋ την έχουν 'τό αύτί. . πάει. Κι5 άν άργησουμε, Σάν τρο νά δρουμε την καινούργια Αυτά τά λόγια όμως κακό τους κρυψώνα, ή Ζολάν κινδυ φαίνονται στο Μπουτάτα που νεύει! η έξαφάνισι τής Ζολάν τον ε« — Αίωνία της ή μνήμη!. χει γεμίσει^ μέ ιμαύρη άπελπι Λ©ει ο Βαβα. σια. 1 Αρπάζει τό Βάβα από τό ένα αυτί, τον σηκώνει ψτ}λά ,κΐι3 υστέρα τον πετάει πί σω του λές καί πέταξε ένα τσόφλι άπό πασατέμπο. -— Φάε τη γλώσσα σου κέ φάλα, του λέει, γιατί θά σέ φάω ολόκληρον εγώ! Ό Μπαγιόκο πού θέλει κι’ αυτός Λνά Λ ξεσπάση τό/ θυμό' 3 Ν Α του για την αιχμαλωσία της Ζολάν, αρπάζει τό Βάβα, κα θώς πέφτει άπό τό πόδι, τόν στριφογυρίζει καί τόν εικσφεν δονίζει μέ δύναμη στέλνοντας τον νά πέση πάνω στα φουν τωτά κλαδιά ενός δέντρου. Κα θώς όμως κυττάζει ευχάριστη μένος τό Μπουτάτα γιά τό Σηκώνει ψηλά τό ξύλο μέ την κατόρθωμά του, εκείνος άγρι άσπρη σημαία. εύει, τόν πιάνει μέ τη σειρά
Ο
ΤΑΡΖΑΝ Του αητό το χέρι, τον σΤριφο γυρίζει: καί τον στέλνει νά Τρυπώση μέ ορμή μέσα σ’ ένα θάμνο. — "Άλλη, φορά νά μάθης νά ιμήν ένρχλής τούς φίλους μου, βάτραχε, του λέει. Ό Σάντρο έχει σταυρώνε.ι Τά ,χέρια στο στήθος του και μέ πρόσωπο σκυθρωπό καί σκοτεινιασμένο ακούει τον Τα μπόρ. . — Πώς θά ιμπορέσου)με/ ορως νά μάθουμε τόσο, γιρήγο ρα που πήγαν οι Κινέζοι; α ναρωτιέται. Κι5 άν έφυγαν α πό την ’Αλμρρα, άν πήγαν νά κρυφτούν στη ζούγκλα ή νά πάρουν κάποιο καράβι καί ν’ ανοιχτούν στη θάλασσα; — Γιατι δεν βάζεις Το λύ κο ν’ άκολουθήση τά ίχνη των Κινέζων .μέ τη μυρουδιά; λε ει σέ μια στ ι,γιμή ή Λεϊλά Ττού ώς αυτή την ώρα παρα κολουθούσε σιωπηλή τή συ-
Ή κόμπρα ετοιμάζεται νά δαγκάση τη δεμένη Ζολάν.
«ΛΤΪ&
7
'Ο Ντούγκλας ανοίγει τήν^ πόρ* τα καί μπαίνει ατό σπίτι.
ζήτηΐσι, Ό Σάντρο τινάζεται ξαφνι κά καί τά μάτια του λάμπουν από τον ενθουσιασμό Του. — "Εχεις δίκιο!, νέει στή Λεϊλά. Ό Κίμο μυρίζοντας τό χώ|μα θά ιμάς οάη,γήση κοντά στους Κινέζους καί στή Ζο λάν ! Βάζει χωρίς δισταγμό τό δάχτυλό του στό στόμα καί σφυρίζει συνθηματικά. Τήν ί δια στιγμή, πίσω από τό σττί τι αντηχεί ένα γρύλλσμα πού μόλις τό ακούει ό Σάντρο ζα ρώνει τό μέτωπό του ανήσυ χος. — Ό λύκος μέ καλεΐ κον τά του, λέει στούς φίλους του. Τί νά συμβαίνη άραγε; Αλήθεια, πού είναι ό ΤίποΤίπο; Μόλις τώρα παίρνουν είδη σι ολοι τους άτι ό Τίπο - Τι-
ττο, ό φαβητσιάρης και κωμι κός 51 νδίας δεν είναι μαζί τους Χωρίς νά χάσουν καιρό τρέ χουν όλοι πίσω από τό σπίτι καί έκεΐ άντ ικράζουν ένα θέ α,μα πού τούς κάνει νά γελά σουν, χωρίς νά έχουν δισθεσι για κάτι τέτοιο. Βλέπουν πί σω από ένα Θάμνο τον ψευτο παλληκαρά Τίπο - Τίπο νά σηκώνη. ψηλά ένα ραβδί πού πάνω· του έχει κρεμάσει ένα άσπρο ύφασμα, σημάδι ατι παραδίνεται ί — Μπά σέ καλό σου, νιά νι,αρο, τού λέει ό Μπουτάτα, οε ποιόν παραδίνεσαι κ,αί ύ ψωσες λευκή σημαία; Καί του δίνει μια ξαφνική καρπαζιά. — Στους Κινέζους, λέει 6 Τίπο - Τίπό καί παίρνει σιγά σιγά Θάρρος καθώς βλέπει τούς φίλους του κοντά του. — 5Εσύ κάνεις τον ηρώα, του λέει ό Μπουτάτα, καί τώ ρα παραδίνεσαι; — Γ ιατί, - μήπως δεν είμαι ήρωας; λέει πεπραγμένος ό Τί Ιίό - Τίπο. Πριν έρθετε εσείς τσάκισα στο ξύλο έοτά Κι νέζους. Επειδή όμως μέ κύ κλωσάν καιμμιά εικοσαριά α ναγκάστηκα νά υψώσω λευκή σημαία κα!ί νά παραδοθώ. Ό Μπουτάτα πού καταλα βαίνει, πώς όί παλληκάριες τού Τίπο - Τίπο είναι ψεύτι ί<ες, ετοιμάζεται νά τον καρπαζώση μά, ξαφνικά, κάτι περνάει δίπλα του σφορίζο,ν τας καί καρφώνεται στο χώ μα. · ,— .Είναι οί Κινέζοι! λέει ό Τίπο - Τίπο τρέμοντας κι5 ε
τοιμάζεται νά τό δάλη- ατά πόδια, αλλά ό Μπαγιόκο τον κ-ρατάει γερά από τό χέρ; καί δεν τόν άφηνει νά κάνη βήμα* —^ "Ενα βέλος!, λέει ο Τα μττόρ. "Ενα δέλος καρφώθηκα δίπλα ατό Μπουτάτα! — Κάποιος πήγε νά τόν φάΐη μπαμπέσικα, τραυλίζει ό Τίπο - Τίπο. Ό άράπη,ς. όμως τραβάει τήν κουμπούρα τή χιλ ιοσκόυ ριασμένη καί φαίνεται εντε λώς ήρεμος^ —^ "Ας κοπιάσουν γιά .νά .με φάνε μπαμπέσικα, λέει, καί ιθά κσλοπεράσουν. Στο μεταξύ, ό Ταμπόρ σκύ βει, τραβάει τό βέλος πού έ χει καρφωθή στή γή καί δια κρίνει πάνω του δεμένο ένα χαρτί. Τό ξετυλίγει μέ άγω* νία καί τό κυττάιζει στο ψώς τού φεγγαριού, γιατί ή σκήνή πού περί γράφουμε γίνεται νύχτα. — Είναι γραμμένο σέ κ ι νέ ζικ,η γλώισσα, λέει στο Σάν τρο καί του τό δίνει. Τό Παιδί των Λύκων παίρ νει τό χ αρτ ί, τό φέρνε ι μ προ στά στά^ μάτια του, τό δια βάζει καί ύστερα τό κατεβά ζει ιάογά - αργά καί μένει σιωπηλός καί ανέκφραστος σαν μάρμαρό. Ό Ταμπόρ νοιώθει ένα τσί μπημά στρν καρδιά κι5 ένα£ κόμπος κάθεται στό λαι μο τοι|. Καταλαβαίνει πώς το; χσιρτί αυτό φέρνει ένα τρο μερό μήνυμα. — Τί γράφει; ρωτάει τό φί λ ο του , προσπαθώντας νά κράτησή όσο μπορεί τήν ψυ*
ΤΑΡΖΑΝ
χραιμία του. Ό Σ άντρο όμως δεν άνσί γει τά χείλη, του γιά νά μιλήίσηι. — Γράφε: γιά τή Ζολάν; τον ρωτάει ξανά ό Ταμπόρ νώ μια κ,ρύα ανατριχίλα ξεκι νάει (άττό τη σπονδυλική του στήλη κι3 απλώνεται σ’ δλο του τό σώμα. Τό Παιδί των Λύκων και πάλι δεν απαντάει. — Ζή; ιέπιΐ'μένει ό Ταμπόρ. Ό Σάντοο κουνάει θλιμμέ να τό κεφάλι του καί άπό τά μάτια του κυλσυν άφθονα δά κρύα. ^— ^Πέθανε!, κάνει ή Δει λά καί τά μάτια της άνοίγουν διάπλ,ατα άπό τή φρίκη,. —. Ναι. προφέρει σχεδόν ψιθυριστά ό Σάντρο. — Διάβασε μου τό γράμ μα, τον παοακαλεΐ μέ βραχνή φωνή ό Ταμπόρ ενώ φοβάται πώς άπό στιγμή σέ στιγμή θά χάση1 τής αισθήσεις του. Ό Σ άντρο ξαναφέρνει τό χαρτί μπροστά στά μάτια του καί διαβάζει μέ πολύ κό πο: «"Οποιος έστειλε τήν κο πέλλα νά πάρη τό χιαίμένο διαμάντι, άς έοθη νά τήν παοαλάβη, νεκρή, βρίσκεται στό...» Καί συνεχίζει μιά διευθυν σι\ Ό Ταμπόρ δεν μπορεί νά μείνη όρθιος καί κάθεται βα ρύς κάτω. — Ζολάν, ψιθυρίζει σκεπά ζσντας τό πρόσωπό του υέ τά δυο του χέρια καί δεσπώντας σέ δάκουα, εγώ σ5 έστειλα ν’ άνταμώσης τό θάνατο... Συγ
9 χώρε!σέ με, Ζολάν... — Δεν φταις εσύ, Ταμπόρ του λέει. Φταίω κι* έγώ, φταΤ με όλοι μας... Ή Δειλά πιο πέρα κλαίει απαρηγόρητα, όπως κλαΤνε καί τ’ άλλα παιδιά, μά πιο πολύ άπ3 όλους ικλαίει ό Μπου τάτα. — Θά σκοτωθώ!, λέει σέ μιά στιγμή. Τί νά τήν κάνω τή ζωή χωρίς τό αφέντη Ζο λάν! Θά πεθάνω κι3 εγώ! Καί σηκώνοντας τή μίπιστό λα του τήιν άκουμπάει στον κρόταφό του καί πατάει τή σκανδάληι! Ο ΝΤΟΥΓΚΛΑΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΡΕΑΑΑΘΗ
-ΚΟΜΑ δεν έχει δημερώ ση μά ό Ντούγκλας, ό ( "Άγγλος άστυνάμος τής Άλμόρα που έχει ορκιΐστή νά συλλάβη, τό Παιδί τών Λύκων καί νά τό κρεμάση, επειδή έ χει τήν έντυπωσι πώς είναι ό μεγαλύτερος κακούργος, έ χει ξυπνήσει καί κάνει τον πε ρίπατό του ανάμεσα στους έ ρημους άπό κόσμο δοάμους τής πολιτείας. "Εχει βγή τώ ρα άπο τό κέντρο κάί βαδίζει σέ μιά φτωχική συνοικία, που τήν κατοικούν μουσουλμάνοι. Στό ιμυαλό του Ντούγκλας στριφογυρίζουν πάντα αί ί διες σκέψεις. «Αυτό τό καταραμένο Παι δί τών Δυκων έχει πολύ καιρό νά κάνη τήν έμφάνισί του, λέ ει. 'Ποιός ξέρει Ιπου νά κρύβε ται. Κάποτε όμως θά |μοϋ πέ ση στά χέρια καί τότε... χ)μ,
10 τότε, ό Ντσύγκλας θά πάρτ) αμέσως το βαθμό ττού του έχει ύποσχεθή ό διοικητής του και τό Παιδί των Λύκων θά τοξιδέψη γιά τόιν άλλο κόσμο γιά νος μάθη νά τά βάζη μα ζί μου...» ^ -αφνικά, σταματάει. ’Έχ<ει την έντύπωσι πώς από ένα μοναχικό σπίτι πού τό περι βάλλουν πολλά δέντρα έρχε ται μια φωνή πού μοιάζει σαν φωνή απελπισίας. Είναι* , σά νά φωνάζουν βοήθεια! ;—X ί'λ ιοι σ ατ ανάδε ς!, μ ουγ κρίζει ό Ντούγικλας κα!ΐ τρα βάει τό πιστόλι του. Τεντώνει τ’ αυτιά του, ξα νακούει τή φωνή κι’ ύστερα, φυσώντας καί ξεφυσώντας σά φάλαινα, όριμάει προς τό ,μο ναχιικό σπίτι. Φτάνει στήν πό,ρτα του καί φωνάζει άγρια. λ— 5 Εν όνόίματι του Νοιμου, σάς διατάζω ν’ ανοίξετε!
Πι/ροβολεΐ την επικίνδυνη κόμ πρα στο κεφάλι.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ιΟ Μπαγιόκο όρμάει εναντίον του καί τον χτυπάει στο στομάχι
Κανένα βήμα όμως από τό εσωτερικό τού σπιτιού δεν ά κούγεται νά πλησιάζη προς τήν πόρτα. Μόνο ή φωνή πού καλεΐ σέ βοήθε ι α άκούγεται πιο· ζωηρή καί σπαρακτική τώρα. — ’Άν δεν άνοίξετε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, θά σάς σ υνηρίψω!, δ ι ατ άζε ι πε ισ μ ωμένος ό Ντσύγκλας. Καί επειδή ούτε καί τώρα 6έν τού ανοίγουν χτυπάει ιμέ λύσσα τήν πόρτα ιμιός, δυο, τρεις φορές. Ή πόρτα εΐναι όμως πολύ γερή καί δεν σπά ζει, οπότε ό 'Ντούγκλας πιά νει τό πόμολο καί τό στρίβει. Αυτό ήταν! Ή πόρτα άνοίγει χωιοίς’ κσμμιά' δυσκολιία γιατί, άπλούστατα, δεν ήταν κλειδωμένη, όπως είχε φαντα στ ή ό ατσίδας Ντσύγκλας. — Χίλιοι πεντακόσιοι σα
ΤΑΡΖΑΝ πανάδες, μουγκρίζει τώρα κσ 6ώς προχωρεί στον φωτισμέ νο διάδρομο τί ,μυστήρια εί ναι αυτά; Βάζω στοίίχηιμα πώς μέσα σ’ αυτό τό σπίτι μου αχουν στήσει θανάσιμη παγίδα. Κάποιος δολοφόνος με περιμένει, μα θά του σπά αω τό κρανίο άν δον παραδο θή! Ώδ-ηγημένος από την σπα ραικ,τική φωνή κατεβαίνει μερκκές σκάλες και ιμιά πόρτα. Τώρα ή φωνή σταματάει. «Ό δολοφόνος σκότωσε τό θύμα του, βγάζει τό συμπέρσ σμα ό Ντούγκλσς. Τώρα ό μως θά έρθη και ή διική του σειρά». — Παραδόσσυ, δολοφόνε! ουρλιάζει. "Ανοίξε την πόρτα και σήκωσε τά χέρια σου ψηπ λά γιατί θά σέ κάνω κόσκινο. Ό δολοφόνος όμως δεν υ πακούει και ό Ντούγκλας κα
Τίπο - Τίπο πέφτει λιπόθυ μος κάτω από τό δέντρο.
11
Ή Κινέζα πειρατίνα απειλεί τον Ταμπόρ.
τακόκκινος από τό κακό του δίνει ιμιά κλωτσιά στην πόρ τα, την ανοίγει διάπλατα και όρμάει. Ή σκηνή που άντιίκρύζει όμως, είναι παράξενη, τρόμε ρή αλλά και τελείως διάφορε τική από έκείνη πού φαντα ζόταν. Μέσα σ5 αυτό τό δω μάτιο δεν υπάρχει κανείς δο λοφόνος αλλά ούτε καί θύμα. Υπάρχει μόνο /μια δεμένη κο πέλλα σε μια καρέκλα, μέ πρόσωπο καί μέ κορμ:ί γεμά το αίματα, αναίσθητη, ενώ μπροστά τηις μιά κόμπρα α νορθώνεται καί είναι βέιβαιο πώς σέ λίγο θά τινάξη τό κε ράλι της καί θά δαγκώση τό δεμένο κορίτσι. — Δυο χιλιάδες σατανά δες!, μουγκρίζει ό Ντούγκ?νας καί μ5 ένα πήδημα φθάνει κον τά στο αναίσθητο κορίτσι·. Δίνει τότε μιά τρομερή κλω
12 τσιά στην κόμπρα, την εκ σφενδονίζει μακρυά κι’^ένώ το επικίνδυνο ερπετό σηικώνει πά λί το κεφάλι του, τό πυροβο λ;εΐ και τό σκοτώνει·. Γεμάτος υπερηφάνεια τώ ρα, για το κατόρθω|μά του, ο Ντούγκλας σκύβει, λύνει τα δεισμά της κοπέλλας πού συ νέρχεται καί τη ρωτάει: — Έν όνόρατι τού Νόμου, ποια είσαι; Ή Ζολάν, γιατί αυτή είναι ή δεμένη κοπέλλα, κυττάζει ό λόγυιρά της, βλέίπει τον άστυ νόμο, τη σκοτωμένη κόμπρα σε μια γωνιά τού δωματίου κ αΐί συνέρχετα ι. Κ ατ αίλαβαίνει τώρα πώς δεν κινδυνεύει πια από τούς Κινέζους, — Έ,σύ ποιος είσαι; ρω τάει τον άστυνόμο για να βε βαιωθή. — Νταύγικλας, άστυνομι»-· κός διοικητής, τής Άλμορα, τής λέει. Εσένα πώς σέ λένε; — Μέ λένε Ζολάν. Είμαι Αμερικανίδα. Μ5 έφεραν εδώ κά... — Δεν είναι _ ανάγκη νά προχωρήισης, κοπέλλα μου, τή διακόπτει ό Ντούγκλας. -έρω ποιος σ’ έφερε, ποιος σέ βα σάνισε και ποιος άφησε την κόμπρα γιά^νά σέ δατ/κάση; Μόνο ένας είναι ικανός νά κά νη τέτοια κακουργήματα. Μό νο ένας έχει τέτοια μαύρη και άμοβόρα ψυχή. Πού θά μου πάη, όμως; ^ Θά τόν^ κρευσσω οπωσδήποτε στην πλα τεία τής ’Αλμόρσ άν τον συλ λάβω!... — Και ποιος είναι αυτός; ρωτάει μέ ζωηρή περιέργεια
Ο ΜΙΚΡΟΣ ή Ζολάν. — Ποιος είναι; Πρέπει ό μως νά τον ξερής πολύ καλά, όπως τον ξέρω· κι* εγώ, γιατί εκείνος σέ βασάνισε. Είναι τό Παιδί τών Λύκοον! Ή Ζολάν ανοίγει μια σπι θαμή τό στόμα από τήν εκπληξι. — Μά τι είναι αυτά πού λέτε; κάνει. Τό Παιδί τών Λύ κων είναι φίλος μου, μένουμε στήν ίδια καλύβα καί τό ξέ ρω πολύ καλά! Ούτε καί κεραυνός νά Ιπε φτε στο κεφάλι τού -Ντουγκλας δέν θά ένοιωθε τέτοια τρομερή έκπληξι. — ιΠώς... πώς; κάνει τραυ λίζοντας. Μένεις μαζί μέ τό Παιδί τών Λύκων; — Ναί. Καί τό ξέρω πολύ καλά σάς είπα. Είναι ένα ευ γενικό καί γενναίο παιδί καί όχι κακούργος όπως τόν εί πατε εσείς. — Πώ, πώ, ψάρι πού έπια σα απόψε!, λέει ό Ντούγ κλας καί τραβάει τό πιστόλι του. Τό στρέφει εναντίον τού κο ριτσιού πού τά έχει χάσει α πό τή συμπεριφορά τού άστυ νόμου καί τής λέει: — Έν όνάματι τού βαθμού πού μοΰ έχει τάξει ό διοικη τής μου, σέ συλλαμβάνω ^Εί σαι συνεργάτης τού Παιδιού τών Λύκων! Σήκωσε ψηλά τά χέρια σου καί γύρισε τή,ν πλά τη σου, "Υστερα προχώρησε προς τά σκαλοπάτια κα)ί ανέ βα επάνω. Εμπρός, μαρς! Ή Ζολάν αναγκάζεται νά σηκωθή από τήν καρέκλα για τι βλέπει τό δάχτυλο τού πα
ΤΑΡΖΑΝ
13
ράξενου αστυνόμου νά σφίγγη τή σκανδάλη... Ο ΝΤΟΥΓΚΛΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
ΒΛΕΠΕΙ
ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ ό χα ζοαράπης ιμέ τή χρυ σή καρδιά, για τό θά νατο τής Ζολάν, αποφασίζει νά αυτοκτονήση καί φέρνοντας τή ιμττιστόλα του στον κρόταψο, ττατάει τή σκανδάλη·. "Ολοι τους περΐιμένουν με κομ,μιένη αναπνοή νά δουν τό γιγαντόσωμο άράπη νά^ σοορι άζεται νεκ,ρός κάτω άλλα;, σαν από θαύμα ή μπιστόλα δέν έκπυρσοκ,ροτεΐ! Καί δεν εκ πυρσοκροτεί, άπλο ύστατα, γι ατΐ δεν έχει σψαΤρες! Ό Μπουτάτα πατάει με μανία τή σκανδάλη καί κατα λαβαίνοντας στο τέίλος πώς δέν έκπυρσοκροτεΤ γιατί δέν εχει σφαίρες, έτοι/μάζεται νά γεμίση τό ρόλο του. Ό Σάν τρο, αμως, μέ ένα πήδημα φτάνει κοντά του καί τον έμ ποδίζει. -— Ντροπή σου, Μπουτάτα του λέει. Οί αληθινοί άντρες δεν τά χάνουν μπροστά σ5 όποιανδήποτε συρφορά καί δέν αυτακτονουν. Μέ τά πολλά ό Μπουτάτα αποφασίζει νά υπακούση καί βάζει τή ρπιστόλα στή ιμέση του. Ό Σ άντρο πηγαίνει τώρα κοντά στον Ταμπόρ κάΐ πιάνοντάς τον άπό τις μασχάλες τόιν σηκώνει όρθιο. — Κουράγιο, καλέ μου φί λε, του λέει προσπαθώντας νά κρύψη τή συγκίινη,σ! του.
Ό θεός είναι ιμεγάλος. Κοονέ νας δέν ,μάς βεβαιώνει πώς ή Ζολάν είναι νεκρή. Μπορεί ιμ’ αύτά^πού έγραψαν νά θέλουν ν.ά ιμάς παρασύρουν σέ καμμιά παγίδα. Ό Ταυ,πορ σκουπίζει τά δάκρυα του καί βρίσκει πώς δεν είναι απίθανο, τό σημεί ωμα αυτό νά τό έγραψαν οί Κινέζοι θέλοντας νά τους στή σουν παγίδα. — "Εχεις δίκιο, Σάντρο, του αποκρίνεται. 'Καΐ γυρνώντας στους άλ λους. — Πάμε, πριν ξημερώση, στο σπίτι πού γράφει τό ση μείωμα. νΑν βρούμε τή Ζολάν νεκρή πρέπει νά τή,ν πάρουμε μαζ? μας για νά τήν θάψου με. "Αν πάλι μάς έχουν στή σει παγίδα... — Θά τούς τινάξω όλους στον αέρα μέ τις γροθιές μου, συνεχίζει ό Τίπο - Τίπο. — Καί γώ ιμέ τις κεφαλιές μου, λέει ό Βάβα. — Έγώ μέ τις κλωτσιές μου, συνεχίζει ό Μπαγιόκο. — Καί γώ ιμέ τή θρυλική κουμπούρα μου, υπόσχεται ό Μπουτάτα. "Ετσι, σέ λίγο, οι ήρωές μας ξεκινούν για νά έπισκέ ρθουν το σπίτι πού μέσα σ’ αυτό βρίσκεται νεκρή ή Ζολάν Μπροστά μέ τή -μπιστόλα έ τοιμη, στο χέρι προχωρεί ό Μπουτάτα καβάλλα στο λύκο. Δέν αργούν νά φθάσουν. Τό σπίτι εΐναι έρηίμικό, μακρυά άπό τά άλλα, πνιγμένο ιμέσα σέ δέντρα. — Έσεΐς κρυφτήτε ολόγυ ρα, διατάζει ό Ταμπόρ. Έγώ
14 θά μπώ μέσα κι5 άν δήτε στι αργώ νά βγώ νά μπητε και σεΐς. Τα (μάτια σας άμως δε κατέσσερα. —- Μή φοβάσαι, του λέει ο Τίπο - ΤίπΟ' και ανεβαίνει σ3 ένα δέντρο. 5Αφού έχετε έμενα κοντά σας μ ή φοβόσαστε, κα νενας δεν θά τολμήση, νά σάς φάη- μπαμπέσικα. Ό Ταμπόρ κάνει τό σταυ ,ρό του1 καί προχωρεί προς τό σπίτι ιμέ αφιγμένη καρδιά. Που θά βρή τό κουράγιο ν3 άντιικρύση την αγαπημένα του Ζολάν νεκρή; Βριί|ακει τήν πόρτα άναΐ(χτή ικ;αί αυτό τον κάνει νά εί ναι προσεκτικός. Πρίιν διασχί ση τό φωτισμένο διάδρομο, άποφασίζει^ νά ρίξη μιά ματιά στά δωμάτια πού υπάρχουν δεξιά καί άριστερά. Τό πρώ το είναι άδειο . Καθώς όμως υπαίνει στο δεύτερο καί κά-
'Ο Ινδός πυροβολεί καί ή Λεϊλά πέφτει...
Ο ΜΙΚΡΟΣ νει δυο βήματα, μιά καταπα κτή ανοίγει καί πέφτει στο κενό, πριν πρσλάβη κοίλά καλά ν3 άντιληφθή τί γίνεται. Ευτυχώς πού πέφτει μέ τά πόδια καί τό ύψος δεν είναι μεγάλο ώστε νά χτυπήιση άσχιημ α. 3 Αφού π αρ απατάε ι γιά λίγο στηρίζεται στον τοΐ Λο καί ρίχνει μιά ματιά όλό γυρά του. -αφινικά, πίσω άπό τον τοίχο φθάνουν ώς τ3 αυ τιά του φωνές. ΕΤιναι αντρι κές φωνές, βαρείες καί έπιτα κτικές. Μέ κοοοφωμένη περιέργεια ανοίγει μιά .πόρτα τό θρυλικό παιδί, δσο μπορεί πιο άθάρυ βα καί μπαίνει τώρα στο γει τονιικό δωμάτιο άπ3 όπου έρ χεται ή φωνή. Μέ την πρώτη ματιά πού ρίχνει τό 'Ελληινό πουλο μέ δυσκολία συγκροτεί μιά κραυγή χαράς άλλίά καί Φόβου. Βλέπει τη Ζολιάν, την αγαπημένη του συντρόφισσα ζωντανή καί οοθια, μέ γυρΗσυένες τις πλάτες καί μέ^ τά χΐέοια ψηλά. Πίσω της στέκει κάποιος χοντοόσ μέ στολή α στυνόμου κάί τήιν απειλεί μ5 ένα πιστόλι. — Έμποός!, τής λέει έττι τακτικά. Σωθήκανε πιά τά θέματα, θά τον πάρω αυτό τό βαθυό πού μου έταξε ο διοι κητής μου. ’Άν δέν μας πής πού μπορούμε νά βρούμε τό Παιδί των Λυκών αύριο σέ πε ριμένει ή κρεμάλα. Ό Τσιμπάρ μένει γιά λίγο αναποφάσιστος. Ποιος ετναι αυτός ό άνθρωπος κάί τί θέ λει; Πού είναι οι Κινέζοι πού αιχμαλώτισαν τη Ζαλάν; Κα
1ΑΡΖΑΝ
θως δμως διακρίνει για μια στ ι γ/μ ή το ματωμένο αητό τά χτυπήματα τοϋ μαστιγίαυ κορμί τής Ζολάν, γίνεται έ ξω φιρ>ενών καί μ’ ένα πήδημα φθάνει κοντά στον Ντούγκλας — Γύρισε νά σε δώ λιγάκι και γώ!, του φωνάζει δυνατά. Ό Ντούγκλας ξαφνιάζεται καί κάνει απότομα μια στρο φή, έτοιμος· νά πατήιση· τή σκανδάλη, ενώ ή Ζολάν πού γνωρίζει τή φωνή του Ταμττόρ αφήνει μιά χαρούμενη κραυγή καί γυρίζει κι5 αυτή ττρός το μέρος του, χαμηλώνοντας τά χέρια. Ό Ταμττόρ πού βρίσκεται τώρα φάτσα μέ φάτσα ιμέ το πιστόλι του αστυνόμου, σκύ βει καί το δεξί του χέρι, σφι γμένο σε μιά ατσαλένια γρο θιά, χτυπάει ,μέ δύναμι καί μέ ταχύτητα τό αντίπαλο καί ώ πλισμένο χέρι στον καρπό. Τό πιστόλι τού Ντούγκλας, πέφτει στο δάπεδο καί ό ί διος ξεφωνίζει σαν τρελλός ά πό τον πόνο πού δοκιμάζει. — Χίλιοι δυο σατανάδες, ιμσυγγρίζει, ποιος είσαι πάλι εσύ ; Ό Ταμττόρ δεν τού δίνει καιρό νά συνέχιση. Τον φιλο δωρεί μέ μιά γροθιά στό σα γόνι κι5 ό αστυνόμος βλέπει ξαφνικά νά λάμπουν ήλιοι καί αστέρια στό ταβάνι. "Υστερα χωρίς νά σκεφθή ν5 άντιμετω π ίση τό παράξενο καί δυνα τό αυτό παιδί, πού ξεφύτρω σε σαν φάντασμα μπροστά του, τό βάζει στά ποδιά, άνε βαίνοντας τρία - τρία τά σκα λοπάτ ια.
15
4Ο
Σάντρο σκύβει ττάνοο αναίσθητη ικοιπέλλα.
στην
Βγαίνει άπό τήν πόρτα τής εισόδου καί κάνει κάπου είκο σι βήματα όταν, πίσω άπό ένα θάμνο; πετάγεται μιά α καθόριστη σιλουέττα καί τοΰ μπαίνει μπροστά. Είναι ό Μπαγιάκο, ό χαζός άράπης καί φίλος τοΰ Μπσυ τάτα. Μόλις βλέπει τον άστυ νόμο, όρμάει κατ’ ευθείαν ε πάνω του, τού δίνει μιά τρο ιμερή κεφαλιά καί τον αναπο δογυρίζει! Ό Ντούγκλας πανικοβάλλε τσι. Νομίζει πώς έχει νά κάνη μέ φαντάσματα. Δεν μπρρεΐ νό’ πιστέψη' πώς ό άνθρωπος πού τοΰ έρριξε τήν κεφαλιά ήταν πραγματικός άράπης. Κατορθώνει νά σπάθή ςπά πό δια, του καί αρχίζει νά τρέχη,. Ό Τίπο - Τίιπο, πού είναι κρυμμένος στήν κορυφή ένός δέντρου, καί έχει στό νού του σχέδια ήρωϊσμοΰ, άκούει κά
Ο ΜΙΚΡΟΣ
16
ποιον που τρέμει, σκύβει τό κεφάλι του καί βλέποντας τον Ντούγκλας νά προχωρή τρέχοντας προς τό μέρος του, νο μίζει δτι έρχεται νά τον συλ λαβή ! — Ώχ!, μ’ έφαγε μπαιμπέ σικα, λέει καί άπό τον τρόμο του λιποθυμάει! Καθώς τώρα δεν κρατιέται άπό τά κλαδιά τού δέντρου τό σώμα του χάνει την ισορ ροπία του και πέφτει κάτω..^. Γιά καΐκή ο<μως τύχη τού Ντούγκλας, τό αναίσθητο σώ μα τού Τίπο - Τίπο πέφτει πάνω στο κεφάλι του και τον ανατρέπει. — Βοήθεια, φαντάσματα πέφτουν άπό τον ουρανό!, φω νάζει ό Ντούγκλας καί οοφού παίρνει ιμερικές τούμπες στη λώνεται στά πόδια του καί ά.ρχίζει νά τρέχη πάλι. Δεν καταφέρνει ν’ άπρμακρυνθή άπό τό σπίτι των φαν τασμάτων καί τού μυστηρίου όπως τό νομίζει, δταν καινούρ για λαχτάρα τον περιμένει. Τού κόβει τό δρόμο τώρα ένας άράπης πού είναι καβάλλα σ’ ένα λύκο! —- "Αλτ γιατί σε γέμισα τρύπες!, τού φωνάζει ό άράπης, πού δέν είναι άλλος ά πό τό θρυλικό Μπουτάτα. — Βοήθεια!, φωνάζει πά λι ό Ντούγκλας καί οί φτέρ νες του χτυπάνε στ’ αυτιά του άπό τό πολύ τρέξιμο. Βο ήιθεια, με κυνηγούν τά φαν τάσματα ! Πραγματικά, πίσω του δε χύνεσαι ό Μπουτάτα, καβάλ λα στο λύκο, ενώ ή σκουριά
σμένη πιστόλα του ρίιχνει στο γάμο τού καραγκιόζη.. Ό Ν τ ούγκλ ας κ απαφέρνε ι επιτέλους νά άπομακρυνθή καί ό Μπουτάτα γυρίζει κον τά στο σπίτι. ΈκεΤ τον περι μένει μιά απροσδόκητη, μια απίθανη σκηνή,: Βλέπει τή Ζολάν καί τή Λεϊλά μαζί. — Μπά σε καλό μου, λέει ό άράπης, μήπως πάθανε τί ποτα τά μάτια μου καί βλέ πω τή Λεϊλά διπλή; Γιιατί δμως ή άλΙλη; είναι ξανθέ ιά; Σί γομρα είναι ή Ζολάν πού βρυ κολάκιασε! — Μπουτάτα!, τού φωνά ζει ή Ζολάν, γιατί στέκεσαι μακρυά κάί <μέ κυττάζεις; Δε μέ γνωρίζεις; Είμαι ή Ζολάν, πού ,μέ νομίζατε νεκρή! —Ευτυχώς πού δεν αυτοκτό νη)σα!, λέει τότε ό Μπουτάτα "Οχι πώς θά λυπόμουνα γιιά ΐμένα αλλά για τό άμοιιοο τό τοουλουφάκι μου πού θά τό θάβανε στη γη! Καί λέγοντας αυτά τρέχει ν’ άγκαλιάση τή Ζολάν. Η ΤΣΑ - ΛΙ ΑΠΕΙΛΕΙ
ΙΝΑΙ βράδυ. Οι ήιρωές ■μας, πού ολη ^τήν ήμέρα έμειναν κρυμμένοι στο, παλάτι τής Λε’ίλά, άποφασι ζουν νά βγουν, μήπως μπορε σουν καί άνακαλύψουν τά ιχνη, τής πειιρατίνας Ισα— Λί πού έχει στην κατοχή της μαζί -,μέ μερικούς Κινέζους ά κόμη, τό περίφημο δ^ιαιμάντ^ι πού στόλιζε τό κεφάλι τού Βούδδα. Σέ μιά στιγμή, ρ Τα}μπόρ,
Ε
ΤΑΡΖΑΝ βλέπει έναν άνθρωπο να προχωρή σκυφτός και μέ πρσφύ λαξι„ σ5 έναν έρημο δρόμο, κολουθώντας τις σκιές των δέντρων, γιατί ψηλά στον ού ρανα λάμπει ένα γεμάτο φεγ γάρι. Αυτός ό άνθρωπος εί ναι Κ ινέζος! Ό Ταμπόρ ανασκιρτάει κάΐ τον ακολουθεί. Πίσω- του οέ αρκετή άπόστασι, άκολοιυ θοϋν ό Σ άντρο, ή ΑεϊΛά και ό Μπουτάτα. Οι άλλοι ήρωές μας, ο Μπαγιόικο μέ τον Τίπο -Τίπο και τό Βάβα, βγήκαν μόνοι τους ιστήν άλλη< πλευρά τής πολιτείας καί ψάχνουν μήπως μπορέσουν κι’ άνακαλύ ψσυν κανένα ίχνος των Κινέ ζων. Ή Ζολάν έχει μείνει στο παλάτι ώσπου νά κλείσουν οι πληγές της. Ό Κινέζος κατευθυνεται σ’ ένα εξοχικό προάστιο τής Άλμόρσ. Ό Ταμπόρ δεν τον χάνει ούτε στιγμή άπό τά μάτια του. Κι5 όταν για μια στιγμή τον βλέπει νά χτυπιάη τό κουδούνι μιας πόρτας, ρι ζώνει πίσω άπό τον κορμό ε νός δέντρου καί παρακολου θεί μέ1 μισό μάτι. / Στο άνοιγμα τής πόρτας κάνει τήν έμφάνισί της μια σι λούέττα που βλέποντας· την ό Ταμπόρ .χαμογελάει ικανο ποιημένος. Ή σιλουέττσ εί ναι γυναικεία καί ανήκει στή πειρατίνα Τσά—Άί·! Ό Κ ινέιζος μπαίνει μέσα στο σπίτι ικαί ή πόρτα κλεί νει πίσω του. Ο Ταμπόρ δεν αφήνει τη 6έσι του ώσπου νά πλησιά σουν κοντά του οι φίλοι του.
π
— Που πήγε εκείνος πού παρακολουθούσες; τόιν ρωτά ει ό Σ άντρο. — ^Μπήκε σ5 αυτό τό σπί τι, τού λέει ό Ταμπόρ. ^Ηταν Κινέζος. Του άνοιξε τήν πόιρ τα ή Τσά—Αιί|. —- Ή ΤΙσά—Αί!, λέει ή Αεϊλά.. ^—^Ναί. Κιάί εΐμαι βέβαιος πώς εκεί μέσα βρίσκεται και τό ιμεγάλο διαμάντι Απορώ όμως, γιατί άφού τό διαμάν τι είναι στα χέρια τους δέν φεύγουν άλλα μένουν ακόμη; στήιν Άλμόρα; Υπάρχει κά ποιο /μυστικό σ’ αυτή τήν ύπόθεσι πού πρέπει νά τό μά Οουμε, ,απόψε ικιόλας. Σ άν τρο, θά μπω στο σπίτι αυτό καί ό Θεός βοηθός. — Θά έρθω κι5 έγώ μα£ί σου, λέει τό Παιδί τών Λυ κοον. — 'Όχι τον παρακούει ό Ταμπόρ. "Ενας (μονάχα, κυ κλοφορεί καλύτερα σ’ ένα ξέ νο καί άγνωστο σπίτι. ΈσεΤς θά (μείνετε εδώ για νά μέ 6ο ηθήσετε σέ περίπτωσι πού κινδυνεύω. Ό Σ άντρο δέν φέρνεάντίιρρησι καί ό Ταμπόο πέφτε, μέ τήν κοιλιά καί μέ επιδέξι ες κινήσεις φθάνει στήν πόρ τα. ’Εικεΐ σηκώνεται ορθ’ος καί άφοΟ στήνει για λίγο τό αυτί του, αποφασίζει νά τήν άνοιξη... Τό ίχώλ πού τον υποδέχε ται είναι σκοτεινό καί τό θου λιικό παιδί, αφού κλείνε· πά λι τήν πόρτα πίσω» του, μέ νει ακίνητος ώσπου νά συνη θίση τό σκοτάδι. 3Αφού κα-
Ο ΜΙΚΡΟΣ
18 ΐ ορθώνει τώρα οοαι διακρίνει τά διάφορα αντικείμενα γύρω του, έτοΐ/μάζεται να προχωίρή ση κα ίνα δοκιιμάσηι ν* άνοι ξη )μιά πόρτα. Δεν πρόλαβα! νει δ|μως ν’ άγγίξη το πόμο λο γιατί /μια κρύα καί έπιτα κτικ,ή φωνή τον καρφώνει στη θέσι τοο. — ^Ψηλά τά χέρια, λευκέ σατανά! Ό Ταμπορ νοιώθει ένα κρύο ρΐγος ιστό κορμί τοο λες καί τον κατάβρεξαν ,μέ παγωμένο νερά στη ιμέιση τού χειιμώνα. Ή φωνή πού τον απειλεί εί ναι τής Τσά—Λί ικάί άναγκά ζεται νά σηκώση τά χέρια του πάνω από τό κεφάλι τοο.
— "Ανοιξε τήν πόρτα καί προχώρησε μέσα, τον διατά ζει ή Κινέζα πειρατίνα. . . Υπακούει χωρίς άντίρρησι. Το δωιμάτιο πού .μπαίνει είναι σκοτεινό καί ελπίζει πώς άν μπή πίσω του ή Τσά —Λί, θά τήν αίφνιδιάση! καί θά τήν άφοπλίση. Μά τό σκο 'τάδι διαλύεται άρέσως κι’ έ τσι ή πανούργα πειρατίνα τον κρατάει ιστό χέρι καί ή ζωή τοο έξαρτάται μονάχα ά πό τό δάχτυλό της. "Αν τό πι έσΐη, πάνω στή σκανδάλη, ή σκοτεινή κάννη τού πιστολιού πού σημαδεύει τό στήθος τοο θά τού στείλη τό θάνατο! — ,Πήγαινε στον τοίχο!,
Μια καταπακτή ανοίγει καί ό Ταμπορ πέφτει μέσα.
ΤΑΡ2ΑΝ
ιν
Εκσφενδονίζει μέ δύναιμι τον Κινέζο, ^όν άπτ€ΐλεΐ ιμέ την κρύα σόον θέλω νά πώ. Σε ρωτώ που έ ατσάλι φωνή της. χεις τό διαμάντι! "Αν δεν Ό Ταμπόρ «και πάλι υταμου άπαιντήισης θά πείθάνης! κιούει. Μέ τά χέρια πάντα ψη — Τό διαμάντι τό ξέρεις λά, στηρίζει την πλάτη του εσύ πού είναι, τής λέει ό Τα στον τοΐχο. Ή πειρατίνα πη μπόρ. Κι5 αυτή τή στιγμή γαίνει στον απέναντι τοίχο άν κρατούσα εγώ τό πιστόλι κι* έτσι βρίσκονται τώρα ό έ και σέ άπειλοΰσα, θά σου έ ναις απέναντι στον άλλο. Τά κανα τήν ίδια έρώτησι. μάτια τής Κινέζας αστρά — Φαίνεται πώς βαρέθηιφτουν από μΐσος. κες τή ζωή σου, γρυλλίζει ή — Που είναι τό διαμάντι; Κινέζα. Αφού δεν ιμιλάς, πε θανε, λοιπόν! ρωτάει κοφτά τό * Ελληνόπου λο. Καί λέγοντας αυτά άρχνΌ Τα;μπόρ τά χάνει ^γιά ζει νά πιέζη έπ κκ ίινδυνα τή μια στιγμή. Τι έρώτησι είναι σκανδάλη. αυτή πού του κάνει; —Στάσου!, φωνάζει ό Τα — Τό διαμάντι; τής άπαν μπόρ ενώ χοντρές σταγόνες τάει. Τί θέλεις νά πής, Τσά παγωμένου ιδρώτα άναβλύζουν στο μέτωπό του. Δεν κσ —Αί; — Τό ξέρεις πολύ καλά τι ταλαβαίνω τί μου λές.
20 — Καταλαβαίνεις πολύ καλά, καταραμένο παιδί! ταυ απαντάει ή (Κ ιΜεζα^. Εχθές τό βράδυ" κάποιος άπό τούς δικούς μου είχε πάνω του το διαμάντι κι’ ερχόταν έδώ για νά μοβ τό δώιση, τον σταματη, σε όμως στο δρό|μο μιά μάγια σα και τού τό πήρε! — Μιά ιμάγισσα!, λέει πα ραξενεμένος ό Ταμπόρ. — Ναι, ,μ·ιά ωραία Ινδή πού ξέρει νά κάνη (μάγια. "0 ταν ήρθε έδώ ό άνθρωπός μου έβγαλε άπο· την τσέπη του αντί για τό διαμάντι μιά πέ τρα! Τη ιμάγισσα έσύ την έ στειλες, καταραμένο παιδί! Πές μου, λοιπόν, σε ποιο μέ ρος βρίσκεται τό διαμάντι; Τό θρυλικό παιδί αρχίζει νά καταλαβαιίΐνη. Κάποιος άλλος μπήκε στη (μέση κι5 έβαλε στο χέρι του τό μεγάλο δια μάντι τού Βούδδα καί ή Τσά —Λί νομίζει πώς αυτός είναι ό κάτοχός του. — Τσά—Λί, σε βεβαιώνω πώς δεν ξέρω τίποτε, τής λε ει τό Ελληνόπουλο ενώ τά ,μά τια του δεν αφήνουν ούτε στι γμή τό δάχτυλο τής Κινέζας πού έχει μείνει καρφωμένο πά νω /στη σκανδάλη,. — Πολύ καλά, λέει ή σκλη ρή πειρατ'ίΐνα. ί1ή|γα\ινε τώ ρα νά αντάμωσης τούς προγό νους σου! Τό δάχτυλό της συσπάται καί ό Ταμπόρ καταλαβαίνει πώς ήρθε τό τέλος του καί τί ποτε δεν θά μπορέση νά τον βοηθήση. Κλείνει τά μάτια του καί περιμένει ν’ άκουση
Ο ΜΙΚΡΟΣ τον πυροβολισμό καί νά ναιώ ση^ τη σφαίρα νά καρφώνεται στο στήθος του... ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ
Σ ΑΝΤΡΟ, τό δεύτερο 1 Ελληνόπουλο, περ ι«μ έ νει έξω από τό σπίτι τής πειρατίνας, κρυμμένος ά νάμεσα σε μερικούς θάμνους. Πιο πέρα βρίσκονται κρυμμέ νοι ό Μπουτάτα καί ή Αεϊλά. "Ε]χει τό μάτι του διαρκώς καρφωμένο στην πόρτα του σπιτιού καί περιμένει άπο στι γμή σε στιγμή, ν’ άνοιξη κοΰί νά φανερωθή ό Ταμπόρ όταν, γιά μιά στιγμή, ένας ύποπτος θόρυβος που άκουγεται προς τά δεξιά του, τον αναγκάζει νά στρέψη ξαφνιασμένος τό βλέμμα του. Εκείνο πού βλέπει τον κά ■νει νά συγκράτηση την ανα πνοή του από την έκπληξι. Ανάμεσα στους θάμνους καί τά χόρτα σέρνεται ένας άν θρωπος κι’ αυτός ό άνθρωπος δεν είναι Κ ινέζος αλλά ’ I νδός! Στά ιχέρια του κρατάει ένα κουτί κι’ ένα τόξο. Σέ μιά στιγμή, ό Ινδός σταματάει νά έρπη καί ση κώνεται στα γόνατά του. Ά φου καττάζει γιά λίγο όλόγυ ρά του καί βεβαιώνεται πως δεν τον βλέπει κανείς, κάνει κάτι παράξενο. Ανοίγει τό κουτί καί στο άνοιγμά του το παθετεΐ ικάθετο τό βέλος. Την έπόμενη στιγμή τό βέλος άρ χ ίζε ι νά ^ τυλ ί γετ α ι ένα μ ι κρό φιδάκι. "Οταν τυλίγεται όιλο ό Ινδός κάνει κάτι άκάμα
Ο
ΤΑΡΖΑΝ τπό παράξενο. Τοποθετεί τό βέλος |μέ τό φίδι στο τόξο του, τεντώνει τή χορδή όσο μπορεί, σημαδεύει το ανοι χτό παράθυρο του σπιτιού καί, σέ Λίγο, τό τόξο ιμέ τό ψίδι σκίζει τον σιέρα καί χά νεται στο εσωτερικό τού σπι τι ου. Ό παράξενος 51 νδός έτοι ■μάζεται τώρα νά φυγή όταν/, ξαφνικά;, δυο Κινέζοι ξεπρο βάλλουν, τον βλέπουν καί χω ρΐς δισταγμό ρίχνονται πά νω του. Πριν ό Ινδός προλάβη νά φύγη, ό ένας άπό τους δυο Κ ινέζους τού εφαρμόζει ,μιά γρήγορη λαβή στο σβέρκο του, τον σηκώνει ψηλά κι5 υ στέρα ένα «κράκ» άκούγεται πού κάνει τό Παιδί των Λύκων πού παρακολουθεί κρυμμένο τή σκηνή,, ν’ άνατριχιάση σύγ κορμο. Δεν θέλει και πολύ για νά καταλάβη πώς ή σπονδυ λ'ίκή στήλη τοΰ Ινδού είναι σπασμένη. Ό Κινέζος πετάει τό άψυ γο σώμα τού αντιπάλου του κάτω και λέει στον σύντροφό του: ,— Βάζω στοίχη,'μα πώς υ πάρχουν κι* άλλοι 5 Ινδοί κρυμ ρικνοί στον κήπο,. Πρέπει νά ιΐάξαυιμε πίσω άπό κάθε θά μνο καί κορμό δέντρου. Ο Σάντρο νοιώθει τό αΤμα νά φλογίζη τό κεφάλι του. Είναι σίγουρος πώς σέ λί γες στιγμές θά βρεθή άντιιμέ τωπος αυτών των δυο τρομε ρών Κινέζων πού, με ;μιά μο νάχα λαβή, ί μπορούν νά σκο τώσρμν τόν αντίπαλό τους.
21
Τούς βλέπει τώρα νά πλησιά ζουν κοντά του και νά ξαφνι άζωντΡι 'μόλις τόν αντικρί ζουν ! Τό Παιδί των Λύκων δέν τούς άφήνει νά συνέλθουν. Πε τάγεται άπό τή θέσι του, άρ πάζει έναν Κιΐνέζα καί τόν έκ σφεινδανίζει εναντίον τού άλ λου ιμέ δυναμι,. Τά δυο σώματα συγκρούον ται καί κυλιούνται κάτω. Γρή νορα όμως, οί Κινέζοι σηκώ νονται επάνω καί επιτίθενται εναντίον τού Παιδιού των Λύ κων. Αυτή τή φορά, όμως δέν εΐ ναι μόνο του τό θρυλικό παι δί. Πίσω του έχει κάνει τήν έμφάνισί του ό Μπουτάτα, ό κωιμιικός άράπης. — Τί συμβαίνει έκεΐ πέρα, αφέντη; τού λέει. Καί καθώς άντικρύζει τούς δυο Κινέζους, έτοιιμσυς νά ε πιτεθούν εναντίον τού φίλου του, τό τσουλούφι του σηκώ νεται ψηλά άπό τό θυμό> του. —Μπά σέ καλό σας!, λέει τώρα θά δήτε, κιτρινιάρηρες. ,Από κίτρινους θά σάς κάνω μαύρους! ^ Καί χωρίς αργοπορία, τρα βάει τή ,μπιστόλα του, τήν κρατάει άπό τήν σκουριάσαμε νη κάννη καί όρυάει εναντίον τους. Πριν οί Κινέζοι προλά βουν νά συνέλθουν άπό τήν έκπληξί τους βλέποντας νά φανερώνεται ιμπροστά τους ό γιγαντόσωμος άράπης, δέ,χαν ται στά κεφάλια τους άπό έ να τρομερό χτύπημα ό καθέ νας καί σωριάζονται ιμονσκόιμ ματρι κάτω, χάνοντας τί ς σί
22
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σβήσεις τους. Μα είναι γραφτό φαίνεται, να μή σταματήσουν οί έκπλή ξεις ώς εδώ. Ένώ ό Μπτουτά τα ικαί^ ό Σ άντρο είναι σκ,υμμέ ναι πάνω στους δυο άναίσθη τους Κινέζους, ιμιά σπαρακτι κή φωνή άντηιχεΐ πίισω τους. ΕΤ-ναι ή φωνή τής Αε'ίίλάί Ό Σ άντρο ανορθώνεται καί στρέφει τό κεφάλι του προς τό μέρος της. Εκείνο που βλέ πει κάνει τό (μυαλό· του νά σολέψη. "Ενας Ινδός σκοπευ ει τήν κόρη του μαχαραγιά μ* ένα πιστόλι καί πριν ό Σ άντρο πραλάβηι νά κάνη τήν παραμικρή κίνηση ό Ινδός πιέζει τή σκανδάλη κάί ή Λεϊ λα πέφτει... Τό -Παιδί των Λύκων αφή νει /μια άναρθρη κραυγή καί μέ ένα πήιδημσ φθάνει κοντά στον Ινδό. Ή γροθιά του τι νάζεται τότε ιμέ μανία, βρί σκει τον κακούργο στο κεφάλι
καί τον ρίχνει κάτω, άναίσθη το ή νεκρό. Ό Σ άντρο σηκώνει τώρα στήν αγκαλιά του τή Λεϊλά, που τό πρόσωπό της είναι ά νέκφραστο καί χλωιμό καί έ νώ ή καρδιά του πλημμυρί ζει άπό σπαραγμό καί θλίψη φωνάζει στον άράπη, πού τρέ χει έίκείνη τή στιγμή κοντά τ°υ: —Μπουτάτα, μεΐνε έβώ νά ύποστηρίζης τον Ταιμπόρ, άν χρειαστή. Έγώ πάω τή Αεϊ λά .ατό παλάτι·... Καί χωρΙίς καθυστέρηίσι μέ τή Λεΐλά στήν αγκαλιά του, τρέχει δσο πιο γρήγορα του επιτρέπουν τά πόδια του. Πρέ πει νά έξετάση τήν πληγή της καί άν είναι άσχη|μα χτυ πημένη νά φωνάξη, ένα για τρό... Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΧΤΥΠΑ
ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, μέσα στο σπίτι τής Κινέζας πε» ρατίνας, αυμβαίνο υ ν παράξενα πράγματα. Ό Τα μπόρ, μπροστά στήν απειλή τού πιστολιού τής Τσά—Λί, κλείνει τά /μάτια του καί πε ριμένει τό θάνατο άπό στι γμή σέ στιγμή... Αντί δμως ν* άντηχήση ό πυροβολισμός καί ή σφαίρα νά τρυπήση τήν καρδιά του καί νά κόψη τό νή μα τής ζωής του, αντηχεί μια σπαρακτική κραυγή άπό τό μέρος τής πειρατίνας. Τό * Ελλη νόπουλο άνο ί γ ε ι τά μάτια καί ή σκηνή πού άν τικρύζει τόιν κάνει για μια στιγμή νά τά χάση. Ή Τσά
Σ
ι0
Μπουτάτα όριμάει εναντίον του εξαγριωμένος.
ΤΑΡΖΑΝ —Αί έχει πετάξει τό πιστόλι και σκύβοντας πιάνει τό δεξί πόδι της. Άπό τό στόμα της βγαίνοιυν άσπροι άφροί ένώ τά μάτια της έχουν πεταχτή έξωι από τις κόγχες τους. Ό Ταμπιό.ρ τρέχει κοντά της (μά, πρίν προλάβη νά την άγγάξηι ή νά τής π ή λέξη ή Κινέζα, πειρατίνα πέφτει νε κρή κάτω! ^'Κάποιος αόρατος εχθρός τής χάρισε τό θάνατο τη στι Υ(μ.ή πού ήταν έτοιμη νά πατήιση, τη σκανδάλη γιά νά στ είλη στον άλλο κόσμο τό Οιρυλιικό Ελληνόπουλο. ■Ποιος όμως ήταν αυτός ό αόρατος εχθρός τής πειρατίνας; Πώς ήταν δυνατόν νά πε θάνη χωρίς νά την άγγί^ξη κα νείς; __ Ό Ταμπόρ στρέφει τό βλήμμα του ένα γύρο, στους τοίχους, στο πάτωιμα στο τα βανι, καί δεν αργεί ν’ άινακα λ ύψη αυτό τον εχθρό, πού δεν είναι άλλος από ένα βέλος πού έχει κΟρφωθή ψηλά στον τοίχο, κοντά στο ταβάνι. . . «Φαίνεται πώς την χτυπη σε πρώτα, συλλογίζεται ό Τσίμπόρ, κυ’ υστεοα καρψώθη κε στον τοίχο». Καθώς όμως από περιέρ γεια έξετάζει τό σώμα τής νε κοής Τσά—Αί γιά νά δή άν ύπάρχη καμιμιά πληγή, δεν βλέπει τίποτε τέτοιο. Ούτε Τ γιος αίματος δεν υπάρχει. Τό τε; Πώς πέθανε; Πο·ιός τή σκότωσε; Ένώ τ’ αναπάντητα. αυτά έοωτήματα του βασανίζουν τό μυαλό, στηριγμένος καθώς εΐ
23
Άττό τό
βέλος ξετυλίγεται ένα φίδι.
ναι στον τοΐχο, κοττάζοντας προς το ανοιχτό παράθυρο πού βρίσκεται μπροστά του, νοιώθει κάτι νά σφυρίζη, νά περνάη ξυστά στο πρόσωπό ^ου καί νά καρφώνεται στον τοίχο. ζ^αφνι,άζετα ι καί τ ινάζεται άττό τή θέσι του. ^Ηταν και ρός. 5Από τό καρφωμένο βέ λος βλέπει νά ξετυλίγεται έ να ^ λεπτό φιδάκι, νά ταλαν τεύεται στον αέρα καί νά πέ φι η; στο πάτωιμα. Τό θρυλικό παιδί, βλέπον τας τό φίδι, λύνει καί τό αί νιγμα του ·μυστηρ ιώδους θα νάτου τής Τσά—Αί. Στο βέ λος, πού είναι καρφωμένο κον τά στο ταβάνι, θά υπήρχε άλ λα φίδι τό οποίο άφου κατέβη κε, δάγκασε την Κ ινέζα τή στιγμή πού ήταν έτοιιμη νά πατήση τή^ σκανδάλη κι’ ύστε ρα εξαφανίστηκε, μπαίνοντας
© ΜΙΚΡΟΙ
24
Τσοοίς σε καμμιά τρύπα. 'Ποιός όμως ήταν εκείνος πού ττετάει αυτά τά βέλη με τα φίδια; I σως κάποιος ε χθρός τή,ς Τσά—Αί, ίσως ε κείνος πού τής έκλεψε το δια μάντι. Τδ ΒρυΙλιικό Ελληνόπουλο Κ’νεΐται από τη θέσι του καιί αποφασίζει νά φύγη. Σβύνει το φως και βγαίνει στο διά δ,ραμο. "Από κεΐ προχωρεί στα σκοτεινά προς την πόρτα καί την ανοίγει με προφυλαξι. Δεν κάνει ούτε πέντε βήματα δταν ένα βέλος σφυρίζει λίγα εκατοστά μαικρυά από τό αύ τί του. Σκύβει καί κρύβεται πίσω από ένα θάμνο. "Από κεΐ σέρνεται όσο πιο αθόρυ βα (μπορεί καί σε λίγο βγαί νει στο δρόμο ικαί τον κατα πίνει ή σιγαλιά τής νύχτας. Φθάνοντας στο παλάτι τής Λεϊλά βρίσκει τον Σάντρο α ναστατωμένο καί τή Αεϊλά ξ απλιφμένη στο κρεββ άτ ι. — Τί συνέβη; ρωτάει πα ραξενεμένο τό Ελληνόπουλο. Ό Σ άντρο του διηγείται τή σκηνή του τραυματισμού τής Αεϊλά, καί τον πληροφο ρεΐ πώς ή πληγή της, ευτυ χώς, δεν είναι- έπικίνδυνη. —ιΚαί ό Μπουτάτα; ρω τάει ό Τα μπόι ο, άφου διηγεί ται στον Σ άντρο τή δική του περιπέτεια πού κατέληξε στο θάνατο τής Τσά—Λί. — Ό Μπουτάτα έμεινε πί σω, στον κήπο, του λέει ό Σ άντρο. Τό πρόσωπο του Ταιμπάρ συννεφιάζει. -— Πρέπει νά γυρίσω πίσω
νά δώ, λέει στο Σάντρα. Χωρίς καθυστέρησι γυρ νάει στο σπίτι τής Τσά—Λί μα δεν βρίσκει κανόναν ούτε στον κήπο ούτε στο ,σπίτι. Ό Μπουτάτα έχει γίνει άφαντος Φαίνεται πώς κάποιος τόν έ χει αιχμαλωτίσει κα!ί πώς ό άράπης θά βρίσκεται σέ κίν δυνο. Ποιοι όμως τόν έχουν αί χμαλωτί,σει; Μέ σκυμμένο κεφάλι κ,αί μέ την καρδιά βαρεία άπό θλΐψς ό Ταιμπόρ γυρνάει στο παλα τι του μαχαραγιά. ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΑ
Ι ΚΩΜΙΚΟΙ φίλοι των παιδιών γυρνούν δεξιά κι" αριστερά στους νυ χτωμένους δρόμους τής "Αλμό ρα(/ μήπως συναντήσουν την πε ΐιρατ ίνα Τσά—Λί, χωρ ΐς στο ιμεταξύ νά ξέρουν ότι ή Κινέζα είναι νεκρή. Σέ μια στιγμή ό Βάβα, πού βρίσκε ται μαζί μέ τό Μπαγιάκο, βλέπει μιά ωραία γυναίκα να προχωρή στο δρό(μο, νά στέ κεται γιά μιά στιγμή κι" υ στέρα νά προχιωρή πάλι,; "Υ στερα ξαναστέκεται. Κάποι ος την πλησιάζει, τής ψιθυρί ζει κάτι στο αυτί καιί άφου χωρίζουν ή ωραία "Ινδή προ χωρεϊ στο δρόμο της. — Αυτή ή γυναίκα μου φαί νεται ύποπτη , λέει ό Βάβα καί ξεκινάει πίσω της:. Ό Μπαγιάκο τόν αρπάζει άπό τό αυτί καί τόν στέλνει νά κυλιστή στο δρόμο. •— "Εσύ πήγαινε νρ βρης
Ο
ΤΑΡΖΑΝ τον Τίττο - Τίπο, τοΰ λέει. Ε γώ θ5 ακολουθήσω τή γυναί κα. 'Και συνεχίζει αμέσως την παρακολουθηάί της. «"Αν -βρώ τό (μεγάλο· διαμάν τι, συλλογίζεται- 6 άράίτηις, 6α τό σπάσω σέ πολλά κομ μάτια και θά τό μοιράσω στους φίλους ίμου». "Αν ήταν άλλος, ίσως νά μην ακολουθούσε την ωραία αυτή Ινδή. Ό’ χαζός όμως Μπαγιόκο, που, τό ένστ-κτό του αντικαταστεί τό μυαλότου, μυρίζεται πώς αυτή ή γυ ναΐκια έχει ,κόποια σχέσι μέ τό χαμένο διαμάντι. Καί δεν έχει άδικρ ό Μπα γιόκο. Ή ωραία Ινδή, άψου διασχίζει έναν έρημο δρόμο μπαίνει σ’ ένα απόμερο σπίτι Με τό άνοιγμα τής πόρτας παρουσιάζεται ένας φαλακρός Ινδός κα'ί υποκλίνεται ώς τή Υή· ^ —"Ελα μαζί μου, Άσάν, του λέει ή γυναίκα. Μπαίνει σ5 ένα δωμάτιο καί κλείνει τήν πόρτα πίσω της. ^— Τί έγινε [μέ τήν Τσά— Λί; τον ρωτάει. -— Γιατάκα, απαντάει ό Ινδός, ή διαταγή σου έκτελέ στη,κε. Ή Κινέζα πειρατίνα που τής πήραμε τό διαμάντι είναι νεκρή. "Ομως... ^— Τί άλλο συνέβη; τόν ρω τάει ή όμορφη Γι ατάκα.. ν— Δυο από τούς δούλους σου βρέθηκαν νεκροί στον κη τγό του σπιτιού τής Τσά—Αί. ■— Τούς σκότωσε ή Κινέ ζα; ρωτάει ή Ινδή καί τα μά τια της αστράφτουν από μί
21
σος. — "Οχι τής απαντάει ό Ινδός. Τούς σκότωσε ένας λευκός; — Λευκός!, κάνει ή Γιατάκο καί σηκώνεται μέ μιας επάνω. ~έρω ποιος είναι- αυ τός ό λευκός. Είναι τό Παιδί των Λύκων ή ένα άλλο παιδί πού ακόμα δεν ξέρω τό όνομά του. "Εχουν βάλει σκοπό νά πάρουν τό διαμάντι από τιΠν Τσά—Λί καί βάζω στοίχημα πώς τώρα θά έμαθαν πώς τό δαμάντι είναι στα χέρια μου Άσάν... — Στις διαταγές σας, Γ ι ατάκα! — Οί δυο αυτοί λευκοί πρέπει- νά πεθάνουν! — Θά πεθάνουν, Γιατάκα! Όμως... — Συμβαίνει μήπως τίπο τε άλλο, Άσάν; — Ν’αί. Συλλάβαμε έξω ά πό τό σπίτι τής Τσά—Αί έ ναν άράπη. Παραμόνευε πίίσω από ένα θάμνο. Χρειάστηκε νά του επιτεθούμε τρεις γιά νά τον κάνουμε καλά. ΕΤναι πολύ χειροδύναμος. — Τί τόν κάνατε, Άσάν; τόν σκοτώσατε; — "Οχι-, τόν φέραμε εδώ, δεμένον, άφου τού βάλομε έ να πανί στά μάτια. Ή Γ ι ατάκα μένει γιά λίγο σκεφτική. — Αυτός, ό άράπης ανήκει σίγουρα στή συντροφιά των δυο λευκών, λέει στον ’Ασάν. Πρήπει κι3 αυτός νά πεθάνηι. —· "Αν θέλετε νά πεθάνη; θά τόν σκοτώσω εγώ, μέ τά χέρια μου, τής απαντάει πιρό
26
Ο ΜΙΚΡΟΣ
θυιμος ό Ινδός. ^ Πειρ ΐ|μ>£3νει την άπάντησι τής άμορφης 5 Ινδής ,μά αυτή αργεί νά του τη δώση,. Τα χεί λη τη,ς έχουν ανοίξει σέ ένα μυστηριώδες χρμόγελο. — Άσάν, λέει στον Ινδό, ό άράττης δεν πρέπει· να πεΟά νη. Φέρε μου ένα χαρτί και έ να μολυβί σέ παρακαλώ... * * * Ό Μπουτάτα, κλε ισιμένος σ' ένα δωμάτιο, μοιάζει σαν θηρίο στο κλουβί του. Του έ χουν λύσει τα χόρια κ>αι τά πόδια και ικανέι συνεχώς βόλ τες. Πότε - πάτε τραβάει τό τσουλούφι του άπο τό κακό του καί .μουρμουρίζει: — ’Άν βγω από έδόο μέσα, αλλοίμονο σας! Θά σάς στη οο όλους ιμπροστά μου καί Θά σάς συντρίψω μιέ τη μιπιστόλα ιμου. Καθώς είμαι μάλιστα καί καλός σκοπευτής δεν θά
*0
Μττοαγιόκο παροοκοιλουθεΐ την άμορφη Ινδή.
*0 Ταμπόρ ξεδιπλώνει τό γράμ μα που τοΰ εδωσε ό Μπουτάτα.
χαλάσω δεύτερη, σφαίρα γιά τον καθένα σας. Μπά σέ καλό σας, μέ συγχύσατε καί θά μα δήιση τό ωραΐο ιμου τσουλού φι ! Πότε - πότε, αρπάζει τό πόμολο τής πόρτας καί δο κιμάζει νά τήν άνοίξιη. Ή πόρ τα όμως αντιστέκεται στήν τρομακτική του δύναμι. Μια όμως απ’ όλες τις φο ρές ή πόιρτα ανοίγει! Ό αράπης δέν μπορεί νά πιστέψη στά μάτια του! Πώς έγι νε αυτό; Βγαίνει ατό τό δωμάτιο καί προχωρεί ανάμεσα από μερικά έπιπλα, ζαφνικά μιά πόρτα ανοίγει στο βάθος καί παρουσ ι άιζοντ α. ι δυο πρόσω πα. Τό ένα είναι μιά ωραία γυναίκα καί τό άλλο ένας Ίν δός. Ό Μπουτάτα κρύβεται πίσω από ένα έπιπλο καί ά-
ΤΑΡΖΑΝ κούει τή συζήτησί τους. ,— Πάρε αυτό τό χαρτί καί ττηγαινε να πάρης το διαιμάν τι καί νιά ιμου τό φέρης, του λέει. Θά δής ποϋ τό έχω κρυιμ μένο, διαβάζοντας την διευθυν σι του σπιτιού. Σου έχρ καί ένα σχέδιο στο χαρτί για νά 'Γο βρής πιο εύκολα. Θέλω ,μο νσχα νά πας αύριο τό βράδυ, όχι πιο πριν. Ό Ινδός παίρνει τό χαρτί καί τό βάζει στη ζώνη του. — Θά κάνω δ,τι ιμου πής, Γιατάκα, της λέει. Ό Μπουτάτα σηκώνει για μιά στιγμή τό κεφάλι καί τούς βλέπει νά χωρίζωνται καί νά φεύγουν. Σηκώνεται τώρα από τή θέσι του καί προχωρεί στο διάδρομο. Φθά νοντας όμως στο μέρος πού βρίσκονταν προηγουμένως οι δυο 51 νδοί, τό μάτι του δια κρίνει στο πάτωμα ένα χαρτί.
’Από την σκοτεινή τρύπα βγαί νει ©να φίδι...
27
Μέ τον αναίσθητο Ταμπόρ στον ώμο του τρέχει...
Τό σηκώνει μέ περιέργεια καί βλέπει πώς πάνω του είναι σχεδιασμένο κάτι. Ό Μπου τάτα δεν ξέρει νά διαβάση τά γράμματα μσ, βλέποντας τό σχέδιο, καταλαβαίνει πώς είναι τό χαρτί πού έδωσε ή γυναίκα στον Ινδό για νά βρή τό διαμάντι. Φαίνεται πώς φεύγοντας, ό Ινδός, του έπεσε τό χαρτί χωρίς νά τό πάρη. εϊδησι. Ό Τισουλούφης τό σφίγγει στή χούφτα του καί άνοίγοντας μιά πόρτα βγαίνει έξω. — Τή γλύτωσα!, μαυρμοο ρίζεκ Δεν προλαβαίνει όμως νά άπρμακρυνθή, όταν ένας ί σκιος πηδάει άπό ένα δέντρο καί ρίχνεται επάνω του. Ό Μπουτάτα παραπατάει άπό τό βάρος που^ δέχτηκε ξαφνικά πάνω του μά δεν πέ φτει. 'Αρπάζει τόν άνθρωπο
28 που έχει σκαρφαλώσει στον ώμο του, τον κατεβάζει καί πριν καλά - καλά τον κυπττάξη ττοιός είναι, του δίνει μιά τρομερή γροθιά στο σαγάνι. Ό άνθρωπος πέφτει, αφή νοντας ένα βογγητό πόνου. Μόλις εκείνη, τη στιγμή ό άρά της τάν γνωρίζει. Είναι ό φίλος του ό Μπαγιόίκο! — Μπά σέ καλά σου, που βρέθηκες εδώ, ιπποπόταμε; του λέει κάί σκύβοντας, τον φορτώνει στην πλάτη; του καί ξεκινάει γιά το παλάτι τής Αεϊλά.
© ΜΙΚΡΟΙ
— "Έχει δίκιο ό Μπουτά τα, λέει στον Ταμπόρ. Τό χαρ τΐ αύτό λέει τη δ ιεύθυνσ ι του σπιτιού πού βρίσκεται τό χα μένο διαμάντι καί ένα σχέδιο τής κρύπτης πού τό έχουν φυ λσγμένο. Ή κρύπτη; υπάρχει στο εξωτερικό μέρος τού1 τολ χου ενός σπιτιού. Ό Ταμπόρ αρπάζει μέ λα χτάρσ τό χαρτί καί τά μάτια του άστράφτουν άπό χαρά. — Πού τό βρήκες; ρωτάει το Μπουτάτα. Ό άράπης τού διηγείται μέ ποιοιν τρόπο έφτασε τό χαρτί αυτό ώς τά χέρια του. Ο ΤΑΜΠΟΡ ΠΕΦΤΕΙ — Είμαστε τυχεροί I, λέει ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ τό 'ΕλληνόπΟ'ϋλο. Πρέπει ό μως νά κινηθούμε τώρα, άμείΧΑΡΑ των παιδιών δεν πέρα γράφεται βλέπον οως, γιατί υπάρχει φόβος, άν ό Ινδός πάρη εϊδηΐσι πώς έ τας την πόρτα ν5 όονοίτό χαρτί νά τό πή στήν γη, καί νά παρουσιάζεται χασε ό όμορφη, Ινδή καί νά προλά Μπουτάτα με το Μπαγιάκο. βουν νά πάρουν τό διαμάντι ΐΠού ήσουνα; τον ρωτάει ό Ταιμπόρ. Μένει γιά λίγο- συλλογισμέ — Πήγα γιά ψάρεμα, του νος κι5 ύστερα λέει: —5 Εσύ, Σ άντρο καί Μπου απαντάει ό Μπουτάτα. Πήγα τάτα θά έρθετε^ μαζί- μου. Ζου νά ψαρέψω- τό διαμάντι. λάν, μεΐνε μαζί μέ τη Αεϊλά — Καί τό ψάρεψες; τον ρω νά την προσεχής. τάει ό Σ άντ,ρο. — Καί μεΐς; ρωτάει- ό Τί Ό Μπουτάτα βγάζει μέ πε πο - Τίπο. ρηφάνεια τό χαρτί που βρήκε — Καί σείς θά μείνετε ε στο σπίτι πού τον είχίαν φυλά κισμένο οί Ινδοί κάί τό δίνει δώ. — Χωριίς έμενα, όμως ^υ ■ οπόν Ταιμπόρ. πάρχει φόβος νά σέ φάνε — Νά τό διαμάντι!, του μπαμπέσικα, τού λέει ό κωμι λέει. κός καί φοβιτσιάρης Μνδός. Ό Ταιμπόρ ανοίγει τό χαρ * * * τι μά δεν μπορεί νά τό δια Άρχιζες νά ροδίζη. οπήν Ά βάση καί τό δίνει στον Σάν τρο. -Εκείνος σκύβει πάνω νατολή. Τά δυο ' Ελληνόπουλα μπροστά ικαί πί)σω ό κωμικό του μέ περιέργεια καί καθώς τραγικός Μπουτάτα διάσχίδιαβάζει τό πρόσωπό τρυ Φω ζουν την Άλμόρα καί βγαλ τίζεται.
Η
ΤΑΡ2ΑΝ νουν στά τελευταία της σπί Τΐία.
^ '—Όπως γράφει τό χαρτί, λέει 6 Σάντρο, τό σπί(τι, ό που βρίσκεται κρυμμένο τό διομάντι, ^ εΤνα* στην έξοχη,. Πρέπει νά προχωρήσουμε α κόμη; ώσπου νά βγούμε από την πόλι. Προ,χωρούν κάπου πεντσκόισια μέτρα και ό Ταΐμπόρ στα ,ματάει. — Αυτό είναι, λέει καί δει χνει ένα παλιό σπίτι, κρυμ μένο ανάμεσα στά δέντρα. 3 Αφού παρακολουθούν γιά λίγο από μακρυά τό στίτι καί βεβαιώνονται πώς είναι έρημο, πλησιάζουν κοντά του. Ό Σ άντρο, συμβουλεύεται τό σχέδιο καί πηγαίνει στην α νατολική πλευρά του. — Νά, λέει μέ ,συγικίνηισι ή κρύπτη είναι πίσω από τήιν έβδομη! πέτρα που ξεχω ρίζει- άπό τις άλλες γιατί εί ναι κόκκινη... Ό Ταιμ/πόρ σκύβει έλαφρά καί μέ τά δυο του χέρια πιάνει 4την πέτρα καί την τρα βάει μέ δύναμα. Ή πέτρα ξε Κολλάει άπό τη θέσι της καί άφηνει ένα σκοτεινό άνοιγμα πού μέσα σ3 αυτό κάτι φεγγο βολάει. Είναι τό διαμάντι. Μέ^ χοορά ό Τ,αμπόρ όστλώνει τό χέρι του νά τό πιάση καί τότε, πριν ακόμα προλά βη νά τό άρπάξη, συμβαίνει κάτι τό ξαφνικό, τό άπροσδό κητο. "Ενα μικρό· φιδάκι πε τάγεται άπό την κρύπτη καί δαγκώνει τό θρυλικό παιδί Οπό δάχτυλο! Γιά (μια στιγμή μένουν καί
29
οΐ τρεις τους μσρμαρωμένοι, μέ πρόσωπα χλωμά καί μέ ά νοιχτά στόματα. "Υστερα άκουγεται ή φωνή του Σαντρο·: λ·—^ ^Ηταν παγίδα!, λέει. Μάς έφερε ως εδώ ή καταραμ Ιμένη αυτή Ινδή γιά νά μάς σποτώση! Γι’ αυτό άφησε ε λεύθερο τό Μπουτάτα. Επί τηδες άφησαν τό χαρτί νά τους πέση... Βάζω στοίχημα πώς τό διαμάντι είναι ψεύ τικο... Μέ μιας τά μάτια του γε μίζουν άπό μιαν έκφρααι πα νικού. — Τό φίδι είναι δηλητηρώδες!, λέει. Σκύβει άμέσως κάτω, 6-ρί σκει ένα χορτάρι πού μοιάζει σάν βούρλο τό ξερριζώνει καί μέ αυτό τυλίγει σφιχτά τό γέ ρι του Ελληνόπουλου στον καρπό. — Πρέπει νά πάμε στον Καζί|μ!, λέει Ή καλύβ,α του 6έν είναι πολύ μακρυά άπό 6ώ. "Έχει ποίλλ,ά βότανα γιά τά δαγκώματα τών φιδιών.
I ιρήγαρα... ^ Σταματάει νά μιλά. Βλέ πει τον Ταμπόιρ νά χάνη Τε λείως τής αισθήσεις του καί νά κλονίζεται. Ευτυχώς που προλαβαίνει ό Μπουτάτα καί τον αρπάζει στά γερά του γέρ ια. —. Τρέξε, Μπουτάτα!, του φωνάζει ό Σάντρο. "Ελα μαζί μου. Μπροστά τό Παιδί τών Αύ κων καί πίσω του ό Μπουτά τα μέ τον Ταμπρρ στον ώμο του, τρέχουν σάν τρελλοΐ γιά τήν καλύβα του φακίίρη, Κα-
0 ΜΙΚΡΟΙ
80
ζί.μ πού δεν απέχει μόακρυά. — Μπά σέ καλό μας, για τι τρέχουμε έτσι σάν παλαβοί; (μουρμουρίζει ό χαζός άράπης. "Ενα μιικ,ρο φιδάκι τον δάγκασε, σπουδαίο τό πράμσ! Έμενα μια μέρα μέ κατά πιε ένα μεγάλο φίδι ολόκλη ρον και 6έν έπαιθα τίποτε. Ο ΚΑΖΙΜ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ
ΦΑΚΙΡΗΣ Καζίμ, βλέ ποντας τό Σάντρο και τον άράπτη νά μπαίνουν στην καλύβα του, πριν ακό μη ξημερώση Καλά - καλά, καταλαβαίνει πώς κάτι θά συμβιαίνη στον αγαπημένο του μαθητή. Δεν είναι ανάγκη όμως νά τον ρωτηση γιατί βλέπεΐ' τό αναίσθητο Λευκό παιδί στον ώμο του Μπαυτά τα. — Μεγάλε δάσκαλε, τοΰ λέει βιαστικά ό Σάντρο, ό φί λος μου κινδυνεύει από τό
Ο
Καζίμ σκύβει πάνω στο έτ©ιμ©Βάνατ© πσιβί.
δάγκωμα ενός φιδιού! Πρέ πει νά κάνης κάτι γιά νά τον γι στρέψης! Ό Μπουτάτα ξαπλώνει κά τω τον Ταμπόρ καί ό Καζίμ σκύβει, επάνω του. Κυττάζει πρώτα την πληγή, ύστερα ό λο τό σήμα τού παιδιού καί κουνάει τό κεφάλι του. — "Ηρθατε άργά, λέει. Τό δηλητήριο έχόι ποτίσει όλο του τό σώμα. Ό Σάντρο γίνεται χλωμός καί ενα παγωμένο ρΐγος δια τοέχει τή σπονδυλική του στή λη; — Δεν υπάρχει σωτηρία; ρωτάει τον Καζίίμ. — "Οσα βότανα κι5 άν βά λω στην πληγή του δεν θά έμ ποδίσω τό δηλητήριο νά προ χωρήση στο δρόμο του, λεει ό Καζίμ. Πρέπει νά τού δώ σουμε κάτι νά πιή από τό στόμα. "Άν τό καταφέρουμε, ϊοως μπορέσουμε νά τόν γλυ τώσαυμε. Σηκώνεται ^επάνω, ψάχ^ει σέ μιά γωνιά τής καλύβας^ βρίσκει ένα μπαυκαλάκι γεμά το άπό κάποιο κίτρινο υγρό, τό κουνάει δυνατά γιά ν5 άνια κατωθή καί κάνει νόημα στον Σάντρο ικαΓι στό Μπουτάτα νά πλησιάσουν τό αναίσθητο παιδί. — Άνοίξτε του τό στόμα, λέει. Ό Μπουτάτα γονατίζει καί μέ τίς δυο παλάμες του κα ταφέρνει ν’ άνοιξη, μέ αρκετή δυσκολία τό στόμα τού άναι σθητου Ταμπόρ. Ό Καζίμ τό τε σκύβει πάνω του καί χύνει όλο τό περιεχόμενο τού μ που καλιού στό στό|μα του.
ΤΑΡ1ΑΝ —^ Αφήστε τοιν, λέει τώ ρα. Πρέπει νά περάσουν δυο ώρες γι-ά νά δούμε άν θά ένεργήση, τό φάρμακο για νά εξουδετερώση) τό διη(λητήριθ). Ι έ δυο ώρες ή θά έχη άνοι ξε ι τά (μάτια του ή θά ττεθα^έι. — Μττά σέ καλό σου, τί θλιβερά είναι αυτά πού ττετάς; τού λέει ό Μπουτάτα και σουφρώνει τά φρύδια του. Ό Καζίμ κάθεται τώρα όταυρσπόδι καί ό Σ άντρο σταυρώνει τά χόρια τόυ χω Ρ'ίς νά καθήιση, κυττάζοντας μέ άγωνία τό πρόσωπο του αναίσθητου φίλου τόυ. Θά σοο θή_τάχα ή θά πεθάνη; ^ ζαφνκκά, τό σώμα του φα κίρηι αναταράζεται και τά μά τια του παίρνουν μια πόριερ γη λάμψι. — Τι συμβαίνει, μεγάλε δάσκαλέ; τον ρωτάει τό Παιδί τών Λύκων. Ό Καζίμ σηκώνει τά χέ ρια ' του ψηλά* — Βλέπω μια όμορφη Ίν δη, μιΐλάει αινιγματικά. * Ο Μπουτάτ α ξ αφν ιάζετ α ι. — Που τη βλέπεις, αφέντη γέρο; τον ρωτάει, ενώ ετοι μάζει τη μπιστόλα του. — Ξέρεις αυτή τη γυναίκα παιδί μου; ρωτάει ό Καζί|μ τό Σ άντρο. — Την ξέρω, τού απαντάει τό Παιδί τών Λύκων καί τό ένστικτό του τόν πιροειδοποιεί ότι πρόκειται για τήν^ ώραία Ινδή πού έχει τό δια μάντι καί πού τους έστησε
11
*0
Μπουτάτα καρπαζώνει Τίπο - Τίπο.
τον
τήν θανάσιμη παγίδα για νά κινδυνεύη τώρα ό Ταμίπόρ·. — Ζητάει τό θάνατό σας, συνεχίζει ό Καζίμ αίνιγματι κά. Τή βλέπω νά πρσχωρή α νάμεσα από δέντρα καί νά κρατάηι κάτι στά ροέρια της. — Μπά σέ καλό σου, πως τη βλέπεις έσύ καί ^ μεΐς δεν τήν βλέπουμε; ρωτάε^ι ό άράπης. ^ Μάς κοροϊδεύεις, α φέντη γέρο; — Τώρα σταματάει, συνε χίζει ό Καζίμ. "Ανοίγει ένα τετράγωνο κουτί... Ό θάνα τος σέ λίγο &’ άγκάλιάση τά κορμιά μας... Στα λόγια τού Καζίμ ό Σάντρο τινάζεται ξαφνικά σά νά τόν χτύπησε δυνατά ένα μαοτίγιο στο πρόσωπο. — Μεγάλε δάσκαλε, λέει στον Καζίμ, πού ή σοφία σου είναι ανώτερη απ’ όλων τών
η ανθρώπων καί πού ή ψυχή σου μπορεί και βλέπει πράγματα πού δον , μπορούν να δουν τά δικά ιμας μάτια πες μου, υ πάρχει τρόίπος να νικήσουμε το θάνατο; — Οί στιγμές είναι ,μετρη μίνες, απαντάει ό Καζί)μ αι νιγματικά. Ό Μπουτάτα διέν καταλα βαίνει τί Θέλει νά πή, ό Καζίμ, ό Σάντρο όμως πού ξέ ρει πώς ό φακίρης §χει· παρά ξενες ικανότητες νά διαισθάπ νεται τον κίνδυνο, τό*/ κατα λαβαίνει κ'αί διαβάζει τη σικέ ψι του. "Έτσι, σε <ριά στιγμή πετάγεται έξω άπό την καλυ βα σά νά τον έσπρωδε ένα δυ νατό χέρι. — Έ, στάσου, που πας ά φέντη!, του φωνάζει ό Μπου τάτα.^ "Έφυγες και μ3 άφησες μ5 αυτόν τον τρελλό γέρο! Και χωρίς άργοπρρί'α,.τρέ χει κι5 αυτός προς την έξοδο τής καλύβας. Εκείνο πού άντικρύζει σέ λίγο ό άράπης, κάνει τό τσογ λουφι^ τόυ νά τιναχτή ώς έπα νω Ιλες καί είναι ζωντανό. ΔΓ πλα άπό την καλύβα εΐναι σκυμμένη, μιά πανέμορφη Ίιν δή καί προσπαθεί ν3 άνοιξη ένα σιδερένιο κουτί! Ό Σ άντρο, πού την είδε κι; αυτός, βαδίζει στις μύτες *ών ποδιών του καί φθάνει κοντά της. Ή Ι νδή, χωρίς νά σηκώση σό κεφάλι της, τόν παίρνει έΐ δησι καί τινάζεται επάνω. ^Ετσι, γυναίκα καί παιδί, βρί1 οκονται γιά μιά στιγμή αν
Ο ΜΙΚΡΟΣ τιμέτωποι, κυττάζοντας ό έ νας τόν άλλο, ψυχιριά, διαπε ραστικά. — Τί ζητάς έδώ; ρωτάει πρώτος ό Σάντρο. —'5Αφέντη, παίρνει τό λό γο ό Μπουτάτα, άφησε με νά τής κάνω ένα καρούμπαλο στο κεφάλι μέ τη θρυλική μου μπι στόλα. Ή γυναίκα χαμογελάει μέ άΐπόλυτη ψυχραιμία, λες καί δεν συμβαίνει τίποτε. —· Σάς έφερα τό διαμάν τι πού ζητάτε, λέει σέ λίγο. Ό Μπουτάτα ένθουσιάζεται. ■—- Μπράβο σου, αφέντη Τέ τοια!, τής λέει. Δός το μας λοιπόν. Ό Σ άντρο γελάει σαρκα στικά* — Που τό έχεις τό διαμάν τι; τη ρωτάει. Ή γυναίκα σκύβει καί παίρ νοντας τό κουτί πού βρίσκε ται χάμω ιό ανοίγει·. Στό ε σωτερικό του άστραιποβολάει ένα μεγάλο διαμάντι. Ό Μπουτάτα ετοιμάζεται νά τό άρπάξη μά ό Σ άντρο τόν εμποδίζει* — Μην άπλώσης τό χέρτ σου!, τού λέει. Μέσα σ’ αύτό τό κουτί καιραφυλακτέΐ ό θά νατος. > — Μπά σέ κάλο σόυ, δια μαρτύρέται ό άράπης, έγώ δέ βλέπω θάνατό, βλέπω δκαμάιν τι! — Όχι.!, φωνάζει έπιτακτικά ό Σάτρο. Ό. Μπουτάτα υπακούει νώ τό πρόσωπο τής "Ινδής γί νεται άποκρουστικό άπό την
ΤΑΡΖΑΝ
33
κακία, - Μπά σέ κοίλο σου, άφίοντη, διαμαρτύρεται ό άρά πης, έμεΐς σκοτωθήκαμε ^ νά ζρουίμε τό διαμάντι καί τώρα που μάς τό δίνουνε δεν θέλεις να τό πάρης; Καθώς όμως κυττάζει για αλληι μια φορά προς τό κου τΐ που κρατάει ή Ί:νδή, βλέ πει ατό εσωτερικό του τρία φ,δάκισ νά κινιουνται! Τό τσουλούφι τού άράπη
τινάζεται ψη(λά από την έκπληιξί' και τον τρόιμο. •— Βλέπεις., λοιπόν· τού λέει ό Σάντρο. 5Εσύ εολεπες δο^μάντια ενώ ήταν φίδια! "Αν άπλωνες τό χέρι σου θά πέθαινες! Ό Μπουτάτα χαϊδεύει τό τσουλούφι του γιά λίγο κΓ ύστερα τραβάει τή (θρυλική κορμπσύρα του και σημαδεύει τή σατανική Ινδή.
Τ Ε Α Ο Σ Π. ΣΤΡΑΤΙ
Άττοκλειστικότης:
ο ο ο ο
ΚΗΣ
Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις ©0 Ε.
ΣΕ 2 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ Κάτι εκπληκτικό! "Ενα νέο ανάγνωσμα ζούγκλας, πού θα συγκλονίση τους άναγνώστετ μας !
ο
κ> ο
ο ο ο ο
ο >ο
ο
ο ο ο ο ΙΟ ΙΟ
ο ο
ο
κ> ο
>ο ο ο ο ο ο ο
ΚΑΛ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Πρόκειται γιά ένα νέο ηρώα, ανώτερο από κάθε προηγού μενο, ανώτερο του Ταρζαν, τοΰ Ταμπόρ, του Σάντρο ! Την Παρασκευή 16 Ιανουάριου, αγοράστε όλοι τό νέο ανάγνωσμα :
ΚΑΛ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ο
© ©
© ©
Ο ©< ο σ © Ο © ©
©
Ζητήστε το σ’ όλα τα περίπτερα. Τιμή 2 δραχμές.
Ο Ο ©
Τ * * *Α Α * * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΥΚ ΑΟΦΟΡ1!
ΑΒΈ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ιον—Τόμος 5ος—’Αρ. 39—Δρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουράς,Στρ.Πλοοστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ>ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Τστοούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’Αθή-ναι.
ΗΜΜΗΗΗί************************************-* 1Γ8ΊΓδΊΠΓδ1Γδ7ΓδΤΓδΤΓίΓ8Τ5ΤΓ0ΤΓδ1ΓδΊ5ΤΓδΤΓδΤΓδΊΓΰΤΓδ1ΓΐΠΓξ ο
ο οΟο
Στο έττόιμενο τεύχος, τό 40, που κυκλοφορεί την έρχό-
£^1ΠηΠΓδΊΠΠΓδΊΓ8ΊΠ5ΤδΊΠΓδΊΠΠΠΓΐΠΠΓ3^^
μενη Παρασκευή με τον τίτλο
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ
ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο
ο ο
ο ο
ο< ο
οί θρυλικοί ήρωές
μας αντιμετωπίζουν έναν
μυστηριώδη
μαχαραγιά που στο πέρασμά του σκορπίζει τον όλεθρο και την καταστροφή.
® ©
ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο
« Α^^-<^9^9_9_0_0^19_0_9_9_0_9.9_9_9,9^_9_9_9_0_0_9_9 9.9 9 9 9 9 9.99 9.0 $1*0
6.0.Ϊ ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ηον ΤΟ ετο οίβετμΜοηηωο το/νΥ ηβτι
Κ*ί ΤΗ £ΤίΓΠΗ
ΤΐηΗΡΡΜή ΑΗΕβΑ/ΛΦί
/ίβτ/ εκεφτΗΗβ ε/ντγ.
ΣΤΛΜ9ΤΗΙΒΣ
ηιζτεχζ π?ί ο 6?ρτηϊ/*ο£ αεκ ηόθθ/τε 4/οτ/ ε^ηχοοογΘοπη
ακ επ/ποι/τΡ/τ^/ίΑΖ/ΤΟΥ.. V/*Ο£ΠΗΘΟΥΣ£ #β Μφ.
Δ9£Η Η/μ Τ£/?£/Τ/9//> /<Τ&9. ·
1
ΤάΧΜΗΤΗ ΙΥβΡ*
Η9£Η / β ΥΤΟ ΜβΙ ε/ΟΟΠΟ/ΗΣΒ Ο ΒΞ9ΓΗΙ/ΥΟΣ
£2£Τθ. ΤΟ
π/)ΗΡ£>Η/9 πεεηει /ΥβΜβι ΜήΓ Η9Μ6ΧΟ £ΤΗΗ
£ΗΧΐ/ΫΗ£Ν.
ΣΧ/Τ6Χ/Ζ67/9/
'
ΤΕΛΕΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΟΜΙΚΡΟΣ. Μ
ΜΜ ί 1
1 Μ
Ιί^Χί
\
Μ
/ Β Β*
___ Β1*1
*·Λ.
1Ι8&¥\Ν^
• \ \
ΜΜ
γ·
41
>.
\£\
^
■ Λ τ^βΓ^Γ τ~!ίϊ
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ
ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΑI
I ΝΑ I αληθινά παράξενη και καταπίληκτ ιική ή σκη νή πού συμβαίνει έξω α πό την καλύβα του φακίρη Κα ζίίμ, ανάμεσα στο Παιδί των Λύκων, στον κωμικοτραγικό ιάΐράπη Μπουτάτα καί σέ μια ωραία Ινδή. Ή Ινδή, αυτή πού έχει στην κατοχή της τό κλεμμένο διαμάντι του Βούδδα, κρστάει στο χέρι της έ να σιδερένιο κουτί. — Τί έχεις σ' αυτό τό κου τί; τη ρωτάει άγρια ό Σάν
τρο που μαλις αυτή τη στι γμή έχεΐι πεταχτή άπό την κα λύβα όπου μέσα σ' αυτή βρί σκέτα ι ετοιμοθάνατος ό Ταμπορ, δαγκωμένος άπό ένα φί δι·. Τό φίιδι. αυτό τό είχε τοπο θετήσει σέ μια κρύπτη· ή ω ραία καί επικίνδυνη Ινδή καί παρέσυρε :μιέ πονηρό τρόπο τό Ελληνόπουλο τής ζούγ κλας νά τήν άνοίίίξη για νά βρή τάχα εκεί τό δ-ιαίμάντι του Β ούδδα (*) ι(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος του «Μιαρού Ταρτάν», τό 39, που έχει τον τίτλο: «Τό βέλος τοΟ 5Ινδού».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
— Έχω το διαμάντι τοΟ Βούδδα!, τοΟ απαντάει ή Ιν δή και ανοίγει τό κουτί ιμέσα ιστό όποιο φεγγοβολάει ένα ω ραίο και (μεγάλο διαμάντι. Ό Μπσυτάτα έτοιδιάζεται ν’ άπλώση τό χεοι του για νά ά]ρπάξη τό διαμάντι ιμά ή αυιστηιρή καί κοφτή φωνή του Σάντρο τον σταματάει. — Μη, Μπσυτάτα!, τον δι ατάζει. Μην άπλώσης τό χέρι σου! Ό άιράπης ξαφνιάζεται και κυττάζει ιμέ άπορία τον Σ άν τρο. — Μπά σε καλό σου, α φέντη !, του λέει. Ή γυναίκα /μάς δίνει τό διαμάντι κάι συ ιμου λες νά ιμήν τό πάρω; — Μήν τον άκσύς, του λέ ει χαμογελώντας ή * Ινδή. Τό διαμάντι του Βούδδα δεν ζη,τόπε; Γιατι λοιπόν δεν το παίρνετε; — Μην τό πάρης!, του φω νάζει ό Σ άντρο. — Θά τό πάρω κι* ας μου ικοπή τό χέρι, λέει ό Μπουτάτα. Ωστόσο, όμως, δέν τολμάει νά παρακούση την προσταγή του ΠαιδιιοΟ των Λύκοον και αυτό του βγαίνει σε καλό. Γιατί, καθώς ξανακυττάζει τό α νοιχτό κουτί πού κρατάει ή |5ινδη, βλέπει μέσα σ* αυτό άν τι γιά τό διαμάντι, .μερικά φί δια ν’ αναδεύουν! Ό Μπσυτάτα κάνει μερικά βήματα πίσω τρομαγμένος ε νώ τό Παιδί τών Λύκοον του ε ξηγεί : — Ή γυναίκα αυτή εΐναι επικίνδυνη, Μπουτάτα! Γνωρί
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ζει στήν έντέλεια τήν τέχνη του ταχυδακτυλουργοί) κοίι του ιφακί,ρη ικαί ήρθε γιά νά άφήίση, τά φίίΐδια πού έχει στο κουτί1, (μΙέσα στήν καλύβα και νά βρούμε όλοι ίμιας τραγιίκό θάνατο από τά δαγκώιματά τους. Κατάφερε νά σε κάνη νά πιστέψης πώς αντί γιά φίδια εΐιχε στο κουτί τό διαμάντι. — Δηλαδή, θέλεις νά πής πώς είιμσι στραβός; λέει ό Μπουτάτα πού στο ιμεταΐξύ έ χει τραβήξει τή θρυλική καί ισκουσιασμένη κουμπούρα του και απειλεί τήν Ινδή. — Στραβός δεν είσαι, μά εκείνη σε κάνει νά βλέπης όέτι θέλη, του αποκρίνεται ό Σ άντρο και ,μέ αργό βήμα πλησιάζει τήν επικίνδυνη γυ ναίκα. Ξαφνικά, ή ατάραχη Ινδή μέ τό αινιγματικό χαμόγελο πετάει τό σιδερένιο κουτί κο&ταπάνω στο Παιδί τών Λύκων καί τά φίδια πετάγονται έξω. Ό Σάντρο προλαβαίνει νά σκύψη και ν’ άποφύγη τον κίν δυνο, ενώ ό Μπουτάτα πατάει τή σκανδάληι καί ή σφαίρα του πιστολιού του αντί νά χτυπήιση τήν Ινδή ταξιδεύει προς τον ουρανό-. Μέσα σ’ αυτή τή σύγχυσι πού δηιμιουργεΐται γιά μια στιγμή ή Ινδή δοκιμάζει νά -φυγή ιμά ό Σάντρο, πιο έξυ πνος από αυτή μαντεύει τήν πρόθεσΐ της καί ιμέ ενα σάλ το τήν προφταίνει και τήν αρ πάζει από τό χέρ ι . — Δέν πρόκειται νά μου 'ξεφύγης τώρ^ πιά!, τής λέει.
ΤΑΜΙΑΝ Ό Μπουτάτα, ξαφνικά, βά ζει τις ψωνές. — Φυλάξου, άφέντη, άπό 1-6 ψίβι!^ Ό Σ άντρο κυττάζει ολόγυ(ρά του ιμά δον βλέπει τίίποτε. — Είναι μπροστά σου, ξα ναλέει ό άράπης. Ό Σ άντρο όμως δον βλέπει τίποτε μά ούτε και. ανησυχεί, κείρει πως ή παράξενη αυτή γυναίκα έχέι την Ικανότητα νά κάνη τους άλλους νά βλέπουν πράγματα πού στην πραγματιικάτητα δεν υπάρχουν. Ό Σ άντρο, όμως, ^ πού ^ έχει άτσάλινο χαρακτήρα δον έπηρε άζεται από τις ταχυδακτυ λουργικές της Ικανότητες. Εί ναι βέβαιος πώς τό φίδι πού βλέπει ό Μπουτάτα δεν υπάρ χει. Είναι μονάχα γέννημα τής φαντασίας του. — Μή φοβάσαι, Μπουτάτα ίου λέει. Μά ό Μπουτάτα δεν κάθε σαι νά τον άκούση. Βλέπει ά πειρα φίδια νά σέρνωνται στη γη και νά προχωρούν κατα πάνω του__ και τρέχει Αμέσως νά κρυφτή στην καλύβα του Καζίιμ όπου βρίσκεται άναίισθητος ακόμη ό Ταμ,πόρ. *
*
*
Περνούν δυο ώρες, όταν κά νη στην είσοδο τής καλύβας, την έρφάνισίι του ό Σάντρο. Με την πρώτη ιμαΤιά πού ρίιχνει στο έσωτερικό της βλέ πε ιτόν Ταμπάρ νά κινήται, νά άνοίίγη τά μάτια του κι* δσΐέ* ρα νά προσπαθή ν5 άνασηκωθή. Ό Σ άντρο σκύβει άπό πά νω Ιου συγκινηΙμένΟξ:
—> Τιαμπτόρ, του λέει, μή φοβάσαι, τώρα πιά δεν κινδυ νεύεις. "Ήσουνα δυο ώρες άναίισθητος μά το φάρμακο πού σου έδωσε ό Κ}αζίμ σ5 έκανε καλά. Ό Μπουτάτα δεν βρίσκει λόγια νά περιγραφή τή χα ρά του βλέποντας τον Ταμπάρ νά σηκώνεται καί σέ μιά -στιγμή αγκαλιάζει τό./ φσκί(ρη κι3 ύστερα τον σηκώνει ψη|λά. — Νά ,μού ζήίσης χίλια χρό νι,α, αφέντη γέρο, του λέει. Ό Ταμπάρ, αφού συνέρχε ται τελείως, λέει γεμάτος άνησυχία στον Σάντρο. — Πρέπει νά φύγουμε κοΛ νά προσπαθήσουμε νά βρούμε τά ΐχνηι τής μυστηριώδους Ίν δής πού μάς έστησε την πα γίδα. Ό Σάντρο χαμογελάει αι νιγματικά. — Δεν είναι άνάγκή νά -Την βοούμε, τού λέει. Ήρθίε νά ιμάς βρή μόνη της, ^ (Καί διηγείται στον Ταματ: ... τή σκηνή πού περ ιίγράψαμε στην άρχη. — "Υστερα τι έγινε; ρωτά" ει ανυπόμονα ό Ταμπόίρ. — Την ανάγκασα νά μου πή πού εχει κρυμμένο τό δι αμάντι καί μέ ώδήγησε μέσα στη ζούγκλα όπου στον κορμό ενός , δέντρου τό είχε: κρυμμέ νο, συνεχίζει τή διήγησί του ό Σ άντρα. Μού το έδωσε καί... — Σού τό έδωσε, αλήθεια; ρωτάει ό Ταμίπόρ. — Ναι την ώδηγησα δεμέ νη ώς έκεΐ καί την απείλησα προηγουμένως πώς δεν θά
0 ΜΙΚΡΟί
6
<μοΰ έδινε το διαμάντι θά την έδινα στο Μπουτάτα νά την έτρωγε! — Μπά σε καλό σου, δια μαρτύρεται ό Μπουτάτα ττού ακούει τη συζήτηίσι, είσαι ττο λύ^ ιμεγάλος ψεύτης, άψέντη Σάντρο. — Τό διαμάντι τό έχεις ε πάνω σου1; τάν ρωτάει ό Τοό~ ιμ,πάρ. — "Όχι, τού αποκρίνεται ό Σάντρο. Πήγα στο ναό του Βουδδα κι" έβαλα τό διαμάν τι στη θέΐσι του, στο κεφάλι του άγάλιματος τού Βούδδα. Όΐσο^γιά^την^ ωραία Ινδή, δυ στυχώς δέν ςή. — Γιατί; ρωτάει ανήσυχος ό Ταμπόρ. Μήπως τη σκότω σες; — Όχι, δέν τήν σκότωσα εγώ. Τήν κατασπάραξε ιμιά τίγρη έξω άπό τό ναό. Ή πο νηρή γυναίκα ,μέ άκολούθηρε
Ή όμορφη Ινδή δίνει τό δια μάντι στον Σάντρο.
κρυφά για νά πάρη πάλι τό διαμάντι άπό τό αγαλμα τού Βουδδα, μά δέν πρόλαβε. Ό θεός τήν εκδικήθηκε. Καθώς περίρενε νά βγω άπό τό ναό, κρυμμένη* πίσω^άττό ιμερικούς θάμνους, δέν πηιρε εϊδησι μια τίγρη πού πλησίαζε καί... — Καί ή τίγρη τήν έφαγε πριν προλάβω νά τήν φάω ε γώ !, βγάζει τό συμπέρασμα ό Μπουτάτα. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ
ιΟ Ταμπόρ συνέρχεται καί προσ παθεί ν* άνασηκωθή
ΣΤΡΑΓΊΕΣ διασχίζουν τον σκοτεινό ουρανό καί προμηνύεται καται γίδα. Ό Τίπο - Τίπο, ό κωμι κός καί φοβητσιάρης Ινδός, προσπαθεί νά βουλώση τ3 αυ τιά του για νά μην άκούη τις βροντές, ενώ ό Μπουτάτα μέ τό^Μπαγιόκο καί τό Βάβα
ΤΑΡϊΑΗ συζητάνε περί ανέμων και ύδάτων. Ή Ζολάν κοιμάται καί ό Ταιμπόρ. -μαθαίνει τον Σάντρο νά γραφή 4 Ελληνικά πάνω σέ μ>ιά^ μαύρη, πέτρα. Ή Λεϊλά δεν είναι απόψε μα ζί τους, έχει (μείνει· στο παλά τι ^της, στην ’Αλμόρα. -αφνιικά, άνάμεσα από τις βροντές αντηχεί ένα μακρυνό ουρλιαχτό πού κάνει τον Σάν τρο νά τιναχτή καί νά τεντώση, τ’ αυτιά του. — Είναι ό αδελφός μου ό λύκος, λέει στον Ταιμίπόρ. — Μωρέ μπράβο αδελφό πού διάλεξες!, του λέει ό χαζοπΜπουτ άτα. Ό Σάντρο βγαίνει από την πόρτα τής καλύβας πού είναι πλεγμένη, στην κορυφή ένός δέντρου, ανεβαίνει στην σκε πή της καί βάζοντας τά χέρια γύρω από τό στόμα του, αφή ινει κι·5 αυτός μιά δυνατή συν-
'Ο λύκος είναι έτοιμος νά ορμήση εναντίον τού * Ινδού.
θηρατιική κραυγή. Σέ λίιγο τό ουρλιαχτό του λύκου άκοόγεται ξανά. — Ό Κίιμο μέ καλεΐ κον τά του, λέει ό Σάντρο στον Ταιμπόρ καθώς μπαίνει στήν καλύβα. Πρέπει νά τον συναν τήσω. — Τέτοια ώρα; τού λέει ό Ταιμπόρ. Ή καταιγίδα θά ξεάπάση από στιγμή σέ στι γμή.
Βάζει τό διαμάντι στο κεφάλι του Βούδδκ.
λ
λ
— Γιά νά ιμέ καλή ό Κ ι μο, ,σημαίνει· δτι κάποιος σοβα ρός λόγος υπάρχει, του απο κρίνεται τό Παιδί τών Λύκων. — Τότε θάρθω καί γώ μα ζί σου, τού λέει ό Ταρπάρ. Σέ λίγο τά δυο παιδιά γλυ στροΰν στο χορτόσκοινο καί χάνονται μέσα στη σκοτεινή ζούγκλα πού μόνο οί αστρα πές τή φωτίζουν που και πού, ενώ οί βροντές μοιάζουν σαν ,μιά υπερκόσμια φοβέρα πού
άπειλεΐ να καταοτηρέψιηι τή γή. "Οταν φθάνουν κοντά ατό ίλύικο, οι δυο ήρωες, ώδηγημένοι ά,πό τά ουρλιαχτά του, χοντρές σταγόνες βροχής τούς χτυπούν τά πρόσωπα, ίδιρωμένα καθώς είναι- άπό τή δύσκολη, πορεία μέσα στη νύ χτα. Στο ψως^μιάς άστραπής διακρίνουν τον έξυπνο λύκο, ά στέκεται δίπλα άπό έναν Ι νδό, έτοιιμος νά αρ-μήοη κα ταπάνω του. ■ Ό Σάντρο πλησιάζει κον τά τους, χαϊδεύει τον Κ'ίιμο στο κεφάλι καί παρατηρώντας ιμέ προσοχή τον Ίνδόι, στο ψώς τής κ ινούργ ισς άστραπης τον ρωτάει: — Πώς βρέθηκες μονάχος σου ιμέσα στη ζούγκλα τέτο,ια ώρα και ιμέ τέτοιον καιρό1; — ΓυρίΙζω δυό μέρες καί δυο νύχτες ανάμεσα οπή ζουγ ικλα, απαντάει ό άγνωστος. Ζητώ κάποιον νά βρώ καί μου φαίνεται πώς μόλις αυτή τή στιγμή στάθηκα τυχερός κάΐ τον βρήκα. . — Ποιος είναι αυτός πού ζητάς νά βρής; τον ρωτάει ό Σ άντρο. — Είναι τόΠαιδί - των Λύ ικων, τού απαντάει ό άγνω στος. Καί το Παιδί τών Λύ κων είσαι εσύ, ή ό άλλος λευ κός πού ήρθατε μαζί. — Τό Παιδί τών Λύκων εί μαι εγώ, του λέει ό Σάντρο, καί ό άλλος είναι φίλος μου. ιΓιατί όμως ζητούσες νά μέ δρής;^ Στο μεταξύ, όμως, ή βρο χή έχει δυναμώσει καί ή ζούγ κλα ολόκληρη άντιιβουΐζει πα
ράξενα άπό τούς καταρράκτες της. — ’Έ\χω πολλά νά σού πω κάνει ό άγνωστος. τΗλθα νά ζη,ΐήσω τή βοήθεια σου. — Παμ^ νά καιθήσουμε κά που πού δεν βρέχει, λέει ό Σάντιρο καί προχωρώντας έμπιρός πηγαίνει σ5 ένα στενό μονοπάτι καί σέ λίγο μπαί νουν καί οί τρεις τους μέσα στην κ ουψάλα ενός πελώριου δέντρου. Ό Κίμο, πού δέν φο βάται τή βροχή, μένει άπ’ έ—- Είναι πολύ παράξενη ή ιστορία που θά σάς διήγηθώ, αρχίζει · ό άγνωστος, πού τά δυό παιδιά δεν τον βλέ πουν, παρά μονάχα όταν άστράφτη. Πριν δέκα χρόνια, σ5 αυτή τήν περιοχή, είχε τό λημέρι της μια συμμορία λη στών. Οί ληστές εΐχαν καταν τήσει ό ψόφος καί ό τρόμος σ’ όλη τήν επαρχία μας γιατί έκλεβαν καί σκότωναν όποιον συναντούσαν καί συχνά έκα^ναν επιδρομές στά χωρά καί στις πολιτείες. »’Αργηγός τους ήταν ^ ένας αίιμοβάρος Κινέζος πού έφθα νε νά τον έβλεπες γιά νά πάθαινες συγκοπή. Τόσο άγριος καί τρομερός ήταν. »Μιά μέρα, εγώ καί τέσσε ρις φίλοι μου μαχσραγιάδες, πού ετυχε νά έρθουμε σ’ αυτή τή ζούγκλα γιά νά κυνηγήσου με βουβάλια, πέσαμε στην &« νέδρα τών ληστών. Γιά νά μή σάς τά πολύλογώ, υστέρα ά πό μάχη που κράτησε δυό ο λόκληρες ώρες, όχι μόνο δέν
ΤΑΡΖΑΝ
ίμιας αϊχμαλώτισον οι ληστές ιάλλά αντίθετα σταθήκαμε τυ χεροί καί τούς σκοτώσουμε Ο λους ! Δεν γλύτωσε ούτε και 6 άρχηίγός τους, ό φοβερός Κ ι νέζος. »Ενθουσιασμένοι άπτό την έπιτυχίσ μας αναζητήσαμε το λημέρι τους καί υστέρα άπό κουραστικές αναζήτησεις τό βρήκαμε. Βρισκόταν άνάίμεσα σε μερικά πυκνά δέντρα, στην κορυφή ένός λόφου. "Όταν ό μως μπήκαμε μέσα .μας περίμενε - ιμιά μεγάληι έκπληίξυ Βρήκαμε έκεΐ, άνάμεσα^ στα άλλα καί έναν σάκκο ,μέ χρυ σά νομίσματα καί κοσμήμα τα, οομοθηΓτη-ς άξίας. »Γιά μια στιγμή .μείναμε ράλητοι, θαμπωμένοι από τον χρυσό θηΐσαυρό του είχαμε έ,μττρός μας. , »— Είμαστε τυχερομ ,μιλη σε πρώτος ένας άπό τους φί λους μου; ό Νίιβα. Θα ροβρα στούμε τον θηισαυρό στα πέν τε καί θά... »— Ό θησαυρός αυτός δεν ράς άνηικει, τον διέκοψα εγώ. 5Ανήκει σ3 εκείνους πού ληστεύθηικαν από τη συμμορία... »— Ό θησαυρός αυτός, μέ διέκοψε ένας άλλος φίλος μου, ό Μάτα. δεν άνήκει σέ κσνέναν Ινδό·. 3Εγώ ξέρω καλά την ιστορία του. Ανήκει σ3 έ να * Ισπανικό καράβι πού τό κούρσεψαν ρίέ τή σειιοά τους Κινέζοι πειρατές. Ό αρχηγός τής συμμορίας, άφου κατάφε<ρε νά σκοτώση τό πλήρωμα του πειρατικού πού άνήκε κι* αυτός, άρπαξε τό θησαυρό καί τον έφερε έδώ. Μπορούμε
9
νά τον πάρουμε... »— Δεν ριπορούμε, τον δι έκοψε ό Σαμάν, ένας άλλος φίλος μου. Γιαττί όταν τό μά θουν οί "Αγγλοι πώς έπεσε ^ τά χέρια μας θά μάς τον πά 'ρουν. »— Τότε νά κάνουμε κάτι άλλο, είπε την ιδέα του ό τέ ταρτος από τους τέσσερις φί λους μου, ό Μπάνα. Νά πά ρουμε τό θησαυρό, νά τόιν κρύ ψουμε κάπου καί νά όρκιίστου με πώς υστέρα άπό δέκα χρό νια θά έοθουμε όλοι μαζί γιά νά τόν ξεθάψουμε. "Αν δμως ένας άπ3 όλους μας ταραβή τόν όρκο του καί έλθη, νά πά ιρη μόνος του τό θησαυοό οι άλλοι θά όρκιστούν πώς θά τόν σκοτώσουν όταν τόν σνα κ σκύψουν. Δεν συμφωνείς Χάν τερ; μου είπε. »— Συμφωνώ, του άπάντηισα. »Τότε, χωρίς καθυστέρησι φορτώθηκε τό βαρύ σάκκο μέ ιο θηισαυρό στον ώμο του ό Μπάνα καί έμεΐς ακολουθών τας τον φθάσαμε σ* ένα ση μείο τής ζούγκλας. Ό Μάτα, πού είχε βοή ένα τσαπί στο λημέρι των ληστών καί τό εΐχε πάρει μαζί του άρχισε νά σκάβη. »* Ανοίξαμε ένα βαθύ λάκκο καί ρίξαμε τό σάκκο μέσα σκεπάζοντάς τον μέ χώμα. Πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα φυτέψαμε ένα δεντράκι κι3 υστέρα οοκιστήικαμε καί οί πέντε πώς θά συναντηθούμε δανά στο ίδιο μέρος γιά νά ξεθάψουμε τό θησαυρό, την ΐδια μέρα καί την ίδια ώρα ά-
10
Ο ΜΙΚΡΟΣ
κριβώς, ύστερα από δέκα χ,ρό νι. Μετά τον όρκο μας γύρισε ό καθένας στο παλάτι του. ΕΝΑΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ
ιΚΟΛΟΥΘΕΙ για λίγες στιγμές σιωπή, Ό Ιν δός σταματάει τή διή γηση1 του και τώρα άκούν ό λοι. τους τό βουητό τής καται γίδας και του κοντινού ποτα|μαΰ. — Λοιπόν; ρωτάει ό Ταμπόιρ πού ένδιιαφήρεται ν’ άκου ση, τή συνέχεια. — Πέρασαν εννιά χρόνια, συνεχίζει ό Ινδός. Στην περί οδο αυτή έβλεπα συχνά τους φΐίίλους ιμου πού μέ έδενε ,μα ζί; τους ό όρκος γιά τό ιμυιστιικο του θαμμένου θηισαυιροϋ. Πολύ συχνά, έπίισης πήγαινα στο ίμερος πού κρύψαμε τό^θη σαυρό. Τό δεντράκι πού είχα (με φυτέψει- πάνω από τό λάκ-
'Ο Σάντρο πλησιάζει τον Ινδό μαχαραγιά.
"Ενας οπτό τους Ινδούς φορτώ νεται τό θησαυρό.
ικο είχε γίνει ρεγάλο τώρα και ικανέίς δεν θά μπορούσε ποτέ νά ύποπτευθή πώς κάτω από τις ρίζες του υπήρχε ένας άιμόθητσς θησαυρός, 5Εγώ καί οΐ φίλοι .μου περιιμόναμε ·μέ α γωνία νά περάση άκόιμη ένας χρόνος ώσπου νά τον ξεθάψου ρε... — Γιατί δεν μοιράζατε γίο θηΐσαυρό τότε πού τον βρήκα τε; τον διακόπτει ό Σάντρο. Οί "Άγγλοι δεν θά ήξεραν ότι έσεΐς σκοτώσατε τούς ληστές, ούτε ότι υπήρχε ό θησαυρός. — Τό ήξεραν του απαντά ει ό "Ινδός. "Ήξεραν καί τά δυο. Καί ότι υπήρχε ένα^ άιμύθητος θησαυρός στα χέρια των ληστών καί ότι εσείς ^οΐ πέντε είχαμε πάει για κυνήγι εκείνη την ήμερα στη ζούγ κλα. "Αφού θάψαμε τό θησαυ ρό, έτρεξαν προς τό μέρος
ΤΑΡΖΑΝ
των πυιροβολ ισμών και αΙλίλοι κυνηγοί καί είδαν τους νε κρούς ληστές. Αυτοί οι κυνη γοί είπαν σέ αλο τον κόσιμο πώς σκοτώσαμε τους ληρπές. —Συνέχισε του λέει ό Σ άν τρο. — Πέρασαν λοιπόν εννιά χρονιά, χωρίς νά συμβή τΡ-ποτε, ώσπου μια μέρα, πριν μια βδομάδα, ένας από τους φί λους μου πέθανε. — 9Ηταν γέρος; ρωτάει ό Σ άντρο. — Όχι, δεν πέθανε από Φυσικό θάνατο. Κάποιος μπή κε στο δωμάτιο που κοιμόταν καί τον έπνιιξε. Τον βρήκαν οί υπηρέτες του νεκρό πάνω στο κρεββάτι, με άνοκχτά ^τά χέ ρια. Στο πάτωμα βρήκαν έ να ιμιικρό σκοινάκι ιμέ τό όποΐο τον είχαν πνίξει1. Ό φίλος μου αυτός ήταν ό Νίιβα. Ό Ινδός σωπαίνει πάλι.
Βρέθηκε νεκρός πάνω στο κρεβ βάτι του...
11
'Ο Τοομπαρ μεταμορφώνεται σέ ’Ινδό μαχαραγιά.
ή αναπνοή του έχει γίνει βα ρεία καί γρήγορη— Μαθαίνοντας τό θάνατό του, συνεχίζει τώρα, λυπήθηκαιμε πολύ μά δεν φσνταοτή καίμε πώς αυτός θά είχε σχέσι ιμέ τό μυστικό· μας ώσπου προχτές... — Τί έγινε προχτές; τον ρωτάει ιμέ αγωνία ό Σ άντρο. — Προχτές τό βράδυ κά ποιος μπήκε στο σπίτι ιμου καί δοκίμασε νά ιμέ πνίίξη την ώρα που κοιμόταν. Γιά καλή μου τύχη άνοιίξε εκείνη τή στι γμή ή πόρτα καί μπήκε μέσα στην κρεββατακάμαρά μου ό μονο.ιχογυιος μου. Ό δολο φόνος φοβήθηκε καί αφήνον τας με πήδησε από τό παρά θυρο καί ιχάθηκε, »Τό πρωί συνάντησα τούς τρεις φίλους μου, πού μάς συν δέει τό μυστικό του κρυμμέ νου θησαυρού, καί τούς είπα
12
τι τού συνέβη.. Κυτταχτήκαμε για ρΐά στιγμή ύποπτα και οϊ τέσσερις μας. »-—Αυτός πού δοκίμασε νά σέ σκοτώση, ιμοΟ είπε ό Μάτα, είναι εκείνος που σκότω σε και τον Νίιβα. Καί ό δολο φόνος έχει οπωσδήποτε σχέσι μέ τον κρυμμένο θησαυρό. »— Τότε, τούς είπα κι* ε γώ, ό δολοφόνος πρέπει νά εί ναι κάποιος άπό σάς πού σκο πευει νά σκοτώση τούς άλα λους ώστε νά πάρη αυτός τό ίμιεγάλο θησαυρό:... »Ό Μπάνα χτύπησε τότε μέ ιμιά γροθιά τό τραπέζι. »—ιΚάτι τέτοιο πρέπει νά συμβαίνη, είπε ^ ώργισμένος. Κάποιος άπό μάς τούς τέσ σερις πρόΙδωσε τον όρκο του... »— Γιατΐ άπό τούς τέσσε ρις; τοΟ εΐπα εγώ. Εμένα θά πρέπει νά μέ βγάλετε άπό τη ιμέση γιατί λίγο έλειψε άπάψε νά πέσω θύμα- του δο λοφόνου. »— Καί ποιος μάς βεβαι ώνει πώς δεν είναι ψέματα αύ τά πού μάς λες, έκανε ό Μπά να, πώς τάχα δοκίμασαν νά σέ πνίξουν απόψε; Μπορεί ε σύ νά σκότωσες τό Νίίβα καί γιά νά μην σέ υποπτευτούμε σκηνοθέτησες την απόπειρα πού έγινε εναντίον σου1! »Δέν δοκίμασα νά τόν πείσω ,άλλά εΐδα τούς άλλους δυο νά ιμέ κυτάζουν ύποπτα. Κ Γ ό μως, ό δολοφόνος πρέπει νά είναι ένας άπό τούς δυο ή καί ό Μπάνα ακόμη. Ή καταιγίδα είχε κοπάσει κάπως τώρα μά οι αστραπές ήταν συχνές καί οι δυο φίλοι
Ο ΜΙΚΡΟΙ
μπορούσαν νά βλέπουν τό πρόσωπο τού Ινδού. 9Ηταν ώχρό καί τσακισμένο καί τά (μάτια του τά φλόγιζε ό πυρε τός. ^— Αποφάσισα νά ζητήσω τότε βοήθεια, συνέχισε ό Ιν δός. Φοβάμαι πώς ό δολοφόκα νά πάω στον Ντούγκλας. σκοτώιση. Στην άρχη σκέφθήκαν ά^ πάω στον Ντούγκλας, στον "Άγγλο αστυνόμο, μά σκιέφΐθΐηκα πώς αυτός:, ή πρώ τη δουλειά πού θά έκανε θά ήταν νά μάς πάρη τό θησαυ ρό Έτσι αποφάσισα νά ζητή σω τή βοήθεια τού Παιδιού των Λύκων, πού έχω ακούσει πώς την πρόσφέρει σέ οποίον τού την ζητάει καί πώς δεν είναι ληστής, όπως τόν νομιζαυν μερικοί:. Δυο μερόνυχτα γυρίζω στη ζούγκλα γιά νά σέ βρω, Παιδί των Λύκων, κι" έπιτελους σε βρίσκω, θέλεις^ λοιπόν νά μέ βαη|θήσης; Σου υπόσχομαι πώς θά σού δώσω όσο χρυσάφι μου ζητήσης, άρκεΐ νά μέ σώισης. — Δεν θέλω τό χρυσάφι σου, του άποκ/τάει ό Σ άντρο. Δεν μέ ενδιαφέρουν τά χρήμα τα καί τά χρυσάφια όλου τού ικάσμοο όσο μέ ενδιαφέρει ή δικαιοσύνη. Θά προσπαθήσω λοιπόν, μαζί μέ τό φίλο μου νά σέ βοηθήσω καί νά άνακα λύψω ποιος απ’ όλους σας πρόιδωσε. Γιατί, κι" εσύ άκόΐμηι μπορεί νά είσαι ό προδό της ! — 5Εγώ!, λέει ό * I νδός καί τινάζεται ολόρθος. — Γιατί όχι; τού λέει 6 Σ άντρο.
ΤΑΡΖΑΝ
— "Αν ήμουν εγώ δέν θά έρχόιμουν νά ζηιτήσω τή βοη θέ ιά σου. — Μπορεί Μα τάκαινες έπί' τηιδες για νά ,μή σε υποπτευθώ γιατί ήξερες πώς αργά ή γρήγορα θά ιόανακατευάμαυινοο ιμ' αυτή την ύπόθεσι·. — Τότε, λέει- ψελλίζοντας ό Ινδός, με ποιόν τρόπο θά σέ πείσω πώς δέν είμαι ε κείνος πού πρόδωσε τον όρ κο. του, ό δολοφόνος δη,λαδη του Νίβα; — Αυτό είναι· εύκολο, λέει ό Ταυπόρ παίρνοντας τό λό γο. "Έχω ιμιά Ιδέα την οποία θά σάς πω αμέσως., Θά ήθε λα όμως ^ά αέ ,ρωτήισω κάτι, λέει στον Ινδό. Πειράσατε α πό τό ίμερος που κρύψατε τό θησαυρό γιά νά δήτε αν βρί σκεται άκόρα οπή θέσι του ή άν τον έχουν ξεθάψει; — Βρίσκεται άκόιμα θαμρένος, του απαντάει ό Ινδός. ιΠέρασα σήμερα ^τό πρωΐ ^άπό τό ρέρος ίέκεΐνο και κύτταξα. -Γιά νά τον ξεθάψη κα νείς πρέπει νά ξερριζώση τό δέντρο που είναι φυτεμένο πά νω του. Τό δέίντρο όμως υπάργεί’. — ιΚι’ άν τον ,ξεθόοψη έ νας απ’ όλους σας, πώς θά τό καταλάβουν οι άλλοι ποι ος εΐναι; — "Οσο είμαστε όλοι ζων τανοί δέν θά προσπαθήσουμε ν’ ανοίξουμε τό λάκκο γιατί και την παραμικρή υποψία νά έχη ό ένας γιά τον άλλο θά τον σκοτώση. Τώρα όμως βέν ππαρεί νά γίνη αυτό γιτί ό θησαυρός δέν έχει πει-
13
ραχτή. Γι’ αυτό και ο προ δότης προτιμάει νά σκοτώση τούς φίλους του γιά νά ρείί*νη αυτός στο τέλος που θά ξεθάψη ανενόχλητος τό θη σαυρό. Πρώτος τήν πλήρωσε ό Νίβα. Σιγά - σιγά, άν δέν “:ν σνακαλύψουίμε όσο εΐναι καιρός θά σκοτώση καί τους υπόλοιπους. — ’Έχω ιμιά ιδέα, λέει ό "Γαρπόρ στον Σ άντρο. Θά κρατήσουμε τον άνθρωπο αυ τόν εδώ ^στή ζούγκλα καί θά τον φυλάνε ή Ζολάν μέ τον Μπαγιάκο καί τό Βάβα. Ε γώ θά μεταμφιεστώ, θά πά ρω δηλαδή τή ραρψή του καί τή θέσι σου στο σπίΗΊ. Καί γυρνώντας προς τό ιμέρος τού Ινδού τον ρωτάει: — Συμφωνείς; . —· Συμφωνώ, απαντάει ε κείνος πρόθυμα,. — Άπό πόσα ιμέλη άποτελεΐται ή οίκογένειά σου; — Μόνο ένα γυιό έχω καί κανέναν’ άλλο. — Ωραία. "Οταν πάρω τή μορφή σου θά πώ στο γυιό σου, που δέν θά καταλάβη ότι δέν είμαι ό πατέρας του, νά ιφύγη γιά λίίγο καί... — Κοοταλαβαίνω τό σχέ^διό σαυ, τον διακόπτει τό Παιδί των Αύκων. Θά πάρης 7ή θέσι τού Χαντέρ ώστε άν δοκιιμάση ό δολοφόνος νά σέ σκοτώση νά τόν συλλαβής. — "Αν όμως δέν παρουσιαστή κανένας αυτό θά σημαίνη πώς έσυ εΐσαι ό δολοφό'νος, λέει ό Ταμπόρ στον Ιν δό. ’ Εκείνος γελάει καί φαίνε*
14
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ται εύχαριστη)μένος από τό σχέδιο των τταιδιών. — Θά δήτε πώς δεν είμαι εγώ δ -προδότης, λέει. Θά δήτε και ττο’λύ σύντομα μάλι^στα. Ή καταιγίδα έχει σταμα τήσει ατό μεταξύ ικαί τά σύν νεφα αραιώνουν ώστε νά φω τίζεται ή ζούγκλα θαμπά ορπό ένα φεγγάρι πού παίζει κρυφτό στον ουρανό. — ιΠόςμε στην καλύβα, λέ ει ό Σ άντρο. 5Βκεΐ έχω- ρού1χα γιά νά μεταμφ ιεστής σε Ινδό. Ό Ταμπόρ σκύβει· καί λέει ψιθυριστά στο αυτί του ψ'ίλου του: Δεν θά τον πά|με στην καλύβα. Θά τον άφήΐσουιμε κά που πιο πέρα ώστε νά μην •ξέρηι πού μένουμε. —Σύμφωνος τού απαντά ει ό Σάντρο, -έρω ιμιά μικρή σπηλιά κοντά στην καλύβα
Ό
ψευτο
Χαντέρ συζητάει τον φίλο του.
μέ
μας. Θά τον πάμε έκεΤ για μεγαλύτερη ασφάλεια, καί ό σο Θά λείπουμε έμεΐς, Θά τον έχουμε δεμένο. «ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ»
ΤΑΜΠΟΡ, μέ αρκετή έτπδεξιότηιτα μεταμφιέ ζεται σέ Ινδό, άφού φθάνουν κοντά στην καλύβα τους. Προηγουμένως έχει ρω τήσει τον Ι νδό κι5 έμαθε άλα σχεδόν τά σχετικά μέ τη ζωή του ικαί ιμέ τη ζωή των φίλων του, τις συνήθειές του καί τό σα άλλα ακόμα. Δοκίμασε μάλιστα πολλές ψώρες τον τόνο τής φωνής του καί άφοΰ έμεινε άπόλυτα ευχαριστημέ νος αποφάσισε νά ξεκινήση γιά τό παλάτι του Χαντέρ. —Ζολάν, λέει στ ή φίλη του, εσύ μέ τό Μπαγιόκο καί το Βάβα θά μείνετε εδώ καί θά φιρουρήτε άγρυπνα τον Ίν δό ώσπου νά γυρίσω. Μπορεί νά λείιψω καί ένα μήνα γι5 αυ τό πρέπει, νά έχετε τά μάτια σας δεκατέσσερα. Γιά καλό καί γιά ,καικό θά ιμιείνη καί ό λύκος μαζί· σας. Έσύ, Μπαυτάτα, θά έρΘης μαζί· μου καί θά κρυφτής στο δωμάτιο του παλατιού μου. Μπορεί νά σέ χρειαστώ. Έσύ Σ άντρο, μέ τον Τίπο - "Ρίπο Θά έρθετε στήν πόλι καί θά παρακολουθήτε τις κινήσεις τών άλλων 51 νδών. Τά βράδυα νά παρα μονεύετε έξω από τά σπίτια τους γιά νά δήτε ποιος βγαί νει έξω. "Αν δήτε κάποιον νά βγαίνη νά τον παρακόλουθή-
©
ΤΑΡΖΑΝ
15
σετε για νά δήτε πού θά πάη. «Κ<αίι τώρα, πάμε. % — Που θά πας, αφέντη; τον ρωτάει άφηρημένα ό Μ π ου τάτα. — Πάω νά περιμένω το θάνατο, του λέει γελώντας ό ί αμπόίρ. — Μττά σε καλό σου, τι πένθιμα είναι αυτά ττού πετάς πότε - πότε; του λέει ό άρά χ
ττη'ς·
,
Λ
,
Σε λίγο ,ξεκινούν αφού α ποχαιρετούν τούς άλλους. —Καλή τύχη, τούς λέει ό Ινδός καί ο Ταμπόιρ βλέπει τά ,μιάτια του νά λάμπουν α πό χαρά. «Γιατί τάχα χαΙοεται; α ναρωτιέται τό παιδί;. Μήπως μάς έχει στήσει κορμιά πα νίδα;». Ό γυιός του Χαντέρ, του Ινδού πού έχει πάρει τή μορ φή του τό θρυλικό Ελληνό πουλο λείπει από τό σπίτι του. Ό ΤσιυπΌΌ, παίζοντας θαυμάσια τό ρόλο του ώς πα τέρα, τον έστειλε λίίγες μέρες στην πρωτεύουσα για νά δι ασκέδαση . Ευτυχώς πού οι υ πηρέτες δέχτηκαν κι5 αυτοί νά πάρουν άδεια μερικές μέρες κΓ έτσι ό Ταυπόο βο-ίσκεται .μόνος του ατό παλάτι, μαζί •·υέ τον Μπουτάτα πού δεν τόν ό^ήνει νά βνή ούτε στιγμή έξω από τό δωμάτιό- του. — Μπά σέ «κοάλά σου, δι αμαρτύρεται ό ίάοάπης θά σκάσω εδώ /μέσα πού μ5 έχεις κλεισμένο. τσψνικά, χτυπάει- τό κου δούνι τής πόρτας.
'Ο Σάντρο παρακολουθεί τόν ύ ποπτο Ινδό.
— Μπουτάτα, διατάζει τό μεταμφιεσμένο παιδίζ κάποι ος έρχεται. Μην κάνης καμμιά κουταμάρα και βγής έξω, ό σην ώρα θά συζητάω στο σα λόνι μέ τόν επισκέπτη. Γιά καλό καί για κακό κλει< δωνει την πόρτα του δω μα τ ου του καί προχωρεί προς την είσοδο. Βγαίνει στον κή πο καί ανοίγει την εξώπορτα. Άνοίγοντας κι5 αυτή βρίσκε ται φάτσα με φάτσα μ5 έναν Ινδό. Μέ την πρώτη ματιά πού τού ρίχνει αναγνωρίζει, στο πρόσωπό του τόν Μπάνα. έ;αν από τούς φίλους τού Χαν τέρ, πού τούς έχει περιγρά φει μέ κάθε λεπτομέρεια. — Γειά σου, Μπάνα, τού λέει, πέρασε μέσα. Ό Μπάνα τόν κυττάζει μ5 ένα περίιεργο κι5 εξεταστικό βλέμμα κι5 ύστερα προχωρεί αμίλητος. Μόνο όταν κάθεται
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ
σέ μια πολυθρόνα, ρωτάει κά εσύ σκότωσες καί τό Μάτα! πως απότομα. Τά χαρακτηριστικά του Τα — ΠοΟ ήσουνα αυτές τις μπαρ συσπώνται καί τό στό ή;μέρες πού έλειπες, Χαντέρ; μα του ανοίγει άπό την έκβΗ καρδιά του Ταμπόιρ χτυ πληξι. πάει γοργά. — Σκότωσαν καί τό Μά — .Που ήμουνα; λέει προ τα; ψελλίζει. Πότε; σπαθώντας να κεοδίση χρό — Γιατί ρωτάς; σαρκάζει νο για νά βρή μιιά δικαιολο ό Μπάνα. Θέλεις νά μέ ξεγεγία. 'Αιπλαύστατσ έλειψα γιά λάσης; Δεν θά ,μπορέσης ό τρεΐς μέρες... μως! Είμαι· βέβαιος πώς έσύ — Πού πήγες, όμως; τόν σκότωσες! -—Γιστι με ρωτάς, Μπάνια; — Πώς είσαι βέβαιος; τόν Ό Μπάνα τον κυττάζει με ρωτάει ό Ταμπόρ. εξεταστικό και ύποπτο •βλέμ — Γ ιατί τόν σκότωσαν μα. προχθές τό δράδυ καί σύ ε — Σέ ρωτώ για νά μάθω, κείνο τό βράδυ έλειπες άπό του Ιλέει. Έχω δικαίωμα νά τό σπίτι σου! *Ηρθα νά σέ μ άθω! ζητήσω καί ο γυιός σου μου Τώρα -μιλάει* δυνατά και τό είπε πώς λείπεις. Επειδή υ πρόσωπό του έχει γίνει κα- ποπτευόμουνα τόν Σσμάν, ξε ταικόικκινο άπό τά νεύρα του. νύχτηισα όλο τό βράδυ έξω ά — *Όταν ό θάνατος φτε πό τό σπίτι του. Ό Σαμάν ρουγίζει γύρω ιμου, συνεχίζει δεν βγήκε ούτε στιγμή έξω ώργι'σμένος, όταν κάποιος ά κΓ όμως ό Μάτα σκοτώθηκε. πό όλους σας είναι προδότης Αφού λοιπόν δέν τον σκότω και δολοφόνος, έχω καθήκον σα ούτε εγώ, ούτε ό Σαμάν, νά φυλάξω τό κεφάλι μου... ποιος άλλος τόν σκότωσε έ —-Μίλα σιγώτερα, τόν πα- κτος άπό σένα; 'Όπως βλέ ρακ οαλεΐ ό Χαντέρ. πεις, δέν υπάρχει- κανείς άλ — Μήπως σέ νευριάζει ή λος! Μόνο ή αφεντιά σου θά φωνή μου, προδότη; · μπορούσε νά κάνη αυτό τό έγκλημα! Δολοφόνε, προδόίΌ Ταιμπόιρ ξαφνιάζεται. τη ]_ Γιατί τάχα ό Μπάνα νομίζει πώς ό Χάντερ είναι π·ροδό“αφνικά, ό Μπάνα πετάγε της; Τι αποδείξεις έχει; ται άπό τή θέσι του, βγάζει -— Πρόσεξε τά λόγια σου! μέ αστραπιαία κίνησι ένα τού λέει θυμωμένα, όπως θά στιλέττο καί αρμάει εναντίαν θύμωνε αν άκουγε αυτά τά του. Ό Ταμπόρ, πού ή ψυ λόγια ό πραγματικός Χαντέρ χραιμία του είναι αξιοθαύμα καί χτυπάει μέ δύναμι τη γρο στη, απλώνει τό πόδςτου κα 81 ά του οπό γόνατό του. πριν ό άλλος τόιν φθάση, τόν — ιΕίσαι προδότης είσαι χτυπάει μέ δύναμι οπό κα-ά δΓλοφόνος!, επιμένει ό Μπά λάμι. Ό Μπάνα πετάει τό να. Έσύ σκότωσες τό Νίβα, στιλέττο καί πιάνει τό χτυπη
ΤΑΡΖΑΝ
μένο πόδι του ουρλιάζοντας. Ό Ταμπόρ δεν του δίνει και,ρό γιά νά συνέλθη. Τον άρ πάζειι, τον πηγαίνει σηκωτό ώς την αυλή καί εκεί τον ιτετάει κάτω λέγοντας του ώργισμένα: — Τό ποιος είναι ό προ δότης καί ό δολοφόνος δεν θ' αργήσουμε νά τό μάθουμε, έννοια σου! — Τό ξέρουμε ποιος είναι ό προδότης, λέει ό Μπάνα κα τακάκκινος από τό θυιμό· του. Ή ζωή σου είναι μετρημένη, Χαντέρ! Έγώ, ή ό Σαμάν θά σέ σκοτώσουμε γιά την προ δοσία σου! Καί λέγοντας αυτά ανοίγει την εξώπορτα καί φεύγει. Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ
Ο ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ εί ναι βυθισμένο σέ σκέ ψεις. Προσπαθεί νά βγάλη κάποιο νόημα άπ5 δληι τή τήν υπόθεσι ιμά δεν μπο ρεί. Ποιος σκότωσε τό Νίβα καί τον Μάτα; Μήπως ό Μπά να λέει: (αλήθεια καί ό δολο φόνος είναι ό ίδιος ό Χαντέρ πού έχει πάρει τή μορφή του; 5 Αν ό Μπάνα δεν λέει ψέμα τα τότε μόνο ό Χαντέρ θά μπορούσε νά σκοτώση τον Μάτα. Μήπως λέει ψέματα ό Μπά να; Μήπως είναι αυτός ό δο λοφόνος καί φωνάζει· ^ ιά νά μην ξεσκεπαστή ό απαίσιος ρόλος του; Προσπαθεί τώρα νά βάλη τις σκέψεις του στή σειρά. Οί φίλοι που ήξεραν τό μυστικό
Τ
17
τού κρυμμένου θησαυρού ήσαν πέντε. Οι δυο από αυτούς εί χαν σκοτωιθή/Έμενε ό Χαντέρ πού έχει πάρει τή μορφή του ό ίδιος, ό Μπάνα πού^ θεωρεί τον Χαντέρ ώς δολοφόνο καί ό Σαμάν. «Πρέπει νά περιμένω, παίρ νει τήν απόφασί του τό Ελ ληνόπουλο. "Αν ό Χαντέρ εί ναι αθώος, ό δολοφόνος θά δακιμάση νά μπή στο παλάτι του καί νά τον σκοτώση, καί δεν θά είναι άλλος άπό τον Μπάνα ή τό Σαμάν. Θά πε ριμένω·, λοι}πόν καί ό Θεός βοηθός. Ό Σάντρο, τό θρυλικό Παι δί των Λύκων, έχει στήσει α πόψε καρτέρ ι έξω άπό τό σπί τι τού Σσμάν. Κρυμμένος πί σω άπό τον κορμό ενός δέν τρου δέν αφήνει ούτε γιά ιμιά στιγμή τό βλέμμα του άπό τήν πόρτα, ζαφνικά ανασκιρ τάει. Θά είναι (μεσάνυχτα πε αυ ρίπου όταν ή πόρτα άνοίγη καί κάνει τήν έμφάνισί του ό Σ αμάν. Κλείνει τήν πόρτα πίσω του καί 'βγαίνει στο δρόμο. ^Λφού ρίιχνει μερικές εξετα στικές ματιές όλόγυρά του, κατευθύνεται προς τήν άκρη τής πολιτείας, ζοπίσω του α κολουθεί μέ πολλή προφύλαξι ό Σ άντρο. Κάτι τού λέει πώς αυτός είναι ό δολοφόνος γι* αυτό προσέχει νά μήν τον χάση. Ή πσρ ακολούθησ γ δ ι αρ κεΐ κάπου δέκα λεπτά. Σέ ίμια στιγμή ό Ινδός κρύβεται πί σω άπό μια γωνία καί τό
Ο ΜΪΚΡ0Ι
18
Παιδί των Λύκων βιάζει τό βήμα, του για νά τον προλά6η. Καθώς όμως ξεμυτίζει στή γωνία ικαί πριν προλάβη, καλά -καΐλα να 5ή τί συμβαίνει, νοι ώθει ένα τρρμερό χτύπημα ατό κεφάλι ικαί σωριάζεται κάτω αναίσθητος. Ό Ινδός, γιατί αυτός εί ναι ττού χτύπησε τον Σάντρο, πετάει τό ιρόπαλο πού κρατάει καί αφού κυττάζει για λί; γο τό αναίσθητο παιδί συνε χίζει τό δρόμο του... Τή/ν ίδια Θκ,είνη; ώρα ό Ταμπόιρ πού (μπαίνει ατό δωμά τιό του, λέει στο Μπουτάτα: — Πήγαινε να κοιμηθής
στο δικό σου δωμάτιο, Μπου τάτα, γιατί είναι πολύ αργά. —- Κ ι’ αν έρθη κανένας καί σέ σκιοτώση; τού Λέει ό άράττης. — "Αν έρθη θά καλοπεράιση, τού απαντάει. —- "Αν ιμπή κανένας από τό παράθυρα, αφέντη., φώνα ξε με για νά τον υποδεχτώ μέ τή κουμπούρα μομ. "Οταν ό Μπουτάτα φεύγη, ό Ταμπόρ ξαπλώνει στο κρεβ βάτι του καί χασμουριέται. Νυστάζει τρομερά απόψε. Τό προηγούμενο βράδυ δεν κοι μήθηκε σχεδόν ικαθόίλαυ περίμένοντας τό δολοφόνο.
£0 Σάντρο επιτίθεται εναντίον τού Ίνδου.
ΤΑΡΖΑΝ
Περνούν κάπου πέντε λε πτά κι3 ετοιμάζεται νά κλείση τά ιμάτια του, κχψου σβύνει τό φως., όταν για μια στι γμή το βλέμμα του· πέφτει πά νω σε ιμιά σκιά πού έχει προ βάλλει στο ανοιχτό παράθυ ρο! Κατορθώνει να συγκράτη ση την ψυχραιμία του και νά μην κινηθή. Μισοκλείνει ιμονόρχα τά βλέφαρά του καί κυττάζεΐ' πάντα τη σκιά τοϋ πα ραθύρου. Μά δεν είναι μια α πλή σκιά. Είναι τό πρόσωπο ενός Ίνδοϋ πού ό Ταρπόρ τό αναγνωρίζει. Τό πρόσωπο αύ τό άνήκει στο Σαμάιν, σ5 έ
19
ναν από τούς δύο φίλους τού ΧαντέΙρ. «"Ωστε αυτός είναι ό δο λοφόνος, συλλογίζεται τό Ελ ληνόπουλο. Ό Χαντέιρ είναι αθώος, όπως καί ό Μπάνα. Γιατί όμως, εχθές, ό τελευ ταίος τή βραδέα πού σκοτώ θηκε ό Μάτα, δεν τον εΐδε νά βγαίνη; Μήπως τάχα βγή κε καί δεν τον πήρε εϊδησι;» Τώρα ή σκιά κλείνει σχεδόν όλο τό άνοιγμα τού παραθύ ρου καί σέ λίγο ένα σώίμσ τό διασκελίζει καί πέφτει αθό ρυβα μέσα στο δωμάτιο.. ν Με ιμισοκλεισμένα βλέφα ρα, ιμέ τις αισθήσεις του άλεο
Ο ΜΙΚΡΟΣ
20
σέ έ,πιφυλακή καί (με απόλυ γορα συνέρχεται όμως καί τη ψυχραιμία ό Ταμπάρ περι- προσπαθεί ν’ άπαλλαγή από ιμένει άπό στιγμή σέ στιγμή τή λαβή τού αντιπάλου του^ 'ζ) Ταμπάρ πετάγεται τώ τήν έπίθεσι του δολοφόνο υΤον 'βίλεττει να ττλησ ιάζη, να ρα από τό κρεββάτι του, τό μένη για λίγο άικίνητος κι’ υ αριστερό του χέρι σφίγγεται στέρα να βγάζη ένα στιλέτ- σέ γροθιά καί χτυπάει σαν καταπέλτης τον Σαμάν στο το... Τδ 'Ελληνόπουλο καί πάλι πρόσωπο. Τό χ|ερι τού Ινδού παρα δεν κινείται. Ανασαίνει βα ρεία, κάνοντας τον εχθρό του λύει, τό στιλέττο πέφτε.στο πάτωμα καί ό ίδιος παραπα νά πιστέψη πώς, κοιμάται τάει δεξιά καί αριστερά σάν καί περιμένει. Θ’ άντιβράση μεθυσμένος. όταν θείλη; αυτός, τήν τελευ Μι,ά δεύτερη καί καλοζυγι ταία στιγμή πού ό θάνατος σμένη πού δέχεται άθά πλησιάζη νά τον άγγίξη,... πό τονγροθιά ψευτο- Χαντέρ τον ^Καΐ ή στιγμή αυτή δεν άρ στέλνει νά κυλιστή στη γω γεϊ νά έρθη, Ό Σαιμάν κάνει νία τού -δωματίου. ένα ιβήμα ακόμη, σηκώνει το — Δολοφόνε! Οροδότ η !, χέρι »μέ τό στιλέττο καί τό τού φωνάζει ό Ταμπάρ καί κατεβάζει μέ άρμη. τον φτύνει. "Αν παρακολουθούσε κα Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ νείς αυτή τή δραμοπική, τή ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ! γεμάτη φρίκη καί θάνατο σκη νή, ποτέ του δεν θά πίστευε ΣΑΜΑΝ σηκώνεται αιρ πώς τό στιλέττο ήταν δυνα γά - αργά καί σταυρώ τόν νά άστοχήση, καί νά μην νει τά χέρια του στο τρυπήση πέρα γιά πέρα τήν στήθος. καρδιά του κοιμισμένου παι —< Τολμάς νά μέ λες δολο διού. Κι’ όμως, τό στιλέττο φόνο καί προδότηι, λέει μέ ψυ έμεινε δέκα πόντους ψηλότερα χρή φωνή κυττάζοιντας κατά από τό στήθος του παιδιού ματα τον Χαντέρ, χωρίς να γιατί τό γέρι, του κινήθηκε φαντάζεται ότι πίσω από τά μέ σιγουριά καί μέ ταχύτητα ψεύτικα χαρακτηριστικά του πιάνοντας σταθερά τό ώπλι- κρύβεται ένα τολμη,'Ρο 1 Ελλη σμένο χέρι τού αντιπάλου του. νόπουλο. ^ Ό Σαμάν γιά γιά στιγμή Ό Ταμπάρ καγχάζει κα)ί τα χάνει. Δεν περιμένει τήν άν έχει τήν έπιθυμίία νά πνίξη τίδρασι τού κοιμισμένου. Τά αυτόν τον άνθρωπο. ατσαλένια του δάχτυλα έτσι — -Είσαι δολοφόνος!, τού όπως τού κρατούν σφιχτά τό φωνάζει μέ περίφρόνησι. Μπή χέρι τον πονούν τροιμερά καί^ κες :στό δωμάτιό μου από τό άχρήνει άθελά του νά τού ξε-1ί -.παράθυρο νά μέ σκοτώσης, όφυγή ιμ ιά πνιχτή κραυγή. Γρή ’' ^πως σκότωσες τον Νί'βα καί
Ο
ΤΑΡΖΑΝ
το Μστα. *Ή μήπως μητή,κες για νά μου πής καλησπέρα; Ό Ινδός χαμογελάει πε ριφρονητικά. — Μπήκα νά σε σκοτώσω, δεν το άρνουμσι, άπαντάει. Λυπάμαι πού δέν κατάψερα αλτ σε στείλω άπόψε στον άλ λο κόσμο. Μά άν άπότυχα ε γώ, δεν θά άποτύχη ό Μπάνα! *Άν γλύτωσες δοτό τό δικό μου στ ιλέττο, δεν θά γλυτώσηις άπό τό δικό του. "Εγουμε όρκιιστή καί οί δυο νά σ’ έκδι κηθούμε γιατί πάτησες τον όρκο σου. — Έγώ πάτησα τον όρκο μου; διαμαρτύρεται ό ψευτοΧαντήρ. —Ναι, επιμένει ό άλλος,. Πιρσχτές που έλειπες άπό το (σπίτι σου. σκοτώθηκε ό Μάτα. Την άλλη- ιμερα σέ είδα έγώ μέ τά μάτια μου νά τρι γυρνάς στη ζούγκλα καί νά περνάς άπό τό ίμερος όπου έχουίμε κρύψει τό θήσοουρό. _— 'Ό,τ.ι κι5 άν πής, λέει τό 1 Ελληνόπουλο., εσύ είσαι ό> προδότης. Μπήκες ή όχι, γιά νά (μέ σκοτώσηις; — Μπήκα γιά νά ζητήσω ιέκδίκηρι, λέει ό άλλος. ΙΓιά μια στιγμή (μένουν α μίλητοι. Ό Ταμπάρ τάχει χα μένα καί δέν ξέρει τί νά σκεψθή καί τΐ νά υπόθεση. Είναι ό Σαμάν δολοφόνος ή όχι; ^Ηρθε νά τον έκδικηθή τον Χαντέρ πού τόν νομίζει προ δότη, ή αυτός είναι ό προδό της; -αφνικά ό Σαμάν τινάζεται 'μπροστά/ παίρνει μιά βουτιά καί άρπαζει τό στ ιλέττο. Ση^
2
ΐ
κώνεται καί άρμάει έναντίόν του * Ελληνόπουλου. Ό Τσμ>πόρ, πού δέν προλαβαίνει νά παρακολούθηση τις κινήσεις του αντιπάλου του, κινδυνεύει άμεσα. Μόλις την τελευταία στιγμή καταφέρνει νά λυγίση τό κορμί του καί ν’ άποφύγη τό στ ιλέττο πού κατεβαίνει μέ ορμή κατεπάνω του. Τό^χτύπηΙμα του Σαμάν α στοχεί ^ καί επιχειρεί πάλι. Τώρα όμως ό Ταμπό,ρ έχει πάρει θεσι και άπακρουει τη δεύτερηι 'έπίθεσι του άντιπάλου του. Του άρπάζει τό χέ ρι, τό στρέφει μέ δύναμι καί ό ^Σ αμάν μουγγίρίζει άγιρια, ά ψήνοντας άπό τά δάχτυλά του τό στ ιλέττο. Καί πάλι οί δυό αντίπαλοι βρίσκονται όρθιοι, κυττάζοντας |μέ μίσος ό ένας τον άλ λο. Ό Ταμττάρ είναι πια βέ βαιος πώς ό άνθρωπος πού έχει άπέναντί' του είναι ό προ δότης. ^αφνικά, όμως, συΐμόαίνει κάτι τό καταπληκτικό κάτι τό απίστευτο. Μιά άκαθόριστη <μορφή προβάλλει ιστό παρά θυρο, δυό χέρα τινάζονται έιμπρος κ ι* ένα στ ιλέττο σκίζει τόν άέρα του δωματίου καί κατεοθύνεται πρός τό κεφάλι του Ταμπόρ! Μόλις τήν τελευταία στι γμή τό Ελληνόπουλο σκύβει καί τό στ ιλέττο περνάει δυό εκατοστά πάνω άπό τό κε φάλι του. Τήν επόμενη στιγυή ή σκιά εξαφανίζεται άπό τό παράθυρο. "Άν ό Ταμπόρ μένει κατά πληκτος γι' αυτό πού συνέβη,
22
ο Σαράν τά έχει κυριολεκτιικά /χαιμείνα. -— "Ωστε..% ώστε δεν είσαι εσύ ό δολοφόνος!, ψελλίζει. Και γώ ήρθα να σέ σκοτώσω νομίζοντας δτι... — Αυτό νόμιζα και γώ για σένα, του απαντάει ό .μεταμψι εσιμένος σέ Χαντέρ, Ταμπόρ. Είχα την έντύποοσι πώς ήσουν ό προδότης καί ό δολοφόνος των άλλων δυο φίλων ιμας... Γ ιά ττέΐντε ίλετττά δεν μιλάει κανείς τους. "Υστερα ό Σ α μάν τινάζεται καί λέει: — Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τώρα ξέρουμε ποιος είναι ό προδότης. — Ποιος; ρωτάει μηχανικά τό ' ΕλΙληνότουλο. — Ποιος άλλος; "Εγώ καί συ δεν είμαστε. Ό Μ'ί.βα καί ό Μάτα άπακλείονται, γιατί
Κτυπάει τό Παιδί των Λύκων μ’ ένα ρόπαλο,
Ο ΜΙΚΡΟΣ
είναι, νεκροί. Δεν μένει παρά ό Μπάνα! —Τί θέλεις νά κάνουμε; τον ρωτάει τό ιΕλλη(νόπσυλο. — Νά τον σκοτώσουμε! — Δεν πρέπει νά βιαστού με, του λέει τώρα ό ψευτοΧα,ντέρ. Πρέπει νάμαστε άπάλυταί βέβαιοι Υιά την ένοιχήι του. λ— Τί άλλη, άπόδειξι ζη τάς, Χαντέρ; ?Ηταν ό μόνος πού θά μπορούσε νά^μάς σκο ~ώιση. "Ή μήπως περ-ίμενες νά έρθουν άπό' τον άλλο κόσμο οί δυο νεκροί γιά νά μάς σκο τώσουν; Εξάλλου, κύτταξε τό στιλέττο. Δεν τό γνωρί ζεις; Είναι τού Μπάνα! — Είσαι βέβαιος; τον ρω τάει ό Ταμπόρ. — Βεβαιότατος. — Πολύ ικαλά. Γύρισε στο σπίτι σου τώρα νά κοιμηθης καί σου υπόσχομαι πώς θ' αναλάβω εγώ τον Μπάνα. Σέ λίγο ό Σαμάν φεύγει. Ύστερα από πέντε λεπτά (μπαίνει στο σπίτι ό Σάντρο. Φαίνεται αναστατωμένος. — Τί συμβαίνει; τον ρω τάει ό Ταμπόρ. — Φοβήθηκα δτι δεν θά ο·5 εύρισκα ζωντανό, τού λέει ό Σάντρο. Παρακολούθησα λί γο ιπιό πριν τό δολοφόνο ό όποιος μέ πήρε είδη σι καίί χτυπώντας με μ5 ένα ρόπαλο μ5 έοριξε αναίσθητο. Ερχό ταν έδώ! —Ποιος ήταν; τόν ρωτάει πεοίιιειογος ό Ταμπόρ. — Ό Σαμάν! — Ό Σαμάν; Όχι, Σάν τρο,, κάποιο λάθος κάνεις. Ό
ΤΑΡΖΑΝ
Σαιμάν δεν /μπορεί νά είναι ό προδότης και δολοφόνος. λ «Και διηγείται στον σύντρο φό του1 τη -σκηνή που ιμείσολάβησε πριν Λίγη ώρα μέσα σ5 αυτό τό δωμάτιο. —Τότε, γιατί μέ χτύπησε; — Ποιος ξέρει, λέει τό Έλ ληνόπούλο. Πάω νά τρελλαθώ μ* αάτη την ύπόθεσι, Σάντρο. Τά πράγματα μάς δείχνουν ^ώρα πώς ό δολοφόνος είναι ο Μπάνα. Θά του ,κάινω σε λι γάκι μια έπίσκεψι γιά νά δού /με τι θά βγή από την ύπόθεσι αυτή. —5 Εγώ τι θά κάνω τώρα; τον ρωτάει ό Σάντρο. — Νά έ!ρθης μαζί με τον Τίπο - Τίπο καί νά κρυφτής έξω άπό τό σπίτι του Μπά να ώσπου νά βγω. Μπορεί νά χρειαστώ τη βοήθεια σας.
23
Ανοίγει λάκκο στη γή γιά νά κρύψουν τον θησαυρό.
Στό μεταξύ, ό Σάντρο μέ τον Τίπο - Τίπο έχουν κρυφτή κοντά στην είσοδο τής έξώπορ ~ας, καί μέ τεντωμένα αυτιά Ο ΑΟΡΑΤΟΣ περιμένουν ν3 ακούσουν καμΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ιμ;ά συνθηματική φωνή τού Ο ΣΠ IΤ \ του Μπάνα εΐ Ταμπόρ γιά νά όρ μ ήσουν μέ ναι καλοκτίΌΐμέ,νο καα σα στό σπίτι. Ό Ταμπόρ μπαίνει στην πνιγμένο ιμέσα σέ ψηλά κουζίνα, ανοίγει μιά πόρτα, δέντρα. Ό Ταιμπόρ μπαίνει εύκολα στό/ν κήπο, πηδώντας βρίσκεται σ3 ένα δωμάτιο καί τον ιμανδρότοιχο καί κάνει μιά άπό κεΐ βγαίνει σ3 ένα χώλ. 3Ανοίγοντας μιά ακόμη πόρτα βόλτα γύρω από τό κτίριο. 01 πόρτες είναι κλειστές καί δεν (μιπαίίνει στήν ικρεββατοκάμαυπάρχει κανείς τρόπος ^ νά ρσ τού σπιτιού. Πάνω^σ3 ένα μπή κανείς ιμέσα, έκτος από φαρδύ κρεβίβιάτι κοιμάται·, ό το φεγγίτη τής κουζίνας όπου Μπάνα... Μέ τό άνοιγμα τής πόρτας πλάϊ του φθάνει· ή κορυφή ε τινάζεται ξαφνικά επάνω καί νός δέντρου. τό δεξ'ι του χέρι χώνεται κά Ό Ταιμπόρ σκαρφαλώνει με ευλυγισία αίλουρου, φθά τω άπό τό πρασκεφάΙλι, σίγου νει στην κορυφή του δέντρου, ρο γιά νά τραβήξη κάποιο πατάει στό πρεβάζι καί^ σέ στιλέττο πού έχει έκεί. — Μείνε ακίνητος, τον α λίγο περνάει τό λεπτό σώμα πειλεί ό Τοημπόρ καί στό δεξί του μέσα άπό τό φεγγίτη,,
Τ
24
του χέρι άστράφτε. ένα στιΑέττο. Τά μάτ ια του Μπάνα γουρ λώνουν στην αρχή,, Δέν άργεΐ όμως ν’ ανάκτηση την ψυχράι .μία του. — Ήρθες να μέ σκοτώσης προδότη; λέει σαρκαστικά. — Ναι, τού1 απαντάει ό ψειυτο- Χαντέρ. 7 Ηρθα νά σέ σκοτώσω προδότη και δολο φόνε των φίλων μας! Ό άλλος τινάζεται σά νά τον άγγιξε ηλεκτρικό ρεύμα. — Τολμάς νά πής έμενα προδότη!, ουρλιάζει. % — Όχι μόνο τολμώ αλλά είμαι 'κοει σίγουρος γι' αυτό, του λέεΐ' ψυχρά τό * Ελληνόπου. Έσύ σκότωσες τους δυο φίλους μας. — Γιαττΐ παίζης αυτή την κωμωδία, Χαντέρ; λέει ειρω νικά ικαι σε χαμηλό τόνο ό Μττάνα. —■ Δεν είναι κωμωδία Μπά να. Βλέπεις αυτό τό στιλέττο που κρατώ; 'Καί λέγοντας αυτά σηκώ νει ψηλά τό στιλέττο καί του τό^δείχνει. Τά πρόσωπο όμως του Μπάνα δέν αλλάζει εκφρασι, ^—λΈ ίλοιπόν; Τ] θέλεις νά πής μ5 αυτό; ρωτάει. —'Γνωρίζεις σέ ποιόν α νήκει αυτό τό στιλέττο; — Σέ ιμένα, απαντάει μέ φυσικότητα ό άλλος. — Ξέρεις ποιος θέλησε νά μέ σκοτώση πριν από λίγη ώρα ιμ’ αυτό τό στιλέττο; —- (Πώς δέν ξέρω! Έγώ! — Έσύ; Πώς άρνεΐσαι, λοι
Ο ΜΙΚΡΟΣ πόν, πώς δέν είσαι ό δολοφό νος; — "Ακούσε, Χαντέρ, λέει ό Μπάνα ικαί )μισσσηκώνεται; στο κρεββάτι του. 7Ηρθα νά σέ σκοτώσω γιατί έχω την πεποίθησι πώς είσαι ό πρσδό της. Την ίδια πεποίθησι έχει καί ό Σαμάν. Όρικιστήκαμε, λοιπόν, πώς πρέπει νά σκοτω θής καί άποφάσισα απόψε νά σέ σκοτώσω. Ό Ταμπόρ τά έχει, έντελώς χαμένα. 5Αντί νά ξεκαθαρίση η ιυπόθεσι μπλέκεται περισσό τερο. — Μου φαίνεται πώς παί ζεις περίφημα κωμωδί'α, του λέει·, ζέρεις πώς την ώρα πού πέταξες τό στιλέττο ήταν στο δωμάτιό μου καί ό Σαμάν; — Ό Σαμάν; τραυλίζει ό Μπάνα. Καί τί ζητούσε; — Μπήικε κι5 αυτός νά μέ ο-κοτώση γιατί μέ νόίμιζε προ δότη- ! -—- Καί... τον σκότωσες; τον ρωτάει μέ άγων ία ό Μπά να. — Όχι. "Ίσως νά τόν σκό τωνα άν δέν ερχόσουν έσύ στο μεταξύ. Πιστέψαμε τότε πώς έσύ ήσουνα ό προδότης. — Όχι!, βιαμσρτυρετοοι ό Μπάνα, δέν ήμουνα εγώ! Έγώ ήρθα νά σ" εκδικηθώ γι ατί σέ νόμιζα προδότη! "Εσύ είσαι ό προδότης! Παίζεις δι πλό παιχνίδι, δολοφόνε! Τό δεξί χέρι του Μπάνα κι νεΐται αστραπιαία καί άρπα ζε ι τό στιλέττο πού κρύβει κάτω από τό προσκέφαλό· του τινάζοντας το προς τό μέρος τού άντιπάλου του, Ό Ταμ*
ΤΑΡΖΑΝ
ττό,ρ μέ ικατστπιληικτ ιική εύλυγισία πέφτει στο χαλί κι5 έ τσι -το στιλέττο βρίΐσκει τον άδειο άέρα και χτυπάει στον άντικρυνό τοίχο. "Ενώ άκάμηι βρίσκεται κάτω το Ελληνό πουλο, μιά κραυγή ψρίικηις άν τη,χιεΐ στο δωμάτιο καί τον κάνει νά τιναχτή απότομα όρ θιος. Μιέ την ττρώτη ματιά ίγου ρίχνει στο κρεββάτι, παγώνει. Ό Μπάνα πλέει μέσα σε ένα ποτάμι αίματος! ένα στιλέττο είναι καρφωμένο ^στό στήιθος του-., προς τό μέρος τής καρδιάς! Τό Ελληνόπουλο σκύβει έ πάνω του καί πιάνει τό σφυ γμό του. Ό Μπάνα είναι νε κρός. (Κάποιος, την ώρα πού αυτός ήταν κάτω, πρόβαλλε στην ανοιχτή πόρτα, τίνα ξε τό στιλέττο του βρίσκον τας τον στόχο του κι5 έγινε α μέσως άφαντος. Ό Ταμπόρ, μέ την ψυχή πλημμυρισμένη, από ταραχή, άπό θλΐψι καί πείσμα, αφήνει τό .δωμάτιο του νεκρού καί ά νοίιγει κάθε πόρτα πού συναν τάει μπροστά του. Ό άγνω στος δολοφόνος δεν βρίσκεται πουθενά. Ανοίγει την εξωτερική πόρ τα καί βγαίνει στον κή'πο. 5Α φήνει ιμιά συνθηματική κραυ γή καΐλώντας τούς φίλους του μά δεν παίρνει άπάντησι. Ό Σάντρο καί ό Τίίπο - Τίπο δεν είναι στις θέσεις τους. Γιατί, άραγε; Μήπως τούς συνέβη) τίποτε; Τό Ελληνόπουλο ψάχνει πί σω άπό τον κορμό κάθε δέν
25
τρου (μήπως είναι κρυμμένος ό δολοφόνος ιμά ό κόπος του είναι μάταιος. Ό κήπος εί ναι έρημος. Ό δολοφόνος έ χει κάνει φτερά. ^ Ποιός όμως είναι ό δολο φόνος; «Ποιος άλλος άπό τον Σα μάν; σκέπτεται ό Ταμπόρ. Μόνο αυτός θά μπορούσε να σκοτώση. ” I σως μάλιστα νά έχη, κάποιο συνένοχο. Μάλ λον αύτό θά συμβαίνη». Κ αί μέ ψυχή πλημμυρισμένη άπό μίσος έκδικήσεως, ξεκινά ε; για νά έπισκεφθή τό στίτ; τού Σαμάν. ΕΝΑΣ ΥΠΟΠΤΟΣ ΙΝΔΟΣ Σ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ^ λίγο πίσω για νά δούμε τί συμβαίνει στον Σάντρο καί στον Τίπο - Τίπο. Για ποιο λόγο άφησαν τήν κρυψώ να τους καί δεν τούς βρήκε ό Ταμπόρ μόλις βγήκε άπό τό σπίτι τού Μπάνα; Καθώς είναι κρυμμένοι πί σω άπό ένα θάμνο, ό Τίπο Τίπο άρχιζει νά διηιγήται τις παλλη|καριές του, νά λέιη, α πίθανα κατορθώματα πού έ χει κάνει στη ζούγκλα,, Ό Σάντρο τον ακούει χαμογε λώντας όταν, ξαφνικά, τινά ζεται λες καί δέχτηκε έναν ξα φνικό μπάτσο. — Τί... τί είναι σαχίμπ; ψελλίζει ό φοβητσιάρης Ιν δός , κ ατακ ίτρ ινας... — "Ενας άνθρωπος βγήκε άπό τό σπίτι τοΰ Μπάνα, λέει ψιθυριστά στον Τίπο - Τίπο. Πώς δεν τον είδαμε τάχα νά
ί6
ό ΜΙΚΡΟΙ
μπαιίνη; "Η -ιμήττοος είχε μπή πριν από τον Ταρπάρ; — "Ας βγήκε, σοςχίμπ, του λέει ό Τίπο - Τίπο. —Πρέπει να τον ακολου θήσουμε, κάνει ό Σ άντρο. Μού φαίνεται πολύ ύποπτος. Είδες πώς τρέχει καί κυττάζει ολό γυρά του; "Έλα μαζί, μου, Τί πο - Τίπο καί προσπάθηισε να μην κάνης βάρυΐβο. Σέ λίγο οί δυο ήρωές μας παρακολουθούν τον ύποπτο 5! νδό προχωρώντας ατούς έ ρημους δρόιμους τής πολιτεί ας. Ό Ινδός, αφού κάνει έ να ρεγάλο κύικλο ιμπαίνει σέ ένα σπίτι, κυττάζοντας πρώ Ό Τίπο - Τίπο ανεβαίνει τις τα μέ προσοχή ολόγυρά του σκάλες τού σπιτιού τρέμσντας. -μήπως τον έχει πάρει κανένας ατό κατόπιν. ,Ευτυχώς πού οί "Όταν έκλεισε ή πόρτα πί ποωές μας πρόλαβαν και κρύ σω του καί πέρασαν μερικά φθηκαν πίίσω από τή γωνιά λεπτά, ό Σάντρο αποφασίζει ^αύ πιο κοντινού σπιτιού κι* νά βγή άπό την κρυψώνα του. έτσι· δεν τούς πήρε εϊδηρΊ. — Θά μπώ στο σπίτι τού Ινδού, λέει στον Τίπο- Τίπο. Θά τον αναγκάσω νά μ-ιλήση καί νά μού πή ποιος είνα^ι καί τί σχέσι- έχει μέ την ύποθεσι τής προδοσίας. "Έλα, μαζί μου, Τίπο - Τίπο. 5 Εσύ θά ίμείνης έξω άπό την πόρτα καί γώ θά μπώ ,μέσα. "Αν δής καί έρχεται κανείς νά μπή μέσα καί νά ιμέ ειδοποίησης. Ό Τδπο - Τίπο, μέ πόδια πού τρέμουν άπό τό φόβο καί μόλις καί μέ τά βίας τον κρα τοΰν όρθιο ακολουθεί τό Σάντρο καί σέ Λίγο ανεβαίνει τις σκάλες τού σπιτιού. Τό Παιδί τώιν Λύκων αφού τού κάνει νόημα νά κρυφτή δίπλα άπό την , πόρτα, την ανοίγει καί Τον παρακολουθεί κρυμμένος πί σω άπό τό δέντρο. μπαίνει μέσα.
ΤΑΡΖΑΝ
Ό διάδρομος είναι φωτι σμένος καί τα παιδί τής ζούγ κλας προχωρεί με προσοχή ώστε να μήν κάνη τον παραίμιικιρδ θόρυβο. ' Σ ε ιμ·ιά στι γμή σταματάει τεντώνει τ’ αυ ,τίά του. Άπδ ένα δωιμάτιο του -βάθους έρχεται ένας άκα θόρ,ιστος θόρυβος. Έκεΐ φαί νεται θά είναι τώ,οα ό Ί/νδός. Πίλη,σιάζει κοντά, πιάνει τό πόμολο κάί τό ανοίγει άπότο μσ; Ό Ινδός πού κάθεται σε <μ·ά καρέκλα, βλέποντας τον απροσδόκητο επισκέπτη του, ξαφνιάζεται. — Τό -Παιδί των Λύκων!, λέει καί ή φωνή του τρέμει ε λαφρά. — Δεν έκανες λάθος,, του λέει ό Σ άντρο. 'Καί συ, ποιος είσαι; — Σ’ ενδιαφέρει νά τό :μά-
27
'Ο Μπουτάτα κατεβαίνει από την καλύβα για τελευταία φορά.
6η.ς; κάνει ό Ινδός παίρνον τας θάρρος, τώρα. — Γιά νά ιμπώ στο σπίτι σου άπρόσκλίητος θά πή δτι ■μ·’ ενδιαφέρει, του απαντάει ό Σάντρο. — Νο,μίζω πώς δεν έχεις δι καίωιμα νά ένοχλής όποιον σου αρέσει. — Ενοχλώ έκε'ίνους πού υποπτεύομαι, του απαντάει αγέρωχα τό Παιδί των Λύ κων. ιΚαϊ σένα σέ υποπτεύο μαι. — ιΓ ι ατί ; -— 'Γιατί βγήκες από τό σπίτι του Μπάνα. — Τόν ξέρεις τον Μπάνα; — ’Έτσι φαίνεται. Τόν^ξέ ρεις καί σύ, όμως, δεν είναι έτσ ι ; Ό Ινδός /μένει γιά λίγο Ό μαχαραγιάς τραβάει £να για σκίεψτκός, με σκοτεινό βλέμ ταγάνι καί όρμάει εναντίον του. μα.
28
^ — Καί τώρα τΐ ζητάς άπό μένα; λέει στο παι|δί. — θέλω νά μου πής ποιος είσαι και τι έκανες τέτοια ώρσ_στό σπίτι του Μπάνα. -αψνικά, ό Ινδός σηκώνε-» τσι, αρπάζει την καρέκλα και την εκσφενδονίζει εναντίον του Σ άντρο. Τό Παιδί των Λύκων ρόλις την τελευταία στιγμή κατορθώνε ι νά παραιμερ ίση κι5 έτσι ή καρέκλα αντί νά τόιν χτυπήση στο κεφάλι, τον χτυ πάει στο δεξί χέ|ρι. Τό χέρι του μουδιάζει και βογγάει από τον πόνο, ωστό σο επιτίθεται εναντίον του 5Ινδού. Ό αντίπαλός του ό μως είναι πονηιρός καί δυνα τός ιμαζί. ’Αντιμετωπίζει ψύ χρα υμα την έπίθεισί. του καί τον χτυπάει, μέ μιά τρομερή γροθιά στο ίδιο ση|μεΤο πού τον χτύπησε ή καρέκλα. Ό πόνος είναι τόσο δυνα τός πού ό Σ άντρο νομίζει πώς θά λιποθυμήση. Τό δεξί του χέρι δεν μπορεί σχεδόν καθό λου νά τό κίνηση. Καί σά νά μην έφθανε αυτό, βλέπει τον αντίπαλό του νά τραβάη, ένα γιαταγάνι καί νά όρμάη εναν τίον του. Τό Παιδί των Λύκων απο φασίζει νά φύγη. "Αν καθήση θά σκοτωθή οπωσδήποτε μιά καί δεν μπορεΐ νά χρησιιμοποι ήση τό χέρι του. 'Βγαίνει από τήν πόρτα, καί από εκεί δια σχίζει γοργά τό διάδρομο. Ό 3 ί νδός τρέχει σάν λυσσασμέ νος ξοπίσω του υψώνοντας τό γιαταγάνι μά ό Σάντρο φθά νει ώς τήν πόρτα καί μέ τήν ταχύτητα πού έχει σκοντά
0 ΜΙΚΡΟΣ
φτει καί κατρακυλάει τις σκά λες ! Ό Τίπο - Τίπο στό μετα ξύ βλέποντας τήν πόρτα ν’ ό νο ί γη δίνει μιά βουτιά, προ σγειώνεται στον κήπο καί κρύ βεται ανάμεσα σέ μερικά λου λουδία. ^ —Μάς φάγανε μπαμπέσ ικα!, ψιθυρίζει κι* υστέρα χά νε ΐ{ τις αισθήσεις του. Ή θέσις του Σ άντρο είναι τραγική. Ό Ινδός, βλέπον τας τον νά ικατρακυλ,άη, στις σκάλες, τις πη,δάει δυο - δυό καί ^τόν φθάνει. Σηκώνει τότε ψηλά τό γιαταγάνι του και τό κατεβάζει μέ δύναμι. Ό Σάν τρο βλέποντας τον θάνατο νά κατεβαίνη μέ όριμή, κάνει μιά απεγνωσμένη κλησι καί κυ λάει στό .πιο ικάτω σκαλοπά τι. Τό γιαταγάνι του 3Ινδού πού δεν συναντάει τοόρα άνθρώπινο σώμα άλλά τό πέτρι νο σκαλοπάτι,, μέ τή δύναμι πού έχει κόβεται στά δύο ! Τό -Παιδί των Λύκων πού συνέρχεται στό (μεταξύ, τινά ζεται επάνω καί πριν ό 3 Ινδός συνέλθηι από τήν έκπληιξί του τού δίνει μιά γερή κεφαλιά καί τον ρίχνει κάτω από τις σκάλες. Πηδάει τότε όπάνω του, τόν φιλοδωρεί μέ μερικές γριθιές καί τόν κάνει νά χάση τις αισθήσεις του. Χωρίς νά χάση καιρό τότε, μπαίνει στό σπίτι, βρίσκει έ να γερό σκοινί καί μ3 αυτό τόν δένει χειροπόδαρα. 3Αφού τόν φιμώνει κατόπιν φωνάζει τόν Τίπο - Τίπο. Ό κωμικός Ινδός προβάλ λει τό κεφάλι του Ανάμεσα ά-
ΤΑΡ2ΑΝ
πό τά λουλούδια. — Μίλησες, σαχίΐμπ; κά νει. — Έλα δώ, του λέει. Θέλω νά μείνης εδώ καί νά φυλάς τον φίλο (μας οπτό δω. Τον έ χω δεμένο για καλό και για κακό... — Κι* αν λυθη και ,μέ φάει μπαμπέσικα; — Νά μην τον άφήσης να λυθή. "Οταν τον βλέπης, καί συνέρχεται νά τον ^ χτυπάς στο κεφάλι για νά χάνη πάλι τις αισθήσεις του. Έγώ θά πάω νά δρω τον Ταιμπόρ καί νά τον ψέρω έδώ. Καί λέγοντας αυτά βγαίνει άπό τον κήπο του μυστηριώ 6ους 3Ινδού ικαί χάνεται μέσα στη νύχτα. 0 ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ
ΤΑΜΠΟ Ρ, , φεύγοντας άπό τό σπίτι τού νε αρού Μπάνα, πηγαίνει νά βρή τόν Σαμάν γιατί τώρα βέβαιος πώς αυτός μο νάχα θά μπορούσε νά τόν σκο τόση. Τον βρίσκει άκόμη· ξύπνιον. Έκεΐινος μόλις βλέπει τόν ψευ το-Χαντέρ νά τόν επισκέπτε ται, τά ..μάτια του λάμπουν παράξενα. — 5 Από που έρχεσαι; τόν ρωτάει. — 3 Από Το σπίτι του Μπά να, του απαντάει ό Τομπόρ. — 3Από του Μ1,πάνα; "Ω στε πήγες, απόψε κιόλας; — Νοά Τι έγινε λοιπόν; —Ό Μπάνα είναι νεκρός.
Ο
19 Ό Σαμάν άνσίγέι διάπλα τα τά μάτια του καί ή^πρώτη τοιυ ικίνησι που ικάνει είναι νά ισψΐξη τό χέρι του έπισκέπτη του. — Μπράβο σου, του λεει. Ό προδότης έπρεπε νά πεθάντι! Πες μου, όμως, τί άκριβώς έγινε; Πώς τόν σκότω σες; — Σου είπα πώς είναι νε κρός, Σαμάν, του απαντάει τό μεταμφιεσμένο παιδί, αλ λά δεν σου είπα πέος τόν σκό τωσα έγώ! Ό Σαμάν φαίνεται γιά μιά στιγμή σά νά μην καταλαβαί νη τό νόημα τών λόγων του. — Δηλαδή, τί θέλεις νά πής; ρωτάει. ^— Θέλω νά πώ, Σαμάν, πώς τόν Μπάνα τόν σκότωσες εσύ, καί πώς έσύ είσαι ό προ δότης καί ό δολοφόνος τών φί λων μας. Ούτε μπάτσο νά^ έτρωγε κατάμουτρα ό Σαμάν, δέν θά είναι ξαφν ιαζόταν έτσ ι. ^— Είσαι τρελλός, Χαντέρ; κάνει. — Δέν είμαι καθόλου τρελλός,^ Σαμάν! Τόν σκότωσες πετώντας του ένα στιλέττο πού τόν πέτυχε στην καρδιά! Καί αυτό έγινε σχεδόν μπρο στά στα μάτια μου. — Είσαι ψεύτης !, ουρλιά ζει ο Σαμάν. Μέ είδες έσύ να πετώ στιλέττο έναντίον τού Μπάνα; — Λεν σέ είδα γιατί εκεί νη τη στιγμή βρισκόμουνα ξά πλωμένος στο πάτωμα. Ποι ος άλλος όμως θά μπορούσε νά τόν σκοτώση, Σαΐμάν;
ίο ΜΙΓίΒϊίΥ·
Ό Ινδός φαίνεται πώς δεν έχει συνελθεί -από ΐήν ταρα χή του και πιάνει τό κεφάλι του μέ τά δυο χέρια. — Υποπτεύεσαι πώς εί μαι εγώ ό προδότης; λέει υ στέρα από λίγιη σιωπή. —- Είμαι (βέβαιος γι" αυτό. Τότε... ποιος πέταξε τό στκλέττο από τό παράθυρο του σπιτιού σου, εναντίον σου, αφού εγώ ήμουνα δίπλα σου; — "Ίσως «κάποιος από ιούς συνενόχους σου. Ό Σαιμάν μένει για λίγο σκεφτ ΐικός. — Και γιατί νά μην κατη γορήσω εγώ εσένα, ότι εσύ είσαι ό προδότης; λέει στο Ελληνόπουλο. — Έμενα δεν μπορείς νά μέ κατηιγορήισηις, Σαμάν, για τι είδες πολύ καλά πώς τό' στιλέττο άγγιξε σχεδόν τό κε φάλι μου κι3 άν δεν προλά-
*0 Σ άντρο χαϊδεύει με συγκίνη* σι τό λύκο.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
βσινα νά σκύψω θά ήμουνα τώ ρα μακαρίτης. Όμολάγησε, λοιπόν την προδοσία σου και τά εγκληματά σου, γιά νά τε λειώνουμε. — Νά ομολογήσω; ουρλι άζει ό^ Σαμάν. Νά πω πώς ε γώ σάς πρόδωσα χωρίς νά σάς έχω προδώσει; "'Ω, τί φο βερό πράγμα είναι αυτό πού μάς συνέβη! Μου φαίνεται πώς θά σκοτωθούμε όλοι χω ρίς νά ξέρουμε ποσς μάς σκοτώνει. Ό Ταμπάρ τά έχει ·κΓ αυ τός χα)μένα, χωρίς όμως νά τό (δείίχνη. "Αναρωτιέται; κι3 αι/τός ποιος θά μπορούσε νά είναι ό προδότης. Τά γεγονό τα κατηγορούν τό Σαμάν μά κάτι τού λέει πώς ό Σαμόα/ είναι αθώος. Ωστόσο εξακο λουθεί νά τον κατηγορή καί μεταχειρίζεται τώρα έναν πο νηρό τρόπο. — "Ακούσε, Σαμάν, τού λέει. "Ο,τι έγινε, έγινε. Τώρα πού μείναμε εμείς ο» δυο στή ζωή, μπορούμε νά ξεθάψουμε τό θησαυρό, να τον μοιραστού >με καί άς πούμε πώς δεν συ νέβη τί<ποτε... Τά μάτια τού Σαμόα/ λάμ πουν άγρια, τώρα. — Χαντέρ, εσύ είσαι λ6 πρρδότης καί ό δολοφόνος των φίλων μας!, λέει καί βγάζει από την τσέπη του ένα πιστό λι. Αυτή τη φορά δεν θά την γλυτώσης, κάθαρμα !λ Θά εκ δικηθώ τον θάνατο των φίλων μας! ίο χέρι του άρχίζει νά πιέζη έπικίνδυνα τη σκανδάλη καί ό Ταμτταρ φοβάται πώς
§1
ΤΑΡΖΑΝ
έφθασε ή τελευτά ία του στι γμή, όταν ξαφνικά άνοίγη, ή πόιρτα κα'ΐ κάνει την έμφάνισί του ό Σάντρο. Ό Σαμάν δΐίστάζει τώρα και 6έν πατάει τή σκανδάλη,. — Ποιος ...ποιος είσαι ε σύ; ρωτάει τον επισκέπτη το-ο. — Είμαι τό Παιδί ^τών Λύ κοον!, απαντάει ό Σάντρο. —Τό Παιδί των Λύκων! κά νει ό Σαμόαν κατάπληκτος. Κοίί τί ζητάς εδώ; —■ Τό ιΠαιδί των Λύκων δέ χτηικε νά μέ βοηιθήση για να άναΐκαλύψαυμε τον προδότη, λέει ό Ταμπόρ. Καί γυρίζοντας προς τό )*έ ρος τού Σάντρο τον ρωτάει άν έχη τίποτε νεώτερο καί γιατί έφυγε από τό σπίτι του Μπάνος, πριν Ιλίίγη ώρα καί δεν έμεινε κρυμμένος όπως εΐ χαν συμφωνήσει. — "Έφυγα γιατί είδα νά βγαίνη, από τό σπίτι ένα ύ ποπτο πρόσωπο, λέει ό Σάν τρο. Τον παρακολούθησα καί τον είδα νά ,μπαίνη σ" ένα σπί τι. Μπήκα καί γώ μέσα καί ινά μή ατά πολυλογώ, τον έθε σα εκτός μάχης καί τόν έχω δεμένο στον κήπο του. Τόν φυλάει ό Τύπο- Τίπό. Υστε ρα ήρθα^ έδώ. Τά μάτια του Ταμπόρ γε μίζουν μια περίεργη λάμψι.. — Τί ώρα βγήκε από τό σπίτι τού Μπάνα ό Ινδός; ρωτάει τόν Σάντρο. ^— Λίγη ώρα μετά την δι κή σου έπίσκεψι. — Μά ...τότε ...τότε αυτός πρέπει νά είναι ό δολοφόνος
*0 Μπουτάτα καμαρώνει περή φανος ντυμένος πολιτικά.
τού Μπάνα! λέει^ ό ^Ταμπόρ γυρνώντας προς τό μέρος τού Σαμάν. Έκεΐνος βάζει τό πιστόλι στη θήκη του καί λέει στον Σάντρο. — Πήγαινε^ μας,, λαιπον, στο μέρος που τόν έχεις δε μένο ! *
*
·*
Σέ λίγο διασχίζουν καί οί τρεΐς τους τούς έρημους δρό μους ικαί φθάνουν στο σπίτι πού ό Σάντρο έχει στον κήπο του δεμένο τόν "Ινδό. ^ — Μά... αυτό ...αυτό είναι, τό σπίτι τού Νιίβα!, τραυλί ζει ό Σαμάν μόλις μπαίνει στον κήπο τού σπιτιού. Είναι το σπίτι τού πρώτου νεκρού φίλου μας! Ό Σάντρο τόν οδηγεί στο δεμένο Ινδό καί ό Σαμάν ύ^ ψώνει τώρα τά χέρια προς τόν ουρανό.
12
— Μεγάλε, Βούδδα!, λέει αυτός είναι ό-Νί6α! Και είναι ζωντανός! Μά.,. πώς γίνεται αυτό! •— Θά στα πώ εγώ πώς γί νεται, Σαιμάν, λέει ό Νί'βα α φού του ιβγάζει τό φίιμωτρο^ό Τσμπάρ. Σκέφθηκα νά σάς σκοτώσω για νά πάρω μόνοι; •μου τό μεγάλο θησαυρό πού έχουμε θαμίμένο στη ζούγκλα. Σκέφτηκα τότε ένα έξυπνο κόλ πο. "Ηπια ένα βοτάνι πού μέ έκανε νά φαίίνουιμαι σά νεκρός και όταν μέ θάψατε βγήκα άρέσως άπό τον τάφο μου. Τά υπόλοιπα τά ξέρετε. Έγώ σκότωσα τό Μάτα και τόν Μπάνα καί θά σκότωνα καί έσάς τούς δυο άν δεν έμπαινε στο δρόιμο .μου τό Παιδί των Λύκων. — Θά σέ σκοτώσω προδό τη !; ουρλιάζει ό Σίοαμάν... — Δεν θά προλάβής. του λέει ό Νίβα. Στο δαχτυλίδι <μου κρύβω ένα δραστικό δηλη τήιριο. Πρόλαβα καί τό ρούφηιξα καί... Δεν μπρρεΐ νά πρόσθεση τί ποτέ άλλο. Είναι πιά νεκρός* Ό Ταμπόρ άποφασίζει τώ ,ρα νά βγάλη τη ριεταμφίεσί του. Ό Σαμάν βλέποντας τον τά χάνει. — "Ωστε... ώστε δεν είσαι ό Χαντέρ; λέει κατάπληκτος, Ό Τ,ορπόρ του διηγείται τότε όλη τήν Ιστορία καί ξε κινούν όλοι τους για τη ζούγ κλα όπου θά βρούνε τόν ά(ληθινό Χαντέρ πού τόν φυ λάνε ή Ζαλάν μέ τό Μπογιάκο καί τό Βάβα...
Ο ΜΙΚΡΟΙ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΧΑΝΤΕΡ μόλις τόν ά φησαν ελεύθερο, ύποσχέ'θηκε στά παιδιά νά τούς κάνη όποιαδηποτε χάρι τού ζητήσουν. — Μπορείς νά μάς στεί* λης στην πατρίδα μας; του λέει γιά ,μιά στιγμή ό Ταρπόρ. Τά ιμάτια του Σάντρο α στράφτουν άπο χαρά. —"Ω, πόσο θάθελα νά πάμε στην Ελλάδα!, λέει στο φί>λο του. λ— "Αν θέλετε νά πάτε θά σ άς βοηθήσω εγώ νά έκπληιρώσετε τήν έπι,θύμία σας, λέει ό Χαντέρ. Σέ λίγες ιμέρες φεΰ νει ένα καράβι γιά τήν Ευ ρώπη καί θά περάσή άττό τόν Πειραιά... Οι δυο φίλοι συζητούν γιά λίγο χαμηλόφωνα κι’ ύστερα καλούν τούς φίλους του^ για νά τούς πούν τήν άποφασί τους. — Μπουτάτα, λέει ό Τά,μπόρ, βαρέθηκα πιά τή ζούγ κλα, θέλω νά γυρίσω στήν πα τρίδα μου. — Μπά σέ καλό σου, τοό λέει ό άράπης, καί δέν γυρί ζεις, ποιος σέ κρατάει; — Κι5 έσυ, Μπουτάτα; / Έγώ... έγώ θά ρείνω εδώ, λέει ό άράπής καί τά μότιά του βουρκώνουν. ’Αφού δέν ,μέ θέλεις κοντά σου, α φέντη... ^ — Καί. ποιος σου είπε πώς δέν σέ θέλω, Μπουτάτα; Σε έχω τόσο συνηθίσει πόύ δέν μπορώ νά ζήσω ούτε ώρα μά κρύα σου.
Ο
33
ΤΑΡΖΑΝ
Ό Τσσυλούφης πού δεν ξέρει πώς νά έκφράση^τή χα ρά του·,, άγικολιαζει τον Τα μ πορ ικοοί όρχ*ίζει τά κλάμα τα. — Καί ό Μπαγιόκο; λέει έπειτα. (Που θά μείνη; ό Μπα γιόκο; — Θά ,μείνω εδώ, μαζί μέ τον Βάβα καί τον Τίπο-Τίπο. — Έίμεΐς οί τρεις θά φά ρε ιμπαμτπείαικα ολον τον κό·σμο!, συμπληρώνει ό ^Τίπο Τίπο καί άγικοαλ ιάζει τον Μπα γιάκο. Μόνο ή Ζολάν δεν λεει λεξι. Τά 'μάτια της βουρκώνουν καί στηρίζεται στον κορμό ε νός δέντρου. Ό Ταΐμπόρ την πλησιάζει καί άκουμπαει τό .χέρι, του στον ώμο της. λ— Ζολάν, έσύ...^ εσύ θά πας στην ’Αιμειρική; τη ρω τάει. Ή ξανθέ ιά κοπέλλα κου νάει άρνητικά τό κεφάλι της. — Τότε... τότε θέλεις νάρ θης ραζί μου; τής λέει. — "Αν με θέλης, Ταμπόρ. — Καί βέβαια σέ θέλω, τής απαντάει ό Ταμπόρ. Ζήοαμε τόσα χρόνια ιμαζί κοί είναι κάπως δύσκολο νά χω ριστούμε:. * * * 'Ύστερα από πέντε ιμέοες ό Σ άντρο, ό Ταμπόρ, ή Ζολάν καί ό Μπουτάτα άποχα^ιρετουν τούς φίλους τους κά τω άπό την καλύβα. Τελευταΐ ος απ’ όλους κατεβαίνει ό
Μπουτάτα γλυστρωντας στο σκοινί. Είναι συγκινητική ή στι γμή πού άποχ α ιρετ ιούντα ι ή Αεϊλά ιμέ τό Σ άντρο. —” Ποίός ξέρει, τής λέει ίσως νά. συναντηθούμε ξανά. Ή Λεϊλά σκουπίζει τά Ξα κουσμένα μάτια της καί ό Σάντοο άποχαιιρετάει τον άδελφό του τό λύκο, χαϊδεύοντάς του τό κεφάλι. Ζολάν άγκολιάζει τη Λείλά καί τά άλλα παιδιά άγ καλ ιάζει τό ένα τό άλλο. , — Γειά σου, Μπαγιόκο!, λέει ό Μπουτάτα. "Ελα νά σου δώσω μ ιά γερή κεφαλιά γιά νά 'μέ θυμάσαι. Καί λέγοντας αυτά του δί^νει ξαφνικά ιμιά κεφαλιά, την τελευταία, πού στέλνει τρν Μπαγιόκο νά πέση άνάσκελα πέντε μέτρα ιμακρυά! Ό Χαντέρ πού βρίσκεται (μαζί τους τους όδηγεί ώς τό σπίτι του, τούς δίνει ρούχα νά ντυθούν καί τούς πηγαί νει ώς τό καράβι. Σέ λίγο τό καράβι σηκώνει άγκυρα κάί οι δυό ήρωές μας 'μέ τή Ζολάν άποχαιοετουν μέ τά μαντήλια τους τις ^Ιν δίες. °Όσο γιά τό Μπουτάτα, στέκεται στήν κουποΰστή πε ρήφανος γιά τό κοστούμι του. "Επειδή όμως δέν θέλει νά τσαλακώση; τό τσουλούφι του, ανοίγει μια τρύπα στο καπελλο και το βγάζει εξω!
Τ Ε Α 0 I Π. ΣΤΡΑΤΙ Κ Η Σ
Αποκλείω ικέτης: Γεν. Έκβοτικα! Επιχειρήσεις 0. Ε.
ΜΙΚΡΟΣ
ΤΑΡΖΑΝ
ΥΑΑΑ Α Α ΑΑ Α ΑΑ ΑΑ Α
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Γρ.: Λέκκα 22—"Έτος Ιον—Τόμος 5ος—Άρ. 40—Αρ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρας,Στρ.Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ>ντής Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προΐστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι.
ΊΡόΊ5ΊΪ1Γ6Ί5^όΊΠΓ1Γ6ΊΓ6~'ί^15^_δ1Ρό1Γ51Γδ-ύ~^^(51Γδ~δ1ί
οΟο ο ο ο
ο ο ο ο ο ΙΟ
ο ο ο ο >ο
Έτοιιμιαστήτε ολοι νά ύττοδεχθήτε την ερχόμενη Παρα σκευή τό άριστουργηματικώτερο ανάγνωσμα ζούγκλας που έχει δημοσιευθή ποτέ, τον
Μ Λ Λ Τό πρώτο τεύχος του καταπληκτικοί) αυτοί) ανάγνωσματος δημοσιεύει μίαν αυτοτελή περιπέτεια μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Είναι μια περιπέτεια γεμάτη δράσι, αγωνία και άφθονα σπαρταριστά έπεισόδια μέ τους δύο κωμικούς ήρωες, την Χουλα καί τον Χούπ! Δεν πρέπει κανείς νά χάση τό πρώτο ^ τεύχος πού προ βλέπετε νά έξαντληθή την πρώτη κιόλας ημέρα!
® '
£.0·Γ ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΓΓ+Ρ! . ΑΑ! ΤΟ Τ1ΛΜΡΡ11Α ΤΥΛ/εΡΛ&ΤΛ! βη'ΤΗ ΜΑΡΚΡΙΗ.
Φτηεηηε χι’οηβειτο ΦΕΓΓΑΡΙ,
ηβι βριεηογηε
τον
ΖΑε £ΥΧΑΡΙίΤΡ ΓΗΪ/νΟ! ! ΠΙΓΟ αχο· μα και θα 6/χη
βζΡηππο
ΜΑ! · ΛΑΡίε θΑ-εβε ε/χοαεγεβ ιτη /ή ετιε οακηεε που μαζ £ΔΡ η*/ Μετρ ΘΑ εεε ακακαρυΓ/ρ/έρ ετοχ ΠΡΑ/ΥΗΤΗ <ΡΑΜ£ ΤΡ ΜΎΙΤΙΜΡ ΠΑ ετ>ηιζ? /ίβηο/ρ τη α<ρ πλαχηΗ6ΡΑ ΜΑΗΡε εη/ε/ίεγβΗτε.
ιεηοε.