Η Νυχτερίδα

Page 1


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-082-7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ V 71 Ο

Άγκάθας Κρίστι (Μετάφρασις

Δ.

Σ.)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΟΙ Βιασήμου “σταθμό

έκδόσεις

μας

συγγραφέως στήν

που

αρχίζουν

αστυνομικών

ιστορία

των

μ* ένα από τα μυθιστορημάτων

εκδόσεων

αστυνομικών

αριστουργημαιτικώτερα Άγκάθοβς

καί

έργα

τής

Κρίστι, αποτελούν ενα

περιπετειωδών

αναγνωσμάτων

στην Ελλάδα. Τά αφελή

αναγνώσματα,

©που 6

ήρως

πηδά

αϊτό δέκα ποπώματα καί

γκρεμίζε­

ται μέ τδ αυτοκίνητό του από ύψος έ&οςτό μέτρων, χωρίς νά πάθη απολύτως τίποτα, ή όπου μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα γριά σέ. . .

σκυλί, ©πως στα. παραμύθια,

βολή για τή νοημοσύνη τού Τά ριπέτεια,

μεταμφιέζεται ατό γίγαντα σέ. . .

αναγνώσματα γεμάτα

τον συγχρόνως

μας,

γριά κι* άπδ

είναι πια απηρχαιωμένα καί αποτελεί προσ­

Ελληνικού κοινού ή δημοσίευσίς τους! απεναντίας,

αινίγματα

που

είναι

ακονίζουν

καί συγκινώντας τον.

γεμάτα το

γνήσια

μυαλό

τού

καί

συναρπαστική

αναγνώστου,

πε­

τέρποντάς

Ικανοποιούν οχι μόνο τά παιδιά των δεκαπέντε

χρόνων, αλλά καί τους ώριμους ανθρώπους, καί αποτελούν άναφυχη γιά τόν κουρασμέ­ νο επιστήμονα,

υπάλληλο καί

Καί — ΤΟ φθοράς!

Δεν

εργάτη.

ΚΥΡΙΩΤΕΡΟ— τά

ηρωοποιούν

καί

αναγνώσματα δεν

μας

δεν

έξ,ιδανικεύ ο

είναι

αναγνώσματα

δια­

υ

τό έγκλημα,

αλλά

ν

εμπνέουν την ύπακοή στον νόμο, την άφοσίωσι στο δίκαιο καί την αύτρθυσία! ΕΥμεθσ βέβαιοι αποκτώντας έτσι

οτι

τό

Ελληνικό

κοινό

βά

ύποδεχθή

μιά θαυμασία βιβλιοθήκη από τά

εύμενώς

τίς

έκδόσεις

καλύτερα αστυνομικά

καί

περιπε­

τειώδη έργα δλου τού κόσμου. «Η

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ "Ενα ακόμα αριστούργημα τής

παγκοσμίου αστυνομικής

φιλολογίας.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ "Ενα έργο μέ συναρπαστική πλοκή, που εκτυλίσσεται μέ­ σα σέ μιαν ηλεκτρισμένη και αλλόκοτη ατμόσφαιρα μυστηρίου, ' ©που τίθεται αδιάκοπα στον αναγνώστη τό μεγάλο ερώτημα: -—Ποιος είναι.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ; ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ από ένα βιβλίο των εκδόσεων «■'ε Η

Νυχτερίδα»

μοίς,


ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1

Ο ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ ΞΕΝΟΣ ου φαίνεται πώς

Μ

τα -πρώτο πού πρέπει νά κανό,

είναι

νά συ-

στηθώ:

Τ5 όνομά

μου ε'ναι

’Άλεκ Χάστιγκς. Ταγματάρχης

Χάστιγκς,

άν

και ό πιο μεγάλος τίτλος μου οίνοι» ώρισμένως πώς είμαι φίλος, ό πιο στενός

φίλος

και παλιός

συνεργάτης

μικού δαιμόνιου όλων τών εποχών:

του

πιο

καταπληκτικού

αστυνο­

Εννοώ τον Ηρακλή Πουαρό. "Υστε­

ρα από τον πόλεμο, είχα έγκατασταθή ιμέ τή γυναίκα μου στη Νότια Αμερική, στην Αργεντινή, όπου αγόρασα; ένα ράντς, που είχα αποφα­ σίσει

νά άξιοποιήσω

πάρω οπόψασι

μόνος

μου.

"Έτσι

πέρασαν

αρκετά χρόνια, πριν

νά ξσναγυρίσω στην, Ευρώπη. Τέλος, ξαφνικά,

σε μιά δυνατή επιθυμία νά ξαναδώ τους Λευκούς

μ’ έπιά­

Βράχους τού Ντόβερ,

την ομίχλη τού Λονδίνου/ τους παλιούς φίλους, και κυρίως τό μακρου­ λό κεφάλι και τά πράσινα μάτια του φίλου μου "Ηρακλή Πουαρό. "Ετσι, λοιπόν, έδωσα στον έαυτόν

μου άδεια λίγων μηνών, αποχαιρέ­

τισα την γυναίκα μου καί διέσχισα τον ωκεανό. Κάθησα δυο μέρες στο Παρίσι, γιά νά κανονίσω κάποιες δουλειές, καί ξεκίνησα γιά τό Λονδίνο — την πατρίδα μου! Ο πρώτος άνθρωπος που θά συναντούσα, 6ά ήταν φυσικά ό "Ηρακλής Πουαρό. Σκόπευα να μήν τον ειδοποιήσω γιά την άφιξί’ μου· καί διασκέδαζα πολύ στο πλοίο, μέ τό όποιο διέσχιζα την Μάγχη, μέ τό νά φαντάζω μαι την χαρά καί την έκπληξί του, όταν θά μ’ έβλεπε ξαφνικά μπροστά του. "Ημουν σχε­ δόν αβέβαιος πώς θά τον έβρισκα στό σπίτι του. Εΐχε περάσει πιά ό και­ ρός πού οι υποθέσεις του τον έκαναν νά ταξιδεύει από την μιά άκρη τής Αγγλίας

στην άλλη.

Τώρα ήταν διάσημος,

καί αρκετά πλούσιος. Δεν

αφιέρωνε πιά ποτέ όλον τον καιρό του σέ μιάν ύπόθεσι. Είχε κατορθώ­ σει

νά είναι ένα είδος «συμβουλευτικού αστυνομικού» ένας εδος «ειδι­

κού» τού εγκλήματος, όπως π.χ. είναι «ειδικός» ένας καλός ψυχίατρος. Πάντα κοροΐδευε την λαική άντίληψι πού φανταζόταν τον αστυνομικό νά κυνηγάη

τούς

εγκληματίες

μεταμφιεσμένος

καί

αγνώριστος,

μετρώντας

όλα τ’ αποτυπώματα πού θάβρισκε. —"Οχι άγαπητέμου Χάστιγκς!

συνήθιζε νά μου λέη. "Ο "Ηρακλής

Πουαρό* έχει τούς δικούς του τρόπους: Τάξις καί μεθοδικότης καί «φαιά ουσία»,

φυσικά.

Χωρίς

αυτήν

δέ γίνεται

τίποτε.

"Ο

καλός

ντέτεκτιβ,

στρογγυλοκαθισμένος στήν πολυθρόνα του, μπορεί ν’ άνακαλύπΤη διάφο­ ρες μικρολεπτομέρειες, πού ο! άλλοι δεν τούς έδωσαν σημασία, καί νά όδηγήται κατευθείαν στή Αυσι! "Οχι!

Δεν υπήρχε φόβος νά μή βρώ τόν Πουαρό σπίτι του. "Οταν

λοιπόν έφτασα στό Λονδίνο, έστειλα τές αποσκευές μου σ’ ένα ξενοδο­ χείο, μπήκα σ’ ένα ταξί καί έδωσα στον οδηγό τήν παλιά γνωστή διεύ-


βυνσι. Πόσες αναμνήσεις δεν μοΰ έφερε τό παλ,ιό σπίτι!

Σχεδόν δεν εί­

χα την υπομονή νά σταματήσω για νά χαιρετήσω τή γριά στπτονοικοκυρά μου (γιατί είχα κάποτε κατοικήσει στο σπίτι τού Ηρακλή)» άλλα άνέβηκα γρήγορα - γρήγορα τή σκάλα καί χτύπησα στην πόρτα του Που©ορό. —Εμπρός! ακούστηκε ή γνωστή φωνή. Μπήκα μέσα. 'Ο Πουαρό μέ κοίταξε ιμέ ανοιχτό τό στόμα. Στο χέ­ ρι κρατούσε μια μικρή βαλίτσα; που τήν άφηίσε νά πέση στο πάτωμα όταν μέ είδε. < —Ό φίλος μου 6 Χάστιγκς!

' φώναξε. 'Ο φίλος μου 6 Χάστιγκς.

Καί όρμώντας μέ άίρπαξε καί μέ φίλησε. Αρχίσαμε νά γελάμε, νά ρωτάμε ο ένας τόν άλλον καί ν’ απαντά­ με κι1 οί δυό μαζί» δπως κάνουν οϊ παλιοί φίλοι όταν συναντιώνται υστέ­ ρα από πολυν καιρό. — Είναι νοικιασμένο τό δωμάτιό μου;

ρώτησα τόν Πουαρό.

Γιατί

πολύ 9ά ήθελα νά κατοικήσω στό παλιό μου δωμάτιο, στο ίδιο σπίτι μέ σένα, δπως στά νιάτα μας! Τό πρόσωπο του Ηρακλή Πουαρό ξαφνικά σκοτείνιασε. — θεέ μου! Τί κακοτυχ ία, φίλε μου! Τί φοβερή κακοτυχ ία!

Γιά

κοίταξε γύρω σου! Κοίταξα γύρω

μου, καί

τότε γιά πρώτη φορά πρόσεξα τίς απο­

σκευές πού ήταν σωριασμένες σέ μια γωνιά του δωματίου: ένα; προ­ ϊστορικό μπαούλο, δυο παμπάλαιες βαλίτσες, ένας σάκκος, κ.λ.π. Καί τότε φυσικά κατάλαβα τί σήμαιναιν όλ’ αυτά.'

λ

— Φεύγε ι ς ' Η ρακλή ; — Ναί. — Μακρυά; — Γιά τή Νότιο Αμερική! — Πώς; — Ναί! Είδες τί είρωνία; Φεύγω γιά τό Ρίο. Κι’ έλεγα στον έαυτό μου: «Δέν θά γράψω τίποτε στον Χάστιγκς. Φαντάσου τήν έκπληξι καί τή χαρά του νά μέ δή ξαφνικά μπροστά του». — Καί πότε φεύγεις; 'Ο Πουαρό κοίταξε τό ρολόι του.

— Σέ μιά ώρα! είπε. — Νόμιζα πώς τίποτε δέν θά μπορούσε νά σέ κάνη ν’ άποφασίσης ένα τόσο μεγάλο θαλάσσιο ταξίδι, είπα. 'Ο Πουαρό έκλεισε τά μάτια καί ρίγησε. — Μή μού μιλάς γι’ αυτό, καλέ μου φίλε!» είπε. 'Ο γιατρός μου μέ βεβαίωσε πώς δέν πεθαίνει κανείς από αυτό — κι’ επειτα Θά ε^ναι μόνο γιά μιά φορά. Γ ιατί ποτέ, ποτέ, δέν θά ξαινάβρω φυσικά τό κου­ ράγιο νά ξαναγυρίσω στην

Ευρώπη!

Μ’ έσπρωξε σέ μιά καρέκλα. — Κάθησε νά σου έξηγήσω πώς πήρα αυτήν τήν άπόφασί!,

μου

είπε. Ξέρεις ποιος είναι ό πιο πλούσιος άνθρωποςι τού κόσμου, πιο πλούσιος κι’ από τόν Ροκφέλλερ, κΐ’ από τόν ΡότσιΑδ κι’ από τόν Ζαχάρωφ: Είναι ό Αΐημπ Ρά^λαντ! — 'Ο

Αμερικανός «Βασιλεύς τού Σάπωνσς»;

—Ακριβώς. Αλλά είναι Βασιλεύς καί πολλών άλλων βιομηχανιών,

I

6

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


που ούτε καν τΙς υποπτεύεσαι. Λοιπόν, εδώ και λίγες μέρες, πλησίασε ένας γραμματεύς του καί μου ζήτησε νά διευκρινίσω μια πολύ μπερδε­ μένη ύπόθεσι, πού έχει σχέσι

με την παγκόσμια παραγωγή τού χάλυ­

βας. Του εξήγησα πώς αν μου έδινιε1 δλα τά στοιχεία, μπορούσα νά τού δώσω την γνώμη μου, χωρίς νά πάω στο Ρίο. Έπέμεινε δμως πώς αυ­ τό δεν μπορεί νά γίνη· κΓ έτσι, μια καί μου πρόσφερε μιά σωστή πε­ ριουσία, γιά πρώτη φορά στή ζωή μου αποφάσισα νά κάνω κι* εγώ κάτι για χρήματα. Έξ άλλου ήταν κι5 ένας άλλος πειρασμός: έσυ, αγαπη­ τέ μου φίλε. Γιατί αυτόν τόν ένάμισυ χρόνο, ένοιωσα πολύ τή μοναξιά μου. Γι* αυτό συλλογίστηκα:

αρκετά έχω έργαστή. "Έλυσα πολλά άλυ­

τα προβλήματα ως τώρα. "Έχω αποκτήσει αρκετή

φήμη.

’Άς

κερδίσω

λοιπόν τώρα αυτά τά χρήματα καί έπειτα άς έγκατασταθώ κάπου κοντά στο φίλο μου τόν Χάστιγκς. — Που νάξερες ότι τήν ίδια στιγμή εγώ ταξίδευα γιά νά σέ συ­ ναντήσω ! — Δεν τόξειρα.

ι Καί γι* αυτό έδωσα τό λόγο

μου. Τώρα, σέ μιά

ώρα, πρέπει νά πάρω τό τραίνο γιά νά προφτάσω τό βαπόρι. Είναι κι* αυτό μιά από τις μικρές είρωνίες τής ζωής. ’Άν ύπστεθή ότι δέν μου προσέφεραν ένα τόσο φανταΐστικό ποσό, θ’ άφηνα αυτήν τήν ύπόθεσι ώρισμένως- γιατί έχω καί κάποια άλλη δική μου ύπόθεσι, πού μέ απα­ σχολεί τελευταία. Δέν μου λές, τί ακριβώς σημαίνει- «Όί Τέσσερις Με­ γάλοι;» — Δέν διαβάζεις εφημερίδες; του εΐΐπα. —"Όχι... Δέν πρόκειται γιά πολιτικούς. Είναι άλλη ύπόθεσις. Κα­ τά πάσαν πιθανότητα αυτοί οί «Τέσσερις Μεγάλοι» είναι αρχηγοί κά­ ποιας διεθνούς σπείρας κακοποιών μέ τεράστια δύναμι. Μόνο... — Μόνο τί;

ρώτησα βλέποντας τον νά διστάζη.

— Μόνο πού μαντεύω πώς πρόκειται γιά μιά καταπληκτικά οργα­ νωμένη ύπόθεσι, πού μπορεί νά προκαλέση διεθνείς περιπλοκές, ακόμα κι" έναν καινούργιο πόλεμο... — Τόσο πολύ; — Τόσο πολύ! — Μή φύγης! παρακάλεσα.

Μείνε μαζί

μου όσον καιρό θά

μείνω

στό Λονδίνο. Ό Πουαρό μέ κοίταξε μέ βλέμμα κάπως έπιτιμητικό. — Α! Αυτό μέ συμβουλεύεης; μου εΐπε. Δέν σου εξήγησα: ττώς έχω δώση τό λόγο μου; Τό λόγο του 'Ηρσκλή Πουαρό! .Μόνο ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου θά μπορούσε νά μέ κάνη ν’ αποφασίσω νά μείνω! — Αυτό είναι κάπως δύσκολο νά συμβή τώρα, ψιθύρισα, άν καί κα­ νείς ποτέ δέν ξέρει: τήν ένδεκάτη ώρα ή πόρτα ανοίγει καί ό Απρόσ­ κλητος Ξένος μπαίνει μέσα. Απρόσκλητο Ξένο ώνομάζαμε μέ τόν Πουαρό τόν απροσδόκητο θά­ νατο...

' φ ψ * ******

Λ^έν είχα

καλά καλά

τελειώσει τή

φράσι μου,

όταν από μέσα άκου·3

στηκε ένας σιγανός θόρυβος. — Τί νάναι αυτό; "Ακόυσες; ρώτησα τόν Πουαρό σιγά.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

7


— ΜΑ ΡΟΓί, έκανε ό Πουαρό, φαίνεται πώς ό «"Απρόσκλητος Ξέ­ νος» σου είναι κιόλας στην καμαρά μου! — Μά πώς μπόρεσε νά μπή; Δεν υπάρχει

άλλη πόρτα ττρός την

χρΙεββατοκάμαρά σου/ εκτός απ’ αυτήν, σ’ αυτό έ5ώ τό δωμάτιο! — Πολύ ορθός συλλογισμός.

Και σέ συγχαίρω και για 'τή γνώμη

σου, Χάστιγκς. Πάντως, πρέπει νά ύπάρχη κάποιος τρόπος! — Λες νά μπήκε από τό παράθυρο; Τότε πρέπει νά είναι κανένας διαρρήκτης. Είναι τόσα ψηλά τό παράθυρο, που θά πρέπη νά κινδύνεψε νά σπάση τά κόκκαλά του άπειρες φορές. Σηκώθηκα καί διευθύνθηκα στην πόρτα γιά νά την ανοίξω, όταν είδα πώς τό χερούλι τής πόρτας γύριζε κι* αυτό μέ σταμάτησε. Η πόρ­ τα άνοιξε σιγά σιγά... "Οταν άνοιξε εντελώς, είδαμε έναν άνθρωπο όρ­ θιο πού κρατούσε ακόμα τό χερούλι. ? Ητοον γεμάτος λάσπες, από την κορυφή ώς τά πόδια. Τό πρόσωπό του ήταν αδύνατο καί βασανισμένο. Μάς

κοίταξε λίγες

στιγμές ακίνητος, κι έπειτα παραπάτησε «ι' έπεσε

χάμω. '0 Πουαρό έτρεξε κοντά του καί, γονατίζοντας πλάι του, μού φώ­ ναξε: — Κ ο νι άκ! Γ ρή γ οροο! Τού έφερα γρήγορα ένα ποτήρι. '0 γες σταγόνες

Πουαρό κατάφερε νά χύση λί­

στο στόμα τού λιπσθυμισμένσυ ανθρώπου κι’ έπειτα τον

σηκώσαμε μαζί καί τόν ξαπλώσαμε στό ντι·6άνι. Σέ λίγα λεπτά άνοιξε τά μάτια του καί κοίταξε γύρω του μέ θολό άδειο βλέμμα. —- Τί θέλετε, κύριε, από μένα; ρώτησε ό Πουαρό. I 4Ο άνθρωπος άνοιξε τό στόμα του καί πρόφερε μέ μια παράξενη, μηχανική φωνή: — Κύριος

Ηρακλής

Πουαρό. Ραρραγουαίη

Στρήτ 14.

— Ναί. Έγώ είμαι! 'Ο άνθρωπος δέν φάνηκε νά κατάλαβε.. Γι’ αυτό έπανέλαβε: — Κύριος Ηρακλής Πσυαίρό. Ραρραγουαίη Στρήτ 14. *0 Ηρακλής πολύ υπομονετικά άρχισε νά τον ρωτάη. Ο

άνθρωπος δέν

καταλάβαινε.

Κάπου

κάπου

επαναλάμβαν®

την

ίδια Φράσι. "Ο Πουαρό μού ένευσε νά πάρω τό τηλέφωνο. — Κάλεσε τόν δόκτορα Ρίτγουαίη, μού είπε καί πες του νά έλθη αμέσως! Ευτυχώς ό γιατρός ήταν σπίτι του καί, καθώς έμενε στη γειτο­ νιά,/ δέν άργησε νάρθή. Έξητασε τόν άρρωστό μας ιμέ μεγάλη προ­ σοχή

καί

κούνησε τό

κεφάλι

του.

— Παρόξενη περίπτωσις!, είπε. —* Εγ ιοε φ αλ ι κ ό ς πυρετός; ρ ώτησ α. Ο γιατρός μου έρριξε μιάν άγρια ματιά. — Δέν υπάρχει εγκεφαλικός πυρετός!, φώναξε.

Αύτό

είναι

έφεύ-

ρρσις τών διηγηματογράφων. 4Ο άνθρωπος ύπέστη έναν ψυχικό κλονι­ σμό. ^Ηρθε εδώ μέ μιάν έμμονη ιδέα: νά βρή τόν ^Ηρακλή Πουαρό στήν Ραρραγουαίη

14 — καί τώρα εξακολουθεί νά έπαναλαμβάνη μηχα­

νικά αυτή τήν διεύθυνσι, χωρίς νά καταλαβαίνη τί σημαίνει. — Βρίσκεται σέ αφασία; ρώτησα ξανά. 'Ο γιατρός δέν μέ κοίταξε άγρια αυτή τήν φορά, αλλά ούτε καί ίμΰυ έδωσε άπάντησι. "Εβγαλε από τήν τσέπη του ένα χαρτί ίκι5 ένα μολύβι καί τά έδωσε στον άγνωστο.

δ

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


— Νά δούμε τι θα κάνη μ" αυτά!, είπε. 'Ο άνθρωπος τη|ρ€ το «μολύβι, έβαλε μπροστά του το χαρτί και,

I

για μερικά λεπτά» τό κοίταζε σαν νά μήν μπορούσε να πσρη μιαν αποφασι. Στα τελευταία άρχισε νά γράφη πολύ γρήγορα και για πολλήν ώρα. "Οταν άφησε άπδ τά χέρια του τδ χαρτί, ρίξαμε μια ματιά, καί είδαμε μέ άπογοήτεοσι πώς είχε γεμίσει τη σελίδα με τον αριθμό 4. Τί* ποτ’ άλλο. — Είναι μία ενδιαφέρουσα περίπτωσις, μάς είπε ό γιατρός. Μπο­ ρείτε νά τον -κρατήσετε εδώ ώς τδ απόγευμα; Τώρα πρέπει νά φύγω για τδ νοσοκομείο. Τδ απόγευμα: .όμως θά ξα^απεράσω καί θά φροντί­ σω νά τοποθετηθή κάπου, δπου θάναι καλά. . . Εξήγησα στον γιατρό ότι·. δ Πουαρό θά έφευγε

καί

ότι σκόπευε

νά τδν συνοδεύσω ώς τδ Σάσυθαμπτσν. — Πολύ καλά, είπε ό γιατρός. Αφήστε τον έδώ καί θά ιδν φροντίσω εγώ. Φαίνεται τόσο έξηντλημένος, που θά -κοι-μηβη γιά οκτώ τούλάχιστοιν

ώρες.,

θά

συνεν νοηθώ

Πουαρό. Ο γιατρός έφυγε/

σχετικά

μέ

τήν

καί μείναμε μόνοι

σπιτονοικοκυρά

μέ τδν

σου,

άγνωστο.

— Πώς περνάει ή ώρα!, φώναξε 6 Πουαρό. Λοιπόν, Χάστιγκς. δεν πιστεύω νά λές τώρα ότι σέ άφησα χωρίς δουλειά! Νά που μάς έπεσε αυτός δ άνθρωπος άπδ τδν ουρανό. Ποιος είναι; Πουθε έρχεται; Τί μέ θέλει; "Ενα πλήθος ερωτηματικά χωρίς άπάντησι. Διάβολε! Θάδινα δυδ χρόνια άπδ τή ζωή μου νάφευγε τδ βαπόρι αύριο καί όχι. σή­ μερα. Διαισθάνομαι πώς αυτός δ άνθρωπος μάς φέρνει κάτι πολύ ένδιαφέρον. 5Αλλά έχομε ανάγκη άπδ χρόνο. . . άπδ χρόνο. · . Πού ξέρεις! Μπορεί νά περάσουν εβδομάδες, μήνες πριν να κατορθώση νά μιλήση καθαρά· — Θά

βάλω τά

δυνατά

μου, Πουοΰρό,

νά σέ

αναπληρώσω έπα-

ξίως. . . — Χμ . . . Ναί . · . Ναί . . . Βέβαια . . . “Ήξερα πώς ό Πουαρό δεν είχε καί τόση εμπιστοσύνη νομικές ιμου ικανότητες, "Αλλαξα λοιπόν κουβέντα. — ’Άν έγραφα μϋάν ιστορία, είπα- γιά νά πώ συνεδύαζα τδν αριθμό 4 πού έγραψε ό άγνωστος

στίς αστυ­

απλώς -κάτι, θά

μέ αυτά πού μέ ρω­

τούσες πριν καί,θά τήν ονόμαζα «οί Τέσσερις Μεγάλοι»· . . Καί ξαφνικά τινάχτηκα άπδ τή θέσιμου, γιατί ό άρρωστός

μας

συνήλθε ξαφνικά άπδ τήν απάθεια του, άνακάθη-σε στο ντιβάνι. καί πρόφερε δυνατά καί καθαρά: —'Ο Λί Τσάν Γιεν! Είχε ύφος ανθρώπου πού μόλις βγήκε άπδ βαθύ ΰπν©; Ό Πουαρό μου ένευσε νά μην τδν διακόψω. 'Ο άνθρωπος εξακο­ λούθησε νά μιλά. Τόσο καθαρά καί γρήγορα, σά νά διάβαζε αύτά πού έλεγε άπδ χειρόγραφο, —'Ο Λί Τσάν Γιεν είναι δ διευθύνω** νους:. έγκέφαλα τών

Τεσσάρων

του οργανισμού.

Μεγάλων.

Είναι

Τδν έχω λοιπόν όναμάση

ή

"Αντιπροσωπεύει τδν

κινητήριος

άριθμόν

δύναμίς

"Ενα.

'Ο

όλου

άριθμδς

Δύο σπάνια άναφέρεται μέ τ’ όνομά του. Τδν αναφέρουν μέ ένα 8 που τδ κόβουν δυδ γραμμές. Είναι τδ σήμα τού δολλοορίου.

Είναι "Αμερι­

κανός καί αντιπροσωπεύει τή δυναμι τού χρήματος. Δέν υπάρχει αμφι­ βολία πώς ό αριθμός Τρία είναι μια γυναίκα καί ότι είναι Γαλλίδα.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ1 ΤΕΣΣΑΡΩΝ

9


Μπορεί νά ιε^ναι καμιμιά γυναίκα του ήμικόσμου, αλλά μπορεί νά είναι ναι καμμιά κυρία τής αριστοκρατίας. Ποιος ξέρει; Ποιος μπρρεΐ να ξέρη; "Οσο για τον αριθμό Τέσσαρα . . . Ή φωνή του χαμήλωσε κι* έσπασε. 'Ο Πουαρό έσκυψε ως τα χείίλη του. — Ναί Μια

. . ., ρώτησε γρήγορα. 'Ο αριθμός Τέσσερα;

ανείπωτη

φρίκη

φάνηκε

στα χαρακτηριστικό:

του

άγνωστου.

Τά χείλη του ψιθύρισαν σιγά: —'Ο Τέταρτος είναι ό ττιό τρομερός!

'Ο Τέταρτος είναι ό «Χα­

λαστής)». Μ5 ένα σπασμωδικό κίνημα/ έπεσε πίσω κι* έμεινε ακίνητος. — Θεέ μου!, ψιθύρισε ό Πουαρό. Φαίνεται πώς είχα δίκιο! — Νομίζεις πώς . . . Μέ διέκοψε. — Σέ παρακαλώ φίλε μου, νά τον μεταφέρης στό κρεββάτι στο δωμάτιό μου. Δεν πρέπει νά χάσω ούτε λεπτό άν θέλω νά προφτάσω το τραίνο μου. "Οχι πώς θέλω νά τό προφτάσω! "Ω, πολύ ευχαρίστως θά τό έχανα! ’Αλλά έδωσα τό λόγο μου. "Ελα, Χάστινγκς! *Αφήσοομε τον άγνωστο

στις

φροντίδες

τής

σπιτονοικοκυράς

και

καταφέραμε νά προφτάσωμε τό τραίνο την στιγμή ακριβώς που ξεκι­ νούσε. 'Ο Πουαρό ήταν φλύαρος μερικές στιγμές κι5 έπειτα βύθιζόταν σέ σιωπή. Κοίτοιζε έξω από τό παράθυρο χωρίς ν' άκούη αυτά που του έλεγα. Κι* έπειτα ξαφνικά άρπαζε την συζήτησι στό ση,μεΐο που την είχαμε άφίσει καί συνέχιζε. Τό τραίνο μας δέν θά σταματούσε πριν από τό Σάουθαμπτον, αλλά έτυχε νά έλαττώση ταχύτητα, έξαιτίας ένός σήματος. κή

— Χίλιοι μύριοι διάβολοι! ακόυσα ξαφνικά την γνωστή γαλλι­ βρισιά:. Χάστιγκς, είμαι ένας~βλάκας! "Ενας ηλίθιος! "Ενα κτή­

νος! Τώρα μόλις βλέπω καθαρά! Σίγουρα οί "Αγιοι τής Γαλλίας έκανςχν οαιτό τό τραίνο νά κόψη ταχύτητα. Πήδησε έξω, Χάστιγκς! "Αρπα­ ξε τό βαλιτσάκι σου καί πήδησε!

Έγώ θά σου πετάξω τά υπόλοιπα!

Σέ δυο λεπτά είχαμε ανοίξει την πόρτα τού βαγονιού καί πηδού­ σαμε έξω. Μόλις ό Πουαρό πάτησε στό χώμα, τό χύτητά του καί σέ λίγο χάθηκε στη στροφή. —

τραίνο

αύξησε τήν τα­

Καί τώρα, Πουαρό, τού είπα λιγάκι πικαρισμένος, ελπίζω νά

μοΰ έξηγήσης αυτά τά καμώματά σου! — Φίλε μου, εΐδα έπί τέλους καθαρά! — Αυτό, τού είπα, δέν

μέ φωτίζει διόλου εμένα!

—’Άς έλπίσουμε πώς έχω άδικο. Αλλά φοβούμαι — φοβούμαι πάρα πολύ δτι δέν έχω άπατηθή. Τώρα, άν θέλης νά σηκώσης αυτές τις δύο βαλίτσες, θαρρώ ότι μπορώ ν’ άναλάβω τίς υπόλοιπες αποσκευές!

10

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

Τ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΑΠΟ

ΤΟ

ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ

ο τραίνο ευτυχώς είχε κόψει ταχύτητα κοντά σ έναν σταθμό, Δεν ήταν δύσκολο νά περιπατήσωμε ως εκεί1 κΙαί να βρούμε ένα

αυτοκίνητο, πού ττολύ γρήγορα μάς έφερε ττίσω στο Λονδίνο. Τότε και μόνο τότε ό Πουαρό καταδέχτηκε νά ίκανσποιήση την περιέργειά μου, — Δέν κατάλαβες τίποτε, Χάστιγκς; Είχαν επιχειρήσει νά μέ βγάλουν από τή μέση! — Ναι. Μέ φοβούνται. μ5

έξαποστείλουν στη

Καί γι’ αυτό βρήκαν ένα έξυπνο κόλπο νά

Νότιο Αμερική.

Οι «Τέσσερις

Μεγάλοι»,

αυτές

ο! τέσσερις μεγαλοφυΐες, πού έχουν συνεταιρισθή γιά νά έργασθοΰν έξω από τον νομοί "Ενας Κινέζος, ένας Αμερικανός/ μιά Γαλλίδα καί κάποιος άλλος.

Κάνε την προσευχή /του, ’Άλεκ, νά ψτάσωμε εγκαίρως

■πίσω! — Πιστεύεις δτι ό έπισκέπτης μας κινδυνεύει; — Είμαι βέβαιος γι’ αυτό! Ή σπιτονοικοκυρά μάς υποδέχτηκε βιαστικές ερωτήσεις

του

Πουαρό,

μέ

κραυγές

έκπλήξεως.

απάντησε καθησυχαστικά.

είχε έρθει κανένας. Κανένας δέν είχε τηλεφωνήσει. Αναστενάζοντας μέ άνακούφησι, ανεβήκαμε στο

Στις

5/Οχι,

δέν

διαμέρισμα του

Πουαρό καί ό φίλος μου έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιό του, άπ’ όπου βγήκε ύστερ’ από λίγές στιγμές. -—’Άλεκ/ είναι

νεκρός!

’Έτρεξα μέσα. 'Ο άγνωστος ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι ακρι­ βώς όπως Τον είχαμε αφήσει. Μόνο πού ήταν πεθαμένος. ’Έτρεξα νά φέ­ ρω έναν γιατρό, όχι τον Ρίτζγουαίη πού δέν ήταν σπίτι του, αλλά έναν άλλον, πού καί έπιβεβαίωσε αυτό πού είχαμε άντιληφθή. ■—Άπό τΐ πέθανε, γιατρέ μου; ρώτησε ό Πουαρό. — Χμ . . Δύσκολο νά πώ. Φαίνεται σάν νάπαθε

ασφυξία.

Μή­

πως έχετε μηχανή γκαζιού στο δωμάτιο; — Οχι. Μεταχειριζόμαστε το ηλεκτρικό γιά όλα. — Καί μέ τά παράθυρα ορθάνοιχτα. . . Θά πρέπει νά είναι νε­ κρός κάπου δυο ώρες! Θά σάς άφήσω ένα πιστοποιητικό καί θά φροντ ί σιετε γ ι ά τ’ άλλα! 'Ο γιατρός έφυγε,

καί

ό

Πουαρό τηλεφώνησε γιά τά σχετικά

την ταφή του αγνώστου. ’Έπειτα τηλεφώνησε

στο φίλο ;μας

μέ

τον έπι-*

θεωρητή Τζάπ, αν θά μπορούσε νάρχόταν. Σέ λίγο παρουσιάστηκε ή σπιτονοικοκυΐρά. — Κύριε Πουαρό, εΐπε, είναι έξω ένας άνθρωπος.

Είναι λέει, άπό

τό φρείνοκομεϊσ. Νά του πώ ν’ άνέβη; — Ναί/ κυρία Πήρσον! Σέ λίγο έμπαινε στο δωμάτιο ένας ψηλός μέ κόκκινοι πρόσωπο καί ιμέ στολή φύλακα.

μεγαλόσωμος άνθρωπος

— Κοολημερα σας, κύριοι!, είπε. Κυνηγώ άπό τό πρωί εναν τρό­ φιμο του φρενοκομείου μας! ’Από τις πληροφορίες πού συγκέντρωσα, φαίνεται πώς ήρθε εδώ . .

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

11


—7Ηταν έδώ!, είπε ό Πουαρό. — Και τό σκάσε πάλι; έκανε ό φύλακας. —"Εχει ττείθάνει!, εΐττε άττλά ό Πουάρό. — Βρε τό φουκαρά!, είπε ό φύλακας. Στα χάλια ττού ήταν όμως, αυτή ήταν ή καλύτερη λύσι. . —?Ηταν επικίνδυνος; ρώτησα. —^Οχι! Άλλα είχε μανία καταδιώξεωςι.

"Ολο

με

μυστικές

συμ­

μορίες και ιμέ Κινέζους είχε νά λέη ώσπου τον έκλεισαν. "Ετσι την πα­ θαίνουν όλοι! — Πόσο καιρό ήταν κλεισμένος στό φρενοκομείο; ρώτησε ό Πουαρό. — Κάπου δυο χρόνια. Δεν Θυμούμαι ακριβώς. — Δεν πέρασε από τό μυαλό κανένας δτι μπορεί νά ήταν και γερός; — Τΐ λέτε κύριε! Αυτός; Φαίνεται πώς δεν τον ξέρετε. 'Ωδηγήσαμε τον φύλακα στό δωμάτιο όπου αναγνώρισε Τον άνθρωπο που γύρευε. — Αυτός είναι! Μόολιστα!

Νά

μην

ένοχληθήτε

γιά

αμέσως

τίποτε.

Το

"Ιδρυμα Θά φροντίση γιά όλα. Θά σάς τηλεφωνήσουν από την διευδυνσι τί νά κάμετε!

Κι* έφυγε. Σέ λίγο ήρθε καί ό αστυνομικός επιθεωρη­

τής Τζάπ. , — Σέ τί μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος, Πουαρό/ ρώτησε. — Θέλω νά μου πής άν γνωρίζης αυτόν τόν άνθρωπο!,

είπε

6 φίλοςι .μου δείχνσντάς του τόν πεθαμένο. 4 Ο Τζάπ τόν κοίταξε κοιλά καλά καί τό βλέμμα του φωτίστηκε: — Μά βέβαια τόν ξέρω! Είναι ό Μάγιερλιν. Ανήκε στην υπηρε­ σία άντικατασκοπείας. Πήγε στην Κίνα εδώ καί πέντε χρόνια ... καί δεν ξαναγύρισε. Απορούσαν τί εΐχε| γίνει. —"Ολα δένονται

μεταξύ τους, ε'πε ό Πουαρό,

γονός δτι πέθανε από φυσικό Θάνατο. 40 αέρας καθώς φυσούσε έκανε τις

κουρτίνες

έκτος από τό γε­ ν’

άνεμίζουν

καί»

αφού συνώδεσα τόν Τζάπ έξω, γύρισα κι’ έκλεισα τά παράθυρα. — Δέν μπορώ νά καταλάβω, Χάστιγκς, γιατί άνοιξες τά παρόοθυρα όταν έφερες μέσα τόν άνθρωπο!, είπε ό Πουαρό. — Δέν άνοιξα κανένα παράθυρο!/ Ο Πουαρό πετάχτηκε όρθιος: — Μά ναι,

Χάστιγκς,

απάντησα.

έχεις δίκιο.

"Οταν

φύγαμε,

τά παρόοθυρα

ήσανκλειστά. Καί τώρα τά βρίσκομε ανοιχτά. — Κάποιος ανέβηκε.., είπα. »|*

Ο

«,»

ο, ',·

Πουαρό έμεινε σκεπτικός:

—Έκεΐνο που δέν μπορώ νά καταλάβω, Χάστιγκς, είναι γιατί νάνοι ανοιχτά καί τά δυο παράθυρα. Τό ένα άρκοΰσε! — Καί τό παράθυρο τής τραπεζαρίας είναι ανοιχτό!, είπα. Άπό έκεΐ Θ’ ανέβηκε όποιος ανέβηκε, γιατί αυτό δέν είχε κλείσει. 'Ο Πουαρό έσκυψε συλλογισμένος σεκτικά τό στόμα τοΰ πεθαμένου. — Χάστιγκς, είπε τέλος. μωτρο!

12

καί

Τοΰ είχαν

μ’

βάλει

ένα φακό έξήτασε έδώ

καί

προ­

λίγη ώρα φί­

Καί υστέρα τόν σκότωσαν.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


— Τί λες!

Νά δούμε τι θα δείξη και ή νεκροψία!

— Η νεκροψία δεν θά δείξη απολύτως τίποτε! Του έδωσαν ν' άναπνεύση ατμούς ύδροκυανικσύ οξέος. Γι’ αυτό ό δολοφόνος, πριν φύ­ γει, φρόντισε ν’ άνοιξη όλα τά παράθυρα. Τό ύδροκυανικό οξύ έξοπτ.μίζεται εύκολα/ άλλα έχει μια δυνατή οσμή οστό πικραμύγδαλα. "Ώσπου νάρθου με, ή οσμή έξατμίστη(κε. "Ετσι καθώς ό άνθρωπος αύτός είχε φύγει εδώ και πέντρ χρόνια για τήν Κίνα, θ’ αποδίδαμε. τό θάνατό Του σέ φυσικά αίτια και θά πήγαινε σαν τό σκυλί στ’ αμπέλι!

Ποιος νά

τον έκδικηθή; — Μή ξεχνάς ότι έμεινε και δυο χρόνια στό φρενοκομείο! άλλα τρία χρόνια... 'Ο Πουαρό ξαφνικά ιμ’ άρπαξε άπό τό χέρι. — Τό ρολόι Χάστιγκς!

Άλλα τ

/

Κοίταξε τό ρολό1!

Ακολούθησε τό· βλέμμα του στό κομοδίνο, Τό ρολόι ήταν σταμστημένο στις τέσσερις) ακριβώς. — Φίλε μου, κάποιος έπαιξε μ’ αυτό Το ρολόι1!, είπε. Τό είχα κουρδίσει πριν φύγουμε. — Μήπως ό φόνος έγινε στις τέσσερις! είπα. — Οχι, όχι, φίλε μοιυ. Χρησιμοποίησε λιγάκι τή φαιά σου ουσία! Φαντάσου ότι

είσαι ό Μάγερλιν. "Οτι είσαι

ολομόναχος εδώ

και ότι

άκοΟς κάτι. Καταλαβαίνεις τί μπορεί νά είναι, άλλα δέν έχεις κανένα μέσο ν’ άφήσης ένα σημείωμα. Στην απελπισία σου πιάνεις τό ρολοί π<αί τό σταματάς στό τέσσερα. Τέσσερα, Χάστιγκς, ό αριθμός Τέσ­ σερα ό Χαλαστής, ό φονιάς! 5/Ετρεξε

πράς

τό

τηλέφωνο καί

πήρε

τό

δημοτικό Φρενοκομείο.

"Υστερα άπό έναν σύντοιμο διάλογο, γύρισε καί μου- είπε, — Κανένας

τρόφιμος

δέν

έδραπέτευσε

άπό

τό

Φρενοκομείο,

Χά-

στιγκς. — Μά ό άνθρωπος πού ήρθε; Ο φύλακας; —'Ο φύλακας ήταν ό αριθμός Τέσσερα. 'Ο Χαλαστής! — Πάντως άν ήταν αυτός, είδαμε τουλάχιστον τό πρόσωπό του! — Τό πιστεύεις, φίλε μου; 7Ηταν παχύς και κόκκινος» μ’ ενα με­ γάλο ξανθό μουστάκι 'Όλ’ αυτά ήταν ψεύτικα. Δέν είχε τίποτιε αξιο­ πρόσεκτο στα μάτια ή στ’ αυτιά, καί, μέ μια τεχνητή οδοντοστοιχία, ή φυσιογνωίμία τοά άνθρώποΐυ αλλάζει καταπληκτικά! Τή»; προσεχή φορά *

. . .

— Νομίζεις πώς θά έχωμε μια «προσεχή φορά»; Τό πρόσωπα του ΠουαρΙό σοβάρείψε πολύ.

— Ναί, φίλε μου. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Αρχίζομε μ’ αυτούς τούς ανθρώπους ιμιά μονομοχία μέχρι θανάτου. Έσύ κί’ έγώ άπό τήν μιά μεριά, οϊ Τέσσερις Μεγάλοι άπό τήν άλλη. Κέρδισαν τόν πρώτο γύρο. Άλλα δέν κατόρθωσαν νά μέ βγάλουν άπό τή μέση καί στό μέλ­ λον θά πρέπει νά λογαριάζουν καί

τό νοικοκύρη. 'Ο Ηρακλής Πουαρό

δέν αστειεύεται!

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

12


ΜΑΘΑΙΝΟΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΙ

ΤΣΑΝ

ΓΕΝ

γώ ώς τόσο δεν έχανα κάθε ελπίδα να δώ να ξαναψανή ό φύλα» κας το-0 Φρενοκομείου, γΓ αυτό δεν τό κουνούσα από τό σττίΤι τού Πουαρό —"Άδικα περίμένεις! Μού έλεγε ό Πουαρό. — Γιατί ήρθε τήν δεύτερη φορά σαν φύλακας; Τι είχε να κερδίση; — Φαντάζομαι πώς πρώτα ήθελε νά βεβαιωθη γιά τόν θάνοπο τού Μάγ'ερλιν, καί ύστερα, φαντάζομαι πώς ήθελε ιν**·άντι κράση· εμένα, τον 'Ηρακλή Πουαρό. Είμαι ό μόνος αντίπαλος πού φοβάται! Βρήκα τά επιχειρήματα του φίλου

μου κάπως1 έγω'στικά,

άλλα δεν

ιείπα τίποτε. — Αέν έχομε

καμμιά άπόδειξι

εναντίον

του αριθμού

Τέσσερα!,

συνέχισε ό Πουαρό. Οί ατμοί του υδροκυανίου δεν αφήνουν κανένα ίχνος στο σώμα καί κανείς δεν εΐδε τόν άνθρωπο αυτόν νά μπαίνει στο σπίτι •όσο λείπαμε.

Καί νά τόν συλλαμβάναιμε, δεν είχαμε νά κερδίσωμε τί­

ποτα ! Φυσικά ό Πουαρό είίχε δίκιο — όπως συνήθως.. Τόν έβλεπα νά κά­ θεται ώρες στην πολυθρόνα του, — καί νά συλλογίζεται. Άπέψευγε νά μιλά μαζί μου γιά τήν υπόθεσι, πράγμα που δεν μού άρεσε διόλου, γιατί ήταν τό μόνο που μέ απασχολούσε. Στά τελευταία, μέ ρώτησε άν ήθελα νά τόν συνοδεύσω σέ μιά επίσκεψι. — Θέλω να συναντήσω, Χάστιγκς, μού είπεί» τόν άνθρωπο στο Λονδίνο, ξέρει τά πιο πολλά γιά τήν Κίνα από τον καθένα!

πού,

— Καί πώς λέγεται; — Θά μου έπιτρέψης νά κρατώ τ’ όνομά του μυστικό. Υπάρχουν λόγοι πού τόν αναγκάζουν νά ζή μέ ψεύτικο όνομα, θά τόν γνωρίσης ώς /κύριο "Ίγγλς! Αφού πήραμε τόν υπόγειο σιδηρόδρομο καί αλλάξαμε δυο — τρία λεωφορεία, σταματήσαμε μπροστά σέ μιά ξεμοναχιασμένη βίλα στά περίχωρα του Λονδίνου. 'Ο ΐρίμενε. "Ενας σιωπηλός

κ. 'Ιγγλς ήταν στο σπίτι του καί μάς πε-

Κινέζος

μάς ώδήγησε σ’ ε'Ινα σαλόνι, όπου σέ

λίγο ήρθε καί μάς συνάντησε ένο:ς κοντός, χλωμός άνθρωπος μέ βεπου­ λωμένα μάτια. — Θά είμαι εξαιρετικά ευτυχής νά δώσω όποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία στον μεγάλο Πουαρό!, είπε. 'Ο φίλος μου δέν άργησε νά έπωφεληθή καί νά τόν ρωτήση τι ήξε­ ρε γιά έναν Λί Τσάν Γέν. — Πώς, έτυχε νά γνωρίζετε αυτό τ’ όνομα; — Τόν ξέρετε; είπε ό Πουαρό. —ίΤόν έχω συναντήσει μιά φορά. . . μιά

προσωπικότητα

πού

προσωπικότητα τής εποχής

ρώτησε ό 'Ίγγλς.

Γιά πολύ λίγη ώρα. . .

-κυριολεκτικά υττνστίζει. . . μας.

Τήν

πιο

"Έχει ισχυρή

Είναι από πριγκιπική γενιά μανδαρί­

νων καί αμύθητα πλούσιος. Είναι πολλοί πού πιστεύουν ότι είναι πίσω άπ3 όλα.

14

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


— Κάβε τί ττού ώς τούς πολέμους...

γίνεται στον κόσμο. . . Άπό τις επαναστάσεις Και μπορεί νά γίνη εξαιρετικά επικίνδυνος·./

Για δλον τον <κόσμ© . . . Πολλοί μεγάλοι τής γής δέν είναι παρά σειθηνια όργανα τής μεγαλοφύίας του. — Μά τι ελπίζει ακριβώς;· — Δεν ξέρω. Πάντως έχει την άρρώστεια τής φιλοδοξίας, όπως σ> Μέγοος Ναπολέων ή ό Χίτλερ. . . Μην ξεχνάτε πώς ζούμε στον αιώνα του ατόμου, και κατακτηση μεγαλοφυία

πώς

δέν

κανείς του,

χρειάζονται

απέραντες

πια

στρατοί

έκτάσεις. .

χρήματα- όσο

κανείς

"Έχει,

στον

καί

κανόνια

καθώς

κόσμο,

σάς

καί

γιά

νά

εΐπα,

τή

διαθέτει

καί

διάφορά επιστημονικά μυστικά, που -μπορούν νά του δώσουν ακίνδυνα, γιά τον ίδιο, την πιο μεγάλη δύναμι. "Ο,τι γίνεται αυτή τή στιγμή στην Κίνα είναι μέ Θέλημα δικό του. Παίζει, περί μένοντας. — Καί δεν βρέθηκε κανείς νά τού άντισταθή; ρώτησε ό Πουαρό. — Τέσσερις

άντρες

άπεπε ι ράθησαν

αυτά

τά

τελευταία

χρόνια

είπε ό 'Ίγγλς. Τέσσερις άντρες τίμιοι, γενναίοι, αποφασισμένοι.·.

*0

καθένας τους είχε τή δύναμι νά σΤαθή αντιμέτωπος, στα σχέδιά του. . . — Λοιπόν;

έρώτησα.

— Λοιπόν κοί οί τέσσερις έχουν πεθάνει

..

ιΟ ένας έγραψε ένα

άρθρο όπου συνέδεε τ! όνομα τού Αί Τσάν Γέν μέ μιά έπανάστασι στο Πεκίνο. «Πότε θά κατέβη στην Ευρώπη;» ρωτούσε στο τέλος τού άρθρου. Την άλλη μέρα τον μαχαίρωσαν σ’ ένα καβγά, στο δρόμο. Τό ίδιο συνέ­ βη

καί μέ

τούς

άλλους...

Τόλμησαν ν’

αναφέρουν

τ’ όνομα τού Λί

Τσάν Γέν, σχετικά μέ μιά στάσι η μιά έπανάστασι, καί πλήρωσαν μέ τη ζωή τους τήν τόλμη τους. Τον έναν τον δηλητήριασαν. ιΟ άλλος πέΘανε από χολέρα — χωρίς νά υπάρχη επιδημία. "Οσο γιά τόν τελευ* ταΐο, βρέθηκε κάτω από

μιά γέφυρα άποάθρακωμένος — κάρβουνο. Πο

τέ δεν έμαθαν τι τού συνέβη. — Καί, φυσικά- κανείς δέν συνέδεσε όλ’ αυτά τά γεγονότα μέ τόν .μυστηριώδη αυτόν Κινέζο. —Ακριβώς... Λόγω τού

είδους

τής υπηρεσίας

μου

ήξερα πολύ

περισσότερα πράγματα γιά τήν Ασία από τούς ρλλους. Καί εΐιμα; άπό τούς έλαχίστους Ευρωπαίους πού υποψιάζονται τήν δράση τού Λί Τσάν Γιεν.

Μόνο πού όσο καί νά προσπάθησα δέν

κατώρθωσα νά μά­

θω πιο πολλά. Μιά φορά έτυχε νά συναντήσω κάποιον πού δεχόταν νά μιλήση. 9 Ηταν ένας νέος χημικός μεγάλης αξίας, ένας θαυμάσιος άν­ θρωπος πού 6 Λί Ττάν Γιέν είχε βοηθήσει στίς σπουδές του γιά νά τόν χρησιμοποίηση αργότερα. Λοιπόν αυτός ό νέος ήρθε νά μέ βρή σέ ελεει­ νή ψυχική κατάστασι. Καί μου διηγήθηκε πράγματα εξωφρενικά — γιά φριχτά πειράματα πού τόν ανάγκαζε ό Λί Τσάν Γιέν νά κάνη μέσα στό παλάτι του,, πάνω σέ κούληδες — μή λογαριάζοντας ούτε τή ζωή τους, ούτε τούς πόνους τους. *0 νεαρός χημικός κόντεψε νά τρελλαθή. Δρα­ πέτευσε

άπό τό

πολάτι τού

μανδαρίνου

καί ήρθε

νά

ζητήση άσυλο

σπίτι μου. Βρισκόταν σ’ ένα τέτοιο παροξυσμό τρόμου ώστε δέν θεώ­ ρησα φρόνιμο νά Τον κουράσω πιο πολύ κάνοντας του κι5 άλλες έρωτήσεις. Καί αυτό ήταν τό μεγάλο μου λάθος. Τόν έβαλα νά κοιμηθή στη σοφίτα ιμέ τόν σκοπό νά τόν ρωτήσω την άλλη μέρα. . — Λοιπόν; — Λοιπόν τήν ίδια έκείνη νύχτα, τό σπίτι μου έπιασε φωτιά άπό

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

15


τέσσερις πλευράς. Μέ δυσκολία κατώρθωσα να γλυτώσω. "Οσο για τό «νεαρό Κινέζο, έγινε στάχτη! — Ε»ναι λοιπόν τόσο τρομερός; — Δαιμόνιος! Δεν υπάρχει άλλο έπίθετο... Δεν έχω απτές αποδεί­ ξεις καί ίσως αυτά που σάς διηγούμαι

νά σάς φαίνωνται

μυθιστορη-

—"Οχι, καθόλου, έκανε ζωηρά ό Πουαρό. "Ενας άνθρωπος δολοφο­ νήθηκε πρό ήμερων στο σπίτι μου κι’ έχω κάθε λόγο νά πιστεύω ογι ■αυτό ε'ναι έργο των ιδίων άνθρώττων. Αυτός που δολοφονήθηκε, πρόφτά­ σε νά μιλήση γιά Τέσσερις ανθρώπους: 'Ο αριθμός "£να: είναι ό Αί Τσάν Γιεν. 'Ο αριθμός Δύο είναι Αμερικανός. 'Ο αριθμός Τρία είναι μιά Γαλλίδα. ΚΓ όσο γιά τον αριθμό Τέσσερα, αυτός είναι ό τιμωρός τής όργανώσεως — 'Ο Χαλαστής — ό επίσημος

φονιάς!

Δέν

ακούσατε πο­

τέ να γίνετε λόγος γιά τους Τέσσερις Μεγάλους; —"Οχι σχετικά μέ τον Αί Τσάν Γιέν. Ωστόσο τελευταία κάποιος μου έστειλε ένα γράμμα, όπου γίνεται

λόγος γιά Τέσσερις Μεγάλους.

Περιμένετε μιά στιγμή, παρακαλώ, νό τό β(ρώ! * * * *****=!«

Μ

έσα από

ένα ωραιότατο

κινέζικο κουτί,

έβγαλε τότε καί μάς

εδεί'ξε ένα γράμμα. — Είναι από έναν καπετάνιο, σωστό θαλασσόλυκο που είχα γνωρί­ σει στην Σαγκάη, ιμάς είπε. 'Ο Πουαρό διάβασε δυνατά: «Φίλε

Κύριε,

Είναι ενδεχόμενο νά μή μοΰ δείξατε στη

μέ θυμάστε, αλλά εγώ θυμάμαι ττάντα την καλωσύνη ιτού

Σαγκάη. Ελπίζω νά

μπορώ ν’ απευθυνθώ.

μοΰ δείξετε την ίδια τώρα, γιατί μόνο σέ σάς

ΜοΟ χρειάζονται χρήματα γιά νά φύγω άπό την

Αγγλία.

Κρύ­

βομαι καλά εδώ, αλλά τους ξέρω, καί ξέρω ττώς, δποτε θελήσουν θά μέ βρουν, καί θά μέ

ξεκάνουν. Μιλώ γιά τους

νάτου, όπως καταλαβαίνετε. φύγω από την Αγγλία. μέ σώσετε!

Τέσσερις

Μεγάλους,

Κύριε!

Είναι

ζήτημα ζωής καί

θα­

Έχω πολλά χρήματα, αλλά δέν τολμώ νά τ’ αγγίξω, πφίν

Στείλτε μας διακόσιες λίρες στην παρακάτω διεύθάνσι καί βά

5Ορκίζομαι νά σάς τις επιστρέφω γρήγορα. Μέ τη μεγαλύτερη ύπόληψι 5! ωνάθαν Χουάλεϋ Γρανίτινο

Σπίτι

Χόππατον — Ν τάρτ μουρ» _

— Δυστυχώς, είπε ό κ. "Ιγγλς, δέν είχα νά του στείλω αύτά τά χρήματα. . . μεύση...

’Άν

νομίζετε ότι αυτό τό γράμμα! μπορεί νά σάς χρησι-

— Και βέβαια, κύριε "Ιγγλς, είπε ό Πουαρό. Φεύγομε αμέσως γιά Το Χόππατον... '

—Θά ήθελα πολύ νά έρθω μαζί σας... είπε ό "Ιγγλς1.

— Μεγάλη μας ευχαρίστησις... Νά έχετε μόνο υπ3 όψιν σας ότι πρέπει νά προφτάσωμε τό τραίνο στο σταθμό σέ μισή ώρα. Τό γεγονός εΐνκχι ότι φτάσαμε τό ίδιο βράδυ στό Χόππατον κατά τ!ΐς οκτώ.

16

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


Τό Χόππατον ε·νοα ένα μικρό χωριουδάκι

στην άκρη ένός

βαλτό­

τοπου. Διασχίσαμε τό μοναδικό δρομάκο τοΟ χωριού καί ρωτήσαμε τον πρώτο χωριάτη που συναντήσαμε που ήταν τό Γρανίτινο Σπίτι... — Τό Γρανίτινο Σπίτι του κυρίου Χουάλεϋ; Αυτό ζητάτε; — Ναί, καλέ μοιυ άνθρωπε!

Κατά που πέφτει;

— Θέλετε να δήτε τον αστυνόμο; έπέμεινε ό άνθρωπος. — Ποιόν αστυνόμο; ρώτησε ό Πουαρό. Τΐ θέλεις νά πής; — Δεν ξέρετε σά νά λέμε, τίποτε για τον φόνο! — Φόνο; Ποιόν φόνο; — Του Χουάλεϋ! Τί σάς λέω τόσην ώρα! —Χίλιοι

μυριοι. . .,

άρχισε ό

Πουαρό.

Πρέπει

νά

δώ

αυτό

τον

αστυνόμο τό γρηγορωΤερο! Σέ πέντε λεπτά κουβεντιάζαμε στον αστυνομικό σταθμό μέ τόν άστυνσμσ. Στην αρχή μάς δέχτηκε μάλλον άσχημα. 5Αλλά, όταν άκουσε τό ιμαγικό όνομα του Τζάπ τής Σκόχλαντ Γυάρντ, μαλάκωσε αμέσως. — Ο Χουάλεϋ δολοφονήθηκε σήμερα τό πρωί/ άρχισε νά διηγήται Μου τηλεφώνησαν καί ήρθα αμέσως. Στην αρχή τό έγκλημα φαινόταν μυστηριώδες. 'Ο γέρο - καπετάνιος βρέθηκε πεσμένος στήν Τραπεζαρία, μέσα σέ μιά λίμνη αίματος. Τόν είχαν χτυπήσει στο κεφάλι από πίσω καί υστέρα του είχαν κόψει τό λαιμό σάν κοτόπουλο! 'Η γυναίκα που τόν φροντίζει, ή Μπέτσυ "Αντριους, λέει πώς στή βιτρίνα τής Τραπεζα­ ρίας ήταν κάτι κινέζικα άγαλματάκια από υασπι, πολύ σπάνια καί πο­ λύτιμα. Αυτά έλειπαν. 'Ο Χουάλεϋ, έκτος από τήν Μπέτσυ, είχε κΓ έναν υπηρέτη γιά τις χοντροδουλειές, έναν Ρόμπειρτ Γκράντ. 'Ο Γκράντ είχε πάει σ’ ένα γειτονικό κτήμα γιά νά φέρη τό γάλα όπως κάθε μέρα, και ή Μπέτσυ βγήκε νά κουβεντιάση μέ μιά γςιτόνισα. "Ελειψε μόνο είκοσι λεπτά, μεταξύ δέκα καί δεκάμιση, καί τότε φαίνεται πώς έγινενό έγκλη μα. 'Ο Γκράντ γύρισε πρώτος στο σπίτι. Μπήκε από τήν πόρτα τής κου­ ζίνας πού ήταν

ανοιχτή/ γιατί

στο χωριό κανείς

δέν

μανταλώνει

τις

πόρτες τήν ημέρα, άφησε τό γάλα στο τραπέζι καί πήγε στό δωμάτιό του νά ρίξη μιά ματιά στήν εφημερίδα καί νά καπνίση. Δέν είχε κάν ιδέα ότι συνέβη κάτι φοβερό όσο έλειπε. "Οταν γύρισε ή Μπέτσυ καί μπήκε στήν τραπεζαρία’ βρήκε τό πτώμα κΓ έβαλε τις φωνές. Κάποιος, είπαν, τόν δολοφόνησε όταν αυτοί οι δύο έλειπαν. Ποιος όμως; "Ολες σχεδόν αί γυναίκες ήταν στις πόρτες τους καί στό Χόππατον δέν μπορεί νά πλησιάση ούτε ψύλλος χωρίς νά τό μάθουν όλοι. 'Ωστόσσ όλες οί μαρτυρίες συμπίπτουν. Κανένας δέν μπήκε στό Γρανίτινο Σπίτι μεταξύ δέκα καί δεκάμιση. Αύτό είναι σίγουρο. Λοιπόν. . . — Καταλαβαίνω πού θέλετε νά καταλήξετε!, είπε ό Πουαρό. χίστε. — Λοιπόν, τά

πράγματα δέν

ήσαν όπως

Συνε­

τάλεγαν ή Μπέτσυ καί 6

Γκράντ. Ποιος άγνωστος αλήτης θά μπορούσε νά ξέρη πώς τό πιο πολύ­ τιμο πράγμα στή βιτρίνα ήταν εκείνα τά κινέζικα άγαλματάκια, ώστε νά πάη κατευθείαν καί νά τά κλέψη; Δέν άργησα νά καταλήξω στό συμ­ πέρασμα ότι τό έγκλημα δέν έγινε από ξένους. "Επειτα, έχομε τά ίχνη τών ποδιών. Ματωμένα άποτυποοματα ξεκινούσαν από τήν τραπεζαρία όπου έγινε τό έγκλημα, καί κατέληγαν στό δωμάτιο τού Γκράντ. "Οτοχν ζήτησα τά παπούτσια τού Γκίράντ/ διεπιστώσαμε ότι τά

ίχνη ήσαν δι­

κά του. Τότε, έρευνήσαμε τις αποσκευές του καί βρήκαμε τά

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

κινέζικα

17


άγαλματάκια. Άττό την ταυτότητά του έμαθα ότι τό πραγματικό όνομα τού Γκράντ ήταν Αβραάμ Μπίγκς και ότι είχε καταδικαστή σέ πέντε έτών φυλάκισι για «κλοττή διά ρήξεως». Μττήκε στην υπηρεσία του Χουάλεϋ μόλις βγήκε άττό την φυλακή. ΚΓ έτσι τό μυστηριώδες έγκλημα, άποδείχτηκε πάρα πολύ άττλό. Τί λέτε, κύριοι; — Πράγματι, έκανε ό Πουαρό σκεπτικός. Τό έγκλημα αυτό είναι άττλό. Τόσο απλό και καθαρό, πού σου γεννά υποψίες. Αυτός ό Γκράντ ή Μπίγκς, θά πρέπει νά είναι κανένας πρωτόγονος αγράμματος άνθρω­ πος. Δεν είναι έτσι, κύριε Αστυνόμε; — Μαντέψατε σωστά, κύριε Πουαρό. Ε?ναι ένα αγράμματο, ακαλ­ λιέργητο κτήνος. ΓΓ αυτό άλλωστε άφησε τά ίχνη των βημάτων του στο πάτωμα. Ούτε κάν διανοήθηκε πώς ή αστυνομία μπορούσε νά τόν συλλάβη από αυτά. Μήπως θά θέλατε νά τόν δήτε; — Κύριε αστυνόμε/ ετοιμαζόμουν ακριβώς νά σάς παρακαλέσω. . . — Προηγουμένως όμως, είπε ό υποχρεωτικός αστυνόμος, άν θέλετε ελάτε νά ρίξετε μιά ματιά στον τόπο του έγκλήματος. Σέ λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο

μοναχικό σπιτάκι τού δύστυχου

Χουάλεϋ. Δεν ήταν δύσκολο νά διαπίστωση κανείς ότι ήταν τελείως αδύ­ νατο νά μπή ένας ξένος στο σπίτι τού Χουάλεϋ από όποιαδήποτε πλευ­ ρά, χωρίς νά τόν δή όλη ή γειτονιά. Στο δρόμο πλησίασα τόν Πουαρό καί τόν έπιασα από τό μπράτσο. — Τί γνώμη έχεις/, Ηρακλή γιά όλ’ αυτά; ρώτησα. — Χμ. . -, έκανε ό Πουαρό. Αυτά πού λέει ό άστυνόμοις είναι αρκε­ τά λογικά. "Αλλά δεν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ό Χουάλιεύ φοβόταν τούς Τέσσίριςι Μεγάλους/ καί ξέρομε από προσωπική μας πείρα ότι αυτή ή όργάνωσις κάνει φοβερά έξυπνα τις δουλειές της. 'Ωστόσο κατά τά φαι­ νόμενα τό έγκλημα τό έκανε αυτός ό Γκράντ. Γιατί όμως; Γιά νά κλέψη τ’ άγαλματάκια; ’Ή μήπως γιατί είναι στην υπηρεσία τών Τεσσάρων Μεγάλων; — Αυτό δεν μοΰ φαίνεται καί τόσο απίθανο. . · είπα. Λεν μού φαί­ νεται φυσικό ένας άνθρωπος που έμεινε πέντε χρόνια στη φυλακή, κΓ έχει μάθη νά φοβάται τό νόμο, νά διακινδυνέψη τό κεφάλι του γιά μερι­ κά κινέζικα άγαλματάκια. — Έπειτα, είπε ό Πουαρό, γιατί δέν έφυγε μετά την κλοπή καί τό φόνο; Γιατί κάθησε έδώ να τόν συλλάβουν τόσο εύκολα; Φοβούμαι ότι ό αστυνόμος δέν χρησιμοποίησε τήν φαιά ουσία τού έγκεφάλου Του. Κά­ θησε καί μέτρησε τά ΐ'χνη τών βημάτων, αλλά δέν κάθησε νά σκεφτή τή σχέσι πού μπορούσαν νάχουν μέ τήν ύπόθεσι πού μάς ενδιαφέρει. . . ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΕΝΑ ΧΟΙΡΙΝΟ ΜΠΟΥΤΙ

Ο

ΚΑΙ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

αστυνόμος έβγαλε ένα κλειδί από τήν τσέπη του καί άνοιξε τό σπίτι

τού έγκλήματος.

Πριν

μπούμε σκουπίσαμε όλοι

προσε­

κτικά τά πόδια μας στήν ψάθα. — Κύριε Πουαρό, έκανε ό αστυνόμος, μπορείτε νά μπήτιε και νά κάνετε τις παρατηρήσεις σας μέ τή\Λ ησυχία σας. Έδώ είναι τό ποπτού-

18

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


Αίγον καιρό άρ γότερα, σκοτώθη κε σέ Ταραχές πού έγιναν στην Κίνα. τσι του Γκράντ. Έμενα θα <μέ συγχωρήσετε, γιατί πρέπει νά λείψω δέ­ κα λεπτά. Ο αστυνόμος έφυγε καί μείς μπήκαμε στην τραπεζαρία. 4 Ο ’Ίγγλς έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για κάτι κινέζικα κομψοτεχνήματα που ήταν στην βιτρίνα/ δεν έδειξε κανένα ένδιαφέρον για τά καμώματα του Πουαρο. Έγώ πάλι από την άλλη μεριά, παρακολουθούσα τις κινή­ σεις τοΰ φίλου μου με μεγάλο ένδιαφέρον. Τό πάτωμα ήταν σκεπασμένο μ5 ένα σκούρο πράσινο μουσαμά, δπου τά ίχνη των βημάτων φαίνονταν καθαρά. Μια πόρτα οπήν άλλη πλευρά έβγαζε στην κουζίνα. Έκεΐ πάλι, μια πόρτα άνοιγε σ’ έναν μικρό διάδρομο, δπου ήταν ή είσοδος τής υπη­ ρεσίας, καί μια άλλη στό δωμάτιο δπου κοιμόταν ό Ρόμπερτ Γκράντ. βΟ Πουορρό είχα πέση στό πάτωμα σχεδόν μέ τά τέσσαρα σάν καλό λαγωνι­ κό καί μονολογούσε καθώς έξέταζε τό κάθε τι. · . "Οπως πάντα, προσπαθούσα νά μην μου ξεφύγη ούτε λέξις άπ’ δσα έλεγε. . . —Έδώ βρήκαν τό πτώμα. · ., σιγομουμμούριζε ό Πουαρό. Φαίνον­ ται καθαρά ίχνη από παντούφλες καί από παπούτσια Νο 44. Νά. . . 5Από έδώ πάνε στην κουζίνα κΓ έπειτα γυρίζουν πίσω. δολοφόνος ήρθε -κι* έφυγε από την κουζίνα. Χάστιγκς, δώσε μου σε παρακαλώ τό παπούτσι τού Γκράντ που μάς έδωσε ό αστυνόμος. Ευχαριστώ. Έφήρμοσε τό παπούτσι προσεκτικά πάνω στά ’ίχνη. — Δέν υπάρχει αμφιβολία, ψιθύρισε, τά ίχνη έγιναν άπ’ αυτό τό

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

2


παπούτσι. Και τά έκανε 6 ίδιος άνθρωπος, 6 Ρόμπερτ Γκράντ. Ήρθε οπο έδώ, σκότωσε τον γέρο αΐμσ>α. Βλέπεις Χάστιγκς, γε στην κουζίνα και ύστερα στ© θύμα. . . "Ίσως για νά

κ,Γ έφυγε από την κουζίνα. Πάτησε μέσα στα τους λεκέδες; Λοιπόν σκότωσε τδ γέρο πή­ για κάποιο άγνωστο λόγο ξαναγόρισε, κοντά κλέψη, ίσως γιατί είχε ξεχώσει κάτι πού θά

τον ενοχοποιούσε αργότερα, "Οπως και νάναι τή δεύτερη φορά από την κουζίνα πήγε στο δωμάτιό Του όπου και ξάπλωσε στο κρεββάτι. — Πρέπει νά είναι μεγάλο ζωντόβολο!, παρατήρησα. — Δεν είναι έτσι; φώναξε γοελλ ικά 6 Πουαρό. * Ομολογώ πώς τό φέρσιμό του είναι τόσο βλακώδες, ώστε ή φαιά μου ουσία άρνεΐται νά Το παραδεχτή. · . Ωστόσο, νά τά ίχνη τών βημάτων στην καμαρά του— ίχνη ματωμένα... Ναί. * . Μόνο> ό Ρόμπερχ Γκράντ μπήκε στο σπίτι. Μόνον αυτός πλησίασε τό πτώμα. — Γιατί δεν υποψιάζεσαι τή γριά; ρώτησα τον φίλο μου. Κι’ αύ“ τή @ά μπορούσε νά έχη κάνει τον φόνο ιμιά χαρά. — Τ© σκέφτηκα κι’ αυτό. Αλλά τό βρήκα αδύνατο. "Η γριά υπη­ ρέτρια είναι ιμιά χωριάτισσα, γνωστή νοικοκυρά· . .

"Επειτα τι σχέσι

μπορούσε νάχη αυτή μέ τους Τέσσερις Μεγάλους; Δεν πρέπει νά ξεχνού­ με ©τι © κύριός της ό Χουάλεϋ ήταν ένας άνθρωπος γερός. . . *0 φόνος έγινε άπό δένδρα και δχι από γυναίκα. Κάτι ξέρω γι’ αυτά, Χάστιγκς! Ό Πουαρό εξακολουθούσε νά ψάχνη στήν1 κουζίνα μέ την επιμονή ενός κυνηγετικού σκυλιού. "Άνοιγε δλα τά ντουλάπια κι5 έχωνε Την μύ­ τη του παντού. Ξαφνικά έμπηξε μιά κραυγή, πού μ’ έκανε νά θυμηθώ κυ­ νηγετικό σκυλί, δταν τού φαίνεται πώς ανακάλυψε θήραμα. "Ετρεξα νά Βω τι ανακάλυψε. Στεκόταν μπροστά στο κελάρι σέ μιά δραματική στάσι καί στ© χέρι κρατούσε κΓ άνέμιζε* . . ένα χοιρινό μπούτι! — ΤΙ συμβαίνει, Πουαρό; τού είπα. Μήπως ξαφνικά σού έστριψε; — Κοίταξε, ςτέ παρακαλώ, τούτο τό μπούτι!

μου φώναξε ό Πουα­

ρό,, Μά κοίταξε το καλά! Τ© κοίταξα, ώσπου κόντεψαν νά μου πεταχτοΰν τά μάτια έξω. Μά δεν μπόρεσα νά ξεχωρίσω τίποτα ύποπτα σ’ αυτό. Ήταν ένα συνηθισμέ­ νο μπούτι από κατεψυγμένο κρέας καί τό ε'πα αυτό τού Πουαρό. — Μά δέ βλέπεις εδώ... κι* εδώ... κΓ εδώ;, εξακολουθούσε νά φωνάζη ό Πουαρό δείχνοντας μου τό ακόμα παγωμένο λίπος τού ορεκτι­ κού κρέατος. ❖ * ■?

Α

ΡΧ*σα νά διερωτώμαι. Μήπως εκείνα τά μικρά κομμάτια πόιγου

ήταν τά κρύσταλλα ενός φοβερού δηλητήριου; Αέν μπορούσα νά σκεφτώ ίτίπατ1 άλλο.. . — Είναι κατεψυγμένο κρέας, ΝέοΟς Ζηλανδίας · . .

τού είπα.

Άπό

καλό

γουρούνι

τής

Μέ κοίταξε προσεκτικά καί ύστερα έβαλε τά γέλια, — Μά τι σού είναι τέλος πάντων αυτός ό φίλος μου ό Χάστιγκς! έκάγχσσε. Τίποτα δεν τού ξεφεύγει τού φίλου μου τού Χάστιγκς. Πεχαξε τό μπούτι πάλι στο κελάρι καί σκούπισε τά χέρια του γιά νά ύποδεχτή τόν1 αστυνόμο πού ξανάρθε.

20

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


— Τι μέρα έχομε σήμερα; ρωτησε μισοαφηρημένα. — Δευτέρα!, απάντησε ό άστυνόμος σαστισμένος. Δευτέρα; ’Ά! Δευτέρα! Κακή μέρα διάλεξαν για νά κάνουν έγκλη)μα. . . Δευτέρα! χ,μ! χμ. · . "Οταν γυρίσαμε στην τραπεζοφία κοίταξε το θερμόμετρο. — Τριάντα τέσσερις βαθμοί!, είπε. ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα!

Κάνει ζέστη.

τ©

Είναι μια πολύ

Ο ’Ίγγλς έξήταζε ακόμη τά κινέζικα κομψοτεχνήματα. — Μού φαίνεται, είπε ό Πουαρό, πώς δεν έχουμε πια τίποτε νά κά­ νουμε σ’ αυτό τό σπίτι. Κύριε αστυνόμε, μ’ έχετε καθυποχρεώσει. 'Ωστό σο, εΐναι μια τελευταία χάρι που θέλω νά σάς ζητήσω. . . — Μήπως επιθυμείτε νά δήτε τό πτώμα; ρώτησε ό αστυνόμος. — ’Όχι. Δεν έχω καμμιά τέτοια επιθυμία! δολοφόνο

τόν

Ράμπιβρτ

Γκράντ.

’Αλλά πρέπει

Θέλω νά μιλήσω στον νά του μιλήσω ιδιαιτέ­

ρως . · . — Δεν ξαίρω άν μπορώ. . ., άρχισε ό άστυνόμος. — Είμαι βέβαιος, τόν διέκοψε ό Πουαρό, πώς, άν τηλεφωνούσατε στην Σκότλαντ Γυάρντ, θά σάς έδιναν πλήρη έξουσιοδότησι. · . —9Ω!

Είναι περιττό!, είπε ό αστυνόμος.

Είσθε αρκετά γνωστός,

■κύριε Πουαρό. Αυτό πού μου ζητάτε δέν είναι βέβαια πολύ κανονικό. . . —’Αλλά είναι αναγκαίο·, συνέχισε ό φίλος μου, γιατί ό Ρόμπερτ Γκράντ δέν ε^ναι ό δολοφόνος* . . — Τί; Πώς; Καί ποιος είναι τότε ό δολοφόνος; — Κάποιος άνθρωπος πιο νέος, φαντάζομαι.

Πλησίασε στο σπίτι

του Χουάλεϋ με μια μικρή κλειστή καμιονέτα. Μπήκε, σκότωσε τό γέρο καί ξανανεβηκε στο καμιόνι. ματα. — Μά. . .

ΤΜταν ξεσκούφωτος καί ήταν γεμάτος αί­

Μά ολόκληρο τό χωριό θά τόν είχε δη. . .

—'Ολόκληρο τό χωριό τόν είδε! — Μήπως τόν είδατε καί σείς; — Με τό -μάτια τής φαντασίας, ναι! τΟ αστυνόμος σήκωσε τούς ώμους του χαρακτηριστικά καί μου έκλεισε τό μάτι. Δέν ήξερα φυσικά τί νά σκΌφτώ» αλλά είχα πεποίθησι στον Πουαρό. Στο μεταξύ

φτάσαμε οτήν φυλακή,

οπού

κρατούσαν

φυλακισμένο

τον Γκράντ. ”Ό Πουαρό ζήτησε καί μένα μαζί του καί ό άστυνόμος ζή­ τησε νά εΐναι παρών στη συζήτησι και ένάςι άστ^φύλακας. ’Έτσι μπή­ καμε τρεις μέσα στό κελί τού Ρόμπερτ Γκράντ. Ο Πουαρό πήγε κατευθείαν στό ψαχνό. — Γκράντ, τού είπε* θαίρω πώς είσαι αθώος. Θέλω νά μού διηγηΓ θής τί ακριβώς συνέβη. Ό φυλακισμένος ήταν ένας κοντόχοντρος άνθρωπος ιμέ κτηνώδη φυ­ σιογνωμία. Εύκολα τόν θεωρούσε κανείς ικανό γιά ©λα. — Μάρτυρας μου ό θεός άτι δέν έκανα τό φονικό!, ψιθύρισε. Βά­ λανε έκείνα τά κινέζικα πράγματα μέσ’ στά ρούχα μου γιά νά μέ πιάσσυν εμένα. Δέν ήξερα τίπατις ώσπου έμπηξε τις στριγγλιές ή Μπέτσυ. . .

Ναί, μά τό Χριστό, άφεντικό. ο .

Ό Πουαρό σηκώθηκε:

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

21


—Άφου δέν έχεις σκοπό νά μοϋ πής την αλήθεια, άδικα κάθομαι και χάνω τον καιρό μου!, είίττε. — Μά τό σταυρό που φιλούμε, αφεντικό, εγώ. . . — Μ π ή κ *ειςι μέσα στην τραπεζαρία!, τον έκοψε ό Πουαρό.

Η ξ ε

ρες πώς σκότωσαν τον κύριό σου. Κι* ετοιμαζόσουν νά τό σκάσης όταν ή Μπέτσυ έβαλε τις φωνές! 'Ο άνθρωπος κοίταζε τόν ' φίλο μου μέ ανοιχτό τό στόμα. — Σου ορκίζομαι στό λόγο τής τιμής-μου, συνέχισε ό Πουαρό, πώς δέν εχεις άλλη ελπίδα νά σωθής από την κρεμάλα παρά εάν μοϋ πής την αλήθεια — όλη την αλήθεια — αμέσως! 'Ο

άνθρωπος συλλογίστηκε λίγα δευτερόλεπτα. . .

— Χαμένος γιά χαμένος..·, είπε: θά στά πώ όλα! Ναί! Μπήκα στην τραπεζαρία και βρήκα τό αφεντικό μου νά πλέη στό αίμα σά σφαγ­ μένο κριάρι. Είπα νά τό βάλω στά πόδια. Μόλις ιεΐ»χα βγή από τή φυλα­ κή, και τό ξέρα πώς1 θάπιαναν εμένα. . . — Καί τά κινέζικα; — Αυτά. . . —1 Αυτά τά βούτηξες; "Όχι! "Ακόυσες τόν κύριό σου νά λέιει πώς είχανε αξία καί συλλογίστηκες πώς καλά θάκανες νά τά βάλης στό δι­ σάκι σου. Πότε τάκλεψες: Την πρώτη φορά που μπήκες στην τραπεζαρία ή την δεύτερη; — Μιά φορά μονάχα μπήκα! Μιά καί καλή. — Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; — Κοροϊδευόμαστε αφεντικό; — Καλά. Πότε* βγήκες, είπες, από τή φυλακή; —- Πάνε κάπου δυό μήνες. — Πώς έπιασες δουλειά στου Χουάλεϋ; — "Ενας σύλλογος απ’ αυτούς που βοηθάνε τούς

φυλακισμένους

μου βρή κε τή δουλειά. — Καί πώς γνωρίστηκες μέ τό σύλλογο; —"Ενας άνθρωπός τους μέ περίμενε έξω από τή φυλακή. "Έμοιαζε μέ πάστορας. Είχε ένα σπασμένο μπροστινό δόντι. Φορούσε γυαλιά. Μοϋ είπε πώς έλπιζε πώς είχα μετανοιώσει καί πώς είχα γίνει καλός άνθρω­ πος στη φυλακή. Μέ σύστησε κι" έπιασα δουλειά στου Χουάλεϋ. — Αυτός ό πάστορας σοιϋ έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια. Έ; ιΟ Γκράντ τόν κοίταζε σαστι μένος. — Ναί. Είπε. Πού τό ξέρετε; — Αυτή είναι ή δουλειά μου: νά ξέρω!, είπε σοβαρά ό Πουαρό. Βγήκαμε

από

τό

κελί,

καί

γυρίσαμε

έκε?

όπου

μάς

περίμενε

ό ’Ίγγλς. — Τίποτα νέα; ρώτησε. — Ναί. Ή ύπόθεσις ιείίναι γιά μένα καθαρή, αλλά θά δυσκολευτώ νά πείσω τις άρχές. 'Ο Χουάλεϋ δολοφονήθηκε κατά διαταγήν καί γιά λογαριασμό τών Τεσσάρων, όμως ό δολοφόνος δέν είναι ό Γκράντ. Είχαν από καιρό σχεδιάσει νά ρίξουν τό έγκλημα πάνω σ’ έναν πού θάδγαινε από τή φυλακή. Γι’ αυτό τό σκοπό πλησίασαν τόν Γκράντ καί τοϋ βρή­ καν αυτή τή δουλειά στοΰ Χουάλεϋ. "Ενας έξυπνος άνθρωπος περίμενε τόν Γκράντ τήν ημέρα πού βγήκε από τήν φυλακή. Τοϋ έταξε δουλειά καί τοϋ χάρισε κΓ ένα ζευγάρι παπούτσια στό πόδι του — ιμέ τήν διαφορά

ι

22

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


πώς τα παπούτσια αύτά ή σαν διπλά και πώς το άλλο ζευγάρι το κράτη­ σε ό ψευδοπάστορας. ^Ηταν τόσο· απλό! Μια μέρα που ό Γκράντ έλει­ πε, και ή Μπετόν φλυαρούσε μέ τις. γειτόνισες, ό άνθρωπος φόρεσε τά παπούτσια, πού τά όμοια τους φορούσε ό Γκράντ, μπήκε από την κου­ ζίνα στην τραπεζαρία, σκότωσε τά γέρο, πάτησε στα αίματα ώστε ν* άφήση ίχνη, βγήκε στην* κουζίνα πάλι όπου άλλαξε παπούτσια, κουβάΑώντας τά «παπούτσια του έγκλήματος» στο χέρι, ξαναιμπήκε στην κα­ μιονέτα καί από δώ παν καί οΐ άλλοι! — Γιατί δεν τον είδε κανένας; ρώτησε ό ’Ίγγλς. — Τον είδαν όλοι μά δεν τον πρόσεξε κανένας, γιατί κυκλοφορούσε μέ την καμιονέτα τού χασάπη. Στην Αγγλία ή καμιονέτα τού χασάπη, μοιράζει κρέας από τό πι© μεγάλο χωριό, στά πεντέξη γειτονικά, μικρότερα. ’Άφησα μια κραυγή. — Καλά λές, Πουαρό! Τό χοιρινό μπούτι! — Κοντά στο νού, φίλε μου Χάστιγκς! Τό χοιρινό μπούτι, βέβαια ! Γ Ολοι ώρκίζονταν πώς κανείς δεν πλησίασε τό σπίτι τού Χουάλεϋ κΓ ωστόσο βρήκα στό κελάρι ένα κατεψυγμένο μπούτι. Είναι Δευτέρα, άρα τό έφεραν τό πρωί, γιατί άν τό έφερναν τό Σάββατο;, μ’ αυτή τή ζέστη θά ε'χε άρχίση νά χαλάη ώς τή Δευτέρα. Λοιπόν μπήκε στο σπίτι κά­ ποιος* πού κανένας από τό χωριό δεν τον πρόσεξε,, κάποιος πού ©I λεκέδες τού αίματος στό ρούχο του δεν προκαίλούσαν έκπληξι. . . — Φοβερά έξυπνοι!, φώναξε ό ’Ίγγλς'. — Ναί · . . Είναι φοβερά έξυπνος ό αριθμός Τέσσερα! —"Εξυπνος σάν τον Ηρακλή Πουαρό; ψιθύρισα. *0 Πουαρό μου έρριξε μιά θυμωμένη ματιά. — Τΐ άνοστο χωρατό, αγαπητέ μου Χάστιγκς!, είπε. Μήπως δεν έσωσα τή ζωή ένός αθώου; Μαύ φαίνεται πώς αυτό είναι αρκετή δουλειά γιά μιά ιμέρα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Η ΕΞΑΦΑΝI Σ I Σ

Η

ΕΝΟΣ

ΕΠΙ ΣΤΗΜΟΝΟΣ

προσωπική μου γνώμη είναι πώς πολύ δύσκολα θά έπειθα ντο οί ένορ­ κοι ν’ αθωώσουν τόν Ρόμπερτ Γκράντ μιά καί ό Πουαρό δεν ήθελε

νά γίνη λόγος στό δικαστήριο γιά τούς Τέσσερις Μεγάλους καί κυρίως γιά τόν

«Τιμωρό»

τους, τόν Χαλαστή,

τόν Αριθμό Τέσσερα. Μεγάλη

ένίσχυσι όμως στήν ύπεράσπισι έφερε ή κατάθεσις τού χασάπη τού γει­ τονικού χωριού, πού είπε πώς εκείνη τή Δευτέρα, καθώς έφευγε γιά τόν κανονικό του γύρο στά γειτονικά χωριά, δέχτηκε τήν έπίθεσι ένός αγνώ­ στου, πού τόν έδεσε» τόν έφίμωσε, καί τόν άφησε στό βάθος μιας ρεμα­ τιάς. "Υστερα από δυο ώρες, ό άγνωστος ξαναγόρισε, τόν έλυσε καί .τού παρέδωσε τήν καμιονέτα του, μαζί <μ* ένα σεβαστό χρηματικό ποσό γιά νά έξαγοράση τή σιωπή του. Μέ κατάπληξι ό χασάπης διεπίστωσε ότι ©·.. εθελοντής αναπληρωτής του, είχε παραδώσει κανονικά τό κρέας σέ όλη τήν πελατεία. ιΟ χασάπης δέν θάλεγε φυσικά τίποτα, γιατί 8έν είχε

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

!

23


ύπαπτευθή τίποτα, αν δέν τον έφερνε στή δίκη 6 Πουαρό.. "Ετσι οϊ ένοι­ κοι Αναγκάστηκαν νά παραδεχτούν δτι ή δολοφονία ώφείλετο «εις λόγους προσωπικής έκδικήσεως» καί δτι © Ράμπαρτ Πκράντ ήταν Αθώος. — Αυτός 6 Αριθμός Τέσσερα, Χάστιγκς, μου έλεγε 6 Ποναρο, εΐναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Παρατήρησε μέ πόση ευκολία άλλα·· ζει προσωπικότητα! Πότε είναι ένας Αγαθός φύλακας φρενοκομείου, πό­ τε πάστορας μέ γυαλιά, πότε χασάπης μέ άσπρη μπλούζα. . . —"Ολ5 οεύτά καλά, Απάντησα, αλλά στη δολοφονία τού Χουάλεΰ δέν προωδεύσαμε καθόλου. "Έσωσες βέβαια τον Γκραντ από την κρεμά­ λα, αλλά δέν κατορθώσαμε νά μάθουμε τίποτα περισσότερο για τούς Τέσσερις Μεγάλους! — Μην Ανυπόμονης, φίλε μου Χάστιγκς, μου είπε ό Πουαρό. Προχω­ ρούμε «Βραδέως, άλλ’ ασφαλώς» σαν τήν χελώνα. Μαθαίνομε ολοένα καί περισσότερα γι’ αυτόν τόν άνθρωπο καί για τις μεθόδους του. Αυτοί δέν ξέρουν τίποτε για μάς καί για τό πρόγραμμά μας. —'Ωστόσο δέ βλέπω νάχης κανένα πρόγραμμα!, είπα. Μου φαίνε­ ται πώς κάθεσαι καί περιμένεις νά κάνουν αυτοί κάτι. Ο Πουαρό χαμογέλασε. — Πάντα ό ίδιος είσαι» φίλε μου!, είπε. Θέλεις νά όριμήσης καί νά τούς αρπάξης από τό σβέρκο καί, όσο δέ σού δίνεται ή ευκαιρία, Αδημονεΐς. "Ομως νά ή ευκαιρία! —φώναξε γελώντας, άκούγοντας νά χτυπουν στην πόρτα. Μπορεί νά ε'ναι ό φίλος μας ό "Αριθμός Τέσσερα.

Που ξέρεις; Δυστυχώς δέν ήταν ό "Αριθμός Τέσσερα, αλλά ό καλός παλιός μας φί­ λος, ό επιθεωρητής Τζάπ, συνοδευόμενος από έναν άλλον κύριο μέ πολι­ τικά, πού μάς τόν έσύστησε ώς Ταγματάρχη Κέντ τής μυστικής υπηρε­ σίας πληροφοριών τών Ηνωμένων Πολιτειών. 'Ο Ταγματάρχης Κέντ, ήταν ένας ψηλός, λιγνός

Αμερικανός μέ έξυ­

πνο βλέμμα καί γοργή άντίληψι. *0 Πουαρό έρριξε ένα - δυο ξύλα στό τζάκι, ένώ εγώ έφερνα ποτήρια καί τό μποιυκαλάκι μέ τό ουίσκυ. Μόνον άφοΰ καθήσαμε δλοι αναπαυτικά γύρω από τη φωτιά, άρχισε ό Τζάπ νά μιλάη. —Αγαπητέ μου Πουαρό, είπε, δπως καταλαβαίνεις, ήρθαμε εδώ για νά κουβεντιάσαμε γιά κάποιο ζήτημα. Μπορώ δέ νά πώ, για κάποιο σ ο βορό ζήτημα. Δέν ξέχασα πώς εδώ καί λίγες μέρες, μέ ρώτησες νά σουπώ άν ήξερα τίποτε γιά κάποιους πού τούς ώνόμαζες Τέσσερις Μεγάλους καί μου σύστησες νά σέ ειδοποιήσω άν τύχαινε στην καθημερινή ρουτίνα τής ζωής μου νά μάθω κάτι γι’ αυτούς. Δέν έδωσα σημασία τήν πρώτη στιγμή» αλλά όταν ό Ταγματάρχης ήλθε, μέ βρήκε καί μου διηγήθηκε μιαν Αρκετά παράξενη ιστορία, αμέσως κατάλαβα πώς έπρεπε νάρθω νά σέ βρώ. 'Ο Πουοίρό κοίταξε τόν Ταγμοοτάρχη κι* αυτός άρχισε Αμέσως να διηγήται: — Δέν ξέρω άν ενθυμείστε,

κύριε Πουαρό, τά παράδοξα γεγονότα

πού συνέβη σαν τελευταία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικά Απφ τά τα­ χύτερα μικρά καταδιωκτικά μας, δπως

καί αρκετά άντιτσρπιλΑικά τής

τσέπης, ναυάγησαν στις "Αμερικανικές ακτές. Αυτό συνέβη υστέρα από τούς σεισμούς στην "Ιαπωνία, καί ή έξήγησις πού έδωσαν έπισήμως ήταν δτι τά έσπρωξε στούς· βράχους τό φοβερό ώκεάνειο κύμα πού ξέσπασε

24

ΤΟ ΑΙΝίΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


στις ακτές, από τους

σεισμούς

αυτούς. Μα στ© τέλος ή Αμερικανική

Αντί κατάσκοπε ία κατώρθωσε να πιάση και ν’ Αποκρυπτογράφηση μερι­ κά έγγραφα πού ρίχνουν έντελώς διαφορετικό φως ατά γεγονότα* Αυτά τά έγγραφα άναφέρονται σέ κάποια μυστική όργάνωσι «Τεσσάρων Με° γάλων» καί μιλούν γιά μιά πολύ δυνατή συσκευή — ένα είδος συγκεντρωτήρος τήςι κοσμικής ραδι ενεργεί ας, πού σέ δεδομένη στιγμή μπορεί νά έξαποστείλη μίαν «ακτίνα» τρομακτικής δραστικότητος σ’ ένα ώρισμένο σημείο. Ή ακτίνα αυτή μπορεί νά δημιουργήση τέτοια άναστάτωσι στους ωκεανούς, ώστε νά προκαλέση τά πιο ανεξήγητα ναυάγια. Οί σοφοί καί οι έπιστήμονες στους οποίους δώσαμε αύτά τά χαρτιά — που δεν είναι πλήρη δυστυχώς, γέλασαν καί μάς είπαν δτι οι «ακτίνες τού θανάτου» καί οί «μυστηριώδεις συσκευές» είναι θέματα κατάλληλα γιά αστυνομι­ κά μυθιστορήματα καί όχι γιά ν’ απασχολήσουν σοβαρά αξιοπρεπείς επιστήμονες·. "Επειτ’ από αυτό ή υπηρεσία μου έπαυσε ν’ άσχολήται μέ αυτό τό ζήτημα. "Ωσπου μάθαμε πώς ένας νέος "Αγγλος έπιστήμων* πού έκανε πειράματα σχετικά μέ τήν κοσμική ραδιενέργεια, κατέληξε κι* αυ­ τός σέ ανάλογες πραγματοποιήσεις. — Λοιπόν; ρώτησε μ’ ενδιαφέρον ό Πουαρό. — Φυσικά ή

υπηρεσία

μου άπεφάσισε νά

μέ στείλη

αμέσως εδώ

στό Λονδίνο καί, αφού θέσω υπ’ όψιν του τά έγγραφα πού ειρωνεύτηκαν οί δικοί μας σοφοί, νά ζητήσω τή γνώμη του. Οί πληροφορίες, άλλωστε, πού είχαμε γιά τον κ. Χαλλινταίη, ήσαν περίφημες: τού εή<ε τήν πιο μεγάλη έμπιστοσύνη.

ή κυβέρνησίς του

—Ελπίζω ή συνάντησίς σας μαζί του νά σάς Ικανοποίησε!, είπα. — Εδώ ακριβώς εΐναι ό κόμπος!, γέλασε ό Ταγματάρχης. Δέν εί­ δα τον κύριο Χαλλινταίη καί, καθώς φαίνεται, θ’ Αργήσω πολύ νά τόν δώ - άν τόν δώ δηλαδή ποτέ! — Πώς γίνεται αυτό; φώναξα. — Τό γεγονός εΐναι ότι ό Χαλλινταίη

έχει έξαφανισθή,

είπε ό

Τζάπ. — Πότε; — Πάνε τώρα δύο μήνες. . . — Καί ή αστυνομία τί έκανε; —"Εκανε ο,τι μπόρεσε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, είπε ό Τζάπ. Ή γυναίκα του ήρθε νά μάς βρή αμέσως μόλις χάθηκε ό Χαλλινταίη, αλλά εγώ κατάλαβα από τήν πρώτη μέρα πώς ήταν μιά χαμένη ύπόθεσις. . . — Μά γιά ποιο λόγο; ρώτησα. — Γιατί όταν κανείς εξαφανίζεται

όπως έξαφανίστηκε ό

Χαλλιν-

ταίη, ή αστυνομία συνήθως δέν κατορθώνει νά βρή τά ’ΐχνη του. — Καί πώς έξαφανίστηκε ό Χαλλινταίη; — Στό Παρίσι!, είπε ό Τζάπ .κλείνοντας τό μάτι. ❖ ❖ η*

Ω

στε ό νέος εξαφανίστηκε στό Παρίσι; ρώτησα.

— Ναι. Πήγε εκεί γιά έπιστημονική δουλειά, είπε ό Τζάπ. Φυσι­ κά/ τι άλλο μπορούσε νά πή στήν γυναίκα του; Πάντως ξέρομε τί σημαί­ νει νά έξαφανιστή κάποιος σΤό Παρίσι. Εΐτιε ειίναι στή μέση οί Άπάχηδες,

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

25


όττόταν 8έν ξαναβρίσκει τά ίχνη του κανένας, είτε έξαφανίστήκε θεληματικά όπως ενα πλήθος νέοι άντρες, που σέ μια ώρισμένη στιγμή βαριούνται αβάσταχτα τό σπιτικό τους και τή γυναίκα Τους. 'Ο Χαλλινταίη μάλιστα καυγάδισε ·μέ τήν δική του πρίν φύγη . . . — Περίεργο..., έκανε ό Πουαρό συλλογισμένα. Τότε πήρε πάλι τό λόγο ό Άμερικάνος. *—Μούσιοΰ Πουαρό, είπε, τΐ ακριβώς ξέρετε για τούς Τέσσερις Με­ γάλους; — Είναι μια διεθνής όργάνωσις, με σκοπούς1 που τους υποπτεύομαι πιο σκοτεινούς και πιο φοβερούς από τους σκοπούς μιας συνειθισμένης ληστοσυμμορίας. Έπί κεφαλής είναι ό πιο σατανικό έξυπνος άνθρωπος του κόσμου. "Ο Αριθμός "Ενα, ό Κινέζος Αΐ Τσάν Γιεν. 'Ο Αριθμός Δύο είναι ένας "Αμερικανός! πολυεκατομμυριούχος. "Ο "Αριθμός Τρία ε^ναι μια Γαλλίδα. Και ό "Αριθμός Τέσσερα, είναι ό τι μωρός ό «Χαλαστής·». —■ Μια Γοελλίδα είπατε; έκανε σιγά ό "Αμερικανός. 'Ο Χαλλινταίη εξαφανίστηκε στό Παρίσι. . . Λέτε νά ύπάρχη καμμιά σχέσις. . . -—Υποπτεύομαι ότι ναί!, είπε ό Πουαρο... *Όλ" οώτά, βλέπετε, συνδέονται μεταξύ τους. "Ακόμα και τά ναυάγια των πολεμικών σας. . . — Σέ ποια ξένη δύναμι λέτε ν’ ανήκουν ο! Τέσσερις Μεγάλοι; — Οί Τέσσερις Μεγάλοι» είπε σιγά ό Πουαρο, δεν έργάζονται γιο λογαριασμό κανενός κράτους. "Εργάζονται γι’ αυτούς τούς "ίδιους. Καί ο σκοπός τους είναι νά γίνουν "Άρχοντες τού Κόσμου. "Ο "Αμερικανός έβαλε τά γέλια, αλλά σώπασε αμέσως, γιατί τό πρό­ σωπο τού Πουαρο ήταν πολύ σοβαρό. — Γελάτε, κύριε, είπε ό Πουαρό, αλλά, άν θέλατε νά χρησιμοποιήσετε τή φαιά σας ουσία, θά σκεπτόσαστε ότι δεν είναι πολύ αστείο τό α*ίτι© πού προκάλεσε τό ναυάγιο οκτώ πλοίων - μόνο καί μόνο σάν ένα μικρό πείραμα, μια ασήμαντη δοκιμή του τί μπορούν νά κάνουν. . . —Αγαπητέ μου φίλε!, έκανε ό Τζάπ. Γιατί νά μην γράφης αστυνο­ μικά μυθιστορήματα; 'Ομολογώ ότι μου αρέσουν πολύ, γιατί σ’ αύτά βρί­ σκει κανείς ένα πλήθος μυστηριώδη πράγματα πού δεν συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Δεν ήξερα πώς έχεις τόση φαντασία, Πουαρό!

Καλη­

νύχτα τώρα, εμείς πάμε. Είναι τίποτα πού μπορώ νά κάνω για νά σέ έξυπηρετήσω; — Μά, ναί, ώρισμένως. Νά μού δώσης τήν διεύθυνσι τής κυρίας Χαλλινταίη καθώς καί μιά μικρή συστολική επιστολή. Κι" έτσι, τήν άλλη μέρα, ό Πουαρό κι" εγώ χτυπούσαμε στήν πόρτα τής κυρίας Χαλλινταίη πού μάς δέχτηκε αμέσως. 9Ηταν μιά ψηλή, ωραία» νέα γυναίκα πού κρατούσε στήν αγκαλιά τ© κοριτσάκι της, ένα αγγελούδι τεσσάρων χρόνων. —’Ώ, κύριε Πουαρό, είπε στό φίλο μου. "Έχω ακούσει τόσα γιά σάς, ώστε είναι γιά μένα μιά ανέλπιστη τύχη πού ένδιαφερθηκατε γιά τό ζήτη­ μά μας. Εσείς δέν είστε σάν αυτούς τούς στενοκέφαλους ανθρώπους τής Σκότλαντ Γυάρντ. . . "Ομως, μήπως είναι καλύτερη καί ή γοιλλική αστυ­ νομία; "Ολοι τους είναι πεπεισμένοι πώς ό άντρας μου τό έσκασε μέ μιαν άλλη γυναίκα. Μά έγώ ξαίρω τον Τσάρλυ. Έκτος από μένα καί τήν κόρη Του, §έν νένδιαφέρεται παρά γιά τή δουλειά του. ΓΓ αυτό μαλώναμε κα­ μιά φορά. . . Σκοτωνόταν στήν δουλειά, τελευταία. · . — Ναί. . . Ξαίρω τούς νέους "Άγγλους, ιε?πε ό Πουαρό. Παίρνουν τή ζωή πολύ στά σοβαρά.

26

Καί» όταν δέν τούς απασχολεί ή δουλειά τους.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


πέφτουν μέ την ίδια σοβαρή μανία εττά σπόρ, στο κυνήγι, η άλλα παρό­ μοια. Τώρα, σάς -παρακαλώ πολύ, κυρία μου, νά μου διηγηθήτε τί ακρι­ βώς συνέβη. —ιΟ άντρας μου έφυγε για το Παρίσι την Πέμπτη» 20 Ιουλίου. ?Ηταν νά συνάντηση πολλούς επιστήμονες έκεΐ και κυρίως την Μαντάμ Όλιβιέ. Ό Πουαρό κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας δτι ήξερε τή διάσημη Γσλλίδα επιστήμονα, πού είχε επισκιάσει κι5 αυτήν ακόμα την κυρία Κιου­ ρί, μέ τις τελευταίες εφευρέσεις της. Είχε παρασημοφορηθή από την Γαλ­ λική κυβέρνησι καί ήταν μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες τής ημέρας. —Εφτασε έκεΐ βράδυ καί πήγε στό ξενοδοχείο Καστιλιόν» συνέ­ χισε ή κυρία Χαλλινταίη. Την άλλη μέρα τό πρωΐ, έπισκέφθηκε τόν διά­ σημο καθηγητή Μπουργκονώ, πού τόν ένη μέρωσε έπάνω στά τελευταία πειράματα του για την ατομική ενέργεια. Γευμάτισε μόνος στό Καφέ Ρουαγιάλ καί τό άπόγεμα πήγε στη Μαντάμ Όλιβιέ. "Εφυγε από έκεΐ κατά τις έξη. Δέ μάθαμε πού δείπνησε. Γύρισε στό ξενοδοχείο κατά τις έντεκα καί πήγε κατευθείαν στό δωμάτιό του, αφού ρώτησε άν γράμματα. Την άλλη μέρα έφυγε πολύ πρωΐ, καί δεν ξαναφάνηκε.

είχε

-—Τί ώρα έφυγε ακριβώς; ρώτησε ό Πουαρο. — Δεν τον είδε κανείς όταν έφυγε. Πάντως δεν έφυγε τή νύχτα, γιατί ό νυκτοφύλακας δεν τού άνοιξε καί τό κρεββάτι έδειχνε δτι είχε <©ιρηθή. —"Αφησε τίς αποσκευές του στό ξενοδοχείο; —"Ολες, έκτος από ένα μικρό βαλιτσάκι όπου είχε τά έμπιστευπκά πορίσματα άπό τίς έργασίες του. Αυτό τό πήρε μαζί του. — Χμ. . . είπε ό Πουαρο. Κρΐμα πού δέν ξέρομε τί έκανε αφού •φυγ® άπό την κυρία Όλιβιέ. Προφανώς, συνέβη κάτι πού τόν έκανε ν* χλλάξη τά σχέδιά του!

Έγώ δέν συμφωνώ

μέ τήν αστυνομία. ΓΓ

τούς είναι πάντα «Ζητήσατε τήν γυναίκα!» -τ-Έσείς τί νομίζετε κύριε Πουαρό; Ό Πουαρο σηκώθηκε απότομα. — Γιά μένα ή λύσις τού μυστηρίου είναι

στό

Παρίσι.

ΓΓ

αύτό

Γκοπεύω νά κάνω ένα ταξιδάκι ως έκεΐ. — Δυστυχώς —-Ναι. . .

κύριε,

Ναι. · .

πέρασαν Ξαίρω. . .

δύο

μήνες. . .

'Πστσσο δέν

υπάρχει

άλλος τρόπος

νεργείας. . . — Πώς νά σάς ευχαριστήσω, κύριε Πουαρό; Μέ συγχωρεΐτε. β β ^ΑΑά δσο καί νά είναι τό ποσόν πού θά χρειασθήτε γΓ αυτήν τήν υπό* εσι, είμαι πρόθυμη νά. · . —Ανοησίες!... γρύλλισέ ό ατσ!

Πέστε μου μόνον:

Πουαρό.

Μην ξαναμιλήσετε γιά χρή-

έτυχε ποτέ ό άντρας σας νά κάνη λόγο γιά

έσσερις Μεγάλους; — Τέσσερις Μεγάλους;

"Οχι,

Ο ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

κύριε

Πουαρό.

Ποτέ!

27


ΚΕΦΑΛΑΙΟ β Η

ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ

1ΤΡ

ΤΗΣ

ΣΚΑΛΑΣ ■<*·,

εν μάς έμενε παρά να πάρω μ ε το τραίνο γιά το Ντόβερ κΓ έκει

Δ

νά μπούμε στο πλοίο γιο τις γαλλικές ακτές.

Αυτό άλλωστε καί κάναμε.,

— Γιά δες, φίλε

μου Χάστιγκς,

μού έλεγε στο πλοίο 6 Πουαρό,

σέ τι μπελάδες μάς έβαλαν οι Τέσσερις Μεγάλοι!

Γιά την ώρα γυρί­

ζομε γύρω-γύρω σαν τά κυνηγετικά σκυλιά πού οσμίζονται τό θήρα­ μα/ χωρίς όμως νά μπορούν νά τό ξετρυπώσουν ακόμα! "Έχω Το προ­ αίσθημα πώς βρίσκομαι μπροστά στην πιο μυστηριώδη, την πιο επι­ κίνδυνη αποστολή τής ζωής

μου..,

Αλλοίμονο! Ή πιο τρελλή φαντασία δέν θά μπορούσε νά προβλέψη τις απίστευτες περιπέτειες, οπού θά μας, έρριχνε αυτή ή ύπόΐβεσις,

περιπέτειες

τόσο

εξωφρενικές,

τόσο

μαι δτι στο τέλος δέν θά γίνω πιστευτός. . . —"Έχω έναν θαυμάσιο φίλο στή

ασυνήθιστες/

πού

φοβά­

’Άς είναι. . .

γαλλική αστυνομία. Τον έπιθεω-

ρητή Ζιρώ!, είπε ό Πουαρό. Αύτός θά μάς βοηθήση πολύ! — Δέν μοΟ φαίνεται εύκολο έργο, είπα, νά μάθωμε τι έκανε ηρας άγνωστος "Αγγλος προ δυο μηνών ένα βράδυ στο Παρίσι. — Τίποτε δεν είναι δύσκολο γιά τον Ηρακλή Πουαρό! — Νομίζεις δτι έπεσε στά χέρια τών Τεσσάρων Μεγάλων; — Δέν νομίζω.

Είμαι

βέβαιος!

Στο Παρίσι, δέν κατορθώσαμε νά μάθουμε περισσότερα απ’ όσα μάς είπε ή κυρία Χαλλινταίη. Ό καθηγητής Μπουργκονώ μάς έπανέ'λαβε δ/τι ξέραμε ήδη. "Εμενε νά ρωτήσω με και την Μαντάμ Όλιβιέ. 'Ομολογώ δτι ένοιωθα κάποια ταραχή, καθώς, ανεβαίναμε τήν σκά­ λα τής βίλλας, στο Πασσυ, όπου έμενε ή διάσημη γυναίκα. Δέν τό χω­ ρούσε ό νους μου πως ένα γυναικείο μυαλό μπορούσε νάχη τόση δύ«ναμι! Μάς άνοιξε τήν πόρτα ένας γκρουμ μέ στολή. Ό Πουαρό, είχε φυ­ σικά φροντίσει νά κλείση ένα ραντεβού, γιατί ή

Μαντάμ

Όλιβιέ δέν

δείχόταν εύκολα τάν καθένα. Μπήκαμε σ’ ένα κομψότατο σαλονάκι, δπου σέ λίγο ήρθε νά

μάς

συνάντηση ή κυρία: τού σπιτιού. Ή Μαντάμ Όλιβιέ ήταν μιά ψηλή γυναίκα, εξαιρετικά ωραία. Φορούσε μιά λευκή μπλούζα χημικού, που έκανε πιο χτυπητή τή φιλ­ ντισένια

ωχρότητα τού

προσώπου

τής,

δπου

έφεγγαν

τά

θαυμάσια/

αμυγδαλωτά μαύρα μάτια της, δπου άναβε ή φλόγα τού επιστημονι­ κού φανατισμού. Τό στόμα της ήταν πολύ κόκκινο, αισθησιακό, γυναι­ κείο.

Πόσοι

άραγε νά

είχαν ερωτευτή

αυτή τήν έξαιρετική

γυναίκα;

Στο αριστερό της μάγουλο, διαικρίνονταν ή ουλή μιας πληγής και θυ­ μήθηκα πώς οί άντρας της εΐχε σκοΤωθή έδώ καί χρόνια από μιαν έκρηξι στό έργαστή.ριό τους, δπου είχε πληγωθή σοβαρά καί ή ιδία. "Ε­ λεγαν πώς τον λάτρευε καί πώς από τότε είχε κλειστή στο σπίτι της, δπου

συνέχιζε τά

έπιστημονικά Τους

πειράματα,

σαν

μέσα

σέ

μονα­

στήρι.

28

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


ΓΆ άς δέχτηκε μέ ψυχρή ευγένεια. —"Εχω πή ό,τι είχα νά πώ πολλές φορές στην αστυνομία, κύριοι, είπε. Αέν καταλαβαίνω γιατί μέ απασχολούν ακόμα» . » —"Ισως κυρία να έχω νά σάς κάνω άλλες έρωτήσεις, εΐττε ψυχρά @ Πουαρό. Και πρώτα-πρώτα. για τί πράγματα μιλήσατε μέ τόν Χαλ~ λινταίη; —-Μά.ο.

για τις εργασίες του. Καί, φυσικά, για τίς δικές μου»

— Σάς μίλησε για τις τελευταίες του ανακαλύψεις; — Κυρίως γΓ αυτές! — Σάς φάνηκαν ίσως έξωψρενικές; — Σέ μένα, φυσικά, όχι. "Αλλωστε οϊ εργασίες του συνέπεσαν νά είναι ανάλογες

μέ τίς δικές μου. 7Ησαν σχετικές μέ τίς ακτίνες Γάμ·

μα, πού ακτινοβολεί τό ράδιο Α, ένα προϊόν του μεταλλικού ραδίου... Παρατηρήσαμε μερικά πολύ ένδιαφέροντα μαγνητικά φαινόμενα. Τότε: ό Πουαρό έκανε μιά απροσδόκητη έρώτησι: — Πού συζητήσατε γιά όλ’ αυτά, κυρία; Σ’ αυτό εδώ τό σαλόνι; —*Όχι, φυσικά. Στο εργαστήριό μου. —"Εχετε άντίρρησι νά τό έπισκεφθώ; —"Οχι, καμμιά! "Ανοιξε την πόρτα απ’ όπου είχαμε περάσει. "Εβγαζε σ’ έναν μι­ κρό διάδρομο. Περάσαμε άλλες δυο πόρτες καί βρεθήκαμε σ’ ένα τερά­ στιο χημικό έργαστήριο, όπου όλα γιά μένα εκεί ήσαν αινιγματικά. Αυό βοηθοί

μέ

λευκές

μπλούζες

ΌΑιβιέ μάς σύστησε. —Ή δεσποινίς Κλώντ,

συνέχιζαν

βοηθός μου.

κάποιο πείραμα. Καί ό

κύριος

Άνρύ,

κυρία βοηθός

μου επίσης. Οι δυο χημικοί μάς χαιρέτησαν. Ό Πουαρό έξήτασε προσεκτικά τό έργαστήριο όπου βρισκόμαστε. Υπήρχαν ακόμα δυο πόρτες

έκτος

από αυτήν απ’

οπού

μπήκαμε.

*0

Πουαρό είπε πώς μπορούσαμε νά γυρίσωμε στο σαλόνι. —- Κυρία, ήσαστε μόνοι μέ τόν Χαλλινταίη όταν μιλούσατε; — Ναί. Οί δυο βοηθοί

μου ήσαν στο πλαινό έργαστήριο.

— Μπορούσε κανιείς νά κρυφακσύση αυτά πού λέγατε; —"Οχι. Δέν νομίζω. "Ολες οι πόρτες ήσαν κλειστές. — Δέν μπορούσε κανείς νά κρυφτή στο έργαστήριο; —Υπάρχει ένα μεγάλο ντουλάπι στή γωνιά. Αλλά μου φαίνεται αδύνατο. . . — Τίποτε δέν ιειναι αδύνατο...

Ακόμα μιά έρώτησι:

μήπως σάς

είπε ό κ. Χαλλινταίη τί σκόπευε νά κάνη τό βράδυ; —"Οχι, κύριε. — Σάς ευχαριστώ

πολύ,

κυρία,

καί

νά

μάς

συγχωρήτε γιά

τήν

ένόχλησι. Καθώς

κατεβαίναμε,

στο

στρίψιμο τής

σκάλας,

διασταυρωθήκαμε

μέ μιά κυρία, πού φορούσε τό μαύρο, μακρύ πέπλο τής βαρυπενθούσης χήρας. "Εσπευσε νά τραβηχθή στή γωνιά καί τήν προσπεράσαμε γρή­ γορα. — Πολύ ένδιαφέρουσα γυναίκα!, είπε ό Πουαρό. — Ποιά, ή κυρία ΌΑιβιέ; Ναί! Κατοτπληκτική. —"Οχι. Δέν μιλώ γιά τήν κυρία Όλιβιέ. Είναι αυτονόητο πώς εΐ-

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

29


ναι ενδιαφέρουσα. Μιλάω για τήν άλλη, πού κατοικεί έ,&ώ· άφ>αύ μπήκε >’μέ κλειδί, καί που κρύφτηκε δταν μάς είδε... — Δεν την πρόσεξα νά σού ’ ττώ. . . Είχαμε βγή στο δρόμο. "Οταν, ξαφνικά, ένα από τά τεράστια δέν­ τρα τής δεντροστοιχίας έγειρε απότομα κι* έπεσε τόσο κοντά μας, ώστε θά μάς είχε) τσακίσει άν· δεν μέ τραβούσε 6 Πουαρό απότομα πίσω. . . Ο Πουαρό τό κοίταξε χλωμός καί ανήσυχος:. — Είναι φοβεροί... ψιθύρισε. Κοίταξε τό δέντρο πώς είναι πριο« νεσμένο... Φτηνά την γλυτώσαμε, φίλε μου! — Τί θά κάνωμε; — Θά σκεφτοΰμε. . ., ετπε ό Πουαρό. Ό Χαλλινταίη ήρθε στό Πα­ ρίσι; Ναί, αφού τον είδε ό Μπουργονώ πού τόν γνώριζε προσωπικά. — Τί λές τώρα»

Πουαρό;

— Τον είδε την Παρασκευή. Ή τελευταία φορά που τόν είδαν ήταν ή Παρασκευή, στις έντεκα. Άλλα ήταν έ Χαλλινταίη; — Μά ό θυρωρός. . . —Ό θυρωρός τής νύχτας.·.

Δεν τόν είχε ξαναδή. Μπαίνει ένας

νέος πού έμοιαζε του Χαλλινταίη — μπορούμε νά ξέρωμε ότι καλά Τα κοίταφέρνει ό Αριθμός Τέσσερα — ζητάει τά γράμματά του, ανεβαίνει στό δωμάτιο τού Χαλλινταίη καί παίρνει τό βαλιτσάκι μέ Τα έγγραφα. Πρωί -πρωΐ, φεύγει χωρίς νά τόν δή κανείς. Καί ό πραγματικός Χαλλινταίη βρισκόταν ίσως ήδη στα χέρια τών εχθρών του. Τώρα, αύτός που είδε ή κυρία Όλιβιέ, ήταν πράγματι ό Χαλλινταίη; Ναί/ γιατί δεν Θά μπορούσε νά την γελάση στην επιστημονική συζήτησί τους. 7Ηρθε λοι­ πόν εδώ Κουβέντιασε μέ την- κυρία Όλιβιέ κι’ έφυγε. Τί συνέβη υστέρα; Ό Πουαρό μ5 άρπαξε από τό χέρι, καί μέ τράβηξε πίσω, προς τή βίλλα τής Μαντάμ Όλιβιέ. •— Μπορώ νά φανταστώ τί συνέβη, Χάστιγκς. Ό Χαλλινταίη βγαί­ νει από τή βίλλα καί προχωρεί γρήγορα. Κάποιος τόν ακολουθεί. . . Μια ©μορφή χήρα μέ μαύρα πέπλα. Τόν πλησιάζει. «Κύριε Χαλλινταίη, μέ συγχωρειτε. . . Ή κυρία Όλιβιέ. Θέλει νά σάς πη κάτι. Θέλετε νά ξαναγυρίσετε,'». Ό Χαλλινταίη, ανυποψίαστος/ γυρίζει πίσω. Τό δέντρο πού κόντεψε νά μάς σκοτώση έπεσε μπροστά από την γειτονική βίλλα. *Ένας στενός δρομάκος, συνήθως έρημος, χωρίζει τις δυο βίλλες καί Τούς κήπους τους. Η χήρα λέει: «Άπό δώ, κύριε Χαλλινταίη, είναι πιο σύντο­ μα». Μπαίνουν στό στενό δρομάκο. Άπό τή γειτονική βίλλα, βγαίνουν με­ ρικοί άνθρωποι ώπλισμένοι καί τόν τραβούν μέσα. Στή βίλλα τής κυρίας Όλιβιέ, δέν κατάλαβαν τίποτε. . . — Καλά Πουαρό, αλλά πού μέ Τραβάς τώρα; — Πίσω στήν βίλλα τής κυρίας Όλιβιέ. — Θέλεις νά τήν ξαναδής; —’Όχΐ/ αλλά θέλω νά δώ τό πρόσωπα τής χήρας μέ τά μαύρα. — Λές νά είναι γνωστή τής κυρίας Όλιβιέ; —"Οχι. Υποθέτω πώς θά είναι γραμματευςι Της. Καί μια γραμματεύς πού θά τήν προσέλαβε τελευταία, χωρίς νά ξέρη. . . — Μά πώςι ξέρεις πώς κατοικεί στήν βίλλα1; — Γιατί μπήκε μέ τό κλειδί της. Πάμε Χάστιγκς. Χτυπήσαμε καί μάς άνοιξε πάλι ό ίδιος γκρουμ. ■— Θέλετε νά 8ήτε τήν κυρία Όλιβιέ; -

30

*0-Γ/

·

ΤΟ ΑIIΜΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


—"Οχι. Τή γραμματέα της!, εΐιτε 6 Πουαρό. — Την κυρία Βερονώ; Μια στιγμή να την ειδοποιήσω... *0 γκρουμ έφυγε καί ξαναγύρισε. — Λυπούμαι, άλλα ή κυρία Βερονώ, ήρθε καί ξανάφυγε, είπε. —"Οχι, δεν ξανάφυγε, είπε ό Πουαρό. Πες Της πώς την ζητεί ό κύ·* σς Ηρακλής Πουαρό. Άν δεν έρθη, θά πάω άμέσως στη διεύθυνσι τής Γτυνομίας. Καί τόπε ή μυστηριώδης χήρα έκανε την έμφάνισί της. Σήκωσε τά πλα της, καί μέ κατάπληξι αναγνώρισα Την κόμησα Ροσσακώφ, μια κχίδα τυχοδιώκτρια» που ε^χε' κάποτε άνακατευτή σέ μια διάσημη κλομαργαριταριών στο Λονδίνο. Ό Πουαρό την είχε τότε ξεσκεπάσει άλαυτή είχε κατορθώσει νά ξεφύγη από τά χέρια τής Αγγλικής άστυιίας. — Μόλις σάς είδα στο στρίψιμο τής σκάλας, ψοβήθηκα πώς θάχα σαρίες!, είπε. —"Αγαπητή μου κόμησα Ροσσακώφ! Αυτή κούνησε τό κεφάλι της. — Τώρα είμαι ή Ίνέζ Βεροινώ, είπε. Ισπανίδα χήρα Γάλλου. Τί θέ­ τε, κύριε Πουαρό; Μέ διώξατε κάποτε από τό Λονδίνο. Θέλετε τώρα νά διώξετε κΓ από τό Παρίσι, δπου κερδίζω τίμιος τό ψωμί μου; Πρέπει ζήσωμε κΓ εμείς οί Ρώσοι, ξέρετε. . . ’Άν μιλήσετε σ’ αύτήν τήν θαυτια κυρία "Ολιβιέ, θά μέ διώξη! — Τό ζήτημα είναι πιο σοβαρό, κυρία μου, είπε ό Πουαρό.

Σκοτ

>ω νά κάνω μιά αστυνομική έρευνα στήν πλαϊνή βίλλα καί νά έλευθετω τον Χαλλινταίη —άν ζή. Τά ξέρω δλα! * Φ

ήν είδα νά χλωμιάζη τρομαχτικά καί νά δαγκώνη τά χείλη της. ’Έπειμίλησε μέ τή συνηθισμένη της αποφασιστικότητα. — Ο Χαλλινταίη ζή!, είπε. Δεν είναι πιά στήν γειτονική βίλλα. Θά ωμε μιά συμφωνία. Θά σάς παραδώσω τον Χαλλινταίη καί θά μ" άφή: ήσυχη — χωρίς νά μιλήσετε στήν κυρία "Ολιβιέ. — Δέχομαι!, είπε ό Πουαρό. Αυτό σκόπευα νά σάς προτείνω! λέτε, είστε στήν υπηρεσία των Τεσσάρων Μεγάλων;

Δέ

Καί πάλι τήν είδα νά χλωμιάζη, αλλά δέν απάντησε. Διευθύνθηκε τηλέφωνο. — Πρέπιει νά τηλεφωνήσω στό μέρος που έχουν τόν Χαλλινταίη!, ΚΓ έπειτα τήν ακόυσα νά λέη στό ακουστικό «Έσυ είσαι, Άντρέα; ηαπε τόν "Άγγλο νά γυρίση στό ξενοδοχείο του. *0 μικρός Βέλγος τ’ ιάλυψε δλα. Μην άφήσετε κανένα "ίχνος, καί φεύγατε, γιατί σημείωσε άριθμό που πήρα!». Άφησε τό ακουστικό. — Φυσικά, θά μάς συνοδεύσετε ώς τό ξενοδοχείο!, είπε ό Πουαρό. — Τό περίμενα. Άς πάμε! Πήραμε ένα ταξί, καί πήγαμε στό ξενοδοχείο. "Έβλεπα ογισμένο. Τό πράγμα παραήταν εύκολο. . .

τόν Πουαρό

*0 θυρωρός στό ξενοδοχείο μάς είπε:

ΜΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

31


—"Ενας κύριος σάς ζητεί, κύριε Πουαρό. . . Φαίνεται πολύ άρρω­ στος. Είναι στο δωμάτιό σας. Τον έφερε μια νοσοκόμα, αλλά έφυγε. — Πολύ καλά, είπε ό Πουαρό. Είναι ένας φίλος μου. Ανεβήκαμε έπάνω. Στο κρεββάτι τού Πουαρό ήταν ξαπλωμένος ένας •νέος χλωμός κι* έξηιντλημένος. — Είστε ό Τσάρλυ Χοιλλινταίη; ρώτησε ό Πουαρό. , — Ναί. Είμαι. — Δείξτε ·μου τό χέρι σας! Ο Χαλλινταίη στον αγκώνα είχιεΙ μια ουλή. Ή ουλή ήταν εκεί.

— Κόμησα* είστε έλευθερη!, είπε ό Πουαρό. Ή κόμησα Ροσσακώφ χαιρέτησε κι* έφυγε αμέσως. 'Ο Πουαρό, έδω­ σε στον Χαλλινταίη ένα ποτήρι ούίσκυ. . . ιΟ νέος συνήλθε κάπως... — Θεέ μου..., ψιθύρισε/ Σαν ψέμματα μου φαίνεται π$ις ζώ. Πέ­ ρασα μέσα άπό την κόλασι. . . Την κόλασι! Αύτά τά τέρατα δεν είναι άνθρωποι. * . Καί δλο μου έλεγαν πώς ή γυναίκα μου πιστεύει πώς έγώ... —Ήσυχάστε, τού είπε ό Πουαρό. "Η γυναίκα σας είχε άπόλυτη έμπιστοσύνη σέ σάς. Ποτέ δέν πίστεψε πώς φύγατε με άλλη γυναίκα·.. Σάς περιμένει μέ τό κοριτσάκι σας! . . . Τώρα μόνο νά μάς πήτε. . — Δέν θυμούμαι τίποτα!, είπε ό Χαλλινταίη. — Πώς; —*Ακούσατε ποτέ νά μιλάνε γιά τους Τέσσερις Μεγάλους; — Ναί* . . κάτι ακούσαμε. . ., είπε ό Πουαρό. — Δέν ιμπσρεΐτε νά ξέρετε τά όσα ξαίρω. Ή δύναμί τους είναι φο­ βερή. Δέν μπορή νά τό χωρέση ό νους του ανθρώπου. . . "Αν σωπάσω — θα είμαι κάπως σίγουρος. "Αν όμως πώ έστω καί μιά λέξι, οχι μόνον έγώ, αλλά ή γυναίκα μου καί τό κοριτσάκι μου θά τραβήξουν αφάνταστα μαρτύρια. Μη μέ ρωτάτε. Δέν ξέρω, δέν θυμούμαι τίποτα!

"Ανοιξε την πόρτα καί βγήκε έξω. *0 Πουαρό κι* έγώ κοιταχτήκαμε. — Χίλιοι

μύριοι διάβολοι!, είπε ό Πουαρό. "Ωστε πάντα* αιώνια,

οι Τέσσερις Μεγάλοι έχουν την τελευταία λέξι... *Αλλά ώς πότε; "Ως πότε;

Κοίταζα τον ιμικροκαμωμένο Βέλγο καί μοΰ φαινόταν τόσο άδύνοοτος γιά τον αγώνα πού είχαμε άναλάβει! — Τί κρατάς στο χέρι σου, Χάστιγκς; ρώτησε ξαφνικά ό Ηρακλής Τοΰ τό έδωσα. Ήταν ένα σημείωμα πού άφησε φεύγοντας ή κόμη­ σα. Ήταν γραμμένο γαλλικά, καί τό υπέγραφε μέ τά άρχικά της: *1νέζ Βερσνώ. «Καλή άντάμωση, Πουαρό. I. Β.». — Τ* άρχικά της!, είπε ό Πουαρό. Μπορεί νά είναι σύμπτωσις, αλ­ λά κοίταξε, Χάστιγκς! I. Β. IV, Τέσσαρα... Πάλι οί Τέσσερις. Τί νά μαγειρεύουν* Χάστιγκς; Τί νά μαγειρεύουν άραγε;

32

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 01 ΚΛΕΦΤΈΣ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΥ

ήν άλλη μέρα, ό Χαλλινταίη έφυγε για την Αγγλία, χωρίς φυσικά να

Τ

μας τίττοτε περισσότερο. Ποτέ δεν είχα δή τόν Πουαρο συλλογισμένο. Το άττόγεμα τής άλλης μέρας1, καθόμαστε στο δωμάτιο Του φίλου

μου, στό ξενοδοχείο, καί πίναμε ούίσκυ, όταν χτύπησε κάποιος την πόρτα. Τού δώσαμε την άδεια και μπήκε μέσα. 7Ηταν ένας άντρας ψηλός, λεπτός, άγνωστός μας. — Μέ συγχωρείτε, κύριε Πουαρο, είπε, άλλα έρχομαι έκ μέρους των φίλων μου τους οποίους ενοχλείτε... — Καί ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι σας; ρώτησε ό Πουαρο. Ό άγνωστος έβγαλε από την τσέπη του μιαν ασημένια συγαροθήκη. Ξεχώρησε τέσσερα τσιγάρα καί τ’ άφησε στό τραπέζι. — Καταλαβαίνω!, είπε ό Πουαρο. Καί ποιες είναι οι προτάσεις των φίλωνσας; — Οϊ φίλοι μου σκέπτονται πώς θά ε'ναι καλύτερα νά γυρίσετε οπό Λονδίνο καί νά έξακολουθήσετε εκεί νά λύνετε τά προβλήματα τών κοσμι­ κών κυριών . . . — Καί άν δεν δεχτώ; — Θά τό μετανοιώσετε, φυσικά, άν καί ή μετάνοια δεν ξαναφέρνει στη ζωή έναν άνθρωπο. — Καί στην περίπτωσή που θά συμφωνούσα; — Φυσικά θά σάς αποζημιώναμε! "Έβγαλε καί άφησε στό τραπέζι Είκοσι χαρτονομίσματα τών έκοττό λιρών. — Φυσικά, αυτό είναι μιά προκαταβολή, είπε. Θά σάς μετρηθή εί­ κοσι φορές αύτό τό ποσόν. 'Ο Πουαρο σηκώθηκε από τή θέσι του. — θέλω νά σάς ρωτήσω κάτι, κύριε, είπε. Τί νομίζετε πώς θά μ* έμποδίση νά τηλεφωνήσω στην αστυνομία καί νά σάς παραδώσω σ* οου~ τή, ενώ ό Χάστιγκς θά σάς κράτη κάτω από την απειλή του δπλου του; —"Οπως νομίζετε. . ., χαμογέλασε ό άγνωστος.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

33


'Ο Πουαρο σήκωσε τό ακουστικό τού τηλεφώνου, ένώ εγώ έβγαζα το πιστόλι σπ© τήν τσέττη μου. Δεν πρόψτοοσα νά τό βγάλω. 4 Ο άνθρωπος ώρμησε εναντίον μου καί μια δυνατή κεφαλιά μ’ έκανε νά χάσω την ισορροπία μου.

Κρατήθηκα

μιά στιγμή είχα τήν έντόπωσι ©Τι είχα νικήσει και δτι θά έπεφτε στ© πάτωμα. Εκείνος δμως πετάχτηκε πάλι όρθιος, γαργόςι σάν αίλουρος, καί, χωρίς νά καταλάβω πώς, βρέθηκα νά στριφογυρίζω στον αέρα. Ό άγνωστος μου είχε κάνει τδ άεροπλανικό κόλπο·, μέ μιά καταπληχτική μαεστρία.

Βρόντησα στο πάτωμα. Πριν άνοοσηκωθώ, ό άγνωστος βγήκε

από τό δωμάτιο, κλειδώνοντας τήν πόρτα άπέξω. —Εμπρός!, άκουσα τή φωνή του Πουαρο που τηλεφωνούσε στό θορωρείο. Σταματήστε έναν ψηλό, λεπτό άντρα/ που κατεβαίνει από τ© τρί­ το πάτωμα. Είναι κακοποιός. Μήν τόν άφήσετε νά φυγή! Σέ λίγα λεπτά, κάποιος ξεκλείδωνε τήν πόρτα μας άπέξω.

^ΊΗταν

ό διευθυντής του ξενοδοχείου ό ίδιος. — Τόν πιάσατε; φώναξα. —"Όχι κύριε. . . Κανένας δεν κατέβηκε. . . — θά τόν προσπεράσατε χωρίς άλλο, είπε σιγά ό Πουαρο. Δεν συ­ ναντήσατε κανέναν υπηρέτη; — Μάλιστα, κύριε, μ’ έναν δίσκο, είπε ό διευθυντής:. —’Ά!, είπε ό Πουαρο.. Γι’ αυτό είχε τό παλτό του κουμπωμένο ως τό λαιμό. . . 5Από μέσα φορούσε στολή υπηρέτη. . . — Λυπούμαι πολύ, Πσυαρό, άρχισα νά λέω τού φίλου μου» όταν μείναμε μόνοι. — Μή λυπάσαι, Χάστιγκς · . . "Ολα έγιναν σύμφωνα μ5 ένα προ­ διαγεγραμμένο σχέδιο. Τό σχέδιο τους. Αυτό ήθελα κι* εγώ. — Τί είναι αυτό; φώναξα.

, * * * ******

Α

πό τό πάτωμα μάζεψα ένα καρνεδάκι πού είχε σίγουρα πέσει από τήν τσέπη τού επισκέπτη μας στό διάστημα τού καβγά μας. Κατόρθωσα νά διαβάσω στήν τελευταία σελίδα: «Τό επόμενο συμβούλιο θά σκευή στήν οδό Ρονσσελέ 34,

γίνη στις

τήν Παρα­ 9 τό βρά-

δ υ ». "Ως υπογραφή ε»χε τόν αριθμό 4. Σήμερα ήταν Παρασκευή, καί ή ώρα ήταν 81/2. — Αυτό θά πή τύχη! Πρέπει νά τρέξσυμε!, φώναξα. — Α!

Γι’ αυτό ήρθε!, έκανε ό Πουαρο συλλογισμένα. Καταλαβαί­

νω τώρα! — Πουαρο, περνάει ή ώρα!, φώναξα. — Είπε ή αλεπού στον κόκορα: «Δεν περνάτε κι5 από μάς;» θυμά­ σαι τόν μύθο, Χάστιγκς; Αυτό τό χαρτί τό άφησε επίτηδες 6 επισκέπτης μας. *Αλλά γιατί; Νόμισε τόν Ηρακλή Πουαρο τόσο ηλίθιο; θέλησε νά μέ ψοβήση; Τό γεγονός πάντως είναι πώς ή έπίσκεψίς του δεν είχε άλλο σκοπό. · .

Πάντως Χάστιγκς, εμείς δεν θά τό κουνήσωμε απ’ εδώ. Και

θά περιμένωμε.

34

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


Δέν περίμέναμε και πολύ. Τις εννιά ακριβώς, την ώρα Τού «αυμβου» Αίου» των Τεσσάρων, λάβαμε ένα σημείωμα από την κυρία Όλιβιέ, πού μάς τταρακαλοΟσε νά πάμε αμέσως στη βίλλα της στο Πασσύ. 7Ηταν έγραψε ανάγκη.·. Φυσικά, σττεύσαμε νά πάμε. Ή κυρία Όλιβιέ μάς δέχτηκε στο ίδιο μικρό σαλόνι. — Κύριοι, άρχισε χωρίς περιστροφές, μέ ρωτήσατε χτές σχετικά μέ την έξαφάνισι τού κυρίου Χοολλινταίη. "Έμαθα πώς ξαναγυρίσατε στο σπίτι μου ν ανακρίνετε την γραμματέα μου Ίνέζ Βερονώ. "Έφυγε μαζί σας καί δέν ξαναγύρισε. —'Η γραμματεύς σας, κυρία "Ολιβιέ, είπε ό Πουαρό, είναι μιά διά­ σημη ρωσίδα τυχοδιώκτρια! Καλύτερα γιά σάς πού δέν ξαναγύρισε! — Η Ίνέζ; ψιθύρισε ή κυρία Όλιβιέ.

Είναι δυνατόν; Μά δέν σάς

κάλεσα γι αυτό μόνο . . . Χτές τό βράδυ μπήκαν διαρρήκτες στό εργα­ στήριό μου κι" έκλεψαν διάφορα σημαντικά έγγραφα καί σημειώσεις. Θέλησαν νά κλέψουν καί κάτι πιο πολύτιμο, αλλά ευτυχώς δέν το κο?τάφεραν. » — Κυρία "Ολιβιέ, νά ήστε βέβαια δτι είναι ανακατεμένη σ’ δλ’ οίυτά ή περίφημη γραμματεύς σας. Αυτή έδωσε οδηγίες στους κλέφτες. Μά τΐ λέγατε πώς ήθελαν νά βρουν; Ή κυρία Όλιβιέ χόεμήλωσει τη φωνή. — Ράδιο, κύριοι, είπε — Ράδιο; — Ναί. "Έχω μιά μικρή ποσότητα εγώ, αλλά ή γαλλική κυβέρνη­ σές όπως καί τά ίστιτούτα Ροκφέλερ, μου έδωσαν αρκετή ποσότητα γιά τά πειράματα μου, ποσότητα πού αντιπροσωπεύει ένα σεβαστό ποσοστό τής παγκόσμιας παραγωγής, καί πού ή αξία του είναι αμύθητη. Αυτό τό ράδιο φυλάγεται σ’ ένα μολύβδινο κουτί μέσα στό μεγάλο χρηματο­ κιβώτιο τού έργαστηρίου μου. Φαντάζομαι πώς οί κλέφτες αύτό είχαν βάλει στό μάτι, αλλά ό μηχανισμός τού χρηματοκιβωτίου είναι έξαιρετικά πολύπλοκοςι καί δέν κατώρθωσαν νά τό ανοίξουν. — Καί θά κρατήσετε καιρό όλο αυτό τό ράδιο στό

σπίτι σας;

ρώιησε ανήσυχα ό Πουαρό — Ευτυχώς σέ δυο μέρες τό έπιστρέφω. λείωσαν. — Τό ή'ξερε αυτό ή Ίνέζ Βερονώ;

Τά

πειράματα

μου

τε­

— Φυσικά. — Τόπε κυρία Όλιβιέ νά είστε σίγουρα δτι πολύ σύντομα θά έχε­ τε δεύτερη απόπειρα διαρρήξεως. . . — Τί λέτε, κύριε Πουαρό! — Μην ανησυχείτε όμως, θά τούς προλάβω. Έν τώ μεταξύ όμως, σάς θερμοπαρακαλώ, ούτε λέξι σέ καν έναν. Ούτε στους βοηθούς σας. Προπαντός, όχι σ’ αυτούς! Φεύγοντας από την κυρία Όλιβιέ, ό Πουαρό μου είπε. . — Πάμε τώρα στό ξενοδοχείο νά έτοιμάσωμε Τις αποσκευές μας! — Είσαι μέ τά σωστά σου, Πουαρό; είπα. — Ναί, αγαπητέ μου φίλε, απόψε αναχωρούμε γιά την /Αγγλία. — Καί τό ράδιο τής κυρίας "Ολιβιέ; Ποιος θά τό φυλάξη; —Αναχωρούμε φαινομενικά. Δέν καταλαβαίνεις ότι παρακολουθούν τις κινήσεις μας βήμα προς βήμα; Πρέπει λοιπόν νά μπούμε στό τραΐν®

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

31


καί να φύγουμε πραγματικά για τό Καλοοί. Αύτό μονάχα θά Τους ϊκανοττοιήση. Μά θά κατεβουμε στό δρόμο. — Μά τό τραίνο δέν σταματάει πριν από Το. Καλαί! — Τό έχω προβλέψει. θά βρεθή στο τραίνο κάποιας που θά τραβή|τ| τό σήμα του κινδύνου. Τό τραίνο θά σταθή, εμείς θά γλυστρήσωμε εξω, στο: σκοτάδια, και ό κάποιος, αυτός — άνθρωπος δικός κά— θά φάη ενα γερό μάλωμα και ένα πρόστιμο. . Τά πράγματα έγιναν όπως τά σχεδίασε ό Πουαρό.

μου, φυσι­

Βρεθήκαμε σ’ ένα προάστειο του Παρισιού, μέ μια μικρή βαλίτσα. Μπήκαμε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου τρίτης τάξεως καί βγήκαμε αγνώριστοι: δοό εργατικοί μέ λερωμένα πρόσωπα, καί μέ γαλάζιες φόρμες... , Θά κόντευαν οί έντεκα όταν βρεθήκαμε στην γειτονιά τής κυρίας Όλιβιέ στο Πασσύ. Γιά ένα πράγμα μπορούσαμε νείς δέν μάς ακολουθούσε.

νά είμαστε απολύτως βέβαιοι:

κα­

— Δέν φαντάζομαι νά ήρθαν άκόμοΡ!, ψιθύρισε ό Πουαρό. Μπορεί νά μην έλθουν απόψε νά κλέψουν τό ράδιο, μπορεί νά έλθουν αύριο. Πάν­ τως, ξέρουν πώς μόνο δυό νύχτες έχουν-. . . Πολύ σιγά, ανοίξαμε μέ αντικλείδι την πόρτα τού* κήπου τής κυ­ ρίας Όλιβιέ καί μπήκαμε μέσα. Τά υπόλοιπα έγιναν μέ αστραπιαία ταχύτητα: τουλάχιστον οκτώ άνθρωποι έπεσαν επάνω μας (ήσαν κρυμ­ μένοι πίσω από τά δέντρα καί μάς περίμεναν) καί στό λεπτό βρεθή­ καμε δεμένοι καί φιμωμένοι. Προς μεγάλη μου έκπληξι, οϊ κακούργοι δέν μάς μετέφεραν αλλού, αλλά μάς σήκωσαν , σάν πακέτα καί μάς έμπασαν μέσα στη βίλλα τής κυρίας Όλιβιέ. 'Η δυστυχισμένη γυναί­ κα, φαίνεται, είχε ήδη πέσει στα χέρια τους! "Υστερ’ από τον ΧάλλινΤοείη, ή Όλιβιέ! Πώς δέν τό συλλογίστηκα πιο πρίν; Κάποιος άνοιξε την πόρτα τού τεράστιου έργαστήριου, καί μάς έμπασαν εκεί. Τότε ένας άλλος, άρχισε νά δουλεύη επάνω στην πόρτα του χρηματοκιβωτίου όπου φυλαγόταν τό ράδιο καί, πρός μεγάλη μου έκπληξι τό άνοιξε. Τ© χρηματοκιβώτιο έκεΐνο ήταν τεράστιο, καί μ* ένα ρίγος: στην σπονδυλική, άντελήφθηκα ότι έτοιμάζονταν νά μάς κλείσουν εκεί μέ­ σα!.

Είχαν σκοπό νά μάς άφήσαυν νά πεθάνουμε από ασφυξία;

Γιά μιά στιγμή κατάλαβα πόσο δαιμονικές ήσαν οί δυνάμεις εναν­ τίον τών όποιων παλεύαμε. Αέν υπήρχε αμφιβολία πώς εμείς, πού πη­ γαίναμε νά τούς γελάσωμε, βρεθήκαμε γελασμένοι. . Εμείς θαρρούσαμε πώς μάς νόμιζαν στήν Αγγλία καί αυτοί είχαν μαντέψει τά σχέδιά μας καί μάς είχαν στήσει ένέδρα εκεί όπου ήξεραν πώς θάρχόμαστε! Πόσο γελοίοι είμαστε, αλήθεια, μέ τις μεταμφιέσεις μας! Φ * 5?ί

Ω

σχόσο ήσαν πολλά

βράδυ!

Στό

βάθος

τά παράξενα πού έπρόκειτο νά

του χρηματοκιβωτίου ήταν

δώ

εκείνο τό

ένα άνοιγμα, καί

από

εκεί άρχιζε μιά στενή σκάλα πού κατέβαινε. Μάς κέρασαν από τό άνοιγ­ μα αυτό καί βρεθήκαμε σέ μιά μεγάλη υπόγεια κάμαρα. Στό θαμπό φώς ενός κλεφτοφάναρου» είδα μιά γυναίκα πού φορούσε μάσκα καί πού στε­ κόταν στη

36

μέση

αυτής

τής

κάμαρας,

*

διευθύνοντας τούς άλλους.

Φυσι-

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


χά κατάλαβα πώς αυτή ή μυστηριώδης γυναίκα, ήταν ό αριθμός Τρία, τής καταχθόνιας συμμορίας. "Εκανε νόημα στους άλλους νά φύγουν. "Οταν έμεινε μόνη μαζί μας, γονάτισε καί τρα,

αφήνοντας

μάς έβγαλε τά φίμω­

μας ωστόσο δεμένοι.

"Επειτα, απότομα, τράβηξε τή μάσκα της. *Ητ<χν ή κυρία "Ολιβιέ! Η

εκπληξις,

γμή

νόμισα

μιας

όργανώσεως — Κύριε

πώς

που

φρίκη

μου ή σαν απερίγραπτες

ονειρευόμουν. κακοποιών!

Αυτή,

7Ηταν

κατάστασις;

φαντάστηκε

'Ο

ή

φωνή

μια στι­

αύτή

της.

Πώς

σάς

μέλος

μοναδικός,

φαίνεται

ό

αυτή,

δπως — άλλοι μονσ!,— πολλές

ή

μεγαλοφυής

μπορούσε νά τά βάλη

ΜΑΖΙ ΜΑΣ! Καί τότε κατάλαβα πώς ή γυναίκα δυνα τρελλή^

για

ένδοξη γυναίκα,

μεγάλος, ό

πώς θά

καί

καταπληκτικό!

Πουαρό!, ακούστηκε ή

καινούργια σας Πουαρό,

ή

μαζί

ήταν τρελλή!

μας!

Επικίν­

μεγοελοφυίες . . .

'Ο Πουαρό δεν έλεγε τίποτε. Τήν κοίταζε σιωπηλός. — Λυπούμαι, αλλά αυτό είναι τό τέλος τής

καριέρας σου,

Πουα­

ρό. Καί τής ζωής σου φυσικά. Εμείς συντρίβουμε οποίον μάς αντιστέ­ κεται! Ποιες είναι οι τελευταίες σου θελήσεις; — Σάς εύχαρ»στώ πού μου κάνατε αυτήν τήν κούστηκε ή ψυχρή φωνή τού

Πουαρό.

έρώτησι, κυρία, α­

Θέλω νά καπνίσω ένα τελευταίο

τσιγάρο,, άν δεν έχετε αντίρρησι! — Πολύ τον έξυπνο κάνεις, Πουαρό!,

είπε

ή διαβολεμένη

κα. Θαρρείς πώς θά σέ λύσω; Μήν τό φαντάζεσαι! Γονάτισε πλάίί του, έβ,γαλε τήν τσιγαροθήκη του, γάρο καί τοβαλε άνάμεσα στά χείλη τού φίλου μου. Κατάλαβα πώς τό τέλος εκείνου του τσιγάρου,

γυναί­

πήρε ένα Τσι­

θά

σήμαινε τήν

τελευταία μας ώρα. Ποτέ δέν εΐδα τόσο κοντά τό θάνατο... — Καί τώρα ένα σπίρτο!, είπε αυτή καθώς σηκωνόταν. — Περιττό!,

εΐπε ό

Ποιαρό.

Κάτι στή φωνή του μ* έκανε ρία Όλιβιέ. — Περιττό!,

συνέχισε

ό

νά

Πουαρό.

ριγήσω. Μήν

Τό

κινηθήτε

ίδιο

καί

διόλου,

τήν άν

κυ­ θέλε­

τε τή ζωή σας. Ξέρετε τό κιουράρε, κυρία; Είναι ένα γνωστότατο δη­ λητήριο, πού τό μεταχειρίζονταν οι Ινδιάνοι στά βέλη τους. Φυσούν ένα μικρό δηλητηριασμένο βέλος/ μ’ ένα» μικρό σωλήνα. 'Ένα τσίμπη­ μά του, τσίμπημα καρφίτσας, προξενεί ακαριαίο θάνατο. "Ολα τά τσι­ γάρα μου κυρία, εΤναι σωλήνες μ* ένα: μικρό βέλος μέσα. Καί αυτό πού κρατώ στό στόμα μου, φυσικά. Μπορώ νά γυρίζω όπου θέλω τό κεφάλι, ώστε είστε χαμένη. ’Άν δέν θέλετε νά πεθάνετε» κυρία, από ένα πολύ οδυνηρό θάνατο, λύστε αμέσως τον φίλο μου! Μέ λύσσα, μέ μανία, ή ανθρώπινη έκείνη τίγρις, αναγκάστηκε νά μέ λύση. — Αέσε την καί φίμωσέ την, Χάσχιγκς!, διέταξε ό Πουαρό. Φυσικά, έσπευσα νά τον υπακούσω καί, μόνον όταν τήν έδεσα καί τήνφίμωσα όσο πιο τέλεια μπορούσα, έλυσα τον φίλο μου. —'Ο

Ηρακλής

Πουαρό δέν

σκοτώνεται

εύκολα,

κυρία

μου!,

τής

είπε. Τό βλέμμα μίσους πού μας έρριξε, έλεγε πολλά. . .

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Ευχήθηκα στό

37


Θεό νά μην ξαναπέσωμε στα νύχια της, γιατί αλλοίμονο μας! Τό ευτύχημα ήταν πώς οί κακούργοι εΐχαν φύγει: ή κυρία Όλιβιέ ήθελε φαίνεται νά χαρή μόνη της τό θρίαμβό της! Σέ λίγο βρεθήκαμε στον έρημο δρόμο καί πήραμε τό πρώτο ταξί που βρήκαμε. Τότε μόνο καταλάβαμε πώς είχαμε πραγματικά σωθή! — Είμαι ένας βλάκας, ενα κτήνος, ένας ηλίθιος!, άρχισε ό Ηουαρό. "Ήμουν περήφανος πού δεν έπεσα στην παγίδα τους. — Καί δεν κα­ τάλαβα ότι αυτοί θά μάντευαν πώς δεν θά έπεφτα! Αυτό εξηγεί τά πάντα — Τό πόσο εύκολα έλευθέρωσαν τον Χαλλινταίη— τί νά τον κάνουν πιά; — τον άνθρωπον πού μάς έστειλαν, τά πάντα! "Ωστε αυτή είναι ό "Αριθμός Τρία! Ή μεγαλύτερη επιστημονική προσωπικότητα τής επο­ χής μας! Μάς μένει τώρα νά μάθωμε ποιοι είναι οί δυ« άλλοι! Αύριο φεύγομε γιά τό Λονδίνο, Χάστιγκς! — Δεν θά παραδώσης χήν κυρία Όλιβιέ στην αστυνομία; — Καί ποιος θά μέ πιστέψη; ’Άς είναι. Θά είμαστε τυχεροί άν δέν μάς καταγγείλη αυτή στην αστυνομία! — Τί λες Πουαρό; — Βρεθήκαμε στο σπίτι της χωρίς δικαιολογία. Μπορεί νά πή πώς μάς έπιασε στο χρηματοκιβώτιο καί τήν δέσαμε! "Ο Πουαρό άναψε ένα τσιγάρο. — Μην άνησυχής, Χάστιγκς. Κανένα μου τσιγάρο δέν είχε μέσα κιουράρε. Είναι όλα απλά, φραντσέζικα τσιγάρα. Μά τό κόλπο έπιασε! ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΣΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ

υρίσαμε στο Λονδίνο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. "Εκεί, περίμε-

Γ

ναν τον φίλο μου πολλά γράμματα. Μου έδωσε νά διαβάσω ενα. Είχ<ε υπογραφή «Αίημπ Ρά'ϊλαντ». Ή­

ταν ό πιο πλούσιος άνθρωπος τού κόσμου, αυτός πού περίμενε τόν Φίλο μου στο Μπουένος "Άϋρες. Παραπονιόταν πικρά πού ό Πουαρό δέν είχε κρατήσει τον λόγο του. — Μαντεύεις τίποτε, Χάστιγκς;

μέ ρώτησε.

—"Εγώ; "Όχι τίποτε! — Κόβω τό κεφάλι μου πώς ό ΡάϊΑαν ιειΐναν ό "Αριθμός Αόο! Θυμήσου τί μάς είπεό πρώτος εκείνος δοστυχής. Ό Μάγιερλνν. — Είσαι βέβαιος, Πουαρό; —-Φυσικά, όχι! "Αλλά θά ήθελα πολύ νά ήμουν. Μήν ξεχνάς πώς ύποπτεύθηκα πώς

αυτή

ή πρότασις νά πάω στή

Νότιο "Αμερική ήταν

γιά νά μέ βγάλουν από τή μέση!

ρό.

— Πώς όμως θά βεβαιωθούμε; — Τό γράμμα αυτό μάς δίνει μιά λαμπρή ευκαιρία!, είπε ό Πουα­ Μόνο πού πρέπει ν’ άναλάβη,ς πρωτοβουλία καί οι κίνδυνοι είναι

τόσοι, ώστε φοβάμαι γιά σένα, Χάστιγκς!

Φοβάμαι πολύ!

Ποτέ/ κανένας κίνδυνος δέν μέ φόβιζε. Καί του τό είπα. Στό γράμ­ μα του ό Ράιλαντ ζητούσε από τόν Πουαρό νά του συστήση εναν ικανό νέο, πού ν’ αναλάμβανε κοντά του καθήκοντα γραμματέως οσον καιρό θά έμενε στην "Αγγλία, γιατί σκόπευε νά έλθη στην Ευρώπη.

38

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


—5Εγώ, είπε © Πουαρό, δέν μιλώ καλά τά αγγλικά, και δσο καί ν® άλλαζα τήν φυσιογνωμία μου, θά μ’ άναγνώριζε. Εσένα δμως, Χάστιγκς* §έν σέ ξ«ίρουν καί τόσο καλά. — θά μέ προσλάβη δμως; — Ναι. 'Ωρισμένως. Θά σοΰ θάβρη καλύτερον! 0ά δής!

δώσω

τέτοιες

συστάσεις,

που

δέν

Κι* αρχίσαμε τη δουλειά! 'Ο Πουαρό μέ παρέδωσε στά χέρια ενός «ειδικού», πού σέ λίγη ώρα μ’ έκανε τόσο αγνώριστο, ώστε κι’ εγώ ό ΐδιος δυσκολεύτηκα ν’ αναγνωρίσω Τον έαυτό μου στον καθρέφτη. — Το καινούργιο ονομά σου είναι Αρθούρος Νέβιλ, μού ιεΐπε ό Πουαρό. 'Ο θεός νά σέ ψυλάη- φίλε μου, γιατί πας νά μπής στό στόμα του λύκου!

Φοβάμαι πολύ γιά σένα! * ^ *

Η

καρδιά μου χτυπούσε δυνατά την ημέρα πού έμπαινα στό γραφείο

Του πολυεκατομμυριούχου, στο Λονδίνο. 7Ηταν ένας άνθρωπος ψηλός, χλωμός, μέ γρυπή μύτη καί σκληρά γκρίζα μάτια. "Εμοιαζε καταπληκτικά μέ γόπα. Έξήτασε προσεκτικά τά χαρτιά μου, χωρίς νά καταδεχτή νά μου ρίξη ένα βλέμμα, και υστέρα κτύιτηισιε ένα κουδούνι. Αμέσως παρουσιάστηκε ό πρώτος * γραμματεύς του. —'Ο κύριος

μπαίνει στην υπηρεσία μου!, τού εΐπε κοφτά.

Κι’ έπειτα σέ μένα. — θα έχω νά κάνω μ’ ένα πλήθος δούκες και κομήτες. Ξέρεις νά τά καταφέρνης μαζί τους; — Γνωρίζω καλά το αγγλικό πρωτόκολλο!, είπα. — Καλά, μου είπε. Πήγαινε, ί

___

Σέ δυό μέρες είχα έγκατασταθή στόν μεγαλοπρεπέστατο πύργο πού ό ΡάϊΑαντ ενοίκιασε επιπλωμένο, γιά όσον καιρό θά έμενε στην Αγγλία. Τά κοτθήκοντά μου ή σαν σχετι,κώς' εύκολα, καί ό μισθός μου μυ­ θώδης. Εκτός άπό τον πρώτο γραμματέα, είχε καί μιά στενοδακτυλογράφο. Αυτή, ή μις Μάρτιν—έτσι την έλεγαν—ήταν |#ά έξαιρετικά συμποτθηχική κοπέλλα, μέ την οποίαν συνεδέθην άμεσος. ΤΗταν άνσιχτόκαρδη καί όμορφη — πάντα: μου άρεσαν οί ξανθές—-καί τά πη­ γαίναμε θαυμάσια μαζί. Μελέτησα όλο τό υπηρετικό προσωπικό—άλλα κανείς δέν μού φά­ νηκε ύποπτος, έκτος άπό τον Ντήβς, τόν ιδιαίτερο υπηρέτη τού Ράιλαντ, πού ήταν απόλυτα άφωσιωμένος. Πέρασαν τρεις έβδομάδες στον Πύργο, χωρίς νά παρατηρήσω τίποτα τό αξιοσημείωτο. 'Ο Ράιλαντ έκανε κοσμι­ κή ζωή καί καλούσε πολύ κόσμο. Καί, όπως ήμουν γιά χρόνια γραμμα^ τεύς ένός υπουργού, τά κοπάψερνα θαυμάσια. Είχα αρχίσει νά πιστεύω ότι ό Πουαρό είχε κάνει λάθος. 'Ο ΡάϊΑαντ μιλούσε πάντα μέ πολύ θαυμασμό γιά τόν φίλο μου. Μιά μέρα δμως, στόν κήπο υστερ’ άπό τό τσάή ή καινούργια φίλη μου/ ή μις Μάρτιν, μοΰ είπε ξαφνικά κάτι πού ξύπνησε τις υποψίες μου. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένη, καί τής ζήτησα νά μού πή τό λόγο. — Μοθ φαίνεται, κύριε Νέβιλ, πώς θά παραιτηθώ!, μού είπε. —- Μά γιατί;

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

39


—?Ω!

Ξέρω, μου είπε, πώς εδώ κερδίζω δσα καί 6 πρωθυπουργός

Της Αγγλίας. Άλλα δέν μπορώ ν’ ανεχθώ νά μου φέρωνχαι έτσι! — Σάς φέρθηκε άσχημα ό Ράιλαντ; — Μέ σκυλόβρισε, κύριε Νέβιλ, χωρίς λόγο! — Αιηγηθήτε τά μου δλα, μις Μάρτιν. — Κύριε Νέβιλ, μοΰ εΐττε ή κοττέλλα μέ δάκρυα στα μάτια, καθώς ξέρετε, εγώ ανοίγω τά γράμματα τού κυρίου Ράιλαντ. Μανο κάτι γράμ­ ματα σε γαλάζιο χαρτί

μέ τέσσερις -κουκίδες στη γωνιά. Μά τι ιτάθα-

τε; Γιατι ταραχτήκατε; —"Οχι. . . τίποτε. . . Συνεχίστε. — Λοιπόν, αυτά τά γράμματα τ’ ανοίγει πάντα μόνος: του. νΕκα­ να όμως τό έγκλημα ν’ ανοίξω ένα τέτοιο γράμμα! Θύμωσε τόσο, που νόμισα πώς θά μέπνιγε! Και νάλεγε τίποτε αυτό τό γράμμα! ^Ηταν έν~ τελώς ασήμαντο! — Τό θυμάστε άραγε; — Μά ναί, πολύ καλά! Μπορώ Και

ή

μις

Μάρτιν,

μοΰ

νά τό έπαναλάβω λέξι

είπε τό

κείμενο

αυτού του

πρός

λέξι.

γράμματος,

πού έσπευσα όταν έμεινα μόνος νά τό σημειώσω στό καρνέ μου. « Φί λ ε Νομίζω

Κύριε, δτι

έπείγει να

εϊδωθούμε.

Προτείνω νά συναντηθούμε.

'Η

τό ττοτάμι δέν μου φαίνεται ακριβή. Δέκα χιλιάδες λίρες είναι φθηνά. μήθεια είναι πολύ.

ιδιοκτησία

μέ

11% όμως προ­

5% νομίζω δτι είναι αρκετά. Μέ ύπόληψι ΆρθοΟρος Λέβερσαμ».

— Καθώς βλέπετε, μοΰ είπε ή μις Μάρτιν, πρόκειται για μιά αγοραπωλησία κάποιας ιδιοκτησίας. Τί μέ συμβουλεύετε νά κάνω; Προσπάθησα νά παρηγορήσω τό κορίτσι» πού, δπως δλοι οί άνθρω­ ποι πού κερδίζουν τό ψωμί τους κοντά στους πολύ πλούσιους, είχε νά ΰποφέρη από την αγένειά τους, καί τελειωτικά την έπεισα νά κάνη υπο­ μονή.

, I "Οσο για μένα, πέρασα δλη εκείνη την ημέρα καί τήν άλλη νά δια­ βάζω καί νά ξαναδιαβάζω εκείνο τό φαινομενικά αθώο γράμμα, πού τό σήμα των Τεσσάρων, οί Τέσσερις κουκί δες, τό έκαναν τόσο ύποπτο. Τη δεύτερη μέρα, ξαφνικά, μου ήρθε ή λύσις: ήταν ένα κρυπτογρά­ φημα. Για νά τό διαβάσω, έπρεπε νά περνάω τέσσερις λέξεις καί νά δια­ βάζω τήν πέμπτη. 'Ο αριθμός τέσσερα μουδωσε τό κλειδί. "Έτσι διάβασα «Φίλε Νομίζω κτησία νά.

μέ

κ ύριε,

δτι τό

ΕΠΕΙΓΕ1

ΠΟΤΑΜΙ

ΕΝΤΕΚΑ %

νά

είδ|ωθοΟμε.

δέν μού φαίνεται

Προτείνω ακριβή.

όμως προμήθεια είναι πολύ.

νά

ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ.

ΔΕΚΑ

ΠΕΝΤΕ

χιλιάδες

νομίζω

δτι

λίρες είναι

'Η

ιδιο­

είναι

φθη­

αρκετά».

Αυτό τό πρόσωπο πού υπέγραφε, έδινε ραντεβού στον Ράιλαντ, νά συναντηθούν στό μικρό ποτάμι, στην άκρη - άκρη τής περιοχής όπου ή­ ταν ό πύργος. Τό δέκα» σήμαινε δέκα * Οκτωβρίου,- μεθαύριο. Τό έντεκα καί πέντε, ήταν ή ώρα. Φυσικά βράδυ. Τό ποταμάκι εκείνο είχε σέ μιαν άκρη αρκετές λεύκες, πού αποτε­ λούσαν ιδεώδη κρυψώνα γιά ένα μυστικό ραντεβού. ❖ ΗΗ

μσυν τόσο περήφανος πού αποκρυπτογράφησή μόνος

μου, αύτό τό

σημείωμα, χωρίς τήν βοήθεια* τού Ηρακλή!

40

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


Γιά μια στιγμή μάλιστα συλλογίστηκα νά μήν τον ειδοποιήσω και νά πάω μόνος μου στό ραντεβού τής Παρασκευής. "Επειτα όμως σκέφτηκα καλύτερα. Του έγραψα λοιπόν ένα μεγάλο γράμμα όπου τού έδινα σα­ φείς οδηγίες, για τό μόνο μέρος πού μπορούσα νά κρυφτώ κοντά στό πο­ τάμι, πίσω από τις λεύκες δηλαδή, και ταχυδρόμησα τό γράμμα μό­ νος μου. Ωστόσο δέν έλαβα καμμιά οδηγία από Τον Πουαρό κι5 έτσι την μοιραία εκείνη μέρα 10 του μηνός, περί μένα νά δω τι θά έκανε ό Ράιλαντ. Πήγε στό δωμάτιό του από νωρίς. Έγώ κρύφτηκα σ~όν κήπο όπου, κατά τις έντεκα, ε'δα τόν Ροή'λαντ νά γλυστράη έξω φορώντας ένα με­ γάλο παλτό. "Άρχισα νά τόν ακολουθώ. Δέν είχα γελαστή/ γιατί κ<χτευθύνονταν προς τό ποτάμι, προς τίς λεύκες. Σταμάτησε λίγο πρίν φτάση κι’ άναψε ένα από τά πούρα πού κάπνιζε συνεχώς. "Άρχισα νά έρπω προσεκτικά μέσα στους θάμνους, γιατί , μοΰ φάνηκε πώς ακόυσα θόρυβο από φωνές: οι συνένοχοι τού Ράιλαντ θά ήσαν παραπάνω άπό ένας. Κανείς δέν μπορούσε νά με δή μέσα στό πυκνό σκοτάδι. Άκουγα τώρα τόν Ράιλαντ νά σιγομου;ρμουρίζη στους άλλους. Μέ κάθε θυσία έπρεπε ν’ ακούσω τί λένε! Προχώρησα αθόρυβα και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στην κάννη ένός περιστρόφου.. — Ψηλά τά χέρια! διέταξε ό Ράιλαντ. Σάς περίμενα κύριε Νέβιλ! ^Ηταν σκοτάδι καί δέν διέκρινα καλά τό πρόσωπό του. μό μου όμως περίστροφο

αίσθάνθηκα δυό κρύα χέρια καί ό

Στό λαι­

Ράιλαντ χαμήλωσε Το

— Πάρε τον από δώ, Τζώρτζ!, διέταξε τόν άλλον. Μέ ώδήγησαν κάτω από μιά λεύκα, κΓ αυτός ό Τζώρτζ μ* έδεσε καί μ’ έφίμωσε. ?Ηταν κοντά καί άλλος ένοος, μά ό Ράιλαντ τού ένευσε νά φύγη. — Αυτή τή φορά, έφτασε τό τέλος σας!/ μοΰ ε'πε ό Ράιλαντ σι­ γά. Παρά τίς προειδοποιήσεις μας, οί Τέσσερις Μεγάλοι σάς βρίσκουν συνεχώς) στό δρόμο τους. Μ’ ένα βαρύδι έκοςτό οκάδων ό καθένας, θά πάτε νά θρέψετε τά ψάρια στό ποτάμι. Γιατί αργεί ό φίλος σου; Πάγωσα. . .

Ναί, ήταν αλήθεια.

'Ύστερ’ από τό

μοιραίο γράμμα

μου, ό Πουαρό θάρχόταν, γιατί ποτέ δέν θά εμπιστευόταν ένα τοσο δύσκολο ζήτημα σέ μένα μόνο. "Οσον περνούσαν τά λεπτά, άρχισα άμυδρά νά έλπίζω ότι πιθανόν νά μήν ερχόταν. Μάταιη ελπίδα! ’'Ακόυ­ σα καθαρά* σιγανά βήματα καί σέ λίγο ό Πουαρό πλησίασε στήν λεύ­ κα οπού ήταν ό Ράιλαντ καί ό Τζώρτζ. — Ψηλά τά χέρια!, είπε σιγανά ό Ράιλαντ βάζοντας τό περίστρο­ φό του

κάτω από

τή μύτη τού

Πουαρό.

Άπό

πίσω τόν πλησίασε ο

Τζώρτζ, κρατώντας κΓ αυτός ένα πιστόλι. 7Ηταν χαμένος. — Χαίρω πού σάς συναντώ, κύριε Πουαρό!, εΐπε ό Αμερικανός — Πού είναι ό φίλος μου; ρώτησε ψυχρά ό Πουαρό. — Εδώ είναι. Πέσατε καί οι δυό στήν παγίδα. Τήν παγίδα Των Τεσσάρων Μεγάλων. — Πυροβολήστε, είπε γελώντας κα τής

ζευγάρια

μάτια.

ό

Πουαρό.

Είστε περιτρυγυρισ*μένοι

Καί θά σάς

άπό

δέκα

δουν δέ­

αστυνομικούς

Σκότλαντ Γυάρντ. Νόμιζες, Ράιλαντ, πώς θά ερχόμουν μόνος; Σφύριξε καί πράγματι δέκα άνθρωποι ώρμησαν μέσα άπό τά σκο

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

41


τάδισ, καί άρπαξαν τον Ρόίίλαντ και τον Τζώρτζ, καί χειροπέδες.

τούς πέρασαν

Γυρίσαμε στό Λονδίνο το ίδιο βράδυ. Πέρασα μιαν άυπνη νύχτα» ' Ομολογώ δτι ντρεπόμουν πού φάνηκα τόσο κορόϊδο. Την άλλη μέρα τό πρωί, ό Τζάπ πήρε στό τηλέφωνο τον Πουαρό. — Νομίζαμε δτι πιάσαμε τον Ράΐλαντ καί τόν συνένοχό του, καί στην πραγματικότητα πρόκειται για δυο υπηρέτες του Ράΐλαντ! Καί διηγήθηκαν, γελώντας, στην αστυνομία πώς έβαλαν στοίχημα μέ όλο τό υπηρετικό προσωπικό του Πύργου, πώς θά κατώρθωνε ό ένας απ’ αυτούς νά ξεγελάση τόν γραμματέα Νέβιλ καί νά την κάνη να τόν πα­ ρακολούθηση ώς τό ποτάμι παίρνοντάς τον για τόν Ράΐλαντ. Έκεΐ ο! δυο υπηρέτες, έδεσαν τόν Νέβιλ για νά γελάσουν, λέγοντάς του διάφο­ ρες παλαβές ιστορίες γιά Τέσσερις Μεγάλους. Πήγα, λοιπόν, στον Πύργο πρωΐ-πρωΐ μέ τούς δυο γελοίους καί βρήκα τον αληθινό Ράϊ λαντ νά κοιμάται στό κρεββάτι του. Γ,0λο τό υπηρετικό προσωπικό, πού γελάει ακόμα, μου έπιβεβαίωσε τό στοίχημα. — Καί τούς δυο αυτούς υπηρέτες, τί τούς έκανες; — Τούς άπεφυλάκησα επί έγγυήσει! Ό Πουαρό φουρκισμένος έκλεισε τό τηλέφωνο. — Είναι δαιμόνιοι!, μου ρησί τους; 'Ο δήθεν υπηρέτης, λαντ ώστε μάς γέλασε δλους, — Ποιος, Πουαρό; —4Ο Αριθμός Τέσσερα! τά δάχτυλα τής

ε'πε. Είδες πώς έτοίμασαν την ύποχώπού μασκαρεύτηκε τόσο τέλεια ώς Ράϊμαντεύεις ποιος είναι, Χάστιγκς; Ό

«Χαλαστής!».

Σκότλαντ Γυάρντ. . .

ΚΓ έφυγε μέσα από

’Άχ, οΐ βλάκες! . . . /

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η

ΠΑΓΙΔΑ

μουν μόνος στό διαμέρισμα του Πουαρό. Μόνος καί μελαγχολικός.

Η

Είχα στείλει τη γυναίκα μου στό ράντς μου στη Νότ.Αμερική δπου

ήξερα πώς ήταν καλύτερα προφυλαγμένη από οπουδήποτε άλλου, άλλα είχα έξη μήνες νά την δω καί μέ βασάνιζαν κακά προαισθήματα. Πόσο θά κρατούσε έκεϊνο τό καταραμένο κυνηγητό; — Σάς έφεραν ένα τηλεγράφημα!, μού είπε ή σπιτονοικοκυρά του Πουαρό! "Εσκισα τή γαλάζια ταινία καί, μόλις τό διάβασα, έμεινα σά μαρμαρωμένος. ^Ηταν από τόν πιστό μου επιστάτη του ράντς καί νά τί έγραφε: «Η κυρία Χάστιγκς εξαφανίστηκε από χτές. Φοβούμαι δτι την άπήγαγαν. Ειδοποίησα την αστυνομία. Περιμένω εντολές. Θεέ μου!

Μπρόνσεν». ^Ηταν δυνατό! Ή γυναίκα μου στά χέρια τών Τεσσά­

ρων! Καί ό Πουαρό νά μην είναι στό σπίτι! Δέν ήξερα πού ήταν κΓ ωστόσο δέν μπορούσα νά κάθωμαι μέ σταυρωμένα τά χέρια! Πήγαινα νά τρελλαθώ

από

ανησυχία. . .

Την

ίδια

στιγμή, ή

σπιτονοικοκυρά

μου

έφερε διπλωμένο χαρτί. — Τό έφερες ένας μικρός, είπε. Περιμένει κάτω! Τό άνοιξα, καί νά τί διάβασα: «’Άν θέλης νά ξαναδής τή γυναίκα σου, ακολούθησε αυτόν πού έ­

42

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


φερε τό σημείωμα. Μην άφήσης ε&δοποίησι στο ψίλ© σου» γιατί διαφο­ ρετικά θά τό πλήρωσή ή γυναίκα σου!». Για την υπογραφή# είχιε ένα «4». "Έκανα, αυτό πού θα έκανε οποιοσδήποτε στή θέσι μου. "Έφυγα, χωρίς ν’ άψήσω κανένα σημείωμα στον Πουαρό. Μόνο τό τηλεγράφημα άφησα. 'Ο Πουαρό άν μπορούσε άς καταλάβαινε. Κάτω, βρήκα έναν χλωμό νεαρό κινέζο νά μέ ττεριμένη. — Ταγματάρχα, Χάστιγκς, μου είπε, μου δίνετε πίσω τό σημείω­ μα που σάς έφερα; Τό είχα στην τσέπη μου -και του τό έδωσα. — Μου δίνετε και τό τηλεγράφημα πού λάβατε προ ολίγου; ΟΙ σατανάδες, είχαν προβλέψει τά πάντα! "Ανέβηκα, τό πήρα καί Του τό έδωσα. Πριν ξαναβγώ όμως, πέταξα στο πάτωμα τέσσερα βιβλία. Μπήκαμε σ’ ένα κλειστό νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Δεν μπόρε­ σα νό( 8ώ από ποιους δρόμους περνούσαμε. "Υστερα από μισή ώρα- τό αυτοκίνητο σταμάτησε καί κατεβήκαμε. "Ημαστε σ' έναν στενό δρομά­ κο, γεμάτσν παλιατζίδικα. Μ’ έμπασαν σ’ ένα τεράστιο κινέζικο- πα­ λαιοπωλείο. Τό διασχίσαμε όλο καί μπήκαμε σ’ ένα είδος παραμάγαζο. Μια καταπακτή ήταν ανοιχτή. Κατεβήκαμε κι* ακολουθήσαμε ένα μα­ κρύ διάδρομο. Κατεβήκαμε μια δεύτερη σκάλα καί τότε βρεθήκαμε σ’ ενα υπόγειο πολλά μέτρα κάτω από τή γή, πού ήταν επιπλωμένο μέ ονειρώδη μεγαλοπρέπεια. Θά νόμιζε κανείς πώς βρισκόταν σέ κανένα άπό τά παραμυθένια παλάτια τής Χαλιμάς... Ο! τοίχοι ήταν σκεπασμένοι μέ βαρύτιμα χαλιά καί, σ’ όλες τις γωνιές, ήταν μεγάλα ντιβάνια σκεπασμένα μέ κινέζικα μεταξωτά αμύ­ θητης αξίας. Στήν άλλη άκρη τού δωματίου, καθισμένος σταυροπόδι σ’ ενα ντιβάνι πιο ψηλό άπό τ’ άλλα, ήταν ένας Κινέζος ντυμένος μέ μια χρυσοκέντητη ρόμπα καί κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι άπό φίλντισι. — Καθήστε, ταγματάρχα Χάστιγκς!, μού είπε ευγενικά. Χαίρο­ μαι πού είχατε την εξυπνάδα νά μάς υπακούσετε αμέσως — Είστε ό Λί Τσάν Γιεν; ρώτησα. —"Ενας ταπεινότατος υπηρέτης του μόνο. — Ποΰ είναι ή γυναίκα μου; φώναξα. Ποΰ την έχετε πάει; —Είναι σέ μέρος ασφαλές!, μού είπε. Κανένας δεν θά μπορέσει νά τήν βρή εκεί πού είναι. . . Καί, για την ώρα, είναι καλά. Για τήν ώρα! ’Ερρίγησα ολόκληρος. — Τώρα πού κρατάτε εμένα- είπα, μπορείτε νά τήν άφήσετε. — Δεν μάς χρειάζεστε καί τόσο· εσείς!, είπε· ό Κινέζος, θέλομε νά μάς βοηθήσετε νά πιάσωμε τον Ηρακλή Πουαρό. -—- Αύτό μην τό περιμένετε άπό μένα!, είπα. — Θά τού γράψετε ένα γράμμα καί θά τον κάνετε νά έλθη εδώ! — Ποτέ!, είπα. —Ή άρνησίς σας

μπορεί νά σημαίνη θάνατο!’ έκανε ό

Κινέζος.

—-Φυ'Χάξτε τις φοβέρες σας για τούς όμοιους σας!, φώναξα. Σέ μένα 6έν πιάνουν! Ό κινέζος σήκωσε τό χέρι του. Δυο αθλητικοί συμπατριώτες του ξεπρόβαλαν πίσω άπό τά παραπετάσματα κι’ έπιασσν ό καθένας άπό ένα μπράτσο μου. Μ’ έσυραν σέ

μια γωνιά τής

κάμαρας

καί

τράβηξαν

μια

κατα­

πακτή.

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

43


Άττό κάτω βογγούσε τό -ποτάμι, ό Τάμεσις! —’Άν άρνηθήτε, θά γίνετε σέ δυο λεπτά τροφή για εΐττε 6 κινέζος. Δέν είμαι ττιό γενναίος από άλλους.

τά

ψάρια,,

Κρύος ιδρώτας μούσκεψε το

κορμί μου. Αλλά νά ττροδώσω τό φίλο ^μου* αυτό μού ήταν αδύνατο! — Νά -πάτε στο διάβολο!, φώναξα. Δέ γράφω τίποτα! Κι5 έκλεισα τά μάτια, περιμένοντας τό μοιραίο... 'Ωστόσο δεν συνέβη τίποτα. — Εΐστε γενναίος, ταγματά^χα!, είπε ό Κινέζος. Δέ φοβάστε γιά τή ζωή σας. Γιά τή ζωή τής γυναίκας σας όμως; Ή γυναίκα σας είναι στά χέρια μας. . . Καί ξέραμε ένα πλήθος αργών θανάτων. . Ξέρομε βασανιστήρια πού κρατάνε ώρες καί μέρες — ώσπου νά πεθάνη

ό

άνθρωπος

λίγο — λίγο,

αργά,

— Τ έρατα!, ούρλιαζα. — Θέλετε νά παρακολουθήσετε

πολύ αργά... έναν

τέτοιο

αργό

θάνατο;

κρίμα γιατί ή γυναίκα σας είναι τόσο νέα! — Τι θέλετε νά κάνω; ρώτησα λαχανιασμένος. —Αντιγράψτε αυτό τό γράμμα γιά τόν Πουαιρό. . . τ’Αγαπητέ μου Πουαρό» διάβασα, «είμαι ητ 'ά ίχνη. Ακολούθησε τό παιδί πού θά φέρει πιο

τό

γράμμα.

Αέν

μπορώ

νά

σου

Είναι

επί σ ο 0

γράψω

πολλά. —’Άν τό γράψω, θ’

Χάστιγκς». άφήσετε τή γυναίκα

μου ελεύθερη;

ρώτησα.

— Τ’ ορκίζομαι στούς προγόνους μου!, είπε ό Κινέζος. ^—Κι’ άν ό Πουαρό πέση στά χέρια σας, έχω τό λόγο σας ότι δεν θά πάθη τίποτα; — Τόν έχετε. Θά τόν κρατήσωμε αιχμάλωτο ώσπου νά πραγμα­ τοποιήσουμε τά σχέδιά μας - πράγμα πού δεν θ’ άργήση ,νά γίνη. Σάς παρακαλώ όμως νά βιαστήτε. . . άν δέν θέλετε νά πάθη η γυναίκα σας αυτά πού ειποομε·. . . ❖ ❖ 5^ϊί5 ❖ 5>;5|ί

Π έρασα τά πιο «ραγικά δευτερόλεπτα τής ζωής μου, ώσπου νά πά­ ρω τήν άπόφασι νά πιάσω τό μολύβι. Πρόδιδα φίλο μου, τόν σύντροφό μου... Τόν παρέσυρα σέ

τόν Πουαρό, τόν μιά παγίδα κατά

τόν πιο άτιμο τρόπο. . . Μά δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. . . ’Όχι··. Δέν μπορούσα... "Εγραψα σύντομα τό σημείωμα, τό υπέγρα­ ψα, ό Κινέζος τό άρπαξε από τά χέρια/ Υσως γιά νά μή μετανοιώσω. "Υστερα, έδωσε εντολή, νά μ5 ανεβάσουν επάνω. Μέ πήγαν πάλι στο μεγάλο μαγαζί, πού έβλεπε προς τό δρόμο. Αναρωτιόμουν, ποιοι νά ήσαν άραγε οί μυστικοί σκοποί τους. Δέν ά|ργησα νά καταλάβω πώς ήθελαν νά γιά νά τραβήξουν μέσα τόν Πουαρό.

μέ χρησιμοποιήσουν

ως δόλωμα

Μέ τοποθέτησαν στήν πόρτα τού μαγαζιού. Αίγα λεπτά αργότερα, στον έρημο δρόμο, είδα νά προβάλη ανυ­ ποψίαστος ό φίλος μου ό Πουαρό. Φορούσε τό χοντρό παλτό του κι5 εΐχε τό λαιμό του τυλιγμένο σ’ ένα μάλλινο σκωτσέζικο κασκόλ, γα<οδ~ *

44

·

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΡΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ"


τΐ τό κρύο ήταν τσουχτερό.

Ακολουθούσε ένα χαμίνι, πού τόν ώδηγού-

σε στο μαγαζί. . . Δεν άργησε να μέ δή. Κούνησε ψιλικά τό χέρι του κι5 έκανε νά. έρθη προς τό μέρος: μου. Λίγο καί θάμτταινιε στο κατάστημα. . . Τότε όμως κάτι περίεργο συνέβη μέσα μου. Χωρίς συνέπειες, φώναξα μ5 όλη μου τη δύναμι:

νά συλλογιστώ πια τις;

— Πίσω Πουαρό! Μην μπαίνεις μέσα, φίλε μου! Είναι παγί­ δα... Φεύγα μή νοιάζεσαι γιά μένα! Την ϊδια στιγμή ακούστηκε ένας ξηρός κρότος καί πνίγηκα μέσα στους καπνούς. "Ένοιωσα έναν δυνατό πόνο στους πνεύμονες καί μιά φοβερή ζάλη. Νόμιζα πώς είχε φτάσει ή τελευταία μου ώρα. Κι* έχα­ σα τις αισθήσεις μου... "Οταν συνήλθα, όλα ήσαν μπερδεμένα στό κεφάλι μου... "Άνοιξα τά μάτια κι" είδα νά σκόβη επάνω μου τό γβ~ λαστό πρόσωπο τού Πουαρό. — Που είμαι; ψιθύρισα. ■ Πού βρίσκομαι; — Στό σπίτι μας, καλέ μου Χάστιγκς!, είπε ό φίλος μου. — Στό σπίτι μας; "Ωστε σωθήκαμε; Πώς γλύτωσες, Πουαρό; — Χάρις σ’ εσένα, Χάστιγκς! "Οταν γύρισα σπίτι κι’ είδα χά­ μω τά τέσσερα βιβλία, κατάλαβα ότι είχες πέσει στά χέρια αύ των των κακούργων. 'Η σπιτονοικοκυρά μοΰ είπε πώς ιεΐχες λάβει ένα τηλεγράφημα κι’ ένα σημείωμα. Φυσικά, κατάλαβα ότι σέ. έξεβίαζαν μέ τό περιεχόμενο τού τηλεγραφήματος, που τό μάντεψα... Γιατί σέ ήθελαν; Μή προς κακοφανισμό σου, Χάστιγκς, δέν σέ χρειάζονταν γιά τά μαύρα σου τά μάτια, αλλά γιά νά σέ χρησιμοποιήσουν γιά νά παρασύρης έμένα στήν παγίδα. Λοιπόν, περιμένοντας, έλαβα τά μέ­ τρα μου... Πρώτα - πρώτα, ειδοποίησα τόν Τζάπ νά μέ παρακολουθη μέ μιά ισχυρή αστυνομική δύναμι* όταν θάβγαίι^σ από τό σπίτι. "Υστερα, έκρυψα στό σακκάκι μου μιά μικρή βόμβα μέ άσφυξιογόνα αέρια... που δεν προκαλοΰν ασφυξία, μόνο λιποθυμία καί ζάλη... Καί περίμενα. Δέν περίμενα καί πολύ. Ένα χαμίνι μού έφερε τό ση~ μείωμά σου, όπως τό προέβλεπα. Φυσικά, δέν φανταζόμουν πώς θά εί­ χες τόν ήρωίΐσμό νά μέ προειδοποιήσης γιά τόν κίνδυνο που διέτρεχα—έστω καί τήν τελευταία στιγμή. "Οπως καί νάναι, άμόλησα τή βόμβα καί σέ δυο δευτερόλεπτα ό Τζάπ καί οί άντρες του ώρ μούσαν μέσα στό παλαιοπωλείο. Έσυ λιποθύμησες καί σ' έφερα έδώ, — Καί ή

γυναίκα

μου,

Πουάρό;

φώναξα

μέ αγωνία.

'Η

γυναίκα

μου; — Ησύχασε, καλέ μου φίλε. 'Η γυναίκα σου ποτέ δέν Ι'πεσε στά χέρια τους. Είναι τρεις μήνες τώρα, που τήν έχω κρυμμένη σ’ ενα μέ­ ρος πού ούτε καί σύ δέν τό ξέρεις. Τά γράμματά της πάνε στό ράντς καί τής ταχυδρομούνται από κεϊ. Τήν παρακάλεσα νά μή σου πή τίπο­ τα, γιά νά μήν άνησυχής άδικα. Τό τηλεγράφημα πού έλαβες από τή Νότια Αμερική ήταν ψεύτικο. Στό έστειλαν γιά νά σέ τρομοκρατή­ σουν. ΓΓ αυτό βιάστηκαν νά σ’ εκβιάσουν. Αναστέναξα μέ ανακούφισι. "Ολα μοΰ φαίνονταν τόσο παράξε­ να, τόσο απίστευτα! Αυτός ό Πουαρό ήταν πραγματικά ένα τέρας εξυπνάδας. Οί Τέσσερις Μεγάλοι θάβρισκαν τό μάστορα Τους... — Τούς έπιασε ό Τζάπ; ρώτησα. Εκείνος ό Κινέζος πού μέ βα­ σάνιζε έπεσε στά χέρια τους; —"Οχι# Χάστιγκς. Τήν πάθαμε καί πάλι. Βρήκαμε τέσσερις ά-

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

45


ναίσθητους Κινέζους στο μαγαζί, άλλ’ όχι τον αρχηγό τους, τον άν­ θρωπο τού Λι Τσάν Γιέν. . . Αυτός κατόρθωσε νά ξεφύγη από έναν ύόγειον διάδρομο, ττού έβγαζε στο διττλανό σττίτι. Οί έρευνες μας καέληξαν στά έξης καταττληκτικά: τό κατάστημα στην πραγματικότητα έκρυβε μια υπόγεια μυστική χαρτοπαικτική λέσχη υπερπολυτέλει­ ας. 'Ο Κινέζος έκεΐνος την νοίκιασε για δυο μέρες, πληρώνοντας ένα τεράστιο τ/τοσό στους ιδιοκτήτες Της. Οι Κινέζοι που είχε μαζί του, είναι άνθρωποι του υποκόσμου, έοΐίμοι νά κάνουν κι5 έγκλημα ακόμα, φτάνει νά πληρωθούν καλά. 'Ο Κινέζος τους εΐχε στην υπηρεσία του, μόνο δυο μέρες. Ή συμφωνία τους ήταν νά κάνουν δ,τι τους διέταζαν, χωρίς νά ρωτούν. "Οσο καί νά τους άνακιρίνη ό Τζάπ, δέ βγάζει τίποτα. Πραγματικά, δεν ξέρουν τίποτα. . . 'Ο αρχηγός τους έγινε καπνός, χωρίς ν’ άφήση ίχνος πί­ σω του. Τά προβλέπουν δλα! Τώρα ή μονομαχία θά γίνη ακόμα πιο άνηλέητη;. . . Στά τελευταία δμως, που θά μάς πάνε;

Μ

ιά

μέρα,

έπιστρέφοντας

τό Υπουργείο Εσωτερικών,

*

*

στο

σπίτι

από

όπου σ Πουαρό

μιαν

έπίσκεψί-

συζήτησε

μας

μέ άντιπροσώ-

ους τής ’Iντέλλιτζενς Σέρβις καί τής Αμερικανικής Μυστικής Υπη­ ρεσίας γιά τό ζήτημα των Τεσσάρων Μεγάλων, βρήκαμε μέ έκπληξί μας νά μάς πειριμένη μιά όμορφη νέα μέ στολή νοσοκόμας. — Κύριε Πουαρό, άρχισε ή νέα, φυσικά δέ μέ γνωρίζετε. Μου έχει όμως τόσο μιλήσει γιά σάς ένας κύριος που τον έχω περιποιηθή κάποτε σάν άρρωστο, ό Β., ώστε δέν δίστασα νά έλθω. —>0 Β; ε?πε ό Πουαίρό. *Ά\ Ναί, θυμούμαι πολύ καλά. Σέ τι μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος; — Νά σέ τΐ. . . Προ ημερών, μέ ζήτησαν από τό ιατρείο τής Άγιας Άννας» όπου εργάζομαι, γιά νά περιποιούμαι έναν άρρωστο. Τ’ όνο­ μά του είναι Τάμπλετον. 'Ηλικιωμένος. Παντρεμένος μέ μία γυναίκα πολύ νεώτερή του. "Έχει από τον πρώτο του γάμο έναν γυιό είκοσι χρονών, ελαφρώς . . . ηλίθιο. Άπό τά καθυστερημένα παιδιά. 'Ο κ. Γάμπλετον πάσχει άπό όξεΐα γαστρίτιδα. Τον νοσηλεύει δ γιατρός ής οικογένειας, ό δόκτωρ Γκραίη. 'Ωστόσο, κύριε Πουαρό, έχω κα^ χχλήξιει στο συμπέρασμα πώς ή γαστρϊτις τού κ. Τάμπλετυν *δεν Τναι τόσον απλή. — Φοβείσθε δηλαδή

ότι

κάίττοιάς

τον

δηλητηριάζει;

— Μ. . . μάλιστα. · . Τό φοβάται κι’ ό ίδιος. — Ποιος τον δηλητηριάζει; Ή γυναίκα του; — ΕΤναι φοβερά άπό μέρους μου* νά επαναλαμβάνω αυτές τις ιατηγορίες. 'Ο κ. Τάμπλετον υποπτεύεται καί τον γιατρό. . . — Γιατί δέν πηγαίνεται στην αστυνομία; — Θεός φυλάξοι! 'Ο κ. Τάμπλετον μού τό σπηγόρευσε ρητώς. Γού μίλησα γιά σάς καί μέ παρακάλεσε νά έρθω νά σάς βρώ. Θά παουσιασθήτε σπίτι, σάν παλιός του φίλος, άς πούμε ώς ό ^κύριος Γρεβιέ. Καί θά κάνετε μιά έρευνα. — Θά πάρω μαζύ μου καί τον τίγκς. —"Οπως

46

θέλετε. . .

τό

δικό

φίλο

μου

μου, τον

όνομα

εΤναι

ταγματάρχη Φλόρανς

Χά-

Πσίην

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


Ιδού

καί ή διεύθυνσις τού σπιτιού

— Θά έρθω αύριο ίτά γεύμα. — Πολύ καλά, πελάτου μου...

του

κ.

Τάμπλετον.

το μεσημέρι. Φροντίστε νά

κύριε

Πουαρό.

Σάς

με

ευχαριστώ

κρατήσουν για

έξ

ονόματος

τοΟ>

"Οταν έφυγε ή νοσοκόμα, ό Πουαρό τηλεφώνησε στο ιατρείο τής 'Αγ,ίας "Άννα. Τον πληροφόρησαν πώς ή μίς Παίην ήταν μια πολύ σοβαρή αδελφή, πού την είχαν πλετον. "Υστερα, τηλεφώνησε στον —Ακριβώς σήμερα έδωσα είπε ό Β. Θά μέ υποχρεώσετε άν

ζητήσει

νά

περιποιήται

τον

κ.

Τάμ-

Β., πού ήταν παλιός του πελάτης. την διεύθυνσί- σας στην μις Παίην, τής φανήτε χρήσιμος.

— Καθώς φαίνεται, είναι μιά πολύ απλή ύπόθεσις, Τζάκ!, μοΟ είπε ό Πουαρό. Πάμε. Μάς χρειάζεται μιά μικρή αλλαγή. Τήν άλλη, μέρα το μεσημέρι, χτυπήσαμε στό σπίτι του Τάμπλετον. Σέ λίγο βρισκόμαστε στο σαλόνι, όπου μάς υποδέχτηκε ή κυρία Ταμ* πλετον. — Καλώς ήλθατε, κύριε Τρεβιέ!, είπε στον Πουαρό ό όποιος μέ σύστησε. Ό άντρας μου μου μίλησε γιά σάς και μουπε πώς ανυπόμο­ νε! νά σάς συνάντηση. Μόνο πού είναι πολύ αδύνατος υστερ’ από μιά τελευταία κρίσι που είχε, και ό δόκτωρ Γκραίη δεν επιτρέπει σέ κα­ νόναν νά τον πλησιάση σήμερα. . . Δέν εΐναι έτσι» δόκτωρ Γκραίη; 40 γιατρός έμπαινε εκείνη τή στιγμή στό σαλόνι. —’Ω! Τελείως προσωρινά!, είπε υστερ’ από τις συστάσεις. Τό απόγευμα θά μπρρέσετε νά τον δήτε όσο θέλετε! — Πάντως σάς κρατούμε γιά τό γεύμα!, είπε ή κι5 ό γιατρός μαζύ -μας. >;«

Π έράσαμε τρός

ήταν

στην

εραστής

τραπεζαρίες. τής

νεαράς

κυρία, ©ά φάη

ϊ’:

Είχα

τήν

πεποίθησι

κυρίας Τάμπλετον

καί

πώς

ό

για­

πώς

μαζύ

είχαν αποφασίσει νά ξεμπερδέψουν τό γέρο. 'Ο γυιός, ένας νεαρός εν­ τελώς ασήμαντος, φαινόταν οχι λίγο, αλλά εντελώς ηλίθιος. Στό τραπέζι όλο έκανε κουτές παρατηρήσεις παιδιού δέκα χρόνων, αλλά ή κυρία Τάμπλετον, τού απαντούσε πολύ μαλακά, μέ πολλή καλωσύνη. 'Η νοσοκόμα, ή μίς Παίην, έκανε πώς δέν μάς ήξερε. . Ξαφνικά, στά μισά του γεύματος, ό Πουαρό έβγαλε μιά φωνή πόνου. — Δέν εΤναι τίποτε, κυρία μου, είπε στην κ. Τάμπλετον πού τόν κύτταξε ανήσυχα. "Έχω έλκος στό στομάχι καί συχνά μέ πιάνουν τέ­ τοιοι πόνοι. Σάς παρακαλώ νά μέ συγχωρήσετε. Νά μπορούσα μόνο* νά

ξαπλώσω λίγο. -—'Ο κύριος έχει ανάγκη

γαίνετέ τον σ5 ένα δωμάτιο. — Μά βεβαίως!/ εΐπε ή σετε

τόν κύριο Πουαρό στό Βογγώντας ό Πουαρό

νά ξαπλώση!, είπε κΓ ό γιατρός. κυρία.

Μίς

δωμάτιο τών ευχαρίστησε

Παίην,

θέλετε

ξένων; καί σέ

λίγο

νά

Πη-

συνοδεύ­

βρισκόμαστε

μόνοι σ5 ένα υπνοδωμάτιο στό πρώτο πάτωμα. — Πουαρό, είπα στό φίλο μου, ήτανε κόλπο αυτό γιά νά μείνωμ&

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

47


μόνοι στο πρώτο πάτωμα καί νά μττής στο δωμάτιο του Τάμπλετον!. — Ναί. ^Ηταν κόλπο, Τζάκ. "Όχι δμως γι’ αυτό πού νομίζεις. "Άνοιξε τό παράθυρο. Δόξα σοι ό Θεός! Είναι ό κισσός κι5 αύτή ή φλαμουριά. Μπορούμε νά φύγουμε από τό παράθυρο! Πέσαμε σέ πα­ γίδα! "Ολα είναι ψέμματα. 'Ο γυιός, ό γυιός ό ηλίθιος, εΐναι στην πραγματικότητα ό «Χαλαστής»! Είδες τό χέρι του; "Ενα μακρύ, λεπτό χέρι μέ τετράγωνα δάχτυλα. Χέρι σαδιστή δολοφόνου. ^νά τό γνωρίζω. Λοιπόν, δε μάς μένει παρά νά του δίνουμε!

"Έμαθα

Πηδήσαμε από τον κισσό στη φλαμουριά κι* άπό εκεί στο δρόμο. — Ουφ, εΐπε ό Πουαρό. "Έπρεπε νά τό καταλάβω! 'Ο αδελφός μου ό Άχιλλεύς δέ θάκανε ποτέ αυτή την γκάφα. —-Έχεις; αδελφό, Πουαρό; ρώτησα ξαφνιασμένος. — Καί βέβαια! Αέ σου έχω ποτέ μιλήσει γι" αυτόν; "Έχει άστυ νομικό δαιμόνιο μεγαλύτερο από τό δικό μου, μόνον πού ιείναι τεμ­ πέλης. Μένει στο Βέλγιο, στις Βρυξέλλες. "Αν τον είχα μαζύ μου, θά μέ βοηθούσε πολύ. Είμαστε δίδυμοι, ξέρεις. Μόνο πού αυτός δεν έχει μουστάκι. Φτάσαμε στο σπίτι. "Ολα ήσαν όπως τά εϊχαμιε αφήσει, ό φί­ λος

μου δμως

κοίταζε

ανήσυχος σ’

όλες τις

γωνιές,

γεμάτος

δυσπι­

στία, σάν γάτα. — Πουαρό, παράγινες νευρικός, είπα. "Οσο για μένα, θ’ ανάψω τώρα μια καλή πίπα, καί θά ξαπλώσω. . . Μπά: Πού εΐναι τά σπίρτα; Ποιος τάβαλε πάνω στο τζάκι; — Μή!, φώναξε ό Πουαρό.

Γιά *τ’

όνομα του θεού!

Μή!

9Ηταν

δμως πολύ άιργά. . . Τά δάκτυλά μου άγγιξαν τά σπίρτα. "Ενας μερός κρότος ακούστηκε, μιά έκρηξι ς. . . Κι* ύστερα τίποτα. . Ε^χα χάσει

τις

αισθήσεις

τρο

μου. . «,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΕΠΑΝΩ ΣΤ! Σ ΑΛΠΕΙΣ

έρασαν

Π

θλιβερές

από την

έκρηξι

μέρες

καί

έκείνη δέν

θλιβεροί

μήνες.

Τά

τραύματά

ήσαν σοβαρά καί άνέρρωσα

ή καταστροφή ήταν ανεπανόρθωτη. 'Ο

φίλος μου, ό μεγάλος

μου

σύντομα,μά Ηρακλής

Πουαρό, είχε σκοτωθή. Είχε μάλιστα — όπως μου είπαν — κομμα­ τιαστή τόσο τρομερά,ώστε τον κήδευσαν μέσα σέ καρφωμένο φέρετρο! Δέν εΐχα καν τό θάρρος νά επιστρέφω στη Νότιο Αμερική, στο σπίτι μου, αλλά περιεπλανιόμουν από ξενοδοχείο σέ ξενοδοχείο, μέ τό πένθος καί τήν άπόγνωσι στην ψυχή. Καί, ξαφνικά, συνέβη τό μεγάλο θαύμα! Μιά νύχτα), χτύπησε στην πόρτα τού δωματίου μου καί μπήκε μέσα . . .

κάποιος "Υψιστε

Θιεέ!··. μπήκε μέσα ό... Ηρακλής Πουαρό! Νόμισα δτι έβλεπα ένα φάντασμα, μά ό 'Ηρακλής, ήρεμος καί χαμογελαστός, όπως πάντα, μου εξήγησε δτι δέν είχε πάθει τίποτα από τήν έκρηξι καί δτι 6 θάνατός του ήταν επίσης ένα κόλπο γιά νά καθησυχάση τούς αντιπάλους του, ώσπου νά έφτανε ή μεγάλη, στιγμή. -— Ε’ίμαστε τώρα έτοιμοι, Χάστιγκς, εΐπε, χάρις στον "Ίγγλς, πού δμως έχασε τή ζωή του στήν Κίνα πολεμώντας υπέρ τής άνθρωπο-

48

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ


τητος. Ξέρομε τώρα πού βρίσκεται τό .κρησφύγετό τους. Φεύγομε από­ ψε αεροπορικώς για τις *'Αλπεις. για τδ Καρερζέε, ©που οή Τέσσερις Μεγάλοι έχουν τδ στρατηγείο τους μέσα σέ κάτι παλιά ορυχεία- που ανήκουν στον Αϊημπ Ράϊλαντ! Απόψε πρόκειται νά συναντηθούν για ■νά ορίσουν την ήμερα τής ένάρξεως τής έπιθέσεως εναντίον τής υψυλίου. Τά γεγονότα ακολούθησαν μέ ίλιγγιώδη κινηματογραφική ταχύτη­ τα. Τδ ίδιο βράδυ φθάσαμε στό Καρερζέε και. .πέσαμε μέσα σέ λίγα λε­ πτά στα χέρια των Τεσσάρων Μεγάλων! "Οπως μου εξήγησε αργότερα δ Πουαρό, ήταν κι* αυτό μέσα στό σχέδιό του, για νά δώση καιρό στά αγγλικά, γαλλικά καί αυστριακά αποσπάσματα νά πάρουν θέσεις γύρω από τό λόφο μέ τά ορυχεία. Οί κακούργοι μάς ώδήγησαν μέσα στά σπλάχνα τού βουνού,

μέσα σέ μιά κυκλική αίθουσα, όπου οι Τέσσερις

Μεγάλοι ήσαν καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι. ’Εκεΐ συνέβη κάτι καταπληκτικό. *0 Αϊημπ Ράϊλαντ

σηκώθηκε,

πήγε κοντά στό φίλο μου, τον κύτταξε προσεκτικά καί/ απλώνοντας τό χέρι Του, άρπαξε τό... μουστάκι του καί τδ τράβηξε! Τά μουστά­ κι έμεινε στά δάχτυλά του καί ό Ράϊλαντ φώναξε: — Αέν είναι ό Πουαρδ αυτός!! Είναι ένας σωσίας του! *0 Πουαρδ είχε γαλανά μάτια κΓ αυτός έχει σκούρα! Και τά μουστάκια του εΐναι ψεύτικα! — θά είναι ό Άχιλλεύς!, φώναξα εγώ άθελα μου. "Ο δίδυμος α­ δελφός του! "Οσο κΓ άν έσπαζα τδ κεφάλι μου δέν μπορούσα νά κατα­ λάβω σέ ποιά στιγμή ό ένας αδελφός είχε πάρει τή θέσι τού άλλου! — Ηαί, είπε ό Πουα|ρό. Είμαι ό Άχιλλεύς Πουαρό καί τδ σχέδιο του Ηρακλή πέτυχε εντελώς! Τδ βουνό είναι ζωσμένο από στρατό και δ ίδιος ό Ηρακλής διευθύνει τις επιχειρήσεις. Θά βρουν εύκολα τον δρόμο τους ως εδώ» γιατί τά παπούτσια μας είναι αλειμμένα μέ μιά ειδική ουσία, που φεγγίζει μέσα στο σκοτάδι! Τήν ίδια στιγμή υπόκωφοι μακρυνοι κρότοι έφτασοίν ως εμάς» 7Ησαν οί στρατιώτες πού χτυπιόνταν μέ τους ανθρώπους τών Τεσσά­ ρων! Οί Τέσσερις έγκληματίαι αναπήδησαν μέ Τρόμο στά πρόσωπά τους. Ε0 «Χαλαστής» είπε: —Άποσυρθήτε στό εσωτερικό καταφύγιο καί έτοιμασθήτε νά Τι­ νάξουμε τά ορυχεία στον αέρα. Θάρθω κΓ εγώ, άφοΰ τελειώσω μ* αυ­ τούς τούς δυο! ιΟ Λίν Τσάν Γιέν, ή Μαντάμ ’&λιβιέ καί ό Ράϊλαντ χάθηκαν πί­ σω από μιά μυστική πόρτα. Ό «Χαλαστής» γύρισε προς τδ μέρος μας, τραβώντας ένα πιστόλι. Μά ό Άχιλλεύς Πουαρδ είχε κιόλας κινηθή μέ θαυμαστή ταχύτητα. Είχε σκύψει, είχε άποσπάσει τδ δεξιό. . . . τα­ κούνι του καί τδ είχε εκσφενδονίσει έπάνω στον κακούργο. Ό «Χαχαστής» άφησε τό πιστόλι του νά πέση κι* έπειτα ξαπλώθηκε κι* ό ϊδιος επάνω του, τυλιγμένος από ένα ναρκωτικό αέριο! — Γρήγορα, Χάστιγκς! είπε ό *Αχιλλεύς. Πρέπει νά βγούμε από εδώ πριν άνατινάξουν τά ορυχεία! . . . Αίγες ώρες αργότερα, σ’ ένα ξενοδοχείο τού Καρερζέε, ό ΆΚίλλεύς μού έλεγε: — Τά ορυχεία δέν υπάρχουν πιά, Χάστιγκς, καί μαζύ τους οί Τέσ­ σερις Μεγάλοι! 'Ο κόσμος άπηλλάγη από τήν τρομερώτερη απειλή Γων αιώνων! Μά ό *Ηρακλής; Που είναι ό αδελφός σας κ. Πουαρό;

ΓΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ1

' 49


—?0 Ηρακλής; Κύχταξέ με στα μάτια, Χάστιγκς! Τον κύτταξα και αναπήδησα έκπληκτος. Τά μάτια του δεν ή σαν πια σκούρα! 7Ηταν γαλανά δπως 'τοΟ Ηρακλή! Πότε πάλι είχαν αλ­ λάξει θέσεις οί δύο αδελφοί; —Έγώ είμαι ό ... Ηρακλής, Χάστιγκς! "Επαιξα τον ρόλο- τοΟΆχιλλέως για νά τούς ξαψνιάσω και νά τούς σαστίσω και νά τούς κάνω νά πιστέψουν πώς ό Ηρακλής Πουαρό βιηύθυνε τις επιχειρήσεις! "Εριριξα μπελλαντόννα στα μάτια μου γιά νά τά κάνω νά φαίνον­ ται

πιο

σκούρα!

Ξύρισα

ψεύτικο! — Και ό Άχιλλεύς; — Αέν

υπάρχει

επίσης

το

μουστάκι

μου

κι*

έβαλα

άλλο,

Που είναι ό Άχιλλεύς1;

κανένας

Άχιλλεύς

Πουαρό, Χάστιγκς!, απάντησε

ό Ηρακλής γελώντας. Είναι πρόσωπο μυθικό σάν τον συνώνυμό του τής Ελληνικής μυθολογίας! Σου είπα ψέμματα, γιατί βασιζόμουν πολύ στην δική σου έκπληξι γιά την επιτυχία του σχεδίου μου. Τώρα όμως που ό κόσμος γλύτωσε άπ© τά τρομΙφά αβτά τέρατα, δέν θά χρειαστή νά σου ξανοπτώ ψέματα, φίλε μου Χάστιγκς!

ΤΕΛΟΣ *

ί 5 ■

ΣΤΟ

ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

Μιά νέα καί ©μορφή γυναίκα·/ πού ψάχνει νά βρή την εύτυχία, συναντά σέ κάθε βήμα τηις τό αίνιγμα καί τον θάνατο καί άγωνιά βάζοντας

καί

ξαναβάζοντας στον

εαυτόν της τό

έρώτημα: Ο

ΚΙΤΡΙΝΟΣ

ΔΙΑΒΟΛΟΣ;

— Ποιός' είναι "Ενα από τά πιο

υποβλητικά

καί

συναρπαστικά

ρήματα, που έχουν μεταφρασθη στην Ελλάδα!

Επιμέλεια έκδόσεως: Στέλιος ;Αεωφ.

Άν ε μ σ§ου ρ ά ς

Θησέως

Καλλιθέα.

μυθιστο­



»

ρ

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΙ... τέσσερις σατανικοί έγκέφαλοι, ώπλισμένοι μ’ ένα τερατώ­ δες καί τρομακτικό όπλο, πιό καταστρεπτικό κι’ άπό τήν άτομική βόμβα, άπειλοΰν να υπο­ δουλώσουν ή νά έξοντώσουν τήν άνθρωπότητα! Εναντίον τους έκστρατεύει ό

ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΥΑΡΟ ήρεμος.χαμογελαστός καί άοπλος, καί διεξάγει έναν άπίθανο καί συναρπαστικό πόλεμο!

*

Δρχ. 2.000

*





ΕΚΑΟΖΕΙΙ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Στέλιος

ΕΚΔΟΣΕΩΣ :

Ά νε μ ο5 ου ρ ά ς

ΓΡΑΦΕΙΑ : 'Οδός Δεληγιώργη 30. —--------, -------—------- = ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ *

1 )

Τό Αίνιγμα των Τεσσάρων ύττό Άγκάθα Κρίστι. 2) 'Ο Κίτρινος Διάβολος υπό

Φάρζον.

Τά παρελθόντα τεύχη ττωλοΟνται εις τά Γραφεία τής «Νυχτερίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ "Ενα καταπληκτικό ανάγνωσμα, ο­ πού ένας νεαρός χαρτοπαίκτης, δοκι­ μάζοντας να θέση τέρμα στή ζωή του.

βρίσκεται μπλεγμένος σέ μια μυστη­ ριώδη δολοφονία και αποφασίζει νά νίνη ντέντεκτιβ!

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΑΥΟ ΦΟΡΕΣ 'Ολόκληρο

στο

έρχόμενο

τεύχος

τής «Νυχτερίδας»

*Η θερμή υποδοχή, μέ τήν όποια τό Ελληνικό κοινό υπεδέχθη τό πρώτο βιβλίο τών εκδόσεων μας, μάς επιτρέπει νά άντικρύσωμε μέ εμπιστοσύνη τό μέλλον. Εΐμεθα πλέον βέβαιοι ότι τό όνειρό μας, ή δημιουργία μιας μεγάλης βιβλιοθήκης μέ τά καλύτερα αστυνομικά αναγνώσματα του κόσμου, θά γί* νη πραγματικό της, Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


μικρή κραυγή καί άκούμπησε στον τοί­ χο λαχανιασμένη. "Ενας άντρας πρόβαλε τότε μέσ’ α­ πό τό σκοτάδι καί τήν συγκρότησε βάζοντας προστατευτικά τό χέρι του στή μέση της. — Τί συνέβη; Σάς χτύπησαν; Σάς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ

ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Γύριζε αργά από το θέατρο ή Ζανέτ μέ τά πόδια, βυθισμένη σέ σκέψεις. τΗταν μόνη μέσα στους νυχτωμένους δρόμους και δυσαρεστημένη από τη ζωή. Αέν τά πήγαινε καθόλου καλά μέ τούς δικούς της, μέ τη γκρίνια τους καί δέν είχε μπορέσει ως τότε νά βρή έναν άντρα, στον όποιο νά έμπιστευθή την καρδιά της καί τή ζωή της. 'Αφηρημένη, μπήκε μέσα σ’ έναν άτόμερο καί σκοτεινό δρομάκο, πού φαι νόταν ύποπτος καί παράξενος, καί έ~ τοιμαζόταν νά γυρίση πίσω στη λεω­ φόρο. όταν κάποιος έπεσε απότομα έτ πάνω της καί χάθηκε πάλι μέσα στη νύχτα σχεδόν αμέσως. Η Ζανέτ ένοιωσε έναν περίεργο στι γμιαΐο πόνο στο χέρι της κΓ ένα μού" διασμα κΓ όταν συνήλθε, είδε πώς ή τσάντα της ήταν ανοιχτή. "Άφησε μιά

έκλεψαν; Ή Ζανέτ κύτταξε μέσα στήν τσάντα της» προσπαθώντας μέ κόπο νά θυμηθή. "Έλειπαν τά χρυσά κυάλια, πού έπαιρνε πάντα μαζί της στο θέατρο κΓ ένα πορτοφολάκι μέ χρήματα. — "Όχι μεγάλα πράγματα, ψιθύρι­ σε. "Αφήστε με τώρα. Συνήλθα. — Δέ φαίνεστε νά συνήλθατε, τής απάντησε ό άγνωστος. "Ενας άλλος πλησίασε. ^Ηταν ένας νέος λεπτός, μέ φράκο καί ψηλό καπέλλο, κΓ από τόν τρόπο πού περπατούσε έμοιαζε νά είχε πιή. Προσπέρασε γρή­ γορα καί χάθηκε σέ μιά πόρτα εκεί κοντά, μά γιά μιά στιγμή, το Φως ενός φαναριού τον φώτισε καί ή Ζανέτ θυ­ μήθηκε πώς κάπου τον εΐχε ξαναδή. Πού, όμως; — Έκεΐ πού μπήκε 6 κύριος είναι ή λέσχη όπου συχνάζω» είπε ό άλλος ευ­ γενικά. "Εκεί -πηγαίνω τώρα κΓ έγώ. Είστε βεβαία πώς δέν θέλετε λιγάκι νά ξε'κουρασθήτε, ύστερα απ’ όλη αυ­ τή τή σύγχυσι: —"Όχι, ευχαριστώ.·. "Έβγαλε αμέσως τό χέρι του άπ* τή μέση της. Μόλις όμως τήν άφησε, αυτή ένοιωσε τά πόδια της νά λυγίζουν καί κρατήθηκε από έναν στύλο γιά νά μήν πέση. — Αφήστε τ’ άστεΐα, τής, είπε αυ­ τός. Ο παλιάνθρωπος πού σάς έπετέθη σάς χτύπησε δυνατώτερα από όσο νομίζετε. Ελάτε μέσα μαζί μου, νά ξεκουρασθήτε. . . Τήν πήρε απ’ τό μπράτσο μέ εύγεΈκεΐ, καθώς περνούσαν από τό μισοφωτισμένο χώλ, ή Ζανέτ είδε, κρεμα­ σμένη από τό ταβάνι, μιά μικρή κού­ κλα πού είχε τή μορφή ενός κίτρινου διαβόλου.

/

Η* ** % ** **

'Ο διάδρομος ήταν σκεπασμένος μέ παχύ κίτρινο χαλί καί κατέληγε σέ μιά σκάλα, πού ώδηγοΰσε στο υπό­ γειο. Τό ταβάνι κι" οι τοίχοι ήσαν τό "ίδιο κίτρινοι καί κίτρινο φως έβγαινε


άπό τις Χαμίτες. "Ολα εΐχαν ένα χαρακ τήρα μυστηρίου κι* ή Ζανέτ» άν δέν ένοΐω θε τον έαυτό της τόσο αδύνατο, θά γύρι ζε νάφευγε αμέσως απ’ αυτό τό ύποπτο μέρος. Ευγενικά, ό συνοδός της την βοήθησε νά κατεβή τις σκάλες και έφτασαν μαζί σ’ ένα μεγάλο χώλ, βαμ μένο κίτρινο κι* αύτό, όπως οί σκά­ λες, μ* έναν κίτρινο διάβολο πάλι κρε* μασμένο από τό ταβάνι, πού ή γκρι μά­ τσα του έμοιζε μέ μακάβριο καλοσώρισμα κι* έφερνε ρϊγος στο κορμί. Μια χοντρή γυναίκα εμφανίστηκε ξα φνικά μέσ’ από μια κουρτίνα. Φορούσε κίτρινο φόρεμα και κίτρινη ποδιά. — Καλησπέρα σας, κύριε Χάλ, εί­ πε ή χοντρή γυναίκα. Μάς φέρνετε ένα καινούργιο μέλος; — Πολύ προσωρινό, φοβούμαι, άπάν τησε ό Χάλ. "Ενας λωποδύτης τήν χτύ πησε στο δρόμο καί είναι ταραγμένη. — Ναί, βιάστηκε νά προσθέση ή Ζανέτ. Θάθελα μιά καρέκλα νά ξεκου­ ραστώ λίγο. Δε θά μπορέσω νά μεί­ νω πολύ. *Η γυναίκα τήν κύτταξε προσεκτικά μ’ ένα προσποιητό χαμόγελο. — Λωποδύτης, έ; Τί φοβερό! Μπο­ ρείτε νά μείνετε εδώ όσο θέλετε. Παρα­ καλώ, υπογράψτε στο βιβλίο, κύριε Χάλ, κι* έγώ θά φροντίσω νά σάς έτο» μάσουν ένα τραπέζι. Χάθηκε πίσω από τήν κουρτίνα, κΓ ό Χάλ πήγε στο μικρό τραπεζάκι, ό­ που βρισκόταν τό βιβλίο πού υποχρεω­ τικά υπέγραφαν τά μέλη πριν μπουν στή λέσχη. — Σάς παρακαλώ, μουρμούρισε ή Ζανέτ, προσπαθώντας νά ξαναβρή τις δυνάμεις της. Μή κάνετε τόν κόπο. Εί­ στε πολύ ευγενικός, μά δεν θά μπορέ­ σω νά μείνω. — "Ενα ούΐσκυ θά σάς κάνη καλό καί/ βέβαια, μπορείτε νά φύγετε οπότε Θέλετε. Ή Ζανέτ τόν κύτταξε πάνω απ’ τούς ώμους του, ένώ αυτός υπέγραφε στο βιβλίο. Μόλις είχαν γυρίσει τή σε­ λίδα κι* ένα μόνο όνομα εΐχε γραφή, πριν ό Χάλ προσθέση τό δικό του: Λόρδος Ντώλις. Ή Ζανέτ θυμήθηκε. Μά, βέβαια, ό λόρδος Ντώλις ήταν ό νέος μέ τό φρά­ κο καί τό ψηλό καπέλλο πού εΐχε μπή στή λέσχη πριν άπ* αυτούς. Η φωτογραφία του εΤχε κάνει τήν έμφάνισί της τελευταία σ’ όλες τις έ-

6

φημερίδες. Κάτω από τήν υπογραφή τού Ντώλις ήσαν τώρα άλλα δυο ονό­ ματα: Μάϊκαλ Χάλ καί δεσποινίς Τζώνς. — Είστε ή δεσποινίς Τζώνς, είπε γελώντας ό Χάλ, αφήνοντας τήν πέννα. "Επρεπε νά βάλω ένα όνομα, όποιο δήποτε. Εΐνε 6 κανονισμός τής λέ­

σχης-

Ή Ζανέτ βρισκόταν τώρα σε μιά τετράγωνη χαμηλοτάβανη αΐ'θουσα. *Η ατμόσφαιρα ήταν βαρεία καί θολή από καπνό. Στή μέση ήταν μιά μικρή πί­ στα. ^Ηταν παράξενο πώς χωρούσαν τόσοι άνθρωποι σε μιά τόσο μικρή πί­ στα. Καί παντού οπού γύριζε τό μάτι, τό περίφημο κίτρινο χρώμα. "Ενα γκαρ­ σόνι τούς ώδήγησε σ* ένα γωνιαίο τρα πέζι. 'Ο Χάλ κάτι παράγγειλε καί υ­ στέρα γύρισε στή Ζανέτ. — Φοβούμαι πώς δέν σάς έφερα στο καλύτερο κέντρο, μά ήταν τό μόνο πρό­ χειρο στήν κατάστασι, πού βρεθή­ καμε. Τό γκαρσόνι φάνηκε μέ μιά μπουκάλα. — Θά πιήτε; ρώτησε ό Χάλ. — Πολύ λίγο, απάντησε ή Ζανέτ. "Υστερα από λίγο ό Χάλ είπε: — Τώρα θά σάς άφήσω γιά λίγα λεπτά. Καθήστε εδώ νά ξεκουραστήτε κι* όταν γυρίσω, θά φωνάξω ένα ταξί. *Η Ζανέτ ένοιωσε μιάν ευγνωμοσύνη απέναντι του, καθώς τόν κύτταζε νά χάνεται μέσα στο πλήθος. Τής εΐχε φερθή πολύ ευγενικά. "Ενας άλλος στή θέσι του θά προσπαθούσε νά ώφεληθή άπό τήν ευκαιρία. Ζεσταμένη άπό τό πιοτό, ή Ζανέτ καθόταν καί κύτταζε γύρω της. Είχε κι* άλλοτε, βέβαια, χορέψει σε κέν­ τρα. Μά τέτοια εύθυμη ατμόσφαιρα δέν είχε ξαναβρή πουθενά. Θά Φανταζόταν κανείς πώς, μέ τέτοιαν ευθυμία καί έξαντλητικό χωρό/ οί θαμώνες θά άρχι ζαν νά παρεκτρέπωνται, μά όλοι φαί­ νονταν σαν νά συγκροτούσαν τό ξέσπα­ σμα τού κεφιού τους, σαν νά περί μεναν πρώτα κάτι νά συμβή. — Τί άραγε περιμένουν; σκέφτηκε ή Ζανέτ. Πρόσεξε, κοντά της καί προς τά δε­ ξιά, δυο άλλες πόρτες σκεπασμένες μέ βαρειές κίτρινες κουρτίνες. Κόσμος

Ο'ΚΙΤΡΙΝΟΣ

ΔΙΑΒΟΛΟΣ


έμπαινε κΓ έβγαινε από τις δυο πόρτες. Τί νά γινόταν άραγε εκεί μέσα; «Κι* ό λόρδος Ντώλις, νάναι εκεί τάχα;» σκέφτηκε ξαφνικά ή Ζανέτ. Δέν τον είχε δει καθόλου. Ή απορία της διαλύθηκε σέ λίγο. Μια συντροφιά πέρασε από τό τραττέζι της κΓ ό λόρδος Ντώλις ήταν ά" νάμεσά τους. Εκείνη τή στιγμή, κάποιος που περ νούσε δίπλα τους, τρεκλίζοντας σάν μεθυσμένος, τούς έρριξε μιά χούφτα κομφετί. ^Ήταν κίτρινο κομφετί# και τό κάθε χαρτάκι είχε σταμπαρισμένο επάνω του έναν κίτρινο διάβολο. Ο Λόρδος Ντώλις, τινάζοντας τό κομφετί από τό φράκο του, άφησε τούς δυο άλλους νά τον σέρνουν άναγκαστικά από τό χέρι καί σέ λίγο χάθηκαν καί οί τρεις πίσω από τήν κουρτίνα κά νοντας βίαιες χειρονομίες. — Γιατί τό έκαναν αυτό; ρώτησε ό Χάλ, πού γύρισε έκείνη τή στιγμή. — Δέν ξέρω. Αυτοί οί άνθρωποι φαί νονται ύποπτοι. *'Ισως νά κλέβουν κιό­ λας στά χαρτιά. Αυτή δέν είναι καί ή δική σας γνώμη; — Δέν τούς ξέρω αυτούς τούς αν­ θρώπους, εΐπε ό Χάλ. — Είμαι σίγουρη πώς θά τόν κα­ τακλέψουν. — Μιά κΓ έχει άφθονα λεπτά, μπο ρεΐ νά χάνη καί λίγα. Πάντως αυτό δέν μάς αφορά. — Χαρτοπαίγνιο γίνεται πίσω από εκείνη τήν πόρτα; — Ναί. "Ετσι φαντάζομαι. Πώς αι­ σθάνεστε τώρα; — Πολύ καλύτερα. — Μπράβο! Ξέρετε, ανησυχούσα γιά σάς. — Ενοχληθήκατε πολύ γιά μένα καί μου φερθήκατε πολύ ευγενικά, εΐπε ή Ζανέτ. Σάς ευχαριστώ. Τώρα δμως πρέ πει νά πηγαίνω. — Νά φέρω τό παλτό σας, είπε ό Χάλ. Πήγε νά τόν άκολουθήση# μά σταμά τησε ξαφνικά! "Ετσι καθώς στεκόταν κοντά στήν πόρτα, ένας κρότος έφτασε στ* αυτιά της. Ακολούθησε μιά πνιχτή κραυγή, κι* ύστερα πάλι σιγή. *Έσπρω §ε δυό-τρεΐς πού τής έφραζαν τή δίο οο, τυχαία ή σκόπιμα, κι* άνοιξε τήν πόρτα. Νόμιζε πώς θά έμπαινε σέ μιάν άλλη αΐ'θουσα. "Ομως δέν ήταν παρά

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

ένας μικρός διάδρομος. Στά δεξιά ή­ ταν μιά πόρτα. ^ Φ ** ** ! Ήσυχάστε, είπε ό Χάλ. "Εχομε όλο τόν καιρό μπροστά μας. — Τί έγινε μουρμούρισε ή Ζανέτ# άνοίγοντας τό μάτια της. Τί συνέβη; Πού βρίσκομαι; — Μή λυποθημήσετε πάλι! Στο σπί τι μου. Δέν ήξερα πού νά σάς πάω* σέ τέτοια κατάστασι καί σάς έφερα έδώ. — Μά τί έγινε; — Καλά θά ήταν νά μήν μιλούσατε γιά λίγο. Πιέτε αυτό. (Τής έδωσε ένα ποτήρι). Τώρα ξαπλωθήτε πάλι καί προσπαθήστε νά ησυχάσετε. Θά γυρί­ σω σέ πέντε λεπτά νά δώ πώς πάτε. Αυτή υπάκουσε. "Οταν τόν είδε νά φεύγη προσπάθησε νά τά σβήοτη όλα από τό μυαλό της, νά μήν σκέπτεται τίποτα, νά ήρεμήση. Σέ πέντε λεπτά ό Χάλ ξαναγύρισε. — Είστε αρκετά καλά, βλέπω, ώστε νά μπορέσωμε ν’ άνταλλάξωμε εντυπώ­ σεις, γιά τά χθεσινοβραδυνά. Πέστε μου πρώτα τίς δικές σας. Ή Ζανέτ άρχισε νά περιγράφη τις φοβερές στιγμές πού πέρασε, βσο κα­ λύτερα μπορούσε νά τις θυμηθή, μέσα στή σύγχυσι πού επικρατούσε στ© μυαλό της. — Ναί, εγώ ήμουν εκείνος πού στε­ κόμουν πίσω σας. Σάς δέχτηκα στην αγκαλιά μου, καθώς πέφτατε λιπόθυμη καί σάς έβγαλα έξω. — ΚΓ ό Λόρδος Ντώλις; ιΟ Χάλ συννέφιασε: — Προσπαθήστε νά μήν τόν σκέ­ φτεστε. Καθώς ήταν μεθυσμένοι» φιλονείκησαν μεταξύ τους καί τόν χτύπη­ σαν. ?Ηταν τόσος κόσμος γύρω του, ώστε άφησα αυτούς νά τά φροντίσουν κΓ έτρεξα νά σώσω έσάς. Μπορείτε τουλάχιστον νά μέ συγχαρήτε γιά ένα πράγμα: Σάς έβγαλε από τό δωμάτιο, πριν κανένας δή πώς εγώ κι* εσείς ήμ μαστέ έκεΐ μέσα. Καί νομίζω πώς κα­ νείς στο μέλλον δέν θάπρεπε νά τό μάθη. Λεν είναι έτσι, δεσποινίς Τζώνς; — Τό πραγματικό μου όνομα εΐνε Ζανέτ Βέντοβερ. — Ευχαριστώ λοιπόν, συμφωνείτε; Δέν θάταν ευχάριστο, ιδιαίτερα γιά σάς, νά βρεθούμε μπλεγμένοι σ’ σύτή τήν υπόθεσι. Ξέρετε τίς κακές γλώσ­

7


σες, δεν εΐνε έτσι; — Πραγματικά. — "Ωστε αποφασίζομε νά μην πού­ με τίποτα σε κανέν-αν για χάρι και των δυό μας; Αυτή συμφώνησε μέ μια κίνησι του κεφαλιού της. Τό ρολόι χτύπησε μια μετά τά μεσάνυχτα και ή Ζανέτ πήδη­ σε από τον καναπέ τρομαγμένη. — Πρέπει νά γυρίσω σπίτι αμέ­ σως ! Αλήθεια, δέν ξέρω πώς νά σάς ευχαριστήσω. — Δέν είναι ανάγκη. ' Πήρε τό παλτό της από την καρέ­ κλα και τις τόρριξε στους ώμους. — ’Άν χρειαστήτε πάλι τή βοήθειά μου, μή διστάσετε. "Έβαλα μια κάρτα μέ τή δνεύθυνσί μου στήν τσάντα σας, γιά κάθε ένδεχόμενο. — Ευχαριστώ, σάς τό υπόσχομαι. — Θά φωνάξω ένα ταξί καί θά σάς συνοδεύσω ώς τό σπίτι σας. Στο ταξί δέ μίλησαν άλλο. Αυτή ένοιωθε μιά ευγνωμοσύνη απέναντι του γΓ αυτή τή σιωπή κι" ακόμα γιά τήν άψογη διαγωγή του απέναντι της. "Ο­ ταν όμως τό ταξί έφτασε μπροστά στήν πόρτα του σπιτιύ της, ό Χάλ/ καθώς τήν βοηθούσε νά κατεβή, τήν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕ Ρ Ο

Ό

ΜάΙΙκαλ έτοίμαζε τις βαλίτσες του. Τό διαμέσμά του βρισκόταν σέ μεγάλη ακαταστασία, γεμάτο βαλί­ τσες, ρούχα, ανοιχτά συρτάρια, δέμα τα καί χαρτιά! Ή φυσιογνωμία του ή ταν σκοτεινιασμένη. "Οταν ακούσε τό κουδούνι τής εξώπορτας νά χτυπά, έ­ σπρωξε γρήγορα τις βαλίτσες κάτω από τά έπιπλα καί προσπάθησε νά βάλη λίγη τάξι στό δωμάτιο. Ήταν φα­ νερό πώς δέν ήθελε νά τόν δουν νά έ~ τοιμάζεται γιά άναχώρησι. "Υστερα ά νοιξε τήν πόρτα.

Ήταν ή Ζανέτ, μέ

μάτια ακόμα κόκκινα από τόν ανήσυ­ χο ύπνο καί τά πρωινά νέα τής εφημε­ ρίδας. — Καλημέρα σας, δεσποινίς, ψώνα-

8

άρπαξε στήν αγκαλιά του καί τήν φί­ λησε. "Υστερα, κατέβασε τό κεφάλι σάν ένοχος. — Είμαι ηλίθιος!, μουρμούρισε. Συγχωρήστε με. Τώρα τάκανα θά­ λασσα. — Δέν είστε ηλίθιος, τού απάντησε αυτή. Καλή νύχτα. Τό πρωί, ύστερα από έναν φοβερό ύπνο, μέ φριχτά όνειρα όπου ό Χάλ πάλευσε μέ απαίσια τέρατα γιά νά τήν σώση, ή Ζανέτ κατέβηκε στήν τράπεζα ρία νευριασμένη, έτοιμοι γιά τόν καβγά πού φανταζόταν πώς θά ξεσπούσε. Μά ό θείος της καθόταν ήρεμος στήν κα­ ρέκλα του, διαβάζοντας τήν έφημερίδα του, καί, άφηρημένη, ή Ζανέτ στάθηκε από πάνω του καί άρχισε νά διαβάζη τούς τίτλους» όπως συνήθιζε κάθε πρωί. Ξαφνικά ανατρίχιασε, χλώμιασε καί κρατήθηκε από τήν καρέκλα γιά νά μήν πέση. 'Η εφημερίδα έγραφε μέ μεγάλους μαύρους τίτλους: «ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΕΝΤΡΟΝ.

Ο

ΕΙΣ

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΝ

ΦΟΝΟΣ

ΤΟΥ

ΛΟΡ­

ΔΟΥ ΝΤΩΛΙΣ!»

Τ Ο ΤΕΛΕΥ­ ΤΑΙΟ ΦΥΛΛΟ

ξε ό Μά'καλ. "Ημουνα βέ­ βαιος πώς θά έρχόσαστε. ■—- Αλήθεια; ρώτησε ή Ζα­ νέτ κυττάζοντας τις βαλίτσες κάτω από τά έπιπλα. Είδατε τις εφημερί­ δες; Τρομερό, έ; Ό καημένος ό Ντώ~ λις! Τώρα τί θά κάνωμε; — Τί εννοείτε; — "Ημαστε μέσα στήν αίθουσα ό­ ταν έγινε ό φόνος. — Είμαστε/ αλλά δέν έχοαε καμμιά σχέσι μέ τό φόνο. Τί θέλετε, λοι­ πόν, νά κάνωμε; Δέν μπορούμε νά ξανα φέρωμε τό Λόρδο στή ζωή, ούτε νά βοηθήσωμε τήν αστυνομία — Μπορούμε νά τούς περιγράψωμε. — Αυτό έχει γίνει κιόλας. Πραγματικά οί πρωινές εφημερίδες είχαν όλές τις λεπτομέρειες: "Οταν έφτασε ή αστυνομία.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


βρήκε τό πτώμα του Ντώλις στην αίθουσα του χαρτοπαιγνίου. Είχε μιαν απαίσια πληγή στο πρόσωπό του, σαν νά τον είχαν χτυπήσει μέ κάτι μετάλ­ λινο. Στο πάτωμα, κάτω από τό πτώ­ μα, ήσαν σπασμένα γυαλικά. Οι δυο άνθρωποι, που έπαιζαν χαρτιά μαζί του, είχαν έξαψανιστή και ή θυρωρός •εΐπε στην αστυνομία πώς δεν τους ή­ ξερε, γιατί δεν ήσαν τακτικά μέλη. Τά ονόματα που είχαν γράψει στο βιβλίο ήσαν ψεύτικα. Ή θυρωρός άνεψερε επίσης πώς τό τελευταίο ψύλλο τού βιβλίου έλειπε καί ορκιζόταν πώς δεν τό είχε σκίσει αυ­ τή, καί πώς δεν ήξερε ποιος τό είχε σκίσει. — Αλήθεια, είπε ή Ζανέτ, στην τε­ λευταία σελίδα, ήσαν γραμμένα καί τά δικά μας ονόματα! — Πρόψτασςί κι” έσκισα εγώ τό ψύλλο πριν ψύγωμε, είπε ό Μάϊκαλ. ΟΙ στάχτες εΐνε κΓ ολας σΤο τζάκι. Βλέ­ πετε λοιπόν, πώς πρέπει νά μείνωμε έξω από αυτήν τήν υπόθεσι. Δεν πι­ στεύω νά είπατε τίποτα στό σπίτι σας. — "Όχι! ’Άν καί τώρακ πού βλέ­ πω τήν έξέλιξι 6ά προτιμούσα νά τούς τά είχα πή. 9Ηρθα νά συζητήσωμε μα­ ζί τήν κατάστασι γιά νά δούμε τί Θά κάνωμε. Μά εσείς είστε τής; γνώμης πώς δέν χρειάζεται νά κάνωμε τίποτα, ώστε μου φαίνεται πώς τώρα θά πρέπη νά πηγαίνω. "Άλλωστε, εσείς εΐστε κιό­ λας άπησχολημένος μέ τις βαλίτσες σας. Γύρισε προς τήν πόρτα. — Σταθήτε μιά στιγμή! Φώναξε ό Μάϊκαλ. Χτες μσΟ είπατε δτι ή ζωή εινε γιά σάς ανυπόφορη στό σπίτι σας καί δτι ευχαρίστως θά φεύγατε από εκεί, γιά νά άπαλλαγήτε από τήν αιώ­ νια γκρίνια τού θείου σας. Έξαρτάσθε οικονομικώς από αυτόν; Δέν έχε­ τε κανένα δικό σας εισόδημα;

μαζί μου; Φεύγω μέ τό τραίνο αύριο τό άπόγεμα. Σκεφθητε το. Γύρισε απότομα καί πήγε στό πα­ ράθυρο, κυττάζσντας έξω, σαν νάθελε νά τής άφήση δλο τον καιρό νά σκεψτή. Πέρασαν πέντε λεπτά βαθειάς σιωπής. "Υστερα εκείνη μίλησε. — Κύριε Χάλ, ξέρετε σέ τί είδους κορίτσι μιλάτε; Αυτός τήν κύχταξε σοβαρός. Τά μά­ γουλά της ήσαν κατακόκκινσ, μά τά μάτια της έδειχναν αποφασιστικότητα καί ειλικρίνεια. — Καί βέβαια ξέρω, απάντησε ό Μάϊκαλ. — Τότε καταλαβαίνετε πώς δέν μπο­ ρώ νά είμαι μιά συντροφιά τής στιγμής. — Καί βέβαια όχι, διαμαρτυρήθηκε αυτός. Πρόκειται γιά μιά κανονική πρότασι γάμου καί δέν χρειάζεται μά­ λιστα ν’ απαντήσετε αμέσως. Γυρίστε σπίτι σας καί δέστε πώς έχουν τά πράγματα. ΚΓ άν αποφασίσετε, τηλε­ φωνήστε μου. "Έχετε τον αριθμό μου. — Θάπρεπε νά σάς απαντήσω τώρα αμέσως. — "Αφήστε τί θάπρεπε. ΚΓ εγώ θάπρεπε αυτή τή στιγμή νά σάς πάρω στήν αγκαλιά μου, όπως χτες βράδυ, όμως περιορίζομαι σ" αύτό. Τής πήρε τό χέρι ευγενικά καί τό φίλησε. ❖ ❖ ^

— Τώρα πηγαίνετε στό σπίτι σας, τής είπε. "Υστερα από μιάν ώρα, χτυπούσε τό τηλέφωνο. — Μά'καλ, έπι μείνετε στήν πρότασί σας; — "Απολύτως. — Τό σκεψτήκατε καλά; — Πολύ καλά. — Τότε ή άπάντησι είναι «ναί», Μάϊκαλ. "Ίσως νά μην ήταν, άν δέν — Εισόδημα, βέβαίσ, έχω, αλλά. · . μού έδειχναν τέτοια συμπεριφορά στό -ανακυττάχτηκαν στάμάτια. "Εκεί­ σπίτι όταν γύρισα. Μά, ψανταστήτε, νος φαινόταν νά σκέπτεται κάτι. μού ανήγγειλαν πώς θά μέ κλείσουν Ακουστέ, είπε. Θυμάστε τί μου . στίς καλόγρηες, στήν επαρχία. ύποσχεθήκατε χτές τό βράδυ; Πώς αν — Λοιπόν, τώρα Θά φροντίσω γιά χρειαστήτε τή βοήθεια μου, θά μου τή τις άδειες καί θά σάς. . . θά σέ περι­ ζητήσετε. μένω αύριο στίς δύο. "Έτσι; λ — Υπάρχουν πράγματα στά οποία "Οταν ή Ζανέτ κρέμασε τό ακουστι­ δέ μπορείτε γιά μέ βοηθήσετε. κό κατάλαβε πώς είχε ίσως κάνει με­ '— Γίατί οχι; Γιατί νά μην έρθήτε γάλη επιπολαιότητα καί απερισκεψία Ο

ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

9


καί πώς από δώ και μπρος δεν υπήρ­ χε τρόπος νά υποχώρηση. ο . Στις τρεις τό επόμενο άπόγεμα, ή Ζανέτ έβγαινε από την εκκλησία ώς «κυρία Μάικαλ Χαλ». Ολο αυτό τό διάστημα τό είχε περάσει σε μια κατάστασι νάρκης, και τώρα που στεκό­ ταν στο πεζοδρόμιο μ5 έναν σύζυγο στο πλάϊ' της, άρχισε νά συναισθάνεται —σαν νάβγαινε από ομίχλη—πώς ήξε­ ρε πολύ λίγα πράγματα γι’ αυτόν κι* ακόμα λιγώτερα για τό είδος τής ζωής που τήν περίμενε. «Αέν πειράζει», σκέφτηκε. «Θάναι κάτι καινούργιο γΓ αυτόν/ όπως και για μένα, κΓ δ,τι κι5 άν γίνη θά έξαρ τάται καί από τούς δυο μας». — Δεν πιστεύω νά μετανοιώσης; τήν ρώτησε ό Χάλ καθώς έμπαιναν στο αυτοκίνητο. Σε βλέπω σκεπτική. — Καθόλου, απάντησε ή Ζανέτ. — Μην ξεχνάς, αρχίζομε τώρα τό ταξίδι του μέλιτος! — Καί που θά πάμε αλήθεια; — Αφού πάρωμε τις βαλίτσες μας άπό τό σπίτι μου, θά φτάσωμε στο σταθμό. — Κι* άπό Ικεΐ; — Τί θάλεγες γιά τή Νότια Γαλ» λία; — Περίφημα! Τά διαβατήρια όμως; — Θά φροντίσω εγώ. Γιά μιά-δυό μέρες θά μείνωμε βέβαια στο Φόξτον, ώσπου νά τακτοποιήσω μερικά ζητή­ ματα. "Αλήθεια, ευτυχώς πού έχομε κι* οί δυο λίγα χρήματα, άν καί τά δικά σου δέ θά μάς χρειαστούν παρά μονά­ χα ώσπου νά αποσύρω τις δικές μου καταθέσεις καί νά ρευστοποιήσω Την έπιχείρησι. Δεν ξέρω άν στό είπα, αλ­ λά μετρητά δεν έχω πολλά. "Ολα μου τά χρήματα εΐνε ριγμένα σέ έμπορεύματα. — Τί είδους εμπορεύματα; ρώτησε ή Ζανέτ. — Υφάσματα. "Αν τά πουλήσω ό­ λα, καί ελπίζω νάχη γίνει αυτό σέ δυότοεις εβδομάδες θάχω είκοσι χιλιάδες λίρες.^ — "Ω! Σάν πολλά φαίνονται. — Θά περάσωμε περίφημα. Τό μόνο που μέ απασχολεί τώρα εΐνε αυτό τό ταξίδι στη Γαλλία. Δεν ξέρω άν θά φτάσουν αυτά πού εχω τώρα, κΓ & σκοπός εΐνε νά φύγωμε αμέσως. "Αλή­ θεια, μήπως θά μπορούσες νά μού δανείσης στό μεταξύ μερικά χρήματα;

— Καί βέβαια! Σήμερα τό πρωί σήκωσα, άπό τήν Τράπεζα. — Πόσα; — Τό ένα δέκατο άπό όσα εσύ λες πώς θά πάρης. — Αυτό εΐνε τό έτήσιο εισόδημά σου; — Πάνω - κάτω. 'Ο Μάϊκαλ ξαφνικά σκυθρώπασε, μά προσπάθησε νά μήν τό δείξη. — Άπό τό ντύσιμό σου, φαίνεται νάσαι πλουσιώτερη. — Τά φορεματά μου δεν έγιναν άπό τό ατομικό μου εισόδημα. "Εγιναν άπό τούς θείους μου γιά λόγους καθαρά εμπορικούς. — Ά, κατάλαβα. . . Ή Ζανέτ ένοιωσε σάν κάτι νά ε’χε σπάσει ξαφνικά μέσα της, κΓ αναρω­ τιόταν ποια νάταν ή αιτία. "Ισως αυ­ τή ή ξαφνική αλλαγή στό φέρσιμό του. "Ισως ή συζήτησις γιά χρηματικά ζη­ τήματα, πού πάντοτε τήν ενοχλούσε. * * * Ή*^ Η*# Ξαφνικά ανατρίχιασε. Τό αυτοκίνητό τους είχε σταματήσει σέ μια στροφή, κΓ άπό τό τζάμι είδε στον τοίχο μιά ρεκλάμα: ν Λέσχη «"Ο Κ ίτρινος Διάβα λ ο ς». Θυμήθηκε τό Λόρδο Ντώλις. — Αλήθεια, τον ρώτησε ενώ τό αυ­ τοκίνητο ξεκινούσε πάλι, τί άπόγινε μέ κείνους τούς δυο ανθρώπους που καταζητούνται γιά τον φόνο τού Λόρ­ δου; — Αέν διάβασες εφημερίδες; — "Οχι, δέν έχω καιρό. — Ούτε έγώ. "Αλλωστε τί μάς ένδιαφέρει; Εμείς έχουμε τά δικά μας νά σκεφτουμε. Τήν αγκάλιασε καί τής χαΐδεψε τά μαλλιά. "Ωσπου νά φτάσουν στό σπίτι τού Μά'καλ δέν μίλησαν άλλο. Μπρος στήν πόρτα, 6 Μάϊκαλ πή» δη σε βιαστικά. Άλλα μόλις αυτή πή­ γε νά βγή/ ό Μάϊκαλ τήν έσπρωξε ξανά στή θέσι της γελώντας καί έκλεισε τήν πόρτα. — "Οχι, κάθησε εδώ, τής είπε. Θά φροντίσω έγώ γιά τις βαλίτσες. — Μά... — Κάθησε, σέ παρακαλώ. Φαίνεσαι πολύ κουρασμένη. Πάρε έναν υπνάκο, εκεί στή γωνιά κΓ όταν ξανανοίξης τά μάτια σου θάμαι πάλι κοντά σου.

-1 10

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


Αυτή υπάκουσε μηχανικά. "Υστερα δ μως άττό 8υό λεπτά, μετάνοιωσε. Αυτή τή στάσι, τής απόλυτης ύπακοής τήν είχε βαρεθή τόσα χρόνια. "Αν ήταν και τώρα να τής φέρωνται έτσι, ποιος ό λόγος να κάνη ό,τι έκανε; "Ανοιξε τα μάτια της πεισματωμέ­ νη. Μά καθώς κύτταζε έξω, ένοιωσε νά τήν περιχύνη κρύος ιδρώτας: Δυο άνθρωποι, έμπαιναν τώρα στό σπίτι του Μά'καλ. 'Ο ένας ήταν 6 Μάϊκαλ ό ίδιος. 'Ο άλλος ήταν ό κον τόχονδρος άνθρωπάκος μέ τήν κοιλιά# που έπαιζε χαρτιά μέ τό Αόρδο τό βρά­ δυ τού φόνου. — Γρήγορα, έλα μέσα, ηλίθιε, άκου σε τον Μά'καλ νά λέη στον άλλο. Δεν μπορούμε νά κουβεντιάσωμε'Ι8ώ! "Εγειρε πίσω, στή γωνιά του αυτο­ κινήτου, κι’ έκλεισε τά μάτια της, α­ ποκαρδιωμένη. 'Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και τό μυαλό της είχε σταματή οει απότομα. "Υστερα από δέκα λε­ πτά, ό Μάϊκαλ ήταν πάλι κοντά της.

Κ ΕΦΑΛΑI Ο ΤΡΙΤΟ

'Η άπόστασις από τό Ντάλιγκτον ώς τή βίλλα ή ταν τρία μίλια. "Εφτα­ σαν αργά, κουρασμένοι, κΓ ή Ζανέτ ήταν φυσικό να βλέπη τά πράγματα κάπως απαισιόδοξα. "Ολο τό σπίτι, έτσι καθώς πρώτοφάνηκε μέσ’ από τά δέντρα, έδειχνε πα ραμελημένο και θλιβερό. Ή πόρτα του κήπου ξεκαρφωμένη, τά μονοπάτια α­ περιποίητα, τά λουλούδια μαραμένα α­ πό καιρό. Μπαίνοντας γιά πρώτη φο­ ρά, ή Ζανέτ ανατρίχιασε. Ο Μά'καλ φαίνεται δέν είχε κλειδί καί χρειάστηκε νά χτυπήσουν και νά περιμένουν ώρα ώσπου νά τους άνοι­ ξη μιά γριά, ψηλή, ξερακιανή, μέ μά­ τια αγριωπά, που Θά μπορούσε νάταν τό στοιχειό τού σπιτιού, άν δέν ήταν ... ή μαγείρισσα! — "Α, εδώ είστε λοιπόν; τούς εΐπε ψυχρά γιά καλοσώρισμα. — Ναί, «έδώ είμαστε», κυρία Ρό" ψον, απάντησε ό Μάϊκαλ.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

— Λοιπόν, κοιμήθηκες; — Ναί, μάλλον... του εΐπε δίχως νά δείξη πώς ήξερε τίποτα. Οί βαλίτσες φορτώθηκαν καί τό αυ­ τοκίνητο ξεκίνησε. — Ξέρεις, τής είπε τρυφερά. Σκε~ πτόμουν πάλι τήν οικονομική μας κστάστασι κΓ αποφάσισα μιάν αλλαγή στό πρόγραμμά μας. —"Ωστε δεν θά πάμε στή Νότια Γ αλλία; — Τί λες κΓ έσύ; Έγώ δέ θάθελα νά θίξω τις οικονομίες σου, έστω κι* άν πρόκειται γιά προσωρινό δάνειο. Θάθελα, λοιπόν, νά μείνουμε γιά λίγο σ’ ένα σπίτι που έχω στήν έξοχή ώσπου νά τακτοποιήσω τις υποθέσεις μου. — "Οπως νομίζεις... — Είναι μιά όμορφη βίλλα, στα πε~ ρίχωρα του Ντάλιγκτον. Καί είναι έφωδιασμένη μέ όλα, ακόμα και μέ ύπη ρέτρια, ώστε δέ θάχεις νά νοιαστής γιά τίποτα. — "Οπως νομίζεις...

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΜΦΕΤΙ

— ΚΓ αυτή ποιά είναι; — 'Η σύζυγός μου. — Ποιά; — 'Η σύζυγός μου, ξανάπε ό Μά'­ καλ αυστηρά. Δέν ακόυσες; — "Ακόυσα, μά δέν ήξερα πώς είχα τε και τέτοια! Ή Ζανέτ ένοιωσε τό α'μα ν’ ανέ­ βα ίνη στό κεφάλι της. 'Ο Μά'καλ κάτι ψιθύρισε στό αυτί τής γριάς και τής έδωσε τϊς βαλίτσες, οδηγώντας τήν Ζανέτ στό- χώλ. «Θάναι πολύ πιο δύσκολο νά τά βγάλω πέρα από όσο φανταζόμουν», σκέφτηκε ή Ζανέτ! 'Η γριά άρπαξε τή βαλίτσα από τό χέρι της, καί ρώτησε τό Μά'καλ άν έπρεπε νά τήν πάη στό δωμάτιό του. — "Οχι, είπε βιαστικά ή ΖανεΧ. Αφήστε την έδώ. — ’Εδώ πιάνουν πολύ τόπο. — Κυρία Ρόψον, έχετε τήν καλωσόνη νά κάνετε ότι σάς λέω, δίχως παρατη­ ρήσεις; εΐπε απότομα ή Ζανέτ. 'Η γριά έβαλε τά χέρια της στή

11


μέση. — Εχεις μεγάλη Ιδέα για τον έαιτ τό σου, δεν έτσι έτσι; είπε μέ αυθά­ δεια. — Μεγάλη όχι, άλλα μάλλον χή σωστή...» απάντησε ή Ζανέτ. "Ακουστέ, κυρία Ρόψον! Σάς μιλώ, βλέπετε, στον πληθυντικό γιατί σέβομαι τά άσ_ πρα μαλλιά σας, κι" είμαι πρόθυμη να φανώ πολύ καλή μαζί σας» αρκεί νά ^ήν ξεχνάτε πώς στο κάτω κάτω εί­ μαι από σήμερα κυρία μέσα σ, αύτό τό σπίτι καί πρόκειται νά τό διευθύ­ νω. Συνεννοηθήκαμε; "Αντί για άλλη απάντησε, ή γριά γύ ρισε' απότομα καί πήγε νά κλειστή στην κουζίνα της, χτυπώντας, πίσω της την πόρτα δυνατά. *0 Μά'καλ ανέβηκε τις σκάλες, πού ώδηγουσαν στο δεύτερο πάτωμα καί ή Ζανέτ τον ακολούθησε αμίλητη. Στό δεύτερο πάτωμα υπήρχαν δυο κρεββατο κάμαρες, πού είχαν καί οί δυο διπλά κρεββάτια. * * %

β^ϊΚ ϊΗ* ϊΗΦ

'Ο Μάϊκαλ καί ή Ζανέτ μπήκαν σέ μιάν άπ" αυτές. Μά πριν καλοξεκουρασταύν, ό Μάϊκαλ ζήτησε συγγνώμη, ση κώθηκε καί κατέβη^ε κάτω. *Η Ζανέτ δεν τον ρώτησε τίποτα. Μονάχα σηκώ­ θηκε καί πήγε κοντά στό παράθυρο. Ή θέα από τό παράθυρο ήταν όμορ­ φη. Ωστόσο μιά μελαγχολία πλανιό­ ταν παντού. Μά έκεϊ, όπου ή μελαγχο­ λία ήταν πιο βαρειά, ήταν ό κήπος. Σκυθρωπός, παραμελημένος, έμοιαζε νά κοιμάται μέσα σέ παχειά πάχνη. Νόμιζες πώς ανάμεσα στά δέντρα •κρύβονταν χίλια δυο παράξενα φαντά­ σματα. Ή Ζανέτ ένοιωσε ένα βάρος στην καρδιά της κι* έκλεισε τις κουρτίνες. Αέν μπορούσε νά βλέπη άλλο τον κήπο. Πάνω στό τραπέζι ήταν μιά λάμπα. ιΗ Ζανέτ την άναψε. "Υστερα, πλανήθηκε μέσα στό δωμάτιο, προσπα­ θώντας νά έξοικειωθή. "Αλήθεια τί έκα νε έξω ό Μάϊκαλ τόσην ώρα; — Μάϊκαλ!, φώναξε. Καμμιά άπάντησις. Ή σιωπή τού σπιτιού άρχιζε νά γίνεται ενοχλητική. — Μάικαλ! Κατέβηκε στήν κουζίνα. Κανείς. "Έ­

12

ψαξε τά δωμάτια. Κανείς. "Απόρησε. Μήπως πήγε στή σοφίτα; — "Εκείνο πού δεν μπορώ νά κατα­ λάβω, μουρμούρισε» εΐνε γιατί δέν αρ­ χίζω τά κλάματα ή δέν τό βάζω στά πόδια. "Αναισθησία έχω πάθει; Ξαφνικά μιά σκέψις τής ήρθε στό νού. Μήπως είχε φύγει ό Μάϊκαλ, αψήνοντάς την μοναχή σ’ αυτό τό έρημο σπίτι; Τί έπρεπε νά κάνη, Δέν πρόφτασε νά συνέχιση τη ·τκέψι Της, "Επάνω άπ" τό κεφάλι της, στή σοφίτα, ακούστηκε ένας βαρύς κρότος, σά νάχε πέσει κάτι ή κάποιος. "Αναπήδησε τρομαγμένη. Μιά πιθα­ νή έξήγησις τής ήρθε κιόλας στό νοΰ: Μπορούσε νάταν ό Μάϊκαλ έκεΐ μέσα καί νά τού είχε συμβή κανένα ατύχη­ μα! Αυτό εξηγούσε την πολύωρη άττουσί του! "Άνοιξε τήν πόρτα κι’ έτρεξε γρήγο­ ρα προς τη σοφίτα. — Μάϊκαλ!, φώναξε. "Εσύ είσαι μέσα; Παρεξενεύτηκε για τή σιωπή. "Ακού­ σε σήν ηχώ τής φωνής της, σαν μοναδι­ κή άπάντησι. "Έσπρωξε δυνατά, μά ή πόρτα ήταν καλά στερεωμένη. «Πρέπει ν" ανοίξω ο­ πωσδήποτε», σκέφτηκε. Αυτός ό κρό­ τος στή σοφίτα καί ή σιωπή τώρα δυο πράγματα μπορούσαν νά σημαίνουν: "Ή έκεΐνος πού ήταν μέσα ήταν πιά αναίσθητος, ή δέν ήθελε να άποκσλύ' ψη τήν παρουσία του! "Επιστράτευσε όλο τό θάρρος της. "Έτρεξε στό ισό­ γειο καί ξαναΥύρισε μέ μιά ντουζίνα διάφορα κλειδιά. Σ’ ένα από αυτά ή πόρτα υποχώρησε. Τό δωμάτιο ήταν σκοτεινό καί ή Ζανέτ μετάνοιωσε πού δέν έφερε μαζί της φώς. Μά όταν συ­ νήθισαν τά μάτια της» μπόρεσε νά δίακοίνη τά διάφορα παλιά έπιπλα πού ή σαν πεσμένα εδώ καί έκεΐ. Εκείνη τή 'στιγιιή άκουσε ένα τρί ξιμο στή σκάλα! Τρομαγμένη έτρεξα στην πόρτα καί κύττα£ε. ^Ηταν ό Μά'καλ καί τήν κύτταζε ακίνητος! — Τί κάνεις έκεΐ; τή ρώτησε1. Ή πόρτα αυτή ήταν κλειδωμένη. Ποιος τήν θεκλέίδωσε; Τήν έσπρωξε απαλά καί κύτταξε μέ­ σα στό σκοτεινό δωμάτιο. "Υστερα, ξανακατέβηκαν τις σκάλες σιωπηλοί καί διευθύνθηκαν στό δωμάταιό τους.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


Τά μάτια του Μάϊκαλ ήσαν θολά και φαινόταν κουρασμένος. — Κάποιος ήταν στή σοφίτα, εΐ” πε ήσυχα ή Ζανέτ. Μά ώς πού να πάω νά φέρω τά κλειδιά και νά γυρίσω πί­ σω, το. . . πρόσωπο πού ήταν έκεϊ ε" φύγε, κλειδώνοντας την πόρτα. Μήπως είδες κανέναν νά φεύγη, καθώς έρχόσουνα; —"Ισως νά μην ήταν κανένας, κΓ δ' λα αυτά νά ε·ναι πλάσματα τής φαντα­ σίας σου καί των κουρασμένων νεύρων σου. — Δέν είναι φαντασίες, Μά'κάλ. "Α­ κόυσα καθαρά. — Τότε τί έξήγησι δίνεις; — Δέν βρήκα ακόμα την έξήγησι, εί­ πε ή Ζανέτ ριγώντας. — Τί λογής θόρυβος ήταν; — Σαν νά έπεσε κάποιος η. κάτι. Στην αρχή νόμισα πώς ήσουν εσύ, μά όταν φώναξα καί δέν απάντησες- κατά­ λαβα πώς θάταν κάποιος άλλος. ’Άν δέν είναι έκεϊ μέσα ακόμα, τότε ή μπό ρεσε νά ξεφύγη ή βρίσκεται ακόμα κά­ που άλλου μέσα στο σπίτι! — Πάω νά κυττάξω! Κάθησε δω! "Έπρεπε νά μου τό είχες πή αυτό νω­ ρίτερα ! "Έτρεξε έξω από τό δωμάτιο, πριν αυτή μπορέση νά τόν^ σταματήση, κι* η Ζανέτ βγήκε ξοπίσω του. Στό χώλ επεσε πάνω στήν Ρόψον, πού ερχόταν από τήν κουζίνα μ" ένα δίσκο. — Καινούργιες φασαρίες; τήν ρώ­ τησε ή γριά. Αυτό τό σπίτι όλο φασα­ ρίες είναι ! Σήκωσε τό κεφάλι της καί κοίτα­ ζε προς τις σκάλες. Επάνω, ό Μάϊκαλ άκουγόταν νά πηγαινοέρχεται στά δω μάτια. —-Τί .συμβαίνει; ρώτησε ή γριά. —"Οταν λείπατε, άκουσα ένα κρό­ το στή σοφίτα. Νομίζω πώς κάποιος ήταν και ό κ. Χάλ πάει νά ψάξη. "Ί­ σως θάπρεπε ν’ ανεβώ κι* εγώ. Η γρηά, φαίνεται* είχε αντίθετη

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

γνώμη, γιατί, όταν ή Ζανέτ πήγε νά προχωρήση, έκανε ένα πλάγιο βήμα καί τής ίεκλεισε τή σκάλα. —"Ακούστε τή συμβουλή μου και μήν πάτε επάνω, είπε τρομαγμένη. Για τί νά βρεθήτε σε κίνδυνο; —’Άν ό κ. Χάλ βρίσκεται σε κίν­ δυνο. . . θά φωνάξη καί τότε ανεβαί­ νουμε κΓ οι δυο μας. Μπήκαν μαζί στήν τραπεζαρία κΓ ή γρηά άπόθεσε τό δίσκο στό τραπέζΓΣέ λίγο κατέβηκε ό Μάϊκαλ, ήσυχασμένος: — Δέν είναι τίποτα, είπε. "Έψα­ ξα παντού προσωπικά. ("Έρριξε μιά ματιά στήν Ρόψον και συνέχισε:) Δέν βρήκα κανέναν πουθενά. ’Άς τό ξεχάσουμε λοιπόν... "Η Ρόψον έφυγε καί οί δυο κάθησαν στό τραπέζι. 'Ο Μά'καλ ξανασηκώθηκε σχεδόν αμέσως. — Τό μόνο μέρος, είπε, όπου δέν έ­ ψαξα. Εΐναι ή κουζίνα. Πάω μιά στιγ" μή νά δώ κΓ εκεί γιά νά ε’ίμαστε ή­ συχοι. «Στοιχηματίζω», σκέφτηκε ή Ζανέτ, «πώς πάει πάλι νά συνεννοηθή μέ τή Ρόψον. Τί σχέσι νά ύπάρχη άραγε άνάμεσά τους;». Σέ λίγο ό Μάϊκαλ, γύρισε καί ξα_ νακάθησε στό τραπέζι σιωπηλός καί ταραγμένος. ΚΓ ή Ζανέτ σκέφτηκε μέ πίκρα πώς αυτή ήταν ή πρώτη νύχτα τού γάμου της καί πώς τούς χώριζε κιόλας ένα αδιάβατο χάος από αι­ νιγματικά έρωτηματικά, χωρίς άπάντησι!.·. ❖ -!= =:=

:·: >> *

Κλειδώθηκε στήν κάμαρά της μετά τό φαγητό πού ήταν ανόρεχτο καί ά­ χαρο, καί άρχισε νά κλαίη. Τής ήταν απαραίτητο αυτό τό κλάμα καί τήν α­ νακούφιζε. «Τί είμαι περισσότερο;» σκέφτηκε. «Ερασιτέχνης» ντέτεκτιβ, φτιαγμένος από τις περιστάσεις, μιά γυναίκα πού τόσκασε απ’ τό σπίτι της καί προσπαθεί νά δικαιολογήση τήν άπόφασί της, ή σύζυγος έρωτευμένη, μ" ένα εγκληματία;». Ξαφνικά τέντωσε τό αυτί της. Βή­ ματα άκούγονταν στή σκάλα, πνιχτά, σαν κάποιος νάθελε νά κρύψη τήν πα­ ρουσία του. «'Ο Μάϊκαλ» σκέφτηκε ή Ζανέτ.

13


"Οχι, δεν ήταν 6 Μα'καλ. Τά βήμα τα διευθύνονταν ττρός την μικρή κά­ μαρα. Θ&ταν ίσως ή Ρόψον. Μά τό~ τ® γιατί δλες αυτές αί προφυλάξεις; Τά βήματα σταμάτησαν. Η Ζανέτ περίμενε ν’ άκούση στή μικρή κάμα­ ρα τό γνώριμο έκεΐνο πήγαινε - έλα των ανθρώπων πού έτοιμάζονται νά κοιμηθούν. Τίποτα. "Εμεινε έτσι ακί­ νητη, μισή ώρα, δίχως ν’ άκούση κα' νέναν θόρυβο. Τά νεύρα της ξανατεντώθηκαν κι5 ή περιέργεια δεν την ά" ψήνε νά κοιμηθή. — Τί συμβαίνει τέλος πάντων; μουρμούρισε. Ποιος ήταν; Πρέπει νά πάω νά δώ! "Ενοιωθε μια παράξενη αίσθησι στό κορμί της, μιαν αίσθησι πού έδιωχνε τό φόβο καί την έκανε νά δρά μηχα­ νικά. Πέρασε μιά ρόμπα καί βγήκε στό διάδρομο. Απόλυτη σιγή. Άπό τό δωμάτιο τού Μάι’καλ κανένας Θό­ ρυβος. Καμμιά κίνησις, καμμιά ανα­ πνοή πού νά δε ίχνη πώς ό Μά'καλ βρισκόταν έκεΐ. Στό δωμάτιο' τής Ρόψον δεν υπήρχε φως. Φως ερχόταν όμως άπό τό ισόγειο, πράγμα πού μαρτυρούσε πώς ό Μάΐκαλ δεν είχε ά' κόμα άνεβή γιά νά κοιμηθή. Φως έρχόταν κΓ άπό άλλου. Φως άσθενικό, σάν έκεΐνο πού ρίχνει ή ξάστερη νύχτα, δταν μπαίνει σέ κλεΐ" στό χώρο. Ή Ζανέτ σήκωσε τό κεφάλι της: Βέβαια^ τό φως έρχόταν άπό τον φεγγίτη τής σοφίτας. "Αραγε είχε ξανακλειδώσει εκείνη τήν πόρτα; Α­ νέβηκε τή σκάλα γιά νά πεισθή, μά στό πλατύσκαλο σταμάτησε άπότομα. Κάτι μαλακό είχε αγγίξει τά μά­ γουλά της ! Γέλασε μέ τόν έαυτό της! ^Ηταν τσ( σκοινί πού κρεμόταν άπό τόν φεγ­ γίτη! «Ανόητη», ψιθύρισε. Δοκίμασε τήν πόρτα, τήν βρήκε κλειδωμένη καί κατέβηκε πάλι στό πρώτο πάτωμα. Ξαφνικά ακούσε μιά πόρτα νά κλεινή δυνατά στό ισόγειο, σάν άπό φύσημα τού ανέμου. — Τί νάναι αυτό πάλι; σκέφτηκε ή Ζανέτ. Μέ καρδιά που χτυπούσε γορ­ γά καί μέ γόνατα πού λύγιζαν, κατέ­ βηκε αθόρυβα στό ισόγειο. Ή πόρτα πού είχε χτυπήσει ήταν τού σαλονιού. Οί άλλες ήσαν ανοιχτές καΛμ’ έκπληξί της ή Ζανέτ παρατήρησε πώς ά“ νοιχτή ήταν κΓ ή πόρτα τής υπηρεΛ-

14

Α

σίας, πού ώδηγοΰσε άπό τήν κουζίνα στον κήπο. Άπό έκεΐ φαίνεται πώς ερ­ χόταν ό άέρας. . . «Πρόσεξε, Ζανέτ, μή λιποθυμήσης!», εΐπε στον έαυτό της σφίγγοντας Τά δόντια της. Βγήκε έξω καί κοίταξε στον κήπο, Τό δάσος, φαινόταν νά κοιμάται καί μονάχα ένας θόρυβος άκουγόταν κάπου κοντά, ένας πνιχτός, ακαθόριστος ή­ χος, σάν κάποιος ή κάποιοι νά σάλευαν 5 '-' εκε&. Μέ τήν ψυχή στό στόμα, ή Ζανέτ ήταν έτοιμη νά γυρίση καί νά άνεβή τρέ" χοντας στό δωμάτιό της, δταν ό α­ γέρας ψύσηξε δυνατότερα καί μερι­ κά ξηρά φύλλα ήρθαν ώς τά πόδια της, έτσι όπως αυτή στεκόταν στό κατώφλι τής κουζίνας. Καί μαζί μέ τά φύλλα ήρθαν δυο - τρία μικρά Ικομματάιαα χαρτί, πού βέβαια ή Ζανέτ δέν θά τά πρόσεχε, άν δέν εί­ χαν τό χρώμα πού στό μυαλό της ε*χε πια ριζώση, συνδεδεμένο μέ τό φόβο. Τά χαρτάκια ήσαν κίτρινα ! "Εσκυψε καί τά μάζεψε περίεργη κι* αμέσως τρεΐς μικροί κίντρινοι διάβο­ λοι τήν κοίταξαν μέ τό απαίσιο τρα­ γικό χαμόγελο, μέ τό όποιο τήν εί­ χαν ύποδεχθή δυο μέρες πρίν, κάπου αλλού. 7 Η σαν μερικά άπό τά κομφετί πού ένας μεθυσμένος είχε ρίξει επάνω στον Λόρδο Ντώλις! . Τά κοίταζε σκεπτική μέ ρίγη στή σπονδυλική στήλη. Τά κοίταζε άκόμα, δταν μιά φωνή μίλησε δίπλα της: — Τί κάνεις εδώ τέτοιαν ώρα; ?Ηταν ό Μά'καλ, πού ερχόταν άπό τό δάσος, λαχανιασμένος καί σκονι­ σμένος. Παρά λίγο νά πέση επάνω της, μά σταμάτησε απότομα, δταν εί­ δε τήν έκφρασί της. — Τί συμβαίνει; τί κρατάς στά χέρια σου; Ή Ζανέτ τού έδειξε τά κομφετί. Τά μάτια τού Μάικαλ άνοιξαν διά­ πλατα άπό τόν τρόμο, ύστερα όμως συγκρατήθηκε, κΓ αρπάζοντας τα ά­ πό τά χέρια της, γέλασε βεβιασμένα. —*Θά μοϋπεσαν από τό σακκάκι μου... ποιος ξέρει... Είναι ίσως άπό τή βραδυά πού σέ συνάντησα στή λέσχη. Αυτά τά πράγματα σκαλώνουν στις ραφές καί στις τσέπες. "Ελα* πάμε τώρα μέσα. Θά κρυώσης. Ξέρεις,

Λ

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


ήμουν λίγο νευριασμένος και βγήκα νά περπατήσω. Ξαναγέλασε* χωρίς λόγο. — Καί σύ, γιατί ήσουν έξω τέτοια ώρα, ρώτησε. —’Ήμουν κι* έγώ νευριασμένη. Γύρισε απότομα και έτρεξε στο δωμάτιό της. Δέν ησύχασε παρά άφοΰ κλείδωσε

Κ ΕΦΑΛΑI Ο ΤΕΤΑΡ Τ Ο

Τό άλλο πρωΐ, ή Ζανέτ ή­ ταν στό πόδι άπό τις πέν­ τε. Δέν είχε κοιμηθή όλη τή νύχτα* γιά νά μπορέση νάναι έξω πρωί - πρωί, πριν ξυπνήση ή Ρόψον. Είχε δουλειά αρκετή μπροστά της καί έπρεπε νά μείνη ανενόχλητη, τουλάχι­ στον γιά μιά ώρα. Τό πρώτο βήμα, ήταν νά κατεβή στήν τραπεζαρία καί νά πάρη τό κλει­ δί τής πόρτας πού θυμόταν νά ταιριά­ ζει στήν κλειδαριά τής σοφίτας. "Υστερα ανέβηκε στή σοφίτα καί μπήκε στό σκονισμένο δωμάτιο. Τό ψώς τής αυγής έμπαινε άπό τό μικρό παράθυρο καί μισοφώτιζε τά άντικείμενα αποκαρδιωτικά, έτσι όπως βρίσκοντα πεταγμένα στις άκρες, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα. Μά κάτι κομμάτια σίδερα άπό κρεβ βάτι πού ήσαν έπάνω σε μιά κασέλλα τήν περασμένη νύχτα, δέν ήταν 3 '-' εκεί. <Γ0 Μάϊκαλ ήρθε καί τήν άνοιξε», σκέφτηκε. Τήν άνοιξε κι* ή ιδία, μέ θάρρος. Είχε πάρη τις αποφάσεις της ολόκληρη νύχτα, καί τήν ένοχλούσοχν οϊ μισοτελειωμένες δουλειές. Τά μυ­ στήρια έπρεπε νά τελειώσουν, μιά γιά πάντα. 'Η κασέλλα ήταν ξεκλείδωτη, μά τίποτα δέν είχε μέσα* έκτος άπό σωρούς παληές ποντικοφαγωμένες ε­ φημερίδες, πού άνάδιναν τή μυρουδιά τής σαπίλας. "Όχι, δέν φαινόταν νάχε κρυφτή κανείς εκεί μέσα, τώρα τε­ λευταία. Ξανάκλεισε τό σκέπασμα άθόρυβα καί

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

και τις δυο πόρτες και άναψε τή λά­ μπα. Μά ξαφνικά ρίχνοντας μιά ματιά στο χέρι της, είδε πώς στό δάχτυλό της είχε κολλήσει ένα από τά κομφετί. Καί τό κομφετί δεν ήταν κίτρι­ νο. ^Ηταν μεριά,

κι*

κόκκινο, υγρό

άπό τή μιά

ακόμα, σάν νά

είχε

βραχή με αΐμα! . . .

ΗΤΑΝ ΔΟΛΟΦΟ­ ΝΟΣ Ο ΜΑΊ-ΚΑΛ;

κοίταξε τό μικρό παρά­ θυρο. Οχι, ούτε απο εκεί Βγήκε από τό δωμάτιο καί κλείδωσε τήν πόρτα. Στό ίδιο πάτωμα ήταν καί άλλη μιά πόρτα, κλειδωμένη κι* αυ­ τή, μά τό κλειδί δέν ταίριαζε στήν κλειδαριά της. Κρίμα! "Υστερα κοί­ ταξε τό φεγγίτη μέ τό σκοινί που κρεμόταν. —’Από εδώ, όμως; σκέφθηκε. εΟ φεγγίτης ήταν μεγαλύτερος ά­ πό τό παράθυρο τής σοφίτας καί ά~ νοιγόκλεινε μέ τό σκοινί, πού ήταν αρκετά στερεό γιά νά κρατήση έναν άνθρωπο* άν κρεμόταν άπ’ αυτό. Κι* φαινόταν νά μπορούσε κανένας νά ξεφύγη. έτσι, καθώς προχωρούσε ή αυγή, καί τό φώς απλωνόταν στή φύσι,φώς άρ­ χισε νά φωτίζη καί τό μυαλό τής Ζα­ νέτ. Κάποιος — σκεπτόταν, άφίνοντας κατά μέρος τό ποιος —, κάποιος ήταν κρυμμένος στή σοφίτα χτές τή νύχτα. Θάχε σκοντάψει κι* έπεσε. 'Η Ζανέτ τον άκουσε, μά κΓ αυτός θά την άκουσε ν’ άνεβαίνη καί νά βοκιμάζη ν’ άνοιξη τήν πόρτα. Επωφελή 8ηκε λοιπόν άπό τήν ώρα που αυτή ξανακατέβηκε γιά νά πάρητά κλειδιά, βγήκε άπό τό δωμάτιο* κλείδωσε και τοσκασε άπό τό φεγγίτη. ΚΓ ύστερα; Η μόνη έλπίδα νά βρή τί έγινε ύστερα, ήταν ν’ άκολουθήση, τά ίχνη του, νά δή πού ώδηγοΰσαν. Τράβηξε τό σκοινί, ν’ άνοιξη ό φεγγίτης, κΓ

15


έπειτα κρεμάστηκε άπ" αυτό και ταλαντεύθηκε στο κενό. Της ήρθε ζαλάδα. Μέ μια τελευ­ ταία προσπάθεια, κρατώντας την α­ ναπνοή της, σκαρφάλωσε καί βγήκε στη στέγη. Κοίταξε γύρω της. Έκεΐ που στε­ κόταν ήταν μια μικρή επίπεδη ταρά­ τσα- γύρω στην καμινάδα, καί όλο4γυρα ή στέγη μέ τά κόκκινο κεραμί­ δια της κατέβαινε προς τέσσείρες κα­ τευθύνσεις μέ μεγάλη κλίσι. Γύρω, έβλεπε μονάχα τον ουρανό καί τά ψηλά δέντρα του δάσους, μά άπό έκεΐ πού στεκόταν δέ μπορούσε νά δή τον τοίχο, πού τής τον έκρυβε ή στέγη. Κοίταξε πίσω από* την καμινάδα, λίγο φοβισμένη, γιατί μπορούσε νάν Ταν κανείς κρυμμένος, κΓ άπό έκεΐ, έρποντας καί γλυστρώντας, πέρασε πάνω άπό τά κεραμίδια καί τήν άκρη τής στέγης. Έκεΐ ανακάλυψε κάτι τπτ λύτιμο: άλλο ένα κίτρινο κ ο μφετί, μέ τη στάμπα του Κίτρινου Διαβόλου, σάν έκεΐνα πού είχε φέρει ό αέρας στά πόδια της την περασμέ­ νη νύχτα. * Μέ κόπο σκαρφάλωσε πίσω ώς τη μική ταράτσα- μπρος στο φεγγίτη. Έκεΐ σταμάτησε νά σκεφτή. 'Ο Μάικαλ ε!>χε πή πώς τά κομφετί θάπεσαν άπό τήν τσέπη του. Λοιπόν, κΓαύτό έδώ τό κομματάκι τοφερε ό αέρας ή ό Μάϊκαλ ήταν έδώ πάνω, χτές τό βράδυ. Γιατί; Καί πότε; Δέν θάχε αρκετόν καιρό, δταν ανέβηκε στη σοφίτα, τήν πρώτη φορά, για νά ψάξη τάχα για τον άγνωστο. "Ίσως άρ" γότεοα, όταν βγήκε για . . . περί­ πατο. «’Ήταν έντεΐκάμισυ περίπου» σκέφτηκε ή Ζενέτ. "Άραγε αυτές ο\ί λεπτο­ μέρειες έχουν σημασία; "Όχι! Δέν πιστεύω ό Μά'καλ νάταν στη στέγη. ’Άν όμως, δέν ήταν ό Μάϊκαλ στη στέγη, τότε κάποιος άλλος ήταν κΓ ίσως άπό τον άλλον είχαν πέσει καί τά κομφετί πού βρέθηκεν στον κήπο. Οπότε ό Μάϊκαλ είπε ψέμματα — αυτό βέβαια δέν είναι παράξενο. "Ο­ μως ένα άπό αυτά ήταν βρεμμένο μέ α(μα. . . Τό μυαλό της γέμισε ίλιγγο. «Λοιπόν» συνέχισε, «κάποιος πρέ­ πει νά ήταν στή στέγη, πού κατά τά

16

φαινόμενα δέν ήταν ό Μάϊκαλ- άλλα πού πρέπει κΓ αυτός νά ήταν στή «Λέσχη τού Κίτρινου Διαβόλου». Τό βράδυ πού πετοΰσαν τά κομφετί. Ε­ γώ δέν ήμουν. Οϋτε ό καημένος ό Λόρδος . . . "Ίσως ένας άπό τούς άλλους δυό, πού αναζητεί κιόλας ή Αστυνομία, κρύφτικε στή σοφίτα, ύστερα ανέβηκε στή στέγη, έπειτα μέ κάποιον τρόπο, έφτασε στον κήπο, κΓ έπειτα. . . έπειτα;» Κοίταξε προς τό δάσος, προς τήν κατεύθυνσι άπό τήν οποία ό Μάϊκαλ ερχόταν τό περασμένο βράδυ, υστέρα άπό τον . . . περίπατο. Λίγο μακρύτερα άπό τό σπίτι- ήταν ένα ξέφωΤΟ, κΓ έκεΐ κάτι γυάλιζε στις ακτίνες τού ήλιου, πού τώρα είχε άνατείλει. Μια μικρή λίμνη ίσως, ή μια πηγή. Γιατί ό άνθρωπος είχε έρθει έδώ νά κρυφτή; Πώς τόξερε αυτό τό σπίτι; Καί . . * τί εΐναι αυτό τό σπίτι; Μά δέν πρόφτασε νά άπαντήση στις ερωτήσεις αυτές. Δυό άνθρωποι φάνηκαν ξαφνικά νά βγαίνουν άπό τό σπίτι καί νά διευθύνωνται προς τή λίμνη, μέσα άπό τό δάσος. 7 Η ταν ό Μάικαλ καί ή Ρόψον. Δίχως νά διστάση, ξαναπέρασε ά­ πό τό φεγγίτη, κρεμάστηκε άπό τό σκοινί, ξανάκλεισε, κατέβηκε γρήγο­ ρα τά δυό πατώματα καί σ’ ένα λεπτό ήταν έξω από τό σπίτι. Μά οϊ δυό άλλοι είχαν χαθή άνάμεσα στά δέν­ τρα. Δύο μονοπάτια ξεκινούσαν άπό τον κήπο προς τό δάσος, καί τά δύο λΓγοπατημενα, γεμάτα άγριόχορτα, ρίζες καί φυλλωσιές. Σ’ ένα άπ" αυτά δυό λαγοί ήταν καθισμένοι κΓ άπολάμβαναν τον ήλιο, ανενόχλητα. "Άρα δέν είχε περάσει άνθρωπος > χ 5 «■» απο εκεί. Ή Ζανέτ πήρε τό άλλο μονοπά­ τι. Αυτό τό μονοπάτι οδηγούσε στο ξέφωτο μέ τή λιμνούλα, πού στην όχθη της στεκόταν κιόλας ό Μάι’καλ καί ή Ρόψον. —Καλή μέρα, είπε ή Ζανέτ. Τϊ κά­ νετε; Γύρισαν κΓ οί δυό απότομα κι" ό Μάϊκαλ έτρεξε κοντά της. — Καλημέρα! Πώς έτσι νωρίς; — Καί σείς πώς έτσι νωρίς; Συμ­ βαίνει τίποτε στή λίμνη; — Δέ 6ά τό καταλάβης, άν δέν σ"

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


άρέση τό ψάρεμμα. Είναι ένα μεγάλ® ψάρι εκεί κι* ήρθα νά δώ πώς μπο­ ρούμε νά το πιάσουμε. — Κι* ή κυρία Ρόψον περιμένει νά τό πάρη γιά νά τό μεγειρέψη, έ; εΐπε ή Ζανέτ γελώντας. Τώρα όμως, πού ήρθα εγώ μπορεί νά γυρίση στη λουλειάτης. —"Ολοι μας θά γυρίσουμε .... είπε ό Μά'καλ νευρικά. Θέλω νά σου δείξω τό δάσος και τον κήπο. — Μά εγώ θάθελα πρώτα νά δώ τό ψάρι, άπάντηο’ε ή Ζανέτ. Μ’ άρέσει τό ψάρεμα. Προχώρησε προς τή λίμνη. 'Η Ρό­ ψον στεκόταν στο δρόμο της μά, άψου κοίταξε τό Μά*καλ, παραμέρισε και την άφησε νά φτάση εις την 6χθη. — Πρόσεξε, είπε ό Μάϊκαλ. Είναι

βαθειά. ^Ηταν 'πραγματικά. Περίμενε νά δή μια μικρή λιμνούλα κι* έβλεπε ένα απύθμενο φαρδύ πηγάδι, μ* ένα βράχο γύρω του πού χανόταν στο βάθος. Λίγο παραπέρα, άκου’γόταν ό θό­ ρυβος νερού πού έπεφτε από ψηλά. Σίγουρα, στην άκρη τής λίμνης θ’ ήταν κανένας καταρράχτης. — Είδες τίποτα, ρώτησε ό Μάϊκαλ. —"Οχι. Εσύ; — Τί; ’Ά, ναι τό ψάρι . . . Ναι τόδα. Φαίνεται πώς κρύφτηκε. —Τίποτ’ άλλο δεν είδες; "Οχι. Σάν τί άλλο; —"Ετσι, απλώς ρώτησα. —"Οχι τίποτα. "Ελα, πρέπει νά πηγαίνουμε. — Ναι. Πρέπει νά πηγαίνουμε. Εί­ πε καί ή Ρόψον. Λεν μπορούμε νά μείνουμε εδώ όλη τή μέρα. — Κανείς δέ σάς κρατάει, απάντη­ σε ή Ζανέτ. ’Άν έχετε στο σπίτι δου λειά μπορείτε νά'γυρίσετε. Έγώ θά μείνω ακόμα εδώ μέ τον Χάλ. Καθώς έκανε μερικά βήματα, πέρα από τό χείλος τής λίμνης, σκόνταψε σέ μια πέτρα. Κοίταξε γύρω κΤ είδε άλλες δυο τέτοιες πέτρες. Ε»χαν χρώ­ μα άλλοιώτικο από τό βράχο, σάν νά τις είχαν φέρει από αλλού . . . — Θέλω νά σού δείξω τό δάσος, ξανάπε ό Μάϊκαλ. — Εχουμε καιρό. πησες ποτέ εδώ; —"Οχι.

Πές

μου

κολύμ­

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

—-Υπάρχει ένα ρεύμα στο νερό —· ακούω που πέφτη κάποιος καταρρά­ κτης. "Αραγε νά μπορή νά παρασύρη άνθρωπο; Τά μάτια της ήσαν καρφωμένα στις πέτρες. Ανάμεσα τους μπόρεσε τώρα νά διακρίνη ένα κικρό κομμάτι Φ α γ ω μ έν ο σκοινί. *Ό Μάϊκαλ τήν άρπαξε από τό χέρι καί την τρά­ βηξε μαζί του. —"Ελα λοιπόν, φώναξε. Αέν μπο­ ρώ νά περιμένω περισσότερο .... ιΗ Ζανέτ δέν άντιστάθηκε. "Ο,τι στε προτιμούσε νά μή μείνη άλλο μέχρειαζόταν νά δή τό είχε δή, κΤ άλλω σα στο δάσος. — Καλά, έρχομαι . . . είπε. Μόνο μή μέ τραβάς έτσι, σά νάμαι καμμιά φυλακισμένη! Τής άφισε τό χέρι μ* ένα νευρικό γέλιο. Γύρισαν σπίτι αμίλητοι, μπροστά ή Ρόψον, πίσω ό Μάικαλ. Μά, όταν έφτασαν στήν πόρτα, ό Μάικαλ στα­ μάτησε ξαφνικά. — Πρέπει νά γυρίσω πίσω, είπε. Κάπου στο δρόμο φαίνεται πώς έπε­ σε ή πίπα μου. «"Αλλη υπεκφυγή» σκέφτηκε ή Ζα­ νέτ. Δυνατά όμως είπε: — Καλά πήγαινε. Αφήνουμε τον κήπο γιά αργότερα. "Οταν 'γυρίσης, έλα έπάνω. Θέλω νά μιλήσουμε.

********* — Νάμαι λοιπόν. Τί έχεις νά μού πής; ρώτησε ό Μάϊκαλ τή Ζανέτ μπαι νοντας στο δωμάτιο, μισή ώρα αργό­ τερα. φαί νέτα ι πώς είχε κάνει πολλή ώρα,νά βρή τήν πίπα του. — Γ ιατΐ ξαναγύρισες στη λίμνη Μάϊκαλ; — Γιά νά βρώ τήν πίπα μου, διά­ βολε! —Γ ιατί πήγες στη λίμνη τό πρωί; — Γιά νά δώ τό μεγάλο ψάρι,όπως σού είπα*. Δέν . . . —Γ ιατί ήρθε μαζί σου καί ή Ρό­ ψον ; — Γιατί ξυπνάς κΓ αυτή τό πρωί καί τις αρέσει ό περίπατος1. — Τί μισθό δίνεις στήν κυρία Ρσψον; 'Ο

, Μά'καλ,

δέν

απάντησε.

17


—’Ή μήπως 6έν τής δίνει μισθό, άλλα νοίκι; ’Ή μήπως αυτή σου δίνει μισθό ; — Ζανέτ, μή μέ κάνης νά χάσω την υπομονή μου. —Δεν απάντησες στην τελευταία ερώτηση. Τΐ μισθό δίνεις στην κυρία Ρόψον; —’Έ, λοιπόν: οϋτε μισθό πληρώνω οϋτε νοίκι, οϋτε πληρώνομαι*! Τίποτ’ άλλο; — Γιατί δεν πληρώνεις νοίκι; —Γιατί ποτέ δέν μου ζήτησε. Για τι δέν μου ζήτησε; Γ ιατί γνωριζόμα­ στε άπό χρόνια. Πόσα χρόνια; "Ε, αυτό πια δέ σ’ ενδιαφέρει. — Μάϊκαλ, ακόμα δέν απάντησες στην έρώτησή. μου. Άλλα δέν πειρά­ ζει. Ή αστυνομία ί'σως σέ πείση νά απάντησης. Μπορείς τώρα νά φύγης, δέν έ'χω άλλο νά σοϋ πώ. —Ανοησίες! Δέν έχεις τίποτα νά πής στην αστυνομία. —Τότ γιατί άνησυχής; — Γιατί δέν ξέρω τί εχεις στο μυα λό σου. Δέν μου λές καθαρά τΐ σκέ­ πτεσαι, γιά νά μπορέσω νά σου έξηγήσω. — ΚΓ όταν στό λέω, Μάϊκαλ, δέ μοΰ λές την αλήθεια, αλλά φτιάχνεις πλαστές δικαιολογίες νομίζοντας πώς τις πιστεύω. — Κάτι μου κρύβεις Ζανέτ. Γ ιατί δέ μου τό λές φανερά; —"Ε, λοιπόν, θά σου μιλήσω άνοιχτά, Μάϊκαλ. ΚΓ όταν τελειώσω, θά έξαρτάται πιά άπό σένα μόνον άν πρέπει νά όνακατευτή ή αστυνομία ή άν μπορούμε νό κάνουμε χωρίς αυ~ τήν. Λοιπόν: "Ημουν σήμερα τό πρω'ί έπάνω στη στέγη. Μή μέ διακόπτης. Μιά καί συ μου κρύβεις τήν αλήθεια, έπρεπε μόνη μου νά τή βρω. Σηκώθη­ κα, λοιπόν, νωρίς γιά νά λύσω δυο μεγάλα ζητήματα. Τό ένα ήταν τά «κομφετί» που βρήκα χτές τό βράδυ στον κήπο, τυχαία. — Σού έξήγηστ πώς έπεισαν άπό τό σακκάκι μου. — Μήπως είχες κιόλας κόψει τό χέρι σου; —"Ενα άπό τά κομφετί ήταν ματω“ μένο, κΓ αυτό δέν τό εξήγησες. Τό άλλο πρόβλημα ήταν ή σοφίτα. "Επρε πε νά μάθω άπό πού τόσκασε έκείνος πού ήταν κρυμμένος έκεί πάνω. Τώρα όμως τό ξέρω: "Εφυγε άπό τό φεγγί

18

τη. Σκαρφάλωσα κΓ έγώ στή στέγη, κΓ εκεί βρήκα άλλο ένα κίτρινο κομ­ φετί. "Η μήπως κΓ αυτό έπεσε άπό τήν τσέπη σου; Αυτό σημαίνει πώς κΓ εσύ ήσουνα στή στέγη. "Ετσι; — Τΐ άλλο βρήκες στή στέγη; Έ~ γώ θ’ άπαντήσω δταν τελειώσης. — Δέν βρήκα τίποτ’ άλλο, άλλά εί­ δα εσένα καί τή Ρόψον νά πηγαίνεται στή λίμνη. ΚΓ δταν σέ συνάντησα χτές βράδυ από κεΐ πάλι ερχόσουν. "Ησουν κουρασμένος άν καί προσπά­ θησες νά μήν τό δείξης χτές βρά­ δυ λοιπόν στή λίμνη, σήμερα τό πρωί πάλι στή λίμνη. Θές λοιπόν νά πιστύψω πώς δλη ουτή ή ιστορία ή­ ταν γιά τό ψάρι; "Οχι μή μέ διακό~ πτης! ?Ηρθα κΓ έγώ, δπως ξέρεις, στή λίμνη. Μά, άν δέ μπόρεσα νά δώ τό ψάρι, είδα κάτι πολύ πιο ενδιαφέ­ ρον. Μερικές παράτερες πέτρες, κΓ ένα κομμάτι σκοινί ... Τό κατάλα~ βες πώς τά εΐδα, γιατί μέ κοίταξες παράξενα. "Οπως μέ κοιτάζεις τώρα, Μάϊκαλ! ’Άν ξαναπάω στή λίμνη, θά τό βρω εκεί τό σκοινί; ή μήπως γΓ αυτό έτρεξες πίσω τό πρωί; — Γ ιατί νά κάνω τόσο κόπο γιά ένα κομμάτι παλιό σκοινί; —Έσύ ξέρεις καλύτερα. "Ολη τήν ώρα, ή Ζανέτ καθόταν στήν άκρη τού κρεββατιοΰ. Σηκώθηκε καί πήγε προς τήν πόρτα. 'Ο Μά'καλ πήδησε καί στάθηκε μπροστά της. Τό μέτωπό του ήταν ιδρωμένο. Τά μά τια του εΐχαν χάσει τήν προσποιητή ηρεμία τους καί πρόδιδαν τώρα καθα ρό φόβο. — Μάϊκαλ, πές μου, γιά τό Θεό: πές μου, σκότωσες κανένα ν; —"Οχι, φώναξε αυτός. Δέ σκότω' σα. ’Άν δμως πας στήν άστυνομία, θά μέ κρεμάσουν δίχως νά φταίω . . . Η Ζανέτ ξανακάθησε στό κρεββάτι. Έννοισε άδυναμία καί άάν νά μοι ραζόταν το φόβο· του. Αυτή τή φορά τον πίστευσε — ό τόνος του ήταν α­ ληθινός. Μά, άν πραγματοποιούσε τήν απειλή της καί πήγαινε στήν άστυνομία, θά τόν πίστευαν κΓ εκεί; "Οχι, δέν μπορούσε νά τόν παραδώση πριν άκούση ολόκληρη τήν ιστορία του. Ξαφνικά, άκουσε κάτω από τό πα­ ράθυρο τά πέταλα ένός άλογου, πού σταματούσε μπρος στήν πόρτα. Ποιος νάταν;

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


ΕΝΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΝΟΣ

ΠΕΜΠΤΟ

— ’Ά! Καλημέρα Χάλ! Φώναξε ό νεοφερμένος. Τί γίνεσαι; Χαίρομαι πού ξαναγύρισες έδώ!. *0 Μάϊκαλ, κοίταξε προς τή σκά­ λα, απ' δπου τώρα κατέβανε ή Ζανέτ. — Μου επιτρέπεις, μουρμούρισε, νά σοΰ συστήσω τή γυναίκα μου; Ζα­ νέτ, ό κύριος Σίρλυ. — Σίρλυ, δήκηγόρος- συμπλήρωσε ό επισκέπτης, δίνοντας τό χέρι του. Μεγάλη μου Τιμή, κυρία Χάλ. *0 φί­ λος μου δεν μούστειλε αγγελτήριο τού γάμου σας, μά δέν πειράζει. Συγ χαρητήρια! φοβούμαι μόνο πώς δέν είναι ευχάριστη ή εΐδησι που μ’ έκανε νά χτυπήσω την πόρτα σας. Βέβαια, δέν έχει καμμιά σχέσι μέ σάς, μά νό­ μισα πώς έπρεπε νά σάς ειδοποιήσω. Πώς είναι τά νεύρα σας, «κυρία Χάλ. — Περίφημα. — Λοιπόν, μπορώ νά σάς τό πώ. Κάποιος πνίγηκε στο Μπρούκ. Ά-κρι βώς κάτω από τους καταρράκτες, Βρή κα τό πτώμα του, πριν από λίγο. . . Τρομάξατε* κυρία Χάλ; — Καθόλου, απάντησε ή Ζανέτ, πού είχε χλωμιάσει άποφεύγοντας νά κοιτάξη τον ΜάΤΐκαλ στά μάτια. Δέν πάμε στό σαλόνι; Είναι καλύτερα. — Στό σαλόνι, ό κύριος Σίρλυ συ­ νέχει σε: — Βέβαια, είναι μιά θλιβερή ύπόθεσις, δέν πρέπει όμως νά τήν υπερβάλλωμε ... Δέν είναι μεγάλο πράγ μα, τό νά πνίγη ένας άνθρωπος, όταν από τήν άλλη μεριά γίνονται τόσα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα κάθε μέρα. —^Ηταν . . . ολωσδιόλου πεθαμέ­ νος; ρώτησε ό Μάϊκαλ, σιγά. — Καί βέβαια! Τί ήθελες νάταν; — Πώς τό έξηγεΐς; Αυτοκτονία ή δυστύχημα; —·Χμ!, έκανε ό Σίρλυ, κι* αμέσως πετάχτικε. Ποιος είναι απ’ έξω; Πήγε ως τήν πόρτα κι’ έβγαλε τό καφάλι του.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

ΠΑΡΑΞΕ­

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

— "Α, ή μαγείρισσά σου. ’ Αλήθεια, δέ φάγατε ακόμα; Ζητώ καί πάλι συγγνώμη γι* αυτή τήν πρωινή έπίσκεψι... — Δέν πειράζει, είπε ή Ζανέτ. Συ­ νεχίστε. — Ναί, είπε ό Μάϊκαλ, λέγαμε για τήν έξήγησι. Φαίνεται πώς ό πνιγμένος έπεσε μόνος του . . . έ; — Αυτό δέν μπορούμε ακόμη νά τό πούμε. "Ενα όμως είναι βέβαιο.^ ’Άν έπεσε μόνος του στό νερό, δέν έπεσε εκεί που έγώ τον βρήκα. — Τί σέ κάνει νά τό πιστεύης '

5

'

'

*

αυτό; — Τό πτώμα είχε κάτι φριχτές πληγές στό πρόσωπο, σάν κάπου νά χτύπησε. Αλήθεια* δέν συνάντησες κα νέναν έδώ γύρω, χτές τό βράδυ; —"Οχι, απάντησε ό Μα·κάλ. Γιατί; . — Γιατί φαίνεται πώς ό φίλος μας έπεσε στή λιμνούλα, πού είναι πί σω από τό σπίτι σου, κι* από έκεΐ τόν πήρε τό ρεύμα καί τον έσπρωξε στον

Τό πρόσωπο γέμισε

τής κ. Ρόψον τρόμο.

19


καταρράκτη. — Κατάλαβα, είπε ό Μά'καλ. Κι* αμέσως πρόσθεσε: Αυτό εξηγεί και τις πληγές. — Βέβαια, αυτό είναι μια έξήγησις 'γ*® τις πληγές, συμφώνησε ό Σίρλυ. Απομένει, όμως- να έ'ξηγήσωμε πώς και γιατί έπεσε στη λίμνη. Δεν κολυμπάει κανείς με τά ρούχα Του, καί δσο για τό ψάρεμα, όλοι μας ξέρουμε πώς ούτε κοκοβιός δεν φάνηκε ποτέ μέσα στη λίμνη. Ό Μάϊκαλ βιάστηκε νά σκεπάση αυτά τά τελευταία λόγια. — ΤΙ είδους άνθρωπος ήταν; — Τώρα θάρθουμε καί σ’ αύτό. Νο μίζω πώς τον αναγνώρισα, έκτος άν κάνω λάθος . . . Θυμάστε την ύπόθεσι τού «Κίτρινου Διαβόλου» Καί τούς δυο ύποπτους πού αναζητούσε ή α­ στυνομία, κι* εβαλε τις φωτογραφίες τους στίς εφημερίδες; *Έ, λοιπόν, βά ζω στοίχημα πώς ό πνιγμένος μας είναι ένας άπ* αυτούς . . . * * * ****** Ή καρδιά τής Ζανέτ πήγε νά σπά" ση. Συγκροτήθηκε όμως, άποφεύγοντας νά κοιτάξη τον Μά'καλ, από φό­ βο μήπως αυτός προδινόταν μόνος του .\ — Μά τι ήθελε αυτός ό άνρθωπος, εδώ στά περίχωρα; ρώτησε ήσυχα. Ο Σίρλυ την κοίταξε ειρωνικά. — Βέβαια κάποιο λόγο θάχε, μά πώς θέλετε εμείς νά ξέρουμε τό λόγο; Τέλος πάντων I Σκέφτηκα πώς θάπρεπε νά σέ ειβο ποιήσω, Μάϊκαλ, μήπως έρθη εδώ ή αστυνομία . . . — Την ειδοποίησες; διέκοψε ό Μά“ ικαλ. — Τώρα, εκεί πάω. Δέ θά σταμα­ τούσα βέβαια νά χάσω καιρό αν δεν ήμουν βέβαιος πώς ό φίλος μας ήταν όλότελα νεκρός. Κανένας γιατρός δεν μπορεί πια νά^ τόν σώσει. Περίερ γη υπόθεσις! Ποτέ 8έ θά . φανταζό­ μουν πώς ό «Κίτρινος · Διάβολος» θάπλωνε την ουρά του ώς εδώ κάτω. Αλήθεια, κι* όλη ΰύτή ή ύπόθεσις τού φόνου τού Λόρδου Ντώλις, γενικά ήταν περίεργη, δέν ειν* έτσι; — Δέν την παρακολούθησα» απάν­ τησε ό ΜάΤκαλ. —Έγώ την παρακολούθησα, συνέ­

20

χισε ό Σίρλυ, γιατί είχε μερικά ενδι­ αφέροντα σημεία. "Ενα από τά πε­ ρίεργα ήταν τό τελευταίο φύλλο πού έλειπε από τό βιβλία τών—εισερχαμέ νων—. Κάπο.ος τό έσκισε, κι5 ασφα­ λώς Θάχε τό λόγο του. Πάντως δέν ή­ ταν ένας από τούς δυο υπόπτους, για­ τί αυτών τά ψεύτικα ονόματα (Σμίθ καί Τζώνς) βρέθηκαν στο προηγούμε­ νο φύλλο. Τέλος πάντων! Τέλος πάν­ των. Θά πρέπει τώρα νά πηγαίνω. Πήρε τό χέρι τής, Ζανέτ, καί τό έσφυξε δυνατά. — 5Ελπίζω νά συναντηθούμε κάπο­ τε, κυρία Χάλ, σέ μιά πιο ευχάριστη περίπτωσι. Μην ξεχνάτε πώς είμαι καί δικηγόρος καί ίσως μέ χρειαστήτε για τό . . . διαζύγιό σας! Γέλασε μέ τό αστείο του καί προ­ χώρησε προς την πόρτα. —Αλήθεια, φώναξε φεύγοντας» άν ή περιέργεια σου σέ φέρει προς τά ε­ κεί, Χάλ, ποόσεξε μην τόν άγγίξης. *Η αστυνομία θέλει νά ψάχνη πρώτη αυτή τις τσέπες τών πτωμάτων. Μπο ρεΐ κιόλας νά σου ξαναπέση στο νερό. Τόν έχω άφήση άκρη—άκρη . . "Υστερα άπό λίγο, τό άλογο μέ τόν Σίρλυ, «ΐχε χαθή μέσα στο δάσος. 'Ο Μάϊκαλ έμεινε για μερικά λεπτά στην πόρτα κοιτάζοντας προς τό δάσος. — Μα'καλ, είπε ή Ζανέτ. Πρέπει νά μιλήσουμε. Πάμε στο σαλόνι. 'Ο Μάϊκαλ υπάκουσε μηχανικά! "Οταν μπήκαν έκεΐ, ή Ζανέτ έκλεισε την πόρτα. *

* *

****** — Τά πράγματα χειροτερεύουν, άρ χισε τό κορίτσι ήρεμα. Χειροτερεύουν έτσι πού τίποτα δέν θά μπορέση νά σέ σώση, Μά'καλ, άν δέν καταφέρουμε νά συνεννοηθούμε. Είναι μονάχα είκο­ σι τέσσαρες ώρες πού είμαστε παντρεμμένοι» μά σκέφτηκες πόσες φο­ ρές, μέσα στό μικρό αυτό διάστημα μπορούσα νά σ’ έχω παρατήση! Στό σπίτι σου, στό σταθμό, εδώ; Κι’ ό­ μως δέν τόκανα. Δέν τόκανα, όχι για­ τί δέν έχω πού νά πάω ή γιατί απο­ φάσισα νά λύσω αυτό τό μυστήριο, δσο γιατί θέλω νά σέ βοηθήσω. Φρόν­ τισε νά επωφελή θής δσο κρατεί αύτή ή διάθεσίς μου γιατί, ομολογώ, κάνω μιά τεράστια προσπάθεια νά μή σέ μισήσω καί νά μή σέ παραδώσω άπό

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


τώρα στην αστυνομία, που είναι έ­ ξαλλου μόνη αρμόδια. Αυτός χαμήλωσε τό κεφάλι, νικημέ νος. ® -—"Έστω> μουρμούρισε. Μια και φτάσαμε δώ · · . Λοιπόν ναι ό Σίρλυ είχε δίκηο. 'Ο πνιγμένος πού βρήκε ήταν ένας από τούς δυο ύποπτους πού κυνηγούν για τό φόνο τού Λόρδου Ντώλις ! —Τό ήξερε αυτός ; —Ναι. Μόνο δεν ήξερα πώς κρυβό­ ταν εδώ, στη σοφίτα. "Οταν φτάσαμε χτες βράδυ και τδμαθα, πήγα έκεΐ πά νω νά τον βρω, μά είχε φύγει. —Βρισκόταν στη στέγη ; —Ναι, καί φαίνεται πώς έμεινε έ­ χει για λίγο. "Ίσως περίμενε νά πλαγιάσουμε όλοι, ίσως νάχε πληγωθή. Πάντως, φαίνεται πώς αργότερα προ σπάθησε νά κατεβή από έκεΐ, γλύστρη σε μεσ’ στο σκοτάδι, καί γκρεμίστηκε Τον βρήκα αργότερα στον κήπο, νε­ κρό . . . Ή Ζανέτ ανατρίχιασε. Θυμήθηκε πώς παρά λίγο νά γλυστρήση κι" αυ­ τή από τή στέγη. —Τΐ έκανες έπειτα·; τόν ρώτησε. —Κάτι πολύ ανόητο. Κουβάλησα τό πτώμα καί ταρριξα στη λιμνούλα, γιατί δεν ήθελα νά τόν βρουν έδώ. 5ΑΑ λά τάκανα θάλασσα. Προσπάθησα νά δέσω μιά-δυό πέτρες στο πτώμα, για νά βουλιάξη, αλλά έσπασε τό σκοινί, κι’ έτσι καθώς έπεφτε τόν πήρε τό ρεύμα καί τόν πήγε έκεΐ δπου τόν βρή καν σήμερα τό πρωί. Γι" αυτό πήγα στη λιμνούλα. Νά δώ τί άπόγινε. . . —Καί γιατί πήρες μαζί σου καί τή γριά ; —Τά ξέρει όλα. "Ήξερε πώς ό άν­ θρωπος κριβόταν στη σοφίτα. Αυτή τόν έκρυψε εκεί, γιατί τής είπε πώς, ήταν φίλος; μου. —Ξέρει ή Ρόξον ότι όλοι οι φίλοι σου είναι... τέτοιου είδους, ύποπτοι άνθρωποι ; —Ναί, τό ξέρει. . . Καί δεν την μέλλει. 'Ο σκοτωμένος ' είχε ξανάρθει έδώ μιά-δυό φορές. Φαίνεται πώς εί­ χαν βρή τά ίχνη του καί τόν κυνηγού­ σαν. "Ήθελε λεπτά γιά νά τό σκάση. Μου πήρε είκοσι λίρες πού νά τόν πά ρη ό διάβολος ! Γι" αυτό έμεινα χω­ ρίς δεκάρα. Γι* αυτό .άλλωστε σ5 έφε ρα έδώ. "Έπρεπε νά σέ πάω κάπου ό­ που θά μπορούσαμε νά μην πληρώνου

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

με. Μη νομίσης όμως πώς ή Ρόψον μάς κάνη έλεημοσύνη. Ή γριά μού χρωστάει πολλά. Σαν νά την είχαν φωνάξει, ή γριά άνοιξε την πόρτα καί φώναξε: — "Έ, π*όσην ώρα θά μείνετε άκό“ μα έδώ μέσα; Τό γάλα έχει παγώσει στην τραπεζαρία! Η* Φ 3= ** φ* "Ήπιαν κι" οί δυο τους αμίλητοι χ© γάλα τους καί σηκώθηκαν βιαστικά. — Μήπως 6άπρεπε νά δείξουμε κά­ ποιο ενδιαφέρον γιά τό πτώμα, ε%ε ή Ζανέτ. — "Έχεις δίκηο, απάντησε ό Μά»καλ. Θά πάω στην αστυνομία. Ό Σίρλυ ίσως αναφέρει πώς μάς ειδο­ ποίησε καί ίσως φανή παράξενη μια αδιαφορία μας. Πήρε τό καπέλλο του- καί βγήκε. Μόλις έφυγε, ή Ζανέτ, πήγε στήν κουζίνα. — "Έχω νά σάς μιλήσω, κυρία Ρ© ψον« είπε. Ή γριά την κοίταξε υπ®” πτα. — Γ ιατί πράγμα θέλετε νά μου μιλήσετε; ρώτησε. — Γιά μάς τις δυό. Ναί, γιά μάς τις δυό καί γιά τόν κύριο Χάλ! — Λοιπόν, τί συμβαίνει; Καινούρ­ γιες Φασαρίες; — "Έγιναν τόσες πού 8έν φαντά" ζομαί πώς μπορεί νά γίνουν περισσό­ τερες. Γι" αυτό ακριβώς ήθελα νά σάς ρωτήσω. . Νομίζετε πώς είναι αρκετά όσα πά θα με, ή είναι ανάγκη νά χειροτερέψου με τή θέσι μας; — Δέν σάς καταλαβαίνω. — Φαντάζομαι πώς μέ καταλαβαί­ νετε. Ξέρετε γιατί ήρθε ό κ. Σίρλυ έ­ δώ τό πρωΐ; — Ναί, ξέρω. — Πρόκειται νά μάς βοηθήσετε, ή μήπως έχετε σκοπό, άν έρθη ή άστυνο μία, νά δώσετε πληροφορίες πού θάταν επικίνδυνες γιά τόν άντρα μου;* 'Ο κ. Χάλ 5έ σκότωσε, βέβαια, τόν άνθρωπο πού βρήκαν στον καταρρά­ κτη, αλλά άν πούμε όλη τήν αλήθεια, ίσως η αστυνομία νομίση πώς αυτός τόν σκότωσε. 6Ο άνθρωπος αυτός ήταν πεθαμένος όταν ό άντρας μου τόν βρή κε στόν κήπο. Καί γιά νά μήν τόν βρουν έδώ, πήγε καί τόν έρριξε στη λίμνη. — "Ωστε αύτά σάς εΐπε 6 άντρας

21


σας! - παρατήρησε ή γριά σαρκα­ στικά. 'Η Ζανέτ έμεινε για λίγο· σιωπηλή πριν άπαντήση.' Είχε δεχτή την ιστο­ ρία τοΟ Μάϊκαλ δίχως νά ζητήση άττο δείξεις. — Ναι, αυτό μου είπε, απάντησε τέλος, κι* αυτή τή φορά Τον πίστεψα. — Αυτή τή φορά τον πιστέψατε; Εΐπε ή γριά γελώντας. Δέ μου λέτε, αλήθεια, πού σάς πέτυχε; — ’Άν και 6έ μ5 άρέση ή εκφρασί σας, θά σάς παρακαλουσα νά μην μπούμε σ’ αυτό το ζήτημα καί νά μου απαντήσετε στην πρώτη μου έρώτησι: Πρόκειται νά πήτε τήν αλήθεια στήν αστυνομία; —Γιατί νά μήν τήν ιτώ; — Σάς εξήγησα. — "Ωστε; λοιπόν, είστε πράγματι κά ή γυναίκα του; — Δυστυχώς. Ή Ζανέτ δάγκωσε τά χείλη της. Δεν έπρεπε νά τής ξεφύγη αυτό. Μά ή γριά 6έν φάνηκε νά τό καλοπρόσεξε. Γέλασε μόνο δυνατώτερα και είπε:

της·

^

^

— Σταθήτε μια στιγμή. Τί εννοεί­ τε; —'’Άν πώ τήν αλήθεια, δεν κινδυ" νεύει μονόχα ό κύριος Χάλ. Ή γριά

μπήκε

μπροστά τη-ς

καί

τής έφραξε .τό δρόμο. — Έγώ πάντως

δέν

κινδυνεύω*

είπε. — Τότε δέν εΐναι ανάγκη νά φοβά­ στε·

Παρακαλώ,

αφήστε

με

νά πε­

ράσω. Εκείνη τή στιγμή χτύπησε τό κου­ δούνι τής. έξώπορτας.

Κ ΕΦΑΑΑIΟ

Η

ΕΚΤΟ

Ε

— 'Ο κύριος Χάλ εΐναι εδώ; Στήν πόρτα στεκόταν έ­ νας μεσόκοπος άντρας. Φαινόταν ότ στυνομικός από δυό μίλια μακρυά! "Η Ζανέτ, πού πρόφτασε ν* άνοιξη τήν πόρτα πριν από τήν Ρόψον, ένοιω­ σε ένα ρίγος σ’ όλο της τό κορμί. Ώς έκείνη τή στιγμή φανταζόταν τον έρ.” χομό τής αστυνομίας σάν κάτι μακρυνό καί απίθανο, μά τώρα είχε έναν αντιπρόσωπο του νόμου μπροστά Της. Καί. τό χειρότερο, ήταν υποχρεωμένη νά πάρη στάσι εχθρική απέναντι του. — "Οχι, δέν είναι 6ώ!, απάντησε. Μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος σέ τίπο­ τα; Είμαι ή κ. Χάλ. — Χαίρω πολύ. Ναι, ίσως κι* Ισοΐς 6ά μπορούσατε νά μέ βοηθήσετε. Εί­ μαι ό έπιθεωρητής Ντά'κ, κΓ ήρθα νά σάς κάνω μερικές έρωτήσεις, σχετικά

22

— Λοιπόν," έπτοιμαστήτε για τήν κηδεία σας! "Οταν κοπελλίτσεςσαν εσάς κάνουν τρέλλες, πρέπει νά αν­ τιμετωπίζουν τις συνέπειες. Τό τί θά πω στήν αστυνομία; Αυτό θά τό δήτε* όταν έρθουν εδώ. Τώρα όμως μή μέ άπασχολήτε άλλο, γιατί έχω δουλειά. — Κάποια δουλειά έχω κΓ έγώ!, δήλωσε ή Ζανέτ και γύρισε προς τήν εξώπορτα. Ή γριά έτρεξε ξοπίσω

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ I Ρ X Ε Τ Α I

μ5 ένα δυστύχημά που έγινε δώ κοντά. — Ναί, ξέρω. Μάς ει­ δοποίησε ό κ. Σίρλυ. Μάλιστα ό άντρας μου έκεΐ πηγαίνει τώρα, κΓ άναριωτιέμαι πώς δέν τον συναντήσατε. — "Ισως νά πήρε άλλον δρόμο. Θά σάς παρακαλουσα νά θυμηθήτε,' κυρία Χάλ^ άν είδατε εσείς ή κάνεις άλλος κάποιον νά τριγυρίζη εδώ χτες τή νύ­ χτα ή νωρίς σήμερα τό πρωΐ. * — "Οχι, 6έν είδα κανέναν. Φθάσαμε από τό Λονδίνο χτές τή νύχτα καί ο! μόνοι πού είδα ώς τώρα είστε σείς, ό άντρας μου, ό κύριος Σίρλυ καί ή μαγείρισσα. — Θά ήθελα νά δώ τή μαγείρισσα πριν φύγω. * Ελπίζω νά πληροφορηθήκα τε τί ακριβώς συνέβη από τον κ. Σίρλυ.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


— Ναι, μάς είπε πώς είχε βρή τ© πτώμα ενός πνιγμένου στον καταρρά­ κτη. — Ακριβώς. ΚΓ ά λόγος που ήρθα' τώρα ε»ναι ότι ό άνθρ°ωπος αυτός φαί" νεται πώς πνίγηκε στη λίμνη» που συνορεύει μέ τό κτήμα σας, ιςι* από ε­ κεί τό ρεύμα τόν έφερε ώς τον καταρρά κτη. Θά μπορούσατε νά μ’ οδηΥήσητε ώς τή λίμνη; — Ευχαρίστως. Πέρασαν από την κουζίνα, όπου ή Ρόψον τούς περίμενε μέ ειρηνικό χαμό­ γελο. — "Ωστε θέλετε να μ’ ανακρίνετε; ’Έ; Παραξενεύεστε πού τό ξέρω; Κρυψάκουγα! — Αυτό μέ βγάζει από τόν κόπο νά έπαναλάβω τά ίδια, είπε ό έπιΘεω­ ρητής. 'Ο καιρός μου είναι πολύτΐ"

μο<· — Και ό δικός μου είναι ακόμα πιο πολύτιμος, μ* όλα αυτά τά πιατικά πε ρι μένουν νά τά πλύνω. . . Θέλετε νά ξέρω άν εΤ5α κάνέναν; "Ε, ναι λοιπόν, είδα χτες στο δάσος έναν. . . άράπη δυόμισυ μέτρα ψηλό^ μέ σιδερένια σκουλαρίκια. — Τί αστείο!, είπε ό έπιθεωρητής δίχως νά γελάση. — ’Αστεΐο - ξεασχεΐο αυτό εΐναι» άν ράς κάνη. — Είμαι περίεργος άν θά τά πήτε έτσι και στον ανακριτή. — Χά-χά! Και δέ μέ πάτε στον άνακοιτή, νά δούμε άν θά μπορέσουν νά βγάλουν λέξι από τό στόμα μου όταν εγώ δεν θέλω; Πάντως εδώ δεν εΐναι ό ανακριτής. Έδώ εί^α« ή κουζίνα μου καί σάς παρακαλώ νά ιώ άφήσετε ήσυ­ χη νά κάνω τη δούλε»ά μου. Τούς γυρίσει τις πλάτες, μουρμου­ ρίζοντας. 'Ο έπιθεωηρτής σήκωσε τούς ώμους μέ αδιαφορία και προχώρησε στόν κήπο. — Αυτά τά μικροποάγματα δέ μ* ενοχλούν, κυοία Χάλ. Μερικοί άνθρω­ ποι έχουν ιιιάν αντιπάθεια στους αστυ­ νομικούς ίσως. . . εχει πολύ καιρό στην υπηρεσία σας; -— ?Ηταν εδώ όταν ήρθα. Ό έπιθεωρητής έξήτασε μέ προσοχή τό μονοπάτι, πού ώδηγουσε στη λί­ μνη. — Έχετε πάει κιόλας στη λίμνη;

ρώτησε. Ο ΚΙΤΡΙΝΟΧ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

— Ναί, απάντησε ή Ζανέτ καταλα­ βαίνοντας πώς έκανε τήν γκάφα νά περπατή μπροστά δείχνοντας έτσι πώς ήξερε τό δρόμο. — Ναί, πριν από τό πρόγευμα. 'Ο έπιθεωρητής σταμάτησε ξαφνικά. Δίπλα στό μονοπάτι, τά κλαδιά ήταν τσακισμένα» σαν κάποιος ν&χε περάσει και πατημένα σά νάχαν άποθέσει κά­ ποιο βάρος επάνω τους. — Κάποιος πέρασε από έδώ, εΐπε ό έπιθεωρητής. Και ξαφνικά έσκυψε κι5 έχωσε τ© χέρι του στα πατημένα χόρτα. "Οταν τόβγαλε, κρατούσε ένα καφέ κουμπί. — Ευτυχώς πού άφησε έτπσκεπτήριο, ψιθύρισε. Σέ λίγο έφτασαν στή λίμνη. Ζα­ νέτ παρατήρησε πώς ούτε οί πέτρες ήσαν πια έκεΐ, ούτε τό σκοινί. Καθώς στεκόταν δίπλα στόν επιθεωρητή, όγ ναρωτήθηκε τί τήν εμπόδιζε νά πή τώ­ ρα όλη τήν αλήθεια και νά τελειώνη μια καί καλή μ5 αυτή τήν Ιστορία. Τίποτα δέ τήν έδενε μέ τόν Μάϊκαλ. Ώς τώρα τίποτα δέν είχε βρή σ’ αυτόν πού ν5 αξίζει. 'Έταν ένας κοινός έγκλη ματίας, κι* ή θέσις των εγκληματιών είναι στή φυλακή.

ί

❖ ** * ** * **

Μά ξαφνικά» καθώς κοίταζε στο νε­ ρό, φαντάστηκε τόν Μά'καλ κρεμασμέ νο καί σκέφτηκε πώς, άν τόν έπιαναν, θάφταίγε αυτή πού τόν παρέδωσε ένώ είχε ένα έντονο, μολονότι άδικαιολόγη Το συναίσθημα πώς ήταν αθώος. — Προσέχετε, θά πέσετε μέσα, τής είπε ό έπιθεωρητής κρατώντας την. — Τό νερό, μέ κάνει πάντα νά ζαλίζωμαι. ’Ίσως γιατί, όταν ήμουν παι­ δί, παρά λίγο νά πνιγώ κάποτε. . . Έταν τό πρώτο ψέμμα πού έλεγε καί τής φάνηκε εύκολο νά τό πή. — Ναί, μά δέν είναι ανάγκη νά πνι* γήτε τώρα. Μάς- Φτάνει ένας πνιγμέ νος... Τόν τράβηξε μακρυά. από τήν όχθη κι* ύστερα συνέχισε -^ήν ερευνά/ του. — Ποαγματικά από έδώ αρχίζει τό ρεύμα. "Ωστε από έδώ. . . ’ Αν καί. . . — "Αν ήοθε ώς έδώ; Είπε ή Ζανέτ, δέν είναι ανάγκη νά πέρασε από ιτό σπίτι. — Βέβαια, όχι. Μποοουσε νάνε έρ­ θει από τήν άλλη μεριά τού δάσους.

23


9Αλλά έκεΐνο πού μέ απασχολεί είναι τά πατημένα κλαδιά. 9Εσείς δεν τά πα­ ρατηρήσατε τό πρω'ί', κυρία Χάλ; — "Οχι. — Αέτε νά πατήθηκαν άργότερα; — Πιθανόν. — Δεν είναι καί τόσο πιθανόν. Δεν έρχεται πολύς κόσμος στο δάσος από τό δρόμο. Πάντως, τί ώρα ήσαστε έ’ δώ; ^ * — Δέ θυμάμαι ακριβώς. — 4 Ο ήλιος είχε άνατείλει; — Ναι. — Τότε 8ά ήταν μετά τις 6.30. Τί ώρα πήοατε τό πρόγευμα σας; — Λίγο πριν φτάσατε. — Κι9 ό άντρας σας έφυγε αμέ­ σως έπειτα; — Ναι. — Κι9 ό κύριος Σίρλυ τί ώρα ήρθε; — Δέ θυμάμαι ακριβώς.. 9Από τήν ώρα πού σηκώθηκα από τό κρεββάτι δεν κοίταξα τό ρολόι μου. — Τό κοιτάξατε όμως όταν σηκω­ θήκατε; — Ναί. — Τί ώρα σηκωθήκατε; — Στις έξη. — Καί πήγατε αμέσως στη λίμνη; — 9Όχι αμέσως . . . — 'Ο κ. Σίρλυ ήρθε όταν γυρίσατε από εκεί; . — Ναί. — Καί σάς εΤπε για τό δυστύχημα πρίν ειδοποιήσει* έμάς; — Ναί, απάντησε ή Ζανέτ ζαλι­ σμένη: Τό κεφάλι της ^γύριζε. Δεν ήξερε άν αυτές οι έρωτήσεις είχαν καμμιά ιδιαί­ τερη σημασία κι9 άν δέν ήταν παγίδα όπου μπορούσε νά πέση σε κάθε στι γμή· λ 1 λ — Σάς ευχαριστώ, κυρία Χάλ- είπε ό επιθεωρητής. Σάς ζάλισα μ9 αυτές τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις, άλλα τις έκανα γρήγορα γιά νά τελειώνουμε μια ώρα άρχήτερα. Νά μή σάς κρατώ άλ­ λο... 9Εγώ πάω στο δάσος νά δώ τί άλλο θ’ άνακαλύψω. Περίεργη ύπόθεσις, αλήθεια. — Περίεργη ; ρώτησε ή Ζανέτ. Μά 8έν είναι μια καθαρή περίπτωση δυστυ­ χήματος;^ — Αυτό δέν τό ξέρομε ακόμη. Γιατι, άλήθεια ξέχασα κάτι νά σάς πώ: "Ο­ ταν πήγαμε στο μέρος πού μάς είπε

24

ό κ. Σίρλυ, δέ βρήκαμε έκεϊ κα­ νένα πτώμα·

"Οταν ή Ζανέτ ξαναγύρισε στό σπί­ τι, ό Μά’ικαλ την περίμενε στην πόρτα, — Πού ήσουν την ρώτησε. — Μ.αζύ μέ τον επιθεωρητή στη λί­ μνη. — Ναι, ξέρω, είπε ό Μάϊκαλ. Ή κυ” ρία Ρόψον μου εΐπε. πώς φύγατε μαζί. Αλλά γιατί άραγε νά πήγε ό επιθεω­ ρητής στή λίμνη; —*Ηταν βέβαιος πώς έκεΐ έπεσε ο πνιγμένος καί πώς τον τράβηξε έπειτα τό ρεύμα... Καθώς πηγαίναμε σταμάτη­ σε κι9 έξήτασε κά^ι χαμόκλαδα πού φαίνονταν πατημένα.1 — Διάβολε, μουρμούρισε ό Χάλ. Τά είδε ; — Έσύ πέρασες από έκεΐ; — 9Εγώ έπεσα έκεΐ μέ τό πτώμα. "Ηταν βαρύ καί μοΰ ξέφυνε καί πέ­ σαμε κι9 οί δυο. Τί άλλο είδε; — Βρήκε ένα κουμπί! — Δ-άβολε, Φαίνεται πώς θά κόπη­ κε από τό σακάκι του σκοτωμένου. Αυτό θά δείξη πώς βρισκόταν έκεΐ. — "Οχι δμως πώς βρισκόταν καί εδώ. Υπάρχει κΓ άλλος δρόμος μέσ9 πό τό δάσος, όπως μού εΐπε κι* © επιθεωρητής. Τί έπαθες; * Ο Μάϊκαλ είχε χλωμιάσει απότομα. Τά χέρια του έψαχναν τά κουμπιά του σακακιού του, κι* είχαν τώρα σταμα­ τήσει σ* ένα σημείο. Τό τελευταίο κουμπί έλειπε! "Εναο θόρυβος τούς έκανε καί τούς δυο νά γυρίσουν πίσω. "Ηταν ή κυρία Ρόψον μέ τήν τσαγέρα. *Η Ζανέτ προ­ σπάθησε νά μαντέψη πόσην ώρα μπο­ ρούσε νάταν πίσω τους ή γριά, χωρίς νά τήν έχουν Βει. — Σάξ εΦυγε τό κουμπί; ρώτησε ψυχρά λ Ρόψον. Νά μου δώσετε ύστερα τό σακάκι σαο νά σάς θάψω ένα άλλο... Καί ξαναγύρισε στην κουζίνα. — Τί άλλο είπατε στη λίμνη; — Τίποτα, απάντησε ή Ζανέτ σερβί­ ροντας τό τσάι. Μόνο, καθώς έφευγα, ό έπιθεωρητής μοΰ έδωσε τή... χαριστι­ κή βολή. Μού είπε πώς δέν βρήκαν τό πτώμα στον καταρράκτη! — Αυτό τό ξέρω, απάντησε ό Μά*-

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


κοελ. Οϋτε έγώ Το βρήκα, δταν έφτασα έκεΐ. — Κι* αυτό ακριβώς, άναρωτιόταν 6 έπιθεωρητής. "Ελεγε πώς 6 σκοτωμένος μπορεί να μην ήταν όλότελα νεκρός, ό­ ταν τον έρριξαν για δεύτερη φορά στη λίμνη! — Νά μην ήταν νεκρός! (ό Μάϊκαλ τινάχτηκε. "Ερριξε μιά ματιά στό ποτ ράθυρο, σά νά φοβόταν μην τον ακούσε άπό έξω κανένας) 1 Και βέβαια ήταν νεκοός! Αύτό μπορώ νά το βεβαιώσω ("Υστερα φάνηκε νά σκέπτεται ττάλι τό -ττοάγμα/ χωρίς νά μττορή νά τό ιτιστέψη). Ανοησίες... Είναι αδύνατον. 'Οπωσ^όποτε ήταν πεθαμένος! — Τότε γιατί νά έξαφανιστή ; — Πώο θέλεις νά τό ξέρω; — Έσύ δεν έχεις καμμία σχέση με την έξαφάνησι;

μπορείς νά τό δώσης σέ μένα. Τό ίδιο - κάνει. Είμαι ή γυναίκα του. — Ξέρετε, κυρία, μού είπαν νά τό δώσω στά χέρια του. —- Δεν πειράζει θά τό δώσω έγώ στά χέρια του. 5Από ποιόν είναι; — Γράφει μέσα... Χαίρετε κυρία. * Επάνω στον φάκελλο ήταν άπλώς γραμμένο μέ γραφομηχανή : Κον Μ ά~ ϊ κ α λ X ά λ» καί τίποτ’ άλλο. "Οσπου νά τό βάλη ή Ζανέτ στό τραπέζι, γιά νά τό βρή ό Μά'καλ δταν θά γύριζε, ή πόρτα χτύπησε ξανά. Αυτή τή φορά ήταν ό έπιθεωρητής Ντάϊκ. — 'Ο κ. Χάλ είναι έδώ; . — Δέ γύρισε ακόμα, απάντησε ή Ζανέτ. — Κρίμα» Δέν γύρισε καθόλου άπό τό πρωί; — Πώς! Γύρισε καί ξαναβγήκε.

— "Οχι, σε βεβαιώνω. Δεν ήμουν άλ λωστε ιιαζί σου δλη την ώρα, μετά την έπίσκεψι του Σίρλυ; "Οταν έφτασα στό ποτάμι, ή αστυνομία ήταν κι' δλας εκεί. — Κ'* όμως, ό έπιθεωηρητής σε υπο­ πτεύεται.

— Θά μπορούσα νά τόν περιμένω, κυρία Χάλ; Μπήκαν στό σαλόνι. Αμέσως τά μά­ τια οου Ντά*κ έπεσαν έπάνω στ© γράμ μα που ήταν στό τραπέζι. — "Εφτασε πριν άπό λίγο, βιάστη­ κε νά έξηγήση ή Ζανέτ, πριν τήν ρωτήση καί άναρωτήθηκε γιατί τό έκοινε

— Τό ξέρω ττώς με υποπτεύεται.. Καί, αυτή τή στιγμή ακόμα, ξέρω πώς με παρακολουθεί. Στοιχι ματίζω πώς τώρα κάποιος, στον κήπο πα­ ρακολουθεί καί τους δυό μας. Δεν πρόψθασε νά τελείωση τό λόγο του καί ή πόρτα χτύπησε. — Ξέρω ποιος θ&ναι. Κανένας ντέντεκτιβ, είπε ό Μάϊκαλ. Δε θέλω νά με βρή εδώ. Δέν ε^μαι σέ θέσι ακόμα νά τον άντικρύσω... ^ Κι* έτρεξε προς τήν άλλη πόρτα που έβγαζε στό πίσω μέρος του σπιτιού. "Αν σέ ρωτήσουν νά πής πώς δεν ήρ­ θα ακόμα, πώς λείπω. Θά φύγω άπ’τήν πόρτα τής υπηρεσίας κι* όταν γυρίσω σέ μιαν ώρα, μου λές τί άπόγινε. Στήν έξω πόρτα ακούστηκε κι* άλ­ λος χτύπος. ■Φ ** ** ** «Κουράγιο!» Σκέφτηκε ή Ζανέτ. *Έ“ τρεξε στό χώλ. "Ανοιξε τήν έξώπορτα καί βρέθηκε μπρος σ’ ενα παιδάκι. — *Εδώ είναι ό κύριος Χάλ; ρώτησε τό παιδάκι. — ”Οχΐ/ απάντησε *η Ζανέτ, βγήκε έξω. Τί τον θέλεις; Βλέπω ένα γράμμα ο“?α χέρια σου. Είναι *γι* αυτόν; Τότε

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

αύτό. Ο έπιθεωρητής κύτταξε τή φωτιά. — Λοιπόν, κυρία Χάλ, δέν ξέρω άν μάθατε τά τελευταία νέα. Τό βρήκαμε τό πτώμα. — Αλήθεια: ρώΤησε ήσυχα ή Ζανέτ τό βρήκατε; — Δέν σάς τδπε ό άντρας σας δταν γύρισε; — Τό μόνο πού ήξερε, δταν γύρισε, ήταν πώς δέν βρήκαν τίποτα στον κα“ ταρράκτη. — Αυτό ακριβώς σάς είπε; -— Δέν ξέρω άν μου τό είπε έτσι ακριβώς. Δέν έχω καλή μνήμη καί πρώ­ τη φορά'μόΰ συμβαίνει νά μέ άνακρίνουν — δηλαδή νά μέ ρωτούν μέ τόσο αυστηρό τρόπο. — Κάνω τό καθήκον μου, είπε ό έπι­ θεωρητής. * — Δέν πειράζει. Δέν μοΰ εί'πατε που βρήκατε τό πτώμα. — Τί ώρα γύρισε ό άντρας σας; ρώτπσε αυτός χωρίς ν’ άπαντήση. — Δέ θυμάμαι ακριβώς. — Δέν ξέρετε πού έχει πάει τώρα; — Δέν έχω Ιδέα — Τί ώρα βγήκε;

25


— Πριν άπ© μια ώρα. 'Ο έττιθεωρητής κύτταξε τό εκκρεμές τού τοίχου. — Πριν οστό μια ώρα μόνο; Επομέ­ νως αν ήταν σπίτι στις τρεις, δέν ή" ταν πάντως σ* αυτό τό δωμάτιο. — Πώς τό ξέρετε; ρώτησε ή Ζανέτ. — Τό έκρεμές δούλευε τό πρωί και τώρα είναι σΤαματημένο στις τρεις. Αυτές οι καραδάνες χτυπούν τόσο δυ­ νατά, ώστε όταν κανείς βρίσκεται στο δωμάτιο την ώρα πού σταματούν, δέν μπορεί νά μην τό άνΤιληψθή αυτό. — Εΐστε πολύ παρατηρητικός. — Τό απαιτεί ή δουλειά μου. Νά κι* ένα άλλο παράδειγμα τής παρατηρητι­ κότητας μου: Αυτό τό γράμμα (τό πήρε στό χέρι του καί τό ζύγισε). Βλέπετε τό κεφαλαίο Ν στό Κύριον : ή άριστερτΓ*του άκρη λείπει, φαίνεται πώς τό Ν στη γραφομηχανή έκείνη είναι σπα­ σμένο. Λοιπόν, δέν έχω παρά νά ψάξω ποιο γραφείο στήν πόλη έχει γραφομη­ χανή μέ σπασμένο Ν' γιά νά βρω ποιος τδστειλε — άν έννοεΐτε ήθελα νά μάθω (Ξανάβαλε τό γράμμα στό τραπέζι καί σηκώθηκε). Δέν πειράζει. Μού άρκουν οι πληροφορίες σας. Δέ νομίζω μάλι­ στα πως, εΐναι ανάγκη νά περιμένω τόν κύριο Χάλ. Καθώς τής έσφιγγε τό χέρι, στήν ε­ ξώπορτα, τήν κύτταξε σοβαρά. — Σάς κούρασα πολύ καί σάς ζη­ τώ συγγνώμη. "Άν θέλετε όμως ν* άτ κούσετε τήν συμβουλή μου, πηγαίνετε απόψε νωρίς στό κρεββάτι σας, καί προ σπάθή στ ε νά κοιμηθήτε! "Αργότερα, ή Ζανέτ μπόρεσε νά έξηγήση καλύτερα όλη αυτή τή συνομι­ λία. Κι* ιδιαίτερα τήν τελευταία συμ­ βουλή. ♦ * * ** ** ** 'Ο Μάϊκαλ γύρισε δέκα λεπτά μετά τήν άναχώρησ» τού έπιθεωρητού. Μπή­ κε από τήν πόρτα τής κουζίνας καί ή Ζανέτ, καθώς κούρντιζε έκείνη τήν στι­ γμή τό ρολόϊ, δέν θά τόν έπαιρνε είδη σι άν δέν τόν έβλεπε μέσα από τόν κα­ θρέφτη. * — Λοιπόν; τόν ρώτησε. Τι έγινε; Γύρισε καί τήν, κύτταξε. 9Ηταν άσ­ προς σαν τό πανί. -*— Γιατί μέ κυττάζεις έτσι; Γιατί 6έ μιλάς; Τί μου κρύβης; — Μιά συμβολή έχω νά σου πώ μοναχα:

26

Νά πας αμέσως στήν αστυνομία καί νά πής τήν αλήθεια. Θάναι καλύτε­ ρα παρά άν έρθουν νά σέ πιάσου ν εδώ. 'Ο Μάϊκαλ δέν εΤπε λέξι. "Άνοιξε έ­ να ντουλάπι, πήρε μιά μπουκάλα μέ ουΐσκυ καί άρχισε νά πίνη γελώντας νευρικά. — Νά πάω μονάχος μου στήν κλού­ βα, έ ; — Νομίζω πώς αυτό θάταν τό κα­ λύτερο... — Θά τοκανες έσύ αυτό στή θέση μου; — "Άν είχα τό θάρρος τό δικό μου, όχι τό δικό σου! — Ναι, ξέρω (άρχισε νά παριστάνη ό ό Μάϊκαλ): «Καλή μέρα σας κύριε έπιθεωρητά. Στή διάθεσή σας»... 'Ο σκοτωμένος πού ώνομαζόταν Σμίθ έπεσε από τήν ταράτσα τού σπι­ τιού μου Δέν ήξερα πώς ήταν έχει. Τόν βρήκα στον κήπο νεκρό καί τόν κουβάλησα στή λίμνη. Γιατί; Γιατί φο­ βόμουν μήπως ύποπτευθεΐτε έμένα πώς τόν σκότωσα, άν τόν βρίσκατε στον κήπο μου. Γιατΐ νά ύποπτευθήτε έμε­ να; "Έ, αυτό είναι πολύ άπλό. Είχαμε κάποτε συνεργασία οί τρεις μας στό χαρτοπαίγνιο κι" ό Σμίθ μέ τόν Τζών σκότωσαν τόν λόρδο Ντώλις στή λέ­ σχη τού «Κίτρινου Διαβόλου». Άν είχα έγώ καμμιά σχέση μέ τό φόνο; Άπολυ τως καμμιά. "Αλλά μού φάνηκε τούτο παράξενο, δταν βρήκα τόν Σμίθ νεκρό στον κήπο μου! "Εσείς όμως, δέ μέ πι­ στεύετε- γιατί νομίζετε πώς τσακωθή­ καμε μέ τόν Σμίθ. Καί σάς κάνει νά τό πιστεύετε αυτό τό γεγονός πώς μιά κι" όΣμίθ ήταν φίλος μου, θά μπο­ ρούσε ωραιότατα νά φύγη από τήν έξώπορτα κι" όχι νά προσπαθήση νά τό σκάση από τήν ταράτσα. Ξεχνάτε ό­ μως κύριε έπιθεωρητά, πώς είμαι παν­ τρεμένος καί πώς δέν ήθελα νά τόν δή ή γυναίκα μου, πουναι μιά φρόνιμη κοπέλλα... Αλήθεια, αυτή μέ συμβου­ λέυσε νάρθω έ6ώ. νά σάς πώ τήν αλή­ θεια. Είπε πώς θά μέ πιστεύατε. Άλ­ λα τώρα δέν μ" αρέσουν τά μούτρα σας,^ κύριε έπιθεωρητά. "Ίσως νάταν προτιμώτερο νά μήν παρουσιαζόμουν..» — θά σ’ έπιαναν οπωσδήποτε, πάρε τήρησε ή Ζανέτ. 'Ο Μά'καλ ήπιε κι" άλλο οόΐσκυ και γέλασε σαρκαστικά! — Τήν άκούτε, κύριε έπιθεωρητά;

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


την άκουτε; Λέει πώς θά μ* έπιαναν οπωσδήποτε και σ’αύτό ίσως νάχη δί­ κη ο... Πάντως δμως δεν φαίνεστε νά πιστεύετε ούτε μια λέξι από όσα λέω. "Ισως νά σκέπτεστε: «'Ο Χάλ ήξερε πώς θά τον πιάσου με, γι’ αυτό ήρθε μό νος του εδώ, νά μάς δώση τάχα από δική του πρωτοβουλία τις πληροφορίες που θέλαμε...» ΚΓ ί'σως ακόμα νά σκέ­ πτεστε: «*Η γυναίκα του θά τον έπεισε νάρθη σέ μάς γιά νά τον ξεφορτωθή, γιατί μπορεί νά υπάρχη κάποιος άλλος που περιμένει νά πάρη τή θέσι του».7 'Η Ζανέτ σηκώθηκε. —"Ακου, Μάι'καλ. Σούδωσα τά συμ­

βουλή που νόμιζα καλύτερη... "Αν ή» θελα νά σέ ξεφορτωθώ, μπορούσα νά τό κάνω όποιαδήποτε στιγμή, αλλά... — "Εχεις δίκη ο, είπε αυτός, πάω στην αστυνομία. Τό μάτι του έπεσε στό γράμμα που είχε φέρει ό μικρός, τό άρπαξε, τό έ­ βαλε βιαστικά στην τσέπη του καί τράβηξε προς την εξώπορτα, Τά βή­ ματά του δμως σταμάτησαν γιά μιά στιγμή κι* υστέρα φάνηκαν νά πηγαί­ νουν πρός τήν κουζίνα. "Ισως νά τό βρήκε καλύτερο νά φύγη από τήν πίσω πόρτα.... ^ Είχε κιόλας δύσει ό ήλιος.

ΚΕΦΑΛΑIΟ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ

ΕΒΔΟΜΟ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Κατά τις οκτώ τό βρά­ δυ, ή Ζανέτ κάθησε στό τραπέζι μόνη της. 'Ο Μά'καλ δέν είχε γυρίσει ακόμα, κι* ή Ρόψον συνώδευσε τήν αγγελία πώς τό φαγητό ήταν έτοιμο μέ τήν παρατήρη­ ση: «"Αν τον περιμένετε, θά περιμένε­ τε ώς τήν δευτέρα παρουσία. Καλά θά κάνατε νά τρώγατε καί να πέφτατε στό κρεββάτ) νωρΐ ς...» θυμήθηκε πώς τήν ίδια σύστασι τής είχε κάνει καί ό επιθεωρητής φεύγον­ τας... Στις 9 σηκώθηκε καί πήγε στήν κρεββατοκάμαρά της, μά μόλις μπήκε μέσα τό μάτι της έπεσε στό συρτάρι του μπουφέ που ήταν μισάνοιχτο. Ή κλειδαριά ήταν σπασμένη καί οί 20 λί­ ρες που εΐχε βάλει έκε-ϊ μέσα είχαν κά­ νει φτερά. Μ’ ένα συναίσθημα μεγάλης άγανάκτησις κι* δμως χωρίς νά έκπλαγή στό βάθος, φώναξε τήν κυρία Ρόψον χωρίς νά πάρη άπάντησι. Κατέβηκε τότε στήν κουζίνα καί τήν βρήκε... νά καπνίζη άτάοαχη. — Δέν μ’ ακούσατε που φώναξα; Τήν ρώτησε. — Καί βέβαια... Γιατί τάχω τ’ αυ­ τιά μου ; — Τότε γιατί δέν ήρθατε επάνω; — Γιατί έτσι μ5 αρέσει... Ή Ρόψον γέλασε κυνικά κΓ εξακολου

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΙ ΔΙΑΒΟΛΟΙ

σε νά καπνίση τό τσιγάρο της, συγκρατοώντας το άνά μέσα στα κούφια δόντια της. — Κάποιος έκλεψε τά λεπτά μου από τό συρτάρι, εΤπε ή Ζανέτ. —; Εΐναι εύκολο νά φαντασθήτε ποι­ ος είναι αυτός ό «κάποιος», άπάντησε ή γριά. Τδχει 'άλλωστε στό αΐμα του νά κλέβη. — Πώς τολμάται νά μιλάτε έτσι; — Γιατί νά μή μιλήσω; Μίά καί λείπουν τά λεπτά, θά ττη ότι τά πήρε ή αυτός ή έγώ. Καί δέν πιστεύω νά υποπτεύεστε εμένα! Αυτό θάταν δμορ φο ! ('Ο τόνος της ήταν σαρκαστικός. Σώπασε γιά λίγο, σάν νά σκεφτότοτν, κι’ υστέρα συνέχισε:) Μήν τον. πιστεύ­ ετε, παιδί, μου. Ποτέ του δέν σκόπευε νά πάη στήν αστυνομία. Πέρασε από τήν κουζίνα, όταν έφευγε, καί τά τελευ­ ταία του λόγια ήταν: «νά μέ περιμένης υσχερα από τά μεσάνυχτα!» Στήν έ­ σκασε κοπελίτσα μου. — "Αν 6 άντρας μου είναι κλέφτης κΓ εσείς τό ξέρετε, γιατί νά τον κρα­ τάτε στό σπίτι σας; ξέσπασε ή Ζανέτ. Θά πή πώς καί σεις είστε μιά κλέφ­ τρα ! 2Η γριά πρασίνισε. — Δέν θά τον δής νά μένη γιά π©« λυ άκόμα, ούτε αυτός ούτε κΓέσύ... Κι®

27


αν ακόμα πούμε πώς σαϋκλεψα εγώ τά λεφτά σου, τόσα θά μου χρωστού­ σατε για νοίκι, άν δέν εΐχα μαλακή ψυχή. λ — Έγώ είμα^ σίγουρη πώς τά πη" ■* ρατε!I — Ξεκουμπίσου άττό 8ώ. 'Η λύσσα τής γριάς είχε φθάσει στο κατακόρυψο. 'Αρττάζοντας μιά καρέκλα την πέτα ξε στό κεφάλι τής Ζανέτ, μά αυτή πή­ δησε πλάγια κι* έτσι ή καρέκλα χτύ­ πησε σέ ιμιά φωτογραφία Του τοίχου, κΓ έσπασε τό γυαλί Γύρισε καί χωρίς νά κυττάξη πίσω της, βγήκε από την κουζίνα. Δίπλα στην πόρτα ήταν ένας καθρέφτης. Μέ­ σα σ’ αυτόν ή Ζανέτ είδε τή γριά νά παίρνη τό μαχαίρι του ψωμιού από τό συρτάρι. Αλλά ούτε τής τό πέταξε, ούτε την ακολούθησε. Βρόντηξε μονάχα την πόρτα τής κουζίνας καί την δ^πλο κλείδωσε. Δέ φοβόταν γιά τή ζωή Της. 'Αντίθετα είχε την εντύπωση πώς, άν τό μα­ χαίρι .του ψωμιού χωνόταν στην πλάτη της, αυτό θάταν ή καλύτερη λύσι, μιά κΓ δλα τά βάσανα θά τελείωναν με μιας. Μά τά βάσανα τώρα συνεχίζονταν, καί τό βάρος τους θά ήταν αφόρητο, δίχως καμμιά βοήθεια από πουθενά. "Έτσι καθώς στέκονταν στη σκάλα, έ­ φερε στον νουν της Το Μάικαλ, που μπορεί νάταν τώρα κλεισμένος κι* δλας σέ κάποιο κελί... Τον λυπόταν. "Ι­ σως νά μην έφταιγε αυτός. Ποιος ξέ­ ρει από ποιους γονείς γεννήθηκε καί σέ τί περίβολον, καί υποχρεώθηκε νά άκολουθήση τό δρόμο που ακολούθησε; Στό βάθος δέν φαινόταν κακός. ' "Αν μπορούσε κανείς νά τον βγάλη από τον κύκλο του. (Τον κύκλο, τής γριάς καί των παληών του συνενόχων), ί'σως νά κατάφερνε νά τόν διορθώση.... Ναί, έπρεπε νά μείνη κοντά του ως τό τέ­ λος. 5 Ενώ τά σκεπτόταν αυτά, τό αυτί της ήταν πάντα στημένο προς τό μέ­ ρος τής κουζίνας. Περίμενε από στι­ γμή σέ στιγμή νά βγή από κεΐ ή γριά γιά νά έκτελέση τό σχέδιό της, οποίο καί νάταν. Τό μυαλό της γέμισε από φοβερές εικόνες. *Η μιά απ’ αυτές ή­ ταν του Μάϊκαλ, κρεμασμένου στήν άγχόνη γιά ένα έγκλημα που δέν είχε κά νει. Ή άλλη τής Ρόψον μέ τό μαχαίρι

τής κουζίνας στό χέρι. — Θεέ μου! Ψιθύρισε καθώς μιά καινούργια σκέψη έρχόταν στό μυαλό της. 'Ο Μάικελ είχε βρεί νεκρό τόν Σμίθ στον κήπο. Μήπως τόν είχε σκο­ τώσει ή Ρόψον; "Αν ήταν έτσι, ή γριά δέ θά δίστα­ ζε νά έπωφεληθή από τά παράξενα φερσίματα τού Μάικαλ γιά νά καταθέ ση εναντίον του καί νά σώση τό δικό της τομάρι. "Ετσι εΤχε κάνει καί στό ζήτημα των χρημάτων που έλειπαν α­ πό τό συρτάρι της. Αυτές κΓ άλλες εφιαλτικές σκέψεις τήν ακολούθησαν καί στό δωμάτιό της όταν ανέβηκε έκεΐ. Στάθηκε αδύνατο νά κλείση μάτι.^Τ’ αυτί της ήταν πάντα τεντωμένο κάί ό παραμικρός Θόρυβος τήν έκανε νά πετάγεται τρομαγμένη. Τό πέταγμα ένός πουλιού τής φαινό­ ταν σαν σάλεμα ανθρώπου σέ θάμνους, τό θρό'σμα των κλαδιών, σάν θρόισμα τού φουστανιού τής Ρόψον. Μιά σκιά έμοιαζε μέ χέρι, ό άνεμος μέ θρήνο, ή μέ σφύριγμα... * ** * ** * ** Ξαφνικά άνασκίρτησε. Αυτή τή φορά δέν τήν γελούσαν τ* αφτιά της... ’Έταν σφύριγμα πραγματικό! "Αναψε ένα σπίρτο καί κύτταξε ("τό ρολόϊ της. "Εντεκα καί δέκα! «"Ωστε λαγοκοιμή­ θηκα λίγο, δίχως νά τό καταλάβω», ψιθύρισε. Τό σφύριγμα ξανακούστηκε/ κάτω από τό παράθυρό της. Μήπως ήταν ό Μάικαλ καί τόν εΐχαν κλειδώσει έξω; "Ετρεξε ν5 άνοιξη τό παράθυρο, μά σταμάτησε. "Ενα άλλο παράθυρο άνοι γε την Υ6ια ώρα δίπλα στό δικό της. — Ποιος εΐναι; άκουσε τή Ρόψον νά ψ’θυρίζη: — Έγώ, απάντησε μιά φωνή που δέν ήτοον τού Μάικαλ. 'Ο Τόμπυ. "Ανοι ξέ μου. *Η Ζανέτ άκουσε τό παράθυρο νά ξα­ νακλείνω καί τήν κυρία Ρόψον νά πηγαι νοέρχεται μέσα στό δωμάτιό της σάν νά ντυνόταν. "Επειτα άκουσε τήν πόρ­ τα τού δωματίου τής γριάς νά άνοίγη καί τά βήματά της νά κατεβαίνουν στό ισόγειο. Μιά πόρτα άνοιξε κΓ έκλεισε έκεϊ κάτω κι’ έπειτα δυο ζευγάρια βήματα κατευθύνθηκαν προς τήν κουζίνα. Ή Ζανέτ πήρε τήν άπόφασί της. Θά κατέβαινε καί θά προσπαθούσε νά μάθη ποιος ήτοον ό παράξενος εκείνος νυχτε­

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΓ


ρινός έπισκέπτης. "Ερριξε μια ρόμπα έπάνω άπό το νυχτικό της, προχώρησε προς την πόρτα και σταμάτησα ξα­ φνικά. Είχε θυμηθή. 'Ο Τόμπυ ήταν ό δεύ’ τερος άπό τους δυο ανθρώπους που εί­ χαν δολοφονήσει τόν Λόρδο Ντώλις στη Λέσχη του Κίτρινου Διαβόλου ! Ή α­ στυνομία εΐχεν ανακαλύψει τό πραγμα­ τικό του όνομα και οί έφημερίδες είχαν γράψει πολλά γι’ αυτόν. Τί γύρευε στο σπίτι τού Μάϊκαλ ό Τόμπυ; Πρώτα ό ένας δολοφόνος τού Λόρδου Ντώλις, ό Σμίθ, κΓ έπειτα ό Τόμπυ; Γιατί εΐχαν έρθει έκεϊ; ?Ηταν ή κυρία Ρόψον συνένοχός τους; ’Έπρεπε νά μάθη μέ κάθε θυσία. "Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε α­ θόρυβα τις σκάλες, ένώ ή καρδιά της χτυττούσε γοργά καί κάτι σαν παγερά δάχτυλα τής έσφιγγαν την ψυχή! Στο χώλ, κσντοστάθηκε για μια στι γμή κι* επειτα προχώρησε προς την κουζίνα καί στάθηκε κοντά στην κλει­ στή πόρτα. "Ακούσε τη φωνή του Τόμπυ νά λέη; — Μάς κάρφωσε σου λέω! Ο έπιθεωρητής τά ξέρει όλα. — Ποιος μάς κάρφωσε; ρώτησε ή κυρία Ρόψον. — Αυτή! *Η μικρούλα πού έφερε μαζί του ό «Μαρκήσιος». *Η Ζανέτ κατάλαβε πώς «Μαρκήσιο» ώνόμαζαν τόν Μάϊκαλ. — *Η γυναίκα του; είπε ή Ρόψον. — Γυναίκα του!» Την παντρεύτηκε! — Ετσι μου ε·πε ο ιοισς. — Χμ! Πάντως αυτή, φαίνεται» ά­ νοιξε τό γράμμα πού έστειλα στόν Μά ϊκαλ, τό διάβασα καί είδοποποίησε τόν επιθεωρητή! 'Η άστυνομία τώρα τά ξέρει όλα! — Ναί!, μουρμούρισε ή Ρόψον. Θυ μάμαι τώρα πώς, λίγο πριν έρθη ό Μάϊκαλ καί Φυγή πάλι, ήρθε ό επιθεω­ ρητής καί έμεινε γιά λίγη ώρα στο σαλόνι μαζί της. Τό γράμμα ήταν, θυ μάμαι, άκουμπησμένο έπάνω στο τρα­ πέζι. Ή Ζανέτ θυμήθηκε κΓ οιυτή τότε. Θυμήθηκε πώς εΐχε άφήσει τόν έπι" θεωρητή μόνο γιά λίγη ώρα καί πώς δίπλα στο γράμμα ήταν άκουμπησμένη ή τσαγιέρα. Φαίνεται πώς ό έπιθεω ρητής τής είχε ξεκολλήσει τό γράμμα άχνίζοντάς το στήν τσαγιέρα, είχε

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

διαβάσει τό περιεχόμενό του καί το ειχε ξανακολλήσει, πριν έπι στρέψη ή Ζανέτ! — Προσπάθησα νά ειδοποιήσω τόν Μά'καλ, εΐπε ό Τόμπυ, μά δεν μπόρεσα. Δεν ξέρω τί θά γίνη τώρα. Νά τήν πάρη ό διάβολος τήν παλιοκατσίκα! "Ωστε έγινε γυναίκα του είπες, έ; Χά, χά, χά! Ξέρεις, κυρά -Ρόψον, πώς γνωρίστηκαν οί δυο τους; Ο Κίτρινος Διάβολος· εΐχε βάλει τόν Μάϊκαλ νά του βρή ένα όμορφο κορίτσι κΓ ό Μάϊκαλ μέ τόν Μπίλ τής έστησαν μιά παγίδα. 'Ο Μπίλ τήν έκλεψε κΓ ό Μάϊκαλ τήν βοήθησε έπειτα καί τήν παρέσυρε μέσα στή Λέσχη. — Μόνο πού αύτός ό βλάκας, γρύλλισε ή γριά, τσιμπήθηκε γιά καλά μα­ ζί της καί τήν παντρεύτηκε. Μόνο πού δέν ξέρω άν τό έκανε αυτό σκοπεύον­ τας νά φύγη μαζί της ή άν τόν διέταξε ό Κίτρινος Διάβολος γιά νά τήν παρα σύρη καλύτερα ως εδώ. . . Γιατί όμως ήρθες έσύ έδώ; — Μέ διέταξε τό άφεντικό, μουρμού ρισε ό Τόμπυ. ^Ηρθα, γιατί τόθελε αυ­ τός. "Αν μπορούσα άς έκανα κΓ άλλοιώς. 'Ο Τόμ μοναχά τόλμησε νά παρακούση στις διαταγές του, σεΤ τούτο δώ ακριβώς τό σπίτι πριν έξη μήνες. Καί κανείς δεν τόν ξαναεϊδε άπό τότε.. "Εκανε ένα π-οίπατο στη- λίμνη καί δέν ξαναγύρισε. Αναρωτιέμαι συχνά άν έπεσε μόνος του ή άν τόν συντρ©" φεψε κανείς ώς έκεΐ... Τέλος πάντων. 'Ο πεθαμένος δέν άνασταίνεται. ΚΓ ό Τόμ. Είναι πεθαμένος όπως καί ό Ντώ λις. "Οπως καί ό Σμίθ. "Οπως θάναι καί 6 «Μαρκήσιος», σύντομα. Κι εσυ; — Έγώ γιά τήν ώρα έχω γλυτώσει Δώσε μου όμως κάτι νά πιω. »

»

'

* ** * ** * ** "Οχι πριν άπαντήσης σέ τούτη τήν ερώτηση : Τί έγραψε τό γράμμα; — Νόμιζα πώς τά ξέρεις όλα... Μο νάχα δυο λόγια έγραψε «Χάίκλιφ -— Μεσάνυχτα». Μέ τή σΦοαγίδα άπό κά τω του «Κίτρινου Διαβόλου». — ΧάϊκΧιΟ’ ξανάπε κΓ ή γριά. Α£γ Ίο είναι τό αποψινό κόλπο; — "Ετσι φαίνεται... Εΐναι ένα σπί­ τι κλειστό άπό μήνες, κι* ή οικογένεια λείπει στο έξωτερικό.

29


— Θάχει καλή μπάζα μέσα. Μονάχα πού είναι πολύ κοντά στη γειτονιά. — "Οτι κι’ άν είναι πάει τώρα, χά­ λασε. Κι3 απομένει εκεί ό «Μ'αρκήσι­ ός» για νά πληρώση τή νύφη! "Οταν είδα πώς ή αστυνομία μάς πήρε μύρου διά, προσπάθησα νά τον βρω ■ μά δέν τά κατάφερα. Θά κρύβεται φαίνεται κά που έκεΐ* γύρω στο Χά'κλιφ, ώσπου νάρ θουν μεσάνυχτα, κι3 υστέρα θά πάη νά πέση στην παγίδα τού έπιθεωρητή, σά χάνος.. Τον κακομοίρη τό «Μαρκήσιο»... — Πολύ φιλάνθρωπος έγινες, βλέ­ πω . . . — Δέν έγινα φιλάνθρωπος, μά ένας — ένας πού φεύγει μου δίνει την έντύ πωσι πώς έρχεται ι<ι* ή δική μου σειρά. — Κι3 3ίσως γρήγορα μάλιστα, τώ­ ρα ποί/κλεισε ή λέσχη κι’ από τά χαρτιά τό γυρίσαμε στις διαρρήξεις. Κι* υστέρα τό αφεντικό, όταν μάς ξεκάνη δλουε θά ψάξη νάβρη καινούργιους, που νά μην τον ξέρουν τόσο καλά, γΐά νά μπορή νά κάνει π,ό ήσυχος τις δουλει­ ές του.

σε καί σύ απ* τά κεραμύδια νά δούμε άν δέν θά μείνης στον τόπο!» Τότε μού ήρθε μιά ιδέα : «Γιατί δέν τά ρί“ χνεις στό κορίτσι;» τού λέω. «Μονά­ χα έτσι θάί γλυτώσης». Μονάχα πού δέν μ* έδειρε. «,Εγώ νά κάνω τέτοιο πράγμα στή μόνη γυναίκα πού αγάπη­ σα ως τώρα!». Βλέπεις τσιμπήθηκε στρ γερά! — Σοΰπε τέτοιο πράγμα; — "Οπως μέ βλέπεις καί σέ βλέπω. — Νόμιζα πώς δέν τοΰ καιγόταν καρφί γι* αυτή. — "Αν τού καίγεται αύτουνού τού ή" λίθιου, πάντως δέν μάς καίγεται Ε­ μάς. * ❖ *

Κι* άν μάλιστα θέλουμε νά τήν δούμε νά χορεύη στήν άκρη τής θηλειάς δέ θάταν ανάγκη νά περιμέωμενωμε ιό δήμιο νά μάς χαοίση αυτό τό ώραϊο θέαμα, σάρκασε ή γριά τονίζοντας τά λόγια της. — Τί εννοείς; — Πρόσεξε : 3,Αν μιά κοπέλλα, τή — Τί λες ; Φώναξε ό Τόμπυ τρομα­ δεύτερη μέρα τού γάμου της ανακάλυ­ γμένος. "Ωστε μπορεί κι3 ό ίδιος ό πτε πώς έχει παντρευτή έναν εγκλημα­ «Κίτρινος Α'άβολος» νά μάς προτία, κί’ από τήν ντροπή της αποφάσι­ δώσε ; ζε νά κρευαστή από το ταβάνι μ* ένα — Μή λες κουταμάρες. Μάς πρόδωσκοινί, σάν κι* αυτό νά πούμε, τά «<χί“ σε αυτή ή κατσίκα, φώς φανερό... Μο­ τια» θάταν ολοφάνερα καί κανένας δέ νάχα πού ό κύριος «Μαρκήσιος» θά θά υποψιαζότανε πώς εμείς τήν κρεμά" νοιώσει τή δροσερή θηλειά γύρω σαμε. στό λαιμό του, γιατί θά αποδώσουνε — "Οχι. μουοιιούρισε ό Τόμπυ κι* τό θάνατο του Σμΐθ αυτόν. ή Ζανέτ στό διάδρομο ένοιωσε τά πό­ — Ναι* τό ξέρω... Αυτό φοβάται κι* δια της υόί λυγίζουν—όχι, δέν άποφάσι 6 ίδιος. σα ακόμα άν πρέπει νά τήν κρεμά­ — Που τό ξέρεις; σουμε. — Τον είδα/ απάντησε ό Τόμπυ. — Τήν νοστιμεύεσαι, έ; "Ομως αύ” Ποιος είπε ττώ^ δέν τόν είδα; Αλλά ή• τή μάς έφερε όλη τή γρουσουζιά. Άπό ταν πριν ερθη έδώ νά πάρη τό γράμμα τή στιγμή πού έμφανίστηκε καλό δέν ε*ί καί πριν πάοω κι* εγώ τις καινούργιες δαμε. προφορικές εντολές από τό «Διάβολο» —- "Εχεις δίκιο.*Από τή στιγμή άπό ν»ά τή ματαίωσι τής δουλειάς. Ναι τόν πάτησε τό πόδι της στή λέσχη... , ε^δα δίπλα ^τό ποτάμι, νά ψάχνη γιά — Νά σού πώ καί κάτι άλλο; Ξέ­ τό πτώμα. *Η έξαφάνισίς του τόν είχε ρεις πώς τ’ αφεντικό τήν νοστιμεύε­ τρομοκρατήσει: ται; Δέν τό χωράει τό ξερό σου; Ποι­ «Θά νομίσουν πώς τόν σκότωσα ε­ αν; Αυτή τήν ψωροφαντασμένη! "Οχι γώ, μουπε, καί πώς τόν έξαφάνισα ό­ δέ θά τήν πάρη. Αυτό τό υπογράφω, θά ταν }ϊέ ειδοποίησε ό Σίρλυ πώς βρέθηφροντίσω εγώ, προσωπικά... Στήν κρεβ κε...» «Ποιος άραγε νά τόν εξαφάνισε;» , βατοκάμαρα πού κοιμάται είναι ένας; τόν ρώτησα: «Δέν μπορώ νά φαντα­ γάντζος. Κάτι §ά κρέμεται άπό κεΐ στώ» είπε. «*Ίσως νά μην είχε κιόλας αυοιο τό πρωΐ. πεθάνει την πρώτη φοοά», του είπα. *Η Ζανέτ άκουγε αλαφιασμένη. ?Η­ «Κουταμάρες!» μου απάντησε «Γιά πέ­ ταν τόσο απίστευτα όλα τούτα! Δέν

30

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


μπορούσε νάναι αληθινά..1 Μά, δταν α­ κούσε τη στριγγιά φωνή τής γριάς νά δυναμώνη καί τά βήματά της νά πλη­ σιάζουν στην πόρτα τής κουζίνας, ώρ-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ 'Η Ζανέτ από τή στιγμή πού βγήκε από τό σπίτι ώς τή στιγμή πού πέρα­ σε τό φράχτη, δεν θυμόταν πολλά πρά­ γματα. Μονάχα πώς άρπαξε μηχανικά από τό κρεμαστάρι τό βαρύ παλτό του Μάϊκαλ/ καί πώς διέσχισε τον κήπο τρέχοντας. Μά, άν τήν ρωτούσαν αν πάτησε χώμα ή γρασίδι κΓ άν άνοιξε τήν καγκελόπορτα ή άν τήν πήδησε, δε θά μπορούσε νά θυμηθή. Τήν ώδηγούσε τό υποσυνείδητο ένστικτο τής αυτοσυντηρήσεως δίχως ν' άφήνη καμμιά συγκεκριμένη άνάμνησι στο μυαλό της. "Οταν έφτασε δμως στά χωράφια, σταμάτησε καί φορώντας τό παλτό κύτ τάξε κατά τό σπίτι. Δέν φαινόταν νά τήν κυνηγά κανείς. Ή εξώπορτα ήταν κλειστή. "Ίσως καί νά τήν έκλεισε ή ίδια — .δυνατά δμως ή αθόρυβα, ποιος ξέρει; "Υστερα, ξανάρχισε νά τρέχη. "Οσο δμως κι άν σκεπτόταν τώρα καθαρώτερα, άλλο σχέδιο δέ φαινόταν νάχη παρά πώς ν* άπομακρυνθή από τό σπί­ τι. Τό γεγονός πώς δέν τήν είχαν πά­ ρει αμέσως ξοπίσω έδειχνε πώς, μ’ δλο τόν πανικό της, κατώρθωσε νά φυ­ γή αθόρυβα. Αυτό σήμαινε πώς πριν άνακαλύψουν τή φυγή της* θ' ανέβαιναν πρώτα στήν κρεββατοκάμαρά της. θ' άνοιγαν τήν πόρτα, θάμπαιναν μέσα μέ τό μοιραίο σκοινί καί., βέ Θάβρισκαν κανέναν... ΚΓ ύστερα; Θάβλεπαν τό αδειανό κρεββάτι, ξέστρωτο, θάβλε παν καί τά ρούχα της πάνω στήν κα­ ρέκλα. Καί θά καταλάβαιναν πώς είχε πέσει στο κρεββάτι κΓ είχε ξανασηκω θή καί πώς εΐχε φύγει μέ τή νυχτι­ κιά της. Καί θά καταλάβαιναν ακόμα πώς τάχε ακούσει δλα καί πώς γι* αυτό έφυγε καί πώς τώρα βρισκόταν μακρυά, ξέροντας μυστικά πού θά μπ©

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

μησε μέ κομμένη αναπνοή προς την πόρ> τα, την άνοιξε καί λίγες στιγμές αρ­ γότερα έτρεχε κιόλας μέσα στα χωρά­ φια . . .

ΑΓΩΝΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ραΰσαν νά τούς στείλουν καί τούς δύο στήν κρεμάλα. Σταμάτησε λαχανιασμένη. Τώρα πιά έπρεπε νά κατάστρωση ένα σχέδιο. Δεν μπορούσε νά τρέχη έ­ τσι στά χωράφια, δλη τήν νύχτα, σάν τρελλή. Πού έπρεπε νά πάη δμως; Στήν αστυνομία; Έκεΐ βέβαια θάπρεπε νά πάη^ κανονικά. *Άν καί δέν είχε ακόμα τακτοποιήσει τίς πληροφορίες της, ήξερε δτι πάντως θά μπορούσαν νάναι πολύ χρήσιμες στον επιθεωρητή ’Ντάϊκ. * ** * ** * ** Αλλά ό επιθεωρητής δέ θάταν τώρα στήν αστυνομία. Θάταν στή βίλλσ τού Χάϊκλιφ, περί μένοντας νά πέση 6 Μάϊ καλ στήν παγίδα του. "Ωστε στο Χάϊ° κλιφ θάπρεπε νά πάη. Τώρα δέν ήταν μονάχα τά συναισθήματα πού τήν έσπρωχναν. Τώρα ή αποστολή της ξανατ βρήκε τό ηθικό περιεχόμενο 'πού είχε στήν αρχή. "Επρεπε νά ξεκαθαρίση τό μυστήριο, νά βρή τήν πηγή του, νά βρή ποιος ήταν τέλος πάντων ό' άρχηγός, αυτός ό απαίσιος «Κίτρινος Διά­ βολος», πού τούς κινούσε δλους σάν νευρόσπαστα. Ή κυρία Ρόψον είχε πή: «Ξέρεις πώς τό αφεντικό μας νοστιμεύεται αυτήν;». *Η Ζανέτ ανατρίχιασε. Πού τήν είχε δή. Ήταν τάχα κρυμμένος πουθενά έκεΐνο τό βράδυ, στή Λέσχη; Ποιος νάτσν άραγε; "Εδιωξε μέ κόπο αυτές τίς σκέψεις καί προχώρησε σέ πρακτικότερες. Τ© πρώτο πράγμα πού έπρεπε νά ξέρη ήχαν πού πάνώ-κάτω έπεφτε αυτό τό Χά'κλιφ. Έδώ, τουλάχιστον, στάθηκε τυχερή. Καθώς περπατούσε συνάντησε έναν άν­ θρωπο μ’ ένα ποδήλατο. Πήρε κουρά»

3Ϊ1


γιο καί τον ρώτησε. Μέ έκπληξι πήρε την άπάντησι: — Τό Χά'κλιφ, δεσποινίς; Μά τρα­ βάτε αντίθετα. Γυρίστε ξανά πίσω καί πάρτε τό πρώτο μονοπάτι αριστερά. Άπό εκεί προχωρεϊστε "ίσια ώς την κορ φή, στα δεξιά σας... Ε^ναί ένα χιλιό­ μετρο μακρυά . Τό ξέρ&5? γιατί ήμουν κάποτε εκεί πέρα κηπουρός. Τόν ευχαρίστησε καί άρχισε νά 6αδίζη προς την κατεύθυνσι που της εί­ πε. 'Ο άλλος την κύτταξε περίεργα, μά ή Ζανέτ κατάλαβε πώς ένα κορίτσι νύχτα, στά χωράφια, μέ ανδρικό παλ­ τό καί παντούφλες δεν είναι συνηθι­ σμένο θέαμα. Περπατώντας γρήγορα, έφτασε στην κορφή δίχως νά τό καταλάβη. Μά εκεί σταμάτησε απότομα, τρομαγμένη. Λίγο πιο κάτω στέκονταν δυο ίσκιοι ακουμπισμένοι σέ μιά καγκελόπορτα. 'Ο ένας απ" αυτούς ήταν ό έπιθεωρητής. Τόν άλλο δεν μπόρεσε νά τόν διά­ κο ίνη. Κατάλαβε πώς ήταν χαμένη. Μπρος βαθύ καί πίσω ρέμα... Κύτταξε γύρω της: π,ό πέρα βρίσκονταν κάτι πυκνοί θάμνοι. "Έτρεξε νά κρυφτή, άθόρυβα, κΓ έπεσε μέσα σ’ ενα βαθύ χαντάκι, γεμάτο άγκάθια πού τής τρυποϋσαν τό «ορμή. Τά κλαδιά, μέ τό πέσιμο έτρι­ ξαν. — Τί ήταν αυτό; 3Ακούστηκε ή φωνή του έπιθεωρητου σέ δυνατό ψίθυρο. — Κάτι πάντως ήταν. Κανένα ζώο; Τώρα ή Ζανέτ αναγνώρισε τή φωνή του άλου. *Ηταν του Σίρλυ. Τά βήματα πλησίασαν προς τό χαν­ τάκι κΓ ή δέσμη του ηλεκτρικού φανα­ ριού έπεσε πάνω ατούς Θάμνους. — Κάπου έδώ ήταν, μουρμούρισε ό έπιθεωρητής. "Ίσως νά μάς γέλασαν τ’ αυτιά μας. "Ίσως όμως καί νάναι κάτι Καμμιά αλεπού. "Ίσως... — Δέ φωνάζετε τούς ανθρώπους σας νά ψάξουμε;.. — Δέν μπορώ νά τούς βγάλω άπό τά πόστα τους. Φοβάστε; — *Η νύχτα είναι πολύ σκοτεινή. Καί τά νεύρα μου είναι κιόλας τεντω­ μένα. Μήν ξεχνάτε πώς εΥμαστε όρθιοι άπό τό πρωί. — ?Ηταν πολύ ευγενικό άπό μέρους σας νά μέ συνοδεύσετε, απάντησε ό ϊ~ πι θεωρητή. — Μοΰ αρέσει γενικά, τό κυνήγι... είπε ό Σίρλυ. Μόνο πού δέν μπορώ α­

32

κόμα νά τό πιστέψω πώς τό πουλί πού τώρα κηνυγάμε είναι ό παληός μου φίλος Χάλ! Τά βήματα ακούστηκαν κοντήτερα. — Ή αλεπού είναι έξυπνη. Δέν άκούγεται τίποτε. "Ίσως καί νά ξεγλύστρησε. I * * * ** ** ** "Ενα δυνατό σφύριγμα ακούστηκε μέσ’ τή νύχτα. — Μπράβο! φώναξε ό επιθεωρητής, τόν κρατάμε! ΚΓ έτρεξε μ" όλη του τή δύναμι προς τή βίλλα. -— Περιμένετε/ φώναξε ό Σίρλυ. Κά­ ποιος έρχεται άπό έδώ. Πραγματικά, κάποιος έτρεχε προς τήν κορυφή λαχανιασμένος, σά νά τόν κηνυγοΰσαν. 'Η Ζανέτ ακούσε τό λαχά­ νιασμα καί τά βήματά του, μέσα άπό τήν κρυψώνα της. Πίσω του άκουγόταν άλλα βήματα. — Πιάστε τον, φώναξε ό έπιθεωρητής στον Σίρλυ. Οί δυο άντρες πιάστηκαν στά χέρια δίπλα στούς θάμνους. Άκούστηκοτν γρο θιές, φωνές, βλαστήμιες, ύστερα ένα μουγκριτό καί ένα πέσιμο. — Αυτό ήταν! — Ξέρετε καλή πυγμαχία! είπε 6 έπιθεωρητής στό Σίρλυ. Μ'ά άλλη φωνή ακούστηκε κοντά τους. ?Ηταν τού ανθρώπου μέ τό ποδή­ λατο, πουχε δείξει τό δρόμο στή Ζα­ νέτ. — Διάβολε! Τού σπάσατε τό κε­ φάλι; — "Ελπίζω όχι, απάντησε ό Σίρλυ» κι" αμέσως υστέρα: "Έλα Χριστέ! κύ­ ριε έπιθεωρητά, κυττάξτε ποιος είναι τούτος! 'Ο δεύτερος ύποπτος τού «Κί­ τρινου Διαβόλου»! — Θαυμάσια!, φώναξε ό έπιθεωρητής· "Άλλη μιά σφυρίξιά ακούστηκε άπό τό σπίτι. - — Φρόντισε γιά τούτον έδώ, είπε ό έπιθεωρητής στον άνθρωπο μέ Το πο­ δήλατο, πού δέν ήταν άλλος άπ" τόν αστυνομικό Άλμπερτ. "Εγώ πάω νά 5ώ τί γίνεται. Φαίνεται πώς έπιασαν καί τό άλλο νούμερο! "Έρχεσθε μαζί μου, κύριε Σίρλυ; — "Όχι, Θά μείνω έδώ νά βοηθήσω τόν Άλμπερτ. "Ενα ζευγάρι παπούτσια φάνηκαν πά

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


νω άπο τό χαντάκι, δπου ήταν κρυμμέ­ νη ή Ζανέτ. — 'Ο φίλος μας ετταθε μεγάλο στρα­ πάτσο, ειττε ό Σίρλυ. Τί θά μόΰ κάνουν άν κατά λάθος τον σκότωσα; -— Μιά καί κατηγορεΐται για φόνο, 9ά σάς χρωστάει ευγνωμοσύνη, ό δή­ μιος πού τον βγάλατε αϊτό τον κόπο, είπε ό αστυνομικός μέ τό ποδήλατο. "Εχετε την καλωσυνη νά μέ βοηθήσετε νά τόν μεταφέρουμε ώς τό αυτοκίνητο; — Βεβαίως. Ελπίζω νά μου δώσουν παράσημο γιά την αποψινή μου βοή­ θεια ! — "Α! Κάτι ξέχασα! "Ενα κορίτσι! Μήπωξ τοδατε; Μέ ρώτησε γιά τό Χάϊ κλιφ. Φορούσε αντρικό παλτό καί παν­ τούφλες. Ετοιμαζόταν νά την παρακο­ λουθήσω, όταν ανακάλυψα τούτον, εδώ, τό. . . θύμα σας, που την παρακολου­ θούσε και κείνος. Περίεργη υπόθεσές. . . "Ωστε δέν έφτασε ώς 8ώ; . 'Ο Σίρλυ δέν απάντησε αμέσως. — "Οχι, εΐπε υστέρα από λίγο. "Γ * σως νάλλαξε ιδέα. Άλλα, ας κουβαλή­ σουμε αυτό τό κάθαρμα στ’ αυτοκί­ νητο. "Ενας πυροβολισμός ακούστηκε. — Τό άλλο νούμερο; ρώτησε ό Σίρ­ λυ ήσυχα. Μά ή Ζανέτ δέν ακούσε τί απάντησε ό αστυνομικός. $ * * ** ** Πέρασαν πέντε λεπτά. "Υστερα έ­ νοιωσε κάποιον νά την τραβά απότομα μέσα από τό χαντάκι κι* έχασε τις αισθήσεις της από τόν τρόμο. "Οταν άνοιξε τά μάτια της, βρισκό­ ταν στην αγκαλιά του Σίρλυ, που την κουβαλούσε μέσα στα χωράφια. — Μή μιλάτε, την διέταξε μέ χαμη­ λή φωνή. Σάς πάω στο αυτοκίνητό μου. Αέν πρέπει νά μάς πάρουν εϊδησι. Υπάκουσε. Και νά εΐχε τή δύναμι νά μιλήση, δέν θάξερε τί νά πή. Γιά την ώρα τής έφτανε πού κάποιος την προ­ στάτευε καί μπορούσε νά έπαναπαύετα ι σ αυτόν. Ξανάκλεισε τά μάτια. Τό αυ­ τοκίνητο προχώρησε γιά λίγο κΓ υστέρα σταμάτησε. —Γλυτώσατε!, εΐπε ό σωτήρας της Ποΰ νά σάς πάω; Στο σπίτι σας; —^ "Οχι! φώναξε τρομαγμένη. Δέν μπορώ νά γυρίσω εκεί. . ■ — Τότε/ είπε ό Σίρλυ αφού σκέφτη

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

κε, θά προχωρούμε σιγά, καί στο με­ ταξύ μπορείτε νά σκεφτήτε. "Εχομε δλη τή νύχτα μπροστά μας. — Πέστε μου κάτι, τόν παρεκάλεσε. Τί ήταν έκεΐνος ό πυροβολισμός; — - Τόν ακούσατε; Μόνο φοβάμαι πώς δέν θά σάς ε^ναι ευχάριστο άν μάθετέ. "Αλλωστε δέν ξέρω πόσα ξέρετε κιόλας. — "Ολα! Ξέρω πώς ό άντρας μου είναι ένας εγκληματίας, ρπως τό ξέ­ ρετε κΓ έσεΐς. — Τδμαθα απόψε. 1 — ΚΓ εγώ τδμαθα προχτές. Είναι στα χέρια κάποιου απαίσιου. Δέν τόν ξέρω, άλλα θά τόν βρω. — "Ισως νά ^μπορούσα νά σάς βοη θήσω, πρότεινε ό Σίρλυ. — Θά σάς χρωστούσα χάρι. Πρέπει νά τόν βρη. — Σάς καταλαβαίνω. Άλλα μή μι λάτε τώρα. Εΐστε κουρασμένη. Έκτος άν δέν είστε, οπότε θά είχατε τήν καλωσύνη νά απαντήσετε σέ μιά δυο έρω τήσεις μου; Μην ξεχνάτε πώς είμαι δι­ κηγόρος, καί μ’ αρέσει ή τάξις. Λοι­ πόν, ξέρετε κιόλας τί ήταν ό άντρας σας, δταν ήρθα σήμερα τό πρωί νά σάς πώ γιά τό πτώμα; — "Ηξερα πώς ήταν απατεώνας, ό­ χι δμως καί δολοφόνος! — Χμ! τί σάς κάνει νά τό νομίζετε τό δεύτερο; — "Ετσι τδπα, δίχως νά τό θέλω. — Μιά καί τοπατε, άς τό εξετάσου­ με. 'Η γνώμη, άλλωστε, τής αστυνο­ μίας είναι πώς αυτός είχε σκοτώσει τό Σμίθ καί, δταν τόν ειδοποίησα πως βρήκα τό πτώμα, έτρεξε καί τδρριψε πάλι στο ποτάμι, πριν φτάση ή άοττυ νομία. — Δέν τδρριξε αυτός, φώναξε ή Ζα νέτ. ^Ηταν μαζί μου. κείνη τήν ώρα.

33


— Και νά τό ,πήτε αυτό, 5έν θά σάς πιστέψουν. Ή μαρτυρία τής συζύ­ γου δέ λαμβάνεται ύπ’ δψιν. . . 'Η α­ στυνομία, ττου λέτε, φαντάζεται δτι ό Χάλ ήταν ανακατεμένος στο φόνο του Λόρδου Ντώλις, τον θυμάστε; "Οπως και οί άλλοι δυο ττου αναζητούσαν, ε­ κείνος πού πνίγηκε και εκείνον που ε­ πί ασα έγώ απόψε. Πώς συγκεντρώθη­ καν και οί τρεις έδώ; ίσως γιά τήν αποψινή κλοπή, ίσως τσακώθηκαν μεταξύ τους κι* ό (Χάλ σκότωσε τον Σμίθ. Δεν λέω πώς έτσι έγινε, άλ­ λα πώς έτσι φαντάζεται ή αστυνομία. — Είμαι σίγουρη, είπε ή Ζανέτ, πώς δέν ήθελε νά πάρη μέρος στην κλοπή απόψε. Μου είχε ύποσχεθή πώς θά πήγαινα στήν αστυνομία κατ’ ευ­ θείαν νά πή τήν αλήθεια. — Και γιατί δέν πήγε; — Πήρε στο μεταξύ ένα γράμμα. — Αυτό τό ξέρω από τον έπιθεωρητή· — Ξέρετε από ποιόν ήταν; — Ξέρω πώς είχε τή σφραγίδα του Κίτρινου Διαβόλου, κι* αύτό είναι άλ λη μιά άπόδειξις τής ενοχής του, — Μά ξέρετε ποιος ε'ναι ό Κίτρι­ νος Διάβολος; ^ ** * ** ΐ ** _γ

— Φαντάζεστε νά είναι πρόσωπο πραγμοττικό; ρώτησε ό Σίρλυ. — Γιά σταθήτε μιά στιγμή. Κάτι θυμάμαι τώρα. 'Ο έπιθεωρητής μου εί­ πε πώς κάποιος υπάρχει πίσω άπ’ αυ­ τήν τήν υπόθεσι. ’Άς είναι. . . Αλή­ θεια, έσεΐς γιατί ήρθατε στο Χάϊκλιφ; — Ήρθα γιά νά προειδοποιήσω τον Μάϊκοολ! — "Ά! "Ωστε ξέρατε πώς θάπεφτε στήν παγίδα. — Τό ανακάλυψα μόνη μου. "Ακόυ­ σα μιά συνομιλία ανάμεσα στή^ μοεγεί ρισσα καί σ’ έκείνον πού χτυπήσοττε σείς απόψε. Τον λένε Τόμπυ, μά δέν ξέρω αν είναι αυτό τό πραγματικό του όνομα. — Μά γιά σταθήτε!, φώναξε ό Σίρ λυ. Αυτό είναι πολύ ένδιαφέρον. Πέστε μου λεπτομέρειες, κυρία Χάλ. Που έ­ γινε ή συνομιλία καί τί ακριβώς ακού­ σατε; Ή Ζανέτ διηγήθηκε τήν ιστορία τής τραγικής βραδυάς. Ούτε μιά λέξι από όσα είχε ακούσει δέν παρέλειψε.

σε αμέσως. Πέρασε ώρα πριν άνοιξη τό στόμα του. — Νά τώρα κι* ή δίκιά μου ιστορία, σύντομη άλλωστε. "Ολο τό πρωί συνερ γάστηκα μέ τον Ντάίκ, τον επιθεωρη­ τή πού έμοιαζε νά συμφωνή μαζί μου στά περισσότερα ζητήματα. ΚΓ έτσι βρέθηκα μαζί του τό βράδυ στή βίλλα. "Οταν ό αστυνομικός μέ τό πο­ δήλατο μέ ρώτησε άν είδα ένα κορίτσι, κατάλαβα αμέσως πώς μέσα στούς θάμνους δέν ήταν κρυμμένη καμμιά. . . άλεποΰ, αλλά ή Υδια έσεΐς. Τότε άποφά σισα νά βρώ μιά ευκαιρία καί νά σάς σώσω. Βέβαια αυτό δέν είναι καί πο­ λύ σύμφωνο μέ τό νόμο. Κανονικά θά πρεπε νά σάς παραδώσω στον έπιθεω ρητή, αλλά. . . — "Αλήθεια, ξέχασα νά σάς εύχαρι στήσω. Άλλα είναι κάτι πού δέν μοΰ είπατε ακόμα, κυοιε Σίρλυ: "Εκείνος ό πυροβολισμός! Μήπως. ■ . τραυματί στηκε κανείς; — Δέν τό ξέρω. Δέν ήμουν έκεΐ κά­ τω, καί ούτε είχα καιρό νά πάω νά ρωτήσω. Δέ μπορώ, βέβαια» νά σάς πώ περισσότερα από όσα ό ίδιος ξέ­ ρω! Δέν ξέρω άν ή σφαίρα βρήκε κοτ νέναν, καί ποιος πληγώθηκε, άν πληγώ θηκε. "Ίσως 6 άντρας σας, ίσως κανέ­ νας, αστυνομικός. Ήταν τόσο πυκνό τό σκοτάδι! Πάντως θά κοιτάξω νά μά θω τό γρηγορώτερο καί νά σάς πληρο­ φορήσω σχετικά. Τό αυτοκίνητο άρχισε νά Τρέχη πε­ ρισσότερο. Ήταν φανερό πώς τώρα πια ό Σίρλυ δέν ώδηγούσε άσκοπα, άλλα είχε ώρισμένη κατεύθυνσι. — Που πάμε; ρώτησε ό Ζανέτ. — Πάμε σ’ ένα μέ^ος πού θά είστε ήσυχη, όπου θά μπορέσετε νά ξεκουρα στήτε καί όπου κανένας δέν θά σάς κάνη ενοχλητικές ερωτήσεις. Στό σπί­ τι μου...

"Οταν τελείωσε, ό Σίρλυ δέν μίλη­

34

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


— Δεν πειράζει* · .

ΚΕΦΑΛΑ5 Ο

Λοιπόν, έν τά"

ξει. Θά σάς κλειδώσω έδώ καί θά

ΕΝ Ν Α Τ Ο

παθήσω νά γυρίσω τό γρηγορώτερ©. ΠΟΙΟΣ ΤΡΙΝΟΣ

ΗΤΑΝ

Ο ΚΙ­

ΔΙΑΒΟΛΟΣ

Τό ρολόι χτυπούσε μία όταν έφτα­ σαν στο σπίτι του Σίρλυ. "Έμενε ε­ πάνω από τό γραφείο του. Καθώς στα ματουσε τό αυτοκίνητο, εξήγησε στη Ζανέτ πώς κανείς άλλος δεν έμενε έκεΐ. Ξεκλείδωσε την πόρτα κι5 από μια σκάλα, επάνω από τό γραφείο, άνέβη" καν σ’ ένα ωραίο χώλ. 'Η Ζανέτ ένοιω σε έκπληξι για τό κοίλο γούστο τού Σίρλυ. Τό χαλί ήταν πλούσιο καί πα­ χύ. Στους τοίχους κρέμονταν περίφη­ μες εικόνες. Τα κομψοτεχνήματα ήσαν διαλεχτά. .— Αυτοί είναι οί σύντροφοι τής μ©“ ναξιάς ενός γέρου, είπε ό Σίρλυ καί έδειξε ένα ντιβάνι. Ξαπλώστε εκεί καί ξεκουρασθήτε, ώσπου νά πάω τό αυτο­ κίνητο στό γκαράζ. ’Ή μήπως* θέλετε νά πεταχτώ πρώτα στό. . . πεδίο τής μάχης, καί νά μάθω τί απογίνε; — Θά μου κάνατε αυτή τή μεγάλη χάρι; — Και βέβαια. . . "Άλλωστε δε μπο ρουμε νά συζητήσουμε γιά την κατάστασι χωρίς νά ξέρουμε πώς έχουν τά πράγματα ακριβώς. Φοβάμαι όμως νά σάς άφήσω έδώ μόνη. , — Δεν πειράζει. — Χμ! Δεν ξέρω, φοβάμαι. Μπορεί κανείς, (εί'τε από τό ένα στρατόπεδο, είτε από τό άλλο) νά προσπαθήση νά σάς βρή. ’Άν καί δεν πιστεύω νά μάς εΐδε κανείς νά μπαίνουμε. *Η άστυνο" μία είναι στη γωνία καί κανείς δεν μπο ρεί ποτέ νάναι απολύτως σίγουρος. Τί θά λέγατε, γιά νάχω την συνείδησί μου ήσυχη, άν σάς κλείδωνα έδώ οσο θά λείπω; Νά σάς πώ καθαρά τί φο­ βάμαι; Την κυρία Ρόψον. Αυτή ή γριά εΐναι τρελλή καί ικανή γιά τό κάθε τι. *Ίσως νά σκεφτή πώς ό μόνος γνωστός που έχετε σ’ αυτά τά μέρη είμαι εγώ. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί παίρνω όλες αυτές τις προφυλάξεις. — Κάνετε ό,τι νομίζετε καλύτερο* απάντησε ή Ζανέτ. Είμαι τόσο κουρα­ σμένη, ώστε ούτε νά σ-κεφτώ μπορώ, ου τε νά σάς ευχαριστήσω κοετάλληλα.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

Πήγε νά φύγη. Στήν πόρτα ©μ®§ς σταμάτησε πάλι. ’Άν θέλετε νά έργοοσθητε; χρειά /

7Ηταν ό Μάϊκαλ καί κοίταζε ακίνητος.

την

35 ^


ζομαι μια δακτυλογράφο πού νά μπορή νά σωφάρη. "Εκλεισε αμέσως τήν πόρτα και κλείδωσε απ’ έξω. 'Η Ζανέτ ξάπλωσε καί προσπάθησε νά'κοιμηθή.

* * * :£*****-

* I

Ξαφνικά δμως, ττετάχτηκε τρομαγ­ μένη. Μέσα στην ήσυχη νύχτα, κάτω στο δρόμο, ακούστηκαν βήματα πού σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα. "Α­ κούσε καθαρά τό τρίξιμο τού κλειδιού, τήν πόρτα πού άνοιξε καί έκλεισε πά­ λι, κΓ υστέρα τό θόρυβο στο διάδρο­ μο, κάτω άπ’ τις σκάλες. Τά βήματα έγιναν καθαρότερα. Κά­ ποιος ανέβαινε τις σκάλες, πλησίασε στο δωμάτιό της,καί γύρισε τό χέρι της πόρτας. Ευτυχώς πού ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. — Μάρκο, ακούστηκε μιά φωνή, ή φωνή τής γριάς. Μάρκο! "Ανοιξε! Τι σοδρθε καί κλειδώθηκες έτσι; Εΐμαι έ" γώ. Ξέρω πώς είσαι μέσα* γιατί βλέ­ πω φως. (Ή φωνή έγινε δυνατότερη). "Η μήπως είναι κΓ αυτή ή καταραμένη μαζί σου; Γι’ αυτό δεν ανοίγεις, έ; Ή πόρτα τραντοζοιαν σαν νά γι ο ταν σεισμός. Ακίνητη, ή Ζανέτ γ-ρ^'ε μέ τό μάτι κάτι γύρω για ν’ άμυνθή, άν χρειαζόταν. Τό μάτι της έπεσε στήν τσιμπίδα του τζακιού. — Μάρκο, σατανά. "Ανοιξέ μου α­ μέσως ! Τό δωμάτιο σείστηκε από τό τράν­ ταγμα τής πόρτας. — Κίτρινε Διάβολε, ανοιξέ μου! Ξαφνικά* άλλα βήματα ακούστηκαν στή σκάλα. Οί φωνές καί τό τράνταγ­ μα σταμάτησαν αμέσως. Ακούστηκε μιά κροιυγή τρομαγμένη. "Ενα χτύπη­ μα κΓ ένα πέσιμο. "Υστερα απόλυτη σιγή. Αυτή ή σιγή θά μείνη σημειωμένη στό μυαλό τής Ζανέτ, σάν μιά από τις πιο τραγικές στιγμές ολόκληρης αυτής τής τραγικής της περιπέτειας. Δέ μπορούσε νά φαντασθή πώς, υστέ­ ρα άπό τή φυγή της από τή βίλλα καί τήν άγωνία στα χωράφια, δέ θάβρισκε ασφάλεια ούτε σ* αυτό τό δωμάτιο πού στήν άρχή φαινόταν τόσο ήσυχο καί συμπαθητικό... "Εξω άπό τήν πόρτα ακούστηκε έ-

36

νας σιγανός θόρυβος. Τά βήματα άπο μακρύνονταν, σά νά πατούσε κάποιος στις μύτες. "Υστερα 6 ίδιος άφησε τά βήματά του ν’ ακουστούν, δυνατά, σά νά έφτανε τώρα μόλις. Ή πόρτα άνοιξε <αί μπήκε ό Σίρλυ* ξάναμμένος καί βρώμικος. — Θλιβερή υπόθεσις, ε?πε. — Πολύ* συμπλήρωσε ή Ζανέτ μη­ χανικά. — "Εκανα άσχημα πού σάς άφησα μόνη... Ευτυχώς πού σάς είχα κλει­ δώσει. Μόνο πόύ ήμουν ηλίθιος νά μήν ύποπτευθώ πώς αυτή μού εΐχε κλέψει τό δεύτερο κλειδί τής έξώπορτας. Ναί, ήταν ή γριά. Ήταν κάποτε οικονόμος μου. Θάπρεπε βέβαια αυτό νά σάς τό είχα πή, άλλα — τέλος πάντων — δέ σάς τό είπα... Τήν έχω διώξει άπό και ρό, γιατί μου έλειψαν κάτι χρήματα μιά μέρα. Τή. λυπήθηκα καί δεν τήν παράδωσα στήν αστυνομία. Άλλα προ •ειδοποίησα τον άνδρα σας, δταν έμαθα πώς τήν πήρε για μαγείρισσα. Τώρα, βέβαια, καταλαβαίνω γιατί τήν κρά­ τησε αυτός. Ήταν του συναφιου του. — Μά τό σπίτι ήταν δικό της. — Για νά πώ αλήθεια κυρία Χάλ, τό σπίτι είναι δικό μου. Τήν άφησα νά μένη εκεί, μιά καί δεν εΐχε πουθενά νά πάη, καί τή λυπόμουν. "Ετσι πουταν λοιπόν μόνη κΓ έρημη στον κόσμο. Γι* αυτό τρελλάθηκε. Άπό τή μονοξιά... "Οταν ό άνδρας \σας έγκατεστά θηκε έκεϊ, δέν ένδιαφέρθηκα γιά τό νοίκι. Δέν ξέρω τί συμφώνησαν μεταξύ τους, εγώ πάντως δέν κέρδησα τίποτα. Ξέρετε γιατί ήρθε εδώ ή γριά απόψε; Εΐχε στο χέρι της ένα μαχαίρι! χρειά­ στηκε νά τήν χτυπήσω άσχημα — μιά γυναίκα, τί φοβερό! Αυτή τή φορά θά πρέπη νά τήν παραδώσω οπωσδήποτε στήν αστυνομία... Πολλά περίεργα πράγματα καί ένοχλητικά έγιναν α­ πόψε. "Οταν τακτοποιήσουμε τις υπο­ θέσεις μας, νομίζω πώς κι’ οί Βυό μας χρειαζόμαστε ένα ταξιδάκι αναψυχής, - γιά νά καλμάρουνε τά νεύρα μας. Τί λέτε; — Δέν μπορώ τίποτα τώρα νά σκεφθώ. — Τότε θά πρέπει νά συνεχίσω νά σκέπτωμαι ένώ γιά σάς. Τά γεγονότα σάς έθεσαν υπό τήν προστασία μου, καί πρέπει νά σάς φροντίσω ώς τό τέλος... — Τί εννοείτε; Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ι


—: Το μέρος εδώ δέ θά είναι πολύ ευχάριστο για σάς αυτές τις μέρες, θά υπάρξουν ένα σωρό ενοχλήσεις κι* ίσως και κίνδυνοι. ι0 Επιθεωρητήν ψάχνει νά σάς βρή. ** * * ****** — Πολύ φυσικά, είπε ή Ζανέτ. — Ναι, αλλά αυτό δέ θά ήταν και τόσο καλό γιά σάς, τώρα ιτοί ό άν τρας σας δέ μπορεί νά μιλήση, κι5 αυ­ τό γιατί είναι νεκρός... Ή Ζανέτ έμεινε ακίνητη ενώ τό αίμα της ανέβαινε στο κεφάλι. Μέσα στο μυαλό της απλώθηκε ή μαύρη σκιά του θανάτου. Σέ πομπή/ σιγανή καί επίσημη, πα ρουσιάστηκαν, ένας-ένας, οί πεθαμένοι πού ε^χαν υφάνει τό δικό τους θάνατο μέ τή δική της ζωή. Τόσοι νεκροί έξ αιτίας ν του Κίτρινου Διαβό­ λου, τού ανθρώπου πού τούς μεταχει­ ριζόταν σάν νευρόσπατσ γ,ά νά γεμίζη τό σπίτι του πίνακες, καί κλεμμένα ακριβά αντικείμενα... Καί τώρα αυτός, αυτός ό διάβολος, καθόταν έκεΐ, απέ­ ναντι της έτοιμος νά τήν μεταχειριστή κι* αυτήν σάν νευρόσπαστο... «"Οχι!» έλεγαν οί πεθαμμένοι. «Πάρε τή δική μας δυναμι, Ζανέτ, γιά νά μάς έκδικη θής...» ’Έρριξε πίσω τά μαλλιά της καί γέλασε. — Είμαι χαρούμενη πού πέθανε ο Μάικαλ, είπε. — Γλυτώσατε από κάτι πού ήταν ενοχλητικό μαζί καί επικίνδυνο γιά σάς. Καί τώρα σάς μένει νά άπομαπ κρυνθήτε τό γρηγορώτερο από κάθε τί που σάς, δένει μέ τά περασμένα... "Α­ κούστε τή συμβουλή μου. συμβουλή έ" νός φίλου, οχι ενός δικηγόρου. Φύγετε τώρα, άμρσως... Μήν άργήτε. "Αν άργήσετε ίσως αρχίσουν καινούργιες φα σαρίες. — Τί είδους; — *Η φυλακή, παραδείγματος χάριν. — Μά εγώ δέν έκαμα τίποτα. — Καί βέβαια δέν κάνατε, μά μπο­ ρείτε νά αποδείξετε πώς δέν κάνατε; Είπατε ψέματα στον Επιθεωρητή Ντά *κ... Ζητήσατε από έναν αστυνομικό νά σάς Βείξη τό δρόμο γιά τό Χάϊκλιφ. Καί, τέλος, νασαστε σίγουρη πώς ή γριά θά κάνη τό παν γιά νά παρασό­ ρη καί σάς στην κρεμάλα, πού σίγου­

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

ρα την περιμενει. Ή ίανέτ κατάλαβε τό κόλπο, μά δέ φανέρωσε τίποτα. "Η μόνη της φροντί­ δα ήταν πώς νά τού στήση μιά παγίδα, νά τον παραδώση στην άστυνομία, πριν αυτός κατορθώση νά τής ξεφύγη. — Κι’ άν φύγω, δέν έχω πού νά πάω, είπε. -— Αυτό δέν πρέπει νά σάς άνησυχή, γιατί θάρθω κΓ έγώ μαζί σας. — Εσείς; — Ναί, γιατί οχι; "Ακούστε! Τό αυτοκίνητό μου είναι στή γωνία, σέ πέντε λεπτά μπορούμε νά ξεκινήσουμε. Μή σάς ξαφνιάζή αυτό. Συχνά κλείνω τό 'γραφεΐο μου καί φεύγω. "Αλλωστε δέν έχω και πολλές δουλειές. Θά ττερά σου με πολύ ευχάριστα... "Οσο γιά ρούχα, παίρνουμε μερικές κουβέρτες μα ζί μας, γιά νά μήν κρυώνετε στο αυτό κίνητο, καί εκεί πού θά φθάσουμε άγοράζετε δτι σάς χρειάζεται. — ΚΓ ή κυρία Ρόψον ; Αυτός έσμιξε τά φρύδια του. και συνέχισε ψύχραιμα: •— "Α. Βέβαια, εΐναι κι’ αυτή... Δέν πειράζει όμως. Θά τήν έλευθερώσω, κι* άς κάνει δ,τι θέλει. "Αν πάη στήν α­ στυνομία, θά σκάφη μόνη τό λάκο της. — "Ωστε δέ θά τήν παραδώσετε στήν αστυνομία; — Αυτή ήταν ή πρόθεσίς μου, μά βλέπω τώρα πιά δέ θάταν σωστό. Δέν πρέπει νά παρουσιαστώ στήν αστυνο­ μία απόψε. "Ας νομίσουν πώς κουρά­ στηκα καί πήγα νά κοιμηθώ. "Αργό­ τερα ρυθμίζω τήν ανωμαλία — τάχω καλά μέ τόν Επιθεωρητή. Γιά τήν ώ­ ρα, τό μόνο πού σκέπτομαι είστε έσεΐς. Ελάτε, πρέπει νά βιαστούμε. Μιλούσε τώρα νευρικά, αποκαλύ­ πτοντας σιγά - σιγά ολσν τόν πραγμα τικό έαυτό του. Στά μάτια του γυά­ λιζε ό πόθος. — Γρήγορα! Τό παλτό σας! φώ­ ναξε. Τό πήρε από τήν καρέκλα καί τδρ” ριξε στυς ώμους της. *Η κρίσιμη στιγ μή είχε φτάσει, καί ή Ζανέτ μέ τρόμο ανακάλυψε πώς δέν είχε σκεφθή ακόμη καμμιά λύσι. — Πηγαίνετε νά φέρετε τό αυτοκί­ νητο, τότε είπε. Κατεβαίνω αμέσως. — "Α οχι! Σάς άφησα μόνη μιά φορά καί εΤδατε τί πήγατε νά πάθετε. Ή Ζανέτ φοβήθηκε μήπως αυτός, ό-

37


ποπτευθή τίποτα και άρχισε νά βάζη αργά τό παλτό της. — Δέν πάμε τουλάχιστον πρώτα από τή Βίλλα νά πάρω τά ρούχα μου; — Γιά νά πέσουμε στά χέρια τής αστυνομίας; Έκεΐ είναι τώρα δεκάδες αστυνομικοί! Δοκίμασε άλλο κόλπο: — Κύριε; Σίρλυ, δέν αφήνετε κανέ να σημείωμα δταν φεύγετε, νά ξέρουν οί πελάτες οτι δέν ε^στε έδώ; — Κολλώ μιάν ειδοποίησε στην πόρτα. — Αφήστε με νά σάς την γράψω, Τον παρακάλεσε. ' θυμάστε πού μου εΥπατε νά γίνω δακτυλσγράφος σας; Αφήστε με νά δο κιμάσω τή μηχανή. 4Ο Σίρλυ δίστασε. — Σάς παρακαλώ* θά είναι ή πρώ­ τη δουλειά που θά κάνω γιά σάς. "Ετσι θά εγκαινιάσω τή συνεργασία μας, και σεις στο μεταξύ μπορείτε νά πάτε νά ελευθερώσατε την κυρία Ρόψαν. — *Ά, βέβαια, άπάντησε ό Σίρλυ. Καλά πού τό θυμηθήκατε. Θά σκάση

χης·

'Η Ζανέτ γύρισε ξαφνιασμένη. — Τίποτα, άπάντησε μέ πνιγμένη φωνή. 'Ο Σίρλυ κύτταζε τό ξαναμμένο πρόσωπό της, ύστερα τό χαρτί. Τά μάτια του μικρήνανε και πήρανε μια έκφροοσι σατανική, γεμάτη έχθρα και υποψία. 4Η Ζανέτ δέν μπόρεσε νά μαντέψη άν ό Σίρλυ είχε καταλάβει την άνακάλυψί της ή δχι. Τό μόνο πού κατάλαβε ήταν πώς ή κάννη ένός περιστρόφου ήταν γιά κα­ λά άκουμπησμένη στό δεξιό της πλευρό. — Πολύ αργά, μουρμούρισε ό Σίρ~ λυ. Φρόνιμα τώρα- μικρούλα μου!

Κ ΕΦΑΛΑI Ο

ΦΡΙΧΤΕΣ

ΔΕΚ ΑΤΟ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Μέ την απειλή τού πε­ ριστρόφου ή Ζανέτ κατέ­ βηκε τις σκάλες, βγήκε στό δρόμο καί μπήκε στό οαιτοκίνητ© πού περίμενε στη γωνία. Τώρα πού εΐ­ χε πεισθή πιά γιά την ταυτότητα τού συνοδού της, ήξερε πώς άν δέν υπά­ κουε, ό Σίρλυ θά φαινόταν αμείλικτος. Κι* αυτό ακόμα θά τό διακινδύνευε άν έβρισκε μιά όποια δήποτε πιθανότητα επιτυχίας. Μά εΐχε τώρα πειστεί πώς θάταν μάταιο- καί πώς, μόλις θά πή­ γαινε νά φύγη, θάπεφτε κιόλας σκοτω­ μένη. Κι* ό Σίρλυ δέ θά πάθαινε τίποτα, γιατί εΐχε κιόλας στό χέρι του τή δι­ καιολογία: «Αυτοκτόνησε, κύριε ΈπιΘεωρητά! Τί τραγικό! 5Αλλά τί νά-

38

ή καϋμένη εκεί μέσα. Η γραφομηχανή είναι στη γωνιά. Σέ δυο λεπτά θά γυ­ ρίσω. 4Η Ζανέτ κάθησε στη μηχανή, κι* άρ χισε νά γράψη: ΚΛΕΙΣΤΟΝ, εγρα, ψε μέ κεφαλαία γράμματα, και πριν συνέχιση κατάλαβε πώς την άπόδειξι πού ζητούσε την εΐχε στά χέρια της. — Τί κυττάζετε έτσι περίεργα: ρώ τησε ό Σίρλυ πού ήταν τώρα πίσω

κάνε, μιά καί την έφερνα γιά νά σάς την παραδώ­ σω ;» :,ι — Θά όδηγήσης έσύ, εΐπε ό Σίρλυ αυστηρά στό αυτί της. -— Δέν τά καταφέρνω καί πολύ καλά. — Τόσο τό χειρότερο καί γιά τούς δυο μας! 'Η Ζανέτ, χωρίς νά χάση τό θάρρος της, κάθησε στό τιμόνι καί τό αυτοκί­ νητο ξεκίνησε. 'Ο Σίρλυ κάθησε δίπλα της, κι* I βάλε τό περίστροφο στό πλευρό της. — Τό περίστροφο εΐναι γεμάτο, εί πε, καί μη φοβάσαι, βέν πρόκειται ν αποκοιμηθώ. Πρόσεξε λοιπόν, νά μή σέ πάρη ό ύπνος καί σένα.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


Η φωνή του και τά λόγια του είχαν τώρα όλότελα αλλάξει. Δεν ήταν πια δ καλοκάγαθος επαρχιακός δικηγόρος, άλλα ένας πραγματικός διάβολος/ δί­ χως ίχνος άνθρωπισμοΰ. — Πρόσεχε τις οδηγίες μου, είπε πάλι. Στρίψε ιδεξιά... αλλάζεις άσχημα τα χύτητα... πρόσεχε... πάτησε γκάζι... — Πόσο μακρυά θά πάμε; — "Οσο χρειάζεσαι. — Θά μου πήτε τουλάχιστο τι από γίνε ή κυρία Ρόψον; — Δέ μάς ενδιαφέρει ή κυρία Ρά­ ψου. Μπορείς όμως νά την εχης ως πα ράδειγμα, άν σκοπεύεις νά παρακού-’ σης. Γιατί κΓ αυτή παράκουσε... ώρισμένα λόγια πού είχε πή κάποτε- στην κουζίνα καί πού έσύ ή ίδια μου άνέφερες, δεν ήσαν καί τόσο κολακευτικά γιά τόν «Κίτρινο Διάβολο». — "Αν τήν σκοτώσατε κΓ αυτήν, ξέρετε πόσοι γίνονται; — Στρίψε δεξιά. — Πέντε! — Ευθεία τώρα. Μήν πατάς φρένο' τόσο συχνά... — 'Ο άντρας μου, οί δυο συνεργά­ τες του, ή Ρόψον, ό Λόρδος Ντώλις. — "Ωστε έσύ ε’σαι ή έκτη ! — Καί εσείς ό έβδομος. — Πώς τό προδίκαζες; — Τό αυτοκίνητο θά πέση σέ κανέ­ να χαντάκι. — Λεν τούτ σκότωσα όμως εγώ ό­ λους αύτούο, Ζανέτ. Είσαι κουτή, άλ­ λα είσαι ομοοφη καί μ’ άοέσει τό κου­ ράγιο σου Αέ σκότωσα εγώ τόν άν­ τρα σου. "Αλλος τόν πυροβόλησε. Δέ σκότωσα τούς δυο άλλους. *0 ένας έ­ πεσε από τή στέγη, ό άλλος πέθανε από γροθιά πού τούδωσα. "Οσο γιά τόν Λόρδο Ντώλις, πώς μπορούσα νά τόν σκοτώσω εγώ, αφού βρισκόμουν τότε στο Ντάλιγκτον; — "Ησαστε πραγματικά στό Ντά λιγκτον; Αάτός σκέφτηκε λίγο, πριν απάν­ τηση: — Βρίσκω τή συζήτησι ενδιαφέρουΑς τήν συνεχίσουμε. . -ίσως/ όταν γνωρίσουμε καλύτερα, καταλάβηε τί ανθρωποΓ είμαι... οχι, δεν ήμουν τότε στό Ντάλιγκτον. — Ησαστε στή Λέσχη τού «Κ ίτ ρ ι ν ο υ Διαβόλου»; Πρόσεχε, μήν οδηγείς έτσι νευρι­

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

κά... ό δρόμος είναι στενός... Ναί ή­ μουν στή Λέσχη . — Καί μέ είδατε; — Σέ σερβίρισα. — "Ησαστε τό γκαρσόνι! — Ούτε ό άντρας σας ήξερε ποιος είμαι, ούτε άλλος κανένας. Μ’ αρέ­ σουν κάτι τέτοιοι ρόλοι. Μου δίνουν εξάλλου χρήσιμες πληροφορίες. "Εμα­ θα γιά κάτι καταχρήσεις πού γίνονταν στή Λέσχη εις βάρος μου καί πώς έ“ κείνοι πού είχα στήν υπηρεσία μου δέν έκαναν καλά τί δουλειά τους. . . Εΐδα έπίσης δτι είσαστε μιά πολύ ελκυ­ στική κοπέλλα, καί δέν μ5 αρέσει νά μέ προδίδουν εκείνοι, πού τούς ανα­ θέτω νά φέρνουν τίς ωραίες κοπέλλες στά νερά μου, όπως ό Χάλ! 'Η Ζανέτ είχε χλωμιάσει. — "Ωστε ό άντρας μου είχε πραγμα τικά τήν αποστολή!... — Ακριβώς. — ΓΓ αυτό μ5 έφερε στό Ντάλιγ­ κτον; — ΓΓ αυτό. Μέ τήν διαφορά πώς ό γάμος δέν ήταν στό πρόγραμμα. — Πώς θά μπορούσε άλλοιώς νά γίνη; — Σέ φανταζόμουν πιό μοντέρνα. — Κατάλαβα. .ΚΓ ή Ρόψον τοξερε; — Τό κατάλαβε. ^Ηταν άρκετά έ­ ξυπνη. — Μά γιατί μέ ζήλευε; — Β ρέστο μόνη σου. — Μου είπατε πώς ήταν οικονόμος σας άλλοτε. — Ναί. ^ ' — Μήπως ήταν κΓ αυτή κάποτε, μιά από τίς ... έλκυστικές κοπέλλες; — 'Έταν ή γυναίκα μου. Γιά ποώτη ψσοά ή Ζανέτ ένοιωσε υιά υεγάλη συμπάθεια γιά τή γριά. Θυμήθηκε τό πρόσωπό της, γεμάτο ζήλεια, καί τη λυπήθηκε. Καί στό με­ γαλύτερο θυμό Της, ή γριά δέν ήταν τόσο σατανική οσο ό τωρινός συνοδός. — "Ας ξεχάσουμε τή Ρόψον, είπε αύτόο σάν νά υπερηφανεύονταν γιά τά κατορθώματα του, καί άς ξαναγυρίσουμε στό Χάλ. Δέν τόν σκότωσα Iγώ. Άπό τήν άλλη μεριά, δέ μπορούσα νά άρνηθώ στήν αστυνομία τή βοήθεια πού τής χρωστώ ώς φρόνιμος πολίτης.. Έσύ μονάχα, παραλίγο νά μού χαλάσης ολη τήν καλλιτεχνική δρυλειά μου. "Οταν ξανάρριξα τό πτώμα του Σμίθ μέσα στό ποτάμι, νόμιζα πώς ό

39


αντρας σου θάφτανε έκεΐ πριν οπτό την αστυνομία, κΓ έτσι θά νόμιζαν πώς τόρριξε αυτός. Αυτή ήταν ή μόνη καλλιτεχνική αποτυχία τής ζωής μου...

Κ ΕΦΑΛΑIΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Τήν ίδια στιγμή, ένας αλλόκοτος, δια­ περαστικός ήχος υ­ ψώθηκε μέσα στή νύχτα, κάνοντας τόν Σίρλυ νά τραβηχτή απότομα πίσω, αφίνοντας μιά φρικτή βλαστήμια. ^Η­ ταν ή σειρήνα ενός αστυνομικού αυ^σ κινητού. — Ή αστυνομία!, γρύλλισε ό Κί­ τρινος Αιάβολος. Καί ή φωνή του είχε κάτι από τόν τρόμο του αγριμιού, που τό κυνηγουν σκυλιά καί κυνηγοί! 1 'Η Ζανέτ άφησε μιάν ανάσα γεμάτη άνακουφισι. Κύτταξε μέσα στον καθρεφτάκι του οδηγού καί είδε πίσω, πολύ πίσω, ε­ πάνω στον έρημο καί νυχτωμένο· εξοχι­ κό δρόμο» τους προβολείς ενός αυτοια νήτου νά καταβροχθίζουν τό σκοτάδι, ιΗ αστυνομία! Δόξα σοι ό Θεός! Τό τέρας που ήταν καθισμένο δίπλα της, ό απαίσιος δολοφόνος που έξών' τωνε τους ί'δισυς τους συνενόχους του, θά έπεφτε επιτέλους στά χέρια τής δικαιοσύνης! Ελάττωσε ταχύτητα, μά τήν ’ίδια στιγμή ένοιωσε τό πιστόλι του Κίτρι νου Διαβόλου νά καρφώνεται στο πλευ ρό της. —"Οχι αταξία μικρούλα μου!, μουρμούρισε ό δολοφόνος. Θά ανάπτυ­ ξη ο όση ταχύτητα ιιποοεΐ νά άποδώση τό αυτοκίνητο καί θά όδηγήσης προσε κτικά. "Αν υάς Λτάσουν οί αστυνομι­ κοί, θά τινάξω τά μυαλά σου στον αέ­ ρα καί θά σκοτωθώ κι* εγώ, γιατί σί­ γουρα τό αυτοκίνητο θά πέση σε κα­ νένα γκρεμό! "Ενα ρίγος διέτρεξε τή σπονδυλική στήλη τής Ζανέτ. Δεν μπορούσε νά κάνη διαφορετικά. "Επρεπε νά ύπακούση. "Οχι πώς έτρε­ με καί τόσο πολύ για τή ζωή της. Έκεΐ όπου είχε φτάσει καί μέ τις δοκιμασίες από τις όποιες εΐχε περάσει» δεν νοια-

40

Τώρα όμως... Ή Ζανέτ ένοιωσε τά χείλη του στο λαιμό της, και τά χέρια του ςττό κορμί της.

ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΙ­ ΤΡΙΝΟΥ ΔΙΑΒΟΑΟΥ ζόταν για τή ζωή της. Έκέϊνο πού ήθελε ή­ ταν νά συλληφθή και νά κρεμαστή ό φρικτός δολοφόνος, ό άνθρωπος που είχε στείλει στήν άτί μωσι καί στό' θά/ατο τόν Μάϊκαλ. Ή ψυχή της έκλαιγε για τόν Μάϊκαλ. Παρ* όλα όσα εΐχε ακούσει γι’ αυτόν, παρ: όλη τήν ελεεινή συμπεριφορά του απέ­ ναντι της, ή Ζανέτ ένοιωθε ακόμα κάτι σάν έρωτα για τόν λιγοήμερο καί πα» ράξενο σύζυγό της καί ένας άπέραντος οίκτος τήν πλημμύριζε γι’ οώτόν. Θά μπορούσε, γυρίζοντας άπότομα τό τιμόνι» νά ρίξη τό αύτοκίνητο έπάνω σ’ ένα δέντρο ή κάτω, σ’ ένοτν γκρεμό, σκοτώνοντας έτσι καί τόν έοαί τό της καί τόν Κίτρινο Διάβολο, μά αυτό δέν ήταν ή σωστή λύσις. ιΟ δολο­ φόνος έπρεπε νά συλληφθή καί νά ξε~ σκεπαστή. Αυτό θά ήταν μιά παρηγο­ ριά γιά τήν ψυχή τοΰ Μά'καλ. * * * Η:**** Πάτησε μέ δύναμι τό πεντάλ τής βεν Πνας καί τό γρήγοοα αυτοκίνητο πή­ δησε προς τά έμπρός,σάν αφηνιασμένο άλογο, καί άρχισε πάλι νά καταβροχθί ζε? άπληστα τό διάστημα. Ή σειοήνα Τοΰ αστυνομικού αύτοκι νότου άκ-ουγόταν πάντα πίσω καί στό κσθοεφτάκι τοΰ οδηγού ή Ζανέτ εΐδε τους ποοβολεϊς του, που είχαν πλησιά σε» κάπως στό μεταξύ, νά ξεμακρένουν πάλι. — Θά τους ξεφύγουμε!, φώναξε. Δέ< θά μπορέσουν νά μάς φτάσουν! Θά ξε φύγουμε καί θά πάμε νά ζήσουμε σε μιαν άλλη πόλι μέ άλλα ονόματα, μι­ κρούλα μου! Θά γλεντήσουμε τή ζωή μας έκεΐ. ΚΓ όταν όλη αυτή ή φασαρία κατασταλάξη» ό Κίτρινος Διάβολος θ' αρχίση πάλι τή δράσι του. "Εχω... 'Ο ήχος μιας δεύτερης σειρήνας ετ σμίξε μέ τόν ήχο νης πρώτης.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


'Ο Σίρλυ σώπασε, κύτταξε μέσα στο καθρεφτάκι και βλαστήμησε. — Εΐναι μια μοτοσυκλέττα!, γρύλλισε. Νά τους πάρη ό διάβολος! Δέ θά μπορέσουμε νά ξεφύγουμε τώρα! Πίεσε περισσότερο τό πιστόλι του επάνω στο πλευρό τής και διέταξε: — Στην πρώτη στροφή, θά φρενάρης και θά πηδήσης άμέσως έξω : "Ετσι; Λεν πιστεύω νά θέλης νά πεθάνης! "Ε; Ή Ζανέτ κούνησε τό κεφάλι της. Ή διαταγή τού Κίτρινου Διαβόλου ταί­ ριαζε μέ τά σχέδιά της. Στην πρώτη στροφή τό πόδι της έγκατέλειψε τό πεντάλ τής βενζίνης, και πίεσε απότομα τό φρένο. Τό οώτοκίνη το, μέ τις ρόδες του άκινητοττοιημένες, γλύστρησε έπάνω στήν άσφαλτο τρί­ ζοντας απαίσια καί σταμάτησε. Τό «σασί» λικνίστηκε βίαια έπάνω στις σούστες ρίχνοντας τους δύο έπι βάτες προς τά εμπρός. Τό πιστόλι επαψε νά πιέζη τό πλευ ρό τής Ζανέτ. Τό κορίτσι άπλωσε τό χέοι της, γιά νά άρπάξη τόν καρπό του ώπλισμένου χεριού του Σίρλυ, μά τό άποτράβηξε αφήνοντας μιά κραυγή •πόνου . *0 Κίτοινος Διάβολος τήν είχε, χτυ πήσει στα δάχτυλα μέ τήν κάννη του πιστολιού του. — Είπα ήσυχα, άν θελης τή ζωή σου!, μούγγρ»σε. "Εβγα έξω! 'Η Ζανέτ υπάκουσε τρίβοντας τά μωλωπισμένα δάχτυλά της. Βγήκε στον δοόυο καί στάθηκε παοάυεοα. ενώ ό Σίρλυ. έλυνε τό φρένο» έστριβε, τλ βολάν ποός τά δεξιά και πηδούσε έξω από τό αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν έλαΦοά κατηφορικογ. Τ© αυτοκίνητο γλύστρησε αργά έπάνω στην άσΦσλτο/έφτασε στά χείλη Τ°υ νκοευου, πού έχασκε ποός τά δε" ξιά καί έπεσε κάτω. Ενατ τοομεοόο κρότος αντήχησε, έπειτα από μεοικά δευτερόλεπτα σιωπήτ. κο»' μια έντονη Φλόγα αναπήδησε από τό βάθος τον νκο-εμου. Τό αυτοκί" νη-το ε?χε π-υντριβή εκεί κάτω καί ή βενζίνη εΐχε άοπάξη φωτιά! ! — Πίσω γοόνορα! διέταξε ό Κίτρι νο'· ΔιάβολοΓ σποώχνοντας τή Ζανέτ με τό πιστόλι του. Ανάμεσα ςτΤους θάμνους! Ποίν Φτάσουν οί άστυνομΐ" κοί! ! Χωθήκαν ανάμεσα στους θάμνους.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

που φύτρωναν προς τ’ άριστερά του δρόμου, καί άνηφόρισαν ώς τά μέσα ένός χαμηλού λόφου. Έκεΐ ό Σίρλυ ψιθύρισε: — Στάσου καί μή βγάλης τσιμου­ διά από τό στόμα σου! Δεν θά δίστα ζσ ούτε στιγμή νά πυροβολήσω! ^ * 5Η 'Η Ζανέτ έμεινε ακίνητη καί σιωπη­ λή! "Ηξερε καλά ότι ό Κίτρινος Διά­ βολος ήταν ικανός νά πραγματοποιήση τήν απειλή του. Κάτω, στήν καμπή τού δρόμου, φά­ νηκε ό δυνατός προβολευς μιας μοτοσι κλέττας κι* άμέσως έπειτα οί δίδυμοι προβολείς ένός αυτοκινήτου. Οί σει­ ρήνες έσβησαν μέ άνατριχιαστικό ουρ λιαχτό, ενώ τά φρένα έτριζαν διαφορε­ τικά μέσα στή νύχτα. Ή μοτοσυκλέττα καί τό αυτοκίνητο σταμάτησαν στο μέρος, απ’ δπου εΐ­ χε γκρεμιστή τό αυτοκίνητο του Σίρ­ λυ. Τέσσερις — πέντε άντρες πετάχτη καν έξω, πλησίασαν σΤο χείλος του γκρευιού καί κοίταξαν κάτω. Οί σιλουέττες τους διαγράφονταν στήν άνταύγεια, που έοοιχνε προς τά έπάνω τους τό φλέγόμενο αυτοκίνητο. 'Η φωνή τού έπιθεωρητοθ έφτασε ώς τ’ αυτιά τής Ζανέτ: — Τό οιυτοκίνητό τους έπεσε στο γκρεμό! Σκοτώθηκαν κι* οί δυο! Δεν υπάοχει καμμιά ελπίς νά τους σώσου­ με. Κι’ άν δεν σκοτώθηκαν μέ τό πέ­ σιμο, θά κάηκαν ζωντανοί! Τό οα&τοκίνητο καίγεται σάν λαυπάδα. — Νά κατεβούυε, κύριε έπιθεωρητά !, είπε ένας από τους άσΤυνομικούς. Μποοεΐ νά . . . — Δεν μπορούμε νά κάνουμε τίπο­ τα. τόν 81έκοψε η έπιθεωοητής. Ήέοω καλά τήν πεοιονή αυτή. Είναι οιδυνατον νά κατεβοΰνε στο γκοεμό νύχτα. Πρέπει νά περιμένουμε νά ξημερώση: — Διάβολε!, εΐπ ένας άλλος. Αυ­ τό είναι τό τέλος του Κίτρινου Διαβό­ λου! Δεν, θά μπορούσα όμως ποτέ νά βάλλω ατό μυαλό μου, ποιος ήταν ό Κίτρινος Διάβολος! Θά μπορούσα νά υποψιαστώ όλο τόν κόσμο, άκόμα. . . κι* έσάς, κύριε έπιθεωρητά, δχι όμως ένα κοοίτσι! 'Η Ζανέτ ρίγησε κι* ό Κίτρινος Διά βολοΓ. δίπλα της, γέλασε σιγανά. — Πολύ διασκεδαστικό, έ ; μουρμού οισε στο αυτί της. Δέν ήξερα πώς έσυ ήσουν ό Κίτρινος Διάβολος!

41


θεέ μου! Ή βλακεία μερικών ντέτεκτιβς, δεν έχει όρια! Χά, χά! θά ή­ θελα μόνο νά μάθω ττώς ό αξιαγάπη­ τος έπιθεωτητής μας εβγαλε τό θαυ­ μάσιο αυτό συμπέρασμα.

Σαν νά απαντούσε στά λόγια αυ­ τά του Σίρλυ, ό επιθεωρητής, ακούστη­ κε νά λέη κάτω, στον δρόμο: — Κι* εγώ δεν την εΐχα ύποψιαστή καθόλου. Νόμιζα πώς ήταν ένα δυστυ­ χισμένο κορίτσι, που είχε άνακατευτή, χωρίς νά τό θέλη, σ’ αυτή την τρο­ μερή συμμορία. "Οταν όμως στό Χά^κλιφ πρόσεξα ότι είχε έξαψανιστή ό Σίρλυ, άνησύχησα. Δεν ήταν κα­ θόλου απίθανο νά είχε πέσει στά χέ­ ρια του Κίτρινου Διαβόλου. "Έτρεξα στό σπίτι του και βρήκα έκεϊ; τή μα­ γείρισσα του Μάίκαλ Χάλ μέσα σ’ έ­ να δωμάτιο, πεσμένη, μ* ενα μαχαίρι καρφωμένο στήν πλάτη. Ευτυχώς, δεν είχε άκόμη πεθάνει και πρόλαβε νά μου πη: « Τό ... τό κορίτσι . . · εί­ ναι . . . έφυγε . . . ό Κίτρινος Διάβο­ λος . . . μαζί μέ ...» Είναι αναμφι­ σβήτητο πώς ήθελε νά πή ότι τό κορί­ τσι είναι ό Κίτρινος Διάβολος. "Ο­ ταν βγήκα πάλι έξω, ρώτησα τόν ?άστυφόλακα, που έκανε τή βάρδια του, καί ρου εΤπε οτι είδε τόν Σίρλυ καί ενα κορίτσι νά μπαίνουν στ© αυ­ τοκίνητο του πρώτου καί νά φεύγουν. 9Ηταν μοίΚρυά -καί δεν μπόρεσε νά διακρίνη καθαρά- μά είχε τήν έντύπωσι οτι ό Σίρλυ ήταν τρομοκρατημέ" νος. — Τι νομίζετε οτι συνέβη,κύριε έπιθεωρητά ; ρώτησε ένας από τους α­ στυνομικούς, — Τό πράγμα είναι απλό, είπε αυτός. Ή μαγείρισσα κατάλαβε, σί­ γουρα, πώς τό κορίτσι ήταν ό Κίτρι­ νος Διάβολος καί πήγε στον Σίρλυ γιά νά τήν καταδώσω. Μά ό Κίτρινος Διάβολος τήν πρόλαβε. Τήν μαχαίρωσε κι* έπειτα, κάτω από τήν άπειλή ένός πιστολιού, ανάγκασε τόν Σίρλυ νά μπή στό αυτοκίνητό του μαζί της Σώπασε γιά μερικές στιγμές κι* έ­ πειτα πρόσθεσε μέ Φωνή πού έτρεμε ε­ λαφρά άπό τή συγκίνησι: — Πόσο λυπήθηκα που δεν προλά­

42

βαμε! Τώρα, ό Σίρλυ έχει γίνει κι* αυτός κάρβουνο μαζί της! Κι* ήταν ένας τόσο διακεκριμένος πολίτης και τόσο καλός φίλος! ... Τό πιστόλι του Κίτρινου Διαβόλου έσπρωξε πάλι τή Ζανέτ. — Προχώρησε!, ψιθύρισε ό δολοψό νος. Θά ανεβούμε στό λόφο καί θά φύγουμε από τήν άλλη μεριά. Λυπού­ με πολύ- μικρούλα μου, μά απόψε τά χαριτωμένα ποδαράκια σου, θά κου­ ραστούν πολύ. "Έχουμε νά κάνουμε πο­ λύ δρόμο. Ευτυχώς που είχα προβλέψει καί έχω προετοιμάσει ένα θαυμά­ σιο καταφύγιο, γιά μιά παρόμοια πε_ ρίπτωσι. "Εκεί Θά περάσουμε τό μήνα τού μέλιτος, μικρούλα μου! Αυτό ήταν περισσότερο απ’ οσ© μπορούσε νά υπομείνη ή Ζανέτ. Οί αστυνομικοί ήταν ακόμη κάτω, στό δρόμο, κοιτάζοντας τό οιυτοκίνητο πού καιγόταν. ’Άν φιόναζε, θά τήν άκουγαν καί θά έτρεχαν νά τήν βοηθή σουν. "Άνοιξε τό στόμα της. Καμμιά δ«= μως φωνή δέν βγήκε άπό τό λαρύγγι της. 'Ο Κίτρινος Διάβολος είχε προ­ λάβει τήν κίνησί της καί τό μαντήλι του χώθηκε στό στόμα της. Η κάνη τοΰ πιστολιού του άκούμπησε τώρα στό σβέρκο της. ^ — Σέ προειδοποίησα νά καθήσης ήσυχα!, σφύριξε στό αυτί της. ’Άν άντισταθής ή ψωνάξης, θά κάνω κάτι πο λύ απλό: Θά σέ σκοτώσω καί θά φω­ νάξω τούς αστυνομικούς! Θά τούς πώ οτι μέ είχες κάτω άπό τήν απειλή τού πιστολιού καί οτι, καθώς προσπαθού­ σα νά σού τό πάρω, αυτό έκπυρσοκρό τησε καί σέ σκότωσε, ©ά μέ πιστέ­ ψουν καί θά μου δώσουν συγχαρητήρια που τούς άπηλλσξα άπό τόν Κίτρινο Διάβολο. Τί λές γι’,συτό; "Ελευθέρωσε τό στόμα της, μά τό κοοίτσι έμεινε σιωπηλό. *0 Σίρλυ έκάγχασε σιγανά. — Θά άναρωτιέσαι, σίγουρα, είπε, γιατί δέν τό έχω κάνει χκιόλας αυτό; είναι πολύ απλό μικρούλα μου! Μου άοεσες . . . Μοΰ άοεσες δσο καμμιά άλλη γυναίκα που έχω γνωοίσει στη ζωή μου! Μου άοεσετ τόσο πολύ, ώστε νά μέ φέοης σ^η θέσι νά έγι<αταλείΨω την τόσο βολ'κη καί φιλόνομη προ σωπ'κό-οτα ^ού «κ. Σίολυ, δικηγόρου», που τ-άαο καλά καιιουΦλάριζ«· την πρα^ μαΤική δοάσι μου! Καταλαβαίνεις πό

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


σο μεγάλη θυσία κάνω γιά σένα ; Πρέ­ πει νά είσαι ευγνώμων! Προχωρεί! Σιωττηλή και μέ ρίγη πού άνεβοκατέβαιναν στη ράχη της, ή Ζανέτ υπά­ κουσε. ( Οι ώρες ττου ακολούθησαν ήταν έφΐ“ αλτικές. Ανέβηκαν σέ λόφους/ κατέβηκαν σέ χαράδρες, διέσχισαν καλλιεργημένα χωράφια, πέρασαν ξεροπόταμους, περιεπλανήθηκαν ανάμεσα σέ άγκαθω-" τους θαμνότοπους, ξεσχίζοντας τά ρού χα τους ... Ρόδιζε ή αυγή, δταν έφτασαν μττρο' στά σέ μια μοναχική βίλλα, μέ τις πόρτες καί τά παράθυρα κατάκλειστα. Από ένα βουνό, πού υψωνόταν προς τά δεξιά, ή Ζανέτ κατάλαβε πώς βρι­ σκόταν τριάντα ή σαράντα χιλιόμε­ τρα στά νότια του σπιτιού, δπου εί­ χε περάσει τις τρομερές έκεΐνες στιγ­ μές προσπαθώντας νά λύση το αλλό­ κοτο αΥνιγμα/ που τύλιγε Τον Μάΐκαλ,

Κ ΕΦΑ ΑΑ10 ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Λίγες ώρες νωρίτε­ ρα/ στην πλαγιά δπου βρισκόταν τό Χά'κλιφ, ό Μάΐκαλ Χάλ σερνόταν ανάμεσα στους, Θάμνους αθόρυβα, σάν αγρίμι, πηγαί­ νοντας στό ραντεβού που Του είχε δώ­ σει 6 Κίτρινος Διάβολος. Μά δέν πήγαινε γιά νά κλέψη τό σπί τι, όπως ήταν ό σκοπός Του ραντεβού εκείνου. Πήγαινε γιά νά κάνη κάτι άλ­ λο: νά πιάση τόν μυστηριώδη, τρομε­ ρό αντίπαλό του καί νά δώση ένα τέρ­ μα στην εγκληματική του σταδιοδρο­ μία, παραδίδοντάς τον στήν αστυνο­ μία. Γιατί ό Μάΐκαλ είχε αλλάξει πιά. Δέν ήταν ό παλιός Μάΐκαλ που έκλε­ βε στά χαρτιά κατ’ έντολήν τού Κίτρι­ νου Διαβόλου καί παρέσυρε ανίδεα κο­ ρίτσια μέσα στή Λέσχη γιά νά τά παρσδώση στον ανήθικο καί άπληστο αρ­ χηγό του. Ή γνωριμία Του μέ τη Ζανέτ Τον

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

την κυρία Ρόψον καί τον άνθρωπο, που είχε σκορπίσει τά ματωμένα κομφετί καί είχε βρεθή μέσα στη λίμνη. — Αυτό είναι τό σπίτι μ·ας!, είπε ό Κίτρινος Αιάβολος. Έδώ θά περά" σου με μέρες ευτυχίας, ενώ 6 επιθεωρη­ τής Ντάΐκ, θά ψάχνη νά μάς βρή! Φαντάζομαι την έκπληξί του, δταν κοετεβή στον γκρεμό καί άνακαλύψη δτι ό Κίτρινος Διάβολος, δηλαδή εσύ, μέ τόν αιχμάλωτό του, δηλαδή έμένα, ε?' χαν κάνει φτερά, πριν τό αυτοκίνητο άρπάξη φωτιά! Χά, χά/ χά! Ή Ζανέτ δοκίμασε νά πή κάτι, μά δέν μπόρεσε. Δοκίμασε νά άνασάνη, μά ό αέρας άρνιόταν νά κατεβή στό στή­ θος της. 'Ο ρόδινος ουρανός έγινε γκρίζος κι* έπειτα μαύρος καί άρχισε νά στριφογυρίζη έπάνω από τό κεφάλι „της·

"Έχασε Τις αισθήσεις της καί σω­ ριάστηκε λιπόθυμη στά πόδια τού Κί­ τρινου Διαβόλου · · .

Ο ΜΑ-Ι-ΚΑΛ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣ!

είχε αλλάξει ριζικά. Ό Μάΐκαλ είχε μετανοήσει ά πό την πρώτη κιόλας στιγ μή- που είχε μπη μαζί της μέσα στή Λέσχη τού Κίτρινου Διαβόλου. Τήν παντρεύτηκε σκοπεύοντας νά φύγη μα­ ζί τη,ς γιά τήν Γαλλία, μά ή έπέμβοοσις τού Κίτρινου Διαβόλου είχε μα­ ταιώσει τά σχέδιά του. *0 άρχιεγκληματίας είχε στείλει τόν Σμίθ μέ τήν διαταγή νά πάη αμέ­ σως ό Μά'καλ μέ τό κορίτσι στό σπί­ τι, δπου έμενε ή κυρία Ρόψον, καί 6 Μάΐκαλ δέν είχε τολμήσει νά παρακού, ση, γιατί φοβόταν, δχι μόνο γιά τόν έσυτό του, άλλα καί γιά τό κορίτσι. Τώρα δμως δλα έπρεπε νά πάρουν ένα τέρμα. Ο έρωτας πού ό Μάΐκαλ ένοιωθε γιά τήν Ζενέτ ήταν αρκετά δυ­ νατός ώστε νά έξουδετερώνη μέσα του τόν φόβο που ένοιωθε γιά τόν Κίτρι­ νο Διάβολο. ^ Θά είχε πάει στην αστυνομία, ο-

43


πως τον είχε συμβουλεύσει ή Ζανέτ, αν μπορούσε συγχρόνως νά τούς πη ττοιός ήταν ό Κίτρινος Διάβολος. Μά δεν τό ήξερε αυτό. Δεν τό ήξερε κανέ" νας αυτό. 'Ο Μάικαλ και οι άλλοι έπερνάν Τα μηνύματα του μέσφ γκαρ­ σόν ιών τής λέσχης και τις λίγες φο­ ρές πού τον είχαν οή, ό Κίτρινος Διά­ βολος εΐχε σκεπασμένο τό ποόσωπό του με μια κίτρινη μάσκα. 'Η κύριοί Ρόψον φαινόταν νά ξέρη ποιος ήταν ό Κίτρινος Διάβολος, μά άρνιόταν νά μιλήση κάθε φορά πού ό Μάικαλ άνακινούσε τό ζήτημα. Αυτή τη φορά όμως ό Κίτρινος Διά­ βολος δεν θά την γλύτωνε. 'Ο Μάικαλ θά τον άρπαζε καί θά τοΟ έβγαζε την κίτρινη μάσκα . . . · Πλησίασε στό σπίτι καί στάθηκε πί­ σω από έναν θάμνο, ψάχνοντας γύρω τά σκοτάδιατ με τό βλέμμα. Δεν μπόρεσε νά διακρίνη πουθενά τον Κίτρινο Διάβολο. «Θά είναι μέσα στο σπίτι σκέρτηκε. 'Ο Μάΐκαλ έκανε πρώτα ολόκληρο τό γυοο του σπιτιού, πριν πλησιάσει στην πίσω πόρτα. Δοκίμασε τό πό“ υιολο. ^Ηταν κλειδωμένη. Έπσμένωο, ό Κί Γρινοε Διάβολος δεν είχε περάσει από ίκεΐ. Προχώρησε σύρριζα στον τοίχο <αί βρήκε ένα παράθυρο ανοιχτό. Στα Ιΐάτησε καί έστησε τό αυτί του, μά ίέν ακούσε τίποτα μέσα στη νύχτα. Πιάστηκε από τό πρεβάζι του παρα­ θύρου, λύγισε τά μπράτσα του καί τό διασκέλισε έπιδέξια. Βρέθηκε μέσα σ’ ένα σκοτεινό δω­ μάτιο, πιο σκοτεινό άπό την μαύρη /ύχτα έξω. Σέ μιά γωνιά, ένας ίσκιος τάλεψε αβέβαια. — Κίτρινε Διάβολε", ψιθύρισε.

Καί τότε μεσ’ άπό τό σκοτάδι τρεΐς 1 τέσσερις ίσκιοι αναπήδησαν καί ρί_ (τηκαν έπάνω του. —Έν όνόματι του νόμου . . . άρ(ίσε μιά φωνή. «, Χέρια τόν άρπαξαν άπό τά μπράΓσα καί μιά γροθιά τόν χτύπησε στό ιεφάλι ζαλίζοντάς τον. — Είναι ό Κίτρινος, Διάβολος!, φώ »αξε κάποιος. Μην τόν άφήσετε νά εάς ξεφύγη!

44

^Ηταν ή αστυνομία! Κι’ άπό τά λόγια τους ό Μάΐκαλ κατάλαβε πώς ό Κίτρινος Διάβολος δεν είχε πέσει ■στα χέρια τους. Δεν έπρεπε λοιπόν κι* αυτός νά τούς άφήση νά τόν συλ“ λάβουν. 7Ηταν ό μόνος πού μπορούσε νά άνακαλύψη ποιος ήταν ό Κίτρινος Διάβολος καί ή ελευθερία του ήταν α­ παραίτητη γι’ αυτό. Οί αστυνομικοί τόν κρατούσαν άπό τά μπράτσα/ μά τά πόδια του ήσαν έλεύθερα. 'Ο Μάΐκαλ έδωσε μιά κλωτσιά μέ τό αριστερό καί μιά μέ τό δεξιό του πόδι καί δυο κραυγές πόνου αντήχη­ σαν στό σκοτάδι. Τά χέρια πού τόν κρατούσαν αιχμάλωτο, χαλάρωσαν και ό Μάΐκαλ μ* ένα απότομο τίναγμα ε­ λευθερώθηκε καί ώρμησε προς τό πα­ ράθυρο. Τό διασκέλισε νοργά καί πήδησε κάτω .... γιά νά βρεθή φάτσα μέ φάτσα μ’ έναν μεγαλόσωμο αστυφύ­ λακα ! · 'Ο αστυφύλακας ήταν ώπλισμένος μ’ ένα ογκώδες περίστροφο, πού ή κά νη του ήταν στραμμένη προς τό στήθος τού Μάΐκαλ. — ’Άν κουνη,θής, πουλάκι μου, γρύ­ λισε ό αστυφύλακα*:, ό κόσμος τού εγ­ κλήματος θά χάση έναν άξιον άντιπρό" σωπό του απόψε! Μά ό Μάι’καλ είχε πια ποοχωρήσει πάρα πολύ καί δεν μπορούσε νά υποχωοήση. Άπό την έκβασι τής νύχτας εκείνη ο καί άπό τις έοευνες πού θά έ­ κανε τις έπόμενες μέρες, κρεμόταν οχι μόνο ή ελευθερία του καί ή ζωή του, αλλά καί ή ευτυχία καί ή Υδια ή ζωό τί<Γ Ζανέτ. Βοηθού ιιε.νοο άπό τό π*κοτάδι. άρπα­ ξε τό πε^ίστοοΦο τού αστυφύλακα ά­ πό τόν καννη καί/ μέ μιά άπότομη κίνησι. τό άπε^πασε. άπό τό χέρι του Την επόμενη στιγμή, ή λαβή τού πε ριστοόφου ποοσνειωνόταν έπάνω στό κρανίο τού άστυΦυλακα, πού έπεσε σάν κεοαυνόττληκτοΓ. Μέ μενάλα .πηδήματα, ό Μάΐκαλ, χώθηκε άνάιιεσα στους θάμνους. νΈτ ναο πυροβολισμόν αντήχησε πίσω του άπό τό υέοορ τού σπιτιού καί μιά σΛαίοα το-άκισε ένα κλαδί κάπου κον­ τά του. ’Έπειτα Λωνέρ καί τρεγαλητά! Χώνονταο τό -ϊτεοίστοοΦο στην τσέ­ πη του, 6 Μάΐκαλ, άρχισε νά τοέχη μέσα στη νύχτα.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


Ή μόνη σκέψις που κυριαρχούσε στο μυαλό του έκείνη τή στιγμή ήταν πώς να φύγη όσο πιο μακρυά κι* όσο πιο γρήγορα μπορούσε Τό που θά πήγαινε, θά τό σκεπτό" ταν αργότερα. Πάντως, 8έν μπορούσε νά πάη πίσω στό σπίτι τής Ρόψον. Ή αστυνομία, σίγουρα* θά έφτανε ε­ κεί πριν απ’ αυτόν. Καί δεν μπορούσε νά γυρίση στό διαμέρισμά του, στην πόλι. * Τό μόνο μέρος, όπου θά μπορούσε νά καταφήγη, θά ήταν ίσως τό σπίτι τού φίλου του δικηγόρου Σίρλυ. ΟΧίρλυ θά δεχόταν νά τον κρυψη, ώσπου νά πέραση ό ποώτος κίνδυνος, μά πώς θά πήγαινε ώς έκεΤ ό Μάΐκαλ ; "Επρε­ πε νά περάση από φωτισμένους δρό­ μους καί, χωρίς άλλο, κάποιο μάτι θά τον έβλεπε. * * * Συνέχισε χό τρέξιμό του ανάμεσα στά δένδρα καί τούς θάμνους καί δέν σταμάτησε, παρά μόνο όταν βεβαιώ­ θηκε πώς είχε ξεφύγει τελειωτικά από τά χέρια τής αστυνομίας. Τότε, κάθησε σέ μια πέτρα καί προ σπάθησε νά κάνη έναν απολογισμό τής καταστάσεώς του. *Η κατάστασίς του δέν ήταν απελ­ πιστική. "Οσο κι* αν ή αστυνομία τον καταζητούσε, ήταν εύκολο νά χαθή μέ­ σα στό πλήθος μιας μεγαλουπόλεως, χωρίς νά γίνη αντιληπτός. Θά κατέ­ φευγε στό Λονδίνο κΓ εκεί Θά κρυβό­ ταν ώσπου νά περνούσε ή μπόρα. "Ε­ πειτα, θά άρχιζε τις έρευνες του γύ­ ρω από τον Κίτρινο Διάβολο. Καί ή Ζανέτ ; Τι θά γινόταν στό μεταξύ ή Ζανέτ μόνη μέσα στό σπίτι εκείνο με τή Ρόψον ; "Αν ό Κίτρινος Διάβολος πήγαινε καί . . . 'Ο Μάΐκαλ έτριξε τά δόντια του. Καί ή σκέψις μόνο ότι ό Κίτρινος Διά βολος μπορούσε νά βάλη τά χέρια του έπάνω στη γυναίκα του, τόν έκανε νά παγώνη ολόκληρος καί νά σφίγγη με μανία τή λαβή τού περιστρόφου πού είχε στην τσέπη του. Δέν μπορούσε νά εγκατάλειψη τή Ζο:νέτ! Δέν μπορούσε νά τήν άφήση μόνη πίσω, ζητώντας αυτός καταφύ' γιο στό Λονδίνο. "Έπρεπε νά τήν πάρη από τό σπίτι εκείνο καί νά τήν κρύ ψη κάπου, νά τήν εξασφάλιση.

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

Κι* έπρεπε νά ψτάση στό σπίτι τήςΡόψον πριν από τήν αστυνομία καί τόν Κίτρινο Διάβολο. Σηκώθηκε καί άοχσε νά τρέχη σαν τρελλός προς τήν κατεύθυνσι τού σπι­ τιού ?μέ τή λιμνούλα. Τό σπίτι ήταν σκοτεινό όταν έφτα­ σε εκεί. "Άφησε έναν στεναγμό άνακουφίσεως. Είχε φτάσει πριν από τήν αστυνομία. Είχε όμως Φτάσει, πριν από τόν Κίτρινο Διάβολο ; *Η πόρτα ήταν άνοχτή κι* ό Μάΐ­ καλ μπήκε μέσα ορμητικά, φωνάζοντας: — Ρόψον!

Κυρία Ρόψον!

Ή φωνή του* αντήχησε μέσα στό μεγάλο σπίτι, σάν μέσα σέ έκκλησία, μά κανένας δέν άπάντησε. — Κυρία Ρόψον! Ζανέτ! Καί πάλ» καμμία άπάντησις. "Έτοεξε ποός τή σκάλα, ανέβηκε τά σκαλοπάτια τέσσεοα — τέσσερα και σταυά-^σε μπροστά στήν πόρτα τής Ζανέτ. "Αοπαξε τό πόμολο, τό γύ­ ρισε καί άνοιξε απότομα τήν πόρτα. — Ζανέτ!, έπανέλαβε πιο σιγανά. Μέσα από τό σκοτάδι τού δωματίου δέν τού άπάντησε κανείς. 'Ο Μάΐκαλ πασπάτεψε τίο τσέπες του, βοήκε τά σπίοτα καί, υέ δάχτυλα πού έτρεμαν, άναψε ένα. Στό χλωμό Φως τού σπίρ­ του, είδε ότι, τό δωμάτιο ήταν άδειο καί. ότι τό κρεββάτι τής Ζανέτ ήταν αναστατωμένο σάν νά είχε κοιμηθή έκεΐ τό κορίτσι. Είδε επίσης ότι τά παπούτσια της καί τό φόρεμά της ήσαν μέσα στό δωμάτιο. Που είχε πάει ή Ζανέτ χωρίς νά ντυθή ; Τό σπίρτο έκαψε τά δάχτυλά του καί τό παράτησε. Τό δωμάτιο βυθίστη κε στό σκοτάδι. "Ο Μάΐκαλ βγήκε στό κεφαλόσκαλο κι* έτρεξε στό δωμάτιο τής Ρόψον. ΤΗταν άδειο κι* αυτό!

Σίγουρα, ή

γριά μαζί μέ τόν Κίτοινο Διάβολο εί­ χαν άπαγάγει τή Ζανέτ καί τήν είχαν οδηγήσει άγνωστο πού. Μέ

τά

δόντια

σφιγμένα

από

λύσ­

σα καί μέ τό περίστροφο στό χέρι, ό Μά ικαλ βγήκε από τό σπίτι καί χώθηκε μέσα στό δάσος.

45


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ 'Η μέρα ήταν -προχω­ ρημένη δταν ό Μόώ)καλ ξύπνησε στό 5 ω μ'άγ ι ο πού ε?χε νοικιάσει την περασμένη νύ­ χτα σ’ ένα από τά πιο λαϊκά ξενοδο­ χεία του Λονδίνου. 4Ο πρώτος ήχος πού ακούσε/ ήταν * ή φωνή ένός έψημεριδοπώλου: —'Ο θάνατος τού Κίτρινου Διαβό­ λου! Τελευταία ώρα! 'Ο θάνατος του Κίτρινου Διαβόλου! "Ενα κύμα χαράς πλημμύρισε τό στήθος τού Μάίκαλ. ^Ηταν δυνατό ; Ο Κίτρινος Διάβολος είχε πεθάνει ; 'Ο φριχτός αυτός βραχνάς είχε επιτέ­ λους φύγει από τή ζωή του καί τή ζωή τής Ζανέτ ; "Οπως ήταν μέ Τα έσώρρουχα, πετάχτηκε στό παράθυρο — τό δωμάτιό του βρισκόταν στό ισόγειο — καί τό άνοιξε μέ χέρια πού έτρεμαν. Αγόρασε μια εφημερίδα, διάβασε βιαστικά τούς τίτλους καί άναγκάστη κε νά κρατηθή από τό περβάζι του πα­ ραθύρου για νά μήν πέση χάμω. Νά τί είχε διαβάσει: «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ , ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ! Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ !

«Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΞΕΦΥΓΕ!» λόγο, πώς ή Ζανέτ ήταν. . . ό Κίτρινος Διάβολος! Μιά βαθειά άπόγνωσις κυ ρίευσε τόν Μάίκαλ. Είχε μέσα σέ μιά στιγμή άπομείνει μόνος στόν κόσμο. Είχε χάσει τή μόνη γυναίκα πού εΐχε αγαπήσει πραγματικά στη ζωή του καί μαζί της είχε χαθή καί ό μόνος άν­ θρωπος, πού θά μπορούσε νά τόν βοη θήση, ό Σίρλυ. Δέν μπόρεσε ποτέ/ αργότερα, νά ύπολογήση ό Μά'καλ πόση ώρα εΐχε μείνει εκεί ασάλευτος καί βυθισμένος σέ μαύρη απελπισία. Δέν ήταν κάν σί­ γουρος άν εΐχε διατηρήσει τις σίο-θήσεις του στό διάστημα αυτό ή άν εΐ­ χε λιποθυμήση. Τό μόνο πού θυμόταν ήταν δτι τόν ξύπνησε πάλι ή φωνή του έφημεριδοπώλη: —'Ο Κίτρινος Διάβολος διέφυγε! 'Η άσυνομία επί τά Υχνη του! "Ωρμησε στό παράθυρο. ^Ηταν πια μεσημέρι καί ό δρόμος γεμάτος κό­ σμο. Ό Μάίκαλ χρειάστηκε νά περιμένη δέκα ολόκληρα λεπτά, γεμάτα φριχτή αγωνία, ώσπου νά μπορέση νά άγσράσηι ένα αντίτυπο. Αυτά πού διάβασε, παραλίγο νά τόν κάνουν νά λιποθυμήση πραγματικά αυ­ τή τή φορά. ·% !(ί # ί» »’/ ·!/ *!' •Ί' νΤΦ'τ Ί*

»Τ ό αυτοκίνητο τής 8 ολοφόχουέπεσε σ’ ένα γκρε­ μό καί άνεφλέγη! »Μ αζί μέ τόν Κίτρινο Διάβολο έκάη καί ό δικη­ γόρος Σίρλυ, πού ή δολο­ φόνος εΐχε άπαγάγει ώς όμηρο!» Μέ πρόσωπο χλωμό καί μέ μάτια πού δέν έβλεπαν καθαρά, ό Μάίκαλ διά βασε την περιγραφή τής καταδιώξεως του Σίρλυ καί τής Ζανέτ από τούς α­ στυνομικούς καί τής άναφλέξεως του αυτοκινήτου του. ^Ηταν τρομερό! 'Η Ζανέτ ήταν νε­ κρή! 'Ο Σίρλυ ήταν νεκρός! Καί ή άστυνομία πίστευε, άγνωστο για ποιο

46

Οι αστυνομικοί είχαν κατεβή στον γκρεμό, όπου ε^χε πέσει τό αυτοκίνη­ το. καί διεπίστωσαν ότι δέν υπήρχε κα νένα πτώμα ή υπόλειμμα πτώματος α­ νάμεσα: στα έοείπισ τού αυτοκινήτου. "Ο Σίολυ καί ή Ζανέτ εΐχαν, φαί­ νεται, πηδήσει από τό αυτοκίνητο, πριν αυτό πέσει στον γκρεμό! «Γιατί όμως!» άναρωτήθηκε ό Μάικαλ. «Γιατί ό Σίολυ καί ή Ζανέτ εΐ­ χαν πηδήσει από τό αυτοκίνητο καί εΐ­ χαν φύνει ; Γιατί οΐ αστυνομικοί, ό­ σο κΓ άν εΐχαν ψάξει, δέν τούς είχαν βοή σ’ ολόκληρη τήν περιοχή ; Καί γι­ ατί ή Ζανέτ καί ό Σίρλυ δέν εΐχαν ττ« ρουσιαστή στις αρχές έπειτα από τη

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


δημοσίευα» στις εφημερίδες τών όσων είχαν συμβή ;» Καί τότε μια σκέψις άστραψε στο μυαλό τού Μάΐκαλ. Είχε καταλάβει! Ε?χε καταλάβει τά πάντα τώρα. "Έβλεπε πια καθαρά. Πώς είχε τυφλωθή τόσον καιρό ; Πώς δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν ό Κίτρι­ νος Διάβολος ; Πώς δεν είχε συνδυάσει ώρισμένα γεγονότα μεταξύ τους και δεν είχε βγάλει τά συμπεράσματα του; Πέταξε την έφημερίδα χάμω καί άρ­ χισε νά ντύνεται γρήγορα* με κινήσεις πού θύμιζαν ρομπότ. "Έπειτα, έξήτασε τό περίστροφο, βεβαιώθηκε πώς ήταν γεμάτο καί πώς λειτουργούσε καλά καί βγήκε έξω. ^ Δέν πήγε στο σταθμό τών λεωφορεί ων ή τού τραίνου. Είχε αρκετά χρήματα στην τσέπη του, ώστε νά μπόρεση νά πάη ώς τό μέρος, όπου είχε πέσει τό αυτοκίνητο στον γκρεμό, με ταξί. "Έφτασε εκεί μιά ώρα αργότερα καί μέ άνακούφισι είδε οτι δεν £πηρχαν άστυνομικοι στην περιοχή. Κατέβηκε από τό αυτοκίνητο, πλήρωσε καί χώ­ θηκε ανάμεσα στους θάμνους καί τά δέντρα. 'Ο σωφέρ έμεινε γιά μερικές στιγ­ μές ακίνητος κοιτάζοντάς τον σκεπτι­ κά. "Έπειτα, σήκωσε τούς ώμους του, έκανε στροφή και κατευθύνθηκε πάλι προς τό Λονδίνο. ιΟ Μάΐκαλ, άρχισε νά ψάχνη τό έ­ δαφος μέ την ανυπομονησία καί την ε­ πιμονή λαγωνικού πού ψάχνει νά βρή τή λεία του, μέ τά χείλη σφιγμένα καί μέ μιά γκρίζα, μεταλλική λάμψι στά μάτια του. "Έψαχνε νά βρή τον έρωτά τομ. "Έ­ ψαχνε νά βρή τον μεγαλύτερο εχθρό τής ζωής του .·. Τήν "ίδια ώρα, μέσα στή μακρυνή βίλλοο όπου τήν είχε οδηγήσει ό Σίρλυ, ή Ζανέτ κοιμόταν βαθειά, ξαπλωμένη επάνω σ" ένα κρεββάτι, σ" ένα δωμάτιο πού τό παράθυοό του έβλεπε στον κήπο. Είχε σκεψτή νωρίτερα νά δραπετεύ ση από τό παράθυρο, μά άνοίγοντάς το, είχε διαπιστώσει ότι τό έδαφος ήταν πολύ κατηφορικό άπό τή μεριά αυτή καί τό ύψος τού τοίχου διπλασι­ αζόταν έτσι πού έκανε αδύνατη κάθε απόπειρα διαφυγής. Είχε δοκιμάσει τήν πόρτα, μά ©Κί­ τρινος Διάβολος τήν είχε κλειδώσει ά­

0 ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

πό έξω. "Έτσι απογοητευμένη, ή Ζα­ νέτ είχε, στερεώσει τό πόμολο, στηρί­ ζοντας κάτω του τή ράχη μιας καρέ­ κλας, καί είχε πλαγιάσει. Τήν ξύπνησε ένας κρότος στήν πόρ­ τα. "Άνοιξε τά μάτια της καί είδε τό πόμολο νά γυρίζη καί τήν πόρτα νά άνοίγη ελαφρά καί νά σταματά, οτοιν τό πόμολο βρήκε άντίσΤασι στή ράχηι τής καρέκλας. ιΗ Ζανέτ σηκώθηκε αμέσως καί τυ­ λίχτηκε μέ τή ρόμπα της. — Ζανέτ! ακούσε τή φωνή τού Σίρ~ λυ. Τό κορίτσι έμεινε σιωπηλό. Κοίτα­ ξε γύρω, είδε ένα μπρούτζινο κηροπή­ γιο καί τό άρπαξε σκοπεύοντας νά τό χρησιμοποιήση ώς «μυντικό όπλο · — Ζανέτ!, είπε πάλι ό Σίρλυ. "Ά­ νοιξε μου! Τί έχεις βάλει πίσω άπό τήν πόρτα; Ζανέτ! Ή Ζανέτ είπε μέ σιγανή φωνή, όπου όμως έπαλλε ή άποφασιστικότης της. — Αφήστε μέ ήσυχη! Δέν θά σάς άφήσω νά μπήτε έδώ! 'Η φωνή τού Σίρλυ αντήχησε σαρκα στική: — Μικρούλα- μου ε'σαι ανόητη! Ξεχνάς ότι μπορώ νά σέ άφήσω νά πεθάνης άπό τήν πείνα καί τή δίψα αυ­ τού μέσα! ν — Προτιμώ νά πεθάνω, παρά νά μέ αγγίξετε . . . δολοφόνε! Πίσω άπό τήν πόρτα, ένα'γέλιο άκούστηκε, γέλιο τρελλοΰ. Τό πόμολο γύρισε πάλι καί ή πόρ­ τα άρχισε ν’ άνοίγη. Σταμάτισε γιά μιά στιγμή, όταν συνάντη|σε τήν κα­ ρέκλα, μά ένα δυνατό σπρώξιμο άπ* έξω έκανε τήν καρέκλα νά γίνη δυο κομμάτια. Ή πόρτα άνοιξε μέ βρόντο καί ό Σίρλυ φάνηκε στο κατώφλι. 'Ένα σαρκαστικό χαμόγελο μανια­ κού παραμόρφωνε τά χαρακτηριστικά του. Τά μάτια του έλαμπαν άλλόκοτα. Στο χέρι του κρατούσε τό πιστόλι του.

"Οταν είδε τό μπρούτζινο κηροπή­ γιο, πού κρατούσε η Ζανέτ, κοντοστσθηκε κι" ένα συννεφάκι ανησυχίας καί φόβου φάνηκε στο πρόσωπό του. Τό κορίτσι αυτό ήταν ξεροκέφαλο^

47


σκέφτηκε, και δέν ήταν καθόλου απί­ πιο απροσδόκητο καί πιο εκπληκτικό. θανο να χρησιμοποιούσε τό κηροπήγιο Ούτε ή σφαίρα χτύπησε τό κορίτσι, που κρατούσε. "Έπρεπε νά τής φερθή ούτε τό κηροπήγιο τον Σίρλυ. μέ καλό τρόπο. Συναντήθηκαν, άπλώς, στή μέση τής "Έβαλε τό πιστόλι στην τσέπη ταυ τροχιάς τους. Ή σφαίρα χτύπησε επά­ και τής χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο νω στή βάσι του κηροπηγίου καί άπ©~ φιλικά. στρακίστηκε, κομματιάζοντας έναν μι— Μή φοβάσαι, Ζανέτ είπε μελιστά ' κρό καθρέφτη, που ήταν κρεμασμένος λαχτα. Δέν πρόκειται νά σέ πειράξω. στον τοίχο. Θά κάνω υπομονή ώσπου νά σέ πείσω Τό κηροπήγιο στριφογύρισε τρελλά καί νά σέ κάνω νά μέ άγαπήσης. "Ά­ καί πήγε νά πέση επάνω στό κρεββάτι. φησε αυτό τό κηροπήγιο! 7Ηρθα νά '· 4 Ο Κίτρινος Διάβολος έκάγχσσε. σου πώ ότι μπορείς νά φάς· άν θέλης. — Πόσο μου άρεσες! Είσαι πλασμέ Τό τραπέζι είναι έτοιμο. Φρόντισα, νη από γερή πάστα καί έχεις ατσάλι­ βλέπεις, νά εφοδιάσω τό σπίτι αύτό να νεύρα. Είμαι ευχαριστημένος που μέ κονσέρβες καί τρόφιμα γιά μιά πα 8έν σέ πέτυχε ή σφαίρα μου! Τώρα εί­ ρόμοια περίπτωσι. Μπορούμε νά μεί σαι στήν απόλυτη εξουσία μου! Θά! · · νουμε έδώ μήνες ολόκληρους χωρίς νά Ψ ϊ£ μάς λειψή τίποτα. Άφησε τό κηροπή­ γιο κι" έλα στην τραπεζαρία, Ζανέτ · · "Η Ζανέτ έκανε ένα βήμα πίσω μέ Μιά ψυχρή φωνή είπε πίσω του: την ψυχή γεμάτη μίσος καί αποτροπι­ —Άφησε τό πιστόλι νά πέση. Κί­ ασμό. Την αήδιαζε απερίγραπτα ή μά­ τρινε Διάβολε, καί σήκωσε τά χέρι® σκα καλωσύνης καί φιλίας, που ε?χε σου προς τό ταβάνι! ξαφνικά φορέσει ό σατανικός αυτός • Καί, σάν γιά νά ένισχύση τά λόγια έγκληματίας. αυτά, ή κάννη ένός πιστολιού άκούμπη Δέν πρόκειται ν’ άφήσω τό κηροπή­ σε στήν πλάτη του. γιο, Κίτρινε Διάβολε!, φώναξε σχεδόν 4 Ο Σίρλυ άφησε τό πιστόλι του νά υστερικά. Καί δέν πρόκειται νά φάω πέση. "Από τό στήθος τής Ζανέτ βγή­ από τό φαγητό σου! Είμαι σίγουρη κε μιά κραυγή χαράς: ' πώς έχεις βάλει ναρκωτικό στό φαγη — Μάΐκαλ! Είσαι ζωντανός, Μάΐτό ή στό νερό,γιά νά μπόρεσης νά πεκαλ! "Ωστε αυτό τό τέρας είχε πή τύχης αυτό που θέλεις! Φύγε από τό ψέμματα! δωμάτιο αυτό! Τό κορίτσι κινήθηκε προς τήν πόρ­ Ή μάσκα έπεσε πάλι από τό πρό­ τα, μά ό Μάΐκαλ τήν σταμάτησε: σωπο του Σίρλυ καί πρόβαλαν τά — Μείνε εκεί πού είσαι, Ζανέτ. Άν πραγματικά χαρακτηριστικά του, χα­ μπής ανάμεσα σέ μένα καί στον φίλο ρακτηριστικά σατανά. μου Σίρλυ, θά του δώσης τήν ευκαιρία Τό πιστόλι βγήκε πάλι από τήν τσέ νά κάνη κάτι γιά νά ξεφύγη! πης του καί τό σκοτεινό στόμιο τής 4Η Ζανέτ σταμάτησε. 6Ο Μάΐκαλ κάννης του, κοίταξε σκυθρωπά τό κ© γρύλλισε: ρίτσι στό στήθος. — Προσπάθησε νά φτάσης τό τα­ Ή φωνή του Κίτρινου Διαβόλου έ­ βάνι μέ τά χέρια σου, Σίρλυ, έκτος γινε παγερή καί απειλητική. άν θέλης νά σέ κάνω νά φτάσης τ© —’Ή Θ’ αφήσης τό κηροπήγιο και πάτωμα! *0 Σίρλυ υπάκουσε αργά. Δοκίμα­ θά κάνης ό,τι σοΰ πώ ή Θά πεθάνης αυτή τή στιγμή!, γρύλισε. Ξέρεις πό­ σε νά γυρίση, αλλά μιά καινούργια δι­ σο εύκολα μπορώ νά δικαιολογήσω τό αταγή του Μάΐκαλ, τον έκανε νά μείφόνο σου! νη ακίνητος. Τότε τό κορίτσι εκανε κάτι απροσ­ —"Ήμαστε τυχεροί, Ζανέτ, ε%ε ό δόκητο. Μάΐκαλ. Μπόρεσα νά βρώ τά "ίχνη σας Σήκωσε απότομα τό κηροπήγιο καί χάρις σέ μερικά ξεφτίδια, πού άφησε τό πέταξε εναντίον του Σίρλυ! στ" αγκάθια τό παλτό πού φορούσες. Τήν ίδια στιγμή, τό πιστόλι του Είχες πάρει τό παλτό μου φεύγοντας Σίρλυ εκπυρσοκρότησε,αντηχώντας σάν από τό σπίτι, έ ; κανόνι στό μικρό δωμάτιο. — Ναι, Μάΐκαλ/* είπε ή Ζανέτ. Ξέ­ Αυτό που ακολούθησε ήσαν ακόμα ρεις όΣίρλυ - . .

’ !

48

!

!

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ


'Ο Κίτρινος Διάβολος τήν διέκοψε. — Μάΐκοιλ, είπε ξερά, βάλε το πι­ στόλι σου στην τσέπη σου. Ξέρεις κα­ λά δτι δεν μπορείς να κάνης τίποτα. Δέν μπορείς νά μέ παραδώσης στην άστυνομία, γιατί δέν έχεις καμμιάν άπόδειξι έναντίον μου. 'Απλούστατα, θά βρής έ σ υ τον μπελά σου καί, σίγου­ ρα, θά σέ συντροφεύση στην κρεμάλα ή Ζανέτ, που ή αστυνομία θεωρςΐ ώς Κίτρινο Διάβολο! Βγάλε λοιπόν τό πι στόλι σου από την πλάτη μου καί κάΒησε νά κουβεντιάσουμε τό ζήτημα με­ ταξύ μας. 'Ο Μάΐκαλ γέλασε ειρωνικά. — Πέφτης έξω, Σίρλυ! Δέν σκο­ πεύω νά σέ παραδώσω στην αστυνο­ μία. Θά σέ σκοτώσω σαν σκυλί καί θ’ άφήσω τό κουφάρι σου εδώ νά σαπίση!

"Ενας απερίγραπτος τρόμος έκανε τά χαρακτηριστικά τού κακούργου νά συσπασθουν. -Γ-Γ- Μάΐκαλ, τραύλισε ικετευτικά. Δέν μπορείς νά τό κάνης αυτό! Δέν μπορείς νά σκοτώσης έμένα, τό φίλο σου! Ζήτησε μου δ>τι θέλεις καί θά σου τό δώσω! Τή Ζανέτ, πάρε την δι­ κή σου! Θά σου δώσω μιά ολόκληρη περιουσία νά φύγετε μαζί γιά τή ΓοιΑλ ία, όπου δέ θά μπορέση νά σάς βρή ή αστυνομία! Θά σου δώσω δέκα χι­ λιάδες λίρες! Θά . . . —-Θά πεθάνης, Σίρλυ, είπε ψυχρά ό Μάΐκαλ. Τίποτα δέν μπορεί νά σέ σ (ό­ ση! Ζανέτ, γύρισε από την άλλη με­ ριά! Μιά καινούργια φωνή μίλησε, μιά φωνή πού δέν ανήκε σέ κανένα από τούς τρεις ανθρώπους πού βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο, καί μιά κάννη πι­ στολιού άκούμπησε στην πλάτη τού Μάΐκαλ. — Μάΐκαλ Χάλ, άφησε τό πιστόλι" σου καί σήκωσε τά χέρια σου! Έν ονό“ ματι τού νόμου, συλλαμβάνω εσένα καί τή συνένοχό σου Ζανέτ Χάλ, τήν επο­ νομαζόμενη «Κίτρινος Διάβολος»! 7Ηταν ό επιθεωρητής Ντάΐκ! Πίσω του έρχονταν άλλοι αστυνομικοί μέ στο λ ή ή μέ πολιτικά. Μέσα σέ λίγες στιγμές, τό δωμάτιο είχε γεμίσει από αυτούς. 'Ο Μάΐκαλ είχε άψοπλιστή καί χειροπέδες είχαν

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΙ

περαστή στά χέρια του καί στα χέρια τής Ζανέτ. 'Ο έπιθεωρητής πλησίασε στον Σίρ­ λυ χαμογελαστός. — Ευτυχώς πού φθάσαμε εγκαίρωςκύριε Σίρλυ, είπε. Αίγες στιγμές αρ­ γότερα καί ό κακούργος αυτός θά σάς είχε σκοτώσει! Ο Σίρλυ χαμήλωσε τά χέρια του, σκούπισε τον ιδρώτα πού είχε φανή στο μέτωπό του καί μουρμούρισε: — Πέρασα ώρες απερίγραπτης α­ γωνίας μαζί μέ τό πεντάμορφο αύτό τέρας, κύριε έπιθεωρητά! Είναι πρσγ ματικά ό Κίτρινος Διάβολος! Τήν εΐβα μέ χά μάτια μου νά σκοτώνη μιά δυ­ στυχισμένη γριά μέσα στο σπίτι μου! ’Έπειτα, κάτω άπό τήν απειλή ένός πιστολιού, μέ ανάγκασε νά τήν φυγαδεύσω μέ τό αυτοκίνητό μου! Αυτή καί ό συνένοχός της, ό Μάΐκαλ Χάλ, ήσαν έτοιμοι νά μέ σκοτώσουν όταν ήρθατε. ΓΗμουν επικίνδυνος, μου εί­ παν, γιατί είχα μάθει πολλά γι’ αυ­ τούς ! 'Ο έπιθεωρητής αναστέναξε βαθειά. — Ευτυχώς, ε^πε, πού είδαμε τόν Χάλ νά ψάχνη μέσα στο δάσος καί τον πήραμε από πίσω. Παρηγορηθήτε, κύ­ ριε Σίρλυ, δλα τελείωσαν καλά καί ο! δυο αυτοί κακούργοι θά πληρώσουν μέ τή ζωή τους τά έγκλήματά τους! Γύρισε στούς άντρες του καί διέ­ ταξε: ^ , — Πάρτε τους άπό έδώ! * * * Μιά στιγμή, κύριε έπιθεωρητά!, φώ ναξε τότε ή Ζανέτ. Συμβαίνει ένα λά­ θος . . . κάπως βασικό! Δέν είμαι έγώ ό Κίτρινος Διάβολος, αλλά αυτός! — Αυτός ; Ποιος αυτός ; —'Ο Σίρλυ! ^ 'Ο έπιθεωρητής έβαλε τά γέλια. —Αυτό ήταν ωραίο!, είπε έχετε καί χιούμορ, κυρία Χάλ! Μόνο που είναι * κάπως εκτός τόπου! —Είναι τρελλή!, μουρμούρισε ό Σίρλυ. — Ούτε χιούμορ έχω, είπε ή Ζανέτ, ούτε τρελλή είμαι! "Ο άνθρωπος αυτός είναι ό Κίτρινος Αιάβολος καί μπορώ νά τό αποδείξω αυτό! — Τό πράγμα -αρχίζει νά γίνεται διασκεδαστικό, εΐπε ό έπιθεωρητής ,γελώντας ακόμα. Αφού μπορείτε νά α­ ποδείξετε, κυρία μου, δτι ό αγαπητός μου φίλος, έντιμότατος κύριος Σίρλυ,

49


δικηγόρος, είναι ό ... Κίτρινος Διά­ βολος, αποδείξτε τ©! — Τό σπίτι όπου έμενα μέ τον άν­ τρα μου ανήκει σ’ αυτόν, είπε ή Ζανέτ Καί . . . — Περίφημη άπόδειξι!, έκάγχασε ό Σίρλυ. — Καί τό σπίτι αυτό εδώ ανήκει έπί­ σης στον Σίρλυ, συνέχισε ή Ζανέτ. Μπορείτε νά βεβαιωθήτε γι’ αυτό. *0 έπιθεωρητής έπαψε νά γελά. Ζά­ ρωσε τά φρύδια του καί γύρισε προς τον Σίρλυ/ πού είχε χλωμιάσει ξαφνι* κά. — Μά καί αυτό δεν άποδεικνύει τί­ ποτα, είπε αδύναμα ό δικηγόρος/Ήξερε οτι τό σπίτι αυτό είναι δικό μου καί μέ ώδήγησε έδώ διά τής βίας! 'Ο έπιθεωρητής, σιωπηλός, γύρισε πάλι στο κορίτσι καί την κοίταξε ε­

ρωτηματικά. — Κύριε έπιθεωρητά, είπε αυτή, θυ μάστε τό φάκελλο μέ τή δακτυλογραφη­ μένη διεύθυνσι όπου ή έπάνω άκρη του κεφαλαίου «Ν» ήταν σπασμένη ; ι0 άνθρωπος, μέ τή γραφομηχανή τού ο­ ποίου έγράφη τό γράμμα έκεΐνο, πρέ­ πει νά ε^ναι ό Κίτρινος Διάβολος. Δέν ·$■ » »/■ ειν έτσι ; — Ναι. — Θά βρήτε τή γραφομηχανή αυτή στο γραφείο του κ. Σίρλυ, δικηγόρου! Αφήνοντας μιά κραυγή πληγωμένου

Τά βιβλία των

αγριμιού, ό Σίρλυ ώρμησε προς Τ© άνοιχτό παράθυρο. Μά, πριν φθάση έκεΐ, δυό χέρια τον άρπαξαν από τούς ώμους καί ή φωνή του έπιθεωρητου είπε: — Σάς συλλαμβάνω έν όνόματι του νόμου ως . . . ΕΠΙΛΟΓΟΣ Λίγους μήνες αργότερα/ ένα νεαρό ζευγάρι ήταν ακουμπισμένο στα κάγ­ κελα ένός πλοίου που διέσχιζε τό Στε­ νό τής Μάγχης κατευθυνόμενο προς τή Γαλλία. —Υπάρχει δικαιοσύνη, Ζανέτ, είπε αυτός, αφού οί ένορκοι μέ άπήλλα§αν ■—- Καί άφου έστειλαν στό δήμιο τον Κίτρινο Διάβολο, Μάΐκαλ, συμπλήρω­ σε αυτή. Θεέ μου! Θά περάσουν χρόνια ώσπου νά ξεχάσω τίς φρικτές περιπέ­ τειες μας, αγάπη μου! Τί τρομερό μή­ να τού μέλιτος περάσαμε! —'Ο μήνας τού μέλιτος άρχίζει τώ­ ρα γιά μάς, Ζανέτ, είπε ό Μάΐκαλ τρυ φερά. "Ενας γλάρος χαμήλωσε ξαφνικά καί πέρασε κοντά τους, πολύ κοντά τους, άγγίζοντάς τους σχεδόν μέ τό άσπρο φτερό του . . . ΤΕΛΟΣ

εκδόσεων —

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ δέν ήρωποιοΰν ποτέ τό έγκλημα καί δέν καλλιεργούν σΓον άνθρωπο τά τα­ πεινά ένστικτα, πού τον σπρώχνουν στό ΚΑΚΟ ! ΑΠΕΝΑΝΤΙΑΣ μς τά αναγνώσματα τής «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ Σ», πού είναι διοιλεγμένα ανάμεσα στα καλύτερα τού κόσμου, αναπτύσσεται τό αίσθημα του ΔΙΚΑΙΟΥ, ή κοινωνική αλληλεγγύη/ ό ηρωισμός, ή οιυτοθυσία, τά υψηλά αισθήματα!

50

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ




ΕΒΛΟΜΑΛΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ



ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υ

ΥΠΟ

Ρ. ΜΠΡΙΓΓΕΡ (Μετάφρασις X.)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υπό Ρ. Μπρίγγερ. Τά παρελθόντα τεύχη πωλουνται εις τά Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδάς» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

Μ.

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ -

ΤΕΥΧΟΣ

______________________________________________________________________________________________________

-

'Ένας παράξενος άνθρωπος, ένας τύπος αλήτη καί ντέτεκτιβ, πλανοδίου πλασιέ καί τζέντλεμαν του καλού κόσμου, δεν έχει νά πλήρωσή τό νοίκι του ξενοδοχείου του καί ό ξε­ νοδόχος τον κλείνει έξω ! Αύτός όμως σκαρφαλώνει ως τό δωμάτιό του από έναν φεγγίτη καί...μπαίνει στην πιό καταπληκτική περιπέτεια πού μπορεί νά φανταστή κανείς I

Η ΓΥΗΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΗΛΗ *Ένα συγκλονιστικό καί σπαρταριστό μυθιστόρημα γραμ­ μένο από τον διακεκριμένο συγγραφέα περιπετειωδών ανα­ γνωσμάτων ΓΟΥΕΤ'ΜΑΝ ΤΖΟΝΣ. 'Ένα χρυσό νόμισμα λεκιασμένο από αΐμα κι* ένα παρά­ δοξο όμορφο κορίτσι, ένας πατέρας πού έχει χάσει τήν κόρη του κΓ ένας ντέτεκτιβ, πού χάνει τήν ευκαιρία τής ζωής του μέσα από τά δάχτυλά του, ένας απαίσιος δολοφόνος πού δέ διστάζει μπροστά σέ τίποτα κΓ ένας ατρόμητος άντρας πού χαμογελά μπροστά στον θάνατο, κάνουν τή φ

ΓΥΗΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΗΛΗ ένα άπό τά συναρπαστικότερα άναγνώσματα πού βάσει ποτέ!

έχετε δια­


Ό Έδουάρδος άναψε άπότομα τό φως και τινάχτηκε δρθιος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΩΤΟ

Ο ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΜΟΝΤΕΛ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΗ Ό Έδουάρδος Μοντέλ έστήριξε την κάννη του περιστρόφου στόν κρό­ ταφό του καί τό δάχτυλο άρχισε νά πιέζη τη σκανδάλη... ΤΗταν ένας άντρας ώς τριάντα χρόνων, με άθλητικό σώμα, γερός καί με πλατύ καί εξαιρετικά προτεταμένο, πράγμα πού φανέρωνε πολύ καλή ύγε'α. Τά ξανθά του μαλλιά με πολύ γούστο χτενισμένα καί περιποιημένα φανέρωναν έναν πραγματικό άριστοκράτη, "Αλλωστε, στην έμφάνισι αυτή πρόσθετε πάρα πολύ τό φίνο πρόσω­ πό του, Μέ μιά ματιά πού του έρριχνε κανείς έμάντευ| δτι έπρόκειτο για κάποιον άπόγονο παλιάς άριστοκρατικής οικογένειας τής Γαλλίας. Καί |τσι ήταν πραγματικά. Τό οίκημα μέσα στό όποιο ό Έ­ δουάρδος Μοντέλ είχε άποφασίσει νά ■αύτοκτονήση ήταν ό παλιός πύργος τών Μοντέλ, κοντά στό Γκρινιάν. Στά

παλιά χρόνια, ό πύργος αυτός είχε γνωρίσει μεγάλες άριστοκρατικές δό­ ξες. Μά τά τελευταία χρόνιά εΐχε έγκαταλειφθή. Ό πατέρας του Έδουάρδου είχε παραφορτώσει τόν πύργο μέ χρέη. Εκτός από μιά πτέρυγα πού διετηρεϊτο σέ κάπως καλή κατάστασι, τό άλλο οικοδόμημα ήταν ένα ε­ ρείπιο, πού τό είχε δημιουργήσει ό χρόνος καί ή πολυετής ζωή των Μον­ τέλ. Κληρονόμοι του- πύργου ήταν ό Έδουάρδος Μοντέλ καί ό Πιέρ Μον­ τέλ, άδελφός του πατέρα του Έδουάρδου, πού . ήταν Είσαγγελεύς στό Παρίσι καί ζουσε μέ τήν κόρη του μιαν άποτραβηγμένη κάπως, μά άξιοπρεπή ζωή. Οί δυό Μοντέλ, θείος κι* άνηψιός, δέν είχαν καμμιάν επαφή μαζύ τους. Ό λόγος δέν ήταν τά «κληρο­ νομικά», άλλά ή διαφορετική κοινω­ νική ζωή τους. Ό Έδουάρδος μετά τό θάνατο του πατέρα του, άρχισε μιά ζωή περιπετειώδη κυνηγώντας τήν τύχη. Έταξίδεψε παντού, ώσπου κά­ ποια μέρα, χωρίς κι* ό ίδιος νά τά


καταλάβη βρέθηκε σέ ένα χωριό της Αφρικής, σχεδόν μέσα στη ζούγκλα. Πόσο πάλαιψε' νά κάνη περιουσία ! Δουλειά σκυλίσια, σκληρή, απάνθρω­ πη. Μά δεν είχε τύχη.., Τέλος ξαναγύρισε στη Γαλλία... Που; Μά που άλλου, παρά στο μέρος, δπου έκανο, μά κάτι * τέτοιοι άσωτοι έχουν πότε-πότε καί ευγενικά αισθήματα μέσα τους 1 Κι’ δσο για τόν Έδουάρδο, δε μπορούσε κανείς νά άμφιβάλλη, πώς είχε μέσα του μια πρα­ γματικά εύγενικιά ψυχή, τομμύρια άνθρωποι κυνηγούν την τύχη. Έτσι ό Έδουάρδος Μοντέλ βρέ­ θηκε στο Μόντε Κάρλο, άνάμεσα στα χαρτοπαίγνια καί στις ρουλέττες, κυ­ νηγώντας την τύχη μαζύ μέ τόσους άλλους ! Μά ή τύχη τόν άπέφευγε καί ήταν άναγκασμένος, γιά νά ζήση νά καταφεύγη πού καί πού στην απάτη καί σέ μικροκλοπές πάνω στο χαρτο­ παίγνιο. 'Ωδηγήθηκε συχνά στην Ει­ σαγγελία, φυλακίστηκε και βγήκε ξα­ νά στή ζωή, γιά νά συνέχιση τήν πάλη.

ΕΝΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙ­ ΣΜΟΣ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Είπαμε πώς ό Έδου­ άρδος Μοντέλ, μόνος του μέσα στο μεγάλο δωμά­ τιο τού πύργου, έστήριξε τήν κάννη τού περιστρό­ φου στον κρόταφό του καί τό δάχτυλό του άρχισε νά πιέζη τή σκανδάλη. Όπως ήταν φυσ,κό επακολούθησε ένας πυροβολισμός... Μά ό ήρως μα^ Έδουάρδος Μοντέλ δέν εξαπλώθηκε χ,άμω νεκρός... Κατέβασε άργά τό χέρι, πού κρατούσε τό περίστροφο, καί ,ίΛΜταξε γύρω του μέ ταραχή, γιατί ό πυροβολισμός πού ακούστη­ κε* Κέν. προερχόταν άπό τό δικό του περίστροφο. Ό πυροβολισμός είχε ακουστή άπό τό διπλανό διαμέρισμα τού πύργου I.. Τί έσήμάινε αυτό ; 'Ό "Έδουάρδος προσπάθησε νά συνέλθη λιγάκι καί νά άνακτήση τήν

6

Αύτός ήταν ή αιτία πού ό Πιέρ Μοντέλ δέν ήθελε γιά κανένα λόγο νά άκούση ούτε λέξι γιά τόν άνηψιό του τόν Έδουάρδο. Τί προσβολή 1 Ένας τίμιος δικαστικός, ένας αξιοπρε­ πής Είσαγγελεύς νά έχη έναν τέτοιον άνηψιό ! . Αρκετά χρόνια πάλαιψε στο Μόν­ τε Κάρλο ό Έδουάρδος. Μά αφού άπόκανε καί δέ μπόρεσε νά πιάση κΓ αύτός τήν τύχη, δπως μερικοί άλ­ λοι, κΓ άφοΰ δέν είχε τίποτα άλλο νά κάνη άποφάσισε νά τερματίση τή ζωή του. Ώς τό πιο κατάλληλο μέρος διάλε­ ξε τόν παλιό πύργο τής - οικογένειας του. Έκεΐ μέσα θά φύτευε μια σφαί­ ρα στο κεφάλι του καί θά εξαφανι­ ζόταν τελείως άπό τή ζωή. Ό πύρ­ γος, χρόνια τώρα, ήταν όλότελα κλει­ στός. Κανένας δέν πατούσε τό πόδι του έκεΐ μέσα... Έτσι ή αυτοκτονία δέ θά μαθευότανε ποτέ... Καμμιά συζήτησις, κανένα σκάνδαλο καί — προ παντός—καμμιά άνησυχία τού θείου, Είσαγγελέως. Είναι τόσο παράξε-

ψυχραιμία του, γιατί κα­ τάλαβε άμέσως πώς έκείνη τή στιγμή δέν ήταν μόνος, του μέσα στον πα­ λιό αριστοκρατικό πύρ­ γο, Υπήρχε καί κάποιος άλλος πού είχε προβή στο ίδιο μα­ κάβριο διάβημα, θέλησε νά βεβαιωθή. Κρατώντας τό περίστροφο στο χέρι του προχώρησε ώς τό πλατύ πεζούλι τού παραθυριού, δπου βρι­ σκόταν ένα σπαρματσέτο, τό άναψε καί παίρνοντάς το μέ τό άλλο του χέρι, άρχισε νά προχωρή άργά πρός τήν κατεύ'θυνσ; άπό τήν οποία είχε ακουστή ό πυρφολισμός. Μια απόλυτη, καταθλιπτική σιωπή επικρατούσε μέσα στον πύργο, μια σιωπή πού έτάραζε μόνο ό αργός ή­ χος των βημάτων τού Έόουάρόου. Σιγα-σιγά, πέρασε μέσα στο δι-

Θ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


-πλανά διαμέρισμα καί έρριξε ένα βλέμ­ μα, προσεχτικό και έξερευνητικό. Τίποτα τό ιδιαίτερο. Ή άφθονη σκό­ νη, που εΐχε σκεπάσει τά μεγάλα καί βαρειά έπιπλα, έδειχνε πώς γιά πολλά χρόνια δεν είχε μπη έκεϊ μέ­ σα ανθρώπινο πόδι. Μιά περίεργη όμως όσμή προκάλεσε μιά σύσπασι στο πρόσωπό του. νΗταν ή όσμή του μπαρουτιού, ή ό­ σμή εκείνη πού επακολουθεί άμέσως έπειτα από έναν πυροβολισμό. ’Έτσι, με βοηθό τήν δσφρησί του, πήρε τήν ^ατεύθυνσι πού έπρεπε. Προχώρησε, άνοιξε μιά τεράστια δρύϊνη πόρτα και πέρασε μέσα στο άλλο δωμάτιο. Τά πόδια του σκόν­ ταψαν σέ κάτι...καί κάτω άπό τήν ώχρή φλόγα του κεριού, πού τρέμοντας έκανε τό περιβάλλον πιο μυστη­ ριώδες, διέκρινε ένα... πτώμα ! Έσκυψε άμέσως. Τό πτώμα ήταν ζεστό άκόμα!.. "Ωστε ό άγνωστος εκείνος είχε αποφασίσει όπως ό Έδουάρδος νά' τερματίση τή ζωή του μέσα στον πύργο... Μά όχι I... Αυτό δεν ήταν δυνατόν, γιατί τό πτώμα είχε μιά πληγή πίσω άπό τό κεφάλι καί σέ μέρος, δπου δε μπορούσε νά προκληθή άπό τό ΐδιο του τό χέρι... Ό άνθρωπος εκείνος δεν ήταν δυνατόν νά είχε σκοτωθή μόνος του! Αύτό ήταν βέβαιο. Ό Έδουάρδος, στή σκέψι δτι, λίγες στιγμές πρίν, εΐχε διαπραχθή εκεί μία δολοφονία, άνατρίχιασε. Κύτταξε γύρω του μέ προσοχή, σάν νά ζητούσε κάποιον, τό δολοφόνο, θά μπορούσε νά βρίσκεται άκόμα εκεί κοντά 1 Μά δχι. Τό δωμάτιο ήταν όλότελα έρημο. Κανένας γύρω καί άπόλυτη σιγή παντού. Γιά μιά στιγμή, τού πέρασε άπό τό μυαλό - ή ιδέα πώς ό δολοφό­ νος μπορούσε νά τού έπιτεθή. Καί, σά νά τόν έσπρωχνε τό ένστικτο, τό χέρι του έσφιξε μέ περισσότερη δύναμι τό περίστροφο. Περίμενε λίγα λεπτά, μά τίποτα ! Ή ίδια άπόλυτη σιγή επικρατούσε, δπως καί πρίν. Μονάχα, άπό μακρυά έφτανε πού καί πού ό βαρύς θόρυβος κάποιου αυτοκινήτου, καθώς περνούσε άπό τό δρόμο, πού ήταν κοντά στόν πύργο.

Μήπως ήταν τό αυτοκίνητο τού δο“ λοφόνου πού έφευγε βιαστικός ; "Αλλες σκέψεις άρχισαν νά βα­ σανίζουν τό μυαλό του: Γιά ποιο λόγο εΐχαν δολοφονήσει τόν άνθρω­ πο αύτό; Καί ποιος ήταν; Γιά δεύ­ τερη φορά ό Έδουάρδος έσκυψε πά­ νω στό άκίνητο πτώμα καί κάτω άπό τό άδύνατο φώς τού κεριού, προσπά­ θησε νά τό έξετάση. "Ίσως άνεκάλυπτε κάτι, πού θά μπορούσε νά τόν διαφώτιση. Ό δολοφονημένος ήταν ένας άνδρας ως σαράντα περίπου 'χρονών. Κοντός καί παχύς, είχε άφήσει στό πρόσωπό του καστανόξανθα γένια... Τό βλέμμα του είχε μιά παράξενη έκφρασι, τήν έκφρασι πού φανέρωνε πώς τό θύμα ήξερε δτι τό περίμενε ό πιο τραγικός θάνατος 1... Τό κοστούμι τού θύματος ήταν άρκετά περιποιημένο καί άπό ύφα­ σμα εκλεκτό καί πολύ άκριβό. Τό πουκάμισό του εξάλλου ήταν μετα­ ξωτό καί ή γραββάτα είχε χτυπητό μοντέρνα χρώματα. Εκείνο δμως πού έκίνησε τήν πε­ ριέργεια τού Έδουάρδου ήταν δτι τό θύμα φορούσε μόνον ένα παπούτσι I Γιατί; Μυστήριο, πού τό έκάλυπτε, γιά τήν ώρα, τό πηχτό καί υγρό σκο­ τάδι τού έρηαικού πύργου. Φυσικά, τό θύμα δέν είχε φτάσει ώς εκεί μέ ένα παπούτσι, συλλογίστηκε ό Έ­ δουάρδος. Μά τό άλλο τί είχε άπογίνει ; Πού βρισκόταν ; Νά τό είχε κλέψει ό δολοφόνος ; Πολύ παράξε­ νο αύτό !... Ό Έδουάρδος, πού ή περιέργειά του είχε φτάσει στό κατακόρυφο, άρ­ χισε νά ερευνά τό θύμα. Ησως άνακάλυπτε κάτι, πού θά μπορούσε νά ρίξη κάποιο ώχρό φώς στό σκοτεινό μυστήριο. Στις τσέπες τού παντελονιού δέν βρήκε τίποτα άλλο, έκτος άπό μιάν αλυσίδα μέ άρκετά κλειδιά χρηματο­ κιβωτίου καί διακόσια γαλλικό φρά­ γκα, στις τσέπες τού γιλέκου ένα χρυσό ρολό'ί μέ μιά χρυσή άλυσίδα, μιά λίμα γιά τά νύχια καί έναν άναπτήρα πού ήταν χαραγμένα επά­ νω τά αρχικά γράμματα τού όνόματος τού θύματος, δίχως άλλο : «Β. Κ.». Ό Έδουάρδος, σάν μέσα σέ έ­ ναν πυρετό εξακολούθησε τήν έρευνα

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

7


καί στις υπόλοιπες τσέπες. Έτσι άνακάλυψε άκόμα ένα μικρό κομψό περίστροφο μέ λαβή από φίλντισι, μιά τσιγαροθήκη χρυσή και έναν φάκελλο, πού έγραφε απ’ έξω : Βαρνά­ βας Κλέν. Ό φάκελλος είχε μέσα τριάντα χιλιάδες γαλλικά φράγκα σέ χιλιάρικα I * * * Γονατισμένος τώρα μπροστά στό πτώμα, ό Έδουάρδος τά έξήταζε δλα αυτά μέ προσοχή κάτω από τή φλό­ γα του κεριού, ένω τά χέρια του, παρ’ δλο πού είχε εξαιρετική ψυχραι­ μία, άρχιζαν νά τρέμουν. Μετρούσε τά χαρτονομίσματα... *Ηταν μια ολό­ κληρη περιουσία και τό ποσό αύτό γΐά έναν άπελπισμένο χαρτοπαίχτη, πού παίρνει τήν άπόφασι νά αύτοκτονήση, αποτελεί κάτι πού τόν συγκινεΐ εξαιρετικά I "Ωστε ή δολοφονία δεν εΐχε διαπραχθή για νά ληστέψουν νό θύμα!.., Ό άγνωστος δολοφόνος δέν είχε σκοτώσει τόν Βαρνάβα Κλέν γιά νά του πάρη τά λεπτά καί πολύ περισ­ σότερο τό ένα παπούτσι !,.. Δίχως άλλο στην ύπόθεσι αυτή υπήρχε κάποιο άλλο πολύ σκοτεινό μυστήριο. Μά τό μυαλό του τώρα ά­ φησε τό μυστήριο καί τήν περίεργη υπό θεσι τής δολοφονίας, πού του παρουσιάσθηκε τόσο άπρόοπτα. Τά μάτια του είχαν καρφωθή επάνω στα τρι­ άντα χιλιάρικα, πού ήταν καινούρ­ για, σαν μόλις νά είχαν κυκλοφορή­ σει από τήν τράπεζα καί που αποτε­ λούσαν μια έλόκληρη περιουσία 1... Μέ αυτά τά τριάντα χιλιάρικα, ό Έδουάρδος μπορούσε νά σωθή !... Νά γλυτώση τή ζωή του, πού τήν είχε διαγράψει καί νά ξαναγυρίση πού άλλου ; — στό Μόντε Κάρλο !... Εκεί παίζοντας, θά μπορούσε,' επί τέλους, νά κερδίση τήν εύνοια τής τύχης καί νά γίνη πλούσιος, νά ζήση ήσυχα καί ευτυχισμένα, "Υστερα ήταν καί τό χρυσό ρολόϊ μέ τήν χρυσή αλυσίδα, ή χρυσή τσιγαροθήκη... Καί αύτά δέν ήταν ευκαταφρόνητα... Αποτελούσαν κάποια σημαντική περιουσία... Νά τά πάρη κι’ αύτά; Γιατί όχι; "Αν τά ά­ φηνε εκεί θά πήγαιναν χαμένα μέσα στό σκοτεινό πύργο, Γιά αρκετή ώρα, ό Έδουάρδος βασανιζόταν μέ τή σκέψι τό τί έ­ πρεπε νά κάνη... Μά στό τέλος κα­

8

τέληξε στήν άπόφασι πώς έπρεπε νά πάρη μοναχά τά χρήματα... Αύτά ή­ ταν κάτι, πού δέν μπορούσαν νά άποτελέσουν «στοιχείο» γιά νά προδοθή καί νά βρεθή μπερδεμένος χωρίς νά τό θέλη... Ένώ τά άλλα, τό ρολόϊ, ή τσιγαροθήκη, ό άναπτήρας ήταν επικίνδυνα !... Μπορούσε νά τά άνακαλύψη κανείς στά χέρια του καίτότε... Γρήγορα—γρήγορα, έβγαλε από τό φάκελλο τά χαρτονομίσματα καί τά έβαλε μέσα στήν τσέπη του κΓ έπειτα, προχωρώντας άργά, σάν νά φοβόταν μήπως μέ τό θόρυβο πού προκαλοΰσαν τά βήματά του έκανε τό θύμα νά ξυπνήση, προχώρησε ως τήν πόρτα, τήν άνοιξε μέ προσοχή καί βγήκε έξω άπό τήν αίθουσα εκεί­ νη, Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες καί βγήκε άπό τόν πύργο... Μπήκε μέσα στό δάσος καί ξεμάκρυνε. —Τίποτα δέ μπορεί νά μέ προδώση, συλλογιζόταν καθώς βάδιζε μέσα στή νύχτα. Έφρόντησα άκόμα νά εξαφανίσω κάθε ίχνος... Τό κερί τό έσβησα, δλα τά έτακτοποίησα, δπως έπρεπε... Ή νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, μά άπό τόν ούρανό τ’ άστρα έρριχναν κάτω στή γή ένα αβέβαιο καί αδύ­ νατο φώς. 'Ησυχία άπόλυτη επικρα­ τούσε μέσα στή φύση καί οϋτε^ή πα­ ραμικρή πνοή άνέμου δέν τάραζε τά φύλλα των δένδρων, πού σχημάτιζαν τό πυκνό δάσος. Ποιός ήταν ό άνθρωπος, πού είχε δολοφονηθή; Τό δνομά του ήταν Βαρνάβας Κλέν, δπως έδειχνε ό φά­ κελλος μέσα στόν όποιο ήταν τοπο­ θετημένα τά λεπτά,.. Δίχως άλλο τό θύμα ήταν ό Βαρνάβας Κλέν. Μά ποιός ήταν καί τή δουλειμ έκανε; Φυσικά κάποιος πολύ καλός κύριος, δπως φανέρωνε τό ντύσιμό § του καί ή έμφάνισί του γενικά. Γιά ποιό λόγο δμως τόν είχαν δολοφονήσει; — Μά τί σημασία έχουν δλα αύτά; άρχισε νά μονολογή ό Έδουάρδος καθώς προχωρούσε άνάμεσα άπό τό δάσος, χωρίς νά άκολουθή τόν κανο­ νικό δρόμο, γιά νά μή συναντήση κα­ νόναν... "Ολα αύτά, βέβαια άποτελούν ένα σκοτεινό μυστήριο πού, στό κάτω—κάτω, εμένα δέ μ’ ενδιαφέρει καθόλου καί δέν υπάρχει κανένας λό­ γος νά κάθωμαι νά σπάζω τό κεφά­ λι μου. Τό πιό ενδιαφέρον σ’ αυτήν

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


τήν ύπόθεσι είναι τό δτι εγώ έγλύτωσα άπό τό θάνατο !... Πήγα να πεθάνω καί αντί για μένα πέθανε ένας άλλος 1... Τί είρωνία τής τύχης I Άπό τό θάνατο ξαναγύρισα στη ζωή καί μάλιστα με καινούργιες ελπίδες 1 Περπατούσε άδιάκοπα... Τώρα άρ­ χιζε κάποιος ελαφρός κατήφορος πού ώδηγοΟσε στό μικρό χωριό Έσπελούς. Ό Έδουάρδος, προσεχτικά, πέ­ ρασε έξω άπ’ τό χωριό, οπού εκείνη τή στιγμή δλα γενικά, άνθρωποι καί ζώα, είχαν βυθιστή στόν ύπνο. Τό πέρασμά τόυ ήταν όλότελα άπαρατήρητο. Τίποτα δέν άνησύχησε... Δεν άκούστηκε οΰτε ένα γάβγισμα σκυ­ λιού. "Υστερα κανένας δεν τόν έγνώριζε στό χωριό, γιατί άπεϊχε πάρα πολύ άπ’ τόν πύργο. Τρεις ολόκλη­ ρες ώρες περπατούσε, δταν ό Έδου­ άρδος μουρμούρισε : —Έπί τέλους ! Έφτασα στό Μοντελιμάρ !.., Τώρα πια τό δάσος έτελείωσε. Άρχιζαν τα χωράφια καί ό Έδου­

άρδος άναγκάστηκε πιά να άκολουθήση τόν κανονικό δρόμο. Ούτε σ’ αυτό τό χωριό δέν τόν ήξερε κανείς. Κι* άν τόν έβλεπαν καί, έστω καί στήν τύχη, μαθευόταν ή δολοφονία στόν πύργο του, κανείς δέ θά μπο­ ρούσε νά ύποψιαστή τόν Έδουάρδο καί νά τόν κατηγορήση,.. ΤΗταν τρεις ή ώρα τό πρωί, δταν έφτασε στό σταθμό του Μοντελιμάρ. Ένοιωθε μεγάλη κούρασι καί φοβε­ ρή πείνα πού έπίεζε άδιάκοπα τό ά­ δειο στομάχι του. "Ηθελε νά περάση στόν μπουφέ νά πάρη ένα σάντουιτς, μά ήταν κλειστός, "Ολοι κοιμόνταν βαρειά μέσα στό σταθμό τήν ώρα ε­ κείνη,.. Τρεις στρατιώτες, πού χρησι­ μεύουν ώς φρουρά εΐχαν ξαπλωθή στους πάγκους τής αιθούσης άναμονής... Ό Έδουάρδος, χωρίς νά χάση καθόλου καιρό, ξαπλώθηκε σέ έναν άλλο πάγκο κι* ένοιωσε άμέσως τό κορμί του νά χαλαρώνη. Αποκοιμή­ θηκε άμέσως,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ένας δυνατός θόρυ­ βος κουδουνιού έξύπνησε τόν Έδουάρδο, Είχε ξη­ μερώσει πιά καί ένας σι­ δηροδρομικός υπάλληλος, άνοίγοντα ςτήν πόρτα τής αίθουσας φώναξε : — Οί ταξειδιώτες γιά τήν Νίκαια νά έτοιμασθοΰν, παρακαλώ. Τό τραί­ νο φεύγει σέ λίγο, Βιαστικός ό Έδουάρδος πετάχτήκε άπό τόν πάγκο, δπου είχε κοιμήθή, βγήκε καί άντίκρυσε μιάν αμα­ ξοστοιχία, πού, ήταν" έτοιμη νά ξεκινήση. Πήδησε σέ ένα βαγόνι τής τρίτης θέ,σεως, χωρίς εισιτήριο μέ τήν πρόθεσι νά βγάλη στό δρόμο... θά ισχυ­ ριζόταν δτι ανέβηκε στό τραίνο τήν τελευταία στιγμή βιαστικά καί δτι δέν είχε προφθάσει νά βγάλη εισιτή­ ριο στό σταθμό. Σ' αυτό τό κόλπο κατέφυγε δ Έδουάρδος, γιατί δέν ή­ θελε νά δώση χαρτονόμισμα, πού

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ

ΕΛΠΙΔΕΣ προερχόταν άπό τό φάκελλο, πού είχε βρεθή στόν Βαρνάβα Κλέν. Τό τραίνο ξεκίνησε... Γιά καλή τύχη τού Έδουάρδου, δέν έφάνηκε κανένας υπάλληλος γιά νά ζητήση τά εισιτήρια. Αυτό συνέβει ώς τή Μασσαλία, δπου κατέβηκε καί έβγαλε ένα εισιτήριο γιά τήν Νίκαια. Εκεί έφτασε κατά τις έντεκα τό πρωί. Έτσι βρέθηκε μέσα στό παλιό του περιβάλλον, πού , δέν είχε άπουσιάσει περισσότερο άπό 48 ώρες. Καί ένοιωθε μέσα του μιά έν­ τονη ίκανοποίησι, γιατί κανένας δέν τόν πήρε εϊδησι καί ούτε θά μπο­ ρούσε κανείς νά τόν ύποψιαστή. * * * Καθισμένος σέ μιά καρέκλα πάνω, στήν ταράτσα τού «Καφενείου τής Μεσογείου», ό Έδουάρδος έπινε ένα ποτό καί θαύμαζε τήν δμορφη φύσι. "Ολα είχαν ανθίσει τήν εποχή εκείνη

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

9


και ένα λεπτό άρωμα απλωνόταν μέ­ σα στην άτμόσφαίρα, σαν ήρεμα κύ­ ματα μιας αόρατης θάλασσας... Τί όμορφα, πού ήταν όλα γύρω του I Χαμογέλασε καί ψιθύρισε σαν νά μονολογούσε: — Κι* όμως, εδώ και τέσσερις η­ μέρες, είχα πάρει οριστικά την άπόφασι νά αύτοκτονήσω. Τί βλάκας πού ήμουν! Άπό την τραγική εκείνη νύχτα, τιού είχε περάσει μέσα στον παλιό του πύργο, ό Έδουάρδος ένοιωθε μέσα του πώς είχε γίνει άλλοιώτικος άνθρωπος. Τώρα πια έβλεπε τή ζωή διαφορετικά. Ή πρώτη του δουλειά, μόλις έ­ φτασε στή Νίκαια, ήταν νά εξόφληση τά παλιά του χρέη, πού δεν ύπερέβαιναν τις δέκα χιλιάδες φράγκα. Αυτό, φυσικά, συνετέλεσε στό νά έπανακτήση τήν «πίστι» του, πού είχε κλονιστή. "Υστερα είχε σταθή άρκετά τυχερός στό παιχνίδι... Άπό τήν πρώ­ τη νύχτα, ή τύχη του χαμογελούσε καί είχε κερδίσει μιά ολόκληρη περι­ ουσία. * * # Μά όχι πιά βλακείες! Αύτή τή φορά θά τά κανόνιζε όλα μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά μή ξαναβρεθή στή θέσι νά άντικρίση τήν ψυχρή ατσάλι­ νη κάννη τού περιστρόφου του, όπως τού είχε συμβή τέσσερις ήμέρες πιο πριν. Γιατί καταλάβαινε, φυσικά, πώς δέν ήταν καθόλου εύκολο νά βρίσκη νεκρούς φορτωμένους μέ λετΐτά, τή στιγμή, πού είναι έτοιμος νά αύτοκτονήση... Άπό τά λεπτά πού εΐχε κερδίσει, κατέθεσε ένα σημαντικό ποσό στήν τράπεζα καί έφτιαξε ένα-δυό καλά κοστούμια... "Ετσι άρχισε νά ζή ά­ νετα καί μέ άξιοπρέπεια. Μέ λίγα λόγια, ήταν ευτυχισμένος. Τή στιγμή πού ό Έδουάρδος ση­ κώθηκε γιά νά φύγη κΓ ετοιμαζόταν νά πάη στό εστιατόριό του γιά νά φάη, άκουσε πίσω του μιά πολύ γνώ* ριμη φωνή, πού έλεγε : — Αύτός δέν είναι ό Έδουάρδος Μοντέλ; Ό Έδουάρδος γύρισε καί είδε έ­ να παλιό του φίλο. — Πώλ !... Τί ευτυχία νά σέ συναν­ τήσω εδώ I — Αλήθεια, έχουμε τόσα χρόνια

10

νά είδωθούμε! απάντησε ζωηρά ό Πώλ Λουρσώ. Πώς είσαι ; — "Οπως βλέπεις, θαυμάσια ! Ό Πώλ Λουρσώ ήταν ένας νεαρός, πολύ ξανθός, ώς τριάντα χρονών, κομ­ ψός μέ πρόσωπο πού άστραφτε άπό χαρά, γιατί είχε, συναντήσει ένα πα­ λιό του φίλο, μέ τόν όποιο είχε γνωριστή στό στρατό. Ή γνωριμία τους εξακολούθησε καί μετά τό στρατό, γιατί ό Έδουάρδος έμενε στή Νίκαια, όπου ό Πώλ περνούσε τόν καιρό του στά καζίνα. — Έγώ... είπε ό Λουρσώ, όπως πάντα..περνώπολύ άσχημα τή ζωή μου. — Καί τί κάνεις ; — Τί θέλεις νά κάνω ; Τί επάγγελ­ μα μπορώ νά ακολουθήσω τώρα ; Πό­ τε μπάρμαν, πότε χορευτής, πότε ζιγ­ κολό... Αύτές είναι οί δουλειές πού μπορώ νά κάνω προς τό παρόν... Αρ­ γότερα, ποιός ξέρει... "Ετσι ζώ. — "Ασχημα δηλαδή. —'Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, πού περνώ καί καλά. — Δηλαδή ; —Νά...συνεργάζομαι μέ έναν πο­ λύ περίεργο τύπο... Εΐναι ένας άν­ θρωπος πού κάνει διάφορες σοβαρές επιχειρήσεις. Βγάζω όσα μου χρειά­ ζονται. Μόνο πού... Σώπασε. —Μόνο πού ; έρώτήσε ό Έδουάρ­ δος Μοντέλ. —Μόνο πού τώρα τελευταία φαί­ νεται, πώς οί δουλειές του δέν πάνε καί τόσο ευχάριστα... "Εχω τρεις ήμέρες, πού τόν περιμένω και άκόμα νά φανή. ΚΓ όμως μού είχε τη­ λεγραφήσει, πώς θά ερχόταν εδώ δί­ χως άλλο. Καί όχι άλλο τίποτα, άλ­ λα θά μού έφερνε ένα άρκετά μεγά­ λο χρηματικό ποσό. "Ετσι είχαμε συμφωνήσει... Ξαφνικά, διέκοψε τήν άφήγησί του καί είπε μέ ένα παράξενο χαμόγελο : Μά ας τ' άφήσουμε αύτά... Δέν είναι ανάγκη νά σέ κουράσω μέ τήν άνιαρή μου ιστορία. Πάμε νά φάμε μαζύ καινά θυμηθούμε τά παλιά μας; "Υστερα άπό λίγα λεπτά τό μι­ κρό αυτοκίνητο τού Έδουάρδου με­ τέφερε τούς δύο φίλους σέ ένα εστια­ τόριο. Κάθησαν σέ ένα άπόμερο τραπέ­ ζι καί ό Πώλ άγόρασε μιάν έφήμερίδα. Τήν άνοιξε κΓ άρχισε νά δια-

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


βάζη. Μά ξαφνικά έβγαλε μια δυνα­ τή κραυγή, γεμάτη έκπληξι κι' απο­ γοητεύει. — Δυστυχία μου ! Δυστυχία μου 1 Ό Έδουάρδος αναπήδησε. — Τί έπαθες ; — Καταστροφή I — Δηλαδή ; — Ό άνθρωπος, πού περίμενα... — Ε, τι; — ΠέθανεΙ — Πώς τό ξέρεις ; — Νά, τό γράφει εδώ ή εφημερί­ δα 1 Γι’ αυτό δεν έφάνηκε τόσες μέ­ ρες πού τον περίμενα. Και δείχνοντας τήν πρώτη σελίδα τής εφημερίδας στον Έδουάρδο, διά­ βασε δυνατά τούς ζωηρούς τίτλους μιας είδήσεως, «ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ ΡΗΝΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ I ΤΟ ΘΥΜΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΝΩ­ ΣΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟΠΩΛΗΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΛΕΝ» ! Ό Έδουάρδος τινάχτηκε. — Πώς είπες; Βαρνάβας Κλέν; — Ναι. Τόν ξέρεις; Ό Έδουάρδος συγκρατήθηκε καί είπε μέ ύφος αδιάφορο : — Ιδέα δεν έχω 1 Μά εσύ πώς τόν έγνώρισες αυτόν τόν άνθρωπο ; Ό Πώλ εξακολούθησε νά διαβάζη τήν εϊδησι ; «Χθες τό πρωί, οΐ - έργάται, πού εργάζονται εις τήν όχθην του Ρήνου, παρά τά γαλλογερμανικά σύνορα, κοντά στο Πονσά, διέκριναν ένα αυ­ τοκίνητο, πού έτρεχε μέ ίλλιγγιώδη ταχύτητα. Τό αυτοκίνητο έλοξοδρόμησε, από αδεξιότητα του οδηγού κατά πάσαν πιθανότητα, καί έπεσε μέσα στό Ρήνο. Οί έρευνες γιά τήν διάσωσι του θήματος άρχισαν άμέσως... Μά δεν κατωρθώθη τίποτα. Αργά, κατά τό απόγευμα, υστέρα

άπό πολλούς κόπους, κατωρθώθη νά άνευρεθή τό αύτοκίνητο, τό όποιο έξηκριβώθη δτι ανήκε εις τόν άρχαιοπώλην Βαρνάβαν Κλέν. Τό πτώμα του Βαρνάβα Κλέν, δεν κατωρθώθη νά άνευρεθή». Ό Πώλ αναστέναξε καί πετώντας τήν εφημερίδα ’ απελπισμένος, είπε : —Δεν υπάρχει άμφιβολία, δτι ό φίλος μου ό Βαρνάβας Κλέν πνίγηκε στό Ρήνο I — Έτσι φαίνεται, άπάντησε κά­ πως άφηρημένος ό Έδουάρδος Μοντέλ. — Καί εγώ πού τόν περίμενα!!... Είχα άγοράσει γιά λογαριασμό του καί μερικά πράγματα... —Τί πράγματα; — Νά.,.γυρίζω στις εκκλησίες καί αγοράζω παλιά καντύλια καί εικό­ νες γιά λογαριασμό του... Τώρα τί θά κάνω ; Τί θά κάνω ; Έμεινε συλλογισμένος γιά λίγο κι’ έπειτα πρόσθεσε άπότομα : — Δέ μπορώ δμως νά καταλάβω,.. —Τί πράγμα ; ρώτησε ό Έδουάρ­ δος. — Τί έζητούσε έκεϊ κάτω ό Βαρ­ νάβας Κλέν 1... Καί ό Πώλ άρχισε νά τρέμη ενώ τόπρόσωπό του είχε γίνει χλωμό. —’Άκουσέ με, Έδουάρδε. Έσύ εί­ σαι καλός... Λεπτά έχεις, δπως είπες, Μπορείς νά διαθέσεις ένα αρκετά ση­ μαντικό ποσό γιά μένα... Γιά τή ζωή μου... —Δέν σέ καταλαβαίνω 1 — Νά... έχεις στή διάθεσί σου ένα αύτοκίνητο. Μέ τό αύτοκίνητο...πρέ­ πει νά φύγω !... Νά φύγω άμέσως τώ­ ρα αυτή τή στιγμή... Πρέπει νά μέ μεταφέρης, στά γαλλοελβετικά σύνο­ ρα καί νά περάσω, νά φύγω άπό τή Γαλλία!... Καί τό βράδυ πρέπει νά βρίσκωμαι στήν Ελβετία, γιατί δια­ φορετικά... ❖ * Ξέσπασε σέ δυνατούς λυγμούς! Ό Έδουάρδος κατάλαβε. Ό Πώλ μαζύ μέ τό Βαρνάβα Κλέν είχε άναμιχθή σέ κάποια κατασκοπεία καί οί «επιχειρήσεις» γιά τά παλιά καντύ­ λια καί τά εικονίσματα τών εκκλη­ σιών» ήταν ένα πρόσχημα... — Πολύ καλά, του άπάντησε μέ ψυχραιμία. Θά σού κάνω αυτό τό χατήρι, άλλά θά φάμε πρώτα...

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

11


"Εφαγαν βιαστικά καί ό Έδουάρδος, άφοϋ πλήρωσε τό λογαριασμό προχώρησε πρός τό αυτοκίνητό του, άκολουθούμενος άπό τόν Πώλ, πού τρίκλιζε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕ Τ Α ΡΤΟ

Μπήκαν μέσα στό αότοκίνήτο καί μέ ταχύτητα ίλλιγγιώδη άκολούθησάν τό δρόμο, πού ώδηγοϋσε πρός τά γαλλοελβετικά σύνορα.

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΩΛ ΛΟΥΡΣΩ

Ό Έδουάρδος συλλο/α ΙΒγΤ · —Καί βέβαια... γιζότανε άδιάκοπα τόν /Μ ΙΡΠ Καί ό Πώλ μέ φωνή* άνθρωπο εκείνον* πού /Μ * πού ή συγκίνησις τήν διέείχε βρή δολοφονημένο /ρΓ | κοπτε συχνά, άρχισε νά μέσα στόν πύργο του ” περιγράφη ακριβώς τό καί πού λέγονταν Βαρνά­ άτομο, πού εΐχε δολοφοβας Κλέν. Μά ήταν πραγματικά ό νηθή μέσα στόν πϋργο 1 Βαρνάβας Κλέν; Πώς ήταν δυνατόν Ή εκπληξις τοϋ Έδουάρδου κοτό ϊδιο άτομο, μιά μέρα μετά τήν ρυφώθηκε δταν ό φίλος του ό Πώλ δολοφονία του στόν πύργο, νά βρί­ άνοιξε τό πορτοφόλι του, έβγαλε μιά σκεται στά γαλλογερμανικά σύνορα φωτογραφία ι$αί τήν έδειξε στόν Έκαί νά πέφτη μέσα στό Ρήνο μέ τό δουάρδο. αυτοκίνητό του μαζί ; —Νά, αυτός εΐναι I Τό τελευταίο αυτό γεγονός άνέ-, Ό Έδουάρδος, κοιτάζοντας τή τρεπε τις αρχικές σκέψεις του Έδουφωτογραφία, ένοιωσε τό αΐμα του νά άρδου, πού άρχισε τώρα νά πιστεύη, παγώνη μέσα στις φβέβες του. δτι ό άνθρωπος πού εΐχε δολοφονηΈνα σκοτεινό μυστήριο άρχισε θή στόν πύργο δεν ήταν ό Βαρνά­ νά καλύπτη δλη αυτή τήν τραγική ύβας Κλέν. Αλλά, τότε, ποιός ήταν πόθεσι. Τό ίδιο άτομο εΐχε πεθάνει εκείνος, πού εΐχε πέσει θύμα στόν δυό φορές μέσα σέ είκοσιτέσσερις πύργο καί είχε επάνω του τό φάκελώρες I λο μέ τις τριάντα χιλιάδες γαλλικά — Αυτός εΐναι, μουρμούρισε ό Έ­ φράγκα; δουάρδος κοιτάζοντας τή φωτογρα­ φία. Ξαφνικά, ό Έδουάρδος ρώτησε: —'Ώστε τόν ήξερες ; ρώτησε ζωηρά — Ξέρεις καλά ποιός ήταν ό Βαρ­ ό Πώλ. νάβας Κλέν ; Ό Έδουάρδος δέν απάντησε κα­ — Πώς είπες; ρώτησε ό Πώλ. θόλου. Κούνησε μόνο τό κεφάλι του — Σέ ρωτώ άν ξέρης καλά τό Βαρ­ μέ τρόπο, πού έλεγε καί ναι καί όχι, νάβα Κλέν. γιατί δέ μποροϋσε νά καταλάβη κα— Καί βέβαια. λά-καλά γιά ποιό λόγο ήταν τόσο — 'Από ποιά περιφέρεια κατάγε­ πολύ τρομοκρατημένος ό φίλος του. ται ; Μήπως άπ’ τή Νότιο Γαλλία; Βέβαια θά εΐχε άνακατευθή σέ κά­ — Άμπα I Δέν ήταν καθόλου Γάλ­ ποια βρωμοδουλειά, όπως εΐχε αφή­ λος. σει νά ύπονοηθή στήν αρχή. — Καί τί ήταν; * — Ελβετός ! % * Επακολούθησε μιά σιωπή γιά με­ *Η ώρα ήταν εννέα τό βράδυ. Τό ρικά λεπτά, ενώ τό αυτοκίνητο κατέ­ αυτοκίνητο τοϋ Έδουάρδου ακούρα­ τρωγε τόν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, στο εΐχε φτάσει στό χωριό Μπελγπού ώδηγοϋσε στά γαλλοελβετικά κάρντ, πού απείχε διακόσια χιλιόμε­ σύνορα. τρα άπό τή Νίκαια. — Πώλ... άφοϋ ήξερες καλά τόν Έξαφνα, σέ μιάν απότομη στρο­ Βαρνάβα Κλέν, μήπως μπορείς νά μοϋ φή ένας παράξενος ήχος μοτέρ ακού­ τόν περιγράψης. στηκε. Επακολούθησε ή άπότομη πνι­

12

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


χτή στριγγλιά ενός κλάξον άπό ένα τεράστιο καμιόνι πού ερχόταν άντίθετα. Ό Έδουάρδος Είχε την ετοιμότη­ τα νά σταματήση αμέσως, διαφορε­ τικά ή σύγκρουσις θά ήταν αναπό­ φευκτη. Τό καμιόνι προσπέρασε καί ό ^Εδουάρδος εξακολούθησε τό δρόμο του. Μά ή μηχανή τοϋ αυτοκινήτου άρ­ χισε τώρα νά βγάζη έναν θόρυβο άλλοιώτικο, πού έμοιαζε μέ επιθανάτιο ρόγχο. Ό Έδομάρδος σταμάτησε. Κατέ­ βηκε άπό τό άμάξι, έτρεξε μπροστά καί έξήτασε τή μηχανή. — Νά πάρη ή όργή, είπε νευρικά. —Τί συμβαίνει ; έρώτησε μέ άγωνία ό Πώλ. —Σώθηκε ή βενζίνα. Δεν υπάρχει ούτε σταγόνα,.. — Καί τώρα τί θά κάνουμε; ^ Ή φωνή τοϋ Πώλ ήταν πνιγμένη άπό άγωνία. — θά δούμε, είπε μέ αδιαφορία ό Έδουάρδος. — Τί σημαίνει θά δούμε ; πρέπει νά εξακολουθήσουμε τό δρόμο μας. — Πώς όμως ; — Νά βρούμε βενζίνα. — ΓίοΟ ; Αυτή τή στιγμή, μέσα στο ερημικό αυτό δρόμο, μου φαίνεται κάπως δύσκολο... Ό Πώλ κατελήφθη από έναν άπότομο υστερισμό πού τον έκανε νά φαίνεται σάν μανιακός. — Πρέπει νά βρούμε!... Πρέπει νά βρούμε βενζίνα τώρα αμέσως !... — Πρέπει, άλλά πώς ; Εξακολού­ θησε ό Έδουάρδος μέ τό ίδιο άδιάφορο ύφος. Μόνον άν μάς βοηθήση ή τύχη καί φανή κανένα αυτοκίτητο. ’Ίσως μπόρεση νά μάς δανείση λίγη βενζίνα. Ακριβώς εκείνη τή στιγμή στο βά­ θος τού δρόμου φάνηκε τό φανάρι μιάς μοτοσυκλέττας, πού ταξίδευε μέ μεγάλη ταχύτητα. ❖ * ❖ Ό οδηγός τής μοτοσυκλέτας μό­ λις έπλησίασε σταμάτησε απότομα. — Πάθατε καμμιά ζημιά; ρώτησε μέ ενδιαφέρον. — Ναί.ο — Σοβαρή ; — Αρκετά... Μάς σώθηκε ή βεν­ ζίνα....

— Νά σάς δώσω εγώ λίγη ώσπου νά φτάσετε στό Μπελγκάρντ. — Ευχαριστούμε. * * * Ό μοτοσυκλετιστής τούς έδωσε λίγη βενζίνα καί ό Έδουάρδος προ­ σπάθησε νά βάλη εμπρός τή μηχανή. Μά αδύνατον. 'Ό,τι κι' άν τής έκανε δέν επερνε εμπρός. —Γιά νά δώ τή μηχανή σας, είπε ό μοτοσυκλετιστής καί πλησίασε. Τήν παρακολούθησε λίγα δευτε­ ρόλεπτα μέ προσοχή κΤ έπειτα είπε ζωηρά στόν Έδουάρδο : — Μήν κουράξεστε άδικα, Ή μη­ χανή δέν πρόκειται νά πάρη εμπρός γιατί έχει πάθει σοβαρή ζημιά. — Καί τώρα τί θά κάνουμε; ρώ­ τησε μέ άπόγνωσι ό Πώλ. — Θά ξαναγυρίσω στό Μπελγ­ κάρντ, απάντησε ό μοτοσυκλετιστής.. Εργάζομαι σέ γκαράζ καί θά ειδο­ ποιήσω έναν τεχνίτη νάρθη εδώ γιά νά διορθώση τή ζημιά. Ό Πώλ πλησίασε τόν μοτοσυκλετιστή καί ρώτησε σιγά : — Καί πόσος καιρός υπολογίζεται ότι θά χρειασθή γιά νά έπιδιορθωθή ή μηχανή; — Ώς μιά μέρα 1 — 'Ώστε, είπε ό Πώλ, σά νά μο­ νολογούσε δέ θά μπορέσω νά φτά­ σω στή Γενεύη πριν άπό αύριο τό βράδυ ; I... — Ακριβώς. Υπολογίζετε πολύ σωστά, τού απάντησε ό μοτοσυκλετιστής, πού είχε ακούσει τά λόγια τού Πώλ. — Καί απέχουμε πολύ άπό τή Γε­ νεύη ; — Καμμιά τριανταριά χιλιόμετρα. —Μονάχα ! ξεφώνησε μέ χαρά ό Πώλ καί κόντεψε σχεδόν νά άγκαλιάση τόν άγνωστο μοτοσυκλετιστή. Μά, τότε, θά μέ μεταφέρετε μέ τή μοτοσυκλέτα σας... Είναι τόσο εύ­ κολο 1... —Μά δέν υπάρχει λόγος, άπάντησε ό μοτοσυκλετιστής. ’Άν βιάξεσθε τόσο πολύ νά πάτε στή Γενεύη δέν έχετε παρά νά περιμένετε τό αυ­ τοκίνητο τής γραμμής, πού κάνει τή συγκοινωνία μέ τή Γενεύη, θά βρί­ σκεται εδώ σέ λίγο, θά τό πάρετε καί σέ μισή ώρα θά βρισκόσαστε στή Γενεύη. Μά άν βιάζεστε τόσο πολύ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

13


μην κάθεστε έδώ. Πρέπει νά πάτε στο σταθμό. — Ποϋ είναι; — Νά έκεϊ πού βλέπετε τά αναμ­ μένα φώτα. Καί ό άγνωστος μοτοσυκλετιστής έδειξε πιο πέρα ένα αρκετά μεγάλο οικοδόμημα πού ή πρόσοψίς του φω­ τιζόταν από πολλά και δυνατά φώτα. 'Ύστερα γυρίζοντας προς την με­ ριά του Έδουάρδου, πρόσθεσε : — Στο μεταξύ εγώ θά πάω στο Μπελγκράντ για νά ειδοποιήσω έναν τεχνίτη. Καί χάθηκε μέσα στό σκοτάδι τής νύχτας. — Έδουάρδε, είπε ό Πώλ, δάνεισέ μου, σέ παρακαλώ, πεντακόσια φράγ­ κα... θά με φτάσουν προς τό παρόν. Αργότερα έχει ό θεός 1... Τό σπου­ δαιότερο είναι νά πάω στην Ελβε­ τία καί νά βρίσκωμε σέ ασφάλεια. 'Ο Έδουάρδος δεν άπάντησε 1 "Ε­ βγαλε τό πορτοφόλι του, πήρε από μέσα μερικά χαοτονομίσματα καί τά έδωσε στον Πώλ, πού τά άρπαξε καί, χωρίς νά πή ούτε ένα «ευχαριστώ», έφυγε τρέχοντας προς τό σταθμό, γιατί από μακριά ακούστηκε κιόλας ό θόρυβος του αυτοκινήτου τής συγ­ κοινωνίας. Και ήταν καιρός, γιατί μόλις τό πρόφτασε... Ό Έδουάρδος κύτταξε τά φώτα του αυτοκινήτου, πού φώτιζαν τό δρόμο μέσα στή νύχτα. Είδε τόν Πώλ νά πηδά μέσα καί τό αυτοκίνη­ το καί νά φεύγη πάλι. Ό Πώλ Λουρσώ είχε αναχωρήσει παίρνοντας μαζί του τό μυστικό τής δολοφονίας του Βαρνάβα Κλέν. * Ό Έδουάρδος έμεινε όρθιος στη, μέση τού σκοτεινού δρόμου, χωρίς νά μπορή νά έξηγήση γιά ποιο λόγο ό θάνατος τού Βαρνάβα Κλέν είχε τρο­ μοκρατήσει τόσο πολύ τό φίλο του. Φυσικά, άπό τά μασημένα λόγια τού Πώλ, είχε καταλάβει πάνω-κάτω τί συνέβαινε. Μά καί τί δε θάδινε ό Έ­ δουάρδος γιά νά μάθη όλες τις λεπτομέριες τού μυστηρίου, πού έκάλυπτε τήν ύπόθεσι αυτή. Γ.ιατί δίχως άλλο οί λεπτομέρειες αυτές έπρεπε νά ήταν ενδιαφέρουσες καί τραγικές μαζί. Ό Βαρνάβας Κλέν είχε πεθάνει δυο φορές καί σέ δυο τόπους, πού α­

14

πείχαν πολλά χιλιόμετρα ό ένας άπό τόν άλλο. Καί τό πιο παράξενο ήταν ότι ό διπλός αυτός θάνατος τού Βαρνάβα Κλέν είχε πραγματοποιηθή σχεδόν τήν ι'δια ώρα I 'Όλος ό κόσμος είχε πιστέψει, ότι ό γνωστός άρχαιοπώλης άπ’ τή Λυών Βαρνάβας Κλέν είχε πνίγη στό Ρήνο ! Μόνον αυτός —ό Έδουάρδος —ήξερε, οτι τό πτώμα τού αρχαιοπώλη βρι­ σκόταν μέσα στον πύργο... Καί, βα­ σανίζοντας τό μυαλό του, γιά νά έ­ ξηγήση τό σκοτεινό μυστήριο, βρήκε τή λύσι : Κάποιος είχε δολοφονήσει τόν Βαρνάβα Κλέν μέσα στόν πύργο τού Έδουάρδου. Ό δολοφόνος πήρε, κατόπιν, τό αυτοκίνητο τού θύματος καί έφυγε ολοταχώς μέ όλη τήν ταχύ­ τητα γιά νά ξαναγυρίση στή Λυών. Έτσι ήταν δίχως άλλο, γιατί ό Έ­ δουάρδος θυμήθηκε ότι, μόλις ανακά­ λυψε τό πτώμα, άκουσε θόρυβο αυτο­ κινήτου έξω άπό τόν πύργο I... Μά τό δολοφόνο τόν έτιμώρησε, φαίνε­ ται, ή θεία πρόνοια. Καθώς πήγαινε* μιά στραβοτιμονιά, τόν έρριξε μέσα στό Ρήνο... Μά σέ λίγο κάποια άλλη σκέψις πέρασε μέσα στό μυαλό του : Γιατί νά μην υπόθεση κανείς ότι ό δολοφόνος έπεζήτησε ·νά πνιγή πέ­ φτοντας μέσα στό Ρήνο ; Ό Έδουάρδος, κάνοντας όλες αυ­ τές τις σκέψεις έννοιωθε κάποια ίκανοποίησι πού ή τύχη -τόν είχε ευνοή­ σει τόσο πολύ. Μά ωστόσο κατά βά­ θος, έβρισκε, ότι όλες αύτές οί συμ­ πτώσεις παρουσίαζαν κάτι πολύ πα­ ράξενο, κάτι, πού όσο κι’ άν ήθελε, δέ μπορούσε νά πιστέψη άπόλυτα. — Καί τί δέ θάδινα, μουρμούρισε, νά ξεδιαλύνω αυτό τό σκοτεινό μυ­ στήριο. Στό κάτω-κάτω είναι κάτι πού μ’ ένδιαφέρει έξαιρετικά, γιατί είναι συνδεδεμένο άπόλυτα μέ τή ζωή μου...

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ’Ο Έδουάρδος είχε πιά πάρει την άπόφασί του. "Ηθελε να ξεδιαλύνη τό αίνιγμα του διπλού θανάτου του Βαρνάβα Κλέν. ΓΤ αυτό πήρε την άπόφασι να ταξιδέψη ώς τή Λυώνα. Έκεϊ θά μπορούσε να κάνη μια ερευ­ νά σχετικά με τον Κλέν. Πέρασε τή νύχτα του στό*Μπελγκράντ καί, άφοΰ επισκεύασε τό αυτο­ κίνητό του, ξεκίνησε για τή Λυώνα, δπου έφτασε λίγες ώρες αργότερα. Είχε καταστρώσει τό πρόγραμμά του. Πρώτα απ' δλα, έπρεπε νά πάρη πληροφορίες άπό τό άμεσο περι­ βάλλον του αρχαιοπώλη. 'Η πρώτη πληροφορία πού συνέλεξε πολύ εύ­ κολα ήταν, δτι ό Βαρνάβας Κλέν εί­ χε τό κατάστημά του σε ένα μικρό μαγαζάκι τού Δημαρχιακού Μεγάρου στήν οδό Ίακωβίτη. Φυσικά, μετά τό θάνατό του, τό κατάστημα του πασίγνωστου άρχαιοπώλη θά ήταν κλειστό. Ωστόσο θά μπορούσε πολύ εύκολα νά βρή κά­ ποιον πού νά τον γνώριζε και νά πάρη τις πληροφορίες πού τού χρειά­ ζονταν. Μέ μεγάλη του έκπληξι, ό Έδου­ άρδος βρήκε τό κατάστημα τού Βαρ­ νάβα Κλέν ανοιχτό κι’ ένα χαριτωμέ­ νο κορίτσι νά εργάζεται εκεί μέσα μπροστά σ' ένα γραφείο. Τό κατάστημα είχε δψι πραγμα­ τικού μουσείου. Οί τοίχοι ήταν σκε­ πασμένοι άπό πίνακες καί παντού γύρω έβλεπε κανείς άρχαία έπιπλα μεγά?^ης άξίας. Ό ΐδουάρδος είχε τα σχέδιά του. θά παρουσιαζόταν ώς συ?\Λέκτης σπανίων κομψοτεχνη­ μάτων καί τιωρα τό γεγονός δτι ένα όμορφο καί .«νεαρό κορίτσι εργαζόταν εκεί, τόν διευκόλυνε πολύ. Γότι. λίγες γυναίκες μπορούσαν νά άντιστ^θούν στή γοητεία τού χα­ μόγελου καί των τρότίων τού Έδουάρδου. Πραγματικά, τό ίδιο εκείνο βρά­ δυ 6 Έδουάρδος γευμάτιζε έξω μέ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

τό κορίτσι εκείνο, πού λεγόταν Τονιέλ καί πού δέν τσιγκουνευόταν καθό­ λου τά λόγια της. Ή Τονιέλ ήταν απα­ ρηγόρητη γιά τό θάνατο τού Βαρνάβα Κλέν, πού ήταν προϊστά­ μενός της. — Είχα βρή μιά πολύ καλή θέσι, είπε στον Έδουάρδο, καί τώρα θά βρεθώ στο δρόμο. Ό Βαρνάβας Κλέν έπεσε πριν άπό λίγες μέρες στο Ρήνο' καί πνίγηκε! Τό σώμα του δέν μπόρεσαν νά τό βρούν άκόμα... Εΐναι περίεργα, κ. Έδουάρδε, δλα αυτά.., πολύ περίεργα... ’Έχω τήν έντύπωσι δτι ό κ. Κλέν δέν σκοτώθηκε άπό άτύχημα, αλλά δτι τόν δολοφόνησαν ! Ό Έδουάρδος άνασκίρτησε ~σάν νά τόν είχαν ροαιίσει. 'Ώστε δέν ήταν ό μόνος πού^ήξερε πώς ό Βαρνάβας Κλέν είχε δολοφονηθή ! Τό κορίτσι αυτό γνώριζε, σί­ γουρα, ένα μέρος τουλάχιστον άπό τό μυστικό πού προσπαθούσε ν’ άνακαλύψη ό Έδουάρδος, Συγκράτησε τόν εαυτό- του καί είπε δσο πιο ήρεμα μπορούσε : — Τί σάς κάνει νά τό πιστεύετε αυτό ; 'Η Τονιέλ έσκυψε επάνω άπό τό τραπέξι προς τό μέρος τού Έδουάρδου, κοίταξε γύρω άνήσυχα καί χα­ μήλωσε τή φωνή της : — Ξέρετε, μουρμούρισε, άπό τήν ήμέρα πού έφυγε ό κ. Κλέν, γιά νά μήν ξαναγυρίση πιά, ένας άνθρωπος μέ παρακολουθεί! Ό Έδουάρδος άνακάθησε στήν καρέκλα του, έκπληκτος, μά δέν είπε τίποτα. Προτίμησε ν' άφήση τό κο­ ρίτσι νά συνέχιση. Αύτή είπε . — ΕΤ 'αι ένας ψηλός, ξανθός άν­ τρας. ΝΤρθε στο μαγαζί τό άπόγευμα πού έφυγε ό κ. Κλέν μ’ εκείνη τήν κυρία καί άπό τότ& δπου πηγαί­ νω τόν βρίσκω μπροστά μου. Άκόμα καί τώρα, είναι καθισμένος σ’ ένα τραπέζι.εκεί στή γωνιά.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


Ό Έδουάρδος γύρισε άργά τό κεφάλι του. Κοίταξε πρός την όρχήστρα, πού έπαιζε ένα βαλς, κοίταξε πρός την πίστα, όπου χόρευαν ανα­ ρίθμητα ζευγάρια, καί τέλος κοίταξε πρός τό τραπέζι τής γωνίας. * * * Είδε έναν ξανθό, όμορφο νέο άν­ τρα, μέ στρατιωτικό παράστημα, πού έπινε τό ποτό του παρακολουθώντας τούς χορευτάς, χωρίς νά κοιτάζη κα­ θόλου πρός τό μέρος του Έδουάρδου καί τής Τονιέλ. —Δεν μ’ έχει ενοχλήσει καθόλου, συνέχισε τό κορίτσι, μά έχει καταν­ τήσει ίσκιος μου 1 Μου φαίνεται πώς αύτός είναι εκείνος πού μπήκε στό κατάστημα του κ. Κλέν χτές τή νύ­ χτα... Σώπασε, σαν νά είχε μετανοιώσει γι’ αυτό πού είχε πή. Ό Έδουάρδος ρώτησε άργά: — Μπήκε κανένας στό κατάστημα χτές τή νύχτα ; 'Η Τονιέλ κοκκίνησε καί είπε: — Δέν έπρεπε νά σάς τό πω αυτό, ίσως. Συνέβη, ξέρετε κάτι παράξενο. 'Όταν πήγα στό κατάστημα σήμερα τό πρωί, ανακάλυψα ότι κάποιος εί­ χε μπή έκεϊ μέσα στό διάστημα τής νύχτας. — Πώς τό ανακαλύψατε αυτό ; — Μέ τήν πρώτη ματιά, δέν μπο­ ρούσε κανείς νά ύποψιαστή τίποτα. 'Όλα ήσαν στη θέσι τους...εκτός άπό τό μελανοδοχείο μου, πού συνηθίζω νά τοποθετώ, πριν φύγω, στό κέντρο του τραπεζιού επάνω στην άδιεκπεραίωτη αλληλογραφία. Τό βρήκα στην άκρη τού τραπεζιού καί τά γράμμα­ τα, πού είχα τακτοποιήσει μέ ώρισμένη σειρά, ήσαν άναστατωμένα. —Δέν έλειπε τίποτα άπό τό κα­ τάστημα ; —Τίποτα, κι* αυτό είναι τό πιό παράξενο I Υπάρχουν εκεί κομψοτε­ χνήματα καί πίνακες πού άξίζουν μιάν ολόκληρη περιουσία. Ό άνθρω­ πος πού μπήκε δέν άγγιξε τίποτα ά­ πό αύτά. Προσπάθησε όμως νά άνοι­ ξη τό χρηματοκιβώτιο, χωρίς νά τό πετύχη. Επάνω στήν κλειδαριά ύπάρχουν γρατζουνιές, μά όλα μέσα στό χρηματοκιβώτιο είναι άκριβώς όπως τά είχα άφήσει. Έχω τήν έντύπωσι ότι ό άνθρωπος αύτός θά ξα-

16

ναγυρίση εκεί απόψε ή αύριο γιά να δοκιμάση πάλι ν’ άνοιξη τό χρημα­ τοκιβώτιο. — Ειδοποιήσατε τήν αστυνομία; ρώτησε ό Έδουάρδος. Τό κορίτσι κούνησε βίαια τό κε­ φάλι της. —’Όχι I είπε, θά γελούσαν μαζί μου άν τούς έλεγα ότι ένας διαρρή­ κτης μπήκε στό κατάστημα τού κ. Κλέν, χωρίς νά κλέψη τίποτα. Εξάλ­ λου, δέν θέλω νά προβώ σέ κανένα διάβημα, πριν βεβαιωθώ, τί άκριβώς συμβαίνει. Τά μάτια τού Έδουάρδου έλαμψαν. Αυτή ήταν μιά μοναδική ευκαι­ ρία νά ξεδιαλύνη τό μυστήριο τού άνθρώάου πού πέθανε δυό φορές. Καί ήθελε νά ξεδιαλύνη τό μυστήριο αυτό, όχι μόνο άπό απλή περιέργεια, αλλά καί γιατί ένοιωθε ότι είχε ύποχρέωσι νά τό κάνη αυτό άπό ευγνω­ μοσύνη πρός τον νεκρό, πού μέ τά χρήματά του είχε σώσει τή ζωή του. — Ακούστε, δεσποινίς είπε. Αύτά πού μοΰ είπατε είναι παράξενα καί ενδιαφέροντα καί θά ήθελα πολύ νά σάς βοηθήσω νά μάθετε τί συμβαί­ νει. θά μπορούσα, π. χ., άν δέν έχετε άντίρρησι, νά περάσω απόψε τή νύ­ χτα μου μέσα στό μαγαζί τού κ. Κλέν, παραμονεύοντας γιά τον διαρ­ ρήκτη I ** * 'Η Τονιέλ άνοιξε τά μάτια της διάπλατα. — θά... θά τολμούσατε νά τό κάνε­ τε αυτό ; μουρμούρισε δύσπιστα. Εί­ ναι επικίνδυνο, ξέρετε I ΟΙ κακοποιοί μπορεί νά είναι ώπλισμένοι καί... Ό Έδουάρδος χαμογέλασε. — θά είμαι κι’ εγώ ώπλισμένος, είπε. Έχω πάντα στή βαλίτσα μου ένα πιστόλι όταν ταξιδεύω. Μά δέν νομίζω ότι θά χρειαστή. Δέχεστε, λοι­ πόν, δεσποινίς ; Ή Τονιέλ έμεινε σκεπτική γιά λί­ γη ώρα κι’ έπειτα είπε διατακτικά: —Δέν ξέρω άν είναι σωστό αυτό, κύριε Έδουάρδε. Μά... αισθάνομαι μιά βαθειά έμπιστοσύνη σέ σάς καί είμαι σίγουρη ότι δέν έχετε κακούς σκοπούς στό μυαλό σας. θέλω όμως νάρθώ κι’ εγώ μαζί σας ! Κι’ άν ύπάρξη κίνδυνος, θέλω νά τόν μοιραστώ μαζί σας. —-Μά, δεσποινίς, είπε έκπληκτος

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


ο Έδουάρδος, μήν ξεχνάτε δτι μπο­ ρεί νά χρειαστή νά... Ή Τονιέλ κούνησε πεισματάρικα τό χαριτωμένο κεφαλάκι της. — θαρθώ μαζί σας, κ. Έδουάρδε !

Επιμένω σ’ αυτό. Εξάλλου, δε μπο ρεΐτε νά με στερήσετε άπό τήν ευκαΓ ρία νά ζήσω μια πραγματική περιπέ­ τεια. Τρελλαίνομαι, ξέρετε, γιά τις άστυνομικές περιπέτειες.

ΚΑΡΤΕΡΙ ΜΕ­ ΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Ό Έδουάρδος άναγκάστηκε νά ύποχωρήση. Πριν όμως φύγουν γιά τό κατάστημα τοϋ Κλέν, έ­ κανε μερικές άκόμα ερω­ τήσεις στην Τονιέλ. —Ταξίδευε πολύ ό Βαρνάβας Κλέν ; — Πάρα πολύ. Καί πάντοτε μέ τό μικρό του αύτοκίνητο. Αύτό δεν τό αποχωρίζονταν ποτέ, έστω καί αν έπρόκειτο γιά έναν μικρό "περίπατο μέσα στή Λυώνα... Ό Βαρνάβας Κλέν είχε κάποιο ελάττωμα στο αριστερό του πόδι... 7Ηταν λίγο πιο κοντό άπ’ τό δεξιό κι* έτσι καθώς έγερνε απ’ τη μια μεριά, μπορούσε, κανείς νά τόν αναγνώριση άπό πολύ μεγάλη άπόστασι. Αύτός, νομίζω, ήταν ό λόγος, πού ό Βαρνάβας Κλέν έφτιαχνε τά παπούτσια του μέ ειδική παραγγε­ λία στήν Ελβετία καί χρησιμοποιού­ σε τόσο συχνά τό αύτοκίνητο του. Εκτός άπό τά ταξίδια του στή Νί­ καια, πολύ σπάνια έβγαινε έξω άπ’ τή Λυώνα. — Πήγαινε συχνά στή Νίκαια; — Νομίζω οιι εκεί είχε κάτι σο­ βαρές ύποθέσεις, πού τόν άπασχολουσαν. Όπωσδήποτε πήγαινε πέντε ώς εξη φορές τό χρόνο. —Μήπως ξέρετε αν είχε ένα φίλο πού τόν λέγανε Λουρσώ,Πώλ Λουρσώ.. Ή Τονιέλ σκέφθηκε γιά λίγες στι­ γμές. — Πώλ Λουρσώ;... "Όχι. Δέν ακόυ­ σα ποτέ τόν Βαρνάβα Κλέν νά μιλάη γι’ αύτόν τόν άνθρωπο. "Εχετε, μή­ πως, τήν έντύπωσι δτι τό πρόσωπο αύτό είχε δοσοληψίες μέ τόν Βαρνά­ βα Κλέν ; —Μπορεί... Κούνησε άρνητικά τό κεφάλι της. — "Οχι, είπε, γιατί δέν έχω άκού-

σει ποτέ τό όνομα αύτό στούς πελάτας του άπό τή Νίκαια. Μέ αύτό τό όνομα δέν υπήρχε κανέ­ νας, ούτε πωλητής, ούτε αγοραστής. — Αγόραζε καντύλια καί εικόνες άπό τή Νίκαια ; — "Οχι! Ποτέ I Τό κατάστημά μας δέν έκανε τέτοιες δουλειές. — Εϊσαστε βέβαια; — Βεβαιωτάτη. Φτάνει μονάχα, νά σάς πω, πώς δ,τι ήταν γιά νά άγορασθή ή νά πουληθή, περνούσε άπ’ τά χέρια μου. Κρατούσα λεπτομερή βιβλία, γιά δτι πουλιόταν ή αγορα­ ζόταν. Αύτό τουλάχιστον, μάς τό ε­ πιβάλει ή άστυνομία, γιατί ή άστυνομία σέ κάτι τέτοια ζητήματα δέν άστειεύεται καθόλου. Γι’ αύτό τό λό­ γο, εγώ προσπαθούσα νά έχω άπόλυτη τάξι καί ενημερότητα στά βι­ βλία μου. Ό Έδουάρδος βυθίστηκε σέ συλ­ λογισμούς γιά λίγες στιγμές. Τί περίεργο I 'Η Τονιέλ, ή ιδιαι­ τέρα γραμματεύς του Βαρνάβα Κλέν, δέν ήξερε καθόλου τόν Πώλ Λουρσώ I Αύτός δμως ήξερε πολύ καλά τόν Βαρνάβα Κλέν καί άγόραζε άντικείμενα άξίας γιά λογαριασμό του,.Μά τότε, τί είδους σχέσεις ήταν εκείνες, πού εΐχε ό νεαρός Λουρσώ μέ τόν άρχαιοπώλη ; Δίχως άλλο, κάποιες μυ­ στηριώδεις ύποθέσεις, γιά τις όποιες ύ Βαρνάβας Κλέν δέν έδινε λόγο σέ κανέναν, άκόμα καί στήν έμπιστή του Τονιέλ. Έτσι, ό Έδουάρδος άρχισε νά πιστεύη δτι ό Βαρνάβας Κλέν έ­ κανε καί ένα άλλο εμπόριο, μυστικό, έκτός άπό τό έπίσημο επάγγελμα του άρχαιοπώλη. Αλλά ποιό ήταν αύτό τό άγνω­ στο έμπόριο πού έκανε τόσο μυστι­

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

17


κά ; Κοσμήματα ; ’Ίσως. Μάλλον αυ­ τό θά ήταν, Ό Βαρνάβας Κλέν θά αγόραζε διάφορα κοσμήματα*» γιά τά όποια δεν ήθελε νά δώση λογαρια­ σμό σέ κανέναν. Ό Πώλ Λουρσώ ήταν ό άνθρωπος πού του τά προμήθευε στή Νίκαια. Τώρα, τι γινότανε κατό­ πιν μέ τά κοσμήματα πού αγοράζον­ ταν τόσο μυστικά κανείς δέ μπορού­ σε νά ξέρη, εκτός από τον Λουρσώ καί τον Βαρνάβα Κλέν. Φυσικά θά ήταν κάποια έπιχείρησις παράνομη καί αυτός ήταν ό λό­ γος, πού μόλις ό Λουρσώ πληροφορήθηκε τό θάνατο του Βαρνάβα Κλέν, δηλαδή τόν πνιγμό του στο Ρήνο, τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ I Δίχως άλλο ό Βαρνάβας Κλέν θά είχε έπάνω του τίποτα κοσμήματα μεγάλης αξίας καί αυτά θά υπήρξαν ή αίτια τής δολοφονίας του. Μά, ώστόσο, ό Έδουάρδος Μοντέλ ήξερε πολύ καλά—αυτός μονάχα — οτι ό αρχαιοπώλης δέν είχε έπάνω του παρά τριάντα χιλιάδες γαλλικά φράγκα, πού... — Γιά τή Νίκαια είχε ξεκινήσει ό­ ταν του συνέβη εκείνο τό ατύχημα; ρώτησε τέλος τήν Τονιέλ. — Ετοιμαζόταν νά ξεκίνήση γιά τή Νίκαια, άπάντησε τό κορίτσι, όταν ήρθε στο κατάστημα μιά κυρία καί του έπρότεινε νά άγοράση μερικές

Μέ τό πιστόλι στο χέρι πέρασε στο διπλανό δωμάτιο.

18

μπομπονιέρες καί πουντριέρες του 18ου αίώνος... Αύτά τά πολύτιμα αν­ τικείμενα βρίσκονταν φαίνεται σέ κά­ ποιο παλιό πύργο, άπό τόν όποιο έ­ πρεπε νά περάση ό Βαρνάβας Κλέν γιά νά πραγματοποιήση τήν καλή αύτή άγορά... Ή κυρία θά τόν συνό­ δευε ώς τή Νίκαια καί άπό κεϊ θά πήγαιναν μαζί στον πύργο, κάπου κοντά στο Γκρινιάν όπως πήρε τό αύτί μου ! Έφυγε άπό εδώ στις 18 του μηνός μαζί μέ τήν κυρία... — Αύτήν τήν κυρία δέν τήν ξέρετε; — Καθόλου. Είχε έρθει στό κατά­ στημά μας γιά πρώτη φορά. — ΤΗταν άπό εδώ, άπ’ τήν Λυώνα, ή άπό άλλη επαρχία. —Μάλλον άπό τή Λυώνα. Νομίζω μάλιστα ότι^ έδωσε καί τήν διεύθυνσί της. Μένει στήν οδό Βωμπεκούρ. — Καί τ’ όνομά της; — Είπε ότι λεγόταν κυρία ντ’ Έσπενόν. — Κυρία ντ’ Έσπενόν, έπανέλαβε μηχανικά ό Έδουάρδος. Τό όνομα αύτό δέν του έλεγε τί­ ποτα. Μά ποιά μπορούσε νάναι αύτή ή κυρία ντ’ Έσπενόν, πού δίχως άλλο κατά τή σκέψι του Έδουάρδου, εΐχε δολοφονήσει τόν Βαρνάβα Κλέν ; Καί άκόμα: Γιά ποιο λόγο τόν δο?νοφόνησε; Ό Έδουάρδος ήξερε πολύ κα­ λά ότι ή δολοφονία δέν έγινε γιά νά ληστευθή τό θύμα, μιά καί όλα του τά λεπτά είχαν βρεθή επάνω του άπό τόν ΐδιο, μέσα στόν πύργο... Μά ποιά ήταν εκείνη ή κυρία ντ’ Έσπενόν καί πώς ήξερε τόν πύργο του ; Ή Τονιέλ εξακολούθησε: ν — Εκείνο πού μέ κάνει νά παραξενεύωμαι, εΐναι ότι ό καημένος ό Βαρνάβας Κλέν δέν έπρόφθασε νά πάη στή Νίκαια. ’Έφυγε άπό εδώ τή νύχτα τής 18ης του μηνός...Τήν άλλη μέρα, ενώ πήγαινε πρός τήν Νίκαια, έπεσε στό Ρήνο...Φαίνεται, λοιπόν, οτι τό βράδυ τής 18ης του< μηνός πήγε στόν πύργο γιά νά δή τις μπομπο­ νιέρες... Μά όπως έγραψαν οι εφη­ μερίδες, ό Βαρνάβας έπεσε στό Ρήνο, τή στιγμή πού ερχόταν πρός τήν Λυ­ ώνα !... Δέν πήγε στή Νίκαια... Πήγε στόν πύργο καί ξαναγύρισε εδώ ! Μά γιά ποιο λόγο ; Μήπως γιά νά πάρη λεπτά νά άγοράση τις μπομπονιέρες; "Όχι. Γιατί ήξερα-πολύ καλά οτι φεύ­ γοντας είχε πάρει μαζί του ένα άρ-

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


Προσπάθησαν νά τον κάνουν νά μιλήση κά­ τω άπό την απειλή των πιστολιών τους ί κετά μεγάλο χρηματικό ποσό. Τό εί­ χε βάλει μέσα σε ένα φάκελλο καί απ’ έξω έγραψα εγώ με τα ’ιδια μου τά χέρια τό όνομά του μέ μπλέ μο­ λύβι. "Ολα αυτά τά γεγονότα μου φαίνονται άνεξήγητα... Αρχίζω νά υποψιάζωμαι πολλά άλλα πράγματα. Μήπως τόν έλήστεψαν, τόν έσκότωσαν καί κατόπιν έρριξαν επίτηδες τό αυτοκίνητό του στο Ρήνο, για νά πα­ ραπλανήσουν τήν άστυνομία ; "Υστερα σάς είπα : Δεν μπορώ νά πιστέ­ ψω ότι ό βαρνάβας Κλέν πέθανε. Άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη πε­ ριμένω νά φανή. Δέν ξέρω μά έχω τό συναίσθημα ότι ό Βαρνάβας Κλέν ζή καί θά φανή ξαφνικά.

Ό Έδουάρδος κούνησε τό κεφά­ λι του άφηρημένα. "Ωστε τό κορίτσι δέν ήξερε τίποτα. Είχε απλώς ένα συναίσθημα, πού όμως ήταν εσφαλ­ μένο. Ό Βαρνάβας Κλέν δέν ξοϋσε. Ό Βαρνάβας Κλέν ήταν νεκρός στόν πύργο τοϋ Έδουάρδου μέ μιά σφαί­ ρα στο κορμί του... * * * ^Ηταν προχωρημένη ή νύχτα, όταν ό Έδουάρδος καί ή Τονιέλ έφτασαν μπροστά στό μαγαζί τοϋ Κλέν. Ό μυστηριώδης άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παράστημα, πού ή Το­ νιέλ τοϋ εΐχε δείξει στό έστιατόριο εΐχε δοκιμάσει νά τούς παρακολου'

2


θήση, μά ό Έδουάρδος είχε κατορ­ θώσει νά τον αποτίναξη, παίρνοντας ξαφνικά ένα ταξί σέ μια στιγμή πού κανένα άλλο αυτοκίνητο δεν υπήρχε στο δρόμο. Πριν μπουν στο μαγαζί, ό Έδου­ άρδος δοκίμασε πάλι νά πείση τό κο­ ρίτσι νά μην έρθη μαζί του, μά αύτή ήταν αποφασισμένη νά τον συνοδεύση στη νυχνερινή εκείνη περιπέτεια. Τά μάτια της έλαμπαν καί οί κι­ νήσεις της θύμιζαν παιδί πού ξεκινά γιά ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Μπήκαν στο μαγαζί, κλείδωσαν πάλι την πόρτα καί, χωρίς νά ανά­ ψουν φως, άποσύρθηκαν στο βάθος καί κάθησαν σέ δυο αρχαίες πολυ­ θρόνες, με τό πρόσωπο στραμμένο πρός την πόρτα. ’Από την πόρτα εκείνη μόνο μπο­ ρούσε νά μπή κανείς στο μαγαζί. Δεν υπήρχε καμμιά άλλη πόρτα καί κα­ νένα παράθυρο, εκτός από τη μεγάλη προθήκη δίπλα στήν είσοδο. — Είμαι περίεργη... άρχισε ή Τονιέλ. Μά ό Έδουάρδος τήν διέκοψε. —Σσστ, ψιθύρισε. Δέν πρέπει νά μιλάμε καθόλου I Καταλαβαίνω ότι αυτό θά εΐναι κάπως δύσκολο, μά δέν πρέπει νά άναγγείλουμε τήν πα­ ρουσία μας στούς ενδεχόμενους έπισκέπτας μας ! Θά καταστρέφαμε έτσι ολόκληρο τό σχέδιό μας. Ή Τονιέλ κούνησε τό κεφάλι της μέσα στο σκοτάδι, χωρίς νά σκεφθή πώς ό Έδουάρδος δέν μπορούσε νά τήν διακρίνη. Ακολούθησε σιωπή. Πέρασαν πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, μιά ώρα. Ή Τονιέλ είχε σχεδόν άποκοιμηθή καί ό Έδουάρδος αντι­ στεκόταν μέ πείσμα στον πειρασμό νά άνάψη ένα τσιγάρο γιά νά κρατηθή ξύπνιος, όταν μιά σιλουέττα διεγράφει έπάνω στο τζάμι τής πόρτας. Ή σιλουέττα αύτή, πού ανήκε σ’ έναν ύψηλόσωμο άντρα μέ στρατιω­ τικό παράστημα, έμεινε γιά μερικές στιγμές ακίνητη κοιτάζοντας πρός τό εσωτερικό του μαγαζιού. ** * Έπειτα, έκανε μιά χειρονομία καί μιά δεύτερη σιλουέττα πλησίασε στήν πόρτα. Ή Τονιέλ μέ δυσκολία συγκρότη­

20

σε μιά κραυγή.Ή καρδιά τού Έδουάρδου χτύπησε γοργά καί τό χέρι του χώθηκε στήν τσέπη του. Τά δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τή λαβή τού πιστολιού του, πού εΐχε φροντίσει νά πάρη από τό ξενοδοχείο του, πριν έρθη στό μαγαζί μέ τήν Τονιέλ. * =κ* Ό δεύτερος ίσκιος έσκυψε έπάνω στήν κλειδαριά καί άρχισε νά δουλεύη εκεί τόσο άθόρυβα, ώστε ό Έ­ δουάρδος, μολονότι είχε τ’ αυτί του στημένο καί όλες τις αισθήσεις του τεντωμένες, δέν μπόρεσε νά άκούση τίποτα. 'Η πόρτα υποχώρησε. "Ανοιξε, ά­ φησε τούς δυό ίσκιους νά περάσουν καί ξανάκλεισε. Ένα ψιθύρισμα ακούστηκε : —Τό χρηματοκιβώτιο εΐναι στήν άριστερή γωνία. "Οσο κι’ άν προ­ σπάθησα δέν μπόρεσα νά τό ανοίξω χθές τή νύχτα. Έσύ εΐμαι βέβαιος ότι θά πετύχης. Οί κλειδαριές εΐναι ή είδικότης σου I Ή φωνή προερχόταν από τον άν­ τρα μέ τό στρατιωτικό παράστημα. Ό άλλος γέλασε σιγανά καί είπε. — Ναι I Εΐμαι ειδικός σ’ αυτά. ’Άν άποφάσιζα νά ξεστρατίσω, θά μπο­ ρούσα νά γίνω πλούσιος μέσα σέ λί­ γους μήνες. Γέλασαν κι’ οί δυό κι’ έπειτα ό δεύτερος ίσκιος πρόσθεσε : —’Άς δούμε τώρα αυτό τό περί­ φημο χρηματοκιβώτιο. — Χρειάζεσαι φως ; είπε ό άντρας μέ τό στρατιωτικό παράστημα. Έχω ένα κλεφτοφάναρο μαζί μου. — ’Όχι απάντησε ό άλλος. Δου­ λεύω καλύτερα στά σκοτεινά 1 "Εβγαλε τό σακκάκι του καί προ­ χώρησε πρός τό χρηματοκιβώτιο, πού ή σιλουέττα του διαγραφόταν άμυδρά στήν πέρα γωνιά τού δωματίου. 'Η Τονιέλ εΐχε φράξει τό στόμα της μέ τό μαντηλάκι της γιά νά πνίξη τήν κραυγή πού ανέβαινε στό λαι­ μό της. Ό Έδουάρδος εΐχε βγάλει τό πι­ στόλι του και τό κρατούσε μέ τό δε­ ξιό χέρι. Εΐχε φροντίσει νά καθήση δίπλα σ’ έναν ηλεκτρικό διακόπτη, καί τώρα εΐχε άκουμπήσει τό δάχτυλό του έ-

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


πάνω του έτοιμος νά άνάψη τό φως στην κατάλληλη στιγμή. Δέν ήθελε νά δράση αμέσως./ Ή­ θελε ν’ άφήση πρώτα τούς δύο διαρ­ ρήκτες ν’ ανοίξουν τό χρηματοκιβώ­ τιο κι* έπειτα νά τούς κρατήση κάτω από τήν άπειλή του πιστολιού του. θά τούς ανάγκαζε νά μιλήσουν καί νά πουν ποιοι ήταν καί τί έψαχναν νά βρουν, φοβερίζοντάς τους ότι θά τούς παρέδιδε στην αστυνομία. Ό άνθρωπος πού είχε βγάλει τό σακκάκι του, πλησίασε στο χρηματο­ κιβώτιο, κάθησε σε μιά καρέκλα μπρο­ στά στην πόρτα του καί άρχισε τη δουλειά. * * * Ό άλλος έμεινε όρθιος δίπλα του μέ τό πρόσωπο στραμμένο προς τήν πόρτα του μαγαζιού. Λίγα μέτρα μπροστά τους, ό Έδουάρδος καί ή Τονιέλ κρατούσαν τήν ανάσα τους. Πέρασαν μερικά λεπτά. —Διάβολε!, μουρμούρισε ό άν­ θρωπος μέ τό πουκάμισο. Ή κλειδα­ ριά αύτή είναι άπό τις πιο σπάνιες ! Είναι ζήτημα αν υπάρχουν δέκα παρόμοιες σ’ όλο τον κόσμο I Πρέπει νά είναι κανείς οχι μόνο διαρρήκτης, αλλά μάγος γιά νά τήν άνοιξη! Πρέ­ πει νά κόστισε μιά ολόκληρη περιου­ σία στον Κλέν! Περίεργος άνθρω­ πος, αλήθεια... Ό άλλος ψιθύρισε άνήσυχα. — Δέν θά μπορέσης, λοιπόν, να τήν άνοιξης ; θά άναγκαστουμε... — θά μπορέσω! Καμμιά κλειδα­ ριά δέν μπορεί νά μου άντισταθή. Πέρασε μισή ώρα άκόμα. Ξαφνικά, ένας ξερός μεταλλικός κρότος άκούστηκε καί ό σκυμμένος άνθρωπος είπε θριαμβευτικά. — Τήν άνοιξα ! Ό άνθρωπος μέ τό στρατιωτικό παράστημα άφησε έναν στεναγμό άνακουφίσεως. — Συγχαρητήρια! είπε. Παραμέρι­ σε τώρα γιά να εξετάσω τό περιεχό­ μενο του χρηματοκιβωτίου. Τό δάχτυλο του Έδουάρδου πίεσε τον ήλεκτρικό διακόπτη καί τό μαγα­ ζί πλημμύρισε άπό φως. Ό Έδουάρδος, μέ τό πιστόλι προτεταμένο τι­ νάχτηκε όρθιος. — Ακίνητοι ί διέταξε, θέλατε νά ληστέψετε τό μαγαζί, έ ;

*

Ό άνθρωπος μέ τό πουκάμισο άνωρθώθηκε απότομα. Ό άλλος ανα­ πήδησε σάν νά τόν είχαν χτυπήσει μέ μαστίγιο. Ήταν ό άνθρωπος πού ή Τονιέλ του εΐχε δείξει στό εστια­ τόριο. — Δέν είμαστε κοινοί διαρρήκτες, κύριε, είπε ψυχρά. Ήρθαμε εδώ όχι γιά νά ληστέψωμε, αλλά γιά άλλο λόγο... ***

Ένώ αυτός μιλούσε, ό άλλος ά­ πλωσε τό χέρι του μέ μια εντελώς φυσική κίνησι πρός τό σακκάκι του, πού ήταν άκουμπισμένο σέ μιά καρέ­ κλα. τό πήρε καί... τό πέταξε άπάνω στό ώπλισμένο χέρι τού Έδουάρδου. Ό Έδουάρδος δέν πρόβλεψε τήν κίνησι αύτή. Δοκίμασε νά τραβήξη τό χέρι του έξω άπό τήν τροχιά του σακκακιου, μά δέν πρόλαβε. Τό σακκάκι τυλίχτηκε γύρω άπό τό χέρι του καί τό έκανε νά παρεκκλίνη πρός τ’ άριστερά. Αυτό ήταν άρκετό γιά τόν άνθρωπο μέ τό στρα­ τιωτικό παράστημα. Μ* ένα εκπληκτικό πήδημα, ρίχτη­ κε επάνω στόν Έδουάρδο. ΟΙ επό­ μενες στιγμές ήσαν όδυνηρές καί γε­ μάτες εκπλήξεις γιά τόν νεαρό συ­ νοδό της Τονιέλ. Μέ μιά επιδέξια καί αστραπιαία λαβή «ζίου-ζίτσου» ό άνθρωπος μέ τό στρατιωτικό παράστημα άπέσπασε τό πιστόλι άπό τό χέρι τού Έδουάρ­ δου καί μέ μιά δεύτερη λαβή τόν έ­ κανε νά τρεκλίση πίσω καίνάΝπάηνά ξαναπέση στήν πολυθρόνα του, κοντά στήν περίτρομη Τονιέλ. — Σβύσε τό φώς, είπε στόν σύν­ τροφό του πού μάζευε τό τσαλακω­ μένο σακκάκι του άπό χάμω. Τό μαγαζί βυθίστηκε πάλι στό σκο­ τάδι.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


— Καί τώρα, είπε ό άγνωστος με τό πιστόλι του Έδουάρδου στό χέρι, είναι ή σειρά μου νά κάνω ερωτή­ σεις: Ποιός είστε και τι γυρεύετε εδώ μέσα ; — Τό ποιος είμαι είναι δικός μου λογαριασμός ! απάντησε με θυμό ό Έδουάρδος. 'Όσο γιά τό τί γυρεύω έδώ είναι προφανές. ΤΗρθα γιά νά πιάσω εσάς, ξέροντας δτι σκοπεύατε νά διαρρήξετε τό χρηματοκιβώτιο. Ή φωνή του αγνώστου έδειξε έκπληξι. * * * — Καί πώς τό μάθατε αυτό ; —Δεν ήταν δύσκολο ! 'Η ύπάλληλος του καταστήματος ανακάλυψε ότι κάποιος είχε μπή τή νύχτα έδώ καί δτι είχε προσπαθήσει, χωρίς επι­ τυχία, νά διαρρήξη τό χρηματοκιβώ­ τιο. ΗΤταν φυσ'κό νά συμπεράνωμε δτι θά ξαναγυρίζατε. — Μά ποιός είστε εσείς ; Καί γιατί άναμιχθήκατε στήν ύπόθεσι αύτή; Γιατί ήρθατε μόνος σας έδώ; θά μπορούσατε, π. χ., νά ειδοποιήσετε την αστυνομία. — θά μπορούσα, είπε ό Έδουάρ­ δος. Μά ήμουν βέβαιος δτι δέν έπρόκειτο γιά απλή διάρρηξη καί ήθελα νά μάθω γιά τί πράγμα ακριβώς έπρόκειτο. Ή έπέμβασις τής άστυνομίας ίσως σάς τρόμαζε καί σάς έκα­ νε νά άναβάλετε ή νά ματαιώσετε τήν αποψινή έπίσκεψί σας έδώ. Ό άγνωστος γύρισε στον σύν­ τροφό του. — Πάρε τό πιστόλι, είπε, καί κρά­ τησε σέ ακινησία τον κύριο αυτόν καί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η ΜΥΣΤΗΡΙΩ­ ΔΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑ

Ό Έδουάρδος γύρισε στό ξενοδοχείο του μιά ώρα άργότερα, άφοΰ συ­ νοδέυσε τήν Τονιέλ στό σπίτι της. ΤΗταν απο­ γοητευμένος καί ένοιωθε μιάν άμηχανία καί μιά ντροπή. ΟΙ δυό άγνωστοι διαρρήκτες τόν είχαν αφοπλίσει, είχαν κάνει αυτό πού ή-

22

τή δεσποινίδα, δσο έγώ θά έξετάζω τό περιεχόμενο του χρηματοκιβωτίου. Ένα ήλεκτρικό φανάρι άναψε καί ή δέσμη του φώτισε τό έσωτερικό τού χρηματοκιβωτίου. Ό Έδουάρδος είδε τόν άνθρωπο* μέ τό στρατιωτικό παράστημα νά σκύβη έκεϊ καί νά έξετάζη ένα-ένα τά διάφορα έγγραφα, πού περιείχε τό χρηματοκιβώτιο. "Επειτα άπό μερικά λεπτά, ό άγωστος έσβυσε τό φανάρι του καί άνωρθώθηκε. —Τίποτα, είπε στόν άλλον μέ άπογοήτευσι. Πρέπει νά άρκεστουμε σ’ αύτά πού έχομε I Πάμε. Καί πρόσθεσε αποτεινόμενος στόν Έδουάρδο : — Μείνετε στή θέσι σας I "Αν δο­ κιμάσετε νά σηκωθήτε, πριν βγούμε άπό τό κατάστημα θά πυροβοληθήτε. Καί, αν θέλετε μιά συμβουλή, κ. Έδουάρδε Μοντέλ, πάψτε νά άνακατεύεσθε στήν ύπόθεσι αύτή ! Άποσύρθηκαν πρός τήν πόρτα πισοπατώντας, τήν άνοιξαν, βγήκαν έξω καί οί σιλουέττες τους χάθηκαν μέσα στή νύχτα. Ό Έδουάρδος γύρισε γοργά τόν διρκόπτη κΓ έτρεξε πρός τήν πόρτα. Βγήκε στό δρόμο, μά δεν μπόρεσε νά διακρίνη πουθενά τούς δυο αγνώ­ στους. "Οταν ξαναμπήκε στό μαγαζί είδε τήν Τονιέλ σκυμμένη στό χρηματοκι­ βώτιο. — Παράξενοί μουρμούρισε τό κο­ ρίτσι. Δέν πήραν απολύτως τίποτα!

θελαν καί είχαν φύγει* χωρίς αύτός νά μπορέση νά άντιδράση. ΤΗταν φανερό πώς δέν είχαν βρει αυτό πού ζη­ τούσαν. Τί ζητούσαν ό­ μως ; Κανένα έγγραφο, σίγουρα. Τί έγγραφο; Καί—πάλι—ποιοι ήταν οί δυό διαρρήκτες; Ποιός ήταν ό άν-

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


Θρωττος μέ τό στρατιωτικό παράστη­ μα, πού, ενώ στήν αρχή φαινόταν νά μή γνωρίζη τόν Έδουάρδο, έπειτα τόν άποκάλεσε μέ τ’ όνομά του καί ί'οϋ έδωσε τή συμβουλή νά πάψη ν’ αναμιγνύεται στήν ύπόθεσι αυτή ; Καί... ποια ήταν ή κυρία ντ’ Έσπενόν, ή μυστήριώδης γυταίκα, πού έχε παρασύρει τόν Βαρνάβα Κλέν ως τόν πύργο του Έδουάρδου μέ τό πρόσχημα δτι θά τοϋ πουλούσε αν­ τικείμενα τέχνής ; Χωρίς άλλο αυτή είχε δολοφονήσει τόν άνθρωπο πού είχε πεθάνει δυό φορές. Γιατί όμως; Καί γιατί είχε πάρει τό ένα παπού­ τσι του νεκρού, αφίνοντάς του τις τριάντα χιλιάδες φράγκα, πού αυτός είχε επάνω του ; Καί... πώς ήξερε δτι ό πύργος ε­ κείνος ήταν άκατοί κήτος ; Ό Έδουάρδος πλάγιασε γιά νά κοιμηθή, μά δέν μπόρεσε νά κλείση μάτι. Οί σκέψεις αύτές—καί χίλιες δυό άλλες—στριφογύριζαν στο μυα­ λό του, άφαιρώντας του τόν ύπνο. Σηκώθηκε καί άναψε ένα τσιγάρο. Ξαφνικά τό μάτι του έπεσε επά­ νω σ’ένα ογκώδες κόκκινο βιβλίο μέ χρυσά γράμματα, επάνω στό τραπέ­ ζι. Διάβασε ; «Όδηγός τής Λυώνος». Ό Έδουάρδος πετάχτηκε δρθιος I 7Ηταν κάτι πού θά τού έλυνε δλες τις απορίες κι’δμως δέν τό είχε σκεφτή ώς εκείνη τή στιγμή. 'Άρπαξε τό βιβλίο κΓάρχισε νά τό φιλομετράη βιαστικά, σάν μέσα σέ πυρετό, ώσπου έφτασε στή σελίδα πού ζητούσε κι’ άρχισε νά διαβάζη μέ μάτια γουρλωμένα άπό καοίπληξι : «Κοντέσσα Ντενίς Ντ’ Έσπενόν... Όδός Βωμπεκούρ 98». * * * Ό Έδουάρδος, σάν νά μήν πί­ στευε στά μάτια του, διάβασε τό κείμενο άλλη μιά φορά κι’ έπειτα πέταξε τόν οδηγό επάνω στό τραπέζι. 'Ώστε ή Ντενίς Μοντέλ, ή έξαδέλφη του, ή κόρη τού Γενικού Εισαγγελέως, ήταν ή γυναίκα πού εΐχε παρα­ σύρει τό θύμα ώς τόν πύργο ; ’Ά I δχι! Αύτό δέν ήταν δυνατόν 1 Ό Έδουάρδος δέ μπορούσε νά τό πιστέψη... Γιατί ήξερε πολύ καλά τήν

Ντενίς, δπως καί τήν οικογενειακή κα κοινωνική αγωγή της I — Αδύνατον 1... Αδύνατον I μουρ­ μούρισε κι* άρχισε νά κάνη βόλτες νευρικά μέσα στό δωμάτιο. Κάποια μεγάλή παρεξήγησις υπάρχει μέσα σ’ αυτή τή μυστηριώδη ύπόθεσι!... Πέρασε αρκετή ώρα, ώσπου ό Έ­ δουάρδος Μοντέλ νά καλμάρη άπό τή ζωηρή συγκίνησι πού εΐχε δοκιμά­ σει καί νά άποφασίση, νά πέση νά κοιμηθή... Μά ό Έδουάρδος, παρ’ ό­ λες τις προσπάθειές του, δέ μπόρεσε νά καταφέρη δλη τή νύχτα νά κλείση μάτι. Μόνον όταν πιά άρχισε ή αύγή νά ροδίζη, τά μάτια τού κουρασμένου Έδουάρδου έκλεισαν κι’ ένας ευεργε­ τικός ύπνος τόν τύλιξε. Ή μέρα ήταν προχωρημένη όταν ξύπνησε. Πετάχτηκε άπό τό κρεββάτι του, πήρε βιαστικά τό μπάνιο του, ξυ­ ρίστηκε κι’ αφού ντύθηκε, κατέβηκε κάτω νά πάρη τό πρόγευμά του. Έπειτα, χωρίς νά χάση καθόλου καιρό, τράβηξε γραμμή γιά τήν οδό Βωμπεκούρ. * * * 'Η οδός Βωμπεκούρ ήταν ένας με­ γάλος κεντρικός δρόμος, πού άρχιζε άπό τήν πλατεία κι’ έτσι ό Έδουάρ­ δος δέν δυσκολεύτηκε καθόλου νά τόν άνακαλύψη. Προχωρούσε άργά, παρακολου­ θώντας τά νούμερα, ώσπου σέ λίγο έ­ φτασε μπροστά στον άριθμό 98. ΤΗταν ένα μέγαρο μέ έναν όμορφο κήπο μπροστά... Ή πόρτα, σιδερένια καί βαρειά, ήταν κλειστή. Ό Έδουάρδος πλησία­ σε άποφασιστικά καί πίεσε τό κου­ δούνι. Καμμιά άπάντησις. Πίεσε πάλι τό κουδούνι, μά καί πάλι κανένας δέν του άνοιξε. Έταν έτοιμος νά φύγη, όταν άπό μιά δι­ πλανή μικρή πόρτα, πού χρησίμευε ώς είσοδος υπηρεσίας, βγήκε ένας αφε­ λής άνθρωπάκος, πού άπό τό ντύσιμό του φαινόταν πώς ήταν ό κηπουρός. —Τί επιθυμεί ό κύριος; ρώτησε τόν Έδουάρδο. —Τήν κυρία Ντ’ Έσπενόν. Ό κηπουρός άρχισε νά γελάη δυ ν ατά. — Μά δέν ξέρετε, δτι ή κυρία δέν

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

23


είναι εδώ ; Κάθε καλοκαίρι ή κυρία φεύγει... Πάει καί παραθερίζει. — Μά δεν είναι άκόμα καλοκαίρι, είπε ό Έδουάρδος. — Εφέτος ή κυρία βιάστηκε περισ­ σότερο άπό τις προηγούμενες χρονι­ ές, απάντησε ό κηπουρός πού έδειχνε πώς είχε μεγάλη όρεξι γιά συζήτησι. — Είμαι έξάδελφός της, είπε ό Έ­ δουάρδος καί θά ήθελα πάρα πολύ νά την δώ, γιατί έχομε πολλά, πάρα πολλά χρόνια νά συναντηθούμε... — Τότε, εξηγείται γιά ποιο λόγο, δεν ξέρετε τις συνήθειες τής κυρίας κόμησσας, είπε ό κηπουρός μέ ένα παράξενο μειδίαμα. — Καί ό κύριος Ντ’ Έσπενόν, ό σύζυγός της; — Πώς, εϊσαστε συγγεής της καί δέν τό ξέρετε ; — Μα σάς είπα. ’Έχουμε πολλά χρόνια νά είδωθούμε... Έγώ στο με­ ταξύ, ζοϋσα μακρυά στις άποικίες καί δέν είχα καμμιά έπαφή μαζί της. — Έ, λοιπόν, ό συζυγός της έχει πεθάνει έδώ καί τέσσερα χρόνια.,.Τοΰ συνέβη ενα δυστύχημα στο κυνήγι καί άπό τότε πάει...ούτε τόν ξανάδαμε. Μά ήταν καλός, πολύ καλός ό καημένος ό κύριος. Σάς βεβαιώνω δτι πρέπει νά λυπάστε πολύ, πού δέν έτυχε νά τόν γνωρίσετε... *Άς είναι καλά έκεί πού βρίσκεται τώρα ό καη­ μένος, γιατί πεθαίνοντας άφησε μιά πολύ μεγάλη περιουσία στην κυρία... Τ' ! ί*** Καί μέ ύφος όλότελα έμπιστευτικό μά καί μυστηριώδες, πρόσθεσε μέ χαμηλή φωνή ; — Ή έξαδέλφη σας είναι εκατομ­ μυριούχος, κύριε.

24

— Αύτό μ5 εύχαριστεϊ έξαιρετικά, άπάντησε ό Έδουάρδος ένθουσιασμένος, δχι τόσο πού ή Ντενίζ ήταν ε­ κατομμυριούχος, όσο πού είχε συ­ ναντήσει εναν άνθρωπο πού ήταν φλύαρος καί ήξερε πολλά πραγματι­ κά ό παράξενος έκεϊνος τύπος πού δέν εννοούσε, νά σταματήση τήν κουβέντα. Καί έξακολούθησε : — Μάλιστα, κύριε. Είναι εκατομ­ μυριούχος! Καί έχει καί θαυμαστός!... Πολλούς!... Πάρα πολλούς! Γιατί μιά πλούσια καί όμορφή κυρία... έ; Τί σάς λέει ; Είναι κάτι τό σπάνιο... κάτι πού τό κυνηγάνε πολλοί !... Αλ­ λά αύτή.,.ουτε τούς λογαριάζει κα­ θόλου... Έβαλε τό χέρι στο στόμα του, καταλαβαίνοντας πώς εΐχε μιλήσει πολύ, καί πρόσθεσε : — Αύτά εΐναι ζητήματα, πού δέ μ’ ένδιαφέρουν έμένα. Έκανε μιά ύπόκκλισι μπροστά στον Έδουάρδο καί είπε σέ ύφος κάπως έπίσημο : — Μέ λίγα λόγια, κύριε, ή Κοντέσσα δέ βρίσκεται εδώ... Μέσα στό μέγαρο δέν υπάρχει κανένας. ’Άν θέλετε νά τήν δήτε, πρέπει νά πάτε στήν έξοχική της έπαυλι στό Άντίμπ. Έπαυλις τά «Πεύκα», θά τήν βρήτε εύκολα, γιατί είναι πολύ ω­ ραία καί χτισμένη πάνω στά βράχια, κοντά στή θάλασσα... Ό κηπουρός, χαιρέτισε τόν Έ­ δουάρδο μέ μιά νέα υπόκλισι καί έ­ φυγε. "Ωστε ή Ντενίς ήταν χήρα I Ό άντρας της είχε σκοτωθή στό κυνή­ γι... Έταν πάρα πολύ πλούσια καί τήν κυνηγούσαν πολλοί άντρες ! Μά τότε γιατί ή Ντενίζ είχε άνακατευτή στή μυστηριώδη ύπόθεσι τού άνθρώπου πού είχε πεθάνει δυο φο­ ρές ; Γιατί τόν είχε παρασύρει ώς τόν πύργο; Γιατί...τόν είχε δολοφονήσει; Καί...τόν είχε πραγματικά δολοφονή­ σει αυτή ; Ό Έδουάρδος πέρασε τή νύχτα του στή Λυώνα, άφοΰ—βέβαια—γευ­ μάτισε πάλι έξω μέ τήν Τονιέλ. 'Η υπάλληλος τού Βαρνάβα Κλέν ήταν άκόμα άναστατωμένη μέ τή νυχτερινή περιπέτειά τους καί ό Έδουάρδος μέ δυσκολία κατώρθωσε νά τήν πείση νά μήν άπευθυνθή—προσωρινά τούλάχιστον —στήν άστυνομία.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Ξεκίνησε την άλλη μέ­ ρα τό πρωί μέ τό αυτο­ κίνητό του. Γλυστρούσε ολοταχώς επάνω στον άσφαλτοστρωμένο δρόμο πού ο­ δηγεί από τη Λυώνα στή Νίκαια. Λο­ γάριαζε νά κοιμηθή στή Νίκαια τη νύχτα τής ήμέρας εκείνης καί νά ξεκινήση την επομένη γιά τό Άντίμπ, δπου σκόπευε νά συνέχιση τις ερευνές του στην έπαυλι τής έξαδέλφης του Ντενίς ντ' Έσπενόν. Καθώς ταξίδευε, οί σκέψεις του γύριζαν πίσω στούς παράξενους διαρ­ ρήκτες, πού είχαν μπή στο κατάστη­ μα του άνθρώπου πού είχε πεθάνει δυο φορές, χωρίς νά κλέψουν τίποτα, καί στή χαριτωμένη καί θαρραλέα Τονιέλ. Δέν είχε συναντήσει συχνά στή ζωή του τέτοια κορίτσια ό Έδουάρ­ δος. Οί ώρες πού εΐχε περάσει μαζί της ήσαν ευχάριστες καί γεμάτες εν­ διαφέρον. Καί τώρα, πού κάθε στιγ­ μή πού περνούσε τον άπεμάκρυνε από αυτήν, ό Έδουάρδος ένοιωθε πώς ή σύντομη καί τυχαία γνωριμία του μέ τον Τονιέλ είχε μέσα της δλα τά σπέρματα ενός δυνατού μελλοντικού έρωτα. * * * Γιά μιά στιγμή, άντίκρυσε πλάι του τό Ρήνο, πού κυλούσε τά νερά του άδιάκοπα καί δταν έφτασε στή μεγάλη γέφυρα καί ακριβώς στο ση­ μείο, δπου είχε πέσει τό αυτοκίνητο τού άρχαιοπώλου από τήν Λυώνα, ένοιωσε μιά τέτοια συγκίνησί, πού χρειάσθηκε νά καταβάλη μεγάλη προσπάθεια γιά νά μήν κλείση τά μάτια του. Δέν ήθελε ούτε νά άντικρύση τό μέρος εκείνο. Καί σάν νά τον κυνη­ γούσε ένας εφιάλτης, ανέπτυξε δλη τήν ταχύτητα τού αυτοκινήτου καί πέ­ ρασε τή γέφυρα. Αργότερα μετρίασε τήν ταχύτητα καί χωρίς νά τό θέλη, ή σκέψις του έτρεξε πάλι στον παλιό

ΥΠΟΨΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΙ

ερημικό πύργο, δπου εί­ χε δολοφονηθή ό Βαρνά­ βας Κλέν. — Αλήθεια συλλογίσθηκε, άν έκανα μίαν έπίσκεψι στόν Πύργο... τό πτώμα τού δυστυχισμένου άρχαιοπώλου θά είναι άκόμα έκεί I θά κάνω μιά πρόχειρη έρευνα καί μπορεί νά άνακαλύψω κάτι σημαντικό... άπό τό σημείο δπου βρισκόταν ένείνη τή στιγμή ό Έδουάρδος, ό πύρ­ γος δέν άπεϊχε πολύ. Στο βάθος φαι­ νόταν τό Γκρινιάν μέ τό πολυτελέ­ στατο ξενοδοχείο του πού εΐχε χτ,ισθεΐ τελευταία... Σ’ αυτή τήν πόλι ό Έδουάρδος εΐχε* περάσει τά αμέρι­ μνα παιδικά του χρόνια. Δέν έχασε καθόλου καιρό. "Εστρι­ ψε καί πήρε τήν κατεύθυνσι προς τό Γκρινιάν. * * * Σταμάτησε μπροστά στό ξενοδο­ χείο. Καθώς έβγαινε άπό τό αυτοκίνη­ το, ακούσε πίσω του μιά χαρούμενη φωνή : — Αυτός δέν είναι ό κύριος Έ­ δουάρδος ; — Ναι έγώ είμαι, άπάντησε αύτός καί άπλωσε τό χέρι του άβέβαια πρός έναν απλοϊκό άνθρωπο πού τόν πλησίασε. —Δέ μέ θυμόσαστε καθόλου, κύ­ ριε Έδουάρδε Μοντέλ; — Ό...χι. — Γιά προσπαθεϊστε... — Έ, τότε νά σάς θυμίσω έγώ... Είμαι ό Μουσπάν I Τότε ό Έδουάρδος θυμήθυκε πώς είχε απέναντι του έναν χτίστη, πού τόν έλεγαν Μουσπάν. Μά ποτέ δέν τόν έβλεπε κανείς νά χτίζη !.. Περ­ νούσε τόν καιρό του στό κυνήγι, πού τού είχε καταντήσει πραγματικό πά­ θος. Καί γιά νά δείξη ό Έδουάρδος πώς τόν είχε θυμηθή, τόν ρώτησε. — Πώς πάνε οί λαγοί, Μουσπάν ;

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


— Λιγοστέψανε πιά, κ. Έδουάρδε I Που καί πού να συναντήσης κανένα ! — θά δεχθής να πάρης ένα ποτό, Μουσπάν ; — "Αν πρόκειται να συζητήσουμε για κυνήγι, πολύ ευχαρίστως... Μπήκαν μέσα στό μπαρ του ξενο­ δοχείου καί κάθησαν σ’ ένα τραπε­ ζάκι. Τό γκαρσόνι τούς έσερβίρησε. — "Εμαθα, ότι είχατε πάει στην Αφρική, κύριε Έδουάρδε. — Ναι. — Εκεί θά έχη πολύ κυνήγι, έ; — Αρκετό... Ό Μουσπάν άνςχστέναξε. *'Αδέια­ σε τό ποτήρι του καί είπε : —Μόλις σάς είδα, σάς έγνώρισα άμέσως. Τό ίδιο συνέβη καί μέ τήν έξαδέλφη σας. — Την Ντενίζ ; — Βέβαια... — Ήταν εδώ ; — Πέρασε πριν από λίγες μέρες. Έχει αλλάξει πολύ 1 Δέν είναι ή κοπελλουδα πού ήξερα... Ήταν μιά σω­ στή κυρία. — Πότε ήταν εδώ ; ρώτησε μέ άγωνία ό Έδουάρδος. Μήπως θυμά­ σαι ; — Πάνε λίγες μέρες, άπάντησε ό Μουσπάν, Καί φώναξε πρός τό βάθος του καταστήματος : —Δέ μου λες, Κασκλου, μήπως θυ­ μάσαι εσύ πότε ακριβώς πέρασε άπό δώ ή κυρία Ντενίζ, ή κόρη του είσαγγελέως Μοντέλ; Ό Κασκλου ήταν ένας καμπού­ ρης, τό γκαρσόνι του μπάρ. Πλησίασε στό τραπέζι. — Μά δέ θυμάμαι άκριβώς... Πάνε λινές μέρες πού πέρασε άπό δώ... Ήρθε μέ κάποιον... μέ κείνον πού έ­ πεσε μέσα στό Ρήνο... Έμειναν εδώ στό ξενοδοχείο... Εκείνη τή στιγμή πλησίασε καί ό καταστηματάρχης πού, άκούγοντας τή συζήτησι, θέλησε νά δώση περισ­ σότερες πληροφορίες. — Ήταν μαζί μέ τόν Βαρνάβα Κλέν, τόν γνωστό αρχαιοπώλη άπό τήν Λυώνα... Αλλά τί παράξενη ύπόθεσι... Ακόμα δέν μπορώ νά συνέλθω... Φαντασθήτε ότι στις 18 του μη­ νάς, τέτοια ώρα περίπου, σταμάτησε μπροστά εδώ ένα αύτοκίνητο, πού

26

ερχότανε άπό τήν Λυώνα. Ήταν μέ­ σα μιά κυρία καί ένας κύριος. Μου είπαν, πώς θά πήγαιναν εδώ κοντά καί θά ξαναγύριζαν σέ λίγο γιά νά δνιπνήσουν. Καί παράγγειλαν καί δύο δωμάτια ξεχωριστά γιά νά κοιμη­ θούν/Απ’ αυτό κατάλαβα ότι δέν ήταν αντρόγυνο. Καί δέν είχα πέσει έξω, γιατί στό βιβλίο τών πελατών έγρα­ ψαν : Κόμησσα ντ’ Έσπενόν καί Βαρ­ νάβας Κλέν, άρχαιοπώλης άπό τήν Λυώνα. *❖ * Ό Έδουάρδος ήταν εξαιρετικά χαρούμενος. Χωρίς νά τό προκαλέση ή συζήτησις είχε πάρει τό δρόμο πού ήθελε αυτός. — Έπειτα εξακολούθησε ό κατα­ στηματάρχης, τό αύτοκίνητο ξεκίνησε καί πήγε στό Τουλινιάν, ή κάπου άλ­ λου, πράγμα πού δέ μ’ έν'διαφέρει καθόλου. "Υστερα άπό μιά ώρα ξαναγύρισαν εδώ !... — Μαζί μέ τόν αρχαιοπώλη ; ρώ­ τησε έκπληκτος ό Έδουάρδος πού δέν μπόρεσε νά κρατηθή. Μά ό ξενοδόχος, εύτυχώς, δέν πρόσεξε τήν έκπληξί του καί, όλότελα άνύποπτος, εξακολούθησε τήν εν­ διαφέρουσα άφήγησί του: — Φυσικά. Ή ϊδια ή κυρία μαζί μέ τόν ίδιο κύριο.., Δέν υπάρχει καμμιά άμφιβολία... Ή κυρία ήταν πολύ ώραία καί αυτό μέ έκανε νά τήν θυ­ μάμαι πολύ καλά, όπως καί τόν κύ­ ριο, πού είχε κάτι ξεχωριστό : Είχε μαύρο μούσι καί κούτσαινε λιγάκι άπό τό ένα πόδι. Κάθησαν εδώ, έφα­ γαν καί ήπιαν δυο μποτίλιες κρασί... Πολύ καλοί πελάτες 1 "Αξαφνα, ό κύ­ ριος μέ φώναξε καί μοΰ είπε : «Έγώ δέ θά κοιμηθώ εδώ. Είμαι ύποχρεωμένος νά ξαναγυρίσω απόψε στή Λυ­ ώνα». Έγώ τόν ρώτησα άν θά έμενε τουλάχιστον ή κυρία καί μού άπάν­ τησε ζωηρά : «Φυσικά, ή κυρία θά μείνη εδώ !» Κατά τις δέκα ή έντεκα ή ώρα, δέν είμαι καί πολύ σίγουρος, ό κύριος μπήκε στό αύτοκίνητο καί έφυγε. Ή κυρία ανέβηκε στό δωμά­ τιό της, γιατί τήν άλλη μέρα τό πρωί θά έπερνε τό τραίνο γιά τό Πιερλάτ. Ό καταστηματάρχης, σ’ αυτό τό σημείο σταμάτησε τήν άφήγησί του. Σκούπησε τόν ιδρώτα άπό τό πρόσω­ πο μέ τό μαντήλι του καί πρόσθεσε .

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


—Φαντασθήτε τώρα την έκπληξί μου, δταν την άλλη μέρα τό πρωί διάβασα στήν εφημερίδα δτι ό Βαρ­ νάβας Κλέν, ό γνωστός άρχαιοπώλης, έπεσε με τό αυτοκίνητό του μέ­ σα στο Ρήνο, ενώ έπέστρεψε στήν Λυώνα I Καί αυτό τό έπαθε επειδή δέν κοιμήθηκε στό ξενοδοχείο μου I Ό Έδουάρδος ακούσε τήν άφήγησι χωρίς νά πή λέξι. Τώρα πιά άρ­ χισε νά καταλαβαίνη πώς, πραγματι­ κό είχε διαδραματισθή ή μυστηριώ­ δης αυτή ύπόθεσις του Βαρνάβα Κλέν. "Ολα τώρα ήταν τόσο απλά καί φω­ τεινά I * * * Ή Ντενίς είχε συνοδεύσει τον Βαρνάβα Κλέν στό Γκρίνιαν με τό πρόσχημα νά του πουλήση παλιές μπομπονιέρες, πού βρίσκονταν τά­ χα μέσα στόν πύργο... Στό Βρρνάβα Κλέν είχε πή πώς ό Πύργος ήταν δι­ κός της. "Ωσπου νά έτοιμασθή τό δείπνο ή Ντενίς ώδήγησε τόν αρχαι­ οπώλη στόν πύργο. Εκεί, μέ μιά σφαίρα πού δέχτηκε στό κεφάλι ό Βαρνάβας Κλέν έπεσε νεκρός. Άλλα ποιος ήταν εκείνος πού πυ­ ροβόλησε ; Ή Ντενίς ή κάποιος συνένος της; Γιατί, οπωσδήποτε, ή Ντενίς είχε έναν συνένοχο... "Εναν άντρα πού ήταν στό μπόϊ τού Βαρνάβα (<λέν καί πού κατώρθωσε νά μεταμφιεστή καί νά γυρίση έπειτα μαζί της στό Γκρίνιαν ώς Βαρνάβας Κλέν 1... Πάντως έπρεπε νά ήταν άνθρω­ πος, πού ήξερε πολύ καλά τήν τέχνη

τής μεταμφιέσεως. Άπόδειξις δτι κα­ νένας στό ξενοδοχείο δέ μπόρεσε νά ύποψιαστή τίποτα. Ό συνένοχος, άφοϋ δείπνησε καλά μαζί μέ τήν Ντενίς, έφυγε μέ τό πρό­ σχημα δτι θά ξαναγύριζε στή Λυώ­ να. Πήρε τό αύτοκίνητο του Βαρνά­ βα Κλέν καί δταν έφτασε στή γέφυ­ ρα τού Ρήνου τό έρριξε μέσα στό πο­ τάμι, γιά νά παραπλανήση τήν άστυνομία. Καί τό πέτυχε. "Ολος ό κό­ σμος εΐχε πιστέψει δτι ό Βαρνάβας Κλέν, είχε πέσει μαζί μέ τό αύτοκίνητό του μέσα στό Ρήνα καί είχε πνιγή. Μά, παρ' δλο πού τό μυστήριο είχε διαλευκανθή, παρέμενε ακόμα ένα σημείο πολύ σκοτεινό : Γιά ποιο λόγο ή Ντενίς είχε απο­ φασίσει νά δολοφονήση τόν Βαρνάβα Κλέν ; Ζήτημα ληστείας δέν ύπήρχε, γιατί ό Έδουάρδος εΤχε βρή στις τσέπες τού θύματος μιά μικρή πε­ ριουσία. "Υστερα ή Ντενίς ήταν πολύ πλούσια... Ποια ήταν, λοιπόν, τά αίτια τής δολοφονίας τού αρχαιοπώλη από τήν Λυώνα ; Έκδίκησις; Τακτοποίησις ένός παλαιού λογαριασμού ; "Ηξερε ό Βαρνάβας Κλέν κάποιο μεγάλο μυστικό καί έπρεπε μέ κάθε φυσία νά έξασφαλιστή ή σιωπή του ; "Ολες αύτές οί σκέψεις στριφογύ­ ριζαν μέσα στό μυαλό τού Έδουάρδου, καθώς καθόταν σιωπηλός απέ­ ναντι στόν Μουσπάν. Αύριο, σκέφτηκε ό Έδουάρδος, θά τό ξεδιαλύνω κΓ αύτό !...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝ Ν ΑΤ Ο

Τήν άλλη μέρα ό Έδουάρδας ξύπνησε νωρίς. τό λογαρια­ Πλήρωσε σμό, ύποχαιρέτησε τόν ξενοδόχο καί μπήκε στό αυτοκίνητό του. Προσπαθούσε νά βάλη εμπρός τή μηχανή δταν, όπό τό δρόμο τής Τουλώνος, φάνήκε νάρχεται ένα αύτοκί­ νητο. ·3 Δέν είχε τίποτα ξεχωριστό τό’αύ-

...

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΗΜΑ

τοκίνητο εκείνο. ΤΗταν δπως δλα τ' άλλα αύτοκίνηνα. ΚΓ όμως, χωρίς νά ξέρη γιατί, ό Έδουάρ δος έπαψε γιά μερικές στιγμές νά άσχολήται μέ τή μηχανή του καί συγκέντρωσε τήν πρασοχή του στό αύτοκίνητο πού πλη­ σίαζε. Ξαφνικά αναπήδησε. Μέσα στό αύτοκίνητο εκείνο, στό

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

27


βολάν, ήταν καθισμένος ό άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παράστημα, που είχε' διαρρήξει τό κατάστημα του Βαρνάβα Κλέν, του ανθρώπου πού είχε πεθάνει δυο φορές ! Τό αύτοκίνητο προσπέρασε ολοτα­ χώς, μά γιά μιά στιγμή τά βλέμματα των δύο άντρων συναντήθηκαν. Και ό Έδουάρδος εΐχε τήν έντύπωσι οτι ό άγνωστος είχε ζαρώσει τά φρύδια του καί είχε σφίξει τά χείλη του μέ δυσαρέσκεια. * ❖ * Τό αύτακίνητο μέ τόν άγνωστο χάθηκε μέσα στο δρόμο πού ώδηγουσε πρός τή Νίκαια. . Ό Έδουάρ­ δος θά ήθελε πολύ να μπορούσε νά τόν άκολουθήση, μά τό αύτοκίνητο του άλλου ήταν πιό δυνατό καί πιο ταχύ από τό δικό του. Έτσι αναγκάστηκε νά συνέχιση τό δρόμο του πρός τή Νίκαια καί τήν έπαυλι τής Ντενίζ. Δέν δυσκολεύτηκε νά βρή τήν έπαυλι, όταν έφτασε αργά εκεί τό άπόγεμα. Σταμάτησε τό αυτοκίνητό του μροστά στήν καγκελόπορτα, κλείδωσε τή μηχανή του, βγήκε καί έμεινε άπολιθωμένος. Οί χειρότερες ύποψίες του επαλη­ θεύονταν I Σταματημένο, λίγο μέσα από τά κάγκελα, ήταν τό αύτοκίνητο του... άγνώστου μέ τό στρατιωτικό παράστημα ! "Ωστε ή Ντενίς γνωριζόταν μέ τόν μυστηριώδη διαρρήκτη, πού είχε μπή στό κατάστημα τού Βαρνάβα Κλέν, χωρίς εν τούτοις νά κλέψη τί­ ποτα ! Τί είδους σχέσεις μπορούσαν νά υπάρχουν μεταξύ τους ; Ανήκαν καί οι δυό σέ καμμιά συμμορία λωποδυ­ τών ; μά ήταν δυνατόν νά άνήκη σέ μιά τέτοια συμμορία ή Ντενίζ μέ τήν καλή ψυχή, τή λαμπρή άγωγή καί τήν εξαίρετη ήθική διαπαιδαγώγησι; Εξάλλου ήταν έκατομυριοΰχος, ό­ πως είχε πή ό κηπουρός της, ΚΤ ό­ μως, πόσες φορές ό Έδουάρδος δέν είχε άκούσει γιά εκατομμυριούχους, πού γιά νά ποικίλλουν άπλώς τή ζωή τους δημιουργούν διπλή προσω­ πικότητα καί γίνονται γιά ώρες ή μέ­ ρες άλήτες ή διαρρήκτες ! Μήπως καί μέ τήν Ντενίζ συνέβαινε τό ϊδιο ; Ή μήπως... Καί στή σκέψι αύτή

28

ένα κύμα θυμού έκανε τό πρόσωπο τού Έδουάρδου νά κοκκινίση... ’Ή μήπως ό άγνωστος μέ τό στρατιωτι­ κό παράστημα ήξερε κανένα σοβαρό μυστικό τής Ντενίζ καί τό εκμεταλ­ λευόταν έκβιάζοντάς την καί άναγκάζοντάς την νά τόν βοηθή στις παρά­ νομες δουλειές του ; Ό Έδουάρδος κινήθηκε πρός τήν καγκελόπορτα, άποφασισμένος νά μιλήση άνοιχτά μέ τήν Ντενίζ καί νά τήν βοηθήση, αν χρειαζόταν, νά άπαλλαγή άπό τόν άλλον. Πίεσε τό κουδσύνι καί περίμενε ένα-δυό λεπτά, ώσπου νά έρθη μιά καμαριέρα. Ή καμαριέρα τόν κύτταξε μέ υφσς κάπως περιφρονητικό καί ρώτησε . —Τί επιθυμείτε ; — θέλω νά δώ τήν κυρία Ντ’ Έσπενόν, εΐπε ό Έδουάρδος. Ή κυρία δέν δέχεται, άπάντησε τό κορίτσι. —Εμένα θά μέ δεχτή. Ή καμαριέρα τόν κύτταξε παρά­ ξενα. — Αμφιβάλλω, είπε. —Είμαι έξάδελφός της. Μπορείτε νά μέ άναγγείλετε. Λέγομαι Έδουάρ­ δος Μοντέλ. Αύτή δίστασε γιά λίγο, μά έπει­ τα, χωρίς νά πή λέξι, μπήκε στό σπί­ τι. ^αναγύρισε έπειτα άπό μερικά λεπτά καί εΐπε στόν Έδουάρδο: — Ή κυρία σάς περιμένει. * Μ: * ”Ανοιξε τήν καγκελόπορτα καί ό Έδουάρδος διέσχισε τή δενδροστοιχία, μπήκε στό σπίτι καί άκολούθησε τήν καμαριέρα μέσα σ’ ένα πολυτε­ λές σαλόνι. Εΐδε εκεί τήν Ντενίς ξαπλωμένη σέ μιά πολυθρόνα. Ήταν πολύ άμορ­ φη καί φορούσε μιάν άσπρη ρόμπα πού άναδείκνυε τις γραμμές τού υ­ πέροχου κορμιού της. — Μά είναι δυνατόν αύτό ; εΐπε ή Ντενίς χαρούμενα μόλις τόν εΐδε. Πού νά φαντασθώ πώς σήμερα θά εΐχα μιά τέτοια έπίσκεψι 1 Ό Έδουάρδος πλησίασε καί τής φίλησε τό χέρι. — Πόσον καιρό έχουμε νά είδωθουμε, Ντενίς ! Ή Ντενίς έδειξε στόν Έδουάρδο μιά πολυθρόνα άπέναντί της.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


— Κάθησε, Έδουάρδε, κΓ άρχισε νά μου λες πως πέρασες από τον και­ ρό πού χωριστήκαμε. — Αρκετά άσχημα, απάντησε ό Έδουάρδος καί αφηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες τής περιπέτειας του στήν Αφρική. —Καί σύ Ντενίς, ρώτησε όταν τε­ λείωσε. "Εμαθα πώς είσαι πια κυρία Ντ’ Έσπενόν... — Ναι... ό κόμης ήταν πολύ καλός... "Ενας θαυμάσιος σύζυγος... Μά δυ­ στυχώς βρήκε τόσο ξαφνικό καί πα­ ράξενο θάνατο στο κυνήγι... — Καί τώρα είσαι μόνη ; — Φυσικά. Γιατί κι5 ό πατέρας μου... — Ναι, ξέρω, πέθανε ξαφνικά. Έτσι έμαθα όταν ήμουν ακόμα στήν Αφρική. Μά νομίζω, Ντενίς, ότι πολ­ λοί, θά σε περιστοιχίζουν... —Τί θέλεις νά πής ; — θέλω νά πώ ότι είσαι ακόμα πολύ νέα καί ωραία... καί ότι... — Έ, λοιπόν, ναι.., Πολλοί... πάρα πολλοί μέ περιστοιχίζουν, όπως εί­ πες. Μά εγώ ίσως παντρευτώ τό λο­ χαγό ντε Βερλό, έναν εξαιρετικό α­ ξιωματικό τής... * ❖ * Στό σημείο αύτό ή Ντενίς σταμά­ τησε απότομα, σάν νά είχε μετανοιώσει γι’ αύτό πού είχε πή. Ό Έδουάρδος έβγαλε τήν ταμπακιέρα του καί τής προσέφερε τσιγά­ ρο. Είχε φτάσει ή ώρα τής έπιθέσεως.. Ή Ντενίς έπήρε ένα καί ό Έδου­ άρδος τής προσέφερε φωτιά μέ τον αναπτήρα του. "Αναψε κΓ αυτός τό τσιγάρο του καί, αφού τράβηξε δυο ρουφιξιές, τήν κύτταξε στα'μάτια καί τής είπε ξαφνικά καί απλά :

—■ "Ηθελα νά μάθω γιά ποιο λόγο δολοφόνησες τον Βαρνάβα Κλέν, Ντενίζ. Γιά μιά στιγμή, ό Έδουάρδος πί­ στεψε πώς ή Ντενίς θά λιποθυμούσε. Τό πρόσωπό της έγινε ξαφνικά κατακόκκινο καί, εξίσου ξαφνικά, χλώμιασε φριχτά. ❖1 *

Τά δάχτυλά της πού κρατούσαν τό τσιγάρο τρεμούλιασαν. Ένα συννεφάκι καπνού όμως τύ­ λιξε τό πρόσωπό της καί, όταν δια­ λύθηκε, τά χαρακτηριστικά της είχαν άποκτήσει τή μεγαλύτερη απάθεια τού κόσμου. Τό πρόσωπό της ήταν τώρα άσάλευτο, σάν νά ήταν φτια­ γμένο άπό πέτρα. —Τί είπες ; ρώτησε μέ αφέλεια. Ό Έδουάρδος δεν μπόρεσε νά μή θαυμάση τή σιδερένια θέλησι τής γυναίκας πού είχε απέναντι του, τής έξαδέλφης του πού αυτός πάντα ή­ ξερε ώς ένα άπλό καί τρυφερό κορί­ τσι. — "Ήθελα νά μάθω γιατί δολοφό­ νησες τόν Βαρνάβα Κλέν, Ντενίς, εί­ πε πάλι. —Δίχως άλλο, Έδουάρδε, δεν εί­ σαι στά καλά σου ! Πώς σου ήρθε, αύτή ή ιδέα... —Δέν είναι ιδέα... Είναι πραγματικότης, Ντενίζ... Τά ξέρω όλα I.. Στις 18 τού μηνός τό βράδυ έφθασες στό ξενοδοχείο τού Γκρινιάν μέ τόν Βαρνάβα Κλέν... Τόν ώδήγησες στόν πύργο... καί μαζί μέ κάποιον άλλον, τόν δολοθόνησες φυτεύοντάς του μιά σφαίρα πίσω στό κεφάλι... — Δέν είσαι πραγματικά στά κα­ λά σου, Έδουάρδε, είπε πάλι ή Ντε­ νίζ, γιατί άν έκανες τόν κόπο νά διαβάσης τις εφημερίδες, θά μάθαινες ότι ό Βαρνάβας Κλέν έπεσε μέσα στό Ρήνο μαζί μέ τό αυτοκίνητό του... — Έτσι πιστεύει όλος ό κόσμος!.. Έγώ όμως όχι... — Καί γιατί; Γιατί έγώ ό ίδιος, τήν ίδια βραδυά, είχα πάει στόν Πύργο... καί εκεί είδα τό πτώμα τού Βαρνάβα Κλέν... — Αγαπητέ μου, τόν διέκοψε ζωη­ ρά ή Ντενίζ καί σηκώθηκε όρθια, φαίνεται, δυστυχώς, ότι τό κλίμα τής Αφρικής σού έκανε πολύ μεγάλο κα­ κό. Τό καλύτερο πού έχεις νά κάνης

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

29


είναι νά πας να σέ έξετάση κανένας γιατρός... Χαίρετε !... Είμαι βιαστική I Πρέπει νά ετοιμαστώ, γιατί έχω κι* άλλες ασχολίες... Με τά τελευταία αότά λόγια, ή Ντενίς προχώρησε καί πέρασε στο δι­ πλανό διαμέρισμα, αφήνοντας μόνον τον Έδουάρδο, πού έμεινε εκεί σάν άπολιθωμένος. Άπό την νάρκη στήν όποια είχε πέσει, τον έβγαλε ή καμαριέρα, πού πλησιάζοντας του είπε : — Ή κυρία με διέταξε νά σάς συ­ νοδεύσω... Αμίλητος ό Έδουάρδος σηκώθη­ κε καί άκολούθησε τήν καμαριέρα. Βγήκε ξοπίσω της στόν διάδρομο, μά, όταν έφτασε στό χώλ, σταμάτη­ σε ξαφνιασμένος. Πίσω άπό μιά μισάνοιχτη πόρτα, είχε διακρίνει τή σιλουέττα ενός άν­ τρα. Ή σιλουέττα αυτή φάνηκε καί χάθηκε μέσα σέ μιά στιγμή, μά ό Έ­ δουάρδος πρόλαβε νά άναγνωρίση τόν τόσο... γνώριμό του πιά άγνωστο με τό στρατιωτικό παράστημα I Βρισκόταν λοιπόν μέσα στό σπίτι τής Ντενίς καί εΐχε ΐσως άκούσει όλα οσα είχαν διαμειφθή μεταξύ τους ! Με τό χέρι στήν τσέπη, όπου εΐχε τό πιστόλι του, ό Έδουάρδος ώρμησε στήν πόρτα πίσω άπό τήν οποία είχε φανή ό άγνωστος, τήν άνοιξε μέ μιά κλωτσιά καί μπήκε ορμητικά βγά­ ζοντας τό πιστόλι του, άποφασισμένος νά θέση ένα τέρμα στήν Ιστορία αυτή συλλαμβάνοντας τόν μυστηριώ­ δη άνθρωπο, πού εΐχε τόσο- άλλόκοτα μπή στη ζωή τής έξαδέλφης του. Μά ό άγνωστος δεν βρισκόταν πιά έκεΐ μέσα. Απεναντίας, όρθια στό βάθος του δωματίου, στεκόταν ή Ντενίς μέ τό πρόσωπο σκεπασμένο άπό άγανάκτησι γιά τήν άπροσδόκητη αύτή καί θρασεία εισβολή. £Όταν εΐδε τό πιστόλι στό χέρι τού Έδουάρδου, άνοιξε τά μάτια της διάπλατα καί τραύλισε : — Τί... τί σημαίνει αυτό ; Είσαι τρελλός, Έδουάρδε ! * — Δεν εΐμαι καθόλου τρελλός ! Που εΐναι αυτός ; — Ποιος αυτός ; — Ό... ό άνθρωπος πού ήταν ε­ δώ ! Ό... Ό Έδουάρδος βρέθηκε σέ δυσκο­

30

λία νά καθορίση μ’ ένα όνομα ή μ’ έναν χαρακτηρισμό τόν άγνωστο μέ τό στρατιωτικό παράστημα. — Ό... άνθρωπος πού τό αυτοκί­ νητό του εΐναι στήν αυλή. Ή Ντενίς τόν κύτταξε, μέ τό ύ­ φος εκείνο τής συμπάθειας καί τής συγκαταβάσεως, πού χρησιμοποιούμε όταν συζητούμε μ’ έναν τρελλό. —Μά, Έδουάρδε, εΐπε γλυκά, δέν υπάρχει κανένα αυτοκίνητο στήν αυ­ λή I Μπορείς νά βεβαιωθής μόνος σου κυττάζοντας άπό τό παράθυρο αυτό. Καί τού έδειξε προς ένα παράθυ­ ρο προς τά δεξιά της, πού ήταν μισοσκεπασμένο άπό βαρειά παραπετά­ σματα. *** Ό Έδουάρδος, μέ τό πιστόλι πάντα στό χέρι, πλησίασε στό παρά­ θυρο καί κύτταξε έξω. Τό αυτοκίνη­ το τού αγνώστου ήταν πάντα στη θέσι του μέσα άπό τά κάγκελα ! Γύρισε έκπληκτος προς τήν Ντε­ νίς καί άνοιξε τό στόμα του γιά νά διαμαρτυρηθή. Μά κανένας ήχος δέν βγήκε άπό τό στόμα του. Γιατί, τήν ίδια στιγμή, ένα χέρι πρόβαλε μέσα άπό τά παραπετάσματα καί σφίχτη­ κε γύρω άπό τόν καρπό τού ώπλισμένου χεριού του. 'Ένα έπιδέξιο γύρισμα καί τό πι­ στόλι τού Έδουάρδου ξέφυγε άπο τά δάχτυλά του. Πίσω άπό τό παρα­ πέτασμα πρόβαλε... ό άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παράστημα. Τό πρόσωπό του ήταν συνωφρυωμένο καί αυστηρό.1 Κύτταξε τύν Έδουάρδο καί εΐπε : — Σάς είχα δώσει τή συμβουλή, κ· Μοντέλ, νά πάψετε νά αναμιγνύεστε στήν ύπόθεσι αύτή. Εσείς, απεναν­ τίας, ήρθατε στό σπίτι τής έξαδέλφης σας ώπλισμένος. σάν νά μπαίνατε σ' ένα καταφύγιο γκάγκστερς, νά τήν κατηγορήσετε ώς δολοφόνο! ’Έχετε τήν καλωσύνη νά μέ συνοδεύσετε ώς τήν έξοδο ; Ό Έδουάρδος ήθελε πολύ νά ρωτήση τήν Ντενίς, νά ζητήση εξηγή­ σεις, νά ξεδιαλύνη τό τρομερό μυ­ στήριο τής παρουσίας του διαρρή­ κτη αύτού στό σπίτι τής έξαδέλφης του, μά ό τόνος τού αγνώστου ήταν άπειλητικός καί τό πιστόλι τού Έ-

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


δουάρδου στό χέρι του δέν είχε κα­ θόλου καθησυχαστικό ύφος. Χωρίς νά προφέρη λέξι, γύρισε καί βγήκε στόν διάδρομο ακολουθού­ μενος από τόν άγνωστο. Στην πόρτα, σταμάτησε καί είπε : -"Αν δέν άπομακρυνθήτε από την Ντενίς, θά ειδοποιήσω τήν άστυνομία. Ό άλλος γέλασε. —Δέν θά σάς συμβούλευα νά τό κάνετε ούτό, είπε. Καληνύχτα σας. Είχε σχεδόν νυχτώσει, όταν ό Έδουάρδος βγήκε άπό τή βίλλα τή(^ Ντενίς Ντ’ Έσπενόν. Τό δροσερό α­ εράκι τοϋ βραδυου τόν χτύπησε στό πρόσωπο καί δρόσισε τό ξαναμμένο μέτωπό του. ** *

κατάστημα καί τό χρηματοκιβώτιο τού Κλέν, χωρίς τελικά νά πάρη τί­ ποτα ; Ποιές ήσαν οί σχέσεις του μέ τήν Ντενίς ; Ό Έδουάρδος θεωρούσε α­ ναμφισβήτητο τώρα δτι αύτός ήταν ό δολοφόνος τού Κλέν. Γιατί δμως τόν είχαν δολοφονήσει; Γιατί ή Ντενίς είχε άναμιχθή στήν ύπόθεσι αύτή ; Καί... ποιος ήταν ό Βαρνάβας Κλέν; •

*

* *

Ό Έδουάρδος έφτασε στό ξενο­ δοχείο, δπου είχε νοικιάσει ένα δω­ μάτιο πριν πάη στήν Ντενίς, άνέβηκε στό δωμάτιό του χωρίς νά δειπνήση. έπεσε στό κρεββάτι καί δοκίμασε νά κάνη μιά καινούργια άνασκόπησι τής καταστάσεως... Αποκοιμήθηκε δμως Μά οί σκέψεις του δέν έπαψαν νά άμέσως. στριφογυρίζουν μέσα στό μυαλό του Δυνατά χτυπήματα στήν πόρτα τρελλά καί δαιμονισμένα. Ό Βαρνά­ τού δωματίου τού τόν ξύπνησαν αρ­ βας Κλέν, <3 Πώλ Λουρσώ, ή Τονιέλ, γά τό επόμενο πρωί. ό άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παρά­ «θά είναι ή καμαριέρα», σκέφτηστημα, ή Ντενίς, περνούσαν γοργά ό κε. Καί φώναξε : ένας πίσω άπό τόν άλλο μέσα στη — Εμπρός 1 φαντασία του, καθώς ταξίδευε μέ τό Δέν ήταν ή καμαριέρα. ΤΗταν. άαυτοκίνητό του, σάν πρόσωπα ενός πεναντίας, ένας μεσόκοπος άντρας μέ σκοτεινού δράματος, άνεξήγητου καί παχειά μουστάκια καί αύστυρό μυστηριώδους. , βλέμμα. Ποιος ήταν ό δρόμος τού καθε— Είστε ό Έδουάρδος Μοντέλ ; νός άπ* αυτούς στό δράμα αύτό ; ρώτησε έντονα. Ποιές ήσαν οί σχέσεις τού Λουρσώ — Μάλιστα. μέ τόν Βαρνάβα Κλέν ; Τί έκαναν μα­ Έν όνόματι τού νόμου σά£ συλ­ ζί καί γιατί ό Λουρσώ είχε τρομολαμβάνω... κρατηθή τόσο πολύ, όταν έμαθε τόν — Πώς ί, φώναξε ό Έδουάρδος κα­ θάνατο τού άρχαιοπώλη καί εΐχε θε­ τάπληκτος. λήσει νά φύγη άμέσως γιά τήν Ελ­ Έν όνόματι τού νόμου σάς συλ­ βετία ; λαμβάνω... Ποιος ήταν ό άγνωστος μέ τό —Γιατί; στρατιωτικό παράστημα καί γιατί εί­ — Ώς δολοφόνο τού Βαρνάβα χε διαρρήξει μέ τόν σύντροφό του τό Κλέν... — Πώς ! —Τόν δολοφονήσατε στόν πύργο σας, τή νύχτα τής 18 τού μηνάς ! ❖ # Κάτι παγερό γλύστρησε ώς τήν ψυχή τού Έδουάρδου. Ή Ντενίς τόν είχε καταδώσει γιά νά γλυτώση τόν εαυτό της καί τόν σύντροφό της, τόν άγνωστο μέ τό στρατιωτικό παρά­ στημα ! Σηκώθηκε καί άρχισε νά ντύνεται αργά.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Ροζί, γιατί δικαίωμά του Μά δεν τόν είχε κα­ είναι του καθενός να ρίταδώσει στην αστυνομία ξη τό αυτοκίνητό του ή Ντενίς, όπως είχε ύποστο ποτάμι I Διάβασα ό­ ψιαστή ό Έδουάρδος. Τά μως στις εφημερίδες ότι, την ίδια νύπράγματα είχαν έξελιχθή πολύ δια­ χτα καί ακριβώς στό ίδιο μέρος, εφορετικά. πεσε μέσα στό Ρήνο ό αρχαιοπώλης Ό αστυνομικός διευθυντής Ροζί Βαρνάβας Κλέν μαζί με τό αύτοκίήταν καθισμένος στό γραφείο του, στό Μέγαρο τής Αστυνομίας, στη * νητό του. Στήν αρχή δεν έδωσα ση­ μασία σ’ αύτό πού είχα δή. "Όταν Λυώνα, καί κάπνιζε την πίπα του, ό­ όμως τό καλοσκέφτηκα, έβγαλα ένα ταν ένα χτύπημα ακούστηκε στήν σοβαρό συμπέρασμα. Ό άνθρωπος πόρτα κι* ένας κλητήρας μπήκε μέσα. πού βρισκόταν μέσα στό αυτοκίνητο Κάποιος θέλει νά σάς δή, κύριε δέν έπεσε μαζί του στό Ρήνο. ΓΓ αύ­ διευθυντά. τό δεν μπορέσατε νά βρήτε τό πτώ­ — Ποιός είναι; μα τού Βαρνάβα Κλέν. Γιατί ό Βαρ­ —Δεν ξέρω.,.μά από τό ντύσιμό νάβας Κλέν δέν πνίγηκε στό Ρήνο. του φαίνεται πώς είναι σιδηροδρομι­ Πήδησε άπό τό αύτοκίνητό του, πριν κός υπάλληλος. αύτό πέση στον ποταμό ! — Νά περάση. Ό Ροζί συνοφρυώθηκε. Υπήρχε Ό κλητήρας έφυγε καί σέ λίγο πολλή λογική στά λόγια τού ανθρώ­ μπήκε στό γραφείο ένας άνθρωπάκος. που αύτού. Κι’ άν πραγματικά είχε — Καλημέρα σας, κύριε Ροζί. δει αύτό πού έλεγε, τότε ό Βαρνά­ —Τί επιθυμείτε ; βας Κλέν δέν είχε πνιγή στό Ρήνο. — Είμαι σιδηροδρομικός υπάλλη­ λος καί ύπηρετώ στήν αμαξοστοιχία, Είχε άπλούστατα ρίξει εκεί τό αύ­ τοκίνητό του, γιά νά νομίσουν ότι πού κάνει τή συγκοινωνία Παρίσι-Νίείχε πνιγή, καί είχε έξαφανισθή ά­ καια. Προ ήμερων, στις Ιδτούμηνός, κατά τά μεσάνυχτα, τό τραίνο μας γνωστο γιά ποιόν λόγο. Κράτησε τό όνομα καί τή διεύθυνέβγαινε άπό τό Τούνελ, κοντά στή σι τού σιδηροδρομικού καί τόν έδιω­ Γέφυρα του Ρήνου, καί ακολουθούσε τήν όχθη τού ποταμού. Είχε φεγγάρι ξε εύχαριστώντας τον. "Επειτα, κάλεσε μέσα τόν βοηθό εκείνη τή νύχτα κι5 έφεγγε σαν ήμέτου, έναν νεαρό καί δραστήριο ντέρα. "Ετσι, καθώς προχωρούσαμε, εγώ έθαύμαζα τό ώραϊο τοπείο — τεκτιβ. γιατί εΐμαι λιγάκι ρομαντικός ξέρετε — "Ακούσε, Φερά, είπε. Συμβαίνει — όταν είδα επάνω στήν γέφυρα τού κάτι παράξενο, θυμάσαι τήν ύπόθεσι Ρήνου νά σταματά ένα αυτοκίνητο... Βαρνάβα Κλέν ; "Ένας άνθρωπος κατέβηκε καί αφή­ — Εννοείτε τόν άρχαιοπώλη πού νοντας τό αυτοκίνητο νά τρέχη αργά, πνίγηκε στό Ρήνο ; Καί βέβαια θυμά­ έστριψε τό τιμόνι του έτσι ώστε νά μαι I Ακόμα γράφουν γΓ αύτόν οί πέση μέσα στό ποτάμι... Τό αυτοκί­ εφημερίδες. νητο μόνο φυσικά I Ό ίδιος γύρισε —Φαίνεται ότι δέν πνίγηκε στό καί άπομακρύνθηκε τρέχοντας μέσα Ρήνο, είπε ό Ροζί. "Ένας σιδηροδρο­ στή νύχτα. μικός εΐδε κάποιον νά πηδά άπό τό αύτοκίνητό του, στή Γέφυρα του Ρή­ — Καλά όλα αυτά, είπε ό Ροζί, νου, κΓ έπειτα νά τό κατευθύνη στόν δεν μπορώ όμως νά καταλάβω για ποταμό καί νά τό ρίχνη Μέσα. Για­ ποιο λόγο ήρθατε εδώ νά τά κατα­ τί ; Ποιός ήταν αύτός ; Ό Βαρνάβας θέσετε. Κλέν ; "Αν ήταν ό Βαρνάβας Κλέν, τί — Φυσικά δέ θά ερχόμουνα, κύριε

32

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


άπέγινε; Γιατί δεν παρουσιάστηκε πουθενά ; θέλω νά έρευνήσης σχετι­ κά, Φερά, με ταχύτητα καί σύνεσι, χωρίς νά δημιουργήσουμε περιττό θόρυβο. ι ❖** Ό Φερά κινήθηκε γοργά. Συνάν­ τησε καί έξήτασε τήν 'Γανιέλ, πετάχτηκε ώς τό Γκριν^άνκαί ξαναγύρισε στή Λυώνα. Νά ή προφορική αναφορά πού έ­ δωσε στόν προϊστάμενό του : — Ό Βαρνάβας Κλέν στις 18 του μηνός έφυγε άπό τή Λυώνα μέ κάποια κυρία πού, όπως έμαθα αργότερα, λέγεται κυρία Ντ’ Έσπενόν. θά πή­ γαιναν σ’ έναν πύργο, δπου ή κυρία αυτή θά πουλούσε στόν αρχαιο­ πώλη μερικές μπομπονιέρες. Πήγαν στό Γκρινιάν. Έκλεισαν δωμάτια στό ξενοδοχείο, έλειψαν γιά μιά ώρα καί ξαναγύρισαν καί ό Βαρνάβας Κλέν ξεκίνησε μέ τό αύτοκίνητό του γιά νά έπιστρέψη στή Λυώνα, ενώ ή κυρία εμεινε εκεί. Ένας χωρικός μου είπε οτι τήν ίδια νύχτα -είδε εκεί κοντά νά περιφέρεται κάποιος Έδουάρδος Μοντέλ ανάμεσα στά χωράφια. — Έδουάρδος Μοντέλ; έπανέλαβε ό Ροζί. Χμ I Τόν θυμούμαι. Έδώ καί πολλά χρόνια είχε πολλές δοσοληψί­ ες μαζί μας, μ’ όλο πού ήταν όνηψιός τού είσαγγελέως Μοντέλ. Δέν θά ένοιωθα έκπληξι μαθαίνοντας δτι εί­ ναι ανακατεμένος στήν ύπόθεσι αύτή. Τίποτ’ άλλο ; Ό Φερά κούνησε τό κεφάλι του. —Πολλά, απάντησε. Ξέρετε ποιό είναι τό οικογενειακό όνομα τής κυ­ ρίάς Ντ’ Έσπενόν ; Ντενίς Μοντέλ ! —Διάβολε! φώναξε ό Ροζί. Ή Ντενίς Μοντέλ! Είναι ή κόρη τού

είσαγγελέως Μοντέλ, πού ήταν άλ­ λοτε προϊστάμενός μου I Καί... τώρα θυμάμαι! Εκεί κοντά στό Γκρίνιαν βρίσκεται ό οικογενειακός πύργος τώτ Μοντέλ... ’Ίσως εκεί ώδήγησε τόν Βαρνάβα Κλέν ή κυρία Ντ’ Έσπε­ νόν ! — Έμαθα καί κάτι άλλο άκόμα πιο ενδιαφέρον, συνέχισε ό Φερά ι­ κανοποιημένος γιά τήν επιτυχία του. Έμαθα ότι ό Βαρνάβας Κλέν είχε μιά όμορφη καί χαριτωμένη υπάλλη­ λο. Πήγα καί τήν εΐδα καί μέ πλη­ ροφόρησε ότι ό Έδουάρδος Μοντέλ είχε πάει εκεί καί είχε γευματίσει μιά-δυό φορές μαζί της. Άπό άλλους, μάλιστα, έμαθα ότι ένα αίσθημα εί­ χε άναπτυχθή μεταξύ τους. 'Η ίδια μοΰ μίλησε επίσης γιά δυό παράξε­ νους διαρρήκτες, πού μπήκαν στό κα­ τάστημα τού Βαρνάβα Κλέν χωρίς νά κλέψουν τίποτα 1 Ή ύπόθεσις αύτή εΐναι πολύ πιό μυστηριώδης απ’ οσο φαίνεται, κ. Ροζί! Ό Ροζί έμεινε γιά λίγο σκεπτι­ κός. — Περίεργα πράγματα, Φερά, εί­ πε. Τί άπέγινε ό Βαρνάβας Κλέν ; Ποιός είναι ό ρόλος σ’ όλα αύτά τού Έδουάρδου Μοντέλ καί τής Ντε­ νίς Μοντέλ ; Νομίζω ότι πρέπει νά κάνωμε μιαν έπίσκεψι στόν πύργο των Μοντέλ, Φερά... * * * Οί δυό αστυνομικοί έφυγαν αμέ­ σως γιά τόν πύργο των Μοντέλ, ό­ που βρήκαν τό πτώμα τού άνθρώπου πού είχε πεθάνει δυό φορές. Ό Ροζί κινητοποίησε ολόκληρη τήν αστυνομική δύναμι τής περιοχής καί λίγες ώρες αργότερα συνελάμβανε ό ίδιος τόν Έδουάρδο Μοντέλ.

0 ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

33


ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Ό Έδουάρδος ντύ­ θηκε καί ακολούθησε τόν Ροζί, χωρίς νά διαμαρτυρηθή χωρίς νά προφέρη καν λέξι. Τό ηθικό χτύπημα πού είχε δοκιμάσει ήταν τρο­ μαχτικό. ΕΤχε, μέσα σέ μια στιγμή, κλονιστή ή εμπιστοσύνη του στούς άνθρώπους. 'Η Ντενίς, ή έξαδέλφη του, τόν είχε καταδώσει στην αστυνομία 1 Καί τό είχε κάνει αυτό, μολονότι ήξερε πώς ό Έδουάρδος ήταν αθώ­ ος, μολονότι αυτή ή ιδία καί ό συ­ νένοχός της είχαν δολοφονήσει τόν Βαρνάβα Κλέν. ’Ή μάλλον τό είχε κάνει αυτό ακριβώς επειδή είχαν δολοφο­ νήσει τόν αρχαιοπώλη I Μαθαίνοντας οτι ό Έδουάρδος ήταν τη νύχτα του εγκλήματος μέσα στον πύργο, είχε ε­ νοχοποιήσει τόν έξάδελφό της γιά νά σωθούν αυτή καί ό μυστηριώδης σύν­ τροφός της I Αυτό ήταν κάτι πού δεν μπορούσε νά πιστέψη στό βάθος ό Έδουάρδος. Γνώριζε καλά τήν Ντενίς καί ήξερε ότι ό ήθικός κόσμος της δεν ήταν τό­ σο χαμηλός. Τό γεγονότα όμως μι­ λούσαν καθαρά. Ό Έδουάρδος είχε άποκαλύψει τήν παρουσία του στήν Ντενίς καί είχε άπειλήσει δτι θά κατέφευγε στήν άστυνομία. Λίγες ώρες αργότε­ ρα, ή άστυνομία τόν συνελάμβανε. 'ΓΗταν τόσο άπλό καί φανερό... * * * Μπήκε μαζί μέ τόν Ροζί στό αυ­ τοκίνητο τής αστυνομίας, πού περίμενε έξω άπό τό ξενοδοχείο καί ξε­ κίνησαν αμέσως γιά τή Λυώνα. Γιά πολλήν ώρα, οί δύο άντρες έ­ μειναν σιωπηλοί. Ξαφνικά, καθώς τό αυτοκίνητο περνούσε τή Γέφυρα του Ρήνου, ό Ροζί ρώτησε σέ τόνο φιλι­ κής συζητήσεως : — Έδώ ρίξατε τό αύτοκίνητο τού

34

Βαρνάβα Κλέν στόν πο­ ταμό, κ. Μοντέλ; Ό Έδουάρδος άναπήδησε. —Δέν έρριξα εγώ τό αύτοκίνητο του Βαρνάβα Κλέν στόν ποταμό I, α­ πάντησε έξωργισμένα. —Τότε τό έρριξε κάποιος συνένο­ χός σας, συνέχισε ό Ροζί στόν ίδιο τόνο. Αυτό δέν έχει ιδιαίτερη σημα­ σία. Έκεϊνο πού θά ήθελα νά μάθω είναι γιατί σκοτώσατε τόν Βαρνάβα Κλέν. 1 —Δέν έσκότωσα εγώ τόν Βαρνάβα[Κλέν! δήλωσε ψυχρά’ό^Έδουάρδος. Μιά πεισματωμένη πάλη διεξαγόταν μέσα του. ΤΗταν φυσικό νά θέλη νά απαλλαγή άπό τήν αστήρικτη αυ­ τή κατηγορία, πού θά τού κόστιζε μιά βαθειά άτίμωσι καί ϊσως τόν έ­ κανε νά χάση τήν ίδια τή ζωή του. Άπό τήν άλλη μεριά δμως, ό έμ­ φυτος Ιπποτισμός του, δέν τον άφηνε νά καταγγείλη στήν άστυνομία μιά γυναίκα, καί μάλιστα δταν ή γυναί­ κα αυτή ήταν ή έξαδέλφη του Ντενίς. —Εσείς σκοτώσατε τόν Βαρνάβα Κλέν στις 18 τού μητός I είπε ό Ρο­ ζί. Βρήκαμε, ξέρετε,, τό πτώμα του μέσα στόν πύργο σας. Γιά νά προ­ λάβω κΓ άλλες άσκοπες αρνήσεις σας, σάς λέγω δτι σάς είδαν κοντά στόν ίδιο πύργο τήν ίδια νύχτα. Ό Έδουάρδος πήρε τήν άπόφασί του. Δέν μπορούσε ν' αφήση τόν ε­ αυτό του νά όδηγηθή στόν δήμιο, χωρίς κάν νά άμυνθή. — Εκείνος πού έκανε τή συκοφαν­ τική αυτή καταγγελία, είπε στόν α­ στυνομικό, δέν θα παρέλειψε φυσικά νά άναφέρη όλες τις λεπτομέρειες. ΓΡ αυτό, θά μιλήσω μέ δλη μου τήν ειλικρίνεια, κύριε αστυνόμε, θά σάς πώ πώς έγιναν τό πράγματα καί ποιός είναι ό δολοφόνος τού Βαρνάβα Κλέν. Τά μάτια τού Ροζί σπίθισαν άπό ενδιαφέρον.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


—Τό καλύτερο πού έχετε νά κά­ νετε, είπε, είναι νά πήτε τήν αλήθεια. Σάς ακούω. Ό Έδουάρδος διήγήθηκε τότε στόν Ροζί δλη τήν ιστορία τής πα­ ραλίγο αύτοκτονίας του. 1 ου περιέ­ γραψε πως τή στιγμή πού ήταν έτοι­ μος νά τραβήξη τή σκανδάλη, ακού­ σε έναν πυροβολισμό μέσα στόν πύρ­ γο, πώς βρήκε τόν Βαρνάβα Κλέν και ακούσε ένα αυτοκίνητο νά φεύγη, άποφεύγοντας όμως νά μιλήση για τις τριάντα χιλιάδες φράγκα πού εΐχε πάρει. Μίλησε γιά τόν Πώλ Αουρσώ και γιά τήν Τονιέλ καί περιέγραψε τή σκηνή πού εΐχε διαδραματισθή μέσα στό κατάστημα του Βαρνάβα Κλέν με τούς δυό ιδιόρρυθμους διαρρήκτες. Τέλος — καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια—μίλησε στόν Αστυνομι­ κό γιά τήν Ντενίς. ’Ανέφερε δσα εί­ χε μάθει γι’ αύτήν ; πώς ή Ντενίς εί­ χε παρασύρει τόν Βαρνάβα Κλέν ώς τό Γκρινιών μέ τό πρόσχημα νά του πουλήση αρχαίες μπομπονιέρες, δτι είχαν λείψει γιά μιά ώρα άπό τόν πύργο καί πώς ή Ντενίς εΐχε ξαναγυρίσει στό ξενοδοχείο μέ κάποιον συνένοχό της μεταμφιεσμένο σε Βαρ­ νάβα Κλέν. Μίλησε γιά τόν άγνωστο μέ τό στρατιωτικό παράστημα καί γιά τήν ολέθρια επιρροή πού ό Έ­ δουάρδος πίστευε πώς αυτός ασκού­ σε άπάνω στήν Ντενίς. Μίλησε τέ­ λος γιά τή σκηνή πού είχε διαδραματιστή στήν έπαυλι τής Ντενίς με­ ταξύ αύτου, τής Ντενίς καί του ά­ γνωστου μέ τό στρατιωτικό παρά­ στημα* ❖ * *

επιβεβαιώσετε αυτό μπροστά στούς ενόρκους ; πρόσθεσε ό Ροζί. — Είμαι πρόθυμος νά καταθέσω ε­ νόρκως τά γεγονότα δπως έγιναν, είπε ό Έδουάρδος, δχι όμως καί νά εκφέρω γνώμη. Εκτιμούσα τόσο τήν Ντενίς, ' ώστε δυσκολεύομαι νά πι­ στέψω δτι εΐναι δολοφόνος. "Αλλω­ στε, γιατί νά δολοφονήση τόν Βαρ­ νάβα Κλέν; "Οχι, βέβαια, γιά νά τόν ληστέψη, γιατί ή Ντενίς είναι πάμπλουτη. Καί... γιατί άπό τό πτώμα έλειπε τό ένα παπούτσι; Γιατί τό πή­ ραν αύτοί πού τόν δολοφόνησαν ; Ό Ροζί κούνησε τό κεφάλι του, χωρίς νά μιλήση. Ό Έδουάρδος συ­ νέχισε : — Καί τί, έψαχναν νά βρουν οί δυό διαρρήκτες, πού μπήκαν στό κα­ τάστημα του Βαρνάβα Κλέν; νΑν ή­ θελαν νά κλέψουν, τό κατάστημα εί­ χε πολλά πολύτιμα κομψοτεχνήματα καί πανάκριβους πίνακες τέχνης καί τό χρηματοκιβώτιο εΐχε άρκετά χρή­ ματα. ΚΓ όμως δεν άγγιξαν τίποτα άπ’ δλα αυτά. Γιατί ; Ό Ροζί χαμογέλασε. — Όμολογώ πώς έχετε μυαλό ντέτεκτιβ, κύριε Μοντέλ, είπε, ή μυαλό μεγάλου έγκληματίου. Δύο πράγματα είναι ενδεχόμενο νά συμβαίνουν: ή εσείς δολοφονήσατε τόν Βαρνάβα Κλέν η ή έξαδέλφη σας μέ τόν συ­ νένοχό της. Πάντως, θά σάς κρατήσω ώσπου νά εξακριβώσω πιο άπό τά δύο συμβαίνει καί θά βάλω υπό παρακολούθησιν τήν έξαδέλφη σας. Έλ-

*

"Οταν τελείωσε, ό Ροζί έμεινε γιά πολλήν ώρα σκεπτικός, μέ τά φρύδια ζαρωμένα. "Επειτα είπε άργά : -—"Ωστε πιστεύετε δτι ή έξαδέλφη σας Ντενίς Ντ’ Έσπενόν, τό γένος Μοντέλ, κόρη του εϊσαγγελέως Μοντέλ, δολοφόνησε στις 18 του μηνός, στόν πύργο τών Μοντέλ, τόν Βαρνά­ βα Κλέν μαζί μέ κάποιον συνένοχόν της; —Δυστυχώς, δέν μπορώ νά βρώ άλλην έξήγησι δλων αυτών τών γελ. γονότων, απάντησε ό Έδουάρδος. — Καί θά ήσαστε πρόθυμος νά τό

3


να. Καμμιά τους δμως δέν περιείχε τάζω νά ξεκαθαρίσω πολύ σύντομα ούτε λέξι γιά τον Βαρνάβα Κλέν. τήν ύπόθεσι αυτή. — Κάποιο μυστήριο ύπάρχει πίσω — Μά δεν καταλαβαίνεται ; διαάπό αυτό 1, μουρμούρισε μέ εκνευρι­ μαρτυρήθηκε ό Έδουάρδος. "Αν δο­ σμό ό Ροζί. Κάποιο μυστήριο πού θά λοφόνησα εγώ τον Βαρνάβα Κλέν, πώς, εξηγείται τήν παράξενη διάρρη-, * ξεδιαλύνω, έστω κΤ άν χρειαστή νά σπάνω στό ξύλο δλους τούς δημο­ ξι του καταστήματος του ; σιογράφους τής Λυώνος ! Ό Ροζί σήκωσε τοϋς ώμους του. Γύρισε στό σωφέρ καί διέταξε: — Δεν μπορώ ακόμα νά βοώ καμ— Πήγαινε στα γραφεία τής «Ση­ μιάν άπάντησι, είπε. Μπορεί οί διαρ­ μαίας» 1 ρήκτες εκείνοι νά ήταν εντελώς ά­ 'Όταν έφτασαν εκεί, ό Ροζί, ανέ­ σχετοι μέ τή δολοφονία του Βαρνά­ βηκε στό γραφείο του διευθυντού τής βα Κλέν. έφημερίδος μαζί μέ τόν Έδουάρδο. — Μά, όπως σάς είπα, ό ένας άπ’ — Καλημέρα, κ. διευθυντά, είπε ό αυτούς είναι γνωστός τής Ντενίς καί άσυνομικός καί μπήκε στό θέμα του ή Ντενίς παρέσυρε τον Βαρνάβα Κλέν χωρίς περιστροφές: Γιατί δέν δημο­ ώς τον πύργο ! Δέν μπορεί παρά νά σιεύσατε τήν εϊδησι τής άνευρέσεως ύπάρχη κάποια σχέσις του άνθρώπου του πτώματος τού Βαρνάβα Κλέν ; αυτού μέ τή δολοφονία. Ό δημοσιογράφος ξεροκατάπιε, Ό Ροζί δέν άπάντησε καί έμεινε δίστασε καί τέλος είπε μέ ένοχο σιωπηλός στο υπόλοιπο τής διαδρο­ ύφος : μής. 'Όταν μπήκαν στή Λυώνα, ό ά— Δέν προλάβαμε νά τυπώσουμε στυνομικός διέταξε τό σωφέρ νά τήν εϊδησι, κ, Ροζί... σταματήση καί άγόρασε μιά εφημε­ — Κουραφέξαλα.! μούγγρισε ό Ρο­ ρίδα. ζί. Θά μου πήτε τ.ί άκριβώς συμβαί­ Τήν άνοιξε, κύτταξε τήν πρώτη σένει ή θά...θυμηθώ, ξαφνικά όλες τις λίδα, σάν νά ζητούσε κάτι, διέτρεξε παραβάσεις πού έχει κάνει ώς τώρα έπειτα γοργά τις υπόλοιπες σελίδες ή εφημερίδα φας ; καί τέλος φώναξε : Τό πρόσωπο τού δημοσιογράφου —Αυτό εΐναι άπίστευτο 1 πήρε μιάν έκφρασι τρόμου. Έρριξε Ό Έδουάρδος τον κύτταξε παραμιά ματιά στόν Έδουάρδο κΓ έπειτα ξενεμένος. σηκώθηκε, πήγε κοντά στόν Ροζί καί — Τί είναι απίστευτο ; ρώτησε. ψιθύρισε μερικές λέξεις στό αύτί του. — Οί δημοσιογράφοι, είπε ό Ροζί, Τα μάτια του αστυνομικού γούρ­ έμαθαν τήν εϊδησι τής άνευρέσεως λωσαν καί τό κάτω σαγόνι του κρε­ του πτώματος του Βαρνάβα Κλέν μάστηκε άπό τήν έκπληξι. Ό δημο­ στόν πύργο τών Μοντέλ άπό, χτες τό σιογράφος ξαναγύρισε στην καρέκλα βράδυ. Περ'μενα σήμερα νά δώ την του, σηκώνοντας τούς ώμους του, σάν πρώτη σελίδα τών εφημερίδων γεμά­ νά ήθελε νά δείξη πώς δέν είχε καμτη άπό τήν ε’ίδησι αυτή. ΚΤ δμως δέν μιάν εύθύνη γι’ αύτά πού εΐχεΤπή. άναφέρεται ούτε λέξι γιά τον Κλέν 1 Ό Ροξί είπε: Διέταξε πάλι τό σωφέρ νά στα­ — Πολύ καλά. Μέ συγχωρείτε. ματήση καί άγόρασε δλες τις εφημε­ Χαίρεται. ρίδες πού κυκλοφορούσαν στή ΛυώΚατέβηκαν πάλι στό αυτοκίνητο καί, λίγα λεπτά αργότερα, σταματού­ σαν μπροστά στό Μέγαρο τής Αστυ­ νομίας. — θ’ άνεβούμε στό γραφείο μου, είπε ό Ροζί, στόν Έδουάρδο, καί θά σάς πάρω μιά κατάθεσι. "Επειτα θά σάς κλείσω στά κρατητήρια, ώσπου νά εξακριβώσω άν είστε ένοχος ή δχι. Ανέβηκαν μ’ έναν ανελκυστήρα ώς τό τρίτο πάτωμα όπου βρισκόταν τό γραφείο τού Ροζί. 'Όταν άνοιξαν τήν πόρτα καί

36

Ο

>ΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


μπήκαν στο μεγάλο προθάλαμο τοϋ γραφείου, ό Έδουάρδος δοκίμασε μιάτ από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις τής ζωής του.

Καθισμένος σέ μια πολυθρόνα, ακριβώς άπένταντι στην πόρτα, ήταν... ό άγνωστος με τό στρατιωτικό πα­ ράστημα I

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΠΕΡΙΠΛΕΚΕΤΑΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Μιά κραυγή βγήκε άπό τό στήθος του Έδουάρδου : — Αύτός εΐναι, φώνα­ ξε. Αυτός εΐναι ό άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παράστημα, κ. άστυνόμέ, ό άνθρωπος πού εκβιάζει καί εκ­ μεταλλεύεται τήν Ντενίς Ντ’ Έσπενόν 1 Αύτός πρέπει να εΐναι ό δολο­ φόνος τοϋ Βαρνάβα Κλέν ! Ό άγνωστος ζάρωσε τά φρύδια του καί άνωρθώθηκε απότομα. Ό Ροζί, παρεξηγώντας τήν κίνησι αύτή, έφερε τό χέρι του.στήν τσέπη όπου εΐχε τό πιστόλι του. . Ένας αστυφύλακάς,,, πού στεκό­ ταν δίπλα στον άγνωστό, τον έσπρω­ ξε πάνω στήν πολυθρόνα του καί μέ μιά επιδέξια καί γοργή κίνησι πέρα­ σε στά χέρια του ένα ζευγάρι χειρο­ πέδες ! Ό άγνωστος μέ τό στρατιωτικό παράστημα δέν άντιστάθηκε. Ούτε κάν θύμωσε. Χαμογέλασε μόνο πα­ ράξενα καί εΐπε : —Είμαι στή διάθεσί σας κύριε Ροζί. .Ό κ. Μοντέλ σάς πληροφόρησε σίγουρα, για ώρισμένα γεγονότα πού μέ ενοχοποιούν καί πού μέ εμφανί­ ζουν ως διαρρήκτη καί δολοφόνο I Δέν άρνοϋμαι να λογοδοτήσω μπρο­ στά στή δικαιοσύνη, θά ήθελα όπως πρώτα να κουβεντιάσω γιά λίγα λε­ πτά μαζί σας. Ό Ροζί κούνησε τό κεφάλι του. — Πολύ καλά, εΐπε. Περιμένετε εδώ ώσπου νά τελειώσω μέ τον κ. Μοντέλ... — "Οχι!, εΐπε ό άγνωστος μέ ένι'ονη φωνή πού δέν ταίριαζε καθόλου ιέ τις χειροπέδες πού τοϋ έδεναν τά [έρια. Πρέπει νά οάς μιλήσω πριν ξετάσετε τόν κ. Μοντέλ. θά καταάβετε γιατί πρέπει νά γίνη έτσι, 'ταν σάς πώ αυτά πού έχω νά σάς πώ.

Ό Ροζί σήκωσε τούς ώμους του καί γύρισε στόν Έδουάρδο. —Περιμένετε εδώ, κ. Μοντέλ, παρακαλώ, εΐπε. ’Έκανε ένα νεύμα μέ τό κεφάλι στόν αστυφύλακα καί μπήκε στό ιδι­ αίτερο γραφείο του συνοδευόμενος από τόν άγνωστο ,μέ τό στρατιοοτικό παράστημα. Ό Έδουάρδος κάθησε σέ μιά πο­ λυθρόνα καί περίμενε. Ό αστυφύλα­ κας πήγε καί στάθηκε στήν εξωτερι­ κή πόρτα. Ένα παράξενο συναίσθημα κατεί­ χε τώρα τήν ψυχή τοϋ Έδουάρδου. Έτάν ενα δυσάρεστο συναίσθημα κάτι σάν άγωνία, πού έκανε τήν ανά­ σα του κάπως δύσκολη καί γέμιζε τό μέτωπό του μέ μικροσκοπικές σταγονίτσες Ιδρώτα. ?Ηταν σχεδόν βέβαιος οτι κάτι άπροσδόκητο καί καταπλη­ κτικό έπρόκειτο νά συμβή. Κάτι πού θά άλλαζε τήν κατάστασι ολοκληρω­ τικά καί πού ίσως κατέληγε σέ βάρος του. * * ,1 Πέρασαν πέντε λεπτά, δέκα, δεκα­ πέντε..·. "Οσο περνούσε ή ώρα, ή άγω νία τοϋ Έδουάρδου γινόταν μεγα­ λύτερη. "Οταν, τρία τέταρτα τής ώρας αργότερα, ό Ροζί βγήκε άπό τό ιδι­ αίτερο γραφείο του, ό Έδουάρδος άναπήδησε καί τόν κύτταξε μέ άγωΧα. Ό αστυνομικός διευθυντής τοϋ χαμογέλασε φιλικά, τόν χτύπησε εγ­ κάρδια μέ τήν παλάμη του στόν ώμο καί εΐπε : — Είστε έλεύθερος κ. Μοντέλ I "Ενα κύμα άνακουφίσεως έκανε τό στήθος τοϋ Έδουάρδου νά φουσκώση καί σχεδόν έφερε δάκρυα στά μά­ τια του.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

37


— Ό.... ό άνθρωπος αυτός ώμολόλόγησε ; ρώτησε. Ό Ροζί άγνόηαε τήν έρώτησι αυτή. —Μας συγχωρεϊτε για τήν ενό­ χλησή εΐπε? Μά, όπως καταλαβαίνετε κΓ ό ϊδιος, οί συμπτώσεις ήσαν πολύ έπιβαρυντικές για σας. Είναι ευτύχη­ μα οτι οί εφημερίδες δεν πρόλαβαν νά δημοσιεύσουν τήν εϊδησι τής συλλήψεώς σας κι’ έτσι τό όνομά σας δεν βγήκε στή δημοσιότητα. Σάς ζητούμε' και πάλι συγγνώμη, —'Ωμολόγησε ό δολοφόνος; ρώ­ τησε πάλι ό Έδουάρδος. Μά και πάλι ό αστυνομικός αγνό­ ησε τήν έρώτησι του, — Πριν φύγετε όμως, συνέχισε, θά ήθελα νά μού ύποσχεθήτε κάτι. Δέν... Σώπασε ξαφνικά καί γύρισε στον άστυφύλακα, πού στεκόταν στήν πόρτα, — Πήγαινε έξω, διέταξε καί κλείσε τήν πόρτα. Δέν θ’ άφίσης νά μπή κα­ νένας. Κατάλαβες ; Απολύτως κανένα. Ό άστυφύλακας χαιρέτησε καί βγήκε, κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα· , Ό Ροζί γύρισε πάλι στον Έδουάρδο. — Πριν φύγεται έπανέλαβε, θά ή­ θελα νά μού ύποσχεθήτε ότι δέν θά κάνετε ποτέ πιά στή ζωή σας κουβέν­ τα γιά τον Βαρνάβα Κλέν καί, ιδιαί­ τερα, ότι δέν θά πήτε ποτέ σέ κανέναν ότι ό Βαρνάβας Κλέν δολοφονή­ θηκε στον πύργο σας 1

τος καί τήν προστασία των πολιτών συνεργός δολοφονίας ; —Μά, τραύλισε, δέν καταλαβαί­ νω... Ό άνθρωπος αύτός δέν ώμολόγησε ; Γιατί θέλετε νά άποσιωπηθή τό έγκλημα ; Είμαι.... Ό Ροζί χαμογέλασε καλόκαρδα, σάν νά διασκέδαζε μέ τήν αμηχανία καί τήν ,έκπληξι του Έδουάρδου. —Δέν χρειάζεται νά καταλάβετε είπε χτυπώντας τόν Έδουάρδο στόν ώμο φιλικά. Πηγαίνετε. Είστε ελεύ­ θερος. Μου ύπόσχεσθεότι θά τό κρα­ τήσετε αύτό μυστικό, δέν είν’ έτσι; Σάς διαβεβαιώ εγώ, ό διευθυντής τής αστυνομίας τής Τουλώνος, ότι δέν κάνεται κάτι παράνομο, κρατώντας μιά τέτοια ύπόσχεσι, καί ότι δέν συγ - καλύπτεται κανένα έγκλημα. Ό Έδουάρδος σήκωσε τούς ώμους του. Στό κάτω-κάτω δέν ήταν δική του δουλειά αυτή. ' — Σάς τό υπόσχομαι, είπε διατα­ κτικά. Δέν μπορώ όμως νά καταλάβω.. Καί κύτταξε προς τήν πόρτα, πίσω από τήν οποία έπρεπε νά βρισκόταν ό άγνωστος με τό στρατιωτικό πα­ ράστημα. Ό Ροζί χαμογέλασε πάλι. » Σάς διαβεβαιώ, είπε .έντονα, ότι όλα εΐναι εντάξει. Μπορεΐται νά έχε­ τε τη συνείδησί σας ήσυχη. Ό Έδουάρδος τόν εύχαρίστησε καί βγήκε άπό τό Μέγαρο τής Αστυ­ νομίας μέ βήμα αργό καί μέ τό κε­ φάλι γεμάτο αινίγματα. *

Ό Έδουάρδος έμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό. Ό Ροζί, ό διευθυντής τής άστυνομίας τής Τουλώνος, προσπαθούσε νά συγκαλύψει μια δολοφονία καί νά άπαλλάξη έναν ένοχο; Γινόταν αυ­ τός, τό όργανο στό όποιο ό νόμος είχε αναθέσει τη δίωξι του εγκλήμα­

38

Γιά δυό ολόκληρες ώρες περιπλανήθηκε μέσα στούς δρόμους τής Τουλώνος, χωρίς νά ξέρη πού πήγαινε σκοντάφτοντας επάνω στε^ύς διαβά­ τες καί κινδυνεύοντας νά σκοτωθή άπό τά αυτοκίνητα. Τό αίνιγμα τού διπλού θανάτου τού Βαρνάβα Κλέν εξακολουθούσε νά παραμένη άλυτο γι’ αύτόν. Καί, σάν νά μήν άρκοΰσε αύτό, τά τελευ­ ταία γενονότα τό είχαν κάνει πιό σκοτεινό καί πιό μυστηριώδες Ποιος ήταν ό παράξενος εκείνος άνθρωπος καί τί είχε πή στόν Ροζί, ώστε νά τόν κάνη νά άλλάξη ξαφνι­ κά καί ριζικά τά σχέδιά του, σέ ση­ μείο πού νά θέλη νά συγκαλύψη τό έγκλημα; Έτσι όπως ό Ροζί είχε μιλήσει στόν Έδουάρδο, ήταν σάν νά μήν

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


ΚΓ αυτός ό κάποιος—καί ό Έ£ υπήρχε καθόλου έγκλημα. Μά πώς ήταν δυνατό αυτό; ΤΗταν αναμφι­ ■ δουάρδος ήταν άπόλυτα βέβαιος γιαύτό —ήταν ή Ντενίς ή ό άγνωστος σβήτητο ότι εΐχε γίνει μια δολοφονία. με τό στρατιωτικό παράστημα. Ό Βαρνάβας Κλέν είχε σκοτωθή μέσα στον πύργο των Μοντέλ τη νύ­ Ή Ντενίς...έπρεπε νά ξαναδή την χτα τής 18ης του μηνός ! Καί δεν εί­ Ννενίς καί νά ζητήση νέες εξηγήσεις. χε αύτοκτονήσει, όχι μόνο γιατί ό Κύτταξε γύρω του καί άναπήδησε, Βαρνάβας δεν είχε βρή κοντά του Βρισκόταν μπροστά στό σπίτι τής κανένα πιστόλι, αλλά καί γιατί ή Ντενίς Ντ’ Έσπενόν. σφαίρα τόν είχε χτυπήσει άπό πίσω. Είχε δολοφονηθεί, λοιπόν, γιατί ή Ή αυλόπορτα ήταν άνοιχτή. Στό σφαίρα δεν μπορεί να είχε πέσει άπό κατώφλι της στεκόταταν ό...άγνωστος τόν ουρανό, άλλα είχε, βέβαια, βγή μέ τό στρατιωτικό παράστημα καί του άπό την κάννη ενός πιστολιού πού ένευε φιλικά νά πλησιάση I κρατούσε κάποιος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΑ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΕΞΗΓΟΥΝΤΑΙ

"Οταν μπήκε μαζί μέ τόν διευθυντή τής άστυνομίας Ροζί στό γραφείο τού τελευταίου, ό άγνω­ στος μέ τό στρατιωτικό παράστημα εΐπε χαμογε­ λώντας : —Είναι περιττές οί χειροπέδες, νομίζω, κ. Ροζί ! Ό άστυνομικός τόν κύτταξε μέ άπορία καί κούνησε τό κεφάλι του. — θά μου επιτρέψετε νά μη συμ­ φωνήσω, κύριε... Ό άλλος ύποκλίθηκε ελαφρά. — Παρέλειψα νά συστηθώ, εΐπε. Λοχαγός Επιτελής Ντέ Βερλό τής Υπηρεσίας Άντικατασκοπείας. Προϊ­ στάμενος τού Τμήματος *Αλλοδαπών του Δευτέρου Γραφείου. Ό Ροζί γούρλωσε τά μάτια του ανίκανος νά προφέρη λέξι. Ό άλλος συνέχισε : — ’Άν δέν μέ πιστεύετε, μπορείτε νά βγάλετε τήν τουτόκητά μου άπό τη μέσα τσέπη του σακκακιοϋ μου, Τά χέρια μου είναι δεμένα, βλέπετε. Ό Ροζί, μέ τό πρόσωπο άλλοιωμένο άπό τήν έκπληξι, έβαλε τό χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακκακιου τού Λοχαγού Ντέ Βερλό καί τράβηξε άπό κεϊ ένα πορτοφόλι. "Οταν τό άνοιξε καί έρριξε μιά ματιά στην ταυτότητα πού περιείχε, ΙΕΓΤ'·

ό Ροζί έσπευσε νά βγάλη τις χειροπέδες άπό τά χέρια τού κρατουμένου του. —Μέ συγχωρείτε, κύ­ ριε λοχαγέ, είπε, μά δέν μπορούσα ποτέ νά φαντασθώ ποτέ ότι... — Επίσης, εΐπε ό Λοχαγός Ντέ Βερλό, μπορείτε νά πάρετε στό τηλέ­ φωνο τό Γενικό Επιτελείο καί νά μά­ θετε ότι έχω πλήρη έξουσιοδότησι νά κάνω κάθε τι πού νομίζω καλό για τήν άσφάλεια τής Γαλλίας. Επιμένω, μάλιστα, νά κάνετε τό τηλεφώνημα αυτό τώρα, μιά καί θά τό κάνετε, ο­ πωσδήποτε άργότερα, όταν άκούσετε αυτό πού θά σάς διηγηθώ. Ό Ροζί δίστασε γιά μιά στιγμή. Έπειτα σήκωσε τό άκουστικό τού τη­ λεφώνου του, ζήτησε νά τόν συνδέ­ σουν μέ τό Παρίσι καί τέλος τόν συ­ νέδεσαν μέ τό ιδιαίτερο γραφείο τού Αρχηγού τού Γενικού Επιτελείου. Συνωμίλησε γιά ένα δυό λεπτά μέ τόν ιδιαίτερο τού Αρχηγού κΓ έπει­ τα άκούμπησε τό άκουστικό καί χα­ μογέλασε στον Ντέ Βερλό. — Εντάξει, εΐπε. Επιβεβαίωσαν αυτά πού μοΰ είπατε. Είμαι τώρα βέβαιος... Καί κύτταξε προς τήν πόρτα πού ώδηγούσε στόν προθάλαμο.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

39


—Εννοείται τον Έδουάρδο Μοντέλ; ρώτησε ό Λοχαγός Ντε Βερλό. — Ναί. Είμαι τώρα βέβαιος ότι αύτός είναι ό ένοχος. Αυτός δολο­ φόνησε τον Βαρνάβα Κλέν. Καί είχε τό θράσος νά κατηγορήση... —’Όχι, κ. Ροζί, είπε γελώντας ό Ντε Βερλό. Ό Έδουάρδος Μοντέλ είναι αθώος. — Αθώος! φώναξε ό άστυνομικός. Δεν δολοφόνησε αύτός τον Βαρνάβα Κλέν ; Μά τότε ή κυρία Ντ’ Έσπενόν... — Ούτε ή κυρία Ντ’ Έσπενόν, ού­ τε κανένας άλλος δολοφόνησε τον Βαρνάβα Κλέν. Ό Βαρνάβας Κλέν σκοτώθηκε στο πεδίο τής μάχης ! .Δέν τον δολοφόνησε κανείς 1 Ό άστυνομικός κάθησε βαρειά στην πολυθρόνα του. Δέν καταλάβαι­ νε τίποτα. Έβγαλε ένα τσιγάρο καί τό άναψε, ξεχνώντας ' νά προσφέρει στον συνομιλητή του. — Ό Βαρνάβας Κλέν, είπε άργά διαλέγοντας μέ προσοχή τις λέξεις του, σαν νά φοβόταν μήπως κάνη καμμιά γκάφα, βρέθηκε σκοτωμένος στον πύργο τών Μοντέλ. Πώς λοιπόν σκο­ τώθηκε στο πεδίο τής μάχης ; Καί... ποιας μάχης ; — Είναι προτιμώτερο νά σάς τά διηγηθώ όλα άπό την άρχή\ κ. Ροζί, είπε ό Ντέ Βερλό. Ή Ιστορία τής ζωής καί του διπλού θανάτου του Βαρνάβα Κλέν είναι πολύ παράξενη. Γιατί πρέπει νά σάς πώ οτι ό Βαρ­ νάβας Κλέν δέν ήταν άρχαιοπώλης... —Δέν ήταν αρχαιοπώλης ; τον διέ­ κοψε ό Ροζί. Μά τό κατάστημά του στην οδό... —Τό κατάστημά του καί τό έπάγγελμα του άρχαιοπώλη ήταν ένα πρό­ σχημα, πίσω άπό τό όποιο κρυβόταν ή πραγματική δραστηριότης του Κλέν. Έταν κατάσκοπος ! — Κατάσκοπος! έπανέλαβε ό Ροζί. — Ναί, συνέχισε ό Ντέ Βερλό. Δέν θά σάς πώ γιά λογαριασμό ποιάς Δυνάμεως εργαζόταν. Συγχωρήστε μου αυτή την άποσιώπησι. Πρόκειται γιά μυστικό τού κράτους.... Πάντως, ήταν κατάσκοπος καί μάλιστα άπό τούς πιο ικανούς. Κάνοντας πώς ένδιαφέρεται γιά παλιά κομψοτεχνήμα­ τα καί γιά έργα ζωγραφικής, καθώς καί γιά παλιά έπιπλα, κατώρθωνε νά μπαίνη σέ διάφορα σπίτια καί νά δημιουργή σχέσεις μέ πρόσωπα, άπό

40

,

σ

τά όποια θά μπορούσε άργότερα νά άποσπάση πολύτιμα μυστικά. Ό Λοχαγός Ντέ Βερλό σώπασε γιά μιά-δυό στιγμές, άναψε ένα τσι­ γάρο καί τράβηξε μερικές ρουφηξιές, πριν συνέχιση ; — Τον υποψιαζόμαστε άπό καιρό, κ. Ροζί. Ιδιαίτερα τά ταξίδια του στήν Ελβετία ήταν πολύ ύποπτα. Πολλές φορές, μέ τό πρόσχημα γενικώτερης έρεύνης, κάναμε έρευνα σ’ αυτόν καί στό αυτοκίνητό του χωρίς όμως νά άνακαλύψουμε τίποτα. Με­ ρικά μυστικά τού κράτους διέρρευσαν καί έπεσαν στά χέρια ξένης δυνάμε­ ως, όπως εξακριβώσαμε, μέσω τού Βαρνάβα Κλέν, χωρίς όμως νά μπο­ ρούμε νά καταλάβωμε πώς κατώρ­ θωνε νά μεταβιβάζη τά μηνύματά του. 'Όταν όμως ό Βαρνάβας Κλέν κατάφερε νά - είσχωρήση πρό δεκα­ πέντε ημερών στό γραφείο τού στρα­ τηγού Βεροντέν καί νά... —Του στρατηγού Βεροντέν 3 Μά... πέθανε ξαφνικά άπό συγκοπή, νο­ μίζω. — Αύτοκτόνησε, κύριε Ροζί! Βλέ­ πετε, ό Βαρνάβας Κλέν κατώρθωσε νά κλέψη άπό τό γραφείο τού στρα­ τηγού ένα έγγραφο ύψίστης σημασί­ ας ! Αμέσως μόλις τό Γενικό Επιτε­ λείο έμαθε την κλοπή, άνετέθη σέ μέ­ να ή ύπόθεσις αυτή, μέ πλήρη εξου­ σιοδότησή Έβαλα άμέσως τόν Βαρ­ νάβα Κλέν κάτω άπό στενή παρακολούθησι στό κατάστημά του καί στό σπίτι του καί εγώ ό ίδιος κλείσ,Τήκα σ’ ένα δωμάτιο, πού νοίκιασα σ’ένα ξενοδοχείο άποφασισμένος νά άνάκαλύψω πώς ό Βαρνάβας Κλέν μετέφε­ ρε τά έγγραφα στό εξωτερικό. — Καί πώς 'θά τό άνακαλύπτατε αυτό ; ρώτησε μέ άπορία ό Ροζί. Κλει­ σμένος μέσά σ’ ένα δωμάτιο ξενοδό­ χε^ ; — Ναί, είπε χαμογελώντας ό Ντέ Βερλό. Βλέπετε, ό τρόπος μέ τόν ό­ ποιο μετέφερε τά μηνύματα έπρεπε νά είναι ή πολύ περίπλοκος ή πολύ απλός καί φανερός. Οί έρευνές μας ήσαν τόσο εξονυχιστικές, ώστε τό πρώτο ενδεχόμενο άποκλειόταν σχε­ δόν. Φαίνεται —σκέφτηκα—πώς ό Βαρ­ νάβας Κλέν έκρυβε τά έγγραφα σ’ ένα μέρος πού δέν μπορούσαμε νά φαντασθοΰμε γιατί ήταν ολοφάνερο. Επομένως, τό μέρος αυτό μέ τή σκέ-

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ


ψι και όχι μέ την ερευνά θά μπορού­ σα νά τό βρω... — Καί τό βρήκατε; τον διέκοψε όΡοζί. — Τό βρήκα είπε ό Ντε Βερλό. Καί συγχρόνως έμαθα από τούς αν­ θρώπους μου πού τον παρακολουθού­ σαν ότι ό Βαρνάβας Κλέν ετοιμαζό­ ταν για ένα ταξίδι στη Νίκαια καί ί­ σως άπό εκεί στην Ελβετία. Αποφά­ σισα νά δράσω γοργά, άλλά καί εν­ τελώς αθόρυβα καί μυστικά ώστε νά μήν πληροφορηθοϋν τίποτα οί συνέ­ νοχοι, πού σίγουρα θά είχε ό κατά­ σκοπος στη Γαλλία. Μέ τη βοήθεια λοιπόν τής κομήσσης Ντενίς Ντ’ Έ­ σπενόν... —Τής κομήσσης Ντ’ Έσπενόν ; έπανέλαβε κατάπληκος ό διευθυντής τής άστυνομίας τής Λυώνος. Τής Ντενίς Μοντέλ; Είναι λοιπόν... — Είναι άρράβωνι αστική μου, τον διέκοψε ό Ντε Βερλό. — ”Ω 1 Μέ συγχώρ-ειτέ ! Καί... τά συγχαρητήριά μου 4 —Ευχαριστώ. Μέ. τη βοήθεια, λοι­ πόν, τής Ντενίς ' παρέσυρα τδν Βαρ­ νάβα Κλέν ώς τόν πύργο τής Μοντέλ. Τόν ώδήγησε, μάλλον, έκεϊ ή Μτενίς κΓ εγώ τούς περίμενα μέσα στόν πύργο. Έκει, κάτω άπό την άτειλή τών πιστολιών μας, ζητήσαμε χιτό τόν Βαρνάβα Κλέν νά παραδο­ χή καί νά μάς δώση πίσω τό έγγραρο, πού είχε κλέψει άπό τόν Στρα­ τηγό Βεροντέν. 1 V. V ' · * * • I >· ΈΟ Ντέ Βερλό σώπασε κΓ άναψε ΐεύτέρσ τσιγάρο. Τό πρόσωπό του εΤ(ε συννεφιάσει. — Ό Βαρνάβας Κλέν άρνήθηκε, ιυνέχισε. Καί δοκίμασε νά έπιτεθή ε­ ναντίον τής Ντενίς. "Αρπαξε ένα κη>οπήγιο καί ετοιμάστηκε νά τής τό ιετάξη στο κεφάλι. Έγώ, πού στεκόιουν πίσω του, άναγκάστηκα νά πυ>οβολήσω καί νά τόν σκοτώσω, χω>ίς νά ξέρω ότι ό πυροβολισμός μου σώζε τήν ίδια στιγμή τη ζωή του ξαδέλφου τής Ντενίς Έδουάρδου Αοντέλ. Ό Ροζί κούνησε τό κεφάλι του. — Ναι, εΐπε. 'Η ζωή παρουσιάζει τυχνά παράξενες συμπτώσεις. Τί επνε έπειτα, κ. Λοχαγέ; — Φύγαμε αμέσως άπό τόν πύργο

έγκαταλείποντας τόν νεκρό έκεϊ. Δέν φροντίσαμε νά τόν πάρωμε καί νά τόν θάψωμε, γιατί δέν θέλαμε νά μαθευτή τίποτα γιά μερικές μέρες,ώσπου νά συλλάβωμε τούς συνενόχους του. Γιά νά συσκοτίσω περισσότερο τά πράγματα, έρριξα τό αυτοκίνητο του Βαρνάβα Κλέν στό Ρήνο. Έτσι οί συνένοχοί του νόμισαν ότι είχε πέσει θύμα δυστυχήματος. Πιάσαμε τούς περισσοτέρους άπό "αυτούς. — Περίφημο τό σχέδιό σας, είπε ό Ροζί. Μόνο δέν καταλαβαίνω δυό πράγματα. Ό Βαρνάβας Κλέν γύρι­ σε στό ξενοδοχείο μαζί μέ τήν κυρία Ντ’ Έσπενόν. Πώς έγινε αύτό ; — Ό Βαρνάβας Κλέν αύτή τή φο­ ρά ήμουν...έγώ 1 απάντησε γελώντας ό Ντέ Βερλό. —”Α! Καί κάτι άλλο : Τό ένα πα­ πούτσι τού νεκρού... — Ακριβώς αύτή ήταν ή κρύπτη, όπου ό Κλέν έβαζε τά έγγραφα πού φυγάδευε! Τό ένα του πόδι ήταν πιο κοντό άπό τ’ άλλο καί ή σόλα τού παπουτσιού ήταν ^ πιό χοντρή. Έκεϊ μέσα βρήκα τό έγγραφο πού ό Βαρ­ νάβας Κλέν είχε κλέψει. "Επειτα, γιά νά βεβαιωθώ αν ό Κλέν είχε κι’ άλ­ λα έγγραφα τού κράτους, ερεύνησα τό κατάστημά του, μέ τή βοήθεια ενός πράκτορός μας ειδικού στις κλειδα­ ριές... * ..."Οταν ό Έδουάρόος Μοντέλ βγήκε πάλι άπό τό σπίτι τής έξαδέλφης του Ντενίς, ένοιωθε μιά βαθειά ίκανοποίησι. Ή Ντενίς δέν ήταν δο­ λοφόνος. Ούτε ό άγνωστος μέ τό στρατιοοτικό παράστημα. ΈΙταν ό Λο­ χαγός Κτέ Βερλό, τής άντικατασκοπείας, μέλλων σύζυγος τής Ντενίς. Καί —τό πιό άπροσδόκητο άπ’ όλα —ό Λοχαγός Ντέ Βερλό τού είχε* προ­ τείνει νά γίνη.,.πράκτωρ τής Γαλλι­ κής Άντικατασκοπείας ! Είχε έκτιμήσει —είπε—τήν ψυχραιμία, καί τή μεθοδικότητα μέ τήν οποία είχε δράσει γιά νά λύση τό μυστήριο του διπλού θανάτου του Βαρνάβα Κλέν. Ό Έδουάρδος Μοντέλ εΐχε δεχτή καί πήγαι­ νε τώρα νά γιορτάση τό γεγονός... μαζί μέ τήν Τονιέλ, φυσικά !

} ΑΘΝΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

ΤΕΛΟΣ

41


ΕΝΑ

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ

ΔΙΑΣΗΜΟΥ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

---------------- ΕΝΤΓΚΑΡ ΟΥΑΑΑΑΣ ---------- ---------

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ νως τήν ίκανοποίησι πώς έκλεψαν ένα ια παράδοσις μεταξύ των εγ­ ντέτεκτιβ. Είναι αλήθεια εξάλλου ότι πολλοί κληματικών κύκλων λέει, δτι, είχαν μορφώσει μιά πολύ εσφαλμένη ακόμα κι3 ό ταό ασήμαντος ντέτεκτιβ, γνώμη, ότι δηλαδή ό Ζ. Γ. Ρ. ήταν εΐναι άνθρωπος που έχει δημιουργή­ ακίνδυνος ώς άτομο. Καί ένας απ’ σει κάποια περιουσία, είτε μέ κλεψιά) αυτούς ήταν κάποιος Διού Κόλ, πού εϊτε μέ δωροδοκίες, ή ακόμα καί μέ ανακάτευε τήν παράχάραξι μέ τήν εκβιασμούς. Όλοι οί διάσημοι ντέστοιχειώδη διάρρηξι. Μά ό Κόλ αναγ­ τεκτιβ —λένε οί κύκλοι σύτοί—έχουν κάστηκε τελικά V άλλάξη γνώμη. αποκτήσει σπουδαία κοινωνική θέσι Αύτός που άπηλεϊται ζή πρλλά καί επίγειο πλούτο από άδηλους πό­ χρόνια, λέει μιά λαϊκή παροιμία, πού ρους τόσο σοβαρούς, ώστε να κάνουν σάν όλες κι' αυτή δέν μπορεί παρά τον επίσημο μισθό τους νά φαίνεται νά είναι αληθινή. Σέ πολλές περι­ ασήμαντα μικρός. πτώσεις, λοιπόν, ό κ. Ζ. Γ. Ρήντερ α­ Επειδή, λοιπόν, καί ό κ. Ζ. Γ. κούσε φοβερές απειλές, πού θά συνέΡήντερ, στο διάστημα τής εικοσάχρο­ βαινεν τάχα στο εγγύς ή ατό απώ­ νης υπηρεσίας του, είχε νά κάνη πάν­ τερο μέλλον. τα μέ ληστές τραπεζών καί παραχα­ Ό κ. Γ. Ρήντερ είχε δει πολλούς ράκτες, τύπους πού χαρακτηρίζονται φυλακισμένους μέ άφρισμένα στόμα­ ώς οί αριστοκράτες καί κεφαλαιοκρά­ τα άπό τήν λύσσα τους, τούς είχε δή τες του υποκόσμου, ή παράδοσις τον άσπρους καί πελιδνούς, τούς είχε άέπίστωσε κι* αυτόν μέ τεράστιους μυ­ κούσει νά ξεστομίζουν φριχτές βλα­ στικούς πόρους. Δέν πίστεψαν πάν­ στήμιες καί άπειλές. Τούς είχε δ$ΐ τως ότι ό Ρήντερ είχε τοποθετήσει όμως, μετά τήν άπόλυσί τους νά εκ­ μεγάλα ποσό στήν τράπεζα. ’Ά, όχι 1 φράζουν τά φιλικά τους αισθήματα Αυτός, πού παραδέχονταν όλοι τόσο άπέναντι του, ντροπιασμένοι καί μέ έξυπνο, δέν θά σκεπτόταν νά διακινμισοξεχασμένες τις απειλές καί τις δυνεύση τό κύρος του μέ τέτοιο τρόπο. βρισιές πού είχαν πή στήν οργή τους. Κάπου λοιπόν ήταν κρυμμένα αυ­ "Οταν όμως, τά τά άνομα στις άρχές τού χρήματα : Καί 1914, καταδικά­ αυτό ήταν τό παραχαράκτης Λιού Κόλ στηκε ό Κόλ μέ λατρεμένο όνει­ δέκα χρόνια φυ­ ©ρκίζεται νά έκδικηθη τόν ρο χιλιάδων παΓ λακή, ούτε βλα­ ρανόμων άνθρώ ντέτεκτιβ Ρήντερ και προσπα­ στήμησε ούτε πων, πού θά ή­ θεί νά βρη και νά κλέφη έ­ κι’ όμως έδειξε θελαν πολύ νά ναν θησαυρό του τελευταίου, συντριβή γιά νά βρούν τήν κρύ­ μά ή έκπλχγξΐζ πού δοκιμά­ προκαλέση τον πτη τοΰ Ρήντερ οίκτο στή λεπτή καί νά πλουτί­ ζει είναι πικρή καί οδυνηρή! καρδιά τοΰ Ζ. σουν εύκολα, έ­ Γ. Ρήντερ. χοντας συγχρό­

Μ

42

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ


Ό Διού χαμογέλασε μόνο και έρριξε ένα βλέμμα στον ντέτεκτιβ για ένα δευτερόλεπτο. Τα μάτια του πα­ ραχαράκτη ήταν ώχρογάλαζα καί γε­ μάτα καιροσκοπία, άλλά δέν έδειχναν τό παραμικρό Ιχνος μίσους ή μανίας. Κι* όμως τά μάτια αυτά εΐπαν ή­ ρεμα : —Στήν πρώτη ευκαιρία θά σέ σκο­ τώσω ! Ό κ. Ρήντερ διάβασε τό μήνυμα αυτό στά μάτια τοϋ καταδίκου, καί αναστέναξε βαθειά, γιατί δέν του ά­ ρεσαν καθόλου οί φασαρίες κάθε εί­ δους, καί μετάνοιωσε πού αυτός γι­ νόταν αιτία, στήν έκτέλεσι του καθή­ κοντος του, νά τιμωρηθή ένας άνθρω­ πος, έστω καί δίκαια. Πέρασαν άπό τότε πολλά χρόνια καί ή περιουσία τού κ. Ρήντερ είχε ύποστή σημαντικές άλλαγές. Είχε ε­ πίσης μετατεθή άπό την είδίκευσί του στις παραχαράξεις, στό τμήμα των γενικών υποθέσεων τής Είσαγγελείας άλλά ποτέ δέν μπόρεσε νά ξεχάση τό χαμόγελο του Διού. Ή δουλειά του τώρα δέν ήταν δύ­ σκολη, ήταν όμως πολύ ενδιαφέρου­ σα. Στον κ. Ρήντερ έφταναν τά λογής-λογής άνώνυμα γράμματα πού λάβαινε κατά εκατοντάδες ό Είσαγγελεύς. Στά περισσότερα, τά ελατή­ ρια ήσαν πολύ φανερά. Ζηλοτυπία, προσωπικά πάθη, καί πότε-πότε οι­ κονομικά ώφέλη ύπέρ του άνωνυμογράφου. Μιά μέρα ό κ. Ρήντερ ά­ νοιξε τό άκόλουθο γράμμα ; «Ό Σέρ Τζέϊμς θά παντρευτή τήν έξάφέλφη του καί δέν είναι άκόμα τρεις μήνες πού ή φτωχή γυναίκα του έπεσε άπό δυστύχημα στή θάλασσα, καθώς τό πλοίο περνούσε τό στενό τής Μάγχης. Υπάρχει κάτι τό σκο­ τεινό σ’ αύτήν τήν ύπόθεσι. Ή Μις Μάργκαρετ δέν τον άγαπά γιατί ξέ­ ρει πώς τήν ζητεί μόνο γιά τήν πε­ ριουσία της. Γιατί εκείνη τήν νύχτα μέ έστειλαν στό Δονδϊνο; ’Άν καί δέν του αρέσει ποτέ νά σωφάρη στά σκοτεινά, κατά περίεργη σύμπτωσι έκείνο τό βράδυ, ό Σέρ Τζέϊμς θέλησε νά σωφάρη μοναχός του, μολονότι ό καιρός ήταν άσχημος». Τό γράμμα υπογραφόταν «'Ένας φίλος». Ή δικαιοσύνη τέτοιους φί­ λους έχει πολλούς. Ό «Σέρ Τζέϊμς» ήταν ό Σέρ Τζέ-

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

ϊμς Τιδερμάϊτ, πού ήταν διευθυντής σέ κάποια δημοσία θέσι κατά τόν πόλεμο καί πού είχε λάβει τόν τίτλο του βαρωνέτου γιά τις εξαιρετικές του ύπηρεσίες. — Σταθήτε, εΐπε ό Είσαγγελεύς όταν διάβασε τό γράμμα, θαρώ τώ­ ρα πώς θυμάμαι ότι ή Δαίδη Τιδερμάϊτ είχε πνιγή στή θάλασσα. — Στις δεκαεννέα Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου, είπε μέ επιση­ μότητα ό κ. Ρήντερ. Αυτή κΓ ό Σέρ Τζέϊμς πήγαιναν στό Μόντε Κάρλό μέ στάθμευσι μιάς ημέρας στό Πα­ ρίσι. Ό Σέρ Τζέϊμς, πού έχει ένα σπίτι κοντά στό Μέϊντστον, πήγε μέ αυτοκίνητο στό Ντόβερ. Ή νύχτα ή­ ταν θυελλώδης καί τό πλοίο είχε πο­ λύ δύσκολο ταξίδι. Βρίσκονταν στά μισά τοϋ. δρόμου, όταν ό Σέρ Τζέϊμς πήγε στον λογιστή τοϋ πλοίου καί άνέφερε ότι έχασε τή γυναίκα του. Οί άποσκευές της,- τό διαβατήριο, τό καπέλλο της, τό εισιτήριο τοϋ σιδηρο­ δρόμου, όλα ήταν στήν καμπίνα, άλ­ λά ή κυρία δέν βρέθηκε καί πραγμα­ τικά κανείς δέν τήν ξαναείδε, Ό Είσαγγελεύς κούνησε τό κεφά­ λι του καταφατικά. λέπω, έχετε μελετήσει καλά τήν ύπόθεσι. —Τή θυμοϋμαι, έπεξήγησε ό κ. Ρήντερ. Αυτή ή ύπόθεσις μοϋ κίνησε πολύ τό ενδιαφέρον. Δυστυχώς, βάζω πάντα τό κακό στό νοϋ μου, άκόμα καί σέ περιπτώσεις πού όλος ό άλ­ λος κόσμος δέν βρίσκει τίποτε τό άξιοκατάκριτο, καί σκέπτομαι πόσο εύκολο είναι νά δημιουργήση κανείς γύρω του μιάν άτμόσφαιρα κακοϋ πού στό τέλος καναντά άποπνικτικό. ΚΓ όμως έτσι είναι. ?,Οταν τό πρωτοδιάβασα στις εφημερίδες, κάτι μπήκε στό νοϋ μου. Είναι, βλέπετε, τρομερό πράγμα νά έχη κανείς ένα εγκληματικό πνεϋμα. Ό Είσαγγελεύς τόν κύτταξε ϋπο-

Β

43


Είναι στή βιβλιοθήκη. Άν χτυπήσετε τό κουδούνι μια φορά, ή υπηρέτρια θά σάς όδηγήση σ’ αύτόν. ’Άν ό κ. Ρήντερ ήταν άνθρωπος πού θά μπορούσαν νά τόν σκοτίζουν τά αινίγματα, τό μόνο αίνιγμα τό όποιο θά μπορούσε νά παραδεχτή ώς ακατανόητο, ήταν τό πώς ήταν δυ­ νατόν ένα ώραίο κορίτσι μέ δική του περιουσία μπορούσε νά δεχτή νά παντρευτή έναν άνδρα πολύ πιο μεγάλον απ’ αύτήν καί παρά τή θέλησί της. Σ’ αύτήν τήν ύπόθεσι κρυβό­ ταν ασφαλώς κάποιο ιαυστήριο. Δέν χρειάστηκε νά χτυπήση τό κουδούνι. "Ένας ψηλός, χοντρός άν~ δρας μέ κοστούμι γκολφ, στεκόταν στήν είσοδο. Τά καστανά του μαλ­ λιά ήσαν μεγάλα -καί έπεφταν σέ μιά πυκνή τούφα πάνω ", στό μέτωπό του. Τό χοντρό ριχτό μουστάκι του, σκέπαζε τό’ στόμα τοϋ, καί τό πηγού­ νι του ήταν*μακρύ καί δυνατό. —Αϊ, λοιπόν ' ρώτησε επιθετικά. —Έρχομαι από τήν Είσαγγελεία, μουρμούρισε ό κ. -Ρήντερ. Πήρα κά­ ποιο ανώνυμο γράμμα. Τά ωχρά του μάτια δέν άφησαν ούτε στιγμή τό πρόσωπο τού άλλου. —Ελάτε μέσα I, είπε απότομα ό Σέρ Τζέϊμς. Καθώς έκλεινε τήν πόρτά, έρριξε μιά γρήγορη ματιά πρώτα στό κορί­ τσι καί ύστερα στόν δενδροφυτευμένο δρόμο. —Περιμένω κάποιον ανόητο /δράΒ γόρο, είπε καθώς άνοιγε μιά. * πόράα πού ώδηγουσε σ’ ένα δωμάτιρϊπόύ άσφαλώς ήταν ή βιβλιοθήκη. Ή φωνή του ήταν σταθερή. Ούτε ή παραμικρή σύσπασι στό πρόσωπό του, δέν παρουσιάστηκε γιά νά προΤόδώση καί τήν ελάχιστη ανησυχία, στήν αναγγελία τής αποστολής τού κ. Ρήντερ. ' — Λοιπόν; Πέστε μου γι’ αύτό τό ανώνυμο γράμμα. Δέν φαντάζομαι βέβαια τέτοια πράγματα νά τά παίρ­ νετε στά σοβαρά;

πτα. Ποτέ δέν ήταν απόλυτα βέβαι­ ος, αν ό κ. Ρήντερ σοβαρολογούσε. Έδώ όμως ή σοβαρότης του δεν σή­ κωνε άμφισβήτησι. —Αυτό τό γράμμα τό έγραψε α­ σφαλώς κάποιος σωφέρ πού είχε απολυθή, άρχισε. —Ό Τόμας Ντέϊφορντ, πού κάθε­ ται στο Μέϊντστον, Μπάρρεν Στρήτ 179, συνεπέρανε ό κ. Ρήντερ. Τώρα εργάζεται στην Κέντ Μότορμπας Κόμπανυ, έχει τρία παιδιά, από τά όποια τά δυο είναι δίδυμα καί καχεκτικά. Ό Είσαγγελεύς ξέσπασε σε άκρά- , τητα γέλια. —Άς πούμε πώς τό βρήκατε I εί­ πε. Κυττάξτε τώρα τί κρύβετας πίσω απ’ τό γράμμα αυτό. Ό Σέρ Τζέϊμς είναι σπουδαία προσωπικότης στο Κέντ, είρηνοδίκης, καί έχει ισχυρή πο­ λιτική έπιρροή. Βέβαια σ’ αυτό τό γράμμα, δεν υπάρχει τίποτε τό σο­ βαρό. Προσέξτε αυτή την υπόθεση Ρήντερ, με σύνεση γιατί αν συμβή καμμιά παρεξήγησις έσεΐς θά έχετε ολόκληρη τήν ευθύνη ! Τό να ενεργή με σύνεσι ήταν τό κύριο χαρακτηριστικό του κ. Ρήντερ. Τό επόμενο πρωί, λοιπόν, πήγε στό Μέϊντστον καί βρίσκοντας ένα λεω­ φορείο πού περνούσε μπρος από τις πύλες του Έλφρίντα Μέϊνορ, ταξίδε­ ψε, αναπαυτικά καί οικονομικά, με τήν όμπρέλλα του ανάμεσα στα γό­ νατα. Σέ λίγο πρόβαλε μπροστά του τό γκρίζο σπίτι του Σερ Τζέϊμς, τό Έλφρίντα Μέϊνορ. * * έ μιάν αναπαυτική καρέκλα, στόν κήπο, είδε καθισμένο ένα κορί­ τσι μέ ένα βιβλίο στά γόνατα. κορίτσι τόν εΓδε καί αμέσως σηκώ­ θηκε, διέσχισε τό λειβάδι καί ήρθε κοντά του μέ αδημονία. —Είμαι ή Μις Μάργκαρετ Λέδερμπάϊ... Εσείς εΐστε άπό...; Άνέφερε ένα γνωστό δικηγορικό γραφείο, αλλά κατέβασε μέ άπογοήτευσι τό πρόσωπο, όταν ό κ. Ρήντερ μέ λύπη τής ανήγγειλε πώς δέν είχε καμμιά σχέσι μέ τις νομικές αύτές προσωπικότητες. ΈΙταν ένα πολύ ώραίο κορίτσι. — Θέλετε νά δήτε τόν Σέρ Τζέϊμς;

Σ

44

* * * Οκ. Ρήντερ άφησε τήν όμπρέλλα του καί τό ψηλό του καπέλλο ε­ πάνω σέ μιά καρέκλα καί έπειτα έ­ βγαλε ένα χαρτί άπό τήν τσέπη του

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ


και τό έδωσε στόν βαρωνέτο πού ζά­ ρωνε τά φρύδια του, καθώς τό διά­ βαζε. νΗταν άραγε ή ζωηρή φαντα­ σία του κ. Ρήντερ ή μήπως ή άγρια λάμψις στα μάτια του Σερ Τζέϊμς μαλάκωσε πραγματικά κατά τό διά­ βασμα ; —Αυτή είναι μια ανόητη Ιστορία, είπε ό Σερ Τζέϊμς. Δεν μπορώ νά άνα γνωρίσω καί τό γράψιμο : ποιος είναι αύτός ό άθλιος ψεύτης πού έγραψε αύτό τό γράμμα ; —Τό φαντάσθηκα πώς ήταν άναληθές, είπε ό κ. Ρήντερ κουνώντας τό κεφάλι του. Παρακολούθησα τις λε­ πτομέρειες τής ύποθέσεως αυτής με μεγάλη προσοχή, Έφύγατε άπό εδώ κατά' τό απόγευμα.... —Τό βράδυ, . διέκοψε άπότομα ό άλλος, , - -, Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ άνοιξη συζήτησι επάνω σ’ αύτό .τό θέμα, άλ­ λα τον ανάγκασε τό .επίμονο καί προ­ κλητικό βλέμμα του κ. Ρήντερ. —νΗταν μόνο ογδόντα λεπτών δρόμος ώς τό Ντόβερ, συνέχισε. ’Εφτάσαμε στήν προκυμαία, κατά τις έντεκα καί άμέσως μπήκαμε στο πλοίο. Πήρα τό κλειδί τής καμπίνας μου άπό τον λογιστή του πλοίου καί έβαλα τή σύζυγό μου καί τις απο­ σκευές της μέσα, —Τήν πείραζε ή θάλασσα τή σύ­ ζυγό σας ; —Καθόλου. Εκείνο τό βράδυ είχε σπουδαίο κέφι, καί δέν τήν εΐχε κα­ θόλου πειράξει ή θάλασσα. Έγώ τήν άφηασ στήν καμπίνα καί πήγα νά κάνού μιά βόλτα στο καστάστρωμα,... —"Έβρεχε πολύ καί ή θάλασσα ήταν πολύ άγρια, μουρμούρισε ό Ρήντερ, σάν νά συμφωνούσε μέ κάτι σχετικό πού είχε πή ό άλλος. —Μά... κι’ εμένα δεν μέ πειράζει ή θάλασσα... οπωσδήποτε δλη αύτή ή ιστορία είναι μιά καθαρή άνοησία. Αύτό νά πήτε στόν κ. εισαγγελέα μέ τούς θερμούς μου χαιρετισμούς. "Ανοιξε στόν επισκέπτη του τήν πόρτα, καί ό κ. Ρήντερ έμάζεψε τά πράγματά του για νά φύγη. —Έχετε ένα πολύ ώραίο κτήμα, Σέρ Τζέϊς, θαυμάσιο 1 Είναι μεγάλο ; —Κάπου τρεις χιλιάδες εκτάρια. Αύτή τή φορά ό οικοδεσπότης δέν μπόρεσε νά μεταμφιέση τήν μεγάλη του άνυπομονησία.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

—Αντίο σας ! πρόσθεσε. Ό κ. Ρήντερ κατευθύνθηκε άργά προς τόν δρόμο, μέ τήν υπέροχη μνή­ μη του σέ πυρετώδη κίνησι. * * * χασε τό λεωφορείο πού θά τό προλάβαινε αν ήθελε να τρέξη. Αντί γι’ αυτό όμως προτίμησε νά άκολουθήση έναν άτέλειωτο, καθώς φαινόταν δρόμο, όλο στροφές, πού περνούσε άπό τά σύνορα τού κτήμα­ τος τού βαρωνέτου. "Ενας περίπατος περίπου τριακοσίων μέτρων τόν έφερε σέ ένα μονοπάτι, πού συναντούσε κά­ θετα τόν κεντρικό δρόμο καί σχημά­ τιζε^ καθώς ύπόθεσε ό ντέτεκτιβ, τά νότια σύνορα. Στή γωνία υψωνόταν ένα παλιό πέτρινο σπιτάκι πίσω άπό μιά' καγκελόπορτα. Τό σπιτάκι ήταν άπελπιστικά παραμελημένο. Τά κερα­ μίδια ήσαν σπασμένα καί μετατοπι­ σμένα, καί τά παράθυρα επίσης κατεστραμένα. Ό κήπος ήταν άπεριποίητος καί γεμάτος άγκάθια. Πέρα άπ’ τήν καγκελόπορτα, ένα στενό δρομά­ κι, γεμάτο χόρτα, ώδηγούσε άθέατο σέ μιά μακρυνή φυτεία. Άκούγοντας έναν κρότο πίσω του γύρισε καί είδε έναν ταχυδρομικό διανομέα. —Ποιό είναι αύτό τό μέρος ; ρώ­ τησε ό κ. Ρήντερ σταματώντας τον. —Τό νότιο μέρος τών κτημάτων τού Σέρ Τζέϊμς Τιδερμάϊτ. Τώρα δέν τό χρησιμοποιούν πιά. Εϊναι χρόνια πού δέν τό χρησιμοποιούν. Δέν ξέρω γιατί. Πολύ σπάνια έρχονται προς τά εδώ. Ό κ. Ρήντερ προχώρησε μαζί του πρός τό χωριό καί άρχισε νά άποτείνη διάφορες ερωτήσεις στόν ταχυ­ δρόμο. —Ναι, είπε αύτός σέ μιαν έρώτησι. Ή φτωχή Λαίδη, ήταν πολύ φιλά­ σθενη. ΤΗταν όμως άπό εκείνους τούς άρρώστους πού ζούν περισσότερα χρόνια άπό τούς γερούς. Ό κ. Ρήντερ έρριξε μιά σπόντα πού έφερε άνέλπιστα άποτελέσματα. —Μάλιστα, τήν πείραζε πολύ ή θάλασσα, είπε ό ταχυδρόμος. Τό ξέ­ ρω αύτό, γιατί κάθε φορά πού τα­ ξίδευε συνήθιζε νά παίρνη μαζί της ένα μπουκάλι άπ’ τό γιατρικό πού παίρνει ό κόσμος για τήν ναυτία.

Ε

45


— θεέ μου I είπε πάλι ό κ. Ρήν’ τερ όταν άκουσε νά χτυπά τό κου" δοΰνι τής πόρτας. Σέ λίγο ό υπηρέτης του χτύπησε στήν πόρτα τού δωματίου. — θέλετε νά δεχθήτε τόν κ. Κόλ, κύριε ; ρώτησε. Ό κ. Ζ. Γ. Ρήντερ έγνεψε καταφα­ τικά, Ό Λιού Κόλ διέσχισε τό δωμάτιο καί πλησίασε στόν ηλικιωμένο άν­ θρωπο μέ τήν άνθοστόλιστη ρόμπα καί μέ τά γυαλιά, πού ήταν καθισμέ­ νος στό γραφείο. — Καλημέρα, Κόλ. Ό Λιού Κόλ κύτταξε τόν άνθρω­ πο πού τόν έστειλε στή φυλακή καί οί γωνιές τών λεπτών χειλιών του ζάρωσαν. — Καλημέρα, κύριέ Ρήντερ, είπε. Καί τά μάτια του σάρωσαν τήν άδειανή επιφάνεια τού γραφείου πά­ νω στήν οποία ήσαν ακουμπισμένα * τά χέρια τού Ρήντερ ■* δεμένα τό ένα μέ τάλλο. υτό έγινε τήν Παρασκευή. ^Ολό­ — Δέν περίμενες νά μέ ξαναδής, κληρο τό Σάββατο ήταν άπησχοφαντάζομαι, ΐυρόσθεσε ό επισκέπτης. λημένος τρομερά. Ή Κυριακή του ήρ­ —Όχι τόσο νωρίς βέβαια, εΐπε θε μέ καινούργιο ενδιαφέρον. μέ χαμηλή φωνή ό Ρήντερ. "Επρεπε όμως νά θυμηθώ ότι τό ξύπνημα πο­ Εκείνο τό θαυμάσιο Κυριακάτικο λύ νωρίς είναι μιά άπ’ τις καλές συ­ πρω'ί, ό κ. Ρήντερ φορώντας τήν άννήθειες πού άποκτά κανείς εύκολα θοστόλιστη ρόμπα του καί μέ τα πό­ στή φυλακή. δια του πλαισιωμένα μέ παντούφλες άπό μαύρο βελούδο, στεκόταν στό *** παράθυρο του σπιτιού του στόν δρό­ ό εΐπε αύτό σάν νά ήθελε, νά τόν μο τού Μπρόκλεϋ καί κύτταζε τό ε-. κολακεύση γιά τήν καλή του δια­ ρημικό μονοπάτι. Ή καμπάνα μιας γωγή. τοπικής εκκλησίας καλούσε τούς πι­ — Υποθέτω ότι θά κατάλαβες πάστούς. νω-κάτω γιά ποιόν λόγο έρχομάι,; έ; Άπ’ τό παράθυρο, ό κ. Ρήντερ έ­ εΐπε ό άλλος. Ξέρεις, ξεχνώ πολύ δύ­ βλεπε ένα μέρος απ’ τόν κεντρικό σκολα, Ρήντερ, καί ένας άνθρωπος δρόμο τού Λιούϊσχαμ καί λίγο άπ’ πού είναι κλεισμένος στό Ντάρτμουρ τό Τάννερς Χίλλ. έχει όλο τόν καιρό νά ξαναφέρη στό — θεούλη μου I εΐπε ξαφνικά ό κ. νού του παλιές άναμνήσεις. Ρήντερ. Ό ήλικιωμένος ντέτεκτιβ σήκωσε 'Απ’ τό παράθυρο είδε έναν άν­ τά φρύδια του καί τά γυαλιά του θρωπο πού έβγαινε απ’ τόν δρόμο γλύστρησαν πάνω στή μύτη του. τού Λιούϊσχαμ. Διέσχισε τόν δρόμο —Μοΰ φαίνεται πώς τήν έχω ξα­ καί ερχόταν πρός τήν «’Έπαυλι τών νακούσει αυτή τή φράσι, εΐπε ζαρώ­ Ασφοδέλων», γραφικό όνομα πού ή­ νοντας τά φρύδια του. Τώρα στάσου ταν γραμμένο στήν πόρτα τής κατοι­ νά θυμηθώ... άσφαλώς εΐναι από κά­ κίας τού κ. Ρήντερ. ποιο μελόδραμα, αλλά ποιο άπ’όλα ; "Ηταν ένας ψηλός άντρας μέ ίσια μήπως άπό τό «Χαλινάρια στις ψυ­ κορμοστασιά καί μελαχροινό πρόσω­ χές» ή «Ό όρκος τού γάμου» ; πο. "Εφτασε στήν εξώπορτα, περνών­ τας εμπρός άπ’ τά έκπληκτα μάτια Φάνηκε σάν νά έβαζε όλη του τή δύναμι γιά νά λύση τήν άπορία του. τού ντέτεκτιβ.

Της είχα φέρει πολλές τέτοιες μπουκάλες ώσπου στο τέλος ό κ. Ρέϊκς, ό φαρμακοποιός είχε άποθηκεύσει άρκετό άπ’ τό γιατρικό αυτό. Ό κ. Ρέϊκς μου είπε δτι έχει τώρα μια πα ρακαταθήκη από μισή δωδεκάδα μπουκάλες καί δεν ξέρει τι νά τις κάνη, γιατί εδώ στο Κλίμπουρυ κανένας δέν ταξιδεύει με θάλασσα. Ό κ. Ρήντερ πήγε στο χωριό καί ξόδεψε τόν πολύτιμο καιρό του στα πιό απίθανα μέρη. Στο φαρμακείο, στο σιδηρουργείο καί σε άλλα πα­ ρόμοια. Πήρε τό τελευταίο λεωφο­ ρείο για τό Μέϊντστον, καί κατά κα­ λή του τύχη πρόλαβε καί τό τελευ­ ταίο τραίνο για τό Λονδίνο. Μέ τό συνηθισμένο άφηρημένο του τρόπο απάντησε την ά?νλη μέρα στις ερωτήσεις του Είσαγγελέως. —Μάλιστα. Είδα τόν Σερ Τζέϊμς. Πολύ ενδιαφέρων τύπος.

Α

Τ

46

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ


—Αύτό εδώ δμως θά είναι μια παράστασι πολύ διαφορετική άπό δ,τι νομίζεις, είπε ό μακροπρόσωπος Λιού μέσα απ’ τα δόντια τού. θά σέ εκδι­ κηθώ, Ρήντερ, κι’ έπειτα πήγαινε νά μέ καταγγείλης στο άφεντικό σου, τον Εισαγγελέα, θά σέ εκδικηθώ δ­ μως όμορφα. Καί θά σοΰ' πάρω ε­ κείνη τήν πολότιμη κάλτσα σου (τό κομπόδεμα), Ρήντερ. Ή ταράδοσις του θησαυρού του Ρήντερ είχε καταντήσει νά γίνη πι­ στευτή κι’ άπό έναν τόσο έξυπνο άν­ θρωπο σάν τόν-Κόλ. —θά μοϋ πάρης τήν κάλτσα ; θεέ μου 1 Καί θά γυρίζω... ξεκάλ­ τσωτος ; ρώτησε ό Ρήντερ ειρωνικά. —Ξέρεις, τί εννοώ, σκέψου το κα­ λά. Αργότερα, όταν θά σέ σκοτώσω, δεν θά μπορείς, πιά ούτε εσύ ούτε ή Σκότλαντ Γιάρνί: ή ίδια, νά μέπιάση γιά τό φόνο σου/Τά έχω προετοιμά­ σει δλα καλά 1 Πρώτα δμως- θά σου πάρω τό κομπόδεμα 1 Τό πρόσωπο τού Ρήντερ έδειχνε μιά παθητική κατήφεια. Τά γκρίζα μαλλιά του φαίνονταν νά είχαν ανορθωθή καί τά αυτιά του σχημάτι­ ζαν σχεδόν ορθή γωνία μέ τό πρόσω­ πό του, δίνοντας τήν έντύπωσι ότι τρεμούλιαζαν. Τό χέρι του Λιού Κόλ άκούμπησε στο πόμολο τής πόρτας. «Μπάμ I» * * * ταν ένας ύπόκωφος κρότος σάν άπό κάτι βαρύ πού πέφτει πάνωσέ σανίδι. Κάτι σφύριξε κοντά στό γουλό του. Μπροστά στά μάτια του, επάνω στον τοίχο, είχε άνοιχθή μιά μεγάλη τρύπα καί επάνω στό πρόσω­ πό του έπεσαν κομμάτια άπ’ τον άσβέστη του τοίχου. Γύρισε άπότομα γεμάτος λύσσα. Ό κ. Ρήντερ κρατούσε ένα Μπράουνιγκ στό χέρι, μέ έναν σιωπητήρα στήν άκρη τής κάννης. Ό Λιού κύτταξε τό όπλο μέ ανοιχτό τό στόμα. —Πώς διάβολο έγινε αύτό τό πρά­ γμα ; ρώτησε έκπληκτος. ’Έτρεμε γεμάτος φόβο καί θυμό καί μέ τό πρόσωπο κάτωχρο. —Γουρούνι I άναστέναξε. Προσπά­ θησες νά μέ σκοτώσης I Ό κ. Ρήντερ τον κύτταξε επάνω άπ’ τά γυαλιά του.

Η

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

—Στό θεό σου, σκέφτηκες τέτοιο πράγμα! μουρμούρισε γλυκά. Σκο­ πεύεις άκόμα νά μέ σκοτώσης, Κόλ ; Ό Κόλ προσπάθησε νά μιλήση άλλά δέν ευρισκε τις λέξεις. ’Άνοιξε τήν πόρτα, βγήκε έξω καί κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Τό πόδι του πα­ τούσε τό τελευταίο σκαλοπάτι όταν ένα πράγμα πέρασε σάν άστραπή άπό εμπρός του καί θρυμματίστηκε στά πόδια του. ΤΗταν ένα μεγάλο πήλινο άνθοδοχείο, πού στόλιζε τό πρεβάζι τού παραθύρου τής κρεββατοκάμαρας τού κ. Ρήντερ. Διασκελί­ ζοντας τά σ_>ντρίμματα τού βάζου ό Κόλ κύτταξε επάνω. —θά σέ εκδικηθώ I, φώναξε —Ελπίζω νά μήν χτύπησες εΐπε ό Ρήντερ άπό τό παράθυρο μέ έναν ήρεμο τόνο, Αύτά συμβαίνουν συχνά... ι

* * *

κ. Στάν Μπράϊντ,έκανε τήν πρωϊνή του τουαλέττα, όταν ό φίλος του καί κάποτε σύντροφος τής φυλα κής Λιού, ήρθε στό μικρό δωμάτιό του πού έβλεπε προς τήν Πλατεία Φιτζρόϋ. Ό Στάν Μπράϊντ πού δέν είχε τίποτα ώραίο επάνω του, γιατί ήταν χοντρός καί κοντός καί μέ ένα μεγά­ λο κατακόκκινο πρόσωπο, έπαφε νά σκουπίζεται καί κύτταξε τον επισκέ­ πτη του άνάμεσα άπό τήν πετσέτα. —Τί σοΰ συμβαίνει ; ρώτησε άπό­ τομα. Φαίνεσαι σάν νά σέ κυνηγά κανένας άστυνομικός. Γιατί βγήκες έ­ μά­τσι νωρίς έξω ; Ό Λιού τού είπε τά καθέκαστα. —Δυστυχισμένε !, είπε στό τέλος ό Στάν Μπράϊντ. Πήγες στον Ρήντερ γι’ αύτή τή δουλειά ; Μά δέν τό σκέ­ φτηκες πώς αυτός σέ περίμενε; Νο­ μίζεις πώς δέν ήξερε ακριβώς τήν ώρα πού βγήκες άπό τή φυλακή ; —Πάντως τού έσπασα τή χολή, είπε ό άλλος. Ό Μπράϊντ άρχισε τά γέλια. —Φουκαρά μου !, είπε κοροϊδευ­ τικά. ’Έσπασες τή χολή του ή αυτός τή δική, σου ; Ευτυχώς πυροβόλησε γιά εκφοβισμό, γιατί αν πραγματικά ήθελε νά σέ σκοτώση' δέν θά ζούσες τώρα. ' —Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς βρέθηκε τό πιστόλι στό χέρι του...

Ο

47


:Αλλά πού θά · μου πάη θά πέση στα χέρια μου οπωσδήποτε, κι’ αυ­ τός και τα χρήματά του. — ’Άς τα αυτά! είπε απότομα ό Μπράϊντ. "Εναν τρελλό τον ανέχο­ μαι-, έναν δολοφόνο επίσης, αλλά δέν μπορώ νά άνεχθώ τέτοιες κουταμά­ ρες. Λες πώς θά κλέψης τήν περιου­ σία του μά βάζω στοίχημα ότι τά λεφτά του τά έχει όλα μετατρέφει σέ ακίνητα καί δέν πιστεύω νά μπορής νά σηκώνης σπίτια στήν πλάτη σου 1 Σέ άγαπώ, Διού, ώς ένα σημείο, μά δέν μπορώ όμως νά σέ άκούω νά μου λες τέτοια πράγματα. ’Έτσι ό Διού βρήκε κρησφύγετο στο επάνω πάτωμα στό σπίτι ενός Ιταλού στό Ντίην Στρήτ, καί εκεί άρχισε μέ τήν ησυχία του νά καταστρώνη τό σχέδιο τής καταστροφής τού άντιπάλου του. Είχε περίπου περάσει μια εβδο­ μάδα, όταν ό Ρήντερ έπισκέφθηκε τό ιδιαίτερο διαμέρισμα του Είσαγγελέως, καί ό άνώτερος αυτός δικαστι­ κός λειτουργός ακούσε μέ άπάθεια τήν θεωρία πού ό υφιστάμενός του τού ανέπτυξε σχετικά μέ τον θάνατο τής συζύγου του Σέρ Τζέϊμς Τιδερμάΐτ. "Οταν ό κ. Ρήντερ τελείωσε ό Είσαγγελεύς έσπρωξε προς τά πίσω τήν καρέκλα του. — Αγαπητέ μου, είπε λίγο θυμω­ μένος, δέν μπορώ νά έκδόσω ένταλ­ μα επί τή βάσει μιας απλής υποψίας πού έχετε, ούτε κάν ένταλμα κατ’ οίκον έρεύνης. 'Η έκθεσίς σας είναι τόσο φανταστική, τόσο άπίστευτη ώ­ στε έπρεπε νά βρίσκεται μάλλον στις σελίδες συναρπαστικού μυθιστορήμα­ τος παρά σέ μια έκθεσι πρός τήν Είσαγγελεία. — ^Ηταν μια άγρια νύχτα, είσηγήθηκε ευγενικά ό ντέτεκτιβ, καί επί πλέσν τήν Λαίδη Τιδερμάϊτ δέν τήν είχε πιάσει ή θάλασσα. Αύτό είναι γεγονός πού δέν πρέπει νά τό ξε­ χνάμε, κύριε Εισαγγελέα. Ό Είσαγγελεύς κούνησε πάλι αρ­ νητικά τό κεφάλι του. — Δέν μπορώ νά κάνω τέτοιο πρά­ γμα ! Δέν ύπάρχουν σοβαρά πειστή­ ρια. ’Άν τό κάνω αύτό θά δημιουργηθή τεράστιο σκάνδαλο εις βάρος μου. Δέν μπορείτε νά κάνετε κάτι.,.άνεπίσημα ;

48

Ό κ. Ρήντερ κούνησε κι’ αύτός τό κεφάλι του. ** * παρουσία μου εκεί γύρω έχει γίνει άντιληπτή, εΐπε σκυθρωπά. Μοΰ φαίνεται πώς θά μού είναι αδύνατο νά εξαφανίσω τά ϊχνη μου. Εξάλλου, έχω τήν έντύπωσι ότι ξέ­ ρω μέ άπόλυτη άκρίβεια τόν τόπον τού εγκλήματος. Δέν μπορώ νά κάνω κανονική έρευνα; Ό Είσαγγελεύς άρνήθηκε πάλι. —’Όχι, Ρήντερ, είπε ήσυχα. Ή Ι­ στορία ολόκληρη είναι ένα άπλό συμ­ πέρασμα δικό σας. Μάλιστα, τό ξέρω ότι έχετε εγκληματικό νού, αύτό θαρ­ ρώ πώς μού τό είπατε κάποτε καί σείς ό ίδιος. Καί αύτός είναι ένας λόγος πού μέ εμποδίζει νά έκδώσω τό ένταλμά. 'Απλούστατα, άποδίδετε στον δυστυχισμένο ..;άύτόν άνθρωπο ένα έγκλημα πο,ύ' είναι καθαρό δημι­ ούργημα τής φαντασίας σας. Σάς τό επαναλαμβάνω : άδυνατώ νά έκδώσω τέτοιο ένταλμα! Ό κ. Ρήντερ άναστέναξε καί πήγε καί κάθησε στό γραφείο του, όχι όμως εντελώς άπογοητευμένος, γιατί είχε κιόλας μεσολαβήσει ένα νέο στοιχείο στις έρευνές του. Ό κ. Ρήντερ είχε πάει άρκετές φορές τήν τελευταία εβδομάδα στό Μέϊντστον, άλλά όχι μονάχος. ’Όχι βέβαια άθελά του, όπως 'τούλάχιστον άφηνε νά φαίνεται έπιφανειακά, είχε δημιουργήσει μιά σκιά πού τόν παρακολουθούσε σέ κάθε-ντου βήμα. Σέ πολλές περιπτώσεις εΓχε δή τόν Διού Κόλ νά τόν κατασκοπεύη καί βασανιζόταν άρκετά άναρωτώμενος μήπως τό πείραμά του; δέν φέρη τά άναμενόμενα αποτελέσματα. Σέ μιάν άπό τις περιπτώσεις αυ­ τές, μιά ιδέα καρφώθηκε στό μυαλό τού ντέτεκτιβ καί, άν ήταν άνθρωπος πού γελά εύκολα, θά είχε ξεσπάσει μόνος του σέ δυνατά γέλια.

Η

* * * ταν άπησχολημένος ό Μπράϊντ προσπαθώντας νά μάθη κάποιο παιχνίδι μέ τά χαρτιά, όταν ό παλι­ ός του συγκάτοικος μπήκε βιαστικά μέσα στό δωμάτιο μέ μιά έκφρασι θριάμβου στά ψυχρά του μάτια.

Η

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ


—Τον έχω στο χέρι, εΐπε ό Διού. —Ποιόν ; ρώτησε ψυχρά ό άλλος. *Αν είναι φόνος στη μέση, δεν είναι ανάγκη να μου τιής τίποτα, μόνο φύ­ γε από δώ 1 _1Όχι δέν είναι φόνος. Ό Διού κάθησε στο τραπέζι μέ τά χέρια στις τσέπες καί μέ ένα πλατύ χαμόγελο στό πρόσωπο. — Παρακολουθώ εδώ καί μιά εβδο­ μάδα τον Ρήντερ, καί νά ξέρης πώς αξίζει νά τόν παρακολούθηση κανείς αυτόν τόν φίλο! —’Έ, καί τί μ’ αυτό ; ρώτησε ό άλλος. — Βρήκα τό κομπόδεμα I Ό Μπράϊντ ! έξησε τό πηγούνι του, άρχίζοντας νά γίνεται πιο προσεκτι­ κός, —Τό βρήκες; Ό Διού κούνησε τό κεφάλι του. — Πηγαίνει τώ,ρα τελευταία πολύ συχνά στό Μέϊντστον,. καί απ’ εκεί σε ένα μικρό χωριό κάπου πέντε μι­ λιά μακρυά. Εκεί πάντα τόν έχανα. Αλλά χτες τό βράδυ, όταν ξαναγύρισε στον σταθμό γίά -νά πάρη τό τε­ λευταίο τραίνο, γλύστηρησε μέσα στην αίθουσα αναμονής κί’ εγώ κρύ­ φτηκα σε ένα μέρος απ’ όπου μπο­ ρούσα νά τόν παρακολουθώ άθέατος. Τί νομίζεις λοιπόν ότι έκανε ; Ό κ. Μπράϊντ δέν διακινδύνευσε καμμιάν άπάντησι. — 5'Ανοιγε;;τήν τσάντα του, συνέ­ χισε ό Διού μέ έμφασι, καί έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα, τόσο χοντροί Τά άποσύρει άπ’ τήν τράπεζά του Τ Τόν παρακολούθησα ώς τό Λονδ-ϊ-νο. Εκεί πήγε στό εστιατό­ ριο του στάθμου γιά νά πιή καφέ κΓ εγώ, άθέατος πάντα, τόν παρακολου­ θούσα. Καθώς βγήκε άπ’ τό κατά­ στημα έβγαλε τό μαντήλι του καί σκούπισε τό στόμα του. Δέν είδε τό μικρό σημειωματάριο πού του έπεσε. Τό είδα όμως εγώ καί τό πήρα. ΤΗταν ένα άρκετά φθαρμένο ση­ μειωματάριο μέ κόκκινα εξώφυλλα. Ό Μπράϊντ άπλωσε τό χέρι του γιά νά τό πάρη. —Στάσου μιά στιγμή, είπε ό Διού, θά τά έχουμε μισά-μισά. θέλεις ό­ μως νά μέ βοηθήσης; Ό Μπράϊντ δίστασε. —"Αν είναι μόνο κλοπή, δέχομαι, είπε τέλος.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ

— Καθαρή κλοπή καί σπουδαία μά­ λιστα, είπε ό Διού μέ έξαρσι σπρώ­ χνοντας τό σημειωματάριο προς τήν άλλη άκρη του τραπεζιού όπου βρι­ σκόταν ό σύντροφός του. Τό μεγαλύτερο μέρος·τής βραδυάς συζήτησαν σέ χαμηλούς τόνους καί αμερόληπτα πάνω στήν μεθοδική λογιστική του κ. Ζ. Γ. Ρήντερ καί τήν υπερβολική έλλειψι τιμιότητος εκ μέ­ ρους του. * ❖ * ό βράδυ τής άλλης μέρας έβρεχε, μά οί δυο φίλοι μας, μ’ όλη τή θύελλα πού φυσομανούσε άπ’ τά νο­ τιοδυτικά, βάδισαν σταθερά διανύοντας τά πέντε μιλιά πού τούς χώρι­ ζαν άπ’ τό χωριό. Κανένας τους δέν φαινόταν νά κρατή τίποτε, γιατί τα άπαραίτητα σύνεργά τους τά είχαν κρυμμένα μέ επιμέλεια κάτω άπ’ τά ■ άδιάβροχά τους. Στον δρόμο δέν συνάντησαν κανέ­ να καί ή καμπάνα τής εκκλησίας χτυ­ πούσε έντεκα, όταν ό Διού πιασμένος άπ’ τά κάγκελα τής εξώπορτας τού παλιού σπιτιού, πού βρισκόταν στή νότια πλευρά τού κτήματος τού Τιδερμάϊτ, πηδούσε ελαφρά προς τό μέσα μέρος. Τόν άκολούθησε ό κ. Μπράϊντ πού μ’ όλο τό βάρος του πέρασε μέ άπαράμιλλη ευκινησία. Τό σπιτάκι φαινόταν στό βάθος μέσα στό σκοτάδι, καί ό Διού πλησίασε στήν πόρτα, μέ τό φανάρι του στό ενα χέρι καί τά διαρρηκτικά εργα­ λεία στό άλλσ, καί άρχισε τή δου­ λειά του. Μέσα σέ δέκα λεπτά ή πόρτα ά­ νοιξε καί οί δυό άντρες βρέθηκαν σέ ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο, πού κύ­ ριο χαρακτηριστικό στοιχείο του ή­ ταν ένα βαθύ τζάκι χωρίς σκάρα. Ό Διού έβγαλε τό άδιάβροχό του καί τό άπλωσε στό παράθυρο, πριν άνάψη τό φανάρι του. "Επειτα, γονατί­ ζοντας, σκούπισε τις στάχτες άπό τό δάπεδο τού τζακιού, καί άρχισε νά έξετάζη τήν πλάκα, γύρω στούς όρ­ μους της, μέ μεγάλη προσοχή. — Αυτή ή δουλειά έχει γίνει άδέξια, είπε. Όποιοσδήπςτε μπορεί νά τό καταλάβη αυτό τό πράγμα. "Εβαλε τόν λοστό του σέ μιά χα­ ραμάδα καί τόν πάτησε γιά ν’ άνασηκώση τήν πλάκα πού κουνήθηκε έ-

Τ

49


λασσα πείραζε ή δχι τήν Δαίδη Τί. λαφρά. Σταμάτησε για να άνοιξη α­ δερμάϊτ, έξήγησεν άργότερα ό Ζ. Γκόμα λίγο τό άνοιγμα μ’ ένα σφυρί Ρήντερ στόν προϊστάμενό του. ’’Αν καί υστέρα έχωσε τό λοστό πιό βατήν πείραζε ή θάλασσα, εΐναι ζήτη­ θειά. Ή πλάκα άνασηκώθηκε λίγο μα άν θά μπορούσε νά μείνη έστω πιό πάνω από την επιφάνεια του δα­ καί πέντε λεπτά επάνω στο πλοίο, πέδου καί ό Μπράϊντ έβαλε από κά­ χωρίς νά φωνάξη τήν καμαρότο. Αυ­ τω μιά σφήνα. τή δέν εΐδε τήν Λαίδη, όπως καί κα­ — Τώρα μαζί, μούγγρισε ό Διού. νένας άλλος, γιά τόν άπλούστατο λό­ Έβαλαν τά χέρια τους κάτω από τήν πλάκα καί με μιά προσπάθεια γο οτι ή Λαίδη δέν ήταν καθόλου στό πλοίο. Είχε δολοφονηθή μέσα τη σήκωσαν. Ό Διού πήρε τό φανά­ ρι του καί γονατίζοντας έρριξε τό στό ίδιο της τό κτήμα. Τό πτώμα φως μέσα στή σκοτεινή κοιλότητα. της είχε ταφή στό τζάκι τού παλιού σπιτιού, καί ό Σέρ Τζέϊμς εξακολού­ — "Ωχ, θεέ μου I οϋρλιαξε. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ού θησε τό ταξίδι του μόνος του μέ τό δυο τρομοκρατημένοι άντρες έτρεχαν αυτοκίνητο ως τό Ντόβερ. Εκεί έδω­ άπό τό σπίτι πρός τό δρόμο. Τώρα σε τις άποσκευές σέ έναν άχθοφόρο, όμως οί καγκελόπορτες ήσαν άνοι* ,λέγοντάς του νά τις βάλη στήν καμ­ χτες καί στή μέση στεκόταν μιά σκο­ πίνα του, ενώ ό ΐδιος πήγαινε νά βάτεινή μορφή φράζοντας τόν δρόμο. ; . λη τό αυτοκίνητο - στό γκαράζ τού ξενοδοχείου.,. Κανόνισε ώστε νά φτά­ —Πάνω τά χέρια, Κόλ! είπε μιά φωνή. ση άκριβώξΈήν ώρα πού θά άνέβαινε τό πλήθος'τών>έτίιβατών στό πλοίο, Καί ό Κόλ άναγνώρισε τή φωνή έτσι, ώστε νά μή γίνη άντιληπτό άν που τόσο μισούσε : τή φωνή του Ρήνάνέβαινε μόνος ή μέ τήν γυναίκα τερ ! * του. Έπισήμως ή Λαίδη Τιδερμάϊτ ήταν επιβάτης τού πλοίου, άφού υ­ τις δώδεκα εκείνο τό βράδυ ό Σερ Τζέϊμς Τιδερμάϊτ, συζητούσε μέ πήρχε άκόμα καί τό σχετικό άπόκομτή μέλλουσα σύζυγό του, πάνω σέμα τού εισιτηρίου στά χέρια τού έμιά βλακεία του δικηγόρου τής κολεγκτού. Έχοντας στό νοΰ αυτή τήν περίεργη εκδοχή, εΐδα πόσο εύκολο πέλλας. — Αυτοί οί ήλίθιοι δεν ένδιαφέήταν νά δημιουργηθή ή έντύπωσις ρονται παρά μονάχα γιά τήν άμοιβή πώς ή Λαίδη πραγματικά ήταν επά­ τους, έλεγε. νω- στό πλοίο. Καί κατέληξα στό συμ­ Ξαφνικά ό υπηρέτης του μπήκε πέρασμα οτι, άν τό έγκλημα είχε διααπροειδοποίητα καί ξοπίσω του ό δι­ πραχθή, θά είχε γίνει σέ μικρή άπόοικητής τού άστυνομικου τμήματος στασι άπό τό σπίτι. Ρώτήσα τόν ερ­ τής περιφέρειας του μαζί μέ έναν γολάβο οικοδομών τού τόπου καί μού άλλο πού θυμόταν ότι τόν είχε ξαναδή. εΐπε δτι έδωσε μερικά μαθήματα στόν —Ό Σερ Τζέϊμς Τιδερμάϊτ; ρώ­ Σέρ Τζέϊμς πώς νά κάνη άμμοκονία­ τησε ό διοικητής άν κι* αυτό ήταν μα. "Οτι ή Λαίδη βρισκόταν κάτω άπ’ περιττό, γιατί τόν γνώριζε πολύ καλά. τήν πλάκα τού.τζακιού, ήμουν βέβαι­ — Μάλιστα, κύριε συνταγματάρχα, ος. Χωρίς δμως ένταλμα δέν μπορού­ τι συμβαίνει ; ρώτησε ό βαρωνέτος μέ σα νά προβώ σέ καμμιά έρευνα. κάποια σύσπασι στύ πρόσωπο. —Καταλαβαίνω, είπε ό Είσαγγε— Σάς θέτω υπό κράτησιν διά τήν λεύς. Μέ τό δήθεν χαμένο σημειωμα­ δολοφονίαν έκ προμελέτης τής συζύ­ τάριό σας κάνατε τόν Λιού Κόλ νά γου σας Έλεονώρας Μαίρης Τιδερπιστέψη δτι είχατε κρύψει τόν υποτι­ μάϊτ. θέμενο θησαυρό σας στό τζάκι καί —"Ολο τό ζήτημα είχε περιστρανά σάς άνοιξη έτσι τόν δρόμο μέ τή φή μόνο σέ ένα σημείο : άν ή θά­ διάρρηξί του !

Σ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ; Διευθυντής: Στ. Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου: Χρήστος Καρύδης, Δαφνομήλη 36, Άθήναι

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜίΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ 50

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ



Λ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ... μέσα άπδ την άγκαλιά του θανάτου, ό άνθρωπος πού πέθανε βγαίνει καί βαδίζει επάνω στή Γή, σκορπίζοντας τήν κατάπληξι καί τόν τρόμο στό πέ­ ρασμά του! Όλες οί σκοτεινές δυνάμεις των μεγαλουπόλεων καί δλα τά μέσα έξοντώσεως κινητοποιούν­ ται, δταν κάνει τήν έμφάνισί του

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ!

Δρχ. 2.000

I ·.


ΕΒΛΟΜΑΛΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ



ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

Η

ΓΥΑΛΙΝΗ

ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ ΥΠΟ

ΓΟΥΕΤΜΑΝ

ΤΖΟΝΣ

Ν

(Μετάφρασις Σ.Α.)

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ': Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ. ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. Τα παρελθόντα τεύχη πωλούνται εις τά Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΣΤΑ

ΕΡΧΟΜΕΝΑ

ΤΕΥΧΗ

Ή «Νυχτερίδα» προσφέρει στους αναγνώστες της μια σειρά από υπέροχα αναγνώσματα, που θά ενθουσιάσουν καί θά καταπλήξουν :

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΓ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 'Όπου ό Τζόννυ Φλέτσερ. ό συμπαθής ήρως τής Γυάλι­ νης Νεκροκεφαλής, λύνει τό^χϊνιγμα του χρυσού πεντοδολλάριου καί ξεσκεπάζει έναν δολοφόνο I

ΤΑ ΕΠΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 'Όπου ένας άτρόμητος Ρόμπιν Χούντ τών μεγαλουπόλεων αναλαμβάνει την τιμωρία τριών εγκληματιών I

ΤΟ ΦΑΜίηΐΜίί ΤΟΥ ΜΗΡΤΙΜΟΡ 'Όπου ένας εγκληματίας άναγκάζεται νά όμολογήση μπρο­ στά σ’ ένα φάντασμα καί νά άφηγηθή την πιο αλλόκοτη ιστο­ ρία τού κόσμου I

ΤΟ 13° ΜΑΤΙ Μιά άπό τις πιο μοντέρνες, πιο γοργές καί στικές περιπέτειες πού έχουν γραφή ποτέ !

πιο συναρπα­

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΕΝΤΟΔΟΛΛΑΡΙΟ Τό κλειδί δέν έμπαινε στήν κλειδαριά, γιατί κάποιος, εΐχε χώσει εκεί ένα κλειδί καί τό εΐχε σπά­ σει, αφήνοντας ενα κομμάτι μέσα στήν κλειδαριά. Αυτό ήταν ένα βρωμερό κόλπο, πού οί διευθυνταί των φτηνών ξενο­ δοχείων συνήθιζαν νά παίζουν εις βάρος των πελατών πού δέν είχαν νά πληρώσουν. Ό Τζόννυ Φλέτσερ κύτταξε τήν πόρτα καί άρχισε νά σκέ­ πτεται μήπως ήταν καλύτερο νά τήν μπάση μέσα μέ μιά κλωτσιά ! Τότε, ό διευθυντής τού ξενοδο­ χείου πρόβαλε στή γωνία του δια­ δρόμου καί εΐπε σέ όχι ενθαρρυντικό τόνο : — Κύριε Φλέτσερ, θέλω νά σάς πώ κάτι I — Οί πράξεις σας μίλησαν πριν από σάς. άπάντησε ό Φλέτσερ πικρά. "Εχετε χώσει ένα Γαλλικό κλειδί στήν κλειδαριά. — Ναι. Ύπ&ρχει ένα μικρό ζήτημα καθυστερήσεως τής πληρωμής ενοι­

κίων τριών εβδομάδων. "Αν σκοπεύε­ τε νά πληρώσετε, θά βγάλω μέ χαρά τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά. Άλλοιώς... Άνασήκωσε τούς ώμους τού σέ μιά χαρακτηριστική κίνησι. Ό Τζόννυ Φλέτσερ του έδειξε τό βρεγμένο παλτό του. — Κύριε Πημπόντυ, εΐπε, έξω βρέ­ χει μέ τό τουλούμι. Εΐναι νύχτα καί κάνει κρύο. Θά μέ άφήσετε νά περά­ σω τή νύχτα μου στούς δρόμους ; — Ναι. Μέ τα'ίσατε χίλιες δυο αρ­ λούμπες γιά μιά επιταγή πού περι­ μένατε. Καθυστερήσατε τρεις εβδομά­ δες. Τώρα θέλω τά λεφτά μου. Ό Φλέτσερ έβγαλε ένα μικρό νό­ μισμα άπό τήν τσέπη του, τό πέταξε στον αέρα καί τό άρπαξε επιδέξια. — Κύριε Πημπόντυ, θά είμαι ειλι­ κρινής μαζί σας. Αυτό τό νόμισμα εΐναι όλη ή περιουσία μου στον κό­ σμο. Μέσα όμως σ’ αυτό τό δωμά­ τιο υπάρχουν αρκετά βιβλία. "Αν μέ άφήσετε νά τά πάρω, θά βγώ έξω καί θά τά πουλήσω καί θά κερδίσω αρκετά χρήματα ώστε νά πληρώσω τον μικρό λογαριασμό μου καί μιάδυό εβδομάδες προκαταβολικά.


Ό κ. Πημπόντυ έδειξε τά δόντια του. ΝΤταν διευθυντής του Ξενοδο­ χείου τής 45ης Όδου έντεκα χρόνια τώρα. "Ηξερε κάθε κόλπο, κάθε ιστο­ ρία, πού ό απεγνωσμένος καί γόνιμος εγκέφαλος των άδέκαρων πελατών μπορούσε νά σκαρώση. 'Άκουγε τις ιστορίες τους τούς έδινε πίστωσι τριών έβδομάδων κι* έπειτα... τό Γαλλικό κλειδί. Είπε στόν Τζόννυ Φλέτσ.ερ : —Είχατε τά βιβλία αυτά για τρεις εβδομάδες. Είχατε δλο τον καιρό νά τά πουλήσετε. —Σωστά, παραδέχτηκε ό Φλέτσερ, μά δεν φανταζόμουν ότι θά τό κά­ νατε αυτό. Νόμιζα πώς θά κατάφερνα νά σάς πείσω νά μέ άφήσετε μιάν έβδομάδα ακόμα. Ό κ. Πημπόντυ έδειξε τήν πόρτα. — "Ενας επίσκοπος έμεινε σ’ αύτό τό δωμάτ'ο κάποτε, είπε. "Έμεινε τρεις εβδομάδες και τον έκλεισα έξω τήν εικοστή δευτέρα μέρα. Νομίζετε πώς θάφηνα έναν πλασιέ βιβλίων νά. μείνη περισσότερο; — "Οχι, βέβαια! "Ενας άνθρωπος πού πετά μακρυά, γιά λίγα δολλάρια, μιάν εύκαιρία νά μπή στόν Παράδει­ σο, πρέπει νά είναι άρκετά ζόρικος. — Σωστά, είπε ό κ. Πημπόντυ μετρ.,όφρονα. Λοιπόν, πηγαίνομε ; τό κουμπί του άνελκυστήρα καί παραμέρισε ευ­ γενικά γιά ν’ άφήση τόν Φλέτσερ νά μπή πρώτος. Κάτω, στόν προθάλαμο του ξενο­ δοχείου, ό κ. Πημπόντυ χαμογέλασε μέ ίκανοποίησι. — Τριάντα έξη δολλάρια καί μπο­ ρείτε νά πάρετε τις άποσκευές σας. —Γιά τριάντα έξη δολλάρια σάς τις χαρίζω, κ. Πημπόντυ. Ό Φλέτσερ σήκωσε τόν γιακά του παλτού του καί τράβηξε πρός τήν πόρτα. Μά δεν βγήκε στή νύχτα καί στή βροχή. Ακριβώς μέσ’ άπό τήν πόρτα υπήρχε μιά σκάλα πού ώδηγοϋσε στό υπόγειο, όπου υπήρχαν λουτρά καί δωμάτια τουαλέττας. ΟΙ ανελκυστήρες κατέβαιναν ώς τό πά­ τωμα αύτό. Ό Φλέτσερ κατέβηκε εκεί, πίεσε τό κουμπί καί έκαγε τήν προσευχή του του νά μήν ήταν ό ίδιος άνελκυί.Χ.ίεσε

6

στήρας, πού τόν εΐχε κατεβάσει μαζί μέ τόν κ. Πημπόντυ άπό τό όγδοο πάτωμα. Ή προσευχή του εισακούστηκε. ΤΗταν άλλος ανελκυστήρας. Μπήκε μέσα καί είπε : — Στό όγδο, παρακαλώ. "Επειτα άπό λίγο, βγήκε άπό τόν άνελκυστήρα καί προχώρησε πρός τό Δωμάτιο 821. Χτύπησε σιγανά στήν πόρτα καί είπε : —Σάμ I Μιά βραχνή φωνή άπό μέσα εΐπε : —Τζόννυ ! —Του ξέφυγα. Μπορείς ν’ άνοι­ ξης τήν πόρτα άπό μέσα; — "Οχι. Καί, Τζόννυ... πρέπει νάρθής μέσα. —Γιατί; Μπορείς νά βγής άπό τό δρόμο πού μπήκες. — Ναι, μά υπάρχει κάτι παράξενο εδώ μέσα. Νομίζω πώς πρέπει νά τό δής. —Τί είναι; Κάνε γρήγορα, γιατί κινδυνεύω εδώ έξω. — Κινδυνεύω κι’έγώ εδώ μέσα. "Ε­ νας... ένας νεκρός είναι εδώ, Τό κάτω σαγόνι τοδ Τζόννυ Φλέ­ τσερ κρεμάστηκε. Πήρε μιά βαθειά α­ νάσα καί είπε σιγανά : —"Ερχομαι. Βάδισε γοργά ώς τό τέρμα του διαδρόμου, έστριψε αριστερά καί πή­ γε στήν πόρτα του Δωματίου 819. νΗταν ξεκλείδωτη. Ό Σάμ Κράγκ εί­ χε ένα κλειδί τής πόρτας αυτής. Πρέ­ πει νά προβλέπη κανείς τά πάντα μέ­ σα στά φτηνά εκείνα ξενοδοχεία. Μπορεί κάθε στιγμή νά χώσουν ένα Γαλλικό κλειδί στήν κλειδαριά. "Ετσι ό Σάμ είχε βάλει στό χέρι ένα κλει­ δί ένός γειτονικού δωματίου. Τό Δωμάτιο 819 βρισκόταν στήν άπέναντι πλευρά ένός τριγώνου, πού σχηματιζόταν άπό έναν φωταγωγό. Δεν ήταν δύσκολο άπό τό παράθυρο του Δωματίου 819 νά πηδήση κανείς στό παράθυρο τοϋ Δωματίου 821. Ό Φλέτσερ είχε στείλει τόν φίλο του Σάμ Κράγκ στό δωμάτιό του άπό τόν δρόμο αυτόν, πριν ό κ. Πημπόντυ τόν συναντήση έξω άπό τήν πόρτα.Στό διά­ στημα τής σύντομης συνομιλίας τους, ό Σάμ είχε κολλήσει τό αυτί του στήν πόρτα, άπό τό μέσα μέρος, καί άκουγε μέ άγωνία. * Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


’Έβρεχε άκόμα καί τά περβάζια των παραθύρων ήσαν γλυστερά. Στον Φλέτσερ δεν άρεσαν τά μεγάλα ύψη, μά τό πυκνό σκοτάδι τόν βοήθησε. Δέν έβλεπε άπό πόσο ψηλά μπορούσε νά πέση. Σκαρφάλωσε στο περβάζι, έσφιξε τά δόντια του καί διασκέλισε τό μαύρο πηγάδι. Άπό την άλλη μεριά, ό Σάμ Κράγκ είχε άνοίξει τό παράθυρο καί άρπα­ ξε τόν Φλέτσερ άπό τό χέρι. Ό νεκρός ήταν ξαπλωμένος επά­ νω στο κρεββάτι. Τού είχαν κόψει τό λαιμό καί τό κρεββάτι ήταν γεμάτο αίματα. — Πού είναι τό μαχαίρι ; ρώτησε γοργά ό Φλέτσερ. —Δέν υπάρχει μαχαίρι, άπάντησε ό Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ ήταν ένας ρωμαλέος άν­ τρας τριάντα πέντε περίπου χρόνων. Τό πρόσωπό του ήταν τραχύ, μά τώ­ ρα ήταν κατάχλωμο. Τό πιό ισχνό πρόσωπο' τού Φλέ­ τσερ δέν ήταν λιγώτερο χλωμό. —Δέν υπάρχει μαχαίρι, είπε, καί ό λαιμός του είναι κομμένος. Αυτό σημαίνει πώς δέν τό έκανε μόνος του. Ό Σάμ Κράγκ ρίγησε. — Αύτό σημαίνει... δολοφονία! Κι* εγώ νά εΐμαι άναγκασμένος νά κάθούμαι ήσυχα όσην ώρα εσύ κου­ βέντιαζες μ’ εκείνο τό βλάκα έξω. Ό Φλέτσερ πήγε πιό κοντά στό διπλό κρεββάτι. Τά μάτια τού νεκρού ήσαν όρθάνοιχτα. Τό πρόσωπό του ήταν συσπασμένο σέ μιάν έκφρασι φρίκης. Οί γροθιές του ήσαν σφιγμέ­ νες, μά κάτι λαμπερό καί κίτρινο πρόβαλλε άνάμεσα στά δάχτυλα τού δεξιού του χεριού. —Άνοιξε τό δεξιό του χέρι, Σάμ, εΐπε. Κάτι υπάρχει εκεί. Ό Σάμ Κράγκ άποτραβήχτηκε.. —Όχι εγώ ! Δέν έχω καμμιά δου­ λειά μέ πεθαμένους I Άνοιξέ το μό­ νος σου. Τ ά συναισθήματα τού Φλέτσερ ήσαν ομοια μέ τού Σάμ, μά είχε λίγο περισσότερο ατσάλι στό χαρακτήρα του. ’Έπιασε τη σφι­ γμένη γροθιά καί άνοιξε απαλά τά δάχτυλα. Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Ένα χρυσό νόμισμα των πένιε δολλαρίων έπεσε χάμω. Ό Σάμ Κράγκ άφησε μιά μικρή κραυγή. —Πέντε δολλάρια ! Σέ χρυσάφι ! Άρπαξέ το κι* άς φύγουμε άπό δω ! —Σάμ 1 θά δεχόσουυ νά κλέψης ενα νεκρό ; —Ναι 1 Δέν μπορεί νά τό χρησιμοποιήση πιά, ενώ εμείς μπορούμε. Μπορούμε νά τό χρησιμοποιήσουμε πολύ καλά 1 Ό Φλέτσερ σήκωσε τό χρυσό νό­ μισμα καί τό έξήτασε. ΤΗταν ένα λαμερό νόμισμα, διατηρημένο σέ τέ­ λεια κατάστασι. ’Ίσως δέν είχε κάν τεθή ποτέ σέ κυκλοφορία. Μιά ρυτί­ δα αύλάκωσε τό μέτωπό του. —Σάμ, είπε, μπορούμε νά φύγου­ με άπό δω, μά σέ λίγο θά βρούν τό πτώμα καί ή αστυνομία θ’ άρχίση νά άναζητά δυό δολοφόνους; τόν Σάμ Κράγκ καί τόν Τζόννυ Φλέτσερ. —Δέν θά μάς πιάσουν, γρύλλισε ό Κράγκ, γιατί αύριο θά ταξιδεύω γιά την Αλάσκα! —Έχουν' αστυνομικούς καί στήν Αλάσκα, είπε ό Φλέτσερ. Εξάλλου, Σάμ... Γύρισε σκεπτικά προς τό κρεββάτι. Ό Σάμ Κράγκ τόν άρπαξε άπό τό μπράτσο. —Όχι, Τζόννυ I Μην κάνης πάλι τόν ντέτεκτιβ 1 Φτάνει πιά ! Δέν άντέχω άλλο... Τά μαλλιά μου έχουν άρχίσει νά γίνωνται γκρίζα. Κάθε φορά πού μπαίνεις σέ μιά καινούργια πε­ ριπέτεια, βρίσκω τόν διάολό μου. Καί πάντα είσαι εσύ τό κορόϊδο. Στό τέ­ λος κάποιος άλλος παίρνει την άμοιβή καί γο μπράβο. Τρώμε ξύλο, γρατζουνιζόμαστε καί στό τέλος μένουμε πανί μέ πανί. Άς φύγουμε ! θά πά­ με στή Σιβηρία, άν ή Αλάσκα δέν εΐναι αρκετά μακρυά 1 Απρόθυμα, ό Τζόννυ Φλέτσερ πλησίασε στό παράθυρο. Τότε σφύρι­ ξε σιγανά. -—Δέν μπορούμε νά φύγουμε Σάμ. Ή γειτόνισσά μας γύρισε στό δωμά­ τιό της. "Αναψε τό φώς καί... Ό Σά Κράγκ πλησίασε. — Χμ ! έκανε. Σπουδαίο κομμάτι! —Σάμ !, είπε ό Φλάτσερ έπιτιμητικά. Γδύνεται! Δέν μπορούμε νά στεκόμαστε εδώ κυττάζοντάς την ! /


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τα δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ τού ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν κάν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε ολη νύχτα εδώ μ5 έναν πεθαμένο I, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —’Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. ’Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε^τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, αφού έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 2Βαστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά εΐχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν από τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο αν­ τήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιαν αρρωστιάρικη εκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε καί κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δε την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, ίκέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; — Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό καί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ^ —Δέν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δέν είμαι μέντιουμ. Δέν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κΤ εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, έπομένως.,.άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. ’Έχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -Όχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά. 33άδισε πρός τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μ«.ά φωνή σφύριξε : — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω I — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω ! Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τόν Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν είχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ άπό τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; —Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι δτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη αυρουδιά, πριν κάν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό !, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό είναι άδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε 1 Ό άν­ θρωπος αυτός είναι βαρύς και τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεϊ τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μτιή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —Άπό τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ϊσως άπό τόν ΐδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί δχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας.,.τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής δτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Εκτός άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε ! Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μας τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Εΐναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε από δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δέν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τι γι­ νόμαστε τότε ; —Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. "Αν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό εΐναι άδύνατον. Κανέ­ νας δέν θά μπορούσε νά τόν περάση έπάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι.

32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα μάτιο. 8

στό δω­

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δέν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δέν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δέν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δέν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται έπάνω άπό τό δικό μας, μέ τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι έπάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δέν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται έπά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δέν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού έπάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δέν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΗΤρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου 1 ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιαν αρρωστιάρικη εκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε καί κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δε την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, ίκέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; — Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό καί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ^ —Δέν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δέν είμαι μέντιουμ. Δέν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κΤ εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, έπομένως.,.άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. ’Έχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -Όχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά. 33άδισε πρός τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μ«.ά φωνή σφύριξε : — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω I — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω ! Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τόν Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν είχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Εΐναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε από δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δέν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τι γι­ νόμαστε τότε ; —Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. "Αν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό εΐναι άδύνατον. Κανέ­ νας δέν θά μπορούσε νά τόν περάση έπάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι.

32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα μάτιο. 8

στό δω­

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δέν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δέν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δέν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δέν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται έπάνω άπό τό δικό μας, μέ τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι έπάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δέν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται έπά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δέν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού έπάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δέν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΗΤρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου 1 ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Εΐναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε από δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δέν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τι γι­ νόμαστε τότε ; —Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. "Αν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό εΐναι άδύνατον. Κανέ­ νας δέν θά μπορούσε νά τόν περάση έπάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι.

32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα μάτιο. 8

στό δω­

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δέν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δέν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δέν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δέν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται έπάνω άπό τό δικό μας, μέ τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι έπάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δέν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται έπά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δέν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού έπάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δέν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΗΤρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου 1 ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ ιέ μιαν αρρωστιάρικη έκφρασι στό φόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουάζφ Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. ’Έπειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! /ρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε ό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ζουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά ιι’ άν είχε άποκοιμηθή... θά μπορουτε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω>ές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Ρλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική τυσκευή. —Μη !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Λήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουττικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό:ος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό ιαί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. Ένας άντρας. Είπε ; (Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». ΤΙιοτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν τχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. ^έν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται 5μως νά είμαι μέντιουμ για νά κα:αλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε σως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο)εΐ νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς ρύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό :ό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω/ές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρΓυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει ιαθόλου. —Ούτε μένα. Έχεις τίποτα καλύΓερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΤ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο με τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. Έψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ' στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κι* ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Εΐναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε από δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δέν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τι γι­ νόμαστε τότε ; —Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. "Αν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό εΐναι άδύνατον. Κανέ­ νας δέν θά μπορούσε νά τόν περάση έπάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι.

32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα μάτιο. 8

στό δω­

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δέν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δέν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δέν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δέν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται έπάνω άπό τό δικό μας, μέ τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι έπάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δέν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται έπά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δέν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού έπάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δέν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΗΤρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου 1 ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Καί τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Εΐναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε από δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι ότι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δέν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένό 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό τήν κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τι γι­ νόμαστε τότε ; —Άφησε τή φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή τήν ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αύτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αύτών ωρών, ό διευθυντής τού ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. "Αν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αύτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; — Ναι. —Μά αύτό εΐναι άδύνατον. Κανέ­ νας δέν θά μπορούσε νά τόν περάση έπάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρούν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι.

32αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα μάτιο. 8

στό δω­

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δέν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δέν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αύτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό είναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δέν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : —Δέν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται έπάνω άπό τό δικό μας, μέ τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι έπάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δέν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται έπά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δέν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στόν άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού έπάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής ότι δέν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΗΤρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αίμα I "I* ό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου 1 ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


—Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιάν αρρωστιάρικη έκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε και κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δέ την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, Ικέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; —Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό και γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ. —Δεν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δεν είμαι μέντιουμ. Δεν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κι* εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δεν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, επομένως...άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αυτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. "Εχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -"Οχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά.

άδισε προς τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μιά φωνή σφύριξε ; — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω ! — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω 1 Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μια στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τον Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν εΐχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


Και τράβηξε τον Σάμ από τό πα­ ράθυρο.

Ο Σάμ Κράγκ αούγγρισε μέσ’ άπό τά δόντια του ; — Είναι έτοιμη νά πλαγιάση. Δεν θά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ ώσπου νά ξημερώση I —θά μπορούσαμε νά σπάσουμε την πόρτα, μά είναι πολύ γερή καί φοβούμαι οτι ό ντέτεκτιβ του ξενο­ δοχείου θά πάρη υυρουδιά, πριν καν βγούμε άπό τό δωμάτιο. . —Μά δεν μπορούμε νά μείνουμε όλη νύχτα εδώ μ’ έναν πεθαμένο 1, γρύλλισε ό Σάμ Κράγκ. Εξάλλου, μπορεί νά θελήσουν νά βγάλουν τό κλειδί άπό την κλειδαριά καί νά ρί­ ξουν διά ματιά στο δωμάτιο. Τί γι­ νόμαστε τότε ; —Αφησε τη φαντασία σου νά παίξη λιγάκι. Ξέρεις, υπάρχουν με­ ρικά άλλόκοτα πράγματα σ’ αύτή την ιστορία, Σάμ. Ή ώρα τώρα είναι πε­ ρίπου δέκα καί μισή. Βγήκαμε άπό τό δωμάτιο αυτό κατά τις έξη καί εσύ ξαναγύρισες πριν άπό μένα, κα­ τά τις δέκα. Στο διάστημα των τεσ­ σάρων αυτών ωρών, ό διευθυντής του ξενοδοχείου έβαλε στήν πόρτα μας τό Γαλλικό κλειδί, κλείνοντάς μας έξω. Άναμφιβόλως, άνοιξε τήν πόρτα πρώτα γιά νά δη άν ήμαστε μέσα ή όχι. Άν ό νεκρός βρισκόταν εκείνη τή στιγμή εδώ, θά τόν έβλεπε.... Κύτταξε διαπεραστικά τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. — θέλης νά πής πώς ό άνθρωπος αυτός ήρθε εδώ, ά φ ο 0 έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στήν πόρτα; -Ναι. —Μά αύτό είναι αδύνατον. Κανέ­ νας δεν θά μπορούσε νά τόν περάση επάνω άπό τό φωταγωγό, άπό τό ένα παράθυρο στό άλλο. Διάβολε I Ό άν­ θρωπος αύτός είναι βαρύς καί τά περβάζια γλυστρουν. —Μπορεί νά μπήκε ζωντανός εδώ μέσα καί κάποιος νά τόν άκολούθησε, νά τόν σκότωσε καί νά έφυγε άπό τό φωταγωγό πάλι. 52αστισμένος, ό Σάμ Κράγκ κύτταξε γύρω μέσα στό δω­ μάτιο. 8

—Μά, άν τόν άκολούθησε κάποιος ώς εδώ μέσα, μ’ ένα μαχαίρι στό χέρι, γιατί δεν φώναξε ζητώντας βοή­ θεια ή γιατί δεν άρπαξε τό τηλέφωνο ; — Αυτό άκριβώς άπασχολεί τή σκέψι μου, καθώς καί μερικά άλλα πράγ­ ματα. Πώς συνέβη νά μπή στό Δω­ μάτιο 819 ; Καί γιατί ; Τό δωμάτιο αύτό εΐναι κατειλημμένο. Τό κορίτσι πού μένει εκεί δεν είναι φρέσκος πε­ λάτης. Ό Κράγκ μούγγρισε : — Δεν καταλαβαίνω τίποτα I —’Από τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, θά μπορούσαν νά είχαν έρθει άπό τό δωμάτιο, πού βρίσκεται επάνω άπό τό δικό μας, με τή βοή­ θεια ενός σκοινιού. Ό δολοφόνος ξανάφυγε ίσως άπό τόν ϊδιο δρόμο καί τράβηξε τό σκοινί πάλι επάνω. ’Ή... Πλησίασε στό παράθυρο κύτταξε έξω καί είπε : — Δεν είναι δυνατόν νά ήρθαν άπό τό Δωμάτιο 823, πού βρίσκεται επά­ νω μας. Τό περβάζι προεξάχει τρία σχεδόν μέτρα. Ακόμα κΓ ένας άκροβάτης δεν θά μπορούσε νά κάνη τό κατόρθωμα αύτό. Πρέπει νά ήρθαν άπό τό 819 ή τό διπλανό του, τό921. —Γιατί όχι άπό τό δωμάτιο άπό κάτω μας...τό 721 ; — θά μπορούσες νά πετάξης ένα σκοινί στον άέρα καί νά τό κάνης νά πιαστή στό παράθυρο τού επάνω δω­ ματίου ; —θά μπορούσα, άν είχα ένα γάν­ τζο. —Ό γάντζος θάφηνε γρατζουνιές στό δικό μας περβάζι. Μπορείς νά νά δής οτι δεν υπάρχουν τέτοια ση­ μάδια. ΤΗρθαν άπό τό 921 ή τό 819. Εκτός... —Εκτός τί ; —Έκτος άν ό διευθυντής τού ξενο­ δοχείου έκανε αύτή τή βρωμοδουλειά καί κλείδωσε τό δωμάτιο έπειτα. —Ό Πημπόντυ ; Διάβολε I Αύτός θά λιποθυμούσε άν έβλεπε αΐμα 1 Τό τηλέφωνο άντήχησε τόσο ξαφνικά, ώστε ό Τζόννυ Φλέτσερ άναπήδησε. Τρόμος παρα­ μόρφωσε τό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — θεέ μου I ψιθύρισε. Ποιός μάς τηλεφωνεί; Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


— Κανένας, απάντησε ό Φλέτσερ μέ μιαν αρρωστιάρικη εκφρασι στό πρόσωπό τοψ. Άφησέ το νά κουδουνίζη. Τό τηλέφωνο κουδούνισε καί κου­ δούνισε. "Επειτα άπό μερικά λεπτά σταμάτησε. —Άς φύγουμε άπό δω μέσα ! γρύλλισε ό Κράγκ. —Πως ; Ά!... Τό κορίτσι έσβησε τό φως της. Πλάγιασε, θά τά παί­ ξουμε δλα για δλα; —Δε την πήρε ό ύπνος άκόμα. Μά κι’ αν είχε άποκοιμηθή... θά μπορού­ σε νά ξυπνήση καί νά βάλη τις φω­ νές καί... Τό τηλέφωνο κουδούνισε πάλι. Ό Φλέστερ βάδισε προς την τηλεφωνική συσκευή. —Μή !, ίκέτευσε ό Σάμ Κράγκ. Μήν άπαντήσης... Μά ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Εμπρός!, είπε. Μια άντρική φωνή είπε ; — Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο I Ακούστηκε ένας μεταλλικός κρό­ τος καί ή γραμμή διεκόπη. Ό Φλέτσερ κρέμασε τό άκουστικό καί γύρισε στόν Κράγκ. —Ποιός ήταν ; ρώτησε ό Σάμ^ —Δέν ξέρω. 'Ένας άντρας. Είπε ; «Φύγετε άπό αυτό τό δωμάτιο 1». Τίποτ’ άλλο. Τά μάτια του Σάμ Κράγκ βγήκαν σχεδόν άπό τις κόγχες τους, —Μά πώς ήξερε πώς είμαστε εδώ ; —Ξέρω γώ ; γρύλλισε ό Φλέτσερ. Δέν είμαι μέντιουμ. Δέν χρειάζεται δμως νά είμαι μέντιουμ γιά νά κα­ ταλάβω πώς εσύ κΤ εγώ είμαστε ίσως στήν πιο δύσκολη θέσι πού βρε­ θήκαμε ποτέ στή ζωή μας. Δέν μπο­ ρεί νά γίνη χειρότερη, έπομένως.,.άς φύγουμε άπό δώ. —Πώς ; —Άπό τό μοναδικό δρόμο. Άπό τό παράθυρο. Κορίτσι ξεκορίτσι, φω­ νές ξεφωνές, πρέπει νά φύγουμε. —Δέν μου άρέσει αύτό, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Δέν μου άρέσει καθόλου. —Ούτε μένα. ’Έχεις τίποτα καλύ­ τερο νά προτείνης ; -Όχι, —’Άς φύγουμε τότε, θά βγώ πρώΗ ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τος. Σβήσε τό φώς. Προτιμώ νά πε­ ράσω στά σκοτεινά. 33άδισε πρός τό παράθυρο καί, δταν τό δωμάτιο πίσω του βυθίστηκε στό σκοτάδι, σκαρφά­ λωσε στό περβάζι. Πιάνοντας τό πα­ ραθυρόφυλλο μέ τό ένα χέρι, άπλω­ σε τό πόδι του επάνω άπό τή μαύρη άβυσσο. "Εψαξε μέ τήν πατούσα του νά βρή τό άλλο περβάζι. 'Όταν τό βρήκε, του φάνηκε σαν πιο μακρυά άπό πριν. Καί τότε κάτι σκληρό άκούμπησε επάνω στή γάμπα του καί μ«.ά φωνή σφύριξε : — Γυρίστε πίσω! Τό κορίτσι του Δωματίου 819 είχε μισοκλείσει τό παράθυρο. Στό άνοιγ­ μα, ό Φλέτσερ ξεχώρισε άμυδρά ένα κεφάλι καί ώμους. Είπε μέ άγωνία : —Δέν μπορώ νά γυρίσω πίσω! θά ...θά πέσω I — Αύτό είναι δικός σας λογαρια­ σμός, εΐπε τό κορίτσι του Δωματίου 819. Πάντως δέν θά μπήτε στό δω­ μάτιό μου ! —Πρέπει !, ψιθύρισε άπεγνωσμένα ό Φλέτσερ. Πρέπει νά μπώ· στό δω­ μάτιό σας. Δέν...δέν καταλαβαίνετε. — Καταλαβαίνω πολύ καλά. ΚΓ άν πλησιάσετε περισσότερο, θά πυροβο­ λήσω ! Σάς προειδοποιώ. Ό Φλέτσερ ζύγιασε γιά μιά στιγ­ μή τήν κατάστασι. ΤΗταν ένα κορίτσι πού έμενε μόνο σ’ ένα φτηνό ξενο­ δοχείο. Είχε παρακολουθήσει τόν Φλέτσερ καί ήξερε πώς προσπαθού­ σε νά μπή στό δωμάτιό της περνών­ τας επάνω άπό τόν φωταγωγό. ΚΓ δμως δέν είχε βάλει τις φωνές κΓ ούτε είχε άρπάξει τό · τηλέφωνο γιά νά ζητήση βοήθεια. * Απεναντίας, είχε πάρει ένα πιστό­ λι καί τόν άπειλουσε μέ αύτό. ΚΓ δ-

9


—Τι έμαθες για τόν Μπίλλυ Τάμ; Είχε τΐι&σει δωμάτιο στο ξενοδοχείο; Ό Γράγκ ζάρωσε τά φρύδια του. — Δέ μου είπες νά τόν ρωτήσω

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΑΤΟ

"Επειτα από μιά δυ­ σάρεστη νύχτα κι* ένα άθλιο πρόγευμα, ό δε­ σμοφύλακας τούς έ­ βγαλε άπό τό κλουβί καί τούς ώδήγησε σ’ ένα δω­ μάτιο, οπού ό Κάπταιν Μάντιγκαν ήταν καθισμένος πίσω άπό άπό ένα γραφεισ. Ό Φόξ δεν φαινόταν που­ θενά. Σάς άφήνουμε νά φύγετε, Φλέτσερ, είπε ό Μάντιγκαν. Μη δοκιμά­ σετε όμως νά φύγετε άπό τη Νέα Ύόρκη. — Γιατί; Δέν έχετε κανένα στοι­ χείο έναντίον μας. — Δέν έχουμε, μά έλπίζωμε κΓ έχω την έντύπωσι πώς θά ξαναειδωθουμε σύντομα. Βγήκαν άπό τό κτίριο καί ό Φλέτσερ είπε στον Σάμ Κράγκ: —θά τοϋ σκαρώσουμε κανένα παιχνιδάκι ; —Τίνος ; —Εκείνου πού μάς πήρε άπό πί­ σω. Φαντάσθηκες πώς ό Μάντιγκαν θά μάς άφηνε ελεύθερους, χωρίς νά μάς παρακολουθή; θέλει κάτι πού δέν έχω πια καί νομίζει ότι θά τόν οδηγήσω σ’ αυτό. Ό Σάμ Κράγκ γύρισε καί έψαξε τό πλήθος. —Εκείνος ό χοντρός, είπε ό Φλέτσερ. Λέγεται Φόξ. Κούνησε τό χέρι του καί φώναξε : — Γειά σου Φόξι 1 —Ό άστυνομικός πλησίασε. — Σάς άφησαν, έ ; —’Έλα, έλα, Φόξι, μην κάνης τόν ανήξερο. 5'Ακούσε. Δέν θέλουμε νά σέ βάλουμε σέ σκοτούρες. Τί λές, βά­ ζεις μισά-μισά νά ταξιδέψουμε μέ τό ϊδιο ταξί; 42

γι’ αυτόν καί δεν τόν ρώτησα I —Δέν σου είπα νά παίξης μπι­ λιάρδο μέ τόν Μύλλερ κι* δμως έ­ παιξες !

ΜΙΑ ΠΕΝΤΑΡΑ 10.000 ΔΟΛΛΑΡΙΑ

— Τί διάολο θέλεις νά πής; γρύλλισε ό ντέτεκτιβ. —’Ήσουν έτοιμος νά μάς πάρης άπό ^πίσω μ’ ένα άλλο ταξί. Γιατί νά μή σμίξουμε καί νά ελαττώσουμε έτσι τά έξοδά μας ; —Διάβολε !, εΐπε ό Φόξ. Καί έγνεψε σ’ ένα ταξί. Μπήκαν κΓ οί τρεις μέσα. Ό Φλέτσερ καθι­ σμένος στή μέση, εΐπε : —"Ας ρίξουμε μιά ματιά στήν ε­ φημερίδα πού έχεις στήν τσέπη σου, Φόξι. θέλω νά δω πώς πάει τό μυ­ στήριο του δολοφονηθέντος χρυσω­ ρύχου. Ό άστυνομικός του έδωσε τήν εφημερίδα, —Είναι στή σελίδα τρία, είπε. Μά ό Φλέτσερ σταμάτησε στήν πρώτη σελίδα. Εκεί υπήρχε μιά μι­ κρή εϊδησι : «Συλλέκτης τής τηλεφω­ νικής έταιρίας έληστεύθη.» Αυτό είναι!, εΐπε άναστενάζωντας. Ό άστυνομικός έγειρε προς τό μέ­ ρος του. -Τί ; —Αυτός ό συλλέκτης τής τηλεφω­ νικής έταιρίας, πού γυρίζει καί μα­ ζεύει τις πεντάρες άπό τά κουτιά των τηλεφώνων. Πολύ άσχημο ! —Δέν είναι μεγάλη ή ζημιά γιά τήν εταιρία. —'Άκουσε, Φόξι, γέρο μου, πές μου κάτι ; Ποιος σάς πληροφόρησε πώς ό Σάμ κι’ εγώ μέναμε στο Μπάρμπιζον-Γουώλντορφ ; Ό Φόξ έδειξε τά δόντ'α του. ά ήθελες νά τό μάθης αυτό έ ; εΐπε κουνώντας τό κε­ Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


φάλι του σαρκαστικά. — Ναι. Γιατί αύτός^ είναι ό δολο­ φόνος του Μπίλλυ Τάμ. -’Έ ;

*Όταν μπήκα στόν προθάλαμο του ξενοδοχείου χθες τό άπόγευμα, τί έκανα ; —Τίποτα. Σε αρπάξαμε άμέσως* ’Όχι... ’Έκανες πρώτα ένα τηλεφώ­ νημα. —Σε ποιόν τηλεφώνησα; —Δέν ξέρω. Δεν μπορούσα ν’ άκούσω έξω, άπό την πόρτα. % —Πήρα έναν άριθμό στην τύχη. Είδα εσένα και τόν Μάντιγκαν αμέ­ σως μόλις μπήκα στόν προθάλαμο. ’Ήξερα πώς θά με πιάνατε καί είχα επάνω μου κάτι πού δέν ήθελα νά βρήτε... Τά μάτια του Φόξ βγήκαν άπό τις κόγχες τους. —Τό χρυσό νόμισμα! Διάβολε! Τό έρριξες μέσα στο τηλέφωνο! Διά­ βολε ! —ιΈνα χρυσό πεντοδολλάριο έχει περίπου τό μέγεθος μιας πεντάρας. Είναι πιο βαρύ, μά μπορεί κανείς νά τηλεφωνήση μ’ αυτό. Καταλαβαί­ νεις τώρα; ΚΓ έδειξε την εϊδησι στην εφημε­ ρίδα. Τό πρόσωπο του Φόξ συσπάστηκε. —Διάβολε ! είπε πάλι. Πώς μπο­ ρούσε κανείς νά ξέρη πώς έρριξες τό νόμισμα μέσα στο κουτί; —Κάποιος σάς πληροφόρησε που μένω. Αύτός ό ϊδιος κάποιος ήταν κάπου μέσα στόν προθάλαμο του Μπάρμπιζον Γουώλντορφ, όταν μπή­ κα. Μάντεψε γιατί πήγα στόν τηλε­ φωνικό θάλαμο. Επομένως, πήγαινε καί άρπαξέ τον καί θάχης τό δολο­ φόνο σου. —νΗταν ένα άνώνυμο τηλεφώνητ μα ! γρύλλισε άπογοητευμένος ό ντέτεκτιβ. —Τό φαντάστηκα. ’Άντρας ή γυ­ ναίκα ; —’Άντρας. Διάβολε ! —Δυό φορές διάβολε I Φτάσαμε στό ξενοδοχείο μας. Σταμάτησαν μπροστά στό Μπάρπιζον—Ούώλντορφ κι’ ό Φλέτσερ έπέμεινε νά πληρώση ό Φόξ τά μισά. Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

ΒΛπήκαν μέσα κΓ ό Φλέτσερ ζήτησε τό κλειδί του. Ό υπάλληλος συνωφρυώθηκε καί μπήκε βιαστικά σ’ ένα γραφείο. Σέ λίγες στιγμές ό διευθυντής βγήκε έξω. —Λυπούμαι, κ.Φίσερ —Κοτρέλ,εΐπε, μά άναγκαστήκαμε νά διαθέσωμε τό διαμέρισμά σας. —Είδατε τί κάνατε !, εΐπε ό Φλέ­ τσερ πικρά στόν Ντέτεκτιβ Φόξ. Καί γύρισε για νά άντιμετωπίση τόν διευθυντή. — Καί γιατί, αν μπορώ νά ρωτή­ σω, διαθέσατε τά δωμάτιά μου ; ρώ­ τησε υπεροπτικά. Ό διευθυντής κοκκίνισε καί κύτταξε τόν Φόξ. —Γιατί... γιατί, πιστεύω... νομίζω, .σερ, δτι αύτό είναι φανερό. Χμ... οί βαλίτσες σας...οί πέτρες... —Μοΰ άρέσουν οί πέτρες !, φώ­ ναξε ό Φλέτσερ. Κι’ άν θέλω νά τις κουβαλώ μαζί μου, αύτό είναι δική μου δουλειά. Ή δική σας δουλειά είναι νά νοικιάζετε δωμάτια σέ ό­

λους, χωρίς νά κάνετε έξαίρεσι σέ κανένα ! Δέν ζητήτε άπό τούς πελά­ τες, πού έρχονται μέ τις άποσκευές τους, τό νοίκι προκαταβολικά. Ούτε εξετάζετε τις άποσκευές τους. —Μά δέν θά μπορέσετε νά πλη­ ρώσετε τό νοίκι 1 —Πώς τό ξέρετε δτι δέν θά μπο­ ρέσω; 43


Ό διευθυντής στριφογύρισε τά δάχτυλά του άπό' αμηχανία. Ό Φλέτσερ συνέχισε αδυσώπητα : — Ό κανονισμός του ξενοδοχείου σας είναι νά παρουσιάζετε τόν λο­ γαριασμό στό τέλος τής έβδομάδος. Όταν παρουσιάσετε τό λογαριασμό καί δεν σάς πληρώσω, τότε μπορεί­ τε να καλέσετε την αστυνομία. Στό μεταξύ όμως... τό κλειδί μου, παρα­ καλώ ! Ό διευθυντής του ξενοδοχείου τού έδωσε τό κλειδί. —Διάβολε ί, εΐπε ό Φόξ με θαυ­ μασμό δταν άπομακρύνθηκαν. Παρα­ λίγο νά πιστέψω πώς ήσουν πραγ­ ματικά ό ... πώς τδπες ; ό Φίσερ— Κοτρέλ ! —Τούς έχω βαρεθή πια τούς ε­ νοχλητικούς αύτούς άνθρώπους I, είπε ό Φλέτσερ με ύψος "Αγγλου Λόρ­ δου. Τό ϊδιο καί σένα, άστυφύλακα I — Εμένα; Δεν είπα τίποτα I —Ή συμπεριφορά σου είναι ανάρ­ μοστη. Καί γι’ αυτό δεν θά μπής στό στό διαμέρισμά μου 1 —Μά πώς θά σάς επιτηρώ ; —Αύτό είναι δική σου δουλειά. Περίμενε στό χώλ, άν θέλης. Τού έκλεισαν στά μούτρα τήν πόρτα. 'Όταν βρέθηκαν μέσα στό δι­ αμέρισμα ό Φλέτσερ άρπαξε τό τη­ λέφωνο. —Δόστε μου τό θέατρο Πλάτσα, είπε στον τηλεφωνητή. λεπτά άργόφωνή τής Τζάνετ

τερα, ακούσε τή στό άκουστικό. —Μέ γελάσατε 1, είπε τό κορίτσι. —Όχι, είπε ό Φλέτσερ. Πέρασα τή νύχτα μου στή φυλακή. Ακολούθησε μιά μικρή σιγή κι’ έπειτα ή Τζάνετ είπε : —ΕΤστε έξω τώρα; —’Ώ βέβαια, δέ$ είχαν κανένα στοιχείο εναντίον μου. Ξέρετε, νό­ μισα γιά λίγο δτι εσείς τούς είπατε πού έμενα. Ή φωνή τού κοριτσιού έγινε τραχειά. —Τό πιστεύετε άκόμα αύτό ; —Όχι. Τώρα, θά δειπνήσουμε μαζί; 44

—Ναι. θά σάς περιμένω στις πεντέμιση. Ό Φλέτσερ άκούμπησε τό άκουστικύ, μά τήν ίδια στιγμή τό τηλέ­ φωνο κουδούνισε καί τό ξανασήκωσε. 'Η φωνή τού Ούώλτερ Ούΐνσλοου άκούστηκε: — Ακούστε, Φλέτσερ. .τ,εχάστε ε­ κείνη τήν άρκούδα. Γύρισε πίσω. —’Έ ; Γύρισε πίσω μόνη της ; Ό Ούΐνσλοου γρύλλισε : —Τήν ξαναβρήκα στή θέσι της Αύτό ξέρω μόνο. Φαίνεται πώς κά» ποιος μού κάνει φάρσες. —"Ω I, έκανε ό Φλέτσερ καί πρόσθεσε : Αλήθεια, κ. Ούΐνσλοου, πώς ξέρατε δτι μένω εδώ ; —Ξέρω άνάγνωσι ! Τό γράφει ή ε­ φημερίδα. Ρίξτε μιά ματιά. —θά ρίξω. Εύχαριστώ. ,^^κούμπησε τό ά­ κουστικό καί είπε στον Σάμ Κράγκ : — Πήγαινε έξω καί πάρε άπό τόν Φόξ τήν εφημερίδα του. Δεν τήν τε­ λείωσα. Ό Φόξ δοκίμασε νά μπή μαζί μέ τήν εφημερίδα, μά ό Σάμ Κράγκ τόν έσπρωξε πίσω. Ό Φλέτσερ γύρισε στήν τρίτη σελίδα.καί διάβασε γορ­ γά τά τελευταία νέα γιά τήν ύπόθεσι Τάμ. "Επειτα άναστέναξε. —Γιά μιά στιγμή, πίστεψα πώς κρατούσα τόν Ούΐνσλοου. Μά ή σύλληψίς μας άναφέρεται στήν εφημερί­ δα. Χμ I Είναι παράξενη εκείνη ή ι­ στορία τής άρκούδρις. Ό Σάμ Κράγκ γούρλωσε τά μά­ τια του. —Ποιάς άρκούδας ; · —Τής άρκούδας τού Ούΐνσλοου. Δε σού εΐπα δτι μού άνέθεσε χτες νά βρούμε μιά άπό τις σιδερένιες άρκουδες πού ήσαν στό λειβάδι μπρο­ στά στό σπίτι του. —Μόνο ένας παλιατζής θά έκλεβε αυτά τά παλιοσίδερα ! —"Ισως έχεις δίκηο. Μόνο πού... ό παλιατζής τήν ξανάβαλε στή θέσι της. —Δέ βγαίνει κανένα νόημα άπ’ ά­ λα αύτά. — Αύτό σκέφτηκα κΡ εγώ. Ιδιαίτε­ ρα, άφού ό Ούΐνσλοου άνέθεσε στον Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


Τόντ καί σέ μένα νά του βρούμε την αρκούδα. —Στον Τόντ, έ; Έχει κολλήσει καί στον Ούΐνσλοου ; — Ό φίλος μας, ό Πόλσον, τόν σύστησε στον Ούΐνσλοου, πού χρεια­ ζόταν έναν ντέτεκτιβ. ’Έπεσα επάνω στον Τόντ έξω από τό γραφείο του Ούΐνσλοου. Ό Τόντ με στόλισε τόσο καλά, ώστε ό Ούΐνσλοου άρχισε νά ένδιαφέρεται γιά μένα καί μου έδωσε δουλειά. — Νομίζω, είπε ό Σάμ Κράγκ, ότι την επόμενη φορά πού θά τόν αντα­ μώσω θά τοϋ σπάσω μερικά δόντια 1 Ό Φλέτσερ πήρε τόνέπαγγελματικό τηλεφωνικό κατάλογο από τό τραπε­ ζάκι τοϋ τηλεφώνου. — Τί ψάχνεις νά βρής ; ρώσησε ό Κράγκ. — Καταστήματα μετάλλινων διακοσμήσεων. —"Ε ; ’Ά... γιά τή σιδερένια αρ­ κούδα. —Ναί. Καί ή δουλειά είναι μπό­ λικη ! Υπάρχουν τουλάχιστον τριάν­ τα τέτοια καταστήματα. Θά άναλάβης νά έξετάσης τά μισά. —Γιατί; Ό Ούΐνσλοου έχει 1 τήν άρκούδα του πίσω, δέν εΐν’ έτσι ; —’Ίσως. — Εΐναι ικανοποιημένος, Γιατί νά μην είσαι εσύ ; Καί... ποιός θά μάς πληρώση γιά τή δουλειά αυτή ; — Ό Ούΐνσλοου μου έδωσε εκατό δολλάρια χτές. Δε μου ζήτησε νά τοϋ τά επιστρέφω. Έτσι θά κάνω λίγη δουλειά γι’ αυτόν είτε τό θέλει ει'τε όχι. Έσκισε ένα φύλλο από τόν κατά­ λογο καί τό έκοψε στή μέση. * — Νά, πάρε από τό Α ως τό Μ. Νά καί μερικά χρήματα γιά τήν πε­ ρίπτωσή πού θά χρειαστή νά πάρης ένα ταξί. Ό Κράγκ μόρφασε καί κινήθηκε πρός τήν πόρτα. έχασα!, πρόσθεσε ό Φλέτσερ. Πάρε μαζί σου καί τόν Φόξ. Δε θέλω νά μ5 ένοχλήση. Ό Φλέτσερ περίμενε δέκα λεπτά κΓ έπειτα βγήκε. Προχώρησε πρός τόν άνελκυστήρα καί πίεσε τό κουμπί. Ένας άντρας Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

βγήκε άπό ένα κοντινό δωμάτιο και πλησίασε κρατώντας ένα κλειδί. Ό ανελκυστήρας έφτασε κΓ ό Φλέτσερ μπήκε μέσα. Ό άλλος άκολούθησε. Ό άνελκυστήρας έπεσε γορ­ γά, πήρε έναν επιβάτη άπό τό εικο­ στό δεύτερο πάτωμα, κι’ έπειτα κα­ τέβηκε <στόν προθάλαμο τοϋ ξενοδο­ χείου. —Προθάλαμος I, φώναξάό γκρούμ. Επόμενη στάσις ή τραπεζαρία. Ό Φλέτσερ βγήκε άπό τόν άνελ­ κυστήρα. Ό άλλος άπό τό τεσσαρα­ κοστό δεύτερο πάτωμα τόν άκολούθησε. Ό Φλέτσερ πήδησε πίσω μέσα στον άνελκυστήρα. —Στήν τραπεζαρία !, είπε. Ή πόρτα έκλεισε στο πρόσωπο· τοϋ άλλου. Ό άνελκυστήρας άρχισε νά κατεβαίνη. Ό Φλέτσερ φώναξε : — ’Ώ, ξέχασα I Άνεβάστε με πάλι στόν' προθάλαμο. Ό γκρούμ συνωφρυώθηκε, μά άνέβασε πάλι τόν άνελκυστήρα στον προθάλαμο. Ό Φλέτσερ βγήκε χαμο­ γελώντας. Ό άλλος δέν φαινόταν πουθενά. Είχε, χωρίς άλλο, κατεβεΐ στήν τραπεζαρία. —Ό Φόξ εΐναι πονηρός, μουρμού­ ρισε. Έβαλε κάποιον άλλον νά με πάρη άπό πίσω. Βγήκε γοργά άπό τό ξενοδοχείο καί πήρε ένα ταξί. — Λεωφόρος 86, διέταξε. Δέκα λεπτά άργότερα, ' έμπαινε μέσα σ’ ένα θορυβώδες κατάστημα, μετάλλινων διακοσμήσεων. Ένας άν­ τρας με πέτσινη ποδιά τόν προϋπάν­ τησε. — θέλω ν’ άγοράσω ένα-δυό σι­ δερένια άγάλματα ζώων. — Κανένα ελάφι ; Έχω μερικά ύπέροχα ελάφια. —Χμ, δχι ελάφια. Μιά άρκούδα ίσως. Ό άνθρωπος κύτταξε τόν Φλέτσερ διαπεραστικά. —Μιά μικρή άρκούδα, είπε ό Φλέ­ τσερ. Έχετε καμμιά, ίσως ; ’Ή μπο­ ρείτε νά φτιάξετε ; —Δέν έχω άρκοΰδες, μά μπορώ νά φτιάξω. Μιά άρκούδα, έ ; Είναι πα­ ράξενο I —Γιατί; — Δυό άνθρωποι μοϋ ζήτησαν άρ45


Οδες μέσα σέ δυό μέρες. Δυο χρόεΐχα νά πουλήσω αρκούδες. —Αυτό είναι παράξενο I, φώναξε Φλέτσερ. Μιλοϋσα μ* έναν φίλο υ προχθές και ίσως ήρθε γιά νά υ κάνη μιά άρκούδα δώρο. Μήπως γάταν Χάμερ ; —’Όχι, δεν λεγόταν Χάμερ. νΗταν ς πολύ ψηλός και πολύ λιγός άνας. Ό Τζέφερσον Τόντ ! Ό Φλέτσερ άβηξε μιά βαθειά ανάσα. —Δεν θά ήταν ό Χάμερ, τότε. Άυστε. Πόσο θά μπορούσε νά μου στίση μιά τέτοια αρκούδα; —'Όσα είπα καί στόν άλλον ! Έτό δολλάρια για μιά καί εκατόν ήντα γιά δυό. —Γεμάτη ή κούφια; —Ή διαφορά εΐναι μικρή. —Πόσο ζυγίζει γεμάτη ; —Μιά μικρή αρκούδαν ζυγίζει γετη περίπου διακόσιες πενήντα λίς· —Καί κούφια ; — Εκατό... έκατόν είκοσι. —Καλά, είπε ό Φλέτσερ. θά σκεώ καί θά γυρίσω νά σάς πω. !3831νήκε από τό καστημα. Σήκωσε τούς ώμους του. ταν περιττό νά συνέχιση. Ό Τζέρσον Τόντ θά είχε έπισκεφθή κιός δλα τά καταστήματα μεταλλίν διακοσμήσεων. Πήρε τον υπόγειο σιδηρόδρομο ί, λίγα λεπτά αργότερα, έμπαινε διαμέρισμα όπου βρίσκονταν τά

6

γραφεία του νομισματολόγου Όρά_ τιου Βέντερ. —Μέ ένθυμεισθε; είπε εύθυμα στήν ύπάλληλο του Βέντερ. Τό κορίτσι γούρλωσε τά μάτια του. —’Ά I Είστε εκείνος πού είχε τό πεντοδολλάριο του 1822, έκεϊνος πού... —Ναι!, τήν διέκοψε ό Βέντερ. Μπήκα στή φυλακή καί ξαναβγήκα. ΕΤμαι τώρα καθαρός σάν περιστερά­ κι. Είναι μέσα τό αφεντικό ; —Ό κ. Βέντερ ; ’Όχι. "Εχετε α­ κόμα τό πεντοδολλάριο ; -’Όχι. —’Ά! Τό πουλήσατε; Σέ ποιόν; — Δέν τό πούλησα, ακριβώς. Μά... σκέφτηκα ότι θά είχε ίσως καταλήξει στο μεταξύ στα χέρια του κ. Βέντερ. —Πώς ; Άν δέν του τό πουλήσα­ τε, πώς τό εΐχε αυτός ; —Δέν ξέρω. Που είναι τώρα ; — "Εχω βγή έξω. — Αυτός ό Ταμ από τη Νεβάντα είχε αλληλογραφία μέ τόν κ. Βέντερ —Ναί. Ό Ταμ δέν ήταν άγνω­ στός του. Έδώ καί τέσσερα χρόνια, είχε στείλει στόν κ. Βέντερ ένα δολλάριο του 1853 καί πήρε 600 δολλά­ ρια. Μά δέν μπορώ νά καταλάβω τό ενδιαφέρον σας γιά όλα αύτά, κ. Φλέτσερ. —"Ω, είναι ένα προσωπικό ζήτη­ μα. Ένας φίλος μου είναι ντέτεκτιβ... — Ό Τζέφερσον Τόντ; — ’Ά I Σάς μίλησε ; —Άν μου μίλησε I θέλησε νά μέ άνακρίνη σάν νά ήταν κανονικός αστυ­ νομικός I Τόν πέταξα έξω.

Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Ό Φλέτσερ αναστέ­ ναξε, καθώς προχωρούσε πρός τούς άνελκυστήρες του κτιρίου. Μπροστά στους άνελκυστηρες στε­ κόταν ένας σωματώδης άντρας. ΤΗταν ό άνθρω­ πος πού ό Φλέτσερ εΐχε νομίσει δτι είχε άποτινάξει στο Μπάρμπιζον — Γουώλντορφχωρίς νά τό κατορθώση. Ό Φλέτσερ άκουμπησε τό δάχτυ­ λό του σ’ ένα κουμπί, μά δέν τό πί­ εσε. Περίμενε λίγο κι’ έπειτα μουρ­ μούρισε : —Χάλασαν πάλι I Και προχώρησε πρός τη σκάλα. Ό σωματώδης άντρας μπήκε στό δρό­ μο του καί του έδειξε την λαβή ενός πιστολιού στην τσέπη του. — "Ησυχα, φίλε I —Τί I, φώναξε ό Φλέτσερ. Δέν εί­ σαι άστυνομικός ; —"Οχι. Καί σε ειδοποιώ δτι άν δέν κάνης δτι σου πω, ή μαμά σου θά κλάψη I θά κατεβοΰμε με τον α­ νελκυστήρα, θά βγούμε έξω καί θά πάμε στην Πλατεία των Τάϊμς. Καί ξέρεις κάτι; Δέ θά βγάλης κιχ άπό τό στόμα σου. Κατέβηκαν, βγήκαν έξω καί προ­ χώρησαν πρός μιά σειρά άπό ταξί. —Τό τελευταίο, φίλε!, είπε ό άν­ θρωπος πίσω άπό τον Φλέτσερ. "Ενας άντρας ήταν κιόλας καθι­ σμένος στό πίσω μέρος τού αυτοκι­ νήτου. ^Ηταν πιο μεγαλόσωμος άπό τον άλλον·. Ό Φλέτσερ ρώτησε ευ­ γενικά : — Μέ ουγχωρείτε είναι κατειλημ­ μένο τό ταξί; Ό άνθρωπος πού ήταν μέσα στό ταξί, άπλωσε τό χέρι του, άρπαξε πόν Φλέτσερ άπό τό γιακά καί τον τράβηξε μέσα. Κάτι σκληρό έσπρωξε τον Φλέτσερ άπό πίσω. Πριν καθήση στή μέση, μέ έναν άντρα άπό κάθε πλευρά, τό αυτοκί­ νητο έκανε λίγο πίσω καί ξεκίνησε απότομα. Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΦΙ­ ΛΟΦΡΟΝΗΣΕΩΝ

—Είναι δύσκολο νά ξεχωρίση κανείς έναν άστυνομικό... άπό έναν άλ­ λο, παρατήρησε ό Φλέ­ τσερ. — Δέν εΐν’ έτσι; είπε ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι. Τις προάλλες κύτταξα στήν έφημερίδα τή φω­ τογραφία ενός πού είχε σκοτώσει δυο παιδιά, τρεις άντρες καί δυό γυναίκες, Στεκόταν άνάμεσα σε δυο αστυνομικούς καί δέν μπορούσες νά πής ποιος ήταν ό δολοφόνος, άν δέν διάβαζες άπό κάτω. ,αρατα μας με τις ντετεκτιβικές ιστορίες σου, Πέρσυ!, γρύλλισε ό άλλος. —Μοΰ άρέσουν !, διαμαρτυρήθηκε ό Πέρσυ. Δέν πηγαίνω νά χάνω τά λεφτά μου στις κούρσες, σάν εσένα, Σουήντ. — ’Ά, είπε ό Φλέτσερ. Ποιο άλογο κέρδισε την πέμπτη κούρσα χτές ; — Ή ’Αννίτα, είπε ό Σουήντ. "Ε­ χω δμως μιά καλή πληροφορία γιά τήν τρίτη κούρσα, σήμερον. — Πές μου τη, είπε ό Φλέτσερ. θά ήθελα νά παίξω μερικά δολλάρια. —’Ώ, δέν μπορείς, είπε ό Σουήντ. — Γιατί; —Γιατί, είπε ό Πέρσυ, θά σέ δεί­ ρουμε πολύ καί μπορεί νά μην έχης δρεξι έπειτα νά παίξης στις κούρσες. Τό αυτοκίνητο μπήκε στή 10η Όδό. Ό Πέρσυ πρόσθεσε : — Είναι ή δουλειά μας αυτή, ξέ­ ρεις. "Ενας χτίστης ή ένας ξυλουρ­ γός πληρώνονται γιά νά κάνουν μιά δουλειά. Τό ’ίδιο καί μέ μάς. Δέρ­ νουμε άνθρώπους γιά τόσο τό κεφά­ λι. Καταλαβαίνεις; —Καταλαβαίνω I, φώναξε ό Φλέ­ τσερ. Ακούστε... είναι μυστικό τό πόσα θά πάρετε γιά... χμ... γιά νά μέ δείρετε ; —"Οχι, καθόλου. Γιά ένα καλό ξύλο παίρνουμε συνήθως διακόσια 47


κοϋδες μέσα σέ δυό μέρες. Δυό χρό­ νια είχα να πουλήσω άρκοϋδες. —Αύτό είναι παράξενο I, φώναξε ό Φλέτσερ. Μιλοϋσα μ* έναν φίλο μου προχθές καί ϊσως ήρθε γιά νά μου κάνη μια αρκούδα δώρο. Μήπως λεγόταν Χάμερ ; — Όχι, δέν λεγόταν Χάμερ. Ήταν ένας πολύ ψηλός καί πολύ λιγός άν­ τρας. Ό Τζέψερσον Τόντ ! Ό Φλέτσερ τράβηξε μιά βαθειά ανάσα. —Δέν θά ήταν ό Χάμερ, τότε. Α­ κουστέ. Πόσο θά μπορούσε νά μου ;κοστίση μιά τέτοια άρκούδα ; —Όσα είπα καί στόν άλλον ! Ε­ κατό δολλάρια γιά μιά καί εκατόν εξήντα γιά δυό. —Γεμάτη ή κούφια; —Ή διαφορά είναι μικρή. —Πόσο ζυγίζει γεμάτη ; —Μιά μικρή αρκούδαν ζυγίζει γε­ μάτη περίπου διακόσιες πενήντα λίτρες. —Καί κούφια ; — Εκατό... εκατόν είκοσι. —Καλά, είπε ό Φλέτσερ. θά σκεφτώ καί θά γυρίσω νά σάς πω. 5^^γήκε από τό κα­ τάστημα. Σήκωσε τούς ώμους του. Ήταν περιττό νά συνέχιση. Ό Τζέφερσον Τόντ θά εΐχε έπισκεφθή κιό­ λας δλα τα καταστήματα μετάλλι­ νων διακοσμήσεων. Πήρε τον υπόγειο σιδηρόδρομο καί, λίγα λεπτά αργότερα, έμπαινε στο διαμέρισμα δπου βρίσκονταν τα

γραφεία του νομισματολόγου Όρά. τιου Βέντερ. —Μέ ένθυμεΐσθε; είπε εύθυμα στήν ύπάλληλο του Βέντερ. Τό κορίτσι γούρλωσε τά μάτια του. —’Ά 1 Είστε εκείνος πού είχε τό πεντοδολλάριο του 1822, έκεϊνος πού... —Ναι!, τήν διέκοψε ό Βέντερ. Μπήκα στή φυλακή καί ξαναβγήκα. Εΐμαι τώρα καθαρός σάν περιστερά­ κι. Είναι μέσα τό αφεντικό ; —Ό κ. Βέντερ ; ’Όχι. Έχετε άκόμα τό πεντοδολλάριο ; — Όχι. —’Ά! Τό πουλήσατε; Σέ ποιόν; — Δέν τό πούλησα, ακριβώς. Μά... σκέφτηκα δτι θά είχε ϊσως καταλήξει στο μεταξύ στα χέρια τού κ. Βέντερ. —Πώς ; Άν δέν του τό πουλήσα­ τε, πώς τό είχε αυτός ; —Δέν ξέρω. Που είναι τώρα ; —’Έχω βγή έξω. — Αυτός ό Τάμ από τή Νεβάντα είχε αλληλογραφία μέ τόν κ. Βέντερ •—Ναι. Ό Τάμ δέν ήταν άγνω­ στός του. Έδώ καί τέσσερα χρόνια, είχε στείλει στόν κ. Βέντερ ένα δολλάριο τού 1853 καί πήρε 600 δολλά­ ρια. Μά δέν μπορώ νά καταλάβω τό ενδιαφέρον σας γιά δλα αυτά, κ. Φλέτσερ. —Ό, είναι ένα προσωπικό ζήτη­ μα. Ένας φίλος μου είναι ντέτεκτιβ... — Ό Τζέφερσον Τόντ;. —’Ά ! Σάς μίλησε ; —’Άν μου μίλησε! θέλησε νά μέ άνακρίνη σάν νά ήταν κανονικός αστυ­ νομικός I Τόν πέταξα έξω.

\

46

Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Ό Φλέτσερ αναστέ­ ναξε, καθώς προχωρούσε πρός τους άνελκυστήρες του κτιρίου. Μπροστά στους ανελκυστήρες στε­ κόταν ένας σωματώδης άντρας. ΤΗταν ό άνθρω­ πος πού ό Φλέτσερ είχε νομίσει δτι είχε άποτινάξει στό Μπάρμπιζον — Γουώλντορφχωρίς νά τό κατορθώση. Ό Φλέτσερ άκούμπησε τό δάχτυ­ λό του σ’ ένα κουμπί, μά δεν τό πί­ εσε. Περίμενε λίγο κι’ έπειτα μουρ­ μούρισε : —Χάλασαν πάλι I Και προχώρησε πρός τή σκάλα. Ό σωματώδης άντρας μπήκε στό δρό­ μο του καί του έδειξε την λαβή ενός πιστολιού στην τσέπη του. —'Ήσυχα, φίλε I —Τί I, φώναξε ό Φλέτσερ. Δεν εί­ σαι άστυνομικός ; —Όχι. Καί σε ειδοποιώ δτι άν δέν κάνης δτι σου πω, ή μαμά σου θά κλάψη I θά κατεβουμε με τον α­ νελκυστήρα, θά βγούμε έξω καί θά πάμε στην Πλατεία των Τάϊμς. Καί ξέρεις κάτι; Δε θά βγάλης κιχ από τό στόμα σου. Κατέβηκαν, βγήκαν έξω καί προ­ χώρησαν πρός μιά σειρά από ταξί. —Τό τελευταίο, φίλε!, είπε ό άν­ θρωπος πίσω από τον Φλέτσερ. Ένας άντρας ήταν κιόλας καθι­ σμένος στό πίσω μέρος τού άύτοκινήτου. Ήταν πιο μεγαλόσωμος άπό τον άλλον·. Ό Φλέτσερ ρώτησε ευ­ γενικά : — Μέ ουγχωρείτε είναι κατειλημ­ μένο τό ταξί; Ό άνθρωπος πού ήταν μέσα στό ταξί, άπλωσε τό χέρι του, άρπαξε τ*όν Φλέτσερ άπό τό γιακά καί τον τράβηξε μέσα. Κάτι σκληρό έσπρωξε τον Φλέτσερ άπό πίσω. Πριν καθήση στη μέση, μέ έναν άντρα άπό κάθε πλευρά, τό αυτοκί­ νητο έκανε λίγο πίσω καί. ξεκίνησε άπότομα. Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΦΙ­ ΛΟΦΡΟΝΗΣΕΩΝ

—Είναι δύσκολο νά ξεχωρίση κανείς έναν α­ στυνομικό... άπό έναν άλ­ λο, παρατήρησε ό Φλέ­ τσερ. — Δέν είν’ έτσι; είπε ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι. Τις προάλλες κύτταξα στήν εφημερίδα τή φω­ τογραφία ενός πού είχε σκοτώσει δυο παιδιά, τρεις άντρες καί δυο γυναίκες, Στεκόταν άνάμεσα σέ δυο αστυνομικούς καί δέν μπορούσες νά πής ποιος ήταν ό δολοφόνος, άν δέν διάβαζες άπό κάτω. ,αράτα μας μέ τις ντετεκτιβικές ιστορίες σου, Πέρσυ!, γρύλλισε ό άλλος. —Μου αρέσουν !, διαμαρτυρήθηκε ό Πέρσυ. Δέν πηγαίνω νά χάνω τά λεφτά μου στις κούρσες, σάν εσένα, Σουήντ. — ’Ά, είπε ό Φλέτσερ. Ποιο άλογο κέρδισε τήν πέμπτη κούρσα χτές ; — Ή ’Αννίτα, είπε ό Σουήντ. Έ­ χω δμως μιά καλή πληροφορία γιά τήν τρίτη κούρσα, σήμερα. — Πές μου τη, είπε ό Φλέτσερ. θά ήθελα νά παίξω μερικά δολλάρια. —’Ώ, δέν μπορείς, είπε ό Σουήντ. — Γιατί; —Γιατί, εΐπε ό Πέρσυ, θά σέ δεί­ ρουμε πολύ καί μπορεί νά μήν έχης όρεξι έπειτα νά παίξης στις κούρσες. Τό αυτοκίνητο μπήκε στή 10η Όδό. Ό Πέρσυ πρόσθεσε : — Είναι ή δουλειά μας αύτή, ξέ­ ρεις. Ένας χτίστης ή ένας ξυλουρ­ γός πληρώνονται γιά νά κάνουν μιά δουλειά. Τό ίδιο καί μέ μάς. Δέρ­ νουμε ανθρώπους γιά τόσο τό κεφά­ λι. Καταλαβαίνεις; —Καταλαβαίνω I, φώναξε ό Φλέ­ τσερ. Ακούστε... είναι μυστικό τό πόσα θά πάρετε γιά... χμ... γιά νά μέ δείρετε ; —Όχι, καθόλου. Γιά ένα καλό ξύλο παίρνουμε συνήθως διακόσια 47


Κι* έτριξε δόντια.

άπαίσια

τά

δικά του

Η «Λέσχη» τοϋ Πάντυ Μπάουλερ δεν ήταν παρά ένα μπαρ. Ό Φλέτσερ μπήκε πρώτος. Ό Σουήντ στεκόταν μ ιτροστά στόν μπάγ­ κο. Χαμογέλασε ήλίθια όταν είδετόν Φλέτσερ. — Γειά σου, ψιλέ! —Γιά σου, Σουήντ. Που είναι ό Πέρσυ ; —Δέν είναι εδώ. Χμ... δεν είσαι θυμωμένος, έ ; —Αυτός είναι ό ένας, Τζόννυ ; ρώ­ τησε ό Σάμ Κράγκ. Ό Σουήντ ξεμάκρυνε άπό τον μπάγκο. 7Ηταν δέκα πόντους πιό ψηλός άπό τον Σάμ Κράγκ καί είκο­ σι τουλάχιστον λίτρες πιό βαρύς. "Εγλειψε τά χείλη του καί κύτταξε άγρια τον Σάμ. Ό Σάμ Γράγκ χαμογέλασε ψιλι­ κά. έκανε μιά κίνησι μέ τό αριστερό χέρι, σάν νά ήθελε νά τον χτυπήση μ’ αύτό, καί την επόμενη στιγμή ή δεξιά γροθιά του έγκρηγνυόταν βροντερά επάνω στό σαγόνι τοϋ Σουήντ. Ό Σουήντ πήγε τρία μέτρα πίσω, χτύπησε επάνω σ’ ένα τραπέζι τοϋ μπιλιάρδου κΓ έγειρε πίσω επάνω άπό τό τραπέζι. Κατάψερε νά συγκρατηθή κι* έγειρε προς τά εμπρός πάλι. Τό σαγόνι του συνάντησε τη γροθιά τοϋ Σάμ Κράγκ πού ερχόταν εναντίον του σάν ταϋρος.

Αύτή τή ψορά, ό Σουήντ ξαπλώ­ θηκε μέ βρόντο επάνω στό τραπέζι τοϋ μπιλιάρδου. Τά πόδια του τι­ νάχτηκαν, ψηλά καί παραλίγο νά κλωτσήσουν τον Σάμ. Ό Σάμ. Γράγκ γύρισε στόν Φλέ­ τσερ. — Ποΰ εΐναι ό άλλος ; — Ό άλλος είναι πολύ μικρός γιά σένα, Σάμ ! Τον κανόνισα εγώ. Πάμε! Βγήκαν άπό τή «Λέσχη» τοϋ Πάν­ τυ Μπάουλερ. Ό Κράγκ είχε έρθει στό κέψι. —’Έχω όρεξι γιά λίγη γυμναστι­ κή. Ποΰ είναι ό άλλος ; —Ξέρεις, Σάμ ; είπε ό Φλέτσερ. θά κάνης ένα μικρό ταξίδι ώς τό σπίτι τοϋ Ούΐνσλοου, στό Στέρλιγκ Ρίτζ. Τό χαμόγελο τοϋ Σάμ χάθηκε. —’Ώ, δέν ύπάρχουν άνθρωποι γιά νά παίξη κανείς ξύλο έκεϊ ! -Δέν- μπορεί νά ξέρη κανείς. Α­ λήθεια, τί έμαθες ; —Γιά τις αρκούδες; Ναι, βρήκα τό μέρος. Κάποιος Τίμ Κοβάνεϋ. "Ε­ κανε μιάν άρκούδα χτές. —Ποιος άγόρασε· τήν άρκούδα ; — Ό ίδιος ό Ούΐνσλοου. —Διάβολε!. ψώναξε ό Φλέτσερ. Τό εΐχα ψανταστή αύτό. θά πας στό κτήμα του καί... θά σηκώσης τις τρεις άρκοΰδες. —θά... σηκώσω τις τρεις αρκού­ δες ! Διάβολε, γιατί ; — θά σοϋ πώ άργότερα. ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ

ΓΥΑΛΙΝΗΣ

ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗΣ

δημοσιεύεται στό επόμενο τεϋχος τής «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ» μέ τον τίτλο :

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕ­ ΤΡΟ ΚΓ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

I

Ό Τζόννυ Φλέτσερ λύνει, ,στό δεύτερο αύτό μέρος, τό μυστήριο τοϋ χρυσοϋ πεντοδολλάριου καί άνακαλύπτει έναν άπίστευτο θη­ σαυρό, γιά... νά μείνη στό τέλος άπένταρος 1

Διευθύνσεις: Διευθυντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λεωψ. Θησέως 323 —= Προϊστάμενος Τυπογραψείου : Χρήστος Καρύδης, Δαψνομήλη 36 =—



Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ... μέσα στα πολυτελή σαλόνια καί τά αρωματισμένα μπουν­ τουάρ τής υψηλής αριστοκρα­ τίας ! Τί είναι αύτό πού κάνει τις όμορφες κυρίες να ριγούν άπό τρόμο καί φρίκη; Τί είναι αύτό πού χαρίζει άδυ„ σώπητα τό θάνατο; Τί είναι:

Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Δρχ. 2.000

ψ


(

,£?■&*-0Β ^ρ®· 'ί

Γ ' Ι ''ΜΗί#λ' «Ηί,β*^Β μ^Β

■ ■

.|

·

Α ί ΓΟ>Ά '2 ■ν

·

ΐ^^Γβ.Ι

Λ



ΕΒΔΟΜ ΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΓ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ΥΠΟ

ΓΟΥΕΤΜΑΝ

ΤΖΟΝΣ

(Μετάφρασις Σ.Α.)

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. Τά παρελθόντα τεύχη πωλοϋνται εις τα Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΠΥΤΟ της «Νυχτερίδας» εΐναΙ τό δεύτερο μέρος τοϋ Τεύχους 4, πού έχει τον τίτλο «Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ» ΣΤΟ

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΙ' ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ό Τζόννυ Φλέτσερ προσπαθεί νά λύση τό αίνιγμα δυό θα­ νάτων καί ανακαλύπτει έναν απίστευτο θησαυρό κΓ έναν πα­ γερό δολοφόνο 1

ΣΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ

ΤΕΥΧΟΣ

"Ενας ίπποτικός Ρόμπιν Χούντ των μεγαλουπόλεων, ό Νόρ­ μαν Κόνκουεστ, αναλαμβάνει νά τιμωρήση τρεις ύπουλους εγκληματίες, πού δεν μπορεί νά τιμωρήση ό Νόμος !

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ Είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα μέ γοητευτική πλοκή, ήρωϊσμό καί περιφρόνησι προς τον θάνατο, περιπέτεια καί μυστήριο !

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΙΔΕΡΕΝΙΕΣ ΗΡΚΟΥΔΕΣ Ή ώρα ήταν 5.29, δταν ό Τζόννυ Φλέτσερ βγήκε από ένα ταξί μπρο­ στά στό θέατρο Πλάτσα. Εκείνη τή στιγμή, ή Τζάνετ Σπής έβγαινε από τήν πόρτα του θεάτρου. —Είμαι στην ώρα !, φώναξε αυτός. —Ναι I Αναρωτιόμουν άν< θά ερ­ χόσαστε. — Γιατί όχι ; Ό Φλέτσερ κρατεί πάντα τά ραντεβού του, εκτός όταν... τον ρίχνουν στή φυλακή. Τό κορίτσι είδε τό στραπατσαρισμένο πρόσωπό του. —Τί πάθατε; Ό Φλέτσερ μόρφασε. —Σάς αρέσει; Τάβαλα μέ κάποιον μεγαλύτερο μου. —Καί δέν μπορούσατε νά τον πείσετέ μέ λόγια ;

—Δέν μπορούσα νά μιλήσω γιατί μέ χτύπησε στό στόμα. 'Η Τζάνετ χαμογέλασε. —θά σάς γίνη .τουλάχιστον μά­ θημα αυτό ; — Όχι καί τόσο. ’Άλλωστε ό άν­ θρωπος πού μέ χτύπησε εΐναι τώρα σέ χειρότερη κατάστασι. Ακούστε ό­ μως. ’Έτσι όπως είναι ή φάτσα μου, δέν μπορούμε νά πάμε σέ πολύ μον­ τέρνο κέντρο. Τί θά λέγατε γιά τήν τραπεζαρία τού Ξενοδοχείου τής 45ης Όδοΰ ; * * Στό ξενοδοχείο αυτό καί στό δω­ μάτιο τού Φλέτσερ βρέθηκε δολοφο­ νημένος ό χρυσωρύχος Μπίλλυ Τάμ μ’ ένα παλιό νόμισμα αξίας 10.000 δολλαρίων στό χέρι του. (’Ίδε τό


Ή Τζάνετ άνασκίρτησε. "Επειτα χαμογέλασε. —Μερικές φορές δεν μπορώ νά καταλάβω πότε άστειεύεστε και πότε μιλάτε σοβαρά. —Μήπως ξέρω κι’ έγώ ό ίδιος; ’Άς εΐναι. Πάμε στου Τζάκ Ντέμπσεϋ! θά νομίσουν πώς είμαι πυγμάχος. — "Εχω μιά πιο καλή ιδέα. Είμαι κουρασμένη. Γιατί νά μή δειπνήσου­ με στό δωμάτιό μου, στό ξενοδοχείο Κέσλερ ’Άρμς ; —Πήγαμε... Ταξί I Τό Κέσλερ "Αρμς ήταν ενα πο­ λυτελές ξενοδοχείο. Ό Φλέτσερ σφύ­ ριξε δταν μπήκε στό διαμέρισμα τής Τζάνετ. — Ό Ντέντον Φρήμαν· θά σάς έ­ δωσε μεγάλη προκαταβολή I, είπε. Τό κορίτσι προχώρησε πρός τήν κρεββατοκάμαρα. — Υπάρχει ένα μενού επάνω στό τραπέζι. Δίνετε παραγγελία εσείς; Στό μεταξύ εγώ θά φορέσω κάτι πιό αναπαυτικό. "Εκλεισε τήν πόρτα τής κρεββατοκάμαρας κΓ ό Φλέτσερ έσκυψε στό μενού. Μά μόνο γιά μιά στιγμή. "Ε­ πειτα βάδισε αθόρυβα πρός τήν πόρ­ τα τής Ιματιοθήκης καί τήν άνοιξε. ’Έρριξε μιά ματιά στα φορέματα πού κρέμονταν εκεί. "Επειτα έκλεισε τήν πόρτα καί ξαναγύρισε στό μενού. 3Ξπειτα από λίγα λεπτά, σήκωσε τό άκουστικό καί παρήγγειλε ένα γεύμα με δυο σερβί­ τσια στην τραπεζαρία του ξενοδο­ χείου. Ή Τζάνετ βγήκε άπό τήν κρεββατο­ κάμαρα. ΕΓχε βουρτσίσει τά μαλλιά της καί φορούσε μιά ρόδινη ρόμπα. —"Οχι άσχημη 1, είπε ό Φλέτσερ σιγανά. Τό γκαρσόνι χτύπησε στήν πόρτα. Μπήκε, άκούμπησε έναν δίσκο επάνω στό τραπέζι καί βγήκε πάλι. Κάθησαν κΓ έφαγαν κουβεντιάζον­ τας εύθυμα. "Οταν τελείωσαν καί ά­ ναψαν τσιγάρο, ό Φλέτσερ ρώτησε: — Πού τά βρήκατε τά λεφτά; πρώτο μέρος τού βιβλίου στό περα­ σμένο τεύχος τής «Νυχτερίδας μέ τον τίτλο «Ή Γυάλινη Νεκροκεφαλή»). 6

Αύτή τόν κύτταξε ξαφνιασμένη : — Ποιά λεφτά ; —Γιά δλ’ αύτά. Σπουδαίο ξενο­ δοχείο. Γεύματα πρώτης τάξεως... Έδώ καί δυό μόνο μέρες ήσαστε άπένταρη καί χρωστούσατε είκοσι πέντε ημερών νοίκια στό Ξενοδοχείο τής 45ης Όδού. — θά μού χαλάσετε τή βραδυά. Είναι ανάγκη νά κάνετε τέτοιες ερω­ τήσεις ; — "Οχι. Ρωτώ απλώς άπό περιέρ­ γεια. Πού βρήκατε τά λεπτά ; —Ό πατέρας μου δεν εΐναι πολύ φτωχός, ξέρετε είπε, ή Τζάνετ. —Τά φτιάξατε μαζί του ; —"Οχι. Γιά νά πώ τήν αλήθεια, εΐχα χρήματα. Μόνο πού δέν ήθελα νά τήν αγγίξω. ΤΗταν μιά μικρή κλη­ ρονομιά άπό τήν μητέρα μου. Είχα τήν άνοησία νά πιστεύω δτι θά μπο­ ρούσα νά τά βγάλω πέρα μόνη μου στή νέα ζωή πού είχα διαλέξει. Μά δέν μπόρεσα νά συνεχίσω. Ό Φλέτσερ ήξερε δτι τό κορίτσι έλεγε ψέματα, μά προτίμησε νά άλλάξη θέμα. Σκέφτηκε μόνο : «Κάποιος πλήρωσε πέντε ή δέκα χιλιάδες δολλάρια γιά νά πάρη ή Τζάνετ τή θέσι εκείνη στό έργο τού Φρήμαν». — Ό ψηλόλιγνος ντέτεκτιβ, ρώτη­ σε, δε σάς βρήκε άκόμα ; — Ποιός ντέτεκτιβ; Δέν ήξερα δτι έψαχνε νά μέ βρή κανένας. — "Ω, βέβαια. Σάς μίλησα γΓ αυ­ τόν. Ό πατέρας σας έβαλε κάποιον νά σάς βρή. Λέγεται Τζέφερσον Τόντ. θά σάς βρή σύντομα. Τά λόγια του ήσαν προφητικά. Τό τηλέφωνο κουδούνισε. Ό Φλέτσερ σήκωσε τό άκουστικό. —Κάποιος κ. Τόντ, είπε ό τηλε­ φωνητής, θέλει νά δή τήν Μις Σπής. Ό Φλέτσερ έδωσε τό άκουστικό στήν Τζάνετ. —Κατά φωνή κΓ ό γάιδαρος. Πέ­ στε του νάρθή επάνω, θά γελάσουμε. ϊ·

Τζάνετ δάγκωσε τά χείλη της καί είπε στό τηλέφωνο: —Τού λέτε νά έρθη επάνω,, σάς παρακαλώ ; Ό Φλέτσερ άδεισε τήν κούπα τού καφέ του καί εΐπε: —θά κρυφτώ. Καθυστερήστε τον ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


για μερικές στιγμές κι* έπειτα θά βγω ξαφνικά, θά γελάσουμε. —Κρυφτήτε στην Ιματιοθήκη, είπε ή Τζάνετ. Μά ό Φλέτσερ έμπαινε κιόλας στήν κρεββατοκάμαρα. "Εκλεισε τήν πόρ­ τα πίσω του, έστησε τό αυτί του γιά μιά στιγμή κι’ έπειτα έψαξε γοργά τό δωμάτιο. Μέσα σ’ ένα συρτάρι ενός μικροϋ κομοδίνο!) βρήκε ένα βιβλιάριο επι­ ταγών. Τό άνοιξε καί τά μάτια του έλαμψαν. Ή κατάθεσις είχε γίνει δυό μέρες πριν... μέ 5.000 δολλάρια I "Εβαλε πάλι τό βιβλιάριο στη θέσι του και προχώρησε αθόρυβα πρός τήν πόρτα, "Ακούσε τη φωνή του Τζέφερσον Τόντ: — Είστε ή Μις Πόλσον, δεν εΐν’ έτσι; — Λάθος, απάντησε ή Τζάνετ. Λέ­ γομαι Τζάνετ Σπής. Πάντως περάστε μέσα νά συζητήσουμε τήν ύπόθεσι. Ακολούθησε μιά μικρή σιωπή. "Ε­ πειτα ό Τόντ είπε: —"Εχετε συντροφιά; Ό Φλέτσερ άνοιξε τήν πόρτα. —Γειά σου, Τζέφερσον! Τό κάτω σαγόνι του Τζέφερσον Τόντ κρεμάστηκε. Τό μήλο του του Άδάμ άνεβοκατέβηκε στό μακρύ λαι­ μό του. —Φλέτσερ!, φώναξε. Πώς διάβολο... —Τήν έπαθες πάλι, Τζέφ, είπε εύ­ θυμα ό Φλέτσερ. Βρήκα τήν Μις Πόλ­ σον πρώτος. Ό Τόντ έκανε μιά τρομακτική προ“ απάθεια νά άνακτήση τήν αυτοκυ­ ριαρχία του, μά δεν τό κατώρθωσε εντελώς. — Χμ, Μις Πόλσον, ό πατέρας σας ανησυχεί πολύ γιά σάς. —Καταλαβαίνω. "Οταν ήμουν σπί­ τι, δεν ήξερε κάν άν υπάρχω στόν κόσμο. — "Α, δεν ξέρετε πώς αισθάνεται ένας πατέρας, Μις Πόλσον... —Πέστε της, Τζέφ. Είστε πατέρας. Ό Τόντ μόρφασε. Αρλούμπες I Ξέρεις καλά πώς δεν εΐμαι πατρεμένος. —Μπορεί νά είσαι πατέρας, χωρίς νά είσαι παντρεμένος. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

— "Ησυχα, τζέντλεμεν!, έπενέβη ή Τζάνετ. —Πώς πάνε οί.,.άρκοϋδες, Τζέφερ­ σον ; ρώτησε ό Φλέτσερ. —Ή ύπόθεσις αυτή πήρε τέλος, είπε ό Τόντ. Μις Πόλσον, θά γυρί­ σετε σπίτι τώρα ; —Γιατί; * Απλώς επειδή μέ βρή­ κατε ; —Μά ό πατέρας σας... —Εΐμαι είκοσι ενός έτους. —Μέ λίγα λόγια, Τζέφ, είπε ό Φλέτσερ, τό κορίτσι θέλει νά πή : άδειασέ μας τη γωνιά. Τά μάτια τού Τόντ άστραψαν. — Καλά, Φλέτσερ, κέρδισες μά θά τά ξαναπούμε. "Οσο γιά σάς, Μις Πόλσον, θά κάνω αναφορά στόν ποίτέρα σας. —Μην τό κάνετε αύτό !, έκάγχασε τό κορίτσι, θά μέ κάνετε νά χάσω τον ύπνο μου!

Ο

Τόντ βγήκε έξω Τά χείλη τής Τζάνετ σφίχτηκαν. — Τώρα...άρχισε. Μά σταμάτησε. Τό τηλέφωνο κου­ δούνισε. Ή Τζάνετ σήκωσε τό ακου­ στικό. — Εμπρός !, είπε. Τό μέτωπό της ρυτιδώθηκε. —ΤΕ.τώρα; Τά δάχτυλά της έσφιξαν μέ δύναμι τό άκουστικό καί τά άσπρα δον­ τάκια της δάγκωσαν τό κάτω χείλι της. —Καλά.,.θάρθω. Κρέμασε τό άκουστικό καί εΐπε μέσα από τά σφιγμένα δόντια της. —Δυστυχώς, πρέπει νά βγώ. Μιά έκτακτη πρόβα απόψε... Ό Φλέτσερ κατέβηκε στόν προθά­ λαμο του ξενοδοχείου, χωρίς νά εί­ ναι βέβαιος άν τό κορίτσι τού είχε πή αλήθεια ή ψέματα. Τότε είδε τόν Ντέτεκτιβ Φόξ νά προσπαθή νά κρυφτή πίσω άπό μιάν εφημερίδα. Πήγε κοντά καί παραμέ­ ρισε τήν εφημερίδα. —"Εβγα πίσω άπό τό προπέτασμά σου, Φόξι! Ό Φόξ έκανε τόν άνήξίερο* —"Ω, γειά σου, Φλέτσερ I —Φαίνεται πώς έγινα άπρόσεκτος. Πότε μέ πήρες άπό πίσω; —"Ω, πήρα άπό πίσω τό φίλο σου. 7


—Ναί, εΓπε ό Φλέτσερ. Είχα ξε­ χώσει πώς ήσουν μαζί του δλη μέρα. Τότε μας είδες στή Λέσχη του Πάντυ Μπάουλερ ; —Ναί. "Ημουν κοντά στην πόρτα, όταν ό Σάμ κανόνισε εκείνον τον κρεμανταλά. Σέ είχε χτυπήσει ; —"Οχι. Δοκίμασα άπλώς να σπά­ σω τη γροθιά του με τό σαγόνι μου. — Είναι καλό κουμάσι. Λέγεται Σουήντ Μπιόρκλουντ. ΤΗταν άλλοτε πυγμάχος. "Εχει έναν φίλο πού λέγε­ ται Πέρσυ Σάνης. —Τόν γνώρισα κι5 αυτόν, είπε ό Φλέτσερ. Σπουδαίο παιδί. Μου είπε πώς δεν του άρέσουν οί αστυνομικοί.

πρός τό Σέντραλ Πάρκ, τό διέσχισε, πέρασε στήν 5η καί στήν 86η Όδό, έπειτα γύρισε πρός τήν 44η καί εκεί έστριψε πρός τό σταθμό. Ό Τζόννυ Φλέτσερ πήδησε έξω καί πλήρωσε, Μπαίνοντας στό σταθ­ μό, κύτταξε πίσω. Ό ντέτεκτιβ Φόξ καβγάδιζε ζωηρά μέ τό σωφέρ του/ Ό Τζόννυ μπήκε, άγόρασε ένα ει­ σιτήριο γιά τό Στέρλιγκ Ρίτζ καί έρριξε μια ματιά στά δρομολόγια. "Ε­ να τοπικό τραίνο ξεκινούσε σ’ έξη λεπτά. "Οταν τό τραίνο ξεκίνησε, ό Ντέτεκτιβ Φόξ δέν είχε κάν μπή στό σταθμό.

<%1ρ^υσικά δεν του ά­ ρέσουν, μουρμούρισε ό Φόξ. Τόν έ­ χουμε κουβαλήσει άρκετές φορές μέσα. Κι* έτριψε τόν δεξιά του γροθιά μέ τήν άριστερή παλάμη του. —Είμαι κουρασμένος, Φόξι, είπε ό Φλέτσερ, καί δεν σκοπεύω νά σου κά­ νω συντροφιά απόψε. Ποιά είναι τά σχέδιά σου γιά τό βράδυ αυτό ; — Αύτό έξαρτάται άπό σένα. Φυ­ σικά, πρέπει νά σέ παρακολουθήσω. —"Οπου κΤ άν πάω ; —"Οπου κΤ άς πας. — Πώς τά πας άπό λεφτά ; —"Οχι καί τόσο καλά. Μου κό­ στισε ένα σωρό λεφτά ή παρακολούθησι του φίλου σου όλη μέρα μέ τα­ ξί ! Μοϋ έχουν μείνει μόνο εβδομήν­ τα πέντε σέντς. Μη νομίσης όμως ότι μπορείς νά μέ δωροδοκήσης. —Δεν εννοώ αύτό, είπε ό Τζόννυ. "Ηθελα μόνο νά βεβαιωθώ άν θά μπο­ ρούσες νά μέ παρακολουθήσης. Γειά σου, Φόξι, παλιόφιλε, θά σέ ξαναδώ αύριο. —Έ 1, φώναξε ό Ντέτεκτιβ Φόξ. Που πας ; Μά ό Τζόννυ Φλέτσερ έβγαινε κιό­ λας άπό τό ξενοδοχείο μέ μεγάλα βήματα. "Οταν βρέθηκε έξω, χώθηκε στό πρώτο αύτοκίνητο πού βρήκε καί είπε : —Στόν Κεντρικό Σταθμό Σιδηρο­ δρόμων ! Καί πήγαινε άπό τόν πιο μακρύ δρόμο. Κάνε νά κοστίση ή δι­ αδρομή καμμιά ογδονταριά σέντς. Κύτταξε πίσω καί χαμογέλασε. Ό Φόξ έμπαινε σ’ ένα άλλο ταξί. Τό ταξί του Φλέτσερ προχώρησε

Πλησίαζαν οί ο­ κτώ, όταν ό Τζόννυ Φλέτσερ βγήκε άπό τό τραίνο, στό σταθμό του Στέρλιγκ Ρίτζ. Βάδιζε πρός τη σειρά τών ταξί, όταν μιά εγκάρδια φωνή του είπε : —Κύριε Φλέτσερ ! Τί γυρεύετε ε­ δώ πέρα ; ΤΗταν ό Τζών Χόλτερμαν. — Χαίρετε, κ. Χόλτερμαν, είπε ό Τζόννυ. Πηγαίνω νά δώ τόν κ. Ούϊνσλοου. θέλετε νά συνταξιδέψουμε; — Ευχαριστώ. Έπρόκειτο νά τηλε­ φωνήσω στόν σωφέρ νάρθή νά μέ πάρη. Ευχαρίστως όμως θά συνταξί­ δευα μαζί σας. Μπήκαν στό ταξί κΓ ό Τζόννυ είπε στόν σωφέρ νά τούς όδηγήση στό κτήμα του Ούΐνσλοου. "Επειτα, άκούμπησε αναπαυτικά στά μαξιλά­ ρια καί κύτταξε λοξά τόν Χόλτερμαν. —Σάς είπε ό κ. Ούΐνσλοου γιά τή σιδερένια αρκούδα ; ρώτησε. Ό Χόλτερμαν κούνησε τό κεφάλι του. — Ναί I Φαίνεται ότι μερικοί φίλοι τής Μπέττυ του σκάρωσαν μιά φάρ­ σα, νομίζω όμως ότι ό Ούώλτερ είπε πώς ή αρκούδα ξαναγύρισε καί πώς θεώρησε τό επεισόδιο λήξαν. — Σωστά, είπε ό Φλέτσερ. Μά ή ιστορία αυτή μέ έχει παραξενέψει. Παράξενη φάρσα νά σηκώση κανείς ένα τόσο βαρύ πράγμα. Ό Χόλτερμαν άνασήκωσε τούς ώ­ μους του. —"Οταν ήμουν μικρός κουβάλησα μαζί μέ μερικούς φίλους μου ένα ο­ λόκληρο άρχαίο κανόνι στήν ταράτσα

8

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ενός σπιτιού, είπε. Ή δουλειά ήταν πολύ δύσκολη, μά επειδή έπρόκειτο για φάρσα δεν μάς ένοιαξε. Τό ταξί σταμάτησε μπροστά στην έξώθυρα του κτήματος τοϋ Ούΐνσλοου. Όταν ό θυρωρός είδε τόν Χολτερμαν μέσα στό ταξί, άνοιξε την πόρτα καί τό αυτοκίνητο προχώρησε ώς τό σπίτι. Κάποια δεξίωσις βρισκόταν πάλι έκεϊ στό φόρτε της. Ό Χόλτερμαν βγήι<ιε από τό ταξί καί απομακρύνθη­ κε προς τό σπίτι. Ό Τζόννυ γρύλλισε—βλαστημώντας κάτω άπό τά δόν­ τια του την τσιγκουνιά μερικών πλου­ σίων—καί πλήρωσε τόν σωφέρ. 'Όταν γύρισε πρός τό σπίτι, ό Σάμ Κράγκ ρίχτηκε επάνω του μέ μιά μικρούλα κοκκινομάλλα ξοπίσω του. Φαινόταν πιωμένος. —Τζόννυ I, φώναξε μέ χαρά. — Που είναι ό κ. Ούΐνσλοου ; ρώ­ τησε ό Φλέτσερ. Στό σπίτι; —Δεν τόν είδα. Ό Πόλσον, πού φτιάνει τά φάρμακα γιά τις κότες είναι εδώ. Τό κορίτσι μέ τά κόκκινα μαλλιά έπιασε τόν Σάμ Κράμ άπό τό μπρά­ τσο καί γουργούρισε ; — Σαμούλη !(] —Σαμούλη !, έκάγχασε .ό Τζόννυ καί ξεμάκρυνε

Ο

Τόντ Ταίϋλορ βγήκε άπό τη βεράντα. —Φλέτσερ!, εΐπε ψυχρά, Τί γυ­ ρεύετε εδώ ; — ΤΗρθα νά δώ την Μπέττυ Οΐνσλοου. Μου άρέσει. Έχετε αντιρρή­ σεις ; Τά μάτια του Ταίϋλορ σπίθισαν καί οί μεγάλοι ώμοι του ανασάλε­ ψαν. — Έχω ! ΚΤ αν θέλετε νά πάμε μιά στιγμή ώς τούς στάβλους, θά σάς πώ τις άντιρρήσεις μου I —Καμμιάν άλλη φορά νεαρέ μου, καμμιάν άλλη φορά... Χαίρετε, Μις Ουΐνσλοου. Ή Μπέττυ Ουΐνσλοου βγήκε άπό τήν βεράντα. Είδε τό συνωφρυωμένο πρόσωπο τοϋ Ταίϋλορ καί χαμογέ­ λασε ναζιάρικα στον Τζόννυ. — Καλησπέρα σας, κ. Φλέτσερ, είπε μέ ενθουσιασμό. Χάρηκα πού ξανάρθατε. Ό φίλος σας,ό κ. Κράγκ, ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

μάς διηγήθηκε πολύ ενδιαφέροντα ανέκδοτα γιά σάς. —Είναι όλα ψέματα, Μις Ούΐνσλοου, είπε ό Τζόννυ. Είναι ό πα­ τέρας σας σπίτι ; —’Ώ, όχι. Δέν έπέστρεψε άκόμα. Σάς περίμενε ; —Όχι άκριβώς. Μοϋ άνέθεσε α­ πλώς μιάν άποστολή καί ήθελα νά τοϋ κάνω μιάν αναφορά. Μοϋ είπαν ότι ό κ. Πόλσον είναι εδώ. —Ό νομισματοσυλλέκτης ; Ναι, εί­ ναι στή βιβλιοθήκη. — Μπορώνάπεράσω μέσανά τόν δώ; Ή Μπέττυ κύτταξε λοξά τόν Ταί­ ϋλορ. — Ναι, άν γυρίσετε κοντά μου σύν­ τομα. Ό Φλέτρερ μπήκε στό σπ>τι καί βρήκε στή βιβλιοθήκη τόν Τ'ζών Χόλ­ τερμαν μαζί μέ τόν Πόλσον. Ό τε­ λευταίος φώναξε μόλις τόν είδε : —Νά ό άνθρωπος πού ζητοΰσα ! Αυτή ή ανοησία έχει παρατραβηχτή. Είναι δικό σας τό χρυσό πεντοδολλάριο ή ενεργούσατε ώς άντιπρόσωπος τοϋ Ουΐνσλοου ; Ό Φλέτσερ σήκωσε τά φρύδια του. —Ούτε δικό μου ήταν ούτε ένεργοΰσα ώς άντιπρόσωπος τοϋ Ούΐνσλοου. —Τότε σέ ποιόν άνήκει τό νόμι­ σμα ; μούγγρισε ό Πόλσον. Στον Βέντερ, στόν Τάμ, στόν Ουΐνσλοου ή σέ σάς ; Πόσοι είναι οί ιδιοκτήτες ; "Ε­ νας, δυό... τρεις ; —"Ενας, εΐπε ό Τζόννυ. "Οσο γιά τό ποιος είναι αυτός, έξαρτάται άπό τό ποιος τό έχει τώρα. ------ Τ' ; Δέν τό έχετε πιά ! — ’Όχ. Τό έρριξα κατά λάθος μέ­ σα σ’ ένα τηλεφωνικό κουτί. Τά μάτια τοϋ Πόλ­ σχεδόν άπό τις κόγχες

σον βγήκαν τους. —Τό ρίξατε μέσα σ’ ένα τηλεφω­ νικό κουτί ; μούγγρισε. "Ενα νόμισμα άξίας δέκα χιλιάδων δολλαρίων! Βλάκα... —’Ώ, έκανε ό Τζόννυ. Δέν είμαι πάντα τόσο βλάκας. Είμαι μάλλον έξυπνος σέ μ·ερικά πράγματα. Στό νά βρίσκω χαμένους άνθρώπους, π.χ., κύριε Πόλσον. Αναθέσατε σ’ έναν ακριβό ιδιωτικό ντέτεκτιβ νά βρή τήν κόρη σας, μά τήν βρήκα εγώ. 9


— ί.,ς ερατε τι έψαχνα να βρω τήν κόρη μου *, ρώτησε άπότομα ό Πόλσον. — Ό ντέτεκτίβ σας μου τό είπε. Δεν είναι πολύ καλός ντέτεκτίβ, ξέρετε κ. Πόλσον. Μιλάει πάρα πολύ. Ό Τζών Χόλτερμαν έκάγχασε, μολονότι ό Φλέτσερ δέν μπόρεσε νά καταλάβη γιατί. Συνέχισε : —Μά δέν ένδιαφέρεστε νά μάθετε που είναι ή κόρη σας, κ. Πόλσον ; —Βεβαίως, πού είναι ; —Στη Νέα Ύόρκη. ’Άν διαβάσετε τή θεατρική σελίδα των εφημερίδων, θά μάθετε που είναι. Χρησιμοποιεί τό ψευδώνυμο Τζάνετ Σπής. Ό Πόλσον έξησε τό σαγόνι του. —Είναι νό όνομα τής μητέρας της, είπε. 'Ώστε βγήκε στό θέατρο, έ; Χμ... Ό Φλέτσερ γύρισε στον Χόλτερ­ μαν. — Είπατε ότι ό κ. Ούΐνσλοου έ­ φυγε γιά εδώ πριν από σάς ; — Όχι. Έφυγα από τό γραφείο πριν απ’ αύτόν. Φαντάστηκα πώς θά εΐχε έρθει εδώ γιατί δέν άνέφερε πώς θά έμενε στη Νέα Ύόρκη. Γιατί νά καθυστέρησε άραγε ; Ό Πόλσον μόρφασε σκυθρωπά, έ­ ξησε πάλι τό σαγόνι του κΓ έπειτα βγήκε απ’ τή βιβλιοθήκη χωρίς νά προφέρη λέξι. Ό Τζόννυ προχώρησε κΓ αυτός πρός τήν πόρτα μέ τόν Χόλτερμαν ξοπίσω του. —Τί τό κάνατε τό χρυσό πεντοδολλάριο, Φλέτσερ; ρώτησε ό Χόλ­ τερμαν. — Αυτό πού είπα. Τό έρριξα μέσα σ’ ένα τηλεφωνικό κουτί. Σέ σάς θά προσθέσω, έμπιστευτικώς, ότι ή α­ στυνομία ήταν έτοιμη νά μέ πιάση καί τό χρυσό νόμισμα θά μ’έβαζε σέ δύσκολη θέσι. ’Έτσι... Ό Χόλτερμαν σφύριξε. —Τότε ή τηλεφωνική εταιρία πήρε μιά εξαιρετικά πολύτιμη πεντάρα I —Όχι. Τό πιο παράξενο ’σ' όλα αυτά είναι ότι ό υπάλληλος πού α­ δέιασε τό τηλεφωνικό εκείνο κουτί ληστεύτηκε. Του πήραν τις πεντάρες καί μαζί τους, φυσικά, καί τό νόμι­ σμα. Τί ώραϊα, έ; "I*ά μάτια του Χόλ­ τερμαν άνοιξαν διάπλατα κι’ έπειτα μισόκλεισαν. 10

—Νομίζω ότι παίζετε μαζί μου Γ είπε καχύποπτα. Ό Τζόννυ Φλέτσερ άνοιξε τήν πόρτα τής βεράντας καί τράκαρε ε­ πάνω στόν Τόντ Ταίϋλορ, πού έμπαι­ νε κατακόκκινος κρατώντας τήν Μπέττυ Ούΐνσλοου. — Οί δυνάμεις σας είναι πάντα ακμαίες, κ. Ταίϋλορ ; ρώτησε ό Τζόν­ νυ εύθυμα. — Ναι!, γρύλλισε ό Ταίϋλορ. ΚΓ έχω μεγάλη όρεξι νά... —Περίφημα ! Είχα ένα στοίχημα μέ τόν φίλο μου, τόν Σάμ Κράγκ. Ό Σάμ είναι πολύ δυνατός, ξέρετε. Εί­ πε πώς θά κατώρθωνε νά σηκώση τή μεγάλη αρκούδα πού είναι στημένη στό λειβάδι. Νομίζετε πώς θά μπο­ ρούσατε νά τήν σηκώσετε, κ. Ταίϋ­ λορ, μ’ ένα μικρό στοίχημα ; —Γιά χίλια δολλάρια, ναι. Έχετε χίλια δολλάρια; —Όχι. Στοιχηματίζω όμως μισό δολλάριο ότι... —Δέν ένδιαφέρομαι, φώναξε ό Ταίϋλορ καί άπομακρύνθηκε. „ Ή Μπέττυ Ούΐνσλοου γέλασε. — Κύριε Φλέτσερ, πρέπει νά σάς ζητήσω συγγνώμη γιά λογαριασμό του. Φαίνεται ότι δέν σάς συμπαθεί πολύ. Τό πρόσωπο του . Τζόννυ συσπάστηκε άπό λύπη. —Τί κρίμα!, μουρμούρισε. Δέ θά κοιμηθώ 'απόψε. Πέστε μου όμως, Μις Ούΐνσλοου, ποιο εΐναι τό όνομα ε­ κείνης εκεί τής κοκκινομάλλας, πού είναι κολλημένη επάνω στό φίλο μου ; —Λιούσυ Τόμκινς. Τής άρέσουν οί μεγαλόσωμοι καί δυνατοί άντρες. — Ασκεί άσχημη έπίδρασι επάνω στόν Σάμ. Κυ*ττάξτε τον : δέν μπορεί καλά-καλά νά σταθή στά πόδια του. Νομίζω πώς πρέπει νά τόν πάω σπίτι.

Ο

4

Σάμ Κράγκ έλε­ γε στή Λιούσυ Τόμκινς: —Έτσι οί τέσσερις εκείνοι γκάγκστερς ήρθαν κοντά μου σαλεύον­ τας τά γκλόμπ τους. ΌΑπρώτος μέ κτύπησε στό κεφάλι καί τό γκλόμπ του έσπασε στά δυό. Αυτό μ’ έκανε τρελλό άπό θυμό. Τόν άρπαξα, τόν στριφογύρισα μιά-δυό φορές καί τόν πέταξα... Ό Τζόννυ Φλέτσερ τόν χτύπησε ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


μέ δύναμι στό επάνω καί πίσω μέρος του παντελονιοϋ του. Ό Σάμ Κράγκ δοκίμασε νά στριφογυρίση, μά έπεσε μεθυσμένα στα γόνατά του. —Τί διάβο?,ο I... άρχισε νά λέη. —Σήκω καί πές αντίο 'στήν κοκκι­ νομάλλα, είπε άπότομα ό Φλέτσερ, γιατί θά γυρίσουμε σπίτι. —*'Ω, άφήστε τον νά μείνη λίγο ακόμα, κ. Φλέτσερ !, φώναξε ή κοκ­ κινομάλλα. Μου διηγείται τήν πιό γοητευτική περιπέτεια... —Των ονείρων του, συμπλήρωσε ό Τζόννυ. Ό Σάμ Κράγκ κατόρθωσε νά άνορθωθή καί χαμογέλασε μεθυσμένα στή Λιούσυ. —Μη... μή τον πιστεύετε, τραύλι­ σε. "Ολα οσα σάς είπα.., εΐ...ναι α­ λήθεια, μά τον... Ό Τζόννυ τον άρπαξε άπό τό μπράτσο καί του σφύριξε στ’ αύτί: — Βλάκα ! Σ5 έστειλα εδώ για νά σηκώσης τις αρκούδες I — Ποιες αρκούδες ;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Χτυπήματα στήν εξω­ τερική πόρτα τοϋ διαμε­ ρίσματος ξύπνησαν τόν Τζόννυ Φλέτσερ. Χασμου­ ρήθηκε καί εΐδε δτι ό ή­ λιος έμπαινε κιόλας άπό τό παράθυρο. —Αργότερα!, φώναξε πρός τήν πόρτα. Τά χτυπήματα άκούστηκαν πάλι. — Ανοιξε, Φλέτσερ 1 Εΐμαι έγώ...ό Φόξ. —Στό διάβολο!, βλαστήμησε ό Φλέτσερ. Μά σηκώθηκε καί πέρασε στόν προθάλαμο. Ξεσύρτωσε τήν πόρτα καί ό Ντέτεκτιβ Φόξ μπήκε. Κρατούσε μιάν εφημερίδα. —Τό είδες αυτό, Φλέτσερ; — Ό Φλέτσερ έρριξε μιά ματιά στόν τίτλο τής πρώτης σελίδας καί άφησε μιά σιγανή κραυγή. «Ο ΟΥΩΛΤΕΡ ΟΥΨΝΣΛΟΟΥ ΕΦΟΝΕΥΘΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΝ I ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Ό Τζόννυ έσπρωξε^τόν Σάμ προς τά σιδερένια άγάλματα πού ήσαν στημένα στό λειβάδι. -—Αυτές1,τις άρκοϋδες. Πήγαινε καί σήκωσέ της για νά μπορέσουμε νά φύγουμε γιά τό σπίτι. Ό Σάμ προχώρησε τρεκλίζοντας πρός τις αρκούδες, διασκέλισε τή μιάν άπό τις μικρές καί τύλιξε τά μπρά­ τσα του γύρω άπό τή μεγάλη. Τρά­ βηξε καί ξανατράβηξε, μά τίποτα δέν συνέβη. Ό. Τζόννυ βλαστήμησε μέσα άπό τά δόντια του. —Περίμενε ώσπου νά σέ βγάλω άπό δω μέσα καί τά λέμε. Τις μικρές άρκοϋδες, βλάκα ! —Ά, τά μωρά !, τραύλισε ό Σάμ μεθυσμένα. Γύρισε κΓ έσκυψε επάνω άπό μιάν άπό τις μικρές άρκοϋδες, έχασε τήν ισορροπία του κΓ έπεσε επάνω της. Βλαστημώντας, ό Φλέτσερ τόν άνώρθωσε καί τόν έσπρωξε πρός τήν έξοδο...

ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΓ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ

ΤΟ ΑΥΤ Ο Κ ί Ν Η ΤΟΝ ΚΑΙ Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΑΝΕΥΡΕΘΗΣΑΝ !» —Πότε; ρώτησε ό Τζόννυ. — Χτές τή νύχτα. Κα­ τά τις επτά. Μά δέν τόν άναγνώρισαν πριν άπό τις δύο μετά τά μεσάνυχτα. Ό Φλέτσερ άπέσπασε τήν έη>ημέ­ ριδα άπό τά χέρια τοϋ ντέτεκτιβ καί διάβασε γοργά τήν άφήγησι. —Στό Κανάλι ; μουρμούρισε. Τί γύρευε εκεί; —Κανένας δέν ξέρει. Άπό τις επτά τό βράδυ, οί δρόμοι είναι έρημοι εκεί. Κανένας δέν είδε τό αύτοκίνητο νά τόν χτυπά, μά ήταν ακόμα ζωντανός δταν τόν βρήκε κάποιος. Δέν μπόρεσε νά μιλήση. — Τό έμαθαν οί δικοί του ; —Ναί. Τούς ειδοποίησαν αμέσως μόλις τόν άναγνώρισαν. Δέν είχε κα­ νένα χαρτί επάνω του, δταν τόν βρή11


καν. Κατάφεραν νά μάθουν ποιος ή­ ταν από τή μάρκα του ράφτη του στό μέσα μέρος του σακκακιού του. —Διάβολε !, εΐπε ό Φλέτσερ. Ό Ντέτεκτιβ Φόξ ξερόβηξε με α­ μηχανία. —Δέν αρχίζεις νά ντύνεσαι ; είπε. — Γιατί ; —Γ ιατί έχω διαταγή νά σέ πάω στό γραφείο του Γενικού Είσαγγελέως. — Διάβολε ! Δέ φαντάζομαι νά θέλη νά μέ κατηγορήση δτι εγώ σκό­ τωσα τον Ούΐ'νσλοου ! Στις επτά χτες τό βράδυ ήμαστε μαζί, θυμάσαι ; Στό ξενοδοχείο Κέσλερ. "Επειτα μέ πήρες από πίσω καί μπήκα σ’ ένα τραίνο γιά τό Στέρλιγκ Ρίτζ. —Ναι, τό ξέρω αυτό. Τό είπα στον εισαγγελέα. Μά δέν θέλει νά σου μιλήση γι’ αυτό. —Γιατί τότε θέλει νά μου μιλήση; Ό Φόξ ξεροκατάπιε. — Δέν πρέπει νά σου τό πω γιατί δέν τό γράφουν οί εφημερίδες.

Ό Κράγκ άνακάθησε. Μούγγρισε: —’Άκουσα αυτό πού είπε ό Φόξ. Σκότωσαν τόν Ούΐνσλοου. ’Άς φύ­ γουμε λοιπόν τώρα. Βρήκες τό κορί­ τσι του Πόλσον κι’ άπό τήν άλλη με­ ριά τό χρυσοπεντοδολλάριο ξέφυγε άπό τά χέρια μας. Δέν υπάρχει λοι­ πόν καμμιά ελπίδα νά βγάλουμε λε­ φτά. Άς φύγουμε λοιπόν κΓ άς αρ­ χίσουμε νά πουλάμε πάλι βιβλία, έ ; — Κόφτο, Σάμ I θά μέ νευριάσης πάλι. Ξέρεις πώς δέν παρατώ μιάν ύπόθεσι. άν δέ λύσω τό μυστήριο πού μέ άπασχολεΐ. Πηγαίνω στό γραφείο του Είσαγγελέως. Έσύ μείνε εδώ* Μπορεί νά σέ χρειαστώ επειγόντως.

22!τήν Είσαγγελεία, ό Γενικός Είσαγγελεύς Μάρντοκ εΐχε έκφρασι γάτας πού παραμονεύει νά πιάση ένα ποντίκι. —Φλέτσερ, είπε, τήν ήμέρα πού ήσαστε εδώ, ό Ντέτεκτιβ Μάντιγκαν σάς ερεύνησε. Ένθυμεΐσθε ; —Ναι. Προσπαθούσε νά βρή ένα χρυσό πεντοδολλάριο, πού δέν είχα. Φλέτσερ έπιασε —Τό είχα τεδμως πριν σάς φέρουν τον Φόξ από τό πέτο και κύτταξε εδώ. Ήταν ένα χρυσό νόμισμα πού τον ντέτεκτιβ στοργικά μέσα στα γα- . πήρατε άπό τό χέρι ενός νεκρού. λανά παιδιάστικα μάτια του. —Δέν τό παραδέχτηκα αύτό. —"Ακου, Φόξι. Είμαστε φίλοι, θά Ό είσαγγελεύς έκανε μ/.ά κίνησι μπορούσα νά σου κάνω τή ζωή ανυ­ άνυπομονησίας. πόφορη τις τελευταίες δυο μέρες. —Δέν ύπάρχει στενογράφος εδώ. Ό Φόξ προσπάθησε νά ξεφύγη Δέν σάς άνακρίνω έπισήμως. Ένδιαάπό τό σφίξιμο του Τζόννυ μά δέν φέρομαι γιά τό νύμισμα αύτό. Τώρα τό κατάφερε. είχατε ή δέν είχατε ένα τέτοιο νό­ —Λέγε Φόξι. Γιά τί πράγμα θέλει μισμα ; νά μου μιλήση ό Είσαγγελεύς ; —ΕΤχα.' Εΐχε χρονολογία 1822 —Δέ θά πής πώς σου τδπα εγώ ; καί ήταν τό πιο σπάνιο καί πιό πολύ­ —Στήν τιμή μου ! τιμο Αμερικανικό νόμισμα πού ύπάρ—Εκείνο τό χρυσό νόμισμα, τό χει. πεντοδολλάριο, ήταν στήν τσέπη του —Καί που εΐναι αύτό τό νόμισμα Ούΐνσλοου. Αυτό τούς βοήθησε νά τώρα; μάθουν ποιός ήταν. Ό Φλέτσερ άνασήκωσε τούς ώ­ Ό Φλέτσερ γούρλωσε τά μά­ μου- του. τια του. —Αφού δέν πρόκειται επίσημη ά—Τό χρυσό πεντοδολλάριο ήταν νάκρισι, έρριξα τό νόμισμα σ’ ένα στήν τσέπη του Ούΐνσλοου; Είσαι τηλεφωνικό κουτί στό Μπάρμπιζον — σίγουρος πώς ήταν τό ίδιο ; Ποιά ή­ Γουώλντορφ, λίγες στιγμές πριν ό ταν ή χρονολογία πού είχε ; Μάντιγκαν κΓ ό Φόξ μέ συλλάβουν. —1822. Μιά έκφρασις θυμού σκοτείνιασε Ό Φλέτσερ έστριφογύρισε κΓ έτό πρόσωπο του Είσαγγελέως. τρεξε μέσα στήν κρεββατοκάμαρα. —Διάβολε... άρχισε. "Αρχισε νά ντύνεται. — Ήταν τό μόνο πράγμα πού μπο­ — Σάμ !, φώναξε. Ξύπνα. Τά πράγ­ ρούσα νά κάνω. Άν τό βρίσκατε ε­ ματα άρχισαν νά αγριεύουν σήμερα. πάνω μου, θά είχατε κάτι εναντίον

Ο

12

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


μου. Και δεν ήθελα ενοχοποιητικά στοιχεία τότε. Τα πνεύματα ήσαν στραμμένα εναντίον μου. -—Τότε τό χρυσό νόμισμα είναι στήν κιχτοχή τής τηλεφωνικής εται­ ρίας, ανακατεμένο ΐσως με εκατον­ τάδες χιλιάδες πεντάρες, εκτός αν τό πρόσεξε κάποιος. Ό Φλέτσερ κούνησε τό κεφάλι του. —Όχι. Τά χτεσινά «Νέα» είχαν μιά μικρή εΐδησι γιά ένα τηλεφωνικό συλλέκτη, πού κάποιοι χτύπησαν στο κεφάλι καί λήστεψαν. Είμαι βέβαιος δτι αυτοί πού τόν λήστεψαν πήγαν την τσάντα με τις πεντάρες σε ώρισμένο πρόσωπο, πού βρήκε τό χρυσό νόμισμα ανάμεσα τους. Ό είσαγγελεύς φώναξε : —Ανοησίες! Αυτό θά σήμαινε ότι... Σώπασε. Ό Φλέτσερ συμπλή­ ρωσε : —"Οτι Ούώλτερ Ούΐνσλοου λή­ στεψε τόν συλλέκτη. —Τί θέλετε νά πήτε μ5 αύτό ; —Άνοίξτε τά χαρτιά σας επάνω στο τραπέζι, Μάρντοκ. Τό πεντοδολλάριο βρέθηκε στις τσέπες του Ού­ ώλτερ Ούΐνσλοου, δεν εΐν’ έτσι; Τά μάτια του Γε­ νικού Είσαγγελέως άνοιγόκλεισαν. "Εγλειψε τά χείλη του. —Ναι. Γι* αυτό δεν μπορώ νά κα­ ταπιώ την Ιστορία σας ότι τάχα ρί­ ξατε τό νόμισμα μέσα σ’ ένα κουτί τηλεφώνου : —Μπορεί όμως νά λήστεψε κάποι­ ος τόν συλλέκτη τής τηλεφωνικής ε­ ταιρίας καί νά πούλησε έπειτα τό νόμισμα στον Ούΐνσλοου. —Ναι, αλλά... μιά στιγμή. Ό Είσαγγελεύς πίεσε ένα κουμπί επάνω στό γραφείο του. "Επειτα από μιά στιγμή, ή πόρτα άνοιξε κΓ ένας μεσόκοπος άντρας μπήκε στό δωμά­ τιο. —Φλέτσερ, είπε ό Είσαγγελεύς, αύτό πού θ’ ακούσετε είναι έμπιστευτικό. Δεν πρέπει νά βγή από τό δω­ μάτιο αύτό. Καταλαβαίνετε ; Ό Φλέτσερ έξήτασε τόν άνθρωπο πού είχε μπή. —9Από δώ εΐναι ό κ. Γκάρλοου, συνέχισε ό Μάρντοκ. Κύριε Γκάρλο­ ΚΓ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

ου, έχετε τήν καλοσύνη νά έπαναλάβετε αύτά πού μου είπατε προ ολί­ γου ; Ό Γκάρλοου κούνησε τό-κεφάλι του καί άρχισε με ήρεμη φωνή : -—Είμαι πράκτωρ του Υπουργείου Οικονομικών, ειδικός σε ζητήματα παράνομης κατοχής χρυσού. Τά μάτια τού Φλέτσερ έλαμψαν. —Γιά νά εκφραστώ πιο σύντομα, συνέχισε ό Γκάρλου, κυνηγώ εκείνους πού αποκρύπτουν χρυσά νομίσματα. "Οπως θά ξέρετε, όταν ή κυβέρνησις έγκατέλειψε τή χρυσή νομισματική βάσι, όσοι είχαν χρυσά νομίσματα ήσαν υποχρεωμένοι νά τά παραδώ­ σουν στήν κυβέρνησι. Πριν έγκαταλείψωμε τή χρυσή βάσι, τό χρυσάφι ά­ ξιζε είκοσι δολλάρια ή ουγκιά. Τώρα αξίζει τριάντα πέντε. — Επομένως, είπε ό Φλέτσερ, άν είχε κανείς χρυσά νομίσματα τεσσά­ ρων χιλιάδων δολλαρίων, θά μπορού­ σε νά τά λυώση καί νά τά πουλήση ώς χρυσάφι στήν κυβέρνησι γιά επτά χιλιάδες δολλάρια. Ό Γκάρλοου μελέτησε τόν Φλέ­ τσερ σκεπτικά. —Περίπου, είπε. Ό μόνος νόμιμος αγοραστής χρυσού εΐναι ή κυβέρνησις, μολονότι χιλιάδες μεσίτες χρυσού έχουν άδεια νά αγοράζουν, μέ τόν ορο ότι θά πωλοΰν στήν κυβέρνησι τόν χρυσό πού αγοράζουν. Τό ίδιο ι­ σχύει καί γιά τό καινούργιο χρυσάφι τών ορυχείων. 23ταμάτησε γιά νά πάρη ανάσα καί συνέχισε; — Πολλοί κάτοχοι χρυσών νομι­ σμάτων, αντί νά παραδόσουν τά χρυ­ σά νομίσματα στήν κυβέρνηση, οπό­ τε θά έπαιρναν τήν ονομαστική τους άξια, τά λυώνουν καί τά πωλούν ώς χρυσάφι. Αύτό εΐναι παράνομο. — Τί κάνει ή κυβέρνηση σ’ αύτές τις περιπτώσεις : — Έξαρτάται. ’Άν μπορούμε νά άποδείξωμε τήν προέλευσι τού χρυ­ σού, κάνομε πολλά. Μά, άν δέν μπο­ ρούμε, αναγκαζόμαστε νά άγοράσωμε τό χρυσάφι στή νόμιμη τιμή του— τριάντα πέντε δολλάρια στήν ούγκιά* Υπάρχουν εξάλλου, πολλοί τρόποι γιά νά καθορίση κανείς άν ένα χρυ­ σάφι προέρχεται άπό ορυχείο ή άπ6 13


νομίσματα. Τα νομίσματα περιέχουν ένα στοιχείο, πού άνευρίσκεται εύκο­ λα, έστω κι’ άν τό χρυσάφι καθαριστή. Επίσης τό χρυσάφι έχει ώρισμένα χαρακτηριστικά γνωστά στούς μεταλλιολόγους. Μπορούν νά ξεχω­ ρίσουν χρυσάφι της Μανιτόμπα, άπό χρυσάφι της Αυστραλίας ή της Νε­ βάντα,... —Της Νεβάντα ; ρώτησε ό Φλέτσερ. —Ναί. Ή κυβέρνησις άγόρασε τε­ λευταία μια μεγάλη ποσότητα νέου χρυσού άπό ένα ορυχείο της Νεβάν­ τα. "Εχομε λόγους νά πιστευωμε δτι αυτό τό χρυσάφι δεν βγήκε τελευ­ ταία άπό τη γη, αλλά δτι προέρχε­ ται άπό χρυσά νομίσματα. — Πρόκειται για τό Όρυχεΐο των Τριών "Αρκτων ; ρώτησε ό Φλέτσερ. Ό Γκάρλοου κούνησε τό κεφά­ λι του. — "Οχι. Πρόκειται γιά τό Όρυ­ χεΐο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής, πού άπέχει δυό μίλλια άπό τό Όρυχεΐο των Τριών "Αρκτων. —Παράξενο όνομα. — Ναί. Καί τό πιό παράξενο είναι δτι δεν μπορώ νά άποδείξω αυτό πού πιστεύω. Τό χρυσάφι, πού άγοράσαμε’ άπό τό Όρυχεΐο τής Γυάλι­ νης Νεκροκεφαλής, έχει καθαριστή στην εντέλεια καί έχει σαφή χαρακτη­ ριστικά χρυσαφιού τής Νεβάντα. — Πιστεύετε λοιπόν, είπε ό Φλέ­ τσερ, δτι κάποιος βγάζει πραγματι­ κά χρυσάφι άπό τό Όρυχεΐο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής καί τό ανα­ κατεύει με χρυσάφι άπό νομίσματα. — Κάτι τέτοιο. -Καί πιστεύετε δτι αύτός ό κά­ ποιος είναι, ή μάλλον ήταν, ό Ού'ί'νσλοου; —Δεν θά μπορούσα νά τό πώ αύτό θετικά. Ξέρω δτι ό Ούΐνσλοου δεν είναι πιά τόσο πλούσιος δσο πι­ στεύουν όλοι. Ή εταιρία του έπαθε μεγάλες ζημιές καί ό ίδιος έχει οι­ κονομικές δυσχέρειες τον τελευταίο καιρό καί είναι πιθανόν νά άναγκάστηκε νά χρησιμοποιήση χρυσά νομί σματα πού είχε τυχόν κρύψει. Ι§£ουνώντας τό κε­ φάλι του, ό Φλέτσερ είπε; — Μπορείτε νά μού πήτε γιατί μοΰ τα λέτε δλα αύτά ; 14

—θέλω, είπε ό Είσαγγελεύς, νά μού πήτε την άλήθεια γιά τό νόμισμα εκείνο τών πέντε δολλαρίων. Ό κ. Γκάρλοου —όπως κι’ εγώ—πιστεύει ό­ τι υπάρχει κάποια σχέσις ανάμεσα σ’ αύτό καί στό.,.στό ενδεχόμενο κόλ­ πο τού Ούΐνσλοου. — Πώς ; —Μέσω τού Τάμ, τού χρυσωρύ­ χου πού βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο δωμάτιό σας. ΤΗταν υπάλληλος τού Ούΐνσλοου. Είχε στην κατοχή του ένα χρυσό ,νόμισμα. ’Άν μπο­ ρούσαμε νά άποδείξωμε δτι. τό νό­ μισμα αύτό προήλθε άπό τόν Ούΐν­ σλοου, θά μπορούσαμε νά μπούμε σέ σωστό δρόμο. — Καλά, είπε ό Φλέτσερ. Πήρα τό χρυσό πενταδολλάριο άπό τό χέρι τού πτώματος τού Τάμ. — Καί τί τό κάνατε; —Ακριβώς δ,τι σάς είπα. Τό έρριξα μέσα σ’ ένα τηλεφωνικό κουτί. Ό Είσαγγελεύς άφησε μια κραυγή δυσαρέσκειας. "Επειτα άνοιξε από­ τομα ένα συρτάρι τού γραφείου του κι5 έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα. — Κυττάξτε το, Φλέτσερ. Είναι τό ίδιο νόμισμα; Ό Φλέτσερ πήρε τό νόμισμα. — Δέν μπορώ νά πώ. Μπορεί νά υπάρχουν κΓ άλλα νομίσματα τού 1822. Είναι σέ τέλεια κατάστασι κΓ αύτό, όπως καί εκείνο πού πήρα άπό τόν νεκρό. Έξήτασα σχετικά μέ τόν Τάμ. ΤΗταν ένας ερασιτέχνης νομισματοσυλλέκτης. Έδώ καί τέσσερα χρόνια πούλησε ένα άλλο σπάνιο νό­ μισμα σ’ εναν νομισματολόγο πού λέγεται Βέντερ. Ό Βέντερ τόν ρώ­ τησε -πού είχε βρή τό νόμισαα εκείνο καί ό Τάμ είπε δτι τό είχε βρή σ’ έ­ να παλιό μπαρ σέ μιά έγκαταλελειμμένη πόλι, πού είχε σβήσει τό 1854. Δέν αποκλείεται νά βρήκε εκεί τό πεντοδολλάριο. — Δέν είναι πολύ πιθανόν, είπε ό Γκάρλοου, τό χρυσό αύτό πεντοδολ­ λάριο ήταν κιόλας πολύ παλιό τό 1854. "Αν λοιπόν είχε τεθή σέ κυκλο­ φορία, θά ήταν έφθαρμένο. Πάντως, εκείνο πού πιστεύω είναι δτι κάποια σχέσις ύπάρχει μεταξύ τού Τάμ, τού χρυσού πεντοδολλάριου καί τού θα­ νάτου τού Ούΐνσλοου, καθώς καί τού κόλπου του μέ τό χρυσάφι τής ΓυάΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


Λΐινης Νεκροκεφαλής, άν είναι ό Ουνσλοου ανακατεμένος... Ό Είσαγγελεύς αναστέναξε. —"Ετσι βρισκόμαστε πάλι στό ϊδιο σημείο, 1 εΐπε. ’Άν ή άστυνομία δεν βρή τό αυτοκίνητο πού τόν σκότωσε, θά άναγκαστοΰμε νά άποδώσωμε τό θάνατό του σε άτύχημα. — Μπορώ νά πηγαίνω ; ρώτησε ό

Φλέτσερ. Ό Μάρντοκ κούνησε τό κεφάλι του. —Καί τι θά γίνη μέ τόν Ντέτεκτιβ Φόξ; ρώτησε πάλι ό Φλέτσερ. θά έξακολουθήση νά παρασταίνη τόν ίσκιο μου ; —’Όχι. Αρκετόν καιρό έχασε, θά του πω νά άποσυρθή.

ΜΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ ΠΕΝΤΑΡΕΣ! 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

Όταν έπέστρεψε στό ξενοδοχείο, ό Τζόννυ βρήκε τόν Κράγκ ντυμέ­ νο, μά ξαπλωμένο στό κρεββάτι του. Τό πρό­ σωπό του ήταν χλωμό καί τραβηγμένο. —Δε θά ξαναπιώ κρασί ή λικέρ, γρύλλισε. Ό. Τζόννυ βλαστήμησε. —Επειδή ήταν δωρεάν, θεώρησες καλό νά πιής γιά έξη μήνες! Χον­ τροκέφαλε, σ’ έστειλα εκεί έξω μέ ώρισμένη άποστολή κΤ εσύ τδρριξες στό πιοτό. —’Όχι, Τζόννυ, διαμαρτυρήθηκε ό Σάμ Κράγκ. "Εκανα όπως μοΰ είπες... —Δεν έκανες 1 "Ησουν πολύ με­ θυσμένος. Σου είπα νά σηκώσης ε­ κείνες τις σιδερένιες άρκοϋδες. —Τις σήκωσα. Πριν έρθης. —Γιατί δεν μου τό εΐπες τότε; Λοιπόν ; Τό μέτωπο του Σάμ Κράγκ γέμισε ρυτίδες. —Τί λοιπόν; Μου είπες νά ση­ κώσω τις άρκοϋδες καί τις σήκωσα. Τις μικρές, δηλαδή. Ή μεγάλη ήταν πολύ βαρειά. θά ζυγίζη τουλάχιστον έναν τόννο. —Γιά τις μικρές ένδιαφέρομαι. ' Τις σήκωσες ; Πόσο βαρειές ήσαν ; —’Ώ, δεν ξέρω. Είναι φτιαγμένες από συμπαγές σίδερο, έ ; νΗσαν πολύ βαρειές. —Π όσο βαρειές,. βλάκα ; Ό Κράγκ έξησε τό σαγόνι του μέ τή ράχη του χεριού του. —"Ισως διακόσιες πενήντα λίτρες. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Κάτι τέτοιο. Τα μάτια του Φλέ­ τσερ άστραψαν. —Σκέψου καλά τώρα, Σάμ. Τήν άλλη φορά, που πήγαμε στό κτήμα του Ούΐνσλοου μέ τούς νέγρους, έ­ κανες επιδείξεις σ’ εκείνη τήν κοκκι­ νομάλλα καί δοκίμασες νά σηκώσης μια από τις άρκοϋδες εκείνες. Δέν τό κατάφερες όμως, νομίζω. Ό Σάμ Κράγκ συνωφρυώθηκε. —Φαίνεται πώς ήταν κολλημένο χάμω τό άγαλμα. Πάντως, δέν μπό­ ρεσα νά τό σηκώσω. —Τό σήκωσες δμως εύκολα χτές τή νύχτα. Αλήθεια, είσαι σίγουρος πώς σήκωσες καί τις δυό μικρές αρ­ κούδες χτές τή νύχτα κι* δχι τήν ίδια δυό φορές; —"Ω σίγουρος. Δέν είχα πιή ούτε δυό ποτήρια ακόμα. Είχαν κι’ οί δυό τό ίδιο βάρος. Περίπου διακόσιες πε­ νήντα λίτρες. Μά, Τζόννυ, τί σημα­ σία μπορεί νά έχη τό βάρος τους ; —Δέν ξέρω. Αισθάνεσαι αρκετά, δυνατός ώστε νά βγής μαζί μου; Μπορεί νά τρακάρουμε, ξέρεις, εκεί­ νον τό φίλο πού έδειρες χτές. I

Ο

Σάμ σηκώθηκε από τό κρεββάτι, χωρίς πολύ ενθου­ σιασμό. —Εντάξει, Τζόννυ.’Άν θέλεις νά... κουβεντιάσουμε λιγάκι μαζύ του, εί­ μαι πρόθυμος. Βγήκαν έξω κι’ ό Φλέτσερ άποφάσισε νά μην πάρουν ταξί. *Ένας 15


περίπατος θά έκανε καλό στό φίλο του. Προχώρησαν με τα πόδια ως τή 10η Λεωφόρο. "Έφτασαν στή Λέσχυ του Πάντυ Μπάουλερ, μά προσπέρασαν. — Τί τρέχει, Τζόννυ; ρώτησε ό Σάμ. Αισθάνομαι καλύτερα τώρα. Είμαι έτοιμος να παίξω γροθιές μ* εκείνο τό μεγάλο γομάρι. — Ξέρεις, Σάμ, δέν έχω καμμιά διάθεσι νά φάω κι* άλλο ξύλο. ’Άς μπούμε εδώ μιά στιγμή. Ό Τζόννυ μπήκαν στό κατάστημα ενός υδραυλικού. "Ενας άντρας μέ βρώμικη φόρμα πλησίασε. —Τί επιθυμείτε, τζέντλεμεν ; —θέλω ν’ αγοράσω ένα κομμάτι μολυβένιο σωλήνα, είπε ό Τζόννυ. Περίπου δυο σπιθαμές μακρύ. Ό υδραυλικός έσκυψε πίσω από ένα μπάγκο κι* έβγαλε ένα σωλήνα καί ένα πριονάκι. Άκούμπησε τό σω­ λήνα επάνω στον μπάγκο καί άρχισε νά πριονίζη. "Επειτα από ένα—δυό λεπτά, ό υδραυλικός έδωσε στόν Φλέτσερ τό ένα κομμάτι. —Δυό σέντς, μίστερ, είπε. Ό Τζόννυ πέταξε ένα νόμισμα έπάνω στόν μπάγκο καί πήρε ένα κομμάτι εφημερίδα. Τύλιξε μ’ αύτήν τό σωλήνα, τον έπιασε άπό τή μιά άκρη καί χτύπησε μέ την άλλη άκρη την παλάμη του. Ό υδραυλικός χα­ μογέλασε. — Χμ 1 "Ετσι, έ; — Πάω νά έπισκεφθώ κάποιον, εί­ πε ό Τζόννυ. "Ισως τόν ξέρετε. Τό ό­ νομά του είνα Μπιόρκλουντ. ΙΜΕιά λάμψις φάνη­ κε στά μάτια του ύδραυλικου, μά κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. — Πρώτ^ φορά ακούω τό όνομα αυτό. "Οταν βγήκαν άπό τό κατάστημα, ό Σάμ Κράγκ φώναξε ; — Δέ χρειαζόταν αυτό τό πράγμα! Είμαι εν τάξει τώρα. Μπορώ νά κα­ νονίσω τόν Σουήντ καί τό φίλο του μαζί. — Δέν άμφιβάλλω. Μά θέλω νά έχω ένα καλό τρόπο γιά νάτούς πείσω. Θέλω νά τούς κάνω μερικές ερω­ τήσεις. Έσύ θά κρατήσης τό στόμα 15

σου κλειστό, μά θά μέ άβαντάρης. Ό Τζόννυ άνοιξε μέ- ένα σπρώξι­ μο τήν πόρτα τοϋ μπάρ του Πάντυ Μπάουλερ. Ό μπάρμαν τούς άναγνώρισε άμέσως κΤ έχωσε τό χέρι του κάτω άπό τόν μπάγκο. "Εβγαλε ένα ρόπα­ λο του μπέϊσμπωλ. Ό Τζόννυ χτύπη­ σε μέ δύναμι τόν μπάγκο μέ τό μο­ λυβένιο σωλήνα του, πού άφησε έναν βαρύ, υπόκωφο κρότο. —Αύτό γιά νά μην κάνης κανένα λαθάκι μ’ αύτό τό ρόπαλο, είπε ό Φλέτσερ στόν μπάρμαν. Που είναι ό Σουήντ κΤ ό Πέρσυ ; —Δέν τούς ξέρω, γρύλλισε ό μπάρμαν. Τρεις ή τέσσερις πελάτες, πού στέ­ κονταν κοντά στόν μπάγκο, άρχισαν νά μουρμουρίζουν μεταξύ τους. Ό Τζόννυ χαμογέλασε εύθυμα. —Είδατε τί έκανε ό φίλος μου στόν Σουήντ χτές. Δέν εΐχε κάν θυ­ μώσει τότε. Μά σήμερα ξύπνησε άπό ένα άσχημο μεθύσι. Σύμφωνα μέ τις οδηγίες του Τζόν­ νυ, ό Σάμ Κράγκ μόρφασε τρομακτι­ κά. Ό Τζόννυ συνέχισε: —"Οταν θυμώνει, σπάζει έπιπλα καί καθρέφτες 1 Ό Σάμ σήκωσε μιά βαρειά κανά­ τα τής μπύρας άπό τόν μπάγκο καί άρχισε νά τήν στριφογυρίζη. Ό μπάρ­ μαν εΐπε βιαστικά; —Μένουν σέ μιά πολυκατοικία πίσω άπό τή γωνία. Μά δέ θά τούς βρήτε εκεί. "Εφυγαν γιά...διακοπές. — Διακοπές; θέλεις νά πής πώς τδκοψαν λάσπη; —Όχι. Πήγαν άπλώς γιά λίγο στην έξοχή. Δέν ξέρω που. Ρωτήστε τή σπιτονοικόκυρά τους, τήν κ. Μαλόνεϋ. 3£τυπώντας πά λ ι τόν μπάγκο μέ τό μολυβένιο σωλήνα του, ό Τζόννυ είπε : —Εντάξει, φίλε. Μά μπορεί νά γυ­ ρίσω πίσω. Καθάρισε τούς καθρέ­ φτες σου. Ό Σάμ Κράγκ άκούμπησε μέ άπογοήτευσι τήν κανάτα έπάνω στόν μπάγκο καί άκολούθησε τόν Τζόννυ έξω. —Ελπίζω νά είπε ψέματα καί νά τούς βρούμε σπίτι, είπε. ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


Πίσω από τή γωνία, στήν 46η Ό- Ν δό, βρήκαν ένα κτίριο μέ μια ξεφωριασμένη επιγραφή δίπλα στήν πόρτα : «Έ νοικιάζονται δωμάτια. Κυρία Μαλόνε ϋ». Μιά γυναίκα μέ γκρίζα μαλλιά, πανύψηλη και υπερβολικά παχειά κα­ τέβαινε τά σκαλοπάτια τής εισόδου. —Εΐστε ή κ. Μαλόνεϋ ; ρώτησε ό Τζόννυ. Μάλιστα. Καί αν ένδιαφέρεστε, τζέντλεμεν, γιά κανένα κομψό δωμά­ τιο, έχω ένα στο δεύτερο πάτωμα... —Μέσα σ’ αυτή τή σφηκοφωλιά ; είπε άπότομα ό Τζόννυ. Δεν ένδιαφερόμαστε γιάτά δωμάτιά σας, αλλά γιά δυο από τούς ενοίκους σας πού παραβαίνουν τό νόμο... —Είστε αστυνομικοί; φώναξε ή κ. Μαλόνεϋ. Τό σπίτι μου είναι πολύ καθαρό. Οί ένοικοί μου είναι όλοι τζέντλεμεν καί κυρίες μέ συστάσεις... — Καί φακέλλους στήν αστυνομία! Ελάτε, κ. Μαλόνεϋ, οδηγήστε με στήν τρύπα πού κρύβει τον Σουήντ καί τον Πέρσυ. Η κ. Μαλόνεϋ ά­ τρομερό στεναγμό άνα-

φησε έναν κουφίσεως. —’Ά, πρόκειται γΤ αυτούς! "Ηρ­ θατε πολύ αργά. Τόκοψαν λάσπη. Χάρηκα πολύ γι’ αύτό. Ποτέ δέν μου άρεσαν κι* όταν ήρθαν καί μου είπαν πώς θά έφευγαν γιά τήν έξοχή, τούς είπα... —Γιά τήν έξοχή, κ. Μαλόνεϋ ; Δέν έφυγαν οριστικά ; — "Οχι. Δέν πήραν όλα τά πράγ­ ματά τους μαζί τους. Μά δέν άφη­ σαν καί τίποτα πού ν’ άξίζη τον κόπο νά γυρίση κανείς γιά νά τό πάρη καί πιστεύω ότι έφυγαν γιά καλά. —Δείξτε μας τό δωμάτιό τους. — Εΐναι στά δεξιά, στο τέλος του διαδρόμου, στο πρώτο πάτωμα. Θά σάς τό δείξω. —Δέν χρειάζεται. Δόστε μας μό­ νο τό κλειδί καί θά ρίξουμε μιά μα­ τιά μόνοι μας. 'Η κ. Μαλόνεϋ έβγαλε ένα μεγά­ λο κλειδί άπό τήν τσέπη της. —Είναι ή τελευταία πόρτα δεξιά, κ. Έπιθεωρητά. . Καθώς διέσχιζαν τον μισοφωτιΚΑ1 ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

σμένο διάδρομο, χίλιες δυό οσμές χτύπησαν τά ρουθούνια τοϋ Τζόνυ καί τοϋ Σάμ. Τηγανητά λουκάνικα, καφές, αυγά, μπύρα, ούΐσκυ. Μπα­ γιάτικες οσμές πού πότιζαν κάθε μέ­ ρα τούς τοίχους, άπό δεκάδες χρόνια. Ό Τζόννυ ξεκλείδωσε τήν τελευ­ ταία πόρτα πρός τά δεξιά καί άναψε ένα σπίρτο. Βρήκε τόν διακόπτη καί τον γύρισε. Τό δωμάτιο γέμισε φως καί ό Τζόννυ κύτταξε γύρω μορφάζοντας. Είδε ένα άρχαϊο σαραβαλιασμέ­ νο κρεββάτι, ένα κομοδίνο, δυό ετοι­ μόρροπες καρέκλες καί μιά ραγισμέ­ νη λεκάνη. Εξαρθρωμένες σανίδες σχημάτιζαν τό πάτωμα. Δέν ύπήρχε ντουλάπι μέσα στο δωμάτιο. Τό αντικαθιστούσαν μιά σειρά άπό καρφιά μπηγμένα στον τοίχο, άπ’ όπου κρέμονταν διάφορα ρούχα. — Σπίτι, γλυκό σπίτι, είπε ό Τζόν­ νυ σαρκαστικά. Ρίξε μιά ματιά στά ρούχα τους, Σάμ. Ό ίδιος έψαξε τό κρεββάτι, σή­ κωσε τό στρώμα καί κύτταξε άπό κάτω. —Τίποτα στά ρούχα τους, είπε ό Σάμ Κράγκ, καί ένας παλιαντζής δέ θάδινε δέκα σέντς γιά όλα μαζί. "Ε­ φυγαν γιά καλά, Τζόννυ ! —Τό ξέρω αύτό, Σάμ. Μά ήλπιζα νά βρώ κάτι εδώ πού νά μου δείξη ποιός τούς πλήρωσε νά μέ χτυπή­ σουν. Δέν μέ χτύπησαν, γιά λογαρια­ σμό τους. Εξάλλου,έχω μερικές ιδέες σχετικά μέ... διάβολε ! Τί είναι αύτό ; Είχε πατήσει επά­ νω σέ μιά σανίδα τοϋ πατώματος καί ή σανίδα είχε άνασηκωθή, ρίχνοντάς τον σχεδόν χάμω. Ό Τζόννυ έπεσε, στά γόνατα καί τράβηξε τή σανίδα. Κάτω άπό τή σα­ νίδα ήταν μιά πέτσινη τσάντα κι* ό Τζόννυ τήν τράβηξε έξω. ΤΗταν πολύ βαρειά. "Εβαλε πάλι τή σανίδα στή θέσι της καί εΐπε στο Σάμ : — Μάντεψε τί έχει μέσα ή τσάντα ! —Εργαλεία διαρρηκτών. Ό Τζόννυ άνοιξε τήν τσάντα, έ­ χωσε μέσα· τό χέρι τόυ κι* έβγαλε μιά φούχτα πεντάρες. —Πεντάρες 1, εΐπε. Εκατοντάδες 17


ίσως χιλιάδες πεντάρες. Σίγουρα αυ­ τοί λήστεψαν τό συλλέκτη τής τηλε­ φωνικής εταιρίας ! Σήκωσε τήν τσάντα καί την αδέι­ ασε επάνω στό κρεββάτι. — Βοήθησε με νά ψάξω, Σάμ. Δέν' πιστεύω νά τό βρούμε, μά θέλω νά βεβαιωθώ. — Εννοείς... τό πεντοδολλάριο ; — Άπό μέρα σέ μέρα γίνεσαι πιό έξυπνος !, εΐπε σαρκαστικά ό Τζόννυ. Πήρε μιά φούχτα πεντάρες* τις ανασκάλεψε καί τις πέταξε στήν άλ­ λη άκρη τοϋ κρεββατιοϋ. Πήρε μιάν άλλη φούντα πεντάρες. Μιά έρευνα τριών λεπτών έπεισε τόν Τζόννυ δτι τό χρυσό νόμισμα δεν βρισκόταν άνάμεσα στις πεντά­ ρες. "Αλλωστε δεν περίμενε νά τό βρη. —Φαίνεται, είπε, πώς τούς άφησε νά κρατήσουν τις πεντάρες για τόν κόπο τους. Τό μόνο πού ήθελε ήταν τό χρυσό πεντοδολλάριο. —Ποιος ; —Ό άνθρωπος πού τούς έβαλε νά ληστέψουν τόν συλλέκτη τής τη­ λεφωνικής εταιρίας. Ό άνθρωπος πού πληροφόρησε τήν άστυνομία δτι μέναμε στό Μπάρμπιζον Γουώλντορφ. Ό άνθρωπος πού είναι πίσω άπ’ δλα αυτά. —Ποιος ; ρώτησε πάλι ό Σάμ. —Πώς διάβολο θέλεις νά ξέρω ; "Ελα βάλε πάλι τις πεντάρες μέσα στήν τσάντα. Ό Σάμ άρχισε νά γεμίζη τήν τσάντα μέ τις πεντάρες. Καθώς δού­ λευε, μιά πονηρή έκφρασις φάνηκε στά μάτια του. —Τί θά τις κάνουμε αυτές τις πεντάρες, Τζόννυ ; Ό Φλέτσερ χαμογέλασε σκυθρωπά. —Μάντεψε άν μπορής. 53ίγαίνονταςάπό τήν πολυκατοικία, δέν συνάντησαν καθό­ λου τήν κ. Μαλόνεϋ. Αυτό ήταν ^αλό γιά τόν Τζόννυ, γιατί διαφορετικά θά έπρεπε νά έξηγήση τήν άνεύρεσι τής τσάντας. "Οταν βρέθηκαν στό δρόμο, έδωσε τήν τσάντα στό Σάμ. — Πήγαινέ τη στό ξενοδοχείο καί μείνε στό δωμάτιό μας. Μπορεί νά 18

χρειαστή νάρθω σ’ επαφή μαζί σου. —Που θά πας ; Ό Τζόννυ άνεβοκατέβασε τούς ώμους του. —Υπάρχουν μερικά παράξενα ση­ μεία σ’ αυτή τήν ύπόθεσι. θά ήθελα νά πάρω απαντήσεις σέ μερικές ερω­ τήσεις. Μιά άπ’ αυτές είναι: ποιος πλήρωσε τούς δυό αυτούς κρεμαντα­ λάδες γιά νά ληστέψουν τό συλλέκτη τής τηλεφωνικής ; —Δέν θά πάρης ποτέ άπάντησι σ’ αυτό, Τζόννυ. "Εφυγαν γιά καλά. Μπορεί νά βρίσκωνται 'τώρα στόν Καναδά ή στη Φλόριντα. Πληρώθη­ καν γιά νά φύγουν άπό τη Νέα Ύόρκη. —Τό ξέρω αυτό. Δέ θάφηναν πί­ σω τις πεντάρες, άν δέν έίχαν πληρωθή καλά. Πάντως, αυτή εΐναι μιά έρώτησις. Μιά άλλη εΐναι: Ποιος τη­ λεφώνησε στό δωμάτιό μας στό Ξε­ νοδοχείο τής 45ης Όδοϋ,! δταν ήμα­ στε εκεί μέ τόν Μπίλλυ ψάμ ; Ό Σάμ Κράγκ γούρλωσε τά μά­ τια του. —"Α ! Τό είχα ξεχάσει αυτό. Μέ είχε κάνει νά τρομάξω τότε. —Καί μένα. Αυτό μάς φέρνει στήν έρώτησι νούμερο τρία. Που βρήκε τά πέντε χιλιάδες δολλάρια ή Τζάνετ Σπής ; θά ήθελα νά μάθω περισσό­ τερα γι’ αύτήν. Λοιπονί^ σ’ αφήνω, Σάμ. . 7 ϋήρε ένα ταξί καί ξεκίνησε, παρατώντας τόν Σάμ Κράγκ στό πεζοδρόμιο. Λίγα λεπτά αργότερα έμπαινε στά γραφεία τής Εταιρίας Ούΐνσλοου καί Σία. Ή υπάλληλος τής υποδοχής τόν κύτταξε ψυχρά. Ό Τζόννυ τής εΐπε : —Ό κ. Ούΐνσλοου μέ χρησιμο­ ποίησε σέ μιάν έμπιστευτική άποστολή. "Εχω μιάν άναψόρά νά κάνω. —θά ρωτήσω άν ό ιδιαίτερος γραμματεύς του θά θελήση νά σάς δή. Σήκωσε ένα άκουστικό καί εΐπε : — Εΐναι εδώ κάποιος πού ισχυρί­ ζεται δτι ό κ. Ούΐνσλοου τόν χρησι­ μοποίησε σέ μιάν έμπιστευτική άποστολή καί δτι έχει μιάν άναφορά νά κάνη... Ναι ; Πολύ καλά. Γύρισε στόν Τζόννυ. — θά σάς δή. Περάστε άπό αύτή ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


την πόρτα Αριθμός γραφείουΤέσσερα. Ό Φλέτσερ πέρασε από την πόρ­ τα εκείνη, διέσχισε έναν διάδρομο κι* έσπρωξε μια πόρτα πού είχε τον αριθμό τέσσερα. Ό νεαρός Ταίϋλορ άνωρθώθηκε πίσω από ένα γραφείο. — Εσείς 1, μοόγγρισε. Τι διάβολο... —Δέν σάς είπε ό κ. Ούΐνσλοου ότι μου είχε αναθέσει νά βρω.... την κλεμμένη αρκούδα ; —Ναι. Μου είπε δμως επίσης ότι σάς είχε πη νά σταματήσετε κάθε έρευνα. Ή αρκούδα είχε επιστρέφει. —Μ ί α αρκούδα είχε επιστρέφει, είπε ό Τζόννυ. — θέλετε νά πήτε δτι δέν ήταν ή ίδια άρκούδα; Αυτό είναι γελοίο ! — "Αλήθεια; θά δοκιμάζατε καμμιάν έκπληξι μαθαίνοντας δτι πήγα σε δλα τα καταστήματα μετάλλινων διακοσμήσεων χτες και δτι βρήκα ένα πού κατασκεύασε μιά σιδερένια άρ­ κούδα στό μέγεθος έκείνης πού έκλάπη; — θά δοκίμαζα μεγάλη έκ­ πληξι, είπε ό Ταίϋλορ φυχρά. —Τό ονομα του καταστήμα­ τος είναι Κατάστημα Μετάλλι­ νων Διακοσμήσεων Κοβένεϋ. Καί τό πρόσωπο πού παρήγγειλε την άρκούδα εΐναι—ήταν —ό Ουώλτερ Ούΐνσλοου ! Ό Τόντ Ταίϋλορ άφησε μιά κραυγή. Ό Τζόννυ έδειξε τό τηλέ­ φωνο. —Μπορείτε ; νά βεβαιωθήτε μ’ ένα τηλεφώνημα. Ό Ταίϋλορ άπλωσε τό χέρι του προς τό τηλέφωνο, μά συγ­ κρατήθηκε κι5 έκανε μιά χειρο­ νομία ανυπομονησίας. —Τι σημασία μπορεί νά έχη αύτό.... τώρα ; —"Ίσως έχει πολύ μεγάλη σημασία. Βλέπετε, δέν πιστεύω δτι ό κ. Ούΐνσλοου σκοτώθηκε άπό άτύχημα. Τά μάτια του Ταίϋλορ μισόκλεισαν. —Που θέλετε νά καταλήξετε, Φλέ­ τσερ, αν αύτό πραγματικά είναι τό όνομά σας; — Αύτό εΐναι τό όνομά μου καί δέν θέλω νά καταλήξω πουθενά. Εκ­ φράζω απλώς τήν γνώμη μου. Ό ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Ουώλτερ Ούΐνσλοου δολοφονήθηκε. Τον σκότωσε τό ίδιο πρόσωπο πού σκότωσε τον Μπίλλυ Τάμ. — Ποιος ; — Αύτό είναι κάτι πού θά ήθελα πολύ νά μάθω. Ό Ταίϋλορ έγλειφε τά χείλη του καί πήρε μιά βαθειά ανάσα. — Γιατί εσείς θέλετε νά τό μά­ θετε αύτό ; Ποιος είστε στό κάτω-κάτω εσείς ; "Οσο ξέρομε όλοι δέν εί­ στε παρά ένας πλασιέ βιβλίων. — Δέν εΐμαι παρά ένας πλασιέ βι­ βλίων, έπανέλαβε ό Τζόννυ. θά μπο­ ρούσα νά πώ δτι εσείς δέν είστε παρά ένας στενογράφος. Κι’ δμως θά θέλατε νά παντρευτήτε τήν Μπέττυ Ούΐνσλοου... Ή αυτοκυριαρχία τού Ταίϋλορ, πού ποτέ δέν ήταν σίγουρη μπροστά στον Φλέτσερ, κατέρρευσε καί μιά λάμψις ξαφνικού θυμού έκανε τό πρόσωπό του νά συσπασθή. • "Έτριξε τά δόντια του κΓ έκανε

τό γύρο τού τραπεζιού. Ό Τζόννυ έκανε δυο γοργά βήματα πίσω. —Σταθήτε!, φώναξε. Μπορεί νά πάθετε καμμιά ζημιά ! Ό Ταίϋλορ χαμήλωσε τό κεφά­ λι του. —Στό διάβολο !.., γρύλλισε. Καί ώρμησε επάνω του. Ό Τζόν β* 19


νυ γλύστρησε κάτω άττό τά μΐφάτσα του Ταίϋλορ, κινήθηκε πρός τά πλά­ για καί έφτασε στήν πόρτα. Τήν' ά­ νοιξε καί πήδησε έξω, στον διάδρο­ μο. Ό Ταίϋλορ τόν Ακολούθησε μάνα ώς τό κατώφλι τής πόρτας. —Αυτή είναι ή τελευταία φορά πού σέ βλέπω εδώ μέσα !. φώναξε με θυμό. —Πολύ καλά, είπε ό Τζόννυ. ’Άν δέν... Β®ιά άλλη πόρτα άνοιξε κι* ό Τζών Χόλτερμαν βγήκε έξω. —Τί συμβαίνει, ρώτησε. Ό Τζόννυ τοϋ χαμογέλασε. ' — Ό κ. Ταίϋλορ κι* εγώ είχαμε κάποια μικρή διαφορά γνωμών. Ό Ταίϋλορ μπήκε πάλι στο γρα­ φείο του κι* έκλεισε μέ βρόντο τήν πόρτα. Ό Χόλτερμαν κούνησε τό κεφάλι του. — Είναι ένας θερμόαιμος νεαρός, μά ό Ούώλτερ είχε μεγάλη ιδέα γι* αυτόν. Ελάτε στο γραφείο μου, κ. Φλέτσερ. Ό Τζόννυ Ακολούθησε τό Χόλχερμαν στό γραφείο τοϋ τελευταίου. Ό κουνιάδος τοϋ Ούώλτερ Ούΐνσλοου κάθησε πίσω άπό τραπέζι του, σέ μια περιστροφική καρέκλα. ΤΗταν πιό σοβαρός άπό συνήθως, μά καί πιο ψύχραιμος απ’ όσο θά μπορούσε νά περιμένη κανείς κάτω άπό τις συν­ θήκες, —Τί θέλετε, κ. Φλέτσερ ; —Μέ άνησυχεϊ κάτι, Απάντησε ό Τζόννυ. Τό νόμισμα εκείνο πού ή Α­ στυνομία βρήκε στήν τσέπη τοϋ κ. Ούΐνσλοου, τό πεντοδολλάριο τοϋ 1822. Πώς τό απέκτησε ό φκ. Ούΐνσλοου ; ' Ό Χόλτερμαν άνασήκωσε τούς ώ­ μους τους. — Είναι ένα αίνιγμα αύτό για μένα. Ό Ούώλτερ δέν μοΰ άνέφερε τίποτα. Στό κάτω—κάτω κρατούσε καί μερικά πράγματα γιά τον εαυτό του. Πάντως, θυμάμαι τώρα ότι βγή­ κε γιά μισή ώρα χτές τό απόγευμα καί ότι, όταν γύρισε, φαινόταν Ανή­ συχος. Ξέρετε... είχα μιά φριχτή υ­ ποψία γιά ολη αυτή τήν ύπόθεσι. —Τό ’ιδιο κι* εγώ, είπε ό Τζόννυ. Πιστεύω ότι ό κ. Ούΐνσλοου δέν σκο­ τώθηκε... τυχαίως. 20

Το κάτω σαγόνι του Χόλτερμαν κρεμάστηκε. —Τί... Τί σάς κάνει νά τό πι­ στεύετε αύτό ; —Ό Μπίλλυ Τάμ, πού ήταν υ­ πάλληλος τοϋ κ. Ούΐνσλοου γιά τρι­ άντα χρόνια, ήρθε στή Νέα Ύόρκη, δολοφονήθηκε κΤ ένα σπάνιο χρυσό νόμισμα βρέθηκε επάνω του. Λίγες μέρες Αργότερα, ό προϊστάμενος καί εύεργέτης τοϋ Τάμ σκοτώθηκε κι* ένα σπάνιο χρυσό νόμισμα βρέθηκε επά­ νω του. Ό Χόλτερμαν συνωφρυώθηκε. —Πιστεύετε ότι ή Αστυνομία θά έδινε σημασία στή σύμπτωσι αύτή τών δύο χρυσών νομισμάτων ; —Δέν είμαι βέβαιος ότι πρόκειται γιά δυο νομίσματα, εΐπε ό Τζόννυ. Νομίζω ότι τό νόμισμα πού βρέθηκε στήν τσέπη τοϋ κ. Ούΐνσλοου είναι τό ίδιο μέ τό νόμισμα ^ού πήρα ά­ πό τον Μπίλλυ Τάμ. —Πώς θά μπορούσε νά συμβή αύ­ τό ; — Δέν ξέρω. Σάς είπα χτές τή νύ­ χτα ότι είχα ρίξει τό νόμισμα μέσα σ’ ένα τηλεφωνικό κουτί. Δέν σάς εί­ πα ότι ό συλλέκτης τής τηλεφωνι­ κής εταιρίας, πού άδειασε εκείνο τό κουτί, έληστεύθη καί... —Μά... αύτό εΐναι παράλογο !, φώναξε ό Τζών Χόλτερμαν. Ό Ούώλ­ τερ δέν είναι βέβαια άπό τούς Αν­ θρώπους πού θά μπορούσαν νά λη­ στέψουν έναν συλλέκτη τής τηλεφω­ νικής. —θά μπορούσε νά είχε βάλει κανέναν άλλον. —Πώς; *Ένας άνθρωπος τής θέσεως τού Ούώλτερ δέν μπορεί νά έχη ε­ παφή μέ τόν ύπόκοσμο, ώστε νά μισθώνη μπράβους ! Ό Φλέτσερ Αναστέναξε. — Νομίζω ότι έχετε δίκιο, κ. Χόλ­ τερμαν. Πάντως λυπήθηκα γιά τόν κ. Ούΐνσλοου. Τόν θεωρούσα ώς ένα πολύ καλό καί τίμιο πολίτη. — Όλοι λυπηθήκαμε, είπε ό Χόλ­ τερμαν κουνώντας τό κεφάλι του.

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Όταν γύρισε στό ξε­ νοδοχείο του, ό Φλέτσερ είπε στόν Σάμ Κράγκ : —Φεύγουμε για τό κτήμα του Ούΐνσλοου, Σάμ. —Γιατί πάλι; Δε θάχουν γλέντι εκεί, θάχουν πένθος τώρα. —Πρέπει να πάμε. Ή ύπόθεσις ώριμάζει.,.γοργά. Καί εμείς οι δυό πη­ γαίνουμε ακόμα κουτσαίνοντας. Έχουμε λιγώτερα από εκατό δολλάρια καί χρωστάμε κιόλας στό Μπάρμπιζον-Γουώλντορφ περισσότερα άπό τό­ σα. "Αν δεν πληρώσουμε, δε θά μας κλείσουν απλώς έξω αύτή τη φορά, θά μάς καταγγείλουν ώς απατεώνες καί θά μάς κλείσουν στη φυλακή. —Μπαίνεις στους πιο διαβολεμέ­ νους μπελάδες, διαμαρτυρήθηκε ό Κράγκ. Πώς διάβολο θά τά βρούμε όλα αυτά τά λεφτά ; Μην ξεχνάς πώς έχουμε νά πληρώσουμε καί τά ακρι­ βά εκείνα κοστούμια πού παρήγγειλες στό ράφτη του ξενοδοχείου. Δεν μπο­ ρούμε νά βγάλουμε όλα αυτά τά λε­ φτά πουλώντας βιβλία, μέσα σε λί­ γες μέρες ! — Έμενα μού λές !, είπε ό Τζόννυ. 1 ι* αυτό ακριβώς πρέπει νά βγάλου­ με μερικά χρήματα άπό αύτή τήν ύπόθεσι. Εξάλλου...πρέπει νά Ικανο­ ποιήσω οπωσδήποτε τήν περιέργειά μου I θέλω νά μάθω 1 Τό τραίνο τους σταμάτησε στό Στέρλιγκ Ρίτζ λίγο μετά τις δώδεκα. Πήραν ένα ταξί καί λίγα λεπτά άργότερα, έβγαιναν μπροστά στήν έξώ: θυρα του κτήματος Ούΐνσλοου. Ό θυρωρός βγήκε άπό τή μικρή καμπίνα του καί κύτταξε άγρια τον Φλέτσερ. —Εσείς είστε εκείνος πού κάνατε φασαρία έδώ προχτές τή νύχτα ! —Δέν ήταν φασαρία, είπε ό Φλέ­ τσερ. Ήταν μιά παρεξήγησις. Εξάλ­ λου, μέ είδατε νά μπαίνω χτες μαζί μέ τόν κ. Χόλτερμαν. Τηλεφωνήστε που. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

ΠΑΛΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΡΚΟΥΔΕΣ

Κάπως άπρόθυμα, ό θυρωρός τούς άφησε να περάσουν κι* αύτοί προ­ χώρησαν μέσα στή χαι λικόστρωτη δεντροστοχία πρός τό σπίτι. Ή Μπέττυ Ούΐνσλο­ ου βγήκε άπό τό σπίτι. Ήταν χλω­ μή, μολονότι κατά τά άλλα διατη­ ρούσε τήν αυτοκυριαρχία της. Χαιρέ­ τησε τόν Φλέτσερ καί τόν Κράγκ. Ό Τζόννυ δέν δοκίμασε νά τής έκφράση τή συμπάθειά του. Ή Μπέττυ χαμο­ γέλασε θλιβερά καί προσπέρασε δια­ σχίζοντας τό λειβάδι. Τά μάτια τοϋ Φλέτσερ τήν άκολούθησαν καί τήν εί­ δαν νά κυττάζη διατακτικά πρός τις τρεις σιδερένιες άρκουδες. "Ενα κίτρινο μακρύ αύτοκίνητο άνέβαινε εκείνη τή στιγμή τή δευτεροστοιχία. Ό Σάμ Κράγκ φώναξε: —Κύττα ποιός έρχεται ! Ήταν ό Τζέφερσον Τόντ. Μαζί του ήταν ό Τζώρτζ Πόλσον, ό βιομήχανος φαρμάκων γιά τις κότες. Ό Τόντ σταμάτησε τό άκριβό αυ­ τοκίνητό του καί βγήκε έξω. Είπε στόν Φλέτσερ ; —Ακόμα τριγυρίζεις, έδώ ; —Πρός μεγάλην σου δυσαρέσκεια, ε ; έκάγχασε ό Τζόννυ. Εκείνη τή στιγμή ό Τζών Χόλ­ τερμαν βγήκε από τό σπίτι. —Φλέτσερ I είπε. Παραλίγο νάρθήτε πριν άπό μένα έδώ 1 Ό Πόλσον βγήκε από τό αυτοκί­ νητο. Μουρμούρισε στόν Χόλτερμαν —Λυπήθηκα γιά τόν θάνατο του...: "Επειτα καθάρισε τό λαρύγγι του θορυβωδώς καί είπε δυνατά : —Πρόκειται γιά τό πεντοδολλάριο του 1822, κ. Χόλτερμαν. ’Αναμφιβόλως, άνήκει στήν περιουσία του Ούΐνσλοου. Καί, μιά καί κανένα μέλος τής οικογένειας δέν είναι νομισματοσυλλέκτης, σκέφτηκα ότι... θά μπο­ ρούσα νά κάνω τήν πρώτη προσφο­ ρά. Καί μπορώ νά πληρώσω όσα όποιοσδήποτε άλλος. 21


Ο

Τζών

Χόλτερ-

μαν συνωφρυώθηκε. '—Μόνη άρμοδία είναι ή Μις Ού­ ΐνσλοου. Μά, δεν νομίζετε.., χμ.., δεν θά ήταν πιό σωστό νά περιμείνετε λίγο ; — Ναι, ναί βέβαια, είπε ό Πόλσον, μά ήθελα νά είμαι βέβαιος δτι πρώ­ τος εγώ έκανα μιά προσφορά. Ένδιαφέρομαι πολύ γιά τό νόμισμα αυ­ τό... συμπληρώνει την Αμερικανική συλλογή μου. Δεν ξέρετε... Ό Τζέψερσον Τόντ πήγε πιο κον­ τά στόν Φλέτσερ. —“Ωστε την έκανες την μπάζα σου, έ ; Ό Φλέτσερ κύτταξε διαπεραστικά τον ψηλόλιγνο ντέτεκτιβ. ( —Τι θέλεις νά πής, Τζέφ ; Ό Τόντ ξεφύσησε. — “Εκλεψες εκείνο τό χρυσό νό­ μισμα άπό έναν νεκρό καί τό πούλη­ σες στόν Ούΐνσλοου. —’Άν ήμαστε σέ κάνα άλλο μέ­ ρος, εΐπε, ό Φλέτσερ σκυθρωπά, θά σου έσπαζα τά μούτρα. —Γιατί; Επειδή ξέρω τήν άλήθεια ; Ό Σάμ Κράγ^άρχισε νά γρυλλίζη, μά ό Φλέτσερ τόν συγκρότησε μέ μιά χειρονομία. — Είσαι τόσο μακρυά άπό τήν α­ λήθεια, Τζέφ, όσο συνήθως. Γύρισε ξαφνικά καί άπομακρύνθηκε. Ό Σάμ Κράγκ τόν άκολούθησε. Κοντά στις άρκουδες,' ό Φλέτσερ σταμάτησε. Τις κύτταξε περίεργα. Ό Σάμ Κράγκ εΐπε : —Ξέρω τί σκέπτεσαι. "Οτι είναι κούφιες, έ ; Δεν είναι. Είναι γεμάτες, γιατί άλλοιώς δεν θάταν τόσο βα­ ρείες. — Μείνε εδώ μιά στιγμή, Σάμ, είπε ό Φλέτσερ. Θέλω νά μιλήσω μέ τήν Μις Ούΐνσλοου, χωρίς νά μπή στή μέση ό Τζέφερσον. —’Άν δοκιμάση νά μπή στή μέση, δήλωσε ό Κράγκ, θά τόν... δέσω κόμ­ πους—κόμπους I Ό Φλέτσερ εΐχε. προσέξει τήν κατεύθυνσι πού εΐχε άκολουθήσει ή Μπέττυ Ούΐνσλοου. Προχώρησε μέ αδιάφορο· ύφος ως ένα άπό τά κτί­ ρια τοΟ κτήματος, έστριψε στή γω­ νιά καί τάχυνε τό βήμα του. "Ενα χαλικόστρωτο μονοπάτι ώ22

δηγοϋσε σ’ ένα δασάκι άπό μηλιέςΑνάμεσα στά δέντρα καθισμένη σέ μιά σαίζ —λόγκ, ή Μπέττυ Ούΐνσλο­ ου κύτταξε μπροστά της χωρίς νά βλέπη. — Μέ συγχωρεϊτε γιά τήν ένόχλησι, Μις Ούΐνσλοου, εΐπε ό Φλέτσερ,. μά εΐναι κάτι γιά τό όποιο θά ήθελα νά σάς μιλήσω ιδιαιτέρως. —Ναί, εΐπε τό κορίτσι άχρωμα. «,^^-ύτόο δίστασε. Α­ νασάλεψε επάνω στά πόδια του, ξε­ ρόβηξε καί εΐπε : —Πρόκειται γιά τόν πατέρα σας..Τά χείλη του κοριτσιοϋ σφίχτηκαν— Δέν νομίζω..., άρχισε νά λέη. —Πρέπει νά μέ ακούσετε, Μις Ούΐνσλοου, εΐπε ό Τζόννυ γοργάΠρόκειται γιά κάτι σοβαρό. Ξέρω ότι εΐναι οδυνηρό, άλλά εΐναι προτιμώτερο νά τό μάθετε μέ αύτό τόν τρόπο παρά μέ άλλον. — Ναί..., μουρμούρισε ή Μπέττυ. —Ό πατέρας σας δέν σκοτώθηκε άπό άτύχημα. —Τό ξέρω, εΐπε αύτή. —Πώς; —Γιατί ήταν πατέρας μου. Τόν γνώριζα καλύτερα άπό κάθε άλλον στόν κόσμο. Τού συνέβαινε κάτι τήν περασμένη εβδομάδα. ΤΗταν στενοχω­ ρημένος, πολύ στενοχωρημένος. Δέν έ­ μαθα τήν αιτία παρά μόνο σήμερα, πού μοϋ έξήγησε ό Θείος Τζών. Οί δουλειές του... Ό Φλέτσερ πήρε μιά βαθειά ανάσα. —Μις Ούΐνσλοου, εΐπε, δέν φαντά­ ζομαι νά πιστέυετε ότι... αύτοκτόνησε πέφτοντας μόνος του μπροστά στις ρόδες ενός αύτοκινήτου. Γιά μιά-δυό στιγμές, ή Μπέττυ Ούΐνσλοου έμεινε σιωπηλή, σάν νά μήν είχε καταλάβει. "Επειτα, τά μά­ τια της άνοιξαν διάπλατα. —Τί... νά θέλετε νά πήτε; ρώτησε γοργά ; — "Οτι τόν δολοφόνησαν ! Τά χέρια της έσφιξαν τά ξύλινα μπράτσα τής σαίζ-λόγκ. — Αύτό εΐναι γελοίο I — Δέν είναι. Νόμιζα ότι τό ξέρατε όταν άρχίσατε νά λέτε πώς ό θάνατός του δέν ώφείλετο άπλώς σέ άτύχημα — Μά νόμιζα ότι... ότι εΐχε αύτοΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


-κτονήσει, γιατί είχε χάσει τά χρήμα­ τά του... θεέ μου 1 —ΤΗταν δολοφονία !, έπανέλαβε ό Φλέτσερ πεισματάρικα. ?Ηρθε εδώ γραμμή άπό τό γραφείο του είσαγγελέως. — Πιστεύει κι* αυτός τό ίδιο ; —’Όχι, προτιμά τήν αυτοκτονία, μά δχι για τόν ίδιο λόγο. — Για ποιόν άλλο λόγο; Ό Φλέτσερ έμεινε σιωπηλός γιά μια στιγμή. "Επειτα είπε σιγανά: — Σάς είπα δτι αυτό δεν θά ήταν ανώδυνο. Μά πρέπει νά σάς τό πώ. Μις Ούΐνσλοου, ξέρετε ότι ό πατέρας σας είχε συσσωρεύσει μεγάλες σοσότητες χρυσού... εδώ καί μερικά χρόνια ; ύτή κούνησε τό κεφάλι της άρνητικα καί μουρμούρισε : —Δεν μου άνέφερε ποτέ τίποτα σχετικά... Πάντως ήξερα ότι δεν ε­ πιδοκίμαζε τήν πολιτική τού Ρούζβελτ σχετικά μέ τήν έγκατάλειψι τής χρυσής νομισματικής βάά'εως. Μά αύτό δέν άποδεικνύει τίποτα. "Ολοι οί εμπορευόμενοι άποδοκίμαζαν τήν πολιτική αύτή. —Τότε δεν ξέρατε ότι τό Υπουρ­ γείο των Οικονομικών έκανε έρευνες σχετικά μέ τις κινήσεις τού πατέρα σας ; —Δεν τό ήξερα, βέβαια I Μά... τώρα αναρωτιέμαι μήπως αύτή ήταν ή αιτία... —Τής στενοχώριας του τήν περα­ σμένη εβδομάδα ; "Ισως. —Τότε μπορεί νά αύτοκτόνησε πραγματικά. Ζημίες στήν έπιχείρησί του... έρευνες τού Υπουργείου Οι­ κονομικών... Ξέρω ότι ό πατέρας δεν μπορούσε νά άνεχθή τή φτώχεια. ΤΗταν συνηθισμένος στο χρήμα καί τις άνέσεις. Ό Φλέτσερ άπέσπασε ένα φύλλο καί τό έκοψε σέ μικρά—μικρά κομμα­ τάκια. —Υπάρχει καί κάτι άλλο πού δεν σάς άνέφερα. Αφορά ένα σπάνιο χρυσό νόμισμα. —Ξέρορ. "Ακόυσα τόν Τόντ Ταίϋλορ νά μιλή γΓ αύτό χτές. Γιά τό νόμισμα αύτό δεν ήρθαν όλοι εκείνοι οί άνθρωποι—κΓ εσείς—εδώ ; —Ναι! Λοιπόν, αύτό τό νόμισμα £Ϊναι ανακατεμένο στό θάνατο τού ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

πατέρα σας. Τό βρήκα, πρώτα—πρώ­ τα στή φούχτα τού Μπίλλυ Τάμ. "Ε­ κανα κάτι άνόητο άργότερα. Τό έρριξα μέσα σ’ ένα τηλεφωνικό κουτί..; — Κατά λάθος ; — ’Όχι. Ή άστυνομία μέ καταζη­ τούσε γιά τόν θάνατο τού Τάμ. Λίγο πριν μέ συλλάβουν, θέλησα νά άπαλλαγώ άπό τό νόμισμα. Φοβόμουν μή­ πως μέ ένοχοποιήση. —Μά δεν ήταν κάπως,., κάπως παράξενος ό τροπος μέ τόν οποίο... — 7Ηταν γελοίος. Μά ήμουν σέ άπόγνωσι καί έκανα εκείνο πού μοΰ ήρθε στό μυαλό εκείνη τήν στιγμή. Νόμιζα πώς 9ά μπορούσα άργότερα νά πάω στήν τηλεφωνική εταιρία καί νά πάρω πίσω τό νόμισμα. Μά δέν πρόλαβα. Κάποιος λήστεψε τόν συλ­ λέκτη τής εταιρίας καί πήρε τό νό­ μισμα. ό μέτωπό της ρυ­ τιδώθηκε καί τά μάτια της μισόκλεισαν. —Είστε σπουδαίος φαρσέρ, κ, Φλέτσερ 1 — Δέν αστειεύομαι, είπε αύτός γοργά. Ή μόνη έξήγησις πού μπορώ νά φανταστώ είναι δτι κάποιος μέ παρακολουθούσε, μέ είδε νά μπαίνω στον τηλεφωνικό θάλαμο καί μάντε­ ψε τί είχα κάνει τό νόμισμα. "Επειτα περίμενε τόν συλλέκτη τής τηλεφωνι­ κής, τόν είδε νά άδειάζη τό κουτί, τόν άκολούθησε καί τού πήρε τό νό­ μισμα. Ή Μπέττυ δέν φάνηκε ικανοποιη­ μένη. —Φαίνεται ακόμα απίστευτο, μά άκουσα δτι τό νόμισμα ήταν πολύτι­ μο. Μπορεί νά τό έκανε κάπριος αύτό. Μά τότε τό νόμισμα έχει έξαφανιστή... —Απεναντίας, έκανε πάλι τήν έμφάνισί του. Επάνω σέ νεκρό πάλι I Βρέθηκε στήν τσέπη τού πατέρα σας I Τά ρουθούνια της άνοιγόκλεισαν καί αίμα ανέβηκε στό πρόσωπό της. —Κύριε Φλέτσερ, θέλετε νά πήτε ότι ό πατέρας μου... — ’Όχι. ’Όχι, βέβαια I Ή θεωρία μου είναι δτι κάποιος άλλος πήρε τό νόμισμα. — Καί τό πούλησε στόν πατέρα μου ; Δέν θά τό αγόραζε. Δέν ήταν 23


συλλέκτης σπανίων νομισμάτων. Μέ τις ζημίες μάλιστα που είχε... Ό Φλέτσερ άναστέναξε κουράσμένα. —Ό Γενικός Είσαγγελεύς έχει τό νόμισμα, Μις Ούΐνσλοου. Τό ξέρω γιατί μοϋ τό έδειξε σήμερα τό πρωί. Εΐναι τό νόμισμα πού είχα στην κα­ τοχή μου εδώ καί λίγες μέρες. Είδε μιάν έκφρασι υποψίας νά φαίνεται στά μάτια της καί βιάστηκε νά προσθέση: —Πιστεύετε δτι τό νόμισμα πέρα­ σε κατευθείαν άπό μένα στόν πατέ­ ρα σας ; — Αυτό θά ήταν πιο πιθανό καί πιό λογικό άπό τήν άλλόκοτη ιστο­ ρία πού μου διηγηθήκατε, — Σωστά. Ό Είσαγγελευς, επίσης, θά τό προτιμούσε αυτό. Μά δεν εί­ ναι αυτή ή άλήθεια. Τό ξέρω καλά. ^-Εΐστε πολύ σίγουρος, έ ; —Ναί, γιατί λέω τήν άλήθεια. —Τότε ή θεωρία σας είναι δτι τό πρόσωπο, πού έκλεψε τό νόμισμα άπό τόν τηλεφωνικό συλλέκτη, τό έδωσε ή τό πούλησε στόν πατέρα μου. —Κάτι τέτοιο. —Τότε γιατί νά ήθελε νά δολοφονήση τόν πατέρα; —Αυτό, είπε ό Φλέτσερ, εΐναι κά­ τι γιά τό όποιο θά προτιμούσα νά μήν έκφράσω τή γνώμη μου προς τό παρόν. —Γιατί ; —Γιατί δεν έχω τήν παραμικρή άπόδειξι. ’Ήλπιζα δτι θά μέ εξουσιο­ δοτούσατε νά ψάξω νά βρω αυτή τήν άπόδειξι. —Καλά. Σάς εξουσιοδοτώ. Προ­ χωρήστε. —Δυστυχώς, δεν είναι τόσο άπλό τό πράγμα. Πρέπει νά κάνω ένα τα­ ξίδι στή Νεβάντα. ϋ Μπέττυ Ού'ίνσλοου κύτταξε διαπεραστικά τόν Φλέτσερ. —’Ώ !, έκανε. Θά είμαι ειλικρι­ νής μαζί σας, κ. Φλέτσερ. ’Έχω άκουσει μερικά πράγματα για σάς. Είστε ένας άνθρωπος πού ζή...χμ... μέ τα κόλπα του... — "Ολοι ζουν μέ τά κόλπα τους. Γιάνά είμαι κΓ εγώ εξίσου ειλικρι­ νής μαζί σας, Μις Ούΐνσλοου, είμαι 24

ένας πλασιέ βιβλίων. Καί, άν συγχωρήτε τή μετριοφροσύνη μου, μπορώ νά πώ δτι είμαι ό καλύτερος πλασιέ τής Αμερικής. Μπορώ νά πείσω όποιονδήποτε γιά ό,τιδήποτε... — Ναί... μουρμούρισε ή Μπέττυ Ούΐνσλοου. — Άπό τήν άλλη μεριά, συνέχισε ό Φλέτσερ, έχω κάποια πείρα σέ έγκληματολογικά ζητήματα. Ό πατέρας σας εκτίμησε τις ίκανότητές αου ώστε νά μου άναθέση νά του βρώ τήν κλεμ­ μένη σιδερένια άρκούδα... — Αυτή ήταν φάρσα εκ μέρους κά­ ποιου. —Τίνος; Ξέρετε; —"Οχι. Μά είχαμε πολλούς επι­ σκέπτες τήν περασμένη εβδομάδα. Κάποιος πήρε τήν άρκούδα γιά νά γελάση, άλλά μαθαίνοντας-δτι ό πα­ τέρας είχε θυμώσει πολύ τήν έβαλε πάλι στή θέσι της. . —Μις Ούΐνσλοου, είπε ό Φλέτσερ αργά, μιά άπό τις σιδερένιες άρκουξες έκλάπη καί μιά άλλη μπήκε στή θέσι της. Εΐναι μιά πολύ πιό και­ νούργια άρκούδα καί κατασκευάστη­ κε αυτή τήν εβδομάδα. Έγώ —ή μάλλον ό φίλος μου, Σάμ Κράγκ— βρήκε τό κατάστημα δπου τήν έφτια­ ξαν. Ή Μπέττυ Ούΐνσλοου φώναξε : —Τότε ξέρετε ποιός τήν παρήγγειλε ; — Ναί... ό πατέρας σας I —Ό... πατέρας μου 1 — Γι’ αυτό θέλω νά πάω στή Νε­ βάντα. Στό Κακό Τσεκούρι, στό ’Ορυχεΐο τώτ Τριών Άρκτων. Γιά μερικές στιγμές, ή ΜπέττυΟύΐνσλοου έμεινε άκίνητη καί σκε­ πτική. ’Έπειτα είπε άργά : —Πολύ καλά. Πότε θέλετε νά ξε­ κινήσετε ; —Αμέσως, θά ήθελα νά πάρω τό φίλο μου μαζί μου καί νά πάω με άεροπλάνο. —θά σάς δώσω χρήματα, ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Έϊταν προχωρημένο τό απόγευμα, δταν τό με­ γάλο επιβατικό άεροπλάνο απογειώθηκε από τό αεροδρόμιο Νιούαρκ. Εί­ χε σκοτεινιάσει, δταν προσγειώθηκε κοντά στό Σικάγο. Έκεϊ έμειναν μόνο δεκαπέν­ τε λεπτά. Απογειώθηκαν πάλι και έφτασαν στό Κάνσας Σίτυ τά μεσάνυχτα καί στό Ντένβερ την αυγή. Αργά τό από­ γευμα, ό Φλέτσερ κΓ ό Κράγκ άφη­ σαν τό άεροπλάνο στό Λάς Βέγκας, τής Νεβάντα, μια μικρή πόλι τυλιγ­ μένη στό πράσινο καί τοποθετημένη στό κέντρο μιας επίπεδης εκτεταμέ­ νης ερήμου. Έπιασαν δωμάτιο στό Ξενοδο­ χείο Έλ Μιραντόρ, πλύθηκαν ξυρί­ στηκαν καί βγήκαν νά δουν τήν πόλι. — Αύριο, είπε ό Φλέτσερ καθώς βάδιζαν, θά γίνουμε χρυσοθήρες. Πον­ τίκια τής ερήμου. Πρέπει νά ετοιμά­ σουμε τά σύνεργά μας από τώρα. — Εννοείς εκείνα τά γαϊδουρά­ κια πού βλέπουμε στά φιλμ ; —Ναι...γαϊδουράκια. Μόνο πού τό δικό μας θά είναι αεροδυναμικό. Νά ένα μέρος δπου μπορούμε νά άποκτήσουμε ένα. Ό Σαμ κύτταξε πρός τήν κατεύθυνσι πού έδειξε ό Φλέτσερ. —Χμ I Αύτό είναι μιά μάντρα δ­ που πουλάνε μεταχειρισμένα αύτοκίνητα I —Σωστά. Τέτοια γαϊδουράκια χρη­ σιμοποιούν οί μοντέρνοι χρυσοθήρες. Ένα μικρό παλιό Φόρντ, με υψηλό άξονα καί αρκετά έλαφρό ώστε νά μην κολλά στήν άμμο. Μπήκαν στή μάντρα μέ τά αύτοκίνητα καί ό Φλέτσερ διάλεξε τό κα­ λύτερο άπ’ δλα. — Πόσα θέλετε γι’ αύτό εδώ; ρώ­ τησε τον ιδιοκτήτη. '-Ύ-' Λ —Τό καλύτερο αυτοκίνητο τής πόλεως, είπε αύτός. Είναι περσυνό μοντέλλο. Μου τό πούλησε ένας τρα­ πεζίτης, πού αγόρασε ένα καινούργιο. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ, ΝΕΒΑΝΤΑ

Ταξίδεψε μόνο πέντε χι­ λιάδες μιλιά. Κυττάξτε τό ταχύμετρό του. —Ναι. Πόσο κάνει > Ό ιδιοκτήτης ξερό­ βηξε. —Ή τιμή του είναι οκτακόσια εβδομήντα πέντε δολλάρια, μά θά σάς τό άφήσω μόνο για όκτακόσια, Αξίζει τρεϊς φορές τόσο. Ό, Σάμ Κράγκ άρχισε νά μουρμουρίζη, μά ό Φλέτσερ τόν άγνόησε. —Δεν βρίσκω τήν τιμή ύπερβολική, μά δεν έχω μαζί μου τόσα χρήματα, είπε, θά μπορούσα νά σάς φέρω ένα άλλο παλιότερο αυτοκίνητο καί νά πληρώσω τή διαφορά; —Έξαρτάται, εΐπε ό ιδιοκτήτης, από τήν κατάστασι του αυτοκινήτου, Πόσο παλιό είναι ;

Ο

Φλέτσερ έδειξε αύτοκίνητο στή

ένα ανεμοδαρμένο γωνιά τής μάντρας. — Ακούστε. ’Άς υποθέσουμε δτι εΐχα αύτό τό αύτοκίνητο καί σάς τό έφερνα. Πόσο θά μού κόβατε άπό τό λογαριασμό ; Ακριβώς δσο θά πληρώνατε αν τό άγοράζατε. Τριάντα δολλάρια I — Εντάξει, θά τό αγοράσω. Ό ιδιοκτήτης άρχισε νά βήχη. Τέ­ λος είπε : — Αστειεύεστε ; —’Όχι. Ώνομάσατε τήν τιμή τού αύτοκινήτου, τριάντα δολλάρια. θά τό αγοράσω. . —Μά αύτό... τό άλλο ; Ό Φλέτσερ σήκωσε τούς ώμους του. — θά πάρω αύτό εδώ. Καί, αν γυρίσω, θά δώ τί θά γίνη. Ό ιδιοκτήτης τών μεταχειρισμέ­ νων αύτοκινήτων είχε γίνει κατακόκκινος. Έκανε μερικές παρατηρήσεις, μά ό Φλέτσερ απλώς σήκωσε τά φρύ­ δια του καί άπλωσε τρία δεκάρικα. Λίγα λεπτά αργότερα, έβγαιναν μέ τό παλιό αύτοκίνητο άπό τή μάντρα. 25


Τότε ό Σάμ Κράγκ ξέσπασε. Γέ­ λασε ώσπου τά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του. Ό Φλέτσερ έκάγχασε. —"Αν του ζητούσα απευθείας αυτή την παλιάτσα. θά μού έλεγε πώς κά­ ποια γεροντοκόρη είχε χρησιμοποιή­ σει τό αυτοκίνητο μόνο για πέντε χιλιάδες μιλιά καί θά μού ζητούσε εκατό δολλάρια. Πήγαν σ’ ένα κατάστημα γενι­ κού εμπορίου καί αγόρασαν μερικά μπετόνια καί δυο «θερμός». Μετέφε­ ρα ν τά μπετόνια σ’ ένα πρατήριο βενζίνης καί τά γέμισαν. —’Ίσως υπάρχουν πρατήρια βεν­ ζίνης στο δρόμο μας, είπε ό Φλέτσερ στον Κράγκ, μά ίσως καί νά μήν υ­ πάρχουν. —Πόσο μακρυά είναι τό Κακό Τσεκούρι άπό δώ ; —Περίπου) εκατό μιλιά. Καί φαί­ νεται πώς·ή περιοχή έκεϊ γύρω είναι δύσκολη καί τραχειά. δπως συνήθως γύρω άπό κάθε μεταλλείο. Βγήκαν άπό τό πρατήριο βενζίνης. Ιϋ&αφνικά, ό Σάμ Κράγκ άρπαξε τό μπράτσο τού Τζόννυ Φλέτσερ. —Τζόννυ! Μέ γελούν τά μάτια μου ή είναι αλήθεια αυτό πού διαβάζω; -Τί; —Ή ταμπέλα εκείνη εκεί. «Καζί­ νο ή ’Όασις. Γεύματα, Χορός, Ρουλέττα, Πόκερ, Είκοσι ένα». — Δεν ξέρεις γράμματα; •—Ναι, μά ποιος ξαναεϊδε νά δια­ φημίζουν έτσι τις χαρτοπαικτικές λέ­ σχες ; —Στή Νεβάντα ό νόμος τις επι­ τρέπει. θέλεις νά παίξης ; —Χμ !, μουρμούρισε ύ Σάμ. θά μπορούσα ; Ό Φλέτσερ αναστέναξε. —Κέρδισες επτά δολλάρια στο μπιλιάρδο τις προάλλες. Μπορείς νά τά παίξης. — Τώρα. Τζόννυ; —Γιατί όχι; Αύριο πρέπει νά ξε­ κινήσουμε πολύ νωρίς. Επομένως, όσο νωρίτερα ξεμπερδέψουμε άπό τή λέσχη, τόσο τό καλύτερο. ’Άφησαν τό αύτοκίνητο έκεϊ κον­ τά καί μπήκαν στο καζίνο. Υπήρχαν δυό μεγάλες αίθουσες στό πρώτο πάτωμα. Στήν πρώτη, μιά Χαβαγια26

νέζικη όρχήστρα έπαιζε μελιστάλαχτη μουσική. Τά φώτα ήσαν μισοσβηστά καί λίγα ζευγάρια σάλευαν νωθρά μέσα σέ μιά μικρή π<στα. "Αλλα ζευγάρια ήσαν καθισμένα ολόγυρα, σέ μισο­ σκότεινες γωνιές. Ό Φλέτσερ κι' ό Σάμ Κράγκ διέ­ σχισαν αύτή τήν αίθουσα καί πέρα­ σαν στήν αίθουσα τής χαρτοπαιξίας. Έκεϊ ό αέρας ήταν βαρύς άπό τούς καπνούς. Υπήρχε κίνησις καί θόρυ­ βος έκεϊ αέσα. Δεξιά κΓ αριστερά, υπήρχαν τρα­ πέζια μέ ρου?^έττες κι’ άλλα τραπέ­ ζια, όπου έπαιζαν πόκερ καί «21». Γύρω άπό τά τραπέζια ήταν κα­ θισμένο ένα αλλοπρόσαλλο πλήθος. Εργάτες άπό τό Μπόουλντερ Ντάμ, είκοσι μιλιά μακρυά, ράντσμεν άπό τήν έρημο, ' άντρες καί γυναίκες μέ βραδυνές τουαλέτες άπό τό Χόλλυγουντ, τριακόσια μιλιά μακρυά. Υ­ πήρχαν ακόμα κι’ ένας —δυό χρυσοθήρες λεκιασμένα ρούχα καί άξύριστο πρόσωπο. — Τί θά παίξης ; ρώτησε ό Φλέ­ τσερ. Ό Σάμ Κράγκ έρριξε μιά ματιά στό τραπέζι τής ρουλέττας καί προσπέρασε. Άργοπόρησε λίγο σ’ ένα, τραπέζι τού πόκερ καί τελικά στα­ μάτησε μπροστά στό τραπέζι τού «21». —Παρακολούθησε τό σύστημά μου, εΐπε στον Φλέτσερ. Ένας λιγομίλητος άντρας μέ κολλητά μαλλιά κι’ ένα τσιγάρο κρεμα­ σμένο στήν άκρη τών χειλιών του, μοίραζε χαρτιά. — Ποντάρετε, είπε. Μοιράζω. Ό Κράγκ έβαλε μπροστά του ε­ πτά δολλάρια. Ό Φλέτσερ πίσω του έκάγχασε. —"Ωστε πρόκειται νά τά χάσης όλα μαζί ; » —θά δής, είπε ό Κράγκ. Ό γκρουπιέρης μοίρασε άπό δυό χαρτιά, μέ τήν όψι χάμω, σέ κάθε παίκτη. Έδωσε καί στόν εαυτό του δύο, μά αναποδογύρισε τό έπάνω. ΤΗταν τεσσάρι. —Έχει άσχημο χαρτί, είπε ό Κράγκ; ’ Ανασήκωσε τήν άκρη τών δικών του κι* έδειξε στόν Φλέτσερ ένα έννιάρι κι* ένα τριάρι. —Μά τό δικό μου είναι χειρότερο* ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


—Δίνω, είπε ό γκρουπιέρης^μέ βαρΐεστημένη φωνή. 'Ο πρώτος παίκτης πήρε ένα τεσσάρι, δίστασε καί ζήτησε κι/ άλλο χαρτί. Πήρε ενα βαλέ και «κάηκε». "Εσπρωξε τά χαρτιά του καί τά λε­ φτά του προς τόν γκρουπιέρη. > Ό έπόμενος μελέτησε τά χαρτιά του καί τέλος είπε : — Είμαι καλώς. ν

Μια μεσόκοπη γυ­ ναίκα είχε είκοσι όολλάρια επάνω στα χαρτιά της. — Είμαι εντάξει, είπε. Ό Κράγκ ήταν έπειτα. Χαμογέ­ λασε καί είπε : —Εΐμαι κι* εγώ εντάξει! Ό έπόμενος πήρε δυό χαρτιά καί κάηκε. "Ενας άλλος άρκέστηκε στά χαρτιά του. Ό τελευταίος πήρε ένα εννιάρι καί άρκέσΐηκε σ’ αυτό. Ό γκρουπιέρης κύτταξε γύρω. Ύπέλόγιζε τά ποσά πού θά έπρεπε νά πληρώση, άν τραβούσε χαρτί καί καιγόταν. Αποφάσισε νά τραβήξη χαρτί, πήρε ένα όκτάρι καί κάηκε. — Πληρώνω, εΐπε. Μάζεψε' τά χαρτιά, αναπο­ δογυρίζοντας τά χαρτιά τού Κράγκ καί βλέποντας μέ έκπληξι ότι είχε μόνο δώδεκα. Πρόσθεσε επτά δολλάρια στά χρήματα του Κράγκ. —θά τά παίξω όλα μαζί, ανήγγειλε ό Κράγκ. Ό γκρουπιέρης μοίρασε πά­ λι γοργά.- Οί τρεις παίκτες πριν από τόν Κράγκ τράβηξαν χαρτιά καί κάηκαν. Ό γκρου­ πιέρης μάζεψε τά λεφτά τους. Ό Κράγκ μελέτησε τά χαρ­ τιά του σκεπτικά. Είχε ένα δε­ κάρι κι’ ένα όκτάρι. —θά πάρετε χαρτί; ρώτησε ό γκρουπιέρης. —Νομίζω * ότι θά μείνω, μ’ αυτά, είτε ό Κράγκ απρόθυμα καί θλιβερά. Ό γκρουπιέρης είχε :-ένα έξάρι ανοιχτό. "Οταν ήρθε ή •σειρά του νά πάρη χαρτί, κύτταξε γύρω καί είδε ότι μόνο ό Κράγκ κι’ ένας άλλος δέν είχαν καή. —"Εχω δεκαεπτά, εΐπε. —Πληρώστε με, είπε ό Κράγκ. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

’Έχω δεκαοκτώ. Ό γκρουπιέρης πλήρωσε τά δεκα­ τέσσερα δολλάρια, κυττάζοντάς τον διαπεραστικά. —Μήν τά βάλης όλα τώρα, εΐπε ό Φλέτσερ. —θά τά βάλω, είπε ό Κράγκ. Ό γκρουπιέρης γύρισε τό δεύτε­ ρό του χαρτί. ΤΗταν ρήγας. Ό Κράγκ είχε ένα όκτάρι κι* ένα έφτάρι. Ζή­ τησε ένα χαρτί καί τού ήρθε έξη. Είκοσι ένα ! —Τυχεράκια!, σφύριξε ό Φλέτσερ στο αύτί του. Ό γκρουπιέρης είχε είκοσι καί αναγκάστηκε νά πληρώση στον Κράγκ είκοσι οκτώ δολλάρια. —θά τά παίξω όλα μαζί πάλι, δή­ λωσε ό τελευταίος. Ή μεσόκοπη γυναίκα δίπλα στον Κράγκ, ρώτησε μέ σφυριχτή φωνή : —Παίζετε ούμφωνα μέ ώρισμένο σύστημα ; —Ναι! Τό σύστημα Κράγκ. — Πώς εΐναι αύτό τό σύστημα; Αφήνετε τά λεφτά σας νά πολλα-

πλασιάζωνται. —Μά γιά πόσο διάστημα; μπορείτε νά κερδίζετε διαρκώς; — Ναι, δέν μπορώ.

Δέν

27


ΤτΓ γυναίκα, μήν ξέ­ ροντας πώς νά πάρη τήν άπάντησι αυτή, έσκυψε στα χαρτιά της. Ό Κράγκ κύτταξε τα δικά του. Όταν έφτασε ή σειρά του, ό γκρουπιέρης ρώτησε άπότομα : —Λοιπόν; —"Εχω είκοσι, είπε ό Κράγκ, κι* αυτό μου φτάνει. Ό γκρουπιέρης πήρε δέκα όκτώ. Όταν εΐδε ότι ό Κράγκ είχε πραγ­ ματικά είκοσι, γρύλλισε καί του πέταξε πενήντα έξη δολλάρια. —θά τά βάλετε όλα, έξυπνε; ρώ­ τησε. — Ναι, είπε ό Κράγκ εϋθυμα. Σάς βρήκα τό σφυγμό τώρα. Πήρε ένα δεκάρι κι5 ένα δυάρι, δίστασε ττολλήν ώρα ώσπου ν’ άποφασίση άν θά τραβούσε χαρτί καί τέ­ λος άρκέστηκε σ’ αυτά πού εΐχε. Τό πότ του Κράγκ ήταν μεγαλύ­ τερο άπό όλων των άλλων μαζί. Ό γκρουπιέρης τράβηξε τρίτο χαρτί καί κάηκε. Βλαστήμησε δυνατά. — θά τά παίξω πάλι δλα μαζί, είπε γελαστά ό Κράγκ. Είχε μπροστά του διακόσια είκοσι τέσσερα δολλάρια τώρα. —Τό δριο είναι διακόσια δολλά­ ρια. εΐπε άπότομα ό γκρουττιέρης. —Αλήθεια ; Γιατί δέ μοϋ τό εί­ πατε άπό τήν άρχή ; — Γιατί δεν ρωτήσατε! — Τότε, εΐπε ό Κράγκ γκρινιάρικα, δέν θά συνεχίσω. Ό γκρουπιέρης έγνεψε σ’ έναν με­ γαλόσωμο άντρα, πού πλησίασε άμέσως. —Τί συμβαίνει; ρώτησε. —Αυτός... ό τζέντλεμαν... θελει νά παίξη περισσότερα άπό διακόσια δολ­ λάρια, εξήγησε ό γκρουπιέρης. —Πόσο περισσότερα ; — Είκοσι τέσσερα δολλάρια. — Καλά. Αφήστε τον νά παίξη. — "Αλλαξα γνώμη εΐπε ό Κράγκ. θά παίξω μόνο ένα δολλάριο. Ό γκρουπιέρης πέταξε τά τρα­ πουλόχαρτα, σκορπίζοντάς τα επάνω στό τραπέζι. "Ηρεμα, ό Σάμ Κράγκ δίπλωσε τά κέρδη του καί τα: έχωσε στήν τοέπη του. "Επειτα εΐπε : —Δέ μοϋ άρέσει αύτή ή λέσχη I — Βούλωστο, Σάμ, σφύριξε ό Φλέτσερ. θά μάς βάλεις σέ μπελάδες... 28

—Σωστά, εΐπε μιά φωνή πίσω άπό τόν Φλέτσερ. Έδώ δέν είναι Νέα Ύόρκη. ξέρετε. X ^ ορίζοντας ό Φλέτοερ εΐδε τόν Όράτιο Βέντερ, τόν νομισματολόγο άπό τή Νέα Ύόρ­ κη, νά τοϋ χαμογελά, μ’ ένα τσιγά­ ρο άνάμεσα στά δάχτυλά του. — Κύριε Βέντερ I. εΐπε7 ό Φλέτσερ. Ό Σάμ Κράγκ άνοιγόκλεισε τά μάτια του. Ό Φλέτσερ εΐπε: — Ακριβώς αυτή τή στινμή φεύ­ γαμε, κ. Βέντερ. "Ερχεστε μαζί μας; — Ναι, θά μείνετε σέ κανένα ξε­ νοδοχείο τή νύχτα; —Ναι. Ό διευθυντής τής λέσχης κι’ ό γκρουπιέρης άνάσαναν μέ άνακούφισι. ΤΗταν προτιμώτερο νά χάσουν διακόσια δολλάρια παρά νά έχουν ένα έπεισόδιο, πού μπορούσε νά διώξη τούς άλλους πελάτες. Τό τρίο άπό τή Νέα Ύόρκη βγήκε άπό τό καζίνο. —Παράξενη σύμπτωσις νά συναν­ τηθούμε έδώ, έ ; εΐπε ό Όράτιος Βέν­ τερ. — Αυτό άκριβώς σκεπτόμουν, άπάντησε ό Φλέτσερ. Πηγαίνετε στό Κακό Τσεκοϋρι; —Ναι! —"Ηρθατε μέ άεροπλάνο ; — Ναι. "Εφτασα σήμερα τό πρωί. —Τότε δέν ξέρατε γιά τόν θάνα­ το τοϋ Ούΐνσλοου δταν φύγατε άπό τή Νέα Ύόρκη. —Δέν έφυγα πριν άπό τις δ.έκα τό πρωί. Ναι, ήξερα. Γιατί;... —Ρώτησα απλώς. Ό Όράτιος Βέντερ κυτταξε σκε­ πτικά τόν Φλέτσερ καί εΐπε ; —Μήπως άλλάξατέ άπόφασι γιάέκεϊνο τό νόμισμα ; —Ναι. Μά δέν τό έχω πιά. Τό... τό έχασα. Βρέθηκε στήν τσέπη τοϋ Ούΐνσλοου. -"Α! Ό Κράγκ εΐπε γκρινιάρικα. —Δέν τό ξέρατε ούτε αυτό ; —"Οχι. Είχα τήν ιδέα δτι τό εί­ χατε πουλήσει κρυφά στον Τζώρτζ Πόλσον. Αυτό δέ μέ στενοχώρησε πολύ, μά τά σπάνια νομίσματα εΐναι ή δουλειά μου. Καί, μιά καί τό νό­ μισμα εκείνο ήταν σέ τέλεια κατάΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


στασι καί δέν εΐχε μπή σέ κυκλοφο­ ρία, σκέφτηκα ότι Ισως υπάρχει κι* άλλο ατό μέρος δπου βρέθηκε τό πρώτο. Γι' αύτό ήρθα εδώ. ϋίχαν φτάσει στό παλιό αυτοκίνητο, πού εΐχε άγοράσει ό Φλέτσερ. Ό Τζόννυ είπε : — "Εχουμε αυτό τό άεροδυναμικό γαϊδουράκι γιά νά πάμε στό Κακό Τσεκούρι. "Αν δέν έχετε κανονίσει δια­ φορετικά, γιατί νά μήν έρθήτε μαζί μας αύριο ; — "Εχω κανονίσει νά μέ πάη ένα αυτοκίνητο έκεϊ, εΐπε ό Βέντερ. Μά... θάρθώ εύχαρίστως μαζί σας. θά άκυρώσω τη συμφωνία, θάρθώ., μαζί σας καί θά μοιραστούμε τά έξοδα. —Σύμφωνοι. Τί λέτε γιά τις πέν-, τε; Πρέπει νά ξεκινήσουμε νωρίς. —θαυμάσια, θά είμαι έτοιμος. Ό νομισματολόγος έφυγε κΓ ό Φλέτσερ μέ τόν Σάμ Κράγκ μπήκαν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Σηκώθηκαν στις 4.30. Στις πέντε παρά δέκα βγήκαν άπό τό δωμάτιό τους... καί βρήκαν τόν Όράτιο Βέντερ νά τούς περιμένη κιόλας στόν προ­ θάλαμο. Εΐχε μιά βαλί­ τσα καί ένα καλάθι καί φορούσε κυ­ λόττα Ιππασίας καί γυαλιστερές και­ νούργιες μπόττες. — "Ολα εντάξει; ’Έχω λίγα τρό­ φιμα στό καλάθι. Μπορούμε νά φάμε όταν ξεκινήσουμε. Ξέρετε τόν δρόμο ; — "Εχω έναν χάρτη, εΐπε ό Φλέ­ τσερ. θά τραβήξουμε πρός τήν άνατολή κι’ έπειτα πρός τόν βορρά. "Εφτασαν στό αύτοκίνητο. Μέ τις άποσκευές τού Βέντερ τό πίσω μέ­ ρος τού αύτοκινήτου γέμισε. Οί τρεις άντρες κάθησαν στό εμπρός κάθισμα. Ό δρόμος πρός τά ανατολικά τής πόλεως ήταν πλατύς καί λείος. — Ελπίζω νά κρατήση άρκετά αύΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

στό αύτοκίνητο γιά νά πάνε στό ξε­ νοδοχείο τους. Ό Κράγκ μουρμού­ ρισε : —Δέν τό πιστεύω I —Τί! "Οτι ήρθε εδώ μέ τήν ελ­ πίδα νά βρή κΓ άλλο πεντοδολλάριο ; Γιατί όχι, Σάμ, —Γιατί είναι παράξενο, θυμάσαι πού εΐχε πή πώς δέν έγνώριζε τόν Τάμ ; — "Ω, αύτό! Τόν έγνώριζε. Τό έ­ μαθα άπό τη γραμματέα του. Δέν ε­ ξεπλάγην καθόλου πού τόν είδα εδώ.. Μάλλον τό περίμενα αύτό. Ό Κράγκ κούνησε τό κεφάλι του^ —Αύτό είναι πάρα πολύ γιά μένα,. Τζόννυ. Δέν καταλαβαίνω τίποτα. — Δέν πειράζει, Σάμ. Τό διπλό κρεββάτι τους στό ξενο­ δοχείο ήταν ό τι έπρεπε γιά ένα πρωι­ νό ξύπνημα. Τό στρώμα ήταν σβώλους-σβώλους καί οί σούστες έτριζαν απαίσια.

Η Γ Υ Α Λ I Ν Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

τό, εΐπε ό Φλέτσερ όταν βγήκαν από τήν πόλι. Μιά οροσειρά φαι­ νόταν άμυδρά επάνω στόν μακρυνό ορίζοντα. Μπρο­ στά τους, ή έρημος εκ­ τεινόταν επίπεδη καί λεία. Ό Φλέτσερ ήξερε μερικά πράγματα γιά τις αποστάσεις σέ επίπεδες πε­ ριοχές καί κατάλαβε ότι τά βουνά ήσαν πιο μακρυά άπ’ όσο φαίνονταν. Τό αύτοκίνητο, εκτός άπό μερικά ανησυχητικά μουγγρίσματα, προχω­ ρούσε εκπληκτικά καλά. "Εφτανε στα τριάντα οκτώ μιλιά τήν ώρα. Επάνω άπό τήν ταχύτητα αύτή, ό κινητήρας ρόγχαζε θορυβωδώς. "Επειτα άπό δυό ώρες, ό χάρ­ της τους έδειξε ότι έπρεπε νά στρί­ ψουν πρός τό βορρά. "Εστριψαν καί μπήκαν σ5 ένα δρόμο πιο στενό, μά άρκετά ομαλό. ΤΗταν νωρίς άκόμα καί δέν υπήρχαν αύτοκίνητα στόν δρόμο, μά προσπέρασαν άρκετά άνε29


μοδαρμένα πρατήρια βενζίνης. Ό Βέντερ άνοιξε τό καλάθι του κατά τις οκτώ κι* έβγαλε σάντουιτς καί ένα «θερμός» γεμάτο ζεστό καφέ. "Εφυγαν χωρίς νά σταματήσουν. "Επειτα άπό άρκετή ώρα έφτασαν σέ ναν πλάγιο δρομάκο με μιά ταμπέλλα πού έγραψε : «Κακό Τσεκούρι, 6 μιλιά». "Ενα βέλος έδειχνε προς τά δεξιά. * Η3ΓΒό αυτοκίνητο μπή­ κε στόν δρομάκο, πού ήταν ολόισιος στην αρχή. Ένα μίλι όμως πιο πέρα, άρχισε νά στριφογυρίζη καί νά γίνε­ ται ανηφορικός.Ό άνήφορος κράτησε γιά άλλα τρία μιλιά κι* έφτασαν στήν κορυφή ενός λόφου. Στά πόδια τους κατέβαινε μιά μεγάλη πλαγιά καί πιο πέρα εκτεινόταν πάλι ή έρημος. —Νά το ! φώναξε ό Κράγκ δεί­ χνοντας. Στήν άκρη τής ερήμου υπήρχαν μερικά κτίρια. Μαύρος καπνός έβγαι­ νε άπό μιά καπνοδόχο. —Είναι περισσότερο άπό έξη μι­ λιά, είπε ό Φλέτσερ. "Εχουμε διανύσει τέσσερα. "Αρα μάς κάνουν δέκα. Δεν είναι αύτό τό Κακό Τσεκούρι. — Τί ; φώναξε ό Κράγκ. Δεν είναι περισσότερο άπό ένα ή δυο μιλιά. — Οί άποστάσεις είναι απατηλές εδώ, είπε ό Όράτιος Βέντερ, — Μά αν δεν είναι αύτό τό Κακό Τσεκούρι, που είναι; Ό Φλέτσερ σήκωσε τό ένα του χέρι άπό τό βολάν καί έδειξε προς τ’ άριστερά. —’Εκει, Σάμ.· Ό Σάμ Κράγκ έψαξε την πλαγιά τού λόφου προς τ’ άριστερά. —Δε βλέπω καμμιά πόλι εκεί. —Ξανακύτταξε, ’Ο Κράγκ τέντωσε τό λαιμό του καί γούρλωσε τά μάτια του. —Εννοείς αυτές εκείνες τις μισογκρεμισμένες καλύβες ; —Τό Κακό Τσεκούρι είναι μιά νεκρή πόλις. Ερημώθηκε τό 1854. Εί­ ναι παράξενο άκόμα καί τό ότι στέ­ κουν όρθια μερικά κτίρια. —Μά τί είναι εκείνο εκεί τό μέ­ ρος μέ τά κτίρια καί τον καπνό ; —"Ισως είναι τό Όρυχεΐο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής... "Ω I 30

ΑΑάτησε ξαφνικά τό φρένο καί τό αυτοκίνητο σταμά­ τησε σηκώνοντας ένα σύννεφο καπνού. Ό Φλέτσερ έκανε όπισθεν. —Τί τρέχει; ρώτησε ό Κράγκ. — Φτάσαμε, εΐπε ό Φλέτσερ. Καί έδειξε ένα μικρό, πλατύ ρό­ παλο στημένο στήν άκρη τού δρόμου. Κάποιος, πολλά χρόνια πριν, είχε σκαλίσει άπό τήν κορυφή προς τά κάτω : «Όρυχείο των Τριών "Αρκτων» — Πού είναι τό όρυχείο; ρώτησε ό Όράτιος Βέντερ. Βλέπω μόνο μιά παλιά καλύβα. 'Η καλύβα ήταν ένα τέταρτο μι­ λίου προς τά δεξιά, στη βάσι ενός γκρεμού. Δεν ύπήρχε δρόμος προς αύτό τό μέρος, άλλά μόνο ένα μονο­ πάτι πού έστριφογύριζε άνάμεσα στούς θάμνους. Ό Φλέτσερ έσβησε τή μηχανή. — Νσμίζω ότι πρέπει νά συνεχίσουμε μέ τά πόδια. Τό αυτοκίνητο μπορεί νά κολλήση στήν άμμο. Ό Όράτιος Βέντερ &γήκε άπό τό αύτοκίνητο καί σήκωσε τό καλαθάκι του. — Δεν φαίνεται πολύ εύθυμο, έ; είπε. —Είναι κλειστό άπό είκοσι πέντε χρόνια, ξέρετε, εξήγησε ό Φλέτσερ. — Καί ό Μπίλλυ Τάμ έζησε εδώ μόνος όλα αυτά τά χρόνια. —Φαντάζομαι πώς θά τού άρεσε. Μερικοί όρύχοι δεν αισθάνονται άνε­ τα αν έχουν συντροφιά. Αγαπούν τή μοναξιά. "Εχω άκούσει γιά χρυσοθήρες στήν Κοιλάδα τού θανάτου, στήν Καλλιφόρνια, πού έζησαν στήν έρημο γιά χρόνια χωρίς νά δοΰν στά μάτια τους άνθρωπο... Ό Σάμ Κράγκ κύτταξε ανήσυχα τούς θάμνους. —Δέ φαντάζομαι νά υπάρχουν κροταλίες εδώ, έ, Τζόννυ ; —Μπορεί νά ύπάρχουν, Σάμ, εΐτ& ό Φλέτσερ κλείνοντας τό μάτι στόν Βέντερ. Κράτησε τ’ αυτιά σου τεν­ τωμένα. Ό κροταλίας είναι τζέντλε­ μαν. Προειδοποιεί πριν έπιτεθή. ΐΕϋεκί.νηπητν γιά τήν ανεμοδαρμένη καλύβα, πού όπως άπεδείχθη ήταν μιάό μίλι μακρυά. Πριν ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


φτάσουν εκεί, συνάντησαν έναν κα­ ταπληκτικό σωρό άδειων κουτιών από κονσέρβες. —Είκοσι πέντε χρόνια τρώγοντας κονσέρβες, είπε ό Φλέτσερ. Δεν είδαν τό στόμιο τοϋ ορυχεί­ ου παρά μόνο όταν έφτασαν κοντά στην καλύβα. 7Ηταν εκπληκτικά ασή­ μαντο. Μια άπλή τρύπα δυο μέτραψηλή στην πλαγιά του γκρεμού. Ε­ πάνω άπό τήν τρύπα υπήρχε μια πα­ λιά σπασμένη πινακίδα, όπου ήταν γραμμένο με ξεθωριασμένα γράμ­ ματα : «Ό ρυχειον των Τριών "Αρκτων Τδιοκτήτης : Ούώλτερ Ούίνσλοου,#. ΊΤ "πόρτα τής καλύβας ήταν ανοι­ χτή. Μπήκαν μέσα κι* ό Όράτιος Βέντερ σφύριξε. —Είκοσι πέντε χρόνια εδώ μέσα ! Τα έπιπλα ήσαν ένα παλιό ξύλι­ νο τραπέζι με επιφάνεια όλο σχισμές, δυο σκαμνιά με τρία πόδια, μιά σκουριασμένη θερμάστρα άπό λαμα­ ρίνα καί ένα φτηνό σιδερένιο κρεββάτι, όπου ήσαν απλωμένες σκονι­ σμένες κουβέρτες. Μιά βαλίτσα ήταν ακουμπισμένη κοντά στή σόμπα. Μιά σειρά άπό καρ­ φιά πίσω άπό τή σόμπα συγκρατουσαν κατσαρόλες καί τηγάνια κι’ ένα ράφι επάνω άπό τά καρφιά είχε έναν μεγάλο αριθμό κουτιών με πολύχρω­ μες επιγραφές. Ό Φλέτσερ πλησΈσε καί διάβασε : —Φασόλια... σολωμός... βωδινό... χ α β ι ά ρ ι I Έκάγχασε. —Σκέψου ! "Ενας ποντικός τής ε­ ρήμου νά τρώη χαβιάρι ! — /Μπορεί νά του άρεσε, είπε ό Κράγκ. Σέ τί άλλο μπορούσε νά ξοδέψη τούς μισθούς του σ’ αύτή τήν ερημιά ; %

Ο

Όράτιος Βέντερ έπεσε στά γόνατα δίπλα στή βαλίτσα. Τήν άνοιξε καί άφησε μιά σιγανή κραυγή. —”Α ! Ό Φλέτσερ κι’ ό Κράγκ πήγαν κοντά του κύ ό Βένιερ έβγαλε ένα μεγάλο χαρτόνι άπό τή βαλίτσα. Ε­ πάνω. στο χαρτόνι ήσαν στερεωμένα παλιά νομίσματα. ΚΡ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

—Ινδιάνικες πένες, είπε ό Όρά­ τιος Βέντερ. Δεν αξίζουν περισσότε­ ρο άπό δυο δολλάρια τό ένα! "Επειτα έβγαλε άπό τή βαλίτσα μισή ντουζίνα νομισματικούς κατα­ λόγους καί ένα χοντρό βιβλίο μέ τόν τίτλο ι «Νομισματολογία, μιά εύχάριστη άπασχόλησις». Μέσα στή βαλίτσα υπήρχε επίσης ένας στραπατσαρισμένο κουτί άπό παπούτσια. Ό Βέντερ τό άνοιξε. Πε­ ριείχε εκατοντάδες επιστολές.Ό Φλέ­ τσερ πήρε μέσα καί διάβασε : «Αγαπητέ κ. Τάμ, Ή επιστολή σας μέ συγκίνησε. Είμαι μιά ολομόναχη χήρα 36 ε­ τών...». "Αφησε τήν επιστολή καί πήρε μιάν άλλη. —Αισθηματική άλληλογραφία, εί­ πε. Προφανώς ό Τάμ άνήκε σέ καμμιά Λέσχη Συνοικεσίων. Φαίνεται πώς είχε άλληλογραφία μέ πολλές «ολο­ μόναχες» γυναίκες. —Φαίνεται πώς αυτό ήταν ή μόνη δισακέδασις τής ζωής του, είπε ό Ό­ ράτιος Βέντερ. Αυτό καί ή νομισμα­ τολογία, —Τίποτ’ άλλα γράμματα ; ρώτησε ό Φλέτσερ. Έκτος άπό τά αισθημα­ τικά ; —Δέν βλέπω άλλα κι* αύτό είναι παράξενο. —Γιατί; Ό Βέντερ δάγκωσε τά χείλη του. —Τού έγραψα εγώ μερικά. Ξέρε­ τε, άλληλογράφησε μαζί μου γιά τό νόμισμα εκείνο, πριν έρθη στή Νέα Ύόρκη. -—"Ω I Τότε ξέρετε ότι έφερνε μα­ ζί του έκεϊνο τό- χρυσό πεντοδολλάριο τού 1822; Ό Βέντερ δίστασε γιά μιά στι­ γμή. "Επειτα είπε : — Ναι. Δέν... δέν ήθελα νά τό πα­ ραδεχτώ αύτό. γιατί ή αστυνομία τής Νέας Ύόρκης Οά έπέμενε ότι ε­ γώ... χμ... ότι τόν έΐχα σκοτώσει γιά νά πάρω τό νόμισμα. ίσως έχετε δίκιο, είπε ό Φλέτσερ. Μά, άκοΰστε, άψού τά λέμε όλα τώρα, πέστε μου : Είδα­ τε τόν Τάμ ζωντανό στή Νέα Ύόρκη ; . Ό Βέντερ κούνησε τό κεφάλι του. 31


—"Οχι. Δεν τόν είδα. Μά σάς πώ κάτι άλλο. Ό Ταμ στις επιστολές του έκανε αόριστους υπαινιγμούς δτι εΐχε κΓ άλλα χρυσά πεντοδολλάρια του 1822. Μου έγραψε, κάπως ασυ­ νάρτητα, για μιαν εκπληκτική άνακάλυψι νομισμάτων... — Πόσων ; —Δεν έγραψε πόσα βρήκε. Χρησι­ μοποίησε απλώς πληθυντικό άριθμό. "Ισως δυο, ϊσως τρία, ίσως καί πε­ ρισσότερα. ’Τσως πάλι αυτό νά ήταν ένα λάθος στο γράψιμο. ΤΗταν πολύ αγράμματος, ξέρετε. Μελετώντας ό­ μως τις επιστολές του μετά τό θάνα­ τό του, δεν μπόρεσα ν’ άντισταθώ στον πειρασμό νάρθώ εδώ. ’Άν ύπάρχη κι’ άλλο χρυσό πεντοδολλάριο, θά άποζημιωθώ για τόν κόπο μου. — Δέν νομίζετε δτι ξεχνάτε κάτι, κ. Βέντερ; ρώτησε ό Φλέτσερ. Ό Μπίλλυ Ταμ δεν έχει κληρονόμους καί δ,τι βρεθή σ’ αυτήν εδώ τήν ιδιο­ κτησία, πρέπει νά θεωρηθή κτήμα του Ούώλτερ Ουΐνσλοου ή τών κλη­ ρονόμων του. —Τό σκέφτηκα αύτό, είπε ό Βέν­ τερ κάπως ψυχρά. Μά καί πάλι θά έχω κέρδη. Ξέρω τούλάχιστον τρεις νομισματοσυλλάκτες πού θά με πλή­ ρωναν άκριβώτερα άπό όποιονδήποτε άλλον για νά άποκτήσουν τό νόμι­ σμα αύτό. Μπορώ νά πείσω τούς κληρονόμους τοϋ Ουΐνσλοου νά που­ λήσουν μέσω έμοΰ. Ό Φλέτσερ κούνησε τό κεφάλι του. —Ελπίζω τότε δτι θά βρούμε κι* άλλο ένα χρυσό πεντοδολλάριο. Μά δέν τό θεωρώ πιθανό. Κάποιος άλ­ λος ήρθε εδώ πριν άπό μάς. Ό Βέντερ άνασκίρτησε. —Γιατί τό λέτε αύτό;· —Τό είπατε μόνος σας. Οί επιστο­ λές πού στείλατε στον Τάμ δέν εί­ ναι εδώ. Καί δέν ύπάρχουν άλλες, εκτός άπό τις αισθηματικές αυτές ε­ πιστολές. Βέβαια, ό Ουΐνσλοου, ή κάποιος άπό τό γραφείο του Ούΐνσλοου, θά έγραφε στον Τάμ άπό και­ ρό σέ καιρό, αν δχι γιά άλλο λόγο, τουλάχιστον γιά νά του στείλη τό μισθό του. ' 17"ιά μερικές στιγ­ μές ό Βέντερ έμεινε σκεπτικός μέ ζα­ ρωμένα φρύδια. 32

—’Ίσως δέν θεώρησε άξιο νά κρατήση τις επιστολές αύτές, εΐπε τέλος Ό Φλέτσερ κούνησε τό κεφάλι του άργά. Προχώρησε πρός τήν πόρ­ τα τής καλύβας, κύτταξε έξω καί βγήκε. Πήγε νωχελικά στο πίσω μέ­ ρος τής καλύβας καί άρχισε νά σκαλίζη μέ τό πόδι του κάτι στάχτες. Ξαφνικά έσκυψε καί σήκωσε άπό χάμω ένα μισοκαμμένο σανίδι. Σκού­ πισε τήν καπνιά καί τό χώμα πού τό σκέπαζαν. Ό Σάμ Κράγκ κΓ ό Βέντερ βγή­ καν άπό τήν καλύβα. — Βρήκατε τίποτα ; ρώτησε ό Βέν­ τερ. ' - —Μόνο ένα σανιδάκι .άπό κάποιο κουτί, άπάντησε ό Φλέτσερ. ’Έχει τή διεύθυνσι του Ουΐνσλοου ώς άπσστολέως. Καί πέταξε τό σανίδι μακρυά. Μά ένα κουδούνι άντηχουσε μέσα στό μυαλό του. Τό σανίδι άνήκε σέ κάποιο κουτί, σταλμένο προφανώς άπό τόν Ούΐσλοου. Μά ή διεύθυνσις δέν ήταν ή διεύθυνσις τών γραφείων του ή του σπιτιού του, άλλά μιά άλλη διεύθυνσις στήν Πέμπτη Λεω­ φόρο. Κύτταξε σκεπτικά πρός τό Όρυχεΐο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής. —Νομίζω πώς θά πάω εκεί πέρα νά τούς πώ τήν καλημέρα, είπε, θέ­ λετε νάρθήτε μαζί; Ό Βέντερ κύτταζε τό μαύρο στόμιο τού Όρυχείου τών Τριών "Αρκτων, μέ τά φρύδια ζαρωμένα. —θά προτιμούσα νά ρίξω μιά μα­ τιά εκεί μέσα. Μά... δέν ξέρω αν αύ­ τό θά είναι άκίνδυνο. Μήπως αυτά τά ορυχεία παθαίνουν καθιζήσεις-; —Ναι, δταν οί στύλοι πού τά συγκρατοΰν σαπίζουν. Μά, αν περι­ μένετε ώσπου νά γυρίσουμε, θά μπού­ με μαζί σας. Κάπως άπρόθυμα, ό Όράτιος Βέντερ τούς άκολούθησε στό αυτοκί­ νητο. Λίγα λεπτά άργότερα, πλησίαζαν στό Όρυχεϊο τής Γυάλυνης Νεκρο­ κεφαλής. Βρίσκονταν άκόμα καμμιά ογδονταριά μέτρα μακρυά, δταν ένας άντρας βγήκε άπό ένα άπό τά κτί­ ρια. Κρατούσε κάτι στό χέρι του. "Ενα τουφέκι. —Τί θέλετε ; φώναξε. ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ο Φλέτσερ σταμά­ τησε τό αυτοκίνητο καί βγήκε εξω. — Περιμένετε εδώ, εΐπε σιγανά <στόν Κράγκ καί στον Βέντερ. Καί προχώρησε πρός τόν άνθρωπο με τό τουφέκι. Ό τελευταίος τόν άφησε νά πλησιάση καμμιά σαρανταριά μέτρα α­ κόμα κι5 έπειτα κούνησε τό τουφέκι του. —Στάσου I φώναξε. Τί θέλεις ; — Είμαι άπό τή Νέα Ύόρκη, είπε ό Φλέτσερ. ΤΗρθα εδώ γιά τόν Μπίλλυ Τάμ... —’Έ, λοιπόν — Είναι νεκρός, ξέρετε. Ή δεν τό ξέρατε ; —Τό ξέραμε. Τό διαβάσαμε στις εφημερίδες. Τί έχει νά κάνη όμως αύτό με μάς ; —"Ίσως τίποτα, ίσως πολλά, ξέ­ ρετε, μου ανέθεσε ό Ούώλτερ Ούΐνσλοου... — Ποιος είναι ό Ούΐνσλοου ; — Δεν τόν ξέρετε; Μά... είναι ό ιδιοκτήτης του Όρυχείου των Τριών "Αρκτων. # — ’Ά, αυτός ! ’Έ, λοιπόν ; -—Εΐνάι κι’ αυτός νεκρός. Δέν τό ξέρετε ; —"Οχι. Μά τί σημασία έχει; "Ο­ λοι οί άνθρωποι πεθαίνουν μια μέρα. —Μά, εΐπε ό Φλέτσερ, νόμιζα δτι μπορούσε νά έχει σημασία αύτό. Βλέπετε, ξέρω γιά τις σιδερένιες άρ-. κουδες. Τό άποτέλεσμα αυτών τών λέξεων ήταν εκπληκτικό. Τό τουφέκι τοϋ άνθρώπου υψώθηκε άπειλητικά πρός τόν Φλέτσερ. —Πήγαινε στό διάβολο 1, γρύλλισε ό άνθρωπος. Καί γρήγορα ! Ό Φλέτσερ υποχώρησε. —Αύτό δε θά βγή σε καλό, είπε. Βλέπετε, αντιπροσωπεύω τήν Μις Ούΐνσλοου. —Έ, λοιπόν ; Δέν είναι ίδιοκτήτρια τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής! Ούτε ό Ούΐνσλοου. Ξεκουμπίσου άπό δώ καί μήν ξαναγυρίσης αν άγαπάς τόν έαυτό σου. 3Ε*νας άλλος άν­ τρας βγήκε άπό τό κτίριο. Κρατούσε ένα Κόλτ στό δεξιό του χέρι. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

— Τί τρέχει Ντέϊκ ; ρώτησε. Ό άλλος κούνησε τό κεφάλι του. .—"Ενας ενοχλητικός επισκέπτης. Τίποτ’ άλλο. Τήν διώχνω. — Μπορεί νά ξαναγυρίσω, είπε ό Φλέτσερ. 'Η άπάντησις ήταν μιά σφαίρα πού κλώτσησε τή σκόνη ένα μέτρο κοντά στά πόδια τοϋ Φλέτσερ. — "Οταν ξαναγυρίσης, φέρε ένα στρατό μαζί σου I, φώναξε ό άνθρω­ πος με τό τουφέκι. Ό Φλέτσερ γύρισε καί βάδισε πρός τό αυτοκίνητο. Βρήκε τόν Όράτιο Βέντερ με χλωμό πρόσωπο καί τόν Σάμ Κράγκ άφρισμένο άπό λύσσα. —θά ήθελα νά είχα ένα πιστόλι!, γρύλλισε ό Κράγκ. θά τούς έδειχνα. — Μπήκαμε στήν ιδιοκτησία τους, εΐπε ό Φλέτσερ. ’Έχουν τό δικαίωμα νά μάς διώξουν. Πάμε. Μπήκε στό αυτοκίνητο, τό γύρισε καί άρχισαν νά άνεβαίνουν τήν άπότομη πλαγιά. Ό Φλέτσερ τό σταμάτησε άπέναντι στό Όρυχειο τών Τριών "Αρ­ κτων. —Νομίζω δτι είναι προτιμώτερο νά μείνης στό αυτοκίνητο ώς φύλα­ κας, Σάμ, είπε. Ό κ. Βέντερ κι’ εγώ θά ρίξουμε μιά ματιά στό ορυχείο. Ό Όράτιος Βέντερ πήρε πάλι τό καλαθάκι του. —"Εχω μέσα ένα-δυό φανάρια καί λίγο σκοινί, γιά τήν περίπτωσι πού θά μάς χρειαστούν, είπε. Ανέβηκαν ώς τό στόμιο τοϋ Ό­ ρυχείου τών Τριών "Αρκτων. Ό Βέν­ τερ έβγαλε δυό δυνατά φανάρια άπό τό καλαθάκι του καί έδωσε τό ένα στον Φλέτσερ. Ό Φλέτσερ τό άναψε καί μπήκαν στό ορυχείο. Πριν κάνουν δέκα βήμα­ τα, είπε : —Δέν νομίζω δτι θά συναντήσου­ με δυσκολίες. Φαίνεται πώς ό Τάμ τό διατήρησε σέ καλή κατάστασι. Αύτό ήταν άληθινό. Τά δοκάρια πού συγκρατοϋσαν τούς τοίχου καί τό ταβάνι ήσαν στις θέσεις τους καί ό Τάμ τά εΐχε ένισχύσει εδώ καί έκεΐ. Ή ύπόνομος ήταν περίπου ένάμισυ μέτρο ψηλή κΓ ό Φλέτσερ ήταν άναγκασμένος νά περπατή σκυφτά. 33


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ή υπόνομος προχω­ ρούσε όλόϊσια για είκο­ σι περίπου μέτρα κι* έ­ πειτα έστριβε προς τά δεξιά και ανέβαινε πρός τά επάνω. —Τό έκαναν αυτό γιά νά άκολουθήσουν τή φλέβα, εξήγησε ό Φλέτσερ στον Βέντερ πού ερχόταν πίσω του. Συνέχισαν τό δρόμο τους γιά άλ­ λα ε’ίκοσι ή τριάντα μέτρα, δταν ή υπόνομος άρχισε νά κατηψορίζη α­ πότομα. · Καί τότε, εντελώς ξαφνικά, ή υπό­ νομος τελείωσε. Σπασμένα δοκάρια, πέτρες καί χώμα την έφραζαν σχεδόν ως έπάνω στό, ταβάνι. — Αυτό εΐν’ όλο, είπε ό Φλέτσερ. Έχει γίνει μιά κατάρρευσις καί δεν φαίνεται πρόσφατη... Βλέπετε τίποτα ενδιαφέρον, Βέντερ ; Ό νομισματολόγος φαινόταν τρο­ μερά άπογοητευμένος. — Τίποτα. Τό παράξενο δμως εί­ ναι δτι ό Τάμ κράτησε τό ορυχείο σε θαυμασία κατάστασι. Δεν καταλα­ βαίνω... —Ουτ’ εγώ, είπε ό Φλέτσερ. Έρριξε τή δέσμη τοϋ φαναριού του στήν κορυφή του σωρού πού έ­ φραζε τήν υπόνομο. Καί τότε, τρά­ βηξε μιά βαθειά άνάσα καί, πέφτον­ τας στά τέσσερα, άρχισε νά φ<α:ρφαλώνει μέ χέρια καί πόδια στον σωρό. —Είδατε τίποτα ; ρώτησε γοργά ό Βέντερ. —Σ’ ενα μέρος τό χώμα είναι πατημένο. Φαίνεται πώς ό Τάμ συ­ νήθιζε νά σκαρφαλώνη εδώ. ιρισκοταν στην κορυφή τοϋ σωρού τώρα. Τό κεφάλι του άγγιξε στό ταβάνι τής υπονόμου. Έχωσε τό φανάρι του μπροστά άνάμεσα στήν κορυφή τοϋ σωρού καί στό ταβάνι. Πίεσε τά» κουμπί, τεντώ­ θηκε καί κύτταξε πέρα άπό τό σωρό, στήν υπόνομο πού συνεχιζόταν πίσω του. 34

ΜΙΑ ΦΟΥΧΤΑ ΠΕΝΤΟΔΟΛΛΑΡΙΑ

Τότε είδε κάτι μέσα στη δέσμη τών άκτίνων τού φαναριού του, σέ μικρή άπόστασι άπό τό κεφάλι του. ?Ηταν ένα μικρό σιδερένιο κουτί. Τό επιασε μέ τό αριστερό του χέρι καί τό τράβηξε πίσω, πρός τό μέρος του. Κατέβηκε άπό τό σωρό μέ τό κου­ τί στό χέρι. —Τί είναι αυτό; φώναξε μέ τα­ ραχή ό Βέντερ. — "Ενα κουτί. —Τί περιέχει; Χ Ό Φλέτσερ τίναξε τή σκόνη άπό τά παντελόνια του καί έπειτα άνοι­ ξε τό μικρό κουτί. Περιείχε ένα κομ­ ματάκι άπό δέρμα ζώου, διπλωμένο. Ό Φλέτσερ τό πήρε καί αμέσως μό­ λις ένοιωσε τό βάρος του, κατάλαβε δτι κρατούσε κάτι σπουδαίο. Μέ τόν Βέντερ σκυμμένο έπάνω του, άνασαίνοντας βαρειά, ό Φλέτσερ τό ξεδί­ πλωσε άργά. — Θεέ καί Κύριε I, φώναξε ό Όράτιος Βέντερ. Χρυσά πεντοδολλάρια !... Καί δλα τοϋ 1822 ! — Ναι, εΐπε ήρεμα ό Φλέτσερ. Ό Βέντερ σκάλισε τό μικρό σωρό τών νομισμάτων, μετρώντας τα. Έπετα άπό μιά στιγμή είπε μέ φωνή γεμάτη δέος: —Δέκα έννέα... θεέ μου 1 —ΤΗσαν είκοσι, εΐπε ό Φλέτσερ. Ό Τάμ πήρε τό ένα μαζί του στη Νέα 'Υόρκη. Ό Όράτιος Βέντερ άφησε τά νο­ μίσματα νά .πέσουν ένα-ένα στήν πα­ λάμη τοϋ Φλέτσερ. Έκανε ένα βήμα μακρυά του. — Είναι άραγε γνήσια ; είπε. Πρέ­ πει νά βεβαιωθώ ! θά κάνω μιά δοκιμή. Γ"ύρισε κι* έσκυψε στό καλαθάκι πού είχε κουβαλήσει μαζί του. Τό άνοιξε, έχωσε μέσα τό χέρι του καί... Ό Φλέτσερ έκανε ένα γοργό βήμα έμπρός καί κλώτσησε άγρια τόν καρΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ττό του χεριού του Όρατίου Βέντερ. Ό νομισματολόγος ουρλιαξε από έκπληξι καί πόνο... καί ένα πιστόλι ξέφυγε από τό χέρι του καί κύλησε χάμω κροταλώντας. Ό Όράτιος Βέντερ μούγγρισε κι5 ώρμησε πρός τό πιστόλι. Δεν πρόλα­ βε. Ό Φλέτσερ του έδωσε ένα τρο­ μερό χτύπημα στό αριστερό αυτί καί, καθώς ό νομισματολόγος έπεφτε, έ­ σκυψε, μάζεψε τό πιστόλι άπό χάμω καί τό έχωσε στην τσέπη του. — Είστε ηλίθιος, κ. Βέντερ, εΓπε ψυχρά, νομίζοντας ότι θά μπορούσα­ τε νά μέ γελάσετε μ’ αυτό τό καλαθάκι 1 Ό Βέντερ ήταν πεσμένος στα γό­ νατα, κρατώντας τό κεφάλι του. —Είναι δικά μου 3, είπε - άγρια. "Ηξερα δτι ήσαν εδώ καί ήρθα άπό την άκρη του κόσμου γιά νά τά βρω. —Αλήθεια; Καί γιά ποιο λόγο ήρθα εγώ, νομίζετε ; — Δεν ξέρω καί δέ μέ νοιάζει. Τά νομίσματα αύτά είναι δικά μου ! θά πάω στα δικαστήρια... —Νομίζετε δτι θά κερδίσετε ; Βρέ­ θηκαν σέ κτήμα του Ούΐ'νσλοου. Α­ νήκουν στούς κληρονόμους του. —Όχι ! Τά νομίσματα ανήκαν στον Τάμ. Δεν τά πήρε άπό τον Ού­ ΐ'νσλοου κι’ ούτε τά βρήκε εδώ γύρω. —Μπορείτε νά τό άποδείξετε αυτό ; —Καί βέβαια μπορώ ! "Εχω μιαν επιστολή άπό τον Τάμ δπου αύτός όμιλεϊ γιά τήν άνεύρεσι αύτών τών νομισμάτων. — Που τά βρήκε ; — Δεν λέει άκριβώς. Μου έγραψε δτι σ’ ενα έξερευνητικό ταξίδι του... — Ό Τάμ πληρωνόταν γιά νά φρουρή τό ορυχείο αυτό. Πώς έκανε έξερευνητικά ταξίδια ; — Δεν ύπήρχε λόγος νά μένη εδώ διαρκώς. Ό Τάμ ήξερε δτι τό όρυχείο είχε στερέψει καί δτι ό Ούΐνσλοου τόν κρατούσε εκεί, γιατί κά­ ποτε του είχε σώσει τη ζωή. Πήγαινε πότε-πότε σέ έξερευνητικά ταξίδια γιά νά βρή χρυσάφι. Στό τελευταίο ταξίδι του βρήκε αυτό εδώ τό κουτί, μέσα σέ μιά σπηλιά, δίπλα σ’ εναν, σκελετό.

Ο

Φλέτσερ άνασήκωσε τά φρύδια του καί κύτταξε τά χρυσά νομίσματα. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

—Δίπλα σ’ ένα σκελετό ; ρώτησε, Ό Όράτιος Βέντερ μόρφασε. —Επαναλαμβάνω απλώς αυτά πού μού έγραψε. Φυσικά δέν ήξε^ε ποιός ήταν ό νεκρός. ΤΗταν ένας πο­ λύ παλιός σκελετός. — θά έπρεπε νά ήταν. Ό Βέντερ φώναξε άνυπόμονα. —Δέν είναι τόσο άπίθανο όσο φαντάζεσθε ίσως. ’Άν ένθυμείσθε καθόλου ιστορία, θά ξέρετε δτι ή άποστολή του Κάπταιν Μπονεβίλ, τό 1833, πέρασε άρκετόν καιρό8 εδώ. Δέν είναι άπίθανο ό σκελετός νά άνήκε σέ κάποιο μέλος τής αποστολής, πού* τραυματίστηκε καί σύρθηκε μέσα στή σπηλιά καί πέθανε. — Δέν είναι άπίθανο, είπε ό Φλέ­ τσερ, μά καί δέν είναι πιστευτό. "Ε­ χω βλέπετε, διαβάσει τό ήμερολόγιο τού Μπονεβίλ καί δέν θυμούμαι νά έλειπε κανένα μέλος όταν τελείωσε ή άποστολή. — Πάντως, εΐπε ό Βέντερ σταθε­ ρά, εγώ πιστεύω δτι κάτι τέτοιο πρέ* πει νά συνέβη. Πώς άλλοιώς είκοσι χρυσά πεντοδολλάρια θά μπορούσαν νά μείνουν κρυμμένα γιά περισσότε­ ρο άπό έναν αιώνα καί νά βρεθούν σέ τέλεια κατάστασι; — Αυτό είναι τό μόνο πού μπορώ να7 παραδεχτώ. Τά νομίσματα έμειναν εκτός κυκλοφορίας καί είναι δλα τους γνήσια χρυσά πεντοδολλάρια τού 1822. ’Άς πούμε, πάντως, δτι συνέβη αυτό πού λέτε καί δτι ό Μπίλλυ Τάμ βρήκε αυτά τά χρυσά νομίσματα κά­ που μακρυά άπό τήν ιδιοκτησία τού κ. Ούΐ'νσλοου. Μέ ποιό δικαίωμα θά τά άπαιτούσατε εσείς; —Μέ τό δικαίωμα τής άνευρέσεως. Τά βρήκα.,. — Έγώ τά βρήκα, τόν διώρθωσε ό Φλέτσερ. ϋί^έν θά σκεπτόσα­ στε νά κυττάξετε μέσα στην υπόνο­ μο, εΐπε ό Βέντερ, άν δέν σάς έλεγα πώς έψαχνα νά βρώ κάτι. —Απεναντίας θά κύτταζα. Γιατί κι’ έγώ έψαχνα γιά κάτι. Κι* αυτό τό κάτι ήταν χρυσά νομίσματα. Ό Όράτιος Βέντερ άνοιγόκλεισε τά μάτια του. —Σπάνια νομίσματα ; —Μάλλον σπάνια... αφού ό Πρό35


εδρος Ρούζβελτ άνέκο {;ε την κυκλο­ φορία τους ; —Πεντοδολλάρια του 1822; —Όχι βέβαια, είπε ευγενικά ό Φλέτσερ. Άς ποϋμε όμως δτι ξέρατε πού ήσαν κρυμμένα αυτά εδώ τά πεν­ τοδολλάρια. Καταλαβαίνετε, κ. Βέντερ, δτι αυτό σάς κάνει τον πι­ θανότερο δολοφόνο του Μπίλλυ Τάμ ; — ’Όχι. Εσείς είστε άκόμα ό πιθανοότερος. —’Ώ, δχι. Ό Είσαγγελεύς άνακάλυψε δτι δεν είναι δυνατόν νά είμαι εγώ ό δολοφόνος. Εσείς δμως θά μπορούσατε νά είστε. Είχατε καλό κίνητρο,, ήσαστε παρών καί είχατε τήν ευκαιρία. Καί δέν έχετε άλλοθι. —’Άς δοκιμάσουν νά μου καρφι­ τσώσουν αυτή τήν κατηγορία! θά τούς άντιμετωπίσω ! — Ωραία. Άς γυρίσουμε λοιπόν στή Νέα Ύόρκη. Ό Φλέτσερ έβγαλε τό πιστόλι καί έκανε μιά κίνησι μ’ αυτό. —Μπορείτε νά πάρετε τό καλαθάκι σας τώρα, αν θέλετε. Μά ό Βέντερ τό περιφρόνησε. Προ­ χώρησε σκυφτός προς τήν έξοδο τής υπονόμου. Όταν βγήκαν έξω, εΐδαν τον Κράγκ νά πλησιάζη. — Ίί σάς έκανε ν’ αργήσετε τόσο... ω, ω 1 Είδε τό πιστόλι στό χέρι του Φλέ­ τσερ. 52στε αύτός είναι* έ; γρύλλισε. Έσύ ξέκανες, λοιπόν* τόν Τάμ ! —Δέν είμαι εγώ !, εΐπε προκλητι­ κά ό Βέντερ» θά τά πούμε άργότερα δμως ! — Βεβαίως, είπε ό Φλέτσερ. Άν μάλιστα γυρίσης. μέ τά πόδια στό Λάς Βέγκας... Τό πρόσωπο του Βέντερ συσπάστηκε άη:ό τρόμο. —Δέν... δέν μπορείτε νά μέ άφήσετε εδώ στήν έρημο I —Τότε έμπα στό αύτοκίνητο καί κράτησε τό στόμα σου κλειστό. Σάμ, θά όδηγήσης έσύ. Βέντερ, θά καθήσης δίπλα στον Σάμ. Έγώ θά καθήσω πίσω καί θά κρατήσω τό μάτι μου επάνω σου. Σκυθρωπός, ό Όράτιος Βέντερ μπήκε στό αύτοκίνητο. Μίλησε πολύ 36

λίγο στό διάστημα τής διαδρομή πίσω στό Λάς Βέγκας. Ό Σάμ Κράγκ άντιθέτως, κι’ ό Τζόννυ Φζέτσερ, ή σαν στά κέφια τους. Κουβέντιαζα καί καλαμπούριζαν καί σιγοτραγου δοϋσαν πότε-πότε. Στό Λάς Βέγκας, ό Όράτιος Βέν τερ βγήκε άπό τό αύτοκίνητο καί γύ ρισε στον Τζόννυ Φλέτσερ. -—Ή σειρά μου θάρθή άργότερα —Κράτησε τό μπαρούτι σου στε γνό ώς τότε!, άπάντησε ό Φλέτσερ. Ό Όράτιος Βέντερ Τράβηξε, τρεκλίζοντας σχεδόν, γιά τό ξενοδοχεΐ του. Ό Φλέτσερ κι* ό Κράγκ πήγα στό δικό τους. Εκεί, ό Τζόννυ έστει λε ένα τηλεγράφημα στή Νέα Ύόρκη ’Έπειτα, ρώτησε κι* έμαθε δτι εν αεροπλάνο θά ξεκινούσε μιά ώρ άργότερα. — θά φύγουμε μ’ αύτό, είπε Τζόννυ. Μολονότι δέν μάς δίνει πολύ καιρό. —Τί τόν χρειαζόμαστε τόν καιρό —Γιά τό αύτοκίνητο. Δόσαμε τρι άντα δολλάρια γι’ αύτό καί θά ήθε λα νά τά παίρναμε πίσω, θά τά έ παιρνα, άν είχα περισσότερο καιρ στή διάθεσί μου. Τώρα θά άναγκα στώ νά άρκεστώ σέ δσα μου δώσουν Ό ιδιοκτήτης τής μάντρας των με ταχειρισμένων αύτοκινήτων έδωσε δέ κα δολλάρια. Ό Τζόννυ τόν έπίεσε, μά δέν μπό­ ρεσε νά άνεβάση τήν τιμή επάνω άπ' τά δεκαπέντε δολλάρια. ’Έφτασαν στό αεροπλάνο τρία λε πτά πριν αύτό ξεκινήση. Ό Φλέτσερ δταν μπήκε μέσα, μούγγρισε ; - Ό Βέντεο I ; Τομίζατε πώς θά έμενα σ’ αύτ' » ,.το.ραμένη πόλι ; είπε άττότομ ι ό Βοντερ.

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡ


—Αυτό σημαίνει, είπε ό Σάμ Κράγκ μορφάζοντας, πώς δε θά μπορέσουμε νά κοιμηθούμε από τό φόβο μήπως βάλη χέρι στις τσέπες μας 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

Τό ταξίδι τους ήταν χωρίς επεισόδια. Ό Τζόν­ νυ κΓ ό Σάμ κοιμήθηκαν τό περισσότερο διάστημα, παρ’ όλους τούς φόβους του Σάμ ότι ό Βέντερ μπορούσε νά τούς κλέψη.' "Εφτασαν στό Νιούαρκ άργά τό επόμενο άπόγευμα. Έκεϊ, τέλος, άφηααν τόν Όράτιο Βέντερ. Ό νομισματολόγος πήρε ένα τα­ ξί, ενώ ό Τζόννυ μέ τόν Σάμ ταξί­ δεψαν για τή Νέα Ύόρκη μέ τό λε­ ωφορείο τού αεροδρομίου. Ό Σάμ Κράγκ εΐπε: — "Επρεπε νά τηλεγραφήσης στην αστυνομία νά περιμένουν τό άεροπλάνο στό άεροδρόμιο καί νά τόν πιάσουν. — "Εστειλα ένα τηλεγράφημα άπό τό Λάς Βέγκας. Μά όχι γιά τή σύλληψι του Βέντερ. Ό νομισματολόγος δέν θά φύγη, όσο κρατώ τά χρυσά νομίσματα. —Τί θά τά κάνης ; —Τά βρήκα σ’ ένα ορυχείο πού άνήκει στούς κληρονόμους τού Ούώλτερ Ούΐνσλοου, ή μάλλον στήν κόρη του. Πιστεύω ότι άνήκουν σ’ αύτήν, επομένως θά τις τά παραδώσω. — Δέν θά μπορούσες νά τις δώ­ σεις... άς πούμε... δέκα οκτώ I θά μπορούσες νά είχες χάσει ένα. ’Ή νά είχες κάνει λάθος στό μέτρημα. ’Έ; —Τί λες εσύ, Σάμ ; —"Οχι. Νομίζω πώς δέν θά μπο­ ρούσες νά τό κάνης αυτό. Τό λεωφορείο μπήκε στό Τούννελ τής Όλλανδίας καί πέρασε κάτω άπό τόν ποταμό Χώντσον. "Οταν τό αυ­ τοκίνητο μπήκε στήν Όδό τού Κανα­ λιού, στό Μανχάτταν, ό Σάμ Κράγκ είπε : , —Ξέρεις. Τζόννυ, μέ άπασχολεΐ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Ό Όράτιος Βέντερ έρριξε μιαν άγρια ματιά στον Σάμ, γύρισε άλ­ λου τό πρόσωπό του καί κύταξε έξω από τό παράθυρο.

ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΡΚΤΩΝ

κάτι. Τί ήσαν εκείνοι πού μάς έδιωξαν άπό τό Όρυχείο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής ; —θά πάρης τήν άπάντησί σου σέ λίγα λεπτά, άπό τό ίδιο τό στόμα τού Γενικού Είσαγγελέως I

,μέσως μόλις ό Φλέτσερ είπε τά όνόματά τους στήν τηλεφωνήτρια, ό Είσαγγελεύς Μάρντοκ διέταξε νά περάσουν μέσα. Τούς έσφιξε θερμά τά χέρια. —ξΤχα ένα τηλεφώνημα άπό τόν Γκάρλοου, τόν πράκτορα τού Υπουρ­ γείου Οικονομικών, εδώ καί τρεις ώρες. Τούς έπιασε... μαζί μέ άποδείξεις ! — Μαζί μέ τις σιδερένιες αρκούδες; — Μόνο μιά... άδεια, Ή άλλη δέν είχε φτάσει άκόμα. Μιά παράξενη έκφρασις φάνηκε στό πρόσωπο τού Σάμ Κράγκ. — Για ποιές άρκοΰδες μιλάτε; —-Εκείνες πού δέν μπόρεσες νά σηκώάης. — Μά τις σήκωσα! Τις μικρές, εν­ νοώ. Μπορώ νά αποδείξω... — "Οτι τις σήκωσες μιά φορά. Τή δεύτερη φορά πού δοκίμασες. Μά, τήν πρώτη φορά, δοκίμασες να σηκώσης τή μιά άπό τις μικρές, καί δέν μπόρεσες. Ό Κράγκ έτριψε τή μύτη του μέ προσβεβλημένο ύφος. — Δέν έβαλα όλη τή δύναμί μου, εκείνη τή φορά. Πάντως, ήταν κολλη­ μένη χάμω. —"Οχι. Δέν ήταν κολλημένη. 7Ηταν μιά άλλη άρκούδα. Πιο βαρειά. 1 —Δέν καταλαβαίνω, Τζόννυ, διαμαρτυρήθηκε ό Σάμ Κράγκ. Πώς μπο37


ρυύσε νά ήταν πιό βαρειά; Ή δεύτ τερη ήταν επίσης σιδερένια καί γε­ μάτη. Δεν ήταν κούφια ! Ζύγιζε περί­ που διακόσιες πενήντα λίτρες καί μπορώ νά σηκώσω εύκολα ένα τέτοιο βάρος. — Κι* εγώ θά μπορούσα. Μά δέ θά μπορούσα νά σηκώσω την πρώτη άρκούδα, γιατί ζύγιζε περισσότερο άπό εξακόσιες λίτρες. 'Ο Κράγκ γούρλωσε τά μάτια του. —’Έ ; Πώς μπορούσε νά ζυγίζη τόσο πολύ; Δεν ήταν μεγαλύτερη άπό τις άλλες, Καί δεν υπάρχει τί­ ποτα πιο βαρύ άπό τό συμπαγές σί­ δερο...

—Χρησιμοποιούσε τις άρκοϋδες ώς κρύπτες γιά τό χρυσάφι του, είπε ό Γενικός Εισαγγελεύς. Εξαίρετες κρύπτες. Κανένας δέν θά μπορούσε ποτέ νά σκεφτή νά κυττάξη μέσα σέ τρεις άρκοϋδες τοποθετημένες σ’ ένα λειβάδι. Καί δημιούργησε τό παρα­ μύθι τών Τριών Άρκτων πολύ έξυ­ πνα... Νομίζω ότι ή ύπόθεσις αύτή πρέπει νά θεωρηθή κλεισμένη.

Τό

πιστεύετε αύτό; ρώτησε παράξενα ό Φλέτσερ κουνών­ τας άμφίβολα τό κεφάλι του. Ό Γενικός Εισαγγελεύς τον κύτταξε έκπληκτος. —Μά...εσείς ό ίδιος εξηγήσατε ο­ £ . υπάρχει, Σάμ I, λόκληρη τήν ιστορία. Αυτός ό Τάμ, άπάντησε ό Φλέτσερ. Τό χρυσάφι εί­ δυσαρεστημένος προφανώς γιά τό μι­ ναι πολύ πιό βαρύ I κρό μερίδιο πού έπαιρνε, ήρθε στή — Χρυσάφι I, Νέα Ύόρκη. Ό Ούΐνσλοου τον σκό­ — Ναί, χρυσάφι. Μάντεψα γιά τωσε κι’ έπειτα, όταν κατάλαβε ότι πρώτη φορά ότι ό Ούΐνσλοου έκανε θά άνακαλύπταμε τήν ένοχή του, αύλαθρεμπόριο χρυσού, όταν σκόνταψα τοκτόνησε πέφτοντας μπροστά σ’ ένα επάνω στη μικρή εκείνη άρκούδα, αύτοκίνητο. μπροστά στό σπίτι του καί διαπί­ — Αύτή είναι μιά άποψις είπε ό στωσα τό τρομακτικό βάρος της. Τζόννυ. ’Όχι ή δική μου πάντως. Ή — Μά οί περισσότεροι άνθρωποι γνώμη μου είναι ότι ό Μπίλλυ Τάμ δεν θά έβρισκαν τίποτα παράξενο σ* κι’ ό Ούώλτερ Ούΐνσλοου δολοφονήτ αυτό, θά νόμιζαν ότι μιά συμπαγής θηκαν. σιδερένια άρκούδα είναι τόσο βα—’Ώ, ελάτε, Φλέτσερ! Αφήστε ρειά. τούς μελοδραματισμούς ! — Δεν θά τό νόμιζαν αύτό, άν έρ— Δέν είμαι μελοδραματικός. Ό ριχναν μιά ματιά σέ μιάν Εγκυκλο­ Ούώλτερ Ούΐνσλοου κι’ ό Μπίλλυ παίδεια, στό άρθρο γιά τά βάρη. Τό Τάμ δολοφονήθηκαν. χρυσάφι είναι ένα άπό τά τρία πιό —’Από ποιόν ; βαρειά μέταλλα πού υπάρχουν. Τά Ό Τζόννυ έγειρε επάνω άπό τό μόνα μέταλλα πού είναι πιό βαρειά γραφείο τού Γενικού Είσαγγελέως καί άπό τό χρυσάφι είναι τό όσμιον καί πήρε ένα μολύβι. ’Έγραψε τέσσερα ή πλατίνη. Τό σίδερο είναι ελαφρό ονόματα επάνω σ’ ένα χαρτί. σέ σύγκρισι μέ τό χρυσάφι. Παρα­ 'Ο Μάρντοκ διάβασε τά ονόματα: δείγματος χάριν, ένα κυβικό πόδι «Τζών Χόλτερμαν. Τόντ Ταίϋλορ. άπό σίδερο ζυγίζει 450 λίτρες, ενώ Όράτιος Βέντερ. Τζώρτζ Πόλσον». ένα κυβικό πόδι άπό χρυσάφι ζυγί­ Σήκωσε τό κεφάλι του μορφάζονζει 1.194 λίτρες. - τας. — Θά μπορούσε νά ήταν μολύβι, — Μέ συγχωρείτε, Φλέτσερ, μά δέν είπε ό Κράγκ. συμφωνώ μαζί σας. Άν επιμένετε ότι —Τό μολύβι είναι πολύ πιό ελα­ ό Ούΐνσλοου δολοφονήθηκε, ό κατά­ φρό άπό τό χρυσάφι. Ζυγίζει 686 λί­ λογός σας δέν είναι πλήρης. Ξέρω τρες στό κυβικό πόδι. Πάντως, ή σκέτούλάχιστον δύο ονόματα πού θά ψις οτι μπορεί νά έπρόκειτο γιά μο­ μπορούσαν νά συμπεριληφθοΰν στόν λύβι μ* έβγαλε στην άρχή άπό τό κατάλογο αύτόν; Τζόννυ Φλέτσερ σωστό δρόμο. Μόνο όταν ή άρκούδα καί Σάμ Κράγκ, έκλάπη καί ό Ούΐνσλοου μέ πλήρωσε γιά νά τήν βρώ, κατάλαβα ότι έπρό—Ξέρω ότι δέν σκότωσα κανέναν, κειτο γιά κάτι σημαντικό. είπε ό Τζόννυ.

2

ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ο Γενικός Είσαγγελεύς κύτταξε με σημασία πρός τό μέρος του Σάμ Κράγκ. — Μά ό φίλος σας ; είπε. Είπατε μόνος σας ότι ήταν στο κλειδωμένο δωμάτιο με τον νεκρό... —’Έ !, φώναξε ό Σάμ Κράγκ. Κό­ φτε το ! Ό Μάρντοκ γέλασε σαρκαστικά. •—Βλέπετε ; Δεν σάς άρέσει αυτό. Και δεν θά άρέση σε κανέναν άπό τους άνθρώπους του καταλόγου σας. Ή αυτοκτονία είναι προτιμώτερη. — Εντάξει, κ. Μάρντοκ, είπε ό Φλέτσερ. Όνομάστε το αυτοκτονία τότε. Ξέρω πώς δεν είναι, μά δεν μπορώ νά άποδείξω αυτό πού ξέρω. ’Ήλπισα νά βρω την άπόδειξι στη Νεβάντα, μά δεν τήν βρήκα. Είστε ικανο­ ποιημένος. Δικαίωμά σας. "Οταν βγήκαν έξω, ό Σάμ Κράγκ είπε στον Τζόννυ : —ΚΓ εγώ είμαι Ικανοποιημένος. Ό είσαγγελεύς είναι πρόθυμος νά κλείση την ύπόθεσι. Επομένως θά τήν κλείσουμε κι’ εμείς. —"Οχι, είπε ό Τζόννυ σκυθρωπά. Ό Μπίλλυ Τάμ κΓ ό Ούώλτερ Ούΐ'νσλοου δολοφονήθηκαν καί ξέρω ποιός τούς σκότωσε... —Γιά όνομα του θεού!, φώναξε Σάμ. Ποιός ; Μά ό Τζόννυ Φλέτσερ κούνησε άρνητικά τό κεφάλι του λέγοντας : — Δέν μπορώ νά άποδείξω τίποτα άκόμα, επομένως θά τό κρατήσω γιά τόν εαυτό μου. Μπορεί νά σέ πιάση παραμιλητό στόν ύπνο σου και νά σέ άκούση κανένας. "Ας πάμε τώρα νά δούμε αν έβαλαν τό Γαλλικό κλειδί στο δωμάτιό μας στό Μπάρμπιζον — Γουώλντορφ. Μά ό διευθυντής του Μπάρμπιζον —Γουώλντορφ είχε διαφορετική νώμη. "Οταν ό Φλέτσερ ζήτησε τό <λειδί του, αυτός είπε : — Ή εβδομάδα σας τελείωσε, σέρ. ύύμφωνα μέ τόν κανονισμό αας... — Πόσα ; —Μαζί μέ τό λογαριασμό του άπτου καί άλλα έκτακτα έξοδα, τό υνολικό ποσό άνέρχεται άκριβώς σέ ιεντακόσια επτά δολλάρια καί είκοσι έντς I νΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Ό Τζόννυ κύτταξε έκπληκτος τόν διευθυντή του ξενοδοχείου. —Που είναι τό αυτοκίνητο ; —Ποιό αυτοκίνητο ; Δέν καταλα­ βαίνω... —Μά... ό λογαριασμός είναι τόσο μεγάλος ώστε σίγουρα θά συμπεριλαμβάνεται καί κανένα αυτοκίνητο ! Μιά λάμψις φάνηκε στά μάτια του διευθυντου. Τό χέρι του κινήθη­ κε πρός ένα κουμπί κουδουνιού επά­ νω στό γραφείο του καί ό δείκτης του άκούμπησε επάνω του. — "Ωστε δέν μπορείτε νά πληρώ­ σετε... "Ενας μεγαλόσωμος άντρας πλη­ σίασε πίσω άπό τόν Φλέτσερ. Ό Φλέτσερ έχωσε ξαφνικά τό χέρι του στην τσέπη του καί ό άγκώνας του χτύπησε τόν άνθρωπο στό στομάχι. — ’Ώ, μέ συγχωρείτε !, εΐπε. Εββγαλε τό χέρι του άπό τήν τσέπη του καί πέταξε ένα μεγάλο μάτσο χαρτονομίσματα μπροστά στόν διευθυντή. — Μετρήστε τα, είπε ψυχρά, θά φύγω άπό τό ξενοδοχείο σας. Δέ μου αρέσει ή υπηρεσία εδώ. Ό διευθυντής φάνηκε πολύ άπογοητευμένος. Κύτταξε τόν μεγαλόσω­ μο άντρα κι’ αύτός άπομακρύνθηκε. Μέτρησε τά χρήματα καί έπέστρεψε μερικά χαρτονομίσματα στόν Τζόννυ. —Όρίστε, σέρ. Λυπούμαι αν ή υπηρεσία δέν ήταν Ικανοποιητική. Μά κάτω άπό τις συνθήκες... —Πφ !, έκανε ό Τζόννυ, Ό Φλέτσερ κΓ ό Σάμ άνέβηκαν στό δωμάτιό τους κΓ έρριξαν τά ρούχα τους στή μιά άπό τις δυο βα­ λίτσες. —Τί θά κάνουμε τις πέτρες ; ρώ­ τησε ό Σάμ. —’Άφησέ τες εδώ, χαμογέλασε ό Τζόννυ. Πού έκρυψες τις πεντάρες πού πήραμε άπό τό δωμάτιο τού Σουήντ καί τού Πέρσυ ; Ό Σάμ έπεσε στά γόνατα κΓ έ­ χωσε τό χέρι του κάτω άπό τό κρεββάτι. — Δέν καθαρίζουν ποτέ κάτω άπό τό κρεββάτι, εΤπε. "Ετσι σκέφτηκα. . 39


Έβγαλε έξω τήν τσάντα καί α­ νορθώθηκε. —Θά τα δώσης στήν τηλεφωνική εταιρία; είπε θλιβερά. Μια τόσο πλούσια εταιρία... — Πόσα, είναι ; —Τριάντα επτά δολλάρια, εξήντα πέντε σέντς. Τα... τα μέτρησα προ­ χτές 1 —Τριάντα επτά δολλάρια ! Αυτό είναι μια θεία σύμπτωσις... —Τί θέλεις νά πής ; —Θά δής ! Έλα, πάμε. Όταν βγήκαν άπό τό ξενοδοχείο, σταμάτησαν ένα ταξί. —Στο Ξενοδοχείο τής 45ης Όδοϋ, είπε ό Τζόννυ.

Ο

Σάμ Κράγκ άναπήδησε. Γύρισε καί κύτταξε κατά­ πληκτος τόν Τζόννυ καί φώναξε : —Έ 1 Δέ φαντάζομαι νά θέλης να πάμε πίσω σ’ εκείνη τήν τρώγλη ; —Γιατί όχι; Τα λίγα δολλάρια πού μάς έμειναν δεν πρόκειται νά κρατήσουν για πάντα, ξέρεις. — Μά υπάρχουν εκατό ξενοδοχεία γύρω άπό τήν Πλατεία των ^Τάΐμς, εξίσου φτηνά μέ τό Ξενοδοχείο^ τής 45ης Όδοϋ. Εξάλλου, εκείνος ό πε­ θαμένος... —Οί πεθαμένοι δέ θά σέ πειρά­ ξουν, Σάμ. Οί ζωντανοί κΓ όχι οί πε­ θαμένοι κάνουν κακό. Έχουμε πολλά πράγματα άφήσει στό Ξενοδοχείο τής 45ης Όδοϋ. Αύριο θά γυρίσουμε πάλι στήν κανονική ζωή μας καί θ’ άρχίσουμε νά πουλάμε βιβλία... Τό πρόσωπο του Σάμ Κράγκ έλαμψε. —Τώρα μιλάς λόγικά, Τζόννυ. Δεν μοϋ άρέσει αυτή ή ντετεκτιβική δου­ λειά. Χάνουμε πολύν καιρό, στριφογυ­ ρίζουμε σάν σβοϋρές καί' στό τέλος βγαίνουμε πιο φτωχοί απ’ ότι ήμα­ στε στήν άρχή. —Όχι πιο φτωχοί, Τάμ. Χρω­ στούσαμε νοίκια τριών εβδομάδων καί είχαμε μιά πεντάρα μόνο, όταν άνακατευτήκαμε σ’ αύτή τήν ύπόθεσι. Τώρα είμαστε καλύτερα καί... πε­ ράσαμε μερικές μέρες στό καλύτερο ξενοδοχείο τής Νέας Ύόρκης 1 Φτά­ σαμε ! Βγήκαν άπό τό ταξί μπροστά στό 40

Ξενοδοχείο τής 45ης Όδοϋ καί πλή­ ρωσαν τόν σωφέρ. Ό θυρωρός έκανε νά προχωρήση πρός τό ταξί, μά έπειτα, άναγνωρίζοντάς τους, ξαναγύρισε στή θέσι του, δίπλα στήν περιστροφική πόρτα. Ό Τζόννυ προχωρώντας πρός τήν πόρτα, άφησε τήν τσάντα μέ τις πεν­ τάρες νά χτυπήση επάνω στό γόνατο τοϋ θυρωροϋ. — "Ωχ !, φώναξε αύτός. —Μέ συγχωρείτε, μουρμούρισε ό Τζόννυ. Καί μπήκε στό ξενοδοχείο. Ό ’Έντι Μίλλερ, ό άρχιγκρούμ, κινήθηκε πρός τό μέρος τους μέσα στον προθάλαμο κι’ έπειτα σταμάτησε ξαφνικά κι’ άφησε μιά κραυγή έκπλήξεως. —Δόσε στό παιδί τή βαλίτσα σου, Σάμ, είπε ό Τζόννυ υπεροπτικά. Ό κ. Πημπόντυ, καθισμένος πίσω άπό τό γραφείο του, είπε σκυθρωπά; — Τι θέλετε, Φλέτσερ; — Τό δωμάτιό μας καί... καλή υ­ πηρεσία ! — Ξεχνάτε τί σάς είπα πριν κλείσω τήν πόρτα σας ; Τριάντα έξη δολ­ λάρια ή... — Τριάντα έξη δολλάρια; φώναξε ό Τζόννυ δυνατά. Καλά... Άκούμπησε μέ βρόντο τήν τσάντα επάνω στό γραφείο. Τήν άνοιξε καί τήν άναποδογύρισε. "Ενας χείμαρρος άπό πεντάρες ξεχύθηκε θορυβωδώς. — Όρίστε, κ. Πημπόντυ. Γνήσια νομίσματα τοϋ κράτους. Μετρήστε τα καί... πιστώστε με μέ τή διαφορά. Τό πρόσωπο τοϋ Πημπόντυ κοκ­ κίνισε ως τ’ αυτιά. —Τί φάρσα προσπαθήτε νά σκα­ ρώσετε, Φλέτσερ ; ρώτησε. —Καμμιά φάρσα, Πημπόντυ, άπάντησε ό Τζόννυ. Μέ κλειδώσατε έξω άπό τό δωμάτιό μου τήν περα­ σμένη εβδομάδα, γιατί σάς χρωστοϋσα τριάντα έξη ψωροδολλάρια. Νά τά χρήματά σας, σέρ. Τώρα... δόστε μου τό κλειδί μου. Ό Πημπόντυ έδωσε τό κλειδί. Τό πρόσωπό του είχε γίνει πράσινο τώρα. Ό ’Έντι Μίλλερ άνέβηκε στό όγ­ δοο πάτωμα μαζί μέ τόν Τζόννυ καί τόν Σάμ. ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


—Κύριε Φλέτσερ, είπε με θαυμα­ σμό, αυτό άξιζε πολλά πράγματα! Χάρηκα πού γυρίσατε. Τό ξενοδοχείο μας έγινε πολύ πληκτικό άπό την ή­ μερα πού φύγατε. — θά τό θυμηθώ εν και ρω αυτό, Έντι, είπε ό Τζόννυ. Τώρα, έλα στο δωμάτιό μας. "1*0 Γαλλικό κλειδί εΐχε άφαιρεθή άπό την κλειδαριά του Δωματίου 821. —Τό καθάρισαν, είπε ό Έντι. "Ε­ βαλαν μάλιστα καί καινούργιο κρεββάτι. Δηλαδή, όχι ακριβώς καινούρ­ γιο. Τό άλλαξαν απλώς μέ τό κρεββάτι κάποιου άλλου δωματίου. Ό Σάμ κύτταξε ανήσυχα τό κρεββάτι. —Κι’ όμως θά προτιμούσα κανένα άλλο δωμάτιο, αν πρόκειται νά μεί­ νουμε εδώ. —Τί λες γΓ αύτή, ’Έντι ; ρώτησε ό Φλέτσερ. Είναι γεμάτο τό ξενο­ δοχείο ; Ό άρχιγκρούμ έξησε τό κεφά­ λι του·. — Χμ... μάλλον, είπε. Μά οι περισ­ σότεροι είναι περαστικοί. Ξέρετε, τό κορίτσι γύρισε στο Δωμάτιο 819... —Ή Μις Σπής ; _—Ναι. Ξαναγύρισε, εδώ καί τρεις μέρες. — Διάβολε!, φώναξε ό Τζόννυ. Νόμιζα πώς είχε κάνει λεφτά. Είχε βρή σπουδαία δουλειά καί... —"Εχει ακόμα τή δουλειά, είπε ό Έντι Μίλλερ. Μάλιστα αύριο έχει την πρεμιέρα. Φαίνεται όμως ότι πε­ θύμησε τό παλιό δωμάτιό της... Ό Τζόννυ πλησίασε γοργά στό παράθυρο. Κύτταξε έξω καί σήκωσε τό τζάμι. —Έ ', φώναξε. Τό πρόσωπο τής Τζάνετ Σπής φάνηκε στό παράθυρο τού Δωματίου 819. Έδειξε έκπληξι στήν άρχήί*μά έπειτα τό πρόσωπό της φωτίστηκε άπό ένα χαμόγελο. Σήκωσε τό παρά­ θυρό της. —Τί γυρεύετε εδώ ; ρώτησε. — Πεθύμησα τά παλιά λημέρια!, είπε ό Τζόννυ. Έρχομαι στό δωμά­ τιό σας... — "Οχι άπό τό παράθυρο!, φώνα­ ξε ή Τζάνετ βιαστικά. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

Ό Τζόννυ έκάγχασε. — ’Όχι. Άπό την πόρτα. ύρισε στόν Μίλλερ και

Σάμ. εΤπε

καί στον Έντι γοργά : —Μέ συγχωρεΐτε, παιδιά. Κου­ βεντιάστε λίγο μόνοι σας. Εγώ πάω νά κάνω μιά κοσμική έπίσκεψι. Βγήκε άπό τό δωμάτιο, διέσχισε τό διάδρομο, έστριψε στή γωνία κι5 έφτασε στήν πόρτα του Δωματίου 819. Ή Τζάνετ Σπής εΐχε άνοίξει τήν πόρτα. — "Ωστε δεν μπορούσατε νά μεί­ νετε στό Κέσλερ Άρμς, είπε ό Τζόν­ νυ. Ξαναγυρίσατε σ’ εμάς τούς κοι­ νούς θνητούς. —Μά καί σείς κάνετε μεγάλη ζωή, έμαθα, άπάντησε ή Τζάνετ Σπής. Τί πήγατε νά κάνετε στή Νεβάντα ; — Πώς τό μάθατε ; —Τηλεφώνησα στό ξενοδοχείο σας. —Γιάνά φάμε μαζί έξω; — Ναί... — Καί γιά κάποιον άλλο λόγο ; Αύτή τον κύτταξε διαπεραστικά κι’ έπειτα είπε : —Γιά κανέναν άλλον λόγο. Πέστε μου όμως, τί πήγατε νά κάνετε στή Νεβάντα ; — Πήγα νά έπισκεφθώ κάποιο χρυ­ σωρυχείο. —Γιά τήν ύπόθεσι Ού'ίνσλοου; Τί... τί μάθατε ; Ό Τζόννυ πήγε στό παράθυρο καί κύτταξε έξω, προς τό παράρο του Δωματίου 821. Μέ τήν πλάτη του γυρισμένη στό κορίτσι, ρώτησε: —Τώρ£χ, πέστε μου, γιατί γυρίσατε εδώ ; —Γιατί δέν μπορούσα νά πληρώ­ νω άκριβό νοίκι. —Γιατί όχι; Έχετε άφθονα λε­ φτά. Γιά μιά στιγμή, αύτή έμεινε σιω­ πηλή κΓ ό Τζόννυ έννοιωσε τά μά­ τια της καρφωμένα στό πίσω μέρος τοϋ κεφαλιού του. Τέλος τό κορίτσι είπε : —Τί σάς κάνει νά πιστεύετε ότι έχω χρήματα; —Γιατί είδα τό βιβλιάριο επιτα­ γών σας τότε πού σάς έπεσκέφθη ό Τζέφερσον Τόντ. Είχατε καταθέσει πέντε χιλιάδες δολλάρια. 41


— Δέ σάς ξεφεύγει τίποτα, ε ; Φαί-. νεται δτι τα χρήματα αυτά σάς έ­ καναν να ένδιαφερθήτε τόσο πολύ για μένα ! ^^,ύτός γύρισε καί την κύτταξε, τρίβοντας τό σαγόνι του μέ την ανάστροφη του χεριού του. —Για να μιλήσω είλικρινά, ναί... Αυτό προκάλεσε ένα μέρος του εν­ διαφέροντος μου. Μά όχι για τά χρή­ ματα, άλλα γιά τήν προέλευσί τους. — Ξεχνάτε ότι ό πατέρας μου έχει πολύ περισσότερα από πέντέ χιλιά­ δες δολλάρια. — Ναί, μά όταν καταθέσατε τά χρήματα αυτά ό πατέρας σας δεν ή­ ξερε καν πού βρισκόσαστε. —Χμ... δεν μου τά έδωσε αυτός. Τά είχα άπό πριν. Τά είχα πάντα από τήν κληρονομιά τής μητέρας μου. ' Τό στόμα του Τζόννυ συσπάσθηκε. ’Έπειτα κάθησε επάνω στο κρεββάτι καί άφησε τό κορμί του νά πλαγιάση. Γυρίζοντας τό κεφάλι του ελαφρά, διαπίστωσε ότι μπορούσε νά δή τό παράθυρο τού 821 καί τού 823. Μισόκλεισε τά μάτια του. —Τζάνετ, εΐπε, ας πάψουμε νά παίζουμε ό ένας μέ τόν άλλο. Πού βρήκατε τά πέντε χιλιάδες δολλάρια; Αντί ν’ άπαντήση, ή Τζάνετ Σπής πήγε στό τραπέζι της κΓ άνοιξε ένα μικρό συρτάρι. "Εβγαλε ένα βιβλιά­ ριο επιταγών καί τό έφερε στόν Τζόννυ. —Ρίξτε του μιά ματιά, είπε. Ό Τζόννυ τό έξήτασε. Υπήρχαν δυό καταχωρήσεις. Ή πρώτη ήταν μία κατάθεσις πέντε χιλιάδων δολλαρίων. Ή δευτέρα ήταν μιά άνάληψις πεντακοσίων δολλαρίων. — Ξόδεψα τά πεντακόσια δολλά­ ρια σέ φορέματα καί στό νοίκι τού Κέσλερ ’Άρμς, είπε ή Τζάνετ. Μά θά συμπληρώσω τό ποσό. ΚΓ όταν γίνουν πάλι πέντε χιλιάδες δολλά­ ρια, θά μείνουν στήν τράπεζα, ώσπου... —"Ωσπου; — "Ώσπου νά μάθω ποιος μού τά έστειλε ! Τό κεφάλι τού Τζόννυ* Φλέτσερ άνασηκώθηκε ξαφνια­ σμένα. !42

— ^.αναπέστε το αυτό ! -—Τά πέντε χιλιάδες δολλάρια μού ήρθαν μέ τό ταχυδρομείο. "Οταν γύ­ ρισα εδώ, έπειτα άπό τή συνάντησί μας στό Μπάρμπιζον —Γουώλντορφ. υπήρχε ένας φάκελλος στό ταχυδρο­ μικό κουτί μου, στήν είσοδο τού ξε­ νοδοχείου. "Ενας χοντρός φάκελλος. Περιείχε πενήντα χαρτονομίσματα τών εκατό δολλαρίων καί ένα ση­ μείωμα. Ό Τζόννυ άνακάθησε επάνω στό κρεββάτι. — Τό σημείωμα... τό έχετε άκόμα ; Τό κορίτσι πήγε πάλι στό τραπέζι καί γύρισε μ’ ένα διπλωμένο χαρτί. ΤΗταν μισή κόλλα άπό φτηνό άσπρο χαρτί. Επάνω του ήσαν δακτυλογρα­ φημένες δυό αράδες: «'Άν ξεχάσετε αυτό πού είδατε, θάχετε άλλες πέντε χιλιάδες σέ τρι­ άντα μέρες». Τά επάνω δόντια τού Φλέτσερ χώθηκαν στό κάτω χείλι του. —Διάβολε!, είπε. Τί είδατε ; —Τίποτα. Ό Τζόννυ κύτταξε μέσα στά γκρί­ ζα μάτια της, μά δέν μπόρεσε νά διαβάση τίποτα μέσα τους. Τό μέ­ τωπό του ρυτιδώθηκε καί μουρμού­ ρισε κάτι μέσ’ από τά δόντια του. — Ακούστε, Τζάνετ, εΐπε τέλος. Ή Ιστορία σας είναι άλλόκοτη. —Εμένα μού λέτε ! Μού έχει κό­ ψει τόν ύπνο. Στήν άρχή δέν μέ ένοιαζε. Τά χρήματα εΐχαν έρθει στήν πιό κρίσιμη στιγμή τής ζωής μου, ό­ ταν άκριβώς τά χρειαζόμουν. Δέν έκανα καν ερωτήσεις στόν έαυτό μου στήν άρχή. "Αρπαξα απλώς τά χρή­ ματα κΓ έφυγα. ’Όχι άμέσως. Πριν φύγω, πήρα ένα τηλεφώνημα άπό τόν Ντέντον Φρήμαν. Καταλαβαίνετε τήν έκπληξί μου. Εβδομάδες κΓ έβδομάδες περίμενα μιάν ευκαιρία. Είχα σχεδόν έγκαταλείψει τόν έαυτό μου στό αναπόφευκτο —μιάν επιστροφή στό σπίτι— καί τότε, ξαφνικά, συνέβησαν αυτά τά δυό πράγματα. Πήρα πέντε χιλιάδες δολλάρια ταχυδρομι­ κούς καί, δέκα λεπτά άργότερα, ένας θεατρώνης τού Μπροντγουαίη μού τηλεφώνησε καί μού έδωσε τή μεγα­ λύτερη εύκαιρία τής ζωής μου. ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


ΙΈουνώντας τό κε­ φάλι του, ό Τζόννυ μουρμούρισε : —Δέν μπορώ νά τό πιστέψω, Τζάνετ. Κανένας δέν θά μπορούσε νά τό πιστέψη. —Καλά, είπε αυτή. Λέω ψέματα. Μά γιατί ; —θά έχετε κάποιο λόγο. —Ποιό λόγο ; Ρωτήστε τόν Ντέντον Φρήμαν. Δέν έχω βάλει ούτε ένα δολλάριο στό έργο του. θά άρ^ίσουμε αύριο καί θά έχω έναν άπό τούς κυριωτέρους ρόλους. Αύτός σάλεψε στον αέρα τό δα­ κτυλογραφημένο χαρτί. — Αυτό εδώ δμως; Τί είδατε; Πρέπει νά είδατε κάτι. Τό κορίτσι αναστέναξε βαριεστημένα. —Τό κεφάλι μου γυρίζει,· γυρίζει, γυρίζει, μιά εβδομάδα τώρα. Τζόννυ Φλέτσερ, δέν είδα τίποτα... ή τουλά­ χιστον τίποτα πού ν’ άξίζη έστω καί πέντε σέντς γιά όποιονδήποτε. Τά μάτια του Φλέτσερ γύρισαν στό παράθυρο καί κύτταξαν έξω, προς τό παράθυρο του Δωματίου 821. Ό Σάμ Κράγκ πέρασε μέσα άπό τό πα­ ράθυρο... κι’ ό Τζόννυ αναπήδησε. 'Ώρμησε πρός την Τζάνετ καί τήν άρπαξε άπό τό μπράτσο. —Τζάνετ, ξαπλώστε στό κρεββάτι! Τό κορίτσι τραβήχτηκε πίσω. —Τί I —Μήν είστε άνόητη, φώναξε αύ­ τός. Ξαπλώστε στό κρεββάτι. Κυττάξτε πρός τό παράθυρό σας καί πέ­ στε μου τί βλέπετε. Αυτή τόν κύτταξε παραξενεμένη, μά υπάκουσε. ---Δέ βλέπω τίποτα, είπε έπειτα άπό μιά στιγμή, έκτος άπό τό παρά­ θυρο του δωματίου σας. —Τί βλέπετε μέσα στό δωμά­ τιό μου; —Τόν καθρέφτη τής τουαλέττας σας καί... ά I Τώρα, ,ή Τζάνετ αναπήδησε. —Αυτό είναι... λέτε... Ναι... ’Ίσως! Τζάνετ, καθήστε καί σκεφθήτε προσεκτικά. Τήν περασμένη εβδομάδα, τή νύχτα πού μπήκα εδώ άπό τό παράθυρο, πόσην ώρα ήσα­ στε μέσα στό δωμάτιό σας πριν έρθω; — Μά, τό ξέρετε αύτό. Πέντε ή δέκα λεπτά. ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

—'Ωραια... Καί, δταν ήρθα εδώ κΤ ό Σάμ μέ άκολούθησε, μέ ρωτήσατε αν θάρχόταν κι* ό άλλος. ^^.ύτή τράβηξε μιά καί γούρλωσε τά μά­

βαθειά άνάσα τια της. —Ναι! θυμάμαι τώρα. ’Έπεσα στό κρεββάτι δταν μπήκα καί έτυχε νά κυττάξω στό παράθυρό σας. Εΐδα εσάς καί τόν Σάμ καί τόν άνθρωπο στό κρεββάτι..; —Τί άλλο; — Τίποτ’ άλλο. Μπορούσα μόνο νά δώ μιά μορφή επάνω στό κρεββάτι... — Σωστά. Τώρα, ακούστε, θέλω νά γυρίσουμε λίγο πιο πίσω τή νύχτα εκείνη. Πριν δήτε τόν Σάμ καί μένα... τί κάνατε εκείνο τό βράδυ ; —Πέρασα τό βράδυ μου στη βι­ βλιοθήκη τής 42ης Όδου. "Ημουν άπένταρη καί... —Πότε φύγατε γιά τή βιβλιοθήκη ; Τό μέτωπό της ρυτιδώδηκε ελα­ φρά. —Αμέσως, μετά τό δείπνο... Όχι 1 Ανέβηκα στό δωμάτιό μου πρώτα I Ό Τζόννυ έσκυψε πρός τό μέρος της μέ αγωνία. —Τί ώρα πήγατε γιά τό δείπνο ; —Κατά τις επτά, ίσως λίγα λε­ πτά άργότερα. Δείπνησα στην τρα­ πεζαρία του ξενοδοχείου καί ανέβη­ κα στό δωμάτιό μου κατά τις οκτώ. "Εμεινα μόνο πέντε λεπτά κι* έπειτα βγήκα έξω... •—Στό διάστημα τών πέντε αυτών λεπτών, είπε ό Τζόννυ, κυττάξατε στό δωμάτιο 821 ; Γιά μερικές στιγμές, ή Τζάνετ έ­ μεινε σκεπτική. —Ναι I, είπε τέλος. Κύτταξα άπό τό παράθυρο, μά δέν έδωσα πολλή προσοχή. Κάποιος περπατούσε στό δωμάτιό σας, εσείς ή ό Σάμ... —"Οχι!, φώναξε ό Τζόννυ. Δέν ήταν ούτε ό Σάμ ούτε εγώ. Καί δέν ήταν ούτε ό Πημπόντυ. Ό Σάμ κι’ έγώ βγήκαμε άπό τό δωμάτιο στις έξήμιση καί ό Πημπόντυ έβαλε τό Γαλλικό κλειδί στην κλειδαριά μας δέκα λεπτά άργότερα. /■ ΤΤ Τζάνετ τά μάτια της διάπλατα.

άνοιξε 43


— Τότε... —^Ηταν ό δολοφόνος!, είπε ό Τζόννυ. Είχε αναγκάσει τον Μπίλλυ Ταμ νά περάση από τό δωμάτιό σας καί νά μπή στό δωμάτιό μου άπό τό πα­ ράθυρο, τον εΐχε δολοφονήσει και ήταν έτοιμος νά φύγη. Τότε γυρίσα­ τε εσείς στό δωμάτιό σας καί είδε τό φως σας νά άνάβη. Σάς είδε καί... νόμισε ότι τόν είδατε. ΓΤ αυτό... γι’ αυτό σάς έστειλε τις πέντε χιλιάδες δολλάρια ! —Μά δεν τόν άναγνώρισα!, φώνα­ ξε ή Τζάνετ. Δεν μπόρεσα νά τόν δω καλά... -Μά δεν τό ήξερε αυτό ! Φοβή­ θηκε δτι τόν είχατε δή. Ή Τζάνετ κύτταξε τόν Τζόννυ με άπορία. · *·

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΝΑΤΟ

Απρόθυμα, ό Τζόννυ γύρισε στό Δωμάτιο 821. — Καλά, Σάμ, είπε θά σέ ταΐσω. Μά, όταν φάς, έχω μιά μικρή δουλειά γιά σένα. Βρες τόν ’Έντι Μίλερ καί πές του νά μάς φέρη τις κάρτες έγγραφης κάθε προσώπου, πού εΐχε ένα δωμάτιο στό όγδοο καί στό έννατο πάτωμα τοϋ ξενοδοχείου, τή νύχτα τοϋ εγκλήματος. Δεν θέλω απλώς τά ονόματα. Θέλω τις ίδιες τις κάρτες. Δείπνησαν στήν. τραπεζαρία τοϋ ξενοδοχείου. "Οταν τελείωσαν, ό Τζόννυ άνέβηκε στό δωμάτιό του, ενώ ό Σάμ Κράγκ πήγαινε νά βρή τόν ’Έντι Μίλλερ. Δέκα λεπτά άργότερα, ό Σάμ Κράγκ κι' ό ’Έντι έμπαιναν στό Δω­ μάτιο 8 1. Ό αρχιγκρούμ έβγαλε ένα λεπτό πακέττο κάρτες άπό τήν τσέπη του. — Διάβολε!, μουρμούρισε μέ τό πρόσωπο ίδρωμένο. "Αν ό Πημπόντυ μάθη τίποτα, θά μέ σκολάση. —’Άν σέ άπολυση, θά σοϋ βρώ μιά δουλειά στό Μπάρμπιζον—Γουώλντορφ, άπάντησε ό Τζόννυ. Βγά­ ζουν πενήντα δολλάρια τήν ήμέρα άπό φιλοδωρήματα έκεϊ. 44

—Μά γιατί έστειλε τά χρήματα άφου είχε πιά ξεφύγει; —Αυτό, είπε ό Τζόννυ, είναι τό σημαντικό σημείο. Ό άνθρωπος φο­ βόταν μήπως τόν είχατε άναγνωρίσει. Επομένως πρέπει νά είναι κά­ ποιος πού είχατε δή πριν ή πού περίμενε δτι θά τόν συναντούσατε μια μέρα... Άπό/τό παράθυρο ακούστηκε ή φωνή τοϋ Σάμ Κράγκ : —’Έ, Τζόννυ 1 —Τί τρέχει; ρώτησε, ό Φλέτσερ. — Πεινώ ί, φώναξε ό Σάμ. Ή Τζάνετ κύτταξε τό ρολογάκι της. —’Άργησα!, φώναξε. Πρέπει νά φύγω. ’Έχουμε γενική πρόβα άπόψε I Φύγετε, Τζόννυ 1 Πρέπει νά^ ντυθώ.

Η ΠΑΓΙΔΑ ΠΡΟ­ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ I

—θεούλη μου !, βόγγησε ό ’Έντι. Λέτε νά τό καταφέρετε ; 1%* —Ελπίζω, Έντι.Τώρα δείξε μου τις κάρτες. Πήρε τις κάρτες άπό τόν άρχιγκρούμ καί τις φυλλομέτρησε. Ξεχώ­ ρισε τρεις κάρτες, έψαξε λίγο άκόμα καί ξεχώρισε άλλη μιά. —Τζέϊμς Ρένο, εΐπε σιγανά. Δω­ μάτιο 823. Νοίκιασε τό δωμάτιό του στις 5.30 τής ήμέρας πού δολοφονή­ θηκε ό Μπίλλυ Τάμ. Μά κύτταξε, ’Έντι, δεν είναι εδώ σημειωμένο πότε ξενοίκιασε τό δωμάτιό του. Ό ’Έντι κύτταξε τήν κάρτα γιά μιά στιγμή. ’Έπειτα κούνησε τό κε­ φάλι του. , —Ναι, βλέπετε, πλήρωσε δυόμισυ δολλάρια προκαταβολικά. Αυτό ση­ μαίνει πώς δέν είχε άποσκευές. Επο­ μένως ίσως νά μήν ειδοποίησε τό γραφείο όταν έφυγε. —’Έντι, είπε ό Τζόννυ, σκέψου καλά, θυμάσαι νά είδες καθόλου αύτόν τόν Τζέϊμς Ρένο ; —’Όχι πολύ καλά, μολονότι είμαι βέβαιος ότι τόν άνέβασα εγώ στό δωμάτιό του.., Τζέϊμς Ρένο...Ναι, μοϋ έδωσε μιά πεντάρα, ενώ εγώ περίμεΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


να πώς θά μου έδινε τουλάχιστον μισό δολλάριο. Φαινόταν πλούσιος. Δέ θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Ό Φλέτσερ τον κύτταξε διαπερα­ στικά. —"Ακούσε, ’Έντι... τί θά έκανες γιά νά κερδίσης είκοσι δολλάρια ; —Χμ... Δέ θά σκότωνα άνθρωπο. ’Όχι γιά είκοσι δολλάρια. Μά γιά μιά δουλειά στό Μπάρμπιζον—Γουώλντορφ... —θά μιλήσω στόν διευθυντή αύ­ ριο. Είναι φίλος μου. Τώρα, άκουσε τί θέλω νά κάνης... Xό επόμενο πρωι­ νό, ό Φλέτσερ πήρε τό τραίνο γιά τό Στέρλιγκ Ρίτζ. Ό Σάμ Κράγκ δεν ήταν μαζί του. Ό Τζόννυ του είχε αναθέσει μιάν ειδική άπαστολή. Αυτή τή φορά, ό θυρωρός τού κτήματος του Ουΐνσλοου τόν άφησε νά περάση χωρίς συζήτησι. Ό Τζόν­ νυ βγήκε από τό ταξί μπροστά στό σπίτι καί είπε στόν σωφέρ νά περιμένη. Καθώς προχωρούσε πρός τό σπίτι, ή πόρτα τής βεράντας άνοιξε κΤ ή Μπέττυ Ουΐνσλοου βγήκε έξω. —Κύριε Φλέτσερ Ι,' είπε θερμά. Χάρηκα πού σάς είδα. "Ακόυσα πώς έπιστρέψατε. — Ποιός σάς τό είπε ; —Ό κ. Βέντερ, ό νομισματολόγος. Μου τηλεφώνησε εδώ καί μιά-ώρα. —’Ώ, τότε τά ξέρετε όλα. —’Ώ, όχι. ’Ήθελε άπλώς νά μάθη άν θά μπορούσε νάρθή εδώ. Έπέμενε οτι είχε κάτι σοβαρό νά συζητήση μαζί μου. Τού είπα νάρθή τό από­ γευμα. — Ωραία ! Μις Ουΐνσλοου, βρήκα αυτά στό ορυχείο τού πατέρα σας στή Νεβάντα. Σάς άνήκουν... ’Έβγαλε τά νομίσματα καί τά έρριξε στή μικρή παλάμη τής Μπέττυ Ουΐνσλοου. Αυτή ξάρωσε τά φρύδια της. — Χρυσάφι!... Μά.,.ένας άντιπρόσωπος τού Υπουργείου Οικονομικών ήρθε καί μέ βρήκε χτές τό άπόγευμα καί μοΰ είπε... —"Οτι ό πατέρας σας έκανε λα­ θρεμπόριο χρυσού ; Ναι. Αυτά όμως τά νομίσματα δεν υπάγονται στήν κα­ τηγορία αυτή. Εΐναι σπάνια νομίσμα­ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

τα καί άνήκουν στήν κατηγορία τών άντικεηιένων τέχνης. —’Ά ! Καί πόσο αξίζουν I —Δεκαπέντε χιλιάδες δολλάρια τό ένα. Τά μάτια τού κοριτσιού άνοιξαν διάπλατα. —Δεκαπέντε χιλιάδες δολλάρια! Τότε όλα μαζί αξίζουν... —’Όχι. θεωρητικώς τό ένα αξίζει δεκαπέντε χιλιάδες δολλάρια. Μά ή τιμή αυτή βασίζεται στή σπανιότητα τού νομίσματος. "Αν γίνη γνωστό ότι υπάρχουν είκοσι ή τιυή τους θά πέση πολύ. Ή συμβουλή μου είναι νά βρήτε έναν μεσίτη νομισμάτων καί νά τού αναθέσετε νά τά ρίξη στήν αγο­ ρά ένα-ενα. Μέ τόν τρόπο αύτό μπο­ ρεί νά φτάσετε στο ποσό τών εκατό χιλιάδων δο?ύλαρίων γιά όλα μαζί.,. 1ΗΚΙ Μπέττυ Ούΐνσλοου φώναξε μέ χαρά : —Αυτό είναι σπουδαίο ! Ξέρετε, τό κράτος θά βάλη ένα βαρύ πρόστι­ μο στήν περιουσία τού πατέρα, κι’ αύτό τό ποσό θά μάς βοηθήση πολύ... —Μάς ; Τό πρόσωπό της κοκκίνισε. — Εμένα καί τόν Τόντ Τ%ίϋλορ. Πρόκειται νά παντρευτούμε. —Συγχαρητήρια I, μουρμούρισε ό Τζόννυ. —Ευχαριστώ. Καί τώρα, κ. Φλέ­ τσερ, σάς χρωστούμε πολλά. Φυσικά, πρέπει νά πάρετε μιά καλή αμοιβή..., —Φυσικά. Εΐχα μεγάλα έξοδα. —Βεβαίως. Πόσα νομίζετε ότι θά ήσαν αρκετά ; Είκοσι πέντε τοΐς εκα­ τό...τριάντα ; Ό Φλέτσερ αναστέναξε. —’Έχω κάνει λογαριασμούς. Μού δώσατε χίλια δολλάρια. Άπό αυτά έμειναν πεντακόσια είκοσι δύο δολ­ λάρια όταν έπέστρεψα άπό τή Νεβάντα. Πλήρωσα όμως τόν λογαριασμό τού ξενοδοχείου μου, όπου δεν θά έ­ μενα άν δεν ήμουν ανακατεμένος στήν ύπόθεσι αυτή.,. —Πολύ καλά, είπε ή Μπέττυ. Ή αμοιβή σας όμως...θέλετε- σαράντα τοΐς εκατό ; —’Όχι. Δέ θέλω τίποτα.' — Αστειεύεστε, φώναξε τό κορίτσι. — ’Όχι I "Αν έπαιρνα αμοιβή, θά βρισκόμουν στήν ίδια μοίρα μ’ έκεί45


νον τον γελοίο ντέτεκτιβ τον Τζέφερσον Τόντ! Δεν ασχολήθηκα με την ύπόθεσι αυτή για νά κερδίσω χρήμα­ τα 1 Μέ προκάλεσαν σκοτώνοντας έ­ ναν άνθρωπο καί ξαπλώνοντας τον επάνω στό κρεββάτι μου. Καί ή πρόκλησις αυτή εξακολουθεί νά υπάρχη ακόμα. "Ω ! πρέπε. νά φύγω 1 ^έχα­ σα πώς είχα μιά σοβαρή καί επεί­ γουσα δουλειά στή Νέα Ύόρκη... ϋλησίαζε τό μεση­ μέρι, όταν ό Τζοννυ μπήκε σ’ ένα τε­ ράστιο κτίριο γραφείων στήν Πέμπτη Λεωφόρο. Μπήκε σ’ έναν άνελκυστή-, ρα καί ανέβηκε στό δέκατο πάτωμα. Πήγε σέ μιά πόρτα, όπου ήταν γραμμένη ή φράσις : «Ιδιωτική Τα­ χυδρομική Υπηρεσία, Ακμή». Μπήκε μέσα. Ένα κορίτσι ήταν καθισμένο πίσω από ένα γραφείο, όπου ήσαν μισή ντουζίνα τηλέφωνα. Πίσω της ήταν ένα έπιπλο μέ πλήθος θυρίδες. Ό Τζόννυ· μόρφασε αυστηρά καί είπε βραχνά : —'Η άστυνομία έρευνα σχετικά μέ κάποιον Ούώλτερ Ούΐνσλοου, πού έπαιρνε γράμματα μέσω του γραφεί­ ου σας. Τό κορίτσι κούνησε τό κεφάλι της. —Λυπούμαι, μά δέν έχω νά σάς δώσω πολλές πληροφορίες. ' Απλώς δεχόμαστε επιστολές καί δέματα γιά τούς πελάτες μας. Έρχονται καί τά παίρνουν κι* αύτό εΐν’ όλο. Ό κ. Ούΐνσλοου είχε πληρώσει προκατα­ βολικά γιά τήν υπηρεσία. —Ναι. Μά πώς ήταν αυτός ό Ού­ ΐνσλοου ; —Δέν ξέρω. Δέν τον έχω δή ποτέ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ

"Οπως σέ όλες τις πρεμιέρες, στή Νέα 'Υόρ­ κη, τό θέατρο Πλάτσα ή­ ταν γεμάτο κόσμο. Ό ι Φλέτσερ έδωσε τά εισι­ τήρια στήν ταξιθέτρια, πού τούς ώδήγησε στή δεύτερη σειρά. 46

— Έστελνε πάντα έναν γκρούμ ή έναν σωφέρ ταξί γιά νά πάρη τό ταχυδρομείο του. "Αλλωστε, δέν έ­ παιρνε περισσότερα από ένα—δυό γράμματα τον μήνα. —Μά, όταν άρχισε... δέν τόν εί­ δατε ; — "Οχι. Τηλεφώνησε καί είπε πώς θά έστελνε δέκα δολλάρια. Αυτή εί­ ναι ή τιμή γιά τέσσερις μήνες. Τά έστειλε. Ό Τζόννυ αναστέναξε. — Ευχαριστώ. Έφυγε καί γύρισε στό Ξενοδο­ χείο τής 45ης Όδού. Βρήκε τόν Σάμ Κράγκ ξαπλωμένο στό κρεββάτι νά διαβάζη ένα ερωτικό περιοδικό. —"Εκανες αύτό πού σού είπα, Σάμ; —Ναι. Ελπίζω ή κόρη τού Ού'ινσλοου νά σού έδωσε μεγάλη αμοιβή. — Ναι, μά δέν τήν πήρα. Ό Σάμ Κράγκ πέταξε τό περιοδί" κό του στήν άλλη άκρη τού δωμα­ τίου. —Δέν πήρες! Τής έδωσες εκατό χιλιάδες δολλάρια καί άρνήθηκες νά πάρης άμοιβή ; —Ξέρεις, Σάμ, είπε ό Τζόννυ, παν­ τρεύεται καί ήθελα νά τής κάνω ένα δώρο. Ό Σάμ μούγγρισε; — "Ωστε παντρεύεται αύτόν τόν κρεμανταλά γραμματέα τού πατέρα της; —Ναί! Αλήθεια, τού έστειλες εισι­ τήριο ; —Ναί 1 Έστειλα σ’ όλους. Εννέα δολλάρια τό κομμάτι. Τά λεφτά πού κέρδισα στό Λάς Βέγκας σώθηκαν σχεδόν.

Η ΑΥΛΑΙΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ

—’Ώ, είπε ό Φλέτσερ. Καλησπέρα, κ. Ταίϋλορ 1 Ό Τόντ Ταίϋλορ, μέ ύπέροχο βραδυνό κοστού­ μι, χαμογέλασε στον Τζόννυ. —Έ I, είπε. Μήπως είστε ό "Α­ ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


γιος Βασίλης πού μου έστειλε ένα ει­ σιτήριο ; Ό Τζόννυ άνοιγόκλεισε τά μάτια του. —Έγώ ; Διάβολε, δχι I Μου έστει­ λαν κι5 έμενα δύοΐ Κάθησαν καί, πριν ό Τζόννυ προλάβη να γυρίση καί νά συνέχιση την κουβέντα του μέ τον Ταίϋλορ, κά­ ποιος άλλος ήρθε καί σκόνταψε στά πόδια του. —Ό κ. Πόλσον !, φώναξε ό Τζόν­ νυ. Αυτό είναι μια μεγάλη έκπληξις ! Ό πλούσιος βιομήχανος φαρμά­ κων γιά τις κότες μόρφασε. —’Ώ, εσείς είστε 1 Δεν ξέρω για­ τί ήρθα. Ξέρω πώς ή κόρη μου δεν αξίζει τίποτα. —Μπορεί νά σάς έκπληξη, κ. Πόλσον. Ό Κάπταιν Μάντιγκαν κΓ ό Γε­ νικός Είσαγγελεύς Μάρντοκ πλησία- ' σαν μαζί. —Δική σας δουλειά ήταν αυτή, Φλέτσερ ; ρώτησε ό Μάρντοκ. -’Έ ;

—Τά εισιτήρια. Κάποιος μου έ­ στειλε δύο καί μου ζήτησε νά φέρω μαζί μου καί τον Κάπταιν. ’Ώ !... ό κ. Ταίϋλορ κι5 ό κ. Πόλσον. Ό Μάρντοκ κύτταξε καχύποπτα τον Φλέτσερ. —Αυτό εΐναι αστείο, είπε ό Τζόν­ νυ. Κάποιος μοϋ έστειλε κι’ έμένα δυο εισιτήρια. Ό Μάρντοκ κΓ ό Μάντιγκαν κά­ θησαν. Τά μέλη τής όρχήτρας πήραν θέσεις. "Ενας βιολονίστας άρχισε νά κουρδίζη τό βιολί του κι’ ένας τυμ­ πανιστής νά σιγοχτυπά τό τύμπανό του. — Μέ συγχωρεΐτε, είπε γκρινιάρι­ κα ό Όράτιος Βέντερ. Ό Τζόννυ σηκώθηκε γιά ν’ άφήση τόν νομισματολόγο καί τή γραμμα­ τέα του νά περάσουν στά καθίσματά τους. Περνώντας, ή γραμματεύς χαμογέλασε στόν Τζόννυ κΓ ό Βέν­ τερ τόν άγριοκύτταξε.

1ΒΕ

ορχήστρα άρχισε νά παίζη καί υπήρχαν ακόμα δυό κενά καθίσματα στη γραμμή έκείνη. "Ενα ανάμεσα στόν Φλέτσερ καί στόν Ταίϋλορ κΓ ένα πιό πέρα. Μόλις τά φώτα έσβηάαν, ένας ψη­ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

λόλιγνος άντρας σκόνταψε στά πό­ δια τοϋ Σάμ Κράγκ κΓ έπεσε στά γόνατα τοϋ Φλέτσερ. —Δεν ανοίγεις τά μάτια σου ό­ ταν περπατάς, Τζέψερσον ; γρύλλισε ό Τζόννυ. — Ό Φλέτσερ!, σφύριξε ό Τζέφερσον Τόντ μέσα στο σκοτάδι. Διά­ βολε 1 Ό Τζόννυ τόν έσπρωξε πιό πέρα. —Εννιά δολλάρια γΓ αυτόν 1, μουρμούρησε ό Σάμ. Τό κάθισμα δίπλα στόν Τζόννυ έμενε ακόμα κενό. Ή παράστασις άρχισε. ^Ηταν ένα κακό έργο, από έκείνα πού συνήθως έχουν παταγώδη άποτυχία, καί ό Τζόννυ έννοιωσε οίκτο γιά την Τζάνετ. "Οταν δμως αυτή έκανε τήν έμφάνισί της καί άρχισε νά τραγουδάη μέ βαθειά, θερμή φωνή, ό Τζόννυ έμεινε κατάπληκτος. Ποτέ δέν είχε ύποψιαστή πώς τό κορίτσι εκείνο μπορούσε νά έχη μια τόσο σπάνια φωνή. "Οταν ή Τζάνετ τελείωσε τό τρα­ γούδι της, ή αίθουσα κλονίστηκε από τά χειροκροτήματα. Ό Σάμ Κράγκ άνωρθώθηκε γιά ν’ άφήση νά περάση ένας νεοψερμένος. — Καλησπέρα, κ. Χόλτερμαν, εψΈ. ό Τζόννυ. Ό Τζών Χόλτερμαν συνωφρυώθηκε. —Χαίρετε, κ. Φλέτσερ: Δέν έπρόκειτο νάρθώ, έξαιτίας τοϋ.,. Ούώλτερ, ξέρετε. Μά κάποιος είχε τήν κα­ λοσύνη νά μοϋ στείλη ένα εισιτήριο καί ακόυσα δτι τό έργο είναι καλό... ’Έχασα πολλά ; —Τό σπουδαιότερο. Μιά σπουδαία φωνή 1 —Ναι. "Ακόυσα τό τέλος τοϋ τρα­ γουδιού της. Ποια είναι; —Μιά καινούργια. Ή Τζάνετ Σπής. Τό έργο συνεχίστηκε. Ώταν κατώ­ τερο άπό μέτριο, μά κάθε φορά πού ή Τζάνετ έκανε· τήν έμφάνισί της, άποσποϋσε θυελλώδη χειροκροτήματα. Πριν άνηψωθή ή αυλαία γιά τήν τρίτη πράξι, ό Τζόν­ νυ πέρασε στόν Τζών Χόλτερμαν με­ 47


ρικά χαρτάκια. — Κρατήστε ένα, είπε, καί περά­ στε τά υπόλοιπα στους άλλους τής σειράς μας. Ό Χόλτερμαν διάβασε ενα άπό τά χαρτάκια. .—Στά παρασκήνια ; είπε. Λέτε νά μάς άφήσουν; —Βεβαίως. Έχω σχέσεις μέ τόν Ντέντον Φρήμαν. —Ώ, δεν ξέρω άν θά μπορέσω νόρθώ, είπε ό Χόλτερμαν. Πρέπει νά προλάβω τό τραίνο για τό Στέρλιγκ Ρίτζ... —Ό τρίτος προς τά δεξιά σας, είπε ό Τζόννυ, είναι ό Γενικός Είσαγγελεύς. θά μάς πή ποιός σκότωσε τόν Ούώλτερ Ούΐνσλοου. — Έδώ I; Στά...παρασκήνια ; —Ναι. Πριν τελείωση ή τρίτη πράξις, ό Τζόννυ σκούντησε τόν Σάμ καί ση­ κώθηκαν κΓ οί δυο άπό τα καθίσματά τους. Βγήκαν άπό τό θέατρο, έκα­ ναν τόν γύρο του κτιρίου καί πήγαν στην είσοδο των παρασκηνίων* Ό θυρωρός κύτταξε τόν Τζόννυ καί κούνησε τό κεφάλι του. — Καλησπέρα σας, Μίστερ... Μίστερ... Ό Τζόννυ δεν τόν βοήθησε νά βρή τό όνομα. Είπε : — Μερικοί φίλοι μου θά έρθουν στά παρασκήνια. Όδηγήστε τους στό καμαρίνι τής Μις Σπής. Στά παρασκήνια, ό Ντέντον Φρή­ μαν, ό θεατρώνης, μ’ ένα σβυστό πού­ ρο στό στόμα, μιλούσε αυστηρά σέ μισή ντουζίνα κορίτσια μέ γελοία κο­ στούμια κάου-μπόϋς. 'Ο Τζόννυ τόν χτύπησε στον ώμο» —Σπουδαίο έργο, Ντέντον I Ό Φρήμαν στριφογύρισε μέ θυμό, μά όταν άναγνώρισε τόν Τζόννυ, χα­ μογέλασε. —’Ώ ! "Ωστε περιμένατε πρώτα νά βεβαιωθήτε γιά την επιτυχία, έ ; Καί θέλετε ν’ άγοράσετε ένα μερίδιο, έ ; ’Έ, λοιπόν, σέρ, ή τιμή έχει άνεβή. —Δέ μέ νοιάζει, Ντέντον. θά ή­ θελα νά αγοράσω τό ένα τρίτο.

Ο

θεατρώνης πα­ ραλίγο νά καταπιή τό πούρο του. •—Μά... δεν μπορώ, σέρ. Δέν μπο­ 48

ρώ νά πουλήσω παρά μόνο τό ένα έ­ κτο... Ξέρετε, χρειάστηκα χρήματα καί... έχω δυο συνεταίρους 'τώρα. Ό ένας έχει τό ένα τρίτο. Έπειτα, εδώ καί δυο μέρες, ένας γέρος ήρθε καί άγόρασε τό μισό. Έτσι έμεινα μέ τό ένα έκτο... — Πόλσον, ρώτησε ό Τζόννυ. Ό Φρήμαν γούρλωσε τά μάτια σου. —Ναι... Μά πώς ξέρετε τό όνομά του ; —Τό μάντεψα. Ή κόρη του είναι ή μεγάλη επιτυχία σας. Ή Τζάνετ Σπής. Τό κάτω σαγόνι τού Φρήμαν κρε­ μάστηκε. —Ή Τζάνετ I Κόρη τού Πόλσον ; —Ναι, είπε ό Τζόννυ. Ποιός είναι ό άλλος συνεταίρος σας ; "Ενα χαμόγελο φάνηκε στό πρό­ σωπο τού Φρήμαν. —Είναι μυστικό αύτό. Δέ θέλει νά μαθευτή τό όνομά του. “Παταγώδη χειροκροτήματα άντήχησαν άπό τό μέρος τής σκηνής. Ό Ντέντον γύρισε προς τά εκεί. Ό Τζόννυ έγνεψε στόν Σάμ Κράγκ. — Μείνε εδώ, Σάμ. "Οταν οί φί­ λοι μας έρθουν, όδήγησέ τους στό Καμαρίνι 2. θά μπής κΓ εσύ όταν έρθουν όλοι. Καί πρόσεχέ με. Μπο­ ρεί νά γίνη φασαρία I —Φασαρία; έπανέλαβε ό Σάμ Κράγκ μέ μάτια πού έλαμπαν. Ένα λεπτό μετά την είσοδο τού Τζόννυ στό καμαρίνι τής Τζάνετ, τό κορίτσι μπήκε μέ πρόσωπο ξαναμμέ­ νο άπό ταραχή καί ενθουσιασμό. —Τά συγχαρητήριά μου, Τζάνετ !, είπε ό Τζόννυ απλώνοντας τό χέρι του. * Κάποιος χτύπησε δυνατά στήν πόρτα καί άνοιξε. Ό Τζώρτζ Πόλσον μπήκε στό καμαρίνι. Έταν αυστηρός καί συνωφρυωμένος. — "Ωστε τό έκανες, έ; φώναξε. Έ­ γινες ηθοποιός παρά τή θέλησί μου... —Σάς κοροϊδεύει, Τζάνετ!, έπενέβη ό Τζόννυ. Ό πατέρας σας είναι ό χρηματοδότης τού Ντέντον ! Ή Τζάνετ ώρμησε επάνω στόν πα­ τέρα της. Ό ιδιότροπος γέρος δοκί­ μασε νά ύποχωρήση, μά τό κορίτσι τόν άρπαξε καί τόν φίλησε στά μά­ γουλα. ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ


Ί£ΐ πόρτα πίσω από τον Πόλσον γέμισε από ανθρώπους. Ό Τζόννυ φώναξε : — Περάστε μέσα, κ. Μάρντοκ, κ. Χόλτερμαν, κ. ΤαίΟλορ καί οί υπό­ λοιποι. Ό Σάμ Κράγκ φάνηκε ξοπίσω τους καί κυτταξε τον Τζόννυ. Ό Τζόν­ νυ του έγνεψε νά σταθή κοντά στην πόρτα. Ό Γενικός Είσαγγελεύς είπε απότομα : —Τί σημαίνει αυτό, Φλέτσερ ; — Θά τό μάθετε σέ λίγο, κ. Μάρ­ ντοκ. Τό έργο ήταν ύπέροχο απόψε, μά ή τελευταία πράξις του θά παιχθή εδώ μέσα. Ή τελευταία πράξις του δράματος Ού'ί'νσλοου. Ό Μάρντοκ μόρφασε. — Ή ύπόθεσις Ούΐνσλοου έκλεισε, Φλέτσερ. Σάς τό εΐπα χτές. — ”Ανοιξε πάλι, απάντησε ό Τζόν­ νυ. Μην αναπηδάτε έτσι, ΤαίΟλορ ! Ό νεαρός ΤαίΟλορ τόν κύτταξε άγρια καί τό πρόσωπό του συσπάατηκε. Ό Τζών Χόλτερμαν εΐπε : —Είστε πολύ ενδιαφέρων τύπος, Φλέτσερ ! Μά δεν νομίζετε δτι καμμιά φορά τό παρακάνετε ; — Μερικές φορές, ναι. ’Όχι δμως τώρα. Μέ κατηγόρησαν ώς δολοφόνο καί δέ μου άρεσε αύτό. Πέρασα μια νύχτα στη φυλακή και δέ μου άρεσε ούτε αύτό. Μέ χτύπησε άσχημα ένας μπράβος πληρωμένος άπό κάποιον, πού εΐναι μέσα στο δωμάτιο αύτό, καί δέ μου άρεσε ούτε αύτό... Ξέρετε δλοι τις λεπτομέρειες τής ανευρέσεως κάποιου Μπίλλυ Ταμ στο δωμάτιό μου, στό Ξενοδοχείο τής 45 Όδού, εδώ καί όκτώ μέρες. Είχε στή φού­ χτα του ένα πολύτιμο παλιό νόμι­ σμα, πού πήρα εγώ, καί αναγνωρί­ στηκε άπό τόν ϊδιο τόν κ. Ούΐνσλοου, πού χρησιμοποιούσε τόν Ταμ άπό πολλά χρόνια ώς φύλακα του Όρυχείου τών Τριών "Αρκτων. Δυο μέ­ ρες άργότερα, ό κ. Ούΐνσλοου σκο­ τώθηκε άπό ένα αυτοκίνητο. Οί εφη­ μερίδες καί οί αρχές τό απέδωσαν σέ δυστύχημα, μά έπεσαν έξω. Ό κ. Ούΐνσλοου δολοφονήθηκε καί μάλι­ στα άπό τόν άνθρωπο πού δολοφό­ νησε τόν Μπίλλυ Τάμ. .5. Α οιογ εΐναι αυτός, Φλέτσερ ; ρώτησε σαρκαστικά ό ΜάρΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ

ντοκ. — Μιά στιγμή, θέλω νά σάς δώσω πρώτα τό κίνητρο. Ό Ούΐνσλοου εί­ χε κρύψει αρκετή ποσότητα χρυσού μέσα σέ κάτι κούφιες σιδερένιες άρκούδες, μπροστά στό σπίτι του, όταν Πρόεδρος Ρούζβελτ κατήργησε τη χρυσή νομισματική βάσι. Μιά μέρα, ό Μπίλλυ Τάμ στή Νεβάντα πήρε μιά επιστολή, δπου ό Ούΐνσλοου τού ε­ ξηγούσε ένα σχέδιό του. Σύμφωνα μέ τό σχέδιο αύτό, ό Τάμ μέ μερικούς εμπίστους του ξανάνοιξε τό Όρυχεΐο τής Γυάλινης Νεκροκεφαλής καί ό Ούΐνσλοου τού έστειλε μιά σιδερένια άρκούδα γεμάτη χρυσάφι. Ό Τάμ καί οί άνθρωποί του έλυωσαν τό χρυσάφι, τό άνακάτεψαν μέ μετάλ­ λευμα, τό πούλησαν στήν κυβέρνησι κΓ έστειλαν τά χρήματα στόν Ούΐν­ σλοου. Σπουδαίο σχέδιο. Μόνο πού ό Ούΐνσλοου δέν έστειλε κανένα χρυ­ σάφι στή Νεβάντα κΓ ούτε πήρε τά χρήματα πού τού έστειλε ό Τάμ. Κά­ ποιος άλλος πήρε τά χρήματα. Εσείς, κύριε Χόλτερμαν... •—Νομίζω, είπε ό Χόλτερμαν ψυ­ χρά, δτι θά πάω σπίτι νά κοιμηθώ. —Δέ φαντάζομαι νά κοιμηθήτε στό σπίτι σας άπόψε. Γράψατε στόν Μπίλ­ λυ Τάμ εκ μέρους τού γαμπρού σας. Πλαστογραφήσατε τήν υπογραφή του. Γράψατε στόν Τάμ δτι τό πράγμα έπρεπε νά μείνη μυστικό καί άλληλογραφούσατε μαζί του μέσω ενός Ιδι­ ωτικού ταχυδρομικού γραφείου τής Πέμπτης Λεωφόρου. Δυστυχώς ό Τάμ βρήκε εκείνο τό νόμισμα καί ήρθε στή Νέα Ύόρκη, άφού έγραψε στόν Όράτιο Βέντερ. Ό Τάμ έγραψε στόν/ Ούΐνσλοου, δηλαδή στόν Χόλτερμαν, δτι θάρχόταν. Ό Χόλτερμαν ήξερε δτι τό τραίνο τού Τάμ θά ερχόταν αργά καί δτι ό χρυσορύχος δεν θά προλάβαινε νά δή τόν Ούώλτερ Ούΐν­ σλοου πριν άπό τό επόμενο πρωινό. "Ηξερε επίσης —δπως τού είχε γρά­ ψει ό ίδιος—δτι ό Τάμ θά έμενε στό Ξενοδοχείο τής 45ης Όδού. Νοίκια­ σε εκεί ένα δωμάτιο, τό 823, καί έτυχε ν’ άκούση δτι ό Πημπόντυ θά έβαζε τό Γαλλικό κλειδί στήν κλει­ δαριά μου. Αύτό έδωσε μιά ιδέα στόν Χόλτερμαν. Παρέσυρε τόν Τάμ μέ τήν απειλή ενός πιστολιού στό Δωμάτιο 819, τόν άνάγκασε νά περάση στό δικό μου δωμάτιο καί τόν σκό49


τωσε μ’ ένα μαχαίρι. Στο μεταξύ δμως κάτω άπό τό σακκάκι του καί ξαναή Τζάνετ Σπής ή Πόλσον που έμενε βγήκε κρατώντας ένα πιστόλι. ατό 819 έπέστρεψε στο δωμάτιό πης — Νά σέ πάρη ό διάβολος, Φλέγια μερικά λεπτά κι* έφυγε πάλι. ’Έτσερ ! Άν ερχόσουν σέ μένα, θά σοϋ τσι ό Χόλτερμαν βρήκε την ευκαιρία έδινα εκατό χιλιάδες δολλάρια. Τώ­ νά ξεφύγη καί νά περάση στο δωμά­ ρα θά πάρης μιά σφαίρα ! τιό του, τό 823. Είχε κάνει δλη αυ­ Μά πριν τελειώση τή φράσι του, τή τή μανούβρα, γιατί νόμιζε δτι τό κάτι τόν χτύπησε με τρομακτική δύδωμάτιο 821 δεν θά ανοιγόταν για ναμι στο μπράτσο καί τό χέρι του μερικές μέρες κι* έτσι θά είχε τον παρέλυσε. Τό πιστόλι βρόντησε χάμω. καιρό νά σκεπάση γιά καλά κάθε ί­ ■^Ηταν ό Σάμ Κράγκ καί τά μπρά­ χνος πού θά μπορούσε ν’ αποκάλυψη τσα του τύλιξαν τόν Χόλτερμαν. στον Ούΐνσλοου την κατάχρησί του. — "Ησυχα, πουλάκι μου I, μουρ­ Τό κακό ήταν δτι ό Ούΐνσλοου άναμούρισε. Άλλοιώς, θά σέ κάνω νταν­ γνώρισε τον Μπιλλυ Τάμ καί άρχισε τά καί θά σου τσαλακώσω τό πρόνά υποψιάζεται μερικά πράγματα. Ό σ<ωπο 1 Χόλτερμαν αναγκάστηκε τότε νά τον Ή πόρτα άνοιξε άπότομα κι* ό σκοτώση... Φρήμαν μπήκε μέσα άκολουθού— Περίφημα, εΐπε ό Χόλτερμαν. - μένος άπό κάποιον άλλον. Λείπει όμως*,κάτι άπό τό παραμύθι Κύτταξε τόν Χόλτερμαν καί φώ­ σας.,' ή άπόδειξις. ναξε : -4’Ώ, αυτό είναι εύκολο !, είπε ό -Ό κ. Ρένο I Τζόννυ. Επειδή φοβόταν δτι ή Τζά­ — ’Ά!, είπε ό Είσαγγελεύς. Τόν νετ Σπής τον είχε δη άπό τό παράθυ­ γνωρίζετε ; ρο, τής έστειλε πέντε χιλιάδες δολ—Είναι ένας άπό τούς ιδιοκτήτες λάρια καί, για νά τήν κάνη νά πάψη τής έπιχειρήσεώς μου... Μις Σπής, νά σκέπτεται αυτό πού είχε δή, άέχω κάτι περίφημο γιά σάς. Ό τζέ­ γόρασε ένα μέρος τής έπιχειρήσεως ντλεμαν είναι ό κ. Τζόε Μάθιους τής του Φρήμαν, καί του ζήτησε νά τήν Μέτρο Γκόλντουϊν. θέλει νά σάς πά­ προσλάβη σ’ έναν κύριο ρόλο. Μά ρη στό Χόλλυγουντ γιά νά σάς δοέχω έναν άλλο σπουδαιότερο μάρ­ κιμάση στό σινεμά ! τυρα. Φέρε τον μέσα, Σάμ ! Ό Σάμ Κράγκ άνοιξε τήν πόρτα Ξαφνικά, ενώ οί άλλοι περιστοί­ καί ό ’Έντι Μίλλερ μπήκε μέσα. Φο­ χιζαν τήν Τζάνετ, ό Φλέτσερ τράβη­ ρούσε τή στολή του ξενοδοχείου του. ξε τόν Σάμ Κράγκ άπό τό μπράτσο Ό Τζόννυ ρώτησε : καί βγήκε μαζί του έξω. —’Έντι, θέλω νά μου- δείξης τόν —Πάμε, Σάμ, είπε. Άπό αΰριο θ’ άνθρωπο πού έμεινε ως Τζέ'ίμς Ρένο άρχίσουμε πάλι νά [πουλάμε βιβλία... στο δωμάνιο 823 του Ξενοδοχείου — "Ωσπου ό Πημπόντυ ή κανένας τής 45ης ΌδοΟ, τή νύχτα πού δολο­ άλλος διευθυντής ξενοδοχείου νά βάφονήθηκε ό Μπιλλυ Τάμ. λη ένα Γαλλικό κλειδί στήν κλειδα­ — Αυτός °Τναι I, είπε ό ’Έντι δεί­ ριά μας 1, συμπλήρωσε σαρκαστικά ό χνοντας τόν Χόλτερμαν. Σάμ. Τό χέρι του Χόλτερμαν χώθηκε ΤΕΛΟΣ

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ πού δημοσιεύει ή «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» στό ερχόμενο τεύχος της, εΐναι ένα από τά συγκλονιστικώτερα άστυνομικά αναγνώσματα πού έχουν μεταφρασθή στήν Ελληνική γλώσσα I Ό ήρως τού άναγνώσματος αυτού ΝΟΡΜΑΝ ΚΟΝΚΟΥΕΣΤ εξίσου εύθυμος καί σαρκαστικός, μά πιο δυναμικός άπό τόν Τζόννυ Φλέ­ τσερ, θά γοητεύση καί θά συναρπάση 1 Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς, Λεωφ. Θησέως 323. —— Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρήστος Καρύδης, Δαφνομήλη 36 = —






ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ *

ΥΠΟ

ΜΠΕΡΚΕΛΕΤ

ΓΚΡΑΙΗ

(Μετάψρασις Σ.Α.),

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ “ΤΕΣΣΑΡΩΝ ύπό Άγκάθα Κρίσα. 2) . Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ύπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ ύπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ύπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. Τά παρελθόντα τεύχη πωλουνται εις τό( Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΛΟΓΙΑ Ή Δίεύθυνσις των εκδόσεων μας βρίσκεται στην εξαιρε­ τικά ευχάριστη θέσι νά άναγγείλη στους άναγνώστας της ότι ό ενθουσιασμός, μέ τον όποιο έγιναν δεκτά τά εβδομαδιαία βιβλία τής «Νυχτερίδας», ήταν ανώτερος κάθε προσδοκίας. Τά τεύχη 3 (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟ­ ΡΕΣ), 4 (Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ) καί 5 (ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΓ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ), έξαντληθέντα λόγω τής άθρόας ζητήσεώς τους, άνετυπώθησαν καί πωλοϋνται εις τά γραφεία τής «Νυχτερίδας», άνευ ούδεμιάς αύξήσεως τής τιμής τους, ήτοι προς δραχμάς 2.000. Ή Διευθυνσίς μας, άτενίζουσα πλέον μέ απόλυτον πεποίθησιν τό μέλλον, υπόσχεται μεγάλες βελτιώσεις καί πρωτότυ­ πες άνακαινίσεις εις τά προσεχή Τεύχη.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

0 ΝΟΡΜΑΝ ΚΟΝΚΒΥΕΣΤ ΠΑΛΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΞ ΤΗ ΦΩΤΙΑ, ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ! Τό γλέντι άρχισε δταν τό αεροπλάνο μπήκε μέσα σ’ ένα κενό άέρος και ό Νόρμαν Κόνκουεστ άρχισε νά νοιώθη όλα τά συναισθήματα ενός ανθρώ­ που πού πέφτει σ’ έναν γκρεμό. Δεν ήταν καθόλου ευχάρι­ στο αότό τό συναίσθημα. Και ενώ κύτταζε γύρω γιά νά βρή τό στομάχι του πού φαινόταν σαν νά είχε ξαφνικά μείνει πί­ σω, τό αεροπλάνο χώθηκε μέσα σ’ ένα σύννεφο μπόρας, πού έ­ μοιαζε σαν μιά στερεή μάζα από γκριζόμαυρο μπαμπάκι. Κι* όμως, πέντε λεπτά νωρίτερα, ό Νόρμαν πετούσε γαλήνια κάτω από τον άστροπλημμυρισμένο ούρανό, χω­ ρίς τήν παραμικρή ύποψία κινδύνου. Δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερο σ’ ε­ κείνη τήν πτήσι. Ό Νόρμαν1 Κόνκουεστ, ό άτρόμητος και ριψοκίνδυνος νεαρός, πού ήταν πιο γνωστός στην Αγγλία καί στήν Αμερική μέ τό ό­ νομα Εύθυμος Ρόμπιν Χουντ, έκανε απλώς μιά δοκιμαστική νυχτερινή πτήσι γιά νά σφιγμομετρήση καί νά μελετήση τις ικανότητες του καινούρ­ γιου άεροπλάνου του. Δεν υπάρχει λόγος νά περιγράφουμε τό όμορφο, μικρό αυτό αεροπλάνο, γιατί πρόκει­ ται σέ λίγα λεπτά νά έκραγή σε χί­ λια κομματάκια... Ό Νόρμαν Κόνκουεστ είχε παρα?^άβει τό άεροπλάνο του τό απόγευ­ μα τής ημέρας εκείνης καί αμέσως εΐχε βάλει μπροστά τη μηχανή του ανυπόμονος, σάν παιδί πού του χα­ ρίζουν ένα καινούργιο παιχνίδι. Είχε άπογειωθή καί καθώς έκανε έναν κύκλο επάνω από τήν περιοχή του Λονδίνου, έπεσε άπροσδόκητα μέσα στή ζώνη τής μπόρας. ’Όχι πώς τον στενοχώρησε ή τόν ανησύχησε αυτό. Βρισκόταν πολύ επάνω άπό τα σύννεφα. Και δεν ανησύχησε όταν μιά ήλεκτρική έκκένωσις Αστραποβό­

λησε άκριβώς κάτω άπό τό άεροπλά­ νο του. ’'Αρχισε νά άνησυχή όμως όταν έ­ νοιωσε τό άεροπλάνο νά πέφτη οάν πέτρα μέσα στο τρομερό εκείνο κενό άέρος. Οί μοχλοί διακυβερνήσεως έγιναν άχρηστοι. Ή μηχανή, πού ώς εκείνη τη στιγμή γουργούριζε γλυκά σάν μη­ χανή ραψίματος, άρχισε νά πάλλη ά­ γρια καί σκληρά. ’Έπειτα, βρέθηκε μέσα στή γκριζόμαυρη μάζα του σύν­ νεφου καί είχε τήν αόριστη έντύπωσι ότι τό άεροπλάνο του κομματια­ ζόταν γύρω του. Δεν κομματιαζόταν τό άεροπλάνο, γιατί ήταν γεροφτιαγμ'ένο καί δυνατό, όταν όμως μιά γλώσσα κεραυνού τύ­ λιξε ολόκληρη τη μηχανή μ’ ένα σεν­ τόνι ζωηρής φωτιάς, ό Νόρμαν δια­ πίστωσε οτι οί άνθρωποι του άεροδρομίου ήξεραν τή δουλειά τους, όταν τόν συμβούλευσαν νά φόρέση τό αλε­ ξίπτωτό του, πριν άπογειωθή. Μέ τήν ξεγνοιασιό καί τήν περιφρόνησι πρός τόν κίνδυνο πού τόν χαρακτήριζαν, ό Νόρμαν είχε περιφρονήσει τήν ιδέα νά φορέση ένα άλεξίπτωτο. Πόσο ήλίθιος θά φαινό­ ταν τώρα πέφτοντας άπό ένα σακα­ τεμένο άεροπλάνο χωρίς όλεξίπτωτοΓιατί τό άεροπλάνο ήταν σακα­ τεμένο. Μαυροκόκκίνες φλόγες άνα-


πηδούσαν από τή μηχανή καί ή καμ­ πίνα ήταν γεμάτη από πύρινες ανα­ θυμιάσεις καί άποπνικτικό καπνό. Ή συσκευή του άσυρμάτου. είχε επίσης τις δικές της φλόγες καί τό 'δικό της καπνό. Ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ ήταν ένας άνθρωπος δράσεως, ιδιαίτερα δταν από αύτό κρεμόταν ή ζωή του. Καί δεν είχε τώρα καμμιάν αμφιβολία δτι τό όμορφο καινούργιο άεροπλάνο του ήταν καταδικασμένο σε θάνατο. Αύτό πού ήθελε νά άποφύγη ήταν νά καταδικαστή κι* ό ίδιος σε θάνατο. Καθώς τό άεροπλάνο, σαν ένας φλέγόμενος μετεωρόλιθος έβγαινε από τό σύννεφο στον καθαρό άέρα, ό Νύρμαν Κόνκουεστ πήδηςτε έξω από τήν καμπίνα. Ποτέ, άργότερα, δέν μπόρεσε νά θυμηθή πώς τό είχε καταφέρει αύτό, μά είχε τήν αόριστη έντύπωσι πώς δέν είχε χασομερήσει γιά νά ξεσυρτώση τήν πόρτα, άλλα πώς τήν είχε άποσπάσει άπό τή θέσι της μ' ένα χτύπημα του ώμου του. "Ενοιωθε χαρά, μεγάλη χαρά —τώ­ ρα—πού είχε άκολουθήσει τή συμ­ βουλή των άνθρώπων του άεροδρομίου. Άφοϋ έπεσε προς τή γη σάν πέ­ τρα γιά μερικά δευτερόλεπτα, θυμή­ θηκε δτι τό καλύτερο πού έχει νά κάνη κανείς σε παρόμοιες περιπτώ­ σεις είναι νά τραβήξη τή λαβή του α­ λεξιπτώτου. Τήν τράβηξε καί ένοιωσε τήν κά­ θοδό του νά άνακόπτεται άπό ένα τίναγμα, πού φάνηκε νά έξαρθρώνη κάθε μέλος του σώματός του. Ή σκοτεινή έξοχή τοϋ άγροτικοϋ Νόρθ "Εσσεξ εκτεινόταν κάτω του, μερικά φώτα εδώ καί κΤ εκεί, πού σήμαιναν χωριά, καί μερικές πιο δυ­ νατές ανταύγειες πιο πέρα, πού α­ νήκαν σέ πόλεις όπως τό Τσέλμσφορντ καί τό Κολτσεστερ. Ένα μίλι μακρυά, τό άεροπλάνο παρίστανε μέ επιτυχία τόν διάτοντα αστέρα, κα­ θώς συμπλήρωνε τά τελευταία πεν­ τακόσια μέτρα τής τροχιάς του.

Ό Νόρμαν ακούσε άμυδρά τόν κρότο, δταν τό άεροπλάνο συνάντησε τό έδαφος καί, στή στιγμιαία λάμψι

6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πού ανυψώθηκε, διέκρινε γρασίδι καί δέντρα καί βόδια πού κάλπαζαν πανικόβλητα. Χάρηκε πού τό άερο­ πλάνο του είχε πέσει σέ ανοιχτή έ­ ξοχή παί δχι έπάνω σέ κανένα σπίτι. Ένα αρκετά δυνατό αεράκι τόν έσπρωχνε μέ καλή ταχύτητα πρός τό βορρά. Προφανώς, ή μπόρα ήταν έντελώς τοπική, γιατί άστρα έλαμπαν πάλι έπάνω άπό τό κεφάλι τοϋ Νόρ­ μαν. Μά ό Νόρμαν δέν νοιαζόταν τώρα γιά τόν ουρανό καί τά άστρα. Ή σκέψις του ήταν στραμμένη πρός τά κάτω, πρός τά ήλεκτροφόρα σύρματα καί τά ψηλά δέντρα. Δέν μπορεί κα­ νείς νά διαλέξη τό μέρος όπου θά πέση. Καί ό Νόρμαν Κόνκουεστ, δσο κι* άγαποϋσε τόν κίνδυνο, δέν πλημ­ μύριζε άπό χαρά στή σκέψι πώς θά μπορούσε νά κάνη κούνια, κρεμασμέ­ νος μέ τό άλεξίπτωτό άπό κανένα ψηλό δέντρο ή άπό ήλεκτροφόρα σύρ­ ματα.

Επομένως, κύτταζε κάτω, τό έδα­ φος πού πλησίαζε γοργά, μέ ένδιαφέρον δχι κοινό. Είχε άκόμα τριακό­ σια μέτρα νά βιανύση. Φώτα τρεμόπαιζαν ένα μίλι πρός τ’ αριστερά του.Έάποιο χωριό, ίσως. "Αλλα φώ­ τα πρός τήν άντίθετη κατεύθυνσι. Μά κάτω του καί σέ αρκετή έκτασι, τίποτ’ άλλο έκτος άπό σκοτάδι, μυστη­ ριώδες σκοτάδι. — Εκεί θά πέσω, μουρμούρισε μέ έγκατάλειψι ό Νόρμαν. ΤΗταν φανερό πώς έπεφτε στή μέση κάποιου δάσους. Άλλοιώς θά έβλεπε έδώ καί έκεί κανένα φώς άπό βίλλα ή άγροτικό σπίτι. Καί δέν υ­ πήρχε κάν ένας δρόμος έκεί. Ή νύχτα δέν είχε άκόμα προχωρήσει καί, αν υπήρχε δρόμος, ό Νόρμαν θά έβλεπε τούς προβολείς κανενός αύτοκινήτου. Πλησίαζε τώρα γοργά στο τέλος τοϋ ταξιδιοϋ του. "Εβλεπε σκοτεινές μάζες δέντρων νά άνεβαίνουν πρός τό μέρος του καί κατάλαβε πώς ό άνεμος τόν έσπρωχνε πρός μερικές κορυφές δέντρων, άρκετά πυκνών. "Εσφιξε τά δόντια του κΤ ετοιμάστηκε. Τά επόμενα λίγα δευτερόλεπτα θά ήσαν πολύ δυσάρεστα. Τά πόδια του έξησαν φύλλα καί

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


κλαδιά καί μια στιγμή αργότερα ή­ ταν ελεύθερος άπό αυτά. Είχε περά­ σει επάνω άπό τις κορυφές των δέν­ τρων και προσγειώθηκε, εντελώς άνέπαψος, επάνω στό μαλακό γρασίδι ενός λειβαδιού. Ό Νόρμαν άνωρθώθηκε, άφήνον-τας έναχ καγχασμό γεμάτο άνακούψισι καί δυσαρέσκεια, ξεκούμπωσε τό αλεξίπτωτο καί άναψε ένα τσιγάρο. Ένοιωσε άνακούφισι γιατί είχε προσγειωθή, χωρίς κάν νά γρατζουνιστή, καί δυσαρέσκεια γιατί εΐχε χάσει τό ολοκαίνουργιο αεροπλάνο του συναν­ τώντας μιάν εντελώς τοπική καί δια­ βατική μπόρα. *

Ή επόμενη κίνησίς του ήταν, βέ­ βαια, νά διάσχιση τήν έρημη έξοχή καί νά βρή τόν πιο κοντινό δρόμο κι* έπειτα τό πιό κοντινό τηλέφωνο. Τά άσχημα νέα ταξιδεύουν πολύ γοργά κι* ό Νόρμαν ήθελε νά τηλεφωνήση στό σπίτι του, στό Πάρκ Λέϊν, πριν έφτανε εκεί ή εϊδησις ότι τό αερο­ πλάνο του εΐχε πέσει φλέγόμενο καί ότι ό ίδιος εΐχε άπανθρακωθή μαζί του. Ή Τζόϋ Έβεραρντ, πού ήταν ή μικρή συνοδός, με τή μεγάλη καρδιά, τών περιπετειών του Νόρμαν, ήταν αρκετά ικανή νά άνθέξη σ’ έναν τέ­ τοιο κλονισμό μέ τό κεφάλι ψηλά.Μά ή θεία Σούζαν, ή παλιά νταντά της, πού ήταν οικονόμος στό σπίτι θά πάθαινε σίγουρα παροξυσμούς μαθαί­ νοντας τήν τρομερή εΐδησι. Διέσχισε τό λειβάδι ελπίζοντας, αργά ή γρήγορα, νά συνάντηση κα­ νένα μονοπάτι. Τά μάτια του, συνη­ θισμένα τώρα στό σκοτάδι, διέκριναν μπροστά μιά σειρά άπό ιτιές, πού πρόδιδαν τήν παρουσία νερού, ϊσως ενός ρυακιού. . Δεν ήταν ρυάκι. ΤΗταν ένα χαν­ τάκι, πνιγμένο άπό άγριόχορτα, πού ό Νόρμαν Κόνκουεστ πήδησε μέ ευ­ κολία. Αμέσως, τό σκοτάδι έγινε πολύ πιό σκοτεινό, δημιουργώντας μιά πε­ ρίεργη αύταπάτη. Δέν ύπήρχε πιά όρίζων, δέν διαγράφονταν στον ούρανό οί κορυφές τών δέντρων καί τών λόφων. ΤΗταν σάν νά εΐχε ξαφνικά ύψωθή ένας τοίχος άπό σκοτάδι.

ΤΟΥ

ΣΑΤΑΝΑ

Γεμάτος άπορία, ό Νόρμαν συνέ­ χισε τόν δρόμο του. Μά, έπειτα άπό είκοσι ή τριάντα βήματα, σταμάτησε άπότομα καί ένα σιγανό σφύριγμα έκπλήξεως ξέφυγε άπό τά χείλη του. ΤΗταν πραγματικά ένας τοίχος ! Μπροστά του, συμπαγής, άπαγορευτικός καί επιβλητικός, ύψωνόταν ό πιό ψηλός τοίχος πού εΐχε αντικρύση στή ζωή του. Δέν ήταν ένας κοινός τοίχος, σάν αύτούς πού περι­ φράζουν τις φυλακές ή τά φρενοκο­ μεία. Έταν ένας πραγματικός πρίγκηπας τοίχων. Ή κορυφή του ήταν έξη ή επτάμέτρα πιό ψηλή άπό τό πιό ψηλό δέντρο. Εκεί επάνω, μέ φόντο τόν ουρανό, ό Νόρμαν έβλεπε μιά τρομε­ ρή σειρά άπό σίδερα μέ αγκιστρωτές προεκτάσεις προς κάθε κατεύθυνσή πού καθιστούσαν άδύνατη τή διάβασι. —Μπράβο I, μουρμούρισε ό Εύθυ­ μος Ρόμπιν Χούντ. ?Ηταν ελαφρό σκανδαλισμένος. Ένα μικρό ρίγος μιάς άόριστης προσμονής κινδύνου ανεβοκατέβηκε στή σπονδυλική του στήλη. Αύτό ή­ ταν παράξενο. Συνήθως ένοιωθε αύτό τό συναίσθημα δταν βρισκόταν σέ επικίνδυνες επιχειρήσεις εναντίον ένός ή περισσοτέρων εγκληματιών—πράγ­ μα πού άποτελοϋσε τό άγαπημένο σπόρ του Νόρμαν. Τώρα όμως ήταν φυσικό νά πιστεύη δτι δέν ύπήρχε ένας εγκλημα­ τίας σέ άκτίνα μιλιών, μέσα στήν έ­ ρημη εκείνη έξοχή. Τόν τελευταίο μά­ λιστα καιρό, ή ζωή του ήταν τόσο πληκτική ώστε εΐχε σχεδόν άποφασίσει νά πάη στον παλιό φίλο του, τόν Έπιθεωρητητή Ούΐλλιαμς—γνωστότε­ ρο ώς ό Γλυκός Ούΐλλιαμ—, καί νά, του ζητήση νά τόν βάλη στά ’ίχνη ένός άπό τούς πιό διακεκριμένους εγκληματίες τής Σκότλαντ Γυάρντ. Καί μόνο ή πεποίθησις δτι ό Γλυκός Ούΐλλιαμ * θά κρατούσε εγωιστικά γιά τόν εαυτό του κάθε τέτοιο ύποκείμενο, εμπόδισε τόν Νόρμαν νά τό κάνη αύτό. Έξ άλλου, ό χοντροκέφαλος επι­ θεωρητής δέν επιδοκίμαζε καθόλου τις μεθόδους, πού ό Νόρμαν Κόν­ κουεστ χρησιμοποιούσε στον πόλεμό του εναντίον τού * εγκλήματος. ΚΓ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7


φέρονταν πάλι φιλικά. Γι’ αύτό ή στά­ σις αύτου του ζώου τον δυσαρέστησε πολύ. Τό μαντρόσκυλο προσγειώθηκε μέ βρόντο, έκανε μεταβολή καί ώρμήσε πάλι επάνω του. Φαινόταν αποφασι­ σμένο νά τον ξεκάνη. Ό Νόρμαν δέν παραμέρισε αύτή τή φορά κι’ ούτε δοκίμασε νά υπο­ χωρήσει. Τά δυο χέρια του, σάν ένα ζευγάρι άτσάλινες τανάλιες, απλώ­ θηκαν καί άρπαξαν τό μαντρόσκυλο άπό τό λαιμό, καθώς αύτό πηδούσε επάνω του, Τό μόνο πράγμα, πίστευε πάντα ό Νόρμαν, πού μπορείς νά κά­ νης όταν ένα μαντρόσκυλο ρίχνεται γιά νά σέ άρπάξη άπό τό λαιμό, εί­ ναι νά τό άρπάξης εσύ πρώτος άπό Σταμάτησς. Έκτος ςχν τά αυτιά *· τό λαιμό! του τον είχαν γελάσει—καί σπάνια Ακούστηκε ένας άηδιαστικός, ξε­ συνέβαινε αύτό—, κάτι είχε κινηθή ρός κρότος, μιά φριχτή κραυγή καί στούς θάμνους πρός τ’ άριστερά του. τέλος ένας γδούπος, όταν τό κορμί Ένστικτωδώς άτσάλωσε τον εαυτό του ζώου βρόντησε χάμω. του, χωρίς νά ξέρη γιατί. Τήν επό­ —Γΐφ !, έκανε ό Νόρμαν ζαρώνον­ μενη στιγμή, είδε δυο μάτια νά θαμ­ τας τά φρύδια του. ποφέγγουν μέσα στο σκοτάδι καί α­ • Άπεχθανόταν νά τσακίζη λαι­ κούσε ένα χαμηλό γρύλλισμα μαζί μούς σκυλιών μέ τον τρόπο αύτό, μά μ’ έναν ήχο σάν σύρσιμο. δέν μπορούσε νά κάνη διαφορετικά. "Ενα λυγερό καί νευρώδες κορμί Δέν υπήρχαν ίσως περισσότεροι άπό τινάχτηκε στον άέρα, ολόισια πρός εξη άνθρωποι στήν Αγγλία πού νά αυτόν. Αύτό, σκέφτηκε ό Νόρμαν μπορούν νά κάνουν αύτό πού είχε Κόνκουεστ, ξεπερνοϋσε τά όρια. Δέν κάνει ό Νόρμαν. Είχε σπάσει τή σπον­ ήταν άρκετά άσχημο τό γεγονός ότι δυλική στήλη τού ζώου μέ μιά γορ­ είχε χαθή μέσα σέ μιάν ερημιά του γή, γυριστή κίνησι. Νόρθ Έσσεξ, ώστε νά έρχονται, Απόλυτη σιωπή βασίλευε γύρω* τώρα άγρίμια νά -του ρουφήξουν τό του. Δέν μπορούσε νά καταλάβη άπό αίμα ; πού προερχόταν τό ζώο καί γιατί τόν ΤΗταν καιρός γιά γοργή καί άποε’ί'χε διαλέξει ώς θύμα. ’Ίσως ήταν φασιστική δράσι τώρα—καί κανένας κανένα άγριο μαντρόσκυλο τών δα­ δέν ήταν πιο Ικανός σ’ αύτό άπό τον σών, πού έτρεφε μΐσος εναντίον κάθε Εύθυμο Ρόμπιν Χούντ. Έκανε ένα άνθρώπου. πλάγιο βήμα μέ θαυμαστή άνεσι καί. Καί τότε ό Νόρμαν είδε ξαφνικά ακούσε καθαρά τό κροτάλισμα των κάτι πού τόν έκανε ν’ άλλάξη ριζικά δοντιών του ζώου, καθώς έχαναν τον άπόψεις. Είχε κάνει μερικά βήματα στόχο τους παρά μερικά εκατοστά. Αναγνώρισε τώρα τό πλάσμα αύτό. ΤΗταν ένα τεράστιο μαντρόσκυλο. Τό πιο μεγάλο, τό πιο επιθετικό καί τό πιο άγριο μαντρόσκυλο πού είχε όή ποτέ. Γιά κάποιον άγνωστο λόγο τό ζώο αύτό είχε, φαίνεται, άντιρρήσεις σχετικά μέ τό αν έπρεπε νά έξακολουθήση νά μένη στή ζωή ό Νόρ« μαν Κόνκουεστ. Ό Νόρμαν άγαπουσε τά σκυλιά, χωρίς νά έξαψή τά μαντρόσκυλα. Καί τά σκυλιά, γενικά, του συμπεριαύτό ήταν γελοίο. Οί μέθοδοι του Νόρμαν ήσαν πολύ πιο αποτελεσμα­ τικές από τις μεθόδους τής αργοκίνη­ της και στοχαστικής Σκότλαντ Γυάρντ. Ό Νόρμαν επιθεώρησε τον Μεγά­ λο Τοίχο μέ περιέργεια. Βάδισε πα­ ράλληλα προς τη βάσι του γιά ένα διάστημα, σημειώνοντας τούς μεγά­ λους πυργίσκους πού ύψώνονταν κάθε τόσο πρός τήν κορυφή του τοίχου, Τί άκριβώς ύπήρχε πίσω άπό τό συμπαγές αύτό φράγμα, ό Νόρμαν δέν μπορούσε νά φανΐαστή. μά ήταν φανερό πώς ήταν κάτι άσυνήθιστο..

8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


άκόμα καί είχε βρεθή μπροστά σέ μ,ά γωνιά του τοίχου. Κατάλαβε τότε ότι έβλεπε τον τοίχο από μέσα καί όχι άπό έξω! Βρισκόταν στό εσω­ τερικό της τρομερής εκείνης μάντρας! Καί τό μαντρόσκυλο; Δεν ήταν ένα άγριο σκυλί των δασών, όπως είχε φανταστή, έτοιμο νά πηδήση στό λαιμό κάθε άνθρώπου, μά ένα πιστό ζώο πού φρουρούσε τό σπίτι τού κυόίου του.

Ό Νόρμαν προχώρησε άποφασισμένος νά έξερευνήση τό παράξενο εκείνο μέρος. Πέρασε άπό ένα δεύ­ τερο λειβάδι, μπήκε μέσα σ’ έναν έγκαταλελειμμένο στην τύχη του όπωρόκηάο καί παρέκαμψε ένα μικρό έ­ λος. ΚΓ όμως δεν συνάντησε τό πα­ ραμικρό σημάδι που νά προδίδη τήν παρουσία σπιτιού εκεί κοντά. Καί πάντα, προς τά δεξιά του, ό πανύ­ ψηλος τοίχος. Καί τότε οι αισθήσεις του τεντώ θηκαν. Πάλι, ένας άμυδρός ήχος εΐχε φτάσει ως αυτόν, κάτι σάν σύρσιμο άπό ένα πύκνωμα θάμνων, προς τ’ άριστερά. Σκέφτηκε ότι ένα πι­ στόλι, ακόμα καί τό πιο μικρό πι­ στόλι, θά ήταν ένας ιδεώδης σύντρο­ φος εκείνη τήν στιγμή. Μά ό Νόρμαν Κόνκουεστ δεν συ­ νήθιζε νά όπλοφορή, όταν ξεκινούσε γιά ειρηνικές αποστολές,, όπως ή δο­ κιμή ενός κανούργιου αεροπλάνου. Γύρισε καί είδε ένα δεύτερο μαν­ τρόσκυλο, πΓό μεγάλο άπό τό πρώτο, νά έρχεται εναντίον του. Καί τό ζώο αυτό φαινόταν κατειλημμένο άπό τόν ΐδ.ιο ενθουσιασμό νά τοΰ ρουφήξη τό " αίμα, όσο κι5 ό νεκρός σύντροφός του. Καθώς τό σκυλί πηδούσε, ό Νόρ­ μαν δοκίμασε τήν ϊδια μανούβρα, μά δεν είχε τύχη αυτή τή φορά. Δεν μπόρεσε νά άρπάξη τό λαιμό τού ζώου καί τό βάρος τού σκυλιού τόν έρριξε πρός τά πίσω. Τήν επόμενη στιγμή ό Νόρμαν πολεμούσε γιά τή ζωή του. Τά δόντια τού σκυλιού, όμοια μέ δόντια νεαρού τίγρη, κροταλούσαν άγρια καί, καθώς ό άνθρωπος καί τό ζώο πάλευαν, ό Νόρμαν ένοιωθε στό

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

πρόσωπό του τή θερμή, άποκρουστική άνάσα τοΰ ζώου. Μά αυτό δεν ενοχλούσε τόν Νόρ­ μαν. Μπορούσε ν’ άνθέξη στήν πιο θερμή καί άποκρουστική άνάσα τοΰ κόσμου. Εκείνο πού τόν ενοχλούσε ήταν τό γεγονός ότι τό σκυλί τόν εΤ-, χε δαγκώσει στό λαιμό. Ή πληγή δεν ήταν σοβαρή, μά τό αΐμα πού κυ­ λούσε άπό αυτήν ήταν άφθονο. Πριν τό μαντρόσκυλο προλάβη νά τόν ξαναδαγκώση, ό Νόρμαν ρίχτηκε επάνω του, άγνοώντας τά νυχάτα πόδια του, πού σάλευαν άγρια, τό άρπαξε άπό. τό λαιμό μέ τά άτσάλινα δάχτυλά του καί τό έπνιξε. Τό ζώο πάλεψε άπεγνωσμένα πριν πεθάνη, αφήνοντας άπαίσια γρυλλίσματα. Μά, στό τέλος, τό νευρώδες κορμί του παρέλυσε κι5 ό Νόρμαν σηκώθηκε τρικλίζοντας ζαλισμένα. Σχεδόν περίμενε νά άντικρύση εί­ κοσι τουλάχιστον μαντρόσκυλα νά ρίχνωνται επάνω του άπό κάθε μεριά. Μά τό μόνο πού είδε ήταν ένα φα­ νάρι πού πλησίαζε ρίχνοντας γύρω του μιά κίτρινη άνταύγεια. Τήν ίδια στιγμή άκουσε φωνές άντρών. Ή πρώτη του σκέψις ήταν νά φωνάξη καί νά τραβήξη τήν προσοχή τοΰ άνθρώπου, πού είχε τά σκυλιά,. Μά ή δεύτερη σκέψις του ήταν νά μείνη σιωπηλός ώς ότου έκτιμήση καλύτερα τήν κατάστασι. ΟΙ άνθρω­ ποι, πού διατηρούν στά κτήματά τους άγρια μαντρόσκυλα, είναι συνήθως ώπλισμένοι καί πυροβολούν χωρίς προειδοποίησή ΚΓ ό Νόρμαν δέν εί­ χε καμμιάν επιθυμία νά γίνη στόχος. ’Έτσι, ξάπλωσε χάμω .δίπλα στό νεκρό σκυλί καί πήρε στάσι όδυνηράς άγωνίας, Υπήρχε άρκετό αΐμα στό λαιμό του καί στά ρούχα του, ώστε νά δήμιουργήση τήν ανάλογη έντύπωσι. Μολονότι τά μάτια του ήσαν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9


κλειστά, τά βλέφαρά του ήσαν αρ­ κετά άνοιχτά ώστε νά βλέπη αυτά πού επακολούθησαν. ' Είδε δυο άντρες νά πλησιάζουν Ανάμεσα στα δέντρα καί τούς θά­ μνους. Ό ένας απ’ αύτούς, ύπηρέτης -προφανώς, ήταν ηλικιωμένος καί κρα­ τούσε τό φανάρι. Ό άλλος, ένας σφριγηλός, μεσόκοπος άντρας, ήταν ντυμένος μέ* βραδυνό κοστούμι. —ΟΙ ήχοι ήρθαν από τήν κατεύΘυνσι αυτή, σέρ, εΐπε ό άρθρωπος μέ τό φανάρι μέ τρεμουλιαστή καί ταραγμένη φωνή, Δεν μπορώ νά .κα­ ταλάβω τί συνέβη... —Μήν είσαι τόσο φοβιτσιάρης, Ούΐκες, τον διέκοψε ό άλλος ανυπό­ μονα. Είναι φανερό τί συνέβη. Ό Τζάκσον κι’ ό Τζόνσον αρπάχτηκαν μεταξύ τους. Σοΰ είχα πή πώς εί­ χαν άρχίσει νά γίνωνται πολύ άγριοι. —’Όχι, Σέρ Τζών, είπε ό Ούΐκες. Τά σκυλιά αύτά δεν μαλώνουν με­ ταξύ τους. Δέν... θεέ μου I Σώπασε ξαφνικά, καθώς τό φώς τού φαναριού του έπεσε επάνω στον Νόρμαν Κόνκουεστ. Ό Νόρμαν έμεινε εντελώς ακίνητος. —Κυττάξτε, σέρ! Σκότωσαν κά­ ποιον ! Κυττάξτε τον λαιμό τού δυ­ στυχισμένου... — Πώς διάβολο μπήκε εδώ μέσα

Η ΤΖΟ-Υ* ΕΒΕΡΑΡΝΤ ΚΓ Ο ΓΛΥ­ ΚΟΣ ΟΥΨΛΛΙΑΜ

Τό τηλέφωνο κουδού­ νισε ζωηρά κΓ ή Τζόϋ Έβεραρντ κινήθηκε μέ χάρι καί λυγεράδα νεα­ ρής τίγρης προς αυτό ν καί σήκωσε τό ακουστι­ κό. Περιμένοντας ν’ άκούση τή φω­ νή τού Νόρμαν, ένοιωσε έκπληξι άκούγοντας τήν πολύ γνωστή φωνή τού Έπιθεωρητοΰ Ούΐλλιαμ Ούΐλλιαμς. —Έσεΐς είστε, Μις Τζόϋ; —Ναι. Έσεΐς είστε, Μπίλ ; Γιατί δέν ήρθατε καθόλου νά σάς δούμε ;

10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

αύτός ό άνθρωπος ; ρώτησε ό άνθρω­ πος μέ τό βραδυνό κοστούμι μέ φωνή γεμάτη πανικό καί κατάπληξι. Πώς είναι δυνατόν να μπήκε... —Ό Τσάκσον, σέρ... Κυττάξτε τόν Τσάκσον, μουρμούρισε ό άλλος. Εί­ ναι νεκρός 1 Φαίνεται ότι έγινε τρο­ μερή μάχη... —Συγκράτησε τά νεύρα σου, Ούΐ­ κες, καί φέρε τό φανάρι πιό κοντά, είπε ό Σέρ Τζών κοφτά! Ναι, ό Τζάκσον εΐναι νεκρός, μά ό άνθρω­ πος είναι ακόμα ζωντανός, - θεέ καί Κύριε! Σκότωσε τόν Τζάκσον, πνίγοντάς τον μέ τά χέρια του 1 Καί πού είναι ό Τζόνσον; "Επνιξε καί τόν Τζόνσον ; — Είναι σοβαρά πληγωμένος, σέρ; —Δέν μπορώ νά πώ. Πρέπει νά τόν κουβαλήσουμε μέσα. Πιάσε τον από τούς ώμους. Έγώ θά τόν πιάσω από τά πόδια... Μά πώς μπόρεσε νά πηδήση τόν τοίχο ; Δέν μπορώ νά κα­ ταλάβω καί δέν μου αρέσει καθόλου αυτό ! Ό Νόρμαν έκρινε ότι τά ίδια συναισθήματα έτρεφε κΤ ό Ούΐκες γιά τήν κατάστασι. Τό πρόσωπό του ήταν σκεπτικό καί συννεφιασμένο, καθώς κουβαλούσε μαζί μέ' τόν Σέρ Τζών τόν Νόρμαν στό σπίτι.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΜΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩ­ ΔΗ ΒΙΛΛΑ.

Έχετε εβδομάδες νά μάς έπισκεφθήτε. Μήν έρθήτε όμως απόψε, γιατί κρεμώ κανούργιες κουρτί νες καί... —Είναι ό Κόνκουεστ εκεί; ρώτησε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ ξαφνικά. Κάτι στον τόνο τής φωνής του τήν έκανε νά άνησυχήση άόριστα. — ’Όχι. Συμβαίνει τίποτα; — Μακάρι νά ήξερα! Κάτι συνέ­ βη... καί δέν ξέρω τί. Νόμιζα πώς θά ξέρατε έσεΐς.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


—Τι εννοείτε... κάτι συνέβη; —Μά... πρόκειται γιά ένα άεροπλάνο... —Του συνέβη κανένα άτύχημα με τό καινούργιο του αεροπλάνο ; —Ξέρατε λοιπόν δτι είχα άπογειωθή μ’ ένα αεροπλάνο; —Βέβαια I Παρέλαβε ένα καινούρ­ γιο αεροπλάνο σήμερα τό άπόγεμα και πήγε νά κάνη μιά δοκιμή νυχτε­ ρινής πτήσεως... Μπίλ I Του συνέβη τίποτα ; Πέστε μου, παρακαλώ !

Ένας ξερόβηχας ακούστηκε στό τηλέφωνο. — Ξέροντας καλά τον Κόνκουεστ, στοιχηματίζω μισθούς ενός έτους δτι είναι αυτή τή στιγμή ζωντανός και γερός δσο κι* εγώ !, γρύλλισε ό Γλυ­ κός Ούΐλλιαμ. Επίσης είμαι βέβαιος δτι κάτι μαγειρεύει. Μήπως, κατά τύ­ χην, ξέρετε άν ό Κόνκουεστ βρίσκε­ ται στά ίχνη καμμιάς καινούργιας περιπέτειας ; — Δεν ξέρω, απάντησε ή Τζόϋ. Μπίλ, με φέρνετε σέ άπόγνωσι. Γιατί δεν μου λέτε τί συνέβη; Γιατί πι­ στεύετε δτι ό Μπίλ μαγειρεύει κάτι; —Γιατί πήρα μιαν άναφορά δτι τό αεροπλάνο του βρέθηκε καμμένο καί κομματιασμένο σέ μιά περιοχή του Νόρθ Έσσεξ... , —’Ώ ! Θεέ μου... —Μήν άνησυχήτε ! Πήδησε με τό άλεξίπτωτο. —Πώς τό ξέρετε ; —Δεν βρήκαν κανένα ίχνος στά συντρίμμια του πλοίου. Εξάλλου τό αεροδρόμιο με πληροφόρησε δτι εΐχε πάρει άλεξίπτωτο μαζί του. Τέλος, ό Κόνκουεστ είναι άκαυστος για­ τί είναι ό ϊδιος φωτιά] Γιατί πήδη­ σε μέ τό άλεξίπτωτο δμως; Γιατί εξαφανίστηκε εντελώς ; Γ ιατί δεν μπόρεσαν νά τον βρουν πουθενά; Καί...γιατί ό ϊδιος ό Κόνκουεστ δεν έκανε ένα τηλεφώνημα, άφοϋ προσ­ γειώθηκε ; έ ; — Δέν μου άρέσει καθόλου αύτό, εΐπε ή Τζόϋ άργά. —Μήπως νομίζετε πώς εγώ κλαίω από ευτυχία; γρύλλισε ό επιθεωρητής. ’Άν ό Κόνκουεστ εΐχε πηδήσει κανο­ νικά μέ τό άλεξίπτωτο του, σάν κά­

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

θε τίμιος καί καθώς πρέπει πιλότος, θά έκανε γνωστή κάπου τήν παρου­ σία του. ΚΓ δμως τό άεροπλάνο του γίνεται κομμάτια καί κανείς δέν βλέ­ πει τό άλεξίπτωτο του... —Μά, Μπίλ. Ακουστέ... —ΚΓ άν άκόμα είχε λόγους νά μήν κάνη γνωστή τήν παρουσία του, κάποιος θά έβρισκε τό άλεξίπτωτο του. Δέν θά τό έπαιρνε μαζί του... —’Ακοϋστε με επιτέλους ! φώναξε ή Τζόϋ. Είστε τόσο τυφλωμένος άπό τή σκέψι δτι ό Νόρμαν μαγειρεύει καμμιά καινούργια δουλειά, ώστε δέν σάς ήρθε στό μυαλό ή πιό λογική εξήγησές. Είπατε στό Νόρθ ’Έσσεξ ;< Τό μέρος αυτό είναι γεμάτο δάση. "Ισως ό Νόρμαν έπεσε επάνω σέ κα­ νένα δέντρο καί τραυματίστηκε. —Δέν μπορώ νά παραδεχτώ δτι ό Κόνκουεστ μπορεί νά τραυματίστηκε, είπε πεισματάρικα ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. —Μή λέτε άνοησίες!, φώναξε ή Τζόϋ. θά ετοιμάσω τό αύτοκίνητό μου καί θά περάσω νά σάς πάρω σέ δέκα λεπτά. Πρέπει νά πάμε στό μέ­ ρος δπου έπεσε τό άεροπλάνο 1 θά ψάξουμε... Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ άφησε μερι­ κά λαρυγγώδη γρυλλίσματα καί είπε; — θά συνεννοηθώ μέ τόν άρχηγό καί θάρθώ μαζί σας. Δέ θά σκοτίζα­ με τά κεφάλια μας γιά όποιονδήποτε άλλον. 'Όταν δμως ό Κόνκουεστ άρχίζει τις στραβοτιμονιές, τά κουδού­ νια συναγερμού άντηχουν στή Σκότλαντ Γυάρντ καί βάζομε σ’ επιφυλα­ κή δλα τά περιπολικά αύτοκίνητα. Αύτός ό νεαρός φίλος σας μάς έχει βάλει σέ άρκετούς μπελάδες...

Ή Τζόϋ ’Έβεραρντ έκλεισε μέ βρόντο τό άκουστικό. Δέν είχε καμμιά διάθεσι ν’ άκούση περισσότερο τις Ιερεμιάδες του Γλυκού Ούΐλλιαμ. Τό^ πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο καί τεντωμένο καί τό λιγερό σώμα της έπαλλε γιά δράσι. Γύρισε καί... βρέθηκε μπροστά σέ δυο άκροατάς. —Συνέβη τίποτα στό άφεντικό, Μίς; ρώτησε ό Μάντυ Λίβιγκστον βραχνά. Ό μικρόσωμος υπηρέτης στεκόταν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


στην πόρτα του δωματίου. . —Ναι, Μάντυ, νομίζω ότι συνέβη κάτι, είπε ή Τ.ζόϋ. Ετοίμασε τό αυ­ τοκίνητο. Πηγαίνω νά τόν βρω. Ή Μις Σούζαν Μπλίς, παχειά, ηλικιωμένη και γαλήνια, δέν φαινόταν νά άνησυχή καθόλου. — Χάνεις τόν καιρό σου, άν μέ ρωτάς, είπε. Κανένας δέν μπορεί πο­ τέ νά ξέρη τί μαγειρεύει ό νεαρός Νόρμαν. Είμαι σίγουρη πώς, δέκα λεπτά ματά την άναχώρησί σου, ό Νόρμαν θά μπή εδώ γελαστός—γε­ λαστός. Περίμενε λιγάκι... —"Οχι, θεία Σούζαν. Πρέπει νά πάω... — Μπορώ νάρθώ κι* εγώ, Μις; ρώτησε ό Μάντυ. —Όχι, Μάντυ. Πρέπει νά μείνης. εδώ. Μπορεί νά τηλεφωνήση ό κ. Κόνκουεστ, την ώρα πού θά λείπω. Λίγα λεπτά άργότερα, ή Τζόϋ, μέ τό δυνατό αύτοκίνητο του Νόρ­ μαν Κόνκουεστ, σταματούσε μπροστά στη Σκότλαντ Γυάρντ. Εκεί, πήρε τόν Γλυκό Ούΐλλιαμ, καί ξεκίνησε πάλι. Ή Τζόϋ διέσχισε τό Λονδίνο μέ πενήντα μιλιά τήν ώρα, παραβαίνοντας όλους τούς κανονισμούς τής τρο­ χαίας. — Σιγά—σιγά, Μις Τζόϋ !, διαμαρτυρήθηκε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ πού πα­ ρακολουθούσε μέ τρόμο άλλα καί μέ θαυμασμό τις επιδέξιες καί ακροβα­ τικές μανούβρες τού κοριτσιού. Θά σκοτωθούμε,.. Ή Τζόϋ τού έρριξε μιαν άγρια ματιά. — Ό Νόρμαν είναι κρεμασμένος ά’ ενα δέντρο μέ τά πόδια ή τά χέ­ ρια σπασμένα, μουρμούρισε, καί μού λέτε νά πηγαίνω σιγά—σιγά; Δέν έχομε ξεπεράσει τά ογδόντα μιλιά τήν ώρα καί ό δρόμος είναι τώρα εξοχικός καί ολόισιος. Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ^ έκανε μιά σιωπηλή προσευχή καί ζάρωσε μέ

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ 12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

άπόγνωσι στο κάθισμά του. Ή έκπληξίς του ήταν μεγαλύτερη ακόμα και άπό τήν άνακούφισί του, όταν τό αύτοκίνητο σταμάτησε σώο καί· αβλα­ βές μπροστά στον Κεντρικό Αστυνο­ μικό Σταθμό τού Κόλτσεστερ. Ή Τζόϋ περίμενε στο αύτοκίνητο καί ό Ούΐλλιαμς μπήκε στό σταθμό γιά νά ξαναβγή λίγα λεπτά άργότερα. —Δέν ύπάρχουν νεώτερα, είπε κουνώντας τό κεφάλι του. Δέν βρή­ καν ακόμα κανένα ίχνος τού Κόν­ κουεστ. "Εκαναν κΓ* άλλες έρευνες, μά κανένας στήν περιοχή δέν είδε κα­ νένα αλεξίπτωτο κΓ ό Κόνκουεστ δέν έκανε πουθενά γνωστή τήν παρουσία του. "Ας πάμε στό χωριό Χίλτον. Τό αεροπλάνο έπεσε δυο μιλιά πέρα άπό τό Χίλτον.

Δέν μπορούσε* νά άναπτύξη τα­ χύτητα τώρα ή Τζόϋ. Ό δρόμος, βυ­ θισμένος στό σκοτάδι ενός συννεφι­ ασμένου βραδιού, ήταν στενός καί στριφογυριστός. "Οταν τέλος έφτα­ σαν στό Χίλτον, είδαν ότι ήταν ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι, κουρνια­ σμένο άνάμεσα σέ δασοσκέπαστους λόφους. Δέν υπήρχε ούτε άστρο, ού­ τε φεγγάρι κΓ ένας δυνατός, κρύος άνεμος είχε αρχίσει νά φυσά. Τό χωριό ήταν κατασκότεινο σαν νεκροταφείο, εκτός άπό τά αδύναμα φώτα ενός ή δύο ταβερνών. —Τί θά κάνουμε τώρα; είπε ή Τζόϋ. Δέν φαντάζομαι νά ύπάρχη αστυνομικός σταθμός εδώ ... — Σταματήστε μπροστά σ’ αυτή τή μικρή ταβέρνα, είπε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. θά ήθελα νά πιώ κάτι. "Αλ­ λωστε καί σέ σάς βέν θάκανε κακό ένα ζεστό... — Δέν σκέπτεσθε παρά τό πιοτό σας καί μάλιστα σέ τέτοιες στιγμές I, είπε μέ άγανάκτησι ή Τζόϋ. — Μέ αδικείτε, διαμαρτυρήθηκε ό επιθεωρητής. Ή ταβέρνα ενός χωριού είναι τό πιο κατάλληλο μέρος γιά νά πληροφορηθή κανείς κάτι. Ή ιδέα ήταν καλή καί ή Τζόϋ δέν έφερε άλλη άντίρρησι. "Οταν μπήκαν στήν ταβέρνα, είδαν ότι ή αίθουσα ήταν άδεια^ εκτός άπό τόν ταβερνιά­ ρη πού ήταν σκυθρωπός καί απογοη­ τευμένος. "Οταν τούς είδε, τό πρό­

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


σωπό του έλαμψε. — Αναδουλειές απόψε, έ; είπε ό Γλυκός Ουΐλλιαμ γιο: ν’ άνοιξη κου­ βέντα, Καί παράγγειλε δυο ποτά. Ό τα­ βερνιάρης τους σέρβιρε πριν άπαντήση : —Είναι ψυσικό νάχω άναδουλειές, σερ. "Ολοι στο χωριό έχουν βγή γιά νά βρουν εκείνο τον άεροπόρο πού έπεσε άπό τό?άεροπλάνο. Μαται­ οπονούν. Τούς τό είπα. "Ενας άεροπόρος πέφτει άπό τό άεροπλάνο του καί δέν παρουσιάζεται νά δώση ση­ μεία ξωής. ’Άρα ό άνθρωπος έπεσε ολόισια στον Τάφο. —Πού ; —Στον Τάφο 'τοϋ Γκάλλορυ, σερ. Ό ταβερνιάρης, βλέποντας δτι οι πελάτες του δέν είχαν καταλάβει, δοκίμασε νά έξηγήση : —Δέν άκούσατε ποτέ γιά τον Τά­ φο τού Γκάλλορυ; Είναι εκείνο πού οί άνθρωποι στά μέρη μας ονομά­ ζουν Παλιό Πύργο του Χίλτον. —Καί γιατί, ρώτησε ή Τζόϋ, δί­ νουν στον Παλιό Πύργο τού Χίλτον αύτό τό παράξενο όνομα ; — Έξαιτίας του ψηλού εκείνου τοί­ χου, Μις. —Τού ψηλού τοίχου ; — Γού πιο ψηλού τοίχου πού έχε­ τε δη στη ζωή σας, είπε μέ στόμφο ό ταβερνιάρης. Εΐναι πιό ψηλός κΓ άπό τό Μέγα Τείχος τής Κίνας, πού είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια όταν ήμουν στο Ναυτικό. Δέν έχετε άκούσει ποτέ γιά τον Σερ Τζών Γκάλλορυ καί τον μεγάλο τοίχο πού έχτισε γύ­ ρω άπό τά κτήματά του; θάφτηκε, εκεί ζωντανός, δέκα χρόνια τώρα. ΓΓ αύτό τό λένε Τάφο τού Γκάλ­ λορυ. — Σέρ Τζών Γκάλλορυ; μουρμού­ ρισε ό Ούΐλλιαμς μέ μιά .ξαφνική λάμψι στά,^ μάτια. Ναι, νομίζω πώς έχω άκούσει γι’ αυτόν. Μά τι σάς κάνει νά πιστεύετε δτι ό άεροπόρος έπεσε στά εδάφη τού Παλιού Πύργου τού Χίλτον; — Είναι ή λογική... Ό άνθρωπος πέφτει άπό τό άεροπλάνο. Καί δέν μπορούν νά τον βρούν πουθενά* Που έπεσε λοιπόν ; Είπα στόν Σάμ Μπίγκς — τον χωροφύλακα τού χωριού—πώς καλά θάκανε νά πάη γραμμή στόν Τάφο νά ρωτήση, μά δέν πήγε. "Ο­

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

πως όλοι στά μέρη μας, τό φοβάται τό μέρος αυτό 1 Κανένας εδώ γύρω δέν θά δεχόταν νά πάη στόν Τάφο, όταν σκοτεινιάση, άκόμα κΓ άν πλη­ ρωνόταν εκατό λίρες. Καί είναι καί τά σκυλιά 1 Περιφέρονται εκεί μέσα σάν λύκοι καί τ’ άκούνε συχνά νά ούρλιάζουν ! —Φαίνεται πολύ ευχάριστο καί εύθυμο μέρος, είπε ή Τζόϋ. Φαντάζο­ μαι ότι, άν κάνη κανείς μιά βόλτα μέσα σ’ αυτόν τον Τάφο, θά συναντήση ίσως τον Μπόρις Καρλώφ ή κά­ τι παρόμοιο.

Ό ταβερνιάρης κούνησε τό κεφά­ λι του άποδοκιμαστικά. —Ξέρω τί θέλατε νά πήτε, Μις. Παρακολουθούμε τον κινηματογράφο στά μέρη μας καί ξέρουμε τί εΐναι ό Μπόρις Καρλώφ. Μά δέν θά ειρω­ νευόσαστε τον Τάφο του Γκάλλορυ άν τον βλέπατε. —Δέν ειρωνεύομαι, είπε ή Τζόϋ, μά ολα αυτά φαίνονται τόσο παρά­ ξενα. Ζή κανένας εκεί μέ τον Ντράκουλα ; —Μέ ποιόν, Μις ; — Μέ τον Σέρ Τζών Γκάλλορυ. — Κανένας, εκτός άπό τον κύριο καί τήν κυρία Ούΐ'κες, δηλαδή τόν έ,πιστάτη καί τήν οικονόμο. "Οσο γιά τά σκυλιά, άν αυτός ό άεροπόρος έ­ πεσε πραγματικά εκεί μέσα, δέν φαν­ τάζομαι-νά ζή. Τά σκυλιά θά τόν έ­ καναν κομμάτια*. —Ναι, ίσως έχετε δίκιο, είπε ό Γλυκός Ουΐλλιαμ βιαστικά πιάνοντας τήν Τζόϋ άπό τό μπράτσο. Καληνύ­ χτα. Πρέπει νά πηγαίνουμε. ’Έβγαλε τήν Τζόϋ έξω σπρώχνοντάς την σχεδόν καί τό πρόσωπό του

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


ήταν συνωφρυωμένο όταν έφτασαν στό αυτοκίνητο. "Επειτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, γύρισε πίσω και ρώτησε άπό τον ταβερνιάρη τό δρόμο γιά τον Παλιό Πύργο του Χίλτον. Βρήκε τήν Τζόϋ καθισμένη στό βο­ λάν, άνήσυχη καί χλωμή. —Είναι άνοησίες ολ’ αυτά, έ, Μπίλ ; είπε ή Τζόϋ σάν νά ήθελε νά πείση τόν εαυτό της. "Αγρια σκυλιά πού περιφέρονται πίσω άπό τόν πιό ψηλό τοίχο του κόσμου ί Πράγματα πού δεν συμβαίνουν στην πραγματι­ κότητα. —Γενικά, Μις Τζόϋ, συμφωνώ μα­ ζί σας, μά αυτό εδώ φαίνεται νά εί­ ναι μια έξαίρεσις, είπε ό επιθεωρη­ τής μπαίνοντας στό αυτοκίνητο. Προ­ χωρήστε όλόϊσια στόν ανήφορο καί στρίψτε άριστερά στό πρώτο σταυρο­ δρόμι που θά συναντήσουμε. —Ποϋ πηγαίνουμε ; — Νά βροϋμε τόν Κόνκουεστ, είπε ό Γλυκός Ουΐλλιαμ δχι πολύ γλυκά. "Ωστε ό άθώος σας Νόρμαν δεν άρ­ χισε μιά καινούργια περιπέτεια, έ; ΚΓ όμως όλη αυτή ή σκηνοθεσία εί­ ναι φτιαγμένη γΓ αυτόν I —Τί θέλετε να πήτε, Μπίλ ; — "Οτι είχατε άδικο καί ότι · έχω δίκιο I Σάς τό είπά άπό τήν άρχή πώς ή υπόθεσις αύτή μύριζε. Σερ Τζών Γκάλλορυ, έ; θέλετε νά μάθε­ τε κάτι; Ό Κόνκουεστ πήδησε επίτη­ δες άπό τό άεροπλάνο του κΓ έπεσε επίτηδες στόν Τάφο του Γκάλλορυ. ’Ένας άνθρωπος σάν τόν Σερ Τζών Γκάλλορυ είναι άκριβώς ό τύπος τών θυμάτων του Κόνκουεστ. Τό πράγμα είναι τόσο φανερό ώστε σέ χτυπά σχεδόν στό πρόσωπο. —Μά, Μπίλ... — θυμάστε τόν Κόμητα Ρούρικ Βέγκλερ ; είπε άπότομα ό επιθεωρητής, θυμάστε τόν Χόμφρεϋ Πίγκοτ καί τόν Πώλ Στεφάνοβιτς καί μερικούς άλλους ποντικούς του ίδιου φυρά­ ματος ; Ο Κόνκουεστ τούς καθάρισε καί δεν μπορώ νά πώ ότι δεν προσέφερε μιά μεγάλη υπηρεσία στην κοι­ νωνία... "Ε, λοιπόν, αυτός ό Γκάλ­ λορυ άνήκει στήν ίδια τάξι. —Δηλαδή, είναι κακοποιός ; —Μπορεί νά μήν είναι κακοποιός τώρα, μά πρέπει νά ήταν κάποτε, γιατί ήταν θϋμα μιάς συμμορίας εκ­ βιαστών γιά χρόνια, άπάντησε ό Ού-

14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΐλλιαμς άργά προσπαθώντας νά θυμηθή λεπτομέρειες. Δεν μπορώ νά θυμηθώ τά γεγονότα... Αυτό συνέβη εδώ καί χρόνια... Ό Γκάλλορυ πλή­ ρωσε μιά μικρή περιουσία στούς έκβιαστάς, πριν κάνει αυτό πού έπρεπε νά κάνη άπό τήν άρχή : Τούς κατήγ­ γειλε κΓ ολη ή συμμορία πήγε φυ­ λακή. Πρέπει νά ρίξω μιά ματιά στόν σχετικό φάκελλο, όταν γυρίσω στη Σκότλαντ Γυάρντ, μά μπορείτε νά είστε σίγουρη ότΐ ό Γκάλλορυ έχει ύποπτο παρελθόν. Είναι άπό τούς άνθρώπους πού τραβούν τόν Κόν­ κουεστ σάν μαγνήτες, ιδιαίτερα αν ό Κόνκουεστ υποψιάστηκε πώς ό Γκάλλορυ ετοιμάζεται γιά κάποια καινούργια βρωμοδουλειά. —Μά αυτό εΐνα'ι απλή εικασία... —Σάν τή δική σας ότι τάχα ό Κόνκουεστ είναι κρεμασμένος σ’ ένα δέντρο με τά πόδια σπασμένα !. γρύλλισε ό έπιθεωρητής. Γιά τό θεό, Μις Τζόϋ ! Μπορείτε νά φαντασθήτε τόν Κόνκουεστ νά σπάζη τά πόδια του ; —"Οχι, δεν μπορώ, παραδέχτηκε ή Τζόϋ. Μά δέν έχετε δίκιο. Δέν... —Φτάσαμε!, είπε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. Σταματήστε. Βγήκαν κΓ οί δυό άπό τ’ αυτοκί­ νητο. Τά μάτια τους, συνηθισμένα στό σκοτάδι, διέκριναν ένα μισογκρεμισμένο σπιτάκι. Υπήρχαν δέντρα γύρω καί ό άέρας σφύριζε πένθιμα ανάμεσα στά κλαδιά τους. Δέν θά μπορούσε κανείς νά φανταστή μέρος πιό ερημικό καί πιό άπεγνωσμένο. —’Άς προχωρήσουμε μέ τά πόδια, πρότεινε ό Γλυκός Ουΐλλιαμ. Τό έ­ δαφος δέ φαίνεται κατάλληλο γιά αυτοκίνητο.1 Προχώρησαν μέ τά πόδια καί μέ τήν ψυχή σφιγμένη άπό ένα παράξε­ νο συναίσθημα μυστηρίου καί έρημώσεως καί, εντελώς «Απροειδοποίητα, βρέθηκαν μπροστά στόν μεγάλο τοί­ χο. Υψώθηκε άπροσδόκητά μπροστά τους,εμποδίζοντας κάθε πρόοδο. Δυό μέτρα πρός τ’ άριστερά τους μιά τε­ ράστια καί άπερίγραπτα βαρειά πόρ­ τα ήταν τοποθετημένη στό κάτω μέ­ ρος τοϋ τοίχου. ΤΓ|ταν μιά πόρτα φτιαγμένη άπό άγριόξυλο καί σίδερο. 'Ένας οδο­ στρωτήρας θά μποροϋσεΑ'ά τής άφήση κανένα σημάδι Πέφτοντας επάνω της μ’ ολη του τήν ορμή. Μιά μεγάλη

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


ποσότης δυναμίτη θά μπορούσε νά τής κόψη μερικές σκλήθρες. Μά, για νά γκρεμιστή ή πόρτα αυτή, χρεια­ ζόταν ένας δυνατός σεισμός. —Αγαθέ θεέ 1, είπε ό επιθεωρη­ τής κυττάζοντας ψηλά. Δέν έχω ξαναδή ποτέ μου κάτι τέτοιο ! 'Η κορυφή του τοίχου φαινό­ ταν νά βρίσκεται κάπου στή στρατό­ σφαιρα. — Ό τάφος του ΓκάλλορυΙ, μουρ­ μούρισε ή Τζόϋ. "Εχουν δίκιο. Ένας άνθρωπος πού κλείνεται πίσω άπό έ­ να τέτοιο φράγμα, θάβεται ζίοντανός! Είπατε πώς ήταν κακοποιός, Μπίλ; Είστε σίγουρος πώς δέν είναι τρελλός ; — "Ισως είναι καί τά δυό, γρύλλισε ό επιθεωρητής. Ό θεός μόνο ξέ­ ρει πόσο μακρύς είναι ό τοίχος αυ­ τός, μά φαίνεται νά περιβάλλη ολό­ κληρη τήν περιοχή του Παλιού Πύρ­ γου του Χίλτον. Δέ θά κερδίζαμε τί­ ποτα κάνοντας τό γύρο του και δέ φαίνεται νά ύπάρχη άλλη είσοδος, εκτός άπό αυτή τήν πόρτα. ’Άς δού­ με αν ύπάρχη κουδούνι. "Αναψε ένα ήλεκτρικό φανάρι και έξήτασε τήν πόρτα μέ προσοχή. Υ­ πήρχε ένα κουδούνι.· Τό χερούλι του είχε σχεδόν τό μέγεθος μπάλλας πο­ δοσφαίρου καί ταίριαζε μέ τή χερού­ κλα τού Γλυκού Ούΐ'λλιαμ. "Οταν τό τράβηξε, ένα κουδούνισμα, σχεδόν α­ νεπαίσθητο, ακούστηκε μακρυά μέσα στο σφύριγμα τού ανέμου. — Είναι σάν νά ζητούμε νά μπού­ με σέ κανένα κάστρο τής μεσαιωνι­ κής Εύρώπης, είπε ή Τζόϋ. Ποτέ μου δέν φαντάστηκα πώς μπορούσε νά ύ­ πάρχη κάτι τέτοιο στο ειρηνικό Έσσεξ καί στή μοντέρνα αυτή εποχή. Δέ σάς κάνει νά ριγήτε, Μπίλ ; —Μέ κάνει νά απορώ, μουρμούρι­ σε ό Γλυκός Ούϊλλιαμ. Σκεφθήτε πό­ σα ξόδεψαν γιά νά χτίσουν αυτό τον τοίχο. Εκατοντάδες χτίστες πρέπει νά δούλεψαν εδώ γιά μήνες γιά νά ικανοποιήσουν τήν ιδιοτροπία ένός παλαβού I Αηδιαστικό !..

Άμπάρες έτριξαν πίσω άπό τήν πόρτα κι’ ένα μικρό παραθυράκι ά­ νοιξε επάνω της. Τό φανάρι του Έπιθεωρητου Ούΐλλιαμς φώτισε έναν

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ των Εκδόσεων

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ δέν διαφθείρουν τήν ψυχή, δέν εξωθούν προς τό έγκλημα, δέν ικανοποιούν τά ταπεινώτερα έν­ στικτα τού ανθρώπου καί —ΚΥ­ ΡΙΩΣ—δέν υποτιμούν τή διανοητικότητά του (όπως συμβαί­ νει μέ άλλα σχετικά έντυπα, πού φαίνεται ότι θεωρούν τούς άναγνώστους των αφελείς καί άμαθείς καί τούς προσφέρουν τά πιο απίθανα αναγνώσματα όπου συμβαίνουν τά πιο απί­ θανα πράγματα). Απεναντίας τά αναγνώσματα μας προά­ γουν τό Πνεύμα, αναπτύσ­ σουν τό αίσθημα τού Δίκαι­ ο υ, καλλιεργούν τά συναισθή­ ματα τού Καλού καί τέρπουν μέ τή γοργή Δ ρ ά σ ι τους, μέ τά αινιγματικά τους προ­ βλήματα καί μέ τό αριστοτεχνι­ κό γράψιμό τους I

αριστοκρατικό, σφριγηλό άντρα μέ βραδυνό κοστούμι. Έταν τόση ή έκπληξίς τους βλέ­ ποντας αυτόν τον άψογα ντυμένο τζέντλεμαν, μέσα στο αλλόκοτο εκεί­ νο περιβάλλον, ώστε οί δυό επισκέ­ πτες έχασαν γιά μερικές στιγμές^’τήν Ικανότητα τής ομιλίας. — Λοιπόν; ρώτησε κοφτά ό άν­ θρωπος μέ τό βραδυνό κοστούμι. — Ό Σέρ Τζών Γκάλλορυ ; ρώτησε ό Ούΐλλιαμς. — Ναί. Τί θέλετε ; Κρατούσε ένα δυνατό φανάρι καί τό ύψωσε ώς τον ώμο του. Έξήτασε τό πρόσωπο τού Γλυκού Ούϊλλιαμ στό φώς του κΓ έπειτα γύρισε τό βλόμμα του στό γεμάτο άγωνία όμορφο προσωπάκι τής Τζόϋ. —Μέ συγχωρεϊτε, πρόσθεσε βια_

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


στικά. Δεν ήξερα δτι ήταν παρούσα μια κυρία. Τί θέλετε ; — Ψάχνομε για έναν άνθρωπο πού έπεσε από ένα αεροπλάνο, είπε ό επιθεωρητής. Υπάρχει ή πιθανότης νά τον έρριξε στό κτήμα σας τό α­ λεξίπτωτό του,.. — Αλεξίπτωτο ! Ή λέξις ξέφυγε από τό στόμα τοϋ Σερ Τζών σάν μιά μικρή έκρηξις. νΗταν φανερό ότι δέν κατόρθωνε νά κρύβη εύκολα τα συναισθήματά του. Στό πρόσωπό του υπήρχε ή έκψρασις μιας ξαφνικής κατανοήσεως... μιά έκφρασις πού δέν ξέφυγε άπό τό δια­ περαστικό βλέμμα του έπιθεωρητοϋ. — Βλέπω δτι ξέρετε ήδη αρκετά γιά τό ζήτημα αυτό, σέρ, είπε ό Γλυκός Ού'ίλλιαμλ —Αλήθεια ; έκάγχασε ό Σέρ Τζών. Τότε δέν βλέπετε καλά, φίλε μου, γιατί δέν έχω ιδέα τί θάλετε νά πήτε. — Νομίζω οτι έχετε ιδέα, άπάντησε ό Ούΐλλιαμς έκπληκτος γιά τήν άρνησι αυτή. Δέν είναι δ^κή μου δουλειά αυτή, Σέρ Τζών, καί είστε ελεύθερος νά μέ στείλετε στό διάβολο, μά ίσως θά σάς ένδιέφερε νά μάθετε δτι ό άνθρωπος γιά τον όποιο σάς μιλώ είναι ό νεαρός Νόρμαν Κόνκουεστ. Σώπασε, περιμένοντας νά δή τό αποτέλεσμα των λέξων αυτών επά­ νω στον άνθρωπο πού στεκόταν άπέναντί του. Δέν του ξέφυγε τό βί­ αιο άνασκίρτημα. πού έκανε τό φα­ νάρι νά τρεμουλιάση. — Τί πρέπει νά κάνω , ■ ρώτησε ό Σέρ Τζών σαρκαστικά. Νά έκπλαγώ ; Είναι τόσο ενδιαφέρων αυτός ό Κόν­ κουεστ... —Μπορεί νά κλειστήκατε πίσω άπό έναν τοίχο πού φτάνει ως τον ουρανό, Σέρ Τζών Γκάλλορυ, μά δέν μπορείτε νά μοϋ πήτε πώς δέν έχετε ακούσει ποτέ γιά τον Κόνκουεστ I, είπε άπότομα ό Ούΐλλιαμς πού είχε αρχίσει νά εκνευρίζεται. Ή δεσποι­ νίς άπό δώ είναι αρραβωνιαστικιά

16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

του καί φυσικά άγωνιά γιά τή ζωή του. —’Έχομε ένα αύτοκίνητο πιο πέ­ ρα, είπε ή Τζόϋ ( γοργά. ’Άν είναι πληγωμένος, θά τόν πάρουμε μαζί μας. Κάποιος μάς είπε δτι άγρια σκυλιά περιφέρονται στό κτήμα σας... —Δέν πρέπει νά δίνετε πολλή ση­ μασία στά κουτσομπολιά, είπε ό Σέρ Τζών ξαναφέρνοντας στή φαντασία του τόν τραυματισμένο καί ματωμένο λαιμό του άνθρώπου πού ήταν ξα­ πλωμένος στή βιβλιοθήκη του. Δέν θέλω νά σάς άπογοητεύσω, μά κανέ­ νας δέν έπεσε μέ άλεξίπτωτο στό κτήμα μου. Ό φίλος σας δέν είναι εδώ. ΚΓ έκλεισε άπότομα τό παραθυρά­ κι, μέ βρόντο. Οί δυό επισκέπτες του άκουσαν τις άμπάρες νά ξαναμπαί­ νουν στή θέσι τους. —Μπίλ ! Κάνετε κάτι 1 —Τί διάβολο μπορώ νά κάνω ; εί­ πε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. Είδατε καλά τήν πόρτα αύτή. Δόστε μου ένα τάνκ τών εξήντα τόννων καί ίσως καταφέ­ ρω νά τήν γρατζουνίσω λιγάκι. Νά τόν πάρη ό διάβολος! Γιατί νά πή ψέματα; Ό Κόνκουεστ εΐναι εδώ. Είναι σίγουρο πώς βρίσκεται εδώ. —Καί ό Σέρ Τζών δέν είχε ιδέα γιά τόν Νόρμαν πριν του πήτε ποιος ήταν, εΐπε ή Τζόϋ. Δέν ήξερε δτι ό Νόρμαν εΐχε πέσει μέ άλεξίπτωτο καί δέν ήξερε τήν ταυτότητά του. ΚΓ δμως τό όνομα τοϋ Νόρμαν τόν έξέπληξε. Μπίλ, φοβούμαι ! — Έγώ δέ φοβούμαι, γρύλλισε ό επιθεωρητής. Εΐμαι τρελλός άπό θυ­ μό. Καί δέ θά βγή τίποτα αν χτυπή­ σω πάλι τό κουδούνι... — Θυμάμαι αυτά πού είπατε γιά τόν άνθρωπον αύτόν πώς ήταν κάπο­ τε κακοποιός, τόν > διέκοψε ή Τζόϋ σφίγγοντας καί ' ξεσφίγγοντας τά χε­ ράκια της. Ό Νόρμαν εΐναι μέσα σ’ αύτή τή φυλακή,Μπίλ...καί Σέρ ό Τζών Γκάλλορυ έμαθε μόλις τώρα πώς εί­ ναι ό Νόρμαν Κόνκουεστ. θεέ μου!

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


Ο ΝΟΡΜΑΝ ΚΟΝΚΟΥΕΣΤ ΑΚΟΥΕΙ ΜΙΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Άπό την άλλη μεριά τής κλειστής πόρτας, ό Σερ Τζών Γκάλλορυ στε­ κόταν τρέμοντας άπό βαθειά συγκίνησι. — Ό Νόρμαν Κόνκουεστ I, μουρμούρισε βραχνά. "Ενας ήχος τόν εκανε νά γυρίση. ΤΗταν ό Ούΐκες, ό επιστάτης του. —Γιατί τούς είπατε πώς ό νεαρός τζέντλεμαν δεν είναι εδώ, σερ; ρώ­ τησε με στενοχώρια καί άπορία. θά τό μάθουν οπωσδήποτε, αργά ή γρή­ γορα. θά έπρεπε νά είναι σέ νοσο­ κομείο αύτή τή στιγμή ! —’Έχω τούς λόγους μου, Ούΐκες, απάντησε ό Σερ Τζών Γκάλλορυ προ­ χωρώντας προς τό σπίτι, θέλω καιρό γιά νά σκεφτώ... Δεν μπορώ νά τούς άφήσω νά πάρουν τόν Κόνκουεστ, πριν μιλήσω μαζί του. Καί έπανέλαβε σάν νά μιλούσε στον εαυτό του ; —Ό Κόνκουεστ ! Ό μόνος άνθρω­ πος... — Μά χρειάζεται έναν γιατρό, σέρ. ^-Δέν νομίζω. Οι πληγές του εί­ ναι επιφανειακές καί τις πλύναμε μέ άντισηπτικό καί τις δέσαμε. Αρχίζω νά ύποψιάζωμαι ότι ό νεαρός αύτός δεν είναι τόσο άναίσθητος όσο φαί­ νεται... Αλεξίπτωτο! Τό ακόυσες αυτό, Ούΐκες ; Δέν σκαρφάλωσε στόν τοίχο. ’Έπεσε μέ άλεξίπτωτο άπό ένα αεροπλάνο. — Επίτηδες, σέρ; —Αύτό άκριβώς,'εΐπε ό Σέρ Τζών, θέλω νά μάθω. —Μά πρέπει νά προσέξετε, σέρ, είπε ό Ούΐκις. Ό τζέντλεμαν καί ή νεαρά κυρία πού ήσαν εδώ μπορεί νά πάνε στήν άστυνομία. Κ’ αύτό θά μάς έβαζε σέ μπελάδες Σέρ Τζών. — Είμαι άποαονωμένος χρόνια τώ­ ρα άπό τόν κόσμο, Ούΐκες, μά μπο­ ρώ νά άναγνωρίσω εναν ντέτεκτιβ, εΐπε ό Σέρ Τζών σκυθρωπά. Καί, αν ό τζέντλεμαν μέ τήν νεαρά κυρία δέν εΐνα· ντέτεκτιβ, τότε έχω αρχίσει ν„ά

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΗ.

γερνώ. "Οχι, δέν πρέπει νά άνησυχής. Δέν κάναμε τίποτα κακό. —Μά τά σκυλιά, σέρ; Πάντα σάς έλεγα πώς Λ είναι επικίνδυνα... Χάρηκα πού πέθαναν 1 — ’Έχω κάθε δικαίωμα νά διατη­ ρώ άγρια σκυλιά μέσα στο κτήμα μου! Τώρα καταλαβαίνω γιατί τά σκυλιά είναι γεκρά. Κάθε άλλος άν­ θρωπος εκτός άπό τόν Κόνκουεστ θά είχε πέσει θύμα τους... "Εχω διαβά­ σει πολλά γιά τόν νεαρό αύτόν, Ούΐ­ κες, καί νομίζω ότι θά τόν βρώ εν­ διαφέροντα. Μπήκαν στό σπίτι καί ό Σέρ Τζών προχώρησε προς τή βιβλιοθήκη του, ένα μεγάλο δωμάτιο μέ ράφια γεμάτα βιβλία, όπου μισή ντουζίνα κεριά ήσαν άναμμένα επάνω σ’ ένα γραφείο μέ παλιό στύλ. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ ήταν καθι­ σμένος σέ μιάν άναπαυτική πολυθρό­ να, καπνίζοντας. —Τά πουρά σας είναι εξαίρετα μουρμούρισε ό Εύθυμος Ρ ό μ π ι ν Χούντ. Συνήθως προτιμώ τά τσιγάρα... —Πώς είναι ό λαιμός σας. —Πονεΐ, μά φαίνεται ότι μέ περιποιηθήκατε περίφημα τήν ώρα πού ήμουν άναίσθητος... -Υποψιάζομαι, κ. Κόνκουεστ, οτι μου παίξατε τό κρυφτούλι, τόν διέ­ κοψε ό Σέρ Τζών παίρνοντας μιά καρέκλα. Ναι, ξέρω τό όνομά σας. Κάποιοι ήρθαν καί ρώτησαν γιά σάς. Μου εΐπαν πώς πέσατε μέ άλεξίπτω-

Τ© ΣΥΝΘΗΜΑ ΜΑΣ :

ΚΑΘΕ ΤΕΥΧΟΣ ΜΙΑ ΒΕΑΤΙΩΣΙΣ! «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


το από ένα αεροπλάνο. Τούς απάν­ τησα πώς δέν είστε έδώ. —Λάθος !, είπε ό Νόρμαν. Κάνατε ενα μεγάλο σφάλμα. Ή Τζόϋ δέν μπορεί νά ικανοποιήθηκε μέ μια τέ­ τοια ιστορία. Στοιχηματίζω ότι αυτή τη στιγμή κατευθύνεταΓ πρός τον πιο κοντινό άστυνομικό σταθμό. — "Ωστε ξέρετε ότι ό ένας άπό τούς επισκέπτες μου ήταν γυναίκα; —Καί στοιχηματίζω ότι ό άλλος ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, μέ ρυτιδωμένο πρόσωπο καί έκφρασι άγωνίας... — Όχι. ΤΗταν μεγαλόσωμος, είχε φρέσκο πρόσωπο καί τρόπους μάλ­ λον έπιθετικούς. —’Ώ, ώ I Δέν ήταν ό Μάντυ, λοι­ πόν, άλλά ό Γλυκός Ούΐλλιαμ I Μπαί­ νετε γοργά σέ μπελάδες, σέρ. Ό με­ γαλόσωμος άντρας μέ τό φρέσκο πρόσωπο είναι ένας άπό τούς Πέντε

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ πού θά σάς προσφέρη

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ στα επόμενα τεύχη της :

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ όπου ό Νόρμαν Κόνκουεστ συ­ νεχίζει τή συναρπαστική δράσι του !

ΤΟ 13° ΜΑΤΙ όπου ένας ύπερδυναμικός άσ­ σος, άνώτερος κάθε προηγου­ μένου, μάχεται μέ όλα τά στοι­ χεία τής φύσεως καί του ύποκόσμουI

18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μεγάλους τής Σκότλαντ Γυάρντ. Καί τόν διώξατε ; —Τόν έδιωξα—ξέροντας καλά πώς είναι άστυνομικός—γιατί ήθελα νά κουβεντιάσω λίγο μαζί σας, πριν πα­ ραδεχτώ ότι βρίσκεστε εδώ. Γιά νά μιλήσω καθαρά: Σάς καταζητούν, Κόνκουεστ ; ν

—Ποιος ; Ό Μπίλ Ού'ίλλιαμς ; Μή μέ κάνετε νά γελώ ! —Μέ πληροφόρησαν ότι μπήκατε στό κτήμα μου μέ άλεξίπτωτο, συνέ­ χισε ό Σέρ Τζών. Μια τόσο φυσική εξήγηση δέν μου ήρθε στό νοϋ. Πέ­ στε μου κάτι, Κόνκουεστ... καί σάς παρακαλώ νά φανήτε ειλικρινής... πέ­ σατε έπίτηδες μέσα στό περιφραγμέ­ νο κτήμα μου; -Όχι, —Είστε βέβαιός ; Μπορεί νά έχω κλείσει τόν εαυτό μου έδώ στό διά­ στημα τών τελευταίων δέκα ετών, μά διατηρώ ένα μεγάλο ενδιαφέρον γιά τόν έξω κόσμο καί είμαι προσε­ κτικός μελετητής τήςέγκληματολογίας. Παρακολούθησα τή σταδιοδρομία σας μέ άρκετό ενδιαφέρον καί βρίσκω ότι δέν θά ήταν άταίριαστο μέ τις μοναδικές μεθόδοκς πού χρησιμοποι­ είτε άν είχατε πέσει έπίτηδες στό κτήμα μου. Τό κίνητρό σας μπορεί νά είναι μια άπλή περιέργεια ή κάτι πιό βαθύ... , — ’Έ !, φώναξε ό Νόρμαν σταμα­ τώντας τον. "Οσο περίεργος κι* άν είμαι έκ φύσεως, δέν συνηθίζω νά καταστρέφω ολοκαίνουργια άεροπλάνα καί νά πέφτω σέ μέρη όπου ά­ γρια σκυλιά ρίχνονται στό λαιμό σου. Είτε τό πιστεύετε είτε όχι, δέν έχω τήν παραμικρή ιδέα που βρίσκομαι καί δέν ξέρω κάν τό έπώνυμό σας. Τό άεροπλάνο μου χτυπήθηκε άπό κεραυνό καί έπεσα έδώ έντελώς τυ­ χαία. Τά μάτια του Σέρ Τζών έλαμψαν. — Αυτό είναι μιά θεϊκή πράξις, φώναξε. Άνωρθώθηκε και άρχισε νά πη­ γαινοέρχεται νευρικά. — Δέν άμφισβητώ τά λόγια σας» Κόνκουεστ. Ξέρω ότι μου λέτε τήν άλήθεια. Παράξενο I —Τί είναι παράξενο ;

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


—Τό ότι εσείς, από όλο τον απέ­ ραντο κόσμο, έτυχε νά χτυπηθήτε άπό κεραυνό καί νά πέσετε στό κτή­ μα μου. — Δέ βλέπω τίποτα παράξενο σ’ αύτό, είπε ό Νόρμαν, καί... δέν μου ά­ ρεσε αυτό πού είπατε λίγο πριν. — Δηλαδή ; — "Οτι είστε μελετητής τής εγκλη­ ματολογίας καί ότι παρακολουθήσατε μέ αξιοσημείωτο ενδιαφέρον τή στα­ διοδρομία μου, είπε ό Νόρμαν ψυ­ χρά. Πού ψαρέψατε τήν ιδέα πώς είμαι ένας εγκληματίας ; Καί τότε... γιατί θεωρήσατε τήν πτώσι μου αυτή εδώ ως θεϊκή πράξι; Μήπως υπάρ­ χει Κανένα μικρό έγκλημα πού θέλε­ τε νά έκτελεσθή ; ’Έ ; Μήπως θέλετε νά δολοφονήσω κάποιον; ’Άν ναι, δέν είμαι γιά νοίκιασμα. Συνηθίζω νά διαλέγω μόνος μου τά θύματά μου καί νά τά άντιμετωπίζω όπως μου άρέσει εμένα... — Ξέρω, Κόνκουεστ, ότι τά υπέ­ ροχα ταλέντα σας δέν είναι γιά νοί­ κιασμα. Μά ύπάρχει έξαίρεσις σέ κά­ θε κανόνα. —"Οχι σ’ αύτόν εδώ. —Σταθήτε ! Σάς παρακαλώ νά μέ ακούσετε. Γιατί νομίζετε πώς ζώ σάν ερημίτης δέκα χρόνια τώρα, περιστοιχίζοντας τό σπί­ τι. μου μέ άδιαπέραστους τοί­ χους φυλακής; Τό κάνω αύτό γιατί βρίσκομαι σέ άδιάκοποφόβο μήπως χάσω τήν ζωή μου, γιατί δέν μπορώ νά περιμέ­ νω βοήθεια άπό πουθενά. Τί­ ποτα δέν μπορεί νά μέ προστατεύση άπό δολοφόνα πον­ τίκια σάν τόν ’Άμπερσον, τόν ’Άΐλς καί τόν Μάρτιμορ, παρά μόνο τείχη φρουρίων καί ήλεκτροφόρα συρματοπλέγματα καί κάγκελα... —Ήλεκτροφόρα, έ ; Δέν τό είχα σκεφτή 1 Τά κάγκελα καί τά αγκίστρια στήν κορυφή τού τοίχου είναι ήλεκτροφόρα ; —Κάθε άνθρωπος πού θά είναι άρκετά τρελλός, ώστε νά σκαρφαλώση στόν τοίχο μου, θά δεχθή μιά τρομερή έκκένωσι ήλεκτρικου ρεύματος, άπάντησε ό Σέρ Τζών μέ μιά σχεδόν φανατική λάμψι στά μάτια. Δέν ξέ­ ρετε, Κόνκουεστ, ποιός είμαι; Λέγο­

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

μαι Σέρ Τζών Γκάλλόρυ καί τό σπί­ τι μου, ό Παλιός Πύργος του Χίλτον, εΐναι γνωστός σ’ ολόκληρο τό ’Έσσεξ ώς ό Τάφος του Γκάλλόρυ. Ό Νόρμαν τίναξε τή στάχτη τού τσιγάρου του καί κύτταξε τά κεριά. —Ενδιαφέρον, μουρμούρισε. Ρεύ­ μα ύψηλής έντάσεως στούς τοίχους καί κεριά στά τραπέζια. Χμ... —Μισώ τόν ηλεκτρισμό 1, φώναξε ό Σέρ Τζών. Γιά μένα ηλεκτρισμός σημαίνει θάνατος. Καί ύπάρχει θάνα­ τος ολόγυρά μου. Προτιμώ τά κεριάΐ Αναπήδησε, καθώς ένα γκόγκ άντήχησε κάπου μέσα στό σπίτι. — Τό γεύμα είναι έτοιμοί 1 Ελπί­ ζω ό Ούΐκες νά έβαλε δυο σερβίτσια. — Μέ προσκαλεϊτε νά δειπνήσω ■μαζί σας ; —’Άν θελήσετε νά μοΰ κάνετε τήν τψή. —θά δειπνήσω μαζί σας ευχαρί*· στως, Σέρ Τζών, είπε ό Νόρμαν καί σηκώθηκε νωχελικά. Μά θά ήθελα νά σάς θυμίσω ότι ή νεαρά Τζόϋ καί ό Γλυκός Ού'ίλλιαμ δέν είναι ά* πό τούς ανθρώπους πού μπορεί κα­ νείς νά διώξη μέ τόση εύκολία. Δέν Θά μπορούσαμε νά βάλουμε τήν ύ-

πόθεσι αυτή σέ πιό λογική βάσι; — Δηλαδή ; —Βεβαιωθήκατε ότι δένΑήρθα έδώ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


έκ προμελέτης καί βεβαιώθηκα δτι δεν σκοπεύετε να μέ κρατήσετε εδώ παρά τη θέλησί μου, είπε ό Νόρμαν. Μ’ άλλα λόγια, δεν έχουμε τίποτα ό ένας εναντίον του άλλου. Γιατί λοι­ πόν να μην ειδοποιήσουμε τό στρά­ τευμα έξω από τό κάστρο ότι όλα είναι έν/ τάξει; —Λέτε να είναι άκόμα έξω ; — Μέ άνησυχουν τα ήλεκτροφόρα σύρματά σας επάνω στον τοίχο σας, Σέρ Τζών, είπε ό Νόρμαν. Ή Μις Τζόϋ ’Έβεραρντ είναι ένα δραστήριο καί θερμόαιμο κορίτσι καί ϊσως αυτή τή στιγμή προσπαθεί νά σκαρφαλώση στόν τοίχο. > —Καταλαβαίνω, μουρμούρισε ό Σέρ Τζών. Αύτό θά ήταν πολύ ά­ σχημο... —Προτείνω λοιπόν : Πρώτον, νά διακόψετε τό ρεύμα. ’Έπειτα... έχετε τηλέφωνο, νομίζω ; —Ναι, έχω. —Τότε τό μόνο πού έχετε νά κά­ νετε εΤνα> νά τηλεφωνήσετε στόν πιο κοντινό αστυνομικό σταθμό ότι μέ βρήκατε. Τό γεγονός ότι ό Σέρ Τζών δέ­ χτηκε πρόθυμα τήν πρότασι του Νόρ­ μαν Κόνκουεστ απέδειξε στόν τελευ­ ταίο ότι δέν ήταν αιχμάλωτος, αλλά φιλοξενούμενος. Πέντε λεπτά άργότερα, οί δυό άντρες ήσαν καθισμένοι στην τραπεζαρία του πύργου κΓ έ­ τρωγαν ένα εξαίρετο γεύμα. —Ό αξιωματικός υπηρεσίας, είπε ό Νόρμαν καγχάζοντας, ένοιωσε τόση άνακούφισι άκούγοντας τά καλά νέα ώστε παραλίγο νά πνίγη. Μού ύποσχέθηκε νά διατάξη νά σταματήση κάθε έρευνα. Στοιχηματίζω ότι ή νε­ αρά Τζόϋ δέ θ’ άργήση νά κάνη τήν έμφάνισί της εδώ.

Τά λόγια του ήσαν προφητικά. Πριν τό γεύμα τελειώση, ή Τζόϋ κΓ ό Μπίλ Ούΐλλιας πήραν τον Τάφο τού Γκάλλορυ στο τηλέφωνο καί ό Νόρμαν τούς έξήγησε ότι ήταν γερός καί άσφαλής καί ότι θά έπέστρεφε έν καιρώ στήν κυκλοφορία. Κάτι στη φωνή του έκανε τήν Τζόϋ νά ύποψιαστή ότι στήν ύπόθεσι αυτή υπήρχαν περισσότερα άπ’ οσα

20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

φαίνονταν στήν επιφάνεια. Απεναντίας, ό Γλυκός Ούΐλλια άπογοητεύθηκε γιατί οί έντυπωσια κές θεωρίες του είχαν άποτύχει. ΚΓ όμως ό Γλυκός Ού'ιλλιαμ δέ είχε πέσει πολύ έξω... Στό διάστημα τοϋ δείπνου, ό Νόρ­ μαν Κόνκουεστ διαπίστωσε ότι ό Σέρ Τζών ήταν ένας γοητευτικός, καλ­ λιεργημένο άνθρωπος, ένας άνθρωττος πού, μ’ όλη τήν άπομόνωσί του, φαινόταν κατατοπισμένος σχετικά μέ όλα τά παγκόσμια γεγονότα. ^Ηταν καλός ομιλητής καί φαινό­ ταν νά τον εύχαριστή ιδιαίτερα ή συντροφιά τοϋ άπρόσκλητου έπισκέτττη του.

'Όταν τελείωσαν τό δείπνο τους καί γύρισαν στή βιβλιοθήκη, ό Σέρ Τζών είπε : —Ναι, Κόνκουεστ, νομίζω" ότι σάς άπέδειξα πώς γνωρίζω πολύ καλά τήν εξαιρετική σταδιοδρομία σας. Θαυμάζω τις μεθόδους σας καί πι­ στεύω ότι είστε ό μόνος άνθρωπος στόν κόσμο πού μπορεί νά μέ βοηθήση. —Σχετικά μέ τά δολοφόνα ποντί­ κια ’Άμπερσον, ’Άϊλς καί Μάρτιμορ; —Αγαθέ θεέ ! ξέρετε λοιπόν... —Δέν ξέρω τίποτα. Άναφέρατε εσείς τά ονόματα αυτά πριν από τό δείπνο. — Ναι, ναι, βέβαια... είχα ξεχάσει, Ό Σερ Τζ όν είχε κοκκινίσει καί τά μάτια του είχαν πάρει μιά παρά­ ξενη λάμψι. —Βλέπετε μπροστά σας, Κόνκου­ εστ, έναν άνθρωπο πού ή άγωνία έχει σπρώξει πρόωρα στόν τάφο του. Κά­ θε στιγμή τής ημέρας καί τής νύχτας βρίσκομαι σέ επιφυλακή. ’Έχω κλειστή μέσα σ’ αύτό τό καταραμένο κάστρο, άνίκανος νά άπολαύσω τή ζωή σάν τούς άλλους άνθρώπους, άνίκανος νά άπολαύσω τά σημαντικά πλούτη πού κετέχω. Άπό κάθε άποψι, θά μπορούσα νά θεωρήσω τόν εαυτό μου νεκρό κιόλας. Σηκώθηκε ξαφνικά καί άρχισε νά πηγαινοέρχεται. * —Δέν είμαι ερημίτης έκ φύσεως,

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


συνέχισε μέ πάθος. Αγαπώ τή συν­ τροφιά των συνανθρώπων μου. θά ήθελα νά περιστοιχίζωμαι από φί­ λους. θά ήθελα νά ταξιδεύω, νά πηγαίνω στην Ιταλία τό χειμώνα καί στην Ελβετία τό καλοκαίρι. Μά δεν μπορώ νά χαρώ καμμιάν άπό τις απολαύσεις αυτές. Είμαι ένας φυλα­ κισμένος, περιστοιχισμένος άπό πα­ νύψηλους τοίχους καί καγκελόφραχτα παράθυρα, μέ άγρια σκυλιά πού πε­ ριφέρονται μέσα στά έρημα κτήματά μου. Χρόνια τώρα ζώ την άθλια αυτή ζωή... — Επειδή φοβείστε τρεις ανθρώ­ πους ; ρώτησε ό Νόρμαν δύσπιστα. Μήπως άφήσατε την ύπόθεσι αυτή νά παρατραβηχτή κάπως, άδερφούλη; Άν αυτά τά πουλιά διψούν γιά τό αίμα σας, γιατί δεν ζητάτε την προστασία τής άστυνομίας ;

μαι εντελώς ειλικρινής. Κατάλαβα τό­ τε ότι ύπήρχε κάτι όχι εντελώς σω­ στό στήν ύπόθεσι αυτή, μά ή φιλο­ δοξία μου μέ τύφλωσε. Απέκτησα τήν έκχώρησι κι’- έγινα εκατομμυριού­ χος. Οί τρεις εκείνοι άνθοωποι έβα­ λαν τή μέθοδο κι’ εγώ τά κεφάλαια. Καταλαβαίνετε ; —Περίπου, είπε ό Νόρμαν. Καί ή­ ταν πιά πολύ άργά, όταν διαπιστώ­ σατε οτι οί τρεις συνεταίροι σας εί­ χαν κολλήσει έπάνω σας σάν λειχή­ νες, έ; — Ναι, Κόνκουεστ, άπάντησε ό Σέρ Τζών πικρά. Κόλλησαν έπάνω μου δχι σάν λειχήνες, άλλά σάν γύπες. Μέ έξεβίασαν άδυσώπητα. Φιλονεικήσαμε. Ακολούθησε μιά περίοδος έκμεταλλεύσεώς μου άπό αύτούς, πού κράτησε χρόνια. Άπηλλάγην άπό οπ­ τούς...νομίμως. Μέ εκμεταλλεύτηκαν τόσο άγρια, ώστε στό τέλος δέν μέ ένοιαζε τί θά γινόταν. Έτσι πήγα στήν άστυνομία καί τούς κατήγγειλα. —Τής άστυνομίας ; γέλασε κοροϊ­ Τούς συνέλαβαν καί ό ’Άμπερσον, ό δευτικά ό Σέρ Τζών. Καί πώς νομί­ ’Άϊλς κι* ό Μόρτιμορ δικάστηκαν. ζετε ότι θά μπορούσε νά μέ προσταΌ Σέρ Τζών γέλασε χωρίς ευθυ­ τεύση ή αστυνομία; ’Ώ, δεν ύποτιμώ μία. τις ικανότητες τών άστυνομικών.Μπο—θά σάς πώ τώρα κάτι παράξερώ όμως νά τούς ζητήσω νά μέ άπαλλάξουν άπό τούς γεμάτους κα­ . νο, Κόνκουεστ. Στη δίκη άπεδείχθη ότι ή έκχώρησις εκείνη τής Περσίας κία καί δολοφόνες ορμές εχθρούς ήταν εντελώς νόμιμη καί κανονική! Μέ μου... όπως σκοπεύω νά ζητήσω άπό σατανική πονηριά, ό Κλώντ ’Άμπερ­ σάς ; σον μέ είχε κάνει νά πιστέψω ότι ή —’Ά I Δέν νομίζω νά... Μά δέν μεταβίβασις δέν ήταν νόμιμη! Τό θά σάς διακόψω. Μιλήστε μου γ»ά φαντάζεστε αυτό, φίλε μου ; Χρόνια τούς τρεις αυτούς άνθρώπους. καί χρόνια, πλήρωνα αχούς άνθρώ­ —θά κάνω τήν ιστορία όσο πιο πους αύτούς μυθώδη ποσά, χωρίς κάν σύντομη μπορέσω, είπε ό Σέρ Τζών νά ύπάρχη τίποτα άντικανονικό στήν πιο ήρεμα τώρα καί κάθησε. Έδώ καί παραχώρησί μου 1 είκοσι χρόνια ήμουν ένας νέος τριανταπέντε χρονών, γεμάτος φιλο­ δοξίες, γεμάτος δραστηριότητα. Είχα κιόλας εξαιρετική επιτυχία στον εμ­ πορικό κόσμο καί τό κύριο ενδιαφέ­ Ό Νόρμαν Κόνκουεστ άνασήκωσε ρον μου —ή μάλλον τό μόνο ενδιαφέ­ τούς ώμους του. ρον μου—ήταν τό πετρέλαιο. Έκανα — Λοιπόν; ρώτησε άδιάφορα άνάαιά μεγάλη περιουσία άπό τό πετρέ­ βοντας ένα τσιγάρο. λαιο. Τότε, στήν άκμή τής σταδιοδρο­ —Κατεδικάσθησαν σέ τρία χρόνια μίας μου καί μόλις είχα κληρονομή­ φυλακή, άπάντησε ό Σέρ Τζών ήρεμα. σει τον τίτλο τού «Σέρ» άπό τόν πα­ Στό δικαστήριο, μέ άπείλησαν. Είπαν τέρα μου, γνώρισα τρεις άνθρώπους, πώς θά μέ σκότωναν όταν θάβγαιναν... τόν Κλώντ ’Άμπερσον, τόν Ούάλλας Σώπασε ξαφνικά. ’Άϊλς καί τόν Τζούλιους Μάρτιμορ. Μέσω αύτών μπόρεσα νά άποκτήσω —Αυτό συνέβη εδώ καί δώδεκα μιάν άπό τις πιό πολύτιμες εκχωρή­ χρόνια. Είναι δέκα σχεδόν χρόνια πού σεις πετρελαίου στήν Περσία, θά εΐβγήκαν άπό τή φυλακή καί δέν μέ

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21


σκότωσαν ακόμα. Καταλαβαίνετε γιατί. Ό Νόρμαν αναπήδησε. —Ό πανύψηλος τοίχος ; ρώτησε κατάπληκτος. Τα ήλεκροφόρα σύρμα­ τα ; Ό Τάφος σας ; θεέ καί Κύριε ! Κάθεστε εκεί καί μου λέτε πώς θα­ φτήκατε ζωντανός, σαν τον Μοντεχρήστο, για δέκα ολόκληρα χρόνια, έξαιτίας μερικών απειλών χωρίς ση­ μασία... — Απεναντίας, είχαν σημασία. —Τότε, ίσως, είπε ό Νόρμαν. Μά είχαν όλο τον καιρό να σκεφτοϋν ώριμώτερα καί είμαι σίγουρος πώς, όταν βγήκαν από τή φυλακή, δεν είχαν καμμιάν όρεξι να ξαναμποϋν εκεί σκοτώνοντός σας. Γίνατε θϋμα του έαυτου σας, Σέρ Τζών 1 Είστε θϋμα μιας αύταπάτης. —Μοϋ τό είπαν κΓ άλλοι αύτό, απάντησε ό Σέρ Τζών επίμονα, μά εγώ ξέρω καλύτερα. Στα χρόνια του συνεταιρισμού μου με τον Άμπερσον, τον Άϊλς καί τον Μάρτιμορ τούς έμαθα πολύ καλά, ιδιαίτερα τον ’Άμπερσον. Αύτός είναι ό χειρότερος. Είναι άνθρωποι χωρίς δισταγμούς καί χωρίς έλεος. Είναι άδυσώπητοι καί εκδικητικοί. "Ήξερα πώς, άμέσως μόλις θάβγαιναν από τή φυλακή, θά έψαχναν νά μέ βρουν καί να με δο­ λοφονήσουν... Βλέπω ότι χαμογελάτε, Κόνκουεστ, μά ήξερα καλά τί μέ περίμενε. Στο διάστημα πού αύτοί ήσαν στή φυλακή, εγώ έχτισα τον μεγάλο τοίχο, γύρω από τον πατρογονικό μου πύργο. —Στοιχηματίζω χίλια δολλάρια, είπε ό Νόρμαν, πώς θά μπορούσατε νά περάσετε μπροστά από τούς τρεις

εχθρούς σας, χωρίς αύτοί ν’ άνοιγοκλείσουν τα μάτια τους. Καί κάτι άλλο : Οί άνθρωποι αύτοί ήσαν στή φυλακή εδώ καί δέκα χρόνια. Που είναι τώρα; Στήν Αμερική ίσως ή στήν Αύστραλία... — Ό Κλώντ ’Άμπερσον έχει ένα μεσιτικό γραφείο στό Λονδίνο καί μένει σ’ ένα μεγάλο σπίτι στό Που-

22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τνεϋ Χήθ, τόν διέκοψε σκυθρωπά ό ό Σέρ Τζών. Ό Ούάλλας ’Άΐλς εί­ ναι μεγαλοδανειστής καί έχει ένα πολυτελές διαμέρισμα στό Μαιϋφέαρ. Ό Τζούλιους Μάρτιμορ έχει ένα άρχαιοπωλεΐο στήν Όδό ’Όουλντ Μπόντ. Νομίζω ότι μέ­ νει στό ίδιο μέρος. Δέν χρειάζεται νά προσθέσω ότι άνοιξαν τις επιχει­ ρήσεις αυτές μέ τα χρήματα πού πή­ ραν άπό μένα μέ εκβιασμό. Παρα­ σταίνουν τώρα πά τίμια μέλη τής κοινωνίας καί ζοϋν οτήν πολυτέλεια, ενώ εγώ είμαι κλεισμένος μέσα σ’ αύτούς τούς τοίχους, σαν φυλακή σμένος. Ό Σέρ Τζών τινάχτηκε πάλι όρ­ θιος καί ξανάρχισε τις βόλτες μέσα στό δωμάτιο, —θέλω νά καταλάβετε, Κόνκου­ εστ, φώναξε, οτι έχω πιά βαρεθή. θά δώσω τά πάντα στον άνθρωπο πού θά μέ άπαλλάξη άπό αύτούς... Βλέπω ότι χαμογελάτε ακόμα. Νο­ μίζετε ότι θά μπορούσα νά είχα ζήσει άνοιχτά, άντί νά μένω κλεισμέ­ νος εδώ μέσα διευθύνοντας τις επι­ χειρήσεις μου μέ τό ταχυδρομείο καί τό τηλέφωνο ; Πέφτετε έξω, Κόν­ κουεστ. Άν τό είχα κάνει αύτό, θά ήμουνα νεκρός τώρα. Μά ό Κόνκουεστ δέν χαμογελού­ σε πιά. Άκουγε σχεδόν μέ λύπη τόν δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο, πού ήταν προφανώς θϋμα μανίας καταδιώξεως. —Άν ένδιαφέρεστε, νεαρέ μου φίλε, συνέχισε ό Σέρ Τζών, θά σάς δώσω κάθε άναγκαία λεπτομέρεια, θά σάς δώσω άφθονες άποδείξεις οτι ό ’Άμπερσον, ό ’Άϊλς κΓ ό Μάρτιμορ δέν άξίζουν νά ζοϋν. Είμαι πλούσιος—εκατομμυριούχος—καί θά σάς δώσω πενήντα χιλιάδες λίρες άν μέ άπαλλάξετε άπό τά άνθρώπινσ αύτά σκουλήκια. Σέ κανέναν άλλον δέν θά μπορούσα νά έμπιστευθώ μιά τέτοιαν άποστολή. "Ηρθατε σέ μένα άπόψε άπό τόν ουρανό καί θεωρώ τόν έρχομό σας ώς πράξι θείας Πρό­ νοιας. —Μιλάτε σοβαρά ; ρώτησε ό Νόρ­ μαν. Πενήντα χιλιάδες λίρες εΐναι πολλά λεφτά, Σέρ Τζώ^. —Βέβαια, συνέχισε ό άλλος, άνάφερα άπλώς τό ποσό αύτό. Μπορείτε νά όνομάσετε εσείς όποιον άριθμό ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


θέλετε, δσο μεγάλος κι* άν είναι. Σας παρακαλώ, πιστέψτε δτι μιλώ σοβαρά, πολύ σοβαρά... Ό Νόρμαν δέν άκουγε μέ πολύ ενδιαφέρον. Ό λαιμός του πονοΟσε καί ή υπερβολική προσφορά του Σερ Τζών δέν τόν τραβοϋσε καθόλου. Απεναντίας, είχε άρχίσει νά πλήττη. Ό τρομαγμένος έκεΐνος άνθρωπος δέν βρισκόταν, κι’ ούτε είχε βρεθή ποτέ, σέ κίνδυνο... —Δέν πιστεύετε δτι τό πρόβλημά μου είναι άντάξιο τών ταλέντων σας, ε, Κόνκουεστ ; ρώτησε ό Σέρ Τζών ξαφνικά. — Πώς ; —Βλέπω άπό την έκφρασί σας δτι μέ λυπάστε.,. Πιστεύετε ίσως διι εί­ μαι θϋμα κάποιας μανίας. Καλά, λοιπόν. Κυττάξτε αυτά εδώ. "Ανοιξε ένα συρτάρι κΤ έβγα­ λε τρεις ντοσιέ. — Διαβάστε τό περιεχόμενό τους, είπε. Ό Εύθυμος Ρόμπιν Χουντ έσκυψε επάνω τους καί σέ λίγο ξέχασε τις ενοχλήσεις του λαιμού του στο διά­ βασμά τους. Κλώντ ’Άμπερσον... στήν επιφά­ νεια ένας τίμιος μεσίτης... στήν πραγ­ ματικότητα ένας άπατεώνας του χει­ ρότερου τύπου. Συντριπτικά άπόδεικτικά στοιχεία μέσα στόν φάκελλο έδιναν τά ονόματα ένός ολόκληρου καταλόγου θυμάτων, πού είχαν καταστραφή άπό αύτόν. ΤΗταν μιά μαύρη καί άπαίσια άπαρίθμησις αδυσώπη­ των σκληροτήτων. Καί ήταν φανερό δτι τά γεγονότα αυτά εΐχαν συλλεχθή άπό τόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ μέ τή μεγαλύτερη προσοχή καί ύπομονή.

Ούάλλας ’Άϊλς, δανειστής... ένας ατέλειωτος κατάλογος άπό κατε­ στραμμένα σπίτια, διαλυμένες οικο­ γένειες καί τσακισμένες ζωές. Ένας τοκογλύφος μέ μαύρη ψυχή. Τουλά­ χιστον επτά αύτοκτονίες μέσα σέ δυο χρόνια. Τζούλιους Μάρτιμορ, άρχαιοπώλης... Λιγώτερο μαυρόψυχος άπό τούς άλλους δυό, πάντως δμως ένας σκλη­ ρός παλιάνθρωπος κι’ αύτός, χωρίς ήθικές άρχές. Κλεπταποδόχος καί

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

απατεώνας. Στά νιάτα του ήταν έμ­ πορος λευκής σαρκός καί λαθρέμπο­ ρος ναρκωτικών... Καί οί τρεις φάκελλοι ήσαν έφωδιασμένοι μέ τις ανάλογες άποδείξεις. —Τούς έχετε καρφώσει για καλά, βλέπω, άδερφούλη, μουρμούρισε ό Νόρμαν σηκώνοντας τό κεφάλι του. ’Άν αυτά τά γεγονότα είναι πραγ­ ματικά...

— Μπορείτε νά εξετάσετε άν δέν μέ πιστεύετε, τόν διέκοψε γοργά ό Σέρ Τζών. Σάς λέγω, Κόνκουεστ, οί άνθρωποι αύτοί είναι απερίγραπτα εγκληματικοί. Είναι άπό τούς τύπους τών άνθρώπων μέ τούς οποίους δια­ σταυρώνετε τό ξίφος σας. Δέν είμαι δειλός... δέν ζαρώνω πίσω άπό τούς τοίχους αυτούς επειδή είμαι θύμα μιάς μανίας. Ό κίνδυνός μου μπορεί νά μήν είναι τόσο μεγάλος, δσο ήταν πριν οκτώ ή εννέα χρόνια, άλλά ποτέ δέν θά μπορέσω νά νοιώσω τόν εαυτό μου ελεύθερο, δσο αύτοί οί τρεις διάβολοι ύπάρχουν. —Αυτό μάς φέρνει, είπε ό Νόρ­ μαν ψυχρά, σ’ ένα ενδιαφέρον ση­ μείο. Μήπως κατά τύχην μέ περάσα­ τε γιά τόν ’Άλ Καπόνε; Ό άνθρω­ πος πού σάς χρειάζεται είναι, νομίζω, ένας πληρωμένος δολοφόνος καί μπο­ ρείτε νά βρήτε έναν μέ πολύ λιγώτερα άπό πενήντα χιλιάδες λίρες. Ξέ­ ρετε, ως αυτή τή στιγμή έχω κατα­ φέρει νά κρατήσω τή δολοφονία έξω άπό τό μενού μου... —Δολοφονία I, φώναξε ό Σέρ Τζών κατάπληκτος. Κόνκουεστ ! Δέν φαντά­ ζομαι νά νομίσατε... ^Όχι, δχι, όχι 1 Δέν θά σάς προσέβαλλα ποτέ κάνον­ τας μιά τέτοια πρότασι ! Δέν θέλω νά σκοτωθούν οί άνθρωποι αύτοί. θεέ μου 1 Δέν είμαι ούτε εγώ δολο­ φόνος ! — Επομένως ή δουλειά πού μου

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


προτείνετε δέν περιέχει αίμοτοχυσία ; —"Οχι, Θεέ μου ! Εκείνο πού θέ­ λω από σας είναι να δράσετε εναν­ τίον τους τόσο ριζικά, τόσο δραστι­ κά, ώστε νά μην άποτελοϋν πια α­ πειλή γιά μένα οι τρεις αυτοί διάβο­ λοι ! Τό πώς θά δράσετε, είναι δική σας είδικότης... Ακολούθησε σιωπή. Ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ έγειρε πίσω με τά μάτια μισόκλειστα καί με μιάν έκφρασι κυνικής διασκεδάσεως στο πρόσωπό του. Αυτό ήταν

κάτι καινούρνιο.,.κάτι διαφορετιι Τόν σκανδάλιζε. Πενήντα χιλιάδ λίρες καί εύθυμα παιχνίδια μέ τρε βρωμερούς χαρακτήρες πού, αν στευε* στά χαρτιά πού είχε διαβάσ άξιζαν τόν κόπο νά άπασχοληθή μ ζί τους. Ναι, άξιζε ίσως τόν κόπο Ένα κουδοϋδι άντήχησε κάπ μέσα στό σπίτι. — θά είναι ή Τζόϋ, είπε ό Νό μαν καί σηκώθηκε, Πάντα άνυπ μονή...

Ο ΤΖΟΥΛ ΙΟΥΣ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ΠΡΟ­ ΣΠΑΘΕΙ ΝΑ Α-

Είχε μαντέψει σωστά. Ήταν πράγματι ή Τζόϋ Έβεραντ, γεμάτη αγω­ νία. ανησυχία καί ταρα­ χή. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ καθυστέρησε μόνο μερικά λεπτά γιά νά τήν συστήση στόν Σέρ Τζών’ Γκάλλορυ κι* έπειτα τήν ώδήγησε στό αυτοκί­ νητο. — Είναι ό. Γλυκός Ουΐλλιαμ μαζί σου ; —"Οχι. Μόλις άκουσε δτι ήσουν καλά κι* δτι δέν υπήρχε κανένα μυ­ στήριο σ’ δλα αυτά, πήρε τό πρώτο τραίνο για τό Λονδίνο...απογοητευ­ μένος. — Πάντα πέφτει έξω ό Γλυκός Ουΐλλιαμ, έκάγχασε ό Νόρμαν. Έχω τό συναίσθημα, Τζόϋ, κορίτσι μου, δτι θά έχουμε γλέντιπολύ σύντομα. —"Ακούσε, Ρόμπιν Χούντ, είπε ή Τζόϋ μέ πολύ σταθερή φωνή, θέλω νά μάθω τί συμβαίνει- στό ιδιωτικό αυτό φρενοκομείο. Καί γιατί έχεις δεμένο τό λαιμό σου ; Τί συνέβη στό αεροπλάνο σου ; "Ακόυσα μερικά πα­ ράξενα πράγματα γιά τόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ... —’Άν μείνης σιωπηλή γιά μερικά λεπτά, θά σου διηγηθώ δλα δσα συνέβησαν, είπε ό Νόρμαν. Νομίζεις δτι μπορείς νά τό καταφέρης αυτό ;

24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΟΚΤΗΣΗ ΜΙΑΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΥ­ ΤΙΜΗ ΚΑΣΕΤΙΝΑ

"Οταν τελείωσε, πλη σίαζαν πια στό Λον δίνο. —Εΐπες στόν Σέρ Τζών δτι αναλαμβάνεις τήν άποστολή ; ρώτησε ή Τζόϋ. —Οί φάκελλοι εκείνοι ήσαν πολύ πειστικοί, μά πριν άναλάβω οριστικά τήν ύπόθεσι, θέλω νά πεισθώ απολύ­ τως, άπάντησε ό Νόρμαν. Νομίζω δτι αυτά τά τρία ανθρώπινα άποβράσματα θά δοκιμάσουν σύντομα μερι­ κές εκπλήξεις καί δέν βλέπω τό λό­ γο, γιατί νά μήν αυξήσουμε τήν κατάθεσί μας στήν τράπεζα μέ πενήντα χιλιάδες λίρες. Είναι ένα όμορφο, στρογγυλό ποσό. *Ώς τώρα δέν έχω ακόμα πληρωθή γιά νά άπονείμω δι­ καιοσύνη, μά πάντα ύπάρχει μιά άρ-

χή· — ΚΓ αν αυτός ό Γκάλλορυ είναι τρελλός καί δέν έχει δλα αυτά τά χρήματα; , — Τό σκέφτηκα κι’ εγώ αυτό, θά εξετάσω σχετικά. Γι’ αυτό δέ δέχτη­ κα επί τόπου νά άναλάβω τήν ύπόθεσι. Τοϋ υποσχέθηκα νά του τηλε­ φωνήσω σχετικά... Τήν επομένη μέρα ό Νόρμαν άρ­ χισε τις έρευνές του. "Αψογα ντυμέ­ νος, δπως πάντα, μ’ ένα κομματάκι μόνο λευκοπλάστη στόν λαιμό του —

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


κρυμμένο κι/ αυτό από τό κολλάρο του—ξεκίνησε για την καινούργια πε­ ριπέτεια του. Καί τό έκανε αυτό με τόσον εν­ θουσιασμό ώστ$ μέσα σέ λίγες ώρες είχε όλες τις πληροφορίες πού του χρειάζονταν. Τό συμπέρασμά του άπό τά πρώ­ τα του διαβήματα ήταν ότι ό ΣέρΤζών Γκάλλορυ δέν ήταν απλώς πλούσιος, άλλά πλουσιότατος.

Πήγε Στη Σκότλαντ Γυάρντ καί κουβέντιασε μέ τόν επιθεωρητή Ούΐλλιαμ Ούΐλλιαμς, καθώς καί μέ με­ ρικούς άλλους άξιωματούχους σέ διάφορα τμήματα τοϋ' κτιρίου. —Δεν χωρει αμφιβολία, είπε στήν Τζόϋ όταν τελείωσε, ότι ό Σέρ Τζών Γκάλλορυ ξέρει τί γυρεύει. Ό ’Άμπερσον, ό ’Άϊλς κι’ ό Μάρτιμορ εί­ ναι τρία πραγματικά αποβράσματα. Ό Νόμος έχε» τό ψυχρό μάτι του καρφοομένο επάνω τους χρόνια τώρα, μά δέν μπορεί να κάνη τίποτα. Εί­ ναι πολύ πονηροί. Καμμιά φορά σκέ­ πτομαι πώς κάτι συμβαίνει μέ τό κοινωνικό μας σύστημα πού επιτρέ­ πει σέ ποντίκια σάν αυτά εδώ νά κά­ νουν ό,τι θέλουν χωρίς νά τιμωρούν­ ται. Ή Σκότλαντ Γυάρντ ξέρει πολύ καλά ότι οί άνθρωποι αυτοί είναι εγκληματίες τοϋ χειρίστου τύπου, μά τό μόνο πού μπορεί νά κάνη εί­ ναι νά περιμένη, έλπίζοντας ότι, αργό ή γρήγορα, κάποιος άπ’ αύτούς θά κάνη κανένα σφάλμα. —Έδώ ακριβώς μπαίνεις εσύ στο λογαριασμό, Ρόμπιν Χούντ, είπε ή Τζόϋ μέ μάτια πού έλαμπαν. Δέν εί­ σαι υποχρεωμένος νά περιμένης νά κάνουν κανένα σφάλμα. Δέν ξέρω τί θά έκανε ή Σκότλαντ Γυάρντ χωρίς εσένα. "Ανθρωποι σάν τόν Βέγκλερ καί τόν Γκλίμπλεϋ θά δούλευαν ακό­ μα «κατά βούλησιν», άν δέν έπενέβαινες εσύ. Εκείνος πού δέ χωνεύω όμως είναι ό Γλυκός Ούΐλλιαμ, πού είναι πάντα έτοιμος νά σου βγάλη τό μάτι καί πού όμως, άν καμμιά φορά πάρη προαγωγή, θά την οφειλή σέ όσα έχεις κάνει εσύ. ’Αχαριστία ! Ό Νόρμαν έκάγχασε. —Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ είναι έν-

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

τάξει, είπε. Αυτό εΐναι μόνο ή έπίσημη μάσκα καί τή φορεί για τά προ­ σχήματα, Στο βάθος είμαστε σάν α­ δελφοί. Τό άπόγεμα ό Νόρμαν επιθεώρησε τό κατάστημα τοϋ κ. Τζούλιους Μάρτιμορ καί τά γραφεία τοϋ κ. Κλώντ ’Άμπερσον, καθώς καί τά επιδεικτικά δωμάτια τοϋ κ. Ούάλλας ’Άϊλς. Δέν είχε ακόμα σχηματίσει κανένα σχέ­ διο δράσεως. "Αλλωστε αύτή ήταν ή μέθοδός του. Τά σχέδια, πίστευε, ήσαν πράγματα πού συνήθως έπεφταν έξω. ΤΗταν προτιμότερο, σκεπτόταν, νά κράτη τά μάτια του ανοιχτά καί νά άρπάζη τις ευκαιρίες, μόλις πα­ ρουσιάζονταν, Μιά τέτοια ευκαιρία τοϋ παρου­ σιάστηκε τήν επομένη μέρα. Γινόταν μιά σπουδαία δημοπρασία στις διά­ σημες αίθουσες πωλήσεως «Χριστίν» καί ό Νόρμαν Κόνκουεστ ήταν βέβαι­ ος οτι ό Μάρτιμορ 6ά ήταν εκεί πα­ ρών. Καί ό Νόρμαν ήθελε νά μελετήση τόν Μάρτιμορ άπό πολύ κοντά. Είχε μαντέψει σωστά. Ό Τζούλι­ ους Μάρτιμορ ήταν εκεί. Ό Νόρμαν, πού τόν είχε δη μέσα στο άρχαιοπωλεϊο του, δέν δυσκολεύτηκε νά τόν άνακαλύψη ανάμεσα στό πλήθος. Ό Μάρτιμορ είχε στενούς ώμους, σκυφτό κορμί, λεπτά χείλη καί μυτε­ ρή μύτη καί έμοιαζε εκπληκτικά μέ γύπα. Ό κ. Μάρτιμορ ήταν στις κακές του. Διεξήγετο ή δημοπρασία μιας πολύτιμης αρχαίας κασετίνας, πού

άλλοτε άνήκε στήν ένδοξη οικογένεια τών Σφόρτσα. "Ενας άπό τούς πελάτες τοϋ κ. Μάρτιμορ —ένας άπό τούς νόμιμους

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


πελάτες του, γιατί οί περισσότεροι ήσαν παράνομοι—του είχε άναθέσει νά πάρη μέρος στή δημοπρασία καί νά άγοράση την κασετίνα τών Σφόρτσα. Καί ό Τζούλιους Μάρτιμορ είχε την κακοτυχία νά πέση επάνω σ’έ­ ναν διάσημο πάμπλουτο συλλέκτη έρ­ γων τέχνης, τον Κόμητα του Κλάουρι. Οί άλλοι πλειοδότες είχαν , υπο­ χωρήσει έπειτα από τους πρώτους διαξιφισμούς καί εΐχαν μείνει μόνο ό Μάρτιμορ καί ό Λόρδος Κλάουρι, πού ήταν γνωστός για την επιμονή καί την ξεροκεφαλιά του.

Τέσσερις χιλιάδες λίρες ήταν ή μεγαλύτερη τιμή πού όλοι περίμεναν ότι θά έπιανε ή κασετίνα των Σφόρτσα, μά ό Λόρδος Κλάουρι είχε α­ κόμα ανεβάσει τήν τιμή στις πέντε χι­ λιάδες, άφου έρριξε μιά άγρια ματιά στον Μάρτιμορ. —Πέντε χιλιάδες λίρες, Κυρίες καί Κύριοι, φώναξε ό κλητήρας. Προσέφεραν... — Πέντε χιλιάδες πενήντα, είπε ό Τζούλιους Μάρτιμορ. —"Εξη χιλιάδες !, φώναξε προκλη­ τικά ό Λόρδος Κλάουρι. Ό Μάρτιμορ σκεφτηκε γοργά. Τό άνέβασμα αυτό τής τιμής μπορούσε νά συνεχισθή γιςχ ώρες, γιατί ό Λόρ­ δος Κλάουρι δεν ήταν από τούς αν­ θρώπους πού υποχωρούν όταν άρχίζουν κάτι. ’Έτσι άπεσύρθη καί ή Κασετίνα των Σφόρτσα κατεκυρώθηκε στόν Λόρδο Κλάουρι... Ό Λόρδος άποτραβήχτηκε στην άλλη άκ(όη τής αιθούσης. Είχε καθί­ σει στήν άκρη του ντιβανιοΰ, όπου ήταν καθισμένος ό Νόρμαν, καί κρα­ τούσε σημειώσεις επάνω σ’ εναν κα­ τάλογο τής δημοπρασίας, όταν ό Μάρτιμορ πλησίασε, χωρίς νά προσέξη τον Νόρμαν, πού είχε κρύψει τό πρόσωπό του πίσω άπό μιάν εφη­ μερίδα. —Μπορώ νά σάς απασχολήσω, Λόρδε Κλάουρι... — ’Ώ, έσεϊς είστε], είπε ό Λόρδος

26 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κυττάζοντας μέ, άηδία τόν Μάρτιμορ Λοιπόν ; — Υποχώρησα γιατί θά ήταν γε­ λοίο αν άνεβάζαμε τήν τιμή τής κα­ σετίνας αυτής σέ φανταστικούς αριθ­ μούς, είπε ό Μάρτιμορ. Σκέφτηκα μήπως θά μπορούσαμε νά κάναμε υιά συμφωνία. —Τότε πάψτε νά σκέπτεσθε. Δεν μπορούμε. —"Ενας πελάτης μου θέλει πολύ νά άποκτήση αυτή τήν κασετίνα καί θά πλήρωνε ευχαρίστως επτά χιλιάδες λίρες... —Επτά χιλιάδες κουραφέξαλα !, απάντησε ό Λόρδος Κλάουρι. Δέν... — Όκτώ χιλιάδες ϊσως ; τόν διέ­ κοψε ό Μάρτιμορ. —Όχι! Ή κασετίνα είναι δική μου καί θά με υποχρεώσατε άν πάψετε νά μέ ένοχλήτε ! Τό στόμα τού Μάρτιμορ έκλεισε σάν φάκα. —Ό πελάτης μου θά μπορούσε να προσφέρη εννέα χιλιάδες, είπε μιλώντας μέ δυσκολία μέσ’ άπό τά σφιγμένα δόντια του. — Παρατάτε με ήσυχο 1, φώναξε ό Λόρδος Κλάουρι μέ θυμό. Δέν εν­ νοώ νά... —’Όχι, δχι, είπε βιαστικά ό Μάρτιμορ ρίχνοντας μιάν ανήσυχη ματιά επάνω άπό τόν ώμο του. Δέν ύπάρχει λόγος νά δημιουργήσετε μιά σκηνή. "Αν θέλετε νά συγκρατήσετε τή φωνή σας,.. —Νά πάρη ό διάβολος I, μούγγρισε ό Λόρδος Κλάουρι. ’Έχετε τήν άάναίδεια νά μού λέτε ότι δημιουργώ μιά σκηνή ; —Όχι, όχι. — Καί μή μού λέτε κάθε τόσο «’Όχι, όχι» μ’ αυτό τόν βλακώδη τρόπο ! Όσο γιά τή φωνή μου, θά τήν ύψώσω όσο μπορέσω, θεέ καί Κύριε 1 Δική μου δέν είναι ή φωνή ; Τί διάβολο θέλετε νά πήτε, σέρ, ισχυριζόμενος ότι πρέπει νά συγκρα­ τήσω τή φωνή μου ; Άναιδέστατε...

Ό Τζούλιος Μάρτιμορ ήταν χλω­ μός άπό λύσσα μά μέ μιάν απεγνω­ σμένη προσπάθεια κατάφερε νά συγκρατηθή.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


—Πρόκειται για σοβαρή προσφο­ ρά, Λόρδε Κλάουρι, είπε λαχανιαστά. Ή τελική μου προσφορά είναι δέκα χιλιάδες... —Μπορείτε νά δόσετε τήν τελική σας προσφορά—και τόν εαυτό σας μαζί—στό διάβολο, μούγγρισε ό Λόρδος Κλάουρι κάνοντας δλους τούς παρισταμένους νά χαμογελάσουν, θά διαμαρτυρηθώ στή διεύθυνσι του κτιρίου.-* Δέν μπορώ νά ανεχθώ νά με ενοχλούν απεχθή ποντίκια του είδους σας... Μιλούσε τώρα στον άδειο αέρα γιατί ό μανιασμένος Μάρτιμορ είχε έξαφανιστή. —Περίφημο I, μουρμούρισε ό Νόρμαν Κόνκουεστ καθώς τό σπέρμα μιας ιδέας γεννιόταν στό μυαλό του. «Δ,άσημος συλ­ λέκτης καί αρχαιοπώλης διεπληκτίσθησαν εις τάς αίθούσας πωλήσεως Χριστίν...». Θά τό έ­ χουν όλες οί εφημερίδες. Τί πιό γλυκό μπορούσε νά βρή κανείς; Συγχαίροντας τόν εαυτό του για τήν τύχη του, ό Νόρμαν βγήκε άπό τήν αίθουσα. Καθώς γύριζε σπίτι μ’ ένα ταξί, μια μικρή εϊδησις στή βραδυνή του εφημερίδα τράβηξε τήν προσοχή του καί έβαλε τήν τελική πινελιά στό σχέ­ διό του. — "Ακόυσες ποτέ γι’ αύτό τό που­ λί, Γλυκομάτα ; ρώτησε τήν Τζόϋ δείχνοντάς της τήν είδησούλα δταν έ­ φτασε στό διαμέρισμά του. — Ποιόν; Τόν Κορνήλιο Τζέη Χόπερ ; Καί βέβαια έχω ακούσει ·γΓ αυ­ τόν. Βλέπω δτι έφτασε σήμερα τό πρωί στό Λον&ίνο. Δέν εΐναι εκείνος πού θέλησε κάποτε νά άγοράση δλα τά έργα τέχνης, πού βρίσκονται μέσα στό Βρεταννικό Μουσείο, καί νά τά μεταφέρη δλα στήν Αμερική ; — Ό ϊδιοςΐ, έκάγχασε ό Νόρμαν. Είναι ένας παλαβός συλλέκτης μέ πενήντα εφτά εκατομμύρια δολλάρια στό χρηματοκιβώτιό του 1... Καί είναι εδώ, στό Λονδίνο I — Νόρμαν 1 Δέν φαντάζομαι νά σκέπτεσαι... —Σύνελθε, Γλυκομάτα ! Μέ είδες ποτέ νά έκμεταλλεύωμαι τούς άδύνατους στό πνεύμα; Καί, πίστεψέ με,

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ό άδερφούλης Κορνήλιος είναι τόσο αδύνατος στό πνεύμα, ώστε ή τερά­ στια έπαυλίς του στό Λόνγκ ’Άϊλαντ τής Νέας Ύόρκης εΐναι γεμάτη άπομιμήσεις έργων τέχνης. Κάθε άρχαιοπώλης, πού^θά|μπορέση νά άγκιστρω-

θή καλά στόν Κορνήλιο, μπορεί νά είναι σίγουρος πώς θά περάση άνε­ τα γερατειά. —"Αν είναι τόσο βλάκας, είναι ν’ άπορή κανείς πώς του επιτρέπουν νά χρησιμοποιή ένα βιβλιάριο τσέκ. —Δέν του επιτρέπουν. Πολυποί­ κιλα συμφέροντα τής οικογένειας Χόπερ έχουν χαρίσει στόν άδελφούλη Κορνήλιο έναν λόχο άπό σωματο­ φύλακες πού, κάθε φορά πού ό Κορ­ νήλιος δοκιμάζει νά μπή σ’ ένα άρχαιοπωλείο. του βάζουν τόν ζουρλο­ μανδύα... "Οχι. Ένδιαφέρόμαι γιά τόν άνθρωπο αυτόν απλώς επειδή τυ­ χαίνει νά βρίσκεται στό Λονδίνο αυ­ τή τήν εβδομάδα. Τζόϋ, Γλυκομάτα, κύτταξε καλά τόν Κορνήλιο Τζέη Χόπερ 1 Καί...έδειξε τόν εαυτό του! Ή Τζόϋ τόν κύτταξε κατάπληκτη στήν αρχή καί γεμάτη αποδοκιμασία έ­ πειτα. — Δέν τό πιστεύω I, είπε τό κορί­ τσι έπιτιμητικά. Δέν θέλεις νά μου πής, βέβαια, δτι θά πλαστοπροσωπήσης αύτό τόν παλαβό Αμερικανό έ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27


μεγάλη διασκέδασις τής ζωής του ή­ κατομμυριοϋχο ; Νόρμαν 1 "Αρχισες ταν νά μαζεύη θησαυρούς κάτω άπό νά γλυστράς ! Φαίνεται πώς διάβα­ τήν πλάκα τού τζακιού καί ή έρημισες πολλά φτηνά αστυνομικά μυθι­ τική ζωή πού έκανε του άρεσε πολύ στορήματα τόν τελευταίο -καιρό... Ήταν ακόμα νευριασμένος γιά* —Λίγο γκρίζο στους κροτάφους τήν Αποτυχία του στις αίθουσες Χρικαί γυαλιά μέ χοντρό σκελετό θά εί­ στίν, νωρίτερα εκείνο τό βράδυ. Δέν ναι δ,τι χρειάζεται, μουρμούρισε ό είχε άκόμα τηλεφωνήσει οτόν πελά­ Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ κυττάζοντας τη του, πού ήθελε τήν Κασετίνα τών τό πρόσωπό τού μέσα σ’ έναν καθρέ­ Σφόρτσα, γιατί ήξερε δτι δέν θά ή­ φτη. Ποιός εΐπε πώς γλυστρώ ; Μήν ταν καθόλου ευχάριστο αυτό τό τη­ τό πιστέψης. Δεν πρόκειται νά παρα­ λεφώνημα. Καί ή άνάμνησις τής σκη­ στήσω τόν Χόπερ μπροστά σέ άνθρώνής μέ τό Λόρδο Κλάουρι έκανε τά πους, πού τόν ξέρουν σαν αδελφό δόντια του νά σφίγγωνται. τους... Δέν είμαι τόσο βλάκας. Πές μου κάτι, Γλυκομάτα, έχεις δή ποτέ καμμμιά φωτογραφία του Κορνήλιου Τζέϋ Χόπερ ; —Δέ θυμάμαι νά είδα καμμιά. Τό τηλέφωνο κουδούνισε. Ό Μάρ—Θά σου πω γιατί. Ο Κορνήλιος τιμορ σηκώθηκε άπό τήν πολυθρόνα μισεί τούς φωτογράφους σαν τόν διά­ του, άκούμπησε προσεκτικά τό μισοβολο καί στή θέα απλώς μιας φωτο­ καπνισμένο πούρο του σ’ ένα τασά­ γραφικής μηχανής άνασκιρτά σαν ξα­ κι καί άπλωσε τό χέρι του. θά ήταν φνιασμένο άλογο καί φεύγει, Αφή­ ΐσως ό ’Άμπερσον ή ό ’Άΐλς. Κανέ­ νοντας τούς σωματοφύλακές του νά νας άλλος δέν του τηλεφωνούσε μετά δείρουν τόν φωτογράφο καί νά τσα­ τό κλείσιμο τού καταστήματος... κίσουν τη μηχανή... Κι* αν εμείς δέν —Μάλιστα ; έχουμε δή μια φωτογραφία τού Κορ—Δόστε μου τόν κ. Τζούλιους νηλίου, εΐναι φυσικό νά μήν έχη δή Μάρτιμορ. ούτε ό άδερφούλης Μάρτιμορ. Ναι, -Ό ίδιος. νομίζω δτι έχω μια πολύ απλή καί — Αύτό είναι σπουδαίο, είπε μιά εύκολη μέθοδο γιά νά καθήσω τόν εγκάρδια φωνή από τήν άλλη άκρη Μόρτιμορ στο σκαμνί... τού σύρματος. Ακούστε, κ. ΜάρτιΤΗταν βράδυ καί μόλις είχαν κλεί­ μορ, μοΰ εΐπαν πώς είστε ό καλύτεσει τά καταστήματα, όταν τό τηλέ­ φωνο κουδούνισε στό διαμέρισμα του / ρος Αρχαιοπώλης άπό αύτή τή μεριά του Ατλαντικού. Είναι αύτό σωστό ; Τζούλιους Μάρτιμορ, στό πίσω μέ­ Ή φωνή, εκτός άπό εγκάρδια, ή­ ρος του καταστήματος του, στήν Όδό ταν καί πολύ Αμερικανική καί έδινε ’Όουλντ Μπόντ. τήν έντύπωσι Ανθρώπου πού ξέρει νά διατάζη. --Έχω κάποια φήμη, Απάντησε ό Μάρτιμορ προσεκτικά. Μέ ποιόν έχω τήν τιμή νά μιλώ ; Δέν Αναγνωρίζω Ό Μάρτιμορ ήταν μόνος. Ήταν τή φωνή σας... ξαπλωμένος άνετα σέ μιά πολυθρόνα . —Δέν μπορείτε νά τήν άναγνωρίκαί διάβαζε τη βραδυνή εφημερίδα τε, Μάρτιμορ, διέκοψε ό άλλος. Δέν του. Ό Μάρτιμορ ζούσε μόνος... γε­ έχουμε συναντηθή ποτέ. Είμαι ό Κ. γονός γιά τό όποιο ό Νόρμαν ΚόνΤζ. Χόπερ... κουεστ είχε βεβαιωθή άπό πριν. Βέ­ Παραλ(γο νά πέση τό τηλέφωνο βαια, στό διάστημα τής ημέρας, οί άπό τό χέρι τού Μάρτιμορ. Λίγα λε­ υπάλληλοι τού Μάρτιμορ βρίσκονταν πτά πριν, διάβαζε στήν εφημερίδα στό κατάστημα, "Οταν όμως ή προ­ δτι ό εκκεντρικός Αμερικανός εκα­ θήκη καί ή πόρτα κλείνονταν καί κλει­ τομμυριούχος είχε φτάσει στό Λον­ δώνονταν δέν ύπήρχε κανένας άλλος δίνο. εκεί μέσα άπό τόν Μάρτιμορ. —Ό Κ. Τζ. Χόπερ; έπανέλαβε Ήταν άνθρωπος με απλές συνή­ γοργά. Ό Κορνήλιος Τζέη Χόπερ; θειες καί γούστα. "Ετρωγε πολύ, λίγο —Πόσοι Κ. Τζ. Χόπερ νομίζετε καί διασκέδαζε ακόμα λιγώτερο. Ή

■ 28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


πώς υπάρχουν ατό Λονδίνο; ρώτησε ή φωνή γκρινιάρικα. Σάς τηλεφωνώ από τό Ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ. "Ολοι νομίζουν πώς έχω πλαγιάσει. Ακουστέ, Μάμτιμορ, υπάρχουν ώρισμένοι λόγοι πού μ5 εμποδίζουν νάρθώ στό κατάστημά σας τις εργά­ σιμες ώρες... ν

Ή φωνή σώπασε σαν άπό άμηχανία. Ό Τζουλιους. Μάρτιμορ κατά­ λαβε. Είχε άκούσει γιά τούς σωμα­ τοφύλακες του Χόπερ. Καί ήξερε δτι ό Χόπερ, γιά έναν άρχαιοπώλη, ή­ ταν σωστό χρυσωρυχείο. — Ναί, ναί, κ. Χόπερ, είπε ό Μάρτιμορ. Νομίζω δτι καταλαβαίνω... —Χμ 1, γρύλλισε ή φωνή. Ακου­ στέ. Νομίζω πώς έχετε ίσως μερικά πράγματα στό κατάστημά σας, πού θά ήθελα νά άγοράσω. θέλω να συ­ ναντηθούμε άπόψε. — Βεβαίως... βεβαίως! —Στις έντεκα ; — Ή ώρα είναι κάπως άσυνήθιστη, μά δεν έχω αντιρρήσεις... — Ωραία 1 Δεν μπορώ, βλέπετε, πρίν άπό τις έντεκα. —θέλετε νάρθώ στό ξενοδοχείο σας ; —Διάβολε, όχι 1 θά γλυστρήσω έξω καί... χμ, θέλω νά πώς δτι θά είμαι στό κατάστημά σας στις έντε­ κα άκριβώς. θά είναι κανένας άλλος εκεί ; Μόνο εσείς ; Σπουδαία I Περί­ φημα ! θά ρίξουμε μιά ματιά καί θά συνεννοηθοΰμε. Εντάξει, Μάρτιμορ. —Τό κατάστημά μου θά είναι κλειστό βέβαια, είπε ό Μάρτιμορ μέ τήν άνάσα πιασμένη. Μά, άν κάνετε τόν κόπο νά πιέσετε τό κουδούνι τής ιδιαιτέρας εισόδου, θά σάς άνοίξω άμέσως. —Όκαίϋ !, είπε ή φωνή. Ή γραμμή διεκόπη καί ό Μάρτιμορ κρέμασε τό άκουστικό. Τό λιγνό, μυτερό πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. ’Έμοιαζε μέ γύπα, πού είχε ξα­ φνικά δη ένα άφθονο καί ορεκτικό γεύμα. Τά άπληστα μάτια του έλαμ­ παν καί τά λεπτά χέρια του τρίφτη­ καν τό ένα μέ τ’ άλλο. — Ό Χόπερ, μουρμούρισε γουρΤΟΥ

ΣΑΤΑΝΑ «

γουριστά. Ό ίδιος ό Χόπερ ! Μ’ άλλα λόγια είχε πέσει γιά κα­ λά στήν άπλή καί σχεδόν παιδιάστι­ κη παγίδα, πού τού είχε στήσει ό Νόρμαν Κόνκουεστ. Ό εκκεντρικός εκατομμυριούχος, σκεπτόταν, θά έξαπατούσε τούς σωματοφύλακές του καί θά γλυστροΰσε έξω... Τί σπουδαία ευκαιρία ! Ό άν­ θρωπος αυτός ήταν άμύθητα πλού­ σιος καί συγχρόνως πασίγνωστος γιά τή βλακεία του, ιδιαίτερα στό ζήτη­ μα τών έργων τέχνης. Ό Μάρτιμορ θά τόν φόρτωνε μέ ένα σωρό άσήμαντα παλιοπράγματα καί θά τού άποσποΰσε υπερβολικές τιμές... Στήν άλλη άκρη τού σύρματος, ό Νόρμαν Κόνκουεστ χαμογελούσε ευ­ τυχισμένα. ΤΗταν ξαπλωμένος σέ μιά πολυθρόνα στό διαμέρισμά του καί ή Τζόϋ ήταν καθισμένη κοντά του. , —Λές νά σέ πίστεψε ; ρώτησε τό κορίτσι. —Καί βέβαια!, επίε ό Νόρμαν, θά μέ περιμένη πίσω άπό τήν πόρτα του στις έντεκα άπόψε. Τελειώσαμε μέ τό τηλεφώνημα Νο Ί. Τώρα προ­ χωρούμε στό τηλεφώνημα Νο 2. Ή τηλεφωνική συσκευή ήταν α­ κόμα άκουμπημένη στά γόνατά του. Συνέθεσε έναν αριθμό. Μιά φωνή άπάντησε, ή δυνατή, γνωστή φωνή τού Λόρδου Κλάουρι. — Μέ συγχωρείτε πού σάς τηλεφω­ νώ τέτοιαν ώρα, Λόρδε Κλάουρι, μά θά μπορούσατε νά μοΰ δώσετε μισό λεποό ; ν

Ή φωνή τού Νόρμαν είχε γίνει, λεπτή καί ξηστή καί άκόμα κι’ ή Τζόϋ, πού είχε παρακολουθήσει τις προκαταρκτικές δοκιμές του, τόν κύτταξε μέ έκπληξι. — Είμαι ό Μάρτιμορ, σέρ, συνέ­ χισε ό Νόρμαν, ό Τζούλιους Μάρτιμορ τής Όδού ’Όουλντ Μπόντ... — Δέν χρειάζεται νά μοϋ πήτε ποιος είστε, είπε απότομα ή άνυπόμονη φωνή άπό τήν άλλη άκρη τού σύρμάτος. Λοιπόν, τί θέλετε ; Ό Νόρμαν έκλεισε τό μάτι στήν Τζόϋ μέ ίκανοποίησι. Ή μίμησίς του τήξ φωνής του Μάρτιμορ ήταν τόσο επιτυχής, ώστε ό Λόρδος Κλάουρι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


είχε αναγνωρίσει τή φωνή του αρ­ χαιοπώλου. Τό μημητικό ταλέντο τοϋ Νόρμαν ήταν άπό τα πιό σπάνια. — Πρόκειται για τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα, σέρ... —Αγαθέ θεέ!, τόν διέκοψε με άγανάκτησι ό Λόρδος Κλάουρι. Δεν φαντάζομαι να θέλετε να κάνετε κι* άλλη προσφορά, Μάρτιμορ] Νομίζω δτι σάς είπα άρκετά καθαρά... —Παρακαλώ, άκουστε με, σέρ, εί­ πε ό Νόρμαν. Παρακαλώ, κάνετε υ­ πομονή. Σάς Ικετεύω, σέρ, νά κάνετε υπομονή. Εΐδα τόν πελάτη μου καί είναι στενοχωρημένος, πολύ στενο­ χωρημένος. θέλει πολύ νά απόκτηση αυτή τήν κασετίνα καί είναι θυμωμέ­ νος μαζί μου πού δεν κατώρθωσα νά τήν πάρω. Προσφέρω δώδεκα χιλιά­ δες λίρες... 7Ηχοι θυμού βγήκαν άπό τό α­ κουστικό. — Μιά στιγμή, σέρ, μιά στιγμή, συνέχισε ό Νόρμαν. Μπορώ νά σάς διαβεβαιώσω ώς ειδικός δτι ή Κασε­ τίνα τών Σφόρτσα δέν αξίζει ούτε τά μισά απ’ δσα σάς προσφέρω! Δέν είναι κάτι μοναδικό καί έχω κάτι άλ­ λο πιό ενδιαφέρον νά σάς προσφέρω. "Αν μου έπιτρέψετε... —Γιά όνομα του θεού, Μάρτιμορ, τί σάς έχει πιάσει ; φώναξε με θυμό ό Λόρδος Κλάουρι. Σάς εΐπα, δσο πιό καθαρά μπορούσα, δτι δέν δέχο­ μαι καμμιά προσφορά γιά τήν Κασε­ τίνα τών Σφόρτσα I —Μά δώδεκα χιλιάδες λίρες σέρ... —Δώδεκα χιλιάδες κουραφέξαλα!, μούγγρισε ό Λόρδος Κλάουρι. Πέστε στόν πελάτη σας δτι μπορεί νά πάη στό διάβολο 1

Ό Νόρμαν Κόνκουεστ χαμογέλα­ σα ευτυχισμένα. Ό πεισματάρης καί ξεροκέφαλος Λόρδος Κλάουρι είχε άντιδράσει άκριβώς δπως ό Νόρμαν περίμενε. Ό Λόρδος έβγαζε —φυσικά — τό συμπέρασμα δτι, γιά νά προσφέρη ό Μάρτιμορ δώδεκα χιλιάδες λίρες, ή κασετίνα άξιζε άκόμα πιό πολύ. 'Ένας άρχαιοπώλης με τήν πεί­ ρα τού Μάρτιμορ δέν μπορούσε νά κάνη γκάφες.

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Δέν μπορώ νά πώ στόν πελάτη ένα τέτοιο πράγμα, Λόρδε Κλάουρι, είπε ό Νόρμαν μέ προσβεβλημένη φωνή. Πάντως μέ έντελώς δική μου πρωτοβουλία, θά άνεβάσω τήν προ­ σφορά σε δεκατέσσερις χιλιάδες καί σάς συμβουλεύω νά σκεφθήτε προσε­ κτικά ! —Μέ συμβουλεύετε νά κάνω... τί ; — Σάς προειδοποιώ σοβαρώς, Λόρ­ δε Κλάουρι... —Μέ προειδοποιείτε !, μούγγρισε ό Λόρδος. Αυθάδη παλιάνθρωπε! Πώς τολμάτε νά μού μιλάτε έτσι;

—Μιλώ δπως* μού αρέσει 1, φώνα­ ξε ό Νόρμαν σάν νά είχε ξαφνικά χάσει τήν αυτοκυριαρχία του. Σάς λέγω, Λόρδε Κλάουρι, δτι σκοπεύω νά άποκτήσω αυτή τήν κασετίνα. —Σκοπεύετε...! θεέ μου ! Ποτέ δέν άκουσα... —Επειδή είστε πλούσιος νομίζε­ τε πώς μπορείτε νά συμπεριφέρεστε δπως θέλετε, έ ; γρύλλισε ό Νόρμαν μέ φωνή πού έτρεμε άπό λύσσα. Λοι-. πόν, ακούστε κάτι, Λόρδε Κλάουρι Ερασιτέχνες συλλέκτες τού τύπου σας εΐναι ντροπή καί μπελάς γιά τό εμπόριό μας. θά άποκτήσω αυτή τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα είτε τό θέλε­ τε είτε όχι... — Αόθάδη... Ό Νόρμαν έκάγχασε, καθώς ή γραμμή διεκόπτετο. Ό Λόρδος Κλάουρι είχε βροντήσει τό ακουστικό στή θέσι του. — ’Ώ, ώ, ώ!, είπε ό Νόρμαν μέ τή συνηθισμένη του φωνή. Φοβούμαι δτι ό Λόρδος έχει πάθει παροξυσμό λύσσας αυτή τή στιγμή καί τραβά τά μαλλιά του—ή μάλλον δ,τι έχει άπομείνει άπό αυτά, θεωρεί τώρα τόν Μάρτιμορ ώς κάτι ενοχλητικό καί απειλητικό. —Πολύ καλά, Ρόυ,πιν Χούντ, εΤπε ή Τζόϋ, μά πού θά σέ όδηγήση αυτό ; —Τό ζήτημα είναι... όχι πού θά όδηγήση εμένα άλλά πού θά όδηγήση τόν Μάρτιμορ. θά δοκιμάσης εκπλή­ ξεις, Γλυκομάτα.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


ΟΠΟΥ Ο ΕΥΘΥ­ ΜΟΣ Ρ Ο Μ Π I Ν ΧΟΥΝΤ ΕΤΟΙΜΑ-

Ό νεαρός Νόρμαν Κόνκουεστ δεν ένοιωθε κανέναν δισταγμό καί καμμιά τόψι σχετικό: μέ τό έργο πού είχε άναλάβει. Ό Τζούλιοσς Μάρτιμορ ήταν ένα ποντίκι κΓ αυτό ήταν εκείνο πού ένδιέφερε κυρίως τον Νόρμαν. Βέβαια, ό Νόρμαν εΐχε ήδη βγά­ λει τό συμπέρασμα δτι οί φόβοι τοϋ Σερ Τζών Γκάλλορυ ήσαν υπερβολι­ κοί... αποτέλεσμα πολύχρονης μο­ ναξιάς. Ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ δεν πί­ στευε, ούτε για μια στιγμή, δτι ό Σερ Τζών θά διέτρεχε τον παραμι­ κρό κίνδυνο, αν γκρέμιζε τον μεγάλο τοίχο του κι5 έβγαινε στ3 ανοιχτά. Ό φτωχός άνθρωπος ήταν θύμα αυ­ ταπάτης. Αυτό δμως δεν έσήμαινε δτι οί κ. κ. ’Άμπερσον, ’Άϊλς καί Μάρτιμορ δέν ήσαν άρρώστειες—καί μάλιστα κακοήθεις άρρώστειες—στο κορμί τής κοινωνίας. Δουλεύοντας έτσι ώστε νά μην μπορή ό νόμος νά τούς άρπάξη από τον γιακά, οί τρεις αυτοί άνθρωποι άνήκαν στη βδελυρή εκεί­ νη τάξι των γλυστερών ανθρώπων, πού ό Νόρμαν Κόνκουεστ κυνηγούσε καί έξώντωνε μέ χαρά. Ό Νόρμαν πέρασε τήν ώρα του, μεταξύ των τηλεφωνημάτων του καί τής ώρας του ραντεβού του μέ τόν Μόρτιμορ, σε μια προσεκτική άναγνώρισι τού εδάφους. Καί άναγνώρισι τού εδάφους για τόν Νόρμαν ήταν νά σκαρφαλώνη τολμηρά επάνω άπό τοίχους καί νά περιφέρεται σέ ξένους κήπους σάν νά ήταν δικοί του. Ό κήπος στήν περίπτωσι αύτή άνήκε στόν Λόρδο Κλάουρι καί τό γεγονός δτι απείχε μόνο τρίαΐςεπτά μέ τά πόδια άπό τήν Όδσ "Οουλντ Μπόντ έκανε τό πρόγραμμα τής βραδυάς τουάπλό καί εύκολο... Ή ώρα ήταν έντεκα άκριβώς δταν

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΖΕΙ ΜΕ ΜΑΕΣ­ ΤΡΙΑ ΜΙΑΝ ΑΠΙ­ ΘΑΝΗ ΠΑΓΙΔΑ !

ένα ταξί σταμάτησε μπρο­ στά στο κατάστημα τού Τ ζ ο ύ λ ι ο υς Μάρτιμορ. Μιά ελαφρά σκυφτή μορ­ φή ντυμένη μέ βαρύ παλ­ τό καί άνοιχτόχρωμο καπέλλο, βγήκε γοργά άπό τό ταξί σάν φελλός άπό μπουκάλι σαμπάνιας. Τό φώς ενός κοντινού ήλεκτρικού γλόμπου έλαμψε επάνω σέ ματογυά­ λια, καθώς ό άνθρωπος κύτταζε προς τή μιά καί τήν άλλη μεριά τού δρό­ μου. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ ήταν βέ­ βαιος δτι ό Μάρτιμορ κύτταζε έξω, άπό καμμιά τρύπα, καί ήθελε νά δώση τήν κατάλληλη έντύπωσι. Πλήρωσε τόν σωφέρ βιαστικά κι’ έπειτα, άφοΰ έρριξε άλλη μιά ματιά γύρω, προχώρησε προς τήν πόρτα τού Μάρτιμορ καί πίεσε τό κουμπί. Ή πόρτα άνοιξε άμέσως, —Ό Μάρτιμορ ; ρώτησε ό Νόρ­ μαν. —Μάλιστα, σέρ ; Ό κ. Κορνήλιος Τζέη Χόπερ, υποθέτω ; — Χμ, περιμένατε κανέναν άλλον ; είπε ό Νόρμαν καχύποπτα. Καί βέ­ βαια είμαι ό Χόπερ... Δέν μέ παρα­ κολουθούσε κανένα ταξί, έ ; Ελπίζω νά τούς ξέφυγα γιά καλά, μά είναι εύσυνείδητοι καί ξέρουν καλά τή δου­ λειά τους... ’Άς μπούμε μέσα.

Μπήκε σπρώχνοντας καί ό Μάρτιμορ έκλεισε τήν πόρτα. Τό πρόσω­ πο τού Μάρτιμορ χαμογελούσε πλατειά, μολονότι δέν ήταν ορατό μέσα στο σκοτάδι. Συνεπέρανε δτι ό επι­ σκέπτης του άνησυχοΰσε γιά τούς σωματοφυλακές του. Ό Μάρτιμορ ώδήγησε τόν επι­ σκέπτη του στό διαμέρισμά του καί τόν κότταξε μέ περιέργεια. Μέ τήν πρώτη ματιά ικανοποιήθηκε. Δέν εί­ χε ποτέ του δή τόν Κορνήλιο Τζέη

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 31


Χόπερ, μά ό άνθρωπος αυτός ήταν ακριβώς όπως τόν εΐλε φανταστή... Κι* δμως ό Νόρμαν δέν είχε μπή σέ πολλούς μπελάδες για να αλλοί­ ωση την έμφάνισί του. "Ενα ελαφρό σκύψιμο, λίγο γκρίζο στούς κροτά­ φους, γυαλιά και λίγο μπαμπάκι στά ρουθούνια, πού έκανε τή μύτη πιο πλατειά καί εκανε τή φωνή του έν­ ρινη. Φαινόταν επιθετικά Αμερικα­ νός καί έπιθετίκά πλούσιος. —"Οπρια συμφωνία κι* άν κάνου­ με, Μάρτίμορ, θά πληρώσω τοις με­ τρ ητοΐς, καταλαβαίνετε ; είπε ό Νόρ­ μαν ρίχνοντας μιά γοργή ματιά γύ­ ρω. Ά, εκείνο τό τραπέζι στή γωνία... θά τό εξετάσω σέ λίγο... Καταλάβα­ τε ; Τοις μετρητοΐς. Δέ θέλω άλληλογραφίες καί επιταγές... —Καταλαβαίνω, σέρ. —Ελπίζω νά καταλαβαίνετε. Ό Νόρμαν κινήθηκε, σάν τραβηγ­ μένος άπό άόρατα σύρματα, προς τό μικρό άρχαίο τραπέζι πού είχε δη σέ μιά γωνιά του δωματίου. — Αυτό τό έπιπλο εΐναι χάρμα... Αλήθεια, σάς ζήτησα σνγγνώμη πού σάς ενόχλησα μιά τέτοιαν ώρα ; Δέν μπορούσε νά γίνη διαφορετικά, ξέ­ ρετε... — Παρακαλώ, παρακαλώ!, διαμαρτυρήθηκε ό Μάρτίμορ. ’Ο Μάρτίμορ άνοιξε ένα ντουλαπάκι κι* έβγαλε ένα μπουκάλι ούΐσκυ καί ποτήρια, έβγαλε, επίσης, ένα μπουκάλι μπράντι καί λικέρ.

Ό Νόρμαν παρακολουθούσε τις κινήσεις του μέ πλήρη ίκανοποίησι. ΤΗταν άκριβώς αυτό πού ήθελε. Πάντως, άν ό Μάρτίμορ είχε παραλείψει τήν έκδήλωσι αύτή τής ψιλοξενείας, ό Νόρμαν είχε πάρει μαζί του ένα πλακουτσό μπουκάλι ούΐσκυ. ’Ένα ποτό ήταν άπαραίτητο για τήν επι­ τυχία του σχεδίου. — Τό τραπεζάκι αυτό, σέρ, είπε ό Μάρτίμορ, είναι ένα σπάνιο δεί­ γμα έποχής «Λου'ί Κατόρζ». "Ολα εδώ μέσα εΐναι διαλεγμένα μέ προ­ σοχή καί εΐναι προωρισμένα γιά τήν προσωπική χρήσι μου. "Αν όμως σάς αρέσει κάτι...

32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Τί εΐναι αυτό ; είπε ό Νόρμαν. Ποτά! θά πάρω ούΐσκυ, ευχαριστώ. ’Όχι σόδα. Τό προτιμώ σκέτο. Ό Μάρτίμορ γέμισε δυο ποτήρια. —’Ά !, φώναξε ό Νόρμαν δείχνον­ τας ένα επιτραπέζιο εκκρεμές. Διάβο­ λε I Φέρτε το εδώ ! Άνοΐξτε το, Μάρτιμορ, καί δείξτε μου τό έσωτερικό του ! Τρελλαίνομαι γιά τά εκκρεμή ! Ξέρετε πώς έχω δεκαέξη στο σπίτι μου, στό Λόνγκ Άϊλαντ ; Ναι, σέρ ! Δεκαέξη... Ό Μάρτίμορ προχώρησε προς τό έκκρεμές, μήν τολμώντας νά πιστέψη στήν τύχη του. Τό έκκρεμές αυτό ή­ ταν τό πιο φτηνό καί πιό πρόστυχο πράγμα μέσα στό δωμάτιο καί άν κατάφερνε νά τό πασσάρη στόν Χό­ περ γιά χίλιες λίρες...

Καθώς ή πλάτη τού Μάρτίμορ ή­ ταν γυρισμένη πρός τό . μέρος του, ό Νόρμαν Κόνκουεστ γλύστρησε έπιδέξια ένα χαπάκι στό ποτήρι τού Μάρτιμορ. — Αφήστε το... άφήστε το !, φώνα­ ξε ό Νόρμαν, θάρθουμε σ’ αυτό άργότερα. Στήν υγεία σας, Μάρτίμορ. Πήρε ένα άπό τά ποτήρια 'καί τ ό άδειασε. "Οπως ήταν φυσικό, ό Μάρτιμορ μιμήθηκε τό παράδειγμά του καί άδειασε τό δικό του. Σέ δώδεκα άκριβώς δευτερόλεπτα, ό άρχαιοπώλης ένοιωσε παράξενες κομάρες καί άρχισε νά ψάχνη γύρω γιά μιά κα­ ρέκλα. —Τί συμβαίνει; ρώτησε άνυπόμονα ό Νόρμαν. -«-Ξέρετε, κ. Χόπερ... Σάς ζητώ συγγνώμη... δέν αισθάνομαι έντελώς καλά... Ό Μάρτίμορ άφησε τό κορμί του νά πέση σέ μιά πολυθρόνα. —Παράξενο... Δέν μπορώ νά κα­ ταλάβω... Σώπασε ξαφνικά καί έγειρε στή ράχη τής πολυθρόνας βυθισμένος σ’ έναν απροσδόκητο ύπνο. — Εντάξει, άδερφούλη Μάρτίμορ, μουρμούρισε εύθυμα ό Νόρμαν Κόν­ κουεστ. Δέν νομίζω δτι θά άνακτήσης τό ένδιαφέρον σου γιά τό πρό­ γραμμα τής βραδυάς, πριν περάση μισή ώρα.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


Μισή ώρα... καί είχε τόσα πράγ­ ματα νά κάνη. Ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ δεν έχασε καιρό. Δέν φοβό­ ταν μήπως τό? διακόψουν, γιατί ήξε­ ρε ότι ό Μάρτιμορ έμενε μόνος. Ή πρώτη κίνησίς του ήταν παρά­ ξενη. ’Έπεσε στά γόνατα, έβγαλε τά παπούτσια του Μάρτιμορ καί τά έξήτασε με προσοχή. —Λίγο στενά, μουρμούρισε, μά θά τήν κάνουν τή δουλειά τους. "Εβγαλε τά δικά του καί φόρεσε τά παπούτσια του Μάρτιμορ. Τόν έ­ κοβαν, μά αύτό ήταν μιά άσήμαντη λεπτομέρεια. Ή επόμενη κίνησίς του ήταν νά καλύψη τά χέρια του με λε­ πτά πέτσινα γάντια. ’Έπειτα έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί κομμένο άπό ένα σημειωματάριο καί, σηκώντας τό χέρι του Μάρτιμορ, άκούμπησε τά δάκτυ­ λά του επάνω στό άσπρο χαρτί. Α­ ποτέλεσμα : μιά τέλεια σειρά άποτυπωμάτων του Μάρτιμορ. ν

Μέ μεγάλη προσοχή, ό Νόρμαν γλύστρησε τό χαρτί σ’ έναν φάκελλο κι’ έχωσε τόν τελευταίο στήν τσέπη του. ’Έπειτα έπιασε τό δεξιό μανίκι του σακκακιού του Μάρτιμορ καί τρά­ βηξε μερικές κλωστές άπό τόν αγκώ­ να του. —Αύτά άρκοΰν, μονολόγησε τέτος. Δέν πρέπει να τό παρακάνουμε. Καθυστέρησε μόνο για νά πάρη τά κλειδιά του Μάρτιμορ καί, αφή­ νοντας τό δωμάτιο ακριβώς όπως ήταν, μέ τόν αρχαιοπώλη ξαπλωμένο στήν πολυθρόνα, ξεκλείδωσε τήν ε­ ξώπορτα καί βγήκε στον δρόμο... Τρία λεπτά άργότερα, ό Νόρμαν σκαρφάλωνε σ’ έναν ψηλό τοίχο κι’ έμπαινε στον κήπο του Λόρδου Κλάουρι. Ή έξερευνητική έπίσκεψις πού είχε κάνει εκεί νωρίτερα τόν εξυπη­ ρέτησε πολύ, γιατί γνώριζε τώρα κά­ θε τετραγωνικό πόντο τού εδάφους άπό τό όποιο θά περνούσε. Πλησίασε στό σπίτι άθόρυβα, άλ­ λα όχι χωρίς πόνους, γιατί τά πα­ πούτσια τού Μάρτιμορ τόν έκοβαν όλο καί πιό πολύ. Υπήρχαν φώτα σέ διάφορα παράθυρα τού σπιτιού., μά ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ προχώ-

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ρήσε ξένοιαστα, σάμπως ολόκληρη ή οικογένεια Κλάουρι νά είχε άποσυρθή γιά ύπνο. Υπήρχαν άρκετά σκοτεινά παρά­ θυρα στό ισόγειο, μά ό Νόρμαν διά­ λεξε εκείνο πού φαινόταν τό πιό δύσκολο, ΤΗταν ένα μεγάλο παράθυρο μέ χοντρά σιδερένια κάγκελα. Κάτω άπό τό παράθυρο ύπήρχε ένα παρτέρι μέ κοκκινόχωμα. Ό Νόρμαν πέρασε τό παρτέρι περπατώντας σταθερά καί άφήνοντας πίσω του καθαρές πατημασιές. Σταμάτησε κάτω άπό τό καγκελόφραχτο παράθυρο. ’Έπιασε ένα άπό τά κάγκελα καί τράβηξε μ’ όλη τή δύναμί του. Ακούστηκε ένας σιγα­ νός μεταλλικός κρότος καί... τό κά­ γκελο έσπασε I Ή έπίσκεψις πού είχε κάνει νω­ ρίτερα εκεί ό Νόρμαν καί ένα πριό­ νισμα τού κάγκελου μ’ ένα ειδικό μικροσκοπικό πριόνι, είχαν άποδώσει καρπούς. Καί δέν εΐχε προτιμήσει τό παρά­ θυρο εκείνο, απλώς γιά νά δυσκολέψη τόν έαυτό του, τή στιγμή πού ύπήρχαν τόσα άλλα παράθυρα χωρίς κάγκελα. Τό παράθυρο εκείνο ήταν τό παράθυροτοΰδωματίου τών θησαυρών τού Λόρδου Κλάουρι, τού δωματίορ όπου φύλαγε τά άρχαϊα άντικείμενά τέχνης τής συλλογής του. Λίγες στιγμές άργότερα, γλυστρούσε μέσα στό δωμάτιο καί ή δέσμη τού φαναριού του διατρυπούσε τό σκοτάδι, Ναι, ήταν τό δωμάτιο τών θησαυ­ ρών τού Λόρδου. Κάθε κοινός διαρ­ ρήκτης, βλέποντας τά πράγματα, πού ήσαν εκεί μέσα, θά άφηνε μιά κραυ­ γή άπογοητεύσεως. Τά περισσότερα ήσαν πολύ βαρειά γιά νά τά μεταφέρη κανεί-ς εύκολα καί όλα τους ή­ ταν άδύνατο νά γίνουν δεκτά άκόμα κι’ άπό τό χειρότερο κλεπταποδόχο τού κόσμου.

Ό Εύθυμος Ρόμπεν Χούντ έξήτασε γοργά τό δωμάτιο καί δέν άργη­ σε νά βρή αύτό πού ζητούσε. Μέσα σέ μιά τεράστια γυάλινη βιτρίνα, άνάμεσα σέ άλλα άντικείμενά τέχνης,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33


ήταν τοποθετημένη ή Κασετίνα των Σφόρτσα. Ή βιτρίνα ήταν κλειδωμένη. Ό Νόρμαν έχωσε, στην κλειδαριά ένα λεπτό, ατσάλινο εργαλείο, δούλεψε επιδέξια για μερικά δευτερόλεπτα καί ή πόρτα άνοιξε. Βγάζοντας τήν Κασετίνα των Σφόρτσα, τήν άκούμπησε επάνω σ’ ένα τραπέζι καί ξανάκλεισε τήν πόρ­ τα τής βιτρίνας προσεκτικά καί... μέσα σέ δεκατέσσερα λεπτά καί δέκα δευτερόλεπτα βρισκόταν πάλι μέσα στο διαμέρισμα του Μάρτιμορ. Πριν φύγη από τό δωμάτιο των θησαυρών του Λόρδου Κλάουρι, ό Νόρμαν είχε κάνει ένα δυο πράγματα άναγκαία γιά τήν επιτυχία του σχεδίου του. Ό Μάρτιμορ ροχάλιζε άκόμα βαρειά στήν πολυθρόνα του. Βγάζρντας τά στενά παπούτσια, πού ήσαν τώρα έλαφρά λερωμένα άπό κοκκινόχωμα, ό Νόρμαν τά έβαλε στά πόδια του Μάρτιμορ καί τά έδεσε. Καθώς άνωρθοονόταν, τό μάτι του έπεσε στό εκκρεμές. Ή ώρα ήταν λί­ γο περισσότερο άπό έντεκα καί τρι­ άντα τέσσερα. Μιά ματιά στό ρολόι του Μάρτιμορ τοϋ έδειξε ότι αύτό συμφωνούσε με τό έκκρεμές. Τό έκκρεμές καί τό ρολόι του Μάρτιμορ συμφωνούσαν πάλι, όταν ό Νόρμαν μετακίνησε τούς δείκτες του. "Έλεγαν καί τά δυο έντεκα καί δεκατρία λεπτά. Βέβαια, άργά ή γρή­ γορα, ό Μάρτιμορ θά ανακάλυπτε δτι τοϋ είχαν σκαρώσει κάποιο κακό παιχνίδι, μά αύτό δεν εΐχε σημασία.

ν Καθώς ό Νόρμαν καθόταν άπέναντι στόν αρχαιοπώλη, είδε μέ εύχαρίστησι δτι ό τελευταίος είχε άρχίσει νά σαλεύη. ΚΤ όταν ό Μάρτιμορ άνοιξε τά μάτια του καί είδε α­ πέναντι του τόν υποτιθέμενο Κορνήλιο Τζέη Χόπερ, καθισμένο στην πολυθρόνα, μέ τό άδειο ποτήρι στό χέρι, σκέφτηκε δτι ό ^Αμερικανός έκατομμυριούχος μόλις τό εΐχε άδειάσει. —Σπουδαίο, Μάρτιμορ, εΐπε ό Νόρμαν. Πάντα μού άρεσε τό καλό Σκωτοέζικο ούΐσκυ. Μπορώ νά ξανα­ γεμίσω τό ποτήρι μου;

34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Παρακαλώ, μουρμούρισε ό Μάρτιμορ. Άνακάθησε στήν πολυθρόνα του καί κούνησε τό κεφάλι του. —θεέ μου ! Αισθάνομαι πολύ ά­ σχημα, σέρ ! Παρακαλώ, συγχωρήστε με γι’ αύτό πού έγινε, σέρ... —Τί έγινε ; ρώτησε μέ απορία ό Νόρμαν. Πότε ; —Έδώ κι* ένα λεπτό... Λιποθύ­ μησα... —Λιποθυμήσατε ; είπε ό Νόρ­ μαν. Δέν τό πρόσεξα αύτό ! Μά, τώρα πού μου τό λέτε, βλέπω πραγματικά δτι φαίνεστε άρρωστος. Δικό μου σφάλμα ίσως. Δέν έπρεπε νά έρθω τέτοια ώρα. — Παρακαλώ!, διαμαρτυρήθηκε ό Μάρτιμορ πού αισθανόταν δλο καί πιό Καλά καί πού ήταν βέβαιος τώρα δτι ή λιποθυμία του δέν είχε κρατή­ σει περισσότερο άπό λίγα δευτερό­ λεπτα. Δέν ξέρω τί μ* έπιασε. Μιά παροδική αδυναμία ϊσως... Ό Νόρμαν σηκώθηκε. —Δέν θά σάς ενοχλήσω περισσό­ τερο άπόψε, Μάρτιμορ. Κρίμα, μά δέν μπορεί νά γίνη διαφορετικά. Αύ­ ριο βράδυ, έ; Τήν ίδια ώρα. —Μά... Μά ό Νόρμαν δέν ήθελε ν’ άκούση τίποτα. "Εσφιξε τό χέρι του αρ­ χαιοπώλη κι* έφυγε, άφήνοντάς τον σαστιμένο καί ζαλισμένο άκόμα στήν πόρτα. Ό Μάρτιμορ γύρισε στό δω­ μάτιό του γεμάτος απορία καί στε­ νοχώρια. Είχε τήν άόριστη έντύπωσι πώς είχε περάσει πολλή ώρα μά τό ρολόι του τόν διέψευσε. — Νά πάρη ό διάβολος!, μουρ­ μούρισε μέ λύσσα. Τί μ’ έπιασε ; Γέμισε τό ποτήρι του μέ ούΐσκυ καί τό άδειασε.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ετοιμάζει γιά τούς άναγνώστας της

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΙ •

Ο

9

9 ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


Ο ΓΛΥΚΟΣ ΟΥ-ΙΛΛΙΑΜ ΜΥΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΤΙ ΚΤ Ο ΜΑΡ-

Ό Επιθεωρητής Ού'ΐλλιαμς χασμουρήθηκε κυττάζοντας τό ρολόϊ ε­ πάνω στό γραφείο του, £ στή Σκότλαντ Γυάρντ : Μεσάνυχτα παρά δέκα... Σέ δέκα λεπτά, θά τέλειωνε ή ύπηρεσία του και θά ήταν ελεύθερος νά! πάη σπίτι του. Συνοφρυώθηκε δταν τό τηλέφωνο κουδούνισε καί συνωφρυώθηκε ακόμα περισσότερο, όταν τον πληροφόρησαν ότι τοϋ τηλέφωνοϋσεΛ ό Λόρδος Κλάουρι γεμάτος ταραχή καί φωνές, ό­ πως συνήθως. —Εμπρός I, είπε μιά δυνατή καί θυμωμένη φωνή. Ό Ούΐλλιαμς ; Μά τί διάβολο συμβαίνει I Θά μου δώσε­ τε τον Ούΐλλιαμς ή πρέπει νά... —Ό ϊδιος ό Ούΐλλιαμς εδώ... —νΑ, ά, ώραΐα 1, συνέχισε ή φω­ νή. Ό Ούΐλλιαμς, έ ; θέλω νάρθήτε. αμέσως στό σπίτι μου, ΟύΐλλιαμςΤό ξέρετε. Είναι στό Μπερκέλεϋ Σκουέαρ. Είμαι ό Κλάουρι. Μέ θυ*μάσθε, δεν εΤν’ έτσι; —Ναί, σέρ, είπε ό Ούΐλλιαμς κου* ρασμένα. Σάς θυμάμαι. — Νάπάρηό διάβολος, Ούΐλλιαμς,. μ’ έκλεψαν!, μούγγρισε ό Λόρδος Κλάουρι. Μπήκαν διαρρήκτες στό σπίτι μου... απόψε ! Ή Κασετίνα των Σφόρτσα πού αγόρασα... —Τί πράγμα, σέρ ; —Ή Κασετίνα των Σφόρτσα... —Μέ συγχωρήτε, σέρ. Δέν ακόυσα καλά. Ποιά κασετίνα ; — Νά πάρη ό διάβολος, Ούΐλλιαμς, τί σημασία έχει ποιά κασετίνα; βρυχήθηκε ό Λόρδος Κλάουρι. Ελάτε ό­ σο πιο γρήγορα μπορέσετε. —Καλά, σέρ... καλά. Μά θά ήθε­ λα νά σάς υπενθυμίσω ότι τό πιό σωστό θά ήταν νά τηλεφωνήσετε στό πιό κοντινό αστυνομικό τμήμα, θά σάς στείλουν έναν άντρα... —Τηλεφώνησα στό πιό κοντινό άστυνομικό τμήμα, είπε άνυπόμονα ό Λόρδος. Καί μου στέλνουν έναν άν-

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΤΙΜΟΡ ΠΑΘΑΙ­ ΝΕΙ ΠΑΡΟΞΥ­ ΣΜΟΥΣ ΤΡΟΜΟΥ

τρα. Μά τί διάβολο μπο­ ρεί νά κάνη ένας άντρας άπό τό πιό κοντινό α­ στυνομικό τμήμα ; ^ θέ­ λω κάποιον πού νά^ ξε­ ρή τή δουλειά του. Εΐμαι τυχερός πού σάς βρήκα στήν υπη­ ρεσία. Ό Ούΐλλιαμς τόνισε οτι θά ήταν έκτος υπηρεσίας σέ ακριβώς έξη λε­ πτά, μά αυτό δέν είχε καμμιά σημα­ σία γιά τό Λόρδο Κλάουρι. 7Ηταν πολύ ταραγμένος, πολύ θυμωμένος καί πολύ στενοχωρημένος καί στό τέ­ λος ό Ούΐλλιαμς έβγαλε τό συμπέρα·* σμα ότι θά γλύτωνε αρκετό χασομέ­ ρι καί σκοτούρα, αν έκανε μιαν έπίσκεψι στό σπίτι του Λόρδου. "Επει­ τα θά έφευγε, αφήνοντας τον άντρα τοϋ τμήματος έκεΐ, άφοϋ θά μαλά­ κωνε τον Λόρδο ^ Κλάουρι μέ λίγα ζαχαρωμένα λόγια. Στό κατώφλι τοϋ σπιτιού τοϋ Λόρδου, ό Ούΐλλιαμς σκόνταψε έττά* νω στον επιθεωρητή τοϋ γειτονικού τμήματος Χιούλετ. Ό Χιούλετ, πού ήταν παχύς καί πομπώδης στοός τρόπους, έξέφρασε τήν έκπληξί του. —'Ανέλαβε ή Σκότλαντ Γυάρντ τήν ύπόθεσι, κ. Ούΐλλιαμς ; —’Όχι βέβαια !, άπάντησε ό Ούΐλλιαμς γοργά. Μά ό Κλάουρι είναι ιδιότροπος καί φωνακλάς καί ό μό­ νος τρόπος νά απαλλαγώ απ’ αύτό.ν ήταν νά τοϋ ύποσχεθώ ότι θάρχόΡουν· Ρ^ω απλώς μιά ματιά καί θ’ άφήσω τά ύπόλοιπα σέ σάς. "Ε­ χετε καμμιάν ιδέα τί συμβαίνει; —Μόνο ότι έγινε μιά κλοπή. Μπήκαν, καί βρήκαν τόν Λόρδο Κλάουρι μέσα στό μεγάλο κακοφωτισμένο χώλ τοϋ παλιοϋ σπιτιού. Υ­ πήρχαν δυό τρεις ά^λοι έκεΐ μέσα, ήλικιωμένοι τζέντλεμεν μέ βραδυνά κοστούμια, καί άπό μιάν ανοιχτή πόρτα έρχονταν κουβέντες γυναικών. Ο Λόρδος Κλάουρι ώδήγησε τούς αστυνομικούς στό δωμάτιο τών θη

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35


σαυρών. — Ρίξτε μια ματιά γύρω, εΐττε. Ευ­ τυχώς ένα μόνο πράγμα λείπει. —Κάτι πολύτιμο, σερ ; —Πλήρωσα έξη χιλιάδες λίρες γι’ αυτό σήμερα ! Είναι μιά κασετίνα υ­ πέροχης ιταλικής τέχνης... ένα λείψα­ νο τών Σφόρτσα. Δεν τό είχα καλάκαλά κουβαλήσει σπίτι μου, όταν κά­ ποιος παλιάνθρωπος ήρθε καί τό άρ­ παξε I — Αυτή τήν κασετίνα μόνο ; ρώτη­ σε ό Ούΐ'λλιαμς βαρυεστημένα. Δέ λείπει τίποτ’ άλλο ; —Δεν είναι αρκετό αυτό ; μούγγρισε ό Λόρδος.

'

=

V

"Αναψε όλα τά φώτα του δωμα­ τίου τών θησαυρών. Ό Ούΐλλιαμς κι’ 6 Χιούλετ κύτταξαν γύρω με επαγ­ γελματικό ενδιαφέρον. —Τό παράξενο είναι, είπε ό Λόρ­ δος Κλάουρι, ότι μόνο πράγμα πού έκλεψαν είναι ή Κασετίνα τών Σφόρ­ τσα. Κι* όμως τό δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο άπό πολύτιμα πράγματα. λ—’Όχι γιά έναν κλέφτη, σέρ, δια­ φώνησε με σεβασμό ό Επιθεωρητής Χιούλετ. Αύτά τά πράγματα έχουν γιά έναν κλέφτη τήν αξία πού θά μπο­ ρούσε νά έχη τό Μνημείο τοϋ Νέλσωνος. Δεν θά μπορούσε νά τά πουλήση. Οί έπαγγελματίαι κλέφτες άποφεύγουν τά πράγματα αυτού τού εί­ δους... —Τι διάβολο θέλετε νά πήτε «τά άποφεύγουν» ; τόν διέκοψε ό Λόρδος Κλάουρι. "Εκλεψαν τήν κασετίνα τών Σφόρτσα, δεν εΐν’ έτσι; Κάποιος τήν έκλεψε. Ή κασετίνα λείπει καί τό πα­ ράθυρο είναι σπασμένο, όπως μπο­ ρείτε νά δήτε καί μόνοι σας αν κά­ νετε τον κόπο νά κυττάξετε. —Πότε άνακαλύψατε τήν^ κλοπή, σέρ ; —Έδώ καί μισή ώρα. Μιλούσα μέ δυό επισκέπτες μου γιά τήν κασετίνα τών Σφόρτσα καί τούς ώδήγησα έδώ γιά νά τούς τήν δείξω, μά^ ή κασετί­ να έλειπε! Τό παράθυρο είναι σπα­ σμένο κΤ ένα άπό τά κάγκελα πριο­ νισμένο καί λογισμένο.

36 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Καλά, σέρ.,. θά ρίξουμε μιά μ*· τιά γύρω. —"Α!, εΐπε ό Λόρδος Κλάουρ ,Σταθήτε μιά στιγμή. Μπορώ νά σα πώ κάτι πού ίσως σάς βοηθήση, ’Α χουσατε ποτέ γιά κάποιον Τζούλιου Μάρτιμορ; "Εχει ένα άρχαιοπωλεΐ στην οδό ’Όουλντ Μπόντ... — "Εχομε άκούσει γι’ αυτόν, σέ(ΐ τόν διέκοψε ό Ούΐλλιαμς δείχνοντα ενδιαφέρον γιά πρώτη φορά. Αγορά σατε αύτή τήν κασετίνα άπό τόν Μάρ τιμορ, έ; — Τήν άγόρασα στις αίθουσες πω λήσεως Χριστίν, γρύλλισε ό Λόρδο Κλάουρι. Νομίζετε πώς θ’ άγόραζ τίποτα άπό τόν Μάρτιμορ; Τό κατά στημά του είναι γεμάτο απομιμήσεις Απορώ πώς ή άστυνομία δεν τόλ κλείδωσε άκόμα μέσα. Ό Ούΐλλιαμς χαμογέλασε μέ μιά λυπητερή έκφρασι στό ρόδινο πρόσω­ πό του. — θά ήθελα νά είχα ένα σελίνι, σέρ, γιά κάθε άνθρωπο πού θά θέλα­ με νά κλειδώσουμε μέσα, άπάντησε. "Εχομε τό μάτι μας επάνω στον Μάρτιμορ, χρόνια τώρα. Φαινομενικά εί­ ναι ένας έντιμος έμπορος, μά έχομε τήν έντύπωσι ότι είναι κλεπταποδό­

χος· "Ετσι, έ ; είπε ό Λόρδος Κλάουρι θριαμβευτικά. Τό φανταζόμουν αυτό. Είναι έξυπνος, διαβολικά έξυπνος, μά έκαμε ένα μεγάλο σφάλμα όταν ήρ­ θε έδώ κι’ έκλεψε τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα. —Μά, σέρ.., —Τί διάβολο σημαίνει αύτό τό «μά» ; γρύλλισε ό Λόρδος. Στοιχημα­ τίζω είκοσι προς ένα ότι ό Μάρτιμορ έκλεψε τήν κασετίνα !

—Δέν πρέπει νά λέτε τέτοια πρά­ γματα, σέρ, είπε ευγενικά ό Ούΐλλιαμς. ’Όχι χωρίς άποδείξεις, πάντως. Ό Μάρτιμορ μπορεί νά είναι παλι­ άνθρωπος, μά ή διάρρηξις δέν συμπεριλαμβάνεται στά σπόρ του. Οί άν­ θρωποι τού είδους του μένουν στον τομέα τους, στήν ειδικότητά τους, καί σπανίως ξεφεύγουν άπό αύτή...

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


—Ξεφεύγουν όμως καμμιά φορά, € ; φώναξε ό Λόρδος Κλάουρι. Υπάρ­ χουν καί εξαιρέσεις, έ; ’Έ, λοιπόν, ό Μάρτιμορ έκανε αυτή τή φορά την έξαίρεσί του. Βγήκε άπό τόν τομέα του καί έκλεψε την Κασετίνα των Σφόρτσα ! — Τί σάς κάνει νά εΤσθε τόσο βέ­ βαιος, σέρ; ρώτησε ό Επιθεωρητής Χιούλετ με περιέργεια. Καί γιατί μι­ λάτε γιά τόν Μάρτιμορ τόσο πικρά ; —Ξέρω πολύ καλά δτι τό έκανε ό Μάρτιμορ, φώναξε ό Λόρδος Κλάουρι πεισματάρικα. ΤΗταν στήν αίθουσα τής δημοπρασίας καί θέλη­ σε νά άγοράση τήν ίδια κασετίνα. Μά στό τέλος τήν πήρα εγώ. Τότε θέλησε νά τήν άγοράση άπό μένα καί μοϋ προσέφερε δώδεκα χιλιάδες λί­ ρες I Άρνήθηκα,' φυσικά... Αργότερα μέ πήρε στό τηλέφωνο καί μέ άπείλησε... — Όχι δά, σέρ 1 — Μέ άπείλησε I Μου είπε νά προ­ σέξω καλά. Μου είπε δτι θά άποκτουσε τήν Κασετίνα των Σφόρτσα μέ τό κάλό ή μέ τό καλό I —Σάς προσέφερε δώδεκα χιλιάδες λίρες ; μουρμούρισε ό Ούΐλλιαμς σκε­ πτικά. — Δεκατέσσερις γιά νά είμαι άκριβής.’Άν δέν ήταν ό Μάρτιμορ θά τήν έπαιρνα τό πολύ γιά τέσσερις χι­ λιάδες. Φαίνεται πώς είναι πολύ πιο πολύτιμο τό πράγμα αυτό άπ’ δσο ύπέθετα. ν

Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ έτριψε τό αυτί του σκεπτικά. Υπήρχε μιά έκφρασις άπορίας στό πρόσωπό του. Μάρτιμορ ; Μάρτιμορ ; Κάποια άόριστη χορδή μέσα του άπαντουσε στό όνομα αυτό... Παράξενο. Τό ένδιαφέροντουγιά τήν ύπόθεσι αύτή,πούήταν πολύ χλιαρό στήν άρχή, είχε ξυπνή­ σει άπότομα. Υπήρχε κάτι σ’ δλα αυτά, κάτι που μύριζε. ’Ένοιωθε εκνευρισμό, γιατί δέν μπορούσε νά συλλάβη τή φευγαλέα άνάμνησι, πού κυμάτιζε στό βάθος του μυαλού του. Όταν γύρισε γιά νά μιλήση στόν Χιούλετ, είδε δτι ό τελευταίος είχε πλησιάσει στό παρά­

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

θυρο καί κύτταζε έξω. —Πολύ άδέξια δουλειά, κ. Ούΐλλιαμς, είπε ό τοπικός επιθεωρητής. Ε’ίδατε πώς διέρρηξαν τό παράθυρο ; Κανένας έπαγγελματίας διαρρήκτης δέν θά... ’Ά! Κυττάξτε εκείνες τις πατημασιές έξω ! —Τί είναι αυτό ; γρύλλ'σε ό Ούϊλλιαμς.

#

-

Άνάβοντας τό φανάρι του γιά νά φέξη έξω, σταμάτησε τό βλέμμα του στήν άκρη τού σπασμένου κάγκελου. Ό Ούΐλλιαμς άπέσπασε άπό εκεί με­ ρικές κλωστούλες. —Αυτό προέρχεται άπό τό σακκάκι τού άνθρώπου πού πέρασε άπό εδώ, μουρμούρισε. Κι’ αυτά τά ίχνη των· ποδιών 1 Βάλετε νά τά φωτογρα­ φήσουν καί νά τά μετρήσουν, Χιού­ λετ. Γύρισε πάλι μέσα στό δωμάτιο καί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα χαρ­ τάκι πεταμένο χάμω. ?Ηταν τσαλα­ κωμένο μέ τρόπο πού έδειχνε πώς τό είχαν χρησιμοποιήσει γιά νά πιάσουν καί νά γυρίσουν ένα πόμολο. — Πούφ ! —’Έ ; έκανε ό Χιούλετ. —Κυττάξτε το αυτό I Δέν ήθελε νά άφήση τά άποτυπώματά του επά­ νω στό πόμολο τής βιτρίνας καί χρη­ σιμοποίησε ένα χαρτί άπό τό σημει­ ωματάριό του, νομίζοντας ίσως δτι δέν μένουν στό χαρτί τά άποτυπώματα.~ Καλύτερα... * Σώπασε νοιώθοντας τόν εκνευρι­ σμό του νά μεγαλώνη. Τό πράγμα ήταν άπίστευτο καί ό Ούΐλλιαμς" αρνιόταν νά τό καταπιή. Ακόμα κι' ό Μάρτιμορ, ερασιτέχνης στή διάρρηξι, δέ θάκανε τόσο χοντρά σφάλματα... — Αυτό, σέρ, δείχνει δτι ή δου­ λειά έγινε άπό κάποιον πού δέν ξέρει καλά τή δουλειά, είπε ό Χιούλετ διακόπτοντας τούς στοχασμούς τού Γλυκού Ούΐλλιαμ. Πρέπει νά ύπάρχη μιά καθαρή σειρά άποτυπωμάτων επάνω σ’ αυτό τό χαρτί. Μόνο πού τά δακτυλικά άποτυπώματα είναι ά­ χρηστα εκτός άν υπάρχουν στό άρχείο μας. Δέν θά είναι εύκολο νά πάρουμε τά άποτυπώματα τού Μάρτιμορ...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37


—Μήν άνησυχήτε γι’ αυτό, είπε ό Ούΐλλιαμς. Ό Μάρτιμαρ έχει πε­ ράσει άπό τά χέρια μας καί υπάρ­ χουν άποτυπώματά του στη Σήμανσι. Ξεχνάτε την ύπόθεσι εκβιασμού Γκάλλορυ, εδώ καί μερικά χρόνια; Ό Μάρτιμορ καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή μαζί μέ δυο άλλους... Διάβολε 1

Κάτι κουδούνισε μέσα στο μυαλό του. Ή ύπόθεσις Γκάλλορυ] ΤΗταν μιά σατανικά παράξενη συμπτωσις τό γεγονός ότι ή ύπόθεσις αυτή του Μάρτιμορ ξεφύτρωσε αμέσως μετά τήν έπίσκεψι του Ούΐλλιαμς στον Παλιό Πύργο του Χίλτον... Ό Κόνκουεστ... —Μά τό θεό, κάτι μυρίζει!, μουρ­ μούρισε ό Ούΐλλιαμς. —Πώς είπατε, σέρ ; — Έ ; Τίποτα, Χιούλετ... τίποτα. Ό Ούΐλλιαμς τον παραμέρισε καί άρχισε νά περιφέρεται μέσα στο δω­ μάτιο. — Σκέφτηκα απλώς κάτι, θά σάς εξηγήσω άργότερα. "Αρχισε νά έξετάζη τό περιβάλ­ λον μέ καινούργιο καί ζωηρό ενδια­ φέρον. Μιά τερατώδης ιδέα άρχιζε νά σχηματίζεται στο βάθος τού μυ­ αλού του. ΤΗταν τόσο απίθανη καί φανταστική, ώστε- ό Ούΐλλιαμς δεν τολμούσε καν νά τήν άφήση νά τον κυριεύση. —Νομίζω ότι πρέπει νά πάμε νά κουβεντιάσουμε λίγο μ’ αύτόν τον Μάρτιμορ, είπε ό Χιούλετ. —Υπάρχει κάτι παράξενο σ’ αύτή τήν ύπόθεσι, γρύλλισε ό Ούΐλλιαμς. Εσείς έχετε άναλάβει τήν ύπόθεσι κι’ όχι εγώ. Μήν τό ξεχνάτε αύτό. ΤΗρθα νά ρίξω απλώς μιά ματιά, γιατί ό γέρος μέ πίεσε πολύ. Αύτή τή στιγμή, ύποτίθεται πώς είμαι έκτος ύπηρεσίας... Πιστεύετε σοβαρά ότι ό Μάρτιμορ μπήκε σ’ αύτό τό σπίτι καί έκλεψε τήν Κασετίνα τών... τών... πώς τούς είπε ό Λόρδος; — Δέν νομίζω 6τι τήν έκλεψε ένας έπαγγελματίας διαρρήκτης, άπάντησε ό Χιούλετ. ΚΤ αν ό Μάρτιμορ δέν έκανε τή δουλειά αύτή, ποιός τήν έ-

38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κάνε ; Έπειτα μάλιστα άπό οσα άκούσαμε γιά τον Μάρτιμορ άπό τόν Λόρδο Κλάουρι... Δέν μπορούμε νά άγνοήσουμε τό γεγονός ότι ό Μάρτιμορ είπε πώς θά άποκτουσε τήν κα­ σετίνα «μέ τό καλό ή μέ τό κακό». —Τό είπε αύτό στό τηλέφωνο, έ ; μουρμούρισε ό Ούΐλλιαμς. Ό Μάρτιμορ κι’ ό Λόρδος Κλάουρι φιλονείκησαν στήν αίθουσα τών δημοπρα­ σιών, μά ό άρχαιοπώλης δέν πρόφερε καμμιάν άπειλή έκεί. Απεναντίας στό τηλέφωνο έγινε έπιθετικός. Μπορεί νά ύπάρχη κάτι παράξενο σ’ αύτό. Πάρτε μιά καλή περιγραφή τής κα­ σετίνας άπό τόν Λόρδο κι’ έπειτα θά έπαληθεύσουμε τά άποτυπώματα. Τό τσαλακωμένο χαρτί, όταν τό ράντισαν μέ ειδική σκόνη, φανέρωσε μιάν έκπληκτικά καθαρή σειρά άποτυπωμάτων. "Ενας έλεγχος άπέδειξε ότι τά άποτυπώματα ταίριαζαν άπο λύτως μέ τά άποτυπώματα τού Μάρτιμορ πού ύπήρχαν στή Σίμανσι. — Αύτό κλείνει τήν ύπόθεσι, είπε ό Χιούλετ μέ ήρεμη ίκανοποίησι. Νο­ μίζω πώς 'θά πεταχτώ ως τό σπίτι τού Μάρτιμορ. Έμαθα πώς μένει πίσω άπό τό κατάστημά του, στήν Όδό ’Όουλντ Μπόντ. — Νομίζω, είπε ό Ούΐλλιαμς άργά, ότι θά άναβάλω γιά λ'γο τήν έπιστροφή στό σπίτι μου καί 1 θάρθώ μαζί σας. Μήν άνησυχήτε. Δέν θά έπεμβώ. θέλω μόνο νά παρακολου­ θήσω τις άντιδράσεις τού Μάρτιμορ όταν τού άπαγγείλετε τήν κατηγορία. —Τί θέλετε νά πήτε, σέρ ; ρώτησε ό Χιούλετ μέ περιέργεια. Πιστεύετε ότι ύπάρχει σ’ αύτή τήν ύπόθεσι κάτι περισσότερο άπό αύτό πού φαίνεται στήν έπιφάν,εια ; —Ναι! —Δηλαδή ; ν

— Δηλαδή πιστεύω ότι πρέπει νά . προσέξετε πολύ. "Εχω τήν έντύπωσι ότι κάποιος τά σκάρωσε όλα αυτά γιά νά ένοχοποιήση τόν Μάρτιμορ. Ή αλεπού αύτή είναι πολύ πονηρή ώστε νά κάνη τόσο χοντρά σφάλ­ ματα. Ό Χιούλετ φάνηκε στενοχωρημέ­ νος.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


— Δέν πιστεύω..., άρχισε. — Πολύ καλάΐ, τόν διέκοψε ό Ούΐλλιαμς. Προσπάθησα νά σάς σώσω άπό μια γελοιοποίησι. Μά κάνετε δ,τι νομίζετε. Ή ύπόθεσις εΐναι δική σας. Έγώ εΐμαι απλός θεατής. Στό κάτωκάτω δμως οί άποδείξείς σας δέν ά» αξίζουν πολλά. —Δέν άξίζουν πολλά , φώναξε ό Χιούλέτ. Ξεχνάτε τα άποτυπώματα ; Ό Μάρτιμορ ήταν στό σπίτι του Λόρ­ δου Κλάουρι άπόψε... —"Ενα κομμάτι χαρτί με τα δα­ κτυλικά άποτυπώματα του Μάρτιμορ ήταν στό σπίτι του Λόρδου Κλάουρι άπόψεΐ, διώρθωσε ό Ού'ίλλιαμς σκυ­ θρωπά. Δέν σάς ήρθε καθόλου στό μυαλό ή σκέψις, Χιούλετ, ότι κάποιος μπορεί νά τοποθέτησε αυτό τό χαρτί μέσα στό δωμάτιο ; Ό Χιούλετ φάνηκε προσβεβλημέ­ νος. —Τί προσπαθείτε νά κάνετε, κ. Ού'ίλλιαμς, νά άστειευθήτε μαζί μου ; ρώτησε ξυνά. Μου ζητάτε νά πιστέ­ ψω δτι κάποιος—εχθρός του Μάρτιμορ, βέβαια—μπόρεσε νά πάρη τά άποτυπώματά του, χωρίς ό Μάρτιμορ νά άντιληψθή τίποτα. Αύτός ό μυστηριώδης άγνωστος μπήκε έπειτα στό σπίτι του Λόρδου Κλάουρι κΤ εκλεψε τήν κασετίνα. Σώπασε, σάμπως ή λογική του νά άρνιόταν νά συνέχιση τούς συλλογι­ σμούς αυτούς. —Αστειεύεστε βέβαια, κ. Ούΐλλιαμς I —"Οχι, άναστέναξε ό Γλυκός ΟύΤλλιαμ. Παραδέχομαι δτι ή άποψις αύτή είναι κάπως άπίθανη... Μπορεί νά πέφτω έξω, μά θά σάς συμβού­ λευα νά προσέξετε πολύ. ν

Συνωφρυώθηκε εκνευρισμένα. Κα­ ταλάβαινε ξαφνικά δτι κΓ ό ίδιος έ­ πρεπε νά προσέξη πολύ. Περισσότε­ ρο άπό μια φορά στό παρελθόν, ή ε­ πιμονή του νά τυλίξη τόν Νόρμαν Κόνκουεστ τόν είχε βάλει σέ άσχη­ μους μπελάδες. ^Ητατ σχεδόν έτοιμος νά μιλήση στόν Χιούλετ για τις ύποψίες του καί για τόν Νόρμαν Κόνκουεστ, μά τήν τελευταία στιγμή ή σύνεσις τόν προ-

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ Ό άναγνώστης μας X. Δουβέας μάς γράφει άπό τήν Κα­ λαμάτα : «"Οταν άγόρασα τη «ΝΥ­ ΧΤΕΡΙΔΑ», τήν άνοιξα γιά νά τής ρίξω μιά βιαστική ματιά, γιατί είχα εκείνη τήν ώρα δου­ λειά καί μόνο τό βράδυ θά α­ δέιαζα νά τη διαβάσω μέ τήν ησυχία μου. Μά τήν έπαθσ. Ξεχάστηκα μέ τό διάβασμα καί παράτησα τη δουλειά μουί Μά δέ λυπήθηκα. "Αξιζε τόν κόπο...» ________________________________________

ειδοποίησε δτι ό Χιούλετ θά γελούσε μαζί του καί θά νόμιζε πώς ό Ούΐλλιας είχε τρελλαθή. Αύτό άλλωστε φανέρωσαν οί τε­ λευταίες λέξεις του Χιούλετ. —"Ισως θά ήταν καλύτερο νά πά­ τε σπίτι, κ. Ούΐλλιαμς, εΐπε μέ ευγε­ νικό καί φιλικό τόνο πού δέν ήταν άρκετός γιά νά σκεπάση αύτό πού πραγματικά έννοϋσε. Είστε κουρα­ σμένος, σέρ. "Αλλωστε, δέν ύπάρχει λόγος νά ένοχληθήτε. θά κανονίσω καλά τήν ύπόθεσι. —’Άς τό ελπίσουμε ! —Πώς είπατε, σέρ ; —Τίποτα, άναστέναξε ό Γλυκός Οάΐλλιαμ. Απολύτως τίποτα I ... Τήν ’ίδια περίπου ώρα ό κ. Μάρτιμορ, μέ μιά κάπως τρελλή λάμψι στα μάτια του καί μέ σταγόνες ιδρώ­ τα στό μέτωπό του, μιλούσε στό τη­ λέφωνο κΓ έμοιαζε πολύ μέ γύπα, πού βρίσκεται σέ πολύ επικίνδυνη θέσι καί πού ή μιά φτερούγα του είναι σπασμένη. Είχε ύφος παγιδευμένου ζώου. — Νά σέ πάρη ό διάβολος, "Αμπερσον, δέν είναι τόσο περασμένη ή ώρα καί τό Πούτνεϋ δέν είναι μακρυά I, φώναξε. Μπορείς νά είσαι ε­ δώ σέ είκοσι λεπτά, άν θέλης. —Τό ξέρω αύτό, εΐπε μιά παχειά καί λαδερή φωνή στό άκουστικό, μά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39


τί διάβολο συμβαίνει; Δέν μπορείς νά μοΟ πής κάτι ; —Άπό τό τηλέφωνο ; είπε ό Μάρ* τιμορ. ’Όχι! Ό ’Άϊλς ύποσχέθηκε νάρθή εδώ τό συντομότερο καί θέλω νά μιλήσω καί στους δυό σας. Σου λέγω πώς πρόκειται γιά κάτι επεί­ γον. Ό κ, Κλώντ Άμπερσον, στην άλ­ λη άκρη τής γραμμής, μόρφασε καί ύποσχέθηκε νά πάη.

Οί τρεις εκείνοι άνθρωποι—ό ’Ά­ μπερσον, ό ’Άϊλς κι’ ό Μάρτιμορ — , πού είχαν δράσει μαζί, πολλά χρό­ νια πρίν, γιά νά καταληστέψουν τον Σερ Ί ζών Γκάλλορυ έκβιάζοντάς τον; ένωναν ακόμα τις δυνάμεις τους σέ περίπτωσι κινδύνου. Ό καθένας τους είχε τη δική του χωριστή δουλειά, μά ό παλιός εκεί­ νος δεσμός έξακολουθοΰσε νά ύπάρχη άκόμα, καί δχι χωρίς λόγους. Κά­ θε μέλος τής συντροφιάς ήξερε τόσα πράγματα γιά τούς άλλους, ώστε τό φιλικό αυτό καί εγκάρδιο πνεύμα ήταν άναγκαϊο γιά νά συνεχιστή ή ζωή τους ομαλά. Εξάλλου, έσμιγαν δυνάμεις κάθε τόσο γιά νά φέρουν σέ πέρας καμμιά κανούργια βρώμικη καί επικερδή δου­ λειά. Τό τηλεφώνημα του Τζούλιους Μάρτιμορ στούς συντρόφους του δεν ήταν άδικαιολόγητο. Είχε κάνει μιάδυό εκπληκτικές άνακαλύψείς. Γεμάτος άπορία γιά τή λιποθυμία, πού τον είχε τκάσει στό διάστημα τής έπισκέψεως του κ. Κορνηλίου Τζέη Χόπερ, δέν μπορούσε νά άπαλλαγή άπό τήν έντύπωσι ότέ είχε χά­ σει τις αισθήσεις του γιά πολλήν ώρα κΓ δχι μόνο γιά μερικά δευτε­ ρόλεπτα, όπως είχε πιστέψει. Κυττάζοντας τό ρολόϊ του, είχε διαπιστώσει δτι συμφωνούσε άπολύτως μέ τό εκκρεμές. Μά δέν συμφω­ νούσε μέ δυό-τρία άλλα ρολόγια πού ύπήρχαν μέσα στό δωμάτιο. Καί, δταν πήρε τό Αστεροσκοπείο γιά νά βεβαιωθή, έμαθε μέ κατάπληξι ότι καί τό ρολόϊ του καί τό εκκρεμές πήγαιναν μισή ώρα πίσω I Αύτό σήμαινε δτι ό επισκέπτης του

40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

είχε πή ψέματα καί τού είχε σκαρώ­ σει μιά φάρσα. Γιατί δμως ; Ό Μάρτιμορ δέν εΐχε μείνει άναίσθητος γιά μερικές μόνο στιγμές, όπως ό Χόπερ είχε άφήσει νά έννοηθή, άλλά γιά μισή ώρα I Ή πρώτη σκέψις πού άναπήδησε στό πυρετώδες μυαλό του ήταν δτι είχε πέσει θύμα κάποιου έξυπνου λω­ ποδύτη. Μιά άνυπόμονη έρευνα στό πορτοφόλι του καί στό χρηματοκιβώ­ τιό του δμως απέδειξε δτι τίποτα δέν έλειπε. ΚΓ δμως μέσα στό χρηματο­ κιβώτιό του ύπήρχαν πολύτιμα πε­ τράδια άξίας πέντε χιλιάδων λιρών. ΚΓ ό Χόπερ μπορούσε εύκολα νά εί­ χε ανοίξει τό χρηματοκιβώτιο μέ τό ίδιο τό κλειδί τού Μάρτιμορ. Ή δεύτερη σκέψις τού Μάρτιμορ ήταν δτι ό Χόπερ δέν ήταν πλαστός, άλλά παλαβός, ένας άπό τούς εκκεν­ τρικούς εκείνους Αμερικανούς συλ­ λέκτες, πού δέν διστάζουν μπροστά σέ τίποτα γιά νά αποκτήσουν ένα έργο τέχνης. Μιά γοργή έρευνα τού δωματίου ακολούθησε... μέ τό ’ίδιο άποτέλεσμα. Δέν έλειπε τίποτα. Ή άπορία καί ή στενοχώρια τού Μάρτιμορ ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δέν έχασε καιρό. Τηλεφώνησε άμέσως στούς συντρόφους του. ’Ίσως εκείνοι κατάφερναν νά ρί­ ξουν λίγο φώς στα παράξενα καί άσυνήθιστα συμβάντα τής βραδυάς. Καί μόνο άφού τηλεφώνησε στούς δυό συντρόφους του, σκέφτηκε δτι είχε πολύ λίγα νά τούς πή. Δέν θά πίστευαν τίποτα άπ’ δσα θά τούς έλεγε, θά τον κοροΐδευαν καί θά θύμωναν πολύ.

Τότε, τού ήρθε ή φωτεινή ιδέα νότ τηλεφωνήση στό Ξενοδοχείο Νπόρτσεστερ. —Ντόρτσεστερ ; εΐπε Συνδέστε με μέ τόν κ. Κορνήλιο Τζέη Χόπερ, πα­ ρακαλώ. Δέν πειράζει άν κοιμάται. Ξυπνήστε τον ! —Τί όνομα είπατε, παρακαλώ ; —Κορνήλιος Τζέη Χόπερ. —Μιά στιγμή, σέρ... Λυπούμαι, σέρ, μά δέν ύπάρχει κανένας τζέν­

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


τλεμαν μέ τό όνομα αυτό ατό ξενο­ δοχείο μας. —Είστε τρελλός !, φώναξε ό Μάρτιμορ. Ό Χόπερ, ό Αμερικανός εκα­ τομμυριούχος. Τί είναι αυτό...φάρσα ; Σάς έβαλαν οί άνθρωποι του κ. Χό­ περ να λέτε ότι δεν μένει οτό ξενο­ δοχείο σας ; Μου μίλησε από τό δια­ μέρισμά του εδώ και λίγες ώρες... —’Όχι άπό διαμέρισμα του ξενο­ δοχείου αύτοϋ, σέρ. Κάνετε λάθος, σέρ. "Αν μου επιτρέπετε, νομίζω ότι ό κ. Χόπερ μένει στο Ξενοδοχείο Σαβόϋ... Ό Μάρτιμορ κρέμασε τό ακου­ στικό μέ μιά γυάλινη έκφρασι στά μάτια. Τον είχαν έξαπατήσει I "Ε­ πρεπε νά τό είχε καταλάβει. Ό άν­ θρωπος που τον είχε έπισκεφθη δέν ήταν κάν ό Κορνήλιος Τζέη Χόπερ... — Γκούκκκκ !, έκανε ό Μάρτιμορ σάν γόπας πού μιά πέτρα'του εΐχε καθήσει στο λαιμό. Κι* αυτό γιατί εκείνη τη στιγμή τό βλέμμα του εΐχε σταματήσει στά παπούτσια του. "Εβλεπε τό κοκκινόχωμα πού ή­ ταν άκόμα ελαφρά νωπό... Κοκκινόχώμα ! Ό Μάρτιμορ έσκυψε καί έξήτασε τά παπούτσια του άπό πιό κοντά. Πώς διάβολο είχε βρεθή αυτό τό κοκ­ κινόχωμα στα παπούτσια του ; Δέν εΐχε βγή έξω... ’Ή μήπως εΐχε βγή ; — Αγαθέ θεέ!, έκραξε βραχνά.

Κύτταζε άκόμα τά παπούτσια του σάν υπνωτισμένη χήνα. Οί σκέψεις του, όσο μπερδεμένες κι* άν ήσαν, τόν διαβεβαίωσαν γιά ένα τουλάχι­ στον γεγονός : Δέν„ εΐχε περπατήσει σέ κανένα κοκκινόχωμα. Δέν ήξερε κάν νά ύπάρχη κοκκινόχωμα στά μέρη πού εΐχε έπισκεφθη τόν τελευ­ ταίο μήνα... Τότε πώς εΐχε τό κοκ­ κινόχωμα στά παπούτσια του ; Προσπαθούσε άκόμα νά βρή μιαν άπάντησι στο αίνιγμα αυτό, όταν τό κουδούνι άντήχησε. Τρεκλίζοντας, διέσχισε τό σκοτει­ νό κατάστημα καί άνοιξε τήν πόρ­ τα... γιά νά βρή εκεί τόν Κλώντ ’Άμπερσον καί τόν Ούάλλας ’Άϊλς. 'Ο

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

’Άμπερσον εΐχε φτάσει μέ τό αύτοκινητό του, τή στιγμή πού ό ’Άϊλς πλήρωνε τό ταξί του, ’Έρριξαν στόν Μάρτιμορ, πού έ­ τρεμε τώρα, μιά σκληρή ματιά, μά δέν έκαναν κανένα σχόλιο. Προχώρη­ σαν γραμμή προς τό διαμέρισμα, πίσω άπό τό κατάστημα. Ό ’Άμπερσον ήταν ένας μεγαλό­ σωμος καί πσλύ παχύς άνθρωπος, μέ γκριζογάλανα, γουρουνήσια ματάκια χωμένα μέσα σέ μάζες άπό ρόδινο δέρμα. Ό λαιμός του ήταν παχύς καί κυματιστός, μέ δυό-τρία ρόδινα προ­ γούλια. Ή ροδαλότης του όμως αυτή δέν ήταν υγιής, άλλά εΐχε κάτι αρ­ ρωστιάρικο κάί πλαδαρό.

Ό Ούάλλας ’Άϊλς, άπεναντίας, ήταν στητός, μέ στρατιωτικό παρά­ στημα καί όμορφο γκρίζο κεφάλι. Τά χαρακτηριστικά του ήσαν καθαροκομμένα καί άρχοντικά. * Άν έκρινε κανείς άπό τήν εξωτε­ ρική έμφάνισι, ό παχύς καί λαδερός ’Άμπερσον θάπρεπε νά ήταν ό δα­ νειστής καί ό ’Άϊλς ό μεσίτης. Μά συνέβαινε τό άντίθετο, όπως πολύ συχνά γίνεται σ’ αυτή τή ζωή. —Φαίνεσαι τσακισμένος, Μάρτιμορ, εΐπε ό ’Άμπερσον όταν έξήτασε διαπεραστικά τόν σύντροφό του στό φώς τού δωματίου. Τί διάβολο έπαθες ; — Εΐμαι καλά....δηλαδή δέν εΐμαι άρρωστος, εΐπε λαχανιαστά ό Μάρτιμορ. Μά κάτι διαβολικά παράξενο συνέβη άπόψε. Δέν μπορώ νά τό έξηγήσω. "Ισως έσεΐς μπορέσετε. Νομί­ ζω οτι θά τρελλαθώ. —Λέγε λοιπόν, εΐπε ό Ούάλλας ’Άϊλς άνυπόμονα. Ή φωνή καί ό καλλιεργημένος τό­ νος της ταίριαζαν μέ τήν έμφάνισι του. —Ελπίζω νά μή μάς έφερες εδώ χωρίς λόγο, Μάρτιμορ !, πρόσθεσε. Ό Μάρτιμορ διηγήθηκε τήν ίστο« ρία του. Τήν διηγήθηκε ασυνάρτητα καί τραυλίζοντας. —Αυτά εΐναι όλα ; ρώτησε ό ’Άμ­ περσον όταν τελείωσε. — "Ανθρωπε, δέν εΐναι άρκετά; — Εΐναι παραληρήματα ένός μα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41


νιακοϋ, είπε απότομα ό ’Άμπερσον. Ώνειρευόσουν, Μάρτιμορ. Τά έφτια­ ξες με τή φαντασία σου I Καί κου­ βάλησες τον ’Άϊλς καί μένα εδώ γιά ν’ ακούσουμε αυτές τις άνοησίες! Είπε πώς δέν λείπει τίποτα, έ; Αυτός ό Χόπερ ήταν ίσως ό αληθινός, μόνο πού δέ θά ακόυσες καλά τό όνομα του ξενοδοχείου. — Καί τά ρολόγια πού πήγαιναν καί τά δυό μισή ώρα πίσω ; — ’Ίσως έκανες λάθος... — Καί τό κοκκινόχωμα στά πα­ πούτσια μου; φώναξε ό Μάρτιμορ λαχανιαστά δείχνοντας τά πόδια του. Κυττάξτε τά παπούτσια μου I Πώς βρέθηκε αύτό τό κοκκκινόχωμα εκεί; — Καλά θά κάνης, Μάρτιμορ, είπε ό ’Άϊλς, νά πιής ένα μεγάλο ποτήρι σκέτο ού'ίσκυ καί νά πλαγιάσης. Φαί­ νεται πώς έγινες υπνοβάτης τώρα τελευταία. Πώς βρέθηκε τό κοκκινό­ χωμα στά παπούτσια σου άν δεν πά­ τησες κοκκινόχωμα ; —’Όχι !, φώναξε διαπεραστικά ό Μάρτιμορ. Κάτι πολύ παράξενο καί πολύ άσχημο συνέβη την ώρα πού ήμουν αναίσθητος. Δέν ξέρω τί... πάν­ τως ό Αμερικανός εκείνος είχε σχέσι μ’ αύτό. Αύτός γύρισε τούς δείκτες του εκκρεμούς καί τουρολογιου μου. Γιατί τό έκανε αύτό; Γιά μισή ώρα.

Ο ΜΑΡΤΙΜΟΡ ΔΟ­ ΚΙΜΑΖΕΙ ΑΣΧΗ­ ΜΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

—Ό κ. Τζούλιους Μάρτιμορ ; Ό Επιθεωρητής Χιού λετ πρόφερε τις λέξεις εύγενικά, σχεδόν μέ σε­ βασμό, μά ό επίσημος τόνος τής φωνής του ήταν ολοφά­ νερος. Ό Ούΐλλιαμς αποφασισμένος νά μείνη απλός θεατής, έμεινε σιωπηλός. Οί δύο άλλοι άντρες μέ τούς πλατείς’ώμους ήσαν μυστικοί άστυνομικοί. —Ναι, είπε ό Μάρτιμορ βραχνά. Ναι. Είμαι ό Μάρτιμορ. Τί θέλετε ; Ή συμπεριφορά του έλεγε πολλά. ΗΤταν χλωμός σάν πεθαμένος καί

42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

όσο αύτός ήταν εδώ, εγώ ήμουν α­ ναίσθητος, Τί έκανε τήν ώρα αυτή ;.„ ’Ά 1 Τί είναι αύτό ; ΚΤ ό Μάρτιμορ άναπήδησε, προφέροντας διαπεραστικά τις τρεις τε­ λευταίες λέξεις. — Είναι μόνο τό κουδούνι, εΐπε ό ’Άϊλς εκνευρισμένος. Τά νεύρα σου έχουν κομματιαστή, Μάρτιμορ. Ό Τζούλιους Μάρτιμορ συγκέν­ τρωσε τά τελευταία υπολείμματα τής αύτοκυριαρχίας του. —Τό κουδούνι τής εισόδου 1, μουρ­ μούρισε. Ποιος μπορεί νά ήρθε νά μέ έπισκεφθή τέτοιαν ώρα; Κανένας ποτέ δέ χτυπά τό κουδούνι μου τή νύχτα... Σταθήτε I Μπορεί νά είναι πάλι εκείνος ό καταραμένος Χόπερ ! Δέν ήταν ό Χόπερ. 'Όταν άνοιξε τήν πόρτα, βρήκε τον εαυτό του άντιμέτωπο ,σέ τέσσερις άντρες μέ τε­ τράγωνους ώμους καί βαρειά παλτά καί άρπαξε τό φύλλο τής πόρτας γιά νά στηριχθή. Γιατί άναγνώρισε αμέ­ σως τήν τάξι στήν όποια άνήκαν οί άντρες αύτοί. 'Όλοι οί φόβοι του επαληθεύον­ ταν. Μπελάς ερχόταν νά τόν βρή— μεγάλος, τερατώδης, τρομακτικός μπε­ λάς. Καί ήταν άκόμα πιό τρομακτι­ κός γιατί ό Μάρτιμορ δέν είχε άκό­ μα ιδέα γιά τό τί άκριβώς συνέβαινε.

ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ­ ΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑ ΤΟΣ ΔΩΡΕΑΝ!

κρατούσε άκόμα σφιχτά τό φύλλο τής πόρτας γιά νά μήν πέση. Τά μά; τια του ήσαν γεμάτα από 5 μιάν έκφρασι φόβου, τρελλου φόβου. Έταν ή προσωποποίησις τού ενόχου. —"Αν δέν έχετε άντίρρησι, κ. Μάρτιμορ, θά ήθελα νά έρθω μέσα γιά λίγα λεπτά, είπε ό Χιούλετ εύγενικά. Έχω νά σάς κάνω μερικές ερωτήσεις. Είμαι ό Επιθεωρητής Χιούλετ τής... —'Η αστυνομία, έ ; τόν διέκοψε ό Μάρτιμορ μέ ύφος ξένοιαστης αδια­ φορίας. Βεβαίως...βεβαίως. Περάστε μέσα. Συμβαίνει τίποτα ; Έξαπατούσε τόν εαυτό του. Έ-

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


κείνο πού νόμιζε ώς ύφος ξένοιαστης άδιαφορίας έμοιαζε περισσότερο με βραχνό κράξιμο ετοιμοθάνατου βα­ τράχου. Φάνηκε νά ζαρώνη και νά μικραίνη, δταν ό μεγαλόσωμος επι­ θεωρητής μπήκε στό σκοτεινό κατά­ στημα. —Ναί, κ. Μάρτιμορ, νομίζω ότι συμβαίνει κάτι, απάντησε ό Χιούλετ. Ελπίζω νά μπορέσετε νά δώσετε τις αναγκαίες εξηγήσεις. Αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα, σκέφθηκε ό Γλυκός Ουΐλλιαμ, πού ήξε­ ρε πολύ καλά ότι ό Χιούλετ ήλπιζε νά συγκεντρώση., αρκετές αποδείξεις γιά νά βάλη τό βαρύ χέρι του επάνω στόν ώμο του άρχαιοπώλη. Ό Μάρτιρμορ ήταν πανικόβλητος. Δεν προλάβαινε νά προειδοποιήση τούς συντρόφους του. Επομένως, ό ’Άμπερσον κΓ ό ’Αϊλς κατελήφθησαν εντελώς έξ άπροόπτου, όταν τό δω­ μάτιο γέμισε ξαφνικά άπό ντέτεκτιβς. Τό μόνο πού μπορούσαν νά κά­ νουν ήταν νά σηκώσουν ευγενικά τά φρύδια τους καί νά κάνουν πώς δέν ήσαν εκεί. —Άλπίζω νά μήν αργήσετε, Έπιθεωρητά, είπε ό Μάρτιμορ τονίζον­ τας τήν τελευταία λέξι γιά νά καταΛάβουν οί φίλοι του. ’Έχω έπισκέψεις. Λοιπόν< τί συμβαίνει; Ή φωνή του Έπιθεωρητου Χιού­ λετ έγινε πιο ευγενική... μέ τήν άπαλή γουργουριστή ευγένεια μιας συ­ σπειρωμένης τίγρης. — θά ήθελα, κ. Μάρτιμορ, είπε, νά μου εξηγήσετε τί κάνατε μεταξύ τών 11.30 καί 12.30 απόψε. Ή έρώτησις εΐναι, βέβαια, ανεπίσημη καί... καταλαβαίνετε... —Δέν καταλαβαίνω τίποτα, τραύ­ λισε ό Μάρτιμορ, Γιατί έρχεστε καί μέ ρωτάτε νό σάς εξηγήσω τις κινή­ σεις μου ; Δέν βγήκα έξω. Αυτό εί­ ναι προσβλητικό ! Σάς λέγω ότι δέν βγήκα καθόλου έξω απόψε !

’Ώ!. έκανε ό Χιούλετ δυσοίωνα. Τότε έχετε στρώσει κοκκινόχωμα στή σκάλα σας ή... στό ύπνοδωμάτιό σας ; ΚΓ έδειξε τά πόδια τοϋ Μάρτιμορ. Ακόμα κΓ ό Γλυκός Ούΐλλιαμ

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ Ό αναγνώστης μας Στέ­ λιος Τσορλίνης μάς γράφει άπό τήν Αγροτική Παι δούπολι «"Αγιος Κωνσταντί­ νος» Θεσσαλονίκης : «Είμαστε μερικά παιδιά εδώ στήν Γεωργική Σχολή τής Θεσ­ σαλονίκης πδύ διαβάσαμε τήν έκδοσί σας καί μάς εύχαρίστησε πολύ. · Σάς συγχαιρουμαι γιά αυτό τό καλό πού προσψέρατε στούς άναγνώστας τών Αστυνομικών Μυθιστορημάτων...». ·

I

| η

Τέτοια γράμματα άποτελουν ήθική ίκανοποίησι γιά τή διεύθυνσι τών εκδόσεων «Ή Νυχτερίδα», πού υπόσχεται νά ίκανοποιήση πλήρως καί συντόμως όλες τις επιθυμίες τών άναγνωστών της.

ένοιωσε έναν γερό κλονισμό. —’Ώ, αυτό ; είπε βραχνά ό Μάρτιμορ. Εννοείτε τό κοκκινόχωμα; Δέν μπορώ νά καταλάβω τίποτα, Έπιθεωρητά! Έντίμως, όλη ή ύπόθεσις εΐναι ένα μυστήριο. Μπορώ μόνο νά σάς διαβεβαιώσω ότι δέν βγήκα έξω. —Λυπούμαι, κ. Μάρτιμορ, μά θά χρειαστή νά σάς ζητήσω νά μου δώ­ σετε τά κλειδιά σας, τόν διέκοψε ό Χιούλετ σκυθρωπά, θέλω νά ρίξω μιά ματιά στό χρηματοκιβώτιό σας. Γύρισε στούς δυο άλλους άστυνομικούς. — Πέλτον... Σίμονς.,. ξέρετε τί θά ψάξετε νά βρήτε. Άρχίστε λοιπόν. —Αύτό είναι προσβλητικό !, γρύλλισε ό Μάρτιμορ λαχανιάζοντας ά­ γρια. Άρνοΰμαι νά σάς δώσω τά κλειδιά μου. Δέν επιτρέπω σ’ αυτούς τούς άνθρώπους νά ψάξουν τό σπί­ τι μου I Γύρισε στόν ’Άμπερσον καί τόν ’Άϊλς, πού εξακολουθούσαν άκόμα

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43


νά κάνουν πώς δεν ήσαν έκει. —"Αμπερσον 1 Τό ακόυσες αυτό ; Δεν μπορείς νά κάνης κάτι ; Αυτό είναι... —Κύριε Μάρτιμορ, έπέμεινε ό Χιούλετ. Δόστε μου τά κλειδιά I ’Ή μήπως προτιμάτε νά σάς θέσω υπό κράτησιν ; — Όχι, όχι !, φώναξε ό Μάρτιμορ με τό φριχτό συναίσθημα 5τ.. μια πα­ γίδα έκλεινε επάνω του. Δεν έχω κάνει τίποτα 1 Ακούστε ! Κάτι πολύ παράξενο συνέβη απόψε. 'Ένας Αμε­ ρικανός έκατομμυριουχος, ό Χόπερ, ήρθε νά μέ δη... -

#

—Τά κλειδιά, σέρ, είπε ό Χιούλετ μέ ύπομονή. —Μά δεν καταλαβαίνετε !, ξεφώνησε ό Μάρτιμορ. Αυτός ό Χόπερ ή­ ταν ένας απατεώνας. Μέ ξεγέλασε. Νόμισα ότι ήταν ό πραγματικός Χό­ περ. Μέ νάρκωσε καί..." — Τά κλειδιά, σέρ 1 — Μη μου μιλάτε έτσι!, φώναξε ό Μάρτιμορ. Είμαι βέβαιος οτι μέ νάρ­ κωσε καί τήν ώρα πού ήμουν αναί­ σθητος... — Περιγράψτε μου αυτόν τον Χό­ περ, είπε ξαφνικά ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. Ό Χιούλετ του έρριξε μιά προσ­ βεβλημένη ματιά, γιατί ό Ούΐλλιαμς είχε ύποσχεθή νά άφήση εντελώς τήν ύπόθεσι στά χέρια του. —Νά τον περιγράφω ; είπε ό Μάρ» τιμορ άνοιγοκλείνοντας τά μάτια του. Δεν είναι εύκολο νά περιγράψη κα­ νείς έναν άνθρωπο... —Νά τόν περιγράφω εγώ γιά σάς ; είπε ό Ούΐλλιαμς πρός κατάπληξιν τού Χιούλετ. Πολύ ψηλός καί λιγνός, μέ πλατείς, μυώδεις ώμους. "Ισως φο­ ρούσε γυαλιά... — Ναί!, φώναξε ό Μάρτιμορ γουρ­ λώνοντας τά μάτια του. Ναί 1 Ακρι­ βώς I Αυτή εΐναι πολύ καλή περιγρα­ φή. ΤΗταν μεσόκοπος μέ γκρίζα μαλ­ λιά... —Φορούσε περούκα, ϊσως, είπε ό Ούΐλλιαμς. Εύχαριστώ, κ. Μάρτιμορ. Είμαι ό Επιθεωρητής Ούΐλλιαμς τής Σκότλαντ Γυάρντ, μά δεν έχω άναλάβει τήν ύπόθεσι αύτή. θέλετε μιά

44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

φιλική συμβουλή ; Δόστε τά κλειδιά σας στόν κ. Χιούλετ καί πέστε τα όλα. Ό Χιούλετ κοκκίνισε. —Δέν είναι σωστό αύτό πού κά­ νετε, κ. Ούΐλλιαμς!, είπε. Του μιλάτε σαν νά είναι αθώος. ΚΓ όμως έχω αποδείξεις ότι περπάτησε στόν κήπο τού Λόρδου Κλάουρι απόψε. Εξάλ­ λου, άφησε τά δακτυλικά του άποτυπώματα μέσα στό σπίτι... — Αποτυπώματα !, φώναξε ό Μάρτιμορ μέ φωνή άπό άλλον κόσμο. ’Αποτυπώματά μου στό σπίτι του Λόρ­ δου Κλάουρι! Είστε τρελλός ! Ποτέ δέν έχω πάει ούτε κοντά στό σπίτι, τού Λόρδου Κλάουρι! Δέν ξέρω κάν πού μένει ό Λόρδος Κλάουρι I Αγα­ θέ θεέ ! Εκείνος ό Χόπερ !... Αύτό εί­ ναι 1 Μέ ενοχοποίησαν χωρίς... —θά ήθελα εκείνα τά κλειδιά,, σέρ, τόν διέκοψε ό Χιούλετ. Πάντως θά γλυτώναμε καιρό καί κόπο, άν μοΰ δίνατε τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα χωρίς περαιτέρω... — Τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα ; έπανέλαβε ό Μάρτιμορ χαζά. Είστε τόσο τρελλός ώστε νά πιστεύτε οτι τό καταραμένο αύτό πράγμα βρίσκε­ ται εδώ; Τό έχει ό Κλάουρι. Τό α­ γόρασε στή δημοπρασία... — Καλά, καλά, σέρ, είπε ό Χιού­ λετ υπομονετικά. Τά κλειδιά, παρα­ καλώ. —Γιά όνομα τού θεού, Μόρτιμερ, δόσε του τά κλειδιά!, φώναξε ό ^Ούάλλας ’Άϊλς. Τί διάβολο έχεις πάθει; Ξέρεις ότι δέν έχεις κλέψει αύ­ τή τή διαβολεμένη κασετίνα. Τί φο­ βάσαι, λοιπόν ;

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


Ό Τζούλιους Μάρτιμορ έβγαλε τά κλειδιά με χέρια, πού έτρεμαν. —Τί φοβάμαι ; μουρμούρισε ζα­ λισμένα. Δεν ξέρω... τον Χόπερ... τό κοκκινόχωμα στα παπούτσια μουν­ τή μισή ώρα πού ήμουν αναίσθητος... Σώπασε μ’ ένα είδος γρυλλίσματος, πού έμοιαζε με κλαψούρισμα.Ήταν ό πιό τρομαγμένος άνθρωπος σ’ ολόκληρο τό Λονδίνο. ’Ήξερε, με μια στέρεη καί αλλόκοτη σιγουριά, δτι ή Κασετίνα των Σφόρτσα θά βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιό του. Καί δεν έ­ πεσε έξω...

μέ τό αυτοκίνητο του ’Άμπερσον. 'Ένας γεμάτος ενδιαφέρον θεατής των αναχωρήσεων αυτών ήταν ό κ. Κορνήλιος Τζέη Χόπερ, πού ήταν κρυμμένος μέσα σέ μιά σκοτεινή πόρ­ τα άπό τήν άλλη μεριά του δρόμου. — Καί αυτό, νομίζω, μουρμούρισε ό Νόρμαν Κόνκουεστ, είναι τό τέλος τού κ. Τζούλιους Μάρτιμορ. Πρέπει νά τηλεφωνήσω στο γέρο —Γκάλλορυ καί νά τού δώσω τά καλά νέα. Ό φάκελος του Μάρτιμορ εΤναι γιά κα­ λά λασπωμένος καί, αν γλυτώση μέ λιγώτερα άπό επτά χρόνια, θά έκπλαγώ πολύ. ^Ηταν κρίμα πού ό επινοητικός νεαρός Νόρμαν δέν περίμενε λίγα λεπτά άκόμα. θά έβλεπε τον Γλυκό Ούΐλλιαμ νά βγαίνη ορμητικά άπό τό κατάστημα, μέ τό πρόσωπο ξαναμμέ­ νο, καί τον Επιθεωρητή Χιούλετ νά τρέχη ξοπίσω του αφήνοντας κραυ­ γές διαμαρτυρίας. Προφανώς, οί δυό άστυνομικοί είχαν κάποια λογομαχία μέσα στο διαμέρισμα τού Μάρτιμορ. Τό αύτοκίνητο τής άστυνομίας, μέ τον Μάρτιμορ μέσα, περίμενε εκεί άκόμα. —Εντάξει, κάνετε δπως θέλετε, είπε ό Ουΐλλιαμς καθώς ό Χιούλετ έκλεινε τήν πόρτα. Μά μήν ξεχνάτε δτι σάς προειδοποίησα. Ό Μάρτιμορ έλεγε τήν αλήθεια... —Μά, κ. Ουΐλλιαμς... — ’Άν ξαναπήτε «Μά, κ. Ούΐλλιαμς», θά... θά ξεφωνήσωΐ, μούγγρισε ό Ουΐλλιαμς. Δέν μπορείτε νά κατα­ λάβετε δτι προσπαθώ νά σάς εμπο­ δίσω άπό τό νά γελοιοποιηθήτε τε­ λείως ; Ό Μάρτιμορ μπορεί νά εΐναι ένας διάβολος γεμάτος κόλπα καί πονηριές, μά... στοιχηματίζω μισθούς ενός έτους πώς δέν έκλεψε αύτός τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα.

Μιά διαπεραστική κραυγή ίκανοποιήσεως ξέφυγε από τό στήθος του Έπιθεωρητου Χιούλετ, δταν βρήκε τήν κασετίνα πίσω από μερικά βιβλία σ’ ένα ράφι στο βάθος του χρηματο­ κιβωτίου. —Τό ήξερα πώς θά τό βρίσκατε !, ξεφώνησε τρελλά ό Μάρτιμοβ. Μά δεν τό έκλεψα εγώ. Δεν μπορείτε νά τό καταλάβετε αυτό, χοντροκέφαλε βλάκα ; Με ενοχοποίησαν ! Μέ τύλι- * ξαν 1 Ό Χόπερ τό έκανε αυτό. Ό Χόπερ δεν ήταν Χόπερ καί μέ νάρ­ κωσε. Στο διάστημα πού ήμουν αναί­ σθητος, μου έβγαλε τά παπούτσια καί τά φόρεσε ό ’ίδιος. Ό Χόπερ ή­ ταν εκείνος πού πήγε στο σπίτι του Κλάουρι... —’Άν θέλετε τή συμβουλή μου, σέρ, τον διέκοψε ό Χιούλετ, κρατή­ στε τα δλα αυτά γιά τον δικηγόρο σας. Τό καθήκον μου εΐναι νά οάς προειδοποιήσω δτι κάθε λέξις πού προφέρετε μπορεί νά χρησιμοποιηθή εναντίον σας... 'Μ σύλληψις ήταν εύκολη. Ό Μάρτιμορ ήταν έτοιμος νά καταρρεύση ^ καί οί δυο βοηθοί του Χιούλετ τον κουβάλησαν σχεδόν σηκωτό στο αυ­ τοκίνητο πού περίμενε έξω. Ό Χιούλετ προτίμησε ν’ άλλάξη Ό Χιούλετ λυπήθηκε πολύ πού θέμα. —θά γυρίσω πίσω άργότερα καί δεν μπόρεσε ν’ άρπάξη καί τούς δυό θά ψάξω ολόκληρο τό σπίτι, είπε. άλλους, τον ’Άμπερσον καί τον ΆΖητούσαμε χρόνια τώρα μιάν ευκαι­ ϊλς. Μά δέν υπήρχε κανένα έπιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος τους. Δικαιο­ ρία νά έρευνήσουμε τό σπίτι του καί λόγησαν ^τήν παρουσία τους εκεί χω­ τώρα τόν πιάσαμε μέ τά βρακιά κά­ ρίς δυσκολία, έκαναν άπό μιά σύν­ τω. Δέν πρόλαβε νά κρύψη ή νά φυ­ τομη κατάθεσι ό καθένας κι* έφυγαν γάδευση τίποτα. ■

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45


—Χμ, είπε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ γκρινιάρικα. Όμολογώ δτι τώρα εί­ πατε κάτι σωστό. Στό μεταξύ εγώ θά... Σώπασε καί τό πρόσωπό του έγινε πιό κόκκινο άπό πριν. —Ναί, πρόσθεσε. Αυτό θά κάνω ! —θά κάνετε τί, σερ; ρώτησε ό Χιούλετ. — θά πάω νά κοιμηθώ I Μά δεν πήγε νά κοιμηθή, γιατί" λίγα λεπτά άργότερα έμπαινε στό διαμέρισμα του Νόρμαν Κόνκουεστ κΓ έβρισκε τόν εύθυμο Ρόμπιν Χούντ, ξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα νά διαβάζη μιάν εφημερίδα. — Καλησπέρα, Μπίλ, είπε ό Νόρ­ μαν εγκάρδια. Δέκα λεπτά άργότερα θά μ5 έβρισκες στό κρεββάτι. θά ,βρής ού'ίσκυ καί σόδα στον μπουφέ. —Ευχαριστώ, κ. Χόπερ !, είπε ό Ούΐλλιαμς κοφτά. —Πώς τό είπες αυτό ; —Μέ ακόυσες! Γιά όνομα τφυ θεού, Κόνκουεστ. Τί νομίζεις ότι κά­ νεις ; Μπορεί νά ξεγέλασες τόν Χι­ ούλετ, όχι όμως κΓ εμένα. Μερικές φορές, νεαρέ, θαυμάζω τις μεθόδους σου καί δέν διστάζω νά τό πώ αυτό, μά όταν δοκιμάζεις νά ένοχοποιήσης €ναν εντελώς αθώο άνθρωπο, ώστε νά συλληφθή μέ μιά σοβαρή κατηγορία, τότε τά πράγματα είναι διαφορετι­ κά. Διάβολε! Δέ σου ταιριάζει αυ­ τό, Κόνκουεστ. Είναι βρώμικη δου­ λειά. ν

— Αυτά είναι κακά λόγια, Μπίλ, είπε ό Νόρμαν άνάβοντας ένα τσιγά­ ρο, ’Όχι μόνο κακά λόγια άλλά καί μυστηριώδη. Δέν ξέρω γιά τί δι­ άβολο μου κουβεντιάζεις. Πάντως δέν υπάρχει λόγος νά φωνάζης έτσι, θά ξυπνήσης την Τζόϋ καί τή θεία Σούζαν. — Καλά, καλά, γρύλλ σε ό Γλυ­ κός Ούΐλλιαμ. θά χαμηλώσω τή φω­ νή μου. Μά μη φάζης σέ πειρασμό την ύποπονή μου. ’Έρχομαι άπό τό κατάστημα τού Μάρτιμορ καί άπό τό σπίτι του Λόρδου Κλάουρι. Νομίζεις ότι δέν άναγνωρίζω την ιδιαίτερη σφραγίδα σου, Κόνκουεστ ; ’Όχι, μη ;μέ διακόπτεις...

46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Τί θέλεις νά πής «μη μέ διαπόπτης» ; Μου κάνεις μιά έρώτησι καί, όταν ετοιμάζομαι νά άπαντήσω, μου λές νά μη σέ διακόψω. Τί κάνουμε ; Τις κουμπάρες παίζουμε ; —θέλω νά φρεσκάρω τή μνήμη σου, είπε ξανά ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. Πέφτεις σ’ ένα κτήμα, στό Νόρθ Έσσεξ, ζωσμένο μ’ έναν φανταστικά πα­ νύψηλο τοίχο, στόν Παλιό Πύργο τού Χίλτον, πού άνήκει στόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ. Γίνεται μεγάλος σαματάς, γιατί νομίζουμε πώς είσαι νεκρός ή τραυματισμένος ή τουλάχιστον σέ ά­ σχημη θέσι. Μά όχι I Είσαι μέ τόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ καί οι σχέσεις σας είναι πολύ φιλικές. Όλόκληρη ή ιστορία θεωρείται ώς ένα άπλό δυ­ στύχημα καί μπαίνει στήν μπάντα. Μά τί συμβαίνει έπειτα άπ’ αύτό ; ν

Ή φωνή του Ούΐλλιαμς έγινε πιό ζεστή. — Ό Τζούλιους Μάρτιμορ, ό άρχαιοπώλης τής όδου Όουλντ Μπόντ, βρίσκεται σέ δύσκολη θέσι... Είναι αύτή τή στιγμή στή φυλακή καί τό πρωί θά του άπαγγελθή ή κατηγορία τής «κλοπής διά ρήξεως». —Αύτό είναι δική του δουλειά, είπε ό Νόρμαν ζαρώνοντας τά φρύ­ δια του. ’Άν δέν ήθελε νά βρή τόν μπελά του, άς μήν έκανε «κλοπή διά ρήξεως». Τί σχέσι όμως έχουν αύτά μέ μένα; —Σου εΐπα μή βάζεις σέ πειρα­ σμό τήν υπομονή μου, Κόνκουεστ! είπε ό Ούΐλλιαμς μέ κατακόκκινο πρόσωπο. Ξέρεις πολύ καλά ότι έ­ χουν σχέσι μέ σένα. Ενοχοποίη­ σαν τόν Μάρτιμορ. Καί τόν ενοχο­ ποίησες εσύ μέ τά άστεΐα κόλπα.σου. Ό Νόρμαν κύτταξε τό ταβάνι. —Αλήθεια, Μπίλ, είπε, θά ήθελα νά ζητήσω τή γνώμη σου. Τί λές νά φυτέψω- στόν κήπο πού έχω στήν τα­ ράτσα, τριαντάφυλλα ή γαρύφαλα; Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ παρά λίγο νά πνιγή. — Προσπαθείς νά μέ κάνης νά χά­ σω τήν ψυχραιμία μου, έ ; είπε συγ­ κροτώντας τόν εαυτό του μέ υπεράν­ θρωπη προσπάθεια. ”Ακούσε, Κονκουεστ ! ’Άν θέλης νά μου πής ότι δέν

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


έκανες καμμιά συμφωνία μέ τόν Σερ Τζών Γκάλλορυ... — Γιά σχάσου !.. Τι εννοείς... συμ­ φωνία ; —Συμφωνία 1. Απάντησε ό έπιθεωρηχής μέ χή φωνή γεμάχη σαρκασμό. Βέβαια, δεν ξέρεις δχι ό Μάρχιμορ μαζί μέ χόν Άμπερσον και χόν ’Άϊλς έξεβίαζαν χόν Γ κάλλορυ εδώ καί πολ­ λά χρόνια, έ; Δέν ξέρεις όχι ό Γκάλ­ λορυ έχτισε εκείνο χόν χεραχώδη χοίχο, γιαχί αύχοί χόν απείλησαν πώς θά χόν σκόχωναν όχαν θάβγαιναν άπό χήν φυλακή, έ ; Αύχά όλα είναι καινούργια για σένα ! Δέ σου φαίνεχαι όμως παράξενο χό γεγονός όχι, δυό μέρες μεχά χήν πχώσι σου μ’ άλεξίπχωχο σχό φρούριο χοϋ Γκάλλορυ όΤζούλιους Μάρχιμορ βρίσκεχαι μπερ­ δεμένος σέ σοβαρούς μπελάδες; Τί νομίζεις πώς είμαι ; Τυφλός ή βλά­ κας ; Ό Νόρμαν Κόνκουεσχ δέν χό νό­ μιζε αύχό. Άπενανχίας, τού είχε κά­ νει ένχύπωσι ή άπόδειξις αύχή χής ο­ ξυδέρκειας χού Γλυκού Ούΐλλιαμ. Ή έκπληξίς χου ήταν μεγάλη, μά ή /_αρά χου ακόμα μεγαλύτερη. Τό γλένχι θά γινόταν πολύ διασκεδασχικό σχό προσεχές μέλλον, μέ χόν Γλυκό Ούΐλλιαμ νά ίδρωκοπάη ολόγυρα προσπαθώντας νά βγάλη άκρη. —Μιά στιγμή, Κόνκουεσχ, συνέχι­ σε ό επιθεωρητής καθώς ό Νόρμαν ετοιμαζόταν νά μιλήση. Δέν τελείω­ σα άκόμα. Αυτός ό παλαβός, ό Γκάλ­ λορυ, δέν έχει μόνο λεφτά. Πάσχει καί άπό μανία καταδιώξεως. Νομίζει όχι ό Μάρχιμορ, ό ’Άμπερσον κΓ ό Άϊλς είναι έτοιμοι νά τού πιουν χό αίμα. Γι’ αύχό έχτισε εκείνο χόν τοίχο καί κλείστηκε σ’ εκείνο χόν τά­ φο. Μά ξέρω —καί χό ξέρεις κι’ εσύ καλά—πώς όλα αύχά είναι κουραφέ­ ξαλα. Ό άνθρωπος αυτός δέν δια­ τρέχει κανέναν κίνδυνο.

Ό Νόρμαν κούνησε χό κεφάλι χου. — Συμφωνώ άπολύχως μαζί σου, Μπίλ, εΐπε. Ναι, είχα μιά φιλική κουβέντα μέ χόν Σέρ Τζών Γκάλλο­ ρυ κι’ έβγαλα χό συμπέρασμα όχι δέν είναι εντελώς σχά καλά του σχό

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ Ό αναγνώστης μας Α. Ντακόπουλος μάς γράφει άπό χήν Καλλιθέα : «ΈπΙ τέλους! Μπορεί κα­ νείς χώρα νά διαβάση ένα α­ στυνομικό μυθιστόρημα μέ άπαιχήσεις' χωρίς άνόηχες καί γελοίες έξωφρενικόχηχες καί γκαγκστερισμούς ! 'Η ΝΥΧΤΕ­ ΡΙΔΑ συμπλήρωσε ένα μεγάλο κενό...».

ζήτημα αύχό. Μά γιαχί νομίζεις ότι έγώ... —Κόφτο, Κόνκουεσχ I Δέν πρόκει­ ται γιά επίσημη άνάκρισι καί μπο­ ρούμε νά μιλήσουμε μέ ειλικρίνεια. Πόσα σοΰ δίνει ό Γκάλλορυ γιά νά τσάκισης τούς υποτιθεμένους εχθρούς χου ; ^Ηταν ένας έξυπνος διαξιφισμός, μά ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούνχ χόν Αν­ τιμετώπισε μέ μιάν έκφρασι απορίας. —Άπό πότε, Μπίλ, άνέλαβες χό έργο τού συνηγόρου ποντικών όπως ό ’Άμπερσον, ό ’Άϊλς κι’ ό Μάρτιμορ ; ρώτησε μαλακά. Τί σ’ έχει πιάσει καί κλωτσάς έτσι; Γιαχί στε­ νοχωριέσαι άν ό Μάρχιμορ έχει βρή τόν μπελά χου ; — Όμολογεϊς λοιπόν... —Δέν ομολογώ τίποτα. Μού είπες πώς ό Μάρχιμορ είχε μπελάδες. Τί μ’ αύχό ; Είναι άπό χήν ίσκιερή με­ ριά χού δρόμου καί χρόνια χώρα ή Σκόχλανχ Γυάρνχ μάταια προσπαθεί νά βάλη χέρι έπάνω χου. Δέν είναι σπουδαίο λοιπόν, χό γεγονός ότι μπόρεσε επί τέλους νά χόν άρπάξη άπό χό γιακά ; — Δέν πρόκειται γι’ αύχό καί χό ξέρεις I, Είπε Απότομα ό Ούΐλλιαμς. Δέν άρνούμαι όχι θά ή|θελα νά Αρ­ πάξω χόν Ούΐλλιαμς μέ μιά καλή κα­ τηγορία. Μά... νά πάρη ό διάβολος, Κόνκουεσχ!... είναι Αθώος σχή συγ­ κεκριμένη αύχή περίπχωσι. Μού φαί­ νεται πώς παίζεις μέ δυναμίτη. Ξέ­ ρεις τί σκοπεύω νά κάνω ; Σκοπεύω

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47


νά παρουσιαστώ στη δίκη καί να κομματιάσω τις αποδείξεις εναντίον του Μάρτιμορ. Λοιπόν ; Ό Νόρμαν γέλασε. —Ναι, θά κομματιάσης τις απο­ δείξεις και θά βάλης μπελάδες έναν συνάδελφό σου γιατί συνέλαβε παρανόμως έναν πολίτη, είπε κοροϊδευ­ τικά. Ξύπνα, Γλυκέ Ούΐλλιαμ ! Δεν είσαι ό εαυτός σου άπόψε ! Σου χρει­ άζεται ένα καλό ούΐσκυ καί ένας καλός ύπνος! Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ ήπιε τό ούΐ­ σκυ, μά δεν έφυγε παρά μισή ώρα αργότερα, άφοΰ έπείσθη ότι ό Νόρ­ μαν δέν έσκόπευε νά παραδεχτή πώς αύτός είχε ενοχοποιήσει τόν Μάρτιμορ. ν

Τό πρωί, μετά τό πρόγευμα, ό Νόρμαν διασκέδασε την Τζόϋ αφη­ γούμενος τη νυχτερινή έπ'σκεψι του Έπιθεωρητοϋ Ού^λλιαμς. "Ηθελε, τουλάχιστον, νά τήν διασκεδάση, γιατί ή Τζόϋ δεν φάνηκε νά παίρνη τό ζήτημα άπό τήν εϋθυμη πλευρά. — Δε μοϋ άρέσει καθόλου αυτό, Ρόμπιν Χούντ, είπε με μιάν έκφρασι στενοχώριας στο πρόσωπό της. Αύτό πού θέλω νά πω είναι ότι ό Γλυ­ κός Ούΐλλιαμ έχει δίκηο. Ό Μάρτιμορ μπορεί νά είναι παλιάνθρωπος, μά... νά τόν ένοχοποιή κανείς επίτη­ δες χωρίς νά φταίη... Σώπασε, δίστασε καί πρόσθεσε : —Δέν σοϋ ταιριάζει αύτό, Νόρμαν ! Τά μάτια τοϋ Νόρμαν έλαμψαν. — "Ω, ώ !, έκανε κουνώντας τό κε­ φάλι του. "Αρχισες * νά χάνης τήν εξυπνάδα σου, Γλυκομάτα. Τό περίμενα αύτό άπό τόν Μπίλ, άλλά άπό σένα... —Πώς χάνω τήν εξυπνάδα μου ; — Μέ τό νά μέ νομίζεις τόσο χον­ τροκομμένο. Πίστεψες, έστω καί γιά μιά στιγμή, ότι ό Μάρτιμορ μπορεί νά καταδικαστή μέ τή νερουλή κατη­ γορία ότι έκλεψε τήν Κασετίνα τών Σφόρτσα ; Ό άνθρωπος αύτός είναι κακοποιός. Ό Γκάλλορυ τό ξέρει αύτό. Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ τό ξέρει αύτό. "Επρεπε όμως νά συλληφθή καί αύτό άκριβώς έκανα.

48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Ναι, μά δέν βλέπω άκόμα... —Αυτή τή στιγμή οί άστυνομικοί ψάχνουν τό σπίτι τοϋ Μάρτιμορ σάν μιά ορδή άπό δραστήρια μυρμήγκια, συνέχισε ψυχρά ό Νόρμαν. "Οχι. "ίσως έχουν κιόλας τελειώση εδώ καί ώρες. Καί ποιο νομίζετε ότι θά είναι τό αποτέλεσμα αύτής τής έρευ­ νας ; Αποδείξεις, αγαπητή μου, απο­ δείξεις πραγματικών εγκλημάτων. — Μά αύτό είναι μιά εικασία διαμαρτυρήθηκε τό κορίτσι. Δέν σπο­ ρείς νά είσαι βέβαιος... —Δέν μπορώ νά είμαι βέβαιος ; Ή κατάστασίς σου είναι χειρότερη άπό όσο φανταζόμουν. Πόσα θέλεις νά στοιχηματίσουμε ; "Ακούσε 1 Ή σύλληψις τοϋ Μάρτιμορ ήταν εντε­ λώς απροσδόκητη. Δέν προειδοποιή­ θηκε. ^Ηταν ξαφνική, σάν κεραυνός. Τόν άρπαξαν καί τόν έχωσαν στό μπουντροϋμι πριν προλάβη νά πάρη άνάσα.' — Ξεχνάς τούς δυο εκείνους συν­ τρόφους του. Πώς λέγονται ; "Αμπερσον ; "Αΐλς ; ^Ησαν εκεί... — Ναι, τούς είδα, είπα ήρεμα ό Νόρμαν. Πολύ ύποχρεωτικοί. Μέ ά­ φησαν νά τούς δώ καλά-καλά κι’ αύ­ τό είναι ενδιαφέρον. Γιατί πρόκειται νά τραβήξουν τήν προσοχή μου πολύ σύντομα. "Οχι, Γλυκομάτα, δέν τούς ξέχασα. "Αν όμως πιστεύης ότι θά προλάβουν νά πάνε στό1 σπίτι τοϋ Μάρτιμορ καί νά εξαφανίσουν τά ε­ νοχοποιητικά στοιχεία, πού υπάρχουν εκεί, πέφτεις έξω πάλι. Καί δέν ξέ­ ρεις τις μεθόδους τής άστυνομίας. Τό σπίτι άρχισε νά φρουρήται αμέ­ σως μετά τή σύλληψι τοϋ Μάρτιμορ.

ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ


ΟΠΟΥ Ο ΜΑΡΤΙΜΟΡ ΒΓΑΙΝΕΙ Α­ ΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Πόσο δίκηο είχε I Την ίδια σχεδόν στιγμή, ό Επιθεωρητής Χιουλ ε τ ώρμοΰσε μέσα στο γρα­ φείο του Ούΐλλιαμ Ούΐλλιαμς καί οΐ πομπώδεις τρόποι του είχαν χαθή μέσα στη με­ γάλη ταραχή πού τόν κατείχε. —ΤΗρθα για τήν υπόθεσι Τζούλιους Μάρτιμορ, κ. Ούΐλλιαμς... —Γιατί ήρθατε σέ μένα; τόν διέ­ κοψε ό Ούΐλλιαμς άγριοκυττάζοντάς τον. Σάς είπα χτες τή νύχτα δτι ή ύπόθεσις αυτή φαινόταν ύποπτη. Πεισθήκατε μόνος σας ; —Φαίνονται ύποπτα αυτά εδώ, εΐπε ό Χιούλετ θριαμβευτικά. Καί από μιά μικρή τσάντα έβγαλε μισή ντουζίνα υπέροχες μικρογρα­ φίες από σμάλτο καί πετράδια. Ό Ούΐλλιαμς τις κύτταξε μέ γουρλωμένα μάτια. —Τί διάβολο... —Είχατε άναλάβει τήν υπόθεσι τής Πριγκήπισσας ντε Μελέν, εδώ καί τρία χρόνια, δεν εΐν’ έτσι, κ. Ούΐλλιαμς ; συνέχισε ό Χιούλετ. ΓΓ αύτό ήρθα σέ σάς I Βέβαια ένθυμείσθε δτι ή... —Καί βέβαια τήν θυμάμαι!, τόν διέκοψε ό Ούΐλλιαμς μ’ ένα ρίγος. Παραλίγο νά μέ φάη ζωντανό I θεέ μου, τί λεξιλόγιο! Καί τί γυναίκα! 'Άς είναι... Οί μικρογραφίες της εί­ χαν κλαπή σέ μιάν έπίσκεψί της στην "Αγγλία καί δέν τις βρήκαμε ποτέ.,. Χάλασε ό κόσμος τότε ! Τά καταρα­ μένα αύτά πράγματα άξιζαν μισό εκατομμύριο λίρες... Διάβολε 1 Εν­ νοείτε δτι τά πράγματα αύτά εδώ... Σώπασε γεμάτος δέος. — Ναι, σέρ, εΐπε ό Χιούλετ μέ φωνή γεμάτη ίκανοποίησι. —Τά βρήκατε... —Στό σπίτι του Μάρτιμορ. Όχι στό μεγάλο χρηματοκιβώτιο —δέν υ­ πήρχε εκεί τίποτα αξιόλογο γιά μάς—, μά σ’ ένα άλλο χρηματοκιβώτιο, έ­ ξυπνα κρυμμένο στήν κρεββατοκάμα-

ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΜΑ ΓΙΑ

ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ, ΠΟΛΥ ΜΑ­ ΚΡΥ ΑΙ

ρα του Μάρτιμορ. ΓΓ αύτό ήταν χλωμός σάν πεθαμένος δταν τόν κλεί­ σαμε μέσα χτές τή νύχτα! Ό Ούΐλλιαμς άνωρ-

. θώθηκε. —Δόστε τά μου !, εΐπε απότομα. Ελάτε μαζί μου στό γραφείο του Αρχηγού, Χιούλετ... Πρέπει νά κι­ νηθούμε. Έχομε μιά κατηγορία ε­ ναντίον τού Μάρτιμορ, μιά σωστή κατηγορία πού θά κολλήση γιά καλά ! "Αγγιξε τις μικρογραφίες, σάμπως ν$ έπρόκειτο νά τόν κάψουν. —ΚΓ αύτές οί μικρές ομορφιές ήσαν κρυμμένες τρία ολόκληρα χρό­ νια στό μυστικό χρηματοκιβώτιο του Μάρτιμορ I Φοβόταν νά τις διαθέση, βέβαια... "Ανθρωποι σάν τόν Μάρτιμορ μπορούν νά περιμένουν χρόνια γιά νά βροΰν τόν κατάλληλο πελά­ τη. θά έκδόσουμε ένα καινούργιο ένταλμα συλλήψεως... — Αύτό άκριβώς σκεπτόμουν, κ. Ωύΐλλιαμς, εΐπε ό άλλος κυττάζοντας τό ρολόι. Ό Μάρτιμορ μπορεί νά βγή μέ έγγύησι άπό στιγμή σέ στιγμή... —Νά βγή μέ έγγύησι !, βρυχώθηκε ό Ούΐλλιαμς. Τί διάβολο... —Μοΰ είπατε νά προσέξω πολύ σ’ αύτή τήν υπόθεσι, σέρ. Εξάλλου ή'Κατηγορία δέν εΐναι πολύ σοβαρή καί ό είσαγγελεύς... — Ελάτε γρήγορα!, είπε ό Ούΐλλιαμς σκυθροοπά. Μιά συνάντησις μέ τόν αρχηγό καί ή έκδοσις ενός νέου εντάλματος πήραν αρκετή ώρα-καί στό μεταξύ ό Τζούλιους Μάρτιμορ είχε έλευθερωθή. Ό Κλώντ "Αμπερσον κι’ ό Ούάλ-^ λας "Αϊλς δέχτηκαν νά έγγυηθοΰν γιά τό ποσό τών πέντε χιλιάδων λι­ ρών. "Επειτα πήραν τόν Μάρτιμορ μαζί τους άπό τήν αστυνομία μέ τό αύτοκίνητο τού ’Άμπερσον. Ό Μάρτιμορ ήταν τόσο νεκρικά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49


χλωμός καί τό πρόσωπό του είχε μιά τόσο πέτρινη έκφρασι, ώστε θά τοϋ ταίριαζε περισσότερο νά τόν έπαιρ­ ναν μέ μιά... νεκροφόρα από έκεϊ. —Στό κατάστημα 1, τραύλισε γλεί­ φοντας τά στεγνά χείλη του. Πηγαί­ νετε με στό κατάστημα ! Λέτε νά τό έψαξαν ; Δέ φαντάζομαι νά.,.έψαξαν παντού !... —Γιά όνομα τού θεού, Μάρτιμορ, δέ φαντάζομαι νά θέλεις νά πης πώς άφησες κάτι ενοχοποιητικό οτό σπί­ τι σου I, είπε ό ’Άμπερσον. θά μάς καταστρέψης όλους μας... Καί τό παχύ, πλαδαρό πρόσωπό του πήρε μιά τέτοιαν έκφρασι, ώστε ό Μάρτιμορ μέ τό δικό του πρόσωποσάν νεκρού ρίγησε καί κύτταξε άλλοΰ. — Όχι, όχι!, φώναξε τό πτώμα. Κάθε άπόδειξις των...κοινών εργασιών μας καταστρέφεται πάντοτε αμέσως. Δεν ύπάρχει τίποτα τέτοιο έκεϊ. Δεν μπορούν ν’ αγγίξουν κανέναν άπό σάς τούς δυό... Πρόκειται γιά κάτι άλλο, ’Άμπερσον, κάτι εντελώς προ­ σωπικό... Άνοιγόκλεισε τά μάτια του κυττάζοντας τόν δρόμο έξω. —Πού πάμε ; Δεν πάνε άπό δώ στήν Όδό ’Όουλντ Μπόντ... — Σέ πηγαίνουμε στη λέσχη σου, γέρο μου, εξήγησε ό ’Άμπερσον. Σοΰ χρειάζεται ένα καλό πρόγευμα. — Πρόγευμα ! Δεν μπορώ νά φάω τίποτα 1 —*Ένα καλό ποτό τότε, Μάρτιμορ. 'Ένα γερό μπράντυ. -Ναι...ναι. ’Έχω άνάγκη άπό ένα ποτό. Ό Μάρτιμορ ήταν γεμάτος άκόμα άπό τόν τρελλό φόβο ότι κάποιος ά­ γνωστος εχθρός δούλευε εναντίον του.

Προσπαθούσε άκόμα νά έξηγήση τά μυστηριώδη γεγονότα πού είχαν συμβή μέ κεντρικό ηρώα τόν άλλόκοτο κ. Χόπερ. Κι’ όσο περισσότερο προ­ σπαθούσε νά σκεφθή τόσο περισσό­ τερο οί σκέψεις του μπερδεύονταν. Ναι, ένα δυνατό ποτό θά τού έκανε καλό... Συνοδευόμενος άπό τόν ’Άμπερσον καί τόν ’Άϊλς μπήκε στη λέσχη του σχεδόν, χωρίς νά τούς προσέξη κα­ νείς. Δέν πήγαν στήν αίθουσα τού εστι­ ατορίου πού ήταν γεμάτη, αλλά στό καπνιστήριο, πού ήταν άδειο. Ό ’Άμ­ περσον κάθησε τόν Μάρτιμορ σέ μιά καρέκλα καί εΐπε : —Φώναξε τό γκαρσόνι καί παράγγειλε ένα ποτό. Έμεϊς πάμε νά φάμε ένα σάντουιτς. Βγήκαν άπό τό καπνιστήριο καί καθυστέρησαν στό χώλ, ώσπου είδαν τό γκαρσόνι νά πηγαίνη στόν Μάρτιμορ ένα ποτό καί νά βγαίνη πάλι.. Τότε γύρισαν στό καπνιστήριο. Βρήκαν τόν Μάρτιμορ μέ τό πο­ τήρι μισοτελειωμένο. Ό ’Άμπερσον σήκωσε τό ποτήρι καί είπε —Πιές το άνθρωπε ! Πιές το νά φεύγουμε 1 Ό Μάρτιμορ άδειασε τό ποτήρι. Ό Κλώντ ’Άμπερσον κύτταξε προς τήν πόρτα καί διαπίστωσε μέ άνακούφισι πώς δέν τούς κύτταζε κανείς. Μιά έκφρασις έκπλήξεως καί τρό­ μου φάνηκε στά μάτια τού Μάρτιμορ. "Επειτα ένα σπασμωδικό ρίγος πέρασε άπό τό κορμί του καί μιά μισοπνιγμένη κραυγή γουργούρισε στο λαρύγγι του. —’Έλα !. είπε ό ’Άμπερσον στόν ’Άϊλς. Πάμε πριν μάς δή κανένας εδώ 1... ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ δημοσιεύεται τό Δεύτερο Μέρος τού μυθιστορήματος ΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ» μέ τόν τίτλο:

ΤΟ ΦΗΝΤΗΣΜΗ

ΤΟΥ

«ΤΑ 7 ΒΗ­

ΜΗΡΤΙΜΟΡ

Ό Νόρμαν Κόνκουεστ διασταυρώνει τό ξίφος του μέ τούς δυό άλλους συντρόφους τού Μάρτιμορ καί μιά σύγκρουσις δυνάμεων καί έγκεφάλων διεξάγεται! Διευθύνσεις: Διευθυντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λεωφ. Θησέως 323. —= Προϊστάμενος Τυπογραφείου :/ Χρηστός Καρύδης, Δαφνομήλη 36






ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ Μ Α ΡΤΙ Μ ΟΡ ΥΠΟ

ΜΠΕΡΚΕΛΕΤ

ΓΚΡΑΙΗ

(Μετάφρασις Σ.Α.)

# ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30 ^

νί.·^^ι.<ι'ΨΛ’/Λΐ'^ΐίίΤ»μ«Ι:.-IX··ο.

,^.1^..^

*

’*

1) ΤΟ' ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ότιό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. * 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ υπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. Τα παρελθόντα τεύχη πωλοϋνται εις τα Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» άντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΔΥΟ

ΛΟΓΙΑ

Πληθώρα επιστολών καταφθάνουν στα γραφεία μας τις τελευταίες μέρες από τις επαρχίες. Εκφράζουν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τών αναγνωστών μας γιά τό ωραίο καί συ­ ναρπαστικό περιεχόμενο τών έκδόσεών μας. Πολλοί από τούς άναγνώστας μας εκφράζουν στά γράμ­ ματά τους καί τη γνώμη τους σχετικά μέ τό πώς οι εκδόσεις μας θά μπορούσαν νά βελτιωθούν. Τά τελευταία αυτά γράμματα διαβάζονται μέ ιδιαίτερη προσοχή καί οί γνώμες τών αναγνωστών συζητοϋνται καί ζυ­ γιάζονται μεταξύ τής Διευθύνσεως καί τών συντακτών μας. Καθρέφτης αυτής όλης τής κινήσεως καί ζυμώσεως θά είναι τό

9ον

ΤΕΥΧΟΣ

πού θά είναι εκπληκτικό σέ περιεχόμενο, έμφάνισι καί όγκο I Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ι

__________

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΝΟΡΜΑΝ ΚΟΝΚΟΥΕΣΤ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΖΕΙ ΜΙΑ ΔΥΣΤΥΧΙ­ ΣΜΕΝΗ ΥΠΑΡΞΗ

Βγήκαν οπτό τό καπνιστήριο βαδίζοντας νωχελικά, πέρασαν από τό χώλ, βγήκαν στον δρό­ μο, μπήκαν στό αύτοκίγητο τοϋ ’Άμπερσον πού περίμενε έξω κι* έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους, μέσα στό καπνιστήριο, τό συστρεφόμενο άπό αγωνία καί πόνο κορμί του Τζούλιους Μάρτιμορ *. —θεέ μου !, είπς πνιχτά ό ’Άϊλς. Αυτό ήταν τρομερό ! — Ψυχραιμία !, είπε ό Κλώντ ’Άμ­ περσον. Μήν άφήνης τά νεύρα σου νά κλωτσούν ! "Ολα τελείωσαν τώρα. ’Έπρεπε νά γίνη αυτό, ’Άϊλς. Ό Άϊλς έβγαλε ένα μαντήλι καί σκούπισε τό πρόσωπό τού. — Μά ό κίνδυνος ; ψιθύρισε. Σχε­ δίασες ολόκληρο αυτό τό πράγμα χωρίς κάν νά παίξουν τά μάτια σου! Τόν σκότωσες μέσα σε μιά λέσχη, μέ δεκάδες άνθρώπους γύρω, κι* όμως φαίνεσαι σάν νά μή συνέβη τίποτα. Φοβούμαι, ’Άμπερσον. Παραλίγο νά λιποθυμήσω, τήν ώρα πού κυττάζαμε τόν Μάρτιμορ νά πίνη εκείνο τό πο­ τό... Είσαι διαβολικά έξυπνος. Ούτε κάν σε είδα νά ρίχνης τό δηλητήριο μέσα στό ποτήρι! — Διατήρησε τήν ψυχραιμία σου,

’Άϊλς ! Τό καπνιστήριο μιας πολύκοσμης λέσχης ήταν τό ιδεωδέστερο μέ­ ρος γιά μιά τέτοια δουλειά, θά νο­ μίσουν ότι αύτοκτόνησε... — Νομίζω πώς έπρεπε νά περιμέ­ νουμε λίγο. —Νά περιμένουμε !, φώναξε ό ’Άμ­ περσον. Νά περιμένουμε τί; Νά μάς τραβήξη ό Μάρτιμορ μαζί του ; "Οχι, φίλε μου, δεν μπορούσαμε ν’ άφήσουμε τόν Μάρτιμορ νά περάση άπό δί­ κη. ’Άν τοϋ έ'καναν αυστηρή άνάκρισι θά μάς ενοχοποιούσε καί τούς δυό. ’Έπρεπε νά τόν σκοτώσουμε καί μά­ λιστα σήμερα τό πρωί. ^Ηταν ή κα­ λύτερη ευκαιρία πού μπορούσαμε νά βρούμε, θά πιστέψουν ότι ή άνησυχία του καί ή άγωνία του τόν χτύπη­ σε στό κεφάλι καί αύτοκτόνησε.

Ό Τζούλιους Μάρτιμορ ήταν έ­ νας άπό τούς τρεις θανάσιμους εχ­ θρούς τοϋ Σερ Τζών Γκάλλορυ, πού ό Νόρμαν Κόνκουεστ είχε άναλάβει νά τιμωρήση. (’Ίδε τό πρώτο μέρος τοϋ μυθιστορήματος, πού δημοσιεύε­ ται στό προηγούμενο τεύχος τής «Νυ­ χτερίδας» μέ τόν τίτλο «Τά 7 Βήμα­ τα τού Σατανά»).

..."Οταν ό Επιθεωρητής Ούίλλί" αμς κι* ό Επιθεωρητής Χιούλετ μπή­ καν στό κατάστημα τοϋ Μάρτιμορ» έμαθαν άπό τόν υπάλληλό του ότι ό αρχαιοπώλης δεν ήταν έκεϊ. Τήν ίδια όμως στιγμή, τό τηλέφω­ νο κουδούνισε.


—Μέ συγχωρειτε, σέρ, εΐτιε ό υ­ πάλληλος καί σήκωσε τό άκουστικό. Μια στιγμή αργότερα, τό άκουστικό παράλογο νά του φύγη άπό τά χέρια. —Τί συμβαίνει; ρώτησε ό Ούΐλλιαμς. —Ό κ. Μάρτιμορ, σέρ I Κάτι τοϋ συνέβη... Εΐναι βαρειά άρρωστος στή λέσχη του ! — Νά πάρη ό διάβολος I, βλαστήμισε ό Ού'ίλλιαμς. Τό φοβόμουν αύτό... Ποιά είναι ή λέσχη του ; "Οταν μπήκαν στο καπνιστήριο τής λέσχης, βρήκαν τόν γραμματέα, έναν άπόστρατο συνταγματάρχη, έ­ ναν γιατρό καί δυο τρομαγμένα γκαρ­ σόνια. Ό Τζούλιους Μάρτιμορ ήταν στήν ίδια συσπασμένη στάσι στήν πολυθρόνα του. —Νεκρός ; ρώτησε ό Ού'ίλλιαμς. — Πρέπει νά πέθανε λίγες στιγμές άφοϋ ήπιε τό δηλητήριο, εΐπε ό για­ τρός. 'Υδροκυάνειο. Ό φτωχός διά­ βολος. Πρόκειται για αυτοκτονία, βέβαια. —Δεν χωρει καμμιά άμφιβολία γι’ αυτό ; —’Άν θέλετε νά πήτε, σέρ, ότι ό κ. Μάρτιμορ δολοφονήθηκε μέσα στή λέσχη αυτή, λυπούμαι μά δεν είστε καλά, μουρμούρισε ό γραμματεύς. Πρόκειται γιά αύτοκτονία. — Ναι, είπε ό γιατρός. ΤΗρθε, φαίνεται, εδώ, διέταξε ένα ποτό καί έρριξε δηλητήριο μέσα. —?Ηταν μόνος ; ρώτησε ό Ούΐλλιαμς. —Μάλιστα, σέρ, άπάντησε ένα γκαρσόνι. Εντελώς μόνος. Έγώ του έφερα τό ποτό. Πρόσεξα δτι δεν φαινόταν καλά. ΤΗταν καθισμένος σ’ αύτήν τήν πολυθρόνα μόνος. —Τί έγινε έπειτα ; —Βγήκα πάλι, σέρ. — Καί τόν βρήκατε έτσι ; — Έγώ τόν βρήκα, σέρ, είπε τό άλλο γκαρσόνι. "Ενα άλλο μέλος, ό στρατηγός Σέρ Χόγκ Μάρτλαν, μέ φώναξε καί μου εΐπε δτι ό κ. Μάρτιμορ δέν φαινόταν καλά. Πήγα καί... ήταν νεκρός 1 Ή άνάκρισις πού άκολούθησε ήταν' σύντομη καί τυπική. Δέν αμφισβήτησε κανείς τήν αιτία του θανάτου του Μάρτιμορ. Ό ’Άμπερσον κι’ ό ’Άϊλς

6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

δέν άνεφέρθησαν κάν. Τό ποτήρι δέν είχε άλλα άποτυπώματα εκτός άπό τοϋ γκαρσονιού καί τού Μάρτιμορ. Ό ’Άμπερσον φορούσε γάντια όταν τό έπιασε... Τό ϊδιο βράδυ, ό Νόρμαν Κόνκουεστ τηλεφωνούσε στόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ. —Νέα, μεγάλα νέα!, είπε. Ό ύπ' αριθμόν 1 στό κατάλολο, ό άηδιαστικός Μάρτυμορ βγήκε άπό τή μέση.

"Ενα γουργούρισμα έκπλήξεως άκούστηκε άπό τήν άλλη άκρη του σύρματος. — Κιόλας, Κόνκουεστ; Δέ χάσατε καιρό... Τόν έκλεισαν μέσα; —Γιά νά είμαι πιό σαφής, τίναξε τά πέταλα. —Τίναξε... τί; — Είναι νεκρός. —Νεκρός!, φώναξε ό Σέρ Τζών γεμάτος κατάπληξι καί φρίκη. Αγα­ θέ θεέ! Δέν σάς είπα ποτέ, Κόν­ κουεστ, νά... θέλετε νά πήτε... Αύτό εΐναι τρομερό ! Τί κάνατε, γιά όνομα τοϋ θεού ! Είστε τρελλός ; —"Ησυχα, άδερφούλη ! Έπισήμως, ό Μάρτιμορ αύτοκτόνησε ! — Ό Μάρτιμορ αύτοκτόνήσε έπι­ σήμως !, έπανέλαβε ό Σέρ Τζών Κόν­ κουεστ, είμαι γεμάτος φρίκη. Στα­ ματήστε τα δλα ! Άρνοϋμαι νά... —Ακούστε, Σέρ Τζών, είπε ό Νόρμαν. Ό Μάρτιμορ είναι νεκρός, μά είμαι βέβαιος δτι δολοφονήθηκε. "Οχι άπό μένα, βεβαίως 1 Καταλα­ βαίνετε άπό ποιόν. —θέλετε νά πήτε... — Ναι, εΐπε ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ. ΚΓ αύτό κάνει τό κυνήγι πιό ενδιαφέρον στό μέλλον. Δέν μπορού­ με ν’ άφήσουμε αύτούς τούς φριχτούς δολοφόνους νά περιφέρωνται ελεύθε­ ροι, έ; Ή αστυνομία ούτε κάν τούς υποψιάζεται, επομένως ή δουλειά πέ­ φτει σέ μένα. —Κόνκουεστ! Γιά άνομα τοϋ θε-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ου, προσέξτε! , Δέν εΐχα ιδέα ότι... —Νομίζω δτι ήρθε ή σειρά του ’Άϊλς τώρα, μουρμούρισε ό Νόρμαν όνειροπόλα. "Αφήνω τόν καλύτερο τελευταίο. Μπορείτε νά περιμένετε μια άναψορά για τόν άδελφούλη ’Άϊλς στις έπόμενες λίγες μέρες... —Σταθήτε ! Σταθήτε ! Καλύτερα, έλάτε νά μέ δήτε, Κόνκουεστ. Δέ μου άρέσουν δλ’ αύτά I —Δέν μπορώ νά άκούσω ούτε λέξι 1, είπε ό Νόρμαν χαμογελώντας. Κάτι έχει πάθει τό τηλέφωνο, φαίνε­ ται. Καί κρέμασε τό άκουστικό καγχά­ ζοντας.

Δυό μέρες άργότερα, μέσα στη μεγαλόπρεπη αίθουσα αναμονής τών γραφείων του κ. Ούάλλας ’Άϊλς, ό Νόρμαν Κόνκουεστ είδε μαύρη άπόγνωσι στά γαλανά μάτια ενός κορι­ τσιού κι* αύτό ήταν άρκετό γιά νά τόν κάνη νά έπισπεύση τό δεύτερο μέρος τής περιπετείας του, Ό κ. ’Άϊλς ήταν ένας τοκιστής σέ μεγάλη έκτασι καί μέ επιβλητικό τρό­ πο. Διαβάζοντας κανείς στους «Τάϊμς» καί στό «Νταίϊλυ Τέλεγραφ» τις εξαίσια διατυπωμένες διαφημί­ σεις του, έφτανε νά πιστέψη πώς ό κ. ’Άϊλς ήταν ένας εύργέτης τής άνθρωπότητος. Κι* δταν έμπαινε κανείς στήν αίθουσα άναμονής τών γρα­ φείων του, ένοιωθε τό στήθος του νά φουσκώνη άπό ελπίδες. Ό κ. ’Άϊλς ύπέσχετο- δάνεια άπό δέκα ώς πέντε χιλιάδες λίρες, χωρίς την παραμικρή ασφάλεια. Αυτό ήταν μιά απάτη. Γιατί ό κ. ’Άϊλς δέν έδάνειζε παρά μόνο δταν μπορούσε κα­ νείς νά τού δώση μιάν ασφάλεια τέσσερις φορές μεγαλύτερη άπό τό ποσό του δανείου. Ό Νόρμαν είχε προετοιμάσει ένα ραντεβού γιά τό πρωί εκείνο μέ τό ονομα «Ταγματάρχης Τόμας Κορνουώλις» καί είχε περίφρονήσει κάθε μεταμφίεσι, έκτος άπό λίγο γκρίζο στους κροτάφους, ένα μονόκλ καί ένα στητό στρατιωτικό παράστημα.

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

^Ηταν καθισμένος στήν αίθουσα ά­ ναμονής καί δέ θά πρόσεχε τό κορί­ τσι, άν αύτή δέν γύριζε πίσω γιά νά πάρη την όμπρέλλα της, πού είχε ξεχάσει εκεί. Ό Νόρμαν εΐχε πάει εκεί απλώς γιά νά δή τόν ’Άΐλς άπό κοντά καί νά, τόν ζυγίση μά τά σχέδιά του άλ­ λαξαν δταν εΐδε τήν άπόγνωσι στά μάτια τού κοριτσιού. Τό όμορφο πρόσωπό της, πού ή­ ταν φτιαγμένο γιά χαμόγελα, ήταν νεκρικά χλωμό καί γεμάτο άπελπισία. Σπάνια ό Νόρμαν είχε δή μιά τόσο μαύρη άπελπισία σέ ανθρώπινο πρόσωπο. Τό κορίτσι βγήκε έξω δαγκώνον­ τας τό κάτω χείλι της κΓ ό Νόρμαν τινάχτηκε όρθιος, Πήρε τό καπέλλο του καί τό μπαστούνι του καί προχώρησ| πίσω άπό τό κορίτσι. ΤΗταν μιά ενστικτώδης κίνησις. Ό περιπλανώμενος Ιππότης, πού υ­ πήρχε πάντα άκοίμητος μέσα στόν Νόρμαν Κόνκουεστ, είχε βγή στήν ε­ πιφάνεια. Δέν είχε, βέβαια, σκοπό νά άναμιχθή στις υποθέσεις τού κορι­ τσιού κΓ ούτε κάν είχε σκοπό νά τής μιλήση. Κάτι όμως τούς έλεγε πώς τό κορίτσι αύτό χρειαζόταν μιά έπίβλεψι, ένα φιλικό καί προστατευτικό μάτι. Φαινόταν σάν νά περπατούσε μέσα σ’ ένα όνειρο, ένα φριχτό εφι­ αλτικό όνειρο.

’Έφτασε στόν δρόμο λίγα δευτε­ ρόλεπτα π>σω άπό τό κορίτσι καί τήν ακολούθησε. Τό κορίτσι διέσχισε σάν υπνοβάτης τόν δρόμο, πέρασε σέ μιά διπλανή λεωφόρο, χωρίς νά κυττάζη ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Ή λεωφόρος ήταν άσφυκτικά γε­ μάτη άπό τράμ, λεωφορεία καί ταξίν εκείνη τήν ώρα καί τό κορίτσι άρχισε νά τήν διασχίζη, χωρίς νά προσέχη τί γινόταν γύρω της. Ό οδηγός ένός τράμ χρειάστηκε νά πατήση τό αερόφρενο καί τό ήλεκτρικό φρένο καί δυό λεωφορεία φρενάρησαν ξεφωνίζοντας υστερικά. Ό άέρας γέμισε άπό ήχους σειρήνων

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7


αυτοκινήτων καί κουδουνιών τράμ. Τό κορίτσι βρισκόταν στη μέση τής πλατείας λεωφόρου, όταν ένα τερά­ στιο αυτοκίνητο τής πυροσβεστικής υπηρεσίας, πρόβαλε ολοταχώς. Τα άλλα αυτοκίνητα παραμέριζαν γοργά για να περάση καί οί πεζοί σκορπί­ ζονταν προς τά πεζοδρόμια. Μά τό κορίτσι περπατούσε ολό­ ισια καί μέ δύσκαμπτες κινήσεις, σαν να ήταν εντελώς τυφλή καί κουφή... Βρέθηκε μπροστά στο πυροσβεστι­ κό αυτοκίνητο καί κραυγές φρί­ κης έσμιξαν μέ τή σειρήνα του. Καί τότε τό κορίτσι σταμάτησε, γύρισε τό κεφάλι της καί πάγωσε. Πανικός την κυρίευσε. "Αν είχε μείνει ακίνητη, δλα θά πήγαιναν καλά, γιατί τό με­ γάλο αυτοκίνητο έστριβε κιόλας γιά νά την άποφύγη. Μά, δχι I Όπως οί περισσότεροι άνθρωποι, όταν βρεθούν σε πανικό, τό κορίτσι είχε σαστίσει. "Εκανε δυο βήματα εμπρός, σταμάτησε, γύρισε κΓ έκανε δυό βήματα πίσω. Μοιραία κίνησις. Τό μεγάλο πυ­ ροσβεστικό αυτοκίνητο ώρμούσε επά­ νω της καί αυτή τή φορά, ό οδηγός του δεν προλάβαινε νά κάνη άλλη στροφή. Οί άντρες έκλεισαν τά μά­ τια τους. Οί γυναίκες ξεφώνησαν. Περίμεναν να δουν τό κορίτσι νά γίνε­ ται μιά άμορφη μάζα στά επόμενα δυό δευτερόλεπτα. Μά ό Νόρμαν Κσνκουεστ είχε δια­ φορετικές ιδέες. "Ωρμησε εμπρός στο αυτοκίνητο έχοντας προφανώς πάρει τήν άπόφασι νά αύτοκτονήση. Καί, πράγματι, ό παραμικρός δυσταγμός έκ μέρους του θά σήμαινε οριστικό τέρμα τής σταδιοδρομίας του καί τής ζωής του...

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ετοιμάζει γιά τούς άναγνώστας της

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΙ ®

©

9

9

8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μά δεν ήταν στόν χαρακτήρα του Εύθυμου Ρόμπιν Χούντ νά διστάζη. "Αρπαξε τό τρομαγμένο κορίτσι στά μπράτσα του, καθώς περνούσε σάν μετέωρο -μπρός άπό τό πυροσβε­ στικό αυτοκίνητο. Γιά μιά στιγμή, οί κατάπληκτοι καί γεμάτοι φρίκη θεαταί πίστεψαν ότι ό τολμηρός αυτός άντρας καί τό κορίτσι θά γίνονταν κομμάτια.

Τήν επομένη στιγμή, ό Νόρμαν, μαζί μέ τή λεία του, βρίσκονταν άπό τήν άλλη μεριά του δρόμου, έξω άπό τήν τροχιά του αυτοκινήτου, πού πέ­ ρασε ενώ τά φρένα του έτριξαν άνατριχιαστικά, άγγίζοντάς τον ελαφρά στόν ώμο. —^Ηταν άνόητο αύτό πού κάνα­ τε, είπε ό Νόρμαν ψυχρά. Καταλα­ βαίνετε ότι μπορούσατε νά σκοτωθήκε ; Τό κορίτσι βρισκόταν ακόμα ανά­ μεσα στά μπράτσα του καί τόν κύτταξε μέ όρθάνοιχτα, τρομαγμένα μά­ τια. —Δεν... δεν..., τραύλισε. Τότε ένα κύμα άπό ενθουσιώδεις άντρες τούς περικύκλωσε, συγχαί­ ροντας τόν Νόρμαν γιά τό εκπληκτι­ κό κατόρθωμά του. Αυτός τούς κύτταξε άποδοκιμαστικά. Συγκέντρωσις πλήθους σήμαινε αστυφύλακες καί ό Νόρμαν δεν είχε καμμιάν όρεξι νά τούς άντιμετωπίση εκείνη τή στιγμή, θά ζητούσαν τό άνομα τού κοριστιού καί τή διεύθυνσί της, τό άνομα καί τή διεύθυνσι τού Νόρμαν κΓ άλλα παρόμοια. Μά ή Καλή Τύχη, μέ τή μορφή ενός ταξί ώδηγημένου άπό ένα παχύ καί ροδαλό άτομο, ήρθε νά τόν βοηθήση. Φώναξε κΓ έκανε σήματα καί τό ταξί σταμάτησε. Ό Νόρμαν άνοιξε επιδέξια τήν πόρτα κΓ έσπρωξε τό κορίτσι μέσα. Τό * πλήθος φάνηκε άπογοητευμένο όταν ό Νόρμαν άκολούθησε τό κο­ ρίτσι καί έκλεισε τήν πόρτα μέ βρόντο,

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


—Για που, σέρ ; ρώτησε μέ απά­ θεια ό σωφέρ. —Όπου θέλεις, άδερφούλη. Ό σωφέρ κούνησε τό κεφάλι του, εφτυσε έξω καί ξεκίνησε. Δεκαπέντε λεπτά άργότερα, ό Νόρμαν μαζί μέ τό κορίτσι έμπαιναν στό διαμέρισμά του. Τό κορίτσι μέ εκπληξι είδε εκεί ένα άλλο κορίτσι μέ σκούρα μαλλιά καί όμορφο πρό­ σωπο νά στριφογυρίζη στά δάχτυλά της ένα μικρό πιστόλι μέ τον τρόπο των κάου—μπόϋς του Ουέστ. —Ελπίζω νά μήν είναι γεμάτο, είπε ό Νόρμαν. Τζόϋ, νά σοϋ συστή­ σω τήν Μις Ντιάνα Κέρκλαντ. Μις Κέρκλαντ ή μις Τζόϋ Έβεραρντ. Ή Μις Κέρκλαντ, Τζόϋ είναι ένα άπό τά θύματα τοϋ φίλου μας κ. Ούάλλας ’Άΐλς καί, όταν έμαθε ότι είμαι ό Νόρμαν Κόνκουεστ δέχτηκε νάρθή εδώ καί νά μάς διηγηθή τήν Ιστορία της. Νά περίπου τί διηγήθηκε ή Ντιάνα στον Νόρμαν καί τήν όμορφη σύ­ νοδό του : Ό πατέρας της είχε δανειστή κά­ ποτε άπό τόν ’Άϊλς πέντε χιλιάδες λίρες μέ υποθήκη τό σπίτι του καί τό κτήμα του, τό Μάλλαμπυ ’Έντ, κάπου κοντά στό Σάντμπουρ. Ό πα­ τέρας της είχε πληρώσει ώς εκείνη τήν ήμέρα τοκοχρεωλυτικώς δεκα­ επτά χιλιάδες λίρες κΓ όμως τό χρέος εΐχε άνεβή στις οκτώ χιλιάδες λίρες. Καί τώρα, επειδή ό πατέρας τής Ντιάνας Κέρκλαντ δέν μπορούσε νά πληρώση τη δόσι τους, ό ’Άϊλς σκό­ πευε νά πάη στό Μάλλαμπυ ’Έντ τήν έπομένη εβδομάδα καί νά βγάλη τό σπίτι καί τό κτήμα σέ πληστηριασμό. 4 V

Ό Νόρμαν έμεινε γιά λίγη ώρα σκεπτικός κι’ έπειτα μουρμούρισε: — Πόσα είπατε ότι πρέπει νά πλη­ ρώσετε γιά νά πάρετε πίσω τά κατα­ ραμένα εκείνα χαρτιά τής ύποθήκης ; —Σάς είπα, άπάντησε ή Ντιάνα. Όκτώ χιλιάδες λίρες ή κάτι τέτοιο.

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

—Εύκολο !, είπε ό Νόρμαν όνειροπόλα. Αυτή τόν κύτταξε μέ ξαφνικό τρόμο. — Δέν φαντάζομαι νά θέλετε νά... — Νά πληρώσω τό χρέος σας άπό τήν τσέπη μου ; τήν διέκοψε ό Νόρ­ μαν. Όχι. Δέν θά προσέβαλλα ποτέ τόν πατέρα σας μέ τόν τρόπο αυτόν. Όχι. * Υπάρχει ένας καλύτερος τρό­ πος.^ Κατά τή γνώμη μου, ό ’Άϊλς, άφοϋ πήρε περισσότερο άπό τρεις φο­ ρές τό άρχικό ποσό, πρέπει νά δώση πίσω τά χρεώγραφα. Επομένως, θά... Μά θά σάς πω άργότερα τί σκοπεύω νά κάνω. —Δέν καταλαβάίνω, είπε ή Ντιάνα. Δέν θά βγάλετε τίποτα πηγαί­ νοντας στόν ’Άϊλς. Εΐναι .σκληρός καί άδυσώπητος. Μου φέρθηκε πολύ άσχημα σήμερα τό πρωί. \

— Έχω τις δικές μου μεθόδους* είπε αινιγματικά ό Νόρμαν. Αλή­ θεια, ποιό εΐναι τό πλήρες όνομα καί οί τίτλοι τοϋ πατέρα σας; —’Ώ, δέν έχομε τίτλους, άπάντησε τό κορίτσι χαμογελώντας άδύναμα. Τό όνομα τοϋ πατέρα μου εΐναι Τζέϊμς Χάουαρντ Κέρκλαντ καί εΐναι Είρηνοδίκης. Έδώ καί μερικά χρόνια ήταν βουλευτής. Εΐναι επίσης πρόεδρος σέ διάφορες έπιτροπές καί συμβούλια...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9


—Ξέρω, εΐπε ό Νόρμαν» Κλασσι­ κός τύπος έντιμου "Αγγλου γαιοκτήμονος. Κι* αύτός ό παλιάνθρωπος, ό "Αϊλς, νομίζει δτι μπορεί νά τόν πεί;άξη έξω καί νά του πάρη τό σπι­ τικό. Φοβούμαι δτι ό κ. ’Άϊλς πρό­ κειται νά άλλάξη γνώμη... Ή Τζόϋ, Μις Κέρκλαντ, θά σάς όδηγήση στο σταθμό καί θά φύγετε γιά τό σπίτι σας. Έκεϊ, θά πήτε στόν πατέρα σας δτι ή Ιστορία ’Άϊλς πήρε τέλος.

ΟΠΟΥ Ο κ. ΟΥΑΛΛΑΣ ΑΨΑΣ ΠΛΗ­ ΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΧΡΗ

Τό σχέδιο του Νόρ­ μαν Κόνκουεστ ήταν νά μπή στό γραφείο του κ. Ούάλλας ’Άϊλς στό διά­ στημα τής άπουσίας του τελευταίου. Υπήρχαν πολλοί τρόποι μέ τούς οποίους μπορούσε νά τό πετύχη αυ­ τό, οί περισσότεροί τους πολύπλο­ κοι. Προτίμησε τόν πιό άπλό. Περίμενε, ώσπου ό κ. ’Άϊλς βγήκε γιά νά γευματίση, καί μπήκε στόν προθά­ λαμο του γραφείου μέ στρατιωτικό βήμα. Ένας μόνον υπάλληλος υπήρχε εκεί, ό ίδιος πού ό Νόρμαν είχε δη τό πρωί. ?Ηταν ξεθωριασμένος καί ήλικιωμένος καί είχε ύφος άνθρώπου πού ζή μέσα σέ άτμόσφαιρα διαρ­ κούς εκνευρισμού καί φόβου. Ό Τουΐτσετ —αύτό ήταν τό όνο­ μά του —έτρωγε κουΦά ενα—δυό σάν­ τουιτς, που είχε μέσα σ’ ένα μισά­ νοιχτο συρτάρι. — Κουρνουώλις είναι τ’ όνομά μου, άν μέ θυμάσαι, φίλε μου, είπε ό Νόρμαν καλόκαρδα. Είχα έρθει τό πρωί ό Ταγματάρχης Τόμας Κορνουώλς... —Ναί, σέρ... βεβαίως, σέρ, είπε ό Τουΐτσετ. Τί σάς συνέβη, ταγματάρχα; Σάς ανήγγειλα στόν κ. ’Άϊλς καί όταν βγήκα στήν αίθουσα ανα­ μονής νά σάς φωνάξω, είχατε φύγει.

10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Θάρθώ κι* έγώ στό Μάλλαμπυ Έντ σέ λίγο μέ τά χρεώγααψα καί δλα τά σχετικά. 'Όταν ό Νόρμαν έφυγε, ή Ντιάνα Κέρκλαντ ψιθύρισε στήν Τζόϋ μέ τά μάτια όρθάνοιχτα άπό τήν άπορία: —Μοϋ φαίνεται άπίστευτο ! Είναι δυνατόν νά τό κάνη αύτό ; —Ποιος ; Ό Νόρμαν ; 'Όλα είναι δυνατά γι’ αύτόν I

ΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΓΑΙ­ ΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥΙ

—Ναι, είπε ό Νόρμαν καί κάθησε στήν άκρη του τραπέζιου. Τό γεγο­ νός είναι δτι, δσο κΓ άν ήταν άναγκαΐο νά δανει­ στώ άπό τόν ’Άϊλς με­ ρικά χρήματα, σκέφτηκα δτι θά μπο­ ρούσα νά δοκιμάσω πρώτα τήν τύ­ χη μου σ’ ένα άλογο. Μά φαίνεται πώς τό άλογο έπαθε κρίσι ρευματι­ κού πυρετοϋ στή μέση τής κούρσας καί δέν τερμάτισε κάν. Έτσι, ξαναγύρισα εδώ. Προχώρει, λοιπόν ! —Νά προχωρήσω, σέρ ; ρώτησε ό Τουΐτσετ γεμάτος δέος μπροστά στή δυναμική προσωπικότητα του «Ταγ­ ματάρχη». Τί εννοείτε... νά προχω­ ρήσω ; —Δέν πρόκειται νά μέ άναγγείλης; —Στόν κ. ’Άϊλς σέρ ; — Στόν κ. ’Άϊλς! Όχι στήν Γκρέτα Γκάρμπο, βέβαια! — Μά ό κ. ’Άϊλς βγήκε γιά νά γευματίση. —Αύτό, ομολογώ, είναι ένα ση­ μείο πού δέν τό σκέφτηκα, είπε ό Νόρμαν άνάβοντας ένα τσιγάρο. Πό­ τε θα έπιστρέψη ; —’Όχι πριν άπό μιά ή μιάμιση ώρα, σέρ. —Στό κάτω—κάτω, μουρμούρισε ό Νόρμαν, ίσως αύτό είναι καλύτερο. Αισθάνεται πιό γενναιόδωρος κανείς

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


όταν ή κοιλιά του είναι γεμάτη. Ε­ πομένως, θά τόν περιμένω. Καί γλύστρησε ένα νόμισμα τών δέκα σελινίων στό έκπληκτο χέρι του Τουΐτσετ. —Όδήγησέ με λοιπόν... —Μά ξέρετε τόν δρόμο, σέρ. *Ήσαστε στήν αίθουσα άναμονης σήμε­ ρα τό πρωί. Ό Νόρμαν κούνησε τό κεφάλι του. —Δέν σκοπεύω, είπε, νά περιμένω στήν αίθουσα αναμονής. Δέν θά ή­ θελα νά μέ δη κανένας φίλος μου. Πώς είπες δτι λέγεσαι; Τουΐτσετ; Φτωχέ άνθρωπε! Δέν θά ήθελα νά μέ δουν, λοιπόν. —Μάλιστα, σέρ, τό καταλαβαίνω αύτό.

—Επομένως, άντί νά εκτεθώ στά δημόσια βλέμματα γιά μιά ή μιάδιση ώρα στήν αίθουσα άναμονης, θά κάνω τό πιό συνετό πράγμα του κόσμου: θά περιμένω τήν άράχνη μέσα στήν ίδια τή φωλιά της. Καί, μέ τή μεγαλύτερη αύτοπεποίθησι του κόσμου ό Νόρμαν Κόνκουεστ, προχώρησε πρός μιά μεγάλη πόρτα άπό μαόνι, πού είχε τήν επι­ γραφή «Ιδιαίτερον Γραφεϊον», γύρισε τό πόμολο καί μπήκε. Τά πόδια του χώνονταν ώς τούς άστραγάλους μέσα στό μαλακό χαλί, δταν ό Τουΐτσετ τόν έφτασε. —Δέν μπορείτε νά μπήτε εδώ, σέρ... —Μήν εΐσαι ανόητος. Είμαι κιό­ λας μέσα. —Μά δέν θά άρέση καθόλου αύ­ τό στόν κ. ’Άϊλς, σέρ. — Δέν μέ ενδιαφέρει τί αρέσει καί τί δέν αρέσει στόν κ. ’Άϊλς, είπε υ­ περοπτικά ό Νόρμαν πέφτοντας σέ μιά πελώρια πολυθρόνα. ’Ά, ώραΐα ! ’Άν σέ χρειαστώ, Τουΐτσετ, θά χτυ­ πήσω τό κουδούνι. —Μά κανένας δέν περιμένει τόν κ. ’Άϊλς εδώ, σέρ, τραύλισε ό Τουΐ­ τσετ κυττάζοντας τόν Νόρμαν μέ θαυ­ μασμό καί άπόγνωσι. Μπορεί νά μέ άπολύση.

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

—Πάντως, φτωχέ φίλε μου, δέν νομίζω δτι θά έχης τή δουλειά αυτή γιά πολύν καιρό, είπε ό Νόρμαν. Δέν τό ήξερες; Ό κ. ’Άϊλς θά σταματήση σέ λίγο τίς επιχειρήσεις του. —Ακουστέ, σέρ... Δέν... — θά βρής άλλη δουλειά... καί μή μου πής πώς σού άρεσε νά δουλεύης γιά τόν κ. ’Άϊλς. Τώρα, πήγαινε. Θέ­ λω νά σκεφτώ. Καί δέν θέλω νά μέ ενοχλήσουν. "Ισως, μάλιστα, πάρω καί κανέναν ύπνάκο. Καί κούνησε χαρακτηριστικά τό χέρι του. Ό Τουΐτσετ δίστασε γιά μερικές ςττιγμές ανάμεσα στό καθήκον του καί στό δέος πού του προκαλουσε ό ξένος. Τέλος, καταλαβαίνοντας δτι τό έργον τής έξώσεως του ανθρώπι­ νου εκείνου δυναμό ήταν άνώτερο των δυνάμεών του, βγήκε άπό τό δω­ μάτιο κι* έκλεισε τήν πόρτα, μέ τήν όρεξή του γιά φαγητό κομμένη. *0 Νόρμαν τινάχτηκε όρθιος καί κύτταξε γύρω. Τό δωμάτιο ήταν πολυτελές. Τό τραπέζι τού κ. \Αϊλς ήταν φτιαγμένο άπό άπό άκριβό ξύλο τόσο καλά γυ­ αλισμένο, ώστε άστραφτε σάν καθρέπτης. Υπήρχαν βαθειές πολυθρόνες, ρά­ φια μέ μεγάλους έντυπωσιακούς τό­ μους καί βαρειές κουρτίνες. Σέ μιά γωνία στεκόταν ένα άντικείμενο πού τράβηξε τό μάτι τού Νόρ­ μαν άμέσως άμέσως.

*Ηταν ένα εντυπωσιακό χρηματο­ κιβώτιο. Προχώρησε πρός αύτό, ενώ δυό μικρά διαβολάκια χόρευαν μέσα στά μάτια του, καί τά δάχτυλά του ά-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


νοιγόκλειναν σαν νά προετοιμάζον­ ταν. Δεν κύτταξε καν πρός την πόρτα του δωματίου, μολονότι δεν ήταν κλειδωμένη. Ό Νόρμαν ήταν βαθύς γνώστης τής άνθρώπινης ψυχολογίας καί ήταν βέβαιος ότι, αν ό Τουΐτσετ ήθελε νά μπή στο δωμάτιο, θά χτυ­ πούσε πρώτα. Γέλασε σιγανά, δταν έφτασε μπρο­ στά στό χρηματοκιβώτιο. Τό κύτταξε μέ ανάμικτο οίκτο καί περιφρόνησι. ΚΓ όμως, ώς χρηματοκιβώτιο, τό πράγμα εκείνο φαινόταν εξαιρετικά επιβλητικό. ^Ηταν μεγάλο, ήταν στέ­ ρεο, ήταν βαρύ. Καί άνοιγε—κΓ αύτό ακριβώς ένδιέφερε ιδιαίτερα τόν Νόρμαν Κόνκοουεστ—μέ κλειδαριά πού λειτουργούσε μέ έναν συνδυασμό αριθμών κΓ όχι μέ κλειδί. Αυτό ήταν σπουδαίο, γιατί ό Νόρ­ μαν δέν θά αναγκαζόταν νά χρησι­ μοποίηση τά παράξενα κλειδιά καί εργαλεία, πού είχε φέρει μαζί του. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ ήταν άσ­ σος στην επιστήμη τών κλειδαριών. Ή περιπετειώδης ζωή του καί ή σχε­ δόν αδιάκοπη πάλη του μέ τό έγκλη­ μα εΐχαν κάνει άναγκαία τή μελέτη τής διαρρηκτικής τέχνης καί τό αύτί του ήταν ιδιαίτερα έξησκημένο στούς διακριτικούς εκείνους ήχους πού άφήνει μιά κλειδαριά μέ συνδυασμό αριθμών, όταν βρίσκει κανείς ενανένα τούς σωστούς αριθμούς. "Ετσι τό χρηματοκιβώτιο τού κ. Ουάλλας Άΐλς δέν μπόρεσε νά άντισταθή περισσότερο άπό δέκα λεπτά στά ευαίσθητα δάχτυλα καί στό έμ­ πειρο αύτί τού Νόρμαν. Μέσα στό χρηματοκιβώτιο ύπήρ-

ΤΟ 9°" ΤΕΥΧΟΣ τής «Νυχτερίδας»

ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ! 12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χαν πολλά διαμερίσματα μέ διάφορα έγγραφα κΓ ένα συρτάρι γεμάτο τρα­ πεζογραμμάτια. Ό Νόρμαν έκανε ένα γοργό υπολογισμό. Δεκαπέντε χιλιά­ δες λίρες σέ τάλληρα, δεκάρικα καί πενηντάρικα. Ό Νόρμαν άφήρεσε περίπου δέκα χιλιάδες λίρες καί τις έβαλε μέσα σέ μιά πέτσινη τσάντα πού εΐχε φέρει μαζί του. "Επειτα έκλεισε τό χρημα­ τοκιβώτιο, αφού προηγουμένως φρόν­ τισε νά σκουπίση μέ τό μαντήλι του κάθε σημείο πού είχαν άγγίξει τά δάχτυλά του.

Έκάγχασε στή σκέψι τού παιχνι­ διού πού σκόπευε νά σκαρώση στόν τοκόγλύφο. Ξαφνικά έστησε τ’ αυτιά του. —Χμ 1, έκανε, ’Από τόν προθάλαμο έφτασαν ώς αυτόν ήχοι φωνών, άπό τις οποίες ή μιά ήταν δυνατή καί θυμωμένη, Φαίνετάι πώς ό κ. ’Άΐλς είχε τελειώσει βιαστικά τό γεύμα του την ημέρα έκεινη. Ό Νόρμαν κάθησε στήν άκρη μιάς καρέκλας, τοποθέτησε τήν τσάντα στά γόνατά του καί άκούμπησε τά μπράτσα του στήν τσάντα. Εΐχε τώ­ ρα άνΐικαταστήσει τό μονόκλ· μέ ένα ζευγάρι γυαλιά χωρίς σκελετό, πού μαζί μέ μιάν αλλαγή στήν έμφάνισί του, τού έδινε ένα ύφος σοβαρής αύστηρότητος. —Σέ άπολύω I, ακούστηκε πιο δυ­ νατή καί πιό κοντινή ή φωνή τού Άϊλς. Δέ θέλω στή δουλειά μου αν­ θρώπους πού δέν μπορούν νά ύπακούουν στις διαταγές! Βλάκα! Έπέτρεψες σ’ έναν πελάτη νά μπή στό ιδιαί­ τερο γραφείο μου I Ή πόρτα άνοιξε άπότομα κΓ .ό Άϊλς πρόβαλε στό κατώφλι καί έξήτασε διαπεραστικά καί γοργά τόν ε­ πισκέπτη του. Είχε καθησυχάσει κάπως προφα­ νώς, γιατί έκλεισε τήν πόρτα καί προ­ χώρησε πρός τό μέρος τού Νόρμαν μουρμουρίζοντας μέ δυσαρέσκεια, μά μέ λιγώτερο θυμό. —Ταγματάρχα Κορνουώλις, δέν ή-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ταν καθόλου σωστό νά μπήτε διά της —Πάρετε μιά καρέκλα κ; Μορ“ βίας μέσα στο ιδιαίτερο γραφείο μου· γκατρόϋντ, εΐπε. Τώρα... είπατε δτ«· Ό υπάλληλός μου μου είπε... \ αντιπροσωπεύετε τόν κ. Κέρκλαντ —Παρακαλώ ; εΐπε ό Νόρμαν. του Μάλλαμπυ Έντ; Άνωρθώθηκε και κύτταξε τόν κ. — Πρέπει νά έπαναλάβω τη δήλω’Άϊλς ψυχρά, δπως θ ά κότταζε μιά σί μου ; κάμπια μέσα στη σαλάτα του. —Ελπίζω νά καταλαβαίνετε δτι —Νομίζω δτι άκούσατε τί εΐπα, ή έπίσκεψίς σας στό Λονδίνο είναι σέρ I, φώναξε ό Άϊλς. Έχω ύποβλημιά απλή άπώλεια χρόνου, εΐπε ό θη σε μεγάλα έξοδα γιά νά προσφέ­ ’Άϊλς. Νομίζω δτι τό δήλωσα αύτό ρω στους πελάτες μου μιά άνετη αί­ καθαρά στήν κόρη του Κέρκλαντ σή­ θουσα άναμονής, καί περιμένω από μερα τό πρωί. Άν νομίζη δτι, στέλ­ αυτούς νά χρησιμοποιούν τήν αίθου­ νοντας εσάς, μπορεί νά προλάβη τήν σα αυτή. Πάντως, μιά καί είστε εδώ... καταστροφή... Τό αρχικό ραντεβού μας, ταγματάρ­ —Δέν ήρθα εδώ, ’Άϊλς, νά μιλή­ χη Κορνουώλις, ήταν στις έντεκα σή­ σω γιά καταστροφές, τόν διέκοψε ό μερα τό πρωί καί δεν καταλαβαίνω... Νόρμαν παγερά. Κάτι στόν τόνο τού Νόρμαν έκα­ νε τόν ’Άϊλς νά άνησυχήση. Ό άν­ θρωπος φαινόταν τόσο σατανικά σί-, γουρος γιά τόν εαυτό του, σχεδόν σάν νά είχε έρθει γιά νά φέρη σε πέρας έναν συμβιβασμό. Κι’ ή σκέ—Ποιος, ρώτησε ό Νόρμαν, είναι ψις ήταν αρκετή γιά νά κάνη τόν ό Ταγματάρχης Κορνουώλις; Καί ’Άΐλς νά πονέση. Τό Μάλλαμπυ γιατί επιμένετε νά άναφέρετε κάθε Έντ άξιζε πολλά λεφτά κι* ό ’Άϊλς τόσο τόν Ταγματάρχη -Κορνουώλις; τό προώριζε γιά τήν ατομική του —Μά... Δεν εΐστε ό Τάγματάρχης ΧΡήσι, Κορνουώλις ; —Ό πελάτης μου, εΐπε ό Νόρ­ —Όχι βέβαια!, άπάντησε ό Νόρ­ μαν άνοίγοντας τήν τσάντα του, μαν με αξιοπρέπεια. Τό δνομά μου θύμωσε πολύ μέ τήν άγενή συμπερι­ είναι Γκρέγκορυ Μοργκατρόϋντ, του φορά σας στην κόρη του σήμερά τό δικηγορικού γραφείου Μοργκατρόϋντ, πρωί. Έπήλθε πάντως κάποια ξαφνι­ Ούΐ'πελ, Σνέτισαμ καί Μοργκατρόϋντ. κή καί απροσδόκητη αλλαγή στις υ­ —Αγαθέ θεέ I ποθέσεις του κ. Κέρκλαντ καί μέ πα—Του Σάντμπουρυ, ξάφολκ, συ­ ρεκάλεσε νά έλθω εδώ χωρίς άνανέχισε ό Νόρμαν αυστηρά. Βρίσκο­ βολή. μαι εδώ έν όνόματι του πελάτου μου κ. Τζέϊμς Χάουαρντ Κέρκλαντ, του Μάλλαμπυ Έντ... ^-Τί! Τί είπατε ; —Νομίζω δτι άκούσατε . τί εΐπα, σέρ !, άπάντησε ό Νόρμαν επαναλαμ­ βάνοντας τά ίδια λόγια τού ’Άϊλς. —Δέν ένδιαφέρομαι γιά τις υπο­ θά ήθελα νά προσθέσω, Άΐλς, δτι θέσεις του κ. Κέρκλαντ, δήλωσε ό δέχτηκα τήν αποστολή αύτή μέ κα­ 'Άϊλς ψυχρά. Έχω βαρεθή πιά μ’ κές προαισθήσεις, γιατί είμαι κάπως . αύτή τήν ιστορία. Ό κ. Κέρκλαντ δέν δύσκολος καί έκλεκτικός σχετικά ήταν συνεπής στις ύποχρεώσεις του. μέ τούς ανθρώπους μέ τούς οποίους Φάνηκα επιεικής καί εύσπλαχνικός. συναναστρέφομαι I θά μέ υποχρεώ­ Μά δέν μπορώ νά κάνω άλλες υπο­ σετε, επομένως, άν τελειώσετε τήν χωρήσεις. θά βγάλω τό άκίνητο σέ ύπόθεσι, γιά τήν οποία ήρθα, δσο πιό πλειστηριασμό. σύντομα μπορείτε. — Μιλήσατε, εΐπε ό Νόρμαν ΚόνΌ Ούάλλας ’Άϊλς κάθησε πίσω κουεστ, σάν πραγματικός Σάϋλοκ. από τό γραφείο του μέ μιά κακεν­ Ό κ. ’Άϊλς αναπήδησε, σάν μιά τρεχή έκφρασι στό πρόσωπό του. βελόνα νά εΐχε ξεφυτρώσει ξαφνικά

ΤΟΥ ,ΜΑΡΤΙΜΟΡ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


στό κάθισμα τής πολυθρόνας του. —Πώς... πώς είπατε; —Νόμιζα, εΐπε ό Νόρμαν αυστη­ ρά, δτι περιορίζατε τις εκφράσεις αυτού του είδους για τις αδύναμες μόνο γυναίκες. Πάντως, δεν ήρθα εδώ νά συζητήσω. ?Ηρθα νά πλη­ ρώσω. —Νά πληρώσετε...! —Σάς εκπλήττει αύτό, έ ; Ό κ. Κέρκλαντ μου είπε δτι θά σάς έξέπληττε. Τώρα, άς ερθωμε σέ. γεγονό­ τα καί άριθμούς. Άν έχετε τήν κα­ λοσύνη νά μου δώσετε τά χρεώγραψα καί... — Αύτό είναι πολύ ξαφνικό, ε; εΐπε ό Άϊλς διαπεραστικά. Δεν εί­ μαι διατεθειμένος νά δεχτώ πληρωμή μόνο τών τόκων υπερημερίας... —Μήν ταράζεστε άσκόπως, είπε ό Νόρμαν βγάζοντας τά χαρτονομίσμα­ τα άπό τήν τσάντα. 7Ηρθα νά έξωφλήσω, σέρ. ’Άν εχετε τήν καλοσύνη νά μου πήτε ποιό είναι τό ολικό πο­ σό, θά σάς πληρώσω άμέσως. Ό Ούάλλας Άϊλς, πού άγαποΰσε τήν δψι τών χαρτονομισμάτων ό­ πως. ένα παιδί τήν δψι τών ζαχαρω­ τών, γούρλωσε τά μάτια του άντικρύζοντας τά χαρτονομίσματα στά χέρια του Νόρμαν. Μιά έκφρασις άνήμπορου θυμού φάνηκε στό πρόσωπό του, σάν τήν έκφρασι ένός καρχαρία πού βλέπει τούς ναυαγούς νά φτάνουν κολυμ­ πώντας σέ μιά βάρκα καί νά σκαρ­ φαλώνουν εκεί. ’Έχανε ένα θύμα κι’ ένα υπέροχο άκίνητο.

—Πολύ καλά, εΐπε σφίγγοντας τά χείλη του. Ξεκλείδωσε δυό άπό τά συρτάρια του γραφείου του κΤ έβγαλε μερικά χαρτιά. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ χαμο­ γέλασε γιά τήν παροιμιώδη τέχνη του. Άν τά έγγραφα βρίσκονταν μέ­ σα στό χρηματοκιβώτιο, τά πράγμα­ τα θά γίνονταν πιό δύσκολα. Γιά δέκα λεπτά, οί δυό άντρες άπησχολήθησαν μέ τήν έξέτασι έγγρα­ φων, άριθμών καί αποδείξεων καί μέ τό μέτρημα τών χρημάτων. Ό Νόρ­ μαν μέτρησε τά χαρτονομίσματα του Άϊλς, νοιώθοντας ιδιαίτερη εύχαρίστησι καί ίκανοποίησι, πού τόν πλή­ ρωνε μέ τά ίδια του τά λεφτά. — "Ετοιμα, Άΐλς, εΐπε τέλος. Όκτώ χιλιάδες σαράντα επτά λίρες καί έννέα σελίνια. Καί τώρα μένει μόνο αύτό. Καί άκούμπησε ένα χαρτί επάνω στό γραφείο. -Έ; εΐπε ό Άϊλς. Τί είναι αύτό ; — Μιά άπόδειξις, τήν όποια θά μέ εύχαριστούσατε άν ύπογράφατε. ^Ηταν ένας άσυνήθιστος τύπος άποδείξεως. "Ελεγε ότι ό Ούάλλας "Αϊλς παρητειτο άπό κά^ε άπαίτησι πού εΐχε ποτέ έπί του όκινήτου του κ. Κέρκλαντ ή έπί τής άλλης περιου­ σίας του τελευταίου. Δέν μπορούσε νά έχη άντιρρήσεις. Εΐχε πληρωθή μέ γνήσια χαρτονομί­ σματα, μολονότι δέν ήξερε οτι εΐχε πληρωθή μέ τά δικά του χαρτονομί­ σματα, γεγονός πού έπρόκειτο νά άνακαλύψη λίγο άργότερα. ΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ Μ Ο I Ρ ΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

ΟΠΟΥ Ο ΣΑ-Υ-ΛΟΚ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Ε-

—Λοιπόν, "Αϊλς, εΐπε ό Νόρμαν κλείνοντας τήν τσάντα του, πήρατε τά χρήματά σας καί πήρα τά χρεώγραψα καί τήν άπόδειξι. Δέν υπάρχει λό­ γος νά συνεχίσουμε τήν συνέντευξί μας, έ ; —Συμφωνώ άπολύτως, εΐπε ό Ά-

14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ϊλς άπλώνοντας τό χέρι του. Σάς εύχομαι καλό βράδυ, κ. Μοργκατρόϋντ. — Λυπούμαι πού δέν μπορώ νά σάς εύχηθώ τό ίδιο, κ. Σάϋλοκ, εΐπε ό Νόρμαν ψυχρά. Τί είναι αύτό τό πράγμα; Καί επιθεώρησε τό χέρι τού Άίλς

ο

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


μέ αυστηρή δυσαρέσκεια. — ’Ώ, ναι... Τό χέρι σας. Τό πέ­ ρασα για ψόφιο χταπόδι. "Οχι, δέ θά σας σφίξω τό χέρι, άν αυτό δέν σας πειράζη. Δέν θέλω να περάσω μέρες * ολόκληρες μέ τό δεξιό μου χέρι βυ­ θισμένο σέ απολυμαντικό υγρό. Ό "Αϊλς, σχεδόν πνιγμένος από λύσσα, μέ πρόσωπο πού γινόταν μια κατακόκκινο καί μια νεκρικά χλωμό, άφηνε βραχνούς καί γουργουριστούς ήχους. ΤΗταν ανίκανος νά προφέρη έναρθρες λέξεις. —Δέν φαίνεστε καλά, είπε ό Νόρ­ μαν διορθώνοννας τά γυαλιά του καί εξετάζοντας τον τοκιστή μέ φανερή αποστροφή. "Οχι, "Αϊλς, δέν φαίνε­ στε καθόλου καλά. "Αν θέλετε τή συμβουλή μου, τρέξτε στο πιό κοντι­ νό φαρμακείο καί αγοράστε μιά κα­ λή δόσι άρσενικου. Δέν υπάρχει τί­ ποτα πού νά ταιριάζη περισσότερο στον οργανισμό σας... εκτός από ένα ποτήρι γεμάτο ύδροκ υ ά ν ε ι ο. ΟΙ τελευταίες λέξεις βγήκαν αργά από τό στόμα του Νόρμαν. Τό άπο-' τέλεσμά τους επάνω στον "Αϊλς ή­ ταν αξιοσημείωτο. Ό "Αϊλς, νπού είχε μισοσηκωθή, δείχνοντας μέ ένα τρεμουλιαστό δά­ χτυλο προς τήν πόρτα, · ξανάπεσε στήν πολυθρόνα του, μοιάζοντας μέ βομβαρδισμένη πόλι. —"Ω , μουρμούρισε ό Νόρμαν. Μή­ πως είπα κάτι έκτος τόπου; Καλά θά κάνετε νά προσέξετε τήν πίεσί σας, γέρο μου, άλλοιώς κινδυνεύετε νά σπάσετε κανένα αιμοφόρο αγ­ γείο.

Καί βγήκε από τό πολυτελές γρα­ φείο. Στόν προθάλαμο βρήκε τόν Τουΐτσετ μέ τό πρόσωπο γεμάτο λύ­ πη καί πένθος. —Είδατε τί έγινε, σέρ; παραπονέθηκε ό γέρο-ύπάλληλος. Μέ άπέλυσε ! ΚΤ αύτό γιατί εσείς... —Μήν άπελπίζεσαι, Τουΐτσετ! Υ­ πάρχει πάντα καί ή καλή άποψις. Μπορείς τώρα νά βρής καμμιά πιό έντιμη δουλειά, όπως, π.χ. ή κλοπή

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

καί ή διάρρηξις. Πάντως... ΚΤ έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομί­ σματα από τήν τσέπη του. — Πάντως, είναι φανερό δτι σου χρειάζεται μιά μικρή άνάπαυσις. Ό κ. "Αϊλς—πίστεψέ το ή όχι—μου άνέθεσε νά σου δώσω τό ποσό των διακοσίων λιρών ώς άποζημίωσι... Ό Τουΐτσετ γούρλωσε τά μάτια του. £■ —Δια... διακόσιες λίρες ! — Μέτρησέ τες άν δέν πιστεύης. Καί μου είπε νά σου πω νά φύγης α­ μέσως άπό εδώ...

Ό Τουΐτσετ άρπαξε τά χαρτονο­ μίσματα καί βγήκε άπό τό γραφείο, πριν κάν ό Νόρμαν φτάση στήν πόρτα. Στο μεταξύ, ό κ. "Αϊλς συνερχό­ ταν αργά καί οδυνηρά άπό τόν δι­ πλό κλονισμό που εΐχε ύποστή —άπό τόν κλονισμό τής απώλειας του Μάλλαμπυ "Εντυ καί άπό τόν κλονισμό τής ματαιοδοξίας του άπό τήν αύθάδη συμπεριφορά του επισκέπτου του. Μά ό κ. "Αϊλς δέν ήξερε δτι ό μεγαλύτερος κλονισμός ήταν εκείνος, πού έπρόκειτο νά τόν χτυπήσει σέ λίγο. "Ηπιε ένα ποτήρι ούΐσκυ καί έ­ νοιωσε τόν εαυτό του καλύτερα. Ό υπαινιγμός του δικηγόρου γιά τό ύδροκυάνειο του είχε ταράξει τά νεύ­ ρα, μά λίγη σκέψις τόν έπεισε οτι δέν υπήρχε τίποτα βαθύτερο σ’ αύ­ τό. ΤΗταν μιά τυχαία παρατήρησις, μιά σατανική σύμπτωσις. Κάθε άλλη πιθανότης ήταν απί­ στευτη. Ό άνθρωπος έκεΐνος ήταν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


ξένος, ένας απλός δικηγόρος—άπό μια μικρή επαρχιακή πόλι... τΗταν όμως έτσι ; Ή συμπεριφορά του κατά τό τέ­ λος τής συνεντεύξεως εΐχε αλλάξει κατά τρόπο παράξενο καί ανησυχη­ τικό. Πάντως δεν χωρούσε καμμιά αμ­ φιβολία γιά τή γνησιότητα των τρα­ πεζογραμματίων, πού ήσαν άκόμα επάνω στο γυαλιστερό τραπέζι. Ό ’Άϊλς συνωφρυώθηκε άγρια.

'Ώστε ό Κέρκλαντ είχε εξοφλή­ σει. Καί ή ελπίδες του ’ Αΐλς νά κά­ νη δικό του τό Μάλλαμπυ ’Έντ είχε σβήσει, Τό γεγονός αυτό ήταν ένα μεγά­ λο μυστήριο. "Ολες οί σχετικές έρευ­ νες πού εΐχεκάνει ό ’Άϊλς τόν είχαν κάνει νά πιστέφη δτι ό κ. Τζέϊμς Χάουαρντ Κέρκλαντ ήταν εντελώς αδέ­ καρος καί δτι τοϋ ήταν αδύνατον νά έξοικονομήση τό τεράστιο ποσό των οκτώ χιλιάδων λιρών. Πώς εΐχε γί­ νει λοιπόν αυτό ; —Νά τόν πάρη ό διάβολος 1, γρύλλισε ό ’Άΐ'λς άγρια. Κι’ αυτός ό δι­ κηγόρος... Δεν μπορούσε νά βρή λέξεις κα­ τάλληλες νά έκφράση τά συναισθήματά του. Τότε, ό "Αϊλς θυμήθηκε πώς είχε μιάν άλλη ουνέντευξι, πώς κάποιος τόν περίμενε στήν αίθουσα άναμονής. Μάζεψε τά χαρτονομίσματα άπό τό γραφείο καί πήγε στο χρηματοκι­

ΤΟ 90Ν ΤΕΥΧΟΣ 1

5

16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

)

βώτιο. Τό άνοιξε καί βρήκε τό εσω­ τερικό του σέ τέλεια τάξι. Τράβηξε τό μετάλλινο συρτάρι καί έχωσε έκεΐ μέσα τά χρήματα... Μόνο δταν\έκλεισε τήν πόρτα τού χρηματοκιβωτίου καί γύρισε, ένοιωσε τό άόριστο συναίσθημα δτι κάτι ά­ σχημο συνέβαινε. Τί δμως ; Τό χρηματοκιβώτιο; Τό μετάλλινο συρτάρι; Δέν ήταν κάπως άδειο τό συρτάρι αυτό ; Καί τότε θυμήθηκε δτι τό συρτά­ ρι έπρεπε νά ήταν γεμάτο. Τό είχε γεμίσει με τά ίδια του τά χέρια... Βλαστημώντας άγρια, γύρισε, ά­ νοιξε. πάλι τό συρτάρι καί κύτταξε μέσα. Έμεινε ασάλευτος, πετρωμέ­ νος, σάν νά κυτταζε κάτι φριχτό. Τά μάτια του είχαν βγή άπό τις κόγχες τους σάν σαλιγκαριού. —θεέ μου !, έκραξε. Ό ήχος τής φωνής του φάνηκε νά ενεργή επάνω του σάν ήλεκτρική έκκένωσις. 'Άρπαξε τά χρώματα, πού εΐχε βάλει πριν άπό λίγες στι­ γμές στό συρτάρι—δέν μπορούσε νά κάνη λάθος γιατί ό ίδιος τά εΐχε τυ­ λίξει μέ ένα λάστιχο—κι5 έβγαλε έ­ πειτα τά χαρτονομίσματα, πού άπέμειναν. "Επρεπε νά ήσαν δεκαπέντε χιλι­ άδες λίρες... Τώρα δέν ήσαν περισ­ σότερα άπό πέντε χιλιάδες 1 Κι’ δ­ μως, πριν βγή γιά νά γευματίση...

9

Τρελλός άπό φόβο, έψαξε κάθε γωνιά τού χρηματοκιβωτίου* ξέρον­ τας σ’ ,όλο αυτό διάστημα δτι μα­ ταιοπονούσε. Τά χρήματα ήσαν μέσα στό συρτάρι... Κάποιος εΐχε πάρει δέκα χιλιάδες λίρες. —Ψυχραιμία!, μουρμούρισε βρα­ χνά. Ψυχραιμία ! Κινδύνευε νά τρελλαθή. Μέ μιά μεγάλη προσπάθεια, εξανάγκασε τόν εαυτό του νά μείνη άκίνητος καί νά σκεφτή. Πώς διάβολο εΐχαν πιάρει τις δέ­ κα χιλιάδες; Τό χρηματοκιβώτιο ήταν κλειδωμένο. Υπήρχε ό Τουΐτσετ, μά ό Τουΐτσετ δέν ήξερε τόν συνδυασμό

ΤΟ ΦΑΝΤΑΜΑ


καί ήταν, άλλωστε, ένας βλάκας. Ε­ κείνος ό καταραμένος δικηγόρος... Ό Άϊλς κούνησε τό κεφάλι του. Ό­ χι, πρέπει νά ύπήρχε κάποια άλλη έξήγησις. Κάτι είχε πάθει τό μυαλό του καί είχε άρχίσει νά ξέχνα. Μά πώς μπορούσε νά ξεχάση πώς είχε πάρει δέκα χιλιάδες λίρες άπό τό χρηματοκιβώτιο ; Κάτι σάν κεραυνός άστραψε τότε στό μυαλό του καί ό ’Άϊλς ώρμησε στό γραφείο του. * Ανοιξε ένα συρ­ τάρι καί έβγαλε ένα χαρτί. Υπήρχαν άριθμοί στό χαρτί εκείνο, οΐ άριθμοί των χαρτονομισμάτων μεγάλης αξίας, πού είχε κλειδώσει στό χρηματοκι­ βώτιο. —θεέ καί Κύριε !

Οί άριθμοί τού χαρτιού καί οί ά­ ριθμοί των χαρτονομισμάτων του Κέρκλαντ ήσαν οί ίδιοι I Ή άπίστευτη ή άσύλληπτη αλήθεια χτύπησε τόν Άϊλς στό πρόσωπο σάν γροθιά. Τά χρώματα αύτά ήσαν τά δικά του χρήματα! Τά χρήματα με τά όποια τόν είχε πληρώσει ό δικηγό­ ρος του Κέρκλαντ είχαν βγή άπό τό χρηματοκιβώτιό του ! Κατέρρευσε στήν πολυθρόνα το« ριγώντας. Κρύος ιδρώτας άναπήδησε στό μέτωπό του. "Αρχισε νά άνασαίνη βαρειά, σάν νά είχε άνεβή σ’ έ­ ναν απότομο λόφο. Οί σκέψεις του ήσαν σάν άναδέματα τής λάβας ενός ήφαιστείου. Ό δικηγόρος εκείνος... 1 Ύπήρχε κάτι παράξενο σ’ αύτόν άπό την άρχή καί ή συμπεριφορά του στό τέλος τής συνεντεύξεως είχε γίνει σαρκα­ στική καί κοροϊδευτική. Τώρα—πολύ αργά πιά —ό ’Άίλς έβλεπε την αλή­ θεια πού έπρεπε νά είχε δη άπό την

«ρχή· Ό άνθρωπος εκείνος ήταν απατε­ ώνας ! Τόν είχε ξεγελάσει. Με τή βλα­ κεία τού Τουΐτσετ, εΐχε κατορθώσει νά μείνη μόνος μέσα στό γραφείο καί νά άνοιξη τό χρηματοκιβώτιο... Μά ό Κέρκλαντ είχε πάρει μέρος στήν άπάτη εκείνη ; Βέβαια ! Διαφορετικά πώς

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

ό άνθρωπος εκείνος ήξερε τά πάντα γιά τόν Κέρκλαντ; Ένας άλλος σπασμός λύσσας έ­ κανε τις σκέψεις του νά ακολουθή­ σουν άλλο μονοπάτι. Εΐχε διαγράψει τήν υποθήκη I Εί­ χε υπογράψει εκείνη τήν άπόδειξι I Ό Κέρκλαντ εΐχε ξεφύγεί εντελώς άπό τά χέρια του πληρώνοντάς τον με τά ίδια του τά χρήματα I Καί... ποιός ήταν ό άγνωστος ε­ κείνος ; Πώς είχε ανοίξει τό χρημα­ τοκιβώτιο ; Πώς είχε μπορέσει νά τό άνοιξη μέσα σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα ; ?Ηταν ψηλός, λιγνός, με τετράγω­ νους ώμους, με μάτια πού θύμιζαν άτσάλι καί χαμόγελο γεμάτο σαρκα­ σμό... —Όχι, μουρμούρισε ό Άϊλς. Δεν είναι δυνατό αύτό ! Ή έκφρασις τού προσώπου του μετεβλήθη σέ έκφρασι τρόμου καί πανικού. Ό Τζούλιους ΜάρτιμορΙ Λίγο πριν συμβή ή καταστροφή, ένας, ψηλός, λιγνός άγνωστος είχε έπισκεφθή τόν Μάρτιμορ, μέ τό πλαστό όνομα τού εκατομμυριούχου Χόπερ. Ό μυ­ στηριώδης εκείνος άγνωστος είχε ενοχοποιήσει τόν Μάρτιμορ τόσο καλά, ώύτε μέσα σέ λίγες ώρες ό αρχαιοπώλης είχε συλληφθή καί ό μόνος τρόπος νά ξεφύγουν άπό τόν κίνδυνο ό Άϊλς κι* ό Άμπερσον ή­ ταν νά τόν δολοφονήσουν... Μά αύτό ήταν ιδέα τού ’Άμπερσον... Ύδροκυάνειο... —Ύδροκυάνειο !, τραύλισε ό Άϊλς.

Ό ξένος,, πριν φύγη, είχε άναφέρει τό ύδροκυάνειο. Δεν ήταν μιά τυχαία παρατήρησις... Ό άνθρωπος πού τόν εΐχε έξαπατήσει ήταν ό ί­ διος μ’ εκείνον πού .εΐχε παρασύρει τόν Μάρτιμορ στήν καταστροφή ! Πρώτα ό Μάρτιμορ. Τώρα ή δική του σειρά... .7Ηταν φανερό ότι κάποιος εΐχε βαλθή νά τούς έξοντώση... Ντρίιιιιν I Τό κουδούνισμα τού τηλεφώνου

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


ΣΤΟ 9°" τεν^οζ «τής Νυχτερίδας»

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠΛΗΞΙΣ ®

·

5

9

έκανε τφν Άϊλς νά πηδήση μια σπι­ θαμή επάνω άπό τήν πολυθρόνα του. Ξανακάθησε τρέμοντας ολόκληρος. Δεν ήταν σέ κατάστασι ν’ άπαντήση σ’ ένα τηλεφώνημα. Μά, αν δεν α­ παντούσε, ό Τουίτσετ θά απορούσε, θά έμπαινε στο γραφείο καί θά τον έβλεπε στην κατάστασι αυτή... "Απλωσε τό χέρι του καί σήκωσε τό άκουστικό. — Εμπρός ; —Πολύ βραχνό τό κράξιμό σου, γέρο—Σάϋλοκ, εΐπε μία εΰθυμη γνω­ στή φωνή. Φαίνεται ότι έκανες μερι­ κές ευχάριστες άνακαλύψεις. Δεν συ­ νήλθες ακόμα ; — Ό Μοργκατρόϋντ ! — Μοργκατρόϋντ είναι ένα όνομα όπως κάθε άλλο καί είναι τό μόνο μέ τό όποιο θά μέ ξαίρης, είπε ή κο­ ροϊδευτική φωνή. Σκέφτηκα νά σου τηλεφωνήσω καί νά σου πω για τόν Τουίτσετ... —Γιά τόν Τουίτσετ I —Πώς δέν τό ήξερες; "Εφυγε. Δεν μπορείς ,νά τόν κατηγορήσης. Τόν α­ πέλυσες... —Τί διάβολο... — Πρόσεξε τό λεξιλόγιό σου, ερ­ πετό I Μήν ξεχνάς ότι τά κορίτσια του τηλεφωνικού κέντρου μάς άκου-

18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νε. Ναι, έδωσα στόν Τουίτσετ δια­ κόσιες λίρες άπό τά λεφτά σου καί τόν συμβουλέυσα νά φύγη. Άν ήμουν στή θέσι σου, δέν θά έκανα καμμιά ανοησία έναντίον του. Τά χαρτονο­ μίσματα ήσαν τής μιάς λίρας καί δέν μπορεί νά έχης κρατήση τούς Αριθ­ μούς. Δέν μπορείς νά άποδείξης τί­ ποτα καί θά γελοιοποιηθής σν δοκιμάσης. Εξάλλου σκέψου πόσο επι­ ζήμια θά ήταν μια δημοσιότης γιά τό γραφείο σου. —Σταθήτε... σταθήτε 1, φώναξε λαχανιαστά ό ’Άϊλς. Ποιός είστε ; Ε­ λάτε στό γραφείο μου. θέλω νά μι­ λήσω μαζί σας. —Μπορεί νά πρόσεξες, γέρο Σάϋλοκ, συνέχισε ό Νόρμαν, ότι πή­ ρα άπό τό χρηματοκιβώτιό σου δέκα χιλιάδες λίρες. Άπό αυτές έδωσα οκτώ χιλιάδες σέ σένα, διακόσιες στόν Τουίτσετ καί τά ύπόλοιπα τά προσέφερα στό Γηροκομείο... —Τί I, ξεφώνησε ό Άϊλς. —Ωραία ιδέα, έ; Τά προσέφερα στό δικό σου όνομα. Σπουδαίο πράγ­ μα, Άΐ'λς I "Εκανες επί τέλους κΓ εσύ μιά καλή πράξι στή ζωή σου !... Αλήθεια, πώς πάει ή καρδιά; Σάν νά μή τό ξέρω! Τήν άκούω άπό τό τηλέφωνο νά δουλεύη σάν λαχανια­ σμένη τρόμπα ποδηλάτου. —"Ακούσε, παλιάνθρωπε !, φώνα­ ξε ό Άϊλς. Ό Κέρκλαντ δέν μπορεί νά πάρη τά χαρτιά εκείνα, θά πάω στήν άστυνομία... θά... —Μή μέ κάνεις νά γελώ ! Ό Κέρ­ κλαντ δέν ξέρει άκόμα τίποτα ! Πη­ γαίνω στό Μάλλαμπυ ’Έντ απόψε γιά νά του φέρω τά καλά νέα. θά βάλης τό κεφάλι σου σέ μπελάδες, άν δοκιμάσης νά καταφύγης στήν άστυνο­ μία. Ακολούθησε ένα σαρκαστικό γέ­ λιο καί τό τηλέφωνο νεκρώθηκε. Ό Ούάλλας Άϊλς έμεινε εκεί κα­ θισμένος γιά μερικές στιγμές. "Οταν άνωρθώθηκε, ήταν έξω φρενών. Μιά τρελλή, καυτερή λύσσα τόν κατείχε, μιά λύσσα πού έπνιγε κάθε συνεσι και κάθε λογική. "Εχωσε τό κεφάλι του στό καπέλλο του καί βγήκε άπό γραφείο του σάν άνεμοστρόβιλος, ξεχνώντας τούς

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


•πελάτες πού τόν περίμεναν στην αί­ θουσα αναμονής. Πήρε ένα ταξί και τράβηξε ολόι­ σια για τή Σκότλαντ Γυάρντ. Όταν έφτασε εκεί, ή λύσσα του καί ή τρέλλα του δεν είχαν λιγοστέψει. Ζήτησε να δη έναν άξιωματουχο καί ή Μοίρα, με τή μορφή ενός όγκώδους αστυφύλακα, τόν ώδήγησε στό γραφείο του Έπιθέωρητου Ούΐλλιαμς. — Ό κ. Ούάλλας ’Άϊλς, είπε ό Ούΐλλιάμς μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Καθήστε, κ. ’Άϊλς. Μοϋ είπαν στό τηλέφωνο ότι σάς έκλεψαν ένα ση­ μαντικό ποσό, έ; —Δέκα χιλιάδες λίρες 1, είπε λαχανιαστά ό ’Άΐλς χωρίς να καθήση. Ζητώ να κινηθή ή αστυνομία. Αμέ­ σως. Δέκα χιλιάδες λίρες 1 Μέσα από τό χρηματοκιβώτιό μου καί σχεδόν μπροστά στα μάτια μου I Δέν... —Μια στιγμή, κ. ’Άϊλς, τόν διέκοψε ό Ούΐλλιάμς' με κου­ ρασμένη φωνή. Έχετε την κα­ λοσύνη νά μιλήσετε σαφέ­ στερα ; . Παρ’ όλο τό κουρασμένο ύφος του, ό Γλυκός Ούΐλλιαμ ήταν γεμάτος ενδιαφέρον. Τζούλιους Μάρτιμορ... Ούάλλας ’Άϊλς... Έξερε πώς υπήρχε κάποια σχέσις ανάμεσα στους δυό έκείνους ανθρώπους. Καί ήξερε πώς ό Νόρμαν Κόνκουεστ είχε κινηθή εναντίον του Μάρτιμορ... Ασυνάρτητα στήν αρχή, μά πιο καθαρά όσο προχωρούσε, ό ’ΤΥΐλς διηγήθηκε την ιστορία του. Ό Γλυκός Ούΐλλιάμς κατά­ λαβε. Ό Κόνκουεστ πάλι ! Έταν βέβαιος ότι ό μυστηριώδης «κ. Μοργκατρόϋντ» δέν ήταν άλλος από τόν Εύθυμο Ρόμπιν Χούντ, τόν αιώνιο πονοκέφαλό του. Μά ό Ούΐλλιάμς πήρε ένα άμφίβολο ύφος καί είπε : —Χμ ! Δέν ξέρω, κ. ’Άϊλς... "Όλα αυτά δέν είναι πολύ ικανοποιητικά, θά κάνουμε, ότι μπορούμε, βέβαια... — Τί θά πή... θά κάνετε ο,τι μπο­ ρείτε ; τόν διέκοψε ό ’Άϊλς. Πληρώνω τούς φόρους μου, δέν εΐν’ έτσι;

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

—Πληρώνετε, κ. ’Άϊλς ; -—Καί ζητώ τήν προστασία τής αστυνομίας χωρίς καμμιά, αναβολή I Μου έκλεψαν δέκα χιλιάδες λίρες..,, —Ναι, σάς ακόυσα, Πολύ διασκεδαστικό.,, —Πολύ... τί; —Είπα πολύ ενοχλητικό, μουρ­ μούρισε ό Ούΐλλιάμς. Δέκα χιλιάδες λίρες είναι πολλά λεφτά. Μά ύπάρχει ένα περίεργο σημείο. Δέν χάσατε στήν πραγματικότητα τά χρήματά σας. Σάς έπεστράφησαν καί τό ύπόλοιπο δόθηκε σέ κάποιο αγαθοεργό ίδρυμα, θέλεπε νά τά ζητήσουμε πί­ σω από τό ίδρυμα ; —Όχι... όχι!, είπε βιαστικά ό ’Άϊλς. Είμαι αναγκασμένος νά ανε­ χθώ τήν άπώλεια αύτή. Δέν θέλω δημοσιότητα... —Καταλαβαίνω, κ. ’Άϊλς, είπε ό Ούΐλλιάμς κουνώντας τό κεφάλι του.

"Όπως βλέπετε, πρόκειται γιά κλοπή πού δέν είναι κλοπή. Ό Επιθεωρητής, βέβαια, δέν τό πίστευε αυτό. Έξερε ότι είχε συμβή ένα αδίκημα, μά τό αδίκημα αύτό ήταν ή υφαρπαγή τών χρεωγράφων τής υποθήκης. Σ’ αύτό όμως τό σημείο, δέν ήθελε νά βοηθήση έναν τοκογλύφο νά ξαναρπάξη στά νύχια

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


του ένα ΘΟμα πού του είχε ξεφύγει. Ήταν μια από τις σπάνιες περι­ πτώσεις, που ό Γλυκός Ούΐλλιαμ επι­ δοκίμαζε μια θρασεία πράξ' του Νόρ­ μαν Κόνκουεστ. Υπήρχε κάτι ώραϊο στο επεισόδιο εκείνο, κάτι πού έδινε στον επιθεωρητή μιά βαθειά ίκανοποίησι. Ό ’Άϊλς ήταν ένας, ποντικός, ένας βρώμικος τοκογλύφος, ένας πρώην εκβιαστής, ένας πρώην κατάδικος, έ­ νας λεκές στό πρόσωπο τής άνθρωπότητος, μιά πανούκλα πού ή Σκότλαντ Γυάρντ χρόνια τώρα προσπα­ θούσε νά καθαρίση. —-Τά χρήματα..., είπε ανυπόμονα ό ’Άϊλς. Γιατί επιμένετε στά χρήμα­ τα καί δεν έφιστάτε τήν προσοχή σας στό γεγονός ότι... —Νομίζω ότι εσείς επιμένετε στά χρήματα, σέρ, είπε ό Ούΐλλιαμς. Δεν μιλήσατε για τίποτ’ άλλο άπό τή στιγμή πού μπήκατε εδώ μέσα. —Ό άνθρωπος εκείνος μπήκε στό γραφείο* μου καί έκλεψε τό χρημα­ τοκιβώτιό μου, φώναξε ό ’Άϊλς. Δεν μπορείτε νά καταλάβετε ; Δεν ξέρετε ότι μέ πλήρωσε με τά δικά μου χρή­ ματα όταν υπέγραψα τήν άπόδειξι έξοφλήσεως του κ. Κέρκλαντ I —’Ά, ναι, είπε ό Ούΐλλιαμς βαρειά. ΚΓ αυτό είναι τό πιό δύσκολο. Φοβούμαι ότι είστε άτυχος, κ. ’Άϊλς. Τό ζήτημα εΐναι ότι ό- λογαριασμός του κ. Κέρκλαντ έξωφλήθηκε. Δεν βλέπω νά μπορήτε νά κάνετε τί­ ποτα σ’ αυτό.

—Δεν βλέπετε... I, βρυχήθηκε ό ’Άϊλς. Καί τί είστε εδώ στή Σκότλαντ

20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Γυάρντ; Ένας λόχος ανικάνων; 'Ο Μοργκατρόϋντ δεν ήταν κάν δικηγό­ ρος. Δεν εΐχε τό δικαίωμα... — Τό βλέπω αυτό, σέρ. Μά υπο­ γράψατε τήν άπόδειξι εκείνη καί δώσατε πίσω τά χρεώγραφαΈιαγεγραμμένα. —Καί τί μ’ αυτό ; θέλω νάρθήτε σ’ επαφή μέ τήν άστυνομία του Σάφολκ καί νά τούς πήτε νά στείλουν έναν αστυνομικό στό Μάλαμπυ Έντ, τό σπίτι τού Κέρκλαντ, καί νά του πάρουν πίσω τήν άπόδειξι. Έν άνάγκη, ζητώ τή σύλληψι του Κέρκλαντ... — Ελάτε, έλάτε 1, είπε ό Ούΐλλιαμς κουνώντας τό κεφάλι του. Δέν μπορούμε νά κινηθούμε εναντίον τού κ. Κέρκλοα/τ, αν δέν μάς δόσετε απο­ δείξεις ότι είναι ανακατεμένος στήν ύπόθεσι. Πάντως, ή άστυνομία θά ψροντίση γιά τήν ύπόθεσι αυτή έν καιρω... —Έν καιρω I, ξεφώνησε ό ’Άϊλς. Ό καταχθόνιος εκείνος άνθρωπος, ό Μοργκατρόϋντ, θά πάη (άπόψε τά χαρτιά στόν Κέρκλαντ. Μπορείτε νά στείλετε εκεί έναν άντρα νά τόν συλλάβη.

Ό Ούΐλλιαμς κούνησε άμφίβολα τό κεφάλι του. —Δέν καταλαβαίνετε ότι σάς περιέπαιζε λέγοντάς σας ότι θά πάη εκεί, κ. ’Άϊλς ; είπε, θά κάνουμε ο,τι μπορούμε, μά δέν μπορούμε νά κινη­ τοποιήσουμε τούς άντρες μας γιά... —'Η στάσις σας δέν είναι καθό­ λου ικανοποιητική 1, φώναξε ό ’Άϊλς άγρια, θά πάω νά δώ τόν ίδιο τόν Αρχηγό τής Σκότλαντ Γυάρντ. Ό Ούΐλλιαμς χαμογέλασε. -'Όττως θέλετε, είπε. Ό ’Άϊλς βγήκε άπό τό γραφείο καί άρχισε νά περιφέρεται άπό γρα­ φείο σέ γραφείο καί άπό προθάλα­ μο σέ προθάλαμο, χωρίς τελικά νά κατορθώση νά δή κανέναν άνώτερο άπό τόν Επιθεωρητή Ούΐλλιαμς. "Οταν, μισή ώρα αργότερα, βγήκε άπό τή Σκότλαντ Γυάρντ, ήταν σάν νά είχε κάνει μιά ψυχρολουσία. Κα­ ταλάβαινε τώρα ότι είχε κάνει ένα

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


σφάλμα πηγαίνοντας στη Σκότλαντ Γυάρντ. Ή ύπόθεσις ήταν από εκείνες πού απαιτούσαν γοργή καί εντελώς προ­ σωπική δράσι. Καί είχε χάσει πολύ­ τιμο καιρό. Έκεϊνο πού έπρεπε νά είχε κάνει άπό την άρχή ήταν νά τρέξη στό Μάλλαμπυ Έντ καί νά τρομοκράτηση τον Κέρκλαντ, άναγ-

Ο ΣΑ-Υ-ΛΟΚ ΑΨΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗ ΜΟΙ­ ΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΝΕΙ

Τά γεγονότα πήραν μια παράξενη καί τρομε­ ρή στροφή, δταν ό Νόρ­ μαν Κόνκουεστ έφτασε στό Μάλλαμπυ ’Έντ ε­ κείνο τό βράδυ, γιά νά θέση τέρμα —δπως νόμιζε— στην πρώκη επιθετική μανούβρα του εναντίον του θύματος ύπ’ άριθμόν 2. Μά ή μοίρα δούλευε δίπλα —δί­ πλα με τόν νεαρό Ρόμπιν Χούντ. Ό Νόρμαν έφτασε στό γραφικό σπίτι του κ. Κέρκλαντ, δταν τό τραί­ νο του Ούάλλας ’Άϊλς έμπαινε στό Σταθμό τού Σάντμπουρυ. Ό Νόρμαν είχε πάρει τό Εξπρές, γιατί φτάνον­ τας στό διαμέρισμά του είχε βρή ένα σημείωμα τής Τζόϋ, δπου αυτή του έγραφε δτι είχε άποφασίσει νά πάη την Ντιάνα ως τό σπίτι της, προσθέ­ τοντας δτι ήλπιζε δτι ό Νόρμαν θά πήγαινε τό βράδυ να τήν πάρη. —Τό παλιοκόριτσο I, είπε ό Νόρ­ μαν. ?Ηταν λοιπόν τόσο σίγουρη δτι θάπαιρνα τά χρεόγραφα άπό τόν ’Άϊλς I Πόσο καλά με ξέρει! Ή άδυσώπητη μοίρα, δμως, άρχΐΓ€ νά παίζη τά κόλπα της, δταν ό Νόρμαν έμαθε —φτάνοντας— δτι ή Ντιάνα Κέρκλαντ κΤοό πατέραςτης εί­ χαν βγή νά κάνουν έναν περίπατο μαζί μέ τήν Τζόϋ. Ό Νόρμαν, γεμάτος καλά νέα καί χρεόγραφα, δέν είχε τήν ύπομονή νά περιμένη καί προχώρησε μέσα σε μιά

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

κάζοντάς τον νά του δώση πίσω τά χαρτιά. Αυτό έκανε τώρα. Πήγε στό Σταθμό του Λίβερπουλ καί πήρε τό πρώτο τραίνο γιά τό Σάντμπουρυ. Αυτό ήταν ένα μοιραίο ταξίδι γιά τόν κ. Σάϋλοκ ’Άϊλς, δπως άπέδειξαν αργότερα τά γεγονότα...

ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΑΣΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΡΒΟΡΟ I

δεντροστοιχία, ελπίζον­ τας νά τούς συναντήση καθώς θά έπέστρεφαν. Αντί γι’ αυτούς δμως συνάντησε τόν κ. Ούάλ­ λας ’Άϊλς. 'Όταν συναντήθηκαν μέσα στή δεντροστοιχία, δέν φαίνονταν από τό σπίτι. —’Ώ, ώ, ώ I, είπε εύθυμα ό Νόρ­ μαν. Ακόμα επί τά ίχνη των χαμέ­ νων θησαυρών σου, Σάϋλοκ ; Καί άρχισε νά κάνη κάτι μέ τά χέρια του σ’ έναν μεγάλο φάκελλο πού έβγαλε άπό τήν τσέπη του. Μά ό ’Άΐλς δέν τό πρόσεξε αυτό. Είχε στραμμένη δλη τήν προσοχή του στό πρόσωπο του Νόρμαν. —Ό... Μοργκατρόϋντ I Νεότερος... χωρίς γυαλά... μά ό ίδιος. Είστε ό άνθρωπος πού ήρθε στό γραφείο μου σήμερα κι’ έκλεψε τό χρηματοκιβώ­ τιό μου I — Ναι! Δέ διασκεδάσαμε; — Καταχθόνιε παλιάνθρωπε!, βρυχήθηκε ό ’Άϊλς χάνοντας τήν ψυχραι­ μία του μπροστά στην άπάθεια του άλλου. Απατεώνα ! — Σέ μένα μιλάς ή στον εαυτό σου; — Πληρώσατε τά χρέη του Κέρ­ κλαντ μέ τά λεφτά πού κλέψατε άπό μένα ! — Ναι. Κι’ άν αύτό δέν τό λές έ­ ξυπνη δουλειά, δέν ξέρεις τί σου γί­ νεται, γέρο μου !, είπε ό Νόρμαν εϋ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21


θύμα. Ναί, ήταν έξυπνη δουλειά. Γέ­ λασα μέ την ψυχή μου... —Καί μου τό λέτε αυτό κατάφα­ τσα !, τραύλισε ό ’Άϊλς. θά ζητήσω νά σάς συλλάβουν... —ΚΓ ήρθες εδώ γιά νά τρομάξης τόν φτωχό γερο-Κέρκλαντ, ε; ’Έ, λοιπόν, ερπετό, είσαι άτυχος. Δεν τόν είδα ούτε έγώ άκόμα τόν Κέρκλαντ. —Δεν τόν είδατε ακόμα!... Τότε... τότε...

Ό ’Άϊλς σώπασε, μέ μιαν έ'κφρασι ανακουφίσεως καί πονηριάς στό πρόσωπό του. ι —Καταλαβαίνω. Ναί, καταλα­ βαίνω. —Καταλαβαίνω, έπανέλαβε κοροϊ­ δευτικά ό Νόρμαν. Σκέπτεσαι γΓ αυ­ τά εδώ, έ ; Σήκωσε τό χέρι του καί σάλεψε τόν φάκελλο, που κρατούσε, μπροστά στό πρόσωπο του άλλου. —θά ήθελες νά πάρης αυτά τά χαρτιά, έ ; Καί νά βάλης πάλι τό χαλ­ κά γύρω από τό λαιμό του γερο-Κέρ­ κλαντ... Μακρυά τά χέρια ! ΚΓ έσπρωξε τό απλωμένο χέρι του ’Άϊλς. — Δόστε μου πίσω τά χαρτιά !, φώναξε ό ’Άϊλς βραχνά. —Λύτη ή κουβέντα άρχίζει νά γί­ νεται ενοχλητική, είπε ό Νόρμαν ζα­ ρώνοντας τά φρύδια του. Διασκέδα­ ζα στην άρχή, μά όταν άρχισες ν’ άπλώνης τά χέρια σου, σκέφθηκα πώς δεν μπορούσε νά συνεχιστή αυτό. Δέ μού αρέσει νά μέ άγγίζουν ανθρώ­ πινα καθάρματα! Γύρισε, βγήκε από τή δεντροστοι­ χία καί άρχισε νά διασχίζη ένα ανοι­ χτό χωράφι, ενώ τό μυαλό του δού­ λευε πυρετωδώς γιά νά βρή έναν τρό­ πο νά απαλλαγή άπό τόν κ. ’Άϊλς. Είχε φτάσει στην άκρη τών κτη­ μάτων τού Κέρκλαντ και έβγαινε άπό ένα άνοιγμα τού φράχτη, όταν ό ’Άϊλς τόν έφτασε. βγήκαν σ’ ένα λειβάδι, όπου με. ρικές άγελάδες έβοσκαν ειρηνικά. Έκεΐ κοντά, υπήρχε ή πιό βρώμικη λι-

22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μνούλα, πού εΐχε δει ποτέ του ό Νόρ­ μαν. Μιά λάμψις χαράς φάνηκε στά μάτια του. Ή λιμνούλα εκείνη ήταν άκριβώς ο,τι τού χρειαζόταν. Ήταν μικρή, μολονότι φαινόταν βαθειά, καί ήταν περιστοιχισμένη άπό ιτιές. Ή έπιφάνειά της ήταν σκεπα­ σμένη άπό μιά παχειά, πρασινωπή καί άηδιαστική ούσία. — Ακόμα εδώ; είπε ό Νόρμαν γυρίζοντας καί όντιμετωπίζοντας τόν ’Άϊλς. ”Ακούσε, τώρα. Βλέπω μιάν έκφρασι άπογνώσεως στά μάτια σου καί, αν νομίζης πώς μπορείς νά μού έπιτεθής... μή τό κάνης! θά είναι ένα μεγάλο σφάλμα αύτό, άδερφούλη! — Δόστε μου αύτόν τόν φάκελλο !, γρύλλισε ό ’Άϊλς. — Πρέπει νά προσέξης τήν πίεσί σου, είπε ό Νόρμαν φιλικά. Σού τό είπα καί τό πρωί. Έξήτασες τήν καρ­ διά σου τώρα τελευταία, ’Άϊλς ; Νο­ μίζω δτι ύποφέρεις άπό τήν καρδιά σου. Είναι κακό σημάδι όταν κοκκι­ νίζει κανείς στό πρόσωπο... ’Ώ, ώ!

*0 ’Άϊλς, τρελλός άπό λύσσα καί άπόγνωσι καί άπό τούς σαρκασμούς τού Νόρμαν, ρίχτηκε σαν άγριο ζώο επάνω στον βασανιστή του. Ήταν μιά άγρια σχεδόν τυφλή έπίθεσις καί ακριβώς αύτό περίμενε ό Νόρμαν. — Αύτό πού σού χρειάζεται, ’Άϊλς, είναι μιά ψυχρολουσία I Δυνατά μπράτσα, σαν άτσάλινες λαβίδες, άρπαξαν τόν Ούάλλας ’Άϊλς καί τόν σήκωσαν επάνω άπό τό έδαφος. Τήν επόμενη στιγμή, ό Νόρ­ μαν είχε κάνει λίγα γοργά βήματα καί κρατούσε τόν ’Άϊλς επάνω άπό τά βρώμικα νερά τής λιμνούλας. —’Άφησέ με, πού νά σέ πάρη ό διάβολος! —Νά σέ άφήσω ; — Άφησέ με, παλαβέ!, ξεφώνησε ό Άϊλς τρομαγμένος άπό τήν άπροσδόκητη δύναμι τού αντιπάλου του. Τρελλάθηκες; Άφησέ με.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


— "Ας καταλάβουμε ό ένας τόν άλλο, είπε ό Νόρμαν. Είσαι βέβαιος πώς θέλεις να σέ άφήσω ; —Ναί! —’Ώ, καλά !, είπε ό Νόρμαν. Καί τόν άφησε. Τό ανήξερε ή όχι ό ’Άϊλς ότι βρισκόταν επάνω από τή λιμνούλα, είναι αμφίβολο. Τό έμαθε όμως, χωρίς καμμιάν αμφιβολία, α­ μέσως μόλις τόν άφησε ό Νόρμαν. "Έπεσε μ5 έναν αηδιαστικό παφλα­ σμό στα βρώμικα νερά καί χάθηκε μέσα τους.

Μόνο για μια στιγμή όμως. Τό νερό, πού ήταν κυρίως μια παχειά λάσπη, δεν ήταν βαθύ στό σημείο ε­ κείνο τής λιμνούλας καί ό Ούάλλας ’Άϊλς βγήκε άπό τά βάθη του, σάν ένα φριχτό τέρας άπά μιά λίμνη τής Στυγός. "Αρχισε νά στριφογυρίζη, γουργουρίζοντας, άνοιγοκλείνοντας τό στόμα του καί χτυπώντας στό νε­ ρό τά χέρια του με άπόγνωσι. — ’Ώ, ώ, ’Άϊλς, σχολίασε ό Νόρ­ μαν Κόνκουεστ, σ’ έχω δη στό γρα­ φείο σου καί σ’ έχω δή σ’ άλλα μέ­ ρη, μά πουθενά δεν ήσουν στό κα­ τάλληλο περιβάλλον σου όσο αυτή τή στιγμή. "Αν ήμουν στή θέσι σου δεν θάβγαινα κάν άπό κεί μέσα. Δεν αναγνωρίζεις τά άδερφάκια σου πού σέρνονται γύρω μέσα στή λάσπη ; Ό ’Άϊλς, προφέροντας άσεμνες βλαστήμιες πού κανένας καθώς πρέπει τοκιστής δέν θά πρόφερε ποτέ, βγήκε άπό τή λιμνούλα σέρνοντας τά βαρυφορτωμένα άπό λάσπη πόδια του, Καθώς έβγαινε, είδε οτι ό Νόρμαν ήτο άπησχολημένος με κάτι περίεργο. Είχε δέσει μ’ έναν σπάγγο τή μέση τού φακέλλου καί στήν άλλη ' άκρη τού σπάγγου έδενε τώρα μιά βαρειά πέτρα. — "ήθελες αυτά τά χαρτιά, έ; ρώ­ τησε ό Νόρμαν καλόκαρδα. ’Έ I Κρα­ τήσου μακρυά I Βρωμάς όπως θά έ­ πρεπε νά βρωμά ή συνείδησί σου 1 Τώρα, γιά τόν φάκελλο αύτό. Δε μου χρειάζεται καί είμαι βέβαιος ότι ό κ. Κέρκλαντ δεν τόν χρειάζεται πιά... Ε­

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

πομένως, νά... άν θέλης νά τόν πάρης! Πέταξε τή βαρειά πέτρα στό κέν­ τρο τής λιμνούλας. Ή πέτρα βυθίστηκε στά λασπερά βάθη, τραβώντας τόν φάκελλο μαζί της. Ή έκφρασις πού πήρε τό πρόσω­ πα του "Αϊλς ήταν τέτοια, ώστε ό Νόρμαν βρήκε πώς άξιζε τόν κόπο ή μικρή καί διασκεδαστική μανούβρα του. Ό "Αϊλς κύτταξε τό σημείο όπου είχε πέπει ή πέτρα με τό πρόσωπο συσπασμένο άπερίγραπτα άπό μανία, φρίκη καί άπογοήτευσι. Έπειτα, έρριξε στόν Νόρμαν Κόν­ κουεστ ένα βλέμμα γεμάτο μίσος καί άπομακρύνθηκε, σέρνοντας τά πόδια του καί αφήνοντας πίσω του λασπερά ίχνη πού βρωμούσαν. — Πφ 1, έκανε ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ. * Καί άπομακρύνθηκε πρός τήν αν­ τίθετη κατεύθυνσι, πρός τό σπίτι τού Κέρκλαντ. "Οταν πλησίασε εκεί, άκουσε κου­ βέντες καί εΓδε τρεις μορφές νά προ­ βάλλουν άπό τή γωνία τού σπιτιού. ΈΙσαν ή Τζόϋ καί ή Ντιάνα μέ τόν πατέρα της. Ό Νόρμαν άφησε μιά κραυγή καί ή Ντιάνα άρχισε νά τρέχη πρός τό μέρος του. — Κύριε Κόνκουεστ 1 φώναξε. Έ­ χετε τά... δηλαδή... πήρατε...

—"Αν μιλάτε γι’ αυτά, Μις, είπε ό Νόρμαν χαμογελαστά βγάζοντας μερικά χαρτιά άπό τήν τσέπη του, νά τα ! Κύριε Κέρκλαντ, νομίζω ότι θά έχετε τήν εύχαρίστησι νά τά σκί­ σετε ή νά τά κάψετε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


Δέν έγινε καμμιά τυπική σύστασις. Ό Κέρκλαντ πήρε τά χαρτιά καί τά κύτταξε χαζά. Εΐδε αμέσως δτι ήσαν τά εξοφλημένα χρεόγραφα, πού τον ελευθέρωναν γιά πάντα από τά νύχια τού ’Άϊλς. —Μά δεν καταλαβαίνω... Αυτή ή άπόδειξις... Πρέπει νά πληρώσατε πραγματικά στον ’Άϊλς αυτότό ποσό... Σήκωσε τό κεφάλι του καί κύττα­ ξε τόν Νόρμαν διαπεραστικά. —Δέν μπορώ νά επιτρέψω.,. — Ακουστέ, κ. Κέρκλαντ, τόν διέ­ κοψε ό Νόρμαν πού δλη αύτή ή συζήτησις τόν έφερνε σέ αμηχανία. Πλήρωσα τόν ’Άϊλς μέ τά ϊδια του τά χρήματα. Μή μέ ρωτήσετε πως τό έκανα... μου φαίνεται δμως δτι έχετε πληρώσει σ’ αυτό τό γουρούνι τρεις φορές τό αρχικό ποσό. Δέν έχει κανένα στοιχείο εναντίον μου, ούτε εναντίον σας. Τό μόνο πού μπορεί νά κάνη είναι γρυλλίζη σάν άπογοητευμένο τσακάλι. Καί τώρα, άν δέν έχε­ τε άντίρρησι, ή Μις Έβεραρντ κι’ εγώ θά φύγουμε,.. —Μά αυτό είναι αδύνατον!, διαμαρτυρήθηκε ό Κέρκλαντ. Δέν μπορώ νά σάς άφήσω νά φύγετε έτσι, κ. Κόνκουεστ. θά μείνετε νά δειπνή­ σουμε, τουλάχιστον...

Ό Νόρμαν δέν είχε σκοπό νά μείνη γιά τό δείπνο. Οί σκηνές αυτού τού είδους τόν έφερναν σέ άμηχανία καί τό συναίσθημα αυτό ήταν πολύ ενοχλητικό γιά τόν νεαρό Ρόμπιν Χούντ. —Λυπούμαι πολύ... μά πρέπει νά φύγουμε, είπε βιαστικά. Έχω μιά ε­ πείγουσα καί σοβαρή έπίσκεψι νά κάνω. Μήν ανησυχείτε γιά τόν ’Άϊλς. θά κάνη ίσως λίγη φασαρία, μά δέν μπορεί νά κάνη τίποτα περισσότερο. ’Άν έρθη, μήν τόν δεχθήτε στο σπί­ τι. * Αλλωστε, τού χρειάζεται λουτρό. — Ένα λουτρό; έπανέλαβε ό κ. Κέρκλαντ μέ άπορία. —Ναι. Έδώ καί δέκα λεπτά τόν 'έρριξα σέ μιά λιμνούλα καί λυπού­ μαι πού δέν ήσαστε εκεί νά τόν δή-

24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τε... Δέν φαντάζομαι νάρθή εδώ. Ό φτωχός!... Νομίζει πώς πέταξα τά χρεόγραφά σας μέσα στή λίμνη. Μά τό έκανα αύτό γιά νά γελάσω. Δέν υπήρχε μέσα στο φάκελλο παρά μιά εφημερίδα ! Χωρίς νά περιμένη περισσότερο,, έχωσε τήν Τζόϋ στό αύτοκίνητο πού είχε νοικιάσει στον σταθμό, καί ξε­ κίνησε αφήνοντας πίσω του δυο άπό τούς πιο ευτυχισμένους καί πιο γε­ μάτους άπορία ανθρώπους τού κό­ σμου... Τήν ίδια στιγμή, ό Ούάλλας ’Άϊλς. διέσχιζε σκυθρωπά ένα χωράφι. Μέ γρασίδι εΐχε άφαιρέσει τήν περισσό­ τερη λάσπη καί ή υπόλοιπη είχε στε­ γνώσει σχεδόν. Σκόπευε νά ψάξη νά βρή κανένα εξοχικό πανδοχείο, μολονότι δέν ήξε­ ρε πώς θά εξηγούσε τήν κατάστασί του. ν

Καθώς έστριψε σέ μιά καμπή, συ­ νάντησε έναν ρωμαλέο χωριάτη, πού περπατούσε μέ μιά σανίδα στον ώμο του. 'Όταν είδε τή σανίδα πού ήτα^ μεγάλη καί γερή, ό ’Άϊλς σταμάτησε ξαφνικά τρέμοντας ολόκληρος. —Έ !, φώναξε βραχνά. Μιά στιγμήΐ Ό χωριάτης γύρισε καί τόν κύτ­ ταξε. —Είστε πυλύ λασπωμένος, εΐπε λακωνικά. —Ναι, ναί... τό ξέρω αύτόΙ, εΐπε λαχανιαστά ό ’Άϊλς. ΕΤ...εΤχα τήν άτυχία νά μοΰ πέση κάτι σέ μιά λιμνούλα καί, καθώς προσπαθούσα νά τό βρώ, έπεσα μέσα, θά μπορούσες νά μέ βοηθήσης μέ τή σανίδα σου. θά σού δώσω μιά λίρα, άν έρθης στή λιμνούλα μαζί μου καί κρατήσης τή σανίδα, ενώ εγώ θά προσπαθώ νά βρώ τό πράγμα πού έχασα. Ό χωριάτης δέν κατάλαβε καί πολλά πράγματα. Μιά δμως λέξις, τουλάχιστον, διαπέρασε τό χοντρό κρανίο του. — Μιά λίρα; ρώτησε άμφίβολα. — Ναί. θά σέ πληρώσω τώρα... Καί, στήν παραφορά του ό ’Άϊλς

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


πρόσθεσε με πρωτοφανή γι’ αυτόν γενναιοδωρία : —Καί...και θά σου δώσω άλλη μια λίρα, αν βρώ αύτό πού ζητώ 1 — Που ε\'ναι ή λιμνούλα, σερ; είπε ό χωριάτης χώνοντας στην τσέπη του τήν προκαταβολή. Ό ’Άϊλς βρισκόταν σέ πυρετώδη κατάστασι. Είχε ύποστή εκείνη τήν ήμερα περισσότερους κλονισμούς απ’ όσους σέ είκοσι χρόνια κανονικής ζωής καί θάπρεπε να ήταν πιο προ­ σεκτικός. Ό Νόρμαν Κόνκουεστ τόν ε?χε προειδοποιήσει πολλές φορές νά προσέχη τήν πίεσί του. Μά ή σκέψις ότι τά έγγραφα εκείνα ήσαν στο βυθό τής λιμνούλας, τόν γέμιζε μέ, ένα εί­ δος υψηλού πυρετού. ’Άν μπορούσε νά πάρη πίσω τά χαρτιά εκείνα...

Στη ζωή τού ανθρώπου, όπως ό­ λοι ξέρουν, μερικά ασήμαντα μικρο­ πράγματα οδηγούν συχνά στήν τρα­ γωδία. Καί ή αδυσώπητη Νέμεσις, πού φαινόταν νά άκολουθή από κον­ τό τόν Νόρμαν Κόνκουεστ στήν περιπέτειά του αυτή, βρισκόταν πάλι σέ κίνησι. Ή σανίδα γλύστρησε από τά χέ­ ρια τού χωριάτη κι’ ό Ούάλλας ’Άϊλς, πού στεκόταν στήν άκρη της άναδεύοντας τά λασπόνερα μ’ ένα κλαρί, έπεσε μέσα στη λιμνούλα. ’Άν είχε διατηρήσει τήν ψυχραιμία του, τό μόνο πού θά πάθαινε θά ή­ ταν ένα δεύτερο μπάνιο μέσα στή λάσπη. Μά τόν κυρίευσε αμέσως ένας τρελλός πανικός. Ό βυθός, μέ τήν παχειά κολλώδη λάσπη του, άρπαξε τά πόδια του καί τά κράτησε εκεί. ?Ηταν βυθισμένος ως τόν λαιμό κι’ έ­ νοιωσε τό φριχτό καί τρομακτικό— μολονότι εσφαλμένο—συναίσθημα ότι τόν τραβούσαν άργά, μά σίγουρα καί μεθοδικά, προς τά κάτω, πώς ή λιμνούλα τόν ρουφούσε. —Βοήθεια 1, ξεφώνησε. Βοήθεια! Πνίγομαι... Ό σαστισμένος χωριάτης άρχισε ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

νά φωνάζη καί νά τρέχη γύρω άπό τή λιμνούλα, προσπαθώντας νά τού πή ότι ή λιμνούλα ήταν ρηχή καί δέν κινδύνευε νά πνιγή. Μά ό ’Άϊλς ούτε έβλεπε ούτε άκουγε πιά. Είχε ύποκύψει σέ πλήρη πανικό καί χτυπούσε γύρω τά χέρια του σάν τρελλός. Πάλεψε καί στρι­ φογύρισε καί έξήντλησε τήν καρδιά του, πού ήταν κιόλας έξηντλημένη, σέ τέτοιο βαθμό, ώστε ή καρδιά του έπαψε νά λειτουργή,.ι Ό χωριάτης άκουσε μιά γουργουριστή κραυγή, χειρότερη άπό κάθε· προηγούμενη, καί άπόλυτη σιωπή α­ κολούθησε. Κάθε κίνησις σταμάτησε μέσα στή λίμνη καί τό πρόσωπο τού ’Άϊλς, λε­ ρωμένο άπό τό λασπόνερο, φάνηκε νά πλέη επάνω στήν επιφάνεια τών βρώμικων νερών. —Βοήθεια !, ούρλιαξε ό χωριάτης νοιώθοντας τόν πανικό νά τόν, άρπάζη μέ τή σειρά του. "Ενας βοσκός τόν άκουσε άπό τήν άλλη άκρη τον λειβαδιού καί ήρθε τρέχοντας. Οί δυό τους κατάφεραν νά μπούν μέσα στή λιμνούλα καί νά τραβήξουν έξω τόν ’Άϊλς. Αργότερα, όταν ένας χωροφύ­ λακας έφτασε μαζί μ’ έναν γιατρό, κανένας πιά δέν μπορούσε νά βοηθήση τόν ’Άϊλς. ΤΗταν νεκρός γιά καλά. —Τόν σκότωσε ό τρόμος 1, είπε ό γιατρός όταν ό χωριάτης διηγήθηκε τήν ιστορία του.

—Τρόμος; έπανέλαβε ό χωροφύ­ λακας. Δέν πνίγηκε ; —Όχι, είπε ό γιατρός. Τόν κυ­ ρίευσε πανικός καί ή καρδιά του δέν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


μπόρεσε νά άνθέξη. ’Άν είχε διατη­ ρήσει την ψυχραιμία του... Ό Νόρμαν Κόνκουεστ έμαθε τα νέα, καθώς ταξίδευε μέ τήν Τζόϋ για τόν Παλιό Πύργο του Χίλτον, γιά τον Τάφο τοϋ Γκάλλορυ, σκοπεύον­ τας νά κάνη μιαν αναφορά στόν Σερ Τζών. Είχε σταματήσει τό αύτοκίνητό του σ’ ένα ξενοδοχείο, στο Κόλτσεστερ, για ένα πρόχειρο γεύμα. — Δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιά θά είναι ή επόμενη κίνησίς μου εναντίον του παλιανθρώπου ’Άϊλς, έλεγε ό Νόρμαν, καθώς πήγαινε μέ τήν Τζόϋ στο γκαράζ γιά νά πάρουν τό αύτοκίνητό τους. ’Έδωσε ένα φιλοδώρημα στόν υ­ πάλληλο του γκαράζ καί οί δυο νέοι μπήκαν στό άύτοκίνητο.

#

—Μάθατε τό άτύχημα πού έγινε πέρα, στό Σάντμπουρυ ; ρώτησε ό υ­ πάλληλος μέ μάτια πού άστραφταν. —Στό Σάντμπουρυ; ρώτησε ό Νόρμαν ενώ ή Τζόϋ κρατούσε τήν άνάσα της. —Ναι, σέρ. Κάποιος πνίγηκε σέ μιά λιμνούλα. — ’Ώ, δέν είναι ό πρώτος πού πνί­ γεται σέ λίμνη, είπε ό Νόρμαν. Τί ακριβώς συνέβη ; . —Τό μόνο πού ξέρω είναι αύτά πού μοΰ εΐπε ό Τέντ Σάντερς, σέρ... ΗΊρθε μέ τή μοτοσυκλέττα του εδώ καί πέντε λεπτά καί μού είπε πώς κάποιος ξένος πλήρωσε τόν πεθερό

ΤΟ 90Ν ΤΕΥΧΟΣ

)

I

26 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

!

τού Τέντ Σάντερ γιά νά τόν βοηθή“ ση νά βγάλη κάτι άπό μιά λιμνούλα μέ μιά σανίδα. Δέν κατάλαβα καλά, μά φαίνεται πώς ό ξένος έπεσε στή λιμνούλα καί κόλλησε. Δέν πνίγηκε, μά πάλεψε σάν τρελλός καί τόν επιασε φόβος καί ή καρδιά του έσπα­ σε. ΤΗταν πεθαμένος όταν τόν έβγα­ λαν. Δέν εΐναι παράξενο, σέρ, τό νά πεθάνη κανείς άπό φόβο ; Τί διάβολο έψαχνε νά βρή μέσα σέ μιά λιμνούλα ; Ό Νόρμαν κι’ ή Τζόϋ ξεκίνησαν γεμάτοι σκοτεινό δέος. —'Ώστε κι’ ό Άϊλς είναι νεκρός], είπε ό Νόρμαν έπειτα άπό μιά με­ γάλη σιωπή. Αυτό τόν σβήνει άπό τόν κατάλογο. Καί, άπ’ όποιαδήποτε πλευρά κι’ αν άντικρύση κανείς τήν ύπόθεσι, δέν μπορεί νά άγνοήση τό γεγονός ότι εγώ τόν έστειλα στόν θά­ νατο ! —Μά, Νόρμαν ! Δέν τόν σκότω­ σες εσύ ! — ’Άν δέν τόν σκότωσα εγώ, ποιός τόν σκότωσε; είπε ό Νόρμαν. Καί δέν μπορούν νά μέ αγγίξουν, μικρή μου. Τό καταλαβαίνεις αυτό; Δέν ήμουν κάν έκεϊ. ’Ήμουν μιλιά μακρυά. Ό Άϊλς έξωντώθηκε καί κανέ­ νας δέν μπορεί νά μέ ένοχοποιήση. —Μά δέν είσαι ένοχος I, διαμαρτυρήθηκε τό κορίτσι. Δέν βλέπω για­ τί τό συζητάς αυτό.

—Δέν τό βλέπεις ; είπε ό Νόρμαν μέ σκυθρωπή φωνή. Ακούσε, Γλυκομάτα. Μόνο ή καλή μου τύχη μέ βο­ ήθησε νά βγώ άπό αύτό τό μπελά. Ό Γλυκός Ούΐλλιαμ κΓ εγώ είμαστε καλοί φίλοι, μά άν νομίζης ότι δέν θά ήθελε νά μοΰ καρφιτσώση στό πέτο μιά καλή κατηγορία δολοφονί­ ας είσαι γελασμένη. Ή Τζόϋ έμεινε σιωπηλή. "Εμειναν κΓ οι δυό τους σιωπηλοί στήν ύπόλοιπη διαδρομή τους ως τόν Παλιό Πύργο τοϋ Χίλτον. Ό Σέρ Τζών τούς υποδέχθηκε ε­ κεί μέ ενθουσιασμό. — Περάστε μέσα, Κόνκουεστ... πε-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


"Άϊλς ήταν άναμφιβόλως έργον θεού. ράστε μέσα I, φώναξε. Περάστε, Μις Δέν φταίτε εσείς καθόλου. "Έβεραρντ... θαυμάσια I Αυτό είναι — Απέναντι τοϋ νόμου, δέν φταίω εντελώς απροσδόκητο... —"Έτυχε να περνούμε άπό εδώ εγώ για τόν θάνατό του, συμφώνησε ό Νόρμαν. Μά ύπερηφανεύομαι ότι κι* είπαμε νά μποϋμε μια στιγμή νά συνετ£λεσα κι* εγώ σ’ αύτό. Ή α­ σας δούμε, είπε ό Νόρμαν. "Όχι. Δε θά μείνουμε. Απεναντίας, πρέπει νά πληστία τοϋ "Άϊλς καί ή κουρασμένη γυρίσω τό γρηγορώτερό στό Λον­ καρδιά του απλοποίησαν τά πράγ­ δίνο. * ματα. Πάντως δέν θά ήταν σωστό —Μά γιατί; ρώτησε απογοητευ­ γιά μένα νά εξακολουθήσω νά απου­ μένος ό Σερ Τζών Γκάλλορυ. "Αγα­ σιάζω άπό τό Λονδίνο. Ό Γλυκός πητέ μου φίλε, υπάρχουν τόσα πρά­ Ούΐλλιαμ θά άνησυχή. —Μά... γματα πού θέλω νά συζητήσουμε. Ε­ —ΕΤνοι άλλωστε καιρός νά αρχί­ κείνος ό παλιάνθρωπος ό Μάρτιμορ... σω μέ τόν Άμπερσον τώρα, συνέ­ Δέ μου δώσατε λεπτομέρειες. Ξέρω χισε ό Νόρμαν μέ τά μάτια του σάν ότι αύτοκτόνησε, μά δεν αμφιβάλλω ότι τά μέτρα πού πήρατε εσείς τόν δυο παγερά ατσάλια. Ό άνθρωπος ανάγκασαν νά τό κάνη αυτό. είχε ταραχτή άπό τή συμφορά τοϋ — Γά μέτρα μου ήσαν πολύ δρα­ Μάρτιμορ καί είχε φοβηθή τόσο, ώ­ στε δέν έτόλμησε νά τόν άφήση στικά, μά ό Μάρτιμορ δεν αύτοκτό­ νά ζήση. θά ταραχτή τώρα α­ νησε, άπάντησε ό Νόρμαν. Δολοφο­ κόμα περισσότερο μαθαίνοντας τόν νήθηκε άπό τόν Άμπερσον καί τόν Άϊλς. Καί ό Άμπερσον, ό τελευταί­ θάνατο τοϋ "Άϊλς.,. Ό σκοπός μου, άπό εδώ κι* έμπρός, θά είναι νά κά­ ος τοϋ καταλόγου, θά γνωρίση σε λί­ νω τά νεΰρα του νά καταρρεύσουν. γο μερικά μέτρα εξίσου δραστικά I.. Σώπασε γιά μιά στιγμή κΓ έπει­ —Ό ’Άμπερσον; τόν διέκοψε ό τα συνέχισε: Σέρ Τζών άπότομα. 'ζ} τελευταίος — Υπάρχει κι" ένα άλλο σημείο, στον κατάλογο ; ΚΓ ό Άϊλς ; Σέρ Τζών. Ό Άμπερσον είναι έξυ­ πνος άνθρωπος καί υπάρχει πιθανότης νά πρόσθεση δύο σύν δύο. Καί, όταν μάθη γιά τόν "Άϊλς, τό άθροι­ σμα θά είναι τέσσερα. Επομένως, προτείνω νά φύγετε. —Ό Άϊλς, εϊπε ό Νόρμαν, είναι νεκρός. —Νά φύγω ; Είμαι ασφαλής εδώ... —Νεκρός! — Νομίζετε πώς εΐστε άσφαλής, Ό Σερ Τζών άνακάθησε στήν πο­ τόν διέκοψε ό Νόρμαν. ΚΓ άλλοι λυθρόνα του κι’ έμεινε άσάλευτος κλείστηκαν πίσω άπό πανύψηλους σάν μαρμαρωμένος. τοίχους καί φρούρησαν τόν εαυτό — Νεκρός !... "Αγαθέ - θεέ I Δεν τους μέ άγρια σκυλιά, μά πέθαναν. φαντάζομαι νά... — Νά τόν σκότωσα εγώ ; Άπό μιαν άποψι, ναι. — Μά, Κόνκουεστ ! Μέ τρομάζετε... —Δέν υπάρχει λόγος νά τρομάζε­ τε, είπε ό Νόρμαν. Πρέπει νά είστε ευχαριστημένος πού γλυτώσατε άπό έναν ακόμα ποντικό. Πέθανε μέσα σέ —Μά, άνθρωπε, διαμαρτυρήθηκε ό μια λιμνούλα εδώ καί δυο ώρες. Σέρ Τζών, ήμουν άσφαλής έδώ τόσα Καί ό Νόρμαν διηγήθηκε οσα είχε χρόνια τώρα. Τό μέρος αύτό είναι μάθει καί όσα είχαν συμβή πριν άπό σωστό φρούριο... τόν θάνατο του "Άϊλς. — "Ήσαστε άσφαλής, Σέρ Τζών, —Δέν πρέπει νά λέτε τέτοια πράγγιά τόν απλό λόγο ότι οί εχθροί σας τατα, Κόνκουεστ, διαμαρτυρήθηκε ό δέν δοκίμασαν ποτέ να περάσουν τις Σέρ Τζών στό τέλος. Ό θάνατος του αμυντικές γραμμές σας, είπε ό Νόρ­

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 27


μαν απότομα. Ό Σερ Τζών άνοιγόκλεισε τα μςχπια του, μά έμεινε σιωπηλός. Ό Νόρμαν εξακολούθησε: — Είναι καιρός να τό καταλάβετε αυτό. Οί απειλές των εχθρών σας ήσαν όπως όλες οί παρόμοιες απειλές... δη­ λαδή χωρίς καμμιά σημασία. Δέν υ­ πήρχε κανένας λόγος να ύψώσετε αυτό τό φρούριο. Όταν όμως ό Άμπερσον καταλάβη ότι εσείς εΐστε πίσω από τίς τραγωδίες του Μάρτιμορ καί του Άϊλς—όπως εΐμαι βέβαιος ότι θά γίνη —, υπάρχει ή πιθανότης νά κινηθή γοργά καί άποτελεσματικά. Επομέ­ νως θά είστε πιό άσφαλής... στην Ελβετία. Σάς συμβουλεύω νά κάνετε

ΟΠΟΥ ΕΝΑΣ ΚΕ­ ΡΑΥΝΟΣ ΠΕΦΤΕΙ, ΑΠΑΝΘΡΑΚΩΝΕΙ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤ1ΚΑ

Στό διάστημα των ε­ πομένων λίγων ημερών, ό Νόρμαν Κόνκουεστ δια­ σκέδασε παρακολουθών­ τας τον κ. Κλώντ ’Άμ­ περσον. Παρατήρησε τόν κ. ’Άμπερσον στή .έσχη τού τελευταίου, στό Χρηματιτήριο καί σέ διάφορα άλλα μέρη. Έκανε μιά-δυό έξερευνητικές έπικέψεις στό μεγάλο σπίτι, στό Πού,νεϋ Χήθ, όπου έμενε ό Άμπερσον. Επισκέφθηκε τό σπίτι αύτό τήν ήμέα, εντελώς άνοιχτά, καί κουβέντιασε ιέ τήν οικονόμο. Τό επισκέφθηκε έίσης τή νύχτα, εντελώς κρυφά. Μέ άγα λόγια, γνωρίστηκε πολύ καλά ιέ όλα τά κατατόπια του μέρους... Στό διάστημα αύτό, ό Νόρμαν εΐ'ε επίσης μιά-δυό ενδιαφέρουσες συΌμιλίες μέ τόν Επιθεωρητή Ούΐλααμς. Ό Ούΐ'λλιαμς ήταν σκυθρωπός αί ήθελε νά μάθη που άκριβώς βρικόταν ό Νόρμαν τήν ώρα του άτυούς θανάτου του Ούάλλας Άϊλς. Καί ό Νόρμαν, εύγενικός καί ήρεος, δέν άπέκρυψε καμμιά λεπτομέεια τών κινήσεών του.

28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μιά μικρή εκδρομή στήν Ελβετία* αρχίζοντας άπό αύριο. Κλειδώστε τον αύτόν τον τάφο. Όταν γυρίσετε, θά , είστε σέ θέσι νά γκρεμίσετε τό Μέγα Τείχος, —Μά πόσο διάστημα θά... —Δυο άκόμα εβδομάδες, θά φύ­ γετε ; —Ναί, θά φύγω, άφοΰ με συμβου­ λεύετε εσείς, άπάντησε ό Σερ Τζών χωρίς νά διστάση. Πόσο εκπληκτι­ κός είστε, Κόνκουεστ I Ή Τζόϋ χαμογέλασε ήρεμα. —Καί δέν τον έχετε άκόμα γνωρίσει καλά, Σέρ Τζών, είπε μέ μάτια που άστραφταν σαν δίδυμα άστρα.

ΤΟΝ ΝΟΡΜΑΝ ΚΟΝΚΟΥΕΣΤ ΚΑΙ ΣΑΣΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ I

—Δέν βγάζεις τίποτα, Μπίλ, εΐπε προκλητικά» Δέν έχετε κανένα στοι­ χείο εναντίον μου. Τό ξέ­ ρετε καί τό ξέρω, επομέ­ νως γιατί όλη αυτή ή ά, νάκρισις ; Ό Άϊλς πέθανε φυσικά... όπως όλα τά σερνάμενα πράγματαμέσα στό βάθος ενός λασπόλακκου. —Εΐσαι τρομερά έξυπνος, Κόν­ κουεστ !, εΐπε ό επιθεωρητής. Ξέρω ότι έσπρωξες αύτό τό γουρούνι στόν θάνατό του, μά φρόντισες νά βρίσκε­ σαι πολύ μακρυά τήν ώρα του θανά­ του του. Τόν έκλεψες καί τόν εξαπά­ τησες μέσα στό ίδιο τό γραφείο του... —Πολύ έξυπνο έκ μέρους σου, Μπίλ, νά τό μαντέψης αύτό καί μιά καί είμαστε τόσο φίλοι... Καί ό Νόρμαν έκανε μέ τήν κόψη του χεριού του μιά κίνησι επάνω στόν λαιμό του, σάν νά τόν έκοβε. —Μιά κι’ είμαστε τόσο φίλοι, δέν άρνούμαι νά ομολογήσω ότι διασκέ­ δασα σήμερα τό πρωί στό γραΦείο του. Μά τώρα ό άνθρωπος είναι νε­ κρός, επομένως τί μπορείς νά κάνης ; —Τίποτα... καί τό ξέρεις καλά I,

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


γρύλλισε ό Ούΐλλιαμς. Πάντως, εί­ μαι ευχαριστημένος, νεαρέ μου, πού δεν έχεις άναμιχθή στόν θάνανο του Άϊλς. Ό θάνατός του άπεδόθη σε «θάνατον εξ άτυχήματος» καί θά τό άφήσουμε έκεϊ. 5'Ακούσε όμως : άν συμβη τίποτα άστεϊο σε κάποιον Άμπερσον, θά βρής του διαβόλου τους μπελάδες I Ό Νόρμαν Κόνκουεστ γέλασε. —θά σου πω κάτι, Γλυκέ Ούΐλλιαμ, μουρμούρισε. Κάτι θά συμβη σε κάποιον Άμπερσον, μά δεν θά είναι καθόλου άστεϊο. Καί τί θά μπορέσης να κάνης, φτωχέ μου ντέτεκτιβ ; Γέλασε πάλι καί πρόσθεσε : —'Η άπάντησις είναι... τίποτα ! Ό Ούΐλλιαμς γρύλλισε μέσα του, μά έμεινε σιωπηλός, γιατί καταλά­ βαινε πώς δεν μπορούσε πραγματικά να κάνη τίποτα. Δεν μπορούσε νά κάνη τίποτα, πριν συνέβαινε κάτι στόν Άμπερσον.

Καί καταλάβαινε ότι, άν ήθελε νά άναλάβη τό έργο τής παρακολουθήσεως του Νόρμαν Κόνκουεστ, θά χρειαζόταν έναν ολόκληρο λόχο βοη­ θών καί άναρίθμητα κουτιά ασπιρί­ νης. Ό Νόρμαν, εντελώς άτάραχος, συνέχισε την προκαταρκτική του* ερ­ γασία. Έμαθε μέ Ικανοποίησι ότι ό Σερ Τζών Γκάλλορυ είχε άκολουθήσει τη συμβουλή του. Ένα τηλεγρά­ φημα άπό την Ελβετία τόν πληροφό­ ρησε ότι ό Σέρ Τζών Γκάλλορυ είχε φτάσει έκει, συνοδευόμενος άπό τόν Ούΐκες. Ό Τάφος του Γκάλλορυ ήταν ά­ δειος. Ό ’Άμπερσον μπορούσε τώρα νά πάη έκει. ...Καί τότε, ένα σκυθρωπό καί ά­ γριο πρωινό, κάτι τρομερό συνέβη... Τή νύχτα είχε μανιάσει μιά δυνατή μπόρα. Μιά άπό τις χειρότερες μπόρες πού είχε γνωρίσει τό Λονδίνο τά τελευταία χρόνια. Ό Ούΐλλιαμς ήταν τής ύπηρεσίας νωρίς καί είχε φάει στήν πλάτη του

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

ένα μεγάλο μέρος τής μπάρας. Δεν εΐχε κοιμηθή καί ήταν γκρινιάρης καί ευερέθιστος καί βαριεστημένος άπό τή ζωή του γενικά. Ήταν περασμένες οί έξη καί διά­ βαζε μερικές αναφορές ύφισταμένων του, όταν τό τηλέφωνο κουδούνισε. — Μιά κυρία θέλει νά σάς μιλήση στό ^τηλέφωνο, σέρ, είπε ό τηλεφω­ νητής. Δέν δίνει τό όνομά της, μά λέει πώς πρόκειται γιά κάτι σοβαρό* Νά τήν συνδέσω μέ τό γραφείο σας ; —Ζήτησε εμένα προσωπικώς ; —Μάλιστα, σέρ. —Πολύ καλά, είπε ό Ούΐλλιαμς κουρασμένα. Γυναίκες! Τηλεφωνουν πριν ξημερώση κάν... Μάλιστα, Μάνταμ ! Είμαι ό Ούΐλλιαμς. Ναι. Τί είπατε.; Κάποιος σκοτώθηκε; —Παρακαλώ, ακούστε με προσε­ κτικά, Έπίθεωρητά Ούΐλλιαμς, είπε μιά γυναικεία φωνή μέ ελαφρώς χω­ ριάτικη προφορά. Ένας άντρας σκοτώθηκε άπό κευραυνό στό Πούτνεϋ Χήθ. — Πολύ άσχημο αυτό, Μάνταμ, μά γιατί τηλεφωνήσατε σέ μένα; ρώτησε ό Ούΐλλιας άνυπόμονα. Υ­ πάρχει ένας άστυνομικός σταθμός στό Πούτνεϋ... — Τηλεφώνησα σέ σάς, κ. Ούΐλλιαμς, γιατί νομίζω ότι θά ένδιαφερθήτε γιά τήν ταυτότητα του νεκρού. Σάς συμβουλεύω νά πάτε άμέσως στό' Πούτνεϋ Χήθ. —Σταθήτε μιά στιγμή, τήν διέκο­ ψε ό Ούΐλλιαμς. Νομίζω ότι πρέπει νά μου δώσετε τό όνομά σας καί τή

διεύθυνσί σας. Ποιος είναι ό νεκρός, πάντως, καί γιατί πρέπει νά μέ ένδιαφέρη ή ταυτότης του;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


— Λυπούμαι, μά δεν μπορώ νά σάς δώσω τ’ όνομά μου, εΐπε ή φω­ νή. Τό πτώμα δεν έχει άνευρεθή α­ κόμα από τό κοινό ή την αστυνομία. "Επειτα από μένα, εΐστε ό πρώτος πού τό μαθαίνετε. —Μά ακουστέ... αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο, τραύλισε ό επιθεωρητής μέ απορία πού γινόταν όλο καί πιό μεγάλη. Γιατί νά καλέσετε έμενα γιά έναν κεραυνόπληκτο στο Πούτνεϋ Χήθ ; — θά βρήτε τό πτώμα εκατό πε­ ρίπου όργυιές έξω τον κεντρικό δρό­ μο. ’Άν έχετε ένα μολύβι πρόχειρο, σημειώστε τις ακόλουθες λεπτομέ­ ρειες. Καί ή φωνή έδωσε οδηγίες σχε­ τικά μέ την ακριβή θέσι του πτώμα­ τος. —’Έχει μεγάλη σημασία, κ. Ούΐλλιαμς, νά δήτε πρώτος εσείς τό πτώ­ μα, πριν από κάθε άλλον, συνέχισε ή φωνή. Παρακαλώ, μην αγνοήσετε αυτό πού είπα καί άφήσετε την ύπόθεσι σέ κανέναν ύφιστάμενό σας. Καί, πριν ό Ούΐλλιαμς προλάβη νά διατυπώση μιάν από τις δέκα ε­ ρωτήσεις πού βρίσκονταν στήν άκρη τής γλώσσας του, ή γραμμή διεκόπη. —Σταθήτε... Μιά στιγμή, κυρία... Διάβολε I Δι.έκοψε 1 —Συμβαίνει τίποτα, Μπίλ ; ν

Ό Επιθεωρητής σήκωσε τό κεφά­ λι του καί εΐδε τον Λοχία Ντέτεκτιβ Ντάβιντσον, πού εΐχε μπή μέ μερικές αναφορές. Ό Ντάβιντσον ήταν ένας νεαρός αστυνομικός τής νέας σχολής καί έπαιζε συχνά ρόλο βοηθού του Ούΐλλιαμς. —Νά λείπουν τά «Μπίλ», νεαρέ μου, γρύλλισε ό Ούΐλλιαμς. Σου τό είπα κΓ άλλοτε αυτό ! — Ναι, μά μόνο όταν είστε στις κακές σας, σέρ, είπε ό Ντάβιντσον εύθυμα. Τί σάς έχει αναστατώσει; Ή μπόρα ; Προσωπικώς, μοϋ άρεσε. "Επεσε ένας κεραυνός... —"Ασε τήν μπόρα νά πάη στο διάβολο 1, εΐπε απότομα ό Ούΐλλιαμς.

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μιά παλαβή μέ πήρε στο τηλέφωνο» άρνήθηκε νά μοϋ πή τό όνομά της καί μοϋεΐπεότι στό Πούτνεϋ Χήθ σκο­ τώθηκε ένας άπό κεραυνό καί ότι πρέ­ πει νά πάω εκεί πριν άπό κάθε άλλο. —Γιατί νά μήν πάτε; Δέν είναι μακρυά καί μπορείτε νά τηλεφωνή­ σετε νά ετοιμάσουν ένα περιπολικό αύτοκίνητο. Ό Ούΐλλιαμς δίστασε γιά λίγη ώρα, μά στό τέλος αποφάσισε νά πάη. Υπήρχε κάτι αλλόκοτα μυστη­ ριώδες στό τηλεφώνημα εκείνο. "Οταν έφτασαν στό μέρος, πού είχε υποδείξει ή άγνωστη γυναίκα, ό ήλιος είχε αρχίσει νά . προβάλλη ε­ πάνω άπό μαύρα σύννεφα. Μιά βαθειά γαλήνη είχε ακολουθήσει τη βιαιότητα τής μπόρας καί στον αέρα υπήρχε μιά ύπέροχη μυρουδιά χόρ­ των καί βρεγμένου χώματος, καθώς ό Ούΐλλιαμς κΡ ό Ντάβιντσον άφη­ ναν τό αύτοκίνητο στό· δρόμο καί χώνονταν ανάμεσα στούς θάμνους. —Λίγο πρός τά δεξιά, εΐπε ό Ούΐλλιαμς ακολουθώντας τις οδηγίες τής γυναίκας. Ό λοχίας δέν δοκίμασε κάν νά κρύψη τήν εύθυμία του. ν

—"Αν μέ ρωτήσετε, σέρ, πρόκει­ ται γιά μιά φάρσα. Νομίζω... —Νομίζεις, έ ; εΐπε ό Ούΐλλιαμς μέ φωνή πού εΐχε γίνε' ξαφνικά σκλη­ ρή. Έ, λοιπόν, πάψε νά νομίζης 1 Κι5 έδειξε. Ό λοχίας Ντάβιντσον αναπήδησε. Μέσα άπό τά χόρτα, πρός τά αριστε­ ρά, προεξείχαν δυο άνθρώπινα πόδια, τό ένα μέ παπούτσι, τό άλλο χωρίς παπούτσι. Οί δυο άντρες πλησίασαν. Ό Ούΐλλιαμς παραμέρισε τά χόρ­ τα, άνωρθώθηκε άπότομα κΓ έμεινε εντελώς ακίνητος. —Αγαθέ θεέ!, μουρμούρισε βρα­ χνά. Εΐχε δή πολλά πτώματα στό διά­ στημα τής υπηρεσίας του καί κανένα δέν τόν εΐχε καταπλήξει καί κλονίσει όσο αύτό. Δέν εΐχε δή ποτέ του κάτι τέτοιο. Τό πτώμα άνήκε σέ άντρα και ή-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ταν άδυνατον νά πή κανείς τί ροϋχα φορούσε, γιατί ήσαν εντελώς χαμμέ­ να. ΤΗσαν ακόμα επάνω στό κορμί του, μά ήσαν καρβουνιασμένα σάμπως τό κάψιμο νά ήταν στιγμιαίο καί γε­ νικό. Τό θύμα ήταν ένας άντρας πολύ ψηλός καί μέ πλατείς ώμους. Αυτό ήταν τό μόνο πού μπορούσε νά πή ό Ούΐλλιαμς. Γιατί δύσκολα μπορούσε νά τόν αναγνώριση κανείς ως ανθρώ­ πινο πλάσμα. Κάθε τρίχα είχε καή καί είχε χαθή άπό τό κεφάλι του, άφήνοντας μιά μαυρισμένη καρικατούρα κρανίου. Τό πρόσωπο δέν ήταν κάν πρόσω­ πο, γιατί ό κεραυνός τό είχε μεταβάλει σέ καρβουνοποιημένο πρόσωπο μούμιας. —Φριχτό, σέρ, ψιθύρισε ό Ντάβιντσον. —"Έχω δη άνθρώπους σκοτωμέ­ νους άπό κεραυνό, είπε σπασμωδικά ό Ούΐλλιαμς, μά ποτέ μου δέν, είδα κάτι τέτοιο. Διάβολε 1 Κύτταξε τό χορτάρι γύρω... τσουρουφλισμένο καί κονιορτοποιημένο. Ό κεραυνός χτύ­ πησε τόν δυστυχισμένο άνθρωπο καί τόν σκότωσε αμέσως. Καί τί κεραυ­ νός ! Ηλεκτρική έκκένωσις κολοσσι­ αίας δυνάμεως. — Παράξενο πράγμα ό κεραυνός!, μουρμούρισε ό Ντάβιντσον. "Εχω α­ κούσει πώς ό κεραυνός έχει γδύσει εντελώς άνθρώπους, χωρίς αύτοί νά πάθουν εντελώς τίποτα. "Αλλοι κάη­ καν άπό τη μιά μόνο μεριά...

— Κάνε κράτει!, φώναξε ό Ούΐλλιαμς γονατίζοντας δίπλα στό πτώμα. Διά­ βολε ! Σχεδόν δέν μπορεί να πή κα­ νείς άν ό άνθρωπος αυτός ήταν πα­ χύς ή λεπτός. "Εχει άπανθρακωθή εν­ τελώς. ΚΓ ή σάρκα του δέν είναι κάν σάρκα... είναι κάρβουνο. "Αγγιξε τις στάχτες, πού διατη­ ρούσαν άκόμα τό σχήμα τών ρούχων. "Επεσαν κΓ ένα μαυρισμένο πορτο­ φόλι φάνηκε, μαζί μέ μερικές μισοκαμένες επιστολές. "Ενα στυλό κΓ ένα χρυσό ρολόϊ μέ άλυσίδα. Τό τε­

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

ΣΤΟ 9°" ΤΕΥΧΟΣ τής «Νυχτερίδας»

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΠ ΛΗΞΙΣ ©

©

9

9

λευταίο ,εΐχε λυώσει σέ μιά συμπα­ γή μάζα. —Παράξενο !, μουρμούρισε ό Ούΐλλιαμς ζαρώνοντας τά φρύδια του. Βλέπεις τί παράξενα κόλπα παίζει ό κεραυνός; Τό ρολόϊ έλυωσε, μά τό στυλό μαύρισε μόνο... Καί πρόσθεσε άπότομα : —Μου φαίνεται πώς κάπου έχω δή αυτό τό στυλό... Μοϋ φαίνεται γνώριμο... Σώπασε ξαφνικά. Είχε δή τά αρχικά επάνω στό πορτοφόλι: «Ν.Κ.» Σκούπισε μέ τό χέρι του μιάν άπό τις μαυρισμένες επιστολές καί διά­ βασε : «Νόρμαν Κόνκουεστ, Πάρκ Λέϊν». — Νά μέ πάρη ό διάβολος !, ψιθύρισε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ. Ή έκπληξις κι’ ό κλονισμός του ήσαν άπερίγραπτα. Πολλές φορές εί­ χε προφητεύσει πώς ό ριψοκίνδυνος Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ θά έβρισκε άσχημο τέλος, μά ποτέ δέν είχε φανταστή ένα τέλος σάν αυτό. Μιά σφαίρα στό μυαλό, ναι. "Ενα χτύπημα στό κεφάλι ή ένα πνίξιμο σέ ποταμό, ναι. Μά νά πεθάνη ό Νόρμαν Κόνκουεστ χτυπημένος άπό κεραυνό, ήταν άπίστευτο. Δέν ήταν ταιριαστός θάνατος γιά μιά τόσο άνδρεία ψυχή.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ* 31


Μια προσεκτική έξέτασις του πε­ ριεχομένου τοϋ πορτοφολιού απέδειξε δτι ό νεκρός ήταν πραγματικά ό Νόρμαν Κόνκουεστ. —Παράξενο, σερ, έ ; μουρμούρισε ό λοχίας. —Παράξενο ; — Ένας άνθρωπος σάν τόν Κόν­ κουεστ, πού ήταν σωστός κεραυνός... —Ό φτωχός διάβολος 1, είπε ό Ούΐλλιαμς γεμάτος λύπη γιατί στήν πραγματικότητα άγαπουσε τόν άκα­ τανίκητο Νόρμαν. Άνωρθώθηκε καί κύτταξε ζαλι­ σμένα γύρω του.

— Έτσι εΐναι ή ζωή, πρόσθεσε σκεπτικά. Έχω άκούσει γιά άνθρώπους πού πέρασαν πέντε χρόνια στό μέτωπο καί πήραν μέρος σέ δεκάδες μάχες, χωρίς νά γρατζουνιστούν κάν... καί, τήν πρώτη μέρα πού άπολύθηκαν άπό τό στρατό, τούς έκοψε ένα λεωφορείο 1 Ή ζωή είναι γεμάτη ά­ πό παράξενες τέτοιες φάρσες... Μά δέν καταλαβαίνω. Τί διάβολο γύ­ ρευε ό Κόνκουεστ στό Πούτνεϋ Χήθ μιά τέτοιαν ώρα τής νύχτας; Καί πώς αύτή ή γυναίκα... ’Ά I Στάσου μιά στιγμή. “Αναπήδησε βίαια, καθώς κάτι σάλεψε στή μνήμη του. Κύτταξε γύρω τις μεγάλες έπαύλεις με τούς κήπους. —“Εκείνος ό καταραμένος, ό “Άμπερσον. —Έ ; έκανε ό λοχίας. — Ό Άμπερσον... ό Κλώντ Άμπερσον, ό μεσίτης, είπε ό επιθεωρη­ τής γοργά. Ό “Άμπερσον μένει στό Πούτνεϋ Χήθ καί στοιχηματίζω πώς μένει σ’ ένα άπό τά μεγάλα αύτά σπίτια γύρω μας. Ό Ντάβιντσον έξησε τό κεφάλι του. — Δηλαδή ; — Δέν ξέρεις εσύ, μουρμούρισε ό Ούΐλλιαμς ξήνοντας τό σαγόνι του. Μάρτιμορ, “'Αϊλς καί “Άμπερσον—οί τρεις ποντικοί πού έξεβίασαν τόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ καί τόν άνάγκασαν νά κλειστή α'. έναν τάφο ε­

32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πειδή φοβόταν τις άπειλές τους... Ό Μάρτιμορ πέθανε, ό “'Αϊλς πέθανε... Κι* ό Κόνκουεστ μου είπε δτι κάτι έπρόκειτο νά συμβή στον “Άμπερσον. —Φαίνεται δμως δτι κάτι συνέβη στόν Κόνκουεστ. . —Ναι, κι“ αύτό είναι ή μεγάλη είρωνία τής μοίρας. Ό Κόνκουεστ είχε βγή κυνήγι χτές τή νύχτα και πήγαι­ νε πρός τό σπίτι τοϋ “Άμπερσον, ό­ ταν τόν χτύπησε ό κεραυνός. Δέν μπορώ νά καταλάβω δμως εκείνη τή γυναίκα. Φαίνεται πώς αύτή πρώτη βρήκε τό πτώμα. “Ίσως είδε τόν Κόν­ κουεστ νά τόν , χτυπά ό κεραυνός... Μά αύτό δέν λύνει τό αίνιγμα. Γιατί δέν ειδοποίησε τόν πιο κοντινό άστυφύλακα ; Γιατί νά περιμένη ώρες ολό­ κληρες—ό Κόνκουεστ . εΐναι νεκρός άπό ώρες—κΓ έπειτα νά τηλεφωνήση στή Σκότλαντ Γυάρντ καί νά ζητήση εμένα; Καί... πώς διάβολο μπορού­ σε νά ξέρη πώς ήμουν τής υπηρεσίας στις έξη τό πρωϊ ; Μιά σκληρή, καχύποπτη έκφρασις άρχισε νά διαγράφεται στό ροδαλό πρόσωπο τοϋ Γλυκοΰ Ούΐλλιαμς. “Έ­ μεινε γιά μερικές στιγμές σιωπηλός. “Έπειτα, κατέπνιξε τήν άποστροφή πού έννοιωθε καί έξήτασε πάλι τό πτώμα. Όταν σηκώθηκε, τά μάτια του άστραφταν. — Διάβολε I, φώναξε. Κάτι συμβαί­ νει ! Καί θέλεις νά σοϋ πώ τί συμ­ βαίνει ;

— Ναι !, είπε ό λοχίας γεμάτος πε­ ριέργεια. —Τό πίσω μέρος τοϋ κρανίου τοϋ Νόρμαν Κόνκουεστ εΐναι βαθουλωμένο !, βρυχήθηκε ό Ούΐλλιαμς. Παρα­ δέχομαι δτι μπορεί νά τό έκανε ό κε­ ραυνός αύτό—γιατί ό κεραυνός κά­ νει πράγματα πιό περίεργα άπό αύ­ τό. “Άν δμως ό Κόνκουεστ χτυπήθη­ κε στό κεφάλι πριν άπό τήν μπόρα ; —Θέλετε νά πήτε δτι δολοφο­ νήθηκε; —Μή σέ εκπλήττει αύτό, γρύλλισε ό επιθεωρητής. Ό Κόνκουεστ ζητού­ σε νά δολοφονηθή, χρόνια τώρα

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


Αργά ή γρήγορα θά συνέβαινε αυ­ τό. Άν τόν χτύπησαν στό κεφάλι, τόν τράβηξαν έξω εδώ στά χόρτα καί τόν άφησαν ; Κι* αν ό κεραυνός χτύπησε κατά τύχην τό νεκρό σώμα του ; Στη σκέψι μου Ερχεται καί ξα­ νάρχεται εκείνη ή γυναίκα. Αυτή εί­ ναι τό κλειδί του αινίγματος» "Ήξερε καί ήταν τρομαγμένη καί μοϋ τηλε­ φώνησε. Μιά κι" είσαι ένας έξυπνος νεαρός ντέτεκτιβ, Ντάβιντσον, θά πρόσεξες ίσως δτι τά χόρτα είναι τσαλαπατηαένα πρός τήν κατεύθυνσι αύτή... Σάν νά έσυραν κάτι βαρύ. — θέλετε νά πήτε πώς ό Άμπερ•σον μπορεί νά έχη σχέσι μέ τήν ύπόθεσι αύτή ; — Ένδιαφέρομαι πολύ γιά τόν κ. Άμπερσον, είπε ό Ούίλλιαμς σκυ­ θρωπά. Θά' μάθω σε ποιό από τά σπίτια αυτά μένει κι" έπειτα θά πάω νά κουβεντιάσω λιγάκι μαζί του. Καί πρόσθεσε σάν, νά μιλούσε στόν εαυτό του : —Τόν τελευταίο καιρό ό ’Άμπερ­ σον πρέπει νά βρίσκεται σέ μεγάλη ανησυχία. "Ήξερε πώς ό Μάρτιμορ κι* ό Άϊλς δεν είχαν πεθάνει τυ­ χαία. Δεν είναι βλάκας. Κι* όταν ήρθε ό Κόνκουεστ, ό ’Άμπερσον ή­ ταν έτοιμος... ’Ή ονειρεύομαι παρα­ μύθια ; Ανέκτησε τήν ψυχραιμία του μέ μεγάλη προσπάθεια καί διέτα­ ξε τό λοχία γκρινιάρικα νά πάη νά βρή εναν αστυφύλακα κι* έπειτα νά τηλεφωνήση στόν τοπικό σταθμό γιά νά στέίλουν ένα φορείο. Ό Ντάβιντσον απομακρύνθηκε κι" ό Ούίλλιαμς άρχισε νά περιφέρεται πάλι στόν τόπο τής τραγωδίας. Δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος άπό τά πράγματα.

Επιφανειακά, ένας άνθρωπος, πού ή ταυτότης του ήταν άγνωστη, είχε χτυπηθή άπό κεραυνό καθώς περπα­ τούσε μέσα στήν μπόρα. Καί ήταν αδύνατον νά έξακριβώση κανείς μέ βεβαιότητα τήν ταυτότητά του, γιατί ακόμα καί τά δάχτυλά του είχαν

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

καή τόσο πολύ, ώστε δεν υπήρχαν πιά δακτυλικά άποτυπώματα. Ήταν μιά άπό τις περιπτώσεις ε­ κείνες, γιά τήν οποία οί τοπικοί α­ στυνομικοί θά άνασήκωναν τούς ώ­ μους τους, θά έκαναν μερικές τυπικές έρευνες καί θά έθαβαν στό τέλος τό πτώμα χωρίς πολύ θόρυβο. Καί αύτό ακριβώς θά ήθελε ένας δολοφόνος. Πόσο εύκολο νά άπαλλαγή κανείς άπό ένα άνεπιθύμητο πτώμα μέ τόν τρόπο αύτό I Μά υπήρχε ένα κενό, ένα πολύ μεγάλο κενό σ’ αύτή τή θεωρία. "Ό­ σο έξυπνος κι* άν ήταν ό δολοφόνος, δέν μπορούσε νά χαλιναγωγήση, τόν κεραυνό καί νά τόν κάνη νά πέση α­ κριβώς εκεί όπου ήθελε. Εκτός... Ό Ούίλλιαμς άνασκίρτησε. Έκτος άν ό κεραυνός ήταν πλαστός I Άν ό Κόνκουεστ δέν είχε κάν χτυπηθή άπό κεραυνό ; Ήταν δυνα­ τόν, σκέφτηκε ό Ούίλλιαμς, νά καή ένα πτώμα έτσι, ώστε νά φαίνεται σάν νά χτυπήθηκε άπό κευραυνό, καί νά τό παρατήση κανείς στό ύπαιθρο ώστε νά ξεγελάση τήν αστυνομία. ν

Ακολουθώντας αύτή τή γραμμή, ό Ούίλλιαμς άναρωτήθηκε ποιά σχέ­ σι μπορούσε νά έχη μέ όλα αύτά ή μυστηριώδης γυναίκα, πού τού είχε τηλεφωνήσει. Ήταν ίσως υπηρέτρια στό σπίτι τού ’Άμπερσον. Είχε δή-τό έγκλημα νά γίνεται, χωρίς ό Άμπερσον νά ξέρη τίποτα καί φοβόταν τόσο τόν ’Άμπερσον όσο καί τήν αστυνο­ μία. Φοβόταν μήπως μπλέξη, όπως συνήθως συμβαίνει μέ τούς περισσό­ τερους ανθρώπους. Έτσι ή γυναίκα προτίμησε νά τηλεφωνήση στή Σκότλαντ Γυάρντ. —Κουραφέξαλα I, γκρίνιασε ό Ού'ίλλιαμς. "Όλα αύτά είναι λογικά καί συγχρόνως παράλογα. Μπορώ νά κα­ ταλάβω ότι τηλεφώνησε στή Σκότλαντ Γυάρντ στις έξη τό πρωί, μά γιατί ζήτησε εμένα; Έξήτασε πάλι τό πτώμα καί αύτή τή φορά τόλμησε νά τό γυρίση. Τού έκανε έντύπωσι τό γεγονός ότι τά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33


χόρτα κάτω άπό τό πτώμα δεν ήσαν καθόλου τσουρουφλισμένα. Τότε τό μάτι του Ούΐλλιαμς συν­ έλαβε κάτι γυαλιστερό επάνω στό γρασίδι. ’Έσκυψε καί τό σήκωσε. ^Ηταν μιά άδαμαντοκόλλητη καρφί­ τσα γραβάτας σημαντικής άξίας. Καί οί καρφίτσες γραβάτας δέν συνηθί­ ζονταν την εποχή εκείνη. Μά... ό Κλώντ Άμπερσον φορού­ σε συνήθως καρφίτσα γραβάτας. ΚΤ ό Ούΐλλιαμς αναγνώρισε τήν καρφί­ τσα εκείνη, καθώς τήν στριφογύριζε άνάμεσα στά δάχτυλά του.. Τήν είχε δη νά λάμπη επάνω στή γραβάτα του ’Άμπερσον, στό δωμάτιο του Μάρτιμορ, τή νύχτα εκείνη... Ό Ούΐλλιαμς ήταν διαπεραστικός παρατη­ ρητής καί λίγα πράγματα του ξέφευγαν. Ναι, αυτή ήταν ή καρφίτσα του ’Άμπερσον... ένα όμορφα φτιαγμένο πραγματάκι άπό πλατίνα, μέ ένα με­ γάλο διαμάντι. Καί ό Ούΐλλιαμς τό είχε βρή κάτω άπό τό πτώμα. Αυ­ τό ήταν χαρακτηριστικό. "Ενας άνθρωπος, άκουμπώντας ένα σώμα εκεί, μέσα στό σκοτάδι, θά μπορούσε εύκολα νά χάση τήν καρ­ φίτσα τής γραβάτας του, σκύβοντας χάμω. Δέν θά τό πρόσεχε αυτό καί, όταν θά άνακάλυπτε τήν άπώλεια, θά ήταν πολύ αργά. Δέν θά ήξερε που νά ψάξη.

—Πάντως προχωρούμε, μουρμού­ ρισε ό Ούΐλλιαμς μέ ίκανοποίησι. Τό εύρημα αύτό μεταβάλλει τή θεωρία

34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μου σέ πραγματικό γεγονός. Ό ’Άμ­ περσον είναι άνακατεμένος στήν ύπόθεσι αύτή. Δέν είναι δυνατόν νά άγνοήση κανείς αύτή τήν καρφίτσα. Ό Ούΐλλιαμς εΐχε κάθε δικαίωμα τώρα νά μπή στό σπίτι του ’Άμπερ­ σον καί νά κάνη έρευνες. Είδε μορφές νά πλησιάζουν καί έκανε ένα μεγάλο κύκλο γύρω άπό τό τσουρουφλισμένο γρασίδι. Σταμά­ τησε ξαφνικά. Είδε επάνω στό έδαφος τσαλαπατημένα χόρτα, ίχνη ποδιών πού προ­ χωρούσαν ολόισια άνάμεσα στούς θάμνους. Δέν ήσαν καθαρά ϊχνη, πού θά μπορούσε νά άναγνωρίση κανείς, μά άκόμα κι’ ένας ήλίθιος θά μπο­ ρούσε νά καταλάβη ότι κάποιος είχε τραβήξει έκεΐ κάτι βαρύ. Ό Ντάβιντσον έπέστρεψε μαζί μ’ έναν μεγαλόσωμο άστυφύλακα, πού γούρλωσε τά μάτια του μέ φρίκη όταν άντίκρυσε τό πτώμα. "Ενα λεπτό άργότερα, ένα αύτοκίνητο σταμάτησε στό δρόμο κι’ ένας επιθεωρητής άστυνομίας μέ στολή πλησίασε βιαστικά. — Ό Επιθεωρητής Ούςλλιαμς ; ρώ­ τησε λαχανιαστά. Πήρα τό τηλεφωνι­ κό μήνυμα τού λοχία σας, σέρ. Είμαι ό επιθεωρητής Φίλιπς. Παράξενη ύπόθεσις έ ; — Είναι ΐσως πιό παράξενη άπ’ όσο νομίζετε, άπάντησε ό Ούΐλλιαμς. Μπορείτε νά άναλάβετε, κ. Φίλιπς. Είναι δική σας περιφέρεια αύτή καί δέν θέλω νά έπεμβώ. —Παρακαλώ, σέρ... — Μά σάς προειδοποιώ..., συνέχισε ό Ούΐλλιαμς, μήν πιστεύετε σέ όλα όσα βλέπετε, θά σάς δώσω τά γεγο­ νότα, όπως τά’ ξέρω, καί έπειτα κά­ νετε ό,τι νομίζετε εσείς.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ΟΠΟΥ Ο ΚΛΩΝΤ ΑΜΠΕΡΣΟΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΑΑΛΟΚΟΤΑ ΚΓ Ο

Ό Επιθεωρητής Φίλιπς α®| ήταν ένας μεσόκοπος αν/Μ& τρας, με έξυπνη έκφρασι, , /Μ | και παρακολούθησε εύκολατήν άφήγησι. Όταν ό­ μως ακούσε ότι ό Ούΐλλιαμς θεωρούσε ύποπτο τόν πλούσιο κ. Κλώντ Άμπερσον, έδειξε έκπληξι. —Εΐναι δύσκολο νά τό πιστέψη κανείς αύτό, σερ, είπε ό Φίλιπς αμ­ φίβολα. — Δύσκολο νά πιστέψη κανείς πώς ό Κόνκουεστ είναι νεκρός ; Συμφωνώ μαζί σας. Πολύ δύσκολο. Δεν είμαι καί σίγουρος άν τό πιστεύω κι* εγώ. Δεν μπορώ νά φανταστώ τόν Κόνκου­ εστ νά πεθαίνη με τόσο άθλιο τρόπο... —"Όχι, δεν εννοώ αύτό, σερ... εν­ νοώ ότι είναι δύσκολο νά πιστέψη κανείς πώς ό κ. ’Άμπερσον μπορεί νά είναι άνακατεμένος σε κάτι τόσο δυσάρεστο. Τό σπίτι του εΐναι εκείνο εκεί... Εκείνο τό μεγάλο μέ τά άσ­ πρα παραθυρόφυλλα, πού εΐναι μισοκρυμμένο άπό τά δέντρα. —Δεν τό ήξερα,μά τό εΐχα κιόλας μαντέψει,είπε ό Ούΐλλιαμς μέ τό βλέμ­ μα στά τσαλαπατημένα χόρτα. —Ό κ. ’Άμπερσον εΐναι πολύ σημαντικό πρόσωπο στην περιφέρεια μας, σέρ, συνέχισε ό Φίλιπς. "Εχει πολλά χρήματα, ξέρετε... "Εχω ακού­ σει νά λένε πώς εΐναι εκατομμυριού­ χος·.· Ό Ούΐλλιαμς έκάγχασε. —Μήν κάνετε ένα τόσο σοβαρό σφάλμα, φίλε μου, εΐπε. Ό ’Άμπερ­ σον εΐναι καλό κουμάσι. ’Άν εΐναι Ικανός γιά φόνο...; Χμ 1 "Εχω τήν έντύπωσι πώς έχει κιόλας μιά δολο­ φονία στή συνείδησί του... Μά δεν χρειάζονται τά πολλά λόγια. ’Άς πά­ με νά τόν δούμε Τό σπίτι τού ’Άμπερσον ήταν εν­ τελώς μοντέρνο. Ό κήπος ήταν έξαίρετος καί τέλεια καλλιεργημένος καί

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

/» * Μ #\ Κ. 1

ΓΛΥΚΟΣ ΟΥΈΑΑΙΑ Μ Σ ΚΑΝΕΙ

ΤΗΝ ΑΘΡΟΙΣΙ: 2+2=4 I

ΗΓ| 5;

*

περιποιημένος. Καί όλα εκεί φανέρωναν πλούτο καί καλή κοινωνική τάξι. —Τά ίχνη αυτά πού δείχνουν ότι κάποιος έ­ συρε κάτι βαρύ, σβήνουν κοντά στόν δρόμο, εΐπε ό Επιθεω­ ρητής Φίλιπς. Δεν υπάρχει λόγος νά χάσωμε καιρό ψάχνοντας νά βρούμε κύ άλλα ίχνη στόν κήπο. Νομίζω πώς εΐναι προτιμώτερο νά μπούμε γραμμή στό σπίτι. Μιά μεσόκοπη γυναίκα άνοιξε τήν πόρτα. ?Ηταν χλωμή καί φαινό­ ταν γεμάτη άνησυχία. 'Όταν είδε τή στολή τού Φίλιπς άνασκίρτησε βίαια. —θά ήθελα να μιλήσω μέ τόν κ. ’Άμπερσον, εΐπε ό Φίλιπς. —Ό κ. ’Άμπερσον δεν σηκώθηκε άκόμα. Τί θέλετε νά τού πήτε; Εί­ μαι ή οίκονόμος του. Άν θέλετε νά μού... —Δεν υπάρχει λόγος νά τρομά­ ζετε ^ κυρία, τήν διέκοψε ό Φίλιπς. ’Άν ό κ. ’Άμπερσον εΐναι άκόμα στό κρεββάτι δε θά τόν ενοχλήσουμε μπο­ ρείτε νά μού πήτε άν συνέβη τίποτα ασυνήθιστο στό διάστημα τής νύχτας ; Ή γυναίκα στραβοκατάπιε σπα­ σμωδικά. — Όχι, τίποτα...ό κ. ’Άμπερσον θά σάς πή, εΐπε τρεμουλιάρικα. Έγώ δέν ξέρω τίποτα. —Μέ συγχωρείτε, κυρία, μά νο­ μίζω ότι ξέρετε κάτι, εΐπε ό Φίλιπς σκυθρωπά. —Μά... δεν μπορείτε νά μπήτε διά τής βίας ί —Δέν μπαίνομε διά τής βίας, εΐ­ πε ό Φίλιπς σπρώχνοντάς την καί μπαίνοντας μέσα. Απλώς, θέλομε νά μάθουμε ένα —δυό πράγματα. Μήν ε­ νοχλήσετε τόν κ. Άμπερσον. Θά συ­ ζητήσουμε μέ σάς λιγάκι. Ό Ούΐλλιαμς έκύτταζε στό μετα­ ξύ διαπεραστικά τήν οικονόμο. Στή

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 35


φωνή της άναγνώριζε — ή νόμιζε πώς αναγνώριζε — τή φωνή τής γυ­ ναίκας πού τοϋ είχε τηλεφωνήσει 1 Βρίσκονταν τώρα όλοι μέσα σ’ έ•να μεγάλο χώλ καί μια ανοιχτή πόρ­ τα πρός τά δεξιά έδειχνε ένα μεγά­ λο σαλόνι μέ τά έπιπλα σκεπασμένα μέ πάνινες θήκες. —Οί περισσότεροι υπηρέτες λεί­ πουν, είπε ή οικονόμος άκολουθώντας τό βλέμμα του Φίλιπς. Ό κύριος τούς έστειλε σ’ ένα άλλο σπίτι του στό Ντεβονσάϊρ, στήν παραλία. Δεν μένει κανένας άλλος εδώ καί ό κ. ’Άμπερσον έσκόπευε νά πάη στό Ντεβονσάϊρ κι* αυτός, μά τον κράτησαν στό Λονδίνο κάτι υποθέσεις...

—Δεν έχουν σημασία αυτά, κυρία... —Τό όνομά μου είναι Μπίντερλέϋ, σέρ, —Καί τί συνέβη στό σπίτι στό δι­ άστημα τής νύχτας, κυρία Μπιντερλέϋ ; — Δεν ξέρω, σέρ! Δεν ξέρω! Προ­ σπάθησα νά τό πω στον κ. ’Άμπερ­ σον, μά θυμώνει πάντα τόσο πολύ ό­ ταν τον ένοχλουν πρωΐ-πρωΐ. Πή.,.γα στη βιβλιοθήκη όπως κάθε μέρα... Κι’ έρριξε μιά ματιά πρός μιά πόρτα στό βάθος τοϋ χώλ. — Πήγα εκεί... καί... όχι ! Δεν πρέ­ πει νά μπήτε σ’ αυτό τό δωμάτιο ! Οί τρεις αστυνομικοί κινήθηκαν ένστικτωδώς πρός τήν κλειστή πόρτα. —Περιμένετε νά κατεβή ό κ. ’Άμ­ περσον 1, φώναξε ή κ. Μπιντερλέϋ. Αυτός θά μπορέση νά έξηγήση... Ό Επιθεωρητής Φίλιπς ήταν γε­ μάτος υποψίες. Ή γυναίκα εκείνη ή­ ταν τρομοκρατημένη καί δέ θά συνέβαινε αυτό άν μέσα στη βιβλιοθήκη δέν υπήρχε κάτι τρομερό. — Πρόσεχέ την, Ντάβιντσον 1 διέ­ ταξε ό Ούΐλλιαμς. Οί δυο έπιθεωρηταί μπήκαν μαζί στη βιβλιοθήκη καί σταμάτησαν. 'Η κ. Μπιντερλέϋ, μέ τόν Ντάβιντσον ξο­ πίσω της, μπήκε κι’ αυτή στό δωμά­ τιο. ΟΙ εισβολείς άντίκρυσαν μιά σκη­

36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νή άπερίγραπτης αταξίας. Καρέκλες ήσαν πεσμένες χάμω, ενα βαρύ γρα­ φείο είχε μετακινηθή άπό τή θέσι του καί ύπήρχαν πολλά άλλα σημά­ δια πάλης. Τό ένα άπό τά τζάμια τοϋ παραθύρου ήταν ραγισμένο άπό επάνω ώς κάτω καί οί κουρτίνες ή­ σαν πεσμένες χάμω. Τά έξώφυλλα ή­ σαν κατεβασμένα καί μόνο ένα άμυδρό φως έμπαινε στό δωμάτιο. Επάνω στό χαλί ύπήρχαν μερικές σκοϋρες, ύποπτες κηλίδες... ' —Γιατί δέν θέλατε νά μποϋμε ε­ δώ, κυρία Μπιντερλέϋ ; ρώτησε ό Ούΐλλιαμς. Ό κ. ’Άμπερσον δέν διατη­ ρεί συνήθως τή βιβλιοθήκη του σ’ αυ­ τή τήν ενδιαφέρουσα κατάστασι, έ; — Φοβόμουν, σέρ ! Ξέρω πώς συ­ νέβη κάτι τρομερό. Μά δέ φοβόμουν γιά μένα, άλλά γιά τόν κύριο. Εΐναι επάνω καί δέν ξέρει τίποτα γι’ αυτό ή... δέ θυμάμαι τίποτα... —Είστε σίγουρη πώς είναι επάνω ; —Μάλιστα, σέρ. —Τόν είδατε σήμερα τό πρωϊ ; —Δέν τόν είδα, σέρ. Μοΰ είπε νά τόν ξυπνήσω στις έπτάμιση... —Τόν ξυπνήσατε; —Ναι, σέρ. Έδώ καί μερικά λε­ πτά.

—Τοϋ είπατε τίποτα γι’ αυτό ; ρώ­ τησε ό Επιθεωρητής Φίλιπς δείχνον­ τας γύρω. — Όχι, σέρ. —Γιατί ; —Δέν μ’ άφησε. ’Άρχισα νά τοϋ λέω, μά μοϋ είπε νά φύγω. Φαινό­ ταν πολύ νυσταγμένος καί εκνευρι­ σμένος. Αυτό όμως δέν είναι κάτι καινούργιο. Ό κ. ’Άμπερσον εΐναι πάντα εκνευρισμένος όταν ξυπνά. Δοκίμασα πάλι νά τοϋ τό πώ, μά μέ βλαστήμησε. —Χμ !, έκανε ό Φίλιπς. Φαίνεται πώς ήπιε πολύ χθές τό βράδυ καί δέν εΐχε συνέλθει ακόμα. Μπορείτε νά καθήσετε, κυρία Μπιντερλέϋ, όσο εμείς θά κάνουμε μιά μικρή έξέτασι γύρω. Αυτή κούνησε τό κεφάλι της χα-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


λά καί κάθησε στήν άκρη μιας ποζυθρόνας κοντά στήν πόρτα. Ό Φίλιπς κι5 ό Γλυκός Ούΐλλιαμ σήκωσαν τά εξώφυλλα καί άρχισαν να ερευνούν τό δωμάτιο. Ό Ντάβιντσον έμεινε κοντά στήν πόρτα. Μια ενδιαφέρουσα άνακάλυψιςήταν μιά βαρειά, μεγάλη τσιμπίδα, μέ αίμα στήν άκρη της. —Αυτό εξηγεί τήν κατάστασι τοϋ κεφαλιού του Κόνκουεστ, είπε ό Φί­ λιπς σιγανά. Ό φτωχός διάβολος ή­ ταν νεκρός, πριν τον χτυπήση ό κε­ ραυνός. 'Ό Ουΐλλιαμς δεν φάνηκε νά τον ακούσε. —Αναρωτιέμαι, είπε σχεδόν άγρια, μήπως είμαι ό μεγαλύτερος βλάκας τής Σκότλαντ Γυάρντ ! Μήν ξεχνάτε τί σάς είπα στήν άρχή, Φίλιπς. Υ­ πάρχει κάτι παλύ ύποπτο σ’ όλη αυ­ τή τήν ιστορία. Τώρα πού είδα αύτό τό δωμάτιο, ή ύπόθεσις μυρίζει πε­ ρισσότερο. Θέλετε νά βάλουμε ένα •στοίχημα ;

— Τί στοίχημα ; ρώτησε ό Φίλιπς διατακτικά. — Στοιχηματίζω τήν καλοκαιρινή μου άδεια μέ τό ψαλίδι τοϋ κήπου σας ότι δε θά βρήτε τον ’Άμπερσον μέσα σ’ αύτό τό σπίτι. "Ολα αυτά... Κι’ έδειξε γύρω. — "Ολα αύτά είναι άπατηλά ! Ό Φίλιπς τον κύτταξε χωρίς νά καταλαβαίνη κΓ έπειτα πήγε κοντά στήν οικονόμο. —θά κουβεντιάσω μέ τον κ. ’Άμ­ περσον σέ λίγο, είπε εύγενικά, μά θά ήθελα νά μιλήσω πρώτα μαζί σας.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤ ^.Ρ ΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

Τί ξέρετε γι* αύτή τήν... ακαταστα­ σία ; — Δέν ξέρω τίποτα, σέρ I Δηλαδή... δέν ήξερα τίποτα ώσπου ξημέρωσε. Μπήκα όπως κάθε μέρα γιά νά ανοί­ ξω τά παράθυρα. Κόντεψα νά πάθω συγκοπή... —Καλά. ’Τό είπατε σέ κανένα; — Μόνο στον κύριο, μά δέν θέλη­ σε νά μέ άκούση. Δέν είπα τίποτα στή Σούζαν —είναι ή μόνη ύπηρέτρια πού έχει μείνει εδώ. Πηγαινοερχό­ μουν μέσα οτό χώλ, μήν ξέροντας τί νά κάνω, όταν χτυπήσατε τό κου­ δούνι. —Μά τηλεφωνήσατε σέ κανήνα ; εΤιτε ό Ουΐλλιαμς. -"Οχι, σέρ. —Είστε σίγουρη ; — Μά γιατί νά τηλεφωνήσω, σέρ; Τό μόνο πού ήθελα ήταν νά ρωτήσω τον κύριο τί σήμαινε αύτό... Εκείνες οί κηλίδες αίματος,.. Σκέφτηκα... δη­ λαδή φοβήθηκα,.. —Τί φοβηθήκατε; —Πότε—πότε, σέρ, ό κύριος πίνει περισσότερο, είπε ή γυναίκα. Δέν εί­ ναι άλλωστε ό πρώτος. Καμμιά φο­ ρά γυρίζει στο σπίτι κάπως... παρά­ ξενος... Χτές τή νύχτα παραπατούσε λιγάκι καί φαινόταν στενοχωρημένος, τις τελευταίες μέρες. — Ξέρετε άν είχε κανέναν επισκέ­ πτη ; —Δέν είχε κανέναν· επισκέπτη, σέρ, είπε ή γυναίκα. Σήμερα μάλι­ στα θά πηγαίναμε όλοι στο Ντεβονσάϊρ. ΓΓ αύτό μου είπε νά τον ξυ­ πνήσω τόσο νωρίς.

Ό Ούΐλλιαμς έκλεισε τό μάτι στον Ντάβιντσον καί τοϋ έγνεψε νά πάη κοντά τοχ>, ενώ ό Φίλιπς μιλοϋσε μέ τήν οικονόμο. — Τί τρέχει, Μπίλ ; ρώτησε ό λοχίας. Φαίνεσε σάν σκύλος πού τοϋ πήραν πίσω τό κόκκαλο. —"Άρχισα νά ύποψιάζωμαι κάτι, γρύλλισε ό Γλυκός Ούΐλλ'αμ σιγανά. "Ολη αύτή ή ακαταστασία ! — Δέν τήν περιμένατε ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37


— Δεν την περίμενα. Τί σημαίνει αυτό τό δωμάτιο ; 'Ότι μια άγρια πάλη έγινε εδώ. —Αυτό είναι φανερό... —Κι* όμως ή κατάστασις τοϋ κε­ φαλιού του Κόνκουεστ δείχνει ότι τον χτύπησαν άπό πίσω, μουρμούρισε ό Ούΐλλιαμς. Άν τον .χτύπησαν άπό πίσω, δεν θά υπήρχε καθόλου πάλη. — Γιατί νά μην έγινε ή πάλη, πριν τον χτυπήσουν άπό πίσω ; —’Άν ήξερες τον Κόνκουεστ όπως εγώ, δέ θά έλεγες ένα τόσο ανόητο πράγμα, είπε απότομα ό Ούΐλλιαμς. ’Άν ό Κόνκουεστ είχε μια πάλη με τον Άμπερσον, θά νικούσε, θά μπο­ ρούσε νά νικήση τόν Άμπερσον μέ τά μάτια δεμένα καί μέ τό ένα χέρι δεμένο στην πλάτη του. Πού βρισκό­ μαστε λοιπόν ; Γύρισε ξαφνικά: — θέλω νά πάω έπάνω νά δώ τόν Άμπερσον καί θέλω νά τόν δώ άμέαως !, δήλωσε, —Μά νόμιζα πώς είπατε πώς δέν εΐναι στο σπίτι... — ΓΓ αυτό ακριβώς θέλω νά τόν δώ... νά δώ τό δωμάτιό του πάντως, άπάντησε ό Ούΐλλιαμς. Κυρία Μπιντερλέϋ, οδηγήστε μας έπάνω, παρα­ καλώ. Ή γυναίκα, πού ήταν άκόμα πολύ ταραγμένη, συγκέντρωσε τις δυνάμεις της γιά νά ύπακούση στη διαταγή αυτή. Ανέβηκαν σέ μια πλατεία σκά­ λα καί σταμάτησαν μπροστά σέ μια πόρτα.

Χωρίς νά διστάση, ό Ούΐλλιαμς γύρισε τό πόμολο καί ετοιμάστηκε νά σπρώξη μέ τόν ώμο του, περιμένοντας νά βρή τήν πόρτα κλειδωμένη. Μά δέν ήταν. Ή πόρτα άνοιξε. Μιά ματιά μέσα στό δωμάτιο ήταν αρκετή. Τό κρεββάτι ήταν ακατάστα­ το, τά συρτάρια ένός κομοδίνου έχα­ σκαν άνοιχτά καί ολόκληρο τό δωμά­ τιο είχε σημάδια βιαστικής φυγής. —Τί σάς είπα; γρύλλισε ό Ούϊλλιαμς. —Ναι, σέρ, είπε ό Φίλιπς, μά δέν

38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μπορεί νά πάη μακρυά. θά τηλεφω­ νήσω στον σταθμό καί θά τούς δώ­ σω τά χαρακτηριστικά του. Γύρισε στήν οικονόμο. —Που είναι τό τηλέφωνο ; —Μά δέν είναι δώ ό κύριος ; ρώ­ τησε αύτή κατάπληκτη. ΤΗταν εδώ, είκοσι λεπτά πριν, όταν χτύπησα τήν πόρτα. Μου άπάντησε... —Ακούστε, κυρ^α Μπιντερλέϋ, εί­ πε ό Ούΐλλιαμς τραχειά. Καλά θά κάνετε νά πήτε τήν άλήθεια. Ξέρετε πολύ καλά ότι ό κ. Άμπερσον δέν σάς άπάντητε σήμερα τό πρωί... —Μού ... άπάντησε, σέρ ! —Δέν βλέπω γιατί όχι, έπενέβη ό Φίλιπς. Φαίνεται πώς ό "Αμπερσον νόμιζε τόν εαυτό του άσφαλή, ώσπου μάς ακούσε νά κουβεντιάζουμε στό χώλ. "Ισως είδε τή στολή μου καθώς διασχίζαμε τόν κήπο. Φοβήθηκε κΓ έ­ φυγε άπό τήν πίσω σκάλα... Υπάρχει πίσω σκάλα; — Ναι, σέρ, μά ό κ, "Αμπερσον δέν θά τήν χρησιμοποιούσε ποτέ. —Τήν χρηιμοποίησε σήμερα, εΐπε ό Φίλιπς σκυθρωπά. Κατέβηκαν τήν σκάλα καί βγήκαν στόν κήπο. "Ενας κηπουρός εργαζό­ ταν εκεί.

— Πόσην ώρα είσαι εδώ ; ρώτησε ό Φίλιπς. —^Ηρθα στις εφτά, είπε ό κηπου­ ρός μέ άπορία. Συνέβη τίποτα ; — Είδες τόν κ. "Αμπερσον σήμερα τό πρωί; — Ναι, σέρ. —Τόν είδες ; φώναξε δύσπιστα ό Ούΐλλιαμς. —Έδώ καί λίγα λεπτά, σέρ. Ό κύριος βγήκε άπό τό σπίτι, πέρασε άπό τόν κήπο κι’ έφυγε άπό τήν πί­ σω πόρτα. Κρατούσε μιά βαλίτσα. —Καλά τό κατάλαβα, γρύλλισε ό Φίλιπς. Μάς ακούσε στό χώλ. Δέ θά προλάβη όμως νά πάη μακρυά. —Μιά στιγμή I, φώναξε ό Ούΐλλιαμς άνυπόμονα. Είσαι εντελώς σί­ γουρος πώς ήταν ό κύριός σου εκεί­ νος πού είδες σήμερα τό πρωί ;

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


—1"Αν δέν ήταν αυτός, ποιός ήταν ; είπε ό κηπουρός έκπληκτος. — Σου μίλησε; —!"Οχι, σέρ. — Κούνησε τό κεφάλι του ή γύρι­ σε τό πρόσωπό του προς τό μέρος σου ; — "Οχι, σέρ, είπε ό κηπουρός ξήνοντας τό κεφάλι του. Καί, τώρα πού μέ ρωτάτε, μου φαίνεται παράξενο αυτό. Ό κύριος συνήθιζε νά μου λέη μιά-δυό κουβέντες. Φαινόταν όμως πολύ βιαστικός καί ίσως..! Μια άγρια λάμψις κατανοήσεως άστραψε στα μάτια του Γλυκού Ούΐλλιαμ. Ό επιθεωρητής Φίλιπς ζάρω­ σε τά φρύδια του. Πήρε παράμερα τον Ούΐλλιαμς καί είπε : — Γιατί αυτές οί ερωτήσεις σέρ ; Τό πράγμα είναι καθαρό σάν την η­ μέρα. Ό ’Άμπερσον κΓ ό Κόνκουεστ φιλονείκησαν κΓ ό ’Άμπερσον, χρη­ σιμοποίησε εκείνη την τσιμπίδα. "Ε­ πειτα, έσυρε τον Κόνκουεστ έξω, στο ύπαιθρο καί φοβισμένος κλείστηκε στό δωμάτιο του, νομίζοντας εκεί τον ε­ αυτό του άσφαλή. "Οταν μάς άκουσε στό χώλ όμως, τόκοψε λάσπη. —Τόσο απλά όλα έ ; είπε σπα­ σμωδικά ό Ούΐλλιαμς. Καλά. Ή ύπόθεσις είναι στά χέρια σας, Φίλιπς. Σάς τό είπα αυτό άπό την αρχή. Μά προσέξτε. Μην τά παίρνετε όλα άπό την έμφάνισί τους. Υπάρχουν περισ­ σότερα άπ’ όσα φαντάζεστε στην ύπόθεσι αυτή. Καί ακούστε...μήν ελπί­ ζετε νά πιάσετε ποτέ τον κ. Κλώντ ’Άμπερσον. θά χάσετε- τον καιρό σας κυνηγώντας τον. Καί, χωρίς νά δώση 'στόν Φίλιπς την ευκαιρία νά του κάνη ερωτήσεις, ό Ούΐλλιαμς βγήκε βιαστικά άπό τό σπίτι. "Αφησε τον Ντάβιντσον εκεί, γιατί ή άποστολή πού πήγαινε νά έπιτελέση ήταν κάτι, πού μόνο ό ίδιος μπορούσε νά φέρη εις πέρας καί πού απαιτούσε νά ήταν μόνος. ν

Μπήκε στό περιπολικό αυτοκίνητο καί τράβηξε ολόισια γιά τό σπίτι τού Κόνκουεστ. 'Ώρμησε μέσα στό δι^μέΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

ρισμα τού Νόρμαν σάν ανεμοστρόβι­ λος καί... δέν δοκίμασε καμμιά έκπληξι όταν άντίκρυσε τον Εύθυμο Ρόμπιν Χούντ, φρέσκο καί κομψό, κα­ θισμένο σέ μιά πολυθρόνα. —Δέ φαίνεσαι καθόλου έκπληκτος, Μπίλ, είπε ό Νόρμαν, καί είμαι α­ πογοητευμένος. —Κόνκουεστ, θά μέ κάνης νά τρελλαθώ, πριν τελειώση αυτή ή ι­ στορία !, βρυχήθηκε ό Ούΐλλιαμς. — Έπισήμως, βέβαια, δέν είμαι στό σπίτι, συνέχισε ό Νόρμαν. Άνωρθώθηκε, άναψε ένα τσιγάρο καί τράβηξε βαθειές ρουφηξιές. — Έπισήμως, δέν είμαι κάν... ζων­ τανός ! Τί έλεγες, Μπίλ; θά μείνης γιά τό πρόγευμα, έ ; Ή θεία Σούζαν καί ό Μάντυ τό ετοιμάζουν κι’ ή Τζόϋ θά φανή άπό στιγμή σέ στιγμή. — Ξέρεις ότι σχεδόν θρήνησα τό θάνατό σου σήμερα τό πρωί, όταν βρήκα εκείνον τον φτωχό διάβολο στό Πούτνεϋ Χήθ ; είπε ό Ούΐλλιαμς πικρά. "Επρεπε νά τό καταλάβω. ’Άν ό κεραυνός σέ χτυπήση ποτέ, Κόν­ κουεστ, θά σού κάνη καλό κι’ όχι κακό. Ξέρεις, σκοπεύω νά σέ συλλάβω τώρα, θά μού πής ϊσως πώς ό θάνατος τού ’Άμπερσον οφείλεται σέ ατύχημα, μά θά κουραστής πολύ γιά νά τό άποδείξης αυτό. — Ό θάνατος τού ’Άμπερσον ; —Μήν κάνης πώς δέν ξέρεις. Τόν σκότωσες κΓ άφησες τό πτώμα του άνάμεσα στους θάμνους...

—Αυτό λοιπόν πιστεύεις ; τόν διέ­ κοψε ό Νόρμαν έπιτιμητικά. "Ωστε είμαι πιο έξυπνος απ’ όσο πίστευα. Αφού πέταξα τό κουφάρι του επάνω στά χόρτα, έπικαλέσθηκα τόν κεραυ­ νό κι’ αυτός υπάκουσε στή διαταγή μου. Ξύπνα, Γλυκέ Ούΐλλιαμ... —Δέν είμαι βέβαιος αν χτύπησε πραγματικά κεραυνός τό πτώμα, εΐπε ό Ούΐλλιαμς σκυθρωπά. Τέτοια πρά­ γματα μπορούν νά πλαστογραφηθούν. Καί εσύ είσαι ειδικός σ’ αυτά, Κόν­ κουεστ. —Φτωχέ μου γέρο—ντέτεκτιβ, πέ«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39


φτεις όλότελα έξω. Δεν σκότωσα τον Άμπερσον. Πόσες ακόμα φορές πρέ­ πει να σου πώ ότι ή δολοφονία δέν πε­ ριλαμβάνεται στο μενού μας ; —Μπορεί να τον σκότωσες πα­ λεύοντας μαζί του... —Όχι! Θά ήθελες ϊσως ν’ άκούσης ολόκληρη την ιστορία ; —Ναι, μολονότι θά μπορούσα νά πώ τήν ιστορία αυτή καλύτερα από σένα. Πήγες στο σπίτι του Άμπερσον χτές τή νύχτα καί συνεπλάκης μαζί του. Φυσικά, νίκησες καί αμέ­ σως σκέφτηκες νά παραποιήσης έτσι τις ενδείξεις ώστε νά φανή ότι εσύ ήσουν τό θύμα κι’ό ’Άμπερσον ό δο­ λοφόνος. Άφοϋ άπηλλάγ^ης από τό κορμί του έγκαταλείποντας το άνάμεσα στούς θάμνους, ανέβηκες μέ θράσος στο δωμάτιο τοϋ ’Άμπερσον κι’ έκανες κατοχή. Σήμερα τό πρωϊ έφυγες, ξεγελώντας ακόμα καί τον. κηπουρό.

Ό Νόρμαν ξεφύσησε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού. —Αρχίζεις νά μέ κοοράζης, Μπίλ, εΐπε βαρυεστημένα. Τό σφάλμα εΐναι δικό σου, άν έβγαλες τόσο εσφαλμέ­ να συμπεράσματα. Αυτή τή φορά, έ­ σπασες άκόμα καί τό δικό σου ρε­ κόρ, Πέφτεις έξω από τήν άρχή ώς τό τέλος καί ή θεωρία σου είναι μιά μεγάλη σαπουνόφουσκα, γιά νά μήν πώ μιά πληκτική αρλούμπα; Ό άδερφούλης ’Άμπερσον δέν είναι καθό­ λου νεκρός καί δέν θά είναι νεκρός, έκτος άν έσεϊς τόν κρεμάσετε ώς δο­ λοφόνο του Νόρμαν Κόνκουεστ. —Τί διάβολο θέλεις νά πής ; Άν ό ’Άμπερσον δέν είναι νεκρός, τίνος πτώμα ήταν εκείνο πού βρήκαμε στο Πούτνεϋ Χήθ; —Δέν έχω τήν παραμικρή ιδέα, είπε ,ό Νόρμαν σοβαρά, μά ξέρω πώς δέν ανήκει στόν ’Άμπερσον. Ακούσε, γλυκειά μου. Νά τί έγινε : Πήγα στο

40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Πούτνεϋ Χήθ χθές τή νύχτα μέ τό σκοπό—ομολογώ είλικρινά—νά μπω στο σπίτι τοϋ ’Άμπερσον καί νά ρί­ ξω μιά ματιά σ^ά χαρτιά του. Σου είχα πή ότι κάτι έπρόκειτο νά συμβή, στόν ’Άμπερσον, δέν εΐν’ έτσι; Τόν περιποιήθηκα στό διάστημα τών τε­ λευταίων ήμερών καί στοιχηματίζω* ότι, αυτή τή στιγμή, τρέμει σάν κα­ λάμι. Βλέπεις, χρησιμοποίησα τις δι­ κές μους μεθόδους καί... —Τέλειωνε ! Τί έγινε χτές τή νύχτα ; — Καθώς διέσχιζα τό θαμνότοπο,. ακόυσα τά πρώτα μπουμπουνητά τής μπάρας. Σκέφτηκα λοιπόν νά περι­ μένω νά περάση ή μπόρα, πριν αρχί­ σω τή δουλειά μου. —Γιατί; —Γιατί οί μπάρες, αθώο μου χε­ ρουβείμ, ζυπνοϋν τούς ανθρώπους τή νύχτα. Καί δέν ήθελα νά κατεβή ό ’Άμπερσον καί νά μέ ένοχλήση. Νό­ μιζα πώς μπόρα θά ήταν έλαφρή καί διαβατική, έτσι κάθησα κάτω από έ­ να δέντρο καί άρχισα νά φιλοσοφώ, Κι’ εκείνη ή καταραμένη μπόρα, άντί νά σβύση, χειροτέρεψε κι’ έγινε σω­ στός κυκλώνας. —Κάθησες κάτω από ένα δέντρο γιά νά βραχής καί νά προκαλέσης τόν κεραυνό ; ρώτησε ό Ούΐλλιαμς άμφίβολα. Δέν ξέρεις πώς δέν πρέπει κα­ νείς νά κάθεται κάτω από «δέντρο ό­ ταν έχη μπόρα ;

Δέν βρεχόμουν πολύ... καί είμαι μοιρολάτρης. Άν ό κεραυνός πρόκει­ ται νά μέ χτυπήση, δέν μπορώ νά κάνω τίποτα. Πριν ή μπόρα φτάση στό κατακόρυφό της, είδα τόν Μελ­ λοθάνατο :=.ένο. — Ποιόν : —Τόν λέω Μελλοθάνατο Ξένο, γιατί δέν ξέρω τό όνομά του, συνέ­ χισε ό Νόρμαν σκεπτικά. ^Ηταν ένας φουκαράς, αλήτης ϊσως. Μέ είδε στό φώς μιας άστραπής καί ήρθε κοντά μου καί μέ ρώτησε άν θά μπορούσα νά τοϋ κάτι γιά ένα γεϋμα. Μύριζε άπαίσια μπύρα. Μέ ξέρεις, Μπίλ...

*

ΤΟ .ΦΑΝΤΑΣΜΑ


Του έδωσα μια λίρα καί λίγα ψιλά καί τό χρυσό μου ρολόι μέ την κα­ δένα... — Τό χρυσό σου ρολόι μέ την κα­ δένα ; —Δεν μου άρεσαν καί ή Τζόϋ βρι­ σκόταν σε τρομερή στενοχώρια, μήν ξέροντας τί δώρο να μου κάνη για τή γιορτή μου, εξήγησε ό Νόρμαν. ’Έτσι σκέφτηκα δτι ή ευκαιρία ήταν πολύ καλή για να απαλλαγώ από αυτά. Ό φτωχός διάβολος έκλαψε σχεδόν άπό χαρά... κι* αυτό ήταν ή τελευταία.πράξις τής ζωής του. Είχε γυρίσει καί άπομακρυνόταν άπό μέ­ να, δταν κάτι τρομερό συνέβη, κάτι πού δέν θά ξεχάσω ποτέ. Μπορείς νά μείνης ήσυχος, Μπίλ... δέν πρό­ κειται νά πεθάνω χτυπημένος άπό κεραυνό. Μιά λάμψις άστραψε τόσο εκτυφλωτικά, ώστε δέν μπορώ νά τήν περιγράφω. Δέν κατάλαβα καλά τί συνέβη. ΤΗρθε άπό τόν ούρανό φλο­ γοβολώντας καί σφυρίζοντας. Καί χτύπησε τόν φτωχό εκείνον άνθρωπο. Τόν βλέπω άκόμα καί τώρα... ήταν σάν μιά πύρινη μάζα καθώς έπεφτε... Ο κρότος ήταν σάμπως μεγάλα κα­ νόνια νά είχαν εκπυρσοκροτήσει ξα­ φνικά δίπλα στό κεφάλι μου. Φαίνε­ ται πώς έχασα τις αισθήσεις μου. Τό μόνο πού θυμούμαι είναι δτι, δίαν συνήλθα, ή βροχή χυνόταν μέ τό του­ λούμι επάνω μου. Εϊτε τό πιστεύεις είτε δχι, Μπίλ, ήμουν παράλυτος...

—Δηλαδή, δέν μπορούσες νά κινηθής ; —Δέν μπορούσα νά κινηθώ. Νόμι­ σα πώς είχα σακατευτή γιά όλη μου τή ζωή. Δέν μπορούσα νά κουνήσω τά χέρια μου παρά μόνο δταν πέρα­ σαν δέκα λεπτά, μά καί τότε δχι πο­ λύ καλά.Πρέπει νά περάσετε μισή ώρα πριν καταφέρω νά συρθώ στά πόδια μου. Τότε άποφάσισα νά γυρίσω σπί­ τι. Τήν ίδια δμως στιγμή, θυμήθηκα τόν Μελλοθάνατο Ξένο. Τόν βρήκα... μά τόν είδες, Μπίλ, επομένως δέν εί­ ναι ανάγκη νά σού περιγράφω τό φριχτό πράγμα.

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

—Γιά δνομα τού θεού, Κόνκουεστ, αυτή είναι ή αλήθεια ; είπε ό Ούΐλλιαμς παραπονιάρικα. Γιατί άν δέν είναι... —Είναι ή άλήθεια, γέρο μου, άπάντησε ό Νόρμαν σοβαρά. Δέν θά έπαιζα μαζί σου άπάνω σ’ ένα τέ­ τοιο ζήτημα. Τήν ώρα πού τόν κύτταζα, μοΰ ήρθε μιά ιδέα. Γιατί νά μήν έκμεταλλευθώ τόν τυχαίο θάνατό του; Είχε τό άνάστημά μου καί...όπως ξέ­ ρεις, δέν μπορούσε νά τόν ,άναγνωρίση κανείς. — ΤΗταν πολύ άσχημη ιδέα. -—Όταν έχεις νά κάνης μ* ένα γουρούνι σάν τόν Άμπερσον χρειάζε­ σαι άσχημες ιδέες, άπάντησε ό Νόρ­ μαν άπότομα. ’Έψαξα τις τσέπες τού ανθρώπου. Καμμιά ταυτότης. Ούτε μιά κάρτα, ούτε μιά επιστολή, τίπο­ τα. Τό χρυσό μου ρολόϊ καί ή αλυ­ σίδα είχαν λυώσει... "Ετριψα τό πορ’τοφόλι μου καί λίγα άλλα πράγμα­ τα επάνω στά καβουρνιασμένα ρού­ χα του καί τά έχωσα κάτω άπ’ αυ­ τά, στό στήθος του. "Ηθελα νά νομί­ σουν δτι τό πτώμα άνήκε σέ μένα. — Μά, γιά δνομα τού Θεού, γιατί ;

—Όνόμασέ το ποιητική δικαιοσύ­ νη, άν θέλης... ή διαστρσφή τής έν­ νοιας τής δικαιοσύνης. Ό ’Άμπερσον είναι ένας δολοφόνος πού ό νόμος δέν μπορεί νά άρπάξη. Σκέφτηκα λοι­ πόν νά τόν κάνω νά καταδικαστή γιά τή δική μου δολοφονία. —Μά υποτίθεται δτι σέ χτύπησε ό κεραυνός. Πώς... —Περίμενε νά τελειώσω, χοντρο­ κέφαλε 1 ’Ήξερα πώς περίμενες νά συμβή κάτι στον ’Άμπερσον καί τό σπίτι τού ’Άμπερσον βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Είχα δή δτι τό κε­ φάλι τού άνθρώπου είχε σπάσει σάν αυγό— ό κεραυνός τό είχε κάνει αύτό— καί ήταν εύκολο νά τσαλαπατήσω τά χόρτα ώς τό σπίτι τού ’Άμπερσον. Εξίσου εύκολο ήταν νά μπώ στό σπίτι καί νά κάνω μερικά πράγματα στή βιβλιοθήκη τού Άμ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41


περσον. Τό μόνο πού έμεινε ήταν νά πας εσύ έκεϊ πριν από την τοπική αστυνομία καί νά πρόσθεσης δύο σύν δύο. Νόμιζα πώς θά έβγαζες άρθροισμα... δεκάξη, μά εσύ έβγαλες άρθροισμα τέσσερα ή σχεδόν τέσσερα. Συγχαρητήρια. Μπίλ. — Νά πάρη ό διάβολος τά συγχα­ ρητήρια !, βρυχήθηκε ό Ούΐλλιαμς. θέλεις νά πής ότι δοκίμασες νά κρεμάσης τον ’Άμπερσον γιά μιά δολο­ φονία πού δεν έκανα; — Ναι. Καί τό λέω αυτό καθαρή δουλειά. — Έγώ τό λέω πρόστυχο καί... —Συμφωνώ... άν τό έκανα αυτό εναντίον ενός κανονικού πολίτη, είπε γοργά ό Νόρμαν. Μά ό ’Άμπερσον έρριξε δηλητήριο μέσα στο ούΐσκυ του Τζούλιους Μάρτιμόρ... — Δεν τό ξέρουμε αυτό.

—Ό νόμος μπορεί νά μήν τό ξέρη αυτό, μά τό ξέρεις εσύ καί τό ξέρω έγώ, είπε ό Εύθυμος Ρόμπιν Χούντ. Γιατί νά κρυβόμαστε πίσω από τό δάχτυλό μας, Μπίλ ; θά ήθελες νά άποδώσης στον ’Άμπερσον τή δολο­ φονία τού Μάρτιμόρ, μά οί ενδείξεις δείχνουν δολοφονία καί δεν μπορείς νά κάνης τίποτα εναντίον του. — Οί ενδείξεις δείχνουν δολοφο­ νία. Είναι, μιά άπλή εικασία ότι ό Άμπερσον έρριξε δηλητήριο στο ού­ ΐσκυ τού Μάρτιμόρ. — Τώρα ακούω τον νόμο νά μιλή, είπε ό Νόρμαν σαρκαστικά. Ξύ­ πνα, Μπίλ! Έταν ό Μάρτιμόρ από τούς ανθρώπους πού μπορούν νά αύτοκτονήσουν ; Ξέρεις πολύ καλά πώς δέν ήταν. Ό ’Άμπερσον κι’ ό Άϊλς είχαν φοβηθή μήπως μιλήση καί τούς ενοχοποίηση... Πάντως, δέ βγαίνει τί­ ποτα με τή συζήτησι αύτή. Βρήκες άραγε μιά καρφίτσα γραβάτας κάτω από τό πτώμα; —Καί εκείνες οι κηλίδες αίματος ; Καί ή τσιμπίδα ; — Εΐναι εύκολο, Μπίλ, νά χτυπήσης τή μύτη σου καί νά έχης έτσι τό αίμα πού σού χρειάζεται, εξήγησε

42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ό Νόρμαν. 'Όταν βγήκα από τό σπί­ τι τού ’Άμπερσον, όλα ήσαν έτοιμα. Ό ίδιος ήταν στό κρεβάτι του κοι­ μισμένος βαθειά. Ή βιβλιοθήκη του είχε όλα τά σημάδια μιας δολοφο­ νικής πάλης καί έξω τά ίχνη ώδηγούσαν σ’ ενα πτώμα. Δέν έβλεπα κανένα λάθος στή σκηνοθεσία, θά έβρισκαν τό πτώμα, θά ακολουθού­ σαν τά ίχνη καί θά έπιαναν τον ’Άμπερσον. Δέν είναι άλλοθι τό νά πής πώς ήσουν στό κρεββάτι όλη νύχτα. Τό μόνο πού είχα νά κάνω ήταν νά εξαφανιστώ, δίνοντας οδη­ γίες στήν Τζόϋ νά περιφέρεται μέ τά. μάτια κλαμμένα καί μέ πένθος. —Λοιπόν ; —Τότε άρχισα νά σκέπτωμαι, εΐπε ό Νόρμαν. Κενά άρχισαν νά έμφανίζωνται. Άν τό πτώμα δέν βρι­ σκόταν παρά στις οκτώ ή εννέα καί μάλιστα από κοινούς θνητούς, πού θά στριφογύριζαν εκεί καταστρέφοντας τά ίχνη μου ; Άν ό ’Άμπερσον άνακάλυπτε τήν κατάστασι στήν ο­ ποία βρισκόταν ή βιβλιοθήκη του καί, έπειτα από μερικούς παροξυσμούς, καθάριζε τό μέρος; Τότε θυμήθηκα πώς μού είχες πή πώς θά ήσουν νω­ ρίς τής υπηρεσίας καί σού τηλεφώ­ νησα... — Έσύ μού τηλεφώνησες ; — Δέν ήξερες πώς είμαι μίμος, Μπίλ ; Στοιχηματίζω πώς έρριξες στήν κ. Μπιντερλέϋ μιά σκληρή ματιά ό­ ταν άρχισε νά μιλή. — Νά μέ πάρη ό διάβολος 1

— Κουβέντιασα μιά —δυο φορές μέ τήν κ. Μπιντερλέϋ αύτή τήν εβδο­ μάδα, εξήγησε ό Κόνκουεστ. Ή ιδέα μου ήταν νά σέ τραβήξω στή δου­ λειά, ξέροντας πώς θά τσιμπούσες άν τό δόλωμα ήταν άρκετά ελκυστικό. Εκείνο πού θέλω νά μάθω είναι πώς εσείς, μολονότι άστυνομικοί, μαντέ­ ψατε τήν άλήθεια τόσο γοργά; — Ό Επιθεωρητής Φίλιπς έχει άναλάβει τήν ύπόθεσι, γρύλλισε ό Ούΐλλιαμς. Δέν έχει μαντέψει τίποτα. ’Εγώ κατάλαβα, Κόνκουεστ, γιατί αύτή φορά τό παράκανες. Εκείνα τά

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ΣΤΟ 90Ν ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ»

ΜΪΗ ΠΡΩΤΟΦΗϋΗΣ ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ Άπό τό τεύχος αυτό οί σελίδες των Εβδομαδιαίων μας αυξάνονται εις

Βιβλίων

84

Χωρίς την παραμικρή αϋξησι τής τιμής που παραμένει 2.000 ! Έκτος άπό τό εβδομαδιαίο της εκλεκτό αστυνομικό μυθιστό­ ρημα, ή «Νυχτερίδα» θά προσφέρη στο άναγνωστικό της κοινόν άπό

ΤΟ 90Μ ΤΕ νχΟΣ καί 32 σελίδες άπό ένα δεύτερο συναρπαστικό μυθιστόρημα I Οί 32 αυτές σελίδες θά άποσπώνται άπό τό κύριο σώμα τής «Νυχτε­ ρίδας» καί θά σχηματίζουν κάθε 4 τεύχη ένα ξεχωριστό Βιβλίο

132 ΣΕΛΙΔΩΝ Έτσι κάθε μήνα, οί άναγνώσται τής «Νυχτερίδας» |κτός άπό τά 4 εβδομαδιαία βιβλία τους, θά άποκτοϋν καί ένα άκόμα βιβλίο, χωρίς καμμιά έπιβάρυνσι,

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Μερικά άπό τά «Βιλβία του Μηνάς» :

ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ! Ένα γοητευτικό άνάγνωσμα, γεμάτο άγωνία, μυστήριο καί ήρωϊσμό, γραμμένο με βάσι τά άπομνημονεύματα τοϋ Βρεταννου πράκτορος τής άντικατασκοπείας Τζ. Μπάρτον.

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ &

1

1*

0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ Ζ0ΡΡ0! Ένα γνήσιο άριστούργημα τοϋ μάγου τής πέννας Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ, σέ μιάν άριστοτεχνική άπόδοσι στήν ελ­ ληνική γλώσσα.

ΕΡΠΕΤΩΝ

Μια συναρπαστική περιπέτεια στή Βρεταννική Γκουϊάνα, όπου ό θάνατος, ό έρωτας, ή κατασκοπεία καί οί δολοφονίες, χορεύουν έναν φαντασμαγορικό καί φριχτό χορό I ΤΟ 9ον ΤΕΥΧΟΣ

ΜΙΑ ΔΥΝΑΤΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞΙΣ ! ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43


σημάδια πάλης στή βιβλιοθήκη... Άν είχε γίνει πάλη, όπως ήθελες νά με κάνης νά πιστέψω, δέν θά έβγαινες άπό αυτή μέ τό κεφάλι σπασμένο. — Είναι εύχάριστο νά ξέρω οτι έχεις τόση πεποίθησι στή μαχητική μου δεινότητα και οτι εσύ μόνο μάν­ τεψες τήν άλήθεια, είπε ό Νόρμαν. Γιατί νά μήν άφήσουμε τήν ύπόθεσι νά τραβήξη τό δρόμο της, Μπίλ; Είναι τόσο όμορφα σκηνοθετημένη... —Όχι!, τόν διέκοψε ό Ούΐλλιαμς αποφασιστικά, θέλεις νά χάσω τή σύνταξί μου ; ’Ή θέλεις νά πάρω μέ- ρος σε μιά κατεργαριά ; —Τό πρώτο, όχι. Τό δεύτερο, ναί. — Δέ'γίνεται τίποτα, δήλωσε ό Ούΐλλιαμς. Θά έρθω σ’ επαφή μέ τόν ’Άμπερσον, άμέσως μόλις μπορέσης καί θά του πώ ότι έπεσε θύμα μιας σκηνοθεσίας. ’Ά, καί κάτι άλλο ! Βέ­ βαια, ό Άμπεραον δεν είχε ίδέα άπ’ όλα αυτά, έ ;

-Όχι.

-Όταν μπήκαμε στο σπίτι του σήμερα τό πρωί, ό ’Άμπερσον ήταν στό κρεββάτι. Γιατί τόσκασε, λοιπόν, άν δέν ήξερε ότι ήταν θύμα σκηνο­ θεσίας ;

—Εύκολο. Ό ’Άμπερσον βρισκό­ ταν σέ άσχημη κατάστασι άπό άποψι νεύρων. ΤΗταν έτοιμος νά τό βάλη στά πόδια στήν πρώτη πρόκλησι. Χτές, μάλιστα του τηλεφώνησα καί του είπα ότι ό Σερ Τζών Γκάλλορυ είχε φύγει άπό τόν Παλιό Πύργο τοϋ Χίλτον καί είχε πάει κάπου στό εξωτερικό. Τοϋ είπα ότι ό Σέρ Τζών Γκάλλορυ δέν τόν φοβόταν πιά. Τοϋ είπα επίσης οτι ήμουν πράκτωρ τοϋ Σέρ Τζών καί οτι ή άποστολή μουήταν νά τοϋ ρουφήξω τό αίμα. ’Έπειτα, κρέμασα τό άκουστικό, άφήνοντάς τον στις σκέψεις του. Όταν λοιπόν είδε αστυνομικούς νά πλησιάζουν στό σπίτι του, τόν έπιασε πανικός καί τόσκασε. Δέν πρέπει νά ξεχνάς ότι ή συνείδησίς του είναι μαύρη σάν καρβουνιασμένο κρέπ. — Ναί, βρωμά!, παραδέχτηκε γκρι­ νιάρικα ό Ούΐλλιαμς. ?Ηταν ϊσως

44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

στό κεφαλόσκαλο καί άκουσε αύτά πού λέγαμε στήν κ. Μπιντερλέϋ,. Χμ I... Είναι άπίθανο νά πήγε στό σπίτι πού έχει στό Ντεβονσαϊρ καί είναι βέβαιο ότι δέν τράβηξε γιά τό Λονδίνο... ’Ά 1 Τοϋ είπες ότι τό σπί­ τι τοϋ Σέρ Τζών Γκάλλορυ είναι άδειο, έ ; Ό Νόρμαν Κόνκουεστ χτύπησε τόν επισκέπτη του στόν ώμο. —Γλυκέ Ούΐλλιαμ, εΐσαι πολύ πιό έξυπνος, άπ’ όσο νόμιζα, είπε μέ ενθουσιασμό. Καί μάλιστα τόσο νω­ ρίς I Εΐναι παράξενο, μά ή ίδια ίδέα μοϋ ήρθε κι’ εμένα. 'Ένας άνθρωπος σάν τόν ’Άμπερσον δέν θά δοκίμαζε νά φύγη γιά τό εξωτερικό. Ξέροντας· ότι ό Παλιός Πύργος τοϋ Χίλτον * εΐναι άδειος... έ ; Εκεί θά είναι τώ­ ρα ή γιά εκεί θά πηγαίνη. Μπιλ.'Ένα άδειο, παλιό σπίτι, μέ ψηλούς τοί­ χους καί άποθήκη γεμάτη τρόφιμα. Τό τελευταίο μέρος τοϋ κόσμου όπου ή άστυνομία θά έψαχνε νά τόν βρή. — Αξίζει τόν κόπο νά δοκιμάση κανείς, εΐπε ό Ούΐλλιαμς κουρασμέ­ να καί άνωρθώθηκε. Δέν εΐμαι βέ­ βαιος τί πρόκειται νά κάνω μαζί σου, Κόνκουεστ. θεέ μου 1 Τί μπε­ λάς πού είσαι! — Μή φύγης άκόμα, Μπίλ... μιά ι­ δέα κυματίζει στό βάθος τοϋ μυα­ λού μου, είπε ό Νόρμαν μέ μάτια πού άστραφταν. ’Άκουσε ! Υπάρχει στόν κόσμο τίποτα πού νά τό θέλης περισσότερο άπό τό νά άρπάξης τόν ’Άμπερσον άπό τό γιακά ώς δολο­ φόνο του Μάρτιμορ ; — ’Άν μποροϋοε νά γίνη αύτό... — θά μπορούσε νά γίνη, Μπίλ!, τόν διέκοψε ό Νόρμαν. Αύτό μέ εν­ διαφέρει κι’ εμένα, γιατί έτσι ό ’Άμ­ περσον θά πήγαινε στά κάτεργα. Ξέ­ ρεις, θά πάρω ένα σακκοϋλι λεφτά άπό τόν Σέρ Τζών Γκάλλορυ άν τόν απαλλάξω,.. Μά αύτό δέν σέ ενδια­ φέρει, Μπίλ. Κάθησε καί τέντωσε τ’ αύτιά σου. Αύτό πού θά προτείνω είναι...

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΥΑΙΟΥΣ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ΕΠΙ­ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ

ΤΑΦΟ ΤΟΥΓΚΑΛΛΟΡΥ ΚΥ Ο ΑΜΠΕΡΣΟΝ ΠΕΡΝΑ ΣΤΙΓΜΕΣ ΦΡΙΚΗΣ

Ό Νόρμαν Κόνκουρη σάν τήν κόλασι. "Ε­ εστ δέν είχε κάνει ποτέ νας σκυθρωπός άνεμος του πιό σωστή παρατήάναστέναζε γύρω άπό ρησι παρά δταν έλεγε τούς παλιούς τοίχους τού ότι ή συνείδησις του σπιτιού μέ μελαγχολική Κλώντ Άμπερσον ήταν φωνή. Ό Παλιός Πύρ­ όμοια με ένα κομμάτι καρβουνιασμέ­ γος τού Χίλτον ήταν βέβαια ένα κα­ ταφύγιο, μά δύσκολα μπορούσε νά νου κρεπ. όνομαστή σπίτι φωτός καί χαράς. Ό άνθρωπος αυτός μέσα σε οκτώ ή εννέα χρόνια δράσεως, στό Χρημα­ Ό Νόρμαν Κόνκουεστ κι’ ό Ούΐ'λτιστήριο, είχε φέρει την καταστροφή λιαμς εΐχαν μαντέψει σωστά. Ό ’Άμ­ περσον είχε τραβήβει γιά τον Τάφο και τήν αθλιότητα σε χιλιάδες καθώς πρέπει άνθρώπους, γεμίζοντας τις δι­ τού Γκάλλορυ, όπως ένας ποντικός γιά τή φωλιά του. Είχε διαρρήξει τό κές του τσέπες. Ή συνείδησις του ήταν τόσο γε­ παραθυράκι τής εξώπορτας γιά νά μάτη από άπεχθεΐς καί εγκληματικές μπή μέσα στό κτήμα. πράξεις ώστε, όταν μυριζόταν έπέμ’Έτσι τώρα, χαμένος μέσα σέ μια βασι τής αστυνομίας, ό ’Άμπερσον μεγάλη πολυθρόνα τού Παλιού Πύρ­ ένστικτωδώς αναζητούσε καταφύγιο. γου του Χίλτον, ό ’Άμπερσον γέμιζε ΤΗταν από τούς άνθρώπους εκεί­ τό παχύ σώμα του μέ ούΐσκυ γιά νά καταπνίξη τούς φόβους του. νους πού έχουν πάντα έτοιμη τή βα­ Τό μεγάλο, παχύ πρόσωπό του, λίτσα τους κι* ένα εισιτήριο γιά τή Νότια Αμερική καί πού έχουν κατα­ συνήθως ροδαλό, ήταν τώρα κιτρινω­ θέσει μεγάλα ποσά σέ διάφορες τρά­ πό μέ άπειρες μικρές ρυτίδες. Κάθε φορά πού σάλευε, δυό ή τρία άπό πεζες του εξωτερικού. τά προγούλια του σάλευαν σάν Τήν ήμέρα εκείνη τά νεύρα τού πηχτή. ’Άμπερσον ήσαν κυριολεκτικώς κου­ Ό παραμικρός ήχος τόν έκανε νά ρελιασμένα από τά μυστηριώδη γεγο­ ανασκιρτά. Καί σ’ ένα μέρος σάν τόν νότα τής τελευταίας έβδομάδος, Τάφο? τού Γκάλλορυ, τή νύχτα καί Γιατί ό Νόρμαν Κόνκουεστ δέν εί­ μέ άρκετά δυνατό άνεμο, υπήρχε μιά χε πή ούτε τά μισά από αυτά στόν σημαντική ποικιλία ήχων. Γλυκό Ούΐλλιαμ. Δέν είχε κάνει μό­ νο μυστηριώδη τηλεφωνήματα, αλλά Μυστηριώδη τριξίματα στά μεγά­ λα δοκάρια πού στόλιζαν τό ταβάνι. εΐχε γράψει καί μυστηριώδη σημειώ­ Παράξενα σαλέματα στό βάθος των ματα καί είχε διασκεδάσει τοποθε­ τώντας μυστηριώδεις πινακίδες στήν μεγάλων ντουλαπιών. Σανίδες πού έτριζαν χωρίς λόγο, σάν νά περπα­ πόρτα τού ’Άμπερσον. τούσαν επάνω τους αόρατα κορμιά. Εξάλλου, μερικές άπό τις δου­ Οί συνηθισμένοι ήχοι ενός παλιού λειές τού ’Άμπερσον είχαν άποτύχει σπιτιού. Μά στόν Κλώντ ’Άμπερσον, μυστηριωδώς καί είχε χάσει άρκετά στή μοναξιά του, φαίνονταν κρότοι χρήματα. Αποτέλεσμα : πανικός στήν πρώτη τρόμου. Τό παληό σπίτι είχε άρχίσει νά έμφάνισι κινδύνου. τού δίνη στά νεύρα καί τά νεύρα Ό Κλώντ ’Άμπερσον ήταν τώρα του ήσαν κιόλας τσακισμένα, πριν καθισμένος, μόνος, στή μεγάλη βιβλιο­ πάη εκεί, Στήν άρχή, όσο κρατούσε θήκη τού Παλιού Πύργου τού Χίλτον. τό φώς τής ήμέρας, ό ’Άμπερσον έ«Η νύχτα ήταν προχωρημένη καί μαύ-

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45


κάνε μια βόλτα μέσα στό σπίτι καί ατό κτήμα καί συνέχαρη τόν εαυτό του για την εμπνευσί του να πάη έκεϊ. "Οταν όμως έπεσε ή νύχτα, τα πράγματα άλλαξαν κι’ ό ’Άμπερσον μετάνοιωσε πού είχε πάει στό κατα­ ραμένο εκείνο μέρος. Τό μόνο φως στή βιβλιοθήκη ήταν μια παλιά λάμπα πετρελαίου. Υπήρχαν σκοτει­ νοί ίσκιοι σέ κάθε γωνία. Δεν ήταν μέρος αυτό γιά έναν άνθρωπο μέ τσακισμένα νεύρα.

Αυτό δέν ήταν φυσικό. Υπήρχε κάτι αλλόκοτο καί μυστηριώδες σ’ αυτό. Καί ύπήρχε κάτι αλλόκοτο καί μυστηριώδες στήν καταστροφή τού Μάρτιμορ. Ό Μάρτιμορ είχε πέσει θύμα κάποιου αγνώστου εχθρού. Ό ’Άϊλς εΐχε πέσει θύμα κάποιου άγνώστου εχθρού. ,Καί μιά μυστηριώδης φωνή εΐχε μιλήσει άπό τό τηλέφωνο στόν ίδιο τόν ’Άμπερσον,.. Πάλι ό άγνωστος εχθρός ! ΗΤταν ή σειρά τού ’Άμπερσον τώρα; "Ηπιε κι’ άλλο ούΐσκυ καί οΐ σκέ­ ψεις γέμισαν περισσότερο άπό πα­ νικό. Ό Μάρτιμορ ήταν νεκρός... Ό Άϊλς ήταν νέκρός... Ό Σέρ Τζών Γκάλλορυ, έπειτα άπό τόσα χρόνια είχε αναθέσει στόν άγνωστο εχθρό νά έξοντώση τούς παλιούς έκβιαστάς του. Ό ’Άμπερσον ήταν μόνος τώρα. ^Ηταν απομονωμένος άπό τόν ύπόλοιπο κόσμο. ^Ηταν... * Ξαφνικά άνασκίρτησε βίαια καί κύτταξε γύρω μέ τά μάτια γουρλωμένα. Μιά ξαφνική πνοή εΐχε κάνει τή φλόγα τής λάμπας νά σαλέψη καί γιά μιά τρομερή στιγμή ό ’Άμπερ­ σον νόμισε πώς θά έσβηνε.

Κάτι σκυθρωπό καί φαντασματώδες του έσφιγγε τήν καρδιά. Καί ή σκέψις τού πανύψηλου τοίχου, άντί νά τόν παρηγορή, τόν τρομοκρατού­ σε τώρα. "Ενοιωθε σαν φυλακισμέ­ νος, σάν παγιδευμένος. "Ηθελε νά πάη νά πλαγιάση, μά φοβόταν. "Οταν έπεσε τό σκοτάδι, δοκίμασε νά βγή στό ίσκιερό παλιό χώλ. Μά οί ίσκιοι καί τό τεράστιο ανοιχτό στόμα τής σκοτεινής σκάλας τόν έστειλαν τρέχοντας πίσω στή βι­ βλιοθήκη. θά κοιμόταν εκεί, σέ μιά πολυθρόνα. Αύριο, θά κατέβαζε στή ν βιβλιοθήκη ένα κρεββάτι... Μά τό «αύριο» φαινόταν πολύ μακρυά. Εΐχε μιάν ολόκληρη νύχτα μπροστά του, μέ τά νεύρα τσακισμέ­ Σηκώθηκε βαρειά στά πόδια του να καί τή φαντασία άφηνιασμένη, καί κύτταξε γύρω. "Εψαξε μέ τήν άμέσα στό τεράστιο εκείνο, σκοτεινό νάσα κομμένη σέ κάθε γωνιά τού δω­ σπίτι μέ τούς παράξενους τρομακτι­ ματίου. Μά δέν τόλμησε νά βγή νά κούς θορύβους. κυττάξη στό χώλ. ’Έρριξε μόνο μιά Τό πιο αλλόκοτο και πιο τρομα­ ματιά προς τά εκεί, τραβήχτηκε πίσω κτικό ήταν ότι ό ’Άμπερσον δέν ή­ καί βλαστήμισε τόν εαυτό του πού ξερε κάν, γιατί είχε φύγει από τό άφηνε τή φαντασία του νά καλπάζη. σπίτι του καί εΐχε καταφύγει εκεί. Κάθησε πάλι στήν πολυθρόνα του Δέν ήξερε γιά ποιο από τά έγκλήμακαί άρχισε νά βλαστημά όχι μόνο τά του είχε πάει νά τόν συλλάβη ή τόν εαυτό του, άλλά καί τόν Σέρ αστυνομία. ?Ηταν μήπως γιά τόν θάνατο τού , Τζών Γκάλλορυ, τήν άστυνομία, τόν μυστηριώδη εχθρό πού τόν καταδίω­ Τζούλιους Μάρτιμορ ; κε, τόν "Αϊλς, τόν Μάρτιμορ... ολό­ Ό θάνατος τού Μάρτιμορ ήταν κληρη τήν ύφήλιο ! αναγκαίας. ’Άν τόν άφηνε νά ζήση, θά έφερνε τήν καταστροφή καί στούς Ή φλόγα τής λάμπας σάλεψε δυό, καί στον ’Άϊλς καί στον ’Άμ­ πάλι. περσον... Ό.ΆΪλς. Ό ’Άϊλς ήταν νε­ —"Α μ π ε ρ σ ο ν ! Ό ’Άμπερσον αναπήδησε καί ή κρός κι’ αυτός. Σύμφωνα μέ τήν αστυ­ καρδιά του χτύπησε σάν ύδραυλικό νομία είχε πεθάνει άπό φόβο.

46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


σφυρί. Ήταν ή φαντασία του βέ­ βαια, μά του είχε φανή πώς είχε α­ κούσει μια ψιθυριστή φωνή νά βγαίνη από τα σκοτάδια γύρω... μια α­ δύναμη, σφυριχτή φωνή, τόσο αδύ­ ναμη ώστε μέ δυσκολία θά μπορού­ σε νά τήν όνομάση κανείς ήχο. Κι* δμως είχε προφέρει τ’ όνομά του ! Κούνησε τό κεφάλι του βίαια. Ήταν άδύνατον αύτό. Δεν ύπήρχε ζωντανό πλάσμα μιλιά ολόγυρα.Δέν... —Κ λώντ ’ΆμπερσονΙ Τό ψιθύρισμα ακούστηκε πάλι ε­ ξίσου μυστηριώδες καί ασύλληπτο. —Τί είναι αυτό ; έκραξε ό Άμπερσον καί άνωρθώθηκε. Ποιος είναι έκεϊ; —Ξέχασες τή φωνή του φίλου σου Τζούλιους ; Μιά κραυγή ξέφυγε άπό τά χείλη του καί τρέκλισε τόσο απότομα ώστε σκόνταψε επάνω σέ μιά καρέκλα κι* έπεσε χάμω. Άνασηκώθηκε τρέμοντας ολόκληρος καί κυττάζοντας μέ γουρλωμένα μάτια τά σκοτάδια γύρω. Τίποτα... Ούτε ϊχνος παρουσίας ανθρώπου... Καί άπόλυτη σιγαλιά εκτός άπό τον άνεμο πού άναστέναζε έξω μέσα στή νύχτα.

ν' —Βλάκα!, φώναξε ό ’Άμπερσον προσπαθώντας νά πάρη θάρρος άπό τήν ίδια του τή φωνή. Κοντεύεις νά τρελλαθής 1 Σοϋ τό είπα πώς κινδυ­ νεύεις νά τρελλαθής! ΕΓναι μόνο ή φαντασία σου. Δέν υπάρχει τίποτα ε­ δώ. Δέν υπάρχει κανένας. Οί φωνές πού άκους βγαίνουν άπό τό ίδιο σου τό μυαλό. Καί ζήτησε παρηγοριά στο ού'ισκυ. — Είμαι νεκρός, ’Άμπερσον, μά ξαναγύρισα, είπε πάλι ή φωνή μέσα άπό τούς ίσκιους. Είμαι μέσα σ’ αύ­ τό τό δωμάτιο. Δέν άναγνωρίζεις τή φωνή μου; Ό ’Άμπερσον μέ τις φλέβες έξωγκωμένες στους κροτάφους του, σή­ κωσε τά χέρια του σάν γιά νά άποκρούση μιάν έπίθεσι. Άνοιγόκλεινε τό στόμα του φριχτά καί αθόρυβα καί κύτταζε σάν τρελλός στις μαύρες

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ πού θά σάς προσφέρη

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ στα επόμενα τεύχη της :

* Ή αυλή των νεκρών γυναικών.

I

* Δέν μπορούν νά μέ κρεμάσουν!

| * Πέντε κόκκινα χτυλα.

Ι

δά-

* Θά τραγουδώ στην κηδεία σου! I και Η

I I

0 ΘΑΙΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ I

γωνίες του δωματίου. Ήθελε νά φωνάξη, μά ό λαιμός του εΐχε παοαλύσει. Ή φωνή εκείνη... Δέν ήταν πια ψιθύρισμα, αλλά φω­ νή... ή φωνή του Τζούλιους Μάρτιμορ ! Καί ερχόταν άπό τόν άδειο αέ­ ρα ! Ήταν ή φωνή του Μάρτιμορ... Δέν χωρούσε καμμιά άμφψολία. Ό ’Άμπερσον τήν γνώριζε πολύ καλά... —Φαντασία!, φώναξε όταν οί μυ­ ώνες του λαιμού του ελευθερώθηκαν, ΕΓναι φαντασία. Είμαι κουρασμένος, χρειάζομαι ύπνο... χρειάζομαι ύπνο, ζεστασιά καί συντροφιά. Δέν... Τά λόγια του έσβησαν στό λαιμό του. Ή φαντασία τόν ξεγελούσε. Τόν ξεγελούσαν όμως καί τά μάτια του; Κάτι σάλευε στήν πιο σκοτεινή

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47


γωνία του δωματίου. Υπήρχε μια βαθειά άλκόβα εκεί, μισοκρυμμένη άπό κουρτίνες, ένα βαθούλωμα δπου ό Άμπερον δεν είχε τολμήσει να ψάξη. Καί κάτι σάλευε έκει μέσα. Δεν ήταν κάν μια μορφή. Τίποτα σαφές... Μόνο ένα άμυδρά άσπρουδερό σημάδι, λιγώτερο μαύρο άπό τό περιβάλλον. Καθώς όμως τά μάτια του Άμπερσον καρφώνοντάν επάνω του, τό πράγμα άρχισε νά παίρνη σχήμα... Μια μορφή άρχισε νά ύλοποιήται. Ό Κλώντ ’Άμπερσον είχε μαρμα­ ρώσει. Δεν άνάσαινε κάν. Σ’ δλη του τή ζωή ήταν ένας σκληρός, αδυσώ­ πητος υλιστής. Τά φαντάσματα τά έ­ βλεπαν οί μαμόθρεπτοι και οί νευρω­ τικοί. ’Άν, μιά βδομάδα πριν, έλεγε κανένας στόν Άμπερσον δτι θά τρό­ μαζε άπό ένα φάντασμα, θά ξεσποΰσε σέ γέλια...

Μά δεν είχε καμμιάν δρεξι γιά γέλια τώρα. Τό πράγμα εκείνο έπαιρ­ νε μορφή μπροστά στά μάτια του καί ήταν τρομαγμένος σάν νευρική μαθητριουλα. Καί τά τσακισμένα νεύρα του δεν τον βοηθούσαν καθόλου. —Με βλέπεις, ’Άμπερσον ; είπε ή φωνή τού Τζουλιους Μάρτιμορ. Έσύ με δολοφόνησες καί ήρθα πίσω γιά νά σέ κατηγορήσω. Ό θάνατός μου δεν ήταν όμορφος, ’Άμπερσον. Τό ύδροκυάνείο δεν- είναι όμορφο δηλη­ τήριο. Ό ’Άμπερσον ήταν έτοιμος νά λιποθημήση. Τό Πράγμα είχε πάρει τώ­ ρα τή σιλουέττα τού Μάρτιμορ I Ε­ κείνο όμως πού κρατούσε τό βλέμμα του σάν παγιδευμένο, ήταν τό πρό­ σωπο τού Πράγματος,· πού φαινόταν νά πλέη εκεί, στόν αέρα. Είχε τά χαρακτηριστικά τού Τζούλιους Μάρτιμορ, νεκρά, χλωμά καί ασάλευτα χαρακτηριστικά, εκτός άπό τά μάτια πού ήσαν μέ φριχτό τρόπο ζωντανά. Μιά κραυγή ξέφυγε άπό τά χείλη τού ’Άμπερσον καί τό παχύ του κορμί τρέκλισε πρός τά πίσω. — Μέ σκότωσες μέ διαβολικό τρό­

43 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πο, ’Άμπερσον. Μέ δολοφόνησες..,ύποκρινόμενος πώς ήθελες νά μέ βοηθήσης. Σκότωσες τόν παλιό φίλο σου! Αυτό ήταν πολύ πρόστυχα καί ταπει­ νό καί φριχτό, ’Άμπερσον ! Τό κάτω σαγόνι τού ’Άμπερσον σάλεψε φριχτά, μά γιά μερικές στι­ γμές δέν μπόρεσε νά μιλήση. —Γιά όνομα τού θεού, Μάρτιμορ, φύγε!, ψιθύρισε τέλος. Δέ σέ σκότω­ σα έγω 1 Ό Άϊλς ! Φοβόταν μήπως μιλήσης. Ό Άϊλς σέ σκότωσε... —Ψεύτη ! —Σου λέω πώς ήταν ό Άϊλς!, ξεφώνησε ό ’Άμπερσον αρπάζοντας τήν άκρη τού τραπεζιού γιά νά στηριχτή. ’Όχι... όχι! Στάσου εκεί πού είσαι ! Μήν έρχεσαι πιο κοντά ! Ή μορφή προχώρησε πρός τό μέ­ ρος του κι’ ό ’Άμπερσον ύποχώρησε ώσπου ή πλάτη του συνάντησε τόν τοίχο. —Πήγαινε πίσω στόν τάφο σου,Μάρτιμορ 1, έκραξε. Σού λέω πώς ό Άϊλς σέ σκότωσε... Καί τότε, μέσα άπό τούς ίσκιους καί τά σκοτάδια, βγήκε μιά άλλη φωνή κι’ ό ’Άμπερσον αναγνώρισε σ’ αυτή τή φωνή τού Ούάλλας Άϊλς ! * — Είσαι ένας καταραμένος ψεύτης, Άμπερσον, εΐπε ή φωνή τού Άϊλς. ηέρεις πολύ καλά ότι τό δηλητήριο ήταν δική σου ιδέα. ’Εσύ σκότωσες τόν φτωχό Μάρτιμορ, μολονότι, προσ­ πάθησα νά σ’ εμποδίσω. Τό άρνεΐσαι αύτό ;

—Ναι, ’Άμπερσον, πρόσθεσε ή φω­ νή τού Μάρτιμορ, άρνεΐσαι ότι μέ σκότωσες ; — Ναι...ναι!, γρύλλισε άγρια ό ’Άμ­ περσον. — Είσαι βλάκας... γιατί άπό δώ κι’ εμπρός θά σέ κυνηγώ κάθε νύχτα !, είπε ή φωνή τού Μάρτιμορ. Μόνο ή ομολογία σου θά σέ έλευθερώση άπό τό πνεύμα μου. Τό καταλαβαίνεις αύ­ τό, τρομαγμένο τσακάλι ; Ό ’Άμπερσον άφησε ξαφνικά ένα διαπεραστικό γέλιο, έναν ήχο άπό εκείνους πού εισχωρούν ως τό με-

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ


δουλι των οστών καί κάνουν τά μαλλιά να άνορθώνωνται. — Φύγε!, οϋρλιαξε ό τρομαγμένος άνθρωπος. Άφησέ με ! Καί τότε, εντελώς απροσδόκητα, φάνηκε νά ανακτά την αύτοκυριαρχία του καί τά χείλη του σφίχτηκαν. —Τί έχω πάθει απόψε; Φαντά­ σματα ! Δεν φοβούμαι τά φαντάσμα­ τα ! Τά φαντάσματα δεν πειράζουν ποτέ κανέναν. Ναι, Μάρτιμορ... εγώ σέ σκότωσα ! Δέν μπορείς νά μου κά­ νης τίποτα I Δέν εΐσαι παρά ένα πλασμα της φαντασίας μου ! ' Γέλασε πάλι, μά αυτή τη φορά όχι τόσο άνατριχιαστικά. — Τί μέ νοιάζει; φώναξε σαν τρελλός. Δέ φοβάμαι κανέναν από τούς δυό σας ! Σέ σκότωσα, Μάρτιμορ, γιατί ήσουν ένα προδοτικό γου­ ρούνι καί δέν σοϋ είχα καμμιάν εμ­ πιστοσύνη. Τώρα φύγε καί παράτα με ήσυχο! Σώπασε άνοιγοκλείνοντας τά μά­ τια του οδυνηρά. Χωρίς καμμιά προειδοποίησι, δυνατά φώτα φάνηκαν, διαπεραστικές φωτεινές δέσμες δυ­ νατών ηλεκτρικών φαναριών, σχεδόν από κάθε γωνία του δωματίου.

Τά φώτα συγκεντρώθηκαν επάνω στον Κλώντ ’Άμπερσον, θαμπώνοντάς τον μέ τη λάμψι τους. ’Άκουσε πόδια νά βαδίζουν βαρειά επάνω στο πάτωμα βιβλιοθήκης. Ένώ ακόμα ήταν μισοτυφλωμένος άπό τή λάμψι τών φαναριών, ένα δυνατό χέρι τόν έπιασε άπό τό μπράτσο. —Σάς συλλαμβάνω, Κλώντ ’Άμ­ περσον, ως εκ προμελέτης δολοφόνο του Τζούλιους Μάρτιμορ, είπε μια τραχεία φωνή. Άν θέλετε τή συμβου­ λή μου, θά συμβουλευθήτε έναν δ>κηγόρο πριν πήτε τίποτα. Ό ’Άμπερσον χρειάστηκε ένα ο­ λόκληρο λεπτό για νά συνέλθη, μά καί τότε έμοιαζε μέ παγιδευμένο πον­

ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ

τικό—μολονότι σπάνια ένας ποντικός μπορεί νά γίνη τόσο παχύς οσο ό Κλώντ Άμπερσσν. —Κόλπο, έ ; γρύλλισε μέ τά μά­ τια γεμάτα κατανόησι καί μίσος, θεέ μου I Καί τήν έπαθα ! Έπρεπε να καταλάβω... — Όλοι οί τρόποι είναι εντάξει ό­ ταν πρόκειται να άποσπάση κανείς μιάν ομολογία άπό έναν δολοφόνο !, είπε ό σωματώδης άντρας πού κρα­ τούσε τόν ’Άμπερσον άπό τό μπρά­ τσο. ΕΤμαι ό Επιθεωρητής Ούΐλλιαμς τής Σκότλαντ Γυάρντ. Μά μέ γνωρί­ ζετε, ’Άμπερσον, έ; Συναντηθήκαμε κΓ άλλοτε. Είναι καθήκον μου νά σάς προειδοποιήσω ότι κάθετι πού θά πήτε θά χρησιμοποιηθή εναντίον σας... Μά ό ’Άμπερσον δέν τόν άκουγε. Κύτταζε έναν άπό τούς άνθρώπους, πού είχαν γεμίσει τή βιβλιοθήκη, έ­ ναν ύψηλόσωμο, άθλητικό άντρα, πού άπήλλασσε τόν εαυτό του άπό τούλια δεκάδων μέτρων πού τόν τύλιγαν. Στο χέρι του κρατούσε μιά μάσκα, πού έμοιαζε πολύ μέ τά. χαρακτηρι­ στικά τού Τζούλιους Μάρτιμορ. — Σπουδαία δουλειά, Μπίλ, είπε ό Νόρμαν Κόνκουεστ πλησιάζοντας. Γιά μιά στιγμή φοβήθηκα πώς ό φίλος μας δέ θά κατέρρεε, μά ή συνείδησίς του ήταν πολύ βαρυφορτωμένη καί δέν μπόρεσε ν’ άνθέξη. ’Άμπερσον, μπορώ νά συστηθώ; Κόνκουεστ εί­ ναι τό όνομα. Πράκτωρ τού Σέρ Τζών Γκάλλορυ γιά σένα... —Κόνκουεστ!, ξεφώνησε ό ’Άμ­ περσον. Όχι... όχι ό Νόρμαν Κόν­ κουεστ ; —Μέ χαρά βλέπω τήν ξαφνική αύτή έκφρασι φόβου στα γουρουνίσια ματάκια σου, είπε ό Νόρμαν εύθυμα. Αύτή τήν έκφρασι μοΰ άρέσει νά βλέπω στά μάτια τών βδελυρών δο­ λοφόνων σαν εσένα. Εξάλλου, κολα­ κεύει τή ματαιοδοξία μου αυτό. Εί­ ναι πάντα όμορφο νά ξέρω πώς τό όνομα τού Νόρμαν Κόνκουεστ εμ­ πνέει τόν τρόμο στά σκουλίκια τού είδους σου !

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49


Πέντε λεπτά αργότερα, ό Κλώντ Άμπερσον έβγαινε από τόν Παλιό Πύργο του Χίλτον συνοδευύμενος άπό τόν Λοχία Ντέτεκτιβ Ντάβιντσον και δυό αστυφύλακες με στολή. 'Ένα περιπολικό αστυνομικό αυτοκίνητο περίμενε έξω. —Πρέπει νά παραδεχτώ, Κόνκουεστ, είπε ό Γλυκός Ούΐλλιαμ,' πώς παράστησες περίφημα τό φάντασμα. Φοβόμουν μήπως ό Κλώντ ’Άμπερ­ σον καταλάβαινε τό κόλπο άπό τήν πρώτη στιγμή. —Αυτό δείχνει δτι δεν ξέρεις πό­ σο είχα τσακίσει τά νεύρα τοϋ άνθρώπου στο διάστημα των τελευταίων ήμερων, απάντησε ό Νόρμαν ρίχνον­ τας μιά ματιά στο ρολόι του. "Επρε­ πε νά είχαν φτάσει... —Ποιοι; —Δε σου τόπα; Περιμένω τόν Σερ Τζών Γκάλλορυ άπό στιγμή σε στιγμή. Του τηλεγράφησαν στήν Ελ­ βετία κΓ έστειλα τήν Τζόϋ στό άεροδρόμιο νά τόν παραλάβη καί νά τόν φέρη αμέσως εδώ. Εΐναι πιά καιρός ν’ άρχίση νά γκρεμίζη τό Μέγα Τείχος. Εξάλλου, έχουμε μιά μικρή προσωπική υπόθεσι νά κανονί­ σουμε... , —Χρήματα έ ; γρύλλισε ό Επιθε­ ωρητής. Διάβολε ! Δεν μπορώ νά κα­ ταλάβω πώς τά καταφέρνεις, Κόνκουεστ! Λίγες έβδομάδες δουλειά με πτώματα ολόγυρα και βγαίνεις ΣΤΟ

στόν άφρό με τις τσέπες γεμάτες λεφτά καί δεν μου δίνεις κάν τήν εύκαιρία νά σέ αρπάξω άπό τόν για­ κά καί νά σέ κλείσωμέσα 1... Μισή,ώρα άργότερα, τό αυτοκίνητο του Νόρμαν, με τόν Εύθυμο Ρόμπιν Χούντ καί τήν Τζόϋ, ξεκινοϋσε άπό τόν Τάφο τοϋ Γκάλλορυ. —Πενήντα χιλιάδες λίρες !, μουρ­ μούρισε ό Νόρμαν. Είναι τά πρώτα χρήματα πού κέρδισα με πραγματική δουλειά στά τελευταία πέντε χρόνια... —Άγγελέ μου..., άρχισε ή Τζόϋ μέ μιά φωνή πού ό Νόρμαν γνώριζε πολύ καλά. —’Έ ; έκανε αυτός καχύποπτα. — Δεν τά χρειάζεσαι αύτά τά χρή­ ματα, άγγελέ μου... —’Έ ; Δεν τά χρειάζομαι ; — Γιατί νά μήν τά έπενδύσης στό κτήμα τοϋ κ. Κέρκλαντ στό Μάλλαμπυ ’Έγτ ; ρώτησε ή Τζόϋ γλυκά. Ή Ντιάνα μου είπε πώς ό πατέρας της είχε μεγάλα σχέδια γιά τήν άνάπτυξι τοϋ κτήματος, άγγελέ μου. —Εντάξει, Γλυκομάτα, κέρδισες, εΐπε ό Νόρμαν καγχάζοντας. Τί εί­ ναι αύτή ή φαγούρα πού νοιώθω στους ώμους μου ; —Τό μπράτσο μου, άγγελέ μου. — Ά, ώραΐα. Νόμισα γιά μια στιγμή πώς είχαν αρχίσει νά φυτρώ­ νουν τά... φτερά τοϋ άγγέλου σου I ΤΕΛΟΣ

ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

Μιά ύπερδυναμική περιπέτεια, γεμάτη, δράσι, πλοκή, μυστήριο καί γοργότητα :

ΤΟ 13° ΜΑΤΙ 'Η Διεύθυνσις τών

Εκδόσεων «Ή Νυχτερίδα» εύχεται στους άναγνώστας της ^ -—

ΚΑΛΑ

λ-χ.ΛαΒΓΤ— μ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς, Λεωφ. Θησέως 323 —= Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρήστος Καρύδης, Δαφνομήλη 36 — —




}

Λ/Ρ§

ν

Χ&λ'-

4'

ΛΡ

.

<·

ινΑιΟ«''1




,*

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ υπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ υπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ υπό Στήλ Γου'ίντ. Τά παρελθόντα τεύχη πωλουνται εις τά Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΛΟΓΙΑ Επιτέλους ! Έφτασε ή ώρα της μεγάλης έξορμήσεως. Άπό τό επόμενο τεύχος, τά εβδομαδιαία βιβλία μας αυξά­ νουν τις σελίδες τους σέ 84 I Έτσι ικανοποιούνται οί επιθυμίες χιλιάδων αναγνωστών μας, πού μέ γράμματά τους μάς ζήτησαν να αύξήσωμε τις σελίδες μας, έστω καί μέ μιά\/ έπιβάρυνσι τής τιμής. Τά βιβλία μας αυξάνονται, μέ την προσθήκη 32 σελίδων άπό ένα άριστουρνηυατικό άνάγνωσμα τοϋ διασήμου συγγραφέως Τζώστον Μάκ Κώλλεϋ, πού έχει τον τίτλο : «Ο ΘΑΝΑ­ ΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ». Ή τιμή όμφς των εβδομαδιαίων βιβλίων μας παραμένει Η ΙΔΙΑ 1, Οί εκδόσεις μας, παρά την αϋξησι των σελίδων, θά εξακολουθούν νά πωλούνται προς δραχμάς 2.000 μόνον !

>

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΝΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΠΤΕΤΕΚΤΙΒ ΜΕΤΒΒΒΑΛΕΤΗΙ ΣΕ... ΜΕΚΡΟΘΗΦΤΗ ! "Ολοι οί πελάτες μου είναι, στην αρχή, απλές σιλουέττες επάνω στό θαμπό τζάμι τής πόρτας του γρα­ φείου μου. Στέκονται εκεί έξω, στον διάδρο­ μο, διαβάζοντας την έπιγραφή με τά χρυσά γράμματα — Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ, Ιδιωτικός Ντέτεκτιβ —καί εύχονται στό θεό νά είναι αύτό πού ζητούν. Ή σιλουέττα πού ή Βίβιαν Λεντέλ έρριξε επάνω στό θαμπό τζάμι μου— δεν ήξερα τό όνομά της τότε —ήταν κάτι πού θάπρεπε νά άποτυπωθή σε κάρτ-ποστάλ γιά ερωτευμένους. "Οταν όμως ή Βίβιαν Λεντέλ μπή­ κε στό γραφείο, είδα ότι ή σιλουέττα δεν είχε πή ούτε τή μισή ιστορία. Φορούσε πράσινα παντελόνια μέ

χρυσή ζώνη, χρυσά σανδάλια καί ά σπρη μπλούζα. Πλησίασε στό γραφείο μου μέ άρ γά μεγάλα βήματα καί μέ μελέτησε μέ τις γωνιές των πράσινων ματιών της. Δέν είπε τίποτα, ϊσως γιατί δά­ γκωνε τά μάγουλά της άπό τό μέσα μέρος. Αύτό έκανε τό όμορφο πρό­ σωπό της πιο πικάντικο, μά—φυσικά— τήν εμπόδιζε νά μιλή. * Ή πρωτοβουλία άπέμαινε λοιπόν σέ μένα. Τής έδειξα μιά πολυθρόνα καί είπα : $ —Γιατί δέν κάθεστε; Αυτή μόρφασε κΓ έπαψε νά δαγκώνη τά μάγουλά της, ίσια—ίσια γιά νά πή : —Δέν φαίνεστε όπως σάς φαντα­ ζόμουν. Νόμιζα πώς οί ιδιωτικοί ντέτεκτιβς είναι λαδερά άνθρωπάκια μέ φαγωμένο κολλάρο καί άκοπα μαλ­ λιά. Φαίνεται πώς βγάζετε αρκετά, ε ; Τό ύφος της μέ πείραξε. —Κάτι γίνεται. Πώς τά πάτε ε­ σείς, μπέμπα; „


,^^^,υτή χώρισε τά χείλη της κι* έδειξε τά δόντια της, χωρίς όμως μ* αυτό να χαμογελάση. — Πρόστυχοι τρόποι καί μάγκικο ύφος, είπε. Φαίνεται πώς αυτό τρα­ βάει ώρισμένη κατηγορία πελατών, έ ; — Κάθε είδους πελάτες μπαίνουν εδώ, εΐπα. "Ολοι όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. "Αλλοι κλαϊνε μέ τό κεφάλι άκουμπημένο στον ώμο μου κι* άλλοι μου μιλούν από­ τομα για να δείξουν πώς είναι ζόρικοι. Μά ξέρω τί τούς τρώει καί τούς μέν καί τούς δε. Είναι όλοι τρομαγ­ μένοι από κάτι. Τά δόντια της σφίχτηκαν καί τά πράσινα μάτια της άστραψαν παρά­ ξενα. "Έψαξε μέσα στην τσάντα της κι* έβγαλε ένα τσιγάρο. Την άφησα νά τό άνάψη μόνη της γιά νά έχη νά κάνη κάτι. Αυτή μόρφασε καί τίναξε ένα συννεφάκι καπνού στο πρόσωπό μου. "Επειτα χαμογέλασε. —"Ωστε είμαι τρομαγμένη, ε ; Πο­ λύ παρατηρητικός, κ. Κάρμοντυ. "Αν... Καί τότε έκανε κάτι άπροσδόκητο. "Αρπαξε άπό ένα τραπεζάκι δίπλα της ένα βαρύ γυάλινο τασάκι καί... μοϋ τό πέταξε ολόισια στο κεφάλι I Έγώ πρόλαβα καί σήκωσα τό χέρι, άρπάζοντάς το στον αέρα. Γιά μιά στιγμή, έμεινα άκίνητος μέ τό χέρι ύψωμένο, μέ μιάν έντονη επιθυ­ μία νά τής τό πετάξω πίσω καί νά στραπατσάρω τό όμορφο μουτράκι της. "Επειτα, χαμήλωσα τό τασάκι ε­ πάνω στό γραφείο, χαμογέλασα γλυ­ κά καί είπα : — "Αν επιμένετε νά παίξουμε βόλλεϋ-μπώλ, μπέμπα, μπορούμε νά πά­ με σέ κανένα γήπεδο. Αυτή δέν είχε πάψει νά χαμο­ γελά. — Τό έκανα αυτό, είπε άθώα, γιά νά δώ πόσο γρήγορος είστε στις άντιδράσεις σας. Φοβήθηκα μήπως ό Τβάν ετχε κάνει σφάλμα μισθώνοντάς σας. —Τώρα όλα γίνονται καθαρά σάν τό εσωτερικό μιάς καμινάδας, μουρ­ μούρισα. Κανένας Ίβάν δέν μ’ έχει μισθώσει ποτέ. Τό κεφάλι της έγειρε άργά πρός 6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τά πίσω, σάμπως ό λαιμός της νά μήν ήταν πιά άρκετά δυνατός γιά νά τό ύποστηρίξη. Τά μάτια της δέν ά­ φησαν ούτε στιγμή τό πρόσωπό μου. Ε*ϋΐχε χάσει κάθε ενδιαφέρον γιά τό τσιγάρο της. ν —-Ό Ίβάν Κάστλ, είπε μέ τά χείλη σφιγμένα. Δέν σάς τηλεφώνησε ; Χτές τό άπόγεμα ; "Εσπρωξα τό τασάκι πρός τό τσι­ γάρο της. —Κανένας δέ μού τηλεφώνησε χτές. "Ελειπα όλη μέρα. — "Ω, τότε εξηγούνται όλα... Φάνηκε πολύ ανακουφισμένη. "Ε­ ψαξε στήν τσάντα της πάλι κι* έβγα­ λε ένα χαρτονόμισμα τών εκατό δολλαρίων. Είχα δη στή ζωή μου μερικά κατοστάρικα κι5 έτσι τό γνώρισα άμέσως. —Σάς μισθώνω, εΐπε. Άκούμπησε τό κατοστάρικο επά­ νω στό γραφείο,μά έγώ δέν τό άγγιξα. —Τί περιμένετε ν’ άγοράσετε μ’ αυτό ; ρώτησα. — ’Όχι έγώ, είπε αυτή. Ό * Ίβάν Κάστλ. Μου τό έδωσε χτές. ΜοΟ είπε πώς θά σάς τηλεφωνούσε. "Εμεινα σιωπηλός. "Εξω, ό κινη­ τήρας ένός άεροπλάνου γάζωνε τήν ατμόσφαιρα μέ τό θόρυβό του. Τό κορίτσι πήγε στό παράθυρο σάν γιά νά κυττάξη. Μάν δέν κύτταξε έπάνω, στόν ουρανό, άλλά κάτω, πρός τόν δρόμο. ’Έμεινε πολλήν ώρα έκεϊ, μολο­ νότι δέν ήξερα νά υπήρχε έκεί τίποτα τό ένδιαφέρον. Τέλος, εΐπε μέ τό πρόσωπο στραμ­ μένο πάντα πρός τά έξω : — Ό Ίβάν έφυγε γιά τή Χαβάη χτές τή νύχτα μέ τό Κλίπερ άπό τό Σάν Φραντσίσκο. —Τυχερέ Ίβάν, εΐπα. — ΤΗταν έντελώς άπροσδόκητο. "Αφησε πίσω μερικές άτελείωτες δου­ λειές. Μικροπράγματα, μά κάποιος πρέπει νά τις τελειώση. —Δέν έχει ό Ίβάν φίλους πού νά τόν βοηθήσουν ; Αυτή γύρισε τό προφίλ της έτσι πού μπορούσα νά βλέπω τό μισό χα­ μόγελό της.

ΤΟ 13ο


•—"Ισως προτίμησε νά μή μάθουν οί φίλοι του δλες τις υποθέσεις του. Μια άπό τις υποθέσεις αυτές είναι νά μέ συνοδεύσετε σ’ ένα πάρτυ α­ πόψε. Σφύριξα μέσα μου. Τό πράγμα άρχιζε νά γίνεται ενδιαφέρον. — Επίσης είναι μερικά βιβλία πού πρέπει νά έπιστραφοϋν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Καί κάτι άλλο πού ται­ ριάζει περισσότερο στις αρχές σας καί στα ταλέντα σας. —Μπορώ νά άναλάβω, είπα, άν δεν πρόκειται γιά κάτι τραχύ. Άπεχθάνομαι τις βιαιότητες, ξέρετε. —Έχω έναν κατάλογο εδώ,, είπε αυτή βγάζοντας έναν φάκελλο. Δεν θά δυσκολευθήτε νά κερδίσετε τά ε­ κατό δολλάρια. 2Βηκώθηκα καί πή­ γα κοντά της γιά νά πάρω τό φά­ κελλο. Δεν τό έκανα αυτό άπό ευγέ­ νεια. ’Ήθελα άπλώς νά ρίξω μιά μα­ τιά στό δρόμο γιάνάδώ τί τραβούσε έκεϊ τήν προσοχή της. Τό κεφάλι της βρέθηκε στό ύψος τής μύτης μου καί άνάσανα βαθειά τό άρωμα τών σκουροκάστανων μαλ­ λιών της. Μέ ζάλισε σάν νά ήπια ξαφνικά ενα μεγάλο ποτήρι ούΐσκυ. Δέν είδα τίποτα ενδιαφέρον έξω. Ή γωνιά του δρόμου, τρία πατώμα­ τα κάτω, φαινόταν ή ϊδια όπως πάν­ τα. Αύτοκίνητα, άνθρωποι. —Κυττάξτε αυτό I, εΐπε. Δέν είναι τρομερό ; -Τί; —Εκείνος ό μπάγκος άναμονής τών λεωφορείων. Δέ μου φάνηκε καθόλου τρομερός ό μπάγκος. Στό Χόλλυγουντ υπάρχει ένας σέ κάθε γωνιά. Είναι πράσινοι μέ πέτρινα πόδια κι* έχουν διαφημί­ σεις γραμμένες στή ράχη τους. Τό κορίτσι διάβασε : « Γραφείον Κηδειών Σπρίγγερ. Εκλεκτά ί κ ηδεϊαι μέ λογικάς τι­ μάς. Έπισκεφθήτε μας σέ περίπτωσι άνάγκης.» Ή διεύθυνσις ήταν σέ μιά γωνιά τής διαφημίσεως, μά ένας άνθρωπάκος μέ ασπρόμαυρο σπόρ πουκάμισο

ΜΑΤί

ήταν καθισμένος εκεί καί τήν σκ£ παζε. —Αυτό είναι άπρεπές !, συνέχισε τό κορίτσι βίαια. Σχεδόν προσπαθούν νά σέ πείσουν νά πεθάνης ί Ένα μεγάλο κόκκινο λεωφορείο σταμάτησε ανάμεσα σ’ εμάς καί στον μπάγκο γιά μιά στιγμή. "Οταν έφυγε, ό άνθρωπάκος μέ τό σπόρ πουκάμισο εξακολουθούσε νά κάθεται εκεί. —θέλετε τά εκατό δολλάρια, κ. Κάρμοντυ ; Ρούφηξα πάλ^ τό άρωμά της. —Τί έχω νά χάσω ; Γύρισε καί άκούμπησε τό φάκελλο στό χέρι μου. Χαμογέλασε καί δά­ γκωσε πάλι τά μάγουλά της. — "Ολες οί οδηγίες είναι εκεί, εί­ πε κοφτά. Μά πρέπει νά βιαστήτε άν θέλετε νά προλάβετε τήν πρώτη πα­ ραγγελία. Πρέπει νά πάτε στό γρα­ φείο Κηδειών Σπρίγγερ σέ μιάν ώρα. θά κάνετε τον νεκροθάπτη εκεί, μι­ κρέ, καί θά βρίσκεστε στό στοιχείο σας I Γλύστρησε πρός τήν πόρτα, πριν προλάβω νά συνέλθω καί νά ρωτήσω τό δνομα του πεθαμένου. — Ό άριθμός τηλεφώνου μου θά εΐναι σ’ αυτόν τόν κατάλογο, είπε. Τηλεφωνήστε μου στις έξη καί θά σάς πώ άν θέλω νά πάμε σ’ εκείνο τό πάρτυ. Βγήκε άπό τήν πόρτα μέ δυό γορ­ γές κινήσεις. ' Η επιστολή τού Τβάν έλεγε άκριβώς αυτά πού μου εί­ χε πή τό κορίτσι. Μισή ντουζίνα μικροπαραγγελίες, άπό εκείνες πού κά­ θε άνθρωπος μπορεί ν’ άφήση πίσω του, φεύγοντας ξαφνικά. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν καί μιά άντιπροσώπευσις του Ίβάν, ώς τιμη­ τικού νέκροφορέως, στην κηδεία κά­ ποιου πού δέν άνεφέρετο τό όνομά του. Σέ μιάν ώρα έπρεπε νά ήμουν στό Γραφείο Κηδειών^ Σπρίγγερ. Ή τελευταία παραγγελία έλεγε : «θά πάτε τή Βίβιαν Λεντέλ' στό πάρτυ τού Λίβυ». "Εβαλα τόν κατάλογο στήν τσέπη μου καί κατέβηκα κάτω. Διέσχισα τό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 7


δρόμο καί πλησίασα στόν μπάγκο. 'Ένα άλλο λεωφορείο εΐχε περάσει, μά ό άνθρωπάκος ήταν πάντα καθι­ σμένος στή θέσι του. Τά ρούχα του ήσαν σπόρ καί έ­ βλεπε κανείς εύκολα πώς ήσαν ντό­ πια. 7Ησαν όμως τόσο καινούργια, ώστε θάλεγε κανείς πώς κρέμονταν ακόμα επάνω τους οί καρτελίτσες μέ τις τιμές. Σήκωσε τό κεφάλι του πρός τό μέρος μου καί τά μάτια του ήσαν χλωμά σάν όνειρο γεροντοκόρης. Είπα : —Φίλε, μπορείς νά κάνης δυο σπι­ θαμές πιο πέρα ; Αυτός έδειξε μέ τον κοκκαλιάρικο ώμο του πρός τον άδειο μπάγκο. —Διάλεξε καί πάρε, φίλε, άπάντησε. — Δυστυχώς δέν μπορώ νά μείνω, είπα, θέλω μόνο νά δώ επάνω σέ τί εΐσαι καθισμένος. —Επάνω στόν πισινό του παντε­ λονιού μου, είπε. Δέν είναι αρκετό αυτό, φίλε ; * —Εΐμαι συλλέκτης διαφημίσεων μπάγκων, θέλω νά δώ τί είναι γραμ­ μένο στή ράχη του μπάγκου. Ό άνθρωπάκος δέν έδειξε έκπληξι ή δυσφορία. Δέν άνοιγόκλεισε κάν τά μάτια του. — Γραφεϊον Κηδειών Σπρίγγερ, είπε. Γ'ουέστ Ούάσιγκτων Μπουλβάρ, κοντά στό Βέρμοντ. Πάρε τό λεωφο­ ρείο μέ τό γράμμα Β. —Ευχαριστώ, φίλε, είπαν Εΐσαι υ­ ποχρεωτικός. — Παρακαλώ, φίλε, άπάντησε. Τό Γραφείο Κηδει­ ών Σπρίγγερ ήταν ένα τετράγωνο κτί­ ριο από κόκκινα τούβλα. *Ένας απαλός, μαυροφορεμένος άντρας μού άνοιξε τήν πόρτα. —Είστε συγγενής ; Ή φωνή του φαινόταν σάν νά ερ­ χόταν από κάπου αλλού. Εΐχα *τήν έντύπωσι πώς ήταν ένας όχι πολύ καλός εγγαστρίμυθος. Τού είπα πώς ήμουν τιμητικός νεκροφορεύς καί ύποκλίθηκε σάμπως ό λαιμός του νά ήταν φτιαγμένος από ξύλο.

8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Αργήσατε λίγο. Οί φίλοι άποτίουν φόρο τιμής στήν Αίθουσα τής Αίωνιότητος. —Τότε θά ανεβώ κι’ εγώ, είπα. Ή μικρή εκείνη φωνή, πού οί γυ­ ναίκες ονομάζουν διαίσθησι, μέ πλη­ ροφόρησε ότι ό νεκρός δέν ήταν ένας τυχαίος θνητός, Πήγα στήν Αίθουσα τής Αίωνιό­ τητος καί έρριξα μιά ματιά στό φέ­ ρετρο..^ Οί εφημερίδες τόν έλεγαν πάντα «Σπόρτσμαν τού Χόλλυγουντ», πρά­ γμα πού σημαίνει ότι ήταν ένας άπό τούς βασιλιάδες τών χαρτοπαιγνίων. Είχε πολλούς φίλους στή βιομηχανία τού κινηματογράφου, μολονότι κανέ­ νας τούς δέν είχε τολμήσει νά παραστή στήν κηδεία του, για νά άποφύγη τήν κακή δημοσιότητα. Εΐχαν ό­ μως στείλει αρκετά λουλούδια γιά νά αρωματίσουν τό δρόμο του πρός τόν άλλο κόσμο. Είχε χρησιμοποιήσει τό όνομα Τζόε Κοντέντ, μά όλοι ήξεραν πώς ήταν πλαστό. Ακόμα καί μέσα στό φέρετρό του ήταν όμορφος καί ελκυστικός. Ευτυ­ χώς ό άγνωστος πού τού είχε ανοί­ ξει έξη κουμπότρυπες μ’ ένα άστυνομικό περίστροφο τών 0.38, είχε φρον­ τίσει νά σημαδέψη στό στομάχι. Βέβαια, στό στομάχι ή στό κεφά­ λι, πεθαίνεις τό ίδιο, μά ήταν ευγε­ νικό έκ μέρους του δολοφόνου πού άπέφυγε νά χαλάση τά χαρακτηρι­ στικά του. άστυνομία είχε άποδόσει τήν δολοφονία του σέ έκδίκησι αντιπάλων συμμοριών. ■ ’Άν αυτό ήταν σωστό, τότε πέρα­ σα. τις επόμενες δυό ώρες μαζί μέ τόν δολοφόνο τού Γζόε Κοντ^τ, γιατί οί άλλοι τιμητικοί νεκροφορείς ήσαν οί πέντε μεγαλύτεροι γκάγκστερς τού Χόλλυγουντ ! Οί φωτογραφίες τους είχαν δημοσιευτή αρκετά συχνά στις εφημερί­ δες, ώστε νά τούς ξέρω, μολονότι δέν θυμόμουν τά όνόματά τους. Αναγνώρισα πάντως έναν, τόν Σίντ Μάραμπλ, καί ένοιωσα κάτι κρύο νά μού γαργαλάη τό στομάχι·

ΤΟ 13ο


Ήταν ό πιό μεγάλος απ’ όλους. Ό Σίντ Μάραμπλ ήταν καινούρ­ γιος στό Λός "Αντζελες. Είχε κανο­ νικό ανάστημα, δυνατούς μυώνες, τέλεια δόντια καί ρόδινο κρανίο πού φαινόταν άνάμεσα στά μαύρα μαλ­ λιά του. Δέν δοκίμασε νά συστηθή καί τό ίδιο έκαναν κι* οί άλλοι. "Εμεινα κι* εγώ σιωπηλός καί μέ επίσημο ύφος. Μέ νεκρική σιωπή κατεβάσαμε τά λείψανα τού Τζόε Κοντέντ στή νεκρο­ φόρα. "Επειτα μπήκαμε στό μεγάλο, μαύρο αύτοκίνητο καί κυλήσαμε πρός τό Νεκροταφείο -Τζίλεαντ. Ήταν ένα όμορφο μέρος περιστοι­ χισμένο άπό φοινικόδεντρα, μέ κορυ­ φές πού θύμιζαν φτερά ξεσκονίσματος καί λεπτούς λυγερούς κορμούς. 5 Αρπάξαμε τις ασημένιες λαβές τού φέρετρου καί μεταφέραμε τον Τζόε Κοντέντ στόν τελευταίο τόπο άναπαύσεώς του, "Ενας παπάς διάβασε τή Βίβλο καί εΐπε μιά προσευχή. Φαινόταν λι­ γάκι στενοχωρημένος γιατί δέν μπο­ ρούσε νά βρή τίποτα καλό γιά νά βγάλή έναν μικρό λόγο γιά τον μα­ καρίτη. "Αλλωστε κανένας δέν φαινόταν νά συμπαθή τον Τζόε Κοντέντ. Κα­ θώς κατεβαίναμε πάλι τήν πλαγιά μέ άδεια χέρια, δέν ύπήρχε ούτε ένα ύγρό μάτι σ’ ολόκληρη τή συντροφιά. Μά τώρα είχα φίλους. Είχα, φαί­ νεται, αποκτήσει ξαφνικά τη συμπά­ θεια όλων, γιατί τά παιδιά μέ διπλά­ ρωσαν σιγά-σιγά κι’ ό Σίντ Μάραμπλ είπε : — "Αλλαξες, Ίβάν. Φαίνεσαι καλά, μά είσαι κάπως διαφορετικός. "Ισως φορείς... χοντρές σόλες γιά νά φαίνε­ σαι πιό ψηλός. Δέν είν’ έτσι, Ίβάν ; —Φίλοι, φαίνεται πώς υπάρχει κά­ ποιο ελαφρό λάθος, είπα. —Παραλίγο νά μη σέ γνωρίσω, Ίβάν. ^Ι^αίνεται πώς ό Μάραμπλ είχό χυμό λεμονιού αντί γιά σάλιο. Ή φωνή του ήταν κοφτε­ ρή Λα λεπτή καί άγλυκη. Είπε : — Μά είπα στόν εαυτό μου : Ό Ίβάν είναι ό άρχινεκροφορεύς. Δέν

ΜΑΤΙ

μπορεί νά λείψη άπό τήν κηδεία τού φτωχού Τζόε. Επομένως, νάτος ό Ίβάν. —Τιμή μου, μουρμούρισα εγώ. Μά δέν είμαι ό Ίβάν, τζέντλεμεν. "Ενας ύψηλόσωμος άντρας είπε. — Ποιός είσαι, φίλε; Χάρισέ μας τό όνομά σου.

"Εβγαλα τήν ταυτότητά μου καί τού τήν έδειξα. Ό ύψηλόσωμος άν­ τρας έρριξε μιά ματιά, έφτυσε επάνω στό καλοδιατηρημένο νοασίδι κι’ έ­ δωσε τήν ταυτότητα στον Μάραμπλ. —Πληρωμένος κατάσκοπος, είπε αύτός ξυνά. —Είναι ένα επάγγελμα κι’ αυτό, είπα. — Αλήθεια; ρώτησε ό Μάραμπλ. Πού είναι ό Ίβάν Κάστλ, Κάρμοντυ ; Άνασήκωσα τούς ώμους μου. Ήσαν άπό τούς τύπους πού δέν έπρόκειτο νά πιστέψουν ο,τι κι’ άν τούς έλεγα, θά μπορούσα νά τούς πω ότι ό Ίβάν ήταν στή Χαβάη ή θά μπορούσα νά τούς πω ότι ό Ίβάν βρισκόταν στά Ίμαλάϊα. θά ήταν τό ίδιο γι’ αύτούς. "Ετσι κράτησα τό σακκάκι μου κουμπωμένο. Ό Μάραμπλ κύτταξε πρός τις πλα­ γιές τού νεκροταφείου, όπου ένας ά­ νεμος σάλευε γεμάτος σεβασμό τά φοινικόδεντρα. — "Ομορφο μέρος, είπε βάζοντας

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 9


φαντάζει σπουδαία στά εικονογρα­ λίγη ζάχαρη στο ξυνό σάλιο του. Μά φημένα περιοδικά, μά όχι εξίσου δέν θά ήθελες νά περάσης πολύν και­ σπουδαία στις στήλες θανάτων των ρό εδώ, ε ; Σκέψου το καλά αυτό και εφημερίδων. θά καταλάβης. Μιά μόνο σκέψι αφή­ νω κοντά σου : Μη δυσκολέψης τους — "Ησουν ό έβδομος νεκροφορεύς φίλους του Ίβάν να τον βρουν. ’Άν , σήμερα, φίλε, είπε ό ύψηλόσωμος αύτός θέλη νά είναι αντικοινωνικός, άντρας. Αύτό είναι γρουσουζιά. "Ο­ αύτό είναι δικό του ζήτημα. Έσύ μά­ πως όταν τρεις ανάβουν από τό ’ίδιο ζεψε τούς βώλους σου καί πήγαινε σπίρτο... θέλεις νά σέ πάμε, με τό παίξης σ’ άλλη γειτονιά. Μπήκες ; αυτοκίνητό μας ; Μπήκα καί κατέβηκα την υπόλοι­ — Ούτε τώρα ούτε ποτέ), μουρ­ πη πλαγιά χωρίς νά προφέρω λέξι. μούρισα στραβοκυττάζοντας τήν μαύ­ Τά πράγματα ήσαν καθαρά καί δέν ρη νεκροφόρα. είχα καθόλου σκοπό νά γίνη κανενός Με άφησαν νά γυρίσω μόνος μου ήρως γιά εκατό δολλάρια. Ό τραχύς καί ζωντανός. Αύτό δέ θά τόκανε ιδιωτικός ντέτεκτιβ πού τά βάζει με τό ώργανωμένο έγκλημα καί καθαρί­ ποτέ, στή θέσι τους, ό μακαρίτης Τζόε Κοντέντ. ζει μόνος του ολόκληρες συμμορίες,

μίφως του μπάρ τά μά­ Ο ΟΥΨΛΛΙΑΜ ΚΑΡτια του φωσφόριζαν σχε­ δόν. ΜΟΝΤΥ ΣΜΙΓΕΙ ΠΑ­ — Πώς ήταν ό Τζόε; ΛΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩρώτησε. ΠΑΚΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΙΡ­ —Στά κέφια του, είπα. ΝΕΙ ΑΣΧΗΜΕΣ ΠΡΟ­ — Σαχλό άστείο, είπε αύτός μέ άπέχθεια. Που ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ! είναι ό Ίβάν Κάστλ, φίλε; — ΚΓ έσύ άκόμα ; παΠήρα τρία λεωφορεία γιά νά γυ­ ραπονέθηκα. Δέν ξέρω, μά θά μπο­ ρίσω στο γραφείο μου. Στό δρόμο, ρούσες νά δοκιμάσης τή Χαβάη. τό στομάχι μου άρχισε νά σαλευη, σάν χταπόδι επάνω στην άμμο, θυμίζοντάς μου πώς δέν είχα προγευμα­ άνθρωπάκος, μέ τίσει. τό πρόσωπο πάντα άπαθές, είπε μέ Πήρα μιάν εφημερίδα καί μπήκα άχρωμη φωνή : στό μπάρ του Σουΐφτυ, όπου βάλθη—Τόν καλύπτεις, Κάρμοντυ. Αύτό κα νά τήν διαβάσω, τρώγοντας ένα σημαίνει πώς ξέρεις πού βρίσκεται. σάντουιτς καί πίνοντας μιά μπύρα. "Ισως τό κορίτσι νομίζει πώς είναι Ή κηδεία τού Τζόε Κοντέντ είχε στή Χαβάη, γιατί τής τήν άμόλησε κΓ πάρει μιά περίοπτη θέσι. Οί νεκροφο­ αύτηνής. Σ’ αύτφ* όμως ό Ίβάν είναι ρείς άναφέρονταν ένας—ένας μέ τά εντάξει. Ό καθένας έχει τό δικαίωμα όνόματά τους, μά ή περιγραφή είχε νά άλλάζη γυναίκες. σίγουρα γραφή άπό πριν. Τό όνομα —Είσαι φιλόσοφος, του είπα. Μή­ του Ίβάν Κάστλ ήταν πρώτο—πρώτο, πως κατά τύχην έχεις κανένα όνομα ; μολονότι δέν άνέφεραν καθόλου τόν —Λούθηρος, είπε εκείνος ψυχρά. έβδομο νεκροφορέα, κάποιον ΟύΐλΔέ μού χρειάζεται παράνομα. "Ακού­ λιαμ Κάρμοντυ. Τόσο τό καλύτερο I σε, Κάρμοντυ, πολλοί θέλουν νά Ό άνθρωπάκος μέ τό ασπρόμαυ­ βρούν τόν Ίβάν. Κανένας δέ σέ πεί­ ρο σπόρ πουκάμισο γλύστρησε στήν ραξε άκόμα, γιατί νομίζουν πώς' εί­ καρέκλα άπέναντί μου. Μέσα στό ήναι εύκολο νά βρουν τόν Ίβάν. Μα

Ο

10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


δεν είναι. Ψάχνω νά τόν βρω μια βδομάδα τώρα. —Τί κάνει τόν Ίβάν τόσο δημοφιλή; ρώτησα. ’Όχι, άφησέ με νά μαντέψω. Ή ξέρει ποιός σκότωσε τόν Τζόε Κοντέντ καί κάποιος τόν φοβάται μή­ πως μιλήση, ή σκότωσε ό ίδιος τόν Τζόε καί κάποιος θέλει νά έκδικηθή. —"Οπως κι* άν έχη τό πράγμα, εί­ πε ό Λούθηρος, αύτός ό κάποιος θάρθη νά σέ δη. Καί δεν θά σου άρέση καθόλου αυτό, Κάρμοντυ. Επομένως γιατί νά μη μου τό πής τώρα ; Έτσι θά γλυτώσης μερικά δόντια καί πεντέξη σπασμένα δάχτυλα... Ένας χειμωνιάτικος άνεμος φύσηξε στη ραχοκοκκαλιά μου. Καταλά­ βαινα πώς δεν είχε άδικο. Δεν θά πίστευαν πώς δεν ήξερα που βρισκό­ ταν ό Ίβάν. θά νόμιζαν πώς ήμουν απλώς πεισματάρης. "Αναψα ένα τσιγάρο, γιά νά του δείξω πόσο ψύχραιμος ήμουν. Ξεφύσηξα καπνό στό μούτρο του κι* αύ­ τός τραβήχτηκε πίσω, σάν νά μήν μπο­ ρούσε νά τόν άνεχθή. Τό στήθος του, πίσω από τό σπόρ πουκάμισο, ήταν τόσο στενό καί βαθουλωμένο, ώστε δέν φαινόταν νά υπριρχη χώρος γιά περισσότερα άπό ένα πνευμόνια. —Λούθηρε, είπα, άκουσέ με προ­ σεκτικά. Αυτό πού θά σου πώ θέλω νά τό μεταδώσης στό φίλο σου, τόν Σίντ. Δέν ξέρω τόν Ίβάν Κάστλ. Δέν έχω ποτέ άκουμπήσει επάνω του τά μεγάλα γαλανά μάτια μου. Μέ πλή­ ρωσε ταχυδρομικώς γιά νά τόν αντι­ καταστήσω στήν κηδεία, μά δέν δου­ λεύω γι’ αύτόν. ’Ή γιά όποιονδήποτε άλλον. Αύτός εξακολούθησε νά μέ κυττάζη κατάματα, ώσπου μέ πόνεσαν τά μάτια μου. —’Άν είσαι άνεργος, του είπα, έ­ χω μιά δουλειά γιά σένα. Ψάξε νά βρής... τόν Ίβάν Κάστλ. Σηκώθηκα, πλήρωσα καί βγήκα στόν ήλιο. Κάποιος είπε ; —Ό κ. Κάρμοντυ ; Ηταν ένας παχύς άντρας μέ κοστούμι πού σίγουρα τό είχε ράψει ό Όμάρ, πού φτιάνει τις τέντες.

ΜΑΤΙ

Ζυγιζόταν σέ μιά υπαίθρια αύτό^ ματη ζυγαριά, μά δέν είχε ακόμα ρί­ ξει στή σχισμή τό κέρμα του, γιατί προσπαθούσε νά μείνη . εντελώς ακί­ νητος. Κι* αύτό δέν ήταν εύκολο. Τά πάχητά του ήσαν άφθονα καί τρεμούλιαζαν πολύ. —Είστε ό κ, Κάρμοντυ ; — Ναι, αναστέναξα. Τόν Ίβάν θά έψαχνε νά βρή κι* αύτός, σκέφτηκα. — θέλω νά συζητήσω μιάν ύπόθεσι μαζί σας, είπε αύτός. Ή προσοχή του ήταν περισσότερο στραμμένη στό πώς θά κατάφερνε νά νά μείνη ακίνητος.

—Πήγα στό γραφείο σας. -Είχατε βγή έξω I Επομένως ρώτησα τόν πιό κοντινό μπάρμαν. Έχω διαβάσει γιά Ιδιωτικούς ντέτεκτιβς. -—Χάρηκα πού δέν σάς απογοή­ τευσα. "Εχωσε τό κέρμα. Ή μηχανή γουρ­ γούρισε καί πέταξε μιά καρτελίτσα. —Εΐμαι ό Τσώνσεϋ Μάκλη, μάνα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


τζερ του Μπάνερ. Είστε έλεύθερος για μια μια δουλειά Δεν μου άρεσαν καθόλου οί ηθο­ ποιοί ώς πελάτες. Δεν μου άρεσε ού­ τε ό Πώλ Μπάνερ, ούτε ή Χέντυ Λαμάρ ούτε κανένας άλλος. Μέ είχαν βάλει, βλέπετε, σε άσχημους μπελά­ δες κάτι ήθοποιοί στό παρελθόν. Μά ό άνθρωπάκος μέ τα άδυναμα πνευμόνια ήταν σεισπειρωμένος στήν πόρτα του μπάρ καί μέ κύτταξε ψυχρά σαν κόμπρα. Αυτή θά ήταν μια άπάντησις σχετικά μέ τό άν δού­ λευα ή όχι γιά τόν Τβάν Κάστλ. ’Άν άρνιόμουν τη δουλειά πού μου πρότεινε ό .χοντρός, θά έβαζα τόν άνθρωπάκο μου σέ ύποψίες. —Τί δουλειά ; ρώτησα. Ο Τσώνσεϋ ^διάβα­ σε τό βάρος, πού ήταν τυπωμένο ε­ πάνω στήν καρτελλίτσα καί γούρλω­ σε τά μάτια του. — Διάβολε !, μουρμούρισε.^ Παρα­ πάχυνα I Καί πρόσθεσε σέ μένα : — Θά προτιμούσα να πάρετε τις λεπτομέρειες από πρώτο χέρι, θά σάς πάω σ^ό σπίτι τοϋ Πώλ, άν εί­ στε έλεύθερος. — Είμαι εντελώς έλεύθερος, είπα δυνατά γιά νά μ’ άκούση ό άνθρω­ πάκος. θά πήγαινα έκει, θά άκουγα τήν ιστορία τού Πώλ, θά έλεγα «όχι» καί θά γύριζα πίσω μέ τό λεωφορείο. Ό Τζώνσεϋ γύρισε τήν καρτελλί­ τσα άπό τήν άνάποδη καί διάβασε τή μοίρα του : «Πρέπει νά προσέχετε ώστε οί άλλοι νά μ ή ν περνούν τήν εύθυμία του χαρακτήρος σας ώς άδυν α μ ί α...». —Πόσο άληθινό είναι αυτό, είπε. Πόσο μου ταιριάζει ! ^-Κανένας δέν μέ καταλαβαίνει κι* έμένα, μουρμούρισα. Πόσο θλι­ βερό είναι αύτό... Τό πολυτελές αυτοκίνητο διέσχισε τήν πόλι, χωρίς νά κάνη περισσότε­ ρο θόρυβο άπό τό φτεροκόπημα δυό αγγέλων.

12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Σ’ όλη τή διαδρομή, ό Τσώνσεϋ μασούσε τσίκλες καί σκέψεις. Δέν φαινόταν άπό τούς άνθρώπους,^ πού σκέπτονται πολύ, μά τώρα εΐχε |3άλει σέ κίνησι τά κύτταρα τοϋ εγκε­ φάλου του. Βγήκαμε άπό τήν πόλι καί, λίγο αργότερα, μπήκαμε στή χαλικόστρωτη δεντροστοιχία ενός σπιτιού, πού θά είχε τούλάχιστον είκοσι δωμάτια. Υ­ πήρχαν έκει άσπρες υψηλές κολώνες καί μεγάλες πράσινες πόρτες. Περάσαμε στήν πίσω αύλή. Μά μό­ νο ένας άγράμματος θά τήν έλεγε αύλή. ^Ηταν άπέραντη καί στρωμένη μέ γρασίδι καί υπήρχε έκει ένα γή­ πεδο τέννις καί μιά κολυμβητική δεξαμένη. Ή δεξαμενή ήταν γεμάτη νερόκρι­ να καί δυό κύκνοι λικνίζονταν στά νερά της. Εκατό τουλάχιστον άνθρω­ ποι ήσαν συγκεντρωμένοι γύρω της. Ό Τσώνσεϋ είπε : Ξέχασα νά σάς πώ ότι ό Πώλ έ­ χει μιά μικρή δεξίωσι σήμερα. Πει­ ράζει ; — θά τό ύπομείνω, μουρμούρισα. — Πάρτε κανένα ποτό, εΐπεό Τσών­ σεϋ. Έγώ'πάω νά βρώ τό Αφεντικό. ^ΚΙώθηκα άνάμεσα στό πλήθος. Μιά ορχήστρα έπαιζε μιάν ύπόκρουσι σέ μιά έπίδειξι ενός θαυματοποιού. Τρελλαίνομαι γιά τις ταχυδακτυλουργίες καί θρονιάστηκα σέ μιάν άδεια καρέκλα. Ό ταχυδακτυλουργός ήταν ένας γκρίζος, καταβεβλημένος άντρας, πού τά ρούχα του κρέμονταν έπάνω του. Αύτό ήταν καλό, γιατί τό κοστούμι του ήταν τόσο παλιό ώστε φαινόταν έτοιμο νά σκιστή στό παραμικρό ζόρισμα. ’Έκανε κάτι ταχυδακτυλουργίες μέ μιά τράπουλα, μά τά χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε φοβήθηκα πώς στό τέλος δέ θά τά κατάφερνε. Τό μακρύ, λεπτό πρόσωπό του, ήταν χλωμό καί ίδρωνε έλαφρά. Α­ πέκτησε άμέσως τή ουμπάθειά μου. —Τώρα, κυρίες καί κύριοι, είπε μέ φωνή πού θύμιζε χαρτί, γιά τήν επόμενη έπίδειξι μου χρειάζομαι έναν βοηθό άπό τό άκροατήριο. ’Έχει τήν

ΤΟ 13ο


καλοσύνη μία κυρία ή ένας κύριος να έλθη έττάνω ; Δυό νεαροί καθισμένοι μπροστά μου άρχισαν να ψιθυρίζουν ύστερικά. Ό ένας τους άρχισε νά σηκώνεται σιγογελώντας. Μά πρόλαβα κι* έφτα­ σα πρώτος στή μικρή εξέδρα, δπου στεκόταν ό ταχυδακτυλουργός. — Νά ένας εξυπηρετικός νέος!, φώναξε αύτός. Εύχαριστώ, σέρ. Καί πρώτ’ απ’ δλα, θέλω νά ρίξετε μιά ματιά σ’ αύτό τό μπουκάλι. Κυττάξτε το προσεκτικά. Ββ[οΟ έδειξε· ένα μπουκάλι, τύπου λεμονάδας, γεμάτο νερό. ’Ήξερα πώς ήταν νερό, γιατί μου έχυσε λίγο σ’ ένα ποτήρι. Άπό κοντά τώρα, έβλεπα πώς ή­ ταν χλωμός ως τά χείλη του, πού έτρεμαν καθώς μιλούσε. — Βεβαιωθήκατε πώς δεν είναι παρά απλό καί καθαρό νερό ; Περί­ φημα. Τώρα, φαντάζομαι, θά θέλατε νά πιήτε ένα καλό ποτό. Τί θά επι­ θυμούσατε ; Όνομάστε απλώς τό άγαπημένο σας ποτό, σέρ. —Ού'ί'σκυ, είπα. —Αύτό εΤν’ εύκολο. Σήκωσε ένα ποτήρι άπό τό τρα­ πέζι καί τό γέμισε άπό τό μπουκάλι μέ τό νερό. Μά τώρα δεν ήταν νερό. ^Ηταν ού'ίσκυ. —Δοκιμάστε το, νεαρέ μου. Πήρα τό ποτήρι. —Μόνος μου θά πιώ ; είπα. Κεράστε καί τον εαυτό σας ένα ού'ίσκυ. Οί άκροαταί νόμισαν πώς προσ­ παθούσα νά τόν τυλίξω καί άρχισαν νά του φωνάζουν νά γέμιση άλλο ένα ποτήρι μέ ού'ίσκυ. Αύτός έκανε τόν άνόρεχτο, μά τε­ λικά άδειασε ού'ίσκυ άπό τό μπου­ κάλι. —Εις υγείαν, είπα. Φαίνεστε νά τό χρειάζεστε αύτό τό ποτό. —Είστε τζέντλεμαν, σέρ, είπε αύ­ τός. Καί άδεισε τό ποτήρι μονορρουφι. Συνέχισε τήν παράστασι βγάζον­ τας άπό τό ίδιο μπουκάλι κάθε ποτό πού του ζητούσαν, άπό τή βότκα ως τό αψέντι.

ΜΑΤΙ

ΟΙ θεαταί του ζητούσαν ένα ποτό μ’ ένα παράξενο άνομα, καμμιά δω­ δεκαριά συλλαβές μακρύ, όταν εΐδα τόν Τσώνσεϋ Μάκλη νά μου γνέφη άπό μακρυά. Όταν πήγα κοντά του, είπε : —Δέν ήταν ανάγκη νά δουλέψετε γιά νά κερδίσετε τό ποτό σας... Πάμε μέσα στο σπίτι νά γνωρίσετε τό Α­ φεντικό. Πήγαμε στή βιβλιοθήκη του σπι­ τιού. Δυό τοίχοι ήσαν σκεπασμένοι από τό ταβάνι ως τό πάτωμα μέ βιβλία. Τό Άφετικό ήταν κιόλας εκεί, μά δέν ήταν ό Πό|λ Μπάνερ. ΤΗταν μιά ύψηλή καί λεπτή γυναίκα μέ λε­ πτές γραμμές, πού καταλάβαινες πώς ήσαν έντελώς δικές της. *Ι*ά κατάμαυρα μαλ­ λιά της ήσαν άπό φυσικού τους μαύ­ ρα. Τά είχε πλέξει σέ κοτσίδες πού στεφάνωναν τό κεφάλι της στά κο­ ρώνα. Όσο γιά τό πρόσωπό της, ή­ ταν κάτι άσύγκριτα άμορφο καί εύγενικό. —Ό κ. Κάρμοντυ, ή κυρία Μπά­ νερ, είπε ό Τσώνσεϋ μέ φωνή άπροσκητα ύποτακτική. θέλετε νά φύγω, Τζιούντιθ ; —Όχι βέβαια, είπε αύτή άπλώνοντάς μου τό άμορφο χέρι της. ΤΗταν πολύ εύγενικό εκ μέρους σας νάρθήτε, κ. Κάρμοντυ. ^Ηταν σάν νά μοϋ μιλούσε άπό ένα εκατομμύριο μιλιά μακρυά. — Ξέρω πώς είστε πολυάσχολος, επομένως δέν θά σπαταλήσω τόν και­ ρό σας. Σώπασε κΤ έπειτα χαμογέλασε ξαφνικά. — Ελάτε άπό δώ, κ. Κάρμοντυ, πρόσθεσε. θέλω νά δώ πόσο καλός ντέτεκτιβ είστε. Διάβολε! "Ολες οί άμορφες γυ­ ναίκες ήθελαν μέσα σέ μιά μέρα νά δοκιμάσουν τις ντετεκτιβικές μου δει­ νότητες ! Μέ ώδήγησε στά ράφια. "Ολοι οί τόμοι ήσαν άμορφα δεμένοι καί ταί­ ριαζαν τέλεια μεταξύ τους. Άκούμπησε τό χέρι της στό τέταρτο ράφι.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


—Αυτό εδώ, είπε. Πέστε μου τί βλέπετε, κ. Κάρμοντυ. Μέ τό βλέμμα διέτρεξα τή γραμ­ μή των βιβλίων. Κανένα σημάδι δεν έδειχνε νά εΐχε μετακινηθή κανένα βιβλίο από την εποχή πού τοποθετή­ θηκαν έκεϊ. Εκτός από ένα. Ή ράχη του στήν κορυφή του ή­ ταν ελαφρά τραβηγμένη πρός τα έξω, σαν νά εΐχε βάλει κάποιος τό δάχτυ­ λό του έκεϊ για νά τό βγάλη από τό ράφι. * — Κάποιος ένοιωσε μεγάλη πλήζι, φαίνεται, είπα, καί αποφάσισε νά διαβάση ένα βιβλίο. Αυτή χαμογέλασε πάλι. — Είστε πολύ παρατηρητικός, κ. Κάρμοντυ. Ναι, αυτό είναι. ’Έκανα μιά έπιθεώρησι τις προάλλες γιά νά δω αν ή καμαριέρα είχε ξεσκονίσει τά βιβλία καί τό πρόσεξα αύτό. Βγάλ­ τε τό βιβλίο, κ. Κάρμοντυ. ώ *¥* πάκουσα. ΤΗταν ένα φιλοσοφικό βιβλίο, μέ συγγρα­ φέα πού εΐχε ένα μεγάλο ξενικό όνομα. Ή Τζιούντιθ Μπάνερ τό πήρε από τά χέρια μου καί τό άνοιξε. Ανάμε­ σα στα φύλλα του υπήρχε ένα δι­ πλωμένο χαρτί. — Κανένας δεν φτάνει σέ τόση άπόγνωσι εδώ, είπε, ώστε νά διαβάση ένα βιβλίο. Τό βιβλίο αύτό χρησιμο­ ποιήθηκε ως κρύπτη... Μου έδωσε τό χαρτάκι. —Άπό τόν σύζυγό μου, πρόσθεσε. Χμ 1 Καταλάβαινα —ή νόμιζα πώς καταλάβαινα— καί αύτό δέν ήταν καθόλου ευχάριστο. Ποτέ δέν ανα­ λάμβανα παρόμοιες υποθέσεις. —Είστε βέβαια πώς θέλετε νά τό διαβάσω ; ρώτησα.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ 14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Δέν εΐναι ερωτική επιστολή, κ. Κάρμοντυ. Δέν θέλω νά μου συγκεν­ τρώσετε άποδείξεις γιά νά πάρω δια­ ζύγιο. ’Άν έπρόκειτο γι5 αύτό θά πή­ γαινα σ’ έναν κοινό ντέτεκτιβ. -Κούνησα τό κεφάλι μου κολακευ­ μένος καί ικανοποιημένος καί ξεδί­ πλωσα τό χαρτί. ?Ηταν μισή κόλλα χαρτιού γραφομηχανής. Τρεις αρά­ δες ήσαν δακτυλογραφημένες -επάνω του. «Μπάνερ, Αυτή είναι ή τελευταία προειδοποίησις. Ή θά μου δώσετε τις πέντε χιλιάδες δολλάρια, όπως σάς εί­ πα στήν πρώτη επιστολή μου, ή θά σάς καταστρέφω.» ’Έβαλα πάλι τό σημείωμα- ανάμε­ σα στις σελίδες τοϋ διβλίου καί τό ξανάχωσα στο ράφι. —Ξεχάστε το αύτό, κυρία Μπά­ νερ, εΐπα. —Μέ άπογοητεύετε, κ. Κάρμοντυ. Τής χαμογέλασα. — 'Όλοι οί κινηματογραφικοί άστέρες παίρνουν τέτοιες έπιστολές, εΐπα. —Καί τις παρουσιάζουν αμέσως στό στούντιο, πού τις περνά στήν άστυνομία. Γιατί όμως ό σύζυγός μου έκρυψε αυτήν τήν επιστολή ; / V

.^^νασήκωσα τούς ώμους μου. Πώς μπορούσα νά τό ξέ­ ρω εγώ αύτό ; —Πόσος καιρός εΐναι πού βρήκατε τό σημείωμα ; — Ένας μήνας περίπου. — Γιατί περιμένετε ώς τώρα γιά νά δράσετε ; Ό Τσώνσεϋ Μάκλη άπλωσε τό φουσκωτό χέρι του. —Διαβάστε το αύτό. 7Ηταν ένα απόκομμα άπό τήν κι­ νηματογραφική στήλη μιάς τοπικής έφημερίδος. Διάβασα : «Μιά ψευδής εϊδησις, πού άναμφιβόλως διέδωσε κάποιος ήλίθιος, προκάλεσε σχεδόν πανικό τήν περα­ σμένη εβδομάδα. Οί εφημερίδες ειδοποιήθηκαν ότι ό Πώλ Μπά­ νερ εΐχε σκοτωθή πέφτοντας άπό ένα άλογο στό Ράντς Σάντα Ρίτα,

ΤΟ 13ο


στήν Κοιλάδα τοϋ Σαν Φερνάντο. »?Ηταν φανερό ότι ό πληροφοριοδό­ της είχε πάρει τις πληροφορίες του μέσα από τό ίδιο τό ράντς, γιατί πραγματικά ό Μπάνερ έκα­ νε Ιππασία στό ράντς την ώρα, πού έγινε τό υποτιθέμενο δυστύ­ χημα. Τά στούντιος θά έπρεπε να αναθέσουν σ’ έναν καλό ιδιωτικό ντέτεκτιβ νά άνακαλύψη τόν διαδοσία καί νά τόν άρπάξη άπό τό γιακά I» — θαυμάσιο άφηγηματικό στυλ, είπα. Γιατί όμως πιστεύετε ότι μπο­ ρεί νά έχη καμμιά σχέσι με την εκ­ βιαστική επιστολή ; —Γιατί ό Πώλ ταράχτηκε πολύ άπό τή δημοσίευσι αυτή. Συνήθως, εί­ ναι ό πιό ξέννοιαστος άνθρωπος τοϋ κόσμου. ΚΓ δμως αυτό τόν τρόμαξε. Είμαι βέβαια ότι ό άνθρωπος, πού έστειλε τό εκβιαστικό σημείωμα, διέ­ δωσε τήν ψεύτικη αυτή εϊδησι γιά νά τρομάξη τόν Πώλ. —Τό γεγονός δτι ή διάδοσις ήταν σωστή σ’ δλες της τις λεπτομέρειες εκτός άπό τόν θάνατο του Πώλ, πρόσθεσε ό Τσώνσεϋ, δείχνει δτι ό άν­ θρωπος εκείνος ήταν σε θέσι νά τόν σκοτώση, μά συγκρατήθηκε γιά νά πάρη τά χρήματα. —θά μπορούσατε νά τόν πληρώ­ σετε, είπα. —Αυτό δέν θά έλυνε τήν κατάστασι, εΐπε ή Τζιούντιθ. Άλλοιώς θά τό εΐχε κάνει ό Πώλ. — "Ισως τό έχει κάνει, μουρμού­ ρισα. 3ΗΕ ελπίδα μου ή­ ταν νά καταφέρω τελικά νά μήν άναλάβω τήν ύπόθεσι. Μά ό Τσώνσεϋ είπε: —Εΐμαι ό μάνατζέρ του. Δέν μπο­ ρεί νά ξοδέψη πενήντα δολλάρια χω­ ρίς τήν έγκρισί μου. Είπα στήν Τζιούντιθ; —Αυτό σημαίνει δτι ό εκβιαστής έ­ χει πραγματικά κάποιο στοιχείο εναν­ τίον τοϋ συζύγου σας. , — 'Όλοι έχουν στό παρελθόν τους κάτι πού εΐναι προτιμώτερο νά μείνη σκεπασμένο. Γιά έναν ηθοποιό, μά-

ΜΑΤ!

λίστα, αυτό μπορεί νά είναι κατα­ στρεπτικό. Άκούμπησε τό χέρι της στό μπρά­ τσο μου. —Είστε ή τελευταία μας ελπίδα, κύριε Κάρμοντυ, πρόσθεσε.

Είχα πάει εκεί μέ τό σκοπό νά πώ «όχι» καί νά γυρίσω σπίτι. Μά τώρα κύτταξα τά σκοτεινά μάτια τής Τζιούντιθ καί είπα : —Μήν άνησυχήτε I θά τόν βρω καί θά τόν κάνω νά καταπιή τά σημειώματά του. Ό Τσώνσεϋ^ εΐπε βιαστικά : — "Ερχεται ό Πώλ. Μήν τοϋ πήτε τίποτα, Κάρμοντυ. Ό Πώλ Μπάνερ, όπως οί περισ­ σότεροι ήθοποιοί, φαινόταν τό ίδιο όπως στήν οθόνη. Μερικές ρυτίδες πα­ ραπάνω, ίσως, καί πιό ψηλό μέτωπο. Καί λιγώτερη γοητεία. —Απελπιστικό πάρτυ, Τζιούντιθ, εΐπε μπαίνοντας στή βιβλιοθήκη. Για­ τί καλέσαμε εδώ αύτούς τούς βαρε­ τούς ανθρώπους ; —Εΐναι φίλοι σου, εΐπε ό Τσών­ σεϋ ; — Βούλώστο, χοντρέ!, εΐπε άπότομα ό Μπάρνερ. Καί μοϋ έρριξε μιά ματιά. — Εξαιρούνται οί παρόντες, βέ­ βαια. —Μήν είστε τόσο ευγενικός, είπα καλόκαρδα. Είμαι κΓ εγώ βαρετός. —Εντάξει, εΐπε, άφοΰ τό λέτε ό ίδιος. —Πώλ!, εΐπε ή Τζιούντιθ Μπά­ νερ. Ό Ούΐλλιαμ εΐναι φίλος μου.' —Μέ συγχωρείς, μουρμούρισε ό Πώλ ξυνά. θέλω νά σοϋ μιλήσω ιδι­ αιτέρως, Τζιούντιθ. —Ετοιμαζόμουν νά φύγω, εΐπα. Ή Τζιούντιθ μοϋ έρριξε μιά μα­ τιά σχεδόν ικετευτική, πού έλεγε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


«Μην τόν παρεξηγήτε. Δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο κακός.» κόρπισα γύρω χα­ μόγελα καί άρχισα να διασχίζω τό σπίτι. # Τότε μια γυναίκα ξεφώνησε. Τινάχτηκα έξω άπό τήν πόρτα σαν σφαίρα άπό μουσούδι πιστολιού. Ή συντροφιά ήταν συγκεντρωμένη στις όχθες τής κολυμβητικής δεξαμε­ νής καί γελούσαν όλοι τους. 7Ηταν ό ταχυδακτυλουργός. ’Ή είχε βγάλει άπό τό μπουκάλι του με τό νερό περισσότερα ούΐσκυ άπ’ όσα έπρεπε, ή κάποιος άπό τούς θεατάς τού είχε σκαρώσει μιάν άσχημη φάρ­ σα. Πάντως, ό γέρος ήταν τώρα άνάμεσα στά νερόκρινα. "Ισως, αν δεν ήταν ένας άλκοολικός πού δεν μπορούσε νά κολυμπήση, τό πράγμα θά ήταν πολύ αστείο. Μά βούλιαζε κιόλας για δεύτερη φο­ ρά καί όλοι γύρω γελούσαν τόσο πο­ λύ, ώστε δεν καταλάβαιναν πώς ό ταχυδακτυλουργός ερωτοτροπούσε με τό θάνατο. ’Έπεσα στό νερό σάν κολυμβητής, πού κάνει έκκίνησι. Μισή ντουζίνα α­

πλωτές καί τόν άρπαξα άπό τόν γιακά. Βέβαια, με άρπαξε κι’ αύτός μέ μια στραγγαλιστική λαβή, όπως όλοι όσοι κινδυνεύουν νά πνιγούν. Καί, βέ­ βαια, τού έδωσα μιά γροθιά στό σα­ γόνι για νά τόν κάνω νά μέ παρατήση. Μιά ντουζίνα χέρια τόν τράβηξαν έξω, όταν τόν έσυρα ώς τήν όχθη τής δεξαμενής. Κάποιος μού πρόσφερε τό χέρι του, μά ήμουν πολύ πε­ ρήφανος. Κολύμπησα στην άλλη άκρη τής δεξαμενής καί βγήκα σκαρφαλώ­ νοντας στή σκάλα. Ή Μάτζι ΟΆήρυ, ή δημοσιογρα­ φία, τό κορίτσι μου, ήταν άκουμπημένη στά κάγκελα, μέ τό σαγόνι στην παλάμη της. Μέ κύτταξε χωρίς νά πή τίποτα, μά τό βλέμμα της ήταν δυ­ σοίωνο. Είχε προσπαθήσει νά μέ πάρη μαζί της σέ «κάποιο πάρτυ» τήν ημέρα εκείνη, μά νΐχα άρνηθή μέ τήν πρόφασι πώς εΐχα μιάν επείγουσα δουλειά. Καί τώρα βρισκόμουν φάτσα μέ φάτσα μαζί της στό ίδιο πάρτυ 1 "Εβγαλα ένο: νερόκρινο άπό τά μαλλιά μου καί %ής τό πρόσφερα. —Δέξου το ώς σημάδι τιμής καί θαυμασμού άπό τόν ηρώα τής ημέ­ ρας 3, είπα μετριόφρονα.

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΑΚΙ, ΣΥΝΑΝΤΑ ΕΝΑΝ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΑΙ ΜΥ­ ΣΤΗΡΙΩΔΗ ΤΥΠΟ ΚΑΙ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΑΛΛΟΚΟ­ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ....

Ή Μάτζι Ο’Λήρυ μέ μετέφερε πίτι, ενώ τά ρούχα μου έσταζαν καί ούσκευαν τό αύτοκίνητό της. Φορούσε ένα άσπρο καλοκαιρινό όρεμα, πού δέν έκρυβε καί πολύ τό

16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ήλιοκαμμένο κορμί της. Τα πόδια της ήσαν γυ­ μνά καί χρυσ^κάστανα καί ύπέροχα. Παρεμπι­ πτόντως, μπορώ νά άναφέρω ότιή Μάτζι είναι τό ποιόγλυκό, τό πιο γοη­ τευτικό καί τό πιο διαβολεμένοπεισματάρικο πλά­ σμα τού κόσμου. "Επειτα άπό μιά μι­ κρή σιωπή, είπε : —Τά είδα όλα, Ού'ί'λλι. "Ησουν δραματικός, σάν ήρως μελοδράματος. κατατρόμαξες εκείνους τούς

Σίγουρα, κύκνους. — "Ισως έπρεπε ν’ άφήσω τό γέρο νά πνιγή, εΐπα γκρινιάρικα. Αύτή χάϊδεψε τό ύγρό γόνατό

ΤΟ 13ο


μου. —Σέ πείραξα άπλώς, μπέμπη. Εί­ σαι τό παλληκαράκι μου. ■—Ωραία !, είπα, θά μοϋ δανείσης τότε τό αυτοκίνητό σου για σήμερα ; —Τί πρόκειται νά κάνης ; —θά πάω στό Ράντς Σάντα Ρίτα. Και τής διηγήθηκα τήν αποστολή πού μου είχε άναθέσει (ή Τζιούντιθ. — Ό άνθρωπος, πού διέδωσε τήν ψεύτικη ειδησι τοϋ θανάτου του Μπά­ νερ, πρέπει νά τόν είδε στό ράντς. Μπορεί καί νά τηλεφώνησε στις εφη­ μερίδες άπό τό ράντς. Άπό εκεί πρέ­ πει ν’ αρχίσω. "Ισως ήταν κανένας άπό τούς εργάτες του ράντς... "Ισως κάποιος πού μισούσε τόν Μπάνερ... θά μου δώσης τό αυτοκίνητο; Ή Μάτζι άναστέναξε. — "Αν δέν σου τό δώσω, θά νομί­ σης πώς ζηλεύω τη γυναίκα τοϋ Μπάνερ. Τής χαμογέλασα. — Καί.,.τή ζηλεύεις ; _

* ρενάρησε καί βγήκε έξω. Μοϋ έδειξε τά όμορφα δόντια της καί εΐπε : — Ου'ίλλιαμ? είσαι ένας .σαδιστικός προδότης τής γυναικείας ευαι­ σθησίας με μαύρη καρδιά. Είσαι... —Αυτό είναι άρκετό, τήν διέκοψα. Μέ έπεισες πώς μ’ αγαπάς ακόμα. Πήγα σπίτι καί άλλαξα ρούχα κΓ έπειτα σταμάτησα στό γραφείο μου γιά νά πάρω τό άπογευματινό ταχυ­ δρομείο. ’Ήξερα πώς θάβρισκα εκεί μισή ντουζίνα επιστολές άπό τούς πιστωτές μου, μά ό Κάρμοντυ δέν ή­ ταν ποτέ χωρίς θάρρος. Μπήκα στό γραφείο. Βρήκα εκεί επιστολές των πιστωτών μου καί... τήν Βίβιαν Λεντέλ. ΤΗταν καθισμένη πίσω άπό τό γρα­ φείο μου καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Είχε άλλάξει ροϋχα καί τό άσπρο ταγιέρ της ήταν ένα άριστούργημα. Εΐπα : — Φαίνεται πώς ξέχασα νά κλει­ δώσω τήν πόρτα. Αυτή μέ κύτταξε, δαγκώνοντας τά μάγουλα άπό μέσα, κΓ έπειτα γέλασε εύθυμα. —ΤΗρθα πίσω γιά νά μιλήσουμε

ΜΑΤΙ

γιά τήν άποστολή σας. Πώς πήγε ; Τήν κύτταξα .γιά ένα διάστημα, ενώ όλοι οί τροχοί μέσα στό μυαλό μου δούλευαν γοργά. —Δέν πρόλαβα ακόμα νά πάω τά βιβλία στη βιβλιοθήκη, είπα. —Μά πήγατε στήν κηδεία ;

—Ναι, είπα. "Ημουν υπέροχος ώς νεκροθάφτης. Τό Γραφείο Κηδειών θέλησε νά μέ προσλάβη μονίμως. — νΗταν κόσμος; —Σχεδόν κανένας. Είχε, φαίνεται, πολλούς φίλους ό Τζόε Κοντέντ. Αυτή άνασήκωσε τούς ώμους της. —θάπρεπε ίσως νά πήγαινα κΓ εγώ, είπε. Τόν γνώριζα λίγο. Κύτταξε σκεπτικά τό τσιγάρο της καί πρόσθεσε: —Ποιοι ήσαν στήν κηδεία του ; — Αύτό είναι 1, εΐπα. Αυτό άκριβώς περίμενα. ΙΙΧάθησα στήν γω­ νιά τοϋ γραφείου καί τήν κύτταξα ά­ πό ψηλά. —Αρχίζω νά καταλαβαίνω, άν καί όχι πολύ καθαρά. ^Ηταν σπου­ δαίο παιχνίδι αύτό. Καί τό παίξατε περίφημα, μπέμπα, εσείς κι’ ό Ίβάν. —Δέν καταλαβαίνω τί θέλετε νά πήτε, εΐπε αύτή ψυχρά. — "Ω, ναι, γλυκειά μου. ΤΗταν έ­ ξυπνο καί λειτούργησε καλά. Γιατί όμως ό Σίντ Μάραμπλ ψάχνει νά βρή τόν Ίβάν ; "Ω, ναι... ψάχνει νά τόν βρή, μικρούλα μου. Αύτό δέ μέ στείλατε εκεί νά μάθω, έ ; Τό κορίτσι δέν εΐπε τίποτα αύτή τή φορά. — Έν τάξει, εΐπα. θά σάς τό πώ εγώ ! 'Όταν ό Τζόε πήρε αύτό πού

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ των Εκδόσεων

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ δεν διαφθείρουν την ψυχή, δεν εξωθούν ττρός τό έγκλημα, δεν ικανοποιούν τά ταπεινώτερα έν­ στικτα του ανθρώπου καί —ΚΥ­ ΡΙΩΣ—δεν υποτιμούν τη δια­ νοητικότητα του (όπως συμβαί­ νει με άλλα σχετικά έντυπα, πού φαίνεται ότι θεωρουν τούς άναγνώστων των αφελείς καί άμαθεϊς καί τούς προσφέρουν τά πιο απίθανα αναγνώσματα όπου συμβαίνουν τά πιο άπίθανα πράγματα). Απεναντίας τά άναγνωσματά μας προά­ γουν τό Π ν ε ϋ μ α, αναπτύσ­ σουν τό αίσθημα του Δίκαι­ ο υ, καλλιεργούν τό αίσθη­ μα του Καλού καί τέρπουν με τη γοργή Δ ρ ά σ ι τους, με τά αινιγματικά τους προ­ βλήματα καί μέ τό αριστοτεχνι­ κό γράψιμό τους 1

πήρε, ό Ίβάν τόβαλε στά πόδια, για­ τί φοβόταν μήπ-ως ήταν δεύτερος στόν κατάλογό. Δέν πήγε στή Χαβάη... Βρίσκεται εδώ, στήν πόλι μας, περιμένοντας νά μάθη πώς πάνε τά πράγματα. Αυτό θέλει νά μάθη. Βέ­ βαια, έξη σφαίρες στήν κοιλιά θά του τόλεγαν αύτό, μά τότε θά δυσκολευ­ όταν κάπως νά βγή άπό την πόλι, εκτός άν τόν κουβαλούσαν μέ νεκρο­ φόρα I —Μή..., είπε αυτή μέ πνιχτή φω­ νή. Μή μιλάτε έτσι I —Πώς όμως θά μάθαινε ; συνέχι­ σα εγώ. Αύτό ήταν τό πρόβλημα. Άν έπρόκειτο νά τόν σκοτώσουν, αύτό θά συνέβαινε, όταν θά έκανε τήν έμφάνισί του στήν κηδεία. ’Άν όμως δέν

18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

έκανε καθόλου τήν έμφάνισί του εκεί; πώς θά μάθαινε; ’Έτσι τί κάνουμε , Άπλούστατα, βάζουμε ένα όμορφο κορίτσι νά σπρώξη έναν κουτό ιδιωτι­ κό ντέτεκτιβ καί νά πάη... ^Ηταν τώρα χλωμή σάν άλάβαστρο. —Πληρωθήκατε. —Βέβαια, πληρώθηκα 1 Καί μπορεί νά έχη κανείς μιά καλή κηδεία στήν πόλι μας γιά εξήντα δολλάρια. — Παρακαλώ I, διαμαρτυρήθηκε αυ­ τή βραχνά. Δέν κυνηγούν εσάς 1 —Δέν θ’ αργήσουν'νά τό κάνουν αύτό I, τήν διαβεβαίωσα. Γιά τή^ ώρα πιστεύουν ότι προσπαθώ νά καλύψω τόν Ίβάν. Πίστεψαν τήν Ιστορία σας ότι ό Ίβάν σάς, έγκατέλειψε. Πώς το καταφέρατε αύτό ; Εσκυψα καί τήν κύτταξα καλά-καλά στά μάτια. —Σέ λίγο θάρθούν εδώ νά μέ ρω­ τήσουν γιά τόν Ίβάν. —Μά δέν ξέρετε τίποτα 1 —Δοκιμάστε νά πείσετε τόν Σίντ Μάραμπλ. Νομίζω, μάλιστα, ότι θά σάς δοθή ή εύκαιρία νά κάνετε μιά δοκιμή. Γιατί, όταν τούς πώ ότι υ­ ψώσατε ένα πειραματικό μπαλλόνι — έμένα—γιά νά δήτε άν θάρχιζε νά τό πυροβολή κανείς, δέν θ’ άποκτήση μόνο τό δικό μου κορμί κουμπό­ τρυπες I Αυτή ζάρωσε καί δοκίμασε νά τραβηχτή πρός τά πίσω τρομαγμένη. Τά πράσινα μάτια της έγιναν γυά­ λινα καί τά χείλη της συσπάστηκαν. —Είστε άσχημα μπλεγμένη, Μις Λεντέλ! Μπορώ νά σάς συστήσω τό Γραφεϊον Κηδειών Σπρίγγερ; ’Έχω τά μέσα εκεί. * —Μή λέτε τέτοια πράγμα­ τα I, ξεφώνησε αύτή. Δέν θέλω νά πεθάνω! Δέν ^Ιπορώ ούτε νά τό σκεφτώ αύτό ! ’Έσφιξε τά δόντια της τόσο δυ­ νατά καί απότομα, ώστε τά μάγου­ λά της τρέμισαν. ’Έτρεμε ολόκληρη σάν ή ψυχή της νά ήταν καθισμένη επάνω σέ πάγο. Είχε έναν παθολογι­ κό φόβο γιά κηδείες καί νεκροταφεία καί παρόμοια. Δέν θά δυσκολευόταν ό Μάραμπλ νά τήν λυώόη.

ΤΟ 13ο


— Κάρμοντυ, ψι€ όρισε, τί πρέπει νά κάνω ; Έγώ άνασήκωυα τούς ώμους μου. — ’Έχω τις δικέ^ μου σκοτούρες. Με άρπαξε άπ'* τό μπράτσο. -—Παρακαλώ . λ. θέλω να πεθάνω ! Είμαι πολ»> 'χ. Πέστε μου... —Ξεχάστε ι >7 ίβάν, είπα. "Οπου κι* άν εΐναι κρυμμένος, δέν είναι κα­ λά κρυμμένος. τόν βρουν αργά ή γρήγορα. Μην αψησετε νά σάς βρουν μαζί του. —Δέν μπορώ ν χ τόν άφήσω μόνο... —Πιστέψτε με." Γιτα σοβαρά. Δέν μέ συμφέρει καθον. υ νά σάς συμβου­ λεύσω νά φύγετε -χπό την πόλι μας. Μου χρειάζεστε γιά νά βγάλω τόν Μάραμπλ άπό την πλάτη μου. Διέσχισα τό δωμάτιο ως τό πα­ ράθυρο. —Δέν ξέρω γιαά τό κάνω αυτό. Εμπρός 1 ’Αρχ,σ;; νά τρέχετε. Πη­ γαίνετε μακρύ χ χί γοργά. Κι* άν δήτε έναν ζαρω Τ) άνθρωπάκο, πού άκούει στό όνομα Λ,ούθηρος, θά μετανοιώσετε πού τ > τρέξιμό σας δέν ήταν όσο έπρεπε ; ^ργό. —Ό Λούθηρος; ψιθύρισε. Τό κεφάλι της άρ­ χισε νά γέρνη πΓ, , τά πίσω, σάμπως οί μυώνες του λαιμού της ·■ νά μην μπορούσαν νά τό κρατήσουν όρθιο. — Ό Λούθηρος ; Είναι..; — Ναί, είπα. ,- Γναι πάλι εκεί κά­ τω, στον μπάγ<ο ίου. Πήρα μια βαθε'ά ανάσα καί πρόσθεσα : — Ακούστε. άρχει μιά πίσω έ­ ξοδος. Χρήσιμοκ , ,οτε τη. Έγώ θά βγώ άπό την :ι.,μ >στινή πόρτα καί θά τόν άπασχ Αη >ω. "Εφτασε σχε^~7 τρέχοντας στην •ρόρτα, μά εκεί σταμάτησε καί μέ κύτταξε σάμπως κάτι, πού είχε ξεχάσει άπό πολύν καιρό, νά είχε γυρίσει ξαφνικά στό μυαλό της. — Τί... τί θά κάνετε εσείς ; —θά άπασχο η 3ώ μέ μιάν άλλη ύπόθεσι, εΐπα ιαινρό*. "Ισως αυτό τούς πείση πώς δέ δο^ εόω γιά τόν Ίβάν. Γύρισε αργά κ ·ίά μου καί μέ κύτταξε μέ τά τη. ,σινα μάτια της.

ΜΑΤΙ

"Επειτα σήκωσε τό κεφάλι της καί μέ φίλησε. Τά χείλη της ήσαν ψυχρά σάν χειμωνιάτικη βροχή. Τά μάτια της είχαν τόση θλίψι μέσα τους ώστε έσκυψα καί τή φίλη­ σα κΓ έγώ. Φαινόταν απίστευτα τρο­ μαγμένη.καί κουρασμένη. Γύρισε καί βγήκε άπό τό δωμάτιο, καί ποτέ πιά δέν τήν ξαναεϊδα. Μά είδα αρκετές φορές τόν Σίντ Μά­ ραμπλ.... 1ΙΕ ττέβηκα στό αύτοκίτητο τής Μάτζι ΟΆήρυ καί χαι­ ρέτησα μέ μιά χειρονομία τόν Λούθηρο. Αύτός δέν έσάλεψε, μά μέ κύττα­ ξε μέ ένα ψυχρό, κίτρινο βλέμμα. Διέσχισα τήν πόλι καί βγήκα στήν έξοχή. ’Άν ό Λούθηρος μέ εΐχε πάρει ά­ πό πίσω, θά μ’ έχασε, σίγουρα, κά­ που στήν Όδό τής Σκοτεινής Χαρά­ δρας. "Οταν πέρασα τό Μπούρμπανκ, μπήκα στό παραδρόμι πού ώοηγοΰσε στό Ράντς Σάντα Ρίτα, χωρίς στό δρόμο νά ύπάρχη κανένα αυτοκίνητο. "Οταν έφτασα στό τέλος τού δρο­ μάκου, βρέθηκα μπροστά σέ μιά με­

γάλη, άσπρη, ξύλινη αύλόπορτα κι* ένα θυρωρείο. "Ενας άντρας, μέ χακί ρούχα κι*1 πιστόλι στή μέση του, βγήκε άπό τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


καλύβα καί μου πρόσφερε ένα άδειο χαμόγελο. — Μπορώ νά δώ την κάρτα μέ­ λους, παρακαλώ ; — Δεν είμαι μέλος, είπα. — Λυπούμαι. Μόνο μέλη ή φίλοι τους γίνονται , δεκτοί. — Τότε είμαι φίλος. — Τ'νος ; —Του Πώλ Μπάνερ. ^ Αυτός κύτταξε πίσω, πρός τήν κατεύθυνσι από τήν οποία είχα έρθει, σαν νά προσπαθούσε νά δη τήν ιδι­ αίτερη πατρίδα του, πέρα από τον ο­ ρίζοντα. —θά τηλεφωνήσω καί θά ρωτήσω, είπε. —Μήν ενοχλείσαι, τού χαμογέλα­ σα. Ό Μπάνερ δεν μέ ξέρει καθόλου. —Τό κατάλαβα. Χαμογέλασε πάλι δείχνοντάς μου τά δόντια του. —Πού ακριβώς είναι τό ράντς; ρώτησα. Τό μόνο πού μπορούσα νά δώ πίσω άπό τήν αυλόπορτα ήταν ένας άνώμαλος δρόμος γεμάτος σκόνη, πού χανόταν μακρυά άνάμεσα στούς θάμνους, μέ φόντο τά βουνά. —Γύρω άπό εκείνο τό λόφο, είπε ό άνθρωπος δείχνοντας μέ τον ώμο του. Μά μόνο αυτός εδώ ό δρόμος οδηγεί εκεί. Καί δέν χρειάζομαι χρή­ ματα I Επομένως δέν μπορείτε νά μέ δωροδοκήσετε. —Ούτε θά σκεπτόμουν νά σάς δωροδοκήσω, είπα. Πέστε μου δμως κάτι. Ποιος είναι ό ιδιοκτήτης τού ράντς ; — Ό κ. Φάριγκτον. Ό κ. Τσάρλς Φάριγκτον. Γύρισα πίσω στον μεγάλο δρόμο. Πέντε μιλιά πιο πέρα βρήκα ένα δεύ­ τερο παραδρόμι, πού ήταν παράλλη­ λο πρός τό πρώτο. Μπήκα σ’ αυτό καί δέκα λεπτά αργότερα είδα τό Ράντς Σάντα Ρίτα. ^—Τον παλιοψεύτη !, μουρμούρισο. Τό σπίτι τού ράντς ήταν μακρύ καί χαμηλό. Δώδεκα αυτοκίνητα ήσαν σταματημένα μπροστά του καί έλαμπαν στον άπογευματινό ήλιο. "Αλλοτε ήταν πραγματικό ράντς τό μέρος αυτό. Τώρα ήταν μιά εξοχική λέσχη.

20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Πίσω άπό τό κτίριο ήσαν οί ά­ σπροι στάβλοι τού ράντς. Πιο πίσω τά βουνά υψώνονταν τραχειά πρός τον ουρανό. Ακολούθησα τό δρομάκο γιά ένα διάστημα, μά τό μόνο πού κατάφερα ήταν νά πλησιάσω στά βουνά χωρίς νά πάω πιό κοντά στο ράντς. Σέ λίγο βρισκόμουν πίσω καί πάνω άπό τούς στάβλους. Μά καί πάλι δέν είχα πλησιάσει περισσότερο. Τότε άρχισα νά καταλαβαίνω. Ό φρουρός δέ μου είχε πή ψέμματα. Ό δρομάκος αυτός δέν ώδηγούσε στο Ράντς Σάντα Ρίτα. ταμάτησα τό αυ­ τοκίνητο στό χείλος τού δρόμου. Τό βουνό άνέβαινε άπότομα πίσω μου γεμάτο πεύκα, οπού τά πουλιά προσ­ παθούσαν νά μόυ ποΰν κάτι σέ μιά γλώσσα, πού δέν μπορούσα νά κα­ ταλάβω. Κάτω στον γκρεμό, πρός τό μέρος τού ράντς, ένας καβαλλάρης κάλπα­ ζε. Στήν αυλή του ράντς ένας άν­ τρας μέ κόκκινο πουκάμισο καί ένας κάου—μπόϋ κάρφωναν κάτι σανίδες. Σκέφτηκα γιά μιά στιγμή νά κατεβώ τήν απότομη πλαγιά πρός τό ράντς καί νά πάω ως εκεί, μά συγ­ κρατήθηκα συνετά. Τό ράντς ήταν πολύ πιό μακρυά άπ’ δσο φαινόταν καί, σίγουρα, θά χανόμουν σέ κάτι δασάκια μέ χαράδρες πού ύπήρχαν άνάμεσά μας! Ίσως ό Τσώνσευ Μάκλη μπορού­ σε νά μέ μπάση στό ράντς, μά έπρε­ πε νά ξαναρθώ μιάν άλλη μέρα. "Ε­ μεινα γιά λίγη ώρα σκεπτικός καί στό τέλος βρήκα τήν πιό έξυπνη λύσι γιά τις παρούσες συνθήκες : άποφάσισα νά γυρίσω πίσω. Είχα αρχίσει νά κάνω στροφή, ό­ ταν μιά φωνή είπε : —Άκ»νητος, ξένε 1 ” Ανθρωπος ήταν ή γάτα ; Είχε κα­ ταφέρει νά πλησιάση τόσο πολύ, ώστε θά μπορούσε σχεδόν νά μοΰ δώση καρπαζιά, χωρίς ν’ άκούσω τίποτα. ΤΗταν ένας άπό τούς πιό λιγνούς ανθρώπους πού είχα δή ποτέ μου, κΓ δμως ύπήρχαν άφθονοι μυώνες επά­ νω του.

ΤΟ 13ο


Κρατούσε ένα τουφέκι μέ τηλεσκο­ πικό στόχαστρο. Μά από την άπόστασι δπου βρισκόταν θά μπορούσε εύκολα να μέ σκοτώση μέ πέτρα. — Είστε ό φρουρός της πίσω πόρ­ τας, ε ; ρώτησα. —Είμαι δασοφύλακας, εΐπε κοφτά. "ί * ό δυνατό, οστεώ­ δες πρόσωπό του ήταν στενό, δπως τφ υπόλοιπο κορμί του καί οι κόγχες των ματιών του ήσαν τόσο βαθειές, ώστε έμοιαζε πολύ μέ νεκροκεφαλή. — "Ω, εΐπα. Νόμιζα πώς εϊσαστε στήν ϊδια δουλειά μ’ εκείνον πού φρουρεί την πόρτα του ράντς. Μοιά­ ζετε πολύ. —'Αδερφός μου, είπε ό άνθρωπος χωρίς συγκίνησι. 'Αμαρτωλός. θάρθή ή μέρα του. ♦ —Ναι, είπα. Δέν ήξερα τί άλλο νά πώ. —Κατέβηκα απλώς για νά σάς πώ δτι ή περιφέρεια αυτή είναι επικίν­ δυνη για πυρκαϊές, είπε αύτός. —Κατεβήκατε άπό που ; —* Από τό παρατηρητήριο,είπε αύτός σοβαρά δείχνοντας πρός μιά καλύβα επάνω στήν πλαγιά του βουνού. Σάς παρακολούθησα μέ τά κυάλια καί κα­ τέβηκα νά σάς πώ δτι απαγορεύεται νά ανάβετε σπίρτα. Μιά άπό τις μικρές έκεΐνες λάμ­ ψεις ιδιοφυίας πού μέ χαρακτηρίζουν άστραψε στο μυαλό μου. —Παρακολουθείτε όλα τά αυτο­ κίνητα πού περνούν άπό τόν δρόμο αυτό. — Περνούν'δυό-τρία τό πολύ τό μήνα. ^ —Πέρασε κανένα στις δεκαπέντε Ιουνίου; είπα. Έδώ κι5 έναν μήνα. Μπορείτε νά θυμηθήτε άν είδατε κανέναν έδώ επάνω τότε ; ✓ Μέ κύτταξε γιά πολλή ώρα, σάν νά ήξερε ακριβώς πού ήθελα νά κα­ ταλήξω. Καί ξαφνικά κατάλαβα δτι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, πού δέν μπορούσα νά μαντέψω τί σκεπτόταν, γιατί ό τρόπος μέ τόν ό­ ποιο σκεπτόταν ήταν εντελώς διαφο­ ρετικός άπό τόν τρόπο τών άλλων, ανθρώπων. Οί σκέψεις του σάλευαν μέ τόν

ΜΑΤΙ

δικό τους τρόπο μέσα στό στενό κρα“ νίο του. —Γκρίζο κουπέ, εΐπε ξαφνικά. Α­ ριθμός κυκλοφορίας Σ—44683. 7Ηταν πιο νωρίς τό άπόγεμα. "Έμεινε σταματημένο έδώ περισσότερο άπό μιάν ώρα. —Σπουδαία!, είπα. Πολύ σπου­ δαία ! Πώς γίνεται καί τό θυμόσαστε αυτό; —Είχα στραμπουλήξει τό πόδι μου, εΐπε αύτός σκυθρωπά, καί δέν μπο­ ρούσα νά κατεβώ νά τόν προειδοποι­ ήσω. Έτσι σημείωσα τόν άριθμό του. ’Άν έβαζε φωτιά, θά τόν έβρισκα. —Τό σημειώσατε; έπέμεινα. Αυτό είναι σπουδαίο. Μά πώς τό θυμόσασαστε άπέξω ; Πώς σάς εντυπώθηκε έτσι; Μήπως ό άνθρωπος έκανε τίπο­ τα παράξενο; —Δέ βγήκε άπό τό αυτοκίνητο. "Ι­ σως δέν ήταν μόνος. Δέν τόν είδα καθόλου. Μά έκανε σχέδια...

Τ όν

κύτταξα άμφίβολα. Ό άνθρωπος δέν φαινόταν έντελώς στά λογικά του. —Τί σημαίνει αυτό ; ρώτησα. —"Έκανε σχέδια. —Πώς μπορείτε νά ξέρετε άν δέν ήταν μέ τό κορίτσι του ; Μέ κύτταξε γιά πολλή ώρα καί τό ύφος του έδειχνε σάν νά μέ λυπό­ ταν. Γύρισε γιά νά φ-ύγη, μά δέν έφυγε. —Τήν ϊδια εβδομάδα,εΐπε χωρίς νά άποτείνεται σέ μένα, βρήκα ένα γα­ λάζιο πουλί εκεί επάνω. Κι" έδειξε τόν ουρανό. —?Ηταν νεκρό. Δέν υπήρχε κανέ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21


να σημάδι επάνω του και τίποτα δεν τό εΐχε σκοτώσει. Μά ήταν νεκρό, Δεν είπα τίποτα. Ό ήλιος ήταν καυτερός κΓ όμως ένοιωθα ρίγη. —Μά ήξερα πώς ήταν νεκρό. 'Όλοι μπορούν νά τό πουν. Άνασήκωσε ΐό τουφέκι του στό μπράτσο του. —’Έκανε σχέδια.... έπανέλαβε και απομακρύνθηκε χωρίς νά κυττάξη πίσω

Έκανα τή στροφή. Καθώς τόν προσπερνούσα, φώναξα: — Ευχαριστώ για τή βοήθεια. —’Άν δήτε τόν άδερφό μου, δόστε του ένα μήνυμα. Πέστε του πώς θάρθή ή μέρα του. Φυσικά, δεν σταμάτησα γιά νά μεταδόσω τό μήνυμα. Δεν σταμάτη­ σα παρά μόνο άφοϋ πέρασα τό Μπούρμπανκ. Ό ήλιος ήταν καυτε­ ρός, μά εγώ ριγούσα άκόμα.

Εξάλλου, μπορεί ή Άλμπέρτα νά μήν ταί­ ριαζε μέ τό όνομά της Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΑΝΑΚΑΛΥ­ καί μέ τό σπίτι της. Κλεί­ ΠΤΕΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ δωσα τό αύτοκίνητο τής καί πλησίασα ΓΚΡΙΖΟΥ ΚΟΥΠΕ ΚΑΙ ΓΙΑ Μάτζι στην κόκκινη πόρτα. ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΣΥΝΑΝΤΑ Πίεσα ένα κουμπί καί ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΕΙ ένα κουδούνι αντήχησε ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΛΟΓΙΑ... μέσα σάν μακρυνή καμ­ πάνα σέ Κυριακάτικο πρωινό. Δέν έγινε τίποταΞαναπίεσα καί περί, μένα. Στό τρίτο κουδού­ 'Η Μις Άλμπέρτα Σόουμς ζουσε νισμα ακόυσα ήχους μέσα, όάμπως σ’ ένα μικρό σπιτάκι, κοντά στό Έκο κάποιος νά σιγύριζε πρόχειρα τό σπί­ Πάρκ. Είχε κόκκινη πόρτα καί κόκκι­ τι πριν άνοιξη την πόρτα. να παράθυρα μέ μια κάσα λουλού­ Έταν μια μικρόσωμη γυναίκα, δια μπροστά στό καθένα. σαράντα^περίπου χρονών, κάπως πα­ ΈΙταν σάν ένα άπό εκείνα τά σπι­ χουλή. Είχε όμορφο δέρμα καί ένα τάκια, πού βλέπει κανείς ζωγραφι­ γαλάζιο όμορφο φόρεμα. Δέν φαινό­ σμένα στις κάρτ-ποστάλ. ταν δασκάλα. ’Ίσως ήταν υπάλληλος Σταμάτησα στό απέναντι πεζοδρό­ σέ καμμιά βιβλιοθήκη. μιο καί κύτταξα για πολλήν ώρα τό —Ή Μις Άλμπέρτα Σόουμς; ρώ­ σπίτι. τησα. Τό σπίτι καί τα “ ~·'λούδια καί μια γυναίκα μέ τό Άλμπέρτα Σό­ ουμς ταίριαζαν καλά. Ένα όμως ,υτη απάντησε με πράγμα δεν ταίριαζε καί δέ μου άρε­ φωνή πού μ’ έκανε νά ανησυχήσω σε καθόλου : 'Η Μις Άλμπέρτα Σό­ τρομερά. ουμς είχε ένα γκρίζο κουπέ μέ αρι­ —’Ήμουν πλαγιασμένη, θάρθήτε θμό κυκλοφορίας Σ—44683. 'Η Λέσχη μέσα, βέβαια.' Αυτοκινητιστών μέ εΐχε διαβεβαιώ—Βέβαια, συμφώνησα. σει ιδιαίτερα γΓ αυτό. — Είχα έναν άσχημο κεφαλόπονο, Υπήρχαν δυο εξηγήσεις : Ό δασο­ εξήγησε. ’Όχι πολύ σοβαρό, βέβαια, φύλακας μπορεί νά είχε κάνει λάθος θά εΐμαι καλύτερα, αύριο. στον αριθμό. ’Ή ή Άλμπέρτα μπορεί —Ελπίζω νά είστε καλύτερα αύ­ ,νά είχε πάει στην έξοχή γιά νά μαριο, είπα. ζέψη αγριολούλουδα κΓ οχι για νά Τό δωμάτιο ήταν ακριβώς όπως τό κατασκοπεύση τόν Πώλ Μπάνερ. είχα φανταστή. Καθαρό καί εύθυμο

22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


και έπιπλωμένο μέ χιοϋμορ. Επάνω ατό πάτωμα ήταν στρωμένο ένα πο­ λύχρωμο χαλί. Κάθησα σέ μιά πολυ­ θρόνα. Ή *Αλμπέρτα προχώρησε προς έ­ να ντιβάνι μέ δύσκαμπτη, προσεκτι­ κή άξιοπρέπεια. Είχε σφιγμένο κάτι στό ένα της χέρι, μά δέν μπορούσα νά τό δώ τί. Δέν κάθησε στό ντιβάνι μά στάθη­ κε μπροστά του, μέ κορμί πού ταλαν­ τευόταν ελαφρά καί μιάν έκφρασι άπορίας στό πρόσωπο. Τά μάτια της δέν φαίνονταν νά μπορούν νά συγκεν­ τρωθούν επάνω στά άντικείμενα. —Άν άρχίσετε νά μιλάτε γιά γα­ λάζια πουλιά την προειδοποίησα, θά φύγω. — "Οχι, είπε. Μολονότι εΐχα κά­ ποτε ένα καναρίνι. Καί μιά γάτα... Τά παίρνετε αυτά, σάς παρακαλώ; "Απλωσε τό σφιγμένο χέρι της. —Εΐναι κάτι πολύ παράξενο, είπε οοβαρά. Τά βρήκα κάτω άπό τό κρεββάτι μου. Δέν ήσαν εκεί χτές τη νύχτα. Κύτταξα κάτω άπό τό κρεββά­ τι δπως όλες οί γεροντοκόρες. Δέν μύριζε άλκοόλ, δπως είχα ύποψιαστή. Μά τά μάτια της δέν μπορούσαν νά συγκεντρωθούν καί οί κόρες τους ήσαν πολύ μεγαλωμένες. ’Άν ήταν μεθυσμένη, οί κόρες της θά ήσαν μικρές. ^Ηταν σίγουρα τρελλή I —Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς βρέθηκαν εδώ, είπε. "Ισως έσεις ξέ­ ρετε τί νά τά κάνετε. Κι* έρριξε στήν παλάμη μου μισή ντουζίνα μάρκες τού πόκερ. "Οταν σήκωσα τό βλέμμα μου στό πρόσωπό της, είδα γραμμές πανικού έκεϊ. — Νομίζω, ψιθύρισε, δτι πρέπει νά φωνάξετε έναν γιατρό. Ό κεφαλόπο­ νος μου... "Επεσε μέ τήν ίδια άξιοπρέπεια πού είχε μιλήσει. Τήν άρπαξα πριν βροντήση χάμω. Τήν ξάπλωσα επά­ νω στό ντιβάνι.

γμό ταν χέρι στά

/ϋΙ^οκίμασα τό σφυ­ της. ΤΗταν πολύ άσθενικός. "Ο­ άνασήκωσα τό κεφάλι της, τό μου συνάντησε ένα ύγρό σημείο μαλλιά της.

ΜΑΤΙ

^Ηταν αΐμα κι* ένοιωσα κάτι μα­ λακό, δπως τό «απαλό» τού βρέφους πού δέν έχουν ά^όμα δέσει τά κόκκαλά του. Κάτι τήν είχε χτυπήσει εκεί τόσο δυνατά, ώστε τό κόκκαλο είχε σπά­ σει κάτω άπό τό δέρμα. Πώς είχε μπορέσει νά περπατήση καί νά μιλήση ήταν θαύμα, άπό εκεί­ να πού κάνουν τούς γιατρούς νά άνασηκώνουν τούς ώμους καί νά άλλάζουν θέμα. Βρήκα τό τηλέφωνό της καί έκανα τά σχετικά τηλεφωνήματα στήν άστυνομία καί στό Σταθμό Πρώτων Βοη­ θειών. Μόλις κρέμασα τό ακουστικό, τό κουδούνι τής εισόδου αντήχησε. Αυ­ τή φορά μοΰ φάνηκε σαν νεκρώσιμη καμπάνα. "Εβαλα ένα μικρό, φαιδρό μαξι­ λάρι κάτω άπό τό κεφάλι τής Άλμπέρτας καί πήγα στήν πόρτα. 7Ηταν ένας άντρας. Εΐδα δυο μεγάλα μά­ τια κουκουβάγιας νά μέ κυττάζουν πίσω άπό ένα ζευγάρι χοντρά γυα­ λιά. Είδα επίσης ένα κόκκινο στόμα καί ρόδινα μάγουλα. —"Ω 1 έκανε. Νόμιζα δτι ή Μπέρτι... ή Μις Σόουμς... δέν ήξερα δτι είχε συντροφιά...

— Δέν είμαι συντροφιά, εΐπα. Κα­ λά θά κάνετε νάρθήτε μέσα. Ή φωνή μου ήταν άλλοιώτικη "Εμοιαζε μέ τήν εγγαστρίμυθη φωνή τού θυρωρού τού Γραφείου Κηδειών Σπρίγγερ. —"ίσως ήρθα νωρίς, εΐπε αύτός άνοιγοκλείνοντας τά μάτια του. Μπο-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


ρώ νάρθώ αργότερα. —’Άν σας άφήσω να φύγετε εί­ πα, ίσως δεν επιστρέφετε. Είστε φί­ λος τής Μις Σόουμς ; — "Ω, ναί, είπε αυτός μέ ενθουσια­ σμό. Ναι 1 Εΐμαι ό Έβερετ Μός. —'Η Μις Σόουμς είναι έκεϊ, είπα. Αυτός προχώρησε προς τό ντιβάνι καί είπε μέ αγωνία : —Μπέρτι ; Τί συμβαίνει; Είσαι άρρωστη; —Είχε κεφαλόπονο πάλι. Μέ κύτταξε χαζά, άνοιγοκλείνοντας τά μάτια του. — Κεφαλόπονο; Καλέσατε γιατρό; — Ναί. Τήν χτύπησαν στό κεφάλι, νομίζω. Τήν χτύπησαν πολύ άσχημα. ’Ακούμπησα τό χέρι μου επάνω στό μέτωπό της κΓ αύτή άνασάλεψε ελαφρά, σάμπως τό άγγιγμα του χε­ ριού μου να τήν ευχαριστούσε. "Ε­ πειτα, δέν ξανακινήθηκε. Έσκυψα^ επάνω της καί κατάλα­ βα. 'Η κίνησις εκείνη ήταν ή τελευ­ ταία τής ζωής της. Είχε πεθάνει. ΚΤ ό θάνατός της ήταν δολοφονία. Είπα στόν ’Έβερετ ; —Πέθανε... Ό ’Έβερετ Μός άντέδρασε μέ τόν πιό απροσδόκητο καί εκπληκτικό τροπο. ’Έπαθε παροξυσμό έπιληψίας. Σχεδόν τόν ζήλεψα. Σπαρταρούσε καί στριφογύριζε επάνω στό χρωμα­ τιστό χαλί τής Άλμπέρτας, μά δέν φαινόταν να αισθάνεται τίποτ’ άλλο. Έγώ ήμουν εκείνος πού είχε μεί­ νει για νά κάνη τις σκέψεις κι* οί σκέψεις μου ήταν γκρίζες σάν στά­ χτες μέσα σέ τζάκι. "Εβαλα ένα μαντήλι ανάμεσα στα δόντια του για νά μή δαγκώση τή γλώσσα του καί τόν άφησα στήν άπασχόλησί του. ' ί*^πειτα έψαξα γορ­ γά τό μικρό σπίτι. Νά τί βρήκα : μιά φούχτα κοσμήματα επάνω στό κρεββάτι, μιά γραφομηχανή επάνω σ’ ένα τραπεζάκι καί χαρτιά γραφομηχανής μέσα σ’ ένα συρτάρι. Τά κοσμήματα φαίνονταν νά είχαν βγή από κάποιο συρτάρι κι’ δμως ό­ λα τά συρτάρια ήσαν στήν εντέλεια τακτοποιημένα καί δέν παρουσίαζαν ίχνη έρεύνης.

24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

"Εβαλα ένα χαρτί στή γραφομη­ χανή καί έγραψα: «ΤΗρθε ή ώρα νά πετάξη τό γα­ λάζιο πουλί». Τράβηξα τό χαρτί καί τό έχωοα στήν τσέπη μου. Γύρισα πίσω στόν ’Έβερετ. “Ήταν άναίσθητος. Ή Άλμπέρτα ήταν πάντα νεκρή. Καί έξω μιά άστυνομική σειρήνα τραγουδούσε μιά σχιζοψρενική καν­ τάδα... Ό Λοχίας Σήντυ, τού Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού, ήταν νεαρός, μυώδης κΓ έξυπνος. "Ηξερε καλά τή δουλειά του καί δέν κύτταζε τούς ι­ διωτικούς ντέτεκτιβς μέ καχύποπτο μάτι. Γι’ αύτόν, μπορούσα νά ήμουν εξίσου καλά ένας σωφέρ ή ένας γα­ λατάς. "Ημουν ένας μάρτυς γι’ αύτόν καί τίποτ’ άλλο. Τού είπα μιάν αληθινή Ιστορία. "Ισως περισσότερο απ’ δσο έπρεπε α­ ληθινή. Ή έκφρασις τού Σήντυ γινό­ ταν δλο καί πιό δύσπιστη δσο προ­ χωρούσα στήν Ιστορία μου. * Τέλος ξέσπασε: —Τώρα άς καταλάβουμε ό ένας τόν άλλο ! Σέ μίσθωσε αύτός ό ήθοποιός, ό Μπάνερ... —'Η Κυρία Μπάνερ..., τόν διώρθωσα. * — Καλά... Σέ μίσθωσε γιά νά βρής ποιός διέδωσε τήν ψεύτικη εϊδησι τού θανάτου του. Έτσι τράβηξες γιά ένα εξοχικό δρόμο, πίσω άπό τό Ράντς Σάντα Ρίτα, δπου ένας δασοφύλακας σού είχε έτοιμο έναν αριθμό αυτοκι­ νήτου. Μέσα σέ τρεις ώρες άπό τή στι­ γμή πού άνέλαβες τήν ύπόθεσι, βρήκες τήν ίδιοκτήτρια τού αυτοκινήτου νά πεθαίνη μέ τό κεφάλι σπασμένο καί τό φίλο της νά μπαίνη στό σπίτι της σάν πρόβατο γιά σφαγή. Αδερφέ μου I Θά ήθελα νά είμαι κι’ έγώ μιά φορά τόσο τυχερός, έστω καί μόνο μιά φορά I ' , *

,^Ρ^,έν είχα αναφέ­ ρει τίποτα γιά τά εκβιαστικά σημει­ ώματα τού Μπάνερ., —Μπορείς νά έξετάσης καί νά βεβαιωθής, είπα. Μόνο πού ό δασο­ φύλακας μπορεί νά έχη κιόλας ξεχάσει τά πάντα. Δέ φαινόταν πολύ κα­ λά στό μυαλό του.

ΤΟ 13ο


Ό Σήντυ κύτταξε ξυνά τό αναί­ σθητο σώμα του ’Έβερετ Μός, καθώς τό κουβαλούσαν μ’ ένα φορείο. —Βλέπω πώς δλα αυτά θά εΐναι εύκολα κοί φαιδρά σάν Κυριακάτικη εκδρομή 1, μουρμούρισε. Ένας επιλη­ πτικός, ένας τρελλός δασοφύλακας, κι* ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ μέ γυ­ ναικεία διαίσθησι ! Γιατί νά μη μου τύχη μιά φορά καί μιά ύπόθεσις ό­ που όλα τά πρόσωπα νά είναι κανο­ νικά ; Έστω καί μιά μόνο φορά I Σώπασε καί μέ μελέτησε ξήνοντας τό σαγόνι του. — Παράξενες συμπτώσεις, έ ; Ποιός ήξερε πώς θάρχόσουν εδώ απόψε; — Ό δασοφύλακας. Ίσως καί ή Αύτοκινητιστική Λέσχη Γρύλλισε δυσαρεστημένα. —Τί βρήκες στό σπίτι; Μη μου πής πώς δεν τό έψαξες ! —Τά κοσμήματα πού είναι επάνω στό κρεββάτι είπα. Τίποτ’ άλλο. Ίσως τά πέταξαν εκεί γιά νά κάνουν τήν ύπόθεσι νά φανή σάν διάρρηξις. Ναι. Πιστεύεις πώς ό ’Έβερετ Μός σκότωσε τήν καλή του ; Άνασήκωσα τούς ώμους μου. —Ίσως. ,Μπορεί ό Μός νά πήγε στό Ράντς Σάντα Ρίτα μέ τό αυτο­ κίνητο τής Άλμπέρτας. ’Άν τής εΐπε τί είχε κάνει, ϊσως αυτή νά τον α­ πείλησε ότι θά τον καταδώση κι’ αυ­ τός νά έχασα τήν ψυχραιμία του καί νά τήν χτύπησε. —Επειδή ένας άνθρωπος είναι ε­ πιληπτικός, αυτό δεν θά πή πώς εΐ­ ναι καί παλαβός, άντέτεινε ό Σήντυ. Τό εΐπες αυτό γιατί υποψιάζεσαι συ­ νήθως τούς πάντας καί τά πάντα. —Τό εΐπα γιατί εσύ ήθελες νά τό πώ, γρύλλισα. Κάθεσαι εκεί καί μέ ταΐζεις ιδέες γιά νά τις διατυπώνω εγώ γιά λογαρισμό σου. "Οταν ή διατύπωσις σοϋ φαίνεται καλή καί πει­ στική, ή ιδέα εΐναι δική σου. "Οταν σου φαίνεται γελοία, μου κολλάς ε­ μένα τή ρετσινιά. Μέ κύτταξε μέ σκληρά μάτια κι’ έπειτα χαμογέλασε χωρίς χιούμορ. Του χαμογέλασα καί τό χαμόγελό μου δέν εΐχε περισσότερη επιθυμία. —Ή θεωρία μου εΐναι, έκάγχασα, ότι έπεσε μέσα στό τζάκι καί χτύπη­ σε τό κεφάλι της στή σκάρα...

ΜΑΤΙ

—Τσακίσου από δώ, Κάρμοντυ, εΐπε αυτός ήρεμα. Καί μήν άνακατευτής σ’ αυτή τήν ύπόθεσι ώσπου νά σέ ειδοποιήσω. Άλλοιώς, θά μιλήσω στόν Μπάνερ. Δέ θά σου άρεσε αύ9 09 το, ε ; —Δέν θ’ άρεσε αυτό στήν κυρία Μπάνερ, εΐπα. Επομένως, δέν θ’ ά­ ρεσε ούτε σέ μένα. Βγήκα έξω, μέσα στό θερμό σκο­ τάδι, όπου μιά πορτοκαλιά άρωμάτιζε τή νύχτα. Τό άρωμα μου θύμιζε πολύ τά λουλούδια, πού είχαν στολί­ σει τό πρωί τής ήμέρας εκείνης τό φέρετρο του Τζόε Κοντέντ. Ένας χαρτοπαίκτης μέ έξη κουμ­ πότρυπες στό κορμί καί μιά ήμερη, α­ ξιοπρεπής κυρία μέ τό κεφάλι σπα­ σμένο. Μά όσο κι’ άν τραβούσα καί τέν­ τωνα τή φαντασία μου, ένα μόνο κοι­ νό σημείο μπορούσα νά βρώ καί στούς δυό: ήσαν κΓ οί δυο νεκροί σάν τά νεανικά όνειρα ενός γέρου όγδόντα χρονών...

^3^,κολούθησα τήν συμβουλή τοϋ Σήντυ καί άφησα τήν αστυνομία νά παίξη τή μπάλλα της γιά τις υπόλοιπες μέρες τής εβδομά­ δας. Χασομέρησα στό γραφείο μου παί­ ζοντας μέ τις μάρκες τοϋ πόκερ, πού μοϋ εΐχε δώσει ή Άλμπέρτα. Τις εΐχα ξεχάσει εντελώς καί δέν τις θυμήθηκα εκείνη τή νύχτα παρά μόνο όταν έφτασα σπίτι μου. ΤΗταν πολύ αργά τότε. ’Άν τις πήγαινα στόν Σήντυ λέγοντάς του πώς τις εΐχα ξεχάσει, σίγουρα θά έκανε μιάν ανα­ φορά καί θά μοϋ έπαιρνε πίσω τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


άδεια έξασκήσεως επαγγέλματος. Ή­ ταν πολύ ζόρικο παιδί/ό Σήντυ. Οί μάρκες ή σαν άπό κίτρινη πλα­ στική ουσία κΓ ένα σχέδιο στό κέν­ τρο τους έμοιαζε μέ λοξό Κινέζικο μάτι. Στό βάθος τσΟ μυαλοϋ μου υπήρ­ χε μια θαμπή άπάντησις σχετικά μέ τό σέ ποιόν ανήκαν οί μάρκες αυτές, μά δεν ήθελα να έπιμείνω στό ζήτη­ μα αυτό. Εξάλλου, δεν μπορούσα νά εξη­ γήσω πώς βρέθηκαν κάτω άπό τό κρεββάτι τής Άλμπέρτας. "Ετσι, τά έβαλα σ’ ένα συρτάρι του γραφείου μου καί περίμενα νά καρφιτσώση ή αστυνομία τή δολοφο­ νία στόν "Εβερετ Μός. Αυτό ακριβώς έκαναν. Τόν συνέ­ λαβαν ως ύποπτο δολοφονίας τρεις μέρες αργότερα, καθώς έβγαινε άπό τό νοσοκομείο. Καί αμέσως έκανε μιάν έπιβαρυντική δήλωσι, πριν ό δι­ κηγόρος του νά προλάβη νά του βουλώση τό στόμα. Παραδέχτηκε πώς ήταν έξω άπό τό σπίτι γιά μισή πε­ ρίπου ώρα πριν του ανοίξω τήν πόρ­ τα, Νόμιζε πώς θάπιανε τήν ’ Αλμπέρτα μέ κανένα θαυμαστή της. Κα­ νένας άλλος δεν είχε μπή στό σπίτι, έκτος άπά μένα καί τόν ι'διο. Τηλεφώνησα στήν Τζιούντιθ Μπάνερ αμέσως καί κανόνισα ένα ραντε­ βού γιά τήν άλλη μέρα. "Ηθελα νά ρίξω μιά δεύτερη ματιά στό εκβια­ στικό σημείωμα. -Α.ίγο άργότερα, τό άπόγεμα, ήρθε τό ταχυδρομείο. Μιά κάρτ—ποστάλ μ’ έβαλε σέ σκέ­ ψεις. Διάβασα : «θά μου κάνετε μιάν ακόμα χάρι; Ή κακοτυχία μ’ έχει πάλι αρπάξει άπό τό λαιμό» Είχε τήν υπογραφή : «Μέγας Ντεκέμα» καί ή διεόθυνσις ήταν : Φυλα­ κές Λίνκολν Χάϊτς. Ό μόνος άνθρωπος, άπό όσους ή­ ξερα, πού μπορούσε νά έχη ένα τέ­ τοιο όνομα, ήταν ό ταχυδακτυλουρ­ γός, πού εΐχα σώσει άπό τή δεξαμε­ νή μέ τά νερόκρινα. "Ισως είχε πιή πάλι πολύ άπό τό μαγικό μπουκάλι του. Καί, άν ήμουν

26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τό μόνο πρόσωπο πού μπορούσε νά τόν βοηθήση, έπρεπε νά ήταν σέ πο­ λύ δύσκολη θέσ.. "Ετσι πήγα νά τόν δώ. Μέ χαιρέτησε μ’ ένα είδος άπεγνωσμένης άξιοπρεπείας καί σκυθρω­ πού χιούμορ. — Καταλαβαίνετε, είπε χαμογε­ λώντας ελαφρά, ότι ως μαθητής τού μεγάλου θαυματοποιού Χουντίνι μπο­ ρώ νά δραπετεύσω άπό τό βρώμικο αυτό κτίριο όποτε θέλω. Μά δέν θά ήθελα νά φέρω σέ δύσκολη θέσι τούς δεσμοφύλακές μου. —Πού είναι όλοι τους οικογενει­ άρχες, έ ; είπα σοβαρά. Πώς ξέρατε ποιος είμαι, δάσκαλε ; —Εκείνη τήν ήμέρα στό σπίτι τού Μπάνερ, σάς πέρασα γιά φρουρό τού σπιτιού, εξήγησε. "Οταν σάς άναζήτησα γιά νά σάς ευχαριστήσω, ένας παχύς τζέντλεμαν μού εΐπε τό όνομά σας. —Τί μπορώ νά κάνω γιά σάς ; ' Ό Μέγας Ντεκέμα έδειξε έλαφρή άμηχανία. —Μ’ έρριξαν σ’ αυτή τή βρωμερή φυλακή, γιατί δέν μπόρεσα νά πλη­ ρώσω τούς γελοίους φόρους τους. Μά δέν ζητώ δάνειο. "Εχω νά πάρω ένα ποσό άπό τόν Μπάνερ. Δέν πήρα τήν αμοιβή μου τήν ήμέρα έκείνη. Σκέφτηκα νά τού γράψω, μά ξέρετε πώς είναι αυτοί οί άνθρωποι —μικροί επιχρυσωμένοι θεοί, περιστοιχισμένοι άπό λακέδες καί άλλα παρόμοια. Τό πρόσωπό του συσπάστηκε. —Δέν θά έβλεπε ποτέ τήν επιστο­ λή μου. Κάποιος άπό τούς γραμματι­ κούς του θά τήν πετούσε στό καλάθι τών αχρήστων. -Εσπευσα νά τόν κα­ θησυχάσω καί τού είπα παρηγορη­ τικά : — Εντάξει, μπαμπά, θά πάω αύ­ ριο εκεί καί θά πετάξω μιά λέξι γιά τήν άμοιβή σας. θά βγήτε άπό δώ πριν καταλάβετε καλά-καλά τί συνέβη. —Είστε ένας αναχρονισμός, σέρ, είπε μέ φωνή πού έτρεμε. Είστε ένας τζέντλεμαν μέσα σ’ έναν σκοτεινό κό­

ΤΟ 13ο


σμο γεμάτο παλιανθρώπους και έκμεταλλευτάς! Τδσκασα πριν πέση στήν άγκαλιά μου καί βάλει τά κλάματα... Μίλησα στήν Τζιοόντιθ Μπάνερ γΓ αυτόν την άλλη μέρα κι* αυτή μου ύποσχέθηκε νά του στείλη αμέ­ σως ένα τσέκ. Μέ ώδήγησε στή βιβλιοθήκη, όπου συνέκρινα τό εκβιαστικό σημείωμα μέ τις δυό αράδες, πού είχα γράψει στή μηχανή τής Άλμπέρτας. —Νομίζω, είπα, ότι οί μπελάδες πήραν τέλος. Αυτή χαμογέλασε, σάν νά είχα πή ένα θλιβερό καλαμπούρι, καί ζή­ τησε τόν λογαριασμό. Θά ήθελα νά μήν πάρω λεφτά, γιά νά έχω τήν εύ-

χαρίστησι πώς είχα κάνει κάτι γι αυτήν, μά δεν ήθελα νά τήν προσβά­ λω καί, άπό άντίδρασι, παραφούσκω­ σα τόν λογαριασμό. —Εύχαριστώ πολύ, κ. Κάρμοντυ, μου είπε στήν πόρτα. Πήγα μέ τά πόδια ως τόν πιό κοντινό σταθμό λεωφορείων, δυό μι­ λιά μακρυά. Κι* άλλη μια ύτιόθεσις τελειωμένη, κατά τρόπο επικερδή. "Ετσι νόμιζα. Κι* όμως, τριάντα λεπτά άργότερα, ολόκληρο τό πράγμα άνατινάχτηκε σάν ήφαίστειο. Καί... ξέρετε ποιός ήταν καθισμένος στήν κορυφή του; Ό Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ, Ιδιωτικός ντέτεκτιβ 1

Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΕΠΙ­ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΞΑ­ ΦΝΙΚΗ ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ!

"Οταν βγήκα άπό τό λεωφορείο, ό παχύς Τσώνσεϋ Μάκλη ζυγιζόταν στήν υπαίθρια αυτόματη ζυγαριά. Τό βάρος του τόν έκανε πάλι νά μορφάση, μά δέν μου διάβασε αύτή τή φορά τήν τύχη του στό πίσω μέ­ ρος τής καρτελλίτσας. — ΚΓ άλλο σημείωμα, είπε σκυ­ θρωπά. Σοβαρώτερο αύτή τή φορά. Κάτι δέν πήγαινε καλά. Κάποιος τροχός γύριζε άνάποδα μέσα στήν καταραμένη υπόθεση. —Πότε τό έστειλαν; —Χτες τή νύχτα. Τό ταχυδρόμη­ σαν στις έπτάμιση στό Αός 5'Αντζε­ λες. Δέν εΐπα τίποτα στήν Τζιούντιθ, γιάνά μήν άνησυχήση... Τό στομάχι μου σφίχτηκε καί μια ναυτία, όπως όταν ταξιδεύη κανείς σέ τρικυμισμένη θάλασσα, μέ πλημ­ μύρισε.

ΜΑΤΙ

— Ελάτε στό γραφείο μου, εΐπα. Τό καινούργιο σημείω­ μα είχε δακτυλογραφηθή μέ άλλη μηχανή καί σέ διαφορετικό χαρτί. Αύτό όμως ήταν φυσι­ κό, άφου ή γραφομηχανή τής Άλμπέρτας δέν μπο­ ρούσε νά χρησιμοποιηθή. Νά τί έγραφε :

«Μπάνερ, Είχατε τήν εύκαιρία νά γλυτώσετε. Τήν επόμενη εβδομάδα θά σάς σκοτώσω. "Ισως σκοτώσω καί τή γυναίκα μέ τήν οποία παίζετε τόν τελευταίο καιρό.» Εΐχε τήν υπογραφή: «Ξέρετε π ο ι ό ς I» — Υπάρχει κάτι καινούργιο εδώ, εΐπα. Για ποια γυναίκα πρόκειται ; —Δύσκολο νά πή κανείς, εΐπε ό Τσώνσεϋ καί τό φεγγαροειδές πρό­ σωπό του μόρφασε κωμικά. Αλλάζει έρωαένες κάθε εβδομάδα. — Καί ή Τζιούντιθ; Τό ξέρει αύτό; Ό Τσώντσεϋ άνασήκωσε τις σα­ ράντα λίτρες πάχους, πού σκέπαζε τούς ώμους του. — Υποθέτω, έχει ακούσει* κάτι, μά δέν εννοεί νά πιστέψη. Ή γυναίκα αύτή, Κάρμοντυ, εΐναί αγνή καί κα­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27


θαρή σαν άγγελος. Κι* ό Πώλ είναι σωστή βρωμιά, —Τί τους κρατάει μαζί; Τό βλέμμα του εγινε θαμπό καί όνειροπόλο. —Μακάρι νάξερα. θά προσπα­ θήστε νά βρήτε ποιός έγραψε τό ση­ μείωμα αυτό, Κάρμοντυ ; "Εβγαλα τις μάρκες του πόκερ. Άν ό άνθρωπος πού είχε γράψει τό σημείωμα αυτό ήταν ό ’Έβερετ Μός —καί δέν ήταν γιατί βρισκόταν στή φυλακή δταν ταχυδρομήθηκε—, τό μόνο στοιχείο πού είχα ήσαν εκείνες οί μάρκες. Πέταξα μιά στόν Τσώνσεϋ. —Σάς λέει τίποτα αυτό ; Έξήτασε τή μάρκα καί τα ματά­ κια του σάλεψαν ανήσυχα μέσα στό λίπος τους. —Προέρχεται άπό τή Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». Είναι μιά άπό τις ευνο­ ούμενες λέσχες του Πώλ. Δέν έχω πάει ποτέ εκεί. Μά είδα μιά φορά μιά τέτοια μάρκα επάνω στό τραπέζι τής τουαλέττας του Πώλ. Οί τροχοί μέσα στό μυαλό μου πήραν μιαν άπότομη στροφή, πού μου έφερε ζάλη. Σκέφτηκα: «Μήν είσαι τρελλός, Κάρμοντυ 1 Δέν μπορείς νά συνδέσης έναΫ έκτελεσμένο γκάγκστερ, έναν ήθοποιό του κινηματογράφου καί μιάν άξιοπρεπή' μεσόκοπη κυρία!» Πολλοί άνθρωποι θά μπορούσαν νά έχουν μάρκες τής Λέσχης «Τό 13ο Μάτι». "Εκανα μιάν έρώτησι καί, πριν α­ πάντηση ό Τσώνσεϋ, ήξερα κιόλας τήν άπάντησι. — Ποιός έχει τό 13ο Μάτι ; είπα. — Δέν ξέρω ποιός τό έχει τώρα, α­ πάντησε ό Τσώνσεϋ. Τό είχε ό Τζόε Κοντέντ. Μά τόν σκότωσαν τήν περα­ σμένη εβδομάδα. Εμένα μου λές ; "Ημουν ένας άπό εκείνους πού τόν κουβάλησαν στήν τελευταία του κατοικία 1 — Ψάξτε νά βρήτε τόν άνθρωπο πού έγραψε τά σημειώματα στόν Πώλ, Κάρμοντυ, μέ προέτρεψε ό Τσώνσεϋ. Απειλεί νά τόν σκοτώση καί μπορεί νά είναι σοβαρή ή απειλή I

28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Καί δέν θά θέλατε νά χάσετε μιά καλή δουλειά, έ ; έσάρκασα. Μά. δέν είχα κα­ νένα σκοπό νά παίξω τις αμάδες μέ τά παιδιά τής Λέσχης «Τό 13ο Μάτι», γιά κανένα λόγο. Άπό εκείνη τή με­ ριά ήταν ό Σίντ Μάραμπλ καί...«έκλεκταί κηδείαι μέ λογικάς τιμάς 1» —θά δώ τί μπορώ νά κάνω, είπα χωρίς πολλή ειλικρίνεια. Αυτός κούνησε τό κεφάλι του, βγήκε άπό τήν πολυθρόνα του άγκομαχώντας καί κατάφερε νά περάση τό όγκώδες κορμί του άπό τήν πόρ­ τα του γραφείου μου. Μιά ώρα αργότερα, ή Μάτζι Ο’Κήρυ, τό κορίτσι μου, μπήκε στό γραφείο. Δέν τήν εΐχα δή άπό τή νύχτα πού τής είχα επιστρέφει τό αυτοκίνητό της, μά δέν φαινόταν πολύ στενοχωρημένη. Πέταξε μιά μαύρη γραβάτα επά­ νω στό τραπέζι μου. "Ας λείπουν τέτοια δώρα, είπα. Άπό ποιόν νεκροθάφτη τήν πήρες ; —Δέν είναι δώρο, είπε αυτή. "Ε­ νας μικροπωλητής μου τήν έδωσε. Μου είπε πώς είναι γιά σένα. Νόμι­ σα πώς τήν είχες παραγγείλει εσύ. Κύτταζα μιά τή γραβάτα καί μιά τή Μάτζι, όταν τό τηλέφωνο κουδού­ νισε. Σήκωσα τό άκουστικό, μά δέν άκουσα παρά ένα μακρυνό βούϊσμα. —Εμπρός 3, είπα. Ποιός είναι ; "Ακόυσα ένα σφύριγμα. ΤΗταν με­ λωδικό, μά καθόλου εύθυμο. Κάποιος σφύριζε τό Πένθιμο Εμβατήριο ! —Ζωή σέ λόγου σας, είπα. Ποιός είναι; Μιά φωνή ψιθύρισε στό αύτί μου. —Ντροπή σου, Κάρμοντυ I Αφή­ νεις ένα κορίτσι νά πάρη τή θέσι σου στό φέρετρο ! Μπορώ νά σοϋ δώσω άπό τώρα τά συλλυπητήριά μου ; "Επειτα κρέμασε τό άκουστικό. Ή Μάτζι μέ κύτταζε παράξενα. — Ούΐλλιαμ, τί τρέχει; Άκούμπησα τό άκουστικό καί ση­ κώθηκα. Προχώρησα μέ παγωμένα καί δύσκαμπτα πόδια ως τό παρά­ θυρο. Μέσα στό ημίφως του βραδιού, ό

ΤΟ 13ο


Λούθηρος μέ τά άδύναμα πνευμόνια κύτταζε τά λεωφορεία να περνούν από τόν δρόμο, μπροστά του, καθι­ σμένος στό ευνοούμενο μπαγκάκι του. Άκούμπησα τή ζεστή παλάμη μου επάνω στό ψυχρό τζάμι. —νΗταν μιά γυναίκα ; είπε ή Μάτζι πίσω μου. 3Κ^ρειάστηκε νά κα­ ταπιώ δυό φορές γιά νά μπρρέσω νά μιλήσω. Δεν εΐχα ποτέ σκεφτή δτι θά μπορούσαν νά μέ χτυπήσουν, αιχμαλωτίζοντας ή σκοτώνοντας τή Μάτζι. "Επρεπε νά τήν βγάλω άπό τό δρόμο μου καί... γρήγορα ! Εΐπα ήρεμα : —ΤΗταν ή Τζιούντιθ Μπάνερ, Μάτζι. Δεν ήθελα νά μάθη κανένας άλ­ λος τίποτα, μά δέν μπορώ νά τό κρύψω άπό σένα. Τά βήματά της πλησίασαν γοργά. —Ούΐλλιαμ, είπε, τί προσπαθείς νά πής ; Τί σ’ έχει πιάσει; *—θά είμαστε πάντα φίλοι, εσύ κι* εγώ, Μάτζι, είπα μέ τόν ψυχρό τόνο τοϋ κόσμου. Ξέρω πώς θά μέ καταλάβης... — Πάψε νά μιλάς μέ αινίγματα !, φώναξε εκείνη μανιασμένα. Μίλα κα­ θαρά 1 —Εντάξει, μπέμπα !, είπα γυρίζον­ τας καί κυττάζοντάς την. Ή Τζιούντιθ κι* εγώ... Φύγε άπό τή ζωή μου καί μείνε μακρυά. Τό μόνο πού θέλω άπό σένα εΐναι νά μέ θυμάσαι πότε πότε I "Εγινε τόσο χλωμή, ώστε γιά μιά στιγμή φοβήθηκα πώς θάπεφτε λιπό­ θυμη. Τά τρυφερά χείλη της τρεμούλιασαν καί τά μάτια της έγιναν σκοτει­ νά καί ξέμακρα. Υποχώρησε πισοπατώντας αργά» σάν παιδί πού δέν μπορεί νά πιστέψη κάτι, ώσπου ή πλάτη της άκούμπησε στήν πόρτα. Δέν σήκωσε ούτε στιγμή τό βλέμ­ μα της άπό επάνω μου. ”Αν πρόφερε έστω καί μιά λέξι τότε, θά έσπαζα. Μά ξεροκατάπιε μέ δυσκολία κι* έπειτα γύρισε καί βγή­ κε έξω. Είδα τή σιλουέττα της νά σβύνη

ΜΑΤΙ

επάνω στό θαμπό τζάμι τής πόρτας καί είχα μιά τρύπα στό στομάχι, πού θά μπορούσε νά χωρήση τό πόδι ενός έλέφαντος. Στραπατσάρησα τό καλάθι των α­ χρήστων μέ μιά κλωτσιά. Μά αυτό δέ μέ γαλήνεψε. "Ηθελα νά χτυπήσω κάτι πού νά σπάση καί νά ματώση. Δυό ώρες άργότερα. βρισκόμουν στή Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». "Ενας μπάρμαν μέ κέρασε ένα ούΐσκυ κι* εναν άγριο μορφασμό. Γιά νά σέ κεράσουν χαμόγελα εκεί μέσα, έπρεπε νά είσαι πιό πλούσιος άπό τόν μπάρμαν καί τά γκαρσόνια, πρά­ γμα πού συνέβαινε μόνο στούς εκα­ τομμυριούχους καί τούς ήθοποιούς τοϋ κινηματογράφου.

3ΕΧ

Λέσχη βρισκό­ ταν επάνω στήν πλαγιά ένός λόφου* Γιά νά φτάσω ώς εκεί, άνέβηκα πε" νήντα επτά σκαλοπάτια καί κατάλα βα πώς τό «13ο Μάτι» έπρεπε νά ε Τχε κάτι ξεχωριστό άπό τις άλλες λέ σχες. Κανένας δέν άνεβαίνει πενήντα επτά σκαλοπάτια αν δέν έχη ιδιαί­ τερους λόγους. Κι* αυτό δέν ήταν δλο. Οί αίθου­ σες τοϋ χαρτοπαιγνίου ήσαν πιό ψη­ λά στον λόφο, σ’ένα χωριστό κτίριο. Αυτό μπορεί νά αποθάρρυνε μερικούς άπό τούς υποψηφίους παίκτες, μά ή άστυνομία δέν μπορούσε νά επισκέ­ πτεται τό μέρος συχνά. Χρειάστηκα μιά ώρα γιά νά καί ταλάβω τή διαρρύθμισι καί πέντλεπτά γιά νά πείσω τό θυρωρό τοϋ δευτέρου κτιρίου νά μ* άφήση νά πεε ράσω. Δέν τοϋ άρεσαν καθόλου οξένοι, μά έρριξα στήν κουβέντα τ’ ό­ νομα τοϋ Πώλ Μπάνερ κι* αυτό έφε­ ρε άποτέλεσμα. Μ’ άφησε νά περάσω^ Οί αίθουσες ήσαν πολυτελείς, μο­ λονότι οί περισσότερες χαρτοπαικτικές λέσχες έχουν πρόχειρη έμφάνισι, γιατί σήμερα είναι εδώ κι* αύριο άλλοΰ, δταν ή άστυνομία άρχίζει τις επιδρο­ μέςΥπήρχαν όλα τά τυχερά παιχνί­ δια εκεί μέσα, έκτος άπό τή Ρωσική ρουλέτα. Ώς γκρουπιέρηδες υπήρχαν κορίτσια, πεντάμορφα κορίτσια μέ τολμηρά φορέματα, πού δέν βοηθοϋ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


καν καθόλου τούς πελάτες νά συγεντρώνουν τήν προσοχή τους στή ρουλέττα. Ένα τραπέζι είχε τούς περισσό­ τερους πελάτες, έτσι πλησίασα σ’ αύτό. Ό Πώλ Μπάνερ ήταν καθισμέ­ νος έκεΐ, θαμμένος κάτω άπό μεγάλα κέρδη. Ήταν σέ καλύτερα κέφια άπό τήν τελευταία φορά πού τον είχα δή. Παρακολούθησα τό παιχνίδι για λίγο κι’ έπειτα άκούμπησα μιαν άπό τις κίτρινες μάρκες μέ τό μάτι στον αριθμό πού είχε ποντάρει αύτός. Ό Μπάνερ σήκωσε τό κεφάλι του καί φάνηκε νά μέ άναγνωρίζη. — Άλλό I, είπε. Τό κορίτσι πού έκανε τόν γκρουπιέρη δεν είχε ακόμα γυρίσει τή ρου­ λέτα. Κύτταξε τήν κίτρινη μάρκα μου μέ μια μικρή πτυχή στό όμορφο μέ­ τωπό της.

έπίσης κομψό... κάπως υπερβολικά κομψό. Εκεί μέσα βρισκόταν ό Σίντ Μάραμπλ. —Τό φανταζόμουν πώς θάρχόχουν, Κάρμοντυ, εΐπε μέ τήν ξυνή φωνή του. Ό χοροδιδάσκαλος είπε: —Δοκίμασε νά παίξη μέ μιάν άπό τις μάρκες τού Τζόε. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε γιά λί­ γο, μέ μιά μικρή φωτιά αναμμένη συό βάθος των ματιών του. —Τά πράγματα γίνονται ολο καί πιό καλά, Κάρμοντυ, εΐπε. Σέ άκούμε.

Πέταξα τή μάρκα επάνω στό τραπέζι. —Τό κορίτσι μοΰ εΐπε πώς θά έξοφλήσης τή μάρκα. Ό Μάραμπλ δέν κύτταξε κάν τή ταν πολύ μελαμάρκα, ’Άνοιξε ένα συρτάρι καί τρά­ χροινή, έμιαζε μέ Ισπανίδα καί ή­ βηξε μιά δεσμίδα χαρτονομισμάτων ταν τόσο όμορφη όσο κΤ ήΤζιούντιθ Μού τήν πέταξε. Μιά γοργή έπιθεώρησις μού έδει­ Μπάνερ. Μά υπήρχε μιά μεγάλη δια­ φορά. ξε ότι ήσαν πενήντα. *Όλα κατοστά­ θά ήταν κανείς υπερήφανος συ­ ρικα. νοδεύοντας .τήν Τζιούντιθ οπουδήπο­ —Ή τιμή εΐναι πολύ καλή, εΐπα. τε. Άν όμως έμπλεκες σέ κανέναν Λυπούμαι πού δέν έφερα καί τις υ­ καβγά στήν πίσω αύλή μιας κακό­ πόλοιπες μάρκες. φημης ταβέρνας, θά προτιμούσες νά— Μήν είσαι άπληστος, Κάρμοντυ. χης μαζί σου τό μελαχρινό κορίτσι. Πρέπει νά ξέρεις πώς δέν μού αρέ­ Θά ήταν μεγάλη βοήθεια. σουν οί μπελάδες. Πληρώνω καί θέ­ λω νά τελειώνουμε. Πού εΐναι; —Λυπούμαι, είπε. Έχει γίνει κά­ Πέταξα πίσω τά λεπτά έπάνω στό ποιο λάθος. Ή μάρκα σας δεν εΐναι τραπέζι. καλή. Έσκυψα επάνω στό τραπέζιά —Ό Κάστλ; Πέφτεις έξω άπό τήν — Φαίνεται πώς κάποιος άλλαξε άρχή, Μάραμπλ. Δέν ήρθα εδώ νά τόν κανονισμό, εΐπα. σοΰ πουλήσω τόν Τβάν. —’Άν πάτε τή μάρκα στό γρα­ — Δέ φαντάζομαι νάρθες εδώ γιά φείο, είπε τό κορίτσι κοφτά, είμαι κουβεντούλα, εΐπε ό Μάραμπλ ψυ­ βέβαια ότι θά τήν εξοφλήσουν. χρά. Λέγε λοιπόν. Κι* έσπρωξε τή μάρκα προς τό μέ­ —θά σοΰ πώ. Έγειρα έπάνω άπό τό τραπέζι ρος μου. Λεπτά δάχτυλα έσφιξαν τό μπρά­ πρός τό μέρος του. ’Ήμουν αρκετά τσο μου καί μιά μετάξινη φωνή είπε: * τρομαγμένος, μά καί άρκετά θυμωμέ­ — Άπό δω, Κάρμοντυ. Σάς περιμέ­ νος, ώστε νά μή δείχνω πώς ήμουν νουν. τρομαγμένος. Πήρα τή μάρκα μου καί άκολού—Μακρυά τά χέρια άπό τό κορί­ θησα τόν φίλο πού μου είχε μιλή­ τσι μου, Μάραμπλ, εΐπα. ’Άν κανέ­ σει. Ήταν λεπτός καί κομψός καί νας όχι τήν πειράξη, άλλά τής σψυπερπατούσε σάν χοροδιδάσκαλος. ρίξη απλώς στό δρόμο, θά ξέρω πού Μπήκαμε σ’ ένα γραφείο πού ήταν θάρθω. Καί θά κάνω πολλή ζημιά,

30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


πριν τά παλληκάρια σου προλάβουν νά μέ σταματήσουν. Σου δίνω τήν ύπόσχεσί μου. —Τι σέ κρατάει, Κάρμοντυ ; ρώτη­ σε αυτός σιγανά. ’Άν τό κορίτσι αυ­ τό έχει τόση σημασία για σένα, για­ τί δέν κάνεις κάτι γι’ αυτήν; Μπορείς νά κερδίσης μπόλικα λεφτά καί νά σώσης καί τό κορίτσι σου. Καί τί κά­ νεις αντί γι’ αυτό ; "Ερχεσαι καί μι­ λάς άγρια εδώ, οπού οί κουβέντες δεν μπορούν νά σου δώσουν ούτε ένα τσιγάρο I —Εΐσαι βλάκας, Μάραμπλ, είπα γελαστά. ^ί^,ύτός στριφογύρι­ σε τήν κίτρινη μάρκα στον άέρα καί τήν κύτταξε σκυθρωπά. — "Οταν άνέλαβα αυτή τη λέσχη, έβγαλα καινούργιες μάρκες. Όλες οί μάρκες του Τζόε υποτίθεται πώς κατεστράφησαν. Που τή βρήκες αυτή ; —Όχι από τόν Τβάν, τόν διαβε­ βαίωσα. Τή βρήκα στο σπίτι μιας Άλμπέρτας Σόουμς. Δέν νομίζω ότι ήξερε κι5 αύτή τόν Ίβάν. Τήν. δολο­ φόνησαν στήν αρχή τής έβδομάδος. Μπορείς Ϋά μου τό έξηγήσης αυτό ; Ό Μάραμπλ σήκωσε πάλι τή μάρ­ κα καί τήν έξήτασε μέ προσοχή. —θά σου πώ κάτι, Κάρμοντυ, μο­ λονότι δέν ξέρω γιατί χάνω τόν και­ ρό μου. Ό ΊΓζόε έβγαζε πολλά λεφτά από τό 13ο Μάτι. "Επαιρνε τό μερί­ διό του καί περισσότερο. Μά δέν μπο­ ρέσαμε νά μάθουμε πώς τό κατάφερνε αυτό. "Ισως εΐχε μερικές περισσευούμενες μάρκες καί τις έδινε σέ κα­ νένα φίλο του νά τις έξαργυρώνη στο ταμείο. Κι’ αυτός ό φίλος του έπρε­ πε νά είναι ό Ίβάν. Γι’ αυτό ψάχνου­ με νά βρούμε τόν Ίβάν. —Δέν τό εΐχα σκεφτή αύτό, είπα. Νόμιζα πώς ό Ίβάν ήταν απλώς μπρο­ στά, όταν δολοφόνησαν τόν Τζόε. Ό Μάραμπελ έδειξε έκπληξι. — Ό Ίβάν σκότωσε τόν Τζόε,είπε. Ή άποψις ότι έπρόκειτο γιά πόλεμο μεταξύ αντιπάλων συμμοριών ήταν γιά κυκλοφοριακούς λόγους, θέλουμε νά κάνουμε ένα σωρό ερωτήσεις στόν Ίβάν. —Μήπως είχε ρυθμίσει τις ρου­

ΜΑΤΙ

λέτες καί ήξερε μόνο αυτός τό μ υ στικό ; είπα. —Γιά βλάκες μάς περνάς; γρύλλισε ό Μάραμπλ, Τις έλυσα όλες μιά-μιά, μόνος μου. "Αν υπήρχε έστω κΓ ένας κοριός μέσα τους, φαντάζε­ σαι πώς δέ θά τόν έβρισκα ; Σηκώθηκα. —Είναι άξιόλογο τό πρόβλημα αύτό, είπα. "Ισως σου χρειάζεται ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ. Μά όχι εγώ. ΤΗρθα εδώ απλώς γιά νά σέ προειδο­ ποιήσω γιά τήν ύγεία τού Λουθήρου. Πάρε τον μακρυά μου άλλοιώς θά του φυσήσω καπνό στή μούρη καί θά τόν πνίξω I — Ό Λούθηρος είναι συβμάτινος, χαμογέλασε ό Μάραμπελ. Μπορεί νά σηκώση πολλά. — θά τού δώσω νά σηκώση πολλά, ύποσχέθηκα. όμισα πώς τόν σχεδόν. Ξεκίνησα πρός

είχα πείσει τήν πόρτα. —Κάρμοντυ, είπε αυτός ξοπίσω μου. Ό Τζόε μάς έκλεψε εκατό χι­ λιάδες. Δέν του είχε μείνει τίποτα όταν ό έργολ,άβος κηδειών έστειλε τό λογαριασμό. Πόσα άπό αυτά σου δί­ νει ό Ίβάν γιά νά τόν καλύψης ; Δέν μπορούσα νά κουβεντιάσω μ’ έναν άνθρωπο τόσο ξεροκέφαλο. ΓΓ αυτόν τά λεφτά ήταν ή βάσις καί ή ουσία τής ζωής. Μέ πλήρωνε ό Ίβάν γιά νά τόν καλύψω. Δέν μπορούσες νά τού βγάλης άπό τό μυαλό τήν ι­ δέα αύτή ούτε μέ σφυριά. "Εκανα ιτιάν άτακτη ύποχώρησι μέσα στήν αίθουσα τού χαρτοπαι­ γνίου. Πώς θά' κατάφερνα νά βγώ άπό εκεί μέσα, χωρίς ν’ άψήσω πίσω μου λουρίδκς άπό τό πετσί μου ; Δέν φαυωταν εύκολη ή δουλειά αύτή. Έκεΐαα τά, σκοτε'νά, άπότομα σκαλοπάτια, πού κατέβαιναν στήν πλαγιά τού λόφου, ήσαν τέλειο μέ­ ρος γιά ένα άτύχημα. θάβγαινο άπό τήν πόρτα; Δέν μού φαινόταν ασφαλές αύτό. ΤΗταν προτιμότερ νά κάνω τήν έξοδό μου άπό κανένα π τράθυρο τής τουαλέττας τών άναρών. Ό Πώλ Μιτά\/ερ κέρδιζε άκόμα,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31


σάμπως ή ρουλέττα νά υπάκουε στις επιθυμίες του, όταν πέρασα από κον­ τά του. Μπήκα σ’ έναν αμυδρά φωτισμέ­ νο διάδρομο, άκολουθώντας ένα βέ­ λος πού ώδηγοΰσε στήν τουαλέττα. Δεν έφτασα ποτέ εκεί. Είχα τή συγκεχυμένη έντυπωσι ότι κάποιος κινήθηκε πολύ γοργά στη στροφή του διαδρόμου, μά δεν πρόλαβα νά δω ποιός ήταν. Κάτι με χτύπησε ακριβώς επάνω στήν κορυφή του κεφαλιού μου καί άρχισα νά πέφτω. "Επεσα εννιά μίλια χωρίς άλέξίπτωτο. Άπό κεϊ καί πέρα, δεν θυμάμαι τίποτα. Κάποιος "Αγιος, πάντως,, φαί­ νεται πώς με προστατεύει, αν κρίνω απ’ όσα ακόυσα, όταν συνήλθα μέσα σ’ ένα... αυτοκίνητο—κλούβα τής α­

στυνομίας γεμάτο πελάτες ! Ή αστυνομία, λέει, είχε κάνει ξα­ φνικά μιάν επιδρομή. Πώς τά κατάφεραν νά φτάσουν ως τή λέσχη καί νά τήν αίφνιδιάσουν, χωρίς νά άντηχήσουν καν τά κουδούνια κινδύνου, παραμένει ακόμα ένα μυστήριο. ’Όσο κι’ άν τό κεφάλι μου ήταν γεμάτο άπό χαιρέκακα διαβολάκια^ πού χόρευαν, καταλάβαινα πιό συμ­ πέρασμα θά εΐχε βγάλει ό Σίντ Μάραμπλ για τήν άπροσδόκητη εκείνη επιδρομή : % Ό Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ —θά σκε­ πτόταν—είχε φέρει τήν αστυνομία στήν Λέσχη «Τό 13ο Μότγι». «...Έκλεκταί κηδεϊαι μέ λογικάς τι­ μάς. Έπισκεφθήτε μας σέ περίπτωσι ανάγκης.» ^

Μά κάποιος είχε έγγυηθή γιά μένα καί χρειά­ ζονταν τό κελί γιά κά­ ποιον δολοφόνο. "Οταν βγήκα έξω, ή Μάτζι μέ περίμενε. —Νομίζω πώς σού εί­ πα νά φύγης μακρυά μου, είπα. Ή Μάτζι φορούσε μα­ κρυά παντελόνια, πρά­ γμα πού έκανε πάντα τούς διαβάτες νά γουρλώνουν τά μά­ τια τους καί νά ξεροκαταπίνουν. Είπε χωρίς νά μέ κύττάξη : —’Έτυχε νάρθώ εδώ γιά τόν πλειστηριασμό καί άκουσα πώς σέ είχαν μέσα. —Κι’ έτυχε νάχης άφθονα λεφτά στο πουγγί σου, έ ; έσάρκασα. — Ποτέ μου δέν κουβαλώ πουγγί μαζί μου !, είπε ή Μάτζι μέ άγανάκτησι. Είχα λεφτά μαζί μου, γιατί ή­ θελα ν' άγοράσω κάτι στόν πλειστηριασμό. Προσπάθησα νά καταλάβω, μά δέν μπόρεσα. — Ποιόν... πλειστηριασμό; — Τόν αστυνομικό πλειστηριασμό. Ξέρεις... τά χαμένα αντικείμενα, πού δέν έρχονται νά τά ζητήσουν οί Ιδιο­ κτήτες τους. Πάμε μέσα.

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΗ ΦΥ­ ΛΑΚΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ­ ΖΕΙ ΕΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΟΥΤΙ Μ’ ΕΝΑΝ ΜΑΥΡΟ ΔΡΑΚΟΝΤΑ ΖΩΓΡΑ­ ΦΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ... Πέρασα τή νύχτα μου μέσα σ’ένα κελί. Δέν είχα μαζί μου αρκετά λε­ φτά για νά απολυθώ μέ έγγύησι καί δέν μπορούσα νά τηλεφωνήσω στον Κάπταιν Κίσιγκερ, πού θά μ’ έβγαζε . στο πί καί φϊ. Μά ύπήρχε ένας λόγος, πού έκα­ νε τό κελί εκείνο νά μου φαίνεται ό­ μορφο καί παρηγορητικό. Καί ό λό­ γος αυτός ώνομαζόταν Σίντ Μάραμπλ. "Ενοιωθα περισσότερη ασφά­ λεια εκεί μέσα. Τό επόμενο πρωί τό κεφάλι μου* πονουσε τρομερά καί μου φαινόταν τόσο έξωγκωμένο, ώστε θά μπορούσε άνετα νά χωρέση έναν ολόκληρο ου­ ρανοξύστη. Κάθε κίνησις ήταν αγωνία καί, άν περνούσε άπό τό χέρι μου, θάμενα εκεί μέσα ξαπλωμένος έναν αιώνα*

32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


— Τί θά κάνης εκεί άν δεν σου έ­ μειναν λεφτά;ρώτησα. —Μπορούμε νά παρακολουθήσου­ με απλώς τον πλειστηριασμό, είπε αυτή χωρίς να μέ κυττάξη στά μά­ τια. Μου έμειναν μερικά δολλάρια. ϋΐ^έν πίστεψα οϋτε γιά μιά στιγμή πώς ή Μάτζι είχε έρ­ θει τόσο νωρίς γιά έναν αστυνομικό πλειστηριασμό. Πήγα όμως μαζί της. Δεν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. Δεν έδωσα πολλή προσοχή στόν πλειστηριασμό. Υπήρχαν εκεί τά συ­ νηθισμένα αλλοπρόσαλλα μικροπράγ­ ματα, πού δεν άξιζαν ολα μαζί μιά πεντάρα. Σε λίγο, πρόσεξα ότι ή Μάτζι είχε μπή σέ ανταγωνισμό μ’ εναν ύ­ ποπτο τόπο τής προκυμαίας. — Πόσα λεφτά έχεις; μοϋ ψιθύ­ ρισε. — Δώδεκα δολλάρια. —'ΩραΐαΙ Έχω άλλα έννιάμισυ εγώ. Ελπίζω νά φτάσουν. —Τί θέλεις ν’ άγοράσης ; — Έκεϊνο τό κουτί. Δεν τό βλέ­ πεις ; —νΑν βλέπω ; βόγγησα. Είναι ζή­ τημα άν άνασαίνω ! Πάμε νά πιούμε λίγο καφέ. —Εννέα δολλάρια 3, φώναξε ή Μάτζι. Ό ύποπτος τύπος φτερνίστηκε μέ άγανάκτησι. —Είναι υπέροχο γιά νά φυλάη κανείς σ’ αυτό παλιές ερωτικές επι­ στολές, μέ πληροφόρησε ή Μάτζι μέ πίκρα στή φωνή. —Εννέα δολλάρια προσφέρει ή ώραία κυρία, φώναξε ό ύπάλληλος του πλειστηριασμου μέ φωνή πού αντηχούσε στό κεφάλι μου σάν σφυ­ ρί. Ποιός προσφέρει περισσότερα ; — Έννιάμισυ I, είπε ό ύποπτος τύ­ πος. —’Άς τελειώνουμε I, είπα. Καί ύψωσα τή φωνή μου : — Είκοσι ένα δολλάρια 3 Αυτά έφερε αποτέλεσμα. Μά δέν αύξησε τή δημοφιλία μου. Ακόμα κι* ή Μάτζι "μέ άγριοκύτταξε. —Γιατι τό έκανες αυτό ; θά τό έπαιρνα μέ λιγώτερα.

ΜΑΤΙ

—Είναι ένα δώρο, τής εΤπα. Δέν ήθελα νά σοϋ προσφέρω κάτι φτηνό. Πήραμε τό κουτί, ένα πορτοκαλί πραγματάκι, όχι πολύ μεγαλύτερο άπό ένα κουτί πούρων. Ένας άγριος μαύρος δράκοντας ήταν συσπειρωμέ­ νος επάνω στό σκέπασμά του. Έβαλα τό κουτί κάτω άπό τήν αμασχάλη μου, έπιασα τή Μάτζι άπό τό μπράτσο καί βγήκαμε έξω.

Ο ΰτε

στό πεζοδρό­ μιο δέν προλάβαμε νά φτάσουμε. "Ενας μυστικός άστυνομικός μου κόλ­ λησε άπό κοντά. —Είσαι ύπό κράτησιν, φίλε. Κι’ εσείς, κυρία. —’Ώ, σπουδαία I, εΐπα. Δέν ήθελα νά φύγω άπό τό κελί εκείνο. Ή Μάτζι είχε περισσότερη μαχη­ τικότητα μέσα της. Έπέμεινε νά κά­ νη ερωτήσεις, μολονότι δέν έπαιρνε καμμιάν άπαντησι. Μάς έμπασαν σπρώχνοντας σ’ ένα γραφείο. Ό Λοχίας Σήντυ ήταν καθισμέ­ νος πίσω άπό ένα στραπατσαρισμένο τραπέζι. ’Έρριξε μιά ματιά στό κουτί πού κρατούσα κάτω άπό τήν άμασχάλη μου καί ξέσπασε σάν κινέζικο πυροτέΧνημα. —’Όχι αυτόν 1, βρυχήθηκε στόν μυστικό αστυνομικό. Ηλίθιε βοϊδοκέφαλε 3 θά σέ στείλω νά κάνης περι­ πολία στά πεζοδρόμια I Πήγαινε νά πιάσης τόν άλλο I Χρειάστηκα αρκετή ώρα γιά νά τόν καλμάρω καί νά μπορέσω νά βγάλω νόημα απ’ αυτόν. — Αυτό τό κουτί, εΐπε μέ στραγ­ γαλισμένη φωνή. Δέν ξέρουμε άπό πού προήλθε. Κάποιος ήλίθιος άστυφύλακας τό έφερε, χωρίς νά κάνη άναφορά. Μά ένας άπό τούς άντρες μου—όχι εκείνος ό , βλάκας πού σέ συνέλαβε—τό συνέδεσε μέ τή δολο­ φονία τής Σόουμς. Δέν έχει σημασία πώς τό κατώρθωσε αυτό. Πάντως, τό βγάλαμε στόν πλειστηριασμό καί κά­ ναμε καί μιά μικρή διαφήμισι στις ε­ φημερίδες. —Περίφημα 3, είπα. Καί περιμένα­ τε νά έμφανιστή ό δολοφόνος τής Άλμπέρτας καί νά πάρη μέρος στόν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 33


τυλειστηρισσμό γιά νά συλληφθή, έ ; Ό Σήντυ μόρφασε αινιγματικά. —’Έχω λόγους νά πιστεύω δτι θά μπορούσε νά συμβή αυτό, εΐπε. Πρό­ σεξες τόν άνθρωπο πού δοκίμασε νά άγοράση αυτό τδ κουτί; —'Ύποπτος τύπος, είπα, μά δε φαινόταν δολοφόνος. Εξάλλου, νόμι­ ζα πώς εϊχατε· αποδώσει στόν ’Έβερετ Μός αυτή τή δουλειά. Μέ κύτταξε διαπεραστικά. —Γιατί θέλεις τόσο πολύ νά καρφιτσώσης τήν κατηγορία στόν -Μός; —Δέν προσπαθώ νά καρφιτσώσω τήν κατηγορία σέ κανένα!, μούγγρισα. —Τότε πάψε νά κάνης ύπαινιμούς 1, γρύλλισε αυτός. Τώρα, δίνε του από δω πριν σέ κλείσω μέσα «ε­ πί παρεμποδίσει τής δικαιοσύνης». Καί άφησε τό κουτί 1 Θά σου δώσω μιάν άπόδειξι γιά τά λεφτά σου. *

Ο ταν

βρεθήκαμε έ­ ξω, συγκεντρώσαμε τά ψιλά πού μας έμειναν καί τά βρήκαμε αρκετά γιά δυό καφέδες. Ή Μάτζι ρώτησε : —Γιατί είπε πώς προσπαθείς νά καρφιτσώσης τήν κατηγορία στόν Μός; —Ψυχολογία αστυνομικού, τής ε­ ξήγησα. "Ηθελε νά μου άποκρύψη κά­ τι κι’ έβαλε τις φωνές γιά τόν Μός γιά νά θολώση' τά νερά. Βρήκαμε ένα καφενείο, ήπια μιά κούπα ζεστό καφέ κι’ άρχισα νά βλέ­ πω τόν κόσμο λιγώτερο μαύρο. —’Άς καθαρίσουμε τώρα τά πρά­ γματα, είπα στή Μάτζι. Γιατί ήσουν εκεί τόσο πρωί; —Είσαι γκρινιάρης τά πρωινά, έ; είπε αυτή. Ευτυχώς, δέν πρόκειται νά σέ παντρευτώ. "Επειτα, χάϊδεψε τό χέρι μου καί πρόσθεσε: —Καλά, Ούΐλλιαμ, θά σοΰ εξηγή­ σω. Ό Αστυνομικός, πού ό Κίσιγκερ έβαλε νά σέ παρακολουθή, μοΰ τηλε­ φώνησε πώς ήσουν στή φυλακή. "Έ­ τσι, έλυσα τό κομπόδεμα κΓ ήρθα νά σέ ελευθερώσω. — Ό αστυνομικός; είπα. Τι εΐν’ αυτά πού μοΰ λές; Τί δουλειά έχει

34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ό Κάπταιν Κίσιγκερ σ’ αύτή τήν ύπόθεσι; —"Έβαλε έναν άντρα νά σέ παρα­ κολουθή χτες, όταν τού εΤπα πώς βρισκόσουν σέ κίνδυνο. Γιά ονομα τού θεού, Ούΐλλιαμ, δε φαντάζομαι νά νομίζης πώς έπίστεψα τήν Ιστορία σου γιά σένα καί τήν Τζιούντιθ Μπάνερ I Ή Τζιούντιθ Μπάνερ δέν θά γύριζε ούτε νά σέ κυττάξη. —Τά λές αύτά,' εΐπα σκυθρωπά γιατί ξέρεις πώς δέν έχω κουράγιο ούτε νά σέ χτυπήσω 1 Τά μάτια της έγιναν τρυφερά. — "Ήσουν δραματικός καί γεμάτος ευγένεια δταν μού έβγαλες εκείνον τόν λόγο τότε. Μόνο πού δέν μπορείς νά πής ψέματα, μπέμπη μου. Δέν μπο­ ρείς νά κυβερνήσης τά χέρια σου. 3ϋβμεινσ ακίνητος καί σιωπηλός κυττάζοντάς την. —Κατάλαβα πώς έπρεπε νά συμβαίνη κάτι άσχημο γιά νά τό κάνης αυτό, είπε ή Μάτζι. Φοβόσουν μήπως κάποιος θελήση νά σέ έκδικηθή μέσω εμού... —Πάψε νά κάνης τόν παντογνώ­ στη !, φώναξα. Καί γιατί δέν έμεινες μακρυά μου. Εξακολουθώ νά είμαι ραδιενεργός. —Είναι προτιμώτερο νά μού τά πής δλα, Ούΐλλιαμ. "Ισως μπορέσω νά βρώ κάτι. Τής είπα δ,τι ήξερα. —Τό μεγάλο αίνιγμα, είπα, εΐναι νά συνδέσω τή δολοφονία τού Τζόε Κοντέντ μέ τή δολοφονία τής Άλμπέρτας. Ή Άλμπέρτα είχε έξη μάρ­ κες τού πόκερ από τή χαρτοπαικτική λέσχη τού Κοντέντ. Δέν ήξερε πώς βρέθηκαν στό σπίτι της καί δέν τό ξέρω ούτε εγώ. Ό Μάραμπλ λέει δτι κατέστρεψε δλες τις μάρκες δταν άνέλαβε τή Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». ’Άν μπορούσα νά βρώ τόν Ίβάν, θά έπαιρνα μερικές άπαντήσεις. —Ό Μπάνερ φαίνεται νά είναι τό κλειδί όλης τής ύποθέσεως, είπε ή Μάτζι αργά. Συνδέεται μέ τήν δολο­ φονία τής Άλπέρτας μέσω εκείνου πού προσπαθούσε νά τόν έκβιάση καί γνώριζε τόν Τζόε Κοντέντ καί αργό-

ΤΟ 13ο


τέρα τόν Μάραμπλ ατό «13ο Μάτι». Έκάγχασα σαρκαστικά. —’Ώ, ώ, έκανα. Υποστηρίζεις δη­ λαδή πώς, αν άπεδείκνυε δτι ό Μπάνερ έγραψε εκείνα τά σημειώματα πρός τόν εαυτό του, θά εΐχε έναν πρώτης τάξεως ύποπτο γιά τη δολο­ φονία τής Άλμπέρτας καί του Τζόε, έ; —Μη γελάς !, είπε ή Μάτζι. ^Ι­ σως δημιούργησε εναν εκβιαστή γιά νά στρέψη εναντίον του τις υποψίες γιά τις δολοφονίες. Τό κορίτσι δέν παραλογιζόταν. Είπα : — Μάς λείπει όμως ένα κίνητρο. Μπορώ νά καταλάβω, βέβαια, τό εν­ δεχόμενο νά είχε οικονομικές σχέ­ σεις ό Μπάνερ με τόν Τζόε καί νά τόν σκότωσε έπάνω σ’ έναν καβγά. Μά δέν μπορώ νά παραδεχτώ πώς ένας μεγάλος ηθοποιός είχε ποτέ σχέσεις μ’ ένα πρόσωπο σάν τήν Άλμπέρτα. Ή Μάτζι έβαλε τό πηγούνι της στήν παλάμη της. —Μά δέν ήταν πάντα μεγάλος η­ θοποιός. "Ισως πριν άναδειχτή τήν γνώρισε... Δέν είναι πολύ εντάξει άν­ θρωπος, Ούΐλλιαμ. Του πήρα μιά συνέντευξι εκείνη τήν ήμέρα στο σπίτι του καί έμαθα πολλά γι’ αύτόν. Δέν τού άρεσε καθόλου ή έρευνά μου. ^3υμήθηκα πόσο δυσαρεστημή^ος ήταν ό Μπάνερ ό­ ταν μπήκε στή βιβλιοθήκη τότε πού κουβέντιαζα μέ τήν 'Γζιούντιθ Μπά­ νερ. —Δόσε μου ένα πρόχειρο σκίτσο, είπα. -Πρώτα-πρώτα, τό όνομά του δέν είναι στήν πραγματικότητα Μπά­ νερ.Μά δέν θέλησε νά μοϋ πή πιό εί­ ναι τό όνομά του. Ξέρω όμως ότι ήταν αλήτης στο Μπρωντγουαίη εδώ καί πολλά χρόνια. Τό πώς κατάφερε νά άνεβή καί νά γίνη ηθοποιός είναι κάτι πού θά ένδιέφερε ίσως τόν ει­ σαγγελέα. Καί είναι σπαγγοραμμένος ! — Κι* ή γυναίκα του ; Πώς συνέ­ βη νά συνδεθή μέ μιά γυναίκα σάν αύτήν ; — Ή Τζιούντιθ; μουρμούρισε ή

ΜΑΤΙ

Β—ΜΐτΐΙιπΗΙΙ11»·<» ·ιι -■■ιιι I

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ πού θά σάς προσφέρη

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ στά επόμενα τεύχη της :

* Ή αυλή τών νεκρών γυναικών. * Δέν μπορούν νά μέ κρεμάσουν! * Πέντε κόκκινα δά­ χτυλα. * Θά τραγουδώ στήν κηδεία σου! και

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ! Μάτζι. Είναι άπό άριστοκρατική οι­ κογένεια... πραγματικά γαλαζοαίματη. —Μά γιατί ή Τζιούντιθ, μέ τήν όμορφιά της, τήν άνατροφή της, τήν οικογενειακή της θέσι καί τά πλούτη της, παντρεύτηκε τόν Μπάνερ ; —’Άν ήσουν γυναίκα, εΐπε ή Μά­ τζι ρίχνοντάς μου μιά παράξενη μα­ τιά, θά μπορούσα νά σού τό εξηγή­ σω αύτό. Μά, άν ήσουν γυναίκα, δέ θά σού χρειαζόταν εξηγήσεις. —’Ώ, μήν είσαι τόσο αινιγματική ; Τί άλλο; — Υπάρχει κι’ό Τσώνσεϋ. Ό Πώλ τόν έχει κοντά του γιά νά κάνη τόν μεγάλο. Κι* ό Τσώνσεϋ τό άνέχεται αύτό γιατί είναι ερωτευμένος μέ τήν Τζιούντιθ, καθώς καί γιατί παίρνει μεγάλο μισθό άπό τόν Πώλ. Είναι ετεροθαλείς αδελφοί.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 35


—Νά μέ πάρη ό διάβολος !, φώ­ ναξα. Ή Μάτζι μέ κύτταξε ευχαριστη­ μένη. —Σημαίνει αύτό τίποτα για σένα ; —"Ισως. νΑς πάμε στό γραφείο μου. θέλω νά ρίξω μιαν άκόμα μα­ τιά στην τελευταία εκβιαστική έπιστολή.1 [Πλήρωσα καί βγή κάμε έξω. Μισό τετράγωνο πιό πέρα, σταμάτησα άπότομα. —Μάτζι, είπα βιαστικά, ποϋ είναι τώρα ό άνθρωπος πού έχει βάλει ό Κίσιγκερ νά μέ παρακολουθή ; — Δέν ξέρω. Κάπου εδώ γύρω... — Βρές τον, διέταξα. Βρές τον γρή­ γορα. Μή συζητάς, μπέμπα... Τρέξε I Καί τήν έσπρωξα. Ό Λούθηρος κι* ό ύψηλόσωμος άντρας, πού ήταν νούμερο τρία στό φέρετρο του Τζόε, πλησίαζαν άπό δυο κατευθύνσεις. 'Ο Μάραμπλ ήταν καθισμένος στό βολάν ενός μεγάλου μαύρου αυτοκινήτου. Για πρώτη φορά, ή Μάτζι έδειξε σύνεσι καί ύπακοή. Γύρισε τρέχοντας πρός τό καφενείο. "Ισως ό άν­ θρωπος του Κίσιγκερ νά είχε καθυ­ στερήσει εκεί, επάνω άπό τόν καφέ του. "Ισως δοκίμαζε νά κλείση κανέ­ να ραντεβού μέ τή σερβιτόρα. Τό ζή­ τημα είναι δτι δέν ήταν σέ θέσι νά βοηθήση εκείνη τή στιγμή... Τό πιστόλι του Λουθήρου μ’ έ­ σπρωξε μέσ’ άπό τήν τσέπη του καί μπήκα στό αύτοκίνητο. Ό Μάραμπλ, κυττάζοντάς με μέσα στό καθρεφτάκι τοϋ οδηγού, εΐπε μέ θαυμασμό : — Φαίνεται πώς ό Ίβάν σου έδωσε μεγάλο μερίδιο άπό τά εκατό εκείνα χιλιάρικα, Κάρμοντυ. Καί τί δέν μπο­ ρεί νά κάνη κανείς γιά λεφτάΐ Διασχίσαμε ολοταχώς τήν πόλι καί βγήκαμε στήν έξοχή. Στήν άκρογιαλιά, στά βόρεια τοϋ Μαλιμπού, ένας άγριος, ύψηλός γκρε­ μός πέφτει άπότομα μέσα στον άνήσυχο Ειρηνικό. Αιώνες τρελλών, άφρισμένων κυ­ μάτων είχαν χτυπήσει τήν κατακόρυφη 6ψι τοϋ γκρεμού καί χιλιάδες γλάροι εΐχαν έγκαταστήσει εκεί τό

36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νοικοκυριό τους. ■^Ηταν ένα ερημικό, απαίσιο μέ­ ρος καί δέν πίστευα δτι θά άναπαυόμουν καθόλου εκεί ειρηνικά. ΚΓ δμως γιά εκεί μέ προώριζαν. ν

Ο

Σίντ Μάραμπλ είχε τή γνώμη δτι τό μέρος εκείνο ή­ ταν περίφημο γιά εξαφάνιση κανείς ■ένα πτώμα καί ό μόνος, πού δέν συμ­ φώνησε μαζί του, ήμουν εγώ. —Πρέπει νά τοϋ βάλουμε βαρίδια στα πόδια, είπε ή ξυνή φωνή του. Τό κορίτσι εκείνο πού ήταν μαζί του θά κάνη μεγάλη φασαρία. Μά, χωρίς πτώμα δέ θά μπόρεση νά κάνη τί­ ποτα. — Εντάξει, είπε ό ύψηλόσωμος σύντροφός του άδιάφορα. Ό Λούθηρος κούνησε άπλώς τό κεφάλι του έπιδοκιμαστικά. Δέν πήραν καν τόν κόπο νά ζητή­ σουν τή γνώμη μου. —Εντάξει, τζέντλεμεν, είπα. Κερδί­ σατε. θά σάς δώσω τόν Ίβάν. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε ψυχρά μέσα στό καθρεφτάκι τοϋ όδηγοϋ. — Ξαφνικά τώρα ξέρει ποϋ είναι ό Ίβάν, είπε. "Ισως δμως νά μήν τόν θέλουμε πειά, Κάρμοντυ. Δέν έχει πολλή σημασία τώρα άν τά κανό­ νιζαν μεταξύ τους ό Ίβάν κΓ ό Τζόε γιά νά μάς τρώνε τά κέρδη. Δέν πρό­ κειται νά έχουμε άλλα κέρδη πιά I

—Είσαι λίγο καθυστερημένος, φί­ λε, είπε ό άλλος. Περάσαμε πολύ ά­ σχημη νύχτα χτές|Ι — "Ενας άπό τούς πελάτες βρήκε τό σφυγμό μιας ρουλέττας, είπε ό

ΤΟ 13ο


Μάραμπλ πικρά. Καί στο «13ο Μά­ τι», όταν βρής τό σφυγμό μιας ρουλέττας, μπορείς νά είσαι ήσυχος για τα γηρατειά σου. Αυτό ήταν πολύ κακό, μά όταν ή αστυνομία έκανε ε­ πιδρομή, ή δουλειά πήρε τέλος. Δεν μπορέσαμε νά άντέξουμε σέ δυο τέ­ τοια χτυπήματα, Κάρμοντυ. "Αρχισα νά νοιώθω ένα κενό στό μέρος δπου βρισκόταν τό στομάχι μου. Ή μόνη μπλόφα που μπορούσα νά κάνω ήταν ό Ίβάν, και οΐ φίλοι δεν νοιάζονταν πιά γι’ αυτόν ! Μέ ένα είδος α­ πεγνωσμένης ελπίδας μουρμούρισα: —Δέ σάς ενδιαφέρει πιά ό Ίβάν. Εντάξει! Δέ σάς ενδιαφέρουν δμως τά λεφτά, πού πήρε μαζί του ό Ίβάν δταν ό Τζόε τίναξε τά πέταλα ; θά μπορούσατε νά κάνετε ένα καλό, και­ νούργιο ξεκίνημα μέ τά λεφτά αυτά. Ό Μάραμπλ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. —Τά λόγια σου άρχίζουν νά παίρ­ νουν νόημα, Κάρμοντυ, είπε. Συνέχι­ σε τό τραγούδι. —Ξέρω που είναι, είπα διαλέγον­ τας τά λόγια μου μέ προσοχή. Τό ανακάλυψα αυτό τυχαίως κι* δχι ε­ πειδή μέ χρησιμοποιούσε γιά νά τόν καλύπτω. Δεν έχει σημασία αν μέ πιστεύετε ή δχι στό ζήτημα αύτό. Τό ενδιαφέρον σημείο είναι δτι μπο­ ρώ νά σάς δείξω που είναι. Δεν σάς υπόσχομαι δτι θά μπορέσετε νά τόν πιάσετε. — Θά τόν πιάσουμε, μέ διαβεβαί­ ωσε ό Μάραμπλ, έστω κι* άν τόν έ­ χουν κλειδωμένο μέσα στά θησαυρο­ φυλάκια του κράτους. Γιά πού είμα­ στε, Κάρμοντυ ; Καταβάλλοντας μιάν υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατώρθωσα να συγκρα­ τήσω έναν εκρηκτικό στεναγμό άνακουφίσεως, πού πήγε νά άναπηδήση από τό στήθος μου. Τουλάχιστον, είχα γλυτώσει από τούς, απαίσιους εκείνους βράχους. Δέν μου άρεσε καθόλου νάχω γλά­ ρους ώς μοιρολογήτρες. —Γυρίστε άριστερά στόν >επόμενο δρόμο, είπα, πρέπει νά γυρίσουμε πί­

ΜΑΤΙ

σω, προς τό Γκλέντεϊλ Μπουλβάρ. Ό Λούθηρος είπε ανήσυχα : —"Εχει πολύ απατηλό γλώσσα, θά μάς βάλη σέ μπελάδες. Μου φαί­ νεται πώς είναι κόλπο. —Δέν του ύποσχεθήκαμε τίποτε, είπε ό Μάραμπλ. "Αν είναι εντάξει, θά τόν βάλουμε ϊσως σ’ ένα τραίνο γιά τήν Αλάσκα. — Είναι κόλπο, έπέμεινε ό Λούθη­ ρος. ’Έχω μιά κακή προαίσθησι. Ό Μάραμπλ είπε βαριεστημένα : — Κόφτο, Λούθηρε] ΙΕ’ίχαμε μπ ό λ ι κ η σιωπή σ’ δλο τό διάστημα τής δια­ δρομής. "Εδινα οδηγίες από καιρό σέ καιρό. Δίστασα, καθώς προσπερνούσαμε τόν δρομάκο πού ώδηγούσε στό Ράντς Σάντα Ρίτα. Ό φρουρός τής αύλόπορτας ήταν ώπλισμένος καί θά έφερ­ νε άντίστασι, μά οι συνοδοί μου ήσαν περισσότεροι καί τό στοιχείο του αιφνιδιασμού ήταν εναντίον του. —Πέντε μίλια ακόμα, είπα. Μπήκαμε στόν δεύτερο δρομάκο, πρύ ήταν παράλληλος πρός τόν πρώ­ το, καί άρχίσαμε νά κάνουμε τις βόλ­ τες επάνω στήν πλαγιά του βουνού. Ό φόβος μου ήταν μεγάλος. "Η­ μουν τόσο τρομαγμένος ώστε τά νύ­ χια μου είχαν άρχίσει νά γίνωντα' μπλέ. Δέν έτρεφα κανένα ρόδινο δνειρο δτι θά μέ άφηναν νά φύγω, ακόμα κι* άν τούς παρέδιδα τόν Ίβάν. Τό μέρος εκείνο ήταν τόσο έρημικό καί ήρεμο, δσο καί τά βράχια ε­ κείνα τού Μαλιμπού...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37


τήν κουβέντα. Τά πόδια μου μέ κρα­ τούσαν όρθιο, άλλα μέ δυσκολία. Οί τρεις άντρες βγή­ καν κι* αυτοί έξω. —"Αρχισε νά περπα­ τάς, διέταξε ό Μάραμπλ. Δοκίμασα νά βρέξω τά χείλη μου μέ τή γλώσ­ σα μου. Αδύνατον. Τό σάλιο μου είχε σωθή καί τό στόμα μου ήταν ξερό καί στεγνό σάν σανί­ δα. ΚΓόμως υπήρχε άκόμα μιά ελπίδα. Μίλησα καί ή φωνή μου βγήκε ξηστή. —Μπορώ νά έχω τό τελευταίο τσιγάρο του μελοθανάτου; ρώτησα. —Τό κάπνισμα είναι εΐναι κακή συνήθεια, είπε ό Λούθηρος ψυχρά, Γύρισα στον Μάραμπλ. —Πώς άνέχεσαι κοντά σου έναν τέτοιον άνθρωπο, Μάραμπλ ; ρώτησα. Εΐναι ενα ζωντανό πτώμα. Δέ βρί­ σκει τίποτα άξιο καί ευχάριστο στή ζωή ; — "Αφησέ τον νά καπνίση ένα τσι­ γάρο, Λούθηρε, γρύλλισε ό Μά­ ραμπλ.

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥ­ ΤΑΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΦΤΑΝΕΙ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΜΕ ΓΟΡΓΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΡΑΥΝΟΥΙ Τούς έδειξα τή στροφή τοΰ δρόμου, τιού υψωνόταν επάνω από τό ράντς. —Σταματήστε εκεί, ε?πα. Ό Μάραμπλ σταμάτησε τό αυτο­ κίνητο. —Λοιπόν ; ρώτησε. Που εΐναι κρυμ­ μένος ; Επάνω σέ κανένα δέντρο ; — "Ας τον καθαρίσουμε, είπε ό ύψηλόσωμος άντρας. —Σάς είπα πώς θά δυσκολευθήτε να τόν πιάσετε, είπα εγώ. Είναι κά­ τω στό ράντς. "Ενας μόνο δρόμος ο­ δηγεί εκεί, μά φρουρείται καλά. -Αυ­ τός εδώ είναι ό πίσω δρόμος. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε περιφρο­ νητικά. —Σου φαινόμαστε για γαϊδούρια; Πώς θά κατεβοΰμε εκεί κάτω ; — Μήπως ήθελες να σου τόν στείλω ταχυδρομικώς; έκάγχασα. Σάς έδειξα που βρίσκεται. Άπό δώ κι* εμπρός είναι δικός σας λογαριασμός. "Ισως άν περιμένετε πολλήν ώρα μπορεί να τόν δήτε να κάνη ιππασία. Ό Μάραμπλ κύτταξε τόν ύψηλόσωμο άντρα. -Τί λές ; —Μπορεί να λέη τήν αλήθεια. Τό μέρος φαίνεται κατάλληλο. —Πώς θά τόν ξετρυπώσουμε; ρώ­ τησε ό Λούθηρος. —θά δούμε άργότερα, είπε ό Μάραμπλ. Για τήν ώρα... Κάρμοντυ, έβγα έξω. —θά μ* άφήσετε να γυρίσω μέ τά πόδια πίσω ; —Ώ, δεν θά περπατήσης πολύ, ύποσχέθηκε ήρεμα ό Μάραμπλ. Δεν μπορείς νά πής πώς δεν τό γύρευες αυτό πού παθαίνεις. "Εβγα έξω. 53ΐγήκα έξω. Δέν μπορούσα νά τόν κάνω ν’ αρχίσουμε

38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

,,^β^ναψα ένα τσιγά­ ρο. "Ενοιωσα περηφάνεια πού κατάφερα νά τό ανάψω μ* ένα σπίρτο. Ή οσμή του καπνού καί τής σκό­ νης καί τών φυτών κάτω άπό τόν λαμπερό ήλιο ήταν πιό γλυκεία κι* άπό τό πιό γλυκό άρωμα. "Ισως εκεί­ νο τό άπαίσιο ακρογιάλι στό Μαλιμπού ήταν καλύτερο μέρος για νά πεθάνη κανείς. Έδώ, ό κόσμος ήταν τόσο όμορ­ φος, ώστε καί ή σκέψις άκόμα του θανάτου προκαλουσε πόνο. Γέμισα τά πνευμόνια μου μέ κα-πνό καί τόν φύσησα στό μούτρο του Λουθήρου. Ό Μάραμπλ χαμογέλασε όταν ό άνθρωπάκος ξέσπασε σ’ έναν παρο­ ξυσμό βήχσ. Κράτησε όμως τό πι­ στόλι του επάνω μου. Τό ίδιο έκανε κΓ ό ύψηλόσωμρς σύντροφός του. "Εκανα τό τσιγάρο νά κρατήση όσο γινόταν πιό πολύ. Εΐναι τρομε­

ΤΟ 13ο


ρό πράγμα νά ξέρης πώς ή ζωή σου έχει τό μήκος ενός τσιγάρου. Ή κάφτα πλησίαζε δλο και πιό πολύ στα δάχτυλά μου καί, άπό την αντίστροφη, εγώ πλησίαζα δλο και πιό πολύ στην Πύλη τής Αίωνίας Ζωής. Ή φωνή του Μάραμπλ, ξυνή όπως πάντα, σταμάτησε τις σκέψεις μου. — Εντάξει, μάς έπεισες. Εΐσαι παλληκάρι, Κάρμοντυ. Είσαι ένας ήρως. Τώρα πήγαινε στην άκρη του γκρεμού. ϋήγα στην άκρη του γκρεμού. Ό Λούθηρος μέ ακολούθη­ σε μέ δψι γεμάτη σαδισμό. —Γύρισε τήν πλάτη σου, μου ψι­ θύρισε. —"Αρχισε νά ρίχνης I, είπα. Άναρωτήθηκα τίνος φωνή είχα δανειστή γιά τήν περίπτωσι αυτή. "Εμοιαζε μέ παιδική σοπράνο. —"Αρχισε νά ρίχνης δσο σέ κυττάζω. 'Η φάτσα σου μέ γοητεύει τόσο, ώστε δεν μπορώ νά πάρω τά μάτια μου άπό επάνω σου. Κάθε δευτερόλεπτο πού κατάφερνα νά καθυστερώ τό μοιραίο ήταν καί μιά ελπίδα χαμένη. Μιά ελπίδα γιά κάτι, πού έπρεπε νά είχε κιόλας συμβή, μά πού δέν συνέβαινε. Δεν άκουγα τίποτα επάνω στούς λόφους. Τίποτα εκτός άπό τό βαρύ σφυροκόπημα τής καρδιάς μου. — Έγώ προτιμώ νά στη φυτέψω στην κοιλιά, εΐπε ό Λούθηρος μέ τά γκρίζα μάτια του γεμάτα άγρια λάμψι τώρα. "Ηθελα άπ^.ώς νά σου δώ­ σω μιαν ευκαιρία νά μή δής τό θά­ νατό σου. Γιά μιά στιγμή ετοιμάστηκα νά ριχτώ επάνω του. Μά δχι. Μπορούσα άκόμα νά κερδίσω μιά στιγμή. Γύρισα. Αργά. Οί μυώνες μου υ­ πάκουσαν μηχανικά καί στήν ψυχή μου δέν υπήρχε φόβος τώρα. Καί τότε άντήχησε ένας πυροβο­ λισμός. Δέν εΐχε προέλθει άπό τό πι­ στόλι του Λούθηρου. ?Ηταν πυροβολι­ σμός καραμπίνας καί είχε προέλθει άπό τόν λόφο,* επάνω μας. Άνασκίρτησα βίαια, έχασα τήν Ι­ σορροπία μου κΓ έπεσα στόν γκρεμό

ΜΑΤΙ

μέ τό κεφάλι μπροστά. Ό δεύτερος πυροβολισμός άκολούθησε τόν πρώτο άπό κοντά, μά άνάμεσά τους υψώθηκε ή γεμάτη άγωνία, , γουργουριστή κραυγή τοΰ Λουθήρου. Οί ήχοι πανικού στό δρόμο επά­ νω μου καί πίσω άποτυπώθηκαν στό μυαλό μου. Αργότερα, θυμήθηκα τις κραυγές τών άλλων, τά άνατριχιαστικά ξεφωνητά τού Λουθήρου καί τούς σταθερούς, μεθοδικούς πυροβο­ λισμούς τής καραμπίνας. Μά, καθώς έπεφτα στόν γκρεμό, δέν άκουγα παρά μόνο τόν εαυτό μου νά πέφτη. Ευτυχώς ή πλαγιά δέν ήταν κατακόρυφη. Τό |δαφος δμως ήταν γυ­ μνό καί γεμάτο μυτερά χαλίκια καί τίποτα δέν σταμάτησε τό πέσιμό μου, ώσπου έπεσα μέσα σέ κάτι άγριους θάμνους είκοσι μέτρα πιό κάτω. Πέτρες πλήγωσαν τά μέλη μου καί τά μάτια γέμισαν χώμα καί πνί­ γηκα άπό τη σκόνη πού ό ίδιος σή­ κωσα. Δέν ήξερα άκόμα αν είχα χτυπηθή άπό σφαίρα. Πονουσα σέ δέκα μεριές, μά τό μυαλό μου έκανε τουμπες μαζί μέ τό κορμί μου καί δέν μπορούσα νά καταλάβω καλά. Τότε οί θάμνοι μέ σταμάτησαν.

Μ* 1-1 ιά κάθε ενδεχόμε­ νο, χώθηκα δσο πιό βαθειά μπορού­ σα μέσα στούς θάμνους. Δέν μ’ έκάλυπταν καί πολύ, μά δέν χρειαζό­ μουν πια κανένα προκάλυμμα. "Ακόυσα τό μαύρο αύτοκίνητο νά παίρνη στροφή επάνω στό στενό δρό­ μο, μουγγρίζοντας. 5 Ανασηκώθηκα κι’ έρριξα μιά πεταχτή ματιά στό αύτο­ κίνητο. Τό είδα νά κατεβαίνη τό δρό­ μο ταλαντευόμενο στις στρρφές. Καί τότε λιποθύμησα σαν γερον­ τοκόρη... Ανέβηκα τήν άνηφοριά σερνάμε­ νος στα τέσσερα. ΤΗταν ό μόνος τρό­ πος. Καί ήταν περίφημος, γιατί μέ τόν τρόπο αύτό βρήκα κάτι μικρές καρτελλίτσες, πού διαφορετικά δέν θά πρόσεχα. ΤΗταν σαν νά τις είχε πετάξει κανείς εκεί, άπό τό δρόμο. Μάζεψα τρεις. "Ισως υπήρχαν κΓ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39


άλλες κι* ό άνεμος τις είχε ρίξει α­ νάμεσα ατούς θάμνους. ΤΗσαν καρτελλίτσες από αυτόμα­ τη μηχανή ζυγίσεως καί τό βάρος, που ήταν σημειωμένο επάνω τους, ήταν τό ίδιο καί στις τρεις : 263 λίτρες ! Ένα μόνο πρόσωπο στην υπόθεσι εκείνη ζύγιζε τόσο πολύ. Ό δασοφύλακας έβγαινε μέσ’άπό 6'τά πεύκα, όταν έφτασα στό δρόμο. Τό τουφέκι του μέ τό τηλεσκοπι­ κό στόχαστρο κρεμόταν από τόν ώ­ μο του. Μέ κύτταξε μέ τά βαθουλωτά μάτια του, χωρίς τό παραμικρό σημείο άναγνωρίσεως. — Σπουδαία σκοποβολή, είπα α­ δύναμα. Αργήσατε όμως νά έπεμβήτε ! Εξακολούθησε νά μέ κυττάζη σιωπηλά. —Σκέφτηκα ότι τό τσιγάρο θά τραβούσε τήν προσοχή σας καί τούς ζήτησα νά μέ άφίσουν νά άνάψω ένά, είπα. Μου σώσατε τή^ζωή. —Τόν σημάδεψα στόν ώμο, είπε αυτός ξαφνικά. Μά κουνήθηκε καί τόν σκότωσα. 2Βτό χώμα υπήρχαν μεγάλα ίχνη αίματος. — 'Ήταν νεκρός όταν τόν έμπα­ σαν στό αυτοκίνητο, πρόσθεσε. —Δέν ύπήρχε πολλή ζωή στό Λού­ θηρο, είπα. Μπορούσα νά τόν σκο­ τώσω άνάβοντας ένα τσιγάρο κάτω άπό τή μύτη του. Δέν μ’ άκουγε. Τό κεφάλι του ή­ ταν γερμένο ελαφρά σαν νά προσπα­ θούσε νά άκούση κάτι μακρυνό. Ρώ­ τησα : —Έχετε τηλέφωνο στό παρατη­ ρητήριο ; Δέν άπάντησε, μά γύρισε καί άρ­ χισε ν’ άνεβαίνη τό λόφο. Τόν ακο­ λούθησα. Μέ τά άνεβοκατεβάσματά του είχε σχηματίσει ένα στενό μονοπάτι μέσα στό λαβύρινθο των πυκνών πεύκων. "Οταν φτάσαμε στή φωλιά του, ένα υπέροχο κόκκινο σκυλί βγήκε καί μάς προϋπάντησε. Του χάϊδεψα τό κεφάλι, μά αυτό δέν κούνησε τήν ούρά του, ούτε έδειξε κανένα ενδιαφέ­ ρον. Τά σκούρα μάτια του είχαν τήν

40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ίδια απάθεια μέ τά μάτια τού άφεντικου του. — ’Όμορφο σκυλί, είπα. Κανένας τους δέν μου άπάντησε. Μπήκα στό παρατηρητήριο καί χρησι­ μοποίησα ένα άρχαίο τηλέφωνο του τοίχου. Τηλεφώνησα στό σπίτι τού Πώλ Μπάνερ. Δέν ήταν εκεί. Ούτε ή Τζιούντιθ. Έτσι, ζήτησα τόν Τσώνσεύ Μάκλη. Ό Μπάνερ, μου είπε, ήταν στό Ράντς Σάντα Ρίτα. - —Μπορείτε νά μέ περάσετε άπό τήν πύλη τού ράντς ; ρώτησα. —Νομίζω, είπε άβέβαια. Μά γιατί; —θά σάς εξηγήσω αργότερα. Πάρτε ένα αυτοκίνητο κι* ελάτε νά μέ πάρετε. Τού είπα πού βρισκόμουν. — θά σάς περιμένω στό δρόμο.

Τ ηλεφώνησα

έπειτα στό γραφείου τού Λοχία Σήντυ, για­ τί ήξερα πώς ή Μάτζι θά βρισκόταν εκεί. Πέρασαν αρκετά λεπτά ώσπου νά τήν πείσω ότι δέν ήμουν νεκρός. 'Όταν βγήκα έξω, ό δασοφύλα­ κας ήταν καθισμένος επάνω σ’ ένα κούτσουρο, μέ τό κεφάλι τού σκυ­ λιού ανάμεσα στά γόνατά του, καί τού διηγόταν μέ ήσυχη καί μονότονη φωνή αυτό πού είχε συμβή κάτω, στόν δρόμο. —Φαίνεται σαν νά σάς καταλαβαίνη, είπα. Ό δασοφύλακας σήκωσε τά μά­ τια του προς τό μέρος μου καί ή έκφρασις ήταν οίκτος. Καί βέβαια τόν καταλάβαινε τό σκυλί... Δοκίμασα νά τόν ευχαριστήσω πάλι, μά δέν φαινόταν νά καταλαβαίνη τί έλεγα. Τόν άφησα καί κατέβηκα τό στρι­ φογυριστό μονοπάτι ως τόν δρόμο. Ένώ περίμενα τόν Τσώνσεύ, προ­ σπάθησα νά ξεδιαλύνω στό μυαλό τό παράξενο ’έκείνο ανακάτεμα δια­ φθοράς καί εγκλημάτων, πού χαρα­ κτήριζε τήν ύπόθεσι εκείνη. "Ηξερα τώρα ποίά ήταν άκριβώς ή θέσις τών διαφόρων προσώπων τού δράματος, μά δέν μπορούσα νά άπο-

ΤΟ ί3ο


δείξω οΰτε καν δτι ή Πρωτοχρονιά πέφτει στην Πρώτη Ιανουάριου... Τό μαύρο αυτοκίνητο του Τσώνσεϋ φρενάρησε δίπλα μου και τό χοντρό μούτρο του έμοιαζε μέ άσκί γεμάτο λαρδί. —Τί τρέχει, Κάρμοντυ ; ρώτησε. Τόν άγνόησα κι* αυτός ώδήγησε τό αυτοκίνητο βυθισμένος σέ σκυθρω­ πή σιωπή. *Όταν φτάσαμε στήν άσπρη αυ­ λόπορτα, ό φρουρός βγήκε από τήν καλύβα του καί έξήτασε μιά κάρτα πού τοϋ έδειξε ό Τσώνσεϋ. "Επειτα μέ κυτταξε καί χαμογέλασε λοξά.* —Τό καταφέρατε, βλέπω, είπε μέ σιγανή φωνή. Ή έκφρασις τής φωνής του ήταν τέτοια πού ΙσοδυναμοΟσε μέ βρυσιά. 3^ωρίς νά τό θέλω έπανέλαβα τή φράσι, πού μου είχε πή ό δασοφύλακας: —θάρθή ή μέρα σου I Τό χαμόγελό του πέθανε καί τό μήλο του του Άδάμ άνεβοκατέβηκε. "Επειτα γύρισε καί μπήκε πάλι στήν καλύβα του, χωρίς νά προφέρη λέξι. — Τόν τρομάξατε, είπε ό Τσώνσεϋ σιγανά. Τί ήταν αυτό πού τοϋ είπατε ; —Τό παρασύνθημα. "Ισως θάπρεπε νά τό εΐχα χρησι­ μοποιήσει τήν πρώτη φορά, θά εΐχα ίσως σταματήσει τήν ύτόθεσι αυτή στήν άρχή της. Προχωρήσαμε μέσα στόν σκονι­ σμένο δρόμο, αφήνοντας ξοπίσω μας γκρίζα σύννεφα, καί παρακάμψαμε τόν πρώτο λόφο πού συναντήσαμε. Τό ράντς βρισκόταν άκριβώς πίσω άπό τό λόφο. Ό Τσώνσεϋ μοϋ έδει­ ξε τό αυτοκίνητο τοϋ Μπάνερ, ένα ακριβό πραγματάκι μέ κίτρινο χρώμα. *Ένα μεγάλο μέρος τοϋ σπιτιοϋ τοϋ ράντς ήταν άφιερωμένο στο μπάρ. "Ηταν ένα μεγάλο δωμά­ τιο μέ δοκάρια στο ταβάνι καί ένα πελώριο πέτρινο τζάκι. Τό πά­ τωμα ήταν στρωμένο μέ ινδιάνικα πολύχρωμα χαλιά. Ό Πώλ Μπάνερ, ένα κορίτσι κι’ ένας άντρας ήσαν καθισμένοι γύρω

ΜΑΤΙ

σ’ ενα βαρύ τραπέζι άπό κοκκινόξυλο. Καί τό κορίτσι καί ό άντρας ή­ σαν γνωστές φάτσες. Ό άντρας φοροϋσε ένα καστανό σπόρ σακκάκι. Στό τσεπάκι του είχε ένα πορτοκαλί καί μαϋρο μαντήλι. Τό πουκάμισό του εΐχε πορτοκαλί χρώμα επίσης. Ήταν άκόμα χλωμός, μά ή κατάστασίς του ήταν τόσο καλύτερη άπό τήν νελευταία φορά, πού τόν εΐχα δή, ώστε σχεδόν δέν τόν άναγνώρισα. Ήταν ό Μέγας Ντεκέμα, ό ταχυ­ δακτυλουργός. —Πήρατε τά χρήματά σας ; τόν ρώτησα. Ή κ. Μπάνερ μοϋ εΐπε πώς θά ταχυδρομοϋσε ένα τσέκ.

Ο

Μέγας Ντεκέμα έ­ βγαλε τό μαντήλι άπό τό τσεπάκι τοϋ σακκακιοϋ του καί σκούπισε τό μέτωπό του, πού όμως δέν ήταν κα­ θόλου ίδρωμένο. — Ό άδελφός Μπάνερ εΐνα^ εκεί­ νος πού μοϋ χρωστά χρήματα, εΐπε — Τί σημαίνει αυτό ; ρώτησε ό ά­ δελφός Μπάνερ. Καί τότε εΐδε τόν Τσώνσεϋ πίσω μου. —Τί γυρεύεις εδώ, Γουρουνάκι; — Πώλ..., άρχισε ό Τσώνσεϋ. Μά τόν σταμάτησα. —Ερευνούσα σχετικά μέ τά εκβι­ αστικά εκείνα σημειώματα πού πήρα­ τε, εΐπα. Ή γυναίκα σας βρήκε ένα άπό αυτά καί μοϋ άνέθεσε νά έρευνήσω, μολονότι αυτό τό προκάλεσε ό Τσώνσεϋ γιά δικούς του λόγους. — Ακούστε εδώ !, διαμαρτυρήθηκε ό Τσώνσεϋ. Καί μισοσηκώθηκε άπό τήν πολυ­ θρόνα δ του εΐχε καθήσει.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41


— Κσθήστε I, είπα άπότομα. Έσεις —Καί βρήκα αυτά εδώ επάνω στους γράψατε τό τελευταίο σημείωμα για λόφους. Είναι τό βάρος σας. Ό δα­ να μή σταματήσω τις έρευνες μου, έ­ σοφύλακας μπορεί νά σάς άναγνώπειτα από τή σύλληψι του "Εβερετ ρίση ώς έναν άπό τούς άνθρώπους Μός. Τό κάνατε αυτό γιατί είστε ε­ πού σταμάτησαν επάνω στό δρόμο πού περνά επάνω άπό τό ράντς. "Αν ρωτευμένος με την Τζιούντιθ καί μι­ αύτό δέν είναι άρκετό, μπορούμε νά σείτε τόν Μπάνερ. κάνουμε παραβολή του τελευταίου —Καί βέβαια μέ μισεί, είπε ό Μπάνερ νευριασμένα. Μά δέν έχει σημειώματος μέ τή γραφομηχανή τού γραφείου σας. τό κουράγιο νά κάνη τίποτα. —"Εκανε πολλά, τόν πληροφόρησα. —Αρκεί, είπε ό Μπάνερ. Θά κανο­ Σάς κατασκόπευε άπό τούς λόφους. νίσω τά υπόλοιπα μέ τό δικό μου ’Ήξερε δτι χρησιμοποιούσατε τό μέ­ τρόπο. ρος αυτό γιά νά συναντάτε τή φίλη — ΚΓ έχετε πολλά νά κανονίσετε!, σας καί ήθελε νά προκαλέση ένα είπα. Μπορούμε ν’ άρχίσουμε άπό σκάνδαλο γιά νά σάς καταστρέψη τήν αίθουσα χαρτοπαιγνίου τής Λέ­ καί νά τσάκιση τό γάμο σας. σχης «Τό 13ο Μάτι», χτές τήν νύχτα; Γύρισα στον Τσώνσεϋ. Ό Μπάνερ κροτάλησε τά δάχτυ­ — "Αν ό πραγματικός εκβιαστής ή­ λά του. ξερε γιά τή γυναίκα αυτή, θά τήν —Τώρα θυμάμαι 1 Εκεί σάς έχω χρησιμοποιούσε στα άλλα σημειώ­ ξαναδή. ματα. — Καί εκεί είδα τό κορίτσι σας, XX έταξα τις καρτεαπάντησα. ^Ηταν γκρουπιέρης στή ρουλέττα, δπου κερδίσατε μεγάλα λίτσες τής μηχανής ζυγίσεως επάνω στό τραπέζι. π 3 σά.

Βέβαια, δέν έχω καμμιά άπόδειξι, μά ίσως θά θέλατε νά τήν άκούσετε, άπό περιέργεια τουλά­ χιστον. Παίζετε έναν ά­ πό τούς βασικώτερους ρόλους σ’ αύτήν. Δίστασε γιά μιά στι­ γμή, έκανε νά συνοφρυωθή, μά τελικά σκέφτηκε πώς λίγη γοητεία δέν θά έκανε κακό. "Ετσι χαμογέλασε καί είπε συγκατα­ βατικά : —’Άν παίζω κι’ εγώ ρόλο σ’ αυ­ τή τήν Ιστορία, τότε σάς άκούω. — Μίλησα μέ τόν Μάραμπλ σήμε­ ρα, εΐπα. ’Ή μάλλον αυτός μίλησε μέ μένα. Είπε πώς κάποιος καθάρισε μιά ρουλέττα χτές τό βράδυ. Όταν ήμουν εκεί, κερδίζατε κιόλας πολλά. Πόσα κερδίσατε τελικά ; —Αρκετά, είπε ό Μπάνερ σκυ­ θρωπά. Μέ τά κέρδη αυτά ήρθα ίσια

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΦΕΡΝΕΙ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΗ ΘΕΣΙ ΕΝΑΝ ΔΟΛΟΦΟ­ ΝΟ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ΧΤΥΠΑ ΣΚΛΗΡΑ ΚΑΙ ΑΔΥΣΩΠΗΤΑ !

Ό Μπάνερ είπε άπότομα : — Μήν πής τίποτα, Λολίτα. "Επειτα, γύρισε καί μέ κύτταξε καί τό ύφος του ήταν γεμάτο έπιφύλαξι καί εχθρότητα. —Τό ξέρετε δτι μπορώ νά βάλω νά σάς πετάξουν έξω άπό δώ; —Μά δέ θά τό κάνετε αύτό. Έχω μιαν Ιστορία νά άφηγηθώ, Μπάνερ. Είναι μιά Ιστορία πού ώνειρεύτηκα λίγη ώρα πριν,- δταν ήμουν επάνω στούς λόφους. Είναι παστρική καί καλοφτιαγμένη καί δέν έχει κενά.

42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ»

ΜΙΜ ΠΡΟΤΟΦΗΜΗΣ ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ Άπό τό τεύχος αυτό οί σελίδες των Εβδομαδιαίων μας αυξάνονται είς

Βιβλίων

84

Χωρίς τήν παραμικρή αϋξησι τής τιμής πού παραμένει 5 Εκτός άπό τό εβδομαδιαίο της εκλεκτό αστυνομικό μυθιστό­ ρημα, ή «Νυχτερίδα» θά προσφέρη στό αναγνωστικό της κοινόν άπό

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕν}(ΟΣ καί 32 σελίδες άπό ένα δεύτερο συναρπαστικό μυθιστόρημα 1 Οί 32 αύτές σελίδες θά άποσπώνται άπό τό κύριο σώμα τής «Νυχτε­ ρίδας» καί θά σχηματίζουν κάθε 4 τεύχη ένα ξεχωριστό Βιβλίο

132 ΣΕΛΙΔΩΝ "Έτσι κάθε μήνα, οί άναγνώσται τής «Νυχτερίδας» εκτός άπό τά 4 έβδομαδιαϊα βιβλία τους, θά άποκτουν καί ένα άκόμα βιβλίο, χωρίς καμμιά έπιβάρυνσι,

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟΥ 1ΗΝ0Σ

Μερικά άπό τά «Βιβλία του Μηνός» :

0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ !

ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ!

"Ενα γνήσιο άριστούργημα του μάγου τής πέννας Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ, σέ μιάν* άριστοτεχνική άπόδοσι στήν ελ­ ληνική γλώσσα.

Ένα γοητευτικό· άνάγνωσμα, γεμάτο άγωνία, μυστήριο καί ήρωϊσμό, γραμμένο, με βάσι τά άπομνημονεύματα τού Βρεταννού πράκτορος τής άντικατασκοπείας Τζ. Μπάρτον.

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤδΝ

ΕΡΠΕΤΩΝ

Μια συναρπαστική περιπέτεια στή Βρεταννική Γκουϊάνα, όπου ό θάνατος, ό έρωτας, ή κατασκοπεία καί οί δολοφονίες, χορεύουν έναν φαντασμαγορικό καί φριχτό χορό I ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

Ι/ΙΙΑ ΔΥΝΑΤΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞ1Σ ! ΜΑΤΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43


κι* ίσια. Είχα χάσει πολλά τον και­ ρό που ό Τζόε Κοντέντ είχε τή λέσχη αυτή. —Είχατε χάσει γιατί ό Τζόε είχε μιά ρουλέττα πού ρυθμιζόταν μυστι­ κά, είπα. Μάθατε πώς δούλευε κι* ό­ ταν ή Λολίτα τράβηξε τούς σπάγγους, πήγατε περίφημα. Ή Λολίτα μου έρριξε μιά φαρμα­ κερή ματιά μέ τά θερμά μαύρα μά­ τια της. Δέν ήταν Κυρία σάν τήν Τζιούντιθ. ΓΤ αύτό ϊσως εΐχε σχέσεις μαζί της ό Μπάνερ. Ρώτησε : —Είμαι υποχρεωμένη νά δέχωμαι τέτοιες προσβολές, Πώλ; —Δέν ξέρω άκόμα, είπε ό Μπά­ νερ επιφυλακτικά. Παίζει τά χαρτιά του. *Άς δούμε πρώτα τι άποδείξεις έχει» — Καμμιά, εΐπα. Ή Ιστορία μου είναι άπλώς μιά ιστορία, εκτός άπό τήν επιδρομή έκείνη τής άστυνομίας χτες τή νύχτα. "Ημουν έκει, θυμόσα­ στε ; Πώς τά κατάφεραν οί αστυνο­ μικοί ; Μεγάλο μυστήριο. Μά θά σάς πώ τι έγινε. Είχαν βοήθεια άπό μέσα. Κάποιος τούς ειδοποίησε. Αυτή είναι ή μόνη άπάντησις. Τώρα, στήν ιστο­ ρία μου, ό άνθρωπος πού τούς ειδο­ ποίησε, είστε εσείς. Χάσατε τήν ψυ­ χραιμία σας, όταν* κερδίσατε τόσο πολλά άπό τον Μάραμπλ, καί τηλε­ φωνήσατε στήν άστυνομία. ,^^ύτό πρέπει νά άποδειχθή, έ ; είπε ειρωνικά ό Μπά­ νερ. —’Άν μπορούσα νά αποδείξω κά­ τι, θά άπεδείκνυα ότι ξέρατε γιά τήν παράνομη ρουλέττα του Τζόε Κον­ τέντ. Καί θά βρίσκατε τότε γιά καλά τόν μπελά σας I Τά μάτια του Μπάνερ έχασαν κά­ πως τή σταθερότητά τους καί τήν ει­ ρωνεία τους. Έγώ συνέχισα : —"Οπως κι* άν έχη τό πράγμα, ή δουλειά πρέπει νά ήταν έξυπνα κα­ μωμένη. Ό Σίντ Μάραμπλ έλυσε ό­ λες τις ρουλέττες γιά νά άνακαλύψη τήν κατεργαριά, μά δέν μπόρεσε νά άνακαλύψη τίποτα. "Αναψα ένα τσιγάρο καί πρόσθεσα :

44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

* —’Άν ή δουλειά ήταν τόσο καλή, πόσοι άνθρωποι φαντάζεστε πώς θά τήν ήξεραν; Ό Τζόε, βέβαια, κι ό Τβάν Κάστλ, ίσως. Καί ό άνθρωπος πού έκανε τή δουλειά αυτή στή ρου­ λέττα. "Ηξερα πώς ή συνέχεια τής κου­ βέντας δέν θά ήταν καθόλου εύχάριστη. Μά, στό κάτω-κάτω, τίποτα άπ* όσα είχαν γίνει τήν ήμέρα έκείνη δέν ήταν εύχάριστο. —Ό Τζόε δέν σάς τό εΐπε, συνέχι­ σα, γιατί ή ρουλέττα αυτή τόν γεμίζε λεφτά, ώς τή στιγμή πού... άνεχώρησε «είς τόπον χλοερόν, τόπον άναπαύσεως». Ό Τβάν θά μπορούσε νά σάς πουλήση τό μυστικό, μά—άν κρίνω άπό όσα έχω άκούσει γιά σάς —είστε κάπως σφιχτοχέρης. Χαμογέλασα κουρασμένα. — Εξάλλου, ή Ιστορία μου θέλει διαφορετικά τά πράγματα. Κανένας δέν είχε τίποτα νά πή. —Ή Λολίτα, έξακολούθησα, δέν μπορεί νά είναι άνακατεμένη γιατί δέν δούλευε έκεϊ τόν καιρό πού ό Τζόε είχε τή διεύθυνσι. Ό Μάραμπλ προσέλαβε κορίτσια ώς γκρουπιέρηδες όταν άνέλαβε τή Λέσχη.

Ο

Μπάνερ μίλησε πώς προσπαθούσε

μά ήταν φανερό νά μπλοφάρη. —Μου φαίνεται, είπε, πώς μπήκα­ τε μόνος σας σέ αδιέξοδο. Βγάλατε άθώους όλους τούς ύποπτους. -—"Ολους έκτος άπό έναν. Γιά τήν Ιστορία μου χρειάζομαι κάποιον πού νά εΐναι άρκετά έπιδέξιος, ώστε νά σκανταλίση τή ρουλέττα τόσο έξυπνα πού άκόμα κι* ένα πουλί τής πιάτσας σάν τόν Μάραμπλ νά μην μπορέοη νά άνακαλύψη τίποτα. Χρειάζομαι κάποιον πού νά είναι, παραδείγμα­ τος χάριν, ταχυδακτυλουργός ! Ό Μέγας Ντεκάμα δέν έσάλεψε. Τό πρόσωπό του ήταν τόσο πέτρινο, ώστε δέν μπόρεσα νά διαβάσω τίπο­ τα έπάνω του. Αναστέναξα. Δέν ήθελα νά τόν στριμώξω καί νά τόν χτυπήσω, μά δέν μπορούσε νά γίνη διαφορετικά. —Ή άστυνομία νομ'ζει πώς ό Μάραμπλ σκότωσε τόν Τζόε. Ό Μά­ ραμπλ έπιμένει πώς ό Τβάν Κάστλ

ΤΟ 13ο


τον ξέκανε. Μά άς πούμε πώς οΰτε ό ένας ούτε ό άλλος Ικανέ τή δουλειά. Τότε τά πράγματα πρέπει νά έγιναν έτσι: Ό Τζόε άρνήθηκε νά πληρώση, όταν ό ταχυδακτυλουργός τελεί­ ωσε τό σκαντάλισμα της ρουλέττας —ή, μάλλον, πλήρωσε μέ μάρκες. Και ό ταχυδακτυλουργός μου θά έχασε τις μάρκες μαζεμένες σέ μιάν άλλη από τις ρουλέττες του Τζόε. Αυτό πρέπει νά τόν άπογοήτευσε τρομερά καί νά τόν έκανε τρελλό άπό θυμό. Μέ τά μάτια όρθάνοιχτα άπό δυσπιστία καί άπορία, ό Μπάνερ ρώτησε : —Τί προσπαθείτε νά πήτε ; — Πρόκειται γιά δολοφονία, είπα κουρασμένα. "Ισως ό φίλος μας κι* ό Τζόε φιλονείκησαν γιά κάτι άλλο. Δέν ξέρω. "Ισως αύτό νά μήν τό μάθη κανένας ποτέ. Πάντως, φιλονείκησαν κΓ ό ταχυδακτυλουργός σκότω­ σε τόν Τζόε μέ τό ϊδιο του τό πι­ στόλι. —Μιά καί είμαι ό μόνος ταχυδα­ κτυλουργός στή συντροφιά, κ. Κάρμοντυ, είπε ό Ντεκέμα ψυχρά, μου επιτρέπετε νά σάς πω ότι ή Ιστορία σας είναι πληκτική ; —Λυπούμαι, είπα. Λυπούμαι πραγ­ ματικά. θά προσπαθήσω νά μη μα­ κρολογήσω. Δέν βλέπετε που θέλω νά καταλήξω, Μπάνερ ; Προσπαθώ νά σάς συνδέσω μέ τόν άνθρωπο αυ­ τόν. "Ισως τόν γνωρίσατε τόν παλιό καιρό, όταν ήσαστε 'άκόμα αλήτης στο Μπρωντγουαίη. Αύτό τό μέρος τής Ιστορίας μου μπορεί νά έπαληθευθή. — Γνώρισα πολλούς ανθρώπους ε­ κείνη την εποχή, είπε ό Μπάνερ κο­ φτά. — Καί τελευταία πήρατε ένα γράμ­ μα άπό έναν άπ’ αυτούς, συνέχισα. Δέν έχει πετύχει στή ζωή σαν εσάς, ό επιστολογράφος σας. Είναι μιά άποτυχία κΓ ένας αλκοολικός. "Εχει μάλιστα φτάσει στο σημείο νά πιστεύη ότι δέν υπάρχει δικαιοσύνη — γιατί αύτός δέν έχει τίποτα, ενώ ε­ σείς έχετε τά πάντα. "Ετσι σάς έ­ στειλε μιάν επιστολή καί σάς ζήτησα πέντε χιλιάδες δολλάρια.

ΜΑΤΙ

— Αλατίζετε τήν ιστορία σας μέ ενα πραγματικό γεγονός γιά νά τήν κάνετε πιό πιστευτή, είπε ό Μπάνερ. Ή γυναίκα μου σάς έδειξε τό ση­ μείωμα. Είναι τό μόνο πραγματικό στοιχείο πού έχετε. ΙΜαί. ΕΤχα τό στοι­ χείο αύτό καί τίποτα περισσότερο. Τίποτα εκτός άπό μιά γερή πεποίθησι. — Δέν πληρώσατε τις πέντε χι­ λιάδες δολλάρια. Ελπίζατε ότι όλα αύτά ήσαν μιά μπλόφα καί καθυστε­ ρήσατε λίγο γιά νά δήτε τί θά συνέβαινε. Τότε, ό φίλος σας του παλιού καιρού διέδωσε μιά ψεύτικη φήμη ότι σκοτωθήκατε, κΓ αύτό γιά νά άνάψη μιά φωτιά άπό κάτω σας. Είχε κΓ αύτός έπισκεφθή τό βουνίσιο δρό­ μο, πίσω άπό τό Ράντς Σάντα Ρίτα, μέ ένα...δανεισμένο αύτοκίνητο. Τρο­ μοκρατηθήκατε, όχι γιατί πιστέψατε πώς θά σάς σκότωνε, άλλά γιατί κα­ ταλάβατε πώς σάς είχε δη μέ τό κο­ ρίτσι σας, τή Λολίτα. "Ετσι τόν συ­ ναντήσατε στο πάρτυ εκείνο, στην πί­ σω αύλή του σπιτιού σας. Ό Μπάνερ έκάγχασε σαρκαστι­ κά. — Καί μου είπε άμέσως γιά τή ρουλέττα, έ ; είπε. Πολύ άφελής ή ι­ στορία σας. — "Οχι. Σάς πούλησε τήν πληροφορία. "Ησαστε σέ άσχημη οι­ κονομική κατάστασι. Είχατε χάσει με­ γάλα ποσά στή λέσχη τού Τζόε κι’ ό Τσώνσεϋ άρνιόταν νά ύπογράψη και­ νούργια τσέκ. "Ετσι δέν μπορούσατε νά δώσετε χρήματα στόν παλιό φίλο σας, πού προσπαθούσε νά σάς έκβιάση. Τότε ό φίλος σας σάς είπε ότι ήξερε γιά τή ρουλέττα εκείνη τής Λέ­ σχης «Τό 13ο Μάτι», άν ό Μάραμπλ δέν είχε άνακαλύψει τήν κατεργαριά. Καί δέν είχε τήν άνακαλύψει. Τούς κύτταξα γύρω, έναν—έναν, γιά νά βρώ σημάδια πού νά πρόδιδαν, μά δέ βρήκα τίποτα. — "Ετσι τού προσψέρατε ένα μέ­ ρος άπό αύτά πού θά κερδίζατε στο «13ο Μάτι». Τό δέχτηκε αύτό. "Οχι μέ πολλή προθυμία—φαντάζομαι, μά είχε μεγάλη άνάγκη άπό λεφτά.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45


—Ευχαριστώ, είπε ό Ντεκέμα μέ ελαφρό σαρκασμό. Αέν γύρισα καν να κυττάξω πρός τό μέρος του. —Τελείωσα μέ τό μέρος αύτό της ιστορίας μου. Δεν ξέρω αν σας άρέση αύτό, Μπάνερ. Δέ μέ νοιάζει. * Α­ πλώς έκανα μια πρόβα πώς θά τόλεγα στόν Σίντ Μάραμπλ. Επομένως, άν έχετε τίποτα αντιρρήσεις, μπορεί­ τε να τις κουβεντιάσετε μαζί του. Τό ηλιοψημένο, όμορφο πρόσωπο του Μπάνερ είχε πάρει μια κιτρινο­ πράσινη άπόχρωσι. ΤΗταν ό πιο φοβιτσιάρης ηθοποιός του Χόλλυγουντ. Γύρισα στόν Ντεκέμα. —Σάς συκοφάντησα μπροστά σέ μάρτυρες, εΐπα, άποκαλώντας σας δο­ λοφόνο. Μά, για την περίπτωσι πού θά θέλατε νά μου κάνετε μήνυσι, να τό τέλος τής Ιστορίας μου, γιά νά συμπληρώσετε σωστά τό δικόγραφο... Είχατε κρύψει τό σχέδιο τής ρουλέττας κάπου γιά νά είστε σίγουρος. Τό εί­ χατε σχεδιάσει σ’ ένα χαρτί καί είχα­ τε κρύψει τό χαρτί σ’ένα κουτί. "Ενα κουτί άπό εκείνα πού χρησιμοποιούν οΐ γυναίκες γιά νά βάζουν παλιές ερωτικές επιστολές... ή κοσμήματα. Δόσατε τό κουτί σέ μιά φίλη σας ώς δώρο. ΤΓό μόνο πού είχα νά κάνω τώρα ήταν νά βγάλω στη μέση τή δολοφονία τής Άλμπέρτας. Ό Ντεκέμα ήταν ό συνδετικός κρί­ κος, άν καί δέν είχα την παραμικρή άπόδειξι στά χέρια μου. —Στό μεταξύ όμως, τό ρίξατε τό­ σο πολύ στό πιοτό, ώστε ή φίλη σας σάς έδωσε τά παπούτσια στό χέρι. "Έφτασε μάλιστα στό σημείο νά βρή έναν καινούργιο φίλο. "Ετσι, όταν πήγατε στό σπίτι της γιά νά πάρετε τό κουτί, δέν σάς είδε μέ πολλή χα­ ρά. Νομίζω, μάλιστα, οτι δοκίμασε νά σάς έμποδίση νά μπήτε στό σπίτι. Μπήκατε μέσα διά τής βίας καί πή­ ρατε τό κουτί. Κρατούσα τά λίγα ψίχουλα πρα­ γματικών ενδείξεων, πού είχα, γιά την κατάλληλη ψυχολογική στιγμή. — Βγάλατε άπό τό κουτί τά κοσμή­

46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ματα τής Άλμπέρτας καί τά πετάξατε επάνω στό κρεββάτί. Φύγατε παίρ­ νοντας τό κουτί μαζί σας. Ό Μπάνερ είπε άπότομα : —Αύτά όλα τά σκαρώσατε μέ τήν εικασία ότι αυτή άρνήθηκε νά του δώση τό χαρτί. Δέν βλέπω όμως για­ τί θά άρνιόταν. —Δέν ήξερε τίποτα γιά τό χαρτί ή Άλμπέρτα, άπάντησα. Υπήρχε ένα μυστικό διαμέρισμα μέσα στό κουτί. ΤΗταν άπό τά κουτιά πού χρησιμο­ ποιείτε γιά τά ταχυδακτυλουργικά κόλπα σας, Ντεκέμα. Τό έχουν στήν αστυνομία τώρα, θέλετε νά στοιχη­ ματίσουμε ότι ύπάρχει ένα μυστικό διαμέρισμα στό κουτί; —"Οχι, είπε αύτός μέ φωνή πού έτρεμε. Αύτό είναι ένα άπό τά λίγα σημεία πού μπορείτε νά αποδείξετε. "Ενα άλλο σημείο είναι ή Άλμπέρ­ τα. Παραδέχομαι ότι γνωρίζω τήν Άλμπέρτα. Μά αύτό εΐναι τό μόνο πού παραδέχομαι. Τόν κύτταξα παίρνοντας μιά βαθειά ανάσα.

ΕΞΤχα ξεχάσει πώς είχε μπή στη φυλακή τήν ίδια νύχτα. Καί εΐχε βγή άπό τή φυλακή λίγες ώρες πριν. Δέν μπορούσε νά είχε μάθει... — Ή Άλμπέρτα δέν πρόκειται νά σάς καταδώση, μπαμπά, είπα. Άθελά μου. ή φωνή μου είχε γί­ νει ψιθυριστή. —"Ισως τήν χτυπήσατε, όταν προσ­ πάθησε νά σάς έμποδίση νά μπήτε. "Ισως τήν χτυπήσατε επάνω στή σκά­ ρα του τζακιού. Πάντως...είναι νεκρή. — Νεκρή; έπανέλαβε αύτός. Ή Άλμπέρτα νεκρή ; Τό πρόσωπό του σάλεψε σπασμω­ δικά καί κάτι κύλησε άπό τά μάτια του καί κατέβηκε ώς τις άκρες τών χειλιών του.

ΤΟ 13ο


Τά χείλη του άνοιγόκλεισαν πολ­ λές φορές, πριν μπόρεση νά μιλήση. —Δεν... δεν τό ήξερα. Κανένας δε μου τό είπε... Δέν... ήθελα νά τής κά­ νω κακό. Ή Άλμπέρτα ήταν τό μό­ νο πρόσωπο στόν κόσμο για τό όποιο ένδιαψερόμουν. Ήταν τό παν γιά μέ­ να. "Εκανα δλα εκείνα πού είπα­ τε γιά νά αποκτήσω χρήματα και νά την κάνω νά γυρίση κοντά μου ! —Σκασμός, βλάκα!, φώναξε ό Μπάνερ. θά σου βρω έναν καλό δι­ κηγόρο 1 — Είναι πολύ άργά γι’ αυτό, είπε ό Μέγας Ντεκέμα μέ άχρωμη φωνή. Δέν καταλαβαίνετε; Ή Άλμπέρτα είναι νεκρή. Τι σημασία έχουν δλα τ’ άλλα ; Γύρισε σέ μένα. —Είχατε δίκιο πέρα γιά πέρα, σέρ. Σέ κάθε λεπτομέρεια. Είχα πάν­ τα πολύ εύέξαπτο και εκρηκτικό χα­ ρακτήρα. Έγώ σκότωσα τον Τζόε Κοντέντ επάνω στήν έξαψί μου, για­ τί άρνήθηκε νά μου δώση αύτά πού μου είχε υποσχεθή. "Επειτα, πήγα στήν Άλμπέρτα γιά νά πάρω τό κουτί. "Εγινε δπως είπατε. Άρνήθη­ κε νά μέ άφήση νά μπω. "Εγινα τότε έξω φρένων καί τήν χτύπησα... Δέν... δέν τήν χτύπησα δυνατά... μά ’ίσως καί νά τόν χτύπησα δυνατά... 'Όταν χάνω τήν ψυχραιμία μου καί θυμώ­ νω δέν ξέρω τί κάνω !.. Ταχυδρόμησα τό σχέδιο τής ρουλέττας στόν Μπά­ νερ, δπως είχαμε συμφωνήσει... "Ε­ πειτα έγινα στουπί στο μεθύσι. 'Όταν συνήλθα, βρέθηκα στο φρέσκο καί δέν είχα πιά τό κουτί. "Εστειλα μή­ νυμα σ’ έναν παλιό φίλο μου του κρασιού νά δοκιμάση νά τό βρή.

Στο Ερχόμενο Τεύχος της Ή «Νυχτερίδα» δημοσιεύει τό συναρπαστικό ανάγνωσμα

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εΐναι ένα μυθιστόρημα μέ άριστουργηματική πλοκή καί γορ­ γή δράσι, γραμμένο άπό τόν ΝΤΑΣΙΕΑ ΧΑΜΜΕΤ συγγραφέα τού περιφήμου μυ­ θιστορήματος

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ

Στο ίδιο τεύχος άρχίζει ή δημοσίευσις τού πιο δυνατού έρ­ γου τού μάγου τής πέννας Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ

0 ΘΗΠΗΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ!

Ο

φίλος σας έκανε δτι μπόρεσε, είπα έγώ. Μά δέν είχε αρκετά χρήματα. Ή αστυνομία βρήκε κάποια σχέσι μεταξύ του κουτιού καί τής Άλμπέρτας. "Ισως δακτυλικά αποτυπώματα, ϊσως καμμιά παλιά ε­ πιστολή ή καμμιά φωτογραφία, πού εΤχε μείνει στο μυστικό διαμέρισμα τού κουτιού. Δέν θέλησαν νά μού πούν. Μάντεψα δμως τήν υπαρξι τού μυστικού διαμερίσματος, δταν είδα τό μαντήλι σας σήμερα.

ΜΑΤΙ

δπου ό λεπτεπίλεπτος Δόν Ντιέγκο Βέγκα καί ό ύπέρμαχος τής ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Σενόρ Ζορρό μάχονται γιά νά ύπερασπίσουν τούς αδικημένους καί τούς κατατρεγμένους 1

Ι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47


κινητά σταματημένα σέ μιά στροφή. "Εκοψα ταχύτητα κι/ έρριξα μια γοργή ματιά μέσα σέ μια χαράδρα δεξιά. Μερικοί άνθρωποίθεΐχαν κατεβή έκεΐ κάτω καί χειρονομούσαν ζωηρά. Δεν σταμάτησα. Δέν μπορούσα νά προσφέρω καμμιά βοήθεια.' Ένα αυτοκίνητο είχε πέσει έκεΐ

καί είχε χτυπήσει στήν άπέναντι πλευ­ ρά τής χαράδρας μέ τρομακτική τα­ χύτητα. Είχε ζαρώσει κι* έμοιαζε τώρα μέ ένα μεγάλο κίτρινο άκορντεόν. Ό δολοφόνος τού Τζόε Κοντέντ καί τής Άλμπέρτας Σόουμς είχε τα­ ξιδέψει γιά τόν *'Αλλον Κόσμο. λ ΤΕΛΟΣ

ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ Β ΟΛΙΑ

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ δέν διαφθείρουν τήν ψυχή καί δέν εξωθούν πρός τό έγκλημα ! Άπεναντ ί ας άναπτύσσουν τό αίσθημα τού ΔΙΚΑΙΟΥ 6»

καλλιεργούν τό αίσθημα τού ΚΑΛΟΥ εξαιρούν τήν τιμωρό δύναμι τοΰ •

ΝΟΜΟΥ

προάγουν καί καλλιεργούν τήν ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ !

Εις τά αναγνώσματα μας, πού είναι δλα δια­ λεγμένα από τά καλύτερα τού κόσμου, μιά τρο­ μερή πάλη διεξάγεται πάντα μεταξύ τού Καλού καί τού Κ α κ ο ύ 1 Τό Καλό—δηλαδή ή Έννοια τοΰ Δικαίου—νι­ κά πάντα καί τό Κακό —δηλαδή ό Κόσμος τού Εγκλήματος—συντρίβεται 1 Αύτό άκριβώς κάνει τά άναγνώσματά μας νά έχουν ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙ!

Ή Διεύθυνσις τών

Εκδόσεων «Ή Νυχτερίδα» εύχεται στους άναγνώστας της

ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ 1950




Γ |

4»Μ

ΜΟΜΚΜ :Μ &4ΒψΜψΜ

β·^

ίτΦ.

αβ

.,··■' ,< .Τ' < ίΐ-ίί^ΙΚ»™*. *«■ «ί^.

,■



ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ ΥΠΟ

ΣΤΗΛ

ΓΟΓΤΝΤ

(Μετάφρασις Σ.Α.)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30 ΙΛίΛ»*****-

,— >,

-^ „ ,».

*~-~.+*****-«, >«η ς.·.

■'>— —

-------------------------·***<.*/

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ύπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ύπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ύπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ ύπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ύπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ύπό Στήλ Γουΐντ. Τά παρελθόντα τεύχη πωλουνται εις τά Γραφεία τής «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ Επιτέλους ! ’Έφτασε ή ώρα τής .μεγάλης έξορμήσεως. Άπό τό επόμενο τεύχος, τά εβδομαδιαία βιβλία μας αυξά­ νουν τις σελίδες τους σέ 84! ’Έτσι ικανοποιούνται οι επιθυμίες χιλιάδων άναγνωστών μας, πού μέ γράμματά τους μάς ζήτησαν να αύξήσωμε τις σελίδες μας, έστω καί μέ μιάν/ έπιβάρυνσι τής τιμής. Τά βιβλία μας αυξάνονται, μέ τήν προσθήκη 32 σελίδων άπό ένα άριστουρνηιαατικό άνάγνωσμα τού διασήμου συγγραφέως Τζώστον Μάκ Κώλλεϋ, πού έχει τον τίτλο : «Ο ΘΑΝΑ­ ΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ». 'Η τιμή όμως των εβδομαδιαίων βιβλίων μας παραμένει Η ΙΔΙΑ I Οί εκδόσεις μας, παρά τήν αϋξησι των σελίδων, θά εξακολουθούν νά πωλούνται προς δραχμάς 2.000 μόνον ! Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΝΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΠΤΕΤΕΚΤΙΒ ΜΕΤΗΒΒΑΛΕΤηΐ ΣΕ... ΜΕΚΡΟΘΒΦΤΗ ! "Ολοι οΐ πελάτες μου είναι, στην αρχή, απλές σιλουέττες επάνω ατό θαμπό τζάμι τής πόρτας του γρα­ φείου μου. Στέκονται εκεί έξω, στον διάδρο­ μο, διαβάζοντας την έπιγραφή μέ τά χρυσά γράμματα — Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ, Ιδιωτικός Ν τ έτεκτιβ—και εύχονται στο θεό νά είναι αυτό πού ζητουν. Ή σιλουέττα πού ή Βίβιαν Λεντέλ έρριξε επάνω στό θαμπό τζάμι μου— δεν ήξερα τό όνομά της τότε —ήταν κάτι πού θάπρεπε νά άποτυπωθή σέ κάρτ-ποστάλ γιά ερωτευμένους. "Οταν όμως ή Βίβιαν Λεντέλ μπή­ κε στό γραφείο, είδα ότι ή σιλουέττα δέν είχε πή ούτε τη μισή ιστορία. Φορούσε πράσινα παντελόνια μέ

χρυσή ζώνη, χρυσά σανδάλια καί ά σπρη μπλούζα. Πλησίασε στό γραφείο μου μέ άρ γά μεγάλα βήματα καί μέ μελέτησε μέ τις γωνιές των πράσινων ματιών της. Δέν είπε τίποτα, ϊσως γιατί δά­ γκωνε τά μάγουλά της από τό μέσα μέρος. Αυτό έκανε τό όμορφο πρό­ σωπό της πιο πικάντικο, μά—φυσικά— τήν εμπόδιζε νά μιλή. * Ή π'ρωτοβουλί^ άπέμαινε λοιπόν σέ μένα. Τής έδειξα μια πολυθρόνα καί είπα : » —Γιατί δέν κάθεστε; Αυτή μόρφασε κΓ έπαψε νά δαγκώνη τά μάγουλά της, ίσια—ίσια γιά νά πή : —Δέν φαίνεστε όπως σάς φαντα­ ζόμουν. Νόμιζα πώς οί ιδιωτικοί ντέτεκτιβς είναι λαδερά άνθρωπάκια μέ φαγωμένο κολλάρο καί άκοπα μαλ­ λιά. Φαίνεται πώς βγάζετε αρκετά, έ ; Τό ύφος της μέ πείραξε. —Κάτι γίνεται. Πώς τά πάτε ε­ σείς, μπέμπα; „ ,


.^^ύτή χώρισε τά χείλη της κι* έδειξε τά δόντια της, χωρίς δμως μ* αυτό να χαμογελάση. — Πρόστυχοι τρόποι καί μάγκικο ύφος, είπε. Φαίνεται πώς αυτό τρα­ βάει ώρισμένη κατηγορία πελατών, ε ; — Κάθε είδους πελάτες μπαίνουν εδώ, είπα. 'Όλοι δμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. *'Αλλοι κλαΐνε με τό κεφάλι άκουμπημένο στον ώμο μου κι’ άλλοι μου μιλοϋν άπότομα γιά νά δείξουν πώς είναι ζόρικοι. Μά ξέρω τί τους τρώει καί τούς μέν καί τούς δέ. Εΐναι δλοι τρομαγ­ μένοι άπό κάτι. Τά δόντια της σφίχτηκαν καί τά πράσινα μάτια της άστραψαν παρά­ ξενα. "Εψαξε μέσα στην τσάντα της κι* έβγαλε ένα τσιγάρο. Την άφησα νά τό άνάψη μόνη της γιά νά έχη νά κάνη κάτι. Αυτή μόρφασε καί τίναξε ένα συννεφάκι καπνού στο πρόσωπό μου. "Επειτα χαμογέλασε. —"Ωστε είμαι τρομαγμένη, έ ; Πο­ λύ παρατηρητικός, κ. Κάρμοντυ. "Αν... Καί τότε έκανε κάτι άπροσδόκητο. "Αρπαξε άπό ένα τραπεζάκι δίπλα της ένα βαρύ γυάλινο τασάκι καί... μου τό πέταξε ολόισια στο κεφάλι! Έγώ πρόλαβα καί σήκωσα τό χέρι, άρπάζοντάς το στον άέρα. Γιά μιά στιγμή, έμεινα άκίνητος με τό χέρι ύψωμένο, μέ μιαν έντονη επιθυ­ μία νά τής τό πετάξω πίσω καί νά στραπατσάρω τό όμορφο μουτράκι της. "Επειτα, χαμήλωσα τό τασάκι ε­ πάνω στο γραφείο, χαμογέλασα γλυ­ κά καί είπα : — ’Άν επιμένετε νά παίξουμε βόλλεϋ-μπώλ, μπέμπα, μπορούμε νά πά­ με σέ κανένα γήπεδο. Αυτή δεν είχε πάψει νά χαμο­ γελά. — Τό έκανα αυτό, είπε αθώα, γιά νά δώ πόσο γρήγορος εΐστε στις άντιδράσεις σας. Φοβήθηκα μήπως ό Τβάν ετχε κάνει σφάλμα μισθώνοντάς σας. —Τώρα δλα γίνονται καθαρά σάν τό εσωτερικό μιάς καμινάδας, μουρ­ μούρισα. Κανένας Ίβάν δέν μ* έχει μισθώσει ποτέ. Τό κεφάλι της έγειρε άργά πρός

6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τά πίσω, σάμπως ό λαιμός της νά μήν ήταν πια αρκετά δυνατός γιά νά τό ύποστηρίξη. Τά μάτια της δέν ά­ φησαν ούτε στιγμή τό πρόσωπό μου. 3ΕΞΐχε χάσει κάθε ενδιαφέρον γιά τό τσιγάρο της. ν —Ό Ίβάν Κάστλ, είπε μέ τά χείλη σφι γμένα. Δέν σάς τηλεφώνησε ; Χτές τό άπόγεμα; "Εσπρωξα τό τασάκι πρός τό τσι­ γάρο της. —Κανένας δέ μοΰ τηλεφώνησε χτές. "Ελειπα δλη μέρα. — "Ω, τότε εξηγούνται δλα... Φάνηκε πολύ άνακουφισμένη. "Ε­ ψαξε στήν τσάντα της πάλι κΓ έβγα­ λε ένα χαρτονόμισμα τών έκατό δολλαρίων. Είχα δη στή ζωή μου μερικά κατοστάρικα κι* έτσι τό γνώρισα α­ μέσως. —Σάς μισθώνω, είπε. Άκούμπησε τό κατοστάρικο επά­ νω στό γραφείο,μά εγώ δέν τό άγγιξα. —Τί περιμένετε ν’ άγοράσετε μ* αύτό ; ρώτησα. — "Οχι εγώ, εΐπε αυτή. Ό » Ίβάν Κάστλ. Μού τό έδωσε χτές. Μοΰ εΐπε πώς θά σάς τηλεφωνούσε. "Εμεινα σιωπηλός. "Εξω, ό κινη­ τήρας ενός άεροπλάνου γάζωνε τήν άτμόσφαιρα μέ τό θόρυβό του. Τό κορίτσι πήγε στό παράθυρο σάν γιά νά κυττάξη. Μάν δέν κύτταξε επάνω, στόν ούρανό, άλλα κάτω, πρός τόν δρόμο. *Έμεινε πολλήν ώρα εκεί, μολο­ νότι δέν ήξερα νά ύπήρχε εκεί τίποτα τό ενδιαφέρον. Τέλος, εΐπε μέ τό πρόσωπο στραμ­ μένο πάντα πρός τά έξω : — Ό Ίβάν έφυγε γιά τή Χαβάη χτές τή νύχτα μέ τό Κλίπερ άπό τό Σάν Φραντσίσκο. — Τυχερέ Ίβάν, είπα. — ΤΗταν εντελώς άπροσδόκητο. "Αφησε πίσω μερικές άτελείωτες δου­ λειές. Μικροπράγματα, μά κάποιος πρέπει νά τις τελειώση. —Δέν έχει ό Ίβάν φίλους πού νά τόν βοηθήσουν ; Αυτή γύρισε τό προφίλ της έτσι πού μπορούσα νά βλέπω τό μισό χα­ μόγελό της.

ΤΟ 13ο


'—"Ίσως προτίμησε νά μή μάθουν οί φίλοι του δλες τις υποθέσεις του. Μια από τις υποθέσεις αυτές είναι νά μέ συνοδεύσετε σ’ ένα πάρτυ α­ πόψε. Σφύριξα μέσα μου. Το πράγμα άρχιζε νά γίνεται ενδιαφέρον. — Επίσης είναι μερικά βιβλία πού πρέπει νά έπιστραφούν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Καί κάτι άλλο πού ται­ ριάζει περισσότερο στις αρχές σας καί στα ταλέντα σας. —Μπορώ νά άναλάβω, είπα, αν δεν πρόκειται για κάτι τραχύ. Άπεχθάνομαι τις βιαιότητες, ξέρετε. —-Έχω έναν κατάλογο εδώ, είπε αύτή βγάζοντας έναν φάκελλο. Δεν θά δυσκολευθήτε νά κερδίσετε τά ε­ κατό δολλάρια. ^Βηκώθηκα καί πή­ γα κοντά της για νά πάρω τό φά­ κελλο. Δεν τό έκανα αύτό από εύγένεια. "Ήθελα απλώς νά ρίξω μιά μα­ τιά στό δρόμο γιά νά δώ τί τραβούσε έκεϊ τήν προσοχή της. Τό κεφάλι της βρέθηκε στό ύψος τής μύτης μου καί άνάσανα βαθειά τό άρωμα τών σκουροκάστανων μαλ­ λιών της. Μέ ζάλισε σαν νά ήπια ξαφνικά ένα μεγάλο ποτήρι ούΐσκυ. Δέν είδα τίποτα ενδιαφέρον έξω. Ή γωνιά του δρόμου, τρία πατώμα­ τα κάτω, φαινόταν ή ίδια όπως πάν­ τα. Αύτοκίνητα, άνθρωποι. —Κυττάξτε αύτό I, είπε. Δέν είναι τρομερό ; -Τί ; —Εκείνος ό μπάγκος άναμονής τών λεωφορείων. Δέ μου φάνηκε καθόλου τρομερός ό μπάγκος. Στό Χόλλυγουντ υπάρχει ένας σέ κάθε γωνιά. Είναι πράσινοι μέ πέτρινα πόδια κι* έχουν διαφημί­ σεις γραμμένες στη ράχη τους. Τό κορίτσι διάβασε : « Γραφεϊον Κηδειών Σπρίγγερ. ΈκλεκταΙ κηδεϊαι μέ λογικάς τι­ μάς. Έπισκεφθήτε μας σέ περίπτωσι άνάγκης.» Ή διεύθυνσις ήταν σέ μιά γωνιά τής διαφημίσεως, μά ένας άνθρωπόκος μέ ασπρόμαυρο σπόρ πουκάμισο

ΜΑΤΙ

ήταν καθισμένος εκεί καί τήν σκ£ παζε. — Αύτό είναι απρεπές !, συνέχισε τό κορίτσι βίαια. Σχεδόν προσπαθούν νά σέ πείσουν νά πεθάνης ! "Ένα μεγάλο κόκκινο λεωφορείο σταμάτησε ανάμεσα σ* εμάς καί στον μπάγκο γιά μιά στιγμή. Όταν έφυγε, ό άνθρωπάκος μέ τό σπόρ πουκάμισο εξακολουθούσε νά κάθεται εκεί. —θέλετε τά εκατό δολλάρια, κ. Κάρμοντυ ; Ρούφηξα πάλ^ τό άρωμά της. — Τί έχω νά χάσω ; Γύρισε καί άκούμπησε τό φάκελλο στό χέρι μου. Χαμογέλασε καί δά­ γκωσε πάλι τά μάγουλά της. — "Όλες οί οδηγίες είναι εκεί, εί­ πε κοφτά. Μά πρέπει νά βιαστήτε αν θέλετε νά προλάβετε τήν πρώτη πα­ ραγγελία. Πρέπει νά πάτε στό γρα­ φείο Κηδειών Σπρίγγερ σέ μιάν ώρα. θά κάνετε τόν νεκροθάπτη εκεί, μι­ κρέ, καί θά βρίσκεστε στό στοιχείο σας I Γλύστρησε προς τήν πόρτα, πριν προλάβω νά συνέλθω καί νά ρωτήσω τό όνομα του πεθαμένου. — Ό αριθμός τηλεφώνου μου θά είναι σ’ αύτόν τόν κατάλογο, είπε. Τηλεφωνήστε μου στις έξη καί θά σάς πώ άν θέλω νά πάμε σ’ εκείνο τό πάρτυ. Βγήκε άπό τήν πόρτα μέ δυό γορ­ γές κινήσεις. ' Η επιστολή τού Ίβάν έλεγε άκριβώς αυτά πού μου εί­ χε πή τό κορίτσι. Μισή ντουζίνα μικροπαραγγελίες, άπό εκείνες πού κά­ θε άνθρωπος μπορεί ν’ άφήση πίσω του, φεύγοντας ξαφνικά. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν καί μιά όντιπροσώπευσις του Ιράν, ώς τιμη­ τικού νέκροφορέως, στην κηδεία κά­ ποιου πού δέν άνεφέρετο τό όνομά του. Σέ μιαν ώρα έπρεπε νά ήμουν στό Γραφείο Κηδειών' Σπρίγγερ. Ή τελευταία παραγγελία έλεγε : «θά πάτε τη Βίβιαν Λεντέλ' στό πάρτυ τού Λίβυ». "Έβαλα τόν κατάλογο στήν τσέπη μου καί κατέβηκα κάτω. Διέσχισα τό

4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7


δρόμο καί πλησίασα στόν μπάγκο. 'Ένα άλλο λεωφορείο είχε περάσει, μά ό άνθρωπάκος ήταν πάντα καθι­ σμένος στη θέσι του. Τά ρούχα του ήσαν σπόρ και εβλεπε κανείς εύκολα πώς ήσαν ντό­ πια. ΤΗσαν δμως τόσο καινούργια, ώστε θάλεγε κανείς πώς κρέμονταν άκόμα επάνω τους οί καρτελίτσες μέ τις τιμές. Σήκωσε τό κεφάλι του προς τό μέρος μου καί τά μάτια του ήσαν χλωμά σάν όνειρο γεροντοκόρης. Είπα : —Φίλε, μπορείς νά κάνης δυο σπι­ θαμές πιό πέρα ; Αυτός έδειξε μέ τον κοκκαλιάρικο ώμο του πρός τον άδειο μπάγκο. —Διάλεξε καί πάρε, φίλε, άπάντησε. — Δυστυχώς δεν μπορώ νά μείνω, είπα, θέλω μόνο νά δώ επάνω σέ τί είσαι καθισμένος. —Επάνω στόν πισινό του παντε­ λονιού μου, είπε. Δεν είναι αρκετό αυτό, φίλε ; —Εΐμαι συλλέκτης διαφημίσεων μπάγκων, θέλω νά δώ τί είναι γραμ­ μένο στη ράχη του μπάγκου. Ό άνθρωπάκος δεν έδειξε έκπληξι ή δυσφορία. Δεν άνοιγόκλεισε κάν τά μάτια τ ου. — Γραφεϊον Κηδειών Σπρίγγερ, είπε. Γουέστ Ούάσιγκτων Μπουλβάρ, κοντά στο Βέρμοντ. Πάρε τό λεωφο­ ρείο μέ τό γράμμα Β. — Ευχαριστώ, φίλε, είπαν Είσαι υ­ ποχρεωτικός. — Παρακαλώ, φίλε, απάντησε. Τό Γραφείο Κηδει­ ών Σπρίγγερ ήταν ένα τετράγωνο κτί­ ριο άπό κόκκινα τούβλα. 'Ένας απαλός, μαυροφορεμένος άντρας μου άνοιξε την πόρτα. —Είστε συγγενής ; Ή φωνή του φαινόταν σάν νά ερ­ χόταν άπό κάπου άλλου. Είχα 5 τήν έντύπωσι πώς ήταν ένας όχι πολύ καλός εγγαστρίμυθος. Του είπα πώς ήμουν τιμητικός νεκροφορεύς καί ύποκλίθηκε σάμπως ό λαιμός του νά ήταν φτιαγμένος άπό ξύλο.

8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Αργήσατε λίγο. Οί φίλοι αποτίουν φόρο τιμής στήν Αίθουσα τής Αίωνιότητος. —Τότε θά άνεβώ κΓ έγώ, είπα. Ή μικρή εκείνη φωνή, πού οί γυ­ ναίκες ονομάζουν διαίσθησι, μέ πλη­ ροφόρησε ότι ό νεκρός δέν ήταν ένας τυχαίος θνητός, Πήγα στήν Αίθουσα τής Αίωνιό­ τητος καί έρριξα μιά ματιά στό φέ­ ρετρο..^ Οί εφημερίδες τόν έλεγαν πάντα «Σπόρτσμαν του Χόλλυγουντ», πρά­ γμα πού σημαίνει ότι ήταν ένας άπό τούς βασιλιάδες τών χαρτοπαιγνίων. Είχε πολλούς φίλους στή βιομηχανία του κινηματογράφου, μολονότι κανέ­ νας τούς δέν είχε τολμήσει νά παραστή στήν κηδεία του, γιά νά άποφύγη τήν κακή δημοσιότητα. Εΐχαν ό­ μως στείλει αρκετά λουλούδια γιά νά αρωματίσουν τό δρόμό του πρός τόν άλλο κόσμο. Είχε χρησιμοποιήσει τό όνομα Τζόε Κοντέντ, μά όλοι ήξεραν πώς ήταν πλαστό. Άκόμα καί μέσα στό φέρετρό του ήταν όμορφος καί ελκυστικός. Εύτυχώς ό άγνωστος πού του είχε ανοί­ ξει έξη κουμπότρυπες μ3 ένα άστυνομικό περίστροφο τών 0.38, είχε φρον­ τίσει νά σημαδέψη στό στομάχι. Βέβαια, στό στομάχι ή στό κεφά­ λι, πεθαίνεις τό ίδιο, μά ήταν ευγε­ νικό έκ μέρους του δολοφόνου πού άπέφυγε νά χαλάση τά χαρακτηρι­ στικά του. 1 1ΗΓ αστυνομία εΐχε άποδόσει τήν δολοφονία του σέ έκδίκησι αντιπάλων συμμοριών. · Άν αυτό ήταν σωστό, τότε πέρα­ σα. τις επόμενες δυό ώρες μαζί μέ τόν δολοφόνο του Τζόε Κοντέντ, γιατί οί άλλοι τιμητικοί νεκροφορείς ήσαν οί πέντε μεγαλύτεροι γκάγκστερς του Χόλλυγουντ! Οί φωτογραφίες τους εΐχαν δημοσιευτή αρκετά συχνά στις εφημερί­ δες, ώστε νά τους ξέρω, μολονότι δέν θυμόμουν τά όνόματά τους. Αναγνώρισα πάντως έναν, τόν Σίντ Μάραμπλ, καί ένοιωσα κάτι κρύο νά μου γαργαλάη τό στομάχι*

ΤΟ 13ο


Ήταν ό πιό μεγάλος άπ’ δλους. Ό Σίντ Μάραμπλ ήταν καινούρ­ γιος στό Λός "Αντζελες. Είχε κανο­ νικό ανάστημα, δυνατούς μυώνες, τέλεια δόντια και ρόδινο κρανίο πού φαινόταν ανάμεσα στα μαύρα μαλ­ λιά του. Δέν δοκίμασε να συστηθή καί τό ’ίδιο έκαναν κι* οί άλλοι. "Εμεινα κι’ εγώ σιωπηλός και με επίσημο ύφος. Μέ νεκρική σιωπή κατεβάσαμε τα λείψανα του Τζόε Κοντέντ στη νεκρο­ φόρα. "Επειτα μπήκαμε στό μεγάλο, μαύρο αύτοκίνητο καί κυλήσαμε πρός τό Νεκροταφείο -Τζίλεαντ. Ήταν ένα όμορφο μέρος περιστοι­ χισμένο από φοινικόδεντρα, μέ κορυ­ φές πού θύμιζαν φτερά ξεσκονίσματος καί λεπτούς λυγερούς κορμούς. * Αρπάξαμε τις ασημένιες λαβές τδϋ φέρετρου καί μεταφέραμε τον Τζόε Κοντέντ στόν τελευταίο τόπο άναπαύσεώς του, "Ενας παπάς διάβασε τη Βίβλο καί είπε μιά προσευχή. Φαινόταν λι­ γάκι στενοχωρημένος γιατί δέν μπο­ ρούσε νά βρή τίποτα καλό γιά να βγάλή έναν μικρό λόγο γιά τον μα­ καρίτη. "Αλλωστε κανένας δέν φαινόταν νά συμπαθή τον Τζόε Κοντέντ. Κα­ θώς κατεβαίναμε πάλι τήν πλαγιά μέ άδεια χέρια, δέν υπήρχε ούτε ένα υ­ γρό μάτι σ’ ολόκληρη τή συντροφιά. Μά τώρα είχα φίλους. Είχα, φαί­ νεται, αποκτήσει ξαφνικά τή συμπά­ θεια όλων, γιατί τά παιδιά μέ διπλά­ ρωσαν σιγά-σιγά κΤ ό Σίντ Μάραμπλ είπε : — "Αλλαξες, Ίβάν. Φαίνεσαι καλά, μά εΐσαι κάπως διαφορετικός. "Ισως φορείς... χοντρές σόλες γιά νά φαίνε­ σαι πιό ψηλός. Δέν εΐν’ έτσι, Ίβάν ; —Φίλοι, φαίνεται πώς υπάρχει κά­ ποιο ελαφρό λάθος, είπα. —Παραλίγο νά μή σέ γνωρίσω, Ίβάν.

αίνεται πώς ό Μάραμπλ εΤχέ χυμό λεμονιού αντί γιά σάλιο. Ή φωνή του ήταν κοφτε­ ρή ι%ί λεπτή καί άγλυκη. Είπε : — Μά εΐπα στόν εαυτό μου : Ό Ίβάν είναι ό άρχινεκροφορεύς. Δέν

ΜΑΤΙ

μπορεί νά λειψή από τήν κηδεία τοδ φτωχού Τζόε. Επομένως, νάτος ό Ίβάν. —Τιμή μου, μουρμούρισα έγώ. Μά δέν είμαι ό Ίβάν, τζέντλεμεν. "Ενας ύψηλόσωμος άντρας εΐπε. — Ποιος είσαι, φίλε; Χάρισέ μας τό όνομά σου.

"Εβγαλα τήν ταυτότητά μου καί του τήν έδειξα. Ό ύψηλόσωμος άν­ τρας έρριξε μιά ματιά, έφτυσε επάνω στό καλοδιατηρημένο νοασίδι κι’ έ­ δωσε τήν ταυτότητα στόν Μάραμπλ. —Πληρωμένος κατάσκοπος, είπε αύτός ξυνά. —Είναι ένα επάγγελμα κι’ αυτό, είπα. — Αλήθεια; ρώτησε ό Μάραμπλ. Που είναι ό Ίβάν Κάστλ, Κάρμοντυ ; Άνασήκωσα τούς ώμους μου. Ήσαν άπό τούς τύπους πού δέν έπρόκειτο νά πιστέψουν ό,τι κι’ άν τούς έλεγα, θά μπορούσα νά τούς πω ότι ό Ίβάν ήταν στή Χαβάη ή θά μπορούσα νά τούς πω ότι ό Ίβάν βρισκόταν στα Ίμαλάϊα. θά ήταν τό ίδιο γι’ αύτούς. "Ετσι κράτησα τό σακκάκι μου κουμπωμένο. Ό Μάραμπλ κύτταξε πρός τις πλα­ γιές του νεκροταφείου, όπου ένας ά­ νεμος σάλευε γεμάτος σεβασμό τά φοινικόδεντρα. — "Ομορφο μέρος, είπε βάζοντας

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9


λίγη ζάχαρη στο ξυνό σάλιο του. Μά δέν θά ήθελες νά περάσης πολυν και­ ρό εδώ, ε ; Σκέψου το καλά αυτό καί θά καταλάβης. Μια μόνο σκέψι άφήνω κοντά σου : Μή δυσκολέψης τούς φίλους του Ίβάν νά τον βρουν. ’Άν αυτός θέλη νά είναι άντικοινωνικός, αυτό είναι δικό του ζήτημα. Έσύ μά­ ζεψε τούς βώλους σου καί πήγαινε παίξης σ’ άλλη γειτονιά. Μπήκες ; Μπήκα καί κατέβηκα τήν υπόλοι­ πη πλαγιά χωρίς νά προφέρω λέξι. Τά πράγματα ήσαν καθαρά καί δέν είχα καθόλου σκοπό νά γίνη κανενός ήρως γιά έκατό δολλάρια. Ό τραχύς ιδιωτικός ντέτεκτιβ πού τά βάζει μέ τό ώργανωμένο έγκλημα καί καθαρί­ ζει μόνος του ολόκληρες συμμορίες,

φαντάζει σπουδαία στά εικονογρα­ φημένα περιοδικά, μά όχι εξίσου σπουδαία στις στήλες θανάτων των εφημερίδων. — "Ησουν ό έβδομος νεκροφορεύς , σήμερα, φίλε, είπε ό ύψηλόσωμος άντρας. Αυτό είναι γρουσουζιά. "Ο­ πως όταν τρεις άνάβουν άπό τό ίδιο σπίρτο... Θέλεις νά σέ πάμε,μέ τό αυτοκίνητό μας ; — Ούτε τώρα ούτε ποτέ!, μουρ­ μούρισα στραβοκυττάζοντας τήν μαύ­ ρη νεκροφόρα. Μέ άφησαν νά γυρίσω μόνος μου καί ζωντανός. Αυτό δέ θά τόκανε ποτέ, στη θέσι τους,1 ό μακαρίτης Τζόε Κοντέντ.

μίφως του μπάρ τά μά­ Ο ΟΥΨΛΛΙΑΜ ΚΑΡτια του φωσφόριζαν σχε­ δόν. ΜΟΝΤΥ ΣΜΙΓΕΙ ΠΑ­ —Πώς ήταν ό Τζόε; ΛΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩρώτησε. ΠΑΚΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΙΡ­ —Στά κέφια του, £Ϊπα. ΝΕΙ ΑΣΧΗΜΕΣ ΠΡΟ­ —Σαχλό άστείο, είπε αυτός μέ άπέχθεια. Ποϋ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ! είναι ό Ίβάν Κάστλ, φίλε ; — ΚΓ έσύ άκόμα ; παΠήρα τρία λεωφορεία γιά νά γυ­ ραπονέθηκα. Δέν ξέρω, μά θά μπο­ ρίσω στο γραφείο μου. Στό δρόμο, ρούσες νά δοκιμάσης τή Χαβάη. τό στομάχι μου άρχισε νά σαλεύη, σάν χταπόδι επάνω στήν άμμο, θυμίζοντάς μου πώς δέν είχα προγευμα­ άνθρωπάκος, μέ τίσει. τό πρόσωπο πάντα άπαθές, είπε μέ Πήρα μιάν εφημερίδα καί μπήκα άχρωμη φωνή : στό μπάρ του Σουΐφτυ, όπου βάλθη—Τόν καλύπτεις, Κάρμοντυ. Αυτό κα νά τήν διαβάσω, τρώγοντας ένα σημαίνει πώς ξέρεις που βρίσκεται. σάντουιτς καί πίνοντας μιά μπύρα. ’Ίσως τό κορίτσι νομίζει πώς είναι Ή κηδεία του Τζόε Κοντέντ είχε στή Χαβάη, γιατί τής τήν άμόλησε κι’ πάρει μιά περίοπτη θέσι. Οί νεκροφο­ αύτηνής. Σ’ αυτό όμως ό Ίβάν είναι ρείς άναφέρονταν ένας—ένας μέ τά εντάξει. Ό καθένας έχει τό δικαίωμα όνόματά τους, μά ή περιγραφή είχε νά άλλάζη γυναίκες. σίγουρα γραφή άπό πριν. Τό όνομα —Είσαι φιλόσοφος, του είπα. Μή­ του Ίβάν Κάστλ ήταν πρώτο—πρώτο, πως κατά τύχην έχεις κανένα όνομα ; μολονότι δέν άνέφεραν καθόλου τόν —Λούθηρος, είπε εκείνος ψυχρά. έβδομο νεκροφορέα, κάποιον ΟύΐλΔέ μου χρειάζεται παράνομα. "Ακού­ λιαμ Κάρμοντυ. Τόσο τό καλύτερο ! σε, Κάρμοντυ, πολλοί θέλουν νά Ό άνθρωπάκος μέ τό άσπρόμαυβρουν τόν Ίβάν. Κανένας δέ σέ .πεί­ ρο σπόρ πουκάμισο γλύστρησε στήν ραξε άκόμα, γιατί νομίζουν πώς εί­ καρέκλα απέναντι μου. Μέσα στό η­ ναι εύκολο νά βρουν τόν Ίβάν. Μά

Ο

10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


δεν είναι. Ψάχνω νά τόν βρω μια βδομάδα τώρα. —Τί κάνει τόν Ίβάν τόσο δημοφιλή; ρώτησα. "Οχι, άφησε με νά μαντέψω. Ή ξέρει ποιός σκότωσε τόν Τζόε Κοντέντ και κάποιος τόν φοβάται μή­ πως μιλήση, ή σκότωσε ό ’ίδιος τόν Τζόε καί κάποιος θέλει νά έκδικηθή. —"Οπως κι5 άν έχη τό πράγμα, εί­ πε ό Λούθηρος, αυτός ό κάποιος θάρθη νά σέ δη. Καί δεν θά σού άρέση καθόλου αυτό, Κάρμοντυ. Επομένως γιατί νά μη μου τό πής τώρα ; Έτσι θά γλυτώσης μερικά δόντια καί πεντέξη σπασμένα δάχτυλα... Ένας χειμωνιάτικος άνεμος φυσηξε στη ραχοκοκκαλιά μου. Καταλά­ βαινα πώς δέν είχε άδικο. Δεν θά πίστευαν πώς δεν ήξερα που βρισκό­ ταν ό Ίβάν. θά νόμιζαν πώς ήμουν απλώς πεισματάρης. "Αναψα ένα τσιγάρο, για νά του δείξω πόσο ψύχραιμος ήμουν. Ξεφύσηξα καπνό στό μούτρο του κι* αυ­ τός τραβήχτηκε πίσω, σάν νά μήν μπο­ ρούσε νά τόν άνεχθή. Τό στήθος του, πίσω άπό τό σπόρ πουκάμισο, ήταν τόσο στενό καί βαθουλωμένο, ώστε δέν φαινόταν νά ύπρχρχη χώρος γιά περισσότερα άπό ένα πνευμόνια. —Λούθηρε, είπα, άκουσέ με προ­ σεκτικά. Αύτό πού θά σού πώ θέλω νά τό μεταδώσης στό φίλο σου, τόν Σίντ. Δέν ξέρω τόν Ίβάν Κάστλ. Δέν έχω ποτέ άκουμπήσει επάνω του τά μεγάλα γαλανά μάτια μου. Μέ πλή­ ρωσε ταχυδρομικώς γιά νά τόν αντι­ καταστήσω στήν κηδεία, μά δέν δου­ λεύω γι' αύτόν. ’Ή γιά όποιονδήποτε άλλον. Αυτός εξακολούθησε νά μέ κυττάζη κατάματα, ώσπου μέ πόνεσαν τά μάτια μου. —’Άν είσαι άνεργος, τού εΐπα, έ­ χω μιά δουλειά γιά σένα. Ψάξε νά βρής... τόν Ίβάν Κάστλ. Σηκώθηκα, πλήρωσα καί βγήκα στόν ήλιο. Κάποιος εΤπε ; —Ό κ. Κάρμοντυ ; »

,^ΊΓταν ένας παχύς άντρας μέ κοστούμι πού σίγουρα τό είχε ράψει ό Όμάρ, πού φτιάνει τις τέντες.

ΜΑΤΙ

Ζυγιζόταν σέ μιά υπαίθρια αύτόματη ζυγαριά, μά δέν είχε άκόμα ρί­ ξει στή σχισμή τό κέρμα του, γιατί προσπαθούσε νά μείνη - εντελώς άκίνητος. Κι’ αύτό δέν ήταν εύκολο. Τά πάχητά του ήσαν άφθονα καί τρεμούλιαζαν πολύ. —Είστε ό κ, Κάρμοντυ ; — Ναι, άναστέναξα. Τόν Ίβάν θά έψαχνε νά βρή κΤ αύτός, σκέφτηκα. — θέλω νά συζητήσω μιάν ύπόθεσι μαζί σας, είπε αύτός. Ή προσοχή του ήταν περισσότερο στραμμένη στό πώς θά κατάφερνε νά νά μείνη ακίνητος.

—Πήγα στό γραφείο σας. Είχατε βγή έξω I Επομένως ρώτησα τόν πιό κοντινό μπάρμαν. "Εχω διαβάσει γιά ιδιωτικούς ντέτεκτιβς. —Χάρηκα πού δέν σάς άπογοήτευσα. "Εχωσε τό κέρμα. Ή μηχανή γουρ­ γούρισε καί πέταξε μιά καρτελίτσα, —Είμαι ό Τσώνσεϋ Μάκλη, μάνα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


τζερ του Μπάνερ. Είστε έλεύθερος για μια μιά δουλειά ς Δεν μου άρεσαν καθόλου οί ηθο­ ποιοί ώς πελάτες. Δεν μου άρεσε ού­ τε ό Πώλ Μπάνερ, ούτε ή Χέντυ Λαμάρ ούτε κανένας άλλος. Με είχαν βάλει, βλέπετε, σέ άσχημους μπελά­ δες κάτι ηθοποιοί στό παρελθόν. Μά ό άνθρωπάκος μέ τά άδύναμα πνευμόνια ήταν σεισπειρωμένος στην πόρτα του μπάρ καί μέ κύτταξε ψυχρά σάν κόμπρα. Αυτή θά ήταν μιά άπάντησις σχετικά μέ τό άν δού­ λευα ή όχι για τόν Τβάν Κάστλ. ’Άν άρνιόμουν τη δουλειά πού μου πρότεινε ό . χοντρός, θά έβαζα τόν άνθρωπάκο μου σέ υποψίες. —Τί δουλειά ; ρώτησα. Ο Τσώνσεϋ ^διάβα­ σε τό βάρος, πού ήταν τυπωμένο ε­ πάνω στην καρτελλίτσα καί γούρλω­ σε τά μάτια του. — Διάβολε!, μουρμούρισε. Παρα­ πάχυνα 1 Καί πρόσθεσε σέ μένα : — θά προτιμούσα νά πάρετε τις λεπτομέρειες από πρώτο χέρι, θά σάς πάω σ?ό σπίτι του Πώλ, άν εί­ στε έλεύθερος. — Είμαι εντελώς έλεύθερος, είπα δυνατά γιά νά μ’ άκούση ό άνθρω­ πάκος. θά πήγαινα έκεΐ, θά άκουγα την ιστορία του Πώλ, θά έλεγα «όχι» καί θά γύριζα πίσω μέ τό λεωφορείο. Ό Τζώνσεϋ γύρισε την καρτελλί­ τσα από την ανάποδη καί διάβασε τή μοίρα του : «Πρέπει νά προσέχετε ώστε οί άλλοι νά μήν περνούν την εύθυμία του χαρακτήρος σας ώς άδυν α μ ί α...». —Πόσο άληθινό είναι αύτό, είπε. Πόσο μου ταιριάζει ! --Κανένας δέν μέ καταλαβαίνει κι’ έμένα, μουρμούρισα. Πόσο θλι­ βερό είναι αύτό... Τό πολυτελές αύτοκίνητο διέσχισε την πόλι, χωρίς νά κάνη περισσότε­ ρο θόρυβο από τό φτεροκόπημα δυό άγγέλων.

12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Σ’ όλη τή διαδρομή, ό Τσώνσεϋ μασούσε τσίκλες καί σκέψεις. Δέν φαινόταν άπό τούς άνθρώπους,® πού σκέπτονται πολύ, μά τώρα είχε βά­ λει σέ κίνησι τά κύτταρα τοϋ εγκε­ φάλου του. Βγήκαμε άπό τήν πόλι καί, λίγο άργότερα, μπήκαμε στή χαλικόστρωτη δεντροστοιχία ενός σπιτιού, πού θά είχε τούλάχιστον είκοσι δωμάτια. Υ­ πήρχαν εκεί άσπρες ύψηλές κολώνες καί μεγάλες πράσινες πόρτες. Περάσαμε στήν πίσω αύλή. Μά μό­ νο ένας άγράμματος θά τήν έλεγε αύλή. ΤΗταν απέραντη καί στρωμένη μέ γρασίδι καί υπήρχε εκεί ένα γή­ πεδο τέννις καί μιά κολυμβητική δεξαμένη. Ή δεξαμενή ήταν γεμάτη νερόκρι­ να καί δυό κύκνοι λικνίζονταν στά νερά της. Εκατό τουλάχιστον άνθρω­ ποι ήσαν συγκεντρωμένοι γύρω της. Ό Τσώνσεϋ εΐπε : Ξέχασα νά σάς πώ ότι ό Πώλ έ­ χει μιά μικρή δεξίωσι σήμερα. Πει­ ράζει ; — θά τό ύπομείνω, μουρμούρισα. — Πάρτε κανένα ποτό, εΐπεό Τσών­ σεϋ. Έγώ πάω νά βρώ τό Αφεντικό. 3£ώθηκα ανάμεσα στό πλήθος. Μιά ορχήστρα έπαιζε μιάν ύπόκρουσι σέ μιά έπίδειξι ενός θαυματοποιού. Τρελλαίνομαι γιά τις ταχυδακτυλουργίες καί θρονιάστηκα σέ μιάν άδεια καρέκλα. Ό ταχυδακτυλουργός ήταν ένας γκρίζος, καταβεβλημένος άντρας, πού τά ροϋχα του κρέμονταν επάνω του. Αυτό ήταν καλό, γιατί τό κοστούμι του ήταν τόσο παλιό ώστε φαινόταν έτοιμο νά σκιστή στό παραμικρό ζόρισμα. ’Έκανε κάτι ταχυδακτυλουργίες μέ μιά τράπουλα, μά τά χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε φοβήθηκα πώς στό τέλος δέ θά τά κατάφερνε. Τό μακρύ, λεπτό πρόσωπό του, ήταν χλωμό καί ίδρωνε ελαφρά. Α­ πέκτησε άμέσως τή ουμπάθειά μου. —Τώρα, κυρίες καί κύριοι, είπε μέ φωνή πού θύμιζε χαρτί, γιά τήν επόμενη έπίδειξι μου χρειάζομαι έναν βοηθό άπό τό άκροατήριο. "Εχει τήν

ΤΟ 13ο


καλοσύνη μία κυρία ή ένας κύριος να έλθη επάνω ; Δυό νεαροί καθισμένοι μπροστά μου άρχισαν να ψιθυρίζουν υστερικά. Ό ένας τους άρχισε νά σηκώνεται σιγογελώντας. Μά πρόλαβα κι* έφτα­ σα πρώτος στή μικρή εξέδρα, όπου στεκόταν ό ταχυδακτυλουργός. — Νά ένας έξυπηρετικός νέος I, φώναξε αύτός. Εύχαριστώ, σέρ. Καί πρώτ’ απ’ ολα, θέλω νά ρίξετε μιά ματιά σ’ αυτό τό μπουκάλι. Κυττάξτε το προσεκτικά.

έδειξε- ένα μπουκάλι, τύπου λεμονάδας, γεμάτο νερό. "Ήξερα πώς ήταν νερό, γιατί μου έχυσε λίγο σ’ ένα ποτήρι. Άπό κοντά τώρα, έβλεπα πώς ή­ ταν χλωμός ως τα χείλη του, πού έτρεμαν καθώς μιλούσε. — Βεβαιωθήκατε πώς δεν είναι παρά απλό καί καθαρό νερό ; Περί­ φημα. Τώρα, φαντάζομαι, θά θέλατε νά πιήτε ένα καλό ποτό. Τί θά επι­ θυμούσατε ; Όνομάστε απλώς τό άγαπημένο σας ποτό, σέρ. —Ούΐσκυ, είπα. —Αύτό είν’ εύκολο. Σήκωσε ένα ποτήρι από τό τρα­ πέζι καί τό γέμισε άπό τό μπουκάλι μέ τό νερό. Μά τώρα δέν ήταν νερό. ΤΗταν ούΐσκυ. —Δοκιμάστε το, νεαρέ μου. Πήρα τό ποτήρι. —Μόνος μου θά πιω ; είπα. Κεράστε καί τον εαυτό σας ένα ούΐσκυ. Οί άκροαταί νόμισαν πώς προσ­ παθούσα νά τον τυλίξω καί άρχισαν νά του φωνάζουν νά γέμιση άλλο ένα ποτήρι μέ ούΐσκυ. Αύτός έκανε τον άνόρεχτο, μά τε­ λικά άδειασε ούΐσκυ άπό τό μπου­ κάλι. — Εις ύγείαν, είπα. Φαίνεστε νά τό χρειάζεστε αύτό τό ποτό. —Είστε τζέντλεμαν, σέρ, είπε αύ­ τός. Καί άδεισε τό ποτήρι μονορροϋφι. Συνέχισε τήν παράστασι βγάζον­ τας από τό ίδιο μπουκάλι κάθε ποτό πού τοϋ ζητούσαν, άπό τή βότκα ως τό αψέντι.

ΜΑΤΙ

Οί θεαταί του ζητούσαν ένα ποτό μ’ ένα παράξενο όνομα, καμμιά δω­ δεκαριά συλλαβές μακρύ, όταν είδα τόν Τσώνσεϋ Μάκλη νά μοΰ γνέψη άπό μακρυά. Όταν πήγα κοντά του, είπε : —Δέν ήταν ανάγκη νά δουλέψετε γιά νά κερδίσετε τό ποτό σας... Πάμε μέσα στο σπίτι νά γνωρίσετε τό Α­ φεντικό. Πήγαμε στή βιβλιοθήκη τού σπι­ τιού. Δυό τοίχοι ήσ·αν σκεπασμένοι άπό τό ταβάνι ώς τό πάτωμα μέ βιβλία. Τό Άφετικό ήταν κιόλας εκεί, μά δέν ήταν ό Πά|λ Μπάνερ. ΤΗταν μιά ύψηλή καί λεπτή γυναίκα μέ λε­ πτές γραμμές, πού καταλάβαινες πώς ήσαν εντελώς δικές της. "I*ά κατάμαυρα μαλ­ λιά της ήσαν άπό φυσικού τους μαύ­ ρα. Τά είχε πλέξει σε κοτσίδες πού στεφάνωναν τό κεφάλι της στά κο­ ρώνα. Όσο γιά τό πρόσωπό της, ή­ ταν κάτι άσύγκριτα όμορφο καί εύγενικό. —Ό κ, Κάρμοντυ, ή κυρία Μπά­ νερ, είπε ό Τσώνσεϋ μέ φωνή άπροσκητα υποτακτική, θέλετε νά φύγω, Τζιούντιθ ; —Όχι βέβαια, είπε αύτή άπλώνοντάς μου τό όμορφο χέρι της. 7Ηταν πολύ εύγενικό έκ μέρους σας νάρθήτε, κ. Κάρμοντυ. ΤΗταν σαν νά μου μιλούσε άπό ένα εκατομμύριο μιλιά μακρυά. —Ξέρω πώς είστε πολυάσχολος, επομένως δέν θά σπαταλήσω τόν και­ ρό σας. Σώπασε κΤ έπειτα χαμογέλασε ξαφνικά. — Ελάτε άπό δώ, κ. Κάρμοντυ, πρόσθεσε. θέλω νά δώ πόσο καλός ντέτεκτιβ είστε. Διάβολε! "Ολες οί όμορφες γυ­ ναίκες ήθελαν μέσα σέ μιά μέρα νά δοκιμάσουν τις ντετεκτιβικές μου δει­ νότητες ! Μέ ώδήγησε στά ράφια. "Ολοι οί τόμοι ήσαν όμορφα δεμένοι καί ταί­ ριαζαν τέλεια μεταξύ τους. Άκούμπησε τό χέρι της στό τέταρτο ράφι.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


—Αυτό εδώ, είπε. Πέστε μου τί βλέπετε, κ. Κάρμοντυ. Με τό βλέμμα διέτρεξα τή γραμ­ μή των βιβλίων. Κανένα σημάδι δεν έδειχνε νά είχε μετακινηθή κανένα βιβλίο άπό τήν εποχή πού τοποθετή­ θηκαν έκεϊ. Εκτός άπό ένα. Ή ράχη του στήν κορυφή του ή­ ταν ελαφρά τραβηγμένη προς τά έξω, σαν νά είχε βάλει κάποιος τό δάχτυ­ λό του εκεί για νά τό βγάλη άπό τό ράφι. * — Κάποιος ένοιωσε μεγάλη πλήξι, φαίνεται, είπα, καί αποφάσισε νά διαβάση ένα βιβλίο. Αυτή χαμογέλασε πάλι. — Είστε πολύ παρατηρητικός, κ. Κάρμοντυ. Ναι, αυτό είναι. "Έκανα μια έπιθεώρησι τις προάλλες γιά νά δω άν ή καμαριέρα είχε ξεσκονίσει τά βιβλία και τό πρόσεξα αυτό. Βγάλ­ τε τό βιβλίο, κ. Κάρμοντυ. Λ ΤΟπάκουσα. ?Ηταν ένα φιλοσοφικό βιβλίο, με συγγρα­ φέα πού εΐχε ένα μεγάλο ξενικό όνομα. Ή Τζιούντιθ Μπάνερ τό πήρε άπό τά χέρια μου καί τό άνοιξε. Ανάμε­ σα στα φύλλα του υπήρχε ένα δι­ πλωμένο χαρτί. — Κανένας δεν φτάνει σέ τόση άπόγνωσι εδώ, είπε, ώστε νά διαβάση ένα βιβλίο. Τό βιβλίο αυτό χρησιμο­ ποιήθηκε ως κρύπτη... Μου έδωσε τό χαρτάκι. —’Από τόν σύζυγό μου, πρόσθεσε. Χμ ! Καταλάβαινα —ή νόμιζα πώς καταλάβαινα— καί αύτό δέν ήταν καθόλου ευχάριστο. Ποτέ δέν ανα­ λάμβανα παρόμοιες υποθέσεις. —Εΐστε βέβαια πώς θέλετε νά τό διαβάσω ; ρώτησα.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ 14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Δέν είναι ερωτική επιστολή, κ. Κάρμοντυ. Δέν θέλω νά μοϋ συγκεν­ τρώσετε αποδείξεις γιά νά πάρω δια­ ζύγιο. Άν έπρόκειτο γι’ αύτό θά πή­ γαινα σ’ έναν κοινό ντέτεκτιβ. -Κούνησα τό κεφάλι μου κολακευ­ μένος καί ικανοποιημένος καί ξεδί­ πλωσα τό χαρτί. ΤΗταν μισή κόλλα χαρτιού γραφομηχανής. Τρεις αρά­ δες ήσαν δακτυλογραφημένες επάνω του. «Μπάνερ, Αυτή είναι ή τελευταία προειδοποίησις. ’Ή θά μου δώσετε τις πέντε χιλιάδες δολλάρια, όπως σάς εί­ πα στήν πρώτη επιστολή μου, ή θά σάς καταστρέψω.» "Εβαλα πάλι τό σημείωμα· άνάμεσα στις σελίδες του διβλίου καί τό ξανάχωσα στο ράφι. —Ξεχάστε το αύτό, κυρία Μπά­ νερ, είπα. —Μέ άπογοητεύετε, κ. Κάρμοντυ. Τής χαμογέλασα. — "Ολοι οί κινηματογραφικοί άστέρες παίρνουν τέτοιες επιστολές, είπα. —Καί τις παρουσιάζουν άμέσως στό στούντιο, πού , τις περνά στήν άστυνομία. Γιατί όμως ό σύζυγός μου έκρυψε αυτήν τήν επιστολή ; / ,^Ι^^νασήκωσα τούς ώμους μου. Πώς μπορούσα νά τό ξέ­ ρω εγώ αύτό ; —-Πόσος καιρός είναι πού βρήκατε τό σημείωμα ; —"Ενας μήνας περίπου. — Γιατί περιμένετε ως τώρα γιά νά δράσετε ; Ό Τσώνσεϋ Μάκλη άπλωσε τό φουσκωτό χέρι του. —Διαβάστε το αύτό. ?Ηταν ένα άπόκομμα άπό τήν κι­ νηματογραφική στήλη μιάς τοπικής έφημερίδος. Διάβασα : «Μιά ψευδής εϊδησις, πού άναμφιβόλως διέδωσε κάποιος ήλίθιος, προκάλεσε σχεδόν πανικό τήν περα­ σμένη εβδομάδα. Οί εφημερίδες ειδοποιήθηκαν ότι ό Πώλ Μπά­ νερ είχε σκοτωθή πέφτοντας άπό ένα άλογο στό Ράντς Σάντα Ρίτα,

ΤΟ 13ο


στην Κοιλάδα τοϋ Σαν Φερνάντο. »νΗταν φανερό δτι ό πληροφοριοδό­ της είχε πάρει τις πληροφορίες του μέσα από τό ίδιο τό ράντς, γιατί πραγματικά ό Μπάνερ έκα­ νε Ιππασία στό ράντς την ώρα, που έγινε τό υποτιθέμενο δυστύ­ χημα. Τα στούντιος θά έπρεπε νά άναθέσουν σ’ έναν καλό ιδιωτικό ντέτεκτιβ νά άνακαλύψη τον διαδοσία καί νά τόν άρπάξη άπό τό γιακά I» — θαυμάσιο αφηγηματικό στυλ, είπα. Γιατί όμως πιστεύετε ότι μπο­ ρεί νά έχη καμμιά σχέσι με την εκ­ βιαστική επιστολή ; —Γιατί ό Πώλ ταράχτηκε πολύ άπό τή δημοσίευσι αυτή. Συνήθως, εί­ ναι ό πιο ξέννοιαστος άνθρωπος του κόσμου. ΚΓ όμως αύτό τόν τρόμαξε. Είμαι βέβαια ότι ό άνθρωπος, πού έστειλε τό εκβιαστικό σημείωμα, διέ­ δωσε τήν ψεύτικη αύτή ε’ίδησι γιά νά τρομάξη τόν Πώλ. —Τό γεγονός ότι ή διάδοσις ήταν σωστή σ’ όλες της τις λεπτομέρειες εκτός άπό τόν θάνατο του Πώλ, πρόσθεσε ό Τσώνσεϋ, §είχνει ότι ό άν­ θρωπος εκείνος ήταν σέ θέσι νά τόν σκοτώση, μά συγκρατήθηκε γιά νά πάρη τά χρήματα. —θά μπορούσατε νά τόν πληρώ­ σετε, είπα. —Αύτό δέν θά έλυνε τήν κατάστασι, είπε ή Τζιούντιθ. Άλλοιώς θά τό είχε κάνει ό Πώλ. — "Ισως τό έχει κάνει, μουρμού­ ρισα. Η ελπίδα μου ή­ ταν νά καταφέρω τελικά νά μήν άναλάβω τήν ύπόθεσι. Μά ό Τσώνσεϋ είπε : —Είμαι ό μάνατζέρ του. Δέν μπο­ ρεί νά ξοδέψη πενήντα δολλάρια χω­ ρίς τήν έγκρισί μου. Είπα στήν Τζιούντιθ; —Αύτό σημαίνει ότι ό εκβιαστής έ­ χει πραγματικά κάποιο στοιχείο εναν­ τίον του συζύγου σας. , — "Ολοι έχουν στό παρελθόν τους κάτι πού είναι προτιμώτερο νά μείνη σκεπασμένο. Γιά έναν ηθοποιό, μά-

ΜΑΤΙ

λίστα, αύτό μπορεί νά είναι κατα­ στρεπτικό. Άκούμπησε τό χέρι της στό μπρά­ τσο μου. —Είστε ή τελευταία μας ελπίδα, κύριε Κάρμοντυ, πρόσθεσε.

Είχα πάει εκεί μέ τό σκοπό νά πω «οχι» καί νά γυρίσω σπίτι. Μά τώρα κύτταξα τά σκοτεινά μάτια τής Τζιούντιθ καί είπα : —Μήν άνησυχήτε I θά τόν βρω καί θά τόν κάνω νά καταπιή τά σημειώματά του. Ό Τσώνσεϋ είπε βιαστικά: — "Ερχεται ό Πώλ. Μήν του πήτε τίποτα, Κάρμοντυ. Ό Πώλ Μπάνερ, όπως οί περισ­ σότεροι ήθοποιοί, φαινόταν τό ίδιο όπως στήν οθόνη. Μερικές ρυτίδες πα­ ραπάνω, ίσως, καί πιο, ψηλό μέτωπο. Καί λιγώτερη γοητεία. —Απελπιστικό πάρτυ, Τζιούντιθ, είπε μπαίνοντας στή βιβλιοθήκη. Για­ τί καλέσαμε εδώ αύτούς τούς βαρε­ τούς άνθρώπους ; —Είναι φίλοι σου, είπε ό Τσών­ σεϋ ; — Βούλώστο, χοντρέ I, είπε απότο­ μα ό Μπάρνερ. Κοα μου έρριξε μιά ματιά. — Εξαιρούνται οί παρόντες, βέ­ βαια. —Μήν είστε τόσο ευγενικός, είπα καλόκαρδα. Είμαι κΓ εγώ βαρετός. —Εντάξει, είπε, άφου τό λέτε ό ίδιος. — Πώλ!, είπε ή Τζιούντιθ Μπά­ νερ. Ό Ούΐλλιαμ είναι φίλος μου.' — Μέ συγχωρεΐς, μουρμούρισε ό Πώλ ξυνά. θέλω νά σου μιλήσω ιδι­ αιτέρως, Τζιούντιθ. —Ετοιμαζόμουν νά φύγω, είπα. Ή Τζιούντιθ μου έρριξε μιά μα­ τιά σχεδόν ικετευτική, πού έλεγε #

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


«Μην τόν παρεξηγήτε. Δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο κακός.» !5Ξκόρπισα γύρω χα­ μόγελα καί άρχισα να διασχίζω τό σπίτι. # Τότε μια γυναίκα ξεφώνησε. Τινάχτηκα έξω άπό την πόρτα σαν σφαίρα άπό μουσούδι πιστολιού. Ή συντροφιά ήταν συγκεντρωμένη στις όχθες τής κολυμβητικής δεξαμε­ νής καί γελούσαν όλοι τους. ΤΗταν ό ταχυδακτυλουργός. ’Ή είχε βγάλει άπό τό μπουκάλι του με τό νερό περισσότερα ού'ίσκυ απ’ όσα έπρεπε, ή κάποιος άπό τούς θεατάς του είχε σκαρώσει μιάν άσχημη φάρ­ σα. Πάντως, ό γέρος ήταν τώρα άνάμεσα στά νερόκρινα. ’Ίσως, αν δεν ήταν ένας άλκοολικός πού δεν μπορούσε νά κολυμπήση, τό πράγμα θά ήταν πολύ άστεΐο. Μά βούλιαζε κιόλας για δεύτερη φο­ ρά καί όλοι γύρω γελούσαν τόσο πο­ λύ, ώστε δεν καταλάβαιναν πώς ό ταχυδακτυλουργός ερωτοτροπούσε με τό θάνατο. ’Έπεσα στο νερό σαν κολυμβητής, πού κάνει έκκίνησι. Μισή ντουζίνα α­

πλωτές καί τόν άρπαξα άπό τόν γιακά. Βέβαια, με άρπαξε κΓ αυτός με μιά στραγγαλιστική λαβή, όπως όλοι όσοι κινδυνεύουν νά πνιγούν. Καί, βέ­ βαια, τού έδωσα μιά γροθιά στό σα­ γόνι γιά νά τόν κάνω νά με παρατήση. Μιά ντουζίνα χέρια τόν τράβηξαν έξω, όταν τόν έσυρα ώς την όχθη τής δεξαμενής. Κάποιος μού πρόσφερε τό χέρι του, μά ήμουν πολύ πε­ ρήφανος. Κολύμπησα στην άλλη άκρη τής δεξαμενής καί βγήκα σκαρφαλώ­ νοντας στη σκάλα. Ή Μάτζι ΟΆήρυ, ή δημοσιογρα­ φία, τό κορίτσι μου, ήταν άκουμπημένη στά κάγκελα, με τό σαγόνι στην παλάμη της. Μέ κύτταξε χωρίς νά πή τίποτα, μά τό βλέμμα της ήταν δυ­ σοίωνο. Είχε προσπαθήσει νά μέ πάρη μαζί της σέ «κάποιο πάρτυ» την ημέρα εκείνη, μά νίχα άρνηθή μέ την πρόφασι πώς είχα μιάν επείγουσα δουλειά. Καί τώρα βρισκόμουν φάτσα μέ φάτσα μαζί της στό ’ίδιο πάρτυ 1 ’Έβγαλα ένα νερόκρινο άπό τά μαλλιά μου καί ^ής τό πρόσφερα. —Δέξου το ώς σημάδι τιμής καί θαυμασμού άπό τόν ηρώα τής ημέ­ ρας !, είπα μετριόφρονα.

ήλιοκαμμένο κορμί της. Τά πόδια της ήσαν γυ­ μνά καί χρυσ<?κάστανα καί υπέροχα. Παρεμπι­ ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ πτόντως, μπορώ νά άναΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΑφέρω ότιή Μάτζι είναι τό ΚΙ, ΣΥΝΑΝΤΑ ΕΝΑΝ ποιόγλυκό, τό πιο γοη­ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΑΙ ΜΥ­ τευτικό καί τό πιο διαβολεμένοπεισματάρικο πλά­ ΣΤΗΡΙΩΔΗ ΤΥΠΟ ΚΑΙ σμα τού κόσμου. ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΑΛΛΟΚΟ­ "Επειτα άπό μιά μι­ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ___ κρή σιωπή, εΐπε : —Τά είδα όλα, Ούΐλλι. "Ησουν δραματικός, σάν ήρως μελοδράματος. Ή Μάτζι Ο’Λήρυ μέ μετέφερε Σίγουρα, κατατρόμαξες εκείνους τούς κύκνους. πίτι, ενώ τά ρούχα μου έσταζαν καί ούσκευαν τό αυτοκίνητό της. — "Ισως έπρεπε ν’ άφήσω τό γέρο Φορούσε ένα άσπρο καλοκαιρινό νά πνιγή, εΐπα γκρινιάρικα. όρεμα, πού δέν έκρυβε καί πολύ τό Αυτή χάϊδεψε τό ύγρό γόνατό

16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


μου. —Σέ πείραξα άπλώς, μπέμπη. Εί­ σαι τό παλληκαράκι μου. —Ωραία I, είπα, θά μου δανείσης τότε τό αυτοκίνητό σου για σήμερα ; —Τί πρόκειται να κάνης ; —θά πάω στό Ράντς Σάντα Ρίτα. Καί τής διηγήθηκα την αποστολή που μοϋ είχε άναθέσει 4ή Τζιοόντιθ. — Ό άνθρωπος, πού διέδωσε τήν ψεύτικη εϊδησι του θανάτου του Μπάνερ, πρέπει νά τόν είδε στό ράντς. Μπορεί καί νά τηλεφώνησε στις εφη­ μερίδες από τό ράντς. Άπό εκεί πρέ­ πει ν’ αρχίσω. "Ισως ήταν κανένας άπό τούς εργάτες του ράντς... "Ισως κάποιος πού μισούσε τόν Μπάνερ... θά μου δώσης τό αυτοκίνητο ; 'Η Μάτζι άναστέναξε. — "Αν δέν σου τό δώσω, θά νομί­ σης πώς ζηλεύω τή γυναίκα τοϋ Μπάνερ. Τής χαμογέλασα. — Καί.,.τή ζηλεύεις ; * ρενάρησε καί βγήκε έξω. Μου έδειξε τά όμορφα δόντια της καί είπε ; —Ούΐλλιαμ, είσαι ένας .σαδιστικός προδότης τής γυναικείας εύαισθησίας μέ μαύρη καρδιά. Είσαι... —Αυτό είναι αρκετό, τήν διέκοψα. Μέ έπεισες πώς μ’ αγαπάς ακόμα. Πήγα σπίτι καί άλλαξα ρούχα κι’ έπειτα σταμάτησα στό γραφείο μου γιά νά πάρω τό απογευματινό ταχυ­ δρομείο. "Ηξερα πώς θάβρισκα εκεί μισή ντουζίνα επιστολές άπό τούς πιστωτές μου, μά ό Κάρμοντυ δέν ή­ ταν ποτέ χωρίς θάρρος. Μπήκα στό γραφείο. Βρήκα εκεί επιστολές των πιστωτών μου καί... τήν Βίβιαν Λεντέλ. ΤΗταν καθισμένη πίσω άπό τό γρα­ φείο μου καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Είχε αλλάξει ρούχα καί τό άσπρο ταγιέρ της ήταν ένα αριστούργημα. Είπα : —

— Φαίνεται πώς ξέχασα νά κλει­ δώσω τήν πόρτα. Αυτή μέ κύτταξε, δαγκώνοντας τά μάγουλα άπό μέσα, κι’ έπειτα γέλασε εύθυμα. — ΤΗρθα πίσω γιά νά μιλήσουμε

ΜΑΤΙ

γιά τήν άποστολή σας. Πώς πήγε; Τήν κύτταξα .γιά ένα διάστημα, ενώ όλοι οί τροχοί μέσα στό μυαλό μου δούλευαν γοργά. —Δέν πρόλαβα άκόμα νά πάω τά βιβλία στή βιβλιοθήκη, είπα. —Μά πήγατε στην κηδεία ;

—Ναι, είπα. "Ημουν ύπέροχος ώς νεκροθάφτης. Τό Γραφείο Κηδειών θέλησε νά μέ προσλάβη μονίμως. — ^Ηταν κόσμος; —Σχεδόν κανένας. Είχε, φαίνεται, πολλούς φίλους ό Τζόε Κοντέντ. Αυτή άνασήκωσε τούς ώμους της. —θάπρεπε ίσως νά πήγαινα κΓ εγώ, είπε. Τόν γνώριζα λίγο. Κύτταξε σκεπτικά τό τσιγάρο της καί πρόσθεσε: —Ποιοι ήσαν στήν κηδεία του ; — Αύτό είναι I, εΐπα. Αυτό άκριβώς περίμενα. ΈΡ1Γ άθησα στήν γω­ νιά του γραφείου καί τήν κύτταξα ά­ πό ψηλά. —Αρχίζω νά καταλαβαίνω, άν καί όχι πολύ καθαρά. ^Ηταν σπου­ δαίο παιχνίδι αύτό. Καί τό παίξατε περίφημα, μπέμπα, εσείς κΓ ό Ίβάν. —Δέν καταλαβαίνω τί θέλετε νά πήτε, είπε αυτή ψυχρά. — "Ω, ναι, γλυκειά μου. ?Ηταν έ­ ξυπνο καί λειτούργησε καλά. Γιατί όμως ό Σίντ Μάραμπλ ψάχνει νά βρή τόν Ίβάν ; "Ω, ναι... ψάχνει νά τόν βρή, μικρούλα μου. Αύτό δέ μέ στείλατε εκεί νά μάθω, έ ; Τό κορίτσι δέν είπε τίποτα αυτή τή φορά. — Έν τάξει, είπα, θά σάς τό πώ εγώ ! 'Όταν ό Τζόε πήρε αύτό πού

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ των Εκδόσεων

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ δεν διαφθείρουν την ψυχή, δέν εξωθούν πρός τό έγκλημα, δεν ικανοποιούν τά ταπεινώτερα έν­ στικτα τοϋ ανθρώπου και —ΚΥ­ ΡΙΩΣ—δέν υποτιμούν τή δια­ νοητικότητα του (δπως συμβαί­ νει με άλλα σχετικά έντυπα, πού φαίνεται δτι θεωρουν τούς αναγνωστών των αφελείς καί άμαθεις καί τους προσφέρουν τά πιό απίθανα άναγνώσματα δπου συμβαίνουν τά πιό απί­ θανα πράγματα). Απεναντίας τά άναγνωσματά μας προά­ γουν τό Πνεύμα, άναπτύσσουν τό αίσθημα του Δίκαι­ ο υ, καλλιεργούν τό αίσθη­ μα του Καλού καί τέρπουν μέ τή γοργή Δ ρ ά σ ι τους, μέ τά αινιγματικά τόυς προ­ βλήματα καί μέ τό αριστοτεχνι­ κό γράψιμό τους I

πήρε, ό Ίβάν τδβαλε στά ίόδια, για­ τί φοβόταν μήπ-ως ήταν δεύτερος στόν κατάλογό. Δέν πήγε στή Χαβάη... Βρίσκεται εδώ, στήν πόλι μας, περιμένοντας νά μάθη πώς πάνε τά πράγματα. Αυτό θέλει νά μάθη. Βέ­ βαια, έξη σφαίρες στήν κοιλιά θά τοϋ τδλεγαν αυτό, μά τότε θά δυσκολευ­ όταν κάπως νά βγή άπό τήν πόλι, εκτός άν τόν κουβαλούσαν μέ νεκρο­ φόρα I —Μή..., είπε αύτή μέ πνιχτή φω­ νή. Μή μιλάτε έτσι I —Πώς δμως θά μάθαινε ; συνέχι­ σα εγώ. Αύτό ήταν τό πρόβλημα. ’Άν έπρόκειτο νά τόν σκοτώσουν, αύτό θά συνέβαινε, δταν θά έκανε τήν έμφάνισί του στήν κηδεία. ’Άν δμως δέν

18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

έκανε καθόλου τήν έμφάνισί του έκει; πώς θά μάθαινε ; "Ετσι τί κάνουμε , Άπλούστατα, βάζουμε ένα δμορφο κορίτσι νά σπρώξη έναν κουτό ιδιωτι­ κό ντέτεκτιβ καί νά πάη... νΗταν τώρα χλωμή σάν άλάβαστρο. —Πληρωθήκατε. —Βέβαια, πληρώθηκα 1 Καί μπορεί νά έχη κανείς μιά καλή κηδεία στήν πόλι μας γιά εξήντα δολλάρια. — Παρακαλώ I, διαμαρτυρήθηκε αύ­ τή βραχνά. Δέν κυνηγούν εσάς ! —Δέν θ’ αργήσουν’νά τό κάνουν αύτό I, τήν διαβεβαίωσα. Γιά τή^ ώρα πιστεύουν δτι προσπαθώ νά καλύψω τόν Ίβάν. Πίστεψαν τήν ιστορία σας δτι ό Ίβάν σάς. έγκατέλειψε. Πώς το καταφέρατε αύτό ; ΕΙσκυψα καί τήν κύτταξα καλά-καλά στά μάτια. —Σέ λίγο θάρθοϋν εδώ νά μέ ρω­ τήσουν γιά τόν Ίβάν. — Μά δέν ξέρετε τίποτα! —Δοκιμάστε νά πείσετε τόν Σίντ Μάραμπλ. Νομίζω, μάλιστα, δτι θά σάς δοθή ή ευκαιρία νά κάνετε μιά δοκιμή. Γιατί, δταν τούς πώ δτι υ­ ψώσατε ένα πειραματικό μπαλλόνι — έμένα—γιά νά δήτε άν θάρχιζε νά τό πυροβολή κανείς, δέν θ’ άποκτήση μόνο τό δικό μου κορμί κουμπό­ τρυπες ! Αύτή ζάρωσε καί δοκίμασε νά τραβηχτή πρός τά πίσω τρομαγμένη. Τά πράσινα μάτια της έγιναν γυά­ λινα καί τά χείλη της συσπάστηκαν. —Είστε άσχημα μπλεγμένη, Μις Λεντέλ! Μπορώ νά σάς συστήσω τό Γραφειον Κηδειών Σπρίγγερ; "Εχω τά μέσα εκεί. * —Μή λέτε τέτοια πράγμα­ τα !, ξεφώνησε αύτή. Δέν θέλω νά πεθάνω 1 Δέν μπορώ ούτε νά τό σκεφτώ αύτό 1 "Εσφιξε τά δόντια της τόσο δυ­ νατά καί απότομα, ώστε τά μάγου­ λά της τρέμισαν. "Ετρεμε ολόκληρη σάν ή ψυχή της νά ήταν καθισμένη επάνω σέ πάγο. Είχε έναν παθολογι­ κό φόβο γιά κηδείες καί νεκροταφεία καί παρόμοια. Δέν θά δυσκολευόταν ό Μάραμπλ νά τήν λυώάη.

ΤΟ 13ο


— Κάρμοντυ, ψι£ όρισε, τί πρέπει νά κάνω ; Έγώ άνασήκωσα τούς ώμους μου. — Έχω τις δικΈ μου σκοτούρες. Με άρπαξε άπ* τό μπράτσο. -—Παρακαλώ . Λ . θέλω νά πεθάνω 1 Είμαι πολ>< 'χ. Πέστε μου... —Ξεχάστε ι\>; Ίβάν, είπα. "Οπου κι* άν είναι κρυμμένος, δεν εΐναι κα­ λά κρυμμένος. θ"'( τόν βρουν αργά ή γρήγορα. Μήν αψησετε νά σάς βρουν μαζί του. —Δεν μπορώ ν χ τόν άφήσω μόνο... —Πιστέψτε με." Γιτα σοβαρά. Δεν μέ συμφέρει καθ ο ν. υ νά σάς συμβου­ λεύσω νά φύγετε ^πό τήν πόλι μας. Μου χρειάζεστε για νά βγάλω τόν Μάραμπλ άπό τήν π\.άτη μου. Διέσχισα τό δωμάτιο ως τό πα­ ράθυρο. —Δεν ξέρω γιαυί τό κάνω αύτό. Εμπρός! ’Αρχ.σ ; νά τρέχετε. Πη­ γαίνετε μακρύ χ χΐ γοργά. Κι* άν δήτε έναν ζαρω 7) άνθρωπάκο, πού ακούει στό όνομα λούθηρος, θά μετανοιώσετε πού τ > τρέξιμό σας δεν ήταν όσο έπρεπε ; χρνό. -—Ό Λούθηρος ; ψιθύρισε. Το κεφάλι της άρ­ χισε νά γέρνη πκ , τά πίσω, σάμπως οί μυώνες του να.μου της * νά μήν μπορούσαν νά τό κρατήσουν όρθιο. — Ό Λούθηρος , Εΐναι..; — Ναι, είπα. ,.Γναι πάλι εκεί κά­ τω, στον μπάγκο νου. Πήρα μιά βα^ε ά άνάσα και πρόσθεσα : — Ακούστε. άρχει μιά πίσω έ­ ξοδος. Χρήσιμοιι . ;στε τη. Έγώ θά βγώ άπό τήν ιΐαμ >στινή πόρτα καί θά τόν άπασχ ,λη ;ω. Έφτασε σχε^ν τρέχοντας στήν Τΐόρτα, μά εκεί σταμάτησε καί μέ κύτταξε σάμπως κάτι, πού είχε ξεχάσει άπό πολύν καιρό, νά εΐχε γυρίσει ξαφνικά στό μυαλό της. — Τί... τί θά κάνετε έσεϊς ; —θά άπασχ 3 ί 3ώ μέ μιάν άλλη ύπόθεσι, εΐπα πι»\ρά. "Ισως αυτό τούς πείση πώς δέ δο^ ευω γιά τόν Ί­ βάν. Γύρισε αργά κ οά μου καί μέ κύτταξε μέ τά τη. -σινα μάτια της.

ΜΑΤΙ

Έπειτα σήκωσε τό κεφάλι της καί μέ φίλησε. Τά χείλη της ήσαν ψυχρά σάν χειμωνιάτικη βροχή. Τά μάτια της είχαν τόση θλίψι μέσα τους ώστε έσκυψα καί τή φίλη­ σα κΓ εγώ. Φαινόταν άπίστευτα τρο­ μαγμένη.καί κουρασμένη. Γύρισε καί βγήκε άπό τό δωμάτιο, καί ποτέ πιά δέν τήν ξαναεΐδα. Μά είδα αρκετές φορές τόν Σίντ Μά­ ραμπλ....

ατέβηκα στό αύτοκίτητο τής Μάτζι Ο’Λήρυ καί χαι­ ρέτησα μέ μιά χειρονομία τόν Λούθη­ ρο. Αύτός δέν έσάλεψε, μά μέ κύττα­ ξε μέ ένα ψυχρό, κίτρινο βλέμμα. Διέσχισα τήν πόλι καί βγήκα στήν έξοχη· ”Αν ό Λούθηρος μέ είχε πάρει ά­ πό πίσω, θά μ5 έχασε, σίγουρα, κά­ που στήν Όδό τής Σκοτεινής Χαρά­ δρας. "Οταν πέρασα τό Μπούρμπανκ, μπήκα στό παραδρόμι πού ώδηγούσε στό Ράντς Σάντα Ρίτα, χωρίς στό δρόμο νά ύπάρχη κανένα αυτοκίνητο. "Οταν έφτασα στό τέλος τού δρο­ μάκου, βρέθηκα μπροστά σέ μιά με­

γάλη, άσπρη, ξύλινη αύλόπορτα κΓ ένα θυρωρείο. "Ενας άντρας, μέ χακί ρούχα κΡ' πιστόλι στή μέση του, βγήκε άπό τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


καλύβα καί μου πρόσφερε ένα άδειο χαμόγελο. — Μπορώ νά δώ τήν κάρτα μέ­ λους, παρακαλώ ; — Δεν είμαι μέλος, είπα. — Λυπούμαι. Μόνο μέλη η φίλοι τους γίνονται , δεκτοί. — Τότε είμαι φίλος. — Τ'νος ; —Του Πώλ Μπάνερ. Αυτός κύτταξε πίσω, προς τήν κατευθυνσι από τήν όποια είχα έρθει, σαν νά προσπαθούσε νά δή τήν ιδι­ αίτερη πατρίδα του, πέρα από τόν ο­ ρίζοντα. —θά τηλεφωνήσω καί θά ρωτήσω, εΐπε. —Μήν ενοχλείσαι, τοϋ χαμογέλα­ σα. Ό Μπάνερ δεν μέ ξέρει καθόλου. —Τό κατάλαβα. Χαμογέλασε πάλι δείχνοντάς μου τά δόντια του. —Που ακριβώς είναι τό ράντς; ρώτησα. Τό μόνο που μπορούσα νά δώ πίσω άπό τήν αυλόπορτα ήταν ένας άνώμαλος δρόμος γεμάτος σκόνη, πού χανόταν μακρυά ανάμεσα στους θάμνους, μέ φόντο τά βουνά. —Γύρω άπό εκείνο τό λόφο, είπε ό άνθρωπος δείχνοντας μέ τόν ώμο του. Μά μόνο αυτός εδώ ό δρόμος οδηγεί εκεί. Καί δεν χρειάζομαι χρή­ ματα I Επομένως δέν μπορείτε νά μέ δωροδοκήσετε. —Ούτε θά σκεπτόμουν νά σάς δωροδοκήσω, είπα. Πέστε μου όμως κάτι. Ποιος είναι ό ιδιοκτήτης του ράντς ; — Ό κ. Φάριγκτον. Ό κ. Τσάρλς Φάριγκτον. Γύρισα πίσω στον μεγάλο δρόμο. Πέντε μίλια πιο πέρα βρήκα ένα δεύ­ τερο παραδρόμι, πού ήταν παράλλη­ λο προς τό πρώτο. Μπήκα σ’ αυτό καί δέκα λεπτρ: αργότερα είδα τό Ράντς Σάντα Ρίτα. ^—Τόν παλιοψεύτη!, μουρμούρισο. Τό σπίτι τοϋ ράντς ήταν μακρύ καί χαμηλό. Δώδεκα αυτοκίνητα ήσαν σταματημένα μπροστά του καί έλαμπαν στον άπογευματινό ήλιο. "Αλλοτε ήταν πραγματικό ράντς τό μέρος αυτό. Τώρα ήταν μιά εξοχική λέσχη.

20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Πίσω άπό τό κτίριο ήσαν οί ( σπροι στάβλοι του ράντς. Πιο πίσ τά βουνά υψώνονταν τραχειά πρί τόν ουρανό. Ακολούθησα τό δρομάκο για έν διάστημα, μά τό μόνο πού κατάφερ' ήταν νά πλησιάσω στα βουνό χωρί νά πάω πιό κοντά στό ράντς. Σ λίγο βρισκόμουν πίσω καί πάνω άπ* τούς στάβλους. Μά καί πάλι δέ είχα πλησιάσει περισσότερο. Τότε άρχισα νά καταλαβαίνω. X φρουρός δέ μου είχε πή ψέμματα Ό δρομάκος αυτός δέν ώδηγουσε στέ Ράντς Σάντα Ρίτα. 2Βταμάτησα τό αυ­ τοκίνητο στό χείλος του δρόμου. Τό βουνό άνέβαινε απότομα πίσω μου γεμάτο πεύκα, όπου τά πουλιά προσ­ παθούσαν νά μόυ ποΰν κάτι σέ μιά γλώσσα, πού δέν μπορούσα νά κα­ ταλάβω. Κάτω στον γκρεμό, πρός τό μέρος τού ράντς, ένας καβαλλάρης κάλπα­ ζε. Στήν αυλή τού ράντς ένας άν­ τρας μέ κόκκινο πουκάμισο καί ένας κάου—μπόϋ κάρφωναν κάτι σανίδες. Σκέφτηκα γιά μιά στιγμή νά κατεβώ τήν απότομη πλαγιά πρός τό ράντς καί νά πάω ως εκεί, μά συγ­ κρατήθηκα συνετά. Τό ράντς ήταν πολύ πιό μακρυά άπ’ όσο φαινόταν καί, σίγουρα, θά χανόμουν σέ κάτι δασάκια μέ χαράδρες πού υπήρχαν άνάμεσά μας! ’Τσως ό Τσώνσεμ Μάκλη μπορού­ σε νά μέ μπάση στό ράντς, μά έπρε­ πε νά ξαναρθώ μιάν άλλη μέρα. "Ε­ μεινα γιά λίγη ώρα σκεπτικός καί στό τέλος βρήκα τήν πιό έξυπνη λύσι γιά τις παρούσες συνθήκες : άποφάσισα νά γυρίσω πίσω. Εΐχα αρχίσει νά κάνω στροφή, ό­ ταν μιά φωνή είπε ; — Άκ'νητος, ξένε ! "Ανθρωπος ήταν ή γάτα ; Είχε κα­ ταφέρει νά πλησιάση τόσο πολύ, ώστε θά μπορούσε σχεδόν νά μοϋ δώση καρπαζιά, χωρίς ν’ ακούσω τίποτα. 7Ηταν ένας άπό τούς πιό λιγνούς ανθρώπους πού είχα δή ποτέ μου, κΓ όμως υπήρχαν άφθονοι μυώνες επά­ νω του.

ΤΟ 13ο


Κρατούσε ένα τουφέκι μέ τηλεσκο­ πικό στόχαστρο. Μά από την άπόστασι οπού βρισκόταν θά μπορούσε εύκολα να μέ σκοτώση μέ πέτρα. — Είστε ό φρουρός τής πίσω πόρ­ τας, έ ; ρώτησα. —Είμαι δασοφύλακας, είπε κοφτά. Μ”ό δυνατό, οστεώ­ δες πρόσωπό του ήταν στενό, όπως τφ υπόλοιπο κορμί του και οί κόγχες των ματιών του ήσαν τόσο βαθειές, ώστε έμοιαζε πολύ μέ νεκροκεφαλή. —’Ώ, είπα. Νόμιζα πώς εϊσαστε στην Ιδια δουλειά μ* εκείνον πού φρουρεί την πόρτα του ράντς. Μοιά­ ζετε πολύ. —'Αδερφός μου, είπε ό άνθρωπος χωρίς συγκίνησι. Αμαρτωλός. Θάρθή ή μέρα του. * —Ναι, είπα. Δέν ήξερα τί άλλο νά πώ. —Κατέβηκα απλώς για νά σάς πώ ότι ή περιφέρεια αυτή είναι επικίν­ δυνη γιά πυρκαϊές, είπε αυτός. —Κατεβήκατε από που ; —Άπό τό παρατηρητήριο,εΐπε αυτός σοβαρά δείχνοντας πρός μιά καλύβα επάνω στήν πλαγιά του βουνού. Σάς παρακολούθησα μέ τά κυάλια καί κα­ τέβηκα νά σάς πώ ότι απαγορεύεται νά ανάβετε σπίρτα. Μιά άπό τις μικρές έκεΐνες λάμ­ ψεις ιδιοφυίας πού μέ χαρακτηρίζουν άστραψε στο μυαλό μου. —Παρακολουθείτε όλα τά αυτο­ κίνητα πού περνούν άπό τόν δρόμο αυτό. — Περνούν 'δυό-τρία τό πολύ τό μήνα. —Πέρασε κανένα στις δεκαπέντε Ιουνίου; είπα. Έδώ κι5 έναν μήνα. Μπορείτε νά θυμηθήτε άν είδατε κανέναν έδώ επάνω τότε ; ' Μέ κύττριξε γιά πολλή ώρα, σάν νά ήξερε άκριβώς πού ήθελα νά κα­ ταλήξω. Καί ξαφνικά κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, πού δέν μπορούσα νά μαντέψω τί σκεπτόταν, γιατί ό τρόπος μέ τόν ό­ ποιο σκεπτόταν ήταν εντελώς διαφο­ ρετικός άπό τόν τρόπο τών άλλων, ανθρώπων. Οί σκέψεις του σάλευαν μέ τόν

ΜΑΤΙ

δικό τους τρόπο μέσα στό στενό κρα“ νίο του. —Γκρίζο κουπέ, είπε ξαφνικά. Α­ ριθμός κυκλοφορίας Σ—44683. Ήταν πιο νωρίς τό άπόγεμα. ’Έμεινε σταματημένο έδώ περισσότερο άπό μιάν ώρα. —Σπουδαία!, είπα. Πολύ σπου­ δαία ! Πώς γίνεται καί τό θυμόσαστε αυτό; — Είχα στραμπουλήξει τό πόδι μου, είπε αύτός σκυθρωπά, καί δέν μπο­ ρούσα νά κατεβώ νά τόν προειδοποι­ ήσω. ’Έτσι σημείωσα τόν άριθμό του. ’Άν έβαζε φωτιά, θά τόν έβρισκα. —Τό σημειώσατε; έπέμεινα. Αυτό είναι σπουδαίο. Μά πώς τό θυμόσασαστε άπέξω ; Πώς σάς εντυπώθηκε έτσι; Μήπως ό άνθρωπος έκανε τίπο­ τα παράξενο; —Δε βγήκε άπό τό αύτοκίνητο. Ί­ σως δέν ήταν μόνος. Δέν τόν είδα καθόλου. Μά έκανε σχέδια...

"Α*ον κύτταξα άμφίβολα. Ό άνθρωπος δέν φαινόταν εντε­ λώς στά λογικά του. —Τί σημαίνει αυτό ; ρώτησα. —’Έκανε σχέδια. —Πώς μπορείτε νά ξέρετε άν δέν ήταν μέ τό κορίτσι του ; Μέ κύτταξε γιά πολλή ώρα καί τό ύφος του έδειχνε σάν νά μέ λυπό­ ταν. Γύρισε γιά νά φύγη, μά δέν έφυγε. —Τήν ϊδια έβδομάδα,εΐπε χωρίς νά άποτείνεται σέ μένα, βρήκα ένα γα­ λάζιο πουλί έκεί επάνω. Κι5 έδειξε τόν ουρανό. —Ήταν νεκρό. Δέν υπήρχε κανέ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21


να σημάδι επάνω του και τίποτα δεν τό είχε σκοτώσει. Μά ήταν νεκρό, Δεν είπα τίποτα. Ό ήλιος ήταν καυτερός κι* δμως ένοιωθα ρίγη. —Μά ήξερα πώς ήταν νεκρό. 'Όλοι μπορούν νά τό πουν. Άνασήκωσε Χό τάυφέκι του στό μπράτσο του. —Έκανε σχέδια.... έπανέλαβε καί απομακρύνθηκε χωρίς νά κυττάξη πίσω

Έκανα τή στροφή. Καθώς τόν προσπερνούσα, φώναξα : — Εύχαριστώ γιά τή βοήθεια. —"Αν δήτε τόν αδερφό μου, δόστε του ένα μήνυμα. Πέστε του πώς θόρθή ή μέρα του. Φυσικά, δεν σταμάτησα γιά νά μεταδόσω τό μήνυμα. Δέν σταμάτη­ σα παρά μόνο άφοϋ πέρασα τό Μπούρμπανκ. Ό ήλιος ήταν καυτε­ ρός, μά εγώ ριγούσα ακόμα.

Εξάλλου, μπορεί ή Άλμπέρτα νά μην ταί­ ριαζε μέ τό όνομά της Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΑΝΑΚΑΛΥ­ καί μέ τό σπίτι της. Κλεί­ ΠΤΕΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ δωσα τό αυτοκίνητο τής καί πλησίασα ΓΚΡΙΖΟΥ ΚΟΥΠΕ ΚΑΙ ΓΙΑ Μάτζι στήν κόκκινη πόρτα. ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΣΥΝΑΝΤΑ Πίεσα ένα κουμπί καί ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΕΙ ένα κουδούνι αντήχησε ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΛΟΓΙΑ... μέσα σαν μακρυνή καμ­ πάνα σέ Κυριακάτικο πρωινό. Δέν έγινε τίποταΞαναπίεσα καί περί, μένα. Στό τρίτο κουδού­ 'Η Μις Άλμπέρτα Σόουμς ζουσε νισμα ακόυσα ήχους μέσα, σάμπως σ’ ένα μικρό σπιτάκι, κοντά στό Έκο κάποιος νά σιγύριζε πρόχειρα τό σπί­ Πάρκ. Είχε κόκκινη πόρτα καί κόκκι­ τι πριν άνοιξη την πόρτα. να παράθυρα μέ μιά κάσα λουλού­ Έταν μιά μικρόσωμη γυναίκα, δια μπροστά στό καθένα. σαράντα_περίπου χρόνων, κάπως πα­ ΤΗταν σαν ένα από εκείνα τά σπι­ χουλή. Είχε όμορφο δέρμα καί ένα τάκια, πού βλέπει κανείς ζωγραφι­ γαλάζιο όμορφο φόρεμα. Δέν φαινό­ σμένα στις κάρτ-ποστάλ. ταν δασκάλα. ’Ίσως ήταν υπάλληλος Σταμάτησα στό απέναντι πεζοδρό­ σέ καμμιά β/βλιοθήκη. μιο καί κύτταξα γιά πολλήν ώρα τό —Ή Μις Άλμπέρτα Σόουμς ; ρώ­ σπίτι. τησα. Τό σπίτι καί τσ' "Φλούδια καί μιά γυναίκα μέ τό Άλμπέρτα Σό­ ουμς ταίριαζαν καλά. Ένα δμως ^^.ύτή απάντησε μέ πράγμα δέν ταίριαζε καί δέ μου άρε­ φωνή πού μ’ έκανε νά ανησυχήσω σε καθόλου : 'Η Μις Άλμπέρτα Σό­ τρομερά. ουμς είχε ένα γκρίζο κουπέ μέ αρι­ —"Ημουν πλαγιασμένη. Θάρθήτε θμό κυκλοφορίας Σ—44683. Ή Λέσχη μέσα, βέβαια.· Αυτοκινητιστών μέ είχε διαβεβαιώ—Βέβαια, συμφώνησα. σει ιδιαίτερα γΡ αυτό. —Είχα έναν άσχημο κεφαλόπονο, Υπήρχαν δυο εξηγήσεις : Ό δασο­ εξήγησε. ’Όχι πολύ σοβαρό, βέβαια. φύλακας μπορεί νά είχε κάνει λάθος Θά εΐμαι καλύτερα, αύριο. στον αριθμό. ’Ή ή Άλμπέρτα μπορεί —Ελπίζω νά εΐστε καλύτερα αύ­ ,νά εΐχε πάει στήν έξοχή γιά νά μαριο, είπα. ζέψη αγριολούλουδα κι5 δχι γιά νά Τό δωμάτιο ήταν ακριβώς όπως τό κατασκοπεύση τόν Πώλ Μπάνερ. είχα φανταστή. Καθαρό καί ευθυμο

22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


καί έπιπλωμένο μέ χιούμορ. Επάνω στό πάτωμα ήταν στρωμένο ένα πο­ λύχρωμο χαλί. Κάθησα σέ μια πολυ­ θρόνα. Ή Άλμπέρτα προχώρησε πρός έ­ να ντιβάνι μέ δύσκαμπτη, προσεκτι­ κή αξιοπρέπεια. Είχε σφιγμένο κάτι στό ένα της χέρι, μά δεν μπορούσα να τό δώ τί. Δεν κάθησε στό ντιβάνι μά στάθη­ κε μπροστά του, μέ κορμί πού ταλαν­ τευόταν ελαφρά καί μιάν έκφρασι απορίας στό πρόσωπο. Τά μάτια της δέν φαίνονταν νά μπορούν νά συγκεν­ τρωθούν επάνω στα αντικείμενα. —’·'Αν άρχίσετε νά μιλάτε για γα­ λάζια πουλιά τήν προειδοποίησα, θά φύγω. —Όχι, είπε. Μολονότι είχα κά­ ποτε ένα καναρίνι. Καί μια γάτα... Τά παίρνετε αύτά, σάς παρακαλώ; "Απλωσε τό σφιγμένο χέρι της. —Είναι κάτι πολύ παράξενο, είπε οοβαρά. Τά βρήκα κάτω από τό κρεββάτι μου. Δεν ήσαν έκεΐ χτές τή νύχτα. Κύτταξα κάτω άπό τό κρεββά­ τι δπως όλες οί γεροντοκόρες. Δέν μύριζε άλκοόλ, δπως είχα ύποψιαστή. Μά τά μάτια της δέν μπορούσαν νά συγκεντρωθούν καί οΐ κόρες τους ήσαν πολύ μεγαλωμένες. ’Άν ήταν μεθυσμένη, οί κόρες της θά ήσαν μικρές. ?Ηταν σίγουρα τρελλή I —Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς βρέθηκαν έδώ, είπε. "Ισως εσείς ξέ­ ρετε τί νά τά κάνετε. Κι* έρριξε στήν παλάμη μου μισή ντουζίνα μάρκες τού πόκερ. "Οταν σήκωσα τό βλέμμα μου στό πρόσωπό της, είδα γραμμές πανικού εκεί. —Νομίζω, ψιθύρισε, δτι πρέπει νά φωνάξετε έναν γιατρό. Ό κεφαλόπο­ νος μου... "Επεσε μέ τήν ίδια άξιοπρέπεια πού είχε μιλήσει. Τήν άρπαξα πριν βροντήση χάμω. Τήν ξάπλωσα επά­ νω στό ντιβάνι.

γμό ταν χέρι στα

/ΙΒ^οκίμασα τό σφυ­ της. ΤΗταν πολύ άσθενικός. "Ο­ άνασήκωσα τό κεφάλι της, τό μου συνάντησε ένα ύγρό σημείο μαλλιά της.

ΜΑΤΙ

^Ηταν αΐμα κι* ένοιωσα κάτι μα­ λακό, δπως τό «άπαλό» τού βρέφους πού δέν έχουν ά^όμα δέσει τά κόκκαλά του. Κάτι τήν είχε χτυπήσει εκεί τόσο δυνατά, ώστε τό κόκκαλο είχε σπά­ σει κάτω άπό τό δέρμα. Πώς εΐχε μπορέσει νά περπατήση καί νά μιλήση ήιαν θαύμα, άπό εκεί­ να πού κάνουν τούς γιατρούς νά άνασηκώνουν τούς ώμους καί νά αλ­ λάζουν θέμα. Βρήκα τό τηλέφωνό της καί έκανα τά σχετικά τηλεφωνήματα στήν άστυνομία καί στό Σταθμό Πρώτων Βοη­ θειών. Μόλις κρέμασα τό άκουστικό, τό κουδούνι τής εισόδου άντήχησε. Αυ­ τή φορά μοΰ φάνηκε σάν νεκρώσιμη καμπάνα. "Εβαλα ένα μικρό, φαιδρό μαξι­ λάρι κάτω άπό τό κεφάλι τής Άλμπέρτας καί πήγα στήν πόρτα. 7Ηταν ένας άντρας. Είδα δυο μεγάλα μά­ τια κουκουβάγιας νά μέ κυττάζουν πίσω άπό ένα ζευγάρι χοντρά γυα­ λιά. Εΐδα επίσης ένα κόκκινο στόμα καί ρόδινα μάγουλα. —"Ω ί έκανε. Νόμιζα δτι ή Μπέρτι... ή Μις Σόουμς... δέν ήξερα δτι είχε συντροφιά...

— Δέν είμαι συντροφιά, είπα. Κα­ λά θά κάνετε νάρθήτε μέσα. Ή φωνή μου ήταν άλλοιώτικη "Εμοιαζε μέ τήν εγγαστρίμυθη φωνή τού θυρωρού τού Γραφείου Κηδειών Σπρίγγερ. —"ίσως ήρθα νωρίς, είπε αυτός άνοιγοκλείνοντας τά μάτια του. Μπο-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


ρώ νάρθώ άργότερα. —’Άν σας άφήσω νά φύγετε εί­ πα, ϊσως δεν επιστρέφετε. Εΐστε φί­ λος της Μις Σόουμς ; — "Ω, ναι, είπε αυτός μέ ενθουσια­ σμό. Ναι ! Είμαι ό Έβερετ Μός. — Ή Μις Σόουμς είναι εκεί, είπα. Αυτός προχώρησε προς τό ντιβάνι και είπε μέ αγωνία : —Μπέρτι; Τί συμβαίνει; Είσαι άρρωστη; —Είχε κεφαλόπονο πάλι. Μέ κύτταξε χαζά, άνοιγοκλείνοντας τα μάτια του. — Κεφαλόπονο ; Καλέσατε γιατρό ; — Ναί. Την χτύπησαν στό κεφάλι, νομίζω. Τήν χτύπησαν πολύ άσχημα. ’Ακούμπησα τό χέρι μου επάνω στό μέτωπό της κι’ αύτή άνασάλεψε ελαφρά, σάμπως τό άγγιγμα του χε­ ριού μου νά τήν εύχαριστουσε. "Ε­ πειτα, δέν ξανακινήθηκε. "Έσκυψα, επάνω της καί κατάλα­ βα. Ή κίνησις εκείνη ήταν ή τελευ­ ταία τής ζωής της. Είχε πεθάνει. Κι* ό θάνατός της ήταν δολοφονία. Είπα στον "Εβερετ ; —Πέθανε... Ό "Εβερετ Μός άντέδρασε μέ τόν πιο απροσδόκητο καί εκπληκτικό τροπο. "Επαθε παροξυσμό επιληψίας. Σχεδόν τόν ζήλεψα. Σπαρταρούσε καί στριφογύριζε επάνω στό χρωμα­ τιστό χαλί τής Άλμπέρτας, μά δέν φαινόταν νά αισθάνεται τίποτ’ άλλο. Έγώ ήμουν εκείνος πού είχε μείνει για νά κάνη τις σκέψεις κι* οΐ κέψεις μου ήταν γκρίζες σάν στάτες μέσα σέ τζάκι. "Εβαλα ένα μαντήλι άνάμεσα στα όντια του για νά μή δαγκώση τή Αώσσα του καί τόν άφησα στήν άπαχόλησί του. ' Επειτα έψαξα γορ'ά τό μικρό σπίτι. Νά τί βρήκα : μιά ούχτα κοσμήματα επάνω στό κρεβ­ άτι, μιά γραφομηχανή επάνω σ’ ένα ραπεζάκι καί χαρτιά γραφομηχανής έσα σ’ ένα συρτάρι. Τά κοσμήματα φαίνονταν νά εΐχαν γή άπό κάποιο συρτάρι κι’ όμως δ­ α τά συρτάρια ήσαν στήν εντέλεια κτοποιημένα καί δέν παρουσίαζαν 'νη έρεύνης.

24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

"Εβαλα ένα χαρτί στή γραφομη­ χανή καί έγραψα ; «νΗρθε ή ώρα νά πετάξη τό γα­ λάζιο πουλί». Τράβηξα τό χαρτί καί τό έχωοα στήν τσέπη μου. Γύρισα πίσω στόν "Εβερετ. ΤΗταν αναίσθητος. Ή * Αλμπέρτα ήταν πάντα νεκρή. Καί έξω μιά άστυνομική σειρήνα τραγουδούσε μιά σχιζοφρενική καν­ τάδα... Ό Λοχίας Σήντυ, τού Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού, ήταν νεαρός, μυώδης κι* έξυπνος. "Ηξερε καλά τή δουλειά του καί δέν κύτταζε τούς ι­ διωτικούς ντέτεκτιβς μέ καχύποπτο μάτι. Γι* αύτόν, μπορούσα νά ήμουν εξίσου καλά ένας σωφέρ ή ένας γα­ λατάς. "Ημουν ένας μάρτυς γι’ αύτόν καί τίποτ’ άλλο. Τού είπα μιάν αληθινή ιστορία. "Ισως περισσότερο άπ’ δσο έπρεπε α­ ληθινή. Ή έκφρασις τού Σήντυ γινό­ ταν όλο καί πιό δύσπιστη όσο προ­ χωρούσα στήν ιστορία μου. » Τέλος ξέσπασε: —Τώρα άς καταλάβουμε ό ένας τόν άλλο ! Σέ μίσθωσε αύτός ό ήθοποιός, ό Μπάνερ... —Ή Κυρία Μπάνερ..., τόν διώρθωσα. * — Καλά... Σέ μίσθωσε γιά νά βρής ποιός διέδωσε τήν ψεύτικη εϊδησι τού θανάτου του. Έτσι τράβηξες γιά ένα εξοχικό δρόμο, πίσω άπό τό Ράντς Σάντα Ρίτα, όπου ένας δασοφύλακας σού είχε έτοιμο έναν αριθμό αυτοκι­ νήτου. Μέσα σέ τρεις ώρες άπό τή στι­ γμή πού άνέλαβες τήν ύπόθεσι, βρήκες τήν ίδιοκτήτρια τού αυτοκινήτου νά πεθαίνη μέ τό κεφάλι σπασμένο καί τό φίλο της νά μπαίνη στό σπίτι της σάν πρόβατο γιά σφαγή. Αδερφέ μου I θά ήθελα νά είμαι κι’ εγώ μιά φορά τόσο τυχερός, έστω καί μόνο μιά φορά ! ' 7 # * ^ϋ^έν είχα άναφέρει τίποτα γιά τά εκβιαστικά σημει­ ώματα τού Μπάνερ. — Μπορείς νά έξετάσης καί νά βεβαιωθής, είπα. Μόνο πού ό δασο­ φύλακας μπορεί νά έχη κιόλας ξεχάσει τά πάντα. Δέ φαινόταν πολύ κα­ λά στό μυαλό του.

ΤΟ 13ο


Ό Σήντυ κότταξε ξυνά τό άναίσθητο σώμα του "Εβερετ Μός, καθώς τό κουβαλούσαν μ’ ένα φορείο. —Βλέπω πώς δλα αυτά θά είναι εύκολα κοί φαιδρά σάν Κυριακάτικη εκδρομή !, μουρμούρισε. "Ενας επιλη­ πτικός, ένας τρελλός δασοφύλακας, κι* ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ μέ γυ­ ναικεία διαίσθησι! Γιατί νά μη μου τύχη μιά φορά καί μιά ύπόθεσις ό­ που όλα τά πρόσωπα νά είναι κανο­ νικά ; "Εστω καί μιά μόνο φορά 1 Σώπασε καί μέ μελέτησε ξήνοντας τό σαγόνι του. — Παράξενες συμπτώσεις, έ ; Ποιός ήξερε πώς θάρχόσουν εδώ άπόψε; —Ό δασοφύλακας. "Ισως καί ή Αύτοκινητιστική Λέσχη Γρύλλισε δυσαρεστημένα. —Τί βρήκες στό σπίτι; Μη μου πής πώς δεν τό έψαξες ! -—Τά κοσμήματα πού είναι επάνω στό κρεββάτι εΐπα. Τίποτ’ άλλο. "Ισως τά πέταξαν έκεΐ γιά νά κάνουν τήν ύπόθεσι νά φανή σάν διάρρηξις. Ναι. Πιστεύεις πώς ό "Εβερετ Μός σκότωσε τήν καλή του ; Άνασήκωσα τούς ώμους μου. — "Ισως. ,Μπορεί ό Μός νά πήγε στό Ράντς Σάντα Ρίτα μέ τό αυτο­ κίνητο τής Άλμπέρτας. ’Άν τής είπε τί είχε κάνει, ί'σως αύτή νά τον ά-' πείλησε ότι θά τον καταδώση κΓ αυ­ τός νά έχασα τήν ψυχραιμία του καί νά τήν χτύπησε. —Επειδή ένας άνθρωπος είναι ε­ πιληπτικός, αυτό δεν θά πή πώς εί­ ναι καί παλαβός, άντέτεινε ό Σήντυ. Τό είπες αυτό γιατί υποψιάζεσαι συ­ νήθως τούς πάντας καί τά πάντα. —Τό είπα γιατί εσύ ήθελες νά τό πώ, γρύλλισα. Κάθεσαι εκεί καί μέ ταΐζεις ιδέες γιά νά τις διατυπώνω εγώ γιά λογαρισμό σου. "Οταν ή διατύπωσις σου φαίνεται καλή καί πει­ στική, ή ιδέα είναι δική σου. "Οταν σου φαίνεται γελοία, μου κολλάς ε­ μένα τή ρετσινιά. Μέ κύτταξε μέ σκληρά μάτια κΓ έπειτα χαμογέλασε χωρίς χιούμορ. Του χαμογέλασα καί τό χαμόγελό μου δέν είχε περισσότερη έπιθυμία. —Ή θεωρία μου είναι, έκάγχασα, ότι έπεσε μέσα στό τζάκι καί χτύπη­ σε τό κεφάλι της στή σκάρα...

ΜΑΤΙ

—Τσακίσου από δώ, Κάρμοντυ, είπε αύτός ήρεμα. Καί μήν άνακατευτής σ’ αύτή τήν ύπόθεσι ώσπου νά σέ ειδοποιήσω. Άλλοιώς, θά μιλήσω στόν Μπάνερ. Δέ θά σου άρεσε αύί το, ε ; —Δέν θ’ άρεσε αύτό στήν κυρία Μπάνερ, είπα. Επομένως, δέν θ’ ά­ ρεσε ούτε σέ μένα. Βγήκα έξω, μέσα στό θερμό σκο­ τάδι, όπου μιά πορτοκαλιά αρωμάτι­ ζε τή νύχτα. Τό άρωμα μου θύμιζε πολύ τά λουλούδια, πού είχαν στολί­ σει τό πρωί τής ήμέρας εκείνης τό φέρετρο του Τζόε Κοντέντ. "Ενας χαρτοπαίκτης μέ έξη κουμ­ πότρυπες στό κορμί καί μιά ήμερη, άξιοπρεπής κυρία μέ τό κεφάλι σπα­ σμένο. Μά όσο κι’ άν τραβούσα καί τέν­ τωνα τή φαντασία μου, ένα μόνο κοι­ νό σημείο μπορούσα νά βρώ καί στους δυό : ήσαν κΓ οί δυο νεκροί σάν τά νεανικά όνειρα ενός γέρου ογδόντα χρονών...

κολούθησα τήν συμβουλή του Σήντυ καί άφησα τήν αστυνομία νά παίξη τή μπάλλα της γιά τις υπόλοιπες μέρες τής εβδομά­ δας. Χασομέρησα στό γραφείο μου παί­ ζοντας μέ τις μάρκες του πόκερ, πού μου είχε δώσει ή Άλμπέρτα. Τις είχα ξεχάσει εντελώς καί δέν τις θυμήθηκα εκείνη τή νύχτα παρά μόνο όταν έφτασα σπίτι μου. ΤΗταν πολύ άργά τότε. "Αν τις πήγαινα στόν Σήντυ λέγοντας του πώς τις είχα ξεχάσει, σίγουρα θά έκανε μιάν ανα­ φορά καί θά μοϋ έπαιρνε πίσω τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


άδεια έξασκήσεως επαγγέλματος. ΤΗταν πολύ ζόρικο παιδί ό Σήντυ. Οί μάρκες ήσαν άπό κίτρινη πλα­ στική ουσία κι’ ένα σχέδιο στό κέν­ τρο τους έμοιαζε μέ λοξό Κινέζικο μάτι. Στό βάθος τσΰ μυαλού μου ύπήρχε μια θαμπή άπάντησις σχετικά μέ τό σέ ποιόν ανήκαν οί μάρκες αυτές, μά δεν ήθελα να έπιμείνω στό ζήτη­ μα αυτό. Εξάλλου, δεν μποροϋσα να εξη­ γήσω πώς βρέθηκαν κάτω άπό τό κρεββάτι τής Άλμπέρτας. "Ετσι, τά έβαλα σ’ ένα συρτάρι του γραφείου μου καί περίμενα να καρφιτσώση ή άστυνομία τή δολοφο­ νία στόν ’Έβερετ Μός. Αυτό άκριβώς έκαναν. Τόν συνέ­ λαβαν ώς ύποπτο δολοφονίας τρεις μέρες αργότερα, καθώς έβγαινε άπό τό νοσοκομείο. Καί αμέσως έκανε μιάν έπιβαρυντική δήλωσι, πριν ό δι­ κηγόρος του να προλάβη να του βουλώση τό στόμα. Παραδέχτηκε πώς ήταν έξω άπό τό σπίτι γιά μισή πε­ ρίπου ώρα πριν του άνοίξω τήν πόρ­ τα, Νόμιζε πώς θάπιανε τήν Άλμπέρτα μέ κανένα θαυμαστή της. Κα­ νένας άλλος δέν είχε μπή στό σπίτι, έκτος, άπά μένα καί τόν ίδιο. Τηλεφώνησα στήν Τζιοόντιθ Μπάνερ άμέσως καί κανόνισα ένα ραντε­ βού γιά τήν άλλη μέρα. "Ηθελα να ρίξω μιά δεύτερη ματιά στό εκβια­ στικό σημείωμα.

άργότερα, τό άπόγεμα, ήρθε τό ταχυδρομείο. Μιά κάρτ—ποστάλ μ’ έβαλε σέ σκέ­ ψεις. Διάβασα : «θά μου κάνετε μιάν άκόμα χάρι; Ή κακοτυχία μ’ έχει πάλι αρπάξει άπό τό λαιμό» Είχε τήν υπογραφή : «Μέγας Ντεκέμα» καί ή διεύθυνσις ήταν : Φυλα­ κές Αίνκολν Χάϊτς. Ό μόνος άνθρωπος, άπό όσους ή­ ξερα, πού μπορούσε νά έχη ένα τέ­ τοιο όνομα, ήταν ό ταχυδακτυλουρ­ γός, πού είχα σώσει άπό τή δεξαμε­ νή μέ τά νερόκρινα. "Ισως είχε πιή πάλι πολύ άπό τό μαγικό μπουκάλι του. Καί, αν ήμουν

26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τό μόνο πρόσωπο πού μπορούσε νά τόν βοηθήση, έπρεπε νά ήταν σέ πο­ λύ δύσκολη θέσ,. "Ετσι πήγα νά τόν δώ. Μέ χαιρέτησε μ’ ένα εΐδος άπεγνωσμένης άξιοπρεπείας καί σκυθρω­ πού χιούμορ. — Καταλαβαίνετε, εΐπε χαμογε­ λώντας ελαφρά, ότι ώς μαθητής τού μεγάλου θαυματοποιού Χουντίνι μπο­ ρώ νά δραπετεύσω άπό τό βρώμικο αύτό κτίριο οποτε θέλω. Μά δέν θά ήθελα νά φέρω σέ δύσκολη θέσι τούς δεσμοφύλακές μου. —Πού είναι όλοι τους οικογενει­ άρχες, έ ; είπα σοβαρά. Πώς ξέρατε ποιος είμαι, δάσκαλε ; —Εκείνη τήν ήμέρα στό σπίτι του Μπάνερ, σάς πέρασα γιά φρουρό τού σπιτιού, εξήγησε. "Οταν σάς άναζήτησα γιά νά σάς εύχαριστήσω, ένας παχύς τζέντλεμαν μού εΐπε τό όνομά σας. —Τί μπορώ νά κάνω γιά σάς ; Ό Μέγας Ντεκέμα έδειξε έλαφρή άμηχανία. —Μ’ έρριξαν σ’ αυτή τή βρωμερή φυλακή, γιατί δέν μπόρεσα νά πλη­ ρώσω τούς γελοίους φόρους τους. Μά δέν ζητώ δάνειο. ’Έχω νά πάρω ένα ποσό άπό τόν Μπάνερ. Δέν πήρα τήν άμοιβή μου τήν ήμέρα εκείνη. Σκέφτηκα νά τού γράψω, μά ξέρετε πώς είναι αυτοί οί άνθρωποι —μικροί επιχρυσωμένοι θεοί, περιστοιχισμένοι άπό λακέδες καί άλλα παρόμοια. Τό πρόσωπό του συσπάστηκε. —Δέν θά έβλεπε ποτέ τήν επιστο­ λή μου. Κάποιος άπό τούς γραμματι­ κούς του θά τήν πετούσε στό καλάθι τών άχρηστων.

.Βϊσπευσα νά τόν κα­ θησυχάσω καί του είπα παρηγορη­ τικά : — Εντάξει, μπαμπά. Θά πάω αύ­ ριο εκεί καί θά πετάξω μιά λέξι γιά τήν άμοιβή σας. θά βγήτε άπό δώ πριν καταλάβετε καλά-καλά τί συ­ νέβη. —Είστε ένας άναχρονισμός, σέρ, είπε μέ φωνή πού έτρεμε. Είστε ένας τζέντλεμαν μέσα σ’ έναν σκοτεινό κό­

ΤΟ 13ο


σμο γεμάτο παλιανθρώπους καί έκμεταλλευτάς! Τδσκασα πριν πέση στήν άγκαλιά μου καί βάλει τά κλάματα... Μίλησα στην Τζιούντιθ Μπάνερ γι' αυτόν την άλλη μέρα κι* αυτή μου ύποσχέθηκε να του στείλη αμέ­ σως ένα τσέκ. Μέ ώδήγησε στή βιβλιοθήκη, όπου συνέκρινα τό εκβιαστικό σημείωμα μέ τις δυό άράδες, πού εΐχα γράψει στή μηχανή τής Άλμπέρτας. —Νομίζω, είπα, δτι οί μπελάδες πήραν τέλος. Αυτή χαμογέλασε, σάν νά εΐχα πή ένα θλιβερό καλαμπούρι, καί ζή­ τησε τόν λογαριασμό, θά ήθελα νά μήν πάρω λεφτά, γιά νά έχω τήν εύ-

χαρίστησι πώς είχα κάνει κάτι γι αυτήν, μά δεν ήθελα νά τήν προσβά­ λω καί, άπό άντίδρασι, παραφούσκω­ σα τόν λογαριασμό. —Εύχαριστώ πολύ, κ. Κάρμοντυ, μου είπε στήν πόρτα. Πήγα μέ τά πόδια ως τόν πιό κοντινό σταθμό λεωφορείων, δυό μι­ λιά μακρυά. Κι* άλλη μιά ύπόθεσις τελειωμένη, κατά τρόπο επικερδή. ’Έτσι νόμιζα. Κι’ δμως, τριάντα λεπτά άργότερα, ολόκληρο τό πράγμα άνατινάχτηκε σάν ήφαίστειο. Καί... ξέρετε ποιός ήταν καθισμένος στήν κορυφή του; Ό Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ, Ιδιωτικός ντέτεκτιβ 1

Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΕΠΙ­ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΞΑ­ ΦΝΙΚΗ ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ 1

*Όταν βγήκα άπό τό λεωφορείο, ό παχύς Τσώνσεϋ Μάκλη ζυγιζόταν στήν υπαίθρια αυτόματη ζυγαριά. Τό βάρος του τόν έκανε πάλι νά μορφάση, μά δέν μου διάβασε αυτή τή φορά τήν τύχη του στό πίσω μέ­ ρος τής καρτελλίτσας. —ΚΓ άλλο σημείωμα, είπε σκυ­ θρωπά. Σοβαρώτερο αύτή τή φορά. Κάτι δέν πήγαινε καλά. Κάποιος τροχός γύριζε ανάποδα μέσα στήν καταραμένη υπόθεση. — Πότε τό έστειλαν ; —Χτές τή νύχτα. Τό ταχυδρόμη­ σαν στις επτάμιση στό Αός ’Άντζελες. Δέν είπα τίποτα στήν Τζιούντιθ, γιά νά μήν άνησύχήση... Τό στομάχι μου σφίχτηκε καί μιά ναυτία, δπως δταν ταξιδεύη κανείς σέ τρικυμισμένη θάλασσα, μέ πλημ­ μύρισε.

ΜΑΤΙ

— Ελάτε στο γραφείο μου, εΐπα. Τό καινούργιο σημείω­ μα είχε δακτυλογραφηθή μέ άλλη μηχανή καί σέ διαφορετικό χαρτί. Αύτό δμως ήταν φυσι­ κό, άφου ή γραφομηχανή τής Άλμπέρτας δέν μπο­ ρούσε νά χρησιμοποιηθή. Νά τί έγραφε:

«Μπάνερ, Είχατε τήν ευκαιρία νά γλυτώσετε. Τήν επόμενη εβδομάδα θά σάς σκοτώσω. "Ισως σκοτώσω καί τή γυναίκα μέ τήν όποια παίζετε τόν τελευταίο καιρό.» Είχε τήν υπογραφή: «Ξέρετε π ο ι ό ς I» — Υπάρχει κάτι καινούργιο εδώ, είπα. Γιά ποιά γυναίκα πρόκειται ; —Δύσκολο νά πή κανείς, είπε ό Τσώνσεϋ καί τό φεγγαροειδές πρό­ σωπό του μόρφασε κωμικά. Αλλάζει έρωαένες κάθε εβδομάδα. — Καί ή Τζιούντιθ; Τό ξέρει αύτό; Ό Τσώντσεϋ άνασήκωσε τις σα­ ράντα λίτρες πάχους, πού σκέπαζε τούς ώμους του. — Υποθέτω, έχει ακούσει” κάτι, μά δέν εννοεί νά πιστέψη. Ή γυναίκα αύτή, Κάρμοντυ, είναι άγνή καί κα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27


αρή σαν άγγελος. Κι* ό Πώλ είναι ωστή βρωμιά, —Τι τούς κρατάει μαζί; Τό βλέμμα του Iινε θαμπό καί όνειροπόλο. —Μακάρι νάξερα. θά προσπαήστε νά βρήτε ποιός έγραψε τό σηείωμα αυτό, Κάρμοντυ ; Έβγαλα τις μάρκες του πόκερ. ν ό άνθρωπος πού είχε γράψει τό ημείωμα αυτό ήταν ό Έβερετ Μός και δέν ήταν γιατί βρισκόταν στή υλακή δταν ταχυδρομήθηκε—, τό όνο στοιχείο πού είχα ήσαν εκείνες I μάρκες. Πέταξα μιά στόν Τσώνσεϋ. —Σάς λέει τίποτα αυτό ; Έξήτασε τή μάρκα καί τά ματάα του σάλεψαν ανήσυχα μέσα στό ίπος τους. —Προέρχεται άπό τή Λέσχη «Τό ο Μάτι». Είναι μιά άπό τις εύνούμενες λέσχες του Πώλ. Δέν έχω ' ει ποτέ εκεί. Μά είδα μιά ψορά ιά τέτοια μάρκα επάνω στό τραπέζι ς τουαλέττας του Πώλ. Οί τροχοί μέσα στό μυαλό μου ~ραν μιάν άπότομη στροφή, πού μου ερε ζάλη. Σκέφτηκα: «Μήν είσαι τρελλός, άρμοντυ ! Δέν μπορείς νά συνδέσης αψ έκτελεσμένο γκάγκστερ, έναν ήποιό του κινηματογράφου καί μιάν ,ιοπρεπή'μεσόκοπη κυρία 1» Πολλοί άνθρωποι θά μπορούσαν έχουν μάρκες τής Λέσχης «Τό 13ο άτι». Έκανα μιάν έρώτησι καί, πριν άντήση ό Τσώνσεϋ, ήξερα κιόλας τήν άντησι. — Ποιός έχει τό 13ο Μάτι ; είπα. — Δέν ξέρω ποιός τό έχει τώρα, άντησε ό Τσώνσεϋ. Τό είχε ό Τζόε ντέντ. Μά τόν σκότωσαν τήν περα'νη εβδομάδα. Εμένα μού λές ; ’Ήμουν ένας άπό ίνους πού τόν κουβάλησαν στήν ευταία του κατοικία ! —Ψάξτε νά βρήτε τόν άνθρωπο έγραψε τά σημειώματα στον Πώλ, )μοντυ, μέ προέτρεψε ό Τσώνσεϋ. ειλεΐ νά τόν σκοτώση καί μπορεί είναι σοβαρή ή απειλή !

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Καί δέν θά θέλατε νά χάσετε μιά καλή δουλειά, έ ; έσάρκασα. Μ* δέν είχα κα­ νένα σκοπό νά παίξω τις άμάδες μέ τά παιδιά τής Λέσχης «Τό 13ο Μάτι», γιά κανένα λόγο. Άπό εκείνη τή με­ ριά ήταν ό Σίντ Μάραμπλ καί...«έκλε~ κταί κηδεΐαι μέ λογικάς τιμάς 1» —θά δώ τί μπορώ νά κάνω, είπα χωρίς πολλή ειλικρίνεια. Αυτός κούνησε τό κεφάλι του„ βγήκε άπό τήν πολυθρόνα του άγκομαχώντας καί κατάφερε νά περάση τό όγκώδες κορμί του άπό τήν πόρ­ τα του γραφείου μου. Μιά ώρα αργότερα, ή Μάτζι Ο’Κήρυ, τό κορίτσι μου, μπήκε στό γραφείο. Δέν τήν είχα δή άπό τή νύχτα πού τής είχα επιστρέφει τό αύτοκίνητό της, μά δέν φαινόταν πολύ στενοχωρημένη. Πέταξε μιά μαύρη γραβάτα επά­ νω στό τραπέζι μου. "Ας λείπουν τέτοια δώρα, είπα. Άπό ποιόν νεκροθάφτη τήν πήρες ; —Δέν είναι δώρο, είπε αυτή. Έ­ νας μικροπωλητής μου τήν έδωσε. Μου είπε πώς εΐναι γιά σένα. Νόμι­ σα πώς τήν είχες παραγγείλει εσύ. Κύτταζα μιά τή γραβάτα καί μιά τή Μάτζι, δταν τό τηλέφωνο κουδού­ νισε. Σήκωσα τό ακουστικό, μά δέν α­ κόυσα παρά ένα μακρυνό βούϊσμα. —Εμπρός I, είπα. Παιός είναι; Ακόυσα ένα σφύριγμα. ΤΗταν με­ λωδικό, μά καθόλου εύθυμο. Κάποιος σφύριζε τό Πένθιμο Εμβατήριο ! —Ζωή σέ λόγου σας, είπα. Ποιός είναι; Μιά φωνή ψιθύρισε στό αυτί μου. —Ντροπή σου, Κάρμοντυ! Αφή­ νεις ένα κορίτσι νά πάρη τή θέσι σου στό φέρετρο ! Μπορώ νά σου δώσω άπό τώρα τά συλλυπητήριά μου ; "Επειτα κρέμασε τό ακουστικό. Ή Μάτζι μέ κύτταζε παράξενα. — Ούίλλιαμ, τί τρέχει; Άκούμπησα τό ακουστικό καί ση­ κώθηκα. Προχώρησα μέ παγωμένα καί δύσκαμπτα πόδια ως τό παρά­ θυρο. Μέσα στό ήμίφως τού βραδιού, ό

ΤΟ 13ο


Λούθηρος μέ τά "αδύναμα πνευμόνια κύτταζε τά λεωφορεία να περνούν από τόν δρόμο, μπροστά του, καθι­ σμένος στό ευνοούμενο μπαγκάκι του. Άκούμπησα τή ζεστή παλάμη μου επάνω στό ψυχρό τζάμι. —νΗταν μιά γυναίκα ; είπε ή Μάτζι πίσω μου. * ρειάστηκε νά κα­ ταπιώ δυο φορές γιά νά μπορέσω νά μιλήσω. Δεν είχα ποτέ σκεφτή ότι θά μπορούσαν νά μέ χτυπήσουν, αιχμαλωτίζοντας ή σκοτώνοντας τή Μάτζι. "Επρεπε νά τήν βγάλω άπό τό δρόμο μου και... γρήγορα ! Είπα ήρεμα : —^Ηταν ή Τζιούντιθ Μπάνερ, Μάτζι. Δέν ήθελα νά μάθη κανένας άλ­ λος τίποτα, μά δέν μπορώ νά τό κρύψω άπό σένα. Τά βήματά της πλησίασαν γοργά. —Ούΐλλιαμ, είπε, τι προσπαθείς νά πής; Τί σ’ έχει πιάσει; •—Θά είμαστε πάντα φίλοι, εσύ κΓ εγώ, Μάτζι, είπα μέ τόν ψυχρό τόνο του κόσμου. Ξέρω πώς θά μέ καταλάβης... — Πάψε νά μιλάς μέ αινίγματα !, φώναξε εκείνη μανιασμένα. Μίλα κα­ θαρά 1 — Εντάξει, μπέμπα !, είπα γυρίζον­ τας καί κυττάζοντάς την. Ή Τζιούντιθ κι* εγώ... Φύγε άπό τή ζωή μου καί μείνε μακρυά. Τό μόνο πού θέλω άπό σένα εΐναι νά μέ θυμάσαι πότε πότε ! "Εγινε τόσο χλωμή, ώστε γιά μιά στιγμή φοβήθηκα πώς θάπεφτε λιπό­ θυμη. Τά τρυφερά χείλη της τρεμούλιασαν καί τά μάτια της έγιναν σκοτει­ νά καί ξέμακρα. Υποχώρησε πισοπατώντας άργά> σάν παιδί πού δέν μπορεί νά πιστέψη κάτι, ώσπου ή πλάτη της άκούμπησε στήν πόρτα. Δέν σήκωσε ούτε στιγμή τό βλέμ­ μα της άπό επάνω μου. "Αν πρόφερε έστω καί μιά λέξι τότε, θά έσπαζα. Μά ξεροκατάπιε μέ δυσκολία κι* έπειτα γύρισε καί βγή­ κε έξω. Είδα τή σιλουέττα της νά σβύνη

ΜΑΤΙ

επάνω στό θαμπό τζάμι τής πόρτας καί είχα μιά τρύπα στό στομάχι, πού θά μπορούσε νά χωρήση τό πόδι ενός έλέφαντος. Στραπατσάρησα τό καλάθι των ά­ χρηστων μέ μιά κλωτσιά. Μά αυτό δέ μέ γαλήνεψε. "Ηθελα νά χτυπήσω κάτι πού νά σπάση καί νά ματώση. Δυο ώρες άργότερα, βρισκόμουν στή Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». "Ενας μπάρμαν μέ κέρασε ένα ούΐσκυ κι* έναν άγριο μορφασμό. Γιά νά σέ κεράσουν χαμόγελα εκεί μέσα, έπρεπε νά είσαι πιό πλούσιος άπό τόν μπάρμαν καί τά γκαρσόνια, πρά­ γμα πού συνέβαινε μόνο στούς εκα­ τομμυριούχους καί τούς ηθοποιούς τοϋ κινηματογράφου. ϋ Λέσχη βρισκό­ ταν επάνω στήν πλαγιά ενός λόφου* Γιά νά φτάσω ώς εκεί, άνέβηκα πε" νήντα επτά σκαλοπάτια καί κατάλα βα πώς τό «13ο Μάτι» έπρεπε νά εί­ χε κάτι ξεχωριστό άπό τις άλλες λέ σχες. Κανένας δέν άνεβαίνει πενήντα επτά σκαλοπάτια άν δέν έχη ιδιαί­ τερους λόγους. ΚΓ αυτό δέν ήταν όλο. Οί αίθου­ σες του χαρτοπαιγνίου ήσαν πιό ψη­ λά στόν λόφο, σ’ένα χωριστό κτίριο. Αυτό μπορεί νά άποθάρρυνε μερικούς άπό τούς υποψηφίους παίκτες, μά ή άστυνομία δέν μπορούσε νά επισκέ­ πτεται τό μέρος συχνά. Χρειάστηκα μιά ώρα γιά νά καί ταλάβω τή διαρρύθμισι καί πέντλεπτά γιά νά πείσω τό θυρωρό του δευτέρου κτιρίου νά μ* άφήση νά πεε ράσω. Δέν τοϋ άρεσαν καθόλου οξένοι, μά έρριξα στήν κουβέντα τ’ ό­ νομα του Πώλ Μπάνερ κι* αύτό έφε­ ρε άποτέλεσμα. Μ5 άφησε νά περάσω^ Οί αίθουσες ήσαν πολυτελείς, μο­ λονότι οί περισσότερες χαρτοπαικτικές λέσχες έχουν πρόχειρη έμφάνισι, γιατί σήμερα είναι εδώ κΓ αύριο άλλου, όταν ή άστυνομία άρχίζει τις επιδρο­ μές. Υπήρχαν όλα τά τυχερά παιχνί­ δια εκεί μέσα, έκτος άπό τή Ρωσική ρουλέτα. Ώς γκρουπιέρηδες υπήρχαν κορίτσια, πεντάμορφα κορίτσια μέ τολμηρά φορέματα, πού δέν βοηθού-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


καν καθόλου τούς πελάτες νά συγεντρώνουν τήν προσοχή τους στή ρουλέττα. *Ένα τραπέζι είχε τούς περισσό­ τερους πελάτες, έτσι πλησίασα σ’ αύτό. Ό Πώλ Μπάνερ ήταν καθισμέ­ νος έκεϊ, θαμμένος κάτω από μεγάλα κέρδη. ΤΗταν σε καλύτερα κέψια άπό τήν τελευταία φορά πού τόν εΐχα δη. Παρακολούθησα τό παιχνίδι γιά λίγο κι’ έπειτα άκούμπησα μιαν άπό τις κίτρινες μάρκες μέ τό μάτι στον αριθμό πού είχε ποντάρει αυτός. Ό Μπάνερ σήκωσε τό κεφάλι του και φάνηκε νά μέ άναγνωρίζη. — Άλλο 1, είπε. Τό κορίτσι πού έκανε τόν γκρουπιέρη δεν είχε άκόμα γυρίσει τη ρου­ λέτα. Κύτταξε τήν κίτρινη μάρκα μου μέ μιά μικρή πτυχή στό όμορφο μέ­ τωπό της.

έπίσης κομψό... κάπως υπερβολικά κομψό. Εκεί μέσα βρισκόταν ό Σίντ Μάραμπλ. —Τό φανταζόμουν πώς θάρχόχουν, Κάρμοντυ, εΐπε μέ τήν ξυνή φωνή του. Ό χοροδιδάσκαλος είπε: —Δοκίμασε νά παίξη μέ μιάν άπό τις μάρκες τού Τζόε. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε γιά λί­ γο, μέ μιά μικρή φωτιά άναμμένη σιό βάθος των ματιών του. —Τά πράγματα γίνονται ολο καί πιό καλά, Κάρμοντυ, είπε. Σέ άκούμε.

ΙΤέταξα τή μάρκα επάνω στό τραπέζι. —Τό κορίτσι μού είπε πώς θά έξοφλήσης τή μάρκα. Ό Μάραμπλ δέν κύτταξε κάν τή Ι$ταν πολύ μελαμάρκα, "Ανοιξε ένα συρτάρι καί τρά­ χροινή, έμιαζε μέ Ισπανίδα καί ή­ βηξε μιά δεσμίδα χαρτονομισμάτων ταν τόσο όμορφη όσο κι* ή Τζιούντιθ Μού τήν πέταξε. Μπάνερ. Μά υπήρχε μιά μεγάλη δια­ Μιά γοργή έπιθεώρησις μού έδει­ φορά. ξε ότι ήσαν πενήντα. 'Όλα κατοστά­ Θά ήταν κανείς υπερήφανος συ­ ρικα. νοδεύοντας τήν Τζιούντιθ οπουδήπο­ , —Ή τιμή είναι πολύ καλή, είπα. τε. "Αν όμως έμπλεκες σέ κανέναν Λυπούμαι πού δέν έφερα καί τις υ­ καβγά στήν πίσω αυλή μιας κακό­ πόλοιπες μάρκες. φημης ταβέρνας, θά προτιμούσες νά—Μήν είσαι άπληστος, Κάρμοντυ. χης μαζί σου τό μελαχρινό κορίτσι. Πρέπει νά ξέρεις πώς δέν μου αρέ­ Θά ήταν μεγάλη βοήθεια. σουν οί μπελάδες. Πληρώνω καί θέ­ λω νά τελειώνουμε. Πού είναι; — Λυπούμαι, είπε. "Εχει γίνει κά­ ποιο λάθος. Ή μάρκα σας δέν είναι Πέταξα πίσω τά λεπτά έπάνω στό τραπέζι. καλή. "Εσκυψα επάνω στό τραπέζιν —Ό Κάστλ ; Πέφτεις έξω άπό τήν — Φαίνεται πώς κάποιος άλλαξε άρχή, Μάραμπλ. Δέν ήρθα εδώ νά τόν κανονισμό, είπα. σοΰ πουλήσω τόν Τβάν. —"Αν πάτε τή μάρκα στό γρα­ —Δέ φαντάζομαι νάρθες εδώ γιά φείο, είπε τό κορίτσι κοφτά, είμαι κουβεντούλα, εΐπε ό Μάραμπλ ψυ­ βέβαια ότι θά τήν εξοφλήσουν. χρά. Λέγε λοιπόν. Κι’ έσπρωξε τή μάρκα προς τό μέ­ —θά σοΰ πώ. ρος μου. "Εγειρα έπάνω άπό τό τραπέζι Λεπτά δάχτυλα έσφιξαν τό μπρά­ πρός τό μέρος του. "Ημουν άρκετά τσο μου καί μιά μετάξινη φωνή είπε: * τρομαγμένος, μά καί άρκετά θυμωμέ­ — Άπό δώ, Κάρμοντυ. Σάς περιμέ­ νος, ώστε νά μή δείχνω πώς ήμουν νουν. τρομαγμένος. Πήρα τή μάρκα μου καί ακολού­ —Μακρυά τά χέρια άπό τό κορί­ θησα τόν φίλο πού μου είχε μιλή­ τσι μου, Μάραμπλ, είπα. ’Άν κανέ­ σει. ΤΗταν λεπτός καί κομψός καί νας όχι τήν πειράξη, άλλά τής σψυπερπατούσε σάν χοροδιδάσκαλος. ρίξη απλώς στό δρόμο, θά ξέρω πού Μπήκαμε σ’ ένα γραφείο πού ήταν θάρθω. Καί θά κάνω πολλή ζημιά,

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


πριν τά παλληκάρια σου προλάβουν νά μέ σταματήσουν. Σου δίνω τήν υπόσχεσί μου. —Τί σέ κρατάει, Κάρμοντυ ; ρώτη­ σε αυτός σιγανά. ’·'Αν τό κορίτσι αυ­ τό έχει τόση σημασία γιά σένα, για­ τί δέν κάνεις κάτι γι’ αυτήν; Μπορείς νά κερδίσης μπόλικα λεφτά καί νά σώσης καί τό κορίτσι σου. Καί τί κά­ νεις άντί γι’ αύτό ; "Ερχεσαι καί μι­ λάς άγρια εδώ, όπου οί κουβέντες δέν μπορούν νά σου δώσουν ούτε ένα τσιγάρο ! —Είσαι βλάκας, Μάραμπλ, είπα γελαστά. ,^^,ύτός στριφογύρι­ σε τήν κίτρινη μάρκα στον αέρα καί τήν κύτταξε σκυθρωπά. — "Οταν άνέλαβα αυτή τη λέσχη, έβγαλα καινούργιες μάρκες. "Ολες οί μάρκες του Τζόε ύποτίθεται πώς κατεστράφησαν. Που τή βρήκες αυτή ; —"Οχι από τόν Ίβάν, τόν διαβε­ βαίωσα. Τή βρήκα στο σπίτι μιας Άλμπέρτας Σόουμς. Δέν νομίζω ότι ήξερε κι’ αύτή τόν Ίβάν. Τήν. δολο­ φόνησαν στήν αρχή τής έβδομάδος. Μπορείς νά μου τό έξηγήσης αύτό ; Ό Μάραμπλ σήκωσε πάλι τή μάρ­ κα καί τήν έξήτασε μέ προσοχή. —θά σου πώ κάτι, Κάρμοντυ, μο­ λονότι δέν ξέρω γιατί χάνω τόν και­ ρό μου. Ό Τζόε έβγαζε πολλά λεφτά άπό τό 13ο Μάτι. "Επαιρνε τό μερί­ διό του καί περισσότερο. Μά δέν μπο­ ρέσαμε νά μάθουμε πώς τό κατάφερνε αύτό. "Ισως είχε μερικές περισσευούμενες μάρκες καί τις έδινε σέ κα­ νένα φίλο του νά τις έξαργυρώνη στο ταμείο. Κι’ αύτός ό φίλος του έπρε­ πε νά είναι ό Ίβάν. Γι’ αύτό ψάχνου­ με νά βρούμε τόν Ίβάν. — Δέν τό είχα σκεφτή αύτό, είπα. Νόμιζα πώς ό Ίβάν ήταν απλώς μπρο­ στά, όταν δολοφόνησαν τόν Τζόε. Ό Μάραμπελ έδειξε έκπληξι. — Ό Ίβάν σκότωσε τόν Τζόε,είπε. 'Η άποψις ότι έπρόκειτο γιά πόλεμο μεταξύ άντιπάλων συμμοριών ήταν γιά κυκλοφοριακούς λόγους, θέλουμε νά κάνουμε ένα σωρό ερωτήσεις στόν Ίβάν. —Μήπως είχε ρυθμίσει τις ρουΜΑΤΙ

λέτες καί ήξερε μόνο αύτός τό μ υ στικό ; είπα. — Γιά βλάκες μάς περνάς; γρύλλισε ό Μάραμπλ, Τις έλυσα όλες μιά-μιά, μόνος μΟυ. "Αν υπήρχε έστω κι’ ένας κοριός μέσα τους, φαντάζε­ σαι πώς δέ θά τόν έβρισκα; Σηκώθηκα. —Είναι αξιόλογο τό πρόβλημα αύτό, εΐπα. "ίσως σου χρειάζεται ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ. Μά όχι εγώ. νΗρθα εδώ απλώς γιά νά σέ προειδο­ ποιήσω γιά τήν υγεία του Λουθήρου. Πάρε τον μακρυά μου άλλοιώς θά του φυσήσω καπνό στή μούρη καί θά τόν πνίξω I — Ό Λούθηρος είναι συρμάτινος, χαμογέλασε ό Μάραμπελ. Μπορεί νά σηκώση πολλά. — θά του δώσω νά σηκώση πολλά, ύποσχέθηκα. ^Ιόμισα πώς τόν σχεδόν. Ξεκίνησα πρός

είχα πείσει τήν πόρτα. —Κάρμοντυ, είπε αύτός ξοπίσω μου. Ό Τζόε μάς έκλεψε εκατό χι­ λιάδες. Δέν του είχε μείνει τίποτα όταν ό εργολάβος κηδειών έστειλε τό λογαριασμό. Πόσα άπό αύτά σου δί­ νει ό Ίβάν γιά νά τόν καλύψης ; ’ Δέν μπορούσα νά κουβεντιάσω μ’ έναν άνθρωπο τόσο ξεροκέφαλο. Γι’ αύτόν τά λεφτό ήταν ή βάσις καί ή ούσία τής ζωής. Μέ πλήρωνε ό Ίβάν γιά νά τόν καλύψω. Δέν μπορούσες νά τού βγάλης άπό τό μυαλό τήν ι­ δέα αύτή ούτε μέ σφυριά. "Εκανα ιτιάν άτακτη ύποχώρησι μέσα στήν αίθουσα τού χαρτοπαι­ γνίου. Πώς θά κατάφερνα νά βγώ άπό εκεί μέσα, χωρίς ν’ άφήσω πίσω μου λουρίδες άπό τό πετσί μου ; Δέν φαο' .)ταν εύκολη ή δουλειά αύτή. Εκείνα τά, σκοτεινά, απότομα σκαλοπάτια, πού κατέβαιναν στήν πλαγιά τού λόφου, ήσαν τέλειο μέ­ ρος γιά ένα άτύχημα. θάβγαιντ άπό τήν πόρτα; Δέν μού φαινόταν ασφαλές αύτό. ΤΗταν προτιμότερ νά κάνω τήν έξοδό μου άπό κανένα παράθυρο τής τουαλέττας τών άνψών. Ό Πώλ Μιτάνερ κέρδιζε άκόμα, «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31


σάμπως ή ρουλέττα νά υπάκουε στις επιθυμίες του, δταν πέρασα άπό κον­ τά του. Μπήκα σ’ έναν άμυδρά φωτισμέ­ νο διάδρομο, άκολουθώντας ένα βέ­ λος πού ώδηγουσε στην τουαλέττα. Δεν έφτασα ποτέ εκεί. Είχα τή συγκεχυμένη έντυπωσι ότι κάποιος κινήθηκε πολύ γοργά στη στροφή του διαδρόμου, μά δεν πρόλαβα νά δω ποιός ήταν. Κάτι με χτύπησε άκριβώς επάνω στήν κορυφή του κεφαλιού μου καί άρχισα νά πέφτω. ’Έπεσα εννιά μιλιά χωρίς άλέξίπτωτο. Άπό κεΐ καί πέρα, δεν θυμάμαι τίποτα. Κάποιος Άγιος, πάντως, φαί­ νεται πώς μέ προστατεύει, αν κρίνω απ’ όσα ακόυσα, όταν συνήλθα μέσα σ’ ένα... αυτοκίνητο—κλούβα τής α­

στυνομίας γεμάτο πελάτες! Ή άστυνομία, λέει, είχε κάνει ξα­ φνικά μιάν επιδρομή. Πώς τά κατάφεραν νά φτάσουν ως τή λέσχη καί νά την αίφνιδιάσουν, χωρίς νά άντηχήσουν κάν τά κουδούνια κίνδυνου, παραμένει ακόμα ένα μυστήριο. ’Όσο κι’ άν τό κεφάλι μου ήταν γεμάτο άπό χαιρέκακα διαβολάκια, πού χόρευαν, καταλάβαινα πιο συμ­ πέρασμα θά εΐχε βγάλει ό Σίντ Μάραμπλ γιά τήν άπροσδόκητη έκείνη επιδρομή : % Ό Ούΐλλιαμ Κάρμοντυ —θά σκε­ πτόταν—είχε φέρει τήν άστυνομία στήν Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». «...Έκλεκταί κηδεϊαι μέ λογικάς τι­ μάς. Έπισκεφθήτε μας σέ περίπτωσι ανάγκης.»

Μά κάποιος είχε έγγυηθή γιά μένα καί χρειά­ ζονταν τό κελί γιά κά­ ποιον δολοφόνο. 'Όταν βγήκα έξω, ή Μάτζι μέ περίμενε. —Νομίζω πώς σου εί­ πα νά φύγης μακρυά μου, είπα. 'Η Μάτζι φορούσε μα­ κρυά παντελόνια, πρά­ γμα πού έκανε πάντα τούς διαβάτες νά γουρλώνουν τα μά­ τια τους καί να ξεροκαταπίνουν. Είπε χωρίς νά μέ κυττάξη : —’Έτυχε νάρθώ εδώ γιά τόν πλειστηριασμό καί άκουσα πώς σέ είχαν μέσα. —ΚΓ έτυχε νάχης άφθονα λεφτά στο πουγγί σου, έ ; έσάρκασα. —Ποτέ μου δέν κουβαλώ πουγγί μαζί μου I, είπε ή Μάτζι μέ άγανάκτησι. Είχα λεφτά μαζί μου, γιατί ή­ θελα ν' αγοράσω κάτι στόν πλειστηριασμό. Προσπάθησα νά καταλάβω, μά δέν μπόρεσα. — Ποιόν... πλειστηριασμό ; — Τόν άστυνομικό πλειστηριασμό. Ξέρεις... τά χαμένα αντικείμενα, πού δέν έρχονται νά τά ζητήσουν οί ιδιο­ κτήτες τους. Πάμε μέσα.

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΗ ΦΥ­ ΛΑΚΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ­ ΖΕΙ ΕΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΟΥΤΙ Μ’ ΕΝΑΝ ΜΑΥΡΟ ΔΡΑΚΟΝΤΑ ΖΩΓΡΑ­ ΦΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ Πέρασα τή νύχτα μου μέσα σ’ένα κελί. Δέν εΐχα μαζί μου αρκετά λε­ φτά γιά νά άπολυθώ μέ έγγύησι καί δέν μπορούσα νά τηλεφωνήσω στον Κάπταιν Κίσιγκερ, πού θά μ’ έβγαζε . στο πϊ καί φϊ. Μά υπήρχε ένας λόγος, πού έκα­ νε τό κελί εκείνο νά μου φαίνεται ό­ μορφο καί παρηγορητικό. Καί ό λό­ γος αύτός ώνομαζόταν Σίντ Μάραμπλ. ’Ένοιωθα περισσότερη" άσφάλεια εκεί μέσα. Γό επόμενο πρωί τό κεφάλι μου* πονοΰσε τρομερά καί μου φαινόταν τόσο έξωγκωμένο, ώστε θά μπορούσε άνετα νά χωρέση έναν ολόκληρο ούρανοξύστη. Κάθε κίνησις ήταν αγωνία καί, άν περνούσε άπό τό χέρι μου, θάμενα εκεί μέσα ξαπλωμένος έναν αιώνα·

32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


—Τί θά κάνης έκεΐ άν δεν σοϋ έ­ μειναν λεφτά;ρώτησα. — Μπορούμε νά παρακολουθήσου­ με απλώς τον πλειστηριασμό, είπε αυτή χωρίς νά μέ κυττάξη στά μά­ τια. Μου έμειναν μερικά δολλάρια. ϋίΐ^,έν πίστεψα οΰτε γιά μιά στιγμή πώς ή Μάτζι είχε έρ­ θει τόσο νωρίς γιά έναν αστυνομικό πλειστηριασμό. Πήγα όμως μαζί της. Δεν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. Δεν έδωσα πολλή προσοχή στόν πλειστηριασμό. Υπήρχαν έκεϊ τά συ­ νηθισμένα αλλοπρόσαλλα μικροπράγ­ ματα, πού δεν άξιζαν όλα μαζί μιά πεντάρα. Σέ λίγο, πρόσεξα ότι ή Μάτζι είχε μπή σέ άνταγωνισμό μ’ έναν ύ­ ποπτο τύπο τής προκυμαίας. — Πόσα λεφτά έχεις; μου ψιθύ­ ρισε. — Δώδεκα δολλάρια. — Ωραία! Έχω άλλα έννιάμισυ εγώ. Ελπίζω νά φτάσουν. —Τί θέλεις ν’ άγοράσης ; — Έκεϊνο τό κουτί. Δεν τό βλέ­ πεις ; —’Άν βλέπω ; βόγγησα. Είναι ζή­ τημα άν άνασαίνω ! Πάμε νά πιούμε λίγο καφέ. -—Εννέα δολλάρια !, φώναξε ή Μάτζι. Ό ύποπτος τύπος φτερνίστηκε μέ άγανάκτησι. — Είναι υπέροχο γιά νά φυλάη κανείς σ’ αυτό παλιές ερωτικές επι­ στολές, μέ πληροφόρησε ή Μάτζι μέ πίκρα στή φωνή. —Εννέα δολλάρια προσφέρει ή ώραία κυρία, φώναξε ό ύπάλληλος τού πλειστηριασμου μέ φωνή πού άντηχοϋσε στο κεφάλι μου σάν σφυ­ ρί. Ποιός προσφέρει περισσότερα ; — Έννιάμισυ I, είπε ό ύποπτος τύ­ πος. —’Άς τελειώνουμε 1, είπα. Καί ύψωσα τή φωνή μου : — Ε’ίκοσι ένα δολλάρια ! Αυτά έφερε άποτέλεσμα. Μά δέν αύξησε τή δημοφιλία μου. Ακόμα κι’ ή Μάτζι "μέ άγριοκύτταξε. -—Γιατί τό έκανες αυτό; θά τό έπαιρνα μέ λιγώτερα.

ΜΑΤΙ

—Είναι ένα δώρο, τής είπα. Δέν ήθελα νά σου προσφέρω κάτι φτηνό. Πήραμε τό κουτί, ένα πορτοκαλί πραγματάκι, όχι πολύ μεγαλύτερο άπό ένα κουτί πούρων. Ένας άγριος μαύρος δράκοντας ήταν συσπειρωμέ­ νος επάνω στο σκέπασμά του. Έβαλα τό κουτί κάτω άπό τήν άμασχάλη μου, έπιασα τή Μάτζι άπό τό μπράτσο καί βγήκαμε έξω.

Ο ϋτε

στό πεζοδρό­ μιο δέν προλάβαμε νά φτάσουμε. Ένας μυστικός άστυνομικός μοΰ κόλ­ λησε άπό κοντά. — ΕΓσαι υπό κράτησιν, φίλε. Κι’ εσείς, κυρία. —’Ώ, σπουδαία!, είπα. Δέν ήθελα νά φύγω άπό τό κελί εκείνο. Ή Μάτζι είχε περισσότερη μαχη­ τικότητα μέσα της. Έπέμεινε νά κά­ νη ερωτήσεις, μολονότι δέν έπαιρνε καμμιάν άπαντησι. Μάς έμπασαν σπρώχνοντας σ’ ένα γραφείο. Ό Λοχίας Σήντυ ήταν καθισμέ­ νος πίσω άπό ένα στραπατσαρισμένο τραπέζι. Έρριξε μιά ματιά στό κουτί πού κρατούσα κάτω άπό τήν άμασχάλη μου καί ξέσπασε σάν κινέζικο πυροτέ­ χνημα. —’Όχι αυτόν!, βρυχήθηκε στόν μυστικό αστυνομικό. ’Ηλίθιε βοϊδοκέφαλε I θά σέ στείλω νά κάνης περι­ πολία στά πεζοδρόμια! Πήγαινε νά πιάσης τόν άλλο I Χρειάστήκα άρκετή ώρα γιά νά τόν καλμάρω καί νά μπορέσω νά βγάλω νόημα άπ’ αυτόν. — Αυτό τό κουτί, είπε μέ στραγ­ γαλισμένη φωνή. Δέν ξέρουμε άπό πού προήλθε. Κάποιος ηλίθιος άστυφύλακας τό έφερε, χωρίς νά κάνη α­ ναφορά. Μά ένας άπό τούς άντρες μου—όχι εκείνος ό βλάκας πού σέ συνέλαβε—τό συνέδεσε μέ τή δολο­ φονία τής Σόουμς. Δέν έχει σημασία πώς τό κατώρθωσε αυτό. Πάντως, τό βγάλαμε στόν πλειστηριασμό καί κά­ ναμε καί μιά μικρή διαφήμισι στις ε­ φημερίδες. —Περίφημα !, είπα. Καί περιμένα­ τε νά έμφανιστή ό δολοφόνος τής Άλμπέρτας καί νά πάρη μέρος στόν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33


πλειστηριασμό γιά νά συλληφθή, ε ; Ό Σήντυ μόρφασε αινιγματικά. —Έχω λόγους να πιστεύω οτι θά μπορούσε νά συμβή αυτό, είπε. Πρό­ σεξες τον άνθρωπο που δοκίμασε νά άγοράση αυτό τό κουτί; —"Υποπτος τύπος, είπα, μά δέ φαινόταν δολοφόνος. Εξάλλου, νόμι­ ζα πώς είχατε αποδώσει στόν Έβερετ Μός αυτή τή δουλειά. Μέ κύτταξε διαπεραστικά. —Γιατί θέλεις τόσο πολύ νά καρφιτσώσης την κατηγορία στόν Μός; —Δεν προσπαθώ νά καρφιτσώσω την κατηγορία σε κανένα 1, μούγγρισα. —Τότε πάψε νά κάνης ύπαινιμούς I, γρύλλισε αύτός. Τώρα, δίνε του από δω πριν σέ κλείσω μέσα «ε­ πί παρεμποδίσει τής δικαιοσύνης». Καί άφησε τό κουτί I θά σου δώσω μιάν άπόδειξι γιά τά λεφτά σου. Γ^ταν βρεθήκαμε έ­ ξω, συγκεντρώσαμε τά ψιλά πού μάς έμειναν καί τά βρήκαμε αρκετά γιά δυό καφέδες. Ή Μάτζι ρώτησε : —Γιατί είπε πώς προσπαθείς νά καρφιτσώσης την κατηγορία στόν Μός ; —Ψυχολογία αστυνομικού, τής ε­ ξήγησα. "Ηθελε νά μού άποκρύψη κά­ τι κΓ έβαλε τις φωνές γιά τόν Μός γιά νά θολώση' τά νερά. Βρήκαμε ένα καφενείο, ήπια μια κούπα ζεστό καφέ κι’ άρχισα νά βλέ­ πω τόν κόσμο λιγώτερο μαύρο. —’Άς καθαρίσουμε τώρα τά πρά­ γματα, είπα στη Μάτζι. Γιατί ήσουν εκεί τόσο πρωί; —Εΐσαι γκρινιάρης τά πρωινά, έ ; είπε αύτή. Εύτυχώς, δέν πρόκειται νά σέ παντρευτώ. Έπειτα, χάϊδεψε τό χέρι μου καί πρόσθεσε: —Καλά, Ούΐλλιαμ, θά σού εξηγή­ σω. Ό Αστυνομικός, πού ό Κίσιγκερ έβαλε νά σέ παρακολουθή, μού τηλε­ φώνησε πώς ήσουν στή φυλακή. "Ε­ τσι, έλυσα τό κομπόδεμα κΓ ήρθα νά σέ ελευθερώσω. — Ό άστυνομικός; είπα. Τί εΐν’ αυτά πού μου λές ; Τί δουλειά έχει

34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ό Κάπταιν Κίσιγκερ σ’ αυτή τήν ύπόθεσι; —Έβαλε έναν άντρα νά σέ παρα­ κολουθή χτές, όταν τού είπα πώς βρισκόσουν σέ κίνδυνο. Γιά άνομα τοΰ θεού, Ούΐλλιαμ, δέ φαντάζομαι νά νομίζης πώς έπίστεψα τήν ιστορία σου γιά σένα καί τήν Τζιούντιθ Μπάνερ ! 'Η Τζιούντιθ Μπάνερ δεν θά γύριζε ούτε νά σέ κυττάξη. —Τά λές αύτά,' είπα σκυθρωπά γιατί ξέρεις πώς δέν έχω κουράγιο οϋτε νά σέ χτυπήσω ! Τά μάτια της έγιναν τρυφερά. — "Ησουν δραματικός καί γεμάτος εύγένεια όταν μού έβγαλες εκείνον τόν λόγο τότε. Μόνο πού έ>έν μπορείς νά πής ψέματα, μπέμπη μου. Δέν μπο­ ρείς νά κυβερνήσης τά χέρια σου. 1Ε*ϋμεινα ακίνητος καί σιωπηλός κυττάζοντάς την. —Κατάλαβα πώς έπρεπε νά συμβαίνη κάτι άσχημο γιά νά τό κάνης αύτό, είπε ή Μάτζι. Φοβόσουν μήπως κάποιος θελήση νά σέ έκδικηθή μέσω εμού... —Πάψε νά κάνης τόν παντογνώ­ στη I, φώναξα. Καί γιατί δέν έμεινες μακρυά μου. Εξακολουθώ νά εΐμαι ραδιενεργός. — Είναι προτιμώτερο νά μοΰ τά πής ολα, Ούΐλλιαμ. "Ισως μπορέσω νά βρώ κάτι. Τής είπα δ,τι ήξερα. —Τό μεγάλο αίνιγμα, είπα, είναι νά συνδέσω τή δολοφονία τοΰ Τζόε Κοντέντ μέ τή δολοφονία τής Άλμπέρτας. 'Η Άλμπέρτα είχε έξη μάρ­ κες τοΰ πόκερ από τή χαρτοπαικτική λέσχη του Κοντέντ. Δέν ήξερε πώς βρέθηκαν στό σπίτι της καί δέν τό ξέρω ούτε εγώ. Ό Μάραμπλ λέει δτι κατέστρεψε δλες τις μάρκες όταν άνέλαβε τή Λέσχη «Τό 13ο Μάτι». *Αν μπορούσα νά βρώ τόν Ίβάν, θά έπαιρνα μερικές άπαντήσεις. —Ό Μπάνερ φαίνεται νά είναι τό κλειδί δλης τής ύποθέσ€ως, είπε ή Μάτζι άργά. Συνδέεται μέ τήν δολο­ φονία τής Άλπέρτας μέσω εκείνου πού προσπαθούσε νά τόν έκβιάση καί γνώριζε τόν Τζόε Κοντέντ καί άργό-

ΤΟ 13ο


τέρα τόν Μάραμπλ στό «13ο Μάτι». Έκάγχασα σαρκαστικά. — ’Ώ, ώ, έκανα. Υποστηρίζεις δη­ λαδή πώς, άν άπεδείκνυε δτι ό Μπάνερ έγραψε εκείνα τά σημειώματα πρός τόν εαυτό του, θά είχε έναν πρώτης τάξεως ύποπτο γιά τή δολο­ φονία τής Άλμπέρτας καί του Τζόε, ε; —Μη γελάς !, εΐπε ή Μάτζι. "Ί­ σως δημιούργησε εναν εκβιαστή γιά νά στρέψη εναντίον του τις υποψίες γιά τις δολοφονίες. Τό κορίτσι δέν παραλογιζόταν. Είπα : — Μάς λείπει δμως ένα κίνητρο. Μπορώ νά καταλάβω, βέβαια, τό εν­ δεχόμενο νά είχε οικονομικές σχέ­ σεις ό Μπάνερ με τόν Τζόε καί νά τόν σκότωσε επάνω σ’ έναν καβγά. Μά δεν μπορώ νά παραδεχτώ πώς ένας μεγάλος ήθοποιός είχε ποτέ σχέσεις μ’ ένα πρόσωπο σάν τήν Άλμπέρτα. Ή Μάτζι έβαλε τό πηγούνι της στήν παλάμη της. —Μά δέν ήταν πάντα μεγάλος ή­ θοποιός. "Ισως πριν άναδειχτή τήν γνώρισε... Δέν εΐναι πολύ εντάξει άν­ θρωπος, Ούΐλλιαμ. Του πήρα μια συνέντευξι εκείνη τήν ήμέρα στό σπίτι του καί έμαθα πολλά γι’ αύτόν. Δέν του άρεσε καθόλου ή έρευνά μου. 1§3ίυμήθηκα πόσο δυσαρεστημήνος ήταν ' ό Μπάνερ ό­ ταν μπήκε στή βιβλιοθήκη τότε πού κουβέντιαζα μέ τήν Τζιούντιθ Μπά­ νερ. —Δόσε μου ένα πρόχειρο σκίτσο, είπα. -Πρώτα-πρώτα, τό όνομά του δέν εΐναι στήν πραγματικότητα Μπάνερ.Μά δέν θέλησε νά μού πή πιό εί­ ναι τό όνομά του. Ξέρω όμως ότι ήταν αλήτης στό Μπρωντγουαίη εδώ καί πολλά χρόνια. Τό πώς κατάφερε νά άνεβή καί νά γίνη ήθοποιός είναι κάτι πού θά ένδιέφερε ίσως τόν ει­ σαγγελέα. Καί είναι σπαγγοραμμένος ! — Κι* ή γυναίκα του ; Πώς συνέ­ βη νά συνδεθή μέ μιά γυναίκα σάν αύτήν ; —'Η Τζιούντιθ; μουρμούρισε ή

ΜΑΤΙ

Μι „ι

ββμβμβββ ββββ

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ πού θά σάς

προσφέρη

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ > στά έπόμενα τεύχη της :

* Ή αυλή τών νεκρών γυναικών. * Δέν μπορούν νά μέ κρεμάσουν! * Πέντε κόκκινα χτυλα.

δά­

* Θά τραγουδώ στήν κηδεία σου! και

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΡΡΟ! ι

Μάτζι. Είναι άπό αριστοκρατική οι­ κογένεια... πραγματικά γαλαζοαίματη. —Μά γιατί ή Τζιούντιθ, μέ τήν ομορφιά της, τήν άνατροφή της, τήν οικογενειακή της θέσι καί τά πλούτη της, παντρεύτηκε τόν Μπάνερ ; —"Αν ήσουν γυναίκα, είπε ή Μά­ τζι ρίχνοντάς μου μιά παράξενη μα­ τιά, θά μπορούσα νά σού τό εξηγή­ σω αύτό. Μά, άν ήσουν γυναίκα, δέ θά σου χρειαζόταν εξηγήσεις. —’Ώ, μήν εΐόαι τόσο αινιγματική ; Τί άλλο; — Υπάρχει κι’ό Τσώνσεϋ. Ό Πώλ τόν έχει κοντά του γιά νά κάνη τόν μεγάλο. Κι’ ό Τσώνσεϋ τό ανέχεται αύτό γιατί είναι ερωτευμένος μέ τήν Τζιούντιθ, καθώς καί γιατί παίρνει μεγάλο μισθό άπό τόν Πώλ. Είναι ετεροθαλείς άδελφοί.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35


—Νά μέ πάρη ό διάβολος !, φώ­ ναξα. Ή Μάτζι μέ κοίταξε ευχαριστη­ μένη. —Σημαίνει αυτό τίποτα για σένα ; —’Τσως. νΑς πάμε στο γραφείο μου. Θέλω νά ρίξω μιαν ακόμα μα­ τιά στην τελευταία εκβιαστική επι­ στολή.1 Πλήρωσα καί βγή κάμε έξω. Μισό τετράγωνο πιό πέρα, σταμάτησα απότομα. —Μάτζι, εΐπα βιαστικά, που είναι τώρα ό άνθρωπος πού έχει βάλει ό Κίσιγκερ νά μέ παρακολουθή ; — Δέν ξέρω. Κάπου εδώ γύρω... — Βρές τον, διέταξα. Βρές τον γρή­ γορα. Μη συζητάς, μπέμπα... Τρέξε I Καί την έσπρωξα. Ό Λούθηρος κι* ό ύψηλόσωμος άντρας, πού ήταν νούμερο τρία στο φέρετρο του Τζόε, πλησίαζαν άπό δύο κατευθύνσεις. Ό Μάραμπλ ήταν καθισμένος στο βολάν ενός μεγάλου μαύρου αύτοκινήτου. Για πρώτη φορά, ή Μάτζι έδειξε σύνεσι καί ύπακοή. Γύρισε τρέχοντας πρός τό καφενείο. "Ισως ό άν­ θρωπος του Κίσιγκερ νά είχε καθυ­ στερήσει εκεί, επάνω άπό τόν καφέ του. ’Τσως δοκίμαζε νά κλείση κανέ­ να ραντεβού μέ τη σερβιτόρα. Τό ζή­ τημα είναι δτι δέν ήταν σέ θέσι νά βοηθήση εκείνη τή στιγμή... Τό πιστόλι του Λουθήρου μ’ έ­ σπρωξε μέσ’ άπό τήν τσέπη του καί μπήκα στο αυτοκίνητο. Ό Μάραμπλ, κυττάζοντάς με μέσα στό καθρεφτάκι του οδηγού, είπε μέ θαυμασμό : — Φαίνεται πώς ό Τβάν σου έδωσε μεγάλο μερίδιο άπό τά εκατό εκείνα χιλιάρικα, Κάρμοντυ. Καί τί δέν μπο­ ρεί νά κάνη κανείς γιά λεφτά! Διασχίσαμε ολοταχώς τήν πόλι καί βγήκαμε στήν έξοχή. Στήν άκρογιαλιά, στά βόρεια του Μαλιμπού, ένας άγριος,- ύψηλός γκρε­ μός πέφτει άπότομα μέσα στόν άνήσυχο Ειρηνικό. Αιώνες τρελλών, άφρισμένων κυ­ μάτων είχαν χτυπήσει τήν κατακόρυφη δψι τού γκρεμού καί χιλιάδες γλάροι είχαν έγκαταστήσει έκεί τό

36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νοικοκυριό τους. ΤΗταν ένα ερημικό, άπαίσιο μέ­ ρος καί δέν πίστευα δτι θά άναπαυόμουν καθόλου εκεί ειρηνικά. ΚΓ δμως γιά έκεί μέ προώριζαν. '

Ο

Σίντ Μάραμπλ είχε τή γνώμη δτι τό μέρος εκείνο ή­ ταν περίφημο γιά έξαφανίση κανείς •ένα πτώμα καί ό μόνος, πού δέν συμ­ φώνησε μαζί του, ήμουν έγώ. —Πρέπει νά τού βάλουμε βαρίδια στά πόδια, είπε ή ξυνή φωνή του. Τό κορίτσι έκείνο πού ήταν μαζί του θά κάνη μεγάλη φασαρία. Μά, χωρίς πτώμα δέ θά μπορέση νά κάνη τί­ ποτα. — Εντάξει, είπε ό ύψηλόσωμος σύντροφός του άδιάφορα. Ό Λούθηρος κούνησε άπλώς τό κεφάλι του έπιδοκιμαστικά. Δέν πήραν καν τόν κόπο νά ζητή­ σουν τή γνώμη μου. —Εντάξει, τζέντλεμεν, είπα. Κερδί­ σατε. θά σάς δώσω τόν Τβάν. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε ψυχρά μέσα στό καθρεφτάκι τού όδηγοΰ. — Ξαφνικά τώρα ξέρει πού είναι ό Τβάν, είπε. ’Ίσως δμως νά μήν τόν θέλουμε πειά, Κάρμοντυ. Δέν έχει πολλή σημασία τώρα άν τά κανό­ νιζαν μεταξύ τους ό Τβάν κι’ ό Τζόε γιά νά μάς τρώνε τά κέρδη. Δέν πρό­ κειται νά έχουμε άλλα κέρδη πιά I

—Είσαι λίγο καθυστερημένος, φί­ λε, είπε ό άλλος. Περάσαμε πολύ άσχημη νύχτα χτές|! — "Ενας άπό τούς πελάτες βρήκε τό σφυγμό μιας ρουλέττας, είπε ό

ΤΟ 13ο


Μάραμπλ πικρά. Και στο «13ο Μά­ τι», δταν βρής τό σφυγμό μιας ρουλέττας, μπορείς νά είσαι ήσυχος για τά γηρατειά σου. Αυτό ήταν πολύ κακό, μά δταν ή άστυνομία έκανε ε­ πιδρομή, ή δουλειά πήρε τέλος. Δεν μπορέσαμε νά άντέξουμε σέ δυο τέ­ τοια χτυπήματα, Κάρμοντυ. "Αρχισα νά νοιώθω ένα κενό στο μέρος δπου βρισκόταν τό στομάχι μου. Ή μόνη μπλόφα πού μπορούσα νά κάνω ήταν ό Ίβάν, καί οΐ φίλοι δεν νοιάζονταν πιά γι’ αυτόν ! Μέ ένα είδος α­ πεγνωσμένης ελπίδας μουρμούρισα : —Δε σας ενδιαφέρει πιά ό Ίβάν. Εντάξει! Δε σάς ενδιαφέρουν δμως τά λεφτά, πού πήρε μαζί του ό Ίβάν δταν ό Τζόε τίναξε τά πέταλα ; θά μπορούσατε νά κάνετε ένα καλό, και­ νούργιο ξεκίνημα μέ τά λεφτά αυτά. Ό Μάραμπλ άνοιγόκλεισε τά μά­ τια του. —Τά λόγια σου αρχίζουν νά παίρ­ νουν νόημα, Κάρμοντυ, είπε. Συνέχι­ σε τό τραγούδι. — Ξέρω πού είναι, είπα διαλέγον­ τας τά λόγια μου μέ προσοχή. Τό ανακάλυψα αύτό τυχαίως κι* δχι ε­ πειδή μέ χρησιμοποιούσε γιά να τόν καλύπτω. Δέν έχει σημασία αν μέ πιστεύετε ή δχι στο ζήτημα αύτό. Τό ενδιαφέρον σημείο εΐναι δτι μπο­ ρώ νά σας δείξω πού είναι. Δέν σάς υπόσχομαι ότι θά μπορέσετε νά τόν πιάσετε. — θά τόν πιάσουμε, μέ διαβεβαί­ ωσε ό Μάραμπλ, έστω κι’ άν τόν έ­ χουν κλειδωμένο μέσα στα θησαυρο­ φυλάκια τού κράτους. Γιά πού είμα­ στε, Κάρμοντυ ; Καταβάλλοντας μιάν υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατώρθωσα νά συγκρα­ τήσω έναν εκρηκτικό στεναγμό άνακουφίσεως, πού πήγε νά άναπηδήση από τό στήθος μου. Τουλάχιστον, είχα γλυτώσει από τούς, απαίσιους εκείνους βράχους. Δέν μού άρεσε καθόλου νάχω γλά­ ρους ώς μοιρολογήτρες. —Γυρίστε αριστερά στόν .επόμενο δρόμο, εΐπα. πρέπει νά γυρίσουμε πί­

ΜΑΤΙ

σω, προς τό Γκλέντεϊλ Μπουλβάρ. Ό Λούθηρος είπε ανήσυχα : —Έχει πολύ άπατηλό γλώσσα, θά μάς βάλη σέ μπελάδες. Μού φαί­ νεται πώς είναι κόλπο. —Δέν τού ύποσχεθήκαμε τίποτε, είπε ό Μάραμπλ. ’Άν είναι εντάξει, θά τόν βάλουμε ίσως σ’ ένα τραίνο γιά τήν Αλάσκα. — Είναι κόλπο, έπέμεινε ό Λούθη­ ρος. "Εχω μιά κακή προαίσθησι. Ό Μάραμπλ είπε βαριεστημένα : — Κόφτο, ΛούθηρεΙ Εϊϊχαμε μπ ό λ ι κ η σιωπή σ’ δλο τό διάστημα τής δια­ δρομής. "Εδινα οδηγίες από καιρό σέ καιρό. Δίστασα, καθώς προσπερνούσαμε τόν δρομάκο πού ώδηγούσε στο Ράντς Σάντα Ρίτα. Ό φρουρός τής αύλόπορτας ήταν ώπλισμένος καί θά έφερ­ νε άντίστασι, μά οι συνοδοί μου ήσαν περισσότεροι καί τό στοιχείο τού αιφνιδιασμού ήταν εναντίον του. —Πέντε μίλια άκόμα, εΐπα. Μπήκαμε στόν δεύτερο δρομάκο, πρύ ήτοιν παράλληλος πρός τόν πρώ­ το, καί άρχίσαμε νά κάνουμε τις βόλ­ τες επάνω στήν πλαγιά τού βουνού. Ό φόβος μου ήταν μεγάλος. "Η­ μουν τόσο τρομαγμένος ώστε τά νύ­ χια μου είχαν άρχίσει να γίνωντα» μπλε. Δέν έτρεψα κανένα ρόδινο δνειρο δτι θά μέ άφηναν νά φύγω, άκόμα κι* άν τούς παρέδιδα τόν Ίβάν. Τό μέρος εκείνο ήταν τόσο έρημικό καί ήρεμο, δσο καί τά βράχια ε­ κείνα τού Μαλιμπού...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37


την κουβέντα. 'Τά πόδια μου μέ κρα­ τούσαν όρθιο, αλλά μέ δυσκολία. Οί τρεις άντρες βγή­ καν κι’ αυτοί έξω. —"Αρχισε νά περπα­ τάς, διέταξε ό Μάραμπλ. Δοκίμασα νά βρέξω τά χείλη μου μέ τή γλώσ­ σα μου. Αδύνατον. Τό σάλιο μου εΐχε σωθή καί τό στόμα μου ήταν ξερό καί στεγνό σαν σανί­ δα. ΚΓόμως υπήρχε ακόμα μια ελπίδα. Μίλησα καί ή φωνή μου βγήκε ξηστή. —Μπορώ νά έχω τό τελευταίο τσιγάρο του μελοθανάτου; ρώτησα. —Τό κάπνισμα είναι εΐναι κακή συνήθεια, εΐπε ό Λούθηρος ψυχρά, Γύρισα στόν Μάραμπλ. —Πώς ανέχεσαι κοντά σου έναν τέτοιον άνθρωπο, Μάραμπλ ; ρώτησα. Εΐναι ένα ζωντανό πτώμα. Δέ βρί­ σκει τίποτα άξιο καί ευχάριστο στή ζωή ; — "Αφησέ τον νά καπνίση ένα τσι­ γάρο, Λούθηρε, γρύλλισε ό Μά­ ραμπλ.

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥ­ ΤΑΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΦΤΑΝΕΙ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΜΕ ΓΟΡΓΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΈΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΡΑΥΝΟΥΙ Τούς έδειξα τή στροφή του δρόμου, ιτού υψωνόταν επάνω από τό ράντς. —Σταματήστε εκεί, εΤπα. Ό Μάραμπλ σταμάτησε τό αυτο­ κίνητο. —Λοιπόν ; ρώτησε. Που είναι κρυμ­ μένος ; Επάνω σέ κανένα δέντρο ; — "Ας τον καθαρίσουμε, εΐπε ό ύψηλόσωμος άντρας. —Σας είπα πώς θά δυσκολευθήτε νά τόν πιάσετε, είπα εγώ. Εΐναι κά­ τω στό ράντς. 'Ένας μόνο δρόμος ο­ δηγεί εκεί, μά φρουρείται καλά. .Αυ­ τός εδώ είναι ό πίσω δρόμος. Ό Μάραμπλ μέ κύτταξε περιφρο­ νητικά. — Σου φαινόμαστε για γαϊδούρια; Πώς θά κατεβουμε εκεί κάτω ; — Μήπως ήθελες νά σοϋ τόν στείλω ταχυδρομικώς; έκάγχασα. Σάς έδειξα που βρίσκεται. Άπό δώ κι* εμπρός είναι δικός σας λογαριασμός. "Ισως άν περιμένετε πολλήν ώρα μπορεί νά τόν δήτε νά κάνη Ιππασία. Ό Μάραμπλ κύτταξε τόν ύψηλόσωμο άντρα. —Τί λές ; —Μπορεί νά λέη την αλήθεια. Τό μέρος φαίνεται κατάλληλο. —Πώς θά τόν ξετρυπώσουμε; ρώ­ τησε ό Λούθηρος. — θά δούμε άργότερα, είπε ό Μάραμπλ. Γιά την ώρα... Κάρμοντυ, έβγα έξω. ' —θά μ’ άφήσετε νά γυρίσω μέ τά πόδια πίσω ; —"Ω, δεν θά περπατήσης πολύ, ύποσχέθηκε ήρεμα ό Μάραμπλ. Δεν μπορείς νά πής πώς δεν τό γύρευες αύτό πού παθαίνεις. "Εβγα έξω. 5Ε§!νήκα έξω. Δέν μπορούσα νά τόν κάνω ν’ αρχίσουμε

38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

,^β^ναψα ένα τσιγά­ ρο. "Ενοιωσα περηφάνεια πού κατάφερα νά τό ανάψω μ’ ένα σπίρτο. Ή οσμή τοϋ καπνού καί τής σκό­ νης καί τών φυτών κάτω άπό τόν λαμπε'ρό ήλιο ήταν πιό γλυκειά κΓ άπό τό πιό γλυκό άρωμα. "Ισως εκεί­ νο τό απαίσιο άκρογιάλι στό Μαλιμπού ήταν καλύτερο μέρος γιά νά πεθάνη κανείς. Έδώ, ό κόσμος ήταν τόσο όμορ­ φος, ώστε καί ή σκέψις ακόμα του θανάτου προκαλουσε πόνο. Γέμισα τά πνευμόνια μου μέ κα-πνό καί τόν φύσησα στό μούτρο τού Λουθήρου. Ό Μάραμιΐλ χαμογέλασε όταν ό άνθρωπάκος ξέσπασε σ’ έναν παρο­ ξυσμό βήχα. Κράτησε όμως τό πι­ στόλι του επάνω μου. Τό ίδιο έκανε κι* ό ύψηλόσωμρς σύντροφός του. "Εκανα τό τσιγάρο νά κρατήση όσο γινόταν πιό πολύ. Εΐναι τρομε­

ΤΟ 13ο


ρό πράγμα νά ξέρης πώς ή ζωή σου έχει τό μήκος ενός τσιγάρου. Ή κάφτα πλησίαζε δλο καί πιό πολύ στα δάχτυλά μου καί, από την άντίστροφη, εγώ πλησίαζα ολο καί πιό πολύ στην Πύλη τής Αίωνίας Ζωής. Ή φωνή τού Μάραμπλ, ξυνή όπως πάντα, σταμάτησε τις σκέψεις μου. — Εντάξει, μάς έπεισες. Είσαι παλληκάρι, Κάρμοντυ. Είσαι ένας ήρως. Τώρα πήγαινε στην άκρη τού γκρεμού. Πήγα στην άκρη τού γκρεμού. Ό Λούθηρος με ακολούθη­ σε μέ δψι γεμάτη σαδισμό. —Γύρισε την πλάτη σου, μοΰ ψι­ θύρισε. —"Αρχισε νά ρίχνης !, είπα. Άναρωτήθηκα τίνος φωνή είχα δανειστή γιά την περίπτωσι αυτή. "Εμοιαζε μέ παιδική σοπράνο. —"Αρχισε νά ρίχνης δσο σέ κυττάζω. Ή φάτσα σου μέ γοητεύει τόσο, ώστε δέν μπορώ νά πάρω τά μάτια μου άπό επάνω σου. Κάθε δευτερόλεπτο πού κατάφερνα νά καθυστερώ τό μοιραίο ήταν καί μιά ελπίδα χαμένη. Μιά ελπίδα γιά κάτι, πού έπρεπε νά είχε κιόλας συμβή, μά πού δέν συνέβαινε. Δέν άκουγα τίποτα έπάνω στούς λόφους. Τίποτα έκτός άπό τό βαρύ σφυροκόπημα τής καρδιάς μου. — Έγώ προτιμώ νά στή φυτέψω στην κοιλιά, είπε ό Λούθηρος μέ τά γκρίζα μάτια του γεμάτα άγρια λάμψι τώρα. "Ηθελα άπ^ώς νά σοΰ δώ­ σω μιαν ευκαιρία νά μή δής τό θά­ νατό σου. Γιά μιά στιγμή ετοιμάστηκα νά ριχτώ έπάνω του. Μά δχι. Μπορούσα ακόμα νά κερδίσω μιά στιγμή. Γύρισα. Αργά. Οί μυώνες μου ύπάκουσαν μηχανικά καί στην ψυχή μου δέν υπήρχε φόβος τώρα.. Καί τότε αντήχησε ένας πυροβο­ λισμός. Δέν είχε προέλθει άπό τό πι­ στόλι τού Λούθηρου. ^Ηταν πυροβολι­ σμός καραμπίνας καί είχε προέλθει άπό τόν λόφο,' έπάνω μας. Άνασκίρτησα βίαια, έχασα την Ι­ σορροπία μου κΓ έπεσα στόν γκρεμό

ΜΑΤΙ

μέ τό κεφάλι μπροστά. Ό δεύτερος πυροβολισμός ακο­ λούθησε τόν πρώτο άπό κοντά, μά άνάμεσά τους ύψώθηκε ή γεμάτη α­ γωνία, , γουργουριστή κραυγή τού Λουθήρου. Οί ήχοι πανικού στο δρόμο έπά­ νω μου καί πίσω άποτυπώθηκαν στο μυαλό μου. Αργότερα, θυμήθηκα τις κραυγές τών άλλων, τά άνατριχιαστικά ξεφωνητά τού Λουθήρου καί τούς σταθερούς, μεθοδικούς πυροβο­ λισμούς τής καραμπίνας. Μά, καθώς έπεφτα στόν γκρεμό, δέν άκουγα παρά μόνο τόν εαυτό μου νά πέφτη. Ευτυχώς ή πλαγιά δέν ήταν κατακόρυφη. Τό £δαφος όμως ήταν γυ­ μνό καί γεμάτο μυτερά χαλίκια καί τίποτα δέν σταμάτησε τό πέσιμό μου, ώσπου έπεσα μέσα σέ κάτι άγριους θάμνους είκοσι μέτρα πιό κάτω. Πέτρες πλήγωσαν τά μέλη μου καί τά μάτια γέμισαν χώμα καί πνί­ γηκα άπό τή σκόνη πού ό ίδιος σή­ κωσα. Δέν ήξερα άκόμα αν είχα χτυπηθή άπό σφαίρα. Πονούσα σέ δέκα μεριές, μά τό μυαλό μου έκανε τοΰμπες μαζί μέ τό κορμί μου καί δέν μπορούσα νά καταλάβω καλά. Τότε οί θάμνοι μέ σταμάτησαν. Γιά κάθε ένδεχόμενο, χώθηκα δσο πιό βαθειά μπορού­ σα μέσα στούς θάμνους. Δέν μ’ έκάλυπταν καί πολύ, μά δέν χρειαζό­ μουν πια κανένα προκάλυμμα. "Ακόυσα τό μαύρο αυτοκίνητο νά παίρνη στροφή έπάνω στό στενό δρό­ μο, μουγγρίζοντας. 5 Ανασηκώθηκα κΓ έρριξα μιά πεταχτή ματιά στό αυτο­ κίνητο. Τό είδα νά κατεβαίνη τό δρό­ μο ταλαντευόμενο στις στρρφές. Καί τότε λιποθύμησα σάν γερον­ τοκόρη... Ανέβηκα την άνηφοριά σερνάμε­ νος στα τέσσερα. ΤΗταν ό μόνος τβόπος. Καί ήταν περίφημος, γιατί μέ τόν τρόπο αυτό βρήκα κάτι μικρές καρτελλίτσες, πού διαφορετικά δέν θά πρόσεχα. ^Ηταν σάν νά τις είχε πετάξει κανείς εκεί, άπό τό δρόμο. Μάζεψα τρεις. "Ισως ύπήρχαν κΓ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39


ίδια άπάθεια μέ τά μάτια του άφενάλλες κι* ό άνεμος τις εΐχε ρίξει α­ τικου του. νάμεσα στους θάμνους. —’Όμορφο σκυλί, είπα. 7Ησαν καρτελλίτσες άπό αυτόμα­ τη μηχανή ζυγίσεως καί τό βάρος, Κανένας τους δέν μου άπάντησε. πού ήταν σημειωμένο επάνω τους, Μπήκα στό παρατηρητήριο καί χρησι­ ήταν τό ίδιο καί στις τρεις : 263 λίμοποίησα ένα άρχαίο τηλέφωνο του τρες ! "Ενα μόνο πρόσωπο στην ύπότοίχου. θεσι εκείνη ζύγιζε τόσο πολύ. Τηλεφώνησα στό σπ<τι του Πώλ Ό δασοφύλακας έβγαινε μέσ’άπό Μπάνερ. Δέν ήταν εκεί. Ούτε ή Τζιρτά πεύκα, δταν έφτασα στό δρόμο. ούντιθ. "Ετσι, ζήτησα τόν Τσώνσεϋ Τό τουφέκι του με τό τηλεσκοπι­ Μάκλη. Ό Μπάνερ, μου είπε, ήταν κό στόχαστρο κρεμόταν άπό τόν ώ­ στό Ράντς Σάντα Ρίτα. μο του. Μέ κύτταξε μέ τα βαθουλω* —Μπορείτε νά μέ περάσετε άπό τά μάτια του, χωρίς τό παραμικρό τήν πύλη τού ράντς ; ρώτησα. σημείο άναγνωρίσεως. —Νομίζω, είπε άβέβαια. Μά — Σπουδαία σκοποβολή, είπα άγιατί; δύναμα. Αργήσατε όμως νά έπεμ—θά σάς εξηγήσω άργότερα. , Πάρτε ένα αύτοκίνητο κι1 ελάτε νά βήτε ! Εξακολούθησε νά μέ κυττάζη μέ πάρετε. σιωπηλά. Τού είπα πού βρισκόμουν. —Σκέφτηκα δτι τό τσιγάρο θά — Θά σάς περιμένω στό δρόμο. τραβούσε τήν προσοχή σας καί τούς ζήτησα νά μέ άφίσουν νά άνάψω Τηλεφώνησα έπειτα ένά, είπα. Μου σώσατε τή^ζωή. —Τόν σημάδεψα στόν ώμο, είπε στό γραφείου του Λοχία Σήντυ, για­ τί ήξερα πώς ή Μάτζι θά βρισκόταν αύτός ξαφνικά. Μά κουνήθηκε καί εκεί. τόν σκότωσα. Πέρασαν άρκετά λεπτά ώσπου νά τήν πείσω δτι δέν ήμουν νεκρός. 2Βτό χώμα υπήρχαν "Οταν βγήκα έξω, ό δασοφύλα­ μεγάλα ϊχνη αίματος. κας ήταν καθισμένος επάνω σ’ ένα — ΤΗταν νεκρός δταν τόν έμπα­ κούτσουρο, μέ τό κεφάλι τού σκυ­ σαν στό αυτοκίνητο, πρόσθεσε. λιού άνάμεσα στά γόνατά του, καί —Δεν υπήρχε πολλή ζωή στό Λού­ τού διηγόταν μέ ήσυχη καί μονότονη θηρο, είπα. Μπορούσα νά τό^ σκο­ φωνή αύτό πού εΐχε συμβή κάτω, στόν δρόμο. τώσω άνάβοντας ένα τσιγάρο κάτω άπό τή μύτη του. —Φαίνεται σάν νά σάς καταλαβαίνη, είπα. Δεν μ’ άκουγε. Τό κεφάλι του ή­ ταν γερμένο ελαφρά σάν νά προσπα­ Ό δασοφύλακας σήκωσε τά μά­ θούσε νά άκούση κάτι μακρυνό. Ρώ­ τια του πρός τό μέρος μου καί ή έκφρασις ήταν οίκτος. Καί βέβαια τόν τησα : —"Εχετε τηλέφωνο στό παρατη­ καταλάβαινε τό σκυλί... ρητήριο ; Δοκίμασα νά τόν εύχαριστήσω Δέν άπάντησε, μά γύρισε καί άρ­ πάλι, μά δέν φαινόταν νά καταλαβαίνη τί έλεγα. χισε ν’ άνεβαίνη τό λόφο. Τόν άκολούθησα. Τόν άφησα καί κατέβηκα τό στρι­ Μέ τά άνεβοκατεβάσματά του είχε φογυριστό μονοπάτι ως τόν δρόμο. σχηματίσει ένα στενό μονοπάτι μέσα Ένώ περίμενα τόν Τσώνσεϋ, προ­ στό λαβύρινθο των πυκνών πεύκων. σπάθησα- νά ξεδιαλύνω στό μυαλό τό παράξενο ’έκείνο άνακάτεμα δια­ "Οταν φτάσαμε στή φωλιά του, φθοράς καί εγκλημάτων, πού χαρα­ ένα ύπέροχο κόκκινο σκυλί βγήκε καί κτήριζε τήν ύπόθεσι εκείνη. μάς προϋπάντησε. Τού χάϊδεψα τό κεφάλι, μά αύτό δέν κούνησε τήν ού­ "Ηξερα τώρα ποίά ήταν άκριβώς ρα του, οάτε έδειξε κανένα ενδιαφέ­ ή θέσις τών διαφόρων προσώπων τού ρον. Τά σκούρα μάτια του είχαν τήν δράματος, μά δέν μπορούσα νά άπο-

40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΐ3ο


δείξω ούτε καν δτι ή Πρωτοχρονιά πέφτει στην Πρώτη Ιανουάριου... Τό μαϋρο αύτοκίνητο του Τσώνσεϋ φρενάρησε δίπλα μου καί τό χοντρό μούτρο του έμοιαζε μέ ασκί γεμάτο λαρδί. —Τι τρέχει, Κάρμοντυ ; ρώτησε. Τόν αγνόησα κι* αυτός ώδήγησε τό αύτοκίνητο βυθισμένος σε σκυθρω­ πή σιωπή. "Οταν φτάσαμε στήν άσπρη αυ­ λόπορτα, ό φρουρός βγήκε από τήν καλύβα του καί έξήτασε μια κάρτα πού του έδειξε ό Τσώνσεϋ. Έπειτα μέ κύτταξε καί χαμογέλασε λοξά: —Τό καταφέρατε, βλέπω, εΐπε μέ σιγανή φωνή. Ή έκφρασις τής φωνής του ήταν τέτοια πού ίσοδυναμοϋσε μέ βρυσιά. 3£ωρίς νά τό θέλω έπανέλαβα τή φράσι, πού μοϋ εΐχε πή ό δασοφύλακας: —θάρθή ή μέρα σου I Τό χαμόγελό του πέθανε καί τό μήλο του του Άδάμ άνεβοκατέβηκε. "Επειτα γύρισε καί μπήκε πάλι στήν καλύβα του, χωρίς νά προφέρη λέξι. —Τόν τρομάξατε, είπε ό Τσώνσεϋ σιγανά. Τί ήταν αύτό πού τοϋ είπατε : —Τό παρασύνθημα. "Ισως θάπρεπε νά τό είχα χρησι­ μοποιήσει τήν πρώτη φορά, θά εΐχα ϊσως σταματήσει τήν ύιιόθεσι αύτή στήν αρχή της. Προχωρήσαμε μέσα στόν σκονι­ σμένο δρόμο, αφήνοντας ξοπίσω μας γκρίζα σύννεφα, καί παρακάμψαμε τόν πρώτο λόφο πού συναντήσαμε. Τό ράντς βρισκόταν ακριβώς πίσω από τό λόφο. Ό Τσώνσεϋ μοϋ έδει­ ξε τό αύτοκίνητο τοϋ Μπάνερ, ένα ακριβό πραγματάκι μέ κίτρινο χρώμα. "Ενα μεγάλο μέρος τοϋ σπιτιοϋ τοϋ ράντς ήταν αφιερωμένο στο μπάρ. Ήταν ένα μεγάλο δωμά­ τιο μέ δοκάρια στό ταβάνι καί ένα πελώριο πέτρινο τζάκι. Τό πά­ τωμα ήταν στρωμένο μέ ινδιάνικα πολύχρωμα χαλιά. Ό Πώλ Μπάνερ, ένα κορίτσι κι* ένας άντρας ήσαν καθισμένοι γύρω

ΜΑΤΙ

σ’ ένα βαρύ τραπέζι άπό κοκκινόξυλο. Καί τό κορίτσι καί ό άντρας ή­ σαν γνωστές φάτσες. Ό άντρας φοροϋσε ένα καστανό σπόρ σακκάκι. Στό τσεπάκι του είχε ένα πορτοκαλί καί μαϋρο μαντήλι. Τό πουκάμισό του είχε πορτοκαλί χρώμα επίσης. Ήταν άκόμα χλωμός, μά ή κατάστασίς του ήταν τόσο καλύτερη άπό τήν νελευταία φορά, πού τόν είχα δή, ώστε σχεδόν δέν τόν άναγνώρισα. Ήταν ό Μέγας Ντεκέμα, ό ταχυ­ δακτυλουργός. —Πήρατε τά χρήματά σας ; τόν ρώτησα. Ή κ. Μπάνερ μοϋ είπε πώς θά ταχυδρομούσε ένα τσέκ.

Ο

Μέγας Ντεκέμα έ­ βγαλε τό μαντήλι άπό τό τσεπάκι τοϋ σακκακιοϋ του καί σκούπισε τό μέτωπό του, πού δμως δέν ήταν κα­ θόλου ιδρωμένο. — Ό αδελφός Μπάνερ είνα^ εκεί­ νος πού μοϋ χρωστά χρήματα, είπε —Τί σημαίνει αύτό ; ρώτησε ό άδελφός Μπάνερ. Καί τότε εΐδε τόν Τσώνσεϋ πίσω μου. —Τί γυρεύεις εδώ, Γουρουνάκι; — Πώλ..., άρχισε ό Τσώνσέϋ. Μά τόν σταμάτησα. —Έρευνοΰσα σχετικά μέ τά εκβι­ αστικά εκείνα σημειώματα πού πήρα­ τε, είπα. Ή γυναίκα σας βρήκε ένα άπό αυτά καί μοϋ άνέθεσε νά ερευ­ νήσω, μολονότι αύτό τό προκάλεσε ό Τσώνσεϋ γιά δικούς του λόγους. — Άκοϋστε εδώ !, διαμαρτυρήθηκε ό Τσώνσεϋ. Καί μισοσηκώθηκε άπό τήν πολυ­ θρόνα διτου είχε καθήσει.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41


— ΚαθήστεΙ, εΐπα άπότομα. Εσείς γράψατε τό τελευταίο σημείωμα για να μή σταματήσω τις έρευνες μου, έ­ πειτα άτιό τή σύλληψι του "Εβερετ Μός. Τό κάνατε αυτό γιατί είστε ε­ ρωτευμένος με την Τζιούντιθ καί μι­ σείτε τόν Μπάνερ. -—Καί βέβαια μέ μισεί, εΐπε ό Μπάνερ νευριασμένα. Μά δεν έχει τό κουράγιο νά κάνη τίποτα. —"Εκανε πολλά, τόν πληροφόρησα. Σάς κατασκόπευε από τούς λόφους. Ήξερε οτι χρησιμοποιούσατε τό μέ­ ρος αυτό για νά συναντάτε τή φίλη σας καί ήθελε νά προκαλέση ένα σκάνδαλο γιά νά σάς καταστρέψη καί νά τσάκιση τό γάμο σας. Γύρισα στον Τσώνσεϋ. — "Αν ό πραγματικός εκβιαστής ή­ ξερε γιά τή γυναίκα αυτή, θά τήν χρησιμοποιούσε στά άλλα σημειώ­ ματα.

—Καί βρήκα αυτά εδώ επάνω στους λόφους. Είναι τό βάρος σας. Ό δα­ σοφύλακας μπορεί νά σάς άναγνώρίση ώς έναν άπό τούς άνθρώπους πού σταμάτησαν επάνω στό δρόμο πού περνά επάνω άπό τό ράντς. "Αν αυτό δεν είναι αρκετό, μπορούμε νά κάνουμε παραβολή τού τελευταίου σημειώματος μέ τή γραφομηχανή του γραφείου σας. —Αρκεί, είπε ό Μπάνερ. θά κανο­ νίσω τά ύπόλοιπα μέ τό δικό μου τρόπο. — Κι’ έχετε πολλά νά κανονίσετεί, είπα. Μπορούμε ν’ άρχίσουμε από τήν αίθουσα χαρτοπαιγνίου τής Λέ­ σχης «Τό 13ο Μάτι», χτες τήν νύχτα; Ό Μπάνερ κροτάλησε τά δάχτυ­ λά του. —Τώρα θυμάμαι 1 Εκεί σάς έχω ξαναδή. — Καί εκεί είδα τό κορίτσι σας, XIέταξα τις καρτεαπάντησα. Ήταν γκρουπιέρης στή ρουλέττα, δπου κερδίσατε μεγάλα λίτσες τής μηχανής ζυγίσεως επάνω στό τραπέζι. π 3 σά.

Βέβαια, δέν έχω καμμιά άπόδειξι, μά ίσως θά θέλατε νά τήν άκούσετε, άπό περιέργεια τουλά­ χιστον. Παίζετε έναν ά­ πό τούς βασικώτερους ρόλους σ’ αυτήν. Δίστασε γιά μιά στι­ γμή, έκανε νά συνοφρυωθή, μά τελικά σκέφτηκε πώς λίγη γοητεία δέν θά έκανε κακό. "Ετσι χαμογέλασε καί είπε συγκατα­ βατικά : — ·'Αν παίζω κΓ εγώ ρόλο σ’ αυ­ τή τήν ιστορία, τότε σάς άκούω. — Μίλησα μέ τόν Μάραμπλ σήμε­ ρα, είπα. Ή μάλλον αυτός μίλησε μέ μένα. Είπε πώς κάποιος καθάρισε μιά ρουλέττα χτές τό βράδυ. "Οταν ήμουν εκεί, κερδίζατε κιόλας πολλά. Πόσα κερδίσατε τελικά ; —Αρκετά, εΐπε ό . Μπάνερ σκυ­ θρωπά. Μέ τά κέρδη αυτά ήρθα ίσια

ΟΠΟΥ Ο ΚΑΡΜΟΝΤΥ ΦΕΡΝΕΙ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΗ ΘΕΣΙ ΕΝΑΝ ΔΟΛΟΦΟ­ ΝΟ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ΧΤΥΠΑ ΣΚΛΗΡΑ ΚΑΙ ΑΔΥΣΩΠΗΤΑ I

Ό Μπάνερ είπε άπότομα : —Μήν πής τίποτα, Λολίτα. "Επειτα, γύρισε καί μέ κύτταξε καί τό ύφος του ήταν γεμάτο έπιφύλαξι καί εχθρότητα. —Τό ξέρετε οτι μπορώ νά βάλω νά σάς πετάξουν έξω άπό δώ ; —Μά δέ θά τό κάνετε αυτό. "Εχω μιάν Ιστορία νά άφηγηθώ, Μπάνερ. Είναι μιά ιστορία πού ώνειρεύτηκα λίγη ώρα πριν, όταν ήμουν επάνω στούς λόφους. Είναι παστρική καί καλοφτιαγμένη καί δέν έχει κενά.

42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ 13ο


ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ»

ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΞΟΡΜΗΣΙΣ Άπό τό τεύχος αυτό οί μας αυξάνονται εις

σελίδες των Εβδομαδιαίων

Βιβλίων

84

Χωρίς τήν παραμικρή αϋξησι τής τιμής πού παραμένει 2 Εκτός άπό τό εβδομαδιαίο της εκλεκτό αστυνομικό μυθιστό­ ρημα, ή «Νυχτερίδα» θά προσφέρη στό άναγνωστικό της κοινόν άπό

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕν^ΟΣ καί 32 σελίδες άπό ένα δεύτερο συναρπαστικό μυθιστόρημα ! Οί 32 αυτές σελίδες θά άποσπώνται άπό τό κύριο σώμα τής «Νυχτε­ ρίδας» καί θά σχηματίζουν κάθε 4 τεύχη ένα ξεχωριστό Βιβλίο

132 ΣΕΛΙΔΩΝ "Ετσι κάθε μήνα, οί άναγνώσται τής «Νυχτερίδας» εκτός άπό τά 4 εβδομαδιαία βιβλία τους, θά άποκτουν καί ένα άκόμα βιβλίο, χωρίς καμμιά έπιβάρυνσι,

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΚΙΟΣ Μερικά άπό τά «Βιβλία του Μηνός» :

0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ !

ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ!

'Ένα γνήσιο άριστούργημα του μάγου τής πέννας Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ, σέ μιάνι άριστοτεχνική άπόδσσι στην ελ­ ληνική γλώσσα.

'Ένα γοητευτικό- άνάγνωσμα, γεμάτο άγωνία, μυστήριο καί ήρωϊσμό, γραμμένο με βάσι τά άπομνημονεύματα του Βρεταννου πράκτορος τής άντικατασκοπείας Τζ. Μπάρτον.

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ :

ΕΡΠΕΤΩΝ

Μιά συναρπαστική περιπέτεια στή Βρεταννική Γκουϊάνα, όπου ό θάνατος, ό έρωτας, ή κατασκοπεία καί οί δολοφονίες, χορεύουν έναν φαντασμαγορικό καί φριχτό χορό 1 ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

ΜΙΑ ΑΥΙΜΊΓΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞ1Σ ! ΜΑΤΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43


κι* ίσια. Εΐχα χάσει πολλά τον και­ ρό πού ό Τζόε Κοντέντ είχε τή λέσχη αύτή. —Είχατε χάσει γιατί ό Τζόε εΐχε μιά ρουλέττα που ρυθμιζόταν μυστι­ κά, είπα. Μάθατε πώς δούλευε κι* ό­ ταν ή Λολίτα τράβηξε τους σπάγγους, πήγατε περίφημα. Ή Λολίτα μου έρριξε μιά φαρμα­ κερή ματιά μέ τά θερμά μαύρα μά­ τια της. Δεν ήταν Κυρία σάν τήν Τζιούντιθ. Γι* αυτό ίσως είχε σχέσεις μαζί της ό Μπάνερ. Ρώτησε : —Είμαι υποχρεωμένη να δέχωμαι τέτοιες προσβολές, Πώλ; —Δέν ξέρω άκόμα, είπε ό Μπά­ νερ επιφυλακτικά. Παίζει τά χαρτιά του. ’Άς δούμε πρώτα τί άποδείξεις έχει. — Καμμιά, είπα. Ή ιστορία μου είναι άπλώς μιά ιστορία, εκτός άπό τήν επιδρομή έκείνη τής άστυνομίας χτες τή νύχτα. "Ημουν έκεϊ, θυμόσα­ στε ; Πώς τά κατάφεραν οί άστυνομικοί; Μεγάλο μυστήριο. Μά θά σάς πώ τί έγινε. Εΐχαν βοήθεια άπό μέσα. Κάποιος τους ειδοποίησε. Αυτή είναι ή μόνη άπάντησις. Τώρα, στήν ιστο­ ρία μου, ό άνθρωπος πού τούς ειδο­ ποίησε, εΐστε έσεϊς. Χάσατε τήν ψυ­ χραιμία σας, όταν· κερδίσατε τόσο πολλά άπό τον Μάραμπλ, καί τηλε­ φωνήσατε στήν άστυνομία. ύτό πρέπει νά άποδειχθή, έ ; είπε ειρωνικά ό Μπά­ νερ. —"Αν μπορούσα νά άποδείξω κά­ τι, θά άπεδείκνυα ότι ξέρατε για τήν παράνομη ρουλέττα του Τζόε Κον­ τέντ. Καί θά βρίσκατε τότε γιά καλά τόν μπελά σας I Τά μάτια τού Μπάνερ έχασαν κά­ πως τή σταθερότητά τους καί τήν ει­ ρωνεία τους. Έγώ συνέχισα : —'Όπως κι’ αν έχη τό πράγμα, ή δουλειά πρέπει νά ήταν έξυπνα κα­ μωμένη. Ό Σίντ Μάραμπλ έλυσε ό­ λες τις ρουλέττες γιά νά άνακαλύψη τήν κατεργαριά, μά δέν μπόρεσε νά άνακαλύψη τίποτα. "Αναψα ένα τσιγάρο καί πρόσθεσα :

44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

β —’Άν ή δουλειά ήταν τόσο καλή, πόσοι άνθρωποι φαντάζεστε πώς θά τήν ήξεραν ; Ό Τζόε, βέβαια, κι ό *Ιβάν Κάστλ, ϊσως. Καί ό άνθρωπος πού έκανε τή δουλειά αύτή στή ρου­ λέττα. "Ηξερα πώς ή συνέχεια τής κου­ βέντας δέν θά ήταν καθόλου εύχάριστη. Μά, στό κάτω-κάτω, τίποτα άπ* όσα εΐχαν γίνει τήν ήμέρα έκείνη δέν ήταν εύχάριστο. —Ό Τζόε δέν σάς τό είπε, συνέχι­ σα, γιατί ή ρουλέττα αύτή τόν γεμίζε λεφτά, ώς τή στιγμή πού... άνεχώρησε «είς τόπον χλοερόν, τόπον άναπαύσεως». Ό ’ίβάν θά μπορούσε νά σάς πουλήση τό μυστικό, μά—άν κρίνω άπό όσα έχω άκούσει γιά σάς —είστε κάπως σφιχτοχέρης. Χαμογέλασα κουρασμένα. —Εξάλλου, ή Ιστορία μου θέλει διαφορετικά τά πράγματα. Κανένας δέν είχε τίποτα νά πή. —Ή Λολίτα, εξακολούθησα, δέν μπορεί νά είναι άνακατεμένη γιατί δέν δούλευε έκει τόν καιρό πού ό Τζόε είχε τή διεύθυνσι. Ό Μάραμπλ προσέλαβε κορίτσια ώς γκρουπιέρηδες όταν άνέλαβε τή Λέσχη.

Ο

Μπάνερ μίλησε πώς προσπαθούσε

μά ήταν φανερό νά μπλοφάρη. —Μού φαίνεται, είπε, πώς μπήκα­ τε μόνος σας σέ άδιέξοδο. Βγάλατε άθώους όλους τούς ύποπτους. — 'Όλους έκτος άπό έναν. Γιά τήν ιστορία μου χρειάζομαι κάποιον πού νά είναι άρκετά επιδέξιος, ώστε νά σκανταλίση τή ρουλέττα τόσο έξυπνα πού άκόμα κΓ ένα πουλί τής πιάτσας σάν τόν Μάραμπλ νά μην μπορέρη νά άνακαλύψη τίποτα. Χρειάζομαι κάποιον πού νά είναι, παραδείγμα­ τος χάριν, ταχυδακτυλουργός I Ό Μέγας Ντεκάμα δέν έσάλεψε. Τό πρόσωπό του ήταν τόσο πέτρινο, ώστε δέν μπόρεσα νά διαβάσω τίπο­ τα επάνω του. Αναστέναξα. Δέν ήθελα νά τόν στριμώξω καί νά τόν χτυπήσω, μά δέν μπορούσε νά γίνη διαφορετικά. —Ή άστυνομία νομίζει πώς ό Μάραμπλ σκότωσε τόν Τζόε. Ό Μά­ ραμπλ επιμένει πώς ό Ίβάν Κάστλ

ΤΟ 13ο


τον ξέκανε. Μά άς πούμε πώς οϋτε ό ένας οϋτε ό άλλος έκανε τή δουλειά. Τότε τά πράγματα πρέπει να έγιναν έτσι : Ό Τζόε άρνήθηκε νά πληρώση, δταν ό ταχυδακτυλουργός τελεί­ ωσε τό σκαντάλισμα της ρουλέττας —ή, μάλλον, πλήρωσε με μάρκες. Καί ό ταχυδακτυλουργός μου θά έχασε τις μάρκες μαζεμένες σε μιαν άλλη από τις ρουλέττες του Τζόε. Αύτό πρέπει νά τόν άπογοήτευσε τρομερά καί νά τόν έκανε τρελλό από θυμό. Μ τά μάτια όρθάνοιχτα άπό δυσπιστία καί άπορία, ό Μπάνερ ρώτησε : —Τί προσπαθείτε νά πήτε ; — Πρόκειται για δολοφονία, είπα κουρασμένα. "Ισως ό φίλος μας κΓ ό Τζόε φιλονείκησαν γιά κάτι άλλο. Δεν ξέρω. "Ισως αύτό νά μήν τό μάθη κανένας ποτέ. Πάντως, φιλονείκησαν κι* ό ταχυδακτυλουργός σκότω­ σε τόν Τζόε με τό ίδιο του τό πι­ στόλι. —Μιά καί είμαι ό μόνος ταχυδα­ κτυλουργός στη συντροφιά, κ. Κάρμοντυ, είπε ό Ντεκέμα ψυχρά, μρϋ επιτρέπετε νά σάς πώ οτι ή Ιστορία σας είναι πληκτική ; — Λυπούμαι, είπα. Λυπούμαι πραγ­ ματικά. θά προσπαθήσω νά μή μα­ κρολογήσω. Δεν βλέπετε που θέλω νά καταλήξω, Μπάνερ ; Προσπαθώ νά σάς συνδέσω μέ τόν άνθρωπο αυ­ τόν. "Ισως τόν γνωρίσατε τόν παλιό καιρό, όταν ήσαστε 'άκόμα αλήτης στό Μπρωντγουαίη. Αυτό τό μέρος τής ιστορίας μόυ μπορεί νά'έπαληθευθή. — Γνώρισα πολλούς ανθρώπους ε­ κείνη την εποχή, είπε ό Μπάνερ κο­ φτά. — Καί τελευταία πήρατε ένα γράμ­ μα άπό έναν άπ’ αύτούς, συνέχισα. Δεν έχει πετύχει στή ζωή σάν εσάς, ό επιστολογράφος σας. ΕΤναι μιά αποτυχία κΓ ένας άλκοολικός. "Εχει μάλιστα φτάσει στό σημείο νά πιστεύη οτι δεν υπάρχει δικαιοσύνη — γιατί αύτός δεν έχει τίποτα, ενώ ε­ σείς έχετε τά πάντα. Έτσι σάς έ­ στειλε μιάν επιστολή καί σάς ζήτησα πέντε χιλιάδες δολλάρια.

ΜΑΤΙ

— Αλατίζετε τήν ιστορία σας μέ ένα πραγματικό γεγονός γιά νά τήν κάνετε πιό πιστευτή, είπε ό Μπάνερ. 'Η γυναίκα μου σάς έδειξε τό ση­ μείωμα. Είναι τό μόνο πραγματικό στοιχείο πού έχετε. ΙΜ*αί. Είχα τό στοι­ χείο αύτό καί τίποτα περισσότερο. Τίποτα εκτός άπό μιά γερή πεποίθησι. — Δεν πληρώσατε τις πέντε χι­ λιάδες δολλάρια. Ελπίζατε οτι όλα αύτά ήσαν μιά μπλόφα καί καθυστε­ ρήσατε λίγο γιά νά δήτε τί θά συνέβαινε. Τότε, ό φίλος σας τού παλιού καιρού διέδωσε μιά ψεύτικη φήμη δτι σκοτωθήκατε, κι’ αύτό γιά νά άνάψη μιά φωτιά άπό κάτω σας. Είχε κΓ αύτός έπισκεφθή τό βουνίσιο δρό­ μο, πίσω άπό τό Ράντς Σάντα Ρίτα, μέ ένα...δανεισμένο αύτοκίνητο. Τρο­ μοκρατηθήκατε, δχι γιατί πιστέψατε πώς θά σάς σκότωνε, άλλά γιατί κα­ ταλάβατε πώς σάς είχε δη μέ τό κο­ ρίτσι σας, τή Λολίτα. "Ετσι τόν συ­ ναντήσατε στό πάρτυ εκείνο, στήν πί­ σω αύλή του σπιτιού σας. Ό Μπάνερ έκάγχασε σαρκαστι­ κά. — Καί μοϋ είπε άμέσως γιά τή ρουλέττα, έ ; είπε. Πολύ αφελής ή ι­ στορία σας. — "Οχι. Σάς πούλησε τήν πληροφορία. "Ησαστε σέ άσχημη οι­ κονομική κατάστασι. Είχατε χάσει με­ γάλα ποσά στή λέσχη του Τζόε κΓ ό Τσώνσεϋ άρνιόταν νά ύπογράψη και­ νούργια τσέκ. "Ετσι δέν μπορούσατε νά δώσετε χρήματα στόν παλιό φίλο σας, πού προσπαθούσε νά σάς έκβιάση. Τότε ό φίλος σας σάς είπε δτι ήξερε γιά τή ρουλέττα εκείνη τής Λέ­ σχης «Τό 13ο Μάτι», άν ό Μάραμπλ δέν είχε ανακαλύψει τήν κατεργαριά. Καί δέν είχε τήν ανακαλύψει. Τούς κύτταξα γύρω, έναν—έναν, γιά νά βρώ σημάδια πού νά πρόδιδαν, μά δέ βρήκα τίποτα. — "Ετσι του προσψέρατε ένα μέ­ ρος άπό αύτά πού θά κερδίζατε στό «13ο Μάτι». Τό δέχτηκε αύτό. "Οχι μέ πολλή προθυμία—φαντάζομαι, μά είχε μεγάλη άνάγκη άπό λεφτά.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45


—Ευχαριστώ, είπε ό Ντεκέμα μέ ελαφρό σαρκασμό. /^,έν γύρισα καν να κυττάξω πρός τό μέρος του. —Τελείωσα μέ τό μέρος αυτό της Ιστορίας μου. Δεν ξέρω αν σας άρέση αύτό, Μπάνερ. Δέ μέ νοιάζει. * Α­ πλώς έκανα μια πρόβα πώς θά τόλεγα στόν Σίντ Μάραμπλ. Επομένως, άν έχετε τίποτα άντιρρήσεις, μπορεί­ τε να τις κουβεντιάσετε μαζί του. Τό ηλιοψημένο, όμορφο πρόσωπο του Μπάνερ είχε πάρει μιά κιτρινο­ πράσινη άπόχρωσι. ΤΗταν ό πιό φοβιτσιάρης ηθοποιός του Χόλλυγουντ. Γύρισα στόν Ντεκέμα. — Σάς συκοφάντησα μπροστά σέ μάρτυρες, εΐπα, άποκαλώντας σας δο­ λοφόνο. Μά, γιά τήν περίπτωσι πού θά θέλατε νά μου κάνετε μήνυσι, νά τό τέλος της ιστορίας μου, γιά νά συμπληρώσετε σωστά τό δικόγραφο... Είχατε κρύψει τό σχέδιο τής ρουλέττας κάπου γιά νά εΐστε σίγουρος. Τό εί­ χατε σχεδιάσει σ’ ένα χαρτί καί είχα­ τε κρύψει τό χαρτί σ’ένα κουτί. "Ενα κουτί άπό εκείνα πού χρησιμοποιούν οί γυναίκες γιά νά βάζουν παλιές ερωτικές επιστολές... ή κοσμήματα. Δόσατε τό κουτί σέ μιά φίλη σας ώς δώρο. Τό μόνο πού είχα νά κάνω τώρα ήταν νά βγάλω στη μέση τη δολοφονία τής Άλμπέρτας. Ό Ντεκέμα ήταν ό συνδετικός κρί­ κος, άν καί δέν είχα τήν παραμικρή άπόδειξι στά χέρια μου. —Στό μεταξύ όμως, τό ρίξατε τό­ σο πολύ στό πιοτό, ώστε ή φίλη σας σάς έδωσε τά παπούτσια στό χέρι. "Έφτασε μάλιστα στό σημείο νά βρή έναν καινούργιο φίλο. "Έτσι, όταν πήγατε στό σπίτι της γιά νά πάρετε τό κουτί, δέν σάς είδε μέ πολλή χα­ ρά. Νομίζω, μάλιστα, ότι δοκίμασε νά σάς έμποδίση νά μπήτε στό σπίτι. Μπήκατε μέσα διά τής βίας καί πή­ ρατε τό κουτί. Κρατούσα τά λίγα ψίχουλα πρα­ γματικών ενδείξεων, πού είχα, γιά τήν κατάλληλη ψυχολογική στιγμή. — Βγάλατε άπό τό κουτί τά κοσμή­

46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ματα τής Άλμπέρτας καί τά πετάξατε επάνω στό κρεββάτί. Φύγατε παίρ­ νοντας τό κουτί μαζί σας. Ό Μπάνερ είπε άπότομα : —Αυτά όλα τά σκαρώσατε μέ τήν εικασία ότι αύτή άρνήθηκε νά του δώση τό χαρτί. Δέν βλέπω όμως για­ τί θά άρνιόταν. —Δέν ήξερε τίποτα γιά τό χαρτί ή Άλμπέρτα, άπάντησα. Υπήρχε ένα μυστικό διαμέρισμα -μέσα στό κουτί. 7Ηταν άπό τά κουτιά πού χρησιμο­ ποιείτε γιά τά ταχυδακτυλουργικά κόλπα σας, Ντεκέμα. Τό έχουν στήν αστυνομία τώρα, θέλετε νά στοιχη­ ματίσουμε ότι υπάρχει ένα μυστικό διαμέρισμα στό κουτί; —"Οχι, είπε αυτός μέ φωνή πού έτρεμε. Αύτό είναι ένα άπό τά λίγα σημεία πού μπορείτε νά άποδείξετε. "Ενα άλλο σημείο είναι ή Άλμπέρ­ τα. Παραδέχομαι ότι γνωρίζω τήν Άλμπέρτα. Μά αύτό είναι τό μόνο πού παραδέχομαι. Τον κύτταξα παίρνοντας μιά βαθειά άνάσα.

Είχα ξεχάσει πώς εΐχε μπή στή φυλακή τήν ίδια νύχτα. Καί είχε βγή άπό τή φυλακή λίγες ώρες πριν. Δέν μπορούσε νά είχε μάθει... — Ή Άλμπέρτα δέν πρόκειται νά σάς καταδώση, μπαμπά, είπα. Άθελά μου. ή φωνή μου είχε γί­ νει ψιθυριστή. —"Ισως τήν χτυπήσατε, όταν προσ­ πάθησε νά σάς έμποδίση νά μπήτε. "Ισως τήν χτυπήσατε επάνω στή σκά­ ρα τού τζακιού. Πάντως...είναι νεκρή. — Νεκρή; έπανέλαβε αύτός. Ή Άλμπέρτα νεκρή ; Τό πρόσωπό του σάλεψε σπασμω­ δικά καί κάτι κύλησε άπό τά μάτια του καί κατέβηκε ώς τις άκρες τών χειλιών του.

ΤΟ 13ο


Τά χείλη του άνοιγόκλεισαν πολ­ λές φορές, πριν μπόρεση νά μιλήση. —Δεν... δεν τό ήξερα. Κανένας δέ μου τό είπε... Δέν... ήθελα νά τής κά­ νω κακό. 'Η Άλμπέρτα ήταν τό μό­ νο πρόσωπο στόν κόσμο γιά τό όποϊο ένδιαφερόμουν. 7Ηταν τό παν γιά μέ­ να. Έκανα όλα εκείνα πού είπα­ τε γιά νά άποκτήσω χρήματα καί νά την κάνω νά γυρίση κοντά μου 1 —Σκασμός, βλάκα!, φώναξε ό Μπάνερ. θά σου βρω έναν καλό δι­ κηγόρο 1 — Είναι πολύ άργά γι’ αυτό, είπε ό Μέγας Ντεκέμα με άχρωμη φωνή. Δέν καταλαβαίνετε; 'Η Άλμπέρτα είναι νεκρή. Τί σημασία έχουν όλα τ’ άλλα ; Γύρισε σέ μένα. —Είχατε δίκιο πέρα γιά πέρα, σέρ. Σέ κάθε λεπτομέρεια. Είχα πάν­ τα πολύ ευέξαπτο καί εκρηκτικό χα­ ρακτήρα. ’Εγώ σκότωσα τον Τζόε Κοντέντ επάνω στην έξαψί μου, για­ τί άρνήθηκε νά μου δώση αυτά πού μου είχε ύποσχεθή. ’Έπειτα, πήγα στην Άλμπέρτα γιά νά πάρω τό κουτί. ’Έγινε όπως είπατε. Άρνήθη­ κε νά μέ άφήση νά μπω. ’Έγινα τότε έξω φρένων καί την χτύπησα... Δέν... δέν την χτύπησα δυνατά... μά ίσως καί νά τόν χτύπησα δυνατά... 'Όταν χάνω την ψυχραιμία μου καί θυμώ­ νω δέν ξέρω τί κάνω !.. Ταχυδρόμησα τό σχέδιο τής ρουλέττας στόν Μπά­ νερ, όπως εϊχαμε συμφωνήσει... "Έ­ πειτα έγινα στουπί στο μεθύσι. 'Όταν συνήλθα, βρέθηκα στο φρέσκο καί δέν είχα πιά τό κουτί. "Έστειλα μή­ νυμα σ’ έναν παλιό φίλο μου του κρασιού νά δοκιμάση νά τό βρή.

Ο

φίλος σας έκανε ότι μπόρεσε, είπα εγώ. Μά δέν είχε αρκετά χρήματα. Ή αστυνομία βρήκε κάποια σχέσι μεταξύ του κουτιού καί τής Άλμπέρτας. "Ισως δακτυλικά άποτυπώματα, ϊσως καμμιά παλιά ε­ πιστολή ή καμμιά φωτογραφία, πού είχε μείνει στο μυστικό διαμέρισμα του κουτιού. Δέν θέλησαν νά μού πούν. Μάντεψα όμως την ϋπαρξι τού μυστικού διαμερίσματος, όταν είδα τό μαντήλι σας σήμερα.

ΜΑΤΙ

Στο Ερχόμενο Τεύχος της Ή «Νυχτερίδα» δημοσιεύει τό συναρπαστικό άνάγνωσμα

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Είναι ένα μυθιστόρημα μέ άριστουργηματική πλοκή καί γορ­ γή δράσι, γραμμένο άπό τόν ΝΤΑΣΙΕΛ ΧΑΜΜΕΤ συγγραφέα τού περιφήμου μυ­ θιστορήματος

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ

Στό ϊδιο τεύχος αρχίζει ή δημοσίευσις τού πιο δυνατού έρ­ γου τού μάγου τής πέννας Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ

0 ΘΗΝΗΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ!

|

όπου ό λεπτεπίλεπτος Δόν Ντιέγκο Βέγκα καί ό ύπέρμαχος τής ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Σενόρ Ζορρό μάχονται γιά νά υπερασπί­ σουν τούς άδικημένους καί τούς κατατρεγμένους I

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47


Τό χέρι του κινήθηκε πρός τό τσεπάκι του σακκακιοϋ του. — Αυτό ; —Ναι. Έχει τό ίδιο πορτοκάλι χρώμα μέ τό κουτί κι5 έχει τόν ι'διο μαύρο δράκοντα σταμπαρισμένο επά­ νω του. —Ναί, μουρμούρισε αυτός. Βέβαια. "Ολα τά σύνεργα τής ταχυδακτυλουρ­ γικής μου είναι σημαδεμένα μέ · τόν ι'διο τρόπο. — Εξάλλου, άφήσατε νά σάς πέ­ σουν μερικές μάρκες πόκερ στό πά­ τωμα τού σπιτιού τής Άλμπέρτας, συνέχισα. Ή Άλμπέρτα δέν ήξερε πώς είχαν βρεθή εκεί. Επομένως θά ήσαν μέσα στό κουτί, στό μυστικό διαμέρισμα, πού ή Άλμπέρτα άγνοούσε. ]Ε*ίνοιωθα τόν εαυ­ τό μου στραπατσαρισμένο, σάν χαλί ενός μπάρ Σάββατο βράδυ. Σκόπευα, δταν άρχισα την έπίθεσί μου εναντίον του, νά τόν αίφνιδιάσω μέ τό μικρό ψέμα δτι ή Άλμπέρ'τα τόν εΐχε ονομάσει σέ μένα πριν πεθάνη. Απεναντίας, είχε καταρρεύσει μό­ νος του καί μοΰ έδωσε τώρα για τις μάρκες μιάν έξήγησι, πού δέν είχα φανταστή κάν. —Οί έξη μάρκες..., μουρμούρισε όνειροπόλα. Ή ρουλέττα έκε·νη ήταν τό άριστούργημά μου. Ξέρετε, ή πλα­ στική βάσις της έχει άτσάλινο κέν­ τρο. Πρέπει νά σπάσετε τή βάσι για νά τό βρήτε. Τό άτσάλινο αυτό κέντρο είναι μαγνήτης. Ένα λεπτό­ τατο σύρμα διατρυπά τό συμπαγές τραπέζι σ’ δλο τό πάχος του καί Γ

Διευθύνσεις: |

Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι

48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

φτάνει ως κάτω άπό τήν έπιφάνειά του. Έκεϊ έχω ενσωματώσει, ένα ξυλαράκι, πού δημιουργεί επαφή καί κάνειτόν μαγνήτη νά λειτουργή δταν άκουμπήση κανείς επάνω του ένα ώρισμένο ελάχιστο βάρος—έξη μάρκες τού πόκερ. —Τούς ξεγέλασε δλους, εΐπα. Αύτός χαμογέλασε θλιβερά. — Τό σημείο αυτό δέν είναι σημα­ δεμένο επάνω στήν τσόχα τού τρα­ πεζιού, είπε. Πρέπει νά ξέρη κανείς άπό μνήμης τό ακριβές σημείο, δπου πρέπει ν’ άκουμπήση τις έξη μάρκες. ^ΙΙΙ^αίνεται πώς έ­ φερε τότε στό μυαλό του τήν Άλ­ μπέρτα, γιατί τό φώς έσβησε άπό τά μάτια του. Άνωρθώθηκε καί κύτταξε γύρω, μέ μιάν έκφρασι υπέρτατης κοπώσεως καί άπογνώσεως στις γραμ­ μές τού προσώπου. Έχωσε τό χέρι του στήν τσέπη τού σακκακιοϋ του καί εΐπε μέ φωνή, /πού ερχόταν άπό χιλιάδες μίλια μακρυά: — Νομίζω δτι θά φύγω τώρα. Πα­ ρακαλώ, μή δοκιμάσετε νά μέ εμπο­ δίσετε. Δέν θά ήθελα νά πυροβολή­ σω κι’ άλλον... Τά κλειδιά τού αυτο­ κινήτου σου, παρακαλώ, Πώλ. Ό Μπάνερ δίστασε, μέ κύτταξε καί πέταξε σκυθρωπά τά κλειδιά έπάνω στό τραπέζι. Ό Μέγας Ντεκέμα τά πήρε καί απομακρύνθηκε. Ό Μπάνερ είπε εκρηκτικά : — Νομίζω δτι μπλοφάρει. Δέν έχει πιστόλι. —Έχει, δέν έχει, μουρμούρισα, τό ΐδιο μοΰ κάνει! Δέν πρόκειται νά δο­ κιμάσω νά τόν εμποδίσω ! Μού φτά­ νουν οί λαχτάρες πού τράβηξα σή­ μερα ! Τό κίτρινο αυτοκίνητο τού Μπά­ νερ, ώδηγημένο άπό τόν Ντεκέμα, πέρασε σάν αστραπή μπρος άπό τό παράθυρο. —Μπορεί νά τόν σταματήση ό φρουρός τής αυλόπορτας, είπε ό Μπάνερ. Μ* κανένας κινήθηκε πρός τό τηλέφωνο.

ΤΟ 13ο

δέν


Μή μου λες τίποτα. Πάρε με μό' —Τί σκοπεύετε νά κάνετε, Κάράπό δώ. μοντυ ; Καθώς προχωρούσαμε πρός τό α — θά πάω, φυσικά, στην αστυνο­ τοκίνητο, συναντήσαμε έναν όμορφ μία καί θά τούς διηγηθώ την Ιστορία υψηλό άντρα, μέ γκρίζα μαλλιά. του Ντεκέμα, άπάντησα. Ξέρουν, άλ­ —Ό κ. Φάριγκτον ; ρώτησα. λωστε, δτι ό "Εβερετ Μός δεν είναι — Ναι, είπε αύτός εγκάρδια. ένοχος καί τον κρατουν μόνο καί μό­ — Μήπως κάποιος Ίβάν Κάσ" νο επειδή εΐναι ό μοναδικός ύπο­ βρίσκεται κατά τύχην εδώ ; πτος. Ίσως αύτοί μπορέσουν νά συγ­ ' "Οχι, άπάντησε απλά. κεντρώσουν τίς άναγκαϊες άποδείξεις Τόν κύτταξα διαπεραστικά. ΤΗτ. εναντίον του Ντεκέμα... φανερό δτι μοϋ έλεγε τήν αλήθεια. Κύτταξα τόν Μπάνερ διαπερα­ —Νά μέ πάρη ό διάβολος ! μου στικά. μούρισα. —Εκτός, πρόσθεσα, άν εσείς καί "Ισως ό Ίβάν ήταν π ρ α γ μ α ή Λολίτα δεχθήτε νά καταθέσετε στην τ ι κ ά στή Χαβάη, στό κάτω-κάτ άστυνομία αύτά πού άκούσατε άπό Μά ποιός νοιαζόταν τώρα ; "Οχι έγ ' τόν Ντεκέμα I τουλάχιστον. Ό Μπάνερ φάνηκε διατακτικός. Ό Ίβάν δέν ήταν ό δολοφόνος το —Δέν ξέρω, είπε, άν θά τό κάνω αύτό... Τζόε Κοντέντ. Μπορεί νά ήταν π λιάνθρωπος, μά αύτό ήταν άλλη π "Έπαιξα τό τελευταίο μου άτου : ράγραφος καί δέν είχα κανένα στοι — θά κάνω 6,τι μπορώ, δήλωσα, χεϊο εναντίον του. γιά νά κάνω τόν Σίντ Μάραμπλ νά Οί διαφορές του μέ τόν Μάραμπ πάη στά κάτεργα επί άποπείρα δολο­ ήταν δική τους, οικογενειακή ύπόθε φονίας εναντίον μου I ’Άν όμως δέν σις καί δέ μοϋ καιγόταν καρφί ά τό καταφέρω αύτό, θά πάω νά τόν έσφαζε ό ένας τόν άλλον. ?Ησαν κι βρώ καί νά του πώς μερικά λογάκια οί δυό τους πληγές τής κοινωνίας. σχετικά με τό πώς καθαρίσατε τή λέ­ σχη του 1 Σκεφθήτε το καλά αύτό... ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τό πρόσωπο τοϋ Μπάνερ έγινε πάλι κιτρινοπράσινο. "Εμεινε γιά με­ 351 δλα τά χρόνι ρικές στιγμές σκεπτικός συστρέφοννας τής πολυτάραχης σταδιοδρομίας μοι_ τά δάχτυλά του. ποτέ άλλοτε δέν είχα νοιώσει τόσ —Κα.,.λά, τραύλισε στό τέλος, θά κούραση στά κόκκαλά μου καί στή καταθέσω αύτά πού ακόυσα άπό τόν ψυχή μου. Ντεκέμα ! "Εφερα στό νοϋ μου όλους τού Ή Λολίτα τόν κύτταξε μ’ έναν άνθρώπους αύτής τής παράξενης ίστο περιφρονητικό μορφασμό στά χείλη. ρίας, πού ήταν γεμάτη άπάτες, έκβιο "Επειτα γύρισε άργά καί άπομασμούς καί δολοφονίες, καί δέν μπά κρύνθηκε πρός τό βάθος τοϋ δωμα­ ρεσα νά καταλάβω γιατί είχαν άνα τίου. μιχθη. Οϋτε ό Τζόε, ούτε ό Ίβάν, ούτε Μπάνερ, οϋτε ό Τσώνσεϋ, οϋτε ό Μό Μ ύρισα κι’ εγώ καί ραμπλ βρισκόταν σέ ανάγκη χρημό βγήκα έξω, χωρίς νά κυττάξω πίσω των. μου. Ό μόνος πού είχε ένα κίνητρ· Μόλις βρέθηκα έξω, ένοιωσα ένα πού στεκόταν στά πόδια του ήταν χέρι νά μέ πιάνη άπό τό μπράτσο. Μέγας Ντεμέκα καί αύτός θά πλτ' Γύρισα καί κύτταξα βαριεστημένα. ρωνε πιο άκριβά άπ’ δλους, όσο κ άν οί άλλοι είχαν πιο μαύρη ψυχ, — Ούΐλλιαμ ! είσαι καλά, άγάπη Κι5 εγώ ήμουν εκείνος πού θά τόν ώ μου ; δηγοΰσα στήν ήλεκτρική καρέκλα... 7Ηταν ή Μάτζι. Δέν είχε δυσκολευτή νά περάση άπό τήν πύλη. "Οταν βγήκαμε στήν Όδό τής Σκ — Πάρε με άπό δώ Μάτζι 1 είπα. τεινής χαράδρας, είδα μερικά αύτ ^

ΜΑΤΙ

_____________

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49


κινητά σταματημένα σέ μιά στροφή. "Έκοψα ταχύτητα κι* έρριξα μιά γοργή ματιά μέσα σέ μιά χαράδρα δεξιά. Μερικοί άνθρωποι®εΓχαν κατεβή έκεΐ κάτω καί χειρονομούσαν ζωηρά. Δεν σταμάτησα. Δέν μπορούσα νά προσφέρω καμμιά βοήθεια/ "Ενα αυτοκίνητο είχε πέσει έκεΐ

καί είχε χτυπήσει στήν άπέναντι πλευ­ ρά τής χαράδρας μέ τρομακτική τα­ χύτητα. Είχε ζαρώσει κι* έμοιαζε τώρα μέ ένα μεγάλο κίτρινο άκορντεόν. Ό δολοφόνος τού Τζόε Κοντέντ καί τής Άλμπέρτας Σόουμς εΐχε τα­ ξιδέψει γιά τον "Αλλον Κόσμο. - ΤΕΛΟΣ

ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ δέν διαφθείρουν τήν ψυχή καί δεν εξωθούν πρός τό έγκλημα ! ί Άπεναντ ί ας αναπτύσσουν τό αίσθημα τού ΔΙΚΑΙΟΥ καλλιεργούν τό αίσθημα τού ΚΑΛΟΥ εξαιρούν τήν *

τιμωρό δύναμι τού

ΝΟΜΟΥ

προάγουν καί καλλιεργούν τήν ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ I

Εις τά άναγνώσματά μας, πού είναι δλα δια­ λεγμένα από τά καλύτερα τού κόσμου, μιά τρο­ μερή πάλη διεξάγεται πάντα μεταξύ τού Καλού καί τού Κ α κ ο ύ I Τό Καλό—δηλαδή ή Έννοια τού Δικαίου—νι­ κά πάντα καί τό Κακό —δηλαδή ό Κόσμος τού Εγκλήματος —συντρίβεται I Αύτό ακριβώς κάνει τά άναγνώσματά μας νά έχουν ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙ 1

Ή Διεύθυνσις των

Εκδόσεων «Ή Νυχτερίδα» εύχεται στούς άναγνώστας της

ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ 1950






ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ Μ Ε ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ ΥΠΟ

ΓΚΕΤΑ ν

ΓΚΑΛΛΑΓΚΕΡ

(Μετάφρασις X.)

1

10

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

10


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος ’Ανεμο'δοοράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30 ♦ ___ _________________________

____

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ύπό ’ Αγκάβα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ύτιό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ύπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. . 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ύπό Γουέϊμαν' Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύπό Μπερκέλεϋ Γ κραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ύπό Στήλ'* Γουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ύπό Ντάσιελ Χάμμετ. 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟνΝ ύπό Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. Τά παρελθόντα τεύχη πωλουνται εις τα Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΔΥΟ

ΛΟΓΙΑ

Ή Γκέϊλ Γκάλλαγκερ, ή ήρωΐς καί συγχρόνως συγγραφεύς του μυθιστορήματος «ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ I», είναι πράγματι ιδιωτική ντέτεκτιβ μέ γραφεία στη Νέα Ύόρκη καί δεν αφηγείται μια φανταστική Ιστορία, άλλα κάτι πού συνέβη πραγματικά. Τό μυθιστόρημά της αυτό είναι παρμένο από τήν περί­ φημη ύπόθεσί ’Αλεξάντερ, πού άναστάτωσε τό 1947 τήν κοινή γνώμη τής Νέας Ύόρκης καί ολόκληρης τής Αμερικής. Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΕΠΗ ΨΗΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΡΙΚΗ ΚΙ’ ΕΠΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ! τΗταν καθισμένη σ’ έναν μπάγκο, στο δωμάτιο άναμονής τοΟ γραφείου μου. ' 7Ηταν ξανθή καί δμορφη καί φο­ ρούσε ενα δαχτυλίδι μέ διαμάντι των έξη καρατιών. Δέ φορούσε βέρα. Σήκωσε τό κεφάλι της καί μέ κύτταξε δταν μπήκα καί, πίσω άπό τό ψυχρό βλέμμα πού μου έρριξε, ύπήρχε φόβος. Χωρίς να μιλήσω, πέρασα στο ιδι­ αίτερο γραφείο μου κλείνοντας τήν πόρτα. Εκεί, ή Πάτσυ Χίγκινς, ή γραμματεύς καί βοηθός μου, μου έ­ δειξε τήν καρτέλλα όπου είχε κατα­ γράψει τα στοιχεία τής καινούργιας πελάτισσας. Διάβασα : «Αυγή Φέρις. Κατοικία : 502, 88η Όδός, Μανχάτταν. Διεύθυνσις εργα­ σιών : Ράδιο Σίτυ.» — Αυτή είναι, τραύλισε ή Πάτσυ. Τήν αναγνώρισα άπό τή φωνή της, Γκέϊλ, μόλις μπήκε.

— Δέν είναι ό πρώτος μας πελά­ της, είπα εγώ ψυχρά. — Μά είναι ή Αυγή Φέρις, ή σταρ τών Ραδιοσταθμών 1 Είναι μιά άπό τις πιό λατρεμένες μου στάρ 1 —Συγκρότησε τή συγκίνησί σου, Πάτσυ I, τήν έπέπληξα. Δέν χάλασε θ κόσμος άν μάς έπεσκέφθη μιά στάρ... Κάτι θά έχασε καί θέλει νά τής τό βρούμε. Αυτή ήταν ή είδικότης του γρα­ φείου : νά βρίσκη χαμένα πράγματα ή χαμένους άνθρώπους. Γραφείον Ε­ ρευνών Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. Ό ϊδιος φόβος 'ύπήρχε στα μάτια τής Αυγής Φέρις, όταν άνοιξα τήν πόρτα καί βγήκα στο δωμάτιο άνα­ μονής. "Οταν έπρόφερα τό ό.νομά της ή Αυ­ γή Φέρις σηκώθηκε γοργά καί ν είπε : —Ελπίζω νά μήν άργήση ή Μις Γκάλλαγκερ. Πρέπει νά είμαι στο στούντιο στις δύο. —Είμαι ή Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. —’Ώ !

"Ημουν συνηθισμένη σ' αυτή τήν έκπληξι πού έδειχνε κάθε καινούργιος


πελάτης όταν μέ συναντούσε. 'Όλοι μέ φαντάζονταν μεσόκοπη και παχειά καί... κάπως άγρια! Ή Αυγή Φέρις άρχισε νά μουρμουρίζη χίλιες συγγνώμες γιά τό λά­ θος της, καθώς την ώδηγοΟσα μέσα στο ιδιαίτερο γραφείο μου. —Κανένας δεν ξέρει πώς ήρθα ε­ δώ, είπε δταν κάθησε. Κανένας δεν πρέπει νά Γό μάθη αύτό. θέλω... μόνο... Δίστασε, σάν νά μην ήταν σίγου­ ρη τί ήθελε κΓ έπειτα είπε κοφτά : — θέλω νά βρήτε ένα κοριτσάκι. —Μις Φέρις, εΐπα, αυτό φαίνεται σάν ύπόθεσις πού άφορά την άστυνομία. Τό γραφείο μου αναλαμβάνει νά βρή πελάτες ξενοδοχείων πού ξέχασαν νά πληρώσουν τό λογαριασμό τους, έλαφρές συζύγους πού τόσκασαν μέ τόν γαλατά, συζύγους πού ε­ ξαφανίζονται γιά νά απαλλαγούν άπό τά οικογενειακά βάρη. Μά παι­ διά... χαμένα παιδιά,.. Τά λεπτά, άσπρα χέρια της σφί­ χτηκαν μεταξύ τους. —Δέν καταλαβαίνετε. Τό κοριτσά­ κι αύτό είναι... κόρη μου. —Κόρη σας; Την χάσατε; —Την... έδωσα σέ άλλους! "Ενοιωσα βαθύ οίκτο. Μιά γυναί­ κα δέν δίνει σέ άλλους τό παιδί της, αν κάτι άνώτερο τών δυνάμεών της δέν την άναγκάση. Δέν είμαι μητέρα. Καί ή δική μου μητέρα πέθανε αμέ­ σως μετά τή γέννησί μου. "Ετσι δέν έχω γνωρίσει τή μητρι­ κή στοργή. Γνώρισα όμως τήν υπέροχη αγά- _ πη του πατέρα μου, του άστυνομικου Γζέϊμς Πάτρικ Γκάλλαγκερ, πού ήταν ένας άπό τούς πιο λαμπρούς άντρες τής αστυνομίας τής Νέας Ύόρκης. Αυτός μέ ώδήγησε στα πρώτα βήματά μου ώς ιδιωτικής ντέτεκτιβ, όπως μέ εΐχε βοηθήσει νά κάνω τά πρώτα βήματά μου στή ζωή. "Ηξερα όμως, διαισθανόμουν δτι ή μητρική αγάπη ήταν κάτι πιο βαθύ καί πιό ριζωμένο. Πώς μπορούσε, λοιπόν, μιά μητέρα νά δώση τό παι­ δί της ; Οί σκέψεις μου αυτές χαράχτη­ καν, φαίνεται, στο πρόσωπό μου, για­ τί ή Αύγή Φέρις είπε;

6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Δέν καταλαβαίνετε, βέβαια, πώς μιά μητέρα μπορεί νά δώση τό παι­ δί της. Μά... ό κόσμος ήταν διαφορε­ τικός τό 1933. — Καί μόνο τώρα αποφασίσατε νά ψάξετε νά τήν βρήτε; εΐπα αργά. —Δέν έχω ούτε τώρα δικαίωμα νά ψάξω νά τήν βρώ, γιατί έτσι βρί­ ζε ή συμφωνία μας. Βλέπετε... τήν ^έ­ δωσα γιά υιοθεσία.

.

#

Αύτό ήταν κάτι διαφορετικό. —"Αν τό παιδί σας δόθηκε γιά υι­ οθεσία διά νομίμου όδοΰ, εΐπα, καί μέ τή συγκατάθεσί σας, δέν έχετε τό δικαίωμα νά ψάξετε νά τό βρήτε. Τά πρακτορεία υιοθεσιών δέν άποκαλύπτουν τά όνόματά τών θετών γονέ­ ων. Εξάλλου, έπειτα.άπό τόσα χρό­ νια... — Τό παραδέχομαι αυτό. Μά συνέβησαν τόσα πράγματα, δλα μαζί... Πρώτ’ απ’ δλα, πρόκειται νά παν­ τρευτώ τόν άλλο μήνα μέ τόν Τζόφρεϋ Ούΐλτον, τόν σκηνοθέτη. Δέν τού έχω πή τίποτε γιά τήν κόρη μου. Δέν τό έκανα αύτό άπλώς άπό ντρο­ πή, αλλά έχουν περάσει τόσα χρόνια ώστε θεωρούσα τήν ύπόθεσι αύτή ώς ένα βιβλίο πού εΐχε κλείσει γιά πάντα. —Ξέρει δτι εΐσαστε παντρεμένη άλλοτε ; ρώτησα. Παντρεύτηκα τόν "Εντι —Ναί. Ούέλς στήν Τοπέκα, τό 1931. "Ημουν είκοσι χρονών κι’ έκανα τήν πρωτα­ γωνίστρια σέ επαρχιακούς θιάσους. Παντρευτήκαμε καί δουλέψαμε μαζί : "Εντι καί "Εθελ Ούέλς. Είχαμε επι­ τυχίες, μά ό "Εντυ ήταν άσταθής. —Μέ ποιόν τρόπο άσταθής ; —ΤΗταν εντελώς άδειος άπό κάθε αίσθημα τιμής καί ήθικής. Δέν θέλω νά πώ δτι ήταν κλέφτης... Ό "Εντι δέν εΐχε τό θάρρος κλέψη. ^Ηταν ό­ μως μοναδικός στο νά μήν πληρώνη τό νοίκι, τόν μπακάλη, τόν χασάπη, καί νά δανείζεται χρήματα χωρίς νά τά έπιστρέφη. Βρισκόταν άδιάκοπα σέ μπελάδες... Τότε έμεινα έγκυος. Ό "Εντι δέν μπορούσε πια νά βρή

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


εργασία στους επαρχιακούς θιάσους καί σκέφτηκε πώς στη Νέα Ύόρκη θά ήταν καλύτερα. "Ετσι ήρθαμε έδώ. Ένθυμείσθε τή μεγάλη οικονομική κρίσι του 1932, Μις Γκάλλαγκερ; Κούνησα τό κεφάλι μου άρνητικά. "Ημουν εκείνη την εποχή κλεισμένη μέσα σ’ ένα σχολείο καλογριών. — Τότε δεν ξέρετε τί θά πή φόβος, συνέχισε ή Αυγή Φέρις. Ζούσαμε μέ­ σα σ’ ένα άθλιο δωμάτιο καί πάντα χρωστούσαμε νοίκια. Δεν είχαμε ποτέ άρκετά για να χορταίνουμε. Ό τοκε­ τός πλησίαζε καί δεν με είχε δη α­ κόμα γιατρός. Ό ’Έντυ είχε έξαφαφανισθή από δυό εβδομάδες καί δεν ήμουν σίγουρη άν θά γύριζε ποτέ πίσω.

Σώπασε γιά λίγο κι* έπειτα συ­ νέχισε : — "Ημουν πεινασμένη καί άπεγνωσμένη, όταν ένα κορίτσι, πού έμενε σ’ ένα γειτονικό δωμάτιο, μου μίλη­ σε γιά τόν δόκτορα Ούέρμπερ. Εΐχε μιά ιδιωτική κλινική στήν 60ή Όδό καί συγχρόνως έκανε τό μεσίτη υιο­ θεσιών, προμηθεύοντας βρέφη σέ πλού­ σιες οικογένειες, ιδιαίτερα σέ οικο­ γένειες πού ήθελαν βρέφη βιαστικά καί χωρίς πολλές διατυπώσεις. 'Η Αύγή Φέρις ρίγησε ελαφρά. —Ό δόκτωρ Ούέρμπερ ήταν ένας φριχτός άνθρωπάκος, μά είπε ότι θά μέ κρατούσε στήν κλινική του τόν τε­ λευταίο μήνα τής εγκυμοσύνης μου, θά μέ διέτρεφε—πράγμα τρομερά σπουδαίο—θά άναλάμβανε τόν τοκε­ τό καί θά μου έδινε διακόσια δολλάρια. ΤΗταν τό παλιό εμπόριο βρεφών. Προσπάθησα να συγκρατήσω τήν ψυ­ χραιμία μου καί νά μήν έκφράσω τήν άγανάκτησί μου. —Χρειαζόταν όμως ή συγκατάθεσις τού συζύγου σας, εΐπα. —Τήν πήρα τή συγκατάθεσι αύτή. Ό Δόκτωρ Ούέρμπερ βρήκε τόν "Εντι σ’ ένα μπάρ, όπου εργαζόταν ως γκαρσόνι. Ό "Εντι δέχτηκε νά ύπογράψη τά χαρτιά, άν μοιραζόμουν

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

τά διακόσια δολλάρια μαζί του. "Ετσι κΓ έγινε. Τά χείλη της σφίχτηκαν. —Ό δόκτωρ Ούέρμπερ είπε ότι τό βρέφος ήταν κοριτσάκι, μά ποτέ δέν τό είδα. Ποτέ δέν είδα ούτε τόν "Εντι πάλι, μά αυτός κατάφερε νά μή χάση τά ίχνη μου. Δέν ξέρω πώς. Μά, μολονότι άλλαξα τό όνομά μου δυό φορές, ό "Εντι μέ άνακάλυψε καί μου έστειλε μερικές επιστολές ζητώντας μου χρήματα. — Τού δόσατε ; —"Οχι. Απάντησα μόνο σέ μιαν επιστολή του τό 1937. Εΐχα άρχίσει νά άναδεικνύωμαι τότε καί είχα τά ■^ίέσα νά ζητήσω καί νά πάρω διαζύ­ γιο επί έγκαταλείψει. Τού άπάντησα πώς ήμουν ελεύθερη πια καί του ζή­ τημα νά μ* άφήση ήσυχη. Πήρα με­ ρικές άκόμα επιστολές του, όπου πά­ λι μου ζητούσε χρήματα. Τό 1943 ήρ­ θα στή Νέα Ύόρη καί υπέγραψα συμ­ βόλαια μέ δυό ραδιοφωνικά συγκρο­ τήματα, όπου εργάζομαι άκόμα. Δέν πήρα άλλο γράμμα άπό τόν "Εντι έπειτ’ απ’ αυτό καί πίστεψα πώς ήμουν ελεύθερη.

—Καί τώρα, εΐπα εγώ, ό "Εντι άποφάσισε νά έπιστρέψη. — Πήρα μιάν επιστολή του τήν πε­ ρασμένη Δευτέρα. "Εψαξε στήν άκριβή τσάντα της καί μοΰ έδωσε έναν φάκελλο, πού εί­ χε τή σφραγίδα τού Ταχυδρομείου τής Νέας Ύόρκης. Ή επιστολή έλεγε: «Γλικειά μου, Δίχος άλλο θά έκπλαγ’ς πέρνωντας πάλι γράμα μου. Στο διάστιμα τού πωλέμου δού­ λεψα στό Λος "Αντζελες καί πίγα καλλά. Σέ άκουσα στό ράδιο καί είσε σπουδέα. Δέ μού χρω­ στάς τίποτα καί δέ θά σοΰ έγρα­ φα. Μά δέ σοΰ γράφο γιά μένα. Είχαμε ένα κοριτσάκι κι* αυτό μάς κάνι άκόμα συντρώφους. Γι’ αύτό θέλο νά σέ δό καί νά σοΰ μιλίσο γιαύτίν.

Δικός σου "Εντι». «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7


Δίπλωσα τό χαρτί καί τό ξανάβα­ λα στο φάκελλο. —Φαίνεται νάχη έναν τόνο εκβια­ σμού, είπα. —Δεν ήξερα για τί έπρόκειτο ή τί ήθελε. Δεν απάντησα στην επιστολή. "Αφησα νά περάση μιά βδομάδα, περιμένοντας νά φανή στό διαμέρισμά μου. —Φάνηκε ; — Όχι. Οΰτε τηλεφώνημα, ούτε ε­ πιστολή. Τίποτα. "Αρχισα νά ανα­ πνέω έλεύθερα. Καί τότε, τήν περα­ σμένη Παρασκευή, συνέβη κάτι. Ξέρω ότι αυτό φαίνεται σαν τρέλλα. Μά... άπήγαγαν ένα κοριτσάκι, θά έχετε διαβάσει, σίγουρα, για τή μικρή Μπέττυ Άλεξάντερ. Είχα διαβάσει καί ήξερα κάθε λε­ πτομέρεια. Πώς είχε έξαφανιστή άπό τό οικογενειακό σπίτι της στό Λόνγκ Άϊλαντ τήν Παρασκευή τό άπόγεμα. Πώς ή άστυνομία είχε πάρει μό­ νο ένα σημείωμα άπό τούς άπαγωγεϊς καί περίμενε νεώτερες ειδήσεις γιά μιά τελική επαφή.

Ή Αυγή Φέρις άνακάθησε στήν καρέκλα της. —Μις Γκάλλαγκερ, δεν μπορώ νά είμαι σίγουρη, μά... ή Μπέττυ Άλε­ ξάντερ μπορεί νά είναι τό κοριτσάκι μου 1 Σηκώθηκε κΤ άρχισε νά πηγαινο­ έρχεται μέσα στό δωμάτιο. —Δεν τό πίστεψα στήν αρχή, συ­ νέχισε. Όταν όμως βρήκα μιά παι­ δική φωτογραφία του "Εντι καί την συνέκρινα μέ τή φωτογραφία του κο­ ριτσιού, πού δημοσίευσαν οί εφημε­ ρίδες, ένοιωσα έναν κλονισμό, θά μπορούσαν νά εΐναι δίδυμοι ! Καί, σάν αυτό νά μήν ήταν άρκετό, οί ε­ φημερίδες έγραψαν ότι ή Μπέττυ εί­ χε γεννηθή τόν ημέρα πού εΐχε γεννηθή τό κοριτσάκι μου 1 Καί μπορεί νά τήν έχουν δολοφονήσει !... "Εχω τρεις νύχτες νά κοιμηθώ I —Αυγή, είπα χρησιμοποιώντας ε­ πίτηδες τό μικρό της όνομα, καθήστε. Δεν πρέπει ν’ άφήσετε τόν έαυτό σας

8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νά κατάρρευση, έστω κι* άν αυτό πού λέτε εΐναι αληθινό. Άν καί οί πιθανότητες νά είναι αληθινό εΐναι ασήμαντες. Αυτή κάθησε άργά. "Επειτα, άνοι­ ξε τήν τσάντα της καί. έβγαλε ένα απόκομμα άπό εφημερίδα καί μιά παλιά, μικρή φωτογραφία. — Κυττάξτε αυτά, είπε. ΤΗταν ένα απόκομμα πού είχα ξαναδή. ΤΗταν ή φωτογραφία ενός πορτραίτου τής Μπέττυ Άλεξάντερ, φτιαγμένου άπό τόν Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν, εναν ζωγράφο τής μόδας. Ή Μπέττυ ήταν ένα νόστιμο κο­ ρίτσι μέ μύτη στραμμένη πρός τά ε­ πάνω. "Επειτα κύτταξα τή φωτογρα­ φία. Ό άντρας καί τό κορίτσι έμοια­ ζαν πολύ, εκτός άπό τό στόμα τού κοριτσιού, πού ήταν μεγάλο καί καλοσχηματισμένο. "Εμοιαζε περισσότε­ ρο μέ τό στόμα τής Αύγής Φέρις. — Βλέπετε; είπε ή Αύγή. Δεν μπο­ ρεί νά πρόκειται γιά σύμπτωσι. "Εχω συναντήσει ακόμα πιό πα­ ράξενες συμπτώσεις, εΐπα. Εξάλλου, άν ενθυμούμαι σωστά, ή Μπέττυ Ά­ λεξάντερ δέν εΐναι θετό παιδί. Ό Θεόδωρος Άλεξάντερ, ό πατέρας της, άφησε ολόκληρη τήν περιουσία του στήν Μπέττυ άφήνοντας στή γυ­ ναίκα του μόνο ένα εισόδημα, θ’ άφη­ νε τήν περιουσία του σ’ ένα θετό παι­ δί, χωρίς νά άναφέρη πώς εΐναι θετό ; Άπό τήν άλλη μεριά, μού λέτε ότι ή υιοθεσία τού παιδιού σας έγινε μέ μεγάλη μυστικότητα. Άν εΐν’ έτσι, πώς μπόρεσε ό "Εντι νά μάθη ότι τό παιδί σας εΐναι ή Μπέττυ Άλεξάν­ τερ ;

Ή Αύγή άνασήκωσε τούς ώμους της. — Ό "Εντι εΐναι πολύ ικανός σ’ αυτό τό εΐδος τών πραγμάτων, απάν­ τησε. — "Ηρθατε σ’ επαφή μ* αύτόν τόν δόκτορα Ούέρμπερ, ρώτησα, άπό τήν εποχή εκείνη ; — "Εχει άκόμα εκείνο τό σπίτι στήν 60ή Όδό, μά φαίνεται ότι δεν συχνάζει εκεί πολύ. Τηλεφώνησα αρ­ κετές φορές. Μιά ύπάλληλος μέ ρώ­

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


τησε αν ήθελα νά κλείσω ένα ραντε­ βού μαζί του, μά δέν τόλμησα. Βλέ­ πετε δεν μποροϋσα νά είμαι βέβαια. —Καί ξέρατε δτ' ό Ούέρμπερ δεν θά μιλούσε κί’ άν άκόμα είχατε δί­ κιο, συμπλήρωσα εγώ. Εξάλλου, δέν θέλετε νά μάθη ποιά είστε τώρα... Πάντως, ή όπόθεσις αυτή δέν είναι από εκείνες που άναλαμβάνει τό γρα­ φείο μου, Μις Φέρις. ’Άν οί υποψίες σας εΐναι σωστές, θάπρεπε νά άποτανθήτε στήν άστυνομία καί τό “Ο­ μοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων. —Δέν μπορώ νά τό κάνω αυτό καί τό ξέρετε, είπε αυτή κοφτά, θά κατέστρεψα ίσως τό μέλλον μου μέ βάσι μιά απλή ύποψία. Καί δέ θέλω νά καταστρέψω τή ξωή μου γιά δεύ­ τερη φορά. Ή Αύγή Φέρις άνωρθώθηκε καί τά χέρια της έσφιξαν νευρικά τήν τσάντα της. — Δέν σάς ζητώ νά εξιχνιάσετε τήν άπαγωγή, είπε. Σάς ζητώ κάτι πού άνάγεται στήν αρμοδιότητα τοϋ γραφείου σας. Σάς ζητώ νά βρήτε τό βρέφος πού γεννήθηκε άπό τόν "Εντι καί τήν ’Έθελ Ούέλς στις 5 Μαΐου, 1933. θέλω νά μάθω άν ή Μπέττυ Άλεξάντερ εΐναι ή δέν είναι κόρη μου. ι ’Ακούμπησε τήν παλάμη της επά­ νω στό γραφείο κΓ έπειτα τήν άπέπέσυρε άργά. Δυό κολλαριστά χαρ­ τονομίσματα τών χιλίων δολλαρίων μέ κύτταξαν έλκυστικά. Κράτησα τήν άνάσα μου καί είπα : — Αύτό τό ποσό είναι πολύ μεγα­ λύτερο άπό τήν συνηθισμένη μου άμοιβή. —Μά καί ή ύπόθεσις δέν εΐναι συνηθισμένη, θά ψάξετε νά τήν βρήτε ; — θά ψάξω, εΐπα σηκώνοντας τά δυό χιλιάρικα άπό τό τραπέζι. Ή Αύγή έβγαλε τά καλλωπιστικά της σύνεργα καί διώρθωσε τό μακιγιάρισμά της. Καθώς ξανάκλεινε τήν άκριβή τσάντα της, τό μάτι μου συνέλαβε ένα γιαλιστερό άντικείμενο μέσα της. —θά περιμένω νέα σας, Μις Γκάλλαγκερ, εΐπε. —Δόστε μου δυό μέρες, άπάντησα εγώ.

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

Προχώρησε πρός τήν πόρτα μέ βήμα γεμάτο χάρι. Καθώς τήν παρα­ κολουθούσα μέ τό βλέμμα, άναρωτήθηκα γιατί ή Αύγή Φέρις κουβαλού­ σε μαζί της, μέσα στήν τσάντα της, ένα έπινικελωμένο πιστόλι.

Η ΓΚΕ-Ι-Λ ΓΚΑΛΛΑΓΚΕΡ Ε­ ΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΤΩΜΑI

"Οταν ή Αύγή έφυγε, ή Πάτσυ κι’ εγώ άρχίσαμε τή δουλειά γιά νά κερδίσουμε τά όμορφα χιλιάρικα. "Εστειλα τήν Πάτσυ σ’ ένα-δυό γραφεία, ειδικά γιά πληροφορίες σχε­ τικές μέ ήθοποιούς καί, πριν προχωρήση τό άπόγεμα, εΐχα στά χέρια μου έναν φάκελλο γεμάτόν παλιά άποκόμματα άπό εφημερίδες, πού άφωρούσαν τά νεανικά χρόνια τού Έντι Ούέλς. Τό άρχείο, εξάλλου, τού γραφείου μου μάς έόωρε μερικά άκόμα στοιχεία κΓ έστειλα μερικά τηλεγραφήματα σέ διάφορα πρακτορεία, πού συνεργά­ ζονταν μέ τό δικό μου, ζητώντας πληροφορίες καί λεπτομέρειες. "Επειτα, τηλεφώνησα στό Γραφείο Γεννήσεων καί θανάτων. Δέν ήταν ε­ κεί γραμμένο κανένα κοριτσάκι, γεν­ νημένο στις 5 Μαΐου 1933, άπό τόν "Εντι καί τήν ’Έθελ Όύέλς. “Υπήρχε όμως μιά πιστοποίησις γεννήσεως τής Μπέττυ "Αννας, κόρης τού θεοδώρου καί τής Σύλβιας Άλεξάντερ. Ζήτησα νά μοΰ στείλουν ένα άντίγραφο. Συγκέντρωσα επίσης καί ξαναδιά­ βασα κάθε τι πού εΐχαν δημοσιεύσει

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9


οί εφημερίδες για την άπαγωγή. Τό άπόγεμα τής Παρασκευής— σύμφωνα μέ τις εφημερίδες— ή Μπέττυ Άλεξάντερ βγήκε από τό λεωφο­ ρείο του ιδιωτικού σχολείου, δπου φοιτούσε, άποχαιρέτησε τις φίλες της μέ μια κίνησι του χεριού καί πέρασε από τήν αυλόπορτα του μεγάλου σπι­ τιού τής οικογένειας της. κοντά στο Χάντιγκτον του Λόνγκ Άίλαντ. Δεν τήν ξανάδε κανείς. ΤΒταν ένα απλοϊκό καί λιγνό κο­ ρίτσι, κάπως υψηλό για τά δεκατέσ­ σερα χρόνια της. ΤΗταν εξαίρετη κο­ λυμβήτρια καί περίφημη ίππεύς.

ν Υποψιάστηκαν στήν αρχή δυστύ­ χημα, ώσπου τή νύχτα τοϋ Σαββάτου έλαβαν ένα σημείωμα πού ζητούσε τά λύτρα. Τότε τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων άρχισε νά συνεργάζεζαι μέ τήν τοπική άστυνομία στήν άναζήτησι τής Μπέττυ. Στα αποκόμματα, πού είχα συγ“ κεντρώσει υπήρχαν συνεντεύξεις μέ τή μητέρα τής Μπέττυ, τήν Σύλβια Άλεξάντερ, μέ τόν Μ. Ε. Μπάξτερ, τόν δικηγόρο τής οικογένειας Άλε­ ξάντερ, καί μέ τόν Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν, τόν ζωγράφο τής μόδας, πού είχε κάνει τό πορτραϊτο τής Μπέττυ. Είχε βραδυάσει, όταν σταμάτησα μπροστά σ’ ένα μεγάλο, σκοτεινό σπί­ τι, στήν 60ή Όόό. Μια μικρή μετάλ­ λινη πινακίδα έλαμπε στήν πόρτα: «Δοκτωρ Ούέρμπερ». Ανέβηκα τά πέτρινα σκαλοπάτια καί πίεσα τό κουμπί του κουδουνιού. Τό ακόυσα νά κουδουνίζη στα βά­ θη τοϋ σπιτιού.

10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Έπειτα άπό ένα λεπτό, ξαναπίεσα τό κουδούνι, χωρίς νά πιστεύω καί πολύ πώς θάρχονταν νά · μοΰ α­ νοίξουν. —Τί θέλετε; 'Η γκρινιάρικη, ξαφνική αυτή φω­ νή μέ τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε πα­ ραλίγο νά πέσω προς τά πίσω. Στο κατώφλι τής πόρτας στεκόταν ένας γεροδεμένος άντρας μέ άσπρα μαλ­ λιά καί πουκάμισο. —Ποιόν ζητείτε; ρώτησε πάλι μορφάζοντας. — θέλω νά δω τόν δόκτορα Ούέρμπερ. —Δεν εΐναι μέσα. Δέν πρόκειται νάρθη. —Είστε βέβαιος; Ή φωνή τού γέρου μαλάκωσε : —Έχετε ραντεβού μαζί τοο, μάνταμ ; —Ναι, άπάντησα γοργά. Έρχομαι άπό μακρυά... Τά μυωπικά μάτια του μέ κύτταξαν στήν κοιλιά. Νόμισε ΐσως πώς_ ήρθα γιά τόν γιατρό, έπε'δή ήμουν" σ’ ενδιαφέρουσα κατάστασι. — Χμ 1, έκανε. Ό γιατρός έρχεται δποτε τού καπνίση εδώ. Καί δίνει ραντεβού στούς πελάτες του, χωρίς νά μέ είδοποιή. Μήπως ήρθατε πιο νωρίς απ’ δσο πρέπει; — ’Ίσως. Δέν είναι όκτώ καί μισή άκόμα ; —"Οχι, μάνταμ, είπε αυτός πα­ ραμερίζοντας για νά μ’ άφήση νά περάσω. Δέν θάπρεπε νά σάς έπιτρέ' ψω νά μπή, μά έχει υγρασία καί στήν κατάστασι...

Μέ ώδήγησέ μέσα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. "Εβγαλα ένα χαρτονόμισμα άπό τό πορτοφολλάκι, πού είχα στήν τσέπη μου, καί τού τό έδωσα. — Είστε τόσο καλός, μουρμούρισα. Αύτός χαμογέλασε καλόκαρδα. — Παρακαλώ, μάνταμ. Ή γυναίκα μου έχει βρεθή στήν κατάστασι σςχς έντεκα φορές ώς τώρα καί ξέρω πόσο επικίνδυνη είναι ή υγρασία... Κάθησα καί πήρα ένα περιοδΙκό

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


από ενα τραπεζάκι, ενώ ό γέρος έ­ βγαινε άπό τό δωμάτιο. Τόν ακόυσα ν’ άνοίγη μια πόρτα και νά κατεβαίνη μιά σκάλα πρός τό υπόγειο. —Περιμένετε εδώ, μοΟ είπε πριν φύγη. Έχω κάποια δουλειά νά τελειώσω. Ή τύχη ήταν μέ τό μέρος μου. Δεν ήξερα, βέβαια, αν ό δόκτωρ Ούέρμπερ διατηρούσε αρχείο άπό τό 1933, μά άξιζε τόν κόπο νά ψάξω. Γιατί, ϊσως, τά άρχεϊα αυτά μέ πληροφοϋσαν άν ή Μπέττυ ήταν ή δεν ήταν κόρη του Έντι καί τής Έθελ. Ουέλς. 'Όταν τά βήματα του γέρου έπαψαν ν’ άκούγωνται, έβγαλα τά πα­ πούτσια μού, σηκώθηκα καί πλησίασα στήν πόρτα πού χώριζε την αίθουσα αναμονής άπό τό γραφείο. ’Έπιασα τό πόμολο καί τό γύρι­ σα. Ή πόρτα άνοιξε. Πασπατευτά, βρήκα τόν διακόπτη καί τόν γύρισα. Μ’ έλουσε αμέσως δυνατό άσπρο φώς. Γύρισα πάλι τόν διακόπτη, μά ή εικόνα του δωματίου είχε άποτυπωθή στό μυαλό μου καί ήξερα δτι στήν πέρα γωνία του γρα­ φείου υπήρχαν άρχειοθήκες, έπάνω σε μιά άπό τις όποιες ήταν τοποθε­ τημένη μιά λάμπα. Μέ προσοχή προχώρησα καί άνα­ ψα τή λάμπα. Τό φώς της ήταν γλυ­ κό καί άμυδρό.

Μπροστά μου ήσαν δυό άρχειοθή­ κες μέ πράσινα μετάλλινα συρτάρια. ’'Ανοιξα αθόρυβα τό πρώτο συρτάρι. Ήταν γεμάτο άπό κάρτες πελατών μέ τό ιστορικό τους, τήν πάθησί τους καί τή θεραπεία στήν οποία είχαν ύποβληθή. Κάθησα χάμω καί τράβηξα μπρο­ στά μου τό συρτάρι μέ τό γράμμα «Ο». Ούέλλερ... Ούέλλιγκτον... Ουέλς 1 Τό χέρι μου έτρεμε καθώς τρα­ βούσα έξω τήν κάρτα καί τήν διάβα­ ζα στό άμυδρό φώς. Νόρμα Ουέλς... Δέν ήταν αυτό πού ζητούσα. Τό Ιστο­ ρικό καί ή χρονολογία τής κάρτας

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

— 1942— έδειχναν δτι ή Νόρμα Ωύέλς δέν ήταν ή ’Έθελ Ουέλς. Καί δέν υπήρχε καμμιά άλλη Ούέλς στό άρχεϊο. Απογοητευμένη άρχισα νά άνορθώνωμαι αργά. —θά έμενα ακίνητος, άν ήμουν στή θέσι σας, είπε μιά φωνή πίσω μου. Ή φωνή ήταν γκρινιάρικη μά επι­ τακτική. Έμεινα ακίνητος κυττάζοντας τή λάμπα. —ΜοΟ προκαλεϊ έκπληξι, συνέχισε ή φωνή σέ προσβεβλημένο τόνο, τό γεγονός δτι αυτός κατέφυγε σέ τέ­ τοιες μεθόδους. Μέ πέρασε για βλά­ κα ; Γυρίστε πρός τό μέρος μου 1 Για ποιαν μέ έπαιρνε; Γύρισα πολύ αργά καί άντίκρυσα έναν κοντόπαχο, μεσόκοπο άντρα. Ήταν εντελώς φαλακρός καί τό στρογγυλό πρόσωπό του ήταν άτρι­ χο, εκτός άπό ένα ζευγάρι πυκνά φρύδια. Στό παχύ χέρι του κρατούσε ένα μικρό πιστόλι. Μέ έξήτασε, μέ έκνευριστική επι­ μονή, άπό τό καπέλλο μου ως τά χωρίς παπούτσια πόδια μου. — Είστε άμορφη, εΐπε τέλος. Μου τό είχε πή, μά δέν τόν πίστεψα. Βγάλτε τό καπέλλο σας. Τό έβγαλα κι’ αυτός πλησίασε περισσότερο. ν —Νόμιζα πώς ήσαστε κοκκινομάλα, είπε. Καί νόμιζα πώς ήσαστε έ­ ξυπνη ώστε νά μην άνακατευτήτε μ’ ένα σκουλήκι σάν τόν ’Έντι Ουέλς. Άνασκίρτησα άθελά μου. Αυτός τό πρόσεξε αυτό καί τά χείλη του ά­ νοιξαν σ’ ένα δυσάρεστο χαμόγελο. — Καθώς βλέπετε, σάς γνωρίζω, Κόρα. Ό Έντι μσϋ μίλησε γιά σάς, δταν πήγα νά τ,όν δώ σ’ εκείνη τήν τρύπα... τήν περασμένη Πέμπτη. Δέ μου είπε δμως πώς θά σάς έστελνε νά ψάξετε τό γραφείο μου.

Προφανώς ή Κόρα ήταν ή φίλη τοΟ "Εντι καί ή Πέμπτη ήταν ή πα­ ραμονή τής ήμέρας τής άπαγωγής.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


"Ημουν στα ίχνη αύτου πού ζητούσα. —ΆφοΟ γνωριζόμαστε, δόκτωρ Ούέρμπερ, είπα, μπορείτε νά κρύψετε αυτό τό δπΧΓο.* Δέν είμαι ώπλισμένη. Μέ μελέτησε κάτω άπό τά φρύ­ δια του, αποφάσισε νά δεχτή αυτό πού είχα πή, έβαλε τό πιστόλι στην τσέπη τοϋ σακκακιοΰ του καί μου έδειξε μιά καρέκλα δίπλα στο τραπέ­ ζι του. —Καθήστε, Κόρα. 1 Υπάκουσα κι* αυτός καθησε σέ μιά μεγάλη πολυθρόνα πίσω άπό τό τραπέζι. —Εΐστε πολύ άνόητο κορίτσι, εί­ πε μέ τη διαπεραστική κλαψουριστή φωνή του. θά μπορούσα νά ζητήσω τή σύλληψί σας γι’ αυτό πού κάνατε. ΤΗταν μιά μπλόφα. —Ελπίζω νά μήν τό κάνετε αυτό, δόκτωρ Ουέρμπερ, είπα άνοίγοντας διάπλατα τά μάτια μου. Ό Έντι θά θυμώση πολύ. —Δέν καταλαβαίνω γιατί σάς νοιάζει τί σκέσπεται, μουρμούρισε αύ> ι τος. —Μπορεί νά τον άγαπώ. — Πάντως, δέ θέλω σχέσεις μαζί του. Τόσα χρόνια στή Νέα Ύόρκη καί ούτε μιά λέξις εναντίον μου... καί τώρα αυτό τό γελοίο επεισόδιο 1 — Εννοείτε τήν περασμένη Παρα­ σκευή ή... άπόψε; Τά χλωμά μάτια του μέ κύτταξαν σάν στρείδια μέσα άπό τό καβούκι τους. —Άπόψε ; —Δέν συμβαίνει αυτό πού νομίζε­ τε, είπα κάνοντας τή φωνή μου νά τρέμη. Δέν μ* έστ'ειλε ό ’Έντυ εδώ. 7Ηρθα γιατί νόμιζα πώς είστε φίλος του.

Καί πέταξα στήν τύχη μιά φράσι : —Ό ’Έντυ είναι πληγωμένος. —τθέλατε νά πήτε δτι ό Έντι εί­ ναι προσβεβλημένος; —θέλω νά πω δτι είναι τραυμα­ τισμένος άπό σφαίρα. — Άπό σφαίρα!, ξεφώνησε ό ΟύΙρμπερ. Άπό ποιόν ; Πώς ;

12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ;»

—Ήταν ένα άτύχημα. Έκλεισε άπότομα ένα συρτάρι καί τό πιστόλι του, πού ήταν εκεί μέσα, εκπυρσοκρό­ τησε. Ή σφαίρα τόν γρατζούνισε. Προφανώς ό Ούέρμπερ δέν μέ πί­ στευε. — θά έπρεπε μάλλον νά καλέσετε τόν Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. —θά τό έκανα αυτό, μά θά έπρε­ πε νά ειδοποιήσω καί τήν άστυνομία. — Καί ό Έντι δέ θέλει νά δη τήν άστυνομία ; ρώτησε ό Ούέρμπερ παγερά. — Τό ξέρετε αυτό. —Που είναι; —Σ’ εκείνη τήν τρύπα, δπως είπα­ τε ό ίδιος. —Νά πάρη ό διάβολος τήν ήμέρα πού γνώρισα αυτόν τόν άνθρωπο, μουρμούρισε ό Ούέρμπερ. Πάντα φέρ­ νει μπελάδες. —Μά πρέπει ν’ άρθήτε, έπέμεινα εγώ. Δέν μπορείτε νά τόν άφήσετε νά πεθάνη. Αυτό θά προκαλουσε έπέμβασι τής άστυνομίας. θάρθήτε; —Είμαι άκόμα γιατρός, εΐπε αυ­ τός γκρινιάρικα, καί θαρθώ, μολονότι πιστεύω δτι πρέπει κανείς ν’ άφήνη μερικούς άνθρώπους νά πεθάνουν. Μιά ψιλή βροχή έπεφτε, δταν βγή­ καμε έ(ξω. Στή γωνία, μπροστά σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, πήραμε ενα ταξί. Χώθη­ κα μέσα κι’ ό Ούέρμπερ μέ άκολούθησε. Ό Ούέρμπερ έδωσε έναν άριθμό στήν 3η Λεωφόρο. Έμεινα σιωπηλή σ’ όλη τή δια­ δρομή, ενώ τό μυαλό μου δούλευε πιό γοργά άπό τό ρολόι του ταξί. Αύτό μπορεί νά ήταν μιά παγίδα άπό τήν άνάστροφη. "Ισως ό Ούέρ­ μπερ υποκρινόταν πώς έπεφτε στήν παγίδα μου, γιά νά μέ παρασύρη σέ μιά δική του παγίδα. Μά έπρεπε νά άντιμετωπίσω τόν κίνδυνο αύτόν. Είχα μάθει πώς ό Ού­ έρμπερ ,εΐχε σχέσεις μέ τόν Έντι Ούέλς. "Αν, λοιπόν, μέ ώδηγουσε στόν "Εντι Ούέλς, θά μέ ώδηγουσε, ίσως έμμεσα στήν Μπέττυ Άλεξάντερ. Τό ταξί σταμάτησε μπροστά σ’ένα παλιό, μεγάλο κτίριο, άπό εκείνα πού

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


νοικιάζουν δωμάτια γιά γραφεία καί μπεκιάρηδες. Ό Ούέρμπερ πλήρωσε κομ προχω­ ρήσαμε πρός τήν άθλια εϊσοδο του κτιρίου. Μπήκα θαρραλέα, σάν νά ή­ ξερα που πήγαινα. Στο χώλ καθυστέρησα λίγοκι’ ά­ φησα τον Ούέρμπερ νά βαδίση μπρο­ στά. Αύτός μπροστά κι* εγώ ξοπίσω του, άνεβήκαμε στο τρίτο πάτωμα. Εκεί ό Ούέρμπερ μπήκε σ’ έναν κακοφωτισμένο διάδρομο καί σταμάτη­ σε μπροστά σέ μιά πόρτα. —’Άς μπούμε, εΐπε άνυπόμονα. — Δέν...δέν έχω κλειδί, εΐπα.

είχε συμβή. Μόνο πού ό "Εντι ήταν νεκρός. — Εΐναι νεκρός άπό ώρες, είπε σι­ γανά ό Ούέρμπερ. Ποιά είστε ; — Ξέρετε ποιά είμαι. — "Οχι. Δέν είστε τό κορίτσι τού ’Έντι. Είχατε κάποιον λόγο νά μέ παρασύρετε ως εδώ. Είχατε κάποιον λόγο. Σήκωσε τήν τσάντα του καί βγή­ κε στό χώλ. —Φεύγω. Καταλαβαίνετε; Είναι, δική σας δουλειά άν είστε ή Κόρα. Δέν σάς ξέρω ούτε σάς είδα ποτέ !

* "Απλωσα τό χέρι μου καί χτύπη­ σα στήν πόρτα. Δέν πήρα άπάντησι. Ξαναχτύπησα. Ό Ούέρμπερ φυσούσε καί ξεφυσουσε. —Τόν αφήσατε έτσι μόνο I Θά μπορούσε νά μπή κανείς ελεύθερα.,. Γύρισα τό πόμολο. Ή πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Ψυχρός αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο, καθώς άνοιγα τήν πόρτα, καί κατάλαβα δτι κάποιο παράθυρο ήταν ανοιχτό. Βρήκα τόν διακόπτη, άναψα τό φως καί είδα ένα χώλ. — Πού είναι ; ρώτησε πίσω μου ό Ούέρμπερ. Μιά πόρτα ήταν μισάνοιχτη πρός τά δεξιά. —Εκεί ήταν όταν τόν άφησα, είπα. Ό Ούέρμπερ έσπρωξε τήν πόρτα, σταμάτησε, άφησε μιά κραυγή καί παραμέρισε. Ξαπλωμένος επάνω σ’ ένα ανα­ στατωμένο κρεββάτι, μέ τό πουκάμισο καί τό παντελόνι, ήταν ό "Εντι Ούέλς. Τόν άναγνώρισα από τή φωτογραφία, πού μού είχε δείξει ή Αύγή. Μιά φριχτή τρύπα υπήρχε στό μέ­ τωπό του καί αίμα σκέπαζε τό επά­ νω μέρος τού προσώπου του. Ό Ούέρμπερ μέ κύτταξε μέ τά χλωμά μάτια του γεμάτα κατηγορία. Τού είχα πή δτι ό’Έντι είχε χτυπηθή άπό σφαίρα. Καί αύτό ακριβώς

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

☆ "Εσβησα τά φώτα μηχανικά, σάν νοικοκυρά πού βγαίνει γιά τό θέατρο. Ό Ούέρμπερ εΐπε : — Άνοίξτε εσείς τήν πόρτα. Φορείτε γάντια. Υπάκουσα καί βγήκαμε στόν δι­ άδρομο. Ό Ούέρμπερ άρχισε νά τρέχη σχεδόν. Τόν άρπαξα άπό τό μπράτσο. —Μήν τρέχετε !, ψιθύρισα. 'Μιά πόρτα είχε άνοίξει στό βά­ θος τού διαδρόμου. Μιά χοντρή γυ­ ναίκα μέ βρώμικη ποδιά βγήκε. — Είστε ό γιατρός ; ρώτησε τόν Ούέρμπερ. Ό φτωχός κ. Ούέλς. Τό­ σο σπουδαίος νέος. Πώς εΐΥαι ; — Αναπαύεται, γρύλλισε βραχνά ό Ούέρμπερ. Δέν μπορώ νά τού κάνω τίποτα περισσότερο. — "Αχ ! Θά πάω νά τόν δώ σέ λίγο. Εΐναι ή ξανθή κυρία μέσα; Γύρισε;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


— Ή ξανθή κυρία; είπα. — Αυτή πού πήγε για τό γιατρό. —’Ά 1 Δεν είναι μέσα τώρα. — Είναι όμορφη. "Ολο όμορφες κυρίες έρχονται να τόν δουν. Κατεβήκαμε αργά τΙς σκάλες. "Οταν βρεθήκαμε στόν δρόμο, ό Ούέρμπερ δήλωσε. —Έγώ θά πάω δεξιά. Έσεις θά πάτε άριστερά. Καί ξεμάκρυνε, τρέχοντας σχεδόν. Λίγο πιο πέρα, τόν είδα να σταματά ένα ταξί καί νά χώνεται μέσα. Κύτταξα τό ρολόι μου. ^Ηταν δέ­ κα καί δέκα. "Επειτα, γύρισα καί άρ­ χισα νά άπομακρύνωμαι προς τα δε­ ξιά. Ξέρω ότι έπρεπε νά ειδοποιήσω τήν άστυνομία καί νά τούς πω ότι στό τρίτο πάτωμα του κτιρίου υπήρ­ χε ένας νεκρός. Μά δεν ήμουν έτοιμη. "Ηθελα νά σκεψτώ, νά εξετάσω τά διάφορα εν­ δεχόμενα. Ή «ξανθή κυρία», π.χ. Ή Αύγή Φέρις ήταν ξανθή... Διέσχισα τόν επόμενο δρόμο, έναν σκοτεινό δρόμο. "Ακόυσα πίσω μου βήματα, βαρειά καί κάπως άνόμοια. Άργοπόρησα καί τά βήματα άργοπόρησαν πίσω μου. Δέν μου άρεσε αυτό καί ρίγη άρχισαν νά κατεβαί­ νουν στή ραχοκοκκαλιά μου καί μαύ­ ρες σκέψεις νά σχηματίζωνται στό μυαλό μου. Τάχυνα τό βήμα μου. Τά βήματα με άκολούθησαν, βαρειά —ελαφρά, βαρειά—ελαφρά, δείχνοντας ότι αυ­ τός πού ερχόταν ξοπίσω μου κούτσαινε ελαφρά. Στήν επόμενη γωνία έφτασα ακρι­ βώς τήν στιγμή πού άλλαζαν τά φώ­ τα τής τροχαίας καί άναγκάστηκα νά σταματήσω. Τά βήματα σταμάτησαν δίπλα μου. ΤΗταν ένας ψηλός, πολύ ψηλός άν­ τρας. Τό κεφάλι μου έφτανε στό ύ­ ψος του ώμου του. "Οταν μίλησε, ή φωνή του ήταν σιγανή, καθαρή καί επιτακτική. — Πρέπει νά σάς μιλήσω, εΐπε, για μιάν έπίσκεψι πού κάνατε... σ’ £να πτώμα!

14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

Γύρισα τό κεφάλι μου άργά. Ό άντρας εκείνος ήταν τριάντα περίπου χρόνων καί ήταν άριστοκρατικά όμορφος. — Ποιος είστε ; ρώτησα. —"Ημουν έτοιμος νά σάς κάνω τήν ίδια έρώτησι. Είχε δεξίωσι άπόψε ό "Εντι Ουέλς ; "Ωστε κι’ αυτός είχε πάει νά δή τόν "Εντι. —θέλετε νά συζητήσωμε ; ρώτησα. — Μπορούμε νά πάμε με ταξί στό διαμέρισμά μου, πρότεινε αύτός. —·Ή νά πάμε μέ τά πόδια στό υπάρ τού Ντάριο, , δυό τετράγωνα πιο πέρα, άπάντησα. Τό μπάρ τού Ντάριο ήταν τό μό­ νο καλό κέντρο στήν περιοχή εκείνη καί ό Μάϊκ Νάς ήταν μπάρμαν εκεί. Εΐναι καλό νά έχη κανείς έναν φίλο κοντά του σέ παρόμοιες στιγμές. Αυτός κούνησε τό κεφάλι του κα­ ταφατικά καί προχωρήσαμε μαζί. Πο,ά ήταν ή θέσις τού άνθρώπου αυτού μέσα στήν ύπόθεσι εκείνη; Πάντως, δέν ήταν άπό ' τούς τύπους, πού θά μπορούσαν νά κάνουν παρέα μέ τόν "Εντι Ουέλς. Ό Μάϊκ Νάς σήκωσε τό χέρι του γιά νά μέ χαιρετήση, καθώς πλησιά­ ζει στόν μπάγκο καί καθόμουν σ’ένα άπόμερο τραπέζι. Ό άνθρωπος έβγαλε τό καπέλλο του καί τό παλτό του. Τά μαύρα μαλλιά του ήσαν άκατάστατα καί τά έσπρωξε πρός τά πίσω μέ μιά κοφτή κίνησι. Καθώς σήκωνε τό χέρι του, είδα

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


μια σκούρα κηλίδα στην άκρη του μανικιού τοϋ σακκακιοΰ του ! Ό Μάϊκ ήρθε δ ίδιος να πάρη την παραγγελία. — "Εχω λίγο από τό ούΐσκυ πού προτιμάτε, Γκέϊλ, εΐπε. Τοϋ χαμογέλασα καί κούνησα άρνητικά τό κεφάλι μου. Ό συνοδός μου διέταξε τσέρρυ καί ζήτησα κι’ εγώ τό ίδιο. — Φαίνεστε γνωστή εδώ γύρω, Γκέΐλ, είπε ό άνθρωπος δταν ό Μάϊκ απομακρύνθηκε. — Είμαι γνωστή σέ πολλά μέρη, άπάντησα. Καί τοϋ έδειξα την ταυτότητά μου. Αύτός σήκωσε τά φρύδια του. —Χαίρω πολύ, Μις Γκάλλαγκερ, είπε.

"Εβγαλε τό πορτοφόλι του καί μοϋ έδειξε τήν ταυτότητά του. —Λυπούμαι, είπε, μά δεν δίνουν τόσο εντυπωσιακές ταυτότητες στους καλλιτέχνες. — Καλλιτέχνης 1 Διάβασα τό όνσμα : Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν, 5 7η Όδός, 1280. — Ναι, καλλιτέχνης καί σχεδόν γείτονας. Μένω μόνο λίγα τετράγω­ να μακρυά. 7Ηταν ό Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν, ό ζωγράφος πού είχε κάνει τό πορτραϊτο τής Μπέττυ Άλεξάντερ 1 Ό Μάϊκ έφερε τά ποτά. —Άπό τά λόγια σας, κ. Κρέϊν, είπα, έβγαλα τό συμπέρασμα δτι ό κ. Ούέλς σάς προκάλεσε στο δωμά­ τιό του άπόψε... —Ναι. Τουλάχιστον, αύτό ήταν τό όνομα πού μοϋ έδωσε κάποιος πού μοϋ τηλεφώνησε τό άπόγεμα. Έπέμεινε δτι έπρεπε νά πάω. Έπρόκειτο γιά κάτι σπουδαίο, είπε. —Δέν μπορούσε νάρθή νά σάς δη αύτός; — Είχε μιά κάπως δραματική έξήγησι... Εΐπε δτι τόν παρακολουθού­ σαν. Καί μοϋ εΐπε δτι έπρεπε νά πάω μόνος. Εΐχα κάποια δουλειά καί έ­ κλεισα ραντεβού μαζί του γιά τις

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

οκτώ, μά δέν μπόρεσα νά πάω, πριν άπό τις εννέα. Πήγα έκεί καί βρήκα ένα πτώμα. θυμήθηκα τό πτώμα τοϋ ’Έντι Ούέλς καί ρίγησα. —"Εφυγα άμέσως, εΐπε ό Κρέϊν μορφάζοντας. 7Ηταν εννέα καί μισή. Διέσχισα τόν δρόμο, στάθηκα στήν πόρτα ενός κλειστού καταστήματος καί βάλθηκα νά παρακολουθώ τό κτί­ ριο. Μπήκαν μερικοί καί βγήκε μόνο ένας. "Επειτα, εσείς κΓ ό φίλος σας φτάσατε. — Κάνετε γιά αστυνομικός, είπα εγώ. —Εΐδα τό φώς νά άνάβη στό δια­ μέρισμα τοϋ Ούέλς καί νά σβύνη έπειτ’ άπό λίγο καί, λίγα λεπτά αρ­ γότερα, εΐδα εσάς τούς δυό νά βγαί­ νετε άπό τό κτίριο. "Οταν ό “φίλος σας έφι>γε, άποφάσισα νά μιλήσω μαζί σας... Ποιός είναι ό "Εντι Ού­ έλς ; —"Ενας πρώην ηθοποιός. Δέν τόν είχατε ξαναδή πριν ; —"Οχι. Εσείς ; — Οϋτε. Εΐχα μιά περιγραφή του. Τό πτώμα εκείνο ανήκε στόν Έντι. Γιατί δέν ειδοποιήσατε τήν αστυνο­ μία ; — Γιατί' δέν τήν ειδοποιήσατε ε­ σείς ; άντίκρουσε αύτός. —Δέν ήθελα νά μπλέξω, εΐπα. Ή είδικότης μου είναι ή άνεύρεσις χα­ μένων άνθρώπων κΓ όχι οΐ δολοφο­ νίες.

Τόν κύτταζα, καθώς μιλούσα, προ­ σπαθώντας νά μαντέψω τις σκέψεις του, μά αύτός άπλωσε ένα πλατύ χα­ μόγελο μπροστά στό πρόσωπό του ώς προπέτασμα. —Σάς διαβεβαιώ, Μις Γκάλλαγκερ, εΐπε, διι κι’ εγώ δέν έχω είδικότητα στις δολοφονίες. Σάς συνοδεύει συνή'θως ένας γιατρός στις επισκέψεις σας ; — νΗταν... ένας φίλος. Ή γειτονιά εδώ είναι πολύ επικίνδυνη. — Σάς έγκατέλειψε κάπως απότο­ μα, εΐπε αύτός. θά μπορούσε τουλά­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


χιστον νά καλέση ένα ταξί για σας. Τό βλέμμα μου καρφώθηκε στή σκούρα κηλίδα, στην άκρη του μανι­ κιού του. ΤΗταν άραγε δολοφόνος έ­ νας καλλιτέχνης πού ζωγράφιζε μικρά παιδιά; —Ό ’Έντι Ούέλς ήθελε νά σάς δη, είπα, γιατί είχατε κάνει τό πορτραϊτο τής Μπέττυ Άλεξάντερ. Την γνωρίζατε. —Τήν γνωρίζω. Είναι ενα σπου­ δαίο κορίτσι. Δεν θά ήθελα νά τής συμβή τίποτα. —Τί σάς είπε ό Ούέλς από τό τη­ λέφωνο ; —Μου έδωσε απλώς τό όνομά του του κΓαί τη διεύθυνσί του. Φαινόταν πολύ ταραγμένος. Χαμογέλασε. — Ξέρετε, συνέχισε, έχω πάρει μερ'κά γράμματα πού μέ κατηγορούν ότι εγώ άπήγαγα τήν Μπέττυ. Καί... ξέρω τί σκέπτεσθε αυτή τή στι­ γμή, Μις Γκάλλαγκερ: Μπορεί νά σκότωσα εγώ τον ’Έντι Ούέλς. Κσ: τό κίνητρο μπορεί νά είναι ότι ήξερε πώς εγώ άπήγαγα τήν Μπέττυ. — Κάνατε μιά πλήρη περίληψι των σκέψεών μου, κ. Κ'ρέϊν, άπάντησα. Μά... γιατί δεν ειδοποιήσατε τήν α­ στυνομία ; — Ό Ούέλς είπε ότι βρισκόταν ό ίδιος σε κίνδυνο κι’ ότι θά έβαζα σέ κίνδυνο τήν Μπέττυ, αν πήγαινα στήν άστυνομία. Επειδή λοιπόν, τό πρώτο άπεδείχθη σωστό, δίστασα. Κύτταξε όνειροπόλα τό πστήρι του. —Είναι σπουδαίο κορίτσι ή Μπέτ­ τυ, έπανέλαβε, καί δεν θά ήθελα νά τής συμβή τίποτα. Τήν άγαπά κανείς αμέσως μόλις τή γνωρίση καί αύτή άγαπά όλο τόν κόσμο.

ν Εκείνη τή στιγμή, έγινε μιά δια­ κοπή. "Ενα ψηλό, ξανθό κορίτσι μέ κόκκινο άδιάβροχο προχώρησε πρός ένα τραπεζάκι κοντά στόν τοίχο. 'Η καρέκλα τού Κρέϊν βρισκόταν στόν δρόμο της καί αυτός άναγκάστηκε νά

16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

παραμερίση γιά νά τήν άφήση νά περάση. Τό βλέμμα του τήν ακολούθησε νΗταν πολύ ελκυστική. "Οταν ξανα-. κάθησε, ρώτησα : —ΤΗταν θετή κόρη ; — θετή; Τί παράξενη έρώτησις ! Γιατί ρωτάτε; Στό κάτω—κάτω οι Άλεξάντερ είναι πολύ γνωστή οίκσγένεια. —Γνωρίζατε τούς Άλεξάντερ, πριν κάνετε τό πορτραϊτο τής Μπέττυ ; — Ναι. Οί γονείς μου γνώριζαν πολύ καλά τόν πατέρα τής Μπέττυ, τόν Θεόδωρο Άλεξάντερ. Γνωρίζω τή Σύλβια Άλεξάντερ άπό τήν επο­ χή του γάμου της. Αύτή μου παράγγειλε νά κάνω τό πορτραίτο τής Μπέττυ.

Καθώς φεύγαμε, ό Κρέϊν είπε : —Μπορώ νά σάς πάω στό σπίτι σας μ’ ένα ταξί. Μις Γκάλλαγκερ; Σάς ζητώ συγγνώμη, πού σάς πλη­ σίασα έτσι άγενώς στόν δρόμο. Κα­ ταλαβαίνω τό σφάλμα μου τώρα. Δεν είχα λόγους νά τόν έμπιστεύωμαι τώρα περισσότερο άπό πριν, μά έβρεχε πολύ καί δέχτηκα. Περίμενα στήν είσοδο του μπάρ, ενώ αύτός πήγαινε νά φωνάξη ένα ταξί. 'Υπήρχε κάτι πολύ έλκυστικό στόν άνθρωπο αύτόν. Καθώς τόν κύτταζα νά άπομακρύνεται μέσα στήν βροχή, ή εσωτερική πόρτα του προθαλάμου άνοιξε και ή ξανθή μέ τό κόκκινο ά­ διάβροχο βγήκε. Παραμέρισα γιά νά περάση, μά αύτή σταμάτησε ξαφνικά καί μέ κύτ­ ταξε άγρια. —Γ·ατί δέν κυττάτε τή δουλειά σας ; ρώτησε μ’ έναν τραχύ ψίθυρο. Κρατήστε τά χέρια σας μακρυά άπό αύτό πού δέν σάς άνήκει. θά ήταν συνετό αύτό.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


Γύρισε γοργά και απομακρύνθη­ κε, μια κόκκινη λάμψις μέσα στη βρο­ χή. Την ίδια στιγμή ένα ταξί σταμά­ τησε μπροστά μου κΓ ό Κρέϊν βγήκε. —Ή φίλη μας φαίνεται βιαστική, είπε βοηθώντας με να μπω στό ταξί. — Δέν είναι φίλη μου, απάντησα. Καί δεν φαίνεται νά με συμπαθή. — Αύτό συμβαίνει γιατί δέν είχε την εύκαιρία νά σάς γνωρίση περισσό­ τερο, όπως εγώ. ’Έκλεισε τήν πόρτα κι* έδωσε στόν σωφέρ τή διεύθυνσί μου. Τήν θυμό­ ταν άπό τή βιαστική ματιά πού είχε ρίξει στήν ταυτότητά μου !

■^Ηταν πέντε καί τέταρτο, τό επό­ μενο πρωινό, όταν τό κουδούνι τής πόρτας μου άντήχησε. Τυλίχτηκα μέ τή ρόμπα μου, πήγα στήν πόρτα καί ρώτησα; —Ποιός είναι ; — Ό Χάνκ Ντήρυ, Γκέϊλ. "Ανοιξα τήν πόρτα κΓ ό Χάνκ Ντή­ ρυ μπήκε μέσα. ?Ηταν ένας γωνιώδης αστυνομικός μέ γκρίζα μαλλιά, πού είχε συνεργαστή άλλοτε μέ τόν πα­ τέρα μου. ΤΗταν τώρα ένας πρώτης τάξεως ντέτεκτιβ. Τό τετράγωνο πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό, καθώς μέ συνώδευε στήν τραπεζαρία. Δοκίμασα νά καλύψω τήν άνησυχία μου μέ μερικά εύθυμα λόγια. — Γιατί σήκωσες άπό τόν ύπνο ένα κορίτσι ΐόσο νωρίς, Χάνκ ; Τί θάλεγες γιά έναν καφέ ; — Καί τί θάλεγες γιά κάποιον "Εντι Ούέλς; Τόν βρήκαν μέ μιά τρύπα στό κεφάλι σ’ ένα δωμάτιο στήν 3η λεωφόρο χτές τή νύχτα. Ή διεύθυνσις έχει τήν πληροφορία ότι μπήκες στό σπίτι εκείνο χτές τή νύχτα. —Καί τούς είπες ότι δέν πιστεύ­ εις στήν πληροφορία αύτή ; Ό Ντήρυ βλαστήμησε σιγανά. — Τούς είπα κάτι περισσότερο. Τούς είπα ότι στοιχηματίζω τήν ύπόληψί μου, ότι δέν ήξερες τίποτα καί ότι, άν ήξερες κάτι, θά ειδοποιούσες τήν α­ στυνομία.

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

Τά μάτια του ήσαν καρφωμένα ε­ πάνω μου. — ΤΗταν πολύ εύγενικό αύτό εκ μέρους σου, Χάνκ. Μά ή άλήθεια εί­ ναι πώς ήμουν εκεί, είδα τό πτώμα καί δέν ειδοποίησα τήν άστυνομία. Μά δέν τόν σκότωσα εγώ καί δέν ξέ­ ρω ποιός τόν σκότωσε. —Δέν είπα πώς τόν σκότωσες ε­ σύ !, βρυχήθηκε αυτός. Ξέρεις όμως ότι μπορεί νά σου πάρουν πίσω τήν άδειά σου ; Καί τί θά πω στόν Άρχηγό ; Αύτό ακριβώς σκεπτόμουν κΓ εγώ. — Ξέρεις τή δουλειά μου, Χάνκ, είπα. Πήγα νά βρώ τόν ’Έντι Ούέλς γιά ένα χβέος του σ’ έναν πελάτη μου. "Εφτασα πολύ άργά. Αύτό εΤν’ όλο. —Ποιός ήταν μαζί σου; γάβγισε ό Χάνκ. —Κάποιος δόκτωρ Ούέρμπερ. — Πού είναι τό τηλέφωνό σου ; —Στήν κρεββατοκάμαρα. Πήγε εκεί καί τόν άκουσα νά δίνη οδηγίες γιά τόν Ούέρμπερ καί νά δί­ νη τόν αριθμό τού τηλεφώνου μου. Όταν ξαναγύρισε κοντά μου, ήταν περισσότερο λυπημένος παρά θυμωμένος. —Είπα στόν Αρχηγό πώς ήμουν φίλος τού πατέρα σου, Γκέϊλ, καί ότι εγγυώμαι γιά σένα.

ν Πίναμε τόν καφέ μας, όταν τό τη­ λέφωνο κουδούνισε λίγο αργότερα. Ό Χάνκ* πήγε καί άπάντησε κΓ όταν βγήκε άπό τήν κρεββατοκάμαρα, τό πρόσωπό του ήταν βαρύ καί συνο­ φρυωμένο. ■—Μήπως παίζεις μαζί μου, Γκέϊλ; ρώτησε. —Σού είπα τήν αλήθεια, Χάνκ. —Πήραν τόν Ούέρμπερ στό τηλέ­ φωνο, στό σπίτι του, στό Τζέρσεϋ. Είπε πώς έχει δυο μέρες νά ερθη στη Νέα Ύόρκη. Ό οικονόμος του στό σπίτι του, στη Νέα Ύόρκη, είπε τό ί­ διο πράγμα. Τώρα, τί λές εσύ; —Ότι ό Ούέρμπερ ήταν μαζί μου, Χάνκ. Μά, σέ παρακαλώ μη νομίζης οτι ξέρω τίποτα γιά τή δολοφονία.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


Πήγα εκεί για μιαν άλλη δουλειά, πού θά μου άποδώση πολλά, θέλω να την φέρω είς πέρας. Δόσε μου τήν ευκαιρία, Χάνκ. Μη μέ άνακατέψης στη δολοφονία του Ούέλς. Ξέρω ότι μπορείς νά τό καταφέρης αυτό. Δόσε μου δυό μέρες καί τότε θάρθω νά άνοίξω τα χαρτιά μου μπροστά σου. Τόν κατάφερα έπειτα άπό μισή ώρα ικεσιών καί επιχειρημάτων. Βρισκόμουν σέ δύσκολη θέσι. Κά­ ποιος είχε πληροφορήσει τήν αστυνο­ μία γιά τήν έπίσκεψί μου στο διαμέ­ ρισμα τού Ούέλς. Καί ό μόνος άν­ θρωπος, πού μπορούσε νά τό είχε κάνει αυτό, ήταν ό Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν.

Η'ΓΚΕΨΛ ΧΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΠΕΡΙΠΛΕ­ ΚΕΤΑΙ Ό Χάνκ Ντήρυ μοΰ εΐχε δώσει σαράντα οκτώ ώρες γιά νά κάνω τή δουλειά μου καί νά βγω άπό τήν ύπόθεσι εκείνη. Καί ποιά ήταν ή δουλειά μου ; Νά άποδείξω ότι ή Μπέττυ Άλεξάντερ ήταν ή δεν ήταν κόρη τής Σύλβιας Άλεξάντερ. Αποφάσισα, λοιπόν, νά πάω νά κάνω τήν έρώτησι αύτή άπευθείας στην Σύλβια Άλεξάντερ. Δέν ήταν άκόμα μεσημέρι όταν έμπαινα στό κτήμα τών Άλεξάντερ καί σταματούσα μπροστά στό σπίτι?

18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πίσω άπό ένα καινούργιο γκρίζο αυ­ τοκίνητο. —Ή κ. Άλεξάντερ; ρώτησα τόν υπηρέτη πού μοΰ άνοιξε. —"Εχετε ραντεβού μαζί της, μάνταμ; , —Όχι, μά πρόκειται γιά κάτι σπουδαίο... γιά τό κοριτσάκι. Καί τού. έδωσα τήν κάρτα μου. —"Ισως σάς δεχτή ό κ. Μπάξτερ, είπε ό υπηρέτης. Άπό δώ παρακαλώ. Μ’ έμπασε σ’ ένα χώλ, όπου επά­ νω άπό ένα μαρμάρινο τζάκι ήταν κρεμασμένο τό πελώριο πορτραίτο μιας γυναίκας μέ δυνατό σαγόνι καί φόρεμα τού παλιού καιρού. —θέλετε νά μέ δήτε ; Γύρισα γοργά καί άντίκρυσα έναν καλοντυμένο άντρα πενήντα περίπου ετών, Είχε ένα μικρό μουστάκι καί κρατούσε τήν κάρτα μου. — Ό κ. Μπάξτερ; Ήθελα νά δώ τήν κ. Άλεξάντερ, μά ίσως μπορείτε ν’ άπαντήσετε έσεΐς στήν έρώτησί μου: Ή Μπέττυ Άλεξάντερ είναι θετή κόρη; Τό πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. —θετή I Τί αυθάδεια I Νεαρά κυ­ ρία, χρησιμοποιείτε τά προνόμια τού επαγγέλματος σας γιά νά ψαρέψετε συνταρακτικές ειδήσεις γιά τις εφη­ μερίδες ; —Ήρθα έδώ ώς ιδιωτικός ντέτεκτιβ καί όχι ώς ρέπορτερ. Ήρθα νά κά­ νω μιάν έρώτησι πού έχει μεγάλη σημασία γιά έναν πελάτη μου, Είναι θετή κόρη; — Είκοσι πέντε χρόνια εργάζομαι γιά τήν οικογένεια Άλεξάν­ τερ, είπε ό Μπάξτερ τονίζοντας τις τελευταίες τρεις λέξεις. "Οταν τό δι­ κηγορικό μου γραφείο μοΰ άνέθεσε νά εργαστώ γιά τήν οικογένεια, ή κ. θεοδώρου Άλεξάντερ, ή πρώτη, ζοΰσε άκόμα.

ΚΓ έκανε μιά κίνησι γεμάτη σε­ βασμό πρός τό μεγάλο πορτραίτο. —Γνωρίζω τήν κ. θεοδώρου Άλε­ ξάντερ, τή δεύτερη, άπό τήν ημέρα τού γάμου της. "Ημουν σχεδόν πα­

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


ρών στή γέννησι τής’^Μπέττυ. Επο­ μένως, δεν πρέπει νά έχετε καμμιάν αμφιβολία. ?Ηταν τώρα πιό μαλακός. —Είμαι περίεργος, εΐπε, γιατί ό πελάτης σας κάνει την έρώτησι αυτή. —Είχε δώσει τό παιδί της γιά υιοθεσία, εδώ καί δεκατέσσερα χρό­ νια, καί βρήκε ομοιότητες στή φωτο­ γραφία πού δημοσίευσαν ' οί εφημε­ ρίδες. — Είναι στή Νέα Ύόρκη ό πελά­ την ; ρώτησε ό Μπάξτερ συνοδεύοντάς με ώς τήν πόρτα. —Στην Άλαμπάμα, απάντησα. Κατέβηκα τά σκαλιά τής εισόδου αργά. 'Η έπίσκεψις αυτή δεν με είχε οδηγήσει πουθενά, γιατί είχα βασιστή πολύ στήν άντίδρασι τής Σύλβιας Άλεξάντερ στήν έρώτησι μου. 'Όμως, ό Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν γνώριζε τήν οικογένεια Άλεξάντερ πριν γεννηθή ή Μπέττυ. Ό Μοντγκόμερυ Μάξτερ είχε δουλέψει γι’ αύτούς είκοσι πέντε ολόκληρα χρό­ νια καί · ήταν σχεδόν παρών όταν γεννήθηκε ή Μπέττυ. Αυτό έπρεπε νά άποτελή άπόδειξι. Κι* όμως... >^ί Γιά μιά στιγμή, στάθηκα ακίνητη δίπλα στό αυτοκίνητό μου βυθισμένη σε σκέψεις, προσπαθώντας νά συλλάβω κάτι πού μου διέφευγε.ζ , Τότε ακόυσα μιά γυναικεία φωνή, μιά βαθειά φωνή γεμάτη εξουσία. —Δεν θά χρειαστή αυτό, ευχαρι­ στώ.

Καί μιά πόρτα έκλεισε, μιά πόρτα μέ τζάμια. Ό ήχος είχε έρθει από τά δεξιά μου, πίσω από έναν όμορφο φράχτη. Αυτόματα κινήθηκα πρός τό μέρος αυτό, πέρασα άπό μιά πορτούλα καί βρέθηκα μέσα σ’ έναν υπέροχο κήπο. Κάπου, στό βάθος του, διέκρινα άνάμεσα στά κλαδιά τή γωνία ενός κα­ λοκαιρινού περιπτέρου. Προχώρησα ανάμεσα στούς θά­ μνους καί σταμάτησα ξαφνικά. Μέσα σέ μιά δενδροστοιχία, περπατούσαν

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

ένας άντρας καί μιά ψυναίκα. Ή γυ­ ναίκα ήταν ψηλή καί ξανθή καί ό άν­ τρας... ήταν ό Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν. Περπατούσαν άργά κι’ έρχονταν πρός τό μέρος μου. Δέν μπορούσα νά υποχωρήσω, χωρίς, νά μέ δούν. Α­ ποφάσισα νά περιμένω, ώσπου νά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


-πλησιάσουν, και νά προχωρήσω έπει­ τα κάνοντας πώς έμπαινα εκείνη τή στιγμή. Οί στιγμές έμοιαζαν μέ αιώνες. Ή Σύλβια κρατούσε τό χέρι του και μιλούσε ακόμα. Σταμάτησαν στή μέ­ ση τής δενδροστοιχίας. Αυτός κύτταξε τήν ώρα καί είπε κάτι. Άν δεν τήν κυτταζα μέ προσοχή, δέν θά άντίλαμβανόμουν τήν επόμενη κίνησί της. Τό χέρι της βγήκε άπό^ τήν τσέπη τής ζακέττας της καί ά-' κούμπησε στό δικό του. ’Έπειτα αυτός έχωσε κάτι στήν ε­ σωτερική τσέπη του σακκακιου του. Μου φάνηκε σάν μιά δέσμη χαρτονο­ μισμάτων. —Παρακαλώ... δέν είναι τίποτα, τήν ακόυσα νά λέη. Τότε αυτός τής χαμογέλασε, έσκυ­ ψε καί τήν φίλησε. "Επειτα, γύρισε κι* έφυγε άπό μιά άλλη πόρτα του φράχτη, πού δέν είχα προσέξει πριν. 'Η κατάστασις ήταν ευνοϊκή για μένα τώρα. Ό Κρέϊν είχε φύγει καί ή Σύλβια Άλεξάντερ βάδιζε μόνη πρός τό μέρος μου. Κινήθηκα, έτοιμη νά βγώ στον δρόμο της καί νά τής κάνω ένα σωρό έρωτήσεις. Ξαφνικά κάτι μέ χτύπησε στό κε­ φάλι σκληρά. Τρέκλισα. Άστρα φά­ νηκαν γύρω μου μέρα μεσημέρι...

Φωνές κι* ένας διαπεραστικός πό­ νος στριφογύριζαν στό κεφάλι μου> δτα^ άνοιξα τά μάτια μου. — Συνέρχεται, είπε ένας άντρας. Καί άναγνώρισα τον κ. Μπάξτερ, τόν δικηγόρο τών Άλεξάντερ, πού έ­ γερνε επάνω μου μ’ ένα μπουκαλάκι αιθέρα. —Τί μέ χτύπησε ; ρώτησα. — Έγώ, εΐπε κοφτά μιά γέρικη αντρική φωνή. Σάς χτύπησα μ’ ένα μπαστούνι. Γύρισα τό κεφάλι-μου. "Ημουν μέ­ σα σ’ ένα όμορφο δωμάτιο. Είδα έ­ ναν άνθρωπο μέ άσπρα μαλλιά κΓ έ­ να μεγάλο άσπρο μουστάκι.

20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Ποιός είστε; Καί γιατί μέ χτυ­ πήσατε ; — Είναι ό πατέρας τής κ. Άλεξάν­ τερ, ό κ. Ταίϋλορ, είπε ό Μπάξτερ. Νόμισε ότι σκοπεύατε νά έπιτεθήτε εναντίον τής κόρης του. —Μέ τά χέρια μου μόνο ; —Δέν ήξερε πώς ήσαστε άοπλη, εΐπε ό Μπάξτερ άνήσυχα. Καλά θά κάνετε ν' άφήσετε τήν παγοθήκη στό κεφάλι σας. θά πάω νά σάς φέρω έ­ να ποτό. ”Η προτιμάτε τσάϊ ; —θάπρεπε νά φωνάξετε τήν άστυνομία, φώναξε ό Ταίϋλορ. Κανένας δέν μου δίνει σημασία. Άν μέ άκούγατε... Σώπασε, καθώς ή πόρτα άνοιγε καί ή Σύλβια Άλεξάντερ μπήκε ορ­ μητικά. Εΐπε στό γέρο : —Σωπάστε, Μπαμπά I Καί πρόσθεσε άποτεινομένη στον Μπάξτερ : —Πώς εΐναι; — Εΐμαι πολύ καλά, εΐπα εγώ. Γύρισε καί τό πρόσωπό της ήταν συσπασμένο άπό θυμό.

—θά έπρεπε νά φωνάξω τήν άστυνομία, φώναξε. Γιατί χωθήκατε μέσα στό κτήμα μας έτσι χωρίς άδεια ; Πρέπει νά εΐστε εύχαριστημένη πού δέν σάς πυροβολήσαμε. — Εΐμαι. "Ίσως θάπρεπε νά καλέσετε τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Α­ ναζητήσεων, κυρία Άλεξάντερ. — Αυτό άκριβ^ς λέω κι5 έγώ> μούγγρισε ό γέρο —Ταίϋλορ. Ό Μπάξτερ είχε διαφορετική γνώμη. —Δέν θέλουμε νά κάνουμε βιαστι­ κά πράγματα, Μις Γκάλλαγκερ, μουρ­ μούρισε. Εσείς όμως τί γυρεύατε μέσα στον κήπο ; — "Ηθελα νά δώ τήν κ. Άλεξάν­ τερ. — Μά γιατί; Απάντησα εγώ στήν έρώτησί σας τίμια. —Τίμια I, φώναξε ό γέρος. Κανέ­ νας δέν εΐναι τίμιος εδώ! Κανένας δέν λέει τήν άλήθεια. Κανένας δέν

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


κάνει τίποτα για τή μικρή μου τή χαμένη Μπέττυ. —’Ώ, σωπάστε, Μπαμπά !, είπε α­ πότομα ή Σύλβια καί άπομακρόνθηκε προς τό παράθυρο. Εκείνη τή στιγμή φώναξαν τόν Μπάξτερ στό τηλέφωνο. Στήν πόρτα ό Μπάξτερ κοντοστάθηκε καί ύκτταξε παρατεταμένα τή Σύλβια. Έγώ έβγαλα τα καλλωπιστικά μου σύνεργα άπό τήν τσέπη τής ζακέττας μου, πήγα τρεκλίζοντας σ’ έναν μεγάλο καθρέφτη καί άρχισα νά έ«· πισκευάζω τήν πρόσοψί μου. "Ετσι δπως στεκόμουν εΐπα: — Σάς ζητώ συγγνώμη, κ. Άλεξάντερ. Αυτή γύρισε γοργά. —Δέν ήξερα κάν δτι ήσαστε στόν κήπο, ώσπου πέσατε στα πόδια μου, τρομάζοντάς με. ’Από πού ήρθατε; —Άπό τήν πόρτα τού κήπου, κον­ τά στό μέρος δπου είχα άφήσει τό αυτοκίνητό μου. —Γιατί δέν χρησιμοποιήσατε τήν πλάγια πόρτα ; —Υπάρχει πλάγια πόρτα; είπα αδιάφορα. Στό πρόσωπό της έλαμψε μια έκφρασις άνακουφίσεως. — Ναί... ναι I, είπε σχεδόν μέ χαρά. Εΐχε βγάλει τό συμπέρασμα δτι, αφού δέν ήξερα δτι υπήρχε πλάγια •πόρτα, δέν θά είχα δή τόν Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν νά φεύγη. Καί, άν δέν τόν εΐχα δή νά φεύγη, δέν θά τόν είχα δή καθόλου. Είχε γίνει ξαφνικά πρόσχαρη. —Ό κ. Μπάξτερ, είπε, μέ πληρο­ φόρησε για τήν αίτια πού σάς έφε­ ρε εδώ. Είναι γελοίο. Μπορείτε νά πήτε στόν πελάτη σας, δτι ή Μπέττυ είναι δικό μου παιδί, ι

Ό Ταίϋλορ ξεφύσησε καπνό άπό τήν πίπα του καί γρύλλισε : —Αυτό είναι τό πιό παλαβό πράγ­ μα πού έχω ακούσει ποτέ μου ! Ή Μπςττυ είναι φτυστή ή δική μου μη­ τέρα. — Λυπούμαι πολύ για δ,τι συνέβη,

* ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

εΐπε γλυκά ή Σύλβια. Ό πατέρας μου θά σάς πέρασε ώς άπαγωγέα. —Δέν τό σκέφτηκα ποτέ αύτό, α­ πάντησε αυτός καθώς εγώ έβαζα τό παλτό μου, καί τό ξέρεις καλά, Σύλβια. Πάντα έλεγα δτι ή απαγωγή τής Μπέττυ έγινε άπό ανθρώπους του σπιτιού, μά κανένας δέ μ’άκούει. Ή Σύλβια μέ ρώτησε άν ήθελα νά μέ μεταφέρη πίσω στή Νέα 'Υόρκη ό σωφέρ της. — θά ήθελα εκείνο τό τσάϊ, πού μού προσέφερε ό κ. Μπάξτερ. — Βεβαίως, είπε αύτή. "Οταν ή Σύλβια βγήκε άπό τό δω­ μάτιο, ό γέρος μού χαμογέλασε. —Δέν είστε θυμωμένη μαζί μου, έ'; —Όχι, κ. Ταίϋλορ. "Αλλωστε, εί­ χατε δίκιο. Δέν εΐχα καμμιά δουλειά μέσα στόν κήπο. Ασχέτως όμως μέ τήν έρώτησι τού πελάτου μου, προσ­ παθώ νά εξιχνιάσω τήν ύπόθεσι αύτή γιά δικό μου λογαριασμό. Ή Μπέττυ θά είναι σπουδαίο κορίτσι καί θά σάς άγαπά. —Ναί !, είπε αύτός μέ πρόσωπο πού έλαμπε, «Παποΰ, είμαστε φίλοι», μού έλεγε πάντα. ’Ώ, Μις Γκάλλαγκερ 1 Γιά μιά στιγμή φοβήθηκα μήπως βάλη τά κλάματα. —Ακούστε είπα. Ένδιαφέρεστε γιά τή ζωή τής Μίπέττυ. Άν συμβή κάτι, τηλεφωνήστε μου. Τού έδωσα τήν κάρτα μου κι* αύ­ τός τήν άρπαξε σάν πεινασμένος.

Γύρισα στό διαμέρισμά μου, δπου ήπια ένα ουΐσκυ, άνοιξα τή βρύση γιά νά γεμίσω τό μπάνιο καί τηλεφώνησα στό γραφείο. Ή Πάτσυ είχε μερικές άναψορές γιά τόν Έντι Ούέλς. — Αυτά εΐν’ δλα; ρώτηοα. — Περίπου. Ά, ναί! "Εχω τή λη­ ξιαρχική πράξι τής γεννήσεως τής Μπέττυ Άλεξάντερ. —Διάβασέ μου την. — "Ακου : «Έλίζαμπεθ "Αννα, θή­ λυ, Μαΐου πέντε, 1933. Πατέρας: θε­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21


άδωρος Άλεξάντερ. Μητέρα: Σύλβια Ταίϋλορ». —Τά ξέρω δλα αυτά. Τίποτ’ άλλο ; — Υπάρχει και ή υπογραφή τοϋ γιατρού : Άλόϊς Ουέρμπερ. *Ώστε ό Ουέρμπερ ήταν ό γιατρός, πού είχε διεξαγάγει τον τοκετό τής Σύλβιας Άλεξάντερ I Ό Ουέρμπερ, τήν-Α'δια ν μέρα, 5 Μαΐου 1933, είχε περιποιηθή καί ξε­ γεννήσει τήν Αυγή Φέρις, τότε κυρία Ούέλς, χωρίς νά ύπάρχη πουθενά γραμμένη ή γέννησίς αυτή ! "Ηξερα οτι ό Ούέρμπερ γνώριζε τόν Έντι Ούέλς. Γνώριζε δμως καί τόν Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν ; Βρήκα τόν άριθμό του Κρέϊν στόν κατάλογο καί τοϋ τηλεφώνησα. —Χαίρετε, κ. Κρέϊν. Έδώ Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. —Αυτό είναι πολύ ευχάριστο!, φώ­ ναξε ό ζωγράφος. Σκόπευα νά σάς τηλεφωνήσω αργότερα, θά ήθελα νά σάς μιλήσω σήμερα, Μις Γκάλλαγκερ, μά περιμένω ένα σπουδαίο τηλεφώ­ νημα καί δέν μπορώ νά βγω άπό τό στούντιο μου. θά μπορούσατε νάρθήτε έδώ ; ^-θά μπορούσα, σέ μιαν ώρα πε­ ρίπου! — Περίφημα, θά σάς περιμένω. Πριν φύγω για τό διαμέρισμα τοϋ Κρέϊν, τηλεφώνησα στο γραφείο καί έδωσα στήν Πάτσυ τόν άριθμό τηλε­ φώνου τοϋ Κρέϊν, γιά περίπτωσή α­ νάγκης.

ΑΕ Ό Μπάρτ Κρέϊν μοϋ άνοιξε τήν πόρτα. Φοροϋσε ένα παλιό πανταλό­ νι κΓ ένα φανελένιο πουκάμισο. Μέ ώδήγησε στο στούντιο του, ό­ που μοϋ πρόσφερε ού'ίσκυ. Κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα. ΤΗταν μιά ευχάριστη κουβέντα γιά τήν τέ­ χνη καί άλλα παρόμοια. Τό τηλέφωνο κουδούνισε κι’ ό Κρέϊν σήκωσε τό άκουστικό. Άπό τόν τόνο τής φωνής του κατάλαβα δτι δεν ή­ ταν τό σπουδαίο τηλεφώνημα πού μοϋ είχε πή πώς περίμενε. "Όταν γύρισε κοντά μου, τόν ρώ­ τησα ξαφνικά :

22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Πιστεύετε δτι ό θάνατος τοϋ ’Έντι Ούέλς ήταν συμπτωματικός καί άσχετος μέ τήν ύπόθεσι αυτή ; —Δέν ξέρω, άπάντησε αυτός ψυχρά. Μέ τόν ίδιο τρόπο είχε απαντή­ σει σέ πολλές παρόμοιες ερωτήσεις μου, πού είχα κάνει, λιγώτερο άπότομα, στο διάστημα τής συζητήσεώς μας. Σηκώθηκα. Ή ώρα ήταν σχεδόν έξη κΓ έπρεπε νά φύγω κΓ δμως κα­ θυστέρησα λίγο ακόμα κυττάζοντας έξω άπό τό παράθυρο. "Ημουν απογοητευμένη καί κου­ ρασμένη. Είχα έρθει μέ τήν έλπίδα νά άνακαλύψω αν ό Κρέϊν είχε άναφέρει στήν αστυνομία τήν έπίσκεψί μου στόν ’Έντι, αν ήξερε γιά τήν έ­ πίσκεψί μου στό σπίτι τών Άλεξάν­ τερ καί γιατί ή Σύλβια τοϋ είχε δώ­ σει ’έκείνα τά χρήματα. ΚΓ δμως δέν εΐχα μάθει τίποτ* άπ’ δλα αυτά. —Φαίνεστε πολύ όμορφη έτσι ό­ πως στέκεστε εκεί, ψίθύρισε ό Κρέϊν στό αυτί μου πιάνοντάς με άπό τό μπράτσο θερμά. "Εχασα τήν ψυχραιμία μου, χω­ ρίς νά ξέρω γιατί, καί γύρισα άπότομα μέ τό πρόσωπο κατακόκκινο. —Γιατί φιλήσατε τή Σύλβια Ά­ λεξάντερ σήμερα τό πρωί;. Ή σιωπή πού άκολούθησε ήταν τρομερή καί παγερή. Τέλος ό Μπάρτλεϋ Κρέϊν είπε : —Είστε πραγματικά ντέτεκτιβΐ Κά­ θε λέξις σας καί κάθε πόζα σας εί­ ναι καί μιά παγίδα. Αυτό μέ πλήγωσε.

/ —Είμαι ντέτεκτιβ!, είπα άγρια. Μά προσπαθώ νά είμαι τίμια. Μήν κρίνετε όλες τις γυναίκες τό ίδιο, έστω κΓ άν πολλές ποζάρουν γιά σάς... έπαγγελματικώς ή όχι. — Ή έπίσκεψίς σας ήταν επαγγελ­ ματική ; —Γιά τί άλλο νομίσατε πώς ήρ­ θα ; είπα μέ θυμό. Τό τηλέφωνο κουδούνισε. Ό Μπάρτ

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


τό σήκωσε, ενώ εγώ κατευθυνόμουν πρός τήν πόρτα. —Είναι γιά σας... άπό τό γρα­ φείο σας. νΗταν ή Πάτσυ. —Γκέϊλ, εΐπε, φεύγω. Ή Μις Φέρις εΐναι εδώ καί σέ περιμένει. Πρόται, λέει, γιά κάτι σοβαρό. — θά είμαι εκεί σέ δέκα λεπτά, είπα. — Πειράζει πού εγώ φεύγω; Έχω ένα ραντεβού. — Πήγαινε. Είμαι βέβαια δτι ή Μις... Κατάπια τό όνομα. —Είμαι βέβαια ότι δεν θά ένοχληθή περιμένοντάς με μόνη. Στην πόρτα, είπα στόν Κρέϊν : —Σάς ζητώ συγγνώμη, κ. Κρέϊν. Δεν σκόπευα νά κάνω τέτοιες προσω­ πικές ερωτήσεις. —Δέν πειράζει, είπε αύτός ψυχρά. "Αλλωστε, δέν άπάντησα στήν έρώτησί σας.

πα. κΤ όμως όλα αυτά καταλήγουν σ’ ένα μηδενικό... ώς τώρα. Καθισμένη άπέναντί μου, ή Αυγή Φέρις είχε τά χέρια της σφιγμένα ε­ πάνω στήν τσάντα της. Ανάμεσα στά δάχτυλά της κρατούσε ένα κίτρινο χαρτί. ^ —Είμαι βέβαια πώς κάνατε ό,τι μπορούσατε, Γκέϊλ. είπε. ΓΓ αυτό περίμενα νά σάς δώ. θά μπορούσα νά σάς άφήσω ένα μήνυμα μέ τή γραμ­ ματέα σας, μά θέλησα νά μιλήσω σέ σάς. Φέρθηκα πολύ ανόητα. Κάτι συνέβαινε. —Τί θέλετε νά πήτε : —"Αφησα τή φαντασία μου νά μέ παρασύρη, Γκέϊλ. Είμαι σίγουρη τώ­ ρα ότι δέν συνέβαινε τίποτα στήν πραγματικότητα. —Δέν ώνειρευτήκατε, βέβαια, τό σημείωμα έκείνο του Έντι, είπα εγώ. Καί τό γεγονός ότι ό "Εντι δολοφο­ νήθηκε δέν είναι, βέβαια, πλάσμα τής φαντασίας σας. —Διάβασα σήμερα τό άπόγευμα οτι ό Έντι ήταν νεκρός. —ΓΓ αύτό ήρθατε εδώ ; —"Οχι. Αύτό δέν έχει καμμιά σχέσι μέ τόν Έντι. — "Ολα έχουν σχέσι μέ τόν "Εντι. Δολοφονήθηκε καί είδαν μιά ξανθή γυναίκα νά βγαίνη άπό τό διαμέρι­ σμά του. Ή Αύ,γή τινάχτηκε όρθια. —Δέν ήμουν εκεί I Δέν ξέρω κάν πού μένει. Καί σάς λέω ότι αύτό δέν έχει σχέσει μέ τόν "Εντι. Κατάλαβα ότι ή Μπέττυ Άλεξάντερ ,δέν μπο­ ρεί νά είναι κόρη μου. Πολύ ήρεμα ρώτησα : —Γ^ατί είστε τόρο σίγουρη; — 'Απλώς ξέρω.

ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ ΕΠΙ­ ΣΚΕΠΤΗΣ Μ’ ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ

ν

Ή Αυγή Φέρις* ήταν καθισμένη στο μπάγκο, ακριβώς όπως τήν πρώ­ τη φορά πού τήν είχα δη, είκοσι τέσ­ σερις περίπου ώρες νωρίτερα. Τήν ώδήγησα στο ιδιαίτερο γρα­ φείο μου. —Έχω πολλά νά σας πώ, τής εί­

Σηκώθηκα, έκανα τόν γύρο του τραπέζιου καί στάθηκα μπροστά της. — Χτες μου δώσατε μιά μεγάλη α­ μοιβή γιά νά μάθω τί άπέγινε τό παιδί πού γεννήσατε στήν κλινική του δόκτορος Ούέρμπερ, εδώ καί δε­ κατέσσερα χρόνια. — Δέν ήθελα αύτό, απάντησε αύ-

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


λάβη τήν ύπόθεσι. Τότε, θά τούς τά τή, πολύ έντονα. "Ηθελα μόνο να βεβαιωθώ δτι ή Μπέττυ Άλεξάντερ πώ όλα. Τά γαλανά μάτια της ήσαν ψυχρά δεν είναι κόρη μου. Τώρα, έχω βεκαί σκληρά. Καί τό σαγόνι της, σφί­ βαιωθή γι’ αύτό. Τα χρήματα είναι δικά σας, μά ή ύπόθεσις πήρε τέλος. χτηκε, καθώς αύτή πλησίαζε στό τρα­ πέζι μου καί μέ κύτταζε. Έξεφράσθην καθαρά ; —Οί λέξεις εΐναι καθαρές, μά δέν — θά τό κάνετε αύτό ; ρώτησε ή­ , ρεμα. έχουν νόημα,είπα γυρίζονταςστήνκαρέ—Δέν μπορώ νά κάνω διαφορετι­ κλα μου. Απεναντίας, έχω την έντύκά. Τό πράγμα αύτό είναι σαν βρα­ πωσι ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότης δυφλεγής βόμβα. Θά έκραγή οπω­ νά είναι κόρη σας ή Μπέττυ Άλεσδήποτε. ξάντερ. Αργά, ή Αυγή τράβηξε τή μεγά­ —"Οχι, δέν μπορεί νά εί­ ναι ! Δέν μπορώ νά τό δεχτώ αυτό... λη τσάντα της, κάτω άπό τήν άμασχάλη της. θυμήθηκα τό πιστόλι της, — Καθήστε καί άκουστε τα γεγο­ νότα πού έχω. Δέν ύπάρχει ληξιαρμά αύτή έβγαλε άπλώς μιά τσιγαρο­ θήκη. Άρνήθηκα τό τσιγάρο, πού κή πράξις τής γεννήσεως του παιδι­ μου προσέφερε καί συνέχισα, ενώ ού σας, μά την ίδια μέρα ό δόκτωρ αύτή άναβε ένα για τόν εαυτό της : Άλόϊς Ούέρμπερ ύπέγραψε μια βεβαίωσι γεννήσεως του κοριτσιού τής —Δέν ξέρω ποιός σάς πλησίασε, μά πιστέψτε με, Αύγή, δέν είναι τρό­ Σύλβιας Άλεξάντερ, στό διαμέρισμα όπου έμεναν τότε στήν 5η Λεωφόρο. πος αυτός γιά νά προστατεύσετε τό Είδα τή Σύλβια Άλεξάντερ σήμερα παιδί. Ή αστυνομία δουλεύει μέ επι­ μονή καί σχολαστικότητα, θά φτά­ τό πρωί. Είναι γεμάτη άγωνία, μά δέν νομίζω ότι ή άγωνία αύτή άφοσουν οπωσδήποτε ώς εσάς, άργά ή ρά εντελώς τήν Μπέττυ. γρήγορα. Μείνετε δίπλα μου σ’ αύτό —Πήγατε πραγματικά έκεϊ ; τό διάστημα. — Βεβαίως. Πήγα καί ρώτησα αν ή Μπέττυ ήταν θετή. Τό άρνήθηκαν. Ό πατέρας τής Σύλβιας, ό ΝώεΤαίϋλορ καί ό δικηγόρας τους, ό Μοντγκόμερυ Μπάξτερ, ήσαν σχεδόν παρόντες στόν τοκετό. Μά όλοι τους Αύτή έμεινε άκίνητη καί σιωπηλή, έχουν πολλά σίδερα στή φωτιά. Παί­ σάν κούκλα στήν προθήκη ενός κα­ ζουν παιχνίδια. Ασχολούνται μέ κά­ ταστήματος. θε άλλο εκτός από τό νά βρουν τό —θά λυπηθώ άν δέν μείνετε δί­ χαμένο κοριτσάκι. πλα μου, Αύγή, είπα, μά τουλάχι­ στον καταλαβαίνομε ή μιά τήν άλλη καί θά ξέρετε γιατί κάνω αύτό πού κάνω. "Αν αναγκαστώ νά άντιμετωπίσω τήν αστυνομία, θά έχω μέσα προστασίας. "Εχω τήν έγγραφη εντο­ Ή Αυγή σηκώθηκε. νΗταν πολύ λή σας νά βρώ τό χαμένο κοριτσάκι σας. χλωμή. —Δέν παίζω παιχνίδια, .Γκέϊλ. Ό αναπτήρας ήταν άκόμα στό χέ­ Μιλώ σοβαρά. Ή Μπέττυ είναι σέ ρι της. Πλησίασε στή φλόγα του τό κίνδυνο καί γι’ αύτό πρέπει νά έγκίτρινο χαρτάκι πού κρατούσε κΤ αύ­ καταλείψετε τήν ύπόθεσι αύτή. τό άρπαξε αμέσως φωτιά. —Ξέρετε ποιός τήν έχει ; Τό πέταξε μέσα στό μεγάλο με­ —Δέν ξέρω τίποτα, εκτός άπό αύ­ τάλλινο τασάκι, επάνω στό γραφείο τό πού σάς είπα. Πρέπει νά κλείσετε μου. Για μιά στιγμή τό χαρτί συσπάτήν ύπόθεσι. σθηκε μ’ έναν φριχτά ανθρώπινο τρό­ —Μά δέν μπορώ. Είμαι χωμένη πο κΓ έπειτα κατέρρευσε σέ μαύρες ως τό λαιμό. "Εχω μόνο μιά μέρα στάχτες. μπροστά μου, πριν ή αστυνομία άνα—Τί ήταν αύτό ; ρώτησα.

24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


—Ή έγγραφη εντολή μου, είπε αυ­ τή θριαμβευτικά. Εΐπα στη γραμμα­ τέα σας πώς ήθελα να τήν ξαναδια­ βάσω καί αυτή μου τήν έδωσε. Γι’ αυτό σάς περίμενα. "Ήθελα νά με δήτε νά καίω αυτό τό χαρτί. Χαί­ ρετε. ΚΓ έφυγε γοργά !... Τρεις ώρες άργότερα, έφτασα στό διαμέρισμά μου. Καθώς έκλεινα τήν πόρτα καί άπλωνα τό χέρι μου πρός τόν διακόπτη, σταμάτησα ξαφνικά. ’Ένοιωσα ένστικτωδώς τήν παρουσία κάποιου εκεί μέσα. —Μπορείτε νά ανάψετε τό φως, Μις Γκάλλαγκερ, μά μήν κινηθήτε καί μή φωνάξετε. Κατέβασα τόν διακόπτη καί τό δωμάτιο πλημμύρισε από φως. Καθι­ σμένος σέ μιά πολυθρόνα, απέναντι μου, μ’ ένα πιστόλι στό μικρό πα­ χουλό χέρι του, ήταν ό δόκτωρ Ούέρμπερ. Γιά μιά στιγμή, έμεινα εκεί άκουμπημένη στήν πόρτα. "Επειτα, ό φόβος μου έσβησε. —Τά σέβη μου, δόκτωρ! γέλασα, ΙΊάψτε νά μου δείχνετε τά πιστόλια σας. Δεν πρόκειται νά μέ πυροβο­ λήσετε.

"Εβαλε τό πιστόλι στήν τσέπη του. -—"Ωστε ξέρετε τώρα ποιά εΐμαι, εΐπα. —Οί αστυνομικοί ήσαν γοητευτι­ κά ομιλητικοί. «Ή Γκέϊλ Γκάλλαγκερ λέει πώς ήσαστε μαζί της άπόψε». Έκάγχασε δυσάρεστα. — Εΐπα τήν απόλυτη αλήθεια λέγοντάς τους ότι δεν είχα κάν ακού­ σει ποτέ τ’ όνομά σας. Τούς εΐπα έ,πίσης ότι δεν εΐχα έρθει στή Νέα Ύόρκη χτές. Ό Ντέννις, ό οικονόμος μου, κατέθεσε τό ίδιο, γιατί δεν ήξε­ ρε ότι εΐχα πάει έκεϊ. — Γιατί ήρθατε νά μέ δήτε; ρώ­ τησα. —Γιατί θέλω νά είμαι φίλος σας, Μις Γκάλλαγκερ. Εΐμαι καλός άν­ θρωπος. Σήμερα έξήτασα καί έμαθα ότι διεξάγετε τή μικρή δουλειά σας

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

μέ ικανότητα καί τιμιότητα γιά αρ­ κετά χρόνια. Ή δουλειά σας δεν εΐται ή δίωξις των εγκληματιών, αλλά ή άνεύρεσις χαμένων ανθρώπων. Σ* αυτό έχομε κάτι κοινό. —’Ε γ ώ δεν έκανα νά χαθούν άνθρωποι. Κούνησε τό φαλακρό κεφάλι του άποδοκιμαστικά. —Δεν μέ καταλαβαίνετε. Μέ τόν δικό μου τρόπο, έχω επανορθώσει πολλές κοινωνικές αδικίες. — Δέν ισχυρίζομαι ότι ή δουλειά μου είναι τόσο σπουδαία, εΐπα εγώ. —Υποτιμάτε τή δουλειά σας. "Ο­ ταν επιστρέφετε χαμένα άντικείμενα στόν ιδιοκτήτη τους, χαμένους συζύ­ γους στις γυναίκες τους, χαμένα παι­ διά στούς γονείς τους, δέν προσφέρε­ τε κάτι στήν άνθρώπινη ευτυχία ; Εί­ ναι σπουδαία δουλειά καί δέν θά ή­ θελα νά τήν χάσετε.

Ή καρδιά μου άρχισε νά χτυπά γοργά. · —Δέν πιστεύω νά βρίσκεται % σέ κίνδυνο ή δουλειά μου, εΐπα. — Κινδυνεύετε εσείς όμως. — Άπό ποιόν ; — Δέν ξ&>ω. Μά τό άπόγεμα εΐχα ένα τηλεφώνημα άπό έναν πρώην πε­ λάτη μου. I Σώπασε καί εγώ περίμενα μέ τήν ανάσα πιασμένη. * — Άπό τήν Σύλβια Άλεξάντερ. Μου είπε γιά τήν έπίσκεψί σας στό σπίτι της. —Σάς εΐπε ότι μέ χτύπησαν στό κεφάλι; —Ναι. Βλέπετε, λοιπόν; Βρίσκε­ στε σέ κίνδυνο. Εΐχαν τό δικαίωμα ακόμα καί νά σάς σκοτώσουν... Ή κ. Άλεξάντερ βρίσκεται σέ μιά κόλασι άγωνίας γιά τήν τύχη τής κόρης της, πού διατρέχει διπλό κίνδυνο. Δέν εί­ ναι αρκετό αύτό για μιά μητέρα, χω­ ρίς νά έχη θρασείς επισκέπτες πού αμφισβητούν τα -φυσικά της δικαιώ­ ματα επάνω στό παιδί της ; — Άν ύπάρχη άμφισβήτησις φυσι­ κών δικαιωμάτων, αυτή ή στιγμή εΐ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


ναι ή καλύτερη για να τήν διατυπώση κανείς, θά έπεφτε τότε καινούργιο φως ατό ζήτημα τής περιουσίας πού άφησε ό Θεόδωρος Άλεξάντερ. Και ίσως φωτιζόταν τό αϊνιγμα τής δολο­ φονίας του *Έντι Ούέλς. V —Δέν υπάρχει καμμιά σχέσις. Πέ­ φτετε έξω, απολύτως έξω. Είστε σ’ ένα μεγάλο παιχνίδι, όπου παίζονται περιουσίες καί ζωές. Άν είστε έξυ­ πνη, θά άποσυρθήτε. θά πήτε στόν πελάτη σας νά γυρίση στην Άλαμπάμα ή όπου άλλου θέλει, καί νά ξεχάση τήν ύπόθεσι αύτή. Δέν έχει απολύ­ τως κανένα δικαίωμα. "Εχω κάθε άπόδειξι γιά τή γέννησι τής Μπέττυ Άλεξάντερ. Είδατε τά χαρτιά. Μπο­ ρείτε" νά τής τά δείξετε. ?Ηταν ή έπίσκεψις του Ούέρμπερ μιά άνιχνευτική αποστολή ; Δέν ήξερε γιά τήν Αύγή Φέρις ; —Μερικοί άνθρωποι δέν πιστεύουν σ’ αυτά πού διαβάζουν, απάντησα, καί σ’ αυτά πού τούς λένε οί άλλοι. Τέτοιοι είμαστε, ό πελάτης μου κι* έγώ... Καί δέν τρομάζω εύκολα. "Εχω άναλάβει μιάν άποστολή καί θά τήν φέρω εις πέρας, ώσπου νά πάρω μιάν Ικανοποιητική απάντησι.

Σηκώθηκα όρθια καί στάθηκα μπροστά του. — Ξέρω ότι εσείς ξεγεννήσατε τή μητέρα αύτού του παιδιού, δήλωσα. Καί ξέρω πώς ή μητέρα αύτή δέν ή­ ταν ή Σύλβια Άλεξάντερ. Τά χέρια του τινάχτηκαν πρός τά επάνω, σαλεύοντας σαν δυό μικρές νυχτερίδες. Γιά μερικές στιγμές, φαν­ τάστηκα πώς θά μέ χτυπούσε. "Επει­ τα, ξαφνικά, άφησε τά χέρια του νά πέσουν. —Πόσα θέλετε; κλαψούρισε μέ σπασμένη φωνή. "Εχω πολλά χρήμα­ τα. θά σάς πληρώσω καλά γιά νά ά­ ποσυρθήτε. — Δέν είμαι γιά πούλημα, δόκτωρ Ούέρμπερ. —Μά εκείνη ή άλλη γυναίκα... ό πελάτης σας... θά χρειάζεται χρήματα. ’Άν δέν ήξερε ότι δέν χρειαζόταν

26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χρήματα, δέν ήξερε ότι πελάτης μου ήταν ή Αύγή Φέρις. —Δέν έχομε τίποτ* άλλο νά πού­ με, δόκτωρ Ούέρμπερ, είπα. Μέ συγχωρείτε τώρα... —θά βρήτε τόν μπελά σας από τήν άστυνομία, γρύλλισε. Αυτό θά συμβή! Άνασκιρτήσαμε κι’ οί δυό, όταν τό κουδούνι άντήχησε. — Ποιός είναι ; ρώτησε ό Ούέρ­ μπερ. —"Ισως ό Ντέτεκτιβ Χάνκ Ντήρυ. —"Ω, γιά όνομα τού θεού I, μουρ­ μούρισε ό Ούέρμπερ. Δέ θέλω νά τόν δω. Άρπαξε τό παλτό του καί τή τσάντα τουί — Άπό πού θά βγω; Άκούμπησα συόν τοίχο καί τού έ­ δειξα τήν έξοδο υπηρεσίας. Ό Ούέρ­ μπερ βγήκε βιαστικά κΓ έγώ κινήθη­ κα πρός τήν πόρτα, ενώ τό κουδούνι αντηχούσε πάλι.

Αύτή τή φορά, ήμουν πιό προσε­ κτική. Πήρα τό πιστόλι μου άπό τό συρτάρι τού κομοδίνου καί έβαλα τή μικρή άντιδιαρρηκπική άλυσίδα στήν πόρτα, πριν τραβήξω τόν σύρτη. Ή πόρτα άνοιξε μερικά μόνο ε­ κατοστά. Άπό τό στενό άνοιγμα, μέ κύτταξε ό ζωγράφος, ό Μπάρτ Κρέϊν. —Μεγάλες προφυλάξεις !, είπε κα­ θώς έβγαζα τήν άλυσίδα κΓ έκρυβα τό πιστόλι. -—Δέν δέχομαι όποιον όποιον,άπάντησα. — Ευχαριστώ. Ή συμπεριφορά του δέν έδειχνε ότι θυμόταν τις τελευταίες εκείνες δυσάρεστες στιγμές στό στούντιο του καί τήν αγενή έρώτησί μου. Μπήκε στήν τραπεζαρία σάν νά τόν είχα προσκαλέσει. — Είναι κάπως αργά γιά επισκέ­ ψεις, είπε, μά ήθελα νά σάς μιλήσω. Σάς τηλεφώνησα στις οκτώ. —"Ελειπα. Καί είμαι πολύ κου­ ρασμένη. Επομένως, άν είστε σύν­ τομος, θά μέ εύχαριστήσετε. Βέβαια

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


Θά ήρθατε νά μου πήτε νά άποσυρθώ από τήν ύπόθεσι Άλεξάντερ. Κά­ νω κάτι πού ξεπερνά τίςδυνάμεις,μουέ ; —Τί θέλετε νά πήτε; —Τρεις φορές σήμερα μέ διέτα­ ξαν ν’ άποσυρθώ. ’Έ, λοιπόν, δέν πρόκειται νά άποσυρθώ.

— Δέν σάς διατάζω, Γκέϊ'λ. Σάς δίνω μόνο μιά συμβουλή... γιά τό καλό σας. — Ναι, ναι !, είπα άπότομα μέ θυ­ μό. Πάντα γιά τό καλό μου 1 Υπάρ­ χει κίνδυνος... μεγάλος, σκοτεινός κίνδυνος I Έ ; —Δέν είμαι βέβαιος. Υπάρχει· έ­ νας πολύ σαφής κίνδυνος... μολονότι δέν ξέρω τήν προέλευσί του. Τό παι­ χνίδι είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο. ιΗ άπαγώγή φέρνει τήν ποινή τοϋ θανά­ του καί, δταν ένας άντρας κινδυνεύει, είναι Ικανός γιά δλα. «’Ή μιά γυναίκα!», πρόσθεσα μέ­ σα μου. —Δέν μιλούσατε μέ τόν ίδιο τρό­ πο σήμερα τό άπόγεμα στό στούν­ τιο σας, είπα. Γιατί άλλάξατε τρόπο προσεγγίσεως ; —Συνέβησαν μερικά πράγματα μετά τήν άναχώρησί σας. — Πήρατε κανένα της τηλεφώνημα; —Είχα έναν επισκέπτη... Τήν Σύλβια Άλεξάντερ.

Δέν εξεπλάγην. — Ή μέρα της ήταν πολυάσχολη, είπα. —Μα καί πολύ δυσάρεστη. Εί­ ναι πέντε μέρες πού άπήγαγαν τήν Μπέττυ. Τό κοριτσάκι βρίσκεται σέ διπλό κίνδυνο. Καί κάθε μέρα πού περνά είναι μιά κόλασις αγωνίας γιά

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

τή μητέρα της. Καί χειροτερεύσατε τά πράγματα κάνοντάς της ερωτή­ σεις γιά τή γνησιότητα τής μικρής. "Εβγαλε τήν πίπα του άπό τήν τσέπη του. — Κατάλαβα, δταν φύγατε, πρόσθεσε γεμίζοντας τήν πίπα του, δτι οί περισσότερες ερωτήσεις σας άφοροϋσαν τήν Μπέττυ καί τούς γονείς της. Νόμιζα δτι είχατε στον νου σας μό­ νο τής μικρής τό συμφέρον. —Άν ναι, απάντησε μέ θυμό, εί­ μαι ή μόνη πού ένδιαφέρεται πραγ­ ματικά γιά τό κοριτσάκι. Ή Σύλβια Άλεξάντερ ήταν πανικόβλητη σήμερα τό πρωί, ώσπου τής έδωσα νά καταλάβη δτι δέν σάς είχα δη μαζί της στόν κήπο. ’Έ, λοιπόν, σάς είδα ! Τά είδα δλα 1 — Τί εννοείτε...δλα ; —Αυτό πού είπα. Τήν είδα νά σάς δίνη τά χρήματα. Ό Μπάρτ Κρέΐν πήρε τό παλτό του. — "Εχετε λόγους νά άμφιβάλλετε γιά-μένα, Γκέϊλ. είπε. Καί δέν έχω πολλούς λόγους νά σάς έμπιστεύωμαι. "Ισως, έπειτα άπό τό βράδυ αυ­ τό, τά πράγματα άλλάξουν. —Τίποτα δέν άλλαξε. Σάς είπα δτι δέν πρόκειται νά έγκαταλείψω τήν ύπόθεσι. — Χρειάζεστε άνάπαυσι. Οί ώρες αυτές ήσαν κουραστικές καί...εκπλη­ κτικές γιά δλους μας. Έγώ προσω­ πικός βρίσκομαι σέ δύσκολη θέσι. Σήκωσε τό καπέλλο του καί πρόσθεσε άργά : —Νομίζω...δτι είμαι ερωτευμένος.

ιΗ πόρτα άνοιξε κι’ έκλεισε. Ό Μπάρτ είχε φύγει.' Πήγα στό παράθυρο καί άκούμπησα τό μέτωπό μου στό ψυχρό τζά­ μι. "Ισως ό Ούέρμπερ είχε δίκιο. Τό παιχνίδι ήταν πολύ μεγάλο γιά μένα. "Ισως οί προσπάθειές μου έβαζαν τήν Μπέττυ σ’ αυτό πού ό Ούέρμπερ ώνόμαζε διπλό κίνδυνο. Διπλό κίνδυνο 1 Οί λέξεις αυτές βούϊζαν μέσα στό μυαλό μου, χτυ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27


πώντας μιά χορδή, πού δεν μπορούσα νά προσδιορίσω. Βαριεστημένη καί κουρασμένη κ^ύτταξα κάτω στόν ήσυχο δρόμο. Είδα τόν Μπάρτ νά μπαίνη σ’ ένα ταξί, θά ήταν κι* αυτός κουρασμένος γιά νά παίρνη ταξί. Τό σπίτι του βρι­ σκόταν λίγα τετράγωνα μόνο μακρυά. Πήγαινε δμως στό σπίτι του ; Αναπήδησα ξαφνικά. Διπλός κίν­ δυνος 1 Ό Μπάρτ κΓ ό Ούέρμπερ τό είχαν πή αυτό. Κάποιος είχε χρησι­ μοποιήσει τή φράσι αυτή μιλώντας καί στόν ενα καί στόν άλλο. ’Ή ό έ­ νας απ’ αυτούς τήν είχε χρησιμο­ ποιήσει μιλώντας στόν άλλο. Καί είχαν χρησιμοποιήσει κι* οί δυό μιάν άλλη φράσι: «Κόλασις α­ γωνίας». «"Ισως, έπειτα άπό τό βράδυ αυ­ τό, τα πράγματα αλλάξουν, είχε πή ό Μπάρτ. "Ισως τό βράδυ αυτό ήταν τό τέ­ λος. Δέν πήγαινε στό διαμέρισμά του. Πήγαινε νάρθή σ’ επαφή μέ τούς άπαγωγεΐς. Αμέσως, ολόκληρη ή κατάστασις ξεκαθάρισε γιά μένα. Οί άπαγωγεΐς εΐχαν έρθει σε δεύτερη επαφή μέ τήν οικογένεια Άλεξάντερ. Αύτό εξηγού­ σε τά χρήματα, πού ή Σύλβια εΐχε δώσει στόν Μπάρτ, τήν άγωνία της γιά τήν παρουσία μου καί τό γεγο­ νός δτι δεν μέ είχε παραδώσει στήν άστυνομία. Ό Ούέρμπερ ήταν κι’ αύτός άνακατεμένος μέ κάποιον τρόπο. Δέν μπο­ ρούσα νά πιστέψω δτι αύτός είχε άπαγάγει τήν Μ-πέττυ. Κι* δμως ήθελε νά μέ πληρώση γιά νά άποσυρθώ. Γιατί; Τότε ή λογική άπάντησις ήρθε στό μυαλό μου. Αύτός είχε τήν Μπέττυ 1 Τό κοριτσάκι θά ήταν στό σπίτι του !

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ 28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Η ΓΚΕΤ-Λ ΓΚΑΛΛΑΓΚΕΡ Ε­ ΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΠΑΛΙ ΕΝΑ Π Τ Ω Μ ΑΙ

Αργότερα, τό ϊδιο βράδυ, βρισκό­ μουν μπροστά στό σπίτι τοΰ γιατρού.. ^Ηταν όλοσκότεινο καί φαινόταν άπόρθητο σάν φρούριο. "Ενοιωσα ρίγη μέ τό νά τό κυττάζω απλώς. Τό σπίτι εΐχε ένα στενό πέρασμα, πού χώριζε τόν άνατολικό τοίχο άπό τό γειτονικό σπίτι. Χώθηκα μέσα στό πέρασμα αυτό, πού προφανώς χρησί­ μευε ώς έξοδος υπηρεσίας. Τό μέρος ήταν πιό σκοτεινό κΓ ά­ πό μιά τσέπη καί μύριζε υγρασία. Τόλμησα νά άνάψω γιά μιά στιγμή τό φανάρι μου γιά νά προσανατολι­ στώ. Τό πέρασμα ήταν ελαφρά κατηφο­ ρικό κι’ έφτανε στό ίδιο ύψος μέ τό κελάρι. Στό βάθος ύπήρχε μιά ξύλι­ νη καγκελόπορτα. Τήν έσπρωξα καί άνοιξε χωρίς τό παραμικρό τρίξιμο. Τήν έκλεισα πίσω μου καί βρέθη­ κα μέσα σέ μιάν αυλή, πού φωτιζό­ ταν αβέβαια άπό τήν άνταύγεια τού ουρανού. Μελέτησα τό πίσω μέρος τού σπι­ τιού. ΤΗταν τόσο σκοτεινό δσο καί τό μπροστινό. Ύπήρχε ένα εΐδος βεράν­ τας καί δυό πόρτες πού έβλεπαν εκεί. Έκει ήταν, δπως ήξερα, τό γραφείο τού Ούέρμπερ καί οί άρχειοθήκες. ^Ησαν οί πόρτες εκείνες έφωδιασμένες μέ άντιδισρρηκτικές συσκευές ; Αμφέβαλλα. 'Ο Ούέρμπερ φαινόταν

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


νά μήν έπιθυμοΰσε πολύ μιαν έπέμβασι τής αστυνομίας. Σκαρφάλωσα στη βεράντα κι* έ­ μεινα ακίνητη, με την πλάτη κολλη­ μένη επάνω στην πόρτα κυττάζοντας γύρω τό σκοτάδι με τό μυαλό γεμά­ το υποψίες παγίδας.

’Έπιασα τό πόμολο και τό γύρι­ σα. 'Η πόρτα άνοιξε άργά. Τά δάχτυλά μου σφίχτηκαν επά­ νω στό πόμολο καί ένα ρίγος διέτρεξε την επιδερμίδα μου. Τά πράγματα εξελίσσονταν μέ ύποπτο τρόπο εύ­ κολα. Μέ παρακολουθούσε καί είχε ξε­ κλειδώσει την πόρτα; Τά πόδια μου ήσαν δύσκαμπτα, μά πέρασα άπό τό άνοιγμα τής πόρ­ τας μέ μικρά βήματα χορού, κρατών­ τας τό σώμα μου τεντωμένο, σάν νά μή συμπαθούσα καθόλου τόν συγ­ χορευτή μου. Ή άνάμνησις του γραφείου του δόκτορος Ούέρμπερ ήταν καθαρή στό μυαλό μου. Τό τραπέζι στό κέντρο. Οί άρχειοθήκες μέ τή φορητή λάμπα προς τά δεξιά μου. "Έκλεισα τήν πόρτα πίσω μου, ά­ πό τό φόβο μήπως-,κλείση μέ βρόντο άπό κανένα ρεύμα. Συνέχισα τά άργά, χορευτικά μου βήματα πρός τό μέρος τών αρχειο­ θηκών. Καί τότε ξαφνικά κάτι άγγιξε τό πόδι μου καί τυλίχτηκε γύρω άπό τόν αστράγαλό μου. Σταμάτησα στή μέση τού βήματός μου, μέ τά δάχτυ­ λα άκουμπημένα χάμω. Κατάφερα νά καταπιώ μιά κραυ­ γή, πού δοκίμασε νά άναπηδήση άπό τό λαρύγγι μου, καί βρήκα τό φαναράκι μου στήν τσέπη μου. Τό έστρεψα πρός τά κάτω καί εί­ δα τι ήταν τυλιγμένο τό πόδι μου. Ήταν ένα μεγάλο κομμάτι σκού­ ρου χαρτιού, άπό εκείνα πού βάζουν κάτω άπό τά χαλιά. Αναστέναξα άπό άνακούφισι καί

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ .

έσκυψα γιά νά έλευθευρώσω τό πόδι μου. Καθώς έσκυβα, τά βλέμμα μου ταξίδεψε έξω άπό τόν μικρό κύκλο φωτός, πού έρριχνε χάμω τό φαναράκι μου. Κάτι διαφορετικό ύπήρχε, κάτι πού δέν ύπήρχε τήν προηγούμενη φορά, πού είχα έπισκεφθή τό δωμά­ τιο. ’Έρριξα γύρω τή δέσμη τών άκτίνων καί είδα ένα σκονισμένο πάτω­ μα. Ήταν γυμνό. Κι* δμως τήν προ­ ηγούμενη φορά ήταν σκεπασμένο μ’ ενα χαλί. Άνωρθώθηκα γοργά, ξεχνώντας κάθε προφύλαξι καί περιέφερα τό φώς μέσα στό δωμάτιο. Ήταν εντελώς άδειο.

/

Τό διέσχισα γοργά καί πήγα κον­ τά στήν πόρτα, δπου ύπήρχε ό ήλεκτρικός διακόπτης. Τόν κατέβασα, μά δέν συνέβη τίποτα. Δέν ύπήρχε φώς. Τό συμπέρασμα ήταν απλό. Ό Ούέρμπερ είχε μετακομίσει. Ό Ούέρμπερ ήταν μιά άλεποΰ. "Ισως τήν περασμένη νύχτα, ενώ μι­ λούσα μαζί του μέσα στό γραφείο, ή Μπέττυ βρισκόταν σέ κάποιο δωμά­ τιο επάνω. Ίσως, άφοΰ μέ παράτησε μπροστά στό σπίτι του Έντυ Ούέλς, γύρισε εδώ καί τήν μετέφερε στό Τζέρσεϋ. Ίσως καί νά είχε μετακομίσει λίγες μόνο ώρες πριν. "Ισως είχε έρθει νά μέ δή στό διαμέρισμά μου γιά νά κερδίση καιρό. Δέν μοΰ έμενε παρά νά φύγω. Ά­ νωρθώθηκα καί... πάγωσα I 'Ένας ή­ χος... τό τρίξιμο μιας σανίδας... έπει­ τα ένας άλλος ήχος I Στεκόμουν κοντά στήν πόρτα τού μεγάλου προθαλάμου. Γύρισα τό πόΓολο, άφησα τήν πόρτα νά άνοιξη καί πρόβαλα τό κεφάλι μου μέ τό αύτί στημένο. Μήπως είχα βιαστή νά βγάλω συμπεράσματα ; Μήπως αύτό μόνο τό πάτωμα εΐχε κενωθή ; Μήπως τά δω­ μάτια επάνω ήσαν κατειλημμένα ; Μέ τό πιστόλι στό χέρι έκανα ένα

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


βήμα. *'Ακόυσα ένα τρίξιμο. Ήταν οί σανίδες κάτω από τα πόδια μου ή κάτω από τα πόδια ένός άλλου ; Τό δωμάτιο ήταν άδειο. Τό διαι­ σθανόμουν αυτό. Μήπως δμως υπήρ­ χε κάποιος άλλος σ’ ενα από τά δω­ μάτια γύρω ; Πήρα τήν άπόφασί μού καί μιά βαθειά ανάσα και άρχισα νά διασχί­ ζω τό δωμάτιο περπατώντας αθόρυ­ βα επάνω στό γυμνό πάτωμα. Καί τότε ξαφνικά τό πόδι μου σκόνταψε επάνω σέ κάτι κι* έπεσα εμπρός, με τό κεφάλι πρώτο, χτυπών­ τας τό πηγούνι μου επάνω στό πά­ τωμα. «θά είναι κανένα τυλιγμένο χαλί», είπα στόν εαυτό μου καθώς άνωρθωνόμουν. Τότε, ένοιωσα κάτι υγρό καί κολ­ λώδες στό αριστερό μου χέρι. Τά δά­ χτυλά μου έμειναν ακίνητα, ενώ τό δεξί μου χέρι έψαχνε γιά τό φανάρι καί τό άναβε.

Σιγά-σιγά σάν υπνωτισμένη, άποτραβήχτηκα από τό πράγμα, επάνω στό όποιο εΐχα σκοντάψει. Ό στρογγυλός όγκος ήταν σκε­ πασμένος άπό ένα αντρικό παλτό. Σηκώθηκα άργά καί έσπρωξα τό φανάρι μου πρός τά εμπρός. Φώτισα τό στρογγυλό πρόσωπο, τά συσπασμένα χείλη καί τά γουρλωμένα, νεκρά μάτια τοϋ δόκτορος Άλόϊς Ούέρμπερ ! Ή κραυγή πού άφησα, άντηχώντας μέσα στό άδειο σπίτι μ’ έκα­ νε νά συνέλθω. Δεν ξέρω άν ήταν μιά μόνο κραυγή ή άν είχε κρατήσει μιά ολόκληρη ώρα. Ό χρόνος δέν εί­ χε κανένα νόημα, γιά μένα. Μιά κραυγή μέ ξανάφερε στόν ε­ αυτό μου καί στόν κίνδυνο πού διέτρεχα. Γιά ενα διάστημα έμεινα συσπει­ ρωμένη, φράζοντας μέ τήν παλάμη μου τό στόμα μου καί προσπαθώντας νά ανακτήσω τήν αυτοκυριαρχία μου. "Επειτα τράβηξα τό κασκώλ μου, σκούπισα τό αίμα άπό τά δάχτυλά

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μου καί έχωσα τό κασκώλ στήν τσέ­ πη μου. Τέλος προχώρησα πάλι πρός τά εμπρός καί ξαναφώτισα τό κορμί ε­ πάνω στό πάτωμα. Ό Ούέρμπερ είχε πυροβοληθή στό στήθος καί στό λαιμό, μά δεν είχε πεθάνει άμέσως όπως ό ’Έντι Ούέλς. Είπε πέσει, είχε συστραφή καί, άν κρίνη κανείς άπό τή στάσι του, είχε δοκιμάσει νά άνορθωθή. Τό μικρό, παχουλό χέρι του ήταν απλωμένο, σάν νά προσπαθούσε νά πιάση κάτι έκεϊ, στήν άκρη τής λιμνούλας άπό αΐμα.

"Εσκυψα. Υπήρχε κάτι στό χέρι αύτό. Ήταν ένας στυλογράφος. Μέ προσοχή έκανα τό γύρο του σώματος. Τό χαρτί επάνω στό όποιο έγραφε έπρεπε νά βρισκόταν κοντά του, μά δεν ήθελα νά μετακινήσω τό κορμί... γιά πολλούς λόγους. Πάντως, κατάφερα νά άναγκάσω τόν εαυτό μου νά σηκώση τήν άκρη του παλτού μέ τό φανάρι. Είδα έκεΐ ένα χαρτί. Γεμάτη τα­ ραχή, έσκυψα περισσότερο. Αναγνώρισα τόν γραφικό χαρα­ κτήρα. Ήταν ό ίδιος μ’ εκείνες τις κάρτες τής αρχειοθήκης τού Ούερμπερ. Είχα γράψει μόνο τήν αρχή μιας λέξεως, τρία γράμματα, πού έκαναν πιό έντονο τό ρίγος πού ένοιωθα κι­ όλας. «Γόρ...» Τί ήταν αύτό ; Ή ποιος ήταν ; Ό δολοφόνος του ; Ό άπαγώγεύς ; Αυ­ τή τή φορά ό Ούέρμπερ δεν είχε βρή μιά έξοδο. Είχε βρεθή φάτσα μέ φά­ τσα μέ τό δολοφόνο του, μέ τόν δο­ λοφόνο τού ’Έντι Ούέλς ! Βγήκα μέ προσεκτικά βήματα στό χώλ, βρήκα τό πιστόλι μου εκεί, οπού αύτό είχε χτυπήσει στόν πέρα τοίχο δταν ξέφυγε άπό τό χέρι μου, καί έσκυψα γιά νά τό σηκώσω. Τά δάχτυλά μου άγγιζαν τό ψυ­ χρό μέταλλο, δταν μέσα στό σιωπη­

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


λό σπίτι αντήχησε τό διαπεραστικό κουδούνι τής εισόδου. Στόν ήχο του κουδουνιοϋ έπεσα εκεί δπου βρισκόμουν σβήνοντας τό φανάρι μου ενώ ή καρδιά μου σφυροκοπουσε άγρια τά πλευρά μου. Τό κουδούνισμα ξανακούστηκε ε­ πιτακτικό. Ακολούθησε ένα χτύπημα μετάλλου επάνω στο κρύσταλλο τής πόρτας καί ενα τράνταγμα. Κάποιος ήθελε να μπή. Κάποιος πού ήξερε πώς ό Ούέρμπερ βρισκόταν εκεί. "Επρεπε να φύγω! Διέσχισα τό χώλ με τά τέσσερα και πριν περάσω στό άλλο δωμάτιο έρριξα μιά ματιά στήν πόρτα τής εισόδου, άπό τόν μι­ κρό προθάλαμο τοϋ σπιτιού. Έκεϊ, στό κρύσταλο τής πόρτας, είδα ένα πρόσωπο νά κυττάζη πρός τά μέσα. ΤΗταν τό πρόσωπο του Μπάρτ Κρέϊν 1

Αφήνοντας μιά κραυγή ώρμησα στήν πόρτα, τράβηξα τό σύρτη καί την αλυσίδα καί άνοιξα. Ό Μπάρτ έκλεισε τήν πόρτα πί­ σω του. — Γιατί διάβολο ήρθατε εδώ; ρώ­ τησε. —Δεν έχει σημασία αυτό τώρα. "Ω, Μΐπάρτ δεν ξέρω τί νά κάνω. —Δεν είναι ό Ούέρμπερ εδώ ; Γά δόντια μου χτυπούσαν, καθώς του εξηγούσα. 'Αρπάζοντάς με άπό τό μπράτσο, μ3 έσυρε μέσα στόν μεγάλο προθά­ λαμο. Τό ήλεκτρικό φανάρι του φώ­ τισε τό πτώμα. — Αυτό είναι...αυτό ήταν ό Ού­ έρμπερ, μουρμούρισα γυρίζοντας άλ­ λου τό πρόσωπό μου. "Ηρθατε εδώ γιά νά τόν συναντήσετε; —Δεν έχει σημασία αυτό. "Ας φύ­ γουμε. —Μά δεν μπορώ νά φύγω... πάλι. Πρέπει νά φωνάξουμε τήν αστυνο­ μία. —Δεν ύπάρχει τηλέφωνο εδώ, είπε αυτός τραχειά. Πάμε. Μ’ έβγαλε σχεδόν διά τής βίας στόν δρόμο, πού τόν φώτιζαν τά πρώ­

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

τα φώτα τής ήμέρας. Καθώς πλησιά­ ζαμε στή γωνία, σταμάτησα. —Ξέρατε πώς ήμουν έκεϊ μέσα; ρώτησα. —Ναι. Στεκόμουν άπό τήν άλλη άκρη τού δρόμου, όταν ήρθατε. "Ε­ πειτα άπό μισή ώρα, αποφάσισα νά μπώ. —Μισή ώρα; "Ημουν μόνο μισή ώρα έκεϊ μέσα ; -Ναι Φώναξε ένα ταξί. Μπήκαμε μέσα κι’ ό Μπάρτ έδωσε τη διεύθυνσί μου. — Δεν ξέρω ακόμα γιατί πήγατε στόν Ούέρμπερ, μουρμούρισε ό Μπάρτ. —Νόμιζα οτι ή Μπέττυ ήταν έκεΐ. Τώρα δεν ξέρω τί νά ύποθέσω. "Ημουν τόσο σίγουρη 1 — Είναι έκεϊνος μέ τόν όποιο ή­ σαστε χτές τή νύχτα, είπε ό Μπάρτ. Τί είδους φωνή είχε ; — Μάλλον διαπεραστική. Μιλήσα­ τε μαζί του ; — "Ισως. —Τότε εϊσαστε... Ό Μπάρτ κύτταξε προειδοποιητι­ κά πρός τό μέρος τού σωφέρ καί σώπασα. "Οταν τό αύτοκίνητο σταμάτησε στήν πόρτα μου, μπήκε μαζί μου μέ­ σα στό διαμέρισμά μου καί μοΰ εί­ πε νά μείνω στό χώλ. "Αναψε τά φώ­ τα κι* έψαξε ολόκληρο τό σπίτι. — Βάλτε τήν άντιδιαρρηκτική αλυ­ σίδα δταν φύγω, είπε. Κούνησα τό κεφάλι μου καταφα­ τικά. Ξαφνικά ό Μπάρτ έσπρωξε τό σαγόνι μου πρός τά έπάνω, μέ φίλησε μέ δύναμι καί βγήκε έξω, κλείνοντας μέ βρόντο τήν πόρτα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31


χισε ή παλιά θλιβερή ιστορία. «1945 : Λος "Αντζελες. Χρεωστεί 120 δολ­ λάρια διά δακτυλίδι 250 δολλαρίων. Ταν. 1946: Πάλμ Σπρίνγκλ. Υπέγραφε πλα­ στό τσέκ διά νά πληρώση τό ξενοδοχεΐον, δπου έμεινε μετά τής συζύγου του Κόρας Ούέλς ή Κό­ ρας Μέαρς, γνωστής καί ώς Κό­ ρας Μιρόβσκυ...»

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΡΟΚ 'Όταν έφτασα στο γραφείο μου τό επόμενο πρωί, ή Πάτσυ ήταν κα­ θισμένη στο τραπέζι της. Ήταν ή τελευταία ήμέρα τής προ­ θεσμίας πού μου είχε δώσει ό Χάνκ Ντήρυ. Πήρα τον φάκελλο πού μου είχε ετοιμάσει ή Πάτσυ και άρχισα νά τόν μελετώ : «’Έντουαρντ Τσέστερ Ούέλς, γεν­ νηθείς 15 Ίανουαρίου 1906, Κάνσας Σίτυ. 1920: Κάνσας Σίτυ. Συνελήφθη ώς α­ λήτης. Παρεδόθη εις τόν Οίκον Παίδων. ’Απελύθη 1922. 1926: Σώλτ Λέϊκ. Κάταζητεΐται δΓ άπάτην. 1927: Πόρτλαντ. Καταζητείται διά πλαστογράφησιν δύο επιταγών. 1927: Σήτλ. Χρεωστεί εις πολυκατοικί­ αν Ντέβερ 180 δολλάρια δι* ένοί-· κια. 1930: Κάνσας Σίτυ. Χρεωστεί εις ^ενοδοχείον Σέντραλ εξ εβδομάδων ενοίκια. Τραγουδεί εις κέντρα με την Έθελ Γουώτερς.» Ακολουθούσε μιά μακρά άπαρίθμησις μικροαπατών γιά μιά ολόκληρη σειρά ετών. Υπήρχαν τρία καθαρά χρόνια, τά χρόνια του πολέμου, 1942 —1945, στο διάστημα τών οποίων ό Ούέλς έμεινε φρόνιμος. "Επειτα άρ­

32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Κόρα... αύτό ήταν τό άνομα πού μου είχε αποδώσει ό Ούέρμπερ στο γραφείο του εκείνη τη νύχτα. «Είστε ή Κόρα». Ή καρδιά μου χτύπησε γοργά. "Ισως ή Κόρα ήταν ή άπάντησις σ’ δλο εκείνο τό αίνιγμα. Ήταν ό δε­ σμός μεταξύ του παρελθόντος καί του παρόντος γιά τόν "Εντι Ούέλς. Ήταν τό μόνο πρόσωπο, πού θά μπορούσε νά ξέρη δτι ή Αύγή Φέρις ήταν ή "Εθελ Ούέλς... Ήταν άναμφισβήτητο δτι έπρεπε νά βρώ την Κόρα Μέαρς ή Μπρόβσκυ. ηέχασα τούς πόνους μου καί τή νευρικότητά μου προετοιμάζοντας ένα σχέδιο δράσεως γιά τό μικρό χρονι­ κό διάστημα πού μου άπέμενε. Υπαγόρευσα ένα—δυο τηλεγρα­ φήματα στην Πάτσυ. Τής έδωσα μερικές οδηγίες καί κατευθύνθηκα προς τόν ανελκυστή­ ρα. Είχα πιέσει τό κουδούνι, δταν ή Πάτσυ βγήκε τρέχοντας. —Σέ θέλουν στο τηλέφωνο, Γκέϊλ. Ό κ. Ταίϋλορ. —Ταίϋλορ ; —Ό πατέρας τής κ. Άλεξάντερ. Γύρισα στο γραφείο τρέχοντας. —Μέ ένθυμεϊσθε ; ρώτησε ό γέρος. — Βεβαίως I —Νομίζω δτι έχω κάτι. —Σπουδαία! Τί είναι αύτό; —Βέβαια, δεν μπορώ νά είμαι βέ­ βαιος. Μπορεί νά σάς βάλω σέ άσκο­ πη περιπλάνησή άν φυσικά δεχθήτε νά δράσετε μέ βάσι τό στοιχείο πού κατέχω.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


— Κύριε Ταίϋλορ, σας έξετίμησα ως άνθρωπο εξαιρετικά παρατηρητι­ κό. θά ήμουν πρόθυμη νά κινηθώ με βάσι μιά παρατήρησί σας.

—Μις Γκάλλαγκερ, κάνει καλό ν’ άκούη κανείς τέτοια πράγματα, ιδι­ αίτερα όταν έχει τραβήξει 5σα εγώ. Τώρα, ξέρετε που εΐναι τό Πάρκ Πλέϊς ; —Ναι. Κοντά στη Γέφυρα Μπρούκλυν. "Εχει καμμιά σχέσι αυτό με την Μπέττυ ; —Δεν ξέρω, είπε ό γέρος. Εΐναι μιά διεύθυνσις. "Οπως σάς εΐπα, μπο­ ρεί νά μήν έχη καμμιά σχέσι μ’ δλα αύτά. Μά κάποιος πρόκειται νά συ­ νάντηση κάποιον εκεί. Τό ακόυσα αυ­ τό σ’ ένα άπό τά εσωτερικά τηλέφω­ να του σπιτιού. Πάρκ Πλέϊς 912, Δω­ μάτιο 90. Καθώς τόν έγραφα, ό άριθμός μου φάνηκε κάπως γνωστός. — Ποιός έδινε τό ραντεβού αυτό ; —Δεν ξέρω μιλούσε πολύ σιγανά. Πάντως ήταν ένας άντρας. —Δεν υπάρχουν πολλοί άντρες στό σπίτι των Άλεξάντερ. Πότε συνέβη αυτό ; —Χτες τό πρωί, κατά τις δέκα. —Δηλαδή λίγο πριν έρθω. εκεί. — ΤΗσαν δλοι εκεί, εΐπε ό γέρος Ό Μπάξτερ κΓ ό Κρέϊν κΓ ό Ούΐλσον ό οικονόμος. Σήμερα δεν υ­ πάρχει κανένας τους εδώ. —Καί ό Μπάξτερ, ό Ούΐλσον κΓ ό Κρέϊν ήσαν στό σπίτι δταν έγινε εκείνο τό τηλεφώνημα ; — Ναί. Θά μπορούσε νά ήταν ένας απ’ αυτούς. Περνούσα άπό τό επάνω χώλ, δταν τό τηλέφωνο κουδούνισε. Τό σήκωσα. Κάποιος είχε κιόλας α­ παντήσει άπό τό κάτω πάτωμα. Μι­ λούσαν γρήγορα καί σιγανά, σάν νά έπρόκειτο γιά μεγάλο μυστικό. —Γιατί δέ μοΰ τό είπατε αυτό νω­ ρίτερα ; ρώτησα. ' —Δέν σάς εμπιστεύομαι. Μά φαί­ νεστε λογική καί δέν φαινόταν πιθα­ νό νά ήσαστε άνακατεμένη σ’ αυτή

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ Ή «Νυχτερίδα» ειδοποιεί τόύς άναγνώστας της, πού ζη­ τούν έπιμόνως τά έξαντληθέντα τεύχη 6, 7 καί 8, δηλαδή ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΙΜΟΡ

ΜΑΡ-

ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ότι τά βιβλία αύτά άνετυπώθησαν καί πωλούνται εις τά γραφεία της ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 30 (Πάροδος 'Αγ. Κων)νου) άνευ ούδεμιάς αύξήσεως τής τιμής.

τήν ύπόθεσι. Δέν γνωρίζατε κάν τή Σύλβια. — Μά, κ. Ταίϋλορ; Δέν φαντάζο­ μαι νά θέλετε νά πήτε δτι ή κόρη σας άπήγαγε τό παιδί της ! — "Οχι, δχι 1 Είναι εκείνοι πού τής κάνουν παρέα. Τώρα ή διεύθυνσις πού σάς έδωσα μπορεί νά μήν είναι τίποτα. —Θά πάω νά δώ. Ευχαριστώ γιά τήν εμπιστοσύνη σας, κ. Ταίϋλόρ.

Άκουμπώντας τό άκουστικό, με­ λέτησα τή διεύθυνσι κι’ έπειτα πήγα στό άρχείο μου καί τό διέτρεξα γορ­ γά. Βρήκα αύτό πού ήθελα, τήν καρτέλλα ενός πρώην πελάτη μου κά­ ποιου Σάμουελς. Ή διεύθυνσις του ήταν Πάρκ Πλέϊς, 912, Δωμάτιο 90.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33


’Άν ό κ. Σάμουελς ήταν ακόμα εκεί, θά μπορούσε να μέ βοηθήση. Τό κτίριο 912 του Πάρκ Πλέϊς ή­ ταν ένα πολύ παλιό κτίριο γραφείων. Τό Δωμάτιο 90 καταλάμβανε τό μισό επάνω πάτωμα. Τό τεράστιο εκείνο δωμάτιο είχε γύρω-γύρω μικρά ξύλι­ να δωμάτια, όχι πολύ μεγαλύτερα από ενα τηλεφωνικό θάλαμο. Στο κέν­ τρο του υπήρχαν σειρές τραπέζιών. Κοντά στήν πόρτα, μέσα ' σ’ ένα καγκελωτό διάφραγμα, ήταν τό τηλε­ φωνικό κέντρο, πού εξυπηρετούσε τά διάφορα γραφεία. Ένας κατάλογος των ενοίκων ή­ ταν κρεμασμένος στόν τοίχο. Ό κ. Σάμουελ δέν ήταν γραμμένος εκεί. Γύρισα στήν τηλεφωνήτρια, μιά τετράγωνη γυναίκα μέ δυνατό σαγό­ νι, πού απάντησε στήν έρώτησί μου εχθρικά. ’Όχι, ό κ. Σάμουελς δέν έ­ μενε πιά εκεί. Κύτταξα πάλι τόν κατάλογο. Ένα άλλο όνομα σταμάτησε τό βλέμμα μου : Μάρτυ Ούάϊτ, διαφημίσεις. "Η­ μουν τυχερή. Ό Μάρτυ ήταν παλιός φίλος. Είχε τό γραφείο 11. , Τινάχτηκε όρθιος γεμάτος ενθου­ σιασμό, όταν μέ είδε. —ΓκέϊλΙ Κάθησε, όμορφούλα. Κουβεντιάσαμε γιά λίγο γιά τόν πατέρα μου, γιά τήν εποχή πού ό πα­ τέρας μου κΓ -αυτός έπαιζαν μαζί. Τέλος του είπα: —7Ηρθα γιά κάποια δουλειά, Μάρτυ. —Φυσικά, χαμογέλασε ό Μάρτυ. Δέν φαντάστηκα νά ήρθες απλώς γιά νά κουβεντιάσης μαζί μου. Μπορώ νά σέ βοηθήσω σέ τίποτα ; —Δέν είμαι σίγουρη. Δέν ξέρω κάν τί ζητώ. Μάρτυ, πρόσεξες τίπο­ τα καινούργιους ενοίκους τελευταία ; —Κάθε μέρα. "Ολοι μπατίρηδες όμως. —Αυτός πού ψάχνω νά βρώ πρέ­ πει νά είναι διαφορετικός. — "Ανθρωπος μς επιτυχία, έ ; Υ­ πάρχουν ένας δυό. Είναι ένας Σάμσον άπό τό Σικάγο. Ταξιδεύει διαρ­ κώς. Εΐναι κΓ ένας άλλος πού που­ λάει θρησκευτικά βιβλία. Δέν ξέρω πώς κατάντησε εδώ μέσα. Υπάρχει κΓ ένας άλλος, μά δέν είναι καινούρ­ γιος. Είναι έξη μήνες ή έναν χρόνο

34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

εδώ. Δέν μπορώ νά τόν χαρακτηρί* σω. Δέν πουλάει τίποτα, μά ντύνεται καλά. Είναι στόν αριθμό 26, στο βά­ θος, μά δέν βρίσκεται συχνά εκεί. Τό όνομα είναι Μπρόκ. —θά ρίξω μιά ματιά, εΐπα. Βγήκα καί τράβηξα πρός τό βά­ θος του Δωματίου 90. Τό γραφείο 26 ήταν κλειστό καί κλειδωμένο καί δέν φαινόταν φώς πίσω άπό τήν πόρτα. Γύρισα στήν τετράγωνη τηλεφω­ νήτρια καί τήν ρώτησα αν ήξερε πότε θά ήταν στό γραφείο του ό κ.Μπρόκ I Δέν έρχεται κάθε μέρα. Είναι ένας τζέντλεμαν μέ πολλές άπασχολήσεις. —Τόν περιμένετε σήμερα ; —Ποτέ δέν ξέρω πότε θάρθή. "Αλ­ λοτε έρχεται κάθε μέρα κΓ άλλοτε κά­ νει εβδομάδες νά φανή. Είναι εξαιρε­ τικός τζέντλεμαν. Άνασκίρτησε. — "Ω, νά ό κ. Μπρόκ I, φώναξε. Γύρισα άργά. Δέν ξέρω ποιος άπό τούς δυό μας έξεπλάγη περισσότερο, εγώ... ή ό Μοντγκόμερυ Μπάξτερ.

Πάντως, εγώ συνήλθα πρώτη. —Χάρηκα πολύ πού σάς βρήκα, κ. Μπρόκ, εΤπα τονίζοντας τό όνομα. Ό Μπάξτερ χλώμιασε. Κούνησε τό κεφάλι του καί προχώρησε πρός τό γραφείο 26 μέ έμένα ξοπίσω του —Τί θέλετε ; ρώτησε συγκρατών-. τας μέ κόπο τή φωνή του. —Ή αποστολή μου δέν άλλαξε ά­ πό χτές, είπα. —Αυτό είναι τό ιδιαίτερο γραφείο μου. Πώς τό βρήκατε; —Μπήκα απλώς εδώ καί τό είδα. Ξέρει ή αστυνομία ή τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων γΓ αύτή τή φωλίτσα; Συνήθως κάνουν πολύ προσωπικές ερωτήσεις σ’ όλα τά πρό­ σωπα, πού μπορεί νά έχουν σχέσι μέ μιάν άπαγωγή. —Δέν τό άνακάλυψαν, Μις Γκάλλαγκερ, είπε αύτός. Δέν υπήρχε κα­ νένας λόγος νά τούς τό πώ. Τό γρα­ φείο αύτό δέν έχει καμμιά σχέσι μέ τήν Μπέττυ Άλεξάντερ. Ή τηλεφωνήτρια μου είχε πή πώς

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


ό Μπάξτερ είχε δέκα μέρες νά φανή. Σήμερα είχε έρθει. Γιατί; Για να συ­ νάντηση τό πρόσωπο μέ τό όποιο εί­ χε μιλήσει από τό τηλέφωνο ; — Κύριε Μπάξτερ, είπα, εργάζο­ μαι μέ τήν άστυνομία. Ό φάκελλος πού έχω σχηματίσει πρόκειται να παραδοθή σ’ αυτούς σέ είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν θά κρύψω τίποτα απ’ όσα έχω ανακαλύψει, εκτός αν είμαι βέ­ βαια οτι δεν έχει σχέσι μέ τήν ύπόθεσι. Ξέρω ότι, μερικές φορές, άτομα, πού είναι άθελά τους άνακατεμένα μέ τέτοιες υποθέσεις, μπορούν νά κα­ ταστραφούν άπό μια δυσφημιστική δημοσιότητα. · Τον άφησα νά τό χωνέψη αύτό καί πρόσθεσα : —Δέν έχω καμμιά διάθεσι νά φερ­ θώ σκληρά, μά χρειάζομαι αποδεί­ ξεις. —Είστε μια αξιοσημείωτη γυναίκα, Μις Γκάλλαγκερ, είπε αύτός σοβα­ ρά. Άνακεφαλαιώσατε περίφημα τήν κατάστασι. Πάντως, τό γραφείο μου αύτό δέν έχει καμμιά σχέσι μέ τήν ύπόθεσι Άλεξάντερ, μά ή άποκάλυψίς του θά μ’ έφερνε σέ μεγάλη άμηχανία. Έχω τό γραφείο αύτό άπό πολύν καιρό. Μπορείτε νά βεβαιωθήτε γΓ αύτό.

Τό ήξερα αύτό άπό τόν Μάρτυ Ούάϊτ, μά δέν είπα τίποτα. Τόν ά­ φησα νά συνέχιση. —Μις Γκάλλαγκερ, άναγκάστηκα νά νοικιάσω τό γραφείο αύτό. Ένώ οί σχέσεις μου μέ τήν οίκργένεια ήσαν πάντα πολύ εύχάριστες, έρχον­ ται περιπτώσεις πού κουράζομαι πο­ λύ. Δέν πρέπει νά εύχαριστώ μόνο τήν κ. Άλέξάντερ, άλλά καί τούς τρεις εκτελεστός τής διαθήκης, τόν προϊ­ στάμενο τής Όμοσπονδίας Άλεξάντερ, τόν διευθυντή τής τραπέζης κΓ έναν γιατρό πού ήταν © πιό στενός φίλος του θεοδώρου Άλεξάντερ. Ό­ λοι αύτοί έχουν πάντα κάτι νά πουν, κάποια συμβουλή νά δώσουν. Ή φωνή του είχε ύψωθή, μά θυ­ μήθηκε ότι μπορούσαν νά τόν άκού-

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

σουν άπό τα διπλανά γραφεία κα τήν χαμήλωσε. —Είναι πολύ κουραστικό. ’Έτσι πήρα αύτό τό γραφείο. Είναι φτηνό, μά έχω τήν ησυχία μορ εδώ. Ξέρετε ότι δέν έχω άποκλειστικά δικό μου γραφείο στο σπίτι τών Άλεξάντερ ή στά γραφεία τής Όμοσπονδίας Άλε­ ξάντερ ; Είμαι σάν παρείσακτος I Δέν μπορούσα νά μή νοιώσω συμ­ πάθεια γι’ αυτόν. Δέν θά δεχόμουν νά άναλάβω τή δουλειά του, έστω κι’ άν μου έδιναν ολόκληρη τήν πε­ ριουσία Άλεξάντερ. Πάντως στο γε­ γονός ότι είχε ένα μυστικό γραφείο* έβλεπα όλες τις πιθανότητες μιας άπάτης έκ μέρους του εις βάρος τής περιουσίας Άλεξάντερ. — Λυπούμαι πού σάς ενόχλησα, κ. Μπρούκ, είπα χαμογελώντας. Κύτταξα τό τσιγάρο μου πού κόν­ τευε νά τελειώσή κΓ έψαξα γύρω γιά νά βρώ κανένα τασάκι. Μουρμουρίζοντας συγγνώμες, ά Μπάξτερ έβγαλε τά κλειδιά του καί. άρχισε νά άνοίγη ένα συρτάρι. Ξα­ φνικά, σταμάτησε, γύρισε κι’ έσπρω­ ξε τό μετάλλινο καλάθι τών άχρήστων πρός τό μέρος μου. — Ρίξτε το εδώ, εΐπε. θά σάς κάψη τά δάχτυλα. Δέν είχε άνοίξει τό συρτάρι. Καί είχε ϊσως λόγους νά μήν τό κάνη αύτό. Αποχαιρετιστήκαμε καί βγήκα. Δί­ στασα γιά μιά στιγμή μπροστά στόν άνελκυστήρα κι’ έπειτα κρύφτηκα πί­ σω άπό τό κλουβί έτσι ώστε μπορού­ σα νά επιβλέπω τήν έξοδο το.υ Δω­ ματίου 90.

Δέν περίμενα πολύ. Πέντε λεπτά άργότερα, ό Μπάξτερ βγήκε βιαστικά καί μπήκε στόν άνελκυστήρα. Προφα­ νώς, είχε διαγράψει τό ραντεβού του. Περίμενα άλλα δέκα λεπτό κι’ έ­ πειτα πήρα τόν άνελκυστήρα καί κα­ τέβηκα κάτω. Μέσα άπό τά σύννεφα υποψίας πού γέμιζαν τό μυαλό μου, σχηματι­ ζόταν ένα άλλο σχέδιο. Έκανα δυό τηλεφωνήματα καί πή­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35


ρα ένα εξπρές για τό Μπρούκλιν. Μια απάτη σέ μια διαχείρισι είναι επικίνδυνο πράγμα. Όταν αναγκάζε­ ται να καταφεύγη κανείς σέ μιαν ά­ πατη, μπορεί εύκολα νά κατάληξη σέ μιαν άπαγωγή. Μισή ώρα άργότερα, πί,εζα τό κουμπί του κουδουνιού του εξοχικού σπιτιού του Μπάξτερ. Μια κομψή μι­ κρόσωμη γυναίκα μου άνοιξε. — Η κ. Μπάξτερ ; —Μάλιστα. —Είμαι δημοσιογράφος καί ετοι­ μάζω ενα άρθρο για την Μπέττυ Άλεξάντερ. Την γνωρίζετε, δέν είν’ έτσι; —Βεβαίως. Ερχόταν συχνά εδώ. ΟΙ κόρες μου έπαιζαν μαζί της...

Καθήσαμε σ’ ένα σαλονάκι καί ή κ. Μπάξτερ είπε : —Είμαστε άναστατωμένοι μέ την άπαγωγή τής Μπέττυ. Μπορείτε νά ψανταστήτε σέ τί κατάστασι είναι ό άντρας μου. —Τόν είδα, είπα. —Μά δέν έχετε ιδέα. Δέν κοιμή­ θηκε ούτε μιά νύχτα άπό τήν ήμέρα τής άπαγωγής. " Αλλωστε κανένας μας δέν κοιμήθηκε καλά εδώ. Ή Ντόρις κι* ’Έντνα... — Οί κόρες σας ; — Ναι. ’Ώ, ή Μπέττυ είναι ένα άγαπητό κορίτσι. Τής άρεσε νά κοιμά­ ται τη νύχτα εδώ καί πάντα μ5 έλεγε θεία. Ό άντρας μου τήν άγαπά επί­ σης πολύ, μά δέν τά καταφέρνει κα­ λά μέ τά παιδιά. "Οπως έλεγε πάν­ τα, τό σπίτι καί τά παιδιά είναι δική μου δουλειά καί τά οικονομικά δική του. Κουβέντιασα μισή ώρα άκόμα μα­ ζί της, μά δέν μπόρεσα νά τής άποσπάσω τίποτα άξιόλογο. Καθώς έφευγα, κοντοσταθήκαμε στήν είσοδο. —Ό άντρας μου δουλεύει πολύ καί μέ έκνευριστικό τρόπο, είπε ή γυ­ ναίκα. Πέρασε μόνο μιά νύχτα στο σπίτι άπό τόν καιρό πού συνέβη αυ­ τό. Καί πριν άπ’ αυτό, άλλα πράγμα­

36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τα... δίκες γιά φόρους καί τά παρό­ μοια. Εξάλλου, οί πλούσιο» δέν λο­ γαριάζουν πολύ τήν ήσυχία του άλ­ λου. Τήν περασμένη εβδομάδα, π. χ., πριν άπαγάγουν τήν Μπέττυ, ό άν­ τρας μου ήταν άναγκασμένος νά συναντάται μ’ έναν άπό τούς έκτελεστάς στή Λέσχη Φρύτζιαν. — Που ; —£τή Λέσχη Φρύτζιαν. Ξέρετε, τήν περαμένη εβδομάδα έπρόκειτο νά άρραβωνιαστή ή μεγάλη κόρη μου. Κά­ θε τόσο χρειαζόμουν πολλά πράγ­ ματα καί έπρεπε νά ξέρω πού θά μπορούσα νά βρω τόν άντρα μου... Ό καημένος πνίγεται κυριολεκτικά στή δουλειά. "Εφυγα καί άπό ένα φαρμακείο τηλεφώνησα στήν Ευα Κρέίγκ, μιά παλιά φίλη μου πού έβγαζε ένα πε­ ριοδικό λεσχών, μέ σχετικό ευρετή­ ριο. —Τί ξέρεις γιά τή Λέσχη Φρύτζιαν ; ρώτησα. —Είναι μιά παλιά λέσχη, όπου μόνο άντρες μέ αριστοκρατική κατα­ γωγή ή πολλά χρήματα μπορούν νά πάρουν μέρος. —Μπορείς νά μου βρής έναν κα­ τάλογο τών μελών; —Τόν έχω στό άρχείο μου. —θά είμαι εκεί σέ τρία τέταρτα. —θά σου τόν δώση ή γραμματεύς μου, γιατί εγώ θά φύγω.

ν Τηλεφώνησα έπειτα στήν Πάτσυ κι* έμαθα τά ονόματα τών τριών εκτε­ λεστών τής διαθήκης Άλεξάντερ. Τρία τέταρτα άργότερα, άκριβώς, έμπαινα στό γραφείο τής Κρέίγκ, στήν Λέξίνγκτον ’Άβενιου. Ή γραμματεύς της μου έδωσε τόν κατάλογο. Δέν ήταν πολύ μεγάλος, μά τά ονόματα ήσαν συνδεδεμένα μέ τήν Ιστορία τής Νέας Ύόρκης. "Εψαξα γοργά νά βρώ τούς τρεις έκτελεστάς. Κανένας τους δέν ήταν μέλος τής Λέσχης Φρύτζιαν. Κι* όμως... ’Άοχισα πάλι νά ψάχνω τόν κατατάλογο καί δοκίμασα μιά ξαφνική έκπληξι. Ανάμεσα στούς όκτώ ίδρυ-

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


"νθ.%,

>|

|^

^

|(-/νε

ϋ»ν.μο.

ιϋυ

θεοδώρου Άλεξάντερ. θά ήταν ό παποϋς τής. Μπέττυ. Ό γυιός του, ό πατέρας της, θά ήταν κι* αυτός μέ­ λος, μά ήταν νεκρός. Τό βλέμμα μου διέτρεξε τις στή­ λες των ονομάτων καί δοκίμασα μιά δεύτερη έκπληξι. *Ένα όνομα άναπήδησε προς τό μέρος μου σάν νά ήταν κάτι ζων­ τανό : Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν. Γιατί ό Κρέϊν συναντούσε τον Μοντγκόμερυ Μπάξτερ κάθε νύχτα τήν εβδομάδα πριν άπό τήν άπαγωγή τής Μπέττυ ;

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΚΟΡΑΣ ΟΥΕΛΣ ’Ή ΜΕΑΡΣ Ή ΜΙΡΟΒΣΚΥ

ΚΓ όμως, καθώς βάδιζα μέσα στή Λέξιγκτον ’Άβενιου, είχα τήν έντύΊίωσι 'πώς βρισκόμουν πάλι εκεί απ’ όπου εΐχα άρχίσει. Υπήρχαν, βέβαια, μερικά μερικά καινούργια στοιχεία, όπως εκείνες οί συναντήσεις του Μπάξτερ μέ τόν Μπάρτ Κρέϊν πριν άπό τήν απαγωγή τής Μπέττυ. Γνώριζα μερικά πράγματα, μά όχι αρκετά γιά νά βγάλω ξεκάθαρα πο­ ρίσματα. Στό ίδιο εκείνο διάστημα, πριν άπό τήν άπαγωγή, ό ’Έντι Ού­ έλς είχε γράψει στήν Αύγή, ό Ουέρμπερ εΐχε συναντηθή μέ τόν ’Έντι, ό ’Έντι είχε μιλήσει στον Ούέρμπερ γιά τήν Κόρα. Σ’ αυτήν βρισκόμουν ■ πάλι. Κουρασμένα τράβηξα γιά τό μέ­ ρος, όπου είχε πεθάνει ό ’Έντι. Χτύ­ πησα στήν πόρτα τής χοντρής νοικο-

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

..υρ<~ς. ε. ,| — ’Ώ, εσείς είχατε έρθει νά δήτε τόν κ. Ούέλς. Ή άστυνομία... —Τούς μίλησα γι’ αυτό, είπα γορ­ γά. Ήρθαν εδώ σήμερα; Αυτή κούνησε τό κεφάλι της άρνητικά μέ τά μάτια γεμάτα ύποψία. — Πρέπει νά σάς μιλήσω, κυρία... — Πετροϋτσι, είπε αύτή άπρόθυμα. Μόνο στήν άστυνομία μιλώ... —Μά είμαι μέ τήν άστυνομία. Τής έδειξα τήν ταυτότητά μου. —Συμπαθούσατε πολύ τόν κ. Ού­ έλς, κυρία Πετροϋτσι. Δέν θέλετε βέ­ βαια νά μείνη άτιμώρητος ό δολοφό­ νος του. Ή γυναίκα άναστέναξε. , — Ναί. Ήταν καλός κύριρς. —Τόν γνωρίζατε άπό καιρό ; —Δυο τρεις βδομάδες. —Πόσα σάς χρωστούσε ; — Πλήρωνε! Είχε χρήματα καί πλούσιους φίλους ! — Σάν εκείνο τό ξανθό κορίτσι; Ξαναήρθε εδώ ; -Όχι. —Πώς ήταν ; Πιο ψηλή άπό μένα ; Πιο λεπτή; Ή κυρία Πετροϋτσι άρχισε νά μου περιγράφη, μέ χειρονομίες, ένα υψηλό κορίτσι μέ πολλές καμπύλες. —Καί τά μαλλιά της έλαμπαν 1 Τά μαλλιά τής Αύγής Φέρις έλαμτίαν καί είχε καμπύλες, μά ήταν πιό μικρόσωμη άπό μένα. Ή Σύλβια Ά­ λεξάντερ ήταν ξανθή καί ψηλή ' καί όλο καμπύλες. —Είδατε τό ξανθό αυτό κορίτσι εδώ κι’ άλλες φορές εκτός άπό τήν ήμερα τοϋ θανάτου τοϋ κ. Ούέλς ; ρώτησα.

— Μιά φορά τήν είδα άργά τή νύ­ χτα. Κατέβηκε τή σκάλα γοργά, σάν νά ήταν πολύ θυμωμένη. ’Έφυγε μ’ έναν άντρα μέ μεγάλο αυτοκίνητο. Πλούσιοι άνθρωποι ! — Είδατε ποτέ κανένα κορίτσι μέ κόκκινα μαλλιά ; Αύτή γέλασε. — Τοϋ άρεσαν οί ξανθές.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37


Προφανώς, ή Κόρα δεν ήταν μέ ένα ταξί μέ τό μυαλό γεμάτο ιδέες τον ’Έντι, δταν αυτός ήρθε στο σπί­ καί σχέδια. Λίγο αργότερα βρισκό­ τι τής κυρίας Πετροϋτσι. ΤΗταν ό­ μουν στήν 70ή Όδό. Ή διεύθυνσις πού ζητούσα είχε μως στή Νέα Ύόρκη. Ό Ούέρμπερ „ μια μικρή πινακίδα πού έλεγε : ήξερε γι’ αυτήν. «Επιπλωμένα δωμάτια—τραπεζα­ Ό γιατρός είχε έπισκεφθή τήν ρία». «Τρύπα», δπως ώνόμαζε τό δωμάτιο Μπροστά σ’ αυτή τήν πινακίδα υ­ του ’ΊΞντι, τήν παραμονή τής άπαγωπήρχε μια άλλη, μικρότερη : γής τής Μπέττυ. «"ΟλαΜά δωμάτια κατειλημμένα». Τέσσερις μέρες νωρίτερα, ό Έντι . Πίεσα ένα κουδούνι πού είχε τό εΐχε γράψει στήν Αυγή λέγοντας ότι άνομα : «Μίλεϋ, διευθύντρια». τό παιδί τους ήταν σε κίνδυνο. Τό πράγμα αυτό είχε σχεδιαστή Μοΰ άνοιξε ένα κορίτσι δέκα επτά χρονών. από πριν. Ό Έντι τό ήξερε αυτό. Τό —Δέν έχουμε άδεια δωμάτια, είπε ϊδιο κΓ ό Ούέρμπερ. Τό ήξερε επίσης απότομα. κι’ ή ψηλή ξανθή, πού είχε βγή από —Δέν ζητώ δωμάτιο, Μις Μίλεϋ... τό δωμάτιο τού Έντι «θυμωμένη». Είστε ή Μις Μίλεϋ, έ ; ΤΗταν άραγε ή Σύλβια ή ξανθή ε­ —Μάλιστα. κείνη ; Καί ποιός ήταν ό άντρας μέ τό αυτοκίνητο ; Βάδιζα πρός τον νότο στήν Τρίτη Λεωφόρο, δταν ξαφνικά διαπίστωσα δτι βρισκόμουν σ’ εκείνη τή γωνία, δπου ό Μπάρτ Κρέϊν μέ είχε πλησι­ άσει εκείνη τή νύχτα. Ό Μπάρτ εΐχε κάθε ευκαιρία να εΐναι άνακατεμένος στήν ύπόθεσι ε­ κείνη από τήν αρχή. Γνώριζε τήν Μπέττυ καί τήν Σύλβια. Εΐχε συναντηθή μέ τόν Μπάξτερ στή Λέσχη Φρύτζιαν. Ό Νώε Ταίϋλορ φώναζε καί ξαναφώναζε δτι έπρόκειτο γιά δου­ λειά «μέσ’ από τό σπίτι». ’Ίσως ό — θέλω νά σάς ρωτήσω κάτι γιά Ταίϋλορ ήξερε κάτι. δυο πρώην ενοίκους σας. "Ενα ζευγά­ Άπό ένα κέντρο τής 86ης οδού* ρι πού ήρθε άπό τό Χόλλυγουντ. τηλεφώνησα στο γραφείο. Τά μάτια της άνοιξαν διάπλατα. —’Ώ, ΓκέϊλΙ, είπε ή Πάτσυ. Πή­ —’Ώ, εννοείτε τήν Κόρα ; Έφυγε ε­ ρα ένα τηλεγράφημα άπό τό Πότσταδώ καί μερικές εβδομάδες. ουν. Λέει... Άκούμπησε επάνω στήν πόρτα καί μέ κύτταξε μέ καινούργιο ενδιαφέ­ ρον. — Εΐστε φίλη της; —Είμαι φίλη μιας φίλης της. Προ­ σπαθούμε νά τήν βρούμε. "Ακόυσα ένα τρίξιμο χαρτιού κΓ —Μετακόμισε κάπου στό Έστ έπειτα : Σάϊντ. Δέν άφησε διεύθυνσι, μά μοϋ είπε πώς" θά τηλεφωνούσε. Ξέρετε ή —Λέει: «Κόρα Μπρόβσκυ, γνωστή Κόρα εΐχε πα<ξει στόν κινηματογρά­ επίσης ώς Μέαρς, ήλθε εις πόλιν μας φο καί τώρα θέλει νά βγή στό θέα­ τά τελευταία Χριστούγεννα. Τελευ­ τρο. Μοΰ εΐπε πώς έχω ταλέντο ήθοταία διεύθυνσις : 70ή Όδός 950, Νέα .ποιού. Ύόρκη». Είναι ή διεύθυνσις πού ή­ θελες, Γκέϊλ ; —Τό βλέπω κΓ εγώ αύτό. Άκοΰ* —Ναι. στε. Πρέπει οπωσδήποτε νά βρώ τήν Βγήκα άπό τό κέντρο καί πήρα Κόρα. ’Άν μπορέσετε νά μοΰ πήτε κΓ

38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


άλλα γι’ αυτήν και να μέ βοηθήσετε να τήν βρώ, τότέ θά μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε όλες καί να κουβεν­ τιάσουμε για τα σχέδιά μας. Ξέρετε κι’ εγώ ονειρεύομαι νά γίνω ήθοποιός. Αυτό έφερε άποτελέσματα.' Σε πέντε λεπτά ήξερα τήν Ιστορία τής Τές Μίλεϋ, τό διαζύγιο των γονέων της, τά προβλήματα τής διευθύνσεως τής πολυκατοικίας. Μοΰ είπε επίσης ότι δεν ήθελε γιά κανένα λόγο νά περάση τή ζωή της μέσα στό άπαίσιο εκείνο κτίριο. — Ή Κόρα λέει δτι είναι αρκετό νά συνάντηση κανείς τον κατάλληλο άνθρωπο γιά νά άναδειχτή αμέσως. — Έχει ή Κόρα τέτοιες σχέσεις; —Ναι I Ξέρετε είναι πολύ δυναμι­ κή καί τραβά πολύ τούς άντρες. —Είναι παντρεμένη ή Κόρα ;

ν Τό κορίτσι μέ κύτταξε ερωτημα­ τικά. —Νο.,.μίζω, είπε, διατακτικά. Γι’ αύτό ή μητέρα δεν τήν ήθελε εδώ. Ξέ­ ρετε, ή μητέρα είναι πολύ αύστηρή σχετικά μέ τούς νοικάρηδες καί νόμι­ ζε δτι ή Κόρα μοϋ έβαζε ιδέες στό μυαλό. —’Όχι δά !, είπα καί τό πρόσωπο τής Τές φωτίστηκε. —Ό κ. Ούέλς είναι ήλικιωμένος... κάπου σαράντα χρόνων, καί, μολονό­ τι εΐναι νόστιμος, δέν εΐναι πολύ γο­ ητευτικός. Νομίζω δτι ή Κόρα τον έγκατέλειψε. · Απέκτησε -έναν πλούσιο φίλο μέ αυτοκίνητο. Τόν γνώρισε, ό­ ταν έμενε εδώ, καί νομίζω δτι αύτή κι’ ό Έντι χώρισαν όταν έφυγαν άπό εδώ. Αύτό έγινε εδώ καί τρεις εβδο­ μάδες. —Ποιος είναι εκείνος ό άλλος άν­ τρας ; Φαίνεται σπουδαίος. —Ναι. Μά δέν μοϋ εΐπε τό όνομά του I Ή Κόρα τόν έλεγε Μουρμούρη. Είναι τόσο δυναμική ή Κόρα. —Οί κοκκινομάλλες δίνουν αύτή τήν έντύπωσι, είπα εγώ. —Οί κοκκινομάλλες ; Ναι, σάν τή

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

Ρίτα Χαίηγουορθ. ’Ώ... εννοείτε τήν Κόρα ; Γέλασε δυνατά. —Δέν είναι πιά κοκκινομάλλα. Έβαψε τά μαλλιά της λίγο πριν φύγη. Είναι ξανθή τώρα. Έφυγα γεμάτη ταραχή. Βρήκα έ­ ναν τηλεφωνικό κατάλογο καί τηλε­ φώνησα στην Πάτσυ. —Δόσε μου τόν άριθμό τηλεφώνου τοΰ σπιτιού τής Αύγής Φέρς, είπα. Καί, άν ό ντέτεκτιβ Χάνκ Ντήρυ μέ ζητήση, πές του πώς δέν ξέρεις ποϋ βρίσκομαι. ’Ή μάλλον κλείσε τό γρα­ φείο καί φύγε.

ν Δέκα λεπτά αργότερα, βρισκόμουν μέ τήν Αύγή Φέρις στό διαμέρισμά της πού έβλεπε στον ’Ήστ Ρίβερ. — Πρέπει νά σάς δώ άμέσως, Αύ­ γή, τής είχα πή άπό τό τηλέφωνο. Είναι ζήτημα ζωής καί θανάτου. 'Όταν βρέθηκα μπροστά της είπα : —Είδατε τις εφημερίδες ; — ’Όχι, μόλις τώρα έπέστρεψα, εί­ πε αύτή γοργά. Πρόκειται πάλι γιά τόν Έντι ; — Πρόκειται γιά τόν Ούέρμπερ αύ­ τή τή φορά, Αύγή ! Τής έδωσα μιάν εφημερίδα. Τήν διάβασε γυρίζοντάς μου τήν πλάτη, μά οί ώμοι της ήσαν τεντω­ μένοι καί οι άγκώνες της κολλημένοι στά πλευρά της, σάν νά κατέβαλλε προσπάθεια νά διατηρήση τήν αύτοκυριαρχία της. ’Άφησε έναν σιγανό ήχο, σχεδόν βογγητό. Έπειτα γύρισε καί είπε : —Τί... τί θέλετε νά μοϋ πήτε γιά τόν Ούέρμπερ ; Τί θέλετε νά πήτε δτι «είναι ζήτημα ζωής καί θανάτου» ; — Μιλούσα γιά τήν Μπέττυ. Εί­ μαι βέβαια τώρα δτι ό Έντι ήξερε γιά τήν απαγωγή τής Μπέττυ. Στό σημείωμά του εκείνο μιλούσε σκεπα­ σμένα γιά τήν απαγωγή, πού άπειλοϋσε τό κοριτσάκι. —’Ώ, τό ξέρω !, φώναξε άπεγνωσμένα ή Αύγή. Ή σκέψις αύτή μέ κυνηγά μέρα καί νύχτα, Γκέϊλ. ’Άν μπορούσα μόνο νά εΐχα πάει νά τόν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39


συναντήσω ! ’Άν μπορούσα να κάνω κάτι... —Μπορείτε, την διέκοψα. Μπορεί­ τε να μου μιλήσετε καθαρά. Ποιός σάς τρόμαξε για νά έγκαταλείψετε την ύπόθεσι αυτή; Τό πρόσωπό τής συσπάστηκε. — Δεν μπορώ νά σάς τό πω, είπε. Δεν ξέρω κάν. Δεν είμαι σίγουρη άν ή φωνή ανήκε σέ άντρα ή σέ γυναί­ κα, μά είπε πώς, άν ήθελα νά σώσω την Μπέττυ, έπρεπε νά παραμερίσω ! Καί είδατε τί συνέβη, Γκέϊλ, στόν ’Έντι καί στόν Ουέρμπερ I —Είδα. Μά, κάθε στιγμή, μπορεί νά αναγκαστώ νά παραχωρήσω τή θέσι μου στην, αστυνομία. Δεν μπο­ ρώ νά κρατηθώ περισσότερο. Ή Αυγή μέ κυτταξε διαπεραστικά. — Έσεΐς είστε τό κορίτσι πού εί­ δαν νά βγαίνη χτές τή νύχτα από τό σπίτι του δόκτορος Ουέρμπερ ;

Κούνησα τό κεφάλι μου. —Ναί. Ό Ουέρμπερ είχε έρθει νά μέ δη και δοκίμασε νά μέ κάνη νά έγκαταλείψω τήν ύπόθεσι. Είχα τήν υποψία ότι αυτός κρατούσε τήν Μπέττυ φυλακισμένη στο σπίτι του. Έπεσα έξω. Τό σπίτι ήταν άδειο... εκτός άπό τό πτώμα του. —Καί ό άλλος άντρας ; —Έταν ό Τζών Μπάρτλεϋ Κρέϊν, ό ζωγράφος. Καί τής διηγήθηκα άκριβώς αυτά πού είχαν συμβή. Ή Αυγή άκουγε σάν υπνωτισμένη. —Μά τά τελευταία εκείνα γράμμα­ τα του Ουέρμπερ, Γκέϊλ, Γ—Ο—Ρ... —Αυτό ήλπιζα ότι θά μπορούσατε νά μου πήτε. Τό όνομα τού ανθρώ­ που πού σάς απείλησε, ίσως. Αυτή κούνησε τό κεφάλι της. —Δέν μπορώ νά ξέρω. ’Ώ, θά σάς τό έλεγα τώρα, άν ήξερα. Τινάχτηκε όρθια κΓ άρχισε νά πη­ γαινοέρχεται. —Πρέπει νά σώσουμε αυτό τό κο­ ριτσάκι. Δέν μέ νοιάζει σέ ποιόν άνήκει. —"Οταν όμως μιλήσω στήν άστυ-

40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νομία απόψε καί μαθευτή ή ιστορία, τί θά γίνη μέ τόν άρραβωνιαστικό σας; — Δέν μέ νοιάζει θά τού τηλεφω­ νήσω απόψε. Είναι στο Σάν Φραντσίσκο. ΕΓναι δύσκολο νά έξηγήση κα­ νείς ένα τέτοιο πράγμα άπό τό τηλέ­ φωνο, μά πρέπει νά τό μάθη άπό μέ­ να. Στο κάτ<ω κάτω δέ μέ νοιάζει. —Υπάρχει καί μιά άλλη γυναίκα, είπα. Ή φίλη τού Έντι, μιά ' Κόρα Μέαρς. Καί τής μίλησα γιά τήν κοκκι­ νομάλλα, πού ήταν τώρα ξανθή. Τά μάτια τής Αύγής . άστραψαν. —Κόρα ! Τό όνομα, Γκέϊλ ! Τό σκεφτήκατε αυτό; Μήπως ό Ούέρμπερ προσπαθούσε νά γράψη τό όνομά της ; —Τό σκέφτηκα αυτό, μά ό γραφι­ κός του χαρακτήρας ήταν καθαρός. Τό «Γ» δέν μπορούσε ποτέ νά ήταν «Κ». —Μά άν ή Κόρα ήταν ανακατεμέ­ νη στην ύπόθεσι αυτή, όπως πιστεύε­ τε ποιός είναι τότε εκείνος ό πλούσι­ ος άντρας; Εκείνος μέ τό αυτοκί­ νητο ; Δίστασα. —θά μπορούσε νά είναι ό Μπάρτ Κρέϊν. Είχε αποκτήσει τήν εμπιστο­ σύνη τής Μπέττυ, πράγμα αναγκαίο γιά μιά άπαγωγή. Έχει επίσης τήν εμπιστοσύνη τής Σύλβιας, άν όχι καί τήν καρδιά της. — Δέν φαντάζομαι νά πιστεύετε 6■*τι αυτός άπήγαγε τήν Μπέττυ !

Προσπάθησα νά καταπνίξω τά προσωπικά μου αισθήματα καί άπάντησα τίμια : —Δέν ξέρω. Πάντως, αυτός πού σχεδίασε τήν άπαγωγή ήταν ή πολύ έξυπνος ή πολύ αφελής. Συνάντησε απλώς τήν Μπέττυ όταν βγήκε άπό τό λεωφορείο τού σχολείου της καί τήν πήρε μαζί του. Αυτό εΤν’ όλο. —Μά πού τήν πήγε ; — ’Άν μπορέσω νά βρώ τήν Κόρα Μέαρς. θά μπορέσω ίσως νά άπαντήσο^ στήν έρώτησι αυτή.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


θυμήθηκα τήν τσάντα τής Αυγής και ρώτησα: —Έχετε άδεια όπλοφορίας ; —"Όχι, είπε αύτή άνάβοντας ένα τσιγάρο. Ό αρραβωνιαστικός μου μου έδωσε ενα πιστόλι καί μου εΐπε να βγάλω μια άδεια, μά συνέβησαν τόσα πράγματα τις τελευταίες μέρες... Ξέ­ ρετε, εΐναι πολύ ερημικά εδώ, στις όχθες του ποταμού, τη νύχτα και βγά­ ζω εκεί περίπατο τό σκυλάκι μου κά­ θε βράδυ. Μια νύχτα μάλιστα κά­ ποιος μέ πήρε από πίσω. —Πώς ήταν ό άνθρωπος πού σάς πήρε από πίσω ; —Έίταν ένα κορίτσι. Έταν αιά νύχτα πριν ό αρραβωνιαστικός μου φύγη για τό Σαν Φραντσίσκο, μια νύχτα πριν πάρω τό τελευταίο γράμ­ μα από τον Έντι. Έίταν μια ψυχρή, ήσυχη νύχτα και δεν υπήρχε κανένας γύρω. Τότε πρόσεξα τό κορίτσι. Νό­ μισα στην αρχή πώς περίμενε κά­ ποιον, μά έπειτα κατάλαβα ότι παρα­ κολουθούσε εμένα. Τότε ό αρραβω­ νιαστικός μου μου έδωσε τό πιστόλι και μου είπε να βγάλω τήν άδεια, μά τήν άλλη μέρα πήρα τό γράμμα του Έντι καί ξέρετε τί επακολούθησε.

ν Κάπου, ένα τηλέφωνο κουδούνισε καί ή καμαριέρα ήρθε καί είπε ότι ζητούσαν εμένα. Έίταν ή Πάτσυ καί ήταν ταραγ­ μένη. —’Ώ, ΓκέϊλΙ Εκείνος ό ντέτεκτιβ Χάγκ Ντήρυ ήρθε στό γραφείο καί ήταν πολύ .θυμωμένος !... — Που Ησαι τώρα; —Σπίτι. Έφευγα από τό γραφείο, όταν μπήκε μέσα καί είπε πώς ήθελε νά σέ δή άμέσως. Δεν τού είπα τί­ ποτα βέβαια, μά μήν πας στό διαμέ­ ρισμά σου άν θέλης νά τον δής. Εΐμαι σίγουρη πώς είναι σταματημένος μέ τό αυτοκίνητό του απόξω. — Ευχαριστώ, Πάτσυ. θά κρυφτώ, ώσπου νά είμαι έτοιμη νά τόν δώ. Μέ τήν ψυχή μαύρη, πλησίασα στό παράθυρο. Τήν ίδια ώρα, τήν περα­ σμένη νύχτα, κύτταζα από τό παρά­

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

θυρο τού Μπάρτ Κρέϊν. ’Άς μπορού­ σα τουλάχιστον νά πάψω νά τόν σκέπτωμαι ! Γύρισα απότομα κι5 έπιασα τήν Αύγή νά μέ κυττάζη. —Δέν φαντάζομαι νά θέλετε νά ε^καταλείψετε τήν ύπόθεσι, έ ; ρώ­ τησε. Κούνησα αρνητικά τό κεφάλι μου. — Πιστεύω ακόμα ότι ή άπάντησις βρίσκεται στό σπίτι τών Άλεξάντερ, είπα σχεδόν μονολογώντας. Ε­ κεί πρέπει νά βρίσκεται. Ή αστυνο­ μία καί τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων έξήτασαν τούς.πάντας καί τά πάντα εκεί καί μελέτησαν τήν ιστορία καί τις σχέσεις όλων. ΚΡ ό­ μως ό Έντι γνώριζε τόν δολοφόνο. Τό ίδιο κΓ ό Ούέρμπερ. Αυτό ήταν τό ένα κοινό σημείο μεταξύ τους. Τό άλλο κοινό σημείο ήταν όταν δώσα­ τε τό παιδί σας γιά υιοθεσία. Ό Ού­ έρμπερ γνώριζε τή Σύλβια, μά δέν γνώριζε τήν Κόρα. —Πιστεύετε ότι ή Σύλβια, ρώτησε * ή Αύγή, θά μπορούσε νά είχε σχε­ διάσει αυτή τήν άπαγωγή γιά νά πάρη τήν περιουσία,., άν βέβαια ή Μπέττυ δέν είναι πραγματικά παιδί της ; —Αμφιβάλλω, θά μπορούσε όμως τό πράγμα νά σχεδιάστηκε μέ έναν τρόπο καί νά έξετελέσθη μέ άλλον.Ε ίναι ανακατεμένος ένας άντρας σ’ όλα αύτά κΓ αυτός μπορεί νά εΐναι ό πλούσιος φίλος τής Κόρας. Ό Νώε Ταίϋλορ, ό πατέρας τής Σύλβιας ε­ πιμένει ότι τή δουλειά τήν έχει κά­ νει κάποιος μέσα άπό τό σπίτι καί έχει δίκιο, νομίζω.

Καί άρχισα νά πηγαινοέρχωμαι μέσα στό δωμάτιο μέ τόση μανία, ώστε ή Αύγή γέλασε. — Χρειάζεστε ένα ποτό, Γκέϊλ, είπε. ΚΓ εγώ τό ίδιο. Ξέρετε, δέν μπορώ νά πίνω μόνη. Αυτό μέ κάνει νά αισθάνομαι ένοχη. Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς μερικές γυναίκες πη­ γαίνουν στά μπάρ μόνες τους... —ΚΓ όμως πηγαίνουν. Ό Μάίκ Νάς, ό μπάρμαν τού Ντάριο, γίνεται έξω φρενών όταν βλέπει νά μπαίνουν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41


ΣΤΟ 12» ΤΕΥΧΟΣ

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ Μέ τόν ύπερδυναμικό άσσο ΧΕΡΜΑΝ

ΣΤΟΝ

μοναχικά κορίτσια στδ μπαρ του. Μά τί μπορεί να κάνη; Τή νύχτα της Δευτέρας, δταν ή Μπάρτ κι* εγώ ή­ μαστε εκεί, πρόσεξα ένα κορίτσι.,.ένα κορίτσι... Ξαφνικά, έπαψα νά πηγαινοέρχωμαι. — Αυγή, είπα, εκείνο τό κορίτσι, πού σάς άκολούθησε εκείνη τή νύχτα στήν όχθη του ποταμού, πώς ήταν ; — Δεν ξέρω, είπε αυτή άργά. Φο­ ρούσε σκούρο παλτό καί κουκούλα. Νομίζω οτι τά μαλλιά της ήσαν ξαν­ θά. ?Ηταν ύψηλή και νέα. — ΤΗταν όμορφη; Είχε τίποτα άσυνήθιστο ; Ή Αύγή κούνησε τό κεφάλι της απεγνωσμένα. —Δεν ξέρω. Δεν μπορώ νά θυμη­ θώ. ’Ά, ναί I Τό βάδισμά της ήταν μάλλον ασυνήθιστο. Σάν αυτό. Καί διέσχισε τό δωμάτιο μ’ ένα κουνιστό, ελκυστικό βάδισμα, καί τό δμορφό της πρόσωπο πήρε μιά σκυ­ θρωπή καί τολμηρή έκφρασι. Μέ μια κραυγή την άγκάλιασα. — Αυτή εΐναι,Αύγή 1 Ή γυναίκα πού σάς παρακολούθησε στήν όχθη τού πο­ ταμού, τό κορίτσι μέ τό κόκκινο άδιάβροχο στοΰ Ντάριο, ή ξανθή πού πήγαινε νά δη τόν ’Έντι... είναι όλες τό ϊδιο πρόσωπο... καί τό όνομά πης είναι Κόρα I Λίγο πριν από τις έπτάμιση, μπή­

42 , «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

*

κα στό μπάρ τού Ντάριο. — Μάϊκ, είπα, θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι. Τήν τελευταία φορά πού ήμουν εδώ, μπήκε ένα κορίτσι μέ κόκκινο α­ διάβροχο, ένα ξανθό κορίτσι μέ τε­ τράγωνους ώμους. ’Έφυγε ξοπίσω μου καί μοΰ είπε κάτι στήν είσοδο. "Εβρεχε. Θυμάσαι; Ό Μάϊκ άκούμπησε τή χερούκλα του επάνω στόν πάγκο. — "Ενα μεγάλο κορίτσι μέ μεγάλο στόμα ; —Ναί, είπα. Καί δοκίμασα νά τόν διευκολύνω. —Τό όνομά της είναι Κόρα, νομί­ ζω. Τό πρόσωπο τού Μάϊκ φωτίστηκε. —"Ω, γιατί δέν μού τό εΐπες αμέ­ σως ; Τήν θυμάμαι. —Είναι γειτόνισσα ; — "Οχι δέν τήν έβλεπα εδώ γύρω, πολύν καιρό. "Ισως άπό τά Χριστού, γέννα. Δέν είναι τακτικός πελάτης, "Εχω νά τήν δώ άπό τό βράδυ εκείνο *

-

ΟΠΟΥ Η ΓΚΕ-Ι-Α ΛΥΝΕΙ ΤΟΝ ΓΟΡΔΙΟ ΔΕΣΜΟΙ

Οί πελάτες μου έχουν ιδρώσει. —"Ακούσε, Μάϊκ. Πρέπει νά βρώ αυτό τό κορίτσι. Πού μέν^ι ; — Δέν ξέρω 1 Ή Κόρα ερχεται, πί­ νει τά ποτά της καί φεύγει, θά σέ βοηθούσα, Γκέϊλ, αν μπορούσα, μά... Συνωφρυώθηκε κι5 έπειτα τό πρό­ σωπό του έλαμψε. —Τήν έστειλα κάποτε στό ποτοπω­ λείο τού Χίλλερ, άπό τήν άλλη μεριά τού δρόμου I — Λοιπόν ; — Ό Χίλλερ άναλαμβάνει νά στέλνη τά ψώνια στά σπίτια τών πελα­

*

ν

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


τών του 1 "Ισως έχει τή διεύθυνσί της. Πες του πώς σ’ έστειλα εγώ. Διέσχισα βιαστικά τό δρόμο καί μπήκα σ’ ένα μικρό, λαμπρά φωτι­ σμένο κατάστημα, όπου ένας μικρός, καθαρός άνθρωπάκος με ύποδέχτηκε. — Ό κ. Χίλλερ; Μ* έστειλε ό Μάϊκ... ό Μάϊκ Νάς άπό τό μπάρ του Ντάριο. — Αλήθεια : Τί μπορώ νά κάνω γιά σάς ; —Μια χάρι. Καί του είπα μέ λίγα λόγια τί ήθελα. Μόρφασε μέ δυσαρέσκεια, —Δυστυχώς, είπε, δεν δίνομε τά ονόματα καί τις διευθύνσεις τών πε­ λατών μας. — Ξέρω τό όνομά της. Είναι Κό­ ρα Μέαρς ή Κόρα Ούέλς. "Εμενε στό Πότσταουν, στην Πενσυλβανία. Έδώ, στη Νέα Ύόρκη, έμενε στην 70ή Όδό γιά μερικούς μήνες, τήν έ­ χασα όμως καί εΐναι μεγάλη άνάγκη νά τήν βρώ.

Ό κ. Χίλλερ χαμογέλασε. —Τήν γνωρίζετε, επομένως υπάρχει διαφορά. Καταλαβαίνετε όμως τή θέσι μας, δέν είν’ έτσι; —Βεβαίως, συμφώνησα καλόκαρ­ δα. Καί δέν θά σάς τό ζητούσα αυ­ τό, αν δέν ήσαστε φίλος του Μάϊκ. — Ναι, είπε ό Χίλλερ, Αυτός τήν έστειλε σέ μένα. Πολύ καλή πελάτισ­ σα, μά... δέν μπορεί νά ξέρη κανείς, γιατί ζητούν μιά πληροφορία. Πάρτε γιά παράδειγμα τούς Φλέτσερ, άπό τούς οποίους έχει υπενοικιάσει ή κ. Ούέλς. Πολλοί μπαίνουν έδώ καί ρω­ τούν γι’ αύτούς. Είναι στήν Καλιφόρνια τώρα. Ό κ. Φλέτσερ είναι συγγραφεύς, ξέρετε. —Εννοείτε τόν Ντόναλντ Φλέτσερ, τόν αστυνομικό συγγραφέα; —Ναι. Τόν γνωρίζετε; —Βεβαίως. ’Έχω άντίτυπα τών βιβλίων του μέ ιδιόχειρες άφιερώσεις. Αύτό μού έδωσε τήν τελική νίκη. —Ή διεύθυνσις εΐναι 510 ή 516, πολυκατοικίες ό Γόρδιος Δεσμός. —Ευχαριστώ πο..., άρχισα.

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

Ξαφνικά στό μυαλό μου άστραψε μιά άνάμνησις. Ό Αλέξανδρος ό Μέγας είχε κόψει τό Γόρδιο Δεσμό. Άλεξάντερ... Οικογένεια Άλεξάντερ. Καί... Ό Ούέρμπερ είχε γράψει : «Γ—ο—ρ...» Τά τρία πρώτα γράμμα­ τα τού όνόματος Γόρδιος δεσμός. —Γόρδιος Δεσμός, είπατε; ρώτη­ σα. — Ναί. Κοντά στή Δευτέρα Λεω­ φόρο. Πολυτελή κτίρια στήν εποχή τους. Άπό ευγνωμοσύνη παρήγγειλα στον κ. Χίλλερ ένα κασόνι διάφορα ποτά κι* έπειτα τράβηξα τρέχοντας σχεδόν γιά τήν Λέξινγκτον Άβενιου. Άπό τόν πρώτο τηλεφωνικό θάλα­ μο, πήρα στό τηλέφωνο τό σπίτι τών Άλεξάντερ καί ζήτησα τόν κ. Ταίϋλορ. — Κύριε Ταίυλορ, είπα. Χρειάζο­ μαι μιά πληροφορία γιά τήν περιου­ σία Λέξινγκτον. Ακούσατε ποτέ γιά κάτι πολυκατοικίες πού λέγονται ό Γόρδιος Δεσμός καί βρίσκονται κον­ τά στή Δευτέρα Λεωφόρο ; — Βέβαια! Εΐναι δικές τους. —Ξέρετε κάποιον Φλέτσερ ;

Ό Ταίϋλορ δίστασε γιά μιά στινμή* —Δέν θυμούμαι καθόλου αύτό τό όνομα, εΐπε έπειτα. Μά μήν ψάχνετε ανάμεσα σέ ξένους. Σάς λέω ότι ή

ΣΤΟ

13ο ΤΕΥΧΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43


δουλειά έχει γίνει από άνθρωπο τοϋ σπιτιού, θεέ μου I Κανένας δεν μ’ α­ κούει εμένα ! -—Σάς ακούω εγώ, κ. Ταίϋλορ, καί θά σάς δω σύντομα, μαζί με την Μπέττυ, ελπίζω. Τό κτίριο Γόρδιος Δεσμός ήταν άλλοτε πλούσιο. Μά ό μεγάλος προ­ θάλαμος του είχε τώρα μείνει χωρίς τά χαλιά, τούς πολυελαίους καί τά έπιπλα, πού τό στόλιζαν άλλοτε. Τώρα έμοιαζε μάλλον με αίθουσα αναμονής στάθμου. Μελέτησα τόν κατάλογο των ενοί­ κων στην είσοδο. Τό όνομα Φλέτσερ εΐχε τό διαμέρισμα 5Γ. Πήρα τόν αυ­ τόματο ανελκυστήρα, άνέβηκα στό τελευταίο πάτωμα καί πήρα τη σκάλα πού έβγαζε στην ταράτσα. Έκει άρχισα νά κατεβαίνω τή σκάλα κινδύνου. ΤΗταν μιά στέρεη σκάλα, μά τά μετάλλινα σκαλοπάτια της έπαλλαν σε κάθε βήμα μου. Κυττάζοντας πρός τά κάτω, μπο­ ρούσα νά δω ότι δεν υπήρχε φως στό παράθυρο του έκτου πατώματος, πού έβλεπε στη σκάλα κινδύνου, μά κανένας δεν μπορούσε νά ξέρη άν δέν άναβε κανείς εκεί ξαφνικά τό φως, φωτίζοντάς με έτσι καί μετα­ βάλλοντας με σε στόχο με φόντο τό σκοτάδι τής νύχτας. Συσπειρώθηκα χάμω καί πέρασα σκυφτά μπρος από τό παράθυρο. *Όιιαν βρέθηκα άπό την άλλη μεριά, πρόβαλα τό κεφάλι επάνω άπό τό τερβάζι καί κύτταξα μέσα. Άπό ένα φως στό χώλ, μπορούσα νά κρίνω μέσα στό δωμάτιο τή σιλουέττα ενός κρεββατιου καί τήν άνταύγεια ενός καθρέπτη. Συνέχισα μέ προφυλάξεις τήν κά­ θοδό μου ως τό πέμπτο πάτωμα, τό πάτωμα όπου βρισκόταν τό διαμέρι­ σμα των Φλέτσερ. Δέν υπήρχε ούτε εκεί φώς. "Επειτα άπό ένα ολόκληρο λεπτό αναμονής, πλησίασα στό παράθυρο. Τό τζάμι ήταν κατεβασμένο καί τό άνασήκωσα χρησιμοποιώντας ένα νό­ μισμα ώς μοχλόΓ "Εχωσα μέσα τό χέρι μου, μέ τήν παλάμη πρός τά έξω καί προκάλεσα έναν ζωηρό κρότο, πού μέ ξάφνιασε τόσο ώστε παραλίγο νά πέσω πρός

44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τά πίσω. Τό εσωτερικό ξύλινο φύλλα τοϋ παραθύρου ήταν κατεβασμένο καί τό χέρι μου είχε χτυπήσει επάνω του. Κόλλησα στον τοίχο καί περίμενα. μέ τήν άνάσα πιασμένη. Ή σιωπή τοϋ δωματίου μέ καθη­ σύχασε κι* έπειτα άπό μερικές στι­ γμές διασκέλισα τό παράθυρο καί μπήκα μέσα. "Ερριξα γύρω, μέσα στό δωμάτιο, τή δέσμη των άκτίνων τοϋ μικροϋ φαναριοϋ μου.

^Ηταν ένα υπνοδωμάτιο. Μέσα στη μιά στιγμή πού κράτησα τό φανάρι μου άναμμένο, είχα τήν έντύπωσι μιας τρομερής άκαταστασίας. Κούπες καί ποτήρια επάνω στό τραπέζι, λε­ ρωμένα ροϋχα χάμω, άκατάστατο κρεββάτι. Τό κρεββάτι I Άναψα πάλι τό φα­ νάρι καί άκολούθησα τό φώς του μέ άπειρη προσοχή. Τό κρεββάτι ήταν βρώμικο. Τά σεντόνια λερωμένα καί άπό κάτω τους προεξείχε ένα μπρά­ τσο I Μέ τήν ψυχή στά δόντια έσκυψα καί τό άγγιξα. 7Ηταν κρϋο. Άνασή­ κωσα τό σεντόνι καί εΤδα ένα μικρό πρόσωπο, ένα απίστευτα χλωμό πρό­ σωπο. Επάνω στό κρεββάτι ήταν ένα κορίτσι καί τό όνομά της ήταν Μπέττυ Άλεξάντερ 1 Καί ήταν ζωντανή I Μά ήταν αναίσθητη. Δοκίμασα νά τήν συνεφέρω χτυπώντας της τά μά­ γουλα καί τρίβοντας της τά χέρια, μά αυτή άνοιγε άπλώς τά μάτια της, μουρμούριζε μιά—δύο λέξεις καί βυ­ θιζόταν πάλι στό ληθαρχικό ϋπνο της. —Μπέττυ I, ψιθύρισα, Μπέττυ, ξύ­ πνα! — Κόρα, μουρμούρισε αυτή. — "Οχι, δέν είμαι ή Κόρα. Είμαι μιά φίλη, Μπέττυ, μιά φίλη τής μη­ τέρας σου, τοϋ Παποϋ, τοϋ Μπάρτ. — Παποϋ... Μπάρτ! —Πρέπει νά σηκωθής, Μπέττυ. θά σέ πάω σπίτι. Τό λεπτό κορμί της χώθηκε πιό

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


βαθειά μέσα στο στρώμα. —8"Οχι... όχι 1 — Μή φοβάσαι ! Έρθα να σέ βοη­ θήσω. —"Όχι μουρμούρισε αυτή πεισμα­ τάρικα. Καί τα μάτια της έκλεισαν πάλι. Την έπιασα από τούς λεπτούς ώ­ μους της καί την τράνταξα. Αυτή δο­ κίμασε νά με σπρώξη, μά δεν είχε τή δύναμι. Έβαλα τό μπράτσο μου ύτήν πλάτη της, την ανάγκασα νά άνακαθήση και τέλος μπόρεσα νά τήν κάνω νά βγάλη τά πόδια της έξω α­ πό τό κρεββάτι. Βρήκα κάλτσες χάρω καί τής τις φόρεσα. Βρήκα τό σακκάκι μιας πυτζάμας καί τής τό φόρεσα με πολλές δυσκολίες.

ι

Σ’ όλο αυτό τό διάστημα τήν ένεθάρρυνα ψιθυριστά : — Σέ λίγα λεπτά θά είσαι εντά­ ξει. θά σέ πάω στήν μητέρα καί στον παπου. —Παπου, έπανέλαβε χαζά σάν νά έψαχνε νά βρή κάτι χαμένο στή μνή­ μη της. Τήν ανάγκασα νά άνορθωθή καί τήν τράβηξα προς τό παράθυρο. ’Άν κατάφερνα νά τήν βγάλω στή σκάλα κινδύνου καί νά κλείσω τό παράθυ­ ρο πίσω μου, θάφηνα ένα ξεφωνητό πού θά τίναζε στον άέρα ολόκληρη τή γειτονιά. Δεν ήταν ούτε δυό μέτρα από τό κρεββάτι ως τό παράθυρο, μά μου φάνηκε σάν ένα μίλι. Καί τότε, καθώς άγγιζα τό περ­ βάζι τοϋ παραθύρου, ή. πόρτα άνοιξε απότομα καί φως γέμισε τό δωμά­ τιο, ενώ πρός τό μέρος μου βάδιζε ή... Κόρα. — Τί διάβολο γίνεται εδώ ; ρώτησε. Ή Μπέττυ κατέρρευσε χάμω. Άκούμπησά επάνω στόν τοίχο καί τρά­ βηξα τό πιστόλι μου. —’Όλα τελείωσαν, Κόρα, είπα. Έλα κοντά με τά χέρια Ινωμένα στο σβέρκο σου καί δείξε μου τό τηλέ­ φωνο.

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

Δεν έκανα μπλόφα. Πάντα πίστευα πώς δεν θά μπορούσα νά χρησιμο­ ποιήσω ένα πιστόλι, άν χρειαζόταν, μά αυτή τή φορά πυροβολούσα ευ­ χαρίστως- , Ή Κόρα διέσχισε τό δωμάτιο μ" εκείνο τό λικνιστό βάδισμα, πού τόσο τέλειαν είχε μιμηθή ή Αυγή. Τό με­ γάλο στόμα της έτρεμε από λύσσα. —Πέρασε στο χώλ, διέταξα δεί­ χνοντας μέ τό πιστόλι. "Απομακρύνθηκα άπό τον τοίχο καί γύρισα πρός τήν πόρτα. Τήν ίδια στιγμή, τό μάτι μου συνέλαβε μιά γοργή κίνησι. ΈΙταν ένα δάχτυλο πού απλωνόταν πρός τον διακόπτη, δίπλα στήν πόρτα. Πυροβόλησα. "Ακολούθησε μιά βλαστήμια, σκο­ τάδι, κι" ένα χτύπημα στό κεφάλι μου, πού έκανε άστράκια νά φανούν μέσα στό σκοτάδι. Τό πιστόλι ξέφυγε άπό τά δάχτυ­ λά μου. "Έσκυψα κι" ένα δεύτερο χτύπημα πέρασε ξηστά επάνω άπό τό κεφάλι μου. Γλύστρησα κι" έπεσα χάμω.

Τό φώς άναψε πάλι. Ή Κόρα άκουμπημένη έπάνω στό τραπέζι, κρα­ τούσε τό πιστόλι μου μ" έναν μορ­ φασμό ίκανοποιήσεως στό πρόσωπό της. Ένας άντρας στεκόταν κοντά στήν πόρτα.Έταν ό Μοντκγόμερυ Μπάξτερ. —ΕΤναι παράξενο ότι συναντιό­ μαστε σχεδόν κάθε μέρα, είπα καθώς σηκωνόμουν. Καί γύρισα στήν Κόρα : — "Ωστε αυτός εΐναι ό πλούσιος φίλος σας ; Μαζεύετε, βλέπω, δλο τά ψίχουλα. Πρώτα ό "Έντι Ούέλς; έ­ πειτα αυτός. 1 —Ό Έντι Ούέλς δεν ήταν τίποτα γιά μένα ! —ΤΗταν σύζυγός σας γιά έξη μήνες. Κύτταξα τον Μπάξτερ. Δεν φαι­ νόταν έκπληκτος. Προφανώς ήξερε δ­ λο τό παρελθόν τής Κόρας καί δεν τον ένοιαζε. Δεν μπορούσα νά τούς κάνω νά χτυπηθούν μεταξύ τους, δπως ήλπιζα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45


Ή νέα σειρά των εκδόσεων ή «Νυχτερίδα», πού έχει τόν γε­ νικό τίτλο

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΗΟΙ καί πού θά συνοδεύη στό μέλ­ λον τά > Εβδομαδιαία Βιβλία μας, θά προσφέρη στούς άναγνώστας μας ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΗΡΩΨΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ! Τό δεύτερο

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Μ Η ΝΙΟΣ πού θά άρχίση άπό τό 13ο Εβ­ δομαδιαίο Βιβλίο τής .«Νυχτε­ ρίδας» είναι μιά ύπερπεριπέτεια τής ζούγκλας :

ο

τηριηη κβι. Ο ΤΙΓΡΗΣ

Θά γοητεύση ^αί θά συναρπάση!

Κάθησα στήν άκρη τοϋ κρεββατιου καί τόν κύτταξα. —"Ωστε εσείς σκοτώσατε τόν ’Έντι καί τόν Μπάξτερ, εσείς πού ξέρα­ τε δτι ή Μπέττυ δεν ήταν κόρη τής Σύλβιας Άλεξάντερ. Εκείνη τη στιγ>·ή, ή Μπέττυ, πού είχε άνορθωθή στό μεταξύ, πλησίασε στό κρεββάτι άπό την άλλη μεριά, έ­ πεσε επάνω του καί μου άρπαξε τό χέρι. Ή Κόρα γρύλλισε : —Φύγε άπό κεί! Ό Μπάξτερ έγνεψε στήν Κόρα νά σωπάση.

46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Άφησέ την, γλυκειά μου. Δεν πρόκειται νά φύγουν. Πήρα τά λεφτά άπό τόν Κρέϊν... πενήντα χιλιάδες δολλάρια. —"Ωστε τά πήρατε, είπα. Τό χέρι μου σφίχτηκε γύρω άπό τά ψυχρά δάχτυλα τής Μπέττυ. Μιά χαρά γέμιζε τό στήθός μου. Δεν ή­ ταν ό Μπάρτ Κρέϊν... Δέν ήταν ό Μπάρτ ! Δόξα σοι ό Θεός 1 —Είστε πολύ έξυπνος, Μπάξτερ, είπα, μά θά σάς κρεμάσουν ! Ό Μπάξτερ φούσκωσε τό στήθος του με καμάρι. —Είμαι έξυπνος, είπε. Καί... δέν μπορούν νά με κρεμάσουν I... Ή οι­ κογένεια Άλεξάντερ βασιζόταν επά­ νω μου γιά τά πάντα, χρόνια τώρα. "Οταν, λοιπόν, ή Σύλβια άνακάλυψε δτι δέν μπορούσε νά άποκτήση παι­ δί καί δτι ό γάμος της κινδύνευε νά καταστραφή, εγώ άνέλαβα νά βρω τόν Ούέρμπερ καί νά κανονίσω την ύπόθεσι. "Οταν είπε στον άντρα της δτι είχε μείνει έγκυος, δλα είχαν ρυθ­ μιστή στήν εντέλεια.

ν

'

— Ή δουλειά αυτή θά σάς άπέδοοσε άρκετά, είπα. —Ποτέ δέν έξετίμησαν τόν Μουρ­ μούρη μου, εΐπε ή Κόρα. Ό Μπάξτερ κούνησε τό κεφάλι του. — Ή Κόρα έχει δίκηο. Ή Σύλβια μου ύποσχέθηκε δτι, αν ή Ιστορία του παιδιού γινόταν πιστευτή, θά με άποζημίωνε καλά. Γέλασε σαρκαστικά. — Μου φέρθηκε σάν νά ήμουν υπη­ ρέτης της. Καί, δταν ό Θεόδωρος Ά­ λεξάντερ πέθανε καί τής ζήτησα νά τακτοποίηση τό χρέος της, μου είπε δτι ό άντρας της δέν τής είχε άφήσει καθόλου χρήματα. —Έτσι συλλάβατε τη λαμπρή ιδέα νά άπαγάγεται τό κορίτσι καί νά πά­ ρετε λύτρα. Είχα ένα τέλειο σχέδιο, εΐπε ό Μπάξτερ. Ό "Εντι Ούέλς εΐχε κάνει τήν έμφάνισί του. ?Ηταν ό μόνος πού ήξερε δτι τό παιδί δέν ήταν τής Σύλ-

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


βίας... αυτός κι’ ό Ούέρμπερ. Ό Έντι είχε παρακολουθήσει τή νοσοκόμα τοϋ Ούέρμπερ μέ τό παιδί, από την κλινική ως τό σπίτι των Άλεξάντερ. Ό Έντι λοιπόν έπέστρεψε. Πήγε στόν Ούέρμπερ καί ζήτησε χρήματα κι* ό Ούέρμπερ τόν έστειλε σέ μένα. ’Άν ήταν εντάξει, ή δουλειά θά γι­ νόταν πιό άνετα. —Ό ’Έντι ήταν ένας βλάκας! γρύλλισε ή Κόρα. Δεν θά είχε μυριστή κανένας τίποτα, αν δεν ήταν αύτός I Ξαφνικά ή Μπέττυ είπε : —Ό ’Έντυ 1 Μου αρέσει ό ’Έντι. Που είναι; —Τόν γνώριζε ; ρώτησα εγώ. Ή Κόρα κούνησε τό κεφάλι της περιφρονητικά. — Ό Μουρμούρης τήν πήγε στόν ’Έτι αρκετές φορές, όταν ώδηγοϋσε τή μικρή σ’ εκείνο τό ζωγράφο γιά τό πορτραίτο της. Έπρεπε νά γνωρι­ στούν ώστε νά τόν άκολουθήση θελη­ ματικά όταν θ’ άρχόταν ή στιγμή.

ν

Γ έλασε. — Ή ιδέα ήταν καλή, μά ό Έντι, ό βλάκας, ένοιωσε τήν πατρική στορ­ γή του νά ξυπνά καί άρνήθηκε νά συνεργαστή I Ό φτωχός Έντι! Ή μόνη θαρρα­ λέα πράξις τήςζωήςτου τόν είχε οδηγή­ σει στο θάνατο. Μά ή Κόρα δεν εΐχε οίκτο μέσα της. Λίκνισε τό κορμί της καί συνέχισε : —Έγώ όμως δέν έγκατέλειψα τόν Μουρμούρη. Πήγα μέ τό αύτοκίνητο^ καί τήν πήρα έγώ ή ϊδια. ,Μέ γνώρι­ ζε καί μένα καί τής είπα πώς θά τήν πήγαινα στόν Κρέϊν. —"Ωστε ό Έντι άρνήθηκε νά συ­ νεργαστή, είπα αργά. Δοκίμασε μάστα νά σάς καταδώση έπειτα από τήν απαγωγή. Ανακαλύψατε ότι τη­ λεφώνησε^ στόν Κρέϊν καί τόν σκοτώ­ σατε... καί τότε μπήκα έγώ στην ύπόθεσι. Ό Μπάξτερ κούνησε τό κεφάλι του. —Τά αναστατώσατε όλα. Δέν θά υπήρχε καμμμιά σχέσις μεταξύ τοϋ θανάτου τοϋ Έντι καί τής άπαγω-

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

γής, άν δέν ήσαστε έσεϊς. Ή Σύλβια δέν θά πήγαινε νά βρή τόν Ούέρμπερ. Τά είχα όλα κανονίσει. Γέλασα δυσάρεστα. —Είχα στείλει μια δεύτερη έπιστολή καί κανόνισα τήν πληρωμή. 'Η Σύλβια έδωσε τά χρήματα στόν Κρέϊν τό πρωϊ πού ήρθατε στό σπίτι. Αύτή ήταν ή άρχή τοϋ τέλους. Είχατε ανακαλύψει τή μητέρα τής Μπέττυ καί έγώ δέν ήξερα ποιά ήταν. Δέν τό ήξερε αύτό οϋτε ό Ούέρμπερ. —Είπα στόν Μουρμούρη, έπενέβη ή Κόρα, ότι ό Έντι καυχιόταν πάνταν γιά τήν όμορφη γυναίκα του. Πήγα γα νά τις ρίξω μιά ματιά.Μά δέν ήξερα ότι αύτή ήταν ή μητέρα τής Μπέττυ παρά μετά τήν απαγωγή. Νόμιζα πώς ό ’Έντυ είχε πολλές συζύγους. Μά σέ βοήθησα 'πολύ Μουρμούρη, δέν είν’ έτσι; —Μέ βοήθησες καί θά μέ βοηθήσης τώρα, είπε αύτός. Καί προχώρησε στό δωμάτιο. Τό πιστόλι του είχε έναν σιγαστήρα. Τό κουβεντολόϊ είχε πάρει τέλος. ^ — Μάς δυσκολέψατε πολύ, Μις Γκάλλαγκερ, εΐπε πλησιάζοντας. 'Η Μπέττυ ήταν ως τώρα σχεδόν διαρ­ κώς αναίσθητη χάρις στά ναρκωτικά πού τής δίναμε. Μά τήν συνεφέρατε καί τώρα... ξέρει ποιος τήν άπήγαγε. Ξέρετε κι’ οί δυό σας πάρα πολλά καί δέν πρέπει νά μιλήσετε. Τό μπράτσο του σηκώθηκε. “Έ­ σπρωξα τήν Μπέττυ, ρίχνοντάς την πίσω επάνω στό κρεββάτι, καί ώρμησα μέ τό κεφάλι μπροστά. Χτύπησα τόν Μπάξτερ στήν κοι­ λιά. Τρέκλισε πρός τά πίσω καί σκόν­ ταψε έπάνω στήν Κόρα, μά δέν έπε­ σε καί δέν παράτησε τό πιστόλι του. 'Η Μπέττυ είχε κυλήσει χάμω, στό πάτωμα, ξεφωνίζοντας. Ή Κόρα άρ­ παξε ένα μαξηλάρι καί ρίχτηκε έπάνω στό κοριτσάκι. Τά ξεφωνητά τής Μπέττυ πνίγη­ καν ξαφνικά καί Μπάξτερ κινήθηκε πάλι πρός τό μέρος μου., Ό πυροβολισμός έκλόνισε τό δω­ μάτιο. Ένστικτωδώς έπεσα μπρούμυ­ τα χάμω. Καθώς ή σιωπή κέρδιζε πάλι έδα­ φος, κατάλαβα ότι δέν είχα χτυπηθή Άνασηκώθηκα αργά στά γόνατα*

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47


ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ πού θά σάς

προσφέρη

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ στα επόμενα τεύχη της : *

ΠΕΝΤΕ ΧΤΥΛΑ

ΚΟΚΚΙΝΑ

* ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΔΕΙΑ ΣΟΥ

ΔΑ­

ΣΤΗΝ ΚΗ­

* ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ! (Πράκτωρ 5) * Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ * ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ .,ΤΟΥ ΡΙΓΚΟ ("Αγιος)

ΠΕ-

καί

•0 ΤΗΡΖβΠ ΚΒί 0 ΤΙΓΡΗΣ Ό Μπάξτερ λικνιζόταν επάνω στα πόδια του, κρατώντας τό μπράτσο του καί καταρρέοντας . αργά. Τότε, γύρισα τό κεφάλι μου καί γούρλωσα τά μάτια μου, βλέποντας τον ντέτεκτιβ Χάνκ Ντηρυ νά μπαίνη στό δωμάτιο, άκολουθούμενος άπό δυο άλλους άντρες, πού άρπαξαν την Κόρα. 'Ο Χάνκ διέσχισε τό δωμάτιο γορ­ γά καί σήκωσε την Μπέττυ. Την άκούμπησε στό κρεββάτι, δοκίμασε τό σφιγμό της καί κούνησε τό κεφάλι του μέ ικανοποίησι. Καθώς άνωρθωνόμουν, ό Χάνκ μέ κύτταξε ψυχρά. —Που ήσουν όλη μέρα; είπε. Έ­ ψαξα ολόκληρη την πόλι για νά σέ βρω. Ξαφνικά ή φωνή του ' μαλάκωσε

48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Ό γερο-πατέρας σου, πρόσθεσε, θά καμάρωνε γιά σένα αν ήταν εδώ I ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τό επόμενο πρωϊνό άργησα νά πάω στό γραφείο μου καί τά γεγονότα τής περασμένης νύχτας στριφογύριζαν στό μυαλό μου πυρετωδώς. Περισσότερο άπ’ δλα στριφογύρι­ ζε στό μυαλό μου ή άναγνώρισις των προσπαθειών μου άπό τόν Χάνκ Ντηρυ, πού ήταν γιά μένα σάν τό Όμοσπονδιακό Μετάλλιο, τόν Πολεμι­ κό Σταυρό καί τό Παράσημο Αν­ δρείας, δλα μαζί. Καί ήταν μιά ίκανοποίησις γιά μένα οί εξηγήσεις, πού μου έδωσε γιά τό πώς είχε κατορθώσει νά μέ βρη. Ή Αυγή Φέρις του τηλεφώνησε άμέσως μόλις έφυγε άπό τό διαμέρι­ σμά της, δτι θά πήγαινα στό μπάρ τοϋ Ντάριο. Ό Χάνκ πήγε εκεί, βρή­ κε τόν Μάϊκ, έμαθε δτι είχα πάει στόν Χίλλερ ; πήγε στόν Χίλλερ καί κατέληξε στό διαμέρισμα τών Φλέτσερ. Έξ άλλου, ή φασαρΓα, πού είχε γίνει στό διαμέρισμα εκείνο, εΐχε άναστατώσει τούς γείτονες πού είχαν τηλεφωνήσει στην άστυνομία. "Οπως έμαθα άργότερα, είχα φτάσει εγκαίρως. Ό Μπάξτερ σκό­ πευε νά δώση στην Μπέττυ μιά θα­ νατηφόρα δόσι ναρκωτικού καί νά την άφήση εκεί γιά νά την βρουν οί Φλέτσερ, δταν θά γύριζαν άπό την Καλιφόρνια τόν Απρίλιο. Στό μετα­ ξύ, ό Μπάξτερ κΓ ή Κόρα θά βίρσκοταν στη Νότια Αμερική, μακρυά άπό τά χέρια τής δικαιοσύνης, δπως νό* μιζαν.

Στριφογύριζε επίσης στό μυαλό μου, ή άξέχαστη σκηνή χαράς καί δακρύων, δταν ή Αύγή κ-Γ ή Σύλβια άντίκρυσαν τό κοριτσάκι. Μά ή πιό ό­ μορφη καί συγκινητική σκηνή ήτανδταν ό γερο-Ταίϋλορ μπήκε στό δωμάτιο

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ


ι κι η του. Στό γραφείο, δπως υποψιαζόμουν, μέ περίμεναν ένας ρεπόρτερ καί δυό φωτορεπόρτερ. "Οταν τελικά γλύτω­ σα απ’ αυτούς, ή Πάτου ρίχτηκε ε­ πάνω μου μέ μάτια πού έλαμπαν. —’Ώ Γκέϊλ! “Ήσουν υπέροχη 1 Χαμήλωσε τη φωνή της. —Καί... είναι μέσα 1 —Ποιος ; — Ξέρω πώς δεν έπρεπε νά τόν άφήσω νά μπή στό γραφείο σου, μά μου φέρθηκε τόσο ευγενικά ί Εΐναι τόσο τζέντλεμαν ! Μπήκα σιό ιδιαίτερο γραφείο μου καί, καθισμένο στό τραπέζι μου, βρή­ κα τόν Μπάρτ Κρέϊν. —"Ηθελα νά σάς συγχαρώ, είπε πε πλησιάζοντάς με μέ τό χέρι του απλωμένο. — Είστε πολύ καλός, μουρμούρισα. —Πέρασα νά δω την Μπέττυ πρωί —πρω'ί, εΐπε. — Πώς είναι ; — Πολύ καλά. “Ήθελε δυό προγεύ­ ματα 1 Υποθέτω δτι, μέ δυό μητέρες τώρα, θά τά θέλη δλα διπλά από δώ καί μπρος. — Πώς θά λύσουν αύτό τό πρό­ βλημα τών δυό μητέρων ; —Τό έλυσαν. Ή Μπέττυ θά μείνη μέ τή Σύλβια μά ή Αυγή θά μπορεί νά πηγαίνη νά τήν βλέπη δποτε θέ­ λει. Ξέρετε, σκοπεύουν νά σάς δώ­ σουν μεγάλη αμοιβή. — Πήρα τήν αμοιβή μου. Ή Αύγή Φέρις μέ πλήρωσε καλά κι’ ό Χάνκ Ντήρυ είπε πώς ό πατέρας μου θά ήταν υπερήφανος γιά μένα. — Καί βέβαια θά ήταν, είπε αυτός ευγενικά. Λυπούμαι πού δέν ήμουν στό φινάλε, μά βρισκόμουν στό γρα­ φείο του είσαγγελέως. —Γιά τά λύτρα; —Κατά ένα μέρος. Ξέρετε μέ υπο­ ψιάστηκαν ώς άπαγωγέα τής Μπέττυ καί τις πρώτες δυό μέρες μέ άνέκριναν μέ επιμονή. Είμαι βέβαιος δτι μό(νο ή έκθεσις πού τούς έδωσε τό Στρα­ τηγείο γιά τήν πολεμική δράσι μου, τούς έκανε νά μή μέ συλλάβουν. Έ­ τσι, δχι μόνο ή αγάπη μου γιά τό κοριτσάκι αλλά καί τό προσωπικό φι­ λότιμο μου μ’ έκαναν νά συνεργαστώ

ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ

—Μέ τήν αστυνομία ; Νόμιζα δτι συνεργαζόσαστε μέ τή Σύλβια. — Συνεργαζόμουν μαζί της, μά πληροφορούσα τήν άστυνομία γιά τις κινήσεις μας. —Τότε εσείς τούς είπατε γχιά τό πτώμα,τού “Έντι καί γιά τήν παρου­ σία μου εκεί. —Ναι. Δέν ήξερα τί γυρεύατε ε­ κεί. Άν μοΰ είχατε πή τήν αλήθεια, έπρεπε νά είδοποιηθήτε νά άποσυρθήτε, γιά τό δικό σας καλό. ’Άν μού λέγατε ψέματα, μιά έρευνα-ήταν α­ ναγκαία. —Μά τί γυρεύατέ έξω άπό τό σπί• τι τού Ούέρμπερ έκείνη νύχτα ;

φ·

Ό Μπάρτ κούνησε τό κεφάλι του. —"Οπως ξέρετε, ό “Έντι ήρθε εδώ, προσπαθώντας νά άποκτήση πολλά χρήματα γιά νά κρατήση τήν Κόρα. Πήγε στόν Ούέρμπερ, πού τόν έστει­ λε στον Μπάξτερ. "Οταν ό Έντι α­ νακάλυψε τί σχεδίαζε ό Μπάξτερ, πήγε καί τό είπε στόν γιατρό. Ό Ού­ έρμπερ δέν ήθελε νά έχη καμμιά σχέσι μ“ αυτή τήν ύπόθεσι. Μά ό Μπάξ­ τερ δέν μπορούσε νά τόν άφήση έξω, αφού τά είχε μάθει. "Οταν λοιπόν ή πρώτη άπόπειρα νά εισπράξη τά λύ­ τρα άπέτυχε, ό Μπάξτερ έβαλε στή μέση ένα άλλο σχέδιο. —Δέν έγκατέλειπε εύκολα τήν προσπάθειά του, είπα εγώ άνάβοντας έ­ να τσιγάρο. —Δέν μπορούσε πιά νά υποχωρή-

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου: Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι 1^—II »

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49


ση. Είχε την Μπέττυ στα χέρια του. "Οπως τό είχε σχεδιάσει από την αρ­ χή, ή δουλειά θά τέλειωνε γοργά. "Η­ θελε να πάρη τά χρήματα, πολλά χρήματα καί... ελευθερία. Ό Μπάρτ άναψε κι* αυτός ένα τσιγάρο. —Τότε είδε τήν Κόρα καί ήθελε νά τήν πάρη κι’ αυτήν. ’Άν ό ’Έντι έμενε έξω άπό τήν ύπόθεσι, δλα θά πήγαιναν ϊσως καλά. Μά ό ’Έντυ κλώτσησε καί... πέθανε. Ό Μπάξτερ σκόπευε άκόμα τότε νά έπιστρέψη τό κορίτσι, άν έπαιρνε τά χρήματα. — Καί τά πήρε, είπα εγώ. —Σ’ αύτό τό σημείο έμπασε τόν Ούέρμπερ στήν ύπόθεσι. θά άφηνα τά χρήματα, χωμένα μέσα σ’ ενα ζευγάρι παπούτσια, σ’ ενα μπαρ του Μπρώντγουαιη, με τήν παραγγελία νά τά δώσουν σέ κάποιον Μπίλ. "Ε­ πειτα, θά συναντούσα τόν Ούέρμπερ, πού θά με ώδηγοΰσε στήν Μπέττυ. Θά περίμενα—σύμφωνα μέ τις οδη­ γίες— τόν Ούέρμπερ εξω άπό τό σπίτι του. "Αφησα' τά χρήματα στό μπάρ καί πήρα θέσι άπέναντι στό σπίτι τού Ούέρμπερ. Ξέρετε τά ύπόλοιπα.

. Έγώ χαμογέλασα. —Θά δοκιμάσατε μεγάλη έκπληξι, βλέποντάς με νά μπαίνω στό σπίτι, είπα.— Ή λέξις έκπληξις δεν σημαίνει τίποτα. Ό ’ίδιος ό άπαγωγεύς μπο­ ρούσε νά ήταν μέσα στό σπίτι εκεί­ νη τή στιγμή. Ξέρομε τώρα οτι ό

ΣΤΟ

Μπάξτερ βρισκόταν εκεί μισή ώρα νωρίτερα. Βρήκε τόν Ούέρμπερ τόσο εκνευρισμένο καί τρομαγμένο, ώστε φοβήθηκε μήπως κατέστρεφε ολόκλη­ ρη τήν ύπόθεσι, καί τόν σκότωσε. Ξαφνικά γούρλωσα τά μάτια μου. Αυτός άκολούθησε τό βλέμμα μου, σήκωσε τό χέρι του καί έξήτασε μιά κοκκινωπή κηλίδα στήν άκρη τού μα­ νικιού του. Τά μάτια του σπίθισαν παιχνιδιάρικα. —Μέ συγχωρείτε γιά τήν άπογοήτευσι, είπε, μά δεν είναι αίμα. Εί­ ναι μπογιά. "Ολα τά μανίκια μου έ­ χουν αύτό τό σημάδι. Συχνά, αφού ντυθώ, πηγαίνω νά ρίξω μιά πινελιά σ’ έναν πίνακα καί τυχαίνει νά μήν έχουν στεγνώσει εντελώς τά χρώ­ ματα. Γελώντας, σηκώθηκε καί τότε θυ­ μήθηκα κάτι άλλο. —Κι’ εκείνες οί συναντήσεις σας μέ τόν Μπάξτερ στή Λέσχη Φρύτζιαν, πριν άπό τήν άπαγωγή ; Πώς τις εξηγείτε ; —Δεν συναντήθηκα εκεί μέ τόν Μπάξτερ. Μέ παρακάλεσε νά τού προμηθεύσω μιά κάρτα τής λέσχης καί χρησιμοποιούσε τή λέσχη, όπως ώμολόγησε, γιά νά συναντάται μέ τήν Κόρα. Ή μέρα είναι άμορφη, Γκέϊλ. Είναι άνάγκη νά δουλέψετε σήμερα ; Ξαφνικά ένοιωσα μέσα μου ευθυ­ μία καί αισιοδοξία. —θάπρεπε νά δουλέψω, μά έχω άκόμα πολλές ερωτήσεις νά σάς κάνω. —ΚΓ έγώ έχω πολλά πράγματα νά σάς πώ, είπε αυτός σιγανά. ΤΕΛΟΣ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ I

Μία ύπερδυναμική περιπέτεια : 9.

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ






ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΥΠΟ

ΝΤΕΊΤ

ΚΕΤΝ

Μετάφρασις : Π. Άντωνόπουλου Επιμέλεια Εξωφύλλου : Βύρ. Άπτόσογλου

11

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

11


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Λεληγιώργη 30

1) ΤΟ* ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 6πό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύττό Μπερκέλεϋ Γ κραΐη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ υπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ υπό Στήλ Γουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, υπό Ντάσιελ Χάμμετ. 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟνΝ υπό Γκέϊλ Γκάλλαγκερ· < 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ υπό Ντέϋ Κέϊν. Τα παρελθόντα τεύχη πωλοϋνται εις τά Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον.

ΔΥΟ

ΛΟΓΙΑ

Ή καινοτομία τοϋ Βιβλίου του Μηνός, πού εγκαινίασε ή Διεύθυνσις των Έκδόσεών μας από τό 9ο Βιβλίο μας, έγι­ νε δεκτή από τό αναγνωστικό κοινό μέ τόσο ενθουσιασμό ώστε σε πολλές συνοικίες των Αθηνών καί τοϋ Πειραιώς παρετηρήθη ζήτησις άνωτέρα τής προσφοράς I Πιστή στις υποσχέσεις της καί στό σύνθημα «Κάθε Νυ­ χτερίδα Καλύτερη» ή Διεύθυνσις μας εγκαινιάζει άπό τό 13ο φύλλο νέες καινοτομίες, πού θά Ικανοποιήσουν καί θά γοη­ τεύσουν. Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


•ί

ΕΜΗΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΗΙ — Αυτή τή φορά δεν έχω κσμμιά δύσκολη δουλειά νά σου αναθέσω. Δηλαδή,-> εννοώ καμμιά επικίνδυνη δουλειά. Αυτά τά λόγια μου είπε ό Βάνς Ρίτσμοντ, καθώς σφίγγαμε τό χέρι ό ένας του άλλου. —' Απλώς θέλω νά βρής γιά λο­ γαριασμό μου κάποιο άτομο. Κά­ ποιον πού δεν εΐναι κακοποιός. Στή φωνή του υπήρχε ένας άπολογητικός τόνος. Καί τούτο, γιατί οί δυό τελευταίες δουλειές, πού μου είχε αναθέσει αότός ό λεπτός καί μελσχροινός δικηγόρος, μέ είχαν μπλέξει μέ άσχημο τουφεκίδι. Φοβό­ ταν λοιπόν» τώρα άτι αύτή ή τρίτη

δουλειά πού μου άνέθετε θά μου έ­ φερνε... βαρύ ύπνο. Δεν είχε δμως δίκιο. Γιατί τότε ήμουν νέος καί μου άρεσαν οί περι­ πέτειες μέ περίστροφα. Δεκαπέντε χρόνια δμως στην καριέρα τοϋ ιδιωτικού αστυνομικού μέ είχαν διδάξει δτι είναι καλύτερες οί δουλειές, χωρίς σφαίρες στήν ατμό­ σφαιρα γύρω ! —Ό άνθρωπος πού ζητώ νά βρώ, συνέχισε ό δικηγόρος δταν καθήσαμε καί οί δυό στο γραφείο του, εί­ ναι ένας Εγγλέζος άρχιτέκτων όνόματι Νόρμαν "Ασκραφτ. Είναι ένας άντρας ώς τριάντα επτά χρόνων, έ­ χει άνάστημα κανονικό, γεροδεμένος, ξανθός μέ γυαλιστερά μαλλιά καί γαλανά μάτια. Έδώ καί τέσσερα χρό­ νια ήταν ένας σοβαρός, καί τυπικός Εγγλέζος. Τώρα δμως μπορεί νά μή διατηρή τις ίδιες αρχές καί νά έχει άλλάξει χαρακτήρα. Καί ταυτ©


γιατί αύτά τά τέσσερα χρόνια πού μεσολάβησαν πιθανόν νά ήσαν τά πιο δύσκολα τής ζωής του. Νά τό Ιστορικόν τής ύποθέσεως πού σου α­ ναθέτω : Πριν τέσσερα χρόνια, οί ’Άσκραφτ ζοϋσαν μαζί στο Μπρίστολ τής Αγγλίας. Τά μετέπειτα γεγονό­ τα δείχνουν δτι ή κυρία ’Άσκραφτ ήταν ένας ζηλότυπος χαρακτήρας, καί πιθανόν νά ήταν αρκετά οξύθυμη καί νευρική. Τά νεύρα της τά δυνά­ μωνε καί ή οικονομική της άνεξαρτησία. '.Ο σύζυγος εΐχε αποδοχές άπό τή δουλειά του, ή σύζυγος δμως διέθετε καί διαχειριζόταν μια δική της περιουσία, πού είχε κληρονομή­ σει από τούς γονείς της καί πού ή­ ταν σεβαστή. Έτσι ό ’Άσκραφτ πειραζόταν καί ένοιωθε μιά ταπείνωσι κάνοντας σύζυγό του μιά πλούσια γυναίκα με ενοχλητικά καπρίτσια. Γι' αυτό αποφάσισε ν’ άπομακρυνθή από κοντά της, καί νά χαράξη δικό του δρόμο, ώστε νά τής άποδείξη οτι δεν είχε ανάγκη από τά λεφτά της καί από την πειθαρχία της. Φυσικά ήταν πολύ ανόητη αυτή ή άπόφασίς τόυ. Φαίνεται δμως δτι ικανοποιούσε τον έγωϊσμό του. Εκεί βρίσκονταν τά πράγματα, δταν ένα βράδυ τον κατηγόρησε δτι κορτάριζε κάποιαν άλλη γυναίκα. 'Η κατηγορία αυτή ή­ ταν μιά καλή αφορμή γιά τήν ’Ά­ σκραφτ. Επακολούθησε βίαιος συζυί γικός καβγάς καί άμεσος χωρισμός τού ανδρογύνου. Ό Άσκράφτ ετοί­ μασε τις βαλίτσες του κι’ έφυγε...

../Η έγκαταληφθείσα, συνέχισε ό φίλος μου, έπειτα άπό μιά βδομάδα μετάνριωσε. Καί τούτο γιατί νεώτερες πληροφορίες της απέδειξαν άστήρικτη τήν υπόνοια πού είχε σχηματί­ σει γιά τό σύζυγό της. Καί, κυριευ­ μένη άπό τύψεις γιά τήν κακή συμ­ περιφορά της, προσπάθησε νά τόν βρή. Τό πουλάκι δμως είχε πετάξει. Τελικά, ή, γυναίκα κατώρθωσε νά άνακαλύψη τήν πορεία τής φυγής του. Άπό τό Μπρίστολ μπήκε σέ καράβι

6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΝ

καί έφτασε στήν Νέα Ύόρκη καί άπό έκει πήγε στο Ντητρόϊτ. Στην τελευ­ ταία αυτή πόλι συνελήφθη, γιατί διετάραξε τήν κοινή ήσυχία —μεθυσμέ­ νος ίσως— καί γι’ αυτή τήν παράβασι τιμωρήθηκε μέ πρόστιμο.... ’Έκτοτε τά ϊχνη του χάθηκαν ώσπου έ­ καμε τήν παταγώδη έμφάνισί του στό Σήτλ, έπειτα άπό δέκα μήνες... Ό δικηγόρος έψαξε στά διάφορα χαρτιά τού γραφείου του καί βρήκε ένα υπόμνημα. —Στις 23 Μαΐου τού 1943, συνέ­ χισε, ό ’Άσκραφτ πυροβόλησε καί σκότωσε έναν διαρρήκτη, πού εΐχε παραβιάσει τό δωμάτιό του στό ξε­ νοδοχείο δπου έμενε. Ή αστυνομία τού Σήτλ παραξενεύτηκε μέ τις συν­ θήκες, κάτω άπό τις όποιες έγινε αυ­ τός ό φόνος. Δέν μπορούσε δμως νά καταλογίση ευθύνη στόν ’Άσκραφτ. Πρώτον, γιατί διεπιστώθη δτι τρά­ βηξε τή σκανδάλη επειδή βρισκόταν σέ άμυνα καί, δεύτερον, γιατί τό θύ­ μα ήταν γνωστός διαρρήκτης. "Υστε­ ρα πάλι, ό ’Άσίφαφτ εξαφανίζεται, καί τίποτε δέν άκούγεται γι’ αυτόν, ώς τόν τελευταίο χρόνο. Τότε πού ή κυρία ’Άσκραφτ δημοσίευσε σχετικές αγγελίες στις εφημερίδες των Ενω­ μένων Πολιτειών... Μιά μέρα έλαβε άπό τόν άντρα της ένα γράμμα. Προερχόταν άπό τό Σάν Φραντσίσκο. Έταν τυπικό καί άπλώς τήν συμβού­ λευε νά πάψη νά δημοσιεύη άγγελίες. Επίσης τής έγραφε, δτι αν καί δέν διατηρούσε τό όνομα Νόρμαν ’Άσκραφτ ωστόσο πειραζόταν νά τό βλέπη κάθε τόσο τυπωμένο στις αγ­ γελίες τών εφημερίδων... Ό Ρίτσμοντ γέλασε καί εξακο­ λούθησε : —Τού ταχυδρόμησε τότε ένα γράμμα στό Πόστ Ρεστάντ τού Σάν Φρατσίσκο καί συγχρόνως δημοσίευ­ σε σέ όλες τις εφημερίδες αυτής τής πόλεως μιά σχετική αγγελία, πού τόν πληροφορούσε γιά τήν ένέργειά της αυτή. 'Η άπάντησίς του στήν είδοποίησί της αυτή ήταν μάλλον ει­ ρωνική. Εκείνη δμως τού έγραψε πάλι καί τόν καλουσε νά έπιστρέψη στό συζυγικό σπίτι. Αυτός αρνήθηκε μολονότι τό γράμμα του δέν έδειχνε καί τόση αγένεια. Άντήλλαξαν καί

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


άλλα γράμματα και άπό αυτά ή κυ­ ρία Άσκράφτ πληροφορήθηκε ότι ό άντρας της έπαιρνε ναρκωτικά καί ότι ό εγωισμός του δεν του έπέτρεπε νά γυρίση κοντά της, στήν κατάστασι πού βρισκόταν. ’Ήλπιζε όμως νά ξαναβρή τόν παλιό έαητό του και νά έπιστρέψη. Μέ τήν ευκαιρία αυτή, τόν έπεισε μάλιστα νά δεχτή άρκετά χρήματα πού του έστειλε γιά νά συνέλθη και ν’ άλλάξη ζωή. Του έστελνε αυτά τά χρήματα κάθε μήνα στό κεντρικό ταχυδρομείο του Σάν Φρίαντσίσκο...

Ό φίλος μου έκανε έναν μορ­ φασμό, πού δεν μπόρεσα νά χαρα­ κτηρίσω, — Στό μεταξύ αύτό, συνέχισε, έ­ κλεισε τό σπίτι της στήν Αγγλία, εκποίησε τήν περιουσία της —δεν εί­ χε στενούς συγγενείς ώστε νά τήν εμποδίσουν σε αυτές τις ένέργειές της και νά τήν κρατήσουν εκεί— καί ήλθε εδώ στό Σάν Φραντσίσκο, ώστε στήν κατάλληλη στιγμή νά μπορή νά παρουσιαστή μπροστά του καί νά τόν συγκινήση. Πέρασε άπό .τότε ένας χρόνος χωρίς νά πάψη νά του έμβάζη τακτικά κάθε μήνα ένα ώρισμένο ποσόν. "Αδικα όμως τόν περιμένει νά γυρίση κοντά της. Κάθε φορά άρνείται νά τήν συναντήση βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες. Τόν ένα μήνα τής γράφει οτι τά έκοψε τά ναρκω­ τικά καί τόν άλλον οτι τά άρχισε πάλι. —Καταλαβαίνω, είπα εγώ κουνών­ τας τό κεφάλι μου. ' —Φυσικά άρχισε ή γυναίκα νά υ­ ποπτεύεται, υστέρα άπό αυτές τις πε­ ρίεργες υπεκφυγές του, ότι δεν έχει σκοπό νά γυρίση κοντά της. Επίσης οτι δεν έχει τή δύναμι νά κόψη τήν καταστρεπτική χρήσι των ναρκωτικών καί ότι χρησιμοποιεί τά λεφτά της γιά νά προμηθεύεται ναρκωτικά καί νά μένη άνεργος, αδρανής καί άβου­ λος. Τής συνέστησα νά διακόψη τή μηνιαία έπιχορήγησι. Αυτή όμως δέν θέλει νά τό κάνη αύτά; Καί τούτο

ΔΑΧΤΥΑΑ

γιατί μέμφεται τόν εαυτό της γιά τή δική του τήν κατάντια. Πιστεύει ότι ή άνόητη ζήλεια της στάθηκε ή πρω­ ταρχική αιτία τής καταστροφής του κι’ έτσι δέν θέλει νά κάνη τώρα κάτι πού θά τόν πλήγωνε περισσότερο καί θά τόν ώδηγουσε σε χειρότερο κακό. Πιστεύει ότι, άν πάψη νά του στέλνη λεφτά, αυτός θ’ αύτοκτονήση. Είναι άμετάπιστη σ’ αυτή τή σκέψι της καί τό μόνο πού ζητεί είναι νά γυρίση κοντά της σ’ όποια κατάστασι κι’ άν βρίσκεται. Αλλά, άν εκείνος δέν έρθη, τότε αυτή θά περιοριστή στό νά συ­ νέχιση τή βοήθεια της, ώσπου νά πεθάνη. Θέλει όμως νά ξέρη τί θά γίνη. θέλει νά τελειώση αυτή ή εφιαλ­ τική αναμονή της. Έγώ κούνησα πάλι τό κεφάλι μου. —Εκείνο, λοιπόν, πού θέλουμε τώρα κι’ οί δυό μας άπό σένα είναι νά μάς βρής τόν ’Άσκραφτ. θέλρυμε νά μάθουμε άν ύπάρχουν ελπίδες νά γίνη άνθρωπος ή είναι καταδικασμέ­ νος νά διάγη μιά τέτοια ζωή. Αυτή είναι ή δουλειά σου. Νά τόν βρής. ’Ή νά μάθης κάθε σχετικό μέ τή ζωή του. Καί υστέρα άφοϋ πληροφορηθουμε τά καθέκαστα, θ’ αποφασίσου­ με άν είναι πιο φρόνιμο νά προετοι­ μάσουμε μιά συνάντησί τους... — θά προσπαθήσω, είπα. Πότε α­ κριβώς του στέλνει ή κυρία ’Άσκραφτ τήν μηνιαία έπιχορήγησι; —Κάθε πρώτη τοϋ μηνός. — Σήμερα έχουμε είκοσι οκτώ. Μου μένει μάλιστα καιρός νά τελει­ ώσω καί μιαν άλλη δουλειά μου πού έχω αφήσει στή μέση. "Εχεις καμμιά φωτογραφία του ; —-’Ατυχώς όχι. Επάνω στόν ξα­ φνικό θυμό της, τότε πού μάλωσαν ή κυρία ’Άσκραφτ κατέστρεψε κάθε αν­ τικείμενο πού τής τόν θύμιζε.

Σηκώθηκα καί πήρα τό καπέλλο μου. — θά έρθω νά σ’ έπισκεφθώ στις δύο του μηνός, του είπα καί βγήκα άπό τό γραφείο του. Τό άπόγευμα τής πρώτης τοϋ μη-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7


νός, πήγα ατό ταχυδρομείο καί δι­ πλάρωσα τόν Λούσκ. Ό Λούσκ ήταν επιθεωρητής του τμήματος διανομής των συστημένων τής απογευματινής βάρδιας. — "Ελαβα ένα τηλεγράφημα γιά κάποιο ύποπτο άτομο πού παίρνει τή συστημένη του αλληλογραφία άπό τό πόστ-ρεστάντ. Μπορείς νά με βολέψης ώστε νά τόν σημαδέψω ; ΟΙ έπιθεωρηταί στά ταχυδρομεία δεσμεύονται δλοι άπό κανονισμούς, πού τούς απαγορεύουν νά δίνουν βοή­ θεια σέ ιδιωτικούς ντέτεκτιβς. Έξαίρεσι άποτελουν σαβαρές εγκληματι­ κές περιπτώσεις. "Οταν όμως έχεις έναν φίλο επιθεωρητή, μπορεί νά σ’ εξυπηρέτηση. Τοϋ λες ένα μικρό ψέ­ μα ώστε νά έχη κι* αύτός ένα «άλλοθι», γιά τήν άθωότητά του : Αδιάφορο αν νομίζη 6τι του λες ή δεν τοϋ λες ψέ­ ματα. Λίγο τόν ενδιαφέρει. Αρκεί νά κατοχυρώνεται απέναντι τής ύπηρεσίας του. "Ετσι πέρασα στόν διάδρομο, πού συνδέει καί τις τρεις θυρίδες των συ­ στημένων κι* εκεί στάθηκα παράμερα καί περίμενα. Στό μεταξύ αυτό οί αρ­ μόδιοι ύπάλληλοι είχαν λάβει τήν εν­ τολή άπό τόν λαμπρό μου φίλο, τόν επιθεωρητή, νά μοϋ κλείσουν τό μά­ τι ή νά με ειδοποιήσουν μέ κάθε συν­ θηματικό τρόπο, ευθύς μόλις παρου­ σιαζόταν ό φίλος γιά νά παραλάβη τό συστημένο του ραβασάκι μέ τήν έπιταγούλα. Εκείνη τήν ώρα δέν υ­ πήρχε γράμμα μέ τ’ δνομα "Ασκραφτ. Τό γράμμα τής κυρίας ’Άσκραφτ θά έφτανε στά χέρια των υπαλλήλων μόλις αύτό τό απόγευμα. Ωστόσο δέν φάνηκε οϋτε τό γράμμα ούτε ό παραλήπτης. ’Έτσι έμεινα καί περί­ μενα άδικα, ώσπου έκλεισαν οί θυ­ ρίδες. Τήν άλλη μέρα τό πρωί καί λίγα λεπτά μετά τις δέκα, πήγα καί στά­ θηκα στό πόστο μου. Σέ λίγο ένα^ άπό τούς υπαλλή­ λους μοϋ έδωσε τό ποθητό σι\7ιάλοβ "Ενας άντρας μέτριου άναστήματος μέ μπλέ κοστοϋμι καί καφέ μα­ λακό καπέλλο άπομακρυνόταν άπό τήν τρίτη θυρίδα κρατώντας έναν φάκελλο στό χέρι. Φαινόταν περίπου σα­ ράντα χρόνων.

8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Στό πρόσωπο είχε ρυτίδες, τά δά­ χτυλά του ήσαν δουλεμένα καί τά ροϋχα του χρε'άζονταν σιδέρωμα καί ξεσκόνισμα.

Πλησίασε πρός τό μέρος οπού στε­ κόμουν καί ψαχούλεψε στή μέσα τσέπη τοϋ σακκακιοϋ γιά νά βρή καί νάνά βγάλη κάτι χαρτιά. "Εβγαλε έναν μεγάλο φάκελλο καί μοϋ δόθηκε ή ευκαιρία νά ρίξω μιά ματιά καί νά δώ δτι τόν είχαν χαρτοσημάνει καί είχαν γράψει τή διεύθυνσι. Κρατοϋσε τό γραμμένο μέρος τοϋ φακέλλου πρός τά κάτω, έβαλε μέσα σ’ αυτόν τό γράμμα πού πήρε άπό τή θυρίδα, σάλιωσε τό γομαρισμένο περίγυρό του. "Ετσι δέν ήταν δυνατό σέ κανέναν νά δή ποιά ήταν ή σύστασις πού ή­ ταν γραμμένη στόν φάκελλο. "Επειτα πάτησε προσεκτικά μέ τήν παλάμη του τόν φάκελλο καί γύρισε γιά νά πάη νά τόν ρίξη σ’ ένα άπό τά γραμ­ ματοκιβώτια. Τόν πήρα άπό πίσω. Δέν μοϋ άπέμενε νά κάνω παρά τό κόλπο τοϋ «σκουντήματος». Παραπάτησα, λοι­ πόν, τόν στρίμωξα καί ξαπλώθηκα στό δάπεδο, πού ήταν άπό μάρμαρο. Φυσικά, πιάστηκα άπ’ αυτόν γιά νά άνακτήσω τήν ισορροπία μου. "Η­ μουν ή τυπική περίπτωσις τοϋ άφηρημένου πού πέφτει στό δρόμο άνάσκελα ή προύμυτα καί ζητεί τήν 'άμεση σωτηρία του άπό τό σακκάκι ή τό πόδι του ενός τυχαίου διαβάτη. Ή πτώσις ήταν επιτυχής, δηλαδή άληθοφανής. Τόν άγκάλιασα τό φίλο μου, λοιπόν, καί βρεθήκαμε καί οί δυο χάμω σάν ένα ζευγάρι παλαι­ στών. Σβέλτος όπως ήμουν, σηκώ­ θηκα πρώτος, βοήθησα νά σηκωθή καί ό άνύποπτος συνοδοιπόρος μου, πού τοϋ εΐχα σκαρώσει αύτό τό πετυχη­ μένο κάζο, καί, πριν προλάβη ν’ άγριέψη τόν άρχισα στις ύποχρεωτικώτατες καί γελαστές «συγγνώμες». Στό μεταξύ αύτό ό φάκελλος είχε άποσπασθή άπό τά δάκτυλά του καΛ

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


ήταν πεσμένος φάτσα χάμω, επάνω στό μάρμαρο, ΊΓόν άρπαξα πρόθυμα καί ευγενικά γιά νά του τον δώσω και συγχρόνως για νά διαβάσω τή σύστασι. "Εγραφε; «Κύριον "Εντουαρντ Μποχανόν Καφενείον: «Τά Πέντε Κόκκνα Δάχτυλα»

Τιζουάνα, Μπάσα Καλιφόρνια Μεξικό».. '

-☆

Κρατούσα τήν ποθητή σύστασι. ’Έπαθα όμως άσχημο ρεζιλίκι. Επί­ σης παρεξηγήθηκα με τόν άνθρωπο. Ωστόσο κατάφερα νά τόν μαλακώ­ σω. Ποθ νά φαντασθή άλλωστε 6 φουκαράς πώς όλο αυτό τό κακό είχε γίνει γιά νά διαβάσω τή διεύθυνσι του φακέλλου πού κρατούσε. Τήν ώρα πού εκείνος έρριχνε τό πολύπαθες γράμμα του στό γραμμα­ τοκιβώτιο εγώ ξεσκονιζόμουν. Δεν γύρισε νά περάση πάλι από μπροστά μου, αλλά συνέχισε τό δρό­ μο του καί βγήκε άπό τήν έξοδο τής Μίσιον Στρήτ. Δεν μπορούσα νά τόν άφήσω νά μου στρίψη μέ τό μυστικό πού κρατούσε. "Επρεπε νά τρέξω νό βρω τόν Άσκραφτ στό μέρος πού έγραφε ή σύστασις πριν προλάβη καί πάει εκεί τό γράμμα. Φοβόμουν ότι ή καθυστέρησίς μου θά εξαφάνιζε τά ίχνη του. "Επρεπε, λοιπόν, νά μεταχειριστώ ένα δεύτερο κόλπο, παλιό καί σκου­ ριασμένο όπως τό πρώτο. "Ετσι συ­ νέχισα τήν παρακολούθησι τού άνθρωπάκου μου. Μόλις έφτασα στό πλευρό · του, γύρισε τό κεφάλι του γιά νά δή μή­ πως τόν παρακολουθεί κανείς. —’Αλλό, Μίκυ I, τόν χαιρέτησα μέ τολμηρή εγκαρδιότητα. Τί κάνει ό κόσμος στό Σικάγο. — Κάνετε λάθος, κύριε I Μοΰ μίλησε μέ τήν άκρη τών χειλιών του καί χωρίς νά σταματήση. —Δέν ξέρω τίποτε γιά τό Σικάγο. Τά μάτια του είχαν μια γαλανή ώχρότητα καί τά βλέφαρά του κατέ­

ΔΑΧΤΥΛΑ

ληγαν σέ μια μυτερή προεξοχή. Πά­ σαν τά μάτια άνθρώπου πού έκανε χρή,σι ηρωίνης ή μορφίνης. — "Ελα τώρα..., συνέχισα στόν ίδιο χαβά. Μήν κάνεις τόν ανήξερο. Σταμάτησε στό πεζοδρόμιο καί μέ κύτταξε. —Εγώ ; μουρμούρισε έκπληκτος. Γιά ποιόν" μέ περνάτε ; —Δέν είσαι ό Μίκυ Πάρκερ ; Ό Γερμανός πού προμήθευε τήν παλιο­ παρέα μέ ηρωίνη ; — "Εχετε γελαστή 1 μού άπήντησε λίγο πειραγμένος. Δέν έχω ιδέα άπό τά λόγια πού μού λέτε ί "Εκανα τό ζόρικο καί έφερα τό χέρι μου μέσα στήν τσέπη τού σακκακιού μου. "Ηθελα νά τού δείξω ότι δέν χαμπάριζε άπό τ’ αστεία του. Καί ήθελα συγχρόνως νά τόν βάλω σέ άνησυχία γιά νά μάθω ποιός εί­ ναι. —"Αφησε τις έξυπνάδες!, γρύλλισα.

’Αποτραβήχτηκε λίγο, ίσως ' γτατ άντελήφθη τήν κίνησί μου καί τήν φο­ βήθηκε. — "Ε ! Δόσε προσοχή, φίλε I, άρ­ χισε σέ παρακλητικό τόνο. Κάνεις κάποιο λάθος. Δέν είμαι ό άνθρωπος πού ζητείς. Δέν ονομάζομαι Μίκυ Πάρκερ. Μένω εδώ στό Σαν Φρατσίσκο έναν ολόκληρο χρόνο. —Πρέπει νά μού τό απόδειξης αύτό I —Νά σού τό αποδείξω 1 φώναξε μέ σοβαρότητα. "Ελα μαζί μου νά σού τό αποδείξω. Όνομάζομαι Ράϊαν καί κατοικώ στήν παρακάτω γω­ νία. Στην "Εκτη Όδό. — Ράϊαν είπες ; —Ναι... Τζών Ράϊαν. Έπανέλαβα τ’ όνομά του μέ φα­ νερή δυσπιστία καί διέγραψα ένα άμφίβολο μειδίαμα. "Εδειχνα ότι δέν μέ ικανοποιούσε ή έξήγησις. "Ετσι, αυτός ό περίεργος Τζών Ράϊαν μέ ώδήγησε σ’ ένα σπίτι τής "Εκτης Όδοΰ, όπου ή νοικοκυρά του, μια χοντρογυναίκα πενήντα χρονών,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9


μέ γυμνά καί τριχωτά μπράτσα, νευρωμένα καί σαρκωμένα σάν μπρά­ τσα πεταλωτή, μέ βεβαίωσε δτι ό νοικάρης της αυτός έμενε στό σπίτι της αρκετούς μήνες καί δτι δλον αυ­ τόν τόν καιρό τόν έβλεπε τουλάχι­ στον δυό φορές την ήμερα νά μπαινοβγαίνη στό σπίτι της. Άν πράγματι είχα τήν υποψία ότι αυτός ό Ράϊαν ήταν6 ό μυθικός μου Μίκυ Πάρλερ από τό ^Σικάγο, δέν έ­ πρεπε φυσικά νά βασιζόμουν στά λό­ για τής μιλημένης σπιτονοικοκυράς. Επειδή όμως δέν μέ απασχολούσε τέτοια υποψία, ισχυρίστηκα δτι έμει­ να ικανοποιημένος άπό τις πληροφο­ ρίες της. Αύτό ή άτακτη ύποχώρησις του άγνωστου στις υποψίες μου, μου φώ­ τιζε αρκετά τό σκοτεινό δρόμο. Ό κύριος Ράϊαν δέν ύποπτεύθηκε τό πα­ ραμικρό καί εΐχε πάει άλλου ό νους του. Είχε πεισθή γιά τό λάθος μου: "Οτι τόν είχα έκλάβει γιά κάποιον άλλον κακοποιό καί δτι δέν ένδιαφερόμουν γιά τό γράμμα του ’Άσκραφτ. Αυτή, λοιπόν, ή έξέλιξις μέ έξησφάλιζε άπό μιά πλευρά καί μου ά­ ρεσε. Εκείνο όμως πού μέ ενοχλού­ σε ήταν δτι δέν είχα φτάσει στό τέρ­ μα τής άποστολής μου. Ό άνθρωπος πού, ζητούσα βρισκόταν μακρυά, μέ διαφορετικό όνομα καί ασφαλώς δέν θά ήταν τό ίδιο πρόσωπο πού διά­ βασα στό γράμμα του, αλλά κανένας δεύτερος έντολοδόχος του. — Καί ποιοι είναι οί πόροι τής ζωής σου ; Πώς τά βολεύεις ; τόν ρώ­ τησα μέ τόν αέρα άνακριτοΰ. —Δυό μήνες τώρα είμαι άνεργος, μού είπε διατακτικά. Περιμένω όμως ν’ ανοίξω ένα εστιατόριο τήν άλλη ε­ βδομάδα. θά τό ανοίξω συνεταιρικώς μέ κάποιον φίλο μου. — Πάμε επάνω στό δωμάτιό σου, τού είπα, θέλω νά σού μιλήσω. ☆

Δέν έδειξε ενθουσιασμό. Ωστόσο δέχτηκε τήν έπίσκεψι. Κρατούσε δυό

ΊΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

δωμάτια καί μιά κουζίνα στόν τρίτο όροφο. ^Ησαν βρώμικα καί άκατά­ στατα. —Που βρίσκεται ό ’Άσκραφτ; τόν ρώτησα ξαφνικά. —Δέν ξέρω γιά ποιόν μού μιλάς, μουρμούρισε. —Γιά σκέψου καλύτερα, τόν συμβούλευσα. Άλλοιώτικα σέ στέλνω στό λεπτό έκει πού ξέρεις. — Δέν έχω τίποτα στήν καμπούρα μου γιά νά μέ φοβερίζης. —Δέν έχεις κάνει φυλακή ; Αφού σέ ξέρω... —Μόνο μιά φορά... μέ είχαν όμως άδικα κατηγορήσει. Δέν είχα κλέψει τά 500 δολλάρια. ’Έκανα ένα μορφασμό. — Δόσε προσοχή, Ράϊαν. Τούς λω­ ποδύτες τούς ξέρω όλους. Και αυ­ τούς καί τά κόλπα τους. Τώρα βρί­ σκεσαι χωρίς δουλειά. ’Έτσι γίνεται πάντα. Καί όμως τό πορτοφόλι σου είναι γεμάτο δολλάρια... Δέν μπορώ νά μάθω τό μυστικό ; Σέ ποιά τράπε­ ζα έχεις τις επιταγές σου ; Τόν είχα χαρακτηρίσει γιά άνθρω­ πο του υποκόσμου. Δέν υπήρχε καμμιά άμφιβολία. Μικροκλέφτης πού άνέπνεε κάτω άπό τή σκιά δυναμικών συντρόφων του. ’Ίσως τώρα νά έκτελούσε ελαφρά καθήκοντα. Πάντως υπήρχαν πιθανό­ τητες προθυμίας του νά πουλήση τόν ’Άσκραφτ γιά ν’ άπαλλαγή άπό τήν ενοχλητική πίεσί μου.

☆ 5θά τό έκανε αυτό, κυρίως επειδή δ ’Άσκραφτ δέ βρισκόταν στήν ομά­ δα των κακοποιών μέ σκληρό πα­ ρελθόν, ώστε νά τόν φοβηθή γιά τήν προδοσία πού θά τού έκανε. — ’Άν βρισκόμουν στήν θέσι σου, συνέχισα ενώ εκείνος κύτταζε σκε­ πτικός τό πάτωμα, θά ήμουν ένα ευ­ γενικό καί υποχρεωτικό παιδί καί θά έλεγα τά λόγια τά σκέτα καί τά τί­ μια. θά μιλούσα. Φαίνεται όμως δτι εσύ δέν είναι καλό παιδί... Πλεύρισε τήν καρέκλα πού βρισκό­ ταν κοντά του καί έφερε τό χέρι του

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


πίσω. Άντελήφθην τήν πρόθεσί του. Έδωσα μιά κλωτσιά καί ή καρέ­ κλα πήγε πέρα. Για να τήν κλωτσή­ σω είχα στηριχθή στό τραπέζι. Γλύστρησε δμως τό τραπέζι κάτω άπό τό χέρι μου κ’ έτσι τό χτύπημά μου φάλτσαρε καί τό παπούτσι μου τόν βρήκε στό στήθος. "Επεσε ανάσκελα μέ τήν. καρέκλα άπό πάνω του. Τήν πήρα άπό πάνω του καί μαζί μέ αύτήν του πήρα καί τό πιστόλι του : ένα μικρό καί φτηνό έπινικελωμένο πλακέ πιστόλι, των 32 χιλιοστομέτρων. "Υστερα πήγα καί κάθησα στήν καρέκλα μου, στήν άλλη άκρη του τραπέζιου. Ό άντίπαλός μου ήταν άπό τούς ανθρώπους τής στιγμής. Δέν ήταν σκληρός. Τώρα ήταν πρό­ θυμος νά έξυπηρετήση. —θά σου τά πω όλα. Άρκει νά μή γίνουν φασαρίες. Ούτε τά αίματα μου άρέσουν, ούτε οί χειροπέδες. "Αλλωστε δέν έχω κάνει παρά κάτι μικροδουλειές. Καί μάλιστα αθώες. Αύτός ό ’Άσκραφτ είχε κάποια γυ­ ναίκα πού βρισκόταν πολύ μακρυά. ΤΗταν όμως χωρισμένος μαζί της. Δέν μοϋ εξήγησε φυσικά τό πώς καί τό γιατί. Μου δίνει κάθε τόσο δέκα δολλάρια. Γιά ποιά δουλειά νομίζεις ; Πα­ ραλαβαίνω άπό τό ταχυδρομείο ένα γράμμα του κάθε μήνα καί του τό στέλνω στήν Τιζουάνα. Τόν είχα γνωρίσει εδώ, έξη μήνες πριν, καί ό­ ταν τότε έφυγε γιά τόν νότο—παρέα, μου φαίνεται, μέ κάποια κοπέλλα— μέ παρακάλεσε ν’ άναλάβω αύτή τή δουλειά καί του έδωσα τήν ύπόσχεσί μου. "Ηξερα ότι έπαιρνα καί τοϋ έ­ στελνα λεφτά—εκείνος μου είπε πώς ήσαν χρήματα «διατροφής» πού του είχε επιδικάσει ό νόμος. Αυτό ήξερα* ότι διαχειριζόμουν τίμια λεφτά. Τώ­ ρα, άν αυτά τά λεφτά προέρχονται άπό... —Τί σόΐ άνθρωπος είναι αύτός ό " Ασκραφτ;

—Δέν ξέρω. Μπορεί νά είναι πο­ νηρός, μπορεί νά είναι καθαρός. Εί­

ΔΑΧΤΥΛΑ

ναι Εγγλέζος καί είναι γνωστός μέ τ’ όνομα Έντ Μποχανόν. Φαίνεται πώς έχει τόν τρόπο του. Δέν έχει τή δική μου φτώχεια. Πάντως, φαίνεται πολύ έξυπνος καί άνακατεύεται μέ κάθε καρυδιάς καρύδι... Τώρα, πώς τά οικονομά καί πώς περνά στήν ιδι­ ωτική του ζωή, δέν θά μπορέσω νά σέ πληροφορήσω, γιατί δέν ξέρω τί­ ποτα. "Αλλωστε, μιά άπλή μόνο καί περαστική γνωριμία είχα μαζί του. Αυτές ήταν όλες οί πληροφορίες πού του πήρα. Δέν μπορούσε ή δέν ήθελε'νά μου πή που κατοικούσε καί που σύχναζε άλλοτε ό "Ασκραφτ στό Σάν Φρατσίσκο, κΓ ούτε μέ ποιούς έκανε παρέα. Ό Ράϊαν κούνησε περίλυπος τό κεφάλι του, όταν κατάλαβε ότι έπρόκειτο νά δώσω συνέχεια σ’ αύτή τή γνωριμία μας. —Μου ύποσχέθηκες πώς δέν θά μέ πειράξης άν σου τά πώ, άρχισε κλαψουρίζη. —Δέν σου ύποσχέθηκα τέτοιο πράγμα. Αλλά κΓ άν σου τό είχα ύποσχεθή, ή συμπεριφορά σου άκύρωσε αύτή τήν ύπόσχεσί. "Ελα τώρα μαζί μου.

«ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΟΚ­ ΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ» Δέγ ήμουν τόσο - άνόητος ώστε νά τόν άφήσω ελεύθερο, πριν έλθω σ' επαφή μέ τόν "Ασκραφτ. "Ηξερα ότι, μόλις θά άπομακρυνόμουν, θά έτρεχε νά τού στείλη τηλεγράφημα καί ό "Ασκραφτ θά γινόταν καπνός. Έγώ θά πήγαινα νά τόν βρώ στό Νότο κι* αύτός θά ταξίδευε στό Βορρά...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11


'Ώς εδώ εΓχα κάνει καλά τή δου­ λειά μου. Είχα ξετρυπώσει και κρα­ τούσα στη διάθεσί μου τον χρήσιμο πληροφοριοδότη μου. 'Όταν μάλιστα του πήραν τ’ άποτυπώματα στην αστυνομία άπεδείχθη δτι ήταν κάποιος Φρέντ Ρούνεϋ, γνω­ στός μέ τό παρατσούκλι ό «Τσιμού­ χας», ίκανώτατος πορτοφολάς καί διαρρήκτης πού τό είχε σκάσει άπό τις ομοσπονδιακές φυλακές τής Λήβενγουορθ, δπου έξέτιε ποινή όκτώ ετών. —Θά μπορέσετε νά τόν κρατήσε­ τε λίγες μέρες ; ρώτησα τόν άξιωματικό τής ύπηρεσίας. Πρόκειται νά τε­ λειώσω κάποια δουλειά καί δέν θέλω νά χώση τήν ούρά του, και νά μου τήν χαλάση. — Ευχαρίστως, μου ύποσχέθηκε ό άστυνόμος. Δέν θά τόν παραδώσουμε στους ομοσπονδιακούς πράκτορες, αν δέν περάσουν τρεις ήμέρες. θά τόν κρατήσουμε σέ πλήρη άπομόνωσι. Άπό τά άστυνομικό κατάστημα πήγα στό γραφείο του δικηγόρου Βάνς Ρίτσμοντ καί του άνεκοίνωσα τα νέα. — Ό ’Άσκραφτ παίρνει τό ταχυ­ δρομείο του στήν Τιζουάνα; Κατοι­ κεί σ’ εκείνη τήν πόλι μέ τό ψευδώ­ νυμο ’Έντ Μποχανόν κι’ ίσως νά βρί­ σκεται καί κάποια γυνα&κα μαζί του. Τρακάρησα έναν άπό τούς φίλους του. Αύτόν πού παραλαμβάνει εδώ γιά λογαριασμό του τά γράμματα καί του τά στέλνει εκεί που βρίσκε­ ται. Πρόκειται γιά κάποιον, πού ά­ πεδείχθη πώς έχει λερωμένο τό ποι­ νικό του μητρώο καί έχει κάτι εκκρε­ μείς λογαριασμούς μέ τήν Όμοσπονδιακή Αστυνομία.

☆ * Ό δικηγόρος έπιασε τό άκουστικό του τηλεφώνου καί πήρε έναν άριθμό. — Είναι έκεί ή κυρία ’Άσκραφτ; Έδώ ό κύριος Ρίτσμοντ... ’Όχι, δέν τόν βρήκαμε άκόμα, ξέρουμε δμως που βρίσκεται... Ναι... σ’ ένα τέταρτο.

12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Κρέμασε τό άκουστικό καί σηκώ­ θηκε. —θά πάμε στό διαμέρισμα τής κυρίας ’Άσκραφτ νά τή δούμε. ’Έπειτα άπό δεκαπέντε λεπτά κα­ τεβαίναμε άπό τό αύτοκίνητο του Ρίτσμοντ στήν Τζάκσον Στρήτ. Τό σπίτι ήταν ένα τριώροφο λευκό κτίριο. Βρισκόταν στό βάθος ενός περιποιημένου κήπου πού τόν περιέβαλ­ λαν κάγκελα. Ή κυρία ’Άσκραφτ μάς υποδέχθη­ κε σ’ ένα σαλόνι, στό δεύτερο πάτω­ μα. ^Ηταν μιά ψηλή γυναίκα ώς τριάντα χρονών, συμπαθητική μέσα στό καφέ φόρεμά της. ’Έλαμπε άπό καθαριότητα. Καί αυτή καί τό περιβάλλον της. Στά μά­ τια της επικρατούσε τό γαλάζιο χρώ­ μα, στό δέρμα της τό ρόζ καί στά μαλλιά της τό ξανθό.

Ό Ρίτσμοντ μου τήν συνέστησε κι’ έπειτα τής είπα τί εΐχα πληροφορηθή ώς τώρα. Παρέλειψα δμως νά τής άναφέρω γιά τήν άγνωστη γυ­ ναίκα, μέ τήν οποία συζουσε ό άν­ τρας της στήν Τιζουάνα. Επίσης δέν τής μετέδωσα τήν υποψία μου δτι μπορούσε ό σύζυγός της σήμερα νά ήταν κακοποιός. —Ό κύριος ’Άσκραφτ βρίσκεται στήν Τιζουάνα, τής είπα. Έγκατέλειψε τό Σάν Φρατσίσκο πρό έξη μηνών. Τά γράμματά του του τά στέλνουν σέ κάποιο καφενείο εκεί υπό τό όνο­ μα "Εντουαρτ Μποχανόν. Τά μάτια της φωτίστηκαν από χα­ ρά. Δέν έδειξε ώστόσο τήν παραμι­ κρή άλλη συγκίνησι. 7Ηταν ένας συγ­ κρατημένος τύπος γυναίκας. Γύρισε καί μίλησε στόν πληρεξού­

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


σιό της. —θά πάω έκεΐΉ θά πάτε ε­ σείς ; Ό Ρίτσμοντ κούνησε τό κεφάλι του. Κανείς από τούς δυό μας. Εσείς βέβαια, δεν πρέπει νά πάτε. Κι’ εγώ δεν μπορώ...πρός τό παρόν. Έστράφη σε μένα. — θά πρέπη νά πάτε εσείς. Χωρίς αμφιβολία εσείς θά χειριστήτε καλύ­ τερα τό λεπτό σημείο της πρώτης ε­ παφής. θά έχετε την άπαιτούμενη ψυχραιμία γιά νά ενεργήσετε σωστά. Ή κυρία ’Άσκραφτ δεν έπιθυμεί νά άσκηση ψυχολογική πίεσι επάνω του, ούτε όμως επιθυμεί ν’ άφίση μισοτελειωμένον τόν σκοπό της, πού τήν άνάγκασε νά έρθη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπιθυμεί οπωσδήποτε νά τόν βοηθήση. Ή κυρία ’Άσκραφτ άπλωσε τό χέρι της σέ μιά θερμή χειραψία. —Κάνετε ο,τι νομίζετε πώς είναι καλύτερο. Τα λόγια της αυτά ήσαν μιά δήλωσις εμπιστοσύνης. —θά προσπαθήσω, τής ύποσχέθηκα. Τήν εΐχα συμπαθήσει τήν κυρία ’Άσκραφτ.

'Η Τιζουάνα δεν είχε άλλάξει πο­ λύ στά δυό χρόνια πού είχα νά τήν έπισκεφθώ. 'Η μικρή αύτή πόλις εΐχε τούς ί­ διους σκονισμένους δρόμους καί ή πενιχρή έμφάνισις των κτιρίων της ε­ ξακολουθούσε νά εΐναι ή ίδια. Τό αύτοκίνητο, πού μέ πήγε εκεί, από τό Σάν Ντιέγκο, έφτασε στό κέν­ τρο τής πόλεως νωρίς τό άπόγεμα. Ακόμα ό κόσμος δεν είχε σκολάσει άπό τις δουλειές. Ωστόσο συνάν­ τησα άπό τώρα δυό—τρεις μεθυσμέ­ νους, πού άλήτευαν στους δρόμους μαζί μέ πεινασμένα σκυλιά καί ιθα­ γενείς Μεξικανούς. Στή μέση του επόμενου τετραγώ­ νου είδα κρεμασμένη ψηλά μιά μεγά­ λη ανοιχτή παλάμη ανθρώπου. Άπό τη μούντζα αύτή κατάλαβα

ΔΑΧΤΥΛΑ

πώς είχα πλησιάσει στό καφενείο «Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα». Κατέβηκα άπό τό αύτοκίνητο καί πέρασα μέσα στό μαγαζί, πού βρισκόταν κάτω άπό τό έμβλημα των πέντε κόκκινων δαχτύλων. ΤΗταν ένα κέντρο δπου έδιναν ραντεβού καί συναντιόνταν οί ντόπιοι κάτοικοι τής πόλεως. Πρός τ’ αριστε­ ρά, έκτεινόταν ό πάγκος ενός μπάρ, πού έφτανε ως τό βάθος τής μεγά­ λης αίθουσας. Εκεί πλάϊ υπήρχαν καί δυό-τρείς αυτόματες μηχανές πού έδιναν μάρ­ κες γιά τά ποτά των πελατών, τσιγά­ ρα, σπίρτα κλπ. Ψηλά καί πέρα άπό τόν μακρύ πάγκο, επάνω σ’ ένα στολισμένο πα­ τάρι, ήταν τό διαμέρισμα τής ορχή­ στρας. Μερικοί μουσικοί είχαν έρθει κιόλας καί κούρντιζαν τά όργανά τους. Πίσω άπό τήν ορχήστρα καί σέ η­ μικύκλιο ήταν μιά σειρά άπό ιδιαίτε­ ρα καμαράκια ανοιχτά μπρός καί μ’ ένα τραπέζι καί δυό πάγκους στό κα­ θένα. 7Ηταν νωρίς ακόμα καί οί πελά­ τες ήσαν πολύ λίγοι στό μπάρ. Μέ την είσοδό μου συνέλαβα άμέσως τά μάτια τού μπάρμαν. Είχε ένα χοντρό Ιρλανδικό μούτρο μέ μαλλιά «άφέλειες» πού επεφταν μπρός καί τού σκέπαζαν τό στενό μέτωπο. θέλω νά συναντήσω τόν ’Έντ Μποχανόν, τού είπα έμπιστευτικά.

Άνοιξε περισσότερο τά μάτια του καί μέ κύτταξε αινιγματικά. — Δέν ξέρω κανέναν ’Έντ Μποχα­ νόν. "Εβγαλα ένα κομμάτι χαρτί, έγρα­ ψα μέ μολύβι τη φράσι : «Ό Τσι­ μούχας τσιμπήθηκε» καί τού τό έδωσα. —Άν έρθη κάποιος, πού τόν λένε ’Έντ Μποχανόν, καί τό ζητήση αύτό, τού τό δίνεις ; —"Ετσι λέω...νά τού τό δώσω. — Πολύ καλά, είπα, θά περιμένω λίγο.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13


κα στ ν α ουσα και κάθησα σ’ ένα τραπέζι σ’ ένα άπό τα ιδι­ αίτερα καμαράκια. Μιά λιγνή κοπέλλα, πού είχε βάλει κάτι στά μαλλιά της και τά είχε κάνει κόκκινα, πλη­ σίασε καί μου κόλλησε, πριν άκόμα τακτοποιηθώ στό κάθισμά μου. — θά με κεράσης ένα ποτό; ρώ­ τησε. Ό μορφασμός, πού συνώδευσε την έρώτησί της, φαινόταν σαν χα­ μόγελο. Ό,τι καί νά ήταν πάντως μέ συγκίνησε κι’ άπό φόβο νά μην τον έπαναλάβη υποχώρησα. — Ναι, είπα καί παράγγειλα μιά μποτίλια μπυρα μέ δυό ποτήρια στό γκαρσόνι πού στεκόταν κιόλας επάνω άπό τόν ώμο μου. Ή κοκκινομάλλα πλάϊ μου ρίχτη­ κε στό ποτήρι της Κι’ έπειτα άνοιξε τό στόμα της έτοιμη ίσως νά μοϋπή ότι υπάρχουν κι’ άλλα ποτά στό μα­ γαζί, όταν μιά άλλη γυναικεία φωνή άκούστηκε άπό πίσω μου. —Κόρα, σε ζητεί ό Φράνκ. Ή Κόρα μούτρωσε καί κύτταξε επάνω άπό τόν ώμο μου. 'Ύστερα μου χαμογέλασε μέ τόν ίδιο άπαίσιο τρόπο καί είπε ; —Εντάξει, Κιούπι. Φρόντισε νά περιποιηθής εσύ εδώ τόν φίλο μου. Καί μέ άφησε. Ή Κιούπι γλύστρησε καί κάθησε στή θέσι τής άλλης πού έφυγε. ?Ηταν μικρούλα. Τό πολύ δεκαοκτώ χρόνων. Τά κοντά μαλλιά της ήσαν βαθύξανθα καί μέ μπουκλες ένα γύ­ ρω στό κεφάλι της. Τό παιδικό της πρόσωπο άκτίνοβολουσε άπό τό σταθερό χαμόγελό της καί τό ζωηρό της βλέμμα.

☆ Τής παράγγειλα ένα ούΐσκυ κι’ εγώ πήρα μιά δεύτερη μποτίλια μπύρα... —Τί έχεις στό μυαλό σου ; ρώ­ τησα. — Τίποτα. Μου έκανε μιά γκριμάτσα εντελώς παιδική. —’Ά ! Όχι. Σκέπτομαι νά είχα

14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νά έπινα ένα γαλλόνι ούΐσκυ. —Καί τί άλλο ; ’Ήξερα δτι ή συζήτησις μέ τέτοιου είδους γυναίκες είναι πολλές φορές άσκοπη καί .επιπόλαια. —*'Ακόυσα δτι ψάχνης νά βρής κάποιον φίλο μου, είπε ή Κιούπι. —’Ίσως... Ποιοι είναι εσένα οί φί­ λοι σου ; —Άς άρχίσουμε... ’Έχω έναν πού τόν λένε ’Έντ Μποχανόν. Τόν ξέρεις τόν ’Έντ ; —Όχι... Όχι άκόμα. — Άλλα ψάχνεις νά τόν βρής, δέν είναι έτσι ; Τί τόν θέλεις ; ’Ίσως, θά μπορούσα νά τόν ειδοποιήσω. —Άφησέ τον... Δέν εΐναι άνάγκη, είπα επίτηδες. Άφου αυτός ό φίλος σου ό ’Έντ είναι άκριβοθώρητος, δέν πειράζει... Περνώ άλλη ήμέρα καί τόν βλέπω, θά σέ κεράσω άλλο ένα ού­ ΐσκυ καί θά πηγαίνω... Σηκώθηκε όρθια μέ μιά σπασμω­ δική κίνησι. —Περίμενε ένα λεπτό, θά δώ άν μπορώ νά τόν ειδοποιήσω. Πώς σέ λένε ; — Πάρκερ... Δέν έχει όμως σημα­ σία τ’ όνομά μου, γιατί δέν τό ξέρει. Είπα τό όνομα πού είχα πή καί στόν Ράϊαν, γιατί αύτό εΐχα πρόχει­ ρα στό μυαλό μου. — Περίμενε, μου είπε γυρίζοντας πίσω τό κεφάλι της καθώς κατευθυνόταν πρός στήν πίσω πόρτα... Μου φαίνεται δτι θά μπορέσω νά τόν βρώ. —*'Ετσι μου φαίνεται κι’ εμένα, συμφώνησα.

☆ Πέρασαν δέκα λεπτά, καί τότε πλησίασε στό τραπέζι ένας άντρας μπαίνοντας άπό την κυρία εί'σοδο του καταστήματος. ΤΗταν ένας ξανθός Εγγλέζος ώς σαράντα χρονών μέ δλα τά χαρα­ κτηριστικά ενός τζέντλεμαν, πού... υπήρξε κάποτε. Αύτό τό πρόσεχε κα­ νείς όχι μόνο στή διάπλασι τοϋ σώ­ ματός του, άλλά καί στήν κουρα­ σμένη έκφρασι τών ματιών του, στις ρυτίδες πού εΐχε στό μέτωπο καί στά

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


όάγουλα καί στην σκασμένη επιδερ­ μίδα του προσώπου του. Ωστόσο πα­ ρέμενε ακόμα ελκυστικός στην έμφάνισι. Κάθησε καί μέ κύτταξε με θαυ­ μαστό θάρρος. — Μέ ζητείς ; — Εΐσαι ό Έντ Μποχανόν ; Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του. — Τόν Τσιμούχα τον πιάσανε, τοϋ είπα αμέσως... Είναι τώρα τρεις — τέσσαρες ήμερες, καί τώρα θά τόν έχουν στις φυλακές τοϋ Κάνσας. Μου έστειλε, λοιπόν, μήνυμα να σέ ειδοποιήσω γιά τή σύλληψί του, ε­ πειδή ήξερε πώς θά ερχόμουν από αυτά εδώ τά μέρη. Χαμήλωσε τό κεφάλι καί σκυθρώπασε. "Υστερα μέ κύτταξε μέσα στά μάτια. * — Σοϋ παράγγειλε τίποτ’ άλλο ; —"Οχι... Δέν μου παρήγγειλε τί­ ποτ’ άλλο. 'Ό,τι σοϋ λέω μοϋ τό παράγγειλε μέ κάποιον δικό του. Τόν ίδιο εγώ δέν τόν εΐδα.

—θά μείνης εδώ άρκετόν καιρό ; —Δυο—τρεις μέρες, τοϋ απάντη­ σα. "Εχω κάποια δουλειά στά σκα­ ριά. Χαμογέλασε καί μοϋ άπλωσε τό χέρι. —Σ’ εύχαριστώ για τήν έξυπηρέτησι αύτή, Πάρκερ, εΐπε. "Αν θέλης να κάνης έναν μικρό περίπατο μαζί μου, έχω νά σοϋ προσφέρω κάτι καλό γιά νά πιής. Δέν έφερα καμμιάν άντίρρησι στήν πρότασί του αύτή. Μ* έβγαλε άπό τό

ΔΑΧΤΥΛΑ

καφενείο «Τά Πέντε Κόκκινα Δά­ χτυλα» καί τραβήξαμε για ένα γει­ τονικό κέντρο. Μπήκαμε μέσα. Μοϋ είπε νά καθήσω σέ μιά καρέκλα κι’ έκενίος προ­ χώρησε πιό μέσα καί στάθηκε στο κα­ τώφλι τής πόρτας, πού ώδηγοϋσε στήν εσωτερική αίθουσα. —Τί προτιμάς ; μοϋ φώναξε άπό εκεί. Τζίν ή ούΐσκυ ; —Τό δεύτερο, άπήντησα. "Εφερε ό ίδιος μιά μποτίλια ούΐ­ σκυ, ένα σιφόν καί δυο ποτήρια. Καθήσαμε καί αρχίσαμε νά πίνουμε. "Ε­ τσι πίναμε καί μιλούσαμε, πίναμε καί μιλούσαμε κι’ ό καθένας ισχυριζόταν πώς ήταν γερό ποτήρι... Καί χωρίς νά τό καταλάβουμε, πιστέψαμε κΤ οί δυο πώς είμαστε άπό χρόνια φίλοι.

ΤΗταν μιά κρασοκατάνυξη άπλή καί άθώα.,.στήν έμφάνισι. Άλλα κα­ τά βάθος είχε διπλό σκοπό. Εκείνος προσπαθούσε νά λύση τή γλώσσα μου κι* εγώ τή δική του. Αλλά καί οί δυό πήραμε μηδέν, γιατί δέν καταφέραμε τίποτα. Επιτέλους, μόλις άρχισε νά σκοτεινιάζη, μοϋ είπε : — Είμαι ένα ξεσαμάρωτο γαϊδού­ ρι. Έχω μιά γυναίκα... τήν πιό ώραία καί ιδανική γυναίκα στόν κό­ σμο... Κάνει τό παν γιά νά μέ πείση νά γυρίσω κον/τά της. Έντούτης, εγώ τριγυρίζω εδώ στά κακόφημα αύτά κέντρα, μέ τό πονηρό τσιμπούκι στο στόμα... Ένώ μπορούσα κι* έγώ νά γίνω άνθρωπος. ’Ήμουν άρχιτέκτων... Καταλαβαίνεις; Καί άπό τούς κα­ λούς άρχιτέκτονες. Αλλά δέν είχα κεφάλι. Παράτησα τήν επιστήμη μου κι’ έμπλεξα μέ τόν υπόκοσμο. ’Ακοϋς, μωρέ, κατάντια I Νά μήν μπορώ νά σπάσω τά δεσμά μου, πού τά έφτιασα ό ίδιος καί νά γυρίσω πίσω στήν καλή μου τήν γυναικούλα 1 Θέλω ξύλο μέ τό μεροκάματο, κύτταξέ με I Δέν σοϋ φαίνομαι ξεροκέφαλος ; Έλα τώρα νά καπνίσουμε λίγο. Άπό τό άφιλότιμο τό... Δέν σέ πιέζω, άν δέν θέλης,. Καπνίζω μόνος μου.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15


Σηκώθηκε άπό τήν καρέκλα του και παραπατώντας διέσχισε με κόπο τήν ραθουσα και πήγε στό άλλο δω­ μάτιο. "Υστερα έπέστρεψε με τα ίδια παραπατήματα. Κρατούσε στό χέρι ένα μακρύ τσιμπούκι, περίτεχνο στήν κατασκευή του, άπό ασήμι και έλε-,φαντόδοντο. Πίσω του έσερνε ένα τρα­ πεζάκι πού είχε έπάνω δλα τά άλλα εξαρτήματα του τσιμπουκιού. Είχα μπροστά μου έναν όπιομανή. Πήρε ένα δεύτερο* τσιμπούκι άπό τό τραπέζι και μοΰ τό προσέφερε. —θά τραβήξης κι* εσύ λίγο ; μοΰ είπε. — Όχι, τού απάντησα. Προτιμώ τό ούΐσκυ μου. —Άν δεν γουστάρης τό χασίσι, πάρε λίγη κοκαΐνη. —Όχι... όχι... Τό ούΐσκυ μου εγώ, έπέμεινα. Δεν με πίεσε. Πήρε μια ανατολί­ τικη στάσι στό κάθισμά του καί συ­ νεχίσαμε έτσι, ώραια καί σιωπηλά, τό* γλέντι μας. Εκείνος καπνίζοντας κι* εγώ πίνοντας. Πάντοτε όμως υπήρχε ό άρχικός σκοπός κι*/ άπό τούς δυό μας. Πώς νά μπή ό ένας στή σκέψι τού άλλου καί νά ψαρέψη λόγια. Όταν τά μεσάνυχτα, ήρθε ή Κι­ ούπι νά μάς συναντήση ήμουν σκνίπα. — Εσείς εδώ τό ρίξατε για καλά έξω, είπε γελώντας καί σκύβοντας νά ψιλήση τ’ άτακτα μαλλιά τού Εγ­ γλέζου. "Απλωσε ύστερα τό χέρι της καί βούτηξε τό ποτήρι με τό ούΐσκυ. —Περνάμε μια χαρά....μουρμούρι­ σα μεθυσμένα. Όλα τά βλέπω ώραΐα... Σε λίγο ήμουν ξαπλωμένος μαζί με τόν Εγγλέζο στό πάτωμα. Κοιμό­ μαστε κι* οί δυό σάν γουρούνια.

Οί άλλες δυό ημέρες πού ακολού­ θησαν δεν άλλαξαν άπό τήν πρώτη. Καί τά δύο εικοσιτετράωρα βρισκό­ μουν με τόν ’Άσκραφτ καί με μόνιμη συντροφιά τή φιλενάδα του και τά ποτήρια τού ούΐσκυ. Μόνον όταν κοιμόμαστε δέν πίνα­

16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

με. "Ολο αύτό τόν καιρό τόν περνού­ σαμε πότε στό κέντρο τα «Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα» καί πότε στό άλ­ λο. Βρίσκαμε όμως τόν καιρό νά επι­ σκεπτόμαστε καί τά άλλα κέντρα τής πόλεως. Με τόν ’Άσκραφτ παρουσιάζαμε έναν στενό σύνδεσμο σάν νά ήμαστε δυό κλέφτες πού ό ένας γνώριζε τά μυστικά τού άλλου καί μάς ώριζε κοινή τύχη. ’Έτσ». τουλάχιστον δεί­ χναμε. Στήν πραγματικότητα ώστόσο δεν έλειπε ούτε γιά μιά στιγμή ή αμοι­ βαία δυσπιστία, αδιάφορο αν ήμα­ στε πάντα μεθυσμένοι. Εκείνος συ­ νέχιζε καί τό πάθος του με τό όπιο. Ή κοπέλλα δέν κάπνιζε, άλλά στό πιοτό ήταν άσυναγώνιστη καί με α­ κολουθούσε πιστά.

"Ετσι, λοιπόν, πέρασαν οί τρεις μέρες κι5 ύστερα έπέστρεψα στό Λός "Αντζελες κι* έκανα μιά έκθεσι πού περιλάμβανε τις εντυπώσεις, πού εί­ χα αποκομίσει άπό τήν γνωριμία μου με τόν Νόρμαν ’Άσκραφτ, ή ’Έντ Μποχανόν. Ή έκθεσις αύτή έλεγε περίπου τά έξης : Ί) Ύποπτεύθηκε ότι είχε πάει νά τόν συναντήσω γιά λογαριασμό τής γυναίκας του. Γι’ αύτό δέν υπήρχε καμμιά άμφιβολία, γιατί μοΰ άνοιξε τήν καρδιά του. 2) Άπό τά λόγια του υπήρχαν εν­ δείξεις ότι επιθυμούσε νά επιστρέφω κοντά στή γυναίκα του. ΤΗταν ώστό-

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


σο άγνωστη άκόμα ή τελική άπόφασίς του, κι5 αυτό γιατί οί δεσμοί του του παρόντος ίσως νά μην του έπέτρεπαν ν’ άγκαλιάση τό παρελθόν, 3) Υπήρχε ελπίς νά γιατρευτή από τό πάθος του καί νά γίνη πάλι ό παλιός κοινωνικός άνθρωπος. 4) Μπορούσε νά τεθή πάλι κάτω από τήν επιρροή τής γυναίκας του. Τό τωρινό περιβάλλον του τον τρα­ βούσε, άλλά καί τό παρελθόν του τόν γοήτευε. 5) Ή φιλενάδα του ή Κιούπι ή­ ταν τρελλά ερωτευμένη μαζί του. Κι* εκείνος τήν συμπαθοϋσε, άλλά θά μπορούσε νά τήν θυσ;άση, αν έπαιρ­ νε τήν άπόφασι νά γυρίση στή γυ­ ναίκα του.

ν "Ενας καλός ύπνος στό τραίνο, μέ τό όποιο ταξίδεψα από τό Λος "Αν­ τζελες ως πό Σαν Φρατσίσκο, μου τακτοποίησε τό κέφι. Κι5 όταν πάτη­ σα τό πόδι μου στον σταθμό τής Τάουνσεντ Στρήτ ένοιωσα τό στομάχι μου καί τό κεφάλι μου σέ ομαλή κατάστασι. Τό Υδιο καί τά νεύρα μου. Πήρα ενα ελαφρό πρόγευμα στό πρώτο έστιατόριο πού βρέθηκε στό δρόμο μου κι* έπειτα πήγα γραμμή στό γραφείο του Βάνς Ρίτσμοντ. —Ό κύριος Ρίτσμοντ βρίσκεται στήν ’Έρικα, μέ πληροφόρησε ή στε­ νογράφος του. — Μπορείτε νά τόν πάρετε στό άκουστικά; Μπορούσε καί τόν πήρε. "Ετσι, χωρίς ν’ άναφέρω ονόματα, είπα στόν Ρίτσμοντ άπό τό τηλέφωνο ό,τι γνώ­ ριζα για τήν ύπόθεσι αυτή. —Καταλαβαίνω, είπε αύτός. Μου φαίνεται όμως ότι θά ήταν καλύτερα νά πήγαινες στό σπίτι τής κυρίας ’Άσκραφτ καί νά τής πής ότι θά τής γράψω σχετικώς άπόψε... "Ισως με­ θαύριο έπιστρέψω στήν πόλι, καί τότε άποφασίζουμε προσεκτικά ποιές πρέ­ πει νά είναι οί κατοπινές μας ενέρ­ γειες. Πήρα ένα ταξί καί κατευθύνθηκα πρός τή λεωφόρο, όπου βρισκόταν

ΔΑΧΤΥΛΑ

τό σπίτι τής κυρίας ’Άσκραφτ. "Οταν χτύπησα τό κουδούνι τής εξώπορτας, δεν πήρα άπάντησι. Χτύ­ πησα πολλές φορές, ώσπου παρατή­ ρησα ότι στόν προθάλαμο υπήρχαν άπείραχτες εφημερίδες δυο ήμερων. ’Έρριξα μιά ματιά στις ημερομηνίες. ?Ησαν εφημερίδες πρωινές. Σημερινές καί χτεσινές. Στήν πρασιά τής γειτονικής πόρ­ τας είδα έναν γέρο μ* ένα ξεθωρια­ σμένο παλτό, πού πότιζε τά λουλούδια. — Μήπως ξέρεις, μπάρμπα, αν οί ένοικοι αύτού του σπιτιού λείπουν ; τού φώναξα. —Δέν πιστεύω νά λείπουν. Ή πί­ σω πόρτα είναι άνοικτή. Τήν είδα σή­ μερα τό πρωί... Σταμάτησε όμως κι* άρχισε νά ξήνη τό σαγόνι του. —"Ισως όμως καί νά έχουν φύγει, εΐπε άργά, γιατί μού φαίνεται ότι δέν είδα κανέναν... Τώρα θυμάμαι : Ούτε χτές τούς είδα. Απομακρύνθηκα άπό τήν μπρο­ στινή εξώπορτα, έκανα τόν γύρο τού κτιρίου καί πήδησα άπό ένα χαμηλό κιγκλίδωμα τής πρασιάς. "Υστερα προχώρησα επιφυλακτικά κι* άνέβηκα τήν πέτρινη σκάλα τής πισινής εισό­ δου. Ή πόρτα τής κουζίνας δέν ήταν καλά κλεισμένη. Κανένας δέν φαινό­ ταν μέσα στήν κουζίνα. ’Άκουγα ό­ μως νερό νά τρέχη.

☆ Χτύπησα μέσ’ τή γροθιά μου τήν πόρτα. Πρώτα σιγά, ύστερα δυνατά. Κανείς -δεν μού άπάντησε. "Εσπρωξα τότε τήν πόρτα καί πέρασα μέσα. Ό θόρυβος τού νερού πού έτρεχε προ­ ερχόταν άπό τόν νεροχύτη. Κύτταξα πρός τά εκεί. Κάτω άπό τό νερό, πού έτρεχε ά­ πό μιά άνοιχτή βρύση, καί μέσα στον νεροχύτη βρισκόταν ένα μαχαίρι, πού είχε μιά λεπίδα μήκους τριάντα πόν­ των περίπου. Τό μαχαίρι ήταν καθαρό,, άλλά τό εξωτερικό μέρος τής πορσελάνης τού νεροχύτη, εκεί πού τό νερό έ­

«ΜΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17


στελνε μικρές αραιές στάλες, υπήρ­ χαν μερικές κόκκινες κηλίδες. Τις έξησα μέ τό νύχι μου. Κατάλαβα ά­ μεσος. Ήταν ξερό αΐμα. Εκτός άπό τήν άνωμαλία αύτή στόν νεροχύτη όλα τά άλλα βρίσκον­ ταν σέ πλήρη τάξι μέσα στήν κουζί­ να. "Ανοιξα τήν πόρτα του ντουλα­ πιού, κι* εκεί μέσα όλα τ’ άντικείμενα βρίσκονταν στη θέσι τους. Αντίκρυ, ύπήρχε μία πόρτα πού οδηγούσε στό μπροστινό μέρος τού σπιτιού. Τήν άνοιξα καί προχώρησα μέσα σ’ έναν διάδρομο. Τό φώς πού έμπαινε άπό τήν κουζίνα δέν ήταν άρκετό γιά νά τόν φοτίση. Ψηλάφησα στήν άρχή τού τοίχου γιά νά βρο τόν διακόπτη, πού ήξε­ ρα πώς θά βρισκόταν κοντά τό ση­ μείο εκείνο. Σύγχρονος όμος σκόνταψαέπάνο σέ κάτι μαλακό. “Οπισθοχώρησα άμέσος κι* έψαξα στις τσέπες μου γιά τά σπίρτα. “Ά­ ναψα ένα. Μπροστά μου μέ τό κεφά­ λι καί τούς ώμους στό πάτομα, καί τη μέση καί τά πόδια στά τελευταία σκαλοπάτια μιας σκάλας, κοιτότάν ένας νεαρός Φιλιππίνος. Φορούσε μό­ νον τά εσώρουχά του. Ήταν νεκρός. Τό ένα του μάτι ή­ ταν δυνατά χτυπημένο καί ό λαιμός του ήταν κομμένος μέ μαχαίρι, κάτο άπό τό σαγόνι. Τό θέαμα ήταν φρικιαστικό, ώστόσο ούτε στιγμή δέν έ­ κλεισα τά μάτια μου. “Από τή στάσι τού πτώματος φαί­ νεται ότι είχε προηγηθή πάλη μετα­ ξύ τού θύματος καί τού δολοφόνου. “Επίσης τό χτύπημα στό μάτι τού μι­ κρού Φιλιππινου εΐχε προξενηθή άπό τό δάχτυλο τού δολοφόνου. ☆

Τό φώς ενός δεύτερου σπίρτου πού άναψα μού έδειξε τόν διακόπτη. “Άναψα τό φως, κούμπωσα τό σακκάκι μου καί ανέβηκα τή σκάλα. “Ε­ δώ κι* εκεί τή σκοτείνιαζε ξερό αίμα καί στό δεύτερο πάτωμα είδα κι“ εκεί κηλίδες άπό αίμα στόν τοίχο. Κοντά στή σκάλα βρήκα έναν δεύτε­ ρο διακόπτη καί τόν έστριψα.

18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Προχώρησα στό χώλ κι* έχωσα τό κεφάλι μου μέσα σέ δυό δωμά­ τια... Δέν παρετήρησα τήν παραμικρή αταξία εκεί μέσα. "Υστερα έστριψα στήν γωνιά του χώλ... αλλά άμέσως τινάχτηκα καί μόλις πρόλαβα νά μήν πέσω επάνω στό ξαπλωμένο σώμα μιας γυναίκας. Ήταν πεσμένη μπρούμυτα, μέ ,τά γόνατα μαζεμένα στήν κοιλιά της καί τά δυό της χέρια σφιγμένα στό στο­ μάχι της. Φορούσε μιά νυχτερινή ρό­ μπα καί τά μαλλιά της ήσαν δεμένα πίσω. Άκούμπησα τό δάχτυλο μου πίσω στόν σβέρκο της. “Ήταν παγωμένη, νεκρή. Γονάτισα στό πάτωμα καί τήν κύτταξα στό πρόσωπο. Ήταν ή ύπηρέτρια πού είχε ύποδεχτή τόν Ρίτσμοντ καί μένα, δυό μέρες πριν. Σηκώθηκα πάλι καί κύτταξα γύρω. Τό κεφάλι τής υπηρέτριας άκουμποΰσε σχεδόν σέ μιά κλειστή πόρτα. Πλησίασα εκεί, έσπρωξα τήν πόρτα καί τήν άνοιξα. ΨΙταν μιά κρεββατοκάμαρα πού άπό τήν έμφάνισί της έδειχνε ότι δέν ανήκε στήν υπηρέτρια. Ήταν κομψά επιπλωμένη. "Ολα ε­ κεί ήσαν σέ τάξι, εκτός άπό τό κρεββάτι πού παρουσίαζε μεγάλη αταξία. Τά σκεπάσματα ήσαν μαζεμένα σ’ έ­ να μέρος καί στό κέντρο τού κρεββατιού σχημάτιζαν έναν όγκο πολύ μεγάλο,

☆ Πλησίασα στό κρεββάτι καί άρχι­ σα νά τραβώ τά σκεπάσματα. Το σεντόνι άπό κάτω ήταν ματωμένο. Τό τράβηξα καί είδα... Είδα τήν κυρία Άσκραφτ νεκρή. Τό σώμα της ήταν μαζεμένο καί σχη­ μάτιζε μιά μεγάλη καμπύλη, ενώ τό κεφάλι της κρεμόταν, κομμένο ώς στό κόκκαλο άπό τόν λαιμό. Τό πρόσωπό της ήταν σημαδεμένο μέ τέσσερις βαρειές σχισμές άπό τούς κροτάφους ώς τό σαγόνι. Τό ένα μανίκι τής πυτζάμας της ήταν

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


σχισμένο καί τό αΐμα της είχε αλλά­ ξει τό χρώμα. Την σκέπασα πάλι, πέρασα δίπλα άπό τό πτώμα της άλλης γυναίκας, που κοιτόταν στόν διάδρομο, καί κα­ τέβηκα τη σκάλα. . Παντού άναβα τα φώτα ζητώντας νά βρώ τό τηλέφωνο. Επιτέλους τό βρήκα. Ειδοποίησα πρώτα την άστυνομία καί υστέρα τό γραφείο του Βάνς Ρίτσμοντ. —Ειδοποιήστε τόν κύριο Ρίτσμοντ ότι ή κυρία "Ασκραφτ δολοφονήθηκε, είπα στη στενογράφο του. Βρίσκομαι στο σπίτι της καί μπορεί νά μου τηλεφωνήση άπ’ εύθείας εδώ. "Υστερα βγήκα άπό την μπροστι­ νή είσοδο του σπιτιού καί κάθησα στή σκάλα. "Αναψα ένα τσιγάρο καί περίμενα την άστυνομία. ’Ήμουν τσακισμένος άπό τό θέα­ μα, πού εΐχαν άντικρύσει τά μάτια μου. Είχα καί άλλοτε δή νεκρούς καί μάλιστα πολλούς. Αύτή τή φορά ό­ μως εΐδα τά πτώματα ύστερα άπό μια τριήμερη κούρασι καί τά νεύρα μου δεν ήσαν προετοιμασμένα για νά υποστοΰν αύτό τό θέαμα. "Ετσι εί­ χαν κλονιστή. "Ακόυσα τή σειρήνα του άστυνομικοϋ αύτοκινήτου, πού έστριβε στή γωνιά του δρόμου, καί, πριν τελειώ­ σω καί πετάξω τό τσιγάρο μου οί άστυνομικοί κατέβηκαν καί μέ πλη­ σίασαν. Επικεφαλής βρισκόταν ό άρχιφύλαξ τής μυστικής υπηρεσίας ΟΤκάρ. Μέ χαιρέτησε, μ’ εγκαρδιότητα. — Τί συνέβη; —Βρήκα τρία πνεύματα μέσα στό σπίτι αύτό, δπου ήρθα γιά κάποια δική μου δουλειά, άπάντησα καθώς ! ρον. Ή λεπτομερής έρευνα άπησχόλησε όλους μας —εμένα, τόν ΟΤκάρ μπαίναμε. "Ισως ένας ντετέκτιβ καί τούς οκτώ άστυνομικούς πού βρί­ σάν εσένα μπορεί νά μάθη περισσόσκονταν κάτω άπό τις διαταγές του» τερα. Τις επόμενες λίγες ώρες, δλο τό σπί­ Ή ζάλη, πού μου είχε προκαλέτι έρευνήθηκε άπό τή στέγη ώς τά υ­ σει ή δυνατή συγκ’'νησις τού τραγικού πόγεια. Οί γείτονες περιορίστηκαν θεάματος, είχε περάσει καί ξαναβρήστά διαμερίσματά τους. Ή έρευνα κα τή δραστηριότητά μου. Πρώτα έ­ προχώρησε έως τό υπηρετικό προσω­ δειξα στόν ντέτεκτιβ ΟΤκάρ τόν Φιπικό τών γειτονικών σπιτιών. λιππϊνο ύτηρέτη κι’ ύστερα τά πτώ­ Οί συγγενείς καί οί φίλοι τού Φιματα τών δύο άλλων γυναικών. λιππίνου υπηρέτη καί τής υπηρέτριας Δέν βρήκαμε τίποτ’ άλλο ένδιαφέπαρακολουθήθηκαν καί άνεκρίθησαν, ΔΑΧΤΥΛΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19


Βρέθηκαν οί εφημεριδοπώλες, οί ταχυδρόμοι, οί υπάλληλοι που παρέ­ διδαν τα τρόφιμα στο σπίτι. Βρέθη­ καν δλοι οί οπωσδήποτε συνδεόμενοι μέ τό σπίτι καί ύπεβλήθησαν σε αυ­ στηρή άνάκρισι.

ΜΙΑ ΥΠΟΠΤΗ ΧΗ­ ΝΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΙΟ ΥΠΟΠΤΗ

'Όταν κατέφθασαν οί δημοσιο­ γράφοι πήρα τόν Ο’ Γκάρ καί κλειΘωθήκαμε στό δωμάτιο τής βιβλιο­ θήκης. —Προχθές τή νύχτα, την Τετάρ­ τη δηλαδή, διεπράχθη τό έγκλημα, δεν είναι έτσι; μουρμούρισε ό Ο* Γκάρ άφοϋ καθήσαμε σέ δυό ανα­ παυτικές πολυθρόνες κΓ αρχίσαμε να καπνίζουμε. Κούνησα καταφατικά τό κεφάλι. Ή έκθεσις του γιατρού, πού εξέτασε τά πτώματα, οί δυό άπείραχτες εφη­ μερίδες πού υπήρχαν στον προθάλα­ μο καί τό γεγονός ότι κανένας γεί­ τονας ή υπάλληλος των τροφίμων, πού επισκέπτονταν κάθε πρωί τό σπίτι, δεν είχε δή κανέναν από τούς ενοίκους του από τήν Τετάρτη τό πρωί, άπεδείκνυαν δτ» τό έγκλημα εΐχε διαπραχθή εκείνη τήν ημέρα. —Πιστεύω δτι ό δολοφόνος μπήκε άπό τήν πίσω πόρτα, συνέχισε ό Ο3

20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Γκάρ παρακολουθώντας τόν καπνό του τσιγάρου του πού ανέβαινε στό ταβάνι. Πήρε τό μαχαίρι άπό τήν κουζίνα καί προχώρησε στή σκάλα. "Ισως νά πήγε κατ’ ευθείαν στό δω­ μάτιο τής κυρίας ’Άσκραφτ... "Ίσως δχι. Πάντως πήγε εκεί σέ λίγο. Τό σκισμένο μανίκι τής πυτζάμας της καί τά σημάδια της στό πρόσω­ πο πού δείχνουν δτι προηγήθηκε πά­ λη μέ τό θύμα. Ό μικρός υπηρέτης καί ή υπηρέτρια ακόυσαν τόν θόρυ­ βο—ίσως τήν κραυγή της— κΓ έτρεξαν στό δωμάτιό της νά δουν τί συμβαίνει. ’Ίσως ή υπηρέτρια έφτασε στό δωμάτιο τήν ώρα πού έβγαινε άπό εκεί ό φονιάς... Καί τής έπετέθη. Υποθέτω δτι ό μικρός Φιλιππίνος έφτασε δταν ό δολοφόνος χτυ­ πούσε τό δεύτερο θύμα του. 'Ύστερα„ τόν έστρωσε στό κυνήγι καί τόν πρόφτασε στή σκάλα δπου τόν χτύ­ πησε μέ τό μαχαίρι καί τόν σκότω­ σε. Τέλος, έπέστρεψε στήν κουζίνα, έπλυνε τά χέρια του, πέταξε τό μα­ χαίρι καί έφυγε. —’Έτσι περίπου θά συνέβησαν τά πράγματα, παραδέχτηκα. Τό πρό­ βλημα δμως είναι ποιός τούς σκότω­ σε καί γιατί τούς σκότωσε. — Αύτή ή άπορία μέ ζαλίζει,μουρ­ μούρισε ό άρχιφύλαξ. ΚΓ δσο προσ­ παθώ νά πλησιάσω τή λύσι τόσο πελαγώνω. Υπάρχουν τρεις πιθανότη­ τες. ’Ή ήταν μανιακός ό δολοφόνος κι5 έκανε τό τριπλό αυτό έγκλημα ά­ πό σαδισμό, ή ήταν διαρρήκτης πού πιάστηκε στά πράσσα κΓ εξαγριώ­ θηκε. ’Ή ήταν κανένα άτομο πού εί­ χε λόγους νά ξεπαστρέψη τήν κυρία ’Άσκραφτ καί, γιά νά μήν υπάρχουν μάρτυρες τού εγκλήματος του, σκό­ τωσε καί τούς δυό ύπηρέτες, πού γιά κακή τους τύχη βρέθηκαν μπροστά του. Ή προσωπική μου γνώμη είναι δτι τό έγκλημα διεπράχθη άπό κά­ ποιον πού ζητούσε νά βγάλη άπό τή μέση τήν κυρία Άσκααφτ.

—Μού φαίνεται πώς βαίσκεσαι στό σωστό δρόμο, άπάντησα. Τώρα

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


πρόσεξε καί μερικές πληροφορίες πού έχω νά σου δώσω: Ή κυρία "Ασκραφτ έχει έναν σύζυγο πού μέ­ νει στήν Τιζουάνα καί κάνει άσχημη ζωή. "Εχει μπλέξει με τον υπόκοσμο κι* έχει πολύ κακές συνήθειες. Πάν­ τως δέν φαίνεται για κακοποιός. Τό θύμα προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο νά τόν πείση νά γυρίση κοντά της. Φαίνεται όμως ότι εκείνος συνδεόταν μέ μιά μικρούλα του ίδιου φυράμα­ τος, πού του εΐχε κολλήσει για καλά καί δέν τόν άφινε ούτε στιγμή μόνο του. ’Από τις ιδιαίτερες κουβέντες πού έκανα μαζί του, κατάλαβα οτι σχεδίαζε νά εγκατάλειψη τή νεαρά φιλενάδα του καί νάρθη νά συναντήση τήν γυναίκα του. "Οταν όμως μου εμπιστευόταν αυτή τήν πρόθεσί του ήταν μεθυσμένος καί από κρασί καί άπό όπιο. —’Έτσι λοιπόν; είπε μέ ζωηρότη­ τα ό Ο’ Γκάρ. Οί πληροφορίες σου αυτές παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέ­ ρουν. —Κι* όμως τό πράγμα σκοντάφτει σέ κάποιο γερό άγκωνάρι, συνέχισα. "Οταν έγινε αυτό τό φρικιαστικό έγ­ κλημα, βρισκόμουν μαζί του καί μέ τή φιλενάδα του στήν Τιζουάνα. Κα­ θόμαστε καί οΐ τρεις στό ίδιο τρα­ πέζι. "Ενα χτύπημα στήν πόρτα διέκοψε τή συζήτησί μας. νΗταν ένας αστυ­ φύλακας καί μου είπε ότι μέ ζητού­ σαν στό τηλέφωνο. Κατέβηκα στό πρώτο πάτωμα καί σέ λίγο άκουσα στό άκουστικό τή φωνή του Βάνς Ρίτσμοντ. — Τί συνέβη; Ή Μις Χένρυ μου διεβίβασε τό μήνυμά σου, άλλα δέν μπορούσε νά μου δώση λεπτομέρειες.

☆ Μέ κοφτά λόγια τού άράδιασα τά γεγονότα. —Αναχωρώ απόψε γιά τήν πόλι, μου είπε μόλις τέλειωσα. Συνέχισε τίς έρευνες σου καί κάνε ό,τι νομίζης καλύτερο. Σου δίνω πλήρη ελευθερία στις ένέργειές σου. —Εντάξει, άπάντησα. "ίσως νά

ΔΑΧΤΥΛΑ

μή βρίσκωμαι στήν πόλι όταν έπιστρέψης καί νά μή μέ συναντήσης. Μπορείς όμως νά πάρης πληροφορίες άπό τό γραφείο μου. θά τηλεγρα­ φήσω γιά λογαριασμό σου του Άσκραφτ νά έλθη εδώ. Κρέμασα τό άκουστικό κι* έπειτα πήρα στό τηλέφωνο τήν άστυνομία καί ρώτησα τόν άρμόδιο αν τόν Τζών Ράϊαν ή Φρέντ Ρούνεϋ ή Τσιμούχα τόν κρατούσαν ακόμα εκεί. —"Οχι, μού άπάντησαν. ^Ηρθαν οί Ομοσπονδιακοί πράκτορες καί τόν πήραν χτες τό πρωί. Έπέστρεψα στό δωμάτιο τής βιβιβλιοθήκης καί είπα βιαστικά στόν Ο’ Γκάρ: —Παίρνω τό βραδυνό τραίνο γιά τόν νότο μέ τήν πεποίθησι ότι ή δου­ λειά σκαρώθηκε στήν Τιζουάνα. Προ­ ηγουμένως, θά τηλεγραφήσω τού "Ασκραφτ νά έρθη εδώ. θέλω νά τόν άπομακρύνω άπό τήν Μεξικάνικη πό­ λι μιά—δυό μέρες. ’Έτσι, άν φανή εδώ, θά μπορέσης νά τόν έπιτηρήσης. θά σοΰ τόν περιγράφω καί θά σοΰ είναι εύκολο νά τόν τσιμπήσης μό­ λις παρουσιαστή στό .γραφείο τού Ρίτσμοντ. Στή μισή ώρα πού επακολούθησε άπασχολήθηκα μέ τή σύνταξι καί τήν αποστολή τριών τηλεγραφημά­ των. Τό πρώτο εστάλη στόν "Ασ­ κραφτ : ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΜΠΟΧΑΝΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ : «ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ» ΤΙΖΟΥΑΝΑ, ΜΕΞΙΚΟ Η ΚΥΡΙΑ ΑΣΚΡΑΦΤ ΕΙΝΑΙ ΝΕ­ ΚΡΗ. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΕΛΘΕΤΕ Α­ ΜΕΣΩΣ ; ΒΑΝΣ ΡΙΤΣΜΟΝΤ Τά άλλα

δύο

τηλεγραφήματα ή-

Κ Α θ Ε

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝ0Σ Μίά καταπληκτική σειρά έκδόσεων που θ’ άψήση εποχή :

τζελες γιά νά στείλη έναν πράκτορα τήν άλλη μέρα στό Σάν Ντιέγκο νά μέ συνάντηση. Ύστερα βγήκα από τό διαμέρι­ σμά μου μέ μιά μικρή βαλίτσα καί πήρα τό λεωφορείο τής υπεραστικής γραμμής γιά τόν νότο... Κοιμήθηκα του καλού καιρού σ’ δλο τό διάστη­ μα του ταξιδιού.

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ **Γ

2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ

ΚΑΙ ΟΙ

7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στα (καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα I

σαν κρυπτογραφικά. Τό ένα εστάλη στο Υποπρακτορείο ’Αστυνομικών Υποθέσεων του Κάνσας Σίτυ με τήν παράκλησι νά σταλή ένας πράκτωρ στις ομοσπονδιακές φυλακές του Λήβενγουορθ γιά ν’ άνακρίνη τόν Τσι­ μούχα. Τό άλλο τηλεγράφημα τό έ­ στειλα στό γραφείο του Λός *'Αν-

22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ή πόλις του Σάν Ντιέγκο, όταν έφτασα τήν άλλη ήμέρα ενωρίς τό απόγευμα, ήταν χαρούμενη. Όλοι σχεδόν οί κάτοικοι είχαν ξεσηκωθή γιά ξεχυθούν στά περίχωρα όπου γί­ νονταν ιπποδρομίες σέ δύο σημεία. Είχαν έλθει καί ξένοι. Κινηματο­ γραφικοί αστέρες άπό τό Λός "Αν­ τζελες, γαιοκτήμονες άπό τήν Αύτοκρατορική Κοιλάδα, ναυτικοί άπό τόν στόλο του Ειρηνικού, τυχοδιώ­ κτες, περιηγηταί, καί κάθε καρυδιάς καρύδι. Πήρα τό πρόχειρο γεύμα μου κά­ που, έπιασα τό δωμάτιό μου σ’ ένα ξενοδοχείο κΓ ύστερα πήγα στό Γκράντ Ότέλ τών Ηνωμένων Πολι­ τειών γιά νά συναντήσω τόν πράκτο­ ρα τού Λός "Αντζελες, όπως είχα τηλεγραφήσει. Τόν βρήκα στήν αίθουσα. ΤΗταν ένας νεαρός ώς είκοσι—δύο χρονών, πού τά ζωηρά του μάτια μελετούσαν ένα πρόγραμμα ιπποδρομιών. Τό κρατούσε μ5 ένα χέρι πού είχε τό ένα του δάχτυλο δεμένο μ5 επίδεσμο. Τόν προσπέρασα καί πήγα καί στάθηκα στό καπνοπωλείο τού ξενο­ δοχείου. Εκεί αγόρασα ένα κουτί τσιγάρα, έβγαλα τό καπέλλο μου κι’ άρχισα νά τό παίζω στά δάχτυλά μου. 'Ύστερα βγήκα πάλι έξω στό δρόμο. Τό δεμένο δάχτυλο καί τό παίξιμο τού καπέλλου ήταν ή Αμοι­ βαία μας συνθηματική άναγνώρισις. Αυτά τά κόλπα τ’ ανακάλυψε κά­ ποιος πριν άκόμα γίνει ό εμφύλιος πόλεμος στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά άκόμα τά μεταχειρίζονται οί άνθρωποι γιατί εΐναι αλάνθαστα. Προχώρησα ώς τήν Τέταρτη Όδό

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


άποφεύγοντας νά εμφανιστώ στήν Κεντρική Λεωφόρο του Σάν Ντιέγκο. Φυσικά, πίσω μου ερχόταν ό συνά­ δελφός μου. Με πλησίασε σ’ ένα από­ μερο σημείο τής δεντροστοιχίας. Ώνομαζόταν Γκόρμαν καί του εξήγησα μέ λίγα λόγια σε τί θά μέ βοηθούσε. — θά πας στήν Τιξουάνα καί θά τό στήσης στο καφενείο τά Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα. Εκεί εΐναι μια μικρούλα, πού θά σέ σταυρώση νά τήν κεράσης. Είναι μια νέα ξανθή μέ μικρό ανάστημα καί τό τσούζει πο­ λύ. Εΐναι νοστιμούλα καί τήν λένε Κιούπι. Αύτή θά εΐναι ό κύριος στό­ χος σου. Δεν θά έπιδιώξης τήν συν­ τροφιά της, άλλα ούτε καί θά τήν χάσης άπό τά μάτια σου. θά άναχωρήσης για τή Τιζουάνα σέ μιά ώρα "Ύστερα θάρθω κι* εγώ εκεί καί θά φανώ στό ίδιο κέντρο, θά πιάσω συζήτησι μαζί της. Εκείνο πού θά προσέξης εΐναι νά δής τί θά κάνη μετά τή δική μου άναχώρησι. Καί τί θά κάνη άκόμα όλες τις επόμενες ημέρες. Μαζί μου μπορείς νά έρθης σ’ επα­ φή στό.,. (κι’ εδώ του έδωσα τ’ όνο­ μα του ξενοδοχείου μου κμΐ τόν άριθμό του δωματίου μου). Μπορείς εκεί νά μέ συναντάς κάθε βράδυ. Πουθενά άλλου νά μήν έπιχειρήσης νά μέ συναντήσης, σέ όποιαδήποτε περίπτωσι.

Χωριστήκαμε καί κατευθύνθηκα στήν πλάζ. Εκεί κάθησα σ’ ένα παγ­ κάκι καί ρέμβασα μιά ώρα. "Ύστερα πήγα στις ιπποδρομίες καί προσπά­ θησα νά βρώ καμμιά θέσι για νά σκοτώσω τήν ώρα μου. Παρακολού­ θησα τρεις Ιπποδρομίες. Πήγα στούς στάβλους καί εΐ'δα μερικά άλογα καί' στό τέλος κατέληξα στό μεγάλο Κα­ ζίνο. Τριγύρισα όλες τις αίθουσες, κούρασα άρκετά τά μάτια μου καί στό τέλος έφυγα. ^Ηταν ώρα νά πάω στήν Τιζουάνα, πού ήταν ή παλιά πόλις του Σάν Ντιέγκο. Τό περιβάλλον εκεί ήταν έ­ ρημο καί λίγο άγριο. Μόλις μπήκα στό κέντρον τά

ΔΑΧΤΥΛΑ

τε Κόκκινα Δάχτυλα», τό βλέμμα μου συνέλαβε άμέσως τόν Γκόρμαν. Εΐχε καλό παρουσιαστίκό καί δέν έδινε τήν παραμικρή ύποψία. "Η ύποδοχή πού μου έκαναν οΐ άνθρωποι του Κέντρου ήταν πολύ οι­ κεία κι’ εγκάρδια. Ακόμα κΓ ό βλο­ συρός μπάρμαν μου χάρισε τό ιδιό­ τροπο χαμόγελό του. —Που εΐναι ή Κιούπι ; ρώτησα. —Τή Μοργκανατική σύζυγο του Έντ ζητείτε; ρώτησε ή Σουηδέζα πού προθυμοποιήθηκε νά μ’ εξυπηρέ­ τηση. θά κυττάξω νά σου τήν βρώ. "Η Κιούπι φάνηκε τήν ίδια στιγμή στό κατώφλι τής μεσόπορτας κι’ άμέ­ σως έτρεξε κοντά'μου μέ μιά διάχυσι εκπληκτική. Μοϋσφιξε τό χέρ*, άρ­ χισε νά τριβή τό πρόσωπό της στό δικό μου, καί μούλεγε χίλια-δυό κο­ λακευτικά λόγια. —θά στήσουμε πάλι κανένα γερό γλέντι ; —Όχι, εΐπα πηγαίνωντάς την πί­ σω στά ιδιαίτερα. Πού εΐναι ό ’Έντ —Στόν Βορρά. Του καθάρισαν τή γυναίκα καί πηγαίνει νά μαζέψη τά κόκκαλά της. —Σέ λυπεί αύτό ; — Απεναντίας. "Η χαρά μου δέν περιγράφεται. Τώρα ό ’Έντ θά μου δίνη περισσότερες καραμέλες. Τής έρριξα ένα πλάγιο, πονηρό βλέμμα. —Κι’ έχεις τήν ιδέα ότι ό ’Έντ θά φέρη νά ρίξη στήν ποδιά *σου τό παραδάκι της ;

Τά μάτια της άστραψαν άγρια. — Τί μοϋ λές ; γρύλλισε. —"Ένα άπό τά δυόθά συμβή. ’Ή δέν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23


θά ξαναφανή ό Έντ καί θά τόν χά­ σης γιά πάντα η θά ελθη καί θά εί­ ναι μεθυσμένος ένα μήνα. Μάλλον δμως θά συμβή τό πρώτο γιά νά σε ξεφορτωθή, καί νά γλυτώση καί άπό άλλους μπελάδες. — Ψεύτη !

Ό δεξιός της , ώμος ήταν γερμέ­ νος κι* άκουμποΰσε τόν άριστερό τόν δικό μου. Τό άριστερό της χέρι κινή­ θηκε κάτω άπό τήν κοντή της φού­ στα. ’Έσπρωξα αμέσως τόν ώμο της με μιά σπασμωδική κίνησι κΤ έτσι άπομάκρυνα τό κορμί της. Τό μαχαίρι, πού τό άριστερό της χέρι είχε τραβήξει άπό τήν καλτσο­ δέτα της, χτύπησε τό ξύλο του τρα­ πέζιου καί καρφώθηκε εκεί. Ό θηλυκός αύτός διάβολος τρα­ βήχτηκε πίσω καί μέ τό τακούνι της με χτύπησε στόν αστράγαλο. "Εφε­ ρα τό πόδι αου γύρω της γιά νά τήν τρικλοποδήσω καί συγχρόνως τής άρπαξα τόν αγκώνα καί τήν τράβη­ ξα παράμερα. Καί τούτο γιά νά μήν μπορέση καί πιάση τό μαχαίρι, πού έμενε ακόμα καρφωμένο στό ξύλο. —Τί σημαίνουν ολ’ αύτά; Σήκωσα τό κεφάλι καί κύτταξα. Πλάϊ μου, άπό τό άλλο μέρος τού τραπεζιού, στεκόταν ένας άντρας μέ άνοιχτά τά πόδια καί τις γροθιές του στηριγμένες στη μέση. Ένας ψηλός, χοντροκόκκαλος άν­ τρας μέ πλατείς ώμους καί μ’ έναν μακρύ κίτρινο λαιμό, πού στήριζε έ­ να μικρό κεφάλι. Τά μάτια του ήσαν σάν δυό μαύρα, μικρά κουμπιά, —Τί είναι αύτός ό καβγάς ; ρώ­ τησε τό χαριτωμένο εκείνο άτομο μ* έναν βρυχηθμό θηρίου. Άπό τήν πρώτη στιγμή κατάλαβα πώς ό φίλος ήταν ζόρικος. —Άν είσαι γκαρσόνι, τού εΐπα, φέρε μου μιά μποτίλια μπύρα καί κάτι πιο δυνατό γιά τήν κοπέλλα. Άν δέν είσαι γκαρσόνι, βούλωσέ το καί στρίβε. — θά σοΰ φέρω ένα... , Ή νέα ξέφυγε άπό τή λαβή των

24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χεριών μου καί τόν διέκοψε. — Εμένα νά μού φέρης ένα λικέρ, είπε. Αύτός μουρμούρισε κάτι, μέ κύτταξε, ύστερα κύτταξε τή μικρή Κιού­ πι, μού έδειξε ξανά τά βρωμερά του δόντια κι* άπομακρύνθηκε. —Ποιος εΐναι αύτός ; — Καλά τά κάνης νά τόν προσέχης, μέ συμβούλευσε χωρίς ν’ άπαντήση στήν έρώτησί μου. "Υστερα ξεκόλλησε άπό τό τρα­ πέζι τό μαχαίρι της καί τό έχωσε στήν καλτσοδέτα της. Πήρε τή θέσι της καί μέ κύτταξε έμπιστευτικά τάχα. —Τί φασαρίες μπορεί νά έχη ό Έντ; —Δέν διάβασες γιά τό φονικό πού έγινε; —Ναι. —Τότε δέν χρειάζεται νά σού πώ περισσότερα, εΐπα. Ό "Εντ θά προσπαθήση νάσ’ένοχοποιήση. Αμφιβάλλω δμως άν θά μπορέση νά τήν γλυτώ­ ση ό ίδιος... -—Εΐσαι τρελλός!, ξεφώνησε. Ξε­ χνάς δτι τότε πού έγινε ή δολοφο­ νία βρισκόμαστε κΤ οί τρεις εδώ καί γλεντούσαμε; —Δέν εΐμαι τόσο τρελλός ώστε νά πιστεύω δτι αύτό τό «άλλοθι» άποδεικνύει τήν άθωότητά του, τήν διώρθωσα. Ούτε είμαι τόσο τρελλός ώστε νά πώ δτι θά επιστρέφω στό Σάν Φραντσίσκο μαζί μέ τόν δολο­ φόνο 1 Γέλασε. Τό ίδιο έκανα κΓ εγώ. —Θά σέ ξαναδώ, τής είπα άπότομα καί κατευθύνθηκα στήν έξοδο.

Έπέστρεψα στό Σάν Ντιέγκο κΓ στειλα ένα τηλεγράφημα στό Λος "Αντζελες, ζητώντας νά μού στείλουν έναν δεύτερο πράκτορα. "Υστε­ ρα τσίμπησα κάτι καί πέρασα τό βράδυ στό ξενοδοχείο μου, περιμένοντας τόν Γκόρμαν. ΤΗταν άργά δταν ήρθε καί μύριζε κρασί. 'Ωστόσο τό μυαλό του λει­ τουργούσε καλά.

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


— Παρά λίγο νά μπώ κι* εγώ στόν καβγά, είπε. Κρατούσα τό δάχτυλο στην σκανδάλη γιά κάθε ενδεχόμενο, πρόσθεσε κάνοντας ένα μορφασμό. — Νά μην ανακατεύεσαι στις δου­ λειές μου !, τόν διέταξα. Ή δουλειά σου είναι νά παρακολουθής. Εΐσαι παρατηρητής και τίποτα παραπάνω. Τί έγινε, λοιπόν ; — Ευθύς μόλις έφυγε, ή κοπέλλα με τόν παληκαρά στήσανε ψιλοκου­ βέντα. "Εδειχναν κι’ οί δυό τους τα­ ραχή. Εκείνος υστέρα παράτησε τή δουλειά του καί βγήκε έξω. "Ετσι εγώ άφησα τή μικρή στήν τύχη της, κΤ άκολούθησα τά δικά του βήματα. ^Ηρθε στήν πόλι ιώ' έστειλε ένα τη­ λεγράφημα. Δεν μπόρεσα νά τόν δι­ πλαρώσω για νά δω τί έγραψε. ^Υ­ στερα έπέστρεψε στή δουλειά του. —Ποιός εΐναι ό μάγκας ; — Οί πελάτες, δσοι τόν γνωρίζουν, τόν φωνάζουν Χήνα—Φλίν. Είναι ό παληκαράς του κέντρου πού βάζει τούς ζόρικους και τούς μεθυσμένους στή θέσι τους. "Ωστε αυτός ό «Χήνας» μέ τόν μακρύ λαιμό ήταν ό εκτελεστής των διαταγών του ιδιοκτήτου του κέν­ τρου «Τά Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα», ό άνθρωπος πού είχε γίνει άφαντος σ’ δλο τό διάστημα τής τριήμερης παραμονής μου στό κέντρον, στό διά­ στημα δηλαδή πού εΐχε δολοφονηθή κυρία "Ασκραφτ καί οί δυό ύπηρέτες της. — Τηλεγράφησα στό γραφείο σου νά μου στείλη έναν δεύτερο πράκτο­ ρα, εΐπα στόν Γκόρμαν. θά έλθη σ’ επαφή μαζί σου. Πάσαρε του τήν κοπέλλα κΤ εσύ κάθησε στό σβέρκο του Χήνα. ΜοΟ φαίνεται δτι θά του φορτώσουμε στήν καμπούρα τρία φο­ νικά, γι’ αύτό κράτα καλά τιμόνι καί φρόντισε νά μήν ξεφύγη από τό δρό­ μο σου. —Τή δουλειά σου, καπετάνιε... Μείνε ήσυχος, μου απάντησε κι’ έφυ­ γε νά πάη νά κοιμηθή λίγο.

/ Τό άλλο* άπόγεμα τό διέθεσα στις

ΔΑΧΤΥΑΑ

κούρσες, χαζεύοντας στά ποίκιλλα θεάματα καί στις ατραξιόν πού ύπήρχαν εκεί. "Ηθελα νά περάσω τήν ώρα μου ώσπου νά νυχτώση. Άφου παρακολούθησα καί τήν τε­ λευταία κούρσα, πήγα νά φάω κάτι στό Πανδοχείο τής Δύσεως κι’ έπει­ τα έπισκέφθηκα τό μεγάλο Καζίνο, πού βρισκόταν στήν άλλη πτέρυγα του ίδιου κτιρίου.· Μιά χιλιάδα καί περισσότεροι άν­ θρωποι κάθε τάξεως στριμώχνονταν εκεί γιά νά μπορέσουν νά παίξουν διάφορα τυχερά παιχνίδια. Οί διάφο­ ρες ρουλέτες έδιναν κι’ έπαιρναν. ’Α­ πέφυγα νά παίξω γιατί χρειαζόμουν γι’ άλλη δουλειά τις συγκινήσεις μου. "Αλλωστε ή ώρα είχε περάσει κι’ έρ­ χονταν άλλες σκέψεις στό μυαλό μου. Άναμίχθηκα στό ερεθισμένο πλήθος, ψάχνοντας να βρώ τούς άνθρώπους μου.

- Σημάδεψα τόν πρώτο. ^Ηταν ένας εργατικός πού δούλευε σέ αγρόκτη­ μα καί φορούσε τά κυριακάτικά του. "Ανοιγε τό δρόμο του νά βγή έξω καί τό πρόσωπό του έδειχνε αύτή τήν έκΒρασι, τήν άδεια άπό κάθε συγκίνηστ, του άνθρώπου πού έχει χάσει τά λεφτά του, πριν τελειώση τό παι-

χνίδε

«

,

^

Είχε ενα θλιβερό βλέμμα δχι τό­ σο γιά τό χάσιμο τών λεφτών του, δσο γιατί θά ήθελε ν,ά είχε κΤ άλλα γιά νά παίξη καί να πάρη πίσω τά χαμένα. ’Έτρεξα καί μπήκα ανάμεσα στόν άνθρωπό μου καί στήν έξοδο. — Καθάρισες; τόν ρώτησα μέσυμπόνοια μόλις μέ πλησίασε. Κούνησε τό κεφάλι του σάν άπα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25


ρηγόρητο αρνάκι. —Δέν θά ήταν, λοιπόν, άσχημο νά κέρδιζες πέντε δολλάρια για μιά δουλειά λίγων λεπτών, του πρότεινα.

Δέχτηκε άλλά ζήτησε νά μάθη ποιά ήταν αυτή ή δουλειά πού θά έκανε. —Θέλω νά έρθης μαζί μου στην παλιά πόλι καί νά κυττάξης έναν άν­ θρωπο. Μόνον θά τόν κυττάξης —νά έτσι—καί τίποτ’ άλλο. "Υστερα θά πάρης τόν κόπο σου καί θά φυγής. Αυτή ή περίεργη υπηρεσία πού του πρότεινα δέν τόν ικανοποίησε, άλλά πέντε δολλάρια είναι πέντε δολλά­ ρια. "Υστερα μπορούσε ν’ άπομακρυνθή, μόλις έβλεπε τά πράγματα νά σκουραίνουν. Στό τέλος όποφάσισε νά δοκιμάση τήν τύχη του. Του είπα νά με περιμένη κάπου στό κέντρο του Καζίνου καί πήγα νά βρω τόν δεύτερο χαμένο τής ρουλέ­ τας. ^Ηταν ένας μικροφτιαγμένος μέ στρογγυλά απαισιόδοξα μάτια, καί λεπτά σφιγμένα χείλη. Βρέθηκε άμέσως πρόθυμος νά κερ­ δίση τά πέντε δολλάρια μέ τόν άπλό καί εύκολο τρόπο πού του περιέγραψα. Ό τρίτος ήταν πολύ δειλός ώστόσο δέχθηκε ν’ άναλάβη στά τυφλά τή δουλειά πού του πρότεινα. Διάλεξα τέλος κι’ έναν καλοντυμένο Φιλιππίνο, ώραιο σαν άρχαϊο θεό, πού άσφα-

ΣΤΟ 13ο ΤΕΥΧΟΣ

ΠΡΑΚΤΏΡ 5

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

λώς θά ήταν ή μπαρμπέρης ή γκαρ­ σόνι. ν Τέσσερις άνθρωποι μου έφταναν. Τό κουαρτέτο μου ήταν τοϋ γούστου μου. ^Ηταν όπως τούς ήθελα : απλοϊ­ κοί, χωρίς χτυπητή εξυπνάδα. Τούς έβαλα σ’ ένα αμαξάκι κι* όλοι κατευθυνθήκαμε στήν παλιά πόλι τοϋ Σάν Ντιέγκο : τήν Τιζουάνα. —Τώρα θά σάς πω τί άκριβώς θά κάνετε, τούς είπα μόλις φτάσαμε στήν παλιά πόλι. Θά μπω στό κέν­ τρο «Τά Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα» πού βρίσκεται μόλις στρίψουμε εκείνη τή γωνία, θά μου δώσετε δυο ή τρία λε­ πτά καιρό καί υστέρα θά μπήτε καί σεις νά πιήτε κάτι στά όρθια... Μπο­ ρείτε καί νά καθίσετε. "Εδωσα στον πρώτο ένα χαρτο­ νόμισμα τών πέντε δολλαρίων. — Μέ αυτά λεφτά θά πληρώσετε τά ποτά σας. Δέν έχουν σχέσι μέ τά πέντε δολλάρΡα πού θά πάρη ο κα­ θένας. Εκεί βρίσκεται ένας σωματώ­ δης άντρας, μέ πλατείς ώμους, ψηλό λαιμό, κακομούτσουνος. Μόλις μπήτε μέσα, θά τόν προσέξετε άμέσως. θέ­ λω, λοιπόν, ό καθένας σας νά τοϋ ρίξη άπό μιά ξεχωριστή ματιά, μιά ματιά πού νά τήν προσέξη καί νά καταλάβη πώς ήταν γι’ αυτόν. "Υστε­ ρα, θά μοϋ κάνετε νόημα πώς οί μα­ τιές σας βρήκαν τόν στόχο καί θάρθετε πάλι εδώ νά πάρετε τά λεφτά σας. Νά προσέξετε όμως τή στιγμή πού θά μοϋ κάνετε τό νόημα. Δέν θέλω κανείς νά ξέρη ότι μέ γνωρί­ ζετε.

Αυτή ή δουλειά φάνηκε καί στούς τέσσερες παράξενη, άλλά ή προσδο­ κία τοϋ κέρδους τών πέντε δολλα­ ρίων διέλυσε τούς μικρούς τους φό­ βους... "Υστερα ή ρουλέτα τούς περίμενε στό καζίνο γιά νά παίξουν καί νά πάρουν πίσω τά χαμένα. "Ετσι μέ πέντε . δολλάρια μπορεί κανείς ν’ άγοράση ολόκληρο έναν άν­ θρωπο, πού βρίσκεται σέ κατάλληλη ψυχολογική κατάστασι, όπως αυτοί οί τέσσερις τώρα.

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝν


Μου έκαναν μερικές ερωτήσεις γιά ποιό λόγο ήθελα νά παίξουν αυτόν τόν ρόλο. Έγώ όμως τούς άρνήθηκα τις εξηγήσεις πού ζητούσαν. Στό τέ­ λος ύπέκυψαν. "Οταν μπήκα στό κέν­ τρο, ό Χήνας βρισκόταν πίσω άπό τόν μεγάλο πάγκο του μπάρ βοηθώντας, τούς μπάρμεν. Χρειάζονταν τή βοήθειά -'του γιά τό κέντρο ήταν γεμάτο πελάτες. Ανάμεσα στό πλήθος των θαμώνων, δέν μπόρεσα νά ξεχωρίσω τόν Γκόρμαν. Είδα όμως τόν Χοΰπερ, έ­ ναν άλλον πράκτορα του Λος "Αν­ τζελες, πού μου είχαν στείλει άπαντώντας στό δεύτερο τηλεγράφημά μου. Ή Κιούπι έκανε στό βάθος συντρο­ φιά μ’ έναν πελάτη με αγαθό πρό­ σωπο πού φαινόταν πώς τό είχε σκά­ σει άπό τή γυναίκα του γιά νά ξεσκάση λίγο μέ καμμιά μικρούλα. Μου έκανε νόημα μόλις μέ είδε, άλλα δέν έγκατέλειψε τόν πελάτη της. Ό Χήνας μέ τόν μακρύ κίτρινο λαιμό μουρμούρισε ένα κοπλιμέντο τής κακής ώρας και του παράγγειλα μια μποτίλια μπύρα. Αμέσως έπειτα μπήκαν οί τέσσερις άνθρωποί μου. Έπαιξαν τό ρόλο τους θαυμάσια ! Πρώτα, κύτταξαν ανάμεσα άπό τούς καπνούς των τσιγάρων παρατηρώντας μέ επίμονη και υποψία κάθε φυσιο­ γνωμία καί άποφεύγοντας βιαστικά τά μάτια πού συναντούσαν τά δικά τους.

Σέ λίγο ένας άπό τούς τέσσερις, ό Φιλιππίνος, είδε τό άτομο πού είχε περιγράφει, πίσω άπό τό μπάρ. Σή­ κωσε ελαφρά τό πόδι του, συγκινημένος ίσως άπό την ξαφνική του άνακάλυψι, και υστέρα βλέποντας τόν Χήνα νά τόν κυττάζη γύρισε την πλά­ τη του καί ξεμάκρυνε μέ πονηρό τρόπο. Τώρα είχαν άντιληφθή τόν στόχο τους καί οί τρεις άλλοι, κι* άρχισαν νά τόν πυροβολούν μέ τις εξεταστι­ κές ματιές τους, σαν συνωμότες τού μεσαίωνα. Ό Χήνας παρακολούθησε αυτή τήν επίθεση μέ κάποια άνησυχία.

ΔΑΧΤΥΛΑ

1Τ0 ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΙ

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΏ ΣΤΗΝ

ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ Μέ τόν ύπερδυναμικό άσσο *

ΧΕΡΜΑΝ

ΣΤΟΝ

Στό μεταξύ ό πρώτος —ό Φιλιππίνος—βολτάρησε στό κέντρο, πέρασε άπό μπρος μου καί μού έκανε τό συνθηματικό νόημα. 'Ύστερα βγήκε στό δρόμο. Οί άλλοι τρεις πού είχαν κάνει καί αυτοί τή δουλειά τους πιο καλά άπ’ οσο τούς είχα δασκαλέψει, άφησαν στη μέση τά ποτά τους καί προσπάθησαν νά συλλάβουν τή μα­ τιά μου γιά νά μού δώσουν τό σινιάλο. Έγώ εκείνη τή στιγμή διάβαζα μια επιγραφή πού κρεμόταν ψηλά στόν τοίχο πίσω άπό τό μπάρ : «ΕΔΩ ΣΕΡΒΙΡΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΓΝΗ­ ΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΑ ΟΥΙΣΚΥ». ^^φαζα αυτή τή ρεκλάμα καί προσπαθούσα νά βρώ πόσα ψέματα υπήρχαν σέ αυτές τις επτά λέξεις. /Έφτασα νά βρώ τέσσερα ψέμματα. Καί θά έβρισκα καί άλλα άν ό ένας άπό τούς συνεργάτες μου δέν ξερόβηχε τήν ώρα πού πέρασε άπό μπρος μου. Ό Χήνας στεκόταν στην άκρη τού πάγκου. Κρατούσε μιά μποτίλια γε­ μάτη ού'ίσκυ καί τό, πρόσωπό του ή­ ταν κατακόκκινο. Κατάλαβα τότε ότι καί οί τρεις ήθελαν νά ρίξουν του Χήνα τή χαρι­ στική βολή πριν φύγουν. "Επειτα καί τά τρία κεφάλια μαζί έκαναν τό σινιάλο τους, βγαίνοντας άπό τό Κέν­ τρο ό ένας πίσω άπό τόν άλλον καί άφίνοντας τόν Χήνα νά τούς κυττάζη

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27


εκληκτος κρατώντας ακόμα την μποτίλια μέ τό ούισκυ ατό χέρι.

μπήκε σ’ ένα άλλο κέντρο στόν ίδιο δρόμο, κΓ όταν έφυγα βρισκόταν α­ κόμα εκεί. Ό Γκόρμαν δέν είχε όμως φανή άκόμα... ...Ένα κουδούνισμα κΡ ένα τηλε­ γράφημα μέ ξύπνησαν στις δέκα τό πρωί. Τό τηλεγράφημα ήταν άπό τήν πόλι Μεξικάλι. «ΕΦΘΑΣΕ ΕΔΩ ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΠ ΗΡΘΕ Σ’ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΦΙ­ ΛΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΟΠ ΕΛΑΒΕ ΔΥΟ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΓΚΟΡΜΑΝ»

ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥΣ

Σέ λίγο αδέιασα τό ποτήρι μου καί βγήκα έξω. Έστριψα στή γωνία και τούς βρήκα συγκεντρωμένους στό σημείο, οπού τούς είχα πή νά μέ πε­ ριμένουν. —Τόν βρήκαμε καί του τις ρίξα­ με !, είπαν καί οί τέσσερις. —Πολύ ωραία, άρχισα νά τούς κολακεύω. Κάνατε περίφημα τή δου­ λειά σας. Είστε καί οί τέσσερις γεν­ νημένοι κατάσκοποι. Νά ! Πάρετε καί τόν κόπο σας. Τώρα, παιδιά, άν ή­ μουν στή θέσι σας θ’ άπόφευγα αυτό τό μέρος. Γιατί μολονότι παίξατε θαυ­ μάσια τό μέρος σας, υπάρχει πιθανότης νά σάς ύποπτευθοΰν καί νά σάς ένοχλήσουν. ΓΓαύτό... δρόμο. Χαθήτε καί γίνετε καπνός ! Πήραν τό παραδάκι τους καί χά­ θηκαν από τά μάτια μου πριν τελειώ­ σω τή σύστασί μου. "Ηξερα ποϋ πή­ γαιναν : στό καζίνο... Ό Χοϋπερ ήρθε τήν άλλη ήμερα στό ξενοδοχείο του Σάν Ντιέγκο, ο­ πού έμενα, κατά τις δυο τό μεση­ μέρι. —Ό Χήνας μέ τόν ψηλό λαιμό εξαφανίστηκε, άμέσως μόλις έφυγες από τό κέντρο, καί τόν πήρε τό κα­ τόπι ό Γκόρμαν, μου είπε. 'Ύστερα, ή κοπέλλα βγήκε από τό μαγαζί καί

28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Αυτή ήταν μιά καλή είδησις. Ό φίλος μου μέ τόν ψηλό λαιμό είχε πέσει στήν παγίδα πού του έστησα. Είχε νομίσει πώς οί τέσσερις χαμέ­ νοι στή ρουλέτα, πού τόν μπάνιζαν ύποπτα, ήσαν μάρτυρες καί θεώρησε τό σινιάλο τους πού έκαναν σέ μένα πώς ήταν μιά έπιβεβαίωσις τής μαρ­ τυρίας τους. Σάν νά μοϋλεγαν δηλαδή —κατά τό μυαλό του Χήνα— ότι αύτός εί­ ναι ό ένοχος, πού είχε κάνει τό φο­ νικό. 'Ύστερα άπό αυτό τό αναπάντεχο κακό πού τόν βρήκε, ό Χήνας τό έ­ σκασε γιά νά γλυτώση τό τομάρι του.

ι Είχα βγάλει τήν πυτζάμα μου καί φορούσα τά ρούχα μου, όταν φάνη­ κε τό παιδί τού ξενοδοχείου μ* ένα δεύτερο τηλεγράφημα. ΤΗταν τού άρχιφύλακα ΟΤκάρ καί μού τό έστελνε διά μέσου τού δικού μας γραφείου τού Σάν Φραντσίσκο : «ΑΣΚΡΑΦΤ ΕΞΗΦΑΝΙΣΘΗ ΧΘΕΣ». Χρησιμοποίησα τό τηλέφωνο γιά νά ξυπνήσω τόν Χοΰπερ. —Νά πάς στήν Τιζουάνα, τού εί­ πα, καί νά στήσης καρτέρι στό κέν­ τρο, οπού είδες νά μπαίνη τό κορί­ τσι χτές τή νύχτα. Εκτός άν βρίσκε­ ται στό κέντο «Τά Πέντε Κόκκινα Δά­ χτυλα». Μείνε εκεί ώσπου νά τήν δής νά έρθη σ' επαφή μ’ έναν σωματώδη ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ I


ξανθό Εγγλέζο. Είναι ένας άντρας ως σαράντα χρόνων, ψηλός, μέ γα­ λανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Μην =τόν άφήσης νά σέ πάρη μουρουδιά. Απόφυγέ τον, γιατί έχει μεγάλη δύναμι έκεΐ. θάρθω καί εγώ. ’Άν βρε­ θώ μέ τον Εγγλέζο καί ή κοπέλλα μάς άψήση, παρακολούθησε την κο­ πέλλα. Διαφορετικά, παρακολούθησε εμάς. Ντύθηκα, προγευμάτισα καί πήρα ενα αμάξι γιά νά πάω στη Μεξικανική πόλι. Το παιδί που ώδηγουσε τό α­ μάξι μ’ έφερε μια χαρά στόν τόπο του προορισμού μου. Πριν πλησιάσουμε όμως μάς προεπερασε μέ ταχύτητα μια κούρσα. Ή συνάντησις αύτή έγινε κοντά στην Πάλμ Σίτυ καί την κούρσα την ώδη­ γουσε ό ’Άσκραφτ. "Οταν ξαναεΐδα αύτή την κούρσα ήταν άδεια καΡ στάθμευε μπροστά σ’ ένα σπίτι δίπλα στο κέντρο τά «Πέντε Κόκκινα Δάχτυλα». Απέναντι, είδα τον Χοϋπερ πού έκανε τόν μεθυσμένο καί μιλούσε μέ μέ δυό Ινδούς, ντυμένος μέ Μαξικανικά στρατιωτικά ρούχα. Χτύπησα στην πόρτα του γειτονι­ κού κακόφημου κέντρου πού έμοιαζε στην έμφάνισι μέ σπίτι. "Ακόυσα τη φωνή τής Κιούπι : —Ποιός είναι; —Έγώ... ό Πάρκερ. "Εμαθα ότι έπέστρεψε ό Έντ. — "Ω ! έκανε. Ακολούθησε μικρή σιωπή. Καί ύ­ στερα : — Πέρασε μέσα, άκουσα.

"Εσπρωξα τήν πόρτα καί μπήκα. Ό Εγγλέζος καθόταν ξαπλωμένος σέ μιά καρέκλα, καί ξεκούραζε τόν δε­ ξιό άγκώνα του στο τραπέζι. Τό ϊδιο όμως χέρι του κρεμόταν καί τά δά­ χτυλά του κατέληγαν μέσα στήν τσέ­ πη του... Φυσικά, έσφιγγαν τή λαβή κάποιου όπλου, πού είχε στραμμένη τήν κάννη του προς τό μέρος μου. Τό πράγμα δέν χρειαζόταν φιλο­ σοφία νά τό καταλάβω.

ΔΑΧΤΥΛΑ

— Γειά σου!, μου φώναξε. Μου είπαν πώς σου βρωμάω. Σκέπτεσαι νά μοϋ σκαρώσης τίποτα; — Νά πού τό κατάλαβες πώς άρ­ χισες νά μου μυρίζης, τού απάντησα. "Εσπρωξα μέ τό πόδι μιά καρέ­ κλα σέ μικρή άπόστασι άπό αυτόν καί κάθησα. —’Άς παραμερίσουμε, λοιπόν, τή μάσκα κΓ άς τά πούμε ένα χεράκι σάν δυό παλιόφιλοι, συνέχισα σέ φυ­ σικό τόνο φωνής. "Εβαλες τό^ Χήνα νά σκοτώση τή γυναίκα σου γιά νά τής πάρης τόν παρά. "Εκανες όμως άσχημα πού διάλεξες τόν Χήνα γΓ αύτή τή δουλειά, γιατί είναι κόπανος καί σέ πρόδωσε. "Εχασε τήν ψυχραι­ μία τό πουλάκι μου καί κακάρισε... "Ετσι μάς μαρτύρησε ποιός έκανε τό αυγό. Τό έσκασε καί πήγε νά στείλη ραβασάκια —σέ λόγου σου μου φαί­ νεται— ότι τόν αναγνώρισαν τρεις — τέσσαρες μάρτυρες πώς είναι ό δο­ λοφόνος μέ τά τρία φονικά στήν πλάτη. Καί άπό τό φόβο του πήγε καί κρύφτηκε στήν Μεξικάλι. "Ισως ή διαδρομή επάνω άπό τά Μεξικανκά βουνά νά τού έδωσε τήν εντύπωσε ό,τι πήγε καί κρύφτηκε στήν άλλη ά­ κρη του κόσμου...

Συνέχισα τό βαρύ κατηγορητήριο μέ τήν ’ίδια απάθεια. —Τό ξέρεις, "Εντ, πώς δέν είμαι ι^ανένας φελλός. Τό ϊδιο κι’ εσύ. θέ­ λω νά σοΰ περάσω σήμερα τις χει­ ροπέδες καί νά σέ πάω στά λημέρια μου, άλλά δέν βιάζομαι. Άν δέν μπορέσω σήμερα νά σοΰ βάλω στις χειροπέδες, τό ξέρω πώς θά σοΰ τό βάλω αύριο. Τό ξέρω άπό ΐώρα τό τέλος σου, άν καί σπαράζη ή καρ­ διά μου, γιατί τά κοπανίσαμε μαζί. Πάντως, σέ ειδοποιώ ότι, άν άπομακρύνης τήν Κιούπι, μπορούμε νά μι­ λήσουμε καλύτερα. Κούνησε ελαφρά τό κεφάλι, χωρίς ν’ άποσύρη άπό επάνω μου τή μα­ τιά του. Ή κοπέλλα μέ πλησίασε ά­ πό πίσω. Τό ένα χέρι της ήλθε επά­ νω άπό-,τόν ώμο μου, γλύστρησε μέ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29


σα από τό σακκάκι μου καί τό πα­ λιό μου μαύρο περίστροφο μ’ έγκατέλειψε. Πρίν άπομακρυνθή, μου στή­ ριξε την αιχμή του μαχαιριού της πίσω στό λαιμό μου. Μου έκανε μια προειδοποίησι τό παλιογύναικο πώς έπρεπε δηλαδή νά την λογαριάζω κι’ αυτήν. — Πολύ καλά, είπα όταν ή Κιούπι έδωσε τό πιστόλι μου στον Εγγλέζο καί τό έχωσε στον τσέπη του μέ τό αριστερό χέρι. Ακουστέ τώρα την πρότασί μου για νά μη χάνουμε κι* οί τρεις τόν καιρό μας. θά έρθης μέ την Κιούπι νά σάς περάσω καί τους δυό από τά σύνορα ώστε ν’ άποφύγουμε τις άναγγελίες στις εφημερί­ δες καί τις έκτακτες εκδόσεις τους, θά μείνετε κρατούμενοι ως τή δίκη πού θά έπακολουθήση καί τότε φρον­ τίσετε ν’ αποδείξετε την άθωότητά σας. Δεν είμαι άτολύτως βέβαιος δτι ,καί οί δυό σας έχετε άνάμιξι μέ την τριπλή δολοφονία τοϋ Σάν Φραντσίσκο. ’Άν έχω κάνει λάθος, τότε θά σάς ελευθερώσω. ’Άν δμως έχετε χώ­ σει πουθενά την ουρά σας, θά σάς κρατήσω... Γιατί νά κρυβόσαστε καί νά βάζετε σ’ ένοχή τόν εαυτό σας ; Γιατί νά πάτε νά κατοικήσετε στή ζούγκλα τής Νότιας Αμερικής καί νά περάσετε εκεί σάν ζώα την υπό­ λοιπη ζωή σας, τή στιγμή πού τά χέ­ ρια σας δέν βουτήχτηκαν στό αίμα; "Υστερα, εσύ ’Έντ, μέ τόν θάνατο πής γυναίκας σου, κληρονόμησες καί

τήν περιουσία της... Που θά τήν άφήσης, λοιπόν ; Μήν ξεχνάς πώς, άν διαθέτης λεφτά καί άποδείξης συγ­

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χρόνως δτι δέν σκότωσες εσύ τή γυ­ ναίκα σου, μπορείς νά γλυτώσης τό κεφάλι σου. Δυνατόν νά είσαι εσύ ό ηθικός αυτουργός τοϋ έγκλήματος —αύτό πιστεύω εγώ, κι’ αυτό θά βεβαιώση στό δικαστήριο ό παληκαράς σου, έφ’ δσον δμως θά έχης τό «άλλοθι» σου καί τούς μάρτυρές σου —καί ξέρω δτι τά διαθέτεις καί δυό—, τότε δέν μπορούν νά σέ καταδικά­ σουν, γιατί δέν θά υπάρχουν αποδεί­ ξεις τής ενοχής σου. Τό συμφέρον σου, λοιπόν, είναι νά πάς νά δικα­ στής, γιατί έτσι υπάρχουν πιθανότη­ τες νά τήν γλυτώσης. Άλλοιώτικα,' άν τό σκάσης, θά μείνης σέ δλη σου τή ζωή ένα κυνηγημένο αγρίμι.

Σκοπός μου μέ αυτά τά λόγια ή­ ταν νά πείσω τόν ’Έντ καί τή φιλελάδα του νά μέ ακολουθήσουν. ’Άν έπεφταν στήν παγίδα καί δέ­ χονταν τήν πρότασί μου, θά μπορού­ σα ϊσως νά ενοχοποιήσω έναν από τούς δυό, άν καί τώρα δέν είχα πολ­ λές ελπίδες γι’ αύτό. Ή επιτυχία μου θά έξαρτιόταν άπό τήν έξέλιξι πού θά έπαιρναν αργότερα τά πράγματα. "Ολο τό ζήτημα συγκεντρωνόταν στό ερώτημα, άν θά μπορούσα ν’ α­ ποδείξω δτι ό Χήνας βρισκόταν στό Σάν Φραντσίσκο τότε πού διεπράχθη ή τριπλή δολοφονία, πράγμα πού ή­ ταν προς τό παρόν πολύ δύσκολο νά εξακριβώσω καί κυρίως νά αποδείξω. Στόν τόπο τής δολοφονίας δέν μπορέσαμε νά βρούμε δακτυλικά α­ ποτυπώματα τού δολοφόνου κι’ οί δικασταί μέ μεγάλη δυσκολία θά δέ­ χονταν τις απόψεις μου. 'Ύστερα, τό δυσκολώτερο μέρος τής αποστολής μου δέν είχε λήξει. ’Έπρεπε ν’ άποδείξω, έφ’ δσον πρώ­ τα άπεδείκνυα δτι ό Χήνας βρισκό­ ταν στό Σάν Φραντσίσκο τότε, δτι διέπραξε τό έγκλημα γιά λογαριασμό τού συζύγου καί τής φιλενάδας του καί οχι γιά δικό του λογαριασμό. Γιά νά τό επιτύχω αυτό, λοιπόν, έπρεπε ν’ άφήσω καί τούς δυό αυ­ τούς—τόν ’Έντ καί τήν Κιούπι—νά

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


μου ξεγλυστρήσουν καί νά πιστέψουν δτι μου τό έσκασαν. Γι’ αυτό άφησα τήν Κιούπι νά μέ άφοπλίση... Δεν μ’ ένδιέφερε που θά πήγαιναν καί τί θά έκαναν. Εκείνο πού μ’ ένδιέφερε'ήταν ν’ άνακαλύψω τον δολοφόνο... κι’ δλες εκείνες οί μανούβρες πού έκανα ήσαν άνιχνευτικοί ελιγμοί. ’Έψαχνα μέσα στούς καπνούς νά βρω τήν εστία τής φωτιάς. Μακάρι, λοιπόν, νά δραπέτευαν... Πίστευα στήν τύχη καί στήν Ικανότητά μου καί στήν ελπίδα δτι ή φυγή τους θά μου έδινε τά στοιχεία, πού μου έλει­ παν γιά νά άποκαλύψω τήν πλήρη ένοχή τους. Ένώ ως εκείνη τή στι­ γμή είχα κάνει μόνο μιά τρύπα στο νερό. „

ν Ό Εγγλέζος είχε πέσει σε βαθειά συλλογή. Κατάλαβα δτι τόν εί­ χα φέρει σε δύσκολη θέσι. Κυρίως, μέ δσα του είχα πει στήν αρχή γιά τήν άτζαμοσύνη του Χήνα. Ωστόσο, άποσπάσθηκε άπό τις σκέψεις του αυτές μ’ένα ήχηρό γέλιο. —Βλέπω δτι μέ σφάζβις μέ τό μπαμπάκι, μου είπε. Αλλά πρέπει νά ξέρης... Δέν ήξερα τί έπρόκειτο νά πή ή αν έπρόκειτο νά κερδίση ή νά χάση τό παιχνίδι του. Ή μπροστινή πόρτα άνοιξε μέ πά­ ταγο καί ώρμησε μέσα ό Χήνας. Τά ρούχα του ήσαν άσπρα άπό τή σκόνη. Τό μούτρο του ήταν ριγμέ­ νο μπροστά σάν κρεμασμένο άπό τόν κίτρινο λαιμό του. Τά μάτια του, πού έμοιαζαν μέ κουμπιά, μέ κύτταξαν θαμπωμένα. Τά χέρια του βγήκαν άπό τις τσέπες του καί στο καθένα βρισκόταν άπό ένα βαρύ ρεβόλβερ. —Τις παλάμες σου στό τραπέζι, ’Έντ» ούρλιαζε. Τό πιστόλι του ’Έντ — άν πράγμα­ τι κρατούσε πιστόλι μέσα στήν τσέ­ πη του—δέν έκανε τήν έμφάνισί του. "Εβγαλε άδειο τό χέρι του άπό τήν τσέπη κι’ άκούμπησε καί τις δυό πα­

ΔΑΧΤΥΛΑ

λάμες του έπάνω στό τραπέζι. —Μείνε έκεϊ που βρίσκεσαι, οχιά εσύ I, γάβγισε ό Χήνας σάν σκύλος στήν κοπέλλα. "Υστερα, γιά μιά στιγμή, ό Χήνας έστρεψε τό βλέμμα του καί κύτταξε κΓ έμένα. "Οταν μίλησε δμως, κύτταζε τόν ’Έντ καί τήν Κιούπι. —"Ωστε γι’ αυτό μοϋ τηλεγράφη­ σες νά γυρίσω πίσω στήν Τιζουάνα, έ; Έταν μιά παγίδα; Γιά νά μου φορτώσης τά έγκλήματα πού μ’ έβα­ λες νά κάνω; Τώρα δαως εΐναι ή σειρά μου νά μιλήσω, θά τά πω ό­ λα κι’ υστέρα θά φύγω, άδιάφορο άν έχω ν’ άντιμετωπίσω ολόκληρο λόχο Μεξικανούς, θ’ άνοίξω τό δρόμο μου καί θά πάω στά βουνά. Ναι, σκότω­ σα τή γυναίκα σου καί τους ύπηρήτες της. Τούς σκότωσα γιά τά χίλια δολλάρια.

ά Ή Κιούπι έκανε ένα βήμα εμπρός, άφήνοντας μιά κραυγή : — Κλειστό, άναθεματισμένε I — Νά τό κλείσης εσύ !, βρυχήθηκε ό Χήνας καί ύψωσε τήν κάννη του ε­ νός πιστολιού του άπειλητικά. Ναι θά' μιλήσω... Τήν σκότωσα γιά... Ή Κιούπι έκανε άλλο ένα βήμα, £νώ τό χέρι της χωνόταν κάτω άπό τό πουκάμισό της. Ξαναβγήκε καί... •συγχρόνως τά πιστόλια τού Χήνα πή­ ραν φωτιά. Ή κοπέλλα έπεσε ανάσκελα μέ τό στήθος χτυπημένο άπό τις σφαί­ ρες. Ή πλάτη της χτύπησε στον τοί­ χο καί υστέρα σωριάστηκε χάμω, πετώντας συγχρόνως τό κοφτερό μα­ χαίρι της. | Ό Χήνας σταμάτησε τούς πυρο­ βολισμούς καί προσπάθησε νά μιλήση. Δέν μπόρεσε δμως, γιατί τό μαχαίρι είχε καρφωθεί στόν μακρύ κίτρινο λάιμό του. Παράτησε τό ένα του πιστόλι κι’ έφερε τό χέρι στό λαιμό. Τό μαχαίρι δμως είχε καρφωθή γερά καί τό αί­ μα έτρεχε ποτάμι. Γονάτισε κι’ υστε-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31


ρα έπεσε κι’ έμεινε ακίνητος στό πά­ τωμα. Στό μεταξύ αυτό, ή προσοχή μου είχε στραφή στον Εγγλέζο. Τό ρε­ βόλβερ του Χήνα βρισκόταν τώρα κοντά στα πόδια του. 'Ώρμησα να πιάσω τον ’Άσκραφτ, αλλά έκεϊνος τραβήχτηκε και ξέφυγε από τά χέρια μου. Συγχρόνως, έβγαλε από τήν τσέπη του τό πιστόλι του. Τό βλέμματουήταν σκληρό και πα­ γερό καί τά χείλη του τόσο σφιγμένα, ώστε δεν διακρινόταν ή σχισμή του στόματός του. Υποχώρησε διασχί­ ζοντας τό δωμάτιο, ενώ εγώ έμενα ακίνητος κάτω από τήν απειλή τοϋ πιστολιού του. Δέν μίλησε. Φανέρω­ σε μόνον έναν μικρό δισταγμό, όταν έφτασε στό κατώφλι. 'Ύστερα άνοιξε τήν πόρτα καί τήν ξανάκλεισε. ’Έφυγε.

Πήρα αμέσως τότε τό περίστροφο, πού ήταν πεσμένο στό πάτωμα, άπέσπασα καί τό δεύτερο άπό τό άψυ­ χο χέρι του Χήνα κι’ ώρμησα έξω στον δρόμο. ν Ή κούρσα πού ήταν σταματημένη απέξω, εΐχε τώρα ξεκινήσει καί σή­ κωνε ένα σύννεφο σκόνης. Σε άπόσιασι δέκα μέτρων στάθμευε ένα δεύτερο αυτοκίνητο, ίδιο με τό άλλο. θά ήταν τό αμάξι με τό όποιο ό Χήνας είχε έρθει άπό τή Μεξικάλι για νά τιμωρήση τον ’Άσκραφτ. Πήδησα μέσα σ’ αυτό, τοϋ έδωσα ωή καί κίνησι καί χάθηκα μέσα στήν κόνη, καταδιώκοντας τόν φυγάδα. Παραδόξως καί για καλή μου τύη, τό δικό μου αύτοκίνητο είχε μιαν ξαίρετη μηχανή καί κρατούσε πί­ τα τήν άπόστασι άπό τό πρώτο, ού ήταν πάντοτε χαμένο μέσα στή κόνη πού σήκωνε. Σε λί^ο διαπΠ τωσα δτι κέρδιζα άπόστασι γιατί ωνόμουν περισσότερο στή σκόνη, ού μου έδειχνε τήν κατεύθυνσι πού ρεπε νά παίρνω. Ή διαδρομή ήταν δύσκολη γιατί ινόταν στά τυφλά σ’ έναν δρόμο κοφτιαγμένο. Παραλίγο μάλιστα

32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νά πέσω επάνω σε δυό αύτοκίνητα πού έρχονταν άπό τό άντίθετο μέρος. Τό κυνήγι συνεχίστηκε έτσι ώσπου στό τέλος βγήκα νικητής. Κι’ αυτό, γιατί είδα τό μικρό αύτοκίνητο τοϋ ’Άσκραφτ νά σταματάη μπροστά μου. Τό έφτασα, άλλά τό βρήκα άδειο. Δέν εΤχα προλάβειόμως νά σταματήσω όταν είδα τή γυαλιστερή κάννη τοϋ πιστολιοϋ του. Αμέσως έσκυψα... Οί σφαίρες σφύριζαν τήν ΐδια στιγμή άπό πάνω μου. Σύρθηκα έξω άπό τό αύτοκίνη­ το άπό τό άλλο μέρος καί πήγα άττό πίσω μέ τό δάχτυλο στή σκανδάλη. Εκείνος ήταν κρυμένος στό ϊδιο σημείο τοϋ δικοϋ του αύτοκινήτου. Ή σκόνη τώρα εΐχε διαλυθή καί μποροϋσα νά βλέπω καθαρά. Ξεμύτισα άπό τήν πίσω άκρη τοϋ αύτοκινήτου μου καί τόν εΐδα... Εί­ δα μάλλον τή μικρή φλόγα τοϋ πι­ στολιού του, πού ζητοϋσε τό στόχο του... Αύτή τή φορά δέν διατηρούσε, φαίνεται, τήν ψυχραιμία του, γιατί τό βλήμα χτύπησε τή ρόδα.

ν 'Ύστερα τόν είδα νά χάνεται — άκουσα τά βήματά του πού άπομακρύνονταν. Ριψοκινδύνευσα μιά δεύ­ τερη ματιά... Δέν τόν έβλεπα πουθε­ νά... Κατάλαβα, θά είχε τρυπώσει στό χαντάκι. ’Έτρεξα καί ταμπουρώθηκα στό δικό του αύτοκίνητο καί άπό εκεί προσπάθησα νά τόν ξετρυπώσω. Δέν άργησα νά τόν δώ... ^Ηταν τό χέρι του πού εξείχε άπό τό χαν­ τάκι. "Ενα χέρι ώπλισμένο κι’ έτοιμο νά τραβήξη τή σκανδάλη. Σημάδεψα καί τόν πέτυχα στον καρπό. Τό πιστόλι πετάχτηκε μακρυά καί τό χέρι μαζεύτηκε σάν πληγωμένο φίδι. —Σήκω όρθιος, ’Έντ I, γρύλλισα άπό τή θέσι μου. Δέν κουνιόταν όμως. ’Ήμουν βέ­ βαιος δτι δέν μπορούσε νά σηκωθή. Μέ μιά βουτιά πλησίασα καί πήρα άπό κάτω τό πιστόλι πού εΐχε πετά-

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


διαλύει τήν υποψία αύτή, γιατί είναι ξει. Του έδωσα ένα μαντήλι νά επι­ νομική ή άποψίς του. Μπορώ νά πώ δέσει πρόχειρα τό πληγωμένο χέρι ακόμα πώς είναι καί πυπική. Δέν πέ­ του καί του είπα. ρασε ποτέ άπό τό νου του ότι ίσως —Έλα επάνω νά μιλήσουμε. νά μήν είσαι ό ’Άσκραφτ.... Στην Καί τον βοήθησα νά σηκωθή. Πλη­ αρχή σκοπός τής πλαστοπροσωπίας σιάσαμε στο αυτοκίνητό του. αύτής ήταν ν* άποσπάσης άπό τήν — Τράβα στή δουλειά σου κι’ άκυρία ’Άσκραφτ μιά έπιχορήγησι... φησέ με ήσυχο, μου εΐπε ξαφνικά. "Υστερα όμως πήγες πιό πέρα. ΣκέΜην περιμένεις νά σου πώ περισσό­ φτηκες νά τήν βγάλης άπό τή μέση τερα άπ’ όσα ξέρεις ή οσα φαντάζε­ γιά νά τήν κληρονομήσης. "Ηξερες ότι σαι. Είδες ότι τόν Χήνα τον σκότω­ ήταν ορφανή καί δέν είχε άλλους συγ­ σε ή Κιούπι γιά νά μήν τήν προγενείς κι* ότι εσύ θά ήσουν ό κληρο­ δώση... νόμος της. Επίσης ήξερες ότι δέν υ­ — Αύτό, λοιπόν, εΐναι τώρα τό πήρχαν άνθρωποι στην Αμερική πού κόλπο σου ; ρώτησα. 'Η Κιούπι, λοι­ θά μπορούσαν νά πουν ότι δέν είσαι πόν, πλήρωσε τόν Χήνα γιά νά σκοό ’Άσκραφτ. τώση τή γυναίκα σου; Επειδή ζή­ — Καί που φαντάζεσαι ότι μπο­ λευε, έ; Κι* επειδή έμαθε ότι σκό­ ρούσε νά ήταν ό ’Άσκραφτ ολον αύπευες νά τήν άφήσης καί νά έπιστρέ. τόν τόν καιρό πού ξόδευα τά λεφτά ψης κοντά της ; .Έτσι δεν εΐναι; του ; —Ακριβώς. —Δεν τα λες καί άσχημα, Έντ. Αλλά υπάρχει κάτι άλλο πού δεν τό έχεις λογαριάσει καί πού άλλάζεΐ'όλη τήν ύπόθεσι. Δεν είσαι ό Άσκραφτ I Αναπήδησε κι’ υστέρα γέλασε. — Βλέπω ότι ό ενθουσιασμός σου ξεπέρασε τήν κρίσι σου, μου είπε» Πώς θά μπορούσα νά έξαπατήσω τή σύζυγο ενός άλλου άνθρώπου; Δέν λογαριάζεις τόν δικηγόρο της, τόν Ρίτσμοντ, πού έχει άποδείξει τήν ταυτότητά μου ;

— Δέν έχει άξια αύτό, γιατί μπο­ ρεί νά σφετερίστηκες τά χαρτιά καί τά χαρακτηριστικά του Άσκραφτ γιά νά κάνης τή δούλε ιά σου. Ίσως νά χρησιμοποίησες τά πιστοποιητικά του, τά γράμματά του καί ό,τι άλλο μπο­ ρούσε νά σέ έξυπηρετήση στην πλα­ στοπροσωπία. "Ολα αύτά καί πολλά άλλα σέ καμουφλάρουν μιά χαρά. Κι5 αν συμβαίνη νά μιμήθηκες, καλά τόν γραφικό του χαρακτήρα, τότε δέν πρέπει ν’ άπορή κανείς πώς μπόρε­ σες καί ξεγέλασες τή γυναίκα του. "Οσο γιά τόν δικηγόρο, πού λες ότι έχει διαπιστώσει τήν ταυτότητά σου, τό πράγμα δέν είναι σοβαρό κΤ ούτε

ΔΑΧΤΥΛΑ

—Στο χώμα, άπάντησα. Αύτή ή άπάντησις τόν ξάφνιασε, μολονότι δέν έδειξε τήν παραμικρή ταραχή. Άντιθέτως, χαμογέλασε καί τά μάτιατουπήραν ένα παράξενο φώς. —"Ισως νά έχης δίκιο, είπε, αλλά δέν βλέπω πώς θά μπορέσης νά τ’ άποδείξης όλα αύτά ώστε νά μέ στείλουν στήν ήλεκτρική καρέκλα. Μπο­ ρείς ν’ απόδειξης ότι ή Κιούπι ήξερε ότι δέν ήμουν ό ’Άσκραφτ κι* ότι ή γυναίκα μου, μού έστελνε λεφτά; Μπορείς ν’ απόδειξης ότι γνώριζε τό μυστικό μου ; "Οχι! θαρρώ πώς δέν μπορείς νά τ’ απόδειξης όλα αύτά. —Τό παραδέχομαι, άπάντησα. "Ι­ σως νά βγής άθικτος άπ’ όλη αύτή

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33


τήν πολυδαίδαλη κατηγορία. Οί ένορ­ κοι δεν πονοκεφαλιάζουν με δύσκολα ερωτήματα καί θά έπιθυμοϋσα περισ­ σότερα απ’ οσα γνωρίζω. "Ισως όλη αυτή ή ύπόθεσις ν’ άφορά' τό αντρό­ γυνο καί όχι εσένα. "Ισως τήν τραγική δολοφονία, νά τήν διέπραξε ό άγνωστος σύζυγός της... Μήπως ξέ­ ρεις νά μου πής τίποτε άπό τά οικο­ γενειακά των "Ασκραφτ ; Καί κυρίως πώς έγινε καί γνωρίστηκε μαζί τους ;

μέσα στήν ντουλάπα μέ τό πιστόλι μου έτοιμο στό χέρι γιά κάθε ενδε­ χόμενο. Τρεις ολόκληρες ώρες άκουγα αύτό τό βήμα μέσα στό δωμάτιο. "Υστερα κάθησε καί άκουσα τό γρα­ τζούνισμα πέννας σέ χαρτί. "Εγραφε. Τό γράψιμο αύτό κράτησε δέκα λε­ πτά καί ύστερα πάλι σηκώθηκε καί συνέχισε τό νευρικό του βάδισμα...

☆ Ξεχώρισε τά χείλη του, σ’ ένα χλωμό χαμόγελο, ενώ συγχρόνως ύ­ ψωνε τούς ώμους του. —Δεν έχω άντίρρησι νά σοϋ πώ τά μικρά μυστικά μου. Δέν νοιάζο­ μαι καί τόσο πού θά τά μάθης. Ξέρω ότι άργά ή γρήγορα τά δαχτυλικά μου αποτυπώματα θ’ άποδείξουν ποιός είμαι. Είτε νεκρός θά είμαι εί­ τε ζωντανός. Γι’ αυτό μιά πρόσθετη ομολογία δέν άποδεικνύει τίποτε εις βάρος μου. Έγώ κούνησα τό κεφάλι μου. — Ή σπεσιαλιτέ μου ήσαν τά ξε­ νοδοχεία, άρχισε ό Εγγλέζος υστέ­ ρα άπό μικρή διακοπή. "Ημουν τό πιο πονηρό ποντίκι. ΤΗρθα στις Η­ νωμένες Πολιτείες, επειδή στήν Αγ­ γλία μέ είχαν πάρει μυρουδιά καί δέν πήγαιναν καλά οί δουλειές μου. "Ενα βράδυ, λοιπόν, σ’ ένα ξενοδο­ χείο στο Σήτλ προσπαθούσα ν’ ανοί­ ξω μιά ντουλάπα μέ τό διαρρηκτικό μου εργαλείο. Βρισκόμουν σ’ ένα δω­ μάτιο τοϋ τετάρτου πατώματος. "Α­ κόυσα τότε ένα κλειδί νά στρέφεται στήν κλειδαριά τής πόρτας του δω­ ματίου, πού λίγες στιγμές πριν είχα ανοίξει μέ αντικλείδι. Τό δωμάτιο ή­ ταν σκοτεινό. "Ανοιξα τήν ντουλάπα του τοίχου καί χώθηκα μέσα... Ή ντουλάπα δέν είχε διόλου ρούχα για καλή μου τύχη καί μπόρεσα έτσι καί χώρεσα μέσα στόν μικρό χώρο. Ευ­ θύς άμέσως τότε ό ένοικος άναψε τό φώς... "Αρχισε νά βηματίζη νευρικά στό δωμάτιο... ό άθεόφοβος βημάτιζε έτσι τρεις ολόκληρες ώρες. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. ’Εγώ σ’ όλο αυτό τό χρονικό* διάστημα έμενα κρυμμένος

34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΦΟΝΟΣ ΕΝΟΣ ΔΙΑΡ­ ΡΗΚΤΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΕΝΟΣ ΣΥΖΥΓΟΥ

Ό "Ακραφτ διέκοψε λίγο τήν άφήγησί του κΓ έπειτα συνέχισε. —Αυτή τή φορά όμως τό βάδισμά του δέν κράτησε πολύ. Μόνον δέκα λεπτά. "Υστερα έπαψε νά ήχή στ’ αυ­ τιά μου, καί τόν διαδέχθηκε ένας, άλλος ήχος. "Ελυνε, όπως κατάλαβα, τά λουριά τής βαλίτσας του. Σέ λί­ γο άκούστηκε ένας πυροβολισμός I... Αναπήδησα καί μέ μιά σπασμωδική κίνησι πετάχτηκα έξω, γιατί πίστεψα, πώς εμένα εΐχε στό σημάδι. Τόν άντίκρυσα όμως ξαπλωμένον στό πά­ τωμα μέ μιά τρύπα στόν κρόταφοΤό απρόοπτο αύτό ήταν πολύ άσχη­ μο γιά μένα. Πράγματι, άκουσα τα­ ραγμένες φωνές στόν διάδρομο. Πέ­ ρασα επάνω άπό τόν νεκρό καί πή γα στό γραφείο. ^ Εκεί διάβασα τό γράμμα πού εΐχε γράψει. Απευθυνόταν στήν κυ­ ρία "Ασκραφτ σέ κάποιον άριθμό τής Ούάϊαν Στρήτ, στό Μπρίστολ τής Αγγλίας. Τής έγραφε ότι αύτοκτονουσε. ΚΓ έφερε τήν υπογραφή

Νόρμαν. ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ


Ό Άσκραφτ χαμογέλασε. — Ένοιωσα κάποια άνακούφισι, συνέχισε. 'Ωστόσο πάλι έβλεπα τόν εαυτό μου σέ δύσκολη θέσι. Έστεκα καταμεσής στό δωμάτιο μ’ ένα κλε­ φτοφάναρο, αντικλείδια κι* ένα περί­ στροφο. Δέ μιλώ για τα κοσμήματα, πού είχα κλέψει από τόν επάνω ό­ ροφο καί πού τά είχα στις τσέπες πες μου. Κάποιος χτυπούσε δυνατά στήν πόρτα. «Φωνάξτε τήν αστυνο­ μία !» φώναξα από μέσα καθυστερών­ τας ν’ άνοίζω τήν πόρτα... 'Ύςττερα πήρα τή θέσι του ανθρώπου πού εί­ χε αύτοκτονήσει. Καί τήν διεύθυνσι να μην είχα δη στό γράμμα, θά καταλάβανα ότι έπρόκειτο για Εγγλέ­ ζο. Εξάλλου μου έμοιαζε στά χοντρά χαρακτηριστικά. 7Ηταν ξανθός, σω­ ματώδης, καί στά δικά μου χρόνια. Δέν μου άπέμενε άλλη λύσις παρά νά έπωφεληθώ από τήν ευκαιρία πού μου παρουσιαζόταν. Τό καπέλλο καί τό παλτό του ήσαν ριγμένα επάνω σέ Ήά καρέκκα πλάϊ στό πτώμα του. Τά φόρεσα καί πέταξα τό καπέλλο μου στό πάτωμα. Γονάτισα καί του αδέιασα όλες τις τσέπες. Καί δ,τι ύ- / πήρχε στις δικές μου τό έχωσα στις δικές του τσέπες. Τέλος άλλαξα καί' τά πιστόλια καί άνοιξα τήν πόρτα.

ματά μου. Τόν άρπαξα άπό τόν για­ κά κΓ επάνω στήν πάλη πού έπακολούθησε μεταξύ μας τόν πυροβόλη­ σα... Τά λεπτά πού περνούσαν μοΰ φαίνονταν ώρες ολόκληρες... Κανείς όμως δέν επιχείρησε ν’ άμφισβητήση τά λόγιά μου. Όλος ό κόσμος με άποκαλοΰσε κύριο ’Άσκραφτ. Ή πλα­ στοπροσωπία πού δοκίμασα στήν τύ­ χη είχε πετύχει. Στήν άρχή δυσκο­ λεύτηκα αλλά κατόπιν έμαθα αρκετά διά τή ζωή καί τό παρελθόν τού Άσκραρτ, έτσι πού μού άλάφρωσαν τή θέσι μου. Είχε έλθει στό ξενοδοχείο μόλις τό ίδιο απόγευμα καί κανείς δέν τόν είχε δή παρά μόνον με τό καπέλλο καί τό παλτό. Τό καπέλλο καί τό παλτό πού φορούσα. Είχαμε τό ίδιο ανάστημα καί τό ίδιο στύλ. Καί οί δύο φαινόμαστε Εγγλέζοι. Ξανθοί καί ψηλοί... Όταν άργότεβα είδα καί διάβασα τά χαρτιά του, μπήκα αμέσως σέ όλη του τή ζωή.' ’Από τό ήμερολόγιο πού κρατούσε πληροφορήθηκα κάθε τί πού είχε κά­ νει καί κάθε τί πού έσκόπευε νά κά­ νη. Όλη τή νύχτα τά μελέτησα αύτά τά πράγματα, τά κράτησα στή μνήμη μου καί έμαθα νά ύπογράφω μέ τήν υπογραφή, του. Επίσης μαζί μέ τά άλλα άντικείμενα πού πήρα άπό τις τσέπες του ήσαν καί χίλια πεντακό­ σια δολλάρια σέ ταξιδιωτικές επιτα­ γές καί φρόντισα νά τις έξαργυρώσω τό πρωί.

—Είχα υπολογίσει, εξακολούθησε, οτι οί πρώτοι πού θά έμπαιναν στό δωμάτιο πιθανώς νά μήν τόν γνώρι­ ζαν έξ όψεως, ή νά μήν τόν ήξεραν τόσο καλά ώσι· νά τόν αναγνωρί­ σουν αμέσως. Έτσι θά είχα στη διάθεσί μου μερικά δευτερόλεπτα για νά προετοιμάσω τή,φυγή μου. Αλλά, όταν άνοιξα τήν πόρτα, βρήκα οτι ή ιδέα μου αυτή δέν λειτούργησε όπως εΐχα σχεδιάσει. Παρών ήταν καί ό ιδιωτικός ντέτεκτιβ τού ξενοδοχείου καί ένας πόλισμαν καί τότε κατάλα­ βα ότι τήν είχα άσχημα. Αλλά δέν έχασα τήν ψυχραιμία μου καί έπαιξα τό ρόλο μου. Εΐπα σέ όλους ότι, αόλις μπήκα στό δωμάτιό μου, είδα αύτόν τόν άγνωστο τρυπωμένο εδώ πριν άπό εμένα, ψάχνοντας στά πράγ-

ΔΑΧΤΥΑΑ

ν Έμεινα στό Σήτλ τρεις ημέρες, ώς Νόρμαν ’Άσκραφτ φυσικά. Μέ μιας καί χωρίς νά τό επιδιώξω, εΐχα γίνει πλούσιος καί δέν εννοούσα ν’ αλλάξω ύπόστασι. Καί αυτό γιατί έ­ σβηνα τά ίχνη μου. Τό γράμμα πού είχε γράψει στή γυναίκα του μέ άπήλλαξε άπό τήν πιθανή κατηγορία τού φόνου του. Έτσι ήμουν ασφαλής στό κεφάλαιο αυτό. Όταν πέρασε ή συγκίνησις τής πρώτης ήμέρας, μάζε­ ψα τά πράγματά μου—τά πράγματά του δηλαδή—κι’ αναχώρησα γιά τό Σαν Φραντσίσκο, όπου πήρα πάλι τ’ όνομά μου : Έντουαρντ Μποχανόν.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35


Διατήρησα όμως όλα τα πράγματα τοϋ. ’Άσκραφτ, γιατί είχα πληροφορηθή ότι ή γυναίκα του είχε λεφτά καί υπήρχε ελπίς να τής άποσπάσω αρκετά, άν συνέχιζα να παίζω καλά τό μέρος μου. Θά γινόταν ;τό σωσί­ βιό μου καί θά μ’ έβγαζε γιά πάντα από τή φτώχεια. Έπιασα μαζί της την αλληλογραφία καί άρχισε νά μου στέλνη τό επίδομα. Αυτή είναι όλη ή ιστορία μου. —'Ώστε δεν σκότωσες την κυρία ’Άσκραφτ ; Κούνησε τό κεφάλι του άρνητικά. Βρισκόμαστε τώρα καί οΐ δυό μέσα στό αυτοκίνητο καί εγώ κρατούσα τό τιμόνι. Γιά μιά στιγμή έβγαλα άπό την τσέπη μου τό πακέτο μέ τά τσι­ γάρα, τό άνοιξα πήρα δυό ' τσιγάρα καί τ’ άκούμπησα επάνω στό κάθι­ σμα, αναμεταξύ μας. — θέλεις νά παίξουμε ένα παι­ χνίδι ; —Τί παιχνίδι ; — 'Ένα αθώο παιχνίδι έτσι γιά*νά Ικανοποιήσω την περιέργεια μου, άλλά καί γιά νά σπάσουμε κέφι. · — Δηλαδή ; —Μάρτυρες δεν ύπάρχουν γιά νά φοβηθής... Τό μυστικό σου κανείς δέν τό ξέρει καί ίσως κανείς νά μην τό μάθη, αδιάφορο άν τό έμπιστεύθηκες οέ μένα. Έγινε κάτι πού σήμερα μάλ­ λον δέν άποδεικνύεται. ΓΓ αύτό, άν έκανες την δολοφονία μή μου λες τίποτα. Μόνο πάρε τό τσιγάρο πού βρίσκεται στό μέρος μου. Άν όμως δέν έκανες την δολοφονία, τότε πάρε τό τσιγάρο πού βρίσκεται στό μέρος σου. θά παίξουμε λοιπόν ;

☆ —’Όχι, δέν παίζω, δήλωσε. Δέν μου αρέσει τό παιχνίδι σου άλλά θέλω ένα τσιγάρο καί θά τό πάρω. Άπλωσε τό χέρι του πού δέν ή­ ταν τραυματισμένο καί πήρε τό τσι­ γάρο πού βρισκόταν κοντά μου. —Σ’ εύχαριστώ, ’Έντ, είπα. Λυ­ πούμαι όμως, άλλά τώρα θά σέ κρε­ μάσω. —Δέν μπορείς !

36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Εσένα πάει ό νους σου στή δουλειά του Σάν Φραντίσκο ενώ εγώ σου μιλώ γιά τή δουλειά τού Σήτλ. Έσύ, ένας ποντικός τών ξενοδοχείων βρέθηκες σ’ ένα δωμάτιο μαζί μ’έναν άνθρωπο πού μόλις είχε πεθάνει άπό μιά σφαίρα στό κεφάλι. Τί άπόφασι λές ότι θά βγάλη γι’ αύτό ένα ορ­ κωτό δικαστήριο, ’Έντ ; Γέλασε. Άλλά τό γέλιο του γρή­ γορα έχασε τή ζωηρότητά του καί μετεβλήθη σ’ έναν πικρό μορφασμό. — Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ποιά θά εΐναι ή άπόφασίς του, συνέχισα. ΚΓ αύτό γιατί δέν ύπάρχει τώρα τό α­ ποδεικτικό στοιχείο τής αύτοκτονίας τού ’Άσκραφτ. Άπό τή στιγμή πού έβαλες στό νοΰ σου νά κληρονομήσης όλη την περιουσία τής κυρίας ’Άσκραφτ σκοτώνοντάς την, τό πρώ­ το πράγμα πού έκανες ήταν νά καταστρέψης αύτό τό γράμμα πού έλε­ γε ότι ό σύζυγός της αύτοκτονοΰσε. Γιατί όσο προσεκτικά κι’ άν τό φύ­ λαγες αύτό τό γράμμα, πάντα θά ύπήρχε ό φόβος νά στό βρούν καί νά χαλάσουν έτσι τά σχέδιά σου. ΚΓ όχι μόνον αύτό άλλά θ’ άποκαλυπτόταν ή πλαστοπροσωπία σου καί σέ συνέχεια πολλά άλλα πράγματα πού ήσαν πολύ δυσάρεστα γιά σένα. Τό γράμμα έκεΐνο σ’ έσωσε εκείνη μόνον τή στιγμή, 'Όλον όμως τόν κατοπινό καιρό σ’ ένοχοποιούαε. 7Ηταν ένα δίκοπο μαχαίρι πού εΐχε άχρηστευθή ή μιά του κόψι... Δέν μπο­ ρώ νά αποδείξω τήν ένοχή σου στις τρεις δολοφονίες τού Σάν Φραντσίσκο, μολονότι ξέρω καί ξέρεις ότι έσύ είσαι ό ήθικός αύτουργός. Μπο­ ρώ όμως ν’ άποδείξω καί νά σέ τυ­ λίξω γιά τή δολοφονία πού... δέν διέπραξες στό Σήτλ... Έτσι ή Δικαιοσύ­ νη δέν θά χάση τή λεία της. θά πάς στό Σήτλ, ’Έντ, νά κρεμαστής γιά τήν αύτοκτονία τού ’Άσκραφτ I Έτσι κΓ έγινε. ΤΕΛΟΣ

ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ


ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ 2 ΑΡΙΘΜΟΥΣ 6 π 0 ΜΠΡΕΤ ΧΟΛΛΙΝΤΑΙΗ

"Ενα άρ ιστούργημα τής άστονομικής φιλολογίας γεμάτο μυστήριο καί αινίγματα, δπου ένα ασήμαντο λάθος στοιχίζει τή ζωή σε τέσσερις ανθρώ­ πους 1

κεφ.

1 Ο

ιδιωτικός ντέτεκτιβ του ξενοδοχείου «Μοντγκόμερυ» προτίμησε να τραβήξη τό βδομαδιά­ τικο του σε κρασί καί όχι σέ μετρητά. "Ετσι μέθησε, τόν πήρε ό ύπνος τήν ώρα τής δουλειάς καί τό άποτέλεσμα αυτής τής συμπεριφοράς του ήταν ν’ άπολυθή. Εκείνο τόν καιρό ήμουν ό μόνος πράκτωρ τοϋ Ηπειρω­ τικού Πρακτορείου Αστυνομικών Υ­ ποθέσεων του Σαν Φραντσίσκο, πού δεν είχε δουλειά · στά χέρια του καί ήμουν διαθέσιμος. ’Έτσι άνέλαβα προσωρινώς υπηρεσία στο ξενοδοχείο —μόνο για τρεις μέρες—ώσπου νά βρεθή ό άντικαταστάτης τοϋ άλλου πού εΐχε άπολυθή. Τό ξενοδοχείο Μοντγκόμερυ είναι από τά πιό ήσυχα ξενοδοχεία τοϋ Σαν Φραντσίσκο. ’Έτσι ήμουν δλη τήν ώρα ξαπλωμένος. Τό ξάπλωμα όμως αύτό στήν αίθουσα τής υποδο­ χής διήρκεσε μόνον δυό μέρες. Γιατί κατόπιν τά πράματα μετεβλήθησαν. Τό άπόγεμα τής δεύτερης ημέρας, μόλις κατέβηκα στό κεντρικό χώλ, εί­ δα τόν υποδιευθυντή τοϋ ξενοδοχείου, τόν Στάσεϋ, νά ψάχνη νά με βρή.

—Μόλις τηλεφώνησε μιά άπό τις καμαριέρες ότι συμβαίνει κάτι ανώ­ μαλο στό δωμάτιο 906, μοϋ είπε. Πήγαμε μαζί επάνω σ’ αύτό τό δωμάτιο. Ή πόρτα ήταν άνοιχτή καί στή μέση τοϋ δωματίου στεκόταν μιά ύπηρέτρια καί κύτταζε με γουρλωμένα μάτια τήν κλειστή πόρτα τής γκαρνταρόμπας τοϋ τοίχου. Κάτω άπό αυτή τήν πόρτα, απλωμένη ώς τά πόδια μας σχεδόν, ήταν μιά φι­ δωτή κορδέλλα άπό αΐμα. Προσπέρασα τήν υπηρέτρια κι’ ε­ πιχείρησα ν’ άνοίξω τήν πόρτα τής μεγάλης ντουλάπας. Δεν ήταν κλει­ δωμένη καί τήν άνοιξα εύκολα. Αρ­ γά καί δύσκαμπτα ένας άντρας έγει­ ρε κΓ έπεσε στήν αγκαλιά μου. Έ­ πεσε πισώπλατα καί πίσω στό σακκάκι του είχε μιά σχισμή. Καί τό σακκάκι του σ’ αύτό τό ίδιο μέρος ήταν υγρό. ,-^ρν.ύτή δεν ήταν ο­ λόκληρη ή έκπληξις πού δοκίμασα. Ή λουρίδα τό αΐμα κάτω στό πάτω­ μα με εΐχε προετοιμάσει καί περίμενα νά δώ αύτό τό θέαμα. Αλλά, ό­ ταν ή πτώσις τοϋ πρώτου έπανελήφθη άπό έναν δεύτερο, ποό μέ κύτ­ ταζε μ’ ένα μοϋτρο παραμορφωμένο,


τότε άφησα τόν πρώτο πού κρατού­ σα καί τραβήχτηκα πίσω. Μέ τήν κίνησι όμως αυτή, στους δύο πρώτους πού έπεσαν ξεροί στό πάτωμα προσετέθη καί ένας τρίτος, πέφτοντας μέ τόν ίδιο μακάβριο τρόπο. Πίσω μου ακόυσα μιά κραυγή. ΤΗταν ή καμαριέρα πού είχε πιά λιπο­ θυμήσει. Καί εγώ όμως δεν στεκό­ μουν καλά στά πόδια μου. Δεν είμαι ευαίσθητος άνθρωπος καί στόν καιρό μου υπήρξα μάρτυς σέ άλλα χειρότερα θεάματα. Ωστόσο τρεις εβδομάδες συνέχεια, έπειτα άπ’ αυτό, έβλεπα αυτούς τούς τρεις άν­ τρες νά πέφτουν από τήν ντουλάπα εκείνη καί νά σωριάζωνται στά πό­ δια μου. Βλέποντάς τους καί τούς τρεις σ’ αυτή τήν έφιαλτική πτώσι τους, δεν μπορούσες νά πιστέψης ότι πραγμα­ τικά ήσαν νεκροί. Καί όμως, από τή στιγμή πού έπεφταν στό πάτωμα καί έμεναν ακίνητοι, αμέσως σέ άγκάλιαζε ή τρομερή βεβαιότης : Άντίκρυζες τρία πτώματα. Γύρισα στόν Στάσεϋ πού στεκό­ ταν ακίνητος μέ μιά τρομακτική ώχρότητα στό πρόσωπό του. Κι’ άν στεκόταν όρθιος στά πόδια του, ήταν επειδή κρατιόταν από τό χάλκι­ νο στήριγμα του κρεββατιού.

— Βγάλτε έξω τή λιπόθυμη γυναί­ κα !, είπα. Καλέστε τούς γιατρούς... τήν άστυνομία ! ) Παραμέρισα τά τρία πτώμάτα καί τά τοποθέτησα ανάσκελα σέ μιά μα­ κάβρια σειρά! "Υστερα έκανα μιά πρόχειρη καί βιαστική έρευνα στό δωμάτιο. Έπανω στό κρεββάτι βρισκόταν

38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ένα μαλακό καπέλλο πού ταίριαζε στό κεφάλι του ενός. Τό κλειδί τής πόρτας του δωματίου βρισκόταν στή θέσι του —στήν κλειδαριά—άπό μέσα. Αΐμα στό δωμάτιο δέν υπήρχε ε­ κτός άπό εκείνο πού είχε τρέξει άπό τήν γκαρνταρόμπα καί πού είχαμε δή εξαρχής. Γενικά, πουθενά στό δω­ μάτιο δέν υπήρχαν ϊχνη πού νά μαρ­ τυρούν ότι είχε λάβει χώραν καμμιά πάλη. Ή πόρτα τού μι­ κρού δωματίου τού μπάνιου ήταν α­ νοιχτή. Στό βάθος τού μπάνιου, κον­ τά στόν αποχετευτικό αγωγό, ήταν θρυμματισμένη μιά μποτίλια. ’Από τό σχήμα της έδειχνε ότι περιείχε τζίν. Καί άπό τή δυνατή όσμή τού ποτού πού απλωνόταν στήν ατμόσφαιρα τού μικρού δωματίου, άλλά καί τήν υγρα­ σία πού παρουσίαζε τό μέρος κοντά στήν σωλήνα τού μπάνιου, φαίνεται οτι αυτή ή μπουκάλα, όταν έσπασε, ήταν γεμάτη. Σέ μιά γωνιά, εκεί, βρή­ κα ένα μικρό ποτήρι τού ούΐσκυ. Καί ένα δεύτερο κάτω άπό τό μπάνιο. Καί τά δυο ήσαν στεγνά, καθαρά, καί άοσμα. Τό εσωτερικό τής γκαρνταρόμπας ήταν ματωμένο άπό τό ύψος τού ώ­ μου μου ώς τό δάπεδο. Καί εκεί κά­ τω βρίσκονταν δυό καπέλλα βουτηγ­ μένα στό αίμα. Καί τά δυό αυτά κα­ πέλλα ταίριαζαν στά άλλα δυό κε­ φάλια. Αυτές ήσαν στό σύνολό τους οι παρατηρήσεις μου μέ αυτή τήν'έρευνα πού έκανα γύρω σέ όλο τό περι­ βάλλον. Τρία πτώματα, μιά σπασμένη μπο­ τίλια τού τζίν καί αίμα. Στό μεταξύ αυτό ό Στάσεύ έλειψε γιά λίγο κι* έπέστρεψε μέ τό γιατρό... Καί τήν ώρα πού ό γιατρός προχω­ ρούσε στή δουλειά του έφτασαν καί οί αστυνομικοί. Ό γιατρός δέν άργησε νά τελειώση. — Αυτός ό άντρας, είπε δείχνον­ τας τό ένα άπό τά τρία πτώματα, χτυπήθηκε στό πίσω μέρος τού κεφα­ λιού μ’ ένα μικρό αιχμηρό όργανο κι’ ύστερα στραγγαλίστηκε. Ό δεύ­

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


τερος—δείχνοντας τό άλλο πτώμα— στραγγαλίστηκε μόνον. Καί ό τρίτος μαχαιρώθηκε στην πλάτη μ* ένα μα­ χαίρι που είχε μια λεπίδα ώς δέκα πόντους μήκος. Είναι καί οί τρεις νε­ κροί άπό δυό ώρες τώρα. Δηλαδρ ό θάνατός τους έπήλθε άπό τις δώδεκα ώς τις δύο τό μεσημέρι.

Ο

ύποδιευθυ ν τ ής του ξενοδοχείου πιστοποίησε την ταυ­ τότητα των δύο πτωμάτων. Ό άντρας πού είχε μαχαιρωθή—δηλαδή ό πρώ­ τος πού έπεσε μόλις άνοιξα την πόρ­ τα τής ντουλάπας —εΐχε καταλύσει στο ξενοδοχείο πριν τρεις ημέρες. Κατεγράφη στα βιβλία ώς Τούντορ ’Ίνγκραχαμ, άπό την Ούάσιγκτον, καί είχε νοικιάσει τό δωμάτιο 915 πού ήταν τό τρίτο μετά άπό αυτό τό δω­ μάτιο. Ό τελευταίος πού έπεσε άπό τήν ντουλάπα—αυτός δηλαδή πού μόνον είχε στραγγαλιστή —ήταν ό κάτοχος τοϋ παρόντος δωματίου. Όνομαζόταν Βίνσεντ Ντέβελυν. ΤΗταν άσφαλιστικός πράκτωρ καί έμενε μονίμως σ’ αύτό τό ξενοδοχείο άπό τόν καιρό πού είχε πεθάνει ή γυναίκα του, τέσ­ σερα χρόνια πριν. Τόν τρίτο τόν έβλεπαν τακτικά συντροφιά με τόν Ντέβελυν καί τήν παρέα του. Καί ένας άπό τούς υπαλ­ λήλους του ξενοδοχείου θυμήθηκε ότι τόν είδε νά μπαίνη στο ξενοδοχείο μαζί με τόν Ντέβελυν μερικά λεπτά μετά τό μεσημέρι έκείνης τής ήμέρας. Άπό τά έπισκεπτήρια καί τά γράμ­ ματα πού βρήκαμε στις τσέπες του μάθαμε πώς ήταν ό "Ομηρος Άν­ σλεϋ» δικηγόρος, πού εργαζόταν στο δικηγορικό γραφείο Λάνκερσιμ καί Άνσλεϋ καί πού τά γραφεία του βρί­ σκονταν στο Μέγαρο των Αλευρομύ­ λων, πλάι στα γραφεία τής Ασφαλι­ στικής Εταιρείας τοϋ Ντέβελυν. Στις τσέπες τοϋ Ντέβελυν βρέθη­ καν 200 περίπου δολλάρια. Τό πορ­ τοφόλι τοϋ Άνσλεϋ περιείχε πάνω άπό 100 δολλάρια καί οί τσέπες τοϋ ’Ίνγκραχαμ είχαν 300 δολλάρια. Αλλά στήν τσέπη τής ζώνης του βρή­ καμε άλλα 2.200 δολλάρια καί δύο διαμάντια. Καί οί τρεις είχαν ρολό­

ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

για—τοϋ Ντέβολιν μάλιστα τό ρολόϊ ήταν άξίας. Επίσης ό ’Ίνγκραχαμ φο­ ρούσε δύο πολύτιμα δαχτυλίδια. Τό κλειδί τόϋ δωματίου τοϋ ’Ίνγκραχαμ βρισκόταν στήν τσέπη του. Εκτός άπό τά λεφτά καί τά άλλα πολύτιμα άντικείμενα, πού ή παρου­ σία τους άπεδείκνυε ότι τό ελατήριο των φόνων δέν ή ληστεία, δεν βρή­ καμε τίποτε άλλο πού νά μαρτυρή στό έλάχιστο τήν αιτία πού έγιναν αύτά τά φριχτά εγκλήματα. Δέν υπήρχε τό παραμικρό φως νά μάς φωτίση τό δρόμο τής έρευνας. Επίσης καί στά δωμάτια τής ’Ίνγ­ κραχαμ καί Ντέβολιν δέν βρήκαμε τίποτα τό άξιόλογο. Παντού σκοτάδι καί μυστήριο κάλυπτε καί τούς τρεις θανάτους. ; 2Ετό δωμάτιο τοϋ ’Ίνγκραχαμ βρήκαμε μιά ντουζίνα τράπουλες, μεταχειρισμένες καί τυ­ λιγμένες σ’ ένα πακέτο, μερικά ύ­ ποπτα ζάρια κι’ έναν μεγάλον άριθμό από προγράμματα ιπποδρομιών. Επίσης άνακαλύψαμε ότι είχε μιά γυναίκα πού κατοικούσε στήν λεωφό­ ρο ΤΗστ Ντέλαβαν, στό Μπούφαλο, κι’ έναν άδελφό στήν Κροϋτσερ Στρήτ, στό Ντάλλας. Βρήκαμε άκόμα μιά κατάστασι μέ ονόματα καί διευ­ θύνσεις, πού κρατήσαμε σημείωσι γιά νά τούς άνακρίνουμε άργότερα. Τίποτα όμως, σέ κανένα δωμάτιο, δέν ύπήρχε πού νά έχη σχέσι μέ τούς φόνους. Ό Φέλπ —τοϋ Τμήμαιος Ερευνών τής άστυνομίας— βρήκε άρκετά δα­ χτυλικά άποτυπώματα στό δωμάτιο τοϋ Ντεβελύν. Δέν μπορούσε όμως νά μάς πληροφορήση άν είχαν κανέ­ να ενδιαφέρον ή όχι. Χρειαζόταν λίγον καιρό γιά νά τό έξακριβώση αύτό. Μολονότι ό Ντέ­ βελυν καί ό Άνσλεϋ ήταν φανερό ότι είχαν στραγγαλιστή μέ τά χέρια ώστόσο στόν Φέλπ στάθηκε άδύνατο νά πάρη άποτυπώματα καί άπό τούς λαιμούς καί άπό τά κολλάρα τους. Ή ύπηρέτρια πού άνακάλυψε τό αίμα εΐπε ότι είχε μπή στό δωμάτιο τοϋ Ντέβελιν τό πρωί /ιά νά τό συγυκρίση άπό τις δέκα ώς τις έντεκα τό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39


πρωί, δέν είχε δμως τοποθετήσει και­ νούργιες πετσέτες στό μπάνιο. Τις είχε ξεχάσει. Γι’ αυτό, έπέστρεψε τό απόγευμα στό δωμάτιο. Τότε βρήκε τήν πόρτα ξεκλείδωτη μέ τό κλειδί στό μέσα μέρος τής κλειδαριάς καί μόλις μπήκε είδε τό αίμα καί τηλεφώνησε του Στάσεϋ. Τό δωμάτιο του ’Ίνγκραχαμ τό συγύρισε —είπε— κατά τη μία τό μεσημέρι. Έκεϊ είχε πάει γιά τόν ί­ διο σκοπό νωρίτερα—καί στις δέκα καί είκοσι καί στις έντεκα παρά τέ­ ταρτο, άλλα ό ’Ίνγκραχαμ βρισκόταν ακόμα μέσα κΤ έτσι έφυγε άπρακτη

ΚΕΦ.

2

ο γκρουμ του άσανσέρ πού ώδήγησε τόν ’Άνσλεϋ καί τόν Ντέβελυν μαζί από τήν ισόγειο αίθουσα τής υποδοχής ώς τόν όροφο όπου βρισκόταν τό δωμάτιο του ΝτέβεΧυν, λίγα λεπτά μετά τής δώδεκα τό μεσημέρι, θυμόταν ότι καί οί δυο συζητούσαν χαρούμενα καί γελούσαν κάθε τόσο, θέμα τής συζητήσεώς τους ήταν ένα αγώνισμα τού γκόλφ τής προηγούμενης ήμέρας πού τό εί­ χαν καί οί δυο κερδίσει. Κανείς δέν είχε παρατηρήσει κα­ νένα ύποπτο άτομο στό ξενοδοχείο γύρω στό χρονικό διάστημα στό ό­ ποιο ό γιατρός είχε ορίσει τόν θάνα­ το καί των τριών. Αυτό ήταν επόμενο. Ό πιθανός δολοφόνος θά μπορούσε νά βγή άπό τό δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα, καί νά διάσχιση τόν διάδρο­ μο, βέβαιος ότι αυτή τήν μεσημβρινή

40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ώρα δέν θά τραβούσε κανενός τήν ιδιαίτερη προσοχή. Άν ήταν άπό τούς ενοίκους τού ξενοδοχείου, πήγαινε ή έφευγε άπό τό δωμάτιό του. Τέτοια ύπόθεσί μπο­ ρούσε νά κάνη ό τυχαίος παρατηρη­ τής. ’Άν ήταν ξένος θά κατέβηκε μέ τό ασανσέρ στό ισόγειο καί άπό εκεί θά χάθηκε στόν δρόμο. ’Ή μπορεί νά κατέβηκε άπό τή σκάλα στόν κάτω όροφο καί άπό έκεΐ νά πήρε τό α­ σανσέρ. Κανείς άπό τό προσωπικό τού ξε­ νοδοχείου δέν είχε δή μαζί τόν ’Ίνγκ­ ραχαμ καί τόν Ντέβελυν. Επίσης ή έρευνά μας δέν μάς παρουσίασε τήν παραμικρή ένδειξι ότι μπορούσαν νά γνωρίζωνται αύτά τά δυό άτομα, πού γνωρίστηκαν μετά τόν θάνατό τους ίσως. Συνήθως ό ’Ίνγκραχαμ έμενε στό δωμάτιό του ώς τό μεσημέρι καί δέν έπέστρεφε σ’ αυτό παρά άργά τήν νύχτα. Τίποτα δέν ήταν γνωστό γιά τις δουλειές πού έκανε. Στό Μέγαρο των Αλευρομύλων ό­ που πήγαμε καί οί τρεις γι’ αυτή τή δουλειά—δηλαδή εγώ ό Μάρτυ Ο’ Χάρα καί ό Τζώρτζ Ντήν, παιδιά καί οί δυό τής Ασφάλειας καί πολύ φίλοι μου —άνακρίναμε τόν συνέταιρο τού ’Άνσλεϋ καί τούς ύπαλλήλους τού Ντέβελυν. Καί οί δυό όμως —καί ό Ντέβελυν καί ό ’Άνσλεϋ —διεπιστώθη άπό τήν άνάκρισι αύτή ότι ήσαν συνηθισμένοι άνθρωποι πού έκαναν συνηθισμένη ζωή. Μιά ζωή καθαρή χωρίς σκοτεινά σημάδια καί έκκεντρικότητες. Ό ’Άν­ σλεϋ ήταν παντρεμένος καί είχε δυό παιδιά. Κατοικούσε στήν Λέϊκ Στρήτ. Κι’ οί δυό είχαν πολλούς συγγενείς καί φίλους διασκορπισμένους στά διάφορα μέρη. ^Λ^,ύτό τό μεσημέρι είχαν φύγει άπό τό γραφείο τους για νά πάνε νά γευματίσουν μαζί. Είχαν σκοπό νά περάσουν πρώτα άπό τό δωμάτιο τού Ντέβελυν, νά πιοϋν ένα ποτήρι τζίν πού τού τό είχε φέ­ ρει κάποιος φίλος του άπό τήν Αυ­ στραλία καί ήταν εξαίρετο. —Τότε, παρατήρησε ό Ο’ Χάρα,

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


άν σκοπός τους ήταν νά έπισκεφθούν πρώτα τό δωμάτιο του Ντέβελυν για νά πιουν τό ποτηράκι τους, άποδεικνύεται δτι καί οί δυό τους δολοφονήθησαν ευθύς μόλις μπήκαν στο δω­ μάτιο. Γιατί εκείνα τα ποτήρια του ουΐσκυ πού βρήκαμε στο δωμάτιο του μπάνιου ήσαν στεγνά καί καθαρά. "Οποιος, λοιπόν, σκόπευε νά τους σκαρώση αυτή τή δουλειά, θά τους περίμενε μέσα στό δωμάτιο καί θά τους σκότωσε από τήν πρώτη στιγμή πού τούς είδε. Πάντως δεν πρόλαβαν νά δοκιμάσουν τό τζίν. "Ετσι ύπο­ πτος παρουσιάζεται ό τρίτος: Ό ’Ίνγκραχαμ. Τι λές εσύ γΓ αυτό ; —ΚΓ έμενα ή ίδια άπορία μέ κρα­ τεί, είπα. ’Άν κρίνω από τις θέσεις πού κρατούσαν καί τις στάσεις πού διατηρούσαν καί οί τρεις μέσα στήν γκαρνταρόμπα τή στιγμή πού άνοιξα τήν πόρτα, ασφαλώς τό μυστικό κλει­ δί του προβλήματος τό κρατά ό ’Ίνγκραχαμ. Ό Ντέβελυν είχε τήν πλά­ τη στόν τοίχο μέ τόν ’Άνσλεϋ κατάμουτρά του κΓ οί δυό κύτταζαν στήν πόρτα. Ένώ ό ’Ίνγκραχαμ στεκόταν άντικρυστά τους μέ τήν πλάτη στήν πόρτα τής ντουλάπας. Ό χώρος τής ντουλάπας ήταν αρκετός για νά χωρέση καί τούς τρεις όρθιους. Δεν ή­ ταν όμως εύρύχωρος ώστε νά πέσουν χάμω έφ’ όσον ή πόρτα έμενε κλει­ στή. Έξ άλλου, στό δωμάτιο δεν υ­ πήρχε αΐμα, εκτός από εκείνο πού είχε κυλήσει σά στενό αύλάκι από τήν κάτω χαραμάδα τής ντουλάπας. Ό ’Ίνγκραχαμ, μ’ εκείνο τό σχίσιμο καί τή ματωμένη πληγή στήν πλάτη δεν ήταν δυνατόν νά είχε μαχαιρωθή έξω άπό τήν ντουλάπα, άλλά μέ­ σα σ’ αύτή. Διαφορετικά τό αίμα τής πληγής θά μάτωνε έξω τό πάτωμα. Τήν ώρα λοιπόν πού μαχαιρώθηκε βρίσκονταν κοντά στούς άλλους δυό μέσα στήν ντουλάπα, κΓ εκείνος πού τόν μαχαίρωσε —ό άγνωστος τέταρ­ τος— θά έπρεπε νά βρισκόταν κον­ τά του καί νά έκλεισε αμέσως τήν πόρτα πίσω του, ώστε νά κρατηθούν καί τρεις όρθιοι μέσα στό στενό χώ­ ρο τής ντουλάπας, θά μοΰ πής : Ποι­ ος ό λόγος νά έ'χη αύτή τή στάσι ό ’Ίνγκραχαμ ; Αποκλείεις τήν περίπτωσι νά τούς σκότωσε τούς δύο μέ

ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

κάποιον σύντροφό του έξω άπό τήν ντουλάπα καί μέσα στό δωμάτιο —στραγγαλισμένοι ήσαν— καί κατό­ πιν νά τούς μετέφερε ό ’Ίνγκραχαμ μέσα στήν ντουλάπα καί ό σύντροφός του νά βρήκε τήν εύκαιρία νά τού τήν κάρφωσε άπό πίσω τή στιγμή, πού τακτοποιούσε μέσα στήν ντου­ λάπα τά δυό θύματά του; Τό άποκλείεις αύτό ; — Πιθανόν νά έγινε κΓ έτσι, εΐπε ό Ντήν. Καί αύτό τό «πι­ θανόν» έμεινε μιά πιθανότης στό διά­ στημα τών τριών ημερών πού άκολουθησαν. Στείλαμε καί λάβαμε ένα σωρφ τηλεγραφήματα σε συγγενείς καί φί­ λους τών νεκρών. Επίσης άνακρίναμε τούς περισσοτέρους. Αποτέλεσμα μηδέν. Τίποτα δέν μάθαμε πού νά μπορή νά μάς χαρίση μιά άχτίδα φωτός καί νά μάς ώδηγήση στη διαλεύκανσι αύτού τού εγκλήματος. Τό κυριώτερο, δέν βρήκαμε νά ύπάρχη καμμιά γνωριμία ή σχέσις άνάμεσα στά δυό θύματα καί στό τρίτο: τόν ’Ίνγκραχαμ. Παρακολου­ θήσαμε τή ζωή τους πρός τό παρελ­ θόν, βήμα πρός βήμα, ώς τις κούνιες τους. Τούς συναντήσαμε παντού, ά­ πό τόν καιρό πού ό ’Ίνγκραχαμ πά­ τησε τό πόδι του στό Σάν Φραντσίσκο καί είδαμε, πεισθήκαμε, ότι πο­ τέ τους, ούτε μαζί ούτε χωριστά, ού­ τε αύτοί ούτε οί φίλοι καί συγγενείς τους, δέν συνάντησαν καί δέν γνωρί­ στηκαν μέ τόν ’Ίνγκραχαμ. Όπως μάθαμε, 6 ’Ίνγκραχαμ έξασκούσε τό επάγγελμα τού μεσίτη στις ιπποδρομίες καί γενικά στά διάφορα τυχερά παιχνίδια. ^Ηταν χωρισμένος μέ τή γυναίκα του, διατηρούσε όμως μαζί της κα­ λές σχέσεις. Πριν δεκαπέντε χρόνια, είχε καταδικαατή σέ δυό χρόνια φυ­ λακή γιά άπόπειρα φόνου πού είχε διαπράξει στήν πόλι Νιούορκ τής πο­ λιτείας Νιοΰ Ζέρσεϋ. Εκείνος όμως, πού είχε άποπειραθή νά σκοτώση, είχε πεθάνει άπό πνευμονία στήν Όμάχα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41


Ό ’Ίνγκραρχαμ είχε έρθει στό Σάν Φραντσίσκο με σκοπό ν’ άνοιξη χαρτοπαικτική λέσχη και οί έρευνες πού κάναμε άπέδειξαν δτι δλες του οί προσπάθειες δέν είχαν παρεκκλίνει άπό αυτόν τον σκοπό. Τ’ άποτυπώματα, πού ένεφάνισε στό μεταξύ καί μάς παρέδωσε ό Φέλπ, άπεδείχθη δτι δλα άνηκαν στον Στάσεϋ, την καμαριέρα, στούς άστυνομικούς ντέτεκτιβς καί σ’ εμένα. Κοντολογής, δέν βρήκαμε τίποτα. Δέν προχωρήσαμε ούτε ένα βήμα I

τής δολοφονίας. Γνωρίζοντας κανείς τά έλατήρια μιάς πράξεως, ξέρει άμέσως ποια πόρτα πρέπει νά χτυπήση. Στήν προκειμένη περίπτωσι δλες οί ενδείξεις καί δλα τά στοιχεία τής άνακρί.σεως μάς είχαν πείσει δτι τά έλατήρια σ’ αυτή τήν δολοφονία δέν ήταν ή ληστεία. Δέν είχε χαθή τίποτα, δέν είχε πειραχτή τίποτα. Ή μόνη άταξία πού είχε παρατηρηθή μέσα σ’ δλο τό πε­ ριβάλλον τού εγκλήματος —μια άτα­ ξία χωρίς σημαντικό νόημα —ήταν τό σπασμένο μπουκάλι καί τά δυό πεταγμένα καί άχρησιμοποίητα ποτήρια. Επίσης περίεργη καί άνεξήγητη ήταν ή τοποθέτησις τών τριών πτω­ μάτων μέσα στήν γκαρνταρόμπα. Στήν τελευταία αυτή περίπτωσι υπήρ­ χαν εξηγήσεις, ήσαν δμως πενιχρές και δχι άποδεικτικές. Υποθέσεις καί μόνον υποθέσεις πού πιθανόν ν’ άνασκευάζονταν άπό τή μια στιγμή στήν άλλη.

ΚΕΦ.

^Ε*υσικά δέν παρα­ μελήσαμε τήν έρευνά μας σέ άλλα κατατόπια, δπου πιθανόν νά βρίσκα­ με τό ποθητό ϊχνος. Προτιμήσαμε δ­ μως νά ξεκινήσουμε άπό τήν άφετηρία του εγκλήματος, γιατί έτσι ήταν λογικό νά κάνουμε, έφ’ δσον τό εϊχαμε μπρός στά μάτια μας... Τώρα δμως πού ή άφετηρία αύτή δέν ώδηγουσε πουθενά, γιατί δέν μάς έδειχνε στόν δρόμο κανένα ϊχνος, θ’ άλλάζαμε τακτική... θά έγκαταλείπαμε αύτή τήν πο­ ρεία άπό τό έγκλημα στόν δολοφόνο καί θά ξεκινούσαμε νά βρούμε τό ί­ χνος άπό τόν δολοφόνο στό έγκλημα. Τό δεύτερο αύτό εγχείρημα ήταν δύ­ σκολο, φυσικά, γιατί δέν γνωρίζαμε τό σημείο δπου βρισκόταν ό δολο­ φόνος. "Επρεπε νά τό βρούμε πρώτα μέ­ σα στό περιβάλλον τού εγκλήματος καί ύστερα νά πάμε πάρα πέρα γιά νά τό βρούμε μέσα στό περιβάλλον τόΰ δολοφόνου. ’Από τούς πελάτες τού ξενοδο­ χείου πού είχαν καταγραφή στά βι­ βλία τήν ημέρα τού εγκλήματος, οί εννέα δέν' συγκέντρωναν τόν πλήρη άριθμό τών δικαιολογητικών τής ά-

3

Μ*ίγκαταλ ε ί ψ α μ ε, λοιπόν, δλες αυτές τις έρευνες καί πήραμε άλλες κατευθύνσεις... Τρέχα­ με άλλου να βρούμε τά ίχνη τοϋ δο­ λοφόνου. Γιατί ό καθένας πρέπει νά ξέρη δτι άνάμεσα σέ κάθε έγκλημα πού γίνεται καί στον δολοφόνο πού τό διαπράττει υπάρχει πάντοτε ένα ίχνος. Μπορεί νά μή φαίνεται, άλλα υ­ πάρχει. Θά υπήρχε, λοιπόν, καί σ’ αυτή τήν περίπτωσι καί έπρεπε νά τό βρούμε. Περίπτωσις νά μήν ύπάρχη ίχνος πού νά συνδέη τό έγκλημα μέ τόν δράστη δέν είναι νοητή. Είναι κάτι άφύσικο. Υπάρχει πάν­ τα αυτό τό μονοπάτι πού οδηγεί τά βήματά μας στόν δολοφόνο, δέν τό βλέπουμε δμως γιατί είναι σκοτεινό. Νά, λοιπόν, ποια είναι ή δουλειά του αστυνομικού : Πρώτα νά βρή αυτό τό ΐχνος καί έπειτα νά τό άκολουθήση. Στήν περίπτωσι μιας δολοφονίας μπορεί ό άνιχνευτής νά φτάση μεμιάς στό Ϊχνος πού επιδιώκει νά βρή καί νά τό άκολουθήση. Αυτό μπορεί νά γίνη δταν πρώτα βρή τά έλατήρια

42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


θωότητός τους. Οί τέσσερις άπό αυ­ τούς βρίσκονταν ακόμα στό ξενοδο­ χείο, και μόνον ό ένας άπό αυτούς τούς τέσσερις μας ένδιέφερε πολύ. Αύτός ό ένας, ένας σωματώδης καί μέ χοντρά κόκκαλα άντρας, σα­ ράντα πέντε ώς πενήντα χρόνων, είχε περαστή στα βιβλία του ξενοδοχείου ώς Ζ. Σ. Κουπερ άπό τήν Άνακόντα τής Μοντάνας. Καί όπως είχαμε εξακριβώσει δεν ήταν μεταλλωρύχος, δπως είχε δηλώ­ σει. Επίσης οί τηλεγραφικές μας ε­ πικοινωνίες μέ τήν Άνακόντα δεν στάθηκαν Ικανές νά μάς πληροφορή­ σουν δτι τό πρόσωπο αύτό ήταν γνω­ στό εκεί.-*Έτσι υποχρεωθήκαμε νά τόν παρακολουθήσουμε μέ πενιχρά άποτελέσματα. 1 Οί πέντε άπό τούς εννιά πού εί­ χαμε ξεχωρίσει ώς ύποπτους, είχαν άναχωρήσει άπό τό ξενοδοχείο τήν ήμέρα πού έγιναν οί φόνοι. Άπό αύτούς, οί τρεις είχαν δώ­ σει τις διευθύνσεις τους στόν ταχυδρομό υπάλληλο του ξενοδοχείου γιά νά τούς στέλνη τά γράμματά τους. Ό Τζίλπερτ Τζάκεμαρτ κατείχε τό δωμάτιο 946 καί είχε δώσει τήν έντολή νά του στέλνουν I τό ταχυδρομείο του σ’ ένα ξενοδοχείο του Λός Άν­ τζελες. Ό Ο. Φ. Σάλουεϋ, πού κατεί­ χε τό δωμάτιο 1022 εΐχε δώσει εντο­ λή νά τού στέλνουν τά γράμματα στήν Κλάρκ Στρήτ του Σικάγου. Ό Ρός ’Όρετ, ένοικος του δωματίου 609, εΐχε πή νά του στέλνουν τά γράμμα­ τα στό πόστ—ρεστάντ τής ίδιας πόλεως. -----------

Ο

Τζάκεμαρτ είχε άφιχθή στό ξενοδοχείο πριν δυο μέ­ ρες καί εΐχε φύγει τό άπόγευμα τής ήμέρας πού έγινε τό έγκλημα. Ό Σάλουεϋ εΐχε άφιχθή στό ξενοδο­ χείο πριν δυό μέρες καί εΐχε φύγει τό ίδιο άπόγευμα τής ήμέρας πού έ­ γινε τό έγκλημα. Ό Σάλουεϋ εΐχε άφιχθή τήν προηγούμενη ήμέρα του εγκλήματος κι* έφυγε τήν επομένη τής διαπράξεώς του. Ό ’Όρετ εΐχε φθάσει τήν ήμέρα των φόνων καί άνεχώρησε τήν επομένη. Έστάλησαν άμέσως τηλεγραφήΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

ματα γιά νά βρεθούν οί δυό πρώτοι καί ν’ άνακριθοΰν. Τόν ’Όρετ τόν άνέλαβα ό ίδιος. Μιά θεατρική έπιχείρησις πού εΐ­ χε άνεβάσει μιά μουσική έπιθεώρησι έκανε μιά πρωτότυπη διαφήμισι : έστελνε χρωματιστές καί μυρωδάτες προσκλήσεις σέ πολύν κόσμο πού έπαιρνε τις διευθύνσεις του άπό τά ξενοδοχεία τού ϋπνου. Οί επιχειρη­ ματίες ήξεραν ότι στά ξενοδοχεία κατοικούσαν ξένοι τό περισσότερο, περαστικοί άπό τήν πόλι, πού είχαν τόν καιρό καί τη διάθεσι νά παρευρεθουν σέ δημόσια θεάματα. Προμηθεύτηκα, λοιπόν, έναν τέ­ τοιον φάκελλο μέ μιά πρόσκλησι καί τήν ταχυδρόμησα στό ξενοδοχείο Μοντγκόμερυ καί στ’ όνομα τού ’Όρετ. Αύτός ό τρόπος τής διαφημίσεως ήταν γνωστός καί ήμουν βέβαιος 6τι αύτή ή πρόσκλησις δέν θά προκαλούσε τήν παραμικρή ύποψία στόν ’Όρετ. Ό πρόσκλησις έφτασε στό ξενο­ δοχείο κι* άπό εκεί συνέχισε τή δι­ αδρομή της στό πόστ—ρεστάντ, στή θυρίδα πού έφερε τό γράμμα τού άλφαβήτου «Ο» πού ήταν καί τό άρχικό τού ονόματος τού παραλήπτου. Πλάι λοιπόν, σ’ αύτή τή θυρίδα έ­ στησε καρτέρι ό φίλος μου καί συ­ νάδελφος Ντίκ Φόλεϋ σπεσιαλίστας στις παρακολουθήσεις των ύποπτων. Εΐχε εντολή νά δή ποιός θά έπαιρνε τό χρωματιστό καί μέ διάφορες ει­ κονικές παραστάσεις φάκελλό μου καί νά παρακολουθήση τόν .παρα­ λήπτη. Τήν επόμενη μέρα, προσπάθησα νά λύσω τό μυστήριο τής ύποστάσεως τού ψευδό—μεταλορύχου Ζ. Σ. Κοΰπερ... Δέν κατόρθωσα όμως τίπο­ τα. Έτσι μέ πήρε ή νύχτα καί πήγα γιά ύπνο.

ΚΕΦ

4

Τήν. άλλη μέρα τό πρωί στις πέντε, ό Ντίκ πηγαίνοντας στό σπίτι του πέρασε άπό τό δωμά­ τιό μου γιά νά μέ ξυπνήση καί νά μού πή τί έκανε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43


—Ό μπέμπης μας ό ’Όρετ είναι τό ψητό μας 1, είπε. Τόν σταμπάρησα άκριβώς τή στιγμή πού έπαιρνε τόν φάκελλό σου χτες τό απόγευμα. Ε­ κτός από τήν πρόσκλησί σου, πήρε και ένα δεύτερο γράμμα. Κρατεί ένα διαμέρισμα στή λεωφόρο Βάν Νές. Τό έπιασε τήν έπόμεμη ήμέρα τών φόνων με τό όνομα Μ. Τ. Κουήν. Ώπλοφορούσε. Πήρε τά γράμματα και πήγε γραμμή στό διαμέρισμά του. "Υστερα βγήκε και έπισκέφθηκε όλα τά κακόφημα κέντρα τής Βορείου Α­ κτής. Ποιόν νομίζεις ότι ζητούσε νά βρη; , — Ποιον ; —Τόν Γκούντνερ. Αυτή ήταν μιά μεγάλη εϊδησις. Αυτός ό Γκουντνερ, πού έφερε τό πα­ ρατσούκλι «ό Σκοτεινός», ήταν τό πιό έπικίνδυνο όρνιο τής Ακτής του Ει­ ρηνικού, αν όχι όλης τής χώρας. Μό­ νο μιά φορά είχε πιαστή στά πράσσα, άλλά αν καταδικαζόταν γιά όλα του τά εγκλήματα πού ό κόσμος ή­ ξερε ότι είχε διαπράξει, θά του χρει­ άζονταν άλλες έξη ζωές γιά νά έκτίση τις καταδίκες του, και άλλες τό­ σες γιά νά μπορέση νά κρεμαστή. Έν τούτοις ήταν ασυναγώνιστος μά­ στορας στις δουλειές του, γιατί εΐχε πάντοτε σ’ εφεδρεία όλα τά όπλα πού τοϋ χρειάζονταν γιά ν’ άθωώνεται κάθε τόσο : άλλοθι, ψευδομάρ­ τυρες, πληρωμένους ενόρκους κλπ.... καί τό κυριώτερο διαβολεμένη τύχη. Δεν ξέρω τί είχε κάνει, πού πιά­ στηκε καί πήγε φυλακή γιά δεκατέσ­ σερις μήνες. Ή καταδίκη του όμως Ικείνη εΐχε ξεχαστή. — Ό Γκούντνερ βρίσκεται εδώ λοι­ πόν ; —Δεν ξέρω, είπε ό Ντίκ. Εκείνο τού ξέρω είναι ότι αύτός ό ’Όρετ πού •ου άνέθεσες νά παρακολουθήσω, ή ') Κουήν, ή δεν ξέρω πώς άλλοιώς πορεΐ νά τόν λένε, ψάχνει νά τόν βρή : ιτου Ρίγκ, στό Χώλεϋ, στό Πιγκάτι .αί σέ πολλά άλλα ύποπτα κέντρα ου υποκόσμου. Χρήσιμες πληροφο•ίες πήρα από τόν Γουρνοκέφαλο του Γκρούτ. Μου σφύριξε ότι ό ’Όετ δεν γνώριζε εξ όψεως τόν Γκούννερ... άλλά έψαχνε νά τόν βρή με ήν ύπόδειξι τρίτων. Ό Γουρνοκέφα-

44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

λος δέ μου είπε γιάποιά δουλειά τόν ζητούσε. "Ισως καί νά μήν ήξερε. Αύ­ τός ό Γουρνοκέφαλος είναι ένα βρωμοπόντικο πού ξεπουλά στό λεπτό τό σόϊ του ολόκληρο—άν εΐχε ποτέ σόι— γιά μιά κάλπικη δεκάρα. Άλλά, όταν κάνει χαρτιά, προσέχει τό χαρτί πού θά δώση σ’ εμάς, γιατί ξέρει πώς άν είναι σκάρτο θά του τό τινάξουμε στά μούτρα. Λοιπόν τό χαρτί πού μου έδωσε ό Γουρνοκέφαλος εΐναι καθαρό άτού. 32τοιχηματίζεις τό κεφάλι σου ; ρώτησα τόν Ντίκ. —Αστειεύεσαι; Χωρούν άστεία μέ τις πληροφορίες πού μάς δίνουν οί μάγκες; Καλύτερα νά κρατάς τό χέ­ ρι στό ρεβόλβερ σου. Είσαι έτσι πιό σίγουρος. —Εΐναι γνωστός ό ’Όρετ έκεί; —Δέν κατάλαβα τέτοιο πράγμα. - έρει πού πρέπει νά πάη, άλλά χρει­ άζεται νά ρωτήση γιά νά βρή τόν δρόμο. Μέ κανέναν δέν μίλησε πού νά φαίνεται πώς τόν γνώριζε άπό πριν. — Περίγραψέ μου τον. — Άν ρωτάς τή γνώμη μου εΐναι άπό τ’ αυγά πού ξεφλουδίζονται στό πί καί φ ί. ’Έτσι μέ τόν Γκούντνερ μπορούν νά κάνουν ένα ταιριαστό ζευγάρι. Ό ’Όρετ εΐναι ψηλός καί λιγνός. "Ολες οί γραμμές του εΐναι ίσιες. Καμπύλες δέν έχει. Σαγόνι, μύτη, στόμα, μάτια όλα σέ ίσιες, σκληρές γραμμές καί γωνίες. Δηλαδή στήν έκφρασι μοιάζει μέ τόν Γκούντ­ νερ. Σοΰ λέω, μέ τόν Γκούντνερ θά γί­ νονταν ένα ταιριαστό ζευγάρι. Καί οί δυό τους μπορούν νά κάνουν σπου­ δαίες δουλειές καί σπουδαίες ζημιές... — Τότε βρίσκομαι σέ καλό δρόμο, είπε. Αύτό τό μούτρο ήρθε καί κατέ­ λυσε στό ξενοδοχείο «Μοντγκόμερυ» τήν ίδια ήμέρα πού διεπράχθη εκείνο τό άνατριχιαστικό έγκλημα. "Υστερα τά μάζεψε καί έφυγε... Καί τώρα ψάχνει νά βρή τόν «Σκοτεινό». Πώς σού φαίνεται... Δέν παρουσιάζουν εν­ διαφέρον οί κινήσεις του ; —Καί μεγάλο !, παραδέχτηκε ό Ντίκ. Άπόδειξις ότι δέν φαίνεται νά τού καίγεται καρφί γιά τό φονικό

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


που διέπραξε... Απορώ δμως γιατί νά μή γνωρίζη τόν ΓκοΟντνερ. —Αυτό δέν τό πολυπιστεόω. Αλ­ λά, άν ό ’Όρετ δέν τόν γνωρίζει καί δέν έχει έρθει ακόμα μαζί του σ’ επαφή, αυτό σημαίνει δτι ό ΓκοΟντνερ δέν έχει καμμιά άνάμιξι μέ τό έγκλημα. Θά μπορή δμως νά βοηθήση στη διαλεύκανσί του. Τινάχτηκα από τό κρεββάτι καί βρέθηκα όρθιος στό πάτωμα. —Τό άποψάσισαί θά σκαρώσω του ’Όρετ ένα παιχνίδι. Πώς τόν ξέ­ ρεις τόν ΓκοΟντνερ εσύ;, —Άπό μένα περιμένεις νά σου τόν περιγράφω ; Έσύ τόν ξέρεις κα­ λύτερα άπό μένα. — Σύμφωνοι. Αλλά πώς θά μου τόν περιέγραφες άν δέν τόν γνώρίζα; —Λίγο χοντρό μέ μια κόκκινη ουλή στό μάγουγο ϊδια μ’ ένα πηρουνι. Γιατί ρωτάς; ’Έχεις στό νου σου καμμιά ιδέα; — Μιά σπουδαία ίδέα, εΐπα. Ή ουλή στον άνθρωπο είναι ένα χτυ­ πητό χαρακτηριστικό πού τόν ξεχω­ ρίζει άπ’ δλους τούς άλλους. ’Άν, λοιπόν, αύτή την ουλή δέν την είχε ό ΓκοΟντνερ, θά μου τόν περιέγραφερ άναφέροντας δλα του τά άλλα χαρακτηριστικά. Επειδή δμως τήν έχει, τά παραλείπεις καί άρκεϊσαι σ’ αυτό τό ξεχωριστό χαρακτηριστι­ κό : τήν ουλή 1 Εΐναι, λοιπόν, φυσικό μέ τόν ϊδιο τρόπο νά έχουν περιγρά­ φει καί στόν ’Όρετ τόν Γκουνινερ. ’Έχω δμως τό άνάστημά του καί τή φυσική διάπλασι του σώματός του. ’Άν έφτιαχνα, λοιπόν, μιά ουλή στό μάγουλό μου, ίδια μέ τήν ουλή πού έχει ό ΓκοΟντνερ, σίγουρα ό ’Όρετ θά έπεφτε στήν άγκαλιά μου.

ΚΕΦ.

5

ί?©}ίά ήταν περίπου έντεκα ή ώρα τής επόμενης νύχτας, δταν μου τηλεφώνησε ό Ντίκ καί μέ πληροφόρησε δτι ό ’Όρετ βρισκόταν στό κέντρο Πιγκάτι, τής Πάσιφικ Στρήτ, κι’ δτι φαινόταν πώς θά κα­ θόταν άρκετή ώρα έκεϊ. Τήν «ουλή»

ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

μου τήν είχα κολλήσει άπό ώρες καί τώρα πού τήν κύτταζα στόν καθρέφτη ήταν ϊδια ή ουλή του ΓκοΟντνερ. Πήδησα σ’ ένα ταξί κι’ έπειτα ά­ πό λίγα λεπτά μιλούσα μέ τόν Ντίκ στή γωνία του οικοδομικού τετρα­ γώνου, δπου βρισκόταν τό κέντρο Πιγκάτι. —Κάθεται στό τελευταίο τραπέζι, στό βάθος καί στήν άριστερή πλευ­ ρά, είπε ό Ντίκ. "Όταν βγήκα άπό ε­ κεί τόν άφησα μόνον στή θέσι πού σου είπα. Θά τόν καταλάβης. Είναι ό μόνος πελάτης· του Πιγκάτι πού φορεΐ καθαρό κολλάρρ. —Καλύτερα νά περιμένης εδώ μ’ ένα ταξί στή διάθεσί σου, είπα σ$όν Ντίκ. Μπορεί μέ τόν ’Όρετ νά πιάσουμε φιλία καί νά βγούμε μαζί έξω... Τό ταξί σου τότε μπορεί νά μας χρειαστή... Τό «Πιγκάτι» ήταν ένα μακρύ, στενό καί χαμηλοτάβανο κέντρο μέ μιάν άτμόσφαιρα πάντοτε γεμάτη καπνό. Στό κέντρο τής μακρυάς αϊθουσάς του, έμενε πάντα άνοιχτός ένας χώρος. Τό μέρος εκείνο ήταν ή πίστα γιά τά χορευτικά ζευγάρια. Ή υπόλοιπη έκτασις ήταν πιασμένη άπό τραπέζια καί καρέκλες σέ πυκνές σει­ ρές. "Όταν μπήκα μέσα σ’ αύτή τήν αίθουσα, δλα σχεδόν τά τραπέζια ήσαν πιασμένα άπό πελάτες καί στή χορευτική πίστα στροβιλίζονταν έξη ώς επτά ζευγάοια, Άπ’ όλον αυτόν τόν κόσμο πού διασκέδαζε εκεί μέσα ελάχιστα πρόσωπα ήσαν άγνωστα στούς άστυνομικούς. Διασχίζοντας τή μουντή άτμόσφαιρα του κέντρου δέν άργησα νά δώ τόν ’Όρετ. Καθόταν μόνος σέ μιά μακρυνή γωνιά καί παρακολουθούσε μ’ ένα άφηρημένο βλέμμα τά ζευγά­ ρια πού χόρευαν. Πήγα άπό τήν άλ­ λη μεριά τής αίθουσας καί διέσχισα επίτηδες τή φωτισμένη μέ δυνατό φώς χορευτική πίστα ώστε νά προκαλέσω τήν προσοχή τών θαμώνων καί νά γυαλίση τό πρόσωπό μου. Μάλιστα έκανα ώστε ή ουλή στό μάγουλό μου νά βρίσκεται στήν τρο­ χιά του βλέμματός του. "Ύστερα διά­ λεξα ένα άδειο τραπέζι πού βρισκό­ ταν κοντά στό δικό του κι’ εκεί κά-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45


θησα και τόν κύτταξα. Πέρασαν δέκα λεπτά. Σ’ δλο αύτό τό χρονικό διάστημα, εκείνος έκανε πώς πρόσεχε στό χορό, ενώ εγώ εί­ χα τό βλέμμα χαμηλωμένο στό τραπεζομάντηλο κΓ έκανα πώς εξέταζα την υφή του. Και οί/ δυό μας δμως δεν παραλείπαμε νά ρίχνουμε πλά­ γιες κλεφτές ματιές ό ένας στόν άλ­ λον. 1^*ϋπιτέλουο τά μάτια του συνάντησαν τά δικά μου καί κάρ­ φωσαν εκεί ένα σταθερό καί σκληρό βλέμμα. Μέ κύτταξε μέ αύτό τόν τρό­ πο μερικά δευτερόλεπτα καί υστέρα, σιγά—σιγά, σηκώθηκε όρθιος. Μέ τό δεξιό του χέρι χωμένο μέσα στην ε­ ξωτερική τσέπη του σακκακιου του, προχώρησε γραμμή στό τραπέζι μου κΓ δταν πλησίασε κάθησε άμίλητος στην άντικρυνή μου καρέκλα. — Ό Γκοϋντνερ; —Έμαθα ότι γυρεύεις νά μέ βρής, απάντησα προσπαθώντας νά μιμηθώ την παγερότητα τής φωνής του καί τή σκληρότητα τοϋ βλέμματός του. ΕΤχε καθήσει στην καρέκλα μέ τό άριστερό πλευρό του ελαφρά γυρι­ σμένο πρός τό μέρος μου. "Ετσι δεν ύπήρχε φόβος, για μιαν άμεση χρήσι του δεξιοϋ του χεριού, πού είχε μέσα στήν τσέπη του. —Κι* εσύ γυρεύεις νά μέ βρής. Δεν ήξερα ποια θά ήταν ή σωστή άπάντησις πού έπρεπε νά του δώσω, γι’ αύτό περιορίστηκα νά κάνω έναν μορφασμό. Ό μορφασμός μου δμως αύτός δέν ήταν γνήσιος καί δέν έ­ βγαινε άπό τήν καρδιά μου. Είχα κιόλας άντιλήφθή ότι είχα πέσει σ’ ένα σοβαρό λάθος. Ένα λάθος πού θά μου κόστιζε άσχημα πριν φέρω σέ πέρας τήν άποστολή μου. Κι* αύ­ τό γιατί αύτός ό μυστήριος δέν ζη­ τούσε νά βρή τόν Γκουντνερ γιά νά τόν φιλήση, αλλά για νά τόν χτυπήση. Άπό τήν σιάσι του κατάλαβα δτι είχε εκκρεμείς λογαριασμούς νά κανονίση μαζί του. Καί τότε διά μιας σάν μιά κινη­ ματογραφική εικόνα φάνταξαν στά αάτια μου τά τρία πτώματα πού έ­ πεσαν άπό τήν ντουλάπα τοϋ δωμα­ τίου 906 I

46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Τό πιστόλι μου βρισκόταν στή ζώ­ νη τοϋ πανταλονιοϋ μου, απ’ δπου μπορούσα άμέσως νά τό τραβήξω. Τό δικό του δμως τό κρατοϋσε κιόλας έτοιμο στό χέρι του. Γι* αύτό φρόν­ τισα νά κρατώ τό χέρι μου άκίνητο επάνω στό τραπέζι—στήν άκρη μάλ­ λον τοϋ τραπεζιού —δλη τήν ώρα έ­ κανα τόν μορφασμό του. Τά μάτια του τώρα έπαιρναν μιά διαφορετική λάμψι κι* δσο τά κύτταζα τόσο δέ μοϋ άρεσαν. Τά έβλεπα νά έχουν θολώσει καί τά βλέφαρά τους νά έχουν φουσκώσει. Δυό φορές στό παρελθόν έχω κυττάξει μέσα σέ μάτια όμοια μέ τά δι­ κά του καί ήξερα τό νόημα τής έκφράσεώς τους. Μέ κύτταζαν δυό μά­ τια πού εγκλημάτησαν καί πού σκό­ πευαν πάλι νά εγκληματήσουν. —Άς μιλήσουμε λοιπόν..., άρχισα νά τοϋ λέω γιά νά διασκεδάσω τήν τραγικότητα τής στιγμής. Εκείνος δμως δέν είχε καμμιά δρεξι νά πιάση συζήτησι μσζί μου. Μόλις κούνησε τό κεφάλι του σέ μιάν άρνητική κίνησι καί τά στεγνά καί σφιγμένα χείλη του τραβήχτηκαν σπασμωδικά πίσω. Νάτην ή στιγμή ! Εΐχε έρθει. ΈΙταν πιά περιττό, αλλά κΓ επικίνδυνο νά περιμένω. Σήκωσα μέ τό γόνατό μου τό τραπέζι καί ή κόχη τόυ τόν χτύπησε στό σαγόνι, ενώ συγχρόνως μέ τά χέρια μου τό έσπρωξα μέ βι­ αιότητα κατ’ επάνω του. Ή σφαίρα πού έφυγε ταυτόχρονα άπό τό περί­ στροφό του σφύριξε δίπλα μου. Α­ κούστηκε κΓ ένας δεύτερος πυροβο­ λισμός, καί μιά δεύτερη σφαίρα βούι­ ξε καί καρφώθηκε στό ξΰλο τοϋ όρ­ θιου τραπεζιού πού μάς χώριζε. Ή σφαίρα δμως αύτή δέν είχε βγή άπό τό πιστόλι τοϋ ’Όρετ. 3£5Γταν άκριβώς' τή στιγμή πού τόν είχα αρπάξει άπό τούς ώμους, δταν άκούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός άπό πίσω καί ή σφαίρα τόν πέτυχε στόν βραχίονα, άκριβώς κάτω άπό τό χέρι τό δικό μου πού κρατοϋσε τόν ώμο του. Τόν άφησα τότε κΓ αύτός άποτραβήχτηκε κΓ.έπεσε επάνω στόν τοί­ χο πίσω του, κυττάζοντας πρός τ£-

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


διεύθυνσι άπό την όποια εΐχαν έρθει οί δυό σφαίρες. Αυτή τή μικρή στιγμή μου δόθηκε ή ευκαιρία και πήδησα πλάγια. Πήγα με τό πρώτο πήδημα καί στάθηκα πί­ σω άπό τή γωνιά ενός μικρού δια­ δρόμου, πού άρχιζε άπό έκεί καί ώδηγοϋσε σε μιά μικρή τραπεζαρία. Άπό εκεί κύτταξα καί εΤ^ςχ τό σημα­ δεμένο πρόσωπο του ΓκοΟντνερΙ Στε­ κόταν στήν άλλη γωνιά τοΟ μικρού διαδρόμου καί, ευθύς μόλις άπό τό πιστόλι του ’Όρετ έφυγε μία σφαίρα πρός τήν δική του τήν κατεύθυνσι, ό Γκούντνερ τρύπωσε στό εσωτερικό του διαδρόμου. Ή σφαίρα του ’Όρετ χτύ­ πησε στον τοίχο χωρίς νά προξενήση άλλη ζημία. Στό μεταξύ αυτό εγώ εΐχα σκύψει, έχοντας γιά προκάλυμ­ μα τό μπροστινό τραπέζι. ’Έτσι δεν έβλεπα τόν ’Όρετ. Μέ κρατούσε ή τρομερή απορία τί θά συλλογιζόταν ό ’Όρετ βλέποντας πώς είχε ν’ άντιμετωπίση δύο... Γκούντνερ. Ένας πυ­ ροβολισμός όμως πού μοϋ έρριξε μου έκοψε στή μέση αύτούς τούς συλλο­ γισμούς. Εύτυχώς, γιά νά μέ σήμα· δέψη έπρεπε νά στρίψη ρίχνοντας τό βάρος του στό χτυπημένο του χέρι. ’Έτσι ό πόνος, πού ένοιωσε στό χέρι του άπό αυτή τή στροφή τοϋ σώμα­ τός του, τόν έκανε νά χάση τόν στό­ χο του.

Πριν ισορροπήσει τό κορμί του ώστε νά πάρη άνετη στάσι, πρόλαβα καί έτρεξα μέ τα τέσσερα καί τρύ­ πωσα στήν πόρτα τής κουζίνας του Πιγκάτι, πού ήταν ένα μέτρο πίσω μου. Ό ’Όρετ τώρα βρισκόταν τρία ως τεσσερα μέτρα άπό τό παρατηρητή­

ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

ριό μου, ξαπλωμένος στό πάτωμα, άντιμετωπίζοντας τόν Γκούντνερ μ’ ένα πιστόλι στό χέρι του. Ένα δεύ­ τερο πιστόλι ήταν πεσμένο πλάι του, Πέρα, στον ανοιχτό χώρο, ταμττουρωμένος στή γωνιά του διαδρό­ μου, παραμόνευε ό Γκουντνερ καί κάθε στιγμή ζητούσε τήν ευκαιρία νά προλάβη τόν άντίπαλό του καί νά ρίξη εύστοχα καί πρώτος. Μέσα σ’ όλο τό κέντρο είχαμε άπομείνει μόνοι μας. Όλοι οί θαμώνες μέ τούς πρώτους πυροβολισμούς άδειασαν τήν αίθουσα, καταλαβαί­ νοντας ότι έπρόκειτο γιά μιά εξον­ τωτική μονομαχία μεταξύ κακοποιών. Όλοι είχαν γίνει καπνός άπό τις τέσσερις εξόδους του κέντρου. Εΐχα βγάλει καί κρατούσα έτοιμο τό πιστόλι μου, άλλά περίμενα νά προσανατολισ ιώ καί νά μαντέψω τήν άλήθεια. Εΐχα καταλάβει ότι ό Γκούντνερ ήξερε πώς τόν ζητούσε ό ’Όρετ, κα­ θώς καί γιά ποιόν σκοπό τόν ζητού­ σε, καί ήρθε νά τόν βρή ξέροντας άπό πριν ποιά θά ήταν ή υποδοχή πού θά τού έκανε. Ποιά όμως ήταν ή διάφορά τους καί ποιά σχέσι μπο­ ρούσε νά είχε αύτή ή διαφορά τους μέ τό έγκλημα τού ξενοδοχείου Μοντγκόμερυ, παρέμενε ακόμα γιά τό μυαλό μου ένα πρόβλημα πού δέν εΐχα άλλωστε καμμιά διάθεσι νά τό λύσω εκείνη τή στιγμή. , . Τώρα άντήλλασσαν ταυτόχρονα πυρολισμούς. Ό ’Όρετ ήταν ματωμένος στό κε­ φάλι καί τό ένα του πόδι ήταν χτυ­ πημένο. Τό θέαμα αυτό τού ’Όρετ πού σερνόταν μέ αγωνία στό δάπεδο μού έδωσε νά καταλάβω ποιό ήταν τό άποτέλεσμα τών πυροβολισμών. Εΐχαν άνταλλάξει . οκτώ ως εννιά πυροβολισμούς, όταν ό Γκούντνερ πήρε ξαφνικά τήν άπόφασι νά βγή άπό τήν κρύπτη του. Οί σφαίρες τού ενός πιστολιού του εΐχαν σωθή καί τό πέταξε καί τώρα ήταν οπλισμένος μέ ένα δεύτερο, πού κρατούσε στό άλλο του χέρι. "Ηξερε ότι τού αντι­ πάλου του τό περίστροφο δέν είχε σφαίρες καί πήγε κοντά του άκάλυ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47


τττος για νά τον άποτελειώση. Δεν άντελήφθη δμως την κίνησι του άλλου, πού είχε αρπάξει στο χέρι του τό εφεδρικό περίστροφο πού ήταν άκουμπημένο πλάϊ του, στο δάπεδο. Στάθηκαν κι* οί δυό αντιμέτωποι καί ώπλισμένοι. Αυτό δεν μπορούσε νά διαρκέση. Ό Γκοϋντνερ σημάδεψε, μά ό ’Όρετ τον πρόλαβε καί τό πιστόλι του ξέ­ ρασε πρώτο φωτιά. Ό Γκοϋντνερ γο­ νάτισε κΓ ή-σφαίρα του χτύπησε στό ταβάνι. Ό ’Όρετ σταμάτησε τούς πυροβολισμούς καί ξαπλώθηκε ανά­ σκελα. Ό Γκοϋντνερ πυροβόλησε πάλι — άγρια καί στό βρόντο— καί συγ­ χρόνως έπεσε μπρούμυτα. ’Έτρεξα στό πλευρό τοϋ ’Όρετ καί κλώτσησα καί τά δυό περίστρο­ φα πού βρίσκονταν κοντά του. ’Έμεινε ακίνητός, αλλά τά μάτια του ήσαν άνοιχτά. Έσύ εΐσαι ό Γκσύντνερ ή ό άλ­ λος ; ρώτησε. —Εκείνος. —Καλά, εΐπε κΓ έκλεισε τά μά­ τια του. Πλησίασα τότε τόν άλλον καί τον άνέστρεψα πισώπλατα στό πάτωμα. Τό στήθος του ήταν κόσκινο από τις σφαίρες πού είχε δεχτή. Τά χοντρά του χείλη σάλευαν καί πλησίασα σ’ αυτά τό αυτί μου. —Τόν καθάρισα ; ψιθύρισε. — Ναί, τοϋ άπάντησα ψέματα. "Ε­ χει κιόλας παγώσει. Ή θανατερή μορφή του τσακίστη­ κε σ’ έναν μορφασμό. Λυποϋμαι πολύ.... γιά τούς τρεις στό ξενοδοχείο, τραύλισε βραχνά. Λάθος έγινε... Λάθος στό δωμάτιο... Χτύπησα τούς άλλους.., ^Βρισκόμουν σέ άμυνα. Αυτά τά λόγια είπε ψιθυριστά καί ξεψύχησε. Επειτα από μιά βδομάδα, μοϋ έπέτρεψαν στό νοσο­ κομείο νά έπισκεφθώ’ τόν ’Όρετ στό κρεββάτι του. Στάθηκα στό προσκέ­ φαλό του καί τοϋ είπα τί μοϋ είχε άποκαλύψει ό Γκούντνερ πριν ξεψυχήση·

48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Ναί... "Ετσι είναι, όπως σοϋ τά εΐπε, γι’ αύτό τή γλύτωσα φτηνά, απάντησε ό ’Όρετ κάτω άπό τούς επιδέσμους πού- τοϋ τύλιγαν ολόκλη­ ρο τό κεφάλι. Καί γι’ αύτό έφυγα α­ μέσως άπό τό ξενοδοχείο καί άλλα­ ξα τ’ όνομά μου. Πιστεύω τώρα νά κατάλαβες τήν αιτία αυτής τής μο­ νομαχίας. — "Οχι, τοϋ εξομολογήθηκα. Δεν έχω ιδέα τί συνέβη, γι’ αύτό θά ή­ θελα ν’ άκούσω άπό τό στόμα σου μερικές λεπτομέρειες. —Λυποϋμαι πού δεν μπορώ νά σοϋ μιλήσω μέ λεπτομέρειες γιά τό έγκλημα πού έγινε στό ξενοδοχείο, θά σοϋ διηγηθώ όμως μιά παλιά, δική μου, ιστορία πού πιθανόν νά σοϋ χρησιμεύη γιά νά βγάλης τά συμπεράσματά σου... Καί άρχισε: —Μιά φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένας έγκληματίας άπό μεγάλο τζάκι, πού οί εφημερίδες τόν άποκαλοϋσαν "Αρχοντα. ΤΗρθε, λοιπόν, μιά μέρα πού αυτός ό "Αρχοντας σχημάτισε μεγάλη περιουσία άπό τά εγκλήματα πού διέπραξε κΓ αποφάσισε νά παρατήση τήν παλιά του ζωή καί νά γίνη τίμιος άνθρωπος. Εΐχε όμως δύο ύταρχηγούς —έναι> στή Νέα Ύόρκη κι’ έναν στό Σάν Φραντσίσκο—πού ήσαν οί μόνοι άνθρωποι στον κόσμο πού ήξεραν τήν εγκληματική του ύπόστασι. Κι’ επί πλέον τούς φοβόταν καί τούς δυό. "Ετσι σκέφτηκε νά τούς βγάλη άπό τή μέση καί τούς δυό μ’ έναν περίεργο καί πανούργο τρόπο, καί αύτό επειδή ό ένας δεν γνώριζε τόν άλλον στό πρόσωπο... "Ετσι πού λες ό "Αρχοντας έπεισε τόν καθένα χωριστά ότι ό άλλος εί­ χε σκοπό νά τόν προδώση γιά νάπάρη άμνηστία, μέ τόν σατανικό σκοπό νά βάλη τόν έναν νά σκοτώσητόν άλλον. Καί οί δυό ύπαρχηγοί τότε έπε­ σαν σέ αύτή τή παγίδα πού τούς έ­ στησε ό "Αρχοντας. Ό Νεοϋορκέζος πήγε στό Σάν Φραντσίσκο νά βρή καί νά σκοτώση τόν άλλο, κΓ ό άλλος άπό τό Σάν Φραντσίσκο πληροφορήθηκε ε­ πίτηδες άπό τόν "Αρχοντα ότι ό Νεοϋ­ ορκέζος ερχόταν τήν τάδε ήμέρα καί θά έμενε στό τάδε ξενοδοχείο.

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ


Ό "Αρχοντας ύπελόγισε δτι οί δυο ύπαρχηγοί του, μόλις άντικρύζονταν, θά χτυπιόνταν αμέσως κι’ έτσι υπήρχε ή ελπίς νά γλοτώση κι* από τούς δυό. ’Ή, αν ό ένας ζοΰσε, θά πήγαινε φυλακή γιά τό φόνο του άλλου και τότε θά έβρισκε τον τρό­ πο νά του κλείση τό στόμα... —Και γιατί πιστεύεις δτιόΓκοΰντνερ έκανε λάθος στό δωμάτιο ; ρώ­ τησα. —Είναι πολύ περίεργο αύτό τό λάθος... Μπορεί όμως νά συνέβη έτσι : Τό δωμάτιό μου έφερε τόν αριθμό 609. /Άς ύποθέσουμε λοιπόν δτι ό Γκοΰντνερ πήγε στό ξενοδοχείο τήν ήμέρα, πού ήξερε δτι θά πήγαινα ε­ κεί, καί έρριξε μιά σύντομη ματιά στό βιβλίο των πελατών κάτω στό γραφείο, θά προτιμούσε νά μήν άντιληφθοΰν τήν παρουσία του καί τό ενδιαφέρον του νά δή τόν κατάλογο των επιβατών καί γΤ αυτό πιθανόν νά έψαξε νά βρή τ’ δνομά μου άπό τήν ανάποδη, χωρίς νά γυρίση δηλα­ δή τό βιβλίο πρός τό μέρος του... “Ό­ ταν, τώρα, διαβάζει κανείς ανάποδα τριψήφιους άριθμούς καί θέλει νά τούς μεταφέρη στό μυαλό του, υπο­ λογίζει τήν άναποδιά καί τούς λογα­ ριάζει άνάλογα. Δηλαδή τόν άριθμό 123, ανάποδα, τό μάτι τόν συλλαμβά­ νει 3—2—1 καί κατόπιν τόν άντιστρέφει στό μυαλό. Αυτό, λοιπόν, έκανε καί ό Γκουντνερ μέ τόν άριθμό του δωματίου μου, πού ήταν ό 609. Τόν είδε άνάποδα καί έκαμε τή σκέψι δτι, άφου άπό τήν άνάποδη τόν έδιάβαζε 609 άπό τήν καλή θά ήταν ό άριθμός 906. Δεν πήγε ό νους του στό εξαι­ ρετικό γεγονός δτι αυτός ό τριψήφιος άριθμός καί άπό τήν καλή καί άπό τήν άνάποδη διαβάζεται 609. Έτσι, άντί νά έρθη στό δωμάτιό μου—στό δωμάτιο 609—πήγε στό δωμάτιο του Ντέβελυν —στό δωμάτιο 906. τσι πιστεύω κι’ εγώ πώς έγινε τό λάθος, παραδέχτη­ κα εγώ. Μπήκε στό δωμάτιο καί περίμενε τόν άνθρωπό του... "Οχι 3 Πιό πιθανό φαίνεται νά έφτασε στό ξενο­ δοχείο λίγα λεπτά μετά τήν άφιξι τών θυμάτων του. Τή στιγμή πού ό

ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

Γκουντνερ άνοιξε τήν ξεκλείδωτη πόρ­ τα, ό ’Άνσλεϋ βρισκόταν μόνος στό δωμάτιο του λουτρού γιά νά φέρη τά ποτήρια καί τό ποτό. Ό ’Άνσλεϋ ή­ ταν στό άνάστημά σου καί στά χρό­ νια σου καί ό Γκοΰντνερ θά τόν έξέλαβε γιά σένα. Ό Γκοΰντνερ τού έπετέθη... Ό Ντέβελυν άκουσε τούς ρόγχους καί έτρεξε νά δή τί συμβαίνη άφίνοντας τή μποτίλια καί τά πο­ τήρια νά πέσουν άπό τά χέρια του. Ό Γκοΰντνερ δεν έδίστασε. Τί ένας φόνος τί δυό. Εκείνο πού τόν ένδιέφερε ήταν νά μήν υπάρχουν μάρτυ­ ρες. Καί τώρα δίνεται ή πιθανή έξήγησις τής παρουσίας τού "Ινγκραχαμ. "Ακούσε τή φασαρία καί μπήκε νά δή τί συνέβαινε. Τότε ό Γκοΰντνερ έ­ βγαλε τό πιστόλι του καί τόν υπο­ χρέωσε νά μεταφέρη τούς δυό πνιγ­ μένους στήν ντουλάπα. Κι’ δταν ό "Ινγκραχαμ έκανε δ,τι τόν πρόσταξε, ό Γκοΰντνερ τόν μαχαίρωσε άπό πί­ σω καί έκλεισε επάνω του τήν πόρτα. "Ετσι περίπου διεδραματίσθη τό τρι­ πλό αύτό έγκλημα... Εκείνη τή στιγμή μέ πλησίασε μιά νοσοκόμα καί μέ παρακάλεσε νά βγώ άπό τό δωμάτιο γιατί έκανα κακό στόν άρρωστο. Καθώς σηκωνόμουν, ό ’Όρετ μ’ έπιασε άπό τό μπράτσο. — Παρακολούθησε τά τηλεγραφή­ ματα πού έρχονται άπό τή Νέα Ύόρκη, άν θέλης νά μάθης τή συνέχεια αύτής τής ιστορίας, είπε. "Εδωσα στήν άστυνομία όλα τά στοιχεία γιά τόν "Αρχοντα I θά πληρώση άκριβα τό άσχημο παιχνίδι, πού μοϋ έπαιξε !... ΤΕΛΟΣ

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49


ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΑΣ Άπό τά πολυπληθή γράμματα α­ ναγνωστών, πού μάς έφερε ό ταχυ­ δρόμος αυτή την εβδομάδα, ή διευθυνσις τής «Νυχτερίδας» ξεδιάλεξε μερικά άπό τά πιό χαρακτηριστικά, πού εκφράζουν τον ενθουσιασμό τοϋ κοινού για τις εκδόσεις της. Στό επόμενο τεύχος, θά δημοσιευθουν άποσπάσματα άπό τά γράμμα­

τα αύτά μαζί μέ τά ονόματα καί τις διευθύνσεις των επιστολογράφων μας. Προσεχώς, μάλιστα, πρόκειται νά καθιερωθή καί ειδική σελίδα άλληλογραφίας, οπότε θά άπαντήσωμε σέ κάθε έπιστολή έκτενώς καί μέ σειρά λήψεως. Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ δέν διαφθείρουν τήν ψυχή καί δεν τό έγκλημα !

εξωθούν προς

Άπεναντ ί ας άναπτύσσουν τό αίσθημα τού ΔΙΚΑΙΟΥ καλλιεργούν τό αίσθημα τού ΚΑΛΟΥ εξαιρούν τήν "

τιμωρό δύναμι τού

ΝΟΜΟΥ

προάγουν καί καλλιεργούν τήν ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ I

Εις τά άναγνώσματά μας, πού εΐναι όλα δια­ λεγμένα από τά καλύτερα τού κόσμου, μια τρο­ μερή πάλη διεξάγεται πάντα μεταξύ τού Καλού καί τού Κακού! Τό Καλό—δηλαδή ή ’Έννοια τού Δικαίου—νι­ κά πάντα καί τό Κακό —δηλοιδή ό Κόσμος τού Εγκλήματος —συντρίβεται I Αύτό άκριβώς κάνει τά άναγνώσματά μας νά έχουν ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙ!

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

*

'Ένας τραχύς καί πανούργος αστυνομικός, ένας καινούργιος άσσος μέ άσύγκριτη καί κεραυνοβόλα δράσι, ό ΧΕΡΜΑΝ ΣΤΟΝ, προτείνει τό στήθος του στόν ίδιο τόν θάνατο καί αρπάζει άπό τόν γιακά δυό βδελυρούς καί άδυσώπητους δολοφόνους 1

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ!






ΕΒΔΟΜ ΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΥΠΟ

ΝΤΑΙΗ ΚΗΝ Μετάφρασις : Σ. Πετρίτη Επιμέλεια Εξωφύλλου: Βύρ. Άπτόσογλου

12

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

12


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ : Στέλιος Άνεμοδο’υράς ΓΡΑΦΕΙΑ : Όδός Δεληγιώργη 30 -

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ υπό Άγκάθα Κρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ύπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ υπό· Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ύπό Μπερκέλεϋ Γκραίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ύπό Στήλ Τουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ύπό Ντάσιελ Χάμμετ. 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΟνΝ ύπό Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ύπό Ντέϋ Κέϊν. 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ ύπό Νταίη Κήν. Τά παρελθόντα τεύχη πωλοϋνται εις τα Γραφεία της «Νυχτε­ ρίδας» αντί δραχμών 2.000 έκαστον. ·

ΔΥΟ

ΛΟΓΙΑ

Τό πρώτο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ, ό «θάνατος του Ζορρό», πού κυριολεκτικά ενθουσίασε τούς άναγνώστας μας, τε­ λειώνει σ’ αυτό τό τεύχος μας. Τό εξώφυλλό του τυπώνεται στο μεταξύ και πολύ σύντομα θά τεθη στη διάθεσι τών ανα­ γνωστών μας. _ Τό δεύτερο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ, «Ό Ταρζάν καί ό Τί­ γρης» πού άρχίζει άπό τό επόμενο τεύχος μας, είναι μιά άσύγκριτη ύπερπεριπέτεια του Βασιλιά τής Ζούγκλας γεμάτη συγ­ κλονιστικές συγκινήσεις ! Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ΜΙ λ ΤΡΟΜΕΡΗ ΞΑΝΘΗ ΟΜΟΡΦΟΥΛΗ! τΗταν δέκα καί πέντε. Ό Τζίμ Μάσον, ένας μεγαλόσωμος καί πα­ χύς άντρας, στεκόταν στό κατώφλι του ανοιχτού παντοπωλείου του, κοντά στην ακρογιαλιά, πίνοντας ένα μπουκάλι κρύας μπύρας, όταν ένα γκρίζο αυτοκίνητο, μέ αριθμό κυκλο­ φορίας τής Νέας1 Ύόρκης, μουγγρισε μέσα στον έρημο παράλιο δρόμο άπό την κατεύθυνσι τής Λέσχης Μπήτς καί φρενάρησε στριγγλίζοντας μπρο­ στά στις άδειες άντλίες βενζίνης, πού ύπήρχαν μπροστά στό παντοπω­ λείο. —Χαλάνε τά λάστιχα μέ τέτοια τις εισπράξεις τής ημέρας. ?Ηταν μό­ φρεναρίσματα 1, σκέφτηκε ό Μάσον. νος. Δέν του άοεσαν οί τρόποι τής Καί είπε καλόκαρδα : ξανθής, ούτε μό ψυχρό βλέμμα της. —Λυπούμαι, μά δεν ε>ω οϋτε στα­ Άναρωτήθηκε γιατί ό σύντροφός γόνα βενζίνη. της είχε μείνει έξω, στό αύτοκίνητο. Μιά ξανθή, μέ στενό, κοντό, κί­ — ΓΙόση ζάχαρη θέλετε ; ρώτησε. τρινο παντελόνι, βγήκε, άπό τό, αυτο­ Ή ξανθή έβγαλε ένα δελτίο τρο­ κίνητο καί προχώρησε προς τον χρυ­ φίμων από τό πορτοφολάκι της κι* έ­ σό κύκλο, πού έρριχναν τά φώτα του κοψε ένο κουπόνι. καταστήματος. —Πέντε λίτρες. Καί, όταν ετοιμά­ — "Εχουμε άφθονη βενζίνη, είπε. σετε τή ζάχαρη, θά πάρω . μισή λί­ Μά δέν έχουμε ζάχαρη. ’Έχεις κα­ τρα μπέικον, ένα ψωμί, δέκα αύγά θόλου, χοντρέ ; καί καφέ. Τό χαμόγελο έσβησε άπό τό πρό­ Ό Μάσον ξεχνώντας τήν άνησυσωπο του Μάσον. Δέν του άρεσε τό χία του χαμογέλασε κΤ άρχισε νά έαστείο. τοιμάζη τή ζάχαρη. —"Εχω ζάχαρη, είπε. — Είμαι βλάκας, σκέφτηκε. Γιά Κρατώντας άκόμα τό μπουκάλι μιά στιγμή, νόμισα πώς θά μέ λή­ μέ την μπύρα γύρισε καί μπήκε στό στευαν. κατάστημα. Ή ξανθή τόν ακολούθησε. Ή ξανθή εξακολούθησε νά τριγυ-1 Ή μέρα' ήταν πολύ ζεστή καί ή ρίζη μέσα στό κατάστημα εξετάζον­ νύχτα πού είχε πέσει δέν είχε κατα­ τας τά εμπορεύματα καί τις τιμές. φέρει νά σκορπίση την κάψα. Δυό ανεμιστήρες, πού περιστρέφονταν αρ­ Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα φρεγά επάνω στό ταβάνι, έδιναν μιάν σκοανοιγμένο κασσόνι μαρμέλαδας, αύταπάτη δροσιάς. άγγιξε μέ τό δάχτυλό της τό πυ­ Ή ξανθή έρριξε μιά διαπεραστική κνόρρευστο υγρό καί τό έγλειψε σκε­ ματιά γύρω. πτικά. —Αύτό είναι τό κατάστημα του —Τί είναι αύτό ; ρώτησε. Μάσον; Ό Μάσον σήκωσε ντό κεφάλι του. —Έγώ είμαι © Μάσον, είπε ό — Μαρμέλαδα «Γκουάβα», άπάνπαντοπώλης. Είστε τυχερή. Σέ πέντε τησε. Είναι σπουδαία καί φρέσκια λεπτά θά είχα κλείσει. καί δέν χρειάζεται δελτίο. ΤΗρθε άπό "Ενοιωσε μιάν αόριστη καί ξαφνι­ τήν Τάμπα σήμερα τό άπόγεμα. κή ανησυχία. Τό χοντρό πορτοφόλι — Πουλήσατε πολύ ; του. στην τσέπη του, ήταν γεμάτο μέ — Μερικά κουτιά, είπε ό Μάσον


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χαμογελώντας. Προέρχεται από την Κούβα, ξέρετε. —Ναι, ξέρω, είπε ήρεμα ή ξανθή. Ξανακύτταξε τό κασσόνι μέ τή μαρμέλαδα καί είδε ότι έλειπαν δυο από τα μακρουλά ξύλινα κουτιά πού περιείχε. "Έμεινε γιά λίγο σκεπτική. "Επει­ τα πλησίασε στην πόρτα καί είπε : — Εντάξει, Τσίσκο. ■1*"ναο λιγνός, μελαχροινός καί καλοντυμένος άντρας τριανταπέντε περίπου χρόνων, πρό­ βαλε μέσ’ από τή νύχτα. —Πρέπει νά δουλέψουμε γοργά, εΐπε κοφτά. "Ερριξε μιά ματιά στο ρολόι του χεριού του. Ή αστυνομική περίπολος θά πέ­ ραση άπό εδώ λίγα λεπτά μετά τί*ς δέκα, πρόσθεσε. Ό Μάσον, μ5 ένα βάζο σέ κάθε χέρι, γύρισε καί τον άντιμετώπισε. —Ε1, εΐπε. Τί σημαίνει αύτό ; Ό μελαχροινός χαμογέλασε μέ σφιγμένα χείλη. —Μην κακοκαρδίζεσαι, φίλε, είπε. Μά φοβούμαι πώς έμπλεξες σέ άσχη­ μη δουλειά. Γύρισε άπότομα. — Εΐναι δλα εδώ ; ρώτησε τήν ξανθή. —"Οχι, είπε αυτή. Λείπουν δυό κουτιά. Αύτός κούνησε τό κεφάλι του. —Διάβολε I Τό φοβήθηκα αύτό δταν μέ φώναξες. Ό Μάσον βγήκε πίσω άπό τόν μπάγκο του. —Σταθήτε μιά στιγμή I Δεν κατα­ λαβαίνω. Τί σημαίνουν δλα αύτά. Αγνοώντας τόν χοντρό παντοπώ­ λη, ή ξανθή άπλωσε τό χέρι της καί γύρισε τόν διακόπτη, σβήνοντας τά φώτα. —Καλά θά κάνης νά πας τό αύτοκίνητο πίσω άπό τό μαγαζί, εΐπε στόν συνοδό της. θά μπορέσουμε νά φορτώσουμε πιό άνετα άπό εκεί. Μελέτησε τό πρόσωπο του Μάσον σκεπτικά καί πρόσθεσε :

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ —Εξάλλου, μπορεί ν’ αργήσουμε νά τελειώσουμε μ* αυτόν. Ό μελαχροινός βγήκε άπό τό κα­ τάστημα. Ό Μάσον τόν άκουσε νά βάζη μπροστά τή μηχανή του αύτοκινήτου καί νά τό οδηγεί πίσω άπό τό κατάστημα, άπ’ δπου δέ θά φαι­ νόταν άπό τόν δρόμο. Μέ τά παχειά μάγουλά του σκε­ πασμένα άπό Ιδρώτα ό Μάσον έκανε ένα γοργό βήμα προς τά έμπρός καί σταμάτησε, βλέποντας τό κορίτσι νά βγάζη ένα πιστόλι άπό τήν τσάντα της καί νά τό στρέφει· πρός τό στο­ μάχι του. —"Ησυχα, χοντρέ, του είπε. ΚΓ άν εκείνος ό φίλος σου ό αστυφύλα­ κας έρθη καί χτυπήση στήν πόρτα του μαγαζιού, μή βάλης τίποτα παλαβές ιδέες στο μυαλό σου, άλλοιώς θά σκο­ τώσουμε κι’ εσένα κι5 αυτόν. Καθώς μιλούσε, υποχώρησε πρός τήν πόρτα καί τήν κλείδωσε. "Επειτα άρχισε νά κατεβάζη τά εξώφυλλα τών προθηκών. · Άπό τό πίσω μέρος τού καταστή­ ματος, ό μελαχροινός φώναξε : —Υπάρχει ένα μεγάλο δωμάτιο εδώ. θά τόν δουλέψουμε καλύτερα εδώ πέρα. _

\

'ί*ιγώντας καί ιδρώ­ νοντας ό Μάσον σκέφτηκε άσάλευτος μέσα στο μισοσκόταδο : «θ ά σκοτώσουμε κι’ εσέ­ να κΓ αυτόν, θά τόν δουλέ­ ψουμε εδώ πέραί Αύτό είναι τρέλλα, είναι απίστευτο. Δέν συμβαί­ νει σέ μένα. Όνειρεύουμαι. Δέν τούς έχω ξαναδεί αυτούς τούς %υό αν­ θρώπους ποτέ μου», —Ακούστε, ίκέτευσε. Πρέπει νά συμβαίνει κάποιο λάθος, θά μέ περ­ νάτε γιά κάποιον άλλον. Πάρτε 5,τι θέλετε άπό τό μαγαζί. Μά κρύψτε αύτό τό πιστόλι. Μπορεί νά πάρη φωτιά. Ή ξανθή τού χαμογέλασε σκυ­ θρωπά. —Πήγαινε στο πίσω δωμάτιο,χον­ τρέ, διέταξε. "Εχομε νά κουβεντιά­ σουμε μαζί σου. Ό Μάσον μελέτησε τό πρόσωπό της στο φώς τού φεγγαριού πού έμ­ παινε άπό τούς φεγγίτες. Κατάλαβε,


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ μ* ένα παράξενο και απερίγραπτο συναίσθημα στό στομάχι, οτι δεν θάβγαινε ποτέ ζωντανός από τό πίσω δωμάτιο. Ρίζωσε τά πόδια του χάμω. — Δέν πάω πουθενά! Θά κουβεν­ τιάσουμε εδώ καί... Μια ασημένια λάμψις άστραψε στό φως του φεγγαριού, καθώς ^ ξανθή τόν χτυπούσε άγρια στό κρό­ ταφο μέ την κάννη του πιστολιού τηςΌ Μάσον έπεσε πρώτα στα γό­ νατα κι* έπειτα τό παχύ του σώμα κατέρρευσε στό πάτωμα. '-Η ξανθή τόν ξαναχτύπησε. Καθώς σήκωνε τό πιστόλι της για τρίτη φορά, ό φίλος της τήν άρπαξε από τό μπράτσο. —"Ησυχα τής είπε απότομα. ’Άφησε καί σε μένα λίγο. Μήν ξεχνάς πώς πρέπει να μιλήση... ...Ό Σερίφης ’Όρις Γουέϊντ, τής Επαρχίας Παλμέτο, έσπρωξε τό πλα­ τύγυρο καπέλλο του πίσω, επάνω στα λιγοστά γκρίζα μαλλιά του, καί έ­ στριψε ένα τσιγάρο μέ δάχτυλα πού έτρεμαν ελαφρά. — Αύτό ’ξεφεύγει από τήν κανονι­ κή τροχιά τής δουλειάς μου, παρα­ δέχτηκε. Ποιός θάθελε νά κάνη ένα τέτοιο πράγμα στον Τζίμ ; Ό Κόλ Γουάϊτ, ό βοηθός του, σηκώθηκε άπό τό πάτωμα, όπου εί­ χε γονατίσει δίπλα στό κορμί του νεκρού παντοπώλη, καί προχώρησε πρός τήν πίσω πόρτα μέ τό πρόσω­ πο συσπασμένο άπό τή φρίκη. —Αυτός πού τό έκανε πρέπει νά ήταν τρελλός. Ό νεκρός παντοπώλης δέν ήταν όμορφος. Τά περισσότερα δόντια του έλειπαν. Τό πρόσωπό του είχε πολτοποιηθή άπό τά χτυπήματα. Κά­ τω άπό τά νύχια τών χεριών καί τών ποδιών του ήσαν μπηγμένα καψαλι­ σμένα ξυλαράκια. Καί, στό τέλος τού μαρτυρίου του, τόν εΐχαν πυροβολή­ σει δυο φορές στήν καρδιά. Ό Γουέϊντ άνασήκωσε τό πτώμα ελαφρά καί μέ τόν σουγιά του έβγα­ λε μιά σφαίρα άπό τό πάτωμα, όπου ήταν καρφωμένη. — Μικρή, ϊσως τών 32 χιλιοστών, είπε στον βοηθό του. "Αν ή κυρία

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

Μάσον μπορεί νά μιλήση, μάθε άν λείπη τίποτα. Ό Γουάϊτ βγήκε άπό τό δωμάτιο. Ι^αθισμένος χά­ μω, ό Σερίφης Γουέϊντ μελέτησε τά γνωστά γεγονότα. 7Ησαν λίγα. Ή κυρία Μάσον ε^χε βρή τό πτώμα στις δέκα καί μισή, όταν ό άντρας της δέν έπέστρεψε στό σπίτι άπό τό μα» γαζί τήν ώρα πού έπρεπε. Μολονότι τόσπίτι ήτανάπό τήνάλλη μεριά τού δρόμου, δηλαδή δεκαπέντε μόνο μέτρα μακρυά, ή κυρία Μάσον δέν είχε άκούσει τούς πυροβολισμούς. ΚΓ ούτε είχε άκούσει τόν άντρα της νά φωνάζη. Ή_κατάστασις τού πτώματος καί τό παχύ πορτοφόλι στήν τσέπη τού Μάσον έδειχναν ότι δέν έπρόκειτο γιά ληστεία. Ό Μάσον ήξερε κάτι, πού κάποιος άλλος ήθελε νά μάθη. Ό Γουέϊντ άνασκόπησε όσα ήξερε γιά τόν νεκρό. ?Ηταν ένας εργατικός καί καλόκαρδος οικογενειάρχης, πού όλοι συμπαθούσαν. Ούτε δάνειζε ού­ τε δανειζόταν χρήματα. Είχε τή δουλειά αυτή στό ίδιο μέρος άπό χρόνια. Τό σπίτι καί τό κατάστημα άπό τή μιά κΓ άπό τήν άλλη μεριά τού δρόμου, ήσαν ιδιο­ κτησία του. Αγόραζε καί πωλοΰσε τοϊς μετρητοίς. Καί στή ζωή του δέν υπήρχε καμμιά άλλη γυναίκα εκτός άπό τή σύζυγό του. —Δέν καταλαβαίνω, μουρμούρισε ό σερίφης. ’Έβγαλε τό καπέλλο του καί σκού­ πισε τήν εσωτερική ταινία άπό μου­ σαμά. Ό Τζίμ Μάσον ήταν φίλος του. '?Ησαν κι* οί δυο ντόπιοι, άπό τή Φλόριντα. "Οταν ήσαν παιδιά, έ­ παιζαν μαζί. Ό Γουάϊτ μπήκε κοατώντας ένα κίτρινο χαρτί. — Ή κυρία Μάσον κλαίει άκόμα καί δέν μπορεί νά μιλήση, είπε. Μά βρήκα αύτό στό μπάγκο τού μαγα­ ζιού. Είναι ή φορτωτική τών εμπο­ ρευμάτων πού ήρθαν σήμερα τό άπόγεμα. Καί, εκτός άν ό Τζίμ τά έχη μεταφέρει σ’ αύτό τό δωμάτιο, λείπουν τετρακόσιες λίτρες ζάχαρη, ένα κασόνι μαρλελάδας «Γκουάβα»


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

και ένα κουτί ζαχαρωτά. Ό Σερίφης Γουέϊντ έρριξε μιά γοργή ματιά μέσα στό δωμάτιο πού χρησίμευε ώς άποθήκη.^ —Αμφιβάλλω άν εΐναι εδώ. Α­ πό τόν καιρό πού εφαρμόστηκαν τά δελτία τροφίμων, ό Τζίμ είχε πάντα τη ζάχαρη εκτεθειμένη στό κατάστη­ μα, γιά νά την βλέπουν όλοι. ’Άν ό­ μως κάποιος πήρε τη ζάχαρη, τη μαρμελάδα και τά ζαχαρωτά, γιατί δεν πήρε καί τό πορτοφόλι του Τζίμ; Καί γιατί τόν βασάνισαν ; "Μ"ό τηλέφωνο αντή­ χησε μέσα στό κατάστημα κΓ ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στήν πρόσοψι. Καθώς ό Γουέϊντ περνούσε στό κα­ τάστημα για ν’ άπαντήση στό τηλέ­ φωνο, ό γιατρός Χάνσον, ό ιατροδι­ καστής τής περιφέρειας, έμπαινε στό κατάστημα από τήν μπροστινή πόρτα. —Εΐναι ό Τζίμ, γιατρέ, είπε ό σε­ ρίφης. Είναι στό πίσω δωμάτιο. —Τόν σκότωσαν με πιστόλι; —Καί τόν βασάνισαν, πρόσθεσε σκυθρωπά ό ήλικιωμένος σερίφης. Ό Χάνσον σταμάτησε γιά μιά στι­ γμή γιά νά ρίξη μιά ματιά συμπά­ θειας στήν κυρία Μάσον, πού έκλαιγε. Ό Γουέϊντ σήκωσε τό ακουστικό. 7Ηταν ένας χωροφύλακας, ό Πάτ Τζίντυ. —"Εχουμε κΓ άλλο ένα, σερίφη. —ΚΓ άλλο... τί;

—Πτώμα, είπε ό χωροφύλακας. Ή άκρογιαλιά γέμισε από πτώματα, άπόψε, φαίνεται. Καλά θά κάνης νά πηδήσης στό αύτοκίνητό σου καί νάρθης στό Μπίλς Μπόουτ Μπέϊσν.

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ —Κάποιος τουρίστας, εΐπε ό Τζίν τυ. "Ενας αδύνατος γεροντάκος εξήν­ τα χρονών. Καί εξήγησε στον σερίφη, ότι κατευθυνόταν στό κατάστημα του Μά­ σον, όταν ό Μπράουν, πού είχε μιά καντίνα κοντά στό Μπίλς Μπόουτ Μπέϊσν, σταμάτησε τά αυτοκίνητό του. — Τό όνομα τού θύματος εΐναι Κάμπελ, εΐπε τελειώνοντας τήν άφήγησί του. Καί, απ’ όσα μπόρεσα νά μάθω ώς τώρα, φαίνεται πώς ήταν συνταξιούχος ύπάλληλος τών ταχυ­ δρομείων. — Πώς τόν σκότωσαν; ρώτησε ό Γουέϊντ, Με πιστόλι ή με μαχαίρι ; —Μέ πιστόλι, εΐπε ό Τζίντυ. "Ι­ σως τών 32 χιλιοστών. — "Ερχομαι αμέσως. Κρέμασε τό άκουστικό καί πέρασε βαρειά στό πίσω δωμάτιο, όπου εΐπε στον βοηθό του καί στόν γιατρό τά νέα. Ό Γουάϊτ ήταν προληπτικός. — Τό κακό τριτώνει πάντα, εΐπε. Νά θυμηθήτε τά λόγια μου. θάχουμε κΓ άλλο πτώμα πριν ξημερώση. Xό Μπίλς Μπόουτ Μπέϊσν, πού ήταν ένα λιμανάκι νιώτ, βρισκόταν ένα μίλι μακρυά επάνω στόν δρόμο του Κόλπου. Γιά νά φτάση έκει, ό Γουέϊντ έπρεπε νά περάση από τή Λέσχη Μπήτς. Ή Λέσχη Μπήτς, ήταν ένα περίτε­ χνο χαμηλό κτίριο, ζωσμένο από πο­ λυτελείς έπαύλεις καί καντίνες. 7Ηταν ένα ακριβό ξενοδοχείο, πού μόνο οί πλούσιοι μπορούσαν νά πλησιάσουν. Τά ενοίκιά του άρχιζαν από τά είκο­ σι πέντε δολλάοια τό άτομο. σερίφης απάντησε στη χαιρετούρα τού θυρωρού μέ τή φανταχτερή στολή μέ μιά ξερή κίνησι τού κε­ φαλιού του. 5Λ||Δέν τού άρεσε ή Λέσχη Μπήτς. Δεν τού άρεσε ή πελατεία της. Πρώτ’ απ’ όλα, έπιναν πολύ. Λίγοι από τούς πελάτες γνώριζαν τήν άξια τών χρημάτων. Τούς οκτώ από τούς δώ­ δεκα μήνες τού χρόνου, ή ακρογιαλιά κοιμόταν ήρεμα καί ειρηνικά, κάτω από τόν ήλιο. Δεν γίνονταν σχεδόν καθόλου ένκλή ιαταστόδιάστηυα αυτό.


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ Στους τέσσερις όμως μήνες τής τουριστικής κινήσεως, συνέβαιναν τό­ σα εγκλήματα, όσα σέ κανένα άλλο μέρος. Ό Τζίντυ τόν περίμενε στόν δρόμο. — Είναι τό πιο καταραμένο πρά­ γμα πού έχω δει ποτέ μου, είπε στόν σερίφη. "Ένας γέρος κάθεται, κυττάζοντας τή δουλειά του, τρώγοντας ένα νυχτερινό κολατσιό, καί μιά γυ­ ναίκα μπαίνει μέσα καί τόν σκοτώνει. Ό Σερίφης Γουέϊντ βγήκε άπό τό αυτοκίνητό του. —Ποιά γυναίκα ; —Μιά ξανθή με κοντό κίτρινο παντελόνι, είπε ό Μπράουν ό ιδιοκτή­ της τής καντίνας. Δεν τήν είδα νά τόν πυροβολή. Μά φαντάζομαι ότι αυτή θά ήταν. Χτύπησε στήν πόρτα μου στις δέκα καί μισή καί ρώτησε πιά ήταν ή έπαυλις όπου έμενε ό Κάμπελ. —θά τήν άναγνωρίζατε αν τήν ξαναβλέπατε ; ρώτησε ό Γουέϊντ. Ό Μπράουν δέν ήταν βέβαιος. — Ξανθές με κοντά παντελόνια συ­ ναντά κανείς σέ κάθε βήμα του εδώ, είπε. Δέν τήν πρόσεξα πολύ. Ό Τζίντυ ώδήγησε τόν σερίφη στήν έπαυλι. ^Ηταν φτηνά καί άσχη­ μα επιπλωμένη. "Ένας γεροντάκος, σχεδόν φαλακρός, ήταν πεσμένος μέ τό κεφάλι εμπρός επάνω σ’ ένα τρα­ πέζι. Τό εμπρός μέρος τής ρόμπας του ήταν ποτισμένο μέ αίμα. Στό ένα του χέρι έσφιγγε άκόμα ένα κομμάτι αι­ ματοβαμμένο ψωμί. 'Ένα μπρίκι μέ καφέ ήταν τοποθετημένο επάνω σέ μιά γκαζιέρα. Ό καφές είχε έξατμιστή καί στεγνώσει. Ό Τζίντυ έδειξε τόν νεκρό. —Κύτταξε τήν έκφρασι του προ­ σώπου του, σερίφη, εΐπε. Δέν πρόλα­ βε νά καταλάβη κάν τί συνέβη ! Ή γυναίκα μπήκε γραμμή μέσα καί τού τήν έρριξε. Ό Γουέϊντ έσκυψε καί έξήτασε τό ψωμί. ’Ήξερε τις ικανότητες του. Δέν ήταν ντέτεκτιβ. Μά είχε τήν κρίσι του κοινού άνθρώπου. — Κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ, είπε. Τό βλέμμα του γύρισε σέ μερικά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

ράφια γεμάτα τρόφιμα, επάνω άπό τήν γκαζιέρα. » — Γιατί ένας άνθρωπος μέ άφθονο βούτυρο καί μαρμελάδα, πρόσθεσε. κάθησε νά φάη σκέτο ψωμί; —Λοιπόν ; ρώτησε ό Τζίντυ. Ό Σερίφης Γουέϊντ κούνησε τό κεφάλι του. — Δέν .ξέρω. * Απλώς έκανα μιά παρατήρησι. "ίσως ή δολοφονία αυτή έχει σχέσυ μέ τόν θάνατο τού Τζίμ« —Αγόραζε άπό τόν Τζίμ, είπε ό Μπράουν. Είχε, μάλιστα, άγοράσει μερικά πράγματα σήμερα τό άπόγεμα.

Ο

Τζίντυ άνασήκωσε τό κορμί άπό τόν έναν ώμο γιά νά έξετάση καλύτερα τήν πληγή. Τά χείλη του συσπάστηκαν. —Διάβολε !, έκανε. Κύτταξε αύτό τό κάψιμο άπό μπαρούτι I "Εσπρωξε τό πτώμα γιά νά μπορέση ό Σερίφης Γουέϊντ νά δή τό κά­ ψιμο. Καθώς τό έκανε αύτό, άπό τό δεξιό χέρι τού νεκρού, πού ήταν δι­ πλωμένο κάτω άπό τό στήθος του, ένα μικρό πιστόλι γλύστρησε κι’ έπε­ σε χάμω μέ βρόντο. Ό Γουέϊντ τό κάρφωσε μέ τή φω­ τεινή δέσμη τού φαναριού του. νΗταν ένα φτηνό πιστόλι τών 32 χιλιοστών. Ό Μπράουν ήταν ό πρώτος πού μίλησε. —Διάβολε!, είπε. Δέν πρόκειται γιά δολοφονία I Ό Γέρος αύτοκτόνησε. Ό Τζίντυ πήδησε σέ βιαστικά συμ­ περάσματα. —Ό Μάσον δολοφονήθηκε μ’ ένα πιστόλι τών 32. — Ναι, είπε ό Γουέϊντ σκουπίζον­ τας τό μέτωπό του. Τώρα, τό μόνο πού μάς μένει γιά νά καρφιτσώσουμε τή δολοφονία τού Μασον σ’ έναν νε­ κρό, είναι νά βρούμε τις τετρακόσιες


ΊΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

λίτρες ζάχαρη μέσα ατό αυτοκίνητο τού Κάμπελ. Ό Τζίντυ βγήκε γιά μερικές στιγ­ μές καί ξαναγύρισε. — Ή ζάχαρη είναι στο αυτο­ κίνητό του, άνέφερε. Μά ή μαρμελάδα «Γκουάβα» καί τα ζαχαρωτά δέν είναι. —Ζάχαρη μαύρης αγοράς, έ ; είπε έκπληκτος ό Μπράουν. Ό Κάμπελ ή­ ταν σίγουρα μέλος κάποιας συμμο­ ρίας. "Οταν όμως αυτός κι5 οί σύν­ τροφοί του σκότωσαν τον Τζίμ Μάσον, ό Κάμπελ έχασε την ψυχραιμία του καί αύτοκτόνησε. Ό Γουέϊντ μόρφασε γκρινιάρικα. —Αυτά δλα είναι κουραφέξαλα, γρύλλισε. Στοιχιματίζω πώς αυτό τό πιστόλι σκότωσε καί τόν Μάσον. Μά δέν τόν σκότωσε ό Κάμπελ. Κ α ί δέν αύτοκτόνησε. Ό Τζίντυ δέν ήταν τόσο βέβαιος. — Τότε ποιός τόν σκότωσε; —Δέν ξέρω, παραδέχτηκε ό σερίφης. Πλησίασε στην πόρτα καί κοίτα­ ξε προς τή Λέσχη Μπήτς. — Δέν ξέρω, έπανέλαβε. Μά ένας έξυπνος ντέτεκτιβ θά μπορούσε νά τό ανακαλύψη αύτό.

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΕΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΦΑΙΡΕΣ Ό κήπος τής Λέσχης Μπήτς ήταν άμυδρά φωτισμένος καί όλο λου­ λούδια. Υψηλά, κομψά φοινικόδεντρα δια­ γράφονταν χαριτωμένα απάνω στόν άναστρο ουρανό. Μέ τή συνοδεία μιας όρχήσπρας, ένας τενόρος μέ ά-

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ σημένια φωνή έλεγε μέ λυγμούς ότι ήθελε μια κουκλίτσα εντελώς δική του, μια κουκλίτσα πού νά μην μπο­ ρούσε νά τού πάρη κανείς. Ό Χέρμαν Στόν (πιό γνωστός ως Χέρμαν ό Μεγάλος) έπινε πένθυμα τήν μπύρα του. —’Άλλες δυό τέτοιες εβδομάδες καί θά τρελλαθώ από πλήξι, σκέφτηκε. Βρισκόταν έξω από τήν τάξι του καί τά νερά του καί τό ήξερε αύτό. Στά δικό του περιβάλλον, στόν κόσμο όπου είχε γεννηθή καί μεγαλώσει, μόνο τά άρχιγκαρσόνια, οί νεκροθά­ φτες καί τά πτώματα φορούσαν φράκο. Ό μεγαλόσωμος άντρας, σωστός γίγας, έπληττε. Δέν τού άρεσε ή Φλόριντα. ’Έκανε πολλή ζέστη εκεί. Υ­ πήρχαν εκεί πολλά φοινικόδεντρα, πολλή άμμος καί πολύ νερό. Πεθυμούσε πολύ τούς παγερούς άνεμους τής πατρίδος του καί τό χιό­ νι καί τις θύελλες. Και περισσότερο άπ’όλα πεθυμούσε τήν Κόννι, τήν αγαπημένη του γυ­ ναίκα. ’Έφερε στό νοΰ του τό τηλεγρά­ φημα, πού είχε στείλει στόν Επιθεω­ ρητή Γκρέϊντυ, καί χαμογέλασε: «Άπ’ τήν ύπηρεσία άπόλυσέ με, Γέρο, μά θά γυρίσω πίσω. Αύτό μονάχα ξέρω I Ό γέρο-Γκρέϊντυ, ό προϊστάμενος τού Κεντρικού Γραφείου Ντέτεκτιβς τού Σικάγου, θά γινόταν έξω φρέ­ νων, μέ δέν μπορούσε νά κάνη τίπο­ τα. Ό Χέρμαν ήταν ελεύθερος πολί­ της, λευκός καί τριάντα ενός χρόνων. — Άν δέν τού άρέσει, μπορεί νά μέ διώξει, εΐπε ό Χέρμαν Στόν -στό ποτήρι του μέ τήν μπύρα. Τό περι­ βάλλον είναι πιό πλούσιο γιά τό αΐμα μου. θά φύγω από εδώ. Διώρθωσε τή θέσι ;τοθ μεγάλου πιστολιού του στη ζώνη του. ’Άν ή συμμορία Μάκ Τζίννις ήθελε νά δοκιμάση νά τόν ξεκάνη, θά φρόντιζε νά τούς άπαντήση όπως έπρεπε. Μό­ νο ή συντροφιά τού Σερίφη Γουέϊντ. πού ήταν συστρατιώτης τού Έπιθεωρητου Γκρέϊντυ στόν πρώτο παγκό­ σμιο πόλεμο, καί τό γεγονός ότι ή


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

διαμονή του στή Λέσχη Μπήτς κόστι­ Τά χρήματα χάθηκαν ώς διά μα­ ζε στήν πόλι του Σικάγου επάνω άπό γείας. τριάντα δολλάρια την ήμερα, έκανε — Μάλιστα κ. Μπέκερ, είπε. τή ζωή του κάπως ανεκτή στή ΦλόΚαί πρόσθεσε σέ χαμηλότερο ριντα. τόνο : Τώρα δμως δλα είχαν τελειώσει, — Μπορώ καί νά τό χάσω, άν θέ­ θά γύριζε στό Σικάγο. Δεν μπορού­ λετε, σέρ. σε νά άνεχθή περισσότερο την τεΌ Στόν άκούμπησε άλλο ένα δολμπέλικη καί παρασιτική εκείνη ζωή. λάριο επάνω στό τηλεγράφημα. Νοιώθοντας καλύτερα τώρα, πα•—Εΐσαι σπουδαίος, είπε. ρήγγειλε μιαν άλλη μπύρα, σημειώΚαί πρόσθεσε τά τρία δολλάρια νοντάς την στόν κατάλογο των δαπα­ στόν κατάλογο τών δαπανών το6. νών του. —θά μπορούσαμε νά σέ χρησιμο­ Ξαφνικά, σήκωσε τό κεφάλι του ποιήσουμε στό... στή δουλειά μου. καί συνωφρυώθηκε βλέποντας ένα Ό τενόρος έπαψε νά κλαίη γιά γκρουμ μέ στολή νά διασχίζει τά τήν «κουκλίτσα» του καί χειροκροτή­ τραπέζια λέγοντας σιγανά. ματα του απάντησαν. Ό Στόν άρχι—Ό κύριος Μπέκερ I *Ένα τηλε­ φ σε νά σηκώνεται, έρριξε μιά τεμπέγράφημα για τύν κ. Χέρμαν Μπέ­ λικη ματιά πρός τό μέρος τής ορχή­ κερ στρας καί ξανακάθησε. Δέν ένοιωθε πιά πλήξι. ό παιδί είδε τόν Τά χείλη του κοριτσιού ήσαν μιά Στόν καί κινήθηκε πρός τό μέρος του. κόκκινη μαχαιριά επάνω στή λευκό­ Ό μεγαλόσωμος άντρας σκέφτηκε τητα του προσώπου της. Τά μακρυά, γοργά. Ό.Επιθεωρητής Γκρέϊντυ δεν μαύρα μαλλιά της ήσαν χωρισμένα είχε αργήσει νά άπαντήση στό τηλε­ στή μέση καί δεμένα σέ δυό λεπτές γράφημά του. στριφογυριστές πλεξούδες επάνω άπό —Στόν διάβολο !, μουρμούρισε. τούς κροτάφους τους. Τό μικρό, σφιχτό καί καλοφτιαγμέΜπορώ νά πάρω ένα άεροπλάνο τό νο κορμί της ήταν τυλιγμένο σέ κάτι πρωί καί νά του πώ δτι δέν πήρα τό τηλεγράφημά του. άσπρο καί εφαρμοστό. Τά γαλανά μάτια της ήσαν γεμάτα δροσιά καί "Εβγαλε δυό δολλάρια άπό τήν τσέπη του καί τά άκούμπησε επάνω άκτινοβολία άστρων. Ό Στόν πέρασε τή ματιά του άπό στό τηλεγράφημα. —Δέν μπόρεσες νά μέ βρής, φίλε. τό κορίτσι στόν σύνοδό της. Ό Χέρ­ μαν Στόν ένοιωθε τήν περιφρόνησι Καταλαβαίνεις ;

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΤΗΣ “ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ,, 'Από τόν αναγνώστη μας κ. Σπυρον Παπαγιαννόπουλον, Όδός Τριπόλεως 24, Άθήναι, πήραμε ένα ενθουσιώδες γράμμα άπό τό όποιο δημο­ σιεύομε τό παρακάτω απόσπασμα: «"Οπότε άγοράζω τήν «Νυχτερίδα» κι’ οπού κι* άν , βρίσκωμαι, κά­ θομαι νά |ήν διαβάσω. Σάς διηγούμαι παρακάτω μιά σχετική περιπέτειά μου: ΤΗταν Τετάρτη καί πήγαινα στήν άγορά γιά κάποια δουλειά. »Στό δρόμο αγόρασα μιά «Νυχτερίδα» καί, καθώς πήγαινα τήν διά­ βαζα. Σάς ορκίζομαι γιά πότε βρέθηκα στό... Μοναστηράκι, μολονότι δέν είχα καμμιά δουλειά εκεί 1...» Συμπέρασμα : Μή διαβάζετε «Νυχτερίδα» στό δρόμο, γιατί κινδυ­ νεύετε νά ξεχαστήτε καί νά πάθετε δτι κΓ ό άγαπητός μας αναγνώστης κ. Παπαγιαννόπουλος 1


12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

των άντρων προς τούς άντρες, πού ζοΟν από τόν χορό. Ό χορευτής αυτός ήταν λιγνός και μελαχροινός καί χαμογελαστός. Τό κοστούμι του ήταν υπέροχα κομ­ μένο. —Ζιγκολό I, μουρμούρισε ό Στόν. Μια ξανθή μέ σκληρό πρόσωπο, στολισμένη σαν πολυέλαιος μέ δια­ μάντια, πού ήταν καθισμένη στό δι­ πλανό τραπέζι, έγειρε καί χτύπησε ε­ λαφρά τόν Στόν στόν ώμο. —’Έχομε πόλεμο, είπε αύστηρά. Γιατί δεν είστε στό στρατό; Ή έρώτησις δεν ενοχλούσε πιά τόν Στόν. Τήν είχε άκούσει πολλές φορές άπό διάφορα στόματα. —"Οταν βρεθούμε μόνοι, γλυκεία μου, άπάντησε, θυμήστε μου να σάς δείξω τά πολεμικά τραύματά μου... ΈΡΤ γυναίκα άφησε μια σιγανή κραυγή. Ό νεαρός σύνο­ δός της άρχισε νά σηκώνεται άπό τήν πολυθρόνα του, έρριξε μιά ματιά στούς πλατείς ώμους του Στόν καί ξανακάθησε μουρμουρίζοντας. Ό Στόν έστρεψε πάλι τήν προσο­ χή του πρός τό χορευτικό ζευγάρι. "Ενας νεαρός μέ φράκο μιλούσε στό κοινό : «...έτσι, μέ μεγάλα έξοδα καί γιά πολύ μικρό χρονικό διάστημα μόνο, ή διεύθυνσις τής Λέσχης Μπήτς έχει τή χαρά νά παρουσιάση τό παγκο­ σμίου φήμης χορευτικό ζευγάρι Χοσέ καί Χοσίτσ, πού μόλις έφτασαν άπό τό Ντούρμπαν τής Νότιας Αφρικής!» Ό Στόν πήρε μέρος στα χειρο­ κροτήματα. Τό κορίτσι τόν τραβούσε. Μισοκλείνοντας τά μάτια του, καί μέ λίγη δόσι φαντασίας, έβρισκε πώς έμοιαζε τής Κόννι. Τά άμυδρά φώτα έσβησαν. Σκο­ τάδι απλώθηκε εκτός άπό τήν πίστα όπου στό ρυθμό ενός ονειρώδους βάλς, ό Χοσέ κι’ ή Χοσίτα γλυστρουσαν, γύριζαν καί στροβολίζονταν. Τά κόκκινα χείλη τοϋ κοριτσιού ήσαν μισάνοιχτα καί τά μάτια της ήσαν δυο βαθυγάλανες λίμνες. —Ναι, μουρμούρισε ό Στόν στόν εαυτό του. Μπορώ νά πώ δτι... Σώπασε νοιώθοντας τό μουσούδι

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ενός πιστολιού τ’ άκουμπά σταθερά στόν τράχηλό του. —Μήν κινηθήτε, είπε σιγανά μιά φωνή κοριτσιού στό αύτί του. Καί μή δοκιμάσετε νά τραβήξετε τό πιστόλι σας. Δέν θέλω νά σάς κάνω κακό. Τό μόνο που θέλω είναι νά κουβεν­ τιάσω μαζί σας. Ό Στόν βλαστήμησε τόν εαυτό του. Ό Επιθεωρητής Γκρέΐντυ είχε δίκιο. Ή συμμορία τού Μάκ Τζίννις τόν είχε βρή. Άκούμπησε καί τά δυο χέρια του επάνω στό τραπέζι καί άπάντησε ή­ ρεμα : —Νομίζω δτι κάνατε λάθος. Τό όνομά μου είναι Μπέκερ. ’Ένοιωσε τό πιστόλι στόν τράχη­ λό του νά τρεμίζη ελαφρά. — Κουραφέξαλα!, ψιθύρισε τό κο­ ρίτσι τραχειά. ’Άν τό όνομά σας ή­ ταν Μπέκερ, δέν θά άκουμπούσατε τά χέρια σας στό τραπέζι, θά σηκω­ νόσαστε ζητώντας βοήθεια. Κάποιος φώναξε : — Καθήστε I Δέ βλέπουμε! Τό πιστόλι έπαψε ν’ άγγίζη τόν τράχηλο τού Στόν καί τό κορίτσι γλύστρησε σέ μιά πολυθρόνα δίπλα του. —Τό πιστόλι είναι στραμμένο άκόμα επάνω σας, τόν διαβεβαίώσε. Καί δέν έχω νά χάσω τίποτα πυροβο­ λώντας. Κρατώντας τά χέρια του επάνω στό τραπέζι, ό Στόν κύτταξε τό κο­ ρίτσι μέσα στό μισοσκόταδο. Ήταν μικρόσωμη καί ξανθή καί τρομαγμένη. ορουσε ένα ε­ φαρμοστό βραδυνό φόρεμα. 'Ένα μαντήλι σκέπαζε τό πιστόλι. Δέν τήν είχε ξαναδή ποτέ. — Τό όνομά μου εΐναι Μπέκερ, έπανέλαβε. Αυτή είπε άδιάφορα : — Λέτε ψέματα. Τό όνομά σας εί­ ναι Χέρμαν Στόν. Εΐστε ένας άπό τούς μεγαλύτερους άσσους τοΰ Γρα­ φείου Ντέτεκτιβς τού Σικάγου. Σάς επονομάζουν «Χέρμαν ό Μεγάλος», γιατί έχετε κάνει τρομερή θραύσι στις τάξεις τών γκάγκστερς. Ό Στόν κατάλαβε δτι τό κορίτσι


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ έκλαιγε, χωρίς δάκρυα, μέ ξερούς λυγμούς. —Λοιπόν ; Αυτή συνέχισε μηχανικά, σαν νά έκανε άπαγγελία : —Είδατε τον Χάνκ Μάκ Τζίννις νά σκοτώνη κάποιον Κόουρτνευ Γκλάς. Σάς πυροβόλησε δυό φορές στό στο­ μάχι, μά τόν συλλάβατε. Είναι τώρα στή φυλακή, περιμένοντας νά δικα­ στή ώς δολοφόνος. "Οταν βγήκατε άπό τό νοσοκομείο, ό επιθεωρητής σας σάς έστειλε εδώ κάτω για νά άναρρώσετε καί νά κρυφτήτε ώσπου ν’ άρχίση ή δίκη, γιατί συνήθως οί μάρ­ τυρες εναντίον του Μάκ Τζίννις ε­ ξαφανίζονται πριν άπό τή δίκη. Αυτά που είχε πή ή ξανθή ήσαν άλήθεια. Είχαν γράφει σχετικά οί ε­ φημερίδες. Μόνο τό μέρος όπου βρι­ σκόταν ό Στόν είχε κρατηθή μυστικό. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ χαλά­ ρωσε τους μυώνες του δεξιού χεριού του για νά είναι έτοιμος νά τραβήξη κάθε στιγμή τό πιστόλι του. —Έν τάξει. Είμαι ό Στόν. Λοι­ πόν ; Ετοιμάστηκε νά δεχτή μιά σφαί­ ρα. Μά δέν ήρθε. Απεναντίας, ή ξαν­ θή έσπρωξε τό πιστόλι επάνω στό τραπέζι, πρός τό μέρος του. —Χρησιμοποίησα τό πιστόλι, είπε, γιά νά σάς πείσω νά μέ ακούσετε. Είμαι σέ πολύ δύσκολη θέσι. Πρέπει νά μέ βοηθήσετε. Προσπαθούν νά μέ ενοχοποιήσουν ώς δολοφόνο. Ό Χέρμαν Στόν σκέπασε τό μι­ κρό πιστόλι μέ τήν παλάμη του. Έταν ένα παιχνιδάκι, μά άπό κοντά μπορούσε νά δώση μιά χαρά τόν θά­ νατο. Έμεινε σιωπηλός περιμένοντας. Τό κορίτοι έμεινε επίσης σιωπηλό κυττάζοντάς τον. —Ποιός προσπαθεί νά σάς ενοχο­ ποίηση ; ρώτησε τέλος ό ντέτεκτιβ. Ή μικρή ξανθή μέ τά σκληρά μά­ τια χαμογέλασε λοξά. — Δέν θά μέ πιστεύατε άν σάς τόλεγα. Ό Χέρμαν σκέφτηκε πώς ήταν ή πολύ τρομαγμένη ή πολύ καλή ηθο­ ποιός. Ή χαμηλή, βαθειά φωνή της ήταν γεμάτη παράκλησι. — Δέν μπορούμε νά μιλήσουμε ε­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

δώ, Παρακαλώ, ελάτε νά μέ συναν­ τήσετε σϊήν άμμουδιά σέ πέντε λε­ πτά. Τό κορίτσι άρχισε νά σηκώνεται, μά ό Στόν τήν άρπαξε άπό τό χέρι. —Τί σημαίνει αυτό ; ρώτησε. Ποιός περιμένει εκεί; Μέ παρασύρετε εκεί γιά νά γίνω στόχος ; —Σάς ορκίζομαι πώς όχι I Ή ξανθή κύτταξε πρός τήν πίστα. Τό πρώτο νούμερο τού Χοσέ καί τής Χοσίτα πλησίαζε στό τέλος του. —Τά φώτα θ’ ανάψουν σ’ ένα λε-■ πτό, είπε Ικετευτικά. Αφήστε με νά φύγω. Κανένας δέν πρέπει νά μάς δή μαζί. Πρόκειται γιά κάτι σοβαρό, σάς ορκίζομαι. Καί, άν μπορέσετε νά μέ βοηθήσετε άποτελεσματικά, θα μοι­ ραστώ τόν πάγο μαζί σας. Ό Χέρμαν Στόν συνωφρυώθηκε. — Ποιόν πάγο; Αυτή ψιθύρισε : — Μήν είστε ανόητος. Έχουμε άπό αυτά αξίας μισού εκατομμυρίου δολλαρίων. Καί, καθώς ή μουσική σταματούσε καί τά φώτα άναβαν, τό κορίτσι ελευ­ θέρωσε τό χέρι της κι’ έφυγε. ^β^,κολούθησε μιά διακριτική βροχή άπό... καθώς πρέπει χειροκροτήματα. —Είμαστε μιά χαρά τώρα, σκέ­ φτηκε ό Χέρμαν. Οί φίλοι μέ βρήκαν. Πάγος σήμαινε διαμάντια στή γλώσσα τού ύποκόσμου. Μηχανικά, άρχισε νά χειροκροτή καί ανακάλυψε ότι κρατούσε άκόμα τό μαντήλι τής ξανθής στό ένα χέρι καί τό πιστόλι στό άλλο. Τά έχω-

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I


14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

σε καί τά δυο στις τσέπες του καί χειροκρότησε με τήν καρδιά του. Τά χειροκροτήματά του αντήχη­ σαν σάν τύμπανο ανάμεσα στά κα­ θώς πρέπει χειροκροτήματα των άλ­ λων. Τό χορευτικό ζευγάρι κύτταζε πρός τό μέρος του. Τό κορίτσι μέ τά μαύ­ ρα μαλλιά άπέσπασε ένα ρόδο άπό ένα μπουκέττο πού κρατούσε καί τό πέταξε στον , μεγαλόσωμο ντέτεκτιβ. —Αυτός αρέσει εμάς, είπε στον συνοδό της. Ό Χοσέ χαιρέτησε τον Στόν, χα­ μογελώντας καί δείχνοντας τά άσπρα δόντια του. —Γ κράτσιας, Σενόρ. Έ στάς μάϊ κουμπλίντο. Ή γυναίκα άπό τό διπλανό τρα­ πέζι μετέφρασε σαρκάστικά : — Ευχαριστώ, κύριε. Εΐστε πολύ ευγενικός —Τά σκυλιά, οί μεθυσμένοι, οί χορευτές καί οί χήρες είναι ή αδυνα­ μία μου, τήν διαβεβαίωσε ό Στόν. "Εχω φτηνά γούστα, δόξα τω θεω. Άκούμπησε ένα χαρτονόμισμα ε­ πάνω στό τραπέζι, διέσχισε τόν κήπο καί μπήκε στόν προθάλαμο, πρός τήν κατεύθυνσι πού είχε πάρει τό κορί­ τσι. Γνώριζε ή πάρα πολλά ή πολύ λίγα. Άν ή ξανθοΰλα ήταν βαλτή, αν έπαιξε έναν ρόλο, ό Χέρμαν ήθε­ λε νά μάθη τί ακριβώς συνέβαινε, — Είδες μιά ξανθούλα μέ κίτρινο φόρεμα ; ρώτησε έναν γκρούμ. 'Θ γκρούμ έδειξε πρός τήν πόρτα, πού ώδηγούσε στην ακρογιαλιά. —Μάλιστα, σέρ. Άπό κεϊ βγήκε.

Ο

Χέρμαν κύτταξε μεσάνυχτα παρά

τήν ώρα. Έταν πέντε. — Ή κλασική ώρα τών δολοφονι­ ών, είπε ξυνά.

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ Πήγε πίσω άπό μιά φοινικιά φυ­ τεμένη σέ μιά μεγάλη γλάστρα καί βεβαιώθηκε δτι τό πιστόλι του ήταν γεμάτο. Δέν τό ξανάβαλε στή θήκη του, αλλά στήν τσέπη τού σακκακιοΰ του. Καθώς έβγαινε πίσω άπό τή φοι­ νικιά, είδε τόν Σερίφη Γουέϊντ νά μπαίνη από τήν κυρία είσοδο καί βλαστήμησε σιγανά. Δέν είχε όρεξι γιά κουβέντα ό Χέρμαν. Είχε δου­ λειά μπροστά του. Ό Γουέϊντ σταμάτησε γιά νά μιλήση στόν μπάλληλο τού ξενοδοχεί­ ου, σκουπίζοντας τό μέτωπό του. —'ό γέρος φαίνεται στενοχωρημέ­ νος, έκάγχασεν ό Χέρμαν. Μά τό χαμόγελο έσβησε άπό τό πρόσωπό του, στή σκέψι οτι ό Επι­ θεωρητής ^Γκρέϊντυ μπορούσε νά εΐχε τηλεγραφήσει στόν Γουέϊντ νά πάη νά δή τόν Στόν καί νά τόν πείση νά άναθεωρήση τήν άπόφασί του καί νά μείνη στή Φλόριντα. —Νά πάρη ό διάβολος ! γρύλλισε. Γλύστρησε πρός τήν πόρτα καί πήρε τή δεντροστοιχία πού ώδηγοΰσε στήν άμμουδιά. Μερικά ζευγάρια περιφέρονταν εκεί κυττάζοντας τό φεγγάρ-, μά δέν είδε πουθενά τήν ξανθούλα. Μέ τό χέρι στό πιστόλι μέσα στήν τσέπη του, ό Χέρμαν προ­ χώρησε κατά μήκος τής δεντροστοι­ χίας μέ προφυλάξεις. Έδώ ό άνεμος καί τό βογγητό τών κυμάτων ήσαν πιό δυνατά. Δέν άκουγε πιά τήν ορχήστρα τής Λέσχης Μπήτς. Ένα νυχτοπούλι έκραξε επά­ νω άπό τό κεφάλι του καί ό Χέρμαν τράβηξε τό πιστόλι του ένστικτωδώς. ΤΗταν άνθρωπος τών πόλεων, συνη­ θισμένος στά πεζοδρόμια καί τήν ά­ σφαλτο, καί έκει βρισκόταν έξω άπό τά νερά του. Στήν άκρη τής δεντροστοιχίας, σταμάτησε κυττάζοντας τά σκαλοπά­ τια πού κατέβαζαν στήν άμμουδιά. 'Η ξανθή τού είχε πή νά τήν συναντήση στήν άμμουδιά. Τά μάτια του έκαναν τό γύρο τής άκρογιαλιάς. Τό κορίτσι τόν περίμενε έκει. Τήν είδε καθαρά, καθώς τό φεγγάρι πρό­ βαλε μέσα άπό ένα άπό τά γοργά, διαβατικά σύννεφα, πού σχηματίζον­ ταν άπό τό μηδέν σ’ ένα σημείο τού


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ———————

ουρανού καί χάνονταν πάλι μυστηριωδώς πιό πέρα. ΤΗταν μόνη. ΧΙίσω της, δεξιά της, αριστερά της, υπήρχε άμμος. Εκ­ τεινόταν σέ μιαν άτέλειωτη καί άψο­ γη κορδέλλα. Δεν υπήρχε μέρος όπου νά μπορούσε νά κρυφτή ένας άνθρω­ πος. Ικανοποιημένος, ό Χέρμαν έχωσε πάλι τό πιστόλι στην τσέπη του, ά­ ναψε ένα πούρο καί προχώρησε προς την ξανθή. Ή άμμος τραγουδούσε κάτω άπό τά βαρειά βήματά τος. Τό πρόσωπο του κοριτσιού ήταν χωμένο στις παλάμες της. Στεγνοί λυγμοί τράνταζαν τό κορμί της. —’Έ, ξανθοϋλα 1, φώναξε ό Στόν. Χρειάστηκε νά ξαναφωνάξη δυνα­ τά για νά τον άκούση επάνω άπό τά βογγητά των κυμάτων καί τό σφύρι­ γμα του άνέμου πού δυνάμωνε. Αύτή τον άκουσε. Κατέβασε τά χέρια της. Τά χείλη της άνοιξαν σ’ ένα είδος 'χαμόγελου. ’Έπειτα, τό πρόσωπό της, συσπάστηκε άπό φόβο. Τά μάτια της στριφογύρισαν τρελλά. — Μή, Τσίκο ! Παρακαλώ, μή μέ σκοτώσης ! Όρκίζομαι ότι δεν σκό­ πευα νά του πω...δεν... Μια γλώσσα άπό φλόγα πέρασε δίπλα στό αύτί του Στόν, άκολουθουμενη άπό τήν έκπυρσοκρότησι ένός μεγάλου πιστολιού. Μιά μικρή, στρογγυλή τρύπα, πού .μεγάλωσε γοργά, σημάδεψε τό μέ­ τωπο του κοριτσιού. Αύτή, άγγιξε τήν τρυπούλα μέ τό δάχτυλό της, σαν νά μήν μπορούσε νά πιστέψη, κι’ έ­ πειτα κατέρρευσε άργά στά γόνατά της, ενώ τό φώς έσβηνε άπό τά μά­ τια της. Τό χέρι του Χέρμαν Στόν έκανε βουτιά για τό πιστόλι του. —Τί διάβολο I, μούγγρισε στριφο­ γυρίζοντας. Ποιος... Τό πιστόλι εκπυρσοκρότησε πάλι, αύτή τή φορά στό πρόσωπο του Χέρ­ μαν. 'Ένας διαπεραστικός, άνυπόφορος πόνος, σάν μιά μεγάλη πυρακτω­ μένη- σφήνα, διαπέρασε τό κρανίο του μεγαλόσωμου ντέτεκτιβ. Τά χέρια του σάλεψαν άπεγνωσμένα στόν άέρα. "Επειτα έκανε δυό

15

—■—---------------------- -- ------ —

γοργά, μηχανικά βήματα, έσκυψε α­ πότομα κι* έπεσε επάνω στήν άμμο. Ό άντρας πού τον είχε πυροβο­ λήσει χαμογέλασε χλωμά. — Καλό ταξ'δ., κ. Μπέκερ... Χέρ­ μαν ό Μεγάλος, ή μάλλον Χέρμαν ό Βλάκας I...

ΕΝΑ ΝΕΚΡΟ ΚΟΡΙ­ ΤΣΙ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙ ! Μέ τό κεφάλι του γεμάτο φωτιά καί τά ρουθούνια του γεμάτα άμμο, ό Χέρμαν Στόν γύρισε μέ δυσκολία άνάσκελα κι* έμεινε εκεί ξαπλωμένος κυττάζοντας τον ούρανό. Τά άστρα δέν φαίνσνταν πιά. Τό φεγγάρι είχε σκεπαστή άπό σύννεφα. Τά μικρά βοτσαλάκια, πού του είχαν ξαναδώσει τις αισθήσεις του χτυπών­ τας τον, δέν ήσαν παρά οί σταγόνες μιάς βροχής. Τόν χτυπούσαν στό πρόσωπο με­ γάλες καί θερμές. "Εβγαλε τή γλώσ­ σα του καί γλείφτηκε μέ εύχαρίστησι. — Φτηνά τή γλύτωσα, σκέφτηκε. Δοκίμασε νά σηκώση τό δεξιό χέ­ ρι του καί δέν μπόρεσε. ΤΗταν μου­ διασμένο. Πέφτοντας τό είχε πλα­ κώσει κάτω άπό τό κορμί του. Σήκωσε τό άριστερό του χέρι στό κεφάλι του. Ή σφαίρα είχε αύλακώσει τό κρανίο του, μά τό αίμα είχε κιόλας πήξει εκεί. Αύτό σήμαινε πώς είχε μείνει άναίσθητος δέκα ή δεκα­ πέντε τουλάχιστον λεπτά. — Άνακάθησε μέ δυσκολία καί έρριξε μιά ματιά στόν φωτεινό δίσκο


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

του ρολογιού του. ΤΗταν δώδεκα καί είκοσι. Κύτταξε προς τό μέρος δπου είχε τιέσει ή ξανθή καί άνωρθώθηκε βλα­ στημώντας σιγανά. Δέν υπήρχε κανέ­ να σώμα εκεί. Ψαχούλεψε στην τσέπη κΓ έβγαλε τον αναπτήρα του. Υπήρχαν μερικές κοκκινωπές κηλίδες επάνω στήν άμμο καί ή βροχή τις ξεθώριαζε γοργά. Ό Χέρμαν δέν είχε καμμιάν αμ­ φιβολία δτι τό κορίτσι ήταν νεκρό. Είχε δή τά μάτια της νά παίρνουν νεκρή έκφρασι, καθώς έπεφτε. Μά ό δολοφόνος ήταν έξυπνος. Δέν είχε αφήσει πίσω του τίποτα, πού νά μπορεί νά όδηγήση ως αυ­ τόν. Οι πατημασιές του, δπως καί οί πατημασιές τοϋ Χέρμαν, είχαν, σβή­ σει άπό τον άνεμο καί τή βροχή. 'Η βροχή δυνάμωνε άπό στιγμή σέ στιγμή. Τρεκλίζοντας, ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ προχώρησε μέσα στή βροχή πρός τά σκαλοπάτια καί ανέβηκε στή δεντροστοιχία. * Ή ξαφνική μπόρα είχε διώξει άπό εκεί τά ζευγάρια. Ό κήπος ήταν έρημος τώρα. Ή ορχήστρα έπαιζε τώρα μέσα στήν αίθουσα χορού. Ό προθάλαμος ήταν γεμάτος άπό άπό γυναίκες καί άντρες μέ βραδυνά κο­ στούμια. Μερικοί είχαν στήσει τραπέζια χαρτοπαιγνίου κι’ έπαιζαν μπριτζ. ’Άλλοι ήσαν συγκεντρωμένοι γύρω άπό τον Χοσέ καί τή Χοσίτα. Άνάμεσά τους ήταν κι’,ό Σερίφης Γουέϊντ. Ό Χέρμαν Στόν έφτασε ως τον άνελκυστήρα, χωρίς νά τον προσέξη κανείς. — Άνέβασέ με επάνω, εΐπε στό

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ παιδί. ’Έπειτα, πές, στόν Σερίφη Γουέϊντ πώς θέλω νά τόν δω. Τό παιδί άνοιξε τό στόμα του καί γούρλωσε τά μάτια του. “Τό άσπρο βραδυνό σακκάκι τοϋ μεγαλόσωμου ντέτεκτιβ ήταν λερωμένο άπό τή βροχή, τό αΐμα καί τήν άμμο. Τά κοντά, ξαν­ θά μαλλιά του ήσαν πηγμένα άπό αίμα. Τό ένα - του μάτι ήταν σχεδόν κλεισμένο άπό τό πρήξιμο. —θεέ μου 1, είπε τό παιδί μέ τρό­ μο. Ποιος σάς χτύπησε, κ. Μπέκερ ; —Μακάρι νά τδξερα, είπε ό Χέρ­ μαν ξερά. Ανέβηκε στό δωμάτιό του, έβγαλε τό σακκάκι του καί τό πουκάμισό του καί έξήτασε τήν πληγή του στόν καθρέφτη. Τό αυλάκι στό κρανίο του δέν ήταν σοβαρό. ’Έπλυνε τό κεφάλι του καί τό πρό­ σωπό του μέ ζεστό νερό καί καθάριζε τήν πληγή του μέ άντισηπτικό, δταν ό Γουέϊντ μπήκε στό δωμάτιο χωρίς νά χτυπήση. —Τί διάβολο γίνατε; ρώτησε. Τό παιδί είπε δτι... Σώπασε ξαφνικά κυττάζοντας τό κεφάλι τοϋ Στόν. — Σάς πυροβόλησαν ! —Καί μ’ άφησαν γιά νεκρό, συμ­ πλήρωσε ό Στόν. —Ποιος... —Δέν έχω ιδέα, ώμολόγησε ό Χέρ­ μαν. Βούλωσε τό μπουκάλι μέ τό άντισηπτικό καί έπέστρεψε τό μπουκά­ λι στό ντουλαπάκι τοϋ φαρμακείου. —Μά είμαι άποφασισμένος νά τό μάθω αυτό I πρόσθεσε. Μέ κοφτές, σύντομες φράσεις μί­ λησε στόν Γουέϊντ γιά τήν ξαν^ή, πού τοϋ είχε ζητήσει νά τήν" συναντήση στήν άμμουδιά. Ό Γουέϊντ ρώτησε: —Μήπως φοροϋσε κίτρινο κοντό παντελόνι; Ό Χέρμαν τόν κύτταξε έκπληκτος. —Φοροϋσε κίτρινο βραδυνό φόρε­ μα. Γιατί; Ό ήλικιωμένος σερίφης κάθησε στό κρεββάτι κουρασμένα. — Δέν μπορώ νά καταλάβω, είπε


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ σκυθρωπά. Καί θά μοΟ κοστίση ίσως τή θέσι μου. ΤΗρθα εδώ νά σάς ζη­ τήσω νά μέ βοηθήσετε. ’Έχω κιόλας δυό νεκρούς στα χέρια μου καί μια ξανθή πού φορεΐ κίτρινα εΐναι ανα­ κατεμένη καί στις δυό δολοφονίες. Καί διηγήθηκε στον Χέρμαν τήν Ιστορία του Μάσον καί του Κάμπελ. Ό Χέρμαν ρώτησε δύσπιστα : — Καί τό μόνο'πού έκλεψαν ήταν τετρακόσιες λίτρες ζάχαρη, ένα κα­ σόνι μαρμελάδας «Γκουάβα» κι* ένα κουτί ζαχαρωτά; Ό σερίφης κούνησε τό κεφάλι του. — Ναι. Καί άφησαν ένα πορτοφόλι μέ πεντακόσια δολλάρια στό πτώμα του Τζίμ. —Καί βρήκατε τή ζάχαρη στό αυ­ τοκίνητο του Κάμπελ ; Ό σερίφης άρχισε νά στρίβη ενα τσιγάρο, μορφάζοντας. — Αυτό ήταν μια αποτυχημένη α­ πόπειρα νά ενοχοποιήσουν τόν Κά­ μπελ, είπε. Μά είμαι βέβαιος οτι ό Κάμπελ δεν άνακατεύτηκε στή δολο­ φονία καί τά βασανιστήρια του Μά­ σον. Καί, σάν νά μην έφταναν όλα αύτά,^μόλις μπήκα στή Λέσχη, ή Χοσίτα ήρθε τρέχοντας νά μου πή οτι μερικά από τά κοσμήματά της καί ή καμαριέρα της εξαφανίστηκαν. X, "*ιά μερικές στιγ­ μές, ό Χέρμαν έμεινε σκεπτικός. "Ε­ πειτα πήρε ένα μπουκάλι τζίν από τό κομοδίνο καί γέμισε ένα ποτήρι. Δέν έβγαινε κανένα νόημα απ’ όλη εκείνη τήν ύπόθεσι. Δέν υπήρχε κεντρικό ση­ μείο περιστροφής. ’Άν ή ξανθή είχε χρησιμοποιηθή ώς δόλωμα γιά νά τόν παρασύρη στήν αμμουδιά, γιατί είχε δολοφονηθή ; Ποιος ήταν ό Τσϊκο ; Ό Χέρμαν δοκίμασε νά ξαναφέρη στό νου του τά λόγια πού του εΐχε πή τό κορίτσι. «Είμαι σε δύσκολη θέσι. Πρέπει νά μέ βοηθήσετε. Προσπαθούν νά μέ ενοχο­ ποιήσουν ώς δολοφόνο». Ό φόβος του κοριτσιού ήταν ει­ λικρινής. Γι’ αύτό τουλάχιστον ό Χέρ­ μαν ήταν σίγουρος. Μά ποιοι ήσαν εκείνοι, πού προσπαθούσαν νά τήν ε­ νοχοποιήσουν ; Καί. άν τό κορίτσι ή­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

ταν ή ξανθή πού εΐχε άναμιχθή στή δολοφονία του Μάσον καί τού Κάμμπελ, τί σχέσι μπορούσαν νά έχουν τά διαμάντια τών πεντακοσίων χιλι­ άδων δολλαρίων, πού εΐχε αναφέρει, μέ τήν κλοπή τετρακοσίων λιτρών ζάχαρης, ενός κασονιού μαρμελάδας «Γκουάβα» καί μερικών ζαχαρωτών; Τί γνώριζε ό Μάσον; Γιατί τόν εί­ χαν βασανίσει; Καί τί ρόλο έπαιζε ό ίδιος ό Χέρμαν Στόν στήν Ιστορία αυτή ; Ξαναγέμισε :τό ποτήρι του καί πρόσφερε τό μπουκάλι στόν Γουέϊντ. Ό σερίφης κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. —Εΐμαι αρκετά ζαλισμένος κιό­ λας. Μήπως πρόκειται γιά τή συμμο­ ρία τού Μάκ Τζίννις, πού ήρθε εδώ γιά τά ξεκάνη εσάς καί κάνει καί με­ ρικές μικροδουλειές γιά νά βγάλη τά έξοδα ; — Αμφιβάλλω. Ό Χέρμαν άδειασε τό ποτήρι του καί άρχισε ν’ άλλάζη ρούχα. —Εκείνος πού μέ πυροβόλησε δέν ήταν από τό Σικάγο. Οί γκάγκστερς τού Σικάγου κάνουν πιό πα­ στρικές δουλειές. Αυτός πού μέ πήρε από πίσω από τό ξενοδοχείο ήταν ε­ ρασιτέχνης ή δέν εΐχε αρκετόν καιρό στή διάθεσί του. Άλλοιώς, θά στα­ ματούσε νά βεβαιωθή άν ήμουν νε­ κρός. Πώς εΐναι αυτή ή καμαριέρα τής Χοσίτα ; —Δέν φτάσαμε ώς εκεί, εΐπε ό Γουέϊντ. Ό Χοσέ δέν μιλεϊ Αγγλικά καί ή Χοσίτα εΐναι τόσο ταραγμένη ώστε δέν μπόρεσα νά βγάλω πολύ νόημα. Ό Χέρμαν Στόν τού έδωσε τό τη­ λέφωνο. — Ζητήστε τους νάρθούν εδώ. "Ε­ πειτα τηλεφωνήστε στόν Μπράουν. θέλω μιά περιγραφή τής ξανθής πού τόν ρώτησε γιά τό σπίτι τού Κάμπελ. — Πιστεύατε νά εΐναι τό ίδιο πρό­ σωπο ; —Δέν άποκλείεται.

Ο μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ έβγαλε τό μαντήλι καί τό μικροσκοπικό πιστόλι από τήν τσέπη τού βρεγμένου σακκακιού του καί' τά


18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ςκκούμπησε επάνω στό τραπεζάκι τουαλέττας. Ή ύπόθεσι άρχισε νά παίρνη ένα άμυδρά διαγραφόμενο σχέδιο στό μυαλό του. Ό Χοσέ κΓ ή Χοσίτα μπήκαν ενώ ό Γουέϊντ μιλούσε άκόμα στον Μπράουν. Ό Χέρμαν κΰτταξε με θαυμα­ σμό τό κορίτσι. Δεν ήταν τόσο όμορ­ φη από κοντά, μά ή γοητεία της ή­ ταν εξαιρετικά δυνατή. —Ό κ. Στον είναι ένας μεγάλος ντέτεκτιβ από τό Σικάγο, τούς είπε ό Γουέϊντ όταν τελείωσε τό τηλεφώ­ νημά του. Καί πρόσθεσε σέ χαμηλότερο τό­ νο, άποτεινόμενος στον Χέρμαν : —Ό Κάμπελ δολοφονήθηκε πραγ­ ματικά. Έξήτασαν επιστημονικά τό χέρι του καί βρήκαν ότι δεν είχε πυ­ ροβολήσει αυτός. Ό Χοσέ τον κύτταζε κάπως χαζά. —Ό Χοσέ δέν - μιλει Αγγλικά, ε­ ξήγησε ή Χοσίτα στον Χέρμαν. —Μπορείτε νά μου περιγράφετε την καμαριέρα σας ; ρώτησε ό Χέρ­ μαν. — Πολύ κακό αυτό ^ορίτσι, του είπε σοβαρά ή Χοσίτα. Ό Χοσέ κι* εγώ σ' αυτή πολύ καλοί. ΤΗταν χω­ ρίς λεφτά εκεί στό Ντούρμπαν.,. Ό Χοσέ κι* εγώ τής δίνουμε δουλειά. Εμείς πληρώνουμε εισιτήριο γιά Α­ μερική. Τά γαλανά μάτια της άστραψαν από θυμό. — Καί τώρα, χάνεται καί μαζί χά­ νονται δαχτυλίδια μου. ΚΓ έδειξε στόν Χέρμαν Στόν τά χέρια της. ΤΗσαν μικρά καί άσπρα. Τά δάχτυλα ήσαν γυμνά. — Περιγράψτε τήν μου, έπξμεινε ό Χέρμαν. Ή Χοσίτα ζάρωσε χαριτωμένα τό πρόσωπό της. — Είναι ψηλή σάν εμένα. Κίτρινα μαλλιά. Δοκίμασε νά τήν περιγράψη μέ χειρονομίες. Ξαφνικά, είδε τό μαντή­ λι επάνω στό τραπεζάκι του Χέρμαν, τό άρπαξε καί γυρίζοντας τόν άντιμετώπισε θυμωμένα. —Αυτό μαντήλι Βάντας I Τί εδώ γυρεύει; · Ό Χοσέ είπε κάτι γοργά στήν Ι­

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ σπανική γλώσσα καί ή Χοσίτα γύρι­ σε στόν Σερίφη Γουέϊντ. —Τόν ξέρετε αυτόν άνθρωπο; "Έ­ χετε εμπιστοσύνη ; .Ό Γουέϊντ τήν διαβεβαίωσε ότι ό Χέρμαν ήταν προγματικά ντέτεκτιβ. —Καί ή περιγραφή ταιριάζει, είπε στόν Χέρμαν. Αυτή ή Βάντα είναι τό κορίτσι πού είδε ό Μπράουν. Ό Χέρμαν πήρε τό πιστολάκι άπό τό τραπεζάκι καί τό έδειξε στούς δυό χορευτές. —Τό έχετε ξαναδή άλλη φορά αυτό ; ρώτησε. Ό Χοσέ πήρε τό πιστόλι, τό έξήτασε προσεκτικά καί κούνησε αρνη­ τικά τό κεφάλι του. Ό Στόν σήκωσε τό ένα του φρύ­ δι ελαφρά. —"Έχετε τήν καλοσύνη, είπε στή Χοσίτα νά μου πήτε κάθε τι πού ξέ­ ρετε γιά τήν Βάντα; Τά μάτια του κοριτσιού- μέ τά μαύρα μαλλιά άστραψαν θυμωμένα. — Είναι κακό κορίτσι! "Οχι καλό τέλος... !3ΐοηθούμενος άπό συχνές επεμβάσεις του Χοσέ στήν Τσπανική, ή Χοσίτα μίλησε γιά πέντε λεπτά γοργά, ενώ ό Χέρμαν Στόν κρατούσε σημειώσεις. Τό πλήρες όνομα τού ξανθού κο­ ριτσιού ήταν Βάντα Μάρεϋ... "Ετσι, τούλάχιστον, έλεγε τό διαβατήριό της. Είχε βρεθή μέ τήν αδελφή της, μέ τήν όποια χόρευε σέ διάφορα κέν­ τρα, στήν Πόλι τού Ακρωτηρίου, καί είχε μείνει εκεί όταν φιλονείκησε μα­ ζί της. Ή αδελφή της είχε παντρευτή λίγο άργότερα μ’ έναν ιδιοκτήτη κτημάτων τού Τράνσβααλ. Ή Βάντα εΐχε πάει στό καμαρίνι του Χοσέ καί τής Χοσίτα στή Λέσχη Βάαλ, τού Ντούρμπαν, καί τούς είχε παρσκαλέσει, ώς συνάδελφός τους, νά τήν βοηθήσουν. Ξέροντας ότι θά έπέστρεφαν στήν Αμερική, έπειτα άπό μιά σύντομη έπίσκεψι στή Χαβάνα, ή Χοσίτα τήν εΐχε προσλάβει ώς καμαριέρα καί γραμματέα της. Ό μι­ σθός πού τής έδιναν ήταν μικρός μά τής είχαν πληρώσει τα εισιτήρια καί ολα τά άλλα έξοδά της.


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

Ό Χέρμαν Στόν πήρε τό πιστόλι πού εΐχε σπρώξει προς τό μέρος του τό κορίτσι.. Δάκρυα σχηματίστηκαν στα μά­ τια τής Χοσίτα. —Νά πώς αυτή πλήρωσε εμένα! πρόσθεσή κυττάζοντας τά γυμνά δά­ χτυλά της. Όχι πλούσιοι εμείς, ό Χοσέ κι’ εγώ. Χορεύουμε για ψαΐ μας. Και δαχτυλίδια μου όχι ασφα­ λισμένα. Ό Χέρμαν ρώτησε : —Πότε τήν είδατε για τελευταία φορά ; Ή Χοσίτα συμβουλεύτηκε τόν Χο­ σέ σέ Ισπανική γλώσσα κι* έπειτα α­ πάντησε : — Πριν από, παράστασι, απόψε. 7Ηρθε καμαρίνι μας, ταραγμένη, μέ

κοντό παντελόνι, και ήθελε δώσουμε πολλά λεφτά γιά νά φύγη. Ό Σερίφης Γουέϊντ σηκώθηκε. —Αυτό εΐναι ! Μά τι διάβολο γνώ­ ριζε ό Μάσον ; Καί γιατί ή Βάντα νά σκοτώση τόν Κάμπελ ; —Σκοτώση ; ρώτησε ή Χοσίτα μέ ταραχή. Σκότωσε κανένα ή Βάντα; Ό Χέρμαν Στόν την χτύπησε ελα­ φρά στό γυμνό ώμο της. —Μή βάζετε σέ σκοτούρες τό ό­ μορφο κεφαλάκι σας. Αυτό δεν σάς άφορά καθόλου. "Έμεινε σκεπτικός γιά μερικές στι­ γμές, ενώ ή υπόθεσις ξεκαθάριζε όλο


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

καί πιό πολύ στο μυαλό του, καί πρόσθεσε: -—Πέστε μου μόνο αυτό. Στο διά­ στημα της διαμονής σας στό Ντούρ,μπαν, την ακούσατε ποτέ νά μιλή για διαμάντια πού αγοράστηκαν παρά­ νομα ; Χοσίτα μετέφρα­ σε τήν έρώτησι στόν Χοσέ. Αυτός απάντησε Ισπανικά. Τά μάτια του κοριτσιού μέ τά {μαύρα μαλλιά άνοιξαν διάπλατα. — Εΐναι πρώτη φορά πού άκόύω αυτό, είπε στόν Χέρμαν. Ό Χοσέ λέει οτι άπαγορεύεται νά άγοράζης διαμάντια από άνθρωπο πού δέν έχει άδεια. Λέει κάτι γιά συνδικάτο. — Σωστά, είπε ό Χέρμαν. Ό Γουέϊντ τόν κύτταξε μέ απο­ ρία. Ό Χέρμαν εξήγησε : —Κοστίζει μόνο δώδεκα δολλάρια τό καράτι, στην Αφρική, νά βγάλη κανείς διαμάντια άπό τη γη. Οί υψη­ λές τιμές τής αγοράς διατηρούνται τεχνητά άπό ένα συνδικάτο, πού ε­ μποδίζει τήν υπερπαραγωγή, καί α­ ποθηκεύει τά περισσεύματα. Εξάλ­ λου, οί τελωνειακοί φόροι διπλασιά­ ζουν τό κόστος. Ή ξανθή μοϋ μίλη­ σε γιά διαμάντια αξίας μισού εκα­ τομμυρίου δολλαρίων. Δέν αποκλείε­ ται νά ήταν μέλος λαθρεμ'πορικής συμμορίας καί νά δέχτηκε τήν εργα­ σία πού τής προσέφερε ή Χοσίτα, για νά είσσγάγη κρυφά τά διαμάντια στην Αμερική. Ή χορεύτρια τόν κύτταξε κατά­ πληκτη. — Μά τό τελωνείο κάνει πολύ έ­ ρευνα. Ψάχνει δλες τις άποσκευές. , Ό Στόν κούνησε τό κεφάλι του. — Δέν θά τά περνούσαν μέ τις ά­ ποσκευές σας. Οί λαθρέμποροι ξέ­ ρουν καλά τη δουλειά τους. Ό Χοσέ μίλησε γοργά στην Ισπα­ νική- χτυπώντας ελαφρά τό τραπέζι μέ τό λεπτό, μελαχροινό χέρι του. Ό Χοσέ λέει, μετέφρασε ή.^Χοσ ίτα, δτι πρέπει ψάξετε γιά έναν Ιτα­ λό. 'Έναν νεαρό, μελαχροινό Τταλό μέ δυο χρυσά δόντια. Λέει είδε" τη Βάντα νά μιλή μ’ αυτόν στό Ντούρμπαν καί στην Χαβάνα. Ό Στόν πρόσθεσε τήν περιγραφή

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ του Ιταλού στό σημειωματάριό του κι’ έπειτα άκούμπησε τό δάχτυλό του στό στήθος του Χοσέ. —Μήπως τό δνομα του Ιταλού ή­ ταν Τσίκο ; 5 Αν περίμενε άντίδρασι, δέν πήρε τίποτα. Ό χορευτής έδειξε άπλώς μιαν άπορία. Ή Χοσίτα μετέφρασε τήν έρώτησι κι’ρ έπειτα εΐπε στόν Χέρμαν : — Ό Χοσέ λέει δέν ξέρει τό όνο­ μά του. Μόνο τόν είδε κουβεντιάζει μέ τη Βάντα. Ό Χέρμαν άποφάσισε νά άρκεστή σ’ αυτό. Διαβεβαίωσε τήν Χοσί­ τα δτι θά προσπαθούσαν νά ξαναβρουν τά δαχτυλίδια της, τήν ευχα­ ρίστησε γιά τις πληροφορίες καί τής είπε δτι μπορούσαν νά φύγουν. ]ΕΞφυγαν κουβεν­ ζωηρά σέ Τσπανική

τιάζοντας γλώσσα. — Ποιος είναι ό Τσίκο; ρώτησε ό Γ ουέϊντ. —Ό φίλος πού σκότωσε τήν ξαν­ θή καί δοκίμασε νά σκοτώση κΓ εμέ­ να. Εξετάστε σχετικά μέ τούς δυο χορευτές. Εξακριβώστε άν εΐναι αυ­ τοί πού λένε πώς είναι κι5 άν τά δι­ αβατήριά τους είναι εν τάξει. Ό σερίφης διαμαρτυρήθηκε : —Τί διάβολο I Υποψιάζεστε... Ό Χέρμαν φόρεσε ένα σακκάκι. —Γιά μισό εκατομμύριο δολλά­ ρια, θά υπορούσα νά υποψιαστώ καί τόν Ρότσιλνι άκόμα. Πόσους έθελοντάς μπορείτε νά συγκεντρώσετε σέ μισή ώρα, άντρες τής εμπιστοσύνης σαςί —Καμμιά ντουζίνα. —Συγκεντρώστε τους. ’Άν μπορέ­ σουμε νά βρούμε τό πτώμα τής ξανθούλας, θά έχουμε μιάν αφετηρία. Βάλτε τους νά ψάξουν κάθε δωμά­ τιο άν χρειαστή. Μη δυστάσετε μπρο­ στά στις διαμαρτυρίες τής διευθύνσεως τής Λέσχης. Πρόκειται γιά δολο­ φονία. Είμαι βέβαιος δτι τό πτώμα πρέπει νά βρίσκεται εδώ γύρω. — Καί ό Τταλός μέ τά χρυσά δόν­ τια ; —Τηλεγραφήστε στή Χαβάνα. Προ­ σπαθήστε νά μάθετε άν είναι γνω­ στός εκεί. Συνδεθήτε επίσης μέ τόν


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ 3Αστυνομία της Πολιτείας, μέ τό Σέϊντ Πήτερ, τό Κληργουώτερ . καί την Τάμπα. ’"Άν ό ’1ταλό<£ είναι ανα­ κατεμένος σ’ αυτή την ύπόθεσι, θα βρίσκεται σ’ αυτή τήν περιοχή καί κάποιος πρέπει να τον είδε. Ό Χέρμαν έχωσε τό πιστόλι του ανάμεσα στήν κοιλιά του καί στή ζώνη του καί βγήκε στό χώλ μέ τόν Γουέϊντ ξοπίσω του. — Καί σείς... —θά πάω στοϋ Μάσον. Εκεί άρ­ χισε δλη αυτή ή ιστορία. Κανένα έγ­ κλημα δεν είναι τέλειο. "Ολοι οί δο­ λοφόνοι άφήνουν κάποιο ίχνος I Ό Χέρμαν άφησε τόν Γουέϊντ στον προθάλαμο του ξενοδοχείου να αναρωτιέται ποιό από τά τηλεφωνήματά του νά κάνη πρώτο καί νά βλα­ στημά όλους τους δολοφόνους καί τούς τουρίστες. Ό Χέρμαν κοντοστάθηκε κάτω από τό υπόστεγο άπό μουσαμά, μπροστά στήν είσοδο του ξενοδοχείου. Γέμισε τά πνευμόνια του μέ αέρα. ΤΗταν υ­ γρός καί θερμός. Του θύμισε τόν αέρα θερμοκηπίων. "|Ρ^Γατέπνιδε μιά δυ­ νατή νοσταλγία γιά τις τσουχτερές νύχτες του βορρά καί κύτταξε στον άστροπλημμύριστο ουρανό. Ή ξα­ φνική μπόρα είχε σταματήσει εξίσου ξαφνικά. Ό δρόμος ανάμεσα στό κτί­ ριο καί τά αυτοκίνητα πού ήσαν σταματημένα απέναντι είχε μεταβληθή σ’ έναν ασημένιο ποταμό, πού γουρ­ γούριζε κάτω άπό τό φώς του φεγ­ γαριού. Δέν υπήρχε πιά κανένας θυρωρός μπροστά στό ξενοδοχείο. Τό αύτοκίτητο του Χέρμαν ήταν άπό τήν άλλη μεριά ίου δρόμου. Ό Χέρμαν σήκωσε τά γκρίζα φανελένια παντελόνια, πού του είχε α­ γοράσει ή Κόννι, καί άρχισε νά πλίχτσουλάη μέσα στά νερά.| Είχε φτάσει στή μέση του δρό­ μου, όταν 'ένα γκρίζο αύτοκίνητο μέ αριθμό κυκλοφορίας τής Νέας Ύόρκης ξεκίνησε μεσ’ άπό τ’ άλλα πού ήσαν σταματημένα πιο πέρα. Οι δυνατοί προβολείς του τόν τύ­ φλωσαν καί νερά άρχισαν νά τινά_ζωνται δεξιά κι’ αριστερά.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

Ό Χέρμαν φώναξε μέ θυμό : —Πρόσεξε, βλάκα I Θά μέ λερώσης... Τό αύτοκίνητο, φτάνοντας κοντά του, ελάττωσε ξαφνικό ταχύτητα. Ό Χέρμαν εΐδε ένα ξανθό κορίτσι μέ κίτρινο φόρεμα πίσω άπό τό βολάν. —Γειάσου, κορόϊδο, είπε τό κο­ ρίτσι χαμογελώντας. Ό Χέρμαν Στον έμεινε σιωπηλός, ασάλευτος καί εμβρόντητος, ενώ οί τρίχες άνωρθώνονταν στόν σβέρκο του. Τό ένα άπό τά χέρια τής ξανθής άφησαν τό βολάν. Τό φώς τοϋ φεγ­ γαριού έλαμψε άμυδρά επάνω σέ ατσάλι. Αναγκάζοντας τόν εαυτό του νά κινηθή, ό Χέρμαν έκανε μιά βουτιά προς τά κάτω, ενώ μιά πορτοκαλιά φλόγα έγλειψε τή νύχτα. 'Ένα κοφτερό βόλι πέρασε ξηστά άπό ιό σαγόνι του. 'Ένα άλλο του τσίμπησε τό αυτί. Τά υπόλοιπα βό­ λια τσάκισαν τά κρύσταλλα τής πόρ­ τας τής Λέσχης. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ έπεσε στόν υγρό δρόμο, κυλώντας, μέ τό πιστόλι του στό χέρι του. Καθώς τό αύτοκίνητο άνέπτυσσε ταχύτητα, αυ­ τός σκούπισε τό νερό άπό τά μάτια του καί πυροβόλησε επάνω στό πίσω φωτάκι τοϋ αυτοκινήτου. Τό κόκκινο φώς έσβησε απότομα, μά τό αύτοκί­ νητο εξακολούθησε νά άπομακρύνεται. Ό Σερίφης Γουέϊντ βγήκε τρέχοντας μ’ ένα μεγάλο περίστροφο στό

Χέρι—Χτυπήσατε, Χέρμαν ; ρώτησε. Ό Χέρμαν άνωρθώθηκε. Τό σπόρ κοστούμι του ήταν μουσκεμένο. "Α­ σπρη άμμος είχε κολλήσει επάνω του. 7Ηταν άναγκασμένος ν’ άλλάξη πάλι. —’Όχι!, άπάντησε νευριασμένα. Σταματήστε όμως τό ψάξιμο γιά τή νεκρή ξανθή κι’ άρχίστε ένα ψάξιμο γιά μιά ζωντανή ξανθή. Δόστε δια­ ταγή νά κάνουν μπλόκο σ’ όλες τις γέφυρες καί σ’ όλους τούς σταθμούς. Φτάνει πιά! Είναι ή δεύτερη φορά άπόψε πού ό θάνατος μέ προσκάλεσε σέ βάλς! —?Ηταν ή ϊδια ξανθή, λοιπόν ; Έ-


22

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κείνη πού νομίσατε πώς ήταν νεκρή ; Ό Χέρμαν Στον κύτταξε ιιρός -την κατεύθυνσι προς την οποία είχε χαθή τό αυτοκίνητο. — ’Άν δέν ήταν ή ϊδια, θά ήταν ή άδελφή της, είπε σκυθρωπά...

ΤΟ ΓΚΡ I Ζ Ο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ 'Ένα κομψό κορίτσι, ρεπόρτερ των «'Γάϊμς» του Σέϊντ Πήτερσμπουργκ, σταμάτησε τόν .Χέρμαν Στόν καθώς έμπαινε στο κατάστημα του Μάσον. — ’Έχετε σχέσι με την ύπόθεσι αυτή, Μίστερ; ρώτησε σηκώνοντας τή φωτογραφική μηχανή της. Είστε πράκτωρ του ΌμοσπονδιακοΟ Γραφείου Αναζητήσεων ; Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτίβ έφερε στό νοϋ του αυτά πού του είχε πή ό Επιθεωρητής Γκρέϊντυ; «...και άν μπλέξης μέ καμμιά ύπόθεσι ή βάλουν τή φωτογρα­ φία σου στις εφημερίδες ή κά­ νης κάτι πού νά μπορή νά πληροφορήση τή συμμορία του Μάκ Τζίννις γιά τό που βρί­ σκεσαι, πριν μπορέσουμε νά δι^ κάσουμε τόν Μάκ Τζίννις, θά σέ διώξω άπό τό Γραφείο Ντέτεκτιβς, θά σοΟ φορέσω πάλι τή στολή καί θά σέ στείλω νά μαζεύης γίδια στό Κρέϊτζιν, πριν προλάβης νά πής αλφα­ βήτα!» Ό Χέρμαν Στόν κούνησε τό κεφά­ λι του αρνητικά. — Όχι. Είμαι απλώς ένας φίλος του Σερίφη Γουέϊντ. Τό όνομά μου

είναι Χέρμαν Μπέκερ. Εΐμαι ύφασματοπώλης. Τό κορίτσι μόρφασε καί χαμήλω­ σε την κινηματογραφική μηχανή της. Ό Χέρμαν μπήκε στό κατάστημα. Βρισκόταν σέ καλύτερη διάθεσι τώ­ ρα. Φορούσε τά ρούχα τής δουλειάς του, τά μόνα ρούχα πού τού είχαν μείνει στεγνά. 'Ένα στραπατσαρισμένο μπορσαλίνο ήταν κουρνιασμένο στήν κορυφή τού κεφαλιού του. 'Ένα μεγάλο πούρο ήταν χωμένο στήν α­ ριστερή γωνία τού στόματός του καί τό πέτο τού ήταν λερωμένο άπό στά­ χτες. ”Αντρες μέ στολή είχαν γεμίσει τό κατάστημα. Τό πίσω δωμάτιο ή­ ταν μπλέ άπό τούς καπνούς τσιγά­ ρων καί πούρων. 'Ένα άνοιγμένο μπουκάλι τζίν ήταν άκουμπημένο ε­ πάνω σ’ ένα κιβώτιο. "Αντρες έμπαι­ ναν κΓ έβγαιναν αδιάκοπα. Τό τηλέ­ φωνο κουδούνιζε κάθε τόσο. Ό Γουέϊντ προϋπάντησε τόν Χέρ­ μαν. — Δέν υπάρχει ούτε ϊχνος άπό τό αυτοκίνητο ή άπό τήν ξανθή, τού εί­ πε. Τουλάχιστον, δέν φάνηκαν σέ κα­ νένα πέρασμα. Ό Τόμας, ό ειδικός γιά τά άποτυπώματα είπε: —Αρχίζω νά αμφιβάλλω άν ύπάρχη καμμιά ξανθή. ΚΓ έδειξε γύρω, μέσα στό δωμά­ τιο. —Αέν υπάρχει κανένα δακτυλικό άποτύπωμα εδώ ή στήν έπαυλι τού Κάμπελ, πρόσθ'εσε. — Αυτό δείχνει, είπε ό Χέρμαν Στόν, οτι πρόκειται γιά μεγάλη δου­ λειά καί γερούς γκάγκστερς. ’Άν έπρόκειτο γιά μικροδουλειά θάκλεβαν τό παρτοφόλι τού Μάσον. Ό Γουάϊτ, ό βοηθός του Γουέϊντ, είπε ειρωνικά : —Έγώ πιστεύω άκόμα ότι πρό­ κειται γιά δουλειά μαυραγοριτών. Σκότωσαν τόν Μάσον, έχασαν τήν ψυχραιμία τους καί πέταξαν τή ζά­ χαρη μέσα στό αυτοκίνητο τού Κάμ­ πελ. Κυττάξτε...

πορεύματα λογο.

3ΕΕΞδειξε τά τρία εμ­ πού έλειπαν στόν κατά­


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ — Νά τά πράγματα που χάθηκαν. Τετρακόσιες λίτρες ζάχαρη, ένα κα­ σόνι μαρμελάδα «Γκουάβα» και ενα κουτί ζαχαρωτά. Ό Χέρμαν ερριξε μια ματιά στό όνομα του εμπόρου πού είχε άποστείλει τά εμπορεύματα. ^Ηταν Ντε Άλβίλα καί Γκάρθια, Ύμπόρ ' Σίτυ, Τάμπα. —Τούς γνωρίζετε; ρώτησε τόν Γ ουέϊντ. Ό σερίφης κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. — Γκάρθια εΐναι πολύ κοινό όνο­ μα στην Κούβα. —Καί τί είναι μαρμελάδα «Γκου­ άβα» ; ρώτησε ό Χέρμαν. Ό Γουέϊντ εξήγησε: — Είναι μια μαρμελάδα πού βγαί­ νει άπό κάτι φυτά πού λέγονται Γκουάβα. Την φέρνουν άπό την Κού­ βα μέσα σέ μικρά ξύλινα κουτιά. Ό Χέρμαν έμεινε γιά μερικές στιγμές σκεπτικός. —Χμ I, έκανε τέλος. Αυτή ή μαρ­ μελάδα είναι τό μωρό μας, νομίζω. ’Άς πάρη κάποιος στό τηλέφωνο αυ­ τούς τούς Ντε Άλβίλα καί Γκάρθια. —Μά είναι δύο μετά τά μεσά­ νυχτα, διαμαρτυρήθηκε ό Γουάϊτ. Ό Χέρμαν ήπιε μιά-—δυο γουλιές άπό τό μπουκάλι κι’ έπειτα άγγιξε ελαφρά την πληγή του κρανίου του. — Αλήθεια; ΚΓ έπειτα; Ή ξανθή δεν κυττάζει τό ρολόι της όταν δου­ λεύει. Ό Χοσέ κΓ ή Χοσίτα σταμά­ τησαν στή Χάβάνα, δεν εΐν’ έτσι; Τί κάνει λοιπόν αύτή ή Βάντα ; ’Έχει μιά λαμπρή έμπνευσι καί χώνει τά διαμάντια μέσα στή μαρμελάδα. Εί­ ναι λογικό αύτό. —Βέβαια, έκάγχασε ό Γουάϊτ. ΚΓ έπειτα στέλνει τό κασόνι στον Τζίμ Μάσον, ένάν άνθρωπο πού δεν εΐχε κάν άκούσει ποτέ τ’ όνομά του I — Αύτό χρειάζεται έξήγησι, παρα­ δέχτηκε ό Χέρμαν. Δεν είναι πολύ καθαρό. Ό Τζίντυ κούνησε τό κεφάλι του. —Μά δέν ξέρουμε αν πρόκειται πραγματικά γιά διαμάντια. Τό μόνο στοιχείο πού έχουμε είναι αύτό πού σάς είπε ή ξανθή. Καί... γιατί νά σάς πή τήν άλήθεια; —Καμάρωνε λέγοντάς το αύτό, εΠ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

πε ό Χέρμαν Στόν. Οί περισσότεροι κακοποιοί τό κάνουν αύτό. θέλουν νά λένε πόσο έξυπνοι είναι κΓ αύτό συχνά τούς όδηγεϊ στήν καταστροφή τους. Ό Γουάϊτ διαμαρτυρήθηκε: — "Ενα άλλο πού δέν μπορώ νά καταλάβω εΐναι γιατί άνέμιξαν εσάς στήν ύπόθεσι αύτή. ^βτάχτη άπό τό πούρο έπεσε επάνω στό πέτο του Χέρμαν κΓ αυτός τήν τίναξε σκεπτι­ κά καί άφηρημένα. — Αύτό δέν τό ξέρω ούτε εγώ, μουρμούρισε. Ακούστε. Νά πώς βλέ­ πω τήν εικόνα. Αυτός ό Τσίκο κι’ ή Βάντα πήραν κάμποσα διαμάντια ά­ πό τήν Πόλι τού Ακρωτηρίου ή άπό τό Ντούρμπαν. Ή Βάντα προσλαμ­ βάνεται άπό τήν Χοσίτα ώς καμα­ ριέρα καί περνά τά διαμάντια ώς τήν Κούβα. "Ολα καλά ώς έκεϊ. Στήν Κούβα όμως κολλάνε. Μέ τόν πόλε­ μο καί τά περιοριστικά μέτρα, είναι πολύ δύσκολο νά περάση κανείς τό­ σα διαμάντια άπό τό τελωνείο. Τί * κάνουν λοιπόν ; Αγοράζουν ένα κα­ σόνι μαρμελάδα, χώνουν μέσα στό πυκνόρρευστο ύγρό τά διαμάντια καί τό άποστέλλουν κάπου στήν Τάμπα. Μά φαίνεται πώς παράπεσε καί κα­ τέληξε εδώ στό κατάστημα τού Μά­ σον. Παρακολουθούν τήν πορεία τ,ου κασονιού καί τότε τό γλέντι άρχίζει. —Μά γιατί νά βασανίσουν τόν Τζίμ; ρώτησε ό Γουέϊντ.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ


24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό Χέρμαν γρύλλισε : — Αυτό είναι στοιχειώδες. Τον βα­ σάνισαν, γιατί είχε κιόλας πουλήσει ένα μέρος τής μαρμέλαδας καί δεν ή­ θελε να πή τό όνοματοϋ πελάτη του. Μια ξαφνική ιδέα άστραψε στό μυαλό του και ρώτησε τόν Γουέϊντ : —Εξετάσατε σχετικά μέ τόν Χοσέ και την Χοσίτα στό τελωνείο τής Τ άμπα ; Ό Γουέϊντ κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του. —Ναί. ’Έβγάλε ένα χαρτάκι καί,τό συμ­ βουλεύτηκε. —Τό πλήρες όνομά του είναι Χοσέ Ροζάριο Γκάρθια Λά Ριότζα Κόρντομπα. Είναι από τήν Αργεντινή. Ή Χοσίτα είναι από τή Βραζιλία σαν τήν Κάρμεν Μιράντα. Ό υπάλληλος μέ τόν όποιο μίλησα τούς θυμόταν πολύ καλά. ΕΓχαν μαζί τους μια κα­ μαριέρα πού ώνομαζόταν Βάντα Μάρεϋ. 'Ένα αυτοκίνητο φρενάρησε ξε­ φωνίζοντας μπροστά στό κατάστημα κΓ ένας χωροφύλακας μπήκε τρέχοντας. —Βρήκαμε τό γκρίζο αυτοκίνητο, άνέφερε. Δεν είναι παράξενο πού δεν φάνηκε σε κανένα πέρασμα. Ξέρετε εκείνη τήν απότομη στροφή στον δρό­ μο, τριακόσια περίπου μέτρα έπειτα άπό τή Λέσχη Μπήτς και λίγο πριν από τό Μπίλς Μπόουτ Μπέϊσν ; —Ναί. Ό χωροφύλακας συνέχισε : —Εκεί είναι τό αυτοκίνητο I ’Από τά ϊχνη των τροχών στήν άμμο, φαί­ νεται πώς ή ξανθή δοκίμασε νά πάρη τή στροφή τρέχοντας μέ ενενήντα μιλιά κΓ έπεσε στό νερό. Ήταν πληαμυρίς καί πρέπει νά χάθηκε μέ­ σα στά νερά. Τώρα τό αυτοκίνητο στέκεται μέ τή μύτη μέσα στό νερό και τό πίσω μέρος έξω. Ό Τζίντυ κι5 ό Γουάϊτ έτρεξαν στ’ αυτοκίνητά τους.

Ο

Χέρμαν Στόν ζά­ ρωσε τά φρύδια του και ρώτησε :

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ —Είναι ή ξανθή ακόμα μέσα στό αύτοκίνητο ; Ό χωροφύλακας χαμογέλασε. — Αμφιβάλλω, μίστερ. Ή πλημμυρίς έρχεται στά μέρη μας μέ εξήντα μιλιά τήν ώρα. Καί άποσύρεται μέ την ίδια ταχύτητα. Τό αύτοκίνητο εί­ ναι ανοιχτό καί τίποτα δέν θά μπο­ ρούσε νά τήν κρατήση εκεί μέσα. Άν δέν έχει κολλήσει στόν άμμο, τό κορ­ μί της θά βρίσκεται κάπου στ' ανοι­ χτά τώρα. Ό Γουέϊντ έφυγε μαζί μέ τόν χω­ ροφύλακα. Ό Χέρμαν κάθησε κοπά­ ζοντας τό μπουκάλι. Ή λύσις του προβλήματος ήταν πολύ όμορφη καί πολύ τέλεια. Μέ τήν Βάντα Μάρεϋ χαμένη, ή­ ταν αμφίβολο άν θά γίνονταν ποτέ οί δολοφονίες του Μάσον καί του Κάμπελ. Δέν θά μάθαινε ποτέ ό Χέρμαν γιατί ή τρομαγμένη ξανθούλα—άν ή­ ταν πραγματικά τρομαγμένη—τόν εί­ χε παρασύρει στήν άμμουδιά. Ξαφνικά, άρχισε νά άμφιβάλλη άν πραγματικά τόν είχε παρασύρει ή άν τό κορίτσι είχε ενεργήσει μέ ειλικρί­ νεια, και Ιδρώτας άρχισε νά βγαίνη στό μέτωπό του. Τό κορίτσι πού τού είχε ζητήσει νά συναντηθούν στήν αμμουδιά, τό κορίτσι πού τού είχε προτείνει νά μοιραστή τά διαμάντια μαζί του, άν τήν έσωζε άπό τή δύσκολη κατάστασι όπου τήν είχαν φέρει προσπα­ θώντας νά τήν ενοχοποιήσουν ώς δο­ λοφόνο, καί ή ξανθή πού τόν εΐχε πυροβολήσει μέσα άπό τ5 αύτοκίνητο, δέν ήσαν τό ίδιο πρό­ σωπο. θυμήθηκε τά ίδια του τά λόγια : «Άν δέν ήταν αύτή θά ήταν ή άδελφή της». Ή Βάντα Μάρεϋ ήταν νεκρή. Τ' ή ν είχε δή ό ί­ διος νά πεθαίνει μέμιά τρύπα στό μέτωπο. ϊίοιά ήταν τότε ή ξανθή πού τόν είχε πυροβολήσει ; Βάδισε ώς τήν πόρτα τής προσόψεως τού καταστήματος καί κύτταξε έξω μέσα στήν νύχτα. Ό άέρας ήταν


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ ακόμα ζεστός και υγρός. ^Ηταν μόνος. Οί χωροφύλακες καί οί άντρες του σερίφη, οί ρέπορτερς καί οί ειδικοί για τα αποτυπώματα, είχαν φύγει για να πάνε στό μέρος όπου είχε βρεθή τό αυτοκίνητο. Τό τηλέφωνο του καταστήματος κουδούνισε πίσω του. Πριν γυρίση για να σηκώση τό α­ κουστικό, ξανακύτταξε μέσα στη νύ­ χτα, νοιώθοντας ένα ρίγος στόν τρά­ χηλό του. Κάπου μέσα στό σκοτάδι, έξω, κάποιος παρακολουθούσε περιμένοντας. Διαισθανόταν την παρου­ σία του. — Δούλεψαν πολύ έξυπνα, μουρ­ μούρισε ό Στόν. Πίστευε ότι έβλεπε καθαρά όλη την ύπόθεσι τώρα, τό κακό όμως ή­ ταν ότι δέν μπορούσε νά απόδειξη τίποτα. Γύρισε καί σήκωσε τό ακουστικό, με τό ένα χέρι στή λαβή τού πιστο­ λιού του. —Έδώ γιατρός Χάνσον, είπε μιά κουρασμένη φωνή. Θέλω νά μιλήσω στόν Σερίφη Γουέϊντ. Ό Χέρμαν τού είπε ότι ό Γουέϊντ δέν βρισκόταν εκεί. —Μπορώ όμως νά τού διαβιβάσω κανένα μήνυμα άν θέλετε, είπε, —Πέστε του, είπε ό Χάνσον, ότι συμπλήρωσα την αυτοψία τού στο­ μαχιού τού Κάμπελ, όπως θέλησε ε­ κείνος ό βλάκας ντέτεκτιβ από τό Σικάγο καί δέν βρήκα τίποτα ύπο­ πτο. Δέν ύπήρχε εκεί τίποτα εκτός από ψωμί... —Καί λίγη μαρμελάδα «Γκουάβα», συμπλήρωσε ό Χέρμαν. ~ Ό Χάνσον τράβηξε μιά βαθειά άνάσα γεμάτη έκπληξι. — Πώς τό ξέρετε ; ρώτησε γοργά. Ποιός είστε; —Είμαι ό βλάκας ντέτεκτιβ άπό τό Σικάγο I, εΐπε ό Χέρμαν. Καί βρόντησε τό άκουστικό στή θέσι του. Τό τηλέφωνο κουδούνισε αμέσως. Τό άγνόησε. ΕΓχε δίκιο, λοιπόν, σχε­ τικά μέ τη μαρμελάδα. Ό Κάμπελ ήταν πελάτης τού Μάσον. Οί δολο­ φόνοι τού Μάσον είχαν αναγκάσει

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

τον παντοπώλη νά πή τό όνομα τού πελάτη του. , Ό Στόν γύρισε στό πίσω δωμά­ τιο καί αποτελείωσε τό μπουκάλι μέ τό τζίν. Μέ τή βοήθεια τών συναδέλ­ φων του στό Σικάγο καί μέ όλες τις τεχνικές εύκολίες, πού μπορούσε νά τού παράσχη ή άστυνομία τής μεγαλουπόλεως, ή ύπόθεσι θά ήταν πολύ απλή γιά τον Χέρμαν. Τώρα, ήταν αναγκασμένος νά παίξη μόνος του. ΚΤ έπρεπε νά παίξη ήσυχα. Γιατί, άν μαθευόταν ότι είχε παίξει σοβαρό λόγο στην ύπόθεσι αύτή, ό Γέρος θά τον έγδερνε ζων­ τανό. ό τζίν έκανε τό κεφάλι του νά πονή περισσότερο καί τή ζέστη πιό άνυπόφορη. Αναγκάστη­ κε νά άνοιξη τό γιακά τού πούκαμίσου του γιά νά άναπνεύση ελεύθερα. Βλαστημώντας τή ζέστη, τράβηξε τήν ασφάλεια τού πιστολιού του, βγήκε μέ προφυλάξεις καί πήγε στό αύτοκίνητό του, περιμένοντας έναν πυροβολισμό, πού όμως δέν ήρθε. — Μού μαγειρεύουν κάτι χειρότε­ ρο, σκέφτηκε. Ξέρω καί ξέρουν ό,τι ξέρω. Προχώρησε αργά προς τήν Λέσχη Μπήτς καί σταμάτησε λίγο πιό πέρα. Ό προθάλαμος ήταν έρημος. Πολ­ λά άπό τα αύτοκίνητα, πού ήσαν σταματημένα μπροστά στό ξενοδο­ χείο. έλειπαν τώρα. Καθώς καθόταν εκεί μορφάζοντας καί προσπαθώντας νά άποφασίση πια έπρεπε νά είναι ή επόμενη κίνησίς του, τό πρωινό λεωφορείο άπό τό άεροδρόμιο τής Τάμπα σταμάτησε μπροστά στή Λέσχη Μπήτς καί τρεις καλοντυμένες γυναίκες κι5 ένας άν­ τρας βγήκαν έξω. 1( "Εβλεπε μόνο τις πλάτες τους. Ή μιά άπό τις γυναίκες τού θύμισε τήν αγαπημένη του γυναίκα, τήν Κάννι. Τά τακούνια της τερέτισαν μέ τόν ί­ διο γνωστό τρόπο, καθώς άκολουθουσε τόν θυρωρό στό πεζοδρόμιο καί επάνω στά σκαλοπάτια. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ χαμο­ γέλασε. — Ή Κόννι θά μ’ έβαζε μπροστά, άν ήταν εδώ, σκέφτηκε. Θά μού έλε­


26

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γε δτι δεν ήταν δική μου δουλειά αυτή κΓ δτι ή τοπική αστυνομία μπο­ ρούσε νά λύση τήν ύπόθεσι... Ξεκίνησε αργά, μην ξέροντας αν έπρεπε νά πή στόν Γουέϊντ τις υπο­ ψίες του καί νά άποσυρθή. Μά ήξε­ ρε πώς δέν θά τό έκανε αυτό... Υπήρχε μιά ατμόσφαιρα σχεδόν

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή:

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΚΑΙ ΟΙ ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειότερα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα !

«ι

έορταστική στό μέρος όπου είχε πέ­ σει τό γκρίζο αυτοκίνητο. Τά αύτοκίνητα πού έλειπαν άπό τό ξενοδοχείο ήσαν συγκεντρωμένα σ’ ένα ήμικύκλιο στήν άκρη του νε­ ρού, μέ τούς προβολείς τους συγκεν­ τρωμένους επάνω σ’ έναν πελώριο, πλωτό γερανό. Καθώς ό Χέρμαν Στόν σταμα­ τούσε, μιά κραυγή υψώθηκε άπό τά στήθη τού πλήθους γιά νά μεταβληθή άμέσως σ’ έναν ομαδικό στενα­ γμό. Τό πίσω μέρος τού αυτοκινήτου είχε άνυψωθή γιά μιά στιγμή έξω άπό τό νερό καί είχε ξαναβυθιστή σχεδόν άμέσως. Ό Χέρμαν έμεινε καθισμένος στή θέσι του, κυττάζοντας τά πρόσωπα, πού φωτίζονταν τραχειά άπό τούς προβολείς. Ό Γουέϊντ, ό Γουάϊτ κΓ ό Τζίντυ σχημάτιζαν μιάν ομάδα. ΤΗσαν όλοι τους ως τά γόνατα μέσα στά ρηχά νερά. Ό Γουέϊντ διηύθυνε τις εργα­ σίες τού γερανού. ’Έψαξε γιά τήν Χοσίτα καί τήν είδε νά στέκεται πιό πέρα, μέ μάτια, πού έλαμπαν άπό κάτι πού έμοιαζε μέ παιδιάστικο ενθουσιασμό μπρο­ στά σ’ ένα περίεργο θέαμα. Φορούσε μακρυά παντελόνια κΓ ένα άσπρο σπόρ σακκάκι, μά είχε ρίξει καί ένα Σπανιόλικο σάλι έπάνώ άπό τό κε­ φάλι της. Ό Χέρμαν δεν μπορούσε νά βρή τόν Χοσέ. ’Όχι μακρυά άπό τό μέρος όπου στεκόταν ή Χοσίτα, ή ξανθή πού είχε πειράξει τόν Στόν στή Λέσχη, χωρίς διαμάντια στ’ αυτιά καί στά δάχτυ­ λα αυτή τή φορά, ήταν κολλημένη ε­ πάνω στόν νεαρό σύνοδό της καί πα­ ρακολουθούσε τή σκηνή μέ ενδια­ φέρον. Ό Μπράουν, ό ιδιοκτήτης τής καντίνας πλησίασε στό αυτοκίνητο τού Χέρμαν. — Ειδοποίησα τήν αστυνομία πολ­ λές φορές. Είπε, δτι κάποιος θά έπεφτε σ’ αύτή τή στροφή μια μέρα. Μά δέν έκαναν τίποτα. ’Έπρεπε νά σκοτωθή κάποιος γιά νά κινηθούν.

ξιμ ο ενός

^,κούστηκε τό τρίάτσάλινου σύρματος καί


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ τό αυτοκίνητο βγήκε από τό νερό πάλι, ολόκληρο αυτή τη φορά. Μια γυναίκα ξεφώνησε διαπερα­ στικά μέσ’ άπό τό πλήθος : — θεέ μου 1 Αυτό είναι τό αυτο­ κίνητό μου ! Ό Στον έσπρωξε άπό μπροστά του τον Μπράουν, μά δεν πρόλαβε νά δή ποιος είχε φωνάξει. Ή Χοσίτα κύτταζε με ενδιαφέρον τό αυτοκίνητο. Ή ξανθή μέ τον νεαρό συνοδό δάγ­ κωνε τά δάχτυλά της. Ό Σερίφης Γουέϊντ γύρισε καί αν­ τιμετώπισε τούς προβολείς. —Ποιός τό είπε αύτό ; ρώτησε. Κανένας δεν απάντησε. Ό γερα­ νός έβγαλε τό αύτοκίνητο επάνω στο δρόμο. Δεν υπήρχε κανένα σώμα μέ­ σα του. Ό Χέρμαν ήταν βέβαιος άπό πριν γι’ αύτό. Ό Τζίντυ έβγαλε μιά μουσκεμένη μάζα άπό τό πίσω κάθισμα του αυ­ τοκινήτου. ΤΗταν ένα χαρτονένιο κου­ τί γεμάτο ζαχαρωτά. — Νά ένα μέρος των κλοπιμαίων, είπε. Ό σερίφης άνέβηκε τήν άνηφοριά. βγήκε στόν δρόμο καί τράβηξε μέσ’ άπό τό ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, δίπλα στό βολάν, μιά πέτσινη θήκη. — Ποιά ήταν ή γυναίκα, έπανέλαβε ψυχρά, πού φώναξε : «θεέ μου 1 Αύτό είναι τό αύτοκίνητο μου ;» Μιά γυναίκα έδειξε τήν ξανθή μέ τόν νεαρό συνοδό. — ΤΗταν ή κ. Γουεϊνράϊτ. Εκείνη εκεί. —Γουεϊνράϊτ ; Ό Γουέϊντ κύτταξε τή γυναίκα κΓ έπειτα άνοιξε τήν πέτσινη θήκη. — Ή άδεια του αυτοκινήτου έχει άλλο όνομα, είπε. Ό νεαρός συνοδός γύρισε στόν σερίφη γεμάτος θυμό. — Κλείσε τό στόμα σου παλιοχώριατε 1 Δυο χωροφύλακες πήγαν κοντά στή γυναίκα καί στόν νεαρό καί τούς έσπρωξαν πρός ένα περιπολικό αύτο­ κίνητο. Ό Γουάϊτ, πού εξακολουθούσε νά ψάχνη τό αύτοκίνητο, φώναξε : -Άχά ! Σήκωσε ψηλά ένα κουτί κοσμημά­ των. ’Έπειτα, τό άνοιξε κΓ έσκυψε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

γιά νά τό έξετάση κάτω άπό τό φως ενός προβολέως. Τό πλήθος πλησίασε μέ περιέργεια καί άνάμεσά τους κι’ ή μικρόσωμη, μελαχροινή χορεύτρια. Ξαφνικά, ή Χοσίτα χτύπησε μέ ταραχή τις παλάμες της καί φώναξε:

—Τά κοσμήματά μου ! ’Έλα, γρή­ γορα, Χοσέ 1 Ή Αστυνομία βρήκε τά κοσμήματά μου! Ό Χέρμαν είδε τόν Χοσέ νά προχωρή άνάμεσα στό πλήθος σπρώχνον­ τας δεξιά κι5 αριστερά. Ή Χοσίτα τόν υποδέχτηκε μ5 έ­ ναν χείμαρρο Ισπανικών λέξεων κι5 έπειτα έρριξε τά μπράτσα της γύρω άπό τόν λαιμό του Γουάϊτ καί τόν φίλησε στά χείλη. ' Τό πρόσωπο του βοηθού τού σε­ ρίφη έγινε κατακόκκινο, ενώ μισή ντουζίνα φωτογραφικές μηχανές φω­ τογράφιζαν τήν σκηνή μέ άναφλέξεις μαγνησίου.


28

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Τό πλήθος ξέσπασε σέ γέλια. — θά ήθελα νά με φιλούσε καί μένα έτσι, αναστέναξε ό Μπράουν. Ό Χέρμαν έβαλε εμπρός τή μη­ χανή του αυτοκινήτου του καί κύτταξε πίσω γιά νά βεβαιωθή άν ό δρό­ μος ήταν καθαρός. — Πιστεύω, είπε ξερά, ότι έχει φι­ λήσει έτσι πολλούς.

ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝΓΚΑΡΘΙΑ ^ * Ή νύχτα, έξω άπό τά παράθυρα του αύτοκινήτου, πού ανέπτυσσε γορ­ γά ταχύτητα, ήταν μιά συγκεχυμένη εικόνα άπό θάμνους καί ύψηλά πεύ­ κα, πού διαδέχονταν τό ένα τ’ άλλο. Κάπου μπροστά, τά κόκκινα φώ­ τα των δίδυμων πύργων του ραδιο­ φωνικού σταθμού έμοιαζαν με τά φώ­ τα μεγάλου επιβατικού αεροπλάνου, πού πετούσε πολύ χαμηλά. Ό Χέρμαν κύτταξε στό καθρεφτάκι του οδηγού. Τό αύτοκίνητο πού είχε άποσπαστή άπό τά άλλα αύτοκίνητα, κοντά στον τόπο τού δυστυ­ χήματος, καί τον εΐχε πάρει άπό πί­ σω, τον ακολουθούσε άκόμα πεισμα­ τάρικα. Έβγαλε τό πιστόλι του καί τό άκούμπησε στό κάθισμα δίπλα του. Φλόριντα, Νέα Ύόρκη, Καλιφόρνια, Ίλλινόϊς, παντού τό έγκλημα ήταν έγκλημα. Καί είχε πάντα ένα άδύνατο σημείο. Φρενάρισε, καθώς πλησίασε σέ μιά γέφυρα, καί σταμάτησε. Ένας χωρο­ φύλακας βγήκε άπό ένα άσπρο περι­ πολικό αύτοκίνητο, πού ήταν σταματημένο έκεϊ, καί μόρφασε κυττάζον-

τας τόν αριθμό κυκλοφορίας τού Στόν. — Ή ταχύτης σας ήταν υπερβολι­ κή, είπε ψυχρά. Μά άναγνώρισε τόν Χέρμαν καί χαμογέλασε. — ’Ώ, έσεϊς είστε, κ. Μπέκερ ; Ό Στόν κύτταξε στό · καθρεφτάκι. Τό άλλο αύτοκίνητο πού τόν παρα­ κολουθούσε, προχώρησε σταθερά κΓ έπειτα έστριψε απότομα αριατερά καί μπήκε σ’ έναν πλάγιο δρόμο. —Μπορεί κανείς νά πάη στήνΤάμπα άπό έκεϊ; ρώτησε τόν χωροφύ­ λακα. Ό χωροφύλακας κούνησε κατα­ φατικά τό κεφάλι του. —Ναί. Μά ό δρόμος είναι μακρύτ-ερος. Γιατί; Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ κύττα­ ξε τό αύτοκίνητο πού απομακρυνό­ ταν, ώσπου τά κόκκινα φώτα του χά­ θηκαν μακρυά. Είχε τήν υποψία ότι στό αύτοκίνητο αύτό βρισκόταν ένας δολοφόνος, πού κατευθυνόταν στό μέ­ ρος όπου πήγαινε κΓ αυτός. —Ρώτησα απλώς άπό περιέργεια, είπε στόν χωροφύλακα. Δεν μπορούσε νά κάνη τίποτα χω­ ρίς άποδείξεις αύτών γιά τά όποια ήταν σίγουρος. Αναστέναξε. Καί, άν μαθευόταν ότι είχε προσπαθήσει νά συλλέξη τις αποδείξεις αύτές, ό επι­ θεωρητής Γκρέϊντυ θά τού έβγαζε τό καλοκομμένο κοστούμι του καί θά τού φορούσε πάλι τή στολή. Ό χωροφύλακας ήταν ενθουσια­ σμένος πού εΐχε βρή συντροφιά. —’Άσχημο αύτό, ε, νά πέση ή ξαν­ θή στή θάλασσα με τό αύτοκίνητο, εΐπε. Ζάχαρις, μαρμελάδα, ζαχαρω­ τά. Δε βγάίνει κανένα νόημα. Τώρα, κανένας δέν θά μάθη ποιός σκότωσε πραγματικά τόν Μάσον καί τόν Κάμπελ, καθώς καί γιατί θά είναι μιά άπό τις άλυτες εκείνες μυστηριώδεις υποθέσεις, πού διαβάζει κανείς στά βιβλία.

Ο

Χέρμαν Στόν αμ­ φέβαλλε γΓ αύτό πολύ. Μά δέν έξέφρασε τις αμφιβολίες του. Ρώτησε άπεναντίας : —Εξακρίβωσαν σέ ποιόν άνήκει τό αύτοκίνητο ;


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ Ό χωροφύλακας έδειξε πρός τό ράδιο του αυτοκινήτου του. —Ναι και δχι, απάντησε. Τό ρά­ διο είπε ότι κάποια ξανθή παραδέ­ χτηκε πώς ήταν δικό της. ΚΓ όμως δεν είχε άναφέρει δτι τής τό είχαν κλέψει. "Εκλεισε τό μάτι με νόημα. —Και τό δνομα μέ τό όποιο μένει στή Λέσχη Μπήτς δεν ταιριάζει μέ τό δνομα τής άδειας του αυτοκινήτου. Καταλαβαίνετε ; Ό Στόν άναψε τό σβησμένο πού­ ρο του. — "Εχω προχωρήσει περισσότερο άπό σέλα, γυιόκα, είπε. Μπορώ νά σου περιγράφω τό διαζύγιο, πού θά ζητήση ό άντρας της σέ λίγο... Καί τώρα, άν πάρης τό πόδι σου άπό τό σκαλοπάτι μου, έχω νά πάω νά δω έναν σκύλο στήν Τάμπα καί νά τον ρωτήσω γιά δυό πτώματα. — Βγήκε τίποτα καινούργιο στή μέση ; ' —Καί ναι καί δχι, είπε ό Χέρμαν. Καί τότε θυμήθηκε τόν Επιθεωρη­ τή Γκρέϊντυ καί πρόσθεσε βιαστικά : —Είναι ιδέα του σερίφη αυτή. Έγώ απλώς τόν εξυπηρετώ. Προχώρησε άργά επάνω στή γέ­ φυρα, πού ένωνε τις δυό άκρες του Κόλπου τής Τάμπα. Ό κόλπος ήταν σκοτεινός καί σκυθρωπός κάτω άπό τό φεγγάρι πού βρισκόταν στο τέλος του. Βατράχια έκραζαν βραχνά άπό τή μιά κι* άπό τήν άλλη μεριά του δρό­ μου. Στά ρουθούνια τοϋ Χέρμαν άνέβαινε μιά οσμή λάσπης, ψαριών καί σάπιων λαχανικών. Τό στήθος του γέμισε νοσταλγία. Ή οσμή αύτή του θύμιζε τήν αγορά του Σικάγου. Γύρισε τό ραδιόφωνο του αυτοκι­ νήτου του στό μήκος κύματος τής το­ πικής αστυνομίας. Δεν ύπήρχε τίπο­ τα νεώτερο. "Εσβησε τό ράδιο καί πίεσε τό πεντάλ τής βενζίνης. Έκεϊ, επάνω στή γέφυρα, έκανε δροσιά. Καί ύπήρχε κάτι παράξενό καί μεγα­ λοπρεπές στή νύχτα, στή σιγαλιά καί στά μαυροκόκκίνα νερά. —Νά είχα τήν Κόννι μαζί μου I, μουρμούρισε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

3Ε2φερε πάλι στό νου του τό τηλεγράφημα πού είχε στείλει στόν Επιθεωρητή Γκρέϊντυ κΓ ένοιωσε ένα άδειο, δυσάρεστο συναί­ σθημα στό στομάχι. Μετάνοιωνε τώ­ ρα πού τό είχε στείλει. Σίγουρα, γυρίζοντας στό Σικάγο, θά φορούσε πάλι τή σ,τολή του καί θά έφευγε άπό τό Γραφείο Ντέτεκτιβς. θά τοϋ έκανε άραγε ή στολή ; Καί θά μύριζε ναφθαλίνη; Τήν τε­ λευταία φορά, πού ό Γκρέϊντυ τόν είχε άναγκάσει νά τήν φορέση, μύ­ ριζε τόσο πολύ ναφθαλίνη, ώστε ή Κόννι είχε άπειλήσει δτι θά ζητούσε διαζύγιο. Αλλά γιά τόν Χέρμαν δίωξις τοϋ εγκλήματος καί άνυπακοή ήσαν δίδυ­ μες άρρώστειες. Δεν μπορούσε νά άπαλλαγή ούτε άπό τό ένα ούτε άπό τό άλλο. Εξάλλου, ούτε ή Κόννι ούτε ό Γρέϊντυ μπορούσαν νά περιμένουν ά­ πό αύτόν νά πάη νά πλαγιάση, έπει­ τα άπό δυό άπόπειρες δολοφονίας — εναντίον του. ^ ς, ό γέρο —σερίφης ήταν φίλος τού Γκρέϊντυ. ΤΗταν καθήκον του νά βοηθήση έναν βετεράνο τού πολέμου, πού άρκετά κομμάτια μολύ­ βι, σκορπισμένα μέσα στό κορμί του άπό τόν άγώνα του εναντίον τών ε­ ξωτερικών καί τών εσωτερικών εχθρών τής πατρίδος του, τόν έκαναν άνίκανο νά άνταποκριθή σέ μιά γοργή δράσι. Ανακουφισμένος άπό τούς συλ­ λογισμούς αύτούς, ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ συνέχισε τόν δρόμο του χαμογελαστός. Βγήκε άπό τή γέφυ­ ρα καί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μικρό διανυκτερεϋον κέντρο, οπού μιά επιγραφή έλεγε δτι ύπήρχε τηλεφω­ νικός θάλαμος γιά τό κοινό. Ύπήρχε ένα άσαφές σημείο, πού ό Χέρμαν ή­ θελε νά ξεκαθαρίση. Μέσα στό κέντρο δέν υπήρχε πα-, ρά μόνον ό ιδιοκτήτης κι’ ένας οδη­ γός φορτηγού αύτοκινήτου. Διέταξε ένα διπλό ούΐσκυ καί μπήκε στόν τηλεφωνικό θάλαμο. Πή­ ρε τό Υπεραστικό Κέντρο. —θέλω νά μιλήσω σ’ έναν Τζέρυ Χώλεϋ στό Σικάγο, είπε στήν τηλε­ φωνήτρια. Είναι θεατρικός μάνατζερ


-

30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ....

.....—-X

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ

κι* έχει γραφεία στό Μέγαρο Γούντς. —Ποτέ δέν ήμουν μάνατζέρ τους, Π ρέπει δμως νά βρήτε στόν κατάλο­ άπάντησε ό Χώλεϋ. Μά έχω ακούσει γο τόν αριθμό του σπιτιού του. γΓ αυτές. Καί, άν μιά άπ’ αυτές παν—Περιμένετε, είπε ή τηλεφωνή­ > τρεύτηκε έναν κτηματία, νά είσαι βέ­ τρια. θά σάς πάρω στό τηλέφωνο. βαιος δτι τό έκανε γιά νά γελάση. Ό Χέρμαν βγήκε άπό τόν τηλε­ Πρέπει νά τις θυμάσαι, Χέρμαν. Εί­ φωνικό θάλαμο καί πήγε καί κάθησε χαν άνακατευτή σ’ ένα σκάνδαλο, σ’ ένα σκαμνί, κοντά στό μπάρ. μιάν άπάτη, νομίζω, στή Χρυσή Ακτή —Μήπως κανένας άπό σάς έχει έδώ καί δυό ή τρία χρόνια. ΓΓ αυτό ακούσει για μια εταιρία στό Ύμπόρ έφυγαν γιά τό εξωτερικό, θυμάσαι; Σίτυ, πού λέγεται Ντε Άλβίλα καί Ή μια άπ’ αύτές ήταν παντρεμένη μ* Γκάρθια; έναν Ιταλό ή Ισπανό ή ακροβάτη ή —Ναί, εΐπε ό σωφέρ. Είναι παλιά κάτι παρόμοιο. εταιρία κι* έχει καλή φήμη. Γιατί; Ό Χέρμαν θυμόταν τήν ύπόθεσι. Δεν ήταν ή άπάντησις πού περίμεΜά τήν είχε άναλάβει τό Τμήμα Η­ νε ό Χέρμαν. "Εδωσε μιά άμφίβολη θών καί ό ίδιος δέν είχε δή καμμιάν άπάντησι κι* έμεινε σιωπηλός κυττάάπό τις δυό άδελφές. ζοντας τό ποτήρι του, ώσπου τό τη­ —Μπορείς νά μου τις περιγράψης λέφωνο κουδούνισε. Τζέρυ ; Ή φωνή του θεατρικού μάνατζερ Ό Χώλεϋ περιέγραψε τό κορίτσι, ήταν γεμάτη ύπνο. πού είχε παρακαλέσει τόν Στόν νά — Δεν δίνω μιά πεντάρα ποιός εί­ τήν συναντήση στήν άμμουδιά. σαι I, γρύλλισε. Πήγαινε στό διάβολο —Αύτή είναι ή Βάντα. Τό όνομα καί παράτα με ήσυχο ! θέλω νά κοι­ τής άλλης είναι Γκλέντα. Τό ’ίδιο άνάστημα καί ένα-δυό χρόνια μεγαλύ­ μηθώ... — Έδώ Χέρμαν, τόν διέκοφε ό τερη. Είναι κι’ οί δυό άπό φυσικού Στόν. ξανθές. — Είσαι σίγουρρς γΓ αυτό ; —Ναί... ή μάλλον έτσι μου είπαν. Ό Χέρμαν χώνεψε τήν πληροφο­ ρία σκυθρωπά. ’Άν ό Τζέρυ δέν έ­ πεφτε έξω, κάποιο λάθος υπήρχε στή θεωρία του ντέτεκτιβ. —Καί ό σύζυγος ; ρώτησε. Μήπως θυμάσαι τ’ όνομά του ; —Καί βέβαια τό θυμάμαι ! άπάν­ Χώλεϋ*· αναγνώ­ τησε ό Τζέρυ. ΤΗταν Τσίκο. "Οπως ρισε τή φωνή του ντέτεκτιβ καί είπε : τό όνομα του ήρωος στό φιλμ «Έ—'Ώ, αυτό είναι κακό νέο I Είχα βδομος Ουρανός». ακούσει πώς ήσουν νεκρός... Ό Χέρμαν τόν ευχαρίστησε καί Γέλασε. ^Ηταν πολύ καλός φίλος κρέμασε τό άκουστικό. τοϋ Χέρμαν. Ή φωνή του πήρε έναν Ό δολοφόνος ήταν έξυπνος. ’Όχι τόνο άνησυχίας, καθώς προσέθετε : δμως πέρα γιά πέρα. Τό παλιό μη­ —Σου συνέβη τίποτα άσχημο, τρώο του, άν είχε φυσικά, θά ήταν Χέρμαν ; άρκετό γιά νά τόν προδώση. —’Όχι, τόν διαβεβαίωσε' ό ντέτεΠλήρωσε τό ούΐσκυ του καί βγήκε κτιβ. θέλω μόνο μερικές πληροφορίες γιά νά πάη στό αύτοκίνητό του. "Α­ γιά ένα χορευτικό ζευγάρι. *'Ακούσε, κούσε πίσω του τόν σωφέρ νά ψιθυΤζέρυ. Μήπως ακόυσες ποτέ ή έκα­ ρίζη βραχνά στόν ιδιοκτήτη του κέν­ νες τόν μάνατζερ γιά ένα χορευτικό τρου : ζευγάρι άπό δυο αδελφές Μάρεϋ; Τό — Στοιχηματίζω πώς είναι ένας από ένα άπό τά κορίτσια λεγόταν Βάντα. τούς καταραμένους εκείνους γκάγκΕίχαν πάει στή Νότια Αφρική καί στερς του Σικάγου ! μιά άπό αυτές παντρεύτηκε έναν κτη­ —Φαίνεται γιά έμπορος λευκής σαρματία. κός, συμφώνησε ό άλλος, θάπρεπε νά

Ο


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ . τούς αρπάζουν καί να τούς τουφεκίζουν έπιτόπου αύτούς - τούς ανθρώ­ πους. Ό Στόν πάτησε με δύναμι τό πεντ>άλ τής βενζίνης. Τά λόγια του αν­ θρώπου αύτου ήσαν ίσως προφητικά. Κάποιος Ικανέ ό,τι μπορούσε για να τόν σκστώση στο διάστημα των τε­ λευταίων τεσσάρων ώρών. ΤΗϊ Ύμπόρ Σίτυ εί­ χε ένα παράξενα ξενκό χρώμα. Τά περισσότερα ονόματα επάνω άπό τις πόρτες των καταστημάτων ήσαν Τσπανικά. Μερικά άπό τά κτίρια είχαν σιδερένια μπαλκόνια πού τά διέτρεχαν άπ’ άκρη σ’ άκρη. Τό διώροφο κτίριο τής Εταιρίας Ντέ Άλβίλα καί Γκάρθια ήταν ένα άπό αυτά. Ό Στόν πλησίασε άογά, έκανε μιαν άπότομη στροφή καί σταμάτησε στό άπέναντι πεζοδρόμιο, μισό τε­ τράγωνο μακρυά. Σ’ ένα άπό τά ε­ πάνω παράθυρα υπήρχε δυνατό φως. ΤΗταν τό μόνο σημάδι ζωής σ’όλόκληρο τό κτίριο. Δεν υπήρχαν καθόλου διαβάτες. Καί τό αυτοκίνητό του ήταν τό μόνο μέσα στόν έρημο, όμυδρά φωτισμένο δρόμο. Εκεί άνάμεσα στα κτίρια, ή ζέστη άρχισε πάλι! νά τόν ένοχλή. Ό Χέρμαν έμεινε μέσα στό αύτοκίνητό του, κάνοντας άέρα μέ τό καπέλλο του καί κυττάζοντας τή κτίριο. Τό αυτο­ κίνητο, πού τόν είχε πάρει άπό πίσω, δέν είχε φτάσει άκόμα κι’ ούτε ήταν σταματημένο σ’ έναν άπό τούς πλά­ γιους δρόμους. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ σκέφτηκε γοργά. Δούλευε μόνος καί μέ εντελώς άτομική πρωτοβουλία. Δέν ήταν άστυνομικός έκεί κάτω. Δέν εί­ χε κάν τό σήμα βοηθού σερίφη. ’Άν έμπαινε στό κτίριο, οποιοσδή­ ποτε βρισκόταν έκεί μέσα νόμιμα θά είχε τό δικαίωμα νά τόν πυροβόληση. —’Άν είχα λιγάκι μυαλό θά συ­ νέχιζα τό δρόμο μου καί δε θάμπαινα, σκέφτηκε. "Εχωσε τό πιστόλι του στή ζώνη του, γύρισε μέ τά πόδια πίσω καί δοκίμασε άθόρυβα την κεντρική είσο­ δο τού κτιρίου.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

ΤΗταν κλειδωμένη. Τό περίμενε αυτό, φυσικά. Βρήκε ένα βρωμερό καί γεμάτον άπορρίμματα εξωτερικό διάδρομο στα δεξιά του κτιρίου καί δοκίμασε μιά μικρή πίσω πόρτα. "Ανοιξε εύκολα. "Αναψε ένα σπίρτο καί έξήτασε τήν κλειδαριά. Δέν είχε δοκιμάσει κανείς νά τήν διαρρήξη. Επομένως, τήν είχαν άφήσει επίτηδες άνοιχτή γιά νά διευκολύνουν τήν είσοδό του. Ό Στόν άνοιξε τήν πόρτα περισ­ σότερο. "Ενα ρεύμα δροσερού άέρα, άρωματισμένον, άπό φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ, τόν χτύπησε στό πρό­ σωπο. "Αναψε ένα δεύτερο σπίρτο. Μιά σκάλα ώδηγοϋσε στό επάνω πάτωμα. "Ενα άμυδρό μουρμούρισμα φωνών έφτασε ως αυτόν. Η σκηνοθεσία ή­ ταν έλκυστική. Τό μόνο πού είχε νά κάνη ήταν ν’ άνεβή τή σκάλα, νά στρέψη τό πιστόλι του επάνω στόν δολοφόνο καί ή ύπόθεσις ήταν στό σακκοϋλι.

______

**

.^^.ψήνοντας τήν πόρτα μισάνοιχτη, τραβήχτηκε πίσω καί κύτταξε, άπάνω, τή σκάλα κινδύ­ νου. Περνούσε κοντά στό μπαλκόνι καί κατέληγε στή στέγη. "Απλωσε τό χέρι του, έπιασε τό τελευταίο σκαλο­ πάτι καί άρχισε νά άνεβαίνη χρησι­ μοποιώντας μόνο τά χέρια του καί άποφευγοντας νά άγγίξη τά μετάλλι­ να σκαλοπάτια μέ τά πόδια του, γιά νά μήν κάνη θόρυβο. "Ολοι οί ερασιτέχνες δολοφόνοι ήσαν ίδιοι. Νόμιζαν πώς ήσαν έξυ­ πνοι. Νόμιζαν πώς μπορούσαν νά δι­ δάξουν τούς παπούδες τους πώς ροφούν τ’ αυγά. Τώρα οί φωνές ήσαν πιο καθαρές.


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Αργεί νάρθή, είπε ένας. — Νομίζει ίσως πώς είναι έξυ­ πνος, ψιθύρισε τραχεία ένας άλλος. ’Ίσως έχει βγάλει τα παπούτσια του και ανεβαίνει σιγά-σιγά τή σκάλα. Μέ τό κορμί μουσκεμένο στόν ι­ δρώτα από την προσπάθεια, ό Χέρμαν διασκέλισε τά κάγκελα του μπαλ­ κονιού και προχώρησε προς τό φω­ τισμένο παράθυρο στην άκρη των ποτιών του. Τό γραφείο ήταν μέτρια επιπλω­ μένο. 'Ένας κοιλαράς, μέ πρόσωπο σαν από ζυμάρι, Κουβανός ήταν κα­ θισμένος πίσω από ένα τραπέζι κυττάζοντας την κλειστή πόρτα,του γρα­ φείου. 'Ένας άλλος άντρας, μέ την πλά­ τη του στραμμένη προς τόν Χέρμαν, στεκόταν κολλημένος στόν τοίχο, μ’ ένα βαρύ πιστόλι στο σηκωμένο χέρι του. ■’Ήταν τόσο κοντά, ώστε ό Χέρμαν μπορούσε ν’ άπλώση τό χέρι του μέ­ σα στό παράθυρο καί νά τόν πιάση. Μέ τά μάτια καρφωμένα στην πόρτα, οί δυο άντρες μιλούσαν τραχειά καί ψιθυριστά. —Όλα θά πάνε καλά, ψιθύρισε ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι. Όταν μπή, θά του τή φυτέψω. "Επειτα, θά σου δώσω τό πιστόλι καί θά φύγω, θά καλέσης τήν αστυνομία. Δέ θά υπο­ ψιαστούν τίποτα, θά τούς πής δτι εί­ χες μείνει ως αύτή τήν ώρα εξετά­ ζοντας χά λογιστικά βιβλία σου. Δέν ήξερες ποιος ήταν καί τόν πέρασες γιά ληστή. Τά μάτια τού Κουβανού ήσαν γε­ μάτα άγωνία. Ό Χέρμαν ήξερε καλά τήν έκφρασι αύτή. Τήν είχε ξαναδή καί στα μάτια άλλων ανθρώπων, ε­ πιχειρηματιών πού είχαν βρεθή σέ δύσκολη θέσι καί είχαν άναγκαστή νά κάνουν πράγματα, πού στήν πραγ­ ματικότητα τούς προκαλοΰσαν φρίκη καί άποτροπιασμό. — "Ημουν τρελλός πού δέχτηκα νά κάνω αυτό πού μού είπατε, είπε ό Κουβανός. Μού είχατε πή δτι δλα θά γίνοντα νάπλά καί εύκολα κι’ δτι δέν θά είχαμε φασαρίες.

χε στραμμένη

άνθρωπος πού εΐτήν πλάτη του στόν

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ Χέρμαν, άνασήκωσε τούς ώμους του εκφραστικά. —Δέ θά είχαμε φασαρίες, αν αύτός ό ήλίθιος υπάλληλός σας δέν α­ νακάτωνε τά κασόνια καί δέν έστελνε τό κασόνι στόν Μάσον κατά λάθος. Είμαστε τυχεροί πού τό πήραμε πίσω. —Τά βρήκατε δλα;—'Όλα εκτός από ένα κουτί, είπε ό άλλος. Ό γέρος ήταν πολύ πεισμα­ τάρης. Είπε δτι προτιμούσε νά πεθάνη παρά νά μάς πή πού ήταν. Καί πρόσθεσε σκυθρωπά : —Καί πέθανε πραγματικά. Ό Χέρμαν συνωφρυώθηκε. Τό κου­ τί πού έλειπε ήταν εκείνο πού θά έ­ κλεινε τήν ύπόθεσι. Καί «πίστευε δτι ήξερε πού βρισκόταν. —θά μάς καθίσουν στήν ήλεκτρική καρέκλα, βόγγησε ό Κουβανός, θά μάς κάψουν. Μέ εκβιάσατε νά μπω στήν ύπόθεσι αύτή, εσείς κι’ εκείνη ή καταραμένη ξανθή. Αύτός ό Στόν εί­ ναι έξυπνος. "Εχω διαβάσει γΓ αυ­ τόν. Τόν λένε «Χέρμαν ό Μεγάλος». Ό άλλος γέλασε κοφτά. —Βέβαια, ή παρουσία του στή Λέσχη Μπήτς ήταν μεγάλη αναπο­ διά γιά μάς. Όταν δμως πεθάνη, κα­ νένας δέν θά μπορέση νά άποδείξη τό παραμικρό. Ό γέρο-βλάκας ό σε­ ρίφης ούτε μέ υποψιάζεται κάν. Καί, δταν βγάλουμε τόν Στόν από τή μέ­ ση, θά πουλήσουμε τά διαμάντια καί εσύ, εγώ κΓ ή Γκλέντα, θάχουμε άρκετά λεφτά γιά νά ζήσουμε άνετα ώς τά βαθειά γερατειά μας. Τό πρόσωπο τού χοντρού Κουβα­ νού ξαστέρωσε κάπως, καθώς ή α­ πληστία κυνηγούσε τόν φόβο. Ή στιγμή τής δράσεως είχε φτά­ σει. Ό Στόν κατέβασε τήν άσφάλεια τού πιστολιού του. —Καί τί σάς κάνει νά πιστεύετε, κ. Γκάρθια, είπε, δτι ό Τσίκο θά σάς άφήση νά ζήσετε ; 'Όταν εγώ πεθάνω, εσείς θά είστε ό μόνος άνθρω­ πος πού θά μπορή νά τόν στείλη στήν ήλεκτρική καρέκλα. Μέ τά μάτια καί τις σκέψεις στραμμένα πρός τήν πόρτα, άπ’ δπου πίστευαν πώς θάμπαινε, οί δυό άν­ τρες τάχασαν γιά μια στιγμή, δπως περίμενε ό Χέρμαν. Ό χοντρός Κουβανός άνωρθώθη-


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ κε, κυττάζοντας τρελλά πρός κάθε κατεύθυνσι, με τά μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο. Ό Τσίκο πυροβόλησε τόν ηλεκτρι­ κό γλόμπο ξεφωνίζοντας : —Στο διάβολο I Ό δεύτερος πυροβολισμός του κονιορτοποίησε τούβλα στο πρόσωπο του Χέρμαν. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ δεν πυροβόλησε, θά μπορούσε νά τόν σκοτώσει εύκολα. Μά δέν είχε επίση­ μη αρμοδιότητα. Ή υπόθεσις αότή ήταν του Σερίφη Γουέϊντ κι’ όχι'δι­ κή του. Δέν μπορούσε καν νά κάνη την έμφάνισί του στη λυσι του δρά­ ματος. Γιά νά σώση τό τομάρι του άπό τόν Γκρέίλάυ έπρεπε νά πιάση τόν δολοφόνο ζωντανό. —Ρίξε χάμω τό πιστόλι σου, (Γσίκο, είπε, θά πυροβολήσω. Ό Γκάρθια κλαψούρισε μέσα στό σκοτάδι: —Γιά όνομα του θεού 1 Σας είπα. ^0^, γ ν ο ώ ν τ ας την προειδοποίησι του Χέρμαν, ό Τσίκο πυροβόλησε γιά τρίτη φορά. Ό πυροβολισμός έκοψε τό κλαψούρισμα του Γκάρθια, μεταβάλοντάς το σε ρόγχο. "Ενα βαρύ κορμί έπεσε επάνω σέ μιά πολυθρόνα, την άναποδογύρισε καί βρόντησε χάμω. Ό Χέρμαν φώναξε : — Αυτό είναι φόνος, Τσίκο I Κάθησε χάμω, ενώ μολύβι περ­ νούσε τσιρίζοντας επάνω άπό τό κε­ φάλι του. — "Εχουμε τέσσερις τώρα —τόν Μάσον, τόν Κάμπελ, την Βάντα καί τόν Γκάρθια. Πυροβόλησε πρός τά αριστερά καί έιτάνω άπό τη λάμψι του πυροβολι­ σμού καί πήρε ως άπάντησι ένα ξε­ φωνητό. — Φαίνεται πώς ή σφαίρα μου φί­ λησε τό άριστερό σου αυτί, ήρεμα. "Αν δέν θέλης ή επόμενη νά φιλήση τό μέτωπό σου, πέταξε τό πιστόλι σου κι’ έλα νά φύγουμε μαζί. "Ενας πυροβολισμός τού άπάντησε. Ό Χέρμαν κύτταξε στον δρόμο, κάτω. Φώτα είχαν άνάψει σέ πολλά παράθυρα καί ήξερε.ότι πολλά τηλέ­ φωνα κουδούνιζαν. Ή άστυνομία 9ά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

έφτανε άπό στιγμή σέ στιγμή. — Λοιπόν ; ρώτησε. Ό άέρας τού γραφείου ήταν τώ­ ρα βαρύς άπό σιωπή καί καμμένο μπαρούτι. Δέν άκουγε ούτε κρότους οϋτε κινήσεις. Ό Χέρμαν έμεινε άκίνητος, φοβούμενος μίά παγίδα. Καί τότε, ακούσε πόδια νά τρέ­ χουν στήν^έσωτερική σκάλα τού σπι­ τιού. Ό δολοφόνος είχε χάσει τό κουράγιο του κι’ είχε φύγει. Βλαστημώντας, ό Χέρμαν πήδησε μέσα στό δωμάτιο καί ρίχτηκε στή σκάλα πίσω άπό τόν δολοφόνο. Βγήκε στήν αυλή καί πρόλαβε νά τόν δή νά σκαρφαλώνη σ’ έναν υψη­ λό ξύλινο φράχτη, στό πίσω μέρος τού σπιτιού. Ό Χέρμαν πυροβόλησε γιά δεύτε­ ρη φορά. Ό Τσίκο πυροβόλησε καί χάθηκε. Ό ντέτεκτιβ δέν δοκίμασε νά τόν κυνηγήση. "Ηξερε ποιά θά ήταν ή ε­ πόμενη κίνησις τού δολοφόνου. "Η­ ξερε πού θά τόν έβρισκε. "Ολοι οί δολοφόνοι άκολουθοΰν τά ίδια χνά­ ρια. θά άκουγε σέ λίγο τις γεμάτες άγανάκτησι διαμαρτυρίες του : «"Ημουν σπίτι. "Ημουν στό κρεββάτι. Ή γυναίκα μου μπορεί νά τό καταθέση αυτό·, θά ήταν κάποιος πού μού μοιάζει». — Εντάξει, φιλαράκο, μουρμούρι­ σε ό Χέρμαν.

ΔΥΟ ΞΑΝΘΕΣ Ή ΔΥΟ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΕΣ ; ^Ηταν αυγή, μά δέν είχε ακόμα φωτίσει καλά, όταν ό Χέρμαν στα­ μάτησε τό αυτοκίνητό του μπροστά στή Λέσχη Μπήτς καί μπήκε ορμητι­ κά στόν προθάλαμο. Τά γένια του μαύριζαν τό.σαγόνι


34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

του. Τά μάτια του ήσαν κατακόκκινα άπό τήν άϋπνία. Τό κοστούμι του ή­ ταν μουσκεμένο από τόν ίδρωτα καί λερωμένο άπό τή σκουριά τής σκά­ λας κινδύνου του Γκάρθια. Ό Σερίφης Γουέϊντ τόν περίμενε. —Είστε βέβαιος για τά πράγματα πού υποστηρίζετε, Χέρμαν; ρώτησε. — Ναί, εΐπε ό Χέρμαν σκυθρωπά. Είναι δλα εντάξει; Μήπως έφυγαν τά πουλιά ; —Όχι. Τούς επιτηρώ, δπως είπα­ τε από τό τηλέφωνο. Δέν μπορούν φύγουν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. — Ωραία. Δόστε μου πέντε λεπτά να πλύνω τό πρόσωπό μου καί ν’ άλλάξω πουκάμισο καί θάμαι μαζί σας. Ζήτησε τό κλειδί του άπό τό γρα­ φείο. — Ή κυρία Μπέκερ έχει τό κλειδί σας, τοϋ είπε χαμογελώντας ό υπάλ­ ληλος. Καί του έδωσε έναν κίτρινο φάκελλο. — Αύτό τό τηλεγράφημα έφτασε εδώ καί λίγα λεπτά. Άφηρημένα, ό Χέρμαν έχωσε τό τηλεγράφημα στήν τσέπη του καί μπήκε στον ανελκυστήρα, λύνοντας συγχρόνως τόν κόμπο τής γραβάτας του. Είχε άκόμα πολλά νά κάνη, μά ή υπόθεσις ήταν πιά στό σακκοϋλι. θά έπινε ένα ούΐσκυ, θά έπλενε τό πρόσωπό του... Ό άνελκυστήρας είχε φτάσει στό δεύτερο πάτωμα, δταν κατάλαβε εν­ τελώς αύτό πού του είχε πή ό υπάλ­ ληλος του ξενοδοχείου. — ΈI, ρώτησε τόν γκρούμ πού χειριζόταν τόν άνελκυστήρα. Τί διά­ βολο έννοουσε ό υπάλληλος του γρα­ φείου ; Ποιά κυρία Μπέκερ έχει τό κλειδί μου ; ' Ό γκρούμ άνοιξε τήν πόρτα του άνελκυστήρα καγχάζοντας: —Λένε πώς ό νόμος δέν έπιτρέπει περισσότερες άπό μ ί α γυναίκες, κύ­ ριε Μπέκερ 1 Ό Χέρμαν τόν άγριοκύτταξε. —Είναι δλοί τους παλαβοί έδώ κάτω, σκέφτηκε. Φταίει τό κλίμα φαί­ νεται. "Εβγαλε τό σακκάκι του, καθώς

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ προχωρούσε μέσα στόν διάδρομο, καί άρχισε νά ξεκουμπώνη τό πουκά­ μισό του. —ΚΓ άν ποτέ φύγω άπό αύτό τό... ’Άφησε τή φράσι του μισοτελειω­ μένη. Ή πόρτα του ήταν κλειστή, μά δχι κλειδωμένη. Ό Χέρμαν τήν άνοιξε με προφυλά­ ξεις. Δέν μπορούσε νά δή κανέναν μέσα στό δωμάτιο, μά έβλεπε δτι κάποιος είχε κοιμηθή στό κρεββάτι του. Τράβηξε τό πιστόλι του καί άνα­ ψε τό ψώςν Κ[άτω άπό τό κρεββάτι του υπήρχαν ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια μέ ψηλά τα­ κούνια. Επάνω στό τραπεζάκι τής τουαλέττας υπήρχαν γυναικεία σύνερ­ γα καλλωπισμού. Ή άτμόσψαιρα ήταν άρωματισμένη. ’Ένα ζευγάρι διαφανείς κάλτσες καί μερικά γυναικεία έσώρρουχα ή­ σαν άκουμπημένα επάνω σέ μιά κα­ ρέκλα. —θεέ μου, μίά παγίδα 1, γρύλλισε ό Χέρμαν. θέλουν νά μέ μπλέξουν καί νά μέ ένοχοποιήσοτν Ό δολοφόνος είχε δουλέψει έ­ ξυπνα. Καί κυρίως, είχε δουλέψει γοργά. Γιατί δέν μπορεί νά είχε φτά­ σει στό ξενοδοχείο παρά λίγα μόνο λεπτά πριν άπό τόν Χέρμαν. Χωρίς άλλο, είχε τηλεφωνήσει άπό τήν Τάμπα, δπως είχε κάνει κι’ ό ϊδιος. Ό μεγαλόσωμος νχέτεκτιβ κινή­ θηκε πρός τό τηλέφωνο καί ξαφνικά σταμάτησε, άκούγοντας νερό νά τρέχη μέσα στό δωμάτιο του λουτρού. — Κυρία Μπέκερ I, φώναζε άγρια. "Άν δέν σου... Ή πόρτα του δωματίου του άνοι­ ξε κι* έκλεισε γοργά. —Άλλό ! Φορώντας μιά σχεδόν διαφανή ρόμπα, πού σκέπαζε πολύ λίγα μέρη του κορμιού της, ή Χοσίτα, ή μικρό­ σωμη χορεύτρια μέ τά μαύρα μαλ­ λιά, προχώρησε άργά πρός τό μέρος του, μέ τά μπράτσα απλωμένα καί μέ χοντρά δάκρυα στά μάτια της. Τό βλέμμα τού Χέρμαν γύρισε ά_


<_■

ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ πό τή χορεύτρια στήν πόρτα του λου­ τρού καί έπειτα πάλι στή χορεύτρια. *Η Χοσίτα έρριξε τά άσπρα μπρά­ τσα της γύρω άπό τόν λαιμό του. —Πιστέψτε μου I, ίκέτετευσε. Δεί­ ξτε έμπιστοσύνη έμενα I Ό Χοσέ μου... —Διάβολε I, είπε ό Χέρμαν μέ θαυμασμό. "Εχετε πολύ θράσος I Τά ψεύτικα ^δάκρυα εξατμίστηκαν. Τά γαλανά μάτια της ξαφνικά έγιναν πράσινα. Τό πρόσωπό της συσπάστηκε άπό μίσος. —Έν τάξει, κορόϊδο I, είπε, θά πάθης αύτό πού ζήτησες I "Αρπαξε τό δεξιό μπράτσο του, κρεμάστηκε άπό αύτό καί μέ τά δυό της χέρια, ερριξε πίσω τό κεφάλι της καί ξεφώνησε. Ή πόρτα του δωματίου άνοιξε για δεύτερη φορά. Ό Χοσέ μπήκε μέ­ σα, σκυθρωπός, άφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του. Φορούσε μιά ρόμ­ πα δωματίου καί παντόφλες. Ό Χέρμαν πρόσεξε μέ ίκανοποίησι οτι, κάτω άπό τό δεξιό αύτί τού χορευτή ήταν κολλημένη μιά μικρή γάζα μέ λευκοπλάστη. — Κ ουΐτα άλλά!, φώναξε ό « Χοσέ. Τρελλός άπό λύσσα, ξέσπασε σ’ έναν χείμαρρο άπό Ισπανικές φρά­ σεις. Η Χοσίτα έπαψε νά ξεφωνίζη για μερικές στιγμές, όσο χρειάστηκε γιά νά πή στόν Χοσέ, σέ γλώσσα πού δέν σκόνταφτε καθόλου : , — Πάψε νά παρασταίνης τόν προ­ σβεβλημένο σύζυγο. Σκότωσέ τον. Δέν μπορώ νά κρατώ τό μπράτσο του όλη μέρα. Ό Χέρμαν δοκίμασε νά έλευθερώση τό μπράτσο του. Ή Χοσίτα τό κρατούσε άπεγνωσμένα ένώ άπό τό λαρύγγι της άναπηδοΰσαν διαπερα­ στικά ξεφωνητά. Πόρτες είχαν αρχίσει ν’ άνοίγουν στόν διάδρομο, έξω. Ό Χοσέ άρχισε νά διαγράφη ένα ημικύκλιο, γιά νά μπορέση νά χτυπήση τόν -Χέρμαν σέ καίριο σημείο. Τό δάχτυλό του πίεζε κιόλας τή σκανδάλη, μά σταμάτησε, καθώς ή πόρτα "Ρού λουτρού άνοιγε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ * Δύο άριστουργήματα: Τό υπέροχο μυθιστόρημα

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ μέ τόν Έλληνοαμερικανό άσσο τής Μυστικής Υπηρεσίας ΠΡΑ­

ΚΤΟΡΑ 5, καί τό πρώτο μέρος τού δευ­ τέρου ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

0 ΤΗΡΖβΓί ΚΗΙ 0 ΤΙΓΡΗΣ —’Έ ! Τί τρέχει έδώ ; ρώτησε κορίτσι πού είχε φανή τού λουτρού.

στήν

τό πόρτα

Τά μάτια της άστραφταν άπό θυ­ μό. Γιά μιά στιγμή, δέν είδε παρά μόνο τόν Χέρμαν καί τό κορίτσι πού πάλευε μαζί του. Ό Χέρμαν την κύτταξε σάν νά μήν πίστευε στά μάτια του. ΤΗταν μιά κομψή, ^κοκκινομάλλα καί χαρι­ τωμένη γυναικούλα μέ άσπρη ρόμπα. Τά πόδια της ήσαν γυμνά. Τά μαλ­ λιά της ήσαν άκόμα υγρά άπό τό απάνιο. —Κόννι!, φώναξε ό ντέτεκτιβ. Τά μάτια της έψαξαν τό στραπατσαρισμένο πρόσωπό του. —Μέθυσες πάλι, έ ; Τό ένα γυμνό πόδι της χτύπησε μέ δύναμι τό πάτωμα. —Γιατί δέν ήρθες νά μέ συναντήσης στο άεροδρόμιο όπως σού τηλε­ γράφησα ; V.

Τά γκρίζα μάτια της μαχαίρωσαν τή Χοσίτα.


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—"Οσο γιά σένα, παλιογύναικο μέ τά μαύρα μαλλιά, θά σέ... Τό βήξιμο ενός πιστολιού την έ­ κανε νά σταματήση. Στήν άπόστασι αύτή, ό Χοσέ δεν μπορούσε νά άστοχήση. Και δέν άστόχησε. 'Η σφαίρα χώθηκε γιά καλά μέσα στόν ώμο του Χέρμαν Στόν. Ή φό­ ρα της τόν έσπρωξε πρός τά πίσω, άποσπώντας τον από τό σφίξιμο του κοριτσιού μέ τά μαύρα μαλλιά. Τό δεξιό του χέρι άρπαξε μιά μετάλλινη κρεμάστρα, πού ήταν άκουμπημένη στό τραπέζι δίπλα του, καί, πριν ό χο­ ρευτής προλάβη νά τραβήξη πάλι τή σκανδάλη, τόν χτύπησε μέ δύναμι στή ράχη του χεριού. Ό Χοσέ ξεφώνησε καί τό πιστόλι, έπεσε χάμω. —Νά σέ πάρη ό διάβολος !, μούγγρισε στήν Αγγλική γλώσσα. — Πρόσεχε, Τσίκο I, τόν προειδο­ ποίησε ψυχρά ό Χέρμαν. Ξεχνάς δτι δέν ξέρεις Αγγλικά;

υφλός άπό τρόμο, ό χορευτής βγήκε τρέχοντος άπό τό δωμάτιο κΓ έπεσε... στήν άγκαλιά του Γ ουέϊντ. —Πάμε πάλι μέσα, γυιόκα, είπε ψιχρά ό ηλικιωμένος σερίφης. Καί, άν ήμουν στή θέσι σου, δέν θά δοκί­ μαζα νά κάνω καμμιάν άταξία. Δέ θά σέ χτυπήσω στό χέρι εγώ, αλλά στήν καρδιά. Ό Τζ'ιμ Μάσον ήταν φίλος μου. Ό Τζίντυ κι* ό Γουάϊτ τόν άκολούθησαν μέσα στό δωμάτιο. Ό Γουάϊτ έκλεισε τήν πόρτα πίσω τους κΓ έπειτα άκούμπησε ένα μικρό ξύλινο κουτί επάνω στό τραπέζι. — Είχατε δίκιο, είπε στόν Χέρμαν. Ή κυρία Μάσον είπε δτι, 6ταν ό

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ Τζίμ πήγε κατά τις όκτώ στό σπίτι γιά νά δειπνήση, είχε μαζί του κΓ αύτό τό κουτί μέ μαρμελάδα «Γκουάβα». Του άρεσε νά άλείβη μ’ αυτήν τό ψωμί του. Ή Κόννι Στόν αγκάλιασε τόν άν­ τρα της, μέ τά μάτια της γεμάτα δά­ κρυα. —Χέρμαν I Είσαι πληγωμένος... Παρακαλώ I Φωνάξτε έναν γιατρό 1 Ό Χέρμαν έκάγχασε. —Τί διάβολο I ’Έχω σταματήσει χειρότερες σφαίρες. Εκείνο πού μου χρειάζεται είναι ένα ποτήρι ούϊσκθ... "Απλωσε τό χέρι του πρός ένα μπουκάλι επάνω στό τραπέζι, ένοιω­ σε τό δωμάτιο νά σαλεύη γύρω του καί ξαφνικά δλα σκοτείνιασαν. "Οταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένος στό κρεββάτι του. Ό γιατρός Χάνσον ήταν σκυμμένος έ'π-άνω του κου­ νώντας τό κεφάλι του μέ σοφό ύφος. —Μάλιστα, σέρ. Μιά όμορφη κα­ θαρή πληγή. Ό Χέρμαν άνασηκώθηκε στόν άγκώνα του. Ό πρωινός άέρας, πού έμ­ παινε άπό τό παράθυρο, ήταν φρέ­ σκος καί δροσερός καί μύριζε θά­ λασσα. Τό κεφάλι του ήταν καθαρό. Αισθανόταν πολύ καλά. — Εντάξει, εΐπε στόν γιατρό. Τότε πάψτε νά τήν άποθαυμάζετε καί δέ­ στε την. Ό Χάνσον γρύλλισε άποδοκιμαστικά. Ό Χέρμαν βρήκε πίχσπατευτά τό χέρι τής Κόννι καί τό έσφιξε. —Καί εσείς, εΐπε στόν Γουάϊτ πού κρατούσε τόν Χοσέ, δόστε μιά στόν πισινό αύτου του παλιανθρώπου I Γεμάτος άπορία, ό βοηθός του σε­ ρίφη ύπάκουσε. Τό πρόσωπο του χο­ ρευτή έγινε γκρίζο άπό τόν πόνο. Ό Χέρμαν εΐπε στόν γιατρό χα­ μογελώντας : —Υπάρχει κι’άλλη δουλειά γιά σάς έδώ μέσα, γιατρέ. Νομίζω δτι τόν πέτυχα στό...πίσω μέρος τοϋ παντελο­ νιού, άφοϋ δολοφόνησε τόν Γκάρθια. —Αύτό ψέμα εΐναι, ξεφώνησε ή Χοσίτα. Ό Χοσέ ήταν μαζί εμένα ό­ λη νύχτα. Οΰτε μιά φορά έφυγε άπό δωμάτιό μας. —Τότε πώς διάβολο βρέθηκε εδώ μέσα; τήν ρώτησε ξερά ό Χέρμαν. Κόφτο, Γκλένταί Ή αύλαία έπεσε.


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ —Μήπως ή κουβέντα του κάνει κακό ; ρώτησε ό σερίφης τον γιατρό. Ό Χάνσον έκάγχασε σαρκαστικά. — Νά του κάνη κακό ; Εΐναι ζήτη­ μα αν μπορή κανείς νά τον ξεκάνει, έστω καί μέ... κανόνι I Ή Κόννι άκούμπησε τα χείλη της στά χείλη του Χέρμαν. — Μου άρέσει, μουρμούρισε. "Επειτα, γύρισε καί άγριοκύτταξε τη χορεύτρια μέ τα μαύρα μαλλιά. —Μά ποιοι είναι αύτοί οί άνθρω­ ποι, Χέρμαν ; Δυό άπό τή συμμορία του Μάκ Τζίννις ; Κουνώντας άρνητικά τό κεφάλι του, ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ εΐπε: —"Οχι. Είναι απλώς ένα ζευγάρι μικροαπατεώνων, δολοφόνων καί πλα­ στοπροσώπων. Καί διηγήθηκε την Ιστορία δπως την έβλεπε αύτός. — "Ισως ύπάρχουν δυό πραγματι­ κοί Χοσέ καί Χοσίτα. Δεν ξέρω. Για έναν άνθρωπο, σαν τόν Τσίκο δεν εΐναι δύσκολο νά προμηθευτή πλαστά διαβατήρια. ?Ηρθαν άπό τή Νότια Αμερική. ’Ίσως χόρεψαν πραγματικά στη Λέσχη Βάαλ. Αύτό δέν έχει ση­ μασία. ι=.έρω όμως δτι δοκίμασαν νά μπάσουν λαθραία διαμάντια στήν Α­ μερική. Δούλευαν κΓ οί τρεις μαζί — ή Βάντα, ή Γκλέντα κΓ ό Τσίκο. Ό ένας άπ’ αυτούς ήρθε σ’ επαφή μέ τόν Γκάρθια. Τό πώς θά μαθευτή στη δίκη "Ακόυσα τόν Γκάρθια νά λέη δτι τόν έξεβίασαν νά τούς βοηθήση στή με­ ταφορά τής μαρμελάδας «Γκουάβα», δπου ήσαν κρυμμένα τά διοιμάντια. Γύρισε στον σερίφη. —Μπορείτε ν’ άνοίξετε τό κουτί μέ τή μαρμελάδα ; είπε. Αύτό πού έφερε ό Γουάϊτ άπό τό σπίτι του Μάσον ; Ό Γουέϊντ τό άνοιξε καί μαχαί­ ρωσε τό πυκνό υγρό μέ τή λάμα του σουγιά του. —Είναι γεμάτη άπό πετραδάκια, είπε μέ ταραχή. "Εβγαλε ένα μέ τό μαχαίρι του. Τό πρόσωπό του έδειξε άπογοήτευσι, —Μά δέν εΐναι διαμάντια, Χέρ­ μαν. Εΐναι απλά, σκούρα πετραδά­ κια.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

—Εΐναι διαμάντια, τόν διαβεβαί­ ωσε ό Χέρμαν. Δέν φαντάζομαι νά νομίζετε δτι τά βρίσκουν στό χώμα γυαλισμένα καί μέ καλοκομμένη έπιφάνεια ! Κύτταξε τό πετράδι μέ προσοχή. —Αύτή ή πέτρα, άκόμα κι’ δταν κοπή καί κατεργαστή, θά ζυγίζη πε­ ρίπου όκτώ καράτια. Ό Γουέϊντ σφύριξε σιγανά. Ό Χέρμαν Στόν συνέχισε : —θά βρήτε ίσως τά υπόλοιπα δια­ μάντια στό δωμάτιό τους. Εΐναι άρκετά βλάκες ώστε νά πιστέψουν δτι μπορούσαν νά μήν πιαστούν. — θά πάω νά ρίξω μιά ματιά, εΐπε ό Τζίντυ. Καί κινήθηκε πρός τήν πόρτα. Ό Τσίκο δοκίμασε νά τόν σταματήση. —Δέ θά μπήτε στό δωμάτιό μου, χωρίς ένταλμα έρεύνης. Ό Χέρμαν έκάγχασε. —Νόμιζα δτι δέν ξέρατε 'Αγγλικά ! Ό Σερίφης Γουέϊντ έπενέβη. — Πήγαινε, Τζίντυ. "Ασε στήν μπάντα τά εντάλματα. Αναλαμβάνω εγώ τήν εύθύνη. Πρόκειται γιά δολο­ φονία.

Ο

Χέρμαν Στόν κούνησε τό κεφάλι του σκυθρωπά. — Ή δολοφονία εΐναι μιά έφεύρεσις του άνθρώπου, πού αύτός δέν μπόρεσε νά τελειοποιήση καθόλου, άπό τήν εποχή πού τό παιδί του ’Αδάμ, ό Κάϊν, σκότωσε τόν άδελφό του. Κάτι πάντα συμβαίνει καί κα­ ταστρέφει άκόμα καί τά τελευταία σχέδια. Στήν περίπτωσι αύτή, τόν ρό­ λο αύτόν τόν έπαιξε ό υπάλληλος του Γκάρθια. Αντί νά κρατήση τή μαρμελάδα, δταν έφτασε, μπέρδεψε τις φορτωτικές κι’ έστειλε τό κασόνι στόν Μάσον μαζί μέ τή ζάχαρη καί τά ζαχαρωτά. —Σωστά, εΐπε ό Γουάϊτ. 'Η κυρία Μάσον μου εΐπε δτι ό Τζίμ δέν είχε παραγγείλει μαρμελάδα «Γκουάβα». Του τήν είχαν στείλει άπροσδόκητα. Καί, μιά καί δέν μοιραζόταν μέ δελ­ τίο, ό Μάσον χάρηκε πολύ πού του τήν έστειλαν. —"Οταν ό Γκάρθια άνακάλυψε τί


38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

εΐχε συμβή, συνέχισε ό Χέρμαν, τη­ λεφώνησε στόν Τσίκο εδώ, ·στό ξενο­ δοχείο. Ό Τσίκο κΓ ή Γκλέντα ήσαν κιόλας άπεγνωσμένοι, γιατί μέ είχαν αναγνωρίσει καί ψοβόνταν μήπως έπεμβώ στα σχέδιά τους. Γύρισε ξαφνικά στόν Τσίκο και ρώτησε: —Δεν είχατε σκοπό νά σκοτώσετε τον Μάσον, δεν εΐν’ έτσι; Ό χορευτής τόν άγριοκύτταξε σκυθρωπά. —Δεν πιστεύω νά είχαν σκοπό νά τόν σκοτώσουν, είπε ό Χέρμαν στόν Γουέϊντ. Σκόπευαν απλώς νά κλέψουν τό κασόνι μέ τή μαρμελάδα. Μά δυό από τά κουτιά έλειπαν. "Επρεπε νά τά βρουν. Ό Μάσον τούς εΐπε ότι τό ένα κουτί τό είχε αγοράσει ό Κάμπελ. Τότε κατάλαβε τί συνέβαινε κΓ έκλεισε τό στόμα του. Φοβή­ θηκε μήπως έκαναν κακό στή γυναί­ κα του. Τούς είπε ότι προτιμούσε νά πεθάνη παρά νά τούς πή ποϋ ήταν τό άλλο κουτί...

Ο

Τζίντυ ξαναγύρισε μέ ένα μικρό κουτί τουαλέττας. . —Έδώ είναι τά διαμάντια, είπε στόν Γουέϊντ. —Πήραν τή ζάχαρη καί τά ζαχα­ ρωτά γιά νά μπερδέψουν τά πράγ­ ματα, συνέχισε ό Χέρμαν. Αφού σκό­ τωσαν τόν Κάμπελ καί πήραν τό ένα κουτί, ό ένας απ’ αύτούς είχε τήν λαμπρή ιδέα νά βάλη τή ζάχαρη στό αύτοκίνητό του γιά νά κάνη τήν Ι­ στορία νά φανή σάν μιά διαμάχη με­ ταξύ μαυραγοριτών. —Μά τό κορίτσι πού ρώτησε γιά τό σπίτι του Κάμπελ ήταν ξανθό, εΤπε ό σερίρης. Ό Χέρμαν Στόν έδειξε τή Χοσ ίτα. —Αύτό μέ δυσκόλεψε πολύ, άπάντησε. Ή Χοσίτα ή Γκλέντα φορεϊ περούκα. — Καί ή άλλη ξανθή, ή Βάντα ; —Ή Βάντα δεν ήταν ίσως εδώ, ό­ ταν ό Γκάρθια τηλεφώνησε... Καί, ό­ ταν τής εΐπαν τί είχε συμβή, πήδησε στό συμπέρασμα πώς προσπαθούσαν νά τήν ενοχοποιήσουν. "Εχασε τήν ψυχραιμία της καί ήρθε σέ μένα. Τήν είδαν νά σηκώνεται άπό τό τρα­

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ πέζι μου, όταν τά φώτα άναψαν. Καί τότε άρχισε τό γλέντι. Ή Χοσί­ τα χόρεψε σόλο, στό επόμενο νούμε­ ρό τους, ενώ ό Χοσέ μέ ακολουθού­ σε στήν άμμουδιά, όπου σκότωσε τή Βάντα καί μέ πυροβόλησε. —Καί εκείνη ή δεύτερη άπόπειρα εναντίον σας ; —Ήταν μιά Μεγαλοφυής ιδέα. Μέ άκουσαν νά σάς λέω νά συγκεν­ τρώσετε άντρες γιά νά ψάξετε γιά τό πτώμα τής ξανθής καί τρομοκρα­ τήθηκαν. Ή Βάντα ήταν νεκρή, μά δέν εΐχαν προλάβει νά εξαφανίσουν τό πτώμα της. "Ετσι, χρησιμοποιών­ τας τό ίδιο κλεμμένο αύτοκίνητο καί βγάζοντας τή μαύρη περούκα πού φορεϊ τώρα, ή Γκλέντα μου έπετέθη. ’Άν μέ σκότωνε, όλα καλά. Άν όχι θά μπέρδευε τήν κατάστασι, κάνοντάς με νά πιστέψω πώς ή Βάντα δέν ήταν νεκρή. —Αύτό ψέμα 3, φώναξε ^ή Χοσίτα. — Αύτό αλήθεια-1, τήν κοροΐδεψε ό Χέρμαν. Παίξατε καλά τόν ρόλο σας, μά ό Χοσέ έκανε ένα σφάλμα στήν πρώτη μας συνάντησι. Αύτό μ’ έκα­ νε νά σχηματίσω τις πρώτες υποψί­ ες. Ύπετίθετο ότι ό Χοσέ ούτε μι­ λούσε ούτε καταλάβαινε Αγγλικά. "Οταν όμως τού έδειξα τό πιστόλι τής Βάν^α καί τόν ρώτησα άν τό εΐ­ χε ξαναδή, αύτός κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. Ό Γουέϊντ έξησε τό κεφάλι του. —Διάβολε I είπε. Τό θυμάμαι τώ­ ρα. Μά δέν τό πρόσεξα εκείνη τή στιγμή. Ό Χέρμαν συνέχισ€ : —Σκότωσαν τόν Μάσον, τόν Κάμ­ πελ, τό Βάντα καί τόν Γκάρθια. ’Άν εξετάσετε τις σφαίρες μέ τις όποιες σκοτώθηκαν, θά άνακαλύψετε ότι προήλθαν άπό τό πιστόλι του Χοσέ ή Τσίκο. 3ΕΪ Χοσίτα άπέσπασε τό μπράτσο της άπό τό χέρι τού Τζίντυ, πού τήν κρατούσε, καί πλη­ σίασε στόν σερίφη. — Αύτός άνθρωπος λέει ψέματα !, φώναξε. Έγώ δέν εΐμαι Γκλέντα, εί­ μαι ή Χοσίτα Ροζάριο Γκάρθια Λά Ριότζα Κόρντομπα. Αυτή ή Γκλέντα


ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ είναι ξανθή, έ ; Καί εγώ φορώ μαύ­ ρη περούκα, ε ; —Ναι, είπε ό Χέρμαν. Ή χορεύτρια πρότεινε μιαν από τις πλεξούδες της στόν Σερίφη Γ ουέϊντ. —Τραβήξτε!, είπε με θυμό. Τρα­ βήξτε δυνατά! Καί πέστε σ’ αύτόν τρελλό δτι αυτά είναι μαλλιά μου ! Ό σερίφης Γουέϊντ τράβηξε την πλεξούδα με άμηχανία. —Δεν... δέν είναι περούκα!, μουρ­ μούρισε. —Λοιπόν ; είπε θριαμβευτικά ή Χοσίτα. — Λοιπόν; χαμογέλασε ό μεγαλό­ σωμος ντέτεκτιβ. Λοιπόν, δεν φοράτε μαύρη περούκα. Φορούσατε δμώς ξανθή περούκα, δταν βοηθήσατε τόν Τσίκο στή δολοφονία του Μάσον καί του Κάμπελ κι* δταν μέ πυροβο­ λήσατε. Δέν είστε ή Χοσίτα Ροζάριο Γκάρθια Λά Ριότζα Κόρντομπα. Τά μαλλιά σας είναι βαμμένα. Εΐστε ξανθή καί τό όνομά σας εΐναι Γκλέντα Μάρεϋ. —Αύτό ψέμα. —Αλήθεια ; είπε ό Χέρμαν. Καί γύρισε στόν σερίφη : — Πηγαίνετέ την στό κρατητήριοκαί βάλτε μιά γυναίκα νά τήν γδύση! Ή χορεύτρια έβαλε τά κλάματα. — Καλά !, μουρμούρισε. Εΐμαι ξαν­ θή καί είμαι ή Γκλέντα Μάρεϋ! ..."Όταν ό Χέρμαν κι* ή Κόννι έ­ μειναν μόνοι, ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ ξεροκατάπιε μέ άμηχανία, πριν ρωτήση : — Πώς... πώς βρέθηκες εδώ, Κόννι; Ή Κόννι μόρφασε χαριτωμένα, —Μ' έστειλε ό Επιθεωρητής Γκρέϊντυ. Πλήρωσε τά εισιτήριά μου άπό τήν τσέπη του, γιατί στέφτηκε πώς θά έπληττες εδώ.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39

—Διάβολε!, μουρμούρισε ό Χέρ­ μαν καί θυμήθηκε τό τηλεγράφημα πού είχε πάρει. Τό άνοιξε καί τόδ'άβασε δυνατά: «"Αν τόσο έπιμένης, μικρέ, γύρισε πίσω. Μά αμέσως στήν Αλάσκα εγώ θά σ’ εξορίσω 1» Ό Χέρμαν γέλασε, άγκάλιασε τήν Κόννι καί τή φίλησε. —Μέ άγαπάς πάντα ; Αύτή ζάρωσε τό μέτωπό της. — Σ’άγαπώ μά... υπάρχει κάτι πού... -Τί ; — Πές μου τήν άλήθεια, Χέρμαν.. Δέν είχες ξαναδή ποτέ άλλοτε αύτό τό κορίτσι ; — Ποτέ. ι —Δέν τής έκανες έρωτα ποτέ ; —Ποτέ. —Στή ζωή σου ; —Στή ζωή μου I Τά μάτια τής κοκκινομάλλας άσ­ τραψαν. —Τότε, άγάπη μου, πώς ήξερες δτι τά μαλλιά της ήσαν βαμμένα ; — Μά..., άρχισε ό Χέρμαν καί βόγγησε; Τί νάλεγε; Δέν θά τόν πίστευε ποτέ ή Κόννι...

ΤΕΛΟΣ


ΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΧ ΘΑΝΑΤΟΪ υπό ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΕΣΛΙ ΜΠΕΛΛΕΜ

"Οπου τό δικαίωμα άναγνώσεως ένός βι­ βλίου, σέ μιά δημόσια βιβλιοθήκη, πληρώνε­ ται μέ αίμα, σφαίρες και £ωές1

ήν ήμερα εκεί­ ' —Καλέσατε τήν άστυνομία; ’Έχει κανείς... νη άν “έμπαι­ νες στό διαμέ­ —Συλληφθή, θέλετε νά πήτε ; Κα­ νείς βέβαια, είπε διακόπτοντάς τον ρισμα των γραφείων, πού . τό κορίτσι. Δέν έπεξήγησε περισσότερο τήν έφερε μέ χτυ­ περίεργη παρατήρησί της, μά ούτε πητά γράμμα­ καί ή φωνή της έδειχνε κανένα εν­ τα την επιγρα­ διαφέρον γιά τήν ύπόθεσι. φή: «ΕΠΙΧΕΙ­ —Μήπως θά θέλατε νά δήτε τόν ΡΗΣΕΙΣ ΠΕΡσυνεταίρο του ; συνέχισε ή ϊδια αδι­ ΡΙΝ», θά έβλε­ αφορώντας άν δέν έδινε τήν ευκαι­ πες στό πρώτο ρία στόν Σέϊρπ νά μιλήση. δωμάτιο ένα Αμέσως πάτησε τό κουμπί τού κορίτσι με κα­ «ντικταφόν»», πού ήταν πάνω στό στανά μαλλιά, πού μέ ένα κουρασμέ­ γραφείο της, καί είπε : νο καί ξεψυχισμένο χαμόγελο θά σέ — Κύριε Μπάρριγκτον, είναι κά­ ρωτούσε ποιόν απ’ τούς δυό συνεταί­ ποιος κύριος εδώ πού θέλει νά σάς ρους επιθυμούσες νά δής. "Αν τύχαιδή. Νά σάς τόν στείλω μέσα; νε νά τής πής πώς ζητούσες τόν Τζών Πέρριν, τότε μέ μιά καταπλη­ "Υστερα άπ’ αυτό έκανε μιά νωκτική αφέλεια και ψυχρότητα θά σου χελική χειρονομία δείχνοντας τόν απαντούσε : δρόμο στόν Σέϊρπ. —Πέθανε. — θά περάσεΐε άπ’ αυτήν τήν πόρ­ τα εκεί. Τό ίδιο συνέβη καί στον Μπίλ Σέϊρπ. Μισοκλείνοντας τά μάτια γιά ν’ άποφύγη τήν λάμψι του απογευμα­ τινού ήλιου, έρριξε μιάν έκπληκτη ματιά στό κορίτσι. Απορώντας κάπως γιά τήν άπά— Πέθανε; Πέθανε ό Τζών Πέρθεια τής γυναίκας, άνοιξε τήν πόρτα ριν ; Κάποιο λάθος θά κάνετε δεσποι­ καί βρέθηκε στό διπλανό δωμάτιο. νίς. Δέν είναι πολλές ώρες πού έπίΈκει μέσα, είδε ένα τραπέζι γραφεί­ ναμε μαζί στό μπαρ, καί θυμάμαι ου, δυό καρέκλες ένα πορτμαντώ άπό πώς ήταν περίφημα, στήν υγεία του. μαόνι καί πάνω σ’ αυτό μιά καφέ καμπαρτίνα. Όμως δέν είδε έκει μέ­ —Πέθανε κατά τό μεσημέρι. σα κανέναν Μπάρριγκτον. Στό δωμά­ — Αλλά δέν... τιο δέν υπήρχε ψυχή. —Τόν δολοφόνησαν, είπε μέ τήν — Αϊ, φώναξε γεμάτος άπορία. Τί ίδια καταπληκτική άδιαφορία, τό κο­ συμβαίνει εδώ μέσα; Μου στήσατε ρίτσι. καμμιά παγίδα ; Ό Σέϊρπ έβγαλε τό μαντήλι του ’Από πίσω του όμως άκούστ,ηκε καί σκούπισε τό πρόσωπό του, άν μιά βαρειά, καταχθόνια φωνή. καί στήν πραγματικότητα δέν ήταν ιδρωμένος. —Δέν σου στήσαμε καμμιά παγί­


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ δα. Πάντως, μήν κουνηθής, γιατί εί­ σαι χαμένος. Κρίνοντας απ’ τούς χοντρούς κι* άγριους τόνους τής φωνής ύπελόγισε ότι αυτή θά έβγαινε από κανέναν άντρακλα πάνω άπό δύο μέτρα ψηλό, πού έξυπνα είχε κρυψθή πίσω άπ’ τήν πόρτα την στιγμή, πού άνύποπτος ό ντέτεκτιβ έμπαινε μέσα. Αύτό ήταν ένα πολύ συνηθισμένο κόλπο καί ό Σέϊρπ άφριζε άπό τό κακό του, γιατί μέ τόσην άπρονοησία έπεσε στα νύχια ενός τόσο άπροσδόκητου αντι­ πάλου. Τούς ιδιωτικούς ντέτεκτιβ, πρέπει να τούς χαρακτηρίζη ή εξυπνάδα καί ή προνοητικότης, για νά μπίορουν να ξεφεύγουν μέ έπιδεξιότητα άπ’ τούς κινδύνους, πού τούς άπειλουν σέ κά­ θε τους βήμα. Τώρα όμως ό Σέϊρπ παραδέχτηκε ότι αυτά τα άπαραίτητητα προτερήματα, άρνήθηκαν νά συνεργασθουν μαζί του σ’ αυτήν τήν περίπτωσι. Αποφάσισε λοιπόν νά άφεθή άπογοητευμένος στήν διάθεσι του άντιπάλου του ώσπου νά του δοθή ή κα­ τάλληλη ευκαιρία δράσεως. —Γύρισε!, εΐπε πάλι ή καταχθό­ νια φωνή. Ό Σέϊρπ υπάκουσε αμέσως, καί τά μάτια του γούρλωσαν μ’ αυτά πού είδε. Ό Μπάρριγκτον δεν ήταν γίγας. Ήταν ένα κοντόχοντρο άνθρωπάκι, φαλακρό σάν αυγό. 'Όποιος κΓ άν τόν έβλεπε, ποτέ δέν θά σχη­ μάτιζε τήν έντύπωσι πώς τό άνθρωπάκι αυτό είχε ποτέ σχέσι μέ όπλα. ΚΓ όμως φαινόταν αρκετά εξοικειω­ μένος μέ τό περίστροφο, πού κρατού­ σε στραμμένο πρός τόν Σέϊρπ. Εξοι­ κειωμένος μά καί άπρόσεκτος, γιατί ή άσφάλεια του όπλου ήταν κατεβασμένη. — Μά για στάσου νά δής τί συμ­ βαίνει !, δισμαρτυρήθηκε ό Σέϊρπ. —Νά μιλάς όταν σέ ρωτούν!, τού είπε ό Μπάρριγκτον αύστηρά. ’Έχει γίνει κάποια δολοφονία καί ζητώ τόν φονιά. Πώς λέγεσαι εσύ ; — Σέϊρπ Μπίλ Σέϊρπ. — Τί δουλειά κάνεις ; —Ντέτεκτιβ. —Τής άστυνομίας ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41

—Όχι, ιδιωτικός, είπε δειλά ό Σέϊρπ. —’Ά, ήρθες φαίνεται γιά ν’ αναλάβης τήν ύπόθεσι. ’Ή όχι ; — Λάθος κάνεις, άπάντησε μέ θυ­ μωμένο ύφος ό Σέϊρπ. Συναντήθηκα κάτω στό μπάρ τό πρωί μέ έναν ξαν­ θό τύπο καί φιλικά, επάνω στό πιοτό, αλλάξαμε επισκεπτήρια. Στό επισκε­ πτήριό του έγραφε Τζών Πέρριν, μά εγώ δέν έδωσα σημασία. Αυτός ό­ μως, όταν άνακάλυψε πώς ήμουν ι­ διωτικός ντέτεκτιβ, μοΰ είπε πώς άκριβώς εγώ ήμουν τό πρόσωπο πού τού χρειαζόταν, καί μέ παρεκάλεσε νά τού κάνω τήν χάρι νά πάω στις τέσσερις τό άπόγεμα στό γραφείο του. Λοιπόν ήρθα άκριβώς στις τέσ­ σερις καί τό κορίτσι τού γραφείου σας μοΰ είπε πώς αυτός πού ζητώ, πέθανε. Αύτά εΐναι όλα πού ξέρω. •—Ξέρεις καί κάτι άλλο βέβαια, είπε ό κοντόχοντρος Μπάρριγκτον. Λάβε^τόν κόπο νά μού δώσης εκείνο τό πραγματάκι. — Ποιό πραγματάκι θέλεις νά σου δώσω; —Αύτό πού σοΰ έδωσε ό Πέρριν.

Ό Σέϊρπ δέν πίστευε στά ίδια του τά αυτιά. — Τί μού έδωσε ό Πέρριν ; ρώτη­ σε άναστενάζοντας. Τί μού λές τώρα; Δέν μοΰ έδωσε τίποτα. — Έλα. έλα τώρα!, εΐπε ό Μπάρριγκτον υψώνοντας τό περίστροφο μέ στόχο τό μέτωπο τού ντέτεκτιβ. * Α­ φησε τις κουταμάρες καί δόσε μου τόν φάκελλο πού σού έδωσε ό Πέρριν. ’Ή μήπως ήταν απλώς ένα μικρό χαρτάκι ; —Σού εΐπα πώς δέν μού έδωσε τί­ ποτα, εΐπε πάλι ό Σέϊρπ. Ό Μπάρριγκτον ζάροασε τά φρύδια του μέ μιάν άγρια έκφρασι στό πρό­ σωπο. —"Ακούσε, φίλε μου, εΐπε αυστη­ ρά μέ τά ψέματα δέν πρόκειται νά σωθής. Κύτταξε πόσο μεγαλόψυχος εΐμαι. ’Άν μοΰ τό δώσης, θά έχης ε­ κατό δολλάρια άπό μένα. "Αντε νά τελειώνουμε, δόστο μου μέ τό καλό,


42

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

καί μή μέ άναγκάζης νά μεταχειρι­ στώ τήν βία. —Μά δέν μου έδωσε τίποτα ό άν­ θρωπος, πώς θέλεις νά ατό πώ ; α­ πάντησε μέ άγανάκτησι καί μέ ειλι­ κρίνεια ό Σέϊρπ. Προσπάθησε νά ξαναφέρη στήν μνήμη του τήν συνάντησι άπό τήν άρχή της, γιά νά δη μήπως πραγμα­ τικά εΐχε ξεχάσει αυτήν τήν λεπτο­ μέρεια. Ή ερευνά του δμως αυτή κα­ τέληξε στο συμπέρασμα δτι ό Πέρριν τόν κάλεσε απλώς στό γραφείο του. Αυτό ήταν δλο. Πάντως ό Μπάρριγκτον άδυνατουσε νά πιστέψη τέτοιο πράγμα, καί μέ τήν ίδια καταχθόνια φωνή ε­ ξήγησε τόν λόγο: —Δέν.σέ πιστεύω, γιατί ό συνε­ ταίρος μου μου τηλεφώνησε, μόλις έφυγες —κατά τά φαινόμενα— άπό τό μπάρ, δηλαδή τρεις ώρες πριν σκοτωθή. Μου είπε λοιπόν, πώς έμπιστεύθηκε σέ έναν ξένο τό... θέλεις νά πώ τί πράγμα; Καί προφανώς εσύ είσαι ό ξένος. — Είναι ψεύτης!, είπε άμέσως ό Σέϊρπ. Μά αμέσως θυμήθηκε καί πρόσθεσε. — ?Ηταν ψεύτης, θέλω νά πώ. —Δέν πρέπει νά φέρνεσαι μέ τέ­ τοιον τρόπο, πρός τή μνήμη ενός νεκρού, είπε έπιτιμητικά ό Μπάρριγκτον. Βέβαια, παραδέχομαι πώς ό Πέρριν μου είπε πώς δέν σοϋ είχε άνακοινώσει τήν άξια του πράγμα­ τος πού σοϋ έδωσε. Στό έδωσε α­ πλώς καί σέ παρακάλεσε ν’άρθής στις τέσσερις στό γραφείο. —Δέν μου είχε άνακοινώσει τήν άξια; Μά άφοϋ σοϋ λέω πώς δέν μοϋ έδωσε τίποτα ; —θά μέ κάνης νά περάσω τά ό­ ρια τής εύγενείας, είπε ό κοντόχον­ τρος. Επίσης σέ προειδοποιώ πώς μέ τις άνόητες άρνήσεις σου, στις ό­ ποιες τόσο επιμένεις, δέν κάνεις τίποτ’ άλλο άπό τό νά έπιζητής νά σοϋ άνοίξω μιά τρύπα σχό μέτωπό σου. Στό λέω'σοβαρά. — Κολοκύθια!, είπε άποφασιστικά ό Σέϊρπ κυττάζοντας προσεκτικά τόν κοντόχοντρο άνθρωπο καί είδικώς τό

δάκτυλό του δάλη.

πού

χάϊδευε τή σκαν­

Τά χείλη τοϋ Μπάρριγκτον πήραν μιάν άπαίσια έκφρασι. —Καθώς φαίνεται θέλεις νά κά­ νης παρέα μέ τόν Πέρριν, κάτω άπ’ τήν ϊδια ταφόπετρα ! Μά αυτό είναι πολύ κουτό, άγαπητέ μου φίλε, αν λάβης ύπ’ δψει πώς ή πληροφορία πού κρατείς δέν πρόκειται νά σέ βοηθήση σέ τίποτα. Δέν ξέρεις ούτε τί είναι ούτε πώς πρέπει νά τήν χρησιμοποιήσης. Λοιπόν, σκέψουτο λογικά καί μήν μέ κάνης νά χάνω τήν ύπομονή μου μέ σένα. Ό Σέϊρπ προσπάθησε νά άλλάξη θέμα συζητήσεως. —Ποιός σκότωσε τόν Πέρριν ; —Ποϋ θέλεις νά τό ξέρω εγώ; ’Έλα τώρα, κατέβαινε τό χαρτί. —Πώς σκοτώθηκε ; — Μέ ένα άπ’ αύτά, είπε ό Μπάρριγκτον καί έδειξε τό περίστροφο πού κρατούσε. Αύτά τά Κόλτ είναι επι­ κίνδυνα πράγματα. Θά τό διαπιστώσης καί μόνος σου σέ λίγο, άν δέν μοϋ δώσης αύτό πού σοϋ ζητώ. Ό Σέϊρπ τοϋ άπάντησε κουρασμέ­ νος : —Μακάρι νά τό εΐχα αυτό τό πράγμα πού μοϋ ζητάς, καί θά στό έδινα μέ δλη μου τήν καρδιά. — Μακάρι νά τό είχες; είπε ό χονδρός ζαρώνοντας τά φρύδια του. θέλεις νά πής πώς τό έδωσες σέ κανέναν άλλον ; — Δέν τό είχα ποτέ επάνω μου είπε βιαστικά ό Σέϊρπ. Μά, στό θεό σου ! Πιστεύεις πώς, άν είχα ποτέ αύτό τό πράγμα, θά καθόμουν νά μέ παιδεύης, μέ τέτοιον τρόπο ; Δέν εί­ μαι καί κανένας ήρωας στό κάτω— κάτω τής γραφής I Είχε γίνη στό μεταξύ μούσκεμα άπ’ τόν ιδρώτα. Σέ λίγο δμως τοϋ ήρθε μιά άνέλπιστη έμπνευσι : — Μά γιά στάσου I Άφοϋ δέν μέ πιστεύεις, γιατί δέν μέ ψάχνης, γιά νά σοϋ φύγη κάθε άμφιβολία ; Ό Μπάρριγκτον έμόρφασε σαρ­ καστικά. —Γιά νά θέλης νά σέ ψάξω, θά


ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ττή πώς δεν τό έχεις επάνω σου έκεΐνο τό νούμερο. — Νούμερο είπες; "Ωστε αυτό ή­ ταν ; Νούμερο ζητάς ; .—Και έκανες πώς δέν καταλαβαί­ νεις, ούρλιαζε ό χοντρός. "Ωστε τό πέταξες πριν έρθης εδώ, για νά τά καταφέρης νά μέ βάλης στό χέρι. — Ούτε καν σκέφτηκα τέτοιο πράγμα. — Κι* δμως έτσι θά είναι. Δέν εί­ ναι καθόλου καλό. — Ποιό δέν είναι καθόλου καλό ; ρώτησε ό Σέϊρπ. —Δέν είναι καθόλου καλό γιά σένα, άπάντησε μέ ένα άγριο ύφος ό Μπάρριγκτον. θέλω τό νούμερο καί θά τό πάρω είτε μέ τό καλό εϊτε μέ τό κακό. —"Αν μέ σκστώσης δέν πρόκειται νά βγάλης τίποτα, άπέδειξε λογικά ό Σέϊρπ. — "Αν σέ χτυπήσω δμως, θά βγά­ λω, είπε ό χοντρός καί έβαλε τό πι­ στόλι του στην άσφάλεια. θά σέ χτυ­ πώ μέ τή λαβή του πιστολιού ώσπου νά σέ κάνω νά μιλήσης.

Πλησίασε τόν Σέϊρπ κουνώντας απειλητικά τό περίστροφο. Γιά τόν ντέτεκτιβ δμως, αύτό ήταν μιά μοναδική ευκαιρία. Τό πιστόλι του ήσαν στήν όσφάλεια, κΓ έτσι δέν ήταν πιά έπικίνδυνο, ως τήν στιγμή πού τό δάχτυλο θά τήν άνοιγε καί πάλι. Στό μεταξύ δμως, τό άντικείμενο αύτό δέν ήταν πυροβόλο δπλο, άλλά άπλούστατα ένα άμυντικό όργανο, καθόλου επι­ κίνδυνο. Τώρα ήταν βέβαιος πώς θά μπορούσε νά προφυλαχθή χωρίς με­ γάλη προσπάθεια. Χαμήλωσε λοιπόν καί σκυφτός τυνάχτηκε προς τόν άντίπαλό του, καταφέροντας ταυτόχρονα μιά γερή γροθιά στό ολοστρόγγυλο καί πλα­ δαρό στομάχι του. Ό Μπάρριγκτον τόν κτύπησε μέ τήν λαβήν τού περι­ στρόφου στόν ώμο, άλλά τό χτύπη­ μα ήταν πολύ ξεψυχισμένο. Ό Σέϊρπ ώρθώθηκε άμέσως καί τίναξε άκόμα δυό γροθιές στό πρόσωπο του Μπάρ^·

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43

ριγκτον, πού γέμισε μέ αϊματα πού έτρεχαν ποτάμι άπ’ τή σπασμένη του μύτη. Μέ ένα τελευταίο κτύπημα στό σαγόνι, ό Μπάρριγκτον σωριάστηκε στό πάτωμα άναίσθητος. Ό Σέϊρπ έσκυψε καί πήρε τό πε­ ρίστροφο άπ’ τά χέρια του αντιπά­ λου του. "Οταν σήκωσε τά μάτια του, είδε τό κορίτσι μέ τό καστανά μαλλιά νά στέκεται στήν πόρτα. Δέν χαμογελούσε τώρα, άλλά κύτταζε κρατώντας μέ τά δυό χέρια της απα­ λά τά μάγουλά της. —"Αχ, θεέ μου 1 Κυττάξτε- τί κά­ νατε 1 —Δέν μπορούσα νά κάνω άλλοιώς, άπάντησε ό Σέϊρπ μέ έ'κφρασι άνθρώπου πού έκανε, δ,τι έπρεπε. Αυτή κούνησε τό κεφάλι της. Στό πρόσωπό της καί στη φωνή της ήταν διάχυτος ό τρόμος. — "Ας ύποθέσωμεν πώς κάνατε δτι έπρεπε. Δέν υπήρχα κανένος άλ­ λος τρόπος νά ξεφύγετε; — Όχι. θά ξεφύγω δμως τώρα καί μήν προσπαθήστε νά μέ εμποδί­ σετε. — "Α, κάθε άλλο! —Πολύ ώραΐα λοιπόν 1, είπε ό ντέτεκτιβ καί κατευθύνθηκε πρός τήν πόρτα. —Σταθήτεί, είπε αύτή χλωμή, θαρθώ μαζί σας I —Τί σημαίνει αύτό πάλι ; —Είναι μερικά πράγματα πού πρέ­ πει νά τά μάθετε, είπε τό κορίτσι. Καί, έξ άλλου, βαρέθηκα μέσα σ’ αύ­ τό τό απαίσιο περιβάλλον. —Δέν είναι δουλειά, πρόσθεσε, γιά ένα κορίτσι όπως πρέπει. "Ολοι τους είναι κλέφτες, δολοφόνοι καί.... Πιάστηκε άπ’ τό μπράτσο τού Σέϊρπ. — Εμπρός, πάμε συνέχισε, πριν συνέλθη αυτός. . , Εννοούσε τόν Μπάρριγκτον, πού άρχιζε κι* δλας ν’ άναδεύη. Σαστισμένος καί άπορώντας γιά τήν περίεργη αύτή έξέλιξι, ό Σέϊρπ άφέθηκε νά ρυμουλκηθή άπ’ τό κορί­ τσι πού τραβώντας τον κάτω στις σκάλες, τόν είχε βγάλει κΓ δλας έξω άπό τό κτίριο. Τό αυτοκίνητό του περίμενε έκεϊ μπροστά, καί ό Σέϊρπ βο­ ήθησε τήν κοπέλλα να μπή μέσα.


44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ξεκίνησε χωρίς κανένα συγκεκρι­ μένο πρόγραμμα. ’Ηθελε μονάχα νά άπομακρυνθή άπό εκείνο τό μέρος. Σε λίγο εΤπε: — Εμπρός, μικρούλα μου, λέγε. —Τί νά πώ; — Αυτά πού μου είπες ότι έπρεπε νά μάθω. —’ΆΙ Αυτό I Λοιπόν, πρώτα-πρώτα, τό όνομά μου δέν είναι «Μικρού­ λα» είναι Προύντανς, Προύντανς Φόστερ.

Γύρισε καί έρριξε μιά ματιά άπ’ τό πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου. —"Αχ, φίλε μου, θαρρώ πώς μάς παρακολουθούν ! Ό ντέτεκτιβ κύτταξε στόν καθρέ­ φτη. Είδε πραγματικά ένα μαύρο αυ­ τοκίνητο, πού ερχόταν πίσω τους. Δέν μπορούσε όμως νά βεβαιωθή άν πραγ­ ματικά τούς παρακολουθούσε. — Νά πάρη ή όργή I, είπε γκρινιά­ ρικα, Τί ήθελα νά μπλέξω, χωρίς νά ξέρω πρώτα-πρώτα τί συμβαίνει; —Μιά φασαρία συμβαίνει, αυτό εΐναι όλο. Φασαρία γύρω άπό κάποιο σπάνιο βιβλίο. — Κάποιο σπάνιο βιβλίο; ρώτησε ό Σέϊρπ μέ απορία. —Δέν έχετε άκούσει γιά ένα βι­ βλίο τού Χάστιγκς, «ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΣ ΔΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΑΣ», πού έχει έκδοθή κατά τό Ί846 ; Εΐναι ένα σπουδαίο καί πολύ σπάνιο βι­ βλίο. ’Έκανε την έπεξήγησι σάν ένας σοφός καθηγητής ή ένας πολύπειρος διευθυντής· βιβλιοθήκης. Ό Σέϊρπ ζάρωσε τά φρύδια του προσπαθώντας νά συγκεντρώση τό μυαλό του σέ τρία πράγματα. Πρώτα, στη διακυβέρνησι τού αυτοκινήτου του. Δεύτερον, στο αυτοκίνητο που φαινόταν νά τόν παρακολουθή, καί τρίτον στά λόγια τής Προύντανς Φόστερ. Ξαφνικά όμως ή μνήμη του τόν βοήθησε. — Ακούστε,, δεσποινίς, μήπως εΐ­ ναι εκείνο τό βιβλίο για τό όποιο έ­

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ χουν τόσο πολύ άσχοληθή οί εφημε­ ρίδες τήν περασμένη εβδομάδα; — Ακριβώς, εΐπε σοβαρά ή κοπέλλα. Εΐναι τόσο σπάνιο τό βιβλίο αυ­ τό ώστε ένα άντίτυπο μπορεί νά πουληθή πάνω άπό πενήντα χιλιάδες δολλάρια. Καί άναστέναξε. —Τό κακό εΐναι, συνέχισε, πώς τά λίγα άντίτυπα πού ύπάρχουν βρί­ σκονται μέσα σέ ώρισμένες δομόσιες καί ιδιωτικές βιβλιοθήκες. —'Όπως καί σ’ αύτήν πού εΐναι εδώ, στήν πόλι μας, διέκοψε ό Σέϊρπ μέ μιά δόσι ενθουσιασμού, πού εξα­ φανίστηκε πριν μιά εβδομάδα. Τό βι­ βλίο δηλαδή κΓ όχι ή βιβλιοθήκη I «Έξηφανίσθη μυστηριωδώς» όπως έ­ γραψαν οί εφημερίδες. Πενήντα χι­ λιάδες δολλάρια έκαναν φτερά άπό κεϊ μέσα, θέλετε νά πήτε πώς ό Πέρριν εΐχε κάποια σχέσι μέ τήν κλοπή αύτή ; — Εΐχε σχέσι μέ πολλές τέτοιες βρωμοδουλειές. 'Απλούστατα δέν ή­ ταν τίμιος άνθρωπος. Εΐχε κανονίσει νά τό πουλήση σ’ έναν ασυνείδητο συλλέκτη, γιά δέκα χιλιάδες δολλά­ ρια. Μετρητά. Ακόμα εΐχε τό ύφος δασκάλου πού παρέδιδε μάθημα. 4 Ό Σέϊρπ τής έρριξε μιά έκπληκτη ματιά καί παρά λίγο νά παρασύρη μέ τό αύτοκίνητό του έναν πεζό. — Δέκα χιλιάδες δολλάρια ; εΐπε. Γιά όνομα τού θεού 1... —Ναί, μά ό Τζών δέν τόν εμπι­ στευόταν τελείως, αυτόν τόν άν­ θρωπο. —Ποιός Τζών ; —Ό κ. Πέρριν, διώρθωσε αμέσως ή κ'οπέλλα καί κοκκίνισε. Εΐχε κατα­ λάβει πώς συναλλασσόταν μέ έναν πού ήταν τό ίδιο άτιμος σάν κΓ αυ­ τόν. ’Ίσως καί περισσότερο. Καί μά­ λιστα έναν πολύ επικίνδυνο τύπο,, πού μέ πολλή εύκολία έδινε τις δέκα χιλιάδες δολλάρια γιά νά άποκτήση τό σπάνιο αύτό βιβλίο, άλλα καί μέ άλλη τόση θά σκότωνε γιά νά τό ε­ ξασφάλιση. ’Έτσι κατέληξε στόν σκο­ πό του, χωρίς νά άναγκαστή νά καταβάλη τά χρήματα. Ό Σέϊρπ κύτταξε πάλι στόν καθρέπτη τού οδηγού. Τό αυτοκίνητο έ»


ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ξακολουθουσε νά τον παρακολουθή. Έκανε μερικές μανούβρες, μπαίνον­ τας σέ παρόδους, ώσπου κατώρθωσε νά ξεφορτωθή τους διώκτες του. "Ε­ τσι ήσύχασε. —Τώρα για στάσου νά ξεκαθαρί­ σω τό μυαλό μου, μικροϋλα μου. Ό Πέρριν έκλεψε ,τό βιβλίο και προσ­ παθούσε νά τό πουλήση γιά δέκα χιλιάρικα, άλλά φοβόταν μήν τυχόν ό άγοραστής τόν σκότωνε γιά νά τοϋ τό πάρη δωρεάν. Είναι έτσι;

— Ναί. Γι’αύτό βρήκε ένα σχέδιο γιά νά προστστευθή. Αύτός και μό­ νο αυτός ήξερε, πού ήταν κρυμμένο τό βιβλίο. ’Άν σκοτωνόταν, ό ασυνεί­ δητος συλλέκτης δέν θά τό ευρισκε ποτέ. —"Ενα είδος άσφαλίσεως, παρετήρησεν ό Σέϊρπ. Αυτή έγνεψε καταφατικά. —Μπορείτε νά τό όνομάσετε έτσι. Πάντως ήταν καλό τό σχέδιο. Άς ύποθέσωμεν δτι δολοφονούσαν τόν κ. Πέρριν παρά τις προφυλάξεις του. Τότε κανένας δέν θά μπορούσε νά μάθη που ήταν τό βιβλίο, θά χανό­ ταν έτσι τό μυστικό γιά χρόνια. Ξέ­ ρετε, δέν εμπιστευόταν σέ τέτοιες δουλειές τόν συνεταίρο του τόν κ. Μπάρριγκτον. Ούτε καί μένα μέ εμ­ πιστευόταν ποτέ, κατέληξε τό κορίτσι μέ ένα ίχνος πικρίας. Ό Σέϊρπ σταμάτησε μπροστά στό κτίριο, όπου ήταν τό ιδιαίτερο γραφείο του. — ’Άς πάμε επάνω, είσηγήθηκε. Εκεί θά μου άποτελειώσης την ιστο­ ρία, καθώς θά πίνουμε τό ούΐσκυ μας. Την ώδήγησε μέσα καί σερβίρησεν ούΐσκύ σέ δυο ποτηράκια κερόχαρτο. 'Η κοπέλλα ρούφηξε τό ποτό της μέ δίψα καί εΐπε : — Έτσι ό Τζών, δηλαδή ό κ. Πέρριν, σκέφθηκε νά άνακοινώση τό μυ­ στικό του σέ έναν απολύτως ξένον. Εννοώ, νά του δώση τό κρυπτογρά­ φημα πού άνέφερε την πραγματική θέσι του βιβλίου. "Ετσι κι* άν άκόμα αύτός σκοτωνόταν, τό κρυπτογράφη­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45

μα θά υπήρχε, θά περιερχόταν άργά ή γρήγορα στά χέρια του κ. Μπάρριγκτον ή στά δικά μου. Λοιπόν, αύ­ τός ό ξένος πού παρέλαβε τό κρυ­ πτογράφημα είστε έσείς. —Δέν μου έδωσε ποτέ τέτοιο πράγμα. Αύτή άγνόησε τήν άπάντησι του Σέϊρπ. — Καί κατόπιν, άσφαλώς, τόν δο­ λοφόνησαν. "Εχω τή γνώμη μάλιστα δτι τόν είχαν προειδοποιήσει. Τόν πυροβόλησαν, καθώς έμπαινε μέσα στό καφενείο, από ένα πεζοδρόμιο γεμάτο κόσμο, καί κανένας δέν πρό­ λαβε νά δη τόν φονηά. Παραπάτησε γιγάκι κι* υστέρα έπεσε κάτω νεκρός. "Επεσε στήν άσφαλτο καί υστέρα... αυτό ήταν όλο. Ό δολοφόνος ξέφυγε. — Άλλά, προς θεού, μικρούλα μου, γιατί νά διαφύγη ό δολοφόνος ; ρώτησε ώργισμένος ό Σέϊρπ. Αφού εσύ κι’ ό χοντρός ό Μπάρριγκτον έ­ χετε τά στοιχεία τής ένοχης του ; —Τίνος ; —Μά αυτού τοϋ πλουσίου καί άσυνειδήτου βιβλιοσυλλέκτη, πού μου άναφέρατε. Είναι φανερό πώς αύτός έχει διαπράξει τόν φόνο, ή αύτός έ­ βαλε κάποιον νά δολοφονήση τόν Πέρριν. Τό μόνο πού έχετε νά κάνε­ τε είναι νά περιγράφετε αυτόν τόν τύπο στούς άστυνομικούς. Νά τούς τά πήτε άκριβώς όπως τά είπατε καί σέ μένα. Αύτή τόν κύτταξε μέ διάπλατα μάτια καί στά χείλη της διαγράφηκε ένα ελαφρό χαμόγελο. —Μά αυτό είναι άδύνατον !, είπε. — Αδύνατο; Γιατί; —Γά ένοχοποιο,υσε κ»’ εμάς στήν κλοπή του βιβλίου άπ’ τήν βιβλιοθή­ κη. Είμαστε άναγκασμένοι νά παρασιωπήσωμε τό γεγονός αυτό, γιά λό­ γους ατομικής άσφαλείας. Εξάλλου δέν έχομε στοιχεία νά άποδείξωμε τίποτα. —θά έφτανε όμως μόνο ή καταγ­ γελία, καί τό αποδεικτικό μέρος εί­ ναι ύποχρεωμένη ή άστυνομία νά τό άναλάβη. —Μά κι’ αύτό άκόμα θά μάς έ­ φερε ώς συνεργούς στήν κλοπή του βιβλίου. ’Άν καί εγώ ποτέ δέν επι­ δοκίμασα αυτήν τήν κλοπή. Αύτή ή­


46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ταν ιδέα του Πέρριν. Διαμαρτυρήθηκα οσο μπορούσα, αλλά αυτός μέ κοροΐδευε. ’Άν μπορούσα μάλιστα να βάλω στό χέρι έκεΐνο τό περίφημο βιβλίο καί να τό" παραδώσω στις αρ­ χές, αυτό θά καθάριζε άμέσως τήν θέσι μου, δεν είναι έτσι; θέλω νά πω πώς μ’ αυτόν τόν τρόπο θά ή­ μουν εντάξει μέ τόν νόμο καί δεν θά φοβόμουν μην πάω φυλακή. Τότε θά μπορούσα νά τα άποκαλύψω δλα. Τα χείλη της ξαφνικά έκαναν μιάν άπότομη σύσπασι στις γωνιές. — Αλλά δυστυχώς, εξακολούθησε, δέν μπορώ νά βρώ τό βιβλίο, χωρίς τήν βοήθειά σας. Εσείς έχετε τόν κρυπτογραφικό άριθμό, δέν είναι έτσι ; Ό Σέϊρπ νεύριασε. —Μά σάς τό ξαναείπα, ό Πέρριν δέν μου έδωσε τέτοιο πράγμα. Τής έρριξε μιάν εξεταστική μα­ τιά. —Μήπως ξέρετε, τούλάχιστον, τί είδους κρυπτογράφημα ήταν ; —Ναι. "Ενας άριθμός ταξινομήσεως πού βασιζόταν στό σύστημα τής Όμοσπονδιακής βιβλιοθήκης. ■—Δέν έχω ιδέα άπ’ αυτά τά πράγ­ ματα, ούτε εΐμαι βιβλιόφιλος, παρα­ δέχτηκε ό ΣέϊρπΤ — θά σάς εξηγήσω, λοιπόν. "Ολα τά βιβλία σέ μιά βιβλιοθήκη έχουν ένα άριθμό ταξινομήσεως. Έπί παραδείγματι, στή βιβλιοθήκη τής πόλεώς μας ό τόμος του Χάστιγκς έχει τόν άριθμό Π —917 —X—64—Κ. Ό Σέϊρπ παρακολουθούσε έκπλη­ κτος τή θεωρία.

—Λοιπόν, συνέχισε ή κοπέλλα, τό ■«Π» σημαίνει περιορισμένος, δηλαδή δτι ή κυκλοφορία του πρέπει νά είναι περιωρισμένη, νά μη βγαίνη μέ άλλα λόγια τό βιβλίο έξω άπ’

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ τό ίδρυμα, παρά κατόπιν ειδικής ά­ δειας. Τό X σημαίνει Χάστιγκς, τό όνο­ μα δηλαδή τού συγγραφέως. Τό Κ σημαίνει Κολιφόρνια, δη­ λαδή τά βιβλία πού τά θέματά τους στρέφονται γύρω άπό τήν Καλιφόρ* νια. Οί άριθμοί φυσικά φανερώνουν τις σειρές ή τά ράφια. —Μά άν αυτό τό βιβίο ήταν στην κατηγορία τών περιωρισμένων πώς διάβολο λοιπόν ό προϊστάμενός σας ό Πέρριν κατώρθωσε νά τό βγάλη έξω ; —Δέν τό έβγαλε. —Τώρα πελάγωσα πραγματικά. —Μά είναι άπλούστατο. Τό βι­ βλίο τό άφησε στό ϊδιο μέρος. Αύτό ήταν ή πιό σίγουρη κρύπτη, —Δέν μπορώ άκόμα νά καταλάβω. —Παρακολουθήστε με. Πρώτα, πήγε αύτός καί ζήτησε τήν άδεια νά διαβάση τό βιβλίο, μέσα στήν βιβλιο­ θήκη. Τή στιγμή λοιπόν πού κανένας δέν έβλεπε, ξεχώρισε τό βιβλίο άπ’ τά έξώφυλλά του. Πήγε έπειτα καί έκανε τό ϊδιο σ’ ένα βιβλίο πολύ συ­ νηθισμένο, πού είχε τις ίδιες διαστά­ σεις μέ τό σπάνιο. "Υστερα, στή θέσι του κοινού βιβλίου, όπου ήταν μόνο τά εξώφυλλα έβαλε τό σπάνιο βιβλίο τού Χάστιγκς. Τό ϊδιο έκανε καί μέ τό άλλο. —"Ωστε τούς άλλαξε τά εξώφυλ­ λα, μόνο, εΐπε ό Σέϊρπ άρχίζοντας νά καταλαβαίνη τήν άπάτη.

Αύτή κούνησε καταφατικά τό κε­ φάλι της. —Κόλλησε λοιπόν τά εξώφυλλα τού Χάστιγκς στό κοινό βιβλίο καί τό έπέστρεψε στόν βιβλιοθηκάριο. Αύτός τό έβαλε στήν σειρά τών π εριωρισμένων χωρίς βέβαια νά ύποπτευθή πώς τοποθετούσε μόνο τά εξώφυλλα τού σπανίου βιβλίου. —’Έπειτα, είπε ό Σέϊρπ κόλλησε στό πραγματικό Χάστιγκς τό εξώ­ φυλλο τού άλλου βιβλίου καί τό το­ ποθέτησε στήν θέσι, δπου ήταν πριν τό φθηνό βιβλίο. ’Έτσι δέν έγινε ; — Ακριβώς. "Οταν τέλειωσε ή ερ­ γασία αύτή βγήκε έξω. ’Έτσι αύτός


ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ήταν ό μόνος πού ήξερε τήν πραγ­ ματική θέσι τοϋ Χάστιγκς. Είχε δια­ λέξει νά του βάλη τά εξώφυλλα ε­ νός βιβλίου που κανένας δέν θά πή­ γαινε ποτέ νά άνοιξη. ’Άν δέν ξέρε­ τε τόν καινούργιο αριθμό ταξινομήσεως του βιβλίου, δέν πρόκειται νά τό βρήτε εκτός άν κυττάξετε τά βι­ βλία τής βιβλιοθήκης ένα—ένα. Πρά­ γμα πού όπως καταλαβαίνετε είναι αδύνατον νά γίνη... — Αρκετά έξυπνο κόλπο. —Ό ζητούμενος λοιπόν κρυπτο­ γραφικός αριθμός, συνέχισε τό κο­ ρίτσι, είναι ό αριθμός του βιβλίου εκείνου πού δέν μάς είναι γνωστό. Κ,’ αύτός ό αριθμός έπρόκειτο νά πουληθή στον άσυνείδητο συλλέκτη. Ό αριθμός μόνο, γιά δέκα χιλιάδες δολλάρια. Ό αγοραστής θά έπαιρνε τότε δανεικό τό φτηνό βιβλίο άπό τήν βιβλιοθήκην, θά τό έβγαζε έξω, θά έβγαζε τό εσωτερικό του, τό σπά­ νιο, καί θά τό έπέστρεφε άφοϋ πρώ­ τα θά άντικαθιστούσε τό περιεχόμε­ νο μέ ένα άντίτυπο άλλο του ίδιου φτηνού βιβλίου. Γιά τό πραγματικό Χάστιγκς δέν είχε παρά νά παραγγείλη νά του κάνουν εξώφυλλα. Λοι­ πόν αυτόν τόν αριθμό, πού σάς εξή­ γησα παραπάνω, σάς τόν έδωσε ό Πέρριν σήμερα τό πρωί στό μπάρ. — Μά πάλι τά ϊδια ; Μή μέ σκοτίζης μικρούλα μου. Είπα πώς δέν μου έδωσε τέτοιο πράγμα 1 Όρκίζομαι στή ζωή μου I —Δέν πρόκειται νά τήν χςχρίής καί πολύ !, φώναξε απ’ τό μέρος τής πόρ­ τας μιά βαθειά, καταχθόνια καί ώργισμένη φωνή. Καί εμφανίστηκε καί πάλι ό Μπάρριγκον, μ’ ένα περίστροφο πανομοιό­ τυπο του άλλου πού λαφυραγώγησε ό ντέτεκτιβ. ’Έρριξε μιάν αύστηρή ματιά στόν Σέϊρπ καί στήν *Προύντανς. — Δέν περιμένατε νά μέ δήτε, παι­ διά μου, έκάγχασε. —Πώς διάβολέ μάς βρήκες εδώ μέσα ; ξέσπασε ό Σέϊρπ. Ό χοντρός σήκωσε αδιάφορα τούς ώμους. — Μου είχες πή τό όνομά σου καί τό επάγγελμά σου, θυμάσαι ; Κύτταξα λοιπόν στόν τηλεφωνικό κατάλο­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47

γο καί σέ βρήκα. Τώρα εμπρός δόσε μου τόν άριθμό ή σέ κάνω κομ­ μάτια καί σένα καί τό γραφείο σου I —Σέ βαρέθηκα I, απάντησε ό Σέϊρπ. Εξακολουθείς όλο τά ϊδια καί τά ί­ δια. Σου είπα ότι δέν έχω τέτοιο πράγμα. ’Άς είναι όμως, άρχισε νά μάς κάνης κομμάτια όπως είπες. "Ι­ σως...σου περάσουν τά νεύρα. Ό Μπάρριγκτον ετοιμάστηκε νά του έπιτεθή. Ξαφνικά όμως άκούστηκαν βαρειά βήματα πού πλησίαζαν στήν πόρτα καί μιά φωνή : —Μήν κουνηθή κανείς !

Καί ό καινούργιος επισκέπτης μπή­ κε στό δωμάτιο κουνώντας επιδει­ κτικά τό πιστόλι του. «Τό γραφείο μου», σκέφτηκε ό Σέϊρπ, «έγινε πραγματικό εντευκτή­ ριο γκάγκστερς I» Ό τελευταίος επισκέπτης ήταν έ­ νας ψηλός καί μελαχροινός άντρας. Μ’ όλο τό ακριβό ντύσιμό του, μαρ­ τυρούσε έναν άνθρωπο, πού περιμέ­ νει νά τόν δή κανείς μάλλον σέ κα­ νένα σκοτεινό καί απόμερο δρομάκι, παρά μέρα μεσημέρι στους κεντρικώτερους δρόμους. Μέ τό τσιγάρο στήν γωνιά τών χειλιών του καί μάτια που άνοιγόκλειναν γιά νά διώξουν τόν καπνό, έδινε έντύπωσι ανθρώπου όχι απλώς απειλητικού, αλλά πραγ­ ματικά επικίνδυνου. Ό Σέϊρπ τόν αναγνώρισε αμέσως. ΤΗταν ό Τόνυ Βεντούρι, παληός λα­ θρέμπορος, κάποτε ιδιοκτήτης ενός καταγωγίου, φημισμένος μαυραγορί­ της, καί τώρα διευθυντής του πιό δι­ εφθαρμένου νυχτερινού κέντρου τής πόλεως. ’Έρριξε μιά φοβερή ματιά στόν Μπάρριγκτον καί τού φώναξε αυστηρά : —Πέταξε τό πιστόλι κάτω I Ό χοντρός υπάκουσε αμέσως. —Σέ παρακολούθησα, συνέχισε ό νεοφερμένος, άπό τήν ώρα πού βγή­ κες άπ’ τό γραφείο σου. Καί γιά ένα λόγο μονάχα : θέλω τό βιβλίο 1 — ’Ώω I, είπε ήρεμα ό Μπίλ Σέϊρπ. "Ωστε εσύ είσαι ό ασυνείδητος συλ­ λέκτης ;


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό Βεντούρι κύτταξε τόν Σέϊρπ μέ ένα απαίσιο βλέμμα. — θύμησέ μου, του είπε, νά κυττάξω ατό λεξικό τή λέξι «άσυνείδητος» κι* άν σημαίνει αυτό που φαν­ τάζομαι, αλλοίμονο σου I Ξοναγύρισε πάλι στόν Μπάρριγκτον. — Εμπρός, τό βιβλίο. Τό βιβλίο ή τις δέκα χιλιάδες I —Τίς δέκα χιλιάδες; έπανέλαβε ό Μπάρριγκτον. —Ναι τις δέκα χιλιάδες δολλάρια πού πλήρωσα στόν συνεταίρο σου ! — Μά... πότε... του.... τά.... —Πότε του τά πλήρωσα; Σήμερα τό πρωί στις έντεκα καί μισή ή στις δώδεκα παρά τέταρτο. Πάντως λίγο πριν τόν σκοτώσουν. Μου φαίνεται πώς τόν έμπιστεύθηκα, δσο δεν έ­ πρεπε. Μου είχε πή πώς θά μοϋ έδι­ νε τό βιβλίο στις τέσσερις καί μισή. Κι* ό βρωμιάρης πήγε νά τόν σκοτώ­ σουν I Ωραία δουλειά I — Δεσποινίς Φόστερ, αλήθεια |λέει αυτός ό άνθρωπος ; είπε ό Μπάρριγκτον κυττάζοντας την Προύντανς. —’Άν είναι άλήθεια, ποιό; είπε τό κορίτσι κάνοντας μιά χειρονομία. —Ό Πέρριν έπήρε τά λεφτά αυ­ τά απ’ τόν άνθρωπο αυτόν ; — Πώς θέλετε νά τό ξέρω; απάν­ τησε αυτή. Δεν ήμουν μπροστά. Έγώ ήμουν στο γραφείο, δταν μάθαμε πώς σκοτώθηκε ό κ. Πέρριν. "Έπειτα γύρισε καί κύτταξε τόν Βεντούρι. —Γιατί τό κάνετε αυτό τό πράγ­ μα ; τόν ρώτησε. —Ποιό πράγμα, κοπέλλα μου ; — Γιατί σκοτώσατε τόν κ. Πέρριν; — Ποιος έγώ; απάντησε κεραυνό­ πληκτος ό Βεντούρι, κάνοντας χει­ ρονομίες μέ τό πιστόλι του. Έγώ ήρθα νά πάρω ένα σπάνιο βιβλίο άπ’ αυτόν. Του έδωσα καί τά χρή­ ματα μπροστά. Πώς διάβολο, λοιπόν θά τό έπαιρνα αυτό τό βιβλίο, άν1 τόν σκότωνα; Τώρα, κάποιος πρέπει νά μου δώση ή τό βιβλίο ή τά λεφτά. Τί λές γι’ αύτό εσύ Μπάρριγκτον ; —Έγώ δέν έχω ιδέα γιά τά χρή­ ματα αύτά, είπε ό Μπάρριγκτον σέ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ χαμηλό τόνο, άλλα γιά τό βιβλίο... Έρριξε μιάν ύποπτη ματιά στόν Σέϊρπ. —Νά ό άνθρωπος, συνέχισε. Αυ­ τός θά σέ πληροφορήση. θά σου πή πού θά βρής τό βιβλίο. — θά τό επιθυμούσα μέ δλην μου τήν καρδιά, είπε ό Σέϊρπ, μά... —"Ωστε μάς κάνεις τόν ζόρικο, έ ; είπε ό Βεντούρι προχωρώντας πρός τόν Σέϊρπ καί προτείνοντας τό δπλο. Ξέρεις, δέν θά είσαι ό μόνος πού ξεπάστρεψα, φιλαράκο μου I Καί σκόπευσε. Μέ μιά βαθειά άνάσα ή Προύντανς άνοιξε τήν τσάντα της, καί έβαλε τό χέρι της μέσα. Ξαφνικά ένας κρότος άκούστηκε άπ’ τήν τσάντα, συνοδευόμενος από μιά λάμψι. Ό Βεντούρι άφησε μιά κραυγή πόνου, άφησε τό πιστόλι του νά πέση καί κύτταξε τό ματωμένο χέρι του, πού είχε τραυματιστή από τήν εύστοχη βολή τής κοπέλλας. Σάν αστραπή, ό Μπάρριγκτον ώρμησε νά πάρη από κάτω τό δικό του πιστόλι. Αλλά δέν τα κατάφερε. Ή Προύντανς πρόλαβε νά τόν πυροβολήση κι* αυτόν. Φαινόταν σπουδαία έξησκημένη στην σκοποβολή μέσα από τήν τσάντα της. Ό Μπίλ Σέϊρπ βρήκε τώρα τήν κατάλληλη στιγμή νά δράση. Έσκυ­ ψε καί πήρε τό δπλο τού Μπάρρικτον καί τού Βεντούρι. Έπειτα κρατώντας τό πιστόλι τού Βεντούρι άπ’ τήν κάννη κτυπησε μ’ αύτό τό κεφάλι τού Βεντούρι, καί αμέσως τήν φαλάκρα τού Μπάρριγκτον. Κ,αί οί δυό τώρα έμειναν αναίσθητοι. Ό ντέτεκτιβ έ­ δεσε μέ χειροπέδες τούς δυό τραυμα­ τισμένους κακοποιούς, χέρι μέ χέρι. — Σέ ευχαριστώ, μικρούλα μου, εΐπε ό Σέϊρπ στήν Προύντανς. Σπου­ δαία σκόπευσις. Πραγματικά σπου­ δαία. '—Κάτι έπρεπε νά κάνω γιά νά σώσω τήν ζωή σας, τού είπε αυτή μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. —Μάλιστα, παραδέχτηκε αύτός εγκάρδια, ακριβώς αυτό έκάνατε. Φάνηκε δμως άμέσως λυπημένος. — Δυστυχώς δμως έγώ είμαι πο­ λύ άχάριστος, είπε καί άρπαξε τήν τσάντα βάζοντάς την στή μασχάλη


ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του. Μου έσωσες την ζωή πραγματι­ κά, μικρούλα μου 1 —Όχι «μικρούλα», είπαμε, μουρ­ μούρισε αύτή άγρια. Μέ λένε Προύντανς I Όσο για την τσάντα... —’Έ,άς είναι: Προύντανς. Πρέπει όμως νά σε συλλάβω τώρα, Προύν­ τανς. —Νά μέ συλλάβετε; είπε αυτή άνοίγοντας διάπλατα τα μάτια. Για ποιό λόγο ; —Γιά φόνο, είπε ό Σέϊρπ. — Μά δέν τούς σκότωσα αυτούς τούς ανθρώπους, τούς τραυμάτισα μόνο ελαφρά. —ΚΓ δμως σκότωσες τόν Πέρριν I

Τά μάτια της δέν ήταν τώρα ορ­ θάνοιχτα, είχαν μισοκλείσει από εκπληξι. —Μά τί λέτε τώρα; Τρελλαθήκατε; Αύτό... — Αύτό είναι κάτι πού έχω μαν­ τέψει και πού βασίζεται πάνω σε λο­ γικά συμπεράσματα. "Οταν μοΰ πρωτοανέφερες γιά τόν θάνατο του Περρίν μου τόν περιέγραψες μέ ζωντα­ νές λεπτομέρειες. Μου είπες ότι τόν σκότωσαν καθώς πήγαινε στο καφε­ νείο, δτι πυροβολήθηκε' άπό τό πεζο­ δρόμιο πού ήταν γεμάτο κόσμο, και δτι κανένας δέν μπόρεσε νά διακρίνη τον δράστη. Είπες πώς παραπάτησε λίγο καί έπειτα έπεσε στήν άσφαλτο καί πέθανε. Αλλά μόλις τώρα έλε­ γες στον Μπάρριγκτρν, δτι δέν ήσουν εμπρός δταν συνέβη αυτό. Μου κά­ νει δμως κατάπληξι πώς ήταν δυνατδ^νά ξέρης τέτοιες λεπτομέρειες, άφου δέν ήσουν μπροστά στήν σκηνή. Ψευτιές, μικρούλα -μου... Μέ συγχωρεις... Προύντανς ήθελα νά πω. — Αύτό είναι όλο ; ρώτησε μέ αυ­ θάδεια ή Προύντανς. — Όχι δέν είναι μόνο αύτό, είπε ό^Σέίρπ σηκώνοντας τούς ώμους. Εΐναι καί ή σπουδαία σου σκόπευσις μέσα άπό τήν τσάντα. Επίσης βάζω στοίχημα πώς οί σφαίρες τοϋ πιστολιού σου θά είναι οί ίδιες μ* αύτή ^πού σκότωσε τόν Πέρριν. —"Εξυπνο παιδί I, είπε αύτή μέ δυσαρέσκεια.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

— Ευχαριστώ γιά τήν φιλοφρόνησι. Καί έβαλε τό χέρι του πιό μέσα στήν τσάντα. — "Ω I τί βλέπω; Χαρτονομίσμα­ τα I Χμ 1 Δέκα χιλιάδες δολλάρια I —ΒρωμιάρηΙ,γρύλλισεή Προύντανς. —Φαίνεται, έξακολούθησεν ό Σέϊρπ αδιαφορώντας για τό επίθετο, πώς συνάντησες τόν Πέρριν άμέσως μό­ λις πήρε τά λεπτά άπ’ τόν Βεντουρι. Επίσης, φαίνεται δτι είχατε τρυφε­ ρές σχέσεις μαζί, γιατί αρκετές φο­ ρές τόν είπες Τζών καί παραπονύθη­ κες δτι δήθεν δέν σου έμπιστευόταν τό μυστικό του βιβλίου. ΚΓ δμως μπόρεσες εσύ μέ μεγάλες λεπτομέ­ ρειες νά μου έξηγήσης τό μυστικό αύτό, πού σημαίνει δτι τό έμαθες άπό τόν ίδιο τόν Πέρριν αν δέν συ­ νεργάστηκες καί σύ στήν κατάστρωσι του σχεδίου. Πάντως, κΓ αύτό άκόμα προδίδει τις σχέσεις σου μ’ αύτόν. Τό βρήκα ; Αύτή τόν κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα κόμπρας. —’Άς είναι. Νομίζω λοιπόν δτι μάλλον ό Πέρριν σου παρέδωσε τά χρήματα μόλις τά πήρε άπ’ τόν Βεντοϋρι, καί ίσως σου τά έδωσε νά τά καταθέσης στήν Τράπεζα ή νά του τά φυλάξης. Αντί δμως γι’ αύτό, τόν πυροβόλησες άπό μέσα άπό τήν τσάντα σου, άκριβώς πάνω σιό πε­ ζοδρόμιο, καί έφυγες πίσω γιά τό γραφείο”51 Είναι έτσι, μικρούλα μου ; Αλλά ποιά ήταν ή αιτία μόνο τά χρήματα ή καί προσωπικοί λόγοι; — Καί τά δυό, απάντησε αύτή μέ άπογοήτευσι. Ύποσ,χέβηκε νά μέ παν-" τρευτή καί δέν κράτησε τό λόγο του. — Φαντάζομαι πώς ξεκαθαρίσαμε

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρηστός Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι


50

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τελείως τήν ύπόθεσι, μουρμούρισε ό Σέϊρττ. Μας μένει τώρα νά μάθωμε που βρίσκεται τό κλεμμένο βιβλίο. "Εβγαλε ένα ζευγάρι χειροπέδες από τό γραφείο του και τις έβαλε στα χέρια τής νέας, πού είχε καταρρεύσει σε μια πολυθρόνα. —Νά πάρη ή όργή 1,φώναξε ξαφνι­ κά. Τώρα θυμήθηκα ! Πώς δεν τό εί­ χα σκεφτή πιό πριν ; —Τί θυμηθήκατε; — Μά, τό σημείωμα, πού μου είχε δώσει ό Πέρριν, είπε ό ντέτεκτιβ βγάζοντας τό πορτοφόλι του. Τό εί­ χα όλότελα ξεχάσει. Βλέπεις, ή ψυ­ χολογική μου κατάστασις ήταν τέ­ τοια, πού με έκανε νά τα ξεχάσω δλα 1 Νά ξεχάσω μια μικρή κι* δμως τόσο σημαντική λεπτομέρεια...

ν Ή Προύντανς τον κύτταξε με τά μάτια γεμάτα άγωνία. — Κι* δμως είπα, συνέχισε κοροϊ­ δευτικά ό ντέτεκτιβ, πώς στό μπαρ ανταλλάξαμε με τήν Πέρριν τά επι­ σκεπτήριά μας. Τό θυμάσαι ; Αλλά­ ξαμε πραγματικά επισκεπτήρια, μέ τήν διαφορά ότι τό δικό μου ή­ ταν λευκό, ενώ τό επισκεπτήριο του

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Πέρριν είχε μιά σημείωσι άπό πίσω γραμμένη μέ μολυβί. Όρίστε λοιπόν ΟΥ—623—Β—40—Μ I Τώρα δεν μου μένει παρά νά ζητήσω τό βιβλίο μέ τά στοιχεία αυτά στη βιβλιοθήκη, γιά νά βρω πάλι τό Χάστιγκς, τό σπάνιο βιβλίο I Στό μεταξύ οί γείτονες είχαν κατακλυσει τό γραφείο του, άναστατωμένρι άπό τούς πυροβολισμούς καί, άνάμεσα σ’ αυτούς, μιά αστυνο­ μική περίπολος πού παρέλαβε τούς κακοποιούς. Ό Σέϊρπ άνάπνευσε μέ άνακούφισι όταν έμεινε μόνος. Ή άπροσδόκητη αυτή περιπέτεια τόν είχε κυριο­ λεκτικά εξαντλήσει. Φαινόταν εντού­ τοις ευχαριστημένος άπόλυτα, δχι γιατί έπρόκειτο νά πάρη καμμιάν α­ μοιβή γιά τήν ανακάλυψι τής άπαίσιας σπείρας,, άλλα γιατί μπόρεσε μέ κίνδυνο τής ζωής του ν’ άπαλλάξη τήν κοινωνία άπό τρία ακόμα εγκλη­ ματικά στοιχεία. Κι* δμως, παρ’ όλη του τήν ανι­ διοτέλεια, δεν μπόρεσε παρά νά δεχθή τήν αμοιβή πού ή διεύθυνσις τής βιβλιοθήκης του πρόσφερε γιά τήν άνακάλυψι του πολύτιμου βι­ βλίου. Μιά γερή άμοιβή... (Μετάφρασις Ζαχ. Μαρσέλλου).

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΑΣ Δημοσιεύομε μερικά αποσπάσμα­ τα άπό γράμματα άναγνωστών μας. Ό άναγνώστ'ης μας Βασιλ. Σιαπέρας, Όδυσσέως 2, Γαρίτσα, Κερκύρας, μάς γράφει : «Μέ αμφιβολία διάβασα τά πρώ­ τα σας τεύχη άλλά άπό τό 3ο τεύ­ χος έμεινα κατάπληκτος Από τό περιεχόμενο πού είχαν. Είμαι τόσο ένθουσιασμένος ώ­ στε τήν ώρισμένη μέρα πού έρχε­ ται ή Νυχτερίδα βρίσκομαι πρώ­ τος στό πρακτορείο καί δέν φεύ­ γω αν δεν τήν πάρω...» Ό άναγνώστης μας Νικόλ. Κερασιώτος, Περίπτερον Λυκούργου, οδός

Υπαπαντής, Καλάμαι,

μάς

γράφει:

«Παρακολουθώ συνεχώς τήν έκδοσι τής «Νυχτερίδας» καί μέ έ­ χει κατακτήσει ώς άναγνώστη...» Επειδή πολλοί άναγνώσται μας φοβοΟνται μήπως ή «Νυχτερίδα» πέση σέ ποιότητα, δημοσιεύοντας άναγνώσματα μέ γνωστούς ήρωες, ή Διεύθυνσίς μας τούς διαβεβαιώνει ότι δέν πρόκειται νά συμβή αύτό, γιατί τά άναγνώσματά μας μεταφράζονται άπό τούς καλυτέρους ’Έλληνες λό­ γιους καί έπειτα άπό αύστηρή επι­ λογή. Ή «Νυχτερίδα»




ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΚΕΑ


ΕΚΛΟΖΕΙΖ

Η ΝΥΙΤΕΡΙΔΑ

ΔΙΑΗΓΙΩΡΓΗ 30

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΑΟΣιΕΠΣ: Στέλιος Άνεμοδουράς ΕΖΕΑ^ΒΗΖίΙΗ : 1) ΤΟ ΑΙίΝίΙΓΜΑ ΤίλΝ ΤΕ!Σ ΣΑ,ΡιΩ,Ν ύττό Άγικάίθο; Κρίκττι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟ'Σ 0*ηό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΙΘΑίΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟιΡΙΕ,Σ ύτό Ρ. Μττρίγγε:ρ. 4) Ή ΓΥΑΛΙ ΝιΗ ' ΝΕΚ,Ρ Οι ΚΕΦΑΛΗ ιύιττό Γουέϊ'ιμ'αν Τζόνς. , 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΙΕΡιΕΤΡΟ :ΚΑΙ ΕιΝΑ ΝΙΟιΜ /.'ΣιΜΑ Οπό Γουεϊ>μαν Τιζονς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ιύττό Μτιερχέλεϋ Πχ^αίη.

7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑιΡΤΙΜΟ Ρ ύπνο Μ'πε,ρκέλεϋ ΓΊκ,ριαίη. 8) ΤΟ Τ3ΐοι ΜΑΤΙ ύΐτό Στηλ Τουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΏιΝ ΝΕιΚΡΩ,Ν ΓΥ,ΝΑίΡΚιΩίΝί ύ'ιτό Ν'τάσιελ Χόομιμετ. 10) ΔΙΕΝ ΜΠΟ'ΡΟΎΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ ύιττό Γικέιλ Γκάλλαγκε[ρ. ΤΙ) ΠΙΕιΝΓΠΕ ΚΟίΚΚΤΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ύπό Ντέϋ Κέϊν. 12) ΘΑ ΤΡιΑιΓΟ ΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΙΗΙΔΕ:ΙΑ ΣΟΥ! ύ»πό Ν'ΐαίη Κή<ν. 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΎΣ ύ·ττό Κώρτις Σ τήλ.

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΑΑΣι» Έντος ολίγου θα τεθούν εις την διάθεσιν νού, καλλιτεχνικοί βηβλιοδιετινμένοι, οί τόρμοι:

γοΟ

άναγνωστικού κοι­

ΠΡΩΤΟΣ (Τιεύχη 1—4) ΛΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΊΤΟΣ (Τεύχη 9—12)

Τ© ΒΙί'ΙΛΟ ΤΟΥ ΜΗΜΟΣ Ε, Ξι Ε Δ Ο ΘΗ ΣΑΝ

ΐ) Ο ΘΑΝ&ΤΟΖ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΜΜ ΚΑΙ 9 ΤΙΓΡΙΣ


3ΒΤΝ ΑΓΕΡΜΟ^Ι Ύπό

Κώρτις Στήλ συγγραφέως του μυθιστορήμα­ τος «ΖΑΑΒΑ, Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ».

ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΕΞΑΦΑΝIΣIΣ ΠΡΟΞΕΝΟΥ Οί εφημερίδες τής Νέας Ύόρκης δημοσίευαν μέ χτυπητούς τίτλους, στις πρώτες σελίδες τους, τήν ακό­ λουθη εϊδησι: ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΥ I 'Ένα άνεξιχνίαστον μύ­ στη ρ ι ο ν I Ή άστυνομία τής Νέας Ύόρ­ κης εύρίσκεται από των πρώτων απογευματινών ωρών τής χθές εις πυρετώδη δραστηριότητα, ή οποία όμως μέχρι τής στιγμής εχει μείνει άνευ αποτελέσματος, ιιολονότι ή αιτία τής κινητοποιή-

σεως αυτής εΐναι πολύ σοβαρά καί εγκυμονεί κινδύνους διπλω­ ματικών διαμαρτυριών καί επει­ σοδίων. Ή αιτία αύτή είναι ή έξαφάνισις ένός διπλωματικού άντιπροσώπου μιας ξένης δυνάμεως καί συγκεκριμένως του Γενικού Προ­ ξένου τής Γερβανίας. * Νά πώς έξελίχθησαν τά γεγο­ νότα, όπως τά έπληροφορήθημεν άπό θετικής πηγής : Εις τάς 3.30 τής χθές,ό γραμ* «Σ. Ν.,» ΔΓ εύνοήτους λόγους δεν άναφέρεται τό πραγματικό όνομα τής ξένης δυνάμεως.


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΡΑΚΤΩΡ 5

ματεύς του Γενικού Προξενείου τής Γερβανίας εις τήν Νέαν Ύόρκην τηλεφώνησε εις τήν διεύθυνσιν τής άστυνομίας τής Νέας Ύόρκης και άνέφερεν δτι ό προ­ ϊστάμενός του Γενικός Πρόξενος Χάνς Πάρντελ έξηψανίσθη ύπό συνθήκας μυστηριώδεις καί ανη­ συχητικός. Όπως θ γραμματεύς κατέθεσεν άργότερον προφορικώς εις τον διευθυντήν τής άστυνο­ μίας, ό κ. Χάνς Πάρντελ είχεν έξέλθει δΓ εργασίας του, μετά τό μεσημβρινόν γεύμα καί εις τάς 1.30 είχε τηλεφωνήσει εις τον γραμματέα του καί του εί­ χε ορίσει ένα ραντεβού διά τάς 2 ακριβώς, εις τό κέντρον «Πρά­ σινη Ανθοδέσμη» του Μπρώντγουαιη. Ό γραμματεύς μετέβη έκεϊ, αλλά ό Γενικός Πρόξενος δέν έκαμε τήν έμφάνισίν του. Ό γραμματεύς περίμενε έως τάς 3 καί έπειτα έπέστρεψεν εις τό Προξενειον καί τηλεφώνησεν εις τήν αστυνομίαν. Μέχρι τής στιγμής, ό κ. Χάνς Πάρντελ δέν έδειξεν ούδέν σημείον ζωής,αί προσπάθειαι δέ τής άστυνομίας έχουν παραμείνει άτελεσφόρητοι. Εκφράζονται φόβοι μήπως ό κ. Πάρντελ άπήχθη άπό γκάγκστερς, μολονότι ούδέν μήνυμα διά λύτρα έλήφθη άπό τήν ασ­ τυνομία ή τό Γενικόν Προξενειον τής Γερβανίας. 'Ως πληροφορούμεθα, ή Κυβέρνησις τής Γερβανίας θά επί­ δοση διαμαρτυρίαν προς τήν Αμερικανικήν, αν ό κ. Πάρντελ δέν άνευρεθή εντός 24 ώρώνΐ... Μισή ώρα μετά τήν πρώτη έκδοσί τους, οί εφημερίδες κυκλοφόρησαν σχεδόν δλες μαζί μιά δεύτερη έκτα­ κτη έκδοσι, δπου δημοσιευόταν ή άκόλουθη εϊδησις : Ο ΕΞΑΦΑΝΙΣΘΕΙΣ ΔΙΠΛΩ­ ΜΑΤΗΣ ΑΝΕΥΡΕΘΗ Ε I Σ ΠΡΟΑΣΤΕΙΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ

'Ο Πράκτωρ 5

Ό κ. Χάνς Πάρντελ, Γενικός Πρόξενος τής Γερβανίας, ό ό­ ποιος εϊχεν έξαφανισθή άπό του απογεύματος τής χθές, άνευρέθη πρό μιας ώρας ύπό περιπολικού αύτοκινήτου τής άστυνομίας εις προάστειον τής Νέας Ύόρκης. Ό κ. Πάρντελ ήτο έξηπλωμένος εντός τάφρου, αναίσθητος καί μέ καταφανή σημεία ναρκώσεως. Ό κ. Πάρντελ είναι τώρα πο­ λύ καλά είς τήν ύγείαν του, άλ­ λα ούδέν άνεκοινώθη σχετικώς μέ τήν έξαφάνισίν του, ή οποία έξακολουθή νά παραμένη μυστη­ ριώδης. ^ΒΙιυό ώρες αργότε­ ρα, τό τηλέφωνο αντηχούσε μέσα σ' ένα ήσυχο καί χωρίς πελάτες μεσιτι­ κό γραφείο, σ’ ένα άπό τά μεγαλύ­ τερα κτίρια του Μανχάτταν. Ό κ. Μπράουν, ένας μεσόκοπος καί νευρώδης άντρας μέ γκρίζα μά­ τια καί δυνατό σαγόνι, ιδιοκτήτης του μεσιτικού γραφείου, σήκωσε τό άκουστικό καί είπε μέ μονότονη φωνή : — Έδώ μεσιτικόν γραφείον Μπρά­ ουν I Ποιός εκεί, παρακαλώ ; Ή άπάντησις πού πήρε τον έκανε νά άνασκιρτήση καί τά μάτια του έλαμψαν. Τό γεμάτο πλήξι ύφος του εξαφανίστηκε καί ή μονότονη φωνή του έγινε ζωηρή καί γέμισε έκπληξι. —Χαίρετε, κ. Μπράουν, είπε στό άκουστικό μιά φωνή δπου εύκολα μπορούσε νά διαβάση κανείς κύρος καί έπιβλητικότητα. ’Εδώ, Σενόρ Σέττιμο... — Στή διάθεσί σας, σενόρ I, βιά­ στηκε νά πή ό κ. Μπράουν. Μοΰ τη­ λεφωνείτε άπό... — Ναι, σάς τηλεφωνώ άπό τήν Ούάσιγκτων. Άπό. τό άεροδρόμιο τής Ούάσιγκτων, συγκεκριμένως. Φεύ^ω σέ μερικά λεπτά γιά τή Νέα Ύόρκη. Κάί θέλω νά ειδοποιήσετε τόν... Σώπασε σαν νά θυμήθηκε κάτι. Ό κ. Μπράουν ρώτησε : —Μάλιστα; —Ακούστε, είπε ό Σενόρ Σέττιμο.

μάχεται μέ μιά

διεθνή όρχάνωσι


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μπορείτε νά διαβιβάσετε μια παραγ­ γελία μου στον εμπορικό αντιπρόσω­ πό μου στη Νέα Ύόρκη; —Ευχαρίστως, είπε διστακτικά ό κ. Μπράουν ζαρώνοντας τα φρύδια του από απορία. -—Γράψτε λοιπόν, είπε ό Σενόρ Σέττιμο. «Αγαπητέ Τζίμμυ, θέλω νά μου έτοιμάσης άμέσως πέντε δέματα με εμπορεύματα τελευταίας παραγω­ γής. Ό κ. Μπράουν θά φροντίση γιά την άποστολή. Σενόρ Σέττιμο». Έν τάξει, κ. Μπράουν; ΤΤ τηλεφωνική σύνδεσις διεκόπη. Ό κ. Μπράουν άκούμπησε τό άκουστικό, ξήνοντας μέ α­ μηχανία τό κεφάλι του. — Κάτι σοβαρό πρέπει νά συμβαίνη, μουρμούρισε. Ό Σενόρ Σέττιμο ερχεται στη Νέα Ύόρκη ό ίδιος ! ’Άς δούμε τί λέει τό μήνυμα... Μισογύρισε τήν περιστροφική πο­ λυθρόνα του και τό χέρι του άκούμπησε στήν ταπετσαρία του τοίχου. Πίεσε κάποιο άθέατο κουμπί εκεί καί ένα σχεδόν άνεπαίσθητο τρίξιμο α­ κούστηκε. Τήν επομένη στιγμή, ένα μικρό, κυκλικό κομμάτι τής ταπετσα­ ρίας άνοιξε σαν πόρτα, αποκαλύπτον­ τας ένα χρηματοκιβώτιο του τοίχου. Άπό τό χρηματοκιβώτιο αύτό ό κ. Μπράουν έβγαλε έναν μικρό τόμο, πού είχε τόν παράξενο καί εκπληκτι­ κό τίτλο : «Απόκρυφοι Κώδικες τής Μυστικής Υπηρεσίας τών 'Ηνωμένων Πολιτειών». 'Ένας παρόμοιος τόμος δεν είχε, φυσικά, θέσι μέσα στό χρηματοκιβώ­ τιο ενός μεσίτη. Μά ό κ. Μπράουν δεν ήταν ένας απλός μεσίτης. Τό γραφείο εκείνο καί τό μεσιτικό επάγγελμα ήσαν ένα θαυμάσιο προκάλυμμα, κάτω άπό τό όποιο κρυβόταν μια άπό τις ισχυρό­ τερες κρατικές οργανώσεις των Ηνω­ μένων Πολιτειών, καί συγκεκριμένα τό τοπικό γραφείο στή Νέα Ύόρκη τής Μυστικής Υπηρεσίας, ενός είδους αστυνομίας τής Κυβερνήσεως τής Ούάσιγκτων, πού δρά μόνον όταν προσ­ βάλλονται τά γενικώτερα συμφέρον­

τα τοϋ κράτους καί τοϋ έθνους. Ό κ. Μπράουν, πού στό κατάλο­ γο τής Μυστικής Υπηρεσίας είχε τό συνθηματικό όνομα Α—11, ήταν άρχηγός τοϋ τοπικού γραφείου τής Νέας Ύόρκης καί ένας άπό τούς ίκανώτερους μυστικούς πράκτορες τής Αμερικής. ’Ακούμπησε τόν τόμο μέ τούς άπόκρυφους κώδικες επάνω στό τρα­ πέζι, άποκρυπτογράφησε γοργά τό μήνυμα, πού είχε πάρει τηλεφωνικώς άπό τόν Σενόρ Σέττιμο, ξανάβαλε τόν τόμο στή θέσι του κι' έκλεισε τό χρηματοκιβώτιο. "Επειτα, ξαναδιάβα­ σε τό μήνυμα πού είχε άπακρυπτογραφήσει: «Ειδοποιήστε τόν Πράκτορα 5 νά βρίσκεται στό γραφείο σας στις 5 τό άπόγεμα. Ζ —7».

Ζ

— 7 ήταν γιά έναν άνίδεο, ένας απλός ' καί χωρίς σημασία συνδυασμός ενός γράμματος μ’ εναν άριθμό. Μά για τούς πράκτο­ ρες τής Μυστικής Υπηρεσίας τό «Ζ-7» ήταν τό συνθηματικό όνομα του άρχηγου τους, ενός άπό τούς πιο ισχυρούς άνθρώπους τής Αμερικής, σχεδόν δευτέρου Προέδρου-της I Μιά λέξη του Ζ —7 ήταν πολλές φορές άρκετή γιά νά ματαιώση ένα διεθνές σύμφωνο ή καί νά προκαλέση ■ τό ξέσπασμα ενός πολέμου. Κανένας, έκτος άπό τόν Πρόεδρο τών Ηνωμένων Πολιτειών καί τό Υ­ πουργικό Συμβούλιο, δέν γνώριζε τήν πραγματική ταυτότητά του. Ζουσε στήν Ουάσιγκτων άφανής, κάτω άπό ένα καμουφλάρισμα όμοιο μέ τοϋ «κ. Μπράουν», καί άπό εκεί διηύθυνε χω­ ρίς νά φαίνεται τήν τρομερή όρνάνωσ·. πού είχε στα χέρια του. Καί τώρα, τό γεγονός ότι ερχόταν αύτοπροσώπως στή Νέα Ύόρκη σήμανε, γιά τόν Α —11, ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβάινε. Ή σκέψις αυτή τού «κ. Μπράουν» έπεβεβαιωνόταν κι* άπό τό ότι ό Ζ —7 ζητούσε νά συναντήση τό τοπι­ κό γραφείο τής Νέας Ύόρκης τόν Πράκτορα 5, τόν πιό δυναμικό καί

κατασκοπείας γιά νά αώστι τις 'Ηνωμ. Πολιτείες I ΙΙΙΙΙ|ΙΗΡ|·Ι_ΜΙ ιΙιι·||.Ι·μ_ _ _ π.

ι

- ι·ι.

ι

,,,

5

||||·Μ|Β·

·ΙΚΙ·||| ·Ι··Ι· Ι||·|||| ΙΙΙ·ΜΙΙΙΙΙ·· ■—ΙΜΙΙΙ III 111····^ Γ1Π ΐΤΙΙ·—


6 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ττιό επιδέξιο πράκτορα που διέθετε ή Μυστική Υπηρεσία ! Ό Α—11 κούνησε τό κεφάλι του καί, άνάβοντας τόν άναπτήρα του, κράτησε στή φλόγα του τό χαρτί με τό μήνυμα του Ζ —7, ώσπου αότό έ­ πεσε σέ στάχτες σ’ ένα τασάκι. "Επειτα, σήκωσε τό ακουστικό καί συνέθεσε έναν αριθμό στό δίσκο τής τηλεφωνικής συσκευής. —Ό κ. Βίκτορ; ρώτησε. Καλημέρα σας, κ. Βίκτορ. Ό κ. Μπράουν εδώ. θά είχατε τήν καλοσύνη νά περάσε­ τε άπό τό γραφείο μου τό άπόγεμα στις πέντε ; Πρόκειται γιά εκείνο τό κτήμα σας, πού είναι στή στάσι Ζ, άριθμός 7. *Ένα σιγανό επιφώνημα άπό τήν άλλη άκρη του σύρματος τόν έπεισε άτι ό συνομιλητής του τόν είχε κα­ ταλάβει.

Ο

ΠΡΑΚΤΩΡ δ

Ή ώρα ήταν άκριβώς πέντεπαράένα λεπτό, δταν δυό άντρες μπήκαν στόν προθάλαμο, του μεγάλου κτιρίου, δπου υπήρχε τό γραφείο του κ. Μπράουν, καί κατευθύνθηκαν προς τά κουτιά των άνελκυστήρων, πού βρί­ σκονταν στό βάθος του προθαλάμου. Δεν χαιρετίστηκαν οί άνθρωποι αυτοί μεταξύ τους, ούτε κάν άντήλλαξαν βλέμματα. Μπήκαν σέ διαφο­ ρετικούς άνελκυστήρες. "Εδωσαν δμως κι* οί δυό τόν άριθμό τού ίδιου όρόφου καί, δταν βγή­ καν άπό τούς άνελκυστήρες, κατευ­ θύνθηκαν κι* οί δυό στήν ίδια πόρτα, τήν πόρτα του γραφείου του «κ. Μπράουν». Καί μόνο δταν ή πόρτα ούτή έκ­ λεισε πίσω τους καί οί δυό άντρες βρέθηκαν μόνοι μέ τόν Α—11 χαμο­

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 γέλασαν ό ένας στόν άλλον κι* έσφι­ ξαν τά χέρια τους. — Καλησπέρα, Πράκτωρ 5 1, είπε ό πιό ηλικιωμένος άπό τούς δυό, ένας μεσόκοπος άντρας μέ μαύρα μαλλιά καί μαύρα άστραυτερά μάτια. Ό άλλος, ύψηλόσημος, λιγνός καί μυώδης νέος, μέ γαλανά μάτια, άμορ­ φο καί αρρενωπό πρόσωπο καί πλατύ μέτωπο, άπάντησε : — Καλησπέρα, Ζ—7 I Ή χαρά μου είναι μεγάλη πού σάς ξαναβλέπω, έπειτα άπό τόσον καιρό 1 Καλησπέρα, Α —11 ! Πώς πάνε οί μεσιτικές εργα­ σίες σας; Ό Α—11 χαμογέλασε. — Περίφημα, Πράκτωρ 5, άπάντησε. Πώς πάνε οί φωτογραφίες σας ; Φω­ τογραφήσατε καμμιά διεθνή διασημότητα τόν'τελευταίο καιρό; Ό Πράκτωρ 5 είχε κι* αυτός τό «προκάλυμμά» του, δπως ό Ζ—7 κι* ό Α —11. 7Ηταν γνωστός ώς Βίκτορ, φωτογράφος, καί είχε τό φωτογρα­ φείο του σ’ έναν άπό τούς άριστοκρατικώτερους „ δρόμους τής Νέας Ύόρκης. Οί φωτογραφίες του ήσαν τόσο άριστοτεχνικές, ώστε δλοι οί διάση­ μοι άντρες καί γυναίκες τής Αμερι­ κής καί τής Ευρώπης θεωρούσαν με­ γάλη τους τιμή νά φωτογραφιστούν άπό αυτόν καί κρεμούσαν τις φωτο­ γραφίες του πλάϊ σέ πίνακες μεγά­ λων ζωγράφων. Πίσω δμως άπό τήν προσωπικό­ τητα τού φωτογράφου αυτού κρυβό­ ταν ό ίκανώτερος μυστικός πράκτωρ τής Αμερικής, πού τό πραγματικό του άνομα ήταν Τζίμμυ Κρίστοφερ. —’Όχι άπάντησε γελώντας στήν έρώτησι τού Α—11. Είχα δμως ένα ραντεβού άπόψε στις επτά στό φώτογραφεϊο μου, γιά νά φωτογραφή­ σω τόν Γενικό Πρόξενο τής Γερβανίας κ. Χάνς ΓΙάρντελ. Ξέρετε, αυτόν πού εξαφανίστηκε χτές μυστηριωδώς καί ξαναβρέθηκε σήμερα έξίσου μυ­ στηριωδώς... * £5 Ζ—7 γύρισε άπότομα καί κύτταξε μέ έκπληξι καί μέ κάποια άνησυχία τόν Πράκτορα 5. —Γνωρίζεσαι προσωπικώς μέ τόν Χάνς Πάρντελ, Πράκτωρ 5 ; ρώτησε γοργά.


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ κούνησε άρνητικά τό κεφάλι του. —Δέν έχομε συναντηθή ποτέ, άπάντησε. Γιατί; Ό Ζ—7 άνάσανε μέ άνακούφισι. — θά σοϋ εξηγήσω, είπε. Πάντως, δέν πρόκειται νά φανής συνεπής στό ραντεβού σου, άν φυσικά αύτός έρθη, πράγμα κάπως άμφίβολο έπειτα από αύτά πού συνέβησαν. Δέν πρέπει *ν ά σ έ γνωρίση ώς φωτογράφο Βίκτορ! Γύρισε στόν Α—11 καί πρόσθεσε : — Δέ θέλω νά μάς διακόψουν. θά προτιμούσα, λοιπόν, νά περάσουμε μέσα. Ό «κ. Μπράουν» κούνησε τό κε­ φάλι του. Πήγε στήν πόρτα και την κλείδωσε άπό μέσα, άφού κρέμασε πίσω άπό τό τζαμάκι της μιά πινα­ κίδα μέ τή λέξι «ΚΛΕΙΣΤΟΝ». "Επειτα προχώρησε πρός τό βά­ θος του γραφείου άκολουθούμενος άπό τούς δυό άλλους, άνοιξε μιά πόρτα πού είχε τήν έπιγραφή «ΙΔΙ­ ΑΙΤΕΡΟΝ», μπήκε σ’ ένα μικρό, γυ­ μνό δωμάτιο καί άνοιξε μιαν άλλη πόρτα, έκεϊ, μέ τή βοήθεια ενός μι­ κρού κλειδιού μέ παράξενο σχήμα. Κροτάλισμα άπό γραφομηχανές καί ελαφρά σφυρίγματα άσυρμάτου έφτασαν στ’ αύτιά τους, όταν ή πόρ­ τα άνοιξε. Πέρασαν τό κατώφλι της, κλείνοντάς την πίσω τους, καί βρέθηκαν μέσα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου μερικοί άντρες καί γυναίκες, καθι­ σμένοι άλλοι μπροστά σέ γραφομη­ χανές κΓ άλλοι μπροστά σέ συσκευ­ ές άσυρμάτου καί τηλετυπίας, δού­ λευαν γοργά καί μεθοδικά. Τό δωμάτιο εκείνο ήταν ή καρδιά τής Μυστικής Υπηρεσίας τής Νέας Ύόρκης. ’Από εκεί μεταδίδονταν οί διαταγές πρός τούς πολυαρίθμους πράκτορες, πού ήσαν σκορπισμένοι σέ διάφορα σημεία τής μεγαλυτέρας πόλεως τού κόσμου. Καί ήταν τόσο προσεκτικά καμουφλαρισμένο τό δωμάτιο αύτό γιά δυό λόγους: Γιά νά είναι πιό άποτελεσματική καί κεραυνοβόλα ή δράσις των μυστικών πρακτόρων, δέν έ­ πρεπε νά ξέρη κανείς πού βρισκόταν τό αρχηγείο τους, ώστε νά μήν μπορή νά παρακολουθήση τις κινήσεις

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 7 τους. Εξάλλου, άν ό ύπόκοσμος τής Νέας Ύόρκης ή οί διεθνείς όργανώσεις κατασκοπείας μάθαιναν πού βρι­ σκόταν τό άρχηγεϊο τής Μυστικής Υπηρεσίας, άργά ή γρήγορα κάποια βόμβα θά έσκαζε εκεί μέσα σκο­ τώνοντας ανθρώπους καί άχρηστεύοντας συσκευές I 32τό βάθος τού δω­ ματίου, μιά άλλη πόρτα ώδηγοΰσε σ’ ένα άλλο δωμάτιο, μικΓρότερο, α­ πλά επιπλωμένο, όπου μιά ντουζίνα: τηλέφωνα σκέπαζαν σχεδόν εντελώς ένα τραπέζι. 'Ένας ξανθός νέος ήταν καθισμέ­ νος εκεί καί άπαντοΰσε στα άλλεπάλληλα κουδουνίσματα τών τηλε­ φώνων. 'Όταν είδε τον «κ. Μπράουν» νά μπαίνη, έκανε νά σηκωθή. Αύτός ό­ μως τού έγνεψε νά καθήση καί ώδήγησε τον Ζ—7 καί τόν Πράκτορα 5 σέ δυό πολυθρόνες στήν άλ?νη άκρη τού δωματίου. Τράβηξε κΓ ό ίδιος μιάν άλλη πολυθρόνα καί κάθησε κοντά τους σιωπηλός, περιμένοντας νά μιλήση ό Ζ —7. Ό αρχηγός τής Μυστικής Υπηρε­ σίας ξερόβηξε, κύτταξε τόν Πράκτο­ ρα 5 στά μάτια καί άρχισε : — Μιά ώρα πριν φύγω άπό τήν Ούάσιγκτων, πήρα μέρος σέ μιάν έκ­ τακτη συνεδρίασι τού Υπουργικού Συμβουλίου. Τό θέμα τής συνεδριάσεως αύτής ήταν σχετικό μέ τό σκο­ πό τού ταξιδιού μου στη Νέα Ύόρκη. Γιά νά είμαι πιό σαφής, τό Υ­ πουργικό Συμβούλιο, έπειτα άπό πρότασι τού ίδιου τού Προέδρου άποφάσισε νά μέ στείλη εδώ γιά νά συ­ ναντήσω τόν Πράκτορα 5 καί νά τού άναθέσω μιάν ύπόθεσι μεγάλης ση­ μασίας.


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ άνοιγόκλεισε τά μάτια του με απορία. —Μά ...., είπε, γιατί να ύποβληθητε στον κόπο ενός τέτοιου ταξιδι­ ού, άφοϋ μπορούσατε να μου δώσετε διαταγές τηλεφωνικώς ; —Γιατί, απάντησε ό Ζ —7, πρόκει­ ται γιά μιαν ύπόθεσι εξαιρετικά σο­ βαρή καί λεπτή. Καί γιατί θα μείνω στή Νέα Ύόρκη καί θά συνεργαστώ μαζί σου, ώσπου νά δοθή μιά ικανο­ ποιητική λύσις. Λ ^^%_ναψε ένα τσιγά­ ρο, έρριξε μιά ματιά στον νεαρό, πού δεν εΓχε πάψει ούτε στιγμή ν’ άπαντά στά κουδουνίσματα των τηλεφώνων, καί συνέχισε χαμηλώνοντας τή φωνή του : — Πρόκειται γιά τή γνωστή ύπόθε­ σι τής έξαφανίσεως του Γενικού Προκένου τής Γερβανίας, κ. Χάνς Πάρντελ. Ό Πράκτωρ 5 άνακάθησε στήν πο­ λυθρόνα του κΓ έστησε τό αυτί του, μέ διπλό ενδιαφέρον τώρα. — "Οπως θά ξέρετε εξακολούθησε ό Ζ—7,ό κ. Πάρντελ έξηφανίσθη χτές τό απόγευμα καί δεν ξαναβρέθηκε παρά σήμερα τό πρωί σ’ έναν εξοχι­ κό δρόμο, αναίσθητος μέσα σ’ ένα χαντάκι. 7Ηταγ ναρκωμένος μέ χλωρο­ φόρμιο, αλλά κατά τά άλλα ήταν πο­ λύ καλά στήν υγεία του. . Οί δυό άλλοι πράκτορες έμειναν σιωπηλοί παρακολουθώντας τον μέ προσοχή. —Ό κ. Πάρντελ είναι τώρα στό γραφείο του, δπως συνήθως, καί διεκπεραιώνει τήν καθημερινή του εργα­ σία. Καί, άν σ’ αυτή τήν έξαφάνισι δέν υπήρχε κάτι παράξενο καί επι­ κίνδυνο, ή ύπόθεσις αυτή δέν θά άπασχολουσε παρά μόνο τήν τοπική ασ­ τυνομία τής Νέας Ύόρκης ή, τό πολύ, τό τοπικό τμήμα του Όμοσπονδιακοϋ Γραφείου Αναζητήσεων. —Καί τί είναι αυτό τό παράξενο καί επικίνδυνο, Ζ—7 ; ρώτησε ό Πρά­ κτωρ 5. Ό άρχηγός τής Μυστικής Υπηρε­ σίας τράβηξε μιά βαθειά ρουφηξιά άπό τό τσιγάρο του καί απάντησε : —Γιά νά καταλάβετε τί άκριβώς συμβαίνει, πρέπει νά κάνω μια ανα­ δρομή στό παρελθόν. "ίσως έχετε α­ κούσει ιά κάτι πει άυ,ατα πού γί­

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 νονται, δυό ή τρία χρόνια τώρα, γύ­ ρω άπό τή διάσπασι του ατόμου του σιδήρου, μέ σκοπό τήν κατασκευή μι­ κρών άτομικών βομβών, πού θά εί­ ναι πολύ φτηνές καί εύχρηστες. Ή ατομική βόμβα ουρανίου, δπως ξέρε­ τε, κοστίζει τόσο πολύ καί είναι τό­ σο πολύπλοκη στήν κατασκευή της, ώστε απαιτεί κολοσσιαία κεφάλαια καί τεράστιες βιομηχανικές εγκατα­ στάσεις. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόση σημασία μπορεί νά έχη μιά εύχρη­ στη, φτηνή καί εύκολη στήν κατα­ σκευή της άτομική βόμβα. Τό κράτος πού θά έβρισκε τό μυστικό τής κα­ τασκευής της, θά μπορούσε νά ραν­ τίση τούς εχθρούς του μέ χιλιάδες μικρές ατομικές βόμβες καί νά καταστρέψη τις χώρες τους τελειωτικά μέσα σέ λίγες ώρες.., ^3 Ζ—7 σώπασε, έ­ σβησε τό τσιγάρο του καί άναψε α­ μέσως ένα άλλο. — Ή Αμερική, συνέχισε, ή Ρωσία, ή Μεγάλη Βρεταννία καί μερικές άλλες χώρες εργάζονταν καί εργά­ ζονται πυρετωδώς πρός τήν κατεύθυνσι αυτή, χωρίς κανένα αποτέλε­ σμα ακόμα. Δηλαδή, χωρίς κανένα αποτέλεσμα μέχρι πρό δεκαπέντε ημε­ ρών, οπότε... — Όπότε; —Όπότε ένας ανεξάρτητος επι­ στήμων, εργαζόμενος μόνος καί μέ υποτυπώδη εργαστηριακά μέσα, επέ­ τυχε αυτό πού δέν είχαν άκόμα κα­ τορθώσει τά μεγάλα έπιστημονΐ|£ϊ συγκροτήματα τών Μεγάλων Δυνά­ μεων, έφωδιασμένα μέ τά τελειότερα μέσα πού διαθέτει ή επιστήμη : κα­ τασκεύασε τήν πρώτη άτομική βόμ­ βα σιδήρου καί μέ κόστος δσο περί­ που τό κόστος μιας μεγάλης τορπίλλας υποβρυχίου ! Ό Α —11 κΓ ό Πράκτωρ 5 τρά­ βηξαν βαθειές ανάσες γεμάτες εκπληξι, μά άφησαν τον Ζ—7 νά συνέχιση : —Ό θαυμαστός αυτός επιστήμων λέγεται Φρίτς Ράντελ. Μένει στήν Αμερική, μά είναι πολίτης τής Γερβα­ νίας, τοϋ κράτους στό όποιο ανήκει ό Γενικός Πρόξενος Χάνς Πάρντελ. Ό δόκτωρ Φρίτς Ράντελ είναι δπως έχομε πληροφορηθή, ένας αγνός επι­ στήμων, εντελώς ανιδιοτελής καί


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ τόσο πατριώτης, ώστε έθεσε αμέσως την ανακάλυψί του στην απόλυτη διάθεσι της κυβερνήσεώς του. Ή κυβέρνησις τώρα της Γερβανίας δεν εί­ ναι σέ θέσι να άρχίση την παραγωγή ατομικών βομβών σιδήρου. Ή βιομη­ χανία της, κατεστραμμένη από τόν πόλεμο, δεν μπορεί νά άνταποκριθή στήν κατασκευή ατομικών βομβών. "Ετσι αποφάσισε νά πωλήση τό μυ­ στικό στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέ τήν πρόσθετη συμφωνία νά τής παραχωρήται τό ένα δέκατο τών βομ­ βών, πού θά κατασκευάζει ή Αμερική. — Δέν νομίζω ότι θά δεχόταν ή κυβέρνησίς μας νά δεχτή νά δίνη σέ ξένη δύναμι βόμβες, πού θά μπορού­ σαν νά χρησιμοιηθουν ενάντιο μας, είπε ό Α —11. Ό Ζ—7 κούνησε τό κεφάλι του. — Ακριβώς σ’ αυτό τό σημείο σκόνταψαν οί σκετικές διαπραγματεύ­ σεις, άπάντησε. Ή κυβέρνησίς τών ΉνωμένωνΠολιτειών ήταν πρόθυμη νά πληρώση όποιαδήποτε τιμή για νά άποκτήση τήν άτομική βόμβα σιδήρου, μά δεν μπορούσε νά δεχτή νά παρα­ χωρεί τό ένα δέκατο τής παραγωγής στή Γερβανία. Τις σχετικές διαπραγ­ ματεύσεις τις διεξήγε εδώ, στή Νέα Ύόρκη, ό Γενικός Πρόξενος τής Γερ­ βανίας, κ. Χάνς Πάρντελ. Αύτό δέν τό ήξερε κανένας, εκτός άπό τόν ίδιο, τήν κυβέρνησί του, δυό έκπροσώποι τής Αμερικανικής Κυβερνήσεώς καί τό Υπουργικό μας Συμβούλιο... ]Ε^σβησε μέ μιαν άπότομη νευρική κίνησι τό τσιγάρο του καί πρόσθεσε μέσ’ άπό τα σφιγ­ μένα του δόντια : — ΚΓ όμως κάποιοι άλλοι γνώρι­ ζαν επίσης τό γεγονός αυτό I Καί γνώ­ ριζαν κάτι άλλο άκόμα, πού ήταν άγνωστο σέ μάς : ότι δηλαδή ή Κυβέρνησις τής Γερβανίας εΐχε έμπιστευθή τόν χημικό καί μηχανικό τύπο τής βόμβας σιδήρου στόν κ. Πάρντελ κι’ ότι ό κ. Πάρντελ συνηθίζει νά κουβαλάη μαζί του τόν τύπο αύτό, μέσα στήν τσάντα του, στις συνεντεύξεις του μέ τούς εκπροσώπους τής κυβερνήσεώςμ ας... — Διάβολε I, μουρμούρισε ό Πράκτωρ 5 ζαρώνοντας τά φρύδια του. Ασυγχώρητη άπρονοησίαΐ Καταλα­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

βαίνω τί περίπου πρέπει νά συνέβη... — Ναι 1, γρύλλισε ό Ζ —7. Χτές τό μεσημέρι, καθώς πήγαινε νά συναντήση τούς εκπροσώπους μας, κατά­ λαβε ότι κάποιος παρακολουθούσε τό ταξί του μ’ ένα άλλο ταξί, όπως κατέθεσε ό ίδιος. Φοβήθηκε μήπως ή παρακολούθησις αύτή είχε καμμιά σχέσι μέ τόν τύπο τής βόμβας, πού είχε μαζί του, καί άποφάσισε νά άπαλλαγή άπό αυτόν. Βγήκε άπό τό ταξί του, τηλεφώνησε στόν γραμμα­ τέα του, δίνοντάς τού ένα ραντεβού για νά τού παραδώση τόν τύπο, καί πήρε ένα άλλο ταξί μέ σκοπό νά ξεφύγη άπό τήν παρακολούθησι τών άλλων, νά πάη στό μέρος τού ραντε­ βού, νά παραδώση τόν τύπο στόν γραμματέα του καί νά συνέχιση τόν δρόμο του γιά τή συνέντευξί του μέ τούς έκπροσώπους μας. Φαίνεται ότι μέσα στό ταξί κάτι συνέβη καί έχα­ σε τις αισθήσεις του... Τά γεγονότα πού άκολούθησαν όταν συνήλθε εί­ ναι—όπως τουλάχιστον μού τά διηγήθηκε ό διευθυντής τής άστυνομίας τής Νέας Ύόρκης—πολύ παράξενα καί άνεξήγητα. Γύρισε στόν Α—11 καί έκανε μιάν άπροσδότηκη έρώτησι: —Μπορείτε νά πληροφορηθήτε αν, σ’ όποιοδήποτε σημείο τής Πολιτείας τής Νέας Ύόρκης, είχε χτές τή νύχτα πυκνή ομίχλη; Ό Α —11 συνοφρυώθηκε. — Πυκνή ομίχλη ; Μέ τέτοιον και­ ρό ; Αμφιβάλλω... Ό καιρός ήταν στό διάστημα τών τελευταίων δυό εβδομάδων πολύ καλός καί ξηρός. Δέν νομίζω ότι... πάντως, μπορούμε νά πληροφορηθούμε σχετικά μέσα σέ μισή τό πολύ ώρα. "Εβγαλε ένα σημειωματάριο άπό τήν τσέπη του, έγραψε εκεί μερικές λέξεις καί έγνεψε στόν ξανθό νεαρό, πού σηκώθηκε άμέσως καί πήγε κον­ τά του. Ό Α—11 άπέσπασε τό φύλλο πού είχε χρησιμοποιήσει καί τού τό έδωσε. —Νά διαβιβαστή σ’ όλους τούς μυστικούς πράκτορες τής Πολιτείας τής Νέας Ύόρκης, διέταξε. Ό νέος πήρε τό χαρτί, ύποκλίθηκε καί πέρασε στό δωμάτιο μέ τις τηλετυπικές συσκευές. Ό Πράκτωρ δ ρώτησε :


10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Γιατί θέλετε νά τό μάθετε αύτό, Αρχηγέ ; Ό Ζ—7 έβγαλε τότε άπό τήν τσέ­ πη του καί έδωσε στόν Τζίμμυ Κρίστοφερ μερικές δακτυλογραφημένες σελίδες. —Είναι ένα αντίγραφο τής καταθέσεως του κ. Χάνς Πάρντελ, είπε. Διάβασέ το, αρχίζοντας από τό ση­ μείο δπου μπήκε στό δεύτερο ταξί, αφού τηλεφώνησε στόν γραμματέα του. Ό Πράκτωρ 5 άρχισε νά διαβάζη μεγαλόφωνα:

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ κ. ΧΑΝΣ ΠΑΡΝΤΕΛ «../Αμέσως μόλις τό ταξί ξεκίνη­ σε, ένοιωσα μια βαρεία καί παράξε­ νη οσμή. Άνοιγόκλεισα τά ρουθού­ νια μου είσπνέοντας βαθειά, προσ­ παθώντας νά καταλάβω τί ήταν ή οσμή αύτή. Τό κατάλαβα: ήταν χλω­ ροφόρμιο I Είχα πέσει σε παγίδα 1 »Δοκίμασα νά φωνάξω στόν σωφέρ νά σταματήση, μά δεν μπόρεσα. Δοκίμασα νά απλώσω τό χέρι μου πρός τήν πόρτα, μά αυτό έμεινε ακί­ νητο σαν παράλυτο. Κύτταξα έξω ά­ πό τό παραθυράκι, για νά δώ κανέναν αστυφύλακα, μά ό δρόμος ήταν θαμπός στά μάτια μου καί σκοτείνι­ αζε δλο καί πιο πολύ... "Έχασα τις αισθήσεις μου. »'Όταν άνοιξα τά μάτια μου, ε­ ξακολουθούσα νά μή βλέπω καθαρά. Έτσι τουλάχιστον νόμισα στήν αρ­ χή. Διέκρινα θαμπά ένα δωμάτιο. Επάνω άπό τό κεφάλι μου ήταν α­ ναμμένος ένας γλόμπος, πού διακρινόταν άμυδρά, σαν νά ήταν μέσα σέ πυκνή ομίχλη.

ΠΡΑΚΤΩΡ5 »’Ήμουν ξαπλωμένος επάνω σ’ένα κρεββάτι. Στά δεξιά μου, ήταν καθι­ σμένος ένας άντρας μέ τό πρόσωπό του σκεπασμένο μ’ ένα μαντήλι, έτσι ώστε δέν μπορούσα νά διακρίνω τά χαρακτηριστικά του. Στ* αριστερά μου,Γ ήταν καθισμένη μιά πολύ όμορ­ φη, γυναίκα, μέ γοητευτικά μαύρα μάτια, πού μού ήταν εντελώς άγνω­ στη. Ό άντρας μού είπε μέ μουσική καί καλλιεργημένη φωνή, πού όμως είχε κάτι ξενικό μέσα της : »—Μίστερ Πάρντελ, λυπούμεθα „ πολύ γιά δ,τι συνέβη, μά ήταν άπολύτως άναγκαϊο νά μην άφήσωμε τόν τύπο τής βόμβας σιδήρου νά πέση στά χέρια τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως I »Άκούγοντας τά λόγια αυτά, έ­ νοιωσα τό αΐμα μου νά παγώνη στις φλέβες μου. Μού είχαν κλέψει τόν τύπο τής βόμβας 1 Ή καταστροφή ή­ ταν τρομακτική όχι μόνο γιά τήν πατρίδα μου, πού έχανε μιά μοναδι­ κή εύκαιρία νά άνοικοδομηθή μέ τό ποσό πού θά έπαιρνε, άλλα καί γιά τήν Αμερική. Γιατί, βέβαια, ή βόμβα θά έπεφτε τώρα στά χέρια μιας εχ­ θρικής δυνάμεως... »Στό μεταξύ, είχα διαπιστώσει δτι ή δρασίς μου λειτουργούσε καλά καί δτι έβλεπα θαμπά, επειδή ή α­ τμόσφαιρα ήταν γεμάτη ομίχλη I Μιά άσπρόγκριζη ομίχλη, πού κολλούσε στά ρούχα μου καί στό πρόσωπό μου, χλιαρή καί ενοχλητική, σχηματίζον­ τας επάνω στό δέρμα μου καί στό δέρμα τών συνομιλητών μου μικροσκοπικές σταγόνες. »ο άντρας μέ τό μαντήλι κούνησε τό κεφάλι του καί συνέχισε: » — Ό τύπος τής βόμβας είναι τώ­ ρα στήν κατοχή μας. θά σάς είχαμε άφήσει ελεύθερο, γιατί δέν έχομε κα­ κούς σκοπούς εναντίον σας, κ. Πάρν­ τελ, άλλα σάς χρειαζόμαστε άκόμα. θέλομε νά μάθουμε πού, μένει ό κα­ θηγητής Φρίτς Ράντελ. Όπως κατα­ λαβαίνετε, θα θέλαμε νά έχωμε τήν άποκλειστικότητα τής έφευρέσεώς του, πράγμα που δέν μπορεί νά συμβή, σν ό δόκτωρ Ράντελ μπορεί νά ξαναγράψη τόν τύπο του καί νά μεταδώση τό μυστικό στήν Άμερικανι-


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

κή Κυβέρνησι. συνέχισα, παίρνοντας θάρρος άπό τά »Γύρισε στη γυναίκα μετά μαύρα ίδια μου τά λόγια : όμορφα μάτια καί είπε μέ σεβασμό. »—Μπορεί νά μή μέ πιστεύετε, » — Δεν είν’ έτσι, δεσποινίς ; αλλά αύτή είναι ή άλήθεια. Είναι »—Ναι, απάντησε αύτή μέ φωνή άλλωστε λογικό αυτό. Παράλογο καί πού μέ γοήτευσε. Πρέπει νά μάς πήτε άφύσικο θά ήταν νά μοϋ έμπιστευπου μπορούμε νά βρούμε τόν δόκτοθοϋν συγχρόνως δυό τόσο σημαντικά ρα Φρίτς Ράντελ. Σάς βιαβεβαιώνω ’ μυστικά. Καί κάτι άλλο: Δέν σας ότι ό δόκτωρ δέν πρόκειται νά πάθη συμφέρει ούτε νά μέ κρατήσετε αιχ­ τό παραμικρό. "Αν άπεναντίας αρνημάλωτο ούτε νά μέ σκοτώσετε, γιατί θητε νά μάς βοηθήσετε, δέν μπορώ νά ποιό εύκολα μπορεί ή αστυνομία να έγγυηθώ ούτε γιά τήν ελευθερία σας άνακαλύψη έναν άνθρωπο ή ένα πτώ­ ούτε γιά τή ζωή σας I Θά άναλάβουν μα παρά ένα κλεμμένο χαρτί I άλλοι την άνάκρισί σας καί... »Σώπασε καί ρίγησε τόσο έντονα ώστε οί ώμοι τηο σάλεψαν. Ή φωνή της απέκτησε μίαν άπόχρωσι τρόμου. »—Καί δέν θά ήθελα κ. Πάρντελ, πιστέψτε με, νά σάς παραδώσω στά χέρια των ά λ λ ω ν..., πρόσθεσε. »Ή θέσις μου ήταν, όπως κατα­ λαβαίνετε, τρομερή. Βρισκόμουν στή διάθεσι μιάς εγκληματικής συμμορίας ή, τουλάχιστον μιάς όργανώσεως κα­ τασκόπων κάποιας ξένης δυνάμεως. Καί στή μιά καί στήν άλλη περίπτωσι, ή ζωή μου κινδύνευε, γιατί, φυσι­ »Τά λόγια μου αυτά φαίνεται πώς κά, δέν θά δίσταζαν νά μέ βασανί­ τούς έκαναν έντύπωσι, γιατί—χωρίς σουν καί νά μέ δολοφονήσουν άκόμα, νά μιλήσουν—σηκώθηκαν καί βγήκαν προκειμένου νά μάθουν ένα τόσο τρο­ έξω, κλείνοντας πίσω τους μιά πόρτα μερό καί... προσοδοφόρο μυστικό 1 πού διέκρινα άμυδρά στό βάθος τοϋ »ΤΗταν ευτύχημα τό γεγονός ότι δωματίου. Μέ τό άνοιγμα καί κλείσι­ δέν ήξερα ποϋ βρίσκεται ό δόκτωρ μο τής πόρτας, ένα κΰμα ομίχλης Φρίτς Ράντελ. Διαφορετικά, δέν ξέρω μπήκε στό δωμάτιο καί τά άντικείμεάν τελικά δέν θά τούς άπεκάλυπτα να εκεί μέσα έγιναν πιό δυσδιάκριτα τή διεύθυνσί του. Ό τρόμος μου ήταν »Δοκίμασα νά ανορθωθώ άπό τό μεγάλος. κρεββάτι μου καί διαπίστωσα ότι δέν μπορούσα. Μιά πέτσινη ζώνη ήταν άγνοιά μου περασμένη στή μέση μου καί στερεω­ όμως μου έδωσε τή δύναμι νά απαι­ μένη στό κρεββάτι, έτσι ώστε δέν μποτήσω κατηγορηματικά στά λόγια τής ροΰσα νά άνασηκωθώ περισσότερο όμορφης μαυρομάτας. άπό μερικούς πόντους. »Δέν ξέρω ποιά είστε, είπα. Δέν »Ξανάπεσα στό κρεββάτι άποκαρξέρω ποιός είναι ό τζέντλεμαν αυ­ διωμένος καί τό μυαλό γεμάτο μαύ­ τός μέ τό μαντήλι στο πρόσωπο. Καί ρες σκέψεις. δέν ξέρω ποιοι είναι εκείνοι οί ά λ»Δέν ξέρω πόσην ώραν έμεινα ε­ λ ο ι, γιά τούς οποίους μοϋ μιλήσα­ κεί, ούτε πότε έχασα πάλι τις αισθή­ τε τόσο εκφραστικά. *Ένα πράγμα σεις μου. 'Όταν άνοιξα πάλι τά μά­ ξέρω : όλα τά βασανιστήρια του κό­ τια μου, βρισκόμουν μέσα σ’ ένα νο­ σμου δέν μπορούν νά μέ κάνουν νά σοκομειακό αύτοκίνητο. μέ συντρο­ σάς πω ποϋ θά βρήτε τόν δόκτορα φιά δυό άστυφύλακες... Φαίνεται ότι Ράντελ, γιατί—άπλούστατα —δέν έχω ή τά λόγια μου είχαν πείσει τούς ιδέα που βρίσκεται 1 άνθρώπους εκείνους ή εΐχαν μάθει »Ή όμορφη μαυρομάτα μόρφασε χαριτωμένα καί ό άντρας γρύλλισε άπό κάπου άλλοϋ τή διεύθυνσί τοϋ κάτω άπό τό μαντήλι του, μά εγώ δόκτορος Φρίτς Ράντελ...»

»3ΕΙ


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΔΟΚΤΩΡ ΡΑΝΤΕΑ 'Όταν ό Πράκτωρ 5 έπαψε νά διαβάζη, ό Ζ—7 εΐπε : — Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρή εί­ ναι ή ύπόθεσις αυτή, καθώς καί για­ τί θέλησα νά μάθω αν σε κανένα ση­ μείο τής Πολιτείας τής Νέας Ύόρκης είχαμε χθές τή νύχτα ομίχλη. Εκείνη τή στιγμή, ό ξανθός νέος μπήκε στό δωμάτιο κρατώντας μερι­ κά κίτρινα - χαρτιά τηλετυπίας καί μερικά τηλεγραφήματα. Ό Α —11 τά πήρε, τά ξεφύλλισε γοργά καί εΐπε στόν Ζ—7. —Ο πράκτορές μας άναφέρουν ό­ τι πουθενά, σέ κανένα μέρος τής Πο­ λιτείας, δεν σημειώθηκε ή παραμι­ κρή ομίχλη στό διάστημα του τελευ­ ταίου εικοσιτετραώρου ! Ό Ζ —7 κούνησε τό κεφάλι του. —Ναί I Τήν ίδια πληροφορία εΐχα άπό τή διεύθυνσι τής άστυνομίας καί άπό τό Μετεωρολογικό Γραφείο. "Η­ θελα άπλώς μιάν έπιβεβαίωσι καί ά­ πό τούς δικούς μας πράκτορες. Δεν μπορώ νά καταλάβω. ’Ή ό κ. Πάρντελ λέγει ψέματα, οπότε πρέπει νά άμψισβητήσουμε ολόκληρο τήν κατάθεσί του καί νά τόν θεωρήσουμε ύ­ ποπτο, ή λέγει τήν άλήθεια, οπότε δέν μπορούμε νά εξηγήσουμε τήν ο­ μίχλη. Είτε έτσι είτε άλλοιώς, ένα πράγμα είναι βέβαιο : ό πολύτιμος καί τρομερός τύπος έχει κλαπή καί πρέπει νά άνευρεθή, πριν βγή άπό τή χώρα μας. — Δέν ύπάρχει φόβος νά τόν δια­

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 βιβάσουν στό εξωτερικό με τόν α­ σύρματο ; ρώτησε ό Πράκτωρ 5. —"Οχι, άπάντησε ό Αρχηγός τής Μυστικής Υπηρεσίας. "Οπως πληροφορήθηκα, ό τύπος είναι γεμάτος ήλεκτρονικές εξισώσεις καί άλλα πορόμοια καί είναι άδύνατον δχι μόνο νά μεταδοθή με τόν άσύσματο, άλλά καί νά άντιγραφή από άνθρωπο πού δέν είναι εντελώς ειδικευμένος στήν ατομική έρευνα... ' Ο Πράκτωρ 5 κούνισε τό κεφάλι του. — Ναί, είπε, ηέρω μερικά πράγμα­ τα άπό χημεία καί ήλεκτρόνια καί καί καταλαβαίνω τή δυσκολία τής άντιγραφής ενός τέτοιου τύπου. Τό παραμικρό λάθος, ή άναγραφή ένός όριθμου σέ άκατάλληλη θέσι, μπορεί νά κάνη άχρηστο ολόκληρο τόν τύπο, θά μπορούσαν όμως νά τόν φωτογρα­ φήσουν, νομίζω. —Ούτε αύτό μπορούν νά κάνουν, άν πιστέψουμε τόν κ. Πάρντελ, εΐπε ό Ζ—7. Ό δόκτωρ Φρίτς Ράντελ, ό­ πως κατέθεσε ό Γενικός Πρόξενος τής Γερβανίας, έχει τήν Ιδιοτροπία νά γράφη με μολύβι, γεγονός πού δέν επιτρέπει- μιά καθαρή φωτογρά­ φησή — Πολύ μπερδεμένα πράγματα, μουρμούρισε ό Α —11. Τά φρύδια τού Ζ—7 άνεβοκατέβηκαν νευρικά. —"Εχουν σχετικά είδοποιηθή όλες οί λιμενικές καί συνοριακές αρχές καί δλα τά Αεροδρόμια καί τά πρακτο­ ρεία πλοίων, άεροπλάνων καί σιδη­ ροδρόμων. Τά τοπικά γραφεία τής Μυστικής Υπηρεσίας σ’ όλη τή χώρα έχουν είδοποιηθή, τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων έχει κινητοποιηθή, ή Στρατιωτική Άντικατασκοπεία βρίσκεται σέ δράσι καί όλες οί τοπικές αστυνομίες έχουν τεθή σέ κίνησι. Σωστός γενικός συναγερ­ μός τού ένθνους, δηλαδή. Σώπασε κι’ έπειτα πρόσθεσε μέ μάτια πού άστραφταν : —"Ολοι, αύτοί δέν προσπαθούν μόνο νά εμποδίσουν τήν εξαγωγή τού πολύτιμου τύπου άπό τή χώρα μας, άλλά καί νά βρούν τόν δόκτορα Φρίτς Ράντελ... —Νά βρούν τόν Ράντελ I, έπανέ-


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ λαβε ό Πράκτωρ 5. Δεν γνωρίζει ή κυβέρνησις που μένει ό δόκτωρ αυτός; —"Οχι, απάντησε ό Ζ—7. Δεν ξέ­ ρομε που μενει. Ό κ. Πάρντελ επίσης δεν έχει ιδέα που μένει ό δόκτωρ Ράντελ. Ακόμα καί ή κυβέρνησις της Γερβανίας αγνοεί τη διευθυνσί του! — Αυτό είναι καταπληκτικό!, φώ­ ναξε ό Α —11. Δεν ξέρει κανείς που μένει αύτός ό παράξενος καθηγητής. Πώς λοιπόν... — Πώς έδωσε στην κυβέρνησι τής Γερβανίας τόν τόπο τής βόμβας; τόν διέκοψε ό Ζ —7. Ό κ. Πάρντελ έρωτήθηκε σχετικά καί εξήγησε δτι ό Ράντελ εΐχε πάει καί είχε έπισκεφθή ό ’ίδιος προσωπικά τόν Πρεσβευτή τής Γερβανίας τής Ούάσιγκτων. Του πα­ ρέδωσε τόν τόπο καί έφυγε, χωρίς ν’ άφήση καμμιά διεύθυνσι... — Παράξενος άνθρωπος, μουρμού­ ρισε ό Πράκτοορ 5. Υπάρχει καμμιά περιγραφή του ή κανένα στοιχείο, πού νά μπορεί νά μάς διαφώτιση σχετικά μέ τόν τόπο διαμονής του ; — Ραδιογράφησα σχετικά στήν Ούάσιγκτων καί ό ίδιος ό ύπαρχηγός τής Μυστικής * Υπηρεσίας πήγε καί συνάντησε τόν Πρεσβευτή τής Γερβα­ νίας. Νά ή άπάντησίς του.

]12βγαλε ένα χαρ τί από τήν τσέπη του καί τό έδωσε στόν Πράκτορα 5. ?Ηταν ένα άποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα καί έλεγε: «Ζ —7 Νέαν Ύόρκην. »Συνάντησα σύμφωνα μέ τις διαταγές σας τόν Πρεσβευτή τής Γερβανίας καί τόν ρώτησα σχετι­ κά μέ τόν δόκτορα Φρί-τς Ράντελ. Στήν αρχή ήταν επιφυλακτικός καί διατακτικός, αλλά, όταν του εξήγησα τόν κίνδυνο πού διέτρεχε ό δόκτωρ Ράντελ, έσπευσε νά μέ έξυπηρετήση. »Ό δόκτωρ Ράντελ είναι ένας ύψηλόσωμος άντρας πενήντα ετών

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

μέ γκριζόξανθα μαλλιά καί γα­ λανά μάτια. Τά χαρακτηριστικά του είναι αδρά καί αυστηρά καί τό παράστημά του ρωμαλέο καί αθλητικό. »Δυστυχώς, δέν υπάρχει καμμιά φωτογραφία του στό άρχεϊο τής Πρεσβείας. »Ό δόκτωρ Ράντελ εΐναι αρ­ κετά γνωστός στήν πατρίδα του, αλλά βρίσκεται από πολλά χρό­ νια στήν Αμερική. Είναι άγαμος. Είχε μιάν άδερφή στή Γερβανία, αλλά πέθανε εδώ καί τέσσερα χρόνια. »*Όσο γιά τό μέρος όπου μπο­ ρεί νά μένη ό δόκτωρ Ράντελ, ό Πρεσβευτής δέν μπόρεσε νά μου δώση καμμιά συγκεκριμένη πλη­ ροφορία. Μόνο, από τά ρούχα του καί τήν κόπωσι πού φανέρω­ ναν τά χαρακτηριστικά του, έ­ βγαλε τό συμπέρασμα ότι ό δό­ κτωρ Ράντελ είχε έρθει στήν Ούάσιγκτων από πολύ μακρυά. »Ό Πρεσβευτής δέχτηκε νά ρωτήση γιά λογαριασμό μου τόν θέΓρωρό τής Πρεσβείας σχετικά μέ τις άποσκευές, πού είχε μαζί του ό Ράντελ, καί μου έδωσε μιά πληροφορία, πού ίσως άποδειχθή πολύτιμη. »Ό δόκτωρ Ράντελ είχε μαζί του μόνο μιά μικρή βαλίτσα καί ό θυρωρός θυμόταν ότι είχε προ­ σέξει επάνω της τήν έτικέττα του ξενοδοχείου «Πάνθεον» τής Νέας Ύόρκης. »’Έπειτα από τήν έπίσκεψί του στήν Πρεσβεία, ό δόκτωρ Ράντελ μπήκε σ’ ένα ταξί καί έφυγε. »Βρήκαμε τό ταξί καί μάθα­ με ότι τόν είχε μεταφέρει στό αεροδρόμιο του Νότου. Εκεί ζη­ τήσαμε πληροφορίες καί άνακαλύψαμε ότι ένας άντρας μέ τήν περιγραφή του δόκτορος Ράντελ είχε πάρει τό αεροπλάνο γιά τή Νέα Ύόρκη. Ζ —2», Ή αστυνομία τής Νέας Ύόρκης, εΓπε ό Ζ —7 όταν ό Πράκτωρ 5 τε­ λείωσε, ειδοποιήθηκε καί έξήτασε τούς υπαλλήλους, του άεροδρομίου τής πόλεως, άλλά κανένας τους δέν είχε προσέξει τόν δόκτορα Ράντελ νά φθά-


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» νη. "Εστειλα, εξάλλου, έναν πράκτο­ ρα ατό ξενοδοχείο «Πάνθεον» όπου αυτός πληροφορήθηκε ότι ένας άν­ θρωπος μέ τά χαρακτηριστικά του δόκτορος Ράντελ, άλλά μέ τό όνομα Ούΐλλιαμσον, είχε μείνει στο ξενο­ δοχείο δυό μέρες, εδώ καί δυό εβδο­ μάδες. 5Από τις αποσκευές του καί από ένα-δυό τηλεφωνήματα πού είχε πάρει, οί υπάλληλοι του ξενοδοχείου είχαν σχηματίσει την έντύπωσι ότι ό Ούΐλλιαμσον έμενε στό Λόνγκ ’Άϊλαντ. Είδοποιήθησαν οί μυστικοί πράκτορές μας του Λόνγκ ’Άϊλαντ, άλλα δεν μπόρεσαν νά βρουν εκεί κανέναν Ούΐλλιαμσον μέ τά χαρακτηριστικά του δόκτορος Ράντελ. Έδώ ακριβώς αναλαμβάνεις έσύ την ύπόθεσι, Πράκτωρ 5. Καθώς βλέπεις,' από τη στι­ γμή πού έφτασα στη Νέα Ύόρκη ως τώρα, προσπάθησα νά συγκεντρώσω κάθε δυνατό στοιχείο για νά διευκο­ λύνω την προσπάθειά σου. Τό τοπι­ κό γραφείο τής Μυστικής Υπηρεσίας στή Νέα Ύόρκη είναι στην απόλυτη διάθεσί σου καί μπορείς νά ζητήσης όσους πράκτορες χρειαστής. Έγώ ό Ιδιος θά βρίκωμαι διαρκώς έδώ μέσα καί θά επιστατώ στην έκτέλεσι τών διαταγών σου. Πρέπει νά βρούμε, Πράκτωρ 5, τον κλεμμένο τύπο καί τόν δόκτορα Ράντελ καί νά τούς βρούμε εγκαίρως!

ΣΤΟ ΛΟΝΓΚ Α-Ι-ΛΑΝΤ Δυό ώρες αργότερα, ένα μεγάλο, κομψό καί δυνατό αύτοκίνητο έβγαι­ νε άπό τη Νέα Ύόρκη κι’ έπαιρνε ολοταχώς τόν δρόμο, πού ώδηγοϋσε στό Λόνγκ ’Άϊλαντ. Στό βολάν ήταν καθισμένος ό Τζίμμυ Κρίστοφερ καί ώδηγοϋσε μέ τό πρόσωπο συνωφρυωμένο καί σκεπτικό. Δίπλα του, ένα παιδί δέκα επτά περίπου χρονών, μέ κοκκινωπά μαλ­ λιά καί φακίδες στό πρόσωπο, φλυ­ αρούσε αδιάκοπα. ΤΗταν ό Τίμ Ντόνοβαν, ό μικρός

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 φίλος του Πράκτορος 5, πού τόν συνώδευε συχνά στις διάφορες αποστο­ λές του καί τόν βοηθούσε άποτελεσματικά. Ό Τίμ Ντόνοβαν ήταν περίφημα έξησκημένος άπό τόν Τζίμμυ Κρίστο­ φερ στά κόλπα τών μυστικών πρα­ κτόρων. Μπορούσε νά παρακολουθήση έναν άνθρωπο, χωρίς νά προκαλέση τήν παραμικρή υποψία, μπορούσε νά μεταμφιεσθή περίφημα καί ήξερε νά όδηγή αύτοκίνητο, βενζινάκατο καί αεροπλάνο. Μπορούσε νά χειρίζεται κάθε ό­ πλο, άπό τό πιστόλι ως τό πολυβό­ λο, καί ήξερε πλήθος κόλπα τού «ζίου ζίτσου» μέ τά όποια μπορούσε νά θέση εκτός μάχης άκόμα καί γί­ γαντες. Μέ λίγα λόγια, ό Τίμ Ντόνοβαν ήταν ένας μικροσκοπικός, άλλά καί επικίνδυνος γιά τούς κακοποιούς μυστικόςπράκτωρ, μολονότι δέν είχε όνομασθή άκόμα έπισήμως. Οί συνάδελφοι τού Πράκτορος 5 γνώριζαν τόν Τίμ καί τόν αγαπού­ σαν καί συχνά' είχαν πολεμήσει μέ αύτοθυσία γιά νά τόν σώσουν άπό τά νύχια εχθρών. —Πολλή παράξενη Ιστορία, είπε ό Τίμ. Πού τήν βρήκε τήν ομίχλη ό άνθρωπος αύτός, Τζίμμυ; Τήν... είχε παραγγείλει ειδικά γιά τόν εαυτό, του; Ό Πράκτωρ 5 έσπασε τή σιωπή του. —Αύτό άκριβώς αναρωτιέμαι κΓ εγώ, Τίμ, απάντησε. Ή ιστορία πού διηγήθηκε ό κ. Πάρντελ εΐναι ύπο­ πτη. Κανένα σημείο της άφηγήσεώς του δέν έχει έπιβεβαιωθή άκόμα άπό τά πράγματα καί αύτή ή ομίχλη, πού δέν μπορούσε νά υπάρχη, μπερ­ δεύει περισσότερο τήν κατάστασι. -’Άν όμως, είπε ό Τίμ. ό άνθρω­ πος αύτός ήθελε νά δώση μιά πλα­ στή ! ιστορία απαγωγής, ενώ στην πραγματικότητα αύτός ό ίδιος έχει κλέψει τόν τύπο τής „ βόμβας, γιατί νά άλατίση τήν Ιστορία του μέ ο­ μίχλη, μέ κάτι δηλαδή πού δέν δι­ καιολογείται άπό τόν καλό καιρό τών τελευταίων ήμερών; Ό Πράκτωρ 5 κούνησε τό κεφάλι του.


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ —Αυτό μέ κάνει νά ταλαντεύωμαι, είπε. Άν ήθελε νά μάς δώση μια πλαστή Ιστορία, γιατί νά την μπερδέψη τόσο πολύ ; Άπό την άλλη μεριά δμως μπορεί νά πρόσθεσε την ομίχλη του χωρίς νά ξέρη δτι δεν μπορούσε νά ύπάρχη ομίχλη αυτές τις μέρες. "Οταν γυρίσουμε άπό τό Λόνγκ Άϊλαντ, θά πάω νά τόν έπισκεσθώ, Τίμ. θέλω νά τόν δω καί νά μιλήσω μαζί του. "Ισως ξέχασε νά άναφέρη κάτι πού έχει μεγάλη σημασία. Τδ ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, πού ήταν ρυθμισμένο στό μήκος κύματος του ραδιοπομπού τοϋ τοπικού γραφείου τής Μυστικής Υπη­ ρεσίας στή Νέα Ύόρκη, άρχισε νά μιλή. Μετέδιδε ένα μήνυμα, πού γιά έναν ανίδεο δεν σήμαινε τίποτα. Ό Πράκτωρ 5 κΓ ό Τίμ Ντόνοβαν δμως τό άποκρυπτογράφησαν με τόν κοινό κώδικα των μυστικών Πρακτόρων, πού γνώριζαν άπό μνήμης : «Πράκτωρ 5, Πράκτωρ 5 ! Ό Ζ—7 καλεϊ τόν Πράκτορα 5 I Εντάξει ;» Ό Πράκτωρ 5, έσκυψε στό ραδιό­ φωνο, πίεσε ένα κουμπί καί εΐπε στήν ϊδια συνθηματική γλώσσα; «Ζ—7 1 Πράκτωρ 5 πρός τόν Ζ—7 ! Εντάξει I Προχωρούμε όλο ταχώς πρός τόν Λόνγκ Άϊλαντ1». Τό ραδιόφωνο άπάντησε : «Καλά, Πράκτωρ 5 ! Νά άναφέρης έξέλιξιν κατασΐάσεως κάθε μισή ώρα. Εντάξει;» «Εντάξει, Ζ—7 I» Τό ραδιόφωνο βουβάθηκε, Ό Τίμ Ντόνοβαν άνοιξε τό στόμα του γιά νά πή κάτι, μά βλέποντας τόν Τζίμμυ Κρίστοφερ νά συνοφρυώνεται πάλι καί νά βυθίζεται στις σκέψεις του, θεώρησε καλό νά μείνη κι’ αύτός σιω­ πηλός. Τό ταχύ αυτοκίνητο έξακολουθοϋσε νά κατατρώγη τόν πλάτύ καί ο­ λόισιο άσφαλτοστρωμένο δρόμο καί να ελαττώνει τήν άπόστασι άπό τό Λόνγκ ’Άϊλαντ. 7 ί περίμενε εκεί τόν Πράκτορα 5 ; Τί του έπεφύλασσε ή καινούργια αυ­ τή αποστολή πού του είχε άνατεθή ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

Σέ ποιούς κινδύνους ταξίδευε ολοτα­ χώς, σέ ποιόν θρίαμβο ή σέ ποια συντριβή ;

Ι2λάττωσε ταχύτη­ τα μόνο δταν τό αυτοκίνητό του μπή­ κε στούς πρώτους δρόμους τοϋ Λόνγκ Άϊλαντ. Εκεί, διέσχισε μια πλατεία, γύρισε δεξιά, μπήκε σέ μια λεωφόρο, έστριψε αριστερά καί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μεγάλο κτίριο. Μιά επιγραφή επάνω άπό τήν πόρ­ τα έλεγε: «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙ ΟΝ ΛΟΝΓΚ Α-ΕΛΑΝΤ» Ό Πράκτωρ 5 βγήκε από τό αύτοκίνητο, λέγοντας στόν μικρό βοηθό του : —Μείνε εδώ, Τίμ. Δέν θ’ αργήσω. Πηγαίνω νά δώ μήπως μπορέσω νά βρώ τόν δόκτορα Ράντελ ή Ούΐλλιαμσον μέσω τοϋ Ταχυδρομείου. Ανέβηκε τά σκαλοπάτια τής ει­ σόδου, μπήκε σ’ έναν προθάλαμο καί πλησίασε σ’ ένα τραπέζι δπου ήταν στημένη μιά μικρή πινακίδα μέ τήν επιγραφή : «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ». — θέλω νά δώ τόν κύριο διευθυν­ τή, είπε στόν υπάλληλο. —Δυστυχώς, άπάντησε αύτός, ό κύριος διευθυντής έχει έναν επισκέπτη αύτή τή στιγμή. ’Άν έχετε τήν καλο­ σύνη νά περιμένετε... Καί τοϋ έδειξε μιά πολυθρόνα. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ τόν εύχαρίστησε καί κάθησε μέ τό βλέμμα στραμμένο πρός μιά πόρτα, δεξιά, πού είχε τήν επιγραφή ; «ΔΙΕΥΘΥΝ­ ΤΗΣ». Δέν περίμενε πολύ. Ή πόρτα ά­ νοιξε σέ λίγο .κι’ ένας ύψηλόσωμος,


16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ξανθός άντρας τριανταπέντε ή σα­ ράντα ετών βγήκε από έκεϊ. Τό κο­ στούμι του ήταν περίφημα ραμμένο καί στο αριστερό του μάτι ήταν κουρνιασμένο ένα μονόκλ. — Ευχαριστώ πολύ,^ είπε επάνω άη;ό τον ώμο του καί διέσχισε τόν προθάλαμο πρός την πόρτα. Ή φωνή του εΐχε μιαν ελαφρά ξενική προφορά. Ό Πράκτωρ 5 τόν άκολουθησε με τό βλέμμα κι* έπειτα σηκώθηκε, όταν ό υπάλληλος είπε: — Μπορείτε να περάσετε μέσα, σέρ. Προχώρησε πρός την πόρτα, πέ­ ρασε τό κατώφλι καί τήν ξανάκλεισε πίσω του. Βρέθηκε μέσα σ’ ενα μεγάλο, άπλά επιπλωμένο γραφείο, όπου ένας παχύς καί ροδαλός τζέντλεμαν μισοσηκώθηκε πίσω άπό ένα τραπέζι καί του έδειξε ένα κάθισμα. — Μέ ποιόν έχω νά κάνω, σέρ, καί σέ τί μπορώ νά σάς εξυπηρετήσω ; Ό Πράκτωρ 5 δέν άπεκάλυψε τήν ιδιότητά του. 7Ηταν όμως πάντα έφωδιασμένος μ’ ένα άστυνομικό σή­ μα. Τό έδειξε στον διευθυντή του τα­ χυδρομείου λέγοντας: — Εΐμα· τής άστυνομίας. Καί θά ήθελα νά μέ πληροφορήσετε άν μέσω του ταχυδρομείου σας, έχη πάρει εδώ στο Λόνγκ ’Άϊλαντ γράμματα ή τη­ λεγραφήματα κάποιος δόκτωρ Ράν­ τελ ή Ουϊλλιαμσον... Β®ιά έκψρασις έκπλήξεως χαράχτηκε στο πρόσωπο του διευθυντοϋ του ταχυδρομείου. — Είναι περίεργο, μουρμούρισε. Πολύ περίεργο I Τί έχει συμβή, λοι­ πόν, μ’ αυτόν τόν δόκτσρα Ράντελ ή Ουϊλλιαμσον ; Ό Πράκτωρ 5 άνασκίρτησε. —Γιατί; ρώτησε γοργά. — Γιατί εδώ κΓ ένα-δυό λεπτά μέ­ σα σ’ αυτό τό γραφείο ήταν ένας άλ­ λος τζέντλεμαν, πού θέλησε επίσης νά μάθη τή διεύθυνσι του ίδιου προ­ σώπου. 7Ηταν, είπε, συγγενής του δόκτορος καί τόν είχε χάσει άπό χρό­ νια. Τώρα προσπαθούσε νά τόν ξαναβρή καί σκύφτηκε ότι έμεϊ'ς θά μπο­ ρούσαμε νά τόν πληροφορήσουμε σχε­ τικά, δεδομένου οτι ήταν σίγουρος

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 πώς ό δόκτωρ Ράντελ ή Ουϊλλιαμσον μένει στό Λόνγκ ’Άϊλαντ. — Καί... πήρε τόν πληροφορία αυ­ τή ; ρώτησε ό Πράκτωρ 5 μέ άγωνία. Ό διευθυντής κούνησε άρνητικά τό κεφάλι του. — "Οχι. Ρώτησα τούς άρμοδίους υπαλλήλους καί δέν βρήκαν στά βι­ βλία τους κανέναν δόκτορα Ράντελ ή Ουϊλλιαμσον, μολονότι έψαξαν στούς καταλόγους τών δύο ή τριών τελευ­ ταίων ετών. Ό Πράκτωρ 5 άναστέναξε μέ άνακούφισι. Οί αντίπαλοί του δέν εί­ χαν μπορέσει νά μάθουν άκόμα που έμενε ό δόκτωρ Ράντελ. Γιατί δέν χωρούσε καμμιά αμφι­ βολία ότι ό ξανθός άντρας μέ τό μο­ νόκλ καί τήν ξενική προφορά ήταν όχι συγγενής του Ράντελ, άλλά μέ­ λος τής συμμορίας πού είχε κλέψει τόν τύπο κΓ έψαχνε νά βρή τόν δό­ κτορα. Σ’ αυτό τό σημείο είχε κάνει μιά πρόοδο ό Τζίμμυ Κρίστοψερ. Εΐχε κάνει τήν πρώτη επαφή του μέ τή σσμμορία καί γνώριζε τώρα έξ όψεως εναν άπ' αύτούς. Μιά σκέψη άστραψε στό μυαλό του. Ό μόνος συγγενής, πού είχε ό δόκτωρ Ράντελ, ήταν ή άδελφή του, πού ζουσε μέχρι πρό τεσσάρων ετών στή Γερβανία. Σίγουρα, θά υπήρχε κάποια αλληλογραφία μεταξύ τούς. Σ’ όποιο όνομα κΡ άν έπαιρνε τά γράμματα αυτά, ό δόκτωρ Ράντελ, δέν ήταν πολύ δύσκολο νά βρεθή γιατί τά γράμματα άπό τό εξωτερι­ κό τά καταχωρούσαν σέ χωριστά βι­ βλία. —Ακουστέ, εΐπε στον διευθυντή τοϋ ταχυδρομείου. Πρόκειται για κά­ τι εξαιρετικά σοβαρό. Αρκεί νά σάς πώ ότι υψιστα συμφέροντα του κρά­ τους έξαρτώνται άπό τό άν θά μπο­ ρέσουμε νά βρούμε αυτόν τόν δόκτο­ ρα Ράντελ ή Ουϊλλιαμσον. Καί, όπως καταλαβαίνετε, άν τόν βρούμε μέ τή βοήθειά σας, ή μνεία τοϋ ονόματος σας στήν αναφορά μας πρός τήν κυβέρνησι θά έχη καλό αντίκτυπο γιά σάς... φρασις χαράς ευθυντοϋ.

^^^άνηκε μιά έκστό πρόσωπο τοϋ δι-


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ — Είμαι πρόθυμος νά σάς εξυπη­ ρετήσω, σερ, είπε. Πέστε μου τί θέλετε. —Θέλω, εΐπε ό Πράκτωρ 5, νά ψάξετε στά βιβλία, όπου καταχωρείτε τήν αλληλογραφία του εξωτερικοί), καί ιδιαίτερα τά βιβλία πρό τεσσά­ ρων καί πέντε ετών, καί νά σημειώσε­ τε τις διευθύνσεις όλων εκείνων πού πήραν γράμματα άπό την Γερβανία. Μπορείτε νά τό κάνετ3 αυτό; — Βεβαιότατα!, απάντησε ό διευ­ θυντής. — Πολύ καλά, θά φύγω τώρα καί θά σάς τηλεφωνήσω αργότερα γιά νά... — "Αν θέλετε, τον διέκοψε ό άλ­ λος, μπορείτε νά έχετε άμέσως τώρα τήν πληροφορία σας. Δεν θά χρεια­ στώ περισσότερα άπό δέκα λεπτά γιά νά ψάξω στά βιβλία μου καί νά βρώ αυτό πού θέλετε νά μάθετε... αν φυ­ σικά ύπάρχη εκεί. Ό Πράκτωρ 5 σκέφτηκε τόν ξανθό τζέντλεμαν με τό μονόκλ, καί άπόρησε πώς ό άνθρωπος έκείνος δεν είχε σκεφτή νά ψάξη στό παρελθόν. Σίγου­ ρα, δεν ήξερε πολλά πράγματα άπό τήν ιστορία του Ράντελ. Επομένως, οί κακοποιοί ή κατάσκοποι πού έψαχ­ ναν νά τόν βουν δέν ήσαν συμπατρι­ ώτες του. — Ευχαριστώ πολύ, είπε στόν διευ­ θυντή. Θά περιμένω. Ό διευθυντής ση­ κώθηκε, άνοιξε μιά πόρτα στό βάθος του γραφε'ου καί χάθηκε πίσω της, Ξαναγύρισε δεκαπέντε λεπτά άργότερα μ* ένα χαρτί στό χέρι. — Βρήκαμε μόνο τρεις παραλήπτες επιστολών άπό τή Γερβανία, εΐπε στον Πράκτορα 5. "Εψαξα τά βιβλία τών τελευταίων έξη ετών. Νά τά όνόματά τους καί οί διευθύνσεις τους. ΚΓ έδωσε τό χαρτί στόν Τζίμμυ Κρίστοφερ. Αι>τός τό πήρε καί διάβασε: Φρέντ Άμπερσον Λόνγκ Άΐλαντ, Φρέντς Άμπορ Ν. Υ. Μπέν Χώστον Λόνγκ Άΐλαντ, 3η Άβενιου 273 Ν. Υ. Μπόμπ Χάρρισον Λόνγκ Άΐλαντ, 1592 Ν. Υ. — ’Από τούς ανθρώπους αυτούς, εξήγησε ό διευθυντής, οί δυό πρώτοι εξακολουθούν άκόμα νά παίρνουν γράμματα άπό τή Γερβανία. Ό τρί­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

τος έπαψε άπότομα νά παίρ'νη ταχυ^_ δρομεΐο άπό τό εξωτερικό, εδώ κα τέσσερα χρόνια. Τά μάτια τού Πράκτορος 5 άστραψαν άπό χαρά. Αυτό ήταν 1 Ό Μπόμπ Χάρρισον έπρεπε νά ήταν ό δόκτωρ Ράντελ I —Τί σημαίνει αυτός ό σκέτος α­ ριθμός 1592; ρώτησε. — Είναι ένας αριθμός τής κεντρι­ κής άρτηρίας, πού διασχίζει τό Λόνγκ Άΐλαντ άπ’ άκρη σ’ άκρη, άπάντησε ό διευθυντής. Τό σπίτι αυτό πρέπει νά βρίσκεται πέντε περίπου μίλλια άπό εδώ, προς τόν νότο. Ό Πράκτωρ 5 σηκώθηκε. —Δέν ξέρω πώς νά σάς εύχαριστήσω, είπε. Δέν έχω καμμιάν άμφιβολία ότι ό Μπόμπ Χάρρισον αυτός είναι ό δόκτωρ Ράντελ πού ζητούμε. Είναι βέβαια περιττό νά σάς συστή­ σω νά μή δώσετε σέ κανέναν άπολύτως τήν πληροφορία αύτή. Χαίρετε ! "Εσφιξε θερμά τό χέρι τού διευθυντού τού ταχυδρομείου καί βγήκε στόν προθάλαμο. Βρήκε τόν υπάλληλο νά κυττάζη πρός τήν έξοδο μέ τά φρύδια σηκω­ μένα. —Μερικοί άνθρωποι είναι πολύ παράξενοι, είπε στόν Πράκτορα 5. — Τί θέλετε νά πήτε ; ρώτησε αυ­ τός. —Ένθυμείσθε έναν ξανθό κύριο μέ μονόκλ, πού βγήκε άπό τό γρα­ φείο του κυρίου διευθυντοΰ πριν μπήτε εσείς; Ξαναγύρισε, μέ τό πρό­ σωπο ταραγμένο, καί ζήτησε νά δή πάλι τόν κύριο διευθυντή. £,Οταν τού είπα ότι είχε επισκέπτη, πήγε καί κάθησε σέ μιά πολυθρόνα κοντά στήν πόρτα τού γραφείου. ’Έμεινε εκεί ένα—δυό λεπτά καί ξαφνικά σηκώ­ θηκε κΓ έφυγε χωρίς νά χαιρετήση κάν. Ό Πράκτωρ 5 μίλησε γοργά ; — Πόσην ώρα, πριν βγώ εγώ άπό τό γραφείο, έφυγε ; —Μά... δεκαπέντε περίπου λεπτά, άπάντησε ό υπάλληλος μέ απορία. Γιατί; —Ρώτησα απλώς, είπε ό Πράκτωρ 5 κατευθυνόμενος κιόλας πρός τήν πόρτα. Χαίρετε. Ό άγνωστος είχε, σίγουρα, ξανα-


18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γυρίσει για νά ζητήση άπό τόν διευ­ θυντή νά ψάξη στα βιβλία των επι­ στολών από τό εξωτερικό. Καί, σί­ γουρα, είχε ακούσει από την πολυ­ θρόνα του, κοντά στην πόρτα, τόν Πράκτορα 5 νά προψέρη τό όνομα Ράντελ. Αυτό ϊσως τόν είχε κάνει νά σηκωθή και νά φύγη. Ευτυχώς, δεν είχε μείνει αρκετά ώστε ν’ άκούση τό δνομα Μπόμπ Χάρρισον. Κι* αυτό ήταν κάτι. Πάντως, ό Πράκτωρ 5 ήταν βέ­ βαιος δτι ό ξανθός με τό μονόκλ καί την ξενική προφορά θά ξαναγύριζε γιά νά ψάξη στά βιβλία τών ε­ πιστολών άπό τό εξωτερικό. Βγήκε εξω, μπήκε στό αυτοκίνητό του καί ξεκίνησε α­ μέσως. —Είχες επιτυχία; ρώτησε ό Τίμ. —Ναι, εΐπε ό Πράκτωρ 5 στρίβον­ τας στήν πρώτη γωνία καί κατευθυνόμενος πρός τήν κεντρική άρτηρία του Λόνγκ ’Άϊλαντ. θά σου εξηγήσω σε λίγο. "Έσκυψε δίπλα στό βολάν, γύρι­ σε τόν διακόπτη του ραδιόφωνου καί μίλησε μέ σιγανή, μά καθαρή φωνή σε συνθηματική γλώσσα: «Έδώ Πράκτωρ 5 I Ό Πράκτωρ 5 καλεϊ τοός μυ­ στικούς πράκτορες 1, 2 καί 3 του Λόνγκ ’Άϊλαντ. Εντάξει;» Οί άπαντήσεις ήρθαν ή μιά πίσω άπό τήν άλλη : «Έδώ Πράκτωρ Λόνγκ ’ΆΪλαντ 1 I» «Έδώ Πράκτωρ Λόνγκ Άΐλαντ 2 I «Έδώ Πράκτωρ Λόνγκ ’Άϊλαντ 3 ! Ό Πράκτωρ 5 μίλησε γοργά καί μέ επιτακτική φωνή, * καθώς έστριβε κι* έμπαινε στήν κεντρική άρτηρία του Λόνγκ ’Άϊλαντ: «θά κατευθυνθήτε άμέσως κι* οί τρεϊς στό Κεντρικό Ταχυδρο­ μείο του Λόνγκ ’Άϊλαντ καί θά έγκατασταθήτε στήν αίθουσα ο­ πού βρίσκονται τά βιβλία έγγρα­ φης κινήσεως επιστολών. Δεν θά επιτρέψετε σέ κ α ν έ ν α ν, οϋτε στόν ϊδιο τόν διευθυντή, νά ψά­ ξη στά βιβλία αυτά. ’Άν κανείς ζητήση νά μάθη ποιοι πήραν

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 γράμματα άπό τή Γερβανία στό διάστημα τών τελευταίων ετών, συλλάβετέ τον. Κρατήστε τά μά­ τια σας ιδιαίτερα ανοιχτά γιά έναν ύψηλόσωμο καί καλοντυμέ­ νο ξανθό μέ μονόκλ. Εντάξει ;» «Εντάξει, Πράκτωρ 5 !» Τό αυτοκίνητο είχε τώρα βγή άπό τήν πόλι καί διέσχιζε μιάν έρημη εξο­ χική περιοχή, δπου ό Τίμ Ντόνοβαν δέν μπορούσε νά διακρίνη κανένα σπίτι γύρω, δσο κι* άν τέντωνε τόν λαιμό του πρός κάθε διεύθυνσι. Παν­ τού σκοτάδι καί μόνο έπάνω στόν δρόμο έβλεπε πότε-πότε νά λάμπουν οί προβολείς κανενός αυτοκινήτου, άπό τήν αντίθετη κατεόθυνσι. Ξαφνικά φώναξε: —ΤζίμμυΙ 'Ένα αύτοκίνητο έρχεται πίσω μαςί Είναι πίσω μας άπό τή στιγμή πού βγήκαμε άπό τήν πόλι καί ή άπόστασις μεταξύ μας δέν έχει έλαττωθή ούτε αύξηθή.

ΚΡΥΦΤΟΥΛΙ ΜΕ­ ΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ Ό Πράκτω 5 κύτταξε στό καθρεφτάκι του οδηγού. Είδε τόν σκοτεινό δγκο ενός αυτο­ κινήτου, διακόσια περίπου μέτρα πί­ σω τους. Κανένα φώς δέν ήταν άναμμένο στό αύτοκίνητο αυτό, οϋτε κάν τά μικρά φώτα, έπάνω άπό τούς προ­ βολείς, πού έπιβάλλουν οί κανονισμοί τής τροχαίας άκόμα κι’ δταν ένα αύ­ τοκίνητο είναι σταματημένο. Ελάττωσε δοκιμαστικά ταχύτητα κι* έπειτα πάτησε τό πεντάλ του γκα­ ζιού κάνοντας τή βελόνα τον ρολογι­ ού ταχύτητος νά πηδήση είκοσι σχε­ δόν μίλια μπροστά. Είδε τό άλλο αύτοκίνητο καί κον­ τοστέκεται μαζί μέ τό δικό του κι*


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ί9

Ό Πράκτωρ 5 έσπρωξε απότομα τό κορίτσι καί στριφογύρισε, ενώ τό χέ­ ρι του τιναζόταν πρός τό πιστόλι του I

έπειτα νά άναπτύσση κι5 αυτό μεγά­ λη ταχύτητα. Δεν χωρούσε καμμιά άμφιβολία. Τό σκοτεινό εκείνο αυτοκίνητο τούς παρακολουθούσε! Ό ξανθός με τό μονόκλ, άκούγοντας τόν Πράκτορα 5 νά προφέρη τό όνομα του Ράντελ, θά εΐχε ύποψιαστή ότι έπρόκειτο γιά αστυνομικό καί θά είχε αποφασίσει νά τόν πάρη από πίσω με την ελπίδα νά φθάση ώς τόν δόκτορα Ράντελ. Ό Πράκτωρ 5 έκοφε πάλι ταχύ­ τητα. Δεν έπρεπε νά φτάση στο σπίτι του Μπόμπ Χάρρισον η Ράντελ μέ τό αυτοκίνητο εκείνο ξοπίσω του. Έσκυψε πάλι στο ραδιόφωνό του καί είπε στην ίδια συνθηματική γλωσ­ σά : «Πρός όλους τούς Μυστικούς Πράκτορες του Λόνγκ ’Άϊλαντ ί Πρός όλους τούς Μυστικούς Πράκτορες του Λόνγκ ’Άϊλαντ ί Συγκεντρωθήτε επάνω στην κεν­ τρική αρτηρία καί γύρω από τόν αριθμό 1392 1 Επαναλαμβάνω: Συγκεντρωθήτε γύρω από τήν

κεντρική αρτηρία καί γύρω από τόν αριθμό 1592! Πυροβολήστε κάθε αύτοκίνητο, πού δεν θά σταματήση στήν πρόσκλησί σας. Διακόψετε κάθε κίνησι τροχοφόρων επάνω στήν κεντρική άρτηρία καί στούς γύρω από τό σπίτι δρό­ μους! Επαναλαμβάνω: Συγκεν­ τρωθήτε...» Σ’ όλο τό διάστημα αυτής τής εκπομπής δεν έπαψε ούτε στιγμή νά κυττάζη μέσα στο καθρεφτάκι του οδηγού.* Τό σκοτεινό αύτοκίνητο, πί­ σω, εξακολουθούσε νά κρατή τήν άπόστασί του πεισματάρικα, σάν γέ­ ρικο λαγωνικό πίσω από έναν λαγό'. Κ^ύτταξε μπροστά. Οί προβολείς του φώτισαν ένα σταυ­ ροδρόμι, όπου ένας πλάγιος δρόμος έκοβε τήν κεντρική άρτηρία. Ελάττωσε ακόμα περισσότερο τα­ χύτητα καί χώθηκε μέσα στόν πλά­ γιο δρόμο, θά έπαιζε τό κρυφτούλι μέ τούς ανθρώπους πού τόν παρα­


20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κολουθούσαν, για νά δώση καιρό στους μυστικούς πράκτορες νά συγ­ κεντρωθούν γύρω από τον άριθμό 1592, κι* έπειτα θά τραβούσε γραμ­ μή εκεί, παρασύροντας τό σκοτεινό αυτοκίνητο στην παγίδα. Συνέχισε γιά ένα διάστημα τή διαδρομή μέσα στον πλάγιο δρόμο, μέ τό σκοτεινό αυτοκίνητο πάντα πίσω του, έστριψε μέσα σ’ έναν άλ­ λο δρομάκο, μπήκε σ’ ένα τρίτο καί ξαναγυρισε πρός τήν κεντρική αρτη­ ρία. Ξαφνικά, ό Τζίμμυ Κρίστοφερ βλαστήμησε σιγανά. Είχε κάνει ένα σοβαρό σφάλμα. Είχε διαγράψει μιά σχεδόν κυκλική διαδρομή μέσα σε μιά περιωρισμένη περιοχή κι* αυτό θά έκανε τούς άλ­ λους νά καταλάβουν δτι ό Πράκτωρ 5 είχε άντιληφθή οτι τόν παρακολου­ θούσαν. Πραγματικά, τώρα τό σκοτεινό αυτοκίνητο είχε αναπτύξει ταχύτητα και πλησίαζε γοργά, ρίχνοντας στόν άνεμο κάθε προφύλαξι καί κάθε προσπάθεια νά μή γίνη άντιληπτό. Ό Πράκτωρ 5 κατάλαβε δτι τό κρυφτούλι Είχε πάρει τέλος. Οί άν­ θρωποι πού τόν παρακολουθούσαν, βλέποντας δτι δεν είχαν πιά ελπίδες νά φτάσουν ώς τόν Ράντελ μέσω αύτού, είχαν αποφασίσει νά τόν εξον­ τώσουν ώστε νά εξαφανίσουν μαζί του κάθε πληροφορία πού είχε σχε­ τικά μέ τόν μυστηριώδη δόκτορα. —Τίμ I, είπε ό Τζίμμυ Κρίστοφερ γοργά 1 Πάρε εσύ τό βολάν I Οί φί­ λοι μας άποφάσισαν νά δαγκώσουν ! Θά όδηγής μέ τό κεφάλι σκυφτό, ίσια—ίσια νά βλέπης μπροστά. "Ο­ ταν άκούσης πυροβολισμούς, θά σκύψης ακόμα περισσότερο. Μόλις βγής στην κεντρική άρτηρία, θά πατήσης τό κουμπί τής αστυνομικής σειρήνας καί δε θά τό άφήσης παρά μόνο ό­ ταν σού πω. Εντάξει ; Τό παιδί κούνησε τό κεφάλι του μέ μάτια πού άστραφταν. — Εντάξει, Τζίμμυ I * Αλλαξαν γοργά θέσεις. Τό παιδί έσφιξε τό βολάν καί χαμήλωσε τό κεφάλι του. Ό Πράικτωρ 5 πέρασε στό πίσω κάθισμα, τράβηξε τό πι­ στόλι το® καί κύτταξε από τό πίσω παραθυράκι.

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 53κοτεινό πάντα και αινιγματικό, τό άλλο αυτοκίνητο ε­ ξακολουθούσε νά κερδίζη έδαφος. Βρισκόταν τώρα σέ άπόστασι πε­ νήντα μόνο μέτρων καί ή άπόστασις αύτή ελαττωνόταν ολοένα. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ κύτταξε μπροστά. Ή κεντρική άρτηρία βρι­ σκόταν ακόμα άρκετά μακρυά, μά μπορούσε ν’ άκούση τά κλάξον των αυτοκινήτων. ’Άρα, μπορούσαν ν’ α­ κούσουν άπό εκεί καί τή δική του σειρήνα. —Τίμ, εΐπε. Πάτησε γκάζι. Πρέ­ πει ν’ άποφύγουμε, άν μπορέσουμε» μιά σύγκρουσι μέ τούς ανθρώπους αυτούς. Βρισκόμαστε ακόμα στην άρχή τής αποστολής μας καί δέν πρέπει νά σκοτωθούμε πριν μπορέ­ σουμε νά βρούμε κάποιαν άκρη τού νήματος. Χρησιμοποίησε τήν κόρνα 1 Πέντε κοφτές φορές καί μιά παρατετσμένη καί πάλι πέντε κοφτές φορές. ’Άν κανένας μυστικός πράκτωρ τύχη νά βρίσκεται εδώ κοντά, θά καταλάβη δτι βρίσκομαι σέ κίνδυνοί Κύτταξε πίσω. Τό αύτοκίνητο ή­ ταν τώρα στά τριάντα μέτρα. Γύρισε, έσκυψε επάνω άπό τό κά­ θισμα καί είπε στό ραδιόφωνο σέ συνθηματική γλώσσα: «Πράκτωρ 5 πρός τόν Ζ —7 καί όλους τούς μυστικούς πρά­ κτορες τού Αόνγκ ’Άϊλαντ ! ’Από στιγή σέ στιγμή πρόκειται νά ύποστώ έπίθεσι άπό άγνωστο αύ­ τοκίνητο. "Όνομα καί διεύθυνσις δόκτορος Φρίτς Ράντελ είναι : Μπόμπ Χάρρισον, Αόνγκ ’Άϊλαντ 1592...» Γύρισε πάλι πίσω. Αύτή τή φορά είδε τό σκοτεινό αύτοκίνητο τόσο κοντά, ώστε έσκυψε ένστικτωδώς φωνάζοντας στόν Τίμ : —Σκύψε, Τίμ I Τήν επομένη στιγμή, ή νύχτα κλο­ νίστηκε άπό τό ξαφνικό σφυροκόπημα ενός οπλοπολυβόλου. Τά βλήματα .χτύπησαν επάνω στό σώμα τού αυτοκινήτου τού Πράκτορος 5, πού ήταν ειδικά θωρακισμένο μέ μιά πλάκα άπό ατσάλι, καί άποστρακίστηκαν σφυρίζοντας μέσα στή νύχτα. Ό Πράκτωρ 5 άνασηκώθηκε ε­ λαφρά, έρριξε μιά ματιά άπό τό πί­


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ σω παραθυράκι, πυροβόλησε και ξανάσκυψε. Τό σφυροκόπημα του οπλοπολυ­ βόλου σταμάτησε για μερικές στιγμές, σημάδι πώς ή σφαίρα του Τζίμμυ Κρίστοφερ είχε βρή στόχο. Ό Πράκτωρ 5 άνασηκώθηκε και εΐδε ένα κεφάλι κι* ένα χέρι να γέρνουν έξω από τό δεξιό παράθυρο του σκοτει­ νού αυτοκινήτου, σέ στάσι πού έ­ δειχνε πώς ό ιδιοκτήτης τους δεν ή­ ταν πιά σέ θέσι νά τά κυβερνήση. Πριν ό Πράκτωρ 5 πυροβολήση πάλι, τό οπλοπολυβό­ λο άρχισε πάλι τό τραγούδι του, ένα τραγούδι θανάτου. Τό τζάμι του παραθύρου, έγινε κομμάτια επάνω από τό κεφάλι του. ΟΙ σφαίρες χαμήλωσαν, παίζοντας τύμπανο επάνω στόν άτσάλινο θώρα­ κα του παραθύρου, χαμήλωσαν καί, «πάφ !.. πάφ !», τά λάστιχα των δυό πίσω τροχών έσκασαν, ουρλιάζοντας διαπεραστικά. Τό αυτοκίνητο κάθησε πισόβαρα σαν τραυματισμένο ζώο. "Επειτα άρ­ χισε νά στρίβη τό μουσούδι του δε­ ξιά κι* άριστερά, προχωρώντας πη­ δηχτά καί απειλώντας τά δέντρα από τή μιά κι* άπό την άλλη μεριά του δρόμου, ενώ ό Τίμ Ντόνοβαν πατού­ σε μέ άπόγνωσι τά φρένα. Σταμάτησε μ* ένα τελικό σκίρτηια, ενώ τό άλλο αυτοκίνητο Φρενάοιζε πίσω του. Μιά φωνή άκούστηκε : — Βγήτε άπό κεΐ μέσα καί παραΦθήτε, πριν αρχίσω νά σάς γαζώνω - άλι ! Ο Πράκτωρ 5 ζύγιασε τήν κατάστασι μέ τήν ετοιμότητα καί τήν ψυ­ χραιμία, πού τον χαρακτήριζε. Οί άντίιαλοϊ του ήσαν βαρύτερα ώπλισμέ>όι καί τό αυτοκίνητό του ήταν ά/ρηστευμένο. Αν δοκίμαζε νά άντισταθή, θά ιβαζε σέ κίνδυνο καί τή δική του ζ^ή καί τή ζωή τού Τίμ. Εξάλλου, ήΐά άπόπειρα νά ξεφύγουν κι* οί δυό ίσως τό ίδιο άποτέλεσμα. ι ιιι !, ψιθύρισε. Δέν μπορούμε - ν\ ω.υε διαφορετικά. "Εβγα μέ ■ ' χκο; καί παραδόσου ! Έοε ιαθήσω ν’ά ξεφύγω καί

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

νά σέ ελευθερώσω αργότερα. ’Άν μπορέσης, άφησε πίσω σου ίχνη. 'Ο Τίμ υπάκουσε, χωρίς καμμιά άντίρρησι. Εΐχε τό μεγάλο προτέρη­ μα νά εΐναι πειθαρχικός καί ψύχραι­ μος στις κρίσιμες στιγμές. "Ανοιξε τήν πόρτα καί βγήκε μέ τά χέρια ψηλά. Ό Πράκτωρ 5 κύτταξε άπό τό άντικρυνό παράθυρο. Τό αυτοκίνητο είχε σταματήσει σύρριζα σχεδόν στά χείλη ενός χαντακιού, πού ήταν α­ νοιγμένο κατά μήκος τού δρόμου πρός τήν πλευρά αυτή. 7Ηταν βαθύ καί σκοτεινό καί, λίγα μέτρα πιό πέ­ ρα, έστριβε απότομα άριστερά μαζί μέ τον δρόμο. 'Η ευκαιρία ήταν μοναδική. Ό Τίμ είχε τώρα βγή έξω καί σήκωνε τά χέρια του καί, σίγουρα, ή προσοχή τών άλλων θά ήταν στραμμένη επά­ νω του. "Ανοιξε άπότομα τήν πόρτα καί πήδησε μέσα στό χαντάκι.

ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΏΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ "Ακούσε μιά κραυγή πίσω του κι* άμέσως έπειτα τό τερέτισμα τού ο­ πλοπολυβόλου, καί ένα σμήνος άπό σφαίρες βούϊξε επάνω άπό τό κεφά­ λι του. Χτύπησε επάνω στόν άντικρυνό τοίχο τού χαντακιού, κύλησε κάτω, βρήκε τήν ισορροπία του καί άρχισε νά τρέχη σκυφτά. Οί σφαίρες χαμήλωσαν καί δάγκω­ σαν άγρια τόν χωμάτινο τοίχο, ραν­ τίζοντας τον Τζίμμυ Κρίστοφερ μέ χώματα. Πριν χαμηλώσουν περισσό­ τερο καί γίνουν επικίνδυνες, ό Πρά­ κτωρ 5 είχε στρίψει στή στροφή τού χαντακιού.


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Έκει, κόλλησε την πλάτη του στόν τοίχο καί περίμενε με τό πιστόλι έ­ τοιμο κυττάζοντας επάνω, στα χείλη του χαντακιού, προς τό μέρος των δυό αυτοκινήτων. Είδε μια σιλουέττα να διαγράφε­ ται έκεΐ καί πυροβόλησε. Μια κραυ­ γή πόνου άντήχησε, ή σιλουέττα χά­ θηκε καί... την ίδια στιγμή τό μουγγριτό τής μηχανής ενός αυτοκινήτου, πού πλησίαζε, ακούστηκε. Ή κόρνα του αυτοκινήτου σφύρι­ ζε πέντε κοφτές φορές, μιά παρατε-, ταμένη, έπειτα έξη κοφτές φορές, μια παρατεταμένη, κι’ έπειτα πάλι άπό τήν αρχή. Ή καρδιά του Πράκτορος 5 χτύ­ πησε γοργά. ΤΗταν ό Μυστικός Πράκτωρ 6 του Λόνγκ ’Άϊλαντ καί τό μήνυμα έλεγε: «"Ερχομαι εις βοήθειάν σου 1» Επάνω, στόν δρόμο, ή μηχανή του αύτοκινήτου των δολοφόνων ζωντά­ νεψε καί βόγγησε καί τό αύτοκίνητο ξεκίνησε. Ό Πράκτωρ 5 σκαρφάλωσε επά­ νω στόν σχεδόν κατακόρυψο τοίχο του χαντακιού, βγήκε στόν δρόμο καί εί­ δε τό αύτοκίνητο νά κάνη στροφή καί νά απομακρύνεται. Ό Τίμ Ντόνοβαν δέν φαινόταν πουθενά. Τον εί­ χαν πάρει μαζί τους I Σημάδεψε στο πίσω παραθυράκι του αύτοκινήτου, μά συγκράτησε τό δάχτυλό του, πριν τραβήξη τή σκαν­ δάλη. Μπορούσε νά χτυπήση ' τον μι­ κρό φίλο του. Χαμήλωσε τήν κάννη του πιστο­ λιού του καί σημάδεψε τούς τροχούς. Πυροβόλησε μιά, .δυό, τρεις φορές, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τήν τετάρεη φορά ό επικρουστήρας άφησε έναν ξερό μεταλλικό κρότο. Τό πι­ στόλι του είχε αδειάσει. Οί προβολείς ενός άλλου αυτοκι­ νήτου τόν τύλιξαν άπό τήν άντίθετη κατεύθυνσι καί, λίγες στιγμές αργό­ τερα, τό νέο αυτό αύτοκίνητο φρενάρησε δίπλα του. —Τί συνέβη, Πράκτωρ 5 ; ρώτησε μιά γνωστή φωνή. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ άνοιξε τήν πόρτα καί, πήδησε μέσα. — θά σου εξηγήσω, Λόνγκ "Αϊλαντ 6 I, είπε βιαστικά. Τρέξε πίσω άπό αυτό τό αύτοκίνητο ! Μού έπετέ-

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 θησαν μέ οπλοπολυβόλο, μά τούς ξέφυγα. Χτύπησα μάλιστα έναν—δυό άπό αυτούς. Πήραν δμως μαζί τους τόν Τίμ ! Τό αύτοκίνητο του Λόνγκ "Αϊλαντ 6 ρίχτηκε σάν αφηνι­ ασμένο άλογο πίσω άπό τό άλλο, φωτίζοντας τή νύχτα μπροστά μέ τούς προβολείς του. Τό άσπρο δυνατό φώς συνέλαβε γιά μιά στιγμή τό πίσω μέρος του αυτοκινήτου των δολοφόνων, καθώς αύτό έστριβε σέ μιά καμπή του δρό­ μου. Ό Πράκτωρ 5, πού είχε γεμί­ σει τό πιστόλι του, καθώς μιλούσε, πυροβόλησε μιά φορά. Ό Λόνγκ "Αϊλαντ 6 βλαστήμησε. —Πήραν μαζί τους τόν μικρό Τίμ 1» γρύλλισε. "Αν άγγίξουν έστω καί μιά τρίχα του, θά τό πληρώσουν άκριβά I "Εστριψαν στήν καμπή, όπου είχε στρίψει τό άλλο αύτοκίνητο, καί οί προβολείς μαχαίρωσαν τό σκοτάδι τής νύχτας μπροστά, χωρίς δμως νά συναντήσουν τίποτα, έκτος άπό τήν άσφαλτο καί τά δέντρα άπό τή μιά κι* άπό τήν άλλη μεριά του δρόμου. —Μάς ξέφυγαν !, γρύλλισε ό Πρά­ κτωρ 5. "Απλωσε τό χέρι του, γύρισε ένα κουμπί στό ραδιόφωνο του αύτοκινήτου καί μίλησε μέ σφυριχτή φωνή γε­ μάτη λύσσα καί άγωνία : «Πράκτωρ 5 προς δλους τούς Μυστικούς Πράκτορας του Λόνγκ "Αϊλαντ I Δολοφόνοι έπετέθησαν εναντίον μου καί άπήγαγαν τόν Τίμ Ντόνοβαν ! Αποκλείσατε ό­ λες τις εξόδους του νησιού * πρός τή στεριά ! Δέν θά επιτρέ­ ψετε σέ κανένα αύτοκίνητο νά περάση, χωρίς νά έρευνηθή ! Οί πράκτορες 7, 8, 9, 10 καί 11 να μείνουν κοντά στό σπίτι 1592 τής κεντρικής αρτηρίας καί νά άπαγορεύσουν τήν είσοδο καί τήν έ­ ξοδο άπό αύτό, σ’ όποιονδήποτε...». * Τό Λόνγκ * Αϊλαντ, πού τό ό­ νομά του σημαίνει Μακρόνησο, είναι ένα μεγάλο νησί, πού συνδέεται μέ γέφυρες μέ τήν Αμερικανική "Ηπει­ ρο κοντά στή Νέα Ύόρκη.


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Στό ραδιόφωνο μια σοβαρή φωνή είπε : «Ό Ζ—7 πρός τόν Πράκτορα 51 "Ακόυσα την εκπομπή σου, Τζίμμυ, καί λυπήθηκα πολύ για τόν Τίμ 1 Διέταξα τούς περιπολικούς λόχους τής Πολιτειακής Αστυνομίας νά σχηματίσουν δεύ­ τερο κλοιό στις εξόδους του Λόνγκ ’Άϊλαντ προς τή στεριά έτσι ώ­ στε νά πιαστούν οί δολοφόνοι ακόμα κΓ άν προλάβουν νά ξεφύγουν άπό τόν κλοιό των μυ­ στικών πρακτόρων. Διέταξα επί­ σης νά είδοποιηθή σχετικά καί ή τοπική άστυνομία τού Λόνγκ ’Άϊλαντ. Πήγαινε στό σπίτι του δόκτορος Ράντελ. "Αν τόν (3ρής — καί τόν βρής ζωντανό—μετάφερέ τον στή Νέα Ύόρκη με ισχυρή συνοδεία καί όδήγησέ τον στό γραφείο του Α—11. Έν τάξει;» «Εντάξει, Ζ—71» Ό Πράκτωρ 5 έσφιξε τά δόντια του προφέροντας τις δυό αυτές λέξεις. Ήταν άναγκασμένος νά εγκατάλει­ ψη τό κυνηγητό των άπαγωγέων του Τίμ καί νά πάη στό σπίτι τού δόκτορος Ράντελ. —Σταμάτησε, Λόνγκ ’Άϊλαντ 6, είπε στόν συνάδελφό του. θά γυρί­ σουμε πίσω στήν κεντρική αρτηρία... /Λ\υό ίσκιοι πρόβαλαν μέσα άπό τό σκοτάδι, όταν τό αυτοκίνητο τού Λόνγκ ’Άϊλαντ 6 φρενάρησε μπροστά στ όσπίτι 1592, καί μιά φωνή είπε : — Ακίνητοι 1 Άλλοιώς πυροβο­ λούμε 1 'Ένα ισχυρό ήλεκτρικό φανάρι τύ­ λιξε τούς επιβάτες τού αυτοκινήτου μέ εκτυφλωτικό φως καί άμέσως έ­ πειτα έσβησε καί ή ίδια φωνή είπε : —’Ά I Είναι ό 6 κΓ ό Πράκτωρ 5! Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ βγήκε άπό τό αυτοκίνητο. — Περίμενέμε εδώ, Λόνγκ ’Άϊλαντ 6, είπε. Δεν έχω αύτοκ'ινητο καί μπο­ ρεί νά μου χρειαστή τό δικό σου. Γύρισε στούς δυό άλλους. —Τίποτα νεώτερο ; ρώτησε. —Τίποτα, Πράκτωρ 5. Τό σπ·τι ήταν σκοτεινό όταν φτάσαμε κι’ έμει­ νε σκοτεινό. Ή οί ένοικοί του κοι-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 23 μώνται ή δεν υπάρχουν καθόλου έ­ νοικοι. Οί άλλοι πράκτορες έχουν τοποθετηθή γύρω άπό τό σπίτι καί τό επιτηρούν άγρυπνα μέ αύτόματα στα χέρια, θά μπούμε τώρα μέσα ; Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ κούνησε τό κεφάλι του. —Ναι, είπε. Ό ένας άπό σάς άς μείνει εδώ. Ό άλλος άς έρθη μαζί μου. Πλησίασε στήν καγκελόπορτα τού κήπου καί τήν δοκίμασε. Ήταν κλει­ δωμένη. Άκολουθούαενος άπό τόν σύντρο­ φό του, σκαρφάλωσε στα κάγκελα καί πήδησε μέσα. Ησυχία... Ό κήπος ήταν σκοτει­ νός, έρημος καί απεριποίητος, δίνον­ τας τήν έντύπωσι πολύχρονης έγκαταλείψεως. Περπατώντας όσο πιό άθόρυβα μπορούσαν, οί δυό πράκτορες προχώ­ ρησαν πρός τό σπίτι, πού εξακολου­ θούσε νά μένη σιωπηλό καί σκοτεινό.

,^β^νέβηκαν τά σκα­ λοπάτια τής βεράντας κι5 ό Τζίμμυ Κρίστοφερ πίεσε τό κουμπί τού κου­ δουνιού. *Ένα κουδούνι άντήχησε κάπου, στό βάθος τού σπιτιού. Κανένας ό­ μως ήχος δέν συνώδευσε τό κουδού­ νισμα αυτό. Καμμιά πόρτα δέν άνοιγόκλεισε καί δέν ακούστηκαν βήμα­ τα νά πλησιάζουν στήν είσοδο. Ό Πράκτωρ 5 πίεσε πάλι τό κουμ­ πί. Τό κουδούνι άντήχησε πάλι, άλλα μέ τό ίδιο άποτέλεσμα. —Νά πάρη ό διάβολος 1, μουρμού­ ρισε. Φαίνεται ότι ή ό Ράντελ έπεσ&


24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» στα χέρια των άλλων η έχει φύγει σπτό τό σπίτι αυτό I Πίεσε τό κουμπί άκόμα μια φορά, δεν πήρε πάλι καμμιάν άπάντησι καί πρόσθεσε: —Πρέπει να διαρρήξουμε την πόρ­ τα για νά... Ή φράσις έμεινε μισοτελειωμένη στο λαρύγγι του. Ή πόρτα άνοιξε απότομα καί.,.τό μουσούδι ενός μεγάλου πιστολιού τούς κύτταξε δυσοίωνα. Μια βαθειά φωνή είπε μέ ξενική προφορά καί σαρκασμό: — Κάνετε τόν κόπο νά περάσετε μέσα, τζέντλεμεν, μέ τα χέρια ψηλά καί τό στόμα κλειστό. Ή έπίσκεψίς σας μέ γεμίζει χαρά ! Ένα «κλικ» ακούστηκε κι* ό προ­ θάλαμος τού σπιτιού γέμισε φώς. Μια γοργή ματιά, ό Πράκτωρ 5 είδε ενα φτηνά επιπλωμένο δωμάτιο, ακατάστατο καί σκονισμένο, όπου ή ταπετσαρία τού τοίχου κρεμόταν σέ κουρέλια σέ πολλές μεριές. Έπειτα, μπαίνοντας μέ τα χέρια ψηλά, συγκέντρωσε τήν προσοχή του στον άνθρωπο μέ τό πιστόλι. ΤΗταν ένας ύψηλόσωμος μεσόκο­ πος άντρας μέ γκριζόςανθα μαλλιά καί γαλανά μάτια. Τα χαρακτηριστι­ κά τού προσώπου του ήσαν αδρά καί αύστηρά. Οί ωμοί του πλατείς καί αθλητικοί. — Κάνετε μεταβολή, τζέντλεμεν, είπε. Οί δυό πράκτορες υπάκουσαν κΤ ό οπλοφόρος πλησίασε από πίσω καί τούς άπήλλαξε από τα πιστόλια τους. —Μπορείτε τώρα νά καθήσετε, πρόσθεσε. Εμένα θά μού επιτρέψετε νά μείνω όρθιος, καθώς καί νά κρα­ τήσω αυτό τό πιστόλι στραμμένο επάνω σας.

Ο

Πράκτωρ 5 έ­ μεινε σιωπηλός. Ό άνθρωπος εκείνος είχε λόγους, φαίνεται, νά περιμένη μιά τέτοια έπίσκεψι καί ήταν προτιμώτερο νά άφήση σ’ αύτόν τήν πρω­ τοβουλία τής συζητήσεως. —"Ωστε μέ βρήκατε έπειτα από τόσα χρόνια, έ ; έκάγχασε ό άνθρω­ πος μέ τό πιστόλι. Πρέπει νά ομολο­ γήσω ότι είστε αρκετά έξυπνοι, γιατί

ΠΡΑΚΤΩΡ5 κανένας στήν Αμερική καί στόν κό­ σμο ολόκληρο δέν ήξερε πού μένω. Μέ βρήκατε καί ήρθατε πάλι νά μοΰ κάνετε τις ίδιες προτάσεις, έ ; Ό Πράκτωρ 5 δίστασε γιά μιά στιγμή κι* έπειτα κούνησε τό κεφάλι του καταφατικά αποφασισμένος νά παίξη τόν ρόλο, πού ήθελε νά τού έπιβάλη ό άνθρωπος μέ τό πιστόλι. — Ναι, είπε, ήρθαμε νά σάς κά­ νουμε τις ίδιες προτάσεις. Τις ένθυμείσθε ; Ό άνθρωπος έγινε κατακόκκινος καί τά δάχτυλά του έσφιξαν τό πι­ στόλι επικίνδυνα. —’Άν τις ενθυμούμαι !, φώναξε. Μπορεί κανείς νά ξεχάση τόσο ποταπές καί τόσο άπάνθρωπες προτά­ σεις ; Γιά ποιόν μέ περνάτε, κύριοι* Γιά κανέναν γκάγκστερ ; ’Ή γιά κανέναν τού φυράματος σας ; Ό Πράκτωρ 5 προσπάθησε νά καταλάβη. Γιά ποιούς τούς έπαιρνε ό άνθρωπος αύτός, πού σίγουρα δέν ήταν άλλος από τόν δόκτορα Ράντελ; 7Ηταν φανερό ότι κάποιοι, εδώ καί μερικά χρόνια τού είχαν κάνει προτάσεις πού τόν είχαν αγανακτή­ σει. Ποιοι ήσαν οί άνθρωποι αύτοί όμως καί τί άκριβώς προτάσεις είχαν κάνει; Δοκίμασε μιαν άκόμα πλευροκό­ πησή —Δέν νομίζετε ότι είστε κάπως υπερβολικός, δόκτωρ Ράντελ ; είπε. Οί προτάσεις μας ήσαν άπλές καί εμπορικές... Τό πρόσωπο τού άνθρώπου συσπάστηκε από θυμό. —'Απλές καί εμπορικές I, έκάγχα­ σε. Βρίσκετε απλό καί εμπορικό τό τεμάχισμα ανθρώπινων κορμιών, τήν καταστροφή πόλεων καί τό όρφάνεμα οικογενειών ; Είστε πιό πωρωμενοι απ’ όσο * φανταζόμουν καί πιό αχρείοι! θάπρεπε νά σάς σκοτώσω τώρα πού σάς κρατώ, αλλά ποτέ μου δέν πάτησα βάτραχο I θάπρεπε ίσως νά σάς παράδώσω στήν άστυνομία, άλλα προτιμώ νά διατηρήσω τό ίνκόγκνιτό μου. ΓΓ αύτό, θά σάς δέσω απλώς καί θά σάς έγκαταλειψω εδώ. ΚΓ όταν μπορέσετε νά λυθήτε —καί εύχομαι νά μήν τό κατα­ φέρετε ποτέ αύτό—, πηγαίνετε στόν αρχηγό σας καί πέστε του ότι ό δό-


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ κτωρ Ράντελ Ικανέ πάλι φτερά, δτι δέν θά δεχτώ ποτέ τΐς' προτάσεις του κΓ δτι μπορεί νά πάη στον διά­ βολο ! Καί αν... 3£αμογελώντας, ό Πράκτωρ 5 σήκωσε τό χέρι του καί τόν διέκοψε. —Μια στιγμή, δόκτωρ Ράντελ, εΤτχε. Συνέβη μιά παρεξήγησις άπό τήν άρχή κΓ έγώ δεν δοκίμασα νά τήν διαλύσω, γιατί δεν ήξερα μέ ποιόν είχα νά κάνω. Δέν είμαστε αυτοί πού νομίζετε. Είμαστε πρά­ κτορες τής Μυστικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών καί μάς έχει άνατεθή ή αποστολή νά σάς βροϋμε καί νά σάς προστατεύσωμε άπό κά­ ποιους άλλους, πού ψάχνουν κΓ αυ­ τοί νά σάς βρουν. Ξέρομε δτι παραδόσατε στήν κυβέρνησί σας έναν πο­ λύτιμο τύπο μιάς άτομικής βόμβας σιδήρου καί δτι ή κυβέρνησίς σας διαπραγματευόταν τήν πώλησί του στήν Αμερική, γιατί δέν είχε τις δυ­ νατότητες μιάς βιομηχανικής παρα­ γωγής της. 'Όπως θά μάθατε άπό τις εφημερίδες ό Γενικός Πρόξενος τής Γερβανίας στή Νέα Ύόρκη... Καί του διηγήθηκε δλα δσα είχαν συμβή. Ό δόκτωρ Ράντελ, εμβρόντητος, έβαλε τό πιστόλι στήν τσέπη του καί άφησε τό κορμί του νά πέση βαρεία σέ μιά πολυθρόνα. —"Ωστε έπεσε στα χέρια τους ό τύπος τής βόμβας μου 1, μουρμούρι­ σε μέ άπόγνωσι. Εκείνοι έχουν τώρα στή διάθεσί τους τό τρομερό­ τερο δπλο απ’ δσα έχει ποτέ επινοή­ σει ό άνθρωπος ! Τζέντλεμεν, φριχτά πράγματα θά συμβουν σέ λίγο...Τούς ξέρω καλά! Θά στρέψουν τό δπλο αύτό εναντίον τής Αμερικής μέ τόν σκοπό νά τήν υποτάξουν I Σήκωσε τά χέρια του ψηλά καί είπε δραματικά: — θεέ μου 1 Γιατί δέν μου έκοβες τά χέρια πριν γράψουν τις μοιραίες έκεϊνες εξισώσεις ; Πρέπει νά προλά­ βουμε, τζέντλεμεν ! Πρέπει νά προ­ λάβουμε I ’Έχετε ίσως τό αυτοκίνητό σας έξω ; Ο Πράκτωρ 5 κούνησε τό κεφά­ λι του.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

—’Έχομε πολλά αύτοκίνητα έξω είπε. —Πρέπει νά φύγουμε αμέσως τό­ τε I Πρέπει... Κοντοστάθηκε, έχωσε τό χέρι του στήν τσέπη του καί τράβηξε πάλι τό πιστόλι του. ’Έστρειψε τήν κάννη προς τούς δυό πράκτορες καί είπε : —Δέν μου δείξατε τά πιστοποιη­ τικά σας, τζέντλεμεν !

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Ή διαδρομή άπό τό σπίτι 1592 ώς τή Νέα Ύόρκη ήταν γοργή καί χωρίς επεισόδια. Τό αύτοκινητο του Λόνγκ ’Άϊλαντ 6, μέ τόν Πράκτορα 5 καί τόν δόκτορα Ράντελ, άκολουθούμενο άπό τά αύτοκίνητα τών άλλων πρα­ κτόρων, σταμάτησε γιά λίγα λεπτά στον κλοιό πού είχε κλείσει τις εξό­ δους του Λόνγκ ’Άϊλαντ. Εκεί ό Πράκτωρ 5 πληροφορήθηκε δτι κανένα ύποπτο αυτοκίνητο δέν είχε δοκιμάσει νά περάση στή στε­ ριά. Απογοητευμένος, συνέχισε τόν δρόμο του, έφτασε στή Νέα Ύόρκη καί, μολονότι ή ώρα ήταν προχωρη­ μένη, κατευθύνθηκε στό μεσιτικό γρα­ φείο του «κ. Μπράουν». Ανέβηκε εκεί, συνοδευόμενος άπό τούς πράκτορας του Λόνγκ ’Άϊλαντ, καί μόνο όταν σταμάτησε- μπροστά στήν πόρτα του «κ. Μπράουν», τούς άφησε νά γυρίσουν πίσω στό Λόνγκ ’Άϊλαντ γιά νά βοηθήσουν εκεί στήν έρευνα γιά τήν άνακάλυψι του αυτο­ κινήτου, πού είχε άπαγάγει τόν Τίμ Ντόνοβαν. Ό Ζ—7 κι’ ό Α—11 περίμεναν τόν


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Πράκτορα 5 μέ ανυπομονησία μέσα στο γραφείο τοϋ «κ. Μπράουν». Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. —Ό δόκτωρ Φρίτς Ράντελ, είπε έπειτα, έχει κάποιαν Ιστορία νά μάς διηγηθή, κάποιαν ιστορία άπό τό πα­ ρελθόν, πού ίσως ρίξη φως εις τήν ύπόθεσιν πού μάς ενδιαφέρει. Ό Ράντελ κούνησε τό κεφάλι του. —Ή ιστορία μου ανάγεται στην ε­ ποχή του πολέμου, εδώ κΤ έξη χρό­ νια. "Εμενα τότε, μέ τό πραγματικό μου όνομα, σ’ ένα προάστειο τής Νέας Ύόρκης κι* έκανα ήδη μελέτες επάνω στην άτομική ενέργεια, χωρίς τη συνεργασία κανενός άλλου έπιστήμονος ή βοηθού. Ή έκβασις του πο­ λέμου ήταν άκόμα αμφίβολη τότε, μά εγώ είχα πεποίθησι στη νίκη των δη­ μοκρατιών καί ήμουν άποφασισμένος νά θέσω στη διάθεσι τών συμμάχων τά συμπεράσματα τών μελετών μου, άν κατέληγα κάπου, φυσικά. —Σάς πρόλαβαν όμως οί 'Αμερικανοί επιστήμονες, συμπλήρωσε ό Ζ—7. —Ναι. Μέ πρόλαβαν καί, χάρις στήν άτομική βόμβα, ό πόλεμος τε­ λείωσε. Πριν όμως συμβή αύτό, μια μέρα είχα τήν έπίσκεψι ενός άγνώστου. Δέν μου είπε τό όνομά του, δήλωσε όμως ότι άντιπροσώπευε μιά μεγάλη διεθνή όργάνωσι καί ότι εί­ χε *νά μου προτείνη μιά συνεργασία πολύ επικερδή για μένα... —Μέ συγχωρειτε, τόν διέκοψε ό Πράκτωρ 5. Μπορείτε νά μου περι­ γράφετε τόν άνθρωπο αυτόν;

Ο

δόκτωρ Ράντελ ζάρωσε τα φρύδια του, προσπαθών­ τας νά θυμηθή. — Δέν μπορώ νά θυμηθώ λεπτομέ­

Κ Α θ Ε

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 ρειες, είπε. Τό μόνο πού θυμάμαι εί­ ναι ότι ήταν ξανθός καί φορούσε μο­ νόκλ... Ό Πράκτωρ 5 κούνησε τό κεφά­ λι του μέ ίκανοποίησι. —Πρόκειται * για τούς ’ίδιους αν­ θρώπους, είπε. "Ενας ξανθός μέ μο­ νόκλ έπισκέφθηκε τόν διευθυντή του ταχυδρομείου του Λόνγκ ’Άϊλαντ καί προσπάθησε νά μάθη που μένετε. Συ­ νεχίστε, παρακαλώ. —Τό χρηματικό μέρος τών εργα­ σιών μου, είπε ό δόκτωρ Ράντελ, δέν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. "Εχω άρκετή περιουσία ώστε νά είμαι άνεξάρτητος οίκονομικώς καί' αυτό μου άρκεϊ. Πάντως, άπό απλή περιέργεια, ρώτη­ σα τόν άγνωστο ποιά ήταν ή επικερ­ δής αυτή συνεργασία. Ή άπάντησίς του μέ έξέπληξε. Τό πρόσωπο του δόκτορος Ράν­ τελ κοκκίνισε στήν άνάμνησι, χωρίς * άλλο, τών προτάσεων πού του εΐχε κάνει ό άγνωστος. — Μου πρότειτε νά θέσω στή διά­ θεσι τής όργανώσεώς του κάθε έφεύρεσι, πού είχα κάνει ή πού θά έκα­ να, μέ άντάλλαγμα έναν πραγματικά ήγεμονικό μισθό : δέκα χιλιάδες δολλάρια τόν μήνα ! — Διάβολε!, μουρμούρισε ό Α—11. Πολλά λεφτά ! Ό Ράντελ κούνησε τό κεφάλι του# — Ναι. Πολλά λεφτά. Αύτό σκέφτηκα κΤ εγώ. Καί είπα μόνος μου : Χιλιάδες άνθρωποι πεινούν ή έχουν άνάγκη άπό περίθαλψι καί ό άγνω­ στος αυτός, μού δίνει δέκα χιλιάδες δολλάρια τόν μήνα γιά νά παίονη τις εφευρέσεις μου. Γιατί νά μή δεχτώ ; θά έδινα τά χρήματα γιά νά κατασκευασθούν φιλανθρωπικά Ιδρύματα κι* όλοι θά μέναμε ικανοποιημένοι. — Σωστά, είπε ό Ζ—7. — Ναι, μουρμούρισε ό Ράντελ. Υ­ πήρχαν όμως δυό εμπόδια στή σύναψι μιάς συμφωνίας μέ τόν άγνωστο. Ζήτησα νά μάθω ποιά ήταν ή όργάνωσις στήν όποια θά έδινα -τις εφευ­ ρέσεις μου καί άρνήθηκε νά μού πή. Αύτό γέννησε υποψίες μέσα μου. Ή όργάνωσις αύτή έπρεπε νά ήταν πα­ ράνομη γιά νά κρύβεται έτσι. Εξάλ­ λου, βασικώς οί μελέτες μου είχαν μεγάλη άξια άπό πολεμικής άπόψεως. Δέν μπορούσα, λοιπόν, νά εκχωρήσω


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

σέ μιαν όργάνωσι, καί μάλιστα ά­ γνωστη μου, όπλα τρομερά όπως μιά ατομική βόμβα. Καταλαβαίνετε, δέν εΐν’ έτσι ; Ό Πράκτωρ 5 έγνεψε καταφατικά. —Μάλιστα, δόκτωρ, είπε. Οί σκέ­ ψεις αυτές είναι πολύ τιμητικές γιά σάς. Άρνηθήκατε, λοιπόν... —Άρνήθηκα νά εκχωρήσω εφευ­ ρέσεις μέ πολεμική αξία. Δέχτηκα ό­ μως νά εκχωρήσω όλες τις εφευρέ­ σεις ειρηνικού καί παραγωγικού πε­ ριεχομένου, άφού βέβαια ό άγνωστος μοΰ ανακοίνωνε τό όνομά του καί τό όνομα τής όργανώσεώς του. Αυτός άπεναντίας μοΰ δήλωσε ότι ή όργάνωσίς του ένδιαφερόταν γιά όλες τις εφευρέσεις μου, πολεμικές καί ει­ ρηνικές, καί ότι δέν μπορούσε νά μοΰ άνακοινώση ονόματα. Εις αντιστά­ θμισμα, θά δεχόταν νά μοΰ δώση...εί­ κοσι χ,λιάδες δολλάρια τόν μήνα ! 2Βώπασε γιά με­ ρικές ^στιγμές μέ τα φρύδια ζαρωμέ­ να κι5 έπειτα συνέχισε : — Διαφωνήσαμε κΓ έφυγε. Στην πόρτα, σταμάτησε καί μοΰ είπε, σέ τόνο όχι καί τόσο φιλικό, ότι είχα μιαν εβδομάδα καιρό νά σκεφτώ καί ν' αποφασίσω... Αυτά όλα —καί ιδι­

««ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

αίτερα τά τελευταία του λόγια—δέν μοΰ άρεσαν καθόλου. Γιά μιά στιγ­ μή, σκέφτηκα νά ειδοποιήσω τήν α­ στυνομία, άλλα δέν τό έκανα. Δέν είχα κανένα στοιχείο εναντίον τοΰ επισκέπτου καί δέν ήξερα καί τό ό­ νομά του. θεώρησα προτιμώτερο νά αγνοήσω τήν έπίσκεψί του καί τις προτάσεις του καί νά επιστρέφω στις μελέτες μου. Μήπως κανένας σας, τζέντλεμεν, έχει νά μοΰ προσφέρη έ­ να τσιγάρο ; Πήρε τό τσιγάρο πού τοΰ πρόσφερε ό Α—11, άναψε άπό τόν άναπτήρα τοΰ Ζ—7 καί εξακολούθησε : —Είχε περάσει μιά βδομάδα καί είχα σχεδόν ξεχάσει τό επεισόδιο ε­ κείνο μέ τόν άγνωστο, όταν πήρα ένα τηλεφώνημα... Ήταν 6 ίδιος καί ήθε­ λε νά μάθη άν είχα άποφασίσει σχε­ τικά μέ τις προτάσεις του. Τοΰ άπάντησα ότι όί προτάσεις του δέν μέ ένδιέφεραν καί έκλεισα τό ακουστικό. Τράβηξε μιά-δυό ρουφυξιές άπό τό τσιγάρο του, πριν συνέχιση —Ήμουν τώρα βέβαιος ότι είχα πιά άπαλλαγή άπό τόν ενοχλητικό αυτόν άνθρωπο. Πέρασαν μερικές μέ­ ρες. Καί τότε ή άνηψιά μου ήρθε νά μέ δή καί... — Ή άνηψιά σας ; ρώτησε ξαφνια­ σμένος ό Πράκτωρ 5. Δέν ξέραμε


28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ότι είχατε μιαν άνηψιά. Οί πληροφο­ ρίες μας ήσαν πώς είχατε μόνο μιαν αδερφό» πορ όμως πέθανε πρό ετών στή Γερβανία... Ό δόκτωρ Ράντελ χαμογέλασε. —Βλέπω ότι έχετε φροντίσει νά συγκεντρώσετε αρκετές πληροφορίες για μένα. Ναί, έχω μια άνηψιά, όχι όμως έξ αίματος. Είναι άνηψιά τής γυναίκας μου, πού πέθανε πρό δέκα ετών. Λέγεται Άννίτα Παβρόβσκυ και είναι σλαβικής καταγωγής, όπως κΓ ή γυναίκα μου. ^Ηταν τότε κομ­ μώτρια σ’ ένα μεγάλο κουρείο τής Νέας Ύόρκης. Στό μεταξύ όμως προώδευσε, όπως έμαθα. "Εχει άνοίξει ένα μέγαρο λουτρών, στήν 5η Λεω­ φόρο, άν δέν κάνω λάθος...

ί£σβησε τό τσιγά­ ρο του σ’ ένα τασάκι. Ό Ζ —7 μίλη­ σε άργά καί ήρεμα : —Καί σάς έκανε τις ίδιες προτά­ σεις ή άνηψιά σας ; —"Οχι, άκριβώς, άπάντησε ό δό­ κτωρ Ράντελ. ΤΗταν πολύ τρομαγμέ­ νη, όταν ήρθε νά με βρή. Μου είπε οτι δυο άγνωστοι την σταμάτησαν στον δρόμο καί την άνάγκασαν μέ άπειλές νά τούς άκολουθήση σ’ ένα έστιατόριο, όπου κάθησαν μαζί της σ’ ένα τραπέζι καί τής είπαν μερικά παράξενα πράγματα. Τής είπαν ότι ήσαν συμπατριώτες μου καί ότι είχαν πληροφορηθή πώς ή ζωή μου βρισκό­ ταν σέ κίνδυνο. Μια διεθνής όργάνωσις, τής είπαν, πού είχε σκοπό νά υποτάξη την Αμερική καί τον υπό­ λοιπο κόσμο, χρησιμοποιώντας ά­ γνωστα άκόμα πολεμικά μέσα, είχε ζητήσει τη συνεργασία μου καί, ε­ πειδή εγώ είχα άρνηθή, είχαν άποφασίσει νά μέ άπαγάγουν ή νά μέ εξον­ τώσουν. Τής είπαν επίσης ότι θά ματαιοπονούσα, καταφεύγοντας στήν

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 άστυνομία, γιατί στήν όργάνωσι ε­ κείνη άνήκαν πολλοί ανώτεροι άξιωματουχοι του κράτους καί τής άστυνομίας I — Όμορφο παραμύθι! είπε ό Α —11, — Παραμύθι ή όχι, μουρμούρισα ό δόκτωρ Ράντελ, δέν ήταν κάτι μέ τό όποιο μπορούσε νά παίξη κανείς. Ή άνηψιά μου μέ ίκέτευσε νά κάνω κά­ τι, νά δεχτώ έν άνάγκη τις προτάσεις τους. Μά εγώ προτίμησα νά κάνω κάτι άλλο : νά εξαφανιστώ ! "Αλλαξα όνομα καί κατέφυγα στό Λόνγκ Άϊλαντ. Τό μόνο πρόσωπο, στόν κόσμο πού γνώριζε τή διεύθυνσί μου ήταν ή άδελφή μου, μέ την οποία είχα τακτική άλληλογραφία. Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς μπορέσατε νά μέ άνακαλύψετε. —Ή άνηψιά σας δέν έμαθε τό νέο σας όνομα καί τή νέα διεύθυνσί σας ; ρώτησε ό Ζ—7. —Όχι. Προτίμησα νά τά κρατήσω κρυφά άπό την Άννίτα γιά νά μήν τήν φέρω στήν δύσκολη θέσι νά άπο~ καλύψη τό μυστικό μου σ’ εκείνους» στήν περίπτωσι, πού θά ζητούσαν νά τήν άναγκάσουν νά μιλήση. Γιά νά τήν άπαλλάξω, μάλιστα, άπό κάθε ενδεχόμενο βασανισμου της άπό τούς ανθρώπους εκείνους, τής έστειλα ένα γράμμα όπου τής εξηγούσα τούς λό­ γους, πού μέ είχαν κάνει να εξαφα­ νιστώ... 33>υθίστηκε γιά με­ ρικές στιγμές σέ μιά σκυθρωπή σιγή. "Επειτα είπε : —’Έζησα έξη ολόκληρα χρόνια στή μοναξιά γιά νά εμποδίσω νά πέση ή έφεύρεσίς μου, ή άτομική βόμ­ βα σιδήρου, στά χέρια εγκληματιών. Καί τώρα, άπό τή βλακεία ενός ηλί­ θιου διπλωμάτη, όλα πήγαν χαμένα I Φαινόταν σχεδόν έτοιμος νά βάλη τά κλάματα άπό τήν άπογοήτευσι καί τή λύσσα. Ό Πράκτωρ 5 δοκίμασε νά τόν παρηγορήση : — Δέν είναι εντελώς άπελπιστική ή κατάστασις. "Εχουν κινητοπο»ηθή όλες οί συνοριακές... Ό δόκτωρ Ράντελ γέλασε. —Είναι περίεργο, είπε, πώς άν­ θρωποι σάν εσάς πέφτουν στό σφάλ­


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ μα νά παραβλέπουν κάτι πολύ πι­ θανό... —Τί εννοείτε; ρώτησε ό Ζ —7. — Αποκλείεται νά έχουν τή βάσι έξορμήσεώς τους μέσα στήν ίδια την Αμερική ; Οι τρεις πράκτορες κυττάχτηκαν κατάπληκτοι. Αυτό ήταν κάτι, πού κανένας τους δεν είχε ακόμα σκεφθή. Λεν ήταν απίθανο ό τόπος τής βόμ­ βας σιδήρου νά μήν έβγαινε κάν από την Αμερική, αλλά νά χρησιμοποιόταν γιά κατασκευή βομβών σέ κανέ­ να παράνομο εργοστάσιο, μέσα άπό τά σύνορα των Ηνωμένων ΠολιτειώνΙ Ό Πράκτωρ 5 σηκώθηκε/ — θά μείνετε εδώ, δόκτωρ, είπε στον Ράντελ. Ή ζωή σας εΐναι εξαι­ ρετικά πολύτιμη καί γιά τήν πατρίδα σας καί γιά τήν Αμερική... θά σάς δώσουν ένα δωμάτιο μέ όλες τις δυ­ νατές άνέσεις καί θά φρουρήστε δι­ αρκώς. Στο μεταξύ, εμείς θά κάνου­ με ο,τι μπορούμε γιά νά πάρουμε πί­ σω τόν τύπο τής βόμβας σας...

ΛΟΥΤΡΑ ΠΑΒΡΟΒΣΚΥ Δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου τή νύχτα ό Τζίμμυ Κρίστοφερ. Ή σκέ­ ψής τοϋ Τίμ Ντόνοβαν, πού ήταν α­ κόμα στά χέρια τών εχθρών, καί οι παράξενες πτυχές πού σχημάτιζε ή αλλόκοτη εκείνη ύπόθεσις, πού ξεκι­ νούσε άπό τό μακρυνό παρελθόν, έ­ φτανε στο παρόν μέ τρομερό τρόμο και άπειλοϋσε νά προεκταθή πιο τρο­ μερά μέσα στό μέλλον, τόν είχαν κρατήσει άγρυπνο τις περισσότερες ώρες. Εξάλλου, τό ραδιόφωνο δίπλα του ρυθμισμένο στό μήκος κύματος τού τοπικού γραφείου τής Μυστικής

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

Υπηρεσίας, μετέδιδε κάθε τόσο σέ συνθηματική γ?^ώσσα ειδήσεις σχετι­ κά μέ τήν έξέλιξι τών ερευνών γιά τήν άνακάλυφι τών άπαγωγέων τοϋ Τίμ Ντόνοβαν. Πλησίαζε νά ξημερώση, όταν τό ραδιόφωνο είπε : «Έδώ Λόνγκ ’Άϊλαντ 6 ! Έδώ Λόνγκ ’Άϊλαντ 6 ! Βρήκα τό αυ­ τοκίνητο τών άπαγωγέων στήν ανατολική ακτή του Λόνγκ ’Άϊλα'ντ, έγκαταλελειμμένο κοντά στόν όρμο ΤΗστ Γκολφ. Τό αυ­ τοκίνητο έχει σημάδια άπό σφαί­ ρες καί τό πίσω κάθισμά του εί­ ναι μουσκεμένο στό αίμα. Οί άπαγωγείς δέν άνευρέθησαν, ούτε ό Τίμ Ντόνοβαν. "Ιχνη όμως αί­ ματος οδηγούν στήν ακτή, όπου προφανώς οί άπαγωγείς μπήκαν σέ κάποιο πλωτό μέσο καί απο­ μακρύνθηκαν. Ειδοποίησα τήν α­ κτοφυλακή. Στήν αμμουδιά, σκε­ πασμένο μέ μια πέτρα, βρήκα έ­ να χαντάκι. Μια βενζινάκατος καί 'μιά σκάφη είναι σχεδιασμέ­ να επάνω του μέ μολύβι, μαζί μέ τά αρχικά ; «Τ Ντ.». Φαίνεται ότι πρόκειται γιά κάποιο μήνυμα, πού κατάφερε ν’ άφήση ό Τίμ Ντόνοβαν. Τό έστειλα κιόλας μέ έναν μοτοσυκλεττιστή—πράκτορα στό αρχηγείο τής Νέας Ύόρκης γιά νά παραδοθή στόν Πράκτο­ ρα 5...» ΙΜΓέσα σέ λίγα λε­ πτά ό Πράκτωρ 5 είχε ντυθή καί εί­ χε φύγει γιά τό γραφείο τού «κ. Μπράουν», όπου . μαζί μ&’ τόν Ζ—7 περίμενε μέ αγωνία τήν άφιξι τού μοτοσυκλεττιστή. Τό χαρτάκι μέ τα αρχικά τοϋ Τίμ Ντόνοβαν έφτασε μιά ώρα αργότερα, όταν πια είχε ξημερώσει γιά καλά. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ τό έξήτασε μέ άνυπομονησία. —Ναι 1, μουρμούρισε. Είναι ό γραφικός χαρακτήρας τού Τίμ. Ή βενζινάκατος σημαίνει ότι έπρόκειτο νά μποΰν σέ πλεούμενο. Τί σημαίνει όμως ή σκάφη; Ό Ζ —7 ζάρωσε τά φρύδια του καί άνασήκωσε τούς ώμους του. —Δέν ξέρω, είπε. Στό κάτω-κάτω, μπορεί καί νά μήν είναι σκάφη. Μπο-


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Τό δεύτερο

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗϋΟΣ πού ή δημοσίευσίς του αρχί­ ζει από τό τεύχος- αυτό τής «Νυχτερίδας» είναι τό συναρ­ παστικό μυθιστόρημα

0 ΤΗΡΖΒΠ ΚΒΙ

Ο ΤΙΓΡΗΣ Τό βιβλίο αυτό, γραμμένο σέ σφριγηλή καί γεμάτη χρώ­ ματα γλώσσα καί πλούσιο σέ δράσι, περιγραφή καί μυστήριο, θά γοητεύση άκόμα καί τούς πιό άπαιτητικούς αναγνώστες μας.

0 ΤΜΡΖΗΙΊ κ η\ 0 ΤΙΓΡΗΣ δέν ανήκει στήν κατηγορία τών άφελών αναγνωσμάτων, πού άποτείνονται σέ άναγνώστας κατωτέρας διανοητικόΤητος I ι

Τό προηγμένο αναγνωστικό κοινό τής «Νυχτερίδας» δέν θά βρή στο βιβλίο αυτό κανένα άπό τά γελοία χαρακτηριστικά τών ψευτοπεριπετειών τουΤαρζάν, πού δημοσιεύονται κατά καιρούς σέ ώρ'σμένα έντυπα!"

ρει νά είναι βάρκα καί νά σημαίνη δτι τον πήραν μέ μιά βενζινάκατο, πού έσερνε πίσω της μιά βάρκα.

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 Ό Πράκτωρ 5 άνοιγόκλεισε τά μάτια του. —Μπορεί νά εΐναι έτσι, είπε. Δέν φαντάζομαι δμως. Τό αν είχε ή δχι ή βενζινάκατος μιά βάρκα πίσω της είναι κάτι έπουστώδες καί χωρί καμμιά σημασία καί, φυσικά, ό Τίμ δέν θά καθόταν νά σχεδιάση περιττά πράγματα, κινδυνεύοντας νά γίνη αντιληπτός άπό τούς άπαγωγεϊς του. "Οχι. Πρέπει νά σημαίνη κάτι άλλο ή σκάφη ή βάρκα αύτή, κάτι .μέ με­ γάλη σημασία. Τί δμως ; Ό Ζ —7 κι* ό Πράκτωρ 5 έμειναν σιωπηλοί καί σκεπτικοί γιά μερικά λεπτά. Καταλάβαιναν κι* οί δυο ότι ή λύσις του αινίγματος αυτού θά ελευθέρωνε ϊσως ή καί θά έσωζε τή ζωή τού μικρού Τίμ. Μέ τά μάτια καρφωμένα στο χαρ­ τάκι, επάνω στό τραπέζι, μπροστά τους, οί δύο άντρες, πού ήσαν δυο άπό τούς πιό έξυπνους καί πιό έμ­ πειρους πού είχε γεννήσει ή Αμερική, συγκέντρωσαν δλες τις διανοητικές δυνάμεις τους στό νά λύσουν τό μυστήριο τού μηνύματος τού Τίμ Ντόνοβαν. Τέλος ό Πράκτωρ 5 σήκωσε τά μάτια του καί εΐπε : —Κάτι άλλο, πού πρέπει νά έχομε ύπ’ όψι μας, είναι τό γεγονός δτι ή σκάφη είναι τοποθετημένη οχι στήν πρύμη άλλά στήν πλώρη τής βενζι­ νακάτου. Επομένως, δέν πρόκειται γιά μιά βάρκα πού σέρνει ή βενζι­ νάκατος, άλλά γιά τόν τόπο προορισμού τών άπαγωγέων. Ό Τίμ θά τούς άκουσε νά μιλούν σχετικά καί προσπάθησε νά μάς είδοποιήση μ’ ένα πρόχειρο σκίτσο. Τί διάβολο δμως σημαίνη αύτή ή σκάφη ; —Καί γιατί νά μήν προσθέση μιά μιά λέξι πού 4 θά απλοποιούσε τά πράγματα καί θά τά έκανε λιγώτερο γριφώδη ; μουρμούρισε ό Ζ —7. —Γιατί άν τό σημείωμα έπεφτε στά χέρια τών άπαγωγέων του, είπε ό Πράκτωρ 5, αύτοί θά καταλάβαι­ ναν δτι ό Τίμ ήξερε πού κατευθύνονταν καί ή ζωή του θά βρισκόταν έτσι σέ κίνδυνο. Σηκώθηκε. — "Ας ελπίσουμε, είπε, δτι οί άκτοφύλακες θά όνακαλύψουν τή βεν­


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ζινάκατο καί θά ελευθερώσουν τον Τίμ. Στό μεταξύ θά πάω νά έπισκεφθώ την άνηψιά τού δόκτορος Ράντελ. ’Ίσως μπορέσω νά μάθο:> άπό αυτήν κάτι αξιόλογο σχετικά μέ τους αν­ θρώπους, πού τήν' είχαν πλησιάσει εδώ κΤ εξη χρόνια καί τής είχαν ζη­ τήσει νά διαβιβάση τό μήνυμά τους στον θειο της. ...Μέ έκπληξι, ό Πράκτωρ 5 διαπί­ στωσε ότι τά Λουτρά Παβρόβσκυ, στήν 5η Λεωφόρο, ήταν έι/α τεράστιο κτίριο, πού έπιανε μισό οικοδομικό τετράγωνο καί ήταν δέκα πατώματα ψηλό. Μεγάλες καλλιτεχνικές επιγραφές, επάνω άπό την είσοδό του, έλεγαν ότι τά Λουτρά Παβρόβσκυ, ιαματικά ή μή, ήσαν τά τελειότερα σ’ ολόκλη­ ρη τήν Αμερική καί τά πλουσιώτερα σέ ποικιλία. Μπορούσε νά κάνη κα­ νείς εκεί μέσα, ντους, ψυχρά ή θερμά, μπάνιο σέ μεγάλες μπανιέρες άπό πορσελάνη ή μάρμαρο, τουρκικά χα­ μάμ, ιαματικά λουτρά γιά τούς ρευ­ ματισμούς, τά άρθριτικά καί τό σηκότι, θερμά καί ψυχρά θαλάσσια λουτρά κλπ. Ό Πράκτωρ 5 μπήκε σ’ έναν πο­ λυτελέστατο προθάλαμο κΓ έγινε δε­ κτός άπό έναν πανύψηλο γίγαντα μέ ογκώδεις ώμους, ντυμένο μέ άνατολίτικη κελεμπία καί σαρίκι. — Τί επιθυμεί ό μίστερ ; τον ρώτη­ σε μέ μιά βαθ.ειά ύπόκλίσι. Χαμάμ, ντους, μπανιέρα, θαλ... —Τίποτ’ άπ’ ολα αυτά, τόν διέ­ κοψε ό Τζίμμυ Κρίστοφερ. θέλω νά δώ τήν Μις Άννίτα Παβρόβσκυ.

Ο

γίγαντας μέ τό σαρίκι σταμάτησε στή μέση τήν ύπόκλισί του καί τήν άπαρίθμησι των διαφόρων λουτρών, άνωρθώθηκε καί κύτταξε παράξενα τόν Πράκτορα 5. #—Ή Μις Παβρόβσκυ δεν δέχεται κα­ νόναν εδώ, δήλωσε σταθερά. Δέχεται στο διαμέρισμά της, του οποίου δυστυχώς δέν ξέρω τή διεύθυνσι I •—Πρέπει νά δώ αμέσως τήν Μις Παβρόβσκυ, είπε ό Πράκτωρ 5 ήρεμα δείχνοντας τό άστυνομικό σήμα του. Είμαι άστυνομικός καί θέλω νά τής τΐιλήσω γιά κάτι πολύ σοβαρό. Ο γίγαντας κύτταξε γιά μερικές

31

στιγμές τό άστυνομικό σήμα, εμβρόν­ τητος, σάν νά μήν πίστευε στά μά­ τια του. "Επειτα, έκανε πάλι μιά βαθειά ύπόκλίσι κΓ έδειξε μιά πολυθρόνα. —’Άν ό μίστερ έχει τήν καλοσύ­ νη νά περιμένη λίγο, θά τηλεφωνήσω στο γραφείο τής Μις Παβρόβσκυ καί θά τής άναγγείλω τήν έπίσκεψί σας... Ό Πράκτωρ 5 κάθησε στήν πο­ λυθρόνα κΓ ό γίγαντας πέρασε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο γιά νά ξαναγυρίση έπειτα άπό ενα λεπτό, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. — Ή Μις Παβρόβσκυ περιμένει τόν μίστερ, είπε. Τρίτο πάτωμα, γρα­ φείο 1. — Ευχαριστώ, είπε ό -Πράκτωρ 5. Καί κατευθύνθηκε σέ μιά σειρά ανελκυστήρων, πού ύπήρχε στο βά­ θος του προθαλάμου. Στο τρίτο πάτωμα, σταμάτησε μπροστά σέ μιά πόρτα, περίτεχνα σκαλισμένη, πού είχε τόν άριθμό 1. Χτύπησε διακριτικά. — Εμπρός 1, είπε μιά γυναικεία μουσική φωνή. "Εσπρωξε τήν πόρτα καί κοντοστάθηκε έκπληκτος στό κατώφλι. Άντίκρυσε ένα άπό τά πιο γοητευτικά δωμάτια, πού εΐχε δή ποτέ του. Ήταν ενα είδος γραφείου, επι­ πλωμένου καί διακοσμημένου μ’ ένα παράξενο στύλ, πού είχε ολη τή γο­ ητεία τής Ανατολής καί όλη τή λε­ πτότητα ·τής Δύσεως. Στό βάθος, πίσω άπό ενα ύπέροχο τραπέζι άπό μαόνι, ήταν καθισμέ­ νη μιά υπέροχη γυναίκα. Ήταν νέα καί μελαχροινή καί ό­ μορφη, παράξενα όμορφη, μέ μακρυές μαύρες βλεφαρίδες, πού ίσκιωναν μαύρα μάτια, καί μαύρα άφθονα μαλ­ λιά, πού στεφάνωναν ενα σταράτο πρόσωπο. *Ι"ού έδειξε μιά κα­ ρέκλα μέ μιά χαριτωμένη κίνησι καί είπε : — Μή πληροφόρησαν ότι ζητήσατε νά μέ δήτε καί ότι εΐστε άστυνομι­ κός. ’Έχετε τήν καλοσύνη νά μού πήτε σέ τί μπορώ νά σάς εξυπηρετή­ σω ; Στό μεταξύ όμως, πάρτε ένα τσιγάρο ή ένα πούρο... ΚΓ έσπρωξε προς τό μέρος του


32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ένα μεγάλο ασημένιο κουτί, στολισ­ μένο μέ ρουμπίνια, οπού μέσα σέ βελούδινες θήκες ήσαν τοποθετημένα τσιγάρα και πουρά μέ διάφορες μάρ­ κες. Ό Πράκτωρ 5 διάλεξε ένα τσιγά­ ρο, τό άναψε από έναν πανάκριβο αναπτήρα, πού ήταν μέσα σΐό κουτί, και είπε : —Πρόκειται για έναν θειο σας, Μις Παβρόβσκυ, τον δόκρορα Φρίτς Ράντελ... Τό κορίτσι άνασκίρτησε τόσο βίαια, ώστε ή στάχτη ενός τσιγάρου πού κάπνιζε έπεσε επάνω στή γυαλιστερή .έπαφάνεια τού τραπεζιού. —θεέ μουί, μουρμούρισε. Πόσο μέ έκπλήξατε ! Σχεδόν μέ τρομάξατε! "Εχω τόσα χρόνια ν’ ακούσω από τον θειο Φρίτς ! Πέστε μου...τού συ­ νέβη τίποτε ; Ό Πράκτωρ 5 κούνησε τό κεφάλι του. — "Οχι, Μις Παβρόβσκυ. Ό θειος σας είναι εντελώς καλά καί σέ ασφα­ λή χέρια, χάρις στήν έγκαιρη έπέμβασί 'μας.^ Μια μικρή καθυστέρησι όμως θά ήταν ίσως μοιραία γι’ αυ­ τόν. Οί εχθροί του, παλιοί εχθροί πού ϊσως εσείς γνωρίζετε προσωπικώς, ένήδρευαν καί ενεδρεύουν για νά τον άπαγάγουν ή νά τόν εξοντώσουν. Ό κίνδυνος ύφίσταται πάντα για τόν θείο σας καί μόνο ή σύλληψις των εχθρών του θά τόν σώση. Γιατί, βέ­ βαια δεν μπορεί νά περάση τήν υπό­ λοιπη ζωή του κλεισμένος μέσα σ’ ενα δωμάτιο. Ή Άννίτα Παβρόβσκυ ζάρωσε χαριτωμένα τό μέτωπό της. — "Ωστε τόν ανακάλυψαν, έ ; είπε. "Επειτα από τόσα χρόνια I θά σάς είπε ϊσως μιάν Ιστορία πού συνέβη εδώ κι’ έξη χρόνια... — Ναι, είπε ό Τζίμμυ Κρίστοφερ. Γι’ αυτό ήρθα σ’ εσάς. "Ισως μπο­ ρείτε νά μάς δώσετε κανένα στοιχείο πού νά μάς όδηγήση στήν άνακάλυψι καί τήν σύλληψι τών εχθρών τού θείου σας, 3ΕΪ Παβρόβσκυ σά­ λεψε τούς ώμους της καί σηκώθηκε. "Εκανε μερικές βόλτες μέσα στο δω­ μάτιο, πριν μιλήση, ενώ ό Πράκτωρ 5

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 τήν παρακολουθούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. Είχε τό πιό τέλειο κορμί πού είχε δή ποτέ. Φορούσε μια μεταξωτή μπλούζα μέ πλατείες άσπρες καί κόκκινες γραμμές κι’ ένα ^ιακρύ κίτρι­ νο παντελόνι μέ πλατειά πράσινη ζώνη. Ξαφνικά, σταμάτησε μπροστά στόν Πράκτορα 5 καί τόν κύτταξε κατά­ ματα. — Δεν ξέρω πολλά πράγματα, εί­ πε. Μπορώ όμως νά σάς περιγράφω τούς δυός ανθρώπους, πού μέ είχαν πλησιάσει τότε, καί νά σάς οδηγήσω στό κέντρο, όπου μέ πήγαν για νά μιλήσουν μαζί μου γιατί τά γκαρσό­ νια τούς χαιρέτησαν φιλικά όταν μπήκαμε. Τό πρόσωπο τού Πράκτορος 5 έ­ δειξε ενδιαφέρον. —’Άν μπορούσατε νά μού δώσετε τά στοιχεία αύτά, είπε, θά ήμουν πολύ Ικανοποιημένος. Βέβαια, μπορεί τά γκαρσόνια νά έχουν αλλάξει στό μεταξύ, μά δέν θά δυσκολευτούμε νά τούς βρούμε στά καινούργια τους κέντρα. Είχαν τίποτα ιδιαίτερο οί δυο εκείνοι άνθρωποι ; Ή Παβρόβσκυ ζάρωσε τά φρύδια της. "Εμεινε γιά μερικές στιγμές σκε­ πτική, σάν νά προσπαθούσε νά θυμηθί). —Δέν ξέρω, είπε. Ό ένας ήταν πολύ κοντός καί πολύ μυώδης μέ πρόσωπο, πού θύμιζε γορίλλα. Ό άλλος ήταν μέτριου αναστήματος, στό δικό μου ανάστημα περίπου, λε­ πτός καί μέ ρυτιδωμένο πρόσωπο. Δέν είχαν τίποτα ιδιαίτερο... "Α, ναι! Ό δ&ύτερος, ό λεπτός, είχε μιά βαθειά ούλή επάνω στό αριστερό φρύδι... — Πολύ καλά, είπε ό Τζίμμυ Κρί­ στοφερ. Ό ένας κοντός καί μυώδης μέ πρόσωπο γορίλλα κι’ ό άλλος λε­ πτός, μέ μέτριο άνάστημα καί μιά ούλή επάνω στό αριστερό φρύδι. Προσέξατε τίποτ’ άλλο ενδιαφέρον ; Τά ονόματα τους, π.χ.; —’Ό... όχι!, απάντησε διστακτικά τό κορίτσι. Δέν είμαι σίγουρη. "Ισως άκουσα τότε νά άποκαλή ό ένας τόν άλλον μέ τό όνομά του, μά έχουν περάσει τόσα χρόνια, ώστε δέν θυ­ μάμαι πιά...


ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Ό Πράκτωρ 5 σηκώθηκε. —Ευχαριστώ πολύ, Μις Παβρόβσκυ, είπε. Δεν έχετε τώρα παρά νά μου πήτε τό δνομα τοϋ κέντρου, ο­ πού σάς ώδήγησαν οί δυό αυτοί άν­ θρωποι. Τό κορίτσι μόρφασε. —Τό κακό είναι, είπε, ότι δεν θυμάμαι τό όνομα του κέντρου... — ’Ώ I, έκανε μέ άπογοήτευσι ό Πράκτωρ 3. .—θυμάμαι όμως καλά τό μέρος καί μπορώ νά σάς οδηγήσω εκεί. Είναι κάπου στην 4 Λεωφόρο. Μερι­ κά μόνο τετράγωνα άπό εδώ. Μπο­ ρούμε νά πάμε μέ τά πόδια, άν θέ­ λετε... Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ ύποκλίθηκε. — Καλοσύνη σας, είπε. Κ^αθώς κατέβαι­ ναν μέ τόν ανελκυστήρα, τό κορίτσι ρώτησε : — θά...θά μπορούσα νά δώ τόν θειο μου ; ’Άν δέν υπάρχει κίνδυνος, φυσικά../Ίσως έχει άνάγκη άπό τί­ ποτα... Ό Πράκτωρ 5 κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. —Δυστυχώς, αυτό δέν είναι δυ­ νατόν, Μις Παβρόβσκυ, εΤπε. Τουλά­ χιστον γιά ένα διάστημα, πού ελπί­ ζω νά είναι σύντομο, ό θειος σας πρέπει νά μείνη απομονωμένος. Δια­ φορετικά, θά διατρέξη σοβαρό κίν­ δυνο ή ίδια ή ζωή του. Δέν άποκλείεται οί εχθροί του νά σάς έπιτηροϋν; μέ την ελπίδα νά φτάσουν ώς αυτόν παρακολουθώντας εσάς I Μέσα στά μαύρα μάτια του κοοιτσιου σάλεψε ή ανησυχία. —Τότε, μουρμούρισε, θά εΓναι ίσως επικίνδυνο νά σάς δουν μαζί μου. Μπορεί νά σάς παρακολουθή­ σουν καί νά άνακαλύψουν έτσι τόν θείο Φρίτς^Ι Καί, ξέρετε, οί άνθρωποι εκείνοι μου είχαν φανή εξαιρετικά επικίνδυνοι καί ικανοί γιά όλα. Μου είπαν μάλιστα ότι ή όργάνωσίς τους είχε μέλη, ^πού κατείχαν υψηλές θέ­ σεις στήν αστυνομία καί τόν κρατικό '' η νανισμό ! Ο Πράκτωρ 5 τής χαμογέλασε. — Δέν μπορούν νά βροΰν τόν δόκτοα Ράντελ εκεί όπου βσίσκεται, τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

διαβεβαίωσε. Εξάλλου, θά μέ είδαν κιόλας νά μπαίνω στό κτίριο τών λουτρών σας καί νά άνεβαίνω στό γραφείο σας... ’Έφτασαν στόν προθάλαμο καί ή Παβρόβσκυ είπε κάτι γοργά σέ ρωσσική ' γλώσσα στόν σαρικοφόρο γί­ γαντα. Αυτός ύποκλίθηκε βαθειά καί α­ πάντησε στήν ίδια γλώσσα. Τό κορίτσι γύρισε στόν Πράκτο­ ρα 5, —θά μάς συνοδεύση ό θυρωρός μου γιά κάθε ενδεχόμενο, εξήγησε. ΕΓναι τόσο δυνατός καί ταχύς ώστε μπορεί νά θέση εκτός μάχης δέκα άντιπάλους μαζί I

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΚΟ­ ΣΜΟ ΤΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Βγήκαν στό πεζοδρόμιο, πού εκεί­ νη τή στιγμή δέν ήταν καθόλου πολυ­ σύχναστο. ΤΗταν άκόμα νωρίς καί τό κύμα τών υπαλλήλων καί τών ερ­ γατών, πού πήγαιναν στις δουλειές τους, δέν είχε άκόμα ξεχυθή στους δρόμους. Τά μάτια τού. Πράκτορος 5 έκα­ ναν μίά γοργή έξέτασι γύρω. Τίπο­ τα ιδιαίτερο δέν υπήρχε εκεί, κανέ­ νας πού θά μπορούσε νά τού προκαλέση υποψίες. Γύρισε στό κορίτσι κάι άρχισε νά λέη: —Νομίζω ότι οί φόβοι μας ήσαν άστήρικτοι καί ότι δέν... Ή φράσις αυτή έμεινε μισοτελει­ ωμένη. Μέ τήν άκρη τού ματιού του ό Τζίμμυ Κρίστοφερ είχε δή κάποιον νά βγαίνη άπό ένα άντικρυνό κατά­ στημα νεωτερισμών. Αναγνώρισε άμέσως τόν τύπο στόν οποίο άνήκε ό άνθρωπος αυ-


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Υός. τΗταν μισθωτός δολοφόνος, α­ πό εκείνους πού μπορούν νά σκοτώ­ σουν έναν άνθρωπο για μερικό δολλάρια. Φορούσε ένα ευρύχωρο κοστούμι, κατάλληλο για νά κρύβη κανείς στις τσέπες του πιστόλια και άλλα σύνερ­ γα . του επαγγέλματος του, κι’ ενα κάπως ψηλό καπέλλο μέ μιά χτυπη­ τή, δίχρωμη ταινία. Τό βλέμμα του ήταν καρφωμένο επάνω στο κορίτσι καί ό Πράκτωρ 5 διάβασε μέσα τους δίψα δολοφονίας. Τά χέρια του άγνώστου ήσαν χω­ μένα στις τσέπες του, πού φούσκωναν περισσότερο άπ’ δσο έπρεπε νά τις φουσκώνουν ή γορθιές του. Σίγουρα ήταν άπό τούς τύπους πού πυροβο­ λούν μέσ’ άπό τήΥ τσέπη ! Ό Τζίμμυ Κρίστοψερ κινήθηκε γοργά. "Εσπρωξε τήν Άννίτα Παβρόβσκυ, κάνοντας την νά χάση τήν ισορρο­ πία της καί νά πέση επάνω στόν τοί­ χο τού κτιρίου. Μέ τήν ίδια κίνησι στριφογύρισε, ενώ τό χέρι του τιναζόταν πρός τό πιστόλι του. Πρίγ δμως τά δάχτυλά του άγγίξουν τή λαβή του πιστολιού, κάτι τραχύ καί βαρύ σάν σφυρί τόν χτύ­ πησε στο πίσω μέρος τού κεφαλιού του. Ό άνθρωπος μέ τά χέρια στις τσέπες χάθηκε άπό μπροστά του. Μαζί του χάθηκε κι’ ό υπόλοιπος κόσμος. Ή ατμόσφαιρα γέμισε άπό αστράκια πού στριφογύριζαν δαιμο­ νισμένα. Ή διαπεραστική κραυγή ενός κο­ ριτσιού αντήχησε κοντά του. "Επειτα, ό Πράκτωρ 5 βρέθηκε μέσα σέ μιά φιλντισένια βάρκα καί ταξίδευε μέσα σ’ έναν ώκεανό άπό γαλάζια σύννεφα. Τέλος, τό σκοτάδι, ένα άπόλυτο σκοτάδι, τόν τύλιξε....

Ο ταν

άνοιξε τά μάτια του, είχε γιά μερικές στιγμές τήν έντύπωσι δτι ήταν καθισμένος στό γραφείο τού Α—11 καί διάβαζε τήν κατάθεσι τού κ. Χάνς Πάρντελ, Γενικού Προξένου τής Γερβανίας, δπου ούτός περιέγραφε τό δωμάτιο μέ τήν ομίχλη.

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 "Επειτα, τό μυαλό του ξεκαθάρισε καί κατάλαβε : Βρισκόταν ό ίδιος μέσα στό δωμάτιο εκείνο ! Ή ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη άπό πυκνή ομίχλη, πού χλιαρή καί ύγρή, σχημάτιζε επάνω στό πρόσωπό του καί στά χέρια του μικρές σταγόνες νερού. ΠΊταν καθισμένος σέ μιά πολυθρό­ να, στό κέντρο τού δωματίου, μά ή ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, ώστε δέν μπορούσε νά διάκριση τούς τοίχους. Κάπου, επάνω άπό τό κεφάλι του, ήταν άναμμένος ένας ήλεκτρικός γλόμποο, πού δμως δέν μπορούσε νά διαπεράση τήν ομίχλη καί διακρινόταν αβέ­ βαια, δπως ό ήλιος πίσω άπό πυκνά σύννεφα. Κάποιος σιδηροδρομικός σταθμός έπρεπε νά βρισκόταν κάπου εκεί κον­ τά, γιατί ό Πράκτωρ 5 άκουγε κρό­ τους καί σφυριχτούς ήχους, πού πρόδιδαν τήν παρουσία ατμομηχανών. Δοκίμασε νά κινηθή, μά δέν μπό­ ρεσε. Τά χέρια του καί τά πόδια του ήσαν δεμένα μέ σκοινί στά μπράτσα καί στά πόδια τής πολυθρόνας ! Καί, αν έκρινε άπό τόν τρόπο μέ τόν ό­ ποιο ήταν δεμένο τό σκοινί, τή δου­ λειά αύτή τήν είχε κάνει κάποιος ειδικός. "Οσο περισσότερο δοκίμαζε κα­ νείς νά έλευθερωθή τόσο περισσότε­ ρο σφίγγονταν οί κόμποι. "Ενα άμυδρά φωτεινό τετράγωνο φάνηκε στό σάβανο τής ομίχλης, πού τόν τύλιγε. Κατάλαβε. Μιά πόρτα είχε ανοίξει. Τό φωτεινό τετράγωνο χάθηκε πά­ λι κι’ έπειτα μιά μορφή πρόβαλε μέ­ σα άπό τήν ομίχλη καί κάθησε σέ μιά καρέκλα απέναντι του. 7Ηταν ένας ύψηλόσωμος άντρας, πού τό πρόσωπό του ήταν σκεπασμέ­ νο μ’ ένα μαντήλι. — Επιτέλους, έπεσες στά χέρια μας, Πράκτωρ 5, εΐπε. "Εχεις κάνει ώς τώρα τρομερή ζημία στά σχέδιά μας, μά δέν θά μπορέσης νά μάς βλάψης άλλο. Καί... θά μάς βοηθή' σης νά επανορθώσουμε τή ζημία, πού ό ίδιος έκανες 1 θά μάς πής πού μπορούμε νά βρούμε τόν δόκτορα Ράντελ !


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 35

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ

3

^Χαμογελώντας πε­ ριφρονητικά, ό Πράκτωρ 5 απάντησε : — Δεν φαντάζομαι νά μιλάτε σο­ βαρά, λέγοντάς το αυτό 1 θά ήταν αστείο άν πιστεύατε δτι υπάρχει έστω και ή πιό μικρή πιθανότης νά σάςάποκαλυψω ένα τόσο τρομερό μυ­ στικό. Τό πρόσωπο μέ τό μαντήλι σάλε­ ψε καί τό άθέατο στόμα μίλησε. —Δεν ξέρεις ακόμα,.. Πράκτωρ 5, τιοιά «επιχειρήματα» μπορούμε νά δοκιμάσουμε γιά νά σέ κάνουμε νά μιλήσης I 'Όταν τά δάχτυλα των πο­ διών καίγονται άργά επάνω σέ χό­ βολη, όταν ξυλαράκια μπήγονται κά­ τω από τά νύχια τών χεριών κΓ όταν... Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ ρίγησε. Δεν ήταν καθόλου εύχάριστη ή άπαρίθμησις τών βασανιστηρίων, πού μέ τόσο σαδισμό έκανε ό άνθρωπος εκείνος. —Μπορείς νά πας στό διάβολοί, γρύλλισε. Τό μαντήλι έκάγχασε. — Δεν θά έχεις τό ίδιο κέφι σέ λίγο, είπε. Σου δίνω μισή ώρα καιρό για νά σκεφθής καί νά άποφασίσης. Δέν είμαστε έγκληματίαι καί δέν θέ­ λομε νά καταφύγουμε σέ άσκοπες σκληρότητες. ’Άν όμως έπιμείνης στήν άρνησί σου νά μιλήσης, θά αναγκα­ στώ νά σέ παραδώσω στα χέρια του Μάξιμ ! Τον ξέρεις τόν Μάξιμ Ό Πράκτωρ 5 έμεινε σιωπηλός. — Ό Μάξιμ, συνέχισε ό άλλος, είναι εκείνος πού σέ φιλοδώρησε μέ τό χτύπημα πού σέ κοίμησε. 'Όταν ό Μάξιμ πάρη κάποιον στά χέρια του, αυτό πού επακολουθεί δέν είναι καθόλου διασκεδαστικό ! Σηκώθηκε καί βγήκε άπό τό δω­ μάτιο, χωρίς νά προσθέση τίποτ’ άλλο. Καθώς άνοιξε τήν πόρτα, ένα κύ­ μα πυκνής ομίχλης μπήκε στό δωμά­ τιο μαζί μέ άμυδρό φώς. Ή πόρτα ίανάκλεισε. Γιά μερικές στιγμές, ό Πράκτωρ 5 Γ''ή’ μασε μέ σιωπηλή μανία καί χω­ ρίς κανένα αποτέλεσμα νά ελεύθε­ ρη τά χέρια του. ΟΙ κόμποι σφί/τιΊ σ* περισσότερο κάνοντας τή σάρΗ0Γ του ^7ά πονάη διαπεραστικά. Δτν υπήρχε καμμιά ελπίδα σωτη- -· Επρεπε νά έγκαταλειφθή στή

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ τής «Νυχτερίδας μιά εύχάριστη

Ε ΚΤΤΛΗ Ξ I Σ! Τό τεύχος αυτό (τό 14ον άπό τής έκδόσεώς μας) θά περιέχη μιάν άπολαυστική καί γοητευτική ποικιλία ύλης. Έκτος νουβέλας

τής συναρπαστικής

0 ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΙ, ΜΙΣΤΕΡ τό 14ον Τεύχος θά περτεχη,-δια­ λεχτά διηγήματα, αστυνομικό πρόβλημα, σελίδα αινιγμάτων^, σελίδα άνεκδότων καί άλλη εύ­ χάριστη καί μσρφωτική ϋλη 1

μοίρα του, νά ύπομείνη τά μαρτύρια σάν άντρας καί σάν στρατιώτης στήν υπηρεσία τής πατρίδος του καί νά πεθάνη, χωρίς νά προδώση... 1

ΈΓαι τότε μιάσκέψις άστραψε ξαφνικά στό μυαλό του Τζίμμυ Κρίστοφερ. Τά χέρια του καί τά πόδια του ήσαν δεμένα στά μπράτσα καί στά πόδια τής πολυθρόνας. Επομένως, άν τά μπράτσα καί τά πόδια τής πο­ λυθρόνας άποσπώνταν άπό τό σώμα της, τά χέρια καί τά πόδια του Πράκτορος 5 θά ελευθερώνονταν 1 Τά πόδια του άγγιξαν ελαφρά τό πάτωμα. Τά τέντωσε όσο περισσότε­ ρο μπορούσε καί πάτησε γερά στό πάτωμα, πού ήταν τσιμεντένιο. Μέ πολλή δησκολία, κατώρθωσε νά άνασηκωθή μέ τά γόνατα λογι­ σμένα καί ξανακάθησε απότομα. Ή πολυθρόνα τραντάχτηκε άπότομα καί μαζί μέ τήν πολυθρόνα τό κορμί του. Τό κεφάλι του χτύπησε στό ράχη


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΡΑΚΤΩΡ 5

της πολυθρόνας καί γιά μερικές στιγμές έμεινε ζαλισμένος καί ασά­ λευτος. Έπειτα, κούνησε τό κορμί του καί διαπίστωσε μέ ίκανοποίησι δτι οί αρμοί του έτριζαν περισσότερο από πριν. Άνωρθώθηκε πάλι στά πό­ δια του καί ξανακάθησε πιό άπότομα, φροντίζοντας αυτή τή φορά νά κράτηση τό κεφάλι του γερμένο μπρο­ στά, για νά άποφύγη ένα καινούργιο χτύπημα επάνω στή ράχη τής πολυ­ θρόνας. ν Μ’ όλες τις προφυλάξεις του ό­ μως τό τράνταγμα ήταν πολύ δυνα­ τό καί τό κεφάλι του ξαναχτύπησε επάνω στό ξύλο. Αυτή τή φορά, έχα­ σε τις αισθήσεις του. "Οταν συνήλθε, είδε μέ ίκανοποίησι πώς εξακολουθούσε νά εΐναι μόνος μέ­ σα στό δωμάτιο. Δηλαδή, δέν έβλεπε κανεναν μέσα στήν περιωρισμένη άκτίνα όράσεώς του. Δοκίμασε τήν πολυθρόνα. Τό τε­ λευταίο τράνταγμα τήν είχε σχεδόν ξεχαρβαλώσει καί σάλευε μεθυσμένα επάνω στά πόδια της σέ κάθε κίνησί του. Μά καί οί δικές του άρθρώσεις πονουσαν, ενώ μέσα στό μυαλό του βούϊζαν σμήνη άπό μέλισσες καί δε­ κάδες σειρήνες, μαζί μέ τούς ρυθμι­ κούς κρότους των άτμομηχανών, πού δέν εΐχαν πάψει ν’ άκούγωνται ούτε στιγμή. Άνασηκώθηκε πάλι, έσφιξε τά δόντια του καί ξανακάθησε μέ ορμή. Ή πολυθρόνα έγινε κομμάτια και ό Πράκτωρ 5 κυλίστηκε χάμω άνάμεσα στά συντρίμμια της.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΉ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ "Οταν

άνωρθώθηκε,

ζαλισμένος

καί μωλωπισμένος σέ χίλια σημεία του σώματός του, ήταν ελεύθερος. Δηλαδή, μπορούσε νά κινή τά χέρια του καί τά πόδια του μέ τή διαφορά δτι... επάνω τους εξακολουθούσαν νά είναι δεμένα τά μπράτσα καί τά πό­ δια τής πολυθρόνας I Ή πόρτα άρχισε ν’ άνοίγη άργά. Μ’ ένα πήδημα, ό Πράκτωρ 5 βρέθηκε πίσω άπό τήν πόρτα καί, δταν αύτή άνοιξε, άφησε τόν άνθρω­ πο μέ τό μαντήλι νά μπή μέσα στό δωμάτιο καί, σηκώνοντας τό δεξιό του χέρι μαζί μέ τό ξύλο, πού ήταν, δεμένο επάνω του, τό κατέβασε έπάνωστό κεφάλι του. Τό ξύλο συνάντησε τό κρανίο του, άφήνοντας έναν ξερό κρότο, πού άκούστηκε επάνω άπό τούς κρότους των άτμομηχανών. Ό άνθρωπος μέ τό μαντήλι κλο­ νίστηκε, έγειρε κι’ έπεσε μπρούμυτα χάμω. Ό Πράκτωρ 5 έκλεισε τήν πόρτα καί μέ γοργές κινήσεις άπηλλάγη ά­ πό τά σκοινιά καί τά ξύλα. Έπειτα έσκυψε επάνω στό θύμα του, πήρε ένα πιστόλι, πού φούσκωνε στήν τσέ­ πη του, καί τράβηξε τό μαντήλι άπό τό πρόσωπό του. Κούνησε τό κεφάλι του μέ ίκανοποίησι. 'Όπως περίμενε, ό άνθρωπος μέ τό μαντήλι ήταν ό άνθρωπος μέ τό μονόκλ, πού είχε δοκιμάσει νά μάθη τήν διεύθυνσι τού δόκτορος Ράντελ άπό τό Ταχυδρομείο τού Λόνγκ Άϊλαντ I Γύρισε γοργά, άνοιξε τήν πόρτα καί βγήκε έξω. Γιά μερικές στιγμές έμεινε άκίνητος εκεί, στό κατώφλι τής πόρτας, μήν μπορώντας νά πιστέψη στά μά­ τια του. Άντίκρυσε μιά τεράστια κυκλική αίθουσα φωτισμένη άπό ισχυρούς η­ λεκτρικούς γλόμπους, πού πάλευαν μέ μιάν ομίχλη πιό πυκνή άπό τήν ο­ μίχλη τού δωματίου. Ή ομίχλη δέν ήταν...ομίχλη I 7Ηταν υδρατμοί πού ξέφευγαν άπό μιά σειρά μεγάλων άτμομηχανών, πού ήσαν στημένες επάνω σέ τσιμεντένιο πάτωμα καί δούλευαν πυρετωδώς. 7Ησαν τεράστιες οί άτμομηχανές αύτές καί είχαν παράξενο σχήμα.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Τά καζάνια τους ήσαν πανύψηλα και από μια σειρά άσφαλιστικές δικλεί­ δες έβγαιναν άφθονο* υδρατμοί. Οΐ υδρατμοί αυτοί σχημάτιζαν την ομίχλη, πού τώρα μούσκευε κυ­ ριοκλεκτικά τά ρούχα του Τζίμμυ Κρίστοφερ, γέμιζαν την αίθουσα καί έφευγαν από ένα είδος μεγάλου αγω­ γού, πού άρχιζε από τό ταβάνι καί χανόταν ψηλά. Άπό μιά πόρτα, στον απέναντι τοίχο τής αίθουσας, μπήκαν δυο άν­ τρες. Ό ένας ήταν μέτριος στό ανά­ στημα καί νευρώδης καί φορούσε σακκάκι μέ μεγάλα καρέ. Ό άλλος ήταν ένας σωστός γίγας μέ πρόσωπο βλα­ κώδες καί σκληρό καίμπράτσα γορίλλα. ?Ηταν ολοφάνερο πώς ανήκαν κΓ οί δυό στόν πιο χαμηλό υπόκοσμο. 2Ρ*οργά, ό Πράκτωρ 5 κινήθηκε προς τά δεξιά καί χώθηκε πίσω άπό μιά μηχανή. Έκεϊ, ένας άνθρωπος, φορώντας επάνω άπό τά ρούχα του μιά ποδιά εργάτη, ήταν σκυμμένος στη βάσι τής μηχανής καί ρύθμιζε μερικούς διακό­ πτες. Καθώς ό Πράκτωρ 5 πλησίασε, ό άνθρωπος σηκώθηκε, τόν είδε καί φώ­ ναξε. Ή κραυγή του δμως πνίγηκε μέσα στόν θόρυβο τών μηχανών. ’Έφερε τό χέρι του πρός τήν τσέ­ πη του σακκακιου του, προφανώς γιά νά τραβήξη κάποιο όπλο, μά ό Τζίμ­ μυ Κρίστοφερ ήταν πιο γοργός. ’Έκανε ένα ταχύ βήμα μπροστά καί ή δεξιά του γροθιά τραβήχτηκε πίσω καί τινάχτηκε μπροστά μέ τήν ορμή καί τήν ταχύτητα τών πιστονιών τής άτμομηχανής, πού δούλευε δίπλα του. Ή γροθιά προσγειώθηκε στό σα­ γόνι του άνθρώπου κΓ αυτός ρίχτηκε πρός τά πίσω, χτύπησε επάνω στό ατσάλινο σώμα τής άτμομηχανής καί σωριάστηκε χάμω αναίσθητος. ^Μέ γοργές κινήσεις, ό Πράκτωρ 5 του έβγαλε τήν ποδιά, τήν φόρεσε καί τράβηξε τόν άνθροοπο πίσω άπό ^ναν σωρό άπό κάρβουνα, πού υπήρχε πιό πέρα. 5 Επειτα, πήγε καί στάθηκε στό 'ϋΞγος οπού είχε πρωτοδή τόν έργάΓ,Τ εσκύψε επάνω στους διακόπτες Ί·- άρχισε νά τούς πασπατεύη.

37

Άπό πά άριστερά του, πίσω άπό μιάν άλλη ατμομηχανή πρόβαλαν οί δυό άντρες πού είχε δή. Είχαν, φαίνεται, άνακαλύψει τόν αναίσθητο σύντροφό τους μέσα στό κελί, όπου είχαν φυλακίσει τόν Πρά­ κτορα 5, γιατί φαίνονταν πολύ τα­ ραγμένοι καί κύτταζαν γύρω σάν νά έψαχναν νά βρουν κάποιον. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ τούς παρα­ κολούθησε υέ τήν άκρη του ματιού του, χωρίς νά σηκωθή άπό τούς δια­ κόπτες, όπου ήταν σκυμμένος. Οί δυό άντρες πλησίασαν, τυλιγ­ μένοι άπό τούς υδρατμούς, καί εκεί­ νος μέ τό καρέ σακκάκι φώναξε κάτι στόν Πράκτορα 5. 'Όταν αύτός· έκανε πώς δέν άκόυσε, ό άνθρωπος ξαναφώναξε καί τόν σκούντησε. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ άνωρθώθηκε καί τήν ϊδια στιγμή ό άνθρωπος άφη­ σε μιά κραυγή άναγνωρίσεως καί τράβηξε τό πιστόλι του. Λυτό πού επακολούθησε ήταν τό­ σο γοργό, ώστε δέν μπορεί νά περι­ γραφή άκριβώς. Τά χέρια καί τό κορ­ μί του Πράκτορος 5 έκαναν μιάν άπροσδόκητη συνδυασμένη κίνησι, πού κατέληξε στό νά στείλη τό πιστόλι του άνθρώπου στόν άέρα καί τόν ί­ διο νά τρεκλίση πρός τά πίσω, μήν ξέροντας ποιο άπό τά δύο νά κρατήση τό στομάχι του ή τό πόδι του, πού εΐχαν δεχτή τό πρώτο μιά γρο­ θιά καί τό δεύτερο μιά κλωτσιά ! Τήν έπόμενη στιγμή, ό Πράκτωρ 5 εΐχε τραβήξει τό πιστόλι, πού είχε πάρει άπό τόν ξανθό άντρα μέ τό μαντήλι. Μά ό γίγαντας ήταν πιό γοργός απ’ όσο φαινόταν.

στόν καρπό

Μέ ένα χτύπημα του χεριού του έκανε

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τόν Πράκτορα 5 νά παρατήση τό πι­ στόλι καί προχώρησε απειλητικά προς τό μέρος του προτείνοντας τά τερά-! στια χέρια του. Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ είδε δτι θά ήταν σωστή αυτοκτονία τό νά δοκιμάση νά έρθη σε σύγκρουσι έξ έπαφής μέ τόν γίγαντα εκείνον. "Εσκυψε, καθώς ή μια γροθιά του αντιπάλου του διέγραφε μια τρομερή τροχιά, πέρασε κάτω από τό μπρά­ τσο του καί πήγε καί κόλλησε τήν πλάτη του στόν μουσκεμένο από τους υδρατμούς τοίχο. Εκεί, ενώ ό άνθρωπος μέ τό καρέ σακκάκι προσπαθούσε νά ξαναβρή τήν άνάσα του καί ό γίγαντας πλησία­ ζε μέ μεγάλα βήματα, ό Πράκτωρ 5 έκανε κάτι παράξενο. "Εφερε τό χέρι του στήν πόρπη τής ζώνης του καί τήν άπέσπασε. Μπροστά στά κατάπληκτα μάτια του γίγαντα, ή πόρπη μετεβλήθη σέ... ένα μακρύ σπαθί I Αυτό ήταν ένα άπό τά δπλα, στά δποία ό Πράκτωρ 5 κατέφευγε σέ έ­ σχατη άνάγκη. Ή πόρπη τής ζώνης του είχε στό εσωτερικό της ένα έλα­ σμα άπό λεπτότατο καί ισχυρότατο ατσάλι πού, άναδιπλωνόμενο, σχημά­ τιζε τή λεπίδα ενός σπαθιού μέ λαβή τήν ϊδια τήν πόρπη. Ό γίγαντας άφησε μια κραυγή έκπλήξεως καί τρόμου καί δοκίμασε νά τραβηχτή πίσω. Μά ήταν αργά πιά. Τό βαρύ κορμί του δέν μπόρεσε νά σταματήση εγκαίρως καί ή λεπίδα του σπαθιού του Τζίμμυ Κρίστοφερ τρύπησε τό στήθος του στό μέρος τής .καρδιάς. Ό γίγαντας σωριάστηκε χάμω σαν κεραυνόπληκτος. Τήν ίδια στιγ­ μή, ό Πράκτωρ 5 σκόνταψε επάνω σ’ ένα σφυρί πεταγμένο χάμω καί, γιά νά διατηρήση τήν ισορροπία του κρα­ τήθηκε- άπό έναν χαλκά, πού ήταν χτισμένος στόν τοίχο. Τότε, συνέβη κάτι άπροσδόκητο καί σχεδόν άπίθανο. "Ενα μέρος του τοίχου άνοιξε προς τά έξω, σαν πόρ­ τα, κι’ ό Πράκτωρ 5 έπεσε μέσα σ’ ένα μαύρο κενό. Πίσω του, καθώς έπεφτε, άκουσε μια φωνή νά λέη σαρκαστικά : —Καλό ταξίδι στήν Κόλασι, ΠράνΤ/· ·\ Γ\ Ρ. I

ΠΡΑΚΤΩΡ 5 Τ ό σπαθί ξέφυγε. άπό τό χέρι του, καθώς έπεφτε, καί τό κορμί του χτύπησε μέ πάταγο σέ νερό, πού άνοιξε καί τόν αγκάλιασε. Μιά φριχτή βρώμα τόν πλημμύρι­ σε, καί τό κορμί του συνάντησε έναν σκληρό βυθό μέ τόση φόρα, ώστε γιά μερικές στιγμές έμεινε εκεί ακίνητος καί ζαλισμένος, ενώ άπό τά ρουθού­ νια του έμπαινε τό άποκρουστικό ύγρό. "Επειτα, σάλεψε σπασμωδικά τά χέρια του καί τά πόδια του καί βγή­ κε στήν επιφάνεια. Ό αέρας πού άνάσανε άπληστα, ήταν εξίσου βρώ­ μικος. Δοκίμασε νά πιαστή άπό κάπου, μά τά δάχτυλά του συνάντησαν μόνο λείο τοίχο, δπου δέν υπήρχε ή παρα­ μικρή προεξοχή γιά νά κρατηθή. Βρισκόταν μέσα στό δίκτυο τών υπονόμων, πού έκτείνονταν κάτω άπό τή Νέα Ύόρκη, καί τό ρεύμα τής υ­ πονόμου, δπου είχε πέσει, τόν παρέ­ συρε άργά καί σταθερά... πού ; ... Λίγες ώρες αργότερα, ό Τζίμμυ Κρίστοφερ έμπαινε στό' μεσιτικό γρα­ φείο τού «κ. Μπράουν» καί γινόταν δεκτός μέ θερμότητα άπό τόν Ζ—7 καί τόν Α—11. — "Οταν πήρα τό τηλεφώνημά σου άπό τό /17ο Τμήμα, Πράκτωρ 5, καί άκουσα σέ ποιά κατάστασι βρισκό­ σουν, καθώς καί δτι είχες βγή άπό τις υπονόμους, έκανα κάτι πού δέν ξέρω αν ήταν σωστό ή οχι. Διέταξα τήν Αστυνομία τής Νέας Ύόρκης νά τοποθετήση φρουρούς σέ κάθε έξοδο υπονόμου πού υπάρχει μέσα στήν πόλι, στό λιμάνι, ή στά περίχωρα. Ό Πράκτωρ 5, πού είχε καθαριστή καί άλλάξει στό μεταξύ, κούνη­ σε τό κεφάλι του χαμογελώντας : — Κάνατε πολύ καλά. είπε. Τώρα, χρειάζομαι τριάντα τουλάχιστον μυ.στικούς πράκτορες, πού νά θέλουν νά κάνουν λουτρό I 'Ο Ζ—7 γούρλωσε τά μάτια του. — Πού νά θέλουν νά κάν@υν... τί ; ρώτησε μέ άπορία. — Πού νά θέλουν νά κάνουν λου­ τρό, έπανέλαβε ό Πράκτωρ 5 εξακο­ λουθώντας νά χαμογελά. Νομίζω δτι ξέρω πού βρίσκεται ό τύπος τής άτομικής βόμβας σιδήρου τού δόκτορος


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39

ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ Ό Ζ—7 άνακάθησε στην καρέκλα του μέ μάτια πού άστραφταν. —Διάβολε I, μουρμούρισε. Είσαι τρομερός, Πράκτωρ 5 1 ’Άν έχεις μαν­ τέψει ίόωστά... — Ελπίζω ότι έχω μαντέψει σω­ στά, είπε σταθερά ό Πράκτωρ 5. Α­ κουστέ τώρα τί συνέβη καί τί πρέπει να κάνουν οί μυστικοί πράκτορες που σάς ζήτησα...

ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΠΑ3ΡΟΒΣΚΥ ΠΑΛΙ Ή είσοδος των «Λουτρών Παβρόβσκυ» ήταν όλοφώτιστη, μολονότι τό βράδυ δεν είχε πέσει άκόμα εντε­ λώς. Ό Πράκτωρ 5 βγήκε από τό ταξί καί άνέβηκε γοργά τά σκαλοπάτια. Στον μεγάλο, πολυτελή προθάλαμο, ό γίγαντας μέ τό σαρίκι πλησίασε καί άρχισε νά υποκλίνεται. "Οταν ό­ μως άναγνώρισε τον Πράκτορα 5, τό στόμα του άνοιξε μιά σπιθαμή καί γούρλωσε τά μάτια του. — Καλησπέρα, Μάξιμ I είπε εύθυ­ μα ό Τζίμμυ Κρίστοφερ. Δεν σου κρατώ κακία για τή γροθιά, που μου έδωσες στό κεφάλι τό πρωί, όταν είχα βγή έξω μαζί μέ την Μις Άννίτα Παβρόβσκυ 1 Τό ένα χέρι του γίγαντος χώθηκε κάτω από τή ρόμπα του. —θά έμενα ήσυχος άν ήμουν στή θέσι σου, Μάξιμ, είπε ό Πράκτωρ 5. Κύτταξε γύρω I Ό γίγαντας κύτταξε γύρω καί είδε ότι όλες σχεδόν οί πόρτες τών λουτρών είχαν άνοίξει καί στά κα­ τώφλια τους στέκονταν οί πελάτες, πού ό ίδιος είχε οδηγήσει εκεί λίγο νωρίτερα.

ΤΗσαν όλοι τους εντελώς ντυμέ­ νοι. Τά πρόσωπά τους ήσαν σκυθρω­ πά καί στά χέρια τους κρατούσαν άπό ένα πιστόλι. Ό Μάξιμ, μέ τό πρόσωπο γεμάτο τρόμο, σήκωσε τά χέρια του ψηλά. —Δέστε τον καί κλειδώστε τον σ’ ένα λουτρό I, διέταξε ό Πράκτωρ 5. "Επειτα δέστε καί κλειδώστε όποιον βρήτε μέσα στό κτίριο καί κατεβήτε στά ύπόγεια ! Γρήγορα I Κάθε στιγμή πού περνά είναι κρίσιμη. Κατευθύνθηκε γοργά στόν ανελκυ­ στήρα, όπου δυό μυστικοί πράκτορες είχαν κιόλας έγκατασταθή θέτοντας εκτός μάχης τούς γκρούμ, καί άνέβη­ κε στό τρίτο πάτωμα. Σταμάτησε μπροστά στήν πόρτα του γραφείου τής Άννίτας Παβρόβ­ σκυ καί, χωρίς νά χτυπήση, γύρισε τό πόμολο καί άνοιξε άπότομα τήν πόρ­ τα, τραβώντας τό πιστόλι του από τήν τσέπη του. Ή Άννίτα Παβρόβσκυ, καθισμένη #

ΓΟ

ι Φ

/ Φ

/

Τά προηγούμενα τεύχη της

Φ

/ Φ

/ 9

/ 9

ίΟ /

Ο * ο

/ ο

/ο / φ

/ 9

#

β /

9 /

/ 9

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ /9

Φ

/

✓φ

1) ΤΟ ΑΙΝΤΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕ|ΘΑΝ;Ε ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ * 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚ ΡΟΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, Ε:ΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) Δ,ΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ Κ ΟιΚ Κ Ι·ΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ άνετυττώΦη< αν :χ<χΙ πω λούεται εις τά γραφεία μας. ΔΕΛΗΓΙΩ ΡΓΗ 30 (Πάροδος άδοΰ *Αγ. Κων)νου) αντί μόνον 2 000 δραχμών.

/ 9

/

φ / φ

/9 /

φ

/ φ

/ Ο

/ 9

/ 9

/ Ο

/ ο

/ ο

/ φ

ί


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» πίσω από τό τραπέζι της, άνωρθώθηκε μέ τό πρόσωπο συσπασμένο άπό την έκπληξι. Κύτταξε τόν Πράκτορα 5 σαν να έβλεπε ένα φάντασμα. — Μά..., τραύλισε. Ό Πράκτωρ δ μίλησε και ή φωνή του είχε κάτι από την ψυχρότητα τού* πάγου : — Δεν περιμένατε να μέ ξαναδήτε, Μις Παβρόβσκυ, έ ; Δεν ξέρατε ϊσως μέ ποιόν έχετε να κάνετε. Τώρα, άν έχετε την καλοσύνη, άνοίξτε τό χρη­ ματοκιβώτιό σας καί δόστε μου τόν τύπο τής ατομικής βόμβας σιδήρου, πού έσεΐς κι” οΐ άνθρωποί σας κλέ­ ψατε άπό τόν θείο σας δόκτορα Φρίτς Ράντελ I...

ΠΡΑΚΤΩΡ 5>

χηγοί τής σπείρας ήσαν ή Άννίτα Πα­ βρόβσκυ καί ό ξανθός εκείνος τζέν­ τλεμαν μέ τό μονόκλ, πού άρνεΐται νά μάς χαρίση τό όνομά του... —Μπορώ νά σάς πώ εγώ τό όνο­ μά του!, φώναξε ό Γενικός Πρόξε­ νος τής Γερβανίας. Λέγεται Άντολφ Σουμπερν καί είναι ό γραμματεύς μου, ό· γραμματεύς του Γενικού Προ­ ξενείου τής Γερβανίας! Ό Τζίμμυ Κρίστοφερ ύποκλίθηκε ειρωνικά. —Τό καμουφλάρισμα ήταν πολύ έξυπνο, συνέχισε. Στα υπόγεια τών λουτρών ύπήρχε μιά μυστική πόρτα, πού ώδηγούσε σ’ ένα ύπόγειο συγ­ κρότημα εργαστηρίων. Εκεί—όπως φ είπε ό δόκτωρ Ράντελ πού έπεσκέφθη τό γραφείο τό μέρος —υπήρχαν όλα τά απαραί­ του Διευθυντού τής Αστυνομίας “τής τητα για τήν κατασκευή μιάς άτομιΝέας Ύόρκης, όπου οί μυστικοί πρά­ κής βόμβας σιδήρου, άκόμα καί α­ κτορες είχαν οδηγήσει τούς αιχμα­ τμομηχανές, πού λειτουργούσαν μέ λώτους των, γιατί δεν ήθελαν νά δη­ υψηλή πίεσι καί πού οί υδρατμοί τους μιουργήσουν στό γραφείο του «Μπράδιωχετεύονταν στους άγωγούς έξαουν» άναστάτωσι πού θά πρόδιδε τμίσεως τών λουτρών. Εκεί κάτω, την πραγματική υπόστασί του, ό μέσα σ’ ένα κελί, μουσκεμένον άπό Πράκτωρ δ έρριξε μιά ματιά γύρω, τήν υγρασία, βρήκαμε τόν Τίμ Ντόνο­ πριν μιλήση. βαν. Στό χρηματοκιβώτιο τής Μις Σέ μιά γωνία του δωματίου ήσαν Άννίτας Παβρόβσκυ, ύπήρχε ό τύπος σεγκε^τρωμένοι οί αιχμάλωτοι άνάτής άτοτικής βόμβας σιδήρου. 'Όλα μεσα στούς όποιους ξεχώριζαν ή θά πήγαιναν περίφημα γι’ αυτούς, Άννίτα Παβρόβσκυ κΓ ό ξανθός, πού άν δέν έκαναν τό σφάλμα νά αιχμα­ είχε ξαναβρή τώρα τό μονόκλ του λωτίσουν έμενα καί τόν Τίμ... καί τό φορούσε μέ αγέρωχο ύφος —Μέ συγχωρής, τόν διέκοψε ό πού όμως δεν ήταν καί τόσο σίγουρο. Ζ—7. Πώς έβγαλες τό συμπέρασμα Αριστερά στόν Πράκτορα δ ήσαν ότι στά Λουτρά Παβρόβσκυ ήταν τό καθισμένοι ό Διευθυντής τής Αστυ­ άρχηγείο τους ; νομίας, ό Ζ —7, ό Α —11 καί ό... Τίμ — Κατάψερα νά άποκρυπτογραφήΝτόνοβαν, πού χαμογελούσε αδιάκο­ σω τό μήνυμα τού Τίμ, είπε ό Πρά­ πα κλείνοντας κάθε τόσο τό μάτι κτωρ δ χαμογελώντας. Ή σκάφη δέν στό Τζίμμυ Κρίστοφερ. Δεξιά, ήταν καθισμένοι ό δόκτωρ . σήμαινε ούτε βάρκα ούτε σκάφη, άλλά λουτήρα ! 'Όπως μου είπε ό ίδιος Ράντελ κι* ό Γενικός Πρόξενος τής όταν τόν ελευθερώσαμε, άκουσε τούς Γερβανίας Χάνς Πάρντελ, πού έράπαγωγείς του νά λένε ότι έπρεπε ριχναν κΡ οί δυο προς τό μέρος των νά τόν πάνε στά Λουτρά καί σχέδια­ αιχμαλώτων άγρια βλέμματα γεμάτα σε τόν λουτήρα, πού όμως έμοιαζε θυμό. περισσότερο μέ σκάφη. Συσχέτισα τό —Ή ύπόθεσις πήρε τέλος, δήλωσε σκίτσο αυτό μέ τά Λουτρά ΓΙαβρόβό Πράκτωρ δ. Τά λουτρά Παβρόβσκυ σκυ, μέ τήν έπίθεσι πού μού έγινε ήσαν καμουφλάρισμα του άρχηγείου μπροστά στό ίδιο κτίριο, μέ τόν άμιας διεθνούς σπείρας εγκληματιών, γωγό πού έβγαζε τούς υδρατμούς, μέ πού σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τή συγγένεια τής Παβρόβσκυ μέ τόν άγνωστα άκόμα όπλα μέ τρομερή άδόκτορα Ράντελ, κι’ έβγαλα τό συμ­ ποτελεσματικότητα για νά ενεργή­ πέρασμά μου. σουν ληστείες μεγάλης έκτάσεως, ΤΕΛΟΣ εκβιάζοντας ολόκληρα κράτη! Αρ­


ΞΥΡΙΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ ύπό ΔΙΟΥ ΜΕΡΡΙΛ Ό ’Άνταμ Σόμερβελ, ένας γερο­ δεμένος νέος τριάντα χρόνων μπήκε στό γραφείο του, στό τμήμα Ερευ­ νών τής Ασφαλιστικής Εταιρίας Ζωή, καί χώθηκε αναπαυτικά μέσα στην περιστροφική πολυθρόνα του, σκουπί­ ζοντας τό ίδρωμένο του μέτωπο. Εί­ χε κάνει ένα μικρό κουραστικό ταξι-'’ δάκι, τή ζεστή εκείνη μέρα, άπ’ τό ’Όκλαντ, τό προάστειο όπου κατοι­ κούσε, ως τό γραφείο, καί μιά μικρή συζυγική φιλονεικία γύρω από τον καφέ συντέλεσε στό νά του χαλάση άκόμα περισσότερο τή διάθεσι. —Άλλο δεν μου λείπει, εΐπε μέ­ σα του, άπό τό νά μου έχει έτοιμη ό γέρο^Ρούφους καμμιάν άπό εκείνες τις περιπετειώδεις έρευνες πού συνη­ θίζει νά μοϋ άναθέτη. Δεν πρόλαβε νά τελειώση καλάκαλά τή φράσι του καί ό 'γερο-Ρούφους, ό προϊστάμενος του τμήματος μπήκε μέσα κρατώντας μιάν άρκετά μεγάλη δέσμη χαρτιών στά χέρια του. —Καλημέρα, Σόμερβελ, τοϋ είπε. Σοϋ έχω μιά σπουδαία ύπόθεσι γιο: σήμερα. Δεν μου λές, άλήθεια, μπο­ λιάστηκες καμμιά φορά; —’Άν μπολιάστηκα ; Βέβαια ! Α­ νεμοβλογιά, τύφο, έξανθηματικό... — Δηλαδή, έχεις κάνει δ,τι χρειά­ ζεται, δαμαλισμό καί εμβολιασμό ; — Μά βέβαια, κύριε Ρούφους, είπε

ήρεμα ό Άνταμ. Προς τί δμως αυ­ τές οί ερωτήσεις ; Ξέρετε, δέν παίρνω ποτέ τόν κόπο νά συζητώ πάνω σέ τέτοια υψηλά ιατρικά θέματα μέ άνίδεους... —Ανίδεους ; Μπά I Καινούριο ε­ πίθετο λανσάρισες πάλι γιά μένα ; "Ας είναι δμως, Σόμερβελ, άς ξαναγυρίσουμε στό ενδιαφέρον μας θέμα. Δέ μου λές, μπολιάστηκες ποτέ γιά βουβωνική πανώλη ; — Πρός θεοϋ ! Δέν σκέφτηκα ποτέ τέτοιο πράγμα, άρθρωσε ό ’Άνταμ άναπηδώντας στην καρέκλα του. Πα­ νώλη ; Εννοείτε την Ασιατική Πανώ­ λη ; Πώς διάβολο σάς ήρθε μιά τέ­ τοια ιδέα ; — Υπάρχει σοβαρός λόγος πού μέ κάνει νά σέ ρωτώ, είπε ό Ρούφους. *Έχω μιά ανάλογη ύπόθεσι πού θέλω νά άναλάβης, Σόμερβελ. θά σέ στείλω σέ μιά καραντίνα πανώλους γιά νά έρευνήσης έναν πολύ ύποπτο θά­ νατο. Είσαι ένας πεπειραμένος μι­ κροβιολόγος, Σόμερβελ, καί ακριβώς είσαι ό άνθρωπος πού χρειάζεται σ’ αύτήν τήν περίπτωσι. Δέν έχεις νά φοβηθής τίποτ’ άλλο άπό τούς... ψύλ­ λους. Λοιπόν, τό νου σοϋ 1

Καινούργιος τόν ’Άνταμ. ™-ϊ

■ Μί^ΤΓΒΓΙ

ιδρώτας

περιέχυσε

ίΜ^ίΜΗΜΙ Μ9·····1

Ό ντέτεκτιβ ’Άνταμ Σόμερβελ, δέν χρησι­ μοποιούσε ποτέ πινέλο στό ξύρισμα χι’ αύτό τού έσωσε τήν £ωή, όταν βρέθηκε ανάμεσα σέ τρομακτικά κρούσματα βουβωνικής πανώλους!


42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Μά θά αστειεύεστε, κύριε Ρούφαυς, είπε μέ σβυσμένη φωνή. — "Οχι, παιδί μου, σοϋ μιλώ εν­ τελώς σοβαρά. Πρόκειται για την υπόθεσι Πώλ Ρέμσεν, τρΟ έφοπλιστοΟ, πού πέθανε χτες βράδυ από πανώλη, άφίνοντας κάπου τριάντα εκατομμύ­ ρια δολλάρια.^Τό ποσό αύτό δεν μάς αφορά. Μάς αφορά μόνο ή άσφάλεια ζωής πού ανέρχεται σέ διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολλάρια εις όφε­ λος τής χώρας. —Που πέθανε ; άρθρωσε μέ κόπο ό Ανταμ. Στις Ινδίες ; —Ποιες Ινδίες ; Έδώ πέθανε, στό Μάτταπαν τής Νέας Ύόρκης. Οί άρχές κρατούν την αιτία του θανάτου μυστική γιά νά μην τρομοκρατηθή ό λαός, αλλά έχουν κάνει άποκλεισμό στό σπίτι καί τούς φιλοξενουμένους. Εκείνο πού πρέπει νά μάθωμε είναι πώς κόλλησε αυτή την άσθένεια ό Ρέμσεν. Κύτταξε όλους τούς φακέλλους σου, Σόμερβελ. Τούς έρριξα κΤ εγώ μιά ματιά. "Εχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. — Τό ξέρω πώς έχουν. Μάλιστα, άν θυμάστε, εγώ είχα φέρει πολλές άντιρρήσεις γιά τήν έκδοσι του συμ­ βολαίου αυτού. —Δέν τό θυμούμαι, Σόμερβελ. Πάντως όμως τό ζήτημα τώρα δέν είναι ή έκδοσις. Εκτός πιά άν άποδειχθή ότι ή χήρα δολοφόνησε τόν Ρέμσεν, οπότε βέβαια θά ληφθούν άλλα μέτρα. ■ Κύτταξε όμως τούς φακέλλους σου, γιά νά -μελετήσουμε τήν ύπόθεσι καλά. Ό "Ανταμ άνοιξε τούς φακέλ­ λους του. Είχε συστηματικά ξεχωρί­ σει, γιά ιδιαιτέρα του χρήσι όλα τά συμβόλαια πού ξεπερνούσαν τό ποσό τών εϊκοσι πέντε χιλιάδων δολλαρίων. Οί φάκελλοι είχαν κάθε λεπτο­ μέρεια καί στοιχεία 1 πού είχαν συλλεχθή μέ κάθε δυνατό τρόπο. Ή ε­ ταιρία ήταν ύπερήφανη ότι κατέβαλε τήν^άποζημίωσι μέσα σέ σαρανταοκτώ ώρες μετά τόν θάνατο, αλλά πα­ ρακολουθούσε τήν ύπόθεσι μέ άγρυ­ πνο μάτι. — Ρέμσεν, Πώλ, είπε ό "Ανταμ. ’Εδώ είναι. Αύτή τόν ύπόθεσι τήν μελέτησα άπειρες φορές, καί μάλιστα μέ ανυπομονησία περίμενα νά δώ πό­

ΞΥΡΙΣΜΑ τε ή κ. Ρέμσεν

θά ξαναγινόταν πάλι

χηρ«·

— Πραγματικά αύτός ήταν ό τρί­ τος άντρας της, είπε ό Ρούφους. Ό πρώτος της ήταν ό "Ογκντεν Ράουζ, ό εκατομμυριούχος. Πέθανε άπό δερ­ ματίτιδα, όπως εΐπαν οί γιατροί, μόλυνσι τού δέρματος. — Ή δερματϊτις είναι μιά πολύ συνηθισμένη άσθένεια, είπε ό "Αν­ ταμ. — Ό δεύτερος άντρας της ήταν ό Λεοπόλδος Κούρτις, ένας πολύ πλού­ σιος ύφαντουργός. Βλέπεις ή χήρα αύτή διάλεγε πάντα εκατομμυριού­ χους. Κι’ αύτός πέθανε άπό φλυ­ κταινώδη δερματίτιδα. Τί λες νά ση­ μαίνουν όλα αύτά; —'Ό,τι καί νά σημαίνουν, εγώ έ­ χω τη γνώμη ότι ή ιατρική έκθεσις κάτι μάς κρύβει. Βέβαια, θυμηθείτε εκείνο τό : ύποψίαι βουβωνικής πα· νώλους. — Φαίνεται πώς κι* οι γιατροί έ­ χουν πραγματικά πελαγώσει, είπε ό Ρούφους. Πάντως, διέγνωσαν στόν Πώλ Τ’έμσεν πανώλη καί έτσι αποφά­ σισαν νά κάνουν καραντίνα στό σπί­ τι. Εμπρός λοιπόν, Σόμερβελ, κύτ­ ταξε νά ξεσκαλίσης αύτή τή βρωμιά.

Τό τετευταίο φύλλο πού ό "Αν­ ταμ κρατούσε στό χέρι, ήταν μιά συσσώρευσις πληροφοριών άπό διάφορες πηγές. Ό πατέρας τής κ. Ρέμσεν ήταν ε­ πιχειρηματίας σιδηροδρόμων στις Ιν­ δίες. Αύτός άνέλαβε τήν κατασκευή τής σιδηροδρομικής γραμμής τής Μπούρμας καί τού Άσσάμ. Είχε μα­ ζί του τή γυναίκα του καί τά παι­ διά του.· Ή κ. Ρέμσεν—ή Άλικη Γκούντ όπως τήν έλεγαν τότε— έγι­ νε ή ήρωΐς ενός δυσαρέστου επεισο­ δίου στό όποιο είχε άνακατευθή κι’ ό Τζάντζιτ Σίγκ, Πρίγκηψ καί διοικη­ τής ενός μικρού πριγκηπάτου. Είναι μιά μεγάλη Ιστορία, κύριε Ρούφους. —Τήν ξέρω. Τήν έχω διαβάσει. Αύτός ήθελε νά παντρευτή τήν Άλι­ κη καί γι’ αύτό έστραγγάλισε, κα­ θώς άναφέρουν, τήν πριγκήπισσα σύ­ ζυγό του. Αύτή έδωσε κατάρα στήν


ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ Άλικη, νά πεθαίνη όποιος τήν παντρευτή η τήν άγαπήση. — Ακριβώς. Και αφού ήταν γνω­ στό αυτό τό πράγμα καί μάλιστα εί­ χαμε προηγούμενες παρόμοιες περι­ πτώσεις, δεν καταλαβαίνω πώς δε­ χτήκαμε νά άσφαλίσωμε τόν Πώλ Ρέμσεν. — Αύτό πάντως δεν αφορά τό τμήμσ μας. Εμάς μάς ενδιαφέρει αύτό: ό πελάτης μας πέθανε άπό πανώλη καί εμείς ε’ίμεθα άναγκασμένοι νά καταβάλωμε μιάν άποζημίωσι διακοσίων πενήντα χιλιάδων δολλαρίων. Αύτό θά κυττάξης νά διαπιστώσης, αν ό θάνατος ήταν φυσιολογι­ κός. Ό Άνταμ ξεστόμισε μιά βρισιά. — Ή γυναίκα έχει στήν υπηρεσία της έναν Ινδό, εδώ καί δέκα χρόνια, σάν ενθύμιο άπό τις όμορφες μέρες της στις Ινδίες, είπε ό προϊστάμενος. Πρόσεξε, Σόμερβελ, αυτόν τόν άν­ θρωπο. Πιθανόν νά προσπαθήση νά σε μπολιάση μέ πανώλη, αν ή γυναί­ κα σέ ύποπτευθή. — Μά θά πρέπη νά βρή πρώτα πον­ τικό καί ψύλλους γιά τή δουλειά αυ­ τή, είπε ό Άνταμ. — Αύτό είναι δική σου δουλειά. Έγώ πάντως σέ προειδοποίησα πώς στο σπίτι ύπάρχει πανώλης καί οί αρχές τό αποσιωπούν, γιατί αύτό θά προκαλέση πανικό μεταξύ τών παρα­ θεριστών στό Μάτταπαν^ πού αυτή την εποχή είναι στήν πιό ζωηρή του κίνησι. Καί φαντάσου τί ζημιά θά εί­ ναι γιά τό Κράτος αν γίνη τέτοιο πράγμα γνωστό. Έσύ εκείνο πο.ύ έ­ χεις νά κάνης είναι νά πάς νά βρής μέ ποιό τρόπο ή κ. Ρέμσεν κατάφερε νά^ διατηρήση τό μολυσμένο ποντίκι, καί νά δασκαλέψη τούς ψύλλους νά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43 τσιμπήσουν (άφού τσιμπήσουν πρώτα τό ποντίκι), τόν Πώλ Ρέμσεν μονάχα. Μ* αύτό τόν τρόπο, θαρρώ, δεν δια­ δίδεται ή πανώλης; —Ναι, αυτός είναι ό τρόπος. Μά εμένα διαλέξατε νά στείλετε σέ τέ­ τοια επικίνδυνη δουλειά, κ. προϊστά­ μενε ; Εμένα, οικογενειάρχη άνθρωπο ; — Δέν μπορώ νά στείλω άλλον. Έσύ είσαι ό κατάλληλος γιά μιά τέτοια ύπόθεσι. Μήν ξεχνάς, ή εται­ ρία θά σου δώση μιά γενναία επιχο­ ρήγησή όταν έπιστρέψης.

Στό ντουλάπι του γραφείου του ό Άνταμ είχε δυό τσάντες. Ή μιά ήταν ή βαλίτσα του μέ όλα τά απα­ ραίτητα ρούχα γιά τήν περίπτωσι διανυκτερεύσεως, σέ ένα μέρος στό ό­ ποιο θά τόν έστελναν βιαστικά καί άπροειδοποίητα. Έτσι δέν ήταν άναγκασμένος νά τρέχη στό σπίτι γιά νά έτοιμαστή. Ή άλλη ήταν τό κινη­ τό του, όπως τό έλεγε καί ό ίδιος, χημικό εργαστήριο γιά τήν περίπτωσι πού θά χρειαζόταν επί τόπου μιά ε­ πιστημονική έρευνα. Είχε μέσα όλα τα άπαραίτητα γιά έρευνες δακτυλι­ κών άποτυπωμάτων καί τή σχετική σκόνη άλουμινίου. "Ενα μικροσκόπιο, ένα φασματοσκόπιο, μιά συσκευή α­ κτινών >£, καί επί πλέον «κυανουν του μεθυλενίου» καί «θειϊκόν οξύ» γιά τις μικροβιολογικές παρατηρήσεις του. —Εμπρός, του είπε ό προϊστάμε­ νος, μάζεψε τά πράγματά σου καί πήγαινε γρήγορα. —Ειδοποιήστε τήν γυναίκα μου, τουλάχιστον, γιατί δέν προλαβαίνω εγώ. —Πάλι μέ μπλέκης μέ τήν γυναί­ κα σου I θά μου ψάλη όσα δέν μπο­ ρείς νά φανταστής, πάλι. Αλλά τί νά κάνω ; Πήγαινε έσύ νά προλάβης τό τραίνο καί εγώ τό τακτοποιώ αύ­ τό τό ζήτημα. ...Τό Μάτταπαν ήταν ένας μικρός σιδηροδρομικός σταθμός πάνω στον δρόμο προς τό Μοντρεάλ, καί στα­ ματούσαν εκεί μόνο δυό τραίνα τήν ήμέρα. Ό "Ανταμ κατέβηκε εκεί, στό πρωτόγονο αύτό άγροτικό μέρος, μέ τά λίγα άγρόσπιτα καί πέντε έξη μικρομάγαζα κοντά στόν σταθμό.


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» "Ενα σαραβαλιασμένο ταξί περίμενε επιβάτες καί ό ’Άνταμ ύπήρξε ό μοναδικός του. — Μέ πας στο σπίτι των Ρέμσεν ; ρώτησε. Ό σωφέρ στροβομουτσούνιασε. —Σάς πάω, μά δεν πρόκειται νά σάς πάρω ξανά πίσω, είπε. Ξέρετε έχουν καραντίνα. —Ναί, έτσι ακόυσα κι’ εγώ. "Ε­ χουν πανώλη, δεν είναι έτσι; —Ά-σι-α-τι-κή πανώλη. Μιά Ινδή πριγκήπισσα έχει δώσει τήν κατάρα της, ξέρετε. Εκεί μέσα, στό σπίτι αυτό, είναι ένας Ινδός — ό Τσέρρυ, έτσι τόν λέμε,— που τής κουβαλά τά μικρόβια όταν χρειαστούν. Ταξί, κύ­ ριε; Μήπως για τό σπίτι των Ρέμ­ σεν ; Ή τελευταία έρώτησις απευθύν­ θηκε σέ έναν μικρόσωμο καί πολύ εύκίνητον άντρα πού ερχόταν απ' τόν σταθμό. —Μάλιστα, θέλω νά πάω στό σπί­ τι του Ρέμσεν, είπε κυττάζοντας πε­ ρίεργα τόν ’Άνταμ. Ποιός είστε ε­ σείς ; ρώτησε απότομα, —Αντιπρόσωπος άσφαλιστικής ε­ ταιρίας. .—Ξέρετε, μπορείτε νά μπήτε μέσα άλλα άπαγορεύεται νά βγήτε. Τό μέ­ ρος έχει άποκλειστή λόγω βουβωνι­ κής πανώλους. — θά προσπαθήσω νά τά καταφέ­ ρω, είπε ό ’Άνταμ. Κι’ έσείς στήν ΐδια περίπτωσι μέ μένα είστε ; —’Όχι. Έγώ είμαι ύγιειονομικός, καί πάω καί έρχομαι όποτε μου άρέση. —Μά άν σάς τσιμπήση κι’ εσάς κανένας ψύλλος ; —Τότε θά τήν είχα άσχημα κι* εγώ κι’ ό κόσμος έξω, άπάντησε ό άλλος. —Ό κύριος, μεσολάβησε ό σω­ φέρ, είναι ό Δρ. Στήβενς. — Κι’ εγώ είμαι ό ’Άνταμ Σόμερβελ. Εμπρός, σωφέρ, τράβα.

& Τό ταξί ξεκίνησε. Κι’ ό ’Άνταμ βολεύτηκε αναπαυτικά δίπλα στον συνταξιδιώτη του. —Περίεργη περίπτωσι, κύριε Στή­

ΞΥΡΙΣΜΑ βενς, είπε σέ λίγο γιά ν’ άνοιξη συζήτησι. Δέν είναι έτσι; —Μά βέβαια, ποτέ δέν περιμέναμε τέτοιο κρούσμα στό Μάτταπαν. — Πού τό άποδίδετε; —Ή κ. Ρέμσεν έχει έναν Ινδό υ­ πηρέτη. Αύτός καθώς φαίνεται φιλο­ ξενεί έπάνω του ψύλλους μολυσμένους μέ πανώλη. Αύτοί οί Άσιάτες; είναι, ξέρετε, πολύ βρώμικοι. —Δηλαδή είναι άρρώστεια πού μάς τήν έφεραν από μακρυά, δέν εί­ ναι έτσι; Καί ξέρετε τήν Ιστορία τής κ. Ρέμσεν ; — Τήν ξέρω καί πάω νά πιστέψω πώς αίτια κι’ εδώ είναι ή κατάρα. —Που βρίσκεται ό νεκρός ; ρώτησε πάλι ό ’Άνταμ. —Τόν θάψαμε άμέσως. Είναι πολύ επικίνδυνο νά κρατή κανείς τέτοια πτώμα άθαφτο. — Ό Ρέμσεν ήταν ό τρίτος σύζυ­ γος τής γυναίκας αυτής. Ό πρώτος ό Όγκντεν Ράουζ πέθανε άπό άσθένεια του δέρματος. Είσέπραξε τήν άσφάλειαν τής' ζωής του, αύττί. Ό δεύτερος ό Λεοπόλδος Κούρτις πέθα­ νε κι’ αύτός άπό δερματικό νόσημα ή πολύ πιθανόν άπό βουβωνικήν πα­ νώλη. Κι* άπ’ αύτόν είσέπραξε δια­ κόσιες πενήντα χιλιάδες δολλάρια. Ποιός πιστοποίησε τόν θάνατο του Ρέμσεν ; Καί... είναι βέβαιος γιά τήν διάγνωσι τής άσθενείας; —’Εγώ τόν πιστοποίησα, είπε ό Στήβενς. Μου έκήρυξαν μάλιστα τόν πόλεμο, σ’ όλη εδώ τήν περιοχή, δέν μπορούσα όμως νά κάνω διαφορετι­ κά, είχα καθήκον νά άναφέρω τήν άλήθεια. — Βρήκατε τό μικρόβιο τής πανώ­ λους ; — ?Ηταν περιττό, Σόμερβελ. Τά


ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ συμπτώματα ήσαν καταφανή. Έξ άλ­ λου δέν σκέφθηκα να κάνω τέτοια άναζήτησι, γιατί δέν είμαι μικροβιο­ λόγος. Καί δέν μπορούσα να καθυ­ στερήσω τήν ταφή. Μήπως εσείς έχε­ τε ιδέα απ’ αυτά; —Βέβαια, είναι σχεδόν ή είδικόχης μου. Άλλα γιά πέστε μου ένα άλλο. Πώς τυχαίνει καί ψαρεύει αυτή ή κυρία όλο εκατομμυριούχους ; Εί­ ναι καθόλου όμορφη ; — Φίλε μου, φτάνει να τήν δής μόνο. Άν δέν ήμουν παντρεμένος καί μέ τρία παιδιά, δέν ξέρω κι* εγώ τί θά θυσίαζα γι’ αύτήν. Αυτή βρήκε κι* όλας έναν καινούργιο φίλο. — Τό ξέρετε τό όνομά του; — Μά καί ποιός δέν τον ξέρει εδώ γύρω ; Τον λένε Λέσλι Κρόδερς, εί­ ναι ένας ψευτοηθοποιός, δέκα χρόνια μικρότερος απ’ αύτήν. Τώρα είναι κι* αυτός αποκλεισμένος μέσα στο σπίτι της. Δέν ξέρετε, Σόμερβελ, σέ τί τρελλό περιβάλλον μπαίνετε. — Καταλαβαίνω. Ένα μόνο δέν μπορώ να καταλάβω πώς αυτή κα­ ταφέρνει νά στέλνη στόν άλλο κόσμο τούς άντρες της μέ πανώλη, όταν εί­ ναι γνωστό πώς πρέπει άπαραίτητα νό συνεργήσουν οι ψύλλοι καί τα ποντίκια. Ή υπόθεσις, Στήβενς, είναι πολύ σκοτεινή. — Πάντως, Σόμερβελ, θά τό δής καί μονάχος σου, πώς αύτή είναι δουλειά του Τσέρρυ, του ίνδού. Πώς τώρα τά καταφέρνει καί έχει τα μι­ κρόβια κατά παραγγελίαν, αυτό δέν μπόρεσα ποτέ νά τό καταλάβω. Κι’ ή γυναίκα κατά τήν γνώμη μου είναι κυριολεκτικά τρελλή. Φαντάσου πώς έχει κάνει ένα εικονοστάσι στήν μνή­ μη του άδελφοϋ της πού έπεσε στόν πρώτο πόλεμο στήν Ιαπωνία, καί προσεύχεται έκεϊ. — Έγώ θά σάς άφήσω εδώ, κύ­ ριοι. Δ’έν πάω πιό κοντά γιατί έχω παιδιά, καί είναι κρίμα, είπε διακόπτοντάς τους ό σωφέρ.

ν Οί δυο άνδρες κατέβηκαν καί πλησίασαν στόν πέτρινο μαντρότοιχο. Σ υ βάθος, μέσα σ’ έναν πυκνοφυτεκήτι-ο, φαινόταν τό σπίτι τών ” >-

ΟΗ

ν’.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45

Μέσα στό χώλ του σπιτιού βρί­ σκονταν πάνω άπό δώδεκα φιλοξε­ νούμενοι, πού βάδιζαν νευρικά πέραδώθε. —Λυπούμαι, φίλοι μου, πού δέν μπορώ νά σάς άποδώσω τήν ελευθε­ ρία σας, ό νόμος είναι πολύ αυστη­ ρός πάνω ο’ αυτό τό ζήτημα, είπε ό Στήβενς. Δέν μπορεί κανένας σας νά φύγη. Λοιπόν μήν επιχειρήσετε, σάς παρακαλώ. —Ω I Ποιός είναι αυτός ο ώραΐος νέος ; φώναξε μιά χρυσόξανθη καί χα­ ριτωμένη γυναίκα. Ά, κύριε Στήβενς, βλέπω φέρατε ένα θεϊκό δώρο σέ μιά γυναίκα. —Ό κύριος, εΐπε ό Στήβενς, είναι ό κ. Σόμερβελ, τής ασφαλιστικής έταιρίας, κυρία Ρέμσεν. Ή Άλικη Ρέμσεν μόρφασε." —Ό φτωχός αυτός άνθρωπος ξέρει πώς έχομε εδώ καραντίνα ; ρώτησε. — Μπά, δέν μέ στεναχωρούν τέ­ τοια πράγματα, κυρία Ρέμσεν, ή δου­ λειά μου είνάι αύή. Αυτή τον χτύπησε χαϊδευτικά στό μπράτσο. •—θά προσπαθήσωμε νά σάς κάνωμε τή ζωή εδώ μέσα όσο μπορού­ με τίιό εύχάριστη. Λέσλι, έλα νά γνωρίσης τόν κ. Σόμερβελ ! Ό Λέσλι Κρόδερς άπλωσε τεμπέ­ λικα τό χέρι του. ^Ηταν ένας ξανθός νέος, μέ ξεπλυμένα μάτια, πού τά πε­ ριτριγύριζαν δυο μαύροι κύκλοι. —Τσέριουαλ I, φώναξε ή κ. Ρέμ­ σεν. Ένας υπηρέτης, μαύρος σάν τό κάρβουνο, μέ μιά ρόμπα καί ένα τουρμπάν, ήρθε κοντά. —Κύτταξε νά βάλης τόν κ. Σό­ μερβελ σέ ένα δωμάτιο καί νά τόν περιποιηθής, είπε ή κ. Ρέμσεν καί πρόσθεσε κάτι ακατάληπτες φράσεις πού θά ήταν άσφαλώς ινδικά. Ό Άνταμ είδε τό μάτι τού ίνδοΰ νά κλεινή ελαφρά μέ πονηριά. Τόν ακολούθησε στις σκάλες καί έπειτα σ’ έναν μεγάλο διάδρομο καί μπήκε μαζί του σ’ ένα δωμάτιο όπου άφη­ σε τά πράγματά του. —θά ήθελα νά μάθω πώς τά κατάφερες νά κολλήσης τήν πανώλη στόν κ. Ρεμσεν, είπε ό ’Άνταμ στόν Ινδό. Ό ’Άνταμ περίμενε νά δή τό ά-


46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ποτέλεσμα τής έρωτήσεώς του. Άλλα ό Τσέρριουαλ δεν έδειξε καν >πώς κα­ τάλαβε, τα άγγλικά. 'Όταν έφυγε ό υπηρέτης, ό Άνταμ στάθηκε λίγο γιά νά θαυμάση τή γραφική δύσι του ήλιου. Κάτω στό δάσος, έβλεπε ένα κοπάδι άπό ελά­ φια, Ινδικά προφανώς, που έτρωγαν λαίμαργα, εκτός άπό ένα άπό αυτά πού φαινόταν μάλλον άρρωστο. Ό ’Άνταμ τό κύτταξε προσεκτικά καί υστέρα γύρισε στήν δουλειά του. Το­ ποθέτησε τά εϊδη τής τουαλέττας του στό διπλανό δωμάτιο του μπάνιου καί, ξεχωριστά πάνω άπ' τον νιπτή­ ρα, τήν ξυριστική μηχανή του καί έ­ να σωληνάριο κρέμας χιά ξύρισμα χωρίς πινέλο. Επίσης τακτοποίησε στό ίδιο μέρος καί τό κινητό εργα­ στήριό του. "Επειτα πλήθηκε καί κατέθηκε κάτω.

Τό γεύμα είχε κι* δλας σερβιρισθή καί έβλεπε κανένας άπ’ αυτό πώς τό νοικοκυριό τής Άλικης Ρέμσεν ήταν εξαιρετικά μποέμικο. Οί περισ­ σότεροι άπ’ τούς καλεσμένους, άν­ τρες καί γυναίκες, βάδιζαν πάνω — κάτω, Ί^πό τήν επήρεια των λικέρ άσφαλώς, καί έπαιρναν τούς μεξέδες πού προσέφερε ό Τσέρριουαλ, πού είχε τήν διεύθυνσι του μπουφέ. Δυναμωμένος με ένα δυο ποτηρά­ κια ό ’Άνταμ βρισκόταν σε ύπέροχο κέφι καί είχε κιόλας πιάσει μιά ψιλή κουβεντούλα μέ μιά χαριτωμένη μελαχροινή, όταν ξαφνικά τόν διέκοψε ή οικοδέσποινα. — Φαντάζομαι δτι θά σάς κάνη άσχημη έντύπωσι ή συγκέντρωσις αυτή έδώ μέσα, δταν σκεφθήτε πώς δεν είναι ούτε δυό μέρες πού πέθανε ό άντρας μου, είπε. Άλλα...πώς νά σάς τό πώ : Αυτούς τούς άνθρώπους δεν τούς θέλω, ούτε τούς κάλεσα ε­ γώ. ΤΗσαν καλεσμένοι τοϋ Πώλ. "Ε­ πειτα, θά σάς ' πώ καί κάτι άλλο : Ό γάμος μας ήταν μόνο κατά τύ­ πους, γιατί δεν είχαμε ποτέ άμοιβαία αισθήματα. — Μά μήν στενοχωρεϊσθε, κυρία μου, εΐπε ό ’Άνταμ ρουφώντας ηδο­ νικά τό ποτό του. Έγώ δέν τά προ­

ΞΥΡΙΣΜΑ σέχω αυτά τά πράγματα. ?Ηρθα μό­ νο γιά νά εξακριβώσω τά αίτια του θανάτου. Ένας τυπικός έλεγχος πού πρέπει νά γίνη. — Ελάτε μαζί μου 1 Τόν ώδήγησε, άνεβαίνοντας τις σκάλες, στό μπουντουάρ της, δπου πάνω σε ένα ραφάκι έκαιε ένα καν­ τήλι καί αρωματικό λιβάνι. Πάνω άπ’ τό καντήλι ήταν ή φωτογραφία ενός νέου Αμερικανού Αξιωματικού. —Ό άδελφός μου, εΐπε αυτή μέ κατάνυξι, πού σκοτώθηκε στον πρώτο πόλεμο στήν Ιαπωνία. Είμαστε οί δυό μας σάν δίδυμες ψυχές. Κανένας άντρας δέν στάθηκε πιο κοντά στήν καρδιά μου, δσο ό Κλίφψορντ. Σώπασε γιά λίγο. —Ό πατέρας μου, συνέχισε, μάς είχε πάρει καί τούς δυό στις Ινδίες. ’Εκεϊ ή μοίρα μέ έφερε κοντά στόν πρίγκηπα Τζάντζιτ Σίγκ. 'Όλα δμως αυτά πού διαδίδουν σχετικά είναι μόνο κακόβουλες φήμες. — "Ετσι νομίζω κΤ εγώ, εΐπε ό ’Άνταμ. — Ό υπηρέτης μου, εξακολούθησε ή χήρα, ό Τσέρριουαλ, μού έσωσε τήν ζωή άπό τόν πρίγκηπα, δταν αυ­ τός ένα βράδυ άπελπισμένος ήρθε νά μέ σκοτώση, Άπό τότε δέν τόν όποχωρίζομαι. Καί,επειδή έτυχε οί τρεις μου άντρες νά πεθάνουν άπό δερματικό νό­ σημα, έχουν διαδόσει πώς ό ύπηρέτης μου τούς μπολιάζει μέ πανώλη. Δέν είναι φοβερό αυτό, κύριε Σόμερβελ;

— Δέν λέω πώς εΐναι ευχάριστο 1, εΐπε ξερά ό ’Άνταμ. —Δέν μπορώ ^νά υποφέρω, κύριε Σόμερβελ, δλη αυτή τήν άδικη συκο­ φαντία. Πώς εΐναι, θεέ μου, ποτέ δυ­ νατόν νά έχω μολύνει τούς άντρες μου μέ πανώλη, μέ καταλαβαίνετε, αυτό εΐναι φοβερό I Άν ήταν δυνα­ τόν, θά μπορούσα νά πληρώσω σέ κανέναν έξυπνο νέο πενήντα χιλιά­ δες δολλάρια, γιά νά καταφέρη νά


ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ ατσμστήση αυτή την συκοφαντική εκ­ στρατεία. Ό ’Άνταμ εΐχε βυθιστή σέ σκέ­ ψεις πού, καθώς φαίνεται, ή νεαρή χήρα ^τταρεξήγησε. — ηέρω πώς νοιώθει ό ένας τόν άλλο μας, είπε χαμογελώντας ή Αλίκη.

Μέσα στό συρματοπλεγμένο τμήμα του κήπου, δυο ελάφια ήσαν άρρω­ στα. Του ενός ή άρρώστεια, δποιαδήποτε κι* αν ήταν, βρισκόταν σέ πολύ προχωρημένο στάδιο. Πάντως δεν ήταν πανώλης, γιατί τά ελάφια δεν προσβάλλονται από πανώλη. Τά συμπτώματα δμως τής άρρώστειας αυτής κατ’ αντιστοιχίαν στον ανθρώ­ πινο οργανισμό ήσαν συμπτώματα πανώλους. Ό ’Άνταμ πήρε δείγματα από τις εφιδρώσεις, γύρω από τό στόμα του ζώου, καί γύρισε πάλι στό σπίτι. Οί καλεσμένοι διασκέδαζαν. Μέ τήν επιβολή του άποκλεισμού, απο­ φάσισαν νά τό ρίξουν έξω. Επίσης μπορούσε κανείς νά παρατηρήση, μέ­ σα σ’ εκείνο τό άνομοιογενές σύνολο, πολλές σκηνές. Ή ζωηρότερη ήταν μιά, πού έκανε τόν ’Άνταμ νά συμπεράνη δτι ή χήρα προσπαθούσε νά ξεφορτωθή τόν Λέσλι Κρόδερς. Πραγ­ ματικά είδε στή συζήτησί τους, πού τήν παρακολουθούσε αθέατος, τήν Αλίκη νά χαστουκίζη στό πρόσωπο τόν φίλο της. Ό ινδός _ ύπηρέτης, διέκοψε τόν ’Άνταμ στις παρατηρήσεις του, προσφέροντάς του ένα δίσκο μέ κοκτέιλ. Ό ’Άνταμ κύτταξε τό γέρο δέ τήν γενειάδα. — Δέν θά μού πής πώς διατηρείς τούς ψύλλους ; τόν ρώτησε. -’Ά; —Αύτούς τούς ψύλλους τής πα­ νώλους, πού σκότωσαν τούς συζύ­ γους τής κυρίας σου, πώς τούς δια­ τηρείς ; ^ — Ντέν καταλαβαίνει. Ό ’Άνταμ ρούφηξε τό ποτό του. - 'οιε έτσι λοιπόν. 'Η χήρα ήταν άυο"· έξησφαλισμένη άπό μέρους

τ

; ’.

αύς συγχαρώ, κ. Σόμερβελ ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47 τόν διέκοψε άπό τις σκέψεις του μιά φωνή. ΤΗταν ό φίλος τής οικοδέσποινας* ό Λέσλι Κρόδερς. . —Γιά ποιό πράγμα; ρώτησε πε­ ρίεργος ό ’Άνταμ. —Μήν κάνετε τόν άθώο, κ. Σόμερ­ βελ I, άπάντησεν ό νέος πλησιάζοντας, μέ έμπιστευτικό ύφος πρός τόν ’Άν­ ταμ. Γιά μένα ένα εΐναι μόνο τό μυ­ στήριο : τό. πινέλο I Σάς τό λέω γιατί φαίνεστε καλός άνθρωπος. — Τό πινέλο ; — Ναι, εΐπε μέ σιγανή φωνή ό Λέσ­ λι. Τό κατάλαβα άπό έναν ύπαινιγμό της. Δέν κάνει μισές δουλειές ποτέ, ό ξανθός αυτός διάβολος. Αντίο, κ. Σόμερβελ. "Υστερα άπό τήν σύντομη αυτή ο­ μιλία του ό νεαρός φίλος τής χήρας χάθηκε άνάμεσα στά ζευγάρια πού χόρευαν...

■ ν Ό ’Άνταμ σκυμμένος στό μικρο­ σκόπιό του παρακολουθούσε τήν κα­ ταπληκτική άνάπτυξι τών μικροβίων. Γιά νά ξεκουράση λίγο τό μάτι του καί τό μυαλό του, πού ήταν άρκετά σκοτισμένο άπό τούς άτμούς τού κοκτέιλ;, σήκωσε τό κεφάλι του καί κύτταξε γύρω. Είδε τά διάφορα εϊδη του εργαστηρίου του καί πιό πέρα τήν ξυριστική μηχανή του, τήν κρέμα τού ξυρίσματος, άλλά καί κάτι άλλο, πού ποτέ δέν θυμόταν νά είχε βάλει εκεί. Κάτι πού ποτέ δέν χρησιμοποι-' ούσε. ^Ηταν ένα πινέλο τού ξυρίσματος I Ξαφνικά ήρθε στό νού του προειδοποίησις τού Κρόδερς/ ΤΗταν περασμένα μεσάνυχτα καί ή κίνησις κάτω είχε κάπως ήρεμήσει. Μόνο πού καί που άκουγε κανείς με­ ρικά γέλια. Ό ’Άνταμ ήταν άκόμα σκυμμένος στό μικροσκόπιο καί πα­ ρακολουθούσε τήν άνάπτυξι τών μι­ κροβίων. νΗταν ολοφάνερο τώρα πώς δέν υπήρχε κάν βουβωνική πανώλης. "Υστερα έρριξε μιά ματιά στό πινέ­ λο. Ό ’Άνταμ δέν χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιο πράγμα, γιατί τό νόμιζε πολύ άνθυγιεινό. Τό πήρε προσεκτικά στό χέρι του. ^Ηταν ένα συνηθισμένο πινέλο, πολύ


ΞνρίΣΜΑ

43 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» μεταχειρισμένο. Βούτηξε δυο τρεις άκρες από τις τρίχες μέσα στη διάλυσι καί περίμενε. ^Ηταν μια πολύ κουραστική ανα­ μονή. Τα μικρόβια χρειάστηκαν μισή ώρα για να αρχίσουν τήν αναπαρα­ γωγή, έπειτα άλλη μισή ώρα για να γίνουν άλλα τόσα, καί ύστερα άπ’ αυτό άρχισε ένας αλματώδης πολλα­ πλασιασμός. Ό ’Άνταμ παρακολουθούσε τήν #έξέλιξι αυτή με άγωνία στό μικρο­ σκόπιό του, όταν ξαφνικά του γεννή­ θηκε ή ιδέα πώς κι’ αυτόν τόν παρα­ κολουθούν. ’Έρριξε μιά γοργή καί διαπεραστική ματιά παντού. 'Ένα α­ στραφτερό μαύρο μάτι τόν κότταζε από τό έξω μέρος τού παραθύρου. Θαμπωμένο αυτό τό μάτι από τό εκτυφλωτικό φως τού μπάνιου, φαι­ νόταν νά είχε τρομερά διασταλή. θαρρείς καί άπλωνόταν σ’ ολόκληρο τό παράθυρο. Μόλις κουνήθηκε ό ’Άνταμ, τό μάτι χάθηκε. Άλλα μόνο ένας μπορούσε νά είχε ένα τέτοιο μαύρο καί γυαλιστερό μάτι, ό Τσέρριουαλ. Πέρασε μισή ώρα. Μι® ολόκληρη παροικία άπό μικρόβια είχε έγκατασταθή έπάγω στήν πλάκα τού μικρο­ σκοπίου. ΤΗσαν μικρά βακτηρίδια, πού φαίνονταν θαυμάσια με τήν Μέ­ θοδο Τσίλ-Νέλσεν, μέ 0,5 τοϊς εκατό θειϊκόν οξύ μέσα σε κυανούν τού μεθυλενίου. Ό ’Άνταμ δεν χρειαζόταν πια τίποτ’ άλλο. Τό πρόβλημά του είχε λυθή. Ξαφνικά όμως άκούστηκε μιά άπελπισμένη φωνή ζώου καί ό ’Άν­ ταμ, .μ’ όλο πού ποτέ του δεν είχε ακούσει παρόμοια φωνή, κατάλαβε πώς θά έβγαινε άπό κανένα ελάφι.

Ά ' ■ Ό Τσέρριουαλ ήταν πολύ πιό γρήγορος άπό δσο είχε ύποθέσει ό ’Άνταμ. Μέ τήν άφοσίωσι του μικρο­ βιολόγου στήν άνάπτυξι των μικρο­ οργανισμών, ό Ινδός βρήκε τήν εύκαιρία νά σφάξη τό ζώο καί νά τό θάψη σε έναν βαθύ λάκκο. Άλλα δεν είχε προλάβει νά τό σκεπάση καλά, δταν ξαφνικά εμφανίστηκε ό Άνταμ. Ό Ινδός σηκώθηκε, κυτταξε λο­ ξά κι* έπειτα προχώρησε σκυφτός

πρός-τά εμπρός. Άπ’ τήν στάσι του ήταν φανερό δτι ό πονηρός Ινδός κρατούσε κάποιο φονικό δπλο στό δεξιό του χέρι. Τό αΐμα τού Άνταμ πάγωσε. Δεν ήταν άνθρωπος πού τού άρεσαν οί επικίνδυνες περιπέτειες. Ούτε είχε ποτέ πιστόλι επάνω του. Ή θέσις του ήταν άπελπιστική. Μιά γυναίκα σκλήρισε μέσα στό σπίτι καί τήν κραυγή τήν συνώδευσε ό γδούπος ενός άλλου ανθρώπου πού σωριαζόταν στό πάτωμα. Σπου­ δαία παρέα είχε μαζευτή σ’ αυτό τό άπαίσιο σπίτι! Ό ύπηρέτης προχωρούσε ακόμα σκυφτός, παραφυλάγοντας τόν ’Άν­ ταμ, πού ακόμα δέν είχε βεβαιωθή αν ήταν μαχαίρι αυτό πού κρατούσε ό ύπουλος Ινδός. Ό ’Άνταμ. ένοιω­ θε τά άκρα του νά παραλύουν στήν θέα τού επικειμένου κινδύνου. Ξαφνικά μιά σιλουέττα πετάχτηκε άνάμεσά τους καί δυό μπράτσα τυλίχτηκαν στό λαιμό τού ’Άνταμ. —Μήν είστε κουτός, κύριε Σόμερβελ. Τό ξέρω πώς καταλαβαίνετε. Μάλιστα I Ή κατάρα αυτή τής μαχαρανής μέ παρακολουθεί σέ δλη μου τήν ζωή, καί μοΰ σκοτώνει κάθε άν­ τρα πού θά αγαπήσω. Αλλά άς τήν λύσωμε αυτή τήν κατάρα εσείς κΤ εγώ. Καταλαβαίνετε...

ν Ή γυναίκα ήταν απεγνωσμένη άλλά ή θέσις τού ’Άνταμ ήταν άκόμα πιό απελπιστική, δταν είδε ένα περίστροφο ατά χέρια τής χήρας. — Δέν μπορώ νά περιμένω” πιά, είπε αύτή απειλητικά. ’Έχεις εβδο­ μήντα πέντε χιλιάδες δολλάρια άν θέλης νά δεχτής νά τά συγκαλύφης. Καί λέγε τώρα : ναι ή δχι 1 'Ο ’Άνταμ άκουσε νά βγαίνη ή άπάντησις άπό τόν λάρρυγγά του μέ ένα λεξιλόγιο πού ποτέ του δέν είχε χρησιμοποιήσει. — Πήγαινε στόν διάβολο, βρωμι+άρα δολοφόνισσα I Σέ έχω στό χέρι καί είναι περιττό νά δωροδοκής. θά πληρώσης οπωσδήποτε τά έγκλήματά σου ! Άπό ένστικτο ό ’Άνταμ έσκυψε, δταν άκουσε τόν πρώτο πυροβολι­ σμό, καί Ισια—ίσια πού πρόλαβε νά


ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ γλυτώση άπ’ τήν σφαίρα πού σφύρι­ ξε στό μάγουλό του. Καί εξακολου­ θούσε νά σκύβη κάθε φορά, άποφεύγοντας τούς πυροβολισμούς τής Ά­ λικης Ρέμσεν, πού δεν φαινόταν νά εχη διάθεσι νά σταματήση. "Οταν τό πιστόλι άδειασε καί σταμάτησαν οί πυροβολισμοί ό ’Άνταμ σηκώθηκε καί μέ λύσσα τίναξε μιά γερή γροθιά στό πηγούνι τής εγκληματικής γυναί­ κας. Ό ’Άνταμ στάθηκε κοντά στήν γυναίκα πού τήν είχε ξαπλώσει α­ ναίσθητη καί ανατρίχιασε άπό φρί­ κη. Δέν ήταν μαθημένος με τέτοια συμπεριφορά προς τις γυναίκες. Τί θά έλεγε ή γυναίκα του άν ποτέ τό μάθαινε αύτό τό πράγμα ; Ή Άλικη Ρέμσεν άνοιξε τά μά­ τια της πού τά φώτιζε ένας νέος σε­ βασμός. Παρακάλεσε τόν ’Άνταμ νά σκύψη πιο κοντά της. —"Εχεις εκατό χιλιάδες, τού ψι­ θύρισε. *Ένα χέρι έπεσε άπαλά πάνω στόν ώμο τού ’Άνταμ. Ό Λέσλι στεκόταν στό πλάϊ του. —Χρησιμοποιήσατε καθόλου τό πινέλο ; τόν ρώτησε. Ξέρετε άρκ&ί νά ξεγδαρθή κανένας λιγάκι γιά νά μολυνθή. Πιστεύω πώς δέν κάνατε τέ­ τοιο λάθος. —Μή φοβάστε τέτοιο πράγμα, άπάντησε ξερά ό ’Άνταμ. Στό μεταξύ οί καλεσμένοι μαζεύ­ τηκαν στήν αύλή, τρομαγμένοι άιτό τούς πυροβολισμούς. "Ενας άνδρας χωρίστηκε άπ’ αύτούς καί ήρθε κον­ τά : ό Στήβενς. — θά ήθελα νά τήν πάρετε μέσα αυτήν τήν γυναίκα, του είπε ό ’Άν­ ταμ, γιά τήν δολοφονία των τριών συ­ ζύγων της. Αλλά δέν θά άσχοληθοΰμε με τούς πρώτους δύο. Αύτή σκότωσε τόν Ρέμσεν μέ μικρόβια άνθρακος. Ό υπηρέτης της. ό Τσέρριουαλ, είναι έ­ να άπλό όργανό της. Καί ό Λέσλι Κρόδερς, ήταν έν γνώσει τού εγκλήμα­ τος. Μέ προειδοποίησε, μόνο καί μό­ νο γιατί τά είχε χαλάσει μέ τήν φί­ λη του. — Νά τό απόδειξης αύτό, παλιάν­ θρωπε I, σκλήρισε ή Άλικη Ρέμσεν. (ύ Στήβενς κούνησε τό κεφάλι του. — Εγώ δέν μπορώ νά παραδεχτώ τέτοιο πράγμα, Σόμεοβελ, είπε. Ό Ρέμσεν τ.έθανε, χωρίς καμμιά άμφιβο-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49 λία άπ<ό βουβωνική πανώλη. Αύτή ή γνώμη σας μέ προσβάλλει! —Κρατήστε εσείς αύτή τήν γυναί­ κα καλά καί θά τό αποδείξω I

ν

Λίγο αργότερα στό σαλόνι τού σπιτιού, ό Στήβενς είδε έκπληκτος τόν ’Άνταμ νά κατεβαίνη άπό τό δω­ μάτιό του μέ ένα πινέλο τού ξυρί­ σματος στό χέρι. — Έδώ είναι ή άπόδειξις, άγαπητοί μου φίλοι, είπε ό ’Άνταμ. Αύτό έδώ είναι άρκετό νά τήν καταδικάση. — Άπατάσαι I, ξεφώνησε πάλι ή γυναίκα. Δέν πιστεύω νά ισχυρίζεσαι πώς θά μπορούσα νά διατηρώ τά μι­ κρόβια σ’ αύτό τό πινέλο, γιά νά τά έχω όταν τά χρειάζομαι I Ξαφνικά άπλωσε τό ένα της χέρι, πού είχε μιά γρατζουνιά, καί , τό άκούμπησε επάνω στό πινέλο. —Κύτταξε, άθλιε I Κάνε τώρα ό,τι θέλεις 1 —Αύτό είναι τό τέλος της 1 είπε στούς έκπληκτους θεατές ό ’Άνταμ. Έπαιξε καλά τό παιχνίδι της άρκετά χρόνια, άλλά τώρα ήταν πιά καιρός νά τό χάση. Συνένοχός της ήταν κι* ό Ινδός. "Οσο* γιά τόν Κρόδερς, δέν ξέρω ακόμα τί ρόλο έχει παίξει άκριβώς... Ό Κρόδερς άρχισε νά τρέμη. — Θά σάς τά πώ όλα, ψέλλισε. Μέχρι χτές ένόμιζα πώς αύτή ήταν ή πιό πιστή σύζυγος, ώσπου μοΰ άπεκάλυψε τό μυστικό της. Είναι μιά παλιό... —Είναι περιττό νά κακολογούμε περισσότερο τήν κυρία, διέκοψε ό ’Άνταμ. Πολύ γρήγορα θά άντιμετωπίση τή σκληρότητα τού νόμου. — Δέν πιστεύω νά προλάβω, απάν­ τησε ή κ. Ρέμσεν δείχνοντας τήν α­ μυχή τού χεριού της πού είχε τώρα σημεία προχωρημένης φλεγμονής. Ή μόλυνσις άπό άνθρακα, συνέχισε, εί­ ναι εκατό τοίς εκατό θανατηφόρος. Καλλιεργήσαμε τά μικρόβια άνθρα­ κος μέ τόν Τσέρριουαλ άρκετά καλά καί καταλαβαίνετε ότι φυσικό ήταν νά προσπαθήσουμε νά μήν σάς δώσωμε τήν εύκαιρία νά μάς στείλετε στήν δικαιοσύνη. —Όρίστε λοιπόν, φίλε μου Στή-


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» βενς, και ή ομολογία της ενόχου, εί­ πε ό ’Άνταμ. "Ημουν βέβαιος ότι έπρόκειτο για άνθρακα καί όχι για βουβωνική πανώλη, γιατί αυτό άπέδειξε ή μικροβιολογική έξέτασις πού έκανα. "Οπως καταλάβατε, τό πινέ­ λο ήταν ό κύριος φορεύς των μικρο­ βίων κι’αύτό τό ίδιο άντικείμενο, όπως κατώρθωσα να μάθω, έφερε τόν θά­ νατο στον άδελφό τής κυρίας Ρέμσεν. —Κυττάξτε τώρα, πρόσθεσε, πώς βρέθηκε αυτού του είδους τό φονικό όργανο στά χέρια τής γυναίκας αυ­ τής. Ή Αμερικανική Κυβέρνησις, ό­ πως άλλωστε συνηθίζει, έστειλε όλα τά ατομικά εϊδη του νεκρού αξιωμα­ τικού στήν άδελφή του, καί, ανάμεσα σ’ αυτά, τό πινέλο με μιάν έπεξήγησι ότι ήταν επικίνδυνα μολυσμένο. Αυτή ακριβώς ή παρατήρησις καί μιά σοβαρή μελέτη άργότερα, τής έδωσαν έφόδια για τό πρώτο της έγκλημα. Αύτό τό πράγμα, πού άνύποπτα μεταχειρίσθηκε ό ’Όγκντεν Ράουζ, ό πρώτος άντρας τής Κας Ρέμσεν, με­ τέδωσε τήν φοβερό θανατηφόρο άσθένεια. σ’ αυτόν. Φυσικά, ή άσφάλεια ζωής τού μακαρίτη περιήλθε ολόκλη­ ρη στά χέρια τής χήρας. Ή πρώτη

ΞΥΡΙΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΕΛΟ επιτυχία της ήταν καί τό πρώτο βή­ μα της στήν εγκληματική σταδιοδρο­ μία. Επειδή όμως τά μικρόβια δεν ζουν επ’ άπειρον επάνω στό πινέλο, ή σατανική γυναίκα έμβολίασε μ’ αυτά μερικά άπό τά ελάφια πού έ­ τρεφε, τά όποια μέ τή σειρά τους μετέδιδαν τήν μόλυνσι πάλι στό πι­ νέλο. Μ’ αύτό τό μέσον λοιπόν καί μέ μιά κατάλληλη διάδοσι περί τής δήθεν κατάρας τής πριγκήπισσας, καθώς καί μέ τήν λανθασμένη διάγνωσι πανώλους, κατώρθωσε νά διαπράξη ανενόχλητη καί τά υπόλοιπα εγκλήματα μέ αντικειμενικό σκοπό πάντα τήν ασφάλεια ζωής. Σώπασε καί μόρφασε δυσάρεστα. — Κι* εγώ ακόμα, συνέχισε, θά εί­ χα τήν ϊδια τύχη άν δέν είχα τήν συ­ νήθεια νά ξυρίζωμαι χωρίς πινέλο. Αύτό μέ έσωσε. Τώρα, άγαπητέ μου, Στήβενς μπορείτε νά λύσετε τόν α­ ποκλεισμό. Δέν υπάρχει ό παραμι­ κρός κίνδυνος πανώλους. "Οσο για τήν** ένοχο, δέν χρειάζεται καθόλου έπιτήρησι. Τιμωρήθηκε μόνη της, μέ τόν ίδιο τρόπο μέ τόν όποιο έκανε τά έγκλήματά της I Σέ μιά — δυό ώρες θά είναι νεκρή καί τίποτα στον κό­ σμο δέν μπορεί νά τήν σώση I...

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΝ, Πάτρας: Ευχαριστώ πολύ για τά θερμά λόγια σας. Αναδημοσιεύομε ένα απόσπασμα τής επιστολής σας : «Όταν διάβασα τήν πρώτη «Νυχτε­ ρίδα», ό νους μου ξαστέρωσε άπό τις εγκληματικές σκέψεις. Έβλεπα πλέον μπροστά μου ένα νέο περιοδι­ κό πού μου διδάσκει τή ΔΙΚΑΙΟΣΥ­ ΝΗ καί μέ συμβουμεύει νά αποφεύ­ γω τήν ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ...». Σταυρόλεξα στείλτε μας καί, άν έγκριθουν, θά δημοσιευθουν. Δέν εΐναι ανάγκη οί λέξεις τους νά είναι α­ στυνομικού περιεχομένου.—ΑΠΟΣΤΟ­ ΛΟΝ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΝ, Διόνυ­ σον Αττικής : Δέν θά είχα καμμιάν άντίρρησι νά δημοσιεύσω ένα μυθι­ στόρημά σας, έφ’ όσον βέβαια θά ή­ ταν κατάλληλο καί καλό. —ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΣΥΡΑΚΟΝ, Πατησίων 325, ενταύθα : *Η ανησυχία „σας μήπως τά άναγνώσματα μέ ήρωες τόν ΑΓΙΟ καί τόν

ΠΡΑΚΤΟΡΑ 5 ρίξουν χαμηλά τό έπίπεδο τής «Νυχτερίδας» δέν είναι δικαιολογημένη. Ή Διεύθυνσίς μου διαλέγει κάθε ανάγνωσμα, πού δημο­ σιεύει, μέ πολλή προσοχή καί ανα­ θέτει τήν μετάφρασί τους σέ διακε­ κριμένους μεταφραστάς. Εξάλλου, μιά αλλαγή καί μιά ποικιλία είναι άπαραίτητη άπό καιρό σέ καιρό. Γιά τά καλά λόγια σας, ευχαριστώ πολύ. —ΣΤ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Μαρούσι : Δέν πρέπει νά σάς έκπλήσση ή τόσο με­ γάλη διάδοσις τής «Νυχτερίδας», για τούς λόγους πού αναφέρω στόν προ­ ηγούμενο έπιστολογράφο μου.—ΓΙΑΝ* ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Κέρκυραν: Γιά τά κα­ λά σας λόγια, ευχαριστώ. Σταυρό­ λεξα μπορείτε νά στείλετε. — Γ. ΝΤΟΚΟΠΟΥΛΟΝ, Κέρκυραν : Ευχαριστώ πολύ. Ή «Νυχτερίδα» σάς εύχεται καλή επιτυχία. ..Η «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»




ΡΟΙ ΒΟΗΘΟΣ


ΕΚΛΟΣΕΙΕ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΑΕΑΗΓΙΩΡΤΗ 3 0

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΑΟΣΕΩΣ; Στέλιος Άνεμοδουράς ΕΞΖΑυΘΗΣ * 1) ΊΙΟ ΑιΙ/Ν)ΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤίΕΣ ΣΑΡΩΝ , ύπό Άγκάιθα Κρίση. 2) Ο Κ ΙίΤΡ Ι'ΝίΟ Σ ΔΙΑ ΒΟΛΟ/Σ 0·πό Φάρζον. 3) -Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠίΕβίΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕ Σ ύπό Ρ. ΜττρΊγγερ. 4) Η ΓΥιΑιΛίΙ ΝίΗ ΝίΕιΚ,ΡΟιΚΕιΦΑΑΗ ύπό Γουέΐ>μ<χν Τζόνς. 5) ΕΝιΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕιΡιΕΤΙΡΟ .ΚΑΙ ΕίΝΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ύπό Γουέϊιμ-ορν Τιζόας. 6> ΊΠΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ύπό Μ1πε·ρ;<έλ€ϋ Γίχ^αιίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΙΑ,ΡΤΙ-

ΜίΟιΡ ύπό Μπε,ρκέλεϋ ΓΙκ,ρίαίη. >8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ύπό Στήλ Τουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥιΝΙΑΙ'ΚΩ/Ν ύπό Ν'τάσιελ Χώμιμετ. ΤΟ) Δ(ΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ ύπό Γικέϊλ ΓκάλλίχγίκείΡ'. 1,1) ΠΕΝΤΕ ΚΟιΚ.ΚΙΙΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ύπό Νίτέϋ Κέϊν. 12) :ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ! ύπό Νμαίη Κήν. 1!3) ΣΥΝ ΑΓΙΕ ΡΜΟιΣ ύπό Κώρτις Σπήλ. 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΤΣΤΕΙΡ ! ύπό Τζών Κ ρήιζε,ϋ.

ΤΟΜΟ Ι «ΝΥΧΤΕΡ IΛΑΣ» Εντός ολίγου θά τεθούν ειο την διχχθε,σιν τού αναγνωστικού κο« νού, καλλιτεχνικά βιβλιοδιετηιμένοι, σι τοιμοι:

ΡίιΡΩΤ (Τεύχη 1 —4) .· ^ ·« ϊ ΟΣ 1ΐΓ. .·; ·) ΛΕΎΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ■ΕΞιΒΔΟΘΗΣίΑΐΝ

Ί)

Ο ΘΑΝΜΤΘΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ

2) Ο ΤΑΡΖ

ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΙΣ


υπό ΚΑΡΑ ΝΤΕΤΣΕΡ

Ό ντέτεχτιβ Κάζεϋ Λύνει ένα Τρομερό αίνιγμα κατασκοπείας μέ

I

Τη βοήθεια μιας έμπνεύσεως και μερικών <·.σέρ», ό­ ταν σ° ένα ποΛε* μικό έργοστάσιο εισχωρεί ό Θάνα­ τος καί οί Ναζί !

ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ Ό ιατροδικαστής σηκώθηκε καί σκούπισε τά χέρια του καί τό παντε­ λόνι του μέ τό μαντήλι του. — Είναι νεκρός περισσότερο από ώρα, είπε. Ό ντέτεκτιβ Τζίμ Κάζεϋ, τής Πο­ λιτειακής Αστυνομίας του Μίτσιγκαν, έσβησε τό ήλεκτρικό φανάρι του κι* έχωσε τό κεφάλι του πιό βαθειά μέσα στόν γιακά του έφθαρμένου παλτού του. Βροχή, ανακατεμένη μέ χιόνι, θάμπωνε τις φωτεινές διαφημίσεις «νέον» στή Λεωφόρο Γούντγουορντ, ένα τέταρτο μιλίου . πιό πέρα, από τήν άλλη μεριά των λασπωμένων χωραφιών. I ό πτώμα ήταν ξαπλωμένο μέσα σέ μιά λιμνοόλα άπό λασπόνερο, έ­ ξω άπό τόν συρμάτινο φράχτη των Εργοστασίων Ακρίβειας Γούλβεριν, βορείως του Φέρντεϊλ. 7Ηταν ξαπλωμένο ανάσκελα μέ τά μπράτσα ανοιχτά, μέ τό υγρό πρό­ σωπό του στραμμένο πρός τόν ούρα-

νό, πού έκλαιγε καί μρ ένα " παλιό γκρίζο πολιτικό σακκάκι, πού μισοσκέπαζε τήν μπλέ αστυνομική στο­ λή του. - Ό Κάζεϋ κύτταξε γύρω τούς συγ­ κεντρωμένους άνθρώπους... Γκρέγκορυ, ό νυχτερινός άρχιεπόπτης του Ερ­ γοστασίου Ακρίβειας Γούλβεριν, ό μεγαλόσωμος Τζών Τζόνσον, αρχηγός τής αστυνομίας του εργοστασίου, ό Μέρτονς, χρονομέτρης τής εργασίας, ό Μπίνσκι, ό φρουρός πού είχε βρή τό πτώμα. —Ποιός εΐναι ό νεκρός ; ρώτησε ό Κάζεϋ. Ό άρχηγός τής άστυνομίας του έργοστασίου Τζόνσον είπε : —Λέγεται Χόλμς. Φράνκ Χόλμς. Ναι, φρουρός του έργοστασίου. Κα­ λός άντρας. 7Ηταν εδώ τέσσερις ή πέντε μήνες καί δούλευε άπό τά με­ σάνυχτα ώς τις όκτώ τό πρωί. Ναί, αύτή ήταν ή περιοχή τής βάρδιας του, έξω άπό τό σύρμα. Ό Κάζεϋ άναψε τό φανάρι του κα


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» φώτισε τό ρολόι του. ΤΗταν μία παρά δέκα. — θέλετε νά πήτε ότι είχε έρθει τα μεσάνυχτα νά άρχίση τή βάρδια του καί... Ό Μπίνσκι έπενέβη. —^Ηρθε στις δώδεκα παρά είκοσι. "Ημουν μαζί του. -—Ποιος είστε εσείς; ρώτησε ό Κάζεϋ. — Ή βάρδια μου είναι δίπλα στη δική του, εΐπε ό Μπίνσκι δείχνοντας μέσα στη βροχή. "Ηρθαμε είκοσι λε­ πτά νωρίτερα, θά τό βρήτε αυτό στό ρολόϊ πού μάς χρονομετρεί. Ό Φράνκ πήγε γραμμή στό γραφείο σας, άρ-

ΧΠΥέ· Ό Τζόνσον ρώτησε : — Τί ήθελε στό γραφείο μομ ; — Κάτι θά του συνέβη στόν δρό­ μο γιά έδώ, φαντάζομαι. Ερχόμαστε με τό ίδιο λεωφορείο άπό τό Ρόγιαλ ’Όουκ καί σταματάμε κάθε νύχτα στό μπάρ του Τσάρλυ, του "Ελληνα, γιά νά πιούμε καφέ. Κι* έδειξε πρός τις φωτεινές δια­ φημίσεις τής λεωφόρου. — Καθώς βγαίναμε άπό εκεί άπόψε, συνέχισε, ό Φράνκ θυμήθηκε κά­ τι καί θέλησε νά σάς δή αμέσως, άρχηγέ. Ό ιατροδικαστής έπενέβη. —Έγώ πρέπει νά φύγω. "Εχω δουλειά άλλου. Καλά θά κάνετε νά φωνάξετε έναν εργολάβο κηδειών. ταν περασμένες οί δυό, δταν πήραν τό πτώμα. Στό μεταξύ, ό Κάζεϋ εξακρίβωσε δτι κα­ νένας δέ·ν είχε ακούσει τον πυροβο­ λισμό. Δέκα περίπου λεπτά μετά τά με­ σάνυχτα, είχε ξεσπάσει δυνατός ά­ νεμος, φέρνοντας βροχή. Ή μπόρα έκανε τόσο πάταγο, ώστε δέν θά μπο­ ρούσε κανείς ν’ άκούση τον πυροβο­ λισμό ούτε άπό άπόστασι εβδομήντα μέτρων. Ό Κάζεϋ τράβηξε τό πιστόλι του νεκρού άπό τή θήκη του καί τό έξήτασε. ΤΗταν μοντέλλο τής όστυνομίας τών .38 καί δεν είχε χρησιμοποιηθή προσφάτως. Μιά σφαίρα δμως τοϋ

ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ιδ'ου διαμετρήματος τόν είχε χτυπή­ σει πίσω άπό τό δεξιό αυτί του. Τό γραφείο τοϋ άρχηγοϋ τής α­ στυνομίας τοϋ εργοστασίου, Τζόνσον, ήταν θερμό καί στεγνό. Ό Κάζεϋ έστρεψε τήν πλάτη του στό καλορι­ φέρ καί κύτταξε τούς άλλους. Ό σερίφης είχε φτάσει, καθώς κι* ό Μπλέϊκχαους, ό γενικός διευθυντής τοϋ εργοστασίου, πού στριφογύριζε τά χωρίς σκελετό γυαλιά του νευρι­ κά καί άφηνε τή φωνή του νά γίνε­ ται διαπεραστική σάν παιδιού. Ό υποπλοίαρχος ’Άρθουρ, ό ναυ­ τικός επιθεωρητής τοϋ εργοστασίου πού παρήγε μηχανήματα πολύτιμα γιά τόν πόλεμο, μπήκε στό γραφείο καί στάθηκε δίπλα στόν Κάζεϋ μέ τό ένα πόδι του επάνω στό καλοριφέρ. ΤΗταν επίσης εκεί ό Μπίνσκι, πού φαινόταν άρρωστος, ό Γκρέγκορυ, νυχτερινός άρχιεπόπτης, καί ή γραμματεύς τοϋ Τζόνσον, μιά παχειά νυναίκα πού'1 λεγόταν Κάϊντερ καί πού είχε τρομερό συνάχι. Ό Κάζεϋ ζήτησε άπό τόν Μ^ίνσκι νά έπαναλάβη τήν ιστορία του. — Πέρασα έξω άπό τό σπίτι τοΰ Φράνκ, δπως κάθε νύχτα. Σφύριξα κΤ'ό Φράνκ βγήκε. "Οχι. Δέν μιλή­ σαμε πολύ. Κανένας μας δέν λέει πολλά συνήθως. "Οχι, δέν μιλήσαμε σέ κανέναν μέσα στό λεωφορείο. Βγή­ καμε κοντά στό μπάρ τοϋ "Ελληνα γιά τόν καφέ μας... — Ποιοι ήσαν εκεί; ρώτησε ό Κά­ ζεϋ μαλακά. 7Ηταν κανένας γνωστός σας ; — "Ω, νάί. Μερικοί. Ό κ. Μπλεϊκχαους... —Είχα πάει νά πάρω λίγο σερ­ μπέτι γιά τή γυναίκα μου, τόν διέ­ κοψε ό Μπλέϊκχαους στριφογυρίζον­ τας τά γυαλιά του πιο γοργά. Μπο­ ρείτε νά ρωτήσετε τόν καταστημα­ τάρχη... —Πολύ καλά, είπε ό Κάζεϋ. Ποιος άλλος; — Πρέπει νά ήμουν κι* έγώ, σερ, •είπε ό υποπλοίαρχος τοϋ ναυτικού. "Ημουν στό γραφείο μου καϊ χρειά­ στηκα καφέ, θά ήταν περίπου ή ώρα αυτή. Ό Μπίνσκι κούνησε τό κεφάλι του. — Ναι. "Ησαστε έκει. "Ησαστε κα­


ΤΩΝ .38 θισμένος από την άλλη μεριά. ΤΗταν επίσης καί κάποιος άλλος μέ στολή, στρατιώτης ή ναύτης ή κάτι τέτοιο, μέ μιά γυναίκα. Δεν θυμάμαι καλά. Εσάς σάς θυμάμαι γιατί σάς χύθη­ κε ό καφές σας. 3£αμογελώντας, ό υποπλοίαρχος τίναξε λίγη λάσπη πού είχε κολλήσει στο παντελόνι του καί είπε : —Σωστά. ’Έκαιγε πολύ. Ό Κάζεϋ έπέμεινε. — Κανένας' άλλος ; — ΤΗταν κι5 ό κ. Μέρτονς, ό χρο­ νομέτρης του εργοστασίου. "Ετρωγε ένα μπιφτέκι. Είπα σιόν φτωχό τόν Φράνκ : «Γιά κύττα μπιφτέκι I Στοιχί­ ζει ολόκληρο μεροκάματο I» Ό Μέρτονς, πού ήταν παχύς καί μέ κόκκινο πρόσωπο, κύτταξε τόν Μπίνσκι περιφρονητικά. —Ποιος άλλος ; ρώτησε πάλι ό Κάζεϋ. Σωστή οικογενειακή συγκέντρωσις. — Μερικά παιδιά άπό τό εργοστά­ σιο. Δέν ξέρω τά όνόματά τους. — Μήπως ό φίλος σας, ό Φράνκ Χόλμς, είπε τίποτα γιά κανέναν ; — "Οχι, σέρ. Σάς είπα πώς δέ μι­ λάμε πολύ, δέ μιλούσαμε πολύ, εμείς οί δυό. —Μήπως κάτι τόν έκανε νά ξαφν’ΐαστή ή νά έκπλαγή ; —Δέν ξέρω, είπε ό Μπίνσκι. Δέν πρόσεξα. Μόνο, όταν βγήκαμε έξω, είπε ξαφνικά : «Τώρα θυμάμαι 3» καί άρχισε νά περπατάη γοργά. Τόν ρώ­ τησα τί έπαθε καί μου είπε : «Δέν έ­ χει σημασία, θέλω νά δώ τόν αρχη­ γό τής αστυνομίας του εργοστασίου». Οταν περάσαμε την εξώπορτα του εργοστασίου, χωρίσαμε. — "Ωστε θυμήθηκε κάτι, είπεό Κά­ ζεϋ κυτάζοντας τά πρόσωπα γύρω. Πόσοι άπό σάς ήσαν στό μπάρ τοϋ ' Ελληνα ; Εσείς, κ. Μπλέϊκχαους. Εσείς, Μέρτονς. Εσείς, υποπλοίαρ­ χε»·" Δέν άκουσα καλά τ’δνομά σας... — "Αρθουρ, σέρ. —Ναι, "Αρθουρ. Καί μερικοί έργάτες. Πρέπει νά τούς βρούμε κι* αυ­ τούς. Στό μεταξύ, θά μιλήσω σέ σάς πρώτα, Μις...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

5

Κι’ έδειξε τη γραμματέα τοϋ Τζόνσον. —Καί σέ σάς, Μπίνσκι. Μείνετε' κι’ εσείς, Τζόνσον. Οί ύπόλοιποι πε­ ριμένετε άπέξοο. Ή Χουάντα Κάϊντερ, ή νυχτερινή γραμματεύς τοϋ άρχηγοΰ τής αστυ­ νομίας τοϋ εργοστασίου Τζόνσον, μί­ λησε περισσότερο γιά τό συνάχι της παρά γιά τή δολοφονία. Πάντως κατέθεσε ότι ό Φράνκ Χόλμς έκανε τήν έμφάνισί του, τα­ ραγμένος, στις δώδεκα" παρά δέκα, όπως είχε πή ό Μπίνσκι, καί ζήτησε τόν κ. 1 ζόνσον. "Οταν αυτή τοϋ είπε ότι κ. Τζόνσον είχε άδεια εκείνη τή νύχτα, μα οτι μπορούσε νά πάή νά ρίξτ] μιά ματιά κατά τις δώδεκα καί μισή, ό Χόλμς είπε : —Πέστε του ότι πρέπει νά τόν δώ. Πρόκειται γιά κάτι σπουδαίο. Γιά κάποια συνωμοσία... —Συνωμοσία ; έπανέλαβέ ό Κά­ ζεϋ. Είστε βέβαια ότι χρησιμοποίησε αυτή τή λέξι ; — θά τό έλεγα αυτό αν δέν ήμουν βέβαια ; είπε ή γυναίκα άγρια. Είπα πώς θά το έλεγα στον κ. Τσόνσον κι’ αυτός "είπε πώς θά ήταν στή Βάρδιο ό. "Ετσι, όταν τό είπα στόν κ. Τζόνσον, αυτός κούνησε τό κεφάλι του καί βγήκε άμέσως.

Ο

Κάζεϋ κούνησε τό κεφάλι του καί ρώτησε : —Τί * ώρα ήταν όταν ήρθε ό κ. Τζόνσον ; — Μία παρά είκοσι. —Συνωμοσία, έπανέλαβέ ό Κάζεϋ όταν ή γραμματεύς· έφυγε. Αύτό ται­ ριάζει, Μπίνσκι. Σκεφθήτε πάλι. Μά ό φρουρός έπέμεινε : Ό Χόλμς δέν είχε πή τίποτα περισσότερο, οϋτε


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

καν δταν άρχισαν τή βάρδια τους. Ή βάρδια του, Νούμερο 4, συνώρευε με τή βάρδια του Χόλμς. Φρουρούσαν ένα κομμάτι όπιό εκατό γυάρδες του φράχτη ό καθένας. "Οταν έφτανε στην άκρη τής βάρδιας του, ό Μπίνσκι πάντα περίμενε τόν Χόλμς. Ό Χόλμς περπατούσε πιο άργά. Δεν μπορούσε νά ύπολογίση πό­ σους δρόμους είχαν κάνει εκείνη τή νύχτα... έξη ίσως... δταν ό Χόλμς δεν φάνηκε. Ό Μπίνσκι περίμενε λίγα λεπτά κΤ έπειτα προχώρησε για νά δη τί συνέβαινε. Πενήντα γυάρδες μακρυά, βρήκε τό πτώμα μέσα στή λάσπη. —Τότε φώναξα κι5 έτρεξα πρός τήν πόρτα δταν ένα φανάρι άναψε καί έπεσε επάνω μου. 7Ηταν ό κ. Τζόνσον καί μέ διέταξε νά γυρίσω πίσω στή θέσι μου. Του φώναξα πώς ό Φράνκ ήταν σκοτωμένος κι5 αυτός έβαλε τό πιστόλι του στήν τσέπη του καί... —Τί έκανε ; τόν διέκοψε ό σερί­ φης. —Έβαλε τό πιστόλι του πίσω στήν τσέπη του καί σφύριξε. Οί φρου­ ροί βγήκαν τρέχοντας καί τούς έβα­ λε νά πάνε νά δουν άν είχε κόψει κανείς τό συρματόπλεγμα. Μά δεν τό είχε κόψει κανείς. Ό Τζόνσον εΐπε: —Είχα πάρει τό μήνυμα του Χόλμς κι* έψαχνα νά τόν βρω. — Ναι, είπε ό Κάζεϋ άργά. Μέ τό πιστόλι στό χέρι. Τί είδους πιστόλι έχετε, Τζόνσον Ό Τζόνσον χαμογέλασε ελαφρά. —Αστυνομικό περίστροφο των .38, όπως δλοι οί φρουροί. Έπαψε νά χαμογελά. — Εσείς τί πιστόλι έχετε, ντέτεκτιβ ; —Των 38. Μέ τή διαφορά δτι δέν τό κρατούσα στό χέρι έκεϊ δπου είχε φονευθή κάποιος. Καταλαβαίνετε -τί θέλω νά πω ; —Εξετάστε το, εΐπε ό Τζόνσον πετώντας τό πιστόλι του επάνω στό τραπέζι. —Ίσως, αργότερα. Γιατί τό είχα­ τε στό χέρι; —"Ημουν άνήσυχος έπειτα άπό οσα μου εΐχε πή τό κοριτσάκι... έπει­

ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛ τα ακόυσα τόν Μπίνσκι νά φωνάζη. έτσι... —Εντάξει, είπε ό Κάζεϋ. Φτάν γιά τώρα, Τζόνσον. Πάρτε τό πιστ' λι σας. Ευχαριστώ, Μπίνσκυ, Στείλτ μου, παρακαλώ, εκείνον τόν Μέρτον

πρόσωπό του Ιδρωμένο καί κάνοντα άέρα μέ τό καπέλλο του, ό χρονομ' τρης μπήκε στό γραφείο. — Θέλω νά καταλάβετε δτι ό κ βγάς μου μέ τόν Χόλμς, εΐπε, δέν χει καμμιά σχέσι μ5 αυτό. Τό πρόσωπο του Κάζεϋ έγινε π τρινο. Ό σερίφης ρώτησε γοργά. —Ποιός καβγάς ; -—Δέν έχει καμμιά σχέσι μέ αυτό, μέ αύτή τή δολοφονία I θεέ μου Δέν θά σκότωνα ποτέ έναν άνθρωπ επειδή δέν στάθηκε νά χρονομετρήσ τήν κάρτα του I Κι5 άν είπα , κάτ αύτό δέν θά πή πώς... Ό Κάζεϋ ρώτησε : —Πότε είχατε αύτόν τόν καβγ ' —Απόψε δταν ήρθε, μίστερ. Το είπα πώς θά έλεγα νά τόν άπολι σουν. — Καί τί είπε αυτός ; ρώτησε άδι φορά ό Κάζεϋ. —Μπορώ νά τό πώ, νομίζω. Ά, κετοί μάς ακόυσαν, είπε ; «Έλα έξι στή βάρδ,α μου, καί θά σέ τσακίσ στις κλωτσιές !» — Κι5 εσείς νάπαντήσατε δτι 6 πηγαίνατε, έ ; —Ναι, Μίστερ. Μά ήταν μόνο λ για αύτά... —Κακή συνήθεια, είπε ό Κάζε Τί πιστόλι έχετε ; Ό Μέρτονς τόν κύτταξε ξαφνι σμένος. —Κανένα συνήθως, μίστερ I Σήμ ρα μόνο, πηγαίνοντας στήν τράπε γιά νά είσπράξω τά χρήματα γ τήν πληρωμή του προσωπικού δαν στηκα ένα άπό έναν φρουρό... —Ένα αστυνομικό περίστρο τών .38 ; —Ναι 1 Μά σάς λέω... —Τό είχατε άπόψε στό μπάρ; —Ναι. Μά δέν πρόσεξα τόν Χόλ εκεί. "Ημουν άφωσιωμένος στό φα> τό μου. — Πηγαίνετε, είπε ό Κάζεϋ. Κ


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΩΝ 38 φωνάξτε εκείνον τόν υποπλοίαρχο. Ό Μέρτονς βγήκε βιαστικά φωνάζόντας: _Μίστερ υποπλοίαρχε ! Ή σειρά σας I Ό υποπλοίαρχος ’Άρθουρ είπε : _Είμαι μόνο πέντε μέρες εδώ. Μ’ έστειλαν από την Ούάσιγκτων για νά αντικαταστήσω τόν υποπλοίαρχο Άντερσον... ^Ηταν επιθεωρητής έδώ πριν από μένα, σέρ, καί τόν διέταξαν ξαφνικά νά φύγη. "Εφτασα τήν ήμέρα πού έφυγε. "Ετσι δεν έχω άκόμα προσανατολιστή καλά —καλά.

Ο

σερίφης ρώτησε: —Αυτή ή καινούργια πολεμική έφεύρεσις, πού κατασκευάζουν εδώ γιά τό ναυτικό, είναι κάτι πού οί Ναζί θά ήθελαν νά μάθουν ; Ό υποπλοίαρχος, λεπτός καί νέος καί με άνοιχτόχρωμα κυματιστά μαλ­ λιά, χαμογέλασε. —Βεβαίως, σέρ. Καί οί Γιαπωνέ­ ζοι επίσης είναι μιά πυροσβεστική συσκευή μεγάλης σπουδαιότητος. Μά αμφιβάλλω άν έχη καμμιά σχέσι μ’' αυτόν τόν... τόν... — Χόλμς, συμπλήρωσε ό Κάζεϋ . —"Ισως εΐχε μπελάδες μέ καμμιά γυναίκα. Τόν σκότωσε ϊσως κανένας σύζυγος. Κανένας δεν δοκίμασε νά κόψη τό συρματόπλεγμα." Οί Γερμα­ νοί ή οί Γιαπωνέζοι δεν θά σκότω­ ναν άπλώς έναν φρουρό, θά δοκίμα­ ζαν νά μπουν στό εργοστάσιο. — Σωστά, είπε ό σερίφης. Καλά θά κάνουμε νά έξετάσωμε τόν φάκελλο του Χόλμς. — Τί θά βγή άπό αυτό; είπε ό ’Άρθουρ. Άν πρόκειται γιά γυναι­ κοδουλειά, οί φίλοι του θά μπορέ­ σουν νά μάς πληροφορήσουν καλύ­ τερα. — Ναι, είπε ό Κάζεϋ γράφοντας κάτι στό σημειωματάριό του. Τί εί­ δους πιστόλι έχετε υποπλοίαρχε ; Ό ’Άρθουρ γέλασε. — Υποψιάζεστε άκόμα καί μένα, σέρ^ Ξεκούμπωσε τό μπλέ σακκάκι. του. — Μου του έδωσαν λίγο πριν φύ­ γω από τήν Ούάσιγκτων. Ό σερίφης χαμογέλασε καί ρώ­ τησε :

7

— Κι* άλλο πιστόλι τών .38; — Ναι, εΐπε ό Κάζεϋ έξετάζοντάς το προσεκτικά. Τί γράμματα εΐναι αύτά πού είναι σταμπαρισμένα επά­ νω στό άτσάλι; Δεν τά βλέπω καθα­ ρά : Τζ. Α. Τά δικά σας; —Ναι, σέρ. Τζίν ’Άρθουρ. "Εβα­ λα νά μ-οϋ τά σταμπάρουν έκεϊ. Εί­ ναι πάντα φρόνιμο νά σημαδεύη κα­ νείς τό πιστόλι του. Δεν νομίζετε, σέρ; — Μάλλον, είπε ό Κάζεϋ δίνοντάς του πίσω τό πιστόλι. Σερίφη, φω­ νάξτε τόν Μπλέϊκχαους. Ό διευθυντής του εργοστασίου κάθησε δύσκαμπτα, σάμπως ή καρέ­ κλα νά ήταν εδώλιο κατηγορουμέ­ νου. Είχε πολύ λίγα νά προσθέση. Τό εργοστάσιο κατασκεύαζε μιά πυρο­ σβεστική συσκευή, μά δεν είχε πή τί­ ποτα ούτε στήν ϊδια τη γυναίκα του. Ναι, είχε πάρει αύστηρά μέτρα γιά νά κρατηθή μυστική ή κατασκευή τής συσκευής αύτής. "Οχι, δεν γνώ­ ριζε τόν Χόλμς ή τόν Μπίνσκι.

— Δεν έχω πολλές σχέσεις μέ τούς φρουρούς, είπε στόν Κάζεϋ. "Εβαλε τά γυαλιά του καί κύτταξε διαπεραστικά τόν ντέτεκτιβ, πού απάντησε μέ τόν ίδιο τρόπο στό βλέμμα του. — Περνάτε αρκετόν άπό τόν δια­ θέσιμο καιρό σας στό μπάρ του "Ελ­ ληνα ; —Δέν έχετε δικαίωμα νά μου κά­ νετε άνακρίσεις, μά θά σάς απαντή­ σω. "Οχι, σπανίως πηγαίνω εκεί. Α­ πόψε τηλεφώνησα στη γυναίκα μου κατά τις έντεκα. Μέ περίμενε νά παί­ ξουμε μπρίτς καί μοϋ είπε νά φέρω λίγο σερμπέτι. * — Μιλήσατε μέ τόν Χόλμς στό μπάρ; —Μέ τόν φρουρό ; Δέν τόν πρό­ σεξα κάν. Είδα δμως τόν ύποπλοίαρχο.,.εΐναι καινούργιος καί δέν θυ-


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μάμσι τ’ όνομά του. Τον χαιρέτησα μέ μια κίνησι του κεφαλιού μου καί πήρα τό σερμπέτι. Είχαμε αρχίσει τό μπριτζ σπίτι, όταν τό τηλέφωνο κου­ δούνισε. —Τί έϊδους όπλο έχετε ;

Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΕΣΤΕΜΠΕΡΓΚ 'Γά μάτια του Μπλέϊκχαους άνοι­ ξαν διάπλατα. — Ποιός σάς είπε πώς έχω πιστό­ λι ; ’Έχω άδεια όπλοφορίας. —Δείξτε μου τό πιστόλι. Αδέξια, ό Μπλέϊκχαους άκούμπησε ένα περίστροφο των .38 επάνω στό τραπέζι. Ό σερίφης δέν χαμογέ­ λασε αυτή τη φορά. Γέλασε δυνατά. — ’Έχομε παμψηφία, έκάγχασε ό Κάζεϋ. Ό χρονομέτρης, ό φρουρός, ό Τζόνσον, ό υποπλοίαρχος Άρθουρ καί τώρα εσείς...έχετε όλοι περίστρο­ φο τών .38. —Δέν φαντάζομαι νά θέλετε νά πήτε ότι εγώ... — Δέν θέλω νά σάς πω τίποτα. Τόν νυχτερινό άρχιεπόπτη τώρα, πα­ ρακαλώ. Ό Γκρέγκορυ ήταν ένας φαλακρός καί σοβαρός άντρας μέ βιαστικό ύφος, σάν νά είχε άφήσει μισοτελειωμένη μιά δουλειά. Κρατούσε μιά στίβα άπό σημειωματάρια. —"Εφερα τούς φακέλλους τών ερ­ γατών καί ύπαλλήλων, είπε. Σκέφτηκα πώς θά θέλατε νά ρίξετε μιά μα­ τιά στόν φάκελλο του Χόλμς. — Πολύ καλά, επιδοκίμασε ό Κά­ ζεϋ. Μά πρώτα... τί εϊδους πιστόλι έχετε ; —Ποτέ μου δέν είχα πιστόλι.

ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ — Τότε δέν έχουμε παμψηφία, έ κάγχασε ό σερίφης. Ό άρχιεπόπτης τόν κύτταξε χαζά καί άνοιξε ένα σημειωματάριο. —Νά ό φάκελλος τοϋ Χόλμς. Κα­ θαρή έκθεσις άπό 'τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων. Ελέγχεται τό παρελθόν όλων τών εργατών μας. -Υπηρέτησε στόν πρώτο πόλεμο μά δέν βγήκε άτό τήν Αμερική. Δούλευε πέντε μήνες, εδώ. ^Ηρθε άπό τό Νιοϋ Τζέρσεϋ. τΗταν έκεί εργάτης στα εργοστάσια Όπτικών Άτζαξ. — Χμ !, είπε ό Κάζεϋ ψ— Τά εργοστάσια αύτά, συνέχισε ό Γκρέγορυ, ήσαν ιδιοκτησία κάποιων Ναζί. Ό Χόλμς έφυγε άπό εκεί, εδώ κι5 έναν χρόνο, έκανε διάφορες μικροδουλειές καί τέλος ήρθε εδώ. Μέ­ νει στό... Ό Κάζεϋ έγραψε τή διεύθυνσι καί πρόσθεσε : —Θά ήθελα*τίς διευθύνσεις όλων τοϋ Μπλέϊκχαους, τή δική σας... εύχαριστώΛ. τοϋ ύποπλοιάρχου ’Άρ­ θουρ... —Δέν τήν έχουμε γράψει άκόμα. Είναι πολύ καινούργιος. "Εχουμε ό­ μως τή διεύθυνσι εκείνου πού άντικατέστησε. Ό Κάζεϋ διάβασε δυνατά : —Υποπλοίαρχος Τζόζεφ ’Άντερσον, 2130, Πλατεία Γκρόβ, Μπίρμιγχαμ. Ευχαριστώ. Τώρα τοϋ χρονομέ­ τρη καί τοϋ Μπίνσκι. θέλω επίσης νά ρίξω μιά ματιά π^τόν φάκελλο τοϋ τελευταίου. ΙΜελέτηαε τόν φά­ κελλο γοργά. Δέν τοϋ είπε πολλά πράγματα, Ό Μπίνσκι ήταν 48 χρονών καί είχε γεννηθή στή γειτονική έπαρχία. Είχε δουλέψει δώδεκα χρό.νια ως δεσμοφύλακας, μά είχε παραιτηθή γιά νά δουλ€ψη άλλοΰ πιο προσοδοφόρα. —Μπορείτε νά βρήτε ποιοι εργά­ τες ήσαν άπόψε στό μπαρ τοϋ *Έλληνα; ρώτησε ό Κάζεϋ τόν Γκρέ­ γκορυ. — Βεβαίως. Ο Κάζεϋ πήρε τό παλτό του. — Καληνύχτα, εΐπε σ’ όσους βρί­ σκονταν άκόμα στόν προθάλαμο, θά σάς δώ πάλι αύριο... ^Ηταν σχεδόν πέντε ή ώρα, όταν ό Κάζεϋ βρήκε τό


ΤΩΝ .38 σπίτι του νεκρού φρουροΰ. Τό μικρό σπίτι ήταν κατάφωτο καί γείτονες παρηγοροϋσαν τή χήρα. —Λυπούμαι για την ένόχλησι, κυ­ ρία, είπε ό Κάζεϋ. μά πρέπει να μά­ θω. Γιατί ό άντρας σας έγκατέλειψε τή δουλειά του στό Νιού Τζέρσεϋ ; , — Τόν απέλυσαν είπε ή κυρία Χόλμς σκουπίζοντας τά μάτια της. Δούλευε πέντε χρόνια έκεΐ καί, άν δεν ήταν ό Κέστεμπεργ... —Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ό Κάζεϋ. —Ό νεαρός. Ό γυιός του αφεν­ τικού. "Ενας βρωμιάρης Ναζί. Τό γέ­ ρο, τόν Διευθυντή Κέστεμπεργκ, ή Κυβέρνησις τόν έχει κλειδώσει στη φυλακή τώρα. Ό νεαρός τδσκασε για τή Γερμανία. Αύτός απέλυσε τόν άν­ τρα μου. —Γιατί; ρώτησε ό Κάζεϋ. —Έξαιτίας τοϋ άσυρμάτου. Ό Φράνκ ήταν νυχτοφύλακας στό εργο­ στάσιο. Μια νύχτα βρήκε τόν ασύρ­ ματο καί τόν γυιό νά δουλεύη στέλ­ νοντας κάτι. Ό Κέστεμπεργκ τοϋ έξήγησε δτι έκανε μόνο κάτι πειράμα­ τα κΓ δμως άπέλυσε τόν Φράνκ. — Πότε έγινε αυτό ; —"Ενα χρόνο πριν. —Γιατί ήρθατε εδώ; — Οί δυό άδελφές μου μένουν ε­ δώ. Οί άντρες τους έχουν καλές δου­ λείες 1 —Ό άντρας σας υπηρέτησε στόν πρώτο πόλεμο ; — Ναι. "Εξη μήνες μόνο, γιατί έ­ πεσε από ενα αυτοκίνητο καί χτύπη­ σε. Πήρε σύνταξι μάλιστα, είκοσι ο­ κτώ δολλάρια τό μήνα. —Ευχαριστώ, είπε τέλος ό Κάζεϋ. Ό σερίφης τόν περίμενε στό αυ­ τοκίνητο. — θέλω νά στείλω μερικά τηλε­ γραφήματα, είπε ό Κάζεϋ. Νομίζω δτι άνακάλυψα κάτι. ΕΝΑΣ «ΒΡΟΜΙΑ­ ΡΗΣ ΝΑΖΙ»! Ή τακτική άνάκρισις τήν άλλη μέρα δεν απέδωσε καινούργια γεγο­ νότα. Ό υποπλοίαρχος Άρθουρ, ό Μπίνσκι, ακόμα κΓ ό Μπλέϊκχαους

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

καί ή Μις Κάϊντερ, έκαναν δλοι κα­ λές καταθέσεις. Μόνο ό Μέρτονς τά μπέρδεψε λι­ γάκι. θυμήθηκε —μόνον δμως άφοϋ ό Γκρέγκορυ τόν προκάλεσε— δτι είχε έπιπλήξει πάλι τόν Χόλμς μιά βδομάδα πριν, γ.ά κάποιον παρόμοιο λόγο. Ό Κάζεϋ παρακολούθησε τήν άκάκρισι σιωπηλός, κρατώντας πότε— πότε σημειώσεις ή ξεφυλλίζοντας μιά δέσμη από τηλεγραφήματα, πού είχε στήν τσέπη του. Μετά τήν άνάκρισι, γύρισε πίσω στό εργοστάσιο καί, μαζί μέ τόν υ­ ποπλοίαρχο καί τόν Τζόνσον, έξήτασε τούς φακέλλους τοϋ προσωπικού. Τέλος ρώτησε: — Αύτός ό ναυτικός επιθεωρητής, πού ήταν έδώ πριν από σάς, ’Άρ- * θουρ... — Ό Άντερσον, σέρ, συμπλήρωσε ό υποπλοίαρχος. ν —Ναί. Μήπως σάς άνέφερε τίπο­ τα γιά μπελάδες έδώ ; —”0,(1, σέρ. Ό ύποπλοίαρχος χαμογέλασε προφέροντας αυτές τις λέξεις καί ό .Κά­ ζεϋ ρώτησε. —Γιατί γελάτε; — Ό Άντερσον μοϋ εΤχε πή δτι δλα ήσαν τόσο ήσυχα έδώ σάν νά κατασκεύαζαν... φουρκέττες γιά τά μαλλιά κΓ δχι πολεμικά μέσα. —Δέν συνέβη τίποτα ύποπτο έδώ ποτέ; έπέμεινε. Ό Τζόνσον έπενέβη : —"Οχι. Τουλάχιστον, δχι μέσα στό έργοστάσιο. —"Εξω από τό έργοστάσιο ; —"Οχι τίποτα σπουδαίο. Ό ’Άν­ τερσον βρήκε κάποιον νά τριγυρίζη ύποπτα έξω άπό τό παράθυρό του. Τόν κυνήγησε. Μοϋ τό είπε τήν άλ­ λη μέρα. —Εννοείται έξω άπό τό παράθυ­ ρο τοϋ σπιτιοϋ ; — Ναί. Είχε ένα δωμάτιο κάπου. Ό Κάζεϋ συμβουλεύτηκε τό ση­ μειωματάριό του. — Στό Μπίρμιγχαμ. —’Άκομσε κάποιον μέσα στή νύ­ χτα... — Πότε ; —Έδώ καί καμμιά δεκαριά μέρες. Τό μόνο πού κατάφερε ό Άντερσον


10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ήταν νά σκίση τό καινούργιο, παντε­ λόνι του και νά κόψη τό πόδι του. Του τό έπέδεσαν την άλλη μέρα ε­ δώ. 'Ο φίλος τδσκασε. θάταν κανέ­ νας λωποδύτης. Ό υποπλοίαρχος ’ Αρθουρ είπε : — θυμάμαι άτι κούτσαινε όταν άνέλαβα. —Πότε τόν μετέθεσαν ; ρώτησε ό Κάζεϋ. —Δεν μού εΐπε, άπάντησε ό Τζόνσον, 'Απλώς ένα πρωινό δεν έκανε την έμψάνισί του. — Τόν κάλεσαν πίσω στην Ούάσιγκτον, εξήγησε ό "Αρθουρ. Προφο­ ρικές διαταγές από τό τηλέφωνο, νο­ μίζω. Στό μεταξύ εγώ είχα πάρει τη διαταγή νά τόν αντικαταστήσω. "Ε­ φτασα τή νύχτα πού έφυγε. —Τόν γνωρίζατε άπό πριν; ρώτη­ σε ό Κάζεϋ. —!Όχι, σέρ. — Ευχαριστώ, τζέντλεμεν, είπε ό Κάζεϋ κλείνοντας τό σημειωματά­ ριό του.

Τό μεσημέρι, καθι­ σμένος μέσα στό αυτοκίνητό του, ό Κάζεϋ παρακολούθησε τούς εργάτες νά επιστρέφουν άπό τό μεσημεριανό γεϋμα τους. Ό Μπλέϊκχαους μπήκε στό εργοστάσιο μέ τό αύτοκίτητό του ολοταχώς. Ό Τζόνσον, πού στεκόταν στον χειμωνιάτικο ήλιο, γύρισε και πέρασε τήν αυλόπορτα. Ό χρονομέ­ τρης Μέρτονς γύρισε βαρειά άπό τό μπάρ τοϋ "Ελληνα, σάν νά εΐχε φάει πάρα πολύ. Ό υποπλοίαρχος "Αρ­ θουρ τόν έφτασε και μπήκαν μαζί στό εργοστάσιο. Ό Κάζεϋ γύρισε τό αυτοκίνητό του καί ξεκίνησε γιά τό βορρά, προ­ σπαθώντας νά δώση μιά κατεύθυνσι στις, ιδέες του. Μερικές άπό τις ιδέες αύτές ταίριαζαν, άλλες δέν ταίρια­ ζαν καθόλου μεταξύ τους. ΤΗταν μιά ή ώρα, όταν σταμάτησε

ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ κοντά σ’ ένα μικρό πράσινο σπίτι, στήν άκρη τοϋ Μπίρμιγχαμ... "Οχι καί τόσο σπουδαίο γιά έναν ύποπλοίαρχο, σκέφτηκε ό Κάζεϋ, μά ή­ ταν έλλειψις σπιτιών εκείνο τόν και­ ρό καί έπαιρνε κανείς ότι έβρισκε. "Οταν κανένας δέν απάντησε στά χτυπήματα του, έκανε τόν γϋρο τοϋ σπιτιού καί δοκίμασε τήν κουζίνα. Γύρισε τό πόμολο καί ή πόρτα ά­ νοιξε. Μιά γριά φάνηκε στό κατώφλι καί έσπρρξε τήν πόρτα γιάνά τήν κλείση. —Δέν θέλω ν’ άγοράσω τίποτα, φώναξε. Ό Κάζεϋ εμπόδισε τήν πόρτα νά κλείση, βάζοντας τό πόδι του στό ά­ νοιγμά της, καί τής έδειξε τό αστυ­ νομικό σήμα του. — Αστυνομικός; είπε ή γυναίκα. "Ω 1 Είμαι κουφή. Φωνάξτε δυνατά. Ό Κάζεϋ άρχισε νά φωνάζη. Ναι, άπάντησε ή γυναίκα. Ό "Αντερσον έμενε εκεί.. Είχε νοικιάσει τό μπρο­ στινό δωμάτιο καί τό λουτρό. Αύτός μόνο έμπαινε άπό τήν μπροστινή πόρ­ τα. Ό σύζυγός της καί ό άλλος νοι­ κάρης της, ένας εργάτης, έμπαιναν κι5 έβγαιναν άπό τήν κουζίνα. —Πόσος καιρός είναι πού έφυγε ό "Αντερσον ; ρώτησε ό Κάζεϋ. — "Εφυγε; ϋ^,έν ήταν σίγουρος ό Κάζεϋ άν ή γυναίκα εΐχε πραγμα­ τικά έκπλαγή. —Δέν ξέρω άν έφυγε, συνέχισε ή γριά μέ κάποια άνησυχία. "Εχει πλη­ ρώσει προκαταβολικά. Δέν τόν βλέ­ πουμε ποτέ. Καί δέν συνηθίζω νά κατασκοπεύω. Φτιάνει μόνος του τό κρεββάτι του. Αυτό είναι ή συμφω­ νία μας. Έγώ μπαίνω μόνο κάθε Σάβ­ βατο γιά νά καθαρίσω. "Εφερε αντιρρήσεις, όμως, όταν ό Κάζεϋ ζήτησε νά δή τό δωμάτιο. Ό άντρας της είχε τό μόνο κλειδί— εκτός άπό τοϋ "Αντερσον— καί δέν θά γύριζε πριν άπό τις τέσσερις άπό τή δουλειά του. Ό Κάζεϋ άφησε τό αυτοκίνητό του σ’ έναν πλάγιο γειτονικό δρόμο καί γύρισε μέ τά πόδια ώς ένα μι­ κρό εστιατόριο στή γωνία. "Ενα καθαριστήριο βρισκόταν δί­ πλα του. Ό Κάζεϋ έρριξε μιά μα­


ΤΩΝ .38 τιά στα κοστούμια, πού ήταν κρεμα­ σμένα στήν προθήκη, κι* έπειτα μπή­ κε και μίλησε για λίγα λεπτά μέ την υπάλληλο. Άπό έκεΐ μπήκε στό έστιατόριο και διέταξε ένα σάντουιτς. Καθισμένος κοντά σ’ ένα παρά­ θυρο, έβλεπε στη μπροστινή πόρτα του σπιτιού, δπου έμενε ό ’Άντερσον. Διέταξε δεύτερο σάντουιτς περιμένοντας. Περίμενε πολύ. Καί στό μεταξύ έξήταζε πάλι καί πάλι τις θεωρίες πού είχε σχηματίσει. Στις τέσσερις παρά δέκα, είχε σχεδόν έγκαταλείψει κάθε ελπίδα, ό­ ταν είδε κάποιον νά ανεβαίνει τά σκαλοπάτια τής εισόδου τού σπιτιού. Ό Κάζεϋ άφησε χρήματα επάνω στό τραπέζι κι* έτρεξε. Καθώς διέ­ σχιζε τό πεζοδρόμιο, έχωσε τό χέρι του στήν τσέπη " τού σακκακιού του, δπου είχε τό πιστόλι του. Ή πόρτα είχε μόλις κλείσει, κα­ θώς έφτανε στό κεφαλόσκαλο. Γύρισε άπότομα τό πόμολο. Ό ύποπλοίαρχος ’Άρθουρ τόν άντιμετώπισε, μέ τά μάτια γεμάτα έκπληξι. — Άλλό, είπε ό Κάζεϋ φιλικά, τί γυρεύετε εδώ ; — Μά... εδώ μένω, σέρ... —Καταλαβαίνω. Πήρατε τό δωμά­ τιο αύτό μαζί μέ τή θέσι τού Άντερσον, έ : — Μάλιστα, σέρ. Μοΰ τό συνέστη­ σε. Νομίζω δτι σάς τό είπα, σέρ. — Δεν σάς ακόυσα νά τό λέτε αύ­ τό, είπε ό Κάζεϋ. Ό ’Άρθουρ άνοιξε τήν πόρτα τού υπνοδωματίου καί είπε : — Περάστε μέσα, σέρ. ?Ηταν ένα παστρικό δωμάτιο, άραιά επιπλωμένο, μέ δυο παράθυρα προς τό δρόμο. Ό Κάζεϋ τά είδε μέ τήν άκρη τού ματιού του. Μέ τήν άλλη άκοη είδε τή γοργή κίνηση τού ’Άρθουρ. —Τό πιστόλι μου εΐναι στραμμέ­ νο επάνω σου, Κέστεμπεργκ, είπε ό Κάζεϋ. Μέσα άπό τήν τσέπη μου. Πε­ ριττό νά δοκιμάσης νά τραβήξης τό πιστόλι σου. —Τί σημαίνει αύτό, σέρ ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

τύνοντας μέ περιφρόνησι χάμω, ό Κάζεϋ είπε : — Πάφε νά μέ άποκαλής «σέρ» I Αύτό ήταν εκείνο πού μ’ έκανε νά σε προσέξω. 'Η Γκεστάπο δεν είναι ή μόνη έξυπνη αστυνομία στόν κό­ σμο 1 ’Έπρεπε νά σοϋ μάθουν δτι οί άξιωματικοί τοϋ ναυτικού δέν άποκαλοϋν «σέρ» έναν άπλό ντέτεκτιβ. ’Έσπρωξε τήν τσέπη του πρός τόν άλλον, κυττάζοντάς τον νά σηκώνη αργά τά χέρια του, ενώ τό στόμα του άνοιγε διάπλατα. Μέ μιά γοργή κίνησι τράβηξε τό πιστόλι τοϋ ’Άρθουρ άπό τή θήκη του. —Σήκωσε τό πόδι σου τώρα, εΐπε ό Κάζεϋ. Τό δεξιό, θέλω νά ρίξω μιά ματιά. Φορείς άκόμα . τό παντε­ λόνι τοϋ ’Άντερσον, έ ; Ναι, είδα τό μπάλωμα έκεΐ, τήν πρώτη φορά πού σέ γνώρισα στό γραφείο τοϋ Τζόνσον. Είναι τό καινούργιο παντελόνι τοϋ Τζόνσον, πού αυτός έδωσε νά τοϋ μπαλώσουν στό καθαριστήριο, άπό τήν άλλη μεριά τοϋ δρόμου, ό­ ταν τό έσκισε κυνηγώντας σε, τήν πρώτη φορά. Τήν επόμενη φορά, μπή­ κες μέσα. Ή σπιτονοικοκυρά δέν άκουσε τή φασαρία γιατί είναι κουφή. Ό ’Άντερσον έφυγε μέ προφορικές διαταγές, έ ; Ναι, δικές σου διαταγές. Γιατί ή Ούάσιγκτων λέει πώς δέν τοϋ έστειλε καμμιά διαταγή. Άπλωσε τά χέρια σου τώρα. ■ Ό Κάζεϋ τοϋ πέρασε τις χειρο­ πέδες. — Καί τώρα, σέρ Κέστεμπεργκ, οί ένορκοί μας δέν άστειεύονται μέ τούς κατασκόπους τών Ναζί αύτές τις μέρες. Ιδιαίτερα, όταν οί κατάσκοποι αύτοί είναι Αμερικανοί πολίτες. ’Άν θέλης νά γλυτώσης τό κεφάλι σου,

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» καλά θά κάνης νά μιλήσης... ...Υπάρχουν δυό δολοφονίες, εξή­ γησε ό Κάζεϋ δυό ώρες αργότερα στους ανθρώπους πού είχαν συγκεντρωθή στο γραφείο του αρχηγού τής άστυνομίας του εργοστασίου, Τζόν­ σον. Ό φρουρός ήταν άπλώς άτυχος. ’Έτυχε νά άναγνωρίση τον Άρθουρ ή Κέστεμπεργκ... πώς θέλετε νά σάς λεω...«σερ» ; ’Άρθουρ ή Κέστεμπεργκ ; Ό νεαρός Κέστεμπεργκ τον άγριοκύτταξε προκλητικά. Ό Κάζεϋ συνέ­ χισε : — Ώνόμασε τόν εαυτό του Τζών ’Άρθουρ γιά να ταιριάζουν τά άρχικά του ’Άντερσον. Ό φτωχός Χόλμς τόν είδε εδώ, στό μπάρ του 'Έλληνα, κι’ αυτός εΐδε επίσης τόν Χόλμς καί ταράχτηκε τόσο ώστε έχυσε τόν κα­ φέ του. ΤΗταν ό νυχτοφύλακας, πού αυτός εΐχε διώξει κάποτε άπό τό ερ­ γοστάσιο του πατέρα του, στό Νιού Τζέρσεϋ ! Ό φρουρός δεν τόν θυμή­ θηκε... ήταν ό Ναζί γυιός τού πρώην αφεντικού του, ντυμένος μέ στολή Αμερικανού άξιωματικου τού ναυτι­ κού. Κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Ό Τζόνσον κατέβασε τή γροθιά του μέ δύναμι επάνω στό τραπέζι. —Ναί, δυστυχώς, χρειάστηκε νά σάς περιμένη, Τζόνσον; συνέχισε ό Κάζεϋ. Μά αυτό δέν ήταν δικό σας λάθος. Μόνο πού αυτός ό «σερ» δεν μπορούσε νά περιμένη. Σκέφηκε δτι, άν αύτός εΐχε άναγνωρίσει τόν Χόλμς, τότε βέβαια καί ό Χόλμς τόν είχε ϊσως άναγνωρίσει. ’Έτσι τόν πυ­ ροβόλησε άπό πίσω. "Οπως πυροβό­ λησε τόν υποπλοίαρχο ’Άντερσον, έπειτα άπό συμπλοκή. Πέστε τους τί είδατε, σερίφη.

Ο

σερίφης μόρφασε άγρια καί δάγκωσε τό κάτω χείλι του, πριν μιλήση : ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ΤΩΝ .38 — Βρήκαμε τό σώμα τού ’Άντερ­ σον σε μιά χαράδρα, κοντά στή Λί­ μνη ’Όρτσαρντ, άκριβώς δπως αυ­ τός... αύτός... ό δολοφόνος μάς είπε./ Ό ’Άντερσον φορούσε πολιτικό κο­ στούμι. Τό κοστούμι αυτού τού Να­ ζί, υποθέτω. ?Ηταν νεκρός άπό πέντε μέρες. —Νεκρός !, φώναξε ό Μπλέικχαους. — Μην ξεχνάτε, εΐπε ό Κάζεϋ, δτι κατασκευάζετε εδώ μυστικά πο­ λεμικά μέσα κι’ δχι φουρκέττες γιά τά μαλλιά. Αύτός ό νεαρός Ναζί ήρ­ θε εδώ γιά νά σκοτώση τόν ’Άντερ­ σον καί νά πάρη τή θέσι του ώς ναυ­ τικός επιθεωρητής. Μεγάλη ιδέα» Μόνο... Γύρισε στόν Κέστεμπεργκ. — Μόνο... προδώσατε τόν εαυτό σας μέ διάφορα μικροπράγματα. Στό κάτω—κάτω, άκόμα κι’ ό πιό έξυπνος εγκληματίας κάνει τά σφάλματά του. Ό Κέστεμπεργκ άνασκίρτησε καί οΐ χειροπέδες του κροτάλησαν. —Δέν πρόδωσα τόν εαυτό μου I — Προδόθηκες πρώτ* άπ’ δλα μέ τά «σέρ», πού μοΰ κοπανούσες κάθε τόσο. Εξάλλου, μοΰ είπες δτι σοΰ έ­ δωσαν στήν Ούάσιγκτων ένα πιστό­ λι. ’Έ, λοιπόν, τυχαίνει νά ξέρω πώς τό Ναυτικό δέν δίνει πιστόλια στούς άξιωματικούς του, δταν εΐναι στή στεριά. Τά δίνει επάνω στό πλοίο. Καί, στή στεριά ή στό πλοίο, δέν δί­ νει ποτέ τό Ναυτικό πιστόλια τών .38, άλλά τών .45. Άν ένας αξιωμα­ τικός τού ναυτικού εΐναι στή στεριά καί θέλει νά έχη οπλο, μπορεί νά άγοράση δ,τι πιστόλι θέλει, δπως έ­ κανε ό ’Άντερσον. Πήρε τό πιστόλι πού εΐχε χρησιμο­ ποιήσει ό Κέστεμπεργκ καί πρόσθεσε : —Τά άρχικά αυτά εΐναι φαγωμέ­ να, δχι φρέσκα. Ό ’Άντερσον τό εΐχε άπό πολύν καιρό. Γόρισε στόν Κέστεμπεργκ καί γρύλλισε : — "Εχεις νά πής τίποτα γιά τόν εαυτό σου, Ναζί; —Χάϊλ Χίτλερ !, φώναξε αύτός στριγγά. Τό μεγάλο χέρι τού σερίφη ση­ κώθηκε. Διέγραψε μιά γοργή τροχιά καί, μέ τήν παλάμη άνοιχτή, χτύπη­ σε τόν δολοφόνο στό πρόσωπο... ΤΕΛΟΣ


Ό Προϊστάμενος του Α­ στυνομικού Γραφείου Μυστι­ κών Υποθέσεων της Νέας Ύόρκης Ντάν Μύλλερ με κάλεσε στό γρα­ φείο του καί μου άνεκοίνωσε μια εϊδησι πού μέ συνεκλόνισε. Ούτε λί­ γο ούτε πολύ πού ανήγγειλε τή δο­ λοφονία ενός συναδέλφου μου ντέτεκτιβ, πού υπηρετούσε κΓ αυτός στό ϊδιο αστυνομικό γραφείο. —Σκότωσαν τον Τήλχτές τό βρά­ δυ !, μου είπε ξερά άποφεύγοντας νά μέ κυττάξη. Ή φωνή του ήταν μαλακή καί τήν τόνιζε μ’ ένα αόριστο/ μάλλον νευρικό χαμόγελο. Δέν φανέ­ ρωνε ή έκφρασίς του τήν παραμικρή

Ι

ύποψία για τήν ταραχή πού υπήρχε στόν εγκέφαλό του. ’Άν έμεινα ήσυχος στή θέσι μου καί αμίλητος περιμένοντας τόν Μύλτ λερ νά προχωρήση στις λεπτομέρειες τής αναπάντεχης δολοφονίας τού Τήλ, δέν ήταν γιατί αυτή ή εϊδησις, δέν μέ είχε επηρεάσει. Άντιθέτως μου εΐχε προκαλέσει σοβαρό κλονισμό στό νευρικό μου σύστημα, έτσι πού* δέν ήξερα πώς νά φερθώ. Συμπαθούσα εξαιρετικά τόν Μπόμπ Τήλ, γιατί ήταν καλό παιδί καί πι­ στός συνάδελφος. Είχε προσληφθή στό Αστυνομικό

"Ενα πτώμα, μια έξαφάνισις? μια σειρά όπό πολύπλοκα άλλοθι, ένας αλλόκοτος και φευ­ γαλέος δολοφόνος κι* ένας παράξενος ΰποπτος? σχηματίζουν ένα πρόβλημα, πού καλεί­ ται νά λύση ό ντέτεκτιβ 'Μπίλ !


14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γραφείο, δπου εργαζόμουν κΤ εγώ, ευθύς μόλις τελείωσε τις σπουδές του στο κολλέγιο, εδώ καί δυό χρό­ νια δηλαδή. Είχε την ορμή καί τή διάθεσι τής ηλικίας του καί ή σωμα­ τική του κατασκευή δπως καί ή άντίληψίς του ήσαν κατάλληλα γιά τό επάγγελμα, πού εΐχε διαλέξει ν’ άκολουθήση. ?Ηταν ένας νέος ψηλός καί νευ­ ρώδης, μέ όξυτάτη άντίληψι καί τα­ χείς καί άκριβεϊς κινήσεις. Δυό χρόνια επαγγελματικής πεί­ ρας δεν είναι φυσικά άρκετά γιά νά μπορή κανείς ν’ άνταποκριθή στις άπαιτήσεις καί τ’ άπρόοπτα τής δου­ λειάς ενός ντέτεκτιβ. Αλλά ό Μπόμπ Τήλ χάρις στο ταχύ του βλέμμα, τήν ψυχραιμία του, τήν ισορροπημένη του σκέψι καί τήν ψόχωσί του μ’ αυτή τή δουλειά, πού τοϋ άρεσε, είχε γίνει κιόλας ένας ειδικευμένος ντέτεκτιβ, άπό τους λίγους πού ό διευθυντής του αστυνομικού γραφείου Ντάν Μύλλερ ανέθετε τις πιό δύσκολες δουλειές. Έταν, λοιπόν, δικαιολογημένη ή συμπάθειά μου αυτή, δεδομένου άλ­ λωστε δτι εγώ τοϋ είχα δώσει τά πρώτα μαθήματα σ’ αυτή τή δύσκο­ λη καί ριψοκίνδυνη δουλειά.

Έπειτα άπό μιά σύντομη σιωπή, ό Ντάν Μύλλερ, άρχισε νά μου έξηγή πώς έγινε ή δολοφονία τοϋ άτυ­ χου συναδέλφου, κρατώντας τό βλέμ­ μα του έστραμένο άλλοϋ. —Πυροβολήθηκε μ’ ένα πιστόλι τών .32 χιλιοστομέτρων, δυό φορές. Καί οί δυό σφαίρες τον βρήκαν στήν καρδιά. Πυροβολήθηκε τή στιγμή πού στεκόταν πίσω άπό έναν φωτεινό ση­ ματοδότη τής τροχαίας κινήσεως στήν άκρη τοϋ πεζοδρομίου, στήν πιό βο­ ρεινή γωνία τών οδών Χάϊντ καί Έντυ. Τό κακό έγινε περίπου στις δέκα ή ώρα τή νύχτα, καί τό πτώμα του βρέθηκε άπό έναν σκοπό άστυφύλακα έπειτα άπό μιά ώρα, στις έντεκα. Τό φονικό δπλο βρέθηκε πέντε μέτρα μακρυά του. Τόν είδα, γιατί έτρεξα αμέσως στό μέρος, όπου τόν βρήκαν, .ευθύς μόλις μέ ειδοποίησαν. Ή βρο­

ΜΙΑ, ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ χή, πού έπεσε χτες τό βράδο, είχε καθαρίσει στήν περιοχή αυτή όλους τούς δρόμους άπό κάθε βρωμιά καί ειδικά τά πεζοδρόμια. Αλλά άπό τήν κατάστασι πού εΐχαν τά ροϋχα τοϋ Τήλ καί άπό τή θέσι όπου βρέθηκε τό πτώμα του, μπορώ νά πώ ότι δεν προηγήθηκε καμμιά πάλη καί ότι πυ­ ροβολήθηκε καί σκοτώθηκε στό μέ­ ρος δπου βρέθηκε κι’ ότι δεν μετεφέρθη εκεί κατόπιν. Βρέθηκε ξαπλω­ μένος πίσω άπό τόν φωτεινό σηματο­ δότη- τής τροχαίας, πέντε μέτρα πε­ ρίπου άπό τό πεζοδρόμιο, καί τά χέ­ ρια του ήσαν άδεια. Δεν κρατοΰσε δπλο ούτε κανένα άλλο άντικείμενο. Φαίνεται ότι κανείς δεν είδε οϋτε άκουσε τόν πυροβολισμό. Ή βροχή καί ό άνεμος θά είχαν άπομακρύνη τούς πεζούς άπό τούς δρόμους, καί θά εΐχαν σκεπάσει τόν ήχο τοϋ φο$ικοϋ όπλου, πού ή κάννη του είχε δι­ άμετρο 32 χιλιοστομέτρων καί πού, όπως ξέρουμε, δεν κάνει μεγάλσ κρότο. Τό μολύβι τοϋ προϊσταμένου μου Ντάν Μύλλερ άρχισε νά χτυπά τό ξύλο τοϋ γραφείου καί τό νευρικό αυτό χτύπημα μοϋ αϋξαινε τήν αγω­ νία μου. Αμέσως· έπειτα τό νευρικό χτύπημα τοϋ μολυβιοΰ σταμάτησε καί ό Ντάν Μύλλερ συνέχισε : — Ό Τήλ εΐχε πάρει τήν εντολή άπό τό γραφείο νά παρακολουθή τόν Χέρμπερτ Γούϊτακρ... Τόν παρακολου­ θούσε τρεις μέρες τώρα. Ό Γούϊτακρ εΐναι ό ένας άπό τούς δύο συνεταί­ ρους καί διευθυντάς τοϋ οίκου Όγκμπαρν καί Γούϊτακρ. Καί οί δυό εΐ­ ναι μηχανικοί καί άναλαμβάνουν μέ δόσεις, τήν επιστημονικήν καλλιέρ­ γεια κτημάτων. Επίσης έκαναν καί μεσιτικές δουλειές, κυρίως άγοραπωλησίες καλλιεργητικών κτημάτων μέ δόσεις. Ό οΐκος ’Όγκμπαρν—Γούϊτακρ μέ τό σύστημα αυτό τών δόσεων εΐχε τοποθετήσει άρκετά κεφάλαια στά μεγάλα κτήματα τής γύρω πε­ ριοχής. Ό ’Όγκμπαρν εΐχε άναλάβει τό διοικητικό τμήμα τής έπιχειρήσεως προβαίνοντας στις αγοραπωλησίες καί υπογράφοντας τά συμβόλαια, ενώ ό Γούϊτακρ κρατοΰσε τή διαχείρισι. Τήν τελευταία εβδομάδα, λοιπόν, ό ’Όγκμπαρν άνεκάλυψε ότι ό συνεταί­ ρος του εΐχε καταχωρήσει στά λογι­


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ στικά βιβλία της έπιχειρήσεώς του αρκετά κονδύλια, πού δεν άντατίοκρίνονταν με τήν πραγματικότητα. Μερικά, μάλιστα ποσά, ήσάν εντελώς φανταστικά. Τά βιβλία έδειχναν με­ ρικές πληρωμές καί αγορές κτημά­ των, πού στην πραγματικότητα δέν εΐχαν λάβει χώραν. “Υπολογίζει ότι το ποσό πού κατεχράσθη ό Γούϊτακρ μέ αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται άπό 150.000 ώς 250.000 δολλάρια I Μέ έπεσκέφθη, λοιπόν, στο γραφείο τυρό τριών ημερών, μου τά είπε όλα αυτά καί μέ παρακάλεσε ν' άναλάβη τό γραφείο μας τήν παρακολούθησι του Γούϊτακρ καί νά πληροφορηθή ποΟ είχε διαθέσει τά λεφτά πού είχε καταχραστή. Ό οίκος τους διατηρεί ακόμα τον συνεταιριστικόν του χα­ ρακτήρα καί είναι φυσικό ό ένας συ­ νεταίρος νά κωλύεται νά κατηγορήση στ’ ανοιχτά τον άλλον. ’Έτσι δέν μπορούσε ούτε νά τον μηνύση ούτε νά επιδίωξη τη σύλληφί του, ούτε νά προβή σέ καμμιά ενέργεια πού θά είχε ώς συνέπεια τη διάσπασι του συνεταιρισμού τους. Απεναντίας, μέ τήν παρακολούθησι του συνεταίρου του, πού μάς ανέθετε, ήλπιζε ό ’Όγκμπαρν νά βρή τά λεφτά κι’ έπειτα νά προχωρήση στήν ποινική δίωξί του. Επίσης φοβόταν μήπως στό μεταξύ αύτό ό Γούϊτακρ εξαφανιζόταν... Σώπασε, ξερόβηξε μορφάζοντας καί συνέχισε : —’Έστειλα, λοιπόν, τόν Τήλ νά παρακολουθήση τόν Γούϊτακρ, πού ύπετίθετο πώς δέν ήξερε ότι ό συνε­ ταίρος του τόν υποπτευόταν. Τώρα, στέλνω εσένα, Μπίλ νά βρής τόν Γούϊτακρ. Είμαι αποφασισμένος νά τόν βρω καί νά τόν τιμωρήσω, άδιαφορώντας άν πρόκειται νά χρησιμο­ ποιήσω όλο τό προσωπικό του γρα­ φείου γιά έναν ολόκληρο χρόνο. Πρέπει νά βρεθή ό δολοφόνος και νά τιμωρηθή σκληρά, γιατί μέ τή δο­ λοφονία αυτή του υπαλλήλου μου τό γόητρό μας κλονίζεται. Άλλωστε έχουμε ύποχρέωσι νά εξιχνιάσουμε αύτό τό έγκλημα, γιατί τό θύμα εί­ ναι συνάδελφος. Πάρε όσα στοιχεία σου χρειάζονται άπό τούς φακέλλους του Τήλ καί φρόντισε νά βρίσκεσαι πάντα σ' επαφή μαζί μου.

15

Αυτά πού μου είχε πή ό Ντάν Μύλλερ ήταν ό όρκος ενός ανθρώπου γραμμένος μέ αϊμα. Άπό τό γραφείο του Μπόμπ, πή­ ρα δυό εκθέσεις, πού είχε συντάξει ό ίδιος γιά τήν ύπόθεσι, πού είχε άναλάβει, καί πού άνταποκρίνονταν στις δυό τελευταίες ημέρες τής δράσεώς του. Εννοείται ότι τρίτη έκθεσις δέν υπήρχε, γιατί τόν πρόλαβε ό θάνατος. “Η πρώτη κιόλας άπό τις δύο αυ­ τές εκθέσεις είχε περαστή στή γρα­ φομηχανή καί ένα άντίγραφό της εί­ χε σταλή στον 'Όγκμπαρν. Μιά δαχτυλογράφος περνούσε τώρα στή γραφομηχανή τή δεύτερη άναφορά τού Τήλ. Καί στις δυό έκθέσεις του, ό Μπόμπ είχε περιγράφει τόν Γούϊτακρ σάν έναν άντρα ώς τριάντα επτά χρό­ νων- μέ γκρίζα μαλλιά καί μάτια, μέ τρόπους καί κινήσεις νευρικές, άπρόσεκτον στό ξύρισμά του, μέτριου α­ ναστήματος, μ' ένα κεφάλι όβάλ καί μικρά πόδια. Είχε ύφος 1.65, ζύγιζε περί τις πενήντα πέντε οκάδες καί ή περιβολή του ήταν κομφή. Κατοι­ κούσε μέ τή σύζυγό του σ’ ένα δια­ μέρισμα στήν Γκόου Στρήτ. Δέν εί­ χαν παιδιά. Ό ’Όγκμπαρν '-εΐχε δώ­ σει στόν Μπόμπ μιά συνοπτική περι­ γραφή τής κυρίας Γούϊτακρ. 7Ηταν μιά κοντή καί ξανθή γυναίκα γύρω στά τριάντα. Εκείνοι πού συμβαίνει νά θυμούν­ ται αυτήν τήν ύπόθεσι θά ξέρουν ότι ή πόλις, τό άστυνομικό γραφείο κολ όλοι οί άλλοι ενδιαφερόμενοι—δράσται καί θύματα—είχαν διαφορετικά ονόματα άπό εκείνα πού όναφέρω. θά γνωρίζουν επίσης ότι αντιγράφω πιστά τά γεγονότα όπως συνέβησαν. Δέν μπορώ όμως ν’ άναφέρω πραγ­

2


16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ματικά ονόματα καί τοποθεσίες γιατί κινδυνεύω νά φέρω σε άμηχανία καί τούς ενδιαφερομένους καί τόν εαυτό μου. Τ'ά ψευδώνυμα, λοιπόν, επιβάλ­ λονται σ’ αυτή την περίπτωσή Αφή­ νουν, φυσικά, αρκετές ύποψίες, δια­ λύουν όμως τή σύγχυσι.

Παρακολουθώντας τόν Γούϊτακρ, ό Μπόμπ δεν είχε πληροφορηθή τί­ ποτα άξιόλογο, πού νά τόν όδηγήση στο μέρος όπου ήσαν τοποθετημένα τά κλεμμένα λεφτά. Όπως φαινόταν από τις εκθέσεις του Μπόμπ, ό Γούϊτακρ συνέχιζε τήν ϊόια ζωή που έ­ κανε πάντα. Τις ίδιες επισκέψεις έ­ κανε, τά ίδια πρόσωπα συναναστρε­ φόταν καί γενικά δεν είχε μεταβάλει τό είκοσιτετράοορό του. ’Έτσι τίποτε δεν δικαιολογούσε τήν παραμικρή υποψία εις βάρος του. 'Ωστόσο ό Γούϊτακρ έδειχνε μεγάλη νευρικότητα στήν συμπεριφορά του. Σταματούσε συχνά στον δρόμο του καί κύτταζε γύρω, δίνοντας έτσι τήν έντύπωσι ότι φοβόταν κάποιαν παρακολούθησί του. Κοντολογής, έμοιαζε μέ άνθρωπο πού φοβόταν τή σκιά του. Σέ πολλές περιπτώσεις ό Μπόμπ χρειάσυηκε νά κρύβεται ξαφνικά για νά μήν τόν άντιληψθή. Σέ μια άπό αύτές τις περιπτώσεις καί τήν ώρα πού περίμενε *στήν περιοχή τής κα­ τοικίας τού Γούϊτακρ, παραμονεύον­ τας έκεϊ τήν επιστροφή του στο σπί­ τι, ό Μπόμπ είχε δη τήν κυρία Γούϊτακρ, ή τουλάχιστον μια γυναίκα πού

Τχε τά χαρακτηριστικά τής γυναί;ας του, όπως του τά είχαν μετα>ώσει. Τήν ύποπτη αυτή γυναίκα τήν εί­

ΜΙΑ ΤΟν ΚΛΕΦΤΗ δε νά μπαίνη μέσα σ’ ένα ταξί. Ό Μπόμπ δέν επιχείρησε νά τήν παρακολουθήση, σημείωσε όμως στό καρνέ του τόν άριθμό του ταξί. Αφού, λοιπόν, μελέτησα * αύτές τις δυό εκθέσεις τού Μπόμπ καί κρά­ τησα στή μνήμη μου τό περιεχόμενό τους, έγκατέλειψα άμέσως τό γρα­ φείο καί κατευθύνθηκα στά διαμερί­ σματα των γραφείων του οϊκου «Όγκμπαρν καί Γούϊτακρ», στό Μέγαρο Πακάρ. Μιά στενογράφος μέ είσήγαγε σ’ ένα γραφείο επιπλωμένο μέ γούστο, όπου καθόταν ό ’Όγκμπαρν καί ύπέγραφε διάφορα γράμματα. Μοΰ προσέφερε κάθισμα κι’ άμέσως τού αύτοσυστήθηκα. νΗταν ένας άντρας μέτριου αναστήματος περίπου τριάν­ τα πέντε χρόνων μέ ξανθά μαλλιά καί μυτερό πηγούνι πού μοΰ θύμιζε έβραίο παλαιοπώλη. -ΊΏ, ναι!, είπε μόλϊς πληροφο, ρήθηκε τήν ταυτότητά μου. Παραμέρισε τό ταχυδρομείο μέ μιά ελαφρά κίνησι καί πρόσθεσε: — Μήπως άνεκάλυψε ό κύριος Τήλ τίποτα πού νό ένδιαφέρη. — Τόν Τήλ τόν πυροβόλησαν καί τόν σκότωσαν χτές τή νύχτα ! Μέ κύτταξε γιά μιά στιγμή μέ σαστισμένη έκφρασι καί γουρλωμένα μάτια. —Τόν σκότωσαν ; — Ναι, άπάντησα εγώ. Καί τού διηγήθηκα ό,τι γνώριζα. —Δέν πιστεύω νά φαντάζεστε, άρχισε νά μού λέη μόλις τελείωσε, δέν πιστεύω -νά φαντάζεστε, ότι αυ­ τό τό έκανε ό Χέρμπερτ; — Τί πράγμα νά ψαντάζωμαι; —... νά φαντάζεστε ότι ό Χέρ­ μπερτ είναι δυνατόν νά διέπραξε τόν φόνο I Τόν τελευταίο καιρό, ήταν κά­ πως νευρικός καί άφηρημένος υ­ περβολικά καί, άρχισε νά υποπτεύε­ ται πώς είχα ανακαλύψει τις κατα­ χρήσεις του.... Δέν πιστεύω όμως νά έφτασε ώς αυτό τό σημείο ή άντίδρασίς του... Άμόμα κΓ άν ήξερε ότι εΐχα αναθέσει στόν κύριο Τήλ νά τόν παρακολουθή. Είλικρινά σάς μιλώ : είναι άδύνατον νά έφτασε ώς εκεί: Νά διέπραξε δολοφονία γιά ν’ άποψύγη τόν έλεγχο I — ΚΓ άν υποθέσουμε, είπα ότι ά-


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ νακάλυψε για μια στιγμή ό Τήλ που εΐχε κρύψει τα λεφτά, καί ό Γούϊτακρ εΐχε ττληροφορηθή οτι ό άλλος τό γνώριζε αυτό ; Δέν νομίζε­ τε ότι αν ληφθούν ύπ’ όψι αύτές οί προϋποθέσεις, ό Γούϊτακρ θά μπο­ ρούσε να τόν σκότωνε ;

Μέ κύτταξε διαπεραστικά καί μέ εκπληξ'. ^ * —’Ίσως... είπε σιγά. Μου είναι ωστόσο μισητή αύτή ή σκέψις. Μπο­ ρούσε ό Χέρμπερ σε μιά στιγμή πα­ νικού... άλλά πραγματικά δέν φαν­ τάζομαι ότι μπορούσε... — Πότε τόν είδατε τήν τελευταία φορά ; —Χτές. Βρισκόμαστε εδώ, στό γραφείο, μαζί σχεδόν όλη τήν ήμέ©α. "Εφυγε γιά τό σπίτι του λίγα λεπτά πριν από τις έξη. Μίλησα ό­ μως μαζί του στό τηλέφωνο άργότερα. Μου τηλεφώνησε σπίτι μετά τις επτά καί μέ ειδοποίησε ότι ερχόταν εκεί νά μέ συναντήση, επειδή ήθελε να μου πη κάτι. Πίστεψα πώς σκό­ πευε νά μου όμολογήση τήν κατά)φρησί του καί νά συζητήσουμε πώς θά γινόταν νά τακτοποιήσουμε αύτή τήν άνωμαλία. Ωστόσο δέν φάνηκε. ’Ίσως ν’ άλλαξε σκέψι καί νά πήρε άλλην άπόφασι. Στις δέκα τηλεφώ­ νησε ή γυναίκα του. .Τόν ζητούσε. ΑΊού είπε πώς ήθελε νά τού θυμήση κάτι νά τής πάη όταν θά έπέστρεφε σπίτι. Φυσικά δέν μπόρεσε νά τόν πάρη στό άκουστικό, γιατί δέν βρι-. σκόταν μαζί μου. "Εμεινα στό σπίτι όλο τό βράδυ περιμένοντάς τον, άλ­ λά ^δέν φάνηκε... Ξερόβηξε. Σταμάτησε τήν άφήγησί του καί τό πρόσωπό του έγινε ώχρό. —θεέ μου I Είμαι ένας κατεστραμ­ μένος άνθρωπος I, ψιθύρισε μέ τραγι­ κό τόνο άναλογιζόμενος ποιά θά ή­ ταν τώρα ή θέσις του ύστερα από τήν κατάχρησι καί τήν έξαφάνισι του συνεταίρου του. Ό Χέρμπερτ έφυγε, τά λεπτά έφυγαν... Τριών ετών κό­ ποι πηγαίνουν έτσι χαμένοι 1 Καί νά σκεφθής ότι εγώ είμαι νομικός υπεύθυνος γιά κάθε δολλάριο πού εχει κλέψει I Θεέ μου I

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 17 Μέ κύτταξε μ’ ένα βλέμμα πού ε­ πιζητούσε κάποιαν άντίρρησι στά λό­ για του. Δέν μπορούσα ώστόσο νά τού υποδείξω τίποτα πρός τό παρόν. Τό μόνο πού μπορούσα νά κάνω ή­ ταν νά τόν διαβεβαιώσω ότι θά προ­ σπαθούσα νά βρεθούν καί ό Γούϊτακρ καί τά κλεμένα λεφτά.

’Έφυγα από τό γραφείο τού Όγκμπαρν καί πήγα στό δια­ μέρισμα τού Γούϊτακρ. Καθώς έστρι­ βα τή γωνία γιά νά μπώ στήν Γκόου Στρήτ, είδα έναν σωματώδη άντρα ν’ άνεβαίνη τις εξωτερικές σκάλες του διαμερίσματος τού Γούϊτακρ. Τόν αναγνώρισα. 7Ηταν ό Τζώρτζ Ντήν. ’Έτρεξε νά τόν συναντήσω, λυπη­ μένος κατά βάθος πού εΐχε άναλάβει αύτός τήν ύπόθεσι καί όχι κανένας άλλος από τά παιδιά τής άστυνομίας. Ό Ντήν δέν ήταν κακό παιδί άλλά ήταν λίγο δύσκολος στήν συ­ νεργασία του μέ ιδιωτικούς ντέτεκτιβς. Ποτέ δέν ήταν κανείς βέβαιος μα­ ζί του οτι μπορούσε νά βρή ή νά διαλευκάνη κάτι. Γιατί ό,τι γνώριζε δέν τό μετέδιδε καί ούτε έλεγε τή γνώμη του σέ άλλον. ΤΗταν πάντα έ­ να κλειστό βιβλίο. Ώστόσο ήξερε κα­ λά τή δουλειά του. "Εφτασα στόν εξώστη τήν στιγμή, πού ό Ντήν, έπίεζε τό κουμπί τού κουδουνιού. —Γειά σου Ντήν..., είπα ξερά. Ε­ σύ άνέλαβες αύτή τή δουλειά ; —Χμ I, μουρμούρισε. Τί ξέρεις ; — Τίποτα. Μόλις μου τήν φόρτω­ σαν άπό τό γραφείο. Ή πόρτα στό μεταξύ άνοιξε καί προχωρήσαμε μαξί στό διαμέρισμα του Γούϊτακρ, στόν πρώτον όροφο. Μ.ιά παχειά καί ξανθή γυναίκα, πού φορούσε μιά έλαφρή ρόμπα, μάς ά­ νοιξε τήν πόρτα τού διαμερίσματος.

3


18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΜΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

τΗταν μάλλον ωραία, μέ αδρά χα­ ρακτηριστικά. — Ή κυρία Γοόϊτακρ, ρώτησε ό Ντήν. — Μάλιστα. —Είναι εδώ ό κύριος Γούϊτακρ; —Όχι. Έφυγε σήμερα τό πρωί για τό Λός Άντζελες, είπε μέ αύτοπεποίθησι πού τη μετέδωσε και σ’ έμάς. *

ΤΟ

ΒΙΒΛΟ ΤΟΥ ΜΜ31

Μια καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ’ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ

ΚΑΙ ΟΙ

7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα άνάμεσα στα καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα I

—ξέρετε που μπορούμε νά έλθου­ με εκεί σ’ επαφή μαζί του ; — "Ισως νά τον βρήτε στό Άμπασαντέρ... θαρρώ όμως ότι θά έπιστρέψη αύριο. Ό Ντήν έδειξε στή γυναίκα τήν ταυτότητα του άστυνομικου. — θέλουμε νά σάς κάνουμε μερι­ κές ερωτήσεις, τής είπε. Εκείνη, χωρίς νά δείχνη καμμιάν έκπληξι, άνοιξε διάπλατα τήν πόρτα γιά νά περάσουμε μέσα. Μάς ώδήγησε σ’ ένα σαλόνι μέ ρόζ τοίχους ό­ που καθήσαμε. Εκείνη κάθησε σ’ ένα τρίτο άναπαυτικό κάθισμα καί περίμενε κυττάζοντάς μας. —Που βρισκόταν ό σύζυγός σας χτές τό βράδυ ; ρώτησε ό Ντήν. —Σπίτι. Γιατί ; Τά στρογγυλά, γαλανά της μάτια έδειξαν μιάν έλαφρή περιέργεια. — Έταν σπίτι όλη τήν νύχτα ; — Ναί... ΤΗταν μια άπαίσια, βρο­ χερή νύχτα. Γ ιατί; Κύτταξε μέ νευρικότητα πρώτα ε­ μένα καί υστέρα τον Ντήν. Τό βλέμμα του Ντήν συνάντησε τό δικό μου, κΓ εύθύς άμέσως εγώ κού­ νησα τό κεφάλι μου. —Κυρία Γούϊτακρ, είπε τότε ό Ντήν άπερίφραστα. Έχω ένα ένταλμα συλλήψεως γιά τον ζύζυγό σας. —Ένταλμα συλλήψεως; Γιατί; -—Γιά φόνο. —Φόνο; έκανε ή κυρία Γούϊτακρ μέ μια διαπεραστική κραυγή. — Ακριβώς. Έναν φόνο πού διέπραξε χτές τή νύχτα. —Άλλα σάς είπα πώς βρισκόταν... — Ό Όγκμπαρν μού είπε, τήν δι^έκοψδ γέρνοντας λίγο εμπρός, ότι πήρατε στό τηλέφωνο τό διαμέρισμά του χτές τό βράδυ, ρωτώντας αν ό , σύζυγός σας βρισκόταν έκει.

Μέ κύτταξε χαζά γιά μερικά δευ­ τερόλεπτα, κΓ έπειτα γέλασε. Ένα γέλιο πού μαρτυρούσε ότι είχε πέσε* θύμα κάποιου άστείου. —Κερδίσατε, εΐπε μέ μιά φωνή πού δέν έδειχνε ούτε τήν ελάχιστη ντροπή ή ταπείνωσι. Τώρα προσέξτε. Δέν ξέρω τί έχει κάνει ό Χέρμπερτ, καί πώς θ’ άντιμετωπίση τήν πράξι


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ του... Γι’ αυτό δεν μπορώ νά σας μιλήσω, αν δεν συμβουλευθώ έναν δικηγόρο. Επιθυμώ ωστόσο νά διευ­ κολύνω τό έργον σας όσο μπορώ. "Αν, λοιπόν, κΓ οί δυό σας μου πήτε ακριβώς τί συμβαίνει... ’Άν μου δώ­ σετε τό λόγο τής τιμής σας ότι θά μου μιλήσετε είλικρινά, τότε πιθανόν κι* εγώ νά σάς πω ό,τι ξέρω, άν ύπάρχη, εννοείται, κάτι πού νά τό ξέ­ ρω. Εκείνο πού θέλω νά πω είναι ότι, άν τά λόγια μου κάνουν τά πράγματα πιο εύκολα γιά σάς —και αυτό φυσικά θά μου τό αποδείξε­ τε—, ίσως νά σάς πω κι* εγώ ο,τι γνωρίζω καί έφ’ όσον τό γνωρίζω... Ό τρόπος αυτός τής εκφράσεώς της ήταν αλήθεια πολύ αστείος- καί εκπληκτικός. Συγχρόνως ήταν φανερό ότι αύτή ή εύσαρκη γυναίκα,πού κατά πάσα πιθανότητα ψευδόταν μ’ έναν χιουμοριστικό τρόπο, δέν ένδιαφερόταν γιά τίποτ5 άλλο από τήν άνεσί της. — Μίλα της εσύ I, γύρισε καί μου είπε ό Ντήν. Χωρίς νά χάσω καιρό τής μίλησα αμέσως στά ίσια. —Ό σύζυγός σας, πού κρατούσε τά λογιστικά βιβλία γΓ αρκετόν και­ ρό, κατάφερε νά ξεγελάση τόν συνε­ ταίρο του καί νά ύπεξαιρέση μέ αυτό τό^ τρόπο 200.000 περίπου δολλάρια, χωρίς ό Όγκπαρν νά τό άντιληφθή εγκαίρως. "Υστερα αποφάσισε νά παρακολουθήση τις κινήσεις του συζύ­ γου σας μέ τήν ελπίδα ότι μπορούσε νά βρή τά λεφτά πού είχε κρυμμένα. Χτες τό βράδυ, λοιπόν, ό σύζυγός σας παρέσυρε τόν άνθρωπο, πού ό ’Όγκμπαρν είχε βάλει νά τόν παρακολουθή, καί ξεμοναχιάζοντας τον τόν σκότωσε.

Τό πρόσωπό της έγινε μέ μιάς σκυθρωπό. "Απλωσε μηχανικά τό χέ­ ρι της κΓ επιασε ένα κουτί μέ λαϊκά τσιγάρα πού ήταν άκουμπημένο επά­ νω σ’ ένα μικρό τραπέζι καί μάς πρόσψερε άπό ένα. Κουνήσαμε καί οί δυό αρνητικά τά κ εψάλια μας. "Εβαλε τότε ένα τσιγάρο στό στόμα της, άναψε ένα

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

ο

ο

"Ενα γοητευτικό . άνάγνω/ ο σμα γεμάτο γοργή δράσι, σπά­ / νιο χιούμορ, εκπληκτική περι­ ο πέτεια I

ί ο

/ 0

/ / /

ΤΑ ΔΙΑΜΆΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡ1ΓΚ0

θ /

ο

/

φ /

ο /

β

/ / /9 ο

ο

/ / 0

φ

/ 0

ο

ο

/ο /ο

/

όπου ό Σάϊμον Τέμπλαρ, ό ε­ πιλεγόμενος / ΑΓΙΟΣ αποδίδει δικαιοσύνη εκεί όπου ή επίσημη αστυνομία αδυνατεί νά έπεμβή ! ο

ο

ί ί / ί 9

9

Επιπλέον διασκεδαστική καί μορφωτική ποικίλη ύλη, αστυνομικό πρό­ βλημα, εύθυμα καί περίεργα κ. ά.

&

9

/ Θ

/9 ί

σπίρτο, τρίβοντάς το κάτω άπό τή σόλα τής παντούφλας της, άναψε τό τσιγάρο της καί κύτταξε τήν κάφτρα. Επιτέλους ύψωσε τούς ώμους της καί τό πρόσωπό της ανέκτησε τήν προηγούμενη ζωηρότητά του. — θά σάς μιλήσω, λοιπόν, εΐπε. Δέν έχω καμμιάν ιδέα γιά τά λεφτά πού λέτε ότι κατεχράσθη κι’ ούτε μέ τήν άγνοια μου αύτή θέλω νά δικαι­ ολογήσω τόν άντρα μου. Τώρα άν εξαφανίστηκε εκείνος καί μέ άφησε χωρίς καμμιά προστασία, εγώ δέν προτιμώ νά χειροτερέψω τήν κατάστασί μου μέ πρόσθετες καί, περιτ­ τές γιά μένα, κατηγορίες, θά σάς άποκαλύψω καί κάτι. Δέν ονομάζομαι κυρία Γούϊτακρ. Τ' όνομά μου είναι Μέϋ Λάντις. "Ισως νά ύπάρχη κάποια πραγματική κυρία Γούϊτακρ καί ΐσως νά μήν ύπάρχη. Δέν ξέρω. Εκείνο πού ξέρω είναι ότι συζοΰμε μέ τόν Χέρμπερτ περισσότερο άπό έναν χρό­


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νο... Ή αλήθεια ώστόσο είναι δτι ττρό ενός μηνός είχα άντιληφθή μια μεταβολή στη συμπεριφορά του. Είχε γίνει ανήσυχος καί νευρικός καί κάθε μέρα πού περνούσε, ή κατάστασίς του χειροτέρευε. Μου έλεγε πώς είχε στενοχώριες μέ τή δουλειά του* "Ο­ ταν πριν λίγες ήμέρες ανακάλυψα δτι τό περίστροφό του έλειπε άπό τό συρ­ τάρι, δπου συνήθιζε νά τό έχη πάν­ τα άπό τόν καιρό πού εγκατασταθή­ καμε εδώ, καί δτι τό κρατούσε επάνω του. Τόν ρώτησα: «Γιατί κρατάς ε­ πάνω σου τό πιστόλι ;» Κ’ εκείνος μου απάντησε πώς υποπτευόταν δτι κάποιος τόν παρακολουθούσε καί μέ ρώτησε άν είχα άντιληφθή κάποιον πού τριγύριζε έξω άπό τό σπίτι καί κατόπτευε τό μέρος μας. Του απάν­ τησα δτι δεν είχα δη κανέναν καί ή άπάντησίς μου αυτή τόν καθησύχασε λίγο. Ή γυναίκα μόρφασε καί συνέχισε: — Προχθές τό βράδυ μοϋ είπε πώς ήταν πολύ στενοχωρημένος καί πιθανόν νά έγκατέλειπε τήν πόλι. Μου εξήγησε δτι δέν θά μπορούσε νά μέ πάρη μαζί του, αλλά θά μου έδινε αρκετά λεφτά γιά νά μπορώ νά περάσω αρκετόν καιρό. Φαινόταν ταραγμένος, ετοίμασε τις αποσκευές Υ:ου ώστε, άν παρίστατο άνάγκη νά φύγη βιαστικά, νά ήταν έτοιμος καί έκαψε δλες τις φωτογραφίες του, δλα τά γράμματά του καί πολλά άλλα έγ­ γραφα. Οί άποσκευές του βρίσκονται ακόμα στήν κρεββατοκάμαρα. Άν θέλετε, μπορείτε νά τις δήτε. "Οταν είδα πώς δέν ήλθε σπίτι τήν πέρα-

σμένη νύχτα, ύποπτεύθηκα δτι έφυγε χωρίς νά πάρη τις άποσκευές του. Καί αυτό, γιά νά μή βρεθή στήν ά­

ΜΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ νάγκη νά μέ άποχαιρετήση καί νά μου δώση λεφτά... "Ετσι μέ άφησε μέ είκοσι δολλάρια καί μέ απλήρωτο τό νοίκι. — Πότε τόν είδατε γιά τελευταία φορά ; — Στις οκτώ ή ώρα, χτές τό βρά­ δυ. Μου είπε δτι θά πήγαινε στο δι­ αμέρισμα του ’Όγκμπαρν γιά νά συ­ ζητήσουν γιά κάτι δουλειές του. Δέν πήγε δμως εκεί. Αυτό τό ξέρω γιατί στό μεταξύ χρειάστηκα ρούσικα τσι­ γάρα, πού δέν υπήρχαν στό σπίτι, κΓ έτσι τηλεφώνησα στού ’Όγκμπαρν γιά νά πή του Χέρμπερτ- γιά νά φέρη μερικά δταν θά γύριζε. Αλλά ό κύ­ ριος ’Όγκμπαρν μου είπε δτι ό Χέρμ­ περτ δέν βρισκόταν εκεί. —Άπό πόσον καιρό γνωρίζετε τόν Γούϊτακρ ; ρώτησα. —Δυό χρόνια τώρα, θαρρώ δτι τόν συνάντησα γιά πρώτη φορά σ* ένα παραλιακό κέντρο. —"Εχει καθόλου συγγενείς ; —"Οχι... δπως τουλάχιστον μοϋ είχε πή. Πολλά δμως είναι τά πράγ­ ματα πού δέν ξέρω γιά τή ζωή του. "Ω, ναι I Ξέρω άκόμα δτι έκανε φυ­ λακή τρία χρόνια στό ’Όρεγκον γιά απάτη. Αυτό τό μυστικό του μου τό άπεκάλυψε ένα βράδυ πού ήταν μεθυσμένος. Τότε είχε κάποιο άλλο δνομα. ΤΗταν γνωστός ώς Μπέρμυ ή κάπως άλλοιώς. Μοϋ είπε επίσης δτι τώρα είχε άλλάξει ζωή καί είχε γί­ νει ένας τίμιος άνθρωπος.

Ή Ντήν I έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα μικρό αυτόματο ρεβόλβερ πού, παρ’ δλη τή λάσπη πού είχε, φαινόταν καινούργιο. Τό κύτταξε γιά μιά στιγμή καί τό έδωσέ έπειτα στή γυναίκα. —Τό είδατε ποτέ άλλοτε αυτό τό πιστόλι ; 'Η γυναίκα κούνησε τό ξανθό της κεφάλι. —Ναι I Είναι τού Χέρμπερτ, εκτός άν είναι κανένα άλλο πού τού μοι­ άζει. Ό Ντήν έβαλε πάλι τό πιστόλι στήν τσέπη του καί «τηκώθηκε άπό τό κάθισμά του. —Που βρίσκομαι, λοιπόν, τώρα;


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21

ρακολουθούν τή Μέϋ Λάντις μέρα — ρώτησε ειρωνικά ή γυναίκα. Στή θένύχτα. σι τής μάρτυρος, τής συνενόχου ή Επίσης τού είπα νά είδοποιήση τής κατηγορουμένης ; Τί λέτε ; στό ταχυδρομείο νά μάς επιτρέψουν — Προς τό παρόν δεν έχει καθορινά ερευνήσουμε καί νά μάθουμε αν αθή ή θέσις σας, την διαβεβαίωσε ό είχε γράμματα άπό τόν Γούϊτακρ. Ντήν. Μείνετε εδώ πού βρίσκεστε Τού είπα επίσης ότι θά πήγαινα νά ώστε νά σάς βρούμε μόλις σάς χρει­ έπισκεφθώ τόν Όγκμπαρν γιά νά αστούμε. Μπορούμε νά ρίξουμε μιά πάρω μερικά δείγματα τού γραφικού ματιά στό σπίτι ; χαρακτήρα τού δραπέτη γιά νά τόν —Περάστε. ψάξαμε παντού, αλλά δέν βρήκα- ■> παραβάλω μέ τά γράμματα τής Μέϋ Λάντις πού τυχόν θά βρίσκαμε στό με τίποτα πού ν’ άξίζη τον κόπο. Ό ταχυδρομείο. δραπέτης είχε εξαφανίσει κάθε πει­ στήριο πού θά ώδηγοϋσε τά βήμα­ ’Έπειτα πήγαμε μέ τόν Ντήν νά τά μας στό άντρο του. βρούμε τό ταξί που, σύμφωνα μέ τήν —Μήπως έβγαλε ποτέ φωτογρα­ εκθεσι τού Μπόμπ Τήλ, είχε χρησι­ φίες άπό έπαγγελματία φωτογράφο ; μοποιήσει ή Μέϋ Λάντις. Οί έρευνες την ρώτησα τή στιγμή πού ετοιμαζό­ μας στήν εταιρία τών ταξί διήρκεσαν μαστε νά φύγουμε. μισή ώρα καί τό άποτέλεσμα ήταν — Δέν ξέρω... νά μάθουμε ότι ό σωφέρ είχε πάει —Μήπως όκούσατε τίποτα ή έντήν έπιβάτιδα, πού τού περιγράψαμε, θυμείσθε τίποτ’ άλλο πού θά μπο­ σέ κάποιον άριθμό τής Γρήνουϊτς ρούσε νά μάς βοηθήση στήν ερευνά Στρήτ. Χωρίς νά χρονοτριβούμε, πή­ μας ; γαμε και οί δυό στή διεύθυνσι αυτή -’Όχι. —’Άν στό μεταξύ πληροφορηθήτε τίποτα, θά μάς τό πήτε *, —Ευχαρίστως. Πήραμε τό άσανσέρ και κατεβήκαμε σιωπηλοί. —Τί λες για όλα αυτά ; ρώτησα όταν βρεθήκαμε έξω. — Μού φάνηκε πολύ πονηρή άπάν" τησε ό Ντήν κάνοντας έναν μορφασμό. Υποπτεύομαι ότι γνωρίζει άρκετά πράγματα. Αναγνώρισε τό πε­ ρίστροφο καί μάς πληροφόρησε γιά την παλιά καταδίκη τού Γούϊτακρ, καί τις δυο αύτές πληροφορίες όμως θά τις μαθαίναμε αργότερα κι’ αν ακόμα δέν μάς τις έλεγε. Πώς τήν 7Ηταν ενα παλιό κτίριο, χωρισμέ­ είδες εσύ ; νο σέ πολυδαίδαλα διαμερίσματα. Βρήκαμε τή νοικοκυρά τού σπιτιού. —Δέν ξέρω, είπα. Πάντως χρειά­ ΤΗταν μιά λιπόσαρκη γυναίκα μέ ζεται παρακολούθησή καί αυτή καί ώχρό πρόσωπο, χαλασμένα δόντια τό ταχυδρομεία της. Κρατώ τόν άκαί φιλύποπτο βλέμμα. Λικνιζόταν οιθμό ενός ταξί πού χρησιμοποίησε σέ μιά σαθρή καρέκλα, πλέκοντας ιτρίν δυο ημέρες. Μπορούμε νά ρωτή­ κάλτσες. σουμε τόν σωφέρ... Ό Ντήν έδειξε στήν άποκρουστική γυναίκα τό άστυνομικό του σήμα καί τής είπε ότι θέλαμε νά τής μιλή­ σουμε. ^πό τό γωνιακό κατάστημα τη—Ωραία... Τί θέλετε ; ρώτησε αυ­ ■".Ο0ζ τ,οΟ Ντάν Μύλλε-ρ ζητώντή βραχνά. ό- τσ~αση δυο άπό τούς — Ζητούμε πληροφορίες γιά τούς - . “ο- '· ροιοε.τυ \κά νά πα­ νοικάρηδες, είπε ό Ντήν. Νά μάς ά-


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» παριθμήσετε κάθε σχετικό πού γνω­ ρίζετε γι’ αυτούς. —Νά σάς πώ γι’ αύτούς ; έκανε έκπληκτη. Και τί θέλετε νά ξέρω, εγώ ; Εΐμαι μια γυναίκα ήσυχη πού κυττάζει τη δουλειά της. Όλοι ξέ­ ρουν πώς τό σπίτι μου εδώ είναι σο­ βαρό καί ήθικό... Μπορείτε νά ρωτή­ σετε.

Ό Ντήν ρώτησε στην τύχη. ■* —Ποιος, κατοικεί στο νούμερο ένα ; —Οί ’Άουντς. Είναι δυο γέροι μέ τά έγγόνια τους. — Καί στό νούμερο δύο ; — Ή κυρία Γκάσμαν μέ τά παι­ διά της, τον Φράνκ καί τόν Φρέντ. Μένουν εδώ τρία χρόνια καί... Μέ τόν τρόπο του, ό Ντήν, ρώτη­ σε για όλα τά διαμερίσματα ώσπου φτάσαμε στόν δεύτερο όροφο. —Εκεί κατοικούν οί Κούϊρκς. "Ενα πολύ σοβαρό κι’ ευγενικό αντρόγυνο. — Πόσον καιρό μένουν εδώ ; — "Εξη μήνες καί πλέον., —Τί πόρους ζωής έχουν ; — Δέν ξέρω, είπε... Μάλλον ανα­ κατεύονται μέ ταξίδια. — Πόσα άτομα άποτέλουν την οι­ κογένεια; — Αυτός καί αυτή μόνον. Κι’ είναι κΤ οί δύο νέοι, ώραίοι καί ήσυχοι. —Πώς μοιάζει ό κύριος ; —Είναι από τούς συνηθισμένους τύπους. "Αλλωστε δέν χρημάτισα ντέτεκτιβ. Δέν ψυχολογώ τις φυσιογνω­ μίες για νά ξέρω πώς μοιάζουν. — Πόσων χρονών είναι ; —Τριάντα πέντε ως σαράντα. Μπορεί όμως νά είναι καί μικρότε­ ρος καί μεγαλύτερος. —Ψηλός ή κοντός; —Δέν είναι κοντός σαν κι’ εσάς καί ούτε ψηλός σαν τόν φίλο σας. Κι* ούτε τόσο χοντρός. —’Έχει μουστάκι®; -ςοχι. — -ανθά μαλλιά;

. —Όχι.

Καί πρόσθεσε θριαμβευτικά. —Μαύρα I ...Ό Ντήν πού στεκόταν άπό τό άλλο μέρος μέ κύτταξε επάνω άπό

ΜΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ τούς ώμους της. Καί τά χείλη του σχημάτισαν τό όνομα: Γούϊτακρ. — Τώρα γιά τήν κυρία Κούϊρκ, συ­ νέχισα. Πώς μοιάζει ; —Είναι ξανθή, κοντή, χοντρή κΤ ίσως νά είναι τριάντα χρονών. Καί οί δυο δείξαμε αμέσως τήν ίκανοποίησί μας. ΚΤ αυτό γιατί τά χαρακτηριστικά πού _μάς είπε άνταποκρίνονταν μέ τά χαρακτηριστικά τής Μέϋ Λάντις. — Μένουν άρκετά στό σπίτι ; ρώ­ τησα. —Δέν ξέρω, μουρμούρισε ή λιπό­ σαρκη γυναίκα. "Ημουνα βέβαιος ότι αύτό δέν τό γνώριζε. ’Έτσι περίμενα, κυττάζοντάς την, κι’ αυτή άμέσως πρόσθεσε : —θαρρώ ότι λείπουν τακτικά, αλ­ λά πάλι δέν είμαι σίγουρη. —Ξέρω... Ξέρω..., μουρμούρισα. Στό σπίτι βρίσκονται σπάνια καί μό­ νον όταν είναι μέρα. Αύτό θά τό γνωρίζετε, βέβαια. Δέν άρνήθηκε αύτό πού τής είπε. "Ετσι τήν ρώτησα. — Βρίσκονται εδώ τώρα; — Δέν πιστεύω... άλλα μπορεί καί νά είναι. — "Ας ρίξουμε μια ματιά στό δι­ αμέρισμα, πρότεινα στόν Ντήν. Εκείνος κούνησε τό κεφάλι καί εί­ πε στή γυναίκα. —Πήγαινέ μας επάνω στό διαμέ­ ρισμά τους καί ξεκλείδωσε γιά μάς τήν πόρτα. —"Οχι, δέν θά πάω !, τόνισε αύτή. Δήν έχετε τό δικαίωμα νά μπαί­ νετε στά σπίτια του κόσμου καί νά ψάχνετε, αν δέν έχ,ετε άδεια άπό τόν δικαστή. "Εχετε τέτοιο χαρτί έπάνω σας ; — Δέν έχουμε τίποτε, είπε ό Ντήν κάνοντας έναν μορφασμό. "Αν έπιμένης όμως καί θέλεις νά μάς βάλης σέ κόπο, μπορούμε νά σου φέρουμε όσες άδειες θέλεις. Έσύ όμως εΐσαι ή νοικοκυρά σ’ αύτό τό σπίτι καί μπορείς νά μπής σ’ όποιο διαμέρι­ σμα θέλεις, παίρνοντας κΤ εμάς μα­ ζί σου. Πάρε μας, λοιπόν, μαζί σου κΤ εμείς θά σεβαστούμε αυτή τήν εύκολία πού θά μάς κάνης καί δέν θά σέ εκθέσουμε. Θά κρατήσουμε τό πράγμα μυστικό. "Αν όμως έπιμένης γιά άδεια καί μάς κουράσης, τότε


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ θά φροντίσουμε κι5 εμείς νά σέ μπλέξουμε μέ τούς Κούϊρκς καί νά μοιραστής την τύχη τους. Σκεφθ τε σοβαρά την άπειλή μας κι’ έπειτα, μουρμουρίζοντας σέ κάθε της βήμα, μάς ώδήγησε στό διαμέ­ ρισμα των Κούϊρκς. Βεβαιώθηκε ότι δέν βρίσκονταν μέσα καί μάς άνοιξε την πόρτα.

Τό διαμέρισμα απαρτιζόταν άπό ενα χώλ, τρία δωμάτια, ένα δωμάτιο του μπάνιου καί την κουζίνα, επιπλωμένο άνάλογα μέ την εξωτερική έμφάνισι του κτιρίου. Μέσα σέ αυτά τά δωμάτια βρή­ καμε μερικά άντικείμενα κοινής χρή*· σεως για έναν άντρα καί μιά γυναί­ κα : ρούχα, άξεσουάρ κ.λ.π. Τό μέ­ ρος όμως δέν παρουσίαζε σημάδια μονίμου κατοικίας. Δέν υπήρχαν φω­ τογραφίες, μαξιλάρια καί πολλά άλ­ λα μικροπράγματα, πού ύπογραμμίζουν τή μόνιμη κατοικία ένός άντρογύνου. Στήν κουζίνα τα σκεύη δέν έδειχναν πρόσφατη καί συχνή χρήσι. Καί όλα τά δοχεία του καφέ, του τσαγιού, τής ζάχαρης κ.λ.π. ήσαν κα­ θαρά καί απείραχτα. Δυο μόνο πράγματα σήμαιναν κά­ τι. Μιά χούφτα λαϊκά τσιγάρα επά­ νω στό τραπέζι κι5 ένα κουτί σφαί­ ρες των .32 χιλιοστομέτρων μέσα σ’ ένα συρτάρι. Άπό τό κουτί έλειπαν δέκα σφαίρες. 'Όλη τήν ώρα πού ερευνούσαμε, η νοικοκυρά κρεμούσε τον μακρύ λαι­ μός της έπόίνω άπό τον ώμο μας μέ μιά ζωηρή περιέργεια στό πρόσωπό της.

4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 23 Χωρίς περιστροφές τότε1 τής άνακοινώσαμε ότι εϊτε έπέτρεπε είτε δέν έπέτρεπε ό νόμος, θά κάναμε κατο­ χή τού διαμερίσματος καί θά τό κρα­ τούσαμε γιά λογαριασμό μας. Καί, χωρίς νά * τής δώσουμε άλλες εξηγή­ σεις, τήν βγάλαμε έξω. Χ . —Αυτό εδώ εΐναι μάλλον ένα κα­ ταφύγιο τού Γούϊτακρ καί αυτής τής γυναίκας. Δέν συμφωνείς ; είπε ό Ντήν μόλις βρεθήκαμε κι’ οί δυο μό­ νοι. Τό μόνο πράγμα πού δέν ξέρου­ με εΐναι άν πρόκειται νά έγκατασταθή εδώ ή άν χρησιμοποιούσε τό μέ­ ρος αυτό ώς σκαλοπάτι, πού θά διευ­ κόλυνε τις προετοιμασίες ,του καί τή φυγή του. Τό καλύτερο όμως πού έ­ χουμε νά κάνουμε εΐναι νά βάλουμε σ’ έπιφυλακή κάποιον εδώ μέσα γιά νά τον περιμένη. — Αυτό εΐναι τό πιο ασφαλές μέ­ τρο, παραδέχθηκα. Ό Ντήν τότε πήγε στό τηλέφωνο τού μπροστινού δωματίου. Αφού έ­ κανε τό δικό του τηλεφώνημα, πήρα κι’ εγώ μέ τή σειρά μου στό άκουστικό τόν Ντάν Μύλλερ γιά νά δώ άν εΐχε νά μού πή κανένα νεώτερο. — Δέν υπάρχει κανένα νέο, ·μοΰ εΐπε. Έσύ πώς πηγαίνεις ; —Περίφημα. ’Ίσως ώς τό βράδυ νά έχω άρκετά νέα ν’ άνακοινώσω. —Πήρες τά δείγματα γραφής τού Γούϊτακρ άπό τό γραφείο τού Όγκμπαρν ή νά στείλω κανέναν άλλον νά τά πάρη. — Θά τά πάρω απόψε, τού ύποσχέθηκα.

Ξόδεψα δέκα λεπτά προσπαθών­ τας μάταια νά έλθω σ’ επαφή μέ τόν ’Όγκμπαρν στό γραφείο του. Κύτταξα έπειτα στό ρολόϊ μου καί είδα πώς ήταν περασμένες έξη. Βρήκα στόν κατάλογο τή διεύθυνσι τής κατοικίας του καί τόν πήρα εκεί. -—Υπάρχει κανένα δείγμα γραφής τού Γούϊτακρ στό σπίτι σας ; ρώτη­ σα. Μού χρειάζονται δυό δείγματα τού γραφικού του χαρακτήρα. Μπο­ ρείτε νά μού τά δώσετε άπόψε ; .Στήν άνάγκη μπορώ νά περιμένω ώς αύριο. —Μού φαίνεται πώς κρατώ εδώ μερικά γράμματά του. ’Άν έχετε και-


24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ρό νάρθήτε, μπορώ νά σας τά δώσω. —θά βρίσκομαι κοντά σας σέ δε­ καπέντε λεπτά, του είπα. — θά πάω στό σπίτι του Όγκμπαρν πρόσθεσα στόν Ντήν, γιά νά πάρω μερικά δείγματα του γραφικού χαρακτήρα του Γούϊτακρ. Στό μετα­ ξύ αυτό, εσείς περιμένετε έδώ τόν άνθρωπό σας, πού θά μείνη καί θά ψυλάη τό σπίτι, θά σάς συναντήσω * στό γραφείο σας, τό συντομώτερο. Παίρνουμε μαζί τό δείπνο μας καί καταστρώνουμε τά σχέδιά μας γιά τή νυχτερινή μας δράσι. Ό Ντήν μουρμούρισε κάτι κι* έ­ πεσε με άνρκούφισι σέ μιά άναπαυτική καρέκλα. Όταν έφθασα στό διαμέρισμα τού Όγκμπαρν, αυτός ντυνόταν κι5 όταν ήλθε νά μου άνοιξη τήν πόρτα κρα­ τούσε στό χέρι τό κολλάρο του καί τήν γραββάτα. —Βρήκα μερικά γράμματα τού Χέρμπερτ, είπε καθώς μπαίναμε στήν κρεββατοκάμαρά του. Έρριξα ματιές σέ δέκα πέντε περί­ που γράμματα, πού ' κοίτονταν στό τραπέζι, ξεδιαλέγοντας όσα μού χρειάζονταν ενώ ό ’Όγκμπαρν συνέ­ χιζε. τό ντύσιμό του. — Πώς πηγαίνουν οί έρευνές σας; ρώτησε. —’Έτσι κι’ έτσι. ’Έχετε καμμιά νεώτερη πληροφορία νά μού δώσετε ; — Όχι, αλλά άκριβώς προ ολίγου έτυχε νά θυμηθώ δτι ό Χέρμπερτ συ­ νήθιζε νά πηγαίνη τακτικά στό Μέ­ γαρο τών Αλευρομύλων. Τόν είχα δή πολλές φορές νά μπαινοβγαίνη εκεί, άλλά ξέχασα νά τό άναφέρω. Δέν ξέρω αν έχη καμμιά αξία αυτή ή πληροφορία...

Σηκώθηκα άμέσως άπό τό κάθι­ σμά μου. —Είναι ενδιαφέρουσα!, φώναξα. Μπορώ νά χρησιμοποιήσω τό τηλέ­ φωνό σας ; — Βεβαίως. Βρίσκεται στό χώλ, κοντά στήν πόρτα. Μέ κύτταζε μέ έκπληξι. —Εΐναι αυτόματο καί γιά νά λειτουργήση πρέπει νά ρίξετε ένα σέντς. ’Έχετε ψιλά ;

ΜΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ —Ναί, είπα καί κατευθύνθηκα προς τήν πόρτα τής κρεββατοκάμαρας. —Ό διακόπτης, βρίσκεται κοντά πόρτα, τόν ακόυσα νά μού φωνάζη, αν χρειάζεστε φώς. Νομίζετε... Άλλά δέν σταμάτησα γιά νά προ­ σέξω τά επόμενα λόγια του. Προχω­ ρούσα στό τηλέφωνο ψάχνοντας στις τσέπες μου νά βρώ ψιλά. Καί, κα­ θώς έψαχνα νά βρώ τό μικρό κέρμα, σκέφτηκα ότι ήταν καιρός ν’ αρχίσω τό κόλπο μου. Γι’ αυτό έρριξα τό νό­ μισμα σΐό πάτωμα—τάχα ότι μού έπεσε. Γιά νά τό βρώ, φυσικά, έπρε­ πε ν’ ανάψω τό φώς. Γύρισα, λοι­ πόν, τόν διακόπτη, τό βρήκα, καί πήρα τόν άριθμό τού διαμερίσματος τών Κούϊρκς. Τό σχέδιό μου 'αυτό μού άρεσε. Ό Ντήν βρισκόταν ακόμα εκεί. — Αυτό τό διαμέρισμα είναι έρη­ μο, εΤπα σκόπιμα. Πάρετε τή σπιτονοικοκυρά στήν άστυνομία καί συλλάβετε επίσης καί τήν Λάντις. θά σάς συναντήσω εκεί... στήν άστυνο­ μία. —Μιλάς εντάξει; μουρμούρισε ό Ντήν άπό τήν άλλη άκρη τού σύρ­ ματος. — Περίπου, είπα καί κρέμασα τό άκουστικό. ’Έσβυσα τό φώς τού χώλ καί σφυρίζοντας έναν σκοπό έπέστρεψα στό δωμάτιο, όπου είχα άφήσει τόν ’Όγκμπαρν. Ή πόρτα δέν ήταν εντε­ λώς κλειστή. Προχώρησα ίσια στό κατώφλι, τήν κλώτσησα μέ τό πόδι μου γιά ν' άνοιξη καί παραμέρισα. Στριμώχτηκα στόν τοίχο. Ακούστηκαν δυό πυροβολισμοί, πού δύσκολα μπόρεσα νά ξεχωρίσω τόν έναν άπό τόν άλλον. Κρατήθηκα στόν τοίχο προβάλλον­ τας τό πόδι μου στό άνοιγμα τής πόρτας. Συγχρόνως άφησα νά μού ξεφύγουν σκόπιμα πνιγμένες κραυγές καί στεναγμοί, πού έμοιαζαν νά βγαί­ νουν άπό ετοιμοθάνατο ή πληγωμένον άνθρωπο. Έπειτα άπό μιά στιγμή ό ’Όγκ­ μπαρν φάνηκε στό κατώφλι, μ’ ένα ρεβόλβερ στό χέρι καί μέ πρόσωπο σάν μανιασμένου λύκου. 7Ηταν απο­ φασισμένος νά μέ σκοτώση. Έπρό-


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ κειτο γιά τή ζωή μου η τή δική του τή ζωή../Έτσι... Τόν χτύπησα μέ ορμή στο κεφά­ λι μέ την κάννη του περιστρόφου μου πού κρατούσα στό χέρι. "Οταν άνοιξε αργότερα τα μάτια του δυο άστυφύλακες τόν πήραν καί τόν ώδήγησαν στό άστυνομικό αυτο­ κίνητο, πού περίμενε έξω.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 25

απόμερη γωνία τής αίθουσας των ντέτεκτιβς γιά νά μπορέσουμε νά μι­ λήσουμε χωρίς καμμιάν ένόχλησι. —Τώρα πές μου I, μέ ρώτησε μέ ανυπομονησία. Πώς πήρε αυτήν τήν εκπληκτική έξέλιξι αύτή ή ύπόθεσις ; — Άπό τήν αρχή ήξερα ότι στό ερώτημα «Ποιος σκότωσε τόν Μπόμπ Τήλ;» υπήρχε μόνον μιά άπάντησις. Ό Μπόμπ δέν ήταν κανένας μποϋφοςΙ Μπορεί νά παρασυρόταν άπό τό άτο­ μο πού παρακολουθούσε σέ κανένα ύ­ ποπτο μέρος. Στήν περίπτωσι όμως αύτή θά ήταν έτοιμος ν’ αντιμετώπι­ ση κάθε άπρόοπτο. Δέν θά πέθαινε μέ άδεια τά χέριά καί μ’ ένα όπλο πού δέν άπεΐχε πολύ άπό αυτά. Ό δολοφόνος θά ήταν κάποιος πού θά εμπιστευόταν ό Μπόμπ. ’Έτσι δέν μπορούσε νά είναι ό Γούϊτακρ. Ε­ ξάλλου, ό Μπόμπ ήταν ευσυνείδητος στή δουλειά του καί δέν θά διέκοπτε τήν παρακολούθησή τού Γούϊτακρ γιά νά πιάση τή συζήτησι μέ κάποιον άλλον καί νά παρασυρθή άλ­ Βρήκα τόν Ντήν στήν αίθουσα λου. Μόνον ένας άνθρωπος μπορούσε των ντέτεκτιβς, στό μέγαρο τής νά τόν πείση νά όιακόψη γιά λίγο αστυνομίας. τήν παρακολούθησι τού Γούϊτακρ. —Στό πρόσωπο τής Μέϋ Λάντις ή Κι’ αυτός δέν μπορούσε νά ήταν άλ­ σπιτονοικοκυρά άνεγνώρισε τήν κυ­ ρία Κούϊρκ, εΐπε. Τί πρόκειται τώρα ' λος άπό τόν ’Όγκμπαρν, πού είχε δώσε» τήν εντολή τής παρακολουθήνα τήν κάνουμε αυτήν; σεως. ’Άν δέν γνώριζα τόν Μπόμπ, — Ποϋ βρίσκεται ; πιθανόν νά πίστευα ότι κρύφτηκε πί­ — Είναι καί οί δυό γυναίκες στό σω άπό τόν σηματοδότη γιά νά παγραφείο του διευθυντοϋ. ρακολουθήση τόν Γ ούϊτακρ. Ό —Ό ’Όγκμπαρν βρίσκεται στά Μπόμπ όμως δέν ήταν ερασιτέχνης στή γραφεία τής Έγκληματολογικής Σηδουλειά του... Ξεκινώντας άπό αύτή μάνσεως, του είπα. "Ας πάρουμε τή τή σκέψι, τό πράγμα γίνεται άμέσως σπιτονοικοκυρά νά του ρίξη μιά μα­ εύκολο. Τά λόγια τής Μέϋ Λάντις τιά. "Οταν παρουσιαστήκαμε εκεί μέ , ήσαν παραπειστικά καί τό κατάλαβα αύτό : Βιάστηκε πρώτον νά άναγνωτήν σπιτονοικοκυρά, ό ’Όγκμπαρν κα­ ρίση τό περίστροφο τού Γούϊτακρ θόταν μέ τό κεφάλι σκυμμένο, κρα­ καί δεύτερον μάς σερβίρησε, τάχα άτώντας τό κεφάλι του στά χέρια καί διάφορα, ένα άλλοθι, λέγοντας ότι κυττάζοντας άφηρημένος τά παπού­ μίλησε μέ τόν ’Όγκμπαρν στό τηλέ­ τσια του σκοπού πού τόν φύλαγε. φωνο στις δέκα. Ή δεύτερη αύτή —Τόν έχεις δή ποτέ πριν; τήν προσπάθειά της μ’ έπεισε ότι ό ρώτησα. ’Όγκμπαρν καί αύτή ήσαν συνεταίροι — Ναι, απάντησε άδίστακτα. Εί­ στή δουλειά : "Οταν ή σπιτονοικοκυναι ό κύριος Κούϊρκ 1 ρά μάς περιέγραψε τόν Κούϊρκ εΐχα Ό ’Όγκμπαρν δέν σήκωσε τό πιά βεβάιωθή. Ή περιγραφή συμφω­ βλέμμα καί δέν έδωσε τήν παραμικρή νούσε καί μέ τούς δυό —τόν Γούϊπροσοχή σέ κανέναν από μάς. τακρ καί τόν ’Όγκμπαρν. Δέν ήταν Αφού είπαμε στή σπιτονοικοκυρά όμως λογικό ό Γούϊτακρ νά διατηρή ότι ήταν ελεύθερη νά έπιστρέψη σπίγκαρσονιέρα καί νά κατοική εκεί μέ τι της, πήγαμε μέ τόν Ντήν σέ μιάν τήν Λάντις. "Ετσι κατάλαβα πώς ό

5


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κύριος Κούϊρκ ήταν ό ’Όγκμπαρν. Εξάλλου απόψε, στό διαμέρισμα του ’Όγκμπαρν, για να εξακριβώσω ο,τι υποπτευόμουν, άφησα νά μου πέση στό πάτωμα ένα κέρμα και ψάχνον­ τας νά τό βρω παρατήρησα ϊχνη ξε­ ρής λάσπης στό χαλί... "Υστερα, έλα­ βα ύπ’ όψι μου και μερικές άλλες λε­ πτομέρειες. Π. χ. τό περίστροφο. Ή Λάντις είπε πώς ό Γούϊτακρ είχε έναν χρόνο αυτό τό περίστροφο, άλ­ λα για μένα, μολονότι * ήταν λασπω­ μένο, ήταν καινούργιο. Σχετικώς, ζή­ τησα πληροφορίες «από τό εργοστάσιο τής κατασκευής του και πήρα κατα­ φατική άπάντησι. Τά ελατήρια του εγκλήματος τά συγκεντρώνει ή γυ­ ναίκα. Αυτό είναι αρκετό. Πιστεύω δμως ότι, άν γίνη έλεγχος στά λο­ γιστικά βιβλία, θά προκύψουν άνωμαλίες. Πάντως, τώρα πού άνακαλύφθηκε ό δολοφόνος, θά έμφανισθή κΤ ό Γούϊτακρ...

Πράγματι τήν άλλη μέρα ό Χέρμπερτ Γούϊτακρ παρουσιάστηκε στην αστυνομία του Σακραμέντο καί πα­ ραδόθηκε. Ποτέ δέν ώμολόγήσαν, ούτε ό ’Όγκμπαρν ούτε ή Μέϋ Λάντις, τήν αλήθεια, άλλα από τις διάφορες μαρτυρίες κατά τή διαδικασία, δια­ πιστώθηκαν τά παρακάτω γεγονότα : Ό Γούϊτακρ καί ό ’Όγκμπαρν είχαν ανοίξει αυτό τό γραφείο μέ τόν απώτερο σκοπό νά σφετερισθουν ξένα κεφάλαια. Τήν κατάλληλη ώρα θά ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους καί θά εξαφανίζονταν. Ό Γούϊτακρ όμως δέν μπορούσε νά διατηρήση τήν ψυ­ χραιμία του, γιατί είχε στήν πλάτη τή ρετσινιά των τριών χρόνων τής φυλακίσεως γιά τήν απάτη πού είχε κάνει παλαιότερα. "Ετσι γιά νά διαλύση τις άνησυχίες του, ό ’Όγκμπαρν τόν διαβεβαί­ ωσε πώς είχε έναν φίλο εφοριακό στήν Ούάσιγκτων, πού θά τόν ειδο­ ποιούσε όταν έπρόκειτο νά έλθη κα­ νένας επιθεωρητής νά κάνη έλεγχο σχά βιβλία τους ... "Ετσι οι δυό συ­ νέταιροι μάζεψαν πολλά λεφτά, πού τά κρατούσε ό ’Όγκμπαρν,. καί ήσαν

ΜΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ έτοιμοι νά τό στρίψουν στήν πρώτη κρίσιμη στιγμή πού θά παρουσιαζό­ ταν: Στό μεταξύαυτό ό ’Όγκμπαρν στένεψε τις σχέσεις του μέ τήν υποτιθεμένη γυναίκα τοϋ , Γούϊτακρ καί νοίκιασαν τό διαμέρισμα τής Γρήνουϊτς Στρήτ. Εκεί βλέπονταν τ’ απογεύματα, όταν ό Γούϊτακρ ήταν άπησχολημένος στό γραφείο. Εκεί κατέστρωσε τό ζευγάρι τά σχέδιά του : ν’ απαλ­ λαγούν δηλαδή από τόν Γούϊτακρ και νά κρατήσουν τά λεφτά, φορτώ­ νοντας ολόκληρη τήν απάτη τού Οί­ κου Γούϊτακρ —’Όγκμπαρν στήν πλά­ τη τού Γούϊτακρ. Ό ’Όγκμπαρν ήρθε στό αστυνο­ μικό μας γραφείο καί είπε τό παρα­ μύθι του ζητώντας νά βάλουμε νά παρακολουθήσουν τόν ύποπτο συνε­ ταίρο του. Συγχρόνως είπε εμπιστευτικά στον Γούϊτακρ ότι έλαβε είδοποίησι από τόν φίλο του από τήν Ούάσιγκτων ότι θ’ άρχόταν ό Επι­ θεωρητής τού Υπουργείου νά κάνη τόν άναμενόμενο έλεγχο. Τότε καί οί δυό συνεταίροι σχέ­ διασαν νά έγκαταλείψουν τήν πόλι, παίρνοντας ό καθένας διαφορετική κατεύθυνσι. Τό άλλο βράδυ ή Μέϋ Λάντις εΐπε στον Γούϊτακρ ότι εΐδε κάποιο ύποπτο άτομο νά τριγυρίζη έξω από τό σπίτι του. Ό Γούϊτακρ, νομίζοντας ότι ό Μπόμπ ήταν ό εφο­ ριακός Επιθεωρητής, πανικοβ'λήθηκε.

Τό βράδυ τοϋ φόνου ό’Όγκμπαρν συνάντησε τόν Γούϊτακρ, γιά νά πεισθή τάχα άν πράγματι ό τελευταίος παρακολουθεϊτο, όπως έλεγε. Περπά­ τησαν στό δρόμο, μέ τή βροχή επί μιά ώρα. Καί, όταν έπείσθη γιά τήν παρακολούθησι αύτή, είπε στον συ­ νεταίρο του νά πάνε νά τόν συναν­ τήσουν καί νά επιχειρήσουν νά τόν δωροδοκήσουν. Ό Γούϊτακρ άρνήθηκε νά συνοδεύση τόν συνεταίρο του σ’ αύτή τή δουλειά, δέχτηκε όμως νά τόν περιμένη κάπου εκεί κοντά. Ό ’Όγκμπαρν βρήκε κάποιο πρό­ σχημα καί παρέσυρε τόν Μπόμπ Τήλ πίσω από τόν πολύχρωμο φανοστάτης τής τροχαίας. Εκεί τόν δολοφό­


ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νησε. "Ύστερα, έτρεξε κοντά στόν συ­ νεταίρο του, φωνάζοντας : «θεέ μου ! Μέ άρπαξε καί τόν σκότωσα ! Πρέ­ πει να εξαφανιστούμε!» Ό Γούϊτακρ τά έχασε. Αμέσως έγκατέλειψε τή Νέα Ύόρκη χωρίς να πάρη μαζί του τις άποσκευές καί χωρίς να ειδοποίηση την Μέϋ Λάντις. "Ηξερε ότι ό Όγκμπαρν θά έ­ φευγε πρός άλλη κατευθυνσι. Εΐχαν συνεννοηθή άπό πριν νά συναντηθούν στήν Όκλαχόμα, έπειτα άπό δέκα μέρες, γιά νά μοιράσουν εκεί τά

λεφτά πού κρατούσε ό ’Όγκμπαρν. Στό Σακραμέντο όπου είχε καταφύγει ό Γούϊτακρ διάβασε την άλλη μέρα στις εφημερίδες τί του είχε σκαρώσει ό συνέταιρος του. Δεν μπο­ ρούσε όμως νά παρουσιασθη γιατί ήταν ένοχος γιά την κατάχρησι. Ε­ πίσης έπρεπε ν’ άποδείξη δτι δέν ή­ ταν ένοχος γιά τή δολοφονία. Γι’αυ­ τό σκέφθηκε-νά περιμένη νά ξεκαθα­ ρίση ή ύπόθεσις. Κάί τότε παρουσι­ άστηκε. ΤΕΛΟΣ

7 ο

0

ΕΥΘΥΜΑ

/9

ί / <*

Ο

ί / 0

&

/0

/0 /I / 0

ι &

/♦ 0

/ /0 ο

<9

Φ

/ &

/ Φ

/ Φ

ϊ 9

/ 9

λ.

27

3 Απατεώνας ! ’Από την εφημερίδα «Ή­ λιος» τής Βοστώνης, μέ χρο­ νολογία 9 Μαϊου Ί873, αναδη­ μοσιεύομε την ακόλουθη εϊδησι : «'Ένας άντρας ήλικίας σα­ ράντα έξη ετών, όνόματι Τζοσούα Κόπερσμιθ, συνελήφθη στή Νέα Ύόρκη, γιατί άπεπειράθη νά'άποσπάση κεφάλαια άπό αμαθείς καί επιπόλαιους ανθρώπους, δείχνοντάς τους μιά συσκευή πού, δπως ισχυ­ ρίζεται, μπορεί νά μεταφέρη 'τήν ανθρώπινη φωνή σέ μεγά­ λες άποστάσεις μέ τή βοήθεια συρμάτων. »Όνομάζει τή συσκευή του «τηλέφωνο» κατ’ άπομίμησιν τής λέξεως «τηλέγραφος», μέ τόν προφανή σκοπό νά έξαπατήση τούς άφελεις. »Καλά πληροφορημένοι άν­ θρωποι ξέρουν δτι εΐναι αδύ­ νατον νά μεταβιβάση κανείς τήν ανθρώπινη φωνή μέ σύρ­ ματα, δπως συμβαίνει μέ τά σήματα του Κώδικος Μόρς. Μά, κΓ άν άκόμα αυτό ήταν δυνατόν, ή συσκευή δέν θά εί­ χε καμμιά πρακτική ά ξ ί α. »Ή αστυνομία πού συνέλα­

βε τόν απατεώνα αυτόν είναι άξια συγχαρητηρίων καί ελπί­ ζομε δτι ή τιμωρία του θά είναι αυστηρή γιά νά χρησιμεύση ώς παράδειγμα γιά άλ­ λους ασυνείδητους παλιανθρώ­ πους, πού πλουτίζουν εις βά­ ρος αφελών πολιτών !» Κι’ δμως, χωρίς τό τηλέφω­ νο του «άπατεώνος» Κόπερσμιθ, ό νεώτερος πολιτισμός δέν θά είχε προοδεύσει τόσον άλματωδώς.

Μέ συγχωρειτε, Μεγαλειότα τ ε ! Μέσα στήν Αίθουσα Τύπου τών Ανακτόρων του Βούκιγχαμ, μερικοί δημοσιογράφοι περίμεναν τόν αυλάρχη γιά νά μάθουν τις λεπτομέρειες μιας τελετής, πού έπρόκειτο νά γίνη. Ξαφνικά, τό τηλέφωνο άντήχησε. Ό δημοσιογράφος πού τό σήκωσε άκουσε μιά φωνή νά λέη: —Εκεί ό δόκτωρ ’Άνταμς ; — "Οχι, απάντησε ό δημο­ σιογράφος. Έδώ Ανάκτορα Βούκιγχαμ. —’Ώ, Ανάκτορα Βούκιγχαμ, είπε ή φωνή διατακτικά. Μέ... συγχωρεΐτε, Μεγαλειότατε I

ί / Ί /ο / 6»

Ο

ο

ό

/ /ο

/0 ί 9

ΐ ίο ΐ ί 0

ο

«

α

/9 / /9 Φ

/ 9


Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΜΙΣΤΕΡ! υπό ΚΟΡΝΕΛ ΙΓΟΥΑΡΙΤΣ

'Ο ρέπορτερ Μπούργκες ξεκινά για δνα α­ πλό, συνηθισμένο ρεπορτάζ καί βρίσκει τον έαυτό του στή μέση μιας έγκληματικής σκευω­ ρίας, φάτσα μέ φάτσα μέ τό Θάνατο ! ΕΝΑΣ ΟΝΕΙΡΟΠΟΑΟΣ ΡΕΠΟΡΤΕΡ Άράδιασε τις φιλοδοξίες του μπροστά του; σαν μια σκάλα. Τό πρώτο σκαλοπάτι θά ήταν μια άκόμα σειρά κάτω από τον τίτλο των άρθρων του : «Ύπό Κλίντ Μπούργκες.» Αυτό θά συνέβαινε ίσως σ’ έναν χρόνο, ϊσως σ’ έξη μήνες. Τό δεύτερο σκα­ λοπάτι θά ήταν μια καμπάνια του μέ μιά δική του φωτογραφία επάνω —επάνω. Αυτό θά γινόταν στά τριάν­ τα του χρόνια. Τό τρίτο σκαλοπάτι θά ήταν μιά άνάληψις τής άρχισυνταξίας, στή θέσι πού κατείχε τώρα ό Χέρικ. Αυτό θά συνέβαινε στά σα­ ράντα του χρόνια. "Έπειτα, θά γινό­ ταν διευθυντής τής συντάξεως. Κι” έπειτα, τό κεφαλόσκαλο... θά γινόταν ιδιοκτήτης τής έφημερίδος.

θά ήταν γέρος τότε, πενήντα χρό­ νων, μά δεν θά είχε κοιλιά σάν τόν σημερινό ιδιοκτήτη. θά φερνόταν ανθρώπινα στο προσωπικό και... —Μπούργκες 1 Κατέβηκε πηδώντας τάσκαλοπάτια, ιδιοκτήτης, διευθυντής συντάξεως, αρ­ χισυντάκτης, άρθρογράφος, καί βρέ: θηκε πάλι στό τελευταίο σκαλοπάτι ένας απλός ρεπόρτερ, ένας άνθρωπος πού ξεποδαριαζόταν νά άνακαλύπτη ειδήσεις καί που τις τηλεφωνούσε απλώς, χωρίς νά πιάνη μολύβι για νά γράψη ένα άρθρο. Ό Χέρικ πλησίασε στό γραφείο καί είπε ξερά : — Ναι! ξέρω πώς δεν εκτιμούν τήν άξια σου καί ότι θά μπορούσες νά άποδώσης περισσότερα άπό μένα, άν ήσουν Αρχισυντάκτης, μά στό μεταξύ


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 29

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ άς τό κρατήσουμε αυτό για λίγο μυστικό μεταξύ μας. Άκούμπησε τό ένα δάχτυλό του στα χείλη του καί συνέχισε : —Σσσσ I Καί ενώ ετοιμαζόμαστε νά σου αναθέσουμε τή διεύθυνσι τής έφημερίδος καί ενώ ετοιμαζόμαστε νά γράφουμε τό όνομά σου στην πόρτα του ιδιοκτήτου, μπορείς νά ξεκολλήσης τον πισινό σου άπό τήν καρέκλα καί νά πας νά κάνης κάτι γιά νά δικαιολογήσης τά τριάντα πέντε δολλάρια, πού σέ πληρώνουμε κάθε Σάββατο, χαραμοφάη ; τις τελευταίες φράσεις, ή φωνή του Χέρικ έφτασε σέ έντασι μεγαφώνου. "Ενας γκρουμ έκάγχασε κάπου κοντά. Ό Μπούργκες είπε : — Καλά ! Καλά I Άν σπάση κα­ νείς τό χέρι του δουλεύοντας γιά σάς, θά τον πήτε πάλι χαραμοφάη γιατί δεν έσπασε καί τά δυό χέρια του. — Όχι, είπε ό Χέρικ ξερά, θά τόν πώ άπρόσεκτο. Τώρα, γιά νά είμαι πιό σαφής, τρέξε σ’ ένα μέρος πού λέγεται Ταβέρνα του Μάϊκ. Είναι, νομίζω κάπου στήν οδό Μπλέϊκ. Μάς ειδοποίησαν εδώ καί λίγα λεπτά ότι κάποιος σκοτώθητε εκεί. Βρες ό,τι μπορείς νά βρης. ’Όχι φαντα­ σίες. Μόνο γεγονότα θέλω, γεγονότα. Βρες τά γεγονότα όπως είναι καί διατήρησέ τα όπως είναι. "Ισως πρό­ κειται γιά κάποια ληστεία πού νά μήν άξίζη παρά μιά απλή παράγρα­ φο στή δεύτερη σελίδα. ’Τσως πρό­ κειται γιά κάτι σοβαρώτερο. Πάντως, συνέβη ό,τι συνέβη, επομένως ξεκόλ­ λησε άπό τήν καρέκλα του. Στήν πραγματικότητα, αν ήσουν σωστός ρέπορτερ, θά ήσουν εκεί πριν καν συμβή ή δολοφονία καί δεν θά περίμενες νά σέ στείλη ό αρχισυντάκτης σου. —Διάβολε, τί πρέπει νά είναι κα­ νείς...μέντιουμ; μουρμούρισε ό Μπούρ­ γκες καθώς έκλεινε τήν πόρτα πίσω του συνοδευόμενος άπό έναν άκόμα καγχασμό του γκρούμ. Ό Χέρικ άπλωσε άπειλητικά τό χέρι του προς τόν τελευταίο. —Είναι σπουδαίος ρέπορτερ, μυ­ ξιάρικο !, γρύλλισε. Είναι γεννημένος

Σ

ρέπορτερ. Εκείνοι στούς οποίους μι­ λώ άσχημα εδώ μέσα είναι εκείνοι τούς οποίους συμπαθώ. Καί πρόσθεσε άπειλητικά. —Μήν πάς όμως νά του τό πής γιατί θά σου σπάσω τό κεφάλι 1 ’—’Ά !, έκανε τό παιδί βγαίνοντας έξω. Μοϋ φαίνεται πώς μέ συμπαθεί­ τε κι’ εμένα I Στό μεταξύ, ό Μπούργκες κατευθυνόταν στον τόπο τής άποστολής του, μουρμουρίζοντας ; —θέλει γεγονότα! Εντάξει, θά πάρη γεγονότα ! Ταβέρνα του Μάϊκ, οτίς εννέα καί τριάντα τό πρωί, δέν είχε πολύ ευθυμη όψι. *'Αλλωστε, δέν θά ήταν πολύ ελκυστική άκόμα κι’ αν δέν εί­ χε συμβή εκεί μιά δολοφονία. Μπροστά στήν πόρτα ήταν σταματημένο ένα περιπολικό αύτοκίνητο τής αστυνομίας καί πίσω του ένα άντιπαθητικό αύτοκίνητο του νεκρο­ τομείου. Άπό τό άνοιχτό πίσω μέ­ ρος του προεξείχε ένα φορείο σαν γλώσσα αχόρταγου ζώου. Είχε μαζευτή λίγος κόσμος κι’ έ­ νας άστυφύλακας εμπόδιζε τούς πε­ ριέργους νά πλησιάζουν στήν πόρτα. Ό άστυφύλακας σταμάτησε τόν Μπούργκες. Ό Μπούργκες του έδει­ ξε τή δημοσιογραφική ταυτότητά του καί ό άστυφύλακας έχωσε τό κεφάλι του στήν πόρτα, φώναξε κάτι, τό ξανατράβηξε έξω καί εΐπε : —Εντάξει. Ό Μπούργκες μπήκε μέσα. Τό μέρος ήταν σκυθρωπό καί καταθλιπτικό. Υπήρχαν πολύ, άντρες εκεί, μά δέν έπιναν καί ή παρουσία τους δέν έδινε κανέναν εύθυμο τόνο στό περι­ βάλλον. Μικρά χρωματιστά τζάμια στα παράθυρα καί στήν πόρτα έκαναν τήν ταβέρνα σκοτεινή, παρ’ όλο τό ζωηρό πρωινό φώς έξω καί, αν δέν ήσαν αναμμένοι δυό μεγάλοι γλόμ­ ποι, δέν θά μπορούσε κανείς νά δή τίποτα εκεί μέσα άπό τόν δρόμο. "Ενα μεγάλο εκκρεμές, ψηλά στόν τοίχο, επάνω άπό τό μπάρ, έλεγε 9.32. Στή μηχανή του ταμείου, προεξείχε

Η


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ένα χαρτάκι δπου ήταν τυπωμένο: «20 σέντς». Ένας ντέτεκτιβ είπε : —Εντάξει. Παρααέρισε κι* άσετον νά φωτογράφηση τά ποτήρια-πώρα I Επάνω στό μπάρ ήσαν τοποθετη­ μένα δυό ποτήρια, αρκετά κοντά τό ένα δίπλα στ’ άλλο, σάμπως οί άν­ θρωποι, που εΐχαν πιή άπό αυτά, νά στέκονταν δίπλα—δίπλα. Ένας άντρας ήταν πεσμένος στά τέσσερα επάνω στό μπάρ καί σημά­ δευε μέ μια φωτογραφική μηχανή μέσα στό κενό, ανάμεσα στό μπάρ καί στον τοίχο. Μιά γαλάζια λάμψις φάνηκε κι* έσβησε καί ό άνθρωπος γύρισε καί πήδησε κάτω, άπό τό έξω μέρος. Έπειτα, έσκυψε λιγάκι, σημάδεψε τά ποτήρια καί μιά άλλη γαλάζια λάμψις ξαναφάνηκε. Ό άνθρωπος άνωρθώθηκε κι* έφυγε. υό άντρες μπήκαν μ* ενα φορείο άνάμεσά τους. Έκαναν τον γύρο του μπάρ, φόρτωσαν κάτι στό φορείο τους καί ξαναφάνηκαν. Στό φορείο, σκεπασμένο μ’ ένα μουσαμά, ήταν τώρα τό σώμα ενός ανθρώπου, — Πόσα λήστεψαν; ρώτησε ό Μπούργκες τον ντέτεκτιβ πού είχε άναλάβει τήν ύπόθεσι. Έταν ένας τραχύς ντέτεκτιβ καί Λεγόταν Λάϊονς. — Δεν τον σκότωσαν γιά λεφτά, απάντησε ό Λάϊονς άνάβοντας τό πούρο του πού εΐχε σβήσει. Δεν υ­ πάρχουν εισπράξεις τόσο νωρίς. Φαί­ νεται πώς ήταν έκδίκησις. Έξεραν τις συνήθειές του ήξεραν δτι μπορού­ σαν νά τον βρουν μόνο εδώ, λίγο μετά τό άνοιγμα τού καταστήματος. —Έχετε καμμιάν ιδέα ποιος... —Κανένας δεν τούς είδε νά μπαί­ νουν, κανένας δεν τούς είδε νά βγαί­ νουν. Ό μπάρμαν μπήκε καί τον βρή­ κε πεσμένο έτσι, ζεστό ακόμα, μέ μιά σφαίρα στην πλάτη, πίσω άπό τό μπάρ, δπου δεν μπορούσαν νά τον δούν άπό τον δρόμο. — Νόμιζα πώς ήταν ό μπάρμαν.... Ποιός ήταν ; — Ό ιδιοκτήτης. Ό Μάϊκ ’Όλιβερ. Ερχόταν κι* άνοιγε μόνος του τό μαγαζί κάθε πρωί. Ό μπάρμαν είναι εκείνος εκεί πέρα.

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, Ό Μπούργκες πήγε κοντά στον μπάρμαν. Τόν είχε περάσει γιά ντέτεκτιβ τρίτης τάξεως, πού έκανε τό ντεμποϋτο του. Είχε ύφος πού έδειχνε πώς ήθελε νά φανή εξυπηρετικός, χω­ ρίς δμως νά ξέρη τί άκριβώς έπρεπε νά κάνη. - Ό Μπούργκες χρησιμοποίησε ένα παλιό κόλπο, πού δεν άστοχοΰσε πο­ τέ, γιατί βασιζόταν πολύ επάνω στην ανθρώπινη φύσι. — Πειράζει αν αναφέρω τό δνομά σας στό άρθρο πού θά γράψω γιά τήν εφημερίδα μου; ρώτησε μέ σε­ βασμό. Ό μπάρμαν γούρλωσε τά μάτια του καταγοητευμένος. — Τί είδους άνθρωπος ήταν ; ρώ­ τησε ό Μπούργκες.

Δ

μπάρμαν κύτταξε διατακτικά πρός τό μπάρ καί χαμήλωσε τή φω­ νή του, σάμπως ό μακαρίτης προϊ­ στάμενός του νά ήταν άκόμα εκεί κοντά καί νά μπορούσε νά τόν άκούση —Δεν ήταν καλός άνθρωπος. Κανένςχς δεν μπορούσε νά ταιριάξη μα­ ζί του. Είχε άπό εκείνους τούς τρό­ πους, ξέρετε, πού δεν τραβούν τούς πελάτες. Καί ήταν σφιχτοχέρης. Καί, τό χειρότερο άπ’ δλα, εΐχε τή συνή­ θεια νά πληρώνεται γιά τά ποτά πριν τά ποιούν οί πελάτες. Στεκόταν μπρο­ στά τους μέ τό χέρι απλωμένο, ώσ­ που αύτοί αναγκάζονταν νά πληρώ­ σουν πριν προλάβουν νά βάλουν τά ποτήρια στά χείλη τους. — Πρέπει νά εΐχε πολλούς,έχθρούς, λοιπόν, είπε ό Μπούργκες. Ό μπάρμαν κούνησε τό κεφάλι του ζωηρά. —θυμάμαι, μιά νύχτα, εδώ κι* έ

Ο


ΜΙΣΤΕΡ ναν μήνα, είχε ένα τρομερό καβγά μ’ έναν φίλο εδώ μέσα, γ>ά κάτι πού δεν άξιζε τόν κόπο. Δεν ήταν κανέ­ νας ξένος, πού έμπαινε στό μαγαζί για πρώτη φορά, μά ένας καλός καί σταθερός πελάτης, πού έπινε τά ποτά, του εδώ χρόνια τώρα. Ό φίλος του έδωσε ένα χαρτονόμισμα τών δέκα δολλαρίων. ΤΗταν πολύς κόσμος εκεί­ νη τη νύχτα καί στη βιασύνη του τό αφεντικό δεν κυτταξε καλά τό νόμι­ σμα. Του έδωσε λοιπόν ρέστα γιά πέντε δολλάρια. Ό πελάτης διαμαρτυρήθηκε καί τό άφεντικό τόν εΐπε κατάμουτρα ψεύτη. Δοκίμασα νά πά­ ρω τό άφεντικό παράμερα καί νά τόν μεταπείσω. Του είπα : «Είναι πελάτης μας χρόνια τώρα. Ακόμα κΤ αν έχει άδικο, αξίζει νά του δώσετε τά ρέ­ στα πού ζητεί.» Μά δε θέλησε νά με άκούση. Ό πελάτης τόν είπε παλιάν­ θρωπο, καί τό άφεντικό πήδησε επά­ νω άπό τό μπάρ καί τόν πέταξε έξω. ΤΗταν μεγαλόσωμος καί δυνατός, ξέ­ ρετε. Ό πελάτης σηκώθηκε άπό τόν δρόμο καί γύρισε στήν πόρτα, άπ’ ό­ που φώναξε: «θά σε κανονίσω γι’ αυτό ! θά σέ κανονίσω άκόμα κι* άν αυτό μου κοστίση τη ζωή !» "Ολοι μέσα στήν ταβέρνα τόν άκουσαν. "Ε­ πειτα, έφυγε. Νόμισα πώς θά ξαναγύριζε μέ κανέναν άστυφύλακα μαζί του, μά δεν ξαναφάνηκε. Ό μπάρμαν έξησε τό κεφάλι του καί συνέχισε : —"Οταν δέν ξαναφάνηκε, τό άφεν­ τικό μου είπε : «Αυτό δείχνει πώς έ­ λεγε ψέματα 1 Άν μού εΐχε πραγμα­ τικά δώσει δεκαδολλάριο, θά ξαναγύριζε μέ τήν άστυνομία !» Έγώ του είπα : «Δέν είμαι τόσο σίγουρος. Ή φάτσα του ήταν τόσο άγρια πού φο­ βάμαι γιά χειρότερα. "Εχω ένα ά­ σχημο συναίσθημα, μίστερ I» Αύτός γρύλλισε : «Κουραφέξαλα I» Τότε έγώ σήκωσα τούς ώμους μου καί εΐπα: «Ό θεός βοηθός, μίστερ 1» Μπούργκες τόν κύτταξε σκεπτικά ^ καί κούνησε τό κεφάλι του μουρ­ μουρίζοντας : — Καταλαβαίνω. "Επειτα; — Ή Ιστορία εΐχε παράξενη συνέ­ χεια,, συνέχισε ό μπάρμαν. Εκείνη τή νύχτα, όταν καναμε τούς λογαρι­ ασμούς, βρήκαμε πέντε δολλάρια πε­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

ρισσότερα άπ’ όσα είχε γράψει ή μη­ χανή του ταμείου. Υπήρχαν πέντε δολλάρια, πού κανονικά δέν έπρεπε νά είχαμε είσπράξει. Τό άφεντικό δέν νοιάστηκε καθόλου. Τό μόνο πού έκανε ήταν νά σηκώση τούς ώμους του καί νά πή ; «’Άν ξαναφανή, δός του τα πίσω.» Μά δέν ξαναφάνηκε ποτέ! Δέν ξανοςιτάτησε στό μαγαζί άπό τή νύχτα εκείνη.

—Τούς τό είπατε αυτό ; ρώτησε ό Μπούργκες χαμηλώνοντας τή φωνή του καί δείχνοντας μέ τό κεφάλι τούς ντέτεκτιβς. — "Ημουν άναγκασμένος νά τούς τό πώ, είπε ό μπάρμαν. Δέν μπορεί κανείς νά κρύψη τίποτα άπό τούς ανθρώπους αυτούς, όταν άρχίζουν τήν άνάκρισι. Αναγκάστηκα νά τούς πώ τό όνομά του. Ερχόταν εδώ τόσο συχνά ώστε είχαμε μάθει τό όνομά του. Λέγεται Τσόκ Χάστιγκς. Ό Μπούργκες είδε τό Χάστιγκς στό άρχηγείο τής άστυνομίας άργότερα τήν ίδια μέρα. Τόν έβγαζαν εκείνη τή στιγμή άπό τό γραφείο του Λάϊονς καί ήταν πολύ τρομαγμένος. Ό Μπούργκες δέν μπόρεσε νά μην τόν λυπηθή. ?Ηταν τσακισμένος καί ζαλισμέ­ νος, σχεδόν μεθυσμένος, ' άπό τις άμέτρητες ερωτήσεις πού του εΐχαν κάνει κιόλας. Ό Μπούργκες μπήκε στό γραφείο του Λάϊονς καί άρχισε: —Βλέπω ότι έχετε κιόλας στά χέ­ ρια σας έναν ύποπτο. — "Οχι I, εΐπε ό Λάϊονς. Τσαλάκωσε ενα χαρτί καί τό πέ­ ταξε μέσα στό καλάθι τών άχρήστων. Κούνησε τό κεφάλι του Αποφασι­ στικά. _ —Δέν έχουμε έναν ύποπτο !, είπε. "Εχουμε τόν ένοχο. Τόν ΐδιο ένοχο


32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Μαγειρεμένο, πλυμένο καί μποτιλιαρισμένο. Τοϋ πήραμε τα δακτυλικά του αποτυπώματα, καί ταιριάζουν μέ τά άποτυπώματα που βρήκαμε σ’ ένα ποτήρι ατό μπάρ. Καί μπορώ να προ­ σθέσω δτι τό ποτήρι, ήταν κυριολεκτι­ κά ταπετσαρισμένο από τά άποτυπώ­ ματα αυτά. έ μιά νωχελική κίνησι, ό Μπούργκες έβγαλε έναν φάκελλο κι5 ένα μολύβι κι5 έκανε-πώς σημείωσε εκεί κάτι. Μά δεν έγραψε τίποτα. ΤΗταν απλώς ένα κόλπο του γιά νά κάνει έντύπωσι. — "Εχει κανένα άλλοθι; ρώτησε. —"Ολοι τους έχουν. Μόνο πού τό δικό του είναι κουφό καί βουβό καί δεν μπορεί ούτε νά περπατήση. Τό άλλοθι του είναι τό κρεββάτι του. Λέει πώς ήταν στο κρεββάτι του ολη νύχτα. ΤΗταν ακόμα ξαπλωμένος εκεί, όταν πήγαμε νά τόν πιάσουμε. —Τά ποτήρια ήσαν δυό, είπε ό Μπούργκες. Ποιός έπινε από τ’ άλλο ποτήρι ; Ό Λάϊονς χαμογέλασε λοξά. — Δέν μπορεί βέβαια κανείς νά περιμένη από αυτόν νά παραδεχτή πώς τό ξέρει αύτό, δταν άρνεΐται δτι ό ΐδιος έπινε από τό πρώτο πο­ τήρι. ’Όχι άμέσως, τουλάχιστον. Μά θά τοϋ τό βγάλουμε αυτό άπό τό στόμα. "Αν δχι σήμερα, αύριο. "Αν δχι αύριο, τήν Πέμπτη. Σήκωσε μιάν ανυπόγραφη ομολο­ γία άπό τό τραπέζι του, τήν σάλεψε στον άέρα καί τήν άφησε νά πέση. —θά δεχτή επίσης νά τό ύπογράψη αύτό, πριν τελειώσουμε τήν άνάκρισι. Μά έχουμε άφθονο καιρό μπροστά μας. Δέν βιαζόμαστε. "Ολα αύτά δέν είναι παρά μικρολεπτομέρειες. Ή ούσία είναι πώς ή ύπόθεσις έχει κλείσει. Καί ό Χάστιγκς θά παρουσιαστή μπροστά στούς ενόρ­ κους, στο τέλος τής ερχόμενης έβδομάδος. Κούνησε τό κεφάλι του στόν Μπούργκες. — θά σάς ξαναδώ αργότερα πά­ λι, ρέπορτερ.

Μ

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΠΕΝΗΝΤΑ ΤΕΣΣΕ­ ΡΑ ΠΟΤΗΡΑΚΙΑ Ό Μπούργκες άνοιξε τήν πόρτα καί σταμάτησε εκεί. Ο Λάϊονς σήκωσε τό κεφάλι του άπό τά χαρτιά του καί μόρφασε. —Τί τρέχει; ρώτησε. Μήπως οί στρόφιγγες χρειάζονται λάδωμα; —Δέν νομίζετε δτι είναι παράξε­ νο τό γεγονός δτι τό δεύτερο ποτή­ ρι δέν έχει καθόλου άποτυπώματα επάνω του ; είπε ό Μπούργκες. ΤΜταν τοποθετημένο επάνω στό μπάρ, επο­ μένως κάποιος πρέπει νά τό έπιασε. Βέβαια, μπορεί ό άλλος, ό σύντρο­ φος τοϋ Χάστιγκς άς ποϋμε, νά φο­ ρούσε γάντια, μά θά υπήρχαν τουλά­ χιστον έπάνω στό ποτήρι τά άποτυ­ πώματα τοϋ Μάϊκ ’Όλιβερ. Δέν μπο­ ρεί νά πέταξε μόνο του άπό τό ρά­ φι. Πρέπει νά τό κατέβασε ό ίδιος. "Αν, λοιπόν, δέν είχε καθόλου άπο­ τυπώματα έπάνω του, τότε κάποιος πρέπει νά τό σκούπισε μέ ώρισμένο σκοπό. Καί πάλι, άν σκούπισαν τό ένα άπό τά δυό ποτήρια, γιατί δέν έκαναν τό ίδιο καί στό άλλο ; —Μπορεί ό ένας άπό τούς δυό νάήταν πιό προσεκτικός καί νά είχε περισσότερη ετοιμότητα πνεύματος άπό τόν άλλο. Ό ένας θυμήθηκε κι’ ό άλλος ξέχασε... κι’ αύτό δείχνει ποιός πυροβόλησε. Εκείνος πού ξέ­ χασε. Τώρα, κλείσε τήν πόρτα. "Ενας αστυφύλακας πλησίασε κι’ έκλεισε τήν πόρτα γιά λογαριασμό του. Καί τό έκανε αύτό μέ τόση δύναμι, ώστε παραλίγο νά χτυπήση τόν Μπούργκες στή μύτη. Ό ρέπορτερ, μορφάζοντας, διέσχι­ σε έναν προθάλαμο, έναν διάδρομο κι’ έναν άλλον προθάλαμο καί μπήκε στό διαμέρισμα τοϋ φωτογραφικού αρχείου τής αστυνομίας. — "Εχω τήν άδεια τοϋ Λάϊονς νά ρίξω μιά ματιά στις φωτογραφίες τοϋ φακέλλου Μάϊκ "Ολιβερ, είπε στόν άρχειοφύλακα. — Καλά, εΐπε αυτός. "Αν ό Λάϊονς δίν.η τήν άδεια, μπορείτε νά τις δήτε. θά τοϋ τηλεφωνήσω μόνο γιά νά είμαι εντάξει. "Απλωσε τό χέρι του στό τηλέ­ φωνο. — Όχι, μήν τόν ενοχλήσετε τώρα,


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 33

ΜΙΣΤΕΡ £Τπε βιαστικά ό Μπούργκες. Είναι άπησχολημένος γΓ α,ύτό μ5 έστειλε ε­ δώ. "Ερχομαι από τό γραφείο του. Αέν θέλω νά δώ τή φωτογραφία του πτώματος, αλλά τή φωτογραφία τοϋ μπάρ. Ό άρχειοφύλακας κούνησε τό κε­ φάλι του, κατέβασε έναν μεγάλο φάκελλο καί τον άνοιξε. — Σάς είδα στην ταβέρνα σήμερα τό πρωΐ. Γιατί θέλετε, λοιπόν, νά δητε τις φωτογραφίες; Γιατί δεν πηγαί­ νετε πίσω στήν ταβέρνα νά δήτε τά ίδια τά πράγματα αντί γιά τις φω­ τογραφίες τους; έλω νά ξαναδώ όπως ήταν, απάν­ τησε ό Μπούργκες, κΓ όχι δπως είναι τώρα. Νομίζω πώς είδα κάτι έκεί σήμερα τό πρωΐ καί θέλω νά δώ άν έπεσα έξω, άν στή φωτογραφία είναι δπως νομίζω δτι τό είδα τό πρωΐ. Ό άρχειοφύλακας τόν £ΐδε νά σκύβη επάνω στις φωτογραφί&ς, μέ τό ποόσωπο πολύ κοντά σ’ αυτές, σάν νά ήταν μύωψ. —Λοιπόν ; ρώτησε. Βεβαιωθήκατε ; —Ναι, είπε ό Μπούργκες μέ έξαψι καθώς άνωρθωνόταν. Βεβαιώθηκα! Αυτό είναι! —Τί είναι αυτό ; ρώτησε ό άρχει­ οφύλακας γεμάτος περιέργεια. —Εύχαριστώ πολύ, είπε ό Μπούργκες. Καί βγήκε γοργά, κλείνοντας τήν πόρτα πίσω του. Χρησιμοποίησε ένα άπό τά τηλέ­ φωνα γιά τό κοινό μέσα στόν προ­ θάλαμο τοϋ κτιρίου γιά νά τηλεφω;ηση στο γραφείο τής έφημερίδος του. Ό Χέρικ, ό άρχισυντάκτης ήταν έξω φρένων. —Τί διάβολο έγινες I, γάβγισε, λείπεις ολόκληρο τό πρωινό καί τό μ-,σο άπόγεμα 1 θά μποροϋσα νά ράψω την ιστορία τής Ρωμαϊκής Αυ­ τοκρατορίας στό διάστημα αυτό ! Τί νομίζεις πώς κάνουμε εδώ ; Τις αμάέ;,; παίζουμε; νΑν περιμένουμε μιά -'-ρσ >.ά μιάν εΐδησι τέσσερις αράΑπ θά κάνουμε τήν εφημερίδα μη'αω περιοδικό κΓ έτσι θά ήσυχάοο πεε .

Θ

—Μά ή ύπόθεσις δεν τελείωσε άκόμα. —Εντάξει. Τέσσερις λέξεις είναι άρκετές γι’ αύτό : «Αναμένετε ή σύλληψις τοϋ ενόχου». Δεν είναι ανάγκη νά κάνης βόλτες περιμένοντας νά συμβή αύτό! —"Έγινε κιόλας μιά σύλληψις, τραύλισε ό Μπούργκες. Τήν έκαναν σήμερα τό πρωΐ, μά... — Λοιπόν ; Εΐναι ό άνθρωπος πού έκανε τό φόνο ; —Λένε πώς είναι, μά... Ό Χέρικ μούγγρισε σάν ηφαίστειο έτοιμο νά ξεσπάση. —Ή άστυνομία λέει πώς ή ύπόθεσις έκλεισε; ϊ —Ναι, μά... —Τότε ποιός λέει δτι δέν έκλεισε. Ό Μπούργκες ξεροκατάπιε μέ δυ­ σκολία. —"Ε... εγώ. κούσε τόν Χέρικ νά άνασηκώνεται στήν τριζάτη περιστροφική πολυ­ θρόνα του κΡ έπειτα νά ξαναπέφτη σ’ αυτήν βαρειά. Χρειάστηκε ένα ο­ λόκληρο λεπτό γιά νά ξαναβάλη τό λαρύγγι του σέ λειτουργία. — Καί γιατί, παρακαλώ ; Επειδή δέν τόν έξετέλεσαν καί δέν τόν έθα­ ψαν άκόμα ; Σοϋ ξαναλέω πώς βγά­ ζουμε ήμερησία εφημερίδα κι’ δχι ε­ ξαμηνιαίο περιοδικό I Δέν σ’ έστειλα νά λύσης ντετεκτιβικές ύποθέσεις άλλά νά συγκεντρώσης γεγονότα ! Ξε­ ρά γεγονότα ! "Αν ή άστυνομία λέει πώς αυτός τό έκανε, τότε ή ύπόθεσις πήρε τέλος. Σοϋ δίνω δέκα λεπτά γιά νά γυρίσης στό γραφείο καί να άρχίσης τή δουλειά ! — Μά άκ®ϋστε ! "Αν μοϋ δώσετε τόν καιρό νά σάς εξηγήσω τί πρόσε­ ξα... Ανακάλυψα κάτι πού νομίζω δτι δέν τό πρόσεξε ή αστυνομία, θά καταλάβετε τότε δτι κρατοϋν έναν αθώο... Ή φωνή τοϋ Χέρικ έγινε βρυχη­ θμός. — "Εχεις δέκα λεπτά γιά νά έπιστρέψης I Άλλοιώς μή γυρίσης κα­ θόλου εδώ ! Ό Μπούργκες ακούσε ένα «κλίκ’» καί ή συνδιάλεξις διεκόπή. Ό Μπούργκες κρέμασε τό άκου" στικό καί άρχισε νά ψάχνεται γιά νά

Α


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» βρή μιαν ακόμα πεντάρα για να ξα-_ νατηλεφωνήση, μά σταμάτησε. —’Άν του τηλεφωνήσω πάλι, μουρ­ μούρισε στόν εαυτό του, θά μοϋ ξαναπή να πάω στό γραφείο και δεν μπορώ... τουλάχιστον όσο αυτή ή ύπόθεσις δεν. έχει λυθή... Πήγε πίσω στήν ταβέρνα τσυ $4άϊκ. ΤΗταν ακόμα ανοιχτή γιά τούς πελάτες, όσο εκπληκτικό κι* άν ήταν αύτό. Μά δέν έκανε πολλή δουλειά, γιατί κανένας δέν βρισκόταν εκεί μέ­ σα. Οί άνθρωποι αποφεύγουν νά έπισκέπτωνται μέρη, όπου ό θάνατος έ­ χει κάνει πρόσφατη συγκομιδή. —Δόστε μου ένα ποτήρι ούΐσκυ, είπε ό Μπούργκες. — ’Ά, είστε ό δημοσιογράφος πού ήταν εδώ τό πρωί, είπε ό μπάρμαν. Καί άκούμπησε ένα ποτήρι επάνω στό μπάρ. Ό Μπούργκες σήκωσε τό ποτήρι καί τό κύτταξε, σάν νά έξήταζε τό περιεχόμενό του. Μά στήν πραγματι­ κότητα έξήταζε τό ίδιο τό ποτήρι. — Κρατάτε λογαριασμό πόσα τέ­ τοια ποτήρια έχετε ; ρώτησε με άδιαφορία. —’Ώ, βέβαια ! Τά ξέρω άπέξω κΓάνακατωτά. "Ετσι είναι ή δουλειά μας. Αγοράσαμε τρεις ντουζίνες από αυτά εδώ καί δυό βδομάδες. ουνώντας τό κεφάλι του, ό Μπούρ­ γκες ρώτησε: — Μήπως, έσπασαν μερικά στό με­ ταξύ ; — "Οχι. Είμαι πολύ προσεκτικός. Πρέπει νά είναι κανείς πολύ προσε­ κτικός όταν δουλεύει γιά έναν άν­ θρωπο σάν τόν Μάϊκ. —Τότε πρέπει νά έχετε τριάντα πέντε, έκτος από εκείνο πού πήρε ή αστυνομία, δέν εΐν’ έτσι; —Τριάντα πέντε καί δέκα όκτώ» πού είχαμε πριν, μάς κάνουν πενήντα τρία.

Κ

Ό Μπούργκες έβαλε τό χέρι του στήν τσέπη του. —Δέν εΐμαι άπό έκείνους πού στοι­ χηματίζουν μέ τό παραμικρό, είπε, μά δέν έχω τίποτα νά κάνω αυτή τήν ώρα καί βλέπω ότι κΤ έσεϊς δέν έχε­ τε πολλή δουλειά. Βάζω στοίχημα πώς δέν έχετε πενήντα τρία ποτή­

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ρια αυτή τή στιγμή. ’Άν πέφτω έξω, χάνω ένα δολλάριο. —Αυτός εΓναι ένας εύκολος τρό­ πος νά διπλασιάσω τά λεφτά μου, είπε κοροϊδευτικά ό μπάρμαν. Έβγαλε ένα δολλάριο καί τό ά­ κούμπησε επάνω στό δολλάριο του Μπούργκες. Σήκωσε ένα σανιδάκι, πού τό χρησιμοποιούσε γιά νά κόβη τόν άφρό άπό τά ποτήρια τής μπά­ ρας καί είπε : —Θά τά χτυπώ ένα—ένα γιά νά κουδουνίζουν κι* εσείς θά τά μετρά­ τε μαζί μου καθώς θά προχωρώ. Εί­ ναι όλα άραδιασμένα εδώ εκτός άπό έκείνο πού έχετε μπροστά σας. Τό σανιδάκι άρχισε νά χτυπά ε­ λαφρά τά ποτηράκια : Τ ί ν γ κ, τ ί ν γ κ, τ ί ν γ κ... ένώ ό Μπούργκες μετρούσε δυνατά : — Πενήντα ένα... Τ ί ν γ κ... —Πενήντα δύο... Τ ί ν γ κ... — Πενήντα τρία... Ακολούθησε μιά παυσις κι* έπει­ τα τό σανιδάκι χτύπησε άκόμα μιά φορά : Τ ί ν γ κ I Οί δυό άντρες κυττάχτηκαν κι* οί δυό μαζί : — Πενήντα τέσσερα I Ό μπάρμαν άκούμπησε τό σανιδάκι του ξήνοντας τό κεφάλι του. —Είναι ένα παραπάνω. Θά έκα­ να λάθος στό μέτρημα. — "Οχι, δέν κάνατε λάθος στό μέτρημα, είπε ό Μπούργκες χωρίς νά δώση περισσότερες εξηγήσεις. Πήρε τό δικό του δολλάριο κι* έσπρωξε τό άλλο πρός τό μέρος του μπάρμαν. —Κρατήστε τό δολλάριο σας. Δέν τό θέλω. "Ας μιλήσουμε γιά κάτι άλλο. — Εντάξει, είπε ό μπάρμαν ευχα­ ριστημένος. Γιά τί θέλετε νά μιλή­ σουμε ;

Ό Μπούργκες ζάρωσε τά φρύδια του, σάν νά μήν εΐχε τί νά κάνη καί νά έψαχνε νά βρή ένα θέμα. —Σίγουρα, θά ξέρατε πολύ καλά όλες τις προσωπικές ύποθέσεις τού προϊσταμένου σας. —Καλύτερα άπό τις δικές μου. Δούλευα γΓ αύτόν δεκαπέντε δλόκληρα χρόνια.


ΜΙΣΤΕΡ

—'Όλοι δημιουργούν εχθρούς. Ποιος τόν μισούσε πάρα πολύ ; — Ποιος δέν τόν μισούσε ; —Πολλοί, ε; Βέβαια, κουβεντιά­ ζουμε γιά νά περνά ή ώρα, μά ποιός άπό τούς πολλούς θά λέγατε δτι μι­ σούσε τόσο πολύ τόν Μέϊκ ώστε νά τόν σκοτώση; Ό μπάρμαν έξησε τό σαγόνι του. —Πρώτ’ άπ’ ολα, αύτός ό Τσόκ Χάστιγκς. Α ύτό, ήξερε ό Μπούργκες, ήταν καθαρή καί απλή αύθυπολογή. Ό Χάστιγκς είχε ήδη συλληφθή ώς ένοχοςτού εγκλήματος. Επομένως, ήταν φυσικό τ’ όνομά του ν’ άρθή πρώτο στο μυαλό του μπάρμαν. ’Έβγαλε έναν φάκελλο άπό τήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

τσέπη του καί άκούμπησε επάνω του τή μύτη του μολυβιού του, — Ποιός άλλος έπειτ’ απ’ αύτόν ; είπε. "Ας δούμε αν μπορούμε οί δυό μας νά φτιάξουμε έναν κατάλογο. Κάτι σάν αύτό : ’Άν δεν τόν δολοφό­ νησε ό Χάστιγκς τότε ποιός έπειτα άπ’ αύτόν θά. ήταν ό πιθανώτερος δολοφόνος; —Αύτό εΐναι όμορφο, έκάγχασε ό μπάρμαν. Είναι σάν σταυρόλεξο. — Κάτι τέτοιο, συμφώνησε ό Μπούργκες. Χρειάστηκε ώρα. Πολλή ώρα και έπιδεξιότητα. Μά όταν βγήκε άπό έκει, έξη ποτά, δυό πούρα καί ενε­ νήντα λεπτά άργότερα, εΐχε τόν κα­ τάλογό του επάνω στόν φάκελλό του. 'Απλά ονόματα, χωρίς νά μπή στόν


36 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κόπο νά σημειώση δίπλα τους τά κί­ νητρα, πού θά μπορούσαν νά τούς είχαν σπρώξει στη δολοφονία του Μάϊκ Όλιβερ : 1. Χάστιγκς. 2. Τίμ Λήρυ. 3. Κοζεντίνο. 4* Έτζε. 3. Πολέττι. 'Ο Χέρικ θά ήταν χωρίς άλλο, στάν διάδρομο έτοιμος νά φύγη από τό γραφείο γιά τό σπίτι. Ό Μπούρ­ γκες τό κατάλαβε αύτό, γιατί ό Χέ,ρχκ άργησε νά σηκώση τό άκουστικό. — Ακουστέ, άρχισε γοργά ό Μπούργκες. Ανακάλυψα δτι ύπάρχει ένα ποτήρι περισσότερο στήν ταβέρνα δπου δολοφόνησαν... Δεν μπόρεσε νά προχωρήση πε­ ρισσότερο. Ό Χέρικ ήταν τρομερός στό νά κράτη τούς άνθρώπους σέ άπόστασι δταν ήθελε. —Πο.ός είστε; ρώτησε με άπορία ό αρχισυντάκτης. —’Ώ, μίστερ Χέρικ. Μην κάνετε πώς δεν ξέρετε. Είμαι ό Μπούργκες πού... _Δεν έργάζεται κανένας Μπούρ­ γκες στήν εφημερίδα τώρα. —Τουλάχιστον δόστε μου έναν συντάκτη, άν δέν θέλετε νά μέ άκούσετε ό ίδιος. Ό Χέρικ ήταν γεμάτος μέλι καί εύγένεια. — Λυπούμαι, άλλά μόνον σέ ρέπορτερ τής έφημερίδος μπορώ νά δώσω εναν συντάκτη. — Μά... έχω έναν κατάλογο πέντε υπόπτων καί ένας άπ’ αυτούς... —Νομίζω δτι ή αστυνομία κρατεί τόν ένοχο καί δτι ή ύπόθεσις έχει κλείσει. ' —Όχι 1 Γιατί ό κρατούμενος δέν είναι ό δολοφόνος. —Λυπούμαι, άλλά ή εφημερίδα μας δέν συνηθίζει νά παίρνη πληρο­ φορίες από ξένους, είπε ό Χέρικ ψυ­ χρά. Καί πρέπει νά ξέρετε δτι σάς απέλυσα, δυό ώρες καί είκοσι λεπτά τώρα.

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΕΝΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑ­ ΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΟΠΤΩΝ Δέν έχει υπάρξει ακόμα δημοσι­ ογράφος νά μήν τό ρίξη στό πιοτό, δταν τόν άπολύσουν. ΚΓ ό Μπούρ­ γκες ξεκίνησε άμέσως γιά ,νά έπαληθεύση τόν κανόνα αυτόν. Ξεκίνησε γιά μιά τρελλή διαδρομή, πού είχε δλα τά σημάδια ενός όλονύκτιου με­ θυσιού. Μά στήν πραγματικότητα ή όμοιότης τελείωνε εκεί. "Ενας κανονικός άνθρωπος θά έμενε στό ίδιο κέντρο ώσπου νάρθή στό κέφι ή νά μεθήση. Ό Μπούργκες, άπεναντίας, δέν έ­ δωσε στόν εαυτό του τήν εύκαιρία νά ζεσταθή σ’ ένα μέρος. Πήγαινε άπό μπάρ σέ μπάρ, σέ ρυθμό ενός ποτού στό καθένα. Καί, τό πιό πε­ ρίεργο, δέν έπινε περισσότερο άπό μιά γουλιά άπό κάθε ποτήρι. Φαίνεται, μάλιστα, δτι ακολου­ θούσε ένα είδος γεωγραφικού σχε­ δίου, σάν νά είχε μπροστά του έναν χάρτη των οδών τής πόλεως. Πίνον­ τας μέ τόν τρόπον αύτόν, ανέβηκε τήν άριστερή πλευρά τής Κεντρικής Λεωφόρου, κατέβηκε τή δεξιά, πέρα­ σε στή διπλανή λεωφόρο κΓ έκανε τό ίδιο κι’ έκεί. Σέ κάθε μπάρ έκανε μιάν έρώτησι. Μόνο μιά" —Μήπως σάς έκλεψαν ένα ποτη­ ράκι σάν αύτό τις τελευταίες λίγες μέρες ; Οί απαντήσεις ήσαν «όχι», αρνη­ τικές κινήσεις τού κεφαλιού, άνασηκώματα τών ώμων, άγριοκυττάγματα καί φράσεις σάν αυτές : — Κοροϊδεύεις, μίστερ; Ποιος θάκλεβε ένα τέτοιο πράγμα ; Ό Μπούργκες γύριζε τότε κι’ έ­ φυγε, χωρίς νά έπιμείνη περισσότ&ρο έπάνω σ’ αύτό τό θέμα. Είχε πολλά μέρη νά έπισκεφθή καί πολύ λίγον καιρό στή διάθεσί του. Στό τρίτο μπάρ στή δεξιά πλευρά τής τρίτης λεωφόρου, μέ τήν ώρα σχεδόν μεσάνυχτα καί τό στόμα φλο­ γισμένο άπό τά ποτά, ό Μπούργκες πήρε ξαφνικά μιάν άπάντησι διαφο­ ρετική άπό τις άλλες. ’Έκανε τήν έρώτησί του στόν μπάρμαν, πήρε τό συνηθισμένο «όχι»


ΜΙΣΤΕΡ και ξεκινούσε προς τήν πόρτα, όταν ό μπάρμαν φώναξε ξοπίσω του : —’Έ, στάσου, μίστερ I Τί ήταν αυτό που με ρώτησες ; Ό Μπούργκες έπανέλαβε : —Είπα : μήπως σου έκλεψαν κα­ νένα από αυτά τα ποτηράκια τις τε­ λευταίες δυό μέρες ; Ό μπάρμαν κούνησε τό κεφάλι του. Αργά στήν αρχή καί ποιό γορ­ γά έπειτα. — Ναι. Τώρα πού με ρωτάς, μίστερ, θυμάμαι πώς μου έκλειψαν ένα. πειτα, τό στόμα του άνοιξε καί τά μάτια του γούρλωσαν από τήν άπορία. ,^_Μά... πώς τό ήξερες αυτό ; Ποι­ ος σου τό είπε ; Ό Μπούργκες πλησίασε άπληστ α. I —Έχΐΐς καμμιάν ιδέα ποιός τό πήρε ; —Δεν ξέρω τ’ όνομά του. —Μά... τόν είδες ; — Ναι. Ναι, τόν εΐδα. Ό Μπούργκες άνασηκώθηκε στήν άκρη των ποδιών του, μέ τις παλά­ μες άκουμπημένες επάνω στό μπάρ. — Πώς ήταν; Δόσε μου μιάν ιδέα. — Είχε μέτριο άνάστημα, μάλλον λεπτός. Χμ 1 Μαύρα μαλλιά, κάπως ηλιοψημένος. —Είχε τίποτα στό ένα του μάτι; —Ναι. Τό ένα τουμάτι ήταν σάν μιαόκλειστο. Σάν νά τέν έκοβε. Ό Μπούργκες ξανάπεσε πίσω άπογοητευμένος. Ή περιγραφή ταί­ ριαζε μέ τά χαρακτηριστικά του Τσόκ Χάστιγκς, πού ή άστυνομία κρατούσε κιόλας ώς δολοφόνο —Δεν τόν είδες νά τό παίρνη, έ ; —Όχι. Δεν τόν είδα. ΤΗταν όμως τό ποτήρι του, επομένως αυ­ τός θά τό πήρε. "Οταν έφυγε, πήγα εκεί πού στεκόταν γιά νά μαζέψω τά ποτήρια, μά δέν βρήκα ποτηράκι. Τό ποτήρι του νερού ήταν εκεί, μά όχι τό ποτηράκι. Δέν μπορούσα νά καταλάβω. Έσκυψα, μάλιστα, καί χύτταξα έξω άπό τόν μπάγκο, γιά νά δώ μήπως είχε πέσει καί σπάσει, μά δέν τό είδα ούτε ολόκληρο ούτε σπασμένο. Μυστήριο. Πρώτη φορά μου συνέβη αυτό, Δέν αξίζουν ούτε μι·: πεντάρα αυτά τά ποτηράκια.

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37 «Δέν άξίζουν μιά πεντάρα—σκέφτηκε ό Μπούργκες— μά μπορούν νά κοστίσουν τή ζωή ενός ανθρώπου». , *

Λάϊονς τόν κύτταξε σάν νά είχε νά κάνη μέ τρελλό. — Γιατί νά σάς άφήσω νά πάτε στό κελί του καί νά μιλήσετε μαζί του ; ρώτησε. Τί νομίζετε πώς έχουμε; Χριστουγεννιάτικες επισκέψεις στά κρατητήρια ; Ό άνθρωπος αυτός κρα­ τείται μέ τήν κατηγορία φόνου. Δέν μπορεί νά μπαίνη οποίος—όποιος καί νά κουβεντιάζη μαζί του. — ’Ώ, θέλω μόνο νά συγκεντρώσω στοιχεία γιά ένα άρθρο, πού μού α­ νέθεσαν νά γράψω, είπε ό Μπούργκες. Σέ τί μπορεί νά βλάψη αυτό ; — Πηγαίνετε νά συγκεντρώσετε τά στοιχεία σας έξω, στό πεζοδρόμιο. —Μήπως φοβείσθε ότι, άν μιλήσω μαζί του γιά πέντε λεπτά, μπορεί νά άνακαλύψω ότι ό άνθρωπος αυτός είναι αθώος καί κρατείται παρανόμως ; ’Άν εΐναι έτσι, τότε δέν είστε πολύ σίγουρος γιά τήν ένοχή του. —Πώς ...! Ό Λάϊονς μισοσηκώθηκε άπό τό γραφείο του καί τράβηξε τά μανίκια του πρός τά πίσω, σάν νά σκόπευε νά χτυπήση τόν Μπούργκες.—θάπρεπε νά..., άρχισε. Αλλά μετάνοιωσε,καί ξανακάθησε. —Φαντάζομαι ότι, άν δέν σάς ά­ φήσω νά τόν δήτε, θά γράψετε ο,τι θέλετε εσείς καί θά μάς κάνετε νά φανούμε άδικοι, σκληροί κι’ εγώ δέν ξέρω τί άλλο..., γρύλλισε. Σάς ξέρω καλά εσάς τούς δημοσιογράφους. Χτύπησε τό κουδούνι καί φώναξε έναν αστυφύλακα μέσα. — Όδήγησέ τον στόν Χάστιγκς καί δόσε του πέντε λεπτά μαζί του. θέ­ λει νά τού σφίξη τό ,χέρι ή κάτι τέ­

Ο


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τοιο. "Αδειασέ του πρώτα τις τσέπες. — Δυσκολεύτηκα πολύ να μπω εδώ μέσα, άρχισε ό Μπούργκες μόλις μπή­ κε στο κελί του Χάστιγκς. — Εγώ δέν δυσκολεύτηκα καθό-' λου, γρύλλισε ό Χάστιγκς χωρίς νά σηκώση τό κεφάλι του. — Καί δέν μου δίνουν πολύ και­ ρό, επομένως πρέπει νά μιλήσης γοργά. "Εδειξε προς τό μέρος του αστυ­ φύλακα, πού τούς κύτταζε με την πλάτη στηριγμένη στήν καγκελωτή πόρτα του κελιού, καί πρόσθεσε : —Μη σέ νοιάζει γι’ αυτόν. Δε θά σέ ρωτήσω κάτι πού θά ήταν κακό νά τό ακούσουν αυτοί. Μόνο, σέ παρακαλώ, άπάντησέ μου μέ ειλι­ κρίνεια. Μόνο έτσι μπορώ νά σέ βοηθήσω. —Τί θέλεις νά μάθης ; ρώτησε ό Χάστιγκς σκυθρωπά. — Μέ ποιόν έσφιξες χέρια "χτες τή νύχτα ; νασκιρτώντας, ό Χάστιγκς άνακάθησε καί τόν κύτταξε λοξά. —Τί εΐσαι... τρελλός ή μεθυσμέ­ νος ; —Τίνος χέρι έσφιξες χτές τή νύχτα ; έπέμεινε ό Μπούργκες. Τίνος τό χέρι έσφιξες σ’ ένα μπάρ, τή νύχ­ τα, πριν συλληφθής γιά τήν δολο­ φονία ; Ό Χάστιγκς έτριψε τό σαγόνι του σκεπτικά καί κύτταξε χαζά. — Δέν συνάντησα κανέναν γνωστό μου... κανέναν φίλο μου χτές τή νύ­ χτα. ’Ήμουν μόνος μου. —Στάσου μιά στιγμή. ’Ήσουν στήν ταβέρνα Σούλλιβαν, στή Λεωφό­ ρο Γιούνιον. Δέν εΤν’ έτσι; Ό Χάστιγκς κούνησε τό κεφάλι του. —Ναι. Μά πήγα εκεί μόνος καί έ­ φυγα μόνος. Και -δέν έμεινα εκεί πε­ ρισσότερο από δέκα μέ δεκαπέντε λεπτά. —Δέν έσφιξες[τό χέρι κανενός εκεί μέσα ; Σκέψου καλά, άνθρωπε ; Ό Χάστιγκς άνωρθώθηκε άργ'ά. — Γιά σταθήτε ! Δέν έσφιξα εγώ κανενός τό χέρι. Κάποιος όμως μου άρπαξε τό χέρι καί μου τόσφιξε. Τό θυμάμαι καλά τώρα. ΤΗταν ένας α­ πό τούς τύπους εκείνους πού θεωρούν

Α

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, όλο τόν κόσμο αδερφό τους, όταν πιοΰν λίγα ποτήρια. Σού κολλάνε καί δέν μπορείς νά άπαλλαγής από αυ­ τούς. Πρώτα, μοΰ ζήτεσε συγγνώμη γιατί σκόνταψε επάνω μου. "Επει­ τα, θέλησε νά μέ κεράση ένα ποτό. Τού είπα: «Όχι, ευχαριστώ, θά φύ­ γω μόλις τελειώσω τό ποτήρι μου.» Αύτός εΐπε: «Εντάξει, φίλε I» καί άπλώνοντάς τό δικό μου, μοΰ τό έ­ σφιξε δυνατά. "Επειτα άπό αυτό, δέν μέ ενόχλησε άλλο. Αύτό ήθελες νά μάθης; /Ο Μπούργκες κούνησε τό κεφάλι του. —Πρόσεξες τά χέρια σου όταν γύρισες σπίτι, χτές τή νύχτα ; ρώ­ τησε. —Τί θέλεις νά πής ; είπε άνυπόμονα ό Χάστιγκς. ΤΗσαν μαζί μου τά χέρια μου : Δέν τά ξέχασα που­ θενά. —"Οχι, όχι, θέλω νά πώ...τά έπλυ­ νες πριν πλαγιάσης ; Είχαν τίποτα περίεργο επάνω τους ; * Ό Χάστιγκς γούρλωσε τά μάτια του καί άνοιξε τό στόμα του. —Τί είσαι... μέντιουμ ; Υπήρχε πραγματικά κάτι περίεργο ! Είχαν κάτι σάν λίπος... τό δεξιό χέρι δηλα­ δή. Κάτι σάν λίπος μηχανής, πού δυσκολεύτηκα νά τό βγάλω μέ τό νε­ ρό καί σαπούνι. Εκείνος ό φίλος, πού σού είπα, θά δούλευε, φαίνεται, σέ κανένα μηχανοστάσιο. Ξαφνικά ό Μπούργκες τόν χτύπη­ σε στο στήθος μέ τή ράχη τού χε­ ριού του. —Είμαι στόν σωστό δρόμο I, φώ­ ναξε χαρούμενα. "Εσκυψε μπροστά καί ρώτησε : —Τόν εΐχες ξαναδή τόν άνθρωπο αύτόν; —Όχι. Δέν τόν είχα ξαναδή πο­ τέ. ΤΗταν ένας μεγαλόσωμος καί ογ­ κώδης άντρας. Δέν τόν κύτταξα μέ προσοχή. Φορούσε φόρμα, νομίζω, μά δέν είμαι βέβαιος. 7Ηταν ίσως μηχανικός. —Δέν ήταν μηχανικός, μά αύτό δέν έχει σημασία τώρα. "Εβγαλε τόν φάκελλό του καί τό μολύβι του. —Χάστιγκς, ποιός σέ μισεί πολύ; —Όλόκληρος ό κόσμος, άν κρίνω άπό αυτό πού έπαθα.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39

ΜΙΣΤΕΡ — Υπάρχουν καί έξαιρέσεις. Έγώ, π.χ. προσπαθώ να σέ βοηθήσω. Ποιός σέ μισεί τόσο ώστε νά προσπαθήση νά σέ ένοχοποιήση ώς δολο­ φόνο; -—Πώς μπορώ νά άπαντήσω; γρύλλισε ό Χάστιγκς. Καμμιά φορά, δέν ξέρεις ποιός καί γιατί σέ μισεί. — Συνήθως όμως ξέρεις πολύ καλά. Όταν έφυγε άπό τό κελί του Χάστιγκς, είχε έναν κατάλογο : 1. Χάρλαν. 2. Στρίκλαντ. 3. ’Έντζε. 4. ’Άλ Βόγκελ.

Ο ΜΠΟΥΡΓΚΕΣ ΜΑΝ­ ΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟ

—Ακουστέ, εΐπε γοργά, παραδέ­ χομαι ότι δέν είμαι ντέτεκτιβ καί δεν προσπαθώ, νά παραστήσω τόν ντέτεκτιβ... Ό άστυφύλακας τόν άρπαξε άπό τόν γιακά καί άρχισε νά τόν σέρνη προς τήν πόρτα, ενώ ό Μπούργκες συνέχιζε: — Προσπαθώ μόνο νά συγκεντρώ­ σω γεγονότα σχετικά μ’ αύτή τήν ύπόθεσι. Ξέρω ποιός είναι ό δολο­ φόνος. —’Άφησέ τον, · Ο’ Κήφ, είπε ό Λάϊονς στόν άστυφύλακα, θέλω νά τό άκούσω αύτό. θά μου κάνη καλό. ’Έχω μιά βδομάδα νά γελάσω. "Εσμιξε τά δάκτυλά του κι’ έγειρε πίσω στήν πολυθρόνα του. —Λοιπόν, που είναι ; ρώτησε κά­ νοντας πώς έψαχνε μέ τό βλέμμα τό χώλ πίσω άπό τόν Μπούργκες. — Δέν ξέρω ποδ είναι... δέν τόν έχω στήν τσέπη μου! Μά ξέρω ποιός εΐναι. Είναι κάποιος Έντζε. Είναι χοντρέμπορας οίνοπνευματοδώνποτών Ή δουλειά όμως αύτή είναι προκά­ λυμμα,γιά μιά εκβιαστική άλυσίδα πού πού άπομυζά τά μικρά κέντρα, άναγκάζοντάς τα ν,ά άγοράζουν τά ποτά τους στήν τιμή πού έπιβάλλει ό ’Έ­ ντζε καί πού είναι υπερβολική. ’Άν ό, ιδιοκτήτης ενός κέντρου αρνηθή νά ύπακούση... θά του συμβή κάτι κακό. Καί, σύμφωνα μέ τόν μπάρμαν του ’Όλιβερ, ό δολοφονημένος άρνήθηκε, εδώ καί μερικούς μήνες, νά άγοράζη άπό τόν Έντζε. —Πολύ ενδιαφέρον ! είπε σαρκα­ στικά ό Λάϊονς. Πώς είναι αύτός ό ’Έντζε ; —Δέν ξέρω. Δέν τόν έχω δή ποτέ μου.

Κάθησε σ’ έναν μπάγκο, στόν προ­ θάλαμο του γραφείου του Λάϊονς καί συνέκρινε τόν κατάλογο τών εχ­ θρών του Μάϊκ ’Όλιβερ, πού είχε πάρει άπό τόν μπάρμαν, καί τόν κα­ τάλογο τών εχθρών του Χάστιγκς. "Εβγαλε τό μολύβι του καί διέ­ γραψε τά όνόματα, πού υπήρχαν μό­ νο στόν ένα ή στόν άλλο κατάλογο. Λάϊονς μόρφασε, γύρισε στόν α­ Όταν τελείωσε είχε μείνει καί στυφύλακα καί είπε : στούς δυο καταλόγους ένα όνομα: * —Δέν ξέρει ποϋ είναι, δέν τόν έ­ «’Έντζε». χει δή ποτέ του, μά είναι σίγουρος Μπήκε στό γραφείο του Λάϊονς. πώς αύτός σκότωσε τόν ’Όλιβερ. —Νομίζω ότι..., άρχισε. Εΐναι πολύ|έξυπνο παιδί ό φίλος μας! — Πετάξτε τον έξω, είπε ό Λάϊ— θέλετε νά καταδικάσετε τόν Χάονς κουρασμένα. Δίνεις σ’ αύτούς στιγκς άπλώς μέ τή βοήθεια εκείνου ιούς δημοσιογράφους έναν πόντο του ποτηριού, δέν εΤν’ έτσι; καί παίρνουν τριάντα μιλιά. — Ναι. Κι’ εσείς προσπαθήτε νά Ό Μπούργκες έσκυψε κάτω άπό μάς πείσετε νά καταδικάσουμε τόν τό μπράτσο του αστυφύλακα, πού ’Έντζε, προφέροντας άπλώς τό όνο­ είχε γυρίσει γιά νά τόν πετάξη έξω. μά του. Εμείς έχουμε, τουλάχιστον.

Ο


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» αποτυπώματα επάνω ατό ποτήρι. Ε­ σείς δεν έχετε τίποτα. Ό Μπούργκες έπέμεινε : —Μά υπάρχει και τό κίνητρο πού ήταν ή έκδίκησις. Έκδίκησις δχι μό­ νον εναντίον του Μάϊκ Όλιβελ άλλα καί εναντίον του Χάστιγκς. 'ό Έντζε είχε ένα κατάστημα ποτών την ε­ ποχή τής ποτοαπαγορεύσεως καί ό Χάστιγκς ήταν υπάλληλός του. "Εγι­ νε μιά επιδρομή τής άστυνομίας εκεί, τούς συνέλαβαν καί τούς δίκασαν καί τούς δυό. Πολλές άποδείξεις ξε­ φύτρωσαν μυστηριωδώς- στή μέση ε­ ναντίον του Έντζε, πού καταδικάστη­ κε, σάμπως κάποιος νά είχε μιλήσει καί προδώσει. Δεν μπόρεσε νά μάθη ποτέ ποιός τό έκανε αύτό. Πάντως, έ­ να πράγμα ήταν σίγουρο στό τέλος τής δίκης : Ό Έντζε καταδικάστηκε αυστηρά, ενώ ό Χάστιγκς—κατά πα­ ράξενο τρόπο —γλύτωσε μέ μιά ποινή πολύ έλαφρή. —Ή ποτοαπαγόρευσις τελείωσε τό 1933, εΐπε ξερά ό Λάϊονς, καί ό "Εντζε περίμενε πάνω από δέκα χρό­ νια γιά νά έκδικηθή. Ξερόβηξε κοροϊδευτικά. —Πολύ γρήγορος στις δουλειές του αυτός ό "Εντζε I —Τό κίνητρο ενός εγκλήματος εί­ ναι κάτι, πού δεν μπαγιατεύει ποτέ I άρκάζοντας, ό Λάϊονς έγειρε πιο αναπαυτικά στήν πολυθρόνα του καί μόρφασε. —Δεν έχετε τίποτα, είπε στον Μπούργκες. Τό μόνο πού έχετε είναι πράγματα πού άκούσατε άπό άλ­ λους, από δεύτερο χέρι. - Όταν είναι κανείς στή φυλακή ως δολοφόνος, αρπάζεται άπό τά μαλλιά του γιά νά σωθή καί μπορεί νά θυμηθή κά­ ποιον μέ τον όποιο είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες εδώ καί δέκα χρό­

Σ

Κ Α θ Ε

ΤΕΤΑΡΤΗ

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, νια. ΚΤ ένας μπάρμαν, πού παρα­ δέχεται πώς κανένας δέν χώνευε τό αφεντικό του, θυμάται κάποιον πού δέν τόν συμπαθούσε ! Έκάγχασε πάλι καί συνέχισε : — Επομένως αύτό ήταν άρκετό γιά σάς, έ ; Βρήκατε μέ τό πρώτο ποιός έκανε τό έγκλημα. Καί τά δα­ κτυλικά αποτυπώματα πάνε περίπα­ το, έ ; Τό τόνισε ιδιαίτερα αύτό σαν νά ήταν ένα ακατανίκητο επιχείρημα. * —Επιτρέψτε μου δμως νά τονίσω κάτι. Σάς αντιπαθώ τόσο πολύ, ώστε εύχαρίστως θά σάς άρπαζα άπό τό λαιμό μέ τά χέρια μου. "Οχι, βέβαια, γιά νά σάς πνίξω! Κάθε άλλο... Γιά νά σάς κάνω νά γουρλώσετε τά μά­ τια σας λίγο. Ό Μπούργκες έξησε τό σαγόνι του μέ άπόγνωσι. — Τί πρέπει νά κάνω γιά νά σάς πείσω ; ρώτησε. —Αναγκάστε τόν "Εντζε νά όμολογήση ότι αύτός δολοφόνησε τόν "Ολιβερ, έσάρκασε ό Λάϊονς. Τότε ϊσως δώσω κάποια προσοχή στά λε­ γάμενα σας. —Δέν ξέρω καν πού μπορώ νά τόν βρώ, μουρμούρισε ό Μπούργκες. —Εμπρός, Ο’ Κήφ, μπορείς νά τόν πετάξης έξω τώρα, είπε ό Λάϊονς στον άστυφύλακα. Γέλασα τόσο ώστε θά εΐμαι ικανοποιημένος γιά μιαν ολόκληρη εβδομάδα... ... Ό Μπούργκες πήρε μαζί του άπό τό μπάρ τόγ% έφθαρμένο τηλεφω­ νικό θάλαμο καί μπήκε στόν τηλε­ φωνικό κατάλογο μέ τό δάχτυλό του επάνω στό δνομα πού είχε βρή. "Η­ θελε νά είναι βέβαιος ότι δέν θά τη­ λεφωνούσε στό ϊδιο πρόσωπο πάλι. Έρριξε ένα κέρμα στή σχισμή καί ζήτησε έναν αριθμό. Μιά φωνή είπε : — Εμπρός I —θέλω νά μιλήσω στόν Τζόσεφ "Εντζε, εΐπε ό Μπούργκες. —Ποιός είναι καί τί θέλει ; ρώτη­ σε ή φωνή άφιλόξενα. — Δέν μέ γνωρίζει καί πρόκειται γιά κάτι εντελώς προσωπικό.

Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ιά άλλη φωνή έπενέβη, πιό γλυκειά άπό τήν πρώτη. — Ναι;

Μ


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41

ΜΙΣΤΕΡ Ό Μπούργκες είπε : —Είστε ό Τζόσεψ Έντζε, πού εί­ ναι μεγαλέμπορος οινοπνευματωδών ποτών ; ’Έκανε τήν έρώτησι αυτή, γιατί εΐχε ήδη τηλεφωνήσει σέ δυο άλλους Τζόσεψ ’Έντζε, πού δμως δεν που­ λούσαν ποτά. —Ναι, είπε ή φωνή. Είμαι ό Τζόε Έντζε καί αυτή είναι ή...ή δουλειά μου. Σέ τί μπορώ νά σάς εξυπηρε­ τήσω ; —Σέ τίποτα. Σκέφτηκα πώς θά μπορούσα νά σάς εξυπηρετήσω εγώ σέ κάτι. "Αφησε νά περάσουν μερικές στιγ­ μές καί συνέχισε : — "Ησαστε στήν Ταβέρνα του Μάϊκ νωρίς σήμερα τό πρωϊ, κατά τις εννιά μέ εννιά καί τέταρτο. Ή φωνή δέν έδειξε ταραχή. Έδειξε απλώς ψυχρό ενδιαφέρον. —Στήν Ταβέρνα του Μάϊκ ; Που είναι ; — Έκεϊ που έγινε τό φονικό. Έκεΐ ήσαστε όταν τόν πυροβόλησαν. 'Η φωνή έγινε μεταξωτή. —Δέν σάς καταλαβαίνω. — θά σάς έξηγήσω.’Ήμουν ό πρώ­ τος πελάτης έκεΐ σήμερα τό πρωί. Μπήκα ένα ή δυο λεπτά άφου ό Μάϊκ άνοιξε. Καί πήγα στήν τουαλέττα τών άνδρών αμέσως μόλις μπήκα. ’Ήμουν έκεΐ μέσα όταν μπήκατε. Είδα όλη τήν ιστορία άπό τη χαρα­ μάδα τής πόρτας. Δέν σκεφθήκατε νά κυττάξετε έκεΐ. Μεγάλο σφάλμα. —Μέ σκοτίσατε. Πηγαίνετε νά τό πήτε αύτό στήν αστυνομία. —Τό κακό εΐναι. ότι $αύτοί δέν πληρώνουν ! —’Ώ, έκβιασμός, έ ; είπε εύθυμα ή φωνή, — Δέν έχω εϋτε δουλειά ούτε ει­ σόδημα. ΕΤμε τσακισμένος οικονομι­ κά. Περίμενα μιά τέτοια ευκαιρία για τις βροχερές μέρες. Καί βρέχει μέ τό τουλούμι για μένα άπόψε. φωνή γέλασε έγκάρδια μέ μεγά­ λη αύτοπεποίθησι. — Λοιποϋμαι που σάς απογοητεύω, άλλα άπό αυτήν τη μεριά έχει λια­ κάδα. — Δέν πιστεύετε ότι ήμουν έκεΐ, έ ; θά σάς δώσω μιάν εικόνα. ΤΗταν

Η

κι’ ένας άλλος μαζί σας όταν μπή­ κατε. Σταθήκατε στη δεξιά μεριά του μπάρ, όπως μπαίνουμε, κι’ αυτός στάθηκε στήν άριστερή. "Επειτα άπό τό φονικό, σκουπίσατε καλά τό ένα ποτήρι, τό άλλο ποτήρι... Χαμήλωσε τή φωνή του καί πλη­ σίασε τό στόμα του στό άκουστικό. —Τ ώρα άρχισε νά συνεφιάζη λιγάκι στά μέρη σας ; Ακολούθησε μιά παυσις στήν άλλη άκρη του σύρματος. Ό Μπούργκες ήξερε ποιά ήταν ή αίτια αυτής τής σιωπής. Δέν ήταν φόβος, ούτε α­ μηχανία. Σίγουρα, ό συνομιλητής του είχε σκεπάσει τό άκουστικό μέ τήν παλάμη του καί έδινε μιά διαταγή : «Κύτταξε νά μάθης άπό που τηλε­ φωνεί I» Ή φωνή ακούστηκε πάλι. — Ποιός είναι σ’ αυτή τή δουλειά μαζί σας ; ρώτησε σχεδόν καλόκαρδα. Ό Μπούργκες κατάλαβε ότι ό "Εντζε ζητούσε νά κερδίση καιρό γιά νά μάθη άπό που του τηλεφωνούσε καί νά έπεμβή κεραυνοβόλα. Αύτό άκριβώς ήθελε ό Μπούργκες. "Ηθελε νά μεταβάλη τόν εαυτό του σέ δόλωμα. — Κανένας, άπάντησε. Δουλεύω μόνος μου. —"Ισως είδατε πραγματικά αυτό πού μου περιγράψατε. Ή φωνή σας φαίνεται πολύ πειστική. Πώς όμως μπορείτε νά ξέρετε ότι έγώ είμαι τό πρόσωπο πού είδατε έκεΐ ; —Φρόντισα νά βεβαιωθώ. Τί νο­ μίζετε πώς έκανα όλη μέρα σήμερα ; κολούθησε μιά άλλη παυσις. Εΐχαν, φαίνεται, πληροφορηθή ά­ πό που τηλεφωνούσε καί, σίγουρα, κάποιο είχε βάλει· μπροστά στόν ’Έντζε ένα χαρτάκι μέ τή διεύθυνσι γιά νά τή διαβάση. —"Ωστε δουλεύετε μόνος σας, συ­ νέχισε ή φωνή. Λοιπόν, ή προτάσίς σας μέ ένδιαφέρει. Πόσο μεγάλη όμπρέλλα θά σάς χρειαζόταν γιά νά σάς προστατεύση άπό τή βροχή ; —Πεντακόσια δολλάρια. —Πολύ μεγάλη όμπρέλλα I —Καί πολύ μεγάλη βροχή I — Εντάξει, συμφώνησε ή' φωνή. Δέν θά μάς κάνη κακό νά συναντη­ θούμε καί νά κουβεντιάσουμε τήν ύ-

Α


Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ,

42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ’πόθεσι. Συνήθως ξυρίζομαι τό πρωί σ’ ένα κουρείο πού λέγεται «Έμπάϊρ». Στην Κεντρική Λεωφόρο, θά με πε­ ριμένετε έκεϊ μπροστά. Σημειώσατε τό όνομα. — Εντάξει, είπε ό Μπούργκες. Δεν μπήκε στόν κόπο νά τό σημειώση. Ήξερε ότι αυτό ήταν ένα ραντεβού πού δεν έπρόκειτο νά γίνη ποτέ, γιατί ήταν ραντεβού ανάμεσα σ’ έναν ζωντανό καί σ’ έναν νεκρό. Ό ένας από τούς δυο δέν θά ήταν ζωντανός τό πρωϊ. Κρέμασε τό ακουστικό. Κύτταξε την ώρα στο ρολόι του κι έπειτα σή­ κωσε πάλι τον κατάλογο. Βρήκε τό όνομα τού Έντζε καί κύτταξε αυτή τή φορά όχι τον αριθμό τηλεφώνου αλλά τή διεύθυνσί του. —Χρειάζονται δέκα περίπου λεπτά γιά νά φτάσουν εδώ, μουρμούρισε. ’Έβγαλε από τήν τσέπη του έναν άπό τούς αιώνιους φακέλλους του καί σημείωσε κάτι εκεί. Έκοψε ένα Γ 0

/ / / ί

ι

Τ* ηροηνούιμενο: τεύχη της

Ο

0

Ϊ / ί / / Θ

0

0

0

£

ο

/ «9

/ ο

/ 0

/ / θ

0

/ / Ο

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ

0

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΙΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟ Σ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕ Κ Ρ Ο ΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝ,Α ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΙΑΙ ΕΝ Α ΝιΟΜΙ ΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙ-

0

Ο

/ ί / / ί ί5 / Ο

0

ο

ΜΟΡ

8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚιΡΕΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 1)3·) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ άνετυ'τιώ'θη > αν χα; ττωλοΟνται εις τα γραφεία μας.

0

Θ

0

ι 9

®

/ / *

ΔΕΛΗΓιΙΩ ΡιΠΗ 30

σ

Ο

* ο

(Πάροδος 6δοϋ *Αγ. Κων)νου) οοντί μόνον 2 000 δραχμών.

6

/

ο

®*

κομμάτι, τύλιξε τό χαρτάκι καλά— καλά καί τό έχωσε στήν τσέπη του. Βγήκε άπό τόν τηλεφωνικό θάλα­ μο καί πλησίασε πάλι στό μπάρ. •—Τί ώρα κλείνετε ; ρώτησε τό γκαρσόνι. — Στις τέσσερις. —Έχουμε ακόμα εϊκοσι λεπτά, μουρμούρισε ό Μπούργκες. Τό κέντρο άδειασε σιγά—σιγά. Ό Μπούργκες έμεινε μόνος. Κύτταξε πρός τήν πόρτα. Τίποτα δέν συνέβη. Κανένας δέν μπήκε. Έσφιξε τά δόντια του. ’Ίσως εί­ χε πέσει έξω στούς υπολογισμούς του. ’Ίσως τό κόλπο του δέν είχε πιάσει. Τό γκαρσόνι άρχισε νά σβήνη τά φώτα καί έκανε έναν ύπαινιγμό : — θά πιήτε ένα τελευταίο ποτό, πριν κλείσω ; Ό Μπούργκες κούνησε τό κεφά­ λι του. ’Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα καί τό έβαλε στό χέρι τού γκαρσο­ νιού. —Κράτησέ το όλο, είπε. Τό πρόσωπο τού γκαρσονιού έλαμψε. — Εύχαριστώ πολύ, είπε. Κι’ έκανε νά κυττάξη στήν παλά­ μη του. —Μήν τό κυττάς τώρα, είπε ό Μπούργκες μέ τήν άκρη τού στόμα­ τός του. Κύτταξέ το όταν βγώ. Τό γκαρσόνι τόν κύτταξε μέ άπο* ρία. Ό Μπούργκες σηκώθηκε καί βάδισε άργά πρός τήν έξοδο. Στάθη­ κε εκεί ενα λεπτό καί κούμπωσε κα­ λά τό παλτό του. Ρίγησε ελαφρά σάν νά κρύωνε. — Καληνύχτα, φώναξε τό γκαρσό­ νι πίσω του, —Καληνύχτα. Έσπρωξε τήν πόρτα καί βγήκε στό σκοτάδι τού δρόμου. Χαμήλωσε τό καπ.έλλο του καί άρχισε νά άπομακρύνεται. Ήταν τώρα τέσσερις ' ή ώρα, τό πρωί. Δέν θά δεχόταν όμως νά στοιχηματίση ότι θά ζούσε όταν θάρχονταν οί πέντε, όπως είχε κάνει μέ τό ποτηράκι τού Μάϊκ ’·'Ολιβερ. Είχε άπομακρυνθή' μισό τετράγω­ νο, όταν οί τροχοί ενός αύτοκινήτου ψιθύρισαν ύπουλα πίσω του, επάνω στήν άσφαλτο καί ένα αυτοκίνητο


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43

ΜΙΣΤΕΡ φάνηκε δίπλα του. — φίλε, μπορούμε νά σ’ ενοχλή­ σουμε ; "Εχεις σπίρτα ; Ή ανάσα του έγινε πιό γοργή» μά ό Μπούργκες δεν έδειξε την τα­ ραχή του. "Εβαλε τ6 χέρι του στήν τσέπη, γύρισε καί μελέτησε τό αυτο­ κίνητο. Δεν μπορούσε νά ξεχωρίση κανέ­ λαν εκεί μέσα. Έταν σαν μια νεκρο­ φόρα. Είχαν ϊσως κατεβάσει τά κουρ­ τινάκια. —Ό θεός βοηθός !, σκέφτηκε. Καί άπλωσε τό χέρι του. "Ενα χέρι βγήκε καί πήρε τά σπίρτα. Μά δεν τά χρησιμοποίησε. Καμμιά λάμψις δέν φάνηκε άπό τό εσωτερικό του αυτοκινήτου. — Πες κάτι, φίλε, είπε μιά φωνή. —Τί θέλεις νά πω ; —Αύτό^ φτάνει. Μιά δεύτερη φωνή είπε άπό τά βάθη του αυτοκινήτου. —Αυτός είναι. Τόν άναγνωρίζω άπό τή φωνή του. Αυτός είναι. —Πάρε πίσω τά σπίρτα σου, φίλε. Ό Μπούργκες έσκυψε καί κύτταξε τό χέρι που είχε ξαναφανή. —Αυτό πού κρατάτε έκεϊ είναι πιστόλι, είπε ήρεμα. —Ναι. Καί λέει : «Έμπα μέσα καί ξάπλωσε». Μιά πόρτα άνοιξε κι* ό Μπούρ­ γκες μπήκε μέσα. Ή πόρτα έκλεισε καί τό αυτοκίνητο ξεκίνησε. αϋρο σάν πίσσα ήταν τό σκοτάδι έκεϊ μέσα. Ένοιωθε έναν άντρα άπό κάθε πλευρά του, μά δεν έβλεπε παρά σκοτεινές μάζες χωρίς πρό­ σωπα. Μιά φωνή είπε άπό τ’ άριστερά του : —Τηλεφώνησες σε κάποιον γιά κάτι έδώ καί λίγη ώρα πριν, φίλε. Δέν εΐν’ έτσι; — Κάθε τηλεφώνημα άποτείνεται σέ κάποιον καί άφορά κάτι, άπάντησε ό Μπούργκες. —Δέν είναι άνάγκη νά φοβάσαι, φίλε. Υπάρχει μιά όμορφη όμπρέλλα γιά σένα. Θέλουμε όμως πρώτα νά βεβαιωθούμε αν λές άλήθεια ή ψέ­ ματα. —Που πάμε νά τό κάνουμε αυτό ; ρώτησε ήρεμα ό Μπούργκες.

Μ

—Σ’ ένα μέρος όπου αποθηκεύουν ποτά. Έχεις μπή ποτέ σέ άποθήκη ποτών ; Είναι κάτι πολύ διδακτικό. —θά τρομάξης τό φίλο μας έκάγχασε μιά φωνή άπό την άλλη πλευρά του Μπούργκες. —Όχι, ό φίλος σας δέν τρομάζει εύκολα, άπάντησε άτάραχα ό Μπούρ­ γκες. Χρειάστηκε νά καταβάλη όλη τή θέλησί του καί νά τεντώση τόν λαι­ μό του γιά νά βγάλη τις λέξεις αυ­ τές άπό τό λαρύγγι του, μά οί άλλοι δέν μπορούσαν νά τό δουν αυτό μέ­ σα στο σκοτάδι. —’Ώ, ό φίλος είναι γενναίος, έ ; εΐπε ό άλλος σαρκαστικά. Κάτι άσπρο φάνηκε μέσα άπό τό σκοτάδι, μπροστά στό πρόσωπό του, κι’ ό Μπούργκες δοκίμασε ένστικτωδώς νά τραβηχτή πίσω. — "Ησυχα, φίλε I θά παίξουμε μό­ νο την τυφλόμυγα. Τό μουσούδι ενός πιστολιού καρ­ φώθηκε στά πλευρά του, προσθέτον­ τας έτσι μιά πιό πειστική νότα στά λόγια αύτά. "Ενα μαντήλι τυλίχτηκε γύρω άπό" τό κεφάλι του καί δέθηκε γερά. —Τί χρειάζεται αυτό ; είπε ό Μπούργκες. Καί χωρίς τό μαντήλι, δέν μπορώ νά δώ τίποτα. —Μέ τό μαντήλι θά βλέπης δυο φορές λιγώτερο. Εντάξει ; Τό αυτοκίνητο πέρασε άπό ένα μέρος πού άντήχησε σάν κούφιο κι’ έπειτα μπήκε σ’ έναν κλειστό χώρο. ότε-σταμάτησε, οί πόρτες άνοιξαν καί ό Μπούργκες άκουσε τούς άλ­ λους νά βγαίνουν. — Εντάξει, φίλε, έβγα. Τέρμα. Ό Μπούργκες- παραπάτησε στό σκαλοπάτι, έπεσε, έπάνω σέ κάποιον, τόν έσπρωξαν πίσω, τόν άρπαξαν κι* άπό τά δυο μπράτσα καί τόν έσπρω­ ξαν προς τά εμπρός, ενώ γύρω του βαρειά βήματα έπάνω σέ σανιδένιο πάτωμα τόν συνώδευαν. —Μείνε έξω μέ τό αυτοκίνητο, Μάγκου, διέταξε μια φωνή. Οί υπόλοιποι συνέχισαν τόν δρό­ μο τους. Σέ λίγο ή φωνή μίλησε πάλι. — Είμαστε όλοι μέσα ; Άνάψτε μερικά φώτα. Μιά λεπτή κίτρινη γραμμή φάνη­

Τ


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κε στο κάτω μέρος του μαντηλιού, πού έδενε τά μάτια τού Μπούργκες. — Βγάλε του τόσχάμουρα. Κάποιος τράβηξε τό μαντήλι. Ό Μπούργκες άνοιγόκλεισε τά μάτια του θαμπωμένος. Βρισκόταν σ’ ένα είδος τεράστιας σπηλαιώδους αίθουσας, με ταβάνι τόσο ψηλό ώστε σχεδόν χανόταν μέ­ σα στό μισοσκόταδο. Ένα χαμηλό φως ήταν αναμμένο καί φώτιζε τό πάτωμα καί τέσσερις άντρες γύρω άπό τόν ρέπορτερ, από τούς οποίους αύτός δεν είχε ξαναδή κανέναν ποτέ πριν. Πίσω άπό τούς άντρες διέκρινε άμυδρά μικρά καί μεγάλα κασόνια, πού χάνονταν μακρυά μέσα στό σκο­ τάδι. Τέσσερα ζευγάρια μάτια τόν κύτταζαν με γρανίτινη σκληρότητα. Ένας άπό τούς ιδιοκτήτες τους εΐπε τέλος : —Είμαστε τέσσερις εδώ. Είπες πώς είδες δυό άνθρώπους νά μπαί­ νουν στην Ταβέρνα του Μάϊκ χτες τό πρωί καί νά σκοτώνουν. Εντάξει δείξε τούς δυό πού είδες.

ΛΑΘΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙ Έξερε ότι ή ζωή του κρεμόταν άπό τήν άπάντησι πού θά έδινε. —Δόστε ένα λεπτό καιρό, είπε προσπαθώντας νά κερδίση καιρό. Δό~ στε στά μάτια μου τήν ευκαιρία νά συνηθίσουν τό φώς. "Ηπια μερικά ούΐσκυ στήν ταβέρνα καί θέλω νά είμαι σίγουρος τί κάνω. —Ναι, εΐπε ό άλλος σαρκαστικά, θέλεις νά είσαι σίγουρος. Ό Μπούργκες κύτταξε διαπερα­ στικά τόν πρώτο, άπό τ’ άριστερά του. Ό άνθρωπος άπάντησε στό βλέμμα του ψυχρά καί μέ γρανίτινο πρόσωπο.

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, Πέρασε στόν δεύτερο καί κάρφωσε τό βλέμμα του επάνω του. Ό άνθρω­ πος δοκίμασε νά άπαντήση μέ τόν ϊδιο τρόπο. Τό σαγόνι του συσπάστηκε λίγο. Τά μάτια του χαμήλω­ σαν γιά μιά στιγμή. Έπειτα άνέκτησε τήν ψυχραιμία του καί άγριοκύτταξε τόν Μπούργκες. —Έλα λοιπόν I, εΐπε κάποιος. ’Ή ξέρεις ή δεν ξέρεις I — Ξέρω, άπάντησε ό Μπούργκες. Προσπαθώ μόνο νά μαντέψω τί εί­ ναι καλύτερο γιά μένα νά πώ. Ό τέταρτος έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα άπό τήν τσέπη του καί τά άκούμπησε στή γωνιά ενός κασονιού, χωρίς νά προφέρει λέξι. Υπήρχαν τουλάχιστον χίλια δολλάρια εκεί. Ό Μπούργκες πήρε μιά βαθειά ανάσα. —Οί δυό άνθρωποι πάύ είδα νά μπαίνουν στήν Ταβέρνα τού Μάϊκ καί νά σκοτώνουν τόν Μάϊκ ’Όλιβερ ήσαν έσύ, ό δεύτερος, καί εσύ, ό τέταρτος, είπε ήρεμα. Τίποτα δεν συνέβη γιά ένα λεπτό. Έπειτα, ό άνθρωπος, πού είχε βγά­ λει τά χρήματα, άφησε ένα σιγανό στεναγμό λύπης μέσα στή σιγαλιά. Χαμογέλασε έλαφρά. — Έκανες λάθος στήν άπάντησι, φίλε, εΐπε. —Εσάς τούς δυό εΐδα στήν Τα­ βέρνα τού Μάϊκ. Τί λάθος υπάρχει σ’ αυτό ; — Καί βέβαια εμάς είδες. Γι’ αύτό άκριβώς έκανες λάθος στήν άπάντησι. ’Άν εΐχες δείξει τούς δυό πού δέν πήγαν στήν Ταρβένα τού Μάϊκ, θά πιστεύαμε ότι προσπαθού­ σες άπλώς νά μαντέψης. ’Ίσως έβγαι~ νες άπό δώ μέσα ζωντανός. Διάλε­ ξες όμως τούς δυό σωστούς, επομέ­ νως τώρα ξέρουμε πώς ήσουν πραγ­ ματικά εκεί. Λυπούμαι, μά θά πρέπη τώρα νά πάρης τά πεντακόσια δολλάρια σε μορφή σφαίρας. να πιστόλι φάνηκε στό χέρι του. Έκανε μ’ αύτό μιά κίνησι καί εΐπε στούς συντρόφους του : —Μετακινήστε τον λίγο. Μπορεί ή σφαίρα νά χωθή σε κανένα άπό τά κασόνια καί βρίσκεται αύτή τή

Ε


ΜΙΣΤΕΡ στιγμή μπροστά σ’ ένα κασόνι μέ τό ττιό σπάνιο κρασί που έχω ! Δυο από τούς άλλους άρπαξαν τόν Μπούργκες από τά μπράτσα καί τόν τράβηξαν πιο πέρα. — Κι* εσύ άφησε τό πιστόλι σου νά πέση, εΐπε ξαφνικά μιά επιτακτι­ κή φωνή μέσα από τους ίσκιους, άλλοιώς μπορεί ή σφαίρα μου νά χωθή σέ κάτι άλλο εκτός άπο κασό­ νια μέ κρασί I Ό Έντζε γύρισε προς τήν κατεύθυνσι τής φωνής καί σήκωσε τό πιστόλι του γιά νά πυροβόληση. Μά ή έκπυρσοκρότησις άντήχησε από τήν άλλην άκρη τής σκοπευτικής γραμ­ μής καί ό ’Έντζε τρέκλισε πρός τά πίσω καί χτύπησε μέ βρόντο επάνω σ’ ένα από τά κασόνια μέ τό κρασί. Ό ντέτεκτιβ Λάϊονς προχώρησε άνάμεσα στον καπνό του πυροβο­ λισμού του. — Πρέπει νά κάνης ο,τι σου λένε καί άμέσως, είπε σκυθρωπά, όταν διατάζει ή αστυνομία I * Απέσπασε τό πιστόλι άπό τό χέ­ ρι του καί ό ’Έντζε χαμήλωσε γλυστρώντας στό πάτωμα, αφήνοντας ένα αύλάκι άπό αίμα επάνω σ’ ένα κασόνι. Μέσα άπό τούς ίσκιους πρόβαλαν τέσσερις ακόμα ντέτεκτιβ. Οί ύπόλοιπςι σύντροφοι του ’Έντζε έπωφελήθηκαν άπό τό μάθημα πού τούς είχε δώσει ό Λάϊονς καί υπάκουσαν άμέ­ σως στή διαταγή πού τούς έδωσε σηκώνοντας τά χέρια τους. Ό Λάϊονς πλησ'ασε στόν Μπούργκες πού είχε άκουμπήσει σ’ ένα κασόνι. — Είστε έντάξει ; τόν ρώτησε. —Είμαι εντάξει, απάντησε ό Μπούργκες σκουπίζοντας τό μέτωπό του. Μόνο πού τά γόνατά μου λυγί­ ζουν λιγάκι. Τόν άκούσατε; "Ησα­ στε αρκετά κοντά ώστε νά τόν ακού­ σετε. Είπατε ότι αν τόν έκανα νά όμολογήση μέ τό ϊδιο του τό στόμα... —Τόν άκουσα !, τόν διαβεβαίωσε ό Λάϊονς. Καί τόν άκουσαν κι* οΚ άλλοι άστυνομικοί πού έφερα μαζί μου. —Τότε ολα είναι εντάξει, εΐτε ό Μπούργκες. Νομίζω ότι μπορώ νά καθήσω τώρα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45

ΕΝΑΣ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ ΡΕΠΟΡΤΕΡ Καί ό Μπούργκες άφησε τά γόνα­ τά του νά λυγίσουν καί κάθησε χάμω. —Δόστε μου ένα τσιγάρο, είπε αδύναμα. Δέν είμαι κανένας ήρωας I —Όχι; εΐπε ό επιθεωρητής. Κι* όμως τώρα θά κάνατε μιά άπομίμησι πού σχεδόν μέ ξεγέλασε. Ό Μπούργκες άνωρθώθηκε μέ δυ­ σκολία. —"Επαιξε ένα μεγάλο παιχνίδι, εξήγησε. Όλα γιά ολα. Δέν ήξερα αν τό γκαρσόνι θά μ’ έπαιρνε στα σοβαρά ή όχι. Δέν ήθελα, νά σάς τηλεφωνήσω, πριν· συμβή τίποτα, για­ τί ήμουν βέβαιος ότι δέν θά μου δί­ νατε σημασία. —Δέν πέσατε έξω, μουρμούρισε ό Λάϊονς. -—Δέν μπορούσα νά μιλήσω στό γκαρσόνι καί νά τού εξηγήσω, γιατί ήξερα ότι μέ παρακολουθούσαν άπό έξω, συνέχισε ό Μπούργκες. "Ετσι έγραψα μερικές λέξεις στό πίσω μέ­ ρος ενός φακέλλου λέγοντάς του νά σάς τηλεψωνήση άμέσως μόλις θάβγαινα καί νά σάς πή ότι, άν μοΰ συνέβαινε τίποτα, ό ’Έντζε θά ήταν ό ένοχος. Ό Λάϊονς κούνησε τό κεφάλι του. —Τό γκαρσόνι έκανε κάτι καλύ­ τερο, εΐπε. "Ενοιωσε τόση περιέρ­ γεια, όταν διάβασε αύτό πού τού είχατε γράψει, ώστε σάς άκολούθησε ώς τήν πόρτα—αφού έσβησε τά φώτα— καί σάς εΐδε νά απομακρύ­ νεστε. Εΐδε τό αυτοκίνητο νά σάς παίρνη καί μάλιστα κατάφερε νά πάρη τόν άριθμό του. "Επειτα, μού τηλεφώνησε. Έγώ ειδοποίησα έμέσως μέ τό ραδιόφωνο, τά περιπολικά αυ­ τοκίνητα καί ενα άπό αύτά ανακάλυ­ ψε τό αυτοκίνητο τού ’Έντζε καί τό παρακολούθησε ώς εδώ. Μάς ειδο­ ποίησαν τότε καί τρέξαμε εδώ ολο­ ταχώς.


Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ,

46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ^εμάκρινε καί πήγε νά έπιστατήση 1 στη μεταφορά τοϋ ’Έντζε μ’ ένα φορείο κι* έπειτα ξαναγύρισε κοντά στόν Μπούργκες. —Είναι νεκρός ; ρώτησε ό Μπούργκες. — Όχι. θά ζήση αρκετά ώστε νά βάλη τό κράτος σέ έξοδα μέ την έκτελεσί του στην ηλεκτρική καρέκλα. Ό ίδιος όμως νομίζει δτι πεθαίνει καί ώμολόγησε πάλι τό έγκλημά του γιά δεύτερη φορά. Ξέρω, βέβαια, πώς σέ μιά—δυό μέρες θά δοκιμάση νά

ξαναχωθή στό καβούκι του καί νά άρνηθή την ένοχή του. Μά είμαστε συνηθισμένοι σέ κάτι τέτοια. Πάμε τώρα στό αρχηγείο, θέλω νά ανακρίνω λιγάκι τούς υπόλοιπους. Καθώς ταξίδευαν μέ τό αύτοκίνητο γιά τό άρχηγεΐο, ό Λάϊονς είπε : — θά περάσατε πολύ δύσκολες στιγμές εκεί μέσα, όταν σάς έβαλαν στη δοκιμασία. — Ναι. ΤΗσαν δύσκολες οί στιγμές έκεΐνες, μά δχι από τήν άποψι πού νομίζετε. Τό δύσκολο μέρος ήταν νά

V 9

/ / / / / / / / / / / / Φ 0

Φ

0

0

Φ

0

0

0

0

Φ

) 0

/ / Ο

φ

ϊ 0

/ / φ

0

/ / 0

φ

/ 0

ώ

ΑΣΤΥΝ. ΠΡΟΒΛΗΜΑ 2 (Συνέχεια από την προτελευ­ ταία σελίδα τού εξωφύλλου) »Τώρα, ό άνθρωπος εκείνος μπορούσε νά λέη τήν άλήθεια. Οί ιθαγενείς πέθαιναν σάν τις μύγες εκείνες τίς ήμέρες καί δέν ήταν κάτι ασυνήθιστο μιά βια­ στική ταφή ενός νεκρού. Απε­ ναντίας, έπεβάλλετο νά θάβουν τό συντομώτερο τά πτώματα γιά νά εμποδίζουν τήν έπέκτασι τής έπιδημίας. »Πάντως, γιά κάθε ενδεχό­ μενο ζητήσαμε από τόν Χατζί Λάλ Ντέμπ νά μάς όδηγήση στό μέρος οπού είχε θάψει τόν συγγενή του καί τόν βάλαμε νά σκάφη εκεί. *Ένα μέτρο κά­ τω από τήν επιφάνεια τού ε­ δάφους βρήκαμε πραγματικά έ­ ναν θαμμένο ιθαγενή, πού δλοι άναγνώρισαν ώς τόν συγγενή τού Χατζί Λάλ Ντέμπ καί πού ό θάνατός του είχε άναφερθή κανονικά στις άρχές. »Μετανοιώσαμε τόσο πολύ γιά τίς υποψίες μας εναντίον τού Χατζί Λάλ Ντέμπ, ώστε τού δώσαμε καί μερικά νομί­ σματα άφήνοντάς τον ελεύθερο. »ΚΓ δμως, λίγες μέρες άργότερα, διέταξα τη σύλληψι τού Χατζί Λάλ Ντέμπ. Στην άπόφασί μου αύτή συνέτεινε ή

κατάθεσις ενός γείτονα τού Χατζί Λάλ Ντέμπ, πού μάς εΐπε δτι ό συγγενής τού τε­ λευταίου εΐχε πεθάνει δχι τή νύχτα τής έξαφανίσεως τού πλουσίου εμπόρου, άλλά μιά νύχτα πριν...» 1. Γιατί ό άστυνομικός έ­ βγαλε τό συμπέρασμα δτι ό Χατζί Λάλ Ντέμπ ήταν ένοχος; 2. Μέ ποιόν τρόπο άπέδειξε τήν ένοχή του ; (Ή λύσις στό επόμενο)

/ ο

/0 / 0

ϊ / 0

Φ

/ Φ

/ ϊ ί 0

Ο

Ή Λύσις τού "Αστυνο­ μικού Προβλήματος 1.

0

/ / φ

Τά πόδια τού νεκρού απεί­ χαν ένα μέτρο από τό πάτω­ μα. Τό αναποδογυρισμένο σκα­ μνί ήταν μόνο μισό μέτρο ψη­ λό. Επομένως ό άνθρωπος δέν μπορούσε νά είχε κρεμαστή μόνος του.

0

/ / * / φ

φ

0

φ

/ φ

Παρτην στό γάμο σου... —Μήν κλαΐς I, είπαν οί φί λες της στή μητέρα τής νύφης. Στό κάτω—κάτω άποκτάς έναν γυιό μέ τόν γάμο αύτό. —Τό ξέρω αύτό I, είπε ή μητέρα μέ λυγμούς. Χάνω δμως ένα δελτίο τροφίμων I

/ φ

/ / / 0

0

Φ

/ Ο

/ 0


ΜΙΣΤΕΡ βρώ τή σωστή άπάντησι, δηλαδή τί έπρεπε νά πώ γιά νά προκαλέσω άντίδρασι καί νά φέρω άποτελέσματα. "Ηξερα πώς μπορούσα νά σώσω τή ζωή μου, άν μάντευα λάθος, μά δέν ήταν αυτό πού ήθελα. Δέν είχα ξαναδή κανέναν άπό τούς τέσσερις τους πριν. Εκείνο πού φοβόμουν ήταν μή­ πως διαλέξω τούς δυό πού δέν ήσαν ένοχοι καί τούς κάνω έτσι νά μ’ άφήσουν ελεύθερο αντί νά μιλήσουν. Μόρφασε κωμικά καί συνέχισε : —Καταλαβαίνετε τώρα πώς έγινε ή δουλειά; Ό "Εντζε ήθελε νά χτυπήση μ' έναν σπάρο δυό τρυγόνια. 'Ή μάλλον μ’ ένα... ποτηράκι δυό τρυγόνια. Ό "Εντζε είχε ένα παλιό μίσος εναντίον του Χάστιγκς κι* ένα πιό φρέσκο καί πιό έντονο εναντίον του Μάϊκ Όλιβερ, γιατί αυτός τόλ­ μησε νά τόν άντιμετωπίση καί νά άρνηθή νά άγοράζη άπό αυτόν τά ποτά του. ’Έτσι σκέφτηκε νά τούς κανονίση καί τούς δυό με μιά δολο­ φονία. ’Έ ; Ό Λάϊονς κούνησε τό κεφάλι του καταφατικά. "Ενοιωθε μιάν άμηχανία μπροστά στόν παράξενο εκείνον ρέπορτερ, πού είχε κατορθώσει νά λύ­ ση τή δύσκολη εκείνη ύπόθεσι σάν τόν καλύτερο ντέτεκτιβ. Ό Μπούργκες εξακολούθησε : —"Εβαλε, λοιπόν, έναν άνθρωπό του, μέ λάδι τής μηχανής στο χέρι του, νά άκολουθήση τόν Χάστιγκς μέσα σ’ ένα μπάρ τήν παραμονή του εγκλήματος καί νά του παραστήση τόν άγαθό μεθύστακα. Του έσφιξε τό χέρι, έτσι ώστε ό Χάστιγκς ν’ άφήση μέ τό λάδι τής μηχανής καθα­ ρά καί έντονα άποτυπώματα επάνω στο ποτήρι του. "Επειτα, θ άνθρω­ πος του "Εντζε έκλεψε τό ποτηράκι καί τό πήγε στόν ’Έντζε, τυλιγμένο ίσως σέ κανένα χαρτί ή σέ κανένα μαντήλι. Ό ’Έντζε τό πήρε μαζί του στου Μάϊκ, όταν πήγε έκει γιά νά τόν σκοτώση. "Οταν τόν σκότωσε, άκούμπησε στόν μπάγκο τό ποτηράκι μέ τά άποτυπώματα του Χάστιγκς, πήρε μαζί του εκείνο πού είχε ό ί­ διος χρησιμοποιήσει καί τό πέταξε κάπου έξω. Ό άνθρωπος πού ήταν μαζί του άφησε τό δικό του ποτήρι επάνω στόν μπάγκο, φρόντισε όμως νά τό σκουπίση ώστε νά μήν άφήση

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47 άποτυπώματα. Φαντάζομαι ότι διέ­ λυσαν έπειτα τό πιστόλι καί τό σκόρ­ πισαν στά τέσσαρα σημεία του όρίζοντος. Προσπάθησα νά σάς πω γιά ένα ποτήρι πού περίσσευε στο ,μπάρ του Μάϊκ, μά δέν θελήσατε νά μέ άκούσετε... ργότερα, όταν τελείωσε μέ τήν προκαταρτική έξέτασι των άνθρώπων του ’Έντζε, ό Λάϊονς είπε στόν Μπούργκες : —Ό μηχανισμός όλης αυτής τής ύποθέσεως είναι άρκετά καθαρός, ή άλλαγή των ποτηριών καί όλα τ’ άλλα, θά ήθελα όμως νά μάθω ένα πράγμα. "Ενα πού μάς διέφυγε εμάς καί πού εσείς προφανώς προσέξατε άμέσως. Τί ήταν εκείνο πού σάς έ­ κανε νά ύποψιασθήτε οτι τό ποτήρι είχε τοποθετηθή επίτηδες εκεί γιά νά ένοχοποιηθή ό Χάστιγκς καί ότι ύπήρχε κάτι ύποπτο σ’ όλην εκείνη τήν Ιστορία; Πρέπει νά είναι κάτι^πού εσείς είδατε καί πού ούτε εγώ ούτε οί άντρες μου προσέξαμε. Ό Μπούργκες άπάντησε : —ΤΗταν κάτι σχεδόν άσήμαντο. Δέν τό άνέφερα σέ σάς γιατί νόμιζα ότι τό είχατε προσέξει κι’ εσείς. Ό "Εντζε, όπως συχνά συμβαίνει σέ παρόμοιες περιπτώσεις, παρά τό γε­ γονός ότι πουλάει οινοπνευματώδη ποτά σ’ όλη του τή ζωή καί έχει κά­ νει μιά ολόκληρη περιουσία άπό τό ούΐσκυ, δέν πίν&ι ποτέ ούΐσκυ. Δέν τό άγγίζει κάν. "Οταν μπήκε στό κέντρο του Μάϊκ, έπρεπε νά παραγγείλη κάτι. Κι* έκανε ένα μικρό σφάλ­ μα. Δέν πίστευε οτι είχε καμμιά ση­ μασία αύτό, γιατί τό ποτό εκείνο ήταν τό τελευταίο ποτό πού θά σερβίρίζε ό Μάϊκ, τό ποτό του θανάτου. Γέλασε σκυνθρωπά καί συνέχισε : —Είχε κιόλας τό ποτηράκι του Χάστιγκς στήν τσέπη του καί θά έ­ παιρνε μαζί του εκείνο πού θά χρη­ σιμοποιούσε ό ίδιος, επομένως τί ση­ μασία είχε άν θά έπινε σαμπάνια ή βότκα ή ό,τι δήποτε άλλο ; "Ετσι, παρήγγειλε μπύρα. Καί ό σύντροφός του, όπως συνήθως συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι πηγαίνουν νά πιουν,· παρήγγειλε κΓ αύτός άπό τά ίδια. Μά ό Μάϊκ Όλιβερ είχε τήν παρά­ ξενη συνήθεια νά έπιμένη νά τόν

Α


Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ

48 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» πληρώνουν πριν οί πελάτες πιουν τά ποτά τους, πληρώθηκε καί έβαλε τά λεφτά ατό ταμείο, χτυπώντας τά σχετικά νούμερα στη μηχανή του ταμείου. Ή άπόδειξις υπήρχε ακόμα εκεί όταν μπήκα στην ταβέρνα, μισή ώρα άργότερα. Καί, γιά να βεβαιωθώ ότι δεν είχε κάνει λάθος, κύτταξα τις φωτογραφίες τής αστυνομίας καί είδα τό ϊδιο πράγμα. Επάνω στό μπάρ υπήρχαν ένα ποτηράκι του ούΐ'σκυ καί ένα ποτήρι τής μπύ­ ρας...Κι’ όμως τό χαρτάκι πού προε­ ξείχε από τη μηχανή τοϋ ταμείου έλεγε ; «20 σέντς». Με 20 σέντς δέν μπορεί κανείς νά άγοράση ένα ούΐσκυ καί μιά μπύρα. Σέ κανένα κέν­ τρο τής πόλεως δέν πουλάνε ούΐσκυ μόνο για 10 σέντς τό ποτήρι Ακόμα κι’ άν υποθέσουμε πώς τό ποτήρι τής

Τό δεύτερο

5

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ πού ή δημοσίευσίς .του συμπλη­ ρώνεται στό 16ο τεύχος τής «Νυχτερίδας» είναι τό συναρ­ παστικό μυθιστόρημα

ο

τηριηη υη

0 ΤΙΓΡΗΣ Τό βιβλίο αυτό, γραμμένο σέ σφριγηλή καί γεμάτη χρώ­ ματα γλώσσα καί πλούσιο σέ δράσι, περιγραφή καί μυστήριο, θά γοητεύση ακόμα καί τούς πιο απαιτητικούς άναγνώστες μας.

ο

μπύρας είχε απλώς νερό —πράγμα απίθανο γιατί ή άπόστασις ανάμεσα στά δυό ποτήρια ήταν τόση ώστε δέν μπορεί νά είχαν σερβιριστη στόν ί­ διο άνθρωπο καί τά δυό ποτήρια—πά­ λι ή τιμή του πιο φτηνού ούΐσκυ είναι 25 σέντς τό ποτήρι. ’Άρα εί­ χαν πιή καί οί δυό μπύρα—ή τιμή είναι 10 σέντς τό ποτήρι—καί είχαν άλλάξει τό ένα ποτήρι τής μπύρας μ’ ένα ποτηράκι τοϋ ούΐσκυ. ’Άρα τό ποτηράκι μέ τά δακτυλικά απο­ τυπώματα τοϋ Χάστιγκς είχε τοποθετηθή εκεί γιά νά τόν ένοχοποιήση. Ό Λάϊονς έπαιξε νευρικά τύμπανο επάνω στό τραπέζι του μέ τά δάχτυ­ λά του. —Ξέρετε κανέναν καλό όφθαλμολόγο ; ρώτησε. Υπάρχουν μερικοί α­ νάμεσα στους άντρες μου, πού πρέ­ πει νά πάνε νά εξετάσουν τά μάτια τους σέ κανέναν γιατρό. Καί... νομί­ ζω ότι-τό ϊδιο θάπρεπε νά κάνω κι* | εγω I

ΊΆΡίηη κη\

0 ΤΙΓΡΗΣ θά άφήση εποχή στήν ιστο­ ρία των άναγνοοσμάτων τής ζούγκλας.

Ψ

Μπούργκες εΐχε αραδιάσει τις φιλοδοξίες του μπροστά του, σάν μιά σκάλα. Είχε άνεβή τώρα τό ένα σκαλοπάτι: εΐχαν βάλει τό όνο­ μά του επάνω άπό τό άρθρο πού πε­ ριέγραφε τήν'περιπέτειά του μέ τόν ’Έντζε. , Τά υπόλοιπα σκαλοπάτια περίμεμεναν εκεί μπροστά του νά τ’ άνε­ βή. θά δημοσίευαν τή φωτογραφία του επάνω από τά άρθρα του, θά γι­ νόταν έπειτα αρχισυντάκτης. ’Έπειτα... θά γιγόταν διευθυντής. "Επειτα... — Μπούργκες I Κατέβηκε πηδώντας τά σκαλοπά­ τια, ιδιοκτήτης, διευθυντής συντά­ ξεως, αρχισυντάκτης... —Μπορείς, παρακαλώ, νά ξεκολλήσης τόν πισινό σου άπό τήν καρέ­ κλα σου καί νά πάς νά κάνης κάτι γιά νά δικαιολογήσης τά πενήντα δολλάρια πού σέ πληρώνουμε κάθε Σάββατο, χαραμοφάη;, Τρέξε στήν Όγδοη Λεωφόρο, όπου ένας αλήτης δοκίμασε νά ληστέψη ένα κατάστη­ μα, καί... Ό Μπούργκες βγήκε έξω κι* έ­ κλεισε μέ πάταγο τήν πόρτα. —Τουλάχιστον, μουρμούρισε, μου έκαναν αϋξησι δεκαπέντε δολλάρια τήν εβδομάδα. ΤΕΛΟΣ

Ο


ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙ ΣΑΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49

ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΣΑΣ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΑΕΤΓΡΕΣ 1. Ποια βασιλική οικογένεια βασί'λευσε τελευταία στόν Ρωσικό θρόνο ; 2. Ποιος ίδρυσε τή Γαλλική Λεγε­ ώνα τής Τιμής; 3. Ποιός ήταν ό πρώτος Κυβερνή­ της τής Δυώρυγος του Παναμά ; 4. Ποιός Βασιλιάς τής Αγγλίας ήταν γνωστός ως «Ναύτης—Βασι­ λιάς» ; 5. Ποιός ήταν ό Πρίγκηψ Σινιάρθα ; 6. Ποιός ήταν ό δάσκαλος του Άριστοτέλους ; 7. Ποιός ήταν ό πρώτος Αύτοκράτωρ τής Ρώμης ; 8. Ποιός Γιαπωνέζος συγγραφεύς, Έλληνοϊρλανδικής καταγωγής, έγρα­ ψε βιβλία στήν Αγγλική γλώσσα ; 9. Ποιός εφεύρε τόν φωνογράφο ; 10. Ποιός άνακάλυψε τό όξυγόγο ; 11. Ποιός ποιητής έπετέθη τό 1919, επικεφαλής ενός λόχου, εναντίον τοϋ Φιουμε καί τό κατέλαβε; 12. Ποιός ονομάζεται ιδρυτής τοϋ Έθνους τών Εβραίων ; 13. Ποιός φιλόσοφος ήταν δάσκα­ λος τοϋ Μεγάλου Αλεξάνδρου επί τρία έτη ;

Ύόρκη κάθε μιά ώρα καί ακριβώς στήν ώρα (δηλαδή στις 1, 2, 3, 4 κλπ.) Ένα τραίνο φεύγει άπό τήν Ούάσιγκτον κάθε ώρα καί άκριβώς στήν ώρα. Χρειάζονται έξη ώρες γιά νά πάη ένα τραίνο άπό τήν ^Ούάσιγκτον στή Νέα Ύόρκη καί έξη ώρες από τή Νέα Ύόρκη στήν Ούάσιγκτον. Είστε σ’ ένα τραίνο πού φεύγει άπό τή Νέα Ύόρκη γιά τήν Ούάσιγκτον στις 11 τό πρωί. Καθώς τό τραίνο σας ξεκινά, ένα τραίνο άπό τήν Ούάσιγκτον μπαίνει στόν σταθμό. Μαζί με τό τραίνο αυτό, πόσα τραίνα θά συναντήσετε στό διάστημα τοϋ ταξιδιού σας ως τήν Ούάσιγκτον; Υποτίθεται, βέβαια, δτι δεν θά σάς... ^κάρη ό ύπνος καί δεν θά μποϋν καρβουνάκια στό μάτι σας I

Ή Λυσις δημοσιεύε­ ται άνά σ τ ρ ο φ α : •ΌΛΙϋόΐ £\ 313£>Ιΐ1ΛΧ)ΛΟΟ Χ>0

•ή-τί ς—'τΤτί μ—*γ)ύ1 £—Έγ) ζ — 'τγΙ'γΙ I — ΕΙ — *τ3·ιυ Π“ίΤιι θί~6 — ύ)·ιι Δ—πΤπ 9 — *τ!'π ς : δμο ΛΟΧΜλίΟΌΠΟ Αΐΐχ 0-11Χ) ΛΌοΙίΛΊΜΒ^ ΠΟΙΙ (ΌΛ.}Ό01 Ό1 313θάΐΛΧ)ΛΠΟ »θ ώ™3Γΐ

-οπ3, *Η ς δμο ΛοίΜλισμπο λΙιιο 313ΟΌ0Φ ο© τ! ίΓ ς δμο ΛΟΙΜ/ΠΟΟΟ©

Οί απαντήσεις δημο­ σιεύονται ανάστροφα :

λΙιι

ριιο 3λοφ2 <3ιόοοολιμ3^ ποιι σόςο

αΙιι

ώΙΐΜόρΑ,

3μΙχιιγ)

όίιγ3ΐοιοΊ0γί Ο, 0> I ΌΐσίΛΠΟΛ •Λν< «1Λ ΥΒΐόΐΙϊΐΕ»^ ο, *11—’Ό3Υ*β -)όΙΙ 0> ΌΙ“'ΛΟ£>11ΛΉ« 0> '6-'Λ09Χ ^ΟΐρΌΜΟΒΥ ο, ’9—·δ»·οι»>Ι δοιοπολ -ον Υ-ΆωιΌγυ ο> *9—ώ»990θ9 ο, *ς— λ3 ο όΟίλόφΒ ϊ 'Ρ—ώγΧ>θ1ΌΜ I ^οίΜλΐώΌηο 5ιδς>5ΐ Ο. Τ-Τ08Ϊ ς>ι Λ0)?γοιι»Μ Ο, 'Ζ—’ΦφΛΟΓίω^ ίο 'ί ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

ΤΟΝ

ΤΡΑΙΝΩΝ

Ένα τραίνο

φεύγει

από τή Νέα

λΙιιο

ποιι

δϋι 'οΛίοόι

οι

ρ^θ301·0 Λ91Ό λοιμΑιοοπο

Ιιμ0οα> 50?Μ ^

Οΐλ 33000

91

ίΐ5^ Ί»1Αθ5»Ί30Χ Πθφν<

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στους άναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα 1 ____________________ .____________ ______

__

_______________ _________________

.


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ προσωπικού τών^ Ταχυ­ δρομείων.—ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟνΛΟΝ, Αθήνας : Μπορείτε νά στείλετε πρωτότυπο μυθιστόρημα, δπως μοΰ γράφετε. Πρέπει δμως νά έχετε ύπ’ όψι σας δτι χρειάζεται μεγάλη πείρα καί κατάρτισι γιά νά γράψή κανείς άστυνομικό μυθιστόρημα. —Ν. ΣΤΕΡΓΙΟΥ, Αλεξάνδρειαν: Δέν μπορώ, φυσικά, νά παραγγείλω ειδικά μυθι­ στόρημα πού νά διαδραματίζεται" στήν Αλεξάνδρεια δσο κι* άν θέλω νά σάς εύχαριστήσω. —ΑΠΟ­ ΣΤΟΛΟΝ Π., Χολαργόν: «Τά Δια­ μάντια τού Περίγκο», πού δημοσιεύε­ ται στό έπόμενο · τεύχος, είναι ένα συναρπαστικό ^ άνάγνωσμα, γεμάτο ,χιοΰμορ, δράσι καί αινίγματα, δπου ό Σάϊμον Τέμπλαρ βρίσκεται στό φόρτε του I—X. ΖΑΜΠΟΥΛΗΝ, Κό­ ρινθον : Ευχαριστώ γιά τά καλά λό­ για. Πράγματι, ό «Ταρζάν καί ό Τί­ γρης» εΐναι ένα άπό τά καλύτερα μυ­ θιστορήματα τού δημιουργού τού Ταρζάν, "Εντγκαρ Ράϊς Μπάροους. Ό «Μυστικός Πράκτωρ 13», πού ή δημοσίευσίς του θά άρχίση άπό τό 17ο τεύχος, είναι ένα μυθιστόρημα κατασκοπίας εκπληκτικό σέ δράσι καί μυστήριο.—Γ. ΚΑΤΡΑΜΗΝ, Βόλον : Ευχαριστώ. Υπόσχομαι μεγάλες βελ­ τιώσεις στό προσεχές μέλλον.—ΣΕΝΟΡ ΖΟΡΡΟ, Παγκράτι: Τό γεγονός δτι σάς ένθουσίασε ό Ζορρό δέν μέ έκπλήττει, γιατί όμολογουμένως «Ό θάνατος τού Ζορρό» εΐναι ένα άπό τά καλύτερα μυθιστορήματα τού Τζώνστον Μάκ Κώλλεϋ.

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛ. ΓΚΟΥΝΗΝ, Βόλον : Ευχα­ ριστώ πολύ για τα ενθουσιώδη λό­ για σας, καθώς και για τόν ενθουσι­ ασμό γιά τόν όποιο φροντίζετε τή διάδοσι του αγαπημένου σας περιο­ δικοί). Ναί, ή «Νυχτερίδα» έχει ση­ μειώσει ρεκόρ στην Ιστορία των εβ­ δομαδιαίων περιοδικών του είδους της, ξεπερνώντας τούς 15.000 άναγνώστες 1 Κι* αύτό γιατί τά άναγνώσματά της είναι πραγματικά άριστουργήματα, πού γοητεύουν καί συ­ ναρπάζουν. Τά τεύχη 4-9 πού ζητεί­ τε έχουν άνατυπωθή καί πωλοϋνται άντί δραχμών 2.000 έκαστον. — ΕΜΜ. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΝ, Καβάλλαν : Εύχαριστώ. Πράγματι, ή «Νυχτερίδα» διακρίνεται άπό τά άλλα περιοδικά του είδους της—παλαιά καί νέα—μέ τήν εξαιρετική προσοχή πού καταβάλλε­ ται άπό τή διεύθυνσί της γιά τήν εκλογή καί τή μετάφρασι τών δημοσιευομένων άναγνωσμάτων. Εξώφυλ­ λα του Ζορρό καί του Ταρζάν θά εί­ ναι έτοιμα εντός όλίγου.—ΔΗΜ. ΣΑΜΑΡΙΔΗΝ, Κολωνόν, Αθήνας : Δέν έχετε δίκιο. Τά τελευταία τεύγη τής «Νυχτερίδας» έχουν άρκετή ποικιλία. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύονται : Μιά μεγάλη νουβέλλα, δυό διηγήμα­ τα, αστυνομικό πρόβλημα, εύθυμα, περίεργα, σελίδα άλληλογραφίας.— ΡΟΜΠΙΝ ΧΟΥΝΤ, Αθήνας : Μιά νου­ βέλλα του αγαπημένου σας Άγιου δημοσιεύεται στό επόμενο τεύχος μέ τόν τίτλο «Τά Διαμάντια τού Περίγκο». ΤΑΚΗΝ ΚΟΚΚΑΝ, Ενταύθα : Ευχαριστώ. Άν δλοι οί άναγνώσται μου φρόντιζαν γιά τή διάδοσι τού α­ γαπημένου τους περιοδικού σάν εσάς, ή υψηλή ήδη κυκλοφορία τής «Νυχτε­ ρίδας» θά είχε διπλασιασθή.—ΣΤ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Λέσβον: Πολύ μέ ευ­ χαρίστησαν αυτά πού γράφετε γιά τόν ενθουσιασμό μέ τόν όποιο έχει γίνει δεκτή ή έκδοσίς μου στό νησί σας. Μπορείτε νά στείλετε σταυρό­ λεξο καί, αν έγκριθή, θά δημοσιευθή. —ΙΩΑΝ. ΤΣΙΡΙΜΙΔΗΝ, Λάρισαν: Ταχυδρομικώς σάς έστειλα τά τεύχη τής «Νυχτερίδας» 1—11. Δέν τά λά­ βατε άκόμα λόγω τής άπεργίας τού

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομη^λη 36, Άθήναι




64

ΉΜ

Ιτ£Λ,


ΕΚΑΟΖΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟ ΣΕΩΣ :

π ι δ )3β 1) ΤιΟ ΑιΙΙΝίΙιΠΜίΑ ΤΩΝ ΤΕίΣ ΣΑΡΩΝ 6-π-ο Άιγκάιθα Κ,ρΙιστι.. 2) Ο ΚιϋτιρΌΝΟΣ ΔΤΑ,ΒίΟιΛΟίΣ Οπό Φάρζαν. , 3> Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑιΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ Οπό Ρ, Μΐΐτρύγγιερ. 4) .Η ΓΥϊΑιΛιϊ ΝιΗ ΝιΕιΚ.ΡΟΚ ΕιΦιΑΛιΗ ιύιττο Γοοέΐμαν Τζόνς. 5) Ε.ΝΙΑ ΚΛΙΕ.ϋΔΙ, ΕιΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ,ΚΑΙ ΕίΝΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑ ό'ό Γουέϊ■μαν Τί.’ό'λ <;. 6) ΤΑ 7" ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 6πο ΜΙπεραέλεϋ Π/ραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑ,ΡΤΙΙΜιΟ Ρ ύττό Μπερκέλευ Πχιραίη.

▲ΕΛ-ΗΙΊβΡΓΗ 30

Στέλιος ’Ανεμοδουράς

3

ϊ

8) ΤΟ 13-ο. ΜΑΤΙ όττό Στη λ Γουΐντ. 9)~ ίΤ ΑΥΛΙΗ ^ΤΩΝ . ΝιΕιΚΡ-ΩΝ ΡΥιΝίΑΓΚΏΝ Οίιο Ν’τάσίιελ Χάμμετ. ΙΌ) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜιΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ ύσιό ΙΊκέϊλ Γκάλλαογκειρ. 11) ΠΙΕΙΝίΓΙΕ ΚΟΚιΚΙΙΙΝΙΑ ΔΑΧΤΥΛΑ Όπό Νίτέϋ Κέϊν. 12) Ι8ΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗιΝ ΚΗΙΔΕΙΙΑ ΣΟΥ! υπό Ν:>σίη Κήν. Κώιρτις 13) Σ ΥΝΑΙΓ.Ε ΡΜΟ'Σ Οπό Στήλ. 14 ) Ο ΘΕ Ο Σ ΒΟΗΘΟ Σ , ΜΙ.ΣΤΙΕΡ ! ύττο Τζών Κρήίζε,ϋ. 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡ ΙΙΠΚΟ ύπο Λέσλι Τσάίρτρ.ς.

ΤΟΜΟ Ι «ΝΥΧΤΕΡ ΙΔΑΣ» Εντός ολίγοι; θα τεθούν εις την διάθε,σιν τού αναγνωστικού κοι­ νού, καλλιτεχνικά βιβλιοδιετηιμένοι, οι τόμοι:

ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4)

ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΚΟΣ .ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ

5

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΫ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΙΣ


ΕΝΑ

ΣΥ-

ΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ

ΠΟΛΕ­

ΜΙΚΟ

ΔΙΗ­

ΓΗΜΑ

ΓΡΑΜΜΕΝΟ

ΑΠΟ

- ΤΟΝ Φ Ρ Α Ν

Κ

ΤΖ ΩΝ ΣΟ Ν

Αντιμετωπίζοντας τό έκτελεστικό απόσπασμα, ό Μπίλ Κένυον προσπαθεί να σώση τον εαυτό του καί έβδομήντα Νορβηγούς πατριώτες άπό τα νύχια τών Ναζί I Σηκώνοντας τό χέρι του για να τονίση τα λόγια του, ό υπουργός έ­ δειξε τόν Μπίλ Κένυον. —Ό πόλεμος, είπε, δέν θά τελεί­ ωση δταν οι μάχες πάρουν τέλος, Κένυον. θά άκολουθήσουν χρόνια καί χρόνια πικρών διαμαχών, άνορθώσεων τών κακών πού διέπραξαν οί Ναζί τύραννοι, άνοικοδομήσεως τών κατεστραμμένων χωρών. Γι’ αύτό σάς στέλνω στην Ευρώπη, Μπίλ Κένυον, ώς έκτακτο ανιχνευτή, ώς έναν υ­ πουργό— ντέτεκτιβ χωρίς χαρτοφυ­ λάκιο. Ό Κένυον κούνησε τό κεφάλι του. — Καταλαβαίνω, σέρ. Τώρα, τί θέ­ λετε νά κάνω ; — Ή δουλειά σας θά είναι νά συνεργσσθήτε μέ τά Κινήματα Άντι-

στάσεως κάθε κατεχομένης χώ­ ρας. θά συγκεντρώσετε ονόματα, γε­ γονότα, άριθμούς καί στατιστικές, πού θά είναι πολύτιμα δταν οί Σύμ­ μαχοι έγκαταστήσουν προσωρινές κυ­ βερνήσεις σέ κάθε άπελευθερωμένη χώρα, θά τούς βοηθήσετε έτσι νά προχωρήσουν, ώσπου νά μπορέσουν νά άνορθωθουν. Αυτή είναι ή δου­ λειά σας, Μπίλ Κένυον. Είναι ή πιό επικίνδυνη καί ή πιό αχάριστη δου­ λειά του κόσμου. Δέν θά σάς άναγνωρισθή αύτό πού θά έπιτελέσετε. Δέν θά έχετε πίσω σας καμμιά έπίσημη βοήθεια άπό τή χώρα ςτας, για­ τί αν σάς συλλάβουν οί Ναζί, ή Α­ μερική δέν θά μπορέση νά σάς σώση. Τό καταλαβαίνετε αύτό ; —Ναί, είπε ό Κένυον μέ σκυθρω­


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πό πρόσωπο. Τί άλλο, σερ ; —Εις αντιστάθμισμα όλων αυτών, συνέχισε ό υπουργός, θά έχετε απε­ ριόριστες οικονομικές δυνάμεις, θά δουλεύετε όπως θέλετε εσείς καί θά δίνετε μόνο στόν εαυτό σας λογα­ ριασμό γιά τις άποφάσεις σας. Είστε ό πιό άρμόδιος στόν κόσμο γι’ αυτή τή δουλειά. Είστε ϊσως ό καλύτερος Ιδιωτικός ντέτεκτιβ του κόσμου, ιδι­ αίτερα στην τέχνη τής μετο^ιφιέσεως, καί μιλάτε στην εντέλεια τις κυριώτερες γλώσσες τής Εύρώπης. Καί γνωρίζετε θαυμάσια τήν Ευρώπη. Σώπασε κουνώνας τό κεφάλι του καί συνέχισε ; * —Πρέπει νά μάθετε τά πάντα γιά τά κ'νήαατα άντιστάσεως καί νά προετοιμάσετε τον δρόμο γιά μιά δίκαιη ειρήνη, θά άρχίσετε τή δου­ λειά σας άπό τή Νορβηγία, όπου 9ά σάς στείλουμε ώς άνταποκριτή έφημερίδος, πού παγιδεύτηκε έκεϊ μέ τήν εισβολή τών Ναζί. ’Από έκ&ί κι’ έπειτα θά δράσετε όπως έσεϊς νομίζετε. Είστε πρόθυμος νά παρα-. τήσετε ένα επιτυχές ντετεκτιβικό γραφείο καί νά ριψοκινδυνεύσετε τή ζωή σας σε μιάν άποστολό γιά τήν όποια δέν θά πάρετε καμμιάν άμοιβή ; Ό Μπίλ Κένυον άνωρθώθηκε καί χαιρέτησε ζωηρά. —Πότε πρέπει νά ξεκινήσω, σερ ; είπε. ^^ύτό είχε συμβή μήνες πριν. Τώρα, καθώς ό Μπίλ Κένυον γλυστρουσε μέσα σ’ ένα με­ γάλο δάσος πεύκων, κοντά στήν ά\$τή τής Νορβηγίας, δέν έμοιαζε κα­ θόλου μέ άρχηγό ένός διάσημου διε­ θνούς ντετεκτιβικού γραφείου. Δέν φαινόταν ούτε σάν άνταποκριτής έ­ φημερίδος. "Εμοιαζε μέ κλασσικό Νορβηγό α­ γρότη. Ήταν μέλος του Νοργηγικου Κινήματος Αντιστάσεως. Τό μόνο του Αμερικανικό πράγμα επάνω του ήταν τό όνομά του καί ήξερε ότι, όταν θά γλυστρουσε βαθύτερα μέσα στόν διαβολικό κύκλο τής Γερμανίας τών Ναζί, θά έχανε καί τό τελευ­ ταίο αυτό πράγμα άπό τήν πατρίδα του. Πλησίασε μέ προφυλάξεις σ’ ένα μικρό άγροτόσπιτο. Ή κατάστασις

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ δέν ήταν καθόλου καλή σ’ εκείνη τήν περιοχή τελευταία. Οί Ναζί εΐχαν μπή σέ μεγάλη δραστηριότητα. Πράκτορες τής Γκε­ στάπο τριγύριζαν στά χωριά και στις πόλεις συλλαμβάνοντας υπό­ πτους εχθρούς του Ράϊχ. Τά εκτε­ λεστικά άποσπάσματα δούλευαν μέ υπερωρίες. Μέσα στό γιγάντιο δάσος, ό Κέ­ νυον ήταν καλά προστατευμένος. Μιά κι’ έβγαινε έξω όμως, θά έπαιζε κο­ ρώνα—γράμματα τή ζωή του. Αύτό δέν τον ένοιζε. "Επαιζε κο­ ρώνα—γράμματα τή ζωή του μήνες τώρα. Δέν ήθελε όμως νά τον συλλάβουν. θά γινόταν μιά σύσκεψις στό μικρό άγροτόσπιτο καί τόν είχαν καλέσει εκεί. Συχνά όμως οί συσκέψεις αύτές διακόπτονταν άπό μιά άπροσδόκητη έπέμβασι τής Γκεστάπο καί πάντα ό Κένυον προσπαθούσε νά βεβαιωθή μήπως του είχαν στήσει καμμιά παγίδα. Εξωτερικά, τό άγροτόσπιτο ήταν σκοτεινό καί έρημο. Γουρούνια δέν γρύλλιζαν μέσα στά κλουβιά τους. Αγελάδες δέν μούγγριζαν μέσα ατούς στάβλους των. "Ολα τά ζώα εΐχαν άπό καιρό μεταφερθή στή Γερ­ μανία γιά νά θρέψουν τούς Ναζί. Έτσι ό Κένυον δέν δυσκολεύτηκε να στείση τό αύτί του γιά νά συλλάβη τούς ενδεχομένους ήχους καμμιάς παγίδας. Γλύστρησε έξω άπό τό δάσος κΓ έτρεξε ελαφρά πρός τό πίσω μέρος τοϋ σπιτιού. Χτύπησε σ’ ένα παράθυρο μέ πα­ ράξενο τρόπο. Αμέσως μιά πόρτα άνοιξε κι ό Κένυον μπήκε σ’ ένα εντελώς σκοτεινό δωμάτιο. Η^άποιος τόν έπιασε άπό τό μπράτσο καί τόν ώδήγησε σέ μιά σκάλα καί σ’ ένα υπό­ γειο. Εκεί φώτα ήσαν άναμμένα, φώτα πού δέν μπορούσαν νά φανούν άπό έξω. Επτά άντρες ήσαν παρόντες. Οί τέσσερις ήσαν γέροι μέ γκρίζα γένια, δυο ήσαν μεσόκοποι κΓ ένας λίγο μεγαλύτερος άπό παιδί. — Καλώς ώρίσατε, είπε ένας γέρος


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

-.ΧΥΡΟ 7Χ5ν Κένυον. Χρειαζόμαστε έναν κα■ ο έγκέψαλο. Καί μιαν έκρηξι επί­ σης. Είχαμε πολλούς μπελάδες. — Εννοείτε τις επιδρομές στα χωοιά; είπε ό Κένυον. Κάτι έχω μά­ θει. Γιατί δλα αυτά ; Ό γέρος χαμογέλασε χλωμά. — Οί καταραμένοι Γερμανοί διέαξαν νά φύγόυν όλοι άπό τα σπί­ τια τους στην περιοχή του λιμανιού, ΐκοπεύουν νά χτίσουν φρούρια γιά >ά άποκρούσουν μιαν ενδεχόμενη έίθεσι των Άγγοαμερικανών. Μεριοί δέν θέλησαν νά φύγουν άπό τά 7Τ[ίτια τους. Οί Γερμανοί τούς συνέσβαν καί τούς έξετέλεσαν άμέσως. —Μέθοδοι των Ναζί, είπε ό Κέυ0ν ξερά. Τί ήταν ή άνατίναξις ; Αυτή τή φορά, ό γέρος χαμογένασε πλατειά. —ΟΙ Γερμανοί καθάρισαν τήν πε­ ριοχή καί τοποθέτησαν εκρηκτικές Λες. "Οταν άρχισαν νά άνατινάζουν -ά σπίτια, διαπίστωσαν δτι κάποιος • πρόσεκτος είχε πασπατεύσει τά σύρματα, είχε συνδέσει σ’ αυτά ένα /έο σύρμα καί τό είχε οδηγήσει στήν προκυμαία βάζοντας μισό τόννΌ δυναμίτη. ’Έτυχε επίσης νά βρί­ σκεται στο λιμάνι ένα Γερμανικό ύποβρύχιο μαζί μέ δυο τορπιλλακάτους. Φυσικά, τινάχτηκαν δλα στον αέρα. Ό Κένυον γέλασε. —Καί οί Γερμανοί έπιασαν όμήοους, ε ; Ϊ--Τ- - — --- ΤΤ — —Ναί, απάντησε όγέρος. Εβδομήν­ τα σπουδαίοι πολίτες συνελήφθησαν άπό τήν Γκεστάπο. ’Άν εκείνοι πού έκαναν τήν άνατίναξι δέν παραδοθουν ώς τις έξη απόψε, δλοι οί όμη­ ροι θά έκτελεσθούν τήν αυγή. Ό Κένυον κύτταξε στο ρολόϊ του. —Καί τώρα είναι μεσάνυχτα. Σί­ γουρα, τά εκτελεστικά άποσπάσματα ετοιμάζουν τά τουφέκια τους. —Ναί... μά δέν είναι βέβαιο άν θά γο χρησιμοποιήσουν ή δχι. Πολλοί άπό τούς αστυνομικούς μας έμειναν άτή δουλειά μετά τήν εισβολή. Με">ιμοί τούς θεωρουν ώς προδότες καί άουίσλιγκ. Μά οί αστυνομικοί έμειαν στις θέσεις τους μέ τήν ελπίδα υ θά μπορούσαν ίσως μια μέρα νά Λ πορετήσουν τή Νορβηγία. Είναι οο , ’ατικοί, πατο’ώτες Νορβηγοί, νψ*·

5

καί τώρα πιστεύουν δτι ήρθε ή ώρα νά μας βοηθήσουν.

Ο

Κένυον κούνησε

τό κεφάλι του. — Καταλαβαίνω. Οί Νορβηγοί ά-' στυνομικοί θά οδηγήσουν τούς κατα­ δίκους στο μέρος τής έκτελέσεως καί στόν δρόμο θά γίνη μιά δραπέτευσις. 'Ωραία. Τό σχέδιο μπορεί νά λειτουργήση. Ό γέρος κούνησε τό κεφάλι του. —Μέ λίγη τύχη...ναί, είπε. Οί ό­ μηροι δέν ξέρουν άκόμα τίποτα γιά τό σχέδιο αυτό. Πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί, ξέρετε. Υπάρχουν πολ­ λοί Κουΐσλιγκ, μερικοί άπό τούς ο­ ποίους εγκαταστάθηκαν εδώ πολλά χρόνια πριν άπό τήν εισβολή. Τώρα τό σχέδιο είναι απλό. Τέσσερα άστυνομικά αυτοκίνητα θά χρησιμοποιη­ θούν γιά τούς ομήρους. "Οταν θά δοθή τό σημείο, οί κατάδικοι θά κυ­ ριεύσουν τά αυτοκίνητα καί θά τά χρησιμοποιήσουν γιά νά ξεφύγουν. θά υπάρχουν εκεί μέσα όπλα καί εκρηκτικές... Ό γέρος σώπασε ξαφνικά. "Ενα διαπεραστικό σφύριγμα άντήχησε μέ­ σα στή νύχτα, έξω. Άμέσως όλοι έτρεξαν πρός τή σκάλα. Τό σφύριγμα ήταν ένα σύνθημα δτι πράκτορες τής Γκεστάπο βρίσκονταν στήν περιοχή. Ό Κένυον βγήκε τελευταίος άπό τό υπόγειο. Οί άλλοι έτρεχαν κιό­ λας μέσα στο ξέφωτο, πρός τό δά­ σος. Όπλοπολυβόλα άρχισαν νά τε­ ρετίζουν. Ό Κένυον είδε έναν άπό τούς γέ­ ρους νά σηκώνη τά χέρια του καί νά πέφτη.


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό Κένυον έπεσε πίσω από ένα κοτέτσι καί έμεινε ακίνητος. Ή μόνη ελπίδα πού είχε ήταν νά μήν άντιληφθουν την παρουσία του. Τριάντα τουλάχιστον πράκτορες τής Γκεστάπο ξεχύθηκαν μέσα στό ανοιχτό διάστημα, προς τό δάσος, από κάθε κατεύθυνσι. Ό Κένυον εί­ δε τό παιδί νά σταματά, νά γυρίζη καί ν1 άρχίζη πυροβολισμούς επάνω σε μια ομάδα Γερμανών. Είδε, μια στιγμή αργότερα, τό παιδί νά τέφτη διάτρητο από σφαί­ ρες. Άπό τούς επτά πατριώτες οι τέσσερις μόνο έφτασαν στό δάσος. Ό Αμερικανός έμεινε ακίνητος, ενώ μια ντουζίνα Γερμανοί πλησία­ ζαν στό αγροτόσπιτο. Ό ένας άπ’ αυτούς άνέφερε τό γεγονός δτι εί­ χαν δή οκτώ άντρες νά μπαίνουν καί μόνον επτά βγήκαν καί τράβηξαν πρός τό δάσος. Ό Κένυον γρύλλισε μέσα του. "Ηξεραν δτι ήταν κρυμμένος κάπου εκεί γύρω. Κάθε διαφυγή ήταν αδύ­ νατη. Τέσσερις Γερμανοί πλησίαζαν κιόλας στό κοτέτσι μέ τά δπλα τους έτοιμα. ,· Ό Κένυον σηκώθηκε αργά, μέ τά χέ­ ρια ψηλά.Για μια στιγμή φοβήθηκε μή­ πως τον έκτελέσουν έπιτόπου. Μά ή­ θελαν, φαίνεται, έναν άπό τούς οκτώ εκείνους άντρες ζωντανό. Ξαφνικά, δυο άπ* αυτούς τόν χτύ­ πησαν στό κεφάλι μέ τις κάννες τών αυτομάτων τους καί ό Κένυον έχασε τις αισθήσεις του. Συνήλθε μέ τήν ϊδια απαλή περιποίησι. "Ενας κουβάς νερό στό πρό­ σωπο καί μια ντουζίνα κλωτσιές στό κορμί.

Ό Κένυον άνακάθησε. Βρισκόταν ^- Μ'Λτ'ί' -.·< ιρ (Λ άπό

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ κάθε έπιπλο. Τέσσερις άντρες στε­ κόταν επάνω του κυττάζοντάς του. Δυο άπ’ αύτούς είχαν ρόπαλα καί άρχισαν νά τόν κτυπουν ώσπου αυ­ τός άνωρθώθηκε, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. ]|*2νας άπό τούς τέσ σερις ήταν αξιωματικός. "Αναψε ενο τσιγάρο καί ξεφύσεσε καπνό στό πρό σωπο του Κένυον. Αύτό ήταν ένο βασανιστήριο, γιατί τό τσιγάρο ήταν μιά καλή Αγγλική μάρκα καί ό Κέ νυον είχε μήνες νά καπνίση καλό τσι γάρο. — Είσαι Αμερικανός, είπε ό άξι ωματικός Νορβηγικά. Κατάσκοπος, έ — Είμαι ανταποκριτής, είπε ό Κέ νυον τρεκλίζοντας πίσω καί άκουμ πώντας τήν πλάτη του στόν τοίχο Ή εισβολή μέ βρήκε εδώ καί έμεινα μέ σκοπό νά γράψω μιαν ιστορία γι· τό τί πραγματικά συνέβη στή Νορ­ βηγία. — *Ά, ναί. Είσαι Αμερικανός είπες; Ό άξιωματικός έχωσε τό χέρι το στήν τσέπη του καί τράβηξε έξω μ ρικά χαρτιά. Ο Κένυον τά άναγνι ρισε. ΤΗσαν τό διαβατήριό του κ< ή ταυτότης του. Ό άξιωματικός πέταξε τό τσιγ ρο του χάμω καί τό πάτησε. Έβγα ένα άλλο, άναψε ένα σπίρτο καί ά γιξε μέ τή φλόγα τήν άκρη τών χοτ τιών του Κένυον. Χρησιμοποίησε τά φλέγόμενα χα. τιά για νά άνάψη τό τσιγάρο κι’ πειτα τά πέταξε χάμω, τά παραιλούθησε νά γίνωνται στάχτη καί χ μογέλασε. — Βέβαια, έχεις χαρτιά για νά ποδείξεις αύτό πού ισχυρίζεσαι ; εΤ' Ό Μπίλ Κένυον δέν απάντησε. —Είσαι, ψεύτης !, συνέχισε ό Γ μανός. Δέν μπορεί νά ύπάρχη έ, Αμερικανός εδώ. Είσαι Νορβηγ' προδότης, θά μου πής ποιοι ήσα\ άνθρωποι εκείνοι μέσα στό αγροί στιτο-καί τί συζητούσατε. Ό Κένυον άνασήκωσε τούς μους του. — 7Ησαν απλοί χωρικοί. Τούς ρ ρακάλεσα νά μέ οδηγήσουν εκεί ν νά μπόρεσα:» νά μάθω άπό τούς Γ \


ΛΑ Υ κυ

ους πώς ζουν καί ποια είναι ή μεταχείρισίς τους. Ό αξιωματικός γέλασε. — ΚΓ άλλο ψέμα I Είστε όλοι κα­ τάσκοποι. Θά σέ πάνε στη ψυλακή και θά σέ κλειδώσουν μαζί μέ μερι­ κούς άλλους. Τό πρωί, θά έκτελεσθήτε όλοι. Τόν έβγαλαν από τό κτίριο σέρ­ νοντας, πέρασαν τόν δρόμο καί τόν έχωσαν ο3' ένα κτίριο από την άλλη μεριά του δρόμου. Ή Γκεστάπο είχε φτιάξει ένα τεράστιο κελί στό υπό­ γειο. ΤΗταν γεμάτο ανθρώπους πού πε­ ρί μεναν νά πεθάνουν. "I*όν έσψρωξαν μέ­ σα καί ή σιδερένια πόρτα έκλεισε. Έκανε ένα —δυό βήματα τρεκλίζοντας καί σωριάστηκε χάμω. Φιλικά χέρια τόν βοήθησαν. Ένας άντρας, μέ κολλάρο κληρικού, γονά­ τισε δίπλα στον καινούργιο μελλο­ θάνατο. — Καλώς ήρθατε, είπε απλά. Ό Κένυον χαμογέλασε. — Ευχαριστώ. Προσπάθησα νά μέ στείλουν εδώ καί τό κατώρθωσα. ’Έχω νέα. Ύπάρχοουν ακόμα ελπί­ δες ! Οί όμηροι πλησίασαν γύρω, μουρ­ μουρίζοντας. Νεκρά · μάτια άρχισαν νά σπιθοβολούν. Βαριεστημένα μυαλά δροσίστηκαν. Ή ελπίδα ήταν ακρι­ βώς εκείνο πού χρειάζονταν οί άν­ θρωποι αυτοί. Ό Κένυον μίλησε γοργά, τούς εξήγησε τό σχέδιο για τήν πρωϊνή απόπειρα δραπετεύσεως καί βρισκό­ ταν άκόμα στη μέση, όταν ό κληριρός του έφραξε ξαφνικά τό στόμα μέ το χέρι του. — Παρακαλώ, είπε μέ φωνή γεμά­ τη καλοσύνη, είναι προτιμώτερο νά μιλάτε ψιθυριστά. Μερικές φορές οί φρουροί στήνουν τό αυτί τους στήν πόρτα. Βοήθησε τόν Κένυον νά άνορθωθή καί τόν ώδήγησε σέ μια γωνιά όπου ένας^σωρός από βρώμικα άχυρα απο­ τελούσε ένα κρεββάτι για εβδομήντα ανθρώπους. Κάθησαν εκεί. Οί άλλοι έμειναν πιωπηλοί. —Δέν έπρεπε νά μιλήσετε ψιθύρι­ σε ό κληρικός. Είμαστε σίγουροι ότι

ένας Κούΐσλιγκ έχει τοποθετηθή άνάμεσά μας, ακριβώς για τήν περίπτωσι πού θά ετοιμάζαμε κανένα σχέδιο δραπετεύσεως. Τώρα ό Κούϊσλιγκ αυτός ξέρει τά πάντα. Ό Κένυον χλώμιασε —Δέν σκέφτηκα ότι... —Βέβαια τέκνον μου, βέβαια. Φο­ βούμαι όμως ότι τώρα κάθε ελπίδα σωτηρίας έχει σβήσει. — Όχι, άν μου δείξετε τόν Κούϊσκιγκ 1, είπε ό Κένυον δυσοίωνα. — Κανένας μας δέν τόν ξέρει, τέκ­ νον μου! Τό μόνο πού ξέρουμε εί­ ναι ότι βρίσκεται άνάμεσα σέ τρεις υπόπτους. —Ποιοι είναι αυτοί οί ύποπτοι ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. —Εκείνος ό κοντόπαχος άντρας, κοντά στό παράθυρο. Είναι ό Έρικ Χόγκλουντ, πανδοχεύς. Έρθε στό χωριό μας δυό χρόνια πριν από τήν εισβολή τών Γερμανών. Τούς άλλους δυό δέν μπορείτε νά τούς δήτε από εδώ, μά θά σάς τούς δείξω, όταν μπορέσω. Ό ένας είναι λιγνός καί υψηλός άντρας μέ κίτρινα μαλλιά. Λέγεται Κούρτ, είναι ψαράς καί εί­ ναι σχεδόν ξένος γιά μάς. — Καί ό τρίτος ; ρώτησε ό Κένυον — Είναι ό Κάρλ Σόμπεργκ. Φορε^ χοντρά γυαλιά καί έζησε τρία χρό νια σέ πλήρη άπομόνωσι επάνω στού~ λόφους. Λέγει πώς είναι ζωγράφΟη καί ήρθε άπό τή Δανία. Μιλεί Γερ. μάνικά κι’ αυτό τόν κάνει ύποπτο.

Ο

Κένυον έγειρε πίσω επάνω στό σωρό τών άχύρων κι’ έκλεισε τά μάτια του. Είχε άφήσει νά τόν συλλάβουν οί Γερμανοί μέ τήν ελπίδα ότι θά τόν έρριχναν στό κελί εκείνο. Καί είχε μιλήσει επίτηδες γιά νά άναγκάση τόν Κούΐσλιγκ,, πού ήξερε πώς υπήρχε άνάμεσα στούς ομήρους, νά έκδηλωθή.. —’Έχω ένα σχέδιο μέ τό όποιο νομίζω ότι μπορούμε νά παγιδεύσουμε τόν προδότη, είπε στόν κληρικό. Μά πρέπει νά μέ άφήσετε μόνο γιά ένα διάστημα καί νά μου δώσετε καιρό γιά νά τό τελειοποιήσω. — Καιρό ; είπε ό κληρικός. "Ε­ χουμε δυόμιση ώρες μπροστά μας


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

’Όχι αρκετές για νά άνακαλύψουμε έναν Κοόϊσλιγκ, νά άναθεωρήσουμε τά σχέδιά μας και νά τά εφαρμόσου­ με. Ό κληρικός απομακρύνθηκε καί έδωσε κάποια δικαιολογία στους συντρόφους του γιά την άπομόνωσι του Κένυον. Ό Κένυον έμεινε ξαπλωμένος ε­ πάνω οπόν σωρό μέ τά άχυρα, δι­ ώχνοντας κάθε άλλο πράγμα άπό τό μυαλό του καί προσπαθώντας νά βρή έναν τρόπο νά έξακριβώση την ταυτότητα του Κούϊσλιγκ. Τριάντα λεπτά πέρασαν έτσι. Μέ­ σα άπό τά μισόκλειστα βλέφαρά του, ό Κένυον είδε τούς άλλους δυο υ­ πόπτους, τον Κούρτ καί τον Κάρλ Σόμπεργκ. Τίποτα επάνω τους δέν φανέρωνε την προδοσία, πού ’ίσως γέμιζε τη σκέψι τους. Ό ντέτεκτιβ γύρισε μπρούμυτα επάνω στο άχυρο άνακατεύοντάς το μέ τά δάχτυλά του. "Επρεπε νά υπήρχε κάποιος τρό­ πος. Οί ζωές εβδομήντα άνθρώπων —καί ή δική του— κρέμονταν άπό μιά καθαρή έμπνευσι. ' ’Άν ό Κούϊσλιγκ έβγαινε άπό τή μέση, ύπήρχε μιά έλαφρή ελπίδα νά πάνε όλα καλά. ΤΗταν φανερό δτι οί Γερμανοί δέν ήξεραν τίποτα γιά τό σχέδ'ο δραπετεύσεως. Ό Κένυον μάζεψε άργά κομμα­ τάκια άπό άχυρο. Μεθοδικά μέτρησε εβδομήντα ένα κομμάτια καί, κρατών­ τας τα στό χέρι του σηκώθηκε. — Κύριοι, είπε, μολονότι οί πιθα­ νότητες μιας έπιεικίας είναι σχεδόν μηδαμινές, δέν μάς μένει παρά ζητή­ σουμε τό έλεος τών Γερμανών. Δέν μπορούμε νά άγνοήσουμε αυτή τή μικρή ελπίδα. Τό σχέδιό μας γιά δραπέτευσι τήν αυγή μπορεί νά μή λειτουργήση. Θά έπρεπε πρώτα νά ζητήσουμε έλεος. 'Ένας άπό μάς πρέ­ πει νά άντιπροσωπεύση όλους μας. Η^υττάζοντας μέσα άπό τά χοντρά γυαλιά του, ό Κάρλ Σόμπεργκ πλησίασε κάπως περισσό­ τερο άπ’ όσο έπρεπε γοργά. — θά πάω εγώ, είπε. Γνωρίζω τόν Διοικητή. Ζωγράφισα τό πορτραϊτο του εδώ καί δυό μήνες. Θά δεχτή νά άκούση.

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ Ό Κένυον συνωφρυώθηκε. —Δέν είναι ζήτημα εθελοντών αύτό. Ό καθένας εδώ μέσα θά δε­ χόταν νά άντιμ'ετωπίση τόν Διοικη­ τή. Τό γεγονός ότι του κάνατε τό πορτραϊτο δέν σημαίνει τίποτα. Σάς εξανάγκασαν νά τό κάνετε. Δέν δια­ φέρετε άπό τούς υπολοίπους μας, φίλε μου. —Μά κάποιος πρέπει νά πάη, εί­ πε ό Σόμπεργκ. — Ναι, καί αυτός ό κάποιος, πού θά άναλάβη αύτή τήν ευθύνη, μπορεί νά ύποστή ξύλοδαρμό μέχρι θανάτου γιά τό θράσυς του. Ό άνθρωπος πού θά πάη,στόν Διοικητή πρέπει νά εί­ ναι προετοιμασμένος νά αντιμετώπι­ ση αύτή τήν τιμωρία. Επομένως, πιστεύω ότι ή τύχη πρέπει νά άποφασίση ποιός θά πάη. Ό Σόμπεργκ υποχώρησε ένα—δυό βήματα κι’ έμεινε σιωπηλός. Ό Κέ­ νυον έδειξε τά άχυρα πού κρατούσε. —Μάζεψα έβδομήντα ένα άχυρα. ’Έχουν διάφορα μεγέθη, μά ένα εί­ ναι τό πιό μικρό, άπ’ όλα τ’ άλλα. "Οποιος πάρη τό μικρό άχυρο θά πάη στόν Διοικητή. Γιά νά μή χωρέση περίπτωσις έξαπατήσεως, μερικά άπό τά άχυρα εΐναι πολύ κοντά, μά μόνο ένα είναι τό πιό κοντό. Συμ­ φωνείτε όλοι ; Ακολούθησε ένα ομαδικό μουρμούρισμα επιδοκιμασίας. Ό Κένυον κάλεσε τόν κληρικό καί του παρέδω­ σε τά άχυρα. Τά έβαλαν μέσα σ’ένα καπέλλο. Οί άντρες μπήκαν στή σει­ ρά καί, περνώντας μπρός άπό τόν κλη­ ρικό, έπαιρνε ό καθένας άπό ένα ά­ χυρο. Ό Κένυον ήταν τελευταίος. Γύρισε καί άντιμετώπισε τό πλή­ θος. —Τό μικρό άχυρο, είπε, είναι μό­ νο έξη πόντους μακρύ, ίσως καί πιό κοντό. "Οποιος, λοιπόν, έχει ένα ά­ χυρο τόσο κοντό άς τό δηλώση. Ό Χόγκλαντ, κοντός καί παχύς πήγε πιό κοντά στόν Κένυον καί ά πλωσε τό χέρι του. Σιωπηλά, έδωσ τό άχυρό του. Ό Κένυον τό πήρε καί κούνησε τ κεφάλι του. * — Φαίνεται ότι εσάς διάλεξε ή τϊ χη, εΐπε. Τώρα πρέπει νά συμφων σουμε σχετικά μέ τό τί θά πήτε... —Σταθήτε, είπε κάποιος.


ΑΧΥΡΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

^Ηταν ό Κούρτ, ό ψηλότερος ψαράς. Πλησίασε δειλά, άπλώνοντας κΤ αυτός τό χέρι του. — θέλω νά είμαι εντάξει, είπε συνεσταλμένα. Τό άχυρό μου δεν εί­ ναι πολύ μακρύ.

Ο

Κένυον συνέκρινε τά δυο άχυρα γοργά. — Εχετε δίκιο. Τό δικό σας είναι πολύ πιό κοντό, θά δεχόσαστε νά πάτε έσεις ; Ξέρετε τι μπορεί νά σάς κάνουν ; — Ναι, μά δέν φοβούμαι. "Αλλω­ στε. ό πόνος δέν μπορεί νά κράτηση πολύ. Σέ λιγώτερο άπό δυό ώρες, δλοι μας θά είμαστε νεκροί, άν δέν δραπετεύσουμε. "Ισως, άν πάω τώρα αμέσως, οί Γερμανοί θά πιστεύουν δτι έγκαταλείψαμε κάθε ελπίδα και θά αισθανθούν περισσότερη ασφά­ λεια. — Βέβαια, είπε ό Κένυον σκυθρω­ πά. Είστε άνδρεϊος... καί προδότης I Είστε ένας Κούϊσκλιγκ I Ό Κούρτ γύρισε άπότομα καί ώρμησε ανάμεσα στό πλήθος. "Εφτασε στήν πάρτα καί άνοιξε τό στόμα του για νά καλέση τούς φρορούς. Μά ή κραυγή δέν βγήκε ποτέ άπό τά χείλη του, γιατί ό Κένυον -ρίχτη­ κε επάνω του σάν άστραπή. Ή πα­ λάμη του σφράγισε τό στόμα - του προδότη καί τά δυνατά μπράτσα του τόν τράβηξαν στό πάτωμα. — Δόστε μου ένα σακκάκι, διέταξε. Αυτό πρέπει νά γίνη γοργά καί ήσυΧ«·β Ό κληρικός πλησίασε. —Μά είστε βέβαιος, τέκνον μου ; Δέν μπορούμε νά άφαιρέσωμε τη ζωή ενός άνθρώπου μέ βάσι άπλές υπο­ ψίες. Ό Κένυον σήκωσε τό κεφάλι του. —Δέν έκανα λάθος, είπε. —Μά πώς μπορείτε νά τό ξέρετε; ρώτησε κάποιος. Υποψιαζόμαστε τόν Κούρτ μόνο επειδή ήταν πολύ άσήμαντος γιά νά κρατηθή ώς όμηρός. —Τό άχυρο τόν πρόδωσε, είπε ό Κένυον σφίγγοντας τόν λαιμό του άνθρώπου γιά νά τόν έμποδίση νά ψωνάξη. 'Ύπήρχε, βέβαια, ένα άχυρο πιό κοντό άπό τ’ άλλα, μά εγώ ήξε­ ρα τό ακριβές μήκος του. Τό μέτρη­

9

σα επάνω στό δάχτυλό μου. "Ηξερα δτι ό προδότης δέν θά έχανε τήν ευ­ καιρία νά β^ή άπό εδώ μέσα καί νά πή στούς Γερμανούς γιά τό σχέδιο. "Ηξερα δτι, γιά νά τό πετύχη αυτό, θά έκοβε τό άχυρό του καί θά τό έ­ κανε πιό μικρό. Ό Κούρτ τό έκανε αυτό. Δόστε μου ένα σακκάκι. Αίγα λεπτά άργότερα, ό Κένυον σηκώθηκε κΓ έδωσε πίσω τό σακκάκι μέ τό όποιο εΐχε πνίξει τόν προδότη "Αρχισε άμέσως νά δίνη διαταγές. Δέν έμενε πολύς καιρός άκόμα καί εΓχαν πολλά νά κάνουν. Υπήρχε μιά παλιά σκούπα μέ ξύλο, σέ μιά γωνιά. 'Ο Κένυον έσπα­ σε τό ξύλο στή βάσι τής σκούπας καί μέ τή βοήθεια δυό άλλων προε­ τοίμασε τόν νεκρό. "Οταν, τέλος, βαρείες μπόττες καί κλαγγές οπλών άνήγγειλαν τήν άφιξι τών φρουρών, οί κρατούμενοι ήσαν έτοιμοι.

Η πόρτα του κε­ λιού άνοιξε διάπλατα. Οί άντρες, εί­ χε μάθει ό Κένυον, έβγαιναν άπό τά κελιά του θανάτου σέ φάλαγγα κατά τριάδας. "Ενας άξιωματικός μετρούσε κάθε τριάδα πού έβγαινε άπό τό κελί. Μέτρησε έτσι εβδομήντα έναν άν­ τρες. Μερικοί άπό τούς μελλοθανά­ τους φορούσαν μακρυά παλτά, μέ τούς γιακάδες σηκωμένους γιά νά προστατεύωνται άπό τόν παγερό άέρα. Οί φρουροί δέν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή σέ μιά τριάδα άντρών, πού βάδιζαν πλάϊ—πλάϊ. Είχαν κΓ οί τρεις τους σηκωμένους τούς γιακά­ δες τους καί εκείνος, πού προχωρού-


ΊΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΧΥΡΟ

σε στη μέση, φαινόταν να βαδίζη νεβή τά σκαλοπάτια τού αυτοκινήτου στητός, σάν να ήθελε νά δείξη στους καί άλλοι τόν βοήθησαν. Γερμανούς ότι ήταν περήφανος πού Ό Κένυον, πού είχε άνεβή πρώ­ βάδιζε στόν θάνατο. τος, άρπαξε τόν άνθρωπο καί τόν Τά πόδια τους σέρνονταν χάμω τράβηξε έπάνω. περίεργα και έκαναν πολύ θόρυβο. Μέσα σέ λίγα λεπτά, τά αυτοκί­ Συγκεντρώθηκαν σε μια άλλη νητα ήσαν γεμάτα. Νορβηγοί άστυπόρτα, πού άνοιξε καί τέλος ώδηγήνομικοί άνέβηκαν επίσης σ’ αύτά. Δέ­ θηκαν σε μια πλατειά σκάλα, μπρο­ κα άπ’ αυτούς άνέβηκαν σέ άνοιχτά στά στη φυλακή. αυτοκίνητα, πού θά ουνώδευαν τήν Έκεϊ μπήκαν στη σειρά. Κάτω, πουπή. Τά τέσσερα αύτοκίνητα μέ τέσσερα κλειστά αυτοκίνητα ήσαν τους μελλοθανάτους άρχισαν νά κι­ σταματημένα κοντά στά σκαλοπάτια. νούνται. Κοντά τους στέκονταν Νορβηγοί αστυ­ Βρίσκονταν εκατό περίπου βήμα­ νομικοί μέ πιστόλια στά χέρια. τα άπό τά σκαλοπάτια τής φυλακής, Ένας αξιωματικός προχώρησε όπου στέκονταν ό Διοικητής καί οί κατά μήκος τής γραμμής των μελλο­ άντρες του, όταν τό τελευταίο αύτοθανάτων. Οί περισσότεροι είχαν τά . κίνητο έκοψε ταχύτητα. κεφάλια τους σκυφτά καί χωμένα Ένας άντρας τινάχτηκε άπό τ® στούς γιακάδες τους. πίσω μέρος τού αυτοκινήτου καί Έκανε πολύ κρύο καί ήταν ακό­ βρόντησε χάμω. μα σκοτεινά. Ή αυγή δεν θά πρόβαλ­ Τά δυο άνοιχτά αύτοκίνητα μέ λε πριν από μισή ώρα άκόμα καί οί τούς Νορβηγούς άστυνομικούς αύξη­ Γερμανοί ήσαν πάντα ακριβείς σέ σαν ταχύτητα καί μπήκαν επικεφα­ τέτοιου είδους ζητήματα. Τά τουφέ­ λής τής συνοδείας. κια θά μιλούσαν άκριβώς τήν αυγή. Ό Γερμανός Διοικητής οΰρλιαξε Δεν ύπήρχαν χωρικοί στούς έρη­ διαταγές, καθώς έτρεχε πρός τόν άν­ μους δρόμους. Ιούς είχαν πή οί θρωπο πού είχε πέσει άπό τό τελευ­ Γερμανοί θά έκτελουσαν επί τόπου ταίο αύτοκίνητο. όσους τολμούσαν ν’ ανοίξουν τήν Έφτασε κοντά στόν άνθρωπο καί πόρτα τους καί νά βγοΰν έξω. φώτισε τό πρόσωπό του μέ τό φανά­ Ό Κένυον, στό κέντρο περίπου ρι του. Έταν ό Κούρτ, ό ψαράς 1 τής φάλαγγος, κράτησε τήν ανάσα Ό άξιωματικός ξέσπασε σέ βλαστή­ του. Μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα, τό μιες καί διέταξε τούς άντρες του ν’ πιο έπικύνδυνο σημείο τού σχεδίου άνοίξουν πύρ. ,, του θά κρινόταν. 'Όπλα γάβγισαν, άλλα οί γλωσσίτσες φωτιάς ήρθαν άπό τό μέρος Ό αξιωματικός βάδιζε αργά, πο­ τών αυτοκινήτων. Ό Διοικητής δι­ λύ κοντά στή γραμμή των καταδί­ πλώθηκε στά δυο κΓ έπεσε έπάνω κων. Καθώς προσπερνούσε τον Κέ­ στόν νεκρό προδότη. νυον, ό Αμερικανός είπε δ υό λέξεις Φρουροί ξεχύθηκαν άπό τούς στρα­ στή Γερμανική γλώσσα : τώνες. Μά ήσαν άκόμα σχεδόν κοι­ —Τίποτα άκόμα. μισμένοι καί μισόγυμνοι καί άποτεΠρόσφερε αυτές τις λέξεις ψιθυ­ λούσαν περίφημους στόχους γιά τούς ριστά, σάν νά ήσαν προωρισμένες Νορβηγούς έπάνω στ’ αύτοκίνητα. μόνο γιά τόν αξιωματικό. 7Ηταν ό Ύπήρχαν πολλά πιστόλια μέσα στ’ Διοικητής των Ναζί. Προχώρησε ως αύτοκίνητα καί πολλές χειροβομβίδες, τό τέλος τής φάλαγγος καί έδωσε πού άρχισαν νά σκάζουν γύρω άπό μια διαταγή. τούς Γερμανούς. Οί Νορβηγοί άστυνομικοί πλησία­ σαν καί παρήλαβαν τούς καταδίκους. Πριν μιά ώργανωμένη δίωξις προλάβη νά όργανω]ϋάτω από τήν έθή, τά τέσσερα αύτοκίνητα μέ τούς πίβλεψί τους, οί όμηροι προχώρησαν καταδίκους καί τ.ά δυο μέ τούς α­ σιωπηλά πρός τά αυτοκίνητα. Ό έ­ νας άπ’ αυτούς δυσκολεύτηκε νά άσυνέχεια στή σελίδα 48)


Μια περιπέτεια τοϋ Σάϊμον Τέμπλαρ υπό

ΛΕΣΛΙ ΤΣΗΡΤΡΙΣ

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ

ΠΕΡΙΓΚΟ "Όπου ό Σάϊμον Τέμπλαρ^ ό έπονομαζόμε νος "Αγιος, προσπαθεί νά βρή μια φούχτα δια^ μάντια, διαπληκτίζεται μέ μια γεροντοκόρη για δνα μπαούλο και παραδίδει στην αστυνομία §ναν δολοφόνο ! / 1

Ή ιστορία αυτή άρχισε ένα πρωί πού ό "Αγιος, έπειτα από μερικές εβδομάδες άδρανείας, δοκίμασε ξαφνι­ κά την ανάγκη νά κάνη μια καινούρ­ για τρέλλα. — Πάτ, είπε στην όμορφη συνοδό του, εΐμαι πεπεισμένος ότι πλησιάζει ή μέρα πού ό Ισίδωρος θά δεχτή νά συμπληρώση τό ποσό των καταθέ­ σεων κάποιου Σάϊμον Τέμπλαρ...

— Σέ ξανάπιασε πάλι !, μουρμού­ ρισε ή Πατρίτσια. ΕΤσαι τρελλός; —Εντελώς I Εξάλλου, άν θέλης νά γυρίσης καί νά ρίξης μιά ματιά στο ημερολόγιο... — Ξέρω, αναστέναξε αυτή. "Εχουν περάσει άκριβώς έξη εβδομάδες από τότε πού ό Επιθεωρητής Κλαύδιος Τήλ ήταν εδώ έξωφρενών εναντίον σου. Δεν ξέχασε τήν ταπείνωσι, πού του έκανες βάζοντας πρεσβευτές καί πρίγκηπες νά επιβεβαιώσουν τό άλ­ λοθι σου. Ή μνησικακία του είναι


12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πεισματάρικη. Άπό την ήμερα εκείνη, δυο άπό τά καλύτερα λαγωνικά του επιβλέπουν διαρκώς τό σπίτι αυτό... —Τό ξέρω, είπε ό Σάϊμον. -—-Τότε ; —Τότε, απάντησε αυτός, άρχισα νά πλήττω έπικίνδυνα καί μου ήρθε στο μυαλό ό Ισίδωρος. — Μά ποιός είναι αυτός ό Ισίδω­ ρος ; ρώτησε-ή Πατρίτσια. Ό Σάϊμον Τέμπλαρ έμεινε γιά λί­ γο σκεπτικός. —"Εχουμε πολλά νά κερδίσουμε είπε μέ όνειροπόλο ύψος χωρίς νά άπαντήση στήν έρώτησι τής Πατρίτσιας. "Εχουμε έπίσης νά πάρουμε καί νά δώσουμε χτυπήματα καί νά άρπάξουμε εναν-δυό παληανθρώπους άπό τόν γιακά. Τί άλλο μπορούμε νά έπιθυμήσουμε, μικρούλα μου ; Εξάλ­ λου, έμαθα χτες τό βράδυ δτι ό Κλαύδιος άρχισε νά ένδιαφέρεται για τις κινήσεις καί τή συμπεριφορά του Ισιδώρου. Δεν εΐναι ή πιο κατάλλη­ λη στιγμή νά μπούμε κι* έμεϊς στό χορό; Ή Πατρίτσια άναστέναξε.

ταν ό Φράνκ Χόρμερ άποβιβάστηκε στό Σαουθάμπτον, ό έπιθεωρητής Πήτερς, ειδικά έπίψορτισμένος στό νά έπιβλέψη τήν άφιξί του, δεν τόν άναγνώρισε καθώς κατέβαι­ νε άπό τό πλοίο. Ό Φράνκ είχε άψήσει νά φυτρώ­ σουν τά γένια του καί έδειξε ένα διαβατήριο μέ ένα όνομα, πού ό νουνός του δέν είχε ποτέ σκεφτή νά του δώση. Είχε συμβή ένα έλαφρό άτύχημα, μά αυτό είχε γίνει στή Νότια 5Αφρική : κάποιος είχε παρακολουθήσει

Ο

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ τόν Χόρμερ, άπό τό Γιοχάνεσμπουργκ ώς τό Ντούρμπαν. Ό άνθρωπος αυτός δεν είχε πά­ ρει άρκετές προφυλάξεις, γιατί 6 Χόρμερ είχε άπαλλαγή άπό αύτόν τήν παραμονή τής ήμέρας πού θά ξεκινούσε γιά τήν Αγγλία. Ό Φράνκ εΐχε πάντα δυό πιστόλια έπάνω του καί τά χρησιμοποιούσε πολύ έπιδέξια. Ό μόνος άνθρωιτος, που γνώριζε τό έπεισόδιο αύτό ήταν κάποιος Έλντερμαν, ένας μικρόσωμος Εβραί­ ος πού είχε χρηματοδοτήσει τήν άποστολή καί είχε χορηγήσει τό πλα­ στό διαβατήριο. Ό Χόρμερ είχε κάνει πολλές φο­ ρές λαθρεμπόριο διαμαντιών και. είχε δείξει μιά έξαιρετικά μεγάλη σύνεσι σέ όλες τις περιπτώσεις. Εντούτοις, μέσα στό τραίνο πού τόν μετέφερε στόν σταθμό του Βατερλώ, άφησε τόν εαυτό του νά κάνη όνειρα γιά ιό μέλλον, θά άγόραζέ μέ τό μερίδιό του μιά βίλλα στή Ρι­ βιέρα... "Ετσι, ή χέπαγρύπνησίς του χαλά­ ρωσε κάπως στό διάστημα τών τε­ λευταίων μιλίων του ταξιδιού του καί κάποιος Περίγκο έπωφελήθηκε, άνάμεσα στό Σαουθάμπτον καί στόν σταθμό του Βατερλώ, γιά νά στ'είλη στόν άλλον κόσμο τόν Φράνκ Χόρ­ μερ, πού έξαφανίστηκε έτσι άπό αυ­ τή τήν ιστορία τόσο γοργά όσο εΐχε έμφανιστή. Ό Σάϊμον Τέμπλαρ όγνοουσε ό­ λα αυτά. Τό ένδιαφέρον, πού έπρόκειτο νά δοκιμάση γιά τόν κ. Περί­ γκο γενικά, καί τό παντελόνι αύτου του τελευταίου είδικώτερα, άνεπτύχθη πολύ άργότερα. Μά ό 'Άγιος είχε άκούσει νά μι- ■ λουν γιά όλα αύτά τά πρόσωπα. Οί κύκλοι, στούς οποίους άνήκαν οί άνθρωποι αυτοί, είχαν πάντα προκαλέσει τήν περιέργεια του Σάϊμον καί αυτή ή περιέργεια τόν έσπρωξε, τό ϊδιο έκεϊνο βράδυ, νά πάη νά δή τόν Ισίδωρο "Ελντερμαν. Μά έκεϊνο πού προεϊχε γιά τόν 'Άγιο ήταν νά βγή άπό τό σπίτι του χωρίς νά τόν δοϋν οί άστυνομικοί του Έπιθεωρητου Τήλ. Τό πράγμα αυτό ήταν δυνατόν, χάρις σέ ώρισμένες τροποποιήσεις


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ πού ό "Αγιος είχε κάνει σέ τρία σπί­ τια, πού συνώρευαν με τό δικό του, Ό Σάϊμον Τέμπλαρ είχε αγορά­ σει τά γειτονικά σπίτια, είχε κατα­ σκευάσει ένα μυστικό πέρασμα, πού περνούσε άπό τά σπίτια αυτά, κι* έ­ πειτα είχε νοικιάσει τά κτίρια γιά νά κάλυψη την ϋπαρξι του περάσμα­ τος, πού έβγαζε σ’ ενα γκαράζ, στόν διπλανό δρόμο. Στις εννέα ή ώρα, εκείνο τό βρά­ δυ, ό Σάϊμον Τέμπλαρ, ντυμένος κομψά σηκώθηκε καί χώθηκε στο μυ­ στικό πέρασμα, πού θά του έβγαζε άπό τό σπίτι, χωρίς οί αστυνομικοί νά'άντιληφθούν τίποτα. νώ ό Σάϊμον Τέμπλαρ ξέφυγε έτσι άπό την έπιτήρησι των ανθρώπων του Τήλ, ό Περίγκο κατευθυνόταν επίσης πρός τό σπίτι τού Ισιδώρου ’Έλντερμαν. Ό Ιταλός ήλπιζε νά βρη τον ’Έλντερμαν μόνο στό σπίτι του, για­ τί ήταν ανυπόμονος νά του άποδώση λογαριαμό καί άναψορά σχετικά με την αποστολή πού του είχε άνατεθή. *Όλα είχαν έξελιχθή όπως ό Ε­ βραίος είχε προβλέψει : Ό Χόρμερ είχε κάνει τό λάθος νά πάρη ενα ι­ διαίτερο διαμέρισμα στό τραίνο. Ό Περίγκο είχε παρουσιαστή, φορώντας ένα καπέλλο έλεγκτοΰ του τραίνου, καί είχε αίφνιδιάσει τόν μοναχικό ταξιδιώτη. Στόν σταθμό όμως τού Βατερλώ ένας επιθεωρητής τής υπηρεσίας είχε αναγνωρίσει τόν Ιταλό, πού τό εΐχε βάλει στά πόδια γιά νά σωθή. Τό σπίτι του ’Έλντερμαν ήταν το­ ποθετημένο κοντά στό Πάρκο τής Άντιβασιλείας. Ό Περίγκο έφτασε εκεί ακολουθώντας έναν περιστροφι­ κό δρόμο καί πίεσε τό κουδούνι—δυο γοργά χτυπήματα κι* ένα παρατεταμένο —, όπως οί δυο συνεταίροι εί­ χαν συμφωνήσει. Ή είσοδος τού σπιτιού ήταν σέ μιάν αύλή, άπό τήν άντ'θετη πλευρά τής προσόψεως πού έβλεπε στό πάρκο. Ένώ περίμενε νά τού ανοίξουν, ό Ιταλός δεν εΐδε τόν Σάϊμον Τέμπλαρ, γιά τόν άπλούστατο λόγο ότι αυτός ό τελευταίος έμπαινε τήν ίδια στιγμή στό κτίριο άπό ενα άπό τά παράθυ­ ρα, πού έβλεπαν στό πάρκο.

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

Ό ’Έλντερμαν ήρθε νά άνοιξη τήν πόρτα καί άναγνώρισε τόν επισκέπτη του. —"Αργησες, είπε. Τά βλέφαρα τού Εβραίου άνοιγόκλεισαν πίσω άπό τά χοντρά γυαλιά του, μέσα σ’ ένα πρόσωπο χλωμό καί στενό. Μιλούσε με φωνή άπαθή, χω­ ρίς καμμιά συγκίνησι. —Αναγκάστηκα νά τό βάλω στά πόδια, στόν σταθμό, εξήγησε ό Πε­ ρίγκο. "Εβγαλε τό παλτό του καί τό πέταξε επάνω σέ μιά καρέκλα τού χώλ, ένώ ό Εβραίος κλείδωνε τήν πόρτα, γυρίζοντας τό κλειδί δυό φορές. Γύρισε καί κύτταξε τόν Ιταλό καχύποπτα. — Μήπως σέ παρακολούθησαν ; · — Όχι. Τού ξέφυγε τού επιθεω­ ρητή εκατό βήματα άπό τόν σταθμό. —Καί... τά υπόλοιπα πήγαν καλά; — Μέσα στό τραίνο, ναί. Μά, στόν σταθμό τού Βατερλώ, μέ είδε ό Ε­ πιθεωρητής Χέντερσον. Μόρφασε κωμικά καί συνέχισε: —"Οταν μάθει ότι άνακάλυψαν τό πτώμα του Χόρμερ μέσα σ’ ένα διαμέρισμα τού τραίνου, θά βάλη κακό στό νού του... —Σκότωσες τόν Χόρμερ ; ρώτησε ό ’Έλντερμαν χωρίς νά ύψώση τή φωνή, —Δεν μπόρεσα νά κάνω διαφορε­ τικά, είπε ό Περίγκο. Διψώ. Ό Ττσλός δέν έδειχνε περισσότε­ ρη συγκίνησι άπό τόν συνένοχό του : είχε δουλέψει πολύν καιρό στό Σικάγο, άπ’ όπου είχε φύγει γιά τόν Καναδά, έπειτα άπό μιά ντουζίνα δολοφονίες. Ό ’Έλντερμαν άνέβηκε τή σκάλα, πού ώδηγοΰσε στό πρώτο πάτωμα, μέ τόν Περίγκο. ξοπίσω του. —’Έχεις τό εισιτήριό μου ; ρώτη­ σε ό Ιταλός. — Ναί. θά φύγης μέ τό Μπερεγ κ ά ρ ι α αύριο βράδυ. Είσαι τόσο βιαστικός ; ^ —Ναί. Σ’ αυτή τή χώρα, κρεμούν πολύ εύκολα τούς ά\?θρώπους. θά πάρω τό μερίδιό μου άπό τά διαμάν­ τια καί θά πάω νά τά ρευστοποιήσω στήν Αμερική. Ό ’Έλντερμαν άνασήκωσε τούς ώμους του, άνοιξε τήν πόρτα τού


14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γραφείου του καί έκανε δυο βήματα μπροστά. Ό Περίγκο εκανε μόνο ένα. Σταμάτησαν κΓ οί δυό μαζί, με τό στόμα ορθάνοιχτο. —Περάστε μέσα, φίλοι μου, είπε ευγενικά ό "Αγιος.

ϊ 7Ηταν ξαπλωμένος στήν πολυθρό­ να τοϋ ’Έλντερμαν καί κάπνιζε ενα τσιγάρο. §§£Στό δεξιό χέρι του κρατούσε ενα πιστόλι. Ό Περίγκο κατάλαβε καί δέν κινήθηκε. Ό μικρόσωμος Εβραίος φαινόταν υπνωτισμένος άπό τή γα­ λάζια λάμψι του πιστολιού. — Σαν στο σπίτι σας, εΐπε ό Τέμπλαρ. Περίγκο, έχετε την καλοσύνη νά κλείσετε την πόρτα; Πώς είναι ό Φράνκ Χόρμερ ; Ό Ιταλός. " πού . έκλεινε κιόλας την πόρτα, άνασκίρτησε απότομα μέ τρόμο καί κύτταξε τόν "Αγιο μέ ένα είδος προληπτικού φόβου. —Τί ξέρετε εσείς για τόν Φράνκ ; γρύλλισε. 'ώ_Πολλά πράγματα, απάντησε νωχελικά ό Σάϊμον. Κλείστε λοιπόν εντελώς την πόρτα, φίλε μου. Πολύ καλά. Γιατί στείλατε κάποιον στο Ντούρμπαν, ’Έλντερμαν ; Δέν ήταν άπαραίτητο. θά ήταν αρκετό νά πε­ ριμένετε τόν Φράνκ στό Σαουθάμπτον. Καθήστε λοιπόν ! Διψάτε ; —Ποιός είστε : ρώτησε ό Πε­ ρίγκο. Ό Σάϊμον γύρισε πρός τόν ’Έλν­ τερμαν καί χαμογέλασε. —Μήπως εσείς ξέρετε ποιός εί­ μαι, Ισίδωρε ; ρώτησε.

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ Ό Έλντερμάν κούνησε άρνητικά τό κεφάλι του καί πέρασε τή γλώσσα του επάνω άπό τά στεγνά χείλη του. Ό Τέμπλαρ σηκώθηκε. — Καθήστε, έπέμεινε. Ανάγκασε τούς δυό άντρες νά καθήσουν καί έπωφελήθηκε άπό τήν εύκαιρία νά ψάξη τόν Περίγκο καί νά ιόν άπαλλάξη άπό ένα βαρύ πιστόλι, Έπειτα στάθηκε όρθιος, μέ τήν πλάτη στό τζάκι, πα(ζοντας μέ τό πιστόλι του πού ή κάννη του πήγαινε πότε πρός τόν έναν καί πότε πρός τόν άλλον άπό τούς δυό συνενόχους. — Δέν έχω καμμιά πρόθεσι νά σάς έξαπατήσω, εΐπε. Είμαι ό "Αγιος. Περίμενε νά συνέλθουν οί δυό άκροατές του άπό τήν έκπληξί τους, καί συνέχισε : — Εΐμαι εκείνος πού, τόσον καιρό τώρα, επιθυμείτε νά συναντήσετε. Δέν σάς μένει παρά μόνο νά δεχθήτε τό πράγμα μέ εύθυμη καρδιά. Νά πώς έχουν τά πράγματα : Επιθυμώ νά πάω νά μείνω ένα διάστημα στήν έξοχή καί διαπίστωσα ότι ό λογα­ ριασμός μου στήν τράπεζα δέν είναι πιά τόσο μεγάλος όσο φανταζόμουν. Μοϋ λείπουν μερικές λίρες. Έτσι, είμαι αναγκασμένος νά προκαλέσω έκ μέρους σας μιά χειρονομία γενναι­ όδωρη καί... αύθόρμητη. ί

δυό άνθρωποι τόν άκουγαν σιωπηλοί. Έπειτα άπό μερικά δευτερόλεπτα, ό Περίγκο πήρε τόν λόγο. — Τί έπιθυμεϊτε ; γρύλλισε. — Διαμάντια. —Ποιά διαμάντα ; 'Η φωνή του Ιταλού τρέμισε ε­ λαφρά, προφέροντας τις λέξεις αύτές. Ό "Αγιος χαμογέλασε. —Τά διαμάντια πού πήρατε άπό τόν Φράνκ Χόρμερ καί πού αύτός είσήγαγε λαθραία στήν Αγγλία. Τά διαμάντια, πού αύτή τή στιγμή βρί­ σκονται έπάνω σας, αγαπητέ μου Περίγκο. —Δέν ξέρω γιά τί μού μιλάτε. —Όχι ; Μήπως ό Ισίδωρος ξέ­ ρει ; Ό Εβραίος δέν άπάντησε κι’ ό Σάϊμον κούνησε θλιβερά τό κεφάλι του. —Κρατάτε τή συνετή σιωπή τού

Ο


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟΥ ΠΕΡΪΓΚο

15

συνωμότου είπε, μά θά σας ζητήσω επίσης νά μείνετε εντελώς ουδέτερος. "Εβγαλε ένα στέρεο σκοινί άπό την τσέπη του σακκακιοϋ του. Στην άκρη τοϋ σκοινιού ύπήρχε μια θηλιά έτοιμη. Ό Σάϊμον έκανε δυο βήματα πρός τήν καρέκλα του "Ελντερμαν, πέρασε τό σκοινί γύρω άπό τούς ώ­ μους τοϋ Εβραίου καί τόν έδεσε επάνω στή ράχη τής καρέκλας. "Εκανε δλη αυτή τη δουλειά μέ τό ένα χέρι, ενώ μέ τό άλλο άπειλοϋσε τόν Ιταλό μέ τό πιστόλι του. "Οταν ό Τέμπλαρ έδεσε τόν "Ελ­ ντερμαν, γύρισε πρός τόν Περίγκο. — Που εΐναι τά διαμάντια; μουρ­ μούρισε. Ό Περίγκο μόρφασε καί άπάντησε, μιλώντας νωχελικά μέ τη γωνιά τών χειλιών του, μέ τόν τρόπο τών Αμερικανών γκάγκστερς : —Είναι εκεί όπου δέ θά τά βρήτε ποτέ. Ό Σάϊμον άνασήκωσε τούς ώμους του. — Θά τό δοϋμε αυτό, είπε. Κύτταξε προσεκτικά τόν Περίγκο. Ό άνθρωπος εκείνος είχε κρυμμένα επάνω του διαμάντια άξίας έκατό χιλιάδων λιρών, πού δέν έπιαναν πο­ λύ χώρο. ^Ηταν εύκολο νά τόν ψάξη, μά ό Σάϊμον προτιμούσε τή δυσκο­ λία. I —Τό σακκάκι σας καί τό παντε­ λόνι σας δέν ταιριάζουν μεταξύ τους, είπε ξαφνικά. Ό Περίγκο αναπήδησε. — Στοιχηματίζω, πρόσθεσε ό Σάϊμον, ότι τό ϊδιο συμβαίνει καί στον φτωχό εκείνον φράνκ Χόρμερ.

στήν τσέπη του. Τά ράβει στή φόδρα ένός ρούχου. Αυτό άκριβώς έκανε ό Χόρμερ. Σταθήτε. Γιατί δέν κόψατε τή φόδρα καί δέν πήρατε άπλώς τά διαμάντια ; Άφοϋ μπορέσατε νά δια­ θέσετε τόν καιρό γιά ν’ αλλάξετε ροϋχα, θά μπορούσατε επίσης νά σκί­ σετε τή φόδρα καί νά πάρετε τά δια­ μάντια. Μά αύτό ήταν επικίνδυνο, έ; Γιατί δέν θέλατε νά άνακαλύψη ή άστυνομία τό κίνητρο τοϋ φόνου. Σκο­ τώσατε λοιπόν τόν Χόρμερ καί..."Η­ συχα I Ό Περίγκο είχε μισοσηκωθή, μά ξανακάθησε κάτω άπό τήν άπειλή τοϋ πιστολιοϋ. — Σκοτώσατε τόν Χόρμερ καί άλλάξατε σακκάκι μέ τό πτώμα. Ό περίγκο φάνηκε νά δοκιμάζη ένα είδος άνακουφίσεως. —Δέν ξέρω τί θέλετε νά πήτε, μουρμούρισε. —Τό ξέρετε πολύ καλά, είπε ό "Αγιος γλυκά. Είναι πολύ άργά γιά νά μπλοφάρετε. Βγάλτε τό σακκάκι σας. Ό Τταλός δίστασε γιά μερικά δευτερόλεπτα. "Επειτα, ύπάκουσε μέ τά φρύδια ζαρωμένα. Πέταξε τό σακκάκι του στά πό­ δια τοϋ Σάϊμον, πού άκούμπησε τό ένα του γόνατο χάμω καί, χωρίς νά πάψη νά^σημαδεύη τόν Περίγκο, πα­ σπάτεψε το ροϋχο μέ τήν παλάμη του, ψάχνοντας νά βρή κατά μήκος τών ραφών τις μικρές, σκληρές προε­ ξοχές, πού θά άπεκάλυπταν τήν πα ρουσία τών διαμαντιών. Μά τά διαμάντια δέν ήσαν πουθε νά μέσα στή φόδρα τοϋ σακκακιου

ξέσπασε σέ γέλια, γιατί τό πρόσω·—* πο τοϋ Τταλοϋ έδειχνε, μέ τήν περίτρομη έκπληξί του, ότι ό "Αγιος δέν είχε πέσει έξω. —Γ ιά τί πρόκειται ; γρύλλισε ό Περίγκο άνακτώντας τήν ψυχραιμία του. Δέν καταλαβαίνω. —"Ας άκολουθήσουμε μιά σειρά συλλονισμών, είπε ό Σάϊμον. Τά δια­ μάντια, πού ό Φράνκ είχε προμηθευ­ τή παράνομα καί πού σκόπευε νά είσαγάγη^λαθραϊα στήν Αγγλία, πρέ­ πει νά ήσαν κρυμμένα μέ μεγάλη προ®·°Χή· Δέν τά βάζει κανείς άπλώς

κπληκτος/ -ξανάψαξε. Δέν μποροϋ σε νά είχε κάνει λάθος. Τό συμ πέρασμα τοϋ συλλογισμού του ήτα λογικό καί φυσικό. Μά καί ή δεύτερη έξέτασις το σακκακιοϋ δέν άπέδωσε τίποτα. —"Ω, ώ, ώ !, μουρμούρισε ό Σά' μον. Μέ τά φρύδια ζαρωμένα, κύττα τόν Περίγκο στά μάτια καί κατάλα ότι ό Τταλός τόν κοροΐδευε. Αύτ πλήγωσε βαθειά τό φιλότιμο τ Τέμπλαρ, μά δέν άφησε νά φανή τ ποτά. —Σκεφθήτε λιγάκι !, έκάγχασε

Ε


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Πεοίγκο. — Ναί, είπε ό "Αγιος ήρεμα, αυ­ τό μου συμβαίνει καμμιό: φορά. Άνωρθώθηκε, έβγαλε από την τσέπη του τήν τσιγαροθήκη του και άναψε ένα τσιγάρο, όλα αυτά μέ τό ένα μόνο χέρι, χωρίς νά πάψη νά έχη στραμμένη τήν κάννη του πιστο­ λιού του εναντίον του Περίγκο. Κάτι δέν ταίριαζε καλά σ’ όλα αυτά κι’ αυτό δεν ήταν φυσικό. Ό Έλντερμαν δέν θά έλεγε τί­ ποτα... άν ήξερε κάτι φυσικά. Ό Εβραίος ήταν καθισμένος, άτάραχος καί σιωπηλός, ευτυχής χωρίς άλλο πού άφηνε τόν συνένοχό του νά βγάλη τό φίδι άπό τήν τρύπα μέ τήν πο­ νηριά ή τή βία. Τό μυστικό τό κρατούσε ό Περίγκο.Τά μάτια του έλαμπαν πίσω άπό τις μισόκλειστες βλεφαρίδες του. — ΕΓχα ακούσει πώς ήσαστε έξυ­ πνος 1, έκάγχασε ό Ιταλός μέ θρι­ αμβευτικό ύφος. Κι* όμως δέν είστε άντάξιος τής φήμης σας. Ό "Αγιος του έρριξε ένα γαλά­ ζιο βλέμμα, όπου χόρευαν μικρές ζωηρές φλόγες.

Πριν προλάβη νά άπαντήση, ένας υπόκωφος θόρυβος ανέβηκε άπό τή σκάλα. Γροθιές σφιγμένες χτυπούσαν μέ δυναμι τήν αυλόπορτά, ενώ συγχρό­ νως τό ήλεκτρικό κουδούνι άντηχοΰσε πολλές φορές. Ό Σάϊμον άνασκίρτησε κΓ έμεινε ακίνητος, σαν λαγωνικό πού φερμά­ ρει. Δυο κατακόρυφες ρυτίδες αύλάκωσαν τό μέτωπό του. Ή επιμονή

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ των επισκεπτών έδειχνε ότι δέν έπρόκειτο για κανέναν λωποδύτη, πού ερχόταν νά παραδώση τό προϊόν τής «εργασίας» του στόν κλεπταποδόχο ’Έλντερμαν. Ξαφνικά, ό θόρυβος σταμάτησε, σάμπως οί άνθρωποι, πού ήθελαν νά μποΰν, νά περίμεναν νάρθή κάποιος νά τούς άνοιξη... Ό Τέλμπαρ κύτταξε τόν ’Έλντερ­ μαν καί τόν Περίγκο καί κατάλαβε ότι οί δυο συνένοχοι δέν περίμεναν επισκέπτες. —"Εχετε προσκεκλημένους ; μουρ­ μούρισε ό "Αγιος. Είχε στήσει τό αυτί του καί άκουγε μέ προσοχή. Μέσα στή σιγα­ λιά, άκουσε ένα αυτοκίνητο νά κορνάρη δυό φορές κι’ έπειτα τά χτυ­ πήματα στήν πόρτα ξανάρχισαν. Εκείνοι πού χτυπούσαν έτσι έξεδήλωναν ανοιχτά τήν επιθυμία νά μπούν οπωσδήποτε. "Αν δέν πήγαι­ ναν νά τούς άνοίξουν, φαίνονταν α­ ποφασισμένοι νά σπάσουν τήν πόρτα. —Εσείς φέρατε τήν άστυνομία I, γρύλλισε ό Περίγκο καί άνωρθώθηκε άπότομα. "Ηξερε πώς, ·άν ή άστυνομία ήταν στήν πόρτα, τό πιστόλι τού Άγιου ήταν εξίσου επικίνδυνο μ’ ένα... πτυ­ ελοδοχείο. ’Από τήν άλλη μεριά, ό Σάϊμον ήθελε νά συνέχιση τή συζήτησί του μέ τόν Περίγκο, πού κρα­ τούσε πάντα τά διαμάντια. "Επρεπε λοιπόν νά μή χάση τόν Ιταλό. Ό Σάϊμον Τέμπλαρ ξανάβαλε τό πιστόλι του στήν τσέπη του καί έκα­ νε ένα βήμα πρός τά πλάγια για νά άποφύγη τήν γορθιά πού τού προώριζε ό Περίγκο. Απάντησε μέ μιά γροθιά στο στομάχι. Ό Ιταλός ά­ νοιξε τό στόμα του, άφησε μιά βίαιη έκπνοή καί κατέρρευσε. —Τραγουδήστε του ένα νανού­ ρισμα, Ισίδωρε, εΐπε ό "Αγιος άνοίγοντας τήν πόρτα πού έβγαζε στό κεφαλόσκαλο. Τό διπλό κορνάρισμα τού αύτοκι* νήτου ήταν· τό σύνθημα, πού ό Σάϊμον είχε συμφωνήσει νά τού δώση ή Πατρίτσια άν παρουσιαζόταν κίνδυνος. Ένώ ό Σάϊμον κατέβαινε τή σκά­ λα. οί γροθιές επάνω στήν πόρτα συ­


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ νεχίζονταν μέ άμείωτη σφοδρότητα. Ό "Αγιος γύρισε τόν διακόπτη, βυθίζοντας τό χώλ στό σκοτάδι. ’Έπειτα πήγε νά τραβήξη τόν σύρτη. Μια μικρή όμάδα άντρων ώρμησε μέσα στό χώλ σαν χιονοστιβάδα. Ό Σάϊμον άπλωσε τό πόδι του και δυό άπό τούς εισβολείς κυλίστηκαν χάμω. "Απλωσε τό χέρι του, συνάντησε ένα πρόσωπο καί, μέ τόν δείκτη του και τόν άντίχειρά του, άρπαξε μια μύτη καί τήν έστριψε βίαια. "Οταν ένας άπό τούς άλλους βρή­ κε τόν διακόπτη καί τόν γύρισε, ό Τέμπλαρ διαπίστωσε ότι κρατούσε τη μύτη του έπιθεωρητου Τήλ. —Αδύνατον 1, φώναξε ό Σάϊμον. Έσεις εΐστε, Κλαύδιε ; Ό επιθεωρητής ελευθέρωσε τό κε­ φάλι του μέ μιαν απότομη κίνησι ίου κεφαλιού καί σκούπισε τά δά­ κρυα άπό τά μάτια του. —Τί διάβολο κάνετε εδώ; ρώ­ τησε., —Έπαιζα πίγκ—πόγκ στό πρώτο πάτωμα, άπάντησε ήρεμα ό Σάϊμον. Αυτή ή άτάραχη γαλήνη έφερε σέ άπόγνωσι τόν άστυνομικό, πού ζά­ ρωσε τά φρύδια του κι* έκανε ένα βήμα μπροστά. —Αλήθεια ; Που είναι ό Περίγκο ; — Επάνω. — Άπό πότε ; —Έδώ καί μισή ώρα περίπου. — Πότε ήρθατε έσεις ! —Τήν ϊδια περίπου ώρα. —Τί ήρθατε νά κάνετε ; —Μά, έκανε ό Σάϊμον μέ τά χέοια στις τσέπες καί τά μάτια στό ταβάνι, θέλαμε νά συζητήσουμε γιά τή διεθνή κατάστασι. Ό Περίγκο μοδ ανέπτυξε τις ιταλικές άπόψεις... Ό Τήλ έγνεψε σ’ έναν άπό τούς ανθρώπους του. —Συλλάβετέ τον, διέταξε. Ό Σάϊμον τόν κύτταξε μέ ύφος συγχρόνως άθώο καί έπιτιμητικό. —Γιατί ; Ό επιθεωρητής είχε ξαναβρή τή γαλήνη του καί τό νυσταλέο εκείνο ^.φος, πού χρησιμοποιούσε γιά νά κααουφλάρη τις σκέψεις του καί τις συγκινήσεις του. — Κάποιος Χόρμερ, είπε, πού έκα~ λαθρεμπόριο διαμαντιών, δολοφο­

17

νήθηκε μέσα στό τραίνο, άπόψε, με­ ταξύ του Σαουθάμπτον καί τοϋ στάθ­ μου του Βατερλώ. Είδαν τόν Περίγκο νά κατεβαίνη άπό τό τραίνο. Υ­ πάρχουν υποψίες ότι αυτός διέπραξε τό έγκλημα κι* αυτό είναι άρκετό γιά νά τόν συλλάβω. 'Όσο γιά σάς, σάς συλλαμβάνω ώς συνένοχο. — Αδύνατον], είπε ό Άγιος μέ φώνή τόσο γλυκειά ώστε ό Τήλ άνησύχησε. —Μήπως πρόκειται νά μου ξεφουρ­ νίσετε πάλι κανένα άλλοθι; γρύλλισε. — Βεβαίως. —θά μιλήσουμε άργότερα γι’αύτό. — θά μιλήσουμε τώρα άμέσως, είπε ό Τέμπλαρ άκουμπώντας τόν δείκτη του στό γιλέκο τοϋ Τήλ—μια χειρονομία πού συνήθιζε ό "Αγιος καί πού ό Τήλ άπεχθανόταν όσο τίποτ’ άλλο στόν κόσμο. Άπό τις επτά ώς τις όκτώμιση ήμουν στό έστιατόριο Ντόρτσεστερ, όπου δειπνούσα μέ φίλους. Τό τραίνο φτάνει στις έπτάμιση. Μίλησα μέ τόν μαιτρ ντ’ ότέλ, πού δέν άπομακρύνθηκε σχεδόν κα­ θόλου άπό τό τραπέζι μας. Τοϋ έ­ δωσα μάλιστα καί μιά καινούργια συνταγή γιά μαγιονέζα. Μπορείτε νά τόν ρωτήσετε. Ρωτήστε επίσης τούς τιμητικούς φρουρούς, πού έχετε έγκαταστήσει μπροστά στό σπίτι μου, τί ώρα έπέστρεψα εκεί. Ό Τήλ δίστασε γιά μιά στιγμή. —Δέν σάς κατηγορώ ότι κάνατε τό έγκλημα, είπε τέλος, άλλα ότι συμβάλατε σ’ αύτό εμμέσως. Λίγη σημασία έχει τό άν περάσατε τό βράδυ σας έδώ ή στόν... Βόρειο Πό­ λο I Σάϊμον σκέφτηκε γοργά. *Έ ν α: ό Περίγκο είχε ακόμα τά δια­ μάντια. Δύο: έπρεπε νά άφαιρεθοϋν τά διαμάντια άπό τόν Περίγκο. Τρία: ή άφαίρεσις αυτή δέν έ­ πρεπε νά γίνη άπό τόν Τήλ, άλλα άπό τόν Σάϊμον Τέμπλαρ. Τέσσ α ρ α : έπομένως ό Σάϊμον έπρε­ πε νά διατηρήση πλήρη ελευθερία δράσεως. Πέντε: γι’ αύτό ήταν άπαραίτητο νά εγκατάλειψη τή συν­ τροφιά τοϋ έπιθεωρητοΰ. Μετά τήν έξέτασι καί τοϋ πέμπτου σημείου, ό "Αγιος, πού είχε βγάλει τά χέρια άπό τις τσέπες του, έσπρω-

Ο


18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ξε άπότομα τον Τήλ πρός τά πίσω καί, μ’ ένα πήδημα, έφτασε στη σκά­ λα. Είχε άνεβή αρκετά σκαλοπάτια, πριν οί άστυνομικοί κινηθούν. Όταν ρίχτηκαν ξοπίσω του, αυτός βρισκό­ ταν κιόλας επάνω στό κεφαλόσκαλο του πρώτου πατώματος, όπου είχε προσέξει, κατεβαίνοντας, ενα βαρύ μπαούλο άκουμπημένο κοντά στό τοιΧ°· "Εσπρωξε τό μπαούλο πρός τή σκάλα. — Προσοχή στα όρτύκια I, φώνα­ ξε αφήνοντας τό βαρύ μπαούλο νά γλυστρήση στα σκαλοπάτια. Οί τρεις άντρες σήκωσαν τό κε­ φάλι καί είδαν νά έρχεται πρός τό μέρος τους τό παράξενο έκεΐνο βλή­ μα. Δεν είχαν τόν καιρό νά ξανακατεβουν τή σκάλα καί, συσπειρωμένοι, με τά μπράτσα μπροστά, άντιμετώπισαν τό μπαούλο καί τό σταμάτη­ σαν έπειτα άπό προσπάθειες μερικών δευτερολέπτων. ( Ό Σάϊμον έπωφελήθηκε άπό τά λίγα αυτά δευτερόλεπτα γιά νά συ­ νέχιση τή συζήτησί του μέ τόν Περίγκο. 'Όταν ό "Αγιος μπήκε στό δωμά­ τιο, ό γκάγκστερ είχε άνορθωθή. Φο­ ρούσε τό σακκάκι του και έβαζε κάτι χαρτιά στό πορτοφόλι του. Γύρισε άκούγοντας τήν πόρτα νά άνοίγη καί, μολονότι τό πρόσωπό του ήταν άκόμα συσπασμένο άπό τόν • πόνο, ετοιμάστηκε νά χτυπηθή πάλι μέ τόν Σάϊμον, μην μπορώντας νά καταλάβη, γιατί ό τελευταίος είχε ξαναγυρίσει. Ό 'Άγιος τόν σταμάτησε μέ μιά κίνησι τού χεριού του. — "Ησυχα Γ^εΐπε. Ή άστυνομία θά βρίσκεται εδώ σ£3λ·ίγα δευτερόλεπτα, θά φύγουμε μαζί/ Κλείδωσε τήν πόρτα καί βάδισε πρός τό παράθυρο. Τό άνοιξε, έσκυ­ ψε έξω καί κύτταξε πρός τό πάρκο. Είδε ίσκιους νά σαλεύουν μέσα στό σκοτάδι. Τό σπίτι ήταν περικυκλω­ μένο. λείνοντας τό παράθυρο, ό Σάϊμον γύρισε στόν Περίγκο. — Μπορούμε νά φύγουμε άπό τή

Κ

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙ/ στέγη ; ρώτησε . Υπάρχει άλλη σκάλ —Τί θέλετε νά κάνετε ; ρώτησ δύσπιστα ή Ιταλός. —Νά φύγω !, είπε ό "Αγιος ξερ ’ Λέγετε... γρήγορα ! Ό Περίγκο τόν κύτταξε μέ τ φρύδια ζαρωμένα. "Ακόυσαν τόν ήχ τών βημάτων τών αστυνομικών, πο έφταναν στό κεφαλόσκαλο. — Δέν ύπάρχει άλλη έξοδος, εΐπ τέλος ό Περίγκο. Ό 'Άγιος έβαλε τά γέλια. — Τότε, είπε, ακολουθήστε με. Τό πόμολο τής πόρτας γύρισε. Τ' ξύλο έτριξε κάτω άπό ενα χτύπημ γόνατος. Ό "Ελντέρμαν φάνηκε ξαφ νικά νά ξαναγυρίζη στή ζωή, — Κι* εγώ ; φώναξε. Τί θ’ άπογίν εγώ ; Τί θά πώ στήν άστυνομία ; Ό Σάϊμον πλησίασε στό τζάκι κα' άδειασε ένα μεγάλο βάζο άπό τά τε­ χνητά άνθη πού περιείχε. —θά τραγουδήσετε επίσης έν νανούρισμα στόν Τήλ, εΐπε ό 'Άγιος καπακώνοντας τό κεφάλι τού κλεπτα ποδόχου μέ τό βάζο. Τού άρέσου\ πολύ τά νανουρίσματα... Επάνω στό κεφαλόσκαλο ό επι­ θεωρητής καί οί δυό άντρες του ήσα^ έτοιμοι, πλάϊ - πλάϊ, νά κάνουν τήν τελική έπίθεσί τους έναντίον τής πόρ­ τας. —'Όλοι μαζί, εΐπε ό Τήλ. Τραβήχτηκαν πίσω καί ρίχτηκαν επάνω στήν πόρτα. Οί σανίδες υπο­ χώρησαν. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, ό­ ταν μπήκαν στό δωμάτιο, βρήκαν τόν ’Έλντερμαν, μόνον, νά προσπαθή νό απαλλαγή άπό τό πρωτότυπο καπέλλο του. Ό Τήλ έρριξε γύρω ένα γοργό βλέμμα. Είδε μιά πόρτα, πού έβγαζε σ’ ενα διπλανό δωμάτιο, καί βλα­ στήμησε. _ . Τό δωμάτιο ήταν άδειο*.· "Ενα πα­ ραπέτασμα, μπροστά στό άνοιχτό παράθυρο, σάλευε στήν πνοή τού άνέμου. Ό επιθεωρητής έσκυψε έξω. "Ε­ νας ίσκιος στεκόταν κοντά στόν τοίχο —Είδες κανέναν; φώναξε ό Τήλ —Κανέναν, κ. έπιθεωρητά. Ό Τήλ άνωρθώθηκε ζωηρά κα> γύρισε. Είδε μιάν άκόμα άνοιχτι πόρτα. "Ετρεξε εκεί καί διεπίστωσι


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ δτι... είχε ξαναβρεθή στό κεφαλό­ σκαλο I "Εχασε μερικά πολύτιμα δευ­ τερόλεπτα βλαστημώντας άγρια... Ό Σάϊμον κι* ό Περίγκο σταμά­ τησαν για μια στιγμή κάτω, στό χώλ. Ό "Αγιος είπε στόν γκάγκστερ σιγανά : — "Αν χωριστούμε, μην ξεχάσετε τή διεύθυνσί μου : 7, Μπερκέλεϋ Μιούς. 'Ο Περίγκο τοδ έρριξε ένα λοξό βλέμμα. —Δέν έχω καμμιάν όρεξι νά σάς ξαναδώ, είπε. — θά ξαναειδωθοΟμε 1, είπε ό *'Αγιος σπρώχνοντάς τον πρός τήν πόρτα.

Ό Τήλ, σκυμμένος στά κάγκελα τής σκάλας, είδε τόν Τέμπλαρ νά χάνεται στό άνοιγμα τής πόρτας καί τήν πόρτα νά ξανακλείνη. — Πιάστε τον !, φώναξε. Και ώρμησε στή σκάλα ακολου­ θούμενος από δυό άνθρώπους του. "Ακόυσαν ένα αύτοκίνητο νά κορνάρη, κι* έπειτα δυό πυροβολισμοί αντήχησαν. "Οταν ό επιθεωρητής άνοιξε τήν πόρτα, έψαξε τό σκοτάδι με τό βλέμ­ μα. —Μάς ξέφυγαν, εΐτέε μιά φωνή. —Πώς ; — Πυροβόλησαν στόν αέρα καί χάθηκαν μέσα στή νύχτα. Ό Τήλ άκουσε πάλι ένα αύτοκί­ νητο νά κορνάρη δυό φορές, κάπου μακρυά. Αφρίζοντας άπό λύσσα, ό επιθε­ ωρητής βγήκε στή βεράντα. Οί δυό άντρες, πού είχε τοποθετήσει στ£>ν δρόμο, πλησίασαν χωρίς ενθουσια­ σμό. —Είδατε τόν Περίγκο ; ρώτησε. — Μάλιστα κύριε Έπιθεωρητά.Βγήκε πρώτος. Δέν τόν άναγνωρίσαμε άυέσως. Πίσω του έρχόταν ένας τύπος... Ό επιθεωρητής γύρισε στούς άν­ τρες, πού τόν εΐχαν συνοδεύσει στό εσωτερικό του σπιτιού. —ΚΤ εσείς, γρύλλισε, τί περιμένε~ ιε γιά νά τούς κυνηγήσετε ; Μήπως

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

πρέπει νά σάς συνοδεύη κανείς, δταν βγαίνετε, τό βράδυ ; Γύρισε στά τακούνια του Και άνέβηκε πάλι τή , σκάλα. Μέσα στό γραφείο, ό ’Έλντερμαν, βοηθούμενος άπό έναν άστυφύλακα είχε καταφέρει νά άπαλλαγή άπό τό παράξενο καπέλλο του. —Δέν μπορείτε νά μέ συλλάβετε, κύριε Τήλ, είπε ό κλεπταποδόχος. Οί άνθρωποι εκείνοι μοδ έπετέθησαν. Μέ έδεσαν στήν καρέκλα μου... — Ναι, σάς ξέρω καλά, τόν διέκο­ ψε ξερά ό επιθεωρητής. Ό ’Έλντερμαν άνοιγόκλεισε τά βλέφαρά του. —θά σάς τά πώ δλα κύριε Τήλ. Ό Περίγκο μ’ έκλεψε. "Οταν τόν συλλάβετε, θά σάς πώ... —θά τά πήτε δλα αυτά στόν δι­ καστή αύριο, εΐπε ό Τήλ. Δέν είχε κέφι γιά συζητήσεις. "Η­ ξερε δτι μπορούσε νά συλλάβη τόν "Αγιο. ΤΗταν εύκολο νά βγάλη ένα Γ' ο

/ο

/ φ

/ ο

ί φ

( /ο φ

/ο /0

ί /0 /ύ φ

/ 0

/ο / / / * φ

0

φ

Φ

Τά προηγούμενα τεύχη της

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙιΝΤΠΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΙΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕΚ ΡΟΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕίΙιΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ Μ|ΑΡ|ΤΙ-

ΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ· ΝΑΙιΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 113) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕ Ρ ! ώ/ετυπώθ'Τξ’-ίΓν ιχα* π-ω-λοΌιντο^ ε*ς τά γροφεΐα μας. ΔΕιΛΗΠΙΩΡΓΗ 30 (Πάροδος όδοϋ ιΑγ. Κων) νο·υ) άντι μόνον 2 000 δραχμήν.

/6 /0 /Φ / Ο / φ

/ο ιο /ο

/

φ /

φ

/ 6

/ β

/

Φ

/0

/

Φ

/ / *


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

♦ένταλμα συλλήψεως καί νά πάη νά χ-τυπήση στο νούμερο 7 του Μπερκέλεϋ Μιούς. Μά ό Τήλ είχε χτυπή­ σει πολλές φορές στην πόρτα αυτή μέ τόν ’ίδιο σκοπό, μά πάντα είχε φύγει άπρακτος καί απογοητευμένος ! Ή σύλληψις του Ισιδώρου Έλντερμαν δέν τόν ένδιέφερε πια πολύ καί σχεδόν ξεχνούσε δτι ό Περίγκο ήταν ένας επικίνδυνος εγκληματίας. Ό 'Άγιος μόνο απασχολούσε τή σκέψι του εκείνη τήν ώρα. ϊαρακολούθησε υέ μελαγχολικό 1 βλέμμα τήν άναχώρησι του κλε­ πταποδόχου μέ συνοδεία αστυνομι­ κών καί πεοίμενε μπροστά στην πόρ­ τα τοϋ σπιτιού νά επιστρέφουν άπό τό κυνηγητό του Άγιου. —Πήγαμε ώς τήν οδό Γιοΰστον, αρχηγέ, είπαν όταν ξαναγύρισαν, μά δέν τούς προλάβαμε. Είχαν κερδίσει πολύ διάστημα. Ό Τήλ περίμενε αυτή τήν αποτυ­ χία. Γιά μερικά λεπτά κατσάδιασε τούς άντρες του άδυσώπητα καί συγ­ χρόνως ένοιωθε τύψεις, γιατί κατα­ λάβαινε πώς ήταν άδικος. Τέλος τούς έδιωξε. \ — Ευχαριστήστε έκ μέρους μου τόν προϊστάμενό σας, έκάγχασε. Τήν επόμενη φορά πού θά χρειαστώ πάλι μιά διμοιρία ήλιθίων, θά σάς θυμηθώ. Οί αστυνομικοί χαιρέτησαν, έκ­ πληκτοι καί εμβρόντητοι μπροστά σ’ αυτό τό άδικο κατσάδιασμα. Ό Τήλ τούς γύρισε τήν πλάτη καί έμεινε γιά μερικές στιγμές ακί­ νητος έπάνω στή βεράντα.

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ Μέ τά δόντια σφιγμένα, καταλά­ βαινε πόσο ό 'Άγιος τού δηλητήρια­ ζε τή ζωή. νΗταν ,σάν μιά βελόνα, χωμένη στο πιο ευαίσθητο σημείο τού σώματός του.

Γ

Καπνός καί Θρησκεία X

'Ένας ιεραπόστολος, στή Νέα Γουινέα, κατέφερε κάποτε νά συγκεντρώνη δλους τούς ι­ θαγενείς ενός χωρίου στήν εκ­ κλησία, δωροδοκώντας τους μέ ταμπάκο κάθε εβδομάδα. 'Όταν ό καπνός τελείωσε, οί ιθαγενείς τού έστειλαν ένα τελεσίγραφο. ΤΗταν απλό, αλ­ λά σαφές : —’Όχι άλλο ταμπάκο, δχι άλλο Αλληλούια!

Χρόνια τώρα, προσπαθούσε ν’ άρπάξη άπό τόν γιακά τόν ΣάϊμονΤέμπλαρ. Μιά δυο φορές τό είχε κατα­ φέρει αυτό, μά ό γιακάς του Σάϊμον του έκαψε τά δάχτυλα σάν νά ήταν πυρωμένος. Ποτέ δέν είχε μπορέσει ό Τήλ νά άποδείξη δτι ό Τέμπλαρ είχε εγ­ κληματήσει καί τό χειρότερο άπ’ όλα ήταν δτι συχνά, ακόμα κι’ ό ίδιος ό Τήλ, παραδεχόταν δτι ό Τέμπλαρ εί­ χε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον νόμο, πολεμώντας καί τσακίζοντας διακεκριμένα μέλη τού εγκληματικού υποκόσμου. Είχε όμως τήν κακή συ­ νήθεια νά σκαρώνη φάρσες στον Τήλ κΓ αυτό είχε κάνει τόν επιθεωρητή νά όρκιστή δτι μιά μέρα, άργά ή γρή­ γορα, θά κλείδωνε τόν 'Άγιο μέσα σ’ ένα όμορφο κελί μέ σιδερένια πό(&τα καί χοντρά, γερά κάγκελα. Άνασήκωσε τούς ώμους του καί τράβηξε πρός τό αύτοκίνητό του. Ή λύσσα του είχε καλμάρει καί είχε άντικατασταθή άπό μιά ψυχρή απο­ φασιστικότητα. θά προχωρούσε ώς τό τέρμα. Δέν θά κατέθετε τά όπλα παρά μόνο ό­ ταν θά στρίμωνε τόν 'Άγιο σέ μιά γωνιά, έναν ’Άγιο χωρίς άμυνα καί


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χωρίς άλλοθι. Τότε, θά του έλεγε ό­ σα είχε στήν καρδιά του. θά τον προσέβαλε όσο έπέτρεπαν οί νόμοι του Ηνωμένου Βασιλείου. Γι’ αυτό, ό Τήλ ήταν πρόθυμος νά περιιτένη σαράντα χρόνια και νά πάη στήν άλλη άκρη τής γης. Τό τωρινό όμως ταξίδι του δεν προωριζόταν νά τον όδηγήση τόσο μακρυά. Πίεσε με τό πόδι τό πεντάλ του γκαζιού καί ξεκίνησε γιά τό Μπερκέλεϋ Μιούς.

<)

Ό Σάϊμον Τέμπλαρ ξανάβαλε τό πιστόλι του στήν τσέπη του καί ώρμησε προς τη φωτεινή κηλίδα, πού έδειχνε την έξοδο τής αυλής. Σταμά­ τησε στήν άκρη του πεζοδρομίου. Ή Πατρίτσια ήταν δέκα βήματα πιο πέ­ ρα, στο βολάν τής «Χελιδόνας», του αυτοκινήτου του Σάϊμον. Ό Περίγκο έφτασε κοντά στον 'Άγιο, πού τόν άρπαξε από τό μπράτσο. —Γρήγορα στό αμάξι, εΐπε όραώντας προς τό αυτοκίνητο πού ή μη­ χανή του λειτουργούσε νωχελικάί Ό Τταλός δίστασε. Σπρωγμένος όμως από τόν Σάϊμον, αναγκάστηκε νά μπή στό πίσω κάθισμα. Ό *'Αγιος κάθησε δίπλα στήν Πατρίτσια, εμπρός. — Δρόμο, μικρούλα, είπε. Ή «Χελιδόνα» ξεκίνησε τόσο άτοτομα, ώστε ό Περίγκο έχασε τήν 1 σορροπία του κο;ί έπεσε επάνω στά I αξιλάρια. — Λοιτρόν ; ρώτησε ή Πατρίτσια ήι /”ν

Κλαύδιος είναι μέσα στό , ρ Γπε ό "Αγιος άνόιβόντας ένα

21

τσιγάρο. Έξεπλάγη πολύ όταν με είδε εκεί καί άκόμα περισσότερο, ό­ ταν δεν θέλησα να του κρατήσω συν­ τροφιά κΓ έφυγα. —Είχα κάνει τόν γύρο τού πάρ­ κου, είπε τό κορίτσι, όταν είδα τούς ανθρώπους αυτούς μπροστά στό σπί­ τι. Είχαν ένα αυτοκίνητο τής αστυ­ νομίας στή λεωφόρο. "Ημουν έτοιμη νά τούς επιτεθώ, άν δοκίμαζαν νά σέ κοσραλήσουν μέσα μ5 εκείνο τό σαραβαλιασμένο Φόρντ. —Τρελλάθηκες, μικρούλα; Προχωρούσαν, διαγράφοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τό κέντρο τού Λονδίνου. Οι δρόμοι ήσαν' έρη­ μοι. Ό Περίγκο, στό πίσω κάθισμα, ή­ ταν βυθισμένος σέ στοχασμούς. Ή έξέλιξις των καταπληκτικών συμβάν­ των, πού είχαν συμβή στό διάστημα τών τελευταίων σαράντα πέντε λε­ πτών, εΐχε αναστατώσει τόν Ιταλό. Δεν καταλάβαινε πιά τίποτα. Δεν καταλάβαινε πώς ό "Αγιος εί­ χε ειδοποιήσει τήν αστυνομία, καί άπό τήν άλλη μεριά, είχε δραπετεύ­ σει μαζί του. Ό Περίγκο είχε απλοϊ­ κό μυαλό καί δεν ήξερε παρά μιά μόνο πολιτική : ένα καλό πιστόλι σέ κάθε χέρι. Εντούτοις, ενα πράγμα ήταν κα­ θαρό μέσα στό μυαλό του : ό "Αγιος ήξερε πολλά. Είχε μιλήσει γιά τόν Φράνκ Χόρμερ καί είχε εκδηλώσει τήν πρόθεσι νά πάρη τά διαμάντια. "Ετσι ό Περίγκο δέν είχε παρά μιάν επιθυ­ μία : νά ξεφύγη άπό τόν Σάϊμον Τέμ­ πλαρ. *

ό αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα,. γιατί πλησίαζε τώρα στό κέντρο τής πόλεως. Καθώς διέσχιζε τήν οδό "Οξφορντ, ό Περίγκο σκέφτηκε πώς θά μπορούσε εύκολα νά ξεφύγη. Είχε ξεχάσει τό καθρεφτάκι τού οδηγού. Ό "Αγιος, άπό τήν αρχή κιάλας τής διαδρομής, παρακολουθούσε μέ­ σα στό καθρεφτάκι τις κινήσεις του Περίγκο καί είχε προβλέψει τη μα­ νούβρα τού Ιταλού. Γύρισε πρός τό μέρος του καί τού είπε σιγανά : —Μή.

Τ


22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

Ό Περίγκο ζάρωσε τά φρύδια του. —Μπορώ νά τά βγάλω πέρα μό­ νος μου, τώρα, είπε. —Μή, έπανέλαβε ό £'Αγιος. Ό Ιταλός έκανε μιάν απότομη κίνησι πρός τά εμπρός καί άνοιξε την πόρτα. Ό Σάϊμον πήδησε επάνω άπό τη ράχη του μπροστινού καθίσματος καί ξανάσπρωξε τον Περίγκο γ επάνω στά μαξιλάρια. Ακολούθησε μιά σύντομη συμ­ πλοκή. Ό γκάγκστερ είχε μέ τό μέ­ ρος του την κτηνώδη δύναμι. Ό Σάϊμον είχε την έπιδεξιότητα καί τήν πανουργία. Έπειτα άπό μερικά δευ­ τερόλεπτα, ό Τέμπλαρ άπήλλαξε τό δεξιό μπράτσο του άπό τό σφίξιμο του αντιπάλου του, έδωσε δυό γρο­ θιές στό στήθος του Περίγκο καί τόν σώριασε σέ μιά γωνιά. Εκείνη τή στιγμή, ό Άγιος σήκω­ σε τά μάτια του καί... είδε έναν α­ στυφύλακα νά τούς κυττάζη. Τό αυ­ τοκίνητο είχε σταματήσει μέσα σ’ ναν δρομάκο ανάμεσα στις οδούς ’Όξφορντ καί Ρήτζεντ. Ένα' ταξί, πού είχε θελήσει νά κάνη στροφή επί τόπου, είχε προκαλέσει τό σταμάτημα αύτό τής κυκλοφορίας. Ή Πατρίτσια έρριξε στον Σάϊμον ένα βλέμμα άπογνώσεως. —Τί συμβαίνει εδώ ; ρώτησε ό αντιπρόσωπος τοϋ νόμου. Ό Τέμπλαρ χαμογέλασε. —Είμαστε μυστικοί άπεσταλμένοι τοϋ σεΐχη Άλί μπέν Νταβά, είπε μέ τό πιο σοβαρό ύφος τοϋ κόσμου. —Τί; έκανε ό άστυφύλακας εμ­ βρόντητος. —Ναι. Ερχόμαστε άπό τήν Πρε­ σβεία καί ό φίλος μου είναι λίγο με­ θυσμένος. Ό άστυφύλακας έβγαλε ένα μαύ­ ρο σημειωματάριο άπό τήν τσέπη του.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α >

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ «βμγ'. Μ·Β·ΜΜΒ»Μ·ΜΜΡ6ΒΜΚΚΜΜΒΙ5«13··Μ«Μ····Η

—"Οπως καί νάχη τό πράγμα, είπε, δέν έχετε τό δικαίωμα νά τοϋ φέρε­ στε έτσι! Ό Περίγκο θέλησε νά μιλήση, μά ό Άγιος, πού είχε άκουμπήσει τό γόνατό του στό στήθος του, πίεσε πιό δυνατά κι* ό Ιταλός σώπασε. —Ξέρετε, γίνεται επικίνδυνος δταν μεθά, εξήγησε ό Σάϊμον. θά ήθελα νά τόν οδηγήσω σπίτι*του, πριν δημιουργήση κανένα σκάνδαλο. — Βοήθεια I, γρύλλισε ό Περίγκο. — Βλέπετε ; είπε ό 'Άγιος. Βλέπει οράματα. Φαντάζεται πώς τόν κατα­ διώκουν. Παίρνει τούς καλύτερους φί­ λους του ώς εχθρούς. Δέν αναγνω­ ρίζει ούτε τή γυναίκα του. Ναί, είναι εκείνη πού κάθεται στό βολάν. Φτω­ χή γυναίκα ! Κι* όμως, δταν δέν έχει πιή, εΐναι ένα γοητευτικό παιδί. Εί­ ναι έπιτετραμένος επί των διαμαντιών στην αυλή τοϋ Σεΐχη... 1—1 Πατρίτσια έσκυψε στην πόρτα * * καί είπε στον αστυφύλακα Ικε­ τευτικά : —’Ώ !, λοχία, αφήστε μας νά φύ­ γουμε. Τήν τελευταία φορά πού ό άντρας μου συνελήφθη γιά μέθη ό δικαστής εΐπε ότι, άν τό ξανάκανε θά τόν έστελνε στή φυλακή. —Δέν είμαι άντρα σας I, εΐπε λαχανιαστά ό Περίγκο. —Βλέπετε ; μουρμούρισε ή Πατρίτσια κουνώντας τό κεφάλι θλιβερά. Ό άστυφύλακας φαινόταν συγκινημένος άπό τό ικετευτικό * ύφος τής Πατρίτσια. Ό Περίγκο είπε πάλι μέ τήν ανάσα πιασμένη : — Καί αυτός εδώ εΐναι ό... Ά.. €Χ · · · · · · Ό Σάϊμον τοϋ έφραξε τό στόμα μέ τό χέρι. —Χρησιμοποιεί κάπως άσεμνες εκφράσεις δταν εΐναι μεθυσμένος, εΐπε. — Καί τί εΐναι αύτό έκεΐ; ρώτησε ξαφνικά ό άστυφύλακας. Ή Σάϊμον γύρισε τό κεφάλι του. Τό πιστόλι του εΐχε πέσει από τήν τσέπη του έπάνω στό κάθισμα, στην πάλη του μέ τόν Περίγκο. —Δέν εΐναι τίποτα, εΐπε ό Τέμ­ πλαρ. Τό είχαμε πάρει μαζί μας για­ τί, στην πρεσβεία, κάναμε πρόβα ενός άστυνομικου σκέτς γιά μιά φιλάν-


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

βοωπική γιορτή που ετοιμάζουμε. Δεν είναι γεμάτο. Ό αστυφύλακας πλησίασε τό πρό­ σωπό του στό πρόσωπό του Τταλου καί άνοιγόκλεισε τά ρουθούνια του. —-Ό άνθρωπος αύτός δέν είναι μεθυσμένος, δήλωσε. 'Θά μέ ακολου­ θήσετε στό τμήμα. Ό "Αγιος έκανε 8χι μέ τό κεφάλι του. Κύτταξε επάνω άπό τον ώμο του, πρός τό εμπρός μέρος του αύτοκινή ίου καί διαπίστωσε δτι ό δρόμος ή­ τταν ελεύθερος. "Αγγιξε μέ τήν άκρη των δαχτύλων του τήν Πατρίτσ'α στον ώμο καί χαμογέλασε στόν α­ στυφύλακα : —Μάς συγχωρεϊτε, είπε, ■ αλλά μάς περιμένουν. Έσπρωξε άπότομα τόν άστυφύλακα μέ τήν παλάμη του καί ή «Χελι­ δόνα» τινάχτηκε πρός τά εμπρός, σάν οβίδα πού βγαίνει άπό τήν κάννη ε­ νός πυροβόλου. Ό "Αγιος κι* ό γκάγκστερ έχα­ σαν τήν ισορροπία τους καί ρίχτηκαν σ’ ένα καινούργιο μάτς ζίου—ζίτσου. Τό έπαθλο τοϋ μάτς αύτή τή φο­ ρά ήταν τό πιστόλι του Σάϊμον. Ό "Αγιος τό πήρε τελικά καί κατάψερε νά σπρώξη τόν αντίπαλό του επάνω στό πάτωμα του αυτοκινήτου. Κάθησε επάνω στό στήθος του Τταλου καί του έχωσε τήν κάννη στόν λαιμό. — Φτάνουν οί βλακείες, γέρο μουί, είπε ψυχρά. Ξέρω ότι τελικά θά καταλήξης στήν αγκαλιά του Τήλ, δχι δμως πριν χορτάσω εγώ άπό τή συν­ τροφιά σου I Εξάλλου έχω στά χέ­ ρια μου τώρα τό διαβατήριό σου καί τό εισιτήριό σου !

β

Ή στούς μπήκε Ό

Χελιδόνα έκανε στροφή επάνω δυό δεξιούς τροχούς της καί στήν όδό Ρήτζεντ. Περίγκο, έπάνω στό πάτωμα

23

τοϋ αυτοκινήτου έφερνε καί ξανά­ φερνε στό μυαλό του αυτά πού τοϋ είχε πή ό "Αγιος. ΤΗσαν καθαρά καί σαφή... ακριβώς όπως ή ψυχρή κάννη τοϋ πιστολιοΰ πού ήταν άκουμπημένη στόν λαιμό του. — Εντάξει είπε τέλος ό Ιταλός. Αφήστε νά σηκωθώ. Ό Σάϊμον κάθησε κι’ έβαλε τό πιστόλι στήν τσέπη τοϋ σακκακιοϋ του, χωρίς δμως νά βγάλη τό χέρι του άπό τήν τσέπη αύτή. Στό μεταξύ, ή Πατρίτσια είχε σταματήσει τό αυτοκίνητο σέ άπόστασι εκατό μέτρων άπό τό νούμερο 7 τοϋ Μπερκέλεϋ Μιούς. —Τί θά κάνουμε τώρα ; ρώτησε τό κορίτσι. —Οί άνθρωποι τοϋ Τήλ σέ είδαν νά βγαίνης ; είπε ό Σάϊμον. -Ναι! —Τότε, εΐναι προτιμώτερο νά σέ δοϋν νά έπιστρέφης. Αυτό θά τούς καθησυχάση. Εμείς θά μποϋμε άπό τό πέρασμα. "Ανοιξε τήν πόρτα καί βγήκε α­ κολουθούμενος άπό τόν Περίγκο, τόν όποιο άρπαξε άπό τόν γιακά. Ό Ι­ ταλός βάδιζε υπάκουα καί δίπλα στόν "Αγιο. Ό Σάϊμον ανέβηκε τά σκαλοπά­ τια τοϋ άριθμοϋ 104 τοϋ Μπερκέλεϋ Σκουέαρ. "Ανοιξε τήν πόρτα, άναψε τό φώς τοϋ χώλ καί παραμέρισε γιά ν’ άφήση τόν Περίγκο νά μπή. *0 Ιταλός υπάκουσε χωρίς' ,νά βιαστή. Μέσα στό καθυστερημένο μυ­ αλό του, ένα σχέδιο εκστρατείας σχηματιζόταν αργά, μά ό "Αγιος δέν γελάστηκε. Δέν αγνοούσε δτι εΐχε έπιβληθή έπάνω στόν Ιταλό μέ τήν ψυχρότητα καί τήν αύτοπεποίθησί του, μά τό γεγονός δτι κρατοΰσε τό είάιτήριο καί τό διαβατήριό του δέν ήταν ίσως άρκετό γιά νά τόν συγκρατήση. Αμέσως μόλις ό Περίγκο πέρασε τό κατώφλι, ό "Αγιος τόν άρπαξε άπό τούς ώμους καί τόν έσπρωξε γοργά πρός τό εσωτερικό, ενώ συγ­ χρόνως έκλεινε μέ τό πόδι του τήν πόρτα καί άκουμποϋσε τήν πλάτη του έπάνω της. —Σκεπτόσαστε, μουρμούρισε, δτι είχε έρθει ή στιγμή νά μέ σκοτώσετε άπό πίσω χτυπώντας με ξαφνικά μέ


24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τό έπιπλο για τις όμπρέλλες ; Όχι, γέρο μου I Ό Ιταλός, πού τό σπρώξιμο τον είχε στείλει ώς τή βάσι της σκάλας, εκανε δυό βήματα μπροστά. Ό Σάϊμον τράβηξε τό πιστόλι του από την τσέπη του και ό γκάγκστερ έμεινε ακίνητος. — Δεν θά τολμήσετε νά πυροβο­ λήσετε !, γρύλλισε. —Άπατάσθε, είπε ό Τέμπλαρ ξε­ ρά. θά πυροβολήσω μέ τή μεγαλύ­ τερη εύχαρίστησι. Έχω νά πυροβο­ λήσω εβδομάδες τώρα. Όσο γιά τόν κρότο τής έκπυρσοκροτήσεως, δεν υπάρχει λόγος νά άνησυχήτε. ΟΙ τρεις πρώτες σφαίρες έχουν μισή γόμωσι μπαρουτιού και δεν θ’ άκουστοϋν καθόλου άπό τόν δρόμο. Φαν­ τάζεστε ότι αυτό δεν είναι παρά μιά μπλόφα ; Θέλετε νά προχωρήσετε; "Οπως επιθυμείτε. Κάνετε ένα μόνο βήμα μπροστά... ένα μικρό βηματάκι. Ό Περίγκο έκανε ένα βήμα μπρο­ στά.

ό χέρι του Σάϊμον σηκώθηκε ελα­ φρά. Τό δάχτυλό του τράβηξε τή σκανδάλη. Ό κρότος ήταν λιγώτερο δυνατός άπό τό ξεβουλωμα ενός μπουκαλιού σαμπάνιας. Τό καπέλλο του Ιταλού, χτυπημέ­ νο άπό τή σφαίρα, έπεσε πίσω του. Ό Περίγκο γύρισε καί τό κύτταξε μέ μιά βλακώδη έκφρασι στό πρό­ σωπο. —Ξέρω, είπε ό Σάϊμον. Δεν είμαι εξαίρετος σκοπευτής καί άναγνωρίζω τήν άνωτερότητά σας σ’ αυτό τό σημείο. Πάντως, γυμνάζομαι κάθε μέρα στή σκοποβολή. Μή βασισθήτε, λοιπόν, πολύ στήν άδεξιότητά μου. "Αν μέ ξαναφέρετε σέ θέσι νά πυρο­

Τ

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ βολήσω, μπορεί νά σάς σκοτώσω κα­ τά λάθος. Δέν ξέρει κανείς ποτέ. Καί, ξέρετε, δέν είμαι άπολύτως βέβαιος ότι θά πάτε στον Παράδεισο. Δέν α­ φήνουν τόν καθένα νά μπαίνη εκεί. Στοιχηματίζω οτι δέν ξέρετε καλά τούς ψαλμούς σας καί οτι δέν έχετεποτέ παίξει... άρπα. "Εσπρωξε τόν Ιταλό πρός τό βά­ θος τού χώλ καί άνοιξε μιά πόρτα πού έβγαζε σέ μιά σκάλα, πού ώδηγουσε πρός τά κάτω. Στό βάθος τής σκάλας, υπήρχε ένα μικρό τετράγωνο υπόγειο, επι­ πλωμένο μέ μιά $«αρέκλα και ένα κρεββάτι εκστρατείας. Ό Περίγκο είδε ότι ή πόρτα ή­ ταν χοντρή καί άπό συμπαγές άγριόξυλο κι* οτι έκλεινε άπό έξω μέ μιά χοντρή άμπάρα. Ό Σάϊμον τού έδει­ ξε τό κρεββάτι κι’ ό Ιταλός κάθησε εκεί. — "Οταν θά μέ γνωρίσετε καλύτε­ ρα, είπε ό "Αγιος, θά διαπιστώσετε ότι μοΰ άρέσει νά κλείνω τούς φί­ λους μου μέσα σ’ ένα υπόγειο. "Ι­ σως επειδή πολλές φορές άλλοι φί­ λοι μου, δοκίμασαν νά κάνουν τό ίδιο σέ μένα... Έδώ καί λίγο καιρό μάλιστα κάποιος δοκίμασε νά ύπερ­ θεματίση, θάβοντάς με ζωντανό. Εί­ χατε ποτέ τήν τιμή νά γνωρίσετε τόν Σκορπιό ; Ό Περίγκο δέν τόν άκουγε. — θά μείνω πολύν καιρό εδώ ; ρώτησε. — "Ως αύριο. Είναι κάπως υγρά εδώ μέσα, μά έχετε περίφημη κράσι. *Αν άποφασίσετε νά πνιγήτε μέ τις τιράντες σας, συρθήτε ώς τή γωνιά

Μεταμφιεσμένο ! "Ενας διαβάτης σταματά έ­ να παιδί στό δρόμο καί τό ρω­ τάει : — Δεν μού λές, παιδί μου τί ράτσα είναι τό σκυλί πού κρα­ τάς ; —Αστυνομικό, κύριε. — Μά δέν μοιάζει διόλου μέ άστυνομικό σκυλί. —Φυσικά ! Ανήκει στή... μυ­ στική άστυνομία !


ΤΟΥ ΠΕΡ1ΓΚΟ του υπογείου, δπου ένας λάκκος εί­ ναι κιόλας ανοιχτός. Αύριο τό πρωί, θά σάς φέρω τό πρόγευμά σας και θά κουβεντιάσουμε. Καληνύχτα. φησε τον Ιταλό μέσα στό σκοτά­ δι, άνέβηκε τά σκαλοπάτια κι* εκλεισε πάλι την πόρτα μέ τήν άμπάρα. Καθώς ανέβαινε τή σκάλα, ακού­ σε ενα κουδούνι να βουΐζη. 7Ηταν ή Πατρίτσια πού είχε πιέσει ένα κου­ μπί, ειδοποιώντας έτσι τόν "Αγιο δτι ένας άλλος κίνδυνος τόν απειλούσε. Ό Τήλ χωρίς άλλο. Ό "Αγιος δεν δοκίμασε καμμιά εκπληξι. Απόρησε μόνο για τό γεγο­ νός δτι ό επιθεωρητής είχε κιόλας έρθει. Αύτό έδειχνε δτι ό Κλάυδιος δεν είχε σκοπό νά σταματήση αύτή τή φορά, πριν στριμώξη για καλά τόν αντίπαλό του. Ό Σάϊμον διέσχισε διαδοχικά τά σπίτια, πού είχαν τούς άριθμούς 3 καί 5 του Μπερκέλεϋ Μιούς καί μπήκε στό δωμάτιό του, στό νούμε­ ρο 7, άπό μιά μυστική πόρτα καμουφλαρισμένη μ’ έναν καρθέφτη. Ή Πατρίτσια τόν περίμενε έκεϊ. —Ό Τήλ εΐναι κάτω, είπε. — Μόνος ; — Μιλούσε μέ τούς άνθρώπους του δταν πίεσα τό κουδούνι. Εΐχε έρ­ θει μόνος, — Περίφημα. Ό "Αγιος έβγαλε τό σακκάκι του, χτένισε τά μαλλιά του1 καί φόρεσε τό σακκάκι μιας πιτζάμας, μέ βελού­ δινα μανικέτια. Ή Πατρίτσια τόν κύτταξε σιω­ πηλή. "Οταν αύτός γύρισε προς τό μέρος της χαμογελαστός, αύτή άκούμπησε τό χέρι της στόν ώμο του. — "Ακούσε, Σάϊμον, είπε, δεν σου έχω κάνει ποτέ ερωτήσεις, μά αυτή τί φορά δέν θά έχης τά δόντια του Φορτέτσα γιά νά σέ βγάλη άπό τούς μπελάδες. —Όχι, παραδέχτηκε ό Σάϊμον. — Είσαι βέβαιος δτι δέν υπάρχει κανένας κίνδυνος ; —Απεναντίας, άπάντησε αύτός, είμαι βέβαιος δτι υπάρχει κίνδυνος. Πρωτ’ απ’ δλα, τό μυστικό πέρασμα, πού μέ τόσους κόπους καί τόσα έξο­ δα έχω έγκαταστήσει, δέν θά μπορό

Α

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

πιά νά χρησιμοποιηθή. Ό Τήλ θά ξέρη πιά δτι μπορεί νά βγω άπό τό σπίτι, χωρίς νά χρησιμοποιήσω- τήν κανονική έξοδο τού άριθμου 7. θά έπιστρέψη αύριο, μ’ ενα ένταλμα έρεύνης στό - χέρι καί μέ ειδικούς, πού θά ψάξουν τό σπίτι καί θά άνακαλύψουν τό μυστικό πέρασμα. —Καί τότε ; Ό Σάϊμον τήν έπιασε άπό τούς ώμους καί χαμογέλασε. — Υπάρχει κίνδυνος πού νά μήν μπορώ γά τόν άποτρέψω, μικρούλα ; Μέ νίκησε κανείς ποτέ ; —Ποτέ ! Τό κουδούνι τής εισόδου αντήχη­ σε.

Ή Πατρίτσια, καθισμένη σέ μιά πολυθρόνα τού .σαλονιού, έκλεισε τό βιβλίο της καί σήκωσε τό κεφάλι της. Ό επιθεωρητής Τήλ μπήκε ακο­ λουθούμενος άπό τόν Σάϊμον πού χα­ μογελούσε. Ό επιθεωρητής έκανε δυό βήματα μέσα στό δωμάτιο, σταμάτησε καί κύτταξε τόν "Αγιο. Τό καλόκαρδο χαμόγελο τού νέου τόν άνησυχοΰσε. —Ελπίζω νά μή σάς ενοχλώ, είπε μέ τή νυσταλέα του φωνή. —Καθόλου, μουρμούρισε ό Σάϊμον. θέλετε λίγη μπύρα ; Ό Τήλ έσφιξε τά δόντια του. "Η­ ξερε δτι θά άρχιζε σέ λίγο μιά πολύ δύσκολη μάχη. Ή άγανάκτησις, πού είχε εκδηλώσει στό σπίτι τού ’Έλντερμαν, είχε καλμάρει κι* ό έπιθεωρητής ήταν διατεθειμένος νά μανουβράρη μέ σύνεσι. Ή άποφασιστικότης του δέν είχε


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

έξασθενήσει καθόλου, μά ή λάμψις, πού χόρευε στα μάτια του 'Αγίου, έδειχνε ότι ό Τέμπλαρ δεν είχε σκο­ πό νά παραδοθη χωρίς μάχη. — Είστε πρόθυμος νά μέ συνοδεύ­ σετε χωρίς άντίστασι; ρώτησε ό α­ στυνομικός. Ό Σάϊμον χαμογέλασε. — Ελπίζετε ότι θά σάς ζητήσω τό λόγο αυτής τής εύγενοΰς προσκλήσεως ; είπε. Δυστυχώς, απόψε θά άρνηθώ νά κάνω αυτό πού μόϋ ζητείτε. Εξάλλου, ξέρω τον λόγο αυτής τής προσκλήσεως. — Πώς ; —’Έχω τους πληροφοριοδότες μου, Κλαύδιε I Βρίσκονκαι παντού. Καθήστε. Νά μιά πολυθρόνα πού, άνατρέπεται μόλις καθήση κανείς καί πού έχω κατασκευάσει ειδικά για σάς.

Έξωφρενικότητες

|

—"Οταν ήμουν παιδί, διηγεί­ ται ένας Αμερικανός εκατομ­ μυριούχος, ζουσα στό Λονδί­ νο. ’Ήμουν φτωχός κι’ έπρεπε νά έργασθώ. Πήγα λοιπόν πε­ ζός στό Ντεβονσάϊρ, όπου βρή­ κα δουλειά. Πέντε χρόνια ερ­ γαζόμουν εκεί, ώσπου νά κα­ τορθώσω νά κάνω λίγες οικο­ νομίες καί ν5 αγοράσω ένα πο­ δήλατο. Λίγον καιρό κατόπιν έλαβα ένα γράμμα άπό τούς δικούς μου. Μου έγραφαν πώς ή μητέρα μου ήταν βαρεία άρ­ ρωστη καί κινδύνευε. Καβαλλίκεψα αμέσως τό ποδήλατό μου καί πήγα στό Λονδίνο, στό σπίτι μας. "Εφτασα εκεί τήν στιγμή πού ό γιατρός έλεγε ότι μονάχα ό άέρας του Ντεβο.νσάϊρ μπορούσε νά γιατρέψη τη μητέρα μου... —Έ, καί τί έκανες ; ρώτησε κάποιος, τήν πήρες μαζύ σου; — "Οχι, άπαντά περήφανα ό Αμερικανός. Μετέφερα τό ποδήλατο μου μέσα στη κάμα­ ρα τής άρρωστης κι* άδιασα τόν άέρα τού Ντεβονσάϊρ πού εΐχαν τά χάστιχα. Κι5 ή μητέ­ ρα μου σώθηκε I

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ Σάς προειδοποιώ εξάλλου ότι τά πού­ ρα, πού περιέχει αύτό τό κουτί σκά­ ζουν μόλις τά ,άνάψη κανείς. ’Άν δεν σάς κάνει κόπο, βγάζετε τό καπέλλο σας ; Δέν είναι καθόλου άσσορτί μέ τήν ταπετσαρία τού τοίχου. Ό Τήλ έβγαλε τό καπέλλο του άργά, σάν μέ λύπη. Ένώ ή δυσπι­ στία του αύξανόταν, είπε μέ τήν κοι­ μισμένη φωνή του : —Πώς γνωρίζετε τόν λόγο πού μ’ έφερε εδώ γιά νά σάς συλλάβω ; —Αγαπητέ μου φίλε, δέν ήμουν δίπλα σας όταν πήρατε αύτή τήν άπόφασι ; είπε ό Τέμπλαρ γλυκά. — "Ωστε παραδέχεστε ότι ήσαστε, έδώ> καί λίγη ώρα, στό σπίτι τού ’ Ελντερμαν, στό Πάρκο τής Άντιβασιλείας ; —Μεταξύ μας, τό παραδέχομαι. — Καί παραδέχεστε ότι βγήκατε, επομένως, άπό τό σπίτι αύτό άπό ένα υπόγειο πέρασμα ; —Ναι. Τό σπίτι έχει αμέτρητα μυστικά περάσματα σάν κουνελοφωλιά. —Πού είναι ό Περίγκο ; —Στό δωμάτιό του. Μοΰ ζήτησε μάλιστα μιά τράπουλα γιά νά ρίξη πασιέντζες. Τήλ μόρφασε καί είπε' μέ υπό­ κωφη φωνή, πού προσπαθούσε, όχι μέ πολλή επιτυχία νά κάνη ψυ­ χρή καί μονότονη : — Βοηθήσαμε τόν Περίγκο νά δραπετεύση. Πυροβολίσατε, επιτεθήκατε εναντίον του, κι* αυτά γιατί ήσαστε συνένοχος σ’ ένα έγκλημα. Τό παρα­ δέχεστε αύτό ; — Ανάμεσα σ’ αυτούς τούς τέσσε­ ρις τοίχους, άπάντησε ό "Αγιος, τά παραδέχομαι όλα έκτος άπό τό οτι ήμουν συνένοχος σ’ 'ένα έγκλημα. — Πολύ καλά. Τά δάχτυλα πού κρατούσαν τό καπέλλο σφίχτηκαν. —Πολύ καλά, έπανέλαβε ό Τήλ Τέμπλαρ, σάς συλλαμβάνω... —*Ώ, όχι I, είπε ό "Αγιος; Κλαύ­ διε, δέν θά τό κάνετε αύτό I ?Ηταν σάμπως ό επιθεωρητής νό εΐχε δεχτή μιά γροθιά στό πρόσωπο μά ό "Αγιος δέν τόν κύτταξε κάν Πήρε ένα τσιγάρο άπό ένα κουτί ε­ πάνω στό τ απέζι, τό πέταξε στό\

Ο


0/

ΠΕΡΙΓΚΟ

αέρα καί τό άρπαξε μέ τά χείλη του. — Εΐναι τό μόνο κόλπο πού αοΰ έχει άπομείνει από τήν παλιά μου τέχνη τού ταχυδακτυλουργού, είπε γελώντας. —Καί γιατί ; γρύλλισε ό επιθεω­ ρητής πού ακολουθούσε τή δι-ί| κή του σειρά σκέψεων. —Δυστυχώς είναι τό μόνο!* κόΛπο πού ξέρω νά κάνω τώ-Ι ρα, είπε άθώα ό Σάϊμον. |Ι —Καί γιατί νά μη σάς συλ-1 λάβω ; έπέμεινε ό Τήλ. —Γιατί, Κλαύδιε, αυτό πού! σάς είπα έμπιστευτικώς, μετά-1 ξύ μας καί ανάμεσα σ’ αυτούς | τούς τέσσερις τοίχους, καί αύ- | τό πού θά έλεγα στό δικαστή­ ριο είναι τόσο διαφορετικά, ώστε δέν θά πίστευε κανείς δτι μπορεί νά τά προφέρη τό ϊδιο στόμα. Ό Τήλ άφησε ένα πνιχτό γρύλλισμα. —Ψευδής μαρτυρία, έ ; είπε. Σάς νόμιζα ικανό νά βρήτε κά­ τι καλύτερο από αύτό. — Μήν άνησυχήτε. Δέν πρό­ κειται για ψευδή μαρτυρία, άλλά γιά μιάν απλή δήλωσι. Ό Σάϊμον έσκυψε μπροστά μέ μάτια πού άστραφταν. — Κλαύδιε, είπε, είχατε λοι-· πόν φανταστή δτι μέ κρατούσατε; — Ναι, καί τό πιστεύω άκόμα. —Είχατε πιστέψει δτι ή μεγάλη μέρα είχε έρθει, ή μεγάλη μέρα πού θά κανονίζαμε τούς λογαριασμούς μας καί θά πλήρωνα ακριβά ; Είχατε πιστέψει δτι θά μπορούσατε στό μέλ­ λον νά κοιμάστε ήσυχος τή νύχτα ; —Ναι. — Κρίμα!, αναστέναξε ό “Αγιος. νώ τά μάτια του έλαμπαν παρά­ ξενα, ό Τήλ είπε ξερά : — Περιμένω άκόμα τις εξηγήσεις σας. — Πολύ καλά, θά τις ακούσετε, άπάντησε ό Σάϊμον μέ φωνή συγχρό­ νως γλυκειά καί άπειλητική. Έχω α­ κλόνητο άλλοθι. Περιποιήθηκα άπόψε πολλούς φίλους μου στό σπίτι αύτό καί εΐνα|. δλοι τους έτοιμοι νά κατα­ θέσουν δτι δέν βγήκα ούτε δευτερό­ λεπτο από εδώ. "Οταν μέ συλλάβετε—

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

κΓ αυτό δεν μπορεί νά γίνη άν δεν έχετε ένα ένταλμα συλλήψεως στά χέρια σας — , οΐ φίλοι μου αυτοί θά παρουσιαστούν στό δικαστήριο. Ό “Αγιος έσβυσε τό τσιγάρο του καί συνέχισε χαμογελαστά :

— "Αν ήμουν στή θέσι σας, θά έ­ μενα ικανοποιημένος με τή νίκη που κερδίσατε απόψε. Ανακαλύψατε τό μυστικό τού σπιτιού μου. Στό μέλλον, άν θέλω νά συνεχίσω τις περιπέτειές μου, θά αναγκαστώ νά αλλάξω στρα­ τηγείο. Φανήτε λογικός, Κλαύδιε, και πηγαίνετε νά κοιμηθήτε... Ό επιθεωρητής άνωρθώθηκε κατακόκκινος από θυμό. —Δυστυχώς, είπε άγρια, δεν έχω ένταλμα συλλήψεως μαζί μου. Κούμπωσε μέ νευρικές κινήσεις τό σακκάκι του καί πρόσθεσε: — Μά θά σάς ξαναδώ αύριο ! Γύρισε απότομα τήν πλάτη του καί κατευθύνθηκε πρός τήν πόρτα. Ε­ κεί σταμάτησε, γύρισε καί ύποκλίθηκε πρός τήν Πατρίτσια : — Καληνύχτα σας, δεσποινίς, είπε


28

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

^ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

8 "Ενας ελαφρός θόρυβος μισοξύπνησε τον Σάϊμον Τέμπλαρ. ’Έπειτα ακούσε έναν κρότο και ξύπνησε εν­ τελώς. "Ανοιξε τά μάτια του κΤ έρριξε μια ματιά γύρω, μέσα στο δωμάτιο. Ξημέρωνε. Τίποτα δέν είχε πειραχτή μέσα στο δωμάτιο. Συμβουλεύτηκε τό ρολόϊ του. Ή ώρα ήταν επτά. Για μερικά δευτερόλεπτα, έμεινε άκίνητος. "Επειτα, πήδησε άπό τό κρεββάτι του. Παραμέρισε τον καθρέφτη πού καμουφλάριζε τη μυστική πόρτα, γύρισε έναν διακόπτη καί ώρμησε μέσα στό μυστικό πέρασμα. Στό βάθος, ή πόρτα ήταν μισάνοι­ χτη. Ό Σάϊμον ήταν βέβαιος ότι τήν είχε κλείσει τήν περασμένη νύχτα. Πέρασε γοργά στό νούμερο 104 του Μπερκέλεϋ Σκουέαρ. Φτάνοντας εκεί, διέκρινε μιαν άμυδρή άνταύγεια στό χώλ, κάτω, καί έναν ίσκιο πού σάλευε γοργά. "Αρχισε νά κατεβαίνη τά σκαλοπάτια, φωνάζοντας : — Μήν κινηθήτε γιατί πυροβολώ I Μά είχε άφήσει τό πιστόλι του στό δωμάτιό του. Ό ίσκιος κινήθηκε. Άπό τό-υψος τεσσάρων σκαλοπατιών, ό "Αγιος πήδησε επάνω στούς ώμους του άνθρώπου. Ακολούθησε μια σύντομη πάλη κΓ έπειτα ό Σάϊμον εΐδε μιαν άσπρη λάμψι επάνω άπό τό κεφάλι του. Ρί­ χτηκε πρός τά πλάγια καί τό μαχαί­ ρι καρφώθηκε στό πάτωμα. Τήν ϊδια στιγμή, ό "Αγιος δεχόταν

στό στομάχι ένα δυνατό χτύπημα άπΑ γόνατο, πού τον έστειλε νά κυλιστή στα πόδια τής σκάλας. Ή πόρτα του δρόμου άνοιξε κΓ έκλεισε μέ βρόντο. Ό Σάϊμον κατώρθωσε νά σηκωθή έπειτα άπό δέκα δευτερόλεπτα. Έξερεύνησε τό υπόγειο. Ή πόρτα ή­ ταν ανοιχτή. Μια τρύπα, άρκετά με­ γάλη ώστε νά περάση τό μπράτσο ε­ νός άντρα είχε άνοιχτή στό ξύλο, μια σπιθαμή κάτω άπό τήν άμπάρα. Τό έδαφος ήταν σκεπασμένο άπό κομματάκια ξύλου. Ό Σάϊμον κατά­ λαβε ότι είχε κάνει μεγάλο λάθος παραλείποντας νά ψάξη τόν Ιταλό. Γύρισε στό δωμάτιό του καί δια­ πίστωσε ότι τό σακκάκι του είχε μετακινηθή. Τό διαβατήριο καί τό ει­ σιτήριο του Ιταλού είχαν έξαφανιστή. Ό "Αγιος άνασήκωσε τούς ώμους του, πλάγιασε πάλι, άποκοιμήθηκε άμέσως καί είδε ένα όνειρο... τρεχε κατεβαίνοντας τά σκαλοπά­ τια μιας μηχανικής, κινητής σκά­ λας. "Εσπρωχνε τήν Πατρίτσια μπρο­ στά του για νά φτάση τόν Περίγκο, πού πήγαινε μπροστά άπό τό κο­ ρίτσι. Ό γκάγκστερ φορούσε ενα σμό­ κιν κΓ ένα παντελόνι άπό άσπρη φανέλλα. Στό κεφάλι του είχε ένα ψά­ θινο καπέλλο καί, γύρω άπό τόν λαι­ μό του, κρέμονταν περιδέραια άπό διαμάντια. Ό Ιταλός φώναξε δυνατά:

Ε

Πληρωμένη άπάντησις Παχύτατος κύριος, επειδή τόν έκύτταζε κατάμματα ένας Εβραίος, του λέγει : —Τί μέ κυττάζεις έτσι, σάν νά θέλης νά μέ φας ; —Ή θρησκεία μου, κύριε, άπάντησε ό Εβραίος σαρκα­ στικά, άπαγορεύει νά τρώμε γουρουν ίσιο κρέας.


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ —Τό παντελόνι μου ξηλώθηκε 1 "Επειτα ή σκηνή άλλαξε καί ό Τήλ φάνηκε καβάλλα σε μια... καμη­ λοπάρδαλη. Ό Επιθεωρητής φορού­ σε παντελόνια κάου—μπόϋ καί έκάγχαζέ: —"Εχω κι* εγώ παντελόνι ! Τότε ό 'Άγιος ξύπνησε. Ή ώρα ήταν όκτώμιση. Ό Σάϊμον άναψε ένα τσιγάρο καί πέρασε στό δωμάτιο του λουτρού. Είχε μπή στή μπανιέρα, όταν τού ήρθε ή έμπνευσις καί βγήκε από τό νερό σάν κολυμβητής πού βγαίνει, έπειτα από μια καλή βουτιά. Δέκα λεπτά άργότερα, είχε ντυθή καί είχε κατεβή στήν τραπεζαρία. Ή Πατρίτσια τόν περίμενε μπροστά στό τραπέζι του προγεύματος. —Ό Περίγκο μάς έγκατέλειψε, τής είπε. Τό κορίτσι κύτταξε τόν Σάϊμον ερωτηματικά. —Μάς έγκατέλειψε, έπανέλαβε ό 'Άγιος χαμογελώντας, μά ξέρω πού θά τόν ξαναβρώ, Είχα βλέπεις, ξεχάσει πώς είχε ένα μαχαίρι έπάνω του. "Ετσι πέρασε τή νύχτα του άνοίγοντας μιά τρύπα στήν πόρτα. "Επειτα, τό πρωϊ, ήρθε καί πήρε τό διαβατήριό του καί τό εισιτήριό του άπό τήν τσέπη του σακκακιου μου. Μου ξέφυγε τήν τελευταία στιγμή, άψου πρώτα δοκίμασε νά μου κάνη μιά... πλαστική έγχείοησι στό πρόσω­ πο I θά τόν βρου-με στό Διατλαντικό Τραίνο. — Πώς τό ξέρεις αύτό ; —"Αν δεν εΐχε τήν πρόσεσι νά έπιβιβαστή στό Μπερεγκάρια καί νά φύγη γιά τήν Αμερική, γιατί μπήκε στόν κόπο καί στον κίνδυνο νά πάρη άπρ τήν τσέπη του σακκακιου μου τό είσιτήρο καί τό διαβατήριο ; — "Εχεις τά διαμάντια ; ρώτησε ή Πατρίτσια. — "Οχι ακόμα. Στό σπίτι του Έλντερμαν όμως είχα προσέξει δτι τό σακκάκι καί τό παντελόνι του Πε­ ρίγκο δεν ταίριαζαν. Σκέφτηκα, λοι­ πόν, ότι ό Περίγκο είχε αλλάξει σακκάκι μέ τόν Χόρμερ. "Επεσα έξω. Δεν πήρε τό σακκάκι άλλά τό παν­ τελόνι του νεκρού κι* εκεί βρίσκον­ ται τά διαμάντια.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

— Κι5 ό Τήλ ; ρώτησε ή Πατρίτσια έπειτα άπό μιά σιωπή. Χωρίς νά άπαντήση, ό Σάϊμον κατευθύνθηκε προς τή βιβλιοθήκη^ απ’ όπου πήρε ένα μικρό σημειωμα­ τάριο, δεμένο μέ δέρμα. Τό περιοχόμενό του είχε κοστίσει, στόν 'Άγιο πολλούς μήνες υπομονε­ τικής εργασίας καί ερευνών. Τό ση­ μειωματάριο -περιείχε τά ονόματα καί τις διευθύνσεις πενήντα άπό τούς πιο επικίνδυνους άνθρώπους του υ­ ποκόσμου του Λονδίνου—εμπόρους λευκής σαρκός, λαθρέμπορους ναρκω­ τικών, δολοφόνους καί εκβιαστές, —καθώς καί λεπτομέρειες, άποδείξεις, πληροφρίες γιά τις συνήθειές τους καί γιά τά μέρη πού σύχναζαν καί άλλα παρόμοια. Αύτό εξηγούσε τή σιγουριά, τήν ταχύτητα καί τήν άποτελεσματικότητα, μέ τις όποιες ό Σάϊμον Τέμπλαρ έκανε τις επιθέσεις του εναντίον τών μελών του υποκόσμου. Ό Σάϊμον ξανακλεισε τό ση­ μειωματάριο. —Πάτ, είπε, δέν φέρθηκα καλά στόν Τήλ. Του χρωστώ μιά έπανόρθωσι καί θά του παραδώσω αύτό τό σημειωματάριο. 'Υπάρχουν εδώ μέσα άρκετές πολύτιμες πληροφορίες γιά νά κερδίση γαλόνια. Εμείς θά ψά­ ξουμε νά βρούμε άλλο σπίτι κι5 άλλα θύματα. Θέλω νά πάρω τό παντελό­ νι του Περίγκο καί νά ξαναδώ τό χαμόγελο στό πρόσωπο του Κλαυδίου. Τότε, θά πάμε νά περάσουμε λίγες έβδομάδες στήν έξοχή.

Ό 'Άγιος δέν άργησε νά γοητεύση, μέ χαμόγελα καί φιλοδωρή­


30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

ματα, τόν ελεγκτή του τραίνου, πού έσπευσε νά του βρή δυό καλές θέ­ σεις. Ό Σάϊμον ξάπλωσε άναπαυτικά καί άναψε ένα τσιγάρο. Ή Πατρίτσια σηκώθηκε καί μπήκε μέσα στόν διά­ δρομο, πού διέσχιζε τό τραίνο απ’ άκρη σ’ άκρη. Σαναγύρισε έπειτα από λίγα λεπτά, άπογοητευμένη. — Σάϊμον, είπε, ό Περίγκο δεν βρίσκεται μέσα στό τραίνο. — Είναι εδώ-μέσα, μικρούλα μου απάντησε ό "Αγιος. Τόν εΐδα νά ά-

νεβαίνη στό τραίνο, στό σταθμό τού Βατερλώ. Νομίζω μάλιστα ότι μέ πρόσεξε. — Μά... κύτταξα μέσα σ’ όλα τά διαμερίσματα. — Πήρες τά δακτυλικά άποτυπώματα όλων τών επιβατών ; τήν πεί­ ραξε ό "Αγιος. Αυτή άνασήκωσε τούς ώμους της καί κάθησε. "Εσκυψε επάνω άπό τό τραπεζάκι πού τούς χώριζε καί έπιασε τό χέρι του Τέμπλαρ. — Σάϊμον, μουρμούρισε, πές μου : που εΐναι ό Περίγκο ;

79

ο

/9 /

Εγκληματικά

περίεργα

9

/ /Θ

/ /ο Ο

/ Θ

/ / / Ο

9

Φ

ιο /φ /β /9 /Ο

/ο ! / ο

ο

ίφ

/ο ία

/ Θ

Ό Βατσέφφ, ό απαίσιος δολοφόνος, ό όποιος εΐχε ξε­ παστρέψει στη Γαλλία, εδώ καί πενήντα χρόνια, δώδεκα περί­ που γυναίκες, είχε γίνει τό εί­ δωλο τών αιωνίως άδιορθώτων θηλυκών. "Οταν βρισκόταν προ­ φυλακισμένος, όλες του ζητοϋσαν για «ενθύμιο» λίγες τρίχες από τά μαλλιά του. Δυστυχώς όμως τά μαλλιά του ήσαν κομ­ μένα μέ την ψιλή μηχανή κι' έτσι ή θαυμάστριές του έμει­ ναν ανικανοποίητες 1 Μια άλλη κατάδικος @πήν Αγγλία, ή κυρία Μεργκριού, ή όποια είχε καταδικασθή σέ είκοσι χρόνια φυλάκισι επειδή έδηλητηρίασε τόν άντρα της, έλαβε μέσα στό κελλί τής φυ­ λακής της περισσότερες από πενήντα προτάσεις... γάμου I "Ενας μάλιστα άπό αυτούς τούς ύποψηφίους μνηστήρες, τής έγραφε πώς άν δεχόταν νά τόν κάνη σύζυγό της, άνελάμβανε νά τήν βοηθήση νά άποδράση. Επίσης στήν Αγγλία, όταν ό περιβόητος κακούργος Κάρο­ λος Πήλ κατεδικάστηκε εις θά­ νατον, ή διεύθυνσις τών φυλα­ κών αναγκάστηκε νά του πα­ ραχώρηση τρεις ιδιαιτέρους γραμματείς, γιά ν’ ανοίγουν

καί ν’ απαντούν στά! γράμμα­ τα, τά όποια έλάμβανε άπό τις άναρίθμητες θαυμάστριές του, πού τοϋ ζητούσαν »ύτόγραφα. Κάθε αύτόγραφό του ό Πήλ τό είχε διατιμήσει μιά λίρα, τήν οποία... εύγενώς φερόμενος, διέθετε πρός άνακούφισιν τών συγγενών τών θυμάτων του. Σ’ έναν μάλιστα τραπεζίτη, μανιώδη συλλέκτη αύτογράφων, απάντησε—διά τών γραμματέ­ ων του φυσικά —ότι τήν ύπογραφή του θά τήν έβαζε μόνον όπισθογράφοντας ένα τσέκ 100 λιρών, τό όποιον ό τραπεζίτης θά έξέδιδε επ’ όνόματί του. Ό τραπεζίτης, άμέσως καί δίχως καμμιά συζήτηση τουστειλε τό τσέκ, τό όποιον α­ φού ώπισθογράφηκε άπό τόν Πήλ, έπεστράφη στήν Τράπε­ ζα, όπου καί εξαργυρώθηκε άπό τόν ϊδιο τραπεζίτη I

Τί τόν ένοιαζε! Ό Μ ρ ά ο υ ν (στό φίλο του). —Τάμαθες; Ό Τόμσον γυ­ ρίζει εδώ κι’ εκεί καί διηγείται ένα σωρό ψευτιές είς βάρος σου. Ό Γ κ ρ ή ν. —’Ώ ! δέν μέ νοιάζει άν λέη ψέματα! "Αν όμως πή τήν άλήθεια, μά τήν πίστι μου, θά τόν στραγγαλί­ σω I...

ίο

ϊ /φ *φ /3 / /9 /0 / < /3 ο

Ο

Ο

♦ Φ

/ /ο /α /Φ * /ο 9

Φ

ίο

/5 ί 9

>


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ —Σούτ ! έκανε αυτός. Θά σέ άκούση 1 — Είναι μέσα σ’ αυτό τό βαγόνι ; —Στό επόμενο. — Πώς είναι μεταμφιεσμένος ; —Διάλεξε μιά μεταμφίεσι πολύ απλή καί συγχρόνως πολύ θρασεία. Μεταμφιέστηκε σέ νέγρο καί, μά τήν πίστι μου, δεν τά κατάφερε άσχημα. Μόνο πού τον άναγνώρισα. "Εχεις δη ποτέ νέγρο μέ κίτρινα μάτια; Μπορεί νά ύπάρχη, μά εγώ δέν έχω δη ποτέ μου. Αύτό τράβηξε τήν προ­ σοχή μου καί άναγνώρισα τόν φίλο μας. — Είδα τόν νέγρο, είπε ή Πατρίτσια, μά δέν κατάλαβα τίποτα. —’Ώ, ήταν εύκολο, μουρμούρισε ό Σάϊμον. Δέν μάς μένει τώρα παρά νά του πάρουμε τό παντελόνι. Κι* αυτό θά είναι πολύ πιό δύσκολο. "Ενας υπάλληλος τής Εταιρίας Ύπερωκεανείων, πού διέθετε τό ειδι­ κό εκείνο τραίνο γιά τή μεταφορά των επιβατών ώς τό πλοίο, τούς διέ­ κοψε. Ό υπάλληλος αυτός έξήταζε τά εισιτήρια κι’ έκοβε άδειες διόδου γιά όσους ήθελαν νά συνοδεύσουν έναν επιβάτη ώς τό πλοίο. Ό Σάϊμον ζήτησε δύο. —Πάμε , νά βρούμε τόν φίλο μας, είπε στήν Πατρίτσια όταν ό ύπάλληλος έφυγε. ηκώθηκε, διέσχισε τόν διάδρομο μέ σταθερό βίήμος καί σταμάτησε στό κατώφλι του διαμερίσματος, όπου βρισκόταν ό νέγρος. Μά τό πρόσωπο του Σάϊμον αλ­ λοιώθηκε ξαφνικά κι* έμεινε σάν άπολιθωμένος, εξετάζοντας τούς επι­ βάτες, πού ήσαν καθισμένοι στούς μπάγκους : ό Περίγκο είχε έξαφανιστή. Τό γεγονός ήταν αναμφισβήτητο. Ή γωνία, πού ό νέγρος κατείχε λίγη ώρα πριν, ήταν άδεια. Οί άλλοι επι­ βάτες δέν μπορούσαν κανένας τους νά ήταν ό γκάγκστερ. Στήν απέναντι γωνία, μιά Άμερικάνα γεροντοκόρη, άσχημη καί ζαρω­ μένη. διάβαζε ένα ρωμάντσο. Κοντά της, μιά μητέρα έπέπληττε ένα αγοράκι μέ ναυτικό κοστούμι καί ένας καχεκτικός άνθρωπάκος διάβαζε μιάν έόι, μερίδα.

31

Ό Σάϊμον έξέφρασε τή δυσαρέσκειά του μέ μιά σειρά άναρθρες σι­ γανές βλαστήμιες. — Πήγε, φαίνεται, νά άλλάξη με­ ταμφίεση είπε τέλος στήν Πατρίτσια. Πήρε καί τή βαλίτσα του μαζί, μιάν ολοκαίνουργια βαλίτσα, πού σίγουρα αγόρασε σήμερα τό πρωί, γιατί βέ­ βαια δέν τόλμησε νά πάη πίσω στό σπίτι τοϋ ’Έλντερμαν γιά νά πάρη τή δική του. Ό ύπάλληλος τής εταιρίας φάνη­ κε στήν πόρτα του διαμερίσματος. —Μις Λοβντιού, φώναξε. Ή γεροντοκόρη μέ τό άσχημο πρό­ σωπο σήκωσε τό κεφάλι της. —Τό εισιτήριό σας, είπε ό ύπάλ­ ληλος. —Όνομάζεται Λοβντιού (δροσιά έρωτος) I, αναστέναξε ό "Αγιος. Πό­ σο τής ταιριάζει I "Ελα, Πάτ. Απομακρύνθηκαν μέσα στόν διά­ δρομο. — Κι’ όμως ό Περίγκο πρέπει νά βρίσκεται στό τραίνο, είπε ή Πατρίτσια. Τό τραίνο δέν ελάττωσε ταχύ­ τητα ούτε γιά μιά στιγμή. ’Άν δοκί­ μαζε νά πηδήση έξω, θά σκοτωνόταν. — Βεβαιότατα, συμφώνησε ό "Α­ γιός. Καί γι’ αύτό θά τόν ξαναβρουμε. Πήγαινε προς τό πίσω μέρος του τραίνου. Έγώ θά προχωρήσω πρός τό βαγόνι τών αποσκευών. ’Άν δής κανέναν άντρα μέ γένια, τράβηξέ του τα γιά νά βεβαιωθής άν είναι πραγ­ ματικά. ωρίστηκαν. Ό "Αγιος έξήτασε δι­ αδοχικά τούς επιβάτες όλων τών διαμερισμάτων. Υπήρχαν Αμερικα­ νοί κάθε είδους, "Αγγλοι, παιδιά, έκατομυριοϋχοι, τρεις Ινδοί κάί ένας Κινέζος, Κανένας τους όμως δέν έμοιαζε, από κοντά ή μακρυά, μέ τόν άνθρω­ πο πού ό Σάϊμον έψαχνε νά βρή. "Οταν ό "Αγιος τελείωσε τήν άνίχνευσί του, σταμάτησε στό τέρμα του διαδρόμου καί γύρισε γιά νά κυττάξη έξω από τό παράθυρο, πριν έπιστρέψη στό διαμέρισμά του. Τότε δοκίμασε μιάν έκπληξι.Μπρο­ στά στά μάτια του, ένα άσπρο πράγμα πέρασε, πολύ γοργά, πολύ κοντά στό τζάμ-ι, ακολουθούμενο άπό δυο άλλα. Μερικά δευτερόλεπτα άρ-

Χ


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

γότερα, εΐδε τον άνεμο νά παρασύρη ένα κομμάτι από κόκκινο ύφασμα. Ό "Ανιος ζάρωσε τά φρύδια του. "Αλλα πανιά, κάθε χρώματος καί σχεδίου, πέρασαν έξω άπό τό παρά­ θυρο, φτεροκοπώντας σαν πουλιά κυ­ νηγημένα από τον άνεμο. Ξαφνικά, κατάλαβε καί γύρισε πρός τήν πόρτα του διαμερίσματος των αποσκευών. ΤΗταν κλειστή. Πλησίασε έκεΐ καί άκούμπησε ε­ πάνω στο ξύλο τον ώμο του. Ή πόρτα υποχώρησε εύκολα Ό Σάϊμον πρόσεξε αργότερα ότι ή πόρτα ήταν απλώς στερεωμένη άπό μέσα μ’ ενα καρφί. Μά εκείνη τη στιγμή δέν είχε καιρό για τέτοια προβλήματα. Είχε μιαν ιδέα καί ή­ θελε νά τήν βάλη σε ενέργεια, χωρίς τήν παραμικρή καθιστέρησι. λεπτά αργότερα, άφοϋ Δέκα τακτοποίησε τήν έμφάνισί του στήν τουαλέττα τών άντρών, ξεκίνησε πά­ λι για νά έπιστρέψη στο διαμέρισμά του. Σταμάτησε μπροστά στό διαμέ­ ρισμα, όπου ό Περίγκο βρισκόταν πριν έξαφανιστή. —Μις Λοβντιο®, είπε, οί αποσκευ­ ές σας εΐνο& ασφαλισμένες ; —Βεβαίως. Γιατί ; —Μπορείτε ν’ άρχίσετε' άπό τώ­ ρα νά έτοιμάζετε έναν κατάλογο τών αντικειμένων πού περιέχει τό μπαούλο σας. Αύτή τον κύτταξε χωρίς νά καταλάβη. — Τί συνέβη ; Ανήκετε στό προ­ σωπικό τής εταιρίας ; — Βεβαίως, κυρία. Έγώ πλένω τά τζάμια τών παραθύρων. Ξανάκλεισε τήν πόρτα, άφήνοντας

;

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστ«ς της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα 1

Ε

__ ___

.--1-&ΜΡΒΜ—Ι I ΜΙ IIIII

ί II III I

Γ

____

τη γεροντοκόρη κατακόκκινη άπό τόν θυμό. Ή Πατρίτσια τόν περίμενε στό διαμέρισμά τους. Κύτταζε άπό τό παράθι/ρο τό τοπίο, πού ξετυλιγόταν μπροστά στά μάτια της , με ίλιγγιώ­ δη ταχύτητα. — Τόν βρήκες ; ρώτησε. Ό "Αγιος χαμογέλασε γλυκά.

ιο ΤΗταν περασμένο τό μεσημέρι, ό­ ταν ό επιθεωρητής Τήλ κατέβηκε άπό ένα αστυνομικό αύτοκίνητο, στήν προ­ κυμαία του Σαουθάμπτον. Ό Ισίδωρος ’Έλντερμαν εΐχε μ^.λήσείι. "Επειτα άπό μιά νύχτα χωρίς ύπνο, είχε κάνει εκμυστηρεύσεις στόν άξιωματικό υπηρεσίας, πού έσπευσε νά τηλεφωνήση στόν Τήλ... Ό Τήλ κατευθύνθηκε πρός τό πλοίο. Μέ τις γροθιές σφιγμένες στό βάθος τών τσεπών του παλτού του, διέσχισε άποφασιστικά. τή σκάλα, άποφασισμένος νά συλλάβη τόν Πε­ ρίγκο καί τόν Σάϊμον Τέμπλαρ, γιατί ήταν βέβαιος ότι καί οί δυο βρίσκον­ ταν επάνω στό πΛοίο. Ό Σάϊμον Τέμπλαρ ήταν στό πί­ σω κατάστρωμα, καθισμένος επάνω σ’ ένα μπαούλο καί μιλώντας εύθυ­ μα μπροστά σ’ ένα ακροατήριο, πού άπαρτιζόταν άπό δυο καμαρότους, έναν άχθοφόρο, μιάν έξωργισμένη γυναίκα καί μιά μικρή ομάδα περι­ έργων. — ΕΙνα-ι βέβαιο, έλεγε ό "Αγιος, ότι αύτό δέν είναι άπολύτως κανονι­ κό, μά τό σφάλμα είναι του φίλου


ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ μου Άλμπέρτο. Φαίνεται δτι τα χρή­ ματα των έσωρρούχων σας δεν του άρεσαν. Αότός θά ήταν ό λόγος που τον έκανε να ρίξη τό περιεχόμενο του μπαούλου σας στούς τέσσερις ανέμους. Μά, γιατί τα βάζετε μαζί μου... —Ψέματα!, ξεφώνησε ή γεροντο­ κόρη με υστερική, διαπεραστική φω­ νή. Εΐστε ένας κλέφτης I ’Αναγνωρίζω τό μπαούλο μου. Μπορώ να σάς πω τί ακριβώς περιέχει. —"Οχι, τήν διέκοψε γλυκά ό Τέμπλαρ. Καί μή στοιχηματίσετε, γιατί θά χάσετε. Ή γεροντοκόρη έπικαλέσθηκε τή μαρτυρία των ακροατών. —Είναι ανυπόφορο 1 φώναξε. Ό άνθρωπος αυτός έκλεψε τά ρούχα μου καί σκέπασε τήν έτικέττα του μπαούλου μου με μιάν άλλη έτικέττα πού έχει τό όνομά του. —Κυρία, τήν διέκοψε ό “Αγιος με τήν ίδια γλυκειά φωνή, δεν άρνήθηκα ποτέ ότι τό μπαούλο σάς ανήκει. Δέν συμβαίνει όμως τφ ι'διο καί μέ τό περιεχόμενό του. Ή έτικέττα, πού σκέπασε τή δική σας, έχει τό όνομα τού ανθρώπου γιά τον όποιον προ­ ορίζεται τό περιεχόμενο τού μπαού­ λου. Σεβόμενος τούς νόμους τής χώ­ ρας μου... κείνη τή στιγμή, ό Τήλ άνοιξε δρό­ μο ανάμεσα στο πλήθος των πε­ ριέργων, πού γινόταν όλο καί πιό με­ γάλο, κι’ έφτασε στήν πρώτη γραμμή.. Κύτταξε τον “Αγιο, χωρίς νά πή τίποτα γιά μερικά δευτερόλεπτα, κΓ αύτός του άνταπέδωσε τό βλέμμα. — "Ημουν βέβαιος ότι θά' σάς έ­ βρισκα εδώ, είπε ό αστυνομικός. ιΗ μις Αοβντιού γύρισε επάνω στά τακούνια της. —Γνωρίζετε αυτόν τον άνθρωπο; ρώτησε. —Ναι, άπάντησε ξερά ό Τήλ. Τόν γνωρίζω. Ό "Αγιος σταύρωσε τά πόδια του καί άναψε ήρεμα ένα τσιγάρο. “Ε­ δειξε μέ μιά πλατειά χειρονομία τόν επιθεωρητή. —Κυρίες καί κύριοι, είπε, επιτρέ­ πατε μου νά σάς παρουσιάσω τόν ο Κλαύδιο Εύστάθιο Τήλ, πού.., — Τήλ; φώναξε ή γεροντοκόρη

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

άνασκιρτώντας. Όνομάζεστε Τήλ; —Μάλιστα, μάνταμ, είπε ό επιθε­ ωρητής ελαφρά έκπληκτος. —Καί έχετε τό θράσος νά τό ύπσ στηρίζετε αυτό; "Ηρθατε νά μέ προκαλέσετε... Ό Τήλ ζάρωσε τά φρύδια του. —Είμαι επιθεωρητής τής αστυνο­ μίας, δήλωσε ψυχρά. —Είστε ένας ψεύτης I φώναξε ή μις Αοβντιού. — Κυρία... —Σάς άπαγορεύω νά μου άποτείνετε τόν λόγο I Είστε ένας ψεύτης κι’ ένας κλέφτης I — Μά... —θέλω τό μπαούλο μου ! Καί θά τό πάρω ! Πώς θά επιστρέφω στήν Νέα Ύόρκη χωρίς τό μπαούλο μου ; Μοΰ άνήκει 1... Ό Σάϊμον σηκώθηκε, άκούμπησε τό πόδι του επάνω στο μπαούλο κΓ έκανε ένα νεύμα ότι ήθελε νά μιλήση. —θά ήλεθα νά μοΰ επιτρέψετε νά σάς εξηγήσω... είπε. — Είστε κΓ έσεϊς ένα ψεύτης κι’ ένας κλέφτης !, φώναξε ή Μις Λοβντιού. —Κυρία..., είπε γλυκά ό “Αγιος. Ό Τήλ έκανε ένα βήμα μπροστά. —Είμαι επιθεωρητής τής ασφα­ λείας, έπανέλαβε. Καί θά ήθελα ν* άκούσω τις εξηγήσεις του. Είχε μιλήσει τόσο επιτακτικά, ώστε βαθειά σιωπή απλώθηκε γύρω. Ή Μις Αοβντιού, σαστισμένη, είχε σωπάσει. — Αοιπόν ; είπε ό επιθεωρητής. —Φτάσατε στήν ώρα, Κλαύδιε, είπε ό Τέμπλαρ, γιά νά παίξετε ρό­ λο διαιτητού σέ μιά σοβαρή πσρεξήγησι. Νά τά γεγονότα. Πήρα τό διατλαντικό τραίνο στόν σταθμό τού Βατερλώ, γιά νά έπιβλέψω έναν κοι­ νό φίλο μας, πού άς ονομάσουμε, άν θέλετε, Άλπέρτο. Στό διάστημα τοδ ταξιδιού, τόν έχασα. Τόν ξαναβρήκα μέσα στό διαμέρισμα τών α­ ποσκευών, άπησχολημένο μέ τό νά ρίχνη από τό παράθυρο τά έσώρρουχα τής Μις Αοβντιού. — Αέει ψέματα I, φώναξε ή γερον­ τοκόρη. Αύτός έκλεψε τά ρούχα μου καί ήρθε νά μέ προσβάλη μέσα στό διαμέρισμά μου...


34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

—Ό Περίγκο είναι μέσα στό μπαούλο ; ρώτησε τέλος ό Τήλ. -Ναι. — Ό ’Έλντερμαν ώμολόγησε, συ­ νέχισε ό επιθεωρητής. Ό Περίγκο είναι δολοφόνος. Καί ξέρετε ότι πη­ γαίνει φυλακή όποιος κατέχει δια­ μάντια, πού είσήχθησαν λαθραία στήν Αγγλία ; —Ναι, άπάντησε © Σάϊμον. —Ξέρετε που είναι τά διαμάντια ; —Εΐναι ραμμένα στη ραφή του παντελονιοϋ του Περίγκο. Κλαύδιε, δέν είστε λογικός. Τό βλέμμα του άστυνομικου έγι­ νε σκληρό. —Γιατί ; —Γιατί ξέρετε ότι ούτε έκανα ούτε βοήθησα νά κάνουν μιά δολοφονία. —Ξέρω ότι έχετε άναμ'χθή σέ γε­ λοίες ιστορίες... —Δέν πρόκειται γιά γελοία Ιστο­ ρία» άλλά γιά δολοφονία, Κλαύδιε, Έξάπτεσθε τόσο πολύ ώστε καταν­ τάτε νά πιστεύετε άπίθανα’ πράγμα­ τα. Υπάρχει μεταξύ μας μιά αιώνια πάλη. Γιατί νά μή θάψουμε τό τσε­ κούρι του πολέμου γιά ένα διάστη­ μα ; Ό Τήλ άνασήκωσε τούς ώμους του χωρίς νά άπαντήση. — "Ήρθατε νά μέ συλλάβετε, Κλαύ­ Άμερικάνα κύτταξε τον Σάϊμον διε, συνέχισε ό Σάϊμον. Είστε ένας μέ τρομαγμένο όφος καί είπε τίμιος άστυνομικός καί σάς θαυμά­ γοργά : ζω. Μά δέ θά σάς άφήσω νά κάνετε — θέλετε νά πήτε ότι υπάρχει έ­ μιά τέτοια βλακεία. νας άνθρωπος μέσα στό μπαούλο μου; -Όχι; —Μάλιστα, κυρία, είπε ό "Αγιος, —"Οχι. "Εχετε τόν Περίγκο. ξέ­ "Ενας άντρας. Τόν θέλετε; Ό κ. Τήλ έχει, δικαίωμα προτεραιότητος, άλλά, ρετε πώς δέν είμαι συνένοχός του. Τί μένει ; Διατάραξις τής κοινής ήσυάν επιμένετε, θά εξετάσω τήν προσ­ χίας, όπλοφορία. Αύτό δέν είναι άνφορά σας... τάξιό σας, ούτε αντάξιό μου. Σκο­ Ό επιθεωρητής έσκυψε επάνω στό πεύω νά πάω νά περάσω μερικές εβ­ μπαούλο καί διαπίστωσε ότι τό όνο­ δομάδες στήν Τενερίφη μά, πρίν φύ­ μά του ήταν γραμμένο επάνω στήν γω, θέλω νά σοϋ κάνω μιάν^ έκπληξι. έτικέττα. —θά ήθελα νά σάς μιλήσω ιδιαι­ "Εβγαλε τό σημειωματάριό του. τέρως, είπε στόν "Αγιο. — Ακολουθήστε τις οδηγίες πού — Ευχαρίστως. ! περιέχει, Κλαύδιε, καί θά γίνετε άρΞεμάκρυναν άπό τούς άλλους πρός χηγός επιθεωρητής μέσα σέ λίγους τά κάγκελα του πλοίου. Πριν ξεμα­ μήνες. κρύνουν, ό επιθεωρητής» γύρισε καί Ό επιθεωρητής πήρε τό σημειω­ φώναξε στους άλλους; ματάριο καί τό ξεφύλλισε. "Επειτα σήκωσε τά μάτια του καί κύτταξε — Νά μήν πειράξη κανείς τό μπα­ τόν "Αγιο. Τό πρόσωπο του Τήλ πα­ ούλο ! ρέμενε άπαθ&φ, μά τό βλέμμα του Οί δυο άντρες κυττάχτηκαν για μιά στιγμή σιωπηλά. είχε γίνει λιγώτερο σκληρό.

— θα μιλήσουμε σέ λίγο γι’ αυ­ τό, τήν διέκοψε ό "Αγιος. "Ολα τά πράγματα στήν ώρα τους. Βρήκα λοι­ πόν τον Άλπέρτο νά προσπαθή να μπή μέσα στο άδειο μπαούλο. Μέ προσωπικό κίνδυνο, τον βοήθησα νά μιτή εκεί, Επειτα κατέβασα τό σκέ­ πασμα καί έκλεισα τό μπαούλο μέ κλειδί, σκοπεύοντας νά σάς παραδώ­ σω τον κοινο μσς Φίλο, Κλαύδιε. Γι’ αυτό, αναγκάστηκα νά αλλάξω έτικέττες. Δοκίμασα νά εξηγήσω τό πράγμα αυτό στήν Μις Λοβντιού, μά άρνήθηκε νά μέ άκούση. Βεβαίως, παραδέχομαι ότι τό μπαούλο δέν μου ανήκει. Τό αντικείμενο τής φιλονεικίας μας είναι ό άνθρωπος που βρίσκεται μέσα του.

Η


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 35

ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ Μιά στιγμή αργότερα, ό £'Αγιος είχε χαθή. Ό επιθεωρητής τόν είδε να φεύγη μά δεν δοκίμασε νά τόν σταματήση.

'Η Πατρίταια περίμενε τόν Τέμπλαρ στήν προκυμαία. "Έφυγαν μαζί. Στή γωνία του υπόστεγου των τελω­ νείων, ό Σάϊμον σταμάτησε καί άρ­ χισε νά γελά σι ·ηλά. Ξεκούμποσ ιό παλτό του καί τό βλέμμα του άκούμπησε στό παντελόνι

V

Εξυπνο κορίτσι

Η ΚΥΡΙΑ.— "Ωστε ξέρεις νά σιδερώνης; Η ΝΕΑ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ:- Μά­ λιστα, κυρία. Η ΚΥΡΙΑ.— Καί πώς θά καταλάβης άν τό σίδερο είνε πο­ λύ ζεστό ; ν Η ΝΕΑ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ.— "Α­ πό τή μυρωδιά των ρούχων πού θά καίγωνται ! Μεταξύ

φίλοον

του, ένα παντελόνι πού ή Πατρίτσια δέν γνώριζε καί πού καβγάδιζε μέ τό κομψό σακκάκι του ' Αγίου. Μέσα στή σιωπή, ξαφνικά, μιά δι­ απεραστική κραυγή υψώθηκε άπό τό μέρος του πλοίου. _ —Δέν εΐναι τίποτα, είπε ό Σάϊμον. Είναι χωρίς άλλο ή Μις Αοβντιού, πού άφησε μιά κραυγή φρίκης τή στιγμή πού ό Περίγκο—μέ τό σώβρακο— βγήκε άπό τό μπαούλο... ΤΕΛΟΣ

Σ’ ενα σαλόνι — Δέν μάς τραγουδάτε τί­ ποτε, δεσποινίς ; —Μά εΐναι τόσοι άγνωστοι εδώ... —Μή σάς μέλει, δταν άρχίσετε θά φύγουν δλοι...

Παιδικό χιούμορ —Μπαμπά, οί βουλευταί δέν έχουν λόγο ; —Γιατί ρωτάς; — Γιατί βλέπω πώς τόν ζη­ τάνε διαρκώς άπό τόν πρόεδρο.

—’Άν κλέψης τίποτα, δτι κι" * άν είνε. θά μετανοήσης μιά η­ μέρα. Παιδικό πνεύμα —Μπά! έκλεψες ποτέ τί­ ποτε ; μικρή Τζόαν.— Δέν είναι αλήθεια, μαμά, πώς — Ναι, ένα φιλί καί παν­ ό καλός θεός μάς δίνει τόν τρεύτηκα για τιμωρία μου τή έπιούσιον ; γυναίκα πού φίλησα!... —Ή μητέρα. — Ναί. παιδάκ. μου 1 'Η Τ ζ ό αν.— Κι’ δτι ό Ό ανυπόμονος Αγιος Βασίλειος μάς φέρνει τά δώρα ; —Λοιπόν, τί λέτε, θά μου Ή μτητέρα.— Βεβαίως, δώσετε τήν κόρη σας ; γλυκό μου παιδί 1 — Βρε παιδί μου δέν σου 'Η Τζόαν.— Κι’ δτι οί είπα δτι είσαι πολύ νέος ; "Αρ­ άγγελοι φέρνουν τά νεογέννη­ γότερα νά δούμε... τα παιδάκια στά σπίτι ; — Έ ! τότε νά ξαναπεράσω Ή μ η τ έ ρ α.—Έτσι εΐναι έπειτα από μιά βδομάδα αγάπη μου I

/&

$0 ί0

/ / 0


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΤΡΜΑΑΣ >

"Ενα παράξενο διήγημα τρόμου από τον συγγραφέα

του

γραμμένο

«ΝΤΡΑΚΟΥΛΑ»

ΜΠΡΑΜ ΣΤΟΟΥΚΕΡ

Ό Νικολάϊ Γιεβσκίν στάθηκε πε­ ρίεργος μπροστά σ' ένα παληό σπίτι, στό βάθος μιας κακόφημης συνοικί­ ας. Ή μεγάλη μπόρα είχε περάσει. Οί δρόμοι γυάλιζαν άπό τά νερά καί καθρέφτιζαν τά κόκκινα φώτα. *Ένα βαρύ κΓ αβάσταχτο πένθος τύλιγε τό Παρίσι. Τό ίδιο πένθος έπνιγε καί τον Νικολάϊ Γιεβσκίν. ΤΗταν ένας Ρώσσος ζωγράφος τριάντα χρόνων, ερωτευμένος τρελλά μέ τό μοντέλλο του, τήν ώμορφη Λουλούτ. Μά ήταν πάμπτωχος. Είχε φτιά­ ξει ένα υπέροχο ταμπλώ, ακόμα ό­ μως δεν τό είχε πουλήσει. ΚΓ ή Λου­ λούτ ύπέφερε μαζύ του, πεινούσε κΓ αυτή καί κάθε τόσο τον παρακαλοΰσε να τήν άφήση νά παίξη στό «Μουλέν Ρούζ». θά χόρευε καί θά κέρδι­ ζε κάθε βράδυ εκατό φράγκα, έκεϊ. Ό Νικολάϊ Γιεβσκίν, τέλος, τήν άφησε νά πάη στό θέατρο κΓ έπειτα, μέ τήν καρδιά γεμάτη θλϊψι, κατέβη­ κε στό δρόμο κΓ άρχισε νά γυρίζη αάν τρελλός, άπένταρος καί πεινασμένος, μ’ ένα βουβό κλάμα στό λαιμό. ,,Μπροστά στό παλιό σπίτι πού στάθηκε, ήταν μαζεμένος κΓ άλλος κόσμος κΓ άκο®γε μ5 ανοιχτό στόμα κάποιο θεατρώνη. Ό Νικολάϊ Γιεβ­ σκίν τΐήγε πιο κοντά καί τότε άκουσε ότι μπορούσε νά κερδίση πενήντα χιλιάδες φράγκα αν κατάφερνε νά κάνη κάτι, πού θά του έλεγε ή διεύθυνσις. Στήν είσοδο εκείνου του παληου σπιτιού, μια φωτεινή επιγραφή, έλεγε: «Τό μεγαλύτερο κέρινο μου­ σείο I Ή πιο παράξενες, κέρινες κού­ κλες τού κόσμου ! Πρωτοφανές 1 Α­ φάνταστο !» Ό Νικολάϊ άπόμεινε άναυδος :

πενήντα χιλιάδες φράγκα ! Μπορο' σε λοιπόν νά κερδίση πενήντα χιλΝ δες φράγκα ; Ό διευθυντής τού μουσείου, έν χοντρός άνθρωπάκος μέ πονηρά μ ' τια, τόν δέχτηκε μ’ ένα αίνιγματικ χαμόγελο στά χείλη : —’Ά, νέε μου, θέλεις νά κερδίσ τις 50.000 φράγκα; Μά εΐναι πολ δύσκολο I Δέν έχεις νά κάνης τίπο άλλο, παρά νά μείνης μέσα στό μο· σεϊο μου άπό τά μεσάνυχτα ώς τις ή ώρα. ’Έχεις δή τις κέρινες κούκλε μου. —Δέν τις έχω δή, απάντησε ζωγράφος. ΕΤνε ή πρώτη φορά πο’ έρχομαι εδώ. — θαυμάσια συνέχισε ό διευθυν τής. θά σου δώσω ένα ρολόϊ, έν< κλειδί γιά τό ρολόϊ τού ελέγχου κ> έναν φάκελλο πού θά τόν άνοιξης στ μια ή ώρα καί θά διαβάσης τί πρε πει νά κάνης. ’Άν όμως δέν μπορε' σης ν’ άνθέξης ώς τό τέλος χτύπηο ένα άπό τά κουδούνια κινδύνου κο θά είσαι ελεύθερος πάλι μέσα σέ λί γα λεπτά τής ώρας. Ό Νικολάϊ χαμογέλασε : — Κανείς άλλος δέν έπεχείρησε ν κερδίση αυτό τό βραβείο ; ρώτησε. —Κανείς ; έκανε ό διευθυντής τε μουσείου. Νέε μου, 230 άντρες κι 24 γυναίκες πριν άπό σένα προσπι θησαν νά κερδίσουν αύτθς τις π νήντα χιλιάδες φράγκα : μερικοί κρι τησαν μιά ώρα, άλλοι έφτασαν στ δυό, μά οί περισσότεροι χτύπησε τό κοδούνι ύστερ’ από δέκα λεπτό — Δέν καταλαβαίνω..., έκανε ζωγράφος. —"Ακούσε, φίλε μου : τή μέ/: ή κούκλες μου εΤνε νεκρές, άψυχ^ ι


ΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΤΗΣ ΤΡΕΑΛΑΣ

Τή νύχτα δμως ζωντανεύουν. Αύτή εΐνε ή άνακάλυψίς μου, τό μυστικό μου. Κι’ αύτό τό τρομερό μυστικό έχει τρελλάνει, μόνο στό Παρίσι, ε­ κατό άνθρώπους...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37

έλεγχο. Απόψε μάλιστα τελειώνει ή προθεσμία τής συμφωνίας μας. Άν δεν άνθέξης λοιπόν νά μείνης μέσα στό μουσείο άπό τά μεσάνυχτα- ώς τις τρεις ή ώρα, ό Άμερικανό'ς θά πάρη πίσω τά λεφτά του. Καί τώρα νά, πάρε τό ρολόϊ, τό κλειδί καί τόν φάκελλο... Κοντεύουν μεσάνυχτα... Κι* δτι κι* άν συμβή, νά έχης πάντα στό Ό Νικολάϊ ανατρίχιασε άπό φρί­ νου σου, δτι ή κούκλες μου εΐνε κέ­ κη. ρινες, άψυχες, νεκρές. Βάλε το κα­ —θέλεις λοιπόν νά μείνης μέσα λά μέσα στό μυαλό του !... Ή κέρι­ στό κέρινο μουσείο μου ; τόν ρώτη­ νες κοΰκλςς μου δεν ζοΰν κ>’ άς φαίσε για τελευταία φορά ό διευθυντής. Λ νονται δτι κουνιούνται. Μη δώσης Ό ζωγράφος συλλογίστηκε τή πίστι στις αίσθήσειςσου...ιΌ,τι θά δής, Λουλούτ πού θά χόρευε εκείνη την εΐνε μιά αυταπάτη καί τίποτ’ άλλο!.. ώρα στό «Μουλέν Ρούζ» γιά εκατό Καί τώρα, καλή επιτυχία. φράγκα κι* έτριξε τα δόντια του. —Ναι, ναι, ! φώναξε αποφασιστι­ κά. θέλω νά δοκιμάσω... Ό διευθυντής του μουσείου τόν ώδήγησε σ’ ένα καμαρίνι χωρίς πα­ - Κι’ ό Νικολάϊ άπόμεινε μονάχος» ράθυρα. μέσα στό ζοφερό σκοτάδι. Προχώ­ —Βλάλε τό κουστούμι σου καί ρησε στά σκοτεινά, πέρασε άπό ένα φόρεσε αυτά, τά ρούχα, τού είπε. διάδρομο καί στάθηκε σέ λίγο, μέσα Ό Νικολάϊ μέσα σέ λίγα λεπτά στή νεκρική σιωπή. Πού βρισκόταν ; τής ώρας, μεταμορφώθηκε σέ τέλειο Τά μάτια του σίγά-σιγά άρχισαν νά Κινέζο. ξεκαθαρίζουν μέσα σ’ εκείνο τό ζό­ —’Άν θέλης νά καπνίσης, νά, πά­ φο. Βρισκόταν σ’ ένα υπόγειο. Δίπλα ρε αύτά τά τσιγάρα... τού είπε ό του ήσαν δυό άνοιχτά φέρετρα μέ διευθυντής, Νά καί κρασί... Τώρα είδυο φριχτούς πεθαμένους. Τά μάτια νε έντεκα. 'Ύστερ’ άπό μιά ώρα θά τους ήσαν καρφωμένα επάνω του, μ’ σού φέρω τό φάκελλο, τό κλειδί καί ένα παράξενο βλέμμα. Ό Νικολάϊ τό ρολόϊ. ανατρίχιασε κι* έκανε νά κυττάξη Έπειτα βγήκε κΤ έκλεισε τήν αλλού. Μά δέν μπορούσε νά ξεκολλήπόρτα. ση τή ματιά του άπό τά δυό έκεϊνα 'Ο Νικολάϊ άναψε ένα τριγάρο πτώματα πού άρχιζαν τώρα νά κουκι* άρχισε νά καπνίζη μακάρια. Εί­ νιωνται. χε περάσει πιο χειρότερες στιγμές — Εΐνε κέρινα 1 Ανοησίες 1, ψιθύ­ στή ζωή του : ή έπανάστασις, ιψ118^" ρισε ό Νικολάϊ. ;α, ή φυγή μέσα στή χιονισμένη Μά τρόμαξε κι’ άπό τήν ίδια τήν στέππα. φωνή του. "Οταν έφτασε στό τέταρτο τσι­ Κύτταξε τό ρολόι. 7Ηταν δώδεκα γάρο, ή πόρτα άνοιξε αθόρυβα καί καί πέντε... Δεξιά του ήταν ένα κόκ­ ιιπήκε πάλι ό χοντρός διευθυντής, κινο φωτάκι. Έταν τό κουδούνι του κινδύνου. Ό Νικολάϊ πήρε θάρρος —Τώρα θά σού πω μερικά πράγ­ καί θέλησε ν’ άνάψη" ένα τσιγάρο. ματα, χωρίς πολλές διατυπώσεις, τού Μά δέν βρήκε πουθενά τά τσιγάρα. εξήγησε. Πρώτ* απ’ δλα, εγώ δεν Φαίνετε δτι τού τά είχε πάρει ό θά έβαζα ποτέ ένα τέτοιο βραβείο. διευθυντής. Αύτό είνε ιδέα ενός τρελλοαμερικα—"Ως τή μία, μ,ΐιορώ νά κ@ιμηθώ. νού πού μοϋ έδωσε 100.000 φράγκα : συλλογίστηκε. "Υστέρα θ’ άνοίξω τό τά μισά νά τά δώσω ώς βραβείο μέ τούς δρους πού σού άνάφερα. Μά γράμμα καί θά δώ τί λέει... Μά μόλις έκανε ένα βήμα, εΐδε κι* εγώ θά πάρω τά μισά μόνο δταν νά σηκώνεται άπό τό φέρετρο ό έ­ βρω κανέναν πού θάχη τό θάρρος μείνη τρεις ώρες μέσα στό μου­ νας πεθαμένος καί νά τού δείχνη μέ χό σείο μου... Ό Αμερικανός έχει τόν σκελετώδες χέρι του τή^ γωνία τού


38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

υπογείου. Ό Νικολάϊ άρχισε νά τρέμη άπό τό φόβο του. —ΕΤναι κέρινος αυτός ό πεθαμέ­ νος 1 ψιθύρισε. Είμαι ανόητος I Τί έχω νά φοβηθώ άπό κέρινες κοϋκλες ; Μά, δίχως νά τό θέλη, τράβηξε ώς τή γωνιά που του έδειχνε ό πε­ θαμένος κι’ έκεϊ είδε ν’ άνοίγη σιγά-σιγά μιά καταπακτή. Ό Νικολάϊ κατέβηκε τότε μερικά , σκαλοπάτια κα'Γ βρέθηκε σε μιά κάμαρη βασα­ νιστηρίων. Τήν ϊδια στιγμή ακούσε ένα άπαίσιο βόγγητό, κι* είδε μπρο­ στά του έναν κρεμασμένο I Μέ μιά άπότομη κίνησι σκέπασε τά μάτια μέ τά χέρια του καί γύρισε άπό τήν άλλη μεριά. Όταν άνοιξε πάλι τά μάτια του, βρέθηκε μπροστά στό δι­ ευθυντή του μουσείου, πού κρατούσε μέσα στό δειξί του χέρι... τήν καρ­ διά του I... Ό Νικολάϊ, μ’ ένα ουρλιαχτό τρελλου, έκανε ένα ξαφνικό πήδημα καί βρέθηκε στή διπλανή αίθουσα. Έκεϊ μέσα τότε τόν περικύκλωσαν άμέσως λιοντάρια μέ ώρθωμένη τή χαίτη, λεπροί φακίρηδες, γυμνές μπα­ γιαντέρες, καλόγρηες πού κρατούσαν στά χέρια τό κομμένο κεφάλι τους, δολοφόνοι μ’ ένα άστραφτερό μα­ χαίρι στά δόντια καί μαύρα δέντρα άπ’ τά όποια κρέμονταν νεκροκεφα­ λές πού φωσφόριζαν.

ν Ό Νικολάϊ ένοιωσε νά τόν μουδιάζη ένα θανατερό κρύο. Τώώρα ήταν ; Κύτταξε τό ρολόι μέ άγωνία : ήταν μία ! Ό Νικολάϊ κάθησε στενάζοντας πάνω σ’ ένα φέρετρο κι’ άνοιξε τό γράμμα : «Στή μία καί δέκα, έγραψε, νά κουρντίσης τό ρολόϊ πού βρίσκεται μέσα στό κρανίο» του κρεμασμένου !» Ό ζωγράφος έσφιξε τά δόντια του καί μέ μιά ύπεράνθρωπη προ­ σπάθεια ανέβηκε σέ μιά μικρή σλάλα καί κούρντισε τό ρολόϊ του κρε­ μασμένου. Τήν στιγμή πού έβαζε τό κλειδί, ενα απαίσιο βογγητό βγήκε άπό τό στόμα του πτώματος. Ό Νικολάΐ τά έχασε γιά μιά στιγμή. Έ­ πειτα, ξεσπώνι*σς ® ένα νό&ιο τρελ­ λου, κούρντισε τό ρολόϊ κ«α$καχέβηκ σπ® τή σκάλ’α.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τό γράμμα έλεγε άκόμα : «Στις δυό καί τριανταπέντε άνέβα τή σκά­ λα πού βρίσκεται κοντά στό φωτεινό φέρετρο.» Ό Νικολάϊ κάθησε κάτω άπό τόν κρεμασμένο καί περίμενε. Μπροστά στά μάτια του προσπαθούσε τώρα νά έχη τή μορφή τής Αουλούτ μέ τά ξανθά μαλλιά καί τά γαλανά μάτια. 'Ύστερ’ άπό λίγο, άκουσε υπόκωφες βροντές. «Αρχίζει πάλι ή μπόρα...» συλλογίσθηκε. Περίμενε άκόμα ένα τέταρτο κι’ έπειτα άρχισε ν’ άνεβαίνη τή σκάλα πού βρίσκονταν δίπλα σ' ένα φέρετρο πού φωσφόριζε. Αυτή ή σκάλα ήταν άτέλειωτη 1 Ό Νικολάϊ άνέβαινε μέσα στό σκοτάδι, μέ τήν άγωνία στήν καρδιά. Τέλος έ­ φτασε σέ μιά στενή κάμαρα. Εκείνη τή στιγμή έπεσε κεραυνός. Κι* ή μπό­ ρα ξέσπασε πάνω στό Παρίσι. Είχε διαβάσει στό γράμμα, δτι κοντά στό παράθυρο αυτής τής κάμαρας θά έ­ βρισκε ένα σημείωμα. «'Ώς τώρα στά­ θηκες θαρραλέος, έγραφε τό σημείω­ μα. Πρόσεχε τώρα νά μήν άγγίξης τήν κέρινη κούκλα, γιατί δλος σου ό κόπος θά πάη χαμένος... Ή κέρινη κούκλα βρίσκεται στό διπλανό δωμά­ τιο...». Ό Νικολάϊ μπήκε στή διπλανή τή κάμαρα καί βρέθηκε μπροστά σέ μιά υπέροχη κέρινη κούκλα, ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα ντιβάνι : «Μόνο ή Λουλούτ είναι τόσο ώμορφη» ψιθύρισε ό Νικολάϊ. Καί πήγε πιό κοντά. Μιά άστραπή φώτισε πάλι τήν κάμαρα. «Δεέ μου ! ΕΤνε ή Αουλούτ I» ουρλιαξε ό Νικολάϊ κι* έκανε ν’ άγγίξη τήν κέρινη κούκλα. Μά τήν ίδια στιγμή ώπισθοχώρησε. θά έχανε τις 50.000 φράγκα. Είναι αυταπάτη 1 Πώς μπο­ ρούσε νά ήταν ή Αουλούτ. 'Η Αου­ λούτ τώρα θά κοιμώταν στό άτελιέ του...


ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΑΣ Μά αν ήταν ή Λουλούτ; Ό Νικολάϊ τράβηξε άπότομα τό διάφανο πέπλο πού σκέπαζε την κέρινη κού­ κλα κι* ήταν έτοιμος να τήν πάρη στήν άγκαλιά του, όταν έξαφνα, μέ­ σα στό σκοτάδι, χτύπησαν βαρεία τρεις φορές τά ρολόγια του μουσείου. "Επειτα, ένας τρομαχτικός κεραυνός τράνταξε δλο εκείνο τό παλιό σπίτι... Ό ζωγράφος σωριάστηκε καταπής, ζαλισμένος, κι5 όταν σηκώθηκε γάλι, ένοιωσε δτι κάτι καιγόταν. 4Ετρεξε γρήγορα στήν πόρτα και τήν άνοιξε : ή σκάλα ήταν γεμάτη από καπνούς. Τό σπίτι είχε αρπάξει φω­ τιά I Τό κέρινο μουσείο καιγόταν I »Ό κεραυνός...» συλλογίσθηκε ό Νικολάϊ. Κι* έπειτα, μ* ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στήν κέρινη κούκλα και τήν άρπαξε στήν αγκαλιά του. ^Ηταν μια ζωντανή γυναίκα : ή Λου­ λούτ I

Ή φλόγες τώρα είχαν τυλίξει τή σκάλα. Ό Νικολάϊ άνοιξε τήν πόρ­ τα του βάθους, πέρασε σαν αστρα­ πή έναν άτέλειωτο διάδρομο, κρα­ τώντας τή Λουλούτ στήν άγκαλιά του κι* έφτασε στήν έξοδο του κέρινου μουσείου. Εκεί πέρα βρέθηκε μπροστά στό διευθυντή. — Τελείωσες! του φώναξε ολόχα­ ρος. Δώσε μου τώρα τό κορίτσι καί πήγαινε νά βρής τον Αμερικανό. Σέ περιμένει στό γραφείο μου, δεξιά, στό βάθος. Ό Νικολάϊ, σάν χαζός έτρεξε νά συνάντηση τον Αμερικανό. Εκείνος τον υποδέχτηκε μ* ένα παράξενο γέ­ λιο καί του έσφιξε τό χέρι. —"Εχετε θάρρος, Νικολάϊ Γιεβσκίν 1 του είπε. Δέν φοβηθήκατε ούτε τήν ψεύτικη φωτιά. Όρίστε τις πε­ νήντα χιλιάδες φράγκα. Είναι τό βραβείο σας. “Επειτα του γύρισε τις πλάτες καί βγήκε από τό γραφείο. Ό Νικολάϊ κατάλαβε τώρα δτι κινδύνευε πραγματικά νά τρελλαθή. Εκείνη τή στιγμή μπήκε ό διευθυν­ τής μέ τήν «κέρινη κούκλα», τή Λου­ λούτ. — Ποιός περίμενε μιά τέτοια σύμ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39

τιτωσι ! ψιθύρισε. Τό πρωϊ, μου έσπα­ σε ή κερένια κούκλα πού είχα στό δωμάτιο καί τήν αντικατέστησα μέ τή δεσποινίδα Λουλούτ, |ΐέ τή συμ­ φωνία νά τής δώσω εκατό φράγκα. Σήμερα τελείωνε ή προθεσμία τοϋ Α­ μερικανού καί δέν πρόφταινα νά φτιάξω μιάν άλλη κερένια κούκλα... —Αλήθεια, Νικολάϊ !, έκανε ή Λουλούτ. Σου είπα ψέματα δτι θά χόρευα στό «Μουλέν Ρούζ». Έδώ μέ­ σα θά κέρδιζα τά εκατό φράγκα. Είχαμε τόση άνάγκη από λεφτά !... — Μά τώρα δέν έχουμε πιά 1, φώ­ ναξε ό Νικολάϊ ολόχαρος καί τήν έσφιξε στήν άγκαλιά του. “Αρχιζε νά ξημερώνη. Ή μπόρα είχε πάψει. Κι* δλη αυτή ή περιπέ­ τεια ξεχάσθηκε σάν ένα εφιαλτικό όνειρο, σάν μιά νύχτα καταιγίδος... ΤΕΛΟΣ

Στό ξενοδοχείο : Ό πελάτης τελείωσε τό γεύμα του καί φώναξε τό γκαρ­ σόνι. —θά ήθελα νά μιλήσω στον διευθυντή τοϋ καταστήματος, τοϋ λέει : Σέ λίγα λεπτά κατέφθασε ό διευθυντής καί ύπεκλήθη εύγενέστατα. — θέλατε νά μοϋ μιλήσετε κύριε ; ρωτάει τον πελάτη. — Μάλιστα! τοϋ άπαντά ό πελάτης. “Ηθελα νά σάς πώ δτι ή κουζίνα τοϋ εστιατορίου σας φαίνεται πώς είναι πολύ καθαρή. Τό πρόσωπο τοϋ καταστη­ ματάρχη λάμπει άΐτό χαρά καί τραυλίζει συγκεκινημένος : —Χαίρω πολύ, κύριε, πού τό παρατηρήσατε αυτό. Ξέρετε. Μοϋ τό έτόνισαν κι* άλλοι πελάται. Δέν μοϋ λέτε όμως; Πώς τό καταλάβατε αυτό δτι ή κουζίνα μας είναι καθαρή ; —'Απλούστατα I "Ολα τά φαγητά μυρίζουν... σαποϋνι 1 άπάντησε ψυχρά ό πελάτης.


ΤΑ ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ V

-

ύ π ό ΑΛΑΝ

ΣΟΥΛΛΙΒΑΝ

Μια συγκλονιστική ιστορία από τά βάθη τής μυστηριώδους καί αινιγματικής "Ανατολής. ΚΕΧΕΤϋΒΟαΒΙί —^—

·ί*Η ί1ΙΙ·ΙΙ·Ι^^^ΜΜΕ1Ρ·Κ1Ι>Λ'Μ>ί!»ίίΙΙ1>Ι«>·»ΜΙΙΙ II — >1II ΙΙ·Ι 1111

ό δέντρο, πού βρισκόταν ακρι­ βώς απέναντι στο πάγκο, πού καθόμουν, στό Δημόσιο Κήπο του ΚιοΟ, ήταν μια κοινή λευ­ κή μουριά. Γιαύτό απόρησα, βλέποντας έναν διαβάτη νά κον­ τοστέκεται ξαφ­ νικά καί μέ φα­ νερή συγκίνησι νά κυττάζη τό δέντροΚάτι μουρμούσισε, έκανε τόν γυρό του δέντρου καί τέλος ήρθε καί κάθησε δίπλα μου στον πάγκο. Στην αρχή καθόταν συλλογισμένος καί κα­ τόπιν είπε : —Προσέξατε ποτέ σας δτι ύπάρ-χουν μυροδιές κι* άντικείμενα, πού μάς φέρνουν άναμνήσεις; Τά άντικείμενα περισσότερο από τούς ανθρώ­ πους κι* ο.ί μυοοδιές περισσότερο α­ πό τ’ αντικείμενα. Συμφώνησα μέ τή γνώμη του άγνώστου καί τόν κύτταξα* ΤΗταν ένας μεσόκοπος άντρας μέ συνηθισμένη φυσιογνωμία, ντυμένος απλά καί κα­ θαρά. — Τό παράξενο είνε, εξακολούθη­ σε, δτι βγήκα γιά νά κάνω ένα γύρο κι’ ή τύχη μ* έφερε ακριβώς μπροστά σ’ αυτή τή λευκή μουριά. Στό μόνο δηλαδή δέντρο, πού μέ ταράζει καί μου φέρνει θλιβερές αναμνήσεις 1 Τι περίεργο !... — Πάνε είκοσι - πέντε·χρόνια, από τ ν έπο ή πού ζούσα ανάμεσα στις

11

'Ι—————

μουριές. Είπα : ζουσα, γιατί πρέπει νά ξέρετε δτι σήμερα δεν ζώ, αλλά απλώς υπάρχω !... Αλλά μήπως σάς ενοχλώ, κύριε, πού σάς μιλώ ; — Καθόλου ! Μιλήστε ελεύθερα! —Σάς ευχαριστώ ! Ανακουφίζο­ μαι πολύ δταν μιλώ γιά τά περασμέ­ να. Αυτή ή μουριά μου φέρνει στή μνήμη εικόνες, πού άλλοτε υπήρξαν ζωηρές, κατόπιν θάμπωσαν κι’ έσβη­ σε σιγά-σιγά. Τό δέντρο αυτό εΐνε άπό τήν Άσία νομίζω.9 — Ναι, έτσι λέει ή επιγραφή, πού έχει επάνω ! — Σωστά 1 Έκεϊ βρισκόμουν κι* εγώ τότε, στή Μπούρμα. Πήγατε πο­ τέ στή Μπούρμα ;... "Οχι. Λοιπόν, πέρα άπό τόν ποταμό Ίραουάντι, στό Κράτος του Σχάν, έκανα άλλοτε εμ­ πόριο. Γύριζα εδώ κΓ έκεϊ καί είχα πετυχέι μερικά σμαράγδια... — Βρισκόσαστε μακρυά άπό πο­ λιτισμένα μέρη !, είπα γιά νά πώ κάτι. —"Εχετε λάθος, κύριε I Βρισκό­ μουν ανάμεσα σ’ έναν πολιτισμό πο­ λύ αρχαιότερο άπό τόν δικό μας ! Σεις φαντάζεστε δτι ό πολιτισμός θά πή ασύρματος καί ραδιόλες, έ ; Εί­ μαι σήμερα ένας μικρομπακάλης, κύ­ ριε, στή συνοικία του Κλάπχμαμ, κι1 δμως έχω ραδιόλα ! Τή συχαίνουμαι 1 Μά ή γυναίκα μου άπαιτούσε νά τήν πάρω καί τήν άγόρασα... Είστε παν­ τρεμένος, κύριε ;

-Όχι

—"Ας εΐνε 1 Δεν μπορείτε τότε νά καταλάβετε 1 Σήμερα ή τιμή τής ζά­ χαρης ανέβηκε μισή» πέννα, κι’ άπό τό πρωί εξηγώ στούς πελάτες μου τήν αιτία τής αύξήσεως. Στενοχωρή­


ΤΑ ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ θηκα μάλιστα τόσο πολύ, πού βγήκα λίγο να περπατήσω. Καί τώρα ή μου­ ριά αυτή μ’ άναστάτωσε !... Παράξε­ νη χώρα ή Κίνα.' ΚΓ άπέραντη ! Που αρχίζει καί που τελειώνει, κανείς δεν ξέρει 1 "Οταν βρισκόμουν εκεί, κάθε τόσο μέ συμβούλευαν φιλικά ν’ αλ­ λάζω τόπο διαμονής για τό καλό τής υγείας μου I Δεν ανέχονται, βλέ­ πετε, τούς ξένους ... Σάς άρέσουν τά σμαράγδια, κύριε I —Πολύ I Είναι τό πετράδι πού προτιμώ I —’Ώ ! Έγώ τ’ άγαπώ μέχρι τρέλλας I Εκείνο τό χρώμα τους, τό πρά-' σινο, πού μοιάζει μέ βαθειά νερά, μέ γοητεύει... Δέν θά μ’ ένοιαζε νά ήμουν πτωχός, φτάνει νά είχα σμα­ ράγδια I Ή Κίνα, ξέρετε είναι γεμά­ τη από τά όμορφα αύτά πετράδια. Τ’ άγαπουν τόσο οί Κινέζοι ! ΟΙ πλούσιοι έμποροι έχουν δική τους περιοχή στά κοιτάσματα άπάνω ατούς λόφους, όπου τά βρίσκουν, κι’ άλλοίμονο σ’ όποιον διαβή την όροθετική τους γραμμή I Δέν βγαίνει ζωντανός από έκεϊ! ’Εγώ τούς δικαιολογούσα βέβαια, μά ήταν μεγάλος καϋμός μου ν’ αποκτήσω σμαράγδια. Γνώρισα ε­ κεί κάποιον Πένγκ—Γιουνγκ, έναν πλούσιο έμπορο μετάξης. Αυτός ήταν γνωστός για τά περίφημα σμαράγδια του. Δέν τά εμπορευόταν, μόνον τά έπαιζε στά χέρια του μ’ άπόλαυσι. Τον εΐχε πιάσει ένα είδος μανίας I Μόλις μέ είδε κατάλαβε τί ζητού­ σα. Τό μάντευσα απ’ τό χαμόγελό του. Σάς είπα πώς ήταν πλούσιος, είχε άπέραντες εκτάσεις από λευκές μουριές. Καραβάνια ολόκληρα έστελ­ νε, μέ κμυκούλια για τά εργοστάσια... Μιά μέρα συζητούσα μαζί του, κι’ έκανα πώς ένδιαφερόμουν για τό με­ τάξι, όταν ξαφνικά, πίσω από ένα παραβάν, είδα ένα ζευγάρι μαύρα μάτια, πού μέ κύτταζαν. —Ή κόρη του, ε ;

—Ναι, ή Λακνέ, τό μονάκριβο παιδί του, πού τ’ άγαποΰσε περισσό­ τερο άπ’όλα... μετά τά σμαράγδια του όμως! ^Τήν κρατούσε πολύ περιωρισμένη. Έπρόκειτο νά τήν παντρέφη μ’ έναν έμπορο μετάξης, τού οποίου

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41

τά κτήματα συνόρευαν μέ τά δικά του. Ό μνηστήρας είχε τήν ηλικία τού πατέρα της. Φαντάζεστε λοιπόν άν τόν ήθελε 1 Εκείνη ήταν μόλις δέκα οκτώ χρονών... Έγώ κατοικού­ σα στην άλλη άκρη τής πόλεως, ανά­ μεσα στις φυτείες τών λευκών μου­ ριών. Έπειτα άπό μέρες, καθώς κα­ θόμουν ένα άπόγευμα κάτω άπό έγα δέντρο, μιά γυναίκα πέρασε ξαφνικά δίπλα μου. Μέ τά λοξά μάτια της μουρριξε μιά λοξή ματιά, γνέφοντάς μου νά τήν άκολουβήσω... —Πολύ επικίνδυνο ! — Πφφ 1 Πρέπει νά ριψοκινδυ νεύη κανείς σ’ έκεΐνα τά μέρη ! Κάθε βή­ μα, είναι κι’ ένας κίνδυνος !.. Τήν άκολούθησα ! Μέ πήγε στις όχθες ένός μικρού ποταμού, σ’ ένα σύνδενδρο μέρος. Ή Λακνέ ήταν έκει καί περίμενε. Περιττό νά σάς πώ για τό ει­ δύλλιό μας 1 Ζούσα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο τις λινές εκείνες μέρες ! Σκεφθήτε πώς ήμουν νέος, ελεύθερος, γεμάτος ζωή. Εκείνη διψούσε γ>ά άγάπη, κι’ ή φλόγα τών μεγάλων σχι­ στών ματιών της μ’ έκανε σάν τρελλό 1 Γιατί, πρέπει νά ξέρετε, πώς τό ειδύλλιό μας ήταν αγνό, θά γινόταν δική μου, μονάχα όταν θά εΐχε τό

δικαίωμα νά λέγεται γυναίκα μου. Δέν γνώριζα καλά τή γλώσσα του τόπου κι’ άναγκαστικώς μιλούσαμε πολύ λίγο. Ή Λακνέ δέν εΐχε τό κί­ τρινο χρώμα τού πατέρα της, κΓ ή επιδερμίδα της εΐχε τή γλυκειά άπόχρωσι τού φρέσκου βουτύρου. Ή εν­ δυμασία της έμοιαζε μέ πολύχρωμο μπουκέτο. Τά χέρια της καί τά πό­ δια της ήσαν μικροκαμωμένα, σάν μικρού παιδιού. Τά μαλλιά της κατάμαυρα. καί πάντοτε καλοκτενισμένα. Περήφανη κοπέλλα ή Λακνέ!


42

ΤΑ ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ώρες ολόκληρες καθόταν δίπλα μου, βυθισμένη σέ ονειροπολήσεις. Καμμιά φορά έμενε τόσο ακίνητη, πού θαρ­ ρούσα πώς έβλεπα καμμιά εξωτική θεά τής ώμορφιάς. Κι* άποροϋσα πώς αυτή ή νέα, από παλιά άρχοντικιά γενιά, μπόρεσε ν’ άγαπήση εμένα, έναν φτωχό κι* άσημο νέο... — Μιά μέρα ήρθε χαρούμενη στό ραντεβού μας. Μου είπε πώς είχε

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ! 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΚΑΙ ΟΙ ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠ ΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν την τελειότερα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα !

κανονίσει τό σχέδιο τής φυγής μας. Μετά λ·γες μέρες θά έφευγε ένα κα­ ραβάνι μέ φορτία κουκουλιών. Με­ ταμφιεσμένοι, θά φεύγαμε κι* εμείς μαζί, θά πηγαίναμε έπειτ’ άπό ένα πολυήμερο ταξίδι στό Πεντσίν. Εκεί θά γινόταν ό γάμος μας καί κατόπιν θά φεύγαμε γιά όπου ήθελα εγώ. Ή χαρά τής Λακνέ ήταν μεγάλη. Ρίχτη­ κε στήν άγκαλιά μόυ κι* άρχισε νά κλαίη σάν παιδάκι... ... ’Ά! Πόσο τήν άγαπούσα I... Φτωχή Λακνέ...

ν Φυσικά, στό διάστημα αυτό τών συναντήρεών μας, εξακολουθούσα νά έπισκέπτωμαι τόν πατέρα της. Παίρ­ ναμε μαζί τό τσάι μας, ένα τσάϊ, πού ή μιά ουγκιά του στοίχιζε μιά λίρα I Μάς τό σέρβιραν σέ φλυντζάνια άπό λάκκα, λίγο μεγαλύτερα ά­ πό μιά δαχτυλήθρα! Μιλούσαμε-γιά τό εμπόριο τής μετάξης, μά εκείνο πού μ’ ένδιέφερε εμένα, ήταν τά σμαράγδια. Αυτός προσποιώταν πώς δέν άντιλαμβανόταν αυτό τό ενδια­ φέρον μου. Κι* όταν τό διαπεραστι­ κό, πονηρό, βλέμμα τών μικρών μα­ τιών του, καρφωνόταν άπάνω μου, τό άντίκρυζα σταθερά, άδιάφορος! Τήν παραμονή τής ημέρας τής φυγής μας, ή Λακνέ ήρθε · στήν όχθη τού ποταμού, καί συναντηθήκαμε στή συνηθισμένη θέσι μας. ΤΗταν χαρού­ μενη, μά λίγο νευριασμένη γιά τό τόλμημά της. Στριμώχτηκε δίπλα μου, κατόπιν έβγαλε ένα μικρό σακκουλάκι, πού τό είχε περασμένο στό λαιμό της μ* ένα μεταξωτό κορδόνι, καί μοΰ τό έδωσε. Κατάλαβα αμέ­ σως... —Σμαράγδια, έ ; — Ναι, μού απάντησε. , Καί πραγματικά, ήσαν τά ωραιό­ τερα σμαράγδια, πού είδα ποτέ μου 1 Έμεινα εκστατικός. Εκείνη γελούσε κι* έκλαιγε συγχρόνως. Μού είπε πώς απ’ εδώ καί πέρα, δέν θά ήμουν πειά φτωχός, Τά σμαράγδια αυτά ήσαν μιά ολόκληρη περουσία... Πήρα ένα, τό μικρότερο, καί θαύ­ μαζα τό- χρώμα του, τό βάθος, πού σχημάτιζε μέ τά ύπέροχα νερά του.... Ξαφνικά ένα γέλιο, ένας άπαίσιος


ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ σαρκασμός, μ’ έκανε νά πεταχτώ όρθός... Πίσω μου στεκόταν ό Πένγκ Γιούνγκ ! Εκείνο πού μου εκανε έντύπωσι, ήταν ή« φυσιογνωμία του ! Θαρρείτε πώς δεν είχε ζωή μέσα του. Τόσο τά χαρακτηριστικοί του προσώπου του ήσαν ακίνητα καί ατονα. Τά μά­ τια του δεν είχαν την παραμικρή έκφρασι θυμού, κακίας ή μίσους. Τό βλέμμα του ήταν άψυχο, νεκρό ! "Ε­ μοιαζε με αυτόματο ! Γύρισα καί κύτταξσ την Λακνέ, θεέ μου ! Είχε γεράσει κατά χίλια χρόνια 1 Είχε χρώμα νεκρής. Δεν είπε ούτε μιά λέξι ! Αργά σιωπηλός πάντοτε, ό Πένγκ-Γιούνγκ, άπλωμε τό χέρι του, ένα χέρι κίτρινο, στεγνό, με μακρυά νύχια. Αμίλητος κΓ εγώ, έβαλα τά πετράδια στην παλάμη του. Κατόπιν μας έγνεψε νά τόν άκολουθήσουμε... "Οταν φτάσαμε στό σπίτι του, μ’ έμπασε σ’ ένα δωμάτιο, κάί κλείδω­ σε τήν πόρτα. Περίμενα τό τέλος μου 1 Τήν επομένη τό άπόγευμα ένας νεαρός Κινέζος μπήκε στό δωμάτιό μου, καί μου είπε πώς ό Πένγκ Γιούνγκ με περίμενε νά δειπνήσουμε μαζί. Τόν άκολούθησα.

Μέσα σ’ ένα δωμάτιο, πού μιά με­ γάλη κουρτίνα τό χώριζε στή μέση, καθόταν χάμω ό Πένγκ-Γιούνγκ. Δί­ πλα του καθόταν ένας άλλος Κινέ­ ζος συνομίληκός του, άλλά πιό ά­ σχημος άκόμα καί άποκρουστικός. "Οπως μου είπε ό διερμηνεύς πού με συνώδευε, ήταν ό Σίμ- Λή, ό πλού­ σιος έμπορος, ό μνηστήρας τής Λα­ κνέ. Χαιρέτησα καί κάθησα άπέναντί τους στό χαμηλό τραπέζι. Τό γεύμα βάσταζε μιά ώρα, μιά ώρα βουβής άγωνίας γιά μένα. Εκείνοι έτρωγαν με άπάθεια, λέτε κΓ άπολάμβαναν τό μαρτύριό μου! Τέλος, άφου οί ύπηρέται σήκωσαν τό τραπέζι άπό μπροστά μας, ό Πένγκ-Γιούνγκ χτύ­ πησε τά χέρια του, κΓ ό νεαρός Κι­ νέζος διερμηνεύς έσπευσε κοντά μας. ΚΓ άφου ό κύριός του του μίλησε κάμποση ώρα σέ μιά διαλεχτό πού δεν έννουσα, μου είπε :' Πένγκ-Γιούνγκ άποφάσισε ποια θαναι ή τιμωρία σας I θελήσα­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43

τε νά κλέψετε τήν κόρη του. Μπο­ ρούσε νά βασανίση τό σώμα σας καί νά σάς σκοτώση άκόμα. Μά εισθε νέος κι’ άπειρος καί γι' αύτό δ’έν θά τιμωρήση τό σώμα σας—για­ τί τό σώμα γιατρεύετε—άλλά τό πνεύμα σας! θ’ άποτυπώση στό μυαλό σας μιά εικόνα πού θά τή βλέπετε πάντοτε μπρστά σας, όσα χρόνια κΓ άν ζήσετε. Μή φέρετε άντίστασι, γιατί θά χάσετε τή ζωή σας. Ή ζωή σας βρίσκεται στά χέ­ ρια σας I... Ό Πένγκ- Γιούνγκ χτύπησε πάλι τά χέρια του, κΓ άμέσως ή κουρτίνα πού χώριζε τήν κάμαρα στά δύο, παραμέρισε. Στό δεύτερο αύτό χώρι­ σμα άπάνω σ’ ένα σωρό μαξιλάρια καθόταν ή Λακνέ. "Εμοιαζε μέ άγα­ λμα. Οί ώμοι της καί τό στήθος της ήσαν γυμνά, στολισμένα μέ πολλές σειρές άπό σμαράγδια. Τά έβλεπα πού άνασηκονόντουσαν σέ κάθε άναπνοή της! ΤΗταν χτενισμένη στήν εντέλεια καί τά φρύδια της μαυρισμένα. Νόμιζα πώς θά τρελλαθώ. Μά εΐχα τήν άπόφασι, στό ελάχιστο κα­ κό πού θά τής έκαναν, νά σκοτώσω, νά παλέψω γιά νά τήν υπερασπιστώ. ΚΓ ή τελετή, ή θλιβερά τελετή τού γάμου της μέ τόν Σίμ Λή άρχισε ! Σ’ όλο τό διάστημα τό βλέμμα της ήταν καρφωμένο έπάνο μου. Τά μάτια της ήσαν σάν δυό λαμπερά, θλιμμένα άστρα ! Ό Σίμ-Λή, σάν νά είχε ξεχάσει τήν παρουσία μας, τήν κύτταζε άχόρταγα, σάν πεινασμένο θηρίο! Πώς βαστάχτηκα καί δέν τόν άρπαξα άπ’ τό λαιμό, κΓ εγώ δέν ξέρω 1 Ή τε­ λετή τελείωσε κΓ ή Λακνέ, άφού μού έρριξε ένα τελευταίο, άποχαιρετιστήριο βλέμα πού έκλεινε ολόκληρη τήν ψυχή της, σηκώθηκε άργά καί πήγε


44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

καί γονάτισε μπροστά στον Σίμ Λή. Μάντην ϊδια στιγμή τράβηξε με μιά αστραπιαία κίνησι ένα μαχαίρι άπ’ τόν κόρφο της καί τό κάρφωσε στό στήθος της ! Κατόπιν έγειρε μπροστά, κΡ έμεινε άκίνητη... —Θεέ μου ! φώναξα με φρίκη. Πέθανε I Εκείνη ούτε σάή,ευε πειά. Μονά­ χα σάν ψίθυρος δυό λέξεις βγήκαν άπό τά χείλη της : —ΧάρρυΙ... ΧάρρυΙ..

ν Έπρόφερε τ’ όνομά μου, κύριε I Επάνω σ ιό αριστερό στήθος της, τά σμαράγδια είχαν γίνει ρουμπί­ νια I... Είχαν βαφή μέ τό αίμα της 1.. ’Ώ 1 Πώς δεν τρελλάθηκα I Δεν ξέρω τί ακριβώς συνέβη κατόπιν, μά άμέσως βρέθηκα επάνω στόν Σίμ—Λή καί άρχισα να τού σφίγγω τό λαι­ μό 1 Συγχρόνως ένοιωσα ένα γλυκύ­ τατο, λεπτό άρωμα, πού μ’ έκανε νά χάσω τις αισθήσεις μου !... "Οταν ξύπνησα τήν επομένη, ό ήλιος ήταν ψηλά στόν ουρανό. Ό νε­ αρός διερμηνεύς στεκόταν δίπλα μου. —θά ξεκινήσουμε αμέσως 1 μου είπε. Δεν ξαναεϊδα τόν Πένγκ—Γιούνγκ, ούτε τόν Σίμ —Λή. Ό διερμηνεύς μέ συνώδευσε ώς τόν ποταμό Τραουάντι, κΡ εγώ πήρα τό επιβατικό πλοιά­ ριο γιά τό Ραγκούν. Προτού χωρι­ στούμε, ό Κινέζος μού έδωσε ένα μικρό δέμα καί μού εΐπε : —Ό Πένγκ —Γιούνγκ σάς στέλλει αύτό τό ενθύμιο, ώστε νά μή ξεχύ­ σετε ποτέ όσα είδατε. —Τί ήταν μέσα στό δέμα ; ρώτη­ σα περίεργος. —Θά σάς πώ άμέσως I... Έπί μή­ νες γύριζα άπό πόλι σέ πόλι κΡ άπό τόπο σέ τόπο. Στ’ αυτιά μου αντη­ χούσαν τά τελευταία λόγια της :—· ΧάρρυΙ... Χάρρυ !... Ά, ό Πένγκ Γιούνγκ είχε δίκηο, όταν έλεγε πώς θά τιμωρήση τό πνεύμα μου I... Τέλος έπέστρεψα στήν πατρίδα μου. Μέ τήν ελπίδα νά ξεχάσω, παντρεύτηκα 1 Πέ­ ρασαν είκοσι χρόνια άπό τότε I 'Η

ΤΑ ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ εικόνα τής Λακνέ θαμπώνει, μά μέ τό· ελάχιστο, δυναμώνει, ζωντανεύει, καί μέ κάνει σάν τρελλό !.:. Ή λευκή μου­ ριά, πού βρέθηκε μπροστά μου σήμετ ρα, ξανάψερε όλα στή μνήμη μου,, σάν νάταν χτές. — Τά ξέρει αυτά ή γυναίκα σας; τόλμησα νά ρωτήσω. — "Οχι ! Δέν τής είπα τίποτε ! Βλέπετε, δέν θά καταλάβαινε...λοι­ πόν... —"Εχετε δίκηο I Άλλα δέν μού είπατε τί ήταν μέσα στό δέμα ; —’Ά I νά, αύτό I, είπε ό άγνω­ στος, κΡ έβγαλε άπό τήν τσέπη του γιλέκου του, ένα υπέροχο σμαράγδι καί μού τό έδειξε. Είναι ένα άπό κείνα πού μού είχε δώσει ή Λακνέ. Ό Πένγκ Γιούνγκ ήξερε, βλέπετε, πώς δέν θά τό πουλούσα I Ή γυναίκα μου νομίζει πώς είναι γυαλί 1... Μέ συγχωρεϊτε, κύριε, αν σάς κούρασα... άλλά μού έκανε καλό πού σάς μί­ λησα I Ένώ ό άγνωστος άπομακρυνόταν, άναρωτιόμουν τί δύναμι έπρεπε νάχη ή άνάμνησις τής νεαράς Κινέζας ώ­ στε ό Φτωχός εκείνος μικρέμπορος νά μήν πουλήση τό σμαράγδι αύτό πού θά. άξιζε τούλάχιστο χίλιες λίρες. ΤΕΛΟΣ


Άπό τό σκοτεινό παρελθόν του ανθρώπου

ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ Υπάρχουν άνθρωποι, πού πιστεύ­ ουν ακόμη στους μάγους και στις μαγείες ; Άπό τις Αμερικανικές εφη­ μερίδες μαθαίνουμε ότι κάποιος Κλάρκ Ντράϊς σκότωσε με τρεις σφαίρες στό στήθος τόν γειτονά του ’Εντουαρντ Ράλλυ, γιατί ήταν μάγος ί Ό Ράλλυ είχε κάνει μάγια, στην κόρη του Ντρά'ίς, την ξανθειά Ντόροθυ, πού έσβυσε σιγά—σιγά άπό μιά άνεξήγητη άρρώστεια. Τό παράξενο αυτό έγκλημα προκάλεσε μεγάλη έντυπωσι καί ανατα­ ραχή στις Ηνωμένες Πολιτείες καί σχολίάσθηκε ευρύτατα άπό τήν κοι­ νή γνώμη. 'Ένας μάλιστα Ευαγγελικός πάστωρ, ό αίδεσιμώτατος Γούντρυ, με­ τέφρασε καί έξέδωσε ένα βιβλίο του 15ου αίώνος, τό περίφημο «Μάλλεους Μαλεφικάρουμ», πού έξηγεΐ καί απαριθμεί τις καλύτερες μεθόδους γιά τήν άνεκάλυψι κάθε μάγου, κάθε μάγισσας, κάθε μαγείας. Αυτό τό βιβλίο γράφτηκε υστέρα άπό τήν περίφημη Βούλα κατά τής μαγείας τού Πάπα Ίνοκεντίου του 8ου 1484, με τήν όποια θέλησε νά δώση ένα τέλος στά εγκλήματα των μάγων καί των μαγίσσων, πού εί­ χαν τρομοκρατήσει τόσε τή Γερμανία. Ό Πάπας άφώριζε καί καταριόταν, παραδίδοντάς τους στήν πυρά, εκεί­ νους πού έκαναν συμβόλαια μέ τό Διάβολο καί τούς δαίμονες καί πού μέ τή βοήθεια του Σατανά έκαναν μάγια στούς άνθρώπους, τά ζώα καί τ’ άγαθά τής γής. Κι* άλήθεια, πριν άπ’ τήν έμφάνι-

σι αυτού του βιβλίου πού άναφέραμε, ό ίεροξεταστής Κουμάνο, τό 1485, έστειλε στήν πυρά σαράντα μάγισ­ σες, άφου πρώτα διέταξε νά τούς κάνουν ένα γενναίο λουτρό στό πο­ τάμι, γιά νά καθαρίσουν τό σώμα τους, άπό τά διαβολικά σημεία πού είχαν ζωγραφίσει, γιά νά γλυτώ­ σουν άπό τις φλόγες I Τό «Μάλεους Μαλεφικάρουμ», τό βιβλίο εναντίον τής μαγείας, χωρίζε­ ται σέ τρία μέρη, τά όποια διαπραγ­ ματεύονται τά εξής θέματα : Ιον) Πράγματα πού άνήκουν στή μαγεία. 2ον) Τά άποτελέσματα τής μα­ γείας. 3ον) Ή έξουδετέρωσις τής μα­ γείας. Εκείνοι πού έγραψαν αυτό τό βιβλίο, έχουν βάλει τά δυνατά τους στό τρίτο μέρος, πού περιέχει τή λύσι του μεγάλου προβλήματος τής έξαφανίσεως τών μάγων καί τών μαγισσών άπό του προσώπου τής γής. ΚΓ αύτός ό παράξενος «.Ποινικός Κώδιξ» τής μαγείας περιλαμβάνει 35 άρθρα, τά όποια λένε καθαρά ότι οποίος κατηγορηθή ώς μάγος, έστω καί χωρίς άποδείξεις, συλαμβάνεται καί καταδικάδεται νά καή ζωντανός πάνω στήν πυρά. 'Όσο τώρα γιά τούς μάρτυρες ή γιά τούς ένάγοντες, δέν κάνει καμμιά διάκρισι. "Ενας σύζυγος μπορεί νά κατηγορήση τήν γυναίκα του ώς μάγισσα ή ένας γυιός μπορεί νά καταγγείλη τόν πατέρα του ώς μάγο. Καί ό δι­ κηγόρος τού κατηγορουμένου ; Ό συ-

Τ'ι ήσαν ο'ι μάγοι—Πώς μπορούσε να τους ζεχωρίση κανε'ις—Πώς μπορούσε νά άντισταθή στά μάγια τους—Τό «Μάλεους Μαλεφικάρουμ» — Τά βασανιστήρια και ο'ι καταδίκες τών μάγων.


46

ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νήγορος ενός μάγου, άν δείξη υπερ­ βολικό ζήλο κατά τήν ύπεράσπισι του πελάτη του, θεωρείται καί αυτός ώς ύποπτος και κάθεται καί αυτός στό έδώΛιο του κατηγορουμένου 1... Στο δέκατο τρίτο άρθρο βλέπει κανείς τί πρέπει νά σημειώνη μέ με­ γάλη προσοχή ό δικαστής, τήν ώρα πού βασανίζεται από τό δήμιο ό μά­ γος ή ή μάγισσα. «Ή μάγισσες ιδί­ ως, αναφέρει τό άρθρο, έχουν που­ λήσει τήν ψυχή τους καί τό σώμα τους τό Διάβολο καί δέν ανοίγουν τό στόμα τους, γιατί ό Σατανάς τις έχει κάνει αναίσθητες στους πόνους»! Τό επόμενο άρθρο άσχολεϊται μέ τά μαρτύρια τών κατηγορουμένων καί μέ τον τρόπο πού πρέπει νά γίνωνται : «Γιά νά πετύχετε μιά πλή­ ρη ομολογία, μπορείτε νά του ύποσχεθήτε ότι θά τόν άφήσεσε ελεύθε­ ρο. Αυτό όμως δέν σημαίνει ότι πρέ­ πει νά κρατήσεσε τήν ύπόσχεσί σας. ’Άν ωστόσο δέν όμολογήση τίποτα τήν πρώτη μέρα, μπορείτε νά εξα­ κολουθήσετε τά βασανιστήρια καί τήν δεύτερη, καθώς καί τήν τρίτη μέ­ ρα, αρχίζοντας νά σπάτε πρώτα τά κόκκαλα τών ποδιών κι5 υστέρα τών χεριών του»! Τέλος, ένα άπό τά πιό περίεργα άρθρα, είναι τό δέκατο πέμπτο. Σ’ αύτό βλέπει κανείς άπό ποιά «σημά­ δια» μπορεί νά καταλάβη ένα μάγο ή μιά μάγισσα. ’Άν, παραδείγματος χάριν, ή κατηγορουμένη, κατά τή δι­ άρκεια τής άνακρ'ίσεως, δέν μπορή νά κλάψη αύτό εΓναι μιά ολοφάνερη άπόδειξις ότι είναι μάγισσα I... Ή παράδοσις τώρα παρουσιάζει τή μάγισσα ώς μιά άπαισία γρηά, μέ ζαρωμένο καί άποκρουστικό πρό­ σωπο, μ’ ένα άλλοίθωρο μάτι, μ’ ένα ραβδί στό χέρι καί μέ μιά μαύ­ ρη γάτα κοντά της. Μά σέ πολλά μέρη χώριζαν τις μάγισσες σέ τρεις κατηγορίες. Στις μαύρες, στις γκρί­ ζες καί στις λευκές. Ή πρώτες ήσαν πανίσχυρες στό κακό καί ανίσχυρες στό καλό. Ή γκρίζες μπορούσαν νά κάνουν κακό καί καλό μαζύ. Ή λευ­ κές τέλος μπορούσαν νά ξαναγυρίσουν στόν ’ίσιο δρόμο καί νά κάνουν τό καλό άντί γιά τό κακό. Κάθε μάγισσα ήταν υποχρεωμένη νά πηγαίνη στα περίφημα «Σάββα­

τα», στις συγκεντρώσεις δηλαδή όλων τών μαγισσών τής περιοχής, όπου άνέ.φερε στό Διάβολο , τά εγκλήματα πού είχε κάνει κι’ έπαιρνε οδηγίες απ’ αυτόν γιά τά κατοπινά... Δίκες μάγων καί μαγισσών ήσαν συνηθέστατες στά παλιά χρόνια. Μιά δέ άπό.τις πιό περίφημες, ήταν ή δί­ κη τού Άββά Γκραντιέ, ό όποιος ε,Γχε κατηγορηθή άπό τις μοναχές τού Τάγματος τών Ούρσολίνων τού Λουντέν ότι είχε άναθεματίσει τό μονα­ στήρι τους μέ τή βοήθεια τού σατα­ νά, *γιά νά τις έξολοθρέψη. Στήν αρ­ χή λοιπόν έλειψε νά λιθοβοληθή άπό τις εξαγριωμένες μοναχές καί σώθη­ κε χάρις στήν έπέμβασι τού έξαδέλφου τής Ήγουμένης, κάποιου Ντέ Λωμπορντεμόν, ό όποιος άνέφερε αύ-■ τή τήν ύπόθεσι στόν καρδινάλιο Ρισελιέ καί ζήτησε νά γίνη κανονική δίκη. * Σ’ αυτή λοιπόν τή δίκη ή μοναχές τού Λουντέν παρουσίασαν δυό «επί­ σημα συμβόλαια» του Άββά Γκραν­ τιέ μέ τό Διάβολο. Τό ένα άπό αυτά είχε τήν υπογραφή τού Γκραντιέ καί τό άλλο τις ύπογραφές δυό δαιμό­ νων, τών αντιπροσώπων τού Σατα­ νά. Τά γράμματα τών . συμβολαίων φωσφόριζαν, σάν νά ήσαν γραμμένα μέ φωτιά, κι’ αύτό ήταν μιά φανερή ένδειξις τής αύθεντικότητος τών συμ­ βολαίων. Ό Άββάς Γκραντιέ, λοι­ πόν, άφοΰ βασανίστηκε μέ τόν πιό φριχτό τρόπο, καταδικάστηκε σέ θά­ νατο καί κάηκε ζωντανός στήν πυρά, τόν Αύγουστο τού 1634. Τέτοιες διώξεις μάγων καί μαγισσών τις βλέπει κανείς σ’ όλες τις εποχές καί σ’ όλες τις χώρες. Στόν Αγγλία, τήν εποχή τής βασιλείας τής Ελισάβετ, έγιναν αναρίθμητες δίκες μαγείας. Ή πιό αξιοσημείωτη απ’ όλες εί­ ναι ή δίκη τής Μαργαρίτας Σίμονς, πού ζούσε στό Μπρένκλυ τής κομη­ τείας τού Κέντ. Τά γεγονότα αυτά συνέβησαν τό 1581. Ο Τζών Φάρραλ, ό σκευοφύλακας τής εκκλησίας τού Μπρένκλυ, κατέθεσε τήν ήμέρα τής, δίκης ότι ό γυιός του, περνώντας μπροστά άπό τό σπίτι τής Σίμονς, ύπέστη τήν έπίθεσι τού σκύλου της καί αναγκάστηκε ' νά καταφύγη πίσω άπό τήν πόρτα κι’ ότι ή Μαργαρίτα !


Μια πραγματική ιστορία, δπως την ιτεριέγραψε ό ίδιος ό ήρως της στον Γάλλο συγγραφέα καί ποιητή

ΖΑΝ Ολος ό δικαστικός κόσμος έμεινε κατάπληκτος, όταν ό ανακριτής Λιονέλ ντε Βάρν υπέβαλε ξαφνικά τήν παραίτησί του. Γιατί να παραιτηθή ; 7Ηταν τόσο νέος ακόμα, απόγο­ νος μιας παλιάς οικογένειας διάση­ μων δικαστικών, κΓ είχε μπροστά του τό λαμπρότερο στάδιο ΚΓ ούτε μπο­ ρούσε, ϋστερ’ άπό μια τέτοια οικογε­ νειακή παράδοσι, να διαλέξη άλλο επάγγελμα. Κανένας ώστόσο δέν μπόρεσε νά μάθη τούς λόγους τής παραιτήσεώς του, ούτε οί στενώτεροι φίλοι του. τον καταράστηκε κείνη τή στιγμή. Α­ ποτέλεσμα αυτής τής κατάρας ήταν ν3 άρρωστήση έπί μια βδομάδα ό γυιός του Φάρσαλ. Ή Μαργαρίτα, λοιπόν, θεωρήθηκε ώς μάγισσα καί καταδικάστηκε νά βασανιστή μέ τον πιο σκληρό τρόπο. ’Άν τώρα δέν κά­ ηκε πάνω στήν πυρά, αυτό συνέβη γιατί ένας άπό τούς ενόρκους δέν τήν θεώρησε ώς ένοχη. Τέτοιες δίκες έγιναν πολλές καί στήν Αμερικής κΓ ή πιο περίφημη άπό όλες εΤν’έ ή δίκη ενός Ιρλανδού, κάποιου Γκλόβερ, ό όποιος κατηγο-* ρήθηκε δτι είχε κάνει μάγια στα κο­ ρίτσια ενός γείτονά του, κάποιου Γκόλντουϊν. Ό δόκτωρ Μάτνερ, λοι­ πόν, διαπίστωσε δτι ό Γκόλντουϊν εί­ χε δίκηο, γιατί ή κόρες του τρεις τόν αριθμό είχαν ξετρελλαθή μέ τόν Γκλόβερ κΓ είχαν ξεχάσει στήν αγ­ καλιά του «τις συμβουλές του πατέ­ ρα τους»..Τ Ό Γκλόβερ, λοιπόν, ό όποιος φαί­ νεται δτι ήταν ένας τρομερός γόης καταδικάστηκε τό 1688 σέ θάνατο καί διεμελίσθη άπό τέσσερα άλογα στήν κεντρική πλατεία του ΓΊιου ’Ί. νκλίκντ · ΤΕΛΟΣ

Ρ1ΣΠΕΝ Μονάχα ϋστερ’ άπό πολλά χρόνια,, δταν έφτασε πιά στήν ήλικία πού παύει ό άνθρωπος νά ένδιαφέρεται γιά τό παρόν ιβρίσκει κάποια εύχαρίστησι νά διηγήται τά περασμέ­ να, μοΰδωσε ό ίδιος τή λύσι του αι­ νίγματος. Στις άρχέί, λοιπόν του άνακριτικου του σταδίου, ό Λιονέλ ντέ Βάρν έλαβε μιά μέρα τό άκόλουθο παρά­ ξενο κΓ άνώνυμο» γράμμα : «Κύριε. Εσείς κΓ εγώ είμαστε οί τελευταίοι εκπρόσωποι δυό εχθρικών οικογενειών, πού πολεμούν άγρια ή μιά τήν άλλη άπό πολλές γενιές. Ή δική σας γενεά έβγαλε, δπως ξέρει δλος ό* κόσμος, περίφημους δικαστι­ κούς, ανακριτές, εισαγγελείς. Ή δι­ κή μου πάλι, κΓ αυτό λίγοι είναι πού δέν τό ξέρουν, έβγαλε όχι. λ<„γώτερο ξακουστούς εγκληματίες. »Φυσικά, πάντα οί δικοί σας θρι­ άμβευαν σ’ αυτή τήν άνιση μονομα­ χία, άφου εσείς είστε οί ευνοούμενοι τής τύχης, οί άπόγονοι τού δικαίου ’Άβελ, ένώ εμείς είμαστε οί απόγο­ νοι του Κάϊν, του καταραμένου άπό τόν Θεό καί άπό τούς άνθρώπους. »’Αποφάσισα δμως νά τελειώση αυτή ή υπόθεσις καί νά έκδικήσω Ο­ λους τούς προγόνους μου στο πρό­ σωπό σας. θά σάς επιβάλω ένα μαρτύρι® τύψεων τέτοιο, τόσο φρι­ χτό, πού δέν τό δοκίμασε ποτέ κανείς άπό τούς δικούς μου, πού οίίδικοί σας τούς καταδίκασαν. Θά θάς κά­ νω νά παραδώσετε στα χέρια ίτοΰ δημίου έναν άθώο. θά μπορούσα βέ­ βαια νά μή σάς προειδοποιήσω γΓ αυτό καί νά σάς τό πώ κατόπιν. 'Έυοο δμως τήν περηφάνεια νά θεωρώ ιόν εαυτό μου τόσο δυνατό, ώστε σάς προειδοποιώ... ν’Έτσι ή νίκη μου θά εινε πιό θρι­ αμβευτική, ή ’ έκδίκησίς μου πιό τέ­ λεια κ* ή χαρά πού θά νοιώσω πι© μεγάλη...»


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

52τήν αρχή ό κ. Αιονέλ ντέ Βάρν υπέθεσε πώς κά­ ποιος τρελλός τοϋστειλε τό γράμ­ μα, καί δεν έδωσε καμμιά προσοχή. Ωστόσο, ϋστερ’ άπό άρκετόν και­ ρό, δεν μπόρεσε νά μή τό θυμηθή σέ μιά σοβαρή δικαστική ύπόθεσι πού τόν είχε άποσχολήσει επί πολλούς μήνες. ΤΗταν βέβαιος γιά τήν ένοχή του κατηγορουμένου. "Αδικα ό δυστυχισμένος εκείνος φώναζε γιά τήν άθωότητά του. "Ολες ή άποδείξεις ήσαν ενάντιο του, ή ένοχή του ολο­ φάνερη, καί όμως, τήν τελευταία στιγμή, μιά μικρολεπτομέρεια, ' ένα τίποτα, έφτασε ν’ άποδείξη τήν ά­ θωότητά του καί νά- τόν γλυτώση άπό τή λαιμητόμο !... — Μά τήν άλήθεια, σκέφτηκε χ ό

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗ ΛΑΛ ίΜΤΕΜΠ Ή λύσις του Άστυν. Προβλήματος 2 Ί. Ό ντέτεκτιβ συνεπέρανε τήν έ­ νοχή του Χατζί Λάλ Ντέμπ άπό τήν^ ψευδή δήλωσι του τελευταίου γιά τήν θάνατο τού συγγενούς του. Φά­ νηκε ύποπτο στον ντέτεκτιβ τό γεγο­ νός αυτό. Ό Τνδός πρέπει νά εΐχε κάποιο σοβαρό κίνητρο γιά νά δηλώση ότι ό συγγενής του είχε πεθάνει τήν ϊδια νύχτα τής έξαψανίσεως τού πλουσίου έμπορου. Σίγουρα, είχε α­ ναβάλει τήν ταφή τού νεκρού γιά νά καμουφλάρη μ’ αυτό μιαν άλλη δου­ λειά. 2. Ό ντέτεκτιβ απέδειξε τήν ένο­ χή τού Χατζί Αάλ Ντέμπ, σκάβοντας στο έδαφος ακριβώς κάτω άπό τό πτώμα τού συγγενούς του. Εκεί, ένα μέτρο κάτω άπό τό πτώμα τού ιθα­ γενούς βρήκε τό πτώμα τού πλου­ σίου έμπορου. Ό Χατζί Λάλ Ντέμπ εΐχε προσ­ παθήσει νά έξαπατήση τις αρχές καί νά απόσειση κάθε κατηγορία, πού μπορούσε νά διατυπωθή έναντίον του, θάβοντας τόν έμπορο κάτω άπό τον συγγενή του. Οί άρχές, βρίσκον­ τας τό πρώτο πτώμα, θά σταματού­ σαν καί δεν θά έσκαβαν πιά κάτω.

Η ΤΡΟΜΕΡΗ ανακριτής, δεν θά μπορούσε νά πή κανείς πώς μονάχα ή τύχη δούλεψε σ’ αύτή τήν ύπόθεσι γιά νά συσσωρεύση τόσες ενδείξεις ένοχης έναντίον αύτου του δυστυχισμένου αν­ θρώπου. Κάποιο έγκληματικό δαι­ μόνιο θά είχε, χωρίς άλλο, συνδυά­ σει τόσο σοφά όλα τά περιστατικά, ώστε ν' άπατηθή ή δικαιοσύνη !... Άφου λοιπόν βεβαιώθηκε γιά τήν άθωότητά του δυστυχισμένου έκεΐνου έβαλε όλα του τά δυνατά καί γιά νά τήν άποδείξη. Τό κατώρθωσε με πολλούς κόπους, χωρίς όμως νά μπορέση νά βρή τόν πραγματικό έ­ νοχο. Δεν μπορούσε, φυσικά, σ’ αύτή τήν περίστασι νά μή θυμηθή τό πα­ ράξενο γράμμα του τρελλοϋ καί σέ κάθε σοβαρή ύπόθεσι σ£σθανόταν

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΧΥΡΟ - . (Συνέχεια άπό τήν σελίδα 10) στυνομικούς βρίσκονταν μακρυά άπό τό χωριό καί κυλούσαν πρός τήν ένδοχώρα με τά ψηλά βουνά. Εννέα άπό τούς άντρες είχαν σκοτωθή καί είκοσι είχαν τραυματισθή. Μά καί οί τραυματίες ακόμα χαμογελούσαν. Ό Κένυον πήρε τό ξύλο άπό τήν παλιά σκούπα καί τό πέταξε έξο άπό τό αυτοκίνητο. —"Ημαστε τυχεροί, είπε. Τό ξύλο αυτό κρατούσε τόν Κούρτ όρθιο, ένώ ό άντρας πού βάδιζε δίπλα του τόν κρατούσε, φροντίζοντας νά φαίνεται σάν νά βάδιζε. Ό Διοικητής μάς έπιθεώρησε, γιατί σκέφτηκε πώς είχε φτάσει ή στιγμή νά κάνη ό Κούρτ μιάν αναφορά. Έγώ, κάνοντας τάχα πώς μιλούσα έκ μέρους τού Κούρτ, τοδ ψιθύρισα ότι ;δέν εΐχε ακόμα έκδηλωθή τίποτα. Τώρα σέ λίγο θά βρισκόμαστε στά βουνά. Υπάρχουν άντρες έκεί πάνω, πού θά δεχτούν μ& χαρά τις ενισχύσεις μας. — Νά έχης τήν ευλογία τού θεού καί τήν ευγνωμοσύνη τής Νορβηγίας, τέκνον μου, μουρμούρισε ό κληρικός. ΤΕΛΟΣ


ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ την ανάγκη νά ξαναδιαβάζη κείνο τό γράμμα. — Κι5 αν δεν έχω -νά κάνω μέ τρελλό σκεπτόταν. ’Άν αυτός ό άνθρωπος κατορθώση στο τέλος νά πραγματοποίηση την άπειλή του ; . % ολύ λίγος κό­ σμος ένδιαφέρθηκε για τήν υπόθεσι Γκιβάλ. ’Έτυχε τό τρομερό εκείνο έγκλημα νά συμπέση μέ τις βουλευ­ τικές εκλογές, καί ή γενική προσοχή τό άφησε σχεδόν άπαρατήρητο. Έταν ένα δράμα γεμάτο μυστή­ ριο, μέ θύματα μιά χήρα καί δυό παιδιά καί κατηγορούμενο ένα για­ τρό, συγγενή τους, τον δόκτορα Γκι­ βάλ, ό όποιος, όπως έδειχναν δλα, τούς δολοφόνησε γιά νά τούς κληρονομήση. Έκεϊνο όμως πού έκανε κβτάπληξι σέ όλους, ήταν ό τρόπος του εγκλήματος.Ό δολοφόνος σκότω­ σε τά θύματά του, μεταβιβάζον­ τας στον οργανισμό τους θανατηφό­ ρα μικρόβια, καλλιεργημένα μέ ό­ λους τούς κανόνες τής άαστήμης I... Έταν ή εφαρμογή τής βακτηριολο­ γίας στο έγκλημα. Ό γιατρός Γκιβάλ είχε τό εντιμό­ τερο παρελθόν. Διαμαρτυρόταν γιά τήν άθωότητά του. 'Όλα όμως ήσαν ενάντιο του, ως κι5 αύτές ή περιποι­ ήσεις του πρός τήν άρρωστη χήρα καί τά δυό παιδιά της Είχε άποδειχθή ολοφάνερα πώς τούς θερά­ πευε άπό μιά άρρώστεια, χωρίς μάλιστα νά έπιτρέψη νά καλέσουν κι5 άλλο γιατρό, καί συγχρόνως τούς δηλητήριαζε μέ μικρόβια θα­ νατηφόρα, σιγά-σιγά μέ -όλη του τήν άσψάλεια. Τά μικρόβια τά έβα­ ζε στά φάρμακα πού τούς έδινε. Τά ϊχνη τής προμελετημένης αύτής δηλητηριάσεως άνεκαλσφθησαν τή στιγ­ μή πού ή σωτηρία των τριών θυμά­ των ήταν πιά άδύνατη. Ό κ„ Λιονέλ ντέ Βάρν, διορατικώτατος άνακρ»κής, ξεσκέπασε όλη αυτή τή φρικιαστική ύπόθεσι. Ή δί­ κη^ έπρόκειτο νά γίνη στό κακουρδικείο κι’ ή καταδίκη 'βοϋ γιατρού ήταν σίγουρη. Εκείνος όμως, παρ’ όλες τις τρο­ μερές άποδείξεις πού» τον βάρυναν,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

δέν έπαυε νά φωνάζη, χωρίς όμως κανένα επιχείρημα : —Είμαι τό θύμα μιάς φριχτής συμπαιγνίας... Τά συμπεράσματά σας εΐνε σωστά, λογικώτατα... Τά γεγονότα μέ κατηγορουν καί μέ κα­ ταδικάζουν, τό βλέπω!... Καί όμως, εΐμαι άθώος 1... Γιά μια στιγμή, μπρσστά στόν άπόλυτο τόνο ειλικρίνειας τής φωνής τοϋ γιατρού, ό κ. Λιονέλ ντέ Βάρν συλλογίστηκε τό γράμμα του τρελλοϋ. Αλλά όχι ! Δέν μπορούσε νά όρκιστή γιά τήν άπόλύτη πεποίθησί του γΓ αυτό. Έτσι, χωρίς διόλου νά πρέμη τό χέρι του υπέγραψε τήν παραπομπή του στό Κακουρδικεϊο. Έταν τό ίδιο, σάν νά υπέ­ γραψε τήν καταδίκη του κατηγορου­ μένου. {'νστερα άπό δυό μέρες βρήκαν τον γιατρό κρεμασμένο στό κελί του. Πριν αύτοκτονήση όμως, είχε γράψει ένα γράμμα πρός τον άνακριτή, στό οποίο ώρκίζόταν στήν ύπερτάπη εκεί­ νη στιγμή, πού έπρό,κειτο νά Ντεθάνη, τήν άπόλυτη άθωότητά του. Ζητούσε νά βρουν τον άληθινό ένοχο, τόν έ­ νοχο καί του δικού του θανάτου, καί νά τόν τιμωρήση ή Δικαιοσύνη. Ωστόσο, ό άνακριτής άκόμα δέν είχε πεισθη. Τά πράγματα ήσαν ο­ λοφάνερα. Τήν ίδια όμως μέρα, κα­ τά τό βράδυ, πήρε ένα γράμμα, άνώνυμο βέβαια.κι5 αυτό : «Κύριε. Γιά δεύτερη φορά δέν κα­ τόρθωσα νά έκδικήσω τούς προγό­ νους μου. Τήν πρώτη φορά ξεφύγατε μονάχος σας. Τώρα σάς έσωσε ή τύ­ χη. Τήν τρίτη φορά όμως δέ θα γλυ-

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

ΤΕΥΧΟΣ

άνώτερο άπό κάβε προηγούμενο μέ τή συναρπαστική νουβέλλα

ΚΗΛΠΗΖΟΠΤΗ ΠΤΩΜΠΤΡΙ καί άλλη γοητευτική υλη!


50

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μέρος τής επιστολής σας, φαίνονται μάλλον άπηχήσεις άπό τά δημοσιευό­ μενα στις στήλες άλληλογραφίας άλ­ -ΣΠ. Π ΑΠΑΓΙ ΑΝΝΟΠΟ ΥΛΟΝ, λου περι°δικοϋ. —ΝΙΚΟΝ ΜΑΚΡΙΟΤριπόλεως 24, Αθήνας: Επιστολές ΝΙΤΗΝ, "Ανω Σύρον : Πήρα τό γράμ­ σαν τή δική σας δίνουν καινούργιο μα σας καί μέ ενθουσίασε ή άφοσίωθάρρος καί δρεξι για νέες εξορμή­ σεις. Αστυνομικά προβλήματα καί . σίς στή «Νυχτερίδα». ΟΙ επιθυμίες σας θά εκπληρωθούν σύντομα. Ε­ σταυρόλεξα μπορείτε να στείλετε, ξακολουθήστε νά διαδίδετε μέ τόν ίδιο θά δημοσιευθοϋν άν έγκριθοΟν ώς ζήλο τή «Νυχτερίδα» στό νησί σας. κατάλληλα. Αυξησιν σελίδων δεν -ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟσχεδιάέω πρός τό παρόν. Άπό τό ΠΟΥΛΟΝ, Δελφών 6, Καλλιθέα : Α­ 17ο τεύχος όμως εγκαινιάζω μιά πρω­ ναδημοσιεύω ένα απόσπασμα άπό τοτυπία πού θά ένθουσιάση.-—Σ. Β. τήν επιστολή σας : «Είμαι λάτρης τής ΝΙ ΚΟΛΟΠΟ ΥΛΟΝ, Κιθαιρώνος 49, «Νυχτερίδας» καί ή Τετάρτη γιά μένα Αθήνας: Δεν έχετε δίκιο. Ή δκύείναι ιερή μέρα, πού τήν τΐεριμένω θυνσίς μου διαλέγει τά καλύτερα μέ μεγάλη άγωνία...» Μπορείτε νά άναγνώσματα, χωρίς νά κάνη διάκριστείλετε σταυρόλεξο. σι μεταξύ νέων καί παλαιών ηρώων. Η «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 'Όταν ένα ανάγνωσμα μέ παλαιό η­ ρώα είναι καλύτερο προτιμάται, καί άντιστρόφως. "Οσο γιά τις παρατη­ ρήσεις, πού υπάρχουν στό τελευταίο ΣΤΟ 17ο* ΤΕΥΧΟΣ

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ

τώσετε. Πιστεύω νά τό αίσθάνεσθε καί σείς. Είμαι ό δυνατώτερος. Ναί 1 Γρήγορα θά παραδώσετε έναν αθώο στό μαχαίρι του δημίου. Τό θέλω I Καί θά γίνη I Δεν είναι δυνατόν νά ησυχάσω, άν δεν γίνετε ό φριχτότε­ ρος εγκληματίας... "Αν δεν συχαθήτε καί σείς ό ίδιος τόν εαυτό σας...». —’Έ λοιπόν I *Όχι I... φώναξε ό κ. Λιονέλ ντε Βάρν. Όχι! Αύτό δέ θά γίνη ποτέ I Δεν ξέρω άν αύτός ό άνθρωπος είναι ή δεν είναι τρελλός. Τόν φοβούμαι δμως I Ναί, φοβούμαι γιά πρώτη φορά στή ζωή μου, φο­ βούμαι... ΚΓ ό άνάκριτής υπέβαλε τήν άλ­ λη μέρα τήν παραίτησί του. ΤΕΛΟΣ Μιά εκπληκτική Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρηστός Καρύδη£ Δαφνομήλη 36, ’ΑΘήν©*.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ! •

·

·

*

9

9




ΟΤΑΡΖΑΝ χα/ο ΤίΓΡΗΣ

'9κ- ϋ&«Ε


ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η: ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

▲ΈΛΗΓΙΩΡΓΗ 30

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΑΟΣΕΩΣ: Στέλιος ’Ανεμοδουράς ϊ έ Ί) ΊΠΟ ΑιΙ Ν'Ι'ΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕ)ΣΣΑΡΩΝ ύττό Άγκάθα Κ;ρ Ιστι. 2) Ο Κ,ΙιΤ'Ρ I Ν|0'Σ ΔΙΑΒΟΛΟΣ όπό -Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡιΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝιΕ ιΔΥΟ ΦΟ ΡίΕ Σ υπό Ρ; Μπχρίγγερ· 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ Ν(ΕΐΚ,ΡιΟΐΚ|ΕΦΑΐΛ!Η ίύιπό Γσ·υέ ίμιαν Τζόας. 5) ΕίΝΑ ΚΛΙΕίΙΔ,Ι, ΕΝ,Α ΦΕΡΕΤΡΟ •ΚΙΑιΙ ΕΙΝΙΑ ΝΌΜΤΣΜΑ ιχηο Γουέϊ■μαν Τζ,'όνς. 6> Τ1Α 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μίπεριχέλεϋ Π:<[ρα?ίη. 7) ΤιΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑ,ΡΤΙΜΟ.Ρ ύττό Μπειρκέλεϋ ΓΙχιρίαίη. 8) ΤΟ 1'3ο ΜΑΤΙ υπό Στηλ Τουΐντ.

9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΤΟ)

ΤΙ) 12) 1,3) 14) 1'5)

16)

ΝΒΚ,ΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ ύπό Ντάσίιελ Χάμιμετ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ ύιπό ΓΊκέϊλ Γκάλλαίγκειρ. ΠΙΕίΝΓΤΙΕ ΚΟ»ΚιΚΤΝ)Α ΔΑΧΤΥΛΑ ύ.τό Ντέϋ Κ'έϊν. ΙΘΑ ΤΡΑιΠΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ! οπό Νίΐσίη Κή<ν. ΣΥΝ ΑΓΙΕ ΡΜΟΙΣ ύπό Κώ,ρτις Σ τήλ. Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΓΣΤΙΕ,Ρ ! ΰττό Τίζών Κρήιζεϋ. ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕιΡ ΙΐΠΚΟ ύπο Λέσλι Τααίρτρις. ΚΑΛιΠ,Α,ΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ύπό Σ τιούσρτ Σ τ^ολ ιγκ.

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ»

|

* Εντός: όλίγου θά τεθούν εις την διάθεσιν του αναγνωστικού κοινου, καλλιτεχνικά βιβλιοδιετηιμενοι, οι τόιμοι:

« «

ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) Τ Ρ IΤ Ο Σ (Τεύχη 9—12) ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη 13—16)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ *4ΗΝΟΖ ΕΞίΕΔΟΘΗΣ,ΑΝ-

1) 0

ΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ

2λ Ο Τ'ΑΡΖΑΝ ΚΜΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ

| | | |


υπό ΝΤΑΙΗ ΚΗΝ Συγγραφέως τοϋ μυθιστορήμα­ τος «θ ά Τραγουδώστήν Κηδεία σου».

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

'

Στή λεωφόρο, τρία πατώματα κά­ τω άπό τό διαμέρισμα, τα αυτοκίνη­ τα περνούσαν σχεδόν αθόρυβα μέσα στή νύχτα, σαν να μάντευαν τήν ϋπαρξι του άνθρώπου πού ήταν νεκρός και σαν νά μην ήθελαν , νά ταράξουν τον ύπνο τής γυναίκας. Ό άνεμος σάλευε τις κουρτίνες μέ συγκρατημένη άνάσα, στό δωμά­ τιο οπού κοίτονται —ή ζωντανή κι* ό νεκρός—χωρισμένοι μόνο άπό τη λιμνούλα αίματος, πού άπό ώρα είχε πάψει νά μεγαλώνη.

Ό άντρας, μέ λεπτό σώμα καί τριάντα πέντε περίπου χρωνών, ήταν άκουμπημένος στό κάτω κάγκελο του κρεββατιου καί καθισμένος στήν άκρη του στρώματος/ σών νά είχε ξαφνικά κουραστή καί νά εΐχε γεί­ ρει τό κεφάλι του—γιά νά μήν τό ξανασηκώση πιά ποτέ. Στό επάνω μέρος τοϋ προσώπου του, τά ορθάνοιχτα μάτια του, άσ­ πρα μέσα στήν πορφυρή μάσκα ποΛ είχε σχηματίσει τό αίμα, ρέοντας άπό τή μικρή τρύπα τοϋ μετώπου του, τοϋ έδινε τή γραφική έμφάν^σι ενός γλεντζέ μεταμφιεσμένου σέ θά­ νατο. Μόνο πού δέν υπήρχε καμμιά μεταμφίεσις. ^Ηταν νεκρός


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Στην πολυθρόνα, μέ τό πιστόλι του θανάτου σφιγμένο ακόμα στό χέρι, μέ τα κόκκινα μαλλιά της σάν καταρράκτης επάνω στους γυμνούς ώμους της και στό κηλιδωμένο άπό σταγόνες πουκάμισό της, ή Κόννι Στόν σάλεψε ανήσυχα μέσα στόν βαθύ ύπνο, πού την κρατούσε στά άρπάγια του. Τότε, κάπου μέσα στή σιγαλιά του κτιρίου, σ’ ένα άπό τα χαμηλό­ τερα πατώματα, ενα γραμμόφωνο άρ­ χισε νά μεταδίδη τη φωνή ενός άν­ τρα, πού τραγουδούσε τη «Μ ε λ α γ­ χολική Μικρούλ α». Μέ τά μάτια της άκόμα κλειστά, τό κορίτσι μορμούρισε : —Χέρμαν, σέ αγαπώ. Ό ήχος τής ίδιας τής φωνής της τάραξε τις ναρκωμένες αισθήσεις της. “Άνοιξε τά μάτια της. "Εμεινε για μια στιγμή ακίνητη, κυττάζοντας τό σκοτάδι καί άκούγοντας τό τραγούδι, πού κυμάτιζε στόν νυχτερινό άέρα. Μελαγχολική Μικρούλ α... 23 υ ν ή λ θ ε εντελώς καί άνωρθώθηκε. ΊΤταν σκοτεινά ! Έταν αργά. Ό Χέρμαν, ό άντρας της, θά γύριζε σπίτι άπό στιγμή σέ στιγμή κι’ αυτή δέν είχε άκόμα ετοι­ μάσει τό φαγητό. Σήκωσε τό χέρι της για νά διώξη τά μαλλιά της άπό τά μάτια της καί ή ψυχρή κάννη τού πιστολιού χάϊδεψε τό μάγουλό της. Τά μάτια της ά­ νοιξαν διάπλατα μέσα στό σκοτάδι του δωματίου. Τί γύρευε εκείνο τό πιστόλι στό χέρι της. Ένα ρίγος διέτρεξε τή σάρ­ κα της. Τό άλλο της χέρι άγγιξε τόν γυμνό ώμο της. Γιατί είχε βγάλει τό φόρεμά της; Γιατί είχε πλησιάσει νά πάρη έναν υπνάκο; Δέν είχε κάνει ούτε μιάν ώρα γιά νά ψωνίση γιά τό γεύμα. Γιατί τό κεφάλι της καί τά μάτια της πονούσαν ; “Άφησε τό πιστόλι νά πέση καί άπλωσε τό χέρι της γιά νά τραβήξη τό κορδονάκι τής λάμπας. Δέν ήταν στή συνηθισμένη του θέσι. “Ενώ ένα κύμα τρόμου άνέβαινε στόν λαιμό της, χαμήλωσε τά πόδια της στό πά­

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ τωμα, ένοιωσε ψυχρό, γυμνό ξύλο καί χτύπησε τό πρόσωπό της επάνω σέ έναν γυμνό τοίχο, πού βρέθηκε ξαφνικά σέ μέρος οπού δέν έπρεπε νά βρίσκεται. Μέ λυγμούς πόνου καί τρόμου, προχώρησε πασπατεύοντας τόν τοίχο. Ό διακόπτης δέν βρισκόταν στή θέσι του, κοντά στήν πόρτα. Ούτε ή ίδια ή πόρτα. Προσπάθησε νά διακρίνη τό δωμάτιο μέσα στό σκοτάδι. Τό δω­ μάτιο δέν φαινόταν γνωστό. «Ξύπνα, Κόννι !» εΐπε στόν εαυτό της. «Αύτό δέν είναι κάτι πού συμ­ βαίνει πραγματικά. “Ονειρεύεσαι. Δέν είναι παρά ένας εφιάλτης. Ξύπνα καί πήγαινε νά έτοιμάσης τό γεύμα τού Χέρμαν.» “Έκλεισε τά μάτια της καί μέτρη­ σε δέκα, πριν τ’ άνοιξη πάλι. Τίποτα δέν είχε άλλάξει. Τό δωμάτιο ήταν πάντα ξένο καί εχθρικό. Ανάγκασε τόν εαυτό της νά σκεφθή... Είχε άποχαιρετήσει τήν Μαίη καί τήν κυρία Τσώρτς καί είχε άρνηθή τήν προσφορά τους νά τήν μεταφέ­ ρουν μέ τό αύτοκίνητό τους γιατί ό Χέρμαν τής εΐχε άφήσει τό αύτοκίνητο εκείνη τήν ήμέρα. Είχε πάει στήν άγορά. Είχε άγοράσει παϊδάκια άρνιού καί μιά καρ'διά βοδιού, μακαρόνια, μαρούλια, φρέσκα μπιζέλια καί ένα κουνουπί­ δι... Έπειτα είχε πάει σ’ ένα πε­ ρίπτερο γιά νά άγοράση τή βραδυνή εφημερίδα καί τσιγάρα γιά τόν Χέρ­ μαν. Ό γέρος κ. Μέγερς τής είχε πή ότι ό καπνοπώλης είχε άργήσει, μά θά ερχόταν άπό στιγμή σέ στιγμή. Αυτό ήταν στις τέσσερις παραπέντε. θυμόταν καθαρά τήν ώρα. Είχε παραγγείλει ένα κόκα—κόλα καί τό εΐ­ χε πιή, ρίχνοντας μιά ματιά στούς τίτλους τής έφημερίδος, όσο νάρθη ό καπνοπώλης. Τότε... [Εβφραξε μέ τήν πα­ λάμη της τό στόμα της γιά νά μήν ξεφωνήση. "Ως εκεί μόνο έφτανε ή μνήμη της. "Επειτα... τί εΐχή συμβή ; Μέ δάκρυα στά μάτια, ρίχτηκε σέ μιά καρέκλα, άνωρθώθηκε σχεδόν άμέσως γεμάτη παράλογο τρόμο καί, μέ λυγμούς, έψαξε πασπατευτά στόν


ΕΖ—999 τοϊχο για νά βρή έναν διακόπτη. Μέ την καρδιά στο στόμα, βρήκε εναν καί τόν γύρισε. 'Ένας γλόμπος άναψε. Τό φόρε­ μά της ήταν διπλωμένο παστρικά ε­ πάνω σέ μιά πολυθρόνα. Οί κάλτσες της ήσαν άκουμπημένες, στό μπρά­ τσο τής πολυθρόνας. Επάνω σ’ ένα τραπεζάκι, κοντά στην πολυθρόνα, ήταν άκουμπημένη μιά φωτογραφία της μέσα σέ άσημένια κορνίζα. ^Ηταν μιά φωτογραφία της, πού είχε βγάλει δυο χρόνια πριν γιά τά γενέθλια τοϋ Χέρμαν. Μά είχε μιάν άψιέρωσι, πού φαινόταν γραμμένη από τό χέρι της : Σ τ όν Κ ά ρ υ Μέ ολη μου τήν άγάπη Κ ό ν ν ι Ή παλάμη της έφραξε πάλι τό στόμα της. -"Οχι 1 Τό πράγμα αυτό άγγιζε τά όρια τής τρέλλας. Δέν γνώριζε κανέναν Κάρυ. Δέν είχε γνωρίσει ποτέ κανέναν Κάρυ. · Ή σιγαλιά έγινε όδυνηρά διαπε­ ραστική. Άκουγε κάπου τό στάξιμο αίας μακρυνής βρύσης. ’Άκουγε τά χτυπήματα τής καρδιάς της. Στό κά­ τω πάτωμα, τό γραμμόφωνο εξακο­ λουθούσε τό τραγούδι. Τό κορίτσι μέ τά κόκκινα μαλλιά άρχισε νά κλαίη σάν τρομαγμένο παιδί. Τότε, είδε τό αΐμα επάνω στό πουκάμισό της καί, ξεφωνίζοντας γιά πρώτη φορά, κύτταξε πέρα από τόν κύκλο φωτός, πού έρριχνε ό γλόμπος. Δέν ήταν μόνη μέσα στό δωμά­ τιο. Υπήρχε κάποιος επάνω στό κρεββάτι, ένας άντρας πού φορούσε αιά κόκκινη μάσκα. 'Ένας άπότομος σπασμός τού λαι­ μού της έπνιξε ξαφνικά τό ξεφωνητό της. "Εσκυψε καί μελέτησε τό πρόσω­ πο τού άνθρώπου. Δέν ήταν ό Χέρ­ μαν. Δέν τόν είχε ξαναδή ποτέ της. Κοά δέν φορούσε μάσκα. ?Ηταν νε­ κρός. Καί, στό πάτωμα, ήταν πεσμέ­ νο τό έπινικελωμένο, κοντόκαννο πε­ ρίστροφο, πού είχε βρή στό χέρι της ξυπνώντας. Είπε μέ φωνή πού έτρεμε : — Χέρμαν I Καί τότε τά ξεφωνητά ελευθερώ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

5

θηκαν στόν λαιμό της καί κομμάτια­ σαν τη νύχτα. Τό τρομαγμένο κορίτσι έπεσε επάνω στήν πόρτα, δοκίμασε νά τήν άνοιξη, δέν μπόρεσε καί άρ­ χισε νά κλωτσά καί νά χτυπά έκεΐ μέ τις γροθιές της. —Χέρμαν !, ξεφώνησε, Χέρμαν. Γιά άνομα τού θεού, βοήθησέ με, Χέρμαν 1 Βγάλε με άπό δω I Βγάλε με από δω 1

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΧΕΡΜΑΝ Δώδεκα πατώματα κάτω, στήν Όδό Στέϊτ, οί άντρες καί οι γυναίκες, πού ήσαν ακόμα έξω τά μεσάνυχτα, πήγαιναν ελεύθεροι στις δουλειές τους. "Ετρωγαν ,καί χόρευαν, γελού­ σαν καί άστειεύονταν, έμπαιναν σέ αυτοκίνητα κι’ έβγοιιναν από αυτά. Έδώ όμως, μέσα στό γραφείο τής Όμάδος διώξεως Δολοφόνων, ή ζωή εΐχε άλλη έννοια. Ή Κόννι σκεπτόταν : «Είσαι καθισμένη στό ίδιο γραφείο, όπου τόσες φορές έχεις έρθει γιά νά πάρης τόν Χέρμαν. Μιλάς μέ \ άνθρώπους μέ τούς οποίους γέλασες καί αστειεύτη­ κες άλλοτε. Μά δέν ύπάρχουν ούτε γέλια ούτε αστεία τώρα. »Εΐσαι καθισμένη μέ τά χέρια επάνω στά γόνατά σου, λέγον­ τας «μάλιστα, σέρ» καί «όχι, σέρ» σέ άνθρώπους, πού τά άλλοτε οικεία καί φιλικά πρόσωπά τους έχουν γίνει ξαφνικά ξένα. »Τό μεγάλο γραφείο είναι γε­ μάτο ζωή. Τηλετυπικές μηχανές κροτούν άδιάκοπα. Τηλέφωνα δέν σταματούν να ήχούν. Αστυφύ­ λακες'μέ στολή, ντέτεκτιβς μέ πο­ λιτικά, ρέπορτερς, εισαγγελείς,


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ■προϊστάμενοι διαφόρων τμημά­ των μπαίνουν καί βγαίνουν σύμ­ φωνα μέ τό κέφι τους. Έσύ όμως κάθεσαι στήν καρέκλα σου, μέ φόβο στήν καρδιά, μέ δάκρυα στά μάγουλα, προπαθώντας μά­ ταια νά πείσης τόν εαυτό σου οτι ό εφιάλτης σου δέν μπορεί νά διαρκέση γιά πάντα, ότι κάθε στιγμή ό Χέρμαν θά πλησιάση από στιγμή σέ στιγμή, θά σέ πάρη στήν άγκαλιά του, θά σου πή πώς όλα είναι εντάξει καί πώς είναι ώρα γιά νά πάμε σπίτι. »Μά δέν τό έκανε αύτό ό Χέρ­ μαν. Πανύψηλος καί ξανθός, μέ τό πρόσωπο αύλακωμένο άπό τήν ύπερέντασι, στέκεται απλώς σέ μια γωνιά του γραφείου, μιλών­ τας μ* έναν πιο ηλικιωμένο άν­ τρα, πού χτυπά σιγανά μέ τό μολύβι του τό όπλο του εγκλή­ ματος. »Ή μόνη φορά πού σου μίλη­ σε ήταν όταν μπήκε γιά πρώτη φορά στό εφιαλτικό εκείνο δια­ μέρισμα, εδώ καί ώρες. Μά καί τότε, σέ εΐχε απλώς πιάσει άπό τό μπράτσο καί σου τό είχε σφί­ ξει άπαλά λέγοντας : «Κράτησε τό κεφάλι σου ψηλά, μωρό !» »’Ακόμα κΤ ό Χέρμαν δέν μέ πιστεύει. Καί ή άνάκρισις συνε­ χίζεται... θεέ μου !»

Ο

Χάβερς, ό βοηθός ίου Γενικού Είσαγγελέως, ξερόβηξε μέ αμηχανία. —Πρέπει νά κατανοήσετε τή θέσι μας, κυρία Στόν, είπε. Ή συμπάθειά μας είναι μέ τό μέρος σας. θέλουμε νά εύκολύνουμε όσο μπορούμε τή Θέσις σας. Ξέρουμε, όπως ολόκληρο τό Σικάγο ξέρει, ότι ό Κάρυ Λάϊλ ήταν ένας παλιάνθρωπος πού ζουσε εκβιάζοντας παντρεμένες γυναίκες. Άναμφιβόλως, άξιζε νά πεθάνη. Καί, άν υπογράψετε μιά δήλωσι όπου νά παραδέχεστε ότι τόν σκοτώσατε εσείς, νομίζω ότι μπορώ νά σάς ύποσχεθώ έκ μέρους του Γενικού Είσαγγελέως ότι θά ζητήσωμε τήν καταδίκη σας σέ απλή φυλάκισι. Τόν σκοτώσατε εσείς ; Τό κορίτσι μέ τά κόκκινα μαλλιά

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ τόν κύτταξε μέσα άπό τά δάκρυά της. —Δέν ξέρω. Γιατί όμως νά τόν σκότωνα εγώ ; Δέν τόν είχα ξαναδή ποτέ πριν. Ό Χάβερς διαμαρτυρήθηκε : —Μά, κυρία Στόν I Παρ’ όλες τις άποδείξεις περί τού άντιθέτου, πού ή άστυνομία βρήκε μέσα στό διαμέρισμα του νεκρού... — Δέν ξέρω I, φώναξε τό κορίτσι μέ λυγμούς. Δέν ξέρω I Σάς λέω πώς δέν τόν είχα ξαναδή ποτέ πριν συνέλθω μέσα σ’ εκείνο τό διαμέρισμα. Τά δάκρυά της έγιναν πιό πυκνά. Μιά υπάλληλος τής άστυνομίας, πού στεκόταν δίπλα της, τήν χάϊδεψε στόν ώμο καί τής έδωσε ένα φρέσκο μαν­ τήλι. Ό Χάβερς σήκωσε τούς ώμους του καί άπομακρύνθηκε. —Εντάξει Χάρρυ, είπε στόν Ποΰρβες. Είναι δική σας. Φόρεσε τό καπέλλο του. —Γιά μένα όμως είναι ένοχη. Καί, άν καταλήξουμε σέ δίκη, θά ζητή­ σουμε τήν καταδίκη της ώς δολοφό­ νου. Είναι πια καιρός μερικές άπό τις συζύγους- τής πόλεώς μας νά μά­ θουν ότι δέν μπορούν νά παίζουν μέ τή φωτιά χωρίς νά καούν. Ό Στόν σήκωσε τό κεφάλι του άπότομα, μά δέν είπε τίποτα Ό Χάρρυ ΓΙούρβες, είναι μεσόκο­ πος άντρας μέ γκρίζα μαλλιά, χλώμιασε καί ρούφηξε άπό τό τσιγάρο του τόσο βαθειά ώστε ή κάφτρα έ­ ψεξε σαν μικροσκοπικός πυρσός. Γιά πρώτη φορά στή ζωή του θά ήθελε νά ήταν άστυφύλακας τής τροχαίας, κλητήρας ή καί μανάβης άκόμα, οτι­ δήποτε, εκτός άπό αρχηγός τού Γρα­ φείου Όμάδος διώξεως Δολοφόνων.


ΕΖ—999 —"Ας προσπαθήσουμε νά κατα­ λάβουμε ό ένας τόν άλλο Κόννι, εί­ πε ευγενικά. Τό τελευταίο πράγμα πού ένθυμεϊσθε είναι δτι ήπιατε ένα κόκο—κόλα στό κατάστημα του Μέγερς. Καί τό επόμενο πράγμα πού καταλάβατε ήταν δτι βρεθήκατε στό διαμέρισμα του Λάϊλ, μ’ ένα πιστόλι στό χέρι καί τόν Λάϊλ νεκρό επάνω στό κρεββάτι. Κόννι Στόν κού­ νησε τό κεφάλι της καταφατ'κά. Α­ κόμα καί ή άλήθεια τής έφερνε ντρο­ πή. Αυτή δμως ήταν ή άλήθεια. —Καί δέν είχατε δη ποτέ πριν τόν Λάϊλ ; — Ποτέ. Ό Ποϋρβες σήκωσε από τό γρα­ φείο του τή φωτογραφία μέ την άσημένια κορνίζα καί διάβασε δυνα­ τά την άφιέρωσι : —Στόν Κάρυ, μέ δλη μου την άγάπη, Κόννι. Κύτταξε ερωτηματικά τό κορίτσι. —Δέν μπορώ νά τό εξηγήσω αυ­ τό, παραδέχτηκε αυτή. Δέν ξέρω πώς βρήκε τή φωτογραφία μου. Μά ή άφιέρωσις εΐναι γραμμένη μέ τόν δικό σας γραφικό χαρακτήρα ; Τά δάκρυά της άρχισαν νά τρέ­ χουν πάλι. —Φαί... φαίνεται σάν τόν γραφι­ κό χαρακτήρα μου. —Καί τά ρούχα πού βρέθηκαν στό διαμέρισμα εκείνο, πουκάμισα καί άλλα έσώρρουχα, καί πού άπεδείχθη δτι ήσαν δικά σας ; — Δέν ξέρω, άπάντησε ή Κόννι μέ λυγμούς. Δέν ξέρω. Δέν ξέρω πώς βρέθηκαν εκεί. Ό ρέπορτερ Κόρκ ’Άβερς, του «Πρωϊνοϋ ’Αετοΰ» πήγε κοντά της. —Μη βασανίζετε τόν εαυτό σας έτσι, Κόννι, είπε. "Ολοι... μας κάνου­ με σφάλματα. Καί δέν υπάρχει κα­ νένας μέσα σ’ αυτό τό γραφείο πού νά μή θέλη νά σάς βοηθήση. Πρέπει δμως νά μάς πήτε τήν άλήθεια. —Λέγω τήν αλήθεια, έπέμενε αύτή. Δέν ξέρω πώς βρέθηκαν τά ρουχα μου μέσα στό διαμέρισμά του. Δέν ξέρω που βρήκε τή φωτογραφία μου. Δέν τόν είχα ξαναδή ποτέ πριν. Καί ποτέ πριν δέν είχα ξαναβρεθή στό διαμέρισμά του.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

Ό Άβερς μόρφασε, ξεσκονίζον­ τας άφηρημένα τό καπέλλο του. Δέν μπορούσε νά κρατήση άλλο μυστική τήν ιστορία αυτή άπό τήν εφημερίδα του, δοο κι’ άν ήταν φίλος τοϋ Χέρμαν.

ό τηλέφωνο επά­ νω στό γραφείο του Ποϋρβες κου­ δούνισε διαπεραστικά. — Έδώ Ρέλιμ, ιατροδικαστής, Χάρρυ, είπε μιά φωνή. Τηλεφωνώ άπό τό νεκροτομείο. Δυό σφαίρες τών .32 του τρύπησαν τό κεφάλι άπό πο­ λύ κοντά. Ό θάνατος ήταν άμεσος. Καθώρισα τήν ώρα τοϋ θανάτου στις εξη τό άπόγεμα, μολονότι στό στο­ μάχι του δέν βρήκα γιά άνάλυσι παρά λίγο άλκοόλ. Ό Ποϋρβες τόν ευχαρίστησε καί πήρε στό τηλέφωνο τά εργαστήρια τής αστυνομίας. —Ναι, είπε ό προϊστάμενος τών εργαστηρίων άπαντώντας στήν έρώτησί του. Συμπληρώσαμε τις εξετά­ σεις τής Κόννι Στόν. Τό στομάχι της περιείχε ϊχνη χλωρίου. Στό πιστόλι βρήκαμε μόνο δικά της δακτυλικά α­ ποτυπώματα. Καί ή έξέτασις παραφί­ νης άπεδείχθη περισσότερο άπό θε­ τική. Τό δεξιό της χέρι έχει άφθονα Τχνη μπαρουτιοΰ άπό τόν πυροβολι­ σμό. Ή φωνή του ήταν τόσο δυνατή ώστε ακούστηκε άπ’ δλους μέσα στό δωμάτιο. Ή Κόννι έπαψε νά κλαίη. "Ωστε ήταν τρελλή I Εΐχε σκοτώσει, χωρίς κανέναν λόγο, έναν άνθρωπο πού δέν είχε ξαναδή ποτέ της. Δέν υπήρχε κανένας Λόγος νά κλαίη γι’ αυτό.


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό,τι εΐχε γίνει, είχε γίνει. ΤόΒμόνο πού μπορούσε νά κάνη ήταν νά κάνη τά πράγματα κάπως λιγώτερο δύσκο­ λα για τόν Χέρμαν. ’Έρριξε μια φευγαλέα ματιά προς τό μέρος του. Τό πρόσωπό του ήταν νεκρικά χλωμό. Χωρίς νά τό θέλη, σκληροί, στεγνοί λυγμοί τάραξαν τό κορμί της. — Δέν ήμουν !, μουρμούρισε. Δεν ήμουν αυτό πού νομίζετε ! Ποτέ δεν υπήρξε άλλος άντρας στή ζωή μου εκτός από τόν Χέρμαν. Καί όλα βυθίστηκαν σέ μαύρο σκοτάδι. Συνήλθε πεσμένη στό πάτωμα, ένώ ή υπάλληλος τής άστυνομίας τής έτριβε τά χέρια. Με τό πρόσωπό του σάν νεκρού, ό Χέρμαν στεκόταν κον­ τά της, μά δέν έκανε καμμιά προσ­ πάθεια νά τήν βοηθήση. Μέ τη βοήθεια τής υπαλλήλου, άνωρθώθηκε καί κάθησε στην καρέ­ κλα της, —Μέ συγχωρεϊτε, είπε στον Πουρβες. Νο.....νομίζω ότι λιποθύμησα. ,^^,ύτός άναψε ένα τσιγάρο καί είπε σιγανά : — Ύπαστυνόμε Τζάκσον. —Μάλιστε, σέρ. —Είστε αξιωματικός του Τμήμα­ τος τής Λεωφόρου Ντιβέρσεϋ, πού βρήκε τό πτώμα καί έκανε τή σύλληψι; —Μάλιστα, σέρ. Μερικοί γείτονες ακόυσαν τήν κυρία νά ξεφωνίζη καί τηλεφώνησαν στό τμήμα. "Οταν έφτα­ σα έκεϊ, ξεφώνιζε ακόμα καί χτυ­ πούσε τήν πόρτα. ’Έρριξε μιάν ανήσυχη ματιά πρός τό μέρος του Στόν. Τό νά συλλάβη κανείς τήν σύζυγο ένός άσσου του γραφείου των ντέτεκτιβς μπορεί νά άποδεικνυόταν επικίνδυνη δουλειά. —Δέν μπορούσε ν’ άνοιξη τήν πόρ­ τα καί σ’ όλο τό διάστημα πού έμεϊς προσπαθούσαμε νά τήν ανοίξουμε, αύτή φώναζε : «Χέρμαν ! Χέρμαν I Γιά όνομα τού θεού, βοήθησέ με, Χέρμαν ! Βγάλε με από δω I» — Ναί, είπε ό Ποΰρβες. Καί ό γεί­ τονας πού έκανε τό τηλεφώνημα; Ό ύπαστυνόμος Τζάκσον έγνεψε

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ σ’ έναν λεπτό, ασπρομάλλη άντρα, εξήντα περίπου ετών. —Κύριε... ποιό είναι τ’όνομά σας ; —Σβάνσον, απάντησε ό γέρος. Καί πρόσθεσε άποτεινόμενος στόν Πούρβες : — Μένουμε στό διπλανό διαμέρισ­ μα, ή γυναίκα μου κι* εγώ. — Καί κατά τις έξη άκούσατε δυό πυροβολισμούς, είπε κοφτά ό Πούρβες. Ό γέρος κούνησε τό κεφάλι του. — Όχι, σέρ. Δέν άκούσαμε κσνέναν πυροβολισμό. Τό μόνο πού ά­ κούσαμε ήσαν τά ξεφωνητά. Καί εί­ πα στήν Τζέϊν —τή γυναίκα μου—ότι κάτι τρομερό θά είχε συμβή σ’ εκεί­ νο τό διαμέρισμα καί ότι έπρεπε νά τηλεφωνήσω στήν άστυνομία. Καί τηλεφώνησα. Ό Πούρβες δίστασε γιά μερικές στιγμές κι’ έπειτα ρώτησε, δείχνον­ τας τήν Κόννι. — Πέστε μου : άναγνωρίζετε αύτή τήν κυρία ; Τήν έχετε δαναδή πριν ; Ό Σβάνσον διώρθωσε τά γυαλιά του. — Μάλιστα, σέρ. Τήν έχω ξαναδή. — Πού ; — Μπαίνοντας στό διαμέρισμα τού Λάΐλ. —Τήν είδατε νά μπαίνη στό δια­ μέρισμα σήμερα τό άπόγευμα ; —Ναί. — Μέ τόν Λάϊλ ; —’Όχι, σέρ. ΤΗταν μόνη. —Καί φαινόταν σέ κανονική κατάστασι-; Δηλαδή, δέν φαινόταν με­ θυσμένη ή ναρκωμένη ; Ό γέρος κούνησε άρνητικά τό κε­ φάλι του. —’Όχι, σέρ. Φαινόταν όπως συνή­ θως. —"Οπως συνήθως 1, _ φώναξε ό· Πούρβες. — Ό Σβάνσον έδειξε έκπληξι καί άπορία. —"Ω, νόμιζα πώς ή άστυνο’μία τό ήξερε. Ή νεαρά κυρία επισκεπτόταν τό διπλανό διαμέρισμα επί ένα έτος περίπου. Δέν ήταν βέβαια δική μας δουλειά, μά δέν μπορούσαμε νά μήν τήν βλέπουμε. Ερχόταν συνήθως κά­ θε άπόγεμα κατά τις τέσσερις καί έφευγε κατά τις έξη. Τά μουρμουρίσματα φωνών μέσα, στό γραφείο σταμάτησαν ξαφνικά.


ΕΖ—999 Ή φωνή τής Κόννι αντήχησε δια­ περαστικά μέσα στή σιγαλιά : .—Λέτε ψέματα 1 Λέτε ψέματα I Ό Σβάνσον κούνησε τά μπράτσα του σέ μιά χειρονομία συγγνώμης. —Μις, παρακαλώ, γιατί νά πώ ψέματα ; Τί θά κέρδιζα μ’ αύτό ; ΉΓ καρδιά της χο­ ροπήδησε άγρια μέσα στό στήθος της και ή Κόννι κύτταξε μέ διάπλατα μάτια τόν γέρο. Ό γέρος πίστευε ότι αυτό πού έλεγε ήταν άλήθεια. Τό ότι αύτό δεν ήταν ή αλήθεια, δεν είχε σημασία. Ή κατάθεσίς του ήταν άρκετή γιά νά τήν στείλη στήν ηλεκτρική καρέκλα. Ό είσαγγελεύς θά υποστήριζε, όπως είχε άφήσει νά έννοηθή ό Χάβερς, ότι ή Κόννι είχε κρυφές ερωτικές σχέσεις καί, γιά λό­ γους πού μόνον αυτή ήξερε, είχε δώ­ σει ξαφνικό καί μακάβριο τέρμα στις σχέσεις αυτές. Ή Κόννι θά ήθελε νά έπαυε νά πονή τό κεφάλι της. θά ήθελε ό εφιάλ­ της αυτός νά σταματούσε. 'Όλα ε­ κείνα τά πράγματα " δέν ήταν δυνα­ τόν νά συμβαίνουν πραγματικά σ’ αυτήν. Ό Κόρκ ’Άβερς συγκεφαλαίωσε τήν γνώμη όλων λέγοντας : — Νομίζω ότι ή ύπόθεσις πρέπει νά θεωρηθή κλεισμένη. Καί, άκολουθούμενος από μερι­ κούς άλλους ρέπορτερς, ώρμησε προς τήν πόρτα. Σταμάτησε όμως εκεί, μέ τό χέρι του στό πόμολο τής πόρτας, όταν ό Στον σήκωσε τό όπλο του εγκλήματος καί τό άκούμπησε επά­ νω στό τραπέζι του Ποϋρβες, δεί­ χνοντας κάτι σχεδόν ανεπαίσθητες γρατζουνιές. —Άπό τό εργαστήριο λένε, είπε ήρεμα ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ, ότι αύτές οί γρατζουνιές στήν κάννη μπορεί νά σημαίνουν ότι χρησιμοποι­ ήθηκε σιγαστήρας. —Λοιπόν ; ρώτησε ό Ποϋρβες. Ό Χέρμαν Στόν, ό Μεγάλος Χέρμαν όπως τόν έλεγαν, ό ντέτεκτιβ πού ήταν γνωστός γιά τήν σχεδόν μαγική ικανότητά του νά άνακαλύπτη τούς δολοφόνους, τέντωσε τούς ώμους του καί κύτταξε τή γυναίκα του. Του θύμισε τό τρομαγμένο, πει^ασμένο κοριτσάκι, πού ήταν ή Κόν­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

νι όταν τήν εΐχε πρωτογνωρίσει. —Είμαι μέ τό μέρος τής Κόννι, είπε ήρεμα. κ Ό Ποϋρβες άνασήκωσε τούς ώ­ μους του. —Τά γεγονότα... οί ενδείξεις... Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ τόν δι­ έκοψε : —Στό διάβολο οί ενδείξεις 1 Ή Κόννι δέν σκότωσε τόν Κάρυ Λάϊλ. Τήν ενοχοποίησαν. — Γιατί ; — Δέν ξέρω. —Καί ή φωτογραφία μέ τήν άφιέρωσι; Ποΰ τήν βρήκε ό Λάϊλ; —Δέν ξέρω. —Καί τά ροϋχα της ; —Δέν ξέρω. Ό Ποϋρβες έπέμεινε : —Καί ή κατάθεσίς ενός προφανώς απρόθυμου μάρτυρος, πού λέει ότι επισκεπτόταν τόν Λάϊλ επί ένα έτος σχεδόν; Ό Χέρμαν Στον κούνησε τό κε­ φάλι του. • —Δέν τό πιστεύω αύτό καί δε μέ νοιάζει καθόλου ποιος τό λέει αύτό. Πήγε κοντά στή γυναίκα του, την πήρε στήν άγκαλιά του καί τήν φί­ λησε. —*'Ακούσε. Κάποιος τάχει βάλει μαζί μας, άγάπη μου. Καί είσαι σέ δύσκολη θέσι. Ό Χάρρυ θά σέ προ­ φυλακίση. Δέν μπορώ νά τό άποφύγω αύτό. Τά πράγματα είναι δύσκο­ λα. Καί θά γίνουν πιο δύσκολα, θά σέ ανακρίνουν γιά ώρες καί ώρες. Ό είσαγγελεύς θά σέ παραπέμψη επί δολοφονία. Κάθε εφημερίδα στήν πόλι θά δοκιμάση νξχ σέ δικάση καί νά σέ καταδικάση, βρίσκοντάς σε ένοχη. Μά δέν είσαι ένοχη. Τό ξέρω αύτό*

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα 1


10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Σέ πιστεύω. Σέ αγαπώ. "Εχω εμπι­ στοσύνη σέ σένα. Καί θά κάνω δ,τι μπορώ για να σέ ξαναφέρω στό σπί­ τι. Δεν πρέπει νά άνησυχής. Κατά­ λαβες ; Τό κορίτσι σφίχτηκε επάνω του πεινασμένα, πιέζοντας μέ τά χέρια της την πλατειά, δυνατή ράχη του. Τό κάτω χείλι της έτρεμε ακόμα, μά τά μάτια της έλαμπαν τώρα. — Καταλαβαίνω. Καί... δέν θά α­ νησυχώ. Δεν μέ νοιάζει γιά τίποτα.... Τώρα! Τό γραφείο ήταν τό ίδιο κι* δμως διαφορετικό. Οί τηλετυπικές μηχανές κροτούσαν ακόμα. Τά τηλέφωνα άντηχοϋσαν ακόμα άδιάκοπα. "Αντρες μέ ψυχρά πρόσωπα καί σκληρά μά­ τια έμπαιναν κΤ έβγαιναν. Ό εφι­ άλτης τής Κόννι δέν είχε τελειώσει ακόμα. Μά αύτό δέν είχε σημασία τώρα. Τίποτα δέν εΐνε σημασία, εκ­ τός άπό τό γεγονός δτι ένας άντρας την πίστευες την αγαπούσε, τής είχε εμπιστοσύνη. Κσί ό άντρας αύτός δέν ήταν μό­ νο ό σύζυγός της. 7Ηταν ό Χέρμαν Στόν. Ό Μεγάλος Χέρμαν I

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΡ ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ Μέ τά μάγουλά του κόκκινα ακό­ μα άπό την συνέντευξί του μέ τόν ε­ πιθεωρητή Γκρέΐντυ, , ό Στόν κατέβη­ κε μόνος μέ τόν ανελκυστήρα. Κύτταξε στο ρολόι, πού τού είχε χαρί­ σει ή Κόννι τά Χριστούγεννα, καί είδε δτι ήταν περασμένες οί τρεις.

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ Ό Πόπ, ό χειριστής του άνελκυστήρος, εΐπε : —Δουλεύεις ώς αργά απόψε, ε* Χέρμαν ; Καμμιά μεγάλη δουλειά ; Ο Στόν τόν κύτταξε διαπεραστικά, μά τό πρόσωπο του Πόπ έμεινε απα­ θές. Φαίνεται, δέν είχε μάθει τίποτα. Ό Χέρμαν έκλεισε τά μάτια του, φέρνοντας στόν νου του τά τελευταία λόγια του Γκρέΐντυ. «Εντάξει. Κάνε δ,τι θέλεις. Γελοιο­ ποίησε τόν εαυτό σου, Χέρμαν. Μήν περιμένης δμως άπό τήν υπηρεσία να σέ βοηθήση. Διάβολε I 'Όλοι σχεδόν οί συνάδελφοί σου ήξεραν τί συνέβαίνε, έκτος άπό σένα, θά μπο­ ρούσα νά σού είχα πή, εδώ κΓ έξη μήνες, δτ^ι κάτι τέτοιο έπρόκειτο νά συμβή. Μέ τά ίδια μου τά μάτια τούς εΐδα μαζί σέ διάφορα κέντρα, δώδεκα τουλάχιστον φορές.» — Ναι, είπε ό Χέρμαν στόν Πόπ. Μιά μεγάλη δουλειά. Ό Κόρσον κΓ ό Φέϊλ τού Άντιναρκωτικού Γραφείου ήσαν στόν προθάλαμο περιμένοντας τόν ανελκυ­ στήρα. Κούνησαν τό κεφάλι τους εγ­ κάρδια, μά κανένας τους δέν μίλησε. Φαίνονταν νά θέλουν νά τόν άποφύγουν. Πολλά πράγματα ήσαν καθαρά τώρα. Τώρα ό Χέρμαν καταλάβαινε γιατί ό Χάρρυ Πούρβες, ό Κόρκ ’Άβερς, ό Χάβερς καί άλλοι συμπερι­ φέρονταν παράξενα άπέναντί του τόν τελευταίο καιρό. "Ηξεραν τί συνέβαινε. Τό ήξεραν σ’ δλο εκείνο τό διάστημα. Τά άπογέματα καί τις νύχτες, δταν αύτός δούλευε σέ καμμιάν ύπόθεσι, ή Κόννι συναντούσε τόν Λάϊλ. Καί τής είχε πή νά μήν άνησυχή. Τής είχε πή δτι τήν αγαπούσε, τήν εμπιστευόταν καί τήν πίστευε ! 'Ένας άπό τούς συναδέλφους του, σύμφωνα μέ τις οδηγίες του, είχε πάρει τό αύτοκίνητό του, μπροστά άπό τό κτίριο πού ήταν τό διαμέ­ ρισμα τού Λάϊλ, καί τό είχε στα­ θμεύσει μπροστά στό κτίριο τής άστυνομίας. Διέσχισε τό πεζοδρόμιο, μήν ξέ­ ροντας άν ήταν προτιμώτερο νά γυρίση πίσω καί νά πετάξη στό πρό­ σωπο τής Κόννι αύτά πού είχε μάθει. —Στό διάβολο!, σκέφτηκε. θά


ΕΖ—999 πάω κάπου νά μεθήσω. Μέ άπάτησε και μέ έκανε γελοίο. Μά δεν ήθελε νά μεθήση. ’Ήθελε νά πάη κάπου, νά άκουμπήση τό κε­ φάλι του στα μπράτσα του καί νά κλάψη. 3Ε*να σακκοΰλι μέ ψώνια άκουμπημένο στο μπροστινό κάθισμα, τον εμπόδισε νά καθήση στο βολάν. Έξήτασε τό περιεχόμενό του χω­ ρίς περιέργεια. Υπήρχαν εκεί μέσα μερικά αρνίσια παιδάκια, μια καρδιά βοδιού, μακαρόνια, ένα μαρούλι, φρέ­ σκα μπιζέλια κι* ένα κουνουπίδι. "Εβαλε τά υπόλοιπα ψώνια μέσα στο σακκουλι, μά κάθησε κρατώντας την καρδιά του βοδιού, χωρίς νά νοιάζεται για τό αίμα πού έσταζε στο παντελόνι του. Βραστή ή ψητή μέ γέμισμα μέσα της, ήταν ένα άπό τά πιό αγαπημένα του φαγητά. Μά ή Κόννι δέν τό έτρωγε αυτό τό φαγητό. Έλεγε πώς, επειδή ήταν φτηνό καί χορταστικό, είχε φάει τόσο πολλές καρδιές βοδιών στό όρφανοτροφείο, ώστε είχε όρκιστή πώς, άν ποτέ έκανε δικό της σπιτικό, δέν θά μαγείρευε ποτέ καρδιά βοδιού. Κι* ό­ μως, επειδή άρεσε στον Χέρμαν, ή Κόννι σερβίριζε συχνά αυτό τό φα­ γητό I Καί, πηγαίνοντας νά τόν άπατήση μ* έναν άντρα, είχε σταματήσει για νά άγοράση τό άγαπημένο του φα­ γητό ; Μελέτησε τό ζήτημα άπό κάθε πλευρά. Δέν ταίριαζε. Κάτι κάπου δέν βάδιζε σωστά. Οί γυναίκες δέν κάνουν τέτοια πράγματα. ΟΙ γυναί­ κες του τύπου τής Κόννι, τουλάχι­ στον. θέλουν τά πάντα ή τίποτα. Τύλιξε πάλι προσεκτικά την καρ­ διά του βοδιού, την έβαλε στό σακκουλι καί έβαλε εμπρός τό αυτοκίνη­ το. Ήταν κάτι άπίστευτο. Κάτι πού περνούσε τά δρια τής τρέλλας. Κάτι φανταστικό. Δέν υπήρχε καμμιά λογική αιτία για δλα αυτά, μά κάποιος ζητούσε νά την στείλη στήν ήλεκτρική καρέκλα ώς δολοφόνο. Σκέψτήκε άγρια : «Στό διάβολο δλα εκείνα πού εί­ χε δή ό Επιθεωρητής Γκρέϊντυ I Στό διάβολο ό Χάρρυ κι5 ό Κόρκ ! Στό διάβολο δλες οί ενδείξεις εναντίον

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

της I "Ερχονται στιγμές στή ζωή κά­ θε άντρα πού πρέπει νά προχωρή μέ τά μάτια κλειστά, πού πρέπει νά πιστεύη στά τυφλά I»

ΙΕ^αθώς ό άνεμος σάλευε τό μακρύ νυχτικό του τού παλιού καιρού, ό Μέγερς, ό κατα­ στηματάρχης, κύτταξε επάνω άπό τόν άσημένιο σκελετό των χοντρών γυαλιών του, τόν μεγαλόσωμο άν­ τρα πού εΐχε χτυπήσει τό κουδούνι. —Ναι, κύριε Στον. Ή κυρία Στον ήταν στό κατάστημά μου. Αύτό ήταν κατά τις τέσσερις. ’Ήθελε τσιγάρα. Τής είπα δτι ό καπνοπώλης είχε άργήσει καί δτι τόν περίμενα άπό στιγ­ μή σέ στιγμή καί μοΰ είπε δτι θά τόν περίμενε. —Ένθυμείσθε άν ήταν κανένας άλλος στό κατάστημα ; —"Όχι. Δέν θυμούμαι. —Καί δέν τήν είδατε νά ψεύγη ; Ό Μέγερς έτριψε τή μύτη του σκεπτικά. —"Όχι. Δέν τήν είδα. Τό μόνο πού πρόσεξα ήταν δτι πήρε μια βραδυνή εφημερίδα καί πήγε στό μπάρ. Οί μικρές φλέβες στό μέτωπο τούΧέρμαν άρχισαν νά πάλλουν βίαια. 'Όλα πήγαιναν καλά ώς εκείνη τή στιγμή. 'Η Κόννι δέν κάπνιζε. ΤΑρα τό τσιγάρα ήσαν γι’ αύτόν. Καί είχε πή δτι είχε πιή ένα κόκα-κόλα πριν χάση τις αισθήσεις της. — Ό μπάρμαν σας; ρώτησε. Πού μπορώ νά τόν βρώ; Ό Μέγερς κούνησε τό κεφάλι του—Αύτό εΐναι ό κόμπος, είπε. Τό δνομά του είναι Τζόε Σίμσον καί μένει στήν Όδό Νόρθ Κλάρκ. Σ’ ένα ξενοδοχείο, νομίζω. Δέν ξέρω δμως σέ ποιό. —Ήταν καινούργιος εδώ ; —Ναι, είπε ό Μέγερς διατακτικά. Είχε ακούσει, φαίνεται, τά νέα άπό τό ραδιόφωνο.


12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ —

— Μά δεν έδωσαν ναρκωτικό- στήν κυρία Στόν στό κατάστημά μου, άν εκεί θέλετε νά καταλήξετε, θά άκουγα κάποια φασαρία άπό τή γω­ νία δπου είναι εγκατεστημένο τό μπάρ. Εξάλλου... —Εξάλλου τί; Ό Μέγερς άνασήκωσε τούς ώ­ μους του. —Τούς έχω δη συχνά μαζί. Καί, ξέροντας τή φήμη πού ό Λάϊλ είχε σχετικά με τις γυνακΐες, ήξερα δτι δεν θ’ αργούσε νά συμβή κάτι παρόμοι ο. Μέ τά μεγάλα χέρια του σφιγ­ μένα σέ γροθιές, ό Στόν τον κύτταξε άγρια κι* έπειτα άνάγκασε τον εαυ­ τό του νά συγκρατηθή. — Εντάξει. Εύχαρ ιστώ. Μέγερς.

Μ

ύρισε πίσω, στό αυτοκίνητό του, σκεπτόμενος δτι ή Κόννι, ένα κορίτσι πού άγαποΰσε τό σπιτικό της καί πού πάντα βρισκόταν στό σπίτι δταν αυτός γύριζε έκεϊ —ό­ ποια ώρα τής ημέρας ή τής νύχτας — είχε κατά παράξενο τρόπο κατα­ φέρει νά περνά ολόκληρες ώρες κάθε μέρα σέ διάφορα κέντρα καί στό διαμέρισμα του Λάϊλ. — Στό διάβολο !, σκέφτηκε. Δεν τό πιστεύω. Τέσσερα τετράγωνα πιό πέρα καί δυο μόνο τετράγωνιχ άπό τό διαμέ­ ρισμα, δπου είχε δολοφονηθή ό Λάϊλ, σταμάτησε τό αυτοκίνητό του μπρο­ στά σ' ένα μπάρ, πού έμενε άνοιχτό δλη νύχτα. Καθώς έμπαινε, μια ξανθή βογγουσε ένα σαχλό καί παράτονο ερω­ τικό τραγούδι. Ό Χέρμαν Στόν προχώρησε στήν άλλη άκρη τού μπάρ κι* έγνεψε στόν

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

....................—

Γκουΐνες, τόν Ιδιοκτήτη, νά πάη κον­ τά του. — Ό Λάϊλ σύχναζε εδώ ; Ό Γκουΐνες έβρεξε τά χείλη του μέ τή γλώσσα του. — Ναι, είπε. Μά άκουστε, Χέρμαν. Δεν θέλω μπελάδες μαζί σας. "Ισως θάπρεπε νά σάς ειδοποιήσω. Μά μπήτε στή θέσι μου. ^Ηταν κοκκινο­ μάλλα καί ενήλικη καί ήταν δικός της λογαριασμός αυτό πού έκανε. —Δηλαδή, ή Κόννι ερχόταν εδώ μαζί του ; Ό Γκουΐνες κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του. —Ναι. Έδώ καί δυο νύχτες μά­ λιστα, είχαν μιά μεγάλη σκηνή έδώ. Αύτό έγινε τήν Πέμπτη. Ό Χέρμαν θυμήθηκε δτι τήν Πέμ­ πτη είχε δουλέψει έξω ώς τις δύο τό πρωί. —Τί είδους σκηνή ; * · Ό Γκουΐνες εξήγησε : —Ό Κάρυ είχε αρχίσει νά τήν βαριέται. Καί είχε αρχίσει νά θέλη νά τό στρίψη. Μά αύτή δεν εννοούσε νά τό δεχτή αύτό. "Ηπιε ώς οκτώ ποτήρια. "Επειτα άρπαξε ένα μπου­ κάλι καί τού είπε δτι θά τού σπάση τό κεφάλι, άν δοκιμάση νά τήν εγ­ κατάλειψη. Καί, άπό αύτά πού άκουσα στό Ράδιο, φαίνεται πώς τδκανε. κιόλας. —Είσαι σίγουρος πώς ήταν ή, Κόννι ; Ό Γκουΐνες σήκωσε τούς ώμους του. —Ποτέ δέν μέ συστήσατε στή γυ­ ναίκα σας. Χέρμαν. Μά είχε κόκκινα μαλλιά. Ό Κάρυ τήν έλεγε Κόννι. Καί... 'Σάν νά τού εΐχε έρθει μιά ξαφνι­ κή σκέψις, ό Γκουΐνες σώπασε κΓ έ­ χωσε τό χέρι του κάτω άπό τόν μπάγκο. "Εβγαλε ένα πορτοφολάκι. — Καί τή νύχτα πού απείλησε νά τόν σκοτώση, άφησε αύτό έδώ έπάνω στό τραπέζι. 3&£ταν ένα άπό τά πορτοφολάκια τής Κόννι. Ό Χέρμαν τό θυμόταν καλά. Τό άνοιξε καί κύτταξε μέσα. Υπήρχε έκεϊ τό συνη­ θισμένο χτένι καί τό κραγιόν, έξη δολλάρια καί μιά άπόδειξις καταστή­ ματος στό δνομα τής κυρίας Χέρμαν


ΕΖ—999 Στόν, καθώς και άλλα μικροπράγματα. Μέ τό πρόσωπο σκυθρωπό, έδωσε τό πορτοφολάκι πίσω στόν Γκουΐνες, πήρε ένα μπουκάλι τζίν καί γέμισε ένα ποτήρι. Τό νά έχη κανείς τυφλή πίστι εί­ ναι σπουδαίο—στή θεωρία. Μά, στό κάτω—κάτω, τό άσπρο ήταν άσπρο καί τό μαύρο ήταν μαύρο. Καί ύτιήρχαν τοίχοι πού ένας άντρας δέν μπορούσε νά ύπερπηδήση. Ό Γκουΐνες τόν χτύπησε απαλά ατόν ώμο. — "Ετσι είναι. Εμπρός, Χέρμαν, πιήτε. Καταλαβαίνω τα αίσθήματά σας. Καί, επειδή έπρεπε νά σάς είχα προειδοποιήσει, κερνώ εγώ I Ό Χέρμαν ύψωσε τό ποτήρι, μά τό χαμήλωσε πάλι άνέπαφο καί άρ­ παξε τόν Γκουΐνες από τόν γιακά. —Γιά στάσου μιά στιγμή 1 Πόσα ποτήρια εΐπες πώς ήπιε ή Κόννι ; Ό ιδιοκτήτης του μπαρ τόν κύτταξε μέ απορία. —Όκτώ. "Ισως περισσότερα.Γιάτί; — Καί τί έπινε ; —Σκέτο ούΐσκυ. —Καί βγήκε από εδώ π ε.ρ πα­ τώντας ; — Ναι, είπε ό Γκουΐνες. Βγήκε περπατώντας. Γιατί; Γιά πρώτη φορά στό διάστημα τών τελευταίων έξη ωρών τό πρόσω­ πο του μεγαλόσωμου ντέτεκτιβ έδει­ ξε άνακουφισι. Χαμογέλασε. — Εύχαριστώ, Γκουΐνες, είπε. Καί, παρατώντας τον, βάδισε πρός τήν πόρτα. Ακόμα δεν μπορούσε νά βγάλη νόημα άπ’ δλη εκείνη τήν ιστο­ ρία. Πάντως, οποία κΓ άν ήταν ή γυναίκα πού ό Γκρέϊντυ κΓ ό Μέγερς κΓ δί άλλοι είχαν δή μέ τόν Λάϊλ, οποία κΓ άν ήταν ή γυναίκα πού ό Γκουΐνες είχε ακούσει νά τόν άπειλή, δέν ήτανήΚόννι. Υ­ πήρχε κάποια άλλη κοκκινομάλλα στήν ιστορία αυτή. Γιατί ή Κόννι δέν έπινε. Δέν μπο­ ρούσε νά τ#η. * Η έλλειψις άντιστάσεως τού οργανισμού της στό άλκοόλ ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα ποτήρι μπύρα ήταν άρκετό γιά νά τήν μεθήση. ΤίΝηρχε ένας άστυφύλακας μέ στολή, στόν διάδρομο, έξω άπό τό διαμέρισμα τού νεκρού,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

διαβάζοντας μιά πρωινή εφημερίδαΤΗταν καθισμένος σέ μιά πολυ­ θρόνα καί δίπλα του, επάνω σέ μιά καρέκλα, ήταν άκουμπημένη μιά κού­ πα μέ καφέ κι’ ένα πιατάκι μέ μπι­ σκότα. —Σαν στό σπίτι σου, είπε ό Στόν ψυχρά. Χαμογελώντας, ό άστυφύλακας έ­ δειξε μιά πόρτα πρός τά δεξιά του. — Οί γέροι μού τά πρόσφεραν. Δέν έτυχε νά βρεθούν ποτέ άλλοτε τόσο κοντά σέ δολοφονία. Καί είναι τόσο άναστατωμένοι ώστε δέν μπορούν νά κοιμηθούν. Είναι σαν παιδάκια πού... *Ανωρθώθηκε κατακόκκινος. —’ΏΙ Μέ συγχωρεΐτε, Χέρμαν. Χτυχήστε με! Δέν σκέφτηκα... — Εντάξει, είπε ό Χέρμαν Στόν καί μπήκε στό διαμέρισμα. Είχε δή εκατοντάδες διαμερίσμα­ τα σαν αυτό, έπειτα άπό μιά δολο­ φονία, μά αυτό ήταν τό πρώτο πού τόν κατέθλιψε τόσο βαρειά. Ή πόρτα τής ντουλάπας ήταν άνοιχτή. Τά συρτάρια ενός μπουφέ ήσαν τραβηγμένα έξω. Κάθε λεία επι­ φάνεια ήταν πασπαλισμένη μέ σκόνη

Ή οσμή καί ή' εικόνα ίτής *Κόννι, δπως τήν είχε δή φτάνοντας έκεΐ, τόν κυνηγούσαν άπό κοντά σάν φαντά­ σματα. Οί μικρές φλέβες στόν κρόταφό του άρχισαν πάλι νά πάλλουν βίαια. Ό λαιμός του συσπάστηκε τόσο πολύ ώστε τόν πόνεσε. Οί νυναΐκες ήσαν πιό τρομερές άπό τούς άντρες.. Καί ήσαν πολύ πιό έξυπνες. Ή καρ­ διά τού βοδιού, τά τσιγάρα, ή ιστο­ ρία δτι τήν είχαν ναρκώσει, ή ύποτιθέμενη άδυναμία της στό άλκοόλ,. δλα αύτά μπορούσαν νά είναι μέρος ενός έξυπνου καμουφλαρίσματος. Κούνησε βίαια τό κεφάλι του γιά νά άποτινάξη τις άσχημες εκείνες σκέψεις καί έξήτασε τά έσώρρουχα πού ήσαν διπλωμένα μέσα στα συρ­ τάρια. 'Όποιος βρισκόταν πίσω άπ’ δλα.


14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

αυτά είχε ύπολογίσει 6τι ό Χέρμαν Στόν θά αισθανόταν με τον τρόπο αυτόν, όπως θά αισθανόταν κάθε άν­ τρας ερωτευμένος με τή γυναίκα του. "Ηθελε νά θολώση τό μάτι του. "Η­ θελε νά τον κάνη νά πάρη κι* αύτός μέρος στόν γενικό κατατρεγμό εναν­ τίον της Κόννι. Τό Γραφείο Διώξεως Δολοφόνων πίστευε ότι ή Κόννι ήταν ένοχη. Τό ϊδιο πίστευε και ό Είσαγγελεύς. Καί, αν ό Χέρμαν άπέσυρε την προστασία του, τό κορίτσι θά τραβούσε γραμ­ μή γιά τ.ήν ηλεκτρική καρέκλα.

2Εήκωσε τό τηλέφω­ νο του νεκρού, κάλεσε τό Γραφείο Διώξεως Δολοφόνων καί ζήτησε τήν προϊσταμένη των γυναικείων κρατητηρίων. — Δέν με νοιάζει τί ώρα εΐναι, δήλωσε. Φέρτε τήν Κόννι στο τηλέ­ φωνο. "Επειτα από μερικά λεπτά,' ή φω­ νή της, αδύναμη καί τρομαγμένη, ρώτησε : -Ναι ; — Έγώ είμαι, άγάπη μου, τής είπε ό Χέρμαν ευγενικά, θέλω νά σκεφτής καλά, θυμάσαι εκείνο τό μεταξωτό σακκάκι,. με τις κόκκινες καί γκρίζες γραμμές, πού συνήθιζες νά φορής στο σπίτι ; — Ναί. — Πότε τό είδες γιά τελευταία φορά ;

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ Ακολούθησε μιά σύντομη σιωπή στην άλλη άκρη του σύρματος. — Είναι τόσο δύσκολο νά σκεφτώ, Χέρμαν 1 Τό κεφάλι μου είναι άκόμα τόσο σαστισμένο. Μά νομίζω οτι τό σακκάκι εκείνο ήταν μέσα σ’ ένα δέμα μαζί με άλλα πράγματα, πού έδωσα σε κάποιο κορίτσι πού είχε έρθει νά συγκεντρώση ρούχα γιά τούς άστεγους τής Εύρώπης. Ναί. Τό θυ­ μάμαι καλά τώρα αυτό. — Καί τί άλλο ήταν μέσα στό δέμα ; — "Οχι πολλά πράγματα. Μερικά έσώρρουχα καί κάλτσες, τρία ή τέσ­ σερα παλιά φορέματα, δυό πορτοφολάκια καί, νομίζω, τό παλιό καμηλό παλτό μου. "Αρχισε νά κλαίη. — Δέν... δέν μου αρέσει καθόλου εδώ, Χέρμαν. Προ... προσπαθώ νά κάνω κουράγιο, μά είμαι φοβισμένη. —Σώπα I, φώναξε ό Χέρμαν τραχειά. Ή φωνή του έγινε ευγενική πάλι. —Πώς ήταν τό κορίτσι εκείνο Κόννι ; —Δέν ξέρω... δέν θυμάμαι, άπάντησε αυτή. Μά νομίζω ότι είχε κόκ­ κινα μαλλιά. Ναί, εΐμαι σίγουρη γι’ αύτό. Γιατί θυμάμαι ότι σκέφτηκα ε­ κείνη τή στιγμή ότι τά μαλλιά της είχαν τήν ϊδια άπόχρωσι μέ τά δι­ κά μου. —Δέν τήν γνώριζες ; —"Οχι. Δέν τήν είχα ξαναδή άλλη φορά. Δέν μπορούσε νά του πή τ·ποτα περισσότερο; Ό Χέρμαν έμεινε καθι­ σμένος εκεί, άφου κρέμασε τό άκουστικό, μορφάζοντας καί κυττάζοντας τά έσώρρουχα. *νπήρχε κάποια έξήγησις, τουλάχιστον. Πήρε στό τηλέφωνο τόν Χάρρυ Πουρβες, τόν σήκωσε από τό κρεββάτι του καί τού είπε όσα είχε άνακαλύψει ως εκείνη τή στιγμή.

Ο

Ποϋρβες έδειξε συμπάθεια, μά δέν φάνηκαν νά του έκαναν έντύπωσι τά ευρήματα τού Χέρμαν. Τόνασε ότι τίποτα άπ’ όλα αύτά δέν άποτελουσε άπόδειξι καί ότι μπορεί νά ήσαν ένας έξυπνος τρόπος συγκαλύψεως εκ μέρους τής Κόννι.


ΕΖ—999 —Γιάνά απόδειξης δτι πρόκειται για προσπάθεια ένοχοποιήσεως πρέ­ πει να απόδειξης δτι υπάρχει κάποιο κίνητρο. Καί...ξέρεις γιατί κάποιος θά ήθελε νά ενοχοποίηση την Κόννι; —"Οχι, παραδέχτηκε ό Χέρμαν. —Για μένα, είπε ό Χάρρυ Ποϋρβες, έκεϊνος ό υπάλληλος του Μέγερς...πώς τόν είπες ; ό Σίμσον, είναι τό κλειδί τής ύποθέσεως. "Αν κάποιος τόν πλήρωσε γιά νά ρίξη ναρκωτικό στό ποτό της, δεν θά είναι δύσκολο νά τοϋ άποσπάση κανείς την άλήθεια μέ μερικά χαστούκια. ’Από την άλλη μεριά δμως, άν καταθέση δτι ή Κόννι βγήκε άπό τό κατάστημα μόνη της ή μέ τόν Λάϊλ... —Δεν θά τό καταθέση αυτό, είπε άγρια ό Στόν. Αρχίζω νά ψάχνω γι' αυτόν τώρα. Καί, άν δοκιμάση νά μου πη ψέματα, θά τοϋ ξεκολλήσω τό ένα του πόδι καί θά τοϋ σπάσω τό κεφάλι μ’ αυτό. * -—"Ακόυσε, Χέρμαν !, είπε ό Ποϋρβες. Καταλαβαίνω τά αισθήματά σου, μά δεν πρέπει νά... Ό Χέρμαν βρόντησε τό άκουστικό στη θέσι του, έρριξε μιά τελευταία ματιά στό διαμέρισμα καί βγήκε στόν διάδρομο. Μέ μιά κούπα καφέ στό χέρι, μιά γριούλα μέ γλυκό πρόσωπο έβγαινε εκείνη τη στιγμή άπό τό'διπλανό δια­ μέρισμα. —Ή κ. Σβάνσον.,.ό ντέτεκτιβ Στόν, τους σύστησε ό αστυφύλακας. Ό Χέρμαν κούνησε τό κεφάλι του καί έκανε νά την προσπεράση, μά ή γριούλα τόν έπιασε άπό τό μπράτσο. —"Ω, είστε ό σύζυγός της. Μέ συγχωρειτε. Πιστέψτε με, λυπήθηκα πολύ. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ δίστα­ σε. Ή γριούλα ήταν ένας άπό τούς μάρτυρες πού θά κατέθετε εναντίον τής Κόννι. "Εβγαλε τό καπέλλο του καί σκούπισε την πέτσινη εσωτερική ταινία μέ τό μαντήλι του. — Ακούστε, κυρία Σβάνσον. Στό αρχηγείο τής άστυνομίας, ό σύζυγός σας αναγνώρισε τη γυναίκα μου ώς τό κορίστι, πού επισκεπτόταν τό δια­ μέρισμα τοϋ Λάϊλ σχεδόν κάθε άπόγεμα, έναν χρόνο τώρα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

Ή κοκκινομάλλα ώρμησε άγρια Τά μάγουλα τής γριούλας κοκκί­ νισαν. —Βλέπετε, μένουμε τόσο κοντά ώστε δέν μπορούσαμε νά μην τό προ­ σέξουμε αύτό. Μά δέν ξέραμε ποιά ήταν. Δέν μάθαμε τό όνομά της πα­ ρά μόνο απόψε. Ό Χέρμαν έβγαλε μιά φωτογρα7 φία τής Κόννι άπό, τό πορτοφόλι του. —Καί μπορείτε νά όρκισθήτε δτι αύτό ήταν τό κορίτσι πού είδατε ; 3Εαμογελώντας, ή γριούλα κούνησε τξ) κεφάλι της. —Μέ συγχωρειτε, άλλά πρέπει νά πάω νά πάρω τά γυαλιά μου. Κύτταξε τήν κούπα τοϋ καφέ, πού κρατούσε στό χέρι της, καί πρόσθεσε: —Μά περάστε μέσα νά πιήτε έναν καφέ, ενώ εγώ θα κυττάζω στή φω­ τογραφία σας.


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Τόν ώδήγησε μέσα στό διαμέρι­ σμα, πού ήταν μεγαλύτερο άπό του Λάϊλ. Ή πόρτα τής κρεββατοκάμαρας ήταν μισάνυχτη. ιΗ γριούλα πλησία­ σε έκεϊ στήν - άκρη των ποδιών της, κυτταξε μέσα, έκλεισε την πόρτα και γύρισε χαμογελώντας. —Τόν πήρε ό ύπνος τόν Τσάρλι. Τό χαμόγελό της έγινε θλιβερό. —Μά εγώ δεν μπορώ νά κοιμηθώ γιατί δέν μπορώ νά βγάλω άπό τό μυαλό μου τό φτωχό εκείνο κορίτσι. Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς μιά γυναίκα μέ σπιτικό... Ή γριουλα σώπασε γεμάτη αμη­ χανία. — Μά, δπως ό Τσάρλι θάλεγε. μι­ λώ πάρα πολύ. Γέμισε μιά κούπα μέ αχνιστό κα­ φέ καί άκούμπησε ένα βαζάκι μέ ζάχαρι δίπλα της. — Τώρα καθήστε καί πιήτε τόν κα­ φέ σας, ώσπου νά βρώ τά γυαλιά μου. Ό Χέρμαν δίστασε. Ή γριά του φερνόταν μέ καλοσύνη. Καί,, άν ή Κόννι δικαζόταν, ήταν καλό οί Σβάνσον νά ήσαν φιλικοί άπέναντί της. Ό καφές ήταν καλός. Τόν ήπιε διψασμένα. Δέν τόν καθυστέρησε πε­ ρισσότερο άπό πέντε λεπτά στήν έρευ­ να, πού έπρόκειτο νά άρχίση γιά τόν Τζόε Σίμσον καί ένα κορίτσι μέ μαλ­ λιά, πού είχαν την ΐδια άπόχρωσι μέ τής Κόννι... Ή αυγή είχε αρχίσει νά ροδίζη στήν ανατολή. ΚΓ όμως ή Όδός Νόρθ Κλάρκ έπαλλε ακόμα άπό ζωή. Μέσα στά διάφορα κέντρα της, γλεν­ τζέδες έπιναν ακόμα καί χόρευαν, τραγουδ'στρες τραγουδούσαν, ορχήσ­ τρες έπαιζαν, νεαρές γυναίκες πρότρεπαν τούς συνοδούς τους νά κεράσουν ένα άκόμα ποτό. Στό φτηνό του δωμάτιο, στό δεύ­ τερο πάτωμα του ξενοδοχείου, επάνω άπό τόν «Κόκκινο Παπαγάλο», ό Τζόε Σίμσον ήταν ξαπλωμένος, ξύπνιος, κυττάζοντας μέ ορθάνοιχτα μάτια τό ταβάνι. Τό τραγούδι ενός κοριτσιού, στό μπαρ κάτω, έκαιγε σάν πυρετός στις φλέβες του. ^ϋ^οκίμασε νά πείση τόν εαυτό του ότι ήταν θαρραλέος,

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ μά ένας κόμπος εΐχε σταθή στόν λαιμό του. "Ηθελε νά πιή. "Ηθελε νά είναι μαζί μέ άλλους άνθρώπους. Νά κουβεντιάση καί νά γελάση. ΤΗταν ένας λιγνός, βλογιοκομμένος νεαρός, δέκα όκτώ ή δέκα εννιά χρονών, καί δέν είχε τό θάρρος αυ­ τού πού εΐχε κάνει. Έγκατέλεψε κάθε προσπάθεια νά κοιμηθή, κάθησε στήν άκρη τού κρεββατιου του, άναψε τό φώς καί μέτρη­ σε πάλι τά χρήματα. Πεντακόσια δολλάρια κΓ ένα εισι­ τήριο γιά τό Σάν Φραντσίσκο. ΚΓ ό­ λα αύτά γιατί έβαλε σ’ ένα ποτό ένα χάπι. Τί κάνουν μερικοί άνθρωποι γιά νά κάνουν δική τους μιά γυναίκα I "Εστησε τό αυτί του στό τραγού­ δι, ενώ μέ τό ένα γυμνό πόδι του κρατούσε τόν ρυθμό : «Πρέπει νά βλέπης τή μαμά κάθε νύχτα ή νά μή βλέπης τή μαμά καθόλου! Νρέπει νά βλέπης τή μαμά κάθε νύχτα...» Ό Τζόε χαμογέλασε. Διάβολε 1 Πού τό είχαν ξετρυπώσει αύτό τό τραγούδι; ΤΗταν γέρικο σάν τή για­ γιά του. ΚΓ όμως υπήρχαν μερικά καλά κορίτσια στόν «Κόκκινο Παπα­ γάλο». Ή Μέϊμπλ, παραδείγματος χάριν. Ναί, μπορούσε νά πάρη τήν Μέϊμπλ καί νά γλεντήσουν λίγο. Στό διάβολο οί διαταγές πού τού είχαν δώσει νά μήν πιή ούτε ένα ποτηράκι, πριν μπή στό τραίνο. "Ενα-δυό ποτά καί λίγο γέλιο δέν κάνουν ποτέ κακό σέ κανέναν. "Αρχισε νά ντύνεται πύρετωδώς, μά σταμάτησε όταν ένα χέρι χτύπησε ελαφρά στήν πόρτα. — "Ανοιξε, Τζόε. Έγώ είμαι. "Ανοιξε τήν πόρτα καί κύτταζε τόν επισκέπτη του χαζά. — "Ε 1 Τί σημαίνει αύτό ; Ό άνθρωπος μπήκε μέσα καί έ­ κλεισε τήν πόρτα πίσω του. —Πίστεψέ με, παιδί, εΐπε. Λυπού­ μαι πολύ, μά υπάρχει μιά μικρή άλλαγή στά σχέδιά μου. Ό Τζόε κούνησε αρνητικά τό κε­ φάλι του. —Νίξ, εΐπε. Δέν δίνω τά λεφτά πίσω. Ό επισκέπτης του χοβμογέλασε.


ΕΖ—999 — Όχι. Όχι, Τζόε. Δεν είναι ζή­ τημα χρημάτων. Γύρισε τό κεφάλι του πρός τό πα­ ράθυρο. — Κύτταξε δμως στό δρόμο. Κύτταξε ποιός στέκεται μπροστά στό βπάρ. Ό νεαρός γύρισε καί ή κάννη ε­ νός πιστολιού τόν χτύπησε στό πίσω μέρος του κρανίου του τόσο σκληρά, ώστε αίμα αναπήδησε άπό τη μύτη του. Τό ξεφωνητό του πνίγηκε στό λα­ ρύγγι του. Δοκίμασε νά γυρίση πίσω καί τό πιστόλι τόν χτύπησε γιά δεύ­ τερη φορά. "Επεσε στα γόνατα κΓ έπειτα στα τέσσερα. Κάτω, τό, κορίτσι τραγου­ δούσε ακόμα... Καί τότε ή φωνή της έγινε ένα μακρυνό μουρμούρισμα ανέμου. Δέν είχε καμμιά σημασία τώρα τό πότε θά τόν έβρισκε ό Μεγάλος Χέρμαν. Μέ τό ματωμένο πιστόλι του, πού.άνέβαινε καί κατέβαινε ρυ­ θμικά, ό δολοφόνος έπαλήθευε την απειλή, πού είχε κάνει ό Χέρμαν άπό τό τηλέφωνο- στον Πουρβες. Τσάκιζε τό κεφάλι του Τζόε.

Η*ΜΙΚΡΗ ΟΡΦΑΝΗ“ΚΟΝΝΙ ί~ Ο’ Μάλλεϋ, ό άρχιμπάρμαν του «Κόκκινου Παπαγάλου», μουρ­ μούρισε : —Σίμσον ; Τζόε Σίμσον ; Είπατε πώς είναι μπάρμαν; Ψηλός, βλογιοκομμένος, δέκα εννιά χρόνων; Ό Χέρμαν Στόν κούνησε τό κε­ φάλι του. ■—Αυτή τήν περιγραφή μου έδω­ σαν. —Δολοφονία;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 17 —Άνάκρισις. —Δέν μπορώ νά πώ πώς τόν ξέ­ ρω. "Ερχονται εδώ πολλοί παλιάν­ θρωποι, πού θά ταίριαζαν μέ τήν πε­ ριγραφή αυτή. Μά, σταθήτε μια στιγμή, Χέρμαν. "Ισως κανένα άπό τά κορίτσια τόν ξέρει. Έ, Πάτσυ I "Ενα κορίτσι, μέ μελαχροινό πρό­ σωπο καί φτηνό βραδυνό φόρεμα, πλησίασε καί κύτταξε τόν Χέρμαν έπιδοκιμαστικά. —Γειάσου, άδερφούλη. —Κόφτο, γρύλλισε ό μπάρμαν. Είναι άστυνομικός. Φόβος φάνηκε στό πρόσωπο του κοριτσιού. — Ναι; Καί τί θέλετε άπό μένα; Ό Χέρμαν έπανέλαβε τήν περιγραφή. —Τό όνομα είναι Σίμσον. Τζόε Σίμσον. Τόν γνωρίζεις, άδερφούλα; Τό κορίτσι δίστασε. —’Άν τόν ξέρεις, πέστο, τήν συμβούλευσε ό Ο’ Μάλλεϋ. Ό Χέρμαν είναι εντάξει. Σκούπισε τόν Ιδρώτα άπό τό φα­ λακρό κεφάλι του μέ τήν πετσέτα του. — Εξάλλου, είναι τού Γραφείου Διώξεως Δολοφόνων. — Ναί, τόν ξέρω, είπε ή μελαχροινή. Είναι μπάρμαν στό Γκόουλντ Κόουστ. "Ερχεται συνήθως εδώ κάθε βράδυ, γιατί τού άρέσει ή Μέϊμπλ. —Ωραία, είπε ό Στόν. ?Ηταν εδώ άπόψε; ^γΤό κορίτσι κ®υνησε τό κεφάλι τής. —’Όχι. Πάντως, δέν τόν είδα. Ό Χέρμαν έβγαλε ένα χαρτονό­ μισμα τών πέντε δολλαρ-ίων καί τό δίπλωσε άνάμεσα στα δάχτυλά του. —Μήπως ξέρεις πού μένει; Μέ τά μάτια της στό νόμισμα, ή μελαχροινή έδειξε τό ταβάνι. —Μένη επάνω, στό Ξενοδοχείο τό "Αστρο. Δωμάτιο 229. Πήρε τό χαρτονόμισμα καί τό έ­ βαλε στήν καλτσοδέτα της. — Έτσι μοΰ είπαν, τουλάχιστον, πρόσθεσε. Καί γύρισε πίσω στό τραπεζάκι της. Ό Ο’ Μάλλεϋ πρόσφερε στόν Χέρμαν μια μπύρα. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ κούνησε τό κεφάλι του. — Δόσε μου κάτι πιο δυνατό, Ο».


13

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μάλλεϋ. Είμαι γεμάτος καφέ. Ό μπάρμαν πέρασε τή γλώσσα του επάνω στα χείλη του. —Τί έχει κάνει ό .νεαρός; Καμμιά βρομοδουλειά ; —Ναι, είπε ό Χέρμαν με έξαψι. Καί θά του σπάσω τά μούτρα γι’ αυτό. "Επειτα άπό τούς καπνούς του μπάρ, ό πρωινός αέρας ήταν ευχά­ ριστος. Ή δουλειά ήταν εύκολη. Ό Γ«Κόκκινος Παπαγάλος» ήταν τό έκτο μπάρ, δπου είχε ρωτήσει για τόν Τζόε. Γέμισε τά πνευμόνια του άέρα καί άνέβηκε τά σκαλοπάτια του Ξενοδο­ χείου τό "Αστρο. Ό άέρας στον προθάλαμο ήταν βρώμικος. Υπήρχε ένα άμυδρό ψώς επάνω άπό τό γραφείο του προθαλάμου, μά δέν ήταν εκεί κανένας υπάλ­ ληλος. ' , Μπήκε μέσα σ’ένα σιωπηλό διάδρο­ μο. Τό δωμάτιο 229 ήταν στήν προ­ σόψι κΓ έβλεπε στήν Όδό Κλάρκ. Ή χαραμάδα τής πόρτας ήταν σκο­ τεινή. "ϋΜΓ τύπησε ελαφρά στήν πόρτα. ’Από δό δωμάτιο ακού­ σε ένα κρεββάτι νά τρίζη. -Τζόε I —’Έ ; —Έγώ είμαι, Τζόε, ψιθύρισε ό μεγαλόσωμος ντέτεκτίβ. "Ανοιξέ μου. Κάτι δέν δούλεψε κανονικά, Τζόε, κα­ ταλαβαίνεις ; Ή άστυνομία ξέρει ότι εσύ τής έρριξες στο πιοτό εκείνο τό χάπι. Τό κρεββάτι έτριξε πάλι, μά κα­ νένας δέν απάντησε. Ό Στάν δοκίμα­ σε τήν πόρτα. ’Ηταν ξεκλείδωτη. Μπήκε μέσα, μέ τό πιστόλι στο χέρι, έκλεισε- τήν πόρτα καί άκούμπησε επάνω της. — Είσαι τόσο σαστισμένος ώστε ξέχασες νά κλείδωσης τήν πόρτα, έ ; Τό δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μά άπό τούς γλόπμους τοϋ δρόμου έμπαινε άρκε^ό φως άπό τις χαραμάδες τοϋ παραθύρου, ώστε νά διακρίνητή μορ­ φή παύ ήταν καθισμένη στό κρεβ­ βάτι. — "Εκανες ένα μεγάλο σφάλμα, Τζόε, συνέχισε ό Χέρμαν. Μπορείς όμως νά γλυτώσης τό τομάρι σου,

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ άν καθαρίσης τή θέσι σου. Ποιός σε πλήρωσε γιά νά δώσης στήν κοκκινο­ μάλλα τό ναρκωτικό ; "Εκανε ένα βήμα πρός τό κρεββάτι.’ Δέν πρόλαβε νά κάνη δεύτερο. Ατσάλι έλαμψε μέσα στό σκοτάδι κΓ ό Στόν έπεσε στά γόνατα, ενώ γύρω του τό δωμάτιο ξαφνικά γέμι­ ζε άστρα καί αμέσως έπειτα βυθιζό­ ταν σέ άπόλυτο σκοτάδι... Ανέκτησε γοργά , τις αισθήσεις του. Άνακάθησε κρατώντας τό κε­ φάλι του. —Τήν έπαθα σαν κορόϊδο, μούχγρισε. Μπήκα σ’ αυτή τήν παγίδα σαν άρχάριος στήν πρώτη του βόλτα. Άνωρθώθηκε, πήγε στό κρεββάτι καί άναψε τό φώς. Μάντευε τί θά έβρισκε καί δέν έπεσε έξω. Υποστηριγμένος άπό μαξιλάρια, γιά νά δίνη τήν έντύπωσι καθιστοϋ άνθρώπου, ήταν ό Τζόε μέ τό κεφάλι τσακισμένο, νεκρός. Τό πιστόλι τοϋ Χέρμαν, βουτηγμέ­ νο στά αίματα, ήταν άκουμπημένοδίπλα του. Τά ίδια του τά λόγια άντήχησαν μέσα στό κεφάλι του πού πονοϋσε. «ΚΓ άν δοκιμάση νά μοϋ πή ψέ­ ματα, θά τοϋ ξεκολλήσω τό ένα πό­ δι καί θά τοϋ τσακίσω τό κεφάλι μ1 αυτό I» Καί είχε έπαναλάβει τήν ίδια άπειλή στόν Ο’ Μάλλεϋ. Κάπου, πρός τόν νότο, ή σειρήνα ενός άστυνομικοϋ αυτοκινήτου άρχισε νά ούρλιάζη. Ό Χέρμαν ήξερε ποϋ κατευθυνόταν τό αύτοκίνητο αυτό. "Εβρεξε μιά πετσέτα και την ά­ κούμπησε στό κεφάλι του, πίσω άπό τό αύτί δπου τό αΐμα έτρεχε ακόμα. Κάποιος είχε ειδοποιήσει τήν άστυ­ νομία γιά τό θάνατο τοϋ Τζόε. Ή ένοχοποίησις τής Κόννι ήταν πλήρης τώρα. Αναμιγνύοντας τόν Χέρμαν στήν ύπόθεσι, ό δολοφόνος είχε κλείσει καί άμπαρώσει τήν τελευ­ ταία πόρτα διαφυγής τής Κόννι. Επλυνε τό αΐμα ά­ πό τήν επιφάνεια τοϋ πιστολιού, μά στις χαραμάδες καί μέσα στήν κάννη έμεινε αΐμα, πού μόνο ένα γενικό καθάρισμα θά μπορούσε νά βγάλη. "Εβαλε τό πιστόλι στή θήκη καί έσ­ κυψε επάνω στό νεκρό.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ζ—999

19

Ένας πυροβολισμός αντήχησε βουερά μέσα στή νύχτα. Δέν ήταν πολλήν ώρα νεκρός. Θά μπορούσε νά πιστευθή δτι τόν εΐχε σκοτώσει ό Ιδιος. Οί μισοί άπό τό άστυνομικό σώμα καί τά τρία τέ­ ταρτα του δημοτικού συμβουλίου θά πίστευαν δτι ήταν ένοχος. Δέν ανεβαίνει κανείς άπό απλός αστυφύλακας στό Γραφείο Διώξεως Δολοφόνων, χωρίς νά δημιουργήση εχθρούς. Καί τώρα οΐ εχθροί του τόν είχαν όπως επιθυμούσαν, άπό χρό­ νια. Θά τόν τσάκιζαν, θά τόν καθαιροϋσσν θά τόν δίκαζαν ώς δολοφόνο. Ακόμα καί οί καλύτεροι φίλοι του. θά έπεφταν στην παγίδα. Μπορούσε νά φανταστή τό άρθρο που Θά έγρα­ φε ό Κόρκ ’Άβερς ; «... τ.οελλός άπό λύπη γιά τήν προσωπική τραγωδία του., ό Μεγάλος Χέρμαν—καί πρέπει νά ξέρετε δτι ή­ ταν ένας μεγάλος ντέτεκτιβ—τό παράκανε αύτή τη φορά, προσπαθώντας μέ χτυπήματα νά άναγκάση τόν νεα­ ρό Σίμσον νά όμολογήση κάτι πού

δέν υπήρχε. Αποφασισμένος νά από­ δειξη τήν αθωότητα τής γυναίκας του σ’ ένα έγκλημα γιά τό όποιο, τήν επιβαρύνουν άφθονες άποδείξεις, ό Στόν...» Καί τά λοιπά. Στό μεταξύ, ή Κόννι θά δικαζόταν, θά πήγαινε ,στήν ήλεκτρική καρέκλα. Αύτό φαινόταν αναμφισβήτητο. Ή κατάθεσις τοθ Γκουΐνες θά έκανε τη δολοφονία νά φανή προμελετημένη. Κανένας, εκτός άπό τόν Χέρμαν, δέν θά ήξερε δτι αυτό δέν ήταν α­ ληθινό. Κανένας, έκτος' άπό τόν Χέρ­ μαν, δέν θά νοιαζόταν πραγματικά. Καί δέν θά μπορούσε νά κάνη άπολύτως τίποτα. Άναρωτήθηκε μήπως δλη αυτή ή σκευωρία ήταν προετοιμασμένη έτσι ώστε νά καταλήξη σ’ αύτό τό ση­ μείο καί απάντησε μόνος του αρνη­ τικά. Όχι. Ή έξέλιξίς αάτή ήταν συμπτωματική. Τήν Κόννι ήθελαν νά βγάλουν άπό τή μέση. Εναντίον της


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

στρέφονται οι επιθέσεις των αγνώ­ στων έχθρών της. Τό αυτοκίνητο τής άστυνομίας πλησίαζε γοργά. 'Η σειρήνα του έ­ μοιαζε με του αυτοκινήτου Νο 1,β του αυτοκινήτου του Χάρρυ Ποϋρβες καί του Γραφείου Δ'ώξεως Δολοφό­ νων. "Ηξεραν οτι ό Τζόε ήταν νεκρός. (ξαφνική υποψία δη­ λητήριασε τό μυαλό του. Μρνο δυο άνθρωποι ήξεραν πώς ό Χέρμαν Στόν έψαχνε να βρή τον Τζόε Σίμσον. Ό ένας ήταν ό Μέγερς. Ό άλλος ήταν ό Χάρρυ Ποϋρβες. Ή σειρήνα σώπασε καί ό Στόν κατάλαβε ότι τό αυτοκίνητο ετοιμα­ ζόταν νά σταμαιήση. "Εσβησε τό φως καί άνοιξε λίγο τό εξώφυλλο του παραθύρου. Τό αυτοκίνητο γλύστρησε γοργά δίπλα στό πεζοδρόμιο. Έταν τό Νο 1. Ό Μάρτυ κΓ ό Τσόκ βγήκαν έξω. Ξοπίσω τους βγήκε κΓ ό Χάρρυ Ποϋρβες. Ό Χάρρυ είχε πάει στό Γραφείο έπειτα άπό τό τηλεφώνημα του Χέρμαν στό σπίτι του. Γιατί; Ό Χέρμαν ξεμάκρυνε άπό τό πα­ ράθυρο. Δεν μπορούσε ν’ άφήση τά παιδιά νά τον συλλάβουν. Χρειαζό­ ταν καιρό γιά νά σκεφτή. Βγήκε άπό τό δωμάτιο, έκλεισε τήν πόρτα καί διέσχισε τον σκοτεινό διάδρομο πρός ένα κόκκινο φωτάκι, πού σίγουρα έδειχνε τήν έξοδο κιν­ δύνου. Ό Χάρρυ κΓ ό Μάρτυ άνέβαιναν τήν σκάλα, χωρίς νά προσπαθούν νά μήν κάνουν θόρυβο. Ό Μάρτυ φαι­ νόταν άγανακτισμένος. —Τί διάβολο ! Έκεϊνο τό τηλεφώ­ νημα θά ήταν φάρσα. Δεν μπορείς νά σπάσης τό κεφάλι ενός ανθρώπου, χωρίς νά κάνης λίγο θόρυβο. Καί ολόκληρο τό ξενοδοχείο φαίτεναι κοι­ μισμένο βαθειά. Ό Χάρρυ φαινόταν στενοχωρη­ μένος, — "Ας ρίξουμε μιά ματιά, άφοϋ ήρθαμε ως εδώ. Τό φώς ενός φαναριοϋ φώτισε τόν διάδρομο. —Νάτο. Δωμάτιο 229. Ό Στόν άνοιξε τήν πίσω πόρτα άθόρυβα, βγήκε στη σκάλα κινδύνου

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ καί ξαναγύρισε αμέσως στό χώλ. Ό Τσόκ ανέβαινε τη σιδερένια σκάλα. Κύτταξε μέσα στόν διάδρομο. Ό Μάρτυ κΓό Χάρρυ είχαν μπή στό δωμάτιο καί είχαν ανάψει τό φώς. Ό Χέρμαν προχώρησε γοργά πρός τήν εσωτερική σκάλα. Ό Χάρρυ βλαστημούσε σιγανά. Ό Μάρτυ έψαχνε στό πάτωμα. Εί­ χαν κΓ οί δυο γυρισμένη τήν πλάτη τους πρός τό μέρος του. Ό Χέρμαν βρισκόταν μισό μέτρο άπό τη σκάλα, όταν ή πόρτα κινδύ­ νου άνοιξε πίσω του με πάταγο. —Έ, εσύ !, μούγγρισε ό Τσόκ. Στάσου 1 Ένας πυροβολισμός έκανε τόν διάδρομο νά άντηχήση βουερά. Ή σφαίρα ράντισε με άσβέστες τό πρό­ σωπο του Χέρμαν. Ό Μάρτυ κι' ό Χάρρυ στριφογύρισαν απότομα, Ό Χέρμαν άρχισε νά κατεβαίνη τά σκα­ λοπάτια τέσσερα—τέσσερα. Ό Τζόε, ό σωψέρ του περιπολι­ κού αυτοκινήτου, στεκόταν δίπλα στό αύτοκίνητο.Γύρισε με τό αυτόματό του στά χέρια, καθώς ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ βγήκε έξω,καί τό χαμήλωσε πάλι. —Χέρμαν 1 Τί διάβολο I Ο Χέρμαν τόν παραμέρισε άπότομα, στέλνοντας τόν άνθρωπο καί τό αύτόματο νά κυλιστούν χάμω, έτρεξε στό αύτοκίνητο καί γλύστρησε πίσω άπό τό βολάν. ί^λόκληρη ή ύπόθεσις ήταν τρελλή, φανταστική. Οί άνθρωποι εκείνοι ήσαν φίλοι του. Εί­ χαν δουλέψει μαζί του, χρόνια τώρα. Τό πιό συνετό ήταν νά παραδοδή. Μά δεν μπορούσε νά °τό κάνη αυτό. Δεν μπορούσε ν’ άφήση τήν Κόννι άπροστάτευτη. Έβαλε εμπρός τό μεγάλο αύτο­ κίνητο καί έκανε μιάν άπότομη στρο­ φή. Με τήν άκρη τού ματιού του, εί­ δε τόν Χάρρυ στό παράθυρο τού δωματίου. Ό γκριζομάλλης προϊστά­ μενος τού Γραφείου Διώξεως Δολο­ φόνων κρατούσε ένα πιστόλι στό χέ­ ρι του. Μά δέν πυροβολούσε. Απεναντίας, φώναξε στόν Τσόκ, πού είχε βγή άπό τό ξενοδοχείο και σημάδευε τό αύτοκίνητο μέ τό πι­ στόλι υψωμένο :


ΕΖ —999 —Μή, βλάκα I Μήν πυροβολής I Είναι ό Χέρμαν, σοϋ λέω 1 Πάτησε μέ δύναμι τό πεντάλ τής βενζίνης και τό αύτοκίνητο τινάχτηκε μπροστά σάν άλογο σε κούρσες... Τό φως τής ημέρας είχε σβήσει από ώρα στο τετράγωνο, ψηλό παρα­ θυράκι του μικρού δωματίου. Ό Στον είχε σηκωθή καί ντυνό­ ταν, όταν* ό μεγαλόσωμος "Ελληνας Στήβ Ποϋλος, ό ιδιοκτήτης των Τουρ­ κικών Λουτρών, προχώρησε ξυπόλη­ τος μέσα στόν διάδρομο καί, παρα­ μερίζοντας τις πράσινες κουρτίνες, πέταζε μιά χαρτοσακκούλα επάνω ατό κρεββάτι. Στό παρελθόν ό Χέρ­ μαν είχε κάνει ρουσφέτια στόν Στήβ. Καί τώρα ό Στήβ του έκανε ένα ρουσφέτι, μέ τη σειρά του. — Ή ώρα είναι εννιά, παιδί, τόν πληροφόρησε. ό "Ελληνας. Πεινάς ; — Μπορώ να φάω, παραδέχτηκε ό Στόν. "Ανοιξε τή χαρτοσακκουλα. Περι­ είχε τέσσερα σάντουιτς μέ αυγά κι’ ένα μπουκάλι ούΐσκυ. Ό Ποϋλος άκούμπησε τις βραδυνές εφημερίδες δίπλα στή σακκούλα. —Οί εφημερίδες, τό ραδιόφωνο... ώ I, είπε. Σ’ έχουν βάλει όλοι στό σημάδι, παιδί. Κάτσε καλύτερα εκεί πού είσαι. Ό Στόν άνοιξε τό μπουκάλι μέ τό ούΐσκυ καί τό έφερε στά χείλη ίου. —Τί διάβολο, Στήβ. Δέν μπορώ νά περάσω ’τήν ύπόλοιπη ζωή μου μέσα σ’ ένα Τουρκικό λουτρό ! Ό ιδιοκτήτης τών λουτρών σήκω­ σε τούς ώμους. —Δικός σου λογαριασμός, παιδί. Μά άπό αύτά πού διάβασα στήν ε­ φημερίδα καί άκουσα στό ράδιο, θά στοιχημάτιζα τό κεφάλι μου πώς εσύ σκότωσες εκείνο τό παιδί, αν δέν μοϋ εΐχες εξηγήσει. Ποιος σοϋ έχει καρ­ φώσει τό μαχαίρι στήν πλάτη, Χέρ­ μαν ; —Νά μέ πάρη ό διάβολος άν ξέ­ ρω, είπε ό Στόν. Ό μεγαλόσωμος "Ελληνας βγήκε πάλι. Ό Χέρμαν διάβασε τις τελευ­ ταίες εφημερίδες τρώγοντας ένα σάν­ τουιτς. Τό διάβασμα δέν ήταν καθό­ λου εύχάριστο.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

ΤίΓπήρχαν εκεί μα­ κροσκελείς συνεντεύξεις μέ μιά ντου­ ζίνα μάρτυρες, μέ τόν Μέγερς καί τόν Γκουΐνες άνάμεσά τους, πού κα­ τέθεταν ότι είχαν δή τήν Κόννι μέ τόν Λάϊλ πολλές φορές. Ή άμυνα τής Κόννι: «"Ηπια ένα κόκα—κόλα κι* έπειτα...» εΐχε γελοιοποιηθή σ’ ό­ λες τις εφημερίδες. Καί ό Χέρμαν δέν είχε καταφέ­ ρει άκόμα νά τήν βοηθήση. Διάβασε τήν ιστορία πού είχαν μαγειρέψει έναντίον του. Φαινόταν καλή. Τό μό­ νο πράγμα πού δέν ταίριαζε ήταν ότι δέν άνέφεραν καθόλου τήν τηλε­ φωνική συνδιάλεξί του μέ τόν Χάρρυ Ποϋρβες. Τό σάντουιτς ήταν ξερό μέσα στό στόμα του. Τό έρριξε πάλι μέσα στή χαρτοσακκούλα καί σήκωσε τό μπου­ κάλι μέ τό ούΐσκυ, άναρωτούμενος γιατί ό Χάρρυ δέν είχε άποκαλύψει τό τηλεφώνημα. "Ισως κρατοϋσε τό άτοϋ αύτό γιά τήν ήμέρα τής δίκης, άν καί όταν τόν έπιαναν. Τό μόνο εύχάριστο σημείο στις εφημερίδες ήταν μιά δήλωσις σχετι­ κά μέ τόν Σβάνσον. «... Ό Τσάρλς Σβάνσον, συνταξι­ ούχος υπάλληλος τής Εταιρίας Τί­ τλων Ιδιοκτησίας καί γείτονας τοϋ δολοφονημένου, άνήρεσε σήμερα τό άπόγευμα ένα μέρος τής προηγουμένης άναγνωρίσεως έκ μέρους του τής κυρίας Στόν. «Συζητώντας τό ζήτημα μέ τή γυναίκα μου,—δήλωσε—σκεφθήκαμε ότι ϊσως τό κορίτσι πού είδαμε νά ήταν κάποια άλλη, μέ μαλλιά καί άνάστημα όμοια μέ τής κυρίας Στόν...» Ό Χέρμαν κούνησε τό κεφάλι του. —Ναί, εΐπε. Μιά κοκκινομάλλα πού μαζεύει δέματα. % Άνασκόπησε όσα ήξερε γιά τό πα­ ρελθόν τής γυναίκας του. Δέν ήσαν


22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πολλά. Ό προσπάππος της, ό ’Άϊρα Σβέντον, ήταν ένας άπό τους πρώ­ τους κατοίκους του Σικάγου. Ό παππούς της ήταν ένας πολύ γνωστός ιδιοκτήτης αλόγων και σπόρτσμαν. Κατασπατάλησε ολόκληρη την οικογενειακή περιουσία καί τις μεγά­ λες εκτάσεις γης πού είχε ό πατέ­ ρας του καί στό τέλος έβαλε την κάννη τού πιστολιού του στό στόμα του καί τίναξε τά μυαλά του στόν αέρα. ’Έτσι ελάχιστα πράγματα είχαν μείνει γιά τόν πατέρα τής Κόννι. Ή οικογένεια τής μητέρας της ζοϋσε μακρυά στό Ούέστ καί ή Κόννι· ήξερε πολύ λίγα πράγματα γι’ αύτούς. Τό μόνο πού ήξερε ήταν ότι ή θεία της είχε πεθάνει όταν ακόμα ήταν παιδί, αφήνοντας μια κόρη, πού λεγόταν Μύρα, μέ τήν όποια ή Κόννι είχε αν­ ταλλάξει μερικά γράμματα χωρίς ό­ μως νά τήν δή ποτέ. Ή οικονομική κρίσις τού 1929 είχε κάνει τόν πατέρα της νά χρεωκοπήση. Λίγους μήνες αργότερα, ό πατέ­ ρας της καί ή μητέρα της είχαν σκοτωθή σ’ ένα αύτοκινητιστικό δυστύ­ χημα. Οικογενειακοί φίλοι είχαν φροντίσει νά τήν εισαγάγουν σ’ ένα ήμι—ιδιωτικό ορφανοτροφείο, όπου ή μικρή άσφάλεια πού είχε αφήσει ό πατέρας της θά πλήρωνε τά έξοδά της. Μά ή διεύθυνσις του ορφανοτρο­ φείου τήν είχε μεταχειριστή σάν σκλάβα. ’Έτσι, όταν έγινε δέκα επτά χνονών, ή Κόννι βρήκε τό θάρρος νά φύγη άπό τό ίδρυμα καί νά δοκιμάση νά φτιάξη μόνη της τή ζωή της. Μιά ντουζίνα φτωχά πληρωμένες δουλειές ακολούθησαν. ΤΗταν δέκα εννέα χρόνων καί εργαζόταν ώς υ­ πάλληλος σέ μιά εταιρία, όταν ό Χέρμαν, ερευνώντας σχετικά μέ μιά δολοφονία πού είχε γίνει στήν εται­ ρία, γνωρίστηκε μαζί της. Ό Χέρμαν τελείο^σε τό ουίσκυ κι’ έδεσε τά κορδόνια των παπουτσιών του. Τό μίσος δέν ήταν άρκετό γιά νά έξ'ηγήσητήντόσο τέλεια προμελετημένη σκευωρία. ’Έπρεπε νά υπήρχε κάπου μεγάλο κέρδος γιά τόν δολοφόνο. Ξαφνικά, άποφάσισε να πάη νά δή τόν διευθυντή του ορφανοτροφεί­

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ου, όπου είχε μεγαλώσει ή Κόννι, καί νά μελετήση τά αρχεία, αν ύπήρχαν. Παραμέρισε τις πράσινες κουρτί­ νες καί σταμάτησε βλέποντας τόν με­ γαλόσωμο "Ελληνα, γυμνό εκτός άπό μιά πετσέτα γύρω άπό τή μέση του, νά πλησιάζη γοργά μέσα στον διά­ δρομο καί νά ' τού δείχνει πρός τήν πίσω πόρτα, μουρμουρίζοντας : —Φύγε άπό τήν πίσω πόρτα γρή­ γορα, παιδί I Δυό άστυφύλακες μπή­ καν άπό τήν πόρτα τής προσόψεως. Γύρισε απότομα καί άπομακρύν’θηκε, ενώ τό μεγάλο σώμα του έφρα­ ζε τόν διάδρομο. Ό Χέρμαν Στόν βγήκε άπό τήν πί­ σω πόρτα καί άρχισε νά τρέχη μέσα σέ μιά δεντροστοιχία. ’Έπρεπε νά κινηθή γοργά. Ό κύκλος γύρω του στένευε όλο καί πιό πολύ. Μά ή μέ­ ρα δέν είχε πάει χαμένη. Ό δολο­ φόνος θά αισθανόταν τώρα πλήρη α­ σφάλεια καί θά ήταν σίγουρος γιά τήν επιτυχία τών σχεδίων του.

Τδ

ορφανοτροφείο βρισκόταν άρκετά μακρυά άπό τόν δεντρόφυτο δρόμο. τΗταν, όπως ό Χέρμαν θυμόταν, ένα μεγάλο, τετρά­ γωνο κτίριο άπό κόκκινα τούβλα. Ή Κόννι τού τό είχε δείξει κάποτε, κα­ θώς περνούσαν από εκεί μέ τό αυτο­ κίνητο. —Ακόμα καί τό άντίκρυσμά του μού φέρνει ρίγη, τού εΐχε πή ή Κόννι. "Οσο γιά τό γέρο—Φαλάκρα, τόν διευθυντή... ούτε νά συζητώ γι’ αυτόν δέν θέλω I Πόσο καλά έκανα πού έ­ φυγα ! Σάν ίσκιος μέσα στή νύχτα, ό Χέρμαν διέσχισε αθόρυβα τήν αυλή. Τά επάνω δυό πατώματα καί τό με­ γαλύτερο μέρος τού ισογείου ήσαν σκοτεινά, μά υπήρχαν φώτα στά πα­ ράθυρα ενός μεγάλου δωματίου, πού φαινόταν νά είναι τό γραφείο. Τά εξώφυλλα τών παραθύρων ήσαν λίγο ανοιγμένα άπό κάτω. Ό Χέρμαν έστησε τό αυτί του καί δέν ακούσε τίποτα, έκτος άπό τό σταθε­ ρό γρατζούνισμα μιας πέννας* Ά-νασηκώθηκε στήν άκρη τών πο­ διών του καί είδε έναν φαλακρό άν­ τρα πενήντα περίπου χρόνων νά γρά-


ΕΖ —999 φη γοργά. τΗταν μόνος μέσα στό γραψειο. Ικανοποιημένος, ό Χέρμαν ανέβη­ κε τα σκαλοπάτια, σήκωσε τό χέρι του στό κουδούνι, είδε ότι ή έξωτερική πόρτα ήταν άνοιχτή καί μπήκε μέσα. Τό χώλ ήταν μακρύ καί άμυδρά φωτισμένο. ΤΗταν καθαρό αλλά σκυ­ θρωπό. Μιά μπρούντζινη πινακίδα σέ μια πόρτα έλεγε ότι τό όνομα του διευθυντού ήταν ’Άϊβαρ Πάρκ. Έτσι τόν είχε ονομάσει ή Κόννι : γέρο—Φαλά­ κρας Πάρκ. Ό Χέρμαν χτύπησε στην πόρτα καί μιά μελιστάλαχτη φωνή εΐπε : —Εμπρός 1 Ό Χέρμαν άνοιξε την πόρτα κι* εκανε νά μπή, μά σταμάτησε όταν κάτι σκληρό άκούμπησε στήν πλάτη του καί ή φωνή ενός κοριτσιού τόν πληροφόρησε εύθυμα : —ΝαίΙ Περάστε παρακαλώ. Είστε πολύ άργός, Χέρμαν. "Ημουν βέβαια ©τι θά καταλήγατε εδώ πιο γρήγορα. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ σήκωσε τά χέρια του καί κύτταξε έπάνω άπό τόν ώμο του. Με τήν πρώτη ματιά θά μπορούσε* νά όρκιστή ότι τό κο­ ρίτσι εκείνο ήταν ή Κόννι. Τά μαλ­ λιά της ήσαν τό ϊδιο κόκκινα. Τά χα­ ρακτηριστικά της ήσαν όμοια άν καί κάπως πιό βαρειά. Δεν μπορούσε νά δη τό σώμα της. — Λοιπόν, μικρούλα μου; εΐπε. Μαζεύουμε δέματα πάλι ; Τό πιστόλι χώθηκε πιό βαθειάόστήν πλάτη του. — Ναί, δέματα γιά τό νεκροτομείο, είπε ξερά ή κοκκινομάλλα. Περάστε μέσα I Ό Χέρμαν κύτταζε προς τόν Πά­ ρκ. Ό φαλακρός διευθυντής δεν έγ­ ραφε πιά. Τό χέρι του, πού μιά στιγμή πριν κρατούσε τήν πέννα, έτρεμε. Κρατούσε όμως τώρα πιστόλι. —Περάστε μέσα, έπανέλαβε τό κο­ ρίτσι. — Μέ πολλή εύχα-ρίστησι, τήν δια­ βεβαίωσε ό Χέρμαν. Δεν έλεγε ψέματα. "Ενοιωθε πολ­ λή εύχαρίστησι. Γιά πρώτη φορά, στό διάστημα τών τελευταίων είκοσι ώρών, αντιμετώπιζε κάτι λογικά χεροπιαστό.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

ΕΖ—999, 40, Ε 7* Τό κορίτσι έκλεισε καί κλείδωσε τήν πόρτα καί άκούμπησε έπάνω της. —’Αφόπλισέ τον, διέταξε τόν Πάρκ. Μέ ιδρώτα φόβου στά πλαδαρά μάγουλά του, ό φαλακρός άντρας ση­ κώθηκε, έκανε τόν γύρο του τραπε­ ζιού του καί προχώρησε πρός τόν Χέρμαν. — "Οχι !, τόν σταμάτησε τό κορί­ τσι. "Αφησε τό πιστόλι σου έπάνω στό τραπέζι. Ό γορίλλας αυτός ξέ­ ρει πολλά κόλπα. Ό Πάρκ υπάκουσε μέ χέρι πού έτρεμε τόσο πολύ καί πού ήταν τόσο υγρό άπό τόν ιδρώτα, ώστε τό πι­ στόλι γλύστρησε σχεδόν από τά δάχτυλά του. Τράβηξε τό πιστόλι τού Χέρμαν άπό τή θήκη του καί υποχώρησε πρός τό γράφεϊο του. — "Ασχημη δουλειά ή δολοφονία, έ, Φαλάκρα ; εΐπε ό Χέρμαν άγριοκυττάζοντάς τον. Τό πιστόλι τού κοριτσιού έγκατέλειψε γιά μιά στιγμή τήν πλάτη του γιά νά χτυπήση στό πίσω τού κεφα­ λιού του. — Βούλωστο I Πόσα ξέρεις; Ποιός ξέρει πώς ήρθες έδώ ; Ό Χέρμαν έτριξε τά δόντια του άπό τόν πόνο, μά δεν δοκίμασε νά άνταποδώση. Τό πιστόλι είχε κ®ρφωθή πάλι στήν πλάτη του. —Δεκάδες άνθρωποι, εΐπε. Τό κορίτσι γέλασε πίσω του. —θά τό ήθελες αύτό, έ ; Μά έκα­ νες τό κυνήγι αύτό γιά λογαριασμό σου. Σέ κυνηγούν άπό παντού. Ακό­ μα κΓ οί συνάδελφοί σου πιστεύουν ότι έσύ σκότωσες τόν Τζόε.


24' «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ

Ό Χέρμαν άνασήκωσε τούς ώμους —Ένα μόνο πράγμα μπορούμε νά κάνουμε. του. — Πόσα ξέρεις ; Καί μιά άσχημη σιωπή άπλώθηκε Υπήρχε ένας καθρέφτης πίσω από μέσα στό γραφείο. τό γραφείο τοϋ Πάρυ. Μέσα σ’ αυ­ Ό φαλακρός άντρας τήν έσπασε. τόν, ό Χέρμαν μπορούσε τώρα νά Τά παχειά χείλη του έτρεμαν άπό φόβο. βλέπει καθαρά τό κορίτσι. Είχε τό άνάστημα και την ήλικία τής Κόννι. —Όχι I "Όχι εδώ I ^Μού ύποσχεΤό χρώμα της ήταν τό ίδιο. θήκατε ότι ό Λάϊλ θά ήταν ό μόνος. Είχε, όμως χτενισμένα τά μαλλιά Μού τό ύποσχεθήκατε αύτό κι* οί δυό, εσύ καί... της μέ διαφορετικό τρόπο, δεμένα σε Τό κορίτσι τόν σταμάτησε άγρια : δυό πλεξούδες. Δέν είχε καθόλου — Σκασμός I κοκκινάδι κι’ έδινε έτσι τήν έντύπωσι χωριατοπούλας. —Εξάλλου, είπε ό Χέρμαν, υπάρ­ Μόνο τά μάτια της τήν πρόδιδαν. χει καί τό πρόβλημα τού πτώματος. ΤΗταν καστανά σάν τής Κόννι. Μά, "Ενα πτώμα εδώ, ένα πτώμα εκεί, ενώ τά μάτια τής Κόννι ήσαν καθαρά . αρχίύουν νά μαζεύωνται. Κι5 έπειτα και γεμάτα χαρά ζωής, τά μάτια αρχίζουν νά βρωμοΰγ. Ζωντανός καί τής άλλης ήσαν ψυχρά καί γεμάτα ενοχοποιημένος, δέν θά βρωμώ τόσο σκληρότητα καί υπολογισμό. πολύ. Σκοτώστε με καί τό Γραφείο Έν τούτοις, μέ κοκκινάδι, μέ τό Διώξεως Δολοφόνων θάρθή σέ λίγα ίδιο χτένισμα καί μέ τά ρούχα τής λεπτά στήν πόρτα σας, προτείνοντάς Κόννι, θά ήταν δύσκολο νά ξεχωρίση σας νά σάς άπαλλάξη άπό τό πτώ­ κανείς τά δυό κορίτσια τό ένα άπό μα μου. τό άλλο. —Δέν φοβούμαι τήν αστυνομία, Τό κορίτσι τόν ξαναχτύπησε στό εΐπε τό κορίτσι. κεφάλι μέ τό πιστόλι. Ό Χέρμαν Στον μελέτησε τό πρό­ — Σέ ρώτησα πόσα ξέρεις. σωπό της. ΤΗταν δύσκολο νά τήν ψυΌ Χέρμαν είπε ήρεμα : χολογήση. Ή φωνή της ήταν χαμηλή — Τά πάντα εκτός άπό τό κίνητρο, καί σταθερή. άπό τό ποιός άλλος είναι στήν ύπόΌ Πάρκ ξεφώνησε σχεδόν : θεσι μαζί μέ σένα καί τόν Φαλάκρα — Πά... πάρε τον άπό δώ I καί άπό τό πώς καταφέρνατε νά μα­ — Αύτό είναι πιο εύκολο νά τό θαίνετε πού βρισκόμουν κάθε φορά πή κανείς παρά νά τό κάνη, είπε τό ώστε νά μή συναντήσω εσένα καί τόν κορίτσι. Λάϊλ σέ κανένα κέντρο. Καί κύτταξε αναποφάσιστη τό τηλέφωνο. — Εμπρός I, τήν κέντρισε ό Χέρ­ 3ΜΓ τά χέρια του' μαν. Τηλεφώνησέ του. Πές στόν συ­ πάντα άνυψωμένα, κάθησε σέ μιά νεταίρο σου πώς έχεις πιάσει μιάν πολυθρόνα κοντά στήν πόρτα. αρκούδα άπό τήν ουρά καί δέν ξέρεις —θά καθήσω αν δέν έχεις άντίρτί νά κάνης. Πές του νάρθή εδώ καί ρησι, άδερφούλα. Είχαμε πολύ κυνη­ νά μού τσάκιση τό κεφάλι, όπως γητό. έκανε μέ τόν Τζόε γιά νά τόν κάνη —Δέν θά νοιώθης γιά πολύ ακό­ νά σωπάση γιά πάντα. μα τήν κούρασή σου, εΐπε αύτή σφυΤό κορίτσι έγλειψε τά χείλη της. ριχτά. — θά μπορούσα νά τό κάνω αύτό. Ό Χέρμαν έμεινε σιωπηλός κυτΤό τηλέφωνο επάνω στό γραφείο τάζοντάς την. Έμοιαζε εκπληκτικά κουδούνισε διαπεραστικά. Ό Πάρκ μέ τήν Κόννι, ?Ηταν όπως θά ήταν ή έτριψε μεταξύ τους τις παλάμες του, Κόννι μ’ ένα τσιγάρο στά χείλη καί μά δέν δοκίμασε νά τό σηκώση. μ’ ένα πιστόλι στό χέρι. —Κατά φωνή κΓ ό γάιδαρος, εΐ­ πε ό Χέρμαν. Ό Πάρκ πέρασε τήν ύγρή παλά­ μη του στό μέτωπό του. Μετατόπισε τό βάρος του στις ά­ —Τί θά τόν κάνουμε ; & κρες τών ποδιών του. Ό Πάρκ καί Τό κο ίτσι είπε κο τά: τό κο ίτσι εΐ αν κΓ οί δυό όπλα.


ΕΖ—999

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

•Ο Πάρκ ήταν νευρικός, αλλά απε­ γνωσμένος. Τό κορίτσι θά πυροβο­ λούσε μόνο άν ή άνάγκη ήταν άπόχ^τη. Ή ευκαιρία αυτή ήταν ϊσως ή τελευταία του. Μέ τα μάτια της καρφωμένα στον Χέρμσν, τό κορίτσι πλησίασε στό τραπέζι κιαί σήκωσε τό άκουστικό. —Ναί... Έγώ είμαι... Ναί I

Ο

Χέρμαν τήν κύτταξε μέ ορθάνοιχτα μάτια. Καλά εί­ χε σκεφτή πώς ή χαμηλή φωνή της δεν του ήταν εντελώς άγνωστη. Ή­ ξερε τώρα ποϋ τήν εΐχε ξανακούσει. Λεν ήταν τώρα παράξενο τό γεγονός δτι είχε κατορθώσει νά συναντάται έξω κάθε μέρα μέ τον Λάϊλ, χωρίς νά τήν 6ή ό Χέρμαν. Όλόκρηρη ή σκηνοθεσία είχε έξυπνα σχεδιαστή άπό τήν αρχή. Τίποτα δέν είχε μεί­ νει στήν τύχη. —Νά μέ πάρη ό διάβολος !, εΐπε. Τά μάτια του κοριτσιού δέν άφη­ σαν καθόλου τό πρόσωπό" του. —Ναί... , είπε. Είναι εδώ... "Οχι. Λεν έχει τήν παραμικρή ιδέα γιά σάς. Νομίζω δμως δτι έχει μαντέψει γιά μένα... ναί... ναί... εντάξει. Κρέμασε τό άκουστικό μέ τά χεί­ λη σφιγμένα, —’Όρθιος, Μεγάλε Χέρμαν. θά κατεβής στό ύπόγειο. Θά σέ βάλου­ με στόν πάγο ως τό πρωΐ'. Ό Χέρμαν άνωρθώθηκε, μέ τά χέ­ ρια πάντα ψηλά. —Ναί, είπε. Καί όταν περάσει ή φούρια, θά μέ βρουν μέσα σ’ ένα αυ­ τοκίνητο, κάπου, μέ μια σφαίρα στό κεφάλι μου καί μέ τό πιστόλι μου σιό χέρι μου. Τά μάτια τής κοκκινομάλλας έγι­ ναν σαρκαστικά. —Γιατί δχι; -Ή άστυνομία ξέρει πόσο βαθειά σ’ έχει κλονίσει ή Ιστο­ ρία τής Κόννι καί θά πιστέψουν δτι αυτοκτόνησες. —Πρόσεχε !, φώναξε ό Πάρκ. θά... Τό κορίτσι ξεφώνησε : —Μήν πυροβολής I Χτύπησέ τον μόνο ] Δέν πρέπει νά... Ή προειδοποίησίς της ήρθε πολύ αργά. Καθώς ό Χέρμαν διέσχιζε τό δωμάτιο, ρίχνοντας εμπρός τό μεγά­ λο κορμί του καί σηκώνοντας τήν κα­ ρέκλα δπου καθόταν, ό Πάρκ τραβου-

25

σε τή σκανδάλη του πιστολιού του μέσα σ’ έναν παροξυσμό φόβου. Φαι­ νόταν άδύνατον νά άστοχήση ό ένας ή ό άλλος. Κι* όμως άστόχησαν κι* οΐ δυό. Ή καρέκλα βρόντησε επάνω στόν τοί­ χο. Σφαίρες τρύπησαν τό σακκάκι τού Χέρμαν καί σφύριξαν δίπλα στ* αυτιά, άλλά μόνο μιά τον άγγιξε. *'Ανοιξε ένα καφτερό αυλάκι στό μέτωπό του καί άφησε έναν πέπλο αίματος, πού τον τύφλωσε μά δέν σταμάτησε. "Ενα άπό τά μεγάλα χέρια του άρπαξε τόν φαλακρό άπό τό μπράτσο καί τόν γύρισε, μεταβάλλοντάς τον σέ άσπίδα, ενώ τό άλλο χέρι έψαχνε γιά τό πιστόλι. Τό βρήκε καί τό άπέσπασε. “37ράβηξε τή σκαν­ δάλη καί άκουσε έναν άπογοητευτικό ξερό κρότο. Τυφλωμένος άπό τό αΐμα, άνίκανος νά δή, άναρωτήθηκε γιατί τό κορίτσι δέν πυροβολούσε. Μά ή ζημιά είχε γίνει. Όλόκληρο τό όρφανοτροφεϊο είχε ξυπνήσει. Παι­ διά ξεφώνιζαν στό δεύτερο πάτωσα. Τότε ό Πάρκ έγειρε παράλυτος στά μπράτσα του καί ό Χέρμαν κα­ τάλαβε. Τό κορίτσι δέν είχε μείνει άμέτοχο στή συμπλοκή. Τά ξεφωνη­ τά τών παιδιών καί τό βούϊσμα στ* αυτιά του είχαν πνίξει τόν ήχο τών πυροβολισμών της. Τό σώμα του Πάρκ είχε δεχτή δλες τις σφαίρες, πού ή κοκκινομάλλα προώριζε γι’ αυτόν. Σκούπισε τό αΐμα από τά μάτια του μέ τή ράχη τού χεριού του καί τήν είδε. Μέ τό πιστόλι της άδειο, στεκόταν άναποφάσισπη κυττάζοντας μιά τόν Χέρμαν καί μιά τήν πόρτα. —Μήν τό κάνης αυτό, άδελφούλα, είπε ό Χέρμαν κάνοντας τόν γύ­ ρο τού τραπεζιού. Αυτή τόν βλαστήμησε καί τράβη­ ξε τήν πόρτα, ξεχνώντας δτι ήταν κλειδωμένη. Ό Χέρμαν τήν έπιασε άπό τό μπράτσο καί τήν τράβηξε πρός τό μέ­ ρος του. —νΩ, δχι ! τό τρέξιμό σου έπρεπε νά τό είχες κάνει καιρό τώρα. Γώρα θά κάνης τό μίλημα, Μόρα. Λέγε : Τί έχει ή Κόννι, πού εσύ ήθελες νά ά-


26

«ΝΥΝΤΕΡΙΔΑ»

ποκτήσης ; Τί τόσο σπουδαίο καί τό­ σο σημαντικό ώστε ξόδεψες ένας θε­ ός ξέρει πόσα λεφτά κι* έναν ολόκλη­ ρο χρόνο με τόν Λάϊλ ; Ποιός είναι στή δουλειά αύτή μαζί σου ; Ό Χάρρυ Ποϋρβες ; Ό Μέγερς ; Ποιός ; Αυτή τόν βλαστημούσε χυδαία. Τά παιδιά στό έπάνω πάτωμα ξε­ φώνιζαν πιό δυνατά. Γυναικείες γρο­ θιές χτυποϋσαν την πόρτα. —Κύριε Πάρκ, πάθατε τίποτα ; —Λέγε !, διέταξε ό Χέρμαν. Μέ τά μάτια της ορθάνοιχτα άπό φόβο, τό κορίτσι έφτυσε : — Νά πας στό διάβολο ! Δεν μπο­ ρείς νά άποδείξης τίποτα, άν δέν μι­ λήσω. Καί ούτε έσύ ούτε κανένας άλλος μπορεί νά μέ κάνη νά μιλήσω. Ό Χέρμαν τήν χαστούκισε. — Μήν ξεχνάς πώς δέν είμαστε στό γραφείο μου. Δέν είμαι άστυνομικός εδώ. Είμαι απλώς ένας άν­ θρωπος, πού καταζητείται ώς δολο­ φόνος. "Ενας άνθρωπος πού ή γυναί­ κα του οδηγείται στήν ηλεκτρική κα­ ρέκλα, μολονότι είναι άθώα. Καί, άν ή Κόννι πρόκειται νά καθήση εκεί, δέν μέ νοιάζει άν θά καθήσω κΓ εγώ. Επομένως, άρχισε νά μιλάς. Τί έχει ή Κόννι πού έσύ θέλεις νά πάρης ; Ποιός είναι ό ά λ λ ο ς ; 22ήκωσε τό χέρι του σφιγμένο σέ γροθιά αύτή τή

πάλι φορά. —Μίλησε... άλλοιώς θά σέ σκο­ τώσω. Τά χείλη της τρέμισαν. Τόν πί­ στεψε. —Μη !, φώναξε μέ φωνή πού βγή­ κε βέ δυσκολία άπό τό λαρύγγι της. Δέν ήταν δική μου ή ιδέα. Αύτός... ήρθε σέ μένα. "Εψαξε νά μέ βρή στό Ντένβερ καί... Σώπασε κΓ άρχισε νά ξεφωνίζη, κυττάζοντας κάτι πίσω άπό τόν Χέρ­ μαν. Ό μεγαλόσωπος ντέτεκτιβ γύρισε, μά ήταν πολύ άργά. Ό Πάρκ είχε γυρίσει μπρούμυτα καί, κρατώντας τό πιστόλι, πού είχε πάρει άπό τόν Χέρμαν, μέ τά δυό του χέρια, κατέ­ βαλλε τά τελευταία ύπολείμματα τής δυνάμεώς του για νά τραβήξη τή σκανδάλη.

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ Τό πιστόλι κλώτσησε δυό φορές. Ό Χέρμαν τό κλώτσησε καί ή τρίτη σφαίρα κατέβασε ασβέστες άπό τό ταβάνι. Μέ τά χέρια της σφιγμένα 'στό στήθος της, τό κορίτσι έκανε μιάν απεγνωσμένη προσπάθεια νά μιλήση. "Επειτα, μέ τό ένα χέρι απλωμένο μπροστά της, σάν νά έψαχνε νά βρή τόν δρόμο της μέσα στό σκοτάδι, έκανε δυό άβέβαια βήματα καί κατέρρευσε. Ό Χέρμαν έσκυψε καί δοκίμασε τόν σφυγμό της. Δέν τόν βρήκε. *0 θάνατος ήταν σχεδόν άμεσος. Κάθηάε χάμω δίπλα στόν Πάρκ. Τά μάτια του φαλακρού είχαν αρχί­ σει νά παίρνουν τή γυαλάδα τού θανάτου. —"Ακούσε, Πάρκ, ίκέτευσε ό Χέρ­ μαν. Πεθαίνεις. Τί έχεις νά κερδίσης άν δέν μιλήσης; Δόσε στήν Κόννι μιάν εύκαιρία νά άθωωθή! Γιά τί άκριβώς πρόκειται; —"Εψιλον... Ζήτα, εΐπε σιγανά ό άνθρωπος πού πέθαινε. "Εψιλον Ζήτα εννιακόσια ενενήντα εννέα... τετρά­ γωνο σαράντα, "Εψιλον μισό. Τά μάτια του έκλεισαν άργά. Ό Χέρμαν τόν τράνταξε, προσπα­ θώντας νά άναβάλη τόν θάνατο γιά μιά στιγμή ακόμα. —"Εψιλον Ζήτα εννιακόσια ενε­ νήντα... Ό Πάρκ σώπασε καί πέθανε. Ή οσμή τοϋ μπαρουτιού ήταν δυ­ νατή μέσα στό δωμάτιο. Ή ξαφνική σιωπή αντήχησε σάν σάλπιγγα στ’ αύτιά τοϋ Χέρμαν. Τά παιδιά δέν ξεφώνιζαν πιά. Τά χτυπήματα στήν πόρτα είχαν στατατήσει. Μά κάπου μακρυά μιά σειρήνα εί­ χε αρχίσει νά ούρλιάζη. Κάποιος εί­ χε τηλεφωνήσει στήν άστυνομία. Καθησμένος πάντα χάμω, ό Χέρ­ μαν άναρωτήθηκε άν έπρεπε νά μείνη ή νά φύγη καί προτίμησε τό πρώτο. Ή φυγή δέν μπορούσε νά τόν βοηθήση τώρα. Είχε φτάσει στήν άκρη τού σκοινιού του. — ΕΖ —999, έπανέλαβε τά τελευ­ ταία λόγια τού νεκρού. Τετράγωνο 40. Ε 1 ]2. θά έδινε τή μισή ζωή του γιά νά μπορέση νά καταλάβη τί ήθελε νά πή ό Πάρκ.


ΕΖ—999 Και τότε, ξαφνικά, κατάλαβε. Του­ λάχιστον, κατάλαβε που μπορούσε νά μάθη τι άκριβώς σήμαιναν τά λόγια αυτά. $ ΓΤ. Καί, τό σπουδαιότερο, κατάλαβε ποιος ήταν ό δολοφόνος.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

λησε πάλι καί τήν κάθισε στήν καρέ­ κλα της. —Τότε κάθησε ήσυχα εδώ ενώ ό μπαμπάς θά κάνη μερικές ταχυδα­ κτυλουργίες. σ

Η ΑΥΛΑΙΑ ΠΕΦΤΕΙ Τό φως μέσα στόν διάδρομο, που άστραφτε από ατσάλι, ήταν αναμμέ­ νο δλη νύχτα την περασμένη νύχτα, θά έμεινε άναμμένο δλη νύχτα πάλι απόψε καί τήν επομένη νύχτα καί την άλλη καί τήν άλλη. 'Ο αέρας ήταν στάσιμος καί ζεστός καί μύριζε αν­ τισηπτικά. μ Μέ χέρια διπλωμένα κάτω από τό κεφάλι της, αναγκάζοντας τόν εαυτό της νά μένη σέ ακινησία, ή κοκκινο­ μάλλα μέσα στο κρατητήριο ήταν ξα­ πλωμένη κυττάζοντας τό φως καί άναρωτώμενη πόσον καιρό χρειάζε­ ται μιά γερή γυναίκα νά χάση τό μυαλό της. Ένας ίσκιος σκέπασε τό φώς. *Ανακάθησε μ’ έναν σπασμό φόβου στόν λαιμό. ΤΗταν ή νεχτερινή υπάλληλος των κρατητηρίων. Ή γυναίκα κύτταξε άπό τά κάγ­ κελα κι’ έπειτα ξεκλείδωσε τήν πόρ­ τα του κελιού κΓ έγνεψε στήν Κόννι νά βγή στόν διάδρομο. —Μέ συγχωρειτε γιά τήν ένόχλησι, αγαπητή μου. ΕΓναι περασμένα μεσάνυχτα, μά σάς θέλουν κάτω πάλι. Αύτή τή φορά δεν τήν πήγαν στό γραφείο του είσαγγελέως, άλλά στό Γραφείο Διώξεως Δολοφόνων... Καί τότε © Χέρμαν μπήκε * στό δωμάτιο. Στά μάγουλά του υπήρχαν ξανθά γένια δυο ήμερων. Τό κοστού­ μι του ήταν σκονισμένο καί τσαλα­ κωμένο. Τά μάτια του ήσαν κόκκινα άπό τήν. άϋπνία. Στό μέτωπό του ή­ ταν μιά μεγάλη ταινία λευκοπλάστη. Μά χαμογελούσε. Καί δεν στάθη­ κε σέ μιά γωνΊά μιλώντας μέ κά­ ποιον άλλον. Διέσχισε τό γραφείο, τήν σήκωσε καί τήν φίλησε. —Εντάξει, μωρό ; ρώτησε ό Χέρ­ μαν. Ή Κόννι, μήν τολμώντας νά μιλήση, κούνησε απλώς τό κεφάλι της. Ό μεγαλόσωμος ντέτεκτιβ τήν φί­

Ό Τσόκ ανέβαινε τή σκάλα κινδύνου. /ϋ^ιέσγισε τό δωμά­ τιο κάι πήγε καί κάθησε στή γωνία τού τραπεζιού τού προϊσταμένου του. Τό μουρμούρισμα τών φωνών στα­ μάτησε. —Πόσα τούς εΐπες, Χάρρυ ; Ό Πούρβες κούνησε τό κεφάλι του. — Τίποτα. Τίποτα έκτος άπό τό δτι ό Μεγάλος Χέρμαν έκανε τό θαύ­ μα του πάλι. Μά, είλικρινά, δέν μού άρέσει ή ιδέα αυτής τής συγκεντρώσεως. —Αλήθεια ; μουρμούρισε ό Χέρμαν. Τά διαπεραστικά μάτια του έψα­ ξαν τό πλήθος. —Ό Μέγερς είναι εδώ ; Ό καταστηματάρχης5 σηκώθηκε ά­ πό μιά καρέκλα κοντά στόν τοίχο. —Μάλιστα. —Ό Γκουΐνες ; —Έδώ. — Ό Τσάρλς Σβάνσον ;


28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό γέρος σηκώθηκε μέ αξιοπρέ­ πεια. —θά είμαι όσο μπορέσω πιό σύν­ τομος, τόν διαβεβαίωσε ό Χέρμαν. Σηκώθηκεκαί τράβηξε τό σεντόνιάπό τό πρόσωπο του νεκρού κοριτσιού, επάνω σ' ένα φορείο, ενώ οί φωτορεπόρτερς γέμιζαν τό δωμάτιο μέ λάμψεις μαγνησίου. —Εσείς πρώτος, Μέγερς. Ελάτε εδώ και πέστε μου άν γνωρίζετε αυ­ τό τό κορίτσι. Ό καταστηματάρχης άνασκίρτησε βίαια."Επειτα γύρισε καί κύτταξε τήν Κόννι. — Λοιπόν ; ρώτησε ό Χέρμαν Στόν. Μέ σταγόνες ιδρώτα στό μέτωπό' του, ό Μέγερς είπε : —Ναί. Καί όχι. Είναι ή κυρία Στόν. Ξανακύτταξε τήν Κόννι. — Μά πάλι, δέν μπορεί νά εΐναι —Σωστά, εΐπε ό Χέρμαν. Δέν μπο­ ρεί νά είναι. "Εγνεψε στόν ιδιοκτήτη του μπάρ.ι —Η σειρά σου, Γκουΐνες. — Ναί. Βέβαια. Αύτή εΐναι ή γυ­ ναίκα πού ήταν στό μπάρ μου μέ τόν Λάϊλ. — Ό κ. Σβάνσον. Ό γέρος έξήτασε τό πρόσωπο του νεκρού κοριτσιού πιό πολύ άπό τούς άλλους δυό — Ναί. Αύτό είναι τό κορίτσι πού είδαμε. Φαινόταν σίγουρος γι’ αύτό πού έλεγε. Γύρισε καί κύτταξε τόν Χέρ­ μαν. — Μά... ποιά είναι; Ό Χέρμαν άναψε ένα τσιγάρο. —Τό όνομά της ήταν Μύρα. —Μύρα ! Ή Κόννι άνωρθώθηκε. Ό Χέρμαν τής έγνεψε νά ξανακαθήση. — Δέν εΐναι ανάγκη νά τήν δής εσύ άγάπη μου. Πές μου μόνο... πότε εΐδες γιά τελευταία φορά τήν έξαδέλφη σου ; Ή Κόννι κούνισε τό κεφάλι της. —Δέν θυμούμαι. "Ισως όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Ή οίκογένειά της πήγε στό Ούέστ. Στό Ννένβερ. Ό μεγαλόσωμος ξανθός άντρας χαμογέλασε.

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ — Σωστά. Μά δέν ήταν αύτή ή τελευταία φορά πού τήν είδες. Ή Μύρα ήταν τό κορίτσι πού πήρε έκείνο τό δέμα σου γιά τήν Εύρώπη. Ό Χέρμαν σκέπασε τό πρόσωπο τού νεκρού κοριτσιού. —Συχνά συμβαίνει έξαδέλφες νά μοιάζουν μεταξύ τους σάν αδελ­ φές. Γύρισε άπ ό τ ο μ α στόν Επιθεωρητή Γκρέϊντυ καί πρότεινε τό δάχτυλό του έπιτιμητικά. —Μου είπατε ότι είχατε δη συχνά, τήν Κόννι μέ τόν Λάϊλ. Τής μιλήσατε σέ καμμιάν άπό τις περιπτώσεις αύτές; Ό γκριζομάλλης επιθεωρητής κύτ­ ταξε πρός τό φορείο καί μόρφασε. — "Οχι. Τήν έπαθα σάν βλάκας. — Ναί, εΐπε ό Χέρμαν. Εσείς καί. πολλοί άλλοι. Μά ό μεγαλύτερος βλάκας ήταν ό Κάρυ Λάϊλ. Τόν εί­ χε κάνει νά πιστέψη ότι ήταν ερωμέ­ νος τής γυναίκας ενός σκληροτράχη­ λου ντέτεκτιβ. —Μά γιατί ; ρώτησε μέ άπορία ή Κόννι. Τί... — "Επρεπε νά πεθάνης, τής εΐπε ό Χέρμαν ήρεμα. Επειδή όμως ήσουν γυναίκα μου, δέν τόλμησαν νά σέ σκοτώσουν κατευθείαν. ΓΓ αύτό σκαρφίστηκαν αύτή τή σκευωρία. Φαντάστηκαν ότι εγώ θά γινόμουν έξω φρενών καί δέν θά νοιαζόμουν τί θά συνέβαινε σέ σένα. Φαντάστη­ καν ότι ό θυμός μου καί ή λύσσα μου γι’ αύτό πού ύπετίθετο ότι εΐχες κάνει θά έδιωχνε τόν έρωτά μου. "Εσβησε τό τσιγάρο του. —Αύτό άρχισε εδώ κΓ έναν χρό­ νο, όταν κάποιος, πού βρίσκεται μέ­ σα στό δωμάτιο αύτό, άνασκάλεψε κάτι παλιά άρχεϊα καί άνακάλυψε ενα χρυσωρυχείο. Τό μόνο κακό ήταν ότι τό χρυσωρυχείο δέν άνήκε σ’ αύτόν. Ό Πούρβες ρώτησε : — Αύτό... χμ... τό χρυσωρυχείο πού βρήκε σέ ποιόν άνήκε ; — Ή Κόννι είχε τά περισσότερα δικαιώματα, εΐπε ό Χέρμαν. "Ετσι, ό άνθρωπος γιά τόν όποιο μιλώ πή­ γε καί μίλησε στόν γέρο —Φαλάκρα Πάρκ, τόν διευθυντή τού όρφανοτροφείου, όπου ή Κόννι εΐχε άνατραφή, καί, εξετάζοντας τό αρχείο βρήκε κά­


ΕΖ—999 που τό όνομα τής Μόρας ώς τής μό­ νης της συγγενούς, "Επειτα, άφοΰ εξασφάλισε με υποσχέσεις κερδών τή συνεργασία του Πάρκ, ό φίλος μας πήγε στό Ντένβερ καί κουβέντιασε μέ τή Μόρα. Δέν δυσκολεύτηκε νά την πείση. Δούλεψαν μαζί έναν ολόκληρο χρόνο προετοιμάζοντας τή σκευωρία. Ή Μύρα παράσταινε τήν Κόννι καί φρόντιζε νά τήν δουν πολλοί μέ τόν Λάϊλ. Ακόμα κι* ό Λάϊλ νόμιζε πώς ήταν ή Κόννι. .Τότε, χτες τό άπόγεμα, δταν ολα ήσαν έτοιμα καί δλος ό κόσμος ήξερε πώς ή Κόννι ήταν ερωμένη του Λάϊλ, τήν παρακολούθησαν ώς του Μέγερς, όπου ή Κόννι πήγαινε συχνά κι* όπου ένα παιδί, πού λεγόταν Τζόε Σίμσον, είχε πληρωθή γιά νά δώση στήν Κόννι ναρκωτικό, δταν θά του έκαναν σήμα. Του έκαναν σήμα χτές. Τό χλώριο επιδρά διαφορετικά σέ κάθε άνθρωπο ανάλογα μέ τήν ιδιο­ συγκρασία του. Ή Κόννι δεν έχασε αμέσως τις αισθήσεις. Ζαλίστηκε άιρλώς καί μια άγαθή, ήλικιωμένη κυ­ ρία, πού στεκόταν πιο πέρα, τήν βο­ ήθησε νά βγή έξω, όπου έχασε τις αισθήσεις της μέσα στόαύτοκίνητόμας. —θυμάμαι τώρα !, φώναξε ή Κόννι. "Ημυυν ζαλισμένη καί μιά καλή κυρία ήρθε καί... Ό Χέρμαν τήν διέκοψε ξερά : — Ναι. Μιά καλή κυρία... "Επειτα απ’ αύτό δλα ήσαν απλά. Μετέφεραν τήν Κόννι στήν πολυκατοικία του Λάϊλ, περίμεναν νά τούς δοθή ή εύκαιρία καί τήν ανέβασαν μέ τόν φορ­ τηγό άνελκυστήρα. Δέν ξέρω αν ό Λάϊλ ήταν κιόλας νεκρός. Είναι πι­ θανότερο δτι ήταν αναίσθητος άπό τό μεθύσι. Πάντως, τής έβγαλαν τό φόρεμα, έβαλαν ένα πιστόλι μέ σι­ γαστήρα στό χέρι της, άκούμπησαν τήν κάννη στόν κρόταφο του Λάϊλ καί τράβηξαν τήν σκανδάλη. Γι* αύ­ τό άπεδείχθη στό εργαστήριο δτι ή Κόννι είχε πυροβολήσει. Ο Πούρβες έδειξε τό νεκρό κορίτσι, μόρφασε καί είπε άργά : —ΣοΟ τά είπε δλα αύτά ή ϊδια πριν πεθάνη ; — Όχι, είπε μέ ειλικρίνεια ό Χέρ­ μαν. Δέν είχα τύχη εκεί. Σκότωσε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

τόν Πάρκ κι* αύτός τήν σκότωσε, πριν κανένας τους μπορέση νά όνομάση τόν συνέταιρο τους. —Τότε δέν ξέρεις τό όνομά του ; Ό Χέρμαν αγνόησε τήν έρώτησι* —Ή σκευωρία ήταν σχεδόν τε­ λεία. 'Ένα άπό τά πιό έξυπνα κόλπα τής Μύρας ήταν δτι φρόντισε νά προσληφθή ώς τηλεφωνήτρια στήν πολυκατοικία όπου μένω, γιά νά μπορή νά ξέρη κάθε στιγμή που θά βρισκόμουν καί πότε. Γιατί βέβαια τό σχέδιό τους θά κατέρρεε, άν τήν συ­ ναντούσα πουθενά μέ τόν Λάΐλ, πριν έφτανε ή ώρα τής δράσεως. Ό Πούρβες χτύπησε ελαφρά τό μολύβι του στό τραπέζι. — Όλα αύτά είναι πολύ καλά. Μά πές μου γι’ αύτό τό χρυσωρυχείο. Τί ήταν εκείνο πού ήθελαν νά άποκτήσουν ενοχοποιώντας τήν Κόννι ;

Ό Χέρμαν Στόν χαμογέλασε. —ΕΖ—999, άπάντησε. τετράγωνο 40 Ε 1 ]2. Τό πρόσωπο τού Πούρβες χρωμα­ τίστηκε ελαφρά. —Τί διάβολο σημαίνουν αύτά ; — 'Ένα κομμάτι γής, είπε ό Χέρ­ μαν. Τά μάτια του έκαναν τόν γύρο τού δωματίου. —Είναι εδώ ό κ. Μάνερς τής Ε­ ταιρίας Τίτλων Ιδιοκτησίας; —Μάλιστα. 'Ένας λεπτός, καλοντυμένος άν­ τρας πλησίασε στό τραπέζι. — Ώραΐα ! Καί εξετάσατε σχετικά μέ τήν ιδιοκτησία τής οποίας τά στοιχεία σάς έδωσα άπό τό τηλέφω­ νο ; — Μαλιστα.


30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Λοπτόν, τί είναι ; —Εΐναι ένα μικρό οικόπεδο είκο­ σι πέντε μέτρα πλατύ καί έβδημήντα βαθύ. Είναι μέρος του παλιού αγροκτήματος των Σβίντον, για να είμαι ακριβής, καί άπό ένα σφάλμα κάποιου γραψέως μπήκε στό έγγρα­ φο αγοραπωλησίας ενός γειτονικού/ οικοπέδου. — Επομένως τό οικόπεδο ανήκει στούς Σβίντον, ή μάλλον στους κληρονόμους των. —Μάλιστα. —Καί πόσο περίπου άξίζει ; αιιον ε λ ώ ν τ α ς πλατειά, ό Μάνερς έκανε μιά ζωηρή χειρονομία λέγοντας : —Χμ I θά ήθελα νά είχα δικαι­ ώματα σ’ αύτό τό χωράφι. Τυγχάνει, βλέπετε, αύτό τό κομμάτι γης νά βρίσκεται άκριβώς στό Μπουλβάρ Μίτσιγκαν καί εΐναι επάνω του χτι­ σμένος ένας ουρανοξύστης με σαράν­ τα πατώματα I "Αν ή κυρία Στόν ή­ θελε νά συζητήση μιά προσφορά, θά ήμουν πρόθυμος νά προσφέρω εκ μέ­ ρους τής εταιρίας μου είκοσι εκατομ­ μύρια δολλάρια. Ό Πουρβες βλαστήμησε καί άρ­ χισε νά βήχη σάν νά είχε στραβοκαταπιή. Ό Χέρμαν τόν κύτταξε διαπερα­ στικά. —Γιατί δεν είπες στις εφημερίδες ότι σου είχα τηλεφωνήσει καί εΐχα άπειλήσει νά σπάσω τό κεφάλι του Σίμσον; Γιατί γύρισες στό γραφείο έπειτα άπό τό τηλεφώνημά μου ; —Γύρισα στό γραφείο, είπε, ό Πουρβες γιατί σκέφτηκα πώς εΐσαι αρκετά τρελλός γιά νά έκτελέσης τήν απειλή σου. Καί δεν είπα τίποτα στις εφημερίδες, γιατί ήμουν βέβαιος ότι είχες πραγματικά σκοτώσει τόν Τζόε Σίμσον. Ό Χέρμαν άρχισε νά λέη κάτι, σώπασε καί γύρισε πρός δυό άτομα, πού εΐχαν κατευθυνθή πρός τήν πόρ­ τα του γραφείου. — Μιά στιγμή I, φώναξε. Εσείς ε­ κεί, κύριε καί κυρία Σβάνσον. Που πηγαίνετε ; Με τό πρόσωπο κατάχλωμο, ό Σίβάνσον γύρισε άπρόθυμα. — Μά.,.ναί. Είναι άργά καί...

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΕΖ—999 Ή Κόννι τινάχτηκε όρθια μέ τό δάχτυλο προτεταμένο. —Αύτή είναι I Αύτή εΐναι ή ηλι­ κιωμένη κυρία πού μέ βοήθησε νά πάω στό οτύτοκίνητό μου I Ό Χέρμαν κούνησε τό κεφάλι του. —Τό φαντάστηκα αύτό. Ό Μέγερς κΓό Χάρρυ Πουρβες ήσαν οί μό­ νοι άνθρωποι, πού ήξεραν ότι θά πή­ γαινα νά τσακίσω στό ξύλο τόν Τζόε. Μά τό διαμέρισμα των Σβάνσον εΐναι δίπλα στου Αάϊλ. Μέ άκουσαν άπό τόν τοίχο. Καί, όταν μου προσέφερε τόν καφέ, ή κ. Σβάνσον δεν τό έκα­ νε αύτό άπό καλοσύνη. "Ηθελε νά μέ καθυστερήση γιά νά προλάβη ό σύ­ ζυγός της νά γλυστρήση έξω άπό τήν πίσω πόρτα καί νά φροντίση νά κά­ νη τόν Τζόε νά σωπάση γιά πάντα. Ό Σβάνσον, πού δεν φαινόταν πιά τόσο γέρος καί τόσο εύθραυστος, τράβηξε ένα πιστόλι άπό τήν τσέπη του. Ό Χέρμαν, μ’ ένα γοργό, κοφτό χτύπημα στόν καρπό, έκανε τά δά­ χτυλά του ν’ άνοίξουν καί νά παρα­ τήσουν τό όπλο. —Μήν εΐσαι τόσο κακός, Τσάρλι !, έκάγχασε. Ό Μάνερς πήγε κοντά καί κύττα­ ξε τόν Σβάνσον προσεκτικά στό πρό­ σωπο. — "Α I έκανε. Τό όνομά του δεν εΐναι Σβάνσον I Εΐναι Μπόλθερ. Καί δέν εΐναι τόσο γέρος όσο φαίνεται. Καί δέν εΐναι συνταξιούχος. Τόν άπολύσαμε εδώ καί δυό χρόνια άπό τήν ύπηρεσία γιά κάποια μικροαπάτη.

Ό Χέρμαν σηκώθηκε. — Εντάξει, Κόννι, είπε. Πάμε. "Οταν βγήκαν στό χώλ, τό κορίτσι τόν σταμάτησε. — Μιά στιγμή, Χέρμαν. Τί σ’έκανε νά μέ πιστέψης ; Πώς ήξερες ότι εγώ... χμ... ότι δέν εΐχα κάνει αύτό πού... αύτό πού ήταν τόσο... — Πρώτ’ απ’ όλα, τήν διέκοψε ό Χέρμαν, ύπήρχε μιά καρδιά βοδιού. "Επειτα υπήρχαν τά τσιγάρα. "Επει­ τα, τό ούίσκυ πού δέν έπινες καί... Ή Κόννι φάνηκε άπογοητευμένη. —Αύτό εΐν’ όλο ; Ό Χέρμαν χαμογέλασε.


ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΓΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ Περίεργα ψάρια Θά τό πιστέψετε; Υπάρχουν πολ­ λά ψάρια, τά όποια εΤνε προικισμέ­ να μέ τό αίσθημα της φιλοξενίας I Μεταξύ αυτών, έκεινο ιδίως τό ψάρι πού δέχεται καθημερινώς επι­ σκέψεις άλλων ψαριών στη φωλιά του, είτε τό άστρόψαρο. Στά ευρύχωρα διαμερίσματα της φωλιάς του άστρόψαρου, ή οποία μοιάζει σάν κερήθρα μελισσών, βρί­ σκουν καταφύγιο και ξεκουράζονται πολλά κυνηγημένα ψάρια. ** * Υπάρχει πά^ι κι* ένα άλλο ψά­ ρι πού έκτελεϊ χρέη... γιατρού ! Τό ψάρι αυτό βγάζει άπό τό δέρμα του μιά βλεννώδη ούσία, ή οποία θερα­ πεύει τις πληγές τών άλλων ψαριών. Αρκεί νά τριφτούν τά πληγωμένα ψάρια πάνω στό βλεννογόνο δέρμα του καί εύθύς αμέσως κλείνει ή πλη­ γή τους ! ** * * Τό ψάρι επίσης μέ τά τέσσερα μάτια, προξενεί μεγάλη κατάπληξι σ’ όσους τό βλέπουν για πρώτη φορά. Τό περίεργο αΑτό ψάρι κο­ λυμπά κατά εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Έχει τό κάτω μέρος τού σώματός του, την ουρά δηλαδή, βυ θισμένη μέσα στή θάλασσα, ενώ τό επάνω μέρος, τό κεφάλι του, έξω ά­ πό την επιφάνεια του νερού. Μ’ άλ­ λα λόγια, τό ψάρι αυτό κολυμπά όρθιο !... Μολαταύτα, χάρις στά διπλά του μάτια, τό εξωτικό αυτό ψάρι μπο­ ρεί νά βλέπη καί τά έντομα πού πε-

—Τί θέλεις νά πώ·; Ότι μέ τύ­ φλωνε ό έ'ρωτάς μου για σένα ; Αυτή κούνησε καταφατικα τό κε­ φάλι της. Ό Χέρμαν τήν > πήρε στην αγκα­ λιά του, τήν έσφιξε μέ ούνσμι καί τήν φίλησε τραχεία... ΤΕΛΟΣ

τοϋν έξω άπό τό νερό καί τά μικρό ψάρια, πού κολυμπούν μέσα στό νε­ ρό καί πού αποτελούν τήν πιό βασι­ κή τροφή του 1 I

Οί συνήθειες τών λύκων Ή ίκανότης πού έχουν οί λύκοι νά διαισθάνωνται τούς κινδύνους εί­ ναι καταπληκτική. Οί λύκοι τού Βορρά όταν πρόκει­ ται νά περάσουν παγωμένο ποτάμι, καταλαβαίνουν τά μέρη οπού ό πά­ γος δέν είναι αρκετά στερεός καί α­ ραιώνονται γιά νά μή σπάση. Έτσι περνούν ένας —ένας χωρίς κίνδυνο. Τήν ευφυΐα αυτή έχουν κληρονο­ μήσει καί οί λυκόσκυλοι τών Έσκιμώων, πού χρησιμοποιούνται νά σέρνουν έλκυθρα έπάνω στον πά­ γο. Έτσι οί ’Εσκιμώοι χάρις στό ένστικτο τών σκύλων τους, αποφεύ­ γουν μεγάλους κινδύνους. Όταν πρόκειται ό λύκος νά έπιτεθή σέ καμμιά στάνη διαλέγει πάντα μέ σοφό υπολογισμό τό ση­ μείο άπό τό όποιο θά μπή έτσι ώστε νάχη πάντοτε κόντρα τον άνεμο, καί τούτο γιά νά παρασύρη ό αέρας μακρύά τήν οσμή πού βγάζουν τά χνώτα του καί τό τομάρι του καί νά μή τον παίρνουν μυδουδιά οί σκύ­ λοι. Όταν ό λύκος βρεθή ανάμεσα στό κοπάδι, κόβει καί ρίχνει κάτω όσα μπόρεση πρόβατα. Τό κάνει δέ αυτό απλώς άπό αίμοβόρα εύχαρίστησι γιά νά χύση αίμα 1 Τέλος όταν φύγη, μόνον ένα πρό­ βατο πςαρνει μαζί του άπό τά πολ­ λά ποϋχει πνίξει... Είναι αξιοθαύμαστη ή πονηριά, πού μεταχειρίζονται οί λύκοι στήν περιφέρεια, όπου έχουν τή φωλιά τους καί ανατρέφουν τά μικρά τους. Ποτέ δέν πειράζουν τά πρόβατα τής περιφέρειας αυτής. Καί πάντοτε πηγαίνουν πολύ μακρυά καί ζητούν τήν λεία τους. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι, άν ριχτούν στις στάνες εκεί γύρω, θά


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

φέρουν σέ άναστάτωσι τούς τσοπά­ νηδες και θά τους αναγκάσουν νά βγουν παγανιά και νά τούς καταδιώ­ ξουν. Σέ μιά τέτοια περίστασι τά μι­ κρά τους θά διέτρεχαν μεγάλο κίν­ δυνο καί τον κίνδυνο αύτό θέλουν ακριβώς ν’ άποφύγουν.. Καί οί τσοπάνηδες όμως μετα­ χειρίζονται την ίδια πονηαία. Δέν εξολοθρεύουν ποτέ τις λυκο­ φωλιές τής περιφέρειας τους, δταν τις άνακαλύπτουν. Γνωρίζουν άπό πείρα δτι αυτές άποτελουν ασφά­ λεια γιά την περιοχή τους άπό τούς λύκους. Καί έτσι τσοπάνηδες καί λύκοι κάνουν ένα είδους σιωπηρής άνακωχής μεταξύ τους. Περίεργο δμως... Ούτε τά τσο­ πανόσκυλα πειράζουν τά μικρά λυκό­ πουλα δταν τά άνακαλύπτουν. ’Τσως γιατί είνε πολύ μικρά καί τά περιφρονοΰν, ϊσως γιατί δέν τά ξεχωρί­ ζουν άπό τά κουτάβια των σκύλων.

Ηλεκτρικά ψάρια ιI Ηλεκτρισμό έχουν βέβαια δλα τά ζώα. Όλόκληρη συστοιχία δμως έχουν μόνον ώρισμένα ψάρια τριών ειδών μάλιστα, πού χρησιμοποιούν τήν δύναμι αυτή γιά τήν αύτοσυντήρησί τους. Ή ήλεκτρική αυτή έγκατάστασις είναι κατασκευασμένη δπως μιά ή­ λεκτρική στήλη του Βόλτα, δηλαδή άπό μυϊκούς δίσκους, τοποθετημένους σέ στήλη καί χωρισμένους άπό Ι­ στούς. Τά ήλεκτρικά ψάρια είναι ζώα προνομιούχα, άφου έχουν μέσα ύπερασπίσεως πολύ ανώτερα άπό κάθε άλλο, μέσα σχεδόν υπερφυσικά, πού μόνον ό άνθρωπος γνωρίζει νά μεταχειριστή. Κανένα ζώο δέν μπο­ ρεί νά υπερασπιστή εάν του έπιτεθή ένα ήλεκτρικό ψάρι καί κανένα ζώο επίσης δέν μπορεί νά παλαίψη μέ τέ­ τοιον εχθρόν. Τό ήλεκτρικό ψάρι παραλύει τόν εχθρό του άμέσως. "Οταν κυνηγά τό θϋμα του, τό άναισθητεϊ καί τό σκο­ τώνει χωρίς κόπο, μέ μόνο τό ρεύμα πού εκπέμπει. Ευτυχώς οί κινήσεις του είδους αυτών τών ψαριών δέν

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ είναι γρήγορες, άλλως θά κατέστρε­ φαν γρήγορα δλους τούς συγκατοίκους των τής θάλασσας καί τών ελών δπου ζοϋν. Ή Τορπίλλη πού άνήκει στήν ομοταξία τών Πλαγιοστόμων, ήταν γνωστή καί στούς άρχαίους "Ελληνες, πού δμως δέν έγνώριζαν καί τήν υπαρξι τής ήλεκτρικής συ­ στοιχίας μέσα στό σώμα τών περιέρ­ γων αύτών ψαριών. ’Έχουν δέρμα λείο καί δίχως λέπια, μήκος περισσό­ τερο του ενός μέτρου καί βάρος 20 όκάδες. Ή Τορπίλλη ζή στήν Εύρώρώπη. Είναι άπό τά λίγα ζωοτόκα ψάρια καί γεννά δέκα έως δεκαπέντε μικρά. Μόλις άγγίξει κανείς τήν Τορπίλ­ λη αισθάνεται δυνατό κλονισμό. Τό ρεύμα του ήλεκτρισμου είναι πολύ δυνατώτερο δταν θελήση κανείς νά συλλάβη τήν Τορπίλλη. Μέσα στό νερό, πού είναι ώς γνωστόν καλός άγωγός του ήλεκτρισμου, ή δόνησις είναι πολύ ισχυρότερη. Ό ζΑγγλος Ούάλς έπιστοποίησε πρώτος δτι ή ενέργεια τής τορπίλλης είναι ήλεκτρικής φύσεως. Μέχρι τής εποχής εκείνης κυκλοφορούσαν διάφοροι μύθοι διά λογαριασμό τής Τορπίλλης, τούς οποίους δμως διέ­ λυσε ή επιστήμη, *

* «

Τό ήλεκτρικό χέλι μελετήθηκε ιδι­ αιτέρως άπό τό Ούμπολτ. Είναι τό φοβερώτερο ήλεκτροφόρο ψάρι κα έχει τό σχήμα ενός κοινού χελιού. Ζή στήν Κεντρική Αμερική, ιδίως στά έλη καί τούς βούρκους. Ή ήλεκτρι­ κή του δύναμις είναι σημαντική. "Ε­ νας γάτος πού είχε πλησιάσει ένα χέλι πετάχτηκε πίσω ναουρίζοντας σαν απελπισμένος. "Ενας σκύλος γάβγιζε σαν νά τόν είχαν χτυπήσει δυνατά στό κεφάλι. "Ενας άνθρωπος έμεινε γιά πολλή ώρα άναίσθητος, Μέ τή βοήθεια οίουδήποτε άπομονωτικού μέσου ή κακού αγωγού τού ήλεκτρισμού τό χέλι είναι άκίνδυνο. ❖ * Ό Ούμπολτ διηγείται μιά όμηρική μάχη μεταξύ χελιών, αλόγων καί ανθρώπων, πού θά είναι ασφαλώς ή


ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ περιεργότερη μάχη στο ζωϊκό βασί­ λειο. Τά χέλια δύσκολα πιάνονται μέ τά δίχτυα, γιατί τρυπώνουν στό βούρκο. "Επρεπε λοιπόν οί ιθαγενείς ψαράδες, πού είχαν πληρωθή αδρά από τον Ουμπολτ γιά νά πιάσουν μερικά χέλια, νά καταφύγουν σ’ άλ­ λο στρατήγημα γιά ν νά συλλάβουν τον επικίνδυνο εχθρό. Τριάντα άλο­ γα έκαναν την έφοδο καί ώρμησαν μέσα στά ρηχά νερά. Μόλις άκουσαν τόσο θόρυβο, τά χέλια ξετρύπωσαν, είδαν τον εχθρό καί παρατάχθηκαν γιά μάχη. Πρώτα προχώρησαν τά μεγάλα μαυροκίτρινα χέλια, πού φθάνουν σε μήκος μέχρι δύο μέτρων, καί περνού­ σαν κάτω άπ’ τις κοιλιές των αλό­ γων σκορπίζοντας ηλεκτρισμό. Γύρω άπό τά άλογα είχαν σταθή οί ιθα­ γενείς ώπλισμένοι μέ ακόντια καί άλλοι είχαν άνεβή στά δέντρα, φωνάζοντας καί κάνοντας τρομερό θό­ ρυβο. Οί κυνηγοί φρόντισαν νά κρατούν τά άλογα μέσα στην ακτίνα τής μά­ χης, γιατί τά ζώα φοβισμένα, ζητού­ σαν νά φύγουν. Τά χέλια ύπερασπίζονταν μέ ήλεκτρικές εκκενώσεις ε­ πάνω στις κοιλιές τών άλογων, πού ζαλίζονταν επί τέλους καί έπεφταν. "Αλλα έφευγαν κατατρομαγμένα καί μέ σηκωμένη τη χαίτη. Τά περισσό­ τερα έπεφταν έξηντλημένα άπάνω στην άμμο. Δυο άλογα είχαν πεθάνει. Γιά μιά στιγμή φάνηκε ότι θά έπεφταν όλα τά άλογα καί ότι θά νικούσαν τά χέλια. Καί βέβαια θά νι­ κούσαν, άν δεν είχαν έξαντληθή τά πολεμοφόδιά τους. |Τόσες έφοδοι, τό­ σες εκκενώσεις, είχαν φυσικά εξαν­ τλήσει την παρακαταθήκη ήλεκτρισμού πού είχε κάθε χέλι καί άρχισαν σιγά—σιγά νά διασκορπίζωνται έγκαταλείποντας τή μάχη. Είχαν άνάγκη ν’ άναπαυθούν γιά νά ξαναρχί­ σουν πάλι τήν έφοδο, αφού ετοιμά­ σουν νέο ρεύμα. Πέντε κουρασμένια χέλια έπεσαν τότε στά δίχτυα τών ιθαγενών, γιατί δεν μπόρεσαν νά ξανατρυπώσουν στόν βούρκο. Τά χέλια γνωρίζουν τή δύναμί τους καί τά βάζουν μέ όλα τά ζώα καί ιδίως μέ τον κροκόδειλο. Σέ μιά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

συμπλοκή χελιών καί κροκοδείλων, οί τελευταίοι αύτοί έμειναν όλοι παράλυτοι καί δέν μπόρεσαν νά κά­ μουν κανένα κακό στά χέλια, πού ε­ ξακολουθούν νά μένουν οί καλύτε­ ροι παλληκαράδες τού νερού!

Τό τάβλι του Λουδοβίκου ΙΔ' Κάποτε ό Λουδοβίκος ΙΔ' έπαιζε τάβλι μέ έναν άπό τούς εύπατρίδες. Γύρω τους οί διάφοροι αύλικοί πα­ ρακολουθούσαν μέ προσοχή τό παι­ χνίδι. Κάποιο παίξιμο τού βασιλέως θε­ ωρήθηκε λανθασμένο καί ό συμπαίκτης ζητούσε νά τό άνακαλέση. —Τό παίξιμο εΐναι διφορούμενο, εΐπε ρ βασιλεύς, όχι όμως καί λαν­ θασμένο. Οί αύλικοί σιωπούσαν φοβούμε­ νοι μήπως δυσαρεστήσουν τον βασι­ λέα άν πούν τήν αλήθεια, πού ήταν εις βάρος του. Τότε ό βασιλεύς γύ­ ρισε πρός τόν δούκα Γκραμμόν πού στεκόταν πιό πέρα, χωρίς νά έπέμβη στήν διαφορά τών παικτών. —Γκραμμόν, κρίνε εσύ!, τού είπε. —Μεγαλειότατε, * έχάσατε, άπάντησε ό δούξ. — Πώς λές ότι έχασα αφού δέν γνωρίζεις κάν τήν διαφορά μας ; —Εΐναι περιττόν, άπάντησε ό Γκραμμόν δείχνοντας τούς αύλικούς. "Αν τό πράγμα ήταν πράγματι διφο­ ρούμενο, όπως είπατε, οί κύριοι αύ­ τοί δέν θά σιωπούσαν άλλά θά φώ­ ναζαν οτι κερδίσατε. — Πολύ ορθά, είπε ό βασιλεύς. Καί έπλήρωσε.

Φρέσκο—φρέσκο Περιηγητής, (στό γκαρσόνι). — Έδώ σ’ αύτό τό μέρος, εΐνε πολύ ώραϊα. Τό γκαρσόνι.—θαυμάσια! Κάθε ερείπιο πού βλέπετε είναι άρχαϊο καί έχει τήν ιστορία του. Περιηγητής.—Μπορείτε νά μου πήτε τότε τήν ιστορία αύτού τού... ψα­ ριού πού έφαγα ;


2.000 4

ΛΙΡΕΣ ύπό Π ΙΓΚΕΛ ΜΑΤΣΕΡΣ

"Οπου ένας πατέρας χάνει τό παιδί τοο, §νας χωροφύλακας τή στολή το» κα'ιένας δολο­ φόνος τη ζωή του ! .Μ^ϋΓΤηΜΙΙΙΙΙϋΗΙ·····........... ηλά τά χέρια !, ακούστηκε μιά δυνατή φωνή να βγαίνη ανά­ μεσα από τά δέντρα. Ό εκατομμυριούχος Κάρλ Μάρσαμ είδε, άριστερά-δεξιά, τις κάννες πιστολιών πού είχαν προβάλει πίσω άπό τούς κορμούς των δέντρων. Ό Μάρσαμ, όπως συνήθιζε κάθε άπόγεμα, είχε πάρει τόν γυιό του, πού ήταν μόλις επτά χρόνων, και έ­ καναν ένα μεγάλο περίπατο μέ τό αυτοκίνητό του στά προάστεια του Λονδίνου. Τό αυτοκίνητο τό διηύθυνε ό Καρούλ, ό μαύρος σωψέρ του. Ξαφνικά, ό Καρούλ σταμάτησε α­ πότομα. Στή μέση τού δρόμου, κάποιοι εί­ χαν πετάξει έναν κορμό δέντρου. Ό Μάρσαμ αμέσως υποπτεύθηκε ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε. Λεν πρόφτασε όμως νά λάβη τά μέτρα του

Ψ

καί άκούστηκε ή απειλητική εκείνη φωνή : ^-Ψηλά τά χέρια ! Γιά μιά στιγμή, ό μαύρος Κα­ ρούλ σκέφτηκε νά γυρίση πίσω ολο­ ταχώς, άλλά δεν πρόλαβε καλά—κα­ λά νά σταματάση καί μιά σφαίρα τόν χτύπησε στό κεφάλι κι’ έπεσε ε­ πάνω στό τιμόνι νεκρός. . Ό μικρός Τζίμ τότε άρχισε νά κλαίη καί αγκάλιασε τόν πατέρα του τρέμοντας. —Ψηλά τά χέρια, έπανέλαβε πιό άγρια ή ίδια φωνή. Ό Μάρσαμ ήταν άοπλος. Σκέφτη­ κε οτι οί κακούργοι εκείνοι δεν χω­ ράτευαν κι* επομένως έπρεπε νά συμμορφωθή μέχρις ότου δή τί ζητούσαν απ’ αυτόν. Τότε ένας άνθρωπος, πού είχε κρύψει τό πρόσωπό του μέ μιά μαύ­ ρη προσωπίδα, προχώρησε κρατών­


2.000 ΛΙΡΕΣ τας πάντοτε τό πιστόλι του σηκωμέ­ νο εναντίον του Μάρσαμ. — Μάρσαμ, έφώναξε, κατέβασε τό ιιαιδί σου από τό αυτοκίνητο I Μή μου φέρης καμμιά άντίστασι γιατί πυροβολώ ! Ό Μάρσαμ κατέβασε μηχανικά τά χέρια του κι* έσφιξε τό παιδί του στην άγκαλιά του. Τό παιδί έκλαιγε. —ψηλά τά χέρια I, ακούστηκε πάλι ή φωνή. Ό άγνωστος τότε πλησίασε τό αυτοκίνητο, άνοιξε την πορτούλα καί έπιασε τό παιδί άπό τό χέρι. Τό τράβηξε έξω καί τό κατέβασε. Τό παιδί φώναζε κι5 έκλαιγε. Ό δυστυχισμένος πατέρας δεν μπορούσε νά κρατηθή περισσότερο καί σηκώθηκε. —Στη θέσι σου ! φώναξε ό κα­ κούργος καί πυροβόλησε. Ή σφαίρα πέρασε δίπλα άπό τό κεφάλι του Μάρσαμ καί του άγγιξε τά μαλλιά. Αυτός πού βαστοϋσε τό παιδί εί­ χε έξαφανιστη τώρα πίσω άπό τά δέντρα. ’Από μακρυά άκουγόταν ή φωνή του παιδιού. — Πατέρα! Πατέρα! Αψηφώντας τότε τό θάνατο ό Μάρσαμ πήδησε άπό τό αύτοκίνητο καί άρχισε νά τρέχη πρός τη διεύθυνσι πού εΐχεν έξαφανιστη ό άγνωστος μέ τό παιδί του. ά όσο κι5 άν έτρεξε, όσο κι’ άν έψαξε άριστερά-δεξιά μέσα στο δάσος, δεν συνάντησε ίχνος κακούρ­ γου, άλλ’ ούτε καί τό παιδί του. Απελπισμένος γύρισε στο αύτο­ κίνητο. Έπειτα άπό πολλές προσπάθειες, τράβηξε τόν κορμό τοϋ δέντρου, πού βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Έπειτα, παραμέρισε τό πτώμα τοϋ μαύρου Καρούλ καί κάθησε αύτός στο βολάν. Μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα έτρεξε τώρα πρός την πόλι. Τά πρώτα σπίτια τοϋ Λονδίνου φάνηκαν. Ή κίνησις του δρόμου, ό κόσμος, τά μέγαρα, οί άστυφύλακες. Λέ; έβλεπε τίποτα. Έτρεχε σάν τρ- Λ0ς, ώσπου σταμάτησε μπροστά στη Σκώτλαντ Γυάρδ.

Μ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

Κατέβηκε άμέσως καί ζήτησε τόν άξιωματικό ύπηρεσίας. * Ό άξιωματικός άκουσε μέ κατά-· πληξι τη διήγησι τοϋ Μάρσαμ καί ά­ μέσως έδωσε διαταγές νά σπεύσουν επί τόπου τρία αύτοκίνητα γεμάτα άστυνομικούς γιά νά καταδιώξουν τούς κακούργους. Τό πτώμα τοϋ μαύρου τό παρέλ,αβαν οί άστυφύλακες καί τό έστει­ λαν στό νεκροτομείο. Ό δυστυχής ό Μάρσαμ έπέστρεψε στό αύτοκίνητο του, άλλά δέν τολμούσε νά έπιστρέψη σπίτι του. Τί θά έλεγε στή γυναίκα του; Πώς θά έπέστρεφε δίχως τό άγαπημένο του άγόρι; Προχωρούσε τώρα, σιγά^-σιγά, άπελπισμένος καί έκανε στροφές μέ­ σα στους δρόμους τοϋ Λονδίνου. Ποϋ καί ποϋ έρριχνε μιά ματιά δεξιά ή άριστερά, άλλά ή ματιά του ήταν τόσο θολή άπό τά δάκρυα πού δέν δέν μποροϋσε πιά νά προχωρήση Σταμάτησε σέ μιά γωνιά ενός μο­ ναχικού, άπομακρυσμένου δρόμου, άκούμπησε τό κεφάλι του στό βολάν τοϋ αύτοκινήτου καί άρχισε νά κλαίη σάν παιδί. Πόση ώρα είχε περάσει ; Γύρω του είχε νυχτώσει. Τά φώτα τών δρόμων άναψαν κΓ εκείνος καθόταν στήν ίδια θέσι μέ τό κεφάλι γερμένο επάνω στά χέρια. Ξαφνικά ένοιωσε ένα χέρι νά τόν άγγίζη στό ώμο. Ταράχτηκε καί σήκωσε τό κεφάλι φοβισμένος. Τά κατακόκκινα άπό τά δάκρυα μάτια του, άντίκρυσαν ένα ήρεμο καί γελαστό πρόσωπο. Κύτταξε καλά, άλλά δέν έγνώριζε τόν άνθρωπο αυτόν. —Μήν έκπλήττεσθε. Κάθομαι εκεί επάνω στό πρώτο πάτωμα. Δέν είχα δουλειά καί βγήκα στό μπαλκόνι ^νά καπνίσω τήν πίπα μου. Άπό τις εξη μέχρι τώρα στις όκτώ, σάς βλέπω στήν ίδια θέσι. Είμαι λιγάκι περίερ­ γος καί κατέβηκα νά δώ τί σάς συμ­ βαίνει. Μπορώ νά σάς βοηθήσω ; Ό Μάρσαμ κύτταξε καί πάλι τόν άνθρωπο εκείνον περίεργα. Σέ τί μποροϋσε νά τόν βοηθήση ; Μήπως πρό ολίγου δέν έφυγαν τριάντα άστυνομικοί μέ τά αύτοκί-


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νητα νά κυνηγήσουν τούς άπαγωγεϊς του παιδιού του ; — Ναι.. , είπε ό Μάρσαμ, κάτι μπορείτε νά κάνετε γιά μένα. Μήπως έχετε τηλέφωνο σπίτι σας ; — Και βέβαια... περάστε επάνω. Ό Μάρσαμ· βγήκε μέσα άπό τή θέσι τού βολάν. —Τί βλέπω I, είπε ό άγνωστος. ΕΙσθε γεμάτος αΐματα. Μήπως έχε­ τε τραυματισθή ; Τότε ό Μάρσαμ θυμήθηκε δτι στή θέσι πού καθόταν προ ολίγων ωρών εΐχε πέσει νεκρός άπό μια σφαίρα ό Καρούλ, ό σωφέρ του. — ’Όχι, ψιθύρισε. Κάποιος άλλος... εγώ απλώς λερώθηκα μέ τα αίματά του. Ό άγνωστος βοήθησε τον Μάρ­ σαμ νά κατέβη άπό τό αύτοκίνητο, και ν’ άνεβή τις σκάλες τού σπιτιού του. ταν τόσο έξηντλημένος άπό τή συγκίνησι ώστε τού ήταν άδύνατο νά κάνη δύο βήματα μόνος του. Μπήκαν μέσα στο σπίτι καί ό Μάρσαμ έπεσε επάνω σε μια πολυ­ θρόνα. —Τό τηλέφωνο, ψιθύρισε, τό τηλέ­ φωνο. — Ήσυχάστε, κύριε, του είπε ευ­ γενικά ό άγνωστος. Καί πήρε άπό ένα τραπέζι ένα μπουκάλι κι5 ένα ποτηράκι. Τό γέμι­ σε καί έδωσε στόν Μάρσαμ νά πιή γιά νά συνέλθη. Ό Μάρσαμ άδειασε τό ποτηράκι καί σηκώθηκε. Πλησίασε στο τηλέφωνο, πήρε τό ακουστικό καί ζήτησε τήν Σκώτλαντ Γ υάρδ. Δυστυχώς ή άστυνομία δεν είχε ακόμα τίποτα νεώτερα άπό τό άπόσπασμα πού είχε στείλει προς άναζήτησιν τών κακοποιών. — Δυστυχία μου I Πάει τό παιδί μου 1 θά μου τό σκοτώσουν I —Αλλά τί σάς συμβαίνει, διηγηθήτε μου. Καί ό Μάρσαμ μέ τον πόνο στήν ψυχή άρχισε νά διηγήται στόν άγνω­ στο όλα τά τα περιστατικά τού απο­ γεύματος καί σήν απαγωγή του παι­ διού του.

2.000 ΛΙΡΕΣ Ό άγνωστος τότε σηκώθηκε καί ήρθε κοντά του.' —Ευτυχώς, τού είπε, ή μοίρα σάς ώδήγησε έξω άπό τήν πόρτα μου. — Ποιος είστε, κύριε ; ρώτησε κα­ τάπληκτος ό Μάρσαμ. —Ντάνιν Ντήλ, ντέτεκτιβ καί τα­ πεινός δούλος σας, νά σάς έξυπηρετήση καί νά βρή τό παιδί σας. Μόνο πού δεν άρχισε νά κλαίη ό Μάρσαμ άπό τή χαρά του. Είχε α­ κούσει τόσα πολλά γιά τόν διάσημο ντέτεκτιβ I Ό ντέτεκτιβ κατάλαβε πόσο ό Μάρσαμ αγαπούσε τή γυναίκα του καί τό παιδί του. Τόν παρηγόρησε λοιπόν καί τού είπε : — Σάς υπόσχομαι νά κάνω ό,τι μπορώ γιά νά βρώ τό παιδί σας. Πη­ γαίνετε τώρα σπίτι σας. Πηγαίνετε νά παρηγορήσετε τή γυναίκα σας, πού θά άνησυχή πού αργήσατε. Καί προτιμότερο νά μάθη άπό σάς τήν αλήθεια, παρά άπό κανέναν ξένο.

Η

7

#

φ

/ ο

/ο

/ /ο φ

/5 /3 /9

ιϊ σ

9

/ ί ο

φ

/ ο

/ο

/ / σ

Τά προηγούμενα τεύχη τής

Νυχτερίδας 1) ΤΟ ΑΤΝ,ΙΗΜΑ ΤΏΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΐΕΚ ΡΟΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΊιΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Σ ΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙ-

ΜΟΡ

8) ΤΟ 130 ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙ ΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟιΚ'ΚΙ,ΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΏ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙ,ΓΚΟ άνετυτιώ&ηναν ιχ<χϊ ττωλουΐντοτ εις τά γραφεία μας. ΔΕΛΗΠΙΩ ΡιΓΊΗ 30 (Πάροδος 65ου *Αγ. Κων)νου) αντί μόνον 2 000 δραχμή

/ / §

®

Φ

* 9

/ $

/φ ίφ ία ϊ φ

ί 9

/ / φ

9

/ο

/φ / Θ


.000 ΛΙΡΕΣ —"Εχετε δίκιο, ψιθύρισε ό Μάραμ. Σας ευχαριστώ. Ό Ντάνιν Ντήλ συνώδευσε τόν άρσαμ μέχρι τό αυτοκίνητό του αΙ του ύποσχέθηκε δτι, μόλις θά άθαινε κάτι, θά τόν ειδοποιούσε άέσως. Όταν έφυγε ό Μάρσαμ, ό Ντάί/ Ντήλ δεν άνέβηκε πίσω στο σπίτι ου. Κατέβασε τά μπόρ του καπέλ­ ου του, έχωσε τά χέρια του στις σέπες καί χάθηκε μέσα στο σκοτάι τής νύχτας.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

ψηλός καί άδύνατος, ό όποιος εΐχε κρυφτή πίσω άπό ένα χοντρό δέντρο. —"Αλλος ένας κουτός, ψιθύρισε ό χωροφύλακακας. Πάει κι’ αύτός γιά άμοιβή. Κι* ένα ειρωνικό χαμόγελο φάνη­ κε στά χείλη του. Ό άλήτης όμως άφησε τό θάμνο καί πέρασε στήν άλλη μεριά του δρόμου. "Αρχισε τότε νά έξετάζη ένα —ένα τά δέντρα. Αλλά τί ζητούσε; Κάτι θά ή­ ξερε ό άλήτης. Έγνώριζε λοιπόν τά περιστατικά; "Ηξερε ότι τήν ώρα * πού ό Μάρσαμ έπήδησε γιά νά σώση στυνομικοί καί χωρικοί βοηθούσαν τό παιδί του, μία σφαίρα πέρασε δί­ στήν έρευνα του δάσους. "Ολοι πλα άπό τό κεφάλι- του ; γαν φιλοτιμηθή νά βρουν τό παιδί Ή σφαίρα αυτή δέν έχτύπησε βέ­ :οό Μάρσαμ. Έγνώριζαν πόσο ήταν Ν βαια τόν Μάρσαμ. Τότε ασφαλώς θά ίωύσιος καί ήξεραν πόσο καλά θά είχε σφηνωθή σέ κανένα άπό τά δέν­ ούς άντίμειβε με την προσφορά αύτρα. Αύτό ζητούσε ό αλήτης. > τής συνεργασίας τους. "Επειτα άπό μιά επίμονη άναζήΉ νύχτα είχε προχωρήσει, καί τησι, ό άλήτης κατώρθωσε νά βρή τή ούς βρήκε ή αύγ^ή. σφαίρα. Ή επιμονή τους ήταν μεγάλη καί Τή βρήκε σ’ ένα λεπτό δέντρο πού ελπίδες τους αύξησαν όταν είδαν τό είχε σχεδόν διαπεράσει. ο φως τής ημέρας νά προβάλλη. Τότε ό άλήτης έβγαλε ένα σου­ Ξαφνικά στο βάθος τοϋ δρόμου γιά καί μέ προσοχή άφήρεσε τή ανήκε ένας άνθρωπος νά προχωρή σφαίρα. ρός τό μέρος πού γίνονταν οί έρευ­ ’Από τήν απέναντι όμως πλευρά ες. του δρόμου ό χωροφύλακας εξακο­ Ό άνθρωπος αυτός έμοιαζε μέ λουθούσε νά κατασκοπεύη τόν άλήτη. λήιη. ?Ηταν κουρελιάρης καί είχε οομερή όψι. Ό άλήτης τό είχε άντιληφθή αύ­ Τό παλτό πού τόν σκέπαζε ήταν τό καί, ενώ κύτταζε δήθεν .άριστεολύ παλιό καί βρώμικο. Τά παρά —δεξιά, ερριχνε κρυφές ματιές καί ούτσια του τρύπια καί τό καπέλλο μελετούσε τή φυσιογνωμία τού χω­ ου επίσης. ροφύλακα. Κάπνιζε ένα τσιμπούκι χωμάτινο αι σφύριζα αδιάφορα σάν νά μήν ήερε τί συν.έβαινε στο δάσος. Όταν έφτασε στο μέρος του δρόου όπου υπήρχε άκόμα ό κορμός ου δέντρου, στάθηκε. Γύρω του δεν υπήρχε κανείς, προστά του είδε μερικές κηλΐδες ίματος. Τό ενδιαφέρον τώρα του λήτη μεγάλωνε. "Αρχισε νά έρευνα. Βρήκε τό δένοο πίσω άπό τό όποιο είχε κρυφτή ένας άπό τούς κακοποιούς, επίσης ό θάμνο όπου είχε κρυφτή ό άλλος. Στό σημείο αύτό σταμάτησε πεξαφνικά εΐδε τόν χωροφύλακα νά ^που μισή ώρα. ^ τόν πλησιάζη. Ό άλήτης έκανε ότι δέν τόν κατάλαβε κι’ εξακολου­ ^ Ό αλήτης μέ μιά . πλάγια ματιά θούσε νά ξύνη τό δέντρο μέ τό σου­ ότι κάποιος τόν κατασκόπευε, γιά του. ιέκρινε ότι ήταν ένας χωροφύλακας,


38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό χωροφύλακας άκούμπησε τό χέρι του στόν ώμο του άλήτη. — Τί κάνεις εδώ ; τόν ρώτησε. Ό αλήτης τόν κύτταξε με έκπληξι καί άφησε νά του πέση ό σουγιάς πού κρατούσε στα χέρια του. —'Ένας χωροφύλακας I, πρόφερε ό αλήτης. Τί κάνω εδώ ; ’Έ, τί κάνω εδώ ; Καί σάς τί σάς πειράζει τί κάνω ..εδώ; Δεν βρίσκομαι σέ δωμά­ τιο νά κλέβω γιά νά μέ ρωτάτε τί κάνω εδώ ! — Σέ ρωτώ γιατί έχω τό λόγο μου, εΤπε ό χωροφύλακας. Χθες τό

2.000 ΛΙΡΕΣ βραδάκι έγινε ένα άποτρόπαιο έ' κλήμα σ’ αυτά τά μέρη, κΤ έπομ,; νως άνθρωποι τοϋ είδους σου είνα πολύ ύποπτοι. Ό άλήτης έγέλασε. — Αυτό είναι τρομερό I, είπε. Δγ λαδή σάν νά λέμε μπορείς νά μ πάρης εμένα καί γι’ αυτόν πού έκα νε τό έγκλημα, έ; —Καί γιατί όχι! Πές μου γρήγο ρα τί κάνεις εδώ ; — Λοιπόν, ακούσε. Είμαι κι* έγν ένας φτωχός διάβολος. 5/Ακόυσα γι< τό έγκλημα καί σκέφτηκα νάρθώ μέ :ε

ι0

/ ο

/ / ο

β

ι ο

/ / / / / ο ο ο

ο

ο

/ο /& /3 /ο

/ / /ο ο

ο

*

ί ΐ ϊ ο

.(

ΓΕΛΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

*

/

Δυό αυτοκίνητα, δπως πή­ γαιναν νά περάσουν σ’ έναν στενό δρόμο του Λονδίνου, σφη­ νώθηκαν μεταξύ τους μέ τέ­ τοιον τρόπο, ώστε άν δέν έκα­ νε ό ένας πίσω δέν θά μπο­ ρούσαν νά προχωρήσουν. Αλ­ λά ούτε ό ένας ούτε ό άλλος ήθελε νά κάνη πίσω. Ό πρώ­ τος έβγαλε τότε ένα τσιγάρο καί άρχισε νά καπνίζη δείχνον­ τας πώς είχε τήν άπόφασι νά περιμένη νά όπισθοχωρήση ό άλλος. Αλλά όταν έτελείωσε, άρχισε νά καπνίζη ό άλλος. ’Έτσι κάπνισαν πέντε έξη τσι­ γάρα ό καθένας. ; Τότε ό πρώτος, γιά ν’ άπελπίση τόν δεύτερο, έβγαλε απάτην τσέπη του τούς«Τάϊμς» κι* άρχισε νά διαβάζη. Ό δεύτερος του είπε : — Κύριε, όταν διςχβάσετε τούς «Τάϊμς», πράγμα πού υ­ ποθέτω πώς θα διαρκέση τρεις ώρες τουλάχιστον, σάς παρα­ καλώ νά μού τούς δανείσατε νά διαβάσω κι* εγώ I * * * Ό μικρός Νϊκος, έξη χρό­ νων, φαίνεται απασχολημένος άπό κάποια σκέψι. Ό μπαμπάς του τόν ρωτά τί έχει.

— Νά, μπαμπά. Μου λες ότι γεννήθηκα στό Βόλο. —Ακριβώς. —Μά που γεννήθηκε ή μαμά; —Στήν Κρήτη. — Καί σύ, μπαμπά, που γεν­ νήθηκες ; —Στήν Πάτρα. Ό Νίκος σκέφθηκε μιά στιγ­ μή καί είπε : —Δέν είναι λοιπόν περίεργο; Άπό τόσο μακρυνούς τόπους πώς συναντηθήκαμε κ’ οί τρεις]... » * * * —Είναι άλήθεια ότι πάν­ τρεψες τόν ταμία σου μέ τήν κόρη σου ; —Μάλιστα. — Μά καλά, εσύ δέν έλεγες δεξιά κΤ αριστερά ότι δέν μπο­ ρούσες νά έχης μεγάλη εμπι­ στοσύνη σ’ αύτόν ; —Καί βέβαια τό έλεγα. —Καί του έδωσες τό κορί­ τσι σου ; —Εννοείται. Είπα: Άν καμμιά φορά αυτό τό παιδί τό στρίψη μέ τό ταμείο μου, του­ λάχιστον θά ώφεληθή άπό τήν κλοπή ή κόρη μου.

*

/ I

/■ι ί *

ο

ϊ *

( I

!

I

/ !

3

*1

( ΰ

I Iο (¥ Γ


5.000 ΛΙΡΕΣ 'ρι δώ. Δεν ξέρεις τι γίνεται... μπο­ ρεί νά βρώ κανένα ίχνος καί ό πλού;ιος Μάρσαμ νά μου δώση καμμιά γενναία αμοιβή. Ό χωροφύλακας χαμογέλασε. — Καταλαβαίνω. Πάντως δεν εΐιαι υποχρεωμένος νά σε πιστέψω. Καί τί έκανες στό δέντρο ; —Πήγα νά βγάλω τή σφαίρα. —Ποιά σφαίρα ; —Τή σφαίρα του δολοφόνου που πυροβόλησε τόν κύριο Μάρσαμ. Δεν χ6ν πέτυχε, αλλά σφηνώθηκε σ’ αυτό εδώ τό δέντρο, θέλω νά τή βγάλω. Αέν ξέρεις τί γίνεται. Καμμιά φορά άπό τή σφαίρα βρίσκεις τ^ πιστόλι, κι* άπό τό πιστόλι τό δολοφόνο. Ό χωροφύλακας τότε χλώμιασε "Αρπαξε τόν αλήτη άπό τό μπράτσο καί τόν τράνταξε.

—"Αντε πήγαινε άπό δώ. Δεν εί­ ναι δουλειά δική σου αυτή. — Αλλά, εγώ κάν,ω τή δουλειά αου, πάω γιά ένα κομμάτι ψωμί. —Φτάνει φτάνει ! Σε συλλαμβάνω ! Νά μέ άκολουθήσης γρήγορα στό τμήμα. Μου φαίνεσαι πάρα πολύ ύ­ ποπτος καί νομίζω πώς ήρθες εδώ, μάλλον γιά νά εξαφάνισης τά ίχνη του εγκλήματος. Εμπρός γρήγορα, στήν άστυνομία ! Ό άλήτης κατέβασε τό κεφάλι του οάν νά φοβήθηκε, άλλά στήν πραγιατικότητα έξήταζε τά παπούτσια :οϋ χωροφύλακος. Καί ενώ κύτταζε, έλεγε μέ κλαμιάρικη φωνή. —"Οχι, είναι ψέμματα. Έγώ δέν '-^αβα μέρος σ’ αυτή τήν Ιστορία. Τί τάς έκανα πού θέλετε νά πάρετε ιέσα ενα ήσυχο άνθρωπο ; /Επειτα σήκωσε τό κεφάλι κι’ έρχξε μιά διαπεραστική ματιά στό χω~ ίοψύλακα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39 Ό χωροφύλακας τότε κατέβασε μηχανικά τά μάτια του. —5 Αφού δέν μέπιστεύετε,τότε πάμε, είπε ό άλήτης. Εκεί στήν άστυνομία θά ξέρω νά υπερασπιστώ. Πράγμα περίεργο όμως! Τώρα ό χωροφύλακας δέν φαι­ νόταν τόσο βιαστικός. Καί ξαφνικά γύρισε άπότομα καί τοϋ είπε : — Καλά—καλά, άφησε τις κλά­ ψες. Φύγε άπό δώ καί νά μή σέ ξαναδώ. Δέν έχεις καμμιά δουλειά εδώ. Σέ πιστεύω, πήγαινε καί μήν άνακατεύεσαι στά πράγματα τής δικαιο­ σύνης... Αύτά είναι δική μας δουλειά ! Άλλά ό άλήτης δέν κουνιόταν. Κούνησε μόνο τό κεφάλι του καί εΐπε : —Μπά I Δικαίωμά μου, κύριε χω­ ροφύλακα I Δέν φεύγω ! Κι’ έπειτα, κάθε άλλο. Αφού μέ συνέλαβες, άφου μέ ύποπτεύθηκες, νά τελειώνου­ με. Πάρα κάτω μπορεί νά μέ συλλάβη κανένας άλλος. Τάϊδια θά έχωμε. Πάμε νά γλυτώνουμε μιά καί καλή. Κι* έπειτα... κύριε χωροφύλακα, μέ κακομεταχειρίστηκες ! θέλω νά ζητή­ σω ίκανοποίησι γιά τά λόγια πού είπες. Εμπρός, πάμε. Ό χωροφύλακας κύτταξε τόν άλήτη μέ βλέμμα περιφρονητικό. ’Έπειτα, σάν νά είχε πάρει ξαφνι­ κά μιά άπόφασι, τόν άρπαξε άπό τό χέρι καί τόν τράβηξε.

ΚΒΑΠΗΖ0Ι1ΤΗ πτ ύ^ητη Λόγω τής σοβαράς άσθενείας του μεταφραστόΰ, πού είχε άναλάβει τήν άπόδοσι στήν Ελληνική γλώσσα του συγκλο­ νιστικού άναγνώσματος «Καλπάζοντα Πτώματα», ή δημοσίευσίς του άναβάλλεταί γιά τό επόμενο τεύχος. Τά «Καλπάζοντα Πτώματα» είναι μιά δυναμική νουβέλλα, δπου ό θάνατος καλπάζει στις Ιπποδρομίες μαζί μέ τά άλογα κι* έρχεται... γκανιάν I


40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

2.000 ΑΙΡΕΙ

—Πάμε αφού τό θέλεις I, είπε άγρια. Τό άστυνομικό τμήμα της περιφέ­ ρειας απείχε τρία χιλιόμετρα.

δπως τόν είχε διατάξει, συνέχισε : —'Ένας χωροφύλακας μπαίνει σν θέσι αύτή γιά νά φυλάη τούς τίμιουάνθρώπους νά μην πάθουν κανένς κακό, καί νά προλαμβάνη τά έ) κλήματα καί επομένως όλες τις κα­ κές πράξεις. Πέστε μου, άν κανένα* από τούς συντρόφους σας έκανε μα κακή πράξις ΐί θά λέγατε γι’ αύτόν ■ Ό χωροφύλακας σταμάτησε κα τόν κύτταξε μέ ταραχή. —Μά επί τέλους θά σωπάσης πα ληαλήτη ; Έξ άλλου, δέν έχω ν, σού δώσω λόγο..: άλλά... ούτε κα θέλω νά σέ πάω στήν άστυνομία Ξεφορτώσου με, φύγε από δώ.

χωροφύλακας βαστούσε σφιχτά τόν αλήτη και περπατούσε πε­ ρήφανα, σάν να εΐχε κάνει κανένα μεγάλο κατόρθωμα. Ό άλήτης βάδιζε μέ τό κεφάλι κάτεβασμένο. Οι διαβάτες πού τούς συναντού­ σαν, σταματούσαν και τούς κύτταζαν άνήσυχοι. Κάποιος μάλιστα ρώτησε τόν χω­ ροφύλακα : —Μήπως είναι ό κλέφτης τοΰ παιδιού; Ό χωροφύλακας σήκωσε τούς ώ­ μους τους καί άπήντησε μέ άδιάφορο ύφος. —Δεν ξέρω. Πάντως φαίνεται νά είναι πολύ ύποπτος. Λίγο άργότερα οί δύο άντρες εί­ χαν μείνει μόνοι στο μεγάλο εξοχι­ κό δρόμο. Τότε ό άλήτης ψιθύρισε, σάν νά εξέφραζε τις σκέψεις του : —Συμβαίνουν, άλήθεια, καμμιά φορά κάτι πράγματα τόσο αστεία I Καί, άφοΰ σώπασε μιά στιγμή, συνέχισε : — Παραδείγματος χάριν, είναι με­ ρικές φορές πού άνθρωποι κακοντυ­ μένοι είναι οί τιμιώτεροι ολου τού κόσμου, ένώ άλλοι πού καμμιά φο­ ρά φορούν καί στολή χωροφύλακα είναι κατά βάθος οί χειρότεροι τού κόσμου. Ό χωροφύλακας ταράχτηκε. ’Έρριξε μιά ματιά στον περίεργο σύντροφό του καί είπε : — Σιωπή, παλιοαλήτη 1 Εκείνος δμως άντί νά σωπάση,

— —

Ο

*-

-

-

^

| Θεατρίνοι εξωφρενισμοί Εΐναι γνωστό πόσο είναι σήμερα υπερβολικές οί άπαιτήσεις των πρωταγωνιστών των μεγάλων θεάτρων. Πάντοτε δ­ μως ήσαν τέτοιες. Καί εις άπόδειξιν άναφέρομε τό παρα­ κάτω άνέκδοτο : Ό περίφημος διευθυντής τής όπερας του Βερολίνου Έγγελ έπρόκειτο κάποτε νά μισθώση . δυο διασήμους καλλιτέχνας του μελοδράματος, τόν Ναχβάουρ ; καί τόν Ράϊχμαν, τούς οποίους τό κοινόν ποτέ δέν είχε άκούσει νά τραγουδούν μαζί. Τούς προσκάλεσε λοιπόν καί τούς δυο στο γραφείο του καί ζήτη σε νά μάθη τις άξιώσει3 τους. *· —Οί δικές μου άξιώσεις σάς εΐνε γνωστές, τού λέει ό Ναχ­ βάουρ : θέλω τά μισά των α­ καθαρίστων εισπράξεων. —Πολύ καλά I Καί σείς, κύ­ ριε Ράϊχμαν, τί ζητάτε ; λέει ό ’Έγγελ στρεφόμενος πρός τόν άλλο καλλιτέχνη, —Κι’ εγώ τά ϊδια μέ τό συνάδελφό μου : τά μισά των άκαθαρίστων εισπράξεων. —Τότε, κύριε, άπαντά ό ’Έγγελ, χωρίς νά ταραχθή διό­ λου, θά έχετε τήν καλωσύνη νά μοΰ δόσετε καί μένα κανέ­ να εισιτήριο δωρεάν, γιά νά μ^ορώ νά μπαίνω στο θέατρό μου ;

Ι


2.000 ΛΙΡΕΣ — Πολύ καλά, είπε τότε ό αλήτης. ΆφοΟ δεν μέ πηγαίνετε έσεϊς στήν αστυνομία, τότε... θά σάς πάω εγώ. — Πώς I θά τρελλάθηκες, φαίνε­ ται ! ’Άφησέ με ήσυχο, εγώ πρέπει νά επιστρέφω στό δάσος. Πρέπει νά πάω νά ψάξω γιά τους άπαγωγεις του παιδιού. Καί ό χωροφύλακας, άφου είπε αυτά τά πράγματα, έκανε μεταβολή κι* έφυγε βιαστικός. Ό άλήτης ομως' δεν τόν άφησε νά φύγη. "Αρχισε νά τρέχη πίσω του. *Όταν τόν έφτασε, τον άρπαξε α­ πό τό χέρι. — Συγγνώμη, κύριε χωροφύλακα I Πρέπει νάρθήτε μαζί μου. Καί, αν δεν θέλετε μέ' τό καλό, σάς συλλαμ­ βάνω καί σάς πηγαίνω μέσα. — "Α, αυτό πάλι, είναι πάρα πο­ λύ ! έφώναξε χλωμός από την ταραχή του. Διάβολε... Ό άλήτης τώρα είχε' άλλάξει τακτική. ίχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ή φυ­ σιογνωμία του, ό τόνος τής φω­ νής του είχαν γίνει άλλοιώτικα, πιό επιτακτικά. —Τι σημαίνουν όλ’ αυτά ; έφώ­ ναξε ό χωροφύλακας. —Αύτά σημαίνουν, ότι οί υποψίες μου δεν μέ άπάτησαν ποτέ... ούτε καί τώρα μέ άπατοΰν... Καττάζοντάς τον στά μάτια πρόσθεσε : — "Εχω επίσης νά σου πω οτι δεν είσαι τίμιος άνθρωπος καί ότι γνω­ ρίζεις πολλά περισσότερα από κάθε άλλον γιά τήν απαγωγή του μικρού Τζίμ. Ό χωροφύλακας μόλις - άκουσε την κατηγορία αυτή, ξέφυγε μέ μιά άπότομη κίνησι άπό τά χέρια του α­ λήτη κι* έκανε νά ξεφύγη μέσα από τό δάσος. Αλλά ό άλήτης, πιό ταχύς άπ’ αύτόν, τόν έφτασε καί μέ μιά τρικλοπαιδιά τόν έρριξε χάμω καί άκούμπησε τό γόνατό του στό στήθος τού χωροφύλακα. Τότε ό χωροφύλακας είδε άπό πά­ νω του κάτι άλλο, πού τόν έκανε νά τρομάξη άκόμα περισσότερο. Ό άλήτης βαστούσε στό άριστερό του χέρι καί του έδειχνε μιά με­

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41

τάλλινη πλάκα, τό σήμα αστυνομι­ κού. Ό χωροφύλακας άναπήδησε: —Είσαι άστυνομικός ; —Ναί, ό Ντάνιν Ντήλ είπε ήρεμα ό άνθρωπος μέ τά κουρέλ.α. Μιά κραυγή ξέφυγε τότε άπό τό στόμα τού χωροφύλακα, ενώ τά μά­ τια του κύτταζαν μέ τρόμο. — Σήκω επάνω I, διέταξε ό Ντάνιν. Εκείνος ύπήκουσε τρέμοντας. —Πώς λέγεσαι ; —Κάρλ Φέλιπς. —Πόσον καιρό έχεις στήν άστυνομία ; —Τρία χρόνια. —Κάποιος σέ παρέσυρε, συμφώνη­ σε μαζί σου καί σταματήσατε τό αύτοκίνητο τού Μάρσαμ κΤ έκλέψατε τό παιδί του, έτσι ; Λέγε. Ό χωροφύλακας έτρεμε. —Είμαι άθώος ! Δέν έκανα τίπο­ τα 1 Δέν έλαβα μέρος στό έγκλημα. ” Οχι. δχι. — Αυτό θά τό δούμε άργότερα. Τώρα άκολούθησέ με. Καί, πριν άκόμα ό χωροφύλαξ νά καταλάβη καλά —καλά τί συνέβαινε, είδε στά χέρια του περασμένες τις χειροπέδες. Ό Φέλιπς, ό χωροφύλακας, ήξε­ ρε πιά καλά μέ τί άντίπαλο είχε νά κάνη. Δ'χως νά προφέρη πιά άλλη λέξι, ό χωροφύλακας άκολούθησέ τόν άλήτη, τόν διάσημο ντέτεκτιβ Ντάνιν Ντήλ. Λ^εγάλη ήταν ή κατάπληξις τού *** διευθυντοΰ τού άστυνομικοϋ τμή­ ματος, δταν είδε νά τού φέρνουν δε­ μένο μέ χειροπέδες έναν χωροφύλα-

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ · προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα 1 ·


42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κά του, πού βρισκόταν εδώ καί τρία χρόνια στήν υπηρεσία του καί ώς τήν ημέρα εκείνη δέν είχε τιμωρηθή γιά κανένα παράπτωμα. Ό Ντάνιν Ντήλ όμως του έδωσε αμέσως τις άπαιτούμενες εξηγήσεις καί ό αστυνόμος γούρλωσε τά μάτια του στή σκέψι ότι ένας ' δικός του άνθρωπος μπορούσε νά κάνη ένα τέτοιο πράγμα. Ή άνάκρισις πού ακολούθησε δεν έφερε κανένα άποτέλεσμα. Ό Φέλιπς είχε κλείσει τό στόμα του καί δέν εννοούσε νά όμολογήση ούτε νά προβή σ’ άποκαλυψεις. Πριν τόν στείλουν στή φυλακή, ό Ντήλ είπε στόν αστυνόμο : — Μή τόν στείλετε ακόμα στή φυ­ λακή, κύριε αστυνόμε. Περιμένετε α­ κόμα μια μέρα "Ισως αύριο τόν χρειαστώ νά πάω μαζί του στόν τό­ πο τοϋ εγκλήματος. — Σύμφωνοι, κύριε Ντήλ, εΐπε ό αστυνόμος στόν ντέτεκτιβ. Πήραν τόν χωροφύλακα Φέλιπς καί τόν έβαλαν προσωρινώς μέσα σ’ ένα δωδάτιο. —Επίτηδες τό είπα, ψιθύρισε ό Ντήλ στόν άστυνόμο. —Καί γιατί αυτό ; — Για νά μην έκπλαγή αν τόν άφήσουν να φύγη. — Πώς ; Νά φύγη ; —Και βέβαια, θέλω νά έλευθερωθή άπόψε I Νά... δραπετεύση ! — Άλλα γιατί, πρός θεού ; —Γιατί θέλω νά άνακαλύψω τό ταχύτερο τό συνένοχό του. Άπ’ αυ­ τόν εδώ δέν θα μάθωμε ποτέ. Είναι αποφασισμένος νά μην πή τίποτα. Δέν έχουμε καμμία όπόδειξι απτή εναντίον του, έπομένως δέν θά μπορέσωμε νά του κάνωμε τίποτα. ΚΓ έτσι ό συνένοχός του θά τελείωση τό έργον. Δηλαδή θά στείλουν κανένα γράμμα στόν εκατομμυριούχο νά τόν φοβερίζουν ότι, άν δέν καταβάλη ώρισμένο ποσόν, θά σκοτώσουν τό παι­ δί του. Τό ποσόν βεβαίως θά είναι μεγάλο, γιατί ό Μάρσαμ είναι πολύ πλούσιος. Πάντως, ή άπελευθέρωσίς του πρέπει νά γίνη έτσι, ώστε νά μήν ύποπτευθή τίποτα γιά μάς. θά του πάνε τροφή καί θ’ άφήσουν τό παράθυρο ανοιχτό. Έγώ θά περιμέ­

2.000 ΛΙΡΕΣ νω άπέξω καί θά τόν παρακολουθή­ σω. Φέλιπς όταν έμεινε μόνος στό δωμάτιο, έπεσε σ’ ένα σκαμνί άπελπιμέσνος.

Ο

ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΚΕΦΙ Ένας επιβάτης παραπονειται στόν είσπράκτορς* γιά τή βραδύτητα τοϋ τραίνου. Ό ύπάλληλος χάνει τήν ύπομονή του καί τοϋ λέει: — Επιτέλους, κύριε, άν ή ταχύτης του τραίνου μας δέν σάς άρκεΐ, μπορείτε νά κατεβήτε καί νά πάτε μέ τά πόδια. —Εύχαριστώ I, άπαντά ό ε­ πιβάτης. Μά νά σου πώ τήν άλήθεια, ναι μέν βιάζομαι, μά όχι καί τόσο πολύ, ώστε νά πάω πεζός. * * * Λίγες βδομάδες μετά τό γά­ μο του, ό Μπόμπ, επισκέπτεται τό θειο του, ένα γεροντοπαλλήκαρο. Πίνουν κρασί κι’ ό θειος ρώτησε τόν άνεψιό : — Τί ξέρει ή γυναίκα σου ; —Τί θέλεις νά πής, θειε; —Ξέρει νά μαγειρέψη, νά ράψη, είναι νοικοκυρά ; , —’Όχι, δέν ξέρει τίποτε α­ πό αύτά. Τά κάνουν όλα ή ^υ­ πηρέτριες. Μά θά σου πώ, θειε τί μ’ έκανε νά παντρευτώ. Ε­ κείνο πού κυρίως μέ τράβηξε κοντά της, είναι τό τραγούδι της. Τραγουδάει σάν πουλί, θείε I — Τί λές, παιδί μου I... Καί δέν άγόραζες καλύτερα ένα καναρίνι ! *** — Γιατί, πατέρα, μερικές ε­ ταιρίες λέγονται άνώνυμες ; — Γιατί, παιδί μου, γίνον­ ται έκεί μέσα κάτι πράγματα, πού δέν έχουν όνομα.


Π;

ί

Γ! '

1;;

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ μια μοναδική πρωτοτυπία I Ό εκλεκτός αστυνομικός ρέπορτερ τής έφημερίδος «Άκρόπολις» θ. ΔΡΑΚΟΣ έγραψε άποκλειστικά για τή «Νυχτερίδα» ένα σπαρταριστό ρεπορτάζ, όπου περιγράφει τή ζωή, τόν έρωτα καί τόν θάνατο του άστυφύλακα

Κ· ΓΓΑΤΤΑΔΟΤΤΟΥΛΟΥ που αύτοκτόνησε εδώ καί λίγες μέρες στήν Κηφισιά ! Αύτοκτόνησε δμως ό Κ. Παπαδόπρυλος ή δολοφονήθηκε; 'Η πρώτη σκέψις τής αστυνομίας ήταν ότι ό Παπαδόπουλος δολοφονήθηκε. Ή δεύτερη σκέψις ήταν ότι αύτοκτόνησε. Καί νά πού τώρα ό πατέρας του νεκρού υπέβαλε μήνυσι εναντίον τής ερωμένης του παιδιού του, κατηγορώντας την ώς δολοφόνο καί ίσχυριζόμενος ότι έχει στά χέρια του στοιχεία πού τό αποδεικνύουν αύτό I Αύτοκτόνησε'η δολοφονή­ θηκε ό Κ. Παπαδόπουλος; Είναι ή δεν είναι δολο­ φόνος ή ερωμένη του; Ή διεύθυνσις τής «Νυχτερίδας» ανέθεσε στόν ρέπορτερ Θ· ΔΡΑΚΟ νά συγκεντρώση στοιχεία από τή ζωή τού νεκρού, τής ερω­ μένης του καί τών οικογενειών τους, νά παρακολούθηση από κοντά τις διεξαγόμενες άνακρίσεις καί νά προσπαθήση νά δώση άπάντησι στά παραπάνω ερωτήματα μ’ ένα καλογραμμένο, ζωντανό ρεπορτάζ, πού θά άρχίση νά δημοσιεύεται άπό τό επόμενο τεύχος τής «Νυ­ χτερίδας» μέ τόν τίτλο

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ! "Ολες οί άγνωστες πτυχές τού δράματος ! Καινούργια στοιχεία καί γεγονότα 1 Πλήρης παρακολούθησις τών ανακρίσεων και ένημέρωσις τού άναγνωστικού μας κοινού !

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

I


44

2.000 ΛΙΡΕΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Του εΐχαν βγάλει τή στολή του καί του είχαν φορέσει πολιτικά. Οι άλλοι συνάδελφοί του ούτε πλησίασαν καν στο δωμάτιό, δπου ήταν κλειδωμένος. Σκεπτόταν : — "Αν μπορούσα να δραπετεύσω I Αδύνατον I Δεν είχε επάνω του κανένα εργαλείο γιά νά παραβιάση την πόρτα, καί τό παράθυρο ήταν πο­ λύ υψηλό. Άγανακτισμένος άρχισε νά χτυπά τούς τοίχους με τις γροθιές του I —’Άχ, άν κατορθώσω νά βγω άπό δώ, μουρμούριζε θά τον πνίξω τόν άθλιο τόν Ντήλ.

Πέρασε ή ημέρα. Βράδυασε. Ό Φέλιπς δεν άγγιξε κάν καί τις τρο­ φές πού του έφεραν. Τό βράδυ ό φύλακας όταν έφερε νέες τροφές βρήκε τις άλλες άγ­ γιχτες. —Ωραία I Σιγά—σιγά θά έρθη ή ορεξίς σου I Ή ώρα περνούσε. Παρ’ όλη τή δύσκολη θέσι του, ό Φέλιπς ήλπιζε ακόμα. Ήξερε οτι ή σύλληψίς του θά γινόταν γνωστή στους δημοσιογρά­ φους. Φανταζόταν οτι ό διευθυντής του τμήματος δέν θά μπορούσε νά άποσιωπήση τό γεγονός καί μιλούσε. Ή­ ταν βέβαιος ότι ό ντέτεκτιβ Ντήλ, ά­ πό εγωισμό θά προκαλουσε μιά συνέντευξι μέ τούς δημοσιογράφους. ΚΤ έτσι ή εϊδησις τής συλλήψεώς του θά έδημοσιευόταν σέ όλες τις εφημερίδες. Ένας χωροφύλακας γιά έγκλημα στή φυλακή ήταν ένα σπουδαίο γεγο­ νός καί όλο τό Λονδίνο θά μιλούσε γιά τό ζήτημα αυτό. Δέν υπήρχε άμφιβολία οτι ό συ­ νένοχός του θά τό μάθαινε.

Κϊ

τ*

ι έτσι... Βέβαια ή πρώτη του φροντίς θά ήταν νά τόν άπελευθερώση, γιατί άλλοιώς θά κινδύνευε κι* αυτός νά συλληφθή. Ποιός ξέρει άν δέν ερχόταν τήν ίδια εκείνη νύχτα ; Αλλά ό Φέλιπς αγνοούσε κάτι άλλο όταν σκεπτόταν αυτά τά πράγ­ ματα : Ότι ό ντετέκτιβ Ντήλ είχε δώσει διαταγή νά μη δημοσιευθή στις εφημερίδες τό παραμικρό σχετικώς μέ τή σύλληψι του χωροφύ­ λακα. Τήν ύπόθεσι τήν ήξεραν μερικά μόνον πρόσωπα. Ό χωροφύλακας Φέλιπς είχε ξα­ πλώσει επάνω στον ξύλινο μπάγκο του μέ τά ρούχα. Ήταν βέβαιος πώς, άν ό σύντροφός του άπεπειράτο νά τόν έλευθερώση, θά ερχόταν μετά τά μεσάνυχτα. Τέλος έφτασαν τα μεσάνυχτα. "Ακούσε τό ρολόϊ νά χτυπά δώ­ δεκα. ’Έξω ήταν άπόλυτη ήρεμία. Πέρασε ακόμα μισή ώρα. Ό Φέ­ λιπς κύτταζε προς τό παράθυρο κά­ θε τόσο μέ αγωνία. ’Έξω έλαμπε τό φεγγάρι. Ξαφνικά άνεπήδησε άπό τόν μπάγκο καί ή καρδιά του άρχισε νά χτυπά δυνατά. κουσε κάποιον ελαφρό θόρυβο. Πλησίασε τότε τό παράθυρο καί έστησε τό αύτί του προσεχτικά. Αλλά μπορούσε ν’ άμφιβάλλη; Δέν μπορούσε παρά νά ήταν ό Κάρλ. ό σύντρτφός του. —ΚάρλΙ ψιθύρισε. Έσύ είσαι; — Φέλιπς, ακούστηκε μιά βραχνή φωνή. —Έδώ I Έδώ είμαι Κάρλ I —Σέ μισή ώρα νάρθής νά μέ βρής... Ξέρεις πού ! —Ναι... Κι’ αμέσως ένα σκοινί έπεσε στά πόδια του χωροφύλακα. Ή χαρά του ήταν μεγάλη. Ό συ­ νένοχός του δέν τόν ξέχασε. Έπρεπε νά τρέξη αμέσως νά τόν βρή γιά νά αποφασίσουν τί έπρεπε νά κάνουν I Μαζί μέ τό σκοινί έδεσε κι* ενα σακκουλι. Τό άνοιξε μέ χαρά καί βρήκε μέ­ σα ένα πλατύγυρο καπέλλο.


2.00 0 ΛΙΡΕΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Τί υπέροχο σύντροφο πού έχω I Τά συλλογίστηκε δλα. Μέσα σέ δύο λεπτά, Θά είμαι έτοιμος καί θά βρί­ σκομαι μακρυά από τή φυλακή. ' Έρριξε μια γρήγορη ματιά στήν αυλή καί γλύστρησε πρός τά κάτω. Επιτέλους πάτησε τό έδαφος. Λίγα μέτρα τόν έχώριζαν από μια ξύλινη καγκελόπορτα ή οποία δέν έφυλάσσετο ποτέ. Σκυφτός, σέρνοντας τό κορμί του χαμηλά, πλησίασε στήν πόρτα, την άνοιξε καί μ* ένα πήδημα βρέθηκε στό δρόμο. Τώρα ένοιωθε πραγματικά την ελευθερία του, τώρα έβλεπε δτι πραγματικά δέν ήταν όνειρο. ’Ανάσανε βαθειά, κύτταξε πίσω του καί άπό τό στήθος του βγήκε ένα μουρμούρισμα θριάμβου. —Είμαι ελεύθερος ί Καί τώρα δρόμο 1 Πρέπει νά βρω τόν Κάρλ... Μέσα δμως στό σκοτάδι, πίσω ά­ πό ένα δέντρο, δυό μάτια τόν παρα­ μόνευαν. Ό Φέλιπς έτρεχε, έτρεχε ώσπου έφτασε στά πρώτα σπίτια του Λον­ δίνου. "Έβαλε τότε τά χέρια στις τσέπες καί προχώρησε αδιάφορος πρός τό Κάρνιζ, τόν πρώτο υπόγειο σταθμό σιδηροδρόμου. »Πλησίασε στη θυρίδα, αγόρασε ένα εισιτήριο καί περίμενε την άφιξι του τραίνου. Τό τραίνο έφθασε μέ θόρυβο καί σταμάτησε. Ό Φέλιπς μπήκε προσεχτικά καί τρύπωσε σέ μιά γωνιά. "Έστρεψε μά­ λιστα τό πρόσωπό του πρός τό τζάμι γιά νά κρυφτή άπό τόν άλλο κόσμο. Τό τραίνο ξεκίνησε αμέσως, διέτρεξε ύπογείως τούς δρόμους του Λονδίνου καί έφτασε στό Στάρτ Στρήτ.' Ό Φέλιπς βγήκε άπό τό τραίνο μαζί μέ τόν κόσμο, ανέβηκε γρήγορα

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ

*

Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

45

τις σκάλες καί, μόλις έφτασε επάνω, έστριψε άριστερά στον πρώτο δρόμο. Ό δρόμος εκείνος τόν ώδήγησε σέ διάφορα στενά ’καί έφτασε μπρο­ στά σ’ ένα τριώροφο σπίτι. Τότε ό Φέλιπς σήκωσε ψηλά τό κεφάλι του πρός τό σπίτι καί κύττα­ ξε. Έπειτα, έφερε τά δάχτυλά του στό στόμςχ καί έσφύριξε τρεις φορές.

έσα στή σιωπηλή νύχτα άκούστηκε ώς άπάντησις ένα άλλο σφύριγμα καί τέλος μιά φωνή: —Έσύ είσαι, Φέλιπς ; — Ναι εγώ, Κάρλ I "Ανοιξε γρή­ γορα. Αλλά δέν πρόφτασε νά κάνη τρία βήματα καί άκουσε πίσω του μιά φωνή : —Καλησπέρα, Φέλιπς. Ό Φέλιπς πετάχτηκε πίσω ξα­ φνιασμένος. - 'Η πρώτη του σκέψις ήταν νά διαφύγη. Ό Ντήλ κατάλαβε τις διαθέσεις του καί μέ μιά καλή γροθιά τόν ξά­ πλωσε χάμω. "Εσκυψε, του πέρασε ένα ζευγάρι χειροπέδες, καί σέρνοντάς τον άπό τά χέρια τόν τράβηξε πιο πέρα. "Ενας άστυφύλακας περιπολουσε παρά κάτω στή γωνία. Ό Ντήλ του σφύριξε ελαφρά. Ε­ κείνος πλησίασε καί ό Ντήλ τοϋ ψι­ θύρισε στ’ αυτί κάτι καί του παρέ­ δωσε τόν Φέλιπς άναίσθητο άκόμα. Σήκωσε άμέσως τό γιακά του, κα­ τέβασε τό καπέλλο του κι* έτσι μο­ νάχα τά μάτια του διακρίνονταν μέ­ σα στό σκοτάδι. "Ακούσε βήματα στή σκάλα. Κά­

Μ


• 46

2.000 ΛΙΡΕΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ποιος κατέβαινε. Ασφαλώς θά ήταν ό συνένοχος. Πράγματι, έπειτα από λίγο ένας άντρας ψηλός καί σωματώδης, μέ μακρυά γένεια, ήρθε καί του άνοιξε. Ό διάδρομος ήταν σκοτεινός. Ό Ντήλ άκουσε μιά φωνή νά του ψιθυρίζη : —Πέρασε επάνω, Φέλιπς. Μή μου λες εδώ τίποτα. Μπορεί νά μάς α­ κούσουν. ’Έλα επάνω, θά τά πούμε. Μήπως συμβαίνει τίποτα ; Έχεις νεώτερα; Ανέβηκαν τή σκάλα. Ό Ντήλ προχωρούσε πίσω άπό τό συνένοχο του Φέλιπς. Τέλος έφτασαν στο τρίτο πάτωμα, Ό Κάρλ άνοιξε μιά πόρτα καί πέρασε πρώτος. Δεύτερος μπήκε σ’ ένα μικρό χώλ ό Ντήλ. —Λοιπόν ; Τί νέα, Φέλιπς ; Ό Ντήλ τότε έστριψε άπότομα μ’ ένα περίστροφο στό χέρι καί του φώ­ ναξε : — Κάρλ, δός μου τά χεράκια σου νά τούς βάλω βραχιολάκια ή πυρο­ βολώ ! 'Η στιγμή ήταν τραγική γιά τόν Κάρλ. —Ποιός εΐσθε σείς ψιθύρισε κατά­ χλομος. —Έγώ ; Βέβαια θά ήμουν φίλος σου, άν δεν ήσουν αυτός πού είσαι, Κάρλ. Τότε ό Κάρλ ώρμησε πρός τόν Ντήλ γιά νά τόν άφοπλίση. Αλλά τά χέρια του Ντήλ ήσαν ατσαλένια. Τόν έπιασαν καί τόν έρριξαν χάμω, μά ό Κάρλ ήταν πολύ δυνατός καί πετάχτηκε πάλι επάνω σάν μανιασμένο θηρίο. Ό Ντήλ αντιμετώπισε τήν έπίθεσί του μέ ψυχραιμία. Τή στιγμή όμως εκείνη συνέβη κά­ τι πολύ παράδοξο. 'Η διπλανή πόρτα άνοιξε. Ό Κάρλ έκανε ένα βήμα πρός τά πίσω καί μιά γυναίκα, πού άσφαλώς έφτασε εκείνη τή στιγμή, έβγαλε ένα πιστόλι καί πυροβόλησε τόν διάσημο ντέτεκτιβ Ντήλ. 'Η σφαίρα όμως αστόχησε, γιατί ό Ντήλ πρόλαβε νά κάνη ένα πήδη­ μα πρός τά δεξιά. Δεύτερος πυροβολισμός άκούστηκε.

γυναίκα εκείνη ήταν αντάξια τών κακούργων αυτών, παρ’ δλο πού ήταν νέα καί ώραία. Αλλά οί πυροβολισμοί είχαν α­ κουστή στό δρόμο. Καί ό άστυφύλακας πού φρουρού­ σε τόν Φέλιπς, άρχισε νά σφυρίζη. Μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύτηκαν πέντε—έξη αστυφύλακες καί ώρμησαν στό σπίτι. ?Ηταν καιρός. Ό Ντήλ κινδύ­ νευε, παρ’ δλη τήν ευκινησία του. » Τώρα τό πιστόλι τό είχε πάρει στά χέρια του ό κακούργος Κάρλ καί ετοιμαζόταν νά χτυπήση. Αλλά τή στιγμή εκείνη άνοιξε ή πόρτα κοί οί αστυφύλακες ώρμησαν στό διαμέρισμα. Μέσα σε λίγες στιγμές, οί αστυ­ φύλακες πέρασαν τις χειροπέδες στά χέρια του κακούργου. Ή νέα δμως πού τόν συνώδευε, διέφυγε γιά μιά στιγμή τήν προσοχή τών άστυφυλάκων καί έτρεξε στό δι­ πλανό δωμάτιο. Ό Ντήλ τήν είδε καί ετρεξε άμέσως πίσω της. Τό θέαμα πού εΐδε ή­ ταν σπαραχτικό. Ή τρομερή εκείνη νέα, βλέποντας δτι έχανε εντελώς τό παιχνίδι της, εΐχεν αρπάξει ένα εγχειρίδιο καί τό ύψωνε επάνω άπό ένα παιδί πού βρισκόταν δεμένο στό κρεββάτι. Ό Ντήλ σημάδεψε καί ή σφαίρα βρήκε αυτή τή φορά τό χέρι της. Ή γυναίκα άφησε μιά κραυγή πόνου καί τό μαχαίρι ξέφυγε άπό τά δάχτυ­ λά της καί έπεσε χάμω. Μισή ώρα άργότερα, ό μικρός Τζίμ βρισκόταν στήν άγκαλια τών γονέων του, πού έκλαιγαν καί γελού­ σαν άπό τή χαρά τους. Ό Μάρσαμ δεν ήξερε πώς νά ευ­ χαρίστηση τόν Ντάνιν Ντήλ. — Σάς χρωστώ τή ζωή του παιδιού μου. —Όχι. Μονάχα ένα καλό ούΐσκυ, τό όποιον πίνω ευχαρίστως έπειτα άπό τήν πάλη μου μέ τούς κακούρ­ γους εκείνους.

Η

πειτα άπό μιά ώρα ό Ντάνιν Ντήλ πέρασε άπό τή Σκώτλαντ Γυάρδ γιά νά δώση τήν έκθεσί του επί τών γεγονότων καί τών ενεργειών του. Βρήκε καί τούς τρεις κακούργους

Ε


ΕΝΑ ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ ΣΠΑΘΙ 7

'

υπό

Ό Τράϊτον Μπούρλεϊζ σηκώθηκε από ϋήν πσλυθρόνα δπου καθόταν, δίπλα στο τζάκι, πήρε ένα πούρο απ’ τό κουτί πού ήταν σ’ ενα τραπε­ ζάκι, ξαναγύρισε κι* έκατσε. Τό δωμάτιο αυτό τοϋ τρίτου πα­ τώματος, στό πίσω μέρος του σπι­ τιού, ήταν συγχρόνως βιβλιοθήκη, δωμάτιο εργασίας καί καπνιστήριο, αποτελούσε δηλαδή μέρος ενός δια­ μερίσματος, πού είχαν κληρονομήσει πριν από δέκα χρόνια ό Τράϊτον μέσα στό γραφείο τοϋ διευθυντοϋ. Ό χωροφύλαξ Φέλιπς, έπειτα όσα συνέβησαν, ώμολόγησε τά πάντα. Ό Φέλιπς είχε γνωρίσει τόν Κάρλ μαζί με τήν ερωμένη του Έλβίρα κάποιο καλοκαίρι, πού είχε πάει να παραθερίση σε μια λουτρόπολι. Είχαν συνδεθή πολύ στενά. Έκτοτε, ό Κάρλ είχε σκεφτή νά μεταχειριστή τόν Φέλιπς σε καμμιά έπιχείρησί του. Ό Φέλιπς, με τή θέσι πού είχε, θά μπορούσε νά τηρή τά προσχήμα­ τα καί νά άποτρέπη τις ενδείξεις ε­ ναντίον των. Πάντως, αυτός πού σκότωσε τόν δυστυχή σωφέρ Καρούλ ήταν ό Κάρλ. "Επειτα άπό δύο μήνες ό Κάρλ καταδικάσθηκε σέ θάνατο. Ό Φέλιπς καί ή Έλβίρα σέ δέκα ετών καταναγκαστικά έργα.

Την επομένη τό πρωί ό Ντάνιν Ντήλ άνοιγε τήν αλληλογραφία του, Μεταξύ των επιστολών, βρήκε καί μιά με πολύ περίεργο περιεχόμενο. Ένα τσεκ άπό δύο χιλιάδές λίρες 1 Ό έκατομμυριοϋχος Μάρσαμ είχε ξεπληρώσει με τόν τρόπο αυτό ενα μικρό μέρος άπό τήν απέραντη ύποχρέωσι καί ευγνωμοσύνη, πού ένοιωθε απέναντι του ντέτεκτιβ Ντάνιν Ντήλ... ΤΕΛΟΣ

Μπούρλεϊζ καί ό Τζέϊμς Φλέτσερ ά­ πό έναν μακρυνό τους συγγενή. ΟΙ δυό άντρες, πού δούλευαν συ­ νεταιρικούς ώς τώρα φιλονεικοϋσαν συχνό μέ πείσμα. Ό Φλέτσερ ήθελε νά διώξη άπ’ τήν εργασία τόν Μπούρλεΐζ, πού μέ διάφορες κλοπές πού έ­ κανε είχε εκθέσει τήν ύπόληψι τοϋ οϊκου. — Εΐμαι τίμιος άνθρωπος, έλεγε ό Φλέτσερ, καί, όταν συγκεντρώσω ένα ποσό άρκετό για νά πληρώσω όσα εσύ υπεξαίρεσες, τότε θά δής τό μέγεθος τής καλωσύνης μου. —Είναι περιττό νά κάνης δάνεια. Μποροϋμε εύκολα νά πληρώσουμε τούς τόκους κι* άμα περάση κάμπο­ σος καιρός κανονίζουμε καί τό κεφά­ λαιο, έλεγε ό Μπούρλεϊζ. —Αυτά μοϋ τό είπες κι* άλλοτε. Αλλά κι* εγώ σοϋ άπαντώ δ,τι σοϋ άπάντησα κι* άλλοτε. Δεν εννοώ νά μπερδευτώ μαζύ σου σέ παληανθρωπιές. θά τά πληρώσω όλα, μέχρι τε­ λευταίας πεντάρας, σώζοντας έτσι τήν ύπόληψι τοϋ οϊκου μας. Ένα πράγμα όμως έχω ακόμα νά σοϋ πώ : δέ θέλω νά σέ δώ νά ξαναπατήσης τό πόδι σου εδώ 1 Αλήθεια ; είπε ειρωνικά ό Μπούρλεΐζ κόκκινος άπό τή λύσσα του. — Αλήθεια!, άπάντησε ό άλλος. Άλλοιώς θά σέ ρίξω στό κάτεργο καί σίήν άτιμία ! Μη μέ κυττάς έτσι απειλητικά. Δέν μέ φοβίζεις ! —Άφοϋ μοϋ είπες τόσα καί τό­ σα, είπε ό Μπούρλεϊζ, δέ μοϋ λές τώρα τί θά κάνω εγώ γιά νά ζήσω ; — Έχεις πρώτης τάξεως ύγεία καί δυό χέρια δυνατά, άπάντησε ό Φλέτσερ. θά σοϋ δώσω καί διακό­ σιες λίρες. 'Ύστερ’ άπ’ αυτό, πιστεύω νά μέ ξεφορτωθής. ’Άν τις θέλης τώρα στις δίνω άμέσως. "Εβγαλε άπό τήν τσέπη του τό πορτοφόλι του κι* έβγαλ’ ένα μάτσο τραπεζογραμμάτια. Ό Μπούρλεϊζ κυττώντας τον ψυχρά άπλωσε τό χέ­ ρι κ ΐί πήρε έκεΐνα πού ό Φλέτσερ τοϋ άφησε στό τραπέζι.


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Η κυρία Μάρλ, ή οικονόμος, έ­ φυγε ; ρώτησε ξαφνικά ό Μπούρλεϊζ. Ό Φλέτσερ κούνησε τό κεφάλι του καταφατικά. Ό Μπούρλεϊζ διέσχισε τότε τό δωμάτιο κι’ έκλεισε την πόρτα. "Ε­ πειτα γύρισε απότομα, άπλωσε τό χέ­ ρι του στόν τοίχο καί ξεκρέμασε από κεϊ ένα κοντό γιαπωνέζικο σπαθί, πού τόβγαλε άπό τη φιλντισένια θήκη του. "Επειτα, με τά δόντια σφιγμένα καί με μάτια πού άστραφταν, προχώρησε πρός τό συνέταιρό του. — Γιά τελευταία φορά, Φλέτσερ, θ’ άνακαλέσης τις άποφάσεις σου; του είπε άγρια. — "Αφησε κάτω τό σπαθί I, είπε ξερά ό άλλος. —Πρόσεχε, γιατί δεν αστειεύο­ μαι I —Ούτε κι5 εγώ αστειεύομαι ! ΙΜϋόλις έδωσε τήν άπάντησι αυτή, ό Φλέτσερ έστριψε πίσω γιά νά βρή ένα όποιοδήποτε όπλο, μά δεν πρό'φτασε γιατί ιό σπα­ θί του Μπούρλεϊζ χώθηκε όλο στο στήθος του. Ό Φλέτσερ θέλησε ν’ άπλώση τά χέρια, μά τ’ άφησε νά πέσουν άτονα καί ξαπλώθηκε κάτω στο πάτωμα. Ό Μπούρζεϊλ βλέποντας τον νά πέφτη έμεινε γιά μιά στιγμή άκίνητος. "Επειτα έβγαλε τό μαντήλι του άπό τήν τσέπη γιά νά σκουπίση τό σπαθί, μά, αλλάζοντας γνώμη, τό ξα­ νάβαλε στήν τσέπη του, πετώντας τό όπλο στο πάτωμα. Με τό πρόσωπο χλωμό άπό τον φόβο, έκανε πίσω πρός τήν πόρτα* ώς οτου τό πτώμα δε φαινόταν πιά, κρυμμένο πίσω άπό τό τραπέζι. Τό­ τε, λυτρωμένος άπό τό τρομερό αυ­ τό θέαμα, μπόρεσε νά σκεφτή πιο λο­ γικά. "Εσκυψε κι’ έξήτασε μέ τη με­ γαλύτερη προσοχή τά ρούχα του καί τά παπούτσια του. "Επειτα διέσχισε τό δωμάτιο, άποστρέφοντας τό κεφά­ λι του άπό τό πτώμα κι’ έσβησε τό φώς. Βγήγε έξω καί στάθηκε μιά στιγ­ μή στο κεφαλόσκα/νο γιά νά σκεφθή. "Επειτα άναψε ένα σπίρτο καί α­ φού πέρασε στά σκοτεινά: τή βιβλιο­ θήκη μπήκε μέσα στήν κάμαρά του.

ΕΝΑ ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ Έκεϊ, άφοϋ μισάνοιξε τό παράθυρο, έκατσε στήν άκρη του κρεββατιοϋ του καί προσπάθησε νά σκεφτή. Εί­ χε ακόμη οκτώ ώρες ώσπου νά ξημερώση. Όκτώ ώρες καί διακό σιες· λίρες σε τραπεζογραμμάτια μικρών αξιών. "Ανοιξε τό χρημα­ τοκιβώτιό του καί πήρε ολο τό ρευ­ στό χρήμα πού ήταν μέσα καθώς καί μερικά κοσμήματα. Καί τώρα τί θά έκανε ; θά νοί­ κιαζε πρώτα—πρώτα ένα διαμέρισμα σε μιά λαϊκή συνοικία καί θ’ άφη­ νε νά μεγαλώσουν τά γένια του. "Επειτα, άφοϋ τό έγκλημα ξεχνιόταν κάπως, θά πήγαινε στο εξωτερικό καί θά ξανάρχιζε μια νέα ζωή. Σηκώθηκε κι’ άρχισε νά βαδίζη νευρικά μέσα στό δωμάτιο. ό μικρό ρολόϊ πού ήταν επάνω στό τζάκι σήμανε μία καί αμέσως καί τό ρολόϊ τής βιβλιοθήκης, πιό επίσημα αύτό, έπανέλαβε τό χτύπο. Έσκίρτησε : Ό τρόμος του έκοψε τήν άναπνοή. Κάποιος κρότος α­ κούστηκε στή σκάλα, έπειτα κι* άλ­ λος. "Ανοιξε τήν πόρτα καί τόλ­ μησε νά ρίξη μιά ματιά. Συγχρό­ νως μιά φωνή διαπεραστική αντή­ χησε στή σκάλα. Ό Μπούρλεϊζ ρί­ χτηκε πίσω κι’ άρχισε νά τρέμη ο­ λόκληρος, ώς ότου κατώρθωσε νά σκεφτή πώς ήταν ή γάτα του σπι­ τιού πού νιαούρισε. Μά μήπως είχε γελαστή ; Μέ μιά μεγάλη προσπάθεια θελήσεως, ένίκησε τούς τρόμους του κι’ άνοίγοντας τήν πόρτα άποφά σισε νά πάη νά δή τί συνέβαινε. Τό φώς τής πόρτας, έπεφτε θαμπά στό κεφαλόσκαλο. Έρριξε δειλές ιιατιές στις σκοτεινές γωνιές, δεξιά κι’ αριστερά. ^Ηταν παραίσθησις ή ή πόρτα του δωματίου τοϋ Φλέτσερ έ­ κλεισε τήν ώρα πού αυτός τήν κύτταζε ; ^Ηταν παραίσθησις ή στ’ άλήθεια είδε τό χερούλι τής πόρτας νά στρέφεται ; Κυττάζοντας συνεχώς τήν πόρτα, προχώρησε γιάνάβεβαιωθή δτι κανείς δέν είχε βγή έξω, δτι κανείς δέν τον παρακολουθούσε Τότε παρά λίγο νά πέση κάτω, παρά λίγο νά τρελλαθή. 'Η πόρτα


ΣΠΑΘΙ τής βιβλιοθήκης, πού θυμόταν πολύ καλά ότι την είχε κλείσει, ήταν τώ­ ρα μισάνοιχτη. Του φάνηκε πώς α­ κούσε έναν ελαφρό θόρυθο μέσα, μά στή διανοητική κατάστασι που βρισκό­ ταν δεν ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Τότε καθαρά, πολύ καθαρά πιά, ακούσε τό σπρόξιμομιάς καρέκλας πρόςτόν τοίχο. Μέ χίλιες-δυό προφυλάξεις προ­ χώρησε ώς την πόρτα. ’Έπιασε τό πόμολο και τήν έκλεισε μέ δυναμι. Την κλείδωσε κι* άρχισε -νά κατεβαίνη τις σκάλες τέσσερις-τέσσερις σάν ιρελλός. Μιά τρομαχτική κραυγή ακούστη­ κε μέσα στή βιβλιοθήκη καί δυο βαρειά χέρια πού έσπρωχναν τήν πόρ­ τα. Ό Μπούρλεϊζ είχε φτάσει στή μέση τής σκάλας καί στάθηκε γιά ν’ άκούση. Τά χτυπήματα στήν πόρτα Ιπαψαν, μά φωνή ικέτευε δυνατά νά τον άΦήσουν νά βγή έξω. Αμέσως ό Μπούρλεϊζ κοτάλαβε τί είχε συμβή καί τί σημασία μπο­ ρούσε νά έχη αυτό γι’ αύΐόν. "Οταν ή οικονόμος βγήκε, έξω, είχε αφήσει τήν εξώπορτα ανοιχτή καί κάποιος αλήτης είχε μπή μέσα στό σπίτι. Τώρα δέν υπήρχε κανένας λόγος, νά φύγη, δέν είχε νά φοβηθή πιά τό σχοινί τής κρεμάλας, ούτε τό κάτερ­ γο. Ό ήλίθιος αύτός, πού ήταν κλει­ σμένος μέσα στή βιβλιοθήκη, τον είχε σώσει. Ξανανέβηκε πίσω επάνω τή στιγμή ακριβώς πού ό' αιχμάλωτος, στις α­ πεγνωσμένες του προσπάθειες γιά νά φυγή, είχε ξεκολλήσει τό πόμολο τής πόρτας χωρίς νά τήν άνοιξη. —Ποιος είναι μέσα; φώναξε ό Μπούρλεϊζ δυνατά. — Άνοϊξτε μου!, ίκέτευσε ό άλλος ^όν^ τρελλός. Γιά τήν αγάπη του θεού, άνοϊξτε μου ! Ειν’ ένας νεκρός εδώ μέσα 1 — Μείνε όπου βρίσκεσοΛ !, άπάντησε σκληρά ό Μπούρλεϊζ. ’Άν δοκιαάσης νά βγής έξω, θά σέ σκοτώσω σά σκυλί. [ΕΞ να τ ρ ομαχτικό χτύπημα^ άκούστηκε επάνω στήν κλει­ δαριά. Ο Μπούρλεϊζ έβγαλε τό πι^ΓήΛΐ του καί, σκοπεύοντας άκριβώς στό μέρος πού υπολόγιζε νά ήταν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

τό στήθος του άγνώστου, πυρσβόλησε. Μετά τήν έκπυρσοκράτησι,ό Μπούρλεϊζ κατέβηκε τή σκάλα τρέχοντας κΓ άνοίγοντας τήν εξώπορτα διάπλατα, άρχισε νά φωνάζη βοήθεια μ’ όλη του τή δυναμι. "Ενας πόλισμαν πού περιπολοΰσε εκεί κοντά κι’ ένας άρχιφύλακας έτρεξαν. Ό Μπούρλεϊζ, άφοϋ τούς έδωκε μερικές άσυνάρτητες εξηγή­ σεις, άνέβηκε γρήγορα τή σκάλα, άκολουθούμενος άπό τούς άστυνομικούς, καί σταμάτησε μπρός στήν πόρ­ τα τής βιβλιοθήκης. Ό αιχμάλωτος ήταν άκόμα μέσα κι’ εξακολουθούσε τις απεγνωσμένες προσπάθειες του γιά νά συντρίψη τήν κλειδαριά τής δυνατής δρύϊνης πόρ­ τας. Ό Μπούρλεϊζ δοκίμασε ν’ άνοι­ ξη μέ τό κλειδί, μά ή κλειδαριά είχε πιά χαλάσει. Ό άρχιφύλακας τότε έκανε ενα-δυό βήματα πίσω καί πέ­ φτοντας στήν πόρτα μέ τήν πλάτη τήν έρριξε κάτω. Μπήκε μέσα σκοντάφτοντας κι’ α­ κολουθούμενος άπό κοντά άπό τον υφιστάμενό του. Αμέσως κΤ οί δυο φώτισαν μέ τά φανάρια τους τό δω­ μάτιο. "Ενας άντρας μαζεμένος πίσω άπό τήν πόρτα, δοκίμασε νά περάση μέσ’ απ’ τούς δυό καί νά φύγη, μά οί άστυνομικοί του ρίχτηκαν καί μιά πάλη άκολούθησε. Ό Μπούρλεϊζ είχε σταθή στό κα­ τώφλι καί παρακολουθούσε ψυχρά τόν άγώνά τους, προετοιμαζόμενος γιά ό,τι έμελλε νά άκολουθήση καί γιά τό ρόλο πού έπρεπε νά παίξη. Οί τρεις άντρες κυλίστηκαν κάτω. "Ε­ νας δυνατός γδούπος άκούστηκε κΓ έπειτα ένας κρότος ξερούς καί μεταλ­ λικός. Τέλος, ή ψηλή σιλουέττα τού

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι ______________________________________ ______ ___


50

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Λΰσις του άστυν. προβλ* 3 Δεν ήταν ένοχος γιατί τό θύμα δεν ήταν επί τέσσερις μέ­ ρες στό νερό. Διαφορετικά, τό νερό θά είχε ξεπλύνει τό αΐμα.

αρχιφύλακα ανορθώθηκε. Ό πόλισμαν, γονατιστός εΐχε τό πόδι του έπάνω στό στήθος του άγνώστου. Ό άρχιφύλακας άναψε τό φως. Ό Μπούρλεϊζ προχώρησε καί κυτταξε μέ αγωνία τόν άγνωστο πού ή­ ταν μισολιπόθυμος. ΤΗταν ένας άν­ θρωπος κοντός καί χοντρός, μέ πρό­ σωπο χλωμό καί βρώμικο. Είχε τό χείλι του κομμένο κΓ ένα μικρό ρυά­ κι αίματος κυλοϋσε στό λαιμό του. Ό Μπούρλεϊζ έρριξε ένα γοργό βλέμ­ μα έπάνω στό τραπέζι. Τό τραπεζομάντηλο εΐχε παρασυρθή κατά τήν πάλη κ* είχε πέσει άκριβώς στό μέ­ ρος δπου γιά τελευταία φορά εΐχε δη τό πτώμα του Φλέτσερ. Ό αιχμάλωτος εκείνη τή στιγμή σήκωσε μέ κόπο τό κεφάλι του καί κύτταξε μέ τρόμο αυτούς πού τόν πε­ ριστοίχιζαν. —Τί μέ θέλετε ; ρώτησε τρέμοντας. Δέν εΐναι δέκα λεπτά πού μπήκα σ’ αυτό τό σπίτι. Σάς ορκίζομαι. Αυτό ήταν εκεί όταν εγώ μπήκα μέσα. Μό­ λις τό εΐδα έκανα νά φύγω, άλλά μέ κλειδώσανε μέσα. —Αυτό ήταν εκεί... τί ήταν έκει ; ρώτησε ό άρχιφύλακας. — Αυτό !, άπάντησε ό άγνωστος μέ τρόμο. Ό άρχιφύλακας, άκολουθώντας τήν κατεύθυνσι τών μαύρων καί έν­ τρομων ματιών του άγνώστου έσκυ­ ψε πρός τό τραπέζι. Αφήνοντας μ!ά κραυγή φρίκης, παραμέρισε, τό τραπεζομάντηλο. — Ό φίλος μου Φλέτσερ I, τραύλι­ σε ό Μπούρλεϊζ μέ προσπάθεια. Μέ­ ναμε κΓ-οί δυό μαζί εδώ... — ?Ηταν πεθαμένος, όταν εγώ μπή­ κα μέσα I, ψώναξε ό άγνωστος. Πί­

ΕΝΑ ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ ΣΠΑΘΙ ταν έκεϊ, στό πάτωμα, νεκρός καί μό­ λις τόν εΐδα θέλησα νά φύγω. Αλή­ θεια, σάς τ’ ορκίζομαι 1 Δέ θά φώνα­ ζα, άν είχα σκοτώσει εγώ... —Καλά, καλά, φτάνει είπε ό άρ­ χιφύλακας μορφάζοντας καί σκύβον­ τας έπάνω στό πτώμα. "Εμεινε έκει σκυμμένος ένα-δυό λεπτά. "Οταν σηκώθηκε, τά μάτια του άστραφταν. Κύτταζε μια τόν άγ­ νωστο καί μιά τόν Μπούρλεϊζ. "Επει­ τα, πήγε κοντά στόν τελευταίο. —"Εχετε γδαρθή στό χέρι, είπε. Ό Μπούρλεϊζ σήκωσε τά χέρια του γιάνά τά κυττάξη. Τήν ίδια στιγ­ μή, ό άρχιφύλακας έβγαλε γρήγορα κάτι σκληρό καί κρύο καί τό έφάρμοσε στά χέρια τοϋ Μπούρλεϊζ μ* έ­ ναν ξερό κρότο. Πίταν χειροπέδες I — Βγάλτε μου τις χειροπέδες 1, φώ­ ναξε έκεϊνος μέ φωνή πνιγμένη. Τρελλαθήκατε ; Ό άρχιφύλακας τόν άγνόησε. — ΚόλλινςΙ, φώναξε στόν πόλισμαν. Πήγαινε γρήγορα νά φωνάξης τό γιατρό πού κάθεται στή γωνιά του δρόμου I Αυτός ό άνθρωπος ζή άκόμα καί μου φανέρωσε τήν άλήθεια. Τόν δολοφόνησε αυτός έκει! ΤΕΛΟΣ

0 ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ 0 ΤΙΓΡΗΣ Άνακοινουμεν μέ λύπην μας οτι, πριν άκόμα συμπληρωθή ή στοιχειοθεσία του τεύχους, ή άπεργία τών έργατών τύπου έπεξετάθη καί στς *~βδομαδαϊα περιοδικά. "Ετσι0 | «Νυχτερί­ δα» θά κυκλοφορήση αυτή τήν εβδομάδα χωρίς τό τελευταίο μέρος τοϋ Βιβλίου τοϋ Μηνός «Ό Ταρζάν καί ό Τίγρης», έκτός άν οί έργάται τύπου έπαναλάβουν έγκοάρως τάς έργασίας των.

I

ι




*Η σ»ν«ρ?ιαστιχ*} ιστορία τού Ρ,οαηος χα\ τον ^«νάίου τοϋ Αστυφύλακας Κ. Παπαδοποΰλου Χ\ βάσει νέων στοιχείων, γραμμένη άπό τδνΙχΧεκτό.άστυνομικί) ρΐτορτερ Θ.ΔΡΑ ΚΟ



υπό

Στιούαρτ Στέρλιγκ

ΚΙΝΔΥΝΟΣ — ΘΑΝΑΤΟΣ Ή σερβιτόρα έγειρε κοντά του. —Τίποτ’ άλλο, κύριε Μάντεν; Αυτός τήν κυτταξε άνασκιρτώντας. 'Όλες οί σερβιτόρες μέσα στό «Σέλα καί Γκέμι» άξιζαν τόν κόπο νά τούς κυττάξη κανείς, μά εκείνη πού είχε σερβίρει τόν Μάντεν ήταν ΕΛν.»ιΜια.

■ΤΒ'ίΤΒΠΓ' ίιΜττιτηι^-ίΐΓτΣ»———ΒΜΜΜΜΜ·—

περισσότερο από τό κανονικό νόστιμη καί όμορφη, μέ τό τζόκεϋ κοστούμι της. Φορούσε ένα καπέλλο τζόκεϊ, κόκκινη μεταξωτή μπλούζα καί γυα­ λιστερές, μαύρες μπότες. ’Άν ήσαν άλλοιώς τά πράγματα, ό ντέτεκτιβ Κήν Μάντεν θά τήν χάϊδευε ατό μάγουλο. —Φέρτε μου λίγη κομπόστα, ε?πε. Μου φαίνεται πώς σάς έχω ξαναδή κάπου, έ ; ,.τΒΣ2ΙΙ.·ΕΕ£ΐ,

τιη, ^μτ.ι1 ·4Ηελ»■

:πααΓΠ»~,Γ:8£ΡΓ««ί π

"Οταν ό θάνατος καλπάζει κι’ έρχεται γκανιάν, ό ντέτεκτιβ Μάντεν βάζει τό πιστόλι του, τ'ις γροθιές του καί. τό μυαλό του στη διάθεσι της δικαιοσύνης ! -

| β

| I


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» *Η σερβιτόρα τόν κύτταξε νευριχά, μά δεν απομακρύνθηκε. —Δεν νομίζετε ότι προχωρείτε κά­ πως βιαστικά ; του είπε αύτηρά. Ό Κήν Μάντεν κούνησε τό κεφάλι του άρνητικά. —Σάς ρώτησα απλώς άν έχουμε ξανασυναντηθή άλλοτε. —Είναι ή πρώτη φορά πού σάς βλέπω, κύριε Μάντεν. —Τότε πώς ξέρετε τό όνομά μου ; Αυτή κύτταξε προς την πίστα του χορού, προς ένα καλοντυμένο ζευγά­ ρι καθισμένο σ’ ένα τραπεζάκι, από την άλλη μεριά τής πίστας. —Ένα άπό τά κορίτσια άκουσε τόν Μίστερ Λάρμιν νά λέη ότι γεγονότα θ’ αρχίσουν νά συμβαίνουν στη Σαρατόγκα τώρα πού σάς κάλεσαν εδώ. —Τό είπε αύτό ; Ή έκφρασις στο μακρύ ηλιοκα­ μένο πρόσωπό του Κήν Μάντεν ήταν απλώς μια έκφρασι ήρεμης περιέργει­ ας. Τίποτα στό πρόσωπό του καί στή φωνή του δεν πρόδιδε τόν θυμό και τήν έκπληξι πού ένοιωθε. Δεν ήταν στή Σαρατόγκα περισ­ σότερο άπό μια ώρα. Αύτή ήταν ή πρώτη του έπίσκεψις στήν παλιά, νυσταλέα πόλι ιπποδρο­ μιών και μόνο ένα πρόσωπο ήξερε πώς θάρχόταν εκεί. Κι’ όμως ή άφιξίς του εΐχε γίνει γνωστή, πριν καν προλάβη νά φάη καλά-καλά. Κι* αύ τό μπορεί νά ήταν κακό, πολύ κακό. —Ό Μίστερ Λάρμιν είπε ότι ήρ­ θατε εδώ γιά νά κανονίσετε αυτούς τούς άνθρώπους πού κανονίζουν τις κούρσες όπως θέλουν, πρόσθεσε τό κορίτσι. — Δεν νομίζω ότι μπορεί κάνεις νά κανονίση τις κούρσες όπως θέλει, εΐπε δοκιμαστικά ό Μάντεν. —Έτσι νομίζετε, έ; Περιμένετε νά δήτε τί γίνεται έδώ κι* έπειτα.:. ^ϋ^άγκασε τά χείλη της, σάν νά είχε πή περισσότερα α­ πό όσα έπρεπε, καί άπομακρύνθηκε βιαστικά. Ό Κήν Μάντεν γύρισε στήν κα­ ρέκλα του κι’ έρριξε μιά νωχελική ματιά προς τό τραπέζι τού Λάρμιν. θά άναγνώριζε τόν Κλαίη Λάρμιν καί χωρίς την ύπόδειξι τής σερβιτό­ ρας.

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ Υπήρχε αρκετή όμοιότης μέ τό περίφημο πορτραίτο τού Στρατηγού Λάρμιν, πού ήταν κρεμασμένο στήν ξακουστή Λέσχη τών Τζόκεϋ. Ό νεαρός μέ τό άσποο βραδινό σακκάκι είχε τήν ϊδια ασυνήθιστα μακρυά, μυτερή μύτη, πού γύριζε έλαφρά προς τά επάνω, τό ίδιο προεξέχον μέτωπο καί τά ίδια προεξέχοντα μάτια. Μά στό πρόσωπο τού γυιού υπήρ­ χε κάτι άλλο —ένα μικρό στόμα πού δεν ταίριαζε μέ τά χαρακτηριστικά τού Στρατηγού Λάρμιν, τού άνθρώπου πού δέκα χρόνια πριν έθεωρεΐτο ό Βασιλεύς τών Ιπποδρομιών. Ή γυναίκα πού καθόταν απέναντι στόν Κλαίη Λάρμιν, φαινόταν δυσαρεστημένη μέ τόν σύνοδό της. ΤΗταν καθισμένη στητά, μέ τό στήθος προ­ τεταμένο, προδίδοντας γυναίκα πού συνήθιζε νά ίππεύη, 'Ένα συνοφρύωμα ρυτίδωνε τό παιδιάστικο, ήλιοψημένο πρόσωπό της. "Εγειρε μπροστά καί άκούμπησε τήν παλάμη της επάνω στό ποτήρι τού Κλαίη Λάρμιν, κοινώντας τό κε­ φάλι της. 'Η σερβιτόρα άκούμπησε ένα πιά­ το μέ κομπόστα μπροστά στόν Μάν­ τεν. —Νομίζω οτι θά μού άρέση ή Σα­ ρατόγκα, είπε ό ντέτεκτιβ. —Είναι όμορφη πόλις... είπε τό κορίτσι. Καί πρόσθεσε, σκύβοντας καί κά­ νοντας ότι τακτοποιούσε τό σερβίτσιο. —Είναι καλή πόλις, άν φροντίσετε νά μή βρεθήτε σέ σκοτεινούς, από­ μερους δρόμους τή νύχτα. Άνωρθώθηκε καί είπε δυνατά : —Τίποτ’ άλλο, σέρ ; ' —Μερικές πληροφορίες άκόμα, άν έχετε, είπε ό Μάντεν. Ξέρετε τί­ ποτα θετικό ; Δέν μπορούσε παρά νά είχε κά­ ποιο λόγο, λέγοντάς του όλα αύτά. — "Ισως, ψιθύρισε τό κορίτσι. ’Άν άξίζη τόν κόπο γιά μένα... —Πότε σκολάτε ; — Στή μία. Μά δέν μπορώ...

Ο

Κήν Μάντεν ά­ κούμπησε ένα χαρτονόμισμα στό τρα­ πέζι. "Οταν σήκωσε τό χέρι'του, ύπήρχε έκεί ένα κλειδάκι.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5

ΠΤΩΜΑΤΑ — Γκρίζα Μπουΐκ. Μέ άριθμό κυ­ κλοφορίας Καλίφορνίας. Πενήντα μέ­ τρα μακρυά από τό «Σέλα καί Γκέϋΐ». θά σάς περιμένω έκεϊ στή μία. —’Όχι, όχι, ψιθύρισε αυτή μέ πανι­ κό στα μάτια. ’Όχι , απόψε. Δεν θά μπορούσα... Ό Μάντεν σηκώθηκε. — Εΐναι δύσκολο νά άνεβή κανείς εκεί; Κι’ έδειξε τό ταβάνι. Αύτή δάγκωσε τά χείλη της γιά μερικές στιγ­ μές. "Επειτα είπε : —’Όχι, σέρ. Άπό την τουαλέττα των άντρων. Μά θά ήταν προτιμώτερο... — Κρατήστε τά ρέστα είπε ό Μάν­ τεν καί ξεμάκρυνε. Κατευθύνθηκε προς δυο δίδυμες πόρτες £έ τις επιγραφές : «Ανδρών» «Γυναικών». Μπήκε στην πρώτη, διέ­ σχισε έναν διάδρομο καί έστριψε σέ μια γωνιά. "Ενας κοντός, τετράγω­ νος άντρας μέ πλατύ λαιμό, τακτο­ ποιούσε έκεϊ κάτι μαχαιροπήρουναΚύτταξε ψυχρά τόν Κήν Μάντεν. —'Η τουαλέττα είναι πίσω, έκεϊ, αφεντικό, είπε. — Ναι. Είμαι συλλέκτης. —’Έ ;

— Συλλέκτης άρχαιοτήτων. Ένδιαφέρομαι γιά παλιές ρουλέτες. —’Ώ I Γιά ρουλέτες, έ ; — Μού είπαν πώς υπάρχουν μερι­ κά σπουδαία δείγματα έπάνω, είπε ό Μάντεν βγάζοντας ένα νόμισμα. —Ναί, είπε ό φρουρός τσεπώνον­ τας τό νόμισμα. Μά μπορεί νά σοΰ φανούν ακριβές, μίστερ. — θά πάω νά ρίξω μιά ματιά. Ό φρουρός τού έδειξε μιά πόρτα, όπου κόκκινα γράμματα έλεγαν : * ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ! ΚΙΒΩΤΙΑ ΜΕ ΔΥΝΑΜΙΤΗ!» Ό Μάντεν άνοιξε ανέβηκε.

την πόρτα καί

£!^.ΐ)ό ρουλέτες δού­ λευαν, έκτος άπό μερικά άλλα τρα­ πέζια μέ διάφορα παιχνίδια. Ό πε­ ρισσότερος κόσμος ήταν συγκεντρω­ μένος γύρω άπό ένα τραπέζι ρουλέ­ τες, δπου όλοι φαίνονταν νά σέρνωνται πίσω άπό ένα έπιβλητικό άτομο

μέ γκρίζο γένι καί πυκνά φρύδια, πού φορούσε γυαλιά τής μύτης μέ μαύρο κορδονάκι. 'Όλοι οί άλλοι έκεϊ περίμεναν νά ποντάρη πρώτα ό γενιοφόρος, πριν ποντάρουν κι’ αύτοί. Καί οί περισσό­ τερες μάρκες έπεφταν στους άριθμούς δπου αυτός είχε ποντάρει. 'Η περιγραφή, πού είχαν δώσει τηλεφωνικώς στόν Μάντεν, δταν τόν κάλεσαν νάρθή στή Σαρατόγκα, ήταν έντελώς ακριβής. —Ποιός είναι αύτός ό φίλος πού φαίνεται σάν πρεσβευτής ; ρώτησε ό Μάντεν μιά σερβιτόρα. — Ό Τάουμπη, είπε αυτή λακω­ νικά. Ό Μάντεν παρακολούθησε τόν άνθρωπο μέ τό γένι νά μαζεύη μιά στίβα από μάρκες τών δέκα δολλαρίων. —Είναι ιδιοκτήτης τού καταστή­ ματος ; Τόν κορίτσι τόν κύτταξε καχύποπτα. —’Όχι. ’Έχει απλώς μεγάλη τύχη. Τό κατάστημα είναι τίμιο κι’ οποίος εΐναι τυχερός κερδίζει. —Αλήθεια ; Ό Μάντεν έβαλε δυό δολλάρια στό κόκκινο. Κέρδισε τό πράσινο Πλησίασε στόν Τάουμπη. θά ήταν δύσκολο, σκέφτηκε, νά άποκρυπτογραφήση κανείς τά χαρα­ κτηριστικά πού ήσαν κρυμμένα κά­ τω άπό τά γένια του, πού είχαν έναν ξενικό τόνο. Στό κάτω—κάτω ό άν­ θρωπος αύτός μπορεί νά μήν είχε εγκληματικό φάκελΛο. Τό μόνο πού ό Κήν Μάντεν ήξερε γι’ αυτόν ήταν δτι ό Τάουμπη δέν ήταν γνωστός στά ιπποδρόμια τών ανατολικών Πολιτειών. Είχε κάνει τήν έμφάνισί του άπό τό τίποτα καί είχε άρχίσει νά κερδίζη γκανιάν σχεδόν σέ κάθε κούρσα άπό τήν πρώτη μέρα κιόλας τών ιπποδρομιών τής Σαρα­ τόγκα. Ή τύχη του ήταν τόσο μεγά­ λη ώστε πολλοί είχαν καταλήξει νά πιστέψουν πώς ήταν προικισμένος μέ μαγικές Ιδιότητες. Βέβαια, δέν ήταν έντελώς σπάνιο τό φαινόαενο αυτό στις Ιπποδρομίες. Αλλά ό Κήν Μάντεν είχε μάθει άπό τόν άνθρωπο, πού τόν εΐχε καλέσει τηλεφωνικώς νάρθή στή Σαρατόγκα, δτι ό Τάουμπη αύτός δέν ήταν κάν


6 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κανονικός θιασώτης και γνώστης των ιπποδρομιών. Κανένας δεν ήξερε τίποτα γΤ αύτόν εκτός από τό γεγο­ νός δτι ή οίκειότης του με τά χαρ­ τιά, τα ζάρια καί τις ρουλέτες πρόδιδε έπαγγελματία χαρτοπαίκτη. Καί ή πείρα του Μάντεν του έλεγε δτι όταν ένας έπαγγελματίας χαρτοπαί­ κτης φαίνεται να έχη τύχη, κάποια απάτη είναι στη μέση.

3Κανένας δεν έδω­ σε σημασία στον Μάντεν, δταν αγό­ ρασε μερικές μάρκες καί άρχισε νά ποντάρη. Ό Τάουμπη τον κύτταξε αδιάφορα, μια φορά μόνο, χωρίς νά δείξη καν δτι τόν πρόσεξε. , Δέκα λεπτά αργότερα, ό Κλαίη Αάρμιν καί ή συνοδός του, πού τά μαλλιά της είχαν τό χρώμα του μπρούντζου, μπήκαν στην αίθουσα. Τό πλήθος έδωσε αρκετή προσοχή στον κληρονόμο τών περιφήμων Στά­ βλων Κλαίημπρουκ : —Καλησμέρα, Μίστερ Αάρμιν. Τί προβλέπετε γιά... —Τί νέα, Κλαίη ; —Δέν νομίζεις δτι τό άλογο πού... Ό Αάρμιν απάντησε γκρινιάρικα και αγόρασε μάρκες γιά τή συνοδό του. Αυτή δέν περίμενε νά ποντάρη ό Τάουμπη. Πόνταρε πρώτη ρίχνοντας μιά μάρκα τών δέκα δολλαρίων στο 31, μιά στο 5 καί μιά στο 2. Τό χέ­ ρι της άγγιξε τό χέρι του Τάουμπη. Ό Τάουμπη χαμογέλασε δείχνον­ τας μιά σειρά άπό κανονικά άσπρα δόντια. —Μέ συγχαρείτε. , Ή φωνή του είχε μιάν ελαφρά

ΚΑΛΠΑΖΟΝΓΑ ξενική άπόχρωσι. Ό Μάντεν δέν μπορούσε νά είναι βέβαιος άν ή άπόχρωσις αυτή ήταν γνήσια ή πλα­ στή. Τό κορίτσι γέλασε ανήσυχα. — Προσπάθησα απλώς νά πάρω λίγη άπό τήν τύχη σας, κύριε Τάουμ­ πη, είπε. Ό νεαρός Αάρμιν μόρφασε καί τήν έπιασε άπό τό μπράτσο. Ό Τά­ ουμπη άνασήκωσε τούς ώμους του, διασκεδάζοντας προφανώς. —Στή ρουλέτα δέν είμαι τόσο τυχερός εΐπε. Δέν μπορεί κανείς νά προβλέψη τί θά κάνη άκριβώς ή μπί­ λια, ενώ μέ τά άλογα... Ό γκρουπιέρης γύρισε τή ρουλέ­ τα. Ή μπίλια σταμάτησε έπειτα άπό μερικές στιγμές. 'Ο Τάουμπη κέρδισε, τό κορίτσι έχασε. —Διάβολε, βλαστήμησε ήρεμα τό κορίτσι. Νομίζω δτι πρέπει νά άκολουθήσω τις υποδείξεις σας, κ. Τά­ ουμπη. Ό Αάρμιν έγινε κατακόκκινος καί ήταν έτοιμος νά τραβήξη τό κο­ ρίτσι άπό τό τραπέζι, δταν ή σερβι­ τόρα, πού είχε άπαντήσει στή έρώτησι του Μάντεν, πλησίασε καί άγ­ γιξε τόν Αάρμιν στό μπράτσο. Αυτός γύρισε τό κεφάλι του γιά ν5 άκούση, κύτταξε μέ δυσαρέσκεια τόν Μάντεν γιά μιά στιγμή κι’ έπειτα μουρμούρισε κάτι στή συνοδό του μέ τά μπρουντζόχρωμα μαλλιά. Αυτή μόρφασε καί εξαργύρωσε τις μάρκες της. —Μήν τά μαζέψετε δλα, εΐπε στόν Τάουμπη. Αφήστε κάτι καί γιά μέ­ να. Καί τό ζευγάρι έφυγε.

Ο

Μάντεν κύτταξε στό ρολόι του τήν ώρα. ?Ηταν μία παρά πέντε. ΤΗταν προτιμώτερο νά βρίσκεται στό ραντεβού του άκριβώς στή μία. Τό κορίτσι ήταν τρομαγμένο κι* αυ­ τό σήμαινε δτι φοβόταν πώς κάποιος παρακολουθούσε τόν Κήν Μάντεν σέ κάθε βήμα του. ΚΤ δμως κανένας μέσα στή χαρτοπαικτική αίθουσα δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον γιά τήν άναχώρησί του. Ή τραπεζαρία κάτω είχε κλείσει.


ΠΤΩΜΑΤΑ Καμμιά άπό τις σερβοτόρες δέν φαι­ νόταν έκεϊ γύρω. Ούτε ό Λάρμιν μέ τό κορίτσι ήσαν στήν Ιματιοθήκη, όταν ό Μάντεν βγήκε έξω. Δέν μπόρεσε νά δή μέσα στή Μπουΐκ του, παρά μόνο όταν έφθασε κοντά. Τό κορίτσι ήταν κιόλας στό πίσω κάθισμα, μακρυά άπό τήν άνταύγεια των φωτεινών γραμμάτων «Σέλα καί γκέμι». Καθώς άνοιγε ιήν πόρτα, είδε τήν άντανάκλασι των φωτεινών γραμμάτων επάνω στό πί­ σω φτερό νά χάνεται γιά μιά στιγαή σάμπως κάποιο σώμα νά είχε μπή απροστά στό φώς. Γύρισε τό κορμί του, σηκώνοντας τό ένα μπράτσο του καί όρμώντας προς τό πίσω κάθισμα. Πρόλαβε καί είδε μια μορφή μέ ογκώδεις ώμους καί μιά μύτη κόκκινη άπό τό ρούμι, κάτω από μιά χαμηλωμένη τραγιά­ σκα, πριν ό σωλήνας πού κρατούσε ό άγνωστος τον χτυπήση πρώτα στό μπράτσο, παραλύοντάς το, κι’ έπειτα στό κεφάλι. Έπεσε ό μισός μέσα στό αυτοκί­ νητο. Τό άρισπερό του πόδι χτύπησε τόν αντίπαλό του λίγα εκατοστά κά­ τω άπό τήν άγκράφα τής ζώνης του. Ό άνθρωπος βόγγησε καί χτύπησε πάλι τόν Μάντεν μέ τόν σωλήνα στό γόνατο, Ό Μάντεν δοκίμασε νά κυλήση αριστερά για νά τραβήξη τό πιστόλι του, μά ό άνθρωπος μέ τούς βαρείς ώμους τόν χτύπησε στό στόμα μέ τόν σωλήνα. Ό ντέτεκτιβ συστράφηκε, χώθηκε ολόκληρος μέσα στό αυτοκίνητο, άρ­ παξε τό πόμολο τής πόρτας καί τό τράβηξε. Ό άνθρωπος ούρλιαζε άπό πόνο, καθώς τά δάχτυλά του πιάστηκαν ό:πό τό μέταλλο τής πόρτας. Τήν ίδια στιγμή, άπό τό σκοτάδι πίσω άπό τόν Μάντεν, μιά βόμβα έξερράγη επάνω στό κρανίο του. Αυ­ τό ήταν τό τελευταίο πράγμα πού θυμόταν. ΕΝΑ Α Π Ρ ΟΣλ'ΛΗΤΟ ΠΤΩΜΑ Μέ μιά γεϋσι αίματος στό στόμα του καί μέ φριχτό πόνο στά δόντια, καί μέ κρανίο πού του φαινόταν σάν

V

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 7

νά συστελλόταν καί νά διαστελλόταν διαδοχικά, ό Μάντεν άνοιξε τά μάτια του. Σιγά-σιγά, καί μέ πόνο πού του έφερνε ζάλη, ό Μάντεν κατάφερε νά σηκωθή ά^ό τό πάτωμα τοϋ αυτοκι­ νήτου. Οί ώμοι του ήσαν σφηνωμένοι άνάμεσα στή ράχη του καθίσματος τοϋ όδηγοϋ καί τοϋ μπροστινοΰ μέ­ ρους τοϋ καθίσματος. Τά γόνατά του ήσαν διπλωμένα πρός τά επάνω κι* αυτό ήταν τό μόνο πράγμα πού εΐχε εμποδίσει τούς δολοφόνους νά τόν σακατέψουν γιά καλά, χτυπώντας τον στήν κοιλιά ή στό στήθος. Έκτος άπό ένα φορτηγό κι’ ενα επιβατικό μέ τις λέξεις «Σέλα καί γκέμι», κανένα άλλο αύτοκίνητο δέν βρισκόταν στήν περιοχή σταθμεύσεως, άπέναντι στό κτίριο. Ό Μάντεν κύτταξε στό ρολόϊ του. Τό πρώτο εκείνο χτύπημα μέ τόν σιδερένιο σωλήνα είχε -τσακίσει τό ρολόϊ. Τό ρολόϊ δίπλα στούς μετρη­ τές, πλάι στό βολάν, έδειχνε δύο καί δέκα.

Βλαστήμησε τόν εαυτό του πού άφέθηκε νά πέση σέ μιά, τέτοια πα­ γίδα. ΚΓ όμως, άφοϋ ήθελαν νά τόν χτυπήσουν απλώς ώστε νά τόν τρομά­ ξουν καί νά τόν κάνουν νά εγκατά­ λειψη τή Σαρατόγκα, γιατί είχαν τολ­ μήσει νά χρησιμοποιήσουν ώς δόλω­ μα τή σερβιτόρα ; Δέν ψοβόνταν μήπως ό Κήν Μάν­ τεν άρπαζε άπό τό γιακά... ή άπό τά μαλλιά τή σερβιτόρα καί τήν τρα­ βούσε μέσα ; ’Ίσως τό κορίτσι ισχυριζόταν τότε δτι ό Μάντεν τής είχε προτείνει νά τήν πάη στίτι της μέ τό αυτοκίνητό του κΓ δτΓεΐχε αρχίσει νά τήν ένοχ-


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» λή μόλις αυτή μπήκε στό αυτοκίνη­ το, οπότε ένας υπάλληλος τής λέσχης έτρεξε στις φωνές της καί χτύπησε τόν Μάντεν για νά την άπαλλάξη από αυτόν. ’Άν μια τέτοια ιστορία δημοσιευό­ ταν στις εφημερίδες, δεν θά έκανε καλό ούτε στόν Μάντεν ούτε στην αποστολή πού είχε άναλάβει. Βγήκε άπό τό αύτοκίνητο. Τό γό­ νατό του τόν πόνεσε τόσο πολύ, ώστε παραλίγο νά πέση χάμω. Τό «Σέλα καί Γκέμι» ήταν κατασκότεινο. Ή φωτεινή έπιγραφή ήταν σβηστή. Προσπάθησε νά θυμηθή πιο αύτοκίνητο ήταν σταματημένο δίπλα στό δικό του, δταν βγήκε άπό τή λέσχη, μά δεν μπόρεσε.

3ε&θηκε πίσω άπό τό βολάν. Κύτταξε στό καθρεφτάκι τοϋ οδηγού τό πρόσωπό του. Πίταν σκεπασμένο άπό ξερό αΐμα. Τά χεί­ λη του ήταν πρησμένα καί μιά μεγά­ λη γρατσουνιά έχασκε επάνω άπό τό δεξιό μάτι του. Βρήκε τό μπουκαλάκι μέ τό ούΐσκυ μέσα στό ντουλαπάκι, μούσκεψε τό μαντήλι του καί σκούπισε μ’ αύτό τό πρόσωπό του, ’Ήπιε μερικές γουλιές. Τό ούΐσκυ έτσουξε τό στόμα του, μά έκανε τά σπλάχνα του νά τρέμουν λιγώτερο. Έβαλε εμπρός τή μεχανή καί ξε­ κίνησε. Χρειάστηκε νά καταβάλη όλη τή δύναμι τής θελήσεώς του γιά νά μπορέση νά όδηγήση τό αύτοκίνητο, μά ταραγμένες ερωτήσεις αναπηδού­ σαν κάθε τόσο στό μυαλό του : Ποιος είχε Ανακαλύψει τήν πα­ ρουσία του καί τήν ταυτότητά του τόσα γρήγορα ;

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ Γιατί κάποιος είχε θελήσει νά τόν άποθαρρύνη πριν ό Μάντεν άρχίση τις έ'ρευνές του ; Τί σήμαιναν τά λόγια πού άντήλλαξαν στό καζίνο ό Τάουμπη καί τό κορίτσι του Κλαίη Λάρμιν ; Ένά κόκκινο φώς φάνηκε* στό κα­ θρεφτάκι του οδηγού. *'Ακούσε τό ούρλιαχτό μιας σειρήνας. 'Η αστυ­ νομία ! Ελάττωσε τήν ταχύτητά του, Μιά μοτοσυκλέττα τόν πλεύρισε κΓ ένας αστυφύλακας του έγνεψε νά σταματήση. Πάτησε τό φρένο καί σταμάτησε. Ό αστυφύλακας πλησία­ σε στό παράθυρο. —Που είναι τά πίσω φώτα σου, μίστερ ; —Δεν είναι αναμμένα ; Ό Μάντεν ένοιωθε τά χείλη του πρησμένα, σάν ένα ζευγάρι λουκά­ νικα. Ό Αστυφύλακας έσκυψε μπροστά, άνοιγοκλείνοντας τά ρουθούνια του. —Ταχείς τραβήξει για καλά, βλέ­ πω, μίστερ. Ό Μάντεν άνοιξε τήν πόρτα και βγήκε δίσκαμπτα. ’Από τή μυρουδιά του ούΐσκυ καί άπό τήν αλλοιωμένη προφορά του ό Αστυφύλακας είχε συμπεράνει πώς ήταν μεθυσμένος. —Τράβηξα μερικές πίσω, στό «Σέ­ λα καί Γκέμι», εΐπε ό Μάντεν δεί­ χνοντας τό στόμα του. "Οχι άπό μπου­ κάλι, άλλα άπό γροθιά. Είμαι έντά ξει. 'Ο Αστυφύλακας τόν κύτταξε δια­ περαστικά. —Αλήθεια ; Άς δούμε τήν άδεια σου, μίστερ. Ό Μάντεν έβγαλε τό πορτοφόλ του καί τό κράτησε Ανοιχτό. — Πηγαίνεις μακρυά, μίστερ ; —Στό ξενοδοχείο μου. Στήν πόλι. Μένω εκεί. —Καλά θά κάνης νά φτιάξης τσ πίσω φώτα σου, πριν πάθης καμμισ δουλειά. Ό Μάντεν βάδισε, μέσα στή λάμ ψι τών προβολέων τής μοτοσυκλέττας πρός τό πίσω μέρος του αυτοκι­ νήτου, καί χτύπησε μέ τή γροθιά του ελαφρά ένα άπό τά πίσω φώτα. Κάτι κόκκινο καί γυαλιστερό έ λαμψε επάνω στό άσπρο τσιμέντο Καθώς τό κύτταζε, μιά δεύτερη στα­


ΠΤΩΜΑΤΑ γόνα έπεσε από τή χαραμάδα του διαμερίσματος των αποσκευών. ^ϋ^κούμπησε τό πό­ δι του γοργά επάνω της, καθώς ό αστυφύλακας βάδιζε πρός τό μέρος του. —Δεν είχα προσέξει ότι τά πίσω φώτα μου εΐχαν σβήσει, είπε. Ό άστυφυλακας στάθηκε μπρο­ στά του-μέ τά σκέλη άνοιχτά και τις γροθιές στους γοφούς. — Έγινε μεγάλη συμπλοκή, μίστερ, στό «Σέλα καί Γκέμι» ; —’Ό, όχι ! Μιά—δυό γροθιές μέ κάποιον μεθυσμένο. Μόνο πού τις γροθιές τις έφαγα εγώ. Μά δέν έχω τίποτα. 'Ένα ντους θά μου κάνη κα­ λό. Θά διορθώσω καί τά πίσω φώτα μου άπόψε κιόλας. Γύρισε άργά καί μέ ήρεμες κινή­ σεις στό βολάν. Ξεκίνησε. Μέσα στό καθρεφτάκι του οδηγού εΐδε τόν άστυφύλακα νά στέκεται καί νά τόν κυττάζη καθώς απομακρυνόταν. Ανέπτυξε ταχύτητα, μπήκε στή Λεωφόρο Γιούνιον. "Οταν έφτασε στό Μπρώντγουαιη έστριψε δεξιά. Τό ξε­ νοδοχείο του ήταν άρ'στερά. Δέν ή­ ξερε τούς δρόμους τής Σαρατόγκα, μά όσο πιό πολύ απομακρυνόταν άπό τό κέντρο τής πόλεως, τόσο τό κακύτερο. Συνέχισε τό ταξίδι του γιά πέντε λεπτά άκόμα, βρήκε έναν σκοτεινό, πλάγιο δρόμο, μπήκε εκεί, σταμάτησε κΓ έσβησε τά φώτα. "Οταν άνοιξε τό διαμέρισμα τών αποσκευών, στό πίσω μέρος του αύτοκινήτου, ήταν σίγουρος γι’ αύτό πού θάβρισκε, πριν άκόμα άνάψη τό ήλεκτρικό φαναράκι του. Ή σερβιτόρα ήταν πεσμένη μπρού­ μυτα εκεί · μέσα, μέ τά γόνατά της διπλωμένα, σάν νά είχε χωθή εκεί γιά νά πάρη έναν υπνάκο. Φορούσε άσπρο φουστάνι καί κόκκινο πουλόβερ. Τό πίσω μέρος του κεφαλιού της ήταν τσακισμένο. Ό Μάντεν μουρμούρισε : ^ —Μέ συγχωρεϊς, μικρούλα μου I Νόμισα πώς ήσουν μαζί τους. Φαί­ νεται πώς ήξερες κάτι σοβαρό γιά νά σέ ξεκάνουν έτσι I Τό λουρί τής τσάντας της ήταν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

σφιγμένο άνάμεσο: στά δάχτυλά της. Ό δολοφόνος δέν είχε νοιαστή νά τής τό άποσπάση, όταν πέταξε τό κορμί της μέσα στό διαμέρισμα τών άποσκευών. Ό Κήν Μάντεν έψαξε τήν τσάν­ τα, ενώ προσπαθούσε, νά σκεφτή ποιά έπρεπε νά εΐναι ή επόμενη κίνησίς του. ΤΗταν μιά όμορφη καί καλοσχεδιασμένη σκηνοθεσία, μιά προσπά­ θεια ένοχοποιήσεώς του. Αφού είχε πέσει αναίσθητος, κάποιος εΐχε πάρει τό κλειδί τού διαμερίσματος τών ά­ ποσκευών άπό τήν τσέπη του, τό εί­ χε ξεκλειδώσει, είχε βάλει τό νεκρό κορίτσι εκεί μέσα καί είχε ξανακλειδώσει. "Επειτα είχε κόψει κάπου τό σύρμα τών φώτων τού αύτοκινήτου,' μέ τόν σκοπό νά τραβήξη τήν προσο­ χή τής άστυνομίας καί νά προκαλέση μιάν έρευνα.

3£ωρίς νά τό θέλη, ό Μάντεν είχε συμπληρώσει τή σκη­ νοθεσία πλένοντας τό πρόσωπό του μέ ούΐσκυ καί κάνοντας τόν άστυφύ­ λακα νά πιστέψη πώς είχε πιή. Εκείνο πού έπρεπε νά κάνη τώρα ήταν καθαρό. "Επρεπε· νά πάη γραμμή στόν άστυνομικό σταθμό τής Σαρα­ τόγκα, νά άναφέρη ότι εΐχε βρή ένα πτώμα στό πίσω μέρος τού αύτοκινήτου του καί νά πή ότι δέν ήξερε ποιός τόν είχε βάλει εκεί. Ή αστυνομία τότε θά έκανε έρευνες. Κανένας μέ­ σα στό «Σέλα καί Γκέμι» δέν θά ή­ ξερε τίποτα εκτός άπό τό ότι ό Μάν­ τεν είχε πιάσει κουβέντα μέ τή σερ­ βιτόρα. Ό αστυφύλακας θά κατέθετε ότι ό Μάντεν εΐχε πιή πολύ. Στό πί­ σω κάθισμα, εξάλλου, ύπήρχαν άφθο­ να σημάδια πάλης.


10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Θά τόν παρέπεμπαν στό κακουργοδικεΐο. Θά τόν άφηναν μέ έγγύησι, μέ βάσι τις εκθέσεις του γραφείου του γιά τό πρόσωπό του. Μά οί πι­ θανότητες νά βρή ποιός τόν είχε χτυ­ πήσει και ποιός είχε δολοφονήσει τό κορίτσι θά ήσαν ποιά μηδαμηνές. Α­ κόμα κι* άν τό δικαστήριο τόν αθώ­ ωνε, ή αποστολή του θά αποτύγχανε. Άπό την άλλη μεριά δμως, άν δέν άνέφερε τίποτα στήν άστυνομία κι* άν συνέβαινε κάτι άργότερα και τόν συνέδεε μέ τόν θάνατό της, τι θά γινόταν ; Τό λιγώτερο πού μπορούσε νά περιμένη θά ήταν νά τόν κατηγορού­ σαν ώς «σύνεργό μετά τό έγκλημα». Ή τσάντα περιείχε τά συνηθισμέ­ να μικροπράγματα : "Ενα πορτοφολάκι μέ αρκετά χρήματα ώστε νά α­ ποκλείεται ή εκδοχή τής κλοπής, πουντριέρα, κραγιόν, μολύβια, τσιγά­ ρα, κλειδιά, σπίρτα, τσιμπιδάκια. Υ­ πήρχαν επίσης δυό φάκελλοι μέ τή διεύθυνσι : «Μις Λόλα Γκρέτς, 917 Λέϊκ "Αβενιου». Μαζί μέ τούς φακέλλους υπήρ­ χαν καί δυό φωτογραφίες. Οί φάκελλοι περιείχαν έναν λογαριασμό τού ήλεκτρικού καί μιά διαφήμισι γυναι­ κείων φορεμάτων. Οί φωτογραφίες παρ'σταναν μιά μικρή, άσπρη έπαυλι. πίσω άπό έναν γραφικό φράχτη. Στήν πόρτα στεκόταν ή όμορφη σερβιτό­ ρα. "Εβαλε τα κλειδιά καί τις φωτο­ γραφίες στήν τσέπη του καί ξανάβα­ λε τά υπόλοιπα μέσα στήν τσάντα. "Επειτα έψαξε μέ τό φανάρι του ώσπου βρήκε τό μέρος όπου ήταν κομμένο τό σύρμα. ΒΛπήκε στή Λέΐκ ’Άβενιου καί την άκολούθησε γιά ένα —δυό μίλια. Τά σπίτια γίνονταν ολο πιό μικρά καί πιό άραιά, καθώς προχωρούσε. Ή μικρή έπαυλις, πού άναγνώρισε άπό τή φωτογραφία, βρισκόταν έκατό μέτρα μακρυά άπό τόν πιό κον­ τινό γείτονά του. Τό σπίτι ήταν σκο­ τεινό. Ό Μάντεν πέρασε, χωρίς νά ε­ λάττωση ταχύτητα, καί συνέχισε τόν δρόμο του γιά ένα μήλι άκόμα, πριν

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ κάνη στροφή καί γυρίση πίσω. Κανένας δέν τόν παρακολουθού­ σε. Τό πιό κοντινό φως τού δρόμου βρισκόταν τριακόσια τουλάχιστον μέτρα μακρυά άπό τήν έπαυλι. Ό Μάντεν προσπέρασε πάλι τό σπίτι καί σταμάτησε είκοσι μέτρα πιό πέρα. "Εσβησε τά φώτα καί έμει­ νε άσάλευτος, μέσα στήν κοκκινωπή άνταύγεια πού έρριχνε ή κάφτρα τού τσιγάρου του, κυττάζοντας τήν έπαυλι πίσω του. "Ενα αύτοκίνητο πέρασε. "Οταν τά πίσω φωτάκια του χάθηκαν μέσα στή νύχτα ό Μάντεν έβγαλε τά πα­ πούτσια του, φόρεσε τά γάντια του καί πήγε στό πίσω μέρος τού αύτοκινήτου. "Ανοιξε τό διαμέρισμα των άποσκευών, σήκωσε τό κορίτσι άπαλά καί ξανάκλεισε. Διεσκέλισε τόν φράχτη, προχώρη­ σε μέσα στόν κήπο καί βλαστήμησε σιγανά όταν κάτι άγκάθια τού τρύπησαν τά πόδια. 7Ηταν συννεφιά καί στήν αύλή, πίσω άπό τήν έπαυλι, τό σκοτάδι ή­ ταν μαύρο. Δέν τόλμησε νά χρησιμοποιήση τό φανάρι του. Άκούμπησε τό πτώμα χάμω, δί­ πλα σέ μερικά λουλούδια. Ή καρδιά του χτυπούσε τόσο δυ­ νατά, ώστε γιά μιά στιγμή σκέφτηκε ότ» οί χτύποι της θ’ άκούγονταν μέσα άπό τό σπίτι, άν βρισκόταν κανείς έκεϊ έκείνη τήν ώρα. Πλησίασε στήν πίσω πόρτα καί χτύπησε μέ τή γροθιά του. Κανένας δέν άπάντησε. Χρησιμοποίησε τά κλειδιά. Τό δεύ­ τερο ταίριασε στήν κλειδαριά. Ή πόρτα έτριξε καθώς άνοιγε, μά ή κουζίνα πίσω της έμεινε σιωπηλή καί κατασκότεινη. Μέ τήν παλάμη του έπάνω άπό τόν φακό τού φαναριού του, γιά νά έλαττώνη τήν έντασι τού φωτός, είδε ένα ψυγείο, μιά μηχανή γκαζιού, ένα τραπέζι καί μιά πόρτα. Πέρασε τήν πόρτα καί βρέθηκε μέσα σ’ ένα σαλόνι. Καθώς προχω­ ρούσε σέ μιάν άλλη πόρτα, πού προ­ φανώς ώδηγούσε στό χώλ, άκουσε μιά σανίδα νά τρίζη. Πάγωσε.


ΠΤΩΜΑΤΑ ■^%-.φου κράτησε τήν άνάσα του γιά ένα λεπτό, μήν άκούγοντας τίποτα εκτός άπό τό σφυροκόπημα του σφυγμού του, σκέφτηκε ότι τό τρίξιμο θά είχε προελθεί άπό τή μετακίνησι του ίδιου του σώμα­ τός του στό πάτωμα. Μπήκε στό χώλ κι* έστησε τό αυ­ τί του σέ μια πόρτα. Απόλυτη ησυ­ χία. Τήν άνοιξε καί μπήκε σ’ ένα ύπνοδωμάτιο μέ διπλό, καλοστρωμέ­ νο κρεββάτι. Υπήρχε εκεί μια παράξενη καί δυσάρεστη οσμή. Δεν μπορούσε νά τήν προσδιορίση, μά του θύμιζε τή Νέα Γουινέα, όπου είχε περάσει μερικούς τρεις μή­ νες σ’ ένα άγρόκτημα αναπαραγω­ γής αλόγων. Βγήκε έξω, σήκωσε τό πτώμα, τό κουβάλησε μέσα καί τό άκούμπησε στό χαλί, δίπλα στό κρεββάτι. Ή αν­ ταύγεια πού έβγαινε άπό τόν φακό, μέσα άπό τήν παλάμη του, έλαμψε επάνω σέ μιαν άσημένια κορνίζα. Πλησίασε εκεί καί άφησε λίγο φως νά πέση επάνω στή φωτογρα­ φία, πού έκλεινε ή κορνίζα. Τα προεξέχοντα μάτια του Κλαίη Λάρμιν τόν κύτταξαν άλαζονικά μέ­ σα στό μισοσκόταδο. Στήν κάτω γωνία τής φωτογρα­ φίας ύπήρχε μια άφιέρωσις : «Στή Λόλα, μέ -άναμνήσεις — Κλαίη» Ό Μάντεν σφύριξε σιγανά. "Ετσι λοιπόν; Ό μοναχογυιός καί κληρο­ νόμος των έκατομμυρίων καί των πε­ ρίφημων στάβλων του Λάρμιν, καί μια σερβιτόρα ενός όχι πολύ άξιοσέβαστου κέντρου; Αύτό δημιουρ­ γούσε περίεργες επιπλοκές άπό τις οποίες καμμιά δέν ήταν εύχάριστη. Διέσχισε τό χώλ, πέρασε τό σα­ λόνι καί μπήκε στήν κουζίνα. Ή πόρ­ τα τής κουζίνας ήταν κλειστή 1 'Ηταν βέβαιος ότι τήν εΐχε αφή­ σει άνοιχτή. Τά χέρια του ήσαν α­ πασχολημένα, όταν μπήκε κρατώντας τό πτώμα, καί δέν τήν είχε κλείσει. Δέν είχε ακούσει τήν πόρτα, ε­ ξάλλου νά κλεινή. Επομένως δέν τήν είχε κλείσει ό άνεμος. "Αλλωστε, δέν φυσούσε σχεδόν καθόλου. Εκείνο τό τρίξιμο ! Κάποιος ήταν μαζί του μέσα στό σπίτι, ό ϊδιος ό δολοφόνος ίσως. "Ισως, μάλιστα ό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

δολοφόνος στεκόταν κάπου έξω εκεί­ νη τή στιγμή, περιμένοντας ν’ άνοιξη ό Μάντεν τήν πόρτα γιά νά τού έπιτεθή. Ό Μάντεν γύρισε πίσω πασπατευτά καί βγήκε άπό τήν πόρτα τής προσόψεως, άνοίγοντάς την μέ προ­ φυλάξεις. Δέν είδε κανέναν καί δέν άκουσε τίποτα. Τό αύτοκίνητο ήταν εκεί όπου τό είχε άφήσει. "Εβγαλε τά γάντια του, φόρεσε τά παπούτσια του καί γύρισε στό ξε­ νοδοχείο.

ΜΙΑ ΣΤ Ε Ν Ο Γ Ρ ΑΦ Ο Σ ΜΕ ΜΠΡΟΥΝ­ ΤΖΟΧΡΩΜΑ ΜΑΛΛΙΑ Ό ήλιος είχε άρχίσει νά χρυσώνη τούς πυργίσκους τής μεγάλης ε­ ξέδρας τού ιπποδρομίου, όταν ό Κήν Μάντεν μπήκε στό ιπποδρόμιο καί προχώρησε προς τό’κτίριο τών γρα­ φείων. "Ενας λιγνός άντρας, μέ κατσου­ φιασμένο πρόσωπο, πενήντα περίπου ετών, μ’ ένα παχύ μουστάκι βαμμέ­ νο κατάμαυρο καί μέ γκρίζα μαλλιά, άποσπάστηκε άπό μια μικρή ομάδα έκγυμναστών, πού παρακολουθούσαν τόν καλπασμό μερικών άλογων. — Γιά όνομα τού θεού, Μάντεν I φώναξε γουρλώνοντας τά μάτια του. Σάς συνέβη κανένα αύτοκινητιστικό δυστύχημα ;


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 7Ηταν ό Ουέσλεϋ Ότόβερ, γραμ­ ματεύς της Εταιρίας Ιπποδρομίων. —"Οχι, είπε ό Μάντεν σφίγγοννάς του τό χέρι. Αυτό πού συνέβη σε μένα δεν ήταν διόλου τυχαίο. Ό Ότόβερ κύτταξε τό μπλάβο μάτι και τόν λευκοπλάστη, στή γω­ νιά του στόματος του Μάντεν. — Κάποιος, πρόσθεσε ό ντέτεκτιβ, έστειλε μια επιτροπή υποδοχής νά με προϋπαντήση στό «Σέλα καί Γκέμι». Ό γραμματεύς τής Εταιρίας Ιπ­ ποδρομιών γούρλωσε τά μάτια του. —Ό Τάουμπη; — Όχι ό ίδιος αυτοπροσώπως. Βρισκόταν έκεϊ κοντά, πάντως. Δοκί­ μασα νά σάς πάρω στό τηλέφωνο, πριν σταματήσω έκεϊ, μά δεν σάς βρήκα. Ό νεαρός Λάρμιν βρισκόταν έκεϊ. "Ηξερε ποιός ήμουν.' Δεν μπορώ νά πώ όμως άν καί ό Τάουμπη τό ήξερε αυτό. Ό Μάντεν δεν μπήκε στό κόπο νά προσθέση ότι ό Ουέσλεϋ Ότόβερ ή­ ταν τό μόνο πρόσωπο, πού ήξερε ότι τό Γραφείο Προστασίας ιπποδρο­ μιών έστελνε ιόν Μάντεν κι* ότι ό Μάντεν θά έφτανε τήν περασμένη νύχτα. Ό γραμματεύς έπιασε τόν Μάν­ τεν από τό μπράτσο. — "Αν δεν προγευματίσατε ακόμα... — θά πιώ καφέ, είπε ό Μάντεν. Είναι τό μόνο πού θέλω. Τό πρόσω­ πό μου πονει σάν νά τό τσαλαπάτησε ένα άπό τά άλογα τοϋ Λάρμιν. Εκείνο πού χρειάζομαι είναι συμ­ πληρωματικές λεπτομέρειες. Ό Ότόβερ διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στά κάγκελα, όπου μπορούσαν νά κάνουν ότι παρακολουθούσαν τήν έκγύμνασι τών άλόγων. "Ενα γκαρ­ σόνι έφερε τό μενού. Ό Ότόβερ είπε : — Κάποιος πρέπει νά θορυβήθηκε πολύ γιά νά σάς κάνη αυτή τήν υπο­ δοχή. Άπό μιά άποψι χάρηκα, μολο­ νότι λυπούμαι πολύ γιά αυτό πού σάς συνέβη. Φοβόμουν μήπως κανό­ νιζαν τά πράγματα έτσι ώστε τίποτα νά μην μπορεί νά τούς ένοχλήση. —Ποιούς έννοειτε; ρώτησε ό Μάν­ τεν κυττάζοντας ένα άλογο νά περνά. —Τόν Τάουμπη. Καί εκείνους πού δουλεύουν μαζί του. — Τόν νεαρό Λάρμιν ;

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ — Θεέ μου, όχι Ι,εΤπε βίαια ό Ότό­ βερ. Αύτός θά ήταν τό τελευταίο πρό­ σωπο στόν κόσμο. Οί μεγάλες έπιτυχίες τού Τάουμπη ήσαν όλες έναντίον άλόγων τών στάβλων Λάρμιν. Αυτό είναι τό πιό παράξενο άπ* όλα. "Ολη ή δράσις τών κακοποιών φαίνε­ ται στραμμένη εναντίον τών άλόγων τού Λάρμιν. Καί νομίζω ότι ό ίδιος ό Λάρμιν έχει χάσει πολλά λεφτά στοιχηματίζοντας έπάνω στά άλογά του. Καί τό γεγονός ότι τά άλογα Λάρμιν, τό ένα έπειτ’ άπό τ’ άλλο, χάνουν μεγάλες κούρσες, προκαλεϊ πολλά κουτσομπολιά. -—Λέτε νά συνεργάζωνται οί τζόκεϋ μέ τόν Τάουμπη ; ρώτησε ό Κήν Μάντεν. _ Μ τό βλέμμα παρακολουθούσε τόν Σκίτ Γ ιόλοκ, τόν άρχιτζόκεϋ τού Λάρμιν, νά περ­ νά σέρνοντας άπό τά γκέμια ένα με­ γάλο μαύρο άλογο. Ό γραμματεύς μούγγρισε : —θά ήθελα πολύ νά ξέρω αυτό. Δεν μπορώ νά καταλάβω, Μάντεν. Φαινομενικά τουλάχιστον, ό Σκίτ Γιόλοκ είναι πολύ στεναχωρημένος γιά όλ’ αυτά. Ό Φράνκ Γουέϊν, ό έκγυμναστής τών στάβλων τού Λάρμιν, είναι στό όριο μιάς νευρικής καταρρεύσεως. Ό ίδιος ό Λάρμιν είναι διαρκώς νευριασμένος καί μέ δυσκο­ λία φέρεται ευγενικά στήν ίδια του τή μητέρα. Ή μητέρα του είναι τό μόνο πρόσωπο, πού δεν φαίνεται νά ένοχλήται μέ αυτά πού συμβαίνουν. Τό γκαρσόνι είπε : — Αυγά, σέρ ; Ό Μάντεν κούνησε άρνητικά τό κεφάλι του. — Μόνο καφέ. Τά δόντια του πονοΰσαν άρκετά καί τό μάσημα θά τά χειροτέρευε. — Ή κυρία Λάρμιν, είπε, ή μητέ­ ρα τού Κλαίη, είναι, νομίζω, ύπερο­ πτική καί δέν καταδέχεται ούτε νά κουβεντιάζη κάν μέ άνθρώπους πού δέν άνήκουν στή τάξι της, δέν εΤν’ έτσι; Ό Ότόβερ χαμογέλασε ευγενικά. —Δέν φταίει. Είναι στό αίμα της. Κάτω όμως άπό τήν τραχειά αυτή επιφάνεια είναι σπουδαία γυναίκα καί λατρεύει τά άλογα. ’Από τήν ε­ ποχή τού θανάτου τού συζύγου της


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΤΩΜΑΤΑ

13

ώς εφέτος αυτή διηύθυνε τούς στά­ βερ. "Εχει πολλά νά πή. Ισχυρίζεται βλους. Τώρα άρχισε σιγά —σιγά νά δτι τά άλογα, πού κέρδισαν έναντίον δίνη τά γκέμια στόν νεαρό Κλαίη. των αλόγων τού Αάρμιν, πρέπει νά Μά αυτός δεν τά καταφέρνει καί τό­ είχαν πάρει διεγερτικά. σο καλά, μολονότι πρέπει νά πώ δτι —Συνέβη πράγματι αυτό ; δέν έμποδίζει στη δουλειά του τόν — Ό κτηνίατρός μας, ό Μπίλ Γουέϊν, τόν έκγυμαστή. Σάτερφιλντ, δίνει έντελώς αρνητική —Καί ή μητέρα ; Δέν ανακατεύε­ όπάντησι. Αυτός καί οί βοηθοί του ται στή δουλειά του Γουέϊν; έξήτασαν έπανειλημμένως δείγματα —*Όχι, είπε μέ προσοχή ό Ότόάπό τόν ίδρώτα καί τό σάλιο τών βερ. Καί, φαινομενικά, δέν φαίνεται ζώων. Καμμιά άπό τις, έξετάσεις αύνά ένοχλήται κάθε φορά πού ένα φα­ τές δέν φανέρωσε τή χρήσι ναρκω­ τικών. βορί τους νικάται άπό κανένα πα­ λιάλογο, πού δέν κάνει ούτε για Ό Μάντεν αποτελείωσε τόν καφέ του. τσίρκο. Είναι γελοίο I Ό Κήν Μάντεν δέν έβρισκε τίπο— Πώς έτρεξαν τά άλογα τού ποτα γελοίο στόν τρόπο μέ τόν ό­ Αάρμιν έν σχέσει μέ τις προπονήσεις τους ; ποιο οί δολοφόνοι είχαν τσακίσει τό κεφάλι του νεκρού κοριτσιού. Ό Όυόβερ έφερε τήν πετσέτα στό —Τί έχετε άνακαλύψει γιά τόν στόμα του καί έβηξε. Τάουμπη; ρώτησε. —Δέν έχω έδώ τούς άριθμούς. —Σχεδόν τίποτα. "Εχει πολλά Καί... χμ... δέν θέλω νά άναφερθή λεφτά, μά δέν μπορέσαμε νά μάθου­ τό όνομά μου σχετικά μ’ αυτό. Κα­ με τίποτα για τό παρελθόν του. Μέ­ ταλαβαίνετε... ή θέσις μου... νει μόνος στό Γκράντ Γιούνιον. Δέν — Καταλαβαίνω δτι μοΰ έσπασαν έχει στ&νούς φίλους. Περνά τόν και­ σχεδόν τό κεφάλι δυό ώρες μετά τήν ρό του έδώ, στό Ιπποδρόμιο, ώς τήν άφιξί μου έδώ, εΐπε ήρεμα ό Μάνώρα πού τελειώνουν οί κούρσες. "Ε­ Κ?τεν. Μή φέρνετε έμπόδια στήν άποπειτα πηγαίνει στό «Σέλα καί Γκέ- ' στολή μου. Ποια είναι ή άλήθεια ; μι». θάχει κερδίσει εκατό τουλάχι­ στον χιλιάδες δολλάρια στοιχημα­ τίζοντας έναντίον τών άλογων του Αάρμιν, μολονότι αυτά ήσαν τά φα­ βορί στις κούρσες. —ΟΙ ντέτεκτιβ του Ιπποδρομίου δέν μπόρεσαν νά βρουν κανένα στοι­ χείο έναντίον του ; — "Οχι. Κανένας δέν μπόρεσε να βρή στοιχεία έναντίον του. Σκεφθήτε δτι κατέληξαν νά παρακολουθούν τά τηλεφωνήματά του. Τίποτα δμως. Φαινομενικά, είναι ένας τυχερός πού πετυχαίνει, μιά τουλάχιστον φορά τήν ήμέρα, το άλογο πού έρχεται Ή άλήθεια εΐναι δτι πιστεύω πώς πρώτο. Μά πάντα πετυχαίνει έναν­ τά άλογα τού Αάρμιν έκαναν τήν τίον ενός αλόγου του Αάρμιν. Τά κούρσα τους δυό ή τρία δευτερόλε­ πράγματα έχουν αρχίσει νά μυρί­ πτα άργότερα απ’ δσο στήν προπόζουν, Μάντεν. νησι... —Τί λέει ό έκγυμναστής ; Ό Μάντεν σηκώθηκε. —'Άς ρίξουμε μιά ματιά σ’ αυ­ τούς τούς άριθμούς. Ό Ότόβερ αναστέναξε. Μάντεν πρόσεξε δτι ό Σκιγ Γιόλοκ ήταν νευριασμέ­ —Είναι στό γραφείο μου. νος μέ τό άλογό του, τό μεγάλο μαύ­ Προχώρησαν πρός τό κτίριο τών ρα άλογο φαινόταν νωθρό καί άνόγραφείων. ρεχτο. — Είμαι σέ πολύ δύσκολη θέσι, —Ό Φράνκ Γουέϊν; είπε ό ΌτόΜάντεν.

Ο


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Σέ δύσκολη θέσι βρισκόμουν κΤ εγώ... χτές τή νύχτα. Βεβαίως, βεβαίως I Στην περίπτωσί μου όμως πρόκειται για τή δου­ λειά μου. Οί Λάρμιν είναι πολύ ισχυ­ ροί. Μπορώ νά πω ότι, στήν πραγ­ ματικότητα, αυτοί διευθύνουν τις κούρσες εδώ. Μπορούν νά σέ ανεβά­ σουν ή νά σέ τσακίσουν. Ό Μάντεν προσπάθησε νά περπατή, χωρίς νά κουτσαίνη. Τό χτυπημέ­ νο γόνατό του τό έκανε αυτό πολύ δύσκολο. — "Ισως ήταν ένας Λάρμιν εκείνος πού δοκίμασε νά μέ τσάκιση, είπε. — Δέν κάνω τέτοιον υπαινιγμό, εί­ πε ό Ότόβερ γοργά, θέλω μόνο νά πώ ότι πρέπει νά είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί καί νά έχουμε γεγονότα στά χέρια μας, πριν διατυπώσουμέ κατηγορίες εναντίον συγκεκριμένων προσώπων. —Είμαι πάντα προσεκτικός, ιδιαί­ τερα έπειτα άπό παρόμοιες υποδοχές, είπε ό Μάντεν.

^3^κολούθησε τ ό ν Ότόβερ μέσα στο κτίριο καί σταμά­ τησε έκπληκτος, καθώς μιά στενογρά­ φος έβγαινε μέ ζωηρό βήμα άπό τό ιδιαίτερο γραφείο τού γραμματέως. Την τελευταία φορά, πού είχε δη τά μπρουντζόχρωμα εκείνα μαλλιά, τό κορίτσι ήταν άκουμπημένο στο μπρά­ τσο του Κλαίη Λάρμιν, στό «Σέλα καί Γκέμι». Τό κορίτσι σταμάτησε απότομα στη θέα του Μάντεν. — "Ω, άλλό, Μίστερ Μάντεν ί, του είπε χαμογελώντας. Δέν φανταζό­ μουν νά σάς δώ τόσο νωρίς. ΗΤταν περασμένα μεσάνυχτα όταν σάς είδα στό «Σέλα καί Γκέμι», χτές. — Δέν μπορούσα νά κοιμηθώ, α­

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ πάντησε αυτός. Είχα πονόδοντο. Αύτή τόν ακολούθησε μέ τά φω­ τεινά, πράσινα μάτια της, καθώς ό Μάντεν έμπαινε στό γραφείο κλεί­ νοντας την πόρτα. Ό Μάντεν κάθησε σέ μιά πολυ­ θρόνα, δίπλα στό τρορπέζι τού γραμ­ ματέως. Τό γόνατο τόν πονουσε πε­ ρισσότερο όταν στεκόταν όρθιος. — Καλά θά κάνετε νά απολύσετε αύτή( τή στενογράφο, εΐπε. Ό Ότόβερ σήκωσε τό κεφάλι του άπό ένα συρτάρι, όπου έψαχνε νά βρή ένα φάκελλο. —Πώς ; τήν Τζέϊν ; Γιατί... γιά ό­ νομά τού θεού ; —Μιλεΐ πάρα πολύ. Σάς ακούσε νά μοΰ τηλεφωνήτε καί πληροφόρησε τόν Λάρμιν γιά μένα, χτές τή νύχτα. Δέν ήταν καθαρό ακόμα γιά τόν Μάντεν τό πώς τόν είχε άναγνωρίσει τό κορίτσι. Δέν ύπήρχαν φωτο­ γραφίες του στή Σαρατόγκα. —Θέλετε νά πήτε ότι σάς άναγνώρισε ; ρώτησε ό Ότόβερ. —Ναί. "Ισως κάποιος είχε δη τόν άριθμό κυκλοφορίας τού αύτοκινήτου του μπροστά στό «Σέλα καί Γκέμι», μέ τά διακριτικά σήματα τής Καλιψορνίας, καί είχε βγάλει τά συμπεράσματά του. —Δέν μέ νοιάζει ρυτό, αλλά καί δέν νομίζω ότι εΐναι έντάζει. Γιατί συζήτησε τήν άφιξί μου μέ τόν Λάρμιν ; Ό Ότόβερ κούνησε τό κεφάλι του. -^ΕΤμαι βέβαιος ότι τό έκανε αυ­ τό άπό αφέλεια. "Ισως νόμισε ότι ό Κλαίη Λάρμιν ήξερε κιόλας ότι έπρόκειτο νάρθήτε. Πάντως, δέν μπορώ νά τήν άπολύσω. —Γιατί; —Σέ τί θέσι θά βρισκόμουν άν α­ πέλυα τήν μέλλουσα κυρία Λάρμιν ; Σάς ερωτώ I — "Α !, έκανε ό Μάντεν. "Ωστε έτσι I "Εχει άναγγελθή αυτό ;

Ο

Ότόβερ ανασά­ λεψε ανήσυχα επάνω στήν πολυθρό­ να του. "Απλωσε τά μπράτσα του σέ μιά χειρονομία άπογνώσεως καί είπε: —Μόνο άπό τόν Κλαίη. Καταλα­ βαίνετε τή θέσι μου. Ή μητέρα του


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΤΩΜΑΤΑ είναι έξω φρένων γιά τήν Ιστορία αυτή. "Εχει μάλιστα τήν τάσι νά κατηγορήση εμένα οτι βοήθησα. Ανοη­ σίες, βέβαια. Δεν είχα Ιδέα γι’ αύτό ώς τήν ήμερα πού ό Κλαίη άρχισε νάρχεται εδώ δυό καί τρεις φορές τήν ήμερα για νά δη τήν Μις ”Αρκλετ. — Πόσον καιρό τήν γνωρίζετε ; Εί­ ναι ντόπια ; —Δυό χρόνια. Ναι. Ό Φράνκ Γουέϊν τήν σύστησε. Ή οίκογένειά της μένει κάπου κοντά στό καλοκαιρινό σπίτι του. Καλή άγροτική οικογένεια, μά... -—Μά χωρίς περιουσία, ε ; —Ναι. Καί δέν ανήκει στήν ντό­ πια Αριστοκρατία. Γι' αύτό ή μητέρα του Αάρμιν δέν θέλει ν’ άκούση τί­ ποτα γιά έναν γάμο άνάμεσα στούς δυό νέους. Τό τηλέφωνο κουδούνισε κι* ό Ότόβερ σήκωσε τό Ακουστικό. —"Ω ί. είπε. Πέστε του νά περάση μέσα. Άκοόμπησε τό ακουστικό αναστα­ τωμένος. —Είναι ό Γουέϊν, ό έκγυμναστής, είπε. Στασίασε καί... Ή πόρτα άνοιξε μέ πάταγο. "Ε­ νας βαρύς άντρας, μέ πρόσωπο, πού είχε τό χρώμα ωμής μπριζόλας, καί μέ γαλανά μάτια πού άστραφταν Α­ πό θυμό, γέμισε τό άνοιγμα.

♦ ΦΡΑΝΚ ΓΟΥΕΨΝ Ο ΕΚΓΥΜΝΑΣΤΗΣ Ό άνθρωπος φορούσε κυλόττα καί μπότες καί κίτρινο ψάθινο καπέλλο. *Ένα πούρο προεξείχε στη γωνιά του

15

στόματός του, πού θύμιζε μουσούδι μπουλντόγκ. Δέν τό έβγαλε δταν γρύλλισε : —Διαγράφω τον Κάλλι, τον Ράΐ Μπλάς καί τόν Φρισκαγουαίη από τις σημερινές κούρσες, Ούέσλεϋ. Ό Ότόβερ είπε : —Φράνκ, νά σοΰ συστήσω τόν Κήν Μάντεν. Ό έκγυμναστής τών στάβλων τού Λάρμιν άπλωσε τό χέρι του αδιά­ φορα. —Χαίρω πολύ. Γύρισε στον Ότόβερ. —Δέν θά τρέξη κανένα άλογό μας σήμερα. Γύρισε απότομα πίσω στον Μάν­ τεν. —Είστε ό Μάντεν, του Γραφείου; —Ναι. Τί συμβαίνει μέ τ’ άλογά σας, Μίστερ Γουέϊν ; —Δέν ξέρω !, γρύλλισε ό Γουέϊν. Δέν ξέρω 1 Μά είμαι Απολύτως βέ­ βαιος οτι κάτι θά συμβή, άν τά Αφήσουμε νά τρέξουν. Ό Ότόβερ φαινότάν έτοιμος" νά βάλη τά κλάματα. —Ακούστε, Φράνκ ! Δέν μπορείτε νά μάς έγκαταλείψετε έτσι 1 θά ή­ μαστε εντάξει στήν τρίτη κούρσα μέ εννιά άλλα άλογα. Μά θά μείνουν μόνον τέσσερα στήν πέμπτη άν απο­ σύρετε τά δικά σας. Τρ καινό δέ θά ποντάρη καί ή Εταιρία θά ζημιώση τρομερά ! —Δέν μπορώ νά κάνω διαφορε­ τικά, Ούέσλεϋ. Δέν μπορώ νά άνεχθώ περισσότερο αύτή τήν Απάτη. Ξέρετε πολύ καλά οτι άν ή κούρσα διεξαχθή τίμια, ό Κίτ Γιόλοκ θά φέρη πρώτο τόν Φρισκαγουαίη. Μά έμαθα δτι τό Χούμπα Ντάμπ πρόκειται νά τερμα­ τίση πρώτο. Δέν θά επιτρέψω νάπάρη μέρος ό Φρισκαγουαίη ! Ό Μάντεν έβαλε ένα τσιγάρο ά­ νάμεσα στά μωλωπισμένα χείλη του. —Ποιός σάς πληροφόρησε γΓ αύ­ τό, Μίστερ Γουέϊν; Ό έκγυμναστής πέρασε τό πούρο Από τή μιάν άκρη τού στόματός του στήν άλλη. Γούρλωσε άγρια τά μάτ-ια του, σαν νά ήθελε νά στείλη στό διάβολο τόν ντέτεκτιβ, μά άλλαξε Απόφασι. —Ό άρχιτζόκεύ μου, ό Σκίτ Γιό­ λοκ. "Ακούσε νά τό λένε στά λουτρά τού ιπποδρομίου.


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Που είναι ό Γιόλοκ τώρα; — Στους στάβλους. — Πριν πάμε να τον δούμε, είπε ό Μάντεν καθώς σηκωνόταν, θά θέλατε ίσως να ανακαλέσετε την αϊτησί σας για τη διαγραφή των αλόγων τόΟ Λάρμιν. -Όχι ! —Μάλλον ναι. Πρώτ’ απ’ δλα, ή επιτροπή δέν θά βρή ίσως αρκετά σοβαρούς τούς λόγους... —Κανένας δέν μπορεί να μέ κάνη ν’ άψήσω ένα άλογο νά τρέξη, όταν έγώ νομίζω ότι δέν είναι σέ καλή κατάστασι 1 — Εξάλλου, θά εκθέσετε τόν εαυ­ τό σας στήν υποψία ότι θέλετε νά εμποδίσετε τις έρευνές μου για τήν άνακάλυψι αυτών πού συμβαίνουν εδώ. Ό Κήν άνοιξε τήν πόρτα απότο­ μα. Καθισμένη σ’ ένα τραπεζάκι γρα­ φομηχανής, ή Τζέϊν ’Άρκλετ σήκωσε τό κεφάλι της καί τόν κύτταξε. Ό Μάντεν συνέχισε : — Αφήστε τά άλογά σας νά πά­ ρουν μέρος στις κούρσες, θά κάνου­ με ό,τι μπορούμε γιά νά διεξαχθουν τίμια. "Αν όχι, θά πιάσουμε τούς ανθρώπους, πού θά θελήσουν νά νο­ θεύσουν τις κούρσες. —Τότε πρέπει νά είστε ταχυδα­ κτυλουργός, γρύλλισε ό Γουέϊν. Ο Μάντεν άγγιξε τόν γύρο του καπέλλου του. —"Ολο καί βγάζω κάτι, άπό και­ ρό σέ καιρό, μέσα άπό τό καπέλλο μου, είπε. Ή στενογράφος τοϋ χαμογέλασε γλυκά. — θά σάς δούμε άργότερα, Μίστερ Μάντεν ; —Ναί, είπε αυτός κυττάζοντάς την σταθερά. Ελπίζω. ^^αθώς άπομακρύνοταν μέσα στήν Μπουΐκ του Μάντεν, ό Γουέϊν καθόταν σκυθρωπά δίπλα στόν ντέτεκτιβ. Ό Ότόβερ είχε μεί­ νει στο γραφείο του. —Γνωρίζετε καλά τήν Μις ’Άρκλετ; ρώτησε ό Μάντεν. — Άπό τόν καιρό πού μπουσούλαγε μέ τά σέσσερα. Ό έκγυμναστής δέν φαινόταν πρό­ θυμος γιά κουβέντα.

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤ Ν ■ - ——-----—---- ——------- —------ —-----— ι — Φαίνεται καλό κορίτσι. Πιάνε εύκολα φιλίες. Ό Γουέϊν πρόφερε ένα άκατανόη­ το γουργούρισμα. Ό Μάντεν τόν κέντρισε πάλι. — "Εκανε μπαρούτι τόν φίλο της, κουβεντιάζοντας μέ κάποιον άλλον χτές τήν νύχτα, στό «Σέλα καί Γκέμυ>. —Μιλάτε γιά τόν προϊστάμενό μου, Μάντεν ; είπε γκρινιάρικα ό Γ ουέϊν. —Μιλώ γιά τόν Κλαίη Λάρμιν. Ναί. Ή ’Άρκλετ έκανε τά γλυκά μά­ τια ενός χαρτοπαίχτη μέ γένι, κά­ ποιου Τάουμπη. Τόν ξέρετε ; Ό Γουέϊν άράδιασε μια σειρά ά­ πό ναυτικές βλαστήμιες. —Ναί, είπε ό Μάντεν. Τόν περιγράψατε πολύ καλά. Στόν νεαρό Λάρμιν δέν άρεσε καθόλου ή και­ νούργια της γνωριμία. —Ή Τζέϊν έκανε πολύ άσχημα πού μίλησε σ’ αυτόν τόν παλιάνθρω­ πο, μουρμούρισε ό Γουέϊν. Ό Τά­ ουμπη έχει κοστίσει στούς Λάρμιν μιαν ολόκληρη περιουσία μέσα σέ τρεις εβδομάδες. Ή προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτός είναι υπεύθυ­ νος γιά όλα όσα συμβαίνουν σ’ αυ­ τές τις Ιπποδρομίες. Δέν μπορώ νά καταλάβω τή στάσι τής Τζέϊν. — "Ισως ήθελε απλώς νά πειράξη τόν Λάρμιν. Στό κάτω—κάτω, κάθε απώλεια τοϋ Λάρμιν είναι καί δική της άπώλέια, δέ'Γεΐν’ έτσι ; Πρόκει­ ται νά παντρευτοϋν, νομίζω, .έ ; — Φοβούμαι ότι ναί, γρύλλισε ό Γ ουέϊν. —Πότε πρόκειται νά χτυπήσουν οί γαμήλιες καμπάνες ; — Ρωτήστε τήν ίδια. "Η τόν Λάρμιν. Δέν εΐμαι άρθρογράφος τοϋ κίτρινου τύπου 1 Ό Μάντεν άναρωτήθηκε γιατί ό έκγυμναστής ήταν τόσο εύθικτος στό ζήτημα αυτό. Στούς στάβλους, ή οσμή τών άλο­ γων ήταν διαπεραστική μέσα στήν πρωϊνή ύγρασία. Δυό Ιπποκόμοι δού­ λευαν μέ βούρτσες καί χτένια, περι­ ποιούμενοι τά άλογα έπειτα άπό τήν πρωϊνή έκγύμνασί τους. "Ενας κοντός, ξανθός άντρας, μέ άραιά μαλλιά καί ήλιοψημένο πρόσω­ πο, χαιρέτησε τόν Γουέϊν, μέ μια κίνησι τοϋ χεριοϋ του.


ΠΤΩΜΑΤΑ — Δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο, ΡΑίστερ Γουέϊν, είπε στον έκγυμναστή αέ φωνή πού θύμιζε Τέξας. Τα αλό­ γα εΐναι εντάξει. —Του διαόλου εντάξει !, γρύλλισε δ Γουέϊν. Ευχαριστώ πάντως, Μπίλ. "Ηθελα απλώς τή γνώμη κάποιου άλλου εκτός από τή δική μου. Δεν έχω πιά εμπιστοσύνη στήν κρίσι μου. Νά σάς συστήσω τον Μίστερ'Μάντεν, του γραφείου Προστασίας Ιπποδρο­ μιών. Ό Μπίλ Σάτερφιλντ είναι ό άρχικτηνίατρος του Ιπποδρομίου μας, Μάντεν. Ό κτηνίατρος έξήτασε τον Μάντεν προσεκτικά. —Χαίρω πολύ γιά τή γνωριμία, είπε. Φαντάζομαι νά σάς είπε ό φράνκ δτι χρειαζόμαστε κάποια βοή­ θεια εδώ. — Χρειάζομαι κΓ εγώ βοήθεια, εί­ πε ό Μάντεν, γιά νά μπορέσω νά: κα­ ταλήξω κάπου. Έχετε τίποτα ιδέες ; —Καμμιάν ιδέα πού νά μπορώ νά τήν υποστηρίξω, είπε ό Σάτερφιλντ μέ κάποια δυσφορία. Ό Φράνκ πι­ στεύει δτι χρησιμοποιούνται διεγερ­ τικά. —Τί πιστεύετε εσείς ; Δ ιαλέγον τ α ς μ έ προσοχή τά λόγια του καί ζαρώνον­ τας τά φρύδια του, ό άρχικτηνίατρος .είπε. — Έγώ είμαι υποχρεωμένος νά βασίζω τή γνώμη μου στις σχετικές εκθέσεις. Καί οί εκθέσεις αυτές είναι οί εξετάσεις σάλιου, ιδρώτα καί ου­ ρών, πού γίνονται από χημικούς πού δέν ξέρουν τό δνομα του αλόγου άπό τό όποιο προέρχονται. —Καμμιά έξέτασις δέν βγήκε θε­ τική ; —Καμμιά. Βέβαια, εξετάζουμε μό­ νο τά άλογα, πού τερματίζουν πρώ­ τα. Τό περίεργο είναι ότι τά άλογα πού νίκησαν τά άλογα του Αάρμιν δέν έτρεξαν παρά μόνο ένα ή δυο δευτερόλεπτα πιό γοργά άπό τις προ­ πονήσεις τους. Επομένως δέν είχαν χρησιμοποιηθή διεγερτικά. Ό Γουέϊν άράδιασε πάλι τις ναυ­ τικές βλαστήμιες του. —Αυτό είναι γεγονός I Ή πικρή α­ λήθεια εί'ναι δτι τά άλογά μας απέ­ δωσαν λιγώτερο άπ’ όσο έδειχναν οί

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

προπονήσεις τους. Ένα — δυο δευτερό­ λεπτα αργότερα. Αυτό είναι αρκετό γιά νά χάση ένα άλογο μιά κούρσα. —’Ίσως, είπε ό Μάντεν, μερικοί από τούς τζόκεϋ έχουν συνεννοηθή καί τερματίζουν τά άλογα όπως αυ­ τοί θέλουν. —"Οχι ό Σκίτ Γιόλοκ!, είπε απότο­ μα ό Γουέϊν. Γνωρίζω τό παιδί αυτό σάν νά ήμουν πατέρας του. θά προτιμοϋσε νά κόψη τό χέρι του παρά νά κάνη κάτι τέτοιο. Ό Σάτερφιλντ χαμήλωσε τό βλέμμα του στις μπότες του. —Σκέφτηκα δτι ΐσως τά φτωχά αποτελέσματα ώφείλονταν σέ κακή περιποίησι καί δέσιμο τών ποδιών. Μά ό Φράνκ έπέβλεψε ό ίδιος τή δι­ αδικασία αυτή τήν περασμένη εβδο­ μάδα καί αυτό δέν βελτίωσε καθό­ λου τήν κατάστασι. —Είναι έδώ ό Γιόλοκ; ρώτησε ό Μάντεν. — Νομίζω πώς έφυγε, είπε ό κτη­ νίατρος. Ένας άπό τούς Ιπποκόμους φώ­ ναξε : —'Ο Μίστερ Γιόλοκ είπε πώς πάει σπίτι νά κοιμηθή λιγάκι. —Γιατί νά πάη νά κοιμηθή, φώ­ ναξε κάποιος διαπεραστικά, όταν έχει δουλειά στους στάβλους; Έταν ό Κλαίη Αάρμιν. Ό Γουέϊν μουρμούρισε : —Ό Μίστερ Μάντεν επιμένει— γνωρίζετε τόν Μίστερ Μάντεν, Κλαίη;— επιμένει δτι πρέπει νά τρέξουν τά άλογά μας στις σημερινές κούρσες. Τό στόμα του νεαρού συσπάστηκε άσχημα. —Ποιος δίνει διαταγές έδώ, Φράνκ;


ν 18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» „ Ο Κήν Μάντεν Ε­ δειξε τό μεσαίο κουμπί τοϋ σακκακιοϋ του. —Έγώ, γιά τήν ώρα, άν δεν ύπάρχουν άντιρρήσεις, Μίστερ Λάρμιν, είπε. — Υπάρχουν αντιρρήσεις καί πολ­ λές μάλιστα 1 δήλωσε ό Λάρμιν ενώ κόκκινες κηλίδες άρχιζαν να φαίνωνται στό πρόσωπό του. —Τότε, είπε ό Μάντεν άνασηκώνοντας τούς ώμους του, θά αναγκα­ στώ νά άναφέρω ότι παρεμποδίζετε τή διεξαγωγή τών έρευνών γιά... Δεν τελείωσε τή φράσι του. Τρεις άντρες μπήκαν στό δροσερό καί μισοφωτισμένο έσωτερικό του στάβλου άπό τό έντονο ήλιακό φώς έξω. Οί δυό φορούσαν στολές άστυνομικών. Ό τρίτος φαινόταν για ντέτεκτιβ ά­ πό δυό μίλια μακρυά. —Τί θέλετε; μουρμούρισε ό Γ ουέϊν. Ό Μάντεν είπε στόν έαυτό του : «Έρχεται ή θύελλα, άδερφέ μου I» Ό ντέτεκτιβ μέ τα πολιτικά ρού­ χα άγγιξε μέ σεβασμό τόν γύρο του καπέλλου του. — Ό Μίστερ Λάρμιν ; Ό Κλαίη Λάρμιν φάνηκε νά ζαρώνη μέσα στό καλοσιδερωμένο άσ­ προ κοστούμι του. —Τί συμβαίνει ; —Θά είχατε τήν καλοσύνη νά μάς άκολουθήσετε ώς τόν Αστυνομικό Σταθμό, σέρ ; είπε ευγενικά ό ντέτεκτιβ. Πρόκειται ίσως γιά κάτι πού μπορεί νά δι§υθετηθή άμέσως. Ό ιδιοκτήτης τών Στάβλων Κλαίημπρουκ άνασκίρτησε. —Τί είναι αυτό πού μπορεί νά διευθετηθή ; Ό ντέτεκτιβ ξερόβηξε. —Πρόκειται γιά μιά νεαρή γυναίκα, σέρ. Κάποια Μις Λόλα Γκρέτς. Τήν βρήκαν νεκρή σήμερα τό πρωί. "Έ­ χουμε πληροφορίες ότι είχατε στενές σχέσεις μαζί της. —Ή Λόλα ; είπε ό Λάρμιν μέ κομμένη άνάσα. Καί κατέρρευσε στις σανίδες του πατώματος του στάβλου.

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ

ί ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙΣ...ΜΕ ΣΩ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ Ό Μπίλ Σάτερφιλντ άκούμπησε επάνω στόν μπάγκο, μέσα στό υπό­ στεγο όπου σέλωναν τά άλογα. Ό κτηνίατρος παρακολουθούσε τά άλο­ γα, που διέγραφαν κύκλους στό γή­ πεδο έπιδείξεων. Τό φώς τού ήλιου έλαμπε έπάνω στά καστανά καί τά μαύρα πλευρά τών άλογων, καθώς αυτά βάδιζαν χαριτωμένα, ώδηγούμενα άπό τούς Ιπποκόμους. —Εκείνη ή Ιστορία μέ ιή Λόλα Γκρέτς, εΐπε ό Σάτερφιλντ, θά μπο­ ρούσε νά καθαρίση ένα σωρό πράγ­ ματα, Μίστερ Μάντεν. •—Παραδείγματος χάριν ; είπε ό Μάντεν. Λίγο πιό πέρα ό Φρισκαγουαίη άνασκιρτούσε, ενώ τό χέρι του Γιόλοκ προσπαθούσε νά συγκρατήση τά χα­ λινάρια. Έταν φανερό πώς τό άλο­ γο ήταν νευριασμένο. Ό κτηνίατρος σήκωσε τό χέρι του. —"Ας πούμε ότι ό Λάρμιν ήθελε νά παντρευτή μέ τό κορίτσι εκείνο, πού δουλεύει στό γραφείο τού Ότόβερ. "Έχουν γίνει πολλά κουτσουμπολιά γύρω άπ* αύτό. ΚΓ άς πούμε πώς ή Λόλα Γκρέτς τόν κρατούσε στό χέρι καί τόν έξεβίαζε. — "Εντάξει. "Ας πούμε πώς ναί. Λοιπόν ; —"Ω, απλώς κάνω υποθέσεις, εί­ πε ό Σάτερφιλντ κουνώντας τό κεφά­ λι του. Μά άν ή Λόλα Γκρέτς τόν κρατούσε στό χέρι—όπως, π. χ., άν ήταν κρυφά παντρεμένη μαζί του ή είχε άποκτήσει ένα παιδί, πού δέν ή­ ξερε κανένας τήν υπαρξί του—, θά μπορούσε νά τόν άναγκάζη νά κάνη


ΠΤΩΜΑΤΑ τσ ίδια του τά αλόγα να άποτυγχάνουν. Κι* αυτό θά μπορούσε ό Λάρμιν νά τό κάνη ταγίζοντας τα υπερ­ βολικά ή ύποσιτίζοντάς τα ή κουράζοντάς τα ή δίνοντάς τους νά πιουν νερό πριν από τις κούρσες, θυμάμαι σ’ ένα άλλο ιπποδρόμιο, οπού εργα­ ζόμουν κάποτε, εναν ιδιοκτήτη αλό­ γου, πού του ήρθ,ε ή δρεξι νά ποντάρη εναντίον του αλόγου του σε μιά κούρσα, οπού τό άλογό του ήταν σί­ γουρος νικητής. ’Έπιασε καί φόρτω­ σε τό άλογο σ’ ενα αυτοκίνητο καί του έκανε βόλτες, όλη νύχτα. Τό ζώο δεν μπόρεσε νά κοιμηθή καθόλου καί τήν άλλη μέρα στις κούρσες δεν μπο­ ρούσε νά σύρη τά πόδια του. Ή σάλπιγκα αντήχησε δίνοντας στους τζόκεϋ τή διαταγή νά ετοιμα­ στούν. Ό Μάντεν είδε τόν έκγυμναστή Γουέϊν νά βοηθή τόν Γιόλοκ νά άνεβή στόν Φρισκαγουαίη. —Κανένας δέν θά μπορούσε νά ξεγελάση τόν Γουέϊν μέ κάτι τέτοιο, γιατρέ, είπε ό Μάντεν. Τό κόλπο πρέ­ πει νά γίνεται μέ κάποιον άλλο τρόπο. —"Ισως, εΐπε ό Σάτερφιλντ. Τά μάτια του κτηνιάτρου ελαμψαν, δταν είδε τά άλογα νά προχω­ ρούν τό ένα πίσω από τ’ άλλο πρός τήν άφετηρία. —Πάντως, δ,τι κΓ άν συμβαίνει, ελπίζω νά μήν έπαναληφθή. Ό Ράη Μπλάς, ένα άλογο του Λάρμιν, ήρθε πρώτο στήν τρίτη κούρσα σήμερα I —Τό κόλπο θά γίνη στήν πέμπτη κούρσα, είπε ό Μάντεν γυρίζοντας νά φυγή. ’Άν δηλαδή πρόκειται νά γίνη. Εξετάστε προσεκτικά τά δείγ­ ματα.. θά σάς ξαναδώ. ^^ί,κολουθησε τό πλή­ θος πού προχωρούσε πρός τή μεγά­ λη εξέδρα καί τά κάγκελα. Γέροι, νέοι, λιγνοί, χοντροί, σπόρ φουστά­ νια, φορέματα μέ ντεκολτέ, παντελό­ νια άσπρα, γκρι, μπλέ, σακκάκια μο­ νόχρωμα, ριγέ... Όλον αυτό τόν κό­ σμο ό Κήν Μάντεν πληρωνόταν γιά νά προστατεύη. "Ανθρωποι πού δεν μπορούσαν νά ξεχωρίσουν ένα μου­ λάρι από ένα άλογο καί πού έπαιζαν τά λεφτά τους σάν νά είχαν νά κά­ νουν μέ ρουλέτα. Ό Μάντεν δέν πήγε στήν εξέδρα. Τύ μεγάφωνο θά του μετέδιδε μέ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

λεπτομέρειες τήν κούρσα. Ή μεταλ­ λική φωνή μετέδιδε κιόλας : «Τά άλογα είναι στήν άφετηρία.» Προχώρησε ανάμεσα στό πλήθος; πού έβγαινε από τά κάγκελα τών/ στοιχημάτων. Οί θυρίδες τών ταμεί­ ων είχαν κλείσει. Τό έδαφος μέσα από τά κάγκελα ήταν σκεπασμένο α­ πό σκισμένα εισιτήρια καί από αντί­ τυπα εφημερίδων.

Μέ μιάν άττότομη κίνησι σήκω σε τό χέρι καί... 'Ένας ντέτεκτιβ του ιπποδρομίου μέ γκρίζα στολή χαρέτησε τόν Μάν­ τεν καί τόν ώδήγησε σέ μιά πόρτα δίπλα στις θυρίδες τών 50 δολα­ ρίων: ' Πίσω από τις θυρίδες, οί υπάλ­ ληλοι έκαναν άθροίσεις, κάπνιζαν και άκουγαν τό μεγάφωνο νά μεταδίδη τήν κούρσα : «Ξεκίνησαν... καί ή Ποπόβα οδη­ γεί... Μάΐ Χόν, Φρισκαγουαίη, Κάν * Ντου, Χούμπα Ντάμπ...» Ό Μάντεν μπήκε στό δωμάτιο


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

άθροίσεων. Τέσσερις άντρες μέ τό πουκάμισο καί μέ πράσινους γεισους δούλευαν όλαταχώς τις αθροιστικές μηχ,ανές. "Ενας ασπρομάλλης άντρας, μέ χοντρά γυαλιά μέ χρυσό σκελετό .καί μέ ροδαλά μάγουλα, είδε τόν Μάντεν καί τόν χαιρέτησε. —Τίποτα σημαντικό ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. — Ναί. Ό φίλος μέ τό γένι καί τά γυαλιά τής μύτης μέ τό κορδονάκι εβαλε είκοσι χιλιάδες δολλάρια στό Νούμερο Δύο, πέντε λεπτά πριν κλείσουμε τις θυρίδες. Τό μεγάφωνο αντήχησε διαπερα­ στικά : «Κάνουν τη βόλτα I Πρώτος ό Φρισκαγουαίη, ολόκληρο κορμί. "Έπειτα τό Μάϊ Χόν. "Ενα κεφάλι πίσω ή Ποπόβα, μισό κορμί πίσω ή Χούμπα Ντάμπ...». —Είκοσι χιλιάδες δολλάρια; είπε ό Μάντεν ζαρώνοντας τά φρύδια του. Τά παίζει όλα για ολα, έ; — Δέν θάβαζα ποτέ τόσο πολλά σ’ ένα άλογο, είπε ό προϊστάμενος των ταμείων. "Εχω αδύνατη καρδιά. Τό ζώο μπορεί νά σπάση ένα πόδι νά ρίξη χάμω τόν άναβάτη του, νά διαγραφή. Δέν θά μπορούσα νά άνθέξω. Όμως, άν σάς αρέσουν αυτά, νομίζω ότι πρόκειται γιά καλή καί καθαρή διασκέδασι. —"Οχι καί τόσο καθαρή, είπε ό Κήν Μάντεν. ί*ϋρρι£ε μιά ματιά στό άθροισμα τών κερδών: 88.612 δολλάρια. 5Από αυτά ένα μεγάλο μέ­ ρος θά άνήκε στον Τάουμπη άν κέρ­ διζε τό Νούμερο 2. «Πήραν τή στροφή... Ό Φρισκαγουαίη ένάμισυ κορμί μπροστά. Τό Μάϊ Χόν ακολουθεί. "Ενα κεφάλι πί­ σω ή Χούμπα Ντάμπ...» Ό Μάντεν βγήκε έξω καί έδωσε οδηγίες στόν αρχηγό τών ντέτεκτιβς του ιπποδρομίου. Τό μεγάφωνο συνέΧισε : «Μπήκαν στην ευθεία... Ό Φρισκαγουαίη χάνει έδαφος. Τό Μάϊ Χόν προχωρεί από τήν εσωτερική γραμ­ μή. Ή Χούμπα Ντάμπ προτίμησε τήν εξωτερική. Τό Μάϊ Χόν είναι λαιμό μέ λαιμό μέ τόν Φρισκαγουαίη. ’Έρχετάι πρώτο... "Οχι I Όχι! Ή Χούμ­

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ πα Ντάμπ διεκδικει τήν πρώτη .θέσι ! Ή πάλη είναι δραματική ! Πλησιά­ ζουν... πλησιάζουν... τερμάτισαν I Ή Χούμπα Ντάμπ ήταν πρώτη, τό Μάϊ Χόν δεύτερο καί ό Φρισκαγουαίη του Λάρμιν τρίτος. — Βρωμόσκυλο αυτός ό Φρισκαγααίη I, μουρμούρισε ό αρχηγός τών ντέτεκτιβς του ιπποδρομίου. Ό Μάντεν δέν είπε τίποτα καί περίμενε, ενώ εκείνοι πού είχαν κερ­ δίσει έμπαιναν γεμάτοι χαρά στά κάγκελα τών ταμείων. Ό Τάουμπη ήταν από τούς πρώ­ τους στή θυρίδα τών 50 δολλαρίων. Ό γενιοφόρος χαρτοπαίκτης λαμπο­ κοπούσε από χαρά, καθώς ό ταμίας τοϋ μετρούσε μερικές δέσμες χαρτο­ νομισμάτων. Λαμποκοπούσε ακόμα, όταν ό αρχηγός τών ντέτεκτιβς του ιπποδρομίου πλησίασε καί τόν παρακάλεσε ευγενικά νά περάση γιά μιά στιγμή από τό γραφείο του διευθυντοϋ. — Γιατί ; Δέν υπήρχε κανένα ίχνος ξενικής προφοράς τώρα. —Ό Μίστερ Μάντεν θά σάς έξηγήση, είπε ό αρχηγός τών ντέτεκτιβς ακολουθώντας τον. Ό χαρτοπαίκτης δέν έφερε άντίστασι. — Πρόκειται γιά σύλληφι. — Κρατείσθε ώς ύποπτος, είπε ό Μάντεν ακολουθώντας τον μέσα στό γραφείο καί κλείνοντας τήν πόρτα πίσω του. —'Ως ύποπτος γιά τί πράγμα ; — θά αρχίσουμε μέ τήν κατηγο­ ρία έξαπατήσεως καί θά προχωρή­ σουμε άργότερα στις πραγματικές κατηνορίες. Φαντάζομαι ότι ή κατη­ γορία μέ τήν οποία θά δυσκολευτήτε περισσότερο θά είναι ή «δολοφονία». Ό Τάουμπη έδειξε μιά σειρά α­ πό άσπρα, ίσια δόντια. —Δέν μπορείτε νά μέ τρομάξετε, σερ. —Δέν προσπαθώ νά σάς τρομάξω. Προσπαθώ νά , σέ καθήσω στήν ήλεκτρική καρέκλα. Καί στοιχηματίζω δέκα πρός ένα ότι θά τό κατορθώσω αυτό. Τό χαμόγελο τοϋ χαρτοπαίκτη έ­ γινε λιγώτερο σίγουρο. — Δέν ξέρω τί θέλετε νά πήτε, σέρ. — Π-ρίν τελειώσουμε, θά ξέρετε.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΧΩΜΑΤΑ Και ό Μάντεν ,έρος του.

κινήθηκε

Τά

ττρός τό

αλόγα τής έ<της κούρσας προχωρούσαν κιόλας Ζρός την αφετηρία, όταν ό Μάντεν 'νπκε από τό γραφείο. Τό ενδιαφέ­ ρον του συγκεντρώθηκε σε τρία άλο*·α πού οί ιπποκόμοι πηγαινόφερναν από τα άγρυπνα μάτια τού ν\πιλ Σάτερφιλντ, τού Ούέσλεϋ Ότόΐφ και τριών ντέτεκτιβς τού ιππο­ δρομίου. Ό Σάτερφιλντ είπε : —Περίμενα νάρθήτε πριν πάρω τα δείγματα. —Εντάξει, είπε ό Μάντεν στόν ,-ηνίατρο. Πάρτε τα. — Νομίζω ότι δεν θά βρούμε τί-οτα με τήν έξέτασι τής Χούμπα Όάμπ, είπε ό Ότόβερ. Τό άλογο ..τρεξε τρία δέκατα δευτερολέπτου Ίΐό άργά από τήν τελευταία του προ-όνησι. Ό Μάντεν άγνόησε τχ. μεγαλό­ σωμη Χούμπα Ντάμπ. —Ό Φρισκαγουαίη είναι εκείνος για τόν όποιο ένδιαφέρομαι. Ό Φράνκ Γουέϊν, πού περνούσε από κοντά ανάμεσα στον μικρόσωμο Γιόλοκ καί στή μεγαλόπρεπη σιλουέττα μια ογκώδους γυναίκας, πού ό Μάντεν αναγνώρισε ώς τήν κυρία Καίη Λάρμιν, ακούσε τήν παρατήρηαι αυτή. —Γυμνάζετε απλώς τό στόμα σας, Μάντεν, ρώτησε ό έκγυμναστής, ή διατυπώνετε κατηγορίες ; —"Οχι στο πρώτο, είπε ό Μάντεν, ν/αί στό δεύτερο. Ή κυρία Λάρμιν τόν κύτταξε άφ’ υψηλού. —Μπορώ νά ρωτήσω εναντίον ποιου σκοπεύετε νά διατυπώσετε κα­ τηγορίες, Μίστερ... Ό Ότόβερ μουρμούρισε μιά βια­ στική σύστασι. Ό Μάντεν έβγαλε τό καπέλλο του.· — Δεν μπορώ νά διατυπώσω κα­ τηγορίες δημοσία, κυρία Λάρμιν, εί­ τε ό ντέτεκτιβ. —Δεν σάς τό ζητώ αυτό, είπε αυ­ τή άπότομα. Νομ'ίζω όμως ότι έχω τό δικαίωμα νά μάθω αν κάποιος άτδ το προσωπικό μου είναι άνακα:εμένος.

21

Ό Μάντεν γύρισε στόν Γιόλοκ. Ό Τζόκεϋ τόν κύτταξε προκλητικά. — Βασίζομαι σε σάς Γιόλοκ, είπε. Δεν μπορέσατε νά καταλάβετε ότι ό Φρισκαγουαίη δεν ήταν εντάξει; Ό τζόκεϋ μίλησε μέ τή γωνία τού στόματός του. — Περίεργο πράγμα. Τρέχω σέ χί­ λιες πεντακόσιες κούρσες τό χρόνο καί ποτέ άκόμα δεν κατάφερα νά κάνω ενα άλογο νά μοΰ πή πότε αισθάνεται καλά καί πότε όχι. "Ι­ σως, άν ήμουν ντέτεκτιβ τού Προστα­ τευτικού Γραφείου, τό άλογο άνοιγε τό στόμα του καί μοΰ μιλούσε. * — "Αφησε τις κουταμάρες, Γιόλοκ!, γρύλλισε ό Γουέϊν. Άπάντησέ του! —Χμ !, μουρμούρισε ό τζόκεϋ. Τό άλογο κόπηκε εντελώς ξαφνικά στήν άρχή τής ευθείας, μά... —Ξέρετε πώς συμπεριφέρεται ένα άλογο όταν έχει πάρει κατασταλτικό φάρμακο ; είπε ό Μάντεν. Ό Γιόλοκ άρχισε μια βλαστήμια, μά συγκρατήθηκε. — Κατασταλτικό ; είπε ό Μπίλ Σάτερφίλντ γυρίζοντας καί κυττάζοντας τό Φρισκαγουαίη. Εννοείτε φενομπάρμπιταλ ; —’Ή κάτι άλλο, είπε ό Μάντεν. Οί χημικοί σας πρέπει νά έχουν άντιδραστικά. Εκτός άν χρησιμοποιήται κάτι καινούργιο, κάτι πού δεν έ­ χει αντιδραστικό.

Πλησίασε στό ά­ λογο καί άγγιξε τά μπροστινά πόδια του. —Δεν έχει ρίγη, κυρία Λάρμιν. Ή γυναίκα γύρισε στόν έκγυμναστή. —Τί λές εσύ, Φράνκ; —Ιδρώνει κανονικά. ’Ίσως όμως ό Μίστερ Μάντεν έχει δίκιο..,


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Ποιος ; ρώτησε ή κ. Λάρμιν άττότομα τόν Μάντεν. Ό Μάντεν άκούμπησε τό χέρι του στόν ώμο του Γουέϊν. — Ελπίζω νά έχη καμμιάν ιδέα γι’ αυτό ό έκγυμναστής σας, εΐπε. Τό πρόσωπο του Γουέϊν έγινε κατακόκκινο. —Διάβολε I Μή με ανακατεύετε... —Είστε άνακατεμένος ώς τόν λαι­ μό, Γουέϊν. Δεν εϊσαστε όμως σίγου-* ρος, γι’ αυτό δεν θέλατε νά μιλή­ σετε. Τά χείλη τής μεγαλόσωμης γυναί­ κας έγιναν μιά λεπτή ίσια γραμμή. —Ανοησίες I Ό Φράνκ θά μου μιλούσε γιά όποιονδήποτε κΓ άν έπρόκειτο. Ό Φράνκ Γουέϊν άπλωσε τά χέ­ ρια του. — Μην έξάπτεσθε, Καίη... Αυτή τόν αγνόησε. — Θά εννοείτε ϊσως τόν Κλαίη, Μίστερ Μάντεν. Μπορείτε νά μου τό πήτε αυτό. Πρέπει νά μοϋ τό πήτε. "Υποψιάζεστε τόν Κλαίη ; —Νομίζω δτι ό γυιός σας^ξέρει τι συμβαίνει, κυρία Λάρμιν. —Δεν τό πιστεύω, είπε ορμητικά ή γυναίκα. Δεν πιστεύω ότι ό Κλαίη έκανε απάτες με τά άλογα, όσο κι* άν έχη πολλά ελαττώματα. Αγαπά περισσότερο τά άλογα άπό εμένα την ίδια. Ό Ότόβερ έπενέβη : — Δεν μπορώ κΓ εγώ νά δεχτώ κάτι τέτοιο, Μάντεν I Ξέρω πολύ κα­ λά ότι τό παιδί αύτό έχασε μεγάλα ποσά ποντάροντας επάνω στά άλογά του. Βέβαια, άν ήξερε ότι κάποιος τούς έδινε κατασταλτικά, δεν θά πέταγε έτσι τά λεψτά του. Κάποιος ψώναξε : — Ούέσλευ I Ούέσλεϋ ! I”"ύρισαν όλοι. Ή Τζέϊν ’Άρκλετ ερχόταν τρέχοντας άπό τό κτίριο τών γραφείων, πατώντας απρόσεκτα σε παρτέρια λουλουδιών, σκοντάφτοντας σε άνθρώπους, ενώ τά μπρουντζόχρωμα μαλλιά της Αναπη­ δούσαν στόν τράχηλό της, σέ κάθε βήμα της. Έτρεχε με τό κεφάλι της ριγμένο πρός τά πίσω, σάν δρομεύς στά τελευταία μέτρα τής διαδρομής ου.

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ Ό Γουέϊν έπιασε τόν Φρισκαγουαίη άπό τό μουσούδι κΓ έσκυψε γιό νά έξετάση τά μάτια τού άλογου. — "Η ώρα ήταν εντελώς άκατάλ· ληλη νά κάνετε μιά τέτοια κατηγο­ ρία έναντίον του Κλαίη, Μάντεν, εΐ­ πε. Ή Καίη... ή κυρία Λάρμιν... είναι πολύ στενοχωρημένη γιρ τόν Κλαίη σχετικά μ’ εκείνη τήν άλλη ύπόθεσι —Και βέβαια είμαι, είπε ή γυ ναίκα μέ άπάθεια. Μά έχω πλήρη εμπιστοσύνη στο παιδί μου. Είστε γ δεύτερος άνθρωπος σήμερα πού κά­ νει γΓ αυτόν δηλώσεις, πού εγώ θε­ ωρώ αύθάδεις 1 —Αύτό είναι εύκολο να διευθε τηθή, εΤπε ό Μάντεν. Δέν έχετε πα ρά νά τόν ρωτήσετε. Ή Τζέϊν σταμάτησε λαχανισμέ νη. Έρριξε μιά τρελλή ματιά γύρω —Τόν Κλαίη ; Κανένας δέν πρό­ κειται νά τόν ρωτήση πιά I Ή φωνή της ήταν παγερή. — Αύτοκτόνησε στόν Αστυνομικό σταθμό εδώ καί δέκα λεπτά. Έκοψε τις φλέβες του μ’ ένα μαχαίρι. *Έ παθε αιμορραγία καί... "Εμεινε τεντωμένη γιά μια στιγ­ μή καί έπειτα ξέσπασε σέ κλάματα, έρριξε τά μπράτσα της γύρω άπό τό λαιμό τής κυρίας Λάρμιν κΓ έ­ χωσε τό κεφάλι της στό πλατύ στή­ θος της κλαψουρίζοντας. Ό Ότόβερ έτρεξε κοντά της. Ό Γουέϊν έπιασε τήν κυρία Λάρμιν άπϊ τό μπράτσο γιά νά τήν υποστήριξή Μά ή ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσα τά χέρια της, άπηλλάγη άπό τό ά>κάλιασμα τής Τζέϊν καί τήν έσπρωξ, μακρυά της. Ή μητέρα δέν έκλαιγ καθόλου. Μόνο ή σπασμωδική σύ σπασις του προσώπου της έδειχνε τι μεγάλο χτύπημα, πού είχε δόκιμά σει. —Τουλάχιστον, είπε στόν Μάντε δέν θά συνεχιστή ή συκοφαντική έ: στρατεία έναντίον του Κλαίη. Καί. Γύρισε στην Τζέϊν. —Δέν θά ύποστώ άλλες ταπεινά σεις έξαιτίας σας ! — Μην είστε τόσο σίγουρη γι’ α. τό κυρία Καίη Λάρμιν !, φώναξε κορίτσι χύνοντας δηλητήριο μέ κάϊ συλλαβή της. Μπορεί νά ύποστ μ πολλές ταπεινώσεις ακόμα έξαιτΓ τής χήρας τού γυιοΰ σας I Ναι... μαι κι’ εγώ κυρία Λάρμί' ν


ΠΤΩΜΑΤΑ

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΑ Καθισμένος στό κρεββάτι του, στο δωμάτιό του, μέ τό χτυπημένο πόδι του απλωμένο σέ μια καρέκλα, ό Μάντεν δούλευε επάνω στή φορητή γραφομηχανή του. Χτυπούσε τά πλήκτρα ολοταχώς καί, όταν τελείωσε, τράβηξε τό χαρ­ τί, ξεκόλλησε τό καρμπόν, διάβασε τό πρωτότυπο, τό άκούμπησε στό τραπέζι, τό υπέγραψε καί τό έχωσε σ’ έναν φάκελλο, δπου είχε κιόλας κολλήσει τά γραμματόσημα. Πήγε έπειτα στον κραθρέφτη, έξήτασε τό ταλαιπωρημένο πρόσωπό του κΤ έδωσε στόν εαυτό του μιαν ύπόσχεσι. Ντύθηκε, κατέβηκε στόν προθάλαμο τού ξενοδοχείου καί μπή­ κε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Τηλεφώνησε στήν άστυνομία καί ρώτησε : — Ποιός έχει άναλάβει τήν ύπόθεσι Γκρέτς ; —Ό ύπαστυνόμος Άσμουσεν. Γιατί ; — Ρώτησα απλώς. Κρέμασε τό άκουστικό, έγραψε τή :>ιεύθυνσι επάνω στό φάκελλο, βρήκε :να γραμματοκιβώτιο καί τον έρριξε ιέσα. Ένοιωθε καλύτερα τώρα πού εΐ(ε^γράψει σέ χαρτί όσα ήξερε. ’Άν 'ού συνέβαινε κάτι στις επόμενες νίγες ώρες—καί δλα τά σημάδια έ­ δειχναν πώς κάτι θά του συνέβαινε -τουλάχιστον ή άστυνομία θά είχε πά χέρια της τά ονόματα τών ένόίων^καί θά ήξερε δτι ό Κλαίη Λάρ'.ιν ήτοιν άθώος σχετικά μέ τόν θάατο τής Λόλας Γκρέτς. Τό άντίγραφο πού είχε στήν τσέ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 23 πη του σακκακιοΰ του τά άνέφερε δλα. Τί είχε συμβή στό «Σέλα καί Γκέμι», πώς έδιναν στα άλογα τό κατασταλτικό φάρμακο, τά άποτελέσματα τής «συνομιλίας» του Μάντεν μέ τόν Τάουμπη. ’Άν ό Μάντεν δεν / μπορούσε νά πάη ό ϊδιος στόν άστυνομικό σταθμό τό επόμενο πρωί, οί αστυνομικοί θά αναλάμβαναν τήν ύπόθεσι άπό εκεί καί πέρα. Βγήκε έξω, διέσχισε τό Μπρωντγουαίη καί ακολούθησε τόν δρόμο πού κατέληγε στό Πάρκο τού Κονγκρέσσου. Άπό τήν άλλη μεριά τού δρόμου βρισκόταν ένα παλαιοπωλείο. Ή ε­ πιγραφή επάνω άπό τήν πόρτα έλεγε απλώς : ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ ΣΗΜΕΡΟΝ. "Η προθήκη ήταν ένα άνακάτεμα άπό παλιόρουχα, λαστιχένιες μπότες, ραγισμένα βάζα καί άλλα παρόμοια. "Ενα βουητό, σαν άπό μελίσσι, ερχό­ ταν άπό τό εσωτερικό. Ό Κήν Μάν­ τεν έσπρωξε τήν πόρτα. Σαράντα ή πενήντα άνθρωποι—οί περισσσότεροι άντρες—στριφογύριζαν μέσα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο γεμά­ το καπνούς τσιγάρων. Στόν ένα τοί­ χο τού δωματίου ήσαν κρεμασμένοι πίνακες μέ τις έπιγραφές : Τπποδρομίες Ζαμάϊκας, Ιπποδρομίες Ούάσιγκτον, Ιπποδρομίες Σαρατόγκας, Ιπ­ ποδρομίες Τσώρτσιλ. Ό άπέναντι τοίχος είχε ένα ξύλινο χώρισμα πού έφτανε ως ένα μέτρο κάτω άπό τό ταβάνι. Μικρές θυρίδες * μέ άτσάλινα ί κάγκελα ήσαν άνοι^μένες στό ξύλινο χώρισμα σέ άπόστασι ενός μέτρου ή μια άπό τήν άλλη. Στό βάθος, τό χώρισμα εΐχε μια πόρτα. "Ενα μικρό μεγάφωνο έλεγε : «Έκλεισαν οί θυρίδες για τήν τρίτη κούρσα τού Τσώρτσιλ. \Τά ά­ λογα ξεκίνησαν. Τό Νταιϋλάϊτ έρχε­ ται πρώτο...» Λίγοι ποντάριζαν εκείνη τή στιγ­ μή. Ό Μάντεν περίμενε ώσπου οί παίκτες άρχισαν νά μαζεύωνται στις θυρίδες για τήν τέταρτη κούρσα καί άρχισε νά βαδίζη κατά μήκος τού ξύλινου χωρίσματος. Στις θυρίδες διακρίνονταν μόνο τά χέρια τών υπαλλήλων, πού είσέπρατταν τά χρήματα κι’ έδιναν τά εισιτή­ ρια. Τά κεφάλια τους δεν φαίνονταν καθόλου παρά μόνο δταν πλησίαζε


24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κανείς πολύ καί έσκυβε. έξήτασε τα χέρια.

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤ. Ό Μάντεν

2Ετήν τέταρτη θυρί­ δα είδε αυτό πού ζητούσε. Ό υπάλ­ ληλος πίσω από τό καγκελωτό ά­ νοιγμα έδινε τα εισιτήρια αδέξια, μ’ έναν μεγάλο επίδεσμο στα δάχτυλα του δεξιού χεριού του. Ό Μάντεν πήγε στην πόρτα του χωρίσματος καί δοκίμασε τό πόμο­ λο. Ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτύ­ πησε, μά κανένας δέν πήγε νά του άνοιξη. 'Ένας κοντός άντρας, μέ σκληρά μάτια, άξούριστο σαγόνι καί άσχημη έκφρασι, πλησίασε. —Συμβαίνει τίποτα, φίλε ; — "Οχι, είπε ό Μάντεν. θέλω μό­ νο νά μιλήσω σ’ έναν φίλο έκεΐ μέσα. —Γιατί δέν του μιλάς από τό πα­ ράθυρο ; —Πρέπει νά βεβαιωθώ πώς είναι ό φίλος πού ζητώ. Ό Μάντεν έβαλε τό χέρι του στή μέσα τσέπη του σακκακιου του. Ό άνθρωπος πήγε πιό κοντά, απειλη­ τικά. Ό Μάντεν έβγαλε την παχειά δέσμη χαρτονομισμάτων πού είχε δα­ νειστή από τόν Τάουμπη. — Δέν θέλω νά παραδώσω αυτά τά λαχανικά σέ σκάρτο μανάβη, εΐπε. Τά σκληρά μάτια έξήτασαν τά χαρτονομίσματα. — Έχεις κάτι πού αξίζει έκεΐ, φίλε. "Ισως πρέπει νά σ’ άφήσουμε νά περάσης, άφοϋ έχεις τέτοιο εισιτήριο. "Εβγαλε ένα κλειδί, τό έχωσε στην λειδαριά καί άνοιξε τήν πόρτα. Ό χώρος πίσω άπό τό χώρισμα δέν ήταν περισσότερο άπό ένάιαισυ μέτρο πλατύς. "Ισα—ΐσα χωρούσε

τούς υπαλλήλους καί ένα μικρό χρι ματοκιβώαο. "Ολοι τους σήκωσα τά κεφάλια τους καί κύτταξαν, χο. ρίς έκφρασι στο πρόσωπό τους. Μόνο ό άνθρωπος μέ τό δεμέν χέρι γούρλωσε τά μάτια του γιά μι στιγμή κι’ έπειτα εξακολούθησε ν μετρά χρήματα. Είχε μεγάλους, μι ώδεις ώμους,' κοιλιά καί μια μύτ πού θά μπορούσε νά χωρέση όλόκλϊ ρη διαφήμισι. — Έ, Πλακουτσομύτη, είπε καλ( κσρδα ό άνθρωπος μέ τά σκληρά τια. Ό φίλος άπό δώ έχει μερικ λαχανικά γιά σένα. - 'Η κόκκινη μύτη γύρισε προς τέ Μάντεν. -Έ;

Ό Μάντεν πέταξε τή δέσμη στο άέρα καί τήν ξανάπιασε. —Είσαι σύντροφος του Τάουμπη Ό Πλακουτσομύτης σηκώθηκε ο πό τό κάθισμά του καί άκούμπηο τήν πλάτη του στον τοίχο. —Πρώτη φορά άκούω τ’ ονομ αυτό. Ό άνθρωπος μέ τά σκληρά μό τια γλύστρησε πίσω άπό τόν Μάντε^ 'Η άνάσα του μύριζε σκόρδο. —Είπε νά βρώ έναν φίλο μέ δε μένο χέρι, πού τό χτύπησε σέ μι< πόρτα αυτοκινήτου. Τά μάτια του Πλο κουτσομύτη άστραψαν άγρια καί φωνή του έγινε χαμηλή καί άσχημ —Χτύπησα, είπε, μετακινώντας ΐ κείνο τό χρηματοκιβώτιο. Δέν ξέρ< κανέναν Τάουμπη. Κανένας δέ μο χρωστά τόσα λεφτά. Λοιπόν... — Ξύρισα τό γένι τού Σάντος, εί πε άργά ό Μάντεν. Οί άλλοι γέλασαν. — Ό φίλος είναι παλαβός, Πλο κουτσομύτη, εΐπε κάποιος. —"Εξω, μάγκα I, είπε ό άνθρωπο μέ τά σκληρά μάτια. Ό Μάντεν έμεινε άκίνητος. ** άνθρωπος έπιασε τόν ντέτεκτιβ άτι τούς άγκώνες, άπό πίσω. —Φαίνεται πώς ό φίλος έχαο τούς βώλους του, Τσάρλεϋ, είπε Πλακουτσομύτης. "Ισως πρέπει ν πάω μαζί του. 'Απλώς γιά νά το καθησυχάσω.


ΠΤΩΜΑΤΑ Καί πήρε ένα καπέλλο άπό τήν κρεμάστρα. Ό Πλακουτσομύτης βγήκε στόν δρόμο μπρός άπό τον Μάντεν. "Οταν έφτασε στό πεζοδρόμιο είπε: — Πόσα θέλεις , —"Οχι πολλά. Μερικές καθαρές κουβέντες. Ό Πλακουτσομύτης φάνηκε απο­ γοητευμένος. —"Αν θέλης νά πάρης μερικές κατοσταριές δολλάρια, ίσως... — Δέ γίνεται, είπε ό Μάντεν. θέ­ λω τήν καθαρή καί απλή αλήθεια. Ποιος άπό σάς ξέκανε τήν Αόλα Γκρέτς ; — Δέν έχωΙδέα τί θέλεις νά πής, φίλε. — Υπάρχει μια ντουζίνα άποτυπώματά σου στήν πόρτα του αύτοκι νήτου μου, Πλακουτσομύτη. —Στοιχηματίζω ένα πρός πενήντα πώς δέν υπάρχει ούτε ένα, γέλασε ό άλλος. —"Ακούσε, είπε ό Μάντεν. θά σου μιλήσω καθαρά. ’Έπιασα τόν Σάντος, Όταν ξύρισα εκείνα τα γένια του Τάουμπη καί του έβγαλα τα γυαλιά, καί είδα εκείνη τήν ούλή στόν λαιμό του, όλα πήραν καλό δρόμο. Καταλαβαίνεις ; —Δέν έχω κάνει τίποτα. — Παραλίγο νά μέ σκοτώσης. Καί σκότωσες ή βοήθησες νά σκοτώσουν τήν Γκρέτς. Ό Πλακουτσομύτης φάνηκε νά σκοντάφτη. Τό χέρι του άκούμπησε στόν ώμο τόϋ Μάντεν, σάν νά ζη­ τούσε νά άνακτήση τήν ισορροπία του. Μέ μιάν απότομη κίνησι έσπρω­ ξε τόν ντέτεκτιβ πρός’ τήν τροχιά ε­ νός μεγάλου αυτοκινήτου πού περ­ νούσε ολοταχώς. Ό Μάντεν άρπαξε τό δεμένο χέ­ ρι του Πλακουτσομύτη γιά νά σωθή. Ό Πλακουτσομύτης οϋρλιαξε, γλύστρησε, έπεσε άπό τό πεζοδρόμιο, έχασε τήν ισορροπία του κι* έπεσε μπροστά στό λεωφορείο. Τό ξεφωνητό των φρένων καί των τροχών δέν ήταν πιό δυνατό άπό τόν κρότο τών σπασμένων οστών. Ό άν­ θρωπος κατέρρευσε στήν άσφαλτο·. "Ανθρωποι πρόβαλαν άπό παντού καί μέσα άπό τό λεωφορείο. Αστυ­ νομικές σφυρίχτρες ξεφώνησαν. Α­ κούστηκαν φωνές γιά έναν γιατρό,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

ενώ ό άνθρωπος μέ τό δεμένο χέρι βογγοϋσε φριχτά. Ό Μάντεν ρίγησε. Ό άνθρωπος δέν θά ζουσε περισσότερο άπό δέκα λεπτά καί ήταν ανίκανος νά μιλήση. "Ενας αστυφύλακας φώναξε : —Μή συγκεντρώνεστε I Άπομακρυνθήτε! Ό Μάντεν άπομακρύνκρύνθηκε. Πήγε στό πιό κεντρικό κα­ φενείο, ήπιε ένα ούΐσκυ καί φυλλο­ μέτρησε τόν τηλεφωνικό κατάλογο. Δέν χρησιμοποίησε όμως τό τηλέφω­ νο. 'Η διεύθυνσις τής Τζέΐν "Αρκλετ ήταν Κίμπερλυ Κόουρτ 9. Ρώτησε «τό γκαρσόνι. Τό Κίμπερλυ Κόουρτ ήταν τρία τετράγωνα πιό πέρα. —Ακριβώς δίπλα στόν αστυνομι­ κό σταθμό, είπε τό_γκαρσόνι.

ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΕΡΧΕΤΑΙ I Τό Κίμπερλυ Κόουρτ ήταν ένα καινούργιο, κομψό καί καλλίγραμμο κτίριο. Κάπως πολυτελές γιά μιά στενογράφο. Ό Κήν Μάντεν δέν περίμενε νά βρή τό κορίτσι στό διαμέρισμά της. Μά όταν πίεσε τό κουμπί του κου­ δουνιού, κάτω άπό τό ταχυδρομικό κουτί μέ τό όνομα "Αρκλετ, ή πόρτα άνοιξε σχεδόν άμέσως. Ανέβηκε στό δεύτερο πάτωμα. 'Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν άνοιχτή, όταν έφτασε συό κεφαλό­ σκαλο. 'Η Τζέΐν ήταν ντυμένη όπως στό ιπποδρόμιο, μά φαινόταν διαφο­


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ρετική. Άπό τό πολύ κλάμα είχε βγάλει δλα της τά φτιασίδια καί δεν είχε μπή στόν κόπο νά χρη­ σιμοποίηση πάλι τό κραγιόν καί τήν πούντρα. — Ό Μιστερ Μάντεν I, είπε έκ­ πληκτη. Νόμιζα πώς ήταν εκείνος ό ύπαστΰνόμος. Εΐχε πή πώς θάρχόταν.

— Γιατί ; ρώτησε ό Μάντεν ακο­ λουθώντας την μέσα στό σαλόνι. Υπήρχε ένα άναπαυτικό ντιβάνι μπραστά στό τζάκι, πολυθρόνες, χα­ λιά. Ό Μάντεν άναρωτήθηκε πόσες φορές εΓχε καθήσει ό Κλαίη Λάρμιν σ’ εκείνο τό ντιβάνι καί τις πολυθρό­ νες. —Ή πεθερά μου ζήτησε νά μετα­ φέρουν τό σώμα του Κλαίη στό σπί­ τι της, είπε ή Τζέϊν προσπαθώντας νά κάνη τή φωνή της σταθερή, πριν τό μεταφέρουν στό νεκροταφείο. "Αν συμβή αυτό, θά κανονίση αυτή τήν κηδεία του, που θά ταώή, δλα. Νο­ μίζω δτι έχω μερικά δικαιώματα ε­ πάνω στόν σύζυγό μου μετά τον θά­ νατό του. Δεν είχα πολλά δταν ζοϋσε. — Τί λέει ό ύπαστυνόμος; — Δεν ξέρει τί νά κάνη. "Ισως πρόκειται νάρθή για νά μέ πείση νά μήν ενοχλήσω τή γριά. Σαν νά μάς ενόχλησε αυτή λίγο όσο ό Κλαίη ζοϋσε. — Λέτε νά έχη σχέσι αυτό μέ τήν αυτοκτονία του ; ρώτησε ό Μάντεν χωρίς νά καθήση. — Ναι I ?Ηταν τόσο δυστυχισμέ­ νος ! Δέν τολμούσε κάν νά τής πή δτι είχαμε παντρευθή ! — Εκείνη ή Ιστορία μέ τήν Γκρέτς... δέν θά μπορούσε νά έχη σχέσι μ’ αυτό πού έκανε ό Κλαίη ; — Δέν νομίζω, είπε τό κορίτσι σκαλίζοντας μέ μιά τσιμπίδα τις νε­ κρές στάχτες του τζακιού. Ό Κλαίη

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ δέν νοιαζόταν πολύ γιά τήν Γκρέτς. Είχε άλλοτε σχέσεις μαζί της, μά δλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους. Δέν είχε ξαναπάει στό σπίτι της άπό τον καιρό πού μου πρότεινε νά παντρευθούμε. Ή οσμή, πού είχε φέρει στόν Μάντεν εκείνες τις άσχημες άναμνήσεις άπό τήν Νέα Γουινέα, χτύπησε τώρα πάλι τά ρουθούνια του, κάνον­ τας τις τρίχες νά άνορθώνωνται στό σβέρκο του. —Σέ τί αποδίδετε λοιπόν τήν αυ­ τοκτονία του ; Αυτή πέταξε τήν τσιμπίδα χάμω μέ πάταγο. — Νομίζω δτι ξέρετε κάτι γι’ αυ­ τό, άν κρίνω άπό όσα ό Ότόβερ έχει πή γιά σάς. Μά θά σάς πώ δ,τι ξέρω. — Αυτό θά απλοποιούσε πολύ τά πράγματα. Είχε γίνει ξαφνι­ κά ή δασάρεστη εκείνη οσμή πιο δυ­ νατή ; ’ΊΤ απλώς τά νεύρα του βρί­ σκονταν σέ ύπερδιέγερσι ; Κάθησε στό ντιβάνι. — Πολλοί νόμιζαν δτι ό Κλαίη ή­ ταν ένα ξεθωριασμένο αντίτυπο τού πατέρα του, άρχισε τό κορίτσι. "Ισως δέν ήταν τόσο άντρας δσο ό στρα­ τηγός, μά ήταν σπουδαίο παιδί. Ό μπελάς του ήταν ή μητέρα του. Εί­ δατε τί συνέβη χτές τή νύχτα στό «Σέλα καί Γκέμι». Ή μητέρα του εί­ χε τηλεφωνήσει νά μάθη άν ήταν μαζί μου. Βέβαια, ό Κλαίη είχε πλη­ ρώσει τούς υπαλλήλους γιά νά πούν ψέματα, μά ήταν πάντα τόσο τρο­ μαγμένος ώστε αναγκαστήκαμε νά φύγουμε. ΚΓ αύτό απλώς επειδή ή μητέρα του τού είχε απαγορεύσει νά βγαίνη μαζί μου I Τού τό είχε άπαγ ορ'εύσει, καταλαβαίνετε ; Φυσικά, δέν ήξερε πώς είχαμε παντρευτή στό Μαϊάμι τον περασμένο Μάρτιο. Ό Κλαίη θά προτιμούσε νά κόψη τό χέρι του παρά νά τής τό πή. — Λοιπόν ; είπε ό Μάντεν. Ή Τζέϊν κούνησε τό κεφάλι της. — Σάς τά λέω αυτά, συνέχισε, γιά νά μπορέσετε νά καταλάβετε τά υ­ πόλοιπα. Στό Μαϊάμι, συναντήσαμε κάποιον Μόρισον. ΤΗταν ένας παλι­ άνθρωπος πού κέρδιζε τή ζωή του μέ εκβιασμούς. "Εμαθε πώς ήμαστε παν-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΤΩΜΑΤΑ τρεμένοι καί, δταν είδε πόσο ό Κλαίη φοβόταν μήπως μαθευτή αυτό, άρχι­ σε να τόν έκβιάζη απειλώντας τον νά τα πή δλα στή μητέρα του. -—Αυτός ό Μόρισον είναι ένας άνθρωπος με πλακουτή τεράστια μύτη ; ■—Ναι, εΐπε τό κορίτσι μορφάζον­ τας. Τό παρατσούκλι του είναι Πλακουτσομύτης. Τά ξέρετε δλα, βλέπω ! —'Όλο καί μαθαίνω κάτι. Ή Τζέϊν σηκώθηκε καί άκουμπησε στήν πόρτα τής κρεββατοκάμαρας. — Τό χέλι αυτό μάς ακολούθησε εδώ από τή Φλόριντα. Ό Κλαίη ή­ ταν ό θησαυρός του. Καί, δταν ό Κλαίη άνέλαβε τή ~ διεύθυνσι των στάβλων, ό Μόρισον σκέφτηκε νά τόν βάλη νά κανονίζη έτσι ώστε τά άλογα του Λάρμιν νά μην τερματίζον πρώτα στις κούρσες δπου ήσαν φαβορί. ’Έτσι θά κέρδιζε περισσότε­ ρα, χωρίς νά είναι αναγκασμένος ό Κλαίη νά έξηγή στή μητέρα του πού πήγαν τά λεφτά του. —Τί ρόλο έπαιζε ό Τάουμπη σ’ δλα αυτά; —Δεν ήξερε τίποτα. Υποθέτω δτι τόν έφερε ό Πλακουτσομύτης, επειδή φαινόταν κάπως πιό σεβάσμιος, ή επειδή ή αστυνομία εΐχε πετάζει τόν Πλακουτσομύτη δυό φορές έξω άπό τό Ιπποδρόμιο τής Φλόριντα καί φο­ βόταν μήπως ξαναπάθη τά ϊδια εδώ. —"Ισως. —Ό Κλαίη μισούσε αυτή τή συμ­ περιφορά πρός τά όμορφα άλογά του. ΤΗταν υπερήφανος γι’ αυτά σάν νά τά είχε γυμνάσει ό ίδιος κΓ δχι ό Φράνκ Γουέϊν. Μά χρησιμοποιούσε τό φάρμακο, πού του είχε δώσει ό Μόρισον καί εξακολουθούσε νά ποντάρη στά άλογά του, γιά νά μήν ύποψιαστή τίποτα ή επιτροπή. Στό τέ­ λος όμως ό Ότόβερ υποψιάστηκε κάτι. —^Ηταν καί ή νεκρή σερβιτόρα ανακατεμένη στή δουλειά;

Τζέϊν απομα­ κρύνθηκε άπό την πόρτα με αργές, νωχελικές κινήσεις. — Δοκίμασε μόνη της νά άνακατευτή. Είχε σχέσεις μέ τόν Τάουμπη καί κατάλαβε τί συνέβαινε άπό κάτι πού αυτός άφησε νά τού ξεφύγη.

27

Αυτό συνέβη προχτές. Είπε δτι θά πήγαινε στήν επιτροπή τού ιπποδρο­ μίου νά τά πή δλα, έκτος άν... Ό Κλαίη ήθελε νά τήν πληρώση, μά νο­ μίζω δτι ό Μόρισον προτίμησε νά τήν σκοτώση. Ή Τζέϊν άρχισε νά κλαίη ήσυχα. Ό Μάντεν σηκώθηκε καί είπε ευγε­ νικά : —^Ηταν σωστή τέχνη αυτή ή α­ παγγελία 1 Ταιριάζει μέ δλα τά γε-

Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ

ΚΑΙ ΟΙ

ΠΥΓ-'

ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΤΩΝ

ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα ' στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα 1


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» γονότα. Μά υπάρχουν ένα δυο εσφαλ­ μένα σημεία πού... — Ποια σημεία; ρώτησε αυτή. — Νεκροί. Ό Κλαίη. Ό Πλακουτσομύτης. Ή Γκρέτς. *Όλα δσα είπα­ τε στρέφονται εναντίον ανθρώπων, πού δεν μπορούν να μιλήσουν. Ό σύζυ­ γός σας έδινε φάρμακα στά άλογα καί πλήρωνε εκβιασμούς. Ό ΓΊλακουτσομύτης ήταν εκβιαστής καί δολο­ φόνος. Ή Λόλα Γκρέτς ήταν έκβιάστρια. Κανένας τους δεν μπορεί νά τό άρνηθή αύτό. *Η Τζέϊν είπε πικαρισμένη : —Ούτε σείς μπορείτε νά τό άρνηθήτε ! Είναι όλα άλήθεια. Μπορεί νά ύπάρχουν εσφαλμένα σημεία, μά αύ­ τό είναι όλα όσα ξέρω. Πήγε κοντά του. Ό Μάντεν άποτραβήχτηκε ελαφρά. — Ό Κλαίη δεν ήταν άνακατεμένος στή βρωμερή εκείνη δουλειά. Α­ νακάλυψα όμως ότι εσείς ήσαστε α­ νακατεμένη. -Δέν ξέρω αν μάντεψε πώς δίνατε πληροφορίες στον Τάουμπη. Όμολογώ οτι κι’ εγώ δεν μάντεψα* αμέσως τί σκοπό είχαν ε­ κείνες οί μάρκες ρουλέτας, πού βά­ λατε στούς άριθμούς 5 καί 2, παρά μόνο όταν θυμήθηκα ότι ή Χούμπα Ντάμ ήταν τό Νούμερο 2 στήν πέμ­ πτη κούρσα τής επομένης μέρας. Βέ­ βαια, δέν θά καταφεύγατε σέ τόσο περίπλοκο τρόπο μεταδόσεως τής πλη­ ροφορίας αύτής, αν ό Κλαίη ήταν α­ νακατεμένος στή δουλειά. Οί κόρες των ματιών της διεστάλησαν σάν τής γάτας. —Ξέρετε τά πάντα. Αύτός τήν άρπαξε άπό τόν ώμο τραχεία καί χαμήλωσε έπιθετικά τό κεφάλι του. —Βέβαια. Τά ξέρω όλα. Έκτος άπό μερικά μικροπραγματάκια. Όπως... ποιός δοκίμασε νά με στείλη στό νοσοκομείο χτες τή νύχτα ; Ποιός σκότωσε τή Λόλα ; Ποιός...

Ο

Μπίλ Σάτερφιλντ βγήκε άπό τήν κρεββατοκάμαρα μ’ένα πιστόλι στό χέρι. —Ποιός...ποιός...ποιός..., είπε σαρ­ καστικά ό κτηνίατρος. Μοιάζεις με φωνακλάδικη κουκουβάγια Μάντεν. —Ναί, είπε ό Κήν Μάντεν. Δέν

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ μπορούσε νά ήταν άλλος έκτος άπό σάς, νιατρέ. —Ναί. Μοιάζεις μέ κουκουβάγια. Μάντεν. Φαίνεσαι έξυπνος. Μά δέν είσαι, — Βάζουμε στοίχημα; είπε ό ντέτεκτιβ. ’Ή στοιχηματίζεις μόνο όταν είσαι σίγουρος ; Καί ό Μάντεν έσφιξε τά δόντια του, περιμένοντας νά βγή ή σφαίρα άπό τό πιστόλι τού κτηνιάτρου... Σκέψεις πέρασαν άπό τό μυαλό τού Μάντεν πιο γοργά άπό τις άναμνήσεις πού περνούν άπό τό μυαλό ενός άνθρώπου πού πνίγεται. Είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Δέν εΐχε κατορθώσει νά προσδιορίση άπό τήν άρχή εκείνη τήν παράξενη οσμή, πού τού θύμιζε τούς στάβλους τής Νέας Γουινέας. ΤΗταν φάρμακο γιά τις πληγές τών άλογων. Καί ποιός άλλος, εκτός άπό έναν κτηνίατρο, μπο­ ρούσε νά κουβαλήση εκείνη τήν οσμή στό σπίτι τής Λόλας Γκρέτς τήν πε­ ρασμένη νύχτα ; 'Ο Σάτερφιλντ είχε, φαίνεται, πά­ ει εκεί γιά νά βεβαιωθή άν ή σερ­ βιτόρα δέν είχε άφήσει κανένα χαρ­ τί, πού μπορούσε νά τόν ενοχοποίη­ ση. ΤΗταν μέσα στό υπνοδωμάτιο, όταν ό Μάντεν έφτασε εκεί, καί γλύστρησε έχω τήν ώρα πού ό ντέτεκτιβ έξήταζε τή φωτογραφία. Ό κτηνίατρος προχώρησε προς τόν Μάντεν. — ΤΗρθες στό σπίτι τής Τζέϊν γιά νά *τήν ψαρέψης, έ ; θά σέ σκοτώ­ σω, Μάντεν. Καί οί άρχές θά μά­ θουν ότι δοκίμασες νά τής έπιτεθής κΓ αύτή αμυνόμενη σέ πυροβόλησε. ΚΓ όταν μάθουν ότι ή Λόλα Γκρέτς σκοτώθηκε μέσα στό αύτοκίνητό σου — καί θά φροντίσω νά τό μάθουν μαζί μέ σχετικές άποδείξεις—θά πι­ στέψουν τή δεύτερη Ιστορία. Υπήρχε ένας τρόπος—υπενθύμισε ό Κήν Μάντεν στον εαυτό του—γιά νά πάρη κανείς ενα όπλο άπό τό χέ­ ρι ενός άνθρώπου, πού βαδίζει εναν­ τίον σας καί τό κολλά στήν κοιλιά σας. ’Ήξερε πώς μπορούσε νά γίνη αύτό, θεωρητικά. Ή διαφορά όμως ανάμεσα στή θεωρία καί στήν πράξι μπορούσε νά ήταν πέντε δράμια μο­ λυβιού κΓ ένα καλό φέρετρο. ΚΓ όμως δέν υπήρχε άλλος τρό­ πος νά ξεφύγη.


ΠΤΩΜΑΤΑ

ΠΕΡΑΣΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑ­ ΡΕΤΕ, 'ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΕ I Μια ματιά στα μάτια του Σάτερφιλντ τον έπεισε γι’ αυτό. Ό κτηνί­ ατρος δεν ήταν τρελλός, ούτε είχε πάρει ναρκωτικά. ?Ηταν ψυχρός και άποψασισμένος νά άνοιξη μιά τρύπα στο κορμί του Μάντεν, άπλώς ώς προληπτικό μέτρο. Τά μάτια του έδειχναν ότι ήταν έτοιμος νά τό κάνη αυτό καί βρισκό­ ταν άκόμα δυό βήματα μακρυά. Πο­ λύ μακρυά ώστε νά μπόρεση ό Μάν­ τεν νά τά παίξη δλα γιά όλα προσ­ παθώντας νά τόν άφοπλίση. —Μπορεί νά σέ ευχαρίστηση ή δολοφονία μου, είπε ό Μάντεν. Μά δεν θα σου κάνη καθόλου καλό. Ό Σάτερφιλντ χαμογέλασε λοξά. — Μά δέν θά σου κάνη καί σένα πολύ καλό. —’Όχι. Καί αύτό πού έχω στην τσέπη μου δέν πρόκειται νά σέ κάνη νά γελάσης άπό εύτυχία. Ό Μάντεν έκανε μισό βήμα πίσω. Ό κτηνίατρος έκανε αύτό πού ό Μάν­ τεν περίμενε. Πλησίασε περισσότερο. —Τί θέλεις νά πής κουκουβάγια ; — ’Έχω τό άντίγραφο μιας ανα­ φοράς προς τις αρχές. Τό πρωτότυ­ πο ταξιδεύει, γιά την αστυνομία αυ­ τή τη στιγμή. —Εΐναι ή διαθήκη σου ; έκάγχασε ό κτηνίατρος. Θά είναι κάτι γοητευ­ τικό καί ενδιαφέρον, σίγουρα ! * — Ναι, πολύ ενδιαφέρον. Με, τη γωνία του ματιού του, ό Μάντεν είδε τό κορίτσι νά προχωρή σιγά—σιγά προς τό τζάκι. Ίσως, άν δέν μπορούσε νά λυγίση τή σιδερέ­ νια αύτοπεποίθησι του Σάτερφιλντ, μπορούσε τουλάχιστον νά λυγίση τά νεύρα τής Τζέϊν.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

—Άφηγεΐται γιατί δυό παλιάν­ θρωποι δοκίμασαν νά μέ ξεκάνουν,, δυό ώρες μετά τήν άφιξί μου σ’ αύτή τήν πόλι. Ό κτηνίατρος έκανε άλλο ένα βήμα. — Γιατί, κουκουβάγια ; Ό Μάντεν άνάγκασε τόν εαυτό του νά μην κυττάξη στο πιστόλι. Άν ό Σάτερφιλντ καταλάβαινε τί σκό­ πευε νά κάνη, θά πυροβολούσε. — Κάποιος φοβήθηκε δτι τόν άναγνώρισα κΓ δτι, μέ τόν τρόπο αύτόν, θά καταλάβαινα ολόκληρη τή σκευωρία. ’Έβαλα στο χέρι τόν Τάουμπη, τόν έδεσα σέ μιά καρέκλα καί του ξούρισα τό γένι. ’Έτσι... Ό Σάτερφιλντ μίλησε στο κορίτσι, χωρίς δμως νά γυρίση τό κεφάλι του προς τό μέρος της. — Αύτή ή κουκουβάγια άρχίζει νά μου δίνη στά νεύρα. Φέρε μου ένα μαξιλάρι, μικρή μου. Ή Τζέϊν είχε μισοσκύψει γιά νά πιάση τή βαρειά τσιμπίδα. — Μή, σέ παρακαλώ, Μπίλ I ’Όχι εδώ ! ’Όχι τώρα ! — Εντάξει, είπε ό κτηνίατρος ψυχ­ ρά. ’Άν δέν μου φέρης μαξιλάρι, ό κρότος θά είναι πιο δυνατός. Τά χέρια της άγγιξαν τήν τσιμπί­ δα. Ό Μάντεν άρχισε νά μιλή γοργά γιά νά σκεπάση τόν ξηοτό ήχο, πού θ’ άφηνε ή τσιμπίδα καθώς θά τήν σήκωνε τό κορίτσι. — Ό Τάουμπη ήταν %ό Κάρλος Σάντος, ένας κατεργάρης του Ούέστ,. πού καταδικάστηκε έξη μήνες φυλα­ κή στο Μεξικό, γιατί ώργάνωσε μιά παλιοδουλειά στο Τπποδρόμιο Ντέλ Τία Χουάνα. Αργότερα, σύμφωνα μέ τό αρχείο μου, καταδικάστηκε γιατί έβαλε διεγερτικά στο φαγητό ενός αλόγου στο Φαίαρ Γκράουντς. Δούλευε έκεΐ μ’ έναν κτηνίατρο. Τό ' όνομά του ήταν... 3£τύπησε μέ τό χέ­ ρι του τήν κάννη του πιστολιού. Τήν ίδια στιγμή, ή Τζέϊν σήκωσε καί κα­ τέβασε τήν τσιμπίδα. Τό πιστόλι εκπυρσοκρότησε καί ή σφαίρα άνοιξε άπλώς μιά τρύπα στο σακκάκι τού Μάντεν, χωρίς νά τόν άγγίξη. Ή τσιμπίδα χτύπησε τόν Σάτερφιλντ ακριβώς επάνω στή χωρί-


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» στρα. Διπλώθηκε στά δυό, σαν άδειο σακκί. Ό Μάντεν τράβηξε ένα κορδόνι από τις κουρτίνες καί έδεσε μ’ αυτό τα χέρια του Σάτερφιλντ. Έπειτα μίλησε στον αναίσθητο άνθρωπο. — Έσύ ήσουν, αδερφέ. Δεν μπορεί να ήταν κανένας άλλος. Μόνο τα ά­ λογα του Λάρμιν συμπεριφέρονταν παράξενα. Επομένως δεν έπρόκειτο για συνωμοσία των τζόκεϋ. — Ό Μπίλ πίστευε ότι τό σχέδιο ήταν άσφαλές, είπε ή Τζέϊν σκυθρω­ πά. τΗταν ό μόνος σ’ ολόκληρο τό Ιπποδρόμιο, πού μπορούσε νά κουβαλάη επάνω του φάρμακα, χωρίς νά προκαλή υποψίες. —Σωστά. Μόνο ένας κτηνίατρος μπορούσε νά είχε κάνει τή δουλειά. Τό σπουδαίο ήταν οτι κανένας άλλος δεν μπορούσε νά έξετάση τό σάλιο καί τά οδρα των αλόγων καί νά άνακαλύψη τί έδινε στά άλογα του Λάρμιν, στις πρωϊνές επιθεωρήσεις πού έκανε στούς στάβλους. *'Αλλαζε τά δείγματα με δείγματα άπό άλλα άλογα καί κανένας δεν υποψιαζόταν τίποτα. Τήν ίδια δουλειά έκανε,< στη Φλόριντα δταν τόν έπιασαν. —Εκεί τόν συνάντησα, εΐπε ή Τζέϊν. Στο Μαϊάμι. Έϊμουν πολύ θυ­ μωμένη πού ό Κλαίη φοβόταν νά πή στη μητέρα του πώς είχαμε παντρευτή. — Καταλαβαίνω, μουρμούρισε ό Μάντεν. — Αυτό έκανε τόν Μπίλ νά σκεφτή οτι μπορούσε νά μοϋ κάνη κόρτε! ΚΤ εγώ, γιά νά κάνω τόν Κλαίη νά ξυπνήση λίγο καί νά έπαναστατήση εναντίον τής μητέρας του, απάντησα στό κόρτε.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς αναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα του κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ — Αλήθεια; είπε ό Μάντεν. ΚΤ ό Κλαίη νόμισε πώς ήσαστε ερωτευ­ μένη μαζί του, έ ; — Ναι. Μάς ακολούθησε εδώ. Ε­ ξακολούθησε νάρχεται νά μέ βλέπη τις νύχτες πού ό Κλαίη ήταν αναγ­ κασμένος νά βρίσκεται κοντά στην «αγαπητή Μαμά». Έσπρωξε τά μαλλιά της πρός τά πίσω μέ μια βαριεστημένη χειρονία. — Δοκίμασα νά σπάσω τις σχέ­ σεις αύτές, περισσότερο άπό μια φο­ ρά. Μά δεν μπόρεσα. Ό Μπίλ είχε πια καταστρώσει τά σχέδιά του. Ό Μάντεν άνωρθώθηκε, άναστέναξε καί διασκέλισε τό άναίσθητο κορμί του κτηνιάτρου. — Σκοπεύετε νά τά έπαναλάβετε στον ύπαστυνόμο, δταν φτάση έδώ σέ λίγο ; ,/^ύτή έπιασε τούς κροτάφους της μέ τά χέρια της, σάμ­ πως τό κεφάλι της νά ήταν έτοιμο νά έκραγή. — Δεν χρειάζεται νά τά πω αύτά τώρα, έ; Εσείς δεν πρόκειται νά πήτε τίποτε. — θά τά πω δλα. Πρέπει. Έχει χυθή πολύ αίμα. ΚΤ έχουν κλαπή πολλά λεφτά. — Δεν τά θέλω τά λεφτά, είπε ή Τζέϊν. Δέν τά ήθελα ποτέ μου τά λεφτά. — Είναι ή πρώτη άλήθεια πού εί­ πατε σήμερα, είπε ό Μάντεν. Κάνα­ τε δ,τι κάνατε γιά νά έκδικηθήτε τήν πεθερά σας. θά παρακολουθούσατε μέ απάθεια τόν Σέτερφιλντ νά μέ σκοτώνη εδώ καί λίγα λεπτά, άν δέν φοβόσαστε μήπως είχα στείλει πραγ­ ματικά εκείνη τήν άναφορά. Δάκρυα κυλούσαν τώρα στό πρό­ σωπό της, σιωπηλά δάκρυα. — Τήν είχα στείλει πραγματικά, συνέχισε ό Μάντεν. Μπορείτε νά διαβάσετε τό αντίγραφο άν θέλετε. Εσείς είστε ό κύριος ένοχος, κυρία Λάρμιν. Άπό τήν άρχή κιόλας. Ό Κλαίη τό ήξερε. 'Η Γκρέτς τό ήξερε. Ό Κλαίη δέν μπορούσε νά κάνη τί­ ποτα, γιατί σάς άγαπούσε πολύ. Μά τό κορίτσι, πού ήταν ερωτευμένη μα­ ζί του πριν αύτός σάς γνωρίση, δέν μπορούσε νά τόν βλέπη νά ύποφέρη, χωρίς νά προσπαθήση νά κάνη κάτι.


ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΜΕ ΤΑ Δ Υ © ΠΑΓΩΝΙΑ ./*

ιά ιστορία φαντασμάτων γραμμένη από

Τον Γάλλο συγγραφέα

ΠΟΑ Μια φορά—είπα στη Δωροθέα — τά φαντάσματα ήσαν πάρα πολύ τής μόδας. Τώρα όμως δέν είναι πιά. Ή Σκωτία καί ή Ιρλανδία, πού προμή­ θευαν φαντάσματα εδώ καί λίγα χρό­ νια σ’ ολο τόν κόσμο, βλέπουν σήμε­ ρα οτι λιγόστεψε πολύ ή εξαγωγή τους. Οί ωραίοι καιροί μέ τούς Γοτ­ θικούς πύργους του Βάλτερ Σκώτ, πέρασαν γιά πάντα. Τά φαντάσμα­ τα, πού είναι αντιδραστικά, παράτη­ σαν τη Γερμανία μαζί μέ τούς εύγενεϊς φεουδάρχες, παρ’ όλη την έκμετάλλευσι πού τούς κάνει ό Γερμανι­ κός κινηματογράφος. Κι* άν στήν ’Α/ μερική άκούγεται άκόμα τά μεσάνυ­ χτα ό θύρυβος κάποιας αλυσίδας, μπορεί ναναι κανείς βέβαιος δτιιδέν είναι κανένα φάντασμα, παρά μιά Εκείνο πού Αόλα Γκρέτς ήθελε νά μου πή ήταν πώς είχατε οργανώσει ολόκληρη τή δου?νειά. Ή Τζέϊν άρχισε νά προφέρη α­ κατανόητες φράσεις πνιγμένες σέ λιγμούς. — Αφήστε τούς θεατρινισμούς, εί­ πε ό Μάντεν τραχειά. Φυλάξτε αυτό τό άλατόνερο γιά τούς ενόρκους. Ί­ σως τούς συγκινήσετε και γλυτώσετε από την ηλεκτρική καρέκλα... 'Ένα χτύπημα άκούστηκε στήν πόρτα του χώλ. Ό Μάντεν ύψωσε τή φωνή του : — Περάστε νά τούς πάρετε, σπα­ στό λο με ! ΤΕΛΟΣ

ΓΛΟΡΗΠ παληά κι* άργοπορημένη Φόρντ, πού γυρίζει στό γκαράζ. Στήν Άσία τά φαντάσματα εΐνε αμέτρητα, μά εΐναι, ώς επί τό πλεΐστον, ή ψυχές τών γυ­ ναικών εκείνων, πού αγάπησαν πολύ καί παρουσιάζονται μόνο στά παλληκαράκια. Ή Ιαπωνία τέλος έχει κΓ αυτή τά φαντάσματά της, . μά τά πε­ ρισσότερα χρωστούν την ΰπαρξί τους στούς κινέζικους θρύλους... Έγώ άνήκω σέ μιά γενιά, πού δέν πιστεύει στά φαντάσματα. Ή Δωρο­ θέα, πού είναι δέκα χρόνια πιό μι­ κρή από μένα, ανήκει σέ μιά γενιά πού πιστεύει σ’ αυτά. Καί γι’ αυτό ή Δωροθέα τρελλαίνεται ν’ άκούη εκ­ πληκτικές ιστορίες γιά φαντάσματα, πού την κάνουν ν’ άνατριχιάζη. Δέν ξέρω νά διηγούμαι όμορφα —τής είπα —μά γιά νά σ’ ευχαρι­ στήσω, θά σού διηγηθώ μιά Γιαπω­ νέζικη Ιστορία : Την εποχή τής Μογγολικής δυνα­ στείας τών Νουάνς,' ήταν συνήθεια νά φωταγωγούν εξαίσια τούς δρό­ μους τις πρώτες νύχτες τής νέας σε­ λήνης. Όλοι δούλευαν ή κοιμόνταν την ημέραν κι’ έβγαιναν τότε γιά νά χαροΰν τή βραδυνή δροσιά. Τά παι­ διά έτρεχαν εδώ κι’ έκεΐ μέσα στούς δρόμους, ή κομψές κυρίες περνού­ σαν μέ τά γα?άζια αμαξάκια τους καί οί οί νέοι μέ τις νέες έκαναν τόν περίπατό τους κάτω άπό τά πολύ­ χρωμα ψαναράκια. Μιά νύχτα, ήταν ή δεκάτη πέμ­ πτη τής χρονιάς Κένγκ-Τσόεν, ένας νεαρός σπουδαστής, πού λεγόταν


32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΜΕ ΤΑ —..... — —__ -............. ....

Κιάο, καθόταν στη βεράντα του σπι­ τιού του, αντίκρυ στην πόρτα, και κύτταζε τόν κόσμο που περνούσε. Ό Κιάο ήταν λυπημένος, γιατί εί­ χε πεθάνει ή γυναίκα του, καί συλ­ λογιζόταν μέ πίκρα τή μοναξιά τής ζωής του. Είχαν περάσει τά μεσά­ νυχτα κΤ ό κόσμος πιά είχε σκορ­ πίσει. " Αξαφνα ό Κιάο είδε μιά δούλα πού κρατούσε ένα φανά­ ρι, πάνω στο όποιο ήταν ζωγραφι­ σμένα δυο παγώνια καί φώτιζε τό δρόμο σε μιά κοπέλλα, τυλιγμένη σ’ ένα κόκκινο σάλι, επάνω άπό .τό γαλάζιο φόρεμά της. Στο φως του φαναριού, ό νεαρός σπουδαστής εί­ δε ό|ΐ ήταν πάρα πολύ χαριτωμένη κι* αμέσως άναψε ή καρδιά του άπό τόν έρωτα. Κι* έτσι την προσπέρασε γιά νά την δή καλύτερα στο πρόσω­ πο. Ή κοπέλλα κατάλαβε, γύρι­ σε τό κεφάλι, του χαμογέλασε καί του είπε : — Ποιός θά φανταζόταν δτι θά συναντιόμαστε κάποτε στο δρόμο ; Μά νάνε άρά γε τυχαία αυτή ή συνάντησί μας; Ό Κιάο έκανε μιά ύπόκλισι καί τής απάντησε : — θέλετε νά τιμήσετε τό σπίτι μου μέ μιά έπίσκεψί σας ; Δίχως νά τού άποκριθή ή κοπέλ­ λα, φώναξε τή δούλα της, πού τρα­ βούσε μπροστά. — "Ελα, Κίν — Λί — "Εν, τής είπε. Φέξε μου τό δρόμο... Ό Κιάο τότε πήρε την κοπέλλα άπό τό χέρι καί την έμπασε στο σπίτι του. "Επειτα την ρώτησε άπό πού ερχόταν καί πιο ήταν τ’ όνομά της. — Μέ λένε Φοΰ — Λί — Κίνγκ, τού άπάντησε. Ό πατέρας μου ήταν ό δικαστής τού Χόα - Τσέ - Οϋ. 0ί γο­ νείς μου πέθαναν, δέν έχω άδελφούς καί ζώ μέ τή δούλα μου Κίν-Λί-’Έν στη συνοικία τού Χοΰ Σί. ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ

ί,;__

.

"Υστερα πέρασαν πολλές ώρες τής νύχτας μαζί, πίνοντας τσάϊ. Τά ξημερώματα, πριν βγή ό ήλι­ ος, ή όμορφη κοπέλλα έφυγε άπό τό σπίτι τού Κιάο καί τό βράδυ, μέ τό σκοτάδι, ξαναγύρισε. Κι* αυτή ή Ι­ στορία κράτησε πολλές νύχτες.

"Επειτα άπό λίγον καιρό, ό Κιάο, πού δέν είχε πή σέ κανένα την περιπέτειά του, δέχτηκε τήν έπίσκεψί ενός γείτονά του. Αυτός λοιπόν τού έξωμολογήθηκε ότι είχε παραξενευθή άπό τις μυστηριώδεις επισκέψεις τής κοπέλλας κΤ είχε παραμονέψει μιά νύχτα τήν είσοδό της στό σπίτι τού νεαρού σπουδαστή. Κατόπιν είχε κρυφοκυττάξει άπό μιά -χαραμάδα τής πόρτας καί τόν εΐχει δή νά τρώη καί νά γλεντάη μέ μιά γυναίκα νε­ κροστολισμένη, μέ πουδραρισμένο πρόσωπο. — Φιλοξενείτε ένα λείψανο, τού είπε. "Εχετε τό νοΰ σας, γιατί μπο­ ρεί νά σάς συμβή καμμιά μεγάλη συμ­ φορά. Αυτή ή γυναίκα θά εξάντληση σιγά-σιγά, τό πνεύμα σας, καί μιά μέρα θά φυσήση πάνω σας, όπως φυ­ σούμε γιά νά σβύσουμε ένα κερί. Καί ξέρετε, βέβαια, ότι ή κρύα πνοή των πεθαμένων σκοτώνει... Ό Κιάο τρομοκρατήθηκε απ’ αυ­ τά τά λόγια καί πήρε τήν άπόφασι νά δή αν ήσαν άλήθεια, όσα τού εί­ χε πή ή κοπέλλα. Πήγε λοιπόν τήν άλλη μέρα στή συνοικία τού Χού-Σί. Κανένας όμως εκεί πέρα δέν ήξερε τήν Φού-Λί-Κίνγκ. Γυρίζοντας έπειτα στό σπίτι του, πέρασε έξω άπό τήν περίφημη παγόδα τού Χού-Σίν-Σέ. Καί μπήκε μέσα. Είδε τότε, σέ μιά γωνιά τής παγόδας, ένα κενοτάφιο άπό χρυσή καί μαύρη λάκκα καί πά­ νω σ’ αυτό τό φέρετρο, ένα άπό ε­ κείνα τά φέρετρα, πού μένουν προ­ σωρινά στις παγόδες ώσπου νά μεταφερθούν στό νεκροταφείο. Ό Κιάο δέν τού έδειξε στήν άρχή καμμιά ι­ διαίτερη προσοχή, μά ξαφνικά τά μά­ τια του καρφώθηκαν στήν επιγραφή του, πού έλεγε : «Φού-Λί-ΚΓνγκ, κόρη τού δικαστοΰ Φοΰ τού Χόα-Τσέ-Οϋ».


ΛΥΟ ΠΑΓΩΝΙΑ Στή μιά μεριά του φέρετρου ήταν μια από κείνες τις ζωγραφιές, πού συνηθίζονται στις κηδείες και πού παριστάνουν τούς δούλους του μα­ καρίτη. Πάνω λοιπόν από αυτή την ζωγραφιά, ήταν γραμμένο τό όνομα «Κιν-Λί-Έν». 7Ηταν τ’ όνομα τής δούλας, πού συνώδευε τό πρώτο βρά­ δυ τή φίλη του νεαρού σπουδαστή. "Έκτος άπ’ αυτό, μπροστά στο φέρε­ τρο ήταν ένα φανάρι, πάνω στο όποιο ήταν ζωγραφισμένα δυό παγώνια. Αυτή λοιπόν ή τελευταία άπόδειξις έπεισε τον Κιάο. Είχε δίκιο ό γείτονάς του.

Μόλις έκανε αυτή τήν άνακάλυψι, τόβαλε αμέσως στά πόδια, δίχως νά γυρίση προς τά πίσω τό κεφάλι του. Κι5 όταν έφτασε στό σπίτι του, διηγήθηκε στό γείτονά του τί είχε ανακαλύψει τυχαία στήν παγόδα του Χοϋ —Σίν—Σέ. Εΐχε πέσει θύμα του έρωτος του φαντάσματός· του φαν­ τάσματος τής νεκρής Φου —Λί—Κίνγ ! — Τώρα, λοιπόν, ν>ά μήν ξαναπερί σης άπό τήν παγόδα του Χου— Σίν—Σέ, του είπε ό γείτονά του, πού ήξερε άπό αυτά τά πράγματα. Καί νά, κάρφωσε αυτό ξόρκι στήν κρεββατοβάμαρά σου καί δεν θά ξαναδεχτής πιά καμμιά νυχτερινή έπίσκεψι. ΚΓ έδωσε στον Κιάο ένα μεταξω­ τό χαρτί, γεμάτο ξόρκια. Άπό τότε πέρασε ένας μήνας, δί­ χως νά φανή ή Φου— Λί — Κίνγκ κΓ ή δούλα της. Αλλά μιά νύχτα, ό Κιάο γλέν­ τησε με τούς φίλους του κΓ ήπιε πολύ, γιά νά γιορτάση τήν επιτυχία του στις εξετάσεις. ΚΓ ύστερα, παραπατώντας, ξεκί­ νησε γ.ά τό σπίτι του. Μά ξέχασε τις συμβουλές του γείτονά του, καί πέ­ ρασε μπροστά άπό τήν παγόδα του Χου —Σίν—Σέ. Έκει πέρα βρήκε τήν Κίν—Λί—’Έν, τή δούλα, νά τόν περιμένη στό κατώφλι. — Ή καϋμένη ή κυρία μου σέ περίμενε τόσο καιρό μέ άγωνία, εί­ πε στον Κιάο μαζί μ* ένα σωρό άλ­ λα τρυφερά παράπονα. "Επειτα τόν τράβηξε μέσα στήν παγόδα, ώς τό χρυσό καί μαύρο κε­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 33 νοτάφιο, όπου περίμενε ή βαμμένη καί νεκροστολισμένη κοπέλλα, καθι­ σμένη πάνω στό φέρετρο. —Μέ ξέχασες, αχάριστε I του εί­ πε. ΚΓ εγώ, πού νόμιζα ότι μ* άγαποΟσες 1... Μά δεν είμαι πιά δική σου ; Ό Κιάο, μεθυσμένος όπως ήταν, τήν άφησε νά τόν γέμιση μέ χάδια καί φιλιά. — Καί τώρα, του ξαναεΐπε ή Φοϋ Λί — Κίνγ, μέ μιά παράξενη φωνή, πού έκανε τόν Κιάο ν’ άνατριχιάση, τώρα δέν θά σ’ άφήσω πιά νά φύγης... ΚΓ άρπαξε τόν Κιάο άπό τό χέρι. Τό βαρύ σκέπασμα του φερέτρου άνασηκώθηκε ξαφνικά κΓ έπειτα.... ξανάκλεισε μ’ ένα πένθιμο κρότο ά­ πό πάνω τους... "Οταν όμως ό γείτονας του Κιάο πρόσεξε τήν έξαφάνισί του, βρήκε τούς φίλους του σπουδαστή, καί όλοι μαζί, πήγαν στήν παγόδα του Χου Σίν—Σέν, όπου ανακάλυψαν τόν άκρη του φορέματος του, πού είχε μείνει έξω άπό τό φέρετρο. ’Έτρεξα λοιπόν άμέσως κΓ ειδο­ ποίησαν τούς παπάδες, πού άνοιξαν τό φέρετρο καί βρήκαν στήν αγκα­ λιά τής πεθαμένης Φου — Λί—Κίνγκ τό ζεστό άκόμη σώμα του δυστυχισ­ μένου Κιάο I Οί δυό ερωτευμένοι μεταφέρθηκαν έξω άπό τήν πόλι, σ’ ένα ερημικό μέρος, κΓ εκεί θάφτηκαν. Άπό τότε, τις άγριες νύχτες, οί άργοπορημένοι ταξιδιώτες βλέπουν νά περνούν δυό σκιές μέ μιά δού­ λα μπροστά, πού κρατάει ένα φανά­ ρι, πάνω στό όποιο είναι ζωγραφι­ σμένα δυό παγώνα... — ΚΓ έπειτα ; μέ ρώτησε ή Δω­ ροθέα. — Τί έπειτα*; Δέν έχει άλλο I Λέ­ νε μόνο ότι όποιος συνάντηση τή νύχτα αυτά τά τρία φαντάσματα, πέ­ φτει άρρωστος τήν άλλη μέρα καί μιά εβδομάδα έχει πυρετό. — Αυτές ή Ιστορίες μου αρέσουν 1 μου είπε ή Δωροθέα. Ή γυναίκες ξετρελλαίνονται γιά τούς όμορφους νέους, πού έχουν μαύρα μαλλιά... — Ναι, μά οί άντρες προτιμούνε τις ξανθιές !... τής είπα. Καί τήν έσφιξα στήν άγκαλιά μου. ΤΕΛΟΣ


ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΑ τή δυό φορές. Ή πρώτη του γυναίκα του έχάρισε 69 παι­ διά σέ 27 γέννες! Σύμφωνα μέ τις στατιστι­ "Αλλο παράδειγμα γονιμόκές, σέ κάθε είκοσι γυναίκες υ­ τητος ήταν ή κ. Γεωργία Χ'ρς, πάρχει μιά στείρα, ενώ σέ κά­ κάτοικος τής πολιτείας Τέξας θε 30 άντρες αναλογεί ένας τών Ηνωμένων Πολιτειών. Ή στείρος. κυρία Χίρς γέννησε κατά τό Οί γάμοι, κατά τά δεδομέ­ 1888 έξάδυμα, άπό τά οποία να δλου του κόσμου, εΐναι κατά 4 ήσαν αρσενικά καί τά 2 ζ τά 8 ο]ο άτεκνοι. Στήν αγγλική θηλυκά. όριστοκρατία μάλιστα, οί γάΜιά άλλη πάλι γυναίκα. μοι εΐναι κατά 23 ο)ο άτεκνοι. Αμερικανίδα και αύτή, χάρισε Μεγαλύτερη άκόμα εΐναι ή άτό 1892 μέ μιά γέννα 6 σερνι­ ναλογία άτεκνίας στους γό­ κούς κληρονόμους στό σύζυγό μους μεταξύ συγγενών. Φτά­ της. νει τά 35 ο)ο. Ή Ισπανίδα Παυλίνα ΆνΑλλά τά κενά πού αφήνει γκάρα, κάτοικος ενός χωριού ή ατεκνία μερικών γόμων, τά τής Σεβίλλης γέννησε τρεις φο­ πληρώνει ή γονιμότης άλλων. ρές άπό τρίδυμα καί μιά φορά Ό Αρίστιππος μιλάει κά­ έξάδυμα ! που γιά μιά γυναίκα, πού σέ Ή πιό γόνιμες γυναίκες του τέσσερες γέννες απέκτησε 20 πολιτισμένου κόσμου εΐναι οί τέκνα! Τό πιό άξιοθαύμαστο Ρωσσίδες καί κατόπιν οί Αμε­ στήν περίπτωσι αυτή εΐναι δτι ρικανίδες. Οί όλιγώτερο γόνι­ σέ κάθε τοκετό της ή γυναίκα μες πάλιν εΐναι οί Γαλλίδες I αυτή γεννούσε πεντάδυμα ! καί Ιρλανδές. Ό Μάνγκε άναφέρει μιά γυ­ Ρεκόρ άτεκνίας καί ,στειρόναίκα, πού άπέκτησε 21 παιδιά τητος έχουν οί Έσκιμώες. Αλ­ σέ 7 τοκετούς. λά περισσότερο στείροι άπό τις Εκπληκτικά γόνιμη γυναίκα γυναίκες τους εΐναι οί Έσκιυπήρξε καί ή Ρωσσίς Κόρλωφ, μώοι. ΓΓ αυτό καί τά ήθη τους τήν οποία ζήτησε καί εΐδε ή δέν εΐναι καί τόσο αύστηρά... αύτοκράτειρα Αικατερίνη. Ή ευτυχισμένη αύτή γυναίκα χά­ Παιδικές σκληρότητες ρισε στον άντρα της 57 αγό­ Τό δικαστήριο του Σικάγου ρια καί κορίτσια ! Άπό τά κατεδ'κασε εσχάτως σέ πρόστι­ παιδιά αυτά, τά 16 ήσαν τεμο 100 δολλαρίων ένα παιδάκι τράδυμα τά 21 τρίδυμα καί τά 6 χρόνων, γιατί εΐχε ράψει μι­ 20 δίδυμα! Τό 1757, ζουσαν κρές μεταξωτές φούντες στά καί τά 57 αυτά παιδιά, άλλά αύτιά τών γατιών τής πολυκα­ ή μητέρα τους είχε πεθάνει ά­ τοικίας, στήν οποία καθόταν ή πό έξάντλησι. Ό Κόρλωφ παντρεύτηκε καί οικογένεια του. Στήν άπολογία του ό μικρός εγκληματίας εί­ δεύτερη φορά κι’ άπό τό δεύ­ πε, μεταξύ τών άλλων, δτι ή τερο γάμο του άπέκτησε 15 ά­ μεταξωτές φουντίτσες πάνε πο­ κόμα παιδιά, τά οποία γεννή­ λύ ωραία στις γάτες κΓ δτι άν θηκαν σέ 7 γέννες τής ύπ’ άρ. 2 ήξερε πώς ή πράξις του εΐναι κ. Κόρλωφ ! κακή, δεν θά τήν έκανε. Άλλά Ό Θοδώροβ Βασίλιεφ, κά­ οί δικασταί δέν συμφώνησαν τοικος τής Μόσχας στά 1782, μαζί του. Καί τον τιμώρησαν δταν ό Τσάρος ευδόκησε νά του άπονείμη μιά γενναία σύν-Ν μέ πρόστιμο, γιά νά μή βασανίζη άλλοτε τά ανυπεράσπιστα ταξί, είχε 83 παιδιά! Ό θο­ δώροβ Βασίλιεφ εΐχε παντρευζώα.

Ρεκόρ πολυτεκνίας.

Ι


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ υπό:

<=>.

ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΟ ΒΟΛΑΝ Ό άστυνόμος τής Διευθύνσεως Έγκληματολογικών Αναζητήσεων κ. Κατσιμακλής άφησε πάνω σέ μιά α­ νοιχτή εφημερίδα ένα πιστόλι μέ μύ­ λο. Στις εγκοπές του, κοντά στήν σκανδάλη υπήρχε λίγο πηχτό άνθρώπινο αίμα. Μέ προσοχή, χωρίς καθό­ λου νά τ’ άγγίξη στήν λαβή, τό έπιασε άπό τήν κορυφή τής σκανδάλης κι’ άπό :ό στόχαστρο. "Επειτα μέ μιά α­ πότομη κίνησι τοΰ έβγαλε τόν μύλο κι’ άφησε νά πέσουν πάνω στήν α­ νοικτή εφημερίδα πέντε σφαίρες. "Υστερα έβγαλε άλλες δυό άπό τήν τσέπη του όμοιες σάν τις πρώτες καί τις άφησε κοντά στις άλλες.

— Πέντε καί δυό πού εόρέθηκαν στήν τσέπη του πτώματος, επτά, έκα­ νε ό υπομοίραρχος της ιδίας υπηρερίας κ. Άναστασόπουλος, πού τόν συνώδευε. — θά δούμε άν ή σφαίρα πού ρίχθηκε εΐναι του ίδιου διαμετρήμα­ τος μ’ εκείνη πού λείπει, παρετήρησε ό κ. Κατσιμακλής. Καί τώρα άς δού­ με τί παρουσιάζει ή επιφάνεια του πιστολιού. Μά πριν προχωρήση στήν δουλειά του έστράφη αριστερά καί κύτταξε μιά λεπτή ξανθή νέα πού καθόταν σε μια καρέκλα κι* απαντούσε χαμηλό­ φωνα στις ερωτήσεις τού διαπρεπούς ίατροδικαστοΰ κ. Καψάσκη. —Πώς είχατε πιάσει τό πιστόλι ; τήν ρώτησε. — Νά, έτσι, άκριβώς άπό τήν κάν-

Αότοκτόνησε ή δολοφονήθηκε ό άστυφύλακας Κώστας Παπαδόπουλος ; «Αότοκτόνησε I» άπαντά ή γυναίκα πού αυτός αγάπησε. «Δολο­ φονήθηκε!; ισχυρίζεται ό πατέρας του. Ποιος έχει δίκιο; Τί ήταν έκεΐνο πού έσπρωξε τόν Παπαδόπουλο στήν αυτοκτονία, άν αότοκτόνησε; Τί ήταν έκε'ινο πού προκάλεσε τή δολοφονία του, άν δολοφονήθηκε; 'Ο διαπρεπής ιατροδικαστής μας κ. Κα-, ψάσκης βεβαιώνει δτι ό Κώστας Παπαδόπουλος αότοκτόνησε. Πλήν όμως ό άνακριτής τοΰ 12,ου Τμήματος κ. Ράμφος συνεχίζει τ'ις άνακρίσεις, έπειτα άπό τήν μήνυσι πού υπέβαλε στον Εισαγ­ γελέα ό.πατέρας τοΰ Κώστα Παπαδόπουλού.


36 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 2=

νη. Τήν είχα χουφτώσει τήν κάννη και μ’ δλη μου τήν δύναμι προσπα­ θούσα να τό τραβήξω μακρυά, απάν­ τησε μέ ψυχραιμία ή νέα. — Φορούσε γάντια ό φίλος σας ; —Είχε ένα ζευγάρι καινούργια κίτρινα γάντια μά δεν θυμούμαι άν τά φορούσε. Δεν πρόσεξα αυτή τή λεπτομέρεια. Ό κ. Κατσιμακλής παρεκάλεσε τόν υπομοίραρχο κ. Άναστασόπουλο ν’ άνοιξη είναι μικρό δερμάτινο σαλιτζάκι πού κρατούσε. Μέσα σ’ αυτό ήταν ένα κουτί μέ λεπτή σκόνη, ένα πινέλο μικρό καί πλατύ καί κάτι άλ­ λα κουτιά γιά τις χημικές άντιδράσεις. Ό κ. Κατσιμακλής κράτησε προσεκτικά τό περίστροφο άπό τήν κορυφή τής σκανδάλης κι* ύστερα, άφού βούτηξε τό πινέλο στή μολυβιά σκούρα σκόνη πασάλειψε τό περίστρο­ φο. Λίγες στιγμές άργότερα φάνηκαν στήν κάννη τού περιστρόφου καί στή λαβή του κάτι λεκέδες ένώ δλη ή άλ­ λη έπιφάνειά του ήταν όμοιόχρωμη. Έκει φαινόταν καθαρά δτι υπήρχαν δακτυλικά άποτυπώματα. —Είμαστε έν τάξει, είπε ό φημι­ σμένος άστυνομικός. Τό έργο μας τε­ λείωσε. Μά εύχαρίστως έπινα έναν καφέ... —Παρηγγέλθησαν ήδη, τού παρα­ τήρησε χαμογελώντας ό διοικητής τού τμήματος Ασφαλείας Κηφισιάς μοίραρχος κ. Σακελλαριάδης. "Οπως βλέπεις ή ύπάθεσις δευτέρωσε. Πριν λίγες ήμέρες ό χρηματιστής (πρόκει­ ται για τήν αυτοκτονία τού μεσίτου τού χρηματιστηρίου Παπαγγελή). Τώ­ ρα ό άστυφύλακας. "Αιντε νά δούμε πότε θά τριτώση. Τί διάβολο πολύ ρωμαντικό μέρος γι’ αυτοκτονίες ή Κηφισιά !.. —Μέ συγχωρεϊς, τό ξέχασες ; Τρί­ τωσε, φίλε μου. Τρίτωσε κι* ελπίζω νά μήν άνεβώ άλλη φορά μέ τόσο φοβερό χιονόκαιρο _στό αριστοκρατι­ κό προάστειό σου...^.έχασες τόν Άμερικ νό πού νόμισαν πώς είχε σφα­ γή στό ξενοδοχείο του ; —Αλήθεια τί ύπόθεσις κι* αύτή 1 Μερικοί πού παρακολουθούσαν τήν συζήτησι καί δεν ήξεραν τήν ύπόθε@ι ρώτησαν μ* ενδιαφέρον. —"Εγκλημα ή αύτοκτονία ; Γιά έναν όνίδεο ήταν φοβερό έγκλημα, "Ενας Αμερικανός είχε

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ βρεθή μέσα σ’ ένα κλειδωμένο δω­ μάτιο μέ τρία τραύματα στό στήθος καί στήν κοιλιά. Πριν πεθάνη, ό Α­ μερικανός αύτός σύρθηκε μ’ άγωνία πρός δλα τά σημεία τού δωματίου προσπαθώντας ’ίοως νά βρή τήν πόρ­ τα καί νά τήν άνοιξη. Τό αίμα του λέρωσε τούς τοίχους, άφησε μεγάλες κηλίδες στό πάτωμα καί λέρωσε τά έπιπλα τού δωματίου. Ή πρώτη έντύπωσις ήταν δτι ό άνθρωπος αύτός άν κΓ άν είχε τραυματισθή σοβαρά πάλεψε μέχρι τής τελευταίας του στιγμής άγρια μέ τόν δολοφόνο του. ?Ηταν πράγματι, ένας θεώρατος και γερός άνδρας πού κράτησε μέ τά δόντια του τήν ψυχή του. Μά τό δω­ μάτιο ήταν κλειδωμένο άπό μέσα καί τά παράθυρα καλά κλειστά. "Αν τόν είχε σκοτώσει ένας άνθρωπος, πώς είχε κατόπι κατορθώσει νά φύγη κλειδώνοντας άπό μέσα τήν πόρ­ τα ; "Ενα οπαγγάκι πού είχε βρεθή μπλεγμένο πάνω στήν κλειδαριά τούς έβαλε σέ καινούργιους μπελάδες. Έξητάσθη ή εκδοχή μήπως ό δολοφό­ νος είχε κατορθώσει μ’ αύτό τό σπαγγάκι περνώντας το άπό τό κλει­ δί νά τό είχε στρίψει καί νά κλείση τήν πόρτα, πράγμα εξαιρετικά δύσκο­ λο βέβαια μά όχι άδύνατο. Μά ή προσεκτική έξέτασις τού σπάγγου α­ πέδειξε δτι αυτόν τόν χρησιμοποιού­ σε ό Αμερικανός γιά νά δένη τά μαλλιά του κι* ύστερα τόν φύλαγε στήν τσέπη του. Βγάζοντας τό κλειδί του από τήν τσέπη του, ό σπάγγος μπλέχθηκε κι* ύστερα έμεινε στήν πόρτα. Κι’ εκεί τόν είχαν βρή οί άστυνομικοί. Δυο λαγωνικά τής μυστικής Αμε­ ρικανικής ύπηρεσίας είχαν κληθή ά­ πό τήν Νέα Ύόρκη γιά νά παρακο­ λουθήσουν τήν ιχνηλασία καί τις άνακρίσεις. Μά δταν είδαν μέ πόση προσοχή καί μέ πόση λεπτομερειακή σχολαστικότητα εξαντλούσαν τήν έξέτασι κάθε άνακαλυπτομένου ίχνους οί "Ελληνες άστυνομικοί, τά έχασαν κυριολεκτικώς άπό τό θαυμασμό τους. Τό βάθος έπίσης τών τραυμά­ των του Αμερικανού καί ή διαδοχι­ κή σειρά τους φανέρωναν δτι είχαν γίνει άπό τόν ίδιο. Ό Αμερικανός είχε χτυπηθή μ’ ένα οουγιά. Τό πρώ­ το τραύμα ήταν βαθύ, τό δεύτερο λιγότερο καί τό τρίτο τελείως έπ'ιπό-


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ λαιΟρ γεγονός πού φανέρωνε δτι όσο εγανε αΐμα τόσο λιγόστευε ή δύνα­ μής του και δεν είχε κουράγιο να χτυπηθή βαθειά μέ τον σουγιά... Εκείνη την στιγμή την συζήτησι διέκοψε ό ιατροδικαστής κ. ΚαψάσΚης. Είχε τελειώσει τις ερωτήσεις του, εΐχε ολοκληρώσει τήν εργασία του καί μέ τήν απλότητα πού διακρί­ νει τούς κορυφαίους επιστήμονες μί­ λησε μέ οικειότητα μέ τούς χωροφύ­ λακες, χαιρέτησε τον Διοικητή * Ασφα­ λείας κ. Σακελλαριάδη καί μπήκε στ* αυτοκίνητο μέ τούς αστυνομικούς τής Υπηρεσίας Σημάνσεως. Μέσα στο γραφείο έμεινε μόνη ή ξανθή νέα μέ τούς φρουρούς της. Μέσα σ’ εκείνο τό απέραντο δωμά­ τιο μέ τά σανιδένια τραπέζια, τά ογκώδη βιβλία των αναφορών καί τά μεγάλα ράφια μέ τις δικογραφίες τις κιτρινιασμένες από τήν πολυκαιρία ή νέα αυτή δπως ήταν λεπτή, άναμαλλιασμένη, φαινόταν τόσο ασήμαντη ! Κι* ώστόσο αυτή είχε έμπνεύσει, δ­ πως άνέφεραν οί πρώτοι μάρτυρες πού είχαν έξετασθή, έναν μεγάλο, εναν απερίγραπτο έρωτα στόν άτυχή άστυφύλακα Α' Τμήματος Αθηνών Κώστα Παπαδόπουλυ κι’ ήταν αφορ­ μή πού ό λεβέντης αυτός, τό καμάρι δλων τών φίλων του καί τών γνω­ στών του, είχε αύτοκτονήσει φυτεύον­ τας μια σφαίρα στόν αριστερό κρό­ ταφό του. Τό πτώμα του είχε βρεθεί ξυλια­ σμένο στή θέσι τού οδηγού μέσα στο ύπ’ άριθμόν 35207 αυτοκίνητο μάρ­ κας «Μπουΐκ» τού κ. Κατσάμπα, τό μεσημέρι τής 25 Ιανουάριου 1950 στήν διασταύρωσι τών οδών Δ. Λεβίδου καί Νυμφών. Τ’ αυτοκίνητο είχε σταθεί στήν αριστερή μεριά καθώς κατέβαινε τον δρόμο γιά νά στρίψη τήν λεωφόρο Δ. Λεβίδη. Πιο πέρα στή δεξιά μεριά ήταν ένα μικρό γεφύρι επάνω στόν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, σ’ άρκετή έκταοι δεξιά κι’ αριστερά, κάτι θεώρατες λεύκες ά­ πλωναν τήν κατάλευκη γυμνότητά τους. Ή 25 Ίανουαρίου ήταν μιά άγρια χειμωνιάτικη ημέρα, *Ένα λεπτό κρυ­ σταλλωμένο χιόνι παρεσύρετο άπό τόν δυνατό Βοριά καί μαστίγωνε τά πρόσωπα τών άραιών διαβατών, θά έπρεπε νά προσέξη κανείς ιδιαίτερα

«.__ — * ι ^ »

:>

γιά ν’ άντιληφθή δτι, μέσα στήν πο­ λυτελή κούρσα πού στεκόταν στήν άκρη τού μικρού εκείνου κι’ ερημικού δρόμου, ήταν ένα πτώμα, δτι στο τιμόνι της καθόταν ένας νεκρός καί φωλιασμένος άνθρωπος !... Κι* αλήθεια εκείνοι, πού τό άντελήφθησαν καί πλησίασαν, πάγωσαν άπό τή φρίκη τους. Είδαν έναν κα­ λοντυμένο καί λεπτό νέο, μέ μπέζ καμπαρντίνα καί γκρι ρούχα, νά έχη τό κεφάλι του προς τό βολάν μέ συντριβή. Τό δεξιό χέρι του κρατού­ σε ακόμα θό τιμόνι μέ τόν άντίχειρα καί τόν δείκτη, ενώ τ’ άλλα δάχτυ­ λα ήσαν ανοιχτά κι* είχαν πάρει τήν ακαμψία τού θανάτου. Τό βλέμμα του έσίσης είχε κάτι άπό λάμψι τού γυαλιού. Τό ασπράδι τών ματιών είχε πάρει ένα ελαφρό υποκίτρινο χρώμα καί οί κόρες τους ήταν υπερβολικά διεσταλμένες. Στόν άριστερό κρόταφό του έτσι πού ήταν λίγο γυρτός φαινόταν μιά τρύπα. Γύρω άπό αυτήν, στά χείλη υπήρχε ένα έγκαυμα άπό τήν έκπυρσοκρότησι τού περιστρόφου καί τά μαλλιά είχαν καή. * Ή σφαίρα πέρασε κατόπι κΓ έκτύπησε στήν όροφή τής καροσσερί καί σ’ ένα σημείο τήν διώγκωσε ελαφρά. Τό σημάδι αυτό φαινόταν καθαρά στήν εξωτερική επιφάνεια τής καροσ­ σερί. Άπό τήν τρύπα τού άριστερού κροτάφου τού άτυχου νέου είχε κυλίσει άφθονο αΐμα, είχε παγώσει στο μάγουλό του είχε κυλίσει στό μανίκι τής καμπαρτίνας είχε βρέξει τήν αριστερή άκρη τής θέσεως τού οδηγού κι’ έπειτα πέφτοντας κατα­ γής είχε κυλίσει άπό τις χαραμάδες τής άριστερής κλειστής πόρτας τού αυτοκινήτου, εΐχε άπλωθεϊ κι* είχε παγώσει στό μαρσπιέ σέ μήκος πε­ νήντα εκατοστών. Τό άριστερό κρύ­ σταλλο έπίσης ήταν μισάνοιχτο. Οί άραιοί διαβάτες μή ξέροντας τί Είχε συμβεϊ καθώς πλησίαζαν καί έξήταζαν τό πτώμα, πριν νά ειδοποι­ ηθούν οί χωροφύλακες καί σπεύσουν γιά νά τό φρουρήσουν μέχρι τής άφίξεως τού ίατροδικσστου καί του φωτογραφικού συνεργείου τής σημάν­ σεως, εΐχαν τήν έξής γνώμή : Ό νέος αυτός είχε χτυπηθή στόν άριστερό κρόταφο μέ πιστόλι αιφνιδιαστικά. Κάποιος, καθώς έκείνος καθόταν ά-


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» νύποπτος ή του μιλούσε καί τοΟ είχε απασχολήσει άλλου τήν προσοχή, του είχε στηρίξη ξαφνικά στόν άριστερό κρόταφο τό πιστόλι καί είχε πυροβο­ λήσει. Ό νέος δεν πρόλαβε νά κάνη ού­ τε μιά κίνησι. "Εγειρε σάν κεραυνό­ πληκτος τό κεφάλι μπροστά, έσφιξε σμασμωδικά με τό δεξιό χέρι του τό τιμόνι πού κρατούσε καί σ’ αυτή τήν θέσι πάγωσε άπό τον θάνατο καί ΐό φοβερό κρύο εκείνης τής χειμωνιάτι­ κης ήμέρας. "Επειτα, ό δολοφόνος του μ’ εκπληκτική ψυχραιμία άφησε νά πέση στο κάθισμα τό πιστόλι με τήν κάννη πρός τά επάνω, κοντά στ’ άριστερό χέρι του θύματός του, πού εΐχε γείρει πρός τό κάθισμα. Τά ε­ λάχιστα δευτερόλεπτα τής ζωής του νέου, οί σπασμωδικές κινήσεις του σώματός του έκανα.ν τή λαβή του πε­ ριστρόφου νά κυλήση καί νά βρεθή λίγο κάτω άπό τ’ άριστερό πόδι του, Γι' αυτό κιόλας διαδόθηκε αστρα­ πιαία στήν Κηφισσιά δτι ό νέος αύτός εΐχε πέσει θύμα δολοφονίας. *Μά υπήρχεν αύτόπτης μάρτυς, πού εΐχε δή μιά ξανθή κοπέλλα νά πετάγεται άπό τ’ αυτοκίνητο άλαφιασμένη καί υστέρα είχε άκούσει έναν πυροβολισμόν. Υπήρχαν έπίσης'ολες οί επιστημονικές διαπιστώσεις καί γνωματεύσεις πού δέν άφησαν καμμιά άμφιβολία υστέρα άπό ήμέρες ερευνών καί άναζητήσεων, δτι πρό­ κειται περί αυτοκτονίας. Μιας τυπι­ κής αυτοκτονίας άπό τό φοβερόν πά­ θος τής ζήλειας, του έρωτος. Άπό τό φοβερό πάθος πού κάνει τόν άν­ θρωπο νά προτιμήση τόν θάνατο άπό μιά σκληρή ζωή γεμάτη στενοχώριες, βάσανα, ψυχικούς έξευτελισμούς, τα­ πεινώσεις του άνδρικοϋ έγωϊσμου του. Μιά στιγμή ήταν αύτή. Μιά στιγμή άπερίγραπτης δοκιμασίας στήν όποια δέν άνθεξε ή ψυχή του άσθενικου αυτού παλληκαρίου, του χαϊδε­ μένου πλουσιόπαιδου πού είχε υπο­ φέρει τόσες , πίκρες στή ζωή του. * "Ενα μεγάλο κουτί άγγλικά τσι­ γάρα, ^<555»1 ,.μιά· κομψή στενόμακρη μαύρήν’ταμπακέρσ μέ τ’ αρχικά Κ.νΠ, κι* ένας’ άναπτήράς στήν δεξιά άκρή τρυ πίσω καθίσματος.,, τής κλειστής κούρσα^φανέρωνε δτι ό άνθρωπος αυτός, πριν λίγη ώρα, καθόταν .ήσυ­ χος καί κάπνιζε μέ τήν ευχάριστη

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ξανθή συντροφιά του. Καί ξαφνικά, έπειτα άπό λίγο, έκεΐνο τό μεσημέρι στις δύο περίπου ή ώρα μέ μιά πιστολιά στόν κρόταφο, ό θάνατος τού έκλεισε τό βιβλίο τής ζωής του, τής ζωής των 25 χρόνων του. ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ Καί νά πώς άκριβώς παρουσιάσθηκαν στήν άνάκρισι τά αίτια τής αύτοκίονίας του κι’ ολόκληρο τό συγκι­ νητικό δράμα του. Γι’ αύτόν αύτή ή ξανθή νέα, πού πετάχτηκε άναμαλλιασμένη άπό τ’ αύτοκίνητο λίγο πριν άκόυστή ό μοιραίος πυροβολισμός, ήταν ή εύτυχία του, άλλά κατ τό φο­ βερό μαρτύριό του. ^Ηταν δ,τι πολύτψο είχε στή ζωή. ΤΗταν ή νέα πού πού είχε μιλήσει στήν καρδιά του. Υπάρχουνε άνθρωποι πού είναι προικιμένοι μέ μεγάλη σκληρότητα, άλλοι πού έχουν μιά εκπληκτική άπάθεια κι’ άλλοι πού έχουν μιά νο­ σηρή ευαισθησία, πού εΐναι πολλές φορές κι’ ή άφορμή τής κακοδαιμονί­ ας τους. Ε ίναι δυστυχισμένα πλάσμα­ τα, εύθραυστες κούκλες στά χέρια τής μοίρας. Ό Κ. Παπαδόπουλος ή­ ταν ένας εύγενής καί αισθηματικός νέος. "Ενας ιππότης πού ζουσε έξω τόπου καί χρόνου, πού κυττουσε τ’ άστρα κι’ όνειρευόταν άμόλυντες παρθένες, εξαϋλωμένες υπάρξεις, τρυ­ φερές, εύαίσθητες, εύγενικές πού θά μπορούσαν νά συγκινηθοϋν άπό μιά άφοσίωσι, άπό μιά ιδανική λατρεία. Ταξίδευε μακάρια σιά σύννεφα. "Αφηνε τήν καρδιά του νά όδηγή τήν σκέψι του. "Εδιωχνε μακρυά κάθε πο­ νηριά κΓ δταν ό έρωτας μίλησε στήν ψυχή του, ό άνθρωπος αύτός χάθηκε όλότελα. Μά, πριν νά σάς μιλήσουμε γιά τήν θλιβερή αισθηματική Ιστορία του, άς μάς έπιτραπή νά άναφέρουμε δυό λέξεις πώς έργάσθηκε ό φη­ μισμένος ιατροδικαστής κ. Καψάσκης γιά νά διαπιστώση τί άκριβώς είχε συμβεΐ. : Τό έργο πράγματι του ίατροδικαστού εΐναι εξαιρετικά λεπτό.-Άπό τήν γνωμάτευσί του, από τήν έκθεσι πού θά συντάξη κρίνεται ή τύχη μιας ύποθέσεως. Καί.στήν περίπτωσι αυ­ τή ενώ δλες οί συμπτώσεις έκαναν


ΛΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ενα άνίδεο, νά ύποθέση δτι πρόκει­ ται περί εγκλήματος, τό μάτι του ιατροδικαστή είδε αμέσως δτι έπρόκειτο περί αυτοκτονίας. Καί νά πως εξηγείται αυτό τό γεγονός : Κι* ό πιο έμπειρος καί ψύχραιμος εγκληματίας δεν μπορεί ποτέ νά μελετήση καί νά κατάστρωση σ’ δλες τις λεπτομέρειες του ένά έγκλημα. "Οσο δε προσέχει νά μην άφήση ϊχνη καί άνακαλυφθή τόσο άφήνει μεγά­ λα σημάδια πού οδηγούν τούς άστυνομικούς στη σύλληψί του. Γιατί πράγματι, κάθε κακοποιός έχει τον τρόπο εργασίας του. Στήν περίπτωσι τού Κ. Παπαδοπούλου ή­ ταν άδύνατο νά ύπολογισθουν με κά­ θε λεπτομέρεια τα πάντα. Μά γΓ αυ­ τό θά μιλήσουσε στη συνέχεια τής άφηγήσεώς μας. ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ Είχα βρεθή στον τόπο πού έγινε τό δράμα υστέρα άπό λίγη ώρα άπό τον θάνατο τού Κ, Παπαδοπούλου. Μόλις έφθασα εκεί μ’ έναν φωτορέπορτερ για νά πάρω, όπως συνήθως, φωτογραφίες είδα τον διοικητή χω­ ροφυλακής Κηφισιάς Ταγματάρχην κ. Τομαράν καί τον Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας μοίραρχον κ. Σακελλαριάδην κοντά στ5 αυτοκίνητο νά ξεπαγιάζουν κυρ.ιολεκτικώς άπό τό φοβερό ξεροβόρι. Γύρω τους ήταν μερικοί χωροφύλακες καί στο σταυ­ ροδρόμι κοντά στο γεφυράκι στεκό­ ταν ένας σκοπός πού άπεμάκρυνε τούς περιέργους. Πιο πέρα άπό τ’ αυτοκίνητο, στήν οδόν Πατριάρχου Μαξίμου, (στήν παλιά οδό Νυμφών) έπαιζαν κάτι άμερικανόπουλα. Κύτταξα τό τραύμα τού Παπαδόπουλου στον άριστερό κρόταφο. —Είναι, μοΰ είπε ό Ταγματάρχης κ· Τομαράς πού ευρίσκετο κοντά μου μά άπό τις πιο χαρακτηριστικές πε­ ριπτώσεις αύτοκτονίας. Κυττάξετε τήν κλίσιν πού έχει πάρει ή σφαίρα καί τό σημάδι πού άφησε τό βλήμα της στήν οροφή τ’ αύτοκινήτου. Κύττάξετε τό έγκαυμα στόν κρόταφο. Τά καμμένα μαλλιά... ’Ηταν πράγματι ένα θανατηφόρο τραύμα εξ επαφής μέ μιά ελαφρά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39 κλίσι πρός τά επάνω. Μά εμείς δεν είχαμε αυτή τήν αρ­ μοδιότητα. Εμάς μάς ένδι έφερε ή έ­ ρευνα τού δράματος. Ποιά αίτια τό είχαν προκαλέσει. Τί είχαν καταθέ­ σει οί πρώτοι μάρτυρες καί λεπτομέ­ ρειες, οί άφθονες λεπτομέρειες γιά τήν αισθηματικήν ζωήν τού συμπα­ θούς αυτού νέου πού είχε αύτοκτονήσει καί τώρα ευρίσκετο γυρμένος νεκρός μπροστά μας καί ξυλιασμένος άπό τόν θάνατο. Ποιός ήταν άλήθεια αυτός ό Κ. Παπαδόπουλος ; Ποιά ήταν ή ζωή του ; Οί πληροφορίες τόν έφεραν, ό­ πως άλλωστε ήτο γεγονός, ότι υπη­ ρετούσε ως άστυφύλαξ στό Α' άστυνομικόν τμήμα. Είχε άριθμόν μητρώου Α^7 καί έθεωρεΐτο ως ένας καλός καί εύσυνείδητος άστυνομικός υπάλ­ ληλος. Τίποτε άλλο δεν εΐχε άκόμα έξακριβωθή γιατί μόλις είχαν αρχίσει οί άνακρίσεις. 'Ένας υπομοίραρχος ήσχολεϊτο μέ τήν άνάκρισιν τής λε­ πτής καί ξανθής νέας. ’Άλλος μέ τόν σωφέρ τού αύτοκινήτου. ’Έτσι άρχι­ σαν νά έρχωνται σέ φώς όλες οι λε­ πτομέρειες πού προηγήθηκαν τού δρά­ ματος. ΚΓ οί λεπτομέρειες αύτές ή­ ταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Έντύπωσι ώστόσο έκανε σ’ όλους ότι ή νέα κοπέλλα δέν τά είχε χαμένα. Εί­ χε μόνο μιά ελαφρά νευρικότητα. Φαινόταν ταλαιπωρημένη. Τά μάτια της ήταν κόκκινα άπό τό ξεροβόρι. Τά λεπτά χέρια της ήταν παγωμένα. Πάνω στό δέρμα της διέκρινε κανείς άν τά κυττούσε προσεκτικά ελαφρά ϊχνη αίματος. ΤΗταν άπό τό αΐμα τού άστυφύλσκος Κ. Παπαδοπούλου. Πώς εΐχε εύρεθή αίμα του στά χέρια της; 'Όπως έδήλωσε, τήν ώρα, πού τόν έπιασε καί τόν κίνησε νά ίδή ακόμη άν ζούσε μερικές σταγόνες έπεσαν στά χέρια της. Ή πρώτη μου δουλειά φυσικά ήταν νά τής μιλήσω καί νά τήν ακούσω νά μού άναφέρη τί εΐχε συμβή. Δέν ήθελα ν’ ακούσω ούτε δι­ καιολογίες, ούτε νά μού δοθούν εξη­ γήσεις, ούτε νά εξετάσω άν ήταν α­ θώα ή ένοχος. Δέν είμαι ανακριτής. Ούτε θά μπορούσα εγώ νά τήν δικά­ σω. Μά ήθελα ν’ αρχίσω νά ψάχνω τήν ύπόθεσι γιά νά βρώ μιά άκρη. ’Έσπευδα νά σηκώσω τόν πέπλο τού μυστηρίου πού φαινόταν ότι σκέπαζε αυτό τό ερωτικό δράμα. Γιατί όπως


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τιράγματι άργότερα άπεδείχθη τό δράμα τής ζωής του άστυφύλακος ή­ ταν μοναδικό ατό είδος του. Μπήκα μέσα στό γραφείο του υπομοιράρχου. Ή ξανθή νέα καθόταν σαν ζαρωμένο γατί σέ μια καρέκλα άριστερά του κι* άκουμπουσε τό δεξί χέρι της στό γραφείο του. — Τέλειωσε ή άνάκρισί της; ρώ­ τησα. Δεν εΐχε τελειώσει. "Επρεπε νά περιμένω. Καί περίμενα αρκετά. Στό διάστημα αυτό πληροφορήθηκα πώς είχε έρθη σ’ άναζήτησί της ό πατέρας της, ένας αγαθός μεγαλοκτηματίας σοβαρός καί μετρημένος. Τόν κρατού­ σαν μακρυά άπό την κόρη του στό πρώτο πάτωμα του κτιρίου τής Διοικήσεως Χωροφυλακής. "Οταν κατέβη­ κα νά τόν βρώ τόν εΐχαν κυκλώσει δλοι οί άστυνομικοί καί τόν άκουγαν πού άφηγείτο τ. είχε συμβή την προηγουμένη. Φαινόταν φοβερά πικραμμένος ό άνθρωπος. Φαινόταν άκόμη ότι ανησυχούσε για τήν κόρη του γιατί\ δεν ήξερε τί άκριβώς εΐχε συμβεΐ καί τί ρόλο άκριβώς είχε παίξει σ’ αυτή τήν ύπόθεσι ή μοναδική του θυγα­ τέρα. —’Έρχονται στιγμές, μου παρα­ τήρησε, δταν τόν πλησίασα κι’ έπιασα κουβέντα μαζύ του, πού λέει κα­ νείς δτι θά ήταν καλλίτερα νά μήν είχε παιδιά... Μόνο βάσανα καί πί­ κρες δοκιμάζει άπό αύτά. κουράζεσαι νά ν’άναθρέψης καί νά,τά σπουδάσης, άγωνίζεσαι νά τούς εξασφάλισης τό μέλλον τους καί ξαφνικά συμβαίνει κάτι πού σού άναστατώνει τό σπίτι σου. ’Έτσι έκλήθην κι’ εγώ στήν Κη­ φισιά. Καί περιμένω νά παραλάβω ψυχικό ερείπιο τήν κόρη μου. Κι’ δλα αύτά γιατί; Γιατί τήν άγάπησε ένας νέος, αυτή δέν συγκινήθηκε άπό τήν άγάπη του κι’ εκείνος, δμως μου εί­ παν, σκοτώθηκε!. —Τόν είχατε γνωρίσει; του παρα­ τηρούμε. —Εΐχε έρθει στό σπίτι μας, δυό μέρες πρό τουθανάτουτου. Τήν πρώτη φορά ήταν ή γυναίκα μου μόνη της στό σπίτι. ΕΓχε έρθει μ’ αύτοκίνητο. Με τό ίδιο αύτό αύτοκίνητο στό ό­ ποιο βρέθηκε σκοτωμένος. Ζήτησε νά με δή κι* άφοΰ δεν ήμουν έκεϊ εξήγη­ σε στήν γυναίκα μου τό σκοπό τής

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ έπισκέψεώς του. «Κυρία μου, είπε στή σύζυγό μου. Αγαπώ τήν κόρη σας καί θά ήθελα νά τήν κάνω γυναίκα μου. Σάς παρακαλώ νά μοΰ ρυθμί­ σετε ένα ραντεβού με τόν σύζυγό σας». Εκείνη συνεννοήθηκε κι’ εγώ πράγματι τήν επομένη τόν περίμενα στις 11 ή ώρα πριν άπό τό μεσημέρι. Ή κανονισμένη ώρα δμως πέρασε κι’ αύτός δέν φαινόταν. ΤΗρθε στις 11.30 καί ζήτησε συγγνώμη γιά τήν αργοπορία του. "Επειτα μοΰ εξήγη­ σε δτι άπό καιρό λατρεύει τήν κόρη μου, δτι έχει* γίνει ή σκιά της κί’ δτι ή μόνη του επιθυμία εΐναι νά τήν παντρευτή. «Νά μή βιασθήτε, τού πα­ ρατήρησα. Εϊσαστε πολύ νέος άκόμη... "Επειτα κι’ ή κόρη μου εΐναι άκόμη μικρή δέν εΐναι γιά παντρειά. Ό γά­ μος θέλει ισορροπημένη σκέψι, θετι­ κά εισοδήματα. Εμείς δέν είμαστε δσο φαινόμαστε πλούσιοι. Τεράστιες έκτάσ3ΐς τών κτημάτων μας στήν πε­ ριοχή τού Λαυρίου καί τής Άναβύσσου έχουν άπαλλοτριωθή». Μά εκεί­ νος δέν φαινόταν νά μ’ άκούη. ?Ηταν ονειροπαρμένος. Μιλούσε γιά σχέδια τού μέλλοντος γιά επιχειρήσεις γιά ένα εργοστάσιο ύποδηματοποιΐας πού διηύθυνε στήν όδό Σόλωνος. Καί τού όποιου θά μεγάλωνε τις δουλειές. "Ολα αύτά ήταν ύποθέσεις, μά δέν τού έκοψα τόν βήχα* τόν άφησα νά έλπίζη δτι άν ήθελε κι’ ή κόρη μου μπορούσε ίσως άργότερα νά τήν παν­ τρευτή. Τήν συνομιλία μας διέκοπτε κάθε τόσο τό κορνάρισμα τής κούρ­ σας πού στεκόταν στήν πόρτα μας. Μ’ αύτή εΐχε έρθει ό Παπαδόπουλος καί δυό τρεις φορές ό σωφέρ εΐχε κτυπήσει κΓ εΐχε άναφέρει δτι ήταν κάτω κι’ άν ήθελε τίποτε ό νέος πού μ’ εΐχε έπισκεφθή. Ό νέος βέβαια δέν ήθελε τίποτε τόν σωφέρ, μά ήθελε νά τού δώσου­ με τό χέρι τής μοναδικής κόρης μας πού τήν είχαμε παραχαΐδεμένη. "Οταν ό Παπαδόπουλος άκουσε τήν κάπως αόριστη άπάντησί μου, θορυβήθηκε κι* έφυγε άπό τό σπίτι σκεπτικός. Σήμερα έμαθα δτι αύτοκτόνησε. Άλλα γιατί ; Γιά πιό λόγο; Έγώ δέν τού εΐχα κόψει τις ελπί­ δες του. Τί εΐχε συμβή ; Πού πήγε καί πώς βρέθηκε μαζί της σήμερα ; Σ’ αύτές τις ερωτήσεις του δμως δέν άπαντούσε κανείς. Τόν άφηναν


\ΡΑ'ΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ά έ'χη μερικές άπορίες μέχρι νά ύιοβληθή σ’ άνάκρασι κΤ ή προσοχή ■ών χωροφυλάκων συγκεντρωνόταν χήπως καταφέρει κι’ έρθη σ’ επαφή χέ κανέναν από τά πρόσωπα του δράματος. Πρός άποφυγήν μάλιστα ιιάς άπροόπτου συναντήσεως ή ξαν9ή νέα μεταφέρθηκε στό κτίριο του Τμήματος Ασφαλείας πού είναι κον­ ία στό Διοικητήριο. Οί χωροφύλα<ες διατάχθησαν νά τήν προσέχουν. Έκανε διαβολόκρυο. Τήν έβαλαν καί κάθησε σέ μιά καρέκλα κοντά στή σόμπα. Μιά πανάθλια σόμπα πού τή τροφοδοτούσαν μέ ξυλά καί πού βρίσκονταν σέ μιά γωνιά του χώλ. Γύρω είχαν μαζευτή οί χωροφύλακες καί προσπαθούσαν κι’ αυτοί νά ζεσταθούνε.Μπήκα καί κάθησα κοντάτης. ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΣΚΛΗΡΗ ΚΑΡΔΙΑ —Εσείς εϊσαστε μέ τόν Παπαδόπουλο ; τήν ρώτησα. Γιά κύτταξε για­ τί άνθρωπο χάθηκε ένας λεβέντης ; Απόρησα. Έσεϊς θά έπρεπε νά παί­ ζετε άκόμη κούκλες κι’ όχι νά γίνε­ ται άφορμή δράματος !... Ή νέα κάτω άπό τις αφέλειες τών ξανθών μαλλιών της πού έπε­ φταν καί τις σκέπαψαν τό δεξί μέ­ ρος τού προσώπου της μού έρριξε έ­ να εχθρικό βλέμμα. —Μήν περιμένετε νά σάς πώ τίπο­ τα, μού δήλωσε. 'Ό,τι είχα νά τό πώ τό είπα στήν άνάκρισι. "Οπως βλέπω έχετε τά μέσα. Ζητήστε νά σάς δώ­ σουν τήν κατάθεσί μου νά τήν διαβά­ σετε... Κύτταξα αύτό τό παγωμένο πλά­ σμα πού καθόταν άπέναντί μου. Τό έξήτασα χωρίς νά μ’ άντιληφτή άπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια. 7Ηταν μιά εύθραυστη κουκλίτσα άπό αυτές πού θαυμάζει κανείς στις βιτρίνες τών Παρισινών καταστημάτων. Καί κατά βάθος θλιβόμουν πού άπό κακοδαιμο­ νία τής τύχης του εΐχε βρεθή σ’ αύτή τήν τόσο δύσκολη θέσι. —Μά τό Θεό, σάς λυπάμαι, τής παρατήρησα. Πήγατε νά παίξετε μέ τή φωτιά καί πολύ φοβούμαι πώς κάψατε κΓ έσεϊς τά δάχτυλά σας. Μά νομίσατε ότι μπορεί νά παίξετε μέ τήν καρδιά ενός άνδρός ; Έτσι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41

κάθε γυναίκα μπορεί νά πληγώνη έ­ ναν άντρα κι’ ύστερα νά πετάει μ’ άδιαφορία τήν καρδιά του στό καλά­ θι τών άχρηστων ;... —Δέ τόν άγαπούσα κύριε ! Διαμαρτυρήθηκε ή ξανθή νέα. Δέν τόν ά­ γαπούσα I Πώς εΐναι δυνατόν νά συγκινηθώ άπό έναν άνθρωπο πού δέν μιλούσε στήν καρδιά μου ; Τό θεωρείται λογικό έσεϊς νά ύποχρεωθώ νά τόν άγαπήσω ; Έχω κύριε τήν ανεξαρτησία μου. Κόπιασα, σπούδα­ σα, μελέτησα. "Εχω σαφή έπίγνωσι τών ικανοτήτων μου καί ξέρω τί ζη­ τάω άπό τήν ζωή. Ό Παπαδόπουλος δέν ήταν ποτέ τρυφερός φίλος μου. ΤΗταν απλώς ένας γνωστός. Τόν γνώρισα πριν άπό χρόνια σέ μιά συγκέντρωσι. Μιλήσαμε, γελάσαμε, αστειευτήκαμε κι’ εγώ νόμισα ότι ως έκεϊ θά σταματούσε ή γνωριμία μας. "Οταν πήγα στό σπίτι μου τόν είχα κιόλας ξεχάσει. Αλλοίμονο αν κάθε γυναίκα έξηναγκάζετο νά έρωτευτή όλους τούς γνωστούς της κι’ όλους τούς φίλους της. Νέος βέβαια ήταν, πολύ συμπαθής, φαινόταν μορφωμέ­ νος, ήταν ευχάριστος στήν συντρο­ φιά του μά εμένα μ’ άφηνε άσυγκίνητη. Δέν ήταν ό τύπος μου. Τί φταίω έγώ άν αυτός είχε ξετρελλαθή γιά μένα ; Δέν μέ συγκινοΰσε. — Ναι, πράγματι, σ’ αύτό έχετε δί­ κιο. Καί τώρα άκόμη πού αυτός σκο­ τώθηκε μπροστά στά μάτια σας ούτε κι’ αύτή ή θυσίά τής ζωής του γιά σάς συγκίνησ3 τήν καρδιά σας. Δέν βλέπω ούτε ένα δάκρυ νά έχη θολώ­ σει τά μάτια σας. — Τόν λυπάμαι μά δέν μπορώ νά τόν θρηνήσω γιατί δέν ήταν ένας άν­ θρωπος δικός μου, ένας άνθρωπος πού άγαπούσα. Έπειτα μού είχε γί­ νει κι’ ένοχλητικός. Σκεφθήτε συνεχώς τέσσερα ολόκληρα χρόνια μού είχε γίνει ή σκιά μου. ^Ωρες καί ώρες στεκόταν κάτω άπό τό σπίτι μου περιμένοντας νά μέ ίδή σ’ ένα παράθυ­ ρο. Τίποτε δέν τόν έπιανε. Ούτε τό κρύο, ούτε ή ζέστη, ούτε ή βροχή. Αυτό τό ερευνητικό βλέμμα του πού διαρκώς μ’ αναζητούσε δέν άργησε νά μέ κουράση καί νά μέ έκνευρίσηΚι’ έπειτα ήρθε τό μαρτύριο τής παη ρακολουθήσεως. Δέν έχετε νοιώσποτέ αύτό τό μαρτύριο γιά νά κατα λάβετε τό τσάκισμα τών νεύρων πού


42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τραβούσα. " Ακόυα διαρκώς πίσω μου τό βήμα του. "Ενοιωθα καρφω­ μένο επάνω μου τό βλέμμα του, ένα βλέμμα πληγωμένου σκύλου. Πολλές φορές μου ερχόταν νά φωνάξω άπό την λύσσα μου. Μπορεί νά σκεφτήτε πώς ϊσως έπρεπε νά μέ κολάκευε αυ­ τή ή άφοσίωσίς του κΓ ότι ή γυναί­ κα έχει ανάγκη άπό θαυμαστός. *Ότι θέλει νά την θαυμάζουν οί άνδρες. Μά τί νά κάνω τόν θαυμασμό ενός ανδρός πού δέν με συγκινοΰσε, πού τόν θεωρούσα άδυνάτου χαρακτήρος άπό την συμπεριφορά του πού κάθε τόσο μέ σταματούσε στό δρόμο γιά νά μου μιλήση γιά τήν αγάπη του ; Δέν σάς τό κρύβω πώς σκέφτηκα νά συνδεθώ μαζί του μέ μιά άπλή φιλία μήπως τυχόν τόν κάνω καί συνέλθει μέ τόν καιρό. Έδώ μέ τό πέρασμα τού χρόνου σβύνουν αγάπες πού έθεωρούντο αιώνιες. Μά γρήγορα κατά­ λαβα τό σφάλμα μου. Ό Παπαδόπουλος έγινε χειρότερος. Τήν έμμονη Ιδέα πού εΐχε νά συνδεθή μέ μιά φι­ λία μαζί μου διεδέχθη ή μοναδική σκέψι του νά μέ παντρευτή. Αλλά ποιός ήταν αυτός πού ήθελε νά μπή στή ζωή μου καί νά αίχμαλωτίση τήν σκέψι μου καί τήν καρδιά μου ; Ποιός τού είχε δώσει αυτό τό δικαίωμα; Είχα μάθει άπό συζητήσεις πού μού έκανε ότι ήταν πλούσιος. Μά μέ τό νά είναι κανείς πλούσιος μπορεί νά σκλαβώση τήν καρδιά μιας γυναίκας ; Έγώ τουλάχιστον δέν μπορούσα νά έπηρεασθώ άπό τήν οικονομική κατάστασί του γιατί κΓ έγώ είχα τήν οικονομική άνεξαρτησία μου. — Αφού δέν τόν θέλατε, αφού σάς

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ! Ένα ύπερδυναμικό δημιούρ­ γημα τής Αμερικανικής αστυ­ νομικής λογοτεχνίας. Όλόκληρο στό ερχόμενο.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ άφηνε τελείως άσυγκίνητη, άφού δέν σάς ένέπνεε κανένα αίσθημα, άφού σάς ήταν ενοχλητική ή παρουσία του γιατί πηγαίνατε μαζύ του; Γιατί άκόμη καί σήμερα βρισκόσαστε μαζί του ; "Εναν άνθρωπο πού δέν θέλει κανείς, πού τόν θεωρεί άντιπαθητικό τόν αποφεύγει. — "Ηθελα πιά νά ξεκαθαρίσω μα­ ζί του αύτή τήν ύπόθεσι. Πήγα μαζί του γιά νά τόν κάνω νά λογικευθή. Εΐχα μάθει πώς μ’ είχε ζητήσει άπό τό σπίτι μου. Καί σήμερα τό πρωί τήν ώρα πού έβγαινα άπό αύτό τόν συνάντησα πάλι μπροστά μου. Είχε σταθή μέ τ’ αύτοκίνητο κοντά στό σπίτι μου καί μέ περίμενε νά βγώ. Δέν άπέφυγα αύτή τήν συνάντησι γιά νά βάλω μιά καί καλά τά πράγματα στή θέσι τους. — ΚΓ άφού σάς ήταν αδιάφορος, καθώς έμαθα, πήγατε στήν Βαρυμπόμπη στό κέντρο τού Διονυσιώτη καί φάγατε μαζί σάν δυό τρυφεροί ερωτευμένοι... — Έγώ δέν έφαγα. Δέν εΐχα διό­ λου όρεξι. Κάθησα σέ μιά νωνιά τού τραπεζιού, έφαγε μόνον εκείνος κΓ ό σωφέρ. "Επειτα γυρίσαμε στήν Κηφι­ σιά. Εκείνος έπέμενε νά μέ πείση νά τόν ακολουθήσω στήν Πάτρα στήν μητέρα του γιά νά μού τήν γνωρίση, νά ζητήση τήν εύχή της καί νά παν­ τρευτούμε. Τό είχε δηλώσει μάλιστα καί στόν σωφέρ. Γι’ αύτό ό οδηγός, μόλις κατεβήκαμε στήν Κηφισιά, στάθηκε μπροστά στό ζαχαροπλα­ στείο τού «Μιλάνου» καί είπε στόν Παπαδόπουλο : «θά τηλεφωνήσω στό αφεντικό πώς θά φύγουμε τ’ απόγευ­ μα γιά τήν Πάτρα», καί μπήκε πράγ­ ματι στό ζαχαροπλαστείο γιά νά τη-* λεφωνήση. Ώς εκείνη τή στιγμή, εμείς καθόμαστε στό πίσω κάθισμα τού αυτοκινήτου. ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Τό κορίτσι ζάρωσε τά φρύδια, σάν μιά άσχημη άνάμνηση νά είχε περά­ σει άπό τό μυαλό της, καί συνέχισε ; — "Οταν έφυγε ό σωφέρ, ό Παπαδόπουλος μού πρότεινε νά πάρουμε τό αύτοκίνητο καί νά κάνουμε μιά βόλτα, "Ηξερε νά όδηγή, όπως ξέρω


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ κι* έγώ νά σωφάρω. Συμφώνησα για να μήν τόν δυσαρεστήσω. Βάλαμε μπροστά τή μηχανή και τό αυτοκίνη­ το ξεκίνησε. Τραβήξαμε πρός τό ξε­ νοδοχείο του ’Απέργη. Μά είδα δτι ή ώρα ήταν περασμένη. Σκέφτηκα ότι άπρεπε νά γυρίσω στό σπίτι μου. Του τό είπα καί τόν παρακάλεσα νά γυρίσουμε πίσω. Σ’ όλο αυτό τό διά­ στημα ό Παπαδόπουλος φαινόταν στενοχωρημένος. Αγωνιζόταν νά με πείση νά δεχτώ νά τόν παντρευτώ. Έγώ όμως του εξηγούσα,^πώς, άφοϋ δεν τόν άγαποΰσα, ήταν άδυνατο νά γίνω γυναίκα του. 'Όσο περνούσε ή ώρα, τόσο ό Παπαδόπουλος εκνευρι­ ζόταν πιό πολύ. Τώρα κατεβαίναμε μέ τ’ αύτοκίνητο τήν Όδό Νυμφών. Κανείς δεν μάς πρόσεχε, γιατί κανείς δεν φανταζόταν τήν τραγωδία πού παιζόταν μέσα σ’ εκείνο τό αμάξι. Ξαφνικά, καθώς πλησιάζαμε στήν Όδό Λεβίδου, κοντά \ σ’ ένα γεφυρά­ κι, ό Παπαδόπουλος σταμάτησε κι’ έσβησε τή μηχανή του αυτοκινήτου. Όπως καθόμουν δεξιά του, γύρισε πρός τό μέρος μου καί μέ ρώτησε σοβαρά : «Λοιπόν, πήρες πια τήν άπόφασί σου ; Δεν θέλεις νά γίνης γυ­ ναίκα μου ;» Τώρα μόνο, υστέρα άπό δσα συνέβησαν, σκέπτομαι δτι δέν φέρθηκα διόλου έξυπνα. Δέν τόν ψυ­ χολόγησα, δέν μάντεψα τις σκέψεις του, δέν είδα πόσο θολωμένο ήταν τό βλέμμα του καί πόσο ό άνθρωπος αυτός ύπέφερε, περνώντας μια μεγά­ λη κρίσι. ’Άν μου περνούσε άπό τό μυαλό τό δράμα πού ξετυλίχθηκε υστέρα άπό λίγα δευτερόλεπτα, θά του είχα φερθή διαφορετικά, θά τόν έκανα νά ήρεμήση. θά του έδιωχνα τις μαύρες σκέψεις άπό τό μυαλό του. Μά που νά φανταστώ τί γινό­ ταν μέσα του... Παρακολουθούσα μέ ζωηρό ενδια­ φέρον τή άφήγησι αυτής τής νέας, πού καθόταν απέναντι μου. Μερικοί χωροφύλακες άκουγαν μέ περιέργεια τά λόγια της. "Αλλοι είχαν άποσυρθή για ν’ α­ σχοληθούν μέ τήν υπηρεσία τους. Δί­ πλα στή νέα, επάνω σ’ ένα κασόνι, είχε ξεχαστή ένα λεπτό μυτερό έλα­ σμα. ’Από ώρα τό κυττοΰσα καί σκεπτόμουν δτι μπορούσε ξαφνικά ε­ κεί μπροστά στά μάτια μου νά γρα­ φή ό επίλογος τής ερωτικής αυτής

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43

Τό Τρίτο Βιβλίο τού Μηνός

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ 13 'Η Ιστορία ενός τολμηρού κατασκόπου, πού είσεχώρησε στήν καρδιά τού Γ' Ράϊχ κι’ έ­ κανε τό μέτωπο τού Χίτλερ νά ίδρώση άπό τήν άγωνία : Αρχίζει στό επόμενο τεύχος

τραγωδίας. 'Η νέα θά μπορούσε ν’ άρπάξη αυτό τό έλασμα καί νά πληγωθή θανάσιμα. 'Η τρέλλα τών γυ­ ναικών δέν έχει δρια. Κι’ αυτή ή ψυχρότης καί ή απάθεια τής νέας ϊσως νά ήταν φαινομενική. Ποιός ή­ ξερε τί θύελλα βασάνιζε τήν ψυχή της, τί σκοτεινές σκέψεις γεμάτες άπογοήτευσι περνούσαν άπό τό μυαλό της. Μιά στιγμή θά ήταν αυτή. Φτά­ νει νά σκεπτόταν δτι εΓχε πάρει έναν άνθρωπο στό λαιμό της. Εξάλλου, δέν ήξερε άν είχε διαπιστωθή δτι πράγματι είχε αύτοκτονήσει ό φίλος της θά μπορούσε λοιπόν μέσα στήν τρικυμία πού σκότιζε τό μυαλό της νά τής περνούσε ή ιδέα τής αυτοκτο­ νίας. Είχε, άλλωστε, ζωηρή στή μνή­ μη της τήν σκηνή τού θανάτου τού Παπαδοπούλου. "Επειτα υπήρχε ένα κύμα, σχεδόν μιά μόδα, αύτοκτονιών εκείνες τις μέρες. θά μπορούσε κι’ εκείνη νά προσθέση ακόμα μιά μο­ νάδα... Μά τις σκέψεις μου αυτές διέκοψε ένας άνθυπασπιστής τής υπηρεσίας. Καθώς περνούσε άπό κοντά μας, είδε τό έλασμα. Χύμηξε καί τ’ άρπαξε βιαστικά. — Τρελλαθήκατε δλοι σας εδώ μέ-


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ι

σα ; Φ,άναξε κατάχλωμος. —"Εχεις δίκηο, του παρατήρησα, γιατί κατάλαβα τήν σκέψι του. Δεν θά ήταν τό πρώτο τέτοιο θλιβερό γε­ γονός. ΚΓ αλήθεια ένας κρατούμενος εί­ χε αύτοκτονήσει με τό κορδόνι τής πυτζάμας του. Τό εΐχε δέσει στό πα­ ράθυρο του δωματίου όπου έκρατεϊτο σε αυστηρά άπομόνωσι καί είχε κρεμασθή. Κι* αυτό τό μοιραίο κορδόνι τό είχα δη, λίγες ημέρες πρίν, να ζώ­ νη τη μέση του καθώς πήγαινε πρός ένα γραφείο για νά άνακριθή καί, μά τήν αλήθεια, μου είχε κάνει έντύπωσι πώς του τό είχαν αφήσει. Άπό τό τίποτε μπορεί νά δημιουργηθή ένα φοβερό γεγονός. "Ενα τραγικό επεισόδιο. Παρόμοια περίπτωσις, άλλα κάπως θεατρινίστικη, είχε συμβή κι* άλλοτε κατά τήν άνάκρισι ενός άλλου κακοποιού. κ ' Είναι γνωστό πώς οί παλιοί καοποιοί σέβονται τούς έμπειρους άστυνομικούς. "Οπως επίσης είναι γνω­ στό πώς κυττάνε νά ξεγελάσουν τούς πρωτόπειρους. *Ένας τέτοιος λοιπόν ώδηγήθηκε μια μέρα μπροστά σ’ έναν νεαρό αξιωματικό τής άστυνομίας, πού μόλις εΐχε βγή απ’ τη Σχολή κι* εΐχε τοποθετηθή στη Γενική Ασφά­ λεια. ΤΗταν καλός καί δραστήριος α­ στυνομικός, μά δεν ήξερε ακόμα όλα τά τερτίπια των κακοποιών. "Οταν λοιπόν είδε τόν κρατούμενο, άρχισε νά τόν άνακρίνη, νά του ύποβάλλη διάφορες ερωτήσεις, νά επανέρχεται σ’ αύτές, νά τόν ρωτά καί νά τόν ξαναρωτά καί νά τόν φέρνη σε πολύ δύσκολη θέσι. Ό κακοποιός εΐχε στεναχωρηθή. Εΐχε φτάσει πιά στό σημείο πού δέν μπορούσε νά ξεφύγη. Ό αστυνομικός του εΐχε κλείσει όλες τις πόρτες* τής ύποχωρήσεως. Μά εκείνη τή στιγμή σκέΦτηκε νά παίξη τό παιχνίδι του. Νά κλονίση τόν άπειρο αστυνομικό. Πάνω στό γραφείο του άξιωματικοϋ ήταν ένας χαρτοκοπτήρας.' Ό κακο­ ποιός, όπως στεκόταν όρθιος άπέναντι στόν αστυνομικό, πού ήταν καθι­ σμένος, έσκυψε ξαφνικά, άπλωσε γρή­ γορα τό χέρι του,άρπαξε τόν χαρτο­ κοπτήρα καί φώναξε στόν άνακριτή του : — Αφού επιμένεις νά μέ βασανίζης, νά ! πιές τό αίμα μου νά δούμε

τί θά καταλάβης. Καί, πρίν κανείς προλάβη νά τόν έμποδίση, κάρφωσε τόν χαρτοκοπτήρα στό λαιμό του. Τό αΐμα του τινάχτηκε πράγματι καί μά­ τωσε τά χαρτιά καί τό γραφείο του αστυνομικού, πού εΐχε γίνει κατακίτρινος άπό τήν ταραχή του. Νόμισε ότι ό κακοποιός εΐχε κυριευτή άπό α­ πελπισία, πού δέν τόν πίστευε, κι’ ή­ θελε πραγματικά ν’ αύτοκνονήση. Τα­ ραγμένος διέκοψε τήν άνάκρισι καί πήγε μέσα στό γραφείο του άνωτέρ@υ του. , —Κύριε προϊστάμενε, του εΐπε θο­ ρυβημένος, αύτός πού ανακρίνω θέ­ λησε νά σκοτωθή. Φαίνεται Τότι ό φουκαράς δέν έχει κάνει τήν δουλειά καί τόν έπνιξε τό δίκιο του... Μά ό έμπειρος αστυνομικός γέλα­ σε μέ τήν αφέλεια του νεαρού αξιω­ ματικού. Κατάλαβε τό «κόλπο» τού κακοποιού. —Γιά φέρε μου αύτόν τόν «άθώο» σου νά τόν δώ κι* εγώ, εΐπε. Λίγες στιγμές αργότερα παρουσιά­ στηκε ό κακοποιός καταματωμένος στόν έμπειρο αστυνομικό. —’Έμαθα, τού εΐπε εκείνος, ότι •θέλεις νά αύτοκτονήσης. Καλά θά κά­ νης— άφού τό θέλεις—νά σκοτωθής, μά προηγουμένως πρέπει νά μάς πής πώς έκανες τήν δουλειά τής κλοπής... Ό κακοποιός τά έχασε άπό τήν άπάθεια τού εμπείρου αστυνομικού. —Μέ έσέναν, τού εΐπε, δέν μπορώ νά τά βγάλω πέρα γι* αύτό θά σοΰ εξιστορήσω πώς «βάρεσα» τό σπίτι!.. Καί τού ώμολόγησε πράγματι μέ κάθε λεπτομέρεια πώς διέπραξε τήν κλοπή.

Μά άς έπανέλθουμε στήν άφήγησί μας. Τό επεισόδιο τού άνθυπασπιστού πέρασε τελείως απαρατήρητο άπό τήν ξανθή νέα. Δέν κατάλαβε γιατί ξαφνικά όλος αύτός ό κόσμος τών άστυνομικών εΐχε θορυβηθή. Στα­ μάτησε λίγα λεπτά γιά νά ξεκουραστή, κΓ ύστερα συνέχισε τήν άφήγησί της. —Τότε ό Παπαδόπουλος άγωνιουσε καί κρεμόταν κυριολεκτικώς άπό τά χείλη μου, έπρεπε νά καταλάβω


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ότι στά χέρια μου κρατούσα την ζωή του. ’Άν τό καταλάβαινα αυτό, δεν θά τόν άφηνα να πεθάνη. θά του υ­ ποσχόμουν δτι θά τόν έπαιρνα άν­ τρα μου. θά μπορούσα να τόν παν­ τρευτώ κι1 υστέρα, άφου του περνού­ σε αύτή ή τρέλλα πού είχε για μένα, τνά τόν χωρίσω. Μά τό λάθος μου ήγαν δτι δεν πήρα στά σοβαρά τά λόλια του. Δεν τά είχα άκουσει, άλδωστε, γιά πρώτη φορά. Ό Παπαβόπουλος πάντα μου μιλούσε μέ φοφερή άπογοήτευσι. Καί μπορείτε νά τόα^τασθήτε την άγωνία μου, δταν στν είδα ξαφνικά νά βγάζη τό περίχέρροφό του. Τό τράβηξε μέ τό δεξιό στηΐ του άπό τη θήκη του καί τό βάμε ξε επιδεικτικά. «Τώρα—μου είπε καίβραχνή άπό τήν άγωνία του καί εχ0 τόν εκνευρισμό του φωνή —δλα ^ ,υν τελειώσει. ’Ή θά μου πής τό αι ή θά σκοτωθώ μπροστά σου 1» Τότε μόνο κατάλαβα δτι ήταν ικανός γιά δλα. «Κώστα, του φώναξα, τρελλάθηκες; Τί πας νά κάνης ; ’Έλα, σου άστειεύτηκα. θά γίνω γυναίκα σου I» Ό Κώστας μέ κύτταξε μέ βλέμμα παράφρονος. «Δέν θέλω—μου είπε—νά μέ πάρης άπό οΐκτο. Φεύ­ γα, δέν σέ θέλω πιά. Κατέβα άπό τ’ αυτοκίνητο I» Κυριεύτηκα άπό έ­ ναν άπερίγραπτο φόβο. Σκέφτηκα δτι θά μπορούσε νά μέ σκοτώση πάνω στή φοβερή τρέλλα του πάθους του. Σεγκέντρωσα τις δυνάμεις μου καί του άρτιαξα τήν κάννη του περιστρό­ φου μέ τό ενα μου χέρι, ενώ μέ τ’ άλλο του τραβούσα τά δάχτυλα γιά νά του τά άποσπάσω άπό τό λαβή του περιστρόφου καί νά τόν εμποδί­ σω νά βάλη τό δάχτυλό του στην σκανδάλη. Αυτό τό δάχτυλό του τό τραβούσα τόσο πολύ πού εΐχα τήν έντύπωσι δτι του τό έβγαλα. Τόν καταλάβαινα πώς πονουσε, μά είχα τήν ελπίδα δτι ό πόνος θά τόν έκανε νά συνέλθη. ΕΓχα πέσει ολόκληρη ε­ πάνω του καί πάλευα μέ λύσσα. Κι’ εγώ άπορώ ποϋ βρήκα δλη αύτή τήΛ δύναμι ώστε νά έμποδίσω γιά λίγα λε­ πτά κάθε κίνησι τοϋ δεξιού χεριού του. ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΙΣ ΜΙΑΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ Στο σημείο αυτό θά πρέπει ν’ ά

«ΝΥΧΤΕΡΙ ΔΑ»

4£>

ναφερθή καί τό ακόλουθο χαρακτη­ ριστικό γεγονός πού άνεφέρθη κατά τήν άνάκρισι. Ένώ ή νέα πάλευε νά άποσπάση τό περίστροφο άπό τά χέ­ ρια του φίλου της κι’ είχε πέσει ολό­ κληρη επάνω του, πέρασε κοντά τους μιά κούρσα τής Άμάγκ. Μέοα ήταν μερικοί ξένοι. Καθώς κύτταζαν πρός τ’ αυτοκίνητο σκανδαλίστηκαν πού έ­ βλεπαν μιά νέα νά έχη πέσει επάνω σ’ έναν άντρα καί νά παλεύη μαζί του. Χωρίς φυσικά νά φαντάζονται τό δράμα πού ξετυλιγόταν μπροστά στά μάτια τους, νόμισαν δτι πρόκει­ ται γιά δυο τρυφερούς ερωτευμένους, πού τυφλωμένοι άπό τήν άγάπη τους είχαν άφοσιωθή στην απόλαυσι του έρωτά τους. Κοντοστάθηκαν λίγα δευ­ τερόλεπτα κι’ υστέρα τηλεφώνησαν άπό τό σπίτι τους στην αστυνομία. «Έδώ κοντά στο σπίτι μας,, στην ο­ δόν Νυμφών, ένα θερμόαιμο ζευγάρι μέρα μεσημέρι περιφρονεί τούς πάντας καί άσχολεΐται μέ τόν έρωτα. 7

Γ ο

/ο / /ο / /ο /ο / /V /ο / / / /ο *ο /ο / ( φ

φ

V

ο

φ

Θ

9

&

Τά προηγούμενα τεύχη τής

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ ο 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΙΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΐΕΚ ΡΟΚιΕΦΑΛΒ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡιΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΙΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟ ΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚιΡ Ε­ ΜΑΣ Ο ΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟ'ΚΚΙ,ΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΐΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕ­ ΡΙ ΓΚΟ 16) ΚΑΛΠΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΤΏΜΑΤΑ άνετυττώ&η» αν χα; ττωλοΌνται εις τά γραφεία μας. ΔΕΛΗΗΩΡΠΗ 30 (Πάροδος 6δο0 *Αγ. Κων)νου) άντί μόνον 2 000 δραχμών.

/β ϊο / /9 / / / ι / / / ί / /9 / / ί φ

Φ

Θ

φ

φ

φ

φ

φ

φ

φ

5

Φ


46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Μιά καί δέν ντέρττονται καθόλου, δεν έρχεστε εσείς να τους μαζέψετεί» Μά φαίνεται δτι ήταν τυχερό να αύτοκτονήση ό Παπαδόπουλος. ’Άν ένας επιβάτης τής κούρσας θύμωνε, κατέβαινε άπό τό αύτοκίνητο καί πλησίαζε για νά τούς κάνη παρατη­ ρήσεις, θά καταλάβαινε τί συνέβαινε, θά έβλεπε τό δράμα πού παιζόταν μέσα σ’ εκείνο τό σταματημένο αύ­ τοκίνητο κι* ό άτυχος Παπαδόπουλος θά συνερχόταν καί δέν θ’ αύτοκτονουσε. Τά πράγματα δμως πήραν πο­ λύ διαφορετικό δρόμο. Μά ας άφήσουμε την ίδια νέα τη νέα νά συνέχιση την όφήγησί της. — Δέν ξέρω πόσο άκριβώς κράτη­ σε αυτή ή πάλη, μά φάνηκε δτι κρά­ τησε έναν αιώνα. Είχα χάσει τήν

Τό μυστικό τού Βαοιλέως "Οταν ό Μπερναρντόττε έ­ γινε βασιλεύς τής Σουηδίας, άρρώστησε καί ό γιατρός του ζήτησε νά τον φλεβοτομήσουν. Ό Βασιλεύς δμως δέν δεχό­ ταν. Μά δταν είδε δτι ή άρρώστεια του εξακολουθούσε, α­ ναγκάστηκε νά δεχτή υπό τούς έξής δμως δρους : "Ολοι οί παριστάμενοι νά φύγουν καί μόνον ό βασιλικός αρχίατρος νά μείνη στον κοιτώνα του. Κι’ αύτός δέ ό άρχίατρος νά | όρκιστή δτι ποτέ, δσο θά είναι ζωντανός, δέν θά προδώση τό μυστικό πού θ’ άνακαλύψη. Έτσι κι* έγινε. Ό βασιλεύς έγύμνωσε τότε τον βραχίονά του για τη φλεβοτόμησι κι* ό γιατρός είδε γραμμένη στό χέ­ ρι του τήν έξής επιγραφή : «θ άνατος εις τούς β α σ ι λ ε ί ς !» Ή επιγραφή αυτή ήταν γραμμένη εκεί άπό τούς χρόνους τής έπαναστάσεως καί των νεανικών ήμερών του Μπερναρντόττε δταν αύτός ήταν στρατιώτης τής Γαλλικής ’Επαναστάσεως.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ συναίσθησι του χρόνου. Τό μόνο πού έβλεπα ήταν τό πιστόλι κΓ είχα μιά μόνη σκέψι στό μυαλό μου : πώς νά τό πάρω άπό τά χέρια του. Ό Κώ­ στας δμως σέ μιά στιγμή κατώρθωσε νά άπαλλαγή άπό τήν περίπτυξί μου."Αρπαξε τότε γρήγορα καί νευρι­ κά τό πιστόλι μέ τ’άριστερό χέρι του. ΤΗταν αδύνατο νά τού τό πάρω πιά. Μ’ εμπόδιζε τό τιμόνι νά πλησιάσω περισσότερο κοντά του «Φεύγα, μου είπε. Κατέβα γρήγορα άπό τ’ αύτο­ κίνητο ι» Αναγκάστηκα νά τόν έγκαταλείψω. Μά κι* άκόμα δέν ήμουν σίγουρη δτι θά σκοτωνότα\ί Αντίθε­ τα μάλιστα άρχισα νά φοβάμαι γιά τή ζωή μου ! Έκανα ζαλισμένη ένα —δύο βήματα στό δρόμο, ένώ έννοιωθα τά πόδια μου νά τρέμουν άπό τόν φόβο πού μ’ είχε κυριεύσει. Σκεπτόμουν : «Τώρα θά μου ρίξη 1 Τώρα θά μέ πυροβολήση 1» Είχα τήν έντύπωσι δτι ήθελε νά μ’ έκδικηθή. Πέρασαν ένα δυό δευτερόλεπτα καί ζαφνικά άκουσα έναν πυροβολισμό. Τό αΐμα μου πάγωσε μέσα στις φλέ­ βες μου. Ένοιωσα τό έδαφος νά χάνεται άπό τά πόδια μου. Συνήλθα δμως γρήγορα καί γύρισα νά δώ τί συνέβη. Είδα τόν Κώστα, γερμένο επάνω στό τιμόνι. Είχα τήν έντύπω­ σι δτι ήταν άπλώς τραυματισμένος. ’Έτρεξα κοντά του, τόν έπιασα άπό τά πέτα τής καμπαρτίνας του καί τόν κούνησα δυνατά. «Κώστα, του φώνα­ ξα, γιατί τό έκανες αυτό ; Γιατί χα­ ράμισες τή ζωή^σου ;» Ό Κώστας ήταν άκόμα ζεστός. Δέν είχε χάσει τελείως τις αισθήσεις του. Μά έπει­ τα άπό λίγα λεπτά τόν είδα νά ξε­ ψυχάει. Πήδησα τότε σάν τρελλή ά­ πό τ’ αύτοκίνητο. "Αρχισα νά τρέχω τήν οδόν Λεβίδου για νά βγώ πρός τόν σταθμό τής Κηφισιάς, εκεί δπου είχαμε αφήσει τόν σωφέρ του αυτο­ κινήτου. Τόν βρήκα νά ψάχνη νά μάς βρή. Του εξήγησα τί είχε συμβή. «Που είναι τ’ αύτοκίνητο ;» ρώτησε. Μά εγώ δέν ήμουν σέ θέσι νά του εξηγήσω, θυμόμουν μονάχα δτ< κον­ τά στ’ αυτοκίνητο υπήρχε ένα γεφυ­ ράκι κι’ είχα δή στό δρόμο ένα σω­ ρό λεύκες. "Υστερα άπό ώρα βρήκα­ με τ’ αύτοκίνητο. — Δέν σάς έκανε καμμιά έντύπω­ σι ό Παπαδόπουλος δπως Υόν είδατε νεκρό ; Δέν νοιώσατε καμμιά τύψι;


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ —Αλλά γιατί νά έχω τύψεις ; Μή­ πως έφταιγα εγώ πού μ5 έρωτε,ύθηκε καί σκοτώθηκε; Φταίω εγώ αν ήταν αδύνατος χαρακτήρας; Τ Ο ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ Σ’ αύτό είχε δίκιο ή ξανθή νέα. Ό Παπαδόπουλος ήταν ένας φοβερά εύαίσθητος καί εύγενής νέος. Μά σ’ αύτό δέν έφταιγε εκείνος. "Οπως κά­ θε άνθρωπος είναι έ^ας ολόκληρος κόσμος μέ χιλίων λογιών περιπέτειες καί ιστορίες, έτσι κι* αύτός ό άτυχος νέος είχε τό δράμα τής ζωής του. Μάς δόθηκε ή εύκαιρία, κατά τήν έξέλιξι τής ύποθέσεως αύτής, νά γνωρίσουμε όλους σχεδόν τούς αν­ θρώπους πού έζησαν κοντά του, πού τόν είδαν νά μεγαλώνη, πού τον σπούδασαν καί τόν καμάρωναν άντρα πιά, γλωσσομαθή κι* άριστο σπουδα­ στή τής Παντείου Σχολής. ΟΙ ίδιοι αυτοί άνθρωποι τόν συνώδευσαν ώς τό νεκροταφείο τής Κοκτ κινιάς καί τόν είδαν γιά τελευταία φορά, μέ δακρυσμένα μάτια, νά ανα­ παύεται στόν αιώνιο ύπνο του θανά­ του, Φορούσε τή στολή του 'Έλληνος αστυνομικού κι’ όλοι οί συνάδελφοί του, μαζί μέ τόν διοικητή καί τόν υποδιοικητή τού Α' τμήματος, τόν συνώδευσαν τιμητική φρουρά ώς εκεί πέρα. Μά πάνω άπό κάθε θλίψι υψώ­ θηκε ό σπαραγμός τής χαροκαμένης μάνας του, πού γονάτισε στ’ ανοιχτό φέρετρό του γιά νά τόν δή γιά τε­ λευταία φορά καί νά τόν κλάψη, ενώ δίπλα της στεκόταν ό πραγματικός πατέρας του, ό κ. Γ. Μέγκος. — Κώστα, παιδί μου, άνοιξε τά ματάκια σου νά δής I, φώναξε κλαίγοντας ή μάνα του. Κύτταξε νά δής ποιος ήρθε κοντά σου I Έδώ δίπλα μου είναι κι’ ό πατέρας σου. ’Εδώ κοντά μου είναι, μαζί μου, Κώστα !... Μέσα σ’ αυτά τά λίγα λόγια της κλείνονταν όλη ή τραγωγία τής ζωής αύτού του νέου πού ή μοίρα του είχε γράψει νά σκοτωθή άπό έρωτα. Για­ τί αλήθεια ή ζωή τού Κ. Παπαδοπούλου τά πρώτα χρόνια δέν ήταν διό­ λου ρόδινη, , Ή άτυχία τόν χτύπησε όταν ακό­ μα ήταν δυο χρονών. Γ ότε δέν λεγό­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47 ταν Παπαδόπουλος άλλά Κώστας Μέγκος. Ό πατέρας του ό κ. Γ. Μέγ­ κος είχε διαζευχθή τήν μητέρα του. Αύτό ήταν κάτι ανθρώπινο. Μά τό παιδί; Ποιός σκέφτηκε τό δράμα του ; Ή μάνα πήρε μωρό τόν Κώστα κι* έφυγε καί πήγε στήν Πάτρα, όπου κι’ εγκαταστάθηκε. Εκεί, ό μικρός υιοθετήθηκε άπό έναν εύπορο θείο του, τόν κ. Παπαδόπουλο, πού φρόν­ τισε γιά τήν άνατροφή του. Ό πραγ­ ματικός πατέρας του παντρεύτηκε καί άπέκτησε άλλα παιδιά. Ό Κώστας μεγάλωσε μέ τήν στοργή τής μάνας του καί τήν άγάπη πού τού έδειχνε ό θετός πατέρας του. Τό παιδί αύτό, από τά μικρά χρόνια του, έδειξε πώς εΤχε ιδιαίτερη κλίσι στά γράμματα. Γρήγορα διακρίθηκε καί τράβηξε τόν δρόμο τής σπουδής. — ■-

11··^——ΒΓΓ-Γ—3—

Μια μικρή αγγελία Νά κι’ ένα γεγονός πού τι' μά τΐράγματι τήν κοινωνία του Λανδίνου. Μιά άγγλική εφημερίδα έδημοσίευσε τήν άκόλουθη μικρή άγγελία : «Είμαι ήλικίας έξη χρό­ νων καί πολύ φρόνιμη, άλ-λά οί γονείς μου είναι πο­ λύ σκληροί, μέ βασανίζουν, μέ χτυπούν καί τις περισ­ σότερες φορές, δέ ιιού δί­ νουνε νά φάω. Δέ μπορώ πιά νά υποφέρω αύτή τή ζωή καί παρακαλώ κανέναν εύστλαχνικό άνθρω­ πο νά μέ υίοθετήση». Τή μικρή αύτή άγγελία συνώδευσε καί μιά σημείωσις τής συντάξεως, ή οποία έγραφε ό­ τι ένα κοριτσάκι ντυμένο,, μέ κουρέλια πήγε στο γραφείο τής εφημερίδας καί έδωσε τις λίγες αυτές γραμμές, τις όποιες είχε "γράψει μόνο του, παρακαλώνΤας-μέ δάκρυα νά δημοσιευθούν δωρεάν." Την άλλη μέρα κιόλας επτα­ κόσιες" αιτήσεις υιοθεσίας έφτάάαν στήν εφημερίδα.


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Λΰσις του άστυν. προβλ. 4 Ό Πάλμερ δεν ήταν ό δο­ λοφόνος (στοιχ. 1) ούτε ό σω­ ματοφύλακας (στοιχ. 3). Ό Μορένυ δέν ήταν ό δολοφόνος (4) ούτε ό σωματοφύλακας (4). Ό Ρήτζεντ δέν ήταν ό δο­ λοφόνος (1). Ό Γούντ δέν ή­ ταν ό δολοφόνος (4) ούτε ό σωματοφύλακας (4). Ό Χουρσεν δέν ήταν ό σωματοφύλα­ κας (3) οΰτε ό δολοφόνος (5). Ό Τζώνσον δέν ήταν ό σωμα­ τοφύλακας (2). Ό Πάτερσον δέν ήταν ό σωματοφύλακας (3) ούτε ό δολοφόνος (5). Επομέ­ νως ό Τζώνσον ήταν ό δολο- „ φόνος του Σούλλιβαν κι* ό Ρήτζεντ ό σωματοφύλακας.

Ή κάλτσες ήσαν εντελώς άγνωστες στούς άρχαίους Έλ­ ληνες καί στούς Ρωμαίους. Τις χρησιμοποιούσαν όμως, όπως φαίνεται, οί Αιγύπτιοι την έΤίοχή τών Φαραώ. Σέ πολλούς τάφους στην Αίγυπτο έχουν βρεθή διάφορα ζεύγη καλτσών, πλεγμένων άπό μαλλί προβά­ του, χρώματος καστανού. Ή κάλτσες αυτές είναι, εννοείται, πολύ χοντροπλεγμένες καί άγανές. Τις έπλεκαν μέ πολύ χοντρές βελόνες καί δέν είχαν τά σημερινά μηχανικά μέσα. .

Μά πάντα κάτι του έλειπε. Δέν είχε κοντά του τόν πραγματικό πα­ τέρα του για νά του χαλυβδώση μέ τήν παρουσία του τήν ψυχή, νά τόν κάνη ν’ άντιμετωπίζη άκλόνητος όλες τις φουρτούνες τής ζωής. Επειδή ήταν τό λησμονημένο παιδί, είχε όλα τά χάδια τής μητέρας του. Ό θετός πατέρας του επίσης τό περιποιόταν γιά νά του κατακτήση τήν καρ­ διά του.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ Μά τό αίμα νερό δέ γίνεται. Ό χωρισμός τών γονέων του, τό ξεχώρισμα του πατέρα του, πού είχε δη­ μιουργήσει άλλη οικογένεια, ήταν ή άφορμή τής τρομερά ανεπτυγμένης ευαισθησίας του. Πέρασε θύελλες, πέρασε φουρτούνες ό Κώστας, μά ώστόσο μεγάλωσε καί μιά ήμέρα πριν άπό χρόνια ήρθε κοντά στόν θειο του τόν κ. Τσίπουρα, πού έχει εργοστάσιο υποδηματοποιίας στήν οδό Σόλωνος. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ θά ήταν πιά είκοσι χρονών ό Κώστας, όταν μιά μέρα γύρισε κΓ είπε στό θειο του πού τόν προστά­ τευε : —Μπάρμπα, τί γίνεται ό πραγμα­ τικός πατέρας μου ; Πού βρίσκεται; Θά ήθελα νά τόν δώ !... Μά τήν ΐδια λαχτάρα, όπως μας άνέφερε ό κ. Τσιπούρας, είχε κι' ό πατέρας του Παπαδόπουλου. ’Άν καί μακρυά του, στεκόταν—άόρατος—ό προστάτης άγγελός του. Παρακολου­ θούσε τήν έξέλιξί του, μά δέν τόν εΐχε άκόμα άντικρύσει. ΤΗρθαν στιγμές πού ή καρδιά αύτου του πατέρα σπαραζόταν. Χίλιες φορές είχε πή ν’ άδιαφορήση γιά όλα καί νά ξαναφέρη κοντά του τό παιδί του. Ό Κώστας ήταν αΐμα του. Ένα βλαστάρι γερό κΓ όμορφο, πού κα­ νείς ποτέ δέν είχε βρεθή νά τού τό κατηγορήση. Τόν εΐχε δή σέ φωτο­ γραφίες, μά άπό μωρό ως τότε, σω­ στά 18 χρόνια, δέν τόν είχε σφίξει στήν άγκαλιά του καί δέν τόν είχε άκούσει νά τόν φωνάζη «πατέρα μου» I Πόσες φορές μέσα στή νέα οικο­ γένεια, που είχε δημιουργήσει καί πού τόν περιέβαλλε μ’ άφοσίωσι καί στοργή, δέν, είχε κάνει τή σκέψι ότι κάτι του έλειπε... ΚΓ όταν κάθονταν όλοι στό τραπέζι, στίς μεγάλες, στις επίσημες ήμέρες, κΓ έτρωγαν κΓ έπι­ ναν κΓ έλεγαν «χρόνια πολλά» ή σκέψις του πετουσε στό παιδί του. Πόσο θά τό ήθελε νά ζή κοντά του, νά είναι κΓ αυτό όπως τά άλλα παιδιά του τό παιδί του, ή χαρά του, ή δύναμί του, ή ευτυχία του. Μά ή μοίρα εΐχε θελήσει τό παιδί αύτό νά


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ζή μακρυά. Κι’ όταν εμαθε πώς ήρθε στην Αθήνα, τότε κυριολεκτικά τρελλάθηκε. Ή αγωνία του ήταν αδύνα­ μο να περιγραφή. Σκεπτόταν με φρί­ κη ότι μπορούσε να τόν συνάντηση στό δρόμο, νά τόν προσπεράση, νά μπή μαζί του σ’ ενα λεωφορείο, νά καθήση δίπλα του, νά του μιλήση δπως τυχαίνει καμμιά φορά νά πιά­ νουν κουβέντα δυό άγνωστοι, και νά μην μπορέση νά καταλάβη ότι ήταν παιδί του. Νύχτες ολόκληρες αυτός ό εφιάλτης, αυτή ή άγωνία είχε βα­ σανίσει τήν καρδιά του. Τί σκοπό εί­ χαν τά πλούτη του, σκεπτόταν πολ­ λές φορές. Ή ψυχή του, εκεί στό βά­ θος της, εκεί πού κρύβει κανείς όλα τά μυστικά του, ήταν πληγωμένη μέχρι θανάτου, κι* έπόθησε νά δή τό παιδί του, νά τό καμαρώση παλληκάρι καί νά τό σφίξη τρυφερά στήν αγκαλιά του. Εΐχαν άρχίσει ν’ ασπρίζουν τά μαλλιά του. Ρυτίδες άρχιζαν ν’ αύ= λακώνουν τό μέτωπό του. Φροντίδες τής δουλειάς του, φροντίδες του σπι­ τιού, βάσανα πού τραβάει κάθε ση­ μερινός άνθρωπος, τοϋ είχαν σταλά­ ξει μιά πίκρα στήν καρδιά του. Μά πάνω άπ’ όλα βρισκόταν ή σκέψις του Κώστα, του καλού παιδιού, πού όλοι οί συγγενείς του τόν καμάρω­ ναν καί μόνον εκείνος δεν είχε τό δικαίωμα νά καμαρώση. Τό παιδί είχε υίοθετηθή, όπως άναφέραμε, άπό τόν θείο του τόν Παπαδόπουλο. Δέν λεγόταν πιά Μέγκος. "Ενας άλλος άνθρωπος είχε μπή στή ζωή του μέ διακριτικότητα, γιά νά παίξη τόν βαρύ ρόλο τού πατέρα. Μιά μέρα ώστόσο δέν κρατήθηκε. Μίλησε τού κ. Τσίπουρα. — Πότε θά μοΰ φέρης τόν Κώστα νά τόν δώ ; Τόν ρώτησε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49 Κανόνισαν τό ραντεβού τους. Τί μέρα άλήθεια ήταν εκείνη 1 Ό Κώστας ντύθηκε όπως πάντοτε κομ­ ψά. Τόν πήρε ό θείος του καί τόν πή­ γε στόν κ. Γ. Μέγκο. Πατέρας καί γυιός στάθηκαν γιά μιά στιγμή αμί­ λητοι. —Μεγάλωσες, Κώστα, κι* εΐσαι μιά χαρά I Τού εΐπε ό κ. Μέγκος προσπαθώντας νά κρύψη τήν συγκίνησί του. —Τί γίνεσαι πατέρα; Ρώτησε ό Κώστας μέ συστολή. ’Έπειτα ό Μνας ρίχτηκε στήν άγκαλιά τού άλλου. Δάκρυα θόλωσαν τά μάτια τους. ’Από εκείνη τήν ήμέρα ό Κώστας Πσπαδόπουλος κέρδισε πάλι τόν πραγματικό πατέρα του Αύτός έσκυ­ ψε μ’ ενδιαφέρον στή ζωή του. Τόν βοήθησε κι’ έκεΐνος οίκονομικώς, Δέν ήθελε, τίποτα νά λειψή άπό τό παιδί του. Δέν ήθελε καθόλου νά στεναχωρηθή. "Ηθελε, γι’ αύτόν τουλάχιστον, ή ζωή νά είναι Μνα χαμόγελο. Νά εχη όλη τήν άνεσί του. Νά περάση τά νεανικά χρόνια του χαρούμενος. Αρκετές πίκρες εΐχε δοκιμάσει ως τά είκοσι χρόνια του. —Έλα, τού εΤπε, νά γνωρίσης καί τ’ άλλα σου αδέλφια. Κι’ ό Κώστας άρχισε νά πηγαίνη στό σπίτι τού πραγματικού πατέρα του. Έπειτα, πήγαινε νά ξεκουραστή στό δωμάτιο πού είχε νοικιάσει. Ό Κώστας άρχισε νά κερδίζη καί πάλι τήν ζωή. 'Όλοι οι συγγενείς του, πού είναι πλούσιοι έμποροι, βιομήχανοι καθηγηταί τού Πανεπιστημίου, άριστοι έπαγγελματίαι εΐχαν προθυμοποιηθή νά τόν βοηθήσουν γιά νά πραγματοποιήση τά όνειρά του καί τις φιλοδοξίες του.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: Ό Κώστας Πσπαδόπουλος γνωρίζεται μέ τήν ξανθή νέα, πού στάθηκε μοιραία για τή ζωή του—Πώς εγινε ή άναπαράστασις τού δράματος—Τί κατέθεσαν ο! πρώτοι μάρτυρες—Ή ξανθή νέα κρατεί­ ται έπΐ τριήμερον—ΟΙ στενοί συγγενείς τού Παπαδοπούλου έρευνοΰν τήν ύπόθεσι—3.000.000 δραχμές εξανεμίζονται μέσα σέ δυό μέρες—Ό πατέρας έπιμένει ότι πρόκειται γιά δολοφονία...


50

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΝ ΠΑΤΟΥΡΗΝ, Κα­ βάλαν : Ευχαριστώ για τα κα­ λά σας λόγια. Πράγματι, ή περιπέ­ τεια του Πράκτορος 5 «Συναγερμός» άρεσε πολύ. Τό 17ο Τεύχος, δπως άνέφερα παραπάνω, θά σάς προσφέρη μια μεγάλη πρωτοτυπία. —ΔΗΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Κων)πολιν: Μετά τα βιβλία τοϋ Μηνός «Ό θάνατος του Ζορρό», «Ό Ταρζάν καί ό Τίγρης» καί «Μυστικός Πράκτωρ 13» ή διεύ­ θυνσής” μου ετοιμάζει κάτι πού πρώ­ τη φορά γίνεται στην Ελλάδα. Για εντελώς επαγγελματικούς λόγους δέν μπορώ άκόμα νά άποκαλύψω τί θά είναι αυτό. Έν καιρώ όμως θά μά­ θετε καί θά ένθουσιασθητε.— ΜΑ­ ΡΙΑΝ Ζ. Πάργαν : Έχετε δίκιο. Ή «Νυχτερίδα» έχει πολλές άναγνώστριες μεταξύ του ώραίου φύλου. Ί διαίτερα συμπαθείς στις γυναίκες εί­ ναι οί περιπέτειες του Ζορρό καί του Σάϊμον Τέμπλαρ. Γ. ΝΤΟΚΟΠΟΥΛΟΝ, Κέρκυραν : Εύχαριστώ καί πά­ λι γιά τά καλά λόγια σας. Περιμένω εξάπαντος επιστολή σας.— Γ.Δ.Δ., Περαιά : Πράγματι. Προ οκτώ ή δέ­ κα τευχών, λόγω παρεξηγήσεως πού ήρθη συντόμως, εΐχεν άπαγορευθή ή κυκλοφορία μερικών περιοδικών στήν πόλι σας.*Αύτό δέν έβλαψε τη «Νυχτερίδα», πού ή κυκλοφορία της στόν Περαιά αύξήθηκε σημαντικά άντί νά έλαττωθή.— ΙΩΑΝΝΗΝ ΔΕΝΑΚΗΝ, ’ Αθήνας : Συμφωνώ. Ή παρέκκλισις όμως πού άναφέρετε είναι προσωρινή κΓ έγινε γιά λόγους πού θά σάς εξηγήσω, άν καμμιά μέρα περάσετε από τά γραφεία μου.— ΙΩ-

Διευθύνσεις:

ΑΝΝΗΝ ΣΑΜΙΟΝ, Αθήνας : Εύχα* ριστώ γιά τά καλά λόγια. Άναδη" μοσιεύω ένα άπόσπασμα άπό τήν ε­ πιστολή σας : «Ό Ταρζάν καί ό Τίγ­ ρης είναι τό καλύτερο άνάγνωσμα τής εποχής μας...» Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ λ

Εΰ§υμα και περίεργα θέλετε νά δήτε ποιος εΐνάι ό σφυγμός του άνθρώπου άπό τής γεννήσεώς του μέχρι του θανάτου του ; Σάς παραθέ­ τουμε σχετικώς τόν κάτωθι πί­ νακα : Μετά τή γέννησι έχει 130 — 140 παλμούς ενός μηνός 120, ενός έτους 10^—120, 2 ετών 90-108, 3 ετών 80—90, 7 ε­ τών 85, στήν εφηβική ηλικία 80—85, στήν ώριμη ήλικία 70 —75 καί στό γήρας 60—65. * % *

Στήν πρώτη θριαμβευτική παράστασι του «Δον Ζουάν» παρέστησαν πλήθος προσωπι­ κότητες του κόσμου τών γραμ­ μάτων, τών τεχνών, τής μου­ σικής, τής πολιτικής καί του εμπορίου. Μια γεροντοκόρη δούκισσα, πού δέν σκάμπαζε καί πολλά πράγματα άπό τή μουσική, θεώρησε έπιβλημένο νά πλησιάση τόν Μόζαρτ μετά τήν παράστασι καί νά τόν συγχαρη.

Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδόυράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα

—Τό έργο σας ήταν ύπέροχο, κύριε Μόζαρτ, είπε. Μά, πέστε μου, πόσες μουσικές νό­ τες περιέχει ;

Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρηστός Καρυδης Δαφνομήλη 36, Άφήναι

. — Ακριβώς όσες πρέπει, κυ­ ρία μου, άπάντησε ό Μόζαρτ. ούτε μιά, παραπάνω I




Ο Χ-.' .·λχ' Λ ί·>' V

■«

!ΙΙ^^ με.

^ιιν

|ρ||


ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 30

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Στέλιος Άνεμοδουράς

ΤΕΥΧΟΣ ιΒ

ΕΤΟΣ: Α’

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑι : 1) ΤιΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣ ΣΑΡΩΝ υπό Ά γκαβό; Κ,ρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ύ·πό

Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟ,ΡίΕ Σ υπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝίΕιΚ Ρ Οι ΚΕΦΑΛΗ υπό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝιΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙ ΣΜΑ 6πό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μπερκέλεϋ Πχ,ραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΙΟ'Ρ υπό Μπερκέλεϋ ΓΙχιριαίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ όπό Στήλ Τουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥΝΑΙ'ΚΩ,Ν όπό Ντόκτιελ Χάμιμετ. 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­

ΜΑΣΟΥΝ Οπό Γικέϊλ Γκάλλαγκερ. 1,1) ΠΕ'ΝΙΤΙΕ ΚΟιΚΚΙΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ υπό Ντέϋ Κέϊν. 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΊΑ ΣΟΥ! υπό Νιιαίη Κήν. 13) ΣΥΝΑιΠΕΡΜΟιΣ υπό Κώρτις Στήλ. 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, Μ'ΚΣΤΕ'Ρ ! υπό Τζών Κρηιζεϋ. 1'5) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΊΓΚΟ ιύιπό Λέσλι Τοάρτρις. 16) -ΚΑΑΠΑΖΟιΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ υπό Σπιούαρτ - Στέρλιγικ. 17) ΤΟ Σ ΥιΝΤΑίΡΑΐΚΤΙιΚΟ ΔΡ ΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΙΦΙ'Σ ΪΑΙΣ ύΐπό θ. Δρά­ κο· 18) ΖΗΤΕΊΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ υπό Τζών Μ λλε,ρ.

'νΝ'

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ» Εντός ολίγου θα τεθούν εις την διάθε,σιν του αναγνωστικού κο»· νου, καλλιτεχνικά βιβλιοδετημένοι, οι τόμοι: ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12) ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη 13—16)

ΤΟ ΒΕΒΑΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΞιΕιΔΟΘΗΙΣΑιΝ

η Ο ΘΆΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΜΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΙΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤίΙΡ 13


?

μια

ΝΟΥΒΕΛ-

ΓΡΑ Μ Μ Ε Ν Η ΑΠΟ

ΤΟΝ

ΑΑ ΔΡΑΣΕΩΣ ΣΥΓΓΡ Α Φ Ε Α Η Ρ ΩΨΣ ΜΟΥ

ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣ

ΓΛΥΚΕΙΑ ΚΑΙ 'ΜΟΙΡΑΙΑ Δεν μπορούσε νά κόψη τόν λαιμό του με τό ξυράφι. Φαίνεται πώς είχε μείνει κρεμασμένο από χρόνια στόν υγρό πέτρινο τοίχο καί ή κόψη του ήταν στομωμένη άπό τή σκουριά. Καθισμένος επάνω στό' σκληρό, χωμάτινο έδαφος, μέσα σέ απόλυτο σκοτάδι, ό Πώλ Μπάρον. προσπαθού­ σε νά κόψη τόν λαιμό του μέ τό ξυ­ ράφι, μά δεν κατάφερνε οϋτε τό δέρ­ μα νά κόψη. Ή μικρή αύτή προσπάθεια τόν έξήντλησε. Αναγκάστηκε νά άκουμπήση την πλάτη του στόν στοίχο για λίγο, πριν άρχίση πάλι τή δουλειά, Αυτή τή φορά δοκίμασε νά χώση

ΤΖΩΝ

Μ I Λ Α Ε Ρ

τή γωνιά του ξυραφιού μέσα στόν καρπό του. ’Έπειτα άπό λίγο, ένοιω­ σε μια—δυό σταγόνες αΐμα, μά δέν μπόρεσε νά χώση τό ξυράφι αρκετά βαθειά ώστε νά κόψη τή|φλέβα. Δέν υπήρχε τίποτα μέ ίτό όποιο θά μπορούσε νά αύτοκτονήση. Του είχαν πάρει τό μαχαιράκι του και τή λίμα για τα νύχια 1 μαζί μέ δλα τα ρούχα του, εκτός άπό τό παντελόνι του. Σκέφτηκε νά κρεμαστή μέ λουρί­ δες κομμένες άπό τό παντελόνι του, μά δέν υπήρχε τίποτα μέσα στό γυ­ μνό δωμάτιο δπου νά μπορούσε νά δέση τήν άκρη τους. ·; Μ* έναν τραχύ στεναγμό, ό Πώλ Μπάρον κατέρρευσε τσακισμένος στό πάτωμα. Γύρισε μπρούμυτα, γιατί ή

Σέ ποια καί πόσα βασανιστήρια μπορεί νά άνθέξη ένας άντρας για τη γυναίκα πού αγαπά;


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

αύλακωμένη πλάτη του πονοΰσε φρι­ χτά σέ κάθε άγγιγμα. Ό αέρας ήταν βρώμικος και άσφυκτικός. Δεν υπήρχε κανένα παράθυρο. Τό δωμάτιο, με τους πέτρινους τοί­ χους του και τό χωμάτινο πάτωμά του, ήταν έντελώς υπόγειο. Δέν ήξερε που βρισκόταν. Τον εί­ χαν μεταφέρει έκεϊ τή νύχτα καί, στό διάστημα τής διαδρομής, τόν είχαν αναγκάσει νά μείνη πεσμένος μπρού­ μυτα στό πάτωμα του αυτοκινήτου. Χωρίς άλλο, βρισκόταν μακρυά μέ­ σα στην έξοχή, σέ μεγάλη άπόστασι άπό άλλα σπίτια, γιατί δέν τούς ενοιαζε πόσο δυνατά φώναζε, δταν ό Χάνκ τόν χτυπούσε μέ τήν εύλύγιστη άτσάλινη βέργα.

νας τρομερός ήχος έσπασε τή σιω­ πή. Δέν ήταν παρά ένας σιγανός μεταλλικός κρότος, μά σήμαινε ότι ή άμπάρα τής πόρτας είχε μετακινηθή άπό τή θέσι της. Γύριζαν πίσω πάλι γιά νά συνεχίσουν τή δουλειά τους επάνω στό βασανισμένο κορμί του ώσπου νά τούς πή που είχε κρύψει τήν Ντέϊλ Κάβαναχ. Σηκώνοντας τό σαγόνι του άπό τό πάτωμα, είδε μιά λεπτή γραμμή φωτός νά κάνη τήν έμφάνισί της. Ή γραμμή του φωτός φάρδυνε καί ή Μάρθα μπήκε άπό τήν άνοιχτή πόρτα. "Ήταν μιά τεράστια γυναίκα, σχε­ δόν δυό μέτρα ψηλή. Δέν ήταν πα-

Ε

ΖΗΤΕΙΤΑΙ χειά. ΤΗταν μυώδης καί έμοιαζε μέ παλαιστή. Ό Πώλ Μπάρον άνωρθώθηκε μ* ένα πήδημα καί ρίχτηκε επάνω της. Ή Μάρθα δέν ύποχώρησε. Απάν­ τησε στήν έπίθεσί του, απλώνοντας τά χέρια της μπροστά. Ό Πώλ Μπά­ ρον ήταν αδύναμος σάν παιδάκι, μά στόν παροξυσμό του κατώρθωσε νά βάλη τά χέρια του στό λαρύγγι της. Τά μπράτσα της τόν τύλιξαν, σφίγγοντάς του καί κόβοντάς του τήν άνάσα. Δέν μπορούσε νά τήν πνίξη. Τά δάχτυλά του δέν είχαν κάν τή δύναμι νά τής κόψουν τή φωνή. —Χάνκ !, -φώναξε αύτή βραχνά. Μπορούσε νά τόν κανονίση μόνη της. Τά χέρια της, πιέζοντας τήν πληγιασμένη πλάτη του, έστελναν κύματα πόνου καί άγωνίας άπ’ άκρη σ’ άκρη τού κορμιού του καί οί σπα­ σμοί, πού τού προκαλούσαν, εξαντλού­ σαν καί τά τελευταία ΐχνη δυνάμεως, πού τού άπέμεναν. Δέν είδε τόν Χάνκ νά μπαίνη στό δωμάτιο. ’Ένοιωσε μόνο νά τόν αρ­ πάζουν καί νά τόν τραβούν άπό τήν αγκαλιά τής Μάρθας. 'Ένα ανοιχτό χέρι τόν χτύπησε στό πρόσωπο καί τόν έκανε νά τρεκλίση προς τά πίσω καί νά βροντήση επάνω στον τοίχο. Καθώς ό Πώλ άρχισε νά καταρρέη, ό Χάνκ έκάγχασε καί σήκωσε τή δεξιά γροθιά του. —Μή 3, είπε ήρεμα ή Μάρθα. Δέν πρέπει νά χάση πάλι τις αισθήσεις του. Ό Πώλ έπεσε στά γόνατα καί έ­ μεινε έκεί. ’Ήθελε νά κλάψη, μά τά δάκρυά του είχαν στερέψει. —Θά σού άρεσε μιά παχειά μπριτζόλα καί ένα ποτήρι μπύρα ; έλεγε ή Μάρθα τώρα. /Ο Χάνκ είχε βγή έξω. Ή Μάρθα ήταν σκυμμένη επάνω στόν Πώλ, μ’ ένα φιλικό χαμόγελο στό πλαδαρό πρόσωπό της. —’Έπειτα άπ’ αυτό θά σου δώ­ σουμε τά ρούχα σου, θά σέ πάμε πίσω στήν πόλι καί θά είσαι ελεύθε­ ρος σάν τόν άέρα. ’Από σέσα έξαρτάται. Τό μόνο πού έχεις νά κάνης είναι νά μάς πής πού είναι τό κο­ ρίτσι.


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ Αυτό ήταν. Τρεις—τέσσερις λέξεις άπό τό στόμα του καί τό βασανιστή­ ριο θα σταματούσε. Καί θά πήγαι­ ναν έκει δπου περίμενε ή Ντέΐλ καί θά τήν σκότωναν. Χάνκ ξαναγύρισε. ΤΗταν ένας κοντός άντρας, με πλατείς ώμους καί γροθιές σάν πέτρες. Είχε μαζί του εκείνη τήν τρομερή ατσάλινη βέργα. # — θάρχίσουμε πάλι τή θεραπεία, είπε εύθυμα ό Χάνκ χτυπώντας τή βέργα έπάνω στό ίδιο του τό μερί. Ό Πώλ άκούμπησε τή γυμνή πλά­ τη του έπάνω στόν τραχύ τοίχο, ενώ όλα τά νεύρα του έτρεμαν άπό έναγώνια άναμονή. «'Ώς τό άπόγεμα τής Παρασκευής», του είχε πή ή Ντέΐλ. Καί τόν είχαν κουβαλήσει εδώ τή νύχτα τής Τρίτης. Τήν Παρασκευή, ό Τζώρτζ Κρέΐγκ, ό μόνος άνθρωπος πού θά μπορούσε νά προστατεύση τήν Ντέΐλ, θά έπέστρεφε στην πόλι. Μά δεν ήπήρχε κανένας τρόπος νά μετρήση τόν καιρό έδώ, δπου μέρα καί νύχτα ήσαν απαράλλακτες. Εκα­ τό ώρες μπορεί νά είχςχν περάσει ή μόνο είκοσι. Ή άτσάλινη βέργα χτύπησε χω­ ρίς προειδοποίησι, κουρελιάζοντας τό δέρμα έπάνω στά πλευρά του Πώλ. Άνωρθώθηκε με μια ζωώδη κραυ­ γή, τρεκλίζοντας οίκτρά, κι5 ό Χάνκ χόρεψε γύρω του καί κατέβασε τήν εύλύγιστη, τρομερή βέργα έπάνω στήν πλάτη του. Τό στομάχι του Πώλ έκανε μιάν άπότομη στροφή καί ένοιωσε τόν εαυτό του νά πέφτη πιό χαμηλά άπό τό έδαφος... κάτω, μέσα σε άτέλειωτο σκοτάδι. Συνήλθε νοιώ^ωντας ψυχρό νερό νά τόν χτυπά στό πρόσωπο. "Ακού­ σε τόν Χάνκ νά γρυλλίζη : — Τόν έχεις έξαντλήσει άπό τήν πείνα. Γι’ αύτό είναι τόσο αδύναμος. "Ενοιωσε τό δυνατό μπράτσο τής Μάρθας νά του άνασηκώνη τούς ώ­ μους καί ένα ποτήρι νά άκουμπά στά χείλη του. "Ηπιε άπληστα. "Επειτα ή Μάρθα τόν τάγισε σάν παιδάκι καί τό άδειο στομάχι του γέμισε κάπως. )

Ο

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5 "Επειτα, βγήκαν κΓ οί δυό, άφήνοντάς τον νά άνακτήση άρκετές δυ­ νάμεις, ώστε νά μπορέσουν νά τόν μαστιγώσουν χωρίς αυτός νά λιποθυμήση. θά ξαναγύριζαν πάλι καί πάλι, άκούραστοι καί αδυσώπητοι. Σκέφτηκε: «Μήν άνησυχής, Ντέΐλ. θά ύπομείνω δ,τι κΓ άν μου κάνουν, θά ύπομείνω ώσπου νά με σκοτώσουν». θά έκανε δτι μπορούσε νά κάνη ένας άντρας γιά τή γυναίκα του. ΑΑόνο πού ή Ντέΐλ δεν ήταν γυναίκα του πιά. Είχε μείνει γυναίκα του μερικές μέρες μόνο. "Οχι πολύ περισσότερο άπ’ δσο αυτός είχε μεί­ νει μέσα στή φριχτή εκείνη κόλασι για χατήρι της. Ό Πώλ Μπάρον είχε γνωρίσει τήν Ντέΐλ Κάβαναχ δυό χρόνια πριν, δταν αυτή μιά μέρα πήγε γιά βενζί­ νη στο πρατήριο πού ό Πώλ κι’ ό άδερφός του Ρόϋ είχαν στήν καρδιά τής πόλεως. ?Ηταν ένα όμορφο κορίτσι, μ’ ένα κα/λίγραμμο κρέμ αυτοκίνητο, πού ερχόταν σε ζωηρή άντίθεσι μέ τά μαύρα της μάτια καί γυαλιά. ?Ηταν υψηλή καί λεπτή καί είχε πάντα ένα εξαίσιο χαμόγελο γιά τόν Πώλ. Ό Πώλ άρχισε νά νοιώθη ζωηρό καρδιοχτύπι, κάθε φορά πού αυτή σταματούσε τό αυτοκίνητό της μπρο­ στά στήν άντλία τής βενζίνης. Ό άδερφός του, ό Ρόϋ, τό κατά­ λαβε αύτό, τό διάβασε στό πρόσωπο τού Πώλ. — Ξέχασέ την, Πώλ, τόν προειδο­ ποίησε. Είναι πολύ πλούσια γιά σένα.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς αναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I


6 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» — Στην όμορφιά ή στα λεφτά; — Δεν ξέρω για τα λεφτά, μολο­ νότι τό αυτοκίνητό της φαίνεται νά κοστίζει πολύ. Μά ή ϊδια φαίνεται κάπως πολυτελής. Στον Πώλ φαινόταν υπέροχη καί τίποτ’ άλλο δεν τον ένδιέφερε. Εΐχε δημιουργήσει μιά καλή έπιχείρησι μέ τον αδερφό του. θεωρούσε τον εαυτό του Ικανό όσο καί οποιοσδήποτε άλ­ λος. Έτσι, τήν επόμενη φορά πού αυτή ήρθε γιά βενζίνη, ό Πώλ τής έζήτησε ένα ραντεβού. Οί μακρυές μαύρες βλεφαρίδες της ίσκιωσαν τα μάτια της, καθώς τον κύτταξε σοβαρά. — θά τό ήθελα πολύ, Πώλ, είπε. Μέσα σ’ έξη μέρες είχε τρία ραν­ τεβού μαζί της καί τήν επόμενη εβδο­ μάδα είχαν κιόλας παντρευτή. Χωρίς θόρυβο, παντρεύτηκαν στή δημαρχία μέ μόνους μάρτυρες τον άδερφό τουυ<αί τή γυναίκα του. Έπει­ τα, ό Πώλπα’ ή Ντέϊλ έφυγαν γιά τή σελήνη του μέλιτος. Έφυγαν μέ τό αύτοκίνητο τής Ντέϊλ, γιατί ήταν πιο όμορφο καί πιο ακριβό από τό κουπέ του Πώλ. Πήγαν στο Μαϊάμι καί έμειναν σ’ ένα ξενοδοχείο, πού κόστιζε εξήν­ τα δολλάρια τήν ήμέρα. Γλεντούσαν, επισκέπτονταν τό Ιπποδρόμιο, τις νυ­ χτερινές λέσχες καί τά καζίνα. Μιά νύχτα, ό Πώλ είπε : — Εντάξει γλυκειά μου. Κάναμε τή σπατάλη του μέλιτος. Άπό δω κι’ εμπρός, είμαστε ένα κανονικό ζευ­ γάρι, πού δέν κάνει σπατάλη. — Σπατάλη ; γέλασε αυτή δείχνον­ τας τά τέλεια άσπρα δόντια της. Δέν είσαι τσιγγούνης, αγάπη μου I —’Όχι, μά δέν είμαι πλούσιος. — Μά έχεις ένα μεγάλο πρατήριο! — Δέν είναι τόσο μεγάλο καί μου ανήκει μόνο τό μισό. Εξάλλου, ό

ΖΗΤΕΙΤΑΙ Ρόϋ κΓ εγώ δανειστήκαμε γιά νά τό αγοράσουμε. Αυτή τον χάϊδεψε στο μάγουλο. —'Όπως θέλεις, αγάπη μου. οϋ έμεινε ακόμα μιά βδομάδα, πριν γυρίση στή δουλειά του. Με­ τακόμισαν σ’ ένα μικρότερο καί πιό ήσυχο ξενοδοχείο, πολύ φτηνότερο άπό τό πρώτο. Περνούσαν τώρα τις ήμέρες τους στήν ακρογιαλιά καί τά βράδυα τους σέ κέντρα ήσυχα καί φτηνά. Στόν Πώλ άρεσε αύτό περισσότε­ ρο. Έσαν πιό κοντά ό ένας στόν άλλον, μακρυά άπό τόν στρόβιλο τής κοσμικής ζωής. Τήν άγαπούσε τόσο πολύ, ώστε συχνά πονουσε σάν νά τόν χτυπούσαν μέ μαχαίρι. Έμειναν στό ξενοδοχείο αύτό τρεις μέρες. Τήν τέταρτη μέρα ή Ντέϊλ έφυγε. , Έφυγε άφήνοντας μερικές προχειρογραμμένες λέξεις έπάνω στό τρα­ πεζάκι τής τουαλέττας : «Φοβούμαι ότι κάναμε κι’ οί δυο λάθος. Μέ συγχωρεΐς». Είχε ετοιμάσει τις άποσκευές της, τήν ώρα που αυτός διάβαζε τήν έφημερίδα του * στόν προθάλαμο τού ξενοδοχείου, καί είχε φύγει μέ τό αύτοκίνητο της. Πήρε νέα της άργότερα μόνο μιά φορά, άπό τό Ρένο, όπου αύτή είχε πάει γιά νά πάρη τό διαζύγιό της. Έτσι ή Ντέϊλ έπαψε πιά νά είναι σύζυγός του. Ό Πώλ προσπάθησε νά τήν βγάλη άπό τό μυαλό του, μά δέν μπόρεσε. Εϊχε περάσει ένας χρόνος, όταν ό Πώλ τήν είδε πάλι. Πήρε ένα τηλεφώνημα. Τό αύτο­ κίνητο ενός πελάτη τους είχε χαλά­ σει, δυο μιλιά έξω άπό τήν πόλι. Ό Πώλ πήρε τό ρυμουλκό αυτο­ κίνητο, πήγε εκεί καί βρήκε τό πολυ­ τελές σεντάν τού Χούγκο Νάστ καί τόν ίδιο τόν Νάστ, λιγνό καί κομψό, νά στέκεται δίπλα του. — Ή μηχανή γυρίζει μά δέν γίνε­ ται τίποτα, έξήγησε ό Νάστ. Ό Πώλ άνοιξε τήν μπροστινή πόρ­ τα. Πάγωσε. Ή Ντέϊλ ήταν καθισμέ­ νη μέσα στό αύτοκίνητο. ' —Γειά σου, Πώλ, ε πε τό κορίτσι. Αυτός κούνησε τό κεφάλι του,

Τ


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ γλύστρησε πίσω από τό βολάν και πάτησε τό πεντάλ. Αυτή ήταν καθι­ σμένη μισή σπιθαμή δίπλα του καί τό άρωμά της τόν ζάλιζε σαν ναρκω­ τικό. φορούσε ένα φόρεμα με χτυπητά χρώματα, πού κολλούσε επάνω στο κορμί της καί ενα εύθυμο μαντήλι επάνω στά μαύρα της μαλλιά. Ένώ τό αυτί του ήταν στημένο, στόν ήχο τής μηχανής, ή παρουσία της ήταν μιά φωτιά μέσα στό στή­ θος του. γήκε άπό τ’ αυτοκίνητο καί σήκω­ σε τήν κουκούλα. Ό σωλήνας απ’ όπου περνούσε ή βενζίνη ήταν φραγ­ μένος. Καθώς τόν καθάριζε, ακούσε τόν Νάστ νά λέ η : —"Ωστε γνωρίζεις τόν Πώλ ; — Ήμαστε παντρεμένοι άλλοτε, απάντησε αυτή άδιάφορη. Ό Νάστ γύρισε πρός τόν Πώλ καί χαμογέλασε. Υπήρχε κάποια περιφρόνησις στό χαμόγελό του, σάν νά έβρισκε γελοίο τό γεγονός ότι ή Ντέϊλ Κάβαναχ είχε παντρευτή μ’ έ­ ναν μηχανικό. Μά ποιός ήταν ό Χοΰγκο Νάστ ; "Ενας παλιάνθρωπος. "Ενας μεγάλο —κακοποιός πού, έλεγαν, είχε δική του ολόκληρη σχεδόν τήν πόλι. Αυτό ήταν εκείνο πού πείραξε πε­ ρισσότερο : ότι ή Ντέϊλ ήταν μαζί μ’ έναν άνθρωπο σάν αύτόν. Ό Πώλ κατέβασε τήν κουκούλα μέ βρόντο. —Δοκιμάστε τώρα κύριε Νάστ. Ή μηχανή λειτούργησε κι’ό Χοΰγ­ κο Νάστ έφυγε μαζί μέ τήν Ντέϊλ. Ό Πώλ ανέβηκε στό ρυμουλκό αυτοκίνητο καί ξεκίνησε όλαταχώς, σάν νά ήθελε νά καταστρέψη τό αυ­ τοκίνητο καί τόν εαυτό του μαζί του... Ό Πώλ σκέφτηκε θαμπά, καθώς ήταν . ξαπλωμένος μέσα στήν αγωνία τού πνιγηρού, σκοτεινού δωματίου : «Τήν μισούσα 1 "Ισως τήν μισώ ακόμα κι’ όμως αφήνω νά μέ κομ­ ματιάσουν ζωντανό γι’ αυτήν...». Ξαφνικά κάθε νεύρο τού κορμιού του άρχισε νά τρέμη. "Ενας μεταλλι­ κός κρότος ακούστηκε. Σήκωναν τήν άμπάρα τής πόρτας. Σηκώνοντας τό σαγότι του άπό χάμω, εΐδε “τή λεπτή γραμμή φω­

Β

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

τός νά κάνη τήν έμφάνισί της. Ή γραμμή φάρδυνε καί ή Μάρθα κι’ ό Χάνκ μπήκαν μέσα. Ό Χάνκ κρατού­ σε τήν άτσάλινη βέργα. —Σταθήτε !, είπε βραχνά ό Πώλ. θά σάς πω πού είναι I Ό Χάνκ χαμήλωσε απρόθυμα τή βέργα του. 'Η Μάρθα εΐπε : —Τώρα άρχίζεις νά γίνεσαι λο­ γικός. —Τί μέρα είναι σήμερα ; Σάββατο, άπάντησε ή Μάρθα γοργά. "Ελεγε ψέματα, βέβαια. Τό Σάββα­ το θά εΐχαν τελειώσει όλα. "Αν εί­ χε περάσει ή Παρασκευή, θά τόν εί­ χαν σκοτώσει. — "Ελα, λέγε I, είπε ό Χάνκ χτυ­ πώντας ανυπόμονα τή βέρβα επάνω στό πόδι του. Ό Πώλ άνακάθησε επάνω στό χώμα. —Ό αδερφός μου Ρόϋ έχει ένα καλοκαιρινό σπίτι στή Λίμνη Κάλ. Ή Ννέϊλ Κάβαναχ είναι εκεί. —Πού κοντά στή Λίμνη Κάλ ; ρώ­ τησε ή Μάρθα. — Καμμιά εκατοστή μέτρα κοντά σ’ έναν δρομάκο πού λέγεται Μπέρτς Λέϊν. Υπάρχει έκεϊ ένα ταχυδρομικό κουτί μέ τό όνομα Μπάρον επάνω του. Τό σπίτι είναι λίγο έξω άπό τόν δρόμο, πρός τή λίμνη. Σκούρα παρά­ θυρα καί άσπροι τοίχοι.. Τότε έφυγαν. Τό σκοτάδι ξανάκλεισε γύρω του. Είχε καθυστερήσει τό μαστίγωμα, μά τί ήσαν τρεις άσήμαντες ώρες μέσα στόν αιώνα τού μαρτυρίου του ; ,

I

ΔΟΝ

ΚΙΧΩΤΗΣ

Μερικούς μήνες έπειτα άπό τή συνάντησί τους μέσα στό αυτοκίνητο


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΖΗΤΕΙΤΑΙ

του Χουγκο Νάστ, τό δνομα τής φωτογραφίες τής Ντέϊλ σέ διάφορες στάσεις. Είχε πολλή φωτογένεια. Ντέϊλ έγινε πασίγνωστο απ’ άκρη σ’ άκρη τής πόλεως. Είχε άναμιχθή σε Ό Πώλ Μπάρον άρνήθηκε νά διαβάση τις εφημερίδες ή ν’ άκούση τις μια δολοφονία. Ό Τζώρτζ Κρέϊγκ ένας δυναμι- - περιγραφές πού έξέπεμπε τό ραδιό­ κός είσαγγελεύς που είχε άναλάβει φωνο. 'Όταν οί εργάτες στά πρατή­ τη διεύθυνσι τής Γενικής Είσαγγελείρια κουβέντιαζαν γιά τήν ύπόθεσι ας μερικούς μήνες πριν, είχε αρχί­ αύτή, απομακρυνόταν. σει μιαν εκστρατεία εναντίον του Χουγκο Νάστ. αδελφός τού Ρόϋ καί ή γυναίκα *Η δύναμις όμως τορ Νάστ στην του καί οί λίγοι φίλοι 'του, πού πόλι ήταν μεγάλη και σί πράκτορες ήξεραν ότι ή Ντέϊλ ήταν άλλοτε γυ­ του είχαν είσδύσει ακόμα καί στή ναίκα του, τόν λυπήθηκαν. δημοτική αστυνομία, που διοριζόταν Δέν τού είπαν τίποτα, μά τό έ­ κάθε φορά άπό τόν καινούργιο δή­ δειχναν μέ τήν έκφρασι τού προσώ­ μαρχο. που τους. ΚΓ αυτό ήταν τόσο σκλη­ Ό Κρέϊγκ έτσι αναγκάστηκε νά ρό γιά τόν Πώλ όσο καί τό γεγονός ένεργήση κεκαλυμμένα, στρέφοντας ότι ή Ντέϊλ είχε άνακατευτή στή βρώ­ τις ένέργειές του^ προς τόν ύπόκοσμο μικη, εγκληματική ζωή ενός παλιαν­ καί προσπαθώντας νά βρή έναν κα­ θρώπου σάν τόν Νάστ... ταδότη άνάμεσα στους φίλους του Μέσα στό οδυνηρό σκοτάδι τής Νάστ. αγωνίας του σκέφτηκε: Οί εφημερίδες, που ήσαν φιλικές «’Έκανες τρελλά πράγματα, Ντέϊλ, πρός τόν Νάστ, γελιοποιουσαν όσο μά ένας άντρας μπορεί νά συγχωρήμπορούσαν τις προσπάθειες αυτές ση πολλά. Νά ύποφέρη καί νά συγτου είσαγγελέως. Μιά μάλιστα απ’ χωρήση επειδή σέ άγαπά. Μπορούμε αυτές δημοσίευσε ένα σαρκαστικό νά ξαναφτιάξουμε μαζί τή ζωή μας... άρθρο, μέ τόν τίτλο «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑ­ αν ζήσω». ΤΑΔΟΤΗΣ 1» Τόν είχε πάρει ό ύπνος επάνω Στό τέλος όμως οί άνθρωποι του στό σκληρό χώμα. Ξύπνησε όταν ένα Κρέϊγκ κατώρθωσαν νά συγκεντρώ­ φώς χτύπησε ξαφνικά τά μάτια του. σουν στοιχεία εναντίον του Ρόναλντ Άνακάθησέ, ενώ κρύος ιδρώτας σκέ­ Κάντλερ, αρχηγού του συνδικάτου παζε τό 'βασανισμένο του κορμί. τών αυτομάτων μηχανών ζυγίσεως Μιά φωνή είπε : καί τσιγάρων —πού ήταν ένα μέρος —^Ηταν άσχημο τό κόλπο πού τής τυχοδιωκτικής κρα εκμεταλλευτι­ σκάρωσες τού Χάνκ. κής αυτοκρατορίας του Χουγκο Νάστ. Ό Πώλ γύρισε τό κεφάλι του καί Ό Κάντλερ ήταν πρόθυμος νά είδε ένα ζευγάρι καλογυαλισμένα παζαρέψη τό κεφάλι τού Νάστ γιά μαύρα παπούτσια καί τήν κοφτερή νά σώση τό δικό του. τσάκισι ενός άψογου γκρίζου παντε­ Τό μόνο όμως πού ό Ρόναλντ λονιού. Κάντερ κέρδισε άπό την Ιστορία αυ­ —Τό σπίτι τού άδερφοΰ σου στή τή ήταν τρεις σφαίρες των .38, πού καρ­ Λίμνη Κάλ, συνέχισε ό Χοΰγκο Νάστ^ φώθηκαν στό κορμί του στις 2 τό πρωί, ήταν άπρ τά πρώτα μέρη, όπου έψα­ μπροστά στό σπίτι τού Χουγκο Νάστ. ξα νά τήν βρώ. ’Έχω μάθει γιά σένα Ό Κρέϊγκ ήταν σίγουρος τότε πιά περισσότερα πράγματα άπ’ όσα ξέ­ πώς κρατούσε τόν Νάστ, ώσπου ή ρεις κΓ εσύ ό ίδιος. Ντέΐλ Κάβαναχ μπήκε στό χορό. Τή ’Ήξερε πολλά, μά δέν ήξερε πού* στιγμή τής δολοφονίας, κατέθεσε ή βρισκόταν ή Ντέϊλ Κάβαναχ. Ή σκέΝτέϊλ, ό Χοΰγκο Νάστ βρισκόταν μαζί της στό διαμέρισμά της, τρία ' ψις αύτή έδωσε στόν Πώλ μιάν άγρια ίκανοποίησι. μιλιά μακρυά. Είχε πάει εκεί τά με­ 'Ένας άλλος άντρας, ύψηλόσωμος σάνυχτα καί εΐχε φύγει στις τρεις. καί λιγνός, πού λεγόταν Στρέτς, στε­ Ό Κρέϊγκ δέν μπόρεσε νά άγγίξη κόταν στήν πόρτα. τόν Νάστ μ’ ένα τέτοιο άλλοθι. Ό Πώλ είπε στό Νάστ : Οί εφημερίδες είχαν γεμίσει άπό

Ο


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ — Χάνεις . τόν καιρό σου μαζί μου. Ό Χούγκο Νάστ γέλασε. Τό γέ­ λιο του ήταν σιγανό και γεμάτο εύχαρίστησι. ΤΗταν λεπτός καί φορούσε ενα κομψό κοστούμι μέ παραφουσκω­ μένους ώμους. —ΡΑου αρέσεις, Πώλ, είπε. Γι’αυ­ τό είχα γίνει πελάτης σου. θά ήθε­ λα πολύ να σέ δώ να βγαίνης άπό εδώ μέσα ακέραιος καί μέ πέντε χι­ λιάδες δολλάρια στήν τσέπη. Ό Πώλ έμεινε σιωπηλός. —Είσαι ένα κορόϊδο, παιδί, του είπε ό Νάστ μέ φωνή δπου είχε αρ­ χίσει νά τρέμη ό θυμός. Ή Ντέϊλ δέν δίνει ποτέ. "Ολο παίρνει. Κύτταξε πώς μέ πούλησε εμένα I — Δέ θά σέ άφήσω νά τήν σκοτώαης, είπε ό Πώλ. Ό Νάστ άναστέναξε καί γύρισε τό κεφάλι του προς τήν πόρτα. —Ό Χάνκ γύρισε ; — Ή Μάρθα λέει πώς θά γυρίση άπό στιγμή σέ στιγμή, άπάντησε ό Στρέτς. ώνοντας τα χέρια του στις τσέπες του, ό Νάστ στάθηκε συνωφρυωμένος επάνω άπό τόν Πώλ. — Παιδί, είπε, ώς τώρα ό Χάνκ σου φέρθηκε κάπως μαλακά. Τα πράγματα θά χειροτερέψουν όταν γυρίση πίσω. Ό Πώλ ένοιωσε λυγμούς νά φου­ σκώνουν τόν λαιμό του καί δάκρυα νά θαμπώνουν τά μάτια του. Μά τό υπόλειμμα περηφάνειας, πού έμενε άκόμα μέσα του, δέν τόν άφηνε να κλάψη μπροστά τους. Πλάγιασε πάλι χάμω, μέ τήν πλά­ τη γυρισμένη προς τό μέρος τους κι* έχωσε τά δόντια του στό μπράτσο του. — Εντάξει, Πώλ, άφου τό θέλεις έτσι, εΐπε ό Νάστ βαριεστημένα. Βήματα, τρίξιμο τής άμπάρας καί τό σκοτάδι τόν τύλιξε πάλι μαζί μέ τή σιωπή. Σκέφτηκε : «θά άνθέξω γιά σένα, Ντέϊλ. "ό­ ταν χρειάστηκες έναν άντρα, τόν ό­ ποιο θά μπορούσες νά έμπιστευθής, ήρθες σέ μένα, διάλεξες εμένα ανά­ μεσα σ’ όλους τούς άντρες πού εί­ χες γνωρίσει. Κι* αύτό είναι τό παν γιά μένα τώρα.»

Χ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

Οί αναμνήσεις πλημμύρισαν οδυ­ νηρά τό μυαλό του. ..ΔΗταν μία μετά τά μεσάνυχτα, όταν ή Ντέϊλ πήγε στό μικρό επιπλω­ μένο διαμέρισμα, όπου ό Πώλ έμενε. Τό κουδούνι τής πόρτας τόν ξύπνησε καί, όταν τήν άνοιξε, ή Ντέϊλ ρίχτη­ κε στήν αγκαλιά μου. — "Ω, αγάπη μου , είπε ή Ντέϊλ. ■^Ηταν ή δεύτερη φορά πού τήν έβλεπε, άπό τήν ήμέρα πού τόν είχε έγκαταλείψει, καί ή όμορφιά της ή­ ταν άκόμα έκθαμβωτική καί τό όπέροχο κορμί της έπαλλε μέσα στά μπράτσα του. Τό στόμα της ήταν απαλό κάτω άπό τό δικό του. νΗταν σάμπως ή Ντέϊλ νά γύριζε άπό ένα ταξίδι. —Πώλ, θέλει νά μέ σκοτώση ! — Ποιος ; — Ό Χουγκο Νάστ. Επειδή τόν εΐδα νά σκοτώση τόν Ρόναλντ Τσάντλερ. Αυτός έσπρωξε πίσω τό κεφάλι της καί κύτταξε τά γεμάτα τρόμο σκοτεινά βάθη τών ματιών της. Είπε ήρεμα : —Είπες στήν άστυνομία πώς ή­ σουν μαζί του τήν ώρα τού εγκλή­ ματος.

—Εΐπα ψέματα I "Ημουν στό σπί­ τι τού Χουγκο Νάστ. Ό Ρόναλντ Τσάντλερ ήρθε έκεϊ μετά τά μεσά­ νυχτα κι* ό Χουγκο τόν ώδήγησε σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Ή έκπληξίς μου ήταν μεγάλη. "Ηξερα πώς ό Τσάντλερ έκανε διαπραγματεύσεις μέ τόν ει­ σαγγελία Κρέϊγκ γιά νά του πουλήση τόν Χουγκο. "Ισως τόν είχε καλέσει ό Χουγκο γιά νά προσπαθήση νά τόν μεταπείση, κι* ό Τσάντλερ ήρθε γιατί ήταν σίγουρος πώς ό Χούγκο δέν θά τολμούσε νά κάνη τίποτα μέσα στό ϊδιο του τό σπίτι. Τούς άκουσα νά


ΊΟ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» φιλονεικουν ζωηρά κι* έπειτα ό Τσάνχλερ έφυγε άπό τό σπίτι. Φαίνεται πώς είχε χτυπήσει τόν Χουγκο. Μισό λεπτό αργότερα, είδα τόν Χουγκο καί είχε λίγο αίμα στήν άκρη τών χειλιών του. ΤΗταν κατάχλωμος άπό θυμό. ’Έτρεξε πίσω από τόν Τσάντλερ καί τόν σκότωσε επάνω στό πε­ ζοδρόμιο. Είχε βγή άπό την αγκαλιά του Πώλ καί πηγαινοερχόταν νευρικά μέ­ σα στό δωμάτιο καθώς μιλούσε. Ό Πώλ σκέφτηκε μέ θυμό: «Βρώμικη δουλειά I Καί, επειδή βρέθηκε σέ άδιέξοδο, ήρθε σέ μένα.» —Ό Χουγκο Νάστ άπείλησε νά μέ σκοτώση αν δεν έλεγα στήν άστυνομία πώς βρισκόταν στό διαμέρισμά μου τήν ώρα του εγκλήματος, συνέ­ χισε ή Ντέϊλ. Είναι ένας δολοφόνος, Πώλ, καί δέν... δέν θέλω νά πεθάνω...

ΙΙΓκλαιγε μέ σιγανούς λυγμούς καί ξαφνικό ό Πώλ ένοιωσε τήν καρ­ διά του νά σφίγγεται. "Ενοιωσε μιαν άπέραντη συμπό­ νια καί τρυφερότητα γι’ αυτήν. Τήν πήρε στήν αγκαλιά του πάλι. — Μά αυτό έγινε εδώ καί άρκετούς μήνες, τής είπε. — Μέ βάρυνε στή συνείδησί μου αυτό. Χτές τό άπόγεμα πήγα νά δω τόν Κρέϊγκ γιά νά του τά πω 'δλα. Δέν ήταν στό γραφείο του. Είχε πά­ ει σέ κάποιο συνέδριο στό Κλέβελαντ και δέν θά γύριζε πριν άπό τήν Πα­ ρασκευή. Δεν ξέρω πώς... άλλά μιά ώρα άργότερα ό Χουγκο Νάστ, ήξε­ ρε πώς είχα πάει εκεί νκαί μάντεψε γιατί. Απόψε, ήρθε στό διαμέρισμά μου καί μου είπε πώς θά μέ σκότω­ νε άν δοκίμαζα νά τό ξανακάνω. Μέ... μέ χτύπησε ! Ή φωνή της έσπασε. "Αγγιξε τό

ΖΗΤΕΙΤΑΙ μάγουλό της σάν νά ένοιωθε άκόμα εκεί τό χτύπημα^ του χεριού του Νάστ. — Τό μόνο πού έχεις νά κάνης εί­ ναι νά μείνης ήσυχη ώς τήν Παρα­ σκευή καί τότε νά πας στόν Κρέϊγκ, τής εΗιε ό Πώλ. θά σέ προστα­ τεύσω. Κι* δταν τό άλλοθι του μεταβληθή σέ αύτόπτη μάρτυρα δολο­ φονίας, ό Νάστ θά συλληφθή άμέσως καί δέν θά μπορέση νά σου κά­ νη κακό. —Δέν καταλαβαίνεις, είπε αυτή. "Οταν μέ χτύπησε, έχασα τήν ψυ­ χραιμία μου. Τηλεφώνησα στήν άστυνομία καί είπα σ’ έναν ντέτεκτιβ δτι μπορούσα νά άποδείξω πώς ό Χου­ γκο Νάστ είχε δολοφονήσει τόν Τσάντλερ. Μου είπε πώς θάρχόταν άμέσως. Πέρασαν τέσσερις ώρες, μά δέν φάνηκε. Ό Πώλ σφύριξε σιγανά. — Πολύ κακό αύτό 1 Ό Νάστ έχει άνθρώπους του μέσα στή δημοτική άστυνομία. — Γι’ αύτό είμαι τόσο άπελπισμένη. Υπάρχουν, βέβαια, τίμιοι άστυνομικοί, μά πώς θά μπορέσω νά τούς ξεχωρήσω ; Καί ό Χουγκο Νάστ έ­ χει άνθρώπους του άκόμα καί μέσα στό γραφείο τοϋ Είσαγγελέως. Δέν μπορώ νά είμαι σίγουρη γιά κανέναν τους εκτός άπό τόν Κρέϊγκ. Δέν μπορώ νά καταφυγω σέ κανέναν εκ­ τός άπό σένα. "Εχωσε τό πρόσωπό της στό στή­ θος του. — Πώλ, δέν θέλω νά πεθάνωΐ Πρέ­ πει να μέ κρύψης ώσπου νά γυρίση ό Κρέϊγκ τήν Παρασκευή I — Μπορείς νά μείνης εδώ, —"Οχι. Δέν ξέρεις πόσο σχολαστι­ κός εΐναι ό Χουγκο στή δουλειά του. Πρέπει νά μέ σκοτώση γιά νά σώση τόν εαυτό του. θά άναστατώση ολό­ κληρη τήν πόλι γιά νά μέ βρή. Ξέρει πώς ήμαστε κάποτε παντρεμένοι καί θαρθή εδώ. Ό Πώλ κροτάλησε τά δάχτυλά του. — Τό σπίτι του Φλόϋντ Ντόνελλυ! Αυτός κι* ή γυναίκα του έφυγαν εδώ κι* έναν μήνα γιά ένα μακρυνό ταξί­ δι στήν Καλιψόρνια. Τό σπίτι πρό­ κειται νά έπισκευαστή 'καί άφησε σέ μένα τό κλειδί. Τό εχω άκόμα. Κα­


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

νένας δέν μπορεί να συσχετίση τό σπίτι του Ντόνελλυ με σένα ή μέ μένα.

άνθρώπους του δέν γνώριζε προσω­ πικά τόν Πώλ. Ό Πώλ έβαλε ένα τσιγάρο στα

Ντέϊλ άφησε έναν μικρό στεναγ­ μό, σάμπως ένα μεγάλο μέρος του τρόμου της να είχε φύγει από μέσα της. — "Αγάπη μου, είπε, ποτέ δέ θέλω να φύγω πιά άπό κοντά σου. ’Έ...έ­ κανα ένα τρομερό σφάλμα στο Μαϊάμι. Τώρα ξέρω πώς είσαι ό μόνος άντρας πού σήμαινε κάτι για μένα. Δέν ήταν εντελώς βέβαιος ότι την πίστευε, μά ήταν καλό νά τήν κράτη στήν αγκαλιά του. Απρόθυμα τήν άφησε καί πήγε στο δωμάτιό του για νά ντυθή. "Έδενε τη γραβάτα του, όταν τήν άκουσε νά άφήνη μιά μικρό κραυγή φρίκης στό άλλο δωμάτιο. ’ΊΕτρεξε έκεϊ. Ή Ντέϊλ στεκόταν σ’ ένα άπό τά δυο παράθυρα καί τό κορμί της έ­ τρεμε. — ’,ίικεΐ κάτω, στόν δρόμο I, ψιθύ­ ρισε. Ό Χάνκ. Ό σωματοφύλακας του Χοϋγκο I Τρία πατώματα κάτω, ό δρόμος ήταν πολύ ήρεμος. Μιά κοντή καί πλατειά σιλουέττα δέν έσμιγε εντε­ λώς μέ τόν τρΐχο άπό τούβλα, άπό τήν άλλη μεριά του δρόμου. — Μέ άκολούθησε εδώ, είπε ή Ντέϊλ. Δέν μπορούμε νά βγούμε. Καί σέ λίγο ό Χοϋγκο θάρθή καί τότε... Τό μπράτσο του σφίχτηκε επάνω στόν ώμο της. — Ηρέμησε, Ντέϊλ. Υπάρχει μιά άλλη έξοδος άπό αύτό τό κτίριο, πού βγάζει σ’ έναν πίσω δρόμο. 'Η Ντέϊλ σφιγγόταν τρέμοντας στό μπράτσο του, καθώς κατέβαιναν τη σκάλα κινδύνου ώς τό υπόγειο. Στήν πόρτα ό Πώλ σταμάτησε. — Περίμενε εδώ, είπε. Βγήκε έξω, -στον στενό δρομάκο, πού περνοϋσε άπό τό πίσω μέρος του κτιρίου. Δέν είδε κανόναν ώσπου έ­ φτασε στήν έξοδο τοϋ δρομάκου. Έκεΐ στεκόταν ένας πολύ ψηλός καί λιγνός άντρας, στραμμένος πρός> τήν πίσω έξοδο τοϋ κτιρίου. Θά ήταν 'ώπλισμένος σίγουρα, μά, έκτος άπό τόν Χοϋγκο Νάστ, κανένας άπό τούς

Ό Στρέτς κι’ ό Χανκ τόν άνάγκασαν νά μπή σ’ ένα αύτοκίνητο.

Η


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» χείλη του καί προχώρησε πρός τον άνθρωπο. — "Έχεις φωτιά., φίλε ; Μέσα στο άμυδρό φώς, ό ύψηλόσωμος άντρας τον κύτταξε εξεταστι­ κά. Τό ένα χέρι του χώθηκε στην τσέ­ πη του...καί ό Πώλ τόν ^χτύπησε στο λαιμό, επάνω από τόν ώμο. Καθώς ό άνθρωπος κατέρρεε, ό Πώλ πήδησε πίσω του, τύλιξε τόν λαιμό του με τό μπράτσο του καί τόν έσφιξε ώσπου δεν υπήρχε πια καμμιά άντίστασις. Τράβηξε τόν άναίσθητο άνθρωπο μερικά μέτρα μέσα στό δρομάκο κΤ έπειτα γύρισε πίσω στην Ντέϊλ.

ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ Προχώρησαν μέσα στους έρημους δρόμους, φροντίζοντας νά μένουν μέ­ σα στούς πιό πυκνούς ίσκιους τών κτιρίων. Πήγαν στό πρατήριο βενζίνης. Ό Πώλ ξεκλείδωσε τό γραφείο, πήρε τό κλειδί του σπιτιού του Ντόνελλυ κι’ έπειτα αυτός κι* ή Ντέϊλ ξεκίνη­ σαν πάλι σιωπηλοί, βιαστικοί καί με τήν άνάσα κομμένη. Τό σπίτι τού Ντόνελλυ βρισκόταν μόνο τρία τετράγωνα πιό πέρα... ένα ειρηνικό κτίριο σ’ έναν ήσυχο δρόμο. Ό Πώλ ξεκλείδωσε τήν πόρτα, μά δεν άναψε τό φώς. Ένοιωσε τήν Ντέϊλ νά σφίγγεται επάνω του. —Αγάπη μου, του είπε μή με άφήσης ποτέ πιά. Αύτός έμεινε σιωπηλός. Δεν ήθελε νά τής πή δτι αυτή ήταν πού τόν έχει άφήσει.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ — Τί θά κάνουμε γιά τρόφιμα ρώτησε τό κορίτσι. — Ό ένας άπό μάς μπορεί νά πε­ ταχτή ως τό μπακάλικο, στή γωνιά του δρόμου. Ό κίνδυνος δέν θά εί­ ναι μεγάλος. Ό Νάστ δέν έχει λό­ γους νά ψάχνη νά μάς βρή σ’ αύτήν ειδικά τή γειτονιά. — Λειτουργεί τό τηλέφωνο ; Τό ήλεκτρικό θά λειτουργούσε ί­ σως, σκέφτηκε ό Πώλ, γιατί οί εργά­ τες πού θά έκαναν τήν επισκευή θά χρειάζονταν φώς. Μά ό Ννόνελλυ δέν εΐχε λόγους ν’ άφήση τό τηλέ­ φωνο συνδεδεμένο. Αναψε ένα σπίρ­ το καί βρήκε τό τηλέφωνο στήν κου­ ζίνα. ΤΗταν νεκρό. — Αυτό είναι άσχημο, είπε ή Ντέϊλ. θά μπορούσαμε νά τηλεφωνήσου­ με στό γραφείο τού είσαγγελέως' χρησιμοποιώντας ένα ψεύτικο άνομα, καί νά ρωτήσουμε πού μπορούμε νά τηλεφωνήσουμε στό Κλέβελαντ. — Μπορώ νά βγώ έξω καί νά βρώ ένα τηλέφωνο. — Κι* άν ένας άπ’ αυτούς σέ δή ; θά χρειαστή νά κάνης πολλά τηλεφωνήμανα καί ϊσως πρέπει νά δώσης έναν άριθμό γιά νά σου τηλεφωνήση ό Κρέϊγκ κι’ αύτά άλα θά άπαιτήσουν πολλήν ώρα. Ό Χοΰγκο Νάστ έχει πολλούς άντρες, θά έχουν σκορ­ πιστή τώρα σ’ ολόκληρη τήν πόλι μέ την περιγραφή σου καί, άν κανένας σέ άκολουθήση ώς εδώ... Καί ή Ντέϊλ ρίγησε μέσα στά μπράτσα τού Πώλ. —Τότε πρέπει νά περιμένουμε έδώ ώς τήν Παρασκευή. —Κι’ άν όμως ό Κρέϊγκ δέν έρθη τήν Παρασκευή; Πρέπει νάρθής σ’ επαφή μαζί του, άγάπη μου. Καί, ό­ ταν βγής άπό εδώ, δέν πρέπει νά ξαναγυρίσής, γιατί θά σέ παρακο­ λουθούν. ίχε δίκιο, σκέφτηκε ό Πώλ. Έπρε­ πε αύτός νά δουλέψη άπό έξω, προσπαθώντας νάρθή σ’ επαφή μέ τόν Κρέϊγκ. Ή Ντέϊλ σφίχτηκε επάνω του σάν ένα χαμένο, τρομαγμένο παιδάκι κι* ό Πώλ κατάλαβε πώς, άν ό Κρέϊγκ δέν έπέστρεφε έγκαίρως στήν πόλι, τό κορίτσι θά τρελλαινόταν άπό τόν τρόμο.

Ε


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ "Εφυγε από τό σπίτι πριν ξημερώση. 'Όταν βρέθηκε στόν δρόμο ένοιω­ σε τον εαυτό του απροστάτευτο, σαν εναν γυμνό άνθρωπο μέσα στη ζούγ­ κλα. Καταπολέμησε τόν τρόμο, πού έ­ παλλε μέσα του. Στό κάτω —κάτω ό Νάστ δέν κυνηγούσε αύτόν. Κυνη­ γούσε μόνο την Ντέϊλ. Πάντως, ήταν προτιμώτερο νά πάη νά πάρη τό πι­ στόλι πού είχε στό συρτάρι τού γρα­ φείου του, στό πρατήριο. Μά ό Πώλ έπεσε έξω στήν έκτίμησί του γιά τόν Χοΰγκο Νάστ. "Ο­ ταν έφτασε στό πρατήριο, στό χλω­ μό φώς τής αύγής είδε τόν Στρέϊς καί τόν Χάνκ. Είχαν πιστόλια στά χέρια τους καί άνάγκασαν τόν Πώλ νά μπή σ’ ένα αύτοκίνητο. Πήγαν στό σπίτι τού Πώλ. Ό Χοΰγκο Νάστ βγήκε άπό τήν έξώπορτα τού κτιρίου. Μπήκε στό αύτοκίνη­ το κι* έμειναν εκεί γιά λίγο, ό Πώλ στό πίσω κάθισμα μέ τόν Νάστ κι* ό Στρέτς μέ τόν Χάκ μπροστά. —Πού είναι ή Ντέϊλ Κάβαναχ ; Ό Πώλ άνασήκωσε τούς ώμους του^ —ΤΗρθε νά μέ δή γιά λίγο άπόψε. Νομίζω πώς θά γύρισε σπίτι της. — Καί πού ήσουν εσύ τις τελευ­ ταίες λίγες ώρες ; —Δέν μπορούσα νά κοιμηθώ καί βγήκα νά κάνω μιά βόλτα. Ό Νάστ έβγαλε μερικά χαρτονο­ μίσματα άπό τήν τσέπη του. — Υπάρχουν δυό χιλιάδες εδώ. Γιά σένα. Πού είναι ή Ντέϊλ; Τά πράγματα έπαιρναν τόν δρόμο πού ό Πώλ περίμενε. — Φοβούμαι δτι δέν θά μπορέσω νά τά κερδίσω, εΐπε. — θά τά κάνω πέντε χιλιάδες. — Δέν ξέρω πού εΐναι. Ό Νάστ άναστέναξε. — Πάμε, εΐπε. Λ νάγκασαν τόν Πώλ νά ξαπλωθή μπρούμυτα, επάνω στό πάτωμα τού αύτοκινήτου, στό διάστημα τής διαδρομής. λ Αύτό ήταν καλό σημάδι. ’Άν ° Νάστ είχε σκοπό νά τόν σκοτώση,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

δέν θά τόν ένοιαζε άν ό Πώλ μάθαι­ νε πού τόν πήγαιναν. Τό ταξίδι κράτησε περίπου δυό ώρες καί σταμάτησαν σ* ένα μοναχι­ κό άγροτικό σπίτι. Εκεί είδε γιά πρώτη φορά τήν τεράστια γυναίκα, πού λεγόταν Μάρθα. Μέσα στό σπίτι ό Χούγκρ Νάστ έβγαλε τό παλτό του καί είπε : — Δόστε μου ένα πιστόλι. Ό Στράτς έβγαλε ένα μεγάλο πε­ ρίστροφο καί τού τό έδωσε. Ό Νάστ κατέβασε τήν άσφάλεια. Τό πρόσω­ πό του έγινε σάν άπό γρανίτη. — Μπορούμε νά σέ θάψουμε έξω, Πώλ, εΐπε, καί κανένας δέ θά μάθη τί άπόγινες. "Εχεις όμως μιάν, εύκαιρία. Πές μου πού εΐναι ή Ντέϊλ καί θά ζήσης, παίρνοντας καί πέντε χι­ λιάδες δολλάρια. "Εχεις πέντε δευ­ τερόλεπτα καιρό. Ό Πώλ ίδρωσε. "Ηξερε πώς ό Νάστ δέν θά τραβούσε τη σκανδάλη, μά δέν ήταν εύκολο νά κυττάζη τό σκοτεινό στόμιο τού πιστολιού. — θά μετρήσω πέντε εΐπε ό Νάστ. "Ενα... δύο... "Εφτασε στό πέντε μά τίποτα δέν συνέβη. Μίσος καί άπόγνωσις μετέ­ βαλαν τόν πάγο τών ματιών τού Νάστ σέ φωτιά. Ό Πώλ χαμογέλασε ελαφρά. Τό περίμενε αύτό. ΤΗταν πολύ έξυπνος γΓ αύτούς. — ΧμΙ, γρύλλισε ό Νάστ. Ξέρεις πώς δέν θά μπορέσω νά οοΰ άποσπάσω τίποτα άν πεθάνης. Μπορώ όμως άν μείνης ζωντανός. Πηγαίνετέ τον κάτω, παιδιά I

Ό Χάνκ κΓ ό Στρέτς τόν πήγαν κάτω σ’ ένα υπόγειο χωρίς άέρα καί χωρίς παράθυρα.


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Αμέσως μόλις ό Πώλ πέρασε τό κατώφλι, ό Χάνκ τόν χτύπησε. Ό Πώλ παραπάτησε κι* ό Στρέτς μέ τόν Χάνκ ρίχτηκαν κι* οί δυο επάνω του. Τόν χτύπησαν καί τόν γκρέμισαν χά­ μω. Τόν σήκωσαν καί τόν χτύπησαν πάλι στο πρόσωπο καί στο κορμί. "Επειτα από λίγο ό Χούγκο Νάστ μπήκε στο υπόγειο. "Εσκυψε επάνω στόν Πώλ, πού ήταν πεσμένος χάμω ματωμένος καί ήμιαναίσθητος. — Που εΐναι ή Ντέϊλ ; χ Ό Πώλ δάγκωσε άγρια τά χέοια του. Μπορούσε νά τό ύπομείνη αυτό. ?Ηταν σκληρό, μπορούσε νά άνθέξη στά χτυπήματά τους. Μά καί πάλι υποτίμησε τόν Χου­ γκο Νάστ. Του έβγαλαν τό σακκάκι καί τό πουκάμισο. Γυρίζοντας τό κεφάλι του, είδε τόν Χάνκ νά στέκεται επάνω μέ κάτι μακρύ καί λεπτό στό χέρι. Τό πράγμα αυτό κατέβηκε καί τό κορμί του συσπάστηκε από αφάνταστο, άπερίγραπτο τρόμο. Αυτή ήταν ή πρώτη φορά πού δο­ κίμασε την άτσάλινη βέργα. Τώρα...

Πώλ Μπάρον ξύπνησε από ένα φως μέσα στό υπόγειό του. Μά ό Χάνκ καί ή βέργα του δεν ήτανε έκεΐ. Δεν είχε άραγε γυρίσει άκόμα από τό ταξίδι οπού ό Πώλ τόν εΐχε στείλει στό καλοκαιρινό σπίτι -του Ρόϋ ; Ή Μάρθα πήγε κοντά του. Ό Στρέτς στεκόταν στό καΐώφλι τής πόρτας. • —"Ελα μαζί μου είπε ή Μάρθα. Αυτός τήν κύτταξε μέ θαμπά μά­

Ο

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τια καί κρεμασμένο σαγόνι, χωρίς νά καταλαβαίνη. —Τό πρόγευμα σε περιμένει επά­ νω, πρόσθεσε ή ογκώδης γυναίκα. Ό Πώλ σκέφτηκε : «θά είναι κανένα καινούργιο κόλ­ πο τους I» "Ομως σηκώθηκε καί στάθηκε ενώ τό κορμί του λικνιζόταν μεθυσμένα επάνω στά πόδια του. Ή Μάρθα τόν έσπρωξε κΓ αυτός κινήθηκε μέ αστάθεια πρός τήν πόρτα καί άκολούθησε τόν Στρέτς επάνω σέ μιά ξύλινη σκάλα. Παραπάτησε. Θά έπεφτε από τή σκάλα αν ό δυνατός ώμος τής Μάρ­ θας δέν βρισκόταν πίσω του. Σ’ ένα τραπέζι, σά μιά μεγάλη κουζίνα γεμάτη άπό φως του ήλιου, ό Χουγκο Νάστ κι* ό Χάνκ ήταν κα­ θισμένοι πίνοντας καφέ. Τό φως πλή­ γωσε τά μάτια του Πώλ. — Κάθησε, Πώλ, καί πιές καφέ μα­ ζί μας, τόν προσκάλεσε φιλικά ό Νάστ. Ό Πώλ έπεσε σέ μιά καρέκλα καί τό κορμί του έγειρε αδύναμα κι’ άκούμπησε επάνω στό τραπέζι. Ή Μάρθα γέμισε μια κούπα καί τό βαρύ άρωμα τού ζεστού καφέ έ­ κανε τό στομάχι του νά συσπασθή. Τόν ρούφηξε μέ μεγάλες γουλιές, χωρίς ζάχαρι, καί, δταν άκούμπησε χάμω τήν κούπα, ή Μάρθα τήν ξανα­ γέμισε. — Είσαι καλύτερα τώρα ; ρώτησε ό Νάστ. « Αυτό ήταν εντελώς εκπληκτικό. "Ισως βρισκόταν άκόμα κάτω, μέσα στό σκοτεινό υπόγειο, καί ώνειρευόταν. ν Μά οί δολοφόνοι φαίνονταν αρ­ κετά πραγματικοί. Δέν υπήρχε έχθρότης στά πρόσωπά τους ή στή συμπε­ ριφορά τους. "Εμοιαζαν μέ ειρηνική συντροφιά γύρω άπό τό τραπέζι τού' προγεύματος. ΚΓ ό Νάστ φαινόταν πολύ εύχαριστημένος. — Ό Στρέτς θά σέ μεταφέρη μέ τό αυτοκίνητο, είπε στόν Πώλ. Μά καλύτερα νά φας πριν φυγής. —Πριν φύγω; τραύλισε ό Πώλ. Γιά... νά πάω πού ; —"Οπου θέλεις, άπάντησε ό Νάστ σηκώνοντας τήν κούπα του. Τό πεί­ σμα σου μού βγήκε σέ καλό. Γλύτω-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ σα τίς πέντε χιλιάδες δολλάρια πού σου προσέφερα. —Τί θέλεις νά πής ; Κανένας δεν απάντησε. Ή Μάρθα άκούμπησε ένα πιάτο μέ αυγά μπρο­ στά του κΓ αυτός έπεσε σιό φαγητό μ’ ένα' είδος τρελλης απληστίας, Καθώς ό Νάστ σήκωνε τήν κου­ τιά του, τό μανίκι του σηκώθηκε επά­ νω από τό ρολόϊ του χεριού του. ^Ηταν δέκα και είκοσι ; Ποιας μέρας όμως ; Ή άπάντησις ήταν εκεί, επάνω στο τραπέζι. Ό Χάνκ διάβαζε μιαν εφημερίδα καί ή ημερομηνία της ή­ ταν Παρασκευή, 15 Όκτωβρίου. ταν ή μέρα που ό είσσγγελεύς θά έπέστρεφε στήν πόλι. Σε λίγες ώρες, άν δέν εΐχε επιστρέφει κιόλας, ή Ντέΐλ θά βρισκόταν κάτω άπό τήν προστασία του, καταστρέφοντας τό άλλοθι του Νάστ καί καθίζοντάς τον στό εδώλιο του κατηγορουμένου. Ό Νάστ δέν φαινόταν νά άνήχυχή καθόλου. —Δέν βρήκατε τήν Ντέΐλ; μουρ­ μούρισε ό Πώλ. Ό Νάστ σήκωσε τούς ώμουν του. — Άρνήθηκες νά μιλήσης όταν σε ρώτησα, γιατί λοιπόν νά σου πω εγώ ; θεώρησε άπλώς τον εαυτό σου τυχερό. Επιθεώρησε τον Πώλ μέ προσοχή. — θά τρομάξης τά παιδάκια, άν γυρίσης στήν πόλι έτσι. Τό λουτρό είναι στό βάθος του χώλ. Υπάρχει έκεΐ ζεστό νερό. Κανένας δέν άκολούθησε τον Πώλ μέσα στό λουτρό. ΤΗταν εκεί ένα α­ νοιχτό παράθυρο, μά δέν φαίνονταν νά νοιάζωνται άν θά δραπέτευε. Γέμισε τον λουτήρα. Τό ζεστό νε­ ρό χάΐδεψε καταπραϋντικά τήν τυρανισμένη πλάτη του. ζΕμεινε έκεΐ μέσα ξαπλωμένος, σέ ένα είδος νάρ­ κης, προσπαθώντας νά άναγκάση τό κουρασμένο μυαλό του νά δουλέψη καί νά σκεφτή σωστά. θά εΐχαν βρή, φαίνεται, τήν Ντέΐλ καί θά τήν είχαν σκοτώσει. Τότε γιατί τόν άφηναν νά φυγή '* "Ηξεραν πώς θά πήγαινε γραμμή στον είσαγγελέα. "Ισως δέν μπορούσε νά άποδείξη πώς ό Νάστ εΐχε σκοτώσει τήν Ντέΐλ καί τόν Ρόναλντ Τσάντλερ,

Η

15

μά μπορούσε νά άποδείξη πώς τόν είχαν άπαγάγη καί βασανίσει. Καί ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτούς νά τόν σκοτώσουν καί νά τόν θάψουν. Κι’ όμως τόν άφηναν νά φύγη. Βρήκε κρέμα ξυρίσματος κΓένα ξυ­ ράφι. Στόν καθρέφτη άντίκρυσε ένα πρόσωπο, πού δέν εΐχε ξαναδή ποτέ το'υ. Ξυρίστηκε καί χτενίστηκε κΓ έ­ νοιωσε τόν εαυτό του κάπως καλύ­ τερα. Μόνο ή Μάρθα ήταν στήν κουζί­ να, όταν ό Πώλ έπέστρεφε έκει. Τοϋ έδωσε τά υπόλοιπα ρούχα του. "Ο­ ταν ντύθηκε, ή Μάρθα τοϋ είπε : —Ό Στρέτς περιμένει στό αυτο­ κίνητο. Τό φαγητό καί τό λουτρό τοϋ εί­ χαν ξαναδώσει ένα μέρος τής δυνάμεώς του, μά τρέκλιζε άκόμα αβέ­ βαια, σάν ένας άνθρωπος πού σηκώ­ νεται άπό τό κρεββάτι του μέ μεγά­ λο πυρετό. Ό Στρέτς ήταν καθισμένος στό βολάν. Ό Πώλ μπήκε μέσα καί κάθησε δίπλα του. Δέν κουβέντιασαν καθόλου στη διαδρομή. Μόνο όταν μπήκαν στήν πόλι, ό Στρέτς βρήκε τή φωνή του. — Ποϋ θέλεις νά σέ άφήσω; —’Όπου νάναι, είπε ό Πώλ. Τό αυτοκίνητο συνέχισε γιά μισό άκόμα μίλι τόν δρόμο του, πριν σταματήση κοντά στό πεζοδρόμιο. —Εντάξει, δίνετου, είπε ό Στρέτς, Τά γόνατα τοϋ Πώλ λύγισαν, ό­ ταν βγήκε. Άκούμπησε σ’ έναν στύ­ λο καί κύτταξε γύρω. "Ηξερε κάθε γωνιά τής πόλεως. Βρισκόταν πέντε μόνο τετράγωνα άπό τό πρατήριό του κΓ άκόμα λιγώτερο άπό τό σπίτι τοϋ Ντόνελλυ. Καί στό σπίτι τοϋ Ντόνελλυ θά μά­ θαινε ίσως τι είχε απογίνει. "Ισως τοϋ είχε αφήσει κανένα μήνυμα. "Ι­ σως τό πτώμα της... ροχώρησε. 'Ένα τετράγωνο εμπρός δυό πρός τό δεξιά. Τό πρωινό ή­ ταν φωτεινό καί ευχάριστο. Προχωροΰσε σάν μεθυσμένος, σάν δαρμένος •πυγμάχος, καί μέσα του υπήρχε ένα κϋμα- φόβου καί άβεβαιότητος. "Ολα αυτά πού είχαν συμβή, δέν στέκονταν στά πόδια τους. "Ο,τι κι’ άν είχε συμβή, δέν ήταν λογικό νά

Π


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τόν άφήση ό Νάστ νά φύγη. Πέρασε τόν δρόμο και βάδισε ως τά μισά του τετραγώνου, δπου βρι­ σκόταν τό σπίτι του Ντόνελλυ. Τά σερνάμενα βήματά του έγιναν πιό αρ­ γά. Τό περπάτημά τούτον είχε κιόλας κουράσει πολύ. 7Ηταν τυχερός πού ό Στρέτς τόν είχε φέρει τόσο κοντά. Βρισκόταν περισσότερο άπό μισό μίλι μακρυά, όταν εΤπε στόν Στρέτς νά τόν άφήσει οπού ήθελε. Κι’ δμως ό Στρέτς τόν είχε φέρει ώς εδώ. Ό Πώλ σταμάτησε άπότομα. Ξα­ φνικά είχε καταλάβει. Του είχαν στή­ σει παγίδα. Γι’ αύτό τόν είχε αφήσει σ’ εκεί­ νο τό μέρος. Τή νύχτα πού είχε κρύ­ ψει τήν Γκέϊλ, ό Στρέτς κι’ ό Χάνκ τόν είχαν δη νάρχεται άπό αύτή τήν κατεύθυνσι τόν είχαν αφήσει εκεί για νά τόν διευκολύνουν νά πάη κοντά της. ’Έμεινε εκεί τραυλίζοντας καί Ι­ δρώνοντας. ’Έπρεπε νά τό είχε κα­ ταλάβει πώς τόν είχαν άφήσει για νά τούς όδηγήση στο κρησφύγετο τής Ντέϊλ. Μά ήταν πολύ σαστισμένος καί ανίκανος νά σκεφθή. Ό Χοϋγκο Νάστ θά τό εΐχε υπο­ λογίσει αύτό. Κι’ ό Νάστ ήταν απε­ γνωσμένος, γιατί ήταν Παρασκευή και δέν του έμενε πολύς καιρός.* Τό μόνο πού του είχε μείνει ήταν ένα τρελλό σχέδιο σάν αύτό. Καί είχε σχεδόν πετύχει. Ό Πώλ κύτταξε επάνω άπό τόν ώμο του. 'Ένα πράσινο αύτοκίνητο ήταν σταματημένο στή γωνία, δχι πο­ λύ κοντά στο πεζοδρόμιο, σάμπως ό σωφέρ του νά τό είχε σταματήσει εκεί μόνο γιά μιά στιγμή. Τό φως του ήλιου έλαμπε επάνω στό τζάμι, κάνοντας έτσι αδύνατον νά δη ποιος ήταν μέσα.-"Ισως ό Νάστ κι ’ό Χάνκ είχαν φύγει άπό τό αγρο­ τικό σπίτι λίγο πριν άπό αύτόν, καί είχαν πάει νά περιμένουν στό μέρος δπου ό Στρέτς τόν είχε αφήσει. ; Στήν πέρα γωνία ένας άντρας ά­ ναβε ένα τσιγάρο. Δέν φαινόταν να βιάζεται καί δέν άπομακρύνθηκε ό­ ταν άναψε τό τσιγάρο του· Ό Πώλ δέν τόν είχε ξαναδή πο­ τέ, μά ό Νάστ είχε πολλούς άνθρώπους στήν όργάνωσί του. "Ισως κι" άλλοι άγνωστοι καί άθέατοι άνθρω­

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ποι τόν παρακολουθούσαν επίσης. ^Ηταν παγιδευμένος. Ξαφνικά ό Πώλ χαμογέλασε. Εν­ τάξει. Ό Νάστ ήταν έξυπνος. Μά τί ήξεραν τώρα ; "Ηξεραν μόνο δτι βά­ διζε μέσα στόν δρόμο εκείνο. Δέν ή­ ξεραν δμως δτι κατευθυνόταν στό σπίτι του Ντόνελλυ. Δέν είχε «παρά νά τό προσπεράση καί νά πάη στο πρατήριό του καί ή Ντέϊλ θά έμενε άσφαλής μέσα στό κρησφύγετό της. "Αρχισε πάλι νά βαδίζη μέ άνανεωμένες δυνάμεις. Δέν κύτταξε κάν πρός τό σπίτι τού Ντόνελλυ δταν πλησίασε εκεί. Ό άνθρωπος στή γω­ νία γύρισε τήν πλάτη του καί συγ­ κέντρωσε τήν προσοχή του σ’ ένα φορτηγό αύτοκίνητο πού περνούσε. Ό Πώλ άρχισε νά γελά μέσα του μέ ένα ύστερικό συναίσθημα θριάμ­ βου. -Πώλ! Ή Ντέϊλ έβγαινε τώρα άπό τό σπίτι του Ντόνελλυ !

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ! Τά μέλη του παρέλυσαν. "Εκανε νά φωνάξη γιά νά τήν προειδοποιήση, μά' κατάλαβε πώς αύτό θά χει­ ροτέρευε τά πράγματα. ’Έπρεπε νά ύποκριθή πώς δέν ή­ ξερε δτι ήσαν περικυκλωμένοι άπό δολοφόνους. Αύτό θά του έδινε λίγο καιρό, μερικά δευτερόλεπτα ’ίσως. Ή Ντέϊλ είχε σταματήσει στόν μικρό τετράγωνο εξώστη, μπροστά στήν πόρτα. — Πώλ, τί σοϋ συνέβη; ρώτησε. Μπορούσες νά βρής κανέναν τρόπο νά μου στείλης ένα μήνυμα.*;


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ Ό άνθρωπος στη γωνία προχω­ ρούσε τώρα προς το μέρος τους άργά, μά μέ τό δεξιό του χέρι στήν τσέπη του. Τό πράσινο αυτοκίνητο άρχισε να κυλά. "Εκλειναν την παγί­ δα ήσυχα καί διακριτικά. Μά θά δρουσαν πιο γοργά, άν καταλάβαι­ ναν πώς ό Πώλ τούς είχε άντιληφθή, Τό αυτοκίνητο θά περνούσε πυ­ ροβολώντας καί ό Πώλ μέ τήν Ντέϊλ 0ά γέμιζαν σφαίρες. Κράτησε τόν τρόμο του κλειδωμέ­ νο μέσα του. Ανάγκασε τόν εαυτόν του να άνεβή χωρίς βιασύνη τά σκα­ λοπάτια. — Είπες πώς θάρχόσουν σ’ επαφή μέ τόν Κρέϊγκ, Πώλ, είπε ή Ντέϊλ πριν αυτός φτάση κοντά της. Τί έκα­ νες ; — Κάνε σαν να μη ουμβαίνη τίπο­ τα !, είπε αύτός σιγανά καί γοργά. ’Έμπα μέσα στο σπίτι ! —Τί συνέβη ; —Ό Νάστ κι’ οί άνθρωποί του μέ ακολούθησαν. Δεν ήρθα σ’ επαφή μέ τόν Κρέϊγκ. Μέσα! Γρήγορα! Είδε πανικό στό πρόσωπό,· της, κα­ θώς αυτή ύποχωρούσε μέσα στήν α­ νοιχτή πόρτα. Ό Πώλ πήδησε ξοπί­ σω της. Τό πράσινό αυτοκίνητο είχε φτάσει μπροστά στό άπίτι. "Εκλεισε τήν πόρτα καί γύρισε τό κλειδί. — θεέ μου, Πώλ, είμαστε παγιδευμένοι εδώ μέσα!, είπε αυτή άρ-' πάζοντάς τον από τό μπράτσο. Παγιδευμένοι χωρίς ελπίδα. Τό μόνο, πού είχαν κερδίσει μπαίνοντας μέσα, ήταν ένα ή δυο λεπτά. Τό σπί­ τι ήταν ισόγειο καί οί δολοφόνοι θά τό περικύκλωναν καί θά έμπαιναν από τά παράθυρα. —Στήν πίσω πόρτα !, είπε. Τήν άρπαξε άπό τό χέρι κι’ έτρεξαν πρός τό πίσω μέρος τού σπιτιού, προς τήν κουζίνα. "Ενας άντρας βρισκόταν στήν κουζίνα. Ό Πώλ σταμάτησε, νομίζοντας για μια στιγμή πώς ήταν ένας άπό τούς δολοφόνους. Μά φορούσε άσπρη μπλούζα υπαλλήλου καί δέν κρατού­ σε πιστόλι. ^Ηταν ένας υψηλός καί λιγνός νέος καί έγλειφε τά χείλη του νευρικά. —Ποιός είναι αύτός; ρώτησε ό Πώλ. Ή Ντέϊλ άνοιξε τό στόμα της, μά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

αντί νά προφέρη λέξεις ξεφώνησε. Τό επάνω μέρος τής πίσω πόρτας ήταν τζαμένιο καί άπό έκεΐ ό Πώλ είδε έναν άντρα. Τό πρόσωπό του ή­ ταν τραχύ καί άγνωστο. Τούς κύτταξε, δπως στέκονταν μαρμαρωμένοι, καί χαμογέλασε. Τό πόμολο τής πόρτας άρχισε νά γύρίζη άργά. Ό Πώλ πήδησε μπροστά καί γύρισε τό κλειδί. ’Από τήν άλλη μεριά τού τζαμιού, τό τραχύ πρόσωπο χαμογέλασε ακό­ μα πιό πλατειά κΓ ένα παχύ χέρι φάνηκε. Κρατούσε ένα πιστόλι. θά μπορούσε νά πυροβολήση τόν Πώλ μέσ’ άπό τό τζάμι, μά δέν τό έκανε. "Ισως επειδή ή Ντέϊλ δέν βρι­ σκόταν πιά στήν κουζίνα καί ό άν­ θρωπος είχε διαταγές νά τούς σκοτώοη καί τούς δυο μαζί, πριν άναστατωθή ή γειτονιά. Ίσως πάλι νά είχε διαταγές νά φρουρή απλώς αυτή τήν έξοδο.

V

Τ,

“Πώλ ξεμάκρυνε* άπό τήν πόρτα καί "είδε ότι ή Ντέϊλ κι’ ό νεαρός~ μέ ^τήν άσπρη μπλούζα είχαν καταφύγει στή μικρή τραπεζαρία. Ό Πώλ τούς άκολούθησε. — θά μέ σκοτώσουν !, κλαψούρισε ή Ντέϊλ. Βλάκα! Γιατί τούς κουβά­ λησες εδώ ; Ό Πώλ πιάστηκε άπό μιά καρέ­ κλα γιά νά μήν πέση κάτω. Τό τρέ­ ξιμο μέσα στό σπίτι είχε σχεδόν ε­ ξαντλήσει καί τά τελευταία ίχνη δυνάμεως πού τού άπέμεναν. — Τί τρέχει έδώ ; ρώτησε ό νεα­ ρός μέ τρόμο. Ό άνθρωπος εκείνος είχε ένα πιστόλι, θά φύγω I —θά σέ σκοτίσω !, είπε ό Πώλ. θά σκοτώσω δποιον δώ νά βγαίνη άπό τό σπίτι.

Ο


18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Εκεί μέσα στήν τραπεζαρία δεν μπορούσε νά τους βρή μια σφαίρα από έξω. Τό μοναδικό παράθυρο ή­ ταν στενό και ψηλά στον τοίχο. Οί δολοφόνοι δεν βιάζονταν. Ε­ τοίμαζαν την έπίθεσί τους και δεν ή­ θελαν νά γίνη αντιληπτή ή παρουσία τους ώς τήν τελευταία στιγμή. Τό πόμολο τής πόρτας του δρό­ μου κροτάλησε. * Επειτα ακολούθησε σιωπή, έκτος από τήν τραχεία ανάσα τής Ντέϊλ, πού έμοιαζε με λυγμό. —Ποιός είστε εσείς; ρώτησε ό Πώλ τόν νεαρό. Ή Ντέϊλ απάντησε για λογαρια­ σμό του. —Δουλεύει σ’ ένα μπακάλικο. Δεν είχα τρόφιμα και φοβόμουν νά βγω από τό σπίτι. Τήν Τετάρτη τόν είδα νά παραδίδη κάτι τρόφιμα στό διπλα­ νό σπίτι καί τόν φώναξα. Μου φέρ­ νει τρόφιμα κάθε μέρα. Πώλ, τί θά κάνουμε ; Ό Πώλ κύτταζε ένα μπουκάλι με ούϊσκυ, πού ήταν ακουμπισμένο επά­ νω στό τραπέζι. 'Ένα μπουκάλι εΐναι δπλο, μά δχι εναντίον πιστολιών. —ΤΩ, θεέ μου I, φώναξε ή Ντέϊλ. Κάπου μέσα στό σπίτι ένα τζάμι έσπασε. Ό Πώλ προχώρησε ώς τήν πόρτα, πού ώδηγουσε στό σαλόνι. Στήν άλλη άκρη τοϋ σαλονιού, ό Χουγκο Νάστ περνούσε τό χέρι του από μιά τρύπα στό τζάμι καί προσπαθού­ σε ν’ άνοιξη τό παράθυρο. Ό Πώλ τραβήχτηκε πίσω. — Ακούστε, είπε στόν νεαρό με τή μπλούζα. Θέλουν νά σκοτώσουν μόνο τό κορίτσι κι’ εμένα, θά μπουν εδώ μέσα πυροβολώντας. Πηγαίνετε στό σαλόνι καί πέστε στόν άνθρωπο πού μπαίνει μέσα ποιός είστε. Ή άσπρη μπλούζα σας θά τόν πείση. —Κι* άν.,.κι' άν μέ πυροβολήσει άμέσως ; βόγγησε ό νεαρός. —θά τα παίξης κορώνα—γράμ­ ματα. Κάνε γρήγορα I Ακούστηκε ένας ξηστός ήχος κι’ έπειτα ένα ελαφρό σόρσιμο, καθώς κάποιος διασκέλιζε τό παράθυρο. Ό νεαρός έγλειψε τά χείλη του. —Καλά, είπε. Καί μπήκε στό σαλόνι. Ή Ντέϊλ έχωσε τά δάχτυλά της στα μάγουλά της. Ψιθύρισε τραχειά : — Ό Χοΰγκο θά τόν σκοτώση. — ’Όχι πριν σκοτώση εμάς. Ξέρει

ΖΗΤΕΙΤΑΙ πώς ό νεαρός δεν μπορεί νά ξεφύγη. Ό Πώλ έπιασε τό μπουκάλι μέ τό ούΐσκυ από τόν λαιμό καί προχώ­ ρησε πρός τήν πόρτα. Ή Ντέϊλ άκούμπησε τήν πλάτη της στόν πέρα τοίχο τής τραπεζαρίας. — Ποιός διάβολο εΤσα' εσύ ; είπε ό Νάστ. Ό Πώλ κύτταξε μέσα από τήν πόρτα. Εκεί, στό σαλόνι, στεκόταν ό Χούγκο Νάστ. Κρατούσε ένα μαύρο πιστόλι. Τά χλωμά μάτια του έκλει­ ναν στεναχώρια. Φανταζόταν πώς ή δουλειά γινόταν ήσυχα, χωρίς φασα-' ρία, δτι θά κυνηγούσε τόν Πώλ καί τήν Ντέϊλ μέσα στό σπίτι, θά τούς σκότωνε καί θά έφευγε. *Ένα ακόμα θύμα θά περιέπλεκε τά πράγματα* μά δχι σε μεγάλο βαθμό. —Παρακαλώ I, κλαψούρισε ό νεα­ ρός. Έγώ έφερα μόνο τρόφιμα. Δεν ξέρω τίποτα I Ό Νάστ προχώρησε πρός τόν νεαρό, πού έτρεμε. —Καλά, εΐπε. Πού είναι... κείνη τή στιγμή, ό Πώλ ώρμησε μέσα στό δωμάτιο μέ δση δύναμι τού άπέμενε. Ή προσοχή τού Νάστ είχε συγκεντρωθή στόν νεαρό. 'Όταν άκουσε τά βήματα του Πώλ, άρχισε νά γυρίζη σηκώνοντας τό πιστόλι καί ό Πώλ κατέβασε τό μπουκάλι επάνω στό άκάλυπτο κεφά­ λι τού Νάστ. Τό μπουκάλι έσπασε σκορπίζον­ τας γύρω ούΐσκυ. Ούρλιάζοντας ό Νάστ τρέκλισε. Ό Πώλ άρπαξε τό δεξιό του μπράτσο καί άπέσπασε τό πιστόλι από τό χέρι του. Ό Νάστ δέν έδωσε σημασία σ’ αυτό. Πασπάτεψε τό πρόσωπό του, πού ήταν σκεπασμένο άπό αίμα καί ούΐσκυ, καί ξαφνικά κατέρρευσε κι’ έμεινε άκίνητος. 'Ένας πυροβολισμός όκούστηκε. Άπό τό ανοιχτό παράθυρο, ό Πώλ εΐδε τό τετράγωνο άσχημο πρόσωπο τοϋ Χάνκ. Ή σφαίρα του είχε άστοχήσει. Σήκωσε τό πιστόλι του για νά πυροβολήση πάλι. Ό Πώλ πυροβόλησε τρεις φορές. Στόν πόλεμο είχε έξασκηθή καλά στό πιστόλι» Ό Χάνκ χάθηκε άπό τό πα­ ράθυρο αθόρυβα κι’ ό Πώλ κατάλα­ βε πώς τόν εΐχε χτυπήσει.

Ε


ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ —Αυτό ήταν γιά την ατσάλινη βέργα I, μουρμούρισε άγρια. Ξαφνικά ό Πώλ είδε πώς ήταν μόνος μέσα στό δωμάτιο, εκτός άπό τον ματωμένο, άσάλευτο άντρα επά­ νω στό πάτωμα. Έπέστρεψε στό κρησφύγετο τής τραπεζαρίας. Ό νεαρός ήταν όκουμπημένος στό τραπέζι τρέμοντας. Ή Ντέϊλ εί­ χε καταρρεύσει σε μιά γωνιά με την πλάτη στόν τοίχο καί τό πρόσωπο στις παλάμες της. —Είμαστε εντάξει τώρα, είπε ό Πώλ. Δέν μπορούν νά φτάσουν ώς εμάς παρά μόνο άπό την κουζίνα ή άπό τό σαλόνι κι* έχω πιστόλι τώρα. * (Έμεινε σιωπηλός μέ τό αυτί στημέν|ο σέ δυνατές φωνές που έρχοντ!άν| άπό έξω. Οί πυροβολισμοί είχαν άνάστατώσει τη γειτονιά. Τά γόνα­ τά του άοχισαν νά λυγίζουν. Κατα­ λάβαινε πώς δέν μπορούσε νά κρατήση περισσότερο. Στηρίχτηκε σέ μιά καρέκλα. Πέρασε ώρα... δευτερόλεπτα, λε­ πτά, δέν ήξερε. Καί τότε ακούσε κάποιον νά μπαίνη άπό τό παράθυρο του σα­ λονιού. ΤΗταν ένας άστυφύλακας. Μπήκε στό δωμάτιο μέ τό περίστροφο στό χέρι. Τά μάτια του πέρασαν άπό τόν ματωμένο άντρα στό πάτωμα καί σταμάτησαν στόν Πώλ, που στεκό­ ταν στην πόρτα τής τραπεζαρίας. —Πέταξε αύτό τό πιστόλι I, διέ­ ταξε ό άστυφύλακας. Ό Πώλ προχώρησε ώς ένα τρα­ πέζι καί άκούμπησε τό πιστόλι επά­ νω του. *'Ακούσε τόν εαυτό τόυ νά λέη μέ λεπτή, άπέραντα κουρασμένη φωνή : —θέλουμε νά δούμε τόν εισαγ­ γελέα Κρέϊγκ. — Μίστερ, είπε ό άστυφύλακας, θά βαρεθής νά τόν βλέπης ! /Λ Πώλ Μπάρον πέρασε πέντε μέ^ρες στό νοσοκομείο. Τήν πρώτη μέ­ ρα μόνο στόν εισαγγελέα Κρέϊγκ καί σέ μιά στενογράφο του επετράπη νά χόν έπισκεφθούν. Ό Κρέϊγκ τού είπε ότι τό μπου­ κάλι μέ τό ουΐσκυ είχε σκοτώσει τόν Χοΰγκο Νάστ. Ό Χάνκ θά ζούσε πι-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

Ό άνθρωπος άρχισε νά πλησιά­ ζει άργά, μέ τό χέρι στήν τσέπη. θανόν, γιά νά καθήση στήν ήλεκτρική καρέκλα. —Είστε ένας πολύ άνδρείος νέος, εΐπε ό Κρέϊγκ. Τό άπόγεμα τής έκτης μέρας, ό γιατρός τόν έξήτασε καί είπε ότι δέν υπήρχε κανένας λόγος νά μείνη άλλο στό νοσοκομείο. Ό Πώλ ντύθηκε κι’ έφυγε. Πήρε ένα ταξί καί πήγε στό διαμέρισμα τής Ντέϊλ.


20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ

—Αγάπη μου I, φώναξε αυτή μό­ λις άνοιξε την πόρτα. Έρριξε τα μπράτσα της γύρω του, μά αμέσως τραβήχτηκε πίσω έκπληκτη από τήν έκφρασι του προ­ σώπου του. —Τί συμβαίνει, αγάπη μου ; τόν ρώτησε. — Είχα όλο τόν καιρό να σκεφτώ στο νοσοκομείο, είπε αυτός. Όταν είδες τόν Νάστ να πυροβολή τόν Τσάντλερ, γιατί δεν τό είπες αμέσως στόν Κρέϊγκ ; —Σου είπα... ό Νάστ απειλούσε νά μέ σκυτώση. Τόν φοβόμουν. Ό Πώλ κούνησε άρνητικά τό κε­ φάλι του. —’Όχι. Αμέσως μετά τή δολοφο­ νία, ό Νάστ συνελήφθη καί κρατήθη­ κε για άνάκρισι. Δεν μπορούσε νά σε πειράξη τότε. Ή κατάθεσίς σου τόν άπήλλαξε καί τόν ελευθέρωσε. Μήνες άργότερα, όταν ήταν πραγμα­ τικά επικίνδυνο, αποφάσισες νά πής τήν άλήθεια. —Τό είχα στή συνείδησί μου. —Δεν τό πιστεύω αύτό, είπε ό Πώλ. Ό Νάστ μου είπε πώς θά μέ πουλούσες, όπως είχες πουλήσει καί τόν ίδιο. Γιατί πούλησες τόν Νάστ, Ντέϊλ ; Τό κόκκινο στόμα της έγινε σκληρό. —Ό Νάστ είναι νεκρός. ’ΛΑς τόν ξεχάσουμε. —Τό έκανες γιά λεφτά, Ντέϊλ. Αύτό είναι τό μόνο πράγμα, πού σ’ ένδιέφερε καί πού είχε σημασία γιά σένα. 'Όταν σου είπα πώς τό πρα­ τήριό μου δεν μου έδινε τόσο μεγάλο εισόδημα όσο φανταζόσουν, μέ πα­

ράτησες. Σου άρέσουν τά όμορφα ρούχα καί τά όμορφα αύτοκίνητα. "Αρχισες νά πηγαίνης μέ τόν Νάστ επειδή ήταν πλούσιος. Δέν μπορού­ σες νά τού παίρνης πολλά χρήματα μέ τόν έρωτά σου μόνο, μά μπορού­ σες νά τού άπομυζήσης τά πάντα άφου μπορούσες μέ μιά λέξι σου νά τόν στείλης στήν ηλεκτρική καρέκλα. Δέν ήταν έτσι, Ντέϊλ; 'Απλός εκβια­ σμός τής παλιάς μόδας ! Μή χρησιμοποιής αύτή τήν άσχη­ μη λέξι I —Εκβιασμός, είπε πάλι αύτός. Μιά άσχημη λέξις γιά ένα άσχημο πράγμα. ’Άφινες έναν δολοφόνο νά κυκλοφορή ελεύθερος, όσο σέ πλήρω­ νε καλά. Μά άρχισες νά γίνεσαι ά­ πληστη κι' ό Νάστ έκλώτσησε. Έτσι όποφάσισες νά τόν κατάδοσης στόν Κρέϊγκ. Αύτή κινήθηκε προς τό μέρος του, μέ τά μάτια της υγρά, τό στόμα μι­ σάνοιχτο, πολύ όμορφη καί πολύ επι­ θυμητή. — Αγάπη μου, μή χαλάς τή βραδυά μας 1 Χωρίς ν’ άπαντήση, ό Κρέϊγκ γύ­ ρισε τήν πλάτη του καί κατευθύνθηκε προς τήν πόρτα. Εκεί σταμάτησε καί είπε επάνω από τόν ώμο του : —'Όταν μοΰ έκοβαν τήν πλάτη κομμάτια μ’ ένα ατσάλινο μαστίγιο, δέν ήξερα ότι τραβούσα τά βασανι­ στήρια έκεϊνα γιά μιά ψυχρή καί ά­ πληστη έκβιάστρια I Καί βγήκε κλείνοντας τήν πόρτα πίσω του. ΤΕΛΟΣ

"Ενας αφιλοκερδής σοφός,, Ό γιατρός Ρού, πού διευθύνει στό Παρίσι τό Ινστιτούτο Παστέρ καί θεωρείται ώς ένας αντάξιος διάδοχος τού μεγάλου Παστέρ, είναι τόσο αφιλοκερδής, ώστε όχι μόνο δέν δέχεται ποτέ καμμιά πληρωμή από τούς ασθενείς του, αλλά καί τόν μισθό πού παίρνει από τό Ινστιτούτο, τόν διαθέτει γιά αγορά επιστημονικών εργαλείων. Δέν θέλει δέ ούτε κάν ν’ άκούση νά τού ομιλούν γιά χρήματα. Διηγούνται μάλιστα, πώς τελευταία ένας άπό τούς βοηθούς του, τού άνήγγειλε ένα πρωί πώς άπεφάσισε νά ψύγη γιά τήν Αμερική. —Μπά καί πώς αύτό; Ό βοηθός του άρχισε τότε νά του κάνη λόγο γιά καλύτερη ζωή, άνεσι, περιουσία κ.τ.λ. —Τί; Πώς ; Γιά χρήματα ; — Μά γιατί, μαιτρ; τόλμησε νά τόν ρωτήση ό βοηθός του... —Γιατί τό χρήμα καί ή άνε@ις είναι έχθροί τής έπιστήμης I


Ο ΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΜΠΛΟ ύ π ό 7 Ρ. ΦΟΥΓΙΑΛΑΘ

Επάνωστά βοσκοτόπια του πανύψηλου Ίξλακσιγκουάλτ άναπτύσσ,εται μια βαθειά φιλία άνάμεσα σ» §ναν ταύρο κα'ι σ’ ένα παιδί... Παρά­ ξενα δμως· πράγματα συμβαίνουν, δταν ό ταύ­ ρος οδηγείται στίιν αρένα !...

Πέρα, στον ορίζοντα τής πρωτεύ­ ουσας του Μεξικού, υψώνεται, μέ τή χιονισμένη κορυφή του, τό Ίξλακσιγκουάλτ, ή «’Άσπρη Κυρά». Είναι ένα επιβλητικό βουνό, βαρύ, όγκώδες, ψη­ λό, πάνω από πέντε χιλιάδες μέτρα, άντίκρυ στό παλιό σβυσμένο ηφαί­ στειο, τό Ποποκαλεπέλτ. Έκεΐ πάνω, στην «’Άσπρη Κυρά», στα παχειά βοσκοτόπια, τά κοπάδια θεριεύουν μέσα στον καθαρό αέρα, γιατί τό κλίμα είναι ίδιο όλη τή χρονιά. Κι* άπό κεΐ, εκείνοι πού οργανώνουν τις ταυρομαχίες του Μεξικού, διαλέγουν τούς πιό ώμορφους, τούς πιο γερούς καί τούς πιό άγριους ταύρους, πού ξέρουν νά παλαίψουν και νά πεθάνουν υπερήφανα πάνω στήν κόκκινη άμμο τής «αρένας». Έδώ καί μερικά χρόνια λοιπόν, πού βρισκόμουν οτό Μεξικό, πήρα την άπόφασι ν’ άνεβώ ως τήν κορυ­ φή τής επιβλητικής «"Ασπρης Κυράς». Κι* έτσι ένα πρωί πήγα μέ τό αύτοκίνητο ώς τήν Άμεκαμέκκα, δπου βρήκα έναν οδηγό, έναν παράξενο Ερυθρόδερμο, πού ούτε καταδέχτη­ κε νά μ’ εύχαριστήση, όταν τού μέ­ τρησα έξη χρυσά «πέζος» στήν πα­ λάμη, γιά τόν κόπο πού θάκανε. Τό βράδυ ήμαστε κιόλας έτοιμοι, θά είχαμε μαζί μας δυό βαστάζους, Ερυθροδέρμους κι’ αύτούς, δυό άλογα κι* ένα μουλάρι.

Τά ξημερώματα τό μικρό καρα­ βάνι μας ξεκίνησε γιά τή χιονισμέ­ νη κορυφή. Ποτέ μου δεν θά μπορέ­ σω νά ξεχάσω τό μεγαλοπρεπές πα­ νόραμα τοϋ Μεξικού καί τά μαγευ­ τικά τοπία, πού απλώνονταν μπρο­ στά στά μάτια μου. Τά άπόκρημνα μονοπάτια του βουνού μάς βοηθού­ σαν ώστόσο ν* ανεβαίνουμε γρήγορα, κι* έτσι τό άπόγεμα τής πρώτης η­ μέρας είχαμε φτάσει τά 3.600 μέτρα, εκεί ακριβώς δπου τελείωναν τά με­ γάλα δάση. "Υστερα λοιπόν άπό ένα μικρό «κολατσό», κι* άφου αφήσαμε τά ζώα νά ξανασάνουν λιγάκι καί νά βοσκήσουν, ξαναρχίσαμε τό δρό­ μο μας. Τότε ακριβώς συνέβη αύτό τό περιστατικό, πού τό θυμάμαι μ’ δλες του τις λεπτομέρειες.

Είχαμε περάσει ένα λαιμό του βουνού, δταν ξαφνικά βρεθήκαμε μπρό; σ’ ένα μεγάλο κοπάδι άπό ταύρους κι* άγελάδες. Τά ζώα, μό­ λις μάς είδαν, σκόρπισαν φοβισμέ­ να έδώ κι* έκεϊ. Λιγάκι παράμερα, ένα παιδί, άκίνητο μπρός στόν κορ­ μό ενός δέντρου, μάς κύτταζε άγρια. —Καλημέρα, Πάμπλο !, του φώ ναξε τότε ό όδηγός μας. Ό βοσκός δέν μίλησε. Ό Έρυ~


^2 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» θρόδερμος, χαμογελώντας, γύρισε πρός τό μέρος μου. —"Ενα φαινόμενο I έκανε καί μου έδειξε τό βοσκό. Είναι ό μόνος άν­ θρωπος, ^ού ζή εδώ επάνω όλο τό χρόνο. Πολύ σπάνια τον βλέπει κα­ νείς κάτω στην Άμεκαμέκκα. Τί παι­ δί ! Είναι πιο άγριο από τούς ταύ­ ρους του ! Μά να μου πάρη ό δαί­ μονας την ψυχή, άν δέν ξέρη νά μιλάη μαζί· τους I "Ολοι μας, ακίνητοι, κυττάξαμε τον παράξενο βοσκό. Μά κι5 εκείνος καρφωμένος στ'ή θέσι του, έτοιμος γιά μια ξαφνική έπίθεσι, μάς άγριοκύτταξε, προσπαθώντας να μαντέψη τούς σκοπούς μας. "Ενας υπέροχος ταύρος, σαν φύλακας, στεκόταν δί­ πλα του, έτοιμος νά χυμήξη πάνω σ’ όποιον θά τολμούσε νά πάη κοντά. "Ενας απ’ τούς βαστάζους τότε θεώ­ ρησε καλό νά κοροϊδέψη τό βοσκό, καί του φώναξε σαρκαστικά : —’Έ 1 Πάμπλο I Αυτός λοιπόν είναι ό καινούργιος φίλος σου ; Μά τήν πίστι μου, πολύ θάθελα νά τόν καρφώσω στήν «άρένα» !... Τά μάτια του βοσκού άστραψαν από τό θυμό καί τή λύσσα... — Αύτόν εδώ δέν θά μου τόν πά­ ρετε I μάς φώναξε. Είναι δικός μου ! Δέν τόν αποχωρίζουμε ποτέ I... —Νά τόν χαίρεσαι, λοιπόν !, του είπε ό βαστάζος. ’'Ακόυσα ώστόσο πώς σέ λίγο θά τόν κατεβάσουν στήν «Κορρίντα» καί σου δίνω τό λόγο μου πώς θά πάω νά δώ πώς θά πο­ τίση με τό αίμα του τήν άμμο τής «αρένας»... Καί μέ τό ραβδί του έκανε τήν κίνησι του ταυρομάχου, πού καρφώ­ νει τόν ταύρο γιά νά τόν άποτελειώση. Ό βοσκός έσκυψε απότομα, πήρε μιά πέτρα καί μ1 όλη τήν δύναμί του τήν πέταξε του βαστάζου. Ό Ερυ­ θρόδερμος δέν πρόφτασε νά τήν ξεφύγη. Ή πέτρα του ξέσκισε τό μέ­ τωπο καί τό ζεστό αΐμα του θάμπω­ σε τά μάτια. Ό Ερυθρόδερμος τότε, μέ μιά ά­ γρια βλαστήμια, άρπαξε τό τουφέ­ κι του άπό τή σέλα τοϋ μουλαριού. Μά εγώ μπήκα στή μέση καί τόν κράτησα. Τό δίκιο τώχε ό βοσκός.

Ο ΤΑΥΡΟΣ Καί δίχως νά χάσουμε άλλο τόν καιρό μας, τραβήξαμε πάλι τό δρό­ μο μας. ν

Αύτό τό επεισόδιο θά τό ξεχνού­ σα γρήγορα, άν ϋστερ’ άπό καιρό ο[ εφημερίδες του Λός Αντζελες δέν χαλούσαν τόν κόσμο μέ κάποιο εκ­ πληκτικό περιστατικό, πού είχε γίνει σέ μιά ταυρομαχία τού Μεξικού. "Ενας φίλος μου μάλιστα, πού έτυχε νά εΐναι κι’ αύτός σ’ εκείνη τήν ταυρομαχία, συμπλήρωσε τις πλη­ ροφορίες μου κι’ έτσι μπορώ νά σάς διηγηθώ μέ κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν έκεϊ κάτω. Πολλές εβδομάδες ϋστερ’ άπό τό άνέβασμά μου στήν/ κορυφή τού βου­ νού, τ’ αφεντικά τού Πάμπλο πούλη­ σαν εκείνο τόν ύπέροχο ταύρο του στούς όργανωτές μιάς «Κορρίντας». Παρ’ όλα λοιπόν τά παρακάλια καί τά δάκρυα τού Πάμπλο, ό ταύρος ώδηγήθηκε στό Μεξικό. Ό βοσκός τότε, κρυφά άπ’ τόν άλλο κόσμο, πα­ ράτησε τό κοπάδι του καί κατέβηκε κι’ αύτός στήν πόλι. Μερικοί γνω­ στοί του, τόν είδαν πολλές φορές νά τριγυρίζη έξω άπό τήν «άρένα». Αυτές ή ύποπτες βόλτες τού βοσκού έκαναν πιό προσεχτικούς τούς φύλα­ κες καί σκανδάλισαν τήν περιέργεια τών δημοσιογράφων. Οί τελευταίοι λοιπόν συγκέντρωσαν διάφορες πλη­ ροφορίες κι’ άρχισαν νά γράφουν ένα σωρό άρθρα γιά τή συγκινητική περι­ πέτεια τού βοσκού. Αυτή ή άπροσδόκητη ρεκλάμα ενθουσίασε τούς οργα­ νωτές τής «Κορρίντας». Οί άνθρωποι αύτοί βοήθησαν άμέσως τήν φαντα­ σία τών δημοσιογράφων, κι’ έτσι σέ λίγο όλος ό κόσμος μιλούσε γιά τόν μυστηριώδη βοσκό. Τέλος, έφτασε ή μεγάλη μέρα. "Ενα περίεργο καί θορυβώδες πλή­ θος πλημμύρισε τις κερκίδες τής «άρένας». Ποτέ άλλοτε δέν εΐχε πάει τόσος κόσμος στις ταυρομαχίες. Κι’ ή Ιστορία τού Πάμπλο κυκλοφορούσα άπό στόμα σέ στόμα. Οί πρώτες ταυρομαχίες πέρασα* άδιάφορα. Μά όταν μπήκε στήν «ά­ ρένα» ό περίφημος ταύρος, παντο” άπλώθηκε νεκρική σιγή.


ΚΑΙ Ο ΠΑΜΠΛΟ τΗταν, μά τήν αλήθεια, ένας υπέ­ ροχος ταύρος, ολο φωτιά καί ζωή, καί θά πουλούσε δίχως άλλο πολύ ακριβά τό τομάρι του... Καί πραγματικά, ποτέ ό κόσμος δεν είχε ξαναδή πιό περήφανο καί Ήτό αδάμαστο ταΟρο. Ξεκοίλιασε πολλά άλογα, πλήγωσε δυό «πικαδόρες» κι* έναν «μπαντεριλλιέρο», μά, τέλος, γεμάτος πληγές, μ’ άφρους στο στόμα καί ποτίζοντας μέ τό αί­ μα του τήν άμμο τής «αρένας», στά­ θηκε στή μέση του στίβου κι’ άρ­ χισε νά ξεφυσάη δυνατά, εξαντλη­ μένος. Ένας περίφημος τότε ταυρο­ μάχος, ό Καμπεαδόρ, μέ τό σπα­ θί στό χέρι, ώρμησε επάνω του γιά νά τόν καρφώση. Μά ό ταύρος, τήν τελευταία αυτή στιγμή, μ’ ένα πή­ δημα, γλύτωσε από τό θάνατο κι’ άναποδογύρισε τόν ταυρομάχο. "Ε­ πειτα σταμάτησε λίγο πιό πέρα καί γυρίζοντας απότομα, χύμηξε επάνω του γιά νά τόν καρφώση μέ τά κέρα­ τά του. "Αξαφνα πήδησε μέσα στην «αρέ­ να» ό Πάμπλο, πού παραμόνευε ά-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 23 νάμεσα στόν κόσμο. Μιά κραυγή, μιά διαπεραστική κραυγή, ξέφυγε άπό τό στόμα του. Ό ταύρος, πού χυμουσε ακράτητος μέσα σ’ ένα κόκκινο σύννεφο σκόνης, ακούσε τήν κραυγή αύτή, τήν τόσο γνώριμη γι’ αυτόν, καί στάθηκε άπότομα, ένα μέτρο πιό πέρα άπό τόν ταυρο­ μάχο. Στή δεύτερη κραυγή του βο­ σκού, παράτησε τόν ταυρομάχο καί πήγε κοντά στόν Πάμπλο, πού άρχι­ σε νά τόν χαϊδεύη στό κούτελο. Ό κόσμος, πού παρακολουθούσε μέ άγωνία τή σκηνή, ξέσπασε αμέ­ σως σ’ εναν έξαλλο ενθουσιασμό καί ζήτησε νά δοθή χάρις στόν ταύρο, άλλοιώς ήταν άποφασισμένος νά «λυντσάρη» τούς οργανωτές τής «Κορρίντας». Κ’ έτσι ό Πάμπλο, μέ τόν «άχώριστο» φίλο του, ξαναγύρισε στά βο­ σκοτόπια του Ίξλακσιγκουάλτ. Έκει περιποιήθηκε τις πληγές του ταύρου, τόν γιάτρεψε καί δέν τόν αποχωρί­ στηκε ποτέ πειά... ΤΕΛΟΣ

ΓΕΛΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Τό γεΰ μα τον Συνταγματάρχου Ένας συνταγματάρχης, ό­ ταν προβιβάστηκε σέ υποστρά­ τηγο, παρέθεσε σέ όλο τό σύν­ ταγμά του μεγαλοπρεπές γεύμα. Πριν αρχίσουν νά τρώνε, ό συνταγματάρχης σηκώθηκε καί είπε στους στρατιώτες του : — Εμπρός, παιδιά, έπιτεθήτε κατά τού γεύματος αύτοΰ, σάν νά έπρόκειτο περί εχθρού... Στά επιδόρπια, τά μάτια τού συνταγματάρχου πέφτουν επά­ νω σ’ έναν ύπαξιωματικό πού έβαζε κατά μέρος μερικές μπουκάλες κρασί. —Τί κάνεις έκεϊ εσύ ; τόν ρωτάει γεμάτος θυμό ό συν­ ταγματάρχης. —Υπακούω στις διαταγές σας, στρατηγέ μου I

— Πώς ; —Μάλιστα. Δέν μάς είπατε νά έπιτεθοΰμε στό γεύμα σάν νά έπρόκειτο περί εχθρού ;...ΑΥ... λοιπόν ! στόν πόλεμο όσους ε­ χθρούς δέν σκοτώνουμε, τούς αιχμαλωτίζουμε ! Ό συνταγματάρχης γέλασε μέ τήν καρδιά του καί άφησε τόν ύπαξιωματικό νά πάρη τις μπουκάλες.

Ό Παράδεισος και ή Κόλασις Ό σύζυγος (άρρωστος στό κρεββάτι παραμιλάει άπό πυρετό) : θεέ μου ! πού βρίσκο­ μαι ; Στόν παράδεισο ; —'Η σύζυγος: Όχι... δέν είσαι στόν παράδεισο 1... Είμαι έδώ κοντά σου...δίπλα σου...στό πλευρό σου...


Ο' ΕΝΟΙΚΟΣ ΤΟΥ υπό ΝΤΑΣΙΕΑ ΧΑΜΜΕΤ

"Οπου μια πληγή άπό μαχαίρι, μια πληγή άπό σφαίρα, §να άνατολίτικο σάλι κα'ι μια σειρά άπό έντεχνα ψέματα, ρίχνουν δυο δολοφόνους στα χέρια τής δικαιοσύνης!

1 2Ετεκόμουν δίπλα στό τραπέζι του Ταμία, στα γραφεία του Ηπειρωτικού Πρακτορείου Ντέτεκτιβς του Σαν Φραντσίσκο, καί πα­ ρακολουθούσα τόν Πόρτερ, πού έκα­ νε έλεγχο στόν κατάλογο εξόδων μου, δταν ό άνθρωπος μπήκε μέσα. ΤΗταν ένας ύψηλόσωμος άντρας, με μεγάλα κόκκαλα καί σκληρό πρό­ σωπο. Γκρίζα ρούχα τύλιγαν τούς πλατείς ώμους του. Μέσα στό φως του ήλιου, πού έγερνε πρός τή δύσι του καί πού μάς κρυφοκύτταζε μέσα άπό τά μισόκλειστα εξώφυλλα, τό δέρμα του είχε τό χρώμα άργασμένου πετσιού. "Ανοιξε την πόρτα άπότομα κΓ έπειτα δίστασε καί στάθηκε στό κα­ τώφλι, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή καί γυρίζοντας δεξιά—άριστερά τό πόμολο μέ τό κοκκαλιάρικο χέρι του. Δεν ύπήρχε άναποφασιστικότης στό πρόσωπό του. ΤΗταν άσχημο καί σκυθρωπό καί ή έκφρασίς του ήταν ή έκφρασις ένός άνθρώπου πού θυμά­ ται κάτι δυσάρεστο. Ό Τόμμυ Χάουντ, ό γκρούμ του γραφείου μας μέ τις φακίδες στό

πρόσωπο καί μέ τήν πλακουτσή μύ­ τη, σηκώθηκε καί πλησίασε στό κιγ­ κλίδωμα, πού χώριζε στά δυο τό γραφείο. —Τί θέλετε..., άρχισε ό Τόμμυ. Καί πήδησε πρός τά πίσω. Ό άνθρωπος εΤχε αφήσει τό πό­ μολο. Σταύρωσε τά μακρυά μπρά­ τσα του επάνω στό στήθος του καί κάθε χέρι του έσφιξε κΓ άπό έναν ώμο. Τό στόμα του άνοιξε σ’ ένα χα­ σμουρητό, πού δέν εΐχε καμμιά σχέσι μέ τόν ύπνο. "Επειτα τό στόμα του έκλεισε μέ κρότο. Τά χείλη του τραβήχτηκαν ·πίσω, ξεσκεπάζοντας μια σειρά άπό κίτρινα σφιγμένα δόντια. — Διάβολε I, γρύλλισε γεμάτος άγανάκτησι. ΚΓ έπεσε μπρούμυτα στό πάτωμα. Πήδησα επάνω άπό τό κιγκλίδω­ μα, πέρασα επάνω άπό τό κορμί του καί βγήκα στόν διάδρομο. Τέσσερις πόρτες πιό πέρα, ή ’Άγκνες Μπράντεν, μιά παχειά γυναίκα τριάντα τόσον χρονών, πού έχει ένα στενογραφικό γραφείο, ήταν έτοιμη νά μπή στό γραφείο της. — Μις Μπράντεν ! φώναζα. Μη-


ο ΕΝΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 •πως είδατε τόν άντρα πού μπήκε μό­ λις τώρα ατό γραφείο μας ; Περιέργεια έλαμψέ στα μάτια της, —Ναί. "Ενας ψηλός άντρας. ΤΗταν μαζί μου στόν ανελκυστήρα. Γιατί ; —Έταν μόνος ; —Ναί. Δηλαδή, αυτός κι* εγώ ή­ μαστε οί μόνοι πού βγήκαμε σ’ αυ­ τόν τόν όροφο. Γιατί ; — Είδατε κανέλαν κοντά του ; — "Οχι, μολονότι δεν πρόσεξα ι­ διαίτερα. Γιατί ; — Μήπως ή συμπεριφορά του ή­ ταν παράξενη ; — Δεν πρόσεξα κάτι τέτοιο. Γιατί ; —Εύχαριστώ. θάρθώ και θά σάς εξηγήσω αργότερα. Εκανα τόν γύρω τών διαδρόμων του πατώματος μας, χωρίς νά βρω τίποτα. Ό άντρας μέ τά μεγάλα κόκκαλα ήταν ακόμα στό πάτωμα, όταν έπέστρεψα στό γραφείο, μά τόν είχαν γυρίσει άνάσκαλα. ΤΗταν νεκρός, όπως είχα φαντασθή. Ό Γέρος, ό προϊστάμενος του Ηπειρωτικού Γραφείου, πού τόν έξήταζε, άνωρθώθηκε καθώς έμπαινα. Ό Πόρτερ ήταν στό τηλέφωνο, προ­ σπαθώντας νά πάρη τήν άστυνομία. Τά μάτια του Τόμμυ Χάουντ ήσαν σάν δυό τεράστια γαλάζια νομίσμα­ τα επάνω στό χλωμό πρόσωπό του. —Τίποτα στούς διαδρόμους, είπα στό Γέρο. Ανέβηκε μαζί μέ τήν ’Άχκνες Μπράντεν μέ τόν ανελκυστήρα. Ή Μπράντεν λέει πώς ήταν μόνος καί πώς δεν είδε κανέναν κοντά του. -Ναί. Ή φωνή καί τό χαμόγελο του Γέρου ήσαν ευγενικά, σάμπως τό πτώμα νά μην ήταν παρά ένα σχέ­ διο επάνω στό χαλί. Πενήντα χρόνια ντετεκτιβής εργα­ σίας τόν είχαν κάνει άναίσθητο σέ παρόμοια θεάματα. — Φαίνεται ότι τόν μαχαίρωσαν στό αριστερό μέρος τού στήθους. Εί­ ναι μια άρκετά μεγάλη πληγή, πού ήταν κλεισμένη μέ αυτό τό μετα­ ξωτό... Ένα άπό τά πόδια του κλώτσησε ένα τσαλακωμένο κόκκινο πανί στό πάτωμα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

— Μέ αυτό τό μεταξωτό πού φαί­ νεται νά είναι ένα ανατολίτικο σάλι. "Ολα «φαίνονται νά είναι» γιά τόν Γέρο. Δέ λέει, π. χ., «Σήμερα είναι Τρίτη», αλλά «Σήμερα φαίνεται νά είναι Τρίτη». —Επάνω του, συνέχισε, βρήκα εννιακόσια περίπου δολλάρια σέ διά­ φορα χαρτονομίσματα καί μερικά α­ σημένια κέρματα, ένα χρυσό ρολόι ένα σουγιά "Αγγλικής κατασκευής, έ­ να Γιαπωνέζικο άσημένιο νόνισμα τών 50 σ έ ν, ταμπάκο, πίπα καί σπίρτα, ένα δρομολόγιο τών πλοίων τού Νοτίου Ειρηνικού, δυό μαντήλια χωρίς μάρκα, ένα μολύβι καί μερικά φύλλα άγραφο χαρτί, τέσσερα γραμ­ ματόσημα τών δυό σέντς κΓ ένα κλειδί μέ τήν επιγραφή «Ξενοδοχείο Μοντγόμερυ, Δωμάτιο 540». Τά ρού­ χα του φαίνονται καινούργια. ’ Αναμ­ φιβόλους θά μάθουμε περισσότερα άπό όλα αύτά, κάνοντας μιά έρευ­ να, πράγμα πού δέν σκοπεύω νά κάνω πριν έρθη ή άστυνομία. Στό μεταξύ, εσύ πήγαινε στό Ξενοχεΐο Μοτγκόμερυ καί προσπάθησε νά μάθης τίποτα.

^ϋΕ2τά Ξενοδοχείο Μοντγκόμερυ ό πρώτος άνθρωπος πού συνάντησα ήταν ακριβώς εκείνος πού χρειαζόμουν : ό Πέντερσον, ό ντέτεκτιβ τού ξενοδοχείου, ένας πρώ­ ην μπάρμαν, πού ξέρει άπό ντετεκτιβική δουλειά όσο εγώ άπό σαξόφω­ να, μά πού ξέρει τούς άνθρώπους καί πώς πρέπει νά τούς μεταχειρί­ ζεται κανείς κι’ αυτό είναι κάτι. —Γειά χαρά I, μοΰ φώναξε. Τί τρέχει; — Ποιός μένει στό 540, Πήτ ;


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

I —’Έχω μια σπουδαία πληροφορία για τήν τρίτη κούρσα τής... — Κόφτο, Πήτ. ’Έχουμε καιρό να κουβεντιάσουμε άλλοτε για τα άλο­ γά σου. 'Ένας άνθρωπος ήρθε κι’ Ε­ πεσε νεκρός στο γραφείο μας μ’ ένα από τά κλειδιά σας στήν τσέπη του... τό 540. £Η ευθυμία έσβησε από τό πρό­ σωπο του Πέντερσον. — 540; είπε κυττάζοντάς τό ταβά­ νι. θά εΐναι ό Ράουντς. Έπεσε νε­ κρός, είπες ; — Νεκρός. ’Έπεσε με μια καλή μα­ χαιριά στο κορμί του. Ποιος είναι αυ­ τός ό Ράουντς ; — Δεν μπορώ'νά σου πω έτσι πρό­ χειρα. Είναι ένας ύψηλόσωμος, κοκκαλιάρης άντρας, μέ δέρμα σάν πε­ τσί. Δεν θά τόν πρόσεχα άν ή έκφρασις του «προσώπου- του δεν ήταν δι­ αρκώς σκυθρωπή. —Αυτός είναι. Στό γραφείο τοϋ ξενοδοχείου, μά­ θαμε ότι ό άνθρωπός μας είχε φτά­ σει τήν προηγούμενη μέρα, δίνοντας τό όνομα X. Ρ. Ράουντς, άπό τη Νέα Ύόρκη, καί λέγοντας στόν ύπάλληλο 5τι θά έφευγε μέσα σέ τρεις μέρες. Δέν είχε πάρει ούτε γράμματα ού­ τε τηλεφωνήματα. Κανένας δέν ήξερε πότε είχε βγή έξω, γιατί δέν είχε α­ φήσει τό κλειδί του στό γραφείο. Ούτε οί γκρουμ ούτε τό υπόλοιπο προσωπικό του ξενοδοχείου δέν μπό­ ρεσαν νά προσθέσουν κανένα και­ νούργιο στοιχείο. Τό δωμάτιό του δέν πλούτισε πο­ λύ τις γνώσεις μας. Οί αποσκευές του άπαρτίζονταν από μια δερμάτι­ νη βαλίτσα στραπατσαρισμένη,μέ διά­ φορες έτικέττες ξενοδοχείων καί πλοίων, πού όμως κάποιος είχε άποξήσει. ΤΗταν κλειδωμένη, μα οί κλειδαδαριές τών βαλιτσών δέ λένε πολλά πράγματα. Δέν μέ καθυστέρησε πε­ ρισσότερο άπό πέντε λεπτά. Τά ρούχα του Ράουντς —μερικά μέσα στη βαλίτσα καί μερικά μέσα στό ντουλάπι —δέν ήσαν ούτε πολλά ούτε άκριβά. ΤΗσαν όμως όλα και­ νούργια. Τά έσώρρουχα δέν είχαν μάρκες πλυντηρίων. 'Όλα τους ήσαν κοινού τύπου καί μπορούσε κανείς νά τά ά-

γοράση; σ’ όποιοδήποτε κατάστημα τής Αμερικής. Δέν υπήρχε ούτε ένα χαρτί γραμ­ μένο εκεί μέσα. Δέν υπήρχε τίποτα μέσα σιό δωμάτιο, πού νά μπορή νά μας πή άπό πού είχε έρθει ό Ρά­ ουντς. Ό Πέντερσον φαινόταν δυσαρε.στημένος. —Άν δέν τόν σκότωναν, θά μάς τήν εσκαγε ! Δέν θά πλήρωνε τό νοί­ κι του I ’Άνθρωποι, πού δέν έχουν τίΓ ποτά πού νά μπορή νά μάς δείξη τήν ταυτότητά τους καί πού δέν α­ φήνουν τό κλειδί στό γραφείο βγαί­ νοντας, δέν είναι νά τούς εμπιστεύε­ ται κανείς καί πολύ. ^5&έν είχαμε καλά — καλά τελειώσει τό ψάξιμο, όταν ένας γκρουμ έφερε τόν Ντέτεκτιβ Ο’ Γκάρ του Γραφείου Δολοφονιών. —Πήγες στό Πρακτορείο ; τόν ρώ­ τησα. —Άπό εκεί έρχομαι. —Τίποτα νέα ; Ό Ο’ Γκάρ έσπρωξε πίσω τό πλα­ τύγυρο καπέλλο του κι’ έξησε τό κε­ φάλι του. —Όχι πολλά. Ό γιατρός λέει πώς τόν άνοιξαν μέ μια λεπίδα εί­ κοσι τουλάχιστον πόντους μακρυά καί πέντε πλατειά καί ότι δέν μπο­ ρούσε νά είχε ζήσει δυό ώρες έπει­ τα άπό τη μαχαιριά —ούτε μία καή,ά —καλά. Δέν βρήκαμε * τίποτα επάνω του. Τί βρήκες εδώ ; —Τό όνομά του είναι Ράουντς. ^Ηρθε χτές εδώ άπό τή Νέα Ύόρκη. Τά ρούχα του είναι καινούργια καί. δέν υπάρχει τίποτα σ’ αύτά πού νά μπορή νά μάς πή κάτι, εκτός άπό τό ότι δεν ήθελε ν’ άφήση κανένα ίχνος πίσω του. Ούτε γράμματα, ούτε ση­ μειωματάριο, τίποτα. Ούτε αίμα, ού­ τε ίχνη πάλης μέσα σ’ αύτό' τό δω­ μάτιο. Ό Ο’ Γκάρ γύρισε στόν Πέντερ­ σον. — Πρόσεξες τίποτα σκούρους άνθρώπους εδώ γύρω ; ρώτησε. Ινδούς ή άλλους τέτοιους ; —’Όχι, είπε ό ντέτεκτιβ τοϋ ξενο­ δοχείου. Μπορώ νά ρωτήσω όμως. —Τότε τό κόκκινο μεταξωτό ήταν


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 27

ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 πραγματικά ένα άνατολίτικο σάλι; ρώτησα. —Καί πανάκριβο μάλιστα, εΐπε ό Ο’ Γκάρ. *Έχω δή πλήθος απ’ αύτά στα τέσσερα χρόνια, πού έκανα στραώτης στον Ειρηνικό. Μά ποτέ δέν εί­ δα τόσο όμορφο. — Ποιός τά φορεί αύτά; — "Αντρες καί γυναίκες στις Φι­ λιππίνες, στο Μπόρνεο, στή Τζάβα, στη Σουμάτρα, στή Μαλαϊκή Χερσό­ νησο καί σέ πολλά μέρη των Ινδιών. —"Εχεις δηλαδή την ιδέα ότι αυ­ τός που τόν μαχαίρωσε γύριζε στους δρόμους φορώντας ένα κόκκινο σάλι; — Μην κάνης τόν έξυπνο I, γρύλλισε ό Ο’ Γκάρ. Πώς μπορώ νά ξέρω ότι τόν μαχαίρωσαν στό δρόμο ; Καί στό κάτω—κάτω πώς μπορώ νά ξέρω ότι δέν τόν μαχαίρωσαν στό Πρα­ κτορείο σας ; — Εμείς θάβουμε τά θύματά σας, χωρίς νά λέμε σέ κανέναν τίποτα. "Ας πάμε κάτω κΓ ας βοηθήσουμε τόν Πήτ στην έρευνα για τούς σκού­ ρους ανθρώπους σου.. Δέν βρήκαμε κανέναν σκούρο άνθωπο. Τηλεφώνησα στό Γέρο, λέγοντάς του τί είχα μάθει —πράγμα πού δέν μου είχε κοστίσει πολύ κόπο — κΓ έπειτα ό Ο’ Γκάρ κΓ εγώ, περάσαμε τη βραδυά μας ψάχνοντας γύρω, χω­ ρίς νά βρούμε στόχο ούτε μιά φορά. Ρωτήσαμε σωφέρ τών ταξί, ρωτή­ σαμε τρεις Ράουντς, πού ήσαν γραμ­ μένοι στον τηλεφωνικό κατάλογο καί στό τέλος δέν ήμαστε σοφώτεροι άπ’ όσο όταν άρχίσαμε. Στις έντεκα, ό 0’ Γκάρ κΓ εγώ κάναμε κράτει καί τραβήξαμε ό κα­ θένας για τό κρεββάτι του. Δέν μείναμε χωρισμένοι γιά πολύ.

2 ,^^,νοιξα τά μάτια μου, καθισμένος στήν άκρη τού κρεββατιού μου, μέσα στό άμιδρό φώς ενός φεγγαριού πού μόλις άνέτελε, μέ τό άκουστικό τού τηλεφώνου στό χέρι μου. 'Η φωνή τού Ο’ Γκάρ είπε : — 1856 Μπρωντγουαίη 1 Γρήγορα I

Γο

/ / ί / / / / / / /φ * / / / /Ο ο

ο

9

9

Φ

9

Φ

Ο

ο

ο

φ

ο

9

ο

/ / ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ * 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ / 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ι ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕ Κ Ρ Ο ΚΕΦΑΛΗ /ο 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ / 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙ- / ΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ / ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ / ΜΑΣΟΥΝ Τ& προηγούμενα τεύχη της

ο

ο

9

Φ

φ

ο

ο

ο

ο

11) ΠΕΝΤΕ ΚΟ'ΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΏ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΜΙΣΤΕΡ ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟ 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ

/ο

/ / / / /ο ο

ο

ο

±νετυπώ·6η ’ αν ιχ<χ; τά γραφεία μας.

•π-ωλο^νται

ΔΕΛΗΠΩΡΓΗ 30 (Πάροδος όδσϋ 'Αγ. Κων)νου)

εις

ο

/ — 1856 Μπρωντγουαίη, έπανέλαβε. ΚΓ Ο’ Γκάρ κρέμασε τό άκου­ στικό. Αποτελείωσα τό ξύπνημά μου, τηλεφωνώντας γιά νά μοΰ στείλουν ένα ταξί, κΓ έπειτα ντύθηκα. Τό ρολόϊ μου μοΰ είπε πώς ήταν 12:55, καθώς κατέβαινα κάτω. Δέν είχα μείνει περισσότερο από δεκα­ πέντε λεπτά στό κρεββάτι. Τό 1856 Μπρωντγουαίη ήταν ενα τριώροφο σπίτι, πίσω από έναν μι­ κρό κήπο, στήν ίδια γραμμή * μέ άλ­ λα παρόμοια σπίτια. Τά άλλα ήσαν άνοιχτά. Τό 1856 σκορπούσε φώς άπό κάθε παράθυρο καί από τήν άνοιχτή πόρτα τής εισόδου. "Ενας αστυφύλακας στεκόταν στόν προθάλαμο. —Γειά σου Μάκ !, είπε. Είναι ό Ο’ Γκάρ εδώ ; —Μόλις μπήκε. Μπήκα μέσα σ’ ένα μεγάλο χώλ


28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» καί είδα τόν Ο’ Γκάρ νά άνεβαίνη την πλατεία σκάλα. —Τί τρέχει ; τόν ρώτησα δταν τόν έφτασα. — Δεν ξέρω. — Στό δεύτερο πάτωμα στρίψαμε αριστερά καί .μπήκαμε σέ ένα είδος βιβλιοθήκης πού έπιανε δλη την προ­ σόψι του σπιτιού. Ένας άντρας με πιτζάμες καί με ρόμπα του λουτρού ήταν καθισμένος σ’ ένα ντιβάνι, έκει, με τό ένα του πόδι γυμνό καί άκουμπησμένο σέ μια καρέκλα μπροστά του. Τόν αναγνώρισα όταν μου κούνη­ σε τό κεφάλι. ΤΗταν ό ’Άουστιν Ρί­ χτερ, ιδιοκτήτης ενός κινηματοθεά­ τρου τής οδού Αγοράς. ΤΗταν ένας στρογγυλοπρόσωπος άντρας σαράν­ τα πέντε περίπου χρόνων, άρκετά φα­ λακρός. Τό Πρακτορείο μας είχε δου­ λέψει γι’ αυτόν, έναν χρόνο πριν, σχετικά μ’ έναν ταμία του κινηματο­ θεάτρου του, πού είχε φύγει ξεχνών­ τας νά παραδώση τις εισπράξεις τής ημέρας. Μπροστά στόν Ρίχτερ, ένας λε­ πτός άσπρομάλλης άντρας μέ τή λέξι «γιατρός» γραμμένη σέ κάθε κίνησί του, ήταν σκυμμένος κυττάζοντας τό πόδι του Ρίχτερ πού ήταν τυλι­ γμένο μέ έπιδέσμους ακριβώς κάτω άπό τό γόνατο. Δίπλα στόν γιατρό, μιά ύψηλόσωμη γυναίκα, μέ μιά ρόμπα γαρνιρι­ σμένη μέ γούνα, στεκόταν μέ ένα ψα­ λίδι καί γάζα στα χέρια της. Ένας σωματώδης άρχιφύλακας έ­ γραφε σ’ ένα σημειωματάριο επάνω σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι, μ’ ένα χοντρό μπαστούνι άκουμπημένο δίπλα του, επάνω στό ζωηρό, γαλάζιο τραπεζομάντηλο.

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

Ο λοι

τους γύρι­ σαν καί μάς κύτταξαν, καθώς μπαί­ ναμε στό δωμάτιο. Ό άρχιφύλακας σηκώθηκε καί ήρθε κοντά μας. —’Ήξερα πώς είχατε άναλάβει τήν ύπόθεσι Ράουντς Ο’ Γκάρ, καί σκέφτηκα νά σάς φωνάξω άμέσως μόλις ακόυσα πώς ήσαν ανακατεμένοι σκού­ ροι άνθρωποι στήν ύπόθεσι αύτή. —Πολύ καλά, Φλύν, είπε ό Ο’ Γκάρ. Τί συνέβη εδώ ; — Διάρρηξις ή ίσως μόνο άπόπειρα διαρρήξεως. ΤΗσαν τέσσερις άπ’ αύτούς καί έσπασαν τήν πόρτα τής κουζίνας. Ό Ρίχτερ άνακάθησε καί τα γα­ λανά μάτια του έλαμψαν, όπως καί τά καστανά μάτια τής γυναίκας. —Μέ συγχωρεϊτε, είπε, μά... άναφέρατε σκούρους ανθρώπους σχετικά μέ μιαν άλλη Ιστορία ; Ό Ο’ Γκάρ μέ κύτταξε. —Δέν διαβάσατε τις βραδυνές ε­ φημερίδες ; ρώτησε τόν ιδιοκτήτη του κινηματοθεάτρου. — “Οχι. —Ένας άντρας μπήκε στά γρα­ φεία τού Ηπειρωτικού Πρακτορείου Ντέτεκτιβς αργά τό άπόγεμα, μέ μιά μαχαιριά στό στήθος του, καί πέθανε έκεϊ. Επάνω στήν πληγή, σαν γιά νά σταματήση ή αιμορραγία, ήταν σφιγμένο ένα ανατολίτικο σάλι κΓ άπό αυτό προήλθε ή ιδέα τών σκού­ ρων ανθρώπων. —Τό δνομά του ; —Ράουντς. X. Ρ. Ράουντς. Τό όνομα αύτό δέν έφερε καμμιάν έκφρασι άναγνωρίσεως στά μάτια τού Ρίχτερ. — 'Ένας υψηλός άντρας, λιγνός, μέ σκούρο δέρμα; ρώτησε, Μέ γκρίζο κοστούμι; — Ναι. Ό Ρίχτερ γύρισε καί κύτταξε τή γυναίκα. * — Ό Μολλόϋ !, φώναξε αύτός. — ,Ο Μολλόϋ !, φώναξε αύτή. —'Ώστε τόν ξέρετε ; Τά πρόσωπά τους γύρισαν προς τό μέρος μου. — Ναι ! 7Ηταν εδώ τό άπόγεμα. ’Έφυγε... Ό Ρίχτερ σώπασε, γύρισε πάλι στη γυναίκα καί τήν κύτταξε ερωτη­ ματικά.


ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 — Ναί, ’Άουστιν, είπε αυτή άκουμπώντας τό ψαλίδι και τή γάζα επάνω στο τραπέζι καί καθίζοντας στο ντιβάνι δίπλα του. Πες του τα δλα. Αύτός τής χάϊδεψε τό χέρι καί με ξανακύτταξε, σάν νά ένοιωθα μεγάλη· άνακούφισι, πού μπορούσε επιτέλους νά πή τον πόνο του. — Καθήστε, είπε. Δεν είναι μεγά­ λη ή ιστορία μου, μά καθήστε. Ι3φήκαμε καρέκλες καί καθήσαμε. Ό Ρίχτερ άρχισε νά διηγήται : «Ό Μολλόϋ, Ό Σάμ Μολλόϋ, αυτό είναι τό όνομά του ή μάλλον τό όνομα με τό όποιο τον γνώρισα. ?Ηρθε δω σήμερα τό άπόγεμα. Είχε τηλεφωνήσει στον κινηματογράφο μου ή είχε πάει εκεί καί τού είπαν πώς ήμουν σπίτι. Είχα νά τόν· δω τρία χρόνια. ?Ηταν εύκολο νά κατα­ λάβουμε—ή γυναίκα μου κι' εγώ — πώς κάτι τού συνέβαινε. »Όταν τον ρώτησα, είπε πώς τον είχε μαχαιρώσει ένας Σιαμαίος, κα­ θώς ερχόταν εδώ. Δεν φαινόταν νά δίνη σημασία στό τραύμα του ή υποκρινόταν άπλώς ότι δεν έδινε ση­ μασία. Δέν μάς άφησε νά τού περιποιηθούμε τό τραύμα ή καί νά τό κυττάξουμε άπλώς. Είπε πώς θά πή­ γαινε σ’ έναν γιατρό όταν θάφευγε, άφοΰ πρώτα άφηνε τό πράγμα. ΓΠ αυτό είχε έρθε σε μένα. "Ηθελε νά τόκρύψω, νά τού τό φυλάξω ώσπου νά ξαναρχόταν πάλι. »Δέν είπε πολλά. ΤΗταν βιαστι­ κός καί ύπόφερε. Δέν τού έκανα έ-4 ρωτήσεις. Δέν μπορούσα νά τού άρνηθώ τίποτα. Δέν μπορούσα νά τον ρωτήσω, μο?\.ονότι σχεδόν μοΰ είπε ότι τό πράγμα ήταν παράνομο καί επικίνδυνο. Μάς έσωσε τή ζωή κάποτε στο Μεξικό, όταν τον πρωτ°Υνωρίσαμε. Αυτό έγινε τό 1916. ^(Χαμε άποκλειστή έκει μέ τις ταραΧέ9 τού Βίλλα. Ό Μολλόϋ περνούσε ό^λα από τά σύνορα καί είχε άρκετή επιρροή στούς επαναστάτες, ώστε νά τούς πείση νά μάς άφήσουν ελεύ­ θερους, όταν πιά ήταν σχεδόν βέ­ βαιο ότι θά μάς έκτελοΰσαν. »’Έτσι, όταν μέ παρακάλεσε νά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

τού κάνω μιά χάρι δέν τον ρώτησα τί ήταν. Είπα «Ναί» καί μοΰ έδωσε τό δέμα. Δέν ήταν μεγάλο δέμα. Είχε τό μέγεθος ενός... άς πούμε ε­ νός ψωμιού, μά ήταν πολύ βαρύ γιά τό μέγεθος του. »ΤΗταν τυλιγμένο σέ σκούρο χαρ­ τί. Τό ξετυλίξαμε, όταν έφυγε. Δη­ λαδή, τού βγάλαμε τό χαρτί. Μά τό εσωτερικό περιτύλιγμα ήταν άπό μουσαμά, δεμένο μέ μεταξωτό σπάγγο καί σφραγισμένο, κι’ έτσι δέν τό άνοίξαμε. Τό βάλαμε επάνω, στη σοφίτα, κάτω άπό έναν σωρό άπό παλιά περιοδικά. »’Έπειτα, κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο, απόψε,— μόλις είχα πέσειστό κρεββάτι καί δέν μέ είχε πάρει άκόμα ό ύπνος—άκουσα έναν θόρυβο έδώ κάτω. »Δέν έχω πιστόλι καί δέν υπάρ­ χει τίποτα έδώ μέσα, πού νά μπορή νά όνομαστή όπλο, μά αύτό τό μπα­ στούνι...»

αί έδειξε τό μπα­ στούνι, πού ήταν άκουμπημένο επά­ νω στό τραπέζι. Συνέχισε : «... Αύτό τό μπαστούνι ήταν μέ­ σα σ’ ένα ντουλάπι, στήν κρεββατοκάμαρά μας. Τό πήρα καί κατέβηκα έδώ γιά νά δώ τί σήμαινε έκεΐνος ό θόρυβος. »’Ακριβώς έξω άπό τήν πόρτα τής βιβλιοθήκης σκόνταψα έπάνω σ’ έναν άντρα. Μπορούσα νά τον βλέ­ πω καλύτερα άπ’ όσο έκεΐνος έμένα, γιατί ή πόρτα αυτή ήταν άνοιχτή καί ή σιλουέττα του διαγραφόταν έπάνω στό φόντο τού παραθύρου, πού φω­ τιζόταν άπό τό φεγγάρι. »Τόν χτύπησα μέ τό μπαστούνι, μά δέν τον έρριξα χάμω. Γύρισε κι’ έτρεξε έδώ μέσα. Επιπόλαια, καί


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» χωρίς νά σκεφτώ ότι μπορεί νά μην ήταν μόνος, έτρεξα ξοπίσω του. Κα­ θώς περνούσα από την πόρτα, ένας άλλος με πυροβόλησε στο πόδι. «•"Επεσα, φυσικά. Καθώς άνασηκωνόμουν, δυο απ’ αυτούς μπήκαν μέσα μέ τη γυναίκα μου ανάμεσα τους. Ήταν τέσσερις. Είχαν μέτριο ανάστημα καί είχαν σκούρο δέρμα, μά όχι- εντελώς μαύρο. Σκέφτηκα πώς θά ήταν Σιαμαίοι, γιατί ό Μολλόϋ είχε μιλήσει γιά έναν Σιαμαίο. "Αναψαν τά φώτα εδώ μέσα κΓ ένας απ’ αυτούς, πού φαινόταν αρχηγός τους, μέ ρώτησε : » — Που είναι αύτό ; »Ή προφορά του ήταν πολύ ά­ σχημη, μά μπορούσα νά καταλάβω αρκετά καλά τις λέξεις του. Βέβαια, κατάλαβα ότι ήθελαν εκείνο, πού εί­ χε αφήσει ό Μολλόϋ, μά έκανα πώς δεν κατάλαβα. Μοΰ είπαν, ή μάλλον ό αρχηγός μού είπε ότι ήξεραν ότι τό πράγμα βρισκόταν εδώ, μά άποκαλουσαν τόν Μολλόϋ μέ άλλο όνομα —Ντώσον. »’Απάντησα πώς δέν ήξερα κανέναν Ντώσον καί δέν μού ε^χε άφήσει κανένας τίποτα καί προσπάθησα νά τούς κάνω νά μού ποϋν τί ήταν αύ­ τό πού έψαχναν νά βροΰν. Δέν μού είπαν... ’Ωνόμαζαν άπλώς τό πράγμα αύτό. »Μίλησαν μεταξύ τους, μά βέβαια δέν μπόρεσα νά καταλάβω ούτε λέξι από αύτά πού έλεγαν. "Επειτα οί τρεις βγήκαν, αφήνοντας τόν τέταρ­ το να μάς φρουρή. Είχε στό χέρι του ένα πιστόλι Λοΰγκερ. Άκούγαμε τούς άλλους νά περιφέρωνται μέσα στό σπίτι. Ή έρευνά τους κράτησε μια σχεδόν ώρα. Έπειτα, ό αρχηγός τους μπήκε μέσα καί είπε κάτι στόν φρουρό μας. Φαίνονταν κι’ οί δυό πολύ χαρούμενο». »Δέν είναι συνετό νά βγήτε από τό δωμάτιο αύτό γιά άρκετά λεπτά, μού είπε ό αρχηγός τους. »Καί έφυγαν κλείνοντας την πόρ­ τα πίσω τους. "Ηξερα ότι έφευγαν, μά δέν μπορούσα νά περπατήσω μέ τό πληγωμένο πόδι μου. Άπ’ όσα είπε ό γιατρός, φαίνεται πώς θά κά­ νω έναν —δυό μήνες νά περπατήσω. Δέν ήθελα ν’ άφήσω τή γυναίκα μου νά βγή άπό τό δωμάτιο, μά αύτή έ-

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ πέμεινε καί άνεκάλυψε πώς είχαν φύγει. Τηλεφώνησε στήν αστυνομία κΤ έπειτα ανέβηκε στή σοφίτα καί εΐδε πώς τό δέμα τού Μολλόϋ είχε έξαφανιστή..»

ΙΟΙ ΝτέτεκτιβΟ’ Γκάρ μόρφασε γκρινιάρικα, έξησε τό κεφάλι του καί ρώτησε : — Καί αύτός ό Μολλόϋ δέν σάς έκανε κανέναν υπαινιγμό σχετικά μέ τό περιεχόμενο τού δέματος ; — Ούτε λέξι, έκτος άπό τό ότι ή­ ταν κάτι πού προσπαθούσαν νά τού πάρουν οί Σιαμαίοι. — Γνώριζε τόν Σιαμαίο πού τόν μαχαίρωσε ; ρώτησα εγώ. — Νομίζω, είπε ό, Ρίχτερ αργά, μολονότι δέν είμαι βέβαιος. — θυμόσαστε τά λόγια του ; — "Οχι άκριβώς. —Νομίζω ότι τά θυμούμαι, είπε ή κυρία Ρίχτερ. Ό σύζυγός μου, ό κ. Ρίχτερ, τόν ρώτησε : «Τί τρέχει Μολ­ λόϋ ; ΕΤσαι πληγωμένος ή άρρωστος;» Ό Μολλόϋ γέλασε, άκούμπησε τό χέρι του στό στήθος του καί είπε: «Τίποτα σοβαρό. Συνάντησα έναν Σιαμαίο, πού έψαχνε νά μέ βρή, δέν πρόσεξα όσο έπρεπε καί τόν άφησα νά μέ γρατζουνίση. Κράτησα όμως τό μικρό δέμα μου !» ν!' — Εΐπε τίποτε άλλο γιά τόν Σια­ μαίο ; — "Οχι άκριβώς, απάντησε αύτή, αν καί μάς είπε νά έχουμε τά μάτια μας ανοιχτά γιά κάθε Σιαμαίο που μπορεί νά δούμε εδώ γύρω. ΕΓπε ότι δέν θά άφηνε εδώ τό δέμα, αν πί­ στευε ότι θά μάς έβαζε σέ μπελά­ δες, πάντως όμως—είπε—καλό θά ήταν νά είμαστε προσεκτικοί. Καί είπε στόν σύζυγό μοϋ...


ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 Καί γυρίζοντας έδειξε τον Ρίχτερ. — Είπε στον σύζυγό μου ότι ό Σιαμαίος τον παρακολουθούσε από μήνες κι'ότι, τώρα .πού είχε βρή ένα ασφαλές μέρος για τό δέμα, θά κα­ τόρθωνε νά τούς ξεγλυστρήση. — Τί ξέρετε γιά τόν Μολλόϋ ; — "Οχι πολλά πράγματα, είπε ό Ρίχτερ. Τοϋ άρεσε νά μιλή γιά τά μέρη όπου είχε πάει, μά δεν μπο­ ρούσες νά του πάρης ούτε λέξι γιά τις ύποθέσεις του. Τόν συναντήσαμε γιά πρώτη φορά στό Μεξικό, όπως σας είπα. Μάς έσωσε καί δεν τόν ξαναείδαμε γιά τέσσερα χρόνια. Μιά νύχτα, χτύπησε τό κουδούνι μας καί μπήκε μέσα γιά δυο ώρες, θά ξεκι­ νούσε γιά την Κίνα, είπε, καί είχε πολλές δουλειές νά τακτοποιήση πριν φύγη. Μερικούς μήνες άργότερα, πή­ ρα ένα γράμμα του άπό τό Κάντυ, όπου μέ παρακαλούσε νά τού στείλω έναν κατάλογο των εισαγωγέων καί έξαγωγέων τού Σάν Φραντσίσκο. Μοΰ έγραψε έπειτα ένα γράμμα εύχαριστώντας με γιά τόν κατάλογο. Έναν χρόνο άργότερα ήρθε στό Σάν Φραντσίσκο γιά μιά βδομάδα. Έταν επίσης έδώ γιά μιά βδομάδα τόν επόμενο χρόνο, λέγοντας πώς είχε πάη στη Βραζιλία, χωρίς όμως νά άναφέρη τί είχε πάει νά κάνη ε­ κεί. Μερικούς μήνες άργότερα, πήρα ενα γράμμα του άπό τό Σικάγο, ό­ που έλεγε ότι θάρχόταν έδώ την ε­ πόμενη βδομάδα. Μά δέν ήρθε. Α­ πεναντίας, λίγο άργότερα μοΰ έγρα­ ψε άπό τό Βλαδιβοστόκ. Άπό τότε ούτε έγραψε ούτε ώς σήμερα, ήλθε —Πού είναι τό σπίτι του ; Οί συγ­ γενείς του ; —Πάντα έλεγε πώς δέν είχε ούτε σπίτι ούτε συγγενείς. Έχω την έντύπωσι ότι κατήγετο άπό τήν Αγγλία, μολονότι ποτέ δέν τό είπε αύτό. Γ ύρισα στόν Ο’ Γκάρ, πού παρακολουθούσε μέ προ­ σοχή τις ερωταποκρίσεις μας, καί τού ε'ΙΝκχ ; —Έχεις νά κάνης άλλες ερωτή­ σεις : —’Όχι. "Ας ρίξουμε μιά ματιά στό σπίτι γιά νά δούμε άν οί Σια­ μαίοι άφησαν τίποτα ίχνη πίσω τους.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

Ή έρευνα πού κάναμε στό σπίτι ήταν ολοκληρωτική, Δέν μοιράσαμε τό έδαφος μεταξύ μας, άλλά ερευνή­ σαμε τά πάντα μαζί, άπό τό κελάρι ώς τή σοφίτα. Στό κελάρι βρήκαμε τά πιό ένδιαφέροντα πράγματα. Εκεί, μέσα στόν ψυχρό φούρνο, βρήκαμε μιά φούχτα μαύρα κουμπιά. Μά καί τά πιό πάνω πατώματα δέν άπεδείχθησαν άχρηστα. Σ’ ένα δωμάτιο βρήκαμε μιά τσα­ λακωμένη άπόδειξι άγοράς άπό ένα κατάστημα τού Όουκλαντ, όπου ή­ ταν σημειωμένο ; «1 τραπεζομάντηλο». — Βέβαια, δέν είναι δική μου δου­ λειά, είπα στόν Ρίχτερ όταν ό Ο’ Γκάρ κΓ εγώ ξαναμπήκαμε στή βι­ βλιοθήκη, μά άν ίσχυριστήτε ότι βρισκόσαστε εν άμύνη μπορεί νά τή γλυτώσετε. Δοκίμασε νά άναπηδήση άπό τό ντιβάνι, μά τό πληγωμένο πόδι του τόν εμπόδισε. 'Η γυναίκα άνωρθώθηκε αργά, — Καί ίσως άπαλλαγήτε κΓ εσείς, τής είπε ό Ο’ Γκάρ. Γιατί δέν προσπαθήτε νά τόν πείσετε ; — "Η ίσως θά ήταν προτιμότερο νά ίσχυριστήτε κΓ εσείς ότι βρισκό­ σαστε εν άμύνη, τήν συμβούλευσα εγώ. θά μπορούσατε νά πήτε ότιό Ρί­ χτερ έτρεξε νά σάς βοηθήση, όταν ό σύζυγός σας σάς άρπαξε, καί ότι ό σύζυγός σας τόν πυροβόλησε καί γύριζε τό πιστόλι του προς τό μέρος σας, όταν τόν μαχαιρώσατε. — Ό σύζυγός μου ; — Ναι, κυρία- Ράουντς—Μολλόϋ — Ντώσον. Ό μακαρίτης σύζυγός σας. — Ό Ρίχτερ άνοιγόκλεισε τό στό­ μα του, πριν μιλήση : —Τί σημαίνουν όλες αυτές οί κα­ ταραμένες άνοησίες; ρώτησε. — Πουύ σκληρά λόγια άπό έναν άνθρωπο σάν έσάς, γρύλλισε ό Ο5 Γκάρ. "Αν αύτά πού λέμε είναι ά­ νοησίες, τί νά πή κανείς γιά τα πα­ ραμύθια σας γιά Σιαμαίους καί μυ­ στηριώδη δέματα κΓ ένας θεός ξέρει τί άλλο ;


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Μην τοϋ φέρεσαι πολύ σκληρά, είπα στον Ο’ Γκάρ. 5Από τό πολύ νά ανακατεύεται με τα φιλμ, έχει πάθει άμβλυνσι τούέγκεφάλου και δέν μπορεί νά ξεχωρίση τι στέκει στα πό­ δια του. ’Άν δέν τό εΐχε πάθει αύτό, δέν θά έβλεπε έναν Σιαμαίο στο φως του φεγγαριού, στις 11:45, ενώ τό φεγγάρι άνέτελλε τη στιγμή πού μου τηλεφωνούσες, στις 12:45. Ό Ρίχτερ άνωρθώθηκε επάνω στο γερό πόδι του. Ό σωματώδης άρχιφύλακας κινή­ θηκε πρός τό μέρος του. — Δέν είναι προτιμώτερο νά τον ψάξω, Ο’ Γκάρ ; Ό Ο’ Γγάρ κούνη­ σε αρνητικά τό κεφάλι του. — θά χάσης τόν καιρό σου. Δέν έχει τίποτα επάνω του. Καθάρισαν τό σπίτι από κάθε όπλο. Νομίζω μά­ λιστα ότι ή κυρία πέταξε τά όπλα στόν κόλπο, όταν πήγε στό ’Όουκλαντ για νά άγοράση ένα τραπεζομάντηλο καί νά άντικαταστήση μ’αύτό τό ανατολίτικο σάλι πού ό άντρας της είχε πάρει μαζί του.

γϋ^,ύτό τούς κλόνι­ σε καί τούς δυό. Ό Ρίχτερ έκανε τά­ χα πώς δέν είχε στραβοκαταπιή κι* ή γυναίκα πάλεψε πολύ μέ τόν έαυτό της, πριν καταφέρη νά καρφώση τά μάτια της στα δικά μου.

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ Ό Ο’ Γκάρ χτύπησε τό σίδερο ό­ σο ήταν ακόμα πυρωμένο, βγάζοντας τά κουμπιά πού είχαμε βρή καί δεί­ χνοντας τα σ’ αύτούς. Αυτό έξήντλησε καί τό τελευταίο γεγονός πού εί­ χαμε στά χέρια μας. Τούς πέταξα τότε κΓ ένα ψέμα: — Δέν θέλω νά κατηγορήσω τόν τύπο, μά μή δίνετε ποτέ μεγάλη πίστι σ’ αυτά πού δημοσιεύουν οί εφη­ μερίδες. Παραδείγματος χάριν, μπο­ ρεί κανείς νά πή μερικά αποκαλυπτι­ κά λόγια, πριν πεθάνη, καί οί εφημε­ ρίδες νά μή γράφουν τίποτα. Αύτό συνήθως μπερδεύει τά πράγματα καί τούς ενόχους. Ή γυναίκα κύτταξε τόν Ο’ Γκάρ. —Μπορώ νά μιλήσω ιδιαιτέρως μέ τόν ’Άουστιν ; ρώτησε. Μπροστά σας εννοείται. Ό Ντέτεκτιβ Ο’ Γκάρ έξησε τό κεφάλι του καί μέ κύτταξε. Αυτό, τό ν’ άφήση κανείς τούς κρατουμένους νά κουβεντιάσουν μεταξύ τους, είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί νά αποφασί­ σουν νά ομολογήσουν, μά μπορεί καί νά συνεννοηθουν καί νά καλυφθούν. Άπό τήν άλλη μεριά, άν δέν τούς άφήσης, μπορεί νά τό βάλουν πείσμα καί νά μήν μπορέσης νά τούς πάρης λέξι. Χαμογέλασα στόν Ο’ Γκάρ, μά έ­ μεινα σιωπηλός. Μπορούσε νά άποφασίση μόνος του καί νά πάρη επά­ νω του όλη τήν ευθύνη. Αυτός μόρ­ φασε σκυθρωπά κι’ έπειτα κούνησε τό κεφάλι του στή γυναίκα. — Μπορείτε νά πάτε σ’ εκείνη τή γωνιά καί νά κουβεντιάσετε ένα-δυό λεπτά, είπε. ’Όχι άνοησίες όμως I ’Έδωσε στόν Ρίχτερ τό μπαστού­ νι, τόν έπιασε άπό τό μπράτσο καί τόν βοήθησε νά πάη κούτσα-κούτσα ώς τήν πέρα γωνιά, όπου έσπρωξε καί μιά πολυθρόνα. Ό Ρίχτερ κάθησε μέ τήν πλάτη του πρός τό μέρος μας. Αύτή στάθη­ κε πίσω του κΓ έσκυψε επάνω άπό τόν ώμο του, έτσι ώστε τά πρόσωπά τους δέν φαίνονταν άπό τό μέρος μας. Ό Ο’ Γκάρ ήρθε κοντά μου. —Τί νομίζης ; μουρμούρισε. —Νομίζω πώς θά ομολογήσουν. — Αύτό πού είπες πώς ό Μο>λόϋ


ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 ήταν άντρας της, βρήκε τό κέντρο του στόχου. Πώς τό μάντεψες ; — "Οταν μάς διηγόταν αυτά που ό Μολλόϋ είχε πή για τον Σιαμαίο, κάθε φορά πού έλεγε «ό σύζυγός μου», έμπαινε στον κόπο να δείχνη τον Ρίχτερ ή νά προσθετή «ό κύριος Ρίχτερ». — Χμ !... Δεν...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 33 ΈΙταν Λάντζ, Σάμ Αάντζ. Τόν παν­ τρεύτηκα στήν Πρόβιντες τό 1913 καί πήγα στήν Κίνα μαζί του...στήν Καντώνα, όπου είχε μιά θέσι σέ μιά άτμοπλοϊκή εταιρία. Δεν μείναμε πο­ λύ εκεί, γιατί βρήκε τόν μπελά του, παίρνοντας μέρος στήν έπανάστασι πού έγινε έκείνη τή χρονιά. "Επειτα άπ’ αύτό περιπλανηθήκαμε, κυρίως στήν ’Ασία. Συναντήσομε αύτό τό όν...»

. Τό ψιθύρισμα στήν πέρα γωνιά είχε αρχίσει νά γίνεται πιο δυνατό. Τώρα μιά δυνατή φράσις βγήκε άπό τά χείλη τοϋ Ρίχτερ. Όχι ! Δε θά τό κάνω αύτό ! Κύτταξαν κι* οί δυό τους πρός τό μέρος μας επάνω άπό τούς ώμους των καί χαμήλωσαν τις φωνές τους ττάλι, μά όχι για πολύ. Προφανώς, ή γυναίκα προσπαθοΰσε νά τόν πείση νά κάνη κάτι. Αυτός εξακολουθούσε νά κινή άρνητικάτό κε­ φάλι του. Άκούμπησε τό χέρι του ε­ πάνω στό μπράτσο της, μά αύτή τό ΚΙαί έδειξε τό Ρί­ έσπρωξε μακρυά της καί εξακολού­ χτερ πού έμεινε τώρα ήσυχος καί θησε νά ψιθυρίζη. σκυθρωπός. Αυτός είπε δυνατά : «... Στή Σιγκαπούρη, τό 1919, με­ — Προχώρει, άν θέλης νά τήν πάτά τό τέλος τού Παγγοσμίου Πολέ­ θης. Ό δικός σου λαιμός κινδυνεύει. μου. Τό όνομά του είναι Χόλλεϋ Δεν τόν μαχαίρωσα εγώ. καί ή Σκότλαντ Γυάρντ μπορεί νά Αύτή άναπήδησε μακρυά του,, με σάς πή μερικά πράγματα γι’ αύτόν. μάτια πού άστραφταν σκοτεινά επά­ Είχε μιά πρότασι νά μάς κάνη. "Η­ νω σέ χλωμό πρόσωπο. Ό Γκάρ κι* ξερε μιά περιοχή γεμάτη πολύτιμα εγώ κινηθήκαμε πρός τό μέρος τους. πετράδια στήν "Ανω Βιρμανία, μιά — Ποντίκι I, έφτυσε αύτή πρός τό περιοχή πού οί ιθαγενείς έκρυψαν ά­ μέρος του Ρίχτερ. πό τούς Βρεταννούς, όταν αύτοί κα­ Καί γύρισε σέ μάς : τέλαβαν τή χώρα. "Ηξερε τούς ιθα­ —Έγώ τόν σκότωσα!, φώναξε. γενείς πού δούλευαν έκεΐ καί ήξερε Αυτό τό ον, πού εΤναι καθισμένο πού έκρυβαν τά πετράδια τους. στήν καρέκλα, δοκίμασε νά τόν σκο» Ό σύζυγός μου πήγε έκεΐ ματώση καί... < ζί του καί μαζί μέ δυό άλλους άν­ Ό Ρίχτερ σήκωσε τό μπαστούνι τρες, πού σκοτώθηκαν. "Εκλεψαν τά του. πετράδια τών ιθαγενών καί ξέφυγαν Έγώ πήδησα γιά νά τό πιάσω, μ’ ένα σακκοϋλι γεμάτο ζαφείρια, άστόχησα κι* έπεσα στή ράχη τής τοπάζια καί ρουμπίνια. Οί δυό άλ­ πολυθρόνας του. Τό μπαστοδνι, ό λοι σκοτώθηκαν άπό τούς ιθαγενείς Ρίχτερ, ή πολυθρόνα κι’ έγώ κυλι­ κι* ό άντρας μου πληγώθηκε σοβαρά. στήκαμε χάμω. » Δεν φανταζόμαστε πώς θά ζοϋΌ άρχιφύλακας μέ βοήθησε νά σε ό σύζυγός μου. "Ημαστε κρυμμέ­ σηκωθώ. Αυτός κι* έγώ σηκώσαμε νοι σέ μιά καλύβα κοντά στά σύνο­ τόν Ρίχτερ καί τόν καθήσαμε πάλι ρα τοϋ Γιουνάν. Ό Χόλλεϋ μ’ έπει­ στό ντιβάνι. σε νά πάρουμε τά πετράδια καί νά φύγουμε. Ό Σάμ φαινόταν ετοιμο­ Ή Ιστορία τής γυναίκας ξεχύθηκε θάνατος καί, άν μέναμε περισσότε­ γοργά άπό τό θυμωμένο στόμα ιης : ρο, θά μάς έπιαναν. Δέν μπορώ νά «Τό όνομά του δεν ήταν Μολλόϋ.


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» πώ πώς ήμουν τρελλή για τον Σάμ. ΤΗταν άπό τούς ανθρώπους άπό τούς όποιους θέλει κάνεις να φύγη μακρυά, όταν ζήση ένα διάστημα μαζί τους. » ’Έτσι ό Χόλλεϋ κι* εγώ πήραμε τα πετράδια και φύγαμε. - Δόσαμε πολλά άπό αυτά γιά να περάσουμε άπό τό Γιουνάν, τό Κουανγκσί και τό Κουανγκτούγκ, μά στό τέλος τό καταφέραμε. Φτάσαμε στό Σάν Φραντσίσκο μέ άρκετά πετράδια γιά να αγοράσουμε αύτό τό σπίτι και τον κινηματογράφο και άπό τότε μείναμε εδώ. Άπό τον καιρό πού ήρθαμε εδώ, μείναμε τίμιοι, μά δέν νομίζω να έχη αύτό καμμιά σημα­ σία. Είχαμε άρκετά χρήματα γιά νά ζουμε άνετα » Σήμερα έκανε την έμφάνισί του ό Σάμ : Δέν είχαμε μάθη τίποτα γι’ αύτόν άπό τον καιρό πού τόν εί­ χαμε παρατήσει στή Βιρμανία ετοι­ μοθάνατο. Είπε πώς τόν εΐχαν πιάσει και τόν είχαν φυλακίσει γιά τρία χρόνια. "Επειτα δραπέτευσε καί πέ­ ρασε τά υπόλοιπα χρόνια ψάχνοντας νά μάς βρή. 7Ηταν άπό τούς τύπους αύτούς. Δέν ήθελε νά μέ πάρη πίσω, μά ήθελε χρήματα. "Ηθελε δλα δσα είχαμε. Ό Χόλλεϋ έχασε τήν ψυχραι­ μία του. Αντί νά παζαρέψη μέ τόν Σάμ, δοκίμασε νά τόν σκοτώση μ’ έ­ να πιστόλι. » Ό Σάμ τοϋ πήρε τό πιστόλι καί τόν τραυμάτισε στό πόδι. Στήν πάλη μεταξύ τους ό Σάμ άφησε νά τοϋ πέση ένα μαχαίρι. Τό σήκωσα, αλλά μέ άρπαξε τήν ίδια στιγμή. Δέν ξέρω πώς συνέβη αύτό. Είδα τόν Σάμ νά τρεκλίζη προς τά πίσω, κρατώντας τό στήθος του καί τά δυο χέρια του, καί είδα τό μαχαίρι στό χέρι μου κόκκινο άπό αίμα 1 » Ό Σάμ είχε άφήσει νά πέση τό πιστόλι του. Ό Χόλλεϋ τό άρ­ παξε καί θέλησε νά άποτελειώση τόν Σάμ, μά δέν τόν άφησα...»

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

\

γυναίκα σωπασε, μόρφασε κι* έπειτα συνέχισε κυττάζοντας περιφρονητικά τόν Ρίχτερ: «Αύτό συνέβη σ’ αύτό εδώ τό δωμάτιο. Δέν θυμάμαι άν έδωσα στό Σάν τό άνατολίτικο σάλι, πού χρησιμοποιούσαμε ώς τραπεζομάντηλο, ή άν τό πήρε μόνος του. Πάν­ τως, δοκίμασε νά σταματήση τό αί­ μα μ’ αύτό. "Εφυγε, ενώ εγώ εμπό­ διζα τόν Χόλλεϋ, πού ήθελε νά τόν πυροβολήση. «"Ηξερα πώς ό Σάμ δέν θά πήγαι­ νε στήν άστυνομία, μά δέν ήξερα τί θά έκανε. Καί ήξερα πώς ήταν βαρειά πληγωμένος. Άν έπεφτε νεκρός κάπου, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες νά έφταινε ώς εμάς ή άστυνομία. »Κύττ«ξα άπό ένα παράθυρο καί τόν είδα νά άπομακρύνεται στόν δρόμο. Κανένας δέν φαινόταν νά τόν προσέχη, μά γιά μένα φαινόταν τόσο ολοφάνερα πληγωμένος ώστε ήμουν σίγουρη πώς κάποιος θά θυμόταν δτι τόν είχε δή νά βγαίνη άπό εδώ, δταν οι εφημερίδες θά δημοσίευαν πώς τόν είχαν βρή νεκρό κάπου. »Ό Χόλλεϋ ήταν ακόμα πιό τρο­ μαγμένος άπό μένα. Δέν μπορούσα­ με νά φύγουμε, έξαιτίας τοϋ ποδιοϋ. ’Έτσι σκαρώσαμε τήν ιστορία μας γιά τούς Σιαμαίους. Πήγα στό "Οουκλαντ και άγόρασα ένα τραπεζομάντηλο γιά νά άντικαταστήσω τό άνατολίτικο σάλι. »ΕΤχαμε μερικά δπλα καί λίγα άνατολίτικα σπαθιά εδώ. Τά τύλιξα σ’ ένα χαρτί, σπάζοντας στή μέση τά σπαθιά, καί τά πέταξα στόν κόλ­ πο, καθώς πήγαινα στό Όουκλαντ. »ι,Οταν κυκλοφόρησαν οί βραδυνές εφημερίδες, διαβάσαμε αύτό πού εΐχε συμβή καί προχωρήσαμε στό σχέ­ διό μας. Κάψαμε τό κοστούμι πού φορούσε ό Χόλλεϋ, γιατί υπήρχε μιά τρύπα άπό σφαίρα στό παντελόνι. Ανοίξαμε μιά τρύπα στό παντελόνι τής πυτζάμας του καί ξετυλίξαμε τούς επιδέσμους τοϋ ποδιού του—τό είχα επιδέσει δταν έφυγε ό Σάμ. "Επειτα πλύναμε τό πηγμένο αίμα ώσπου ή


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 540 ττληγή αρχίσε πάλι νά αίμορροή καί τότε άρχισα τά τηλεφωνήματα...» Σήκωσε καί τα δυό χέρια της σέ μια χειρονομία πού σήμαινε τέλος καί πρόσθεσε: —Αυτά εΐν’ δλα. — "Εχετε τίποτα νά πήτε ; ρώτη­ σα τόν Χόλλεϋ πού κύτταζε τό πόδι του. —Μόνο στόν δικηγόρο μου, 'είπε αυτός. Ό Ο’ Γκάρ γύρισε στόν άρχιφύλακα. —Τό αυτοκίνητο, Φλύν. /|%.έκα λεπτά άργότερα, ήμαστε στόν δρόμο, βοηθώντας τόν Χόλλεϋ καί τή γυναίκα νά μποϋν μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο τής άστυνομίας. Άπό μιά γωνία, άπό τήν άλλη μεριά τοϋ δρόμου, πρόβαλαν τρεις άντρες μέ σκούρο δέρμα, προφανώς ναυτικοί άπό τή Μαλαισία. Ό μεσαίος ήταν μεθυσμένος καί

35

οί άλλοι δυό τόν υποστήριζαν. Ό ένας απ’ αυτούς είχε ένα δέμα κάτω, άπό τό μπράτσο του. Ό Ο’ Γκάρ τούς κύτταξε κΓ έπει­ τα γύρισε σέ μένα καί γέλασε. — ’Άν είχαμε πιστέψει στην Ιστο­ ρία τους, ψιθύρισε, θά πέφταμε σάν κοράκια επάνω σ’ αυτούς τούς αν­ θρώπους I —Βούλωστο!, γρυλλισα δείχνον­ τας μέ τό κεφάλι τόν Χόλλεϋ πού> είχε στό μεταξύ μπή στό αυτοκίνητο. ’Άν αυτό τό πουλί τούς δη, θά ίσχυριστή πώς αυτοί εΐναι οί Σιαμαίοι του καί μπορεί νά τουμπάρη τούς έ­ νορκους I Κάνομε τόν έκπληκτο σωφέρ νά παρεκλίνη οκτώ τετράγωνα άπό τόν δρόμο του, γιά νά είμαστε ' σίγουροι πώς δέν θά συναντούσαμε τούς σκού­ ρους άνθρώπους. ’Έτσι ό Χόλλεϋ καί ή κ. Λάντζ πήραν άπό είκοσι χρονάκια ό καθέ­ νας... ΤΕΛΟΣ

ΤΟ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟ ΧΕΡΙ *Ένα μικρό αριστούργημα τοϋ Ούγγρου συγγραφέως I.

ΓΙΟΚΚΑΨ

Ένώ ό γιατρός Ραμέλ εργαζόταν, τόν ειδοποίησαν δτι ένας νεαρός κύ­ ριος ζητοϋσε νά τόν δή. —’Άς έλθη, είπε ό γιατρός.· Σέ λίγες στιγμές μπήκε στό εργα­ στήριό του ένας νέος μέ καλό εξωτε­ ρικό, ώραΐος, άλλά τρομερά χλω­ μός, Φαινόταν πολύ τρομαγμένος κΓ ανυπόμονος. — Γιατρέ, είπε, ήρθα νά μου κά­ νετε μιά μικρή, άλλ’ απαραίτητη έγχείρησι. Πονεΐ φριχτά τό χέρι μου καί πρέπει νά μου άφαιρέσετε ένα κομμάτι σάρκας. Είναι άδύνατο νά φαντασθήτε πόσο υποφέρω. Κοντεύω νά τρελλαθώ. Τοϋ άπλωσε τό χέρι του καί τοϋ έδειξε ένα μέρος τοϋ καρπού. Ό

γιατρός κύτταξε στό σημείο αυτό μέ προσοχή κ’ έμεινε εμβρόντητος. Δέν διέκρινε καμμιά φλόγωσι, απο­ λύτως τίποτα. ΤΗταν έτοιμος νά ζητήση περισσότερες πληροφορίες άπό τόν πελάτη του, δταν αυτός τόν έπρόλαβε καί τοϋ είπε : —Καταλαβαίνω τήν έκπληξί σας, γιατρέ. Δέν βλέπετε απολύτως τίποτε στό μέρος αυτό πού πονώ καί αμφι­ βάλλετε ίσως άν είμαι μέ τά σωστά μου. ΚΓ δμως σάς ορκίζομαι στό θεό πώς υποφέρω. ’Ώ, υποφέρω φρι­ χτά I ,Λυπηθήτε με I Κόψτε τό μέ­ ρος αυτός τής σάρκας μου I... —Κύριε, είπε ό γιατρός, δέν μπο­ ρώ νά σας κάνω μιά τέτοια έγχείρησι χωρίς νά ύπάρχη λόγος. Τό


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χέρι σας είναι εντελώς νγερό, τό μέρος που μου δείχνετε, σάς βεβαιώ δεν έχει απολύτως τίποτα. 5Απορώ πώς μου λέτε πώς πονεΐτε... Ό άγνωστος ταράχτηκε. "Εγινε περισσότερο χλωμός. Φαινόταν πώς πονοϋσε φριχτά. —Γιατρέ, είπε, δεν θά φύγω από δώ άν δεν μου κάνετε αυτή τήν έγχείρησι. ΓΙρέπει νά μή μου άρνηθήτε. Δεν μπορώ νά σάς πώ τίποτα περισ­ σότερο, βεβαιωθήτε δμως πώς υπο­ φέρω σάν κολασμένος. Ό γιατρός Ραμέλ σήκωσε μέ απο­ ρία τούς ώμους, κουνώντας αρνητικά τό κεφάλι. Ό άγνωστος άρχισε νά τρέμη. — Άρνείσθε λοιπόν ν’ ανακουφίσε­ τε έναν άνθρωπο πού πάσχει; είπε. Τότε θά κάμω τήν έγχε'ρησι μόνος μου. Δεν έχετε έπειτα νά κάμετε τίποτ’ άλλο παρά νά μου δέσετε τό τραύμα. Συγχρόνως, άρπαξε μια κοφτερή λεπίδα άπό ένα τραπέζι καί τήν βύ­ θισε αποφασιστικά στο χέρι του. Ό γιατρός έτρεξε καί τόν έπιασε. —Σταθήτε 1 5 Αφού είναι έτσι, σταθήτε νά σάς έγχειρήσω μόνος μου. θέλετε νά σάς χλωροφορμήσω ; —"Οχι I ’Αντιθέτως, επιθυμώ νά τά δώ δλα.

Ή έγχείρισις άρχισεν αμέσως καί δεν άργησε νά τελειώση. Ό γιατρός

ΤΟ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟ άφήρεσε ένα κομμάτι σάρκας άπό τόν καρπό του πελάτη του. Τό αίμα έτρεχε άφθονο. Ό άγνωστος αντί νά ταράσσεται συνερχόταν. Τό χρώμα, ξανάρθε στό πρόσωπό του, μειδιούσε καί φαινό­ ταν πώς δεν ύπέφερε πιά. Ή ροή του αίματος τόν ευχαρι­ στούσε άντί νά τόν τρομάζη. Ό γιατρός ήταν κατάπληκτος. "Ε­ δεσε-τήν πληγή καί ρώτησε τόν πα­ ράδοξο αύτόν πελάτην του πώς αι­ σθανόταν. —Πολύ καλά, γιατρέ μου, άπάντησε αυτός. Δέν πονώ καθόλου πιά. Μέ άνακουψίσατε. Σάς είμαι εύγνώμων... Συγχρόνως έβγαλε καί άφησε στό τραπέζι ένα χαρτονόμισμα καί έ­ φυγε ήσυχος πιά καί χαρούμενος...

"Ενας μήνας είχε περάσει. Ό γιατρός είχε λησμονήσει σχεδόν τό παράδοξο αυτό περιστατικό, δταν έ­ ξαφνα, δέχτηκε πάλι ένα πρωί τόν άγνωστο επισκέπτη του. Ό δυστυχισμένος φαινόταν δτι έπασχε πάλι φρικτά. "Ετριζε τά δόντια του καί δάγκω­ νε τά χείλη του άπό τόν πόνο. ^Ηταν χλωμός καί ταραγμένος I Ό γιατρός εξέτασε τό σημάδι τής έγχειρήσεως, άλλά δέν είδε τί­ ποτα τό ύποπτο καί σοβαρό. Ή πλη­ γή είχε κλείσει εντελώς. Δέν μπορού­ σε νά έξηγήση άπό που προέρχονταν οί άπαίσιοι πόνοι, πού έκαναν τόν άγνωστον νά σφαδάζη καί νά κλαίη. Εντούτοις έκανε καί δεύτερη έγχείρησι. Κατά τήν ώρα τής έγχειρήσεως ό άγνωστος τόν παρακαλουσε νά κό­ ψη περισσότερες σάρκες. Φαίνονταν νά δοκιμάζη ήδονή άπό τό κάψιμο τών σαρκών του καί τό αίμα πού έρρεε τόν ευχαριστούσε !... "Οταν πήρε τέλος καί ή δεύτερη αυτή έγχείρησις, ό ξένος συνήλθε. ’Έπαψε νά πονή. Δέν έγινε δμως καί πάλι χαρούμενος, δπως στήν πρώτη έπίσκεψι. Κάτι τρομερό καί άπαίσιο τόν βασάνιζε.


Ρ1 —Γιατρέ,είπε τέλος, σας εύγνωγια τις υπηρεσίας σας. Τήν _^χη φορά που σας έπεσκέφθην, ιιζα πώς ή πρώτη εκείνη έγχείρη• θ’ άρκουσε για νά λυτρωθώ από μαρτύριο αυτό. Δυστυχώς, καθώς ίπετε καί σεις, ό τρομερός πόνος ναρθε. Αυτό είναι φριχτό... Χωρίς νά προσθέση τίποτα άλλο, υγε με δακρυσμένα μάτια 1... 'Ο γιατρός Ραμέλ είχε μείνει καττληκτος από τό περιστατικό αυτό, ,ν έβρισκε καμμίαν έξήγησιν του ιστηριώδους εκείνου πόνου. Μήπως ρόκειτο για κανέναν τρελλό ; Άλ( δχι. Ό άγνωστος δεν φαινόταν τοιος...

Πέρασε ένας ακόμη μήνας. Ό ατρός ήταν βέβαιος δτι ό άγνωστος ϊ τόν επισκεπτόταν και πάλι. ΚΓ οος δέν τόν εΐδε νά φανή καθόλου, απορούσε γΓ αυτό, δταν ένα πρωί ,αβε τό άκόλουθο γράμμα : «Γιατρέ μου, Δυό φορές σάς ενόχλησα καί με στρώσατε άπό τόν πιό φριχτό πόνο ού ένοιωσε άνθρωπος. Αυτή τή ιιγμή ό πόνος ξανάρθε, πιό τρομεός. Γιά νά κατορθώσω νά σάς γράω, έβαλα πάνω στην ουλή τής έγειρήσεως ένα κομμάτι αναμμένης 7κας ! »Πρό έξη μηνών ήμουν εύτυχισμέας άνθρωπος, ζοϋσα άπό τά είσοήματά μου. Απολάμβανα δ,τι μποει νά έπιθυμήση ένας άντρας τριαναπέντε χρονών. "Ημουν παντρεμένος πό αγάπη με μίαν όμορφη καί άεπτυγμένη παιδαγωγό, πού έμενε τό σπίτι μιάς κόμησσας, γειτόνισσάς ου. "Οταν ήμουν υποχρεωμένος νά ηγαίνω στα περίχωρα γιά ύποθέεις καί ν’ άφήνω τό κτήμα μου γιά ^.ά ήμέρα,ή σύζυγός μου δέν ησύχαζε, "ρχόταν δυό λεύγες μέ τα πόδια ιά νά μ’ άνταμώση. ’Άν δέν έγύρια, δλη τή νύχτα δέν κοιμόταν. Μέ :ερίμενε ή πήγαινε γιά λίγη ώρα στήν :ρώτη της κυρία καί έπέστρεφε πάλι. Η άγάπη της γιά μένα είχε φτάσει Γέ τέτοιο βαθμό, ώστε έγκατέλείψε σί τό χορό γιά νά μή δίνη τό χέρι ης σέ ξένους. Εΐχα δηλαδή ώς σύ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37 ζυγο ένα αθώο κορίτσι, πού μ’ έλάτρευε κυριολεκτικώς. Δέν ξέρω δμως ποιος δαίμονας μοϋ ψιθύρισε μιά μέρα στ5 αύτί: » —"Αν δλα αύτά είναι απλή προσποίησις ; »Αύτή ή ξαφνική σκέψις πού μου μπήκε στο μυαλό, μ5 έτρέλλαινε. "Η­ μουν πιά άνω-κάτω. "Αρχισα νά ύποψιάζωμαι... »'Η γυναίκα μου, είχε ένα τρα­ πέζι τής δουλειάς καί κλείδωνε πάν­ τοτε τό συρτάρι του. Τό είχα προ­ σέξει αύτό πολλές φορές. Ποτέ αυτή δέν είχε λησμονήσει τό κλειδί καί ποτέ δέν είχε άφήσει άνοιχτό τό συρ­ τάρι τού τραπεζιού. »"Ολ’ αύτά κινούσαν τή ζηλοτυ­ πία μου. «Τί μπορεί νά κρύβη εκεί μέσα ;» έλεγα μόνος μου. "Ημουν τρελλός I Δέν πίστευα πιά ούτε στήν άθωότητά της, ούτε στά χάδια της, ούτε στά φιλιά της. «Καί άν δ­ λα αύτά είναι απλή υποκρισία;» μού ψιθύριζε πάντα ό διάβολος στ’ αύτί!.. »"Ενα πρωί ήρθε ή κόμησσα νά τήν ζητήση καί ϋστερ’ άπό πολλές παρακλήσεις, κατώρθωσε νά τήν πείση νά περάση δλη τήν ημέρα κον­ τά της. Τά κτήματα βρίσκονταν σέ άρκετή άπόστασι τό ένα άπό τ’ άλ­ λο καί ύποσχέθηκα στη γυναίκα μου δτι θά πήγαινα νά τήν πάρω. »Μόλις τό αμάξι έφυγε, μάζεψα δλα τά κλειδιά τού σπιτιού καί τά δοκίμασα στο συρτάρι τής γυναικός μου. "Ενα απ’ αύτά τό άνοιξε. Μού φαινόταν δτι εκείνη τή στιγμή έκανα ένα έγκλημα. "Ημουν ένας κλέφτης, πού ετοιμαζόταν ν’ άρπάξη τό μυστικό μιάς δυστυχισμένης γυναίκας. Τά χέρια μου έτρεμαν δ­ ταν έβγαζα μέ φόβο ένα προς ένα τά διάφορα αντικείμενα τού συρ­ ταριού.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» »Πνιγόμουν 1... "Έξαφνα, μέσα σ’ ενα σωρό από δαντέλλες, ανακάλυ­ ψα μια δέσμη επιστολών. «’Ώ 1 φώ­ ναξα κατάπληκτος, ερωτικές επιστο­ λές !...» »ΤΗσαν δεμένες μέ μιά κορδέλλα κόκκινη. Ένώ έλυνα την κορδέλλα σκεπτόμουν άν ήταν σωστό αύτό που έκανα. "Επρεπε άραγε, νά κλέ­ ψω τά μυστικά τής γυναίκας μου, μυστικά τά όποια χρονολογούνταν ώρισμένως προ τοϋ γάμου μας ; Είχα δικαίωμα νά τής ζητήσω λό­ γο για τις ιδέες πού είχε πριν γίνη δική μου ; Αλλά άν οί επιστολές χρονολογούνταν μετά τό γάμο ;

»Άμέσως έλυσα την κορδέλλα. Κανείς δέν μέ είδε. Ούτε ένας κα­ θρέφτης δέν ύπήρχεν εκεί κοντά γιά νά δω τό πρόσωπό μου, νά ντραπώ και νά κοκκινίσω. "Ανοιξα τά γράμ­ ματα, τό ένα έπειτα άπό τ’ άλλο, ώσπου τά διάβασα δλα. »"Ω, ή ώρα εκείνη ήταν γιά μένα φριχτή 1 Τι έγραφαν ; Τη χειρότερη προδοσία, στην οποία ένας σύζυγος

Σύννεφο άπό περιστέρια Ό καθηγητής Χάλλ άναφέρει ότι κάποτε στόν Καναδά συννέφιασε ξαφνικά εξ αιτίας σμήνους περιστεριών πού πετοϋσαν ψηλά. Τό σμήνος αύτό τό όποιο άπέκρυψε εντελώς τόν ήλιο, κατείχε έκτασι πλάτους πλέον του ενός μιλλίου, μή­ κος δέ 240 μιλλίων I Μέ άλ­ λους λόγους τό σμήνος άπετελεΐτο άπό 2.230.272.000 περι­ στέρια.

ΤΟ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟ είχε ποτέ γίνει θύμα. Αύτός πού τής τά είχε γράψει ήταν στενός φίλος Καί τί έκφρασις ! Τί πάθος 1 Μι λούσε γιά έρωτα, γιά εχεμύθεια Κατέστρωνε διάφορα τεχνάσματα γιά ν’ άπατήση τόν σύζυγο ! Και δλ’ αύτά έφεραν την ημερομηνία τής περιόδου πού εγώ παντρεμένος καί εύτυχισμένος !... »Τίς διάβασα δλες, έδεσα πάλι τήν κορδέλλα, τις έτοποθέτησα άνάμεσα στο σωρό τις δαντέλλες καί κλείδωσα τό συρτάρι. »Τό βράδυ, ή γυναίκα γύρισε άπό τής κόμησσας. Κατέβηκε άπό τό αμά­ ξι γιά νά τρέξη σέ μένα πού τήν πε· ρίμενα στήν αύλή. Μ' άγκάλιασε σφιχτά καί χαιρόταν γιατί ήμουν κοντά της. Κουβεντιάσαμε, φάγαμε μαζί καί πήγε ό καθένας στήν κρεββατοκάμαρά του. »Δέν έκλεισα μάτι. Μετρούσα τις ώρες. "Οταν χτύπησε μία μετά τά με­ σάνυχτα, σηκώθηκα καί πήγα στήν κρεββατοκάμαρά της. Τό μικρό της ξανθό κεφάλι ήταν βυθισμένο μέσα στά προσκέφαλα, ώραϊο καί άγγελικό...

»"Εβαλα σιγά τό δεξιό μου χέρι στό λαιμό της καί τόν έσφιξα γρή­ γορα και δυνατά. Αυτή άνοιξε μιά στιγμή τά μεγάλα γαλανά της μά­ τια, μέ είδε- θαμπωμένη, έπειτα τά έκλεισε καί ξεψύχησε αμέσως ! I »Μία μόνο σταγόνα αίματος φά­ νηκε στά χείλη της καί έπεσε πάνω —στό χέρι μου, γνωρίζετε καλά που. Δέν τήν πρόσεξα παρά μόνο τήν άλ­ λη μέρα. Τήν θάψαμε χωρίς κανείς νά ύποπτευθή τήν αλήθεια. Ποιός άλλωστε θά μού έκανε έλεγχο ; Δέν είχε ούτε συγγενείς, οϋτε4 προστά­ τες. »ΓΥ αύτό καί τά άγγελτήρια του θανάτου της άργησα νά τά στείλω γιά νά μήν έρθουν ενωρίς οί φίλοι μου. »'Όταν γύρισα άπό τό νεκροτα­ φείο, ή συνείδησίς μου δέν μέ έτυπτε καθόλου. Είχα φερθή σκληρά, άλλα τής άξιζε. Δέν τήν μισούσα. Μου ήταν εύκολο νά τήν λησμονήσω. "Ε­ τσι φανταζόμουν.


ΧΕΡΙ _

_

______ ____

»Ή κόμησσα, τήν οποία άνέφερα τόσες φορές, όταν έπέστρεψα, βρίακετο στόν πύργο. ΑΙχα λάβει καλά τά μέτρα μου, ώστε κι* εκείνη νά εφτανε αργά στην κηδεία τής προατατευομένης της, όπως κι* έγινε. Ό τρόμος, ή συμπάθεια, ή λύπη δεν ξέοω τί άλλο, έκαναν τά λόγια της καθώς μέ παρηγορούσε νά μου φαί­ νονται παράξενα καί ύποπτα. »Στό τέλος πήρε τό χέρι μου καί α0ϋ είπε μέ φωνή σιγανή καί σπα­ σμένη ότι ήταν υποχρεωμένη νά μου νμταστευθή ένα μυστικό. Βασίζο­ υν στήν τιμή μου οτι δεν θά έλεγα Ότέ μου τίποτα σ’ όλη μου τή ζωή. ] ής έδωσα τό λόγο μου καί μού έξει ϋστηρεύθη πώς είχε δώσει στή γυ­ ναίκα μου νά τής φυλάξη ένα δεματάκι έπιστολές, τις όποιες δεν μπο3θΰσε νά κρατάη μαζί της καί μου ζήτησε νά τις τής επιστρέφω. »Ένώ μιλούσε, έπάγωσα. »Τήν ρώτησα νά μου πή περίπου τό περιεχόμενο των-επιστολών. Αυτή όμως θύμωσε καί άπάντησε : »—Κύριε, ή σύζυγός σας ήταν πιο •ενναία άπό σάς. Όταν τής έμπιστεύθηκα τις έπιστολές, δεν μ’ έρώτησε γιά τό περιεχόμενό τους. Μοϋ Ιποσχέθηκε ότι ποτέ δέν θά τις έβλε­ πε καί γι’ αύτό είμαι βέβαια ότι δέν τις άγγιξε καθόλου. νΗταν εύγενική καρδιά καί δέν σκέφθηκε κάν νά παραβή τήν ύπόσχεσί της. »—Καλά, είπα, πώς θά καταλάβω ποιό εΐναι τό δεματάκι τών επιστο­ λών σας ; » —ΤΗσαν τυλιγμένες μέ κόκκινη κορδέλλα, μου άπάντησε. »—Πηγαίνω νά τις βρώ, ψιθύρισα. »Πήρα τά κλειδιά τής συζύγου μου καί άρχισα νά προσποιούμαι πώς ψάχτω, ενώ γνώριλα πολύ καλά που ήσαν ή επιστολές καί ποιές ήσαν. »—Είναι αυτές; ρώτησα τέλος τήν κόμησσα. »—Μάλιστα, μάλιστα, μου είπε. » —Ή κόμησσα μ’ ευχαρίστησε, τιήδησε στο άμάξι της καί έφυγε. »Δέν ξέρω τί έκανα μετά τήν άναχώρησί της. »Ζητουσα νά ξαναφέρω τή γυναί­ κα μου ζωντανή πίσω, τής μιλούσα και νόμιζα ότι μ’ άκουγε. » Άν είναι άλήθεια, φώναξα

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39 ότι μ’ αγαπούσες ζωντανή καί μ’ άγαπάς μετά θάνατον, έλέησέ με, λυ­ πήσου με καί εκδικήσου με στόν κόσμο αύτή. Μήν άναβάλης τήν τι­ μωρία μου γιά τήν άλλη ζωή. ’Άς υποφέρω άπό τώρα. Βασάνισέ με I Βασάνισέ με I Σκότωσέ με I Μήν περιμένης τό θάνατο μου γιά νά μέ έκδικηθής 1 »Ή βραδυά ήταν πένθιμη έξω, εβρεχε. »—"Εξαφνα κοιμήθηκα ή μάλλον λιποθύμησα. ’Άρχιγα νά όνειρεύωμαι. Είδα νά παρουσιάζεται ή γυ­ ναίκα μου. Τά χείλη της ήσαν ωχρά καί ή σταγόνα τοϋ αίματος έμενεν ακόμα εκεί. Καί τότε- έσκυψε κοντά μπυ, άνοιξε τά μάτια της, όπως τήν ώρα πού τήν σκότωνα, καί φίλησε τό χέρι μου. Ή σταγόνα του αίμα­ τος πού ήταν στά χείλη της, έπεσε καί κόλλησε επάνω στο χέρι μου. "Εκλεισε έπειτα πάλι τά μάτια της έκανε μιάν άλλόκοτη χειρονομία καί χάθηκε... »Σέ λίγο ξύπνησα. Ή σταγόνα στό χέρι μου είχε έξαφανιστή, αλλά ένας πόνος φοβερός μοϋ έκαιγε τό χέρι. Σείς είστε μάρτυς, γιατρέ, πό­ σο δυνατοί ήσαν οί πόνοι μου αύτοί καί πόσο οί εγχειρήσεις σας μ’ άνακούφιζαν. Μόλις ή πληγή γιατρευτή, ό πόνος έρχεται πάλι. Τώρα, γιά τρί­ τη φορά, μέ προσέβαλε καί δέν έχω τή δύναμι νά τόν νικήσω. Σέ μιά ώρα θά είμαι νεκρός. Μιά ιδέα μέ παρηγορεϊ. Μήπως εκείνη εκδικείται εδώ κάτω καί μέ συγχώρηση ίσως εκεί επάνω. Σάς εύχαριστώ γιά τις καλές σας φροντίδες. Σέ μιάν ώρα μήν θά υπάρχω...» ΤΕΛΟΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ’ κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑ ξ ^Συνέχεια

ά π ό

τό προηγούμενο) Ωστόσο ό Κώστας, ίσως γιατί από μικρός είχε μπη στα βάσανα, ϊσως γιατί ήταν τέτοιος ό χαρακτή­ ρας του, δεν είχε ζαλιστή καθόλου άπό τό χρήμα καί δεν είχε παρασυρθή. Σαν νέος διασκέδαζε, μά δεν έκα­ νε τρέλλες, δεν έμπλεκε με άσχημες παρέες, δεν έχανε άδικα τις ώρες του. 'Όλη του ή ζωή, πριν γνωρίση εκείνη τήν ξανθή καί λεπτή νέα, ήταν τα βι­ βλία του. Έγινε αστυνομικός για νά μπορή νά παρακολουθή καί τις σπου­ δές του. Ό Κώστας εΐχε γραφή στήν Πάντειο Σχολή. Διηύθυνε επίσης τό εργοστάσιο υποδηματοποιίας του θείου του κ. Τσιπούρα πού τόν θεω­ ρούσε δεξιό χέρι .του. * Ό Κώστας Παπαδόπουλος τόν πρώτο καιρό πού εΐχε έρθει άπό τήν Πάτρα στήν Αθήνα, φορώντας τήν τιμημένη στολή του άστυψύλακος κοι­ μόταν στούς κοιτώνες τών αστυνομι­ κών. Δέν ήθελε ν’ άπομακρύνεται κα­ θόλου άπό τήν ύπηρεσία του, στήν όποια ήταν άφωσιωμένος. Δέν ήθελε επίσης νά είναι βάρος κανενός. Μά έπειτα, όταν γράφτηκε στήν Πάντειο

Σχολή καί χρειαζόταν νά ξενυχτί πάνω στα βιβλία, έπιασε ένα δωμά τιο γιά νά έχη τήν ησυχία του. ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑ Κ Α Σ Ό παράς κι5 ό βήχας όμως δέ' κρύβονται. Ό Κώστας εΐχε πάντοτι άφθονα λεφτά άπό τούς συγγενεί του. Μπορούσε λοιπόν νά διασκεδά ση όπως ήθελε, νά ντυθή δσο έπιθυ μουσε κομψά, νά κάνη δ,τι περνουσ άπό τό μυαλό του. ΟΙ άλλοι άστυ φύλακες, οί συνάδελφοί του καί φί λοι του, μοιραία άποτραβήχτηκα άπό κοντά του. Δέν ήταν δυνατόν ν<: τόν άκολουθήσουν στα γλέντια του νά διασκεδάσουν κΤ αυτοί στά άρι στοκρατικά κέντρα τής Αθήνας, ν< έχουν αισθηματικές περιπέτειες μ δλον αυτόν τόν κόσμον τών άμψιβό λου προελεύσεως γυναικών, πού μ μιά γούνα ή μια κομψή βαρύτιμ τουαλέττα καλύπτουν όλο τό πάρε/ θόν τους. Ούτε έπίσης ήταν δυνατόν ν’ άφΓ νουν πάντα τόν Κώστα νά πληρών αυτός όλους τούς λογαριασμούς

'0 πατέρας υποβάλλει μήνυσι στον εισαγ­ γελέα—«Ό υιός μου έδολοφονήθη I»—'Η χαρο­ καμένη μάνα ταξιδεύει ολοταχώς γιά νά προλάβη νά δή τόν γυιό της—Στό -νεκροταφείο— Ιστορίες άπό τή ξωό τών άστυνομικών...


ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ "Ετσι ό Κώστας δημιούργησε μιαν άλλη παρέα, μέ τήν οποία κυκλοφο­ ρούσε στα κοσμικά κέντρα των Α­ θηνών, στα μεγάλα ξενοδοχεία, στις δεξιώσεις. ΚΓ ένα βράδυ στό «Άκροπόλ» έκανε τήν γνωριμία τής ό­ μορφης ξανθής νέας, τής κοπέλλας •πού ήταν μοιραίο νά τόν δή νά σκο­ τώνεται μπροστά της από έναν φλο­ γερό και χωρίς ελπίδα έρωτα γι’ αύτήν. Γιατί ό Κώστας δεν ήταν σάν μερικούς νέους τής εποχής μας, α­ διάφορος, γλεντζές καί χωρίς σοβαρά αισθήματα. Δεν είχε ψηθή εξάλλου από τήν σκληρή δουλειά τού άστυφύλακος. Ένας αστυνομικός υποτίθεται ότι ξέ­ ρει καλά τόν κόσμο. Οί εκατοντάδες των διαφόρων υποθέσεων, τις όποιες έχει έρευνήσει, του μαθαίνουν χίλια δυό πράγματα, θά έπρεπε, λοιπόν, νά ήταν ικανός νά κρίνη κάθε άν­ θρωπο. 'Ωστόσο, ό Κώστας μέ τήν γνωρι­ μία τής ξανθής νέας δέν κατάλαβε τί φωτιά έβαζε στό κεφάλι του. ΚΓ ό­ μως ήταν «ξύπνιος» άστυνομικός. Κά­ ποτε του είχαν άναθέσει τή διαλεύκανσι μιας ύποθέσεως. Εργάστηκε εντατικά καί τήν τέλειωσε γρήγορα καί μ’ εξαιρετική επιτυχία. Εκείνο πού έκανε έντύπωσι σ’ όλους ήταν πώς αύτός πού ήταν ένας άστυνομι­ κός, δηλαδή άνθρωπος πού ήξερε κα­ λά τόν κόσμο, είχε αύτοκτονήσει άπό έρωτα ! ... Ό κ. Γ. Μέγκος, ό πατέρας του, μέσα στή φοβερή άπελπισία πού τόν εΐχε κυριεύσει γιά τόν τόσο άδικο χαμό του, μου είπε μιά στιγμή πού εΐχε θολώσει τό μυαλό του άπό τόν καϋμό : —Έχω ένα μεγάλο βάρος στήν καρδιά, στέναξε. "Επρεπε νά τήν σκοτώση κΓ ύστερα νά σκοτωθή. Δέν έ­ πρεπε νά τήν άφήση νά ζήση... —Μά δέν φταίει ή κοπέλλα, τού παρετήρησα. Του είχε δηλώσει ότι δέν έννοιωθε γΓ αυτόν παρά μιά φι­ λία... Γιά σκεφτήτε πιό ψύχραιμα... — Μέ συγχωρείς γιά οτι είπα, άπάντησε, μά τό μυαλό μου δέν τό χωράει πώς έτσι ξαφνικά μέ μιά πιστολιά θά τελείωνε ή ζωή του παι­ διού μου. Είχα νά τόν δω σωστά εί­ κοσι χρόνια. Τόν ξαναβρήκα καί τόν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41

καμάρωνα καί ξαφνικά μιά γυναίκα μού τόν πήρε άπό κοντά μου. ’Έχω τήν έντύπωσι ότι ό Κώστας δέν αύτοκτόνησε. Τόν κύτταξα μέ δικαιολογημένη άπορία. — Σάς φαίνεται περίεργο, είπε. ’Έχοο συγκεντρώσει διάφορα στοι­ χεία, πού θά τά καταθέσω στήν άνάκρισι. "Ολα μού ενισχύουν τήν γνώμη ότι ό Κώστας δέν αύτοκτόνησε ! Τίποτα δέν δικαιολογεί τήν αυ­ τοκτονία του. Έντύπωσι μού έκανε τήν προηγουμένη μέρα τού θανάτου του. Εΐχε έρθει στό σπίτι νά μάς δή κΓ έπαιξε μέ τήν κόρη μου πού τήν άγαπούσέ. "Οταν σηκώθηκε νά φύγη, τής εΐπε : «Έλα νά μέ φιλήσης άδελφουλα μου. Δέν θά φύγω άν δέν μού δώσης ένα φιλί.» ΚΓ ή αδελφή του τόν φίλησε όπως πάντοτε εγκάρ­ δια. Τώρα πού σκέφτομαι ένα—ένα όλα τά γεγονότα, καταλαβαίνω ότι εκείνη τήν μέρα ό Κώστας είχε ένα κακό προαίσθημα. "Ενοιωθε πώς κά­ τι άπρόοπτο θά τού συμβή. Μά κα­ νείς δέν φαντάστηκε ότι μπορούσαμε τήν επομένη νά τόν άντικρύζαμε πε­ θαμένο στό ψυχρό χειρουργικό τρα­ πέζι τού νεκροτομείου. Η ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΔΙΚ ΑΣΤΟΥ Σκεπτόμαστε με πόση προσοχή έ­ κανε τήν έκθεσί του ό ιατροδικαστής κ. Καψάσκης. Μέ τί ενδιαφέρον διενήργησε τήν άναπαραστασι τής αύτοκτονίας του Παπαδοπούλου κΓ ϋτερα δίπλωσε ότι πρόκειται περί αυ­ τοκτονίας. Μάς τά εξήγησε μέ κάθε λεπτομέρεια σέ φιλική συνομηλία μας. Καί νά πώς ακριβώς ένήργησε ό φημισμένος ιατροδικαστής. Κύτταξε πρώτα τό τραύμα. Τήν θέσι του. Τά ίχνη πού εΐχε άφήσει τό μπαρούτι καί τό πέρασμα τής σφαίρας. "Επειτα τή γραμμή πού αύτή ακολούθησε βγαίνοντας άπό τό επάνω μέρος τού κρανίου καί χτυ­ πώντας στήν οροφή τού αυτοκινήτου, όπου εΐχε κάνει ένα μικρό κοίλωμα. "Ετσι υπολόγισε τή θέσι πού εΐχε τό πιστόλι όπως τό κρατούσε ό Παπαδόπουλος μέ τό άριστερό χέρι


42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» του. 'Ύστερα είδε πού είχε πέσει ακριβώς τό πιστόλι κι* αν σύμφωνα μέ τά διάφορα φαινόμενα που πα­ ρουσιάζει ένας άνθρωπος στις πρώ­ τες στιγμές του θανάτου του, ή θέσις αυτή ήταν δικαιολογημένη. Πράγ­ ματι, μόλις χτυπήθηκε στόν άριστερό κρόταφο ό Παπαδόπουλος και παρουσιάστηκαν τά πρώτα συμπτώ­ ματα του θανάτου άρχισε τό κεφάλι του νά παίρνει μια κλίσι μπροστά τό άριστερό χέρι του κατέβηκε. Συγ­ χρόνως τά δάχτυλά του κρατούσαν σφιχτά τή λαβή του περιστρόφου άρχισαν ν’ ανοίγουν. Τό πιστόλι γλύστρησε κι5 έπεσε δίπλα του, στό άριστερό μέρος του καθίσματος του οδηγού, μέ τή λαβή πρός τά κάτω, πάνω στό χέρι καί μέ τήν κάννη πρός τά επάνω. Ταυτόχρονα, άνοιξαν λί­ γο τά σκέλη του Παπαδόπουλου ό­ πως συμβαίνει κατά τόν σπασμό του θανάτου και τό άριστερό πόδι του, στό σημείο τοϋ μηρού, ήρθε καί πά­ τησε τό πιστόλι, σκεπάζοντάς το λί­ γο τή άκρη του. Ό κ. Καψάσκης έκανε έπειτα τήν σχετική άναπαράστασι τής αύτοκτονιας. Ένας έμπειρος αστυνομικός άνέλαβε νά παίξη τόν ρόλο του Πα­ παδόπουλου. Ή κοπέλλα δεξιά του, όπως καθόταν λίγο πριν νά γίνη τό δράμα. Μά γιά όλην αυτήν τήν ιστο­ ρία θά μιλήσουμε μέ κάθε λεπτομέ­ ρεια στήν συνέχεια αυτής τής άφηγήσεώς μας. Γεγονός δμως είναι δτι παρά τήν Ιατροδικαστική έκθεσι, παρά τήν γνωμάτευσι του Συνεργείου τής Σημάνσεως δτι ό Παπαδόπουλος αύτοκτόνησε ό κ. Γ. Μέγκος υπέβαλε μήνυσι στόν Εισαγγελέα τής Ποινικής Αγω­ γής κ. Μητσόπουλο, στήν οποία δη­ λώνει δτι «ό υιός του έδολοφονήθη» ζητεί τή διενέργεια τακτικής άνακρίσεως, που άνετέθη στόν άνακριτή του 12ου τμήματος κ. Ράμφον. Ποιά στοιχεία είχε στά χέρια του ό πατέρας Παπαδοπούλου γιά νά υποβάλη στόν Εισαγγελέα τής Ποινι­ κής Αγωγής κ. Μητσόπουλο τήν μή­ νυσι δτι ό υιός του έδολοφονήθη ; Υπήρχαν πρώτα πρώτα δπως ό ϊδιος είχε έρθει στό γραφείο καί μάς είχε άναφέρει ένα πλήθος λογικών, σύμφωνα μέ τήν κρίσι του, συλλογι­ σμών. Πρώτα πρώτα ή νέα αυτή είχε

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ δηλώσει δτι ό Κώστας Παπαδόπου" λος τής ήταν ενοχλητικός άγνωστος· Μά άς διηγηθουμε μέ κάθε λεπτομέ­ ρεια τό Ιστορικό αυτής τής συναντήσεώς μας μέ τόν πραγματικό πατέρα του Κώστα Παπαδοπουλου. Τήν έπομένη τοϋ φοβεροϋ δράμα­ τος μέ τόν γνωστό κΓ εκλεκτό φωτο­ ρεπόρτερ κ. θωμά Ιωνά είχαμε πάει στήν κηδεία τοϋ άτυχου άστυφύλακος. Σύμφωνα μέ τήν σχετική ανακοίνωσι τοϋ Α' Αστυνομικού τμήματος στό όποιο δπως άναφέραμε ύπηρετοϋσε ό Παπαδόπουλος ή κηδεία του θά γινόταν στό νεκροταφείο τής Κοκκινιάς στις 4 ή ώρα τό άπόγεμα. Πή­ ραμε τό λεωφορείο καί κατεβήκαμε στό νεκροταφείο, θά έλεγε κανείς δτι είχαμε δώσει ραντεβού. Εκείνη άκριβώς τήν ώρα είχε τελειώσει ή ■ νεκρώσιμη άκολουθία. Έξω στό προ­ αύλιο τής μικρής εκκλησίας είχαν βγή καί σταθή δλοι οί συνάδελφοί του άστυφύλακες, μαζί μέ τόν διοι­ κητή καί τόν υποδιοικητή τοϋ Τμήμα­ τος. Επίσης μερικοί μακρυνοί συγγε­ νείς καί φίλοι τοϋ Κώστα Παπαδοπούλου. Λίγα λεφτά κατόπι ένας άν­ θρωπος τής εκκλησίας βγήκε κρατόντας τόν σταυρό. Οί άστυφύλακες στάθηκαν προσοχή. Τήν ίδια ώρα στήν πόρτα τής εκκλησίας φάνηκε τό φέρετρο πού είχε κλεισμένο μέσα του τόν νεκρό τοϋ Παπαδόπουλου. Τό φέ­ ρετρο ήταν σκεπασμένο μέ τήν ελλη­ νική σημαία καί τό σήκωναν στά χέ­ ρια τους άστυφύλακες φίλοι τοϋ Πα­ παδόπουλου. 'Όλο' σταυροκοπήθηκαν. Πίσω από τό φέρετρο ακολου­ θούσε μιά ηλικιωμένη γυναίκα, Μόλις έμαθε τό χαμό τοϋ γυιοϋ της. μόλις τής εΐχε έρθει τό θλιβερό μήνυμα, σάν τρελλή, δπως ήταν στό σπίτι πή­ δησε σ’ ένα αυτοκίνητο. —Γρήγορα, γρήγορα γιά δνομα τοϋ θεοΰ καί τής Παναγίας 1, φώναξε μέ δάκρυα ικεσίας στά μάτια της. Γρή­ γορα νά προλόιβω νά δω γιά τελευ­ ταία φορά καί νά φιλήσω τό μοναδι­ κό παιδί μου, πριν νά τό θάψουν στή μαύρη γή... ΚΓ έκλαιγε ή καϋμένη ή γρηοϋλα. θεέ μου πόσα βάσανα είχε τραβήξει γΓ άύτό τό παιδί! Τί φοβερό δράμα ήταν ή ζωή της ! Τώρα κρα­ τούσε στά χέρια της τό τηλεγράφημα καί τό διάβαζε καί τό ξαναδιάβαζε


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ χωρίς νά μπορή νά τό καταλάβη. Βέ­ βαια ό ύπάλλη? ος του τηλεγραφείου δέν εΐχει στείλει εσφαλμένο τό τηλε­ γράφημα. Βέβαια, τό έβλεπε ή κακο­ μοίρα σωστά και διάβαζε την κίτρι­ νη λεπτή κορδέλλα πάνω στην οποία ήταν τυπωμένες οί φοβερές λέξεις που τής έκαιγαν την καρδιά. Ναί, δλα αυτά μιλούσαν πώς ό άγαπημένος Κώστας της είχε φυτέψει μιά σφαίρα στο κεφάλι του. Ένα τόσο δά μικρό σιδεράκι του είχε κόψει τό νήμα τής ζωής του. Μά δχι δέν τό χωρούσε πάλι τό μυαλό της οτι μπορούσε νά είχε συμβή αυτό τό πράγμα. Έτσι, γιά τό τίποτε μπορεί νά σκοτώνεται ένας άνθρωπος. Ένα παλληκάρι; — "Άϊντε κυρά μου, τής παρατηοουσε ό σωφέρ πού την έβλεπε διαρ­ κώς νά κλαίη καί ν’ άναστενάζη. Έτσι ήταν τυχερό. Όλοι μιά ήμέρα θά πεθάνουμε. Τρία μέτρα γής έχει μονάχα δικά του ό άνθρωπος σ’ αύιό τόν κόσμο. Έδώ μένουν τά πάθη, τά μίση, τά συμφέροντα, τά κτήματα κι’ οί πολυκατοικίες. Μιά χούφτα σκόνη εΐναι ό άνθρωπος, κυρά μου. Κρίμα μόνο στο παλληκάρι. θά έ­ πρεπε νά είχε γλεντήσει τη ζωή του. Ναί, είναι αλήθεια πώς δέν άξίζουν πολλές γυναίκες μεγάλα πράγματα. Τί ήθελε ό δύστυχος νά έρωτευθή ; Δέν τήν έδιωχνε. Μιά δέν τόν ήθελε εκατό θά μπορούσαν νά τόν διασκε­ δάσουν. Μά θά έπρεπε πριν τήν διώξη νά τής δώση ένα καλό μάθημα... Κι* άρχισε έτσι γιά νά διασκεδάση τήν φοβερή θλίψι τής άτυχης γυ­ ναίκας νά διηγήται διάφορες ιστο­ ρίες δικές του, διάφορες περιπέτειες των φίλων του, διάφορα επεισόδια πού είχε ακούσει οτι είχαν συμβεΐ άπό τήν ζωή. —Μιά φορά πού λες κυρά μου είχα έρωτοχτυπηθή κΤ εγώ τής πα­ ρατήρησε. "Ημουν άμυαλος ό αφιλό­ τιμος. Μέ βάρεσαι κατακούτελα ό έρωτας καί γιά μένα σκοτείνιασε ό κόσμος. Καί ξέρεις τί μ’ έβαλε ό διάβολος νά έρωτευθώ ; Μιά χορεύ­ τρια. Κάθε βράδυ τήν έπαιρνα άπό τό κέντρο πού εργαζόταν γιά νά τήν πάω στο σπίτι της. Στήν αρχή δέν έδωσα σημασία στο πράγμα. Μωρέ Μήτσο, έλεγα, αυτά δέν είναι γιά σένα. Κύτταξε τό τιμόνι σου. ’Άν δέν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43 τρέξει ή ρόδα καί δέν δουλέψει τό ταξίμετρο εσύ δέν πρόκειται νά φας. Μά έλα πού ή αφιλότιμη μου άρεσε. Εκείνη πρόσεξε πώς κάθε φορά πού έμπαινε στ’ αυτοκίνητό μου μ’ έπια­ νε μεγάλη ταραχή. Σκόνι γινόμουν νά μέ πατήση. θέλεις άπό ιδιοτρο­ πία, θέλεις γιά νά σπάση κέφι, θέ­ λεις γιατί τής άρεσα, θέλεις άπό υπο­ λογισμό άρχισε νά μού φανερώνει κι’ αυτή τήν προτίμησί της. Πάει άπό εκείνη τή στιγμή ποιος μ’ έπιανε πειά. Δέν έβλεπα τήν ώρα νά τήν συναντήσω. Τ’ αυτοκίνητο μου ήταν πάντα στή διάθεσί της. Δέν τήν άφη­ να νά πατήση τό πόδι της κατά γής. Ή χορεύτρια ωστόσο μου ' έβρισκε πάντα χίλιες προφάσεις και δέν έννοϋσε νά μέ πάη στο σπίτι της. "Ε­ φτυσα αίμα νά τήν καταφέρω. Τέλος, ύστερα άπό καιρό, άρχίσαμε νά έ­ χουμε σχέσεις. Είχα άρχίσει νά σκέφτουμε οτι, ,μιά καί τήν αγαπού­ σα, έπρεπε νά τήν βγάλω κι’ άπό τά βάσανα, κι’ ένα βράδυ τής είπα σο­ βαρά. «Δέν θέλω πιά νά δουλεύης καί νά κουράζεσαι, θά καθήσης σπί­ τι σου νά έτοιμασθής γιά νά παν­ τρευτούμε». Δέχθηκε. Κι’ εγώ έπεσα μέ τά μούτρα στή δουλειά. Κυνηγού­ σα σάν λαγωνικό τό θήραμά του, τόν πελάτη. Δούλευα μέρα—νύχτα. Έ­ βγαλα πολλά λεφτά κι’ δλα τά κα­ τέθετα στά πόδια της γιά νά φτιά­ ξουμε τό νοικοκυριό μας. Τήν έντυνα σάν πριγκήπισσα. Είχε δτι, επιθυμού­ σε ή καρδιά της. Ξαφνικά κάποιος φίλος μ’ άφησε νά καταλάβω πώς κάτι δέν δούλευε καλά στο σπίτι μου. Μού είπε : «κου­ ράζεσαι πολύ, Μήτσο, καί δέν έ^εις δίκιο. Δέν αξίζει τόσο νά δουλεύης. Κύτταξε λίγο καί τόν εαυτό σου. Ή γυναίκα εΐναι μεγάλος διάβολος». Στήν άρχή δέν έδωσα σημασία στά λόγια του. Μά κάτι ό ένας φίλος κάτι ό άλλος μού έβαλλαν ψύλλους στ’ αυτιά. Σκέφτηκα : «θέλεις νά τήν έπαθα κι’ εγώ σάν άγράμματος ; θέ­ λεις νά μή μού εΐναι εντάξει ή γυ­ ναίκα;» Γιά νά βγάλω αυτές τις στραβές ιδέες, πού μού είχαν ριζώ­ σει στό μυαλό, αποφάσισα νά παίξω ένα παιχνίδι. Κρα τό ίδιο βράδυ εΐπα στή φίλη μου : «θά πάω ένα άγώϊ στή Λαμία, θά κάνω δυό μέρες


ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ

44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» και θά γυρίσω, κάνε υπομονή». Έ­ πεσε εκείνη στην αγκαλιά μου κι’ έκλαιγε πού θά την άφήσω ολομόνα­ χη. Την παρηγόρησα και τής άφησα ενα σωρό λεφτά. Έπειτα, έφυγα από τό σπίτι καί χάθηκα μέ τ’ αυτοκίνητο από την πιάτσα. Είχα ωστόσο την αμφιβολία μήπως τήν είχα αδικήσει. Τό βράδυ εκείνο έμεινε πράγματι μόνη της στό σπίτι. Μά τήν άλλη νύχτα δέχτηκε τον μουστερή. Κρυμ­ μένος εκεί κοντά τόν είδα νά μπαίνη. Τούς άφησα νά διασκεδάσουν, τόν εΐδα κατόπι νά φεύγη τό πρωί. Δεν θέλησα νά γελοιοποιηθώ. Μά καί δεν μέ ξαναείδε πιά στα μάτια της. Γιατρεύτηκα μιά καί καλή από τόν έρωτά μου... Μά ή γριούλα δεν άκουγε καθόλου τόν καλόκαρδο σωφέρ, πού προσπα­ θούσε νά τόν παρηγορήση. Εκείνη είχε μιά σκέψι μέσα στό μυαλό της. Έκεΐ μακρυά της, ή Αθήνα, τής εί­ χε φάει τό παιδί. Έπρεπε νά τρέξη γρήγορα, νά προφτάση νά τ’ άντικρύση. Νά τό στολίση πεθαμένο μέ δυύ λουλούδια καί νά τό φιλήση γιά τελευταία φορά. — Τρέξε, είπε στό σωφέρ, τρέξε οσο μπορείς πιο γρήγορα... Καί πράγματι κατόρθωσε νά φτάση εγκαίρως. Μά από τήν ποίραζάλη της είχε ξεχάσει νά πενθήση τό παι­ δί της. Φορούσε ένα άσπρο μάλλινο τσεμπέρι στό κεφάλι της. Κάτι συγ­ γενείς της τής έδωσαν ένα μαύρο σάλι καί τύλιξε τό κεφάλι της, μέσα στό όποιο γινόταν μιά φοβερή τρικυ­ μία. Μέ κλονισμένο βήμα άκολούθησε τό παιδί της μέχρι τήν τελευταία κατοικία του. Κι’ έκεΐ στό χείλος του ανοιγμένου λάκκου παρακάλεσε : — Άνοΐξτε τό σκέπασμα νά τόν δω γιά τελευταία φορά. Άνοΐξτε το γιά ν’ άντικρύσω τό παιδί μου I... Οί νεκροπομποί έβγαλαν τό σκέ­ πασμα του φερέτρου. Τότε οτό εσω­ τερικό του παρουσιάστηκε τό νεκρό σώμα του Κώστα. Του είχαν φορέ­ σει τήν τιμημένη στολή τοϋ άστυφύλακος. Του πόλισμαν πού νύχτα —μέ­ ρα άγωνίζεται γιά νά φρουρήση τήν ζωή καί τήν περιουαία τών άνθρώπων, πού δεν γνωρίζει ποτέ ώρες άναπαύσεως, πού θέτει σέ κίνδυνο χί­

λιες φορές τή ζωή του έκτελώντας τέ καθήκον του. Έτσι, καθώς κύτταζα τό χλωμό, νεκρό πρόσωπο τοϋ Κώστα, μοϋ ήρ­ θαν στόν νοϋ μιά-δυό αστυνομικές υ­ ποθέσεις, πού δείχνουν πόσο δύσκο­ λη εΐναι ή έκτέλεσις τοϋ καθήκοντος ενός αστυνομικού καί πόση εξυπνάδα, ψυχολογική δεινότης καί συχνά, πόση αυτοθυσία άπαιτεΐται γιά νά άνταπεξέλθη στόν άγώνα τρυ εναντίον τοϋ κόσμου τοϋ εγκλήματος: Γ Ε Ρ Ο Ν Τ I ΚΟΙΕΡΩΤΕΣΜιά εϊδησις, πού πέρασε μέ λίγες λέξεις στό Αστυνομικό Δελτίο, άναστάτωσε δλον τόν κόσμο πού σέβε­ ται τόν θεσμό τής οικογένειας: Ένας γυιός είχε τραβήξει τό πιστόλι κι' εί­ χε πυροβολήσει —εύτυχώς χωρίς νά τόν σκοτώση—τόν πατέρα του, γιατί αύτός άρνιόταν νά δώση τήν προίκα τής άδελφής του ! Τό γεγονός ήταν εκπληκτικό. Μά κι’ οί κτηματικές διαφορές πολύ συ­ χνά έχουν αιματηρό τέλος. Καί νά τί έφερε σέ φώς ή έπισταμένη έρευνα τών αστυνομικών : Έδώ καί πολλά χρόνια ζοϋσαν άυό αδέλφια. Ό ένας βοήθησε ή τύ­ χη κι’ έγινε πολύ πλούσιος, ?Ηταν α­ πό τούς πρώτους καί τυχερούς αύτοκινητιστάς. Έγινε εκατομμυριούχος, απέκτησε ολόκληρες συνοικίες σπιτιών, μά εΐχετόφοβερό πάθος τής γυ­ ναίκας. Μόλις έβλεπε θηλυκό, τοϋ γύ­ ριζε τό μυαλό του. Έτσι δπως κέρ­ διζε άφθονα λεφτά, έτσι καί τά σκορ­ πούσε. Άπό τις διακσεδάσεις από τις αλλεπάλληλες άπογοητεύσεις τών εφήμερων περιπετειών δμως κυριεύθηκε στό τέλος άπό νευρασθένεια καί μιά ήμέρα οί συγγενείς του τόν βρήκαν κρεμασμένο στό σπίτι του. Όάλλος αδελφός του άνκαί δέν εί­ χε τόσα χρήματα, ώστόσο είχε κι’ αύτός τό πάθος τών γυναικών. Δέν σεβόταν, δπως μάς άνέφεραν, ούτε τήν οίκογένειά του, ούτε τά παιδιά του καί μ’ άσπρα μαλλιά έτρεχε διαρκώς πίσω άπό τις διάφορες πε­ ταλούδες τοϋ έρωτος. Αύτός ό καϋμός, αύτό τό φοβερό μαράζι έστειλε


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μια ώρα άρχήτερα στόν τάφο τή γυ­ ναίκα του. Ωστόσο τά παιδιά του δέν του έμοιασαν. Ή κόρη του παν­ τρεύτηκε καί κάθησε μαζί του. Ό γυιός του, ένας καλός καί τίμιος βιο­ παλαιστής, παντρεύτηκε κι5 εκείνος κι άπέκτησε παιδιά. Ό γέρω γλεν­ τζές είχε γίνει παππούς, τά έγγόνια του είχαν πια μεγαλώσει, μά, άντί νά βάζη τις παντόφλες του καί νά κάθεται στό τζάκι, αυτός κομψευόταν σάν νεαρός καί αναζητούσε πε­ ριπέτειες. 'Όπως καταλαβαίνετε βέ­ βαια οί γυναίκες πού τον πλησίαζαν

δεν του ζήλευαν ούτε τά άσπρα του μαλλιά, ούτε τούς ρωματισμούς του. Κύτταζαν νά του άδειάσουν τό πορ­ τοφόλι, όπως καί του τό αδέιαζαν !... Μάταια τά παιδιά του αγωνίζον­ ταν νά τον κάνουν νά λογικευθή καί νά καταλάβη ότι αυτά τά πράγματα γιά τήν ηλικία του ήταν μασκαραλί­ κια. Ό γέρος δέν εννοούσε ν’ άκούση λέξι. Αλλά ή ύπόθεσις αύτή δέν στα­ μάτησε εδώ. Μιά μέρα ό γέρος Δόν Ζουάν φάνηκε πολύ αλλαγμένος στους δικούς του. Κάτι είχε ξανα-

V

ϊο

/ ( ί ϊ /ο / ο

Θ

ΕΥΘΥΜΑ

ο

Θ

/ ο

ί / <3

9

ϊ / /& ί Ο ο

ο

/ο

/ ίβ * / / / / ο

ο

Θ

β

ο

0

Λ

ΐ ί ίο 0

Ο

Σφύριζε τον έαυτό του

Τό χιούμορ τού Τουαιν

Ό γνωστός γιά τό χιούμορ του θεατρικός συγγραφέας Ντίνο Φαλκόνι βρισκόταν κλεισμέ­ νος στό δωμάτιό του τήν πα­ ραμονή τής «πρεμιέρας» μιας καινούργιας κωμωδίας του. Α­ διαφορώντας γιά τήν παρουσία του φίλου του Όρέστε Μπιάνκολι, άνοιξε ένα συρτάρι, τρά­ βηξε από κεί τό αντίγραφο τής κωμωδίας του, κι* άρχίζοντας νά τό διαβάζη, σταματούσε πότε-πότε καί σφύριζε δυνατά. Παραξενεμένος άπ’ τά άλλόκοτα φερσίματα του φίλου του ό Μπιάνκολι του εΐπε επιτέ­ λους : —Μά τί διάβολο κάνεις, βρέ αδερφέ ; Διαβάζεις καί σφυρίζεις; Καί ό Φαλκόνι χαλογελώντας : — Συγγνώμη πού σέ ξεκούφανα, φίλε μου, μά προετοιμά­ ζομαι γιά τό αύριοβραδυνό πατιρντί τής πρεμιέρας. Διαλέγω μερικά ήλίθια σημεία τής και­ νούργιας κωμωδίας μου καί τά σφυρίζω άπό τώρα, γιά νά μή σέ παραξενέφουν αύριο τά σφυ­ ρίγματα του ακροατηρίου I...

Πρό ετών ένας ’Άγγλος αν­ ταποκριτής τηλεγράφησε άνακριβώς στήν Αμερική τόν αι­ φνίδιο θάνατο του Μάρκ Τουαίν. Ό γνωστός εύθυμογράφος συγγραφεύς έμενε τήν εποχή εκείνη στό ’Άρτφορδ τής Αμε­ ρικής καί ήταν πολύ καλά στήν υγεία του. Κάποιος όμως στε­ νός φίλος του, πού έμενε στό Λονδίνο διόφασε τήν εΐδησι ε­ κείνη καί τηλεφράψησε στό ’Άρ­ τφορδ, ζητώντας πληροφορίες. Τό τηλεγράφημά τούτο έλαβεν ό ίδιος ό Τουαίν καί του ά-, πάντησεν ώς εξής : «Ή εΐδησις περί του θανά­ του μου είναι...κάπως υπερβο­ λική. ΤΟΥΑΙΝ»

α ο

45

Εύκαιρίαθββ —Λοιπόν, έμαθα επί τέλους νέα άπό τό φίλο μου τό Μά­ ριο, λέγει ό κύριος Μ. στή γυ­ ναίκα του. —Αλήθεια ; Τί γίνεται; — ΤΗταν άρρωστος άπό τό στομάχι του καί οί γιατροί του συνέστησαν νά τρώη μόνο γάλα. Τότε τί καθόμαστε; Πρέπει νά τόν καλέσουμε σέ γεύμα I

/ θ

/ / ί ί ϊ / / / Ο

Ο

9

0

Θ

9

0

Θ

/ ο

/ 0

ι ο

/ 0

/9 /ί

ι 0

/ / / ο

ο

0


ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ

46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» νιώση. τΗταν εΰθυμος, γελαστός, κε­ φάτος και περπατούσε σάν παλληκαράκι. — Έ τί κάνει αύτός ό άψιλότιμος ό έρωτας I, δήλωνε σ’ οποίον τόν ρωτούσε για τήν αλλαγή του. Νοιώ­ θω πώς είμαι είκοσι χρονών !... Κι’ ή άλήθεια ό γέρος ήταν ερω­ τευμένος καί μάλιστα φοβερά, επι­ κίνδυνα. Καθόταν κι’ έγραφε ερωτι­ κά γράμματα, στόλιζε τήν κομβίοδόχη του αέ λουλούδια και τραγουδού­ σε παλιά αισθηματικά τραγούδια. 'Η κόρη του, πού ζουσε μαζί του, έκανε τό σταυρό της καί ρωτούσε μέ δικαιολογημένη άπορία τόν άντρα της, πού θά πάη αυτό τό «βιολί I...» —Άφησέ τον, τής έλεγε εκείνος, θά τού περάση. Δέν έχεις ακούσει δτι ό γεροντικός έρως εΐνε ό πιό επικίν­ δυνος ; Καί δέν είχε άδικο ό άμοιρος. Ό γέρος κάθε φορά πού ήταν στενοχω­ ρημένος άπό τή φίλη του, έκανε ρη­ μαδιό τό σπίτι. "Ολοι του φταϊγαν. Άπό τις μυίγες πού πετουσαν μέχρι τις παντόφλες του. Γι’ αυτό όταν τόν έβλεπαν σκυθρωπό κΓ αμίλητο κατα­ λάβαιναν δτι έχει τά μεράκια του καί κανείς δέν τόν ενοχλούσε. Μια μέρα δμως τά πράγματα πή­ ραν τήν πιό παράδοξη έκβασι. — Έλα δω, γαμπρέ μου, είπε στόν άντρα τής κόρης του, στό σπίτι μου κάθεσαι αρκετά χρόνια, άπό τόν και­ ρό πού στεφανωθήκατε. Καιρός εΐναι νά πάτε καί πουθενά άλλου, γιατί τό σπίτι μου χρειάζεται! —Μά ξεχνάς, του παρατήρησε ε­ κείνος, δτι μ’ αυτή τήν συμφωνία πή­ ρα τήν κόρη σου, νά μου εξασφάλι­ σης στέγη. Που θές νά πάω υστέρα άπό δέκα χρόνια; Δέν ξέρεις πώς χρειάζονται λίρες μέ ουρά;... —Έτσι ήταν τότε τά πράγματα, μά τώρα άλλαξαν. "Ανθρωπος είμαι κΓ εγώ. θέλω νά νοικοκυρευτώ.., — Νά νοικοκυρευτής ; Δηλαδή, τί θέλεις νά πής ; Δέν σέ καταλαβαίνω... —θά φέρω τήν γυναίκα πού αγα­ πώ στό σπίτι μου. Δέν μπορώ πια νά ζήσω μακρυά της... —Ξέρεις πόσο χρονών είσαι, πε­ θερέ μου ; Πέρασες τά εβδομήντα. Μήπως—μέ συγχωρείς πού σου τό

λέω —ξεμωράθηκες ; Του παρατήρησε ό γαμπρός του. Μά εκείνος δέν έπαιρνε, ούτε άπό συμβουλές, ούτε άπό λόγια, ούτε άπό παρατηρήσεις. "Αρχισε μάλιστα νά κάνη κόλασι τήν ζωή τής κόρης του καί του γαμπρού του. ΚΓ επειδή τά πράγματα μέρα μέ τή μέρα χειροτέ­ ρευαν, οΐ άνθρωποι, καί μέ τό δίκιό τους, ζήτησαν τή βοήθεια καί του γυιου του. Στήν αρχή εκείνος νόμισε δτι άστειευόταν. Μά, δταν πήγε νά του μιλήση, ό γέρος έγινε θηρίο : — Πώς τολμάς νά αύθαδιάζης στόν πατέρςχ σου ; του φώναξε. Φύγε άπό δώ γιατί θά σέ σφάξω ΙΝ Σου άπαγορεύω ν’ άναφέρης τ’ δνομα τής γυ­ ναίκας πού άγαπώ... Καί ρίχτηκε ό γέρο Δον Ζουάν νά σκοτώση τό παιδί του. Πρόλαβε εκεί­ νος καί βγήκε στό δρόμο.Μά καί εκεί τόν άκολούθησε κι’ άρχισε νά του ρί­ χνει πέτρες καί νά τόν ύβρίζη. Γιά νά φοβηθή ό γέρος καί νά πάψη νά τούς ρεζιλεύη ό γυιός του έρριξε μιά πιστολιά στόν άέρα μή­ πως τόν κάνη καί συνέλθη. Μά ό γέρος έσπευσε νά καταγγείλη τό γεγονός στήν Αστυνομία. "Ε­ γιναν άνακρίσεις, κΓ ή ύπόθεσις έ­ φτασε στήν είσαγγελεία, μά τέλος ό γέρος λογικεύτηκε, άπέσυρε τή μήνυσι καί συμφιλιώθηκε μέ τήν οίκογένειά του. Νά τώρα ένα άλλο χαρακτηριστό παράδειγμα, πού δείχνει τί τραβούν οί άστυνομικοί, δταν άγωνίζονται να μάθουν τήν άλήθεια άπό τις «εΰες». ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ

ΓΥΝΑΙΚΩΝ «

"Οταν οί άστυνομικοί έχουν νά κάνουν άνάκρισΐ μιάς γυναίκας προ­ σέχουν πρώτα—πρώτα τόν τύπο της. Τί είδους γυναίκα είναι; Φιλάρεσκη, ματαιόδοξη, φλύαρη, ευφάνταστη, νευροπαθής, υστερική. Είναι ζωηρός ή ψυχρός τύπος; Έπειτα άρχίζουν μέ τήν άνάλογη μέθοδο τήν άνάκρισί τους. Οί άστυνομικοί πιστεύουν οτι ή γυναίκα εΐναι εξαιρετικά δύσκολη στήν άνάκρισί της. Πρώτα γιατί έχει φαντασία, έπειτα γιατί τής άρέσει νά παρουσιάζη εντυπωσιακά πράγμα­


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ τα καί, τό πιό σπουδαίο, προκειμένου νά έκδικηθή έναν άνθρωπο, μπορεί νά του σκαρώση μια φοβερή ιστορία I... —Τόν είδες νά πυροβολή ; Ρωτούν μια γυναίκα. Μπορείς νά μάς περιγράψης τά χαρακτηριστικά του Ή εξεταζόμενη κάνει την σκια­ γραφία ενός εκπληκτικού άνθρώπου : Υψηλού, σοβαρού, τρομερού τέρατος. Στις λεπτομέρειες όμως τά μπερ­ δεύει. Τέλος άποδεικνύεται ότι ακού­ σε μόνο τόν πυροβολισμόν, ότι είδε κάποιον νά τρέχη κι* ότι, για νά τρέχη αυτός πρέπει νά είναι ό εγ­ κληματίας I Συμβαίνει ένα τροχαίο δυστύχημα. Μιά μοτοσυκλέττα σκοτώνει μιά κυ­ ρία τής άριστοκρατίας μας στην οδό Ακαδημίας, ακριβώς στη διάβασι των πεζών, επάνω στά περίφημα καρφιά. Οί άντρες δηλώνουν ότι φταίει ό οδηγό; τής μοτοσυκλέττας. «Έτρεχε, λένε, πολύ, έχασε τήν ψυ­ χραιμία του κΤ έπεσε επάνω στήν κυρία καί τήν σκότωσε». Μιά γυναί­ κα όμως άνατρέπη τά πάντα : —Όχι, δηλώνει δεν έφταιγε ό ο­ δηγός I Ή κυρία φταίει πού δεν τόν είδε ότι έτρεχε καί πήγε νά διάσχι­ ση τόν δρόμο I... —Μιά μοτοσυκλέττα ήταν, παρα­ τηρεί μέ τό δίκι© του ό άστυνομικός, λίγο νά έκοβε τό τιμόνι του, θά γλύ­ τωνε την γυναίκα. Μά ή αυτόπτης μάρτυς επιμένει στήν κατάθεσί της. Τήν ενισχύει μέ γυναικείο πείσμα, προσθέτει άνύπαρκτες λεπτομέρειες, έτσι γιά νά μή χάση τό γόητρον τής καλόπιστου μάρτυρος I... Άλλος τύπος έπικινδύνων γυναι­ κών είναι οί ευφάνταστες. Ξεκινούν από μιά άσήμαντη παρατήρησι καί σκαρώνουν ολόκληρη Ιστορία, τήν όποια καί δέν7 διστάζουν νά καταγ­ γείλουν. Ένας άνθρωπος γυρίζει άργά στό σπίτι του μ’ ένα δέμα. Κάθε βράδυ κουβαλάει ένα δέμα. Αυτό σκανδαλίζει τήν ευφάνταστη γυναίκα. Γιατί γυρίζει τόσο άργά ; Τί είναι αυτά πού μεταφέρη τέτοια ώρα; Ποιος εΐναι ό άνθρωπος ; Κι’ ή φαν­ τασία της δουλεύει γιά νά φτάση νά είπή έμπιστευτικά στις φίλες της : Μιεταξύ μας, αύτός ό άνθρωπος πού κάθεται άπέναντί μας μου φαίνεται

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47

ύποπτος. Κάθε βράδυ μεταφέρει μέ προφυλάξεις βαρειά δέματα. Ασφα­ λώς θά είναι όπλα I» Τό γεγονός άπό στόμα σέ στόμα φτάνει στήν Αστυνομία. Ή άστυνομία άρχίζει τήν άνάκρισι μέ τρόπο. Πιάνει κΓ α­ νακρίνει φίλους, γνωστούς, όλη τήν συνοικία γιά νά μάθη ποιός έδωσε πρώτος τήν πληροφορία. "Υστερα ά­ πό ένα μήνα εντατικών άνακρίσεων άνακαλύπτεται τέλος ή ευφάνταστη γυναίκα : —Τί ξέρεις γιά τόν τάδε, τήν ρω­ τούν. Πότε τόν είδες νά μεταφέρη όπλα ; — Ποιός είπε τέτοιο πράγμα ; Δια­ μαρτύρεται εκείνη. Μιά απλή ύπόθεσι έκαν>α. —Στό σπίτι του όμως βρέθηκαν απλώς... δέκα όκάδες πατάτες, δια­ μαρτύρονται καί μέ τό δίκιό τους οί αστυνομικοί. λΩς εδώ βέβαια τά πράγματα δέν είναι καί τόσο μπερδεμένα. Εκεί ό­ μως όπου οί αστυνομικοί χάνουν κυριολεκτικώς τό μυαλό τους, είναι οί ψευδείς καταμηνύσεις γιά λόγους έκδικήσεως. Νά ένα τέτοιο παράδειγμα : Μιά γυναίκα πάει στήν Αστυνο­ μία καί καταγγέλει ότι στον αριθμό τάδε τής όδοϋ τάδε παρατηρήται με­ γάλη κίνησις κοριτσιών. "Εχει δή ε­ πίσης αρκετούς άντρες νά μπαίνουν μέ προφυλάξεις. Τις νυχτερινές μά­ λιστα ώρες ή κίνησις γίνεται μεγαλύ­ τερη. *Η πληροφορία της εΐναι ότι πρόκειται περί υπόπτου σπιτιού καί καλόν θά είναι νά τό προσέξη ή ά­ στυνομία. Πράγματι, οί αστυνομικοί μιά νύ­ χτα κυκλώνουν τό σπίτι, μπαίνουν σ’ αυτό καί κάνουν λεπτομερή έρευ­ να. Τό αποτέλεσμα όμως είναι τε­ λείως αντίθετο άπό αυτό πού περίμεναν. Άπρδεικνύεται ότι σ’ αυτό τό σπίτι γινόταν ήθοπλαστική διδα­ σκαλία. Μιά γυναίκα είχε τήν «πε­ τριά» οτι θά μπορούσε νά σώση τόν κόσμο άν μάθαινε στα κορίτσια ώρισμένα πράγματα. Μά έτυχε νά τσακωθή μέ τήν μηνύτρια καί νά τήν άποβάλη άπό τις «τάξεις τών σπιτιών» καί εκείνη πήγε καί τήν κατήγ­ γειλε στήν Άστυνομία ότι διατηρού­ σε κρυφό ναό τοΟ έρωτος 1 'Ωστόσο τυχαίνει πολλές φορές


48 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» από μια τέτοια μήνυσι, από πάθος, από φόνο, από ζήλεια, από κακία, νά έρθη σέ φως μια εξαιρετικά εν­ διαφέρουσα ύπόθεσις. "Ετσι άπεκαλύφθη ή ερωτική Ιστορία του γυιοΰ ενός γνωστού εμπόρου και τής φίλης του.Ό ευτυχής φίλος κατηγγέλθη στο αστυνομικό τμήμα του Παλαιού Φα­ λήρου ώς αρχηγός σπείρας διαρ­ ρηκτών. —"Άν θέλετε νά μάθετε που βρί­ σκει τά λεφτά τής πολυτελούς ζωής του, δεν έχετε παρά νά ερευνήσετε τις περιπτώσεις των τελευταίων με­ γάλων διαρρήξεων των Αθηνών I... Οί άστυνομικοί έξήτασαν τον νέο. Κάτω άπό τό ψεύτικο όνομα, πού είχε δηλώσει στήν ίδιοκτήτρια του σπιτιού, ώς μνηστήρ δήθεν τής φίλης του, κρυβόταν ό γυιός ενός πλουσίου εμπόρου. "Απεκαλύφθη επίσης δτι εί­ χε κατακλέψει μέ μυθιστορηματικό τρόπο τόν πατέρα του. Μέ τά εκα­ τομμύρια πού του είχε πάρει νοίκια­ σε μιά βίλλα στο Φάληρο, έγκατέστησε έκεΐ τό φίλη του κΤ ετοιμαζό­ ταν νά τήν παντρευτή. Ή "Αστυνομία φώτισε τήν ύπόθεσι αυτή. Ειδοποιή­ θηκε άμέσως ό πατέρας του, πού δεν είχε φυσικά ιδέα ούτε ότι τόν έκλε­ ψαν οϋτε γιά τις ερωτικές περιπέτει­ ες του γυιου του. Ή όμορφη διαβό­ λισσα κι* ό νέος συνελήφθησαν καί τρόμαξαν νά γλυτώσουν. Μιά άλλη περίπτωσις, που δείχνει πόσο εύκολα οί γυναίκες μπορούν νά παρασυρθούν στήν άβυσσο του εγκλήματος καί στή λάσπη του υ­ ποκόσμου, είναι ή άκόλουθη : Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΠΕΤΤΥ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ.. Στην άριστοκρατία μας, υπάρχει μιά νοσηρή περιέργεια γιά τόν υπό­ κοσμο των Αθηνών. Ό φίλος κ. Γιαννάτος, ό φημισμένος καρκινολό­ γος καί άπό τούς εκλεκτούς άγωνιστάς τής όμάδος Τβάνωφ, πού προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στήν πατρίδα του, μάς άνέφερε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Φίλοι επίσης άστυνομικοί τής διώξεως ναρ­ κωτικών καί τού Τμήματος "Ηθών, πού σήμερα μέ τόση δραστηριότητα

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος "Ανεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, "Αθήναι

διευθύνει ό άστυνόμος κ. Χανδρινός, μάς αφηγήθηκαν άρκετές ενδιαφέ­ ρουσες τέτοιες Ιστορίες. Γι’αύτό άξίζει τόν κόπο μερικές νά τις μάθετε κι* έσεΐς : Μιά πεντάμορφη νέα τής άριστοκρατίας μας είχε άρχίσει κάποτε νά παρουσιάζει συμπτώματα παρα­ φροσύνης. "Έκανε χιλίων ειδών τρέλλες, περιφερόταν μ" ανδρικά ρούχα στους δρόμους τής "Αθήνας, έκανε εξωφρενικές διασκεδάσεις καί είχε φοβερές «λόξες», πού διασκέδαζαν τούς φίλους της. Στήν αρχή, οί γο­ νείς της τις θεώρησαν έκκεντρικότητες, άμερικανισμούς, ανησυχίες τής ήλικίας της. —*Όταν θά παντρευτή όλ" αυτά θά τής περάσουν ί "Έλεγε μέ έγκαρτέρησι ό πατέρας της, μή μπορώντας άλλωστε νά κάνη διαφορετικά αφού κανείς δέντόν άκουγε στό σπίτι του I... Ή μητέρα της πάλι είχε κι* αυτή τά «μυαλά της πάνω άπό τό κεφάλι της» καί καμάρωνε τήν κόρη της, άντί νά φροντίση νά τή διορθώση : —Είδατε, έλεγε, τί χαριτωμένη είναι ή Μπέττυ μου I Τί σουξέ πού έχει I 'Όλοι μιλούν γιά τήν όμορφιά της καί τό ταμπεραμέντο της... Λίγον καιρό όμως αργότερα, ή «ομορφιά» τής Μπέττυς άρχισε νά χαλάη. Τά όμορφα μαλλιά της νά πέφτουν τούφες—τούφες. Τά φρύδια καί τά τσίνορά της νά έξαφανίζωνται καί στό σώμα της παρουσιάστη­ καν κάτι ερυθρά μπιμπίκια πού δεν ήταν διόλου τής νεότητος I... Ένας γιατρός πού τήν είδε χλώμιασε. —Γιά όνομα τού θεού!, φώναξε. Κάνετε γρήγορα μιά άνάλυσι αϊμα-


ΛΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ τος. Γρήγορα γιατί φοβάμαι δτι τό κακό, ιτού υποθέτω, έχει προχωρήσει πάρα πολύ I Ή άνάλυσις πράγματι ήταν άποχαλυπτική. Τό αίμα της παρουσίασε «σταυρούς»I Χάλασε ό κόσμος. Ό έρως βέ,3αια δεν είναι σήμερα άσκητής. Μά κΓ έτσι πάλι μέ τέτοιες εκδηλώσεις, τό πράγμα ήταν τρομακτικό I Ή όμορφη Μπέττυ με δάκρυα στα μάτια αναγκάστηκε ν’ άφηγηθή όλες τις Ιστορίες της μήπως οί οικείοι της κΓ οί αστυνομικοί, πού έκλήθησαν νά ερευνήσουν την ύπόθεσι, μπορέ­ σουν νά βρούν άκρη. "Ετσι έπληροφορήθηκαν ότι ή μικρούλα Μπέττυ ενα βράδυ μέ μερικές άλλες κοπέλλες είχε έπισκεφθή ένα κρυφό εξοχι­ κό κέντρο. Σ’ αυτό υπήρχαν για τούς καλούς πελάτες ιδιαίτερα δωμάτια. Μέσα σ’ αυτά μπορούσε κανείς μέ ιήν παρέα του νά τραβήξη μερικές «τζούρες» (ρουφηξιές όπίου) καί νά κάνη τά «σύννεφά» του (νάρθή. δη­ λαδή, στό κέφι). Μπορούσε άκόμα νά προσκαλέση τόν «καλλιτέχνη» τού καταστήματος μέ τό μπλαγλαμαδάκι του καί ν’ άκούση κανένα ρεμπέτικο τραγούδι μέ τή σπασμένη καί μελαγ­ χολική φωνή του. Μά όλος αυτός ό κόσμος, υστέρα από αρκετές ρουφηξιές τού ναργιλέ, έπεφτε σέ μια κατάστασι ληθάργου. ^Ηταν τόσο χαμένος στα όνειρα πού έβλεπε, ώστε δέν είχε συναίσθησι ούτε πού βρισκόταν, ούτε ποιός ήταν κοντά του, ούτε τί έκανε... ΚΓ όπως εξακρίβωσε ή αστυνο­ μία, κάτι «καλά παιδιά», κάτι πραγ­ ματικά φανατικοί λάτρεις τού ναρ­ γιλέ, πού θεωρούσαν «Ιερόσυλες» όλες αυτές τις πλούσιες καί νοσηρές νέες, αποφάσισαν νά τις τιμωρήσουν. "Ε­ μεναν «νηστικοί», δέν έπιναν δηλαδή καθόλου όπιο, καί παρ’ όλο τό «χαρμανλίκι τους» έμπαιναν στά ιδιαίτερα διαμερίσματα, παρελάμβαναν αύτές τις νέες καί δέν τις άφηναν παρά μόνον όταν άρχιζεν νά τούς περνά ή νάρκωσις. Πολλοί άπό αυτούς φυσικά ήταν πραγματικά μωσαϊκό παθήσεων. Καί ή Μπέττυ ήταν ενα άπό τά πολλά θύματά τους. Ή Αστυνομία «μπλοκάρησε» αυ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49 τό τό κακόφημο κέντρο, τούς έκανε «τσακωτούς» καί τούς έστειλε στην Εισαγγελία για χρήσι ναρκωτικών. Μά τό κακό εΐχε γίνει. "Οταν οί α­ στυνομικοί τούς ρώτησαν γιατί πεί­ ραξαν τά κορίτσια, ό πιό «βαρύς» άπό αυτούς απάντησε μέ τή γνωστή παροιμία; — Τί δηλαδή, κύρ αστυνόμε, επει­ δή έχουν λεφτά, μπορεί νά εξευτε­ λίσουν καί τό «ναό τού μαύρου»! Εϊπατα νά στήσουμε τό «τσαρδί» έ­ ξω άπό τήν Αθήνα καί νά πίνουμε φασκόμηλο ! Τό ήπιαμε. Εϊπατα νά μήν άκούγεται καυμιά κουβέντα πε­ ρί τά «άγια μυστήρια.» Τό κάναμε. Εϊπατε ότι, «περί φιλότιμο» καί «παρεξήγησι», νά μήν ύπάρχη «κουφό» (μαχαίρι) καί «λαλούμενο» (πιστόλι). "Εγινε ή χάρη σας. Μά γιατί μάς ερχόντουσαν τούτα τά κορίτσια ; Δέν τούς έφταναν οί «φιόγκοι» τους (οί κομψοί τους φίλοι); Σπούδασαν, δέν σπούδασαν ; "Επρεπε νά πληρώσουν τά δίδακτρά τους. "Ετσι ερήμην θά τήν πηγαίναμε !... Καί δέν τήν πήγαν βέβαια «έρήμην» οί κακοποιοί. Δικάστηκαν όμως κατ’ αντιμωλίαν στό δικαστήριο, ήσαν δηλαδή παρόντες καί κοπανήθη­ καν άσχημα. Μά—τί τά θέλετε , —ού­ τε τό πάθημα τής Μπέττυ, ούτε άλ­ λα παθήματα γυναικών συμμόρφω­ σαν αυτόν τόν κόσμον πού έχει, μά τήν άλήθεια, μιά νοσηρή περιέργεια γιά κάθε τί άπηγορευμένο καί επι­ κίνδυνο. Η Κ Α ΤΑΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Μά άς έπανέλθουμε στήν δραμα­ τική άφήγησί μας. "Οταν ή μητέρα τού Παπαδόπουλου άντίκρυσε νεκρό τό γυιό της, γονάτισε κοντά στό κε­ φάλι τού παιδιού της κι’ άρχισε νά κλαίη άπαρηγόρητα. Μιλούσε κΡ έκλαιγε καί φώναζε καί σπαράζοταν, χωρίς κανείς νά τολμά νά τής πή δυο λόγια παρηγοριάς. ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ : 'Η συνέχεια.


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ -ΙΩΑΝΝΗΝ ΔΕΝΑΚΗΝ, Αθή­ νας : Δέν μπορώ νά μην αναδημο­ σιεύσω ένα απόσπασμα από τό γράμ­ μα σας : «Έδιάβασα τό 16ο Τεύχος σου καί έμεινα κατενθουσιασμένος. Αριστούργημα, θαύμα, μαγεία I Τί ά>λο μπορώ νά βρώ ώς κατάλληλη λέξι γιά νά τό χαρακτηρίσω; Τό ΕΖ—999^ ήταν πράγματι κάτι άνευ προηγουμένου. Ή άγωνία μου κορυφωνόταν καθώς τό διάβαζα. Τό μυ­ στήριο καί ή άριστοτεχνική μετάφρασις (συγχαρητήρια στον μεταφραστή) τό έκαναν ενα πράγματικό αστυνο­ μικό λογοτέχνημα...» "Οσο γιά τις συμβουλές οας γιά τό μέγεθος τών αναγνωσμάτων σάς παραπέμπω σέ άπάντησί μου σέ προηγούμενη επι­ στολή σας. —Ν. ΜΑΚΡΙΟΝΙΤΗΝ, Άνω Σύρον ; Οί υποδείξεις σας θά ληφθούν ύπ’ δψιν. — ΑΠΟΣΤ. Δ. ΓΙΑΝΝΟΚΟΠΟΥΛΟΝ, Ν. Ψυχικόν : Τό σταυρόλεξο δέν έγκρίνεται. Χρει­ άζεται περισσότερη σαφήνεια καί ακρίβεια, Έγκρίνεται τό πνευματικό παιχνίδι καί, κατάλληλα διωρθωμένο, θά δημοσιευθή σ’ ένα άπό τά προσεχή τεύχη. Στείλτε αστυνομικά προβλήματα.— ΚΩΝ. Π. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ, Άγ. Παρασκευή : Μπορείτε νά στείλετε δ,τι έχετε γράψει. ’Άν θεωρηθούν κατάλληλα, θά δημοσιευθοΰν. Τά σταυρόλεξα και παιχνίδια θά τεθούν ύπ’ δψιν τής συντάξεως καί θά κριθουν. — ΒΑΣ. ΣΙΑΠΕΡΑΝ, ^δυσσέως 2, Γαρίτσα, Κέρκυραν : Μάς γράφετε : «Μένω δλο καί πιο κατάπληκτος άπό τήν έξέλιξι τής Νυχτερίδας, άπό τήν εκλεκτή ύλη πού περιέχουν τά νεώτερα τεύχη της, καί πιστεύω δτι γρήγορα θά γίνη ένα ά­ πό τά καλύτερα περιοδικά στο είδος της—δχι τής Ελλάδος, γιατί έχει ή­ δη γίνει —άλ>ά τής Ευρώπης. Ό «θά­ νατος τού Ζορρό» είναι ένα άπό τά λίγα «καθώς πρέπει» μυθιστορήματα πού έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Τό πνεύμα μέ τό όποιο είναι γραμμένο, ή πλοκή καί ή δράσις πού περιέχει

δημιουργούν κάτι μεγαλειώδες καί άσύλληπτο I» Γιά τά εξώφυλλα καί τή βιβλιοδέτησι τών τόμων τής Νυ­ χτερίδας καί τών Βιβλίων τού Μηνός θά γράψω σχετικά στο επόμενο τεύ­ χος. Τά σταυρόλεξα θά κριθούν.— δημητριον ΣΑΛΤΑΓΙ Α Ν Ν Η Ν, Θεσσαλονίκην : Έχετε δίκιο, δχι δμως σ’ δλα τά σημεία. Ποτέ δέν περικόπτω τά δημοσιευόμενα άναγνώσματα. Τά άναγνώσματα πού δέν ξεπερνούν τις 20 ή 30 σελίδες είναι απλώς μεγάλες νουβέλλες, πού καί στο πρωτότυπό τους είναι 20 ή 30 σελίδες. 'Η παρέκλιοις' εξάλλου τής «Νυχτερίδας» άπό τά άρχικά μεγάλα μυθιστορήματα ήταν δοκιμαστική καί προσωρινή καί έπεβλήθη άπό λόγους πού δέν είναι δυνατόν νά εξηγηθούν άπό τή στήλη αύτή, δπως γράφω καί σέ άλλον επιστολογράφο μου. ’Από τό έπόμενο τεύχος της ή «Νεχτερίδα» θά γίνη δπως τήν θέλετε.—Κ. ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΗΝ, Τομπάζη 84, Πει­ ραιά : Μάς γράφετε : «Δέν μπορώ νά βρώ λόγια γιά νά ευχαριστήσω τήν άγαπημένη μου Νυχτερίδα γιά τά εξαίσια άναγνώσματα πού μοΰ προσφέρει...» Ναί. Τά περασμένα τεύχη πωλουνται μαζί μέ τά Βιβλία του Μηνός ώς ξεχωριστών τόμων. ’Άν έμβάσετε τό άντίτιμον, μπορώ νά σάς άποστείλω ταχυδρομικώς ό­ σα προηγούμενα τεύχη θέλετε.— Γ. ΝΤΟΚΟΠΟΥΛΟΝ, Κέρκυραν : Πήρα τό γράμμα σας καί χάρηκα πολύ γιά τό περιεχόμενό του. θά άπαντήσω ταχυδρομικώς. Ναί. Εντός όλίγου κυκλοφορούν σέ * κομψούς καί φτη­ νούς τόμους τά δυό πρώτα Βιβλία τού Μηνός, «Ό θάνατος τού Ζορρό» καί «Ό Ταρζάν καί ό τίγρης», πού κατά γενικήν ομολογίαν είναι δυό μυθιστορήματα μοναδικά στό είδος τους ! —ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ Γ. ΜΑΣΟΥΡΑΝ, Αμφιλοχίαν ; Σάς ταχυδρόμησα τό 14ο τεύχος. Η

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ




ΨΣΓίΚύ ΨΑΚΤο,

- <·


>*#>

ΕΚΑΟΖΕ1Ζ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

▲ΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 30

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Στέλιος ’Ανεμοδαι/ιρας ϊ? >7 1(> 4> 44 4> 44 44 &

ν< 44 44 44 44

44 44 44 44 44 ς4 44 Κ 44 ς<,

(4 ?4 44

""ΤΕΥΧΟΣ....19 " ΕΤΟΣί Α8 * ΞΕΔΟΘΗΣΑ* ■ 1) ΤΟ ΑΙίΝίΙΓΜΑ ΤΛΝ ΤΕίΣ ΣΑΡΩΝ ύπό Άγικόΰθα Κρίστι. 2) Ο ΚΐΙίΤΡ ΙιΝίΟ'Σ Δ ΙΆΒΟΛΟΣ Οτχο Φάρζον. 3) Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΟΥ ΠΕΘΑΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ύπό Ρ. Μπρίγγερ. 4) Η ΓΥΆΛΙΝΗ ΝΈΚΡΟίΚΕΦΑΛΗ ιύπό Γουέϊμσν Τζόνς. 5) ΕΝΆ ΚΆΕΙΙΔΙ, ΕιΝΆ ΦΕίΡιΕΤΡΟ ,ΚιΑΊ ΕΙΝΆ ΝΟΜΙ ΣΜΑ ύπό Γουέϊμαν Τιζόνς. €> ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μπερχέλεϋ Γιχραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ ύπό Μπερκέλεϋ Πκιρ'αίη. 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ ύπό Στήλ Γουΐντ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝιΕιΚΡΩΝ ΓΥ ΝΑΡΚΩΝ ύπό Ντάσιελ Χαομιμετ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ* ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ ΜΑΣΟΥΝ ύπό Γκέϊλ Γκάλλαγκερ

11) ΠΕιΝίΓΙΕ ΚΟΚ.ΚΙΙιΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ύπό Νιτέϋ Κέϊν. 12) ιΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ, ΣΤΗΝ ΚίΗΙΔίΕΐΙΑ ΣΟΥ! ύπό Ν ι-αίη Κήν. 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ύπό Κώρτις Στήλ. 114) Ο θιΕΟιΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΓΣΤΕΡ ! ύττό Τζών Κρήιζεϋ. 15) ΤΑ ΔΙΑΜΆΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΙΓΚΟ ύπό Λέσλι Τσά-ρτρις. 16) ΚΙΑΛΠΑΖΟιΝιΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ύπό Σ τ ιο όαρτ Σ τέρλ ιιγικ. 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑιΡΑ'ΚΤΙΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΙΣ ΚΙΗιΦΙΙΙΣ Ι Α Σ , ύπό θ. Δρ±^

ίΚοσ. 18)

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ ύπό Τζών Μίλλερ. 19) Ο ΘΑΝΑ'ΤΟίΣ ΥΠΟΚΛΙίΝΙΕΤΑΙ ύττό Μ,χ!Ιλ Νιτό(γιΚιμ<τν.

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ» >7

>7

44 44 44 44

Εντός όλίγου θα τεθούν εις την διάθεσην του αναγνωστικού κοι­ νού, καλλπιεχνίικά βιβλιοδετηιμένοι, οί τόμοι:

ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ; \ ν ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12)

44 44 44 44 44 44 ;4

44 44 44 44 44

-

-ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τ^ύχη 13—10)

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ %

ΕΞ/ΒΔΟΘΗΣΑΝ

7

ι45 4) 45

4

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΙΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ 13

8


ΥΠ ΚΛΙΝΕΤΑΙ υπό *

ΜΠΙΛ ΝΤΟΓΚΜΑΝ

|

'Ο Ναυτικός Τζόννι Στάντον γνωρίζεται με μια πλούσια χα'ι όμορφη γυναίκα και την παν» τρεύεταιγιά νά βρεθή ξαφνικά στό κέντρο ενός έγκληματικοΰ στροβίλου, όπου όλοι—-άστυνο» μία, μυστηριώδεις δολοφόνοι καί ή ίδια ή αγα­ πημένη του—τον χτυπούν άπό κάθε πλευρά ! ____ _

«ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΑΤΕ I» Βρισκόταν «κοντά στή θάλασσα. Αυτό μόνο ήξερε. "Ενοιωθε την οσμή τής άλμύρας, επάνω άπό τή δυνατή οσμή του απολυμαντικού, καί άκουγε τό μούγγρισμα των κυμάτων επάνω άπό τό βούϊσμα · των αύτοκινήτων, πού περνούσαν άπό κάποιον κοντινό δρόμο. Γιά πολλά λεπτά εμεινε ξαπλω­ μένος στό κρεββάτι του, ζαλισμένος,

_

μέ τά μάτια κλεισμένα, προσπαθών­ τας νά καταλάβη που βρισκόταν. ’Όχι πώς είχε καμμιά σημασία γι’ αυτόν τό που βρισκόταν. Ή Κόρλις δεν τον άγαπουσε πιά. Δεν τόν ήθελε καν κοντά της. Του τό είχε δη­ λώσει αυτό. Είχαν όλα' πάρει τέλος πιά. Ό Στάντον σκέψτηκε άγρια : «αΩρα καλή, ναύτη. Αέρας στά πανιά σου. Στέλνε μου καμμιά κάρτα πότε-πότε.»


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Δοκίμασε νά άνασηκωθή καί νά προσπάθησε νά θυμηθή<* καί νά κα­ ταλάβη. καθήση στό κρεββάτι του. Ή παρα­ μικρή κίνησις του προκαλουσε πόνο. Αύτός κι’ ή Κόρλις ήσαν καθι­ Οί μυώνες του ήσαν σαν νά τούς εί­ σμένοι στό πίσω δωμάτιο του Κόκ­ χαν χτυπήσει μέ σφυρί. Τά μάτια κινου Παπαγάλου, όταν αυτή δήλω­ του ήσαν πρησμένα καί σαν σφραγι­ σε πώς ήθελε νά χωρίσουν. Αυτό έ­ σμένα μέ ένα εΐδος κολλώδους ου­ γινε κατά τις εννιά τό βράδυ καί τό σίας. Σίγουρα, κάποιος τον είχε δεί­ κέντρο είχε αρχίσει νά γεμίζη άπό ρει άγρια. πελάτες. Σκέφτηκε πάλι άγρια : Μέ , φωνή κουρασμένη, σχεδόν τσακισμένη, ή Κόρλις του είπε : «Δίνε του από δώ, ναύτη. Λέβα — Κάναμε λάθος, Τζόννι, καί θέ­ τήν άγκυρα. Γύρισε πίσω στή θάλασ­ λω νά τελειώση αύτή ή Ιστορία, θά σα σου.» κρατήσω τό κέντρο καί τά κτίρια. Τά γεγονότα ξαναγύριζαν στό Έσύ θά πάρης τό αύτοκίνητο καί ό­ μυαλό του πιό καθαρά τώρα. σα λεφτά έχουμε στό χέρι καί... Ή Κόρλις του είχε δηλώσει πώς — Καί νά του δίνω, ε ; όλα είχαν τελειώσει. Του είχε πή — Ναί, απάντησε ή Κόρλις... πώς αύτός μπορούσε νά πάρη τις Ό Στάντον σηκώθηκε καί άρχισε οικονομίες τους καί τό αυτοκίνητο. νά πηγαινοέρχεται μέσα στό κελί "Ενα κύμα ντροπής αντικατέστησε του. Τώρα πού τά ξανάφερνε στό τή ναυτία του. Γιά ποιόν τόν περ­ νου του, δέν μπορούσε νά κα­ νούσε ή Κόρλις ; "Επρεπε όμως νά ταλάβη. Δέν ήσαν λογικά όλα αυ­ καταλάβη πώς αυτό δέν θά κρατούσε τά. Δέν μπορεί κανείς νά σβήνη καί πολύ. Ό αιώνιος έρωτας μόνο στις ν’ άνάβη τόν έρωτα γυρίζοντας α­ κινηματογραφικές ταινίες υπάρχει. πλώς έναν διακόπτη. ^Ηταν μέσα σ’ ένα κελί φυλακής. Άκούμπησε τό πρόσωπό του στά Αυτό τουλάχιστον ήταν καθαρό. ’Ακάγκελα του κελιού του καί ρώτησε νωρθώθηκε μέ δυσκολία κι’ έπλυνε τόν μαύρο : τό πρόσωπό του μέ ψυχρό νερό. Τό ^ — "Ησουν εδώ όταν μ’ έφεραν ; νερό τόν έτσουζε, μά καί τόν φρεΞέρεις γιατί μέ κατηγορούν ; σκάρησε. — "Ησους εδώ όταν μ’ έφεραν, α­ ’Από ένα κελί, από τήν άλλη με­ πάντησε ό μαύρος. Μά θά έχης επά­ ριά του διαδρόμου, ένας νεαρός μαύ­ νω σου τήν άπόδειξι γιά τά πρά­ ρος τόν κύτταξε μέ ενδιαφέρον. γματά σου καί σ’ αύτήν λένε πάντα τί έχε\ς κάνει. — Συνήλθες, έ; — Ναι, είπε ξηνά ό Στάντον. Ό Στάντον έψαξε τις τσέπες τού Καί κάθησε πάλι στό κρεββάτι σκισμένου σακκακιού του μέ άηδία. του. Βρωμούσε ουΐσκυ. Προσπάθησε νά — Ποϋ είμαι ; θυμηθή άν είχε πιή πολύ, μά δέν μπόρεσε. Δέν μπορούσε κάν νά θυ­ Ή έρώτησις φάνηκε νά διασκεδάμηθή τό τέλος τής κουβέντας του μέ ζη τόν μαύρο. τήν Κόρλις. — Είστε στή φυλακή... Που θέ­ Ή Κόρλις τού είχε προτείνει νά λεις νάσαι, λευκό παιδί ; Είσαι στή πιούν ένα άποχαιρετιστήριο πιοτό. Φυλακή τής Κορονάντα. Τότε αύτός δέν μπόρεσε νά κρατηθή καί τήν χαστούκισε Τό θυμόταν αυτό καθαρά... Στάντον σκέφτη­ Βρήκε τήν άπόδειξι καί διάβασε : κε καλά επάνω σ’ αυτό. Τά σύνορα «Υπηρεσία Δημοσίας Ασφαλείας τής Κορονάντα άπειχαν τουλάχιστον ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ενενήντα μιλιά, άπό τόν Κόκκινο Επαρχία Κορονάντα, Καλιφόρνια Παπαγάλο. Ημερομηνία: 20)6)46 Πώς είχε βρεθή έκεΐ; "Εσφιξε τό "Ωρα: 1:10 π. μ. κεφάλι του μέ τά χέρια του καί "Ονομα: ΣΤΑΝΤΟΝ ΤΖΩΝ

Ο


ΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

5

Καί πρόσθεσε : — θά μπορούσα μήπως νά μιλήσω Ντράϊβ, μέ τούς αστυνομικούς πού μέ συνέ­ νια. λαβαν ; 'Η > ι κ ί α : 24 Καταγωγή: Αμερικανός. — Ναι, άπάντησε ό λοχίας ξερά. Μπορείς νά τούς δής. Επάγγελμα: Ναυτικός. Ξεκλείδωσε τήν πόρτα τού κελιού. "Υψος: 1.80 —Προχώρει ϊσια μέσα στό διά­ Βάρος: 200 λίτρες δρομο, γυιόκα. Σώμα: Ρωμαλέον Ό Στάντον προχώρησε μέσα στό Κόμη: Καστανή. διάδρομο, μπρός από τόν αστυνομι­ Ό φ θ α λ μ ο ί : Καστανοί. κό. Είχε μείνε» αναίσθητος γιά πολ­ Κατηγ ορία: 502 καί 148. λές ώρες. Ή αυγή είχε άρχίσει νά Τόπος συλλήψεως Μαμπαίνη από τά υψηλά, καγκελόλιμπου. φραχτο παράθυρο, σχηματίζοντας Ι­ Συνελήφθη υπό: Τόμας σκιους επάνω στό τσιμέντο. καί Φίλιπς. Ή ατσάλινη πόρτα, πού είχε α­ Έρευνήθη υπό: Τόμας...» κούσει νά βροντά, τού έφραξε τόν δρόμο. Ό Μάτσον άρχισε νά τήν ξεϋήκωσε τό κεφάλι κλειδώνη, μά σταμάτησε, γύρισε καί πέρασε ένα ζευγάρι χειροπέδες στά του καί ρώτησε τον μαύρο. χέρια τού Στάντον. *~Τί είναι 502 καί 148 ; —Απλό μέτρο προνοίας, είπε. Ό μαύρος άπάντησε πώς δέν ή­ —Δέν πρόκειται νά δοκιμάσω νά ξερε, αλλά μιά νυσταγμένη φωνή άξεφύγω, τού είπε ό Στάντον. τίό ένα διπλανό κελί πληροφόρησε Ό Μάτσον έγνεψε στόν Στάντον τον Στάντον : νά μπή σέ μιά πόρτα, πού είχε τήν — Είναι άρθρα του Ποινικού Κώεπιγραφή : «Κάπταιν των Ντέτεκτιβς». όικος. Τό 502 σημαίνει πώς ώδηγού"Ενας μικρόσωμος άντρας μέ ά­ σες αυτοκίνητο μεθυσμένος. Τό 148 σπρα μαλλιά καί ευχάριστο πρόσω­ σημαίνει πώς άντιστάθηκες στην ε­ πο ήταν καθισμένος πίσω άπό ένα ξουσία. τραπέζι, μιλώντας μ’ έναν νεαρότερο Ό Στάντον έγλειψε τά μωλωπι­ άντρα. σμένα χείλη του καί συνέχισε τό διά­ Δυο άστυφύλακες μέ στολή είχαν βασμα : άκουμπήσει τις πλάτες τους στόν «ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ τοίχο. Τά πρόσωπά τους ήσαν άβέ1 ζώνη —2 κυτία τσιγάρα βαια γνωστά. 1 ώρολόγιον τής χειρός — Είμαι ό Κάπταιν Μάρκς, Στάν­ 1 πορτοφόλιον Χαρτονομίσματα: 9.420 . τον, είπε ό άσπρομάλλης άντρας, "Εδειξε τό νεαρό άντρα. δολλάρια. —’Από δω είναι ό ΆντεισαγγεΑύτοκίνητον: Μάρκα Κανλεύς Φλάγκλ. Νομίζω δτι γνωρίζετε τιλλκά. ήδη τούς άστυφύλακες Φίλιπς καί (υπογραφή : Λοχίας Μάτσον.» Τόμας. Ό Στάντον ερριξε πάλι λίγο νερό στο πρόσωπό του καί πέρασε τά δάχτυλά του ανάμεσα στά μαλλιά του, μά αυτό δέν σταμάτησε τον ξαφνικό κεφαλόπονο πού τον έπιασε. Μιά ατσάλινη πόρτα βρόντησε υ­ πόκωφα κάπου κοντά, μέσα στή φυ­ λακή. "Επειτα, ένα πρόσωπο τόν κύτταξε άνάμεσα από τά κάγκελα του κελιού του. —"Ωστε συνήλθες, έ; ρώτησε ό Λοχίσς Μάτσον. —"Ετσι φαίνεται, είπε ό Στάντον. 4120 ’Όουσαν Πάλμ Γκρόβ, Καλιφόρ-

Διεύθυνσις:


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μέ τό στόμα του στεγνό ,κοα ξερό, ό Στάντον κύτταξε τούς τέσσερις άν­ τρες. Υπήρχε κάτι βασικά εσφαλμέ­ νο. Καί πρέπει νά συνέβαινε κάτι πο­ λύ σοβαρό. Οί Κάπταιν των Ντέτεκτιβς καί οί Αντεισαγγελείς δεν συ­ νηθίζουν .νά σηκώνωνται άπό τό κρεββάτι τους τά χαράματα γιά νά άνακρίνουν έναν μεθυσμένο οδηγό αυτο­ κινήτου. —"Εχεις νά μάς πής τίποτα, Στάντον ; ρώτησε ό Φλάγκλ. Ό Στάντον είπε : — Πιστέψτε με, δεν έχω τήν πα­ ραμικρή ιδέα πώς μπήκα μέσα σ’ αύ-, τό τό αυτοκίνητο καί πώς βρέθηκα εδώ άπό τον Κόκκινο Παπαγάλο. Ό Κάπταιν Μάρκς σήκωσε τήν άδεια όδηνου άπό τό γραφείο του. — Είναι σωστή αύτή ή διεύθυνσις, Στάντον; Μένετε στο 4120 Όουσαν Ντράϊβ στο Πάλμ Γκρόβ; Ό Στάντον δίστασε. — "Εμενα, όταν έβγαλα αύτή τήν •άδεια.

Ο

Φλάγκλ έβγα­ λε ένα κουτί τσιγάρα άπό τήν τσέπη του. Γιά μιά στιγμή, ό Στάντον ήλπισε ότι θά του προσέφερε ένα. Μά δέν του προσέφερε. —4120 ’Όουσαν Ντράϊβ, είπε ό Άντεισαγνελεύς. Τί μέρος είναι αύτό, Στάντον ; Ό Στάντον του εξήγησε ότι ήταν ένας συνοικισμός άπό δέκα οκτώ μικροσκοπικές έπαύλεις καί μιά νυχτε­ ρινή λέσχη, πού λεγόταν Κόκκινος Παπαγάλος. — Είναι δικά σου; ρώτησε ό Φράγκλ. —’Όχι, μουρμούρισε ό Στάντον. Ή γυναίκα μου ή Κόρλις, είναι ή

Ο ΘΑΝΑΤΟΙ ίδιοκτήρια. Έγώ ήμουν απλώς..\ κ ύ . ριος Κόρλις^ώς χτες τό βράδυ —Τί συνέβη χτές τό βράδυ ; — Δέν είναι δική σας δουλειά αύ­ τή I, του είπε ό Στάντον άγρια. Μπο. ρώ νά μάθω τί σημαίνουν όλ’ αύτά ; Ή ζέστη μέσα στό μικρό γραφείο ήταν άποπνικτική. ’Ήθελε πολύ νά πιή κάτι, νά καπνίση ενα τσιγάρο. ’Ήθελε νά μάθη γιατί τόν άνέκριναν. Βέβαια, αν είχε μεθύσει, καί είχε πάρει τά λεφτά καί τό αύτοκίνητο, ή Κόρλις δέν θά κατέφευγε βέ­ βαια στήν αστυνομία... Ό Κάπταιν Μάρκς άνοιξε τό ε­ πάνω συρτάρι του γραφείου του, έ­ βγαλε ένα πιστόλι καί τό άκούμπησε ' επάνω στό τραπέζι. —Ξανάδες ποτέ αύτό τό πιστόλι Στάντον ; ρώτησε ό Φλάγκλ. Φαινόταν σαν τό μικρό πιστόλιπού ή Κόρλις είχε συνήθως μέσα στό συρ­ τάρι του ταμείου. — Που τό βρήκατε ; ρώτησε. —Μέσα στό συρταράκι του αύτοκινήτου, εΐπε ό Μάρκς άγγίζοντας τά πιστόλι μ’ ένα μολύβι. ’Έχει χρησιμοποιηθή εδώ καί λίγες ώρες. Υ­ πάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα σας επάνω στή λαβή καί στήν κάννη. Εντάξει. "Ας πάψουμε νά παίζουμε τις κουμπάρες. Που είναι ή γυναίκα σας ; Ό Στάντον εξανάγκασε τήν εαυτό του νά μείνη γαλήνιος. Κάτι εί­ χε συμβή στήν Κόρλις. Κατάφεμε νά πή : —Μά... είναι στόν Κόκκινο Πα­ παγάλο, υποθέτω. —Υποθέτει, εΐπε ό Μάρκς στόν Φλάγκλ. Ό ασπρομάλλης κάπταιν άνοιξε ένα άλλο συρτάρι του γραφείου του καί έβγαλε μερικά ρούχα καί μιά μεγάλη μαύρη τσάντα μέ τά ασημέ­ νια άρχικά «Κ. Σ.» επάνω στήν πόρ­ πη της. Τό φόρεμα καί τά έσώρρουχα ήσαν ραντισμένα μέ μικρές σκού­ ρες κηλίδες. —Τά αναγνωρίζετε αύτά, Στάντον; ^^.ύτός κύτταξε πρώτα τήν τσάντα κι’ έπειτα τό φό­ ρεμα. Ή Κόρλις φορούσε τό φόρεμα αύτό, ή ενα όμοιο μ’ αύτό, τήν τ"ε-


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ λευταία φορά τιού τήν είχε δή. —Που είναι ; ρώτησε βραχνά ; Τι ουνέβη στήν Κόρλις ; —Αυτό ακριβώς θέλουμε να μά­ θουμε, είπε ό Μάρκς. "Επαιξε γιά λίγο τύμπανο επάνω ατό τραπέζι με τα δάχτυλά του κι* επειτα συνέχισε : — Βλέπετε, Στάντον, δταν τά παι­ διά σάς έπιασαν χτες τή νύχτα, ό \οχίας Μάτσον σκέφτηκε ότι θά ή­ ταν συνετό νά κάνη μιά μικρή έρευ­ να σχετικά με τό άτομό σας, έξαιτίας των πολλών χρημάτων που εί­ δατε επάνω σας. "Ετσι ήρθε σ’ επα­ φή μέ τήν \ άστυνομία του Πάλμ Γκρόβ κι* έμαθε μερικά εκπληκτικά πράγματα... "Εμαβε πώς εσείς και ή κυρ'α Στάντον φιλονεικήσατε χτες τό βράδυ καί ^ώς αυτή σάς είπε ότι όλα είχαν τελειώσει μεταξύ σας και σάς ζήτησε νά μαζέψετε τά πράγμα­ τά σας καί νά φύγετε. Είναι σωστό αυτό ; —Ν... ναί, παραδέχτηκε ό Στάν­ τον. Μά... Ό Κάπταιν Μάρκς συνέχισε : — Ό Λοχίας Μάτσον έμαθε επί­ σης ότι λίγο μετά τή φιλονεικία, στό σιάστημα τής όποιας χτυπήσατε τή σύζυγό σας, μπήκαΐε μαζί της στό αυτοκίνητό της καί κανένας σας δεν ξαναφάνηκε άπό τότε ως τή στιγμή πού σάς έπιασαν οί άστυφύλακες Γόμας καί Φίλιπς κοντά στό Μαλιμτ:ου. Άνασήκωσε τά •'ρουχα άπό τό τραπέζι καί τ’ άφησε νά ξαναπέσουν. —Τί τήν κάνατε, Στάντον; Ό Στάντον κούνησε τό κεφάλι του. —Δεν ξέρω τί θέλετε νά πτ(τε. —Νομίζω οτι ξέρεις πολύ καλά, είπε ό Άντεισαγγελεύς Φλάγκλ. Έόώ κι* εξη μήνες δεν ήσουν παρά έ­ νας άπένταρος ναυτικός. Συνάντησες τότε τήν Κόρλις Μάσον. Είχε αρκετή περιουσία καί μιά επικερδή νυχτερινή λέσχη. Τήν παντρεύτηκες καί γιά έξη μήνες πέρασες μιά άνετη ζωή, χωρίς νά εργάζεσαι. Σου άρεσε ή ζωή αύτή καί ήθελες νά τήν συνέχισης. 'Όταν σου είπε νά φύγης, έγινες εξωφρενών καί τήν σκότω­ σε ς ! —Αύτό είναι ψέμμα !, φώναξε ό Στάντον. Ή Κόρλις δέν εΐναι νεκρή.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

Δέν ’μπορεϊ νά είναι νεκρή. Που είναι; — Αύτό ακριβώς θέλουμε νά μάς πήτε, είπε ήρεμα ό Κάπταιν Μάρκς. Άρχίστε νά μιλήτε Στάντον.. Τί κά­ νατε τό σώμα της ;

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟν Ή μέρα ήταν ζεστή. Καί ή νύχτα, πού είχε πέσει, δέν είχε καθόλου δροσίσει τήν ατμόσφαιρα.. Δέν φυ­ σούσε καθόλου. Καθώς ή πομπή τών τεσσάρων αυ­ τοκινήτων βγήκε άπό τόν μεγάλο δη­ μόσιο δρόμο, ό Στάντον σκούπισε τό πρόσωπό του μέ τά δεμένα μέ χει­ ροπέδες χέρια του καί κύτταξε χωρίς περιέργεια άπό τό παράθυρο. Μιά συντροφιά άπό άντρες ήταν συγκεντρωμένη μπροστά σέ μιά πόρ­ τα πού φαινόταν γνώριμη. Επάνω άπό τά κεφάλια τους ένας τεράστιος παπαγάλος διαγραφόταν σκοτεινά μέ φόντο τή νύχτα. Κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Καί τότε κατάλαβε τί ήταν αύτό τό άσυνήθιστο. Ό παπαγάλος δέν ήταν φωτισμένος. Μιά τέτοιαν ώρα, ό παπαγάλος έπρεπε νά λαμποκοπά άπό κόκκινα καί πράσινα φώτα. Καθισμένος στό εμπρός κάθισμα του αύτοκινήτου ό Καπταιν Μάρκς έβγαλε τό, κεφάλι του άπό τό παρά­ θυρο και ρώτησε :


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Είναι ό Σερίφης Κοϋπερ εδώ ; Ένας από τούς άντρες, πού στέ­ κονταν μπροστά στην πόρτα, προχώ­ ρησε πρός τό αυτοκίνητο. —Έγώ είμαι. Ό Κάπταιν Μάρκς από τήν Κορονάντα ; Ό Μάρκς βγήκε από τό αυτοκί­ νητο, ακολουθούμενος άπό τον Αντει­ σαγγελέα Φλάγκλ, καί οί δυό άντρες έσφιξαν τό χέρι του Σερίφη Κοϋπερ. "Αλλοι άντρες πλησίασαν άπό τό μέρος του Κόκκινου Παπαπάλου. ’Από τά αυτοκίνητα βγήκαν άν­ τρες, άλλοι μέ στολή καί άλλοι με πολιτικά. Ό Στάντον άκουγε πότε-πότε κομ­ ματιαστές φράσεις άπό τις συζητή­ σεις τους. Ό Κάπταιν Μάρκς έλεγε κάτι γιά άρμοδιότητα. Ό Στάντον άκουσε τά τελευταία λόγια τής άπαντήσεως του Κοϋπερ : «..."Εχουμε καιρό νά άσχοληθοΰμε γι’ αυτό όταν βρούμε τό σώμα.» Κάποιος άλλος ρώτησε άν ό Στάντον είχε ομολογήσει κι’ ό Φλάγκλ άπάντησε: — "Οχι ακόμα. Τότε κάποιος είπε κάτι, πού ό Στάντον δεν μπόρεσε ν’ άκοόση, καί όλοι γέλασαν. Ή Κόρλις ήταν νεκρή κι’ αυτοί γελούσαν! Ό Στάντον έκανε νά σηκωθή, μά ό άστυφύλακας πού ήταν καθισμένος δίπλα του τόν έσπρωξε πίσω. Ό Στάντον άκούμπησε,πίσω στή ράχη τοϋ καθίσματος του. Τά μάτια του έκαιγαν, μά δεν είχε μπορέσει νά κοιμηθή, ούτε στά μικρά διαλείμ­ ματα τών άνακρίσεων. Δέν θά μπορούσε νά κοιμηθή πο­ τέ πιά. Ή Κόρλις ήταν νεκρή καί τήν είχε σκοτώσει ό ίδιος. Μιά ντουζίνα σχεδόν άνθρωποι τοϋ τό έλεγαν αυ­ τό όλη μέρα. Ό Κάπταιν Μάρκς μπήκε στον

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

Ο ΘΑΝΑΤΟ^ Κόκκινο Παπαγάλο, φωνάζοντας έπά. νω άπό τόν ώμο του : — Εντάξει, Τσάρλι. Φέρε τον μέσα Β(ϊέσα στό κέντρο ό Τσάρλι είδε πρόσωπα πού αναγνώ­ ρισε. Αναγνώρισε τόν Σερίφη Κου­ περ, βέβαια. Καί τόν Γουάντυ, τό\ κοντόχοντρο μπάρμαν πού ήταν τής ύτηρεσίας στό διάστημα τής συνομι­ λίας του Στάντον μέ τήν Κόρλις. ΤΗταν εκεί ό Κ. Μήνς, πού ή γυναίκα του διηύθυνε τις έπαύλεις. Ή κυρία Μήνς ήταν επίσης εκεί, παράξενα κουρνασμένη επάνω σ’ ένα άπό τά ψηλά σκαμνιά τού μπάρ. — Εξετάσατε τά ρούχα της όπως σάς παρακαλέσαμε ; ρώτησε ό Κάπταιν Μάρκς τόν Κοΰπερ. Ό σερίφης κούνησε τό κεφάλι του. —Αμέσως μόλις μοΰ τηλεφωνή­ σατε. Δηλαδή, ή κυρία Μήνς άπό δώ έκανε τήν έξέτασι. Ό Άντεισαγγελεύς Φλάγκλ ρώτη­ σε τήν κ. Μήνς άν γνώριζε τά ρούχα τής κυρίας Στάντον. Ή παχουλή γυναικούλα, πού ήταν κουρνιασμένη επάνω στό σκαμνί ά­ πάντησε πώς τά γνώριζε. — Ή Κόρλις ήταν τόσο άφηρημένη ώστε ξεχνούσε νά στέλνη τα ρού­ χα της γιά καθάρισμα, είπε στον Φλάγκλ. ’Εγώ φρόντιζα γι’ αυτό. Παραμέρισε μιά τούφα μαλλιά άπό τά μάτια της. — Έτσι, ότα$ ό σερίφης μοϋ είπε νά κυττάξω, κυτταξα. Τίποτα δέν λεί­ πει εκτός άπό τό φόρεμα πού φορού­ σε χτές τό βράδυ. Ό Γουάντυ, ό μπάρμαν, έπενέβη κυττάξοντας άγρια τόν °Στάντον : —Γιατί τήν σκότωσες, Τζόννι ; 'Η Κόρλις δέν σέ πείραξε ποτέ. — Δέν πιστεύω ότι τήν σκότωσα, άπάντησε - κουρασμένα ό Στάντον. "Οσο μεθυσμένος κΓ άν ήμουν, θά θυμόμουν κάτι τέτοιο. Ό Γουάντυ φάνηκε άμφίβολος. — Δέν ξέρω. Μά ήσουν πολύ θυ­ μωμένος όταν σοϋ είπε νά φύγης άπό δώ. — "Επινε όλο τό βράδυ ; ρώτησε ό Μάρκς. — "Οχι, είπε ό μπάρμαν. "Οσο ξέ­ ρω εγώ, δέν ήπιε παρά μόνο δυό ποτήρια. Μά φαίνεται πώς είχε πιή,


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ ττρίν, γιατί τό δεύτερο ποτήρι τον χτύπησε άσχημα. Ή Κόρλις δυσκο­ λεύτηκε πολύ νά τον βάλη στο αυτο­ κίνητο. Ρώτησα αν ήθελε νά τήν βοη­ θήσω, μά είπε πώς δεν ήθελε. — Ποιος ώδήγησε ; Ό μπάρμαν έδειξε έκπληξι. — Ή Κόρλις. Ό Τζόννι ήταν πολύ μεθυσμένος. — Βλέπετε ; Δεν μπορούσα νά τήν σκοτώσω I ’Ήμουν πολύ μεθυσμένος. Πρέπει νά έχη γίνει κάποιο λάθος. Δέν είναι νεκρή. Ό Φλάγκλ μόρφασε : — Ναι, είπε. Αφού άφησε όλα της τά ρούχα καί αρκετό αίμα μέσα στο αύτοκίνητο, τριγυρίζει τώρα ο­ λόγυμνη, έ ; % νας από τούς άντρες του Σερίφη Κούπερ ζήτησε νά μάθη άν είχαν κάνε1 στην Καρονάντα έξέτασι, τού χεριού τού Στάντον. Ό Κάπταιν Μάρκς άπάντησε : — Ναι. Κάναμε έξέτασι καί ύπεδείχθη ότι ό Στάντον είχε πυροβολή­ σει με πιστόλι στο διάστημα των τε­ λευταίων είκοσι τεσσάρων ώρών. Καί εξήγησε γυρίζοντας στον Κού­ περ : — Βλέπουμε ώς έξης τήν ύπόθεσι : Τήν σκότωσε γύρω στις έντεκα χτες τή νύχτα. Τό' ρολόϊ του, του­ λάχιστον, ήταν σπασμένο καί σταματημένο στις έντεκα καί πέντε. Φαί­ νεται πώς ή γυναίκα ν πάλεψε πολύ. 9Από αύτό προέρχονται οί μώλωπες καί τά γρατζουνίσματα πού έχει ό Στάντον. Μά νά με πάρη ό διάβολος άν μπορώ νά μαντέψω τί έκανε τό πτώμα της, εκτός άν τού έβαλε βα­ ρίδια καί τό πέταξε στη θάλασσα. Στήν περίπτωσι αυτή, θά περάσουν μέρες, εβδομάδες ϊσως, πριν έκβραστή στήν άκρογιαλιά. — Καί λέτε πώς υπήρχε αιμα στο αύτοκίνητο ; — Αρκετό. Τύπου Β. Ή κυρία Μήνς εΐπε : — Η Κόρλις είχε αΐμα τύπου Β. Τό ξέρω αύτό γιατί είχαμε προσφέ­ ρει κάποτε κι* οί δυό αΐμα γιά έναν άρρωστο, σ’ ένα νοσοκομείο τού Ερυθρού Σταυρού. Ό Άντεισαγγελεύς Φλάγκλ άγριοκύτταξε τον Στάντον.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

— Εξακολουθείς νά έπιμένης ότι δεν τήν σκότωσες ; — Δέν τήν σκότωσα ! άπάντησε ό Στάντον. θυμάμαι ότι τήν χαστού­ κισα, ναι, * Μά... μοΰ είχε πή πώς είχε κάνει ενα μεγάλο σφάλμα κάνοντάς με άντρα της καί πώς αυτή θά κρατούσε τό κέντρο καί τις έπαύλεις, ενώ εγώ θάπαιρνα τό αύτοκίνη­ το κι’ όσα λεφτά είχαμε στο χέρι. Τότε παρήγγειλε ενα άκόμα ποτό σάν... σάν... Προσπάθησε νά βρή λέξεις γιά νά έκφράση τά πληγωμένα αίσθήματά του : — Σάν νά... μέ πλήρωνε γιά τον έρωτα πού τής είχα προσφέρει. Ό Σερίφης Κούπερ έδωσε στον Μάρκς μιά φωτογραφία μέ άσηαένιο κάδρο. — Είναι μιά φωτογραφία της, Κάπταιν. Ό Κάπταιν Μάρκς κύτταξε τή φω­ τογραφία. ι ?Ηταν μιά ζωηρή ξανθή, μέ υπέ­ ροχες γραμμές. Ή Κόρλις Στάντον θά μπορούσε νάπεράση γιά στάρ τού Χόλλυγουντ. —Μιά πολύ φυσική ιστορία, είπε στον Φλάγκλ. ’Άς συνεχίζουμε, θέλω νά δώ τον συνοικισμό καί τήν έπαυλι οπού έμεναν, πριν εξετάσουμε τά χαρ­ τιά της.

*

Προχώρησαν όλοι μαζί πρός τήν έπαυλι, όπου έμεναν ή Κόρλις κι* ό Στάντον. Ό συνοικισμός, μέ τοίχους κάτασπρους καί σκεπα­ σμένους από άναρριχητικά φυτά, σχη­ μάτιζε ένα είδος τετράγωνης αυλής,


10 :

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ~ Γ=π=·Γ>ΜΙ··Γ'-1-Τ·--^=

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ·=—

-

μέ μια μικρή πηγή στό κέντρο ενός μικροσκοπικού,καλοδιατηρημένου κήπου. Ό Κάπταιν Μάρκς ρώτησε ποιος περιποιόταν τόν κήπο. — Έγώ, απάντησε μέ υπερηφάνεια ό κ. Μήνς. "Εδειξε μέ τό κεφάλι τά μεγάλα κύματα του ώκεανοϋ, πού έσπαζαν έπάνω στην άμμουδιά, άπό την άλλη μεριά του δρόμου. —Δεν έχετε ιδέα πόσο δύσκολο είναι νά άναπτύξη κανείς λουλούδια μέσα στην αλμυρή αυτή άτμόσφαφα. *Ένας άντρας καί μια γυναίκα στέ­ κονταν στη βεράντα τής Έπαύλεως Νο 3, καθώς ή συντροφιά περνούσε. —Εμπρός, πές τους το, ψιθύρισε ή γυναίκα. Πές τους αυτό πού είδαμε χτές τή νύχτα καθώς γυρίζαμε μέ τό αύτοκίνητο. —"Οχι, άπάντησε, κοφτά ό άντρας της. "ίσως αυτό πού είδαμε δέν έχει καμμιά σημασία. . Εξάλλου ήρθαμε νά ξεκουραστούμε για λίγες μέρες, Δέ θέλω νά άνακατευτούμε σέ μια δίκη δολοφονίας. Μπροστά στό Νο 7, ό Κάπταιν Μάρκς ρώτησε τόν Μήνς : —Πόσον καιρό εσείς καί ή κυρία Μήνς μένετε έδώ ; —Δυό χρόνια κι’ έξη μήνες, είπε ό Μήνς. — Δυό χρόνια κι’ εφτά μήνες, διώρθωσε ή κυρία Μήνς. Ή λέσχη δέν ή­ ταν άνοιχτή τότε. ΕΥχαμε μπελάδες μέ τήν άδεια, νομίζω. Έγώ διηύθυνα τις έπαύλεις γιά λογαριασμό κάποιου Ντέντον, δταν ή Κόρλις Μάσύν, ό­ πως ώνομαζόταν τότε, άγόρασε τήν ιδιοκτησία. Τούς ώδήγησε μέσα στην έπαυλι, προσθέτοντας : — Πλήρωσε πενήντα χιλιάδες δολλάρια... μετρητά.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I Λ·······»············*·······1·········

Ό Φλάγκλ σφύριξε σιγανά. —Που τά βρήκε τόσα λεφτά ή γυ­ ναίκα σου, Στάντον ; —Δέν ξέρω, άπάντησε αυτός. * Μέ σφιγμένα χείλη κύτταξε τό κρεββάτι, όπου αυτός κι* ή Κόρλις είχαν κοιμηθή. Νόμιζαν, όλοι τους νόμιζαν, άκόμα κι’ ό Γουάντυ καί ό κ. καί ή κ. Μήνς, ότι είκε παντρευτή τήν Κόρλις γιά τά λεφτά της. Μά έπεφταν έξω.

Τήν είχε παντρευ­ τή γιατί τήν άγαπούσε. Δέν ήξερε κάν αν αυτή είχε μιά πεντάρα όταν τήν γνώρισε στό Σάν Ντιέγκο. ?Ηταν μιά όμορφη περιπέτεια καί γιά τούς δυό τους. Ό πόλεμος είχε τελειώσει. Ό Στάντον είχε τήν τσέ­ πη του γεμάτη χρήματα άπό μαζεμέ­ νους μισθούς. Δέν υπήρχε τίποτα γιά νά τούς χωρίση. Δέν εΐχαν περάσει τέσσερις μέρες άπό τήν στιγμή πού τήν είχε γνωρί­ σει, όταν τής ζήτησε νά παντρευτούν. Μπορούσε, άκόμα καί τώρα, νά νοιώθη τή θέρμη τού κορμιού της, καθώς τήν κρατούσε στήν άγκαλιά του, καί τό άρωμα των χειλιών της, όταν αυτή τού είπε : — Καί βέβαια θά παντρευτούμε. Είσαι καλός, καθαρός καί εύγενικός. Καί θά σέ άγαπώ σ’ όλη μου τή ζωή... γιά πάντα. Τό γεγονός ότι ήταν ίδιοκτήτρια ενός συνοικισμού καί μιας λέσχης, ήταν μιά έκληξις γι’ αυτόν, μιά έκπληξις όχι εντελώς ευχάριστη. Ό Φλάγκλ έπεφτε έξω. Κι’ έπεφτε άκό­ μα περισσότερο έξω όταν τόν έλεγε «άπένταρο ναύτη». Είχε δίπλωμα πρώτου πλοιάρχου καί είχε κυβερ­ νήσει πλοία μεγάλου εκτοπίσματος. ΤΗταν εντελώς ικανός νά συντηρήση μιά γυναίκα. Καί τώρα ή γυναίκα αυτή ήταν νεκρή. Κι’ έλεγαν πώς τήν είχε σκοτώσει αυτός.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ Ό Κάπταιν Μάρκς έξήτασε τά ρούχα πού κρέμονταν μέσα στην Ιμα­ τιοθήκη κΤ έπειτα ψαχούλεψε ανάμε­ σα στα αρωματισμένα περιεχόμενα των συρταριών τής τουαλέττας. —Είστε βέβαια δτι δεν λείπει τί­ ποτα, κυρία Μήνς ; —1 Απολύτως βέβαια, απάντησε αυτή. ’Άν ή Κόρλις έπρόκειτο νά φύγη, θά την βοηθούσα νά έτοιμαστή καί θά μοϋ έλεγε πότε θά έπέστρεφε. Μια λάμψις μετάλλου σέ μιά γω­ νιά τράβηξε τά μάτια τοϋ Στάντον. Κύτταξε πρός τά εκεί άδιάφορα αναρωτώμενος πόσο λίγο γνώριζε τήν Κόρλις. Του είχε πή πώς είχε μείνει ορ­ φανή πολύ μικρή. Γνώριζε τη νέα Ύόρκη και τό Σικάγο. Είχε άναφέρει δρόμους καί τοποθεσίες, ποτέ όμως ονόματα άνθρώπων. Ό Σερίφης Κουπερ έβγαλε ένα παχύ, σκούρο φάκελλο καί τον έδω­ σε στον Φλάγκλ. — Είναι τά χαρτιά, εΐπε, πού βγά­ λαμε άπό τό χρηματοκιβώτιό της. Ό Γουάντυ, ό μπάρμαν,είχε τό συνδυα­ σμό των άριθμών πού άνοιγε τήν κλειδαριά. Ό Κάπταιν Μάρκς ρώτησε : — Υπήρχαν καθόλου χρήαατα μέ-· σα στο χρηματοκιβώτιο ; — Όκτακόσια σαράντα δολλάρια, εΐπε ό Κουπερ. ΟΙ χτεσινοβραδυνές εισπράξεις. Τό ποσό αυτό ταιριάζει άπολύτως μέ τό βιβλίο ταμείου. Ό Κάπταιν Μάρκς ρώτησε τόν Γουάντυ : — Είχε ό Στάντον τόν συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου. — Ναι, αυτός, εγώ *κι’ ή κυρία Στάντον, άπάντησε ό μπάρμαν. Μά δέν ξέρω άπό που προήλθαν οί εννιά χιλιάδες πού βρήκατε επάνω του. Δέν είδα ποτέ τόσα λεφτά μέσα στο χρη­ ματοκιβώτιο.

Ο

Φλάγκλ άπλω­ σε τά χαρτιά επάνω στο κρεββάτι. Τά περισσότερα άφορουσαν τή λέ­ σχη και τις έπαύλεις. —Δέν ύπάρχεί διαθήκη, έ ; ρώτη­ σε τόν Κουπερ. — Δέν βρήκαμε καμμιά, είπε ό σερίφης. Πεθαίνοντας όμως χωρίς διαθήκη, αυτός σκέφτηκε φαίνεται πώς

11

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ5 άφήση εποχή :

/ 1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

#

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ 1 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο. ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΚΑΙ ΟΙ ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠ ΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα άνάμεσα στα καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα !

θά κληρονομούσε τόν Κόκκινο Πα­ παγάλο καί τάς έπαύλεις. — Αμφιβάλλω άν έκανε τόσο μακυρνούς υπολογισμούς,είπε ό Φλάγκλ. Είχαν ίσως τις εννιά χιλιάδες δολλάρια κρυμμένες κάπου μέ­ σα σ’ αυτό τό σπίτι. 'Όταν τοϋ είπε νά φύγη,ό Στάντον τήν σκότωσε, άρ­ παξε τά λεφτά καί νόμισε ότι, κρύ­ βοντας τό πτώμα της...


12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

"Αρπαξε ένα χαρτί άπό τό κρεββάτι καί τό έδωσε χαμογελώντας στον Κάπταιν Μάρκς, — Αύτό είναι I ’Άν χρειαστούμε βοήθεια για να τον στείλουμε στην ηλεκτρική καρέκλα, έχουμε αύτό εδώ! Κυττάζοντας ακόμα τό μικρό μέ­ ταλλο, πού αντανακλούσε τό φώς, ό Στάντον δεν είδε αμέσως τό χαρτί πού ό Κάπταιν Μάρκς έχωσε κάτωάπό τη μύτη του. — Βλάκα !, φώναξε ό Μάρκς. Πί­ στεψες έστω καί μόνο γιά μιά στιγ­ μή δτι μπορούσες νά ξεφόγης όσο υπήρχε αύτό εδώ ; Ό Στάντον κύτταξε τό χαρτί. ΤΗταν μιά ασφάλεια ζωής μέ ημερομη­ νία 18-6-46 σύμφωνα με την οποία, αν ή .Κόρλις Στάντον πέθαινε, ή Αύτοκρατορική Εταιρία Ζωής θά πλή­ ρωνε στόν Τζόν Στάντον τό ποσό τών είκοσι χιλιάδων δολλαρίων 3 Ό Φλάγκλ εΐπε : — Εΐναι πιό έξυπνος ή πιο βλάκας απ’ δσο νόμισα. ’Ήξερε δτι μέ μιά διαθήκη στ’ όνομά του θά δυσκολευ­ όταν νά ρευστοποιήση τή λέσχη καί τις έπαύλεις. Μά φαντάστηκε δτι ή άσφαλιστική εταιρία θά πλήρωνε α­ μέσως. ’Έτσι τήν έπεισε νά ασφαλι­ στή καί... Ό Στάντον τον διέκοψε μέ έξαψι; —Καί ασφαλίστηκε. Ασφαλίστη­ κε, γιά χάρι μου, γιά είκοσι χιλιά­ δες δολλάρια. Καί δυό μέρες άργότερα μού έδωσε τά παπούτσια στο χέρι. Γύρισε στους άλλους. —Ακούστε. Συμβαίνει κάτι παρά­ ξενο εδώ. Δεν πιστεύω δτι ή Κόρλις είναι νεκρή. Τό ξέρω αύτό. Δεν είναι δυνατόν νά τήν σκότωσα εγώ. Τήν άγαπουσα πάρα πολύ. Ό Κάπταιν Μάρκς φάνηκε σκε­ πτικός. —Τήν άγαπούσες, είπε ό Φλάγκλ βάζοντας τά χαρτιά μέσα στό φάκελλο. Οί άνθρωποι σάν εσένα δέν ξέ­ ρουν τί θά πή έρωτας. "Ενας θεός ξέρει γιατί σέ παντρεύτηκε ή πού βρήκε τά χρήματα γιά ν’ άγοράση τή λέσχη καί τις έπαύλεις. Μά αύτό δέν έχει σημασία γιά μάς. Ό νόμος δέν σέβεται τά πρόσωπα. Καί, άν άκόμα σκοτώσης μιά ζητιάνα...

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ —Μήν άποκαλεΐς τήν Κόρλις ζη­ τιάνα !, οΰρλιαξε ό Στάντον. Καί, πριν ό Μάρκς ή οί άλλοι μπορέσουν νά τον συγκρατήσουν, σή­ κωσε τά δεμένα χέρια του καί χτύ­ πησε τόν αντεισαγγελέα στό σαγόνι μέ τήν αλυσίδα. Xό κεφάλι του Φλάγκλ τινάχτηκε πίσω, μά σχεδόν /άμέσως χαμήλωσε τό χέρι του, σήκω­ σε γοργά καί χτύπησε μέ δύναμι τόν Στάντον στό σαγόνι. Ό νεαρός προσπάθησε νά διατη-Ρ ρήση τήν ισορροπία του, δέν μπόρε­ σε κΓ έπεσε χάμω, μέ τή μύτη του μερικά εκατοστά άπό τό μετάλλινο άντικείμενο, πού είχε τραβήξει τήν προσοχή του. Ό Φλάγκλ γρύλλισε : —Αρκετούς μπελάδες μάς έδω­ σες, Στάντον'. "Αρχισε νά μιλάς καί γρήγορα ! Τί έκανες τό πτώμα της ; Μέ τή φωνή τού Φλάγκλ σάν βουητό στ’ αύτιάτου, ό Στάντον κύτταζε μέ διάπλατα μάτια τό μετάλλι­ νο άντικείμενο πού ήταν πιασμένο α­ νάμεσα στό χαλί καί στή γωνιά του τοίχου. Ή Κόρλις ήταν νεκρή. Οί άστυνομικοί έλεγαν πώς εΐχε φύγει μαζί της άπό τόν Κόκκινο Παπαγάλο καί πώς κανένας δέν τούς είχε ξαναδή ώς τή στιγμή πού τόν έπιασαν κοντά στό Μαλιμπου. Τότε τί γύρευε ή βέ­ ρα της στό πάτωμα τής κρεββατοκάμαράς τους; Ή Κόρλις φορούσε τή βέρα της τήν περασμένη νύχτα, θυμόταν κα­ θαρά δτι τήν είχε 6ή στό δάχτυλό της. Καί θυμόταν ότι ή Κόρλις στρι­ φογύριζε τή βέρα της νευρικά, κα­ θώς του έλεγε νά πάρη τά λεφτά καί τό αυτοκίνητο καί νά φύγη. Άνακάθησε, ενώ τά δάχτυλα του δεξιού του χεριού έπιαναν τό δαχτυλίδι καί τό έκρυβαν στή φούχτα του. Δείχνοντάς το στόν Φλάγκλ, τόν Μάρκς ή τόν Κοΰπερ, δέν θά κέρδιζε τίποτα. Μολονότι δέν εΐχαν βρή κα­ νένα πτώμα, ήσαν σίγουροι γιά τήν ένοχή του καί δέν μπορούσε νά από­ δειξη πώς ή Κόρλις φορούσε τή βέρα της τήν περασμένη νύχτα.


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ

ι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

Κι* όμως τή φορούσε. Καί, στό διάστημα της νύχτας, άφου εφυγ§ άπό τον Κόκκινο Παπαγάλο μαζί του καί άφου έκανε ο,τι μπορούσε για νά τόν ενοχοποίηση ώς δολοφόνο, ή Κόρλις είχε γυρίσει πίσω στην έπαυλι. Ό Στάντον άνωρθώθηκε αργά, ενώ τό χρυσό δαχτυλίδι του έκαιγε την παλάμη. — Λοιπόν ; ρώτησε ό Μάρκς. — Εντάξει, εγώ την σκότωσα, εί­ πε ψέματα ό νεαρός. Κύτταξε τό σκισμένο σακκάκι του καί τό ματωμένο πουκάμισό του. — Δέχομαι νά κάνω πλήρη ομο­ λογία, πρόσθεσε, αν μου επιτρέψετε νά κάνω ένα λουτρό καί νά αλλάξω ρούχα. — Εντάξει,εΐπε ό Φλάγκλ με πρό­ σωπο πού λαμποκοπούσε. Τώρα άρ­ χισες νά λογικεύεσαι. Που έχεις κρύ­ ψει τό πτώμα της ; Ό Στάντον άπλωσε τά δεμένα χέ­ ρια του. — "Οχι. Πρώτα θά κάνω μπάνιο καί θ’ αλλάξω ρούχα κι’ έπειτα θά μιλήσω.

Φαινόταν απίστευτο οτι ή Κόρλις μπορούσε νά μισή τόσο πολύ ώστε νά τόν χτυπήση έτσι, πριν βγή άπό τό αυτοκίνητο, νά άφήση εκεί τά ρού­ χα της γιά νά τόν ένοχοποιήση. Ξανακύτταξε τούς μώλωπές του. ?Ηταν σάν νά τόν είχε χτυπήσει μέ σφυρί. «Τό «μεθύσι» του ήταν εύκολο νά έξηγηθή. Ή Κόρλις είχε ρίξει ναρκω­ τικό στό ποτήρι του. Δεν ήταν μεθυ­ σμένος, ήταν ναρκωμένος I Τόν είχε φορτώσει στό αυτοκίνη­ το, τόν εΐχε μεταφέρει έννενήντα μι­ λιά μακρυά, είχε μπή στήν Κορονάντα, είχε τακτοποιήσει τήν ένοχοποίησι καί είχε έξαφανιστή. Μά γιατί; Καί πώς; ?Ηταν βέ­ βαιο οτι δεν είχε άπομακρυνθή ολό­ γυμνη. Αυτό σήμαινε οτι είχε συνεργαστή μέ κάποιον. Καί τί ήλπιζε νά κερδίση ; Είχε άφήση 6λα τά χρήματά τους έπάνω του. Τό κεφάλι του άρχισε νά πονή πάλι. "Οσο περισσότερο σκεπτόταν, τόσο λιγώτερο νόημα έβγαζε. Μόνο ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Ή Κόρλις ήταν ακόμα ζωντανή. Εί­ χε έπιστρέψει στήν έπαυλί της έπειτα άπό τόν υποτιθέμενο θάνατό της. — Κάνε γρήγορα, Στάντον, φώνα­ ξε ό Μάρκς άπό έξω. Ό νεαρός βγήκε άπό τόν λουτήρα καί σκουπίστηκε. Είχε ύπυσχεθή στον Φλάγκλ μιά ομολογία καί ένα πτώ­ μα. θά τού τά έδινε καί οΐ δυό.Μόνο πού τό πτώμα θά ήταν τό δικό του... αν ή δραπέτευσίς του δεν πετύχαινε... » «

ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΙΣ Νο 2

Επάνω στούς λό­ φους, όπου ύψώνονταν άπότομα δί­ πλα στον παραλιακό δρόμο, οί μό­ νοι ήχοι ήσαν οί τραχείες άνάσες τών άντρών, πού προχωρούσαν άνάμεσα στούς πυκνούς θάμνους, πού σκέπαζαν τήν πλευρά τής χαράδρας. Βάδιζαν σιωπηλά, σάν νά φοβόνταν μήπως ταράξουν τό νεκρό κορίτσι, πού τό πτώμα της είχαν έρ­ θει νά βρουν. — Εΐναι πολύ μακρυά άκόμα ; τόν ρώτησε ό Σερίφης Κοΰπερ. . —Δεν είναι μακρυά τώρα, είπε ό Στάντον. Στήν κορυφή τής άπέναντι πλαγιάς. Έχω κρύψει τό κορμί μέσα σέ μιά σπηλιά.

Ό Φλάγκλ είχε συμφωνήσει, μά δεν τού έδωσε καμμιάν ευκαιρία νά δραπετεύση. Άπό τήν ανοιχτή πόρτα τού λουτρού, ό Στάντον άκουγε τό>/ Αντεισαγγελέα Φλάγκλ νά κουβεντιάζη μέ τόν Κάπταιν Μάρκς καί τό Σερίφη Κοΰπερ. Ένας φρου­ ρός είχε τοποθετηθή έξω άπό τό πα­ ράθυρο. Τό ζεστό νερό απάλυνε τό τα­ λαιπωρημένο κορμί του. Ό Στάντον σαπουνίστηκε κυττάζοντας μέ απορία τούς μπλάβους μώλωπες πού δια­ γράφονταν στους μηρούς του, τήν κοι­ λιά του καί τά μπράτσα του.


14

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μέ τό πουκάμισό του μουσκεμένο στόν Ιδρώτα, ό Φλάγκλ έρριξε τή δέ­ σμη των ακτινών του φαναριού του στην άπέναντι πλαγιά. "—Ή πλαγιά εΐναι γεμάτη σπη­ λιές είπε, θά δυσκολευόμαστε πολύ νά βρούμε τό πτώπα μόνοι μας. Κατάλαβα ότι ή παρατήρησίς του ήταν άστοχη και πρόσθεσε: —Αυτό όμως δεν πρέπει νά σέ κάνη νά νομίσης πώς μπορείς νά υ­ παναχώρησης τώρα, Στάντον.Όσο κι’ αν δυσκολευτούμε, μπορούμε νά την βρούμε, έστω καί μόνοι μας. —Καλά, είπε ό Στάντον. Σταμάτησε στό βάθος τής χαρά­ δρας καί κύτταξε τήν πλαγιά· μέσα στό ασθενικό φως του φεγγαριού, σαν νά προσπαθούσε νά βρή ώρισμένα σημάδια. —5Από εδώ ανέβηκα, είπε σκυ­ θρωπά. Μά φοβούμαι πολύ ότι θ~’ άναγκαστήτε νά μέ ανεβάσετε σηκωτό. Εΐναι πολύ άπότομη ή πλαγιά για έναν πού έχει δεμένα τα χέρια του. —Πώς σοϋ ήρθε ή έμπνευσις νά κρύψης τό πτώμα εδώ ; ρώτησε ό Κάπταιν Μάρκς. —’Ήρθαμε εκδρομή εδώ κάποτε,, εΐπε ό Στάντον. —Καί σκέφτηκες τότε ότι τό μέ­ ρος θά ρταν περίφημο γιά νά κρυφή κανείς ένα πτώμα, έ ; —-’Όχι. Όχι άκριβώς... Ό Μάρκς ξεκλείδωσε μιά από τις χειροπέδες. —Εντάξει. ’Άρχισε ν’ άνεβαίνης. Ό Στάντον σκαρφάλωσε μέσα στό σκοτάδι. Γκρινιάζοντα;, οί άντρες τόν ακολούθησαν. Πίσω του, άκουσε? τόν Φλάγκλ νά λέη στόν Κοϋπερ : — Ό χρόνος ταιριάζει. ’Έχουν πε­ ράσει τριάντα λεπτά ώς τώρα. ’Άν έφυγαν από τό Πάλμ Γκρόβ στις εννιά, προλάβαινε νά τήν άνεβάση εδώ καί νά βρεθή στήν ώρα του εκεί όπου τόν έπιασαν. Ό Σερίφης εξήγησε : —Διαγράψαμε ένα ήμικύκλιο από εκεί όπου αφήσαμε τά αυτοκίνητα.

Ό παραλιακός δρόμος εΐναι άκριβώς πίσω άπό αυτόν τόν λόφο, μά ή πλα­ γιά έκεΐ εΐναι πολύ άπότομη γιά νά τήν άνεβή κανείς.

Ο

Στάντον συνέχι­ σε τό ανέβασμά του. Δέν ύπήρχε κα­ νένα πτώμα σέ καμμιά σπηλιά, όσο τουλάχιστον ήξερε αυτός. Ή μόνη άλήθεια στήν Ιστορία του ήταν τό γε­ γονός ότι πραγματικά αυτός κι’ ή Κόρλις είχαν κάποτε, τις πρώτες μέ­ ρες του γάμου τους, κάνει μιαν εκ­ δρομή εκεί επάνω. — Είμαστε στήν κορυφή του κό­ σμου, τοϋ είχε ψιθυρίσει ή Κόρλις, καί .θά μείνουμε ερωτευμένοι γιά πάν­ τα ό ένας μέ τόν άλλον. Τώρα πού τά ξανάφερνε στό μυα­ λό του, καταλάβαινε ότι ή Κόρλις εί­ χε προσπαθήσει νά πείση τόν εαυτό της πώς ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ή βέρα της τόν έκαιγε μέσα άπό τό ύφασμα τής τσέπης του. Σίγουρα, ύπήρχε κάποιος άλλος άντρας. Τώρα πού ήξερε πώς αυτή ήταν ακόμα ζων­ τανή, ή μόνη έξήγησις τής συμπερι­ φοράς της. ήταν πώς ύπήρχε κάποιος άλλος άντρας, ένας άντρας μέ τόν ό­ ποιο ή Κόρλις ήταν τόσο ερωτευμέ­ νη ώστε, όταν δέν μπόρεσε νά πείση τόν Στάντον νά φύγη προσφέροντάς •του τά χρήματα καί τό αυτοκίνητο, έφτασε στό σημείο νά τόν ενοχοποίη­ ση ώς δολοφόνο! Καθώς πλησίαζε στήν κορυφή τής πλαγιάς, ό Στάντον έρριξε μιά γορ­ γή ματιά επάνω άπό τόν ώμο του. Πέρα άπό τήν κορυφή τής πλαγι­ άς βρισκόταν ό γκρεμός. "Οπως θυ­ μόταν, ή κορυφή αυτή υψωνόταν περι­ σσότερο άπό εκατό μέτρα επάνω άπό τόν παραλιακό δρόμο καί ό γκρεμός ήταν άλλου κατακόρυφος κι’ άλλου ελαφρά επικλινής. ’Άν ριχνόταν πέρα άπό τό χείλος του γκρεμοϋ, τίποτα δέν θά βρισκό­ ταν γιά νά σταματήση τό κουτρουβάλημά του, εκτός μερικούς βράχους, μερικούς θάμνους καί μιά-δυό μικροσκοπικές βαλανιδιές. Τήν ημέρα τής εκδρομής, εΐχαν συ­ ζητήσει μέ τήν Κόρλις τή δυνατότητα νά κατεβή τόν γκρεμό ένας επιδέξιος άντρας. Ό Στάντον πίστευε ότι αυτό


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ μπορούσε νά γίνη. Ή Κόρλις άμφέβαλλε. Πίσω του, ό Φλάγκλ τάχυνε τό βήμα του. 'Γά δάχτυλά του έσφιξαν τούς ώμους του Στάντον. -—"Ακούσε, Στάντον, είπε ψυχρά ό άντεισαγγελεύς. Περάσαμε τις σπη­ λιές. Μήπως δλα αυτά δεν είναι πα­ ρά ένα κόλπο ; Ό Στάντον γύρισε καί τον άντιμετώπισε. Ό κοντινότερος άστυνομικός ήταν τουλάχιστον τρία μέτρα μακρυά. ΟΙ ά?λοι πλησίαζαν, ενώ οί δέσμες των φαναριών χοροπηδούσαν, καθώς αύτοί άνέβαιναν τη βραχώδη πλαγιά. ’Ή τώρα ή ποτέ... "Εσπρωξε απότομα τον Φλάγκλ καί, γυρίζοντας, έτρεξε όσο πιο γορ­ γά μπορούσε προς τό χείλος του γκρεμού. ^^.κολούθησε όπως είχε ελπίσει, μιά σύντομη στιγμή δι­ σταγμού καί άναποφασιστικότητος. Ό άστυνομικός τράβηξε τό πιστόλι του, μά δίστασε νά πυροβολήση χω­ ρίς διαταγές. Ό Φλάγκλ φώναξε : — Μή στέκεσαι εκεί σαν βλάκας. Πυροβόλησέ τον ! Οί πυροβολισμοί κομμάτιασαν τη γαλήνη τής νύχτας, καθώς ό άστυνο­ μικός άδειαζε τό πιστόλι του επάνω στον δραπέτη. Μολύβι δάγκωσε βαθειά τόν κορ­ μό μιας βελανιδιάς, κάτω από τήν οποία ή Κόρλις κΓ αυτός είχαν γευ­ ματίσει. Τήν επόμενη στιγμή, ό Στάν­ τον είχε πηδήσει επάνω άπό τό χεί­ λος τού γκρεμού. , . Δοκίμασε νά έλαττώση τήν ορμή τής πτώσεώς του, άλλά τό μόνο πού κατώρθωσε ήταν νά δημιουργήση μιά σειρά άπό μικροσκοπικούς χειμάρρους άπό πέτρες καί χώμα, πού κα­ τέβηκαν γοργά τόν γκρεμό κάτω του. 'Άρπαξε έναν μικρό θάμνο, τόν ξερρίζωσε, άρπαξε έναν άλλον, πού δεν ξερριζώθηκε, κΓ έπεσε άνάσκελα επάνω σε μιά προεξοχή βράχου, πού είχε ύψος πέντε μέτρων. Επάνω άπό τό κεφάλι του, ό Σερίφης Κοΰπερ βλαστημούσε. — Ό καταραμένος βλάκας I Δε θά μπορέση νά κατεβή ώς τόν παραλια­ κό δρόμο. Τζόε! Τσάρλι I Γυρίστε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

πίσω στ’ αυτοκίνητο καί φέρτε το ώς τή βάσι τού γκρεμού I Μιά ντουζίνα φανάρια μαχαίρω­ ναν με τις δέσμες τους τήν πλαγιά τού γκρεμού τώρα. Ό Στάντον, όταν άρχισε νά άνασαίνη πάλι ελεύθερα, κρεμάστηκε άπό τό χείλος τού βρά­ χου κι* άφησε τό κορμί του νά πέση. 'Έπεσε όρθιος, μά έχασε τήν ισορ­ ροπία του καί άρχισε πάλι νά κα­ τρακυλά. "Εβλεπε τούς προβολείς τών αυ­ τοκινήτων κάτω, τόν παραλιακό δρό­ μο τώρα, φανταστικά καί άλλόκοτα φώτα, που συστρέφονταν καί στρι­ φογύριζαν, καθώς αυτός κατρακυ­ λούσε. Καί τότε ό κορμός μιας βελανι­ διάς, πού φύτρωνε στην άκρη ένός βράχου, · σταμάτησε τό κορμί του. "Εμεινε εκεί λαχανιασμένος καί ζαλι­ σμένος. ’Έμεινε άκίνητος γιά μερικά λεπτά, κυττάζοντας τόν ουρανό, ξέ­ ροντας ότι έπρεπε νά συνέχιση τό κατέβασμα, μά μην μπορώντας νά άναγκάση τό κορμί του νά ύπακούση. Τότε τό μυαλό του άρχισε νά λειτουργή. ΟΙ φωτεινές δέσμες τών φαναριών δέν μπορούσαν νά τόν άκούσουν, άλλά δέν μπορούσαν νά τόν δοΰν. Εξάλλου, είχαν χρειαστή μισή ώρα γιά νά φτάσουν ώς εκεί πάνω. Επομένως οί άστυνομικοί θά έκαναν άλλο τόσο γιά νά γυρίσουν στά αυ­ τοκίνητα κα|* άλλα δέκα λεπτά γιά νά τά φέρουν ώς τή ρίζα τού γκρε­ μού. ΤΞπομένως εΐχε σαράντα λεπτά καιρό γιά νά κατεβή τόν γκρεμό. 9

Ανάγκασε τό κορμί του^ νά άνα καθήση καί κύτταξε ^κάτω, [όνάμεσί


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

στα φύλλα του γερτού δέντρου. ΟΙ διαβατικοί προβολείς των αύτοκινήτων ήσαν πιο κοντινοί τώρα. Είχε κατεβή τόν μισό τουλάχιστον γκρεμό. Άνασηκώθηκε καί ή χειροπέδη πού κρεμόταν χτύπησε επάνω σέ μιαν αθέατη πέτρα καί προκάλεσε μιά βροχή από σφαίρες από την κορυφή του λόφου. Καμμιά δεν τόν πλησίασε. 3Κώνοντας τή χει­ ροπέδη μαζί με τό χέρι του στήν τσέπη του, γλύστρησε πρός ένα άλλο δέντρο. Άπό εκεί τό κατέβασμα ή­ ταν ακόμα πιό δύσκολο καί αναγκά­ στηκε συχνά νά χρησιμοποίηση καί τα δυό του χέρια. Βρέθηκε μπροστά σ’ έναν κατακόρυφο βράχο, βάθους δεκαπέντε μέ­ τρων, καί αναγκάστηκε νά προχωρήση κατά μήκρς του γιά μερικά γεμά­ τα αγωνία λεπτά, πριν άνακαλύψη μερικές προεξοχές, πού μπορούσε νά τις χρησιμοποιήση ώς σκάλα. Κύτταξε επάνω. Τά φανάρια έ­ λαμπαν πάντα στήν κορυφή του γκρε­ μού. "Επειτα, ένα άπό αυτά έκανε τήν έμφάνισί του πολύ χαμηλότερα. Ένας καινούργιος φόβος τόν κυ­ ρίευε καί τόν έκανε νά συνέχιση τό κατέβασμά του πιό γοργά. Ή περιο­ χή ήταν βουνίσια. Επομένως ήταν πιθανό νά υπήρχαν μερικοί βουνίσιοι ανάμεσα στούς άντρες τού σερίφη. Ό δρόμος ήταν τριάντα μέτρα κάτω του, τώρα. Χρησιμοποιώντας κάθε έξοχή καί εσοχή τού βράχου καί κολλώντας επάνω στόν βράχο, κάθε φορά πού πρόβαλλαν οι προβο­ λείς ενός αυτοκινήτου, μέ ολόκληρο τό κορμί του σκεπασμένο άπό Ιδρώ­ τα, κατώρθωσε στο τέλος _νά φτάση στή βάσι τού γκρεμού. Μόλις τά πόδια του άγγιξαν τό χώμα, διέσχισε τρέχοντας τόν δρόμο καί κατέφυγε στο αμφίβολο κρησφύ­ γετο τής ακρογιαλιάς. Σέ είκοσι λεπτά, σέ μισή ώρα τό πολύ, αυτοκίνητα τής αστυνομίας, μέ διαπεραστικές "σειρήνες, θά έψαχναν τόν δρόμο καί τήν παραλία μέ τούς δυνατούς προβολείς τους, κυνηγών­ τας τον σάν λυσσασμένο σκυλί. Τό καλύτερο πού είχε νά κάνη ήταν νά ζητήση άπό κανέναν σωφέρ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ νά τόν μεταφέρη μακρυά. Ό συνα­ γερμός δέν είχε δοθή άκόμα. "Ετσι άν ήταν τυχερός, θά βρισκόταν είκο­ σι μίλια μακρυά, πριν οί σειρήνες άρχίσουν νά ουρλιάζουν. . Έκτος άπό ένα σκίσιμο στό ένα του γόνατο καί μιά ξηλωμένη ραφή στόν ώμο, τό κοστούμι του δέν εΐχε πάθει μεγάλες ζημιές. Ή μεγαλύτερη ζημιά είχε γίνει στά χέρια του καί ·στό πρόσωπό του. Τά έπλυνε μέ νερό τής θάλασσας, σκουπίστηκε μέ τήν ούρά τού πουκα­ μίσου του, διώρθωσε δσο καλύτερα μπορούσε τήν έμφάνισί του, έχωσε τό αριστερό του χέρι μέ τήν κρεμαστή χειροπέδη στήν τσέπη τού σακκακιού του καί γύρισε κουτσαίνοντας στόν δρόμο. Δέν είχε μεγάλη σημασία πρός ποιά κατεύθυνσι θά έφευγε. "Οταν ξεσπούσε ό συναγερμός, θά φράζον­ ταν καί οί δυό άκρες τού δρόμου. Μά γνώριζε περισσότερο τό Σάν Ντιέγκο άπό τά βορεινότερα λιμάνια. Εξάλ­ λου, γνώριζε έκεϊ έναν—δυό πλοιάρ­ χους, πού θά μπορούσε ίσως νά τούς πείση νά τόν φυγαδεύσουν στό έξωτερικό. Σκέφτηκε. «Φύγε, ναύτη I Λέβα τήν άγκυρα!».

θ ά μπορούσε νά φύγη για τό έξωτερικό. Καί, άν έσμι­ γε ποτέ μέ τήν Κόρλις... Ό Στάντον ένοιωσε κάτι νά σπάζη μέσα του. Δέν θά τής έκανε τίποτα καί τό ήξερε κα­ λά αυτό. Τήν αγαπούσε άκόμα πάρα πολύ. Τά πρώτα όκτώ αυτοκίνητα πέρα­ σαν, αγνοώντας τον. Τό ένατο στα­ μάτησε. — Γιά πού, φίλε; τόν ρώτησε ό νεαρός σωφέρ. —Γιά τό Ντάγκο, είπε ό Στάντον. — Εντάξει, εΐπε ό σωφέρ χαμογε­ λώντας. Υπηρέτησα στό Ντάγκο δυό χρόνια. —Στό ναυτικό ; —Ναί.


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ Τό αυτοκίνητο άρχισε πάλι νά άναπτύσση ταχύτητα. — θυμάμαι τότε, ήμουν μια νύχτα μακρυά από τό Ντάγκο και ήθελα νά γυρίσω στο καράβι μου, μά κανένα αυτοκίνητο δεν σταμάτησε νά μέ πάρη. "Ετσι δεν πρόλαβα τό προσκλη­ τήριο1 κι ’ έφαγα δέκα μέρες φυλακή. Άπό τότε έβαλα δρκο νά παίρνω στο αυτοκίνητό μου κάθε πεζό, πού συναντώ σε ερημικό μέρος. Ό Στάντον έγειρε πίσω στο κά­ θισμα, προσπαθώντας νά άνασαίνη κανονικά. — Ευχαριστώ πολύ. Βέβαια, ό σωφέρ θά τόν θυμόταν καί θά άνέφερε στην άστυνομία, όταν ό συναγερμός γιά τή σύλληψί του θά γινόταν γνωστός. Μά θά περνούσαν ίσως ολόκληρες ώρες, πριν διαβάσει εφημερίδα ή άκούση τό ραδιόφωνο. — ΤΗσουν σέ κανένα καβγά; ρώτη­ σε ό νεαρός σωφέρ χαμογελώντας. —Ναί, είπε λακωνικά ό Στάντον. — Είναι μερικά ζόρικα κέντρα εδώ γύρω, είπε ό σωφέρ. Θυμάμαι μια νύχτα σ’ ένα μικρό κέντρο άνάμεσα στη Λαγκούνα καί στο Νιουπορτ. Στεκόμουν στό μπάρ πίνοντας τό ούϊσκυ μου... Μισακούγοντας την ενθουσιώδη άφήγησι του καβγά του πρώην ναύτη, ό Στάντον έφερνε καί ξανάφερνε στό νοΟ του τά τελευταία γεγονότα. Εΐχε δραπετεύσει τώρα. Λοιπόν; Ή προσωρινή ελευθερία του δεν είχε αλλάξει τίποτα. ’Από τόν χείμαρρο τών λέξεων, πού ξέφυγαν άπό τά χείλη τοϋ σω­ φέρ, μιά λέξις τρύπησε την ομίχλη πού σκότιζε τό μυαλό του : —Είπα τότε στόν πολίτη : «Καί βέβαια είμαι άσφαλισμένος ! Ό θείος Σάμ θά μου δώση δέκα δολλάρια, άν βρεθή κανένας νά μέ σκοτώση. Μά δέν νομίζω πφς μπορείς νά τό κάνης εσύ αυτό, φίλε. Βούλωστο λοιπόν καί μαζέψου, πριν σέ...» ,^Ε^σφαλι σ μ έ ν ο ς ! Δυο μέρες πριν τοϋ πή δτι έπρεπε νά χωρίσουν, ή Κόρλις είχε άσφαλιστή γιά λογαριασμό του γιά είκοσι χι­ λιάδες δολλάρια. Αύτό ήταν άλλόκοτο. Δέν σήμαι-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

νε μίσος, φυσικά. "Οταν άσφαλίζη κανείς τή ζωή του, τό κάνει αύτό γιά νά προστατεύση ένα αγαπημένο του πρόσωπο. — Καί τότε τόν χτύπησα, είπε ό σωφέρ. "Ενας καινούργιος ξαφνικός φό­ βος άρπαξζ τόν Στάντον. "Αν, καί αυτός καί ή άστυνομία, είχαν πέσει έξω στις εικασίες τους ; Άν ή Κόρλις είχε ξαναγυρίσει στήν έπαυλι, μά δχι μέ τή θέλησί της ; "Αν κάποιος είχε άποσπάσει τό δαχτυλίδι άπό τό δάχτυλό της καί τό είχε πετάξει καί στή βιασύνη του δέν είχε μπορέ­ σει νά τό ξαναβρή ; ’Άν ένά άλλο αυτοκίνητο τούς εΐχε πάρει άπό · πί­ σω, άπό τόν Κόκκινο Παπαγάλο ’Άν είχαν σταματήσει τήν Κόρλις, κάπου κοντά στό μέρος δπου τόν εί­ χε πιάσει ή άστυνομία, καί τήν είχαν αναγκάσει νά γδυθή, πριν τήν μετα­ φέρουν στό άλλο αυτοκίνητο ; Τόν είχε θεωρήση υπεύθυνη γιά τούς μώλωπες πού είχε στό κορμί του. Κι* δμως θά μποροϋσαν νά εί­ χαν προκληθη πιό εύκολα άπό τις γροθιές ένός θυμωμένου άντρα—ενός άντρα τόν οποίο ή Κόρλις φοβόταν τόσο πολύ, ώστε είχε άσφαλίσει τή ζωή της γιά τόν Στάντον κι* έπειτα εΐχε δοκιμάσει νά τόν βγάλη άπό τή ζωή της δχι γιατί δέν τόν^άγαποϋσε πιά, άλλα γιατί ήξερε πώς, μαζί της, διέτρεχε κι* αυτός κινδύνους. Ό σωφέρ συνέχισε : — Καί νάμαστε χάμω, έ; Τοϋ δίνω μέ τήν ψυχή μου στή μούρη καί στό ψωμοσάκκουλο, δταν ή περίπολος μπαίνει μέσα. Ό Στάντον -δέν τόν άκουγε. Συ­ νέχιζε τήν πάλη μέ τόν έαυτόν του. Ποιος δμως μπορούσε νά είναι ό άντρας αυτός; Ποιος; Τί τής ήταν τής Κόρλις; Γιατί εΐχε λόγους νά τόν φοβάται; "Εψαξε μέσα στούς λίγους μήνες τοϋ γάμου τους, μά δέν βρήκε τίπο­ τα ώσπου έφτασε στή νύχτα τοϋ γά­ μου τους... ,ΤΗσαν στό Σάν Ντιέγκο σ’ ένα ά­ πό τά καλύτερα ξενοδοχεία. Ή Κόρλις, μέσα στήν άγκαλιά τοϋ, τοϋ εΐχε πή: —Σέ γέλασα, Τζόννι. Δέν είμαι, αυτή πού νομίζεις πώς είμαι. Μά σέ


18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

άγαπώ τόσο πολύ ώστε φοβήθηκα μήπως σέ χάσω άν μάθαινες. Μά... θέλω νά αρχίσουμε τή ζωή μας μέ ειλικρίνεια, Τζόννι. Ξέρεις, εδώ και τέσσερα χρόνια... στή Νέα Ύόρκη.

"Γήν πήραν τά κλά­ ματα καί δεν μπόρεσε νά συνέχιση. Ό Στάντον εΐχε ύποψίαστή ότι ήθε­ λε νά του μιλήση για καιιμιά παλιά ερωτική ιστορία της καί τής είχε κλεί­ σει τό στόμα μέ φιλιά. Τί διάβολο! Δεν ήταν άγγελος ό ίδιος ! θυμόταν πώς τής είχε πή, κάπως τραχειά : —Ξέχασέ τα, άγάπη μου. Δεν εί­ μαστε παιδιά. Έχουμε ζήσει τή ζωή μας. Τί μ’ αυτό ; Δεν έχει καμμιά σημασία τί συνέβη πριν γνωρίσουμε ό ένας τον άλλον. Είναι σάν νά συ­ νέβη σέ δυο άλλους άνθρώπους. Εί­ σαι ή πρώτη γυναίκα στή ζωή μου .καί είμαι ό πρώτος άντρας στή δική σου. .Πάφε, λοιπόν νά κλαίς καί πές μου πώς μ’ άγαπάς. Σιγά-σιγά οι λυγμοί της ησύχα­ σαν. Ποτέ άλλοτε δέν*τοΟ ξανάκανε κουβέντα γι’ αυτό τό ζήτημα. ΚΠαύτός δέν την είχε ρωτήσει ποτέ. Καί τώρα μετάνοιωνε γι’.αυτό. ■ Ό σωφέρ σταμάτησε την άφήγησί του άπότομα, πειραγμένος κάπως από τή σιωπή του Στάντον. —Κάποια σκέψις σέ βασανίζει, έ ; Ή ταχύτης του αυτοκινήτου αυ­ ξήθηκε. Τό Έσκινίντας, τό Ντέλ Μάρ, ή Λίντα Βίστα, πρόβαλαν μέσα από την ομίχλη σάν φωτεινά μετέωρα και χάθηκαν πίσω. Ό Στάντον άνακάθησε. θά περ­ νούσαν άπό τό Πάλμ Γκρόβ. Ό συνα-' γερμός θά είχε δοθή τώρα. ΤΗταν

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ πολύ πιθανό ότι ό δρόμος θά εΐχε α­ ποκοπή άπό τήν αστυνομία στό Πάλμ Γ κρόβ. —Ένα τσιγάρο ; ρώτησε ό σωφέρ, Ό Στάντον δέχτηκε ένα μέ χαρά. Τό μυαλό του έκάλπαζε τώρα. 'Η δραπέτευσίς του - εΐχε δευτερεύουσα σημασία. Έπρεπε νά μάθη τι εΐχε συμβή στήν Κόρλις, άν ήταν νεκρή ή ζωντανή. Έψαξε τό μυαλό του γιά ονόμα­ τα καί διευθύνσεις κοριτσιών, πού γνώριζε ή Κόρλις καί στά όποια εί­ χε ίσως έξομολογηθή αύτό πού συνέβαινε στή ζωή της. θυμήθηκε δυό, μά κι5 οί δυό έμεναν στό Σάν Ντιέγκο. Καί ή κυρία Μήνς; Εκτιμούσε πο­ λύ τήν Κόρλις. Καί ή Κόρλις τήν εκ­ τιμούσε πολύ. ’Άν υπήρχε κανένας άλλος άντρας στή ζωή τής Κόρλις, ή­ ταν πολύ πιθανό νά τό είχε έμπιστευθή αύτό στήν κ. Μήνς. Ρούφηξε βαθειά τό τσιγάρο του,, τό πέταξε έξω καί είπε : —Βγάλε με στό επόμενο σταυρο­ δρόμι, σέ παρακαλώ. Ό σωφέρ τόν κύτταξε μέ ξαφνική υποψία* —Νόμιζα πώς πήγαινες στό Ντάγκο. ■ —"Αλλαξα γνώμη, απάντησε ό Στάντον. "Ανοιξε τήν πόρτα, όταν τό αυ­ τοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα. —Εύχαρισιώ πάρα πολύ. ί£αθώς τό αύτοκίνητο άπαμακρυνόταν, ό Στάντον έ­ μεινε εκεί, κυττάζοντας τά κόκκινα φωτάκια του ώσπου χάθηκαν ανάμε­ σα στά φοινικόδεντρα, πού υψώνον­ ταν στήν αρχή του Πάλμ Γκρόβ. "Αν ή αστυνομία είχε φράξει τόν δρόμο, θά σταματούσαν τό αύτοκίνητο καί θά ρωτούσαν τόν σωφέρ. Δέν εΐχε λοιπόν, πολύ καιρό στή διάθεσί του. Ό Κόκκινος Παπαγάλος ' ήταν πάντα σκοτεινός επάνω άπό τήν πόρ­ τα, μά υπήρχαν τρία αύτοκίνητα σταματημένα έκεΐ προστά. Κανένα τους δέν ήταν αύτοκίνητο τής αστυ­ νομίας. Ό Στάντον πλησίασε κουτσαίνον-


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

νοντας σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο. Ή πίστα χορού καί τα χωρίσματα μέ τά τραπεζάκια ήσαν σκοτεινά, μά τό μπαρ ήταν φωτισμένο καί ό Γουάντυ σερβίριζε ποτά σε τέσσερις πελάτες κουρνιασμένους σέ σκαμνιά. Στην άλλη άκρη του μπάρ, ό κ.’ Μήνς είχε ξεφύγει από τή συνηθι­ σμένη αυστηρή έπιτήρησι τής γυναί­ κας του καί είχε πιή άρκετά. — Δέν πρέπει νά τόν περάσουν από δίκη, μουρμούριζε ξεφυσώντας μέ άγανάκτησι. Ένας άντρας πού ζή εις βάρος τής γυναίκας του κΤ έπει­ τα τήν σκοτώνη για νά τήν ληστέψη... Ό Γουάντυ γύρισε απότομα καί τόν κύτταξε. Ένας άπό τούς πελάτες γέλασε. Ό κ. Μήνς θύμωσε. —Έγώ περιποιούμαι τόν κήπο, έ ; Έκανα αυτή τή Σαχάρα έναν κανο­ νικό κήπο, έ ; Ό Στάντον άπομακρύνθηκε άπό τό παράθυρο. Ό συνοικισμός, είκοσι μέ­ τρα πιό πέρα, ήταν βυθι­ σμένος στόν ύπνο. Μόνο ή έπαυλις των Μήνς καί τό Νο 7 ήσαν φωτισμέ­ να. Οί Μήνς ζουσαν στήν πρώτη έπαυλι, άπό τή, μεριά πού άπειχε πε­ ρισσότερο άπό τή λέσχη. Για νά φτάση έκεϊ έπρεπε νά περάση μπρός άπό τή λέσχη, όπου ένα φωτάκι ήταν άναμένο επάνω άπό μια πινακίδα μέ τήν επιγραφή «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ», ή νά κάνη τόν γύρο τής λέσχης.

Ο

Στάντον συνέχι­ σε τό δρόμο του κουτσαίνοντας. Τό γρασίδι άπό τή μιά κΓ άπό τήν άλ­ λη μεριά του μονοπατιού ήταν ύγρό άπό τήν ομίχλη καί τή δροσιά. Ό άέρας τής νύχτας ήταν ζεστός καί γεμάτος υγρασία καί βαρύς άπό τό άρωμα πού σκορπούσαν άθέατες γαρδένιες. Τά «γρί-γρί» μιας ορχή­ στρας τριζονιών χτυπούσαν στ* αύτιά του σαν ισάριθμα μικροσκοπικά σφυριά. Φτάνοντας στήν έπαυλι των Μήνς, χτύπησε έλαφρά τήν πόρτα. "Ισως, άν μιλούσε γοργά, θά εμπόδιζε τό ξεφωνιτό της. Ή κ. Μήνς δεν άπάντησε στό χτύ­ πημά του. "Εσπρωξε τήν πόρτα καί μπήκε μέσα.

Τού πρότεινε νά πάρη εννέα χιλιάδες δολλάρια καί τό αύκίνητο καί νά φύγη... —Μή φωνάξετε, παρακαλώ, κυρία Μήνς I Δέν σκότωσα τήν Κόρλις 1 Πρέ­ πει νά μέ βοηθήσετε νά τήν βρω I Μέ τό σαγόνι της άκουμπησμένο


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

στό στήθος της, ή παχουλή γυναικού­ λα δεν φάνηκε να τόν ακούσε. Ό Στάντον διέσχισε τό δωμάτιο κουτσαίνοντας,'στάθηκε μπροστά στήν πολυθρόνα της καί άνασήκωσε τό σα­ γόνι της με τό δάχτυλό του. Ζωντανή,, ή κ. Μήνς ήταν άσχημη. Ό θάνατος δεν τής είχε δώσει ομορ­ φιά. Ό Στάντον άπλωσε τό χέρι του για ν’ άγγίξη τή λαβή του μαχαι­ ριού, πού προεξείχε ακριβώς κάτω από τόν αριστερό μαστό της, μά συγ­ κρατήθηκε* θά απέδιδαν σ’ αύτόν καί τό έγκλημα αύτό, επίσης ! Ή σιωπή γύρω του μετεβλήθη σέ κάτι σχεδόν ζωντανό καί χειροπιαστό. Μια βρύση πού έσταζε κάπου μέσα στό σπίτι καί τα εύθυμα «γρί — γρι» των τριζονιών τήν τόνιζαν περισσό­ τερο. Καί τότε μια μακρυνή σειρήνα άρχισε νά θρηνή με λυγμούς μέσα στή νύχτα. Ή άστυνομία είχε πραγματικά φράξει τόν δρόμο στό Πάλμ Γκρόβ...

Η ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΛΙΠΥ ΝΤΑΨΑΜΟΝΤ Υπήρχαν τσιγάρα μέσα σ’ ένα κουτί, επάνω στό τραπέζι, δίπλα στήν πολυθρόνα τής νεκρής. Ό Στάντον έβαλε ένα άνάμεσα στα χείλη του καί τό άναψε. ^Ηταν μάταιο, σκέφτηκε, νά συνέχιση τή φυγή του. Τά αύτοκίνητα τής άστυνομίας ήσαν έφωδιασμένα μέ ρα­ διοπομπούς. Μέσα σέ λίγα λεπτά ό Κάπταιν Μάρκς, ό Φλάγκλ κι’ ό Σερίφης Κουπερ θά έφταναν καί θάρχιζαν τό ψάξιμο. Τράβηξε ά/ρια μέσα του τόν κα­

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ πνό του τσιγάρου του. "Αν κατέφευ­ γε στά βουνά, θά έκανε άπλώς τό μαρτύριό του νά κρατήση περισσό­ τερο. "Αν οί άστυνομικοί δεν τόν έβρισκαν ως τήν αυγή, οί λόφοι τήν άλλη μέρα θά γέμιζαν από χωρικούς, πού ή άστυνομία θά επιστράτευε γιά νά ψάξουν νά τόν βρουν. Άπό τήν άλλη μεριά είχε νά σκεφτή τήν Κόρλις. Τώρα πού ήταν βέβαιος ότι δέν τόν είχε ενοχοποιή­ σει αύτή, ήταν λογικό νά συμπεράνη ότι, άν δεν ήταν νεκρή τήν κρατού­ σαν αιχμάλωτη κάπου γιά κάποιο λόγο. Ή κυρία Μήνς ήξερε κάτι. ΤΗταν νεκρή τώρα. Ό θάνατός της θάπρεπε νά του πή κάτι, νά του φωτί­ ση λίγο τό μυαλό. ΚΓ όμως όλα έ­ μεναν σκοτεινά όπως πριν. Ό Στάντον σκέφτηκε τόν κ. Μήνς καί τόν διέγραψε άπό πιθανό ύπο­ πτο. Ό Μήνς, άφωσιωμένος στά λου­ λούδια του,φαινόταν άνίκανος νάκάνη μιά δολοφονία. Δέν μπορούσε, σκέ­ φτηκε ό Στάντον, ούτε ένα κοτόπουλο νά σφάξη. "Ετσι τή δουλειά αύτή τήν έκανε ή ό ίδιος ό Στάντον ή ό γκρινιάρης Γουάντυ. Έξήτασε πάλι τή λαβή τού μα­ χαιριού. Φαινόταν νάναι ένα κοινό μαχαίρι τής κουζίνας καί δέν τού είπε τίποτα. Μολονότι ήξερε πώς δέν έπρεπε νά τό κάνη αύτό, τό τρά­ βηξε άπό τήν πληγή. Ή λεπίδα ήταν άκονισμένη σάν ξυράφι. Στήν κόψη της υπήρχε ένα μικρό δόντι. ΤΗταν τό μαχαίρι πού χρησιμοποιούσαν γιά νά σφάζουν κοτόπουλα. Τήν τελευταία φορά πού τό είχε δή ήταν καρφωμένο σ’ ένα • κούτσουρο, πίσω άπό τό γκαράζ, άπ’ όπου μπορούσε νά τό πάρη ο­ ποιοσδήποτε. Σκέφτηκε νά σκουπίση τή λαβή, μά άλλαξε γνώμη. Κάθε δακτυλικό άποτύπωμα, πού θά έβρισκε εκεί ή άστυνομία εκτός άπό τά δικά του καί τού Γουάντυ, θά ένίσχυε τήν ύπεράσπισί του. "Εβλεπε τώρα τά φώτα τού άστυνομικου αύτοκινήτου, πού πλησίαζε γοργά, καί συσπειρώθηκε στούς ί­ σκιους, κοντά στήν πόρτα. Τό πιο συνετό πράγμα τώρα ήταν νά παραδοθή καί νά παρακαλέση τόν Κά-


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ -πταιν Μάρκς ή τον Σερίφη Κουπερ να ψάξουν νά βροϋν όχι τό πτώμα της Κόρλις, άλλα την ϊδια. ΙΜΕά όμψέβαλλε θά τό έκαναν αυτό. "Ησαν πολύ σίγουροι γιά την ένοχή του. Δεν εΐγε τίποτα καινούργιο νά τούς πή, τίποτα πού νά βασίση την υποψία του, εκτός από μια μισοτελειωμένη ομολογία μιας νεόνυμφης δτι δέν ^ταν αυτή πού αυτός νόμιζε. Δέν έπρεπε λοιπόν νά τον πιάσουν. Χρειαζόταν χρόνο για νά σκεψτή. Υπήρχε κάποια άπάντησις σ’ ολα αυτά, μιά άπάντησις πού μπο­ ρεί νά τον ώδηγουσε στην Κόρλις, 8ν Ματώρθωνε νά άνακαλύψη τήν αι­ τία τής δολοφονίας τής κυρίας Μήνς. Είχε μιά τέλεια κρύπτη, άκριβώς Επάνω από τό κεφάλι του. Ή στέγη τής έπαύλεως των Μήνς ήταν επίπε­ δη καί ή τυλιγμένη άπό αναρριχητι­ κά φυτά πινακίδα, πού έλεγε : «Συ­ νοικισμός ό Κόκκινος Παπαγάλος», σχημάτιζε ένα πεζούλι δυό πόδια ψηλό καί έξη πόδια μακρύ. Αγνοώντας τά αγκάθια, πού χώ­ νονταν στά χέρια του, σκαρφάλωσε ώς τή στέγη καί. έπεσε μπρούμυτα πίσω άπό τήν- πινακίδα, άκριβώς τή στιγμή, πού τό αυτοκίνητο τής αστυ­ νομίας σταματούσε μπροστά στή λέσχη. Δυό άστυφύλακες βγήκαν άπό τό αυτοκίνητο καί μπήκαν στή λέσχη. Ξαναβγήκαν σχεδόν αμέσως με τόν Γουάντυ καί τόν μεθυσμένο Μήνς ξο­ πίσω τους. Οί τέσσερις άντρες πού έπιναν στό μπάρ, πρόβαλαν στήν πόρτα. — Διάβολε, δχι I, είπε ό Γουάντυ. Δέν τόν είδαμε. Μά, άν νομίζετε πώς γύρισε εδώ, άς ρίξουμε μιά ματιά. Ξυπνημένοι άπό τή σειρήνα, οί έ­ νοικοι τών διαφόρων έπαύλεων άνα­ ψαν τά φώτα τους καί πρόβαλαν στά κατώφλια. — Είναι ή αστυνομία πάλι, είπε στόν σύζυγό της ή γυναίκα τής έπαύλεως Νο 7. Μιά δεύτερη μακρυνή σειρήνα α­ κούστηκε άπό τόν Βορρά. "Αναψαν κΓ άλλα φώτα. Μιά κραυ­ γή άκούστηκε. "Ηταν ό κ. Μήνς, πού είχε άνακαλύψει τήν γυναίκα του.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

Μπήκε στό σπίτι τρεκλίζοντας, φώ­ ναξε : «Μάμι I» καί ξαναβγήκε ξεμέ­ θυστος, μέ τήν παλάμη του στό στό­ μα του. "Οταν μπόρεσε νά μιλήση, κλαψούρισε : —Είναι νεκρή I Ό Στάντον δολο­ φόνησε τή γυναίκα μου 1 Οί άστυφύλακες μπήκαν στό σπί­ τι. Ό Γουάντυ άρπαξε τόν Μήνς ά­ πό τό μπράτσο γιά νά.τόν έμποδίση νά πέση. —Τό σκυλλί 1, γρύλλισε ό μπάρμαν. Φτωχή Μάμι ι "Ωστε ό Τζώννι γύρισε πίσω καί τή μαχαίρωσε, έ; "Ηξερε δτι ή κατάθεσί της δτι κανέ­ να άπό τά φορέματα τής Κόρλις δέν έλειπε θά τόν έστελνε στήν ήλεκτρική καρέκλα :

ϋνας άπό τούς πε­ λάτες τοϋ μπάρ, πού είχαν πλησιά­ σει στό μεταξύ, είπε στόν Γουάντυ κά · τι πού ό Στάντον δέν μπόρεσε ν’ άκούση. Ό μπάρμαν κύτταξε φοβισμέ­ να γύρω του.’ —Ναί, είπε. Σάν νάχης δίκιο, φί­ λε ! Είμαι ’ίσως δεύτερος στόν κατά­ λογό του, γιατί μπορώ νά καταθέσω πώς έφυγαν μαζί. "Εχω ένα πιστόλι στό συρτάρι του^μπάρ. - Πάω νά τό πάρω ! Καί άπομακρύνθηκε τρέχοντας. Ό Στάντον γύρισε τά μάτια του πρός τόν παραλιακό δρόμο. Τά αύτοκίνητα, πού πλησίαζαν ουρλιάζον­ τας, θά ήσαν τού Φλάγκλ, του Μάρκς καί του Κουπερ, πού θά είχαν πληροφορηθή μέ τό ράδιο τήν νέα έξέλιξι τής καταστάσεως. Ό Στάντον είχε κάτι νά τούς πή τώρα. Είχε ένα καινούργιο στοι­ χείο. Μά κατάλαβε, μέ ένα παγερό


22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

συναίσθημα στήν ψυχή, πώς δεν θά τόν πίστευαν ποτέ... Κάτω, μέσα στό σπίτι, ένας από τούς αστυφύλακες εΐπε : —Αύτό ,είναι τό μαχαίρι πού χρη­ σιμοποίησε. Μά γιατί τό τράβηξε από την πληγή κι5 έπειτα δεν τό πή­ ρε μαζί του , — Να μέ πάρη ό διάβολος άν ξέ­ ρω !, γρύλλισε ό άλλος. Καί τότε τό πρώτο αυτοκίνητο τής πομπής πού πλησίαζε ολοταχώς στα­ μάτησε μπροστά στό σπίτι. Ό Φλάγκλ βγήκε έξω καί θέλησε νά μάθη άν ό άνθρωπος πού εΐχε άναφέρει ό σωψέρ είχε άποδειχθή δτι ήταν ό Στάντον. — Δέν ξέρουμε άκόμη, είπε ό άστυφύλακας. Γιά ρίξτε δμως μιά μα­ τιά εκεί μέσα. Ό Φλάγκλ μπήκε στό σπίτι, έξήτασε γοργά τό πτώμα καί βγήκε πά­ λι λέγοντας : — Χμ I Αύτό μάς έλειπε τώρα I Τά άλλα αστυνομικά αυτοκίνητα πλησίασαν καί σταμάτησαν σηκώνον­ τας σύννεφα σκόνης. Ό Στάντον έμεινε ακίνητος κυττάζοντας μέσα άπό Γη σχισμή, πού υπήρχε άνάμεσα στήν πινακίδα καί. στό λοΰκι τών νερών τής βροχής. Δέν εΤχε ποτέ βρεθή πιό κοντά στόν θάνατο, ούτε όταν ένα φορτηγό πλοίο πού κυβερνούσε τορπιλλίστηκε άπό τούς Γερμανούς. ^Ηταν, σκέφτηκε σκυθρωπά, σάν νά είχε πρώτη θέσι στήν ίδια του την κηξεία. Ό Κάπταιν Μάρκς κΓ ό Σερίφης Κοϋπερ φαίνονταν κουρασμένοι. ΟΙ στολές τών άντρών τους ήσαν μου­ σκεμένες άπό τόν Ιδρώτα καί λευκασμένες άπό τή σκόνη. Όλοι τούς ή­ σαν νευριασμένοι. — Εμπρός, σκορπιστήτε !, διέταξε ό Κούπερ. Ψάξτε τήν παραλία, μά μήν άνεβήτε στούς λόφους. Δέν μπο­ ρούμε νά κάνουμε τίποτα έκει πάνω, πριν ξημερώση. — Μιά στιγμή I, τόν σταμάτησε ό Φλάγκλ. "Εχουμε μιάν έκτληξι. Ρίξτε μιά ματιά μέσα στό σπίτι. Ό Γουάντυ ξαναγύρισε άπό τή λέσχη, κρατώντας ένα πιστόλι μέ μακρυά κάννη καί δηλώνοντας δτι, άν ό Στάντον δοκίμαζε νά τόν ξεκάνη, θά έβρισκε τόν μάστορή του.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ "Ενας άστυφύλακας τού είπε νά βάλη τό πιστόλι στήν τσέπη του.

Ο Φλάγκλ, ό Μάρκς κΓ ό Κούπερ ξαναφάνηκαν και σχη­ μάτισαν έναν όμιλο τόσο κοντά στόν Στάντον ώστε, άν δέν ήταν ή πινα­ κίδα, θά μπορούσε νά άπλώση τό χέρι του καί νά άγγίξη τά κεφάλια τους. Ό Φλάγκλ παραδέχτηκε : — Νά μέ πάρη ό διάβολος άν ξέ­ ρω τί νά σκεφτώ τώρα. Όταν ήρθε ή άπάντησις άπό τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων μέ τό ραδιό­ φωνο, πίστεψα δτι ό Στάντον έλεγε τήν άλήθεια καί δτι ή δραπέτευσίς του ήταν άποτέλεσμα πανικού. Ό Κούπερ εΤπε : —Εΐναι σίγουροι δτι τό κορίτσι, πού ξέραμε εδώ στό Πάλμ Γκρόβ ώς Κόρλις Μάσον ή κυρία Στάντον, ή­ ταν πραγματικά τό κορίτσι τού Αίπυ Ντάϊαμοντ ;' —"Ετσι ισχυρίζεται τό Όμοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων, άναστέναξε ό Μάρκς. Σκούπισε τό μέτωπό του. — Πάντως, τά άποτυπώματα πού βρήκαμε στό βόλάν τού αύτϋκινήτου της ταιριάζουν μ’ εκείνα πού άφησε πίσω της στό διαμέρισμα τού Λίπυ, στη Νέα Ύόρκη. — Δέν εΐναι παράξενο λοιπόν, εΐπε ξερά ό Φλάγκλ, τό δτι μπόρεσε νά πληρώση πενήντα χιλιάδες δολλάρια γιά νά πάρη αύτά τά σπίτια. Ή μισή λεία άπό τή ληστεία Πασάϊκ δέν βρέθηκε ποτέ. Ό Σερίφης Κούπερ ρώτησε άν ή Κόρλις κατεζητεϊτο. —Ναι, εΐπε ό Φλάγκλ, απλώς γιά άνάκρισι δμως. Βλέπετε, λίγο μετά τή ληστεία Πασάϊκ, λέγεται δτι ό Λίπυ δολοφονήθηκε άπό έναν άπό τούς άντρες του. Μά φαίνεται νά όπάρχη κάποια άμφιβολία στό Όμοσπονδιακό Γραφείο σχετικά μέ τό άν ό Λίπυ εΐναι πραγματικά νεκρός. ΓΓ αύτό, όταν πήραμε τήν άπάντησι άπό τό Όμοσπονδιακό Γραφείο, σκέφτηκα δτι ή Ιστορία τού Στάντον, πώς ή γυναίκα του τού εΐχε προσφέρει εννέα χιλιάδες δολλάρια καί τό αύτοκίνητο γιά νά φύγη, μπορούσε νά εΐναι ά-


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ ληθινή. "Αν ό Λίπυ είναι ζωντανός και τήν ανακάλυψε, ήταν φυσικό να μή θέλη αυτή να τήν πιάση να ζή μ* εναν άλλον άντρα. —Ήταν ένας δολοφόνου ό Λίπυ, ε; — Ναί. Ό Στάντον Εσφιξε τή χειροπέδη, που κρεμόταν από τό όριστερό του χέρι, ώσπου τό άτσάλι δάγκωσε τήν παλάμη του. Μιλούσαν γιά τήν Κόρλις. Ήταν άλλοτε τό κορίτσι του Λίπυ Ντάϊαμοντ ! Αυτό ήταν εκείνο πού ή Κόρλις εΐχε δοκιμάσει νά του έξομολογηθή τή νύχτα του γάμου τους. Λίγες στιγμές νωρίτερα ήταν σί­ γουρος πώς ήξερε ποιός είχε δολο­ φονήσει τήν κυρία Μήνς. Τώρα ήσαν άλα συγκεχυμένα. "Ολα εκτός άπό ένα γεγονός : Ή Κόρλις είχε παίξει άσχημα μαζί του. (%.: "Ολες οί παλιές άμφιβολίες του ξαναζωντάνεψαν.

ΙΟΕ άσφάλειά της γιά λογαριασμό του ήταν μια έξαπάτησις, ένα κόλπο. Επειδή μήπως ό άναστημένος Ντάϊαμοντ τήν σκοτώση, δοκίμασε νά τον πείση νά φύγη δίνοντας του χρή­ ματα:. "Οταν ό Στάντον άρνήθηκε, ή Κόρλις τόν νάρκωσε καί «πέθανε» εις βάρος του. Ή κυρία Μήνς τήν είχε βοηθήσει καί τήν^εΐχε κρύψει. Καί ή κυρία Μήνς είχε πή ψέματα δταν ώρκίστηκε πώς κανένα άπό τά φορέματα τής Κόρλις δέν έλειπε ! Ό Κάπταιν Μάρκς ξεμάκρυνε γιά νά ρωτήση τόν Μήνς τί γνώριζε γιά τόν θάνατο τής γυναίκας του.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

'Ο Μήνς ώρκίστηκε πώς δέν ήξερε τίποτα καί πώς αυτός κι5 ή γυναίκα του βρίσκονταν σέ πολύ καλές σχέ­ σεις. —Τούς τελευταίους μάλιστα δυότρείς μήνες, πρόσθεσε μέ συγκίνησι, ή Μάμι δέν θύμωνε κάν δταν έπινα καί μ’ άφηνε νά κάθωμαι στό μπάρ δσο όργά ήθελα τή νύχτα. Ό Στάντον σήκωσε τό κεφάλι του. Οί φλέβες στόν κρόταφό του άρχι­ σαν νά χτυπούν πάλι. Δέν ήταν δυ­ νατόν νά του είχε φερθή έτσι ή Κόρλις ! Δέν σκεπτόταν τόν εαυτό της, άλλά τόν Στάντον, δταν του ζήτησή νά φύγη. Μελέτησε τά πρόσωπα των άνθρώπων, πού ήσαν συγκεντρωμένοι κάτω του, μέσα άπό τή χαραμάδα τής πινακίδας. Καί τότε δλα ξαφνικά καθάρισαν στό μυαλό του, δλα, εκτός άπό τό τί ήλπιζαν νά κερδίσουν κάνοντας το αυτό. — Δέν τήν σκότωσα εγώ, Κάπταιν Μάρκς, Είπε ό Μήνς. —Μπορώ νά τό βεβαιώσω αυτό, έπενέβη ό Γουάντυ. Είδα τήν κυρία Μήνς νά μπαίνη στό σπίτι της, άμέσως μόλις φύγατε άπό δω μέ τόν Στάντον, καί άπό εκείνη τή στιγμή ώς τώρα ό Μήνς ήταν στό μπάρ μα­ ζί μου. — Φάνηκαν τίποτα ξένοι ; ρώτησε ό Φλάγκλ. Ό μπάρμαν παραδέχτηκε πώς ένα μεγάλο μέρος τής πελατείας του Κόκ­ κινου Παπαγάλου , ήσαν περαστικοί ταξιδιώτες, μά πρόσθεσε δτι, έξαιτίας του θανάτου τής κυρίας Στάν­ τον, είχε κλείσει τό κέντρο ιό άπόγεμα καί τό άνοιξε πάλι μόνο επειδή έπέμεναν μερικοί τακτικοί πελάτες. Ό Κάπταιν Μάρκς - ρώτησε άν ό μπάρμαν θά μπορούσε νά άναγνωρίση τόν Λίπυ Ντάϊαμοντ άν τόν έ­ βλεπε. — ’Όχι, άπάντησε ό Γουάντυ. — Καί δέν άκούσατε ποτέ τήν Κόρλις Στάντον νά άναφέρη τ’δνομά του; — Ποτέ. Κατά τή γνώμη μου, αυ­ τή ή Ιστορία μέ τόν Ντάϊαμοντ δέν είναι ό σωστός δρόμος. "Ακόυσα τόν Στάντον νά φιλονεική μέ τήν Κόρλις. Τόν είδα νά τήν χτυπά. Τούς είδα νά φεύγουν άπό δώ μαζί. Είμαι βέ­


24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

βαιος δτι ό Τζόννι την σκότωσε κι* έπειτα γύρισε επίτηδες εδώ για νά μαχαιρώση τη Μάμι. θά δοκίμαζε ί­ σως νά σκοτώση κι’ έμενα αν ήμουν μόνος στο μπάρ. Γιατί ; Γιατί, αν δεν βρήτε τό πτώμα της, δεν μπορείτε νά του κάνετε τίποτα χωρίς την κατάθεσι της Μάμι καί τή δική μου ! Ό Φλάγκλ παραδέχτηκε : — Υπάρχει κάτι σ5 αυτό πού εί­ πατε.

X όρισε καί κύτταξε επάνω από τον ώμο του μιά λεπτή γυναίκα, με άνθοστόλιστη ρόμπα, που τον είχε αγγίξει στο μπράτσο. — Τί θέλετε ; Ό —Είμαι ή κυρία Κάρσον, από τό Σιού Φώλς τής Τόουα, είπε αυτή με ψιλή φωνή. Όταν ό σύζυγός μου κΓ έγώ φτάσαμε έδώ με τό αυτοκίνητό μας, χτες τά μεσάνυχτα, είδαμε κάτι πού νομίζω δτι θά έπρεπε νά τό μά­ θετε. — Ναι; Ό κυρία Κάρσον μόρφασε. —Είδαμε μιά γυμνή γυναίκα I —Που ; ρώτησε ήρεμα ό Κάπταιν Μάρκς. Ή κυρία Κάρσον έδειξε τήν έπαυλι, δπου έμεναν οί Στάντον. —Έκεϊ; Στο Νο 3. Όταν ξαπλω­ μένη στο κρεββάτι, χωρίς ούτε ένα πανάκι έπάνω της. ’Άν δεν ήταν τό­ σο αργά... Ό Μάρκς τήν σταμάτησε. —Εΐναι προτιμότερο ν’ αρχίσετε

Ο ΘΑΝΑΤΟΙ άπό τήν αρχή, κυρία Κάρσον, καί νο μάς πήτε όλα δσα είδατεΌταν μεσάνυχτα, ή λίγα λεπτοάργότερα, όταν είδαν τήν πινακίδα πού έλεγε : «ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΝΤΑΙ ΔΙΑ­ ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ». Ό κυρία Κάρσο. ήταν απολύτως σίγουρη γιά τήν ώ­ ρα. Σταμάτησαν μπροστά στήν ε~ παυλι τών Μήνς, πού είχε τήν έπιγραφή : «ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ», καί χτύ­ πησαν τό κουδούνι μερικές φορές. Όταν κανένας δέ ήρθε νά τούς ά­ νοιξη, προχώρησαν πρός τό μοναδικό φωτισμένο παράθυρο πού έβλεπαν ανάμεσα στις έπαύλεις, έλπίζοντας νά βρουν τόν διευθυντή. Τότε είδαν τό γυμνό κορίτσι. —-Τό έξώφυλλο ήταν κατεβασμένο, μά ήταν σταματημένο έναν πόντο έ­ πάνω άπό τό περβάζι, έξήγησε ή κυ­ ρία Κάρσον. Είδαμε τό κορίτσι πο­ λύ καθαρά. Όταν επίσης ένάς άν­ τρας μέσα στο δωμάτιο. —Περιγράψτε τόν μου, είπε άπότομα ό Φλάγκλ. — Δεν μπορώ νά τόν περιγράφω, απάντησε αύτή. Τό μόνο πού μπορέ­ σαμε νά δούμε ήταν τό παντελόνι του. Όταν καστανό με ρίγες. Ό κύριος Κάρσον μίλησε γιά πρώτη φορά : — Μά τό κορίτσι ήταν πολύ ό­ μορφο ! Ό γυναίκα του τόν κύτταξε άγρια. Ό κ. Κάρσον πρόσθεσε : — Πρέπει νά ήταν αναίσθητη. Μά νομίσαμε τότε πώς ήταν μεθυσμένη καί άναρωτηθήκαμε σε τί μέρος εί­ χαμε πέσει —Χτυπήσατε στήν πόρτα ; — Όχι, άπάντησε ό Κάρσον χα-' μογελώντας. Δεν χτυπήσαμε. Ή γυ­ ναίκα μου μέ τραβούσε άπό τό σακκάκι καί γυρίσαμε στό αύτοκίνητό μας. "Ημαστε έτοιμοι νά φύγουμε, όταν μιά μεσόκοπη γυναίκα, πού μάς είπε πώς ήταν ή κυρία Μήνς, ή διευ­ θύντρια, πλησίασε. —Τής είπατε αυτό πού είχατε δη ; —Όχι. Σκεφτήκαμε πώς δεν ήταν δική μας δουλειά αύτό. Τής είπαμε μόνο πώς θέλαμε νά νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα. Ή κυρία Κάρσον πρόσθεσε : β —Λίγο άργότερα, τό φώς στό σπί­ τι δπου είχαμε δη τό γυμνό κορίτσι


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ εσβησε καί κάποιος βγήκε κι’ ^φυγε μ’ ένα αυτοκίνητο. Ό Φλάγκλ διέταξε έναν αστυφύ­ λακα νά φέρη τή φωτογραφία τής Κόρλις μέ την ασημένια κορνίζα. —Αύτό είναι τό κορίτσι πού εί­ δατε ; — Ναι, είπε ό Κάρσον. — Λοιπόν ; ρώτησε ό Σερίφης ΚοΰπερΌ Φλάγκλ άναψε ένα τσιγάρο καί κάθησε βαριεστημένα επάνω στό σκα­ λοπάτι ενός αυτοκινήτου. — Λοιπόν, φαίνεται πώς ό Στάντον μάς εΐπε την αλήθεια. Ακόμα καί μέ τή βοήθεια τής κ. Μήνς, ό Στάντον δεν θά μπορούσε νά σκοτώση τή γυναίκα του εδώ τά μεσάνυχτα, νά κρύψη τό κορμί της καί νά βρεθή στό Μαλιμποΰ γιά νά συλληφθή ώς με­ θυσμένος, λίγα λεπτά πριν από τή μία. Ό Μήνς ρώτησε : — Τότε ποιός σκότωσε τήν Κόρλις καί τή γυναίκα μου ; —Δεν ξέρω,παραδέχτηκε ό Φλάγκλ. Μά φαίνεται πώς πρέπει νά συγκεν­ τρώσουμε τις έρευνές μας στόν άναστημένο Λίπυ Ντάϊαμοντ! ·

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤ Οι Σ Ή σανιδένια παράγκα τής άκρογιαλιάς στεκόταν μοναχική, πεντατακόσια τουλάχιστον μέτρα από κά­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

θε άλλη, πίσω από έναν μεγάλο άμ μό?^οφο, πού τήν έκρυβε άπό τόν δρόμο. ’Έξω, μέσα στήν γκρίζα αυγή, πέρα άπό τά ετοιμόρροπα παράθυρα, τά τεράστια πράσινα κύματα, γεμάτα ξερριζωμένα φύκια, ράπιζαν τήν πλατειά, κατηφορική άμμουδιά μέ ρυθμική μονοτονία. Τό ασθενικό μουρμούρισμα του α­ νέμου, τό ξεφωνιτό κανενός ξαφνια­ σμένου γλάρου καί τό γουργούρισμα των κυμάτων, ήσαν οΐ μόνοι ήχοι μέ­ σα στήν αύγή, ώσπου τά βήματα πού φοβόταν ν’ άκούση έφτασαν ώς τ’ αυτιά του τρομαγμένου κοριτσιού. Είχε ξεχάσει τις απλές, τυπικές προσευχές, πού ήξερε δταν ήταν μι­ κρούλα. Τό μόνο πού μπορούσε νά σκεφτή ήταν ό Τζόννι. Σκεπτόταν : «θεέ μου προστάτευσέ τον ! Αξί­ ζει νά τόν προστατεύσης, θεέ μου I Είναι καλός καί καθαρός καί ευγε­ νικός 1» Ό ήχος των βημάτων ήταν πιο δυνατός τώρα. Ό άνθρωπος πού πλησίαζε έχωσε ένα κλειδί στό λουκέτο τής πόρτας, Μπήκε μέσα, έκλεισε τήν πόρτα πίσω του καί τήν όμπάρωσε. ΤΤ φωνή του ήταν γεμάτη κακία : — Μέ πεθύμησες, γλυκεία μου; Νόμιζες πώς δέν θά ξαναρχόμουν ποτέ ; Τό κορίτσι στριφογύρισε απάνω στό κρεββάτι, χαμήλωσε τό φόρεμά της όσο μπορούσε καί χώθηκε βαθειά κάτω άπό τή μουχλιασμένη κου­ βέρτα, ενώ αυτός έψαχνε στό τζάκι έβρισκε μιά λάμπα πετρελαίου καί τήν άναβε. Μέσα στό κίτρινο φώς, τό πρό­ σωπό του είχε^μιά νεκρική χλωρά­ δα. Κάτω άπό τά μάτια του τό δέρ­ μα ήταν μελανό. Τό κορμί του είχε στάσι απογοητεύσεως. ’Ένοιωσε τά μάτια τού κοριτσιού άπάνω του καί γύρισε. — Ναί, είπε. Τά πράγματα ήρθαν άνάποδα. Ή χαρά σου είναι μεγάλη, έ ; Αύτό όμως δέν πρόκειται νά σοΰ κάνη καλό. Κάθησε στήν άκρη τού κρεββατιου καί τής έβγαλε τό φίμωτρο. — θά δώσης ένα φιλάκι στόν μπαμπά ;


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ή ανάσα του μύριζε ούΐσκυ. Τα άξύριστα γένια του της γρατζούνισαν τό μάγουλο, καθώς αυτή γύρισε τό πρόσωπό της άλλοϋ. —Γιατί τόσο ψηλομύτα ; διαμαρτυρήθηκε αυτός. "Εχεις φιλήσει πολ­ λούς. — Δεν αναγκάστηκαν νά με δέσουν πρώτα, είπε αύτή περιφρονητικά. ^^.ύτός σήκωσε τό χέρι του νά τήν χαστουκίση, μά μετάνοιωσέ καί έξήτασε τό σκοινί πού έδενε τά χέρια της καί τούς άστραγάλους της, γιά νά βεβαιωθή ότι οί κόμποι ήσαν ακόμα σφιγμένοι. Ικανοποιημένος άπό τήν έξέτασι αύτή, τής είπε μέ αδιάφορο τόνο : —ξέρεις, αναγκάστηκα νά σκο­ τώσω τή Μάμι απόψε. Ή παλιόγρια είχε αρχίσει νά νοιώθη φαγούρα καί φοβέριζε πώς θά τάλεγε όλα στήν άστυνομία. Τό κορίτσι επάνω στό κρεββάτι δέν απάντησε. — ΚΓ ό Τζόννι είναι νεκρός, είπε ό άντρας χαμογελώντας. Ό βλάκας δραπέτευσε κάπου κοντά στή Σάντα Μόνικα καί γύρισε πίσω στόν Κόκ­ κινο Παπαγάλο, όπου ένας άστυφύλακας τόν είδε καί φύτεψε μιά σφαί­ ρα στό κεφάλι του. — Μου λες ψέματα, του είπε αύτή. —Ναί ; —Ναί ! Θα τό καταλάβαινα άν ό Τζόννι ήταν νεκρός. Δέν μτιορεί νά πέθανε I Δέν μπορεί I — "Οπως άγαπάς, είπε αύτός. Μά τώρα θα μου ύπογράψης εκείνο τό πληρεξούσιο καί θά μου πής που έ­ χεις κρύψει τό κλειδί του θησαυρο­ φυλακίου ! "Αρχισα νά κουοάζωμαι μαζί σου. Μέ τήν παλάμη του τήν χαστούκισε ελαφρά. Αύτή δοκίμασε νά καταπνίξη έναν λυγμό, μά δέν μπόρεσε. — Γιατί νά σοϋ τό πώ ; θά μέ σκοτώσης άμέσως μόλις σου τό πώ. -—"Ισως, παραδέχτηκε αύτός. Ή άνάσσ του τήν χτύπησε στό πρόσωπο, καθώς αύτός έσκυψε καί τήν φίλησε πριν αύτή προλάβη νά γυρίση τό κεφάλι της. — θά προτιμούσα νά μήν ήσουν τόσο νόστιμη. Αρχίζω νά σκέπτω-

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ μαι πώς θάπρεπε νά σέ είχα σκοτώσει στό Μαλιμποϋ. Καί πρόσθεσε σκυθρωπά : —Μου φαίνεται πώς αύτό πού λένε, ότι κάτι μικροπράγματα μπο­ ρούν νά σέ καθίσουν στήν ήλεκτρική καρέκλα, είναι άλήθεια. "Ολα πήγαι­ ναν περίφημα ώσπου ένα ζευγάρι βλάκες άπό τήν Ίόουα έχωσαν τήν ούρά τους στήν ύπόθεσι. "Εφτασαν ψάχνοντας γιά ένα διαμέρισμα, όταν σέ είχα φέρει πίσω. Τό καταραμένο εξώφυλλο δέν ήταν εντελώς κατεβασμένο. Καί μοϋ χάλασαν τό φαί I "Ετριψε τό σαγόνι του σκεπτικά. —"Αν ήζερα πώς σέ είχαν δη... — "Ωστε ή άστυνομία ξέρει πώς ό Τζόννι δέν μέ σκότωσε I, είπε μέ χαρά τό κορίτσι. Αύτός τήν χαστούκισε πάλι. —Σου είπα πώς ό Τζόννι είναι νεκρός I Καί δέν θά ζήσης κι* εσύ πο­ λύ άν δέν μου πής που έχεις κρύψει τό κλειδί. Γιατί νά πεθάνης, μωρό μου ; Μέ όλα εκείνα τά λεφτά, εσύ κΓ εγώ μπορούμε... Σήκωσε τό κεφάλι του ξαφνιασμέ­ νος. "Ενα μικρό αντικείμενο εΐχε χτυπήσει επάνω σ’ ένα άπό τά ετοι­ μόρροπα παράθυρα. —Οί καταραμένοι γλάροι, μουρ­ μούρισε χωρίς μεγάλη βεβαιότητα. Άνωρθώθηκε, τράβηξε ένα πιστόλι μέ μακρυά κάννη άπό τή ζώνη του καί, κρατώντας τήν λάμπα στό ένα χέρι του, ξεσύρτωσε τό παράθυρο μέ τήν κάννη του πιστολιού. "Εχωσε τό κεφάλι του έξω καί βρέθηκε μερικά εκατοστά άπό τό χλω­ μό, συσπασμένο πρόσωπο του Στάντον. ν —Γειά σου, Γουάντυΐ, είπε ό Στάντον. Καί κατέβασε μέ δύναμι τή χειρο­ πέδη πού κρεμόταν άπό τό χέρι του.

Ο

μπάρμαν τραβήχτηκε πίσω, άποφεύγοντας τό χτύ­ πημα. "Επειτα, άκούμπησε τή λάμπα έπάνω στό τραπέζι καί, τοποθετώντας στό στόμιο του πιστολιού του στόν κρόταφο τοϋ κοριτσιού είπε : — Πέρασε μέσα, Τζόννι. Έμπα από τό παράθυρο καί τράβηξε τόν σύρτη Ι· Είχα τήν έντύπωσι πώς ή-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ σουν αρκετά κοντά μας χτες τή νύ­ χτα ώστε να άκούσης καί νά δης. 'Η Κόρλις κάρφωσε τά μάτια της επάνω στόν άντρα της>. —Μή, Τζόννι 1 Μήν μπής I Ό Γουάντυ είναι τρελλός. Θά σέ σκοτώση I Ό Στάντον κύτταξε μιά τή γυναί­ κα του καί μιά τόν μπάρμαν. "Επει­ τα, πέρασε τά πόδια του έπάνω άπό τό περβάζι, μπήκε στήν παράγκα κι* έκλεισε τό παράθυρο πίσω του. — Δέν έπεσα έξω λοιπόν, είπε ή­ ρεμα. Έσύ ήσουν. —Πώς τό κατάλαβες, Τζόννι ; ρώ­ τησε ό Γουάντυ. —"Ημουν κρυμμένος πίσω άπό την πινακίδα, έπάνω στή στέγη του σπιτιού των Μήνς, του εΐπεΧό Στάν­ τον, όταν ό Μήνς άνακάλυψε τή Μά« μι. Έσύ, χωρίς νά δης τό πτώμα της, ήξερες πώς ήταν σκοτωμένη μέ μα­ χαίρι. Είπες : «"Ωστε ό Τζόννι γύρι­ σε πίσω καί τή μαχαίρωσε I» — Καί τό εΐπες αύτό στήν άστυνομία ; —Όχι. Τά μηνίγγια του Στάντον άρχι­ σαν νά χτυπούν δυνατά τώρα. — "Οχι. θεώρησα τήν ύπόθεσι αύτή μεταξύ μας ώς έντελώς προσω­ πική. — "Εκανα πολλά λάθη, είπε ό μπάρμαν, μολονότι τό σχέδιο ήταν περίφημο έκ πρώτης όψεως. ’Άν εί­ χες πάρει τά λεφτά καί τό αυτοκίνη­ το καί είχες φύγει, όπως πιστεύαμε πώς θάκανες, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θά είχε συμβή. —Π ι σ τ ε ύ α τ ε ; είπε ό Στάν­ τον. Ποιοι ; — Ή Μάμι κΓ εγώ, άπάντησε ό Γουάντυ; "Οταν ή Κόρλις θά ήταν σίγουρη πώς δεν κινδύνευες άλλο ά­ πό τόν Λίπυ, ξέραμε ότι θά εξαφα­ νιζόταν κι5 αυτή, άφήνοτας τή Μάμι κι’ εμένα νά φροντίζουμε γιά τά συμφέροντά της. Μά έσύ ήθελες νά κάνης τόν σπουδαίο I Δεν δέχτηκες τά ?^εφτά καί ή Κόρλις έβαλε ναρ­ κωτικό στο ποτό σου, ετοίμασε μιά βαλίτσα καί ετοιμάστηκε νά φύγη μαζί σου γιά πάντα. Έγώ μήν έ- ’ χοντας ένα πληρεξούσιό της ή τό

27 ,-γ

Γ ο

/ο / ο

/ ί / 0

0

0

/Ο / /Ο ϊο / 0

ΰ

/ / 0

Ο

/ / ΐ 0

0

0

1 Ό

β

Τ.* προη·γούμενα τεύχη της

β

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΙΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΐΕΚ ΡΟΚιΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΑΕίΙιΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΤΗΐΝ ΚΗ­ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙ-ΣΤΕΡ ! ΤΟΥ ΠΕ1ι5) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΡΙιΓΚΟ 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ άνετυ'ττώ'θΊν αν ικαί τά γραφεία μας.

ττωλοΌνται

ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 30 . (Πάροδος όδοΰ *Αγ. Κων)νου)

αντί δραχμών

2.500

( / /

εις

0

0

/ / / / 0

0

0

0

/ / / 0

0

0

/φ / / ✓Ο 0

/ 0

/ κλειδί, άναγκάστηκπ φυσικά νά τήν σταματήσω. —"Ετσι μάς ακολούθησες, στα­ μάτησες τήν Κόρλις, τήν χτύπησες, τήν έγδυσες καί μέ άφησες μέ όλα τά ενοχοποιητικά στοιχεία μιας δο­ λοφονίας. Ό Γουάντυ χαμογέλασε. — Καί πέτυχα γιά καλά, έ ; "Οσο κΠ άν τά πράγματα ήρθαν ανάποδα, είμαι άκόμα σίγουρος. Οί αστυνομι­ κοί δεν μέ υποψιάζονται κάν. Ψά­ χνουν νά βρουν τόν Λίπυ Ντάϊαμοντ καί, όσο ξέρω, αυτός είναι, τέσσερα χρόνια τώρα, στόν τάφο του. Ό Στάντον έκανε ένα βήμα προς τή γυναίκα του. 3£ώνοντας τήν κάννη στήν τρυφερή σάρκα του λαι­ μού της, ό μπάρμαν γρυλλισε : —Μείνε εκεί πού είσαι, Τζόννι ! —Σέ κακομεταχειρίστηκε ; ρώτησε ό Στάντον τή γυναίκα του I


28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ή Κόρλις γύρισε άλλου τά μά­ ξανασμίξη πάλι μαζί σου. Μισό εκα­ τια της. τομμύριο δολλάρια στά χέρια μου I — Δεν μοϋ φέρθηκε καλά, είπε πι­ Καί μου χόλασες τή δουλειά I κρά. Μά ευτυχώς ένδιαψέρθηκε πε­ Κάθησε στήν άκρη του κρεββαρισσότερο γιά τά λεφτά μου. τιοΟ. Γυρίζοντας τήν κάννη του πι­ Τά μάγουλά της κοκκίνισαν. στολιού του προς τόν Στάντον, χαΐ­ — Δηλαδή τά λεφτά, του Αίπυ δεψε τόν λαιμό τής Κόρλις. Ντάϊαμυντ. "Οταν αυτός εξαφανί­ —Δέν έχεις άδικο νά είσαι τρελλός μαζί της! Νόστιμο κορίτσι, έ, στηκε, εδώ καί τέσσερα* χρόνια, δέν ήξερα τι νά κάνω τά λεφτά καί τά Τζόννι ; Τό πρόσωπο του Στάντον στσπάπήρα μαζί μου δταν έφυγα άπό τή Νέα Ύόρκη. στηκε. — Πόσα λεφτά ; ρώτησε ό Στάν­ —Μή, Τζόννι I τόν ίκέτευσε ή Κόρλις. Μή 1 Προσπαθεί νά σέ κά­ τον. Ό μπάρμαν χαμογέλασε. νη νά όρμήσης επάνω του γιά νά — Μια βαλίτσα γεμάτη. Τά μόνα πάρη τό κουράγιο νά πυροβολήση ! πού ξόδεψε ήταν αύτά με τά όποια — Δέν πρόκειται ν’ άκούση κανείς τόν πυροβολισμό, είπε ό Γουάντυ άγόρασε τή λέσχη καί τις έπαύλεις. Τά ύπόλοιπα τά έβαλε σ’ ένα θη­ ψυχρά. ΚΓ όταν οί άστυνομικοί φτά­ σαυροφυλάκιο. σουν ως τό μέρος αύτό. ψάχνοντας, εσείς θά κοιμόσαστε στόν πάτο τής Ό Γουάντυ μόρφασε καί συνέχισε: — Βλέπεις, Τζόννι, όταν ή Κόρλις θάλασσας. Μά πρώτα θέλω τό κλειδί σέ παντρεύτηκε, ξανάγινε τίμια. Ώτου θησαυροφυλακίου καί ένα πλη­ μολόγησε στή Μάμι πώς είχε τά λε­ ρεξούσιο άπό τήν Κόρλις. φτά του Λίπυ καί τής ζήτησε νά βρή έναν τρόπο νά τά πσραδώση στήν Τό χαμόγελό του άστυνομία, χωρίς εσύ νά μάθης πώς ήταν άλλοτε ερωμένη του Λίπυ... * ήταν σατανικό. Μόρφασε σαρκαστικά Τό κορίτσι άνοιγόκλεισε τά δακαί γρύλλισε : —Τί έπαθες, Τζόννι ; Φοβάσαι ; κρυσμένα μάτια της. · Ή μήπως δέν είσαι καί τόσο άγνός ; — Αυτό συνέβη εδώ καί τέσσερα Μήπως θά σου άρεσε νά δής έναν χρόνια. "Ημουν μικρή καί άνόητη καί άλλον άντρα νά χαϊδεύη τή γυναίκα δέν ήξερα πώς ό Αίπυ ήταν γκάγκσου ; στερ. Καί δέν ήμουν ερωμένη του. Καθώς ό Στάντον ώρμουσε επάνω ’Ήμουν παντρεμένη μέ τόν Λίπυ. στόν μπάρμαν, τό ξεφωνητό τής ΚόρΉ φωνή της έσπασε. λις πνίγηκε μέσα στό μούγγρισμα του —ΓΤ αύτό ήμουν/ πρόθυμη νά κά“ πιστολιού. νω ό,τι κι’ άν μου έλεγαν ό Γουάντυ Πριν ό Γουάντυ προλάβη νά πυ­ κι’ ή Μάμι, όταν μέ έπεισαν ότι ό ροβολήση πάλι, ό Στάντον, τρεκλίΛίπυ ήταν ’ζωντανός καί είχε άναζοντας βίαια άλλά μήν πέφτοντας, καλύψει που βρισκόμουν. Φοβήθηκα κατέβασε τήν άτσάλινη κρεμαστή χει­ μήπως σέ σκοτώση. Τζόννι. ροπέδη μέ τρομερή άκρίβεια επάνω —Κάναμε ό,τι μπορούσαμε γιά στό κρανίο του μπάρμαν. νά τήν πείσουμε, χαμογέλασε ό Ό άηδιαστικός, ξερός κρότος πνί­ Γουάντυ. Ξέρεις, μυστηριώδη τηλε­ γηκε άπό έναν μεγάλο πάταγο. Ή φωνήματα κΓ άλλα παρόμοια. "Εβα­ πόρτα τής παράγκας έπεσε πρός τά λα άκόμα κΓ έναν ιδιωτικό ντέτεμέσα καί ό Κάπταιν Μάρκς είπε : κτιβ νά τής πή πώς' ό Λίπυ του είχε — Είναι όλα έντάξει, γυιόκα μου I άναθέσει νά τήν βρή. Μάς τάστεψε. Ό άσπρομάλλης κάπταιν τών ντέ"Οταν θάφευγες εσύ θά τόσκαγε άτεκτιβς πέρασε τό μπράτσο του γύρω μέσως κι’ αύτή γιά τή Χαβάη, άφήάπό τή μέση του Στάντον καί τόν νοντας τή Μάμι κΓ εμένα νά διαχει­ βοήθησε νά καθήση σέ μιά καρέκλα. ριζόμαστε τή λέσχη καί τά σπίτια —"Οταν βεβαιωθήκαμε πώς δέν καί νά επιστρέφουμε τά λεφτά στόν ήσαστε εσείς ό ένοχος ήταν εύκολο Λίπυ, μέ τή συμφωνία ότι θά τής έ­ νά καταλήξουμε στόν Γουάντυ, είπε. δινε διαζύγιο γιά νά μπορέση νά


ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ Δεν είχαμε παρά νά μάθουμε ποιός φορούσε καφέ παντελόνι μέ ρίγες, ποιός είχε ραντεβού μέ τή Μάμι την ώρα πού ό Μήνς —ελεύθερος— έπινε στό μπαρ και γιατί ένας άλλος μπάρμαν αντικατέστησε τόν Γουάντυ λίγο μετά την άναχώρησί σας από τή λέσχη. Ή Κόρλις είπε μέ λυγμούς : —Είναι τραυματισμένος 1 Ό Τζόννι εΤναμτραυμρτισμένος I Ό Κάπταιν Μάρκς γύρισε καί έξήτασε γοργά τό τραύμα. — Δέν εΓναι τίποτα σοβαρό, την διαβεβαίωσε. Ή σφαίρα μπήκε καί βγήκε χωρίς ν’άγγίξη κανένα κόκκαλο. Ό Φλάγκλ έκοψε τά σκοινιά πού έδεναν τό κορίτσι. Αυτή, μέ τά μάτια της ^γεμάτα δάκρυα, τόν ρώτησε : — Ακούσατε; — Αρκετά ώστε νά καταλάβω πώς θέλατε νά ξαναγυρίσετε στόν σωστό δρόμο, τής είπε ό άντεισαγγελεύς. Μήν άνησυχήτε, κυρία Στάντον. Μήν άνησυχήτε γιά τίποτα. Αυτή μουρμούρισε : — Δέν τά θέλω εκείνα τά λεφτά 1 Κάποιος έβγαλε ένα παγούρι καί τό πλησίασε στά χείλη τού Στάντον. Αύτός ήπιε μερικές γουλιές καί τό χρώμα ξαναγύρισε στό πρόσωπό του. — Τόν σκότωσα, είπε κυττάζυντας τόν Γουάντυ. "Ηθελα νά τόν σκοτώ­ σω. Υποθέτω 5τι αυτό λέγεται λοΛοφονία στά βιβλία σας. "Άπλωσε τό χέρι του. — Επομένως, ίσως θέλετε νά ξα­ ναβάλετε τή χειροπέδη στή θέσι της. 3£αμογελώντας, ό Φλάγκλ ξεκλείδωσε τή χειροπέδη α­ πό τόν καρπό τού χεριού τού Στάν­ τον καί τήν έβαλε στήν .τσέπη του. — Χμ !, έκανε. Είναι κάτι σάν δο­ λοφονία. Μά δσο κΓ άν τά όργανα τού νόμου μπορή νά κάνουν λάθη, δέν είναι τυφλά. Επομένως, άς ονο­ μάσουμε τόν φόνο αυτόν «ανθρωπο­ κτονία εν χαταστάσει άμύνης». Λυ­ πούμαι πού σάς φερθήκαμε κάπως σκληρά. Μά πρέπει νά παραδεχτήτε, Στάντον, δτι τά στοιχεία εναντίον σας ήσαν συντριπτικά καί δτι δέν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29 - φ

μπορούσαμε νά πιστέψουμε τήν ι­ στορία που... Σταμάτησε στή μέση τής φράσεώς του, καταλαβαίνοντας δτι ό Στάντον δέν τόν άκουγε. Κύτταζε τήν γυναί­ κα του. Αυτή, μέ τά μάτια της ύγρά άπό δάκρυα, μέ τά χείλη της μισανοιγμένα, φαινόταν νά περιμένη νά μιλήση αύτός, γεμάτη φόβο γι’ αυτό πού μπορεί ν’ άκουγε. Ό Στάντον έψαξε στήν τσέπη τού σακκακιου του κι* έβγαλε τή χρυσή βέρα πού είχε βρή. — "Εχουμε κΓ οί δυό μας ζήσει τή ζωή μας, εΐπε αργά αιλώντας στή γυναίκα του. Τί μ’ αυτό ; Αύτό πού συνέβη πριν γνωριστούμε δέν έ­ χει καμμιά σημασία. Είναι σάν νά συνέβη σέ δυό άλλους άνθρώπους. Τά δάκρυα ξεχείλισαν στά μάτια της καί κύλισαν στά μάγουλά της. — "Οχι, μωρό μου ! είπε ό Στάν­ τον. Δέν υπάρχει κανένας λόγος νά κλαίς τώρα. Χαμογελώντας, αύτή άκούμπησε τό ύγρό μάγουλό της στό δικό του. — "Οχι μουρμούρισε. Δέν υπάρχει κανένας λόγος νά κλαίω τώρα. ΤΕΛΟΣ


Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ Τ’ ΑΣΠΡΑ ύ π ό ΦΕΡΝΑΝ

ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

"£να παράξενο Ισπανικό διήγημα τρόμου, μυστηρίου κα'ι φαντασμάτων I...

τό παλάτι του γέρο - στρατηγού Ντόν Ροντρίγκο ένα βράδυ, σέ μια φιλική συναναστροφή, ό καθένας διηγείτο από μιά παράξενη ίστορ{α και προσπαθούσε νά τήν παραστήση σαν άληθινή. Τελευταίος,- ό στρατηγός τούς είπε μέ τρεμουλιαστή φωνή : —Κι’ εγώ θυμούμαι ένα παράδο­ ξο πράγμα, τόσο παράδοξο πού κα­ τάντησε τό μαρτύριο τής ζωής μου. Άπό τότε πέρασαν πενήντα δύο χρό­ νια κι* ακόμα τό ξαναβλέπω σάν τρο­ μερό όνειρο. Ναι, είχα υποφέρει γιά δέκα λεπτά άπό έναν φριχτό τρόμο • καί άπό τότε κυρίεψε τήν ψυχή μου μιά παντοτεινή άγωνία. Κάθε κρότος ξαφνικός μέ κάνει νά άνατριχιάζω καί τή νύχτα, όταν δεν διακρίνω κα­ λά ένα πράγμα, μου έρχεται μιά τρελλή επιθυμία νά φύγω σαν άστραπή. Πριν γεράσο^, δεν τολμούσα νά ομολογήσω τέτοια πράγματα. Τώρα όμως πού έγινα ογδόντα δυό χρό­ νων, νομίζω πώς έχω τό δικαίωμα νά φοβάμαι τούς φανταστικούς κιν­ δύνους, εγώ πού πάντοτε στις μάχες περιφρόνησα τούς άληθινούς. Τον Ιούλιο του 1868 ήμουν στή Βαρκελώνα, όπου διέμενε ένα σώμα στρατού. Μιά μέρα στόν περίπατο άντάμωσα έναν άνθρωπο πού νόμισα πώς τον γνώριζα χωρίς νά θυμούμαι τό όνομά του. Μόλις σταμάτησα γιά “νά τόν κυττάξω καλύτερα, εκείνος έτρεξε καί μέ άγκάλιασε. ΤΗταν ένας παλαιός νεανικός φίλος, Άν κι* εί­

Σ

χαν περάσει πέντε χρόνια πού δέν τόν είχα δή, φαινόταν πώς εΐχε γεράσει κατά πενήντα χρόνια. Τα μαλ­ λιά του ήσαν κάτασπρα καί περπα­ τούσε σκυφτός σάν έξηντλημένος. 'Ένοιωσε τήν άπορία μου γιά τά χά­ λια του καί μού διηγήθη τό δυστύ­ χημα πού τόν έκανε νά γεράση τόσο γρήγορα. Είχε άγαπήσει σάν τρελλός μιά όμορφη νέα καί τήν παντρεύτηκε. Ζούσαν ευτυχείς κι’ άγαπημένοι μέ φλογερό έρωτα, όταν άξαφνα ή γυ­ ναίκα του πέθανε άπό καρδιακή άρρώστεια. Μόλις έγινε ή κηδεία της, ό φί λος μου έφυγε άπ’ τό εξοχικό σπίτι όπου πέρασε τόσο ώραία συζυγική ζωή, καί κατοίκησε στή Βαρκελώνα, ζώντας μονάχος, άπελπισμένος καί τόσο λυπημένος, πού δέν συλλογι­ ζόταν παρά ν’ αύτοκτονήση. — Επειδή σέ ξαναβρίσκω, μού εί­ πε, θά σού ζητήσω μιά χάρι. Νά πάς στο εξοχικό σπίτι όπου ζοΰσα πριν πεθάνη ή γυναίκα μου, καί νά πάρης άπό^τό γραφείο μου ποδναι μέσα στήν κρεββατοκάμαρα τρία πακέτα γράμματα πού μού χρειάζον­ ται πολύ. Δέν έπιφορτίζω άλλον φί­ νο, γιατί ξέρω πώς μονάχα σύ μπο­ ρείς νά τό κρατήσης μυστικό καί πώς ποτέ δέν θά διαβάσης τά γράμματα αυτά ! Θά σού δώσω τό κλειδί τής κάμαρας, πού τήν έκλεισα άναχωρώντας, καθώς καί τό κλειδί τογραφείου κι* ένα γραμματάκι προς τόν κηπουρό γιά νά σού άνοιξη τήν


Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ Τ’ ΑΣΠΡΑ πόρτα. Έλα αύριο να φάμε λέμε καλύτερα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» καί

τα

να του κάνω αυτή τή χά­ Δέχτηκα ρη γιςχ νά κάνω έφιππος κι* έ­ ναν λαμπρό περίπατο μιας ώρας στήν έξοχή. Τήν άλλη μέρα το πρωί φάγαμε μαζί, μά δεν είπε λέξι, τόσο ήταν λυπημένος. Τέλος μοϋ εξήγησε τί ήθελε νά κάνο:> καί μου έδωσε τά κλειδιά. Μιά ώρα αργότερα, έφτασα στο εξοχικό σπίτι του., "Εβγαλα απ’ τήν τσέπη μου τό γράμμα γιά τον κη­ πουρό καί είδα πώς ήταν σφραγι­ σμένο I Μοϋ κακοφάνηκε ;καί λίγο ελειψε νά γυρίσω πίσω, μά σκέφτηκα πώς τό σφράγισε ίσως από αφηρη­ μάδα. Τό σπίτι ήταν κατάκλειστο, ακα­ τοίκητο. Στήν αυλή είχε φυτρώσει χορτάρι. "Οταν χτύπησα δυνατά τήν πόρτα, βγήκε ένας γέρος, πού απόρησε σάν μέ είδε. Διάβασε τό γράμμα του φί­ λου μου, τό ξαναδιάβασε, μέ κύτταξε καλά καί μοϋ είπε : -^Λοιπόν, τί ζητάτε εδώ ; Έγώ τοϋ απάντησα απότομα : — Άφοϋ διάβασες τό γράμμα πρέ­ πει νά ξέρης. θέλω νά μπω μέσα στό σπίτι τοϋ αφεντικού σου. Αυτός μοϋ είπε τρομαγμένος : —θά μπήτε στήν... κάμαρά της ; Έγώ άρχισα νά χάνω τήν υπομο­ νή μου. — Μήπως σκέφτεσαι νά μέ ρωτήσης τί σκοπεύω νά κάνω έκεΐ μέσα; ρώτησα. — "Οχι, κύριε, μά ή κάμαρα δεν α­ νοίχτηκε απ’ τόν καιρό πού πέθανε εκείνη. ’Άν θέλετε περιμένετε πέντε λεπτά νά πάω νά δώ άν... Τόν διέκοψα θυμωμένος: —Μήπως άρχισες νά μέ κόροϊδεύης ; Πώς θά μπής μέσα στήν κά­ μαρα άφοϋ έγώ κρατώ τό κλειδί ; Εμπρός κουνήσου I — Πολύ καλά, κύριε, άφοϋ τό θέ­ λετε θά σάς δείξω τό δρόμο. — Δείξε μου τή σκάλα καί άφησέ με μονάχο, νά- βρώ τήν κάμαρα. Τόν άπομάκρυνα καί μπήκα στό σπίτι, ανέβηκα μιά σκάλα καί ανα­ γνώρισα τήν πόρτα τής κάμαρας, δπως τήν περιέγραψε ό φίλος μου.

31

Τήν άνοιξα χωρίς κόπο καί μπήκα μέσα. ΤΗταν τόσο σκοτεινά πού δεν διέκρινά τίποτα στήν άρχή. Σταμά­ τησα γιατί μιά άποφορά κλειστού άέρος άπό τόσα χρόνια μέ χτύπησε στό κεφάλι. "Υστερα τά μάτια μου συνήθισαν στό σκοτάδι καί είδα μιά κάμαρα άνω-κάτω, μιά πόρτα άπέναντι μισανοιχτή . κι’ ένα κρεββάτι χωρίς σεντόνια, μόνο μέ τό στρώμα καί δυό προσκέφαλα, πού στό ένα φαινόταν σάν νά είχε άναπαυθή ένα κεφάλι άνθρώπου. Πήγα ν’ ανοίξω ένα παράθυρο γιά νά μπή φώς καί άέρας, μά ήταν τόσο σκουριασμένο πού στάθηκε α­ δύνατο ν’ ανοίξω τις γρίλιες.

νοιξα τότε τό συρτάρι τοϋ γρα­ φείου, πού ήταν γεμάτο χαρτιά, ζήτησα νά βρώ τά τρία πακέτα μέ τά γράμματα καί σιγά—σιγά άρχι­ σα νά διακρίνω τις έπιγραφές. "Α­ ξαφνα πίσω μου φάνηκε σάν νά μέ άγγιξε κάποιο ύφασμα. Νόμισα πώς ένα ρεύμα άέρος κούνησε καμμιά κουρτίνα. Μετά ένα λεπτό ένοιω­ σα νέα κίνησι κι* άνατρίχιασα. Ντρά­ πηκα για τό φόβο μου καί δέν καί ταδέχτηκα καν νά γυρίσω νά δώ τί συνέβαινε. Βρήκα τέλος καί τό τρί­ το, πακέτο μέ τά γράμματα, δταν ένας μεγάλος καί λυπητερός άναστεναγμός πίσω άττό τούς ώμους μου μ* έκανε νά πηδήσω σάν τρελλός δυό μέτρα μακρυά άπ’ τό τραπέζι. Γύρισα μέ τό σπαθί στό χέρι καί ...άν δέν τό είχα στό χέρι, θάφευγα σάν ένας άνανδρος. Μιά ψηλή κυρία στ* άσπρα ντυ­ μένη μέ κοτταζε, όρθια πίσω άπό τήν καρέκλα μου. Τόσο κλονίστηκα πού λίγο έλειψε νά πέσω χάμω.

Α


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ Τ’ ΑΣΠΡΑ

Δεν πιστεύω στα φαντάσματα καί δμως ένοιωσα σαν μαχαίρι βαθειά μου τον αποτρόπαιο φόβο των νε­ κρών. Ύπόφερα για λίγες στιγμές περισσότερο παρά σ’ όλο τό ύπόλοιπο της ζωής μου ! ’Άν ή γυναίκα εκείνη δέ μιλού­ σε, θά πέθαινα ’ίσως, μά αυτή μί­ λησε με μιά φωνή γλυκειά καί λυ­ πημένη πού έκανε τά νεύρα μου να τρέμουν. — Άχ, κύρνε, μπορείτε νά μου κάνετε μιά μεγάλη χάρι ; ’Ήθελα ν’ απαντήσω, μά δεν μπό­ ρεσα νά πώ ούτε λέξι. Εκείνη εξακολούθησε : — θέλετε ; Μπορείτε νά μέ σώ­ σετε, νά μέ γιατρέψετε ! Υποφέρω φρικτά, ώ, ύποφέρω πολύ I Κάθησε στο κάθισμα μπρος στό γραφείο καί είπε : — θέλετε, κύριε ; ΕΤπμ «ναι» κουνώντας τό κεφάλι μου, γιατί ή φωνή μου εΐχε παρα λύσει... Εκείνη μου έδωσε μιά χτένα καί μουρμούρισε : — Χτενίστε με, ώ, χτενίστε με ! Αυτό θά μέ γιατρέψη. Πρέπει νά μέ χτενίσετε... κυττάξτε τό κεφάλι μου ... πόσο ύποφέρω ! καί τά μαλλιά μου μέ πονούν I Τά ξεπλεγμένα μαύρα μαλλιά της ήσαν κρεμασμένα πάνω στό στήρι­ γμα τής καρέκλας κι* αγγίζανε τό πά­ τωμα I Γιατί πήρα τό χτένι μέ ανατριχί­ λα, γιατί έπιασα στά χέρια μου τά μαλλιά της πού μου πάγωσαν τό αΐμα σάν νάπιανα φειδία ; Δέν ξέρω I Αύτό τό αίσθημα όμως μοΰ έμεινε στά δάχτυλα καί ανατριχιάζω σάν τό θυμάμαι I

νος σάν νά ξυπνούσα από ένα κακό όνειρο. Τέλος συνήλθα, έτρεξα στό παράθυρο, έπιασα τις γρίλλιες καί τις άνοιξα μέ μανιώδη σπρωξίματα μέ τό σπαθί μου. Άμα φωτίστηκε ή κά­ μαρα, έτρεξα στήν πόρτα άπ’ τήν ο­ ποία είχε φύγει, μά τή βρήκα κλει­ δωμένη ! Τότε μοδρθε ένας πυρετός τής φευγάλας, ένας φόβος σάν τόν πανι­ κό στις μάχες. Άρπαξα τά τρία πα­ κέτα τά γράμματα άπό τό άνοιχτό συρτάρι, πέρασα τρέχοντας τόν διά­ δρομο, κατέβηκα τά σκαλοπάτια τρία τρία, βρέθηκα έξω κι’ εγώ δέν ξέρω πώς, καβαλλίκεψα τό άλογό μου μ’ ένα πήδημα κι’ έφυγα σάν τρελλός. Δέ σταμάτησα παρά στή Βαρκελώνα, μπρός στό σπίτι μου, έρριξα τά χαλινάρια του άλογου μου στόν υπη­ ρέτη μου καί μπήκα στήν κάμαρά μου όπου κλείστηκα για νά σκεφτώ. Γιά μιά ολόκληρη ώρα αναρωτιό­ μουν αν ήταν όνειρό ή πραγματικότης αυτά πού συνέβησαν. "Ημουν έ­ τοιμος νά πιστέψω πώς ήταν όνειρο, βραχνάς, όταν, πλησιάζοντας στό πα­ ράθυρο, * είδα επάνω στόν μανδύα μου μερικά μακρυά μαλλιά ποδχαν μπλέξει στά κουμπιά. Τά σύναξα μέ ■ τρεμάμενα δάχτυλα καί τά πέταξα έξω. "Υστερα φώναξα τόν υπηρέτη μου καί τού έδωσα τά τρία πακέτα γιά νά τά πάη στοΰ φίλου μου, γιατί εγώ δέν μπορούσα άπ’ τή σύγχυσι καί τή συγκίνησι. Πήγα τό πρωί στού φίλου μου £ΐχιά νά τού πώ τήν άλήθεια, μά εί­ χε επιστρέφει I Ξαναπήγα δυό-τρείς φορές, αλλά δέν μπόρεσα νά τόν βρώ. Ειδοποίησα τήν άστυνομία, μά κι’ αυτή δέν μπόρεσε νά άνακαλύψη τά ϊχνη του. Πήγα καί στό εξοχικό ή χτένισα, έστριψα αυτά τά πα­ του σπίτι, μά δέν βρήκα τίποτα τό γωμένα μαλλιά, τά έδεσα, τά έ- * ύποπτο, ούτε ΐχνη γυναίκας κρυμμέ­ λυσα, τάκανα πλεξούδες σάν νάταν νης έκεϊ μέσα I χαίτη άλογου I Εκείνη αναστέναζε, ’Από τότε πέρασαν πενήντα δυό έσκυβε τό κεφάλι της καί φαινόταν χρόνια καί δέν έμαθα τίποτα σχε­ εύχαριστημένη. τικό μέ τόν φίλο μου. Μυστήριο βα­ *' Αξαφνα μοΰ εΐπε «ευχαριστώ» θύ άπλωσε ιό σκοτάδι του σ’ όλη άρπαξε τό χτένι άπ’ τό χέρι μου κΓ αυτή τήν ιστορία... έφυγε σάν άστραπή άπ’ τή μοισάνοιχτη πόρτα.

Τ

Γιά μερικά λεπτά έμεινα ζαλισμέ­

ΤΕΛΟΣ


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ (Συνέχεια από τό προ ηγούμενο) Καί, ξαφνικά, ή χαροκαμένη μάνα ύψωσε πρός τόν ούρανό τό βλέμμα της. Τα χαρακτηριστικά του προσώ­ που της είχαν άλλοιωθή από την υ­ πέρτατη ικεσία τής ψυχής της. — Θεέ μου, είπε, όπως μέ πλήγω­ σαν να πληγωθούν. Να εχη την κατάρα μου ή γυναίκα πού ήταν αφορ­ μή να πάρη ό χάρος τό παιδί μου. Να είναι καταραμένη σ’ δλη της τήν ζωή !... Ή τραγωδία πραγματικά αύτής τής μητέρας ήταν άπερίγραπτη. Ή μοίρα είχε θελήσει νά μείνη καί πάλι ολομόναχη στόν κόσμο. Στεκόταν λίγο πιό πέρα από τόν ανοιγμένο τάφο μαζί μέ μερικούς αστυνομικούς. 'Όλοι τους ήσαν δακρυσμένοι. Έντύπωσι μου έκανε τό δτι κανείς δεν είχε βρεθή νά δικαιολογήση αύτή τήν ξανθή νέα. 'Όλοι μου τήν κατηγορούσαν κι’ έκαναν γι’ αύτήν σκέψεις πού δεν τήν κολά­ κευαν. Μά ϊσως νά έχη δίκιο, σκέφτηκα. Γι’ αύτήν, ό Παπαδόπουλος ήταν μιά τυπική γνωριμία. Ή ϊδια, δταν τήν εΐδα στό Τμήμα Ασφαλείας τής Κη­ φισιάς, λίγο' μετά τό συνταρακτικό δράμα, μου είχε δηλώσει δτι δεν εί­ χε σχέσεις μαζί του. ?Ηταν γι’ αύτήν

μιά τυπική γνωριμία. Δεν ήξερε τίπο­ τα γιά τό παρελθόν του καί, κάτι — μά τήν αλήθεια— εκπληκτικό, μου είχε δηλώσει δτι δέν ήξερε δτι ό Παπαδόπουλος ύπηρετουσε ώς αστυ­ φύλακας. Θυμάμαι δτι αύτό μου τό είχε πή μ’ ένα ύφος περιφρονήσεως. θά έλεγε κανείς δτι τό θεω­ ρούσε υποτιμητικό γΓαύτήν να γνωριστήκαί νά συνδεθή μ’ έναν άστυφύλακα I Όμολογώ δτι αύτή ή σκέψις της μ’ είχε πειράξει. Δέν ξέρω άν είναι πολλοί έκείνοι πού περιβάλλουν, ό­ πως εγώ, μέ τόση βαθειά έκτίμησι καί άγάπη τό Σώμα τής Αστυνομίας. ’Ίσως γιατί δέν περνά ημέρα πού νά μήν είμαι μαζί τους, ϊσως γιατί ξέρω καλά πόσο επικίνδυνη καί μαρτυρική είναι ή ζωή τους, ϊσως γιατί έχω εκτιμήσει τις προσπάθειες πού κατα­ βάλλουν γιά νά έκτελοϋν τό καθήκον τους. Τούς αστυφύλακας τούς θεωρώ πραγματικούς ήρωας. Μοϋ δόθηκε, πολλές φορές ή ευκαιρία νά τούς παρακολουθήσω στις έρευνές τους καί στις προσπάθειες του. Καί αύτή ή περιφρόνησις, πού φανέρωναν τά λόγια τής ξανθής νέας, μέ πείραξε. — Γιατί, τήςς,παρατήρησα, άν ξέρα­ τε δτι ήταν άστυφύλακας δέν θά γνω­ ριζόσαστε μαζί του ; Ή νέα κατάλαβε τό λάθος της καί προσπάθησε νά μου δικαιολογηθή.

'Η όμορφη ξανθή νέα κρατείται ώς ύποπτη —Οι πρώτες μαρτυρικές καταθέσεις—Γιατί ή ξανθίι νέα είπε ψέματα ;—"Ενα μυστηριώδες τρί­ το πρόσωπο καλείται στήν άνάκρισι...


34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Μά τώρα εδώ, μπροστά στόν τά­ φο του άτυχου άστυφύλακα ακόυσα άπό συναδέλφους του να διαψεύδεται αυτή ή δήλωσίς της. "Ενας αστυφύλακας, πού ήταν και φοιτητής επίσης μαζί του στήν Πάντειο Σχολή, μου άνέφερε δτι ή ξανθή νέα γνώριζε πολύ καλά τόν Παπαδόπουλο. Γνώριζε τά πάντα γιά τήν ζωή του. "Εναν καιρό, ό Παπαδόπουλος φρουρούσε στήν οδό Λυ­ κούργου τό Ταμεϊον Πληρωμών. 'Η νέα πήγαινε μ’ ένα αυτοκινητάκι, πού ώδηγουσε ή ϊδια, καί τόν έπαιρ­ νε άπό έκει, δταν τελείωνε ή βάρδιά του. "Αλλες φορές τόν είχαν δή νά τήν συνοδεύη με τή στολή του. Τις σκέψεις μου αυτές διακόπτουν τά τελευταία λόγια τού ίερέως. Οί νεκροθάφτες περνούν τήν κάσα στά σκοινιά καί, καθώς τήν κατεβάζουν, άφήνει έναν ξερό κρότο. Έπειτα, άκούγεται ό κρότος τού χώματος πού πέφτει επάνω της. Είναι κάτι πού σέ κάνει ν’ άνατριχιάζης. Έπειτα, δλοι οί συγγενείς καί φίλοι του Παπαδόπουλου, σχηματίζοντας μικρούς ομί­ λους, συζητρύν γι’ αύτόν, ενώ κατευθύ;ονται πρός τήν έξοδο τού νεκρο­ ταφείου. Στήν άκρη τού προαυλίου συλλυπουνται τούς γονείς καί τούς στενούς συγγενείς τού άστυφύλακα. Έπειτα, ό καθένας παίρνει τό αυτο­ κίνητο τής συγκοινωνίας γιά νά γυρίση πάλι στήν δουλειά του.* Αυτά έχει ή παλιοζωή. Μιά κλαίς καί μιά γελάς. Μιά χάνεσαι καί μιά νομίζεις δτι είσαι ό πιό ευτυχισμένος άνθρωπος τού κόσμου. Ό εκλεκτός φωτορεπόρτερ κ.' θωμάς Ιωνάς περ­ πατάει σκεπτικός δίπλα μου. — Τί συμβαίνει ; άπορώ. Τί έπαθες; — Σκέπτομαι πόσο χαμένο πήγε αυτό τό παιδί. Σκέπτομαι επίσης τί σπουδαία φωτογραφία θά έβγαινε, άν ερχόταν... —Μά γιά ποια φωτογραφία μι­ λάς ;... —Φαντάσου, μού λέει, τώρα πού θά φύγη δλος ό κόσμος καί θά μείνη ολομόναχος ό Παπαδόπουλος, χωμέ­ νος μέσα στό χώμα, νάρθη ή ξανθή νέα πάνω άπό τόν τάφο του καί νά τόν στολίση μέ λουλούδια 1 Φαντά­ σου τί σπουδαία φωτογραφία θά τραβούσαμε.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ Η ΞΑΝΘΗ ΝΕΑ ΚΡ ΑΤΕΙΤΑ I Μά, κΓ άν εΐχε αυτή τήν διάθεσι ή μοιραία εκείνη νέα—πράγμα τελεί­ ως απίθανο —δέν θά μπορούσε δμως νά πάη στόν τάφο του καί νά ζητήση νά τήν συγχωρήση ή ψυχή του, νά τής άλαφρύνη τό βάρος τής συνειδήσεώς της, νά τής ήρεμήση τόν ύπνο της, πού πιθανόν νά είναι εφιαλτι­ κός. 'Η ξανθή νέα δέν είχε άφεθή ε­ λεύθερη. Βρισκόταν στό τμήμα Ασφα­ λείας τής Κηφισιάς σέ αύτηρή άπομόνωσι. "Επρεπε νά ξεκαθαρίση μιά καί κααυτή λή ή ύπόθεσις, πού δέν ήταν καί τόσο άπλή δπως αύτή θέλησε νά τήν παρουσιάση. Έδώ διάφοροι μάρτυ­ ρες, πού είχαν αρχίσει νά έξετάζωνται, άνέφεραν ένα σωρό πληροφορίες σχετικά μέ τό ερωτικό αυτό δράμα καί σιγά-σιγά σ’ ώρισμένα σημεία έφώτιζαν παράξενα τήν ζωή τόσο του Κώστα Παπαδοπούλου δσο καί τής όμορφης ξανθής νέας. Τήν άλλη μέρα κιόλας άπό τήν κηδεία τού Παπαδόπουλου, κατά τις έντεκα τό πρωί έλαβα ένα τηλεφώνη­ μα : «Έκφράσατε, μού είπαν, τήν ε­ πιθυμία νά .δήτε τόν θείο τού Κώστα. Θά σάς περιμένει στις πέντε τό από­ γευμα στό εργοστάσιό του, στήν οδόν Σόλωνος 9. Θά ζητήσετε τόν κ. Τσί­ πουρα.» —’Άϊντε μωρέ θωμά, τού είπα νά δούμε πού θά βρούμε σ’ αύτή τήν ύπόθεσι τήν άκρη 1 Είχα εμπιστοσύνη στήν όσφρησι αυτού τού φωτορεπόρτερ.Τόν είχα, μά τήν αλήθεια, θαυμάσει στά διάφορα ρεπορτάζ πού κάναμε μαζί. Εΐχε, ό­ πως λένε, τόν έρωτα τού επαγγέλμα­ τος. Δέν τόν ακόυσα ποτέ νά παραπονήται δτι κουράστηκε ή βαρέθηκε νά κάνη άναζητήσεις. Δέν τόν είδα ποτέ νά απογοητεύεται. "Ηξερε πώς μιόι ύπόθεσις μπορούσε νά βγή σέ μιά στιγμή, άλλά καί νά χρειασθή 24 ώρες ! Καί μιά πληροφορία πού θά διαλεύκανε ένα μυστήριο θά μπο­ ρούσε νά σοΰ δοθή άπό εκεί πού ποτέ δέν φανταζόσουν δτι θά τήν έβγαζες. , Καί είχαμε άπειρα τέτοια παρα­


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ δείγματα στήν καθημερινή ζωή μας καθώς ώργώναμε κυριολεκτικά τήν Αθήνα πρός δλα τα σημεία της. Πότε τρέχαμε για μια αυτοκτονία. Πότε συγκεντρώναμε πληροφορίες για ένα έγκλημα. "Αλλοτε ζητούσα­ με ένα ζευγάρι πού είχε άπαχθή κι5 άλλοτε φωτογραφίζαμε αξιοπερίεργα γεγονότα. θυμάμαι μια φορά πού αναζη­ τούσαμε μια κοπέλλα πού· τής εΐχεφάει τά δάχτυλα ένας μεγάλος πον­ τικός των ύπονόμων. Δεν ξέραμε ού­ τε τ’ όνομά της, ούτε τό σπίτι της. Ξέραμε μόνο πώς ήταν έκεϊ κάτω πρός την περιοχή τής Κοκκινιάς. Μά ρωτώντας, όπως λέει ή παροιμία, μπορεί κανείς νά πάη καί στην Πό­ λη. "Ετσι βρήκαμε τό στενάκι, όπου έμενε ή κοπέλλα, κι* άνακαλύψαμε τό μικρό πλιθόκτιστο σπιτάκι της. Μι­ λήσαμε μαζί της, ακούσαμε τό δρά­ μα τής ζωής της καί μάθαμε καί γιά τόν ποντικό. Ή κοπέλλα εργαζόταν σ’ ένα μαγαζί, όπου καθαρίζουν μπουκάλια. Έκεΐ πού ήταν άπησχολημένη μέ τή δουλειά της, είδε ξα­ φνικά στή μέση του μαγαζιού νά βγαίνη άπό τή σκάρα, όπου χύνον­ ταν τά νερά, ένας τεράστιος ποντι­ κός. ^Ηταν ζαλισμένος καί στάθηκε γιά νά συνέλθη.' Ή κοπέλλα δεν τόν φο­ βήθηκε. Τού μίλησε, μά εκείνος δεν έφυγε. Τότε τής ήρθε ή ιδέα νά τόν πιάση, νά τόν πάη στο σπίτι της καί νά τόν ήμερεψη γιά νά τόν έχη συν­ τροφιά ! Τόν έπιασε. Ό ποντικός θέλησε τότε να ξεφύγη καί τής ξέ­ σχισε μέ τά δόντια του τά δάχτυλα. Μά άς ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας. Μ’ αυτές τις σκέψεις, τραβήξα­ με γιά νά συναντήσουμε τόν κ. Τσί­ πουρα, τόν θειο του Παπαδόπουλου. Τό εργοστάσιο υποδηματοποιίας του κ. Τσίπουρα ήταν στο βάθος τής αυ­ λής τού αριθμού 9 τής οδού Σόλωνος. Μιά σαραβαλιασμένη ξύλινη σκά>α, εξαιρετικά επικίνδυνη, ώδηγοΰσε ώς έκεΐ πέρα. Ανεβήκαμε καί μπήκα­ με στό εργοστάσιο. Πρώτη έντύπωσις: *Ένα σωρό πάγκοι τσαγκαράδων δεξιά κΓ αριστερά, καλαπόδια, ράσπες, σουβλιά, φαλτσέτες καί ρα­ πτομηχανές. Μά τό μαγαζί δέν δού­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

λευε. Κανείς δέν είχε κέφι νά φτιάξη παπούτσια εκείνο τό απόγευμα. Κά­ θονταν καί συζητούσαν/ Καί, κοντά σ’ αυτούς ύπήρχαν διάφοροι συγγε­ νείς τού αστυφύλακα, πού έλεγαν τή γνώμη τους γιά τό δράμα. Σέ μιά γω­ νιά τού μαγαζιού, καθόταν ένας ηλι­ κιωμένος κύριος, Δίπλα του καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι ένας άνθυπομοίραρχος τού τμήματος Ασφαλείας τής Κηφισιάς κι’ έγραφε. Καταλάβαμε ό­ τι ό αξιωματικός αυτός τής χωροφυ­ λακής έπαιρνε τήν μαρτυρική κατάθεσι τού κ. Τσίπουρα. ΚΤ αυτή ή κατάθεσις, πράγματι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ιδού δέ τί είχε περίπου καταθέσει στήν άνάκρισι ό θειος τού άστυφύλακα Κώ­ στα Παπαδοπούλου : 'Όπως μάς άνέφερε ό ίδιος πα­ ρουσία τού άνθυπομοιράρχυυ, ό κ. Τσιπούρας εΐχε τυφλή εμπιστοσύνη στον ανεψιό του. ’Από τόν καιρό πού ήρθε γιά πρώτη φορά στήν Αθήνα κι* όταν κατόπι γράφτηκε στήν Πάντειο σχολή, ό Παπαδοπούλας είχε κατακτήσει τήν καρδιά τομ. Ή ευγέ­ νεια των τρόπων του, ή καλωσύνη του, ή προθυμία του καί πρό πάντων ή τίμια συμπεριφορά του δέν άργησε νά σκλαβώση τόν κ. Τσίπουρα, πού μιά μέρα, πού ένοιωθε τόν εαυτό του πολύ κουρασμένο, φώναξε, τόν ανεψιό του καί τού δήλωσε : —Μέ μεγάλη μου χαρά βλέπω ότι έγινες πιά ένας Ικανός καί δραστή­ ριος άνθρωπος. Γι’ αυτό άπεφάσισα νά σ’ άφήσω νά διευθύνης εσύ τό εργοστάσιο. Ξέρω ότι θά τά καταφέρης καλά. 'Όσο γιά μένα, πρέπει νά κλειστώ σ’ ένα νοσοκομείο γιά νά κυττάξω τήν κλονισμένη υγεία μου. ΚΓ αλήθεια όπως μάς άνέφερε ό κ. Τσιπούρας, ό Παπαδόπουλος ήταν τό καμάρι τού εργοστασίου. Στή δου­ λειά του ήταν τόσο φοβερά άφοσιωμένος ώστε κανείς δέν υποπτευόταν τό φοβερό δράμα πού υπήρχε μέσα στήν ζωή του. ΚΓ αυτό τό δράμα ήταν απερί­ γραπτο. Ό Κώστας Παπαδόπουλος βασανιζόταν άπό τόν φλογερό έρωτα πού τού είχε έμπνεύσει ή όμορφη ξανθή νέα. Αυτή ή κοπέλλα δέν ήταν όπως θά


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νόαιζεκανείςμιά εντυπωσιακή ομορφιά. Θά έλεγε κανείς, έτσι όπως ήταν λε­ πτή, μικροκαμωμένη καί πολύ χαϊδε­ μένη από τούς γονείς της, δτι ήταν μια κοπέλλα δίχως σημασία. Ερχό­ ταν δμως νά δικαιολογήση κι* αυτή τις παρατηρήσεις των άστυνομικών δτι τά πιό φοβερά δράματα καί τις άγριες κΤ άνατριχιαστικές ύποθέσεις δημιουργούν κάτι λεπτές κσί μικρό­ σωμες γυναίκες, νευροπαθείς, υστερι­ κές, ευφάνταστες. Ή ξανθή νέα δεν είχε ϊσως αυτά τά ελαττώματα. ■^Ηταν όμως κι* αυτή μιά άπό ε­ κείνες τις λεπτές νέες κι’ είχε δημι­ ουργήσει ένα δράμα. Ωστόσο, δέν ξέρω πώς, καθώς τήν κύτταζα, ή σκέψις μου πήγε μερικά χρόνια πίσω. ΤΗταν τότε πού θά είχε γνωρισθή μέ τον Παπαδόπουλο. Πόσο χρόνων ή­ ταν τότε αυτή ή άσήμαντη νέα ; Μά θά ήταν ακόμα μωρό I Άπό εκείνα τά δεσποινίδια πού κυκλοφορούν στα «χορευτικά τσάγια» καί πού ϊσως νά έχουν καί τό διάβολο μέσα τους. Τήν εΐδε ό δύστυχος ό Παπαδόπουλος καί τού φάνηκε σάν ένας ξανθός άγ­ γελος, πού έλεγες δτι τού έλειπαν μόνο τά φτερά. 7Ηταν, όπως σάς άναφέραμε, πολύ βασανισμένος στή ζωή τού. Περισσότερα ήταν ' τά δακρυσμένα βλέμματα πού άντίκρυζε, κοντά στή μητέρα του, παρά τά γέ­ λια τής χαράς. ’Έτσι ό δύστυχος εί­ χε μέσα στήν ψηχή του τήν επιθυ­ μία ν’ άφοσιωθή σ’ έναν άνθρωπο. Νά γίνη σκλάβος του. Νά τόν συγκινήση καί νά ζητήση κοντά του λίγη τρυφερότητα καί λίγη στοργή. *Έτσι, άλλωστε, είναι κι* οί περισσότεροι άντρες. Όνειροπαρμένοι I Γι’ αυτό γίνονται καί δυστυχισμένοι. Στό πρόσωπο τής ξανθής νέας, ό Παπαδόπουλος νόμισε δτι βρήκε τόν μεγάλο έρωτα τής ζωής του. Καί

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ τής άφωσιώθηκε μ’ δλη τήν δύναμι τής ψυχής του. Ή νέα ώστόσο ούτε τόν πρόσεξε. Άπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ τήν λιβάνιζαν όλοι μέ τροφερότητες καί χάδια : Οί γονείς της, οί συγγενείς της, οί φίλες της, ό κό­ σμος της ολόκληρος. Ό Παπαδόπου­ λος μέ αυτό τόν πλατωνικό, τόν Δον­ κιχωτικό έρωτά του δέν τής προσέ­ θετε τίποτα στή ζωή της. Αυτή ϊσως 'θά ήθελε έναν δυναμικό άντρα. *Έναν τύπο πού νά μπορή νά τής έπιβληθή. Ό Παπαδόπουλος δέν ήταν άπό αυτούς τούς ανθρώπους. Ζοΰσε στά σύννεφα. Για ψαντασθήτε τήν τρα­ γωδία του νά κάθεται έξω άπό τό σπίτι της καί νά περιμένη ώρες ό λόκληρες μήπως τήν δή νά βγαίνη από τήν πόρτα της! Τόν είχε βαρέσει κατακούτελα όέρωτας. ΚΓ άπό ένας γερός καί δυ­ νατός άντρας, πού είχε καταφέρει νά κερδίση τίμια τήν ζωή του, εΐχε μεταβληθή σ’ ένα άνδρείκελο. Μιά μαριονέττα πόύ τήν έκανε δτι ήθελε αύτή ή άσήμαντη ξανθή νέα. ΜΕΡΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ Πριν συνεχίσουμε δμως τήν άφήγησί μας, θά πρέπη ν’ αναφέρουμε μερικά έρωτηματικά πού άπό τήν πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν στήν άνάκρισι, καθώς οί άστυνομικοί ε­ ρευνούσαν τό δράμα τής Κηφισιάς. Καί αύτά ήσαν τά άκόλουθα : Είχε ή δέν είχε σχέσεις ό Κώστας Παπαδόπουλος μέ τήν όμορφη ξανθή νέα ; Υπήρχε δεσμός σοβαρός ώστε, σέ περίπτωσι πού ή νέα άδιαφορούσε, νά δημιουργούσε στόν Παπαδό­ πουλο τό φοβερό πάθος τής ζήλειας ; Υπήρχε άλλο πρόσωπο πού κινούσε περισσότερο τό έγδιαφέρον τής νέας, γεγονός πού πείραζε τόν Παπαδό­ πουλο καί τόν έκανε νά ύποφέρη ; Κι* άν αυτό τό πρόσωπο ύπήρχε, γιατί ή νέα πήγαινε μ’ έναν άστυφύλακα ; Τί ζητούσε άπό αύτόν όφού πολλές φορές, όπως τουλάχιστον μάς είχε άναφέρει ή ϊδια, δέν ήθελε όχι μόνο νά τόν βλέπη καί νά πηγαίνη μαζί του, άλλά ούτε ν’ άκούη τ’ όνο­ μά του ;


ΒΡΑΪΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ τΗταν πλούσια. Γιατί τότε έπήγαινε μ’ έναν άνθρωπο πού δεν την συγκινουσε ; Μήπως αυτόν τον άτυχο τον χρησιμοποιούσε ως θϋμα της; Μήπως τον χρησιμοποιούσε για να κάνη τον άλλον, τον πραγματικό φίλο της, στον οποίο συγκεντρωνόταν όλο τό ενδια­ φέρον τής ψυχής της, να ύποφέρη; Μήτιως ήθελε να τον κάνη να πάρη, μια ώρα άρχήτερα, μια σοβαρή άπόψασι τήν οποία εκείνος δίσταζε να τιάρη; Μήπως αυτός ήταν ό ρόλος τόν όποιο είχε εξαναγκάσει τόν Κώ­ στα να παίξη στή ζωή της ; Ποιος ή­ ταν αυτός ό τρίτος; Ποια ήταν ή πε­ ριουσιακή κατάστασίς του; Τί δε­ σμούς είχε στή ζωή του καί τί υπο­ χρεώσεις ; Έταν ελεύθερος ; Μπορού­ σε νά διάθεση όπως ήθελε τόν εαυτό του ή ένας δεσμός τόν εμπόδιζε νά Ικανοποιήση τήν επιθυμία τής όμορ­ φης νέας καί νά τήν κάνη γυναίκα του ; Τό ήξερε αυτό ό Κώστας Παπαδόπουλος; Μέχρι ποιου σημείου ή ξανθή νέα ήταν ειλικρινής μαζί του , Τί ήξερε αυτός από τή ζωή της κι από τό παρελθόν της, αν—εννοεί­ ται—είχε παρελθόν ; Πώς κατώρθωνε ;ά κρατάη πάντα στα νύχια της τήν καρδιά τοϋ Κώστα καί νά τήν ματώνη ; Ό Κώστας δεν ήταν ανίδεος από τήν ζωή. Πώς είχε λοιπόν σαγηνευθή, πώς είχε τυφλωθή τόσο ώστε νά θεωρή τήν ξανθή αυτή νέα ώς τή μονα­ δική γυναίκα πού ύπήρχε γι’ αυτόν στον κόσμο ; Έπειτα, γιατί ποτέ δεν θέλησε νά άπομακρυνθή από τήν ε­ πιρροή της; Γιατί εξακολουθούσε· νά τήν άκολουθή σάν πρόβατο πού οδη­ γείται στή σφαγή ; Τί τόν κρατούσε τόσο δεμένο, σάν πραγματικό σκλά­ βο κοντά της ; Πώς αυτή του μεγά­ λωνε τό φοβερό πάθος του χωρίς ελ­ πίδα έρωτά του; Γιά ποιο λόγο βα­ σάνιζε τόσο σκ? ηρά έναν άνθρωπο, άν πραγματικά τόν βασάνιζε ; Είχε έπηρεασθή καθόλου από αυ­ τή τήν απερίγραπτη άφοσίωσί του; 9Από φιλαρέσκεια πήγαινε μαζί του ; Μήπως τής ικανοποιούσε καί τις πιο παράλογες επιθυμίες της; ΚΓ άν αυ­ τό ήταν σωστό, γιατί τό έκανε ; Τί είχε νά κερδίσει ; Τί ήλπ'ζε ; Πώς δυο άνθρωποι πού είναι τελείως ξένοι ψυ­ χικά πηγαίνουν μαζί; Τί τούς ένωνε;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

Πώς μιά νέα δέχεται ν’ άκολουθήση έναν αδιάφορο γιά αυτήν νέο καί νά πάη μαζί του ώρες· ολόκληρες μ’ ένα αυτοκίνητο προς τό άγνωστο ; Πώς ό Παπαδόπουλος, λίγες ώρες πριν ακό­ μα βρεθή νεκρός, κανόνιζε νά φύγη μαζί με τόν σωφέρ γιά τήν Πάτρα ; ΤΗταν τόσο ευφάνταστος ώστε νά προεξοφλή τήν απάντησή τής ξανθής νέας όπως αυτός επιθυμούσε; Γιατί, άν ήθελε ν’ αύτοκτονήση κΓ είχε πιά πάρει τήν άπόφασί του, δεν τήν γύ­ ριζε στήν Αθήνα, στο σπίτι της κΓ ύστερα νά πάη κάπου, νά γράψη ένα γράμμα καί νά σκοτωθή ; Γιατί είχε μαζί του τό πιστόλι του, ένα μεγάλο αστυνομικό πιστόλι μέ μύλο, άφού φορούσε πολιτικά ; Φ ο β ό τ α ν τί­ ποτα; Έπειτα πού βρήκε τό θάρρος ή ξανθή νέα νά παλέψη μαζί του, ενώ αυτός είχε βγάλει τό περίστροφο καί τό κρατούσε στο δεξιό χέρι του ; Πώς ήξερε ν’ άμυνθή καί νά θελήση νά τού τό άποσπάση ; Οί γυναίκες φο­ βούνται αυτά τά «σιδεράκια τού Δια­ βόλου». Πώςχ εκείνη δέν πάγωσε μό­ λις άντίκρυσε τό περίστροφο ; Έπει­ τα, γιατί έτρεξε, όπως κατετέθη, σ’ άναζήτησι τού οδηγού τού αυτοκινή­ του, μέ τόν όποιο καί γύρισαν έπειτα από ώρα στον τόπο τού δράματος, καί δέν ζήτησε τήν βοήθεια τού πρώ­ του άστυφύλακος ή τού πρώτου δια­ βάτη πού συνάντησε μπροστά της ; Τί γινόταν εκείνη τήν στιγμή μέσα στήν ψυχή της ; Οί κινήσεις της ήταν μη­ χανικές ή είχε τήν ψυχραιμία νά τις ύπολογίση; Πώς εμπιστευόταν σ’ έ­ ναν άγνωστο σωφέρ; ΑΠΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ” ΚΓ ύστερα ερχόμαστε σ’ άλλη ε­ πίσης ενδιαφέρουσα σειρά ερωτημα­ τικών. Ό πραγματικός πατέρας τού Παπαδοπούλου βλέπει καί διαβάζη τό πόρισμα τής ανακρίσεως, τή γνωμάτευσι τής Διευθύνσεως Εγκληματο­ λογιών Αναζητήσεων καί τήν Έκ~ θεσι τού ίατροδικαστοΰ, πληροφορεί­ ται οτι ή νέα κρίνεται αθώα καί άφήνεται έλευθέρα κι’ ώστόσο εκείνος


38

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

δεν διστάζει νά της ύποβάλη μήνυσι καί νά την κατηγορήση ώς δολοφόνο. Πώς έβγαλε αυτό τό συμπέρασμα; Είχε λόγους νά κάνη μιά τόσο σο­ βαρή καταγγελία καί ποιους; Του άρκουσε μόνον νά Ικανοποίη­ ση τό πάθος τής έκδικήσεως γιά τόν άδικο χαμό του παιδιού ή είχε άλλα σοβαρότερα στοιχεία καί ποιά; Τί κατήγγειλε μέ τόν συνήγορό του στήν Εισαγγελία ; Πώς αμύνθηκε ξανθή νέα σ’ αύτή τήν νέα φουρτούνα πού τήν βρήκε; Τί δικαιολογίες παρέτα^ε; ?Ηταν υπεύθυνη γιά 6,τι έγινε ; Καί ·> ιατί ; Ποιός μπορούσε νά τήν κατηγορή­ ση πώς δέν δέχτηκε τόν έρωτα τοϋ Κώστα Πσπαδόπουλου; Καί τέλος ποιά είναι ή έντύ^ωσις τοϋ κόσμου ; Τί γνώμη έχει σχημάτισα γιά τό συν­ ταρακτικό δράμα τής Κηφισιάς; Τό θεωρεί ένα έγκλημα ή μιά μυστηριώ­ δη αυτοκτονία τής όποιας δέν έχουν φωτιστεί δλες οί λεπτομέρειες ; Σ’ αυτά τά ερωτηματικά θά προσ­ παθήσουμε νά δώσουμε μιά άπάντησι. *Η αλήθεια είναι δτι πολλοί άν­ θρωποι μάς έπισκέφθησαν στό γρα­ φείο μας. Έντύπωσι μάς έκανε τό γεγονός δτι μερικοί θέλησαν νά δια­ τηρήσουν τό αύστηρό ίνκόγνιτό τους. Μάς άνέφεραν ένα πλήθος περιστα­ τικά καί λεπτομέρειες, τα όποια δέν θελήσαμε νά πιστέψουμε, γιατί κα­ νείς τους δέν μάς έκανε συγκεκρι­ μένη καταγγελία. ’Έτσι θά προχωρή­ σουμε χρονολογικά στήν άφήγησι των περιστατικών πού προέκυψαν α­ πό τήν άνάκρισι κι’ από δσες πληρο­ φορίες μάς δόθηκαν από πρόσωπα, πού έφερναν μέ τ’ όνομά τους τις εύθύνες εκείνων πού μάς κατήγγειλαν. Δέν ξεχνούμε δτι, σ’ δλες τις υπο­ θέσεις πού κάνουν θόρυβο, παρου­ σιάζονται πάντα οί «καλώς πληροφορημένοι» πού, είτε γιά λόγους συμ­ φέροντος είτε γιά νά ικανοποιήσουν μιά νοσηρή περιέργειά τους, χώνουν τή μύτη τους παντού καί πολλές φο­ ρές δυσκολεύουν μιαν ύπόθεσι πα­ ρά τήν υποβοηθούν. Γι’ αύτό θά προχωρήσουμε δσο μπορούμε πιο προσεκτικά, σ’ αύτό τό σκοτεινό μυστήριο, πρόθυμοι πάντα νά δεχτούμε κάθε υπεύθυνη πληροφο­

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ρία ή νά διορθώσουμε κάτι πού δέν εΐναι σωστό. Είμαστε άπλοι έρευνηταί καί δέν παίρνουμε τό μέρος οϋτε τών συγγε­ νών του Παπαδόπουλου ούτε τής ξανθής νέας, πού άπησχόλησε τόν Ελληνικό καί ξένο τύπο καί πού ή φωτογραφία της, μέ τήν έγκρισι τών αρχών, δημοσιεύθηκε τήν επομένη τού δράματος, μέ τόν σκοπό μήπως κά­ ποιος βρεθή νά δώση καμμιά χρήσι­ μη πληροφορία στά όργανα τοϋ νό­ μου πούδιεξάγουν μέ πραγματικά αξι­ οθαύμαστο τρόπο τήν άνάκρισι. ΟΜΙΑΕΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Μά άς δούμε τί ακριβώς μάς είχε άναφέρει ό κ. Τσιπούρας. Είναι άλήθεια δτι ό άνθρωπος αυτός ύπέφερε φοβερά πού ό Κώστας Παπαδόπουλος είχε αύτοκτονήσει. "Οπου κΓ αν γύριζε τό βλέμμα του, όποιο πρό­ σωπο κι’ άν άντίκρυζε, θυμόταν τόν αγαπημένο του ανεψιό πού τόν θεω­ ρούσε υπόδειγμα καλρΰ καί φρόνι­ μου νέου. ΓΓ αύτό καί, όπως άνέφερα, είχε ζητήσει νά μοΰ μιλήση καί νά μοϋ άνοιξη τήν καρδιά του. Μά, από τις πρώτες στιγμές τής συνομιλίας, ό κ. Τσιπούρας μοϋ άπεκάλυψε μιά νέα πτυχή αυτής τής ύποθέσεως. Μοΰ άνέφερε ότι δυό — τρεις μέρες πριν αύτοκτονήση, ό Κώ­ στας είχε κάνει διάφορες εισπράξεις καί είχε συγκεντρώσει ένα ποσό 3 1 ]2 περίπου εκατομμυρίων δραχμών. Τρεις μέρες όμως αργότερα, όταν αύτοκτόνησε, οί χωροφύλακες πού συγκέντρωσαν τά πράγματα, πού βρέθηκαν επάνω του, καί τά παρέ.δωσαν στον άξιωματικό πού έκανε τις ανακρίσεις δέν βρήκαν παρά μό­ νο 600.000 περίπου δραχμές. Επί­ σης, μέσα στό πορτοφόλι του ύπήρχαν μερικές φωτογραφίες του γιά πιστοποιητικά, ή φωτογραφία ενός φίλου καί καμμιά, μά απολύτως καμμιά, φωτογραφία τής ξανθής εκείνης νέας ! Αργότερα, μέσα σ’ ένα συρτάρι τοϋ γραφείου του, ό πατέρας του


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ βρήκε μια φωτογραφία τής ξανθής νέας... μέ πιστόλι ! Άλλα γιατί ό Παπαδόπουλος δεν την κρατοϋσε επάνω του ; Γιατί προ­ τιμούσε νά την κρατάη κλειδωμένη στο συρτάρι του καί δχι νά την έχη δ|αρκως μαζί του καί νά την βλέπη αφού την αγαπούσε, όπως άπεδείχθη, μέ τόσο φλογερό πάθος ; Μά γι’ αυτά θά μιλήσουμε όταν θά έρθη ή κατάλληλη στιγμή στή σειρά τής άφηγήσεώς μας. Τώρα τό ενδιαφέρον μας τό συγκέντρωνε ό θείος του ό κ. Τσιπούρας. — "Οτι καί να σάς πώ γιά τόν Κώστα, είπε πάλι δέν μπορώ νά σάς περιγράφω τί χρυσό παιδί έχασα. Σ’ αυτόν στήριζα όλες τις ελπίδες μου. Δέν σάς τό κρύβω πώς πολλές φορές είχα σκεφτή ότι είχα γεράσει πιά κι’ ότι ήταν καιρός νά ξεκουρασθώ. Τό μαγαζί αυτό τό έχω μ’ έναν συ­ νεταίρο. Σκεπτόμουν να του τό πα­ ραχωρήσω καί ν’ άποτραβηχθώ πιά γιά νά ξεκουρασθώ. "Υστερα μάλι­ στα από μια άρρώστεια μου που μ’ ανάγκασε νά μείνω άρκετόν καιρό στό νοσοκομείο, ή σκέψις μου αυτή άρχισε νά μ’ άπασχολή σοβαρά. Τό εργοστάσιο αυτό έχει μεγάλη σκο­ τούρα. Κάνουμε όλα σχεδόν τα πα­ πούτσια, πού θαυμάζετε στά διάφομαγαζιά πολυτελείας. ’Έχουμε κίνησι πολλή, καί, φυσικά, μεγάλες ευθύ­ νες, Γι’ αυτό μέ ιδιαίτερη χαρά είδα τόν Κώστα νά παίρνη, τόν καιρό πού αρρώστησα, την θέσι μου. Μά, όταν εκείνος ακούσε πώς ήθελα νά που­ λήσω τό μαγαζί, ανησύχησε καί μου δήλωσε : «’Όχι, μπάρμπα, αυτή ή σκέψις σου δέν είναι σωστή, θα κά­ νης υπομονή λίγο· καιρό. ’Έχω χίλιες καλές Ιδέες στό μυαλό μου. θά τ’ άναλάβω εγώ, θά τό μεγαλώσουμε ακόμα πιό πολύ καί εσύ θά κάθεσαι μόνο καί θά μαζεύης λεφτά. "Επει­ τα, θέλω κι’ εγώ νά έχω μιά καλή δουλειά στά χέρια μου. ’Έχω τό λό­ γο μου πού μέ βλέπεις νά επιμένω.» Κάτι ήξερα γι’ αυτό τόν «λόγο» του, μά δέν φανταζόμουν πού είχαν φτά­ σει τά πράγματα κι’ ούτε μπορούσα νά φανταστώ ότι θά τόν ώδηγουσαν στήν αυτοκτονία I Πριν από άρκετό καιρό, μου είχε αναφέρει έναν αι­ σθηματικό δεσμό του μέ μιά πλού­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39

σια ξανθή νέα. Άπό χαρακτήρος ό­ μως, αυτό τό παιδί δέν ήταν διαχυ­ τικό. Δέν άνοιγε σέ κανέναν την καρδιά του, ούτε φανέρωνε ποτέ τις σκέψεις του. "Ολα σου τά έλεγε μ’ ενα χαμόγελο μεταξύ σοβαρού κι’ άστείου κι’ έτσι · δέν σ’ άφηνε νά σχηματίσής μιά γνώμη ή δέν σου δημιοργουσε μιά έντύπωσι. ’Έτσι καί γι’ αυτή τή ξανθή νέα μου είχε πή, μεταξύ σοβαρού κι’ άστείου, ένα σω­ ρό πράγματα πού δέν τήν κολάκευ­ αν, μά κανείς μας δέν ήξερε αν ήταν αλήθεια. "Ισως νά ήθελε νά μάς τήν παρουσιάσει μέ τό πνεύμα τής επο­ χής. "Οτι ήταν μία νέα πού είτε γιατί εΐχε πολλά λεφτά, εϊτε γιατί ήταν άπό καλό σπίτι, είτε γιατί είχε τήν απόλυτη άνεξαρτησία της μιλούσε ε­ λεύθερα τολμηρά μέ ειρωνεία καί ώρισμένες παραδόσεις πού ήταν βαθειά ριζωμένες στήν ψυχή μας, όπως καί σ’ όλα τά παιδιά του λαού αυ­ τής δέν τής είχαν κάνει έντύπωσι. Άλλοτε πάλι μου τήν παρουσίαζε σάν μιά νέα πού τής αρέσουν οί τολ­ μηροί καί τυχοδιωκτικοί τύποι. Έγώ δέν τήν ε!χα& γνωρίσει κι’ έτσι δέν μπορούσα νά εκφέρω τήν προσωπική μου γνώμη. Μά άπ’ όσα μου έλεγε ό Κώστας άνησύχησα. «Μωρέ άνεψιέ, του είπα αυτή ή νέα δέν σου ταιριά­ ζει. Τί θέλεις καί μπλέκεις μαζί της. Κύτταξε τήν δουλειά σου καί τά βι­ βλία σου.» Ό Κώστας όμως κάθε φορά πού ανοίγαμε συζήτησι μου α­ παντούσε ότι κατά βάθος αυτή ή κοπέλλα ήταν καλή κι* ότι «όταν θά τήν έπαιρνε θά τήν έκανε αρνάκι». Είχε όπως βλέπετε τόν Ν εγωισμό νά θεωρή τήν γυναίκα πού αγαπούσε α­ νώτερο πλάσμα πού ότι κΓ αν έκανε ήταν καλό κι’ αξιοθαύμαστο. Τόσο τόν είχε τυφλώσει ό έρωτάς του. "Ετσι είχαν τά πράγματα όταν ε­ γώ αναγκάστηκα νά κλειστώ στό Πο­ λιτικό Νοσοκομείο. Τότε πιά ό Κώ­ στας ανέλαβε όλο τό μαγαζί. Ό άνεψιός μου μετά τήν έκτέλεσι τής υ­ πηρεσίας του στήν Αστυνομία έρχόταν εδώ πέρα. Μά θά πιστέψετε; Ποτέ δέν είχε προδοθή καί κανείς μας δέν είχε καταλάβει τό μαρτύριο πού βασάνιζε τήν καρδιά του. Καί φαίνεται ότι αυτό τό μαρτύριο ήταν α­ περίγραπτο γιά νά τόν όδηγήση οτήν


40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

αυτοκτονία. Τώρα μετά τον θάνατό του ζητή­ σαμε νά ίδούμε και νά ξεκαθαρίσου­ με όλους τούς λογαριασμούς του για­ τί με την άδειά μου είχε κάνει διά­ φορες εισπράξεις. Πράγματι, όπως θυμάμαι μια μέ­ ρα ήρθε νά μ5 έπισκεφθή στο νοσο­ κομείο καί μου δήλωσε : «θείε τελεί­ ωσαν πιά τά ψέματα. Ελπίζω μέ τη βοήθεια του θεού ότι θά ησυχάσω πιά. Άπεφάσισα νά παντρευτώ την γυναίκα πού λατρεύω, θά χρειαστώ, όπως καταλαβαίνεις, ώρισμένα χρή­ ματα. θά κάνω μερικές εισπράξεις θά πληρώσω τό προσωπικό καί τά υ­ πόλοιπα θά τά χρησιμοποιήσω γιά νά κάνω την προετοιμασία του . γάμου, μου. θά πάρω άκόμα ένα ζευγάρι παπούτσια...» Έδώ τον διέκοψα : «Μωρέ ανεψιέ, του είπα, εμείς δίνου­ με παπούτσια σ’ όλα τά μεγάλα μα­ γαζιά. Δέν παίρνεις δυό-τρία ζευγά­ ρια άπό έδώ καί νά κάνης τή δου­ λειά σου ;» Ό Κώστας όμως μου πα­ ρατήρησε : «Μά τά θέλω γιά γαμ­ πριάτικα κι’ έχω την ιδιοτροπία, καί συγχώρησέ με γά αυτό, νά ' τ’ άγοράσω γιά νά μου φέρουν γούρι». Κα­ λό γούρι μά την αλήθεια τού έφε­ ραν. Έγώ τον άφησα νά κάνη ότι ή­ θελε. Έκαμε εισπράξεις, πλήρωσε ό­ λους τούς εργάτες καί τούς κάλφες τού μαγαζιού κι5 έπειτα δήλωσε ότι θά έπαιρνε τήν μνηστή του καί θά πήγαινε νά δη τήν μητέρα του στήν Πάτρα. Μά όπως έμαθα δέν πήγε. Ανέβαλε τό ταξίδι του καί μάλιστα ντρεπόταν γι’ αυτό. Έτσι, τήν παρα­ μονή τού θανάτου του, πέρασε ένα λεπτό άπό τό μαγαζί κι5 έφυγε χω­ ρίς νά δώση καμμιάν έξήγησι, γιατί είχε άναβάλει τή μετάβασί του στήν Πάτρα. Φαινόταν, όπως μου είπαν άργότερα υπάλληλοι τού εργοστασίου μας πού τον συνάντησαν, πολύ στε­ νοχωρημένος. Δέν εΐπε τίποτα σέ κανέναν κι’ έφυγε. Έγώ δέν τον είχα δη καί νόμιζα ότι βρισκόταν στήν Πάτρα. Τήν άλλη μέρα τό άπόγευμα βρισκόμουν κατά σύμπτωσι στο μα­ γαζί. 'Η ώρα ήταν πέντε περίπου καί έτοιμαζόμουν νά φύγω, όταν ξαφνί€κά άνοιξε τήν πόρτα καί μπήκε μέσα ενας κύριος. Μοΰ ήταν τελείως άΥνωστος.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ —Ποιος είναι ό κ. Τσιπούρας, ρώ­ τησε ; Οί υπάλληλοι μοΰ είπαν αμέσως οτι κάποιος μέ ζητούσε καί σηκώθη­ κα άπό τό γραφείο μου γιά νά δώ ποιος είναι. —Εσείς εΐσθε ό κ. Τσιπούρας ; Μέ ρώτησε μέ ύφος κάπως στενοχω­ ρημένο. — Μάλιστα, τού άπάντησα. Τί μέ. θέλετε ; — Κάτι συμβαίνει, μο0> είπε και ήρθα νά σάς πληροφορήσω... —Δηλαδή ; Απόρησα. Τί συμβαί­ νει ; Τί έχετε νά μοΰ αναφέρετε ; —Ό άγνωστος κύριος μού έδήλωσε ότι ήταν ύπαστυνόμος τού Α' Τμήματος. — θέλετε μήπως νά μάθετε τά νέα ; Εϊσαστε φίλος του ; Τον διέ­ κοψα. Ναι, πράγματι, ό Κώστας βιά­ στηκε λιγάκι, μά αυτός είναι άλ­ λωστε κι’ ό προορισμός τού ανθρώ­ που. Κανείς δέν μπορεί νά τ’ άποφυγη. Μιά μέρα θά παντρεφτή... — Μέ συγχωρήτε, μού είπε στενο­ χωρημένος εκείνος, έρχομαι νά σάς πω πώς τού συνέβη κάποιο δυστύχημα. Τινάχθηκα από τή θέσι μου. — Πώς είπατε ; Δυστύχημα ; Συνεκρούσθη τ’ αύτοκίνητό τους μέ κα­ νένα άλλο αυτοκίνητο στόν δρόμο των Πατρών ; Πώς είναι ό Κώστας κτύπησε βαρειά ; — Κύριε Τσίπουρα, μού είπε ό υπαστυνόμος ό Κώστας δέν έπεσε θύ­ μα αύτοκινητιστικοΰ δυστυχήματος στο δρόμο τών Πατρών. Σκοτώθηκε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο στήν Κηφι­ σιά. Αύτοκτόνησε μέ τό πιστόλι του... ’Έννοιωσα πώς θόλωσαν άπό τή στεναχώρια τά μάτια μου καί τό αί­ μα πάγωσε στις φλέβες μου., Κρατή­ θηκα άπό τό γραφείο μου γιατί μού ερχόταν ζαλάδα. —Εϊσαστε βέβαιος ; τόν ρώτησα Μήπως συμβαίνει κανένα λάθος ; 'Η πληροφορία είναι επίσημη ; Είναι ε­ ξακριβωμένη... —Δυστυχώς, είναι αλήθεια, είπε στενοχωρημένος ό ύπαστυνόμος. "Ο­ λοι λυπηθήκαμε γιά τόν τόσο άδικο χαμό του. —Κι’ οί λόγοι ; Ρώτησα έτσι γιά νά πώ κάτι, γιατί μά τήν αλήθεια ά-


ΒΡΑΪΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ <όμα δεν τό χωρούσε τό μυαλό μου. Μάθατε τούς λόγους για τούς οποί­ ους αύτοκτόνησε ; —Σκοτώθηκε γιατί δεν δεχόταν νά γίνη γυναίκα του μια ξανθή 'νέα πού ήταν μαζί του στ’ αυτοκίνητο καί πού τήν αγαπούσε τρελλά. —Μά αυτός μου είχε πή, απόρη­ σα ότι ολα εΐχαν κανονισθή κΓ ότι θά έφευγαν για τήν Πάτρα για- νά πάρουν καί τήν ευχή τής μητέρας του. Πώς έτσι ξαφνικά τόν έπιασε τόσο φοβερή άπελπισία ώστε νά σκοτωθή ; — Ναί, ύπάρχουν πράγματι μ* άπάντησε πολλά ερωτηματικά πού τώ­ ρα έρευνα ή άνάκρισις. Ψάχνουν νά ίδουν ποιά ήταν αυτή ή ξανθή νέα πού βρέθηκε μαζί του. Τής κάνουν άνάκρισι γιά νά εξακριβώσουν τι είχαν μεταξύ τους. Ψάχνουν νά δουν τί μέρος του λόγου είνε ή κοπέλλα... Σκέφθηκα, μάς άνέφερε ό κ. Τσι­ πούρας ότι ή Αθήνα γιά τούς νέους έχει πολλούς πειρασμούς. Σκέφθηκα ότι ό Κώστας είχε πολλά λεφτά μα­ ζί του. Μου πέρασε από τό μυαλό ότι αυτή ή άγνωστη ήταν καμμιά α­ πό εκείνες τις διαβολεμένες γυναίκες πού γυρίζουν τά μυαλά των άνδρών. Μά ή ξανθή νέα καθώς μου τήν πε · ριέγραφε ό ύπαστυνόμος κΤ όπως είχα ακούσει πολλές φορές τόν Κώ­ στα νά μου τήν άναφέρει, κατάλαβα ότι δέν ήταν άλλη άπό τήν μνηστή του. 'Από τή νέα πού λάτρευε καί πού μάς είχε δηλώσει ότι έπρόκειτο νά παντρευτή. Ευχαρίστησα τόν ύπαστυνόμο πού είχε λάβει τόν κόπο νά μέ ειδοποίη­ ση. "Επειτα ένας, ένας τό έμαθαν κατόπι όλοι οί στενοί συγγενείς καί σ’ όλους μά τήν άλήθεια προξένησε κατάπληξι. Κανείς δέν φανταζόταν ότι μπορούσε ό Κώστας νά τελειώση τόσο νωρίς καί μέ τόσο τραγικό τρόπο τή ζωή του. "Ολοι είχαμε ύύπολογίσει νά καμαρώσουμε τόν Κώστα ένα σπουδαίο άνθρωπο. Αγα­ πούσε τόσο τά γράμματα πού όλοι φανταζόμαστε ότι τίποτα άλλο εκτός άπό τά βιβλία μπορούσε νά του α­ πασχολήσει σοβαρά τήν σκέψι του. "Επειτα αυτό τό παιδί είχε έναν πο­ λύ περίεργο χαρακτήρα. ΗΤταν φο­ βερά εγωιστής καί ποτέ δέν έλεγε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41 σέ κανένα τά βάσανά του. Δέν ήθε­ λε νά παραδεχτή ότι εΐχε πέσει έξω καί σ’ αυτή τήν έρωτική ιστορία του, οτι μπορούσε μιά νέα νά μή λογαριάση καθόλου τήν άφοσίωσί του, νά διασκεδάζη μέ τόν έρωτά του καί κατά βάθος νά τόν περιφρονή. "Ισως νά σκοτώθηκε όχι μόνο άπό έρωτική άπελπισία αλλά κι* άπό έγωϊσμό. —"Ακούσε κ. Τσίπουρα, του πα­ ρατηρούμε. Στή δημοσιογραφική ζωή μας έχουν δή πάρα πολλά τά μάτια μας. "Ετσι πιστεύουμε ότι ή τύχη ο­ δηγεί τή ζωή μας. Κι* έχουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα... ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ Κι* άλήθει στό νου μάς έρχονταν ενα άωρό Ιστορίες, πού είχαν περά­ σει άπό τό Δελτίο Συμβάντων τής Αστυνομίας κι* άπό τις οποίες μά τήν άλήθεια άξίζει τόν κόπο νά σάς άναφέρουμε μερικές άπό τις πιό χα­ ρακτηριστικές, γιατί πράγματι ή τύ­ χη οδηγεί τή ζωή μας. Κάθε άνθρω­ πος έχει τ5 άστρο του καί κάθε πλά­ σμα του θεού ζεΐ όσο θέλει έκείνος. Μήν προσπαθήσετε ποτέ ν’ άλλάξετε τής «μοίρας τά γραμμένα», θά γίνη ό,τι είναι γραφτό νά γίνη. Πολλές φορές μάς δόθηκε ή ευκαιρία νά τό διαπιστώσουμε άπό διάφορα περι­ στατικά τής άστυνομικής ζωής ή άπό δραματικές περιπτώσεις, πού πέρα­ σαν μέ τήν απλότητα τής άστυνομι­ κής είδήσεως. θά σάς άναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις, πού άποκαλύπτουν πόσο έχουν δίκιο οί μοιρολάτρες : "Ενα παιδί έγκατελείφθη μωρό άπό τούς γονείς του, καρπός κρυφού έρωτος, στά σκαλοπάτια ένός σπιτιού, μιά κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, έδώ καί 17 χρόνια, θά μπορούσε νά πεθάνη μέχρι τό πρωΐ, νά ξεπαγιάση, νά τό βρούν νεκρό. · Ωστόσο ή μοίρα του θέλησε νά ζήση καί τά ξημερώματα τό βρήκε ένας πόλισμαν καί τό μετέφερε στ-ό Βρεφοκομείο. Τό παιδί αυτό μεγά­ λωσε, έγινε παλληκάρι, μά είχε τόν καϋμό πώς δέν είχε γνωρίσει τούς γονείς του. Εΐχε πάντως τήν ελπίδα


42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ότι κάποτε θά τούς συναντούσε. Ή τύχη του δμως ήταν τραγική. Έδώ καί λίγες μέρες βγαίνοντας από τό εργοστάσιο τοϋ Αεριόφωτος, στό όποιο δούλευε, πήγε νά διάσχιση τον δρόμο. Μά εκείνη ακριβώς τη στιγμή από άντίθετη διεύθυνσι τό καθένα, ερχόταν ένα φορτηγό αυτο­ κίνητο κι* ένα λεωφορείο. Κι* οί δυο οδηγοί προσπάθησαν νά γλυτώσουν τόν νέο, άλλα έκαναν κι5 οί δυό τήν ΐδια κίνησι του τιμονιού τους. "Ετσι στά ελάχιστα αυτά δευτερόλεπτα, ήρθαν αντιμέτωποι. Τό ένα αυτοκίνη­ το κόλλησε πάνω στ* άλλο κι* ό μι­ κρός, πού λεγόταν κιόλας Ζαρκάδαρος γιά τήν ευκινησία του δεν μπό­ ρεσε νά γλυτώση. Συνεθλίβη κι5 έγινε ένας πολτός αίματωμένων σαρκών. Αυτό-ήταν τό τραγικό τέλος ενός παιδιού πού δεν γνώρισε τη στοργή καί τήν τρυφερότητα τής οικογένειας. "Αλλο παράδειγμα : Τόν Μάϊο 1947, στό συνοικισμό Γκυζη, μια μέρα, ό Γ. Καπετανάκης, ετών 12, μαθητής, μετέφερε μιά μποτίλλια μέ βενζίνη στή θεία του Α­ γαθή Μάτσικα. Τό σπίτι ήταν υπό­ γειο κΓ ό μικρός θέλησε νά κατεβή τή σκάλα, στή βάση τής οποίας ή θεία του μαγείρευε μέ μιά γκαζιέρα. Ό μικρός όμως γλυστρησε από τή σκάλα, έπεσε κοντά στήν γκαζιέρα, ή μποτίλλια έσπασε κι* βενζίνη χύθηκε κι’ έπιασε φωτιά. Τό πυρ μετεδόθη αμέσως στά ρούχα τού μικρού πού αμέσως άρχισε νά καίγεται σάν λαμ­ πάδα. Τόν μετέφεραν στον Ευαγγε­ λισμό, μά οί γιατροί δέν μπόρεσαν νά τόν γλυτώσουν. Πέθανε ύστερα από λίγο. Τρίτο χαρακτηριστικό παράδει­ γμα : Ένας από τούς καλύτερους

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, ’Αθήναι

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ στενογράφους τής Βουλής καί καλός δικηγόρος είχε άναλάβει τήν προστα­ σία όλόκληρης τής οικογένειας τής άδελφής του, πού ήταν βαρεία άρ­ ρωστη στό νοσοκομείο. Ή αδυναμία του ήταν τό μικρό άγοράκι της πού περιποιόταν καί τού έκανε όλα του τά κέφια. Ένα μεσημέρι, βρισκόταν μαζί του στήν ταράτσα τού σπιτιού κι* ό μικρός τόν παρακαλοΰσε νά τού κόψη κλαριά από τό δέντρο πού άνεβαίνοντας από τήν αυλή ξεπερνούσε τό πεζούλι τής ταράτσας. Εκεί­ νος, άν κι* ήταν κουτσός, σκαρφάλω­ σε στό πεζούλι, στηρίχτηκε στό γερό πόδι του κι* άπλωσε τό χέρι του στό δέντρο. Μά εκείνη ακριβώς πή στιγμή φύσηξε ένας δυνατός άγέρας. Ό δικηγόρος έχασε τήν ισορροπία του καί έπεσε στήν πλακόστρωτη αυ­ λή, από ύψος δέκα μέτρων καί σκο­ τώθηκε. Στήν Γλυφάδα, όταν επισκευαζό­ ταν ή έπαυλις τού κ. Δ. Μακρή, ένας ήλεκτρολόγος σκαρφάλωσε σε μιά σκάλα μέ τό κατσαβίδι του κΓ άρχι­ σε να τοποθετή διάφορα καλώδια. Κάτω από τή σκάλα στεκόταν ό βοη­ θός του Β. Χρονόπουλος, ετών 16, καί τόν παρακολουθούσε μήπως χρειαστή νά τού δώση κανένα άλλο ερ­ γαλείο. Πέρασε αρκετή ώρα. Ό μικρός» μή έχοντας δουλειά, κάθησε καταγής κι’ έπειτα ξάπλωσε άνάσκελα καί κυττοΰσε τόν τεχνίτη πού εργαζόταν. Ξαφνικά, από τά χέρια τού ήλεκτρολόγου ξέφυγε τό κατσαβίδι έπεσε μέ τή μύτη καί καρφώθηκε στήν κοιλιά τού Χρονόπουλου. Ό ήλεκτρολόγος φοβήθηκε καί έσπευσε νά έξαφανιστή. Ό μικρός Χρονόπουλος μετεφέρθη στό Άσκληπο^εϊον Βούλας, μά δέν μπόρεσε νά γλυτώση από τά νύχια τού θανάτου. Στήν κορυφή τού Υμηττού έδώ κι* αρκετούς μήνες προσέκρουσε ένα επιβατικό Σουηδικό αεροπλάνο κΓ οί 42 επιβάτες του σκοτώθηκαν. Είχα άνεβή τήν ίδια μέρα στόν Εϋζωνα, στή κορυφή τού Υμηττού, καί είχα άντικρύσει όλα αυτά τά φρικωδώς παραμορφωμένα, τεμαχισμένα ή κομ­ μένα πτώματα. Άπό μιά γυναίκα εΐχαν άποσπαστή όλα τά μέλη τού σώματος καί τό κεφάλι. "Αλλος είχε


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ξεσχιστή στα δυό. Δεξιά κι* αριστε­ ρά, στήν πλαγιά του βουνού έβλεπες χέρια καί πόδια, κομμάτια σάρκας, άπηνθρακωμένα πτώματα ή τελείως γυμνά. Ό *'Αγγλος πιλότος του Ντούγκλας, ένα άπό τους πιό φημισμένους «άσσους», εΐχε άπανθρακωθή επάνω στό πηδάλιό του. Ήταν μιά εικόνα απερίγραπτης φρίκης. Μέσα σ’ αυτά τά θύματα ήταν κι* ένα ζευγάρι "Ελ­ ληνες. Ό συγγενής των κ. Παπαϊωάννου, άνώτερος ύπάλληλος του υ­ πουργείου Υγιεινής, πού ανέβηκε μα­ ζί μας έκεΐ πέρα μάς άνέφερε πε­ ρίλυπος, όταν τέλος κατώρθωσε νά μαντεύση τούς συγγενείς του άπό τα ίχνη των ενδυμάτων τους, μιά χαρα­ κτηριστική λεπτομέρεια : Ό έξάδελφός του κι* ή γυναίκα του είχαν μεταβή στήν Αγκυρα, δπου πήραν μέρος σ’ ένα Συνέδριο. Κατά τό τέλος των εργασιών του Συνεδρίου κι’ επειδή είχαν ακόμα Μγον καιρό, ανέβαλαν δυό μέρες τό ταξίδι τους καί παρέμειναν στήν Κωνσταντινούπολι γιά νά γνωρίσουν άλες τις ομορφιές της. Τ’ άλλα μέλη τής ελληνικής άντιπροσωπείας είχαν έπιβιβασθή αμέσως σε άεροπλάνο κι* είχαν φθάσει στήν Αθήνα. Αφού περιηγήθηκε την Πόλη τό ζεύγος Παπαϊωάννου πήρε τό Σουηδικό άερο­ πλάνο γιά νά γυρίοη στήν Ελλάδα. Τό άεροσκάφος έφτασε πράγματι,, πάνω άπό τόν αερολιμένα τού Ελ­ ληνικού. Είχε φοβερή κακοκαιρία κι* ό Πύργος Ελέγχου ειδοποίησε τόν πιλότο δτι έπρεπε ν,·’ άνεβή σέ μεγά­ λο ύψος καί νά κάνη βόλτες μέχρι νά τόν είδοπο.ήση αν θά μπορούσε νά προσγειωθή ή νά τραβήξη σ’άλλο αεροδρόμιο... Τό άεροπλάνο έκανε πράγματι μερικές βόλτες, μά ξαφνι­ κά προσέκρουσε στήν κορυφή τού Υ­ μηττού. Κόπηκε ή μιά φτερούγα του,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ Μιά συναρπαστική περιπέτεια μέσα στήν Αφρικανική Ζούγκλα

0 ΤΑΡΖΑΙΊ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ απεσπάσθη ό θάλαμος τού πιλότου μαζί με τούς κινητήρες, κατρακύλησε στήν πλαγιά του* βουνού, άρπαξαν φωτιά τά λάδια κι* οί βενζίνες καί 42 άνθρωποι κομματιάστηκαν, έγιναν κάρβουνα καί δεν έγλύτωσε κανείς. θυμάμαι τόν φημισμένο πιλότο του, τόν "Αγγλο Ντούγκλας. Τόν εί­ χα δή ψημένο κυριολεκτικούς μέσα στό θάλαμό του. Θά έλεγε κανείς δτι άκόμα ώδηγούσε τό τραγικό αυ­ τό άεραπλάνο τού θανάτου. Καί γιά μυριοστή φορά σκεφτήκαμε δτι ή.τύ­ χη καί μόνον ή τύχη οδηγεί πάντα την ζωή μας. Πιστεύομε άκόμη δτι ό άνθρωπος σήμερα μπορεί νά ζήση τόσα χρό­ νια, τόσες μέρες, τόσες ώρες καί τό­ σες στιγμές, όσες θέλει ό θεός. Κα­ νείς δέν μπορεί νά ξεγελάση τόν θά­ νατο. Αυτός θά τόν βρή δπου καί νά βρίσκεται καί θά τόν πάρη στά φτε­ ρά του. Κάθε άνθρωπος περνά στή ζωή του από χίλιους κινδύνους, άπό χίλιες περιπέτειες, άπό χίλιες δοκι­ μασίες, μά πάντα γλυτώνει τόν θά­ νατο, άν είναι γραφτό νά τόν γλυτώση. "Οπως πάλι άπό . κάτι τί ασήμαν­ το έγκαταλείπει γιά πάντα τή ζωή, σάν μιά όμορφη καί πλούσια νέα, πού εδώ καί χρόνια μάς είχε άπασχολήσει.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: Ή Νεκρή του «Σεμπλόν» — Ή όμορφη Μαριόρα—Ό πλούσιος αντίζηλος—Μιά νύχτα στό θέατρο—ΌΤρελλός άεροπόρος τής ΤΑΕ — Τί άπεκάλυψε ή έρευνα των προσωπικών άντικειμένων καί των χαρτιών τού Κώστα Παπαδόπουλου—'Η γυναίκα μέ τό πιστόΧι.


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΛΠΟ I

υπό ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΝΤΑΙΒΙΣ

"Οπου

μια πονηρή συμμορία τυλίγει δυο

δικηγόρους, εισπράττει μερικές χιλιάδες δολλάρια κώί...κερδίζει τρία ζευγάρια χειροπέδες ! ΜΒ

^·—ίϊ· 3

τήν εικοστή τέταρτη λεωφόρο, τής Νέας Ύόρκης, σε μιαν απόμερη γωνιά, υπάρχει ένα λαϊκό εστιατόριο. Δυό άνθρωποι έτρωγαν σιωπηλοί. Μετά τόν καφέ άναψαν από ένα πούρο. — Χάλεη, τιρέπει νά βρούμε χρήμα­ τα... έξηντλήθή ή παρακαταθήκη μας. Τα λεπτά τής προχθεσινής διαρρήξεως τελείωσαν. "Επρεπε νά πληρώσου­ με τά παιδιά πού μάς βοήθησαν, τά νοίκια κΓ ένα σωρό άλλα πράγματα. Ό Χάλεη δεν μιλούσε. Σκεπτό­ ταν. Τό μυαλό του συνεδύαζε σχέ­ δια. ΎΊταν ό «εφευρέτης» όπως τόν έλεγαν, μέσα στήν παρέα τής συμμο­ ρίας του Ρόστορ. Γιατί, αν ό Ρόστορ ήταν τολμη­ ρός κΓ έπεβάλλετο, καί διηύθυνε κά­ θε έπιχείρησι τής συμμορίας ό Χάλεη όμως ήταν ή ψυχή. Αυτός έβρισκε τόν τρόπο, κατέστρωνε τά σχέδια. — "Εχω μιά ιδέα, είπε τέλος, α­ δειάζοντας ένα ποτηράκι λικέρ. Αλ­ λά... πρέπει νά βρούμε εναν ανάπη­ ρο... έναν κουτσό παραδείγματος χάριν. — Νά τόν βρούμε... —Πρέπει νάνα> όμως δικός μας άνθρωπος. Νά έκτελέση καλά, όσα θά τού πούμε καί νά συμμορφωθή απολύτως με τις οδηγίες μας. — "Εχω ύπ’ όψιν μου... τόν Άλιζον... αυτός ήταν μιά φορά δικός μας... κΓ έχασε τό πόδι του άπό μιά

ι . γ- —

·~- |■ ΜΠΒ ΜΒΜΜΜΜΜΒΒΒ ΜΒΜΙ | ■■■■■ ■

σφαίρα πού τού δώρησε ένας άστυφύλακας. —Ωραία, νά τόν βρούμε. να πρωί μαζί με άλλους πολλούς επιβάτες πού έφτασαν μέ τήν ταΓ χεία αμαξοστοιχία τής Νέας Ύόρ­ κης, στήν πόλι τού Όχάϊο, κατέβηκε κΓ ένας κουτσός μέ πατερίτσες. *Ένας υπάλληλος τού σταθμού τόν βοήθησε νά κατεβή καί νά του μεταφέρη τή βαλίτσα του & ένα αυ­ τοκίνητο. — Πήγαινέ με σ’ ένα καλό ξενοδο­ χείο, εΐπε στον σωφέρ. "Επειτα άπό ένα τέταρτο ό κου­ τσός γράφτηκε στο βιβλίο τού ξενο­ δοχείου μ5 ένα όνομα καί άνέβηκε στο δωμάτιο πού τού είχαν ορίσει. Αφού σιγυρίστηκε λιγάκι καί άλ­ λαξε κοστούμι, κατέβηκε, πήρε ένα ταξί καί ξαναγύρισε στο σταθμό. Άπό τήν αποθήκη αποσκευών πα­ ρέλαβε μιαν άλλη βαλίτσα, μπήκε σ'' ένα άλλο ταξί και πήγε τώρα σ’ ένα άλλο ξενοδοχείο στήν άλλη άκρη τής πόλεως τού Όχάϊο. Μ’ αυτό τόν τρόπο, ό κουτσός έμενε σέ δυό διάφορα ξενοδοχεία, μέ δυό διάφορα ονόματα. Πήγαινε κι* ερχόταν άπό τό ένα ξενοδοχείο στό άλλο, για νά παρεβρίσκεται κι* εδώ κΓ εκεί, έτρωγε τό μεσημέρι στό ένα καί τό βράδυ στό άλλο.

Ε


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΛΠΟ Την τρίτη ημέρα ζήτησε από τόν διευθυντή του ενός ξενοδοχείου νά του συστήση έναν καλό δικηγόρο. Τό ϊδιο ζήτησε καί από τόν διευθυν­ τή του άλλου ξενοδοχείου. Έκράτησε τις διευθύνσεις στο καρνέ του καί πήρε ένα ταξί για νά πάη στόν πρώτο δικηγόρο. Ό δικηγόρος βλέποντας τόν κομψοντυμένο ανάπηρο, τόν πέρασε μέ­ σα στό ιδιαίτερό του γραφείο για νά τόν περιποιηθή Ιδιαιτέρως. —Σέ τί μπορώ νά σάς φανώ χρή­ σιμος. Ό κουτσός τακτοποιήθηκε σέ μιά πολυθρόνα καί είπε, κυττάζοντας τό δικηγόρο. — ΤΗρθα ακριβώς γΓ αυτό τό πόδι ! — Μήπως θέλετε νά φροντίσωμε νά σά; συστήσωμε κανένα ειδικό νά σάς φτιάση κανένα ψεύτικο πόδι. —Όχι, ήρθα γιά νομικής φύσεως ύπόθεσι : Έγώ δεν καταλαβαίνω πο­ λύ απ’ αύτά τά πράγματα. "Εχασα τό πόδι μου άπό ένα αύτοκίνητο τής Νέας Ύόρκης, Με πήγαν σ’ ένα νο­ σοκομείο. Έκεΐ ίϊρθαν δυό κύριοι καί μοϋ ζήτησαν νά τούς ύπογράψω κάτι χαρτιά. ’Εγώ δεν ήξερα τί χαρ­ τιά ήταν εκείνα καί γιά νά μέ πείσουν μου πρόσφεραν διακόσια πε­ νήντα δολλάρια. Έγώ δμως δεν υ­ πέγραψα. Έρώτησα τότε κάτι άλλους ασθενείς στό νοσοκομείο καί μέ συμ­ βούλεψαν νάναθέσω την ύπόθεσι σ’ ένα δικηγόρο. Πράγματι, μού σύστη­ σαν κάποιον κι’ εκείνος έδέχθη νά κάνη μήνυσι εναντίον τής εταιρίας πού εΐχεν ασφαλίσει τό αύτοκίνητο. Σώπασε γιά μιά στιγμή, μόρφασε καί συνέχισε : —Δεν μού πήρε χρήματα, άλλά μου είπε δτι θά έπαιρνε τά δικαιώ­ ματα του απ’ αύτά πού θά είσέπραττε. ΚΓ δτι άν τό δικαστήριο δεν μου έδινε δίκιο καί δέν έπαιρνα χρήματα, δεν θά μου έπαιρνε ούτε κΓ αύτός. Γιά νά μήν τά πολυλογώ, βγήκα ά­ πό τό νοσοκομείο. Έκέρδισα βέβαια τήν άπόφασι, άλλά ό δικηγόρος μου μου είπε δτι ή εταιρία έκανε έφεσι. •Από τότε δμως έχει περάσει πολύς καιρός, τήν ύπόθεσι πάλι τήν κέρδι­ σα, άλλά παρ’ δλα τά , γράμματα πού £χω στείλει στό δικηγόρο μου,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45

δέν έλαβα καμμιά άπάντησι. Αύτό πού ζητώ άπό σάς είναι νά άναλάβετε τήν ύπό-θεσί μου καί νά έρθητε .σέ επαφή μέ τό δικηγόρο τής Νέας Ύόρκης, νά του γράψετε νά σάς στείλη τά χρήματά μου καί όσα είναι άνάγκη νά πληρωθή άς κράτη­ ση άπό τά λεφτά πού θά πήρε. Πά­ ρετε εδώ τό επισκεπτήριο αύτό, εί­ ναι τό όνομα καί ή διεύθυνσις του δικηγόρου μου τής Νέας Ύόρκης.

δικηγόρος πήρε τό επισκεπτήριο στά χέρια του, διάβασε τό όνο­ μα καί τή διεύθυνσι κι’ έπειτα χτύ­ πησε τό κοδουνι γιά νάρθή ή δακτσλογράφος του. —Εύχαρίστως, του-είπε, θά φρον­ τίσω γιά τήν ύπόθεσι σας, άλλά πρωτίστως πρέπει νά μου ύπογράψετε δυό επιστολές μέ τάς όποιας θά μέ έξουσιοδοτήτε ώς έντολοδόχο τής ύποθέσεώς σας. Επίσης μ’ αφήνετε τή διεύθυνσι καί τόν αριθμό τηλεφώ­ νου τής κατοικίας σας, μόλις λάβω άπάντησι νά σάν, τηλεφωνήσω. Ό κουτσός άφοϋ ύπέγραψε τά χαρτιά πού έφερε ή δακτυλογράφος έφυγε. Πήρε ένα ταξί καί πήγε τότε στόν άλλο δικηγόρο, πού του σύστη­ σε ό άλλος διευθυντής τού ξενοδο­ χείου. Καί σ’ αύτόν είπε τά ΐδια λόγια. ’Έδωσε καί σ’ αύτόν τή διεύθυν­ σι του δικηγόρου τής Νέας Ύόρκης, ύπέγραψε επίσης τις εξουσιοδοτήσεις κι* έφυγε. Ό κουτσός, εύχαριστημένος άπό τις πρώτες του ενέργειες έκάθησε σέ μιά γωνιά του ξενοδοχείου κΓ έγρα­ ψε άμέσως ένα γράμμα στόν Χάλεη. Τρεις μέρες άργότερα ό ένας άπό τούς δύο δικηγόρους έκάλεσε τηλε-

Ο


46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

φωνικώς τον κουτσό νά περάση από τό γραφείο του. Ό κουτσός πήρε ένα ταξί καί εσπευσε νά πάη στου δικηγόρου. — Τή στιγμή αυτή ακριβώς έλαβα ενα τηλεγράφημα από τό δικηγόρο σας τής Νέας Ύόρκης εΐπε' ό δικη­ γόρος κουνώντας ένα κίτρινο χαρτί τηλεγράφου. Μου τηλεγραφεί ότι πλη­ ρώθηκε από τήν εταιρία καί ότι μου στέλνει τά χρήματα ταχυδρομικώς μέ τραπεζιτική επιταγή, μεΐον τήν προμήθεια καί τά δικαιώματα του. Τό γράμμα θά φτάση βέβαια σήμερα τό άπόγευαα, θά διανεμηθή τό βραδάκι κΓ έτσι περνάτε αύριο στις δέ­ κα τό πρωΐ νά σάς δώσω τά χρήμα­ τα. Είμαι ευτυχής πού μπόρεσα νά σάς εξυπηρετήσω. Καλημέρα σας, κύριε. Ό κουτσός τότε πήγε στό άλλο ξενοδοχείο. Δεν πρόφτασε νά καθήση στό σαλόνι, όταν τον ζήτησαν στό τηλέφωνο. ΤΗταν ό άλλος δικηγόρος. ΚΓ αύτός του είπε σχεδόν τά ί­ δια, όταν μπήκε ό κουτσός στό γρα­ φείο του. Μέ τή διαφορά ότι ό κου­ τσός του είπε ότι θάρχόταν κατά τις έντεκάμιση, γιατί είχε κάποια δου­ λειά νά ξεμπερδέψη πιο πρωΐ. "Εφυγε κΓ άπό εκεί ευχαριστημέ­ νος ότι ή δουλειά πήγαινε καλά.

δουλειά θά τέλειωνε κατά τό με­ σημέρι τήν έπαύριο, οπότε θά έ­ παιρνε τό τραίνο του μεσημεριού καί θά έφευγε γιά τή Νέα Ύόρκη. Τή νύχτα πού άπεσύρθη στό δω­ μάτιο, ενός τών δύο ξενοδοχείων, άκουσε τήν πόρτα νά χτυπά ελαφρά. "Ανοιξε μέ κάποιο φόβο, άλλά εί­ δε μπροστά του τον άρχηγό τής συμ­ μορίας Χάλεη. Ό Χάλεη μπήκε μέσα κΓ έκλεισε προσεχτικά τήν πόρτα. — ΤΗρθα, γιά νά σ’ ένθαρρύνω τήν τελευταία στιγμή. Λοιπόν έχω κάνει

Η

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ σέ δύο διάφορες τράπεζες τής Νέας Ύόρκης άπό μιά κατάθεσι είκοσιπέντε δολλαρίων. ΓΓ αυτό τό λόγο έχω πάρει καί βιβλιάρια επιταγών. Λοι­ πόν κάθε μία άπό τις δύο επιταγές πού έστειλα ατούς δικηγόρους είναι πραγματική επιταγή γραμμένη γιά ποσό έξη χιλιάδες πεντακόσια τριάν­ τα επτά καί σαράντα δολλάρια. Γρά­ φω δέ στά γράμματα ότι ή Εταιρία έπλήρωσε επτά χιλιάδες δολλάρια, έκράτησα όμως τή διαφορά γιά δι­ κά μου έξοδα καί προμήθεια. Φαντά­ ζομαι ότι ό καθένας άπό τούς δυο δικηγόρους σου δέν θα θελήση νά κρατήση παραπάνω άπό τριάντα —σα­ ράντα δολλάρια κΓ έτσι θά σου πα­ ραδώσουν ό καθένας άπό έξη χιλιά­ δες πεντακόσια δολλάρια. "Οσον α­ φορά τις επιταγές τις έχω στείλει επ’ όνόματι τών δικηγόρων, οΐ δικη­ γόροι θά τις έπισθογραφήσουν καί επομένως ή Τράπεζα θά τούς πληρώση άμέσως, αφού αυτοί είναι οί άμέσως υπεύθυνοι. »Τό κόλπο θά βγή στήν επιφάνεια, τήν προσεχή Δευτέρα. Γιατί οί Τρά­ πεζες συνηθίζουν καί στέλνουν τις επιταγές τών άλλων πόλεων κάθε Σάββατο γιά νά χρεωθούν. Λοιπόν, σήμερα έχουμε Τρίτη. Αύριο Τετάρ­ τη, θά βρισκόμαστε μακρυά : ΚΓ έ­ πειτα ας πάνε νά γυρεύουν τόν δικογόρο Κάρλστον τής Νέας Ύόρκης. Κατάλαβες. —Περίφημα, είπε ό κουτσός κι’ εγώ, τί θάχω απ’ αυτή τή δουλειά ; —Χίλια δολλάρια. —Περίφημα ! Άλλ’ άς υποθέσου­ με ότι εκτός άπό μένα πού είμαι κουτσός, ανακατεύεται καί κανένας κουτσός διάβολος στή μέση. Τότε τί γίνεται ; —’Έχω φροντίσει καί γΓ αύτό. —Δηλαδή , —'Απλούστατα έχω φέρει μα­ ζί μου άπό τή Νέα Ύόρκη τό αυτο­ κίνητό μας. Λοιπόν, αύριο μόλις θά τελειώσης άπό τόν πρώτο δικηγόρο, θά μπής στό γωνιαίο κινηματογράφο, τρίτο κάθισμα δεξιά, θά βρίσκωμαι εκεί καί θά σοΰ έχω φυλάξει μιά θέσι. θά μού πής τί γίνηκε, θά μου παραδώσης τά χρήματα καί ξεκινάς γιά τό δεύτερο δικηγόρο. Εκεί θά βρής άπέξω άπό τό γραφείο τό αύ-


ΚΟΛΠΟ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τοκίνητο, θά σου γνέψω, θά μπής μέ­ σα και θά φύγωμε. Τό αυτοκίνητο όμως θά παρακολουθή άπό τό πρώτο γραφείο τις κινήσεις μας. ’Άν δής καμμιά ανωμαλία, θά πηδήσης μέσα καί ό σωφέρ, ό όποιος δεν είναι άλ­ λος άπό τό φίλο μας Ρόστορ, θά. τά καταφέρη νά ξεγλυστρήσετε σάν χέ­ λια. ι

ην άλλη μέρα τό πρωί καί άκριβώς στις δέκα όταν ό κουτσός πλησίασέ στην πόρτα του πρώτου δι­ κηγόρου, έρριξε μιά ματ,ιά τριγύρω του καί είδε ότι τό αυτοκίνητο μέ τον Ρόστορ βρισκόταν στό απέναντι πεζοδρόμιο έξω δηλαδή άπό τήν εί­ σοδο του κινηματογράφου. Ό δικηγόρος τόν ύπεδέχθη μ’ έ­ να εύχάριστο χαμόγελο καί του έδει­ ξε μάλιστα τήν τραπεζιτική έπιταγή. —Καθήστε, κύριε. Μιά στιγγή νά πάη ή δακτυλογράφος μου μέ­ χρι τήν Τράπεζα νά τό έξαργυρώση καί νά μάς φέρη τά χρήματα. ^-Περίμενα τόσον καιρό, μπορώ νά περιμένω άκόμα λίγα λεπτά... εί­ πε ό κουτσός γελώντας μ’ ευχάρι­ στη σι. Ή δακτυλογράφος πράγματι δεν άργησε. Ό δικηγόρος έμέτρησε τά χρή­ ματα : έξη χιλιάδες πεντακόσια τρι­ άντα επτά καί σαράντα δολλάρια. —Ό δικηγόρος σας τής Νέας Ύόρκης σάς κράτησε πάρα πολλά, εί­ πε, εγώ θά κρατήσω μόνον τριάντα επτά—σαράντα δολλάρια, κι’ έτσι σάς παραδίδω άκριβώς έξη χιλιάδες πεντακόσια δολλάρια. Ό κουτσός τά μέτρησε—τά χαρ­ τονομίσματα αυτά ήσαν σέ δολλάρια τών εκατό—τάβαλε στην τσέπη του κι5 έπειτα σηκώθηκε : —Ελπίζω νά σάς έχω πάντοτε πε­ λάτη μου γιά όποιαδήποτε άλλη ύπόθεσι σάς τύχη, είπε ό δικηγόρος. —Βεβαιότατα είπε ό κουτσός καί έσφιξε τό χέρι του δικηγόρου. Κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε στό πε­ ζοδρόμιο, έρριξε μιά ματιά καί είδε τόν Χάλεη πού έβγαινε άπό τό αυτο­ κίνητο καί μπήκε στόν κινηματογράφο. Σταμάτησε σ’ ένα περίπτερο, άγόρασε τσιγάρα κι’ έπειτα πλησίασε στόν κινηματογράφο. Εκεί έρριξε μιά

Τ

47

ματιά πίσω του, πήρε ένα εισιτήριο καί μπήκε μέσα. Στό τρίτο κάθισμα δεξιά υπήρχε μιά θέσις κενή. Ό κουτσός προχώρη­ σε στό σκοτάδι καί κάθησε δίπλα στόν Χάλεη. — Πώς πήγε ή ύπόθεσις ; — Εντάξει. — Ωραία. Δόσε μου τά χρήματα. Ό κουτσός έβγαλε τή δέσμη μέ τά χαρτονομίσματα καί τά παρέδωσε στόν Χάλεη. Τή ςτιγμή όμως εκείνη δυο χέρια έπιασαν σφιχτά άπό πίσω τόν κου­ τσό καί άλλα δυό τόν Χάλεη. ούς έβγαλαν δίχως θόρυβο άπό τόν κινηματογράφο καί τούς έ­ βαλαν μέσα στό ίδιο τό αυτοκίνητό τους, όπου βρήκαν καί τό σύντροφό τους τόν Ρόστορ μέ τά χέρια περα­ σμένα στις χειροπέδες. Τούς είχαν συλλάβει I Ό Χάλεη δέν άρνήθηκε τό κόλπο του. Αλλά ήταν περίεργος νά μάθη πώς έγινε γνωστό καί τούς συνέλα­ βαν εγκαίρως. Ό άστυνομικός πού τούς συνώδεψε γέλασε καί τούς εΐπε : —Τό κόλπο ήταν έξυπνο, άλλά δεν προβλέψατε κάτι άλλο. 'Ότι ό έ­ νας δικηγόρος μπορεί νά ήταν φίλος μέ τόν άλλο. Λοιπόν, τήν ήμέρα πού παρουσιάστηκε ό κουτσός καί στά δύο γραφεία, ό ένας δικηγόρος, πού ήταν φίλος του άλλου, τόν συνάντη­ σε στό εστιατόριο. Φάγανε μαζί καί πάνω στήν κουβέντα τους ό ένας άνάφερε στόν άλλο εντελώς επαγγελ­ ματικά γιά τήν νοοτροπία τών δικη­ γόρων τής Νέας Ύόρκης καί επομέ­ νως άνέφερε τό περιστατικό σας γιά παράδειγμα. Μόλις όμως τό άκουσεό άλλος δικηγόρος, είπε ότι καί σ’ αυτόν παρουσιάσθη ένας κουτσός τήν ίδια εκείνη ήμέρα·. Κάτι ύποψιάστηκαν, ειδοποίησαν εμάς, καί τή στιγμή πού ήρθε ή δεσποινίς νά έξαργυρώση τήν έπιταγή στόν τράπεζα τής Νέας Ύόρκης, βεβαιωθήκαμε ότι ό έκδοτης τής έπιταγής δέν είχε καταθέσει πα­ ρά μόνο είκοσιτιέντε δολλάρια. Κι’ έ­ τσι τώρα θά καθήσετε μερικούς μή­ νες μέσα γιά νά γίνετε πιό γνωστι­ κοί καί νά μήν είστε τόσο έπιπόλαιοι, πρόσθεσε ό άστυνομικός γελώντας. ΤΕΛΟΣ

Τ


ΣΑΝΤΑ ΛΟΥΤΣΙΑ 1

Ο ΚΟΡΣΙΚΑΝΟΣ ΛΗΣΤΗΣ υπό ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΣΑΝ

Τό φριχτό έθιμο τής βεντέττας κάνει ένα άτολμο κα'ι συνεσταλμένο παιδ'ι να γίνη ένας αίμοβόρος καί τρομερός ληστής!

Τότε είδα έναν τόπο εκπληκτικό. Ό δρόμος ήταν ελαφρά ανηφορι­ Πέρα άπ’ τό δάσος ήταν μιά κοιλάκός, στη μέση του δάσους Άϊτόνε. λα, αλλά μιά κοιλάδα πού άλλη πα­ Τά μεγάλα έλατα άπλωναν επάνω ρόμοια μ’ αυτή δέν είδα ποτέ στη άπό τά κεφάλια μας τό θόλο των ζωή μου, μιά κοιλάδα ερημική, σκαμ­ φουντωτών τους κλαδιών πού σά­ μένη ανάμεσα στά ψηλά βουνά, χω­ λευαν στον άνεμο μέ μιά μονότονη ρίς νά βλέπης ούτε ένα χωράφι, ούτε μουσική. "Υστερα άπό τριών ώρών πορεία, ένα δέντρο μέσα σ’ αυτή, παρά βρά­ εκείνο τό πυκνό πλήθος τών δέντρων χους. ^Ηταν τό Νιόλο, ή πατρίδα τής αραίωσε. Έδώ κι’ εκεί, ένα γιγάντιο κορσικανής ελευθερίας, ή απροσπέλα­ πεύκο, χωρισμένο άπό τ’ άλλα, ά­ στη ακρόπολις, πού οί επιδρομείς δέν πλωνε, σάν μιά τεράστια όμπρέλλα μπόρεσαν ποτέ νά διώξουν άπό έκεϊ τό βαθυπράσινο φύλλωμά 'του. "Υ­ τούς ορεινούς. στερα, έξαφνα, φτάσαμε στο τέρμα Ό σύντροφός μου μου είπε : του δάσους, ώς εκατό μέτρα κάτω —’Εδώ είναι καί τό άσυλο όπου άπό τό στενό πού οδηγεί στην άγρια έχουν καταψύχει όλοι οί λησταί μας. κοιλάδα του Νιόλο. Λίγο αργότερα βρεθήκαμε στο βά­ Στις δυο ψηλές κορφές πού υψώ­ θος αυτής τής άγριας τρύπας πού νονται επάνω απ’ αυτό τό πέρασμα, είναι αφάνταστη ή ομορφιά της: λίγα παλιά δέντρα, στρεβλωμένα, Οϋτ’ ένα χορταράκι, οϋΐ’ ένα λές καί ανέβηκαν μέ κόπο, σάν πρό­ φυτό εκεί. Γρανίτης, όλο γρανίτης. σκοποι πού έφυγαν άπό τό πυκνό Κι’ άκόμα σ’ ένα άπέραντρ διάστημα πλήθος τών δέντρων πού είναι πίσω. εμπρός μας, μιά ερημιά από γρανίτη Γυρίσαμε καί είδαμε όλο τό δά- * πού λαμποκοπά, πυρωμένος σάν σος πού ξαπλωνόταν κάτω άπό τά φούρνος άπό τόν ήλιο, πού λές καί πόδια μας, σάν μια τεράστια πράσι­ κρέμεται επίτηδες επάνω απ’ αύτό νη λεκάνη, πού ό γύρος της λές καί τό πέτρινο χάσμα. άγγιζε τον ουρανό, μέ τούς γυμνούς "Οταν σηκώνης τά μάτια στις κορ­ βράχους πού την έκλειναν απ’ όλα φές, σταματάς έκθαμβος καί κατά­ τά μέρη. πληκτος. Φαίνονται κόκκινες καί δανΞεκινήσαμε πάλι καί υστέρα άπό τελλένιες σάν φεστόνια άπό κοράλι, δέκα λεπτά φτάσαμε στο στενό. γιατί όλες οί κορφές είναι άπό πορ­


ΣΑΝΤΑ ΛΟΥΤΣΙΑ φύρα. "Αγριο καί μεγαλοπρεπέςθέαμα. Πιο χαμηλά, ό γρανίτης είχε ένα γκρίζο χρώμα πού λαμποκοπούσε καί κάτω άπό τά πόδια μας φαινόταν σαν τριμμένος, σάν κοπανισμένος. Περπατάμε πάνω σέ σκόνη γυαλιστε­ ρή. Μακρυά μας, σ’ έναν μακρύ καί έλικοειδή δρόμο, ένας χείμαρρος ορ­ μητικός κυλά τά νερά του. Καί τά πόδια σου λυγίζουν μ5 αυτή τή ζέ­ στη, μ’ αυτό τό φως, σ’ αυτή τή φλο­ γερή, τήν άκαρπη καί άγρια κοιλάδα, μέ τόν ορμητικό χείμαρρό της, πού λες καί βιάζεται νά φύγη, γιατί αδυ­ νατεί νά γονιμοποιήση εκείνους τούς βράχους, χαμένος μέσα σέ κείνο τό καμίνι πού τόν πίνει αχόρταγα, χω­ ρίς ποτέ νά ξεδιψάση.

Μά έξαφνα παρουσιάστηκε εμπρός μας ένας μικρός σταυρός άπό ξύλο, καρφωμένος επάνω σ’ έναν σωρό ά­ πό πέτρες. Κάποιος θά είχε σκοτωθή σ’ αύτό τό μέρος, καί εΐπα στόν σύν­ τροφό μου : — Πές μου τίποτα λοιπόν για τούς ληστάς σας. Εκείνος είπε : '—Γνώρισα τόν διασημότερο, τόν πιο τρομερό, τόν Σάντα Λουτσία καί θά σου διηγηθώ τήν ιστορία του : —Ό πατέρας του σκοτώθηκε σε μιά φιλονεικία, άπό έναν νέο χωρία" νό τους, καθώς λένε· καί ό Σάντα Λουτσία άπόμεινε μόνος μέ τήν άδελφή του'. ΤΗταν ένα παιδί άδύνατο καί άτολμο, μικροκαμωμένο καί άρ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

ρωστιάρικο, χωρίς καμμιά πρωτοβου­ λία. Γι’ αύτό ίσως καί δέν έκήρυξε τή βεντέττα κατά τοϋ δολοφόνου του πατέρα του. "Ολοι οί συγγενείς του ήρθαν νά τόν ευρουν καί νά τόν θερμοπαρακαλέσουν νά έκδικηθή. "Εμει­ νε όμως κουφός στις φοβέρες τους καί στα παρακάλια τους. »Τότε σύμφωνα μ’ ένα παλιό κορσικανικό έθιμο, ή άδελφή του τουβγαλε τά πένθιμά του ρούχα, για νά μή τά φορή για έναν νεκρό, πού έμεινε άνεκδίκητος. "Εμεινε άναίσθητος καί σ’ αύτήν ακόμα τήν προσβολή, καί, άντί νά ξεκρεμάση τό τουφέκι του πατέρα του, πού ήταν άκόμα γεμάτο, κλείστηκε στο σπίτι καί δέν έβγαινε πια έξω, γιατί δέν τολμούσε ν’ άντικρύζη τις περιφρονητικές ματιές των νέων τού τόπου. »Πέρασαν μήνες. Φαινόταν πώς είχε λησμονήσει καί αύτό τό έγκλη­ μα άκόμα, καί ζούσε μαζί μέ τήν ά­ δελφή του στο βάθος τού σπιτιού του. »Λοιπόν, μιά μέρα, εκείνος πού είχε κάνει τή δολοφονία, παντρεύτη­ κε. Ό Σάντα Λουτσία δέν έφάνηκε καθόλου νά συγκινήθηκε άπό αύτή τήν εΐδησι. Άλλα να πού ό δολοφό­ νος, γιά έπίδειξι βέβαια, πηγαίνοντας στήν έκκκλησία, πέρασε άπό τό σπίτι των δυό' ορφανών.

ν »Ό άδελφός καί ή άδελφή στο παράθυρό τους, έτρωγαν τηγανίτες, όταν ό νέος εΐδε τή συνοδεία τού γάμου πού διάβαινε μπροστά άπό τό σπίτι του. "Εξαφνα, άρχισε νά τρέμη, σηκώθηκε χωρίς νά βγάλη μιλιά άπό τό στόμα, έκανε τό σταυρό του, πή­ ρε τό τουφέκι· τό κρεμασμένο πάνω άπό τό τζάκι καί βγήκε έξω. »Δέν ήξερε τί είχε. Τού άναψε σά μιά πυράδα στο αίμα, αίσθάνθηκε πώς έπρεπε νά έκδικηθή, πώς δέν μπορούσε ν’ άντισταθή στόν πειρα­ σμό αυτόν, καί πήγε νά κρύψη τό τουφέκι του μέσα στόν δρυμό, στόν μεγάλο δρόμο τού Κόρτε γιά ν’ άποφύγη τό έγκλημα. »Μιά ώρα άργότερα γύρισε πί­


50

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΑΝΤΑ ΛΟΥΤΣΙΑ

σω σπίτι μέ τά χέρια άδειανά, μέ τό συνηθισμένο του μελαγχολικό και κουρασμένο ύφος. »Μά δταν νύχτωσε έγινε άφαντος. »Ό εχθρός του έπρόκειτο, εκείνο τό ϊδιο βράδυ, μαζί μέ τον κουμπά­ ρο και τον παρακουμπάρο, να πάη μέ τά πόδια στό Κόρτε. »’Ακολουθούσαν τό μεγάλο δρόμο τραγουδώντας, όταν ό Σάντα Λουτσία βγήκε εμπρός τους, καί κυττάζοντας στό πρόσωπο τό φονιά του φώναξε : «ΤΗρθε ή στιγμή !» "Υστε­ ρα, Λοΰ άδειασε τό τουφέκι στό στή­ θος !... »Ό ένας άπό τούς κουμπάρους έφυγε, ό άλλος κύτταξε τόν νέο, λέ­ γοντας καί ξαναλέγοντας : «Τί έκα­ μες, Σάντα Λουτσία I» »"Υστερα θέλησε νά τρέξη στό Κόρτε νά ζητήση βοήθεια. Μά ό Σάντα Λουτσία του φώναξε : «Μήν κουνηθής βήμα, γιατί σοΟ τσακίζω τό πόδι>?. Ό άλλος, πού τόν ήξερε ώς τώρα τόσο φοβιτσιάρη, του είπε : «Δέν θά τολμήσης I» καί προχώρησε. Μά τήν ίδια στιγμή έπεφτε μέ τό πόδι σπασμένο άπό ένα βόλι. »Ό Σάντα Λουτσία, σιμώνοντας, του είπε : θά εξετάσω τήν πληγή σου, άν δέν είναι βαρειά θά σ’ άφήσω εδώ πού εΐσαι, ’Άν είναι βαρειά, θά σ’ αποτελειώσω»!... »Έξήτασε τήν πληγή, τήν βρήκε βαρειά, ξαναγέμισε αργά τό όπλο του, είπε στόν πληγωμένο νά κάνη τήν προσευχή του καί υστέρα του άνοιξε τό κεφάλι μέ μιά τουφεκιά.

& »Τήν άλλη τσία βρισκόταν »'Όλη του τήν έπιασαν οί

*

μέρα ό Σάντα Λου­ στό βουνό. όμως τήν οικογένεια χωροφύλακες. Ακό­

μα κι* έναν μπάρμπα του παπά, πού τόν ύποψιάζονταν πώς τόν σκούντησε στήν έκδίκησι, τόν έρριξαν καί αύτόν στήν φυλακή καί τόν έμήνυσαν οί γο­ νείς του σκοτωμένου. Αλλά ό πα­ πάς ξέφυγε, πήρε καί αυτός τό του­ φέκι καί πήγε νά βρή τόν ανεψιό του στό κλαρί. »Τότε ό Σάντα Λουτσία σκότωσε τόν ένα υστερ’ άπό τόν άλλο, εκεί­ νους πού έδωσαν μήνυσι γιά τό μπάρμπα του καί τούς έβγαλε τά μάτια γιά νά δώση μάθημα στούς άλλους, νά μή επιβεβαιώνουν ποτέ έκεΐνο πού δέν είδαν μέ τά μάτια τούς. »Σκότωσε όλους τούς συγγενείς, όλους τούς συμμάχους τής εχθρικής οικογένειας. Έθανάτωσε στή ζωή του δεκατέσσερις χωροφύλακες, έ­ καψε τά σπίτια τών εχθρών του καί όσο πού πέθανε, ήταν ό τρομερώτεροζ ληστής πού θυμούνται στόν τόπο...»

Ό ήλιος έγερνε πίσω άπό τό Μόν:τε Σίντο, καί ό. μεγάλος ίσκιος του γρανίτη του βουνού έγερνε πάνω στό γρασίδι τής κοιλάδας. Επιταχύ­ ναμε τό βήμα μας γιά νά φτάσουμε, προτού νυχτώση, στό χωριουδάκι Άλμπερτάτσε. "Εχοντας στό νού μου τό ληστή, είπα : —Τί τρομερό έθιμο τχύτή ή βεντέττα σας ! Ό σύντροφός μου άπό;ντησε άνασηκώνοντας τούς ώμους του : —Τί τά θέλετε ; Χύνεται πολύ αί­ μα μέ τή βεντέττα, μά καί δέν μπο­ ρεί κανείς νά κάνη διαφορετικά. ’Άν δέν έκδικηθής, γίνεσαι άντικείμενο γενικής περιφρονήσεως... ΤΕΛΟΣ





ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ λΔ 5 ΑΗΤΊΠΡΓ Η

3

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Στέλιος Άνεμαδουράς ΤΕΊΧΟΣ

^>0 - ΕΤΟΣ

ΕΞϋΔΟΘΗΣΑΝ: 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΧΧίΑιΡιΟιΤΪ ϊητό ’ιΑιγκόαθοέ Κρί-στι. 2) Ο Κ.|ιΤΡ I ΝιΟ'Σ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό „ Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠιΟΥ Π.ΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟ'ΡΙΕΣ υπό Ρ. ΜπρΙγγ-ε;ρ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕιΚ,ΡιΟι,ΚΙΕιΦΑΛΗ ιύπό Γουέϊμ-αν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ , .ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΌΜΙΣΜΑ 6πό Γουέϊμ αν Τζόνς. £·* '

6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό ΜΙπερίΧ’έλε.ϋ Πχραίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤίΜΟΡ υπό Μπερπέλεϋ ΓΙκιριαίη. 8) ΤΟ 13-0. ΜΑΤΙ υπό Στηλ Τουΐντ.

11;) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚ.Κ.Ι.ΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 6πό Ντέϋ Κέϊν, 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΓΑ ΣΟΥ! υπό Νπαίη Κή-ν. 13) «ΣΥΝ ΑΓΙΕ Ρ ΜΟί Σ λ ύπό ·. Κ-ώ,ρτις Στη λ. μϊςΤεϊρ \ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ υπό Τζών Κρήιζεϋ. 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕιΡ ΙιΠΚ Ο υπό Λέσλι Τσόίρτρ ς. 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ, υπό Στιουστ.ρτ Στέρλινκ. 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ Κ-ΗΙΦιΙ Σ ΙΑιΣ Οπό θ. Δρόοχου.

18)- ΖΗΓΠΕΙΙΤΙΑΙΙ

ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ

Τζών Μίλλετρ.

υπό

ϊ

9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ 19) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟΐΚΑΙΙΝίΕΤΑ,Ι ΝΑΙΚΩΝ ύπό 'Ντ&σιελ Χάιμιμετ. υπό ΜπΙ'λ Ντόιγκιιισ:ν. 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ υπό Γκέϊλ Γκάλ'λαγκερ.

20) Ο ΤΑΡΖΑΝ .ΚΑ'ί Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ υπό ’Ένίτΐγικ<χ.ρ Ράχς Μιπσιροους."

.V

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ ■4*

Έντος ολίγου θα τεθούν εις την διαθεσιν νοΟ, καλλιτεχνικά βιβλιοδετηιμένοι, οι πόμοί

ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ** ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12) ’ ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη 13—16) ,. ΠΕΜΠΤΟΣ (Τεύχη 17—20) . -λ-

-/.

.

I

^

° ;·· ν: ί·.

V* ’

-

.

.

/“ ·.

...

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΝΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚ'ΤΏΡ 13 4

ί


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

Η ©ΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ ΔΥΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙΑ ύ π ό

*

Λ1 ^

ΝΤΑΝ ΜΠΡΟΔΕΡ

"Οπου 25β000 λί­ ρες κάνουνφτερά I και ό δικηγόροςντέτεκτιβΚάρτο ν Πήαρζ, 6 αστυνό­ μος: Πλάμερ και δυο μαυροντυμέ­ νες γυναίκες ψά­ χνουν νά βρουν έναν χαμένο άν­ θρωπο !

ΕΝΑΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΩΡ ΕΞ ΑΦΑΝΙΖΕΤ Α I Ό Κάρτον Πήαρς ήταν διωρισμένος ώς σύμβουλος σέ διάφορες τρά­ πεζες καί ασφαλιστικές εταιρίες του Λονδίνου. Εις όντάλλαγμα δε του μι­ σθού πού είσέπραττε κάθε μήνα, είχε την ύποχρέωσι νά προσφέρη στά διά­ φορα αυτά Ιδρύματα τις συμβουλές του, κάθε φορά πού οί περιστάσεις τό απαιτούσαν είτε γιά μιά απάτη, εϊτε γιά μιά πλαστογραφία, εϊτε γιά μιά κλοπή ή για κάθε άσχημη ύπόθεσι, πού έθετε σέ δυσχερή θέσι τά ι­ δρύματα αυτά. . . 'Όταν έπρόκειτο γιά έξαιρετικώς περίπλοκα καί σοβαρά ζητήματα, του

πρόσφεραν φυσικά κάθε πρωτοβουλία καί σχετική αϋξησι των άπολαυών του γιά τούς επί πλέον κόπους πού κατέβαλλε. Ένα άπό τά κυριώτερα ιδρύματα πού άναφέραμε, ήταν καί ή Εταιρία Γενικών Ασφαλειών, πού ασφάλιζε μεταξύ άλλων πραγμάτων καί τις κα­ ταχρήσεις των υπαλλήλων, ταμιών καί γραμματέων των εμπορικών επι­ χειρήσεων. "Οταν συνέβαινε ένας άπό τούς ασφαλισμένους νά πέση θύμα, κλο­ πής, κατέφευγαν στόν Κάρτον Πήαρς γιά ν’ άνακαλύψη τόν ένοχο καί γλυτώση δσα μπορούσε άπό τά κλαπέντα. Ένα πρωί λοιπόν, φτάνοντας στό


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γραφείο του κάπως αργότερα άπό τό σύνηθες, ό Πήαρς βρήκε ένα γράμμα της Εταιρίας Γενικών Ασφαλειών, μέ τό όποιο τόν παρακαλοϋσαν να άναλάβη την ύπόθεσι μιας κλοπής, που είχε διαπραχθή την προηγούμενη μέρα. Δεν έξεπλάγη διόλου, γιατί τό πρωί είχε διαβάσει στην εφημερίδα την έξης εϊδησι : «ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΟΠΗ ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ Κατά την ημέραν τής χθες, ένας υπάλληλος τής Τραπέζης Νήλ καί Λήντλ, κομιστής ενός μεγάλου ποσού πρός την Τράπεζαν, έξηφανίσθη. »Λέγεται ότι το ποσόν τό όποιον έφερε μεθ’ εαυτοί), άνήρχετο εις λί­ ρας 25.000. »Κατόπιν έρεύνης μας διά την ε­ ξαιρετικήν αυτήν ύπόθεσιν, εξάγεται τό συμπέρασμα 6τι ό υπάλληλος αυ­ τός είχεν έπιφορτισθή υπό τής Τρα­ πέζης να ένεργήση διαφόρους εισπρά­ ξεις παρά διαφόρων Τραπεζών καί επιχειρήσεων τής πόλεώς μας. Είχεν έξέλθει τήν πρωίαν, ώς συνήθως, αλ­ λά δέν έπέστρεψε κατά τήν ώρισμένην ώραν του, ούτε εύρέθησαν ίχνη του μέχρι τής στιγμής. Πλήροφορούμεθα ότι τήν ύπόθεσιν άνέλαβεν ό αστυνό­ μος Πλάμερ τής Σκώτλαντ Γυάρντ.» Ό διευθυντής τής Ασφαλιστικής Εταιρίας του έγραφε, λοιπόν, ότι ό υπάλληλος αυτός ώνομαζόταν Σάρλ Λάκερ καί ότι ήταν ήσφαλισμένος στήν Εταιρία. Παρακαλοϋσε τόν Κάρταν Πήαρς να παρουσιαστή αμέ­ σως στα γραφεία τής Εταιρίας για να λάβουν άμεσα μέτρα, νά άνακαλύφουν τόν κακόπιστο ύπάλληλο καί νά προφτάσουν νά διασώσουν ένα μέ­ ρος τουλάχιστον του ποσού. Κάρτον Πήαρς φόρεσε πάλι τό καπέλλο του, βγήκε έξω καί πή­ δησε στο πρώτο ταξί πού περνούσε. "Επειτα άπό ένα τέταρτο έφτανε στά γραφεία τής Εταιρίας. "Επειτα άπό μιά σύντομη συνομι­ λία μέ τόν διευθυντή Λύστερ, ό Κάρτον Πήαρς κατετοπίσθη αμέσως σχε­ τικά μέ τήν ύτςόθεσι, πού εξάλλου ή­ ταν πολύ απλή. Ό Σάρλ Λάκερ ήταν ένας νέος είκοσιπέντε ετών. Βρισκόταν στήν ύπηρεσία τής Τραπέζης Νήλ καί Λήντλ

Ο

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ επτά χρόνια, δηλαδή άπό τήν εποχή πού βγήκε άπό τήν Εμπορική Σχολή, καί ποτέ άπό τότε δέν είχε δώσει τήν παραμικρή άφορμή νά τού γίνη έστω καί μία παρατήρησις. Ή Τράπεζα Νόλ καί Λήντλ είχε συναλλαγές μέ τά καλύτερα Ιδρύματα τής πρωτευούσης. Ό Λάκερ περνούσε λοιπόν άπό τά διάφορα αυτά γραφεία καί είσέπραττε διάφορα ποσά. Είχε μαζί του έναν πέτσινο χαρτοφύλακα, όπου έ­ βαζε τις άποδείξεις καί τά χρήματα. Ό χαρτοφύλαξ αυτός ήταν δεμένος επάνω του μέ μιά πολύ γερή άλυσιδίτσα. Γενικά, κάθε φορά πού έπέστρεφε στήν Τράπεζα, έφερε μαζί του μιά ολόκληρη σχεδόν περιουσία. Τήν ημέρα τής κλοπής είχε φύγει στή συνηθισμένη του ώρα καί οί άποδείξεις πού πήρε μαζί του από τή διεύθυνσι άνέρχονταν σέ 25.000 λί­ ρες ! "Εγινε γνωστό άργότερα ότι εί­ χε κάνει όλες τις εισπράξεις, τήν δέ τελευταία τήν είχε κάνει κατά τή μία καί τέταρτο. Άπό τή στιγμή αυτή, έλεγε ό κύ­ ριος Λύστερ στον Κάρτον Πήαρς, χάνονται τά ΐχνη του. ’Από χτές τόν άναζητουν, άλλά ματαίως. Κάποια πληροφορία όμως σημερινή μάς κάνει νά πιστεύσουμε ότι άνεχώρησε ήδη άπό τήν Αγγλία καί άποβιβάστηκε στο Καλαί. ’Έπειτα ό διευθυντής τής άσφαλιστικής εταιρίας παρακάλεσε τόν Πήαρς ν’ άναλάβη άμέσως τήν ύπό­ θεσι, μέ τήν ελπίδα ότι θά κατόρθω­ νε νά διάσωση ένα μέρος τού ποσού. Ό Πήαρς παρεκάλεσε τότε τόν κύριο Λύστερ νά τόν συνοδεύση μέχρι τήν Τράπεζα, πού εξάλλου άπεΐχε λίγα βήματα άπό τά γραφεία τής άσφαλιστικής έταιρίας. Μόλις έφτασαν στήν Τράπεζα, κατευθύνθηκαν άμέσως στά ιδιαίτερα γραφεία τών διευθυντών Νήλ καί Λήντλ. Περνώντας μέσα άπό έναν προθά­ λαμο, ό Πήαρς πρόσεξε δυο κυρίες. Ή μία, ή πιο ηλικιωμένη, φορούσε πένθος καί στήριζε τό κεφάλι της στο χέρι της. Τό πρόσωπό της δέν φαινό­ ταν, άλλά μπορούσε εύκολα κανείς νά καταλάβη ότι ήταν πάρα πολύ θλιμμένη. Ή άλλη ήταν ηλικίας είκοσιδύο περίπου ετών. ΚΓ αύτή φο-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5

ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ ρ'οϋσε πένθος. Της νέας τό πρόσωπο διακρινόταν παρ’ όλο τό πέπλο. ΤΗταν ωραία, άλλα πολύ κουρασμένη από την λύπη. Ό κύριος Νήλ, ό ένας από τούς δυο διευθυντάς τής τραπέζης τούς δέχτηκε στο γραφείο του. —Είμαι πολύ ευτυχής, κύριε Πήαρς, είπε ό τραπεζίτης, πού μαθαίνω ότι άναλάβατε αυτή τή σοβαρή ύπόθεσι... γιατί είναι πράγματι σοβαρή... <Νά σάς πώ τήν αλήθεια, λυπάμαι περισσότερο για τον Αάκερ καί ιδίως για τή μητέρα του, πού βρίσκεται έξω στον προθάλαμο καί περιμένει τον συνεταίρο μου, κύριος, Λήντλ... Ό κύριος γνωρίζει τήν οίκογένειά τους από πολλών ετών. Επίσης έξ<ω βρί­ σκεται καί ή δεσποινίς Σώγιερ, ή αρ­ ραβωνιαστικό τού Λάκερ... Ά ! όλα αυτά είναι πάρα πολύ θλιβερά. — Νομίζω, είπε ό Πήαρς, ότι ό αστυνόμος Πλάμερ έχει άναλάβει τήν ύπόθεσι γιά λογαριασμό τής επισή­ μου αστυνομίας, δεν είναι είν’ έτσι; — Πράγματι, απάντησε ό κύριος Νήλ. Καί μάλιστα βρίσκεται εδώ αυ­ τή τή στιγμή καί ανακρίνει τούς ύπαλλήλους στο γραφείο του Αάκερ. Υποψιάζεται μήπως ό Αάκερ είχε καί συνενόχους. Μήποος θά θέλατε νά τον δήτε; — Αργότερα, είπε ό Πήαρς. Ό κύριος Πλάμερ καί εγώ είμαστε πα­ λιοί φίλοι. Μπορείτε νά μού πήτε πόσον καιρόν δουλεύει ό Αάκερ ως είσπράκτωρ στην Τράπεζά σας ; —Τέσσερις μήνες,παρ’όλο πού είχε επτά χρόνια στήν Τράπεζα. Λίγο μετά τό νέο έτος, του δώσαμε αύτόν τον προβιβασμό. — Γνωρίζετε μήπως τις συνήθειές του ; Τί έκανε τις ώρες πού δεν είχε δουλειά; —Δεν ξέρω καλά-καλά. Νομίζω όμως ότι τού άρεσε πολύ ή κωπηλα­ σία... άλλ’ ακόυσα επίσης νά λένε ότι είχε μερικά γούστα πιο πολυέξο­ δα, δηλαδή πολυέξοδα για έναν νέο τής θέσεώς του... — Άπό δ,τι μού δώσατε νά κατα­ λάβω, δεν είχατε ποτέ κανένα παρά­ πονο μαζί του ; — ’Ά, όχι... ποτέ ! — Μήπως γνωρίζετε μέ ποιούς σύχναζε έ'ξω άπό τό γραφείο ;

— Όχι. Πώς θέλετε νά τό ξέρω; Φαντάζομαι ότι ό άστυνόμος Πλάμερ θά πληροφορήθηκε τό ίδιο ζήτημα άπό τούς υπαλλήλους. ’Ά ! Νά άκριβώς έρχεται ό κύριος Πλάμερ. Πε» ράστε !...

ή στιγμή εκείνη μπήκε στο γρα­ φείο ό κύριος Πλάμερ. Ό άστυ­ νόμος τής Σκώτλαντ Γυάρντ ήταν μέ­ τριου αναστήματος μέ μικρά μάτια καί φυσιογνωμία ψυχρή. Πάντως τήν εποχή εκείνη δεν εΐχε άκόμα διαπρέψει στήν αστυνομία. Ό Πλάμερ βαστούσε μέ τό ένα χέρι τό καπέλλο του καί μέ τάλλο κάτι χαρτιά. Χαι­ ρέτησε τον Πήαρς, έρριξε τό καπέλ­ λο του σέ μιά καρέκλα καί άπλωσε τά χαρτιά επάνω στο γραφείο. —Δεν υπάρχουν καί πολλά πράγ­ ματα μέσα σ’ όλα αυτά, είπε. Πάν­ τως υπάρχει ένα βέβαιο πράγμα : ότι ό Αάκερ έπαιξε στις κούρσες... Έδώ έχω κάτι γράμματα καί τηλεγραφή­ ματα διαφόρων τύπων τού Ιπποδρο­ μίου, πού άλλοι τού-δίνουν προγνω­ στικά καί ά?νλοι τον παρακαλούν νά παίξη ώρισμένα ποσά γιά λογαρια­ σμό τους, μαζί μέ τά δικά του. Νο­ μίζω ότι θά κάνω καλά νά τά κρα­ τήσω όλ’ αυτά. ’Ίσως να βγούν άπό δώ μέσα ενδιαφέροντα πράγματά. ’Ά, πόσες φορές τό παιχνίδι δεν έχει παρασύρει ένα σωρό κόσμο στήν κα­ ταστροφή, δέν εΐν’ έτσι, κύριε Πήαρς; Στο μεταξύ δέν έλάβαμε άκόμα τί­ ποτα νέα άπό τή Γαλλία. —Είστε βέβαιος ότι έφυγε γιά τή Γαλλία; ρώτησε ό Πήαρς. — Ακούστε, θά σάς διηγηθώ οσα

Τ


6 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» έκαμα καί κρίνετε μόνοι σας : «Πρώτ’ απ’ δλα έπισκέφθηκα δλα τα γραφεία, από τά ότιοϊα έκανεείσπράξεις. 'Όλοι οί. ταμίες τον έγνώριζαν έξ δψεως, ό ένας ,-μάλιστα απ’ αυτούς ήταν φίλος του. Πληροφορήθηκα λοιπόν διι παρουσιάστηκε καί είσέπραξε, δπως συνήθως, καί δτι τε­ λευταία είσέπραξε από την ΤΗστερν Κονσολιντέϊτεντ Μπάνκ, απ’ δπου έ­ φυγε στη μία καί τέταρτο. Μέχρις εδώ, τίποτα άξιον προσοχής. Στο μεταξύ, είχα αναθέσει σε δυό-τρείς άντρες νά πάνε νά πάρουν πληροφο­ ρίες από τούς σταθμούς σιδηροδρό­ μων καί από τά πρακτορεία ταξιδίων. Καθώς έβγαινα από την τελευ­ ταία Τράπεζα, είδα έναν από τούς άντρες μου νά τρέχη γιά νά μου μεταδώση ενδιαφέροντα νέα. Του ήρθε ή έμπνευσις νά πάη νά ρωτήση σε ένα εντελώς άσημο πρακτορείο του Λάθαν, κι’ εκεί βρήκε τά ίχνη του.

— Πώς ; Ό Λάκερ πήγε, στο πρακτορείο αύτό ; —’Όχι μόνο πήγε, αλλά πήρε κι’ ένα «κυκλικό» εισιτήριο γιά τη Γαλ­ λία. Πάντως αύτό ήταν πολύ έξυ­ πνο έκ μέρους του. Μ’ αύτό τόν τρό­ πο δεν άποδεικνύεται τό τέρμα 1 τοϋ ταξιδιού του. Μ’ αύτό τό εισιτήριο, μπορεί κανείς νάλλάξη δυό—τρία δρομολόγια, μπορεί νά σταματήση σέ δποιο σταθμό θέλει καί μπορεί ν’ άλλάξη τη διαδρομή του κάνοντας χίλιους δυό συνδυασμούς. Μ’ ένα τέτοιο εισιτήριο καί μέ λίγες ώρες διαθέσιμο καιρό, του ήταν εύκολο νά πάρη μιά όπυιαδήποτε κατεύθυνσι καί ν’ άλλάξη τόν δρόμο του, παίρ­ νοντας ένα άλλο εισιτήριο, δίχως ν’ άφήση πουθενά τοϋ ίχνη του. Πάν­ τως, γιά έναν πρωτάρη· στο... επάγ­

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ γελμα, αύτό ήταν πολύ έξυπνο κόλπο. ’Αλλά, εδώ, δπως δλοι οί έγκληματίαι, ^ύπέπεσε σέ λάθη. Φανταστήτε δτι εΐχε τή βλακεία νά τούς δώση τό πραγματικό του όνομα : Σάρλ Λάκερ, ’Αλλά έκανε καί μιά πιό μεγάλη κουταμάρα : Δέν άλλαξε κάν ροϋχα φεύγοντας. Βαστοϋσε άκόμα τόν πε­ ρίφημο πέτσινο χαρτοφύλακά του, έτσι δπως βγήκε τελευταία άπό τήν 7Ηστερν Μπάνκ. Κατά τούς υπολο­ γισμούς μου, θά πήγε άμέσως άπό τήν Τράπεζα στό πρακτορείο, παίρ­ νοντας ένα ταξί γιά νά πάη ποιό γρήγορα. ’Έμαθα πράγματι δτι, ενώ βγήκε άπό τήν Τράπεζα στή μία καί τέταρτο, έφτασε στό πρακτορείο Λά­ θαν στή μία καί είκοσι πέντε, δηλα­ δή έπειτα άπό δέκα λεπτά, πράγμα άδύνατον άν πήγαινε μέ τά πόδια. Ό υπάλληλος τοϋ πρακτορείου θυ­ μάται καλά τήν ώρα, γιατί τή στιγμή εκείνη άκριβώς ετοιμαζόταν νά βγή γιά νά πάη νά φάη. Υποθέτω δτι ό Λάκερ δέν θά πήρε μαζί του σχε­ δόν καθόλου άποσκευές. Πήραμε πλη­ ροφορίες από τούς σταθμούς καί ρω­ τήσαμε τούς χαμάληδες καί επιθεω­ ρητές. Αλλά κανείς δέν θυμάται τίποτα σχετικό μέ τόν άνθρωπό μας. ’Εξ άλλου, άύτό δέν πρέπει νά μάς έκπλήττη. Είχε κάθε συμφέρον νά πάρη μαζί του τά άπολύτως άπαραίτητα, καί ν’ άγοράση στό ταξίδι του, φτάνοντας σέ άλλη πόλι, δ,τι άλλο τοϋ χρειαζόταν. "Οπως κατα­ λαβαίνετε, τηλεγράφησα άμέσως στό Καλλαί (τό εισιτήριο πού είχε τοϋ έπέτρεπε νά κάνη τό ταξίδι άπό τό Ντόβερ στό Καλαί) κι’ έστειλα δυό άπό τά καλύτερα λαγωνικά μου μέ τό τραίνο πού έφυγε στις οκτώ καί τέταρτο. Φαντάζομαι νά έχουμε νέα

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I


ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ τους εντός της ημέρας. 'Όσο για μένα, εΐμαι υποχρεωμένος νά μείνω ατό Λονδίνο, γιατί οί προϊστάμενοί μου φαντάζονται δτι θά μέ χρεια­ στούν. Άλλοιώς, θά είχα φύγει κΤ εγώ. —Λοιπόν, αυτά ανακαλύψατε μέ­ χρι στιγμής; ρώτησε ό Πήαρς. ’Έχετε τίποτ’ άλλο ύπ’ δψι σας ; — Αυτά έχω ανακαλύψει μέ άπόλητη βεβαιότητα. 'Όσον αφορά τό τί σκοπεύω ακόμα νά κάνω —ένα ε­ λαφρό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Πλάμερ—αυτό... θά τό δούμε αργότερα. ’Έχω τό σκοπό μου... Τώρα ήταν ή σειρά του Πήαρς νά χαμογελάση. ’Ήξερε πόσο ζηλό­ τυπος ήταν ό Πλάμερ στα επαγγελμα­ τικά του ζητήματα. —Πολύ κα?ά, είπε καί σηκώθη­ κε. Κι’ εγώ θά κάνω επίσης τις α­ ναζητήσεις μου. Κύριε Νήλ, μπορεί­ τε νά μου δώσετε έναν άπό τούς υπαλλήλους για να μέ όδηγήση καί νά μου υπόδειξη τή διαδρομή πού έκανε ό Λάκερ ; Οί τρεις άντρες χώρισαν. Φεύγοντας μέ τον υπάλληλο πού πήρε μαζί του, ό Πήαρς νόμισε πώς είδε τις δυο γυναίκες μέ τό πένθος νά βγαίνουν άπό μιάν ιδιαίτερη πόρτα.

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΞΕΝΗ

ΛΑΒΗ

πρώτη Τράπεζα πού έπισκέφθησαν βρισκόταν κοντά στην Τρά­ πεζα Νήλ καί Λήντλ. Ό ταμίας αυ­ τής τής Τραπέζης, πού την προηχουμένη πλήρωσε στό Λάκερ κάποιο πο­ σό, δέν θυμόταν τίποτα ιδιαίτερο. Όπως κάθε πρωί, έτσι καί τότε τον πλήρωσε, άλλά... δέν ήξερε ούτε

Η

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

τό άνομα του είσπράκτορος. Τδμαθε άπό τόν αστυνόμο, πού εΐχε πάει, νά πάρη πληροφορίες. Πάντως, έδω­ σε στον Πήαρς τά χαρακτηριστικά του, τά οποία συμφωνούσαν μέ τή φωτογραφία πού είχε προμηθευτή ό Πήαρς άπό τήν Τράπεζα : Χαρακτη­ ριστικό κανονικά, μουστακάκι μαύ­ ρο, σκληρό καπέλλο, μαύρα ρούχα. ’Ήδη είχαν δώσει τούς άριθμούς των χαρτονομισμάτων στόν αστυνόμο Πλάμερ κι* έτσι ό Πήαρς δέν τούς ζήτησε. Ή δεύτερη Τράπεζα βρισκόταν στην συνοικία Κόρνιλ. Ό ταμίας ή­ ταν φίλος τού Λάκερ, κι’ έτσι τόν θυμόταν κάπως καλύτερα άπό τόν προηγούμενο. —Ή στάσις τού έξαφανισθέντος, εΐπε ό ταμίας, δέν έδειχνε τίποτα τό εξαιρετικό, τήν παραμικρή 'ταραχή. Ό Λάκερ, μάλιστα σταμάτησε καί φλυάρισε μερικά λεπτά μαζί μου. Μού είπε δτι πήγε καί έκανε κωπη­ λασία τήν περασμένη Κυριακή στό ποτάμι καί άλλα διάφορα τέτοια, δίχως σημασία. ’Έπειτα έφυγε. —Μπορείτε νά θυμηθήτε ακριβώς τί σάς διηγήθηκε ; έπέμεινε ό Πήαρς. ’Άν αότό δέν σάς κουράζη, θά μέ υποχρεώνατε πολύ. Σημεϊον πρός σημεΐον, δ,τι είπε καί δτι έκανε όσο διάστημα μίλησε μαζί σας. Καί τις μικρότερες λεπτομέρειες. —’Ά! Λοιπόν, όταν μπήκε, _έγώ ήμουν πολύ μακρυά του, νά εκεί πί­ σω άπό εκείνο τό γραφείο. 'Όταν μέ είδε μου έγνεψε μέ τό χέρι καί μού είπε : «Τί κάνεις ;» ’Άφησα τή θέσι μου κάί ήρθα νά πάρω τις αποδεί­ ξεις του. Τις ήλεγξα, όπως πάντοτε. Βαστούσε μιά όμπρέλλα καινούργια, μιά όμπρέλλα πολύ κομψή καί, κα­ θώς άκούμπησε στό' ταμείο^ παρατή­ ρησα τό χερούλι της. Τό είπα μάλι­ στα καί στόν Λάκερ. Τότε εκείνος πήρε τήν όμπρέλλα στό χέρι γιά νά μού τήν δείξη καλύτερα καί μού εξή­ γησε δτι ήταν δώρον ενός φίλου του. Τό χερούλι ήταν άπό γαλαζίτη, στο­ λισμένο μέ δυό αργυρά δακτυλίδια, από τά όποια τό ένα εΐχε τά άρχικά : Σ. Λ. Τόν συνεχάρηκα γιά τήν ώραία όμπρέλλα καί τόν ρώτησα πώς πέρασε τήν Κυριακή του. Μού


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» είπε δτι έκανε βαρκάδα στόν Τάμεσι. Αυτά είναι δλα. —Σάς ευχαριστώ. ’Ά ! για πήτε μου : Ή όμπρέλλα ήταν διπλωμένη ; Μπορείτε να μου την περιγράφετε ; —"Οχι, δεν ήταν διπλωμένη, τό ύφασμά της ήταν φουσκωτό. Δεν ξέρω ακριβώς τί είδους ύφασμα ή­ ταν. Έξ άλλου, δεν πρόσεξα καί πολύ. Αυτό πού μου έκανε έντύπωσι ήταν τό χερούλι της. Είχε ένα σχήμα εντελώς ιδιαίτερο. Νά, έτσι νομίζω... Καί πήρε ένα χαρτί, επάνω στο όποιο μέ τό μολύβι σχεδίασε κάτι σαν φιόγγο μ’ έναν κύκλο άργυρό στή μία άκρη κι* άλλον ένα στην άλλη* μέ τά αρχικά του ονόματος του Λάκερ. Ό Πήαρς έβαλε τό χαρτί στην τσέπη του, ευχαρίστησε καί έφυγε.

την τρίτη τράπεζα έμαθεόσακαίστήν πρώτη. Δέ^ θυμόταν τίποτα άπό τη συνηθισμένη καθημερινή πληρωμή. Ό Πήαρς τότε καί ό σύντροφός του πέρασαν μια πλακόστρωτη πλα­ τεία καί μπήκαν στήν οδό Αομπάρ για νά έπισκεφτοΰν τήν άκόλουθη τράπεζα, τήν Τράπεζα Μποϋλερ, Κλάϋτον, Λάντ καί Σία, πού βρισκό­ ταν στο βάθος τής πλατείας. Έκεΐ γίνονταν εργασίες γιά τήν έπιδιόρθωσι καί τήν έπέκτασι τοϋ κτιρίου. Έξ αιτίας αύτών τών εργα­ σιών, ή δίοδος ήταν γεμάτη άπό σκά­ λες καί σκαλωσιές. Κι* εκεί έμαθαν δσά καί στις προη­ γούμενες Τράπεζες. Γενικά, δεν εί­ χαν καμμιά σπουδαία επιτυχία καθ’ δλη τή διαδρομή. Οί ταμίαι γνώρι­ ζαν τόν Λάκερ έξ δψεως καί δεν ήσαν εντελώς βέβαιοι. ΟΙ είσπράκτορες άποτελοΰσαν μιά συνηθισμένη

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ έπίσκεψι γι’ αυτούς καί συνήθως δεν τούς γνώριζαν μέ άλλο άνομα παρά μέ τό άνομα τής προϊσταμένης των Τραπέζης. 'Όλοι οί ταμίαι, πάντως συμφω­ νούσαν άτι δέν είχαν δή τίποτα ύ­ ποπτο στή διαγωγή του Λάκερ. Τό μόνο σημείο, ή μόνη ένδειξις, κάπως ισχνή, ήταν εκείνη ή όμπρέλλα γιά τήν οποία του είχε μιλήσει ό δεύτε­ ρος ταμίας. Ό Κάρτον Πήαρς χαιρέτισε τόν υπάλληλο του τραπεζιτικού Οϊκου Νήλ καί ήταν έτοιμος ν’ άνεβή σ’ ένα ταξί, δταν παρετήρησε κάποια κυρία πένθιμα ντυμένη, πού φώναξε κΓ αυ­ τή ένα ταξί, λίγο πιο πέρα. Τήν άνεγνώρισε. Γύρισε τότε στόν σωφέρ του καί τού είπε : — Πήγαινέ με γρήγορα στό πρα­ κτορείο ταξιδίων Νάθαν καί κύτταξε στόν πλαϊνό σου καθρέφτη νά δής αν τό αυτοκίνητο πού είναι πίσω μας... μας παρακολουθή. Τό αυτοκίνητο ξεκίνησε. Άφου έστριψε σ;έ δυό-τρεϊς δρόμους, ό σω­ φέρ, κυττάζοντας στόν καθρέφτη πού ήταν στερεωμένος άκριβώς πλάϊ κι’ έξω άπό τό αυτοκίνητο, είπε στόν Πήαρς : — Τό αυτοκίνητο μάς παρακολου­ θεί, κύριε! Κρατεί μάλιστα κάποια άπόστασι. —Πολύ καλά, ευχαριστώ. Αυτό ήθελα νά μάθω. Πήγαινέ με εκεί πού σοΰ είπα. 'Όταν έφταν στό πρακτορείο Νά­ θαν, ό υπάλληλος, πού εξυπηρέτησε τόν Λάκερ, θυμόταν πολύ καλά τόν είσπράκτορα καί περιέγραψε τά χα­ ρακτηριστικά του. θυμόταν επίσης τόν χαρτοφύλακα καί σέ λίγο θυμήθηκε καί τήν όμ­ πρέλλα. Δέν είχε εγγράφει τό άνομα πού τού έδωσαν, άλλά'θυμόταν καλά πώς ήταν Λάκερ. 'Η άλήθεια είναι δτι δέν ρωτούσαν ποτέ τά όνόματα τών ταξιδιωτών πού παρουσιάζον­ ταν ν’ άγοράσουν σιδηροδρομικά ει­ σιτήρια, άλλά ό είσπράκτωρ φαίνεται άτι παίρνοντας τό εισιτήριο έδήλωσε τό άνομά του, ίσως γιατί νόμιζε δτι αύτό ήταν άναγκαίο. Βγαίνοντας άπό τό πρακτορείο, ό Πήαρς άνέβηκε πάλι στό ταξί του καί πήγε στόν σταθμό. Ό σωφέρ εί-


ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ δοποίησε τόν Πήαρς δτι τό άλλο αυτοκίνητο τούς παρακολουθούσε διαρκώς. ταν έφτασαν στόν σταθμό, ό ΠήΓ αρς πλήρωσε τό ταξί καί πήγε στό διαμέρισμα των άπολεσθέντων άντικεψένων. Ό υπάλληλος του γρα­ φείου αυτού τόν ήξερε πολύ καλά, γιατί ό Πήαρς τόν είχε έπισκεφτεΐ καί για άλλες παρόμοιες ύποθέσεις. — Νομίζω οτι κάποια όμπρέλλα χάθηκε στόν σταθμό χτές, τού είπε ό Πήαρς, ?Ηταν μια καινούργια όμ­ πρέλλα μεταξωτή, μ* ένα χερούλι πε­ ρίεργο, μέ δυο δαχτυλίδια αργυρά καί μέ αρχικά Σ. Λ. Μπορείτε να μοΰ πήτε αν άνευρέθη ; —Μού έφεραν δυό-τρεΐς όμπρέλλες χτές. Περιμένετε νά πάω να δω. Ό υπάλληλος έπέστρεψε σέ λίγο μέ την όμπρέλλα στό χέρι. —Αυτή θά είναι, είπε. Δική σας είναι; —’Όχι, άκριβώς, άλλα θά μού επιτρέψετε νά τήν εξετάσω. Αλλά... είναι διπλωμένη. "Ετσι τήν βρήκαν, διπλωμένη ; — ’Όχι, εκείνος πού μού τήν έφε­ ρε τήν δίπλωσε στό δρόμο, ένας...χα­ μάλης τού σταθμού. ’Έχει μανία αυ­ τός ό άνθρωπος νά διπλώνη τις όμπρέλλες. Όπως καί δταν δή άσχημο δέσιμο πακέτου, τό λύνει γιά νά τό ξαναδέση αυτός καλά. Μιά μανία κΓ αυτή... — ’Έτσι είναι... Καί πού τήν βρήκε αυτή τήν όμπρέλλα; Έδώ κοντά ; — Μάλιστα, κύριε. Νά, εκεί σ’ ε­ κείνη τή γωνιά, άπέναντι σ’ αυτό τό παράθυρο. — Κατά τις δύο ή ώρα; — Ναι, περίπου κάτι τέτοιο. Ό Πήαρς πήρε τήν όμπρέλλα στά

Ο

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

χέρια του, τράβηξε τό λαστιχάκι, τί­ ναξε τό ύφασμα γιά νά τό ξεδιπλώση. Τήν άνοιξε, αλλά ταυτοχρόνως από μέσα της έπεσε ενα κομματάκι χαρτί. Γρήγορα, ό Πήαρς έσκυψε, τό μάζεψε καί τδχωσε στήν τσέπη του. "Επειτα, αφού έξήτασε προσεχτικά τήν όμπρέλλα, τήν έπέστρεψε στόν υπάλληλο. —Πάρτε την, σάς ευχαριστώ. Χαί­ ρετε, αγαπητέ μου... Γύρισε καί ξαφνικά είδε πίσω α­ πό μιά τζαμένια πόρτα τό πρόσωπο τής γυναίκας μέ τά μαύρα πού τόν παρακολουθούσε άπό τό πρωί. Ή γυναίκα τραβήχτηκε αμέσως πίσω τρομαγμένη.

Ό Πήαρς στάθηκε λιγάκι γιά νά τής δώση δλον τόν καιρό νά άπομακρυνθή κΓ έπειτα τράβηξε γιά τό γραφείο του μέ τά πόδια. θά είχε κάνει καμμιά πενηνταριά βήματα,δτανσυνάντησε τόν αστυνόμο. Πλάμερ. —"Ελαβα τηλεγράφημα από τό Καλαί, είπε ό άστυνομικός, αλλά δέν ανακάλυψαν ακόμα τίποτα. "Ε­ βαλα,. λοιπόν, καί κάνουν έρευνα σέ δλη τή γραμμή μέχρι τό Ντόβερ. Φαίνεται δτι ό Λάκερ έγκατέλειψε τό τραίνο του κάπου μεταξύ Λονδίνου καί Ντόβερ. Στό μεταξύ, μού συμβαί­ νει κάτι πο>ύ περίεργο. Είδατε τις δυό*γυναΐκες, πού περίμεναν τόν έ­ ναν άπό τούς τραπεζίτες, τόν κύριο Λήντλ ; —Μάλιστα. Τή μητέρα του Λάκερ καί τήν αρραβωνιαστικιά του, είπε ό Πήαρς. — Ακριβώς. ’Έ, λοιπόν, πιστέψτε με, ή νέα, ή δεσποινίς Σώγιερ, μέ παρακολούθησε βήμα πρός βήμα ά­ πό τή στιγμή πού βγήκα άπό τήν


ΊΟ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Τράπεζα. Βέβαια, τήν κατάλαβα α­ μέσως, αλλά έκανα ότι δέν τήν εΐδα^ Τή στιγμή αυτή βρίσκεται στό κοσμη­ ματοπωλείο πού βρίσκεται πίσω μας. Δέν σάς φαίνεται περίεργο ; — Πράγματι, εΐπε ό Πήαρς και είναι κάτι για τό όποιο δέν πρέπει κανείς ν’ άδιαφορήση. Κι’ εγώ στήν ϊδια κατάστασι βρίσκομαι. ’Άν ρίξε­ τε μιά ματιά πρός τήν γωνία τής ο­ δού Βιλιέ, θά δήτε... καί τή μάνα του Λάκερ I Δέν μ’ άφησε άπό τό πρωί βήμα. Ό Πλάμερ κύτταξε μέ τρόπο καί βεβαιώθηκε γι' αυτό που έλεγε ό Πήαρς. —Πολύ περίεργο πράγμα ! Πρέ­ πει νά προσέξουμε. "Ηδη, τό σπίτι του Λάκερ φυλάγεται καλά. "Εχω τοποθετήσει έναν άπό τούς άντρες μου άπό χτες. Τώρα όμως, θά πάω νά βάλω κι’ έναν άλλο στό σπίτι τής δεσποινίδος Σώγιερ. Πηγαίνω νά τηλεφωνήαω στήν Τράπεζα Λήντλ γιά νά μου δώσουν τή διεύθυνσί της. Καί θά πρέπει νά θέσω ύπό πα­ ρακολούθησή καί τις δυό γυναίκες. Δέν άμφέβαλλα ποτέ μου δτι άνακατεύθηκαν κι’ αυτές στήν ύπόθεσι μέ τον Λάκερ. ’Ίσως,—για νά μάς έξαπατήσουν —έφυγε μέ τό τραίνο κα­ νένας συνένοχος, ενώ αυτός κατευθύνεται άλλου. Σείς, κάνατε τίποτα ; — Έγώ... άπλούστατα, πήγα στό σταθμό καί βρήκα τήν όμπρέλλα του Λάκερ. —Ά 1 ά I Αυτό είναι σοβαρό ] Τότε φαίνεται πώς ό Λάκερ έφυγε πραγματικώς μέ τό τραίνο, θά πάω νά, άνακρίνω τόν ύπάλληλο. Ό Πλάμερ έφυγε γιά τό σταθμό καί ό Πήαρς γιά τό γραφείο του.

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ «ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ ΓΝΩ­ ΣΤΟΥ ! ΕΠΙΦΥΛΑΞΙΣ I» ξαπλωμένος τώρα στήν πολυθρόνα ^του, μέσα στό γραφείο του, ό Πή­ αρς εΐχε βγάλει μέσα άπό τήν τσέ­ πη του ένα χαρτάκι καί τό μελε­ τούσε. Ήταν τό χαρτάκι, πού εΐχε πέσει άπό τήν όμπρέλλα. Ήταν ένα άπόκομμα έφημερίδος : , Τό άκουμπησε επάνω στό τραπέζι καί τό κύτταξε διαβάζοντας μιά-μιά λέξι : «ΝΕΑ ΖΩΗ.— Μακράν του γνω­ στού 1 Έπιφύλαξις I Απόψε 0,2—Κ2, 3ο στή σειρά, Άρ. 197. Κόκκινες κουρτίνες. Έγώ πρώτος. 'Ένας-ένας.» Ό Πήαρς πήρε έπειτα έναν χάρ­ τη του Λονδίνου, τοποθέτησε τά δά­ χτυλά του επάνω του καί τραβών­ τας τα άπό πάνω πρός τά κάτω, τ’ άφησε νά συναντηθούν σ’ ένα ση­ μείο. .· "Αρχισε νά' σφυρίζη. "Ανοιξε μιά ντουλάπα, έβγαλε κάτι εργατικά ρούχα καί τά φόρεσε. "Επειτα, έναν σκούφο. Κυττάχτηκε στον καθρέφτη καί χτύπησε τό κουδούνι. Ήρθε ό ύπηρέτης του. —Κατέβα, σέ παρακαλώ, καί είδοποίησε τή γυναίκα έκείνη πού βρί­ σκεται στό άπέναντι πεζοδρόμιο, ότι ό κύριος Πήαρς άνεχώρησε άπό τήν πίσω πόρτα καί νά μήν κουράζεται νά τόν περιμένη. Καί ό Πήαρς έφυγε άπό τήν πί­ σω πόρτα καί άνέβηκε σ’ ένα ταξί. "Επειτα άπό μισή ώρα, ό Πήαρς κατέβηκε στήν οδό Χάκβορθ. Πέρασε τό πρώτο καί έπειτα τό δεύτερο σπί­ τι καί σταμάτησε στό τρίτο. Τό κύτ­ ταξε καλά. ΉταΥ μιά έπαυλις. "Ε­ βγαλε ένα σημειωματάριο. "Εκανε πώς έγραφε κάτι. Τό σπίτι αυτό ήταν ώραιότερο άπό τ’ άλλα, είχε πόρτα γιά γκαράζ, ήταν περιποιημένο καί εΐχε κόκκινες κουρτίνες. Ό Πήαρς διάβασε άπέξω μιά μι­ κρή έπιγραφή. Ήταν ένα όνομα Μέρστον. Άνέβηκε τά σκαλοπάτια τής εισό­ δου μέ τό σημειωματάριο στό χέρι. Χτύπησε τό κουδούνι καί τού ά­ νοιξε μιά ύπηρέτρια.


ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

—Ό

κύριος Μέρστον ; —Έδώ είναι... —νΩ, δέν είναι ανάγκη να τόν ε­ νοχλήσετε. Είμαι τής εταιρίας αερι­ όφωτος. Τό γκάζι έχει διαφυγές έδώ κάπου στη γειτονιά καί ήρθα να δώ τό ρολόγι σας. Που βρίσκεται τό δι­ κό σας ; Στην κουζίνα ; — Όπως άγαπάτε 1 — Κύριε, νά ρωτήσω τόν κύριο... Ή υπηρέτρια άνοιξε μια πόρτα του βάθους καί πληροφόρησε κάποι­ ον, πού βρισκόταν μέσα, για την έΈίσκεψι του ύπαλλήλου. 3Ακούστηκε μια γκρινιάρικη φωνή: — Πολύ καλά. Ή ύπηρέτρια ώδήγησε τότε τόν Πήαρς στο υπόγειο, όπου ήταν τό ρολόγι. Ό Πήαρς έξήταζε κάθε γω­ νιά, άπό όπου περνούσε, ερευνητικά. 'Η υπηρέτρια άναψε ένα κερί καί κα­ τέβηκε τις σκάλες. Τό οολόγι ήταν πάνω σ’ ένα μεγάλο ράφι, άνάμεσα σ’ ένα σωρό κιβώτια, χαρτιά, καλά­ θια. Αυτό πού ό Πήαρς πρόσεξε, α­ μέσως μόλις κατέβηκε στό υπόγειο, ήταν ένα σακκάκι μπλε με χοντρά χρυσά κουμπιά. Σέ αντίθεοι, πρός τά άλλα άντικείμενα, τό σακκάκι αυτό δέν ήταν διόλου σκονισμένο. η Ό Πήαρς έκανε πώς δέν τό πρό­ σεξε. "Έσκυψε καίάρχισε νά χτυπά τό ρολόγι μ* ένα μολύβι. Άκούμπησε τ’ αυτί του γιά ν’ άκούση. Κούνησε τό κεφάλι, σηκώθηκε καί είπε στην υπηρέτρια : — Σάς παρακαλώ, άνάψτε μια στι­ γμή τό φώς τής κουζίνας, άλλα μήν άπομακρυνθήτε. Μόλις σάς φωνάξω νά τό σβύσετε αμέσως. Καταλάβατε : 'Η υπηρέτρια κούνησε τό κεφάλι κι* ανέβηκε στήν κουζίνα. Ό Πήαρς άρπαξε τότε τό σακκά­ κι. Τό κύτταξε καλά. ΤΗταν μιά λι­ βρέα. Παρατήρησε τό χρώμα, τά σειρήτια, τά κουμπιά καί τδρριξε πάλι όπως ήταν στη γωνιά. — Πολύ καλά, φώναξε στήν ύπηρέτρια. — Νά σβύσω ; — Μάλιστα 1 — Βρήκατε τίποτα; ^ —Βέβαια ! Μπορείτε νά πήτε στόν κύριο Μέρστον οτι ό λογαριασμός τού άεριόφωτος θά είναι πολύ μικρό­ τερος.

Ή γυναίκα βρισκόταν στόν δρό­ μο του, παντού όπου πήγαινε. Τά πράγματα έγιναν εύκολώτερα άπό όσο περίμενε ό Πήαρς. Εκείνο τό σακκάκι πού εϊδε, τού προμήθευε τό κλειδί τού μυστηρίου. Αναγνώρι­ σε σ’ αυτό τό σακκάκι τή στολή τών θυρωρών μιάς άπό τις τράπεζες, πού


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

4*

είχε έπισκεφθή τό πρωί. Ποιας δέν θυμόταν τώρα ακριβώς. Αυτό θά τό έβρισκε. Βγαίνοντας άιτό τό σπίτι εκείνο, πήγε στό πρώτο ταχυδρομικό παράρ­ τημα της γειτονιάς κι’ εστεΐ/νε ένα τηλεγράφημα στόν Πλάμερ. Του έδωσε μερικές οδηγίες καί του ώρισε έ­ να ραντεβοϋ. "Επειτα πήρε ένα ταξί κι’ έφυγε ολοταχώς πρός τό κέντρον της πόλεως.

ταν έφτασε στην Λόμπαρντ Στρήτ, κατέβηκε άπό τό αυτοκίνητο καί έκανε ξανά μιάν έπιθεώρησι τών Τρα­ πεζών. Τέλος έφτασε στην Τράπεζα Μποΰλερ, Κλάϋτον, Αάντς καί Σία. Έδώ σταμάτησε. Στις άλλες Τράπε­ ζες οί κλητήρες είχαν στολές διαφόρων χρωμάτων, γκρενά καφέ, γκρίζες... Σ’ αυτή την Τράπεζα, στην οποία γίνονταν διάφορες επιδιορθώ­ σεις, όπου υπήρχαν σκάλες καί σκα­ λωσιές μπροστά στην είσοδο, είδε έ­ ναν κλητήρα μέ μπλέ στολή καί χρυ­ σά κουμπιά, άκριβώς σάν τή στολή που βρήκε κάτω στό ύπόνειο. Μ’ ενα πήδημα πέρασε άπό τήν είσοδο, έσπρωξε τήν πόρτα καί πήγε καί στάθηκε μπροστά στόν κλητήρα, τον όποιο άρχισε νά έξετάζη μέ προ­ σοχή. "Επειτα, άφησε τον κατάπληκτο άνθρωπο καί ξαναβγήκε στόν δρόμο. "Αρχισε νά γυρίζη γύρω άπό τό κτί­ ριο. Δίπλα στήν Τράπεζα, υπήρχαν

Ο

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ δυό κτίρια, έτοιμα γιά κατεδάφισή Ανάμεσα όμως σ’ αυτά καί στήν Τράπεζα υπήρχε ή είσοδος ενός μονόρροφου, πού ενοικιαζόταν ώς απο­ θήκη. Ή είσοδος αυτή, κολλητά σχε­ δόν μέ τή γωνία τής Τραπέζης καί κοντά στήν πόρτα της, ήταν μπογιατισμένη καί τά παράθυρα καθαρισμέ­ να. Πλησίασε περισσότερο καί είδε ότι σέ ύψος δυό μέτρων άπό τόέδαφος επάνω στήν πόρτα υπήρχαν δυό βί­ δες, καινούργιες καί φρεσκοβαλμένες. Αφού έκανε αύτή τή μικρή έξέτασι, ό Πήαρς διάβασε μιά ταμπέλλα πού έγραφε τά εξής : «Άπευθυνθήτε πρός τούς κ.κ. Ούΐνσορ 'καί Βήκς, οδός "Αρτσερ». Οί Ούΐνσορ καί Βήκς ήσαν δίχως άλλο, οί ίδιοκτήται τών κτιρίων αυ­ τών. Ό Πήαρς κύτταξε τό ρολόγι του. Τή στιγμή εκείνη σταμάτησαν μπρο­ στά στήν Τράπεζα δυό αυτοκίνητα. Άπ’τό ενα κατέβηκε ό άστυνόμος Πλά­ μερ μ’ έναν κύριο μέ πολιτικά. Άπό τό άλλο αύτοκίνητο άλλοι δυό, επί­ σης μέ πολιτικά. Άπό τό παρουσιαστικό τους φαίνονταν όλοι άστυνομικοί. — Λοιπόν, τί συμβαίνει ; ρώτησε ό Πάλμερ. — Δέν θ’ άργήσετε νά τό μάθετε» Αλλά κάνατε όπως σάς είπα ; Στεί­ λατε μιά γερή δάναμι άπό άστυνομικούς νά φυλάνε τό σπίτι ύπ’ άρ. 197 τής όδοϋ Χάκβορθ; — Ναι, κανείς δέν θά μπόρεση νά βγή, δίχως νά τον παρακολουθήσουν καί νά ξαίρουμε πού πήγε. — Υπέροχα! Καί τώρα, μιά στι­ γμή, γιατί πρέπει νά πάω στήν οδό ’Άρτσερ. Αφήστε τούς άντρες σας εδώ, σείς όμως νά πάτε νά σταθήτε μπροστά στήν πόρτα τήν άμέσως δί­ πλα άπό τήν πόρτα τής Τραπέζης. Ελπίζω ότι δέν θ’ άργήσουμε νά έ­ χουμε σοβαρά νέα. Ξεφορτωθήκατε τήν δεσποινίδα Σώγιερ ; — Μπά, μου φορτώθηκε τώρα καί ή άλλη ! Αρραβωνιαστικιά καί μάνα μέ παρακολουθούν μ’ ένα ταξί. Είναι τρομερό ! Μάς περνούν γιά ήλιθίους ! —Καλά, καλά, άφήστε τες τώρα αυτές καί έπιβλέψατε τήν πόρτα πού σάς ύπέδειξα. θά γυρίσω γρήγορα.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ αί, δίχως νά πρόσθεση λέξι, ό Πήαρς έφυγε για την όδό Άρτσερ. Μπήκε στό γραφείο των Ού'ίνσορ καί Βήκς. Πληροφορήθηκε έκεΐ δτι τα δυό σπίτια θά κατεδαφίζονταν. Άλ­ λα οκτώ μέρες πρίν, νοίκιασαν σέ κάποιον Βέστλεη ένα γραφείο στό ι­ σόγειο, μαζίμέτό υπόγειο. "Οπως τούς είπε, τό χρειαζόταν μόνο για δεκα­ πέντε μέρες, θά αποθήκευε κάτι βα­ ρέλια προσωρινώς. Ό Πήαρς τούς έρώτησε πώς μπο­ ρούσε νά μπή μέσα κι* εκείνοι τοϋ έ­ δωσαν ένα δεύτερο κλειδί. Τόν συνώδευε μάλιστα κι* ένας υπάλληλος του γραφείου. —Συγκέντρωσε τούς άντρες σου, είπε στον Πλάμερ όταν έπέστρεψε. Άνοιξαν την πόρτα. Ό Κάρτον Πήαρς καί οί πέντε σύντροφοί του μπήκαν μέσα. Ή πόρ­ τα του γραφείου στό ισόγειο ήταν μισανοιχτή, άλλά μέσα δεν υπήρχε τίποτα. Σέ μιά γωνιά όμως βρήκαν μιά ταμπέλα φρεσκοφτιαγμένη, περί­ που πενήντα εκατοστών μάκρους. Ό Πήαρς την πήρε στά χέρια του καί τήν έδειξε στον Πάλμερ. Επάνω σέ μαύρο φόντο υπήρχαν λευκά γράμματα : ΜΠΟΥΛΕΡ, ΚΛΑΥΤΟΝ ΛΑΝΤΣ καί ΣΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΙΣΟΔΟΣ Ό Πήαρς γύρισε πρός τόν υπάλ­ ληλο του γραφείου Ούΐνσορ καί Βήκς καί τόν ρώτησε : —Αυτός πού νοίκιασε τό γραφείο, λεγόταν Βέστλεη, δεν εΐν’ έτσι ; —Μάλιστα, κύριε. —ΤΙταν ένας νέος, εντελώς ξυρι­ σμένος καί κομψά ντυμένος ; — Πράγματι. —Νομίζω, είπε τότε ό Πήαρς στόν Πλάμερ, ότι έχουμε νά κάνουμε πάλι μέ κάποια παλιά γνωριμία σας... Τόν Σάμ Γκουντερ. —Πώς; Τόν αρχηγό τής συμμο­ ρίας ή «Νέα Ζωή» ; —Ναί. Υποπτεύομαι πολύ ότι πήρε γιά μιά στιγμή αύτό τό παρα­ τσούκλι του Βέστλεη ώς επίσης καί άλλα,.. Πάντως, πάμε μέχρι τό υπό­ γειο. Είχαν άνάψει τά ήλεκτρικά φαναράκια τους καί προχωρούσαν. Υπήρ­ χαν πολλές κλειστές άποθήκες. Ξαφνι­ κά, ενώ έστριβαν στόν διάδρομο, ά-

Κ

13

κουσαν άπό τό βάθος μουρμουρητά καί φωνές : —Βοήθεια!... Βοήθεια 1 Άνοΐξτε τήν πόρτα ! θά τρελλαθώ !... θά τρελ*λαθώ !... Βοήθεια !... Καί ταυτοχρόνως άκουσαν νά χτυ­ πουν άπό μέσα σέ μιάν άπό τις πόρ­ τες. Οί άντρες σταμάτησαν κατάπλη­ κτοι. —Ελάτε I, φώναξε ό Πήαρς μ’ ένα χαμόγελο. ’Έτρεξε πρός τήν Πόρτα. ΤΗταν κλειδωμένη μέ μιά σιδερένια μπάρα κι* ένα λουκέτο απέξω. —Άνοΐξτε μου! Άνοΐξτε μου!, έπανελάμβανε ή φωνή. —Έοχόμαστε, φώναξε ό Πήαρς. Κάνετε λιγάκι υπομονή. . Ή φωνή έσβησε μ’ έναν λυγμό. Ό Πήαρς προσπάθησε ν’ άνοιξη τό λουκέτο. Δέν τό κατώρθωσε. "Εβγαλε τότε τό πιστόλι του, τό στή­ ριξε πλάγια καί πυροβόλησε μέσα στήν κλειδαριά. Ή πιστολιά αντήχη­ σε σάν κεραυνός μέσα στό υπόγειο. 'Η κλειδαριά έσπασε. Έτράβηξαν τη σιδερένια ιιπάρα καί άνοιξαν τήν πόρτα.

όλις άνοιξαν, είδαν έναν άνθρω­ πο, πού μέ δυσκολία κρατ'όταν στά πόδια του. Μέ μάτια απλανή προχώρησε τρεκλίζοντας κι5 έπεσε στήν άγκαλιά τους. —Εμπρός, σταθήτε στά πόδια σας, ποιός εΐσθε ; φώναξε ό Πλάμερ. — Αφήστε τον πρώτα νά άναπνεύ-

Μ


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ση, έπενέβη ό Πήαρς. Δέν μπορεί ό δυστυχισμένος νά μιλήση. Πάντως εγώ μπορώ νά σάς διαβεβαιώσω πώς εΐναι ό Λάκερ. —Ό Λάκερ Πώς Έδώ * — Βέβαια, έδώ... καί σχιστά τραί­ να πού τον γυρεύατε. *Έ, σιγά, ε­ σείς, άνεβάστε τον απαλά, γιατί έχει τα χάλια του. Καί πράγματι, τά μαλλιά του, τό πρόσωπό του ήσαν γεμάτα αϊματα, επίσης τά δάχτυλά του καί τά νύχια του. "Εστειλαν άμέσως νά φέρουν κονιάκ καί νερό. — Καλά !, ψιθύρισε έπειτα από λίγο ό Πλάμερ κυττάζοντας πότε τόν Πήαρς καί πότε τόν εισπράκτορα Λάκερ. Καί τά χρήματα ; —’Ά! αυτό είναι δική σουδουλειά, Πλάμερ, άπάντησε ό Πήαρς. Έγώ έ­ παιξα τό ρόλο μου. Βρήκα τόν άν­ θρωπο, τόν όποιο έχει άσφαλίσει ή Εταιρία μου... Άπό δώ καί μπρος είναι δική σου δουλειά... -Αλλά... —Τί αλλά ; Μήπως επιμένεις ότι ό Λάκερ δέν είναι άθώος ; —Ό Λάκερ άθώος ; —Μάλιστα. Του έστησαν παγίδα. —θέλεις νά πής οτι τόν έκλεψαν ; Αλλά πώς ; Που ; — Χτες τό πρωί, άκριβώς έδώ έπάνω. —Αλλά... πώς τό εξηγείτε έσεΐς αυτό; Κάποιο λάθος κάνετε, άφοΰ ξέρουμε δτι έκανε όλο τόν γύρο, .είσέπραξε δλα τά χρήματα καί έπειτα έπήγε στό πρακτορείο... "Αλλωστε ά­ φησε τήν όμπρέλλα του... Ό άνθρωπος δέν είχε άκόμα συνέλθει. —Μήν του σηκώνετε τό κεφάλι, είπε ό Πήαρς. "Ενας άπό σάς νά τρέξη άμέσως νά φέρη έναν γιατρό. Ό δυστυχισμένος έχει πάθει τρομερό κλονισμό. αί γυρίζοντας έπειτα πρός τόν άστυνόμο του είπε : — Πώς έγινε τό κόλπο ; θά προσ­ παθήσω νά σάς εξηγήσω. Έν πρώτοις, κάποιος πολύ έξυπνος σκέψθηκε ότι θά μπορούσε νά γεμίση τις τσέ­ πες του άν έκλεβε έναν εισπράκτορα. Αυτό τό έξυπνο πρόσωπο ήταν ώς

Κ

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ φαίνεται άρχηγός κάποιας πεπειρα­ μένης συμμορίας, πιθανώτατα αυτής πού άποκαλείται «Νέα Ζωή». Ξέρετε, λοιπόν, πολύ καλά ότι μιά τέτοια συμμορία κανονίζει μέ μεγάλη μαθηματικότητα τά κόλπα της. Λοιπόν, νά περίπου τό σχέδιό της : »Παρηκολούθησαν τόν Λάκερ, κι* έμαθαν τις συνήθειές του. Παρατή­ ρησαν ότι μονάχα σέ μιά Τράπεζα ήταν προσωπικώς γνωστός άπό τόν ταμία καί ότι-αυτή ή Τράπεζα ήταν* ή δευτέρα πού έπισκεπτόταν. Ό άρ­ χηγός, λοιπόν, τής συμμορίας, πονη­ ρότατος, (καί δέν φαντάζομαι πιο πονηρό στο Λονδίνο άλλον άπό τόν Σάμ Γκούντερ) μελέτησε πολύ καλά τόν Λάκερ. Τότε νοίκιασαν αύτό τό γραφείο μέ τό υπόγειο, γιατί ή πόρ­ τα του γραφείου βρίσκεται άκριβώς δίπλα στήν πόρτα τής υπό επιδιόρ­ θωσή Τραπέζης. Ό άρχηγός, λοι­ πόν, ντύνεται ομοιόμορφα μέ τόν Λάκερ, φτιάνει καί τό πρόσωπό του τό ϊδιο κι* έρχεται μέ τά υπόλοιπα μέλη τής συμμορίας έδώ μέσα. »'Ένας άλλος σύντροφός τους ντύ­ νεται σάν θυρωρός μέ μπλέ λιβρέα καί χρυσά κουμπιά, όπως ό θυρωρός τής διπλανής Τραπέζης. —Ναι, ναί, άρχίζω νά καταλα­ βαίνω. —'Ένας παραφυλάει άπέξω γιά νά δή πότε θά φανή ό'Λάκερ άπό τό Κόρνχιλ. Στρίβει τη γωνία. Εκεί­ νος, πού παραφυλάει καί τόν βλέπει νά πλησιάζη, δίνει τό σύνθημα, Άμέ­ σως τότε τοποθετούν έξω άπό τήν πόρτα τήν ταμπέλλα μέ τό όνομα τών τραπεζιτών καί μέ τη λέξι «προ­ σωρινή είσοδος». Κι* όταν πλησιάζει ό Λάκερ, ό ψευδοθυρωρός τού γνέ­ ψει μέ ένα χαμόγελο καί τού λέγει: «Άπό δώ, κύριε, άπό δώ μπήτε σήμε­ ρα ένεκα τών επιδιορθώσεων». »Ό Λάκερ, δίχως νά ύποπτευθή τίποτα, βλέπει τόν θυρωρό καί φαν­ τάζεται ότι πρέπει νά περάση^άπό εκεί, από τά πλάγια τής Τραπέζης. Μπαίνει. Βγάζουν τή ταμπέλλα, ό θυρωρός μπαίνει κι* αυτός. Κλείνει ή πόρτα καί τόν άρπάζουν. Τόν κο­ πανάνε στό κεφάλι, πέφτει κάτω. »Είδατε τά αίματα. Ό μεταμφιε­ σμένος σέ Λάκερ, παίρνει τόν χαρτοφύλακά του, παίρνει καί τήν όμπρέλ-


ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ λα του μέ τά άρχικά Σ. Λ. και συμπληρώνει τό τουρνέ του στις υ­ πόλοιπες Τράπεζες, είσπράττοντας για λογαριασμό της Τραπέζης Νήλ και Λήντλ.'Εργασία απλή, αφού δεν χρειάζεται παρά νά δίνη τις άποδείξεις και νά παίρνη χρήματα. Στό με­ ταξύ φυλακίζουν αυτόν τον δυστυ­ χισμένο στα ύπόγεια, δίχως νά λά­ βουν καν τόν κόπο νά τον δέσουν. Καί γ<ατί"; Μπορούσε νά φωνάζη όσο ήθελε. Ποιος θά τόν άκουγε από επάνω ; »Άφοϋ έγινε κι’ αυτό, τά μέλη τής συμμορίας κλείνουν την πόρτα, φεύγουν, εξαφανίζονται. Τά υπόλοι­ πα είναι εύκολο νά τά έννοήση κανείς. Ό Γκουντερ αφού συμπήρωσε τις εισπράξεις των 25.000 λιρών, άγοράζει ένα κυκλικό εισιτήριο για τή Γαλλία. Γιά νά παραπλανήση τή δικαιοσύνη, λέγει τό όνομα Λάκερ στό πρακτορείο καί κατευθύνεται στον σταθμό, ξεχνά τήν όμπρέλλα στον σταθμό, γιά νά βρεθή στό τμή-, μα άπολεσθέντων άντικειμένων, πρά­ γμα πού θά ξεγελάση τήν άστυνομία καί θά τήν κάνη νά τρέχη στόύς διαφόρους σταθμούς, πίσω α­ πό τόν ανύπαρκτο καταχραστή. —Καλά... Γιατί τότε μου είπες νά φυλάω τό σπίτι άρ. 197 τής οδού Χάκβορθ ; Ποιοι μένουν έκεΐ ; — Έκει μένει ό κεφαλαιούχος τής συμμορίας... Αυτός πού έβαλε τά κε­ φάλαια γιά νά γίνη ή έπιχείρησις... Δεν ξέρω πώς τόν λένε, πάντως, γιά τήν ώρα ονομάζεται Μέρστον. Αυτόν πρέπει νά τόν μαζέψουμε... ασφαλώς θά μάθουμε ττολλά πράγματα γιά λογαριασμό του 1 — Καλά... ή μάνα του Λάκερ καί ή αρραβωνιαστικιά του τί γύρευαν πού μάς παρακολουθούσαν ; — Δυο κουτορνίθια!... Αύτές έχουν άπλούστατα τρομοκρατηθή κΓ άπό φόβο μήπως ό Λάκερ ύπέπεσε πρα­ γματικά στον πειρασμό, είναι άποφασισμένες νά μή τόν έγκατείψουν... Είχαν σκοπό ή νά μάς ξεγελάσουν... ή νά τόν βοηθήσουν οπωσδήποτε... τή στιγμή πού θά βρίσκαμε τήν κρύπτη του. Αλλά, νά ό γιατρός... θέλετε νά δώσω εντολή στά όργανά σας, μόλις συνέλθη ό Λάκερ νά τόν συ­ νοδεύσουν ως τό σπίτι του; Έγώ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

εΐμαι ύποχρεωμένος νά φύγω. Πρέ­ πει νά ειδοποιήσω τήν Ασφαλιστική Εταιρία... —Αλλά... γιά πές μου, Πήαρς... πώς κατώρθωσες νά τ’ άνακαλύψης όλ’ αυτά ; Κάποιος άσφαλώς θά σέ πληροφόρησε, έ ; Δέν θά τά φαντάσθηκες όκα σύτάΐ —Ναι, βέβαια, κάτι. ’Ένα από­ κομμα έφημερίδος. — Πώς; } ,* — Ναι. Πάρε τή σημερινή εφημερί­ δα τά «Ημερήσια Χρονικά» καί διά­ βασε στις άγγελίες μιά πού αρχίζει μέ τις δυό λέξεις : «ΝΕΑ ΖΩΗ», θά καταλάβης αμέσως. "Ενα μεγάλο αύτοκίνητο πλησία­ σε στήν πόρτα. Δυό άντρες συνώδευαν τώρα τόν Λάκερ στό αμάξι. Αλ­ λά, μόλις πήγαν νά τόν μπάσουν μέσα, εΐδαν ξαφνικά δυό μαυροφορεμένες γυναΐνες νά όρμοϋν καί ν’ αγκαλιάζουν μέ κλάμματα τόν Λά­ κερ. Δυσκολεύτηκαν πολύ νά τόν άποσπάσουν άπό τήν άγκαλιά τους καί νά τις πείσουν ότι δέν τόν πήγαιναν στή φυλακή. Τέλος τις άφησαν ν’ άνεβουν στό αμάξι. Ή μάνα φώναζε δυνατά. Ή νέα έκλαιγε σιωπηλά. Καί οι δυό τους έσφιγγαν τά χέ­ ρια του Λάκερ μέ άγάπη.

Τό ϊδιο β,ράδυ, ή Σκώτλαντ τΓυάρντ έκανε επιδρομή στό σπίτι 197 τής όδου Χάκβορθ. Οί αστυνομικοί, μέ ε­ πικεφαλής τόν άστυνόμο Πλάμερ καί τόν ΓΙήαρς, μπήκαν αιφνιδιαστικά καί, έπειτα άπό μιά σκληρή, μά σύντομη


16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ ΔΥΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ

πάλη, συνέλαβε τον Γκοϋντερ, τόν Μέρστον καί έναν ακόμα συνένοχό τους. ΤΗσαν όλοι τους γνωστοί στην α­ στυνομία καί είχαν άρκετά όγκώδεις φακέλλους στο αρχείο τής Σκώτλαντ Γ υάρντ. Ό Μέρστον, που έκανε τόν κεφαλαιοϋχο στην ύπόθεσι αυτή, είχε κρα­ τήσει τη μερίδα του λέοντος. Είχε βάλει τό μερίδιό του σέ μια μικρή βαλίτσα καί σκόπευε να φύγη τό ε­ πόμενο πρωϊνό για τό εξωτερικό. Οί 25.000 λίρες βρέθηκαν όλες μέ­ σα στό σπίτι καί παρεδόθησαν στον Πήαρς για νά τις έπιστρέψη στην τράπεζα. Πριν άποχωριστουν, ό Πλάμερ εί­ πε στον δικηγόρο—ντέτεκτιβ : — Διάβασα στά «Ημερήσια Χρονι­ κά» τή μικρή άγγελία πού άρχίζει μέ τις λέξεις : ΝΕΑ ΖΩΗ, μά δεν κατά­ λαβα πολλά πράγματα. ’Άν είχες τήν καλωσύνη... — Όταν άπλό, Πλάμερ. Ή άγγε­ λία αύτή έδινε συνθηματικά τή διεύθυνσι «Όδός Χάκβορθ 197», μέ τά χαρτογραφικά στοιχεία, -πού χρησι­

μοποιούν οί πολεοδόμοι γιά νά κα­ θορίσουν ένα σημείο τής πόλεως. "Α­ νοιξε έναν χάρτη καί θά πεισθής. Σί­ γουρα, ό Μέρστον, όταν λήστεψαν τόν Λάκερ, πήρε τά χρήματα καί έ­ φυγε, ενώ οί σύντροφοί του άποτελείωσαν τή δουλειά πηγαίνοντας στό πρακτορείο καί τόν σταθμό γιά νά ενοχοποιήσουν τόν Λάκερ. ’Έπειτα, τούς κάλεσε στό κρησφύγετό τους, μέ τή μικρή άγγελία... Όπως είχε πή ό Πήαρς, ό λογα­ ριασμός του άεριόφωτος ήταν πολύ μικρός τήν επόμενη τριμηνία. Όταν άλλωστε φυσικό αυτό, γιατί ό Μέρ­ στον βρισκόταν στή φυλακή. Όσο γιά τόν Λάκερ, κόντεψε νά 'τρελλαθή άπό τις τρομακτικές στι­ γμές πού είχε περάσει κι* άπό τά χτυπήματα στό κεφάλι, μά άποζημιώθηκε άρκετά. Ή τράπεζα του αύξησε τόν μισθό καί, λίγους αήνες άργότερα, ό Λάκερ παντρεύτηκε μέ τήν άρραβωνιαστικιά του. Σήμερα, είναι οί δυό τους ένα ταιριαστό καί ζηλευτό ζευγάρι. ΤΕΛΟΣ

ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΑ Ό περίφημη βαάίλισσα τής Σουηδίας Χρηστ»να έλεγε ότι αγαπά τούς άντρες, όχι γιατί είνε άντρες, αλλά επειδή δέν είναι γυναίκες. ❖ ❖ Επιτάφιο επίγραμμα μαθη­ του προς τόν δάσκαλό του' Ιωάννη Μόσχον, πού πέθανε στό άνθος τής ήλικίας του : 'Δόσε, θεέ μου, ανάπαυσι εις γήν καλήν κι* ευώδη στόν κύριο Μόσχο πού έσβυσε πριν γίνη ακόμα β ώ δ ι 1 * * * "Ενας ζωγράφος έδειχνε στόν περίφημο Άπελλή τήν Α­ φροδίτη πού τήν είχε ζωγραφί­ σει ντυμένη μέ πολυτέλεια καί του ζητούσε τή γνώμη του. — Βλέπω, του άπάντησε ό

Άπελλής, ότι, άφου δέ μπόρε­ σες νά κάνης τήν Αφροδίτη ώραία. τήν έκανες πλούσια I * Τά κόμματα είναι έπινόησις των νεωτέρων γραμματικών. Οί ' 'Έλληνες καί οί Λατίνοι τά άγνοουσαν. Επίσης τά σωζόμενα κείμενα τών Γραφών είναι χωρίς κόμματα καί χωρίς τε­ λείες. * * * Ό Πιρόν δέν αγαπούσε τις επισκέψεις κατά τά τέλη τής ζωής του. Είχε τή συνήθεια νά λέει : —Εκείνοι πού μ* επισκέ­ πτονται, μου κάνουν μεγάλη τιμή, κΓ εκείνοι πού δέν μ’έπισκέπτονται, μου κάνουν μεγά­ λη εύχαρίστησι.


Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Η ©ΕΑ ΚΟΡΑ υπό ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑ-Ι-Σ ΜΠΑΡΟΟΥΣ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΞΥΠΝΟΥΝ Ξαπλωμένος μπρούμυτα επάνω σ’ ένα χοντρό κλαδί, ό Ταρζάν, ό Βα­ σιλιάς της Ζούγκλας, κύτταζε μέ πε-, ριέργεια κάτω, στό έδαφος, πού άπεϊχε πενήντα μέτρα, μια μικρή συν­ τροφιά πού προχωρούσε αργά, άνοί-

γοντας μέ δυσκολία δρόμο άνάμεσα στους πυκνούς θάμνους. Ή συντροφιά εκείνη άπαρτιζόταν « από καμμιά δεκαριά ιθαγενείς, φορτουμένους μέ σακκιά καί κιβώτια, καί από τρεις λευκούς, πού βάδιζαν μπρο­ στά, έχοντας ως μόνο φορτίο τις καραμπίνες του καί τα περίστροφά τους.

Μια όμάς αδυσώπητων λευκών εισχωρεί μέ καραμπίνες καί δυναμίτη ως τα βάθη τής ζού­ γκλας, δπου—άπομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο—£ή μια πανάρχεα πολιτισμένη φυλή, καί προσπαθεί να κλέψη τούς θησαυρούς τής Θεάς Κόρας !


18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Οί δυό από τούς λευκούς αυτούς είχαν μέτριο ανάστημα καί τσαν μυώ­ δεις, μέ τραχειά πρόσωπα. Ό τρίτος, πού πήγαινε μπροστά καί φαινόταν αρχηγός τους, ήταν ψηλόλιγνος καί ξανθός καί θύμισε αόριστα στον Ταρζάν κάποιον άλλον λευκό, τόν έ­ ναν άπό τούς δυό άντρες πού συνώδευαν τη Μαίρη,στότρομερό εκείνο τα­ ξίδι της στην Αφρική (ϊδε Βιβλίο του Μηνός «Ό Ταρζάν καί ό Τίγρης» πού κυκλοφόρησε τήν περασμένη βδο­ μάδα). 'Η σκέψις του Ταρζάν ταξίδεψε βαθειά μέσα στο παρελθόν. "Έφερε πάλι στο νου του τις τρομερές στι­ γμές πού πέρασε παλεύοντας μέ τόν φριχτό γορίλα, τόν Τίγρη, καί προσ­ παθώντας νά σώση άπό τά νύχια του τήν άγαπημένη του Μαίρη. θυμήθηκε τήν τρομερή σκηνή τής έξοντώσεως του Τίγρη καί τή βαθειά άνακούφισι,πού ένοιωσε ό Ταρζάν ό­ ταν ή Μαίρη δέν διέτρεχε πιά κανέναν κίνδυνο. Καί θυμήθηκε τή συγκινητική εκεί­ νη σκηνή στον Πράσινο Ποταμό, ό­ ταν ή Μαίρη άποφάσισε νά μείνη μαζί του στή ζούγκλα. Πέρασε μέρες καί μήνες εύτυχίας ό Ταρζάν μέσα στή ζούγκλα μαζί μέ τή Μαίρη, ώσπου μια μέρα ό έντομολόγος Μπίλ Φάτσον ξαναγύρισε καί τήν πήρε μαζί του πίσω στόν πολιτισμένο κόσμο. Κι* ό Ταρζάν έμεινε μόνος, ολο­ μόναχος μέσα στην άπέραντη πράσι­ νη ερημιά τής ζούγκλας. Οί πρώτες εβδομάδες τής μονα­ ξιάς του ήσαν άβάσταχτες. Γύριζε σάν τρελλός μέσα στή ζούγκλα, ε­ ξοντώνοντας κάθε ζώο πού τολμούσε νά του φράξη τόν δρόμο καί τσακί­ ζοντας τά κλαδιά τών θάμνων. Τέλος, σιγά —σιγά, τό πάθος του Ταρζάν καταστάλαξε, γαλήνεψε κΓ έγινε μιά ήρεμη, μά βαθειά πίκρα...

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ι3£αί τώρα, ό ψη­ λόλιγνος καί ξανθός εκείνος άντρας θύμιζε έντονα τόν έναν άπό τούς δυό συντρόφους τής Μαίρης, τόν ευερέθιστο καί γκρινιάρη Σέρ Τζών Άλλόϋ. Βέβαια, δέν ήταν ό ίδιος, μά του έμοιαζε πολύ. Για μιά στιγμή, ό Ταρζάν σκέφτηκε νά κατεβή άπό τό δέντρο του καί νά μιλήση στόν άν­ θρωπο αυτόν, νά τόν ρωτήση αν γνώριζε τή Μαίρη καί νά μάθη πού βρισκόταν ή άγαπημένη του. Μά συγκρατήθηκε. Είχε πικρή πείρα άπό τά «ραβδιά πού ξερνουν φωτιά», τις καραμπίνες τών λευκών, καί δέν είχε καμμιάν όρεξη νά δοκιμάση τό δάγκωμά τους. "Αφησε λοιπόν τό καραβάνι νά περάση καί νά χαθή μέσα στόν πρά* σινο ώκεανό τής ζούγκλας, γύρισε άνάσκελα επάνω στό χοντρό κλαδί του καί δοκίμασε νά βυθιστή πάλι στό παρελθόν, πού τόσο άγαπουσε καί νοσταλγούσε. Μά, αυτή τή φορά, ή σκέψις του άρνιόταν νά γυρίση πίσω στούς μή­ νες τής εύτυχίας, πού είχαν περάσει άγύριστα. Κάτι γύριζε άδιάκοπα στή σκέψι του, εντελώς άόριστα καί ύποσυνείδητα, πρός τό καραβάνι πού είχε πε­ ράσει, λίγα' λεπτά πριν, κάτω άπό τό δέντρο του. Κάτι τόν έκανε—χωρίς ό ίδιος νά ξέρη γιατί—νά ζαρώνη τό μέτωπό του, κυττάζοντας πρός τό μέρος ό­ πως είχαν χαθή οί τρεις λευκοί καί οί δέκα ιθαγενείς. Δέ^ μπόρεσε νά προσδιορίση τί ήταν αύτό τό κάτι, κούνησε άνυπόμονα τό κεφάλι του, σάν νά ήθελε νά διώξη άπό αύτό κάθε σκέψι καί κάθε άνάμνησι, καί άνωρθώθηκε. Τεν­ τώθηκε καί κατέβηκε μέ άργές, νω~ χελικές κινήσεις άπό τό δέντρο. Μέ τά χείλη σφιγμένα καί τά μά­ τια του σκοτεινά άπό τούς ίσκιους τού παρελθόντος, βάδιζε άργά πρός μιά λιμνούλα, πού βρισκόταν μερικές έκατοντάδες μέτρα μακρυά. Εκεί, είχε μιάν άπροσδόκητη καί έκνευριστική συνάντησι.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ 2Ϊτήν όχθη της λι · μνούλας, μέ τον λαιμό τεντωμένο και τό κεφάλι σκυφτό, μιά τίγρη έπινε νερό. Ό Ταρζάν, καθώς βάδιζε ανάμε­ σα στούς θάμνους, έκανε τό μεγα­ λύτερο σφάλμα πού μπορούσε νά κά­ νη ένα πλάσμα της ζούγκλας. 7Ηταν σκεπτικός καί άφηρημένος καί ή αφη­ ρημάδα μέσά^στή ζούγκλα πληρώνε­ ται συνήθως ακριβά : πληρώνεται μέ τήν ίδια τη ζωή ! Βυθισμένος στις σκέψεις του, ό Ταρζάν δεν κατάλαβε τόντρομερό κίν­ δυνο πού διέτρεχε παρά μόνον δταν ακούσε, μερικά μέτρα μακρυά του, τό γρύλλισμα τής τίγρης καί τον θό­ ρυβο πού έκανε καθώς συσπειρωνό­ ταν ανάμεσα στα βούρλα γιά νά έπιτεθή. Φέρνοντας γοργά τό χέρι του στη λαβή του μαχαιριού, πού ήταν περα­ σμένο στή ζώνη του, ό Ταρζάν γύρι­ σε, έσκυψε καί πήδησε προς τά πλά­ για, άκριβώς τή στιγμή πού ή τίγρη τιναζόταν πρός τό μέρος του. Τό κορμί του αιλουροειδούς πέρα­ σε σάν βολίδα από τό μέρος δπου, μιά στιγμή πριν, βρισκόταν ό Ταρ­ ζάν, συνάντησε τό κενό καί πήγε νά κυλιστή χάμω άνάμεσα σέ χαμηλά αγκαθωτά κλαδιά θάμνων, νιαουρί­ ζοντας άπό τον πόνο. Πριν κάν ό Ταρζάν άνακτήση τήν ισορροπία του καί γυρίση πρός τό μέρος του θηρίου, ή τίγρη, σάν μιά μπάλα άπό λάστιχο, τινάχτηκε πίσω πρός τό μέρος του, γρυλλίζοντας άνατριχιαστικά. Τά μπροστινά πόδια της χτύπησαν τόν Ταρζάν στόν ώμο, κάνοντάς τον νά ύποχωρήση τρεκλίζοντας, ενώ τό ορθάνοιχτο στόμα της μέ τήν άποκρουστική οσμή του καί τά μεγάλα μυτερά δόντια του, πλησίαζε στόν λαιμό του. Μά τό μαχαίρι του Ταρζάν είχε πιά βγή άπό τή θήκη του καί, δια­ γράφοντας μιά τρομερή τροχιά άπό τά δεξιά πρός τ’ αριστερά, συνάντη­ σε τό κορμί τύς τίγρης στήν ώμο­ πλάτη. Ή μυτερή λεπίδα χώθηκε στούς μυώνες, βρήκε κόκκαλο καί άποστρακίστηκε, άνοίγοντας μιά μεγάλη, μά

19

οχι βαθειά κι5 επικίνδυνη πληγή. Τό κορμί δμως τής τίγρης συσπάστηκε σάν άτσάλινο ελατήριο άπό τόν πόνο καί, τήν έπόμενη στιγμή, μ’ ένα τεράστιο πήδημα πρός τά πλάγια, τό θηρίο χανόταν πίσω άπό έναν μεγάλο θάμνο. Τό γρύλλισμα τής τίγρης, πού ή­ ταν ένα κράμα νιαουρίσματος γάτας καί γαβγίσματος σκύλου, υψώθηκε μέσα στή ζούγκλα, ξεμάκρυνε κι* έσβησε. . *Ένα σκληρό χαμόγελο τράβηξε πρός τά πίσω τά χείλη του, ξεσκε­ πάζοντας τά άσπρα κανονικά δόντια του. "Επειτα, ό βασιλιάς τής ζούγκλας έβαλε τό μαχαίρι του στή ζώνη του, γύρισε πρός τήν λίμνη καί, μέ μιάν υπέροχη έκτίναξι, έκανε μιά θεαμα­ τική βουτιά μέσα στά καθαρά ξάστε­ ρα νερά... Η ΦΥΛΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΚΟΡΑΣ "Όταν βγήκε άπό τή λίμνη καί στέγνωσε στόν ήλιο, τρώγοντας ά­ γρια φρούτα, ό Ταρζάν άνακάλυψε δτι ή σκέψις του εξακολουθούσε νά ταξιδεύη πρός τό καραβάνι των τρι­ ών λευκών, πού είχε δή, μιά ώρα πριν, νά περνά άνάμεσα στήν πυκνή βλάστησι τής ζούγκλας. Νευριασμένος καί πεισματωμένος, άρπαξε ένα μεγάλο άγριόμηλο καί


Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ

20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τό πέταξε μακρυά μέσα στή λίμνη, Καί τότε μια λέξι άναπήδησε μέ­ σα στό μυαλό του : Κ ό ρ α 1 Ή φυλή τής θεάς Κό­ ρας ! Ή φυλή των παράξενων ιθαγε­ νών, πού ζουσαν πέρα από τό μεγά­ λο Γεφΰρι καί πού ήσαν λευκοί, ό­ πως ή Μαίρη καί ό Ταρζάν! Πρός τό Μεγάλο Γεφύρι κατευθύνονταν οί τρεις λευκοί με τούς ιθα­ γενείς τους 1 Πρός τό Μεγάλο Γεφύ­ ρι καί τή Χώρα με τ’ "Ασπρα Σπί­ τια I... ... Έδώ πρέπει νά μεταφέρουμε τον αναγνώστη μερικά χρόνια πίσω. Μιά μέρα, καθώς ό Ταρζάν περι­ πλανιόταν μέσα στή ζούγκλα, έφτα­ σε μπροστά σ’ ένα παράξενο φυσικό γεφύρι, πού ένωνε δυο πανύψηλους γκρεμούς. Τό γεφύρι ήταν στενό καί στριφο­ γυριστό καί όλο από πέτρα, μά ήταν φανερό ότι κάποιοι τό χρησιμοποιού­ σαν για νά περνούν, γιατί ό βράχος στό κέντρο του γεφυριου ήταν φθαρ­ μένος, σαν άπό άνθρώπινα πόδια, καί άπό τήν άλλη μεριά τού χάσμα­ τος πού γεφύρωνε υψωνόταν μιά μι­ κρή καλύβα άπό άσπρο μάρμαρο. Ό Ταρζάν πέρασε διστακτικά τό γεφύρι καί θέλησε νά άνιχνεύση τή χώρα πού εκτεινόταν πέρα άπ’ αύτό, όταν μέσα άπό τήν καλύβα αναπήδη­ σαν τρεις λευκές γυναίκες προτείνοντας μικρά τόξα με μικρά μαύρα βέλη. Ό Ταρζάν έμεινε εμβρόντητος καί ακίνητος. Οί γυναίκες φορούσαν ά­ σπρους χιτώνες, κοντούς ώς επάνω από τό γόνατο, καί τά μαύρα μαλλιά τους ήσαν δεμένα μέ γαλάζιες ται­ νίες. ΤΗσαν όμορφες καί νεαρές καί τά μπράτσα τους, μολονότι καλλίγραμ­ μα, ήσαν μυώδη καί δυνατά. Ή μιά απ’ αύτές είπε στον Ταρ­ ζάν κάτι σέ μιά γλώσσα ηχηρή καί μουσική, πού όμως αύτός δέν κατα­ λάβαινε καθόλου. Ό Ταρζάν κούνησε τό κεφάλι του καί εΐπε στή γλώσσα τών ιθαγενών. — Έγώ Ταρζάν... Έσεϊς ποιές εί­ στε ; 'Η γυνάίκα άπάντησε στήν ίδια γλώσσα. —Εμείς είμαστε σκλάβες τής θε­

άς Κόρας I Κανένας δέν μπορεί νά περάση τό Μεγάλο Γεφύρι, χωρίς νά τιμωρηθή I Άκολούθησέ μας. θά σέ οδηγήσουμε στή θεά Κόρα I ’Άν δέν ύπακούσης, τά φαρμακερά βέλη μας θά καρφώσουν τό μεγάλο κορμί σου.

Ο

Ταρζάν έμεινε γιά μερικές στιγμές σκεπτικός. Κατα­ λάβαινε πώς δέν μπορούσε νά κάνη διαφορετικά. "Επρεπε νά άκολουθήση τις γυναίκες έκεϊνες, γιατί δέν ήθελε νά τόν τρυπήσουν τά βέλη τους. Εξάλλου, ένοιωθε μιά βαθειά πε­ ριέργεια νά γνωρίση τήν παράξενη θεά Κόρα, πού είχε τόσο όμορφες καί μαχητικές σκλάβες. — Πολύ καλά, είπε τέλος. Δείξτε μου τόν δρόμο. Οί δυο άπό τις γυναίκες τοποθε­ τήθηκαν δεξιά κΓ αριστερά του, ενώ ή τρίτη έμεινε πίσω, μέσα στή μαρ­ μάρινη καλύβα. Ανέβηκαν ένα στριφογυριστό μο­ νοπάτι, επάνω στήν πλαγιά ενός βραχώδους βουνού, κι5 έφτασαν στήν κορυφή του. Εκεί, ό Ταρζάν άντίκρυσε τό πιο μεγαλόπρεπο καί γοητευ­ τικό θέαμα, πού είχαν δή ποτέ τά μάτια του. "Ενα πλάτωμα εκτεινόταν μπρο­ στά του, ανάμεσα στήν κορυφή, ό­ που στεκόταν ό Ταρζάν, καί στήν α­ πέναντι κορυφή. Καί στό πλάτωμα αύτό υψώνονταν όμορφα, σπίτια άπό μάρμαρο, πού δέν έμοιαζαν καθόλου μέ τά σπίτια τών ιθαγενών, πού εί­ χε γνωρίση ώς τότε ό Ταρζάν. Στή μέση τής μικρής εκείνης πόλεως, στεκόταν ένα πανύψηλο κτίριο μέ τεράστιους τρούλους καί πυργί­ σκους. Ό Ταρζάν, συνοδευόμενος πάν­ τα άπό τις δυο γυναίκες κατέβηκε τήν πλαγιά καί μπήκε στήν πόλι. Εκεί, ένα πλήθος άπό λευκούς άν­ τρες, γυναίκες καί παιδιά, μέ ά­ σπρους κοντούς χιτώνες, βγήκαν στούς δρόμους γεμάτοι περιέργεια, γιά νά δούν τόν ξανθό αιχμάλωτό τους. Χωρίς νά μιλήσουν σέ κανένα, οί δυο γυναίκες πέρασαν τόν Ταρζάν άνάμεσα στό πλήθος καί σταμάτη­ σαν μέσα σέ μιά κατάφυτη πλατεία


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ μέ μαρμάρινα πεζούλια, μπροστά στό πανύψηλο κτίριο μέ τούς τρού­ λους, πού ό Ταρζάν είχε διακρίνει από μακρυά. Τό κτίριο αυτό, σε χτυπητή αντί­ θεοι μέ τ’ άλλα, ήταν φτιαγμένο άπό πολύχρωμα μάρμαρα, έτσι τοπο­ θετημένα ώστε νά σχηματίζουν πα­ ράξενες παραστάσεις. 'Η πόρτα του, πού ήταν τεράστια, ήταν φτιαγμένη από συμπαγές σίδε­ ρο στολισμένο μέ χρυσά κοσμήματα καί πετράδια. Επάνω από τήν πόρ­ τα, τά πολύχρωμα μάρμαρα σχημά­ τιζαν τό πρόσωπο μιας πολύ όμορ­ φης καί γοητευτικής γυναίκας. Τόση ήταν ή έκπληξις του Ταρζάν μπροστά σ’ όλα αυτά, ώστε δέν προέβαλε καμμιάν άντίστασι, όταν οί δυό γυναίκες τον έσπρωξαν πρός τήν πόρτα, μολονότι ό Ταρζάν ένοι­ ωθε έντονα τον ενστικτώδη φόβο των πλασμάτων τής ζούγκλας γιά κάθε κλειστό χώρο. Η έκπληξις του ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν βρέθη­ κε μέσα στό κτίριο καί άντίκρυσε τό εσωτερικό του. ΤΗταν μια απέραντη κυκλική αί­ θουσα, πού τό θολωτό ταβάνι της χανόταν ψηλά, μέσα στους αρωματι­ κούς καπνούς, πού ξέφευγαν από χρυσοστόλιστους βωμούς, τοποθετη­ μένους σέ διάφορα σημεία της. Δεκάδες μαρμάρινα αγάλματα στό­ λιζαν τό εσωτερικό του κτιρίου αυ­ τού, πού φαινόταν νά είναι ένα εί­ δος ναού, καί από τό ταβάνι κρέμον­ ταν τεράστιοι πολυέλαιοι, πού λαμ­ πύριζαν γλυκά καί εξωτικά. "Εκθαμβος, ό Ταρζάν προχώρησε ανάμεσα στά αγάλματα, σπρωγμένος από τις δυό γυναίκες, καί σταμάτη­ σε μπροστά σ’ έναν μεγάλο χρυσό θρόνο, στό βάθος τής αίθουσας, στολισμένον μέ πολύτιμα πετράδια. Στον θρόνο αυτόν, επάνω σέ μα­ λακά μαξιλάρια, ήταν καθισμένη μιά γυναίκα μέ ομορφιά σπάνια, άν καί κάπως αυστηρή. Φορούσε μιά χρυσοκέντητη πορ­ φύρα καί τά μαλλιά της ήσαν όμορ­ φα χτενισμένα καί στολισμένα μέ πολύτιμες πόρπες. Άπό τή μιά κι’ ατό τήν άλλη με­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

ριά τού θρόνου της στέκονταν δυό γυναίκες, νέες καί μυώδεις, ντυμένες καί ώπλισμένες σάν εκείνες πού εί­ χαν αιχμαλωτίσει τόν Ταρζάν, μόνο πού, εκτός άπό τά τόξα τους, κρα­ τούσαν άπό ένα μακρύ καί λεπτό άκόντιο ή καθεμιά. Στή θέα τού Ταρζάν, οί δυό αύτές γυναίκες πρότειναν τά άκόντια τους καί ή γυναίκα πού ήταν καθι­ σμένη στον θρόνο ζάρωσε τά φρύδια της. Είπε κάτι στή γλώσσα, πού εΐχαν χρησιμοποιήσει οί δυο γυναίκες όταν έπιασαν τόν Ταρζάν. 'Η μιά απ’ αυ­ τές απάντησε στήν ίδια γλώσσα καί

ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΑ Οί Λυδοί καί οί Μήδοι, στούς γάμους των είχαν τή συ­ νήθεια ν’ ανοίγουν οί μελλό­ νυμφοι μιά πληγή στό χέρι καί νά γλύφουν άμοιβαίως τό αί­ μα πού έτρεχε, πρός στερεοποίησιν τού δεσμού τους. * * **

'

Τό μεσαιώνα στή Γαλλία, όποιος έκλεβε ένα σκύλο καί συνελαμβάνετο, κατεδικάζετο νά τοΰ.,.γλύψη τή μούρη δημο­ σία 1 Μετά τή μάχη τού Μαρέγκου, ένας στρατιώτης γεμάτος πληγές καί κουρελιασμένος πα­ ρουσιάστηκε στό Ναπολέοντα καί τού ζήτησε μιά καινούργια στολή. Ό Ναπολέων τού απάν­ τησε : — θέλεις καινούργια στολή ; Μά δέ συλλογίζεσαι ότι μ’ αυ­ τή δέν θά φαίνονται οί πληγές σου ; Τά κίτρινα νύχια προδίδουν μελαγχολικούς άνθρώπους. "Αν­ θρωποι μέ στενά νύχια, είναι φιλόδοξοι ή φιλόνεικοι. Τά πλατειά νύχια σημαίνουν άνθρωπο μαλακό καί δειλό. Οί χολερι­ κοί καί ορμητικοί άνθρωποι έ-> χουν κοκκινωπά νύχια.


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τέλος ή γυναίκα μέ την πορφύρα είπε στόν Ταρζάν στη γλωσσά των ιθα­ γενών τής ζούγκλας : — Ποιός είσαι καί τί γυρεύεις εδώ ; — Τύ δνομά μου είναι Ταρζάν, α­ πάντησε ό βασιλιάς τής ζούγκλας. Δεν γυρεύω τίποτα έδώ. Καθώς γύ­ ριζα μέσα στη ζούγκλα, βρήκα ένα γεψύρι καί θέλησα νά τό περάσω. Οί γυναίκες αυτές μ* έπιασαν καί μ’ έ­ φεραν έδώ. Δεν είχα ιδέα πώς υπήρ­ χε μέσα στη ζούγκλα μια λευκή φυ­ λή κι* ένα όμορφο λευκό χωριό !* 'Η γυναίκα μέ τήν πορφύρα τον κύτταξε μέ θαυμασμό. —Είσαι ό Ταρζάν I, εΐπε. "Εχω ακούσει για σένα. Είσαι τό πιο γεν­ ναίο καί τό πιο δυνατό πλάσμα τής ζούγκλας, μό ποτέ δέν φανταζόμουν πώς έμοιαζες τόσο πολύ μέ μάς καί πώς τά μαλλιά σου είχαν τό χρώμα του χρυσαφιού. Ο ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ ΤΩΝ

ΘΕΩΝ

Σώπασε γιά μερικές στιγμές, ενώ τά μάτια της περιεργάζονταν μέ θαυ­ μασμό τό μυώδες καί άθλητικό κορμί του Ταρζάν. —Είμαι ή Κόρα, συνέχισε ή γυ­ ναίκα μέ τήν πορφύρα, ή θεά Κόρα. Ό λαός μου, ή Φυλή τής θεάς Κό­ ρας, μέ λατρεύει καί μέ προσκυνά. Οί ιθαγενείς τής ζούγκλας γνωρίζουν τήν ϋπαρξι τής φυλής μου, μά ξέρουν επίσης ότι πανάρχαιοι νόμοι, στούς όποιους υποτάσσομαι κι* εγώ ή ίδια, * Σημ. Μεταφρ. : Δέν είναι εντε­ λώς παραμυθένιο αύτό πού άναφέρεται στο κείμενο. Τελευταίες άνασκαφές στήν καρδιά τής Αφρικής άπεκάλυψαν μνημεία ενός πανάρχαιου πολιτισμού κάποιας λευκής φιλής. Σύμφωνα μέ τούς σοφούς πού έκα­ ναν τις άνασκαφές, ό πολιτισμός αυ­ τός ήταν ισάξιος τού πολιτισμού τών Αιγυπτίων καί τών Ελλήνων. Οί ί­ διοι σοφοί δέν θεωρούν άπίθανο νά ύπάρχη άκόμα καί σήμερα κανένα άπομεινάρι τής φυλής αύτής μέσα στή ζούγκλα...

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ τιμωρούν μέ θάνατο όποιον δοκιμάση νά μπή στή Χώρα μέ τ’"Ασπρα Σπί­ τια! Τό ξέρουν αύτό άπό τούς προ­ γόνους των, πού δοκίμασαν κάποτε νά περάσουν τό Μεγάλο Γεφύρι καί έπαθαν τόση συμφορά, ώστε από τότε οί λαοί τής ζούγκλας φοβούνται άκόμα καί νά προφέρουν τό όνομα τής χώρας μου ! Σώπασε πάλι, μέ τά μάτια της στά μάτια τού Ταρζάν, καί είπε μέ φανερή απροθυμία. -—Πρέπει νά πεθάνης τώρα, Τσρζάν ! Λυπούμαι πού τό λέω αύτό καί θά λυπηθώ άκόμα περισσότερο νά τό κάνω, μά παραβίασες τούς αίώνινιους νόμους καί πρέπει νά τιμωρηθής 1 Κανένας δέν μπορεί νά παραβιάση τούς νόμους αύτούς χωρίς νά τιμωρηθή ! Ό Ταρζάν γούρλωσε τά μάτια του. — Μά... δέν ήρθα έδώ ως εχθρός 1, εΐπε γοργά. Είδα μόνο τό γεφύρι καί άπό περιέργεια θέλησα νά τό πε­ ράσω. Δέν ήξερα κάν πώς υπήρχες εσύ καί ή φυλή σου 1 Ή Κόρα κατάπιε μέ δυσκολία καί μουρμούρισε : —Δυστυχώς, Ταρζάν, αύτό δέν έ­ χει καμμιά σημασία. Ό νόμος, πού είναι γραμμένος επάνω σέ μιά μαρ­ μάρινη πλακα, λέει : «Ό ξένος πού θά περάση ιό Μεγάλο Γεφύρι θά πεθάνη I» Ό Ταρζάν έρριξε μιά ματιά γύ­ ρω του γιά νά δή αν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής, μά ή Κόρα κούνη­ σε άρνητικά τό κεφάλι της. —"Οχι, Ταρζάν!, Μή θέλησης νά δραπετεύσης I Τά βέλη τών γυναικών πού άποτελοΰν τη φρουρά μου είναι φαρμακερά ! Εξάλλου, δέν ύπάρχει καμμιά άλλη έξοδος άπό έδώ, έκτος άπό τό Μεγάλο Γεφύρι, καί ξέρεις ότι φρουρεϊται... "Οχι ! Πρέπει νά πε­ θάνης I Τό μόνο πού μπορώ νά κάνω γιά σένα είναι νά σέ άφήσω νά διά­ λεξης τόν θάνατό σου... Κανονικά, θάπρεπε νά σέ ρίξω στήν 'Ιερή Δεξα­ μενή, όπου ζή ό Κροκόδειλος τών θεών... Δέχομαι όμως νά σέ άφήσω νά σκοτωθής μόνος σου ή νά διαλέξης όποιονδήποτε άλλον τρόπον θα­ νάτου


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ τ* μάτια του Ταρζάν άστραψαν. Δεν θά ήταν ή πρώτη φορά, πού θά αντιμετώπιζε έναν κρο­ κόδειλο. Συχνά, καθώς κολυμπού­ σε στόν εναν ή στόν άλλον ποταμό, κάποιος κροκόδειλος, πεινασμένος, έ­ νοιωθε την επιθυμία νά χρησιμοποίη­ ση τόν βασιλιά τής ζούγκλας ώς πρόγευμα καί επακολουθούσε μιά τρομακτική πάλη κάτω από την επι­ φάνεια των νερών, πού κατέληγε πάν­ τα στόν θάνατο ή στη φυγή τού κρο­ κόδειλου. — Προτιμώ τόν Κροκόδειλο τών Θεών, είπε ήρεμα. Τί θά γίνη όμως άν τόν... νικήσω ; Θά με άφήσης νά φύγω, θεά Κόρα ; 'Η Κόρα γέλασε καί οί άλλες γυ­ ναίκες ακολούθησαν τό παράδειγμά της. — Ταρζάν, είπε τέλος ή γυναίκα μέ τήν πορφύρα, αυτό πού είπες ήταν μιά πολύ άνόητη κουβέντα. Κανένα πλάσμα στόν κόσμο δεν μπορεί νά νικήση τόν Κροκόδειλο τών θεών. Είναι ό μεγαλύτερος κροκόδειλος τής Αφρικής και ό πιό σοφός καί εξάλλου, έχει τήν ύποστήριξι τών Θεών. Επομένως, δέν μπορείς νά τόν νικήσης. Διάλεξε λοιπόν τόν τρόπο του θανάτου σου. —’Άν νικήσω τόν Κροκόδειλο τών θεών, έπέμεινε ό Ταρζάν, τί θά γίνη ; θά μέ άφήσετε νά φύγω ; — ’Άν νικήσης τόν Κροκόδειλο τών θεών, Ταρζάν, είπε ή Κόρα σάν νά μιλούσε σ’ ένα παιδάκι πού ζητεί κάτι παράλογο, θά πή πώς είσαι προστατευόμενος τών θεών καί κα­ νένας δέν θά τολμήση έστω καί νά σκεψτή νά σέ πειράξη I Μά μην άφήνης τόν εαυτό σου νά κάνη μάταιες καί τρελλές ελπίδες ! Ό Ταρζάν άνασήκωσε τούς ώ­ μους του. — Προτιμώ τότε τόν Κροκόδειλο τών θεών, είπε σταθερά. Ή Κόρα τόν κύτταξε μέ συμπό­ νια κι’ έπειτα έκανε νεύμα σέ μιά από τις γυναίκες —φρουρούς καί είπε κάτι στή μουσική γλώσσα τής φυλής της. Ή φρουρός απομακρύνθηκε προς τήν αριστερή γωνία τού ναού σήκω­ σε άπό χάμω ένα σφυρί καί άρχισε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

νά χτυπά μέ αυτό ρυμθικά έναν τε­ ράστιο δίσκο άπό ασήμι, πού ήταν κρεμασμένος μέ μιάν άλυσίδα άπό τό ταβάνι. Ή αίθουσα γέμισε μελωδικούς ήχους. Μ* ώρα άργότερα, ό λαός τής θεάς Κόρας ήταν συγκεντρωμένος γύρω άπό μιά τε­ ράστια δεξαμενή, στην άκρη τής πόλεως μέ τά μαρμάρινα σπίτια. Τά χείλη τής δεξαμενής ήσαν υ­ ψηλά καί άπότομσ έτσι ώστε νά μην μπορή νά βγή έξω ό μεγάλος κροκό­ δειλος. Τά νερά ήσαν βαθειά, μά σέ μιά γωνιά τής δεξαμενής ό πυθμένας άνυψωνόταν καί σχημάτιζε μιά μικρή άμμουδιά μέ λίγα καλάμια, δπου έκείνη τη στιγμή αναπαυόταν ό κρο­ κόδειλος. Ό Ταρζάν, όρθιος στά χείλη τής δεξαμενής, δίπλα στή θεά Κόρα, λί­ γα βήματα μπρός άπό τό πλήθος πού παρακολουθούσε μέ άγωνία τή σκηνή, κύτταξε μέ δέος τόν κροκό­ δειλο. ^Ηταν πραγματικά ό μεγαλύτερος κροκόδειλος, πού είχε δή στή ζωή του. Τα σαγόνια του ήσαν τόσο με­ γάλα, ώστε εύκολα θά μπορούσε νά χωρέση στό άνοιγμά τους ένας μεγα­ λόσωμος άντρας, καί τά λέπια του ήσαν διπλά σέ μέγεθος άπό τά λέ­ πια ένός συνηθισμένου κροκόδειλου. — Δόσε μου τό μαχαίρι σου, Ταρ­ ζάν, είπε ή Κόρα. Ό Ταρζάν γύρισε καί τήν κύτταξε χλωμιάζοντας. Τό μαχαίρι του ήταν ή τελευταία του έλπίδα. Χωρίς αυτό δέν μπορούσε νά μείνη ζωντανός μέ­ σα στή λίμνη περισσότερο άπό λίγες στιγμές. —Αφήστε μου τό μαχαίρι, τήν παρακάλεσε. Δέν μπορώ, βέβαια, νά παλέψω μέ τόν κροκόδειλο μέ τά χέ­ ρια μου μόνο ! Ή Κόρα άνασήκωσε τούς ώμους της καί είπε μέ θλιμμένη φωνή : — Μπορείς νά κρατήσης τό μαχαί­ ρι σου, 1 αρζάν. θέλησα νά τό πά­ ρω για νά εμποδίσω κάθε πιθανότη­ τα πάλης καί νά συντομεύσω έτσι τήν άγωνία σου. Αφού όμως θέλεις εσύ...


24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Ευχαριστώ, είπε ό Ταρζάν. Καί, γυρίζοντας πρός τή λίμνη, έξήτασε προσεκτικά τον βυθό της. Τά νερά ησαν _ πεντακάθαρα καί διαυγή κι* αυτό ήταν εύνοϊκό γιά τόν Ταρζάν. Ό βυθός ήταν βραχώ­ δης κι’ αυτό ήταν άκόμα πιό ευνοϊκό. Ξαφνικά, μέ μιά έκτίναξι του υ­ πέροχου κορμιού του ό Ταρζάν βρέ­ θηκε στόν αέρα επάνω άπό τή λίμνη. Έκεΐ, τό κορμί του διπλώθηκε καί τεντώθηκε κι* έπεσε κατακόρυφα. μέ τό κεφάλι μπροστά, στά καθαρά νερά, δπου χάθηκε άνάμεσα στούς ,άφρούς πού σχημάτισε μέ τή βουτιά του.

3ΕΪ

Κόρα, μέ τά μάτια διεσταλμένα άπό τή φρίκη, κυτταξε πρός τό μέρος του Κροκόδει­ λου των θεών. Ό κροκόδειλος βγήκε άπό τή γλυκειά νάρκη, δπου τόν είχε ρίξει ό θερμός ήλιος, άνοιγόκλεισε τά τε­ ράστια σαγόνια του και κινήθηκε πρός τό νερό, δπου έπεσε μ’ ένα πή­ δημα ακριβώς τή στιγμή πού τό κε­ φάλι του Ταρζάν πρόβαλλε στήν ε­ πιφάνεια τής λίμνης. ’Από τά στήθη τοϋ πλήθους—καί τής Κόρας—βγήκε μιά ομαδική κραυ­ γή, δταν ό Κροκόδειλος τών θεών κινήθηκε μέ καταπληκτική ταχύτητα πρός τό μέρος του Ταρζάν. Ό βασιλιάς τής ζούγκλας έμεινε ακίνητος ώσπου ό κροκόδειλος έφτα­ σε—μέ τά σαγόνια ορθάνοιχτα —σέ άπόστασι μόνο δυο μέτρων άπό αυ­ τόν. Καί τότε, ξαφνικά, πήρε μιά βαθειά ανάσα, γύρισε τό κορμί του τά πάνω—κάτω καί χάθηκε μέσα στά νερά. Μέ τή φόρα πού είχε, ό κροκόδει­ λος πέρασε σάν βολίδα άπό τό μέ­ ρος, δπου, μιά στιγμή πριν, βρισκό­ ταν ό Ταρζάν, καί τά σαγόνια του έ­ κλεισαν μέ απαίσιο κρότο. "Επειτα, μέ μιά σύσπασι του κορ­ μιού του, τό θηρίο βούτηξε μέσα στο νερό καί ακολούθησε τή λεία του. Μέ τήν ανάσα πιασμένη, ή Κόρα είδε μέσα στά καθαρά νερά τό θηρίο καί τόν άνθρωπο νά κατεβαίνουν πρός τόν βυθό τής Ιερής Λίμνης. Είδε τόν Ταρζάν νά φτάνη έκεϊ,

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ πριν άπό τόν κροκόδειλο, καί νά ζητή καταφύγιο κάτω άπό έναν βράχο, πού προεξείχε πρός τά πλάγια. Είδε τόν κροκόδειλο νά φτάνη έ­ κεΐ μιά στιγμή άργότερα, νά διαγράφη έναν κύκλο γύρω άπό τόν βράχο καί νά επιτίθεται εναντίον του άνθρώπου. Δέν μπόρεσε νά καταλάβη τί ακριβώς συνέβη μέσα στο ξαφνικό ανακάτεμα τών δυό κορμιών, άλλά ά­ φθονο αίμα φάνηκε μέσα στά καθα­ ρά νερά τής λίμνης καί οί δυό άντίπαλοι, άνθρωπο καί θηρίο, παράξενα άγκαλιασμένοι, άρχισαν νά ανεβαί­ νουν πρός τήν επιφάνεια. Καθώς τά κορμιά τους στριφογύ­ ριζαν μανιασμένα, ή Κόρα είδε ότι ό Ταρζάν ήταν κολλημένος επάνω στήν κοιλιά, τό πιό ευαίσθητο καί πιό τρω­ τό σημείο τού κορμιού τών κορκοδείλων, καί δτι άπό τό μέρος εκείνο έ­ βγαινε τό αίμα I Τά δυό κορμιά πρόβαλαν στήν ε­ πιφάνεια, ταράζοντας άγρια τά νερά καί γεμίζοντάς τα ματωμένους άφρούς, καθώς στριφογύριζαν παλεύ­ οντας μανιασμένα. Ή πάλη δέν κράτησε περισσότερο άπό ένα λεπτό. Σταμάτησε ξαφνικά, δπως είχε άρχίσει. Τά δυό κορμιά χώρισαν. Ό κροκόδειλος βυθίστηκε στόν πυθμένα τής λίμνης, μέ μιά τεράστ'α πληγή, πού άρχιζε άπό τό κά­ τω σαγόνι του καί κατέληξε στήν κοιλιά, ενώ ό Ταρζάν κατευθυνόταν πρός τή μικρή αμμουδιά μέ κινήσεις άργές άπό τήν έξάντλησι. ΣΧΕΔΙΑ

ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΩΝ

Ό Ταρζάν θυμόταν τώρα αύτά πού είχαν επακολουθήσει. Οί υπήκοοι τής θεάς Κόρας τόν είχαν βοηθήσει νά άνεβή ώς τά χείλη τής Ιερής Λίμνης μ’ ένα σκοινί καί τού είχαν φερθή, άπό τή στιγμή ε­ κείνη κι’ έπειτα μέ δέος καί άπέραντο σεβασμό, σάν νά ήταν ένας θεός. Ή ϊδια ή Κόρα περιποιήθηκε μέ άφοσίωσι τις πληγές, πού τού εΤχαν προκαλέσει τά πόδια τού κροκόδεί" λου, καί τού προσέφερε σπάνια καί πεντανόστιμα φρούτα, πού ό Ταρζάν έβλεπε γιά πρώτη φορά. θέλησε μάλιστα νά τόν κρατήση


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ στη Χώρα μέ τ’ "Ασπρα Σπίτια καί να τόν κάνη άντρα της, μά ό Ταρζάν όρνήθηκε. Ανήκε στή ζούγκλα καί στή ζούγκλα έπρεπε να γυρίση πάλι. Τόν τραβούσε κοντά της, σαν ένας δυνατός μαγνήτης. "Ετσι, γιά πρώτη φορά στο πέ­ ρασμα των αιώνων, ένας ξένος είχε βγή ζωντανός άπό τή Χώρα μέ τ’ Άσπρα Σπίτια. Πριν φύγει δμως, ή Κόρα του ζή­ τησε νά ορκιστούν άμοιβαία φιλία καί συμμαχία καί ό Ταρζάν είχε δεχτή πρόθυμα. Σύμφωνα μέ τή συμμαχία αύτή, ό Ταρζάν είχε τό δικαίωμα νά επι­ σκέπτεται όποτε ήθελε τή Χώρα μέ τ’ "Ασπρα Σπίτια καί μπορούσε, ό­ πως καί ή Κόρα νά ζητήση βοήθεια σε περίπτωσι κινδύνου. Καί τώρα, τό καραβάνι των τριών λευκών μέ τούς δέκα ιθαγενείς κατευθυνόταν πρός τό Μεγάλο Γεφύρι, εκτός αν άλλαζε πορεία πριν φτάση εκεί. ’Από περιέργεια, ό Ταρζάν απο­ φάσισε νά βεβαιωθή. Σηκώθηκε, τεντώθηκε καί μ’ ένα πήδημα αρπάχτηκε άπό ένα κλαδί καί σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο. Καί τότε άρχισε ένα τρελλό τα­ ξίδι μέσα στή ζούγκλα άπό κλαδί σέ κλαδί κι* άπό δέντρο σέ δέντρο. Καθώς ταξίδευε έτσι, ό Ταρζάν χρη­ σιμοποιούσε κάθε πλεονέκτημα, πού τού έδινε ή πυκνή βλάστησις τής ζούγκλας, καί ιδιαίτερα τα σχοινοειδή κλαδιά τών αναρριχητικών φυ­ τών, πού κρέμονταν άπό τα δέντρα. Ταξίδεψε έτσι πρός τήν κατεύθυνσι τού Μεγάλου Γεφυριου ώσπου βράδυασε καί θά συνέχιζε τόταξίδι του άν τά ρουθούνια του δέν συνελάμβαναν τή διαπεραστική οσμή καπνού. Σταμάτησε καί έψαξε τή ζούγκλα γύρω. Κάπου έκεϊ κοντά κάποιος εί­ χε ανάψει φωτιά καί ό Ταρζάν ήταν βέβαιος πώς τό καραβάνι είχε στα­ ματήσει γιά νά περάση τή νύχτα του. Δέν διέκρινε τίποτα ύποπτο, προ­ χώρησε λίγο άκόμα καί... σταμάτησε πάλι. Κάτω άπό ένα γιγάντιο δέντρο, οί λευκοί είχαν στήσει δυό σκηνές, ενώ γύρω τους οί ιθαγενείς έστηναν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 25 γοργά μια μεγάλη καλύβα άπό χόρ­ τα, γιά νά προστατευθούν άπό τήν υγρασία καί τή δροσιά τής νύχτας. Β®ιά φωτιά ήταν αναμμένη κι* ένα ζαρκάδι, περασμέ­ νο σέ μια σούβλα ψηνόταν επάνω της. Οί τρεις λευκοί ήσαν καθισμένοι κοντά στή φωτιά καί κουβέντιαζαν τυλιγμένοι άπό τούς πρώτους ίσκι­ ους τού βραδυού, μέ τις καραμπίνες τους άκουμπημένες στα γόνατά τους.

Τό -ψωμοτύρι — Οί καϋμένοι, ζοΰν μέ ψω­ μοτύρι! λέμε συνήθως. Ξέρετε λοιπόν ότι τό ψωμορι είναι άπ’ τις θρεπτικώτερες τροφές: Τό άποδεικνύει ή «Έφημερίς τής Υγείας». «Τό τυρί, άναφέρει, άπό ό­ λες τις άλλες τροφές περιέχει τό περισσότερο λεύκωμα: 335 τοΐς χιλίοις, ενώ τό κρέας πε­ ριέχει μόνον 175 τοΐς χιλίοις λεύκωμα, τό πολύ. Επίσης καί τό περισσότερο λίπος τό περιέχει τό τυρί : 243 τοΐς χιλίοις. Άρα εΐναι θρεπτικώτερο άπό τό κρέας. Τό στάρι επίσης εΐναι τό πιό λευκωματουχο άπ’ όλα τά σιτηρά. Παρηγορηθήτε λοιπόν οί ψωμοτυροφαγούντες.

Ή φακή Γιά νά μή σάς πέΦτουν τά μαλλιά, γιά νά εΐνε δυναμωμένα, για νά βγάζετε νέα, τρώγετε φακή!... Αύτή τήν περίεργη συμβουλή δίνει ένα γερμανικό ιατρικό πε­ ριοδικό, τό όποιο εξηγεί ότι ή φακή περιέχει σίδηρο, πού δυ­ ναμώνει όχι μόνο τό σώμα αλ­ λά καί τις τρίχες. Δέν έχετε λοιπόν, παρά ν’ αρχίσετε νά κάνετε θραύσι στις φακές. Καλή σας όρεξι καί καλά α­ ποτελέσματα !


26 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Ό Ταρζάν σκαρφάλωσε στο δέν­ τρο, επάνω άπό τά κεφάλια τους, κι* έστησε τό αυτί του. ΟΙ άνθρωποι εκείνοι μιλούσαν τή γλώσσα της Μαίρης, πού ό Ταρζάν είχε μάθει στήν εντέλεια στο διάστημα της διαμονής τής άγαπημένης του κοντά του. —Μά... είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό ; έλεγε ό ένας άπό τούς λευ­ κούς. Μοιάζει μέ παραμύθι... Μια λευκή φυλή μέσα στή ζούγκλα ! Μιά φυλή γεμάτη αμύθητους θησαυρούς 1 Βέβαια, μάς έπεισες νά βάλουμε τά λεφτά μας στήν έπιχείρησι αυτή, μά τώρα, πού βρισκόμαστε μέσα στή ζούγκλα, τό πράγμα αύτό μου φαί­ νεται άπίστευτο, Χόκερ. Ό άνθρωπος στόν όποιο άποτεινόταν, ό ψηλόλιγνος ξανθός άντρας πού φαινόταν αρχηγός τους, μόρφα­ σε μέ ανυπομονησία. —Πόσες φορές πρέπει νά σου πω τήν ϊδια ιστορία, Μπάνσον ; γρύλλισε. Είσαι γκρινιάρης ! Ό Πομελιέ... Κι* έδειξε τον τρίτο τής συντροφιάς. — Ό Πομελιέ άκούει περισσότερο καί μιλεϊ λιγώτερο, συνέχισε. Άκουσέ με Μπάνσον : 'Ένας ιθαγενής ήρ­ θε καί μέ βρήκε μιά μέρα στήν Καζαμπλάνκα καί μοϋ εΓπε πώς είχε έ­ να πολύτιμο μυστικό νά μοϋ άνακοινώση, άν δεχόμουν νά του πληρώσω εκατό χρυσά νομίσματα σέ περίπτωσι επιτυχίας. Φυσικά, δέχτηκα νά τόν άκούσω. Δέν μοϋ κόστιζε τίποτα. Μοϋ είπε μιά ταράξενη ιστορία γιά μιά λευκή φυλή, πού ζεί στή ζούγκλα καί πού λέγεται Φυλή τής θεάς Κό­ ρας. Ή φυλή αυτή είναι, μοϋ είτε, γεμάτη χρυσάφι καί πετράδια καί ζεί σέ μιά περιοχή τής ζούγκλας άπομονωμένη άπό τόν υπόλοιπο κόσμο άπό ένα βαθύ καί πλατύ χάσμα, πού ά­ νοιξε ίσως κάποιος σεισμός καί πού γεφυρώνει ένα πέτρινο γεφύρι, τό Μεγάλο Γεφύρι δπως τό λένε οί ιθα­ γενείς. Μοϋ είπε επίσης ότι οί ύπήκοοι τής θεάς Κόρας δέν έχουν δή οϋτε άκούσει πυροβόλο δπλο καί, σί­ γουρα, θά τρομάξουν δταν άκούσουν τις καραμπίνες μας καί δέν θά μάς άντισταθοϋν

Ο

Χόκερ σώπασε γιά λίγο κΓ έπειτα συνέχισε: —Φυσικά, δέν τόν πίστεψα, μολο­

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ νότι ό άνθρωπος εκείνος έπεσε μπρού­ μυτα καί χτύπησε... τό κεφάλι του χάμω γιά νά μέ πείση ! Μέ διαβεβαί­ ωσε δτι έλεγε τήν άλήθεια καί μοϋ έδειξε στόν χάρτη πού περίπου βρι­ σκόταν τό Μεγάλο Γεφύρι. Άρνήθηκε δμως νά δεχτή νά μέ όδηγήση ε­ δώ, δταν έγώτοϋ πρότεινα—άστειευόμενος—νά πάρη μέρος στήν... εκστρα­ τεία. Μοϋ είπε δτι είχε έρθει νά μέ βρή καί νά μοϋ μιλήση, μόνο επειδή ή Καζαμπλάνκα βρισκόταν πολύ μακρυά άπό τό Μεγάλο Γεφύρι. Φοβό­ ταν δμως νά έπιστρέψη εκεί γιατί ή κατάρα τής θεάς Κόρας χτυπά συν­ τριπτικά δλους τούς εχθρούς της. —Παραμύθια I, μουρμούρισε ό Μπάνσον. Ό Χόκερ άγνόησε τή διακοπή καί συνέχισε:

—Είπα δτι δέν τόν πίστεψα. Άπό απλή περιέργεια δμως πήγα καί ρώ­ τησα μερικούς άλλους ιθαγενείς, πού κατάγονταν άπό τά μέρη αύτά κΓ δλοι τους, άφοϋ έδειξαν τρόμο στό άκουσμα τοϋ ονόματος τής θεάς Κό­ ρας, μοϋ επιβεβαίωσαν τά λόγια τοϋ πρώτου. — Αύτό δέν είναι άπόδειξις δτι υπάρχει πραγματικά μιά φυλή λευ­ κών μέσα στή ζούγκλα!, διαμαρτυρήθηκε πάλι ό Μπάνσον. Ξέρουμε δτι οί ιθαγενείς είναι μοναδικοί στό νά δημιουργούν φανταστικές ιστορίες... —Τό παραδέχομαι αύτό, τόν διέ­ κοψε ό Χόκερ. Βρήκα δμως έναν ίθα-


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ γενή ενενήντα χρόνων καί πάνω, πού μου διηγήθηκε δτι ό πατέρας του εί­ χε πάρει μέρος σε μιαν έτχίθεσι των ιθαγενών τής ζούγκλας εναντίον τής λευκής αύτής φυλής. Ό πατέρας του ήταν ένας άπό τούς λίγους πού γλύ­ τωσαν για νά πληροφορήσουν τις φυ­ λές τους τί εΐχε συμβή εκεί. Ή λευ­ κή φυλή μένει στή Χώρα με τ’ "Α­ σπρα Σπίτια, πού λέγεται έτσι γιατί είναι χτισμένη με μάρμαρο, καί ό στρατός της άποτελεϊται άποκλειστικά άπό γυναίκες. Ό Μπάνσον έβαλε τά γέλια κι5 ό Πομελιέ, πού είχε μείνει σιωπηλός ώς εκείνη τή στιγμή, μίλησε : — Αυτό είναι ένα άπό τά λίγα ση­ μεία τής ιστορίας σου, Χόκερ, πού δεν μπορώ νά πιστέψω ! —Κι5 εγώ άμφιβάλλω για τή λε­ πτομέρεια αυτή, παραδέχτηκε ό Χό­ κερ. Δεν άμφιβάλλω δμως καθόλου δτι υπάρχει μιά λευκή φυλή γεμάτη θησαυρούς. "Αλλωστε, προσέξατε ό­ τι, δσο πλησιάζουμε στό Μεγάλο Γεφύρι, οΕ ιθαγενείς τής άκολουθίας μας γίνονται όλο καί πιό νευρικοί καί ευερέθιστοι. Για νά μήν τούς τρομάξω, δεν τούς είπα δτι σκοπός του ταξιδιού μας είναι τό Μεγάλο Γεφύρι. Πριν άπό λίγη ώρα δμως, ό άρχηγός τους μου είπε δτι αύριο, έ­ πειτα άπό πορεία λίγων ώρών, θά φτάσουσε στούς πρόποδες του λόφου, όπου βρίσκεται τό Μεγάλο Γεφύρι, κΓ δτι άπό εκεί κΓ εμπρός αύτός καί οί άντρες του άρνουνται νά συνεχίσουν, έστω κΓ άν πρόκειται νά τούς σκοτώσουμε γΓ αυτό. Μέ συμ­ βουλέυσε μάλιστα νά μήν προχωρή­ σουμε ούτε εμείς γιατί ή θεά Κόρα εκδικείται τρομερά. Γύρισε στόν Μπάνσον καί πρόσθεσε : — Καθώς βλέπεις, όλοι οί ιθαγε­ νείς τής ζούγκλας γνωρίζουν τήν ϋπαρξι αύτοΰ τοϋ γεψυριου καί πι­ στεύουν στό «παραμύθι» τής φυλής. Μιά λάμψις άγριου ενθουσιασμού καί άπληστίας φάνηκε στα μάτια του. —θά γίνουμε πλούσιοι !, είπε, θά εξοντώσουμε τή φυλή αυτή μέ τις καραμπίνες μας καί μέ δυναμίτη, θά μαζέψουμε όλους τούς θησαυρούς πού περιέχει ή χώρα τους καί θά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

γυρίσουμε πίσω σιήν Καζαμπλάνκα κολυμπώντας στό χρυσάφιΐ — Πολύ καλά, Χόκερ, είπε ό Μπάν­ σον λιγώτερο γκρινιάρικα τώρα. Ελ­ πίζω νά πάνε όλα εύνοίκά καί νά μή χάσουμε τά λεφτά μας...

I

Μιά φωνή, ή φω­ νή τοϋ Ταρζάν, μίλησε άπό τό ψηλό δέντρο, επάνω άπό τά κεφάλια τους, πού είχε κιόλας τυλιχτή στά πρώτα σκοτάδια τής νύχτας: —Πρέπει νά μείνετε ευχαριστημέ­ νοι, εΐπε, άν χάσετε μόνο τά λεφτά σας κΓ όχι τήν ϊδια τή ζωή σας ! Οί τρεις άντρες άναπήδησαν, σάν νά τούς είχε τσιμπήσει σκόρπιός, καί κύτταξαν πρός τά επάνω. —’Έ 1 έκανε χαζά ό Χόκερ. Ποιος είναι εκεί; —Είμαι ό Ταρύάν. ΚΓ έχω νά σάς δώσω μιά συμβουλή : Μή δοκι­ μάσετε νά περάσετε τό Μεγάλο Γε­ φύρι, εκτός άν δέν σάς τρομάζη ό θάνατος! Τά βέλη τής Φυλής τής Θεάς Κόρας είναι φαρμακερά. Ό Χόκερ σηκώθηκε όρθιος. — Ποιός είσαι εσύ πού ξέρεις τό­ σο καλά τήν Αγγλική γλώσσα ; φώ­ ναξε. Κατέβα κάτω... Ή νύχτα τοϋ άπάντησε μέ τή σιωπή της. — Κατέβα κάτω *, ξαναφώναξε ό Χόκερ. Μά καί πάλι κανείς δέν άπάντησε.


28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Κατέβα κάτω γιατί θά πυροβο­ λήσω I "Εφερε γοργά την καραμπίνα στον ώμο του, σκόπευσε στό μέρος, άπό τό όποιο όπελόγισε ότι είχε έρθει ή φωνή, και τράβηξε τή σκανδάλη. 'Η νυχτωμένη ζούγκλα άντιβούησε άπό τή βροντερή έκπυρσοκρότησι και οί ιθαγενείς, που αποτελείωναν' τήν καλύβα τους, άνασκίρτησαν πηδών­ τας σάν τρομαγμένα άγριοκάτσικα. "Οταν ή ζούγκλα άνέκτησε τή γαλήνη της, ένα σαρκαστικό γέλιο αντήχησε άπό ένα γειτονικό δέντρο καί ή ϊδια φωνή είπε : — θέλησα νά σάς σώσω άπό τόν θάνατο I Τώρω όμως ελπίζω νά δοκιμάσετε νά περάσετε τό Με­ γάλο Γεφύρι ! Ό Χόκερ άδειασε τήν καραμπίνα του πρός τήν καινούργια αυτή κατεύθυνσι, μά χωρίς κανένα άποτέλεσμα. Γιατί, μερικές στιγμές άργότερα, τό ίδιο σαρκαστικό γέλιο άκούστηκ3 άπό ένα άλλο δέντρο καί άπό μιάν εντελώς διαφορετική κατεύθυνσι... Τήν ίδια νύχτα ό Ταρζάν πέρασε τό Μεγάλο Γεφύρι καί μπήκε στη Χώρα μέ τ’ "Ασπρα Σπίτια, όπου έγινε δεκτός μέ ενθου­ σιασμό καί χαρά άπό τήν Κόρα. Μά τό πρόσωπο τής γυναίκας σκοτείνιασε, όταν ό Ταρζάν τής εξή­ γησε τήν αιτία τής έπισκέψεώς του. —θά πληρώσουν μέ τή ζωή τους τήν ανομία τους !, φώναξε ή Κόρα, θά διατάξω τόν στρατόν μου νά συγκεντρωθή κοντά στό γεφύρι καί... — Δέν πρέπει νά τό κάνης αύτό. Κόρα I, τήν διέκοψε ό Ταρζάν. Οί λευκοί αύτοί άνθρωποι έχουν ραβδιά πού ξερνοΟν φωτιά... Ή Κόρα ζάρωσε τά φρύδια της. — Τί έχουν ρώτησε μέ απορία. —Ραβδιά πού ξερνουν φωτιά καί πού σκοτώνουν άπό πολύ μακρυά, εί­ πε ό Ταρζάν. Οί ίδιοι τά λένε καραμπίνες καί πιστόλια. ΒροντοΟν σάν τόν κεραυνό καί σκοτώνουν σάν τόν κεραυνό! Ή Κόρα χλώμιασε. ^Τότε... ή φυλή μου είναι χαμέ­ νη ! Οί λευκοί αύτοί άνθρωποι θά εί­

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ ναι...θεοί, πού θύμωσαν εναντίον μας κΓ έρχονται νά τήν τιμωρήσουν ! Ό Ταρζάν γέλασε. — "Οχι, Κόρα! Είναι απλώς τά α­ ποβράσματα τής φυλής τους κΓ έρ­ χονται εδώ γιά νά κλέψουν όλο τό χρυσάφι καί τά πετράδια, πού έχει ή χώρα αου, Κύτταξε γύρω, μέσα στον τερά­ στιο ναό, καί πρόσθεσε : — Μόνο οσα ύπάρχουν εδώ μέσα, Κόρα, θά ήσαν άρκετά γιά νά κά­ νουν έναν λευκό άνθρωπο βασιλιά τής φυλής του ! Τό έμαθα αύτό άπό τή Μαίρη μιά λευκή γυναίκα πού γνώρισα κάποτε. Τό μέτωπο τού Ταρζάν συννέφιασε γιά μιά στιγμή, στην άνάμνησι τής Μαίρης. "Επειτα, συνέχισε γοργά : — "Ακούσε, Κόρα, τί πρέπει νά κάνης: Δέν θά συγκεντρώοης τό στρατό σου κοντά στό Μεγάλο Γε­ φύρι. Απεναντίας, θά χωρίσης τις γυναίκες —φρουρούς σέ τριάδες καί θά τις σκορπίσης σ’ όλη τήν περιοχή ανάμεσα στό Μεγάλο Γεφύρι καί στη Χώρα μέ τ’ "Ασπρα Σπίτια, θά τούς πής νά μένουν πάντα κρυμμένες καί νά χτυπούν όταν οί λευκοί δέν θά κυττούν πρός τό μέρος τους. Πές τους επίσης ότι τά όπλα τών άνθρώπων αύτών βροντούν σάν τό κεραυνό, μά ότι αύτό δέν πρέπει νά τούς φοβήση... —Έσύ, Ταρζάν; ρώτησε ή Κόρα. — Είμαι σύμμαχός σου. Κόρα, α­ πάντησε αυτός, θά βρίσκομαι κι’ ε­ γώ κάπου εκεί γύρω καί ελπίζω νά πέση κανείς στά χέρια μου, πριν προλάβη νά ’χρησιμοποιήση τό όπλο του!... Ο

ΚΕΡΑΥΝΟΣ

ΧΤΥΠΑ

ΤΗταν μεσημέρι, όταν ό Χόκερ, ό Μπάνσον κι’ ό Πομελιέ έφτασαν στην κορυφή τού λόφου, κοντά στό Μεγάλο Γεφύρι. Σταμάτησαν εκεί, άνάμεσα σέ μερικούς βράχους, κι’ έκαναν πρόχει­ ρο πολεμικό συμβούλιο. Ό Χόκερ είχε τόν λόγο, όπως πάντα : Ό άνθρωπος, πού μας μίλησε άπό τά κλαδιά τού δέντρου χτές τή νύχτα, είπε, θά ειδοποίησε σίγουρα τή φυλή τής θεάς Κόρας καί αυτή τή στιγμή ό στρατός της θά είναι


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ συγκεντρωμένος άπό τήν άλλη μεριά του γεφυριοΰ περιμένοντάς μας. 'Άν δοκιμάσουμε νά κάνουμε κανονικό πόλεμο, θά νικηθούμε γιατί είμαστε μόνο τρεις καί, όπως μάς είπε ό άν­ θρωπος εκείνος, τά βέλη τους εΐναι φαρμακερά. Ακουστέ τώρα τό σχέ­ διό μου... Γύρισε κΓ έδειξε τρεις ασπίδες, πού είχαν τό πλάτος καί τό ύψος ανθρώπινου σώματος καί πού οί τρεις επιδρομείς είχαν άκουμπήσει σ’ εναν βράχο. — Προστατευόμενοι από τις άσπίδες αυτές θά διασχίσουμε τό μεγα­ λύτερο μέρος του γεφυριου, χωρίς νά ρίξουμε ούτε μιά τουφεκιά η πιστό­ λια. 'Όταν πλησιάσουμε στην άλλη άκρη του, θά τραβήξω άπό. τον σακκίδιό μου εναν δυναμίτη καί θά τον πετάξω επάνω στη μαρμάρινη εκείνη καλύβα. Αμέσως μετά τήν έκρηξι θά τρέξουμε μπροστά, θά περάσουμε εντελώς τό γεφύρι καί θ’ αρχίσουμε νά πετάμε δεξιά κΓ άριστερά δυνα­ μίτες γιά νά πολλαπλασιάσουμε τόν πανικό τους, πού θά είναι κιόλας μεγάλος άπό τήν πρώτη έκρηξι. Νά είστε βέβαιοι πώς οί ιθαγενείς θάρθούν αμέσως νά δηλώσουν υποταγή... Εμπρός τώρα I Πήραν τις ασπίδες, διώρθωσαν τά σακκίδιά τους, πού ήσαν γεμάτα σφαίρες, δυναμίτες καί τρόφιμα, βε­ βαιώθηκαν ότι οί καραμπίνες καί τά πιστόλια τους ήσαν γεμάτα, άναψαν άπό ένα τσιγάρο ό καθένας καί ξε­ κίνησαν μέ βήμα ούτε πολύ γοργό, ούτε πολύ άργό. Μέ τόν Χόκερ μπροστά, άρχισαν νά διασχίζουν τό Μεγάλο Γεφύρι. Είχαν φτάσει στη μέση, όταν άπό τήν άπέναντι πλευρά του γκρεμού, ριγμένα άπό άθέατους τοξότες δεκά­ δες μικρά μαύρα βέλη πήγαν καί χτύ­ πησαν επάνω στις άσπίδες πού κρα­ τούσαν οί τρεις λευκοί κΓ έπειτα έ­ πεσαν χάμω. — Ταχύνετε τό βήμα σας ! διέταξε ό Χόκερ. Τά βέλη εξακολούθησαν νά πε­ τουν προς τό μέρους τους μέ σταθε­ ρό ρυθμό, καί μέ τά ίδια πάντα άποτελέσματα. 'Όταν πλησίασαν στο τέρμα του γεφυριου, ό Χόκερ τράβη­ ξε έναν δυναμίτι άπό τόν σάκκο του,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

άγγιξε τήν άκρη του καψουλιού στην κάφτρα του τσιγάρου του καί πέταξε τόν δυναμίτη όσο πιο μακρυά μπορούσε, πέρα άπό τη μαρμάρινη, καλύβα. Ακολούθησαν μερικές στιγμές σι­ ωπής. ’Έπειτα ξαφνικά καί τρομακτικά, ή σιωπή κομματιάστηκε άπό μιάν έκρηξι πού έκανε τό γεφύρι νά κλονιστή κΓ ένα κομμάτι άπό τη μαρ­ μάρινη καλύβα νά τιναχτή στόν άέρα. Γιά μερικά δευτερόλεπτα, ό γκρε­ μός καί οί πλαγιές γύρω άντιβούϊζαν άλλόκοτα. ’Έπειτα, πάλι σιωπή κΓ έπειτα άπό τήν άλλη μεριά τού γκρε­ μού ύψώθηκαν κραυγές τρόμου, πού άναμφισβήτητα προέρχονταν άπό γυ­ ναικεία στόματα, καί ακούστηκαν τρεχαλητά. — Εμπρός !, διάταξε ό Χόκερ, Καί άρχισε νά τρέχη, άκολοθούμενος άπό τούς δυό συντρόφους του.

Π έρασαν

τό γε­ φύρι καί άρχισαν νά τινάζουν δυνα­ μίτες ττρός κάθε κατεύθυνσι, κάνον­ τας τήν ερημιά νά άντηχή βροντερά άπό τις εκρήξεις. ’Έπειτα, μέ τά πιστόλια τους στά χέρια καί τις άσπίδες προτετα­ μένες, προχώρησαν προς τό εσωτερι­ κό τής περιοχής, προς τήν κατεύθυνσι τής Χώρας μέ τ’ ’Άσπρα Σπίτια, περπατώντας άργά καί μέ άπειρες προφυλάξεις καί ρίχνοντας πού καί πού κανέναν δυναμίτη... Μιά ώρα άργότερα, ό Χόκερ ή­ ταν καθισμένος στο θρόνο τής θεάς Κόρας, μέσα στόν μεγάλο ναό τής Χώρας μέ τ’ ’Άσπρα Σπίτια. Δεξιά του καί άριστερά του,,, μέ τά πιστό­ λια τους προτεταμένα, στέκονταν οί δυό σύντροφοί του. Ό Μπάνσον παραληρούσε σχεδόν άπό τή χαρά του, κυττάζοντας τούς θησαυρούς πού περιείχε ό ναός. —Μέ συγχωρείς, Χόκερ, τιού άμφέβαλλα !, έλεγε. Είσαι μιά μεγαλοφυΐα ! θά γίνουμε πλούσιοι 1 θά γίνουμε πιο πλούσιοι κΓ άπό τόν Ρότσιλντ ! Ό Χόκερ μόρφασε περιφρονητικά^ κυττάζοντας τό πλήθος πού είχε συγ-


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κεντρωθή μέσα στόν ναό. —Αυτά δεν είναι τίποτα, Μπάνσον, άπάντησε. Είμαι βέβαιος δτι ατά υπόγεια του ναοϋ είναι κλεισμέ­ νοι πολύ μεγαλύτεροι θησαυροί... Πέτυχε όμως θαυμάσια τό σχέδιό μου, έ ; Μόλις ακόυσαν τις εκρήξεις, οί ιθαγενείς έσπευσαν νά παραδο­ θούν πιστεύοντας πώς είχαν νά κά­ νουν μέ θεούς. Νά κι' ή βασίλισσα τους πού έρχεται νά μάς προσκύ­ νηση... Πραγματικά, μέο5 άπό τό πλήθος των άντρων καί των γυναικών άποσπάστηκε ή Κόρα μέ τήν πορφύρα της, διέσχισε τό κενό διάστημα άνάμεσα στό πλήθος καί στους επιδρο­ μείς καί στάθηκε μπροστά στους τε­ λευταίους. Μέ τό κεφάλι ψηλά πρόφερε μερι­ κές λέξεις στή γλώσσα τής φυλής της, μά ό Χόκερ κούνησε τό κεφάλι του άρνητικά καί μουρμούρισε στόν Πομελιέ πού στεκόταν δεξιά του: —Ή γλώσσα τους μοιάζει πολύ μέ τά Αρχαία Ελληνικά ! Έχω σπου­ δάσει τά Ελληνικά στό πανεπιστή­ μιο καί μπορώ νά πώ ότι ξεχώρισα μερικές λέξεις ! ΛΛ Κόρα μίλησε τώρα στή γλώσσα τών ιθαγενών τής ζούγκλας, πού ό Χόκερ καταλάβαινε καί μιλούσε άρκετά καλά. -Ποιοι είστε καί τι θέλετε στή χώρα μας ρώτησε. Είμαστε θεοί ], μούγγρισε ό Χόκερ μέ μίσος. Καί ήρθαμε εδώ γιά νά τιμωρήσουμε τό λαό σου καί νά τον τιμωρήσουμε σκληρά. Εκτός... — Εκτός ; ρώτησε ή Κόρα. —Έκτος άν μαζέψετε όλο τό χρυ­ σάφι καί τά πετράδια πού υπάρχουν στή χώρα σας καί μάς τό κουβαλή­ σετε ως πέρα άπό τό Μεγάλο Γεφύρι. Τότε θά άφήσουμε τον λαό σου νά ζήση ! 'Η Κόρα ύποκλίθηκε. — "Οπως επιθυμούν οί λευκοί θε­ οί, είπε απλά. Ό Χόκ^ρ χαμογέλασε πονηρά. —Δέν θά μέ γελάσετε, είπε. Ξέρω ότι^ πρέπει νά υπάρχουν κάπου άλ­ λου θησαυροί μεγαλύτεροι άπό αυ­ τούς πού είναιέδώ μέσα ! Που είναι ;

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ —Δέν σκοπεύω νά σέ γελάσω» λευκέ θεέ πού τινάζεις τον κεραυνό, είπε μέ δέος ή Κόρα. 'Ό,τι έχω εί­ ναι στή διάθεσί σου, άρκεΐ νά ζήση ό λαός μου. Σ’ ένα υπόγειο αύτοϋ τού ναού είναι κρυμμένοι οί μεγάλοι θησαυροί μας. θά διατάξω νά τούς άνεβάσουν επάνω καί... —’Όχι !, τήν διέκοψε ό Χόκερ. Αγαπητή μου βασίλισσα, μπορεί οί άνθρωποί σου νά ξεχάσουν νά άδειάσουν εντελώς τό υπόγειο, θέλω νά κατεβώ νά δώ τούς θησαυρούς μαζί μέ τούς συντρόφους μου. Η Κόρα ύποκλίθη­ κε. Έδειξε προς τό βάθος του να­ ού καί εΐπε : — Δέν έχετε παρά νά μέ ακολου­ θήσετε, λευκοί θεοί. Καί προχώρησε πρός ένα άνοιγμα στην άριστερή γωνία τού ναού. Ό Χόκερ τήν άκολυύθησε μέ τον Μπάνσον καί τον Πομελιέ ξοπί ω του. Πέρασαν στό άνοιγμα, κατέβη­ καν μιά στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα, διέσχισαν έναν διάδρομο καί σταμάτησαν σέ μιά βαρειά καί συμ­ παγή σιδερένια πόρτα. 'Η Κόρα τήν άνοιξε μ’ ένα άσημένιο κλειδί καί παραμέρισε γιά γ’ άφήση τούς τρεις λευκούς νά περά­ σουν. Ό Χόκερ μουρμούρισε στον Πο­ μελιέ : — Μείνε εδώ, έξω άπό τήν πόρτα· Καί τά μάτια σου δέκα τέσσερα· Μπορεί νά θελήσουν νά μάς σκαρώ­ σουν κανένα άσχημο παιχνίδι. Καί μπήκε στό δωμάτιο μαζί μέ τόν Μπάνσον. Κραυγές έκπλήξεως καί χαράς βγήκαν άπό τά στήθη τών δυό άντρών. Τό δωμάτιο ήταν γεμάτο μεγάλα άσημένια καλάθια, ξεχειλισμένα άπό θησαυρούς κάθε λογής. Χρυσά κο­ σμήματα, στολισμένα μέ πολύτιμα πετράδια, άγαλματάκια, μεγάλα πε­ τράδια πού τό καθένα τους άξιζε μιά ολόκληρη περιουσία, χρυσά καί άση­ μένια όπλα... — Μείνε εδώ Μπάνσον !, είπε ό Χό­ κερ στόν σύντροφό του μέ λαχανια­ σμένη φωνή. Κύτταξε νά τά κουβαλή-


Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ σουν δλα οί ιθαγενείς, καί μή διστάσης να χρησιμοποίησης τό πιστόλι σου στην παραμικρή ύποπτη κίνησι. Βγήκε έξω ακολουθούμενος άπό τήν Κόρα. "Εγνεψε στον Πομελιέ καί οί δυό άντρες μαζί μέ τη γυναίκα διέσχισαν τον διάδρομο κι5 άρχισαν νά ανεβαίνουν τη μαρμάρινη στριφο­ γυριστή σκάλα. —θά στείλης τούς άνθρώπους σου νά άνεβάσουν όλους τούς θησαυρούς επάνω!, είπε ό Χόκερ στήν Κόρα. Πρόσεξε όμως καλά. "Αν αντιληφθοΰμε τό παραμικρό άπό... "Αχ ! Δυό μεγάλα καί μυώδη μπράτσα είχαν ξαφνικά προβάλει πίσω άπό μιά καμπή τής σκάλας, είχαν αρπά­ ξει τά κεφάλια των δυό επιδρομέων καί τά είχαν χτυπήσει μεταξύ τους μ’ έναν αηδιαστικό, ξηρό κρότο καί ό Χόκερ μέ τόν Πομελιέ έπαφαν νά σκέπτωνται καί νά αίσθάνωνται... ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ «ΘΕΟΙ» Ό Ταρζάν έσκυψε επάνω άπό τούς λιπόθυμους επιδρομείς καί μόρ­ φασε μέ περιφρόνησι, ενώ ή Κόρα τόν κύτταξε μέ άπέραντο θαυμασμό. —Αύτοί είναι οί «θεοί» !, τής είπε ό Ταρζάν σαρκαστικά. Εύτυχώς εί­ χες τό θάρρος καί τήν ψυχραιμία νά άκολουθήσης τις οδηγίες μου καί μπό­ ρεσα νά τούς επιτεθώ, πριν προλά­ βουν νά χρησιμοποιήσουν τά όπλα τους I ’Έβγαλε ενα σκοινί άπό τή ζώνη του καί έδεσε μ’ αύτό τά χέρια του Χόκερ καί του Πομελιέ, άφοΰ τούς άφήρεσε προσεκτικά τά σακκίδια καί τά όπλα τους καί τά σώριασε σέ μιά γωνιά. — Μένει ό άλλος τώρα, είπε στήν Κόρα όταν τελείωσε. Ανέβα επάνω καί στείλε μου μερικούς υπηκόους σου. ...Λίγα λεπτά αργότερα, πέντε ά­ πό τούς υπηκόους τής Κόρας μέ τόν Ταρζάν —ντυμένον μέ κοντό χιτώνιο όπως οι. άλλοι— μπήκαν στο υπόγειο δωμάτιο τών θησαυρών. Ό Μπάνσον ήταν καθισμένος σέ μιά γωνιά, μέ τό πιστόλι στό χέρι,, καί γρύλλισε όταν είδε τούς ιθαγε­ νείς νά μπαίνουν :

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 31 — Γρήγορα 1 Γρήγορα I Οί υπήκοοι τής Κόρας άρχισαν νά γεμίζουν μέ κοσμήματα καί πετράδια μερικά σακκιά πού είχαν μαζί τους, ρίχνοντας ματιές τρόμου στόν Μπάν­ σον. Ό Ταρζάν, μ’ ένα σακκί στό χέ­ ρι, πλησίασε σ’ ένα καλάθι μέ ρου­ μπίνια, πού βρισκόταν δυό μέτρα ά­ πό τόν Μπάνσον. Εκεί, σκόνταψε κάπου, έχασε τήν ισορροπία του κι’ έπεσε σιά πόδια του Μπάνσον : Αύτός τόν κλώτσησε στά πλευρά. —Σήκω πάνω, γουρούνι 1 γρύλλισε σέ Αγγλική γλώσσα. Ό Ταρζάν σηκώθηκε, μά τό δεξιό μπράτσο ανυψώθηκε πριν απ’ αυτόν, χτύπησε τό ώπλισμένο χέρι του Μπάνσον κι’ έστειλε τό πιστόλι πού κρατούσε νά πέση επάνω σ’ έναν σω­ ρό άπό κοσμήματα. Τήν επόμενη στιγμή, ή μεγάλη γροθιά τού Ταρζάν προσγειωνόταν στό σαγόνι τού Μπάνσον καί τόν έκανε νά χάση τις αισθήσεις του καί νά σωριαστή χάμω... ΙΜΕερικές ώρες αρ­ γότερα, τήν ώρα πού ό ήλιος έγερνε πίσω άπό τά βουνά τής Χώρας μέ τ’ ’Άσπρα Σπίτια, ό λαός τής θεάς Κό­ ρας, συγκεντρωμένος γύρω άπό τήν Τερή Λίμνη, παρακολουθούσε ένα πα­ ράξενο θέαμα. ’Ο Ταρζάν στεκόταν στό χείλος τής λίμνης μέ τά όπλα καί τά σακ­ κίδια τών τριών λευκών στά πόδια του. — ΤΗταν όπως σού είπα, Κόρα, είπε στή γυναίκα μέ τήν πορφύρα. Δέν ήσαν θεοί, άλλά τά κατακάθια τής φυλής τους I Κύτταξε πού θά πά­ νε τά όπλα τους. Καί μέ μιά κλωτσιά έρριξε τά ό­ πλα καί τούς δυναμίτες μέσα στή λίμνη. Τό νερό άφρισε καί θόλωσε γιά μερικές στιγμές. ’Έπειτα καθάρισε καί όλοι γύρω μπόρεσαν νά διακρί­ νουν στόν βυθό τά όπλα, δίπλα στόν σκελετό τού Κροκόδειλου τών θεών. Ή Κόρα άγγιξε τόν Ταρζάν στό μπράτσο. — Αύτούς τί θά τούς κάνουμε;


32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ

ρώτησε δείχνοντας τούς τρεις επι­ δρομείς πού ήσαν δεμένοι σέ κορ­ μούς δέντρων. Έσύ μάς έσωσες από αυτούς κΤ έσύ θά όρίσης την τιμω­ ρία τους. Ό Ταρζάν ζάρωσε τά φρύδια του σκεπτικά. Ό Χόκερ μίλησε ικετευτικά άπό τό δέντρο του : — Χαρίστε μας τη ζωή! Αφήστε

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΟΥ ΜΗΗΰΈ Μια καταπληκτική σειρά έκδόσεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΚΑΙ ΟΙ ΤΩΝ

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στα καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν την τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στην Ελλάδα !

μας νά φύγουμε 1 Σάς ορκίζομαι πώς θά ξεχάσουμε κι’ εσάς και τη χώρα σας άμέσως μόλις φύγουμε άπό δω I Ό Ταρζάν κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του καί είπε Αγγλικά κά­ νοντας τόν Χόκερ νά γουρλώση τά μάτια του και νά άνασκιρτήση : — "Οχι I ’Άν σάς άφήσουμε νά γυρίσετε στη χώρα σας, θά συγκεν­ τρώσετε κΓ άλλους κακούργους σάν εσάς καί θά ξαναρθήτε έδώ για νά έξοντώσετε τή Φυλή τής θεάς Κόρας καί νά πάρετε τούς θησαυρούς της ! Γύρισε στήν Κόρα καί πρόσθεσε: —θά τούς τιμωρήσης όπως θά σου πω εγώ, Κόρα ; — Ναι, Ταρζάν! —Κράτησέ τους αιχμάλωτους εδώ για ολη τους τή ζωή 1 Βάλε τους νά δουλέψουν για νά επανορθώσουν τό κακό πού έκαναν στόν λαό σου 1 ΚΓ άν καμμιά φορά δοκιμάσουν νά δρα­ πετεύσουν, σκότωσέ τους! Δεν πρέ­ πει νά βγουν ποτέ άπό τή Χώρα μέ τ’ "Ασπρα Σπίτια ! Ή Κόρα γύρισε καί κύτταξε για μερικές στιγμές τούς αιχμαλώτους της καί κούνησε τό κεφάλι της. —θά γίνη όπως είπες, μουρμού­ ρισε. Καί πρόσθεσε γυρίζοντας προς τόν βασιλιά τής ζούγκλας : — ΚΓ έσύ, Ταρζάν; θά μείνης εδώ... Σώπασε άνασκιρτώντας. Ό Ταρ­ ζάν δέν βρισκόταν πια κοντά της. Εί­ χε άπομακρυνθή γοργά μέσα στούς πρώτους ίσκιους του βραδιού, γυρί­ ζοντας πίσω, στήν άγαπημένη του ζούγκλα, πού τόν τραβούσε σάν μαννήτης. ΤΕΛΟΣ

Πολιτικές παραφωνίες Ό μουσικός Σιμωνίδης παρακαλουσε μιά μέρα τόν Θεμιστοκλή νά κάμη προς χάριν του κάτι άδικο. —’Άν σου πρότεινα νά κάνης μέ­ σα στό θέατρο μιά παραφωνία, θά την έκανες ; τόν ρώτησε ό Θεμιστο­ κλής. — Όχι, άπάντησε ό Σιμωνίδης. — Πώς λοιπόν μου ζητάς νά τό κάμω έγώ ώς ποκιτικός άρχων ; του είπε ό Θεμιστοκλής.


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ (Συνέχεια από τό προηγούμεν ο) Χιλιάδες γυναίκες στόν κόσμο, κυ­ ριευμένες άπό τό πάθος των ναρκω­ τικών, κάνουν-ενέσεις μορφίνης. Κι’ ή ήρωΐδα τής ιστορίας πού θά σας διηγηθώ έκανε κι3 αυτή τις ενέσεις της. Μά άκοΰστε τήν ιστορία της καί θά μάς δικαιώσετε : Η ΝΕΚΡΗ ΤΟΥ «Σ Ε Μ Π Λ Ο Ν» Κάθε μεσημέρι, ερχόταν πριν άπό τον πόλεμο στόν σταθμό τών Αθη­ νών τό «Σεμπλόν». ΤΗταν ή εποχή πού δεν είχε άναπτυχθή όπως σήμε­ ρα ή άεροπορική συγκοινωνία καί πολλοί ήσαν εκείνοι πού προτιμού­ σαν τό τραίνο παρά τό άτμόπλοιο. "Ετσι κάθε μέρα στόν σταθμό ξεμπάρκαραν άπό τήν Εύρώπη ένα σωρό "Ελληνες καί ξένοι πού τούς παρελάμβαναν οι άντιπρόσωποι τών μεγάλων ξενοδοχείων ή οί στενοί συγγενείς τους, πού είχαν είδοποιηθή τηλεγρσψικώς. καί τούς περίμεναν με τήν άπαραίτητη ανθοδέσμη, στόν σταθμό.. Εκείνη τήν ημέρα έντύπωσι είχε κάνει στούς σιδηροδρομικούς μιά πο­ λυτελής λιμουζίνα πού είχε σταθή έ­ ξω άπό τό σταθμό. Άπό τή λιμουζίνα κατέβηκαν δυο όμορφες καί εξαιρετι­ κά κομψές κυρίες κι5 ένας ήλικιωμένος κύριος. Κρατούσαν ένα σωρό σπάνια λουλούδια κι' ήρθαν καί ρώ­ τησαν στο γραφείο πληροφοριών τι ώρα άκριβώς θά έφτανε τό «Σεμπλόν». 'Η αμαξοστοιχία θάρχόταν έπειτα ά­ πό μισή ώρα. Οί δ,υό γυναίκες κι’ ό

κύριος κάθησαν στό καφενείο τού σταθμού πήραν κάτι κι* άρχισαν νά συνομιλούν. Βέβαια δεν ήταν ή πρώτη φορά πού έρχονταν τέτοιοι πλούσιοι άν­ θρωποι έκεΐ. Μά οί τρεις αύτοί άν­ θρωποι είχαν τόν άέρα τού άμέτρητου χρήματος, τήν άρχοντιά τών χιλιοταξιδεμένων κι’ εκείνων πού είχαν μεγαλώσει μέσα σέ μιάν αριστοκρα­ τική άτμόσφαιρα. Οί αστυνομικοί τού σταθμού, πού άπό συνήθεια κάνουν πάντα διάφο­ ρες φυσιογνωμικές παρατηρήσεις, πρόσεξαν ώστόσο ότι τόσο οί γυναί­ κες όσο κι’ ό άντρας μέσα στό βλέμ­ μα τους, στή στάσι τους είχαν μιάν άνησυχία. Κάτι προσπαθούσαν νά κρύψουν άπό όλο τόν κόσμο... "Ενας άπό τούς άστυνομικούς, πε­ ρίεργος, κατώρθωσε νά βρή τήν εύκαιρία καί νά ρωτήση τόν πλούσιο κύριο : — Περιμένετε κανένα συγγενή σας; Σάς βλέπω οτι διαρκώς κυττάτε προς τις γραμμές τού τραίνου... — Δέν ξέρεις ότ1 εκείνος πού πρέ­ πει νά περιμένη ένα χρόνο κάνει ύπαμονή, ενώ εκείνος πού πρέπει νά πε­ ριμένη λίγα λεπτά τής ώρας δέν κρα­ τιέται ; τού απάντησε αυτός. Ναι, πράγματι, περιμένω τήν πιο μικρή κόρη μου! "Ερχεται άπό τό Παρίσι... Λίγο άργότερα άκούστηκε τό χα­ ρακτηριστικό σφύριγμα τής μηχανής τού «Σεμπλόν» κι5 ύστερα άπό πέντε λεπτά ή αμαξοστοιχία έφθανε στήν πλατφόρμ τού σταθμού. Άπό τά πα­ ράθυρα τού τραίνου διάφορα πρόσω­ πα άναζητοΰσαν νά δούν κανένα συγ­ γενή, κανέναν γνωστό, κανέναν φίλο. "Ετρεξαν οί δυο κυρίες καί ό κύ­ ριος κι* άρχισαν νά κυττάζουν τά


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» βαγόνια της πρώτης θέσεως. Μά τό πρόσωπο πού περίμεναν δέν φαινό­ ταν πουθενά. Περίεργοι και ανήσυχοι, όταν κατέβηκαν όλοι οί επιβάτες καί τό τραίνο καί ετοιμαζόταν να συνέ­ χιση την πορεία του γιά τόν σταθμό του Πειραιώς, είπαν στόν σταθμάρχη -—Περίεργο 1 Μέ τό τραίνο αυτό έπρόκειτο νά ερθη ή κόρη μας. ’Άν είχε άναβάλει τό ταξίδι της θά μάς ειδοποιούσε. Μά δέν φαίνεται που­ θενά ! Τί θά μπορούσε νά τής έχει συμβή ; —Μια τιιθανότης ύπάρχει, είπε ό σταθμάρχης. Νά κοιμάται βαθειά καί νά μή άντελήφθη την είδοποίησι των υπαλλήλων ή νά κατέβηκε σ’ ενδιά­ μεσο σταθμό, χωρίς νά την δη κα­ νένας. ’Άς δοϋμε τί συμβαίνει... Κι’ άνέβηκε στην άμαξοστοιχία άκολουθούμενος άπό τόν κύριο καί τις κυρίες, πού ήσαν ταραγμένοι κι* ανήσυχο^. Λίγη ώρα αργότερα σ’ ένα «βαγκόν—λί» τό μυστήριο διαλυόταν. Ή νέα κοπέλλα ήταν ξαπλωμένη καί κοιμόταν μακαρίως. Έντύπωσι όμως έκανε σ’ όλους ή εκπληκτική λευκότητά της καί ή ακινησία της... — Μαίρη I, φώναξε μ’ άνησυχία ό πατέρας της. Μαίρη παιδί μου, ξυπνά I Καί άπλωσε μέ τρυφερότητα τό χέρι του γιά νά τήν ξυπνήση. Μά, μόλις τήν άγγιξε, φώναξε μέ τρόμο : — Γιά όνομα του θεού! Είναι νεκρή !... —Μήν τήν άγγίξετε καθόλου 1, φώναξε ό σταθμάρχης. Μή πλησιάζε­ τε 1 Αφήστε νά έρθη πρώτα νά έξετάση τό βαγόνι ή Αστυνομία. Μή χαλάτε τά διάφορα ’ίχνη' καί μή πιά­ νεται τίποτα μέ τά χέρια σαςί... Τούς κατέβασε άπό τό βαγόνι, ει­ δοποίησε τούς αστυνομικούς, εκείνοι πάλι τήν Υπηρεσία Σημάνσεως καί τη Γενική Ασφάλεια κΓ έπειτα άπό λίγο συνεργεία ειδικευμένων άρχιζαν τις άνακρίσεις. Πήραν φωτογραφίες, ρώτησαν τούς πάντας κΓ έκαναν τήν πρόχειρη έξέτασί τους. Εκείνο όμως πού άπό τήν πρώτη στιγμή έκανε έντύπωσι ήταν ότι που­ θενά δέν ύπήρχαν ϊχνη αίματος. Ε­ πίσης οί άποσκευές δέν εΐχαν παρα-

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ βιαστή καί πουθενά δέν ύπήρχαν ίχνη πάλης. ’Άλλο σημαντικό γεγο­ νός ήταν ότι μέσα στο διαμέρισμα αυτό, στο διάστημα τής νύχτας, δέν είχε μπή κανένας άνθρωπος. Γιατί στό πάτωμα φαίνονταν —μόνον υστέ­ ρα άπό τήν ειδική σκόνη πού εΐχε ριχτή επάνω σ’ αυτό—πατήματα γυ­ ναικεία, τά ίχνη τών βημάτων τής νεκρής. Ξαφνικά ένας αστυνομικός, καθώς ερευνούσε ένα μικρό βαλιτσάκι, έ­ βγαλε άπό μέσα μιά σύριγγα κλει­ σμένη καλά σέ μιά δερμάτινη θήκη. Ή σύριγγα αυτή φαινόταν νά είχε χρησιμοποιηθή πρόσφατα. —’Έκανε τίποτα ενέσεις ; ρώτη­ σαν τούς συγγενείς της. Εκείνοι κούνησαν μελαγχολικά τό κεφάλι. —ΓΓ αυτό τόν λόγο τήν εΐχα στείλει στήν Εύρώπη, είπε ό πατέρας της. Νά διασκεδάση, νά κυτταχτή στούς γιατρούς, νά γλυτώση άπό τό φοβερό αυτό πάθος τής μορφίνης... — Κρίμα στά νιάτα της καί στην ομορφιά της !,ζ σκέφτηκαν οί άστυνομικοί. „ Δέν είχε κλείσει τά 23 χρόνια κΓ ήταν μιά φοβερή μορφινομανής. Αυ­ τό φαινόταν κΓ άπό ένα πλήθος τσι­ μπήματα τής βελόνας πού είχε επάνω άπό τά γόνατα. Μά πώς είχε πεθάνει ; Ή Ιατρο­ δικαστική έξέτασις φώτισε κι’ αύτή τήν πτυχή του δράματός της. Ή νέα, φοβουμένη ότι οί στενοί συγγενείς της τις πρώτες ώρες δέν θά τήν ά­ φηναν ούτε μιά στιγμή μόνη γιά νά πάρη τό άγαπημένο της ναρκωτικό, έκανε ένεσι μέ μεγάλη δόση μορφί\ ης μέσα στό τραίνο κΓ έπειτα ξα­ πλώθηκε ν’ άναπαυθή καί νά δή τά όμορφα όνειρά της. Μά δέν ξύπνησε πιά. Καί, πεθαμένη, τήν έφερε στήν Αθήνα τό τραίνο τής Ευρώπης I Οί άστυνομικοί επίσης εντελώς τυχαία πολλές φορές φέρνουν σέ. φώς εκπληκτικές υποθέσεις ή διαφω­ τίζουν εγκλήματα, πού γιά πολλά χρόνια έμειναν άνεξιχνίαστα. Καί πράγματι πολλές φορές μου διηγήθηκαν διάφορες τέτοιες χαρακτηριστι­ κές περιπτώσεις; Μιά άπό τις πιό ενδιαφέρουσες είναι καί ή άκόλουθη :


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΑΡΙΟΡΑ "Υστερα από κάθε πόλεμο, τον καιρό της Ειρήνης, σ’ δλα τα κράτη του κόσμου κινείται ένα πλήθος σκο­ τεινών ανθρώπων. 'Απλώνουν τά δί­ χτυα τους παντού, εξαγοράζουν συ­ νειδήσεις, μεταχειρίζονται όλα τά μέσα καί προσπαθούν νά πετύχουν τό σκοπό τους : Νά μάθουν ό,τι τούς χρειάζεται καί νά τό διαβιβάσουν στή χώρα για τήν οποία εργάζονται. Οί άνθρωποι αυτοί εισχωρούν σ’ όλα τά επαγγέλματα, σ’ όλες τις τά­ ξεις καί κάνουν τόσο καλά τή δου­ λειά τους, πού κανείς δεν μπορεί νά τούς ύποπτευθή. Συνήθως προσπα­ θούν νά μή κινούν τήν προσοχή κανενός* νά θεωρούνται άσήμαντοι καί πολλές φορές δίνουν τήν έντύπωσι α­ τόμων πού δεν ένδιαφέρονται παρά μόνο γιά εντελώς μηδαμινά πράγμα­ τα. Κι* αυτοί οί άνθρωποι είναι χι­ λιάδες. Πολλές χιλιάδες, πού απλώ­ νουν τό δίχτυ των πληροφοριών τους σ’ ολον τό κόσμο κι* από τό πόστο τους στέλνουν στή μυστική υπηρεσία, γιά τήν όποια εργάζονται, τις ενδια­ φέρουσες διαπιστώσεις τους. Ή ειδικά ώργανωμένη ύπηρεσία τής Αστυνομίας μπαίνει έξαιτίας τών ανθρώπων αύτών σέ μεγάλα βά­ σανα. Είναι ύποχρεωμένη νά ξέρη μέ κάθε λεπτομέρεια κάθε ξένου πού έρχεται νά έπισκεφθή ή νά παραμείνη στόν τόπο μας. Πρέπει ακόμα νά παρακολουθή όλους τούς άνθρώπους, πού καταφεύγουν στο ελληνικό έδα­ φος. Κι* άκόμα πρέπει νά έχη τά μάτια της ορθάνοιχτα επάνω στούς φίλους, στούς γνωστούς τών ξένων αύτών πού παρουσιάζονται ώς άγαθοί πολίτες, ώς πλούσιοι περιηγηταί, ώς διάσημοι καλλιτέχνες κι* ώς άν­ θρωποι πού λατρεύουν τήν πατρίδα μας καί θυσιάζονται γι’ αυτήν. Είναι γνωστή άλλωστε ή περίπτωσις τής όργανώσεως τών Όλυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Στήν Αθήνα είχε έλθει ή ερωμένη του Χίτλερ, ή περίφημη Λένι Ρίνφεσταλ, μέ ένα επιτελείο διευθυντών τών γερ­ μανικών εταιριών κινηματογράφου. Αύτοί ώργάνωσαν καί έξετέλεσαν μέ τή στρατιά τών όπερατέρ των τήν κινηματογράφησι τής διαδρομής

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

τής Όλυμπιακής φλόγας από τήν Α­ θήνα μέχρι τό Βερολίνο. Αύτή ή ται­ νία αργότερα μαζί μ’ ένα πλήθος άλλων στοιχείων, πού είχαν συγκεντρωθή, βοήθησε τή Γερμανική Ύπη­ ρεσία Πληροφοριών νά δώση ένα σωρό χρήσιμα πράγματα, στό Γερμα­ νικό Γενικό Επιτελείο. Δυστυχώς κανείς δέν είχε ακούσει πολλούς α­ ξιωματικούς τής Αστυνομίας μας, πού είχαν έκφράσει φόβους διενεργείας κατασκοπείας. ν Σήμερα οί προσπάθειες τής Αστυ­ νομίας είναι μεγαλείτερες στό ζήτη­ μα αύτό, γιατί είναι γνωστό ότι καί στή χώρα μας δέν είναι δυνατόν νά μήν έχουν εισχωρήσει καί νά μήν έργάζωνται μυστικοί πράκτορες. Εκεί­ νοι πού κατέχουν έμπιστευτικές θέ­ σεις, όλος ό κόσμος πού εργάζεται κοντά στις ένοπλες δυνάμεις καί στά πολεμικά υπουργεία, στά λιμάνια καί στό ναύσταθμο, πρέπει νά έχη τά V

υ

/

) 9

/ / / / / / / / Ο

0

9

9

ο

ο

0

9

■>

Ο

Λ * ο

/ /ο Θ

/

/ Τα προηγούμενα τεύχη της

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ

ο

/ε * 0

1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΓίΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕ Κ ΡΟΚιΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Σ ΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΙΑΡΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝίΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΊΓΗιΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ. ΜΤΣΤΕ'Ρ ! ΤΟΥ ΠΕ­ 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ Ρ ΙΓΚ Ο 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ άνετυπώΌη - αν ιχαί ττωλο0ντ<χι εϊς τά γραφεία μας. ΔΕΑΗΠΙΩ ΡΓΗ 30 (Πάροδος 6δο0 Άγ. Κ<ον)ναυ)

άντί δραχμών 2.500

ιο / /5 9

*

/ /0 / 0

0

#

'■ 0

ί ί ί ί 0

0

0

Λ


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

μάτια του δεκατέσσερα καί τό στό­ μα του κλειστό. Τό ψάρεμα τής πληροφορίας, ό­ πως μάς άνέφεραν οί άστυνομικο'1 μεταξύ των οποίων καί ό ύπαστυνόμος κ. Ν. Χειλάς, γίνεται με χίλιους τρόπους κι* άπό πρόσωπα πού κα­ νείς δεν φαντάζεται. Σ’ αυτές τις δουλειές σπουδαίο ρόλο παίζουν οί άρτίστες των διαφόρων κέντρων διασκεδάσεως, πολλές γυναίκες τοϋ έρω­ τος καί όμορφες νέες, πού είναι το­ ποθετημένες σέ διάφορες ύπηρεσίες. Οί τελευταίες πέφτουν θύματα τού χρήματος, τοϋ έρωτος καί τοϋ πά­ θους τής κομψής έμφανίσεως καί τής πολυτελείας. Μάς άνεφέρθη ή ακόλουθη χαρα­ κτηριστική περίπτωσις : Έδώ καί λίγον καιρό, είχε τοποθετηθή ως νοσο­ κόμα σ’ ένα σανατόριο μια πολύ ό­ μορφη νέα. ^Ηταν περίφημα καταρτι­ σμένη, έκανε τή δουλειά της κι’ όλοι ήσαν εύχαριστημένη μαζί της καί την λάτρευαν. Ή Αστυνομία δέν τήν εί­ χε ύποπτευθή φυσικά. Ωστόσο έπειτα άπό λίγο οί άστυνομικοί μας άντελήφθησαν ότι αύτή ή νέα είχε έπαφές μέ μερικούς ξέ­ νους εμπόρους φαρμακευτικών προϊ­ όντων καί μέ ανθρώπους σοβαρούς καί αξιοπρεπείς, πού είχαν έμπιστευτικές θέσεις. Πρόσεξαν επίσης ότι αύτή είχε τήν αδυναμία νά γράφη περίεργα αι­ σθηματικά γράμματα στο εξωτερικό πρός διαφόρους φίλους της. Μια α­ σήμαντη όμως νοσοκόμα, όσο όμορφη κι ’ άν ήταν, δέν ήταν φυσικό νά έχη τόσες σχέσεις, Τί συνέβαινε , λοιπόν ; Ή περίπτωσις της έρευνήθηκε προ­ σεκτικά. Ερεύνησαν άκόμα καί τό παρελθόν της. Μιά πληροφορία πού έφτασε άπό έναν συνοριακό σταθμό τούς ανησύχησε. Ή όμορφη όσο καί μυστηριώδης νέα είχε βουλγάρικο αΐμα στις φλέβες της. "Αρχισαν τότε νά έρευνοϋν όλη τήν ζωή της καί πώς άπό τά σύνορα βρέθηκε νά κάνη τή νοσοκόμα στήν Αθήνα. "Ετσι άπεκαλύφθη όλη ή αλήθεια. Ή όμορ­ φη Μαριόρα, όπως τήν έλεγαν, άνήκε σέ μιά άπό τις πιο επικίνδυνες συνωμοτικές οργανώσεις καί ήταν ά­ πό τούς πιο σημαντικούς πράκτορες

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ μιάς εχθρικής ξένης δυνάμεως. Μέ τήν εντολή νά παρακολουθή ώρισμένα πρόσωπα καί νά δίνη διάφορες πληροφορίες, κατέβηκε στήν Αθήνα. Γιά νά μήν ύποπτευθοϋν κατώρθωσε νά προσληφθή σ’ ένα νοσηλευτικό ί­ δρυμα καί τής ώρες τής ελευθερίας της έκανε τις σατανικές δουλειές της κι* έβγαλε έτσι ένα σωρό λεπτά. "Υστερα φυσικά άπό τις διαπι­ στώσεις αυτές, ή όμορφη Μαριόρα συνελήφθη καί διώχτηκε άπό τήν Ελλάδα, χωρίς βέβαια νά τις ποϋν ποιά άκριβώς ήταν ή αιτία. Τής βρή­ καν μιάν άλλη πρόφασι καί τήν έδι­ ωξαν κι* έτσι γλυτώσαμε άπό μιά σατανική κατάσκοπο. Μά γιά πολλές τέτιες ιστορίες θά μιλήσωμε σ’ άλλες εξαιρετικού ενδι­ αφέροντος αστυνομικές έρευνες. Τώ­ ρα πρέπει νά έπανέλθουμε στο θέμα μας καί ν’ άκούσουμε τον κ. Τσίπου­ ρα νά μάς άποκαλύπτη μερικά πε­ ρίεργα γεγονότα των τελευταίων ή­ μερων τής ζωής τοϋ Κώστα Παπαδόπουλου. ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ = Ό κ. Τσιπούρας, συνεχίζοντας τήν άφήγησί του, μάς άποκάλυψε ένα πλήθος λεπτομέρειες ασήμαντες γιά τον πολύ κόσμο, μά ίσως άρκετά εν­ διαφέρουσες γιά τούς άνθρώπους πού έρευνοϋσαν νά άποκαλύψουν τό μυστήριο, πού σκέπαζε τά αίτια τοϋ δραματικού καί αινιγματικού θανά­ του τοϋ Κώστα Παπαδόπουλου. — "Υστερα άπό τήν κηδεία τοϋ Κώστα, μάς είπε ό κ. Τσιπούρας, έ­ ψαξα κι* έδώ τούς λογαριασμούς του. "Ετσι πληροφορήθηκα ότι στά βιβλία τοϋ μαγαζιού ό Κώστας ήταν χρεω­ μένος μέ πέντε γυναικεία ζευγάρια παπούτσια. Τά παπούτσια αυτά τά είχε πάρει μέσα σ’ ένα μικρό χρονι­ κό διάστημα καί, όπως είχε αναφέ­ ρει, τά ήθελε γιά νά τά κάνη δώρο. Σέ ποιά όμως γυναίκα είχε χαρίση αυτά τά παπούτσια ό Παπαδόπουλος; "Αλλο ένα ζευγάρι, αντρικά αύτή τή φορά, παπούτσια φαινόταν νά εί­ χε πάρει άπό τό επί τής όδοϋ Θεμι­ στοκλέους ύποδηματοποιεΐο τοϋ κ.


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Σεβαστάκη μέ την δήλωσι ότι θά τά έδινε δώρο στόν σωφέρ πού θά τόν ώδηγουαε μέ την μνηστή του στην Πάτρα. Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει μιά κυρία κοντά μα;. Είναι στενή συγγε­ νής του Παπαδόπουλου. Ζητάει συγ­ γνώμη, πού διακόπτει τή συνομηλία μας καί, αποτεινόμενη στόν υπομοί­ ραρχο πού εξακολουθεί νά παίρνη την κατάθεσι του κ. Τσίπουρα, τόν ρωτάει : —Σάς παρακαλώ, έχετε την καλωσύνη νά μου πήτε πώς βρέθηκε τό πι­ στόλι κοντά στο πτώμα του Παπα­ δόπουλου ; Ό ύπομοίραρχος τής αναφέρει πιά ακριβώς ήταν ή θέσι του. —'Η κάννη ήταν προς τά πάνω ; —Μάλιστα, κυρία μου... — Κι* ή λαβή του είχε μαγκωθή από τό πόδι ίου Παπαδόπουλου ; — Ακριβώς, κυρία ι_ιου... — Κι* είχε βρεθή αριστερά του, στο κάθισμα ; —Απόλυτα σωστό, κυρία μου... Ή κυρία φαίνεται Ικανοποιημένη. Γυρίζει θριαμβευτικά πρός τήν συν­ τροφιά της καί δηλώνει : — Δεν σάς τά έλεγα εγώ ; Είδα­ τε πώς βρέθηκε τό περίστροφο ; Εί­ δατε 'πώς βρέθηκε ; *'Α ! Αυτή ή ύπόθεσις δεν θά μείνη έτσι. Θά έρευνηθή σ’ όλες τις λεπτομέρειες της. Θά έρευνηθή καλά, προσεκτικά, μ5 ολα τά μέσα τής επιστήμης... Κυττάζουμε στά μάτια τόν έμπει­ ρο ύπομοίραρχο τής Ασφαλείας καί συνεννοούμενα. ΚΓ ή κυρία αυτή σέ μιά περίπτωσι πού παρουσιάζει όλα τά τυπικά γνωρίσματα τής αυτοκτο­ νίας, αναζητεί τόν δολοφόνο. Τόν μυστηριώδη εγκληματία πού πυρο­ βόλησε τόν Κώστα Παπαδόπουλο κι* έπειτα έ^κατέλειφε δίπλα του τό περίστροφο. Μέ ψυχραιμία πέρασε από τό μισανοιγμένο κρύσταλλο τής αριστερής μπροστινής πόρτας τού αυτοκινήτου τό χέρι του κΓ άφησε νά πέση τό περίστροφο του Κώστα Παπαδόπουλου... Μά δέν ήταν ή μόνη πού συζη­ τούσε αυτό τό δράμα τής Κηφισιάς. Χιλιάδες κόσμος προσπαθούσε νάδώση μιά λύσι στή συνταρακτική αυτή υπόθεσι. Δέν χωρούσε τό μυ­ αλό τους πώς είχε έν γίνει τό δρά­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

μα. ΚΓ έπειτα μιά λεπτομέρεια θό­ λωνε όλων τό μυαλό. Ό Κώστας Παπαδόπουλος άν καί δέν ήταν άριστερόχειρ είχε χτυπηθή στόν αριστε­ ρό κρόταφο 1 Καί τόση ήταν ή νοσηρή περιέργειά τους νά μάθουν τί είχε συμβή, ώστε ερευνούσαν καί προσπαθούσαν νά βροΰν μιά άκρη. Ωστόσο κανείς τους δέν είχε καταφέρει ν’ ανακάλυ­ ψη τίποτα άξιο προσοχής. Φώτισαν μόνο περισσότερο τήν περίπτωσι αυ­ τή, αυτό τό φοβερό ερωτικό δράμα καί από διάφορες πληροφορίες άπεκάλυψαν σ’ όλες τις λεπτομέρειές του τή ζωή τού άτυχου αστυφύλακα. ΚΓ αλήθεια, όπως τουλάχιστον άνέφεραν διάφοροι καί πιο συγκεκρι­ μένα ένας ύπάλληλος τού εργοστασί­ ου τού κ. Τσίπουρα, ό λογιστής του, ό Κώστας Παπαδόπουλος είχε —ή νόμιζε πώς εΐχε—αντίζηλο έναν πλού­ σιο βιομήχανο. Αύτή ή ιδέα τού εΐ­ χε ριζωθή μέσα στό μυαλό του. Στήν άρχή οί ύπόνοιές του αυτές ήσαν αόριστες, έπειτα—στή φαντασία του, τουλάχιστον—έγιναν πιο συγκεκριμμένες. ΚΓ έτσι άρχισε ή φοβερή κόλασι, στήν οποία, όπως θά δούμε στή συνέχεια τής έρεύνης μας, ψήθη­ κε ή· ζωή του. Μέσα στή ζωή τού Κώστα Παπα­ δόπουλου, ένας άνθρωπος έπαιζε, ό­ πως μάς άνέφεραν, σημαντικό ρόλο. Ακούσαμε καί πρώτη φορά τ5 όνο­ μά του από τόν λογιστή τού εργο­ στασίου τού κ. Τσίπουρα. Τό ακού­ σαμε επίσης από έναν άνθρωπο πού ήρθε νά μάς έπισκεφθή στό γραφείο μας κΓ ό όποιος έπέμενε νά διατηρήση τό ίνκόγνιτό του. Ό άνθρω­ πος αυτός φαίνεται ότι ήταν ένας από εκείνους πού απελάμβαναν τής έκτιμήσεως τής ξανθής- νέας. Αυτό

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της αριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» μας τό έπεβεβαίωσαν επίσης φίλοι του αστυνομικοί. Άλλα ποιος ήταν ό άνθρωπος αυτός; Ό αιώνιος τυχεράκιας. Ό άνθρωπος που άπησχόλησε κι* έβασάνισε τόν Παπαδόπουλο, πού τοϋ έκανε μαρτυρική την ζωή του, πού έξ αιτίας του ό δυστυχής αυτός νέος είχε χάσει τόν ύπνο του. 'Ωστόσο φαίνεται δτι ό άνθρωπος αυτός δεν ήξερε πόσο κακό είχε κάνει στον Κώστα Παπαδόπουλο. Είχε τις επι­ χειρήσεις του, είχε τις δουλειές του, διεχειρίζετο τήν σημαντική περιου­ σία του καί δεν είχε ώρες ούτε γιά ρωμαντικούς έρωτες, ούτε γιά χτυποκάρδια, ούτε γιά στεναγμούς κι* ερωτικές άπογοητεύσεις. Είχε γνωρίσει τήν ξανθή νέα πριν να τήν γνωρίση ό Κώστας Παπαδόπουλος. Τήν είχε γνωρίσει ώς φίλος του σπιτιού δπως έδήλωσε στήν άνάκρισι. "Οταν αργότερα, γιά ένα διά­ στημα, πήγε στήν πολιτική Αεροπο­ ρία, τότε άκριβώς ή νέα έκανε τήν τυπική γνωριμία του Παπαδόπουλου. Άπό τότε χίλιες φήμες καί δια­ δόσεις αρχίζουν νά κυκλοφορούν. ΟΙ φήμες αύτές φτάνουν άκόμα καί ώς τήν άνάκρισι. Καλείται τότε ό μυ­ στηριώδης κ. «X» ^ά καθορίση τήν θέσι του. Καί πράγματι δηλώνει δτι ήταν οικογενειακός φίλος. "Εχει άλ­ λωστε δίκιο ό άνθρωπος. Καθένας που ζή σέ μιά κοινωνία έχει γνωρι­ μίες, σχέσεις, φιλίες, χωρίς βέβαια νά άναλαμβάνη καί τήν ύποχρέωσι νά παντρευτή δλες αύτές τις νέες. Επίσης χιλιάδες φορές μπορεί νά πάη ένας άνθρωπος μέ μιά κοπέλλα νά διασκεδάσουν εντελώς άθώα, χω­ ρίς κανείς νά πονηρευτή γιά τή συμ­ περιφορά τους ή νά άναλάβη ώρισμένες ύποχρεώσεις άπέναντί της. Μά δταν κανείς είναι ερωτευμέ­ νος, τά πράγματα τά βλέπει πολύ διαφορετικά. Ό Παπαδόπουλος έ­ βλεπε, σ’ αυτόν τόν άνθρωπο, τόν φοβερό άντίπαλό του. Τό μαράζι του. Το τρομερό μαρτύριο τής ζωής του. Γι’ αύτόν τόν άνθρωπο, πού πρέπει νά σημειωθή δτι ήταν αρκετά νέος, ό Παπαδόπουλος ύπέφερε. "Ολη τή νύχτα δέν κοιμόταν στο κρεββάτι του. Διαρκώς σκεπτόταν αύτόν. Κι* δπως συμβαίνει μ* δλους τούς ερω­

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ τευμένους, μεγαλοποιούσε τά διάφο­ ρα περιστατικά, παρεξηγοΰσε ώρισμένες κουβέντες, πού λέγονταν δί­ χως σημασία, κι* έκανε σκέψεις κι* έβγαζε συμπεράσματα χωρίς νά έρευνήση μέ ψυχραιμία τήν κάθε περίπτωσι. Δέν ξέρω αν έτυχε ποτέ νά έρωτευθήτε μέχρι παραφροσύνης. Ποτέ νά μή σάς άξιώση ό θεός νά ύποστήτε αύτή τήν δοκιμασία. "Οσοι τήν πέρασαν, αυτοί μονάχα μπορούν νά καταλάβουν τί τρομερά μαρτύρια τράβηξε μέχρι τής στιγμής τού θανά­ του του ό Κώστας Παπαδόπουλος. Δέν τόν έφτανε ό άπεγνωσμένος έρωτάς του, δέν τόν έφτανε τό δτι άγωνιζόταν άπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ γιά νά μπορέση νά άποσπάση τό ενδιαφέρον τής ξανθής αυτής νέας, είχε τώρα νά σκέπτεται κάθε στιγμή έναν άνθρωπο, πού είχε δλα τά προ­ σόντα νά κινήση τήν συμπάθεια μιας κοσμικής νέας. Δέν θέλουμε καθόλου ν’ άδικήσουμε τήν ήρωΐδα τού συνταρακτικού αυτού δράματος τής Κηφισιάς, μά γε­ γονός εΐναι δτι έπαιξε τόν πιό άχα­ ρο ρόλο σ’ δλη αύτή τήν Ιστορία. Έξετέθη, έμπλεξε άσχημα, κρατήθη­ κε τρεις ήμέρες μακρυά άπό τό σπί­ τι της, υπεβλήθη σέ εξονυχιστική άνάκρισι καί τό πιό σημαντικό, έκίνησε τήν άντιπάθεια αρκετού κόσμου, πού βέβαια δέν ήξερε δλες τις λεπτομέ­ ρειες τής αύτοκτονίας τού Παπαδό­ πουλου. Υπάρχουν άκόμα άρκετοί πού συζητούν καί προσπαθούν νά βρούν άκρη, κι* αγωνίζονται νά Ικα­ νοποιήσουν τήν περιέργειά τους, πώς καί γιατί σκοτώθηκε αυτός ό άστυφύλακας. Μά ας προσπαθήσουμε νά ερευ­ νήσουμε τήν περίπτωσί του. Είναι, θά έλέγαμε, τυπική. Ό Παπαδόπου­ λος είναι ό τύπος τού άτυχου αν­ θρώπου καί φυσικά τού άτυχου ερω­ τευμένου. Τόσες χιλιάδες κοπέλλες υπήρχαν στήν Αθήνα ή μιά πιό ό­ μορφη άπό τήν άλλη, ικανές νά έμπνεύσουν επίσης φλογερόν έρωτα κι* ίσως ν’ άνταποκριθοΰν σ’ αύτόν. Ό Παπαδόπουλος άνοιξε μιά στιγμή τά μάτια του είδε τήν άσήμαντη αύτή ξανθή νέα, τά ξανάκλεισε καί δέν υ­ πήρχε γι’ αύτόν καμμιά άλλη γυναί­


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ κα στόν κόσμο. Την εξαΰλωσε με την θερμή φαντασία του. Τής φόρεσε φω­ τοστέφανο. Την έκανε κυρία των λο­ γισμών του. ’Άν την κατακτοϋσε, θά ακολουθούσε μοιραία ή σχετική ψυ­ χρολουσία πού έρχεται έπειτα από τήν κατάκτησι. θά έβλεπε ό δυστυ­ χής ότι κι* αυτή δεν διέφερε από τό­ σες καί τόσες άλλες κι* ότι, άν είχε γνωρίσει κι* άλλες γυναίκες, πολύ πι­ θανόν νά ήταν πολύ κατώτερή τους. Μά αύτό δεν θά ήταν δυνατόν νά γίνη. Δεν μπορούσε ή δεν ήθελε ό Κώστας Παπαδόπουλος στήν περίπτωσι αύτή νά κατεβή από τά σύν­ νεφα. Κι* εκείνη, όπως τουλάχιστον, άνέφεραν διάφοροι μάρτυρες, ένοιω­ θε μιάν ιδιαίτερη εύχαρίστησι νά τραβάη, πού λένε, άπό τήν υύτη αύτόν τον φτωχό κι* άξιολύπητο άνθρωπο. Έντύπωσι ώστόσο έκανε σε όλους πώς ό Κώστας Παπαδόπουλος δεν εί­ χε ούτε μιά φωτογραφία της στό πορτοφόλι του. Δεν τού είχε δώσει καμμιά; Μά τότε πώς βρέθηκε μιά φωτογραφία της στό συρτάρι του γραφείου του στό δωμάτιό του ; Κι* ή φωτογραφία αύτή ήταν αλή­ θεια... κινηματογραφική! "Οταν τήν κύτταζε κανείς έβλεπε ότι είχε πολύ σκηνοθεσία ! Ή κοπέλλα φορούσε στή ζώνη της τό πιστόλι τού αστυνομι­ κού ή ένα παρόμοιο πιστόλι. Αύτό δεν έξέπληξε, βέβαια, κανέναν άπό αυτούς, πού ξέρουν νά ψυχολογούν τούς ανθρώπους καί έχουν πείρα τής ζωής. Υπάρχει πράγματι, μιά ήλικία πού όσοι βρίσκονται σ* αυτήν νομί­ ζουν πώς όλος ό κόσμος εΐναι δικός τους. "Εχουν επίσης τή μανία τής έπιδείξεως, τής εντυπωσιακής έμφανίσεως, των ύψηλών σχέσεων, τής με­ γάλης ζωής. "Εχουν ακόμα τήν νοση­ ρή περιέργεια νά παίζουν μέ τόν θά­ νατο. Γιατί μάθαινε ή ξανθή νέα σκο­ ποβολή ; Τί ενδιαφέρον έβρισκε νά παίζη μέ τά πιστόλια ; "Εκανε σπόρ. "Ετσι άκριβώς κάνουν σπόρ πολλές άλλες γυναίκες, μά πού δέν αργεί ή ζωή τους νά μεταβ>ηθή σέ πραγμα­ τική τραγωδία. θυμάστε μήπως μιά πεντάμορφη κυρία, τήν περίφημο κ. Ύβόννη Περδικάρη ; Ή γυναίκα αυτή είχε κατηγορηθή ότι είχε σκοτώσει τόν άντρα

39

της. 'Η ίστορία της πού άναστάτωσε τήν κοινή γνώμη, όπως άκριβώς τό δράμα τής Κηφισιάς, είναι ή εξής ό­ πως παρουσιάστηκε στήν προανάκρι­ σή στήν τακτική άνάκρισι καί στήν δίκη τής μοιραίας καί εξαιρετικά ό­ μορφης γυναίκας. Ή ύπόθεσις αύτή άπό τήν πρώτη στιγμή σκεπάστηκε άπό άσυνήθιστο άνακριτικό μυστήριο. 'Η αστυνομική καί ή δικαστική άρχή άπό τά πρώτα βήματά της άντιμετώπισε άπόλυτο σκοτάδι. Νά τί άκρι­ βώς συνέβη: Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΠΕΡΔΙΚΑ ΡΗ Στις 2 τό πρωί τής 9ης Ιουνίου 1937, βρέθηκε νεκρός επάνω σ’ ένα ντιβάνι μέ μιά σφαίρα σφηνωμένη κάτω άπό τό δεξί αυτί του, μέσα στό σπίτι του τής οδού Γκιλφόρδου 8, ό δικηγόρος Κωνσταντίνος Περδικάρης, πρώην γενικός γραμματεύς τής Γενι­ κής Διοικήκεως Κρήτης καί άλλοτε πολιτευτής Μακεδονίας. ____ "Ενας σκοπός άστυφύλακας τού 7ου άστυνομικού τμήματος, καθώς περνούσε άπό αυτή τήν πάροδο τής οδού Πατησίων, άκουσε σπαρακτικές γυναικείες φωνές, πού βγαίναν άπό τό ύπ’ άριθμόν 8 σπίτι τής οδού Γκιλ­ φόρδου καί έτάραξαν τήν ήσυχία τής νύχτας. "Εσπευσε φυσικά νά άνεβή στό διαμέρισμα, όπου είδε μιάν ό­ μορφη κυρία νά κρατάη ένα περί­ στροφο καί νά φωνάζη έξαλλη : — Αύτοκτόνησε ! Αύτοκτόνησε. Επάνω στό κρεββάτι βρισκόταν ένας άνθρωπος, πού ήταν κυριολεκτι­ κά πνιγμένος στό αΐμα του. ?Ηταν νεκρός. Ή όμορφη εκείνη γυναίκα άφη­ σε τό περίστροφο επάνω στό τραπέζι τού δωματίου καί φώναξε : — "Εναν γιατρό ! "Εναν γιατρό !... Ό άστυφύλακας εσπευσε νά είδοποιήση τό τμήμα του κι* ύστερα άπό λίγο ερχόταν ένα αύτοκίνητο μ’ έναν γιατρό, πού είχε βρεθή τυχαία σ’ ένα διανυκτερεύον φαρμακεΐον τής οδού Πατητίων. Μά ό γιατρός δεν χρειαζόταν πιά. Ό Περδικάρης ήταν νεκρός. Ή σφαί­ ρα είχε σφηνωθή στόν εγκέφαλο καί


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ

του είχε προκαλέσει ακατάσχετη αι­ κάνει μιά διαδρομή τεσσάρων μέτρων! μορραγία, από τήν οποία φυσικά εί­ 'Η ϊδια σφαίρα εΐχε προηγουμένως χε έπέλθει κι* ό θάνατός του. Έτσι τρυπήσει τό κάτω μέρος τού φύλλου σ γιατρός δεν έκανε τίποτ’ άλλο πα­ τής πόρτας τό όποιο άνοιγόκλεινε. ρά νά διαπιστώση ότι ό Κ. ΠερδικάΈγνώσθη ή υπόνοια μήπως ή 'Υ­ ρης εΐχε πεθάνει πριν μισή ώρα. Ή βόνη Περδικάρη εΐχε υπολογίσει καί σύζυγος του Περδικάρη, ή όμορφη σκοπεύσει καλά άπό τήν κλειστή Πολωνέζα, μόλις έμαθε ότι ό άντρας πόρτα κι* ή σφαίρα εΐχε βρή τόν άν­ της εΐχε πεθάνει κυριεύτηκε άπό νέα τρα της καί τόν εΐχε σκοτώσει. Μά νευρική κρίσι καί ζητούσε ένα περί­ εκείνη άπό τής πρώτης στιγμής διεστροφο για νά σκότωθή. μαρτύρετο : — Τόν άγαπούσα, δήλωσε στούς Στο διάστημα αύτό καί μόλις έλήφθη τό τηλεφώνημα τού άστυφύδημοσιογράφους, πάρα πολύ τόν άν­ λακα, κατέφτασαν στον τόπο του τρα μου. Γιά νά τόν πάρω, χώρισα δράματος ό τότε διοικητής του 7ου μέ άλλον. Ούτε χρόνο δεν είχαμε τμήματος κ. Κανελλόπουλος κι5 ό παντρεμένοι καί θά τόν σκότωνα; διαμερισματάρχης κ. Λιαρομάτης. Γεγονόο εΐναι ότι ό άμοιρος αυτός ήθελε ν’ αύτοκτονήσουμε. 'Η τύχη τό 'Η έξέτασις του περιστρόφου, πού έφερε νά πεθάνη αύτός. είχε μιά μόνη σφαίρα (αύτή πού εΐ­ Καί άπό αύτή τή στιγμή ή Περδι­ χε προκαλέσει τον θάνατο του Περκάρη, έχοντας άνακτήσει πιά τήν ψυ­ δικάρη) καί ή θέσις του νεκρού, έ­ χραιμία της, άγωνιζόταν νά υποστή­ δειχναν ότι έπρόκειτο για αυτοκτο­ ριξή οσα εΐχε καταθέσει στήν άνάνία. Ωστόσο ένας άστυφύλακας πα­ κρισί της. Έζήτησε μάλιστα διά τού ρατήρησε ότι ή πόρτα πού ένωνε τό δικηγόρου της νά τής έπιτραπή τό α­ χώλ με τό δωμάτιο τού δράματος, πόγευμα τής επομένης νά παρακοστο κάτω μέρος της άκριβώς εΐχε λουθήση τήν κηδεία του Κωνσταντί­ διατρηθεΐ από σφαίρα περιστρόφου. νου Περδικάρη. Τήν διαπίστωσί του αύτή έσπευσε Μά αύτό δεν τής επετράπη από νά τήν άνακοινώση στον άστυνόμο κ. τούς συγγενείς τού θύματος, πού δεν Κανελλόπουλο, πού άμέσως άπεμάήθελαν νά τήν δούν στά μάτια" τους κρυνε τήν κ. Ύβόννη Περδικάρη καί κι* οΐ οποίοι είχαν άντιδράσει άκόμα άρχισε νά τήν ύποβάλη σέ άνάκρισι. καί στήν τέλεσι τού γάμου της μέ Στήν πρώτη κατάθεσί της, ή Περ­ τόν Περδικάρη. δικάρη είχε άναφέρει στούς άστυνοΤήν κατηγορούσαν ότι έκανε με­ μικούς : γάλη ζωή, ότι ήταν υπερβολικά κο­ —"Ημουν στο χώλ όταν άκουσα σμική ότι εΐχε πολλές συμπάθειες κι* τόν πυροβολισμό. Έτρεξα άμέσως ότι εΐχε κάνει τή ζωή τού Περδικά­ μέσα καί τόν εΐδα νά πλέη στό αί­ ρη άληθινή κόλασι.. μα. Εΐχε αύτσκτονήσει. Οί γνωστοί όμως τής όμορφης Στήν δεύτερη όμως κατάθεσί της 'Υβόννης ύπεστήριζαν τήν άντίθετη δήλωσε : άποψι : —Τόν σκότωσα, άλλα δίχως νά Δήλωναν κατηγορηματικά ότι ή τό θέλω ! χαριτωμένη αύτή Πολωνέζα έλάτρευε 'Η 'Υβόνη Περδικάρη μετεφέρθη τόν άντρα της. Άπο ιδιοσυγκρασία στό τμήμα όπου καί συνέχισε για ήταν ζωηρή, ήταν μοντέρνα γυναίκα πολλές ώρες τήν άπολογία της. αλλά αύτό δέν τήν εμπόδιζε νά εΐ­ Στό διάστημα αύτό, ένα συνερ­ ναι άφωσιωμένη στον σύζυγό της. γείο τής σημάνσεως έκανε τις πρώ- ♦ Ποιός ήταν όμως ό Περδικάρης; Πώς τες διαπιστώσεις πού άπέκλειαν τήν εΐχε γνωριστή μέ τήν όμορφη Πολω­ ύπόθεσιν ότι ό Περδικάρης εΐχε αύνέζα, πού οί πρώτες άνακρίσεις τήν τοκτονήσει. 'Η σφαίρα τόν εΐχε βρή έβάρυναν μέ τήν κατηγορία ότι τόν εΐχε δολοφονήσει ; στό κάτω μέρος τού κεφαλιού, κον­ ’ Ό Κωνσταντίνος Περδικάρης κατά στό δεξιό πτερύγιο τού αύτιού, τήγετο άπό άρίστη οικογένεια τής ενώ σύτός βρισκόταν ξαπλωμένος Κρήτης. ΤΗχαν ηλικίας 35 χρόνων κι* στό κρεββάτι του, άψοΰ πρώτα εΐχε


ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ 3 ____ είχε κάνει ευρύτερες σπουδές στήν Ευρώπη. Σέ ήλικία 29 χρόνων είχε τοποθετηθή, επί κυβερνήσεως Έλ. Βενιζέλου, γενικός γραμματεύς στη Γε­ νική Διοίκησι Κρήτης κι* ό τότε Υ­ πουργός—Γενικός Διοικητής Κατεχάκης του εΐχε έμπιστευθή τή διεόθυνσι ολόκληρης αυτής τής υπηρεσίας. "Επειτα πολιτεύθηκε στή Νάουσα. Έκεϊ έμεινε από τον καιρό πού είχε πάει νά έπισκεφθή τήν άδελφή του, που ήταν σύζυγος του συνταγματάρ­ χου Σαμαρά. Σέ μιά εκδρομή ό Κωνσταντίνος Γίερδικάοης γνωρίσθηκε μέ τήν όμορ­ φη Ύβόννη, πού ήταν τότε γυναίκα του μηχανικού Πιερράκου, μετόχου του εργοστασίου «"Ερια». Άπό αύτόν τον γάμο της, εΐχε αποκτήσει δυο δίδυμα καί χαριτωμένα κοριτσάκια, πού τήν εποχή του συνταρακτικού αύτου δράματος ήταν ηλικίας 7 ετών. Μεταξύ τού Περδικάρη καί τής κ. Ύβόννης Πιερράκου δέν άργησε νά άναπτυχθή σφοδρός έρωτας. Αποτέ­ λεσμα του τρυφερού δεσμού ήταν νά εγκατάλειψη ή όμορφη Πολωνέζα τον Πιερράκο καί νά άκολουθήση τον Περδικάρη. "Επειτα ζήτησε διαζύγιο κΓ όταν τό πήρε παντρεύτηκε τον Περδικάρη καί πήρε μαζί της καί τά δυο κοριτσάκια της. Μά τό ζευγάρι αύτό, άπό τις πρώ­ τες μέρες τού επισήμου πιά δεσμούς ήους, αντιμετώπισε μιά φοβερή κακοΠυχία καί αναποδιά. *Ένα άπό αύτά τταν τό ατύχημα τού γαμπρού τού π ερδικάρη, τού αξιωματικού Σαμαρά, τού σέ μιά εκδρομή έπεσε καί σκο­ τώθηκε. "Ετσι όλο τό βάρος τής οικο­ γένειας του έπεσε στον Περδικάρη. "Επειτα είχε μεγάλες άτυχίες στήν επαγγελματική ζωή του. Οί δουλειές του ώς δικηγόρου δέν πήγαιναν διό?ου καλά. Για νά μπορέση νά τά βγάζη πέρα, είχε προσληφθή ώς α' βοηθός στό δικηγορικό γραφείο τού άλλοτε δημάρχου Πειραιώς κ. Ρινοπούλου, αλλά όσα κέρδιζε δέν τόν έ­ φταναν γιά νά καλύψη τις άνάγκες μιάς άνοιχτής κοσμικής ζωής πού έ­ κανε μέ τή γοητευτική σύζυγό του. Αύτό φυσικά ήταν αφορμή, σύμ­ φωνα μέ τις καταθέσεις τών δυό υπη­ ρετριών τού Περδικάρη, ώστε τό άλ­ λοτε τόσο ερωτευμένο ζευγάρι νά μή

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41 περνά άρμονική ζωή. Κάθε μέρα μα° λωναν, διαφωνούσαν. Μά ή πιο με­ γάλη αφορμή τών προστριβών τους αύτών ήταν τό ότι ό Περδικάρης αγα­ πούσε παθολογικά τή γυναίκα του καί τήν έζήλευε αφάνταστα. Οί ίδιες ύπερέτριες εΐχαν καταθέ­ σει στήν άνάκρισι ότι, μιά ώρα πριν άπό τό δράμα, είχαν ακούσει τόν Περδικάρη καί τή γυναίκα του νά μαλώνουν. —Μέ σκότισες, άκουσαν τήν όμορ­ φη Ύβόννη νά λέη. "Αφησέ με επί τέλους ήσυχη... Ή ίδια ή Ύβόννη στήν άνάκρισι της είχε έπίσης δηλώσει ; — Άπό μέρες μού έλεγε ό άντρας μου ότι, αφού δέν μπορούσαμε νά ζήσουμε άξιοπρεπώς κΓ όπως θέλαμε, έπρεπε νά πάρουμε τήν ήρωίκή άπόφασι νά αύτοκτονήσουμε. Μά εγώ δέν μπορούσα νά συμφωνήσω μαζύ του. «Κωστάκη, τού δήλωνα, θά σου έκανα κΓ αύτή τήν χάρι αν δέν είχα τά δύο κορίτσια μου. Τί μού φταίνε αύτά νά τά έγκαταλείψω ορφανά στόν κόσμο ;» Εκείνος θύμωνε πού δέν παραδε­ χόμουν τις άπόψεις του, μέ άποκαλοΰσε δειλή καί μέ ψυχρότητα μού παρατηρούσε : «Τί σέ νοιάζει γιά τά παιδιά. Αύτά θά τά πάρη καί θά τά μεγαλώση ό πατέρας τους ό Πιερράκος ;» Μάταια αγωνιζόμουνα νά τού βγάλω αύτή τήν ιδέα άπό τό μυαλό του. Τού έ? εγα γιά νά τόν μεταπεί­ θω ότι ένας άνθρωπος τής άξίας του δέν έπρεπε νά σκέπτεται τήν αύτοκτονία. Εκείνος όμως ήταν άμετάπιστος. Νεύριαζε μαζί μου μέ έβριζε κι* έκανε σάν τρελλός. Τά ίδια έπέμενε νά μού λέη καί τό βράδυ του δράματος. Μόλις έφυγε άπό τό σπί­ τι ένας οικογενειακός φίλος μας, στόν όποιο είχαμε τραπέζι, άρχισε ό Κώ­ στας νά μιλάη γιά αύτοκτονία. Έγώ προσπάθησα νά τόν καθησυχάσω, μά στάθηκε αδύνατο. Τότε θέλησα νά τού παίξω ένα ψυχολογικό παιχνίδι. Πήγα στο γραφείο του πήρα άπό έ­ να συρτάρι τό περίστροφό του, έβα­ λα μέσα σ’ αύτό μιά μόνο σφαίρα, γύρισα κοντά του καί τοΰ δήλωσα : «Νά, ορίστε. Άς γίνη αύτό πού επι­ θυμείς μιά καί νομίζεις πώς δέν μπο­ ρούμε πιά νά ζέσουμε.» Ό Κώστας,


42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» μόλις είδε τό περίστροφο, ευχαριστή­ θηκε. «Μπράβο, Ύβόννη μου, μου δή­ λωσε. "Ελα, νά σκοτωθούμε, νά γρά­ ψουμε τις τελευταίες μας θελήσεις.» Μ’ άγκάλιασε από την μέση και προσπάθησε νά μ’ όδηγήση στην τρα­ πεζαρία. Είδα πώς στο πρόσωπο του Κώστα είχε άπλωθή θανάσιμη ώχρότης. Τά μάτια του έλαμπαν άποφα· σιστικά. Κατάλαβα δτι ή άπόφασίς του νά σκοτωθούμε ήταν άμετάκλητη. Γονάτισα καί του ξέφυγα άπό την άγκαλιά του παίρνοντάς του άπό τό χέρι τό περίστροφο. "Επειτα έτρεξα στο χώλ. Τόν ακόυσα που μου φώ­ ναζε : «Δειλή, φοβάσαι I» "Επειτα τόν ακόυσα νά πηγαίνη σ’ ένα ντιβάνι, όπου έπεφτε καί κοιμόταν ολομόνα­ χος όταν θύμωνε μαζί μου, άφού έ­ κλεισε μέ δύναμι την πόρτα. Πώς νά τόν συνεφέρω * σκέφθηκα. Καί τότε* θέλησα νά σκηνοθετήσω μιά αυτοκτο­ νία μου. Τό χέρι μου έτρεμε. Τράβη­ ξα την σκανδάλη του περιστρόφου κΓ ή σφαίρα έφυγε. "Εβγαλα επίσης μιά σπαρακτική φωνή. "Ηξερα δτι ό Κώστας μ5 αγαπούσε τρελλά. Νόμιζα, ήμουν μάλιστα άπολύτως βέβαιη δτι στο άκουσμα του πυροβολισμού καί τής σπαρακτικής κραυγής μου θά για­ τρευόταν από τήν ιδέα τού θανάτου, πού τόν είχε κυριεύσει, θά πεταγό­ ταν άπό τό ντιβάνι καί θά έτρεχε στό χώλ. Εκεί τόν περίμενα σάν μιά καλή ήθοποιός πού είχε παίξει θαυ­ μάσια τόν ρόλο της, νά τόν αγκαλιά­ σου καί νά γελάσουμε κΓ οι δυό μ’ αύτό τό παιχνίδι τού θανάτου. Τά δευτερόλεπτα όμως περνού­ σαν γρήγορα χωρίς ν’ άκούω καμμιά κίνησί του, χωρίς νά βλέπω τήν πόρτα ν’ άνοίγη καί τόν Κώστα νά παρουσιάζεται άνήσυχος. Δεν έγινε τίποτα άπό δσα είχα φαντασθή. Α­ πό μέσα από τήν κλειστή πόρτα α­ κόυσα ενα βογγητό, μά καί πάλι δέν έδωσα σημασία. Τέλος άπεφάσισα νά πάω μόνη μου στο δωμάτιο γιά νά δώ τί κάνει, μά τότε βρέθηκα μπροστά σ’ ένα φριχτό θέαμα. Ό Κώστας, όπως ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι έπλεε μέσα σέ μιά λίμνη αί­ ματος. Δίχως νά τό θέλω, καθώς πυροβόλησα, τόν είχα σκοτώσει. Οί αστυνομικοί πού έκαναν τήν προανάκρισί της σχημάτισαν τή γνώ­

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ μη δτι ή Ύβόννη Περδικάρη είχε σκοτώσει τόν άντρα της εξ αμελείας καί τήν παρέπεμψαν μέ τή σχηματισθείσα δικογραφία στον Εισαγγε­ λέα—Παπανικολάου κΠ ό όποιος παρέπεμψε τήν ύπόθεσι στον άνακριτή Γ αϊτάνο. Στο σημείο αύτό τής ύποθέσ^ως ένεφανίσθη ό πρώτος σύζυγος τής Ύβόννης, ό Πιερράκος. Έπεσκέφθη τήν πρώην γυναίκα του καί, άφοΰ τής διώρισε συνήγορο, τήν ρώτησε άν είχε άνάγκη άπό λεφτά : — Κύτταξε τά κορίτσια μας, τού άπάντησε εκείνη. "Αφησε εμένα. "Ο­ λα ήταν γραφτά. Σέ εύχαριστώ. ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕ ΤΟ

ΠΙΣΤΟΛΙ

Οί υπηρέτριες είναι κακός μπελάς μέσα σέ μιά οικογένεια. Είναι τά ξένα αυτιά. Καί μιά άπό αύτές τού ζεύγους Περδικάρη είχε άποκαλύψει στούς άστυνομικούς Κανελλόπουλο καί Αιαρομάτη δτι ό κύριος, πού εί­ χε φάει στό σπίτι τού ζευγαριού, τό μοιραίο εκείνο βράδυ τού δράματος, είχε προσκληθή μόνον άπό τήν ό­ μορφη Πολωνέζα κΠ δτι ό σύζυγος τούς είχε βρή νά διασκεδάζουν. Ε­ πίσης ή Ύβόννη είχε δεχτή ένα τη­ λεφώνημα άπό τή Θεσσαλονίκη, γιά τό οποίο λογομάχησε κατόπι μέ τόν άντρα της. Μά τά πράγματα μπερδεύτηκαν εντελώς τυχαία άπό έναν άστυνομικό, πού έκανε μιά εξαιρετικά ενδια­ φέρουσα άποκάλυψι. Ό άστυνομικός αύτός είχε λάβει μέρος στήν άνάκρισι πού είχε γίνει γιά τό δράμα κΓ ήξερε καλά τήν ύπόθεσι. Γιά νά ξεσκάση, τό επόμενο βράδυ, πήγε μέ πολιτική ενδυμασία στον κινηματο­ γράφο «Ρέξ» καί στό διάλειμμα ανέ­ βηκε στό μπάρ γιά νά πιή κάτι. Τυ­ χαία κάθησε κοντά σέ δυό νέους. Έντύπωσι τού έκανε δτι ένας άπό τούς δυό νέους φαινόταν πολύ τα­ ραγμένος καί συζητούσε γιά δσα εί­ χαν γράψει τό άπόγευμα οί εφημε­ ρίδες. — Τί σέ νοιάζει, τού έλεγε ό άλ­ λος, άν εσύ τής έχεις δώσει τό περί-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ στροφο ; *Έχει περάσει τόσος καιρός άπό τότε. — Μά φοβούμαι μή με μπερδέψουν σ’ αυτή την ύπόθεσι, διεμαρτύρετο ό άλλος. Ξέρεις τί γίνεται; Αυτή εΐναι τρελλή !... Ό αστυνομικός έκρινε φυσικά δτι ήταν στιγμή νά έπέμβη, γιατί οί δυο νέοι ετοιμάζονταν νά φύγουν. Τούς πλησίασε, λοιπόν, τούς δήλωσε τήν ιδιότητά του καί ζήτησε τις ταυτότητές τους. Ό ταραγμένος νέος ονομαζόταν Ί. Μιχαηλίδης καί ήταν άπό τή Θεσσαλονίκη. Ώδηγήθηκε φυσικά στήν Αστυνομία όπου καί δήλωσε : —Πράγματι, εγώ τής είχα δώσει τό περίστροφο, έπειτα άπό επίμονες άξιώσεις της, λίγους μήνες πριν παντρευτή μέ τον Περδικάρη. Ή όμορφη Πολωνέζα μού είχε δηλώσει τότε: «Αύτός ό Περδικάρης μ’ ενοχλεί. Θέλει σώνει καί καλά νά γίνω Ραί“ τρέσσα του. Δεν ξέρω πώς θά ξεγλυ-τώσω μέ τήν τρέλλα του. ’Άν κάπο­ τε μου έπιτεθή ό Περδικάρης, θέλω νά έχω τό περίστροφο γιά νά ρίξω έναν πυροβολισμό στον άέρα καί νά τον έκφοβήσω.» Εξακριβώθηκε επίσης άπό τήν άνάκρισι ότι ή Ύβόννη είχε μετανοή­ σει γιά τον γάμο της αυτόν μέ τόν Περδικάρη : «Τόν άγαπώ, δήλωνε, μά δέν είναι άξιος νά τά βγάλη πέ­ ρα μαζί μου. Έγώ έπρεπε νά πάρω έναν άνθρωπο πλούσιο.» Ό Περδικάρης, παρά τις υποτι­ μητικές αυτές σκέψεις τής συζύγου του, δέν ήταν όμως τυχαίος άνθρω­ πος. Ό Δήμος Ναούσης, τοϋ οποίου ό πατέρας του περδικάρη είχε διατελέσει δήμαρχος, έζήτησε νά μεταφέρη καί νά τόν κηδεύση εκεί τόν Κώστα μέ δικά του έξοδα, Όλη ή Νάουσα πένθησε γιά τόν θάνατό του. *'Αλλες πληροφορίες άνέφεραν ε­ πίσης ότι ή Ύβόννη δέν είχε γνωριστή μέ τόν Περδικάρη όταν ό^όμα ήταν γυναίκα του Πιερράκου. Γνωρί­ στηκαν στή Θεσσαλονίκη, όπου πήγε στο δικηγορικό γραφείο του Περδι­ κάρη γιά νά του άναθέση τήν ύπό­ θεσι τοϋ διαζυγίου της ! Ή όμορφη Ύβόννη είχε Γαλλίδα μητέρα καί Πολωνό πατέρα. Ώνο-

43

ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗ ΣΑΝ

Τά δυό πρώτα Βιβλία

του

Μηνός

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ δεμένα σέ κομψούς τόμους. Ζητήστε τα στα Περίπτερα καί *

στά Βιβλιοπωλεία. 130 Σελίδες 130 ΜΟΝΟΝ 3.000 ΔΡΑΧΜΑΙ

Όσοι εκ τών αναγνωστών μας έπιθυμούν νά άποκτήσουν εξώφυλλα τών Βιβλίων του Μηνός μπορούν νά τά προμη­ θευτούν στά γραφεία μας (Δεληγιώργη 30, πάροδος 'Αγ. Κων)νου), άντί δραχμών 1.000 έκαστον. Εις τάς επαρχίας άποστέλλονται μέ επιβάρυνσή 500 δρα­ χμών δΓ έξοδα συσκευασίας καί άποστολής.

μαζόταν Ύβόννη Ντομπρόβσκυ. "Ο­ ταν βρίσκονταν στή Θεσσαλονίκη, είχε γνωριστή μ’ έναν καθηγητή τού Ωδείου Θεσσαλονίκης, όπου ήταν μαθήτρια. ΚΓ αύτός ήταν εκείνος πού τό μοιραίο εκείνο βράδυ τού δρά­ ματος τήν είχε πάρει στο τηλέφωνο. Προς χάριν τής Ύβόννης ό Περδικά­ ρης, όταν αυτή ήρθε στήν Αθήνα, τήν άκολούθησε στήν Πρωτεύουσα έγκαταλείποντας όλες τις δουλειές του. ΚΓ εδώ, άνάμεσα σέ άγνώστους, προσπάθησε νά κερδίση τή


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ζωή του, χωρίς δμως νά τά καταφέρνη καί καλά. 'Η δμορφη δμως Ύβόννη φαίνε­ ται δτι ήταν τυχερή σ’ δλη τή ζωή της. Ό άντρας της είχε δεχτή, δπως άνεφέρθη, νά έκδοθή εξ ύπαιτιότητός του τό διαζύγια καί τό δικαστήριο τής εΐχε επιδικάσει 3.000 δραχμές τό μήνα ώς διατροφή αυτής καί των παιδιών της τής Άδελαΐδος καί τής Μαρίγκλας. Εκείνο ώστόσο πού έκίνησε την περιέργεια των άστυνομικών ήταν τό δτι ή Ύβόννη δέν ήταν ή πρώτη φο­ ρά πού έπιανε περίστροφο. Είχε, δ­ πως άνεφέρθη μανία μέ τά δπλα καί στό σπίτι της βρέθηκαν άλλα δυο περίστροφα. Μάθαινε επίσης σκοπο­ βολή κι* έπαιρνε συχνά μέρος σέ κυ­ νήγια. Διάβαζε επίσης άστυνομικά μυθιστορήματα. Τήν 11 ην του μηνός έγινε τέλος ή κηδεία του Περδικάρη στή θεσσαλο­

Τό 4ο Βιβλίο τοϋ Μηνός

ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ Β ΧΣΙΛΕΩΣ πού ή δημοσίευσίς του άρχίζει άπο τό επόμενο (21ο) Τεύχος τής Νυχτερίδας, είναι ένα άρισχουργηματικό μυθιστό ρήμα του μάγου τής πέννας ΤΖΩΝΣΤΟΝ ΜΑΚ ΚΩΛΛΕΎ* άνώτερο καί από τό Ιο Βιβλίο τοϋ Μηνός

0 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡ0 Ό Σενόρ Ζορρό, ό Μασκο­ φόρος Εκδικητής τής ’Άλτα Καλιφόρνια, προσφέρει πάλι τόν εαυτό του για τήν υπεράσπισι τών φτωχών καί τών κατατρε­ γμένων καί τή δικαίωσι τοϋ Νόμουι

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ νίκη, άπό τόν ναό τής 'Αγίας Σο­ φίας. Στις 12 Ιουνίου τό άπόγευυα 6 άνακριτής κ. Γαϊτάνος πήγε στό σπί­ τι τοϋ ζεύγους Περδικάρη πού ήταν κατάκλειστο. Συνοδευόταν άπό τήν δμορφη Ύβόννη ή όποια καί έκλήθη νά έπαναλάβη όλες τις κινήσεις κΓ όλες τις χειρονομίες πού έκανε κατά τήν ώρα πού διέρρευσε ώς τήν στιγ­ μήν πού άνεκάλυψε δτι ό σύζυγός της είχε βληθή άπό τήν σφαίρα πού εκείνη έρριξε τυχαίως. Ή Ύβόννη Περδικάρη άπελογήθη κατόπι μέ θάρρος καί άγωνίστηπε νά άποδείξη τήν άθωότητά της. Τέλος τήν 17 Ιουνίου 1937 ομοφωνία τοϋ Είσαγγελέως Παπαθανασίου καί τοϋ άνακριτοϋ Γαϊτάνου ή δμορφη Ύ­ βόννη Περδικάρη προεφυλακίσθη ώς ένοχος άναιρέσεως έκ προμελέτης στις γυνακεϊες φυλακές. Μετά ένα χρόνο, στις 25 Ιουνίου 1938 ή Ύβόννη Περδικάρη ένεφανίζετο στή μεγάλη αίθουσα τοϋ Πρωτο­ δικείου όπου συνεδρίαζε τό δικαστήριον πού ήσχολήτο μέ τήν ύπόθεσίν της · Τοϋ δικαστηρίου προέδρευε ό έφέτης Κάβουρας καί μέλη ήσαν οί Μιχαλάκης καί Γαλανός. Είσαγγελεύς ό Οικονόμου. ’Ένορκοι κληροϋνται οί Δ. Χαιρογιώργος, Ε. Μοσχαντής, Γ. Παπαδιαμαντόπουλος, Ε. Σκορδίλης, Ν. Σπηλιώτης, Ν. Σγούρδας, θ. ’Αλημαντίρης, I. ΣεργόπουΛος καί Ν. Παράσχης. Συνήγοροι τής κατηγορουμένης ήταν οι κ. κ. Μπαμπάκοι, Τραπεζούντιος, Σαμαρτζής καί Θεοφίλου. Τής Πολιτικής Αγωγής δέ οί Α. Τσουκαλάς, Ν. Αβραάμ καί Γ. Βασιλάτος. Μάρτυρες κατηγορίας παρήλασαν στή δίκη της οί ’Αλ. Δραγούμης ό κουμπάρος τοϋ ζεύγους Περδικάρη. Ακολούθως έξητάσθη ό Καθηγητής τής Ιατροδικαστικής Γεωργιάδης. 'Η θάλεια χήρα Σαμαρά άδελφή τοϋ Περδικάρη, ό φίλος τοϋ θύματος Ταγματάρχης Κωνστανταράκης, ή υπηρέτρια τοϋ ζεύγους Πόπη Βλαχανδρέα, ό Ν. Μπέρτσος φί­ λος τοϋ Περδικάρη, ό καθηγητής Κ. Χρόνης, ό ιατρός Καπερώνης ό όποι­ ος διεπίστωσε τόν θάνατο τοϋ Περ­ δικάρη, ό Γεωργαλάκης γαμπρός τοϋ Περδικάρη, ό Π. Βούρβουλης, ή κ.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Δραγούμη, ό συνταγματάρχης Άνδρουλακάκης, καί ακολούθως οΐ μάρ­ τυρες τής ύπερασπίσεως. Τέλος άπελογήθη ή Ύβόννη Περδικάρη ή ό­ ποια εΐπε τά έξης : —"Ηθελα νά πώ πρώτα, νά τονί­ σω πρώτα δτι δεν ήθελα νά σκοτώ­ σω τον Κώστα όχι γιατί ήταν ό Κώστας μου, ό Κώστας πού τόσον αγαπούσα, όχι γιατί ήταν ό Κώστας πού τόσον αγαπούσαν τά παιδιά μου, αλλά γιατί δεν μπορώ νά πάρω τήν ψυχή ενός άνθρώπου, αλλά ούτε κι* ενός ζώου. Με τον Κώστα γνωρισθή­ καμε όταν είμαστε 13 χρονών παι­ διά. Είμαστε άπό τότε φίλοι. Παίζα­ με μαζί, πηγαίναμε εκδρομές. Τόν έχασα όμως υστέρα άπό λίγο καιρό καί δεν τόν ξαναείδα παρά στά 1927. Όταν ήταν στο Παρίσι καί σπούδα­ ζε ήμουν κΓ εγώ εκεί μέ τόν άντρα μου τόν κ. Πιερράκο. Δεν συναντηθή­ καμε εκεί. Στά 1928 συναντηθήκαμε εδώ. Χαιρετηθήκαμε καί είπαμε λί­ γες λέξεις. Στά 1930 ή 1931 συναν­ τηθήκαμε στή Νάουσα. Χορέψαμε μερικούς χορούς καί είπαμε γιά τά παιδικά χρόνια μας. Μέ ρώτησε άν είμαι ευτυχισμένη μέ τόν άντρα μου. Του είπα ναι ενώ δέν ήταν αλήθεια. "Επειτα εξιστορεί μέ 6>ες τις λεπτομέρειες τήν ζωή της, πώς κατό­ πιν παντρεύτηκε μέ τόν Περδικάρη Μαί εκείνη τήν μοιραία νύχτα του συζυγικού δράματος. Ακολούθως ήγόρευσεν ό Είσαγγελεύς Οικονόμου ό όποιος έζήτησε τήν ενοχήν τής κατηγορημένης άλλά μέ τό έλαφρυντικόν τής μέτριας συγχύσεως. Οί ένορκοι τήν κηρύσσουν ένοχον ανθρωποκτονίας εξ άμελείας καί τό δικαστήριον τήν καταδικάζει σέ 19 μήνες φυλάκισι. Ή Ύβόννη Περδικάρη κλαίει άπό τήν συγκίνησί της καί δηλώνει : «Ευχαριστώ τούς ένορκους κι’ αυτούς πού μέ συμπά­ θησαν γιά τόν κατατρεγμό μου. Ή Ύβόννη Περδικάρη εξαγοράζει τό υπόλοιπον τής ποινής της καί τήν άλλη ήμέρα αφήνεται ελεύθερη. "Ε­ τσι τελείωσε ή συνταρακτική εκείνη τραγωδία. Γιά τό δράμα τής Κηφισσιάς .ό­ μως ή άνάκρισις δέν τελείωσε ακόμη. Ό άνακριτής κ. Ράμφος έξήτασε τήν ξανθή νέα καί τούς άλλους μάρτυ­

45

ρες. Πρέπει νά έξετασθούν επίσης όλοι οί μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ τών οποίων είναι οί κ. κ. Δημ. Τσι­ πούρας, Άνδρ. Τσιπούρας, χρυσή Δ. Τσίπουρα, Τω. Τσάπαρης, Ελένη Τσάπαρη, Δ. Ζάγκα καί οί άστυφύλακες Χρ. Λαγιανδρέου, Ά. θωμάς καί Δ. Βούλτσης. "Επειτα θά κριθή ή ύπόθεσις αυτή ή οποία παρουσιάζει όλα τά τυπικά γνωρίσματα μιάς αυ­ τοκτονίας. ’Αλλά δέν είναι σωστό νά προτρέχη κανείς τής άνακρίσεως. Καί πρώτοι εμείς θά ευχαριστηθούμε άν ή ξανθή νέα άπαλλαγή καί αυτής τής ένοχλήσεως. ΤΕΛΟΣ

Μικρά—Μικρά

I

Ξέρετε πόσο έστοίχισε ή άνακάλυψις τής Αμερικής άπό τόν Κολόμβο ; Μόνο 1.440.000 μαραβέδια, δηλαδή 36.000 φρά­ γκα Χρυσά ! Μόνο τόσο 1 *

Τ’ άσφυξιογόνα άέρ ια ήσαν γνωστά στούς Ερυθροδέρμους τής Νοτίου Αμερικής, πού ό­ ταν ήθελαν νά εξοντώσουν τούς άντιπάλους των, πού έ­ μεναν κλεισμένοι μέσα στά περιτειχισμένα χωριά τους, έ­ καιγαν γύρω διάφορα φυτά καί μέ τόν καπνό τούς δηλη­ τήριαζαν.

Ρώτησαν κάποτε τή γυναίκα του Φωκίωνος γιατί δέν φο­ ρούσε χρυσά στολίδια καί αυ­ τή απάντησε : «Καί υπάρχουν καλύτερα στολίδια γιά μένα άπό τις αρετές τού άντρός μου ;» * * *

Ό Δημοσθένης είπε κάποτε σ’ έναν πού τόν έβριζε : «Δέν θά παραβγώ μαζί σου στις βρισιές, γιατί στόν αγώνα αυ­ τόν είναι ανώτερος εκείνος πού νικιέται !

|


46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Η ΕΘΝΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΟΥΡΤΙΟΥ

Η ΕΘΝΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΟΥΡΤΙΟΥ Τό γιαούρτι είναι προϊόν ελληνο­ πρεπέστατο. 'Άς υπάρχουν οι ισχυ­ ρισμοί δτι έχει οθωμανική καταγωγή κι’ ας λέη δτι θέλει κάποιος Βούλγα­ ρος γιατρός που διεκδικεί υπέρ τής πατρίδος του τήν άνακάλυψι. θέλετε άποδείξεις τής έλληνικότητος του γιαρτιου ; Άνοΐξτε τα Περιη­ γητικά του Στράβωνος καί θά μάθε­ τε δτι οί αρχαίοι μας πρόγονοι ήξε­ ραν τό γιαούρτι από τούς νομάδες Σκυθες, πού «έτρέφοντο ίππείω γάλακτι καί όξυγάλακτι, τούτο δέ καί έψημά έστιν αύτοϊς κατασκευασθέν πως». 'Ότι δέ τούτο ήταν τό σημερινό γιαούρτι, δέν υπάρχει αμφιβολία. "Επειτα να καί ό Κτησίας, δπου μάς μιλεϊ περί «όξυγάλακτος των προβάτων», Σήμερα άκόμα στήν έλληνικωτάτη Κύπρο ονομάζεται «γάκα δξυνον» καί σέ πολλούς έλληνιλούς τόπους λέγεται ξυνόγαλο. ’Άς έρθουμε τώρα στούς Βυζαν­ τινούς χρόνους καί στον λαϊκό ποι­ ητή Θεόδωρο τον Πτωχοπρόδρομο. ^Ηταν πειναλέος ό φουκαράς καί διαρκώς κατσριώταν τά γράμματα : «Ανάθεμα τά γράμματα Χριστέ [καί πού τά θέλει I» Φριχτά μετανοημένος για τό στά­ διο πού άκολούθησε, διαρκώς επιθυ­ μούσε νά είχε ένα άλλο πεζό επάγ­ γελμα, οπότε θά μπορούσε νά τρώγη «παλαμηδοκόμματα καί τσίρους καί σκουμπριά». Απαριθμεί στόν αύτοκράτορα τού Βυζαντίου τά διάφορα επαγγέλματα καί λέει : ’Άν ήμουν όξυχαλατάς τ’ οξύγαλα νά έπώλουν τήν τζούκαν .τού όξυγάλακτος εις ώμους μου νά έβάστουν, άπό ψυχής νά στρίγγλιζα περιπατών νά λάλουν : «Επάρατε δροβουνιστόν οξύγαλα γυναίκες !...» Τί σημαίνει ή λέξις «δροβουνιστόν» δέν είμαστε σέ θέσι νά τό ξέρουμε. Αλλά ή λέξις «τζούκα» είναι εν χρήσει στήν Κύπρο. Σύμη

καί άλλα ελληνικά νησιά. Ή τζού­ κα είναι μεγάλο πήλινο άγγεϊο μέ­ σα στο όποιο κατασκευάζεται τό γιαούρτι ή ξυνόγαλο, μεγαλύτερο δηλαδή άπό τό ύποκοριστικώς λε­ γόμενο τσουκάλι, δηλαδή πήλινη χύτρα. "Επειτα, είναι πασίγνωστος ό τρόπος μέ τον όποιο οί ξυνογαλάδες τής Ανατολής περιφέρουν στούς μαχαλάδες τις τζούκες κρε­ μασμένες άπό τις δυό άκρες χον­ τρού ξύλου πού τό βαστάνε όριζοντίως στούς ώμους, ακριβώς δπως περιγράφει ό Βυζαντινός ποιητής. Επομένως τό γιαούρτι άποτελούσε τροφή συνηθέστατη κατά τή Βυ­ ζαντινή εποχή. Καί δέν υπάρχει άμφιβολ''α δτι οί άνθρωποι τού καιρού εκείνου θά έτρωγαν γιαούρτι γνήσιο, νόστιμο καί φτηνό, άφοΰ ούτε άστυατρική υπηρεσία ύπήρχε τότε, ούτε καί αι­ σχροκέρδεια. "Οταν ό περίφημος Μεντσικώφ πρωτάρχισε στο Παρίσι τό κήρυγμά του υπέρ τού γιαουρτιού, δταν δηλαδή συνιστούσε τή γιαουρτοφαγία ως μονοδικο μέσον μακροβιότητος, οί Πα­ ρισινοί ρίχτηκαν μέ τά μούτρα στο άσπρο αύτό προϊόν τής στάνης. Γιαουρτάδικα δμως δέν υπήρχαν στό Παρίσι. Τά πρώτα δέ πού άνοι­ ξαν εκεί ήσαν ελληνικά. Συνέβη δηλαδή τό εξής : Πολλοί Λιδωρικιώτες γαλατάδες, πού έμα­ θαν τά κατά Μεντσικώφ, έσπευσαν νά πάνε στή γαλλική πρωτεύουσα καί ν’ άνοίξουν γιαουρτοπωλεισ κΓ έκαναν, δπως μαθαίνουμε χρυσές δου­ λειές.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


ο

ΚΑΛΟ

ΚΑΙ

"Ενα εύθυμο διήγημα γραμμένο από τον Γάλλο εύθυμογράφο

ΖΩΡΖ

ΚΟΥΡΤΕΛΕΝ

Συνάντησα τό φίλο μου Μπρελόκ. ΤΗταν πολύ στεναχωρημένος. — Τί έπαθες, Μπρελόκ ; Σου συ­ νέβη κανένα δυστύχημα ; Φαίνεσαι πολύ μελαγχολικός. Μού απάντησε: — "Αφησε με ! Παρ’ λίγο νά πάω στη φυλακή. Υπέθεσα ότι είχε διαπράξει έγ­ κλημα. Εκείνος μάντευσε τη σκέψι μου καί συνεπλήρωσε : — Είναι αδύνατον νά φαντασθής τί μου συνέβη. Κινδύνεψα νά πάω στη φυλακή γιά ένα ρολόι, που βρή­ κα καί τό παρέδωσα στήν αστυνο­ μία σαν τίμιος άνθρωπος... Εΐναι α­ νήκουστο, φίλε μου I ΕΓμαι τόσο τα­ ραγμένος ώστε δέν απορώ άκόμα νά μιλήσω... θά κρίνης μόνος σου, όταν μάθης τήν ιστορία αυτή... Εί­ σαι ελεύθερος ; — Βεβαίως. — Τότε άκουσέ με καί κύτταξε νά ώφεληθής απ’ τήν ιστορία μου. θά εΐναι καλό μάθημα γιά σένα. Βρήκα λοιπόν χτες τή νύχτα ένα ω­ ραίο χρυσό ρολόι, με σύμπλεγμα άπό πλατίνα, στο πεζοδρόμιο τής λε­ ωφόρου Σαίν—Μισέλ. Τό πρωί στις εννέα παρουσιάστηκα στο τμήμα τής όδου Ντυπερέ καί ζήτησα νά μιλήσω στον κύριο αστυνόμο. Τόν βρήκα στό γραφείο του. "Επινε τόν καφέ του καί ούτε καν μέ χαιρέτησε. Μου εί­ πε μόνο ψυχρά : —Τί ζητείτε ;

Απάντησα μέ ύψος άνθρώπου πού κάνει τό καθήκον του : —Κύριε άστυνόμε, ήρθα νά σάς παραδώσω ένα ρολόϊ χρυσό πού βρήκα τή νύχτα καί... Δέν μ’ άφησε όμως νά συνεχίσω. Είπε μ’ έναν τρόπο παράξενο. —'Ένα χρυσό ρολόϊ ;... Κι* έφώναξε συγχρόνως σέ δυο χωροφύλακες, πού έπαιζαν πικέτο στό διπλανό δωμάτιο : —Κλείστε τήν πόρτα εσείς 1 Έδώ δεν είναι δρόμος ! "Όταν έκλεισαν τήν πόρτα, ό κ. αστυνόμος έστράφη πάλι σ’ εμένα καί μου είπε : —Γιά νά δω. Τουδωσα τό ρολόϊ καί αυτός άρ­ χισε νά τόέξετάζη. Τό μύρισε, τό κού­ νησε, τό κούρντισε καί τό τοποθέτη­ σε τέλος επάνω στό τραπέζι. — Ναι, είπε τέλος μέ σοβαρό ύ­ φος, είναι ρολόϊ. Δεν υπάρχει αμφι­ βολία. Κατόπιν τό κλείδωσε σ’ ένα μεγά­ λο κιβώτιο. Έγώ τόν παρακολουθού­ σα μ’ άπορία. — Πού βρήκατε αυτό τό πολύτιμο αντικείμενο ; μέ ρώτησε. —Στή λεωφόρο Σαίν —Μισέλ, α­ πάντησα. Στή γωνία του δρόμου. — Που άκριβώς ; Στό πεζοδρόμιο ; —Μάλιστα. — Αύτό είναι πολύ περίεργο, μου είπε τότε, καί μέ κύτταξε μέ τρόπο


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ύποπτο. Οί άνθρωποι δεν αφήνουν τά ρολόγια τους ατά πεζοδρόμια... — Μά ξέρετε ότι... ψιθύρισα. — Αρκεί. Δεν θέλω παρατηρήσεις. Ξέρω τή δουλειά μου, διέκοψε με θυ­ μό ό άντυνόμος. Έσώπασα. Εκείνος έπανέλαβε : —Πώς όνομάζεσθε , —Ιωάννης Μπρελόκ. —Που κατοικείτε ; — Στήν πλατεία Μονσώ 26. —Τό επάγγελμά σας; — Είσοδηματίας. — Τί ώρα βρήκατε τό ρολόϊ ; — Μά θά ήταν τρεις μετά τά με­ σάνυχτα. —Σάς συγχαίρω 3, μου είπε τότε ειρωνικά ό άστυνόμος. Βλέπω ότι δεν κοιμάστε νοορίς. Δεν ζήτε κανο­ νικά. —Ζώ όπως μ* αρέσει, άπάντησα. —Ναι, ίσως... Αλλά έχω τό δι­ καίωμα να σάς ρωτήσω τί ζητούσα­ τε στις τρεις τό πρωί στούς δρόμους καί μάλιστα στή λεωφόρο Σαίν-Μισέλ, άφοϋ κατοικείτε στήν άλλη άκρη του Παρισιού ;... Δηλαδή... λέτε πώς κατοικείτε... —Τί θά πή λέω ; Δεν με πιστεύε­ τε ; Λέω τήν αλήθεια. — Αύτό θά τό δούμε. Σάς παρα­ καλώ όμως να μην άλλάζετε κουβέν­ τα καί νά άπαντάτε εύγενώς στις ε­ ρωτήσεις μου. Σάς ερωτώ : Τί γυρεύ­ ατε έξω στις τρεις ; Τού άπάντησα ότι είχα περάσει τή βραδυά στο σπίτι μιάς κυρίας. —Πώς τήν λένε ; με ρώτησε καί τράβηξε ένα σημειωματάριο άπό τήν τσέπη του. — Δεν μπορώ νά σάς πώ τ’ όνομά της. Είναι... παντρεμένη. —Μέ ποιόν ; — Είναι γυναίκα ενός φαρμακο­ ποιού. —Πώς όνομάζται ; θύμωσα. —Γιά νά σάς πώ 3, είπα. Δεν σάς ενδιαφέρει αύτή ή λεπτομέρεια. Ό άστυνόμος μέ άγριοκύτταξε. ■—Σέ μένα μιλάτε έτσι ; ρώτησε. — Σε σάς, φυσικά, είπα. Αυτός χλώμιασε. — Είστε αύθάδης 3 μού φώναξε θυ­ μωμένος.

Κι* έπειτα συνεπλήρωσε μέ πε­ ρίεργο τρόπο : — Κάπου σάς έχω δη εσάς... — Εμένα ; — Ναι. 'Η φυσιογνωμία σας μου θυμίζει κάποιον. Καί προσέθεσε : —Δέν καταδικασθήκατε ποτέ; —Καί σεις; είπα κι* εγώ ώργισμένος. — Είστε αύθαδέστατος !, ούρλιαξε αυτός. —Καί σεις είστε ένας ήλίθιος 3 Νόμισα πιά πώς έφτασε ή τελευ­ ταία στιγμή μου, μέ τή βρισιά πού ξεστόμισα. — Τί είπατε ; βρυχήθηκε ό άστυ­ νόμος. ΓΗταν κατακόκκινος τώρα καί τά μάτια του πετούσαν φωτιές άπό τό θυμό. Ούρλιαξε : — θά σάς στείλω στή φυλακή, άκούτε; Είστε αύθάδης καί προσβά­ λατε τήν εξουσία. Προσβάλατε τούς νόμους καί θά τιμωρηθήτε I • Χτύπησε έπειτα τό χέρι του πάνω στο τραπέζι καί φώναξε : — Μήπως ξέρω ποιος εΐσθε ; Λέτε πώς τό όνομά σας είναι Μπρελόκ. Ποιος μου τό άποδεικνύει ; Λέτε πώς είστε είσοδηματίας 3 Πού τό ξέρω ; Πού. είναι τά είσοδήματά σας ; ’Εγώ νομίζω πώς είστε ύποπτος. Ποιος μέ βεβαιώνει πώς δέν κλέψατε αύτό τό ρολόϊ ; Όριστε μας 3 — Τό έκλεψα; ψιθύρισα έκπλη­ κτος. —Ναι... Σάς επαναλαμβάνω ότι είστε ύποπτο υποκείμενο... Έκάλεσε τούς χωροφύλακας. — Νά ψάξετε τις τσέπες αυτού τού άνθρώπου 3 Ό άνθρωπος ήμουν εγώ I Μέ έγδυσαν καί μέ έξήτασαν λε­ πτομερώς. — Μάς κάνετε τον έξυπνο, είπε ό άστυνόμος. Τώρα θά δήτε. Άκούς αύθάδεια 1 Μέ κράτησαν δυο ώρες καί α­ κόυσα διάφορες βρισιές. Μέ ψαχού­ λευαν, μέ πασπάτευαν, μέ γύριζαν άπό δώ κι* άπό έκει, μέ κύτταζαν κατάμματα, μού πήραν τά τσιγάρα άπό τήν τσέπη 3 Κατά τό πρωί, πίστεψαν πώς ή-


ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΤΕ ΠΛΟΥΣΙΟΙ Συμβουλές του έκατομμυριούχου Κ ά ρν ε ζ υ, παρμένες από τά άπομνημονεύματά του.

«...Είναι καλό για τούς νέους ν’ αρχίζουν τό στάδιό τους έστω και ταπεινά, άλλά μέ θέλησι κι’ ένεργητικότητα. Πολλοί άπό τους μεγαλύ­ τερους εκατομμυριούχους τής Αμερι­ κής άρχισαν άπό.,.τό σκούπα ! Πρώτη τους δουλειά ήταν τό σάρωμα του γραφείου όπου έργαζόντουσαν. Τώρα έχουν αύτοί ύπηρέτες πού σαρώνουν τά γραφεία τους. »’Εγώ σάρωσα πολλές φορές τό γραφείο τοϋ προϊσταμένου μου καί είχα ώς βοηθούς τρεις άπό τούς πλουσ,ώτερους σήμερα άντρες τοϋ Πιτσβούργου 1 »’Άν ύποθέσουμε δτι βρήκατε ερ­ γασία, ή μόνη σας σκέψις, ή μόνη σας προσπάθεια πρέπει νάνε πώς θά προοδεύσευτε. »Δέν αξίζει ούτε μιά πεντάρα ό νέος εκείνος πού άπό τό πρώτο του στάδιο δέν επιθυμεί νά κατακτήση τά πάντα. Φαντάσου τον εαυτό σου συ­ νέταιρο ή καί διευθυντή μιας μεγά­ λης έπιχειρήσεως... Καί θά γίνης ! »Μή περιορίζετε τη φιλοδοξία σας στή θέσι τοϋ λογιστοϋ ή άνωτέρου ύπαλλήλου. Λέγετε πάντα μέ τό νοϋ σας : «Ή θέσις μου βρίσκεται στήν κορυφή ί» Προσοχή μόνο νά ύψωθήτε μέ άκηλίδωτο όνομα I »Δέν υπάρχει άληθινή επιτυχία στή ζωή άν δέν είστε φιλαλήθεις καί μουν ό Μπρελόκ καί μ’ άφησαν ελεύ­ θερο. — Τραβάτε στην εύχή τοϋ θεοϋ καί νά μάς συμπαθάτε I Μοδρθε νά ριχτώ καί νά δαγκώ­ σω τόν άστυνόμο στό λαρύγγι, θάχα καινούργιες σκοτούρες καί τό έκοψα λάσπη. ’ΛΑν ξαναβρώ ρολόϊ στό δρό­ μο, φίλε μου, θά τό φάω, θά τό κα­ ταπιώ, παρά νά πάω στήν αστυνομία I ΤΕΛΟΣ

τίμιοι στήν έργασία σας, άν δέν διά­ γετε ζωή κόσμια, άπηλλαγμένη άπό κάθε βρωμιά καί κακές συναναστρο­ φές... »’Αλλά δέν πρόκειται γι’αύτό. Ά­ πό τρεις κινδύνους προπάντων πρέ­ πει νά φυλάγεστε : Πρώτον, απο­ φεύγετε τά ποτά. Τίποτε δέν κατα­ στρέφει τη ζωή καί τό στάδιο ενός νέου όσο ή χρήσις τών ποτών. Δεύ­ τερον, άπέχετε άπό τά κερδοσκοπικά παιχνίδια. Σπανιώτατα παραδείγμα­ τα υπάρχουν ανθρώπων, πού απέκτη­ σαν καί διατήρησαν περιουσία μέ την κερδοσκοπία. »Ό κερδοσκόπος καί ό επιχειρη­ ματίας βαδίζουν διάφορο δρόμο ό καθένας. Ό πρώτος έξαρτάται άπό μιά άπλή εύνοια τής τύχης. Είναι σήμερα εκατομμυριούχος, αύριο μπο­ ρεί νάνοι πάμπτωχος. Ό δεύτερος όμως μέ την διαρκή έντιμον έργασία, μέ τήν προσήλωσί του στις υποθέ­ σεις του, θά πετύχη επιτέλους. Α­ παραίτητος όρος γιά όσους επιθυ­ μούν νά πετύχουν, εΐνα< ή πίστις. Τίποτα δέν καταστρέφει τήν πίστι ενός νέου, όσο ή φήμη ότι παίζει, άδιάφορον άν κερδίζη ή χάνη. 'Η ι­ δέα ότι παίζει αρκεί. »Τρίτον, μή δίνετε άσυλλόγιστα τήν υπογραφή σας για γραμμάτια φίλων σας. Ποτέ μή δανείζετε μ’ ευ­ κολία τόνομά σας. »Τό αίσθημα τής φιλίας, πού μάς ωθεί νά διευκολύνουμε τούς φίλους μας, μπορεί νά γίνη αφορμή μεγάλου κακού. »ιΌταν κανείς βάζη τήν ύπογραφή του ύπέρ τών φίλων του καί τύ­ χη νά έχη ό ϊδιος ύποχρεώσεις σέ τρίτους δέν διακινδυνεύει τη δική του πίστι μόνον ή τά δικά του κεφά­ λαια άλλά καί τά χρήματα τών πι­ στωτών του».


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ —ΣΠΥΡ. I. ΛΑΛΗΝ, Πάτρα : Ευ­ χαριστώ γιά τα καλά λόγια. Μου γράφετε : «... Σάς τιμά τό γεγονός ότι βγάζετε ένα περιοδικό πού έχει σαγηνεύσει όλο τον κόσμο !»— ΠΑ­ ΝΑΓΙΩΤΗΝ ΚΑΛΟΥΔΗΝ, Ρόδον : Οί υποδείξεις σας θά ληφθοΟν ύπ’ όψιν. Τά εξώφυλλα τον δυο πρώτων Βιβλίων του Μηνός είναι έτοιμα καί τιμώνται δραχμ. 1.000 έκαστον. Γιά τις επαρχίες ή έπιβάρυνσις άνέρχεται εις 500 δραχμ. γιά έξοδα συσκευασίας καί αποστολής. Μπορείτε νά βάλετε τά χρήματα μέσα στο γράμ­ μα.- ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΩΝ ΝΑΝΑΝΙΔΗΝ, Κοζάνην : Ευχαριστώ πολύ. Μάς γράφετε : «Κάθε Κυριακή, ό­ ταν έρχεται ή ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ —γιατί καθυστερή νάρθή εδώ στήν Κοζάνη —είμαι άπό τούς πρώτους πού επι­ σκέπτονται τό Πρακτορείο. Ή χαρά μου είναι άπερίγραπτη πού κυκλοφό­ ρησε ή ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ...»— ΚΩΝ. Δ. ΣΟΥΡΜΠΑΝ, Λακύθρα,Κεφαλληνίαν: Σάς ταχυδρόμησα τά τεύχη 1, 2, 15 καί 16. —ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΝ, Σύρον : Σάς ταχυδρόμησα τό τεύ­ χος 6. —ΕΥΑΓ. ΣΚΕΠΑΣΘΙΑΝΟΝ, Παιανίαν : Μου γράφετε : «Είμαι καταγοητευμένος από τήν έξέλιξι του περιοδικού καί τήν πλούσια όλη του...» Τό σταυρόλεξό σας θά κριθή με τή σειρά του. — ΙΩΑΝΝΗΝ ΤΡΙ­ ΧΑΝ, Νέον ψυχικόν : Μου γράφετε: «Κύριε Διευθυντά του πιο άγαπητου μου περιοδικού πού έχω διαβάσει ως τώρα καί πού δεν πιστεύω ότι θά διαβάσω ποτέ. Ή Ελλάς δεν περίμενε ποτέ ότι θά έβγαζε ένα τόσο ευχάριστο, ήθοπλαστικό καί μορφω­ τικό περιοδικό...» —ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΝ ΤΣΑΚΑΛΗΝ, 'Αγ. Χαραλάμπους 17, Αθήνα: Μού γράφετε : «Κύριε Διευθυντά, σάς εκφράζω τά θερμά συγχαρητήριά μου γιά τά καλά άναγνώσματα πού προσφέρει ή ΝΥ­ ΧΤΕΡΙΔΑ...» Οί υποδείξεις σας θά ληφθοΰν ύπ’ όψιν. Ή αυξησις εις 2.500 δραχμ; τής τιμής τού περιοδι­ κού καφορά καί τά προηγούμενα τεύ­ χη.—ΕΥΣΤΑΘΙΟΝ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟ-

ΠΟΥΛΟΝ, Σταμ. Βουλγάρεως 2, Πάτρας : Ευχαριστώ γιά τά καλά λόγια σας. θά είναι εύχαρίστησις γιά μένα νά σάς στείλω τήν επιστο­ λή πού ζητείτε. —I. ΤΡΙΧΑΝ, Νεον Ψυχικόν : Τό άστυνομικό πρόβλημά σας θά δημοσιευθή έν καιρώ. —ΑΠΟ­ ΣΤΟΛΟΝ Δ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΝ, Διόνυσον Αττικής : Δέν πρέπει νά εί­ στε άνυπόμυνος. Ό φόρτος εργασίας ενός περιοδικού είναι τόσο μεγάλος ώστε πολλές φορές περνά ολόκληρο εξάμηνο πριν καταστή δυνατόν νά διαβαστούν —με τή δέουσα προσοχή — ύπό κρίσιν χειρόγραφα. Τό άνάγνωσμά σας δείχνει ότι δέν είστε χωρίς ταλέντο. Είστε όμως πολύ νέος άκόμα γιά νά γράψετε ένα άρτιο άστυ­ νομικό άνάγνωσμα. Χρειάζεται τερά­ στια έξάσκησις γι’ αύτό καί πολύ με­ γάλη πείρα,. πλήρης γνώσις τής ψυχο­ λογίας τών άνθρώπων, φυσιογνωμική κατάρτισις, ίκανότης νά συγκρατή ό συγγραφεύς μέχρι σχολαστικότητος άκόμα καί τις πιό ασήμαντες—φαινομαινικά—λεπτομέρειες. Αυτά όλα κά­ νουν τό άστυνομικό μυθιστόρημα πο­ λύ δύσκολο άκόμα καί γιά δοκίμους συγγραφείς. Μήν άπογοητεύεστε λοι­ πόν καί φροντίστε νά έξασκηθήτε πο­ λύ καί νά διαβάσετε άκόμα πιό πο­ λύ, γιά νά μπορέσετε νά δώσετε κάτι άξιόλογο. Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι





ΕΒΑΟΜΑΑΙίΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ ΓΡΑΦιΕΝΑ: ΔΕΑΗΠΩΡΓΗ 30 ; © # ® © © © © © © © ®© ®© © Θ © © ® Ο © © ® ® © © @ ©© Θ ® ® © © ®

© © © © © 'Ιί © ® © © © © © © Θ Θ © © ® Θ θ © Φ © © © 9 ® © ® ® ·

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ:

Στέλιος Άνεμοδουράς

ΤενΚΟΣ 2β * ΕΤΟΣ

Α'

ΕΜΈΔϋθΜΖΑΝ: 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ύτχ-ό Άγκάίθο: Κ,ρίστι. 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ υπό Φάρζον. 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ Οπό Ρ. . Μττρί γγερ. 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕ.Κ ΡΟ=Κ,ΕΦΑΑΗ ιΟττό Γουέϊμαν Τζόνς. 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΙΔΪ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ,ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΌΜΙΣΜΑ ΰιίό Γουέϊμαν Τζόνς. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ υπό Μιπερχέλεϋ Πκρσίη. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ Οπτό Μπερκέλεϋ Πκ,ραίη. 8) ΤΟ 13'0 ΜΑΤΙ ύττό Στηλ Τουΐντ. 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕ,Κ ΡΩΝ ΓΥΝΑΤΚΩΝ' υπό Ντάσυελ Χόαμμετ. 10) ΑΙΕΜ ΜΠΟ'ΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑ, ΣΟΥ Ν υπό Γκέϊλ Γκάλλσγκερ. 1,1) ΠΕιΝΤΙΕ ΚΟΚΚΙΙίΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ Οπό Ντέϋ Κέϊν.

12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣιΤΗιΝ ΚΐΗΔΕΙΑ ΣΟΥ! Οπό Νιιαίη Κήν. 13,) ΣΥ,Ν,ΑιΓΕΡΜΟίΣ ύπό Κώρτις Στήλ. 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΜιθΟίΣ, ΜίΙ ΣΤΕίΡ ΰιπό Τζών Κρήιζεϋ. 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠίΕΡΊΐΓίΚΟ Οπτό Λέσλι Τσάρτρίς 16) Κ ΑΑΠΑΖΟΙΝΤΑ ΠΤΏΜΑΤΑ υπό Σ τ ιούορτ Σ τ έρλιγχ. 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗ,Σ ΚιΗΙΦΙΙίΣΙΙΑΣ Οττό Θ. Δρά­ κου. 18) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ, ΰπ(6 Τζών Μίλλερ. 1'9) Ο ΘΑΝΙΑΤΟ’Σ ΥΠΟιΚΛΙ'ΝΙΕ,ΤΑΙ, 0-τό ΜπΊλ Ντόγ/,κίμαν. 20) Ο ΤΑ,ΡΖΑΝ ΚΑ,Ι Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ. Οπιό ’Έντγκια,ρ Ρ άϊς Μπάιροους 21) ΙΕ',Ν ΟίΝΌΜΑΤ,Ι ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ Β ΑΣ ΙΑΕ,Ω Σ , > Οΐπό Τζώνισον Μάκ Κώλλεϋ.

-0®Οβ®©®©®©ββ®©©©©0©®©©©®©®®3©©©©©«,Θ©©©©®Θ©Ο©©®®®θ©®©©©©Ο©©©θ®®©Ο!5©.®® ®,1©®®®@®©©2

ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ» Εντός ολίγοι; 0α τεθούν εις την διάβεσιν τού άνο^γν^»>α-τι^κού κοι­ νού, καλλιτεχνικά βιβλιοδετημενοι, οι τόμοι:1

ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12) ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη 13—16) ΠΕΜΠΤΟΣ (Τεύχη 17—20) |>©ί··©®©©β©©Φ00©©©Φ©®©©©θ©(!>θθ©©©©θ®®©®®®©©©Ο©©©·ΟΟ®©©θθ®®®®®®@©©@®®·©®·’®>®«®β·©ι§!

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Μ

1

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ

1) Ο ©Μ^ΆΙΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Θ ΤΜΡΖήΜ ΚΑΙ & ΤΙΓΡΙΣ 31 ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΜΚΤ^Ρ Β3 ΑΤΙ ΤΟΎ ΝΟΜΟΥ £ ΤΟΎ ΒΑΧΙΛεΒ*


ΚΛΕΙΣΤΟΝ ΛΟΓΩ... ΦΛΕΡΤ;! Μια χαριτωμέ­ νη και συναρπα­ στική περιπέτεια, δπου ό ΑΡΣΕΝ ΛΟΥΠΕΝ βρίσκει μια κρεββατοκάμαρη, συλλαμβά­ νει δυο έγκλημαχίες και κάνει έ­ να γλυκό ταξίδι !

υπό ΜΩΡΙΣ ΜΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΚΡΕΒΒΑΤΟ ΚΑΜΑΡΑ Ό Μπεσού πήδησε άπό τό ταξί του και έτρεξε νά μπή στό Γραφείο Γενικών Εξυπηρετήσεων Μπάρνετ καί Σία. * —Α" I αυτό είναι ευγενικό έκ μέ­ ρος σου, Μπεσού, φώναξε ό Μπάρ­ νετ. Προχτές χωρίσαμε κάπως θυμω­ μένοι... Λοιπόν; Με χρειάζεσαι; — Ναί, Μπάρνετ 1 Ό Μπάρνετ τουσφιξε τό χέρι δυ­ νατά, —Τόσο τό καλύτερο. Άλλα τι έχεις; Είσαι κατακόκκινος. Μήπως είσαι άρρωστος ; —Μη γελάς Μπάρνετ. Ή θέσις * Τό Γραφείο Γενικών Εξυπηρε­ τήσεων Μπάρνετ καί Σία διευθύνει ό ίδιος ό Άρσέν Λουπέν κάτω άπό τό ψευδώνυμο Μπάρνετ.

ΛΕΜΜΛΑΝ

μου είναι πολύ δύσκολη καί θέλω νά βγώ οπωσδήποτε νικητής. —Γιά τί πρόκειται ; —Γιά τή γυναίκα μου. — Γιά τή γυναίκα σου ; Είσαι λοιπόν παντρεμένος ; —Έχουμε πάρει διαζύγιο πρό έξη έτ&ν. —Ασυμφωνία χαρακτήρων ; —"Όχι, είχε τις ιδέες της. —Τί ιδέες είχε ; — "Ηθελε νά βγή στό θέατρο. Φαν­ τάζεσαι τώρα τή γυναίκα ενός άστυνόμου... θεατρίνα ! —Καί πέτυχε ; —Ναί, τραγουδεΐ. —Στην "Οπερα ; —Στό Φολί—Μπερζέρ. —Τονομά της ; —"Ολγα Βωμπάν. — Ή τραγουδίστρια—άκροβάτις ; —Ναί.


4

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό Τζίμ Μπάρνετ έξέφρασε τον ενθουσιασμό του. — Τά συγχαρητήριά μου, Μπεσού I Ή ’Όλγα Βωμπάν είναι μιά υπέρο­ χη αρτίστα, ή οποία έχει σχηματίσει έναν τύπο δικό της. Τό τελευταίο της νούμερο πού τό τραγουδεί μέ τό κεφάλι κάτω καί τά πόδια επάνω : «Ό Ισίδωρος μέ λατρεύει κι* εγώ τό Γιάννη αγαπώ..» σου δίνει τό πραγματικό ρίγος τής τέχνης: —Σ’ εύχαριστώ, είπε ό Μπεσού, για τά κομτλιμένα. Αλλά, νά, κύτταξε τι έλαβα. Μου έστειλε τό ση­ μείωμα αυτό σήμερα τό πρωί. «Μού έκλεψαν τήν κρεββατοκάμαρά μου. Κακοποίησαν τήν μητέρα μου. Έλα. ΟΛΓΑ». — Λοιπόν, τηλεφώνησα αμέσως στήν αστυνομία, συνέχισε ό Μπεσού. Ή ύπόθεσις ήδη ήταν γνωστή καί τούς παρακάλεσα νά προσληφθώ ώς βοηθός τοϋ συναδέλφου πού άνέλαβε τήν ύπόθεσι. — Καί τί φοβάσαι ; τον ρώτησε ό Μπάρνετ. —Νά τήν ξαναδώ, είπε ό Μπε­ σού μέ ύφος θλιμμένο. -Τήν αγαπάς ακόμα; — "Οταν τήν βλέπω, αρχίζω πάλι νά τήν αγαπώ... Πνίγομαι... Τσεβδί­ ζω... Φαντάζεσαι τώρα μιά όστυνομική έρευνα υπό τοιούτους όρους ; Θά κάνω διαρκώς βλακείες I — ’Ενώ τουναντίον θά ήθελες νά μείνης εις τό ύψος τής φήμης σου ; — Ακριβώς. — Τέλος... βασίζεσαι σέ μένα, έ ; — Ναι, Μπάονετ. —Ποιά είναι ή διαγωγή τής γυ­ ναίκας σου ; — "Αμεμπτη ! ’Άν δέν είχε κλίσι στο θέατρο, ή ’Όλγα θά ήταν ακό­ μα κυρία Μπεσού. — Καί θά ήταν ταυτοχρόνως μία ζημία διά τήν «τέχνη», είπε σοβαρά ό Μπάρνετ, πού σηκώθηκε καί πήρε τό καπέλλο του. /V ίγα λεπτά αργό­ τερα έφτασαν σ’ έναν από τούς πιο ήσυχους δρόμους πού γειτονεύουν μέ τόν κήπο του Λουξεμβούργου. Ή "Ολγα Βωμτάν καθόταν στο

ΚΛΕΙΣΤΟΝ τρίτο καί τελευταίο πάτωμα ενός λαϊκού σπιτιού, τού οποίου τά παρά­ θυρα τού ισογείου εΐχαν σιδερένεια κάγκελα. —Μιά λέξι άκόμα... είπε ό Μπε­ σού. Παραιτήσου από τις «άναλήψεις» πού κάνεις κάθε φορά σέ κάθε ύπόθεσι καί οί όποιες άτιμάζουν τήν άποστολή μας 1 —Ή συνείδησίς μου... είπε ό Μπάρνετ. — "Αφησε ήσυχη τή συνείδησί σου, είπε ό Μπεσού, καί σκέψου τή δική μου καί τις τύψεις πού έχω. —Μέ θεωρείς ικανό να κλέψω τήν... "Ολγα Βωμπάν ; —Σέ παρακαλώ νά μήν κλέψης κανέναν. — Ούτε αυτούς πού τούς αξίζει; —"Αφησε στή δικαιοσύνη τό δι­ καίωμα τής τιμωρίας ί Ό Μπάρνετ αναστέναξε : — Αυτό είναι αστείο ! Πάντως, α­ φού τό απαιτείς 1 "Ενας άστυφύλαξ φρουρούσε τήν πόρτα καί ένας άλλος βρισκόταν στό θυρωρείο μέ τό ζεύγος τών θυρω­ ρών, τούς οποίους ή περιπέτεια είχε πολύ συγκινήσει. Ό Μπεσού έμαθε ότι ό άστυνόμος τού τμήματος τής περιφέρειας καί δύο άντρες τής Δημοσίας Ασφα­ λείας μόλις είχαν φύγει καί ότι ό ανακριτής είχε κάνει μιά τυπική άνάκρισι. -—’Άς έπωφεληθουμε τώρα πού δέν είναι κανείς απ’ αυτούς, είπε ό Μπεσού στον Μπάρνετ. Καί ανεβαίνοντας τις σκάλες πρόσθεσε: — Έδώ είναι μιά πολυκατοικία, όπου έχουν διαφυλάξει τά παλιά έθιμα... Παραδείγματος χάριν, ή πόρ­ τα μένει διαρκώς κλειστή. Κανείς δέν έχει κλειδί καί, γιά νά μπής, πρέπει νά χτυπήσης τό κουδούνι νά σ’ ανοί­ ξουν. Στό πρώτο πάτωμα, κάθεται ένας κληρικός, στό δεύτερο ένας πρόεδρος δικαστηρίου. Ή θυρωρός σιγυρίζει τά δωμάτιά τους. "Οσο γιά τήν "Ολγα, αυτή ζή μιά πολύ ταπεινή καί ήρεμη ζωή, άνάμεσα στή μητέρα της καί τις δυο γριές υπηρέ­ τριες πού τήν έχουν αναθρέψει. Τούς άνοιξαν. Ό Μπεσού εξήγησε στόν Μπάρ­ νετ *ότι ό προθάλαμος ώδηγουσε δε»


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ ξιά ττρός την κρεββατοκάμαρα και τό μπουντουάρ τής κυρίας "Ολγας. Αριστερά, πρός τα δωμάτια τής μη­ τέρας καί των δύο υπηρετριών. Α­ πέναντι, υπήρχε κάποιο παλιό άτελιέ ζωγράφου, μιά μεγάλη αίθουσα, πού είχε μετασχιματισθή σέ γυμναστή­ ριο : Είχε ένα μονόζυγο, ένα δίζυγο, δύο κρίκους καί πολλά άλλα εξαρ­ τήματα σκόρπια επάνω σέ καναπέδες καί πολυθρόνες. Μόλις τούς έμπασαν σ’ αυτή τήν αίθουσα, ένας ελαφρός όγκος έπεσε στ.ά πόδια τους άπό τό ύψος τής τζαμαρίας. ΤΗταν ένας άνθρωπάκος που γελούσε. Είχε ένα χαριτωμένο προσωπάκι καί κατσαρά, ξανθά μαλ­ λιά. Κάτω άπό τις πυτζάμες, πού ήταν σφιγμένες στη μέση της, ό Μπάρνετ αναγνώρισε τήν "Ολγα Βωμπάν. Εκείνη τότε άρχισε νά φωνάζη σάν μικρό παιδί : —Ξέρεις Μπεσού, ή μαμά είναι καλά 3 Κοιμάται ! Ή άγαπημένη μου μαμά ! Τί χαρά ! ^Ρ^κούμπησε τά χέ­ ρια της χάμω καί τίναξε τά πόδια στον άέρα. "Αρχισε νά τραγουδή μέ μιά φωνή κοντράλτας, πολύ ενθου­ σιώδη καί συγκινητική : «Ό Ισίδωρος... μέ λατρεύει... Αλλά εγώ τό Γιάννη... άγαπώ...» — Καί σ’ άγαπώ κι’ εσένα επίσης, καλέ μου Μπεσού, είπε καί άνασηκώθηκε. Ναι, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου νάρθής τόσο γρήγορα. — Ό κύριος Τζίμ Μπάρνετ, ένας φίλος μου, έσύστησε ό Μπεσού, πού προσπαθούσε νά μείνη άτάραχος, αλλά δέν τό κατώρθωνε γιατί τά μά­ τια του είχαν δακρύσει καί ή καρ­ διά του χτυπούσε δυνατά. —Υπέροχα I, είπε εκείνη. Οί δυό σας, λοιπόν, θά διαλευκάνετε τήν Ιστορία αυτή καί θά μού δώσετε πί­ σω τήν κρεββατοκάμαρά μου ! Αυτό άφορά εσάς 3 "Α 3 Μέ τή σειρά μου έρχομαι κι’ εγώ νά σάς συστήσω τον κύριο Ντέλ Πρέγκο, τον καθηγη­ τή μου γυμναστικής, τον μασσέρ μου, ιόν έμπορο πομάδων καί καλλυντι­ κών, πού έχει τεραστία φήμη 'στά κορίτσια τού μιούζικ χώλλ, καί πού

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

5

σάς ξαναζωντανεύει καί σάς ξανα­ νιώνει σάν κανένας άλλος. Χαϊρε, Ντέλ Πρέγκο I Ό Ντέλ Πρέγκο ύπεκλίθη. Εΐχε ώμους φαρδεις, δέρμα μελαψό, πρό­ σωπο μαραμένο καί παράστημα πα­ λαιού κλόουν. Φορούσε γκρίζα ρού­ χα, λευκά γάντια, λευκές γκέτες καί κρατούσε στα χέρια του ένα μαλακό καπέλλο γκρίζο. Αμέσως, σεινάμενος καί κουνάμενος, μέ μιά διάλεκτο άνάμικτη άπό ισπανικά, άγγλικά, ρού­ σικα καί γαλλικά, άρχισε νάναπτύσση τό σύστημά του γιά τό μαλάκωμα τών νεύρων. Ή "Ολγα τόν διέκοψε. — Δέν έχομε καιρό γιά χάσιμο. Τί σοΰ χρειάζονται ώς πληροφορίες, Μπεσού ; — Έν πρώτοις, είπε ό Μπεσού, δείξε μας τό δωμάτιό σου. — Πάμε 3 Μ* ένα πήδημα βρέθηκε στό δί­ ζυγο, πετάχθηκε στούς κρίκους καί μέ μιά άνάποδη στροφή βρέθηκε μπροστά σέ μιά πόρτα. — Έδώ είμαστε 3, φώναξε. Τό δωμάτιο ήταν εντελώς κενό. Κρεββάτι, έπιπλα, κουρτίνες, ταμπλώ, καθρέπτες, χαλιά, μπιμπλώ, δέν υ­ πήρχε τίποτα άπό όλα αυτά. Τό δω­ μάτιο ήταν εντελώς γυμνό. Ή "Ολγα άρχισε νά γελά.

—’Έ;Τό καθάριοαν γιά καλά! Μού πήραν καί τή βουρτσίτσα γιά τά δόντια άκόμα 3 Λές καί καθάρισαν


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κι* αύτή τή σκόνη ακόμα. Καί πόσο αγαπούσα τό δωμάτιό μου I Στυλ Λουΐ ΚένζΙ Τό είχα αγοράσει κομμά­ τι, κομμάτι ! 'Ένα κρεββάτι στό ό­ ποιο είχε κοιμηθή άλλοτε ή Πομπαδούρ 1... Τέσσαρες πίνακες του Μπουσέ 1 "Ενα κομό με υπογραφή!... Υπέ­ ροχα, εξαίσια πράγματα. "Ολα τά λεφτά πού κέρδισα στό ταξίδι μου τής Αμερικής, τάχα ρίξει σ’ αυτά τά έπιπλα.

^*1κανε ξαφνικά έ­ να επικίνδυνο πήδημα επί τόπου, κού­ νησε τά μαλλιά της και φώναξε εύ­ θυμα : —Μπά ! θά μου πληρώσουν μιά άλλη ! Μέ τούς λαστιχένιους μυς μου καί τήν κοντράλτα φωνή μου, θά τά καταφέρω... Αλλά τί έχεις και ι_ιέ κυττάζεις έτσι, Μπεσού ; Λες καί θά λιποθυμήσης ! ’Έλα νά σέ φιλήσω καί άρχισε τις ερωτήσεις σου. γιά νά τε­ λειώνουμε, πριν ξανάρθουν οί αστυ­ νομικοί. Ό Μπεσού πρόφερε τραυλίζοντας: — Διηγήσου ότι σου συνέβη. — Μπά, δέν έχω πολλά πράγματα νά σάς πω. Νά : Χτες βράδυ είχε χτυπήσει δεκάμιση τό ρολόγι... Πρέ­ πει νά σάς πω όμως ότι εΐχα φύγει στις όκχώ μέ τόν Ντέλ Πρέγκο, πού μέ συνώδευσε στό Φολί—Μπερζέρ, όκντί τής μαμάς πού μέ συνοδεύει κά­ θε βράδυ. Ή μαμά κάτι έπλεκε. Ξα­

ΚΛΕΙΣΤΟΝ φνικά άκούστηκε ένας σιγανός θόρυ­ βο; πρός τό μέρος του δωματίου μου. Ή μαμά τρέχει νά δή τί συμβαίνει. Καί τί νά δή ; Κάποιον πού έλυνε τό κρεββάτι μου καί κάποιον άλλον, πού τήν κοπάνησε στό κεφάλι, ενώ ό πρώ­ τος τής έχωνε τό πρόσωπομέσα σ’ ένα τραπεζομάντηλο. Αφού τήν άφησαν χάμω, κατέβασαν κομμάτι-κομμάτι τά έπιπλα. Ή μαμά ούτε κουνήθηκε ού­ τε φώναξε. "Ακούσε μονάχα ένα φορ­ τηγό αυτοκίνητο πού ξεκίνησε στό δρόμο. —Κι’ έτσι, όταν γύρισες από τό Φολί Μπερζέρ... —Βρήκα τήν κάτω πόρτα τής ει­ σόδου άνοιχτή, τήν πόρτα αυτού τού διαμερίσματος άνοιχτή καί τή μαμά λιπόθυμη. Φαντάζεσαι τήν τρομάρα μου ! —Οί θυρωροί; 7 — Τούς ξέρεις. Δυό καλά γεροντά­ κια, πού ζούν εκεί μέσα, έδώ καί τριάντα χρόνια, καί πού ό δυνατότε­ ρος σεισμός δέν θά τούς τάραζε. Μο­ νάχα τό κουδούνι τούς ξυπνά τή νύ­ χτα. Λοιπόν, ορκίζονται στούς μεγά­ λους θεούς, ότι από τις δέκα τό βρά­ δυ, δηλαδή άπό τήν ώρα πού πλάγια­ σαν, μέχρι τό πρωί, κανένας δέν χτύ­ πησε τό κουδούνι. —Κι* επομένως, είπε ό Μπεσού, δέν τράβηζαν λουκαθό τό κορδόνι. — Ακριβώς. — Καί οί άλλοι ένοικοι; — Δέν άκουσαν τίποτα, ούτε κι* αύτοί. —ΚΓ επί τέλους ; — Έπί τέλους, τί ; —Ή γνώμη σου, "Ολγα ; Ή "Ολγα έκανε ένα πήδημα. — Καλός είσαι! Εΐναι δουλειά δική μου να έχω εγώ γνώμη; Αλήθεια, έχεις ένα ύφος πολύ άλλοιώτικο, Μπεσού, σάν νά είσαι πρωτάρης. — Ναι, αλλά, παίρνω ακόμα πλη­ ροφορίες. — Καί όλα αύτά πού σού είπα δέν είναι ικανά νά φωτίσουν τό κεφάλι σου; ’Άν ό έπονομαζόαενος φίλος σου Μπάρνετ, είναι τόσο έξυπνος, όσο καί σύ, μπορώ νά πώ «αντίο» στό κρεββάτι μου Πομπαδούρ. Ό επονομαζόμενος Μπάρνετ προ­ χώρησε καί τήν ρώτησε; — Γιά ποιά μέρα θέλετε τό κρεβ-


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ βάτι σας Πομπαδούρ, κυρία μου ; Ί& —Πώς; είπε αυτή κυττάζοντας μέ έκπληξι τό άτομο αυτό, στό όποιο δεν είχε δώσει καμμιά σημασία. Εκείνος συνέχισε; —θά ήθελα να μάθω την ήμερα καί την ώρα που θά επιθυμούσατε νά πάρετε πάλι στην κατοχή σας ό­ λη τήν κρεββατοκάμαρα μέ τά έξαρτήματά της. —Αλλά... — ’Άς ορίσουμε τήν ήμερομηνία. Σήμερα είναι Τρίτη. Τήν προσεχή Τρίτη σάς αρέσει ; Εκείνη άνοιξε διάπλατα τά μά­ τια της, χωρίς νά μπορή νά προφέρη λέξι. Τί σήμαινε αυτή ή παράξενη πρότασις ; Άστειότης ή κομπορρημοσυνη ; Καί ξαφνικά άρχισε νά γελά. — Αυτό είναι αστείο! Άπό που τόν έβγαλες αυτόν τόν φιλαράκο σου, Μπεσού ; ’Ά, όχι, έχει μεγάλο θρά­ σος ό επονομαζόμενος κύριος Μπάρνετ ! Μιά εβδομάδα I Λές καί τό έχει μέσα στήν τσέπη του τό κρεββάτι μου Πομπαδούρ. Καί νομίζεις ότι θά χά­ σω τόν καιρό μου μέ κάτι άτζαμήδες σάν κΓ εσάς ; ^^ρχισε νά τούς τούς δυο πρός τήν έ­

σπρώχνη καί ξοδο. — "Αντε, πηγαίνετε καί νά μήν ξαναπατήσερε τό πόδι σας εδώ μέσα !. Δέν μ’ άρέσει νά μέ κοροϊδεύουν. Τί άστεΐοι πού είναι καί οί δυό τους! Ή πόρτα του γυμναστηρίου έκλει­ σε μέ κρότο πίσω τους. Ό Μπεσού άπελπισμένος μουρμούρισε : —Μά δέν έχουμε δέκα λεπτά πού ήρθαμε! Ό Μπάρνετ έξήτασε μέ όλη του τήν ησυχία τόν προθάλαμο, ρωτών­ τας μέ άδιαφορία τις γριές υπηρέ­ τριες γιά διάφορα ζητήματα. "Οταν κατέβηκαν στήν εξώπορτα, μπήκε στό θυρωρείο. Κάτι ρώτησε κι' έκεϊ τούς θυρωρούς. "Επειτα βγήκε έξω, πήδη­ σε σ’ ένα ταξί, έδωσε τή διεύθυνσι του γραφείου του στόν σωφέρ καί ά­ φησε τόν Μπεσού εμβρόντητο στό πε­ ζοδρόμιο. Ό Μπεσού νόμισε ότι ό Μπάρ­ νετ θέλησε νά τού παίξη καμμιά φάρσα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

’Έτσι τήν επομένη ξαναπήγε νευ­ ριασμένος στό γραφείο του καί τόν βρήκε ξαπλωμένο σέ μιά πολυθρόνα νά καπνίζη μέ τά πόδια ψηλά, επά­ νω στό τραπέζι. — Άν μ’ αυτό τόν τρόπο παίρνης τά πράγματα στά σοβαρά, τότε δέν θά βρούμε άποτέλεσμα γρύλλισε. Βρήκα τούς άστυνομικούς. "Εχουν πε­ λαγώσει. Τό ϊ'διο κΓέγώ. Είμαστε σύμφωνοι σέ μερικά σημεία. Τό πρά­ γμα τεχνικώς είναι αδύνατον, άκόμα καί μ5 ένα άντικλεΐδι, Ή πόρτα συρτώνεται άπό μέσα βλέπεις. ΚΓ επειδή δέν ύπάρχει κανείς μέσα στό σπίτι πού νά μπορούν νά ενοχοποιήσουν επί συνεργία, φτάνουμε στά άκόλουθα συμπεράσματα : «1 ) "Οτι ό ένας άπό τούς δυό λωποδύτες βρισκόταν κρυμμένος μέ­ σα καί ήρθε καί άνοιξε στόν συνένο­ χό του. 2) "Οτι δέν μπορούσε νά μπή άν δέν τόν έβλεπαν οί θυρωροί, άφοΰ ή πόρτα τού σπιτιού μένει διαρκώς κλειστή. »Άλλά, ποιος μπήκε ; »Γ1οιός άνοιξε στόν συνένοχο ; »Μυστήριο ! Λοιπόν ;» Ό Μπάρνετ δέν πρόφερε λέξι. Φαινόταν εντελώς ξένος πρός τήν ύπόθεσι αύτη. Ό Μπεσού συνέχισε: —Φτιάσαμε έναν κατάλογο εκεί­ νων πού μπήκαν τήν προηγουμένη. Οί θυρωροί μιλούν κατηγορηματικά. Κάθε πρόσωπο, πού μπήκε, ξαναβγήκε. Λοιπόν, καμμιά ένδειξις 1 Καί ή κλοπή, πού παρακολουθούμε καί πού έγινε μέ μέσα τόσο άπλά καί μέ τέ­ τοιο θράσος, παραμένει εντελώς άνεξήγητη. Τί λές εσύ, Μπάρνετ ; Ό Μπάρνετ χασμουρήθηκε σάν νά ξυπνούσε καί νά έμπαινε τή στιγμή

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


8

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

εκείνη στην πραγματικότητα. Μουρ­ μούρισε : —Είναι χαριτωμένη ! —Τί ; Ποιος I Ποια είναι χαρι­ τωμένη ; —'Η γυναίκα σου. -’Έ ;

—Τόσο χαριτωμένη στη ζωή όσο καί στή σκηνή. Μια ζωή 1 Μιά έμψύχωσις I 'Ένα πραγματικό χαμίνι του Παρισιού... Καί όλα αυτά, έχει γού­ στο καί λεπτότητα I 'Η ιδέα τού νά βάλη τά λεφτά πού κέρδισε στήν Αμερική σ’ ένα κρεββάτι Πομπαδούρ, είναι χαριτωμένη. Μπεσού, δεν αξί­ ζεις τέτοια τύχη. Ό Μπεσού μουρμούρισε : —'Η τύχη μου... Είναι καιρός πού εξατμίστηκε. — Κράτησε πολύ ; —'Ένα μήνα ! —Καί παραπονιέσαι ;

ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣ Ε I Σ Τό Σάββατο τό βράδυ ό Μπεσού ξαναγύρισε στό γραφείο. Ό Μπάρνετ κάπνιζε, ρέμβαζε καί δεν άπαντούσε στις ερωτήσεις του. Τέλος, τή Δευτέρα, ό Μπεσού παρουσιάστηκε άποκαρδιωμένος. — "Α 1 ή ύπόθεσις δέν πάει καλά. Όλοι αυτοί είναι ηλίθιοι. Καί στό

ΚΛΕΙΣΤΟΝ μεταξύ, τό κρεββάτι τής Πομπαδούρ καί τά πράγματα τής γυναίκας μου θά ταξιδεύουν σέ κανένα λιμάνι, από τό όποιο θά φύγουν γιά τό εξωτερι­ κό καί θά πουληθούν ποιος ξέρει σέ ποιόν. Μέ τί μούτρα θά παρουσια­ στώ τότε εγώ μπροστρι στήν "Ολγα ; Κάτι παραπάνω άπό ήλίθιος 1 'Ένα ζώον ! Κύτταξε τον Μπάρνετ, πού παρα­ κολουθούσε τόν καπνό τού τσιγάρου του, πού ανέβαινε στό ταβάνι. —Κι’ έτσι πολεμάμε μέ αντιπά­ λους τρομερούς, τέτοιους πού δέν έχεις ποτέ σου συναντήσει... "Ανθρω­ ποι πού δρούν μέ δική τους μέθοδο... Κι’ όλα αυτά σ’ αφήνουν άτάραχο !.. Φαίνεται πολύ καθαρά ότι κάποιον έμπασαν μέσα καί δέν προσπαθείς κάν νά μαντέψης τήν πονηριά τους... —"Εχει κάτι πάνω της, είπε ό Μπάρνετ, κάτι πού μ’ αρέσει πάρα πολύ. — Τί ; φώναξε ό Μπεσού. —'Η φωνητική της χάρις, τό αυ­ θόρμητο. Τίποτα τό θεατρικό. 'Η "Ολγα λέγει ότι σκέπτεται, ενεργεί σύμφωνα μέ τό ένστικτό της. Σού επαναλαμβάνω, Μπεσού, είναι ένα χαριτωμένο πλάσμα. Ό Μπεσού χτύπησε τό τραπέζι δυνατά μέ τή γροθιά του. —Ξέρεις πώς φαντάζεις μπροστά στά μάτια της ; 'Ως ένας ήλίθιος. Όταν μιλούν γιά σένα μέ τόν Ντέλ Πρέγκο, αστειεύονται, γελούν, σέ κο­ ροϊδεύουν. Ό Μπάρνετ, ό ήλίθιος. Ό Μπάρνετ ό βλάκας... Ό Μπάρνετ άναστέναξε : — θλιβερά έπίθετα!... Τί νά κάνο3 γιά νά μήν τά άξίζω ; — Αύριο είναι Τρίτη. Πρέπει νά άποδώσης τό κρεββάτι Πομπαδούρ, ό­ πως τό ύποσχέθηκες ! — Διάβολε, νά ήξερα τουλάχιστον πού βρίσκεται ί Δόσε μου καμμιά συμβουλή, Μπεσού ! —Νά συλλάβης τούς κλέφτες I Άπ’ αυτούς θά μάθης τήν άλήθεια. —Βέβαια, αύτό είναι τό πιο εύ­ κολο, Μπεσού. "Εχεις κανένα έν­ ταλμα ; —Ναι. —Καί άντρες στή διάθεσί σου ; —Δέν έχω παρά νά τηλεφωνήσω στήν Ασφάλεια.


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ — Τηλεφώνησε, λοιπόν, νά σοΟ στείλουν σήμερα δυό, με γερά χέρια. Νά σέ περιμένουν κάτω άπό τη στοά του «Όντεόν», κοντά στόν κήπο του Λουξεμβούργου. Ό Μπεσού άναπήδησε. —Μέ κοροϊδεύεις ; —Διόλου. Πίστεψες λοιπόν πώς θά μπορούσα νά περάσω γιά ήλίθιος μπροστά στά μάτια τής "Ολγας Βωμπάν; ΚΓ έπειτα, τί ! Δεν έχω τη συνήθεια νά κρατώ τό λόγο μου ; Ό Μπεσού σκέψτηκε λιγάκι. Είχε ξαφνικά την έντύπωσι δτι ό Μπάρνετ μιλούσε σοβαρά καί δτι έξη μέρες τώρα, ξαπλωμένος στήν πολυθρόνα του, δέν έπαυσε άπό του νά σκέπτεται αύτό τό αίνιγμα. Μή­ πως δέν τόν ακούσε νά λέγη συχνά δτι ή σκέψις άξίζει περισσότερο άπό τά έργα ; ^0^ ίχωο νά τόν ξαναρρωτήση, ό Μπεσού σήκωσε τό άκουστικό τού τηλεφώνου. Καί ζήτησε άπό τήν Ασφάλεια νά σταλούν δυό ύπαστυνόμοι στή στοά τού «Όντεόν». Ό Μπάρνετ σηκώθηκε κΓ ετοιμά­ στηκε. Όταν τρεις ή ώρα, όταν ξε­ κίνησαν. —Πηγαίνουμε στή γειτονιά τής "Ολγας ; ρώτησε ό Μπεσού. — Μέσα στό ϊδιο τό σπίτι. —Όχι βέβαια στό διαμέρισμά της ; —Στό θυρωρείο. Έγκατεστάθησαν πράγματι στό βάθος τού θυρωρείου, άφοΰ ό Μπάρ­ νετ σύστησε στούς θυρωρούς νά μη μαρτυρήσουν σέ κανένα τήν παρου­ σία τους. Μιά κουρτίνα, πού σκέπα­ ζε τό κρεββάτι, τούς έκρυβε. Μπορούσαν άπό τή θέσι εκείνη νά βλέπουν κάθε πρόσωπο πού έμ­ παινε ή έβγαινε άπό τό σπίτι. Πέρασε ό παπάς τού πρώτου πα­ τώματος, έπειτα μιά άπό τις γριές υπηρέτριες τής "Ολγας, πού πήγαινε νά ψωνίση μ’ ένα πανεράκι στό χέρι. —Ποιόν διάβολο περιμένουμε; ψιθύρισε ό Μπεσού. Τί σκοπό έχεις ; —Νά σοΰ μάθω τή δουλειά σου ! -Αλλά. — Σιωπή ! Στις τρισήμιση, μπήκε ό Ντέλ Πρέγκο. Γάντια λευκά... γκέτες λευ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

κές, γκρίζο κοστούμι, καπέλλο γκρί­ ζο. Χαιρέτησε μέ τό χέρι τούς θυρω­ ρούς. Ανέβηκε. Όταν ή ώρα πού άρχιζε ή καθημερινή γυμναστική. Σαράντα λεπτά άργότερα, ό Ντέλ Πρέγκο ξαναβγήκε καί ξαναμπήκε μ* ένα κουτί τσιγάρα στό χέρι... Γάντια λευκά... Γκέτες λευκές... "Επειτα τρία άλλα διάφορα πρό­ σωπα πέρασαν. Καί ξαφνικά ό Μπε­ σού ψιθύρισε : —Νά τος, ξαναμπαίνει πάλι, ό Ντέλ Πρέγκο, γιά τρίτη φορά... ’Από πού είχε βγή ; — Άπ’ αυτή τήν πόρτα, υποθέτω. — Μου φοόνεται δχι, απάντησε ό Μπεσού... έκτος άν μάς διέφυγε... Τί λές, Μπάρνετ ; — Λέγω δτι είναι καιρός νά κου­ νηθούμε. Πήγαινε νά φέρης τούς συ­ ναδέλφους σου. —Νά τούς φέρω ; —Ναι. —Καί σύ ; —Έγώ ανεβαίνω... — θά μέ περιμένης ; — Νά κάνω τί ; —Άλλ’ επί τέλους *πί ^συμβαίνει ; —θά δής... Καθήστε καί οί τρεις σας στό δεύτερο πάτωμα, θά σάς φωνάξω. — Λοιπόν, προχωρείς ; — Μέχρι τέλους. — Εναντίον τίνος ; — Εναντίον άνθρώπων, πού δέν θά δίσταζαν νά σού σφυρίξουν μιά σφαίρα στό κούτελο. Τράβα. Ό Μπεσού έφυγε.® Ό Μπάρνετ, όπως είχε πή, ανέ­ βηκε τά τρία πατώματα καί χτύπησε τό κουδούνι.

Τ όν

έμπασαν στήν αίθουσα τής γυμναστικής, όπου ή "Ολγα τελείωνε τό μάθημά της υπό τήν έπίβλεψι τού Ντέλ Πρέγκο. —Μπά ; Ό σοφώτατος κύριος Μπάρνετ, φώναξε ή "Ολγα άπό τό ύψος μιάς σκοινένιας σκάλας. Ό


10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΚΛΕΙΣΤΟΝ

Γϊ

ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗ ΣΑΝ Τα δυό πρώτα Βιβλία

του

Μηνός

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ δεμένα σέ κομψούς τόμους. Ζητήστε τα στα Περίπτερα καί στα Βιβλιοπωλεία. 130

Σελίδες 130

ΜΟΝΟΝ 3.000

ΔΡΑΧΜΑΙ

"Οσοι εκ τών αναγνωστών μας επιθυμούν να αποκτήσουν εξώφυλλα τών Βιβλίων του Μηνός μπορούν να τα προμη­ θευτούν στα γραφεία μας (Δεληγιώργη 30, πάροδος 'Αγ. Κων)νου), άντί δραχμών 1.000 έκαστον. Εις τάς επαρχίας αποστέλλονται με επιβάρυνσή 500 δρα­ χμών δΓ έξοδα συσκευασίας καί άποστολής.

παντοδύναμος κύριος Μπάρνετ! Έ, λοιπόν ; Κύριε Μπάρνετ, μου φέρατε τό κρεββάτι μου Πομπαδούρ ; —Περίπου, κάτι τέτιο έρχομαι να κάνω. Αλλά μήπως σάς ενοχλώ ; —Τούναντίον. Μέ μιάν άπίστευτη εύλυγισία, ή ’Όλγα άδιαφορώντας για τον κίνδυ­ νο, έξετέλεσε σάν νά έπαιζε τις κι­ νήσεις πού ό Ντέλ Πρέγκο τής ύπεδείκνυε. Ό καθηγητής επιδοκίμαζε, διώρθωνε καί καμμιά φορά έκανε ό ίδιος τό γύμνασμα, σάν πεπειραμέ­

νος ακροβάτης, μάλλον επιδεικνύον­ τας τή δύναμί του. Μόλις τελείωσε τό μάθημα, φόρε­ σε τό σακκάκι του. κούμπωσε τις λευκές του γκέτες, πήρε τά λευκά του γάντια καί τό γκρίζο του καπέλλυ. — Λοιπόν, απόψε στο θέατρο, κυ­ ρία Όλγα. — Πώς ; Δεν μέ περιμένεις σήμε­ ρα, Ντέλ Πρέγκο ; θά μέ συνώδευες εσύ, αφού ή μαμά λείπει. — Αδύνατον. Έχω κάποιο μά­ θημα πριν από τό φαγητό. Προχώρησε πρός τήν πόρτα, άλλ’ άναγκάστηκε νά σταματήση. 'Ο Μπάρνετ βρισκόταν μεταξύ τής πόρτας καί εκείνου. —Μερικές λέξεις, άγαπητέ κύριε, είπε ό Μπάρνετ, άφου ή καλή τύχη μ’ έφερε προστά σας... —Λυπούμαι, άλλά... — Μήπως πρέπει νά συστηθώ ; Τζίμ Μπάρνετ, ιδιωτικός ντέτεκτιβ του Γραφείου Μπάρνετ καί Σία, ένας φί­ λος του Μπεσού. Ό Ντέλ Πρέγκο έκανε άλλο ένα βήμα πρός τά εμπρός. — Μέ συγχωρεϊτε, κύριε, άλλά εί­ μαι πολύ βιαστικός... — ’Ώ, μόνο ένα λεπτό, δσο χρει­ άζεται γιά νά σάς θυμίσω κάτι. — Σχετικώς μέ ποιό πράγμα ; — Σχετικώς μέ’έναν Τούρκο... — Έναν Τούρκο ; —Ναι, ό όποιος όνομάζεται Μπέν Βαλή. Ό καθηγητής κούνησε τό κεφάλι του άρνητικά καί άπάντησε : —Μπέν Βαλή ; Δέν έχω άκούσει ποτέ μου αυτό τό άνομα. — "Ισως έχετε άκούσει γιά κάποιον Γκουρώφ ; —Ούτε. Ποιοι εΐναι αύτοί οί κύ­ ριοι ; —Δυό δολοφόνοι I Ακολούθησε μιά σύντομη σιωπή κΓ έπειτα ό Ντέλ Πρέγκο είπε γε­ λώντας : — Είναι τό είδος τών ανθρώπων πού δέν μ’άρέσει νά συναναστρέφωμαι. — Διατείνονται, εντούτοις, καί οί δυό άτι εΐναι φίλοι σας I Ό Ντέλ Πρέγκο τόν κύτταξε άπό τήν κορυφή ως τά πόδια καί ψιθύ­ ρισε.


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ —Τί συμαίνουν όλ’ αυτά ; έξηγηθήτε, κύριε ! Τά αινίγματα μ’ ένοχθουν ! —Καθήστε, κύριε Ντέλ Πρέγκο. Θά μιλήσουμε μέ την ησυχία μας. Ό Ντέλ Πρέγκο έκανε μια κίνησι ανυπομονησίας. ΤΤ ’Όλγα πλησίσε τώρα τούς δυο άντρες, ώραία καί περίεργη, λεπτή μέσα στό μαγιώ τής γυμναστικής. — Κάθησε, λοιπόν, Ντέλ Πρέγκο, του είπε ή ώραία γυναίκα. Κάθησε, δέν καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για τό κρεββάτι μου Πομπαδούρ ; —Ακριβώς, είπε ό Μπάρνετ. Καί πιστέψτε, κύριε Ντέλ Πρέγκο, ότι δέν σάς υποβάλλω κανένα αίνιγμα. Αλλά, άπό τήν πρώτη μου έπίσκεψι εδώ, μέ τήν κλοπή, δέν άπέφυγα νά ξαναθυμηθώ δυό περιστατικά γιά τά όποια έγινε λόγος κάποτε καί γιά τά όποια ήθελα νά ζητήσω τή γνώμη σας. Μερικά λεπτά μου άρκουν. Ό Μπάρνετ δέν είχε πιά τό συ­ νηθισμένο μαλακό ύφος του. Ό τό­ νος τής φωνής του εΐχε πάρει κά­ ποιαν αύστηρότητα καί επιβολή. Ή Όλγα είχε έπηρεασθή. Ό Ντέλ Πρέγκο κάθησε καί ψιθύρισε: — Κάνετε γρήγορα, παρακαλώ ! Είμαι βιαστικός... — Μάλιστα, Καί ό Μπάρνετ συνέχισε : —Πρό τριών ετών, ένας κοσμημα­ τοπώλης, πού έμενε μέ τόν πατέρα του σ’ ένα επάνω διαμέρισμα ένός μεγάρου στό κέντρο τών Παρισίων, ό κύριος Σωρουά, σχετιζόταν έμπορικώς μέ κάποιον Μπέν Βαλή, πού φορούσε τουρμπάνι καί γκελεμπία. Ό Τούρκος αύτός άγόραζε καί που­ λούσε μαργαριτάρια, τοπάζια καί γενικώς πολύτιμα πετράδια. Κάποιο βράδυ πού Μπέν Βαλή άνέβηκε πολ­ λές φορές στό σπίτι αύτό, ό κοσμη­ ματοπώλης Σωρουά, όταν έπέστρεψε άπό τό θέατρο, βρήκε μαχαιρωμένο τόν πατέρα του καί τό θησαυροφυ­ λάκιό του άδειο. 'Η άνάκρισις εξα­ κρίβωσε ότι τό έγκλημα διεπράχθη, όχι άπό τόν Μπέν Βαλή, τόν ίδιο, πού είχε ένα άναμφισβήτητο άλλοθι, άλλα άπό κάποιον, τόν όποιο ό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ί1

Μπέν Βαλή είχε φέρει στό σπίτι τό άπόγεμα. Πάντως, υπήρχαν άμφιβολίες στήν ύπόθεσι καί δέν συνέλαβαν ούτε τόν Τούρκο. Ή ύπόθεσις πέρα­ σε στό χρονοντούλαπο τής δικαιοσύ­ νης. Τό θυμόσαστε; — Έγώ έχω έλθει μόλις πρό δύο ετών στό Παρίσι, άπάντησε ό Ντέλ Πρέγκο. Έξ άλλου, δέν βλέπω τίπο­ τα ενδιαφέρον σ’ όλα αύτά. Ό Τζίμ Μπάρνετ συνέχισε : — Πρό δέκα μηνών, ένα άλλο έγκλημα, ιδίας φύσεως διεπράχθη καί θύμα ήταν ένας συλλέκτης με­ ταλλίων, ό Νταβούλ. Τόν δράστη κουβάλησε καί έφερε μέ τόνϊδιο τρό­ πο κάποιος Ρώσος Γκουρώφ, πού φορούσε μάλιστα καλπάκι καί μακρυά ρεντιγκότα. —Ναι, θυμάμαι είπε ή Όλγα πού είχε χλωμιάσει. —Λοιπόν, άμέσως, συνέχισε ό Μπάρνετ, είδα ότι βρίσκομαι σέ μια παρόμοια περίπτωσι καί συσχέτισα τά δυό εκείνα έγκλήματα,μέ τήν κλο­ πή τού κρεββατιοΰ Πομπαδούρ. 'Η αναλογία τους είναι σχετική. Ή κλοπή πού έγινε εις βάρος τού Σω­ ρουά άπό τόν Μπέν Βαλή καί ή κλο­ πή πού έγινε εις βάρος τού Ντα­ βούλ, άπό τόν Γκουρώφ, έγιναν άπό δυό ξένους καί χάρις σ’ ένα σύστη­ μα, πού ξαναβρίσκω εδώ, δηλαδή χά­ ρις στήν έπιδέξια εισαγωγή τού ένός ή τών δύο ένοχων επιφορτισμένων μέ τήν ύπόθεσι. Αλλά, ποιό είναι τό χαρακτηριστικό τού συστήματος ; Νά τί δέν είδα μέ πρώτη ματιά καί τί προσπαθούσα νά βρώ τόσες μέρες κλεισμένος μέσα στή σιωπή καί στη μοναξιά. Μέ τά δυό στοιχεία πού κατείχα, έγκλημα Μπέν Βαλή καί

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I


12

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

έγκλημα Γκουρώφ, επρεπε νά σχη­ ματίσω μια γενική ιδέα ενός συστή­ ματος, πού μπορούσε νά πραγματοποιηθή και σε άλλες περιπτώσεις πού αγνοούσα. — Και τό βρήκατε ; Ρώτησε ή "Ολγα με περιέργεια. — Μάλιστα. Καί ομολογώ δτι τό σύστημα είναι ώραΐο. Είναι ζήτημα τέχνης, μοντέρνας τέχνης, πρωτότυ­ πης ! Κι* ενώ τό πλήθος τών λωπο­ δυτών δουλεύει μέσα στή σιωπή καί στα κρυφά, μπαίνει μυστικά στά σπί­ τια, εισάγει κρυφίως διαφόρους τύ­ πους, χαμάληδες, είσπράκτορες, επι­ θεωρητές τηλεφώνων, ήλεκτρυλόγους, με τό νέο σύστημα κάνουν τή δου­ λειά τους έν πλήρει ήμέρα, μέ τό κε­ φάλι ψηλά, υπερήφανα. Όσο τούς βλέπουν νά πηγαινοέρχωνται, τόσο τό καλύτερο. Γίνονται πιο γνωστοί καί οικείοι. ΚΓ έπειτα τήν ώρισμένη ήμέρα βγαίνουν... ξαναμπαίνουν... ξαναβγαίνουν ! Καί τέλος, όταν ό Αρ­ χηγός τής συμμορίας βρίσκεται μέσα, κάποιος πού δέν είναι αυτός, άλλά είναι αύτός, κατά τή γνώμη τών άλ­ λων, κάνει τή δουλειά του. Δέν είναι υπέροχο.

Ο

Μπάρνετ έκύτταξε τόν Ντέλ Πρέγκο καί είπε : — Ά I είναι πολύ έξυπνο αυτό, Ντέλ Πρέγκο, έτσι; Ό κοινός λωπο­ δύτης, επαναλαμβάνω, κάνει τό κόλ­ πο προσπαθώντας νά μείνη άπαρατή-

ΚΛΕΙΣΤΟΝ. ρητος καί ντύνεται μέ μαύρα ρούχα, γιά νά μή διακρίνεται στό σκοτάδι. Αύτοί πιστεύουν ότι, τουναντίον, πρέ­ πει νά διακρίνωνται, νά χτυπουν στό μάτι. "Αν ένας Ρώσος μέ καλπάκι, ή ένας Τούρκος μέ τουρμπάνι, πέρασε τέσσερις φορές άπό μιά σκάλα, κα­ νείς δέν κάθεται νά μετρήση αν πέ­ ρασε μιά φορά λιγώτερο ή περισσό­ τερο. Άλλά τήν πέμπτη φορά μπαί­ νει ό συνένοχος. Καί κανείς δέν άμφιβάλλει. Διότι κΓ αύτός φορεί καλ­ πάκι ή τουρμπάνι καί τά λοιπά εξαρ­ τήματα. Αυτό είναι, τό σύστημα. Λοιπόν, αύτός πού βρήκε αύτό τό σύστημα είναι ένας μαέστρος καί, κάτά τή γνώμη μου, δέν μπορούν νά υπάρχουν δυο μαέστροι στά ίδια πράγματα. Γιά μένα, λοιπόν, ό Μπέν Βαλή καί ό Γκουρώφ άποτελουν ένα καί τό αύτό πρόσωπο. Λοιπόν, γιατί νά μήν πιστέψουμε ότι ό κύριος αύ­ τός είσεχώρησε κάτω άπό τρίτη μορ­ φή στήν ύπόθεσι πού μάς άφορά I Πρώτα Ρώσος, έπειτα Όθωμανός... έπειτα... έπειτα, ποιόν μπορούμε νά βρούμε, εδώ, πού νά έχη τήν ίδια ι­ διότητα, δηλαδή νά εΐναι ξένος καί νά φορά κάτι τό χτυπητό στήν έμφάνισί του ; Σώπασε. Ή "Ολγα έκανε κάποια χειρονο­ μία άγανακτήσεως. Κατάλαβε άμέσως πού γύρευε νά καταλήξη ό Μπάρνετ καί διεμαρτυρήθη: —’Ά I Αύτό όχι ! Υπάρχει κάποια παρομοίωσις, πού μου φέρνει άγανάκτησι! Ό Ντέλ Πρέγκο χαμογέΛασε. —Αφήστε, κυρία "Ολγα. Ό κύ­ ριος Μπάρνετ άστειεύεται. — Φυσικά, Ντέλ Πρέγκο, είπε ό Μπάρνετ, άστειεύομαι καί έχετε δί­ κιο νά μήν παίρνετε στά σοβαρά τό μικρό μου περιπετειώδες μυθιστόρη­ μα, τουλάχιστον πριν νά μάθετε τήν λύσι του. Βέβαια, τό ξέρω καλά, εί­ στε ξένος, ντύνεστε ιδιότροπα, χτυ­ πητά, λευκά γάντια... λευκές γκέτες... Βέβα'α, είστε μιά κινητή μάσκα, επι­ τήδεια γιά μεταμορφώσεις, καί εύκο­ λα θά μπορούσατε νά γίνετε Ρώσος, Τούρκος ή ότι δήποτε άλλο. Βέβαια, είστε πολύ οικείος στό σπίτι εδώ καί μπορείτε νάρχεστε συχνά εδώ μέσα.


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ Άλλα ή φήμη σας ώς τίμιου ανθρώ­ που, είναι αναμφισβήτητη, άφου ή κυρία "Όλγα έγγυάται για σάς. ΚΓ έτσι δεν υπάρχει κανείς λόγος να σάς κατηγορήση κανείς. Άλλα τί να γίνη; Αντιλαμβάνεστε τή δύσκολη θέσι μου ; Ό μόνος δυνατός ένοχος είστε σεις, άλλά δυστυχώς δεν μπο­ ρείτε νά γίνετε ένοχος. Δεν εΐν’ έτσι, "Ολγα Βωμπάν ; — "Οχι, όχι I, φώναξε εκείνη. Τότε ποιόν κατηγορείτε; Ποιο μέσον θά μεταχειρισθήτε ; — Ένα μέσο άπλούστατο ! — Ποιό ; — "Εστησα μιά παγίδα. — Μια παγίδα; Άλλά πώς; Ό Τζίμ Μπάρνετ ρώτησε την "Ολγα : — Σάς τηλεφώνησε προχθές ό βαρώνος Λώρανς ; — Πράγματι... μάλιστα... — Καί ήρθε καί σάς έπεσκέφθη χθές ; — Μάλιστα... μάλιστα... — Καί σάς έφερε ένα βαρύ κουτί μ’ ασημικά, πού κΓ αυτό άνήκε άλ­ λοτε στήν Πομπαδούρ; —Νά το I Τό κουτί βρίσκεται επά­ νω σ’ αυτό τό τραπέζι. —Ό βαρώνος Λώρανς, ό όποιος έ/ει καταστροφή ό δυστυχής, ζητεί νά πουλήση αυτό τό ιστορικό κουτί, πού έχει κληρονομήσει από τους προ­ γόνους του καί σάς παρεκάλεσε νά του τό φυλάξετε, έναντι μερικών χρη­ μάτων, πολύ ολίγων, πού σάς ζήτη­ σε, μέχρι αύριο Τρίτη τό πρωί; — Πώς τά ξέρετε αυτά ; —Άφου, εγώ είμαι ό... βαρώνος ! Καί τό κουτί αυτό προκάλεσε θαυμα­ σμό γύρω σας, κυρία "Ολγα, δέν εΐν’ έτσι ; —Μάλιστα... —Έξ άλλου ή μητέρα σας πήρε ένα τηλεγράφημα πού τήν ειδοποιεί νά σπεύση στήν επαρχία, όπου ασθε­ νεί βαρειά ή άδελφή της, έ ; —Ποιος σάς τό είπε ; — Έγώ έστειλα τό τηλεγράφημα I Λοιπόν, ή μητέρα σας έφυγε τό πρωί, τό κουτί αύτό θά μείνη εδώ επάνω στό τραπέζι ώς αύριο τό πρωί... Τί πειρασμός I Τί πειρασμός γιά εκείνον άπό τούς οικείους σας,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

πού ήδη διέπραξε τήν κλοπή του δωματίου σας. Είναι πιό εύκολο νά κλέψη τώρα ένα κουτί. Η "Ολγα τρόμα­ ξε καί φώναξε : — Καί ή άπόπειρα θά γίνη άπόψε ; — Απόψε. — Άλλ’ αύτό είναι τρομερό. Ό Ντέλ Πρέγκο, πού είχε μείνει σιωπηλός ώς εκείνη τή στιγμή, σηκώ­ θηκε καί είπε : — Δέν είναι διόλου τρομερό, κυ­ ρία "Ολγα, άφου τό ξέρετε. Αρκεί νά ειδοποιήσουμε τήν αστυνομία. Άν μού επιτρέπετε πηγαίνω αμέσως τώρα νά τό κάνω αύτό I — Ά! "Οχι, Ντέλ Πρέγκο, σάς χρειάζομαι άκόμα. — Δέν ξέρω σέ τί μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος. —Πώς! Γιά τή σύλληψι του συ­ νενόχου ! —"Εχομε καιρό, άφου τό κόλπο πρόκειται νά γίνη τή νύχτα. — Ναι, άλλά μή ξεχνάτε ότι ό συ­ νένοχος... είσήλθε ! — 7Ηρθε κιόλας ; —Μάλιστα. ’Εδώ καί μισή ώρα ! —Δέν είναι δυνατόν ! Τήν ϊδια ώρα ήρθα κΓ έγώ ! — "Οχι μέ τήν πρώτη φορά πού ήρθατε, άλλά μέ τή δεύτερη. — Απίστευτο! —Τόν είδα νά περνά, όπως σάς βλέπω τώρα εσάς ! — "Ωστε... κρύβεται έδώ μέσα σ’ αύτό τό διαμέρισμα ; —Μάλιστα. — Που ; Ό Μπάρνετ έδειξε μέ τό δάχτυλο τήν πόρτα καί είπε : — Εκεί. Στον προθάλαμο υπάρχει μιά ντουλάπα γεμάτη ρούχα, πού δέν έτυχε ν’ άνοίξουν σήμερα τό άπόγευμα. Εκεί βρίσκεται. — Άλλά δέν μπορούσε νά μπή μόνος !...

-Όχι! — Τότε ποιος τού άνοιξε ; — Έσύ, Ντέλ Πρέγκο! Βέβαια ήταν πιά φανερό, άπό τήν άρχή κιόλας αυτής τής συνομιλίας, ότι όλα τά λόγια τού Μπάρνετ εκτο­ ξεύονταν εναντίον τού καθηγητού τής


14

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γυμναστικής καί δτι δλα σχημάτιζαν σιγά —σιγά πεποιθήσεις γύρω από τό άτομό του. Εντούτοις, ή άπότομη αυτή έπίθεσις έκανε τον Ντέλ Πρέγκο ν’ άναπηδήση, Τό πρόσωπό του τώρα έδειχνε ταραχή συναισθημάτων, πού δεν μπο­ ρούσε πια νά κρύψη: οργή, άνησυχία, επιθυμία νά ξεφύγη... Ό Μπάρνετ, βλέποντας τόν δι­ σταγμό του, βρήκε την ευκαιρία νά τρέξη στον.προθάλαμο καί νά βγάλη μέσα από τό ντουλάπι έναν άνθρω­ πο, τόν όποιο έφερε τραβώντας μέσα στην αίθουσα του γυμναστηρίου. — ’Ά I φώναξε ή ’Όλγα. "Ωστε ήταν άλήθεια ; Πώς νά μην ήταν άλήθεια,άφοϋ καί ό άνθρωπος του ντουλαπιού, στό ΐδιο μπόι μέ τόν Ντέλ Πρέγκο, φορούσε κι* αυτός γκρίζα ρούχα, γκρίζο καπέλλο, λευκά γάντια, λευκές γκέτες... Ή ’Όλγα κατάπληκτη υποχωρού­ σε σιγά—σιγά, δίχως νά άφήνη από τά μάτια της τούς δύο ανθρώπους, κι* άνέβαινε πίσω —πίσω σέ μια σκάλα. Καταλάβαινε τί είδους άνθρωπος ήταν ό Ντέλ Πρέγκο καί τί κινδύνους διέτρεξε κοντά του, — Έ, είπε ό Μπάρνετ. Περίεργο, έ ; Βέβαια δέν μοιάζουν σαν δίδυμοι, αλλά μέ τό ίδιο άνάστημα, τά ϊδια πρόσωπα ώς παλιοί κλόουν καί οί δυό τους καί ιδίως μέ τήν ϊδια άμφίεσι, μοιάζουν σάν άδέλφια. Οί δυό συνένοχοι συνέρχονταν σιγά—σιγά από τήν κατάπληξί τους. Στό κάτω—κάτω, δέν είχαν μπρο­ στά τους, αυτοί —δύο ισχυροί καί χε­ ροδύναμοι τύποι— παρά μονάχα έ­ ναν αντίπαλο, πού φαινόταν πολύ βολικός γιά τά χέρια τους, μέ τήν ξεθωριασμένη ρεντιγκότα του καί τό ύφος του πού θύμιζε υπαλληλίσκο... Ό Ντέλ Πρέγκο ψιθύρισε κάτι σέ ξένη γλώσσα, μά ό Μπάρνετ τού ε­ ξήγησε άμέσως : —Δέν είναι ανάγκη νά μιλάς

ΚΛΕΙΣΤΟΝ ρούσικα, γιά νά ρωτάς τόν συνένο­ χό σου άν έχη πιστόλι. Ό Ντέλ Πρέγκο ρίγησε καί είπε μερικές λέξεις σέ μιάν άλλη γλώσσα. — Μή νομίζετε δτι μέ κοροϊδεύετε, φώναξε ό Μπάρνετ. Γνωρίζω καί τά τουρκικά καί καλύτερα από σάς. Έξ άλλου προτιμώ νά σάς προειδοποιή­ σω. Έξω, στή σκάλα, είναι ό Μπεσού, τόν όποιο γνωρίζετε, ό σύζυγος τής "Ολγας, καί δυό συνάδελφοί του. "Ενας πυροβολισμός καί βγαίνουν ά­ μέσως στή μέση. Ό Ντέλ Πρέγκο καί ό άλλος άντήλλαξαν μιά ματιά. Ησαν χαμένοι. Τό καταλάβαιναν. Έν τούτοις ήσαν από κείνους πού δέν εγκαταλείπουν τόν αγώνα τόσο εύκολα. "Αρχισαν λοιπόν νά πλησιάζουν σιγά-σιγά τόν Μπάρνετ. — Δόξα σοι ό θεός 1, φώναξε αυ­ τός. Ή πάλη αρχίζει, κυρίες καί κύ­ ριοι...ΚΓ έτσι, μόλις μέ βγάλετε άπό τή μέση, θά τό σκάσετε πιό εύκολα μέσα άπό τά χέρια τού Μπεσού. Προ­ σοχή, κυρία ’Όλγα 1 Σάς παρακαλώ νά παραστήτε σέ κάτι ύπέροχο I Δυό κολοσσοί εναντίον μιάς ακρίδας 1 Δυό Γολιάθ εναντίον τού Δαυίδ I Εμπρός, Ντέλ Πρέγκο! Πιό γρήγορα! Εμπρός, κάνε κουράγιο ! Πήδησε στό λαιμό μου ! Τρία βήματα τούς χώριζαν. Οί δυό κακοποιοί έσφιξαν τις γροθιές τους. Ακόμα ένα δευτερόλεπτο καί θά ώρμούσαν. Ό Μπάρνετ τούς πρόλαβε. Ρίχτη­ κε μπρούμυτα στό πάτωμα, άρπαξε τόν καθένα άπό ένα ποδάρι καί τούς τίναξε χάμω σάν άνδρείκελλα ! ΧΙρίν άκόμα βρουν τόν καιρό ν’ αμυνθούν, ένοιωσαν τά κεφάλια τους καρφωμένα στό πάτω­ μα. Μούγγριζαν, έσκαζαν, τά χέρια τους δέν είχαν πιά τήν παραμικρή δύναμι. —’Όλγα Βωμπάν, φώναξε ήρεμα ό Μπάρνετ, λάβετε τήν καλωσύνη ν’ α­ νοίξετε τήν πόρτα καί νά φωνάξετε τόν Μπεσού. Ό ’Όλγα γλύστρησε άπό τή σκά-


ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ λα καί έτρεξε ν’ άνοιξη τήν πόρτα. — Μπεσού 1 Μπεσού I φώναξε. Καί, μπαίνοντας μαζί μέ τόν α­ στυνόμο Μπεσού, του είπε : —Πάει, τούς κανόνισε μόνος του. Τούς τορπίλλισε, μια καί κάτω 1 Ά 1 Δέν τό πίστευα πώς εΐναι τόσο δυ­ νατός ! — Πάρε, είπε ό Μπάρνετ στον Μπεσού. Σου παραδίδω δυο πελά­ τες πρώτης τάξεως. Δέν έχεις παρά νά τούς πέρασης στά σίδερα τά χέ­ ρια. νΑ, δχι ! Μπεσού, μη τους σφίγγης τόσο πολύ, άνθρώπινα πλά­ σματα είναι κΓ αύτά ! ’Ανασηκώθηκε, έκανε μιά ύπόκλισι, φίλησε τό χέρι της "Ολγας, καί φώναξε εύθυμα : —Ά ! Μπεσού, τι ωραίο κυνήγι ! Δυό μεγάλα θηρία ανάμεσα στα πιο άγρια. Ντέλ Πρέγκο, τά συγχαρητή­ ριά μου για το σύστημα πού μετα­ χειρίζεσαι στη δουλειά σου. Ό Μπάρνετ δέν μπορούσε νά συγκράτηση τη χαρά του. Μ’ ένα πή­ δημα πετάχτηκε πάνω στο δίζυγο, άνέβηκε ψηλά, πετάχτηκε στο μονό­ ζυγο καί άρπαξε τούς κρίκους καί μέ μιά τέχνη θαυμαστή άρχισε νά στριφογυρίζη σάν μύλος. Ή "Ολγα, κατάπληκτη τόν είδε ξαφνικά νά κάνη ένα τεράστιο πήδη­ μα καί νά βρίσκεται μπροστά της. — Πιάστε τήν καρδιά μου, ωραία κυρία... Ούτε ένας χτύπος παραπά­ νω. Καί τό μέτωπό μου ; Ούτε στα­ γόνα ιδρώτα ! "Επιασε έπειτα τό ά,\ουστικό του τηλεφώνου καί ζήτησε έναν άριθμό. — Ή Δημόσια Ασφάλεια, παραλώ ;... ’Ά ! εσύ είσαι, Άλμπέρ ; Εί­ μαι εγώ, ό Μπεσού. Δέν άναγνωρίζεις τή φωνή μου ; Δέν πειράζει I Σέ πληροφορώ δτι τσάκωσα δυό δολο­ φόνους, πού είναι ένοχοι τής κλοπής τής "Ολγας Βωμπάν. "Εκλεισε τό τηλέφωνο κΓ έδωσε τό χέρι στον Μπεσού. — Όλη ή δόξα δική σου, φίλε μου. Κυρία, τά σέβη μου. Τί ύφος είναι αύτό, Ντέλ Πρέγκο ; Ό Ντέλ Πρέγκο ψιθύρισε: — Νομίζω πώς μονάχα ένας άν­ θρωπος θά μπορούσε νά μέ τυΜξη μ5 αύτόν τόν τρόπο. — Ποιος ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

—Ό Άρσέν Λουπέν ! Ό Μπάρνετ φώναξε : — Μπράβο, Ντέλ Πρέγκο ! Αύτό λέγεται λεπτή ψυχολογία. Άν δέν χάσης τό κεφάλι σου, θά βοής πολ­ λές μηχανές άκόμα 1 Μονάχα, νά, δέν στέκεται καλά, τώρα πιά, στους ώμους σου 1 "Εβαλε τά γέλια, χαιρέτησε τήν "Ολγα καί έφυγε τραγουδώντας : «Ό Ισίδωρος...μέ λατρεύει ΚΓ εγώ τόν Γιάννη, άγαπώ...»

_Τήν άλλη μέρα έξηντλημένος άπό τήν πολύωρη άνάκρισι, υπέδειξε στήν άστυνομία τήν αποθήκη, όπου είχε κρύψει τά έπι­ πλα τής. κρεββατοκάμαρας τής "Ολ­ γας Βωμπάν. ?Ηταν Τρίτη. Ό Μπάρνετ είχε κρατήσει τήν ύπόρχεσί του. Γιά κάμποσες ήμέρες, ό Μπεσού άναγκάστηκε νά εγκατάλειψη τό Πα­ ρίσι γιά κάποια υπηρεσία. — Έπιστρέφοντας βρήκε ένα γράμ­ μα τού Μπάρνετ. «Όμολόγησε δτι φέρθηκα εύγενικά ! Δέν έβγαλα δεκάρα άπ’ αυτή τήν ύπόθεσι ! Δέν έκανα καμμιά άν ά λ η ψ ι άπ’ αύτές πού σέ λυ­ πούν ! Αλλά, έξ άλλου, ποιά μεγα­ λύτερη άνταμοιβή, άν κερδίσω τήν έκτίμησί σου 1» Τό άπόγευμα ό Μπεσού τράβηξε γιά τό γραφείο Μπάρνετ καί Σία, τής οδού Λαμπόρ. Τό βρήκε κλειστό. (Συνέχεια στη σελίδα 48)


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ “ΜΑΜΠΑ,, ύ π ό ΕΝΤΓΚΑΡ

ΜΙΑ ΘΕΣΙΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ «Ζητείται δεσποινίς διά ν’ άναλάβη αμέσως εργασίαν ώς γραμματέας εις χημικόν έργαστήριον. Δεν απαιτείται να έχη έργασθή προηγουμένως εις τοιουτον ίδρυμα. Πρέπει όμως να έχη δίπλωμα δημοσίου εκπαιδευ­ τηρίου, μαρτυρουν δτι υπέστη έ-

ΟΥΑΛΛΑΣ

πιτυχώς εξετάσεις εις Φυσικήν καί την Άνόργανον Χημείαν. Προτιμώνται αί έχουσαι συγγενι­ κός σχέσεις με επιστήμονας. ’Απευθυντέον δι’ επιστολής : θυρίς 9754. «Ημερήσιον Μεγάφωνον». Δι’ δσας επιθυμούν νά παρουσιασθουν αυτοπροσώπως κατα­ βάλλονται τά έξοδα του εισιτη­ ρίου, άπό οίονδήποτε σταθμόν κείμενον εντός άκτίνος Ί50 μιλί-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ων από τού Λονδίνου. Μισθός 520 λίραι έτησίως». Ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ βρήκε τήν εφημερίδα στην είσοδο τής έπαύλεως Χέβριτυ, όπου έμενε μέ τη θεία της, κι5 δταν τήν άνοιξε, εΐδε τήν άγγε?ία σημειωμένη ολόγυρα μέ μπλε μολύβι. Κάποιος καλός φίλος φρόντισε, μέ τόν τρόπο αυτό, να τήν ει­ δοποιήσει πώς μπορούσε νά βρή ερ­ γασία. — "Εξοχα 1, φώναξε γεμάτη χαρά κΓ έδειξε τήν άγγελία στή θεία της, τήν "Αλμα. "Εχω άκριβώς τά προ­ σόντα, πού άπαιτοΰνται, άφού άκόμα κι5 ό μακαρίτης ό μπαμπάς είχε μεγάλη φήμη στον επιστημονικό κό­ σμο. Τό παράξενο είναι ότι μένουμε ακριβώς 140 μιλιά μακρυά από τό Λονδίνο !... —Τί σύμπτωσις, άλήθεια !, είπε ή θεία "Αλμα, μιά λιγνή ηλικιωμένη γυναίκα, πού φαινόταν κάπως κακή, ενώ ήταν στήν πραγματικότητα πολύ καλή. — Τύχη, πού τήν έχω, αϊ θείτσα; εξακολούθησε ή Μιραμπέλλα. θά πάψουμε νά στενοχωριόμαστε άπό λεφτά, θ’ άφήσουμε τήν έπαυλι και θα πάμε νά μείνουμε στο Λονδίνο... Θά μπορούμε μάλιστα νά πηγαίνουμε μιά —δυο φορές τήν βδομάδα και στό θέατρο... Αύτό δεν πολυάρεσε στή θεία "Αλμα. Πίστευε πώς τό Λονδίνο ή­ ταν γεμάτο παγίδες καί πώς σε κά­ θε γωνία τοΰ δρόμου παραμόνευε ό κίνδυνος. — Τήν τελευταία, φορά, πού πήγα, τής είπε, εδώ καί τρία χρόνια ανα­ στάτωσαν τόν κόσμο οί Τέσσερις Δί­ καιοι. Καί διηγήθηκε πάλι τήν ιστορία πού τής είχε διηγηθή εκατό φορές; —Είχαν τρομοκρατήσει ολόκληρο τό Λονδίνο. Δεν τολμούσε κανείς νά δγή τή νύχτα άπό τό σπίτι του, για­ τί δεν ήξερε άν θά γυρίση ζωντανός...

Δυο μικρά θανατηφόρα κερό ψίδι

17

Καί όμως τούς άφησαν ελεύθερους !.. Αύτό θά πή νά ένθαρρύνη κανείς τό έγκλημα... ΚΓ ή Μιραμπέλλα έπανέλαβε τή στερεότυπη άπάντησι, πού τής έδινε, όσες φορές τής διηγόταν τήν' ιστορία αύτή. — Δεν ήσαν καθόλου έγκληματίαι, θείτσα μου. ?Ησαν πλούσιοι άνθρω­ ποι, πού ριψοκινδύνευαν γιά νά τιμω­ ρήσουν εκείνους, πού κατορθώνουν νά ξεγλυστρούν ανάμεσα άπό τά χέρια τοΰ Νόμου καί νά μένουν ατιμώρη­ τοι. Δέν λέω_ μπορεί νάκαναν υπερ­ βασίες οί «Τέσσερις Δίκαιοι», μά τούς έδιναν χάρι, γιατί στόν πόλεμο πρόσφεραν μεγάλες εκδουλεύσεις. "Ε­ νας μάλιστα άπ’ αύτούς είχε κατορθώση νά τρυπώση μέσα στό Γερμα­ νικό Υπουργείο τών Στρατιωτικών καί νά έργαστή επί τρεις ολόκληρους μήνες. "Ετσι έμαθε ένα σωρό πολυ­ τιμότατα μυστικά. Γιατί όμως επι­ μένεις νά λες πώς ήσαν τέσσερις; ^Ησαν μόνο τρεις. Πόσο ήθελα νά τούς γνώριζα, θά είναι πολύ ενδια­ φέροντες άνθρωποι. Όπωσδήποτε μπορείς νά κοιμάσαι ήσυχη, γιατί δεν βρίσκονται πιά στό Λονδίνο. — Καλά. Καί τό φίδι; ρώτησε ή θεία "Αλμα μέ φοβισμένη φωνή. ιστορία τοΰ φιδιού τρομοκρα­ τούσε όλο τό Λονδίνο. Κάθε πρωί, τά έξη έκατομμύρια τών κα­ τοίκων του, άνοιγαν τήν εφημερίδα τους καί έψαχναν νά βροΰν τίποτα νεώτερο γιά τό φίδι. Οί εφημερίδες βεβαίωναν τούς α­ ναγνώστες τους πώς ό φόβος του φιδιού ήταν παιδαριώδης, θλιβερό σύμπτωμα τής νευροπάθειάς πού δια­ κρίνει τή σύγχρονη ,γενεά. Έν τούτοις δέν παρέλειπαν νά δημοσιεύουν τακτικά εκτενείς λεπτομέρειες γιά τό φίδι, αύτό, τή μαύρη «Μάμπα», γιά τις συνήθειές του καί γιά τό θανατη­ φόρο δάγκωμά του.

Η

στίγματα

κι’ ενα φαρμα®

σκορπούν τόν τρόμο I


18

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ή «Μάμπα» αυτή, τό πιό φαρμαρό φίδι τής Αφρικής, εΐχε ξεφύγη μια παγερή νύχτα τοϋ Δεκεμβρίου από τόν Ζωολογικό κήπο. ΟΙ εφημε­ ρίδες άνήγγειλαν τό γεγονός. 'Η εϊδησις φυσικά προκάλεσε κάποια συγκίνησι. Οί αναγνώστες περίμεναν δτι την επομένη θά διάβαζαν πώς τό φίδι βρέθηκε παγωμένο ■ σέ λίγη άπόστασι από τόν Ζωολογικό κήπο γιατί ή «μάμπα», πού ζή στους τρο­ πικούς καί διατηρείται στούς ζωολο­ γικούς κήπους μέσα σέ τεχνιτώς θερμή άτμόσφαιρα, δεν ήταν δυνα­ τόν παρά νά πεθάνη μέ θερμοκρασία κάτω από τό μηδέν. Μά οί Λονδρέζοι περίμεναν μά­ ταια νά πληροψορηθοϋν τό θάνατο τής «μάμπας». 'Ύστερ’από λίγον και­ ρό, ένας αστυφύλακας βρήκε τη νύ­ χτα, κοντά σέ μιά πόρτα, νεκρό, τόν γνωστό χρηματομεσίτη ’Έμμετ. Τό πρησμένο πρόσωπό του παρουσίαζε δύο μικρές πληγές την μιά κοντά στην άλλη, δύο μικρά στίγματα, σάν από κέντημα καρφίτσας. 'Η νεκροψία εξακρίβωσε πώς είχε πεθάνει άττό δάγκωμα φιδιού.

Την νύχτα εκείνη έκανε παγωνιά κι’ ό ’Έμμετ είχε πάει μέ τό αυτοκί­ νητό του στό θέατρο δίχως συνοδεία. Ό σωφέρ του βεβαίωσε, πώς τόν είχε αφήσει πολύ κοντά στήν εξώ­ πορτα τοϋ σπιτιού του. “Όπως άπεδείχθη όμως, ό χρηματομεσίτης οικο­ νομικά δέν στεκόταν καθόλου καλά. Είχε αποσύρει μεγάλα ποσά άπό τήν Τράπεζα, μέ τήν οποία εργαζόταν καί τά ποσά αύτά είχαν έξαφανιστή. Φυσικά, ό θάνατός του άπεδόθη στή μυστηριώδη «Μάμπα». 'Ώσπου νά συνέλθη τό Λονδίνο ά­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ πό τή συγκίνησι αυτή, τό φίδι έκανε πάλι τήν έμφάνισί του. Τή φορά αυ­ τή, κεραυνοβόλησε κάποιο Σίρκλ, βα­ ρυποινίτη. Τόν βρήκε νεκρό ένας φύ­ λακας τοϋ Χάϊν Πάρκ μέσα στό πάρ­ κο, κοντά στό άγαλμα τοϋ Άχιλλέα. Τό φίδι είχε αφήσει τά δυο μικρά στίγματά του στόν καρπό τοϋ χερ^οϋ τοϋ Σίρκλ... Μετά ένα μήνα, ή «Μάμπα» ση­ μείωσε ένα τρίτο θϋμα : έναν υπάλλη­ λο τής Τραπέζης τής Αγγλίας. Τόν είδαν νά πέφτη μπρούμυτα μέσα στόν υπόγειο σιδηρόδρομο. 'Όταν τόν πήγαν στό νοσοκομείο, είχε πεθάνει. Τά δυό σημάδια τοϋ δαγκώ­ ματος τοϋ φιδιοϋ βρέθηκαν στή γάμ­ πα του. τσι, ή «Μάμπα», έγινε ό φόβος καί ό τρόμος τοϋ Λονδίνου. 'Η Μιραμπέλλα έκανε πώς δέν φο­ βόταν καί προσπάθησε νά άστειευτή μέ τόν τρόμο τής θείας της, μά εκεί­ νη προτίμησε νά έπανέλθη στό θέμα τής θέσεως, πού παρουσιάστηκε στήν άνεψιά της. — Πιστεύεις νά γίνης δεκτή; τήν ρώτησε. — Δέν έχω καμμία αμφιβολία, α­ πάντησε τό κορίτσι. Πάντως, θά γρά­ ψω αμέσως. Πράγματι, μετά μιά ώρα έδωσε μιάν επιστολή στόν αγροτικό ταχυ­ δρόμο, μέ τή διεύθυνσι πού άνέφερε ή αγγελία. _Χ.ΙΙ)1Μ ] Ή άπάντησις ήρθε ϋστερ’ άπό δυό μέρες. Τήν καλοϋσε ό έξαγωγικός οίκος ’Όμπερτσον καί Σία νά παρουσιαστή στά γραφεία του. Τό άλλο πρωί, ή Μιραμπέλλα έ­ φτασε στά γραφεία τοϋ Οίκου. Περίμενε δέκα λεπτά στόν προθάλαμο καί μπήκε έπειτα σέ μιά μεγάλη αί­ θουσα, δπου δούλευαν υπάλληλοι πού φαίνονταν ξένοι, σάν Γερμανοί. 'Ένας χλωμός νέος τήν παρακάλεσε νά τόν άκολουθήση σέ μιάν άλλη μεγαλύτερη αίθουσα. 'Η αίθουσα αυ­ τή ήταν σχεδόν άδεια. Είχε ένα τρα­ πεζάκι, δυό καρέκλες, καί σέ μιά γω­ νιά ένα ντουλάπι. Οί ψηλοί τοίχοι και τό πάτωμα ήσαν σκεπασμένοι μέ χαλιά. Επάνω στό τζάκι ήταν διπλω­ μένος ένας χάρτης και δίπλα κρεμό­ ταν τό κορδονάκι ένός κουδουνιού.

Ε


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Στό τζάκι καθόταν κάποιος μέ τις πλάτες γυρισμένες πρός τή φωτιά. ?Ηταν ψηλός, μέ ψαρά μαλλιά, μέ χλωμό πρόσωπο, ζαρωμένο σαν μπα­ γιάτικο μήλο, καί μ* ένα πελώριο μέ­ τωπο. Φαινόταν πενηντάρης, μά θά ή­ ταν πολύ μεγαλύτερος. — Ή μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ ! ρώτησε, καί ή νέα πρόσεξε πώς τ’ αγγλικά του δέν ήσαν τέλεια, μολο­ νότι πρόσεχε πολύ καθώς μιλούσε. Παρακαλώ, καθήστε. Είμαι ό δόκτωρ Όμπερτσον. Δέν είμαι Γερμανός, ό­ πως θά υποθέσατε από τό δνομά μου. θαυμάζω τούς Γερμανούς, εΐν’ αλή­ θεια, αλλά είμαι Σουηδός. Ή Μιραμπέλλα χαμογέλασε. Ό ’Όμπερτσον την έξήτασε μέ τό βλέμ­ μα. Φαινόταν ψηλή δίχως νά είναι, γιατί ήταν λεπτή καί λυγερή. Τό χρώ­ μα της είχε κάτι από την δροσιά του υπαίθρου καί τά μάτια της έλαμπαν. — "Εχετε επιστημονική μόρφωσι; την ρώτησε ό Σουηδός. 'Η Μιραμπέλλα κούνησε τό κεφά­ λι της αρνητικά. —Γιά νά είμαι ειλικρινής, δέν έχω καταγίνει ειδικά, έχω όμως ύποστή εξετάσεις Φυσικής καί Άνοργάνου Χημείας, όπως ζητείται στήν άγγελία σας. —Μά ό Πατέρας σας δέν ήταν έστήμων; 'Η Μιραμπέλλα τό επιβεβαίωσε. —Δέν ήταν μεγάλος επιστήμων, είπε ό ’Όμπερτσον. Ή Αγγλία καί ή Αμερική δέν βγάζουν μεγάλους ε­ πιστήμονας. Ακόμα καί ό Νεύτων καί ό ’Έδισσων, δέν μπορούν νά θε­ ωρηθούν κορυφές. Τούς λείπει τό ιε­ ρό πυρ... Ή Μιραμπέλλα ξαφνιάστηκε ελα­ φρά. Γέλασε μέσα της, άλλά δέν φα­ νέρωσε τίποτα. — ’Ας τ’ άφήσουμε δμως αυτά, ε­ ξακολούθησε ό ’Όμπερτσον, καί άς μιλήσουμε γιά τήν ύπόθεσί μας. — Δέν έχω νά σάς πώ σπουδαία πράγματα σχετικώς μέ μένα, άρχισε η νέα. Μένω μέ τήν θεία μου σέ μιάν έπαυλι στό Γκλούτσεστερ. Ζούμε άπό ένα μικρό εισόδημα... — Πώς σάς φάνηκε όταν λάβατε τήν επιστολή μου, πού σάς καλουσα νάρθήτε ; θέλω νά σάς γνωρίσω άπόψυχική καί πνευματική άποψι. "Ετσι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ί9

μορφώνω εγώ συνήθως τις κρί­ σεις μου. "Ετσι απέκτησα τήν τερά­ στια περιουσία μου : άναλύοντας τις ανθρώπινες ψυχές.

ΓΤερίμενε βέβαια νά έξετασθούν οΐ * * έπιστημονιμονικές της γνώσεις ή Μιραμπέλλα, ποτέ όμοος δέν φαντα­ ζόταν. πώς θά γινόταν άντικείμενο ψυχοαναλύσεως. —Τί νά σάς πώ, απάντησε. Νά : έμεινα λιγάκι έκπληκτη... Φυσικά μέ τράβηξε ό μισθός. Δέκα λίρες τή βδομάδα είναι κάτι πολύ σημαντικό γιά μένα... Δέν ξέρω τώρα κατά πό­ σον είμαι κατάλληλη γιά τή θέσι... — Είστε καί παραειστε, δήλωσε ό ’Όμπερτσον. Χρειάζομαι μιά γραμ­ ματέα γιά τό εργαστήριό μου. Είστε κόρη έπιστήμονος καί δέν μπορεί παρά νά έχετε τά προσόντα, θ’ άναλάβετε άμέσως τά καθήκοντά σας. Καθώς μιλούσε, ή άκρη τής μύτης του κουνιόταν καί τά ματάκια του έμεναν καρφωμένα επάνω της. Ή νέα δέν είχε δή ποτέ τέτοια. ?Ησαν μαύρα, πάρα πολύ εκφραστικά, γε­ μάτα πάθος, σατανικά σχεδόν. Ή Μιραμπέλλα ένοιοοσε κάποιο φόβο. — Εΐνε εντελώς αδύνατον, είπε, νά άναλάβω άπό σήμερα υπηρεσία. —’Ή σήμερα ή ποτέ, τόνισεν^-ό ’Όμπερτσον ψυχρά. Ή νέα βρισκόταν σέ δύσκολη, θέ­ σι. Ό μισθός ήταν ελκυστικός καί τή οικονομική της κατάστασις δέν ήταν ευχάριστη. Ή έπαυλις μόλις άπέδιδε κάτι καί τό εισόδημα διαρκώς ελατ­ τωνόταν. 'Η έπιχείρησις, δπου εΐ-


20

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

χαν τοποθετήσει τά λίγα χρήματά τους, δέν είχε δώσει μέρισμα τον πε­ ρασμένο χρόνο καί ή Μιραμπέλλα δεν έκανε τό ταξίδι, πού λογάριαζε, στήν Ελβετία. "Επρεπε λοιπόν νά πιέση τον εαυτό της καί νά δεχτή. —Αφού επιμένετε, του είπε, θά άναλάβω αμέσως υπηρεσία. — Λαμπρά ! Όμπερτσον σηκώθηκε από τή θέσι του καί άνοιξε μιά πορτούλα, πού ώδηγουσε στό διπλανό δω­ μάτιο. Όταν τό εργαστήριο. Μικρό, αλ­ λά θαυμάσια τακτοποιημένο. Στη γραμμή, ήσαν παραταγμένα βάζα άπό πορσελάνη καί μπουκάλες άπό κρύσταλλο με έτικέττες. Στή μέση υ­ πήρχε ένα μεγάλο τραπέζι, σκεπασμέ­ νο με μιά γυάλινη πλάκα, κΤ επάνω σ’ αύτό διάφορα όργανα. Άπό τήν εξαιρετικά ευαίσθητη ζυγαριά, πού σημείωνε ακόμα καί τό βάρος ενός μορίου σκόνης, ως τήν πολυπλοκώτερη ηλεκτρική μηχανή. — Τί πρόκειται να κάμω ; ρώτησε άτολμα. —Τί νά κάνετε ; είπε ό δόκτωρ καί φάνηκε σάν νά μήν τό ήξερε καί ό ίδιος... Νά τί θά κάμετε : θά κα­ θορίσετε τήν ποσότητα, πού περιέχει κάθε δοχείο. Ή προκάτοχός σας ή­ ταν δυστυχώς κουτή. Δέν έφρόντιζε νά έχη εν τάξει τά πράμματα... Φαντασθήτε : κάποτε ζητώ κάτι καί δέν τό βρίσκω... —Αύτό είναι όλο ; ρώτησε ή νέα. -Ναι. "Εβγαλε ένα χοντρό πορτοφόλι καί τράβηξε δυό τσαλακωμένα χαρ­ τονομίσματα. —Δέκα λίρες τής είπε. Πληρώνου­ με τούς μισθούς προκαταβολικώς. "Η­ θελα νά μάθω καί κάτι άλλο : ή θεία σας βρίσκεται στό Λονδίνο ; —Όχι. Στήν έπαυλι. Σκοπεύω άπόψε νά πάω εκεί κι’ αύριο θάρθουμε νά εγκατασταθούμε στό σπιτάκι/ πού έχουμε στό Λονδίνο. — Ή θεία σας θά άνησυχουσε, άν μένατε απόψε εδώ ; Ή νέα χαμογέλασε καί κούνησε τό κεφάλι της. — Δέν φαντάζομαι. Θά μείνω -στό

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ σπίτι μας. Δέν είναι ή πρώτη φορά. Θά ειδοποιήσω μέ κανένα τηλεγρά­ φημα νάρθή κι’ εκείνη. — Μιά στιγμή. Ό Όμπερτσον πήγε στό γραφείο του καί ξαναγύρισε αμέσως μ’ ένα χαρτί για τηλεγραφήματα. — Γράψτε τό τηλεγράφημά σας: "Ένας υπάλληλος θά τό πάη~άμέσως στό τηλεγραφείο. Ή Μιραμπέλλα συνέταξε τό τη­ λεγράφημα καί του τό έδωσε. —Ευχαριστώ, του είπε. Ό δόκτωρ "Ομπερτσον ύποκλίθηκε καί βγήκε έξω κλείνοντας τήν πόρτα. Ή Μιραμπέλλα δέν άντελήφθη 6τι τήν είχε κλειδώσει μέσα στό εργαστήριο. Όσο γιά τό τηλεγράφημα, είχε γί­ νει ένας μικρός σωρός στάχτης στό τζάκι του γραφείου του "Ομπερτσον.

ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΩΡΖΟΝ Ό αριθμός 233 τής οδού Κώρζον, ήταν ένα σπιτάκι ανάμεσα σε δυό πελώρια σπίτια, ταπεινό καί σάν ζα­ ρωμένο, μεταξύ τών δύο ογκωδών γειτόνων του. Ο! περίοικοι είχαν λό­ γους, φαίνεται, νά εΐναι δυσαρεστημένοι κατά τών ενοίκων τού μικρού σπιτιού, γιατί είχαν συντάξει μιαν αναφορά, ζητώντας, ν’ άπαγορευθή στον οικοδεσπότη Τζώρτζ Μάνφρεδ νά άσκή μαζί μέ τούς δυό συνοίκους του τό επάγγελμα τού ιδιωτικού ντέτεκτιβ. 'Η ενέργεια όμως αυτή δέν έφερε κανένα άποτέλεσμα. Ό Μάνφρεδ ήταν έναν ψηλός, όμορφος άντρας, μέ πρόσωπο πατρι­ κίου καί μέ πλάτες άθλητοΰ, πάντο­ τε καλοντυμένος. Κοινωνικές σχέσεις δένΌχε πολλές. Τόν επισκεπτόταν κάποτε ό ιατροδικαστής "Ελβερ γιά νά μιλήση μαζί του καί μέ τούς φί­ λου του γιά τήν «Μάμπα», τό μαΰ-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21

ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ρο ψίδι, πού σκορπούσε τόν θάτστο. Επίσης τακτικός επισκέπτης του σπι­ τιού ήταν ένας άρκετά μυστηριώδης Αστυνομικός, πού ερχόταν να καπνί­ ση την πίπα του μέ τή συντροφιά των τριών. Περισσότερο από τόν Μάνφρεδ, ήταν γνωστός στη γειτονιά ό τζέν­ τλεμαν σωφέρ του, πού ώδηγουσε τή «λιμουζίνα» του, ένο ύπέροχο αυτο­ κίνητο, πού λαμποκοπούσε. Ό σωφέρ αυτός, πολύ ριψοκίνδυνος, αγαπούσε τήν ταχύτητα, χωρίς δμως νά γίνη ποτέ αιτία δυστυχήματος. ?Ηταν ένας λιγνός νέος, μέ μάτια πού ερευνού­ σαν αδιάκοπα, Λίγοι γνώριζαν τόν οικονόμο του Μάνφρεδ, έναν σκυθρωπό5 κοντόσωμο Γάλλο, μέ άπλό εξωτερικό, πού δεν αγαπούσε καθόλου τά λόγια. Μιά μαγείρισσα καί δυό καμαριέ­ ρες συμπλήρωναν τήν υπηρεσία. "Ερ­ χονταν στις οκτώ τό πρωί και έφευ­ γαν στις 6 τό βράδυ. Τή νύχτα ποτέ δέν έμεναν στό σπίτι. Ό Μάνφρεδ έτρωγε συνήθως τό βράδυ έξω, 'Ένα βράδυ, λίγο πριν φύγουν οΐ υπηρέτριες, ήρθε ένας κοντόχοντρος επισκέπτης, μέ πρόσωπο κατακόκκινο σάν κεραμίδι,φαλακρός, πού φαινό­ ταν άνθρωπος κάπως κατωτέρας τάξεως. Δήλωσε πώς λεγόταν Σάμ Μπάρμπερτον καί πώς επιθυμεί νά μιλήση μέ τόν Μάνφρεδ. Ό οικονόμος τού έξέφρασε αμφιβολίες σχετικά μέ τό άν θά μπορούσε νά μιλήση μέ τόν οικοδεσπότη, χωρίς προηγούμενη 'συνεννόησι. — Είναι ανάγκη νά τού μιλήσω, είπε ό επισκέπτης, θά περιμένω έν ανάγκη όλη τή νύχτα! Καί ό Μπάρμπερτον θρονιάστηκε αέ μ·ά καρέκλα τού χώλ καί έβγαλε από τήν τσέπη του ένα άπόκομμα έφημερίδος. — Τό έκοψα, εξήγησε, από μιά ε­ φημερίδα τού Ακρωτηρίου τής Νο­ τίου Αφρικής, γιατί είδα τήν άνγελία τού κ. Μάνφρεδ. "Ερχομαι από τό καράβι «Μπεννκουέλλα». Μέ τό ίδιο καράβι ταξίδευε κι5 ένας Πορτο­ γάλος, ό Βίλλα. Τί θέλει αότός κι* έρχεται εδώ ; ?Ω, αυτοί οί μιγάδες Πορτογάλοι I Καλύτερα νάχη κανείς

νά κάνη μέ καννιβάλους παρά μ’ αυ­ τούς. Κυττάξτε δώ... αί, πριν ό οικονόμος καταλάβη τί ήθελε νά πή, ό Μπάρμπερτον έ­ βγαλε τό παπούτσι του καί του έδει­ ξε τή φτέρνα, γιατί κάλτσες δέν φο­ ρούσε. Ή φτέρνα ήταν ολόκληρη μιά ούλή από κάψιμο ! — Μοϋβαλαν τά πόδια στή φωτιά, εξήγησε, γιά νά μ5 αναγκάσουν νά μιλήσω. Πρόλαβε δμως καί μπήκε στή μέση ένας Αφρικανός καί τή γλύ­ τωσα... — Πού έγινε αυτό; ρώτησε ό οι­ κονόμος. — Στό Μοσάμεδες, στήν Πορτο­ γαλική Αφρική. — Καί τί ήθελαν νά σάς Αναγκά­ σουν νά τούς πήτε; Ό επισκέπτης τόν κύτταξε μέ υ­ ποψία. — Είστε σεις ό ντέτεκτιβ ; —"Οχι, είμαι ό οικονόμος του. — Νά τού πήτε πώς θέλο:> νά μέ βοηθήση νά μάθω μερικά πράγματα, δπως τήν διεύθυνσι μιας κοπέλας... Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ τή λένε. "Εχω Ακόμα νά τού πώ κΓάλλα, νά : ό Βίλλα καί μερικοί άλλοι, πού εί­ ναι μαζί του, μέθυσαν μιά νύχτα καί άρχισαν νά φλυαρούν γιά κά­ ποιο «κάστρο», λέει, πού έχουν έδώ στή Αγγλία... ένα σπίτι δηλαδή, πού μοιάζει σάν κάστρο... Ό οικονόμος ύποπτεύθηκε πώς ό επισκέπτης ήταν μεθυσμένος. Γιά νά τό έξακριβώση έκανε πώς σήκωσε κάποιο σπίρτο, πού είχε ρίξη χάμω, καί πλησίασε μέ τρόπο τή μύτη του στό πρόσωπο τού Μπάρμπερτον. "Οχι, δέν ήταν μεθυσμένος. Δέν μύριζε καθόλου πιοτό, άλλά .μόνο καπνό. — Περιμένετε μιά στιγμή, τού είπε καί χάθηκε στή σκάλα. Σέ λίγο γύρισε καί παρακάλεσε τόν Μπάρμπερτον νά τόν συνοδεύση. Ό οικονόμος ώδήγησε τόν επι­ σκέπτη σ’ ένα δωμάτιο, πού έβλεπε προς τό δρόμο, δπου ό Μάνφρεδ κα­ θόταν μπροστά σ’ ένα μικρό γρα­ φείο. Ό Μάνφρεδ τόν παρακάλεσε νά καθίση. — Ό οικονόμος μου, τού είπε, μού διηγήθηκε τήν ιστορία σας. ΕΤ-

Κ


22

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ναι αλήθεια πολύ περίεργη. Εΐστε από τήν πόλι του Ακρωτηρίου ; — "Οχι. Δεν τήν έχω ίδή ποτέ μου. — Καί τί έχετε να μου πήτε ; — θά σάς πώ κάτι, που δεν θά τδλεγα στον καλύτερό μου φίλο, πόν Ήλία Ούάσιγκτων, πού μου έχει σώση τη ζωή. Ή περιέργεια του Μάνφρεδ κεν­ τήθηκε.

Ο

Μπάρμ π ε ρ τ ο ν τράβηξε τήν καρέκλα του κοντήτερα στο γραφείο καί άρχισε : — Υπάρχει ένα μυστικό, πού δεν είναι μονάχα δικό μου. Αξίζει δσο ένα βουναλάκι χρυσάφι. Πολλοί προσπάθησαν νά τό μάθουν. Ό Βίλλα ό Πορτογάλος κι’ οί σύντροφοί του μουκαψαν τά πόδια γιά νά τό πάρουν από τό στόμα μου, μά δεν τό κατάφεραν. Εκείνο πού θέλω εί­ ναι νά βρω τήν μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. Είναι μεγάλη βία, γιατί οί άλλοι, εδώ καί δυό βδομάδες, άρχι­ σαν νά ενεργούν. Ό Βίλλα ασφα­ λώς θά τηλεγράφησε στούς δικούς του εδώ στήν Αγγλία. Λοιπόν : "Ε­ χετε καμμιά ιδέα πού μπορούμε νά βρούμε αυτή τήν νέα ; —"Εχει συγγενείς εδώ στήν Αγ­ γλία ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. — Δέν ξέρω, άπάντησε ό άλλος. Τό μόνο, πού ξέρω είναι πώς ζή εδώ καί ό πατέρας της —παρακαλώ νά τό σημειώσετε— πέθανε προ τριών ε­ τών, τήν 29ην Μαΐου. —"Εχετε νά μού πήτε τίποτ’ άλ­ λο σχετικό με τό «κάστρο» ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. Ό Μπάρμπερτον δίστασε. —Νά βρώ πρώτα τό κορίτσι καί κατόπι, είπε. Μήν ξεχνάτε όμως πώς ή κομπανία είναι επικίνδυνη.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — Ποιά κομπανία; —Εκείνη, γιά τήν οποία μιλώ, ά­ πάντησε ό Μπάρμπερτον μ’ έπιφύλαξι, σάν νά φοβόταν μήπως προδώση τό μυστικό του, "Επειτα, σάν νά τέλειωσε οτι είχε νά πή, σηκώθηκε κι* έβαλε τό χέρι στήν τσέπη. — Δέν έχετε να πληρώσετε τίποτα, είπε ό Μάνφρεδ. Μόλις άνακαλύψουμε πού μένει ή μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, θά σάς ειδοποιήσουμε νά κα­ ταβάλλετε τά έξοδα καί τήν αμοιβή. — "Ηθελα νά σάς ρωτήσω καί κάτι άλλο, είπε ό Μπάρμπερτον. ’Ακούσατε ποτέ νά γίνεται λόγος γιά τούς Τέσσερις Δικαίους; — Γιά τούς Τέσσερις... ποιούς ; — Γιά τούς Τέσσερις Δικαίους. "Η­ θελα νά τούς γνώριζα αύτούς τούς τύπους. — Ναι, μού φαίνεται πώς κάτι άκουσα γΠ αύτούς, εΐπε αδιάφορα ό Μάνφρεδ. —θάναι κάπου εδώ στήν Αγγλία, ύποθέτω. —Τήν τελευταία φορά πού έγινε λόγος γι’ αύτούς, ήσαν στήν Ισπα­ νία. Γιατί θέλετε νά τούς γνωρίσετε; — Γιατί ή συμμορία τούς φοβάται, είπε ό Μπάρμπερτον. Ό Μάνφρεδ συνώδευσε τόν επι­ σκέπτη του ώς τό κεφαλόσκαλο. — "Αν μάθουμε τίποτα, θά σάς ειδοποιήσουμε. Ποιά εΐναι ή διεύ­ θυνσής σας ; — Ξενοδοχείο Πέτγουορθ, οδός Νόρφολκ. 'Όταν ό οικονόμος τού άνοιξε τήν πόρτα ό Μπάρμπερτον, έπειδή ίσως είχε άκούσει πώς έτσι συνηθίζεται σιά μεγάλα σπίτια, τοϋβαλε στό χέ­ ρι δυό σελίνια. Ό σκυθρωπός οικο­ νόμος τού ψιθύρισε κάτι σάν «εύχαριστώ». 1 Λ όλις έκλεισε τήν πόρτα πίσω άπό *** τόν επισκέπτη, ό οικονόμος πήγε στό γραφείο τού Μάνφρεδ. Ό Μάνφρεδ είχε άνάψει ένα τσιγάρο κΠ ό σωφέρ είχε βγή πίσω άπό τή βελούδινη κουρτίνα, δπου ήταν κρυμ­ μένος. —Γενναιόδωρος ό μουσαφίρης, εί­ πε ό Πουακάρ ό οικονόμος, μοΰδωσε δυό σελίνια I Νά σου πώ, Μάνφρεδ,


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ,μου άρέσει αυτός ό άνθρωπος. — θάθελα νάβλεπα τις φτέρνες του, είπε ό σωφέρ που τό αληθινό του όνομα ήταν Λέων Γκονζάλες. Φαίνεται πώς ή τρέλλα στην οικογέ­ νεια του είναι κληρονομική. Τό αρι­ στερό μέρος του κρανίου του είναι κάπως συμπιεσμένο καί τό πρόσωπό του ασύμμετρο. — Τόν καϋμένο !, ψιθύρισε ό Μάνφρεδ καί έστειλε ένα συννεφάκι κα­ πνού πρός τό ταβάνι. —Λοιπόν, πώς σου φαίνεται τό μυστικό τοϋ κ. Μπάρμπερτον; ρώτη­ σε ό Γκονζάλες. Ό Μάνφρεδ κούνησε τό κεφάλι του. — Κάπως αόριστα αύτά πού λέει καί ασυνάρτητα, με τήν έπιφύλαξι μάλιστα πού τηρεί. Μά, δε μοϋ Λές εσύ, πού ήσουν ολη τήν ημέρα ; Πριν προλάβη ν’ άπαντήση ό Γκονζάλες, ό Πουακάρ είπε: — Ό Μπάρμπερτον φοβάται κάτι. "Εχει επάνω του πιστόλι. Τό προ­ σέξατε ; — Τό πρώτο ζήτημα είναι, άνακεφαλαίωσε ό Μάνφρεδ, νά μάθου­ με μέ τί συμμορία έχουμε νά κάνου­ με. Δεύτερον, πού μένει αύτή ή δίς Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. Τρίτον, για­ τί ό Πορτογάλος Βίλλα καί οί σύν­ τροφοί του έκαψαν τις φτέρνες του Μπάρμπερτον. — Θά απαντήσω εγώ στις δύο ε­ ρωτήσεις, είπε ό Γκονζάλες. Ή μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ άνέλαβε σή­ μερα υπηρεσία στό χημικό εργαστή­ ριο του ’Όμπερτσον. — "Εχει καί χημικό εργαστήριο ό ’Όμπερτσον ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. Δέν τό ήξερα. — Τό σκάρωσε εδώ καί τρεις ημέ­ ρες. Κάλεσε ειδικούς καί τούς ανέ­ θεσε νά του φτιάσουν ένα εργαστή­ ριο πρώτης τάξεως. Δούλευαν μέ­ ρα—νύχτα. Του στοίχισε 116 λίρες. Καί τό έφτιασε επίτηδες, γιά νάχη μιά πρόφασι νά πάρη στήν ύπηρεσία του τήν μις Λέϊτσεστερ. θυμάσαι μιά παράξενη αγγελία, που είδαμε στήν εφημερίδα καί θελήσαμε νά εξακρι­ βώσουμε τί σκοπό έπεδίωκε ό ’Όμπερ­ τσον, πού τήν δημοσίευσε ; ’Έ, λοι­ πόν, ήταν άποκλειστικά γιά νά παρασύρη τήν μις Λέϊτσεστερ. Ό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

’Όμπερτσον έφαγε τό μεσημέρι μαζί της στό Ρίτς —Κάλτον. Απόψε τό κορίτσι θά κοιμηθή στό σπίτι, πού έ­ χει ό Μόντυ Νιουτον στό Τσέστερ —Σκουέαρ. θέλω νά ρωτήσω μόνο... Ακολούθησε σιγή, πού διέκοψε ό Πουακάρ. —Καί τί είπες πώς θέλεις νά ρω­ τήσεις ; — Τήν έρώτησι μπορώ νά τήν κά­ νω εγώ, είπε ό Μάνφρεδ. Πόσον και­ ρό έχει νά ζήση ακόμα ό μίστερ Σάμουελ Μπάρμπερτον ; — Ακριβώς αύτό είναι, επιβεβαί­ ωσε μέ ίκανοποίησι ό Γκονζάλες. Αρχίζεις νά καταλαβαίνης τήν νο­ οτροπία του ’Όμπερτσον.

ΤΑ ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΣΤΙ · ΓΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Ό άνθρωπος, πού μπήκε τό πρωί εκείνο, χωρίς νά άναγγελθή, στό γραφείο τού ’Όμπερτσον, φαινόταν σάν νά είχε ξεγλυστρήσει μέσα από κανένα φιγουρίνι. Τα καναρινιά γάν­ τια του, τά λουστρίνια του, ή λαμ­ πράδα τού ψηλού του καπέλλου, ή φροντίδα του νά δείχνη τό μαντηλάκι τής εξωτερικής τσέπης τού σακκακιού του, θά έκαναν έντύπωσι άκόμα καί στον ιππόδρομο τού ’Άσκοτ, τήν ήμέρα τυΰ Γκράν-Πρί. Τό πρόσωπό του ήταν κάπως κοι­ νό, είχε ξανθό μουστάκι καί φορούσε μονόκλ. ?Ηταν ό Μόντυ Νιούτον, πρώην λοχαγός, γνωστός στον κύκλο τών φί­ λων του γιά τη φιλοδοξία του νά τόν προσέχουν οί γυναίκες. Είχε περιουσία, ένα ένα εξοχικό


24

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κτήμα, ένα σπίτι στό Τσέστερ - Σκουέαρ καί δυο - τρία αυτοκίνητα. ΤΗταν μέλος πολλών λεσχών. Κανείς δεν ήξερε πώς είχε αποκτήσει αύτή την περιουσία του. Δεχόταν κόσμο στό σπίτι του, όπου συχνά έπαιζαν χαρτιά. Του άρεσε ιδιαιτέρως να καλή διαφόρους σέ τραπέζι τό βρά­ δυ κΓ έπειτα νά κάνη μπάγκα στόν μπακαρά. — Γειά σου, Όμπερτσον, του είπε μπαίνοντας. Τί γίνεται ή εταιρία ; Αύτό ήταν τό συνηθισμένο άστεϊο του, γιατί ή εμπορική επωνυμία ’Όμπερτσον καί Σία ήταν μόνο γιά τά μάτια. Ό δόκτωρ έγραψε τή στιγμή ε­ κείνη ένα τηλεγράφημα. —Καλημέρα, Μόντυ, του είπε. Ό Νιούτον πήγε πίσω του καί διάβασε τό τηλεγράφημα. ^Ηταν γιά τήν κυρία "Αλμα Γκόντραντ, τή θεία τής Μιραμπέλλας, έπαυλι Χέβιτρυ, Γκλούτσεστερ, κΓ έλεγε τά εξής: «θέσις πρώτης τάξεως. Αδύ­ νατον επιστρέφω άπόψε, θά μεί­ νω σπίτι μας. Μήν έλθης πριν ειδοποιήσω. Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ.» — Έδώ είναι λοιπόν τό κορίτσι; ρώτησε ό ΓΤιοΰτον. Τό τηλεγράφημα όμως δε μου αρέσει. Τ’ αγγλικά σου, αγαπητέ μου, δεν εΐναι πρώτης τά­ ξεως. Στάσου νά τά διορθώσω εγώ. Ή διόρθωσις έγινε καί τό τηλε­ γράφημα εστάλη. —Τό δύσκολο όμως, παρατήρησε ό Νιουτον, είναι νά τήν πείσουμε νάρθη στό σπίτι μου. —Γιατί νά μή μείνη έδώ; παρα­ τήρησε ό ’Όμπερτσον.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — Μά είναι σπίτι γιά κορίτσια τό δικό σου ; Όχι! Πρέπει νά μείνη στό δικό μου. θ’ άναθέσω στην ’Άννα ή σέ καμμιάν άλλη νά τήν καταφέρη. Πότε έρχεται ή «Μπενγκουέλλα» ; — Απόψε, ό λεγάμενος κράτησε τηλεγραψικώς ένα δωμάτιο στό ξε­ νοδοχείο Πέτγουορθ. —Στήν όδό Νόρφολκ ; Πρέπει νά του βάλουμε καμμιά δική μας νά του πέση κοντά, θάχη χρόνια νά δή στά μάτια του άσπρη γυναίκα. Ή Λίζα είναι κατάλληλη. Τί τον θέλεις αυτόν τόν Βίλλα, δέν καταλαβαίνω I Είναι άδέξιος καί προκάλεσε σίγουρα υπο­ ψίες I —Ό Βίλλα είναι ό καλύτερος άνθρωπος, πού διαθέτω έκεϊ κάτω, στην Αφρική, μούγγρισε ό ’Όμπερ­ τσον πειραγμένος, άφήνοντας νά φανή ή σουηδική προφορά του, όπως γινόταν πάντοτε όταν θύμωνε. Ο Νιουτον δεν θέ­ λησε νά τόν έρεθίση περισσότερο. "Εβγαλε τήν ταμπακιέρα του άπό πλατίνη καί άναψε ένα τσιγάρο. — Πώς πάνε λοιπόν οί δουλειές ; ρώτησε ενώ καθόταν σέ μιά καρέκλα. — Κακά καί ψυχρά, απάντησε ό ’Όμπερτσον. Όλο κι’ έξοδα ! Ό Οίκος ’Όμπερτσον καί Σία είχε άλλοτε πραγματοποιήσει μεγά­ λα κέρδη άπό τήν πώλησι του σουη­ δικού οινοπνεύματος. "Εκανε εμπό­ ριο με τή Νότια Αφρική. Αγόραζε καουτσούκ καί ελεφαντόδοντο καί. πλήρωνε με ε’ίδη καί μέ σπίρτο. Οί επιχειρήσεις του ήσαν μυστηριώδεις καί ύποπτες. Πουλούσε κρυφά όπλα, προκαλοΰσε πολέμους μεταξύ τών φυλών τών άγριων, γιά νά έπωψελήται άπό τήν άναμπουμπούλα, καί ήταν χρηματοδότης δυό επαναστατι­ κών κινημάτων στήν Πορτογαλία. Ό κύκλος τών εργασιών του είχε έπεκταθή παντού Προμήθευε όπλα στους Κούδρους επαναστάτες, στους φιλόδοξους στρατηγούς τής Κίνας, στους πολιτικούς τής Νοτίου Αμε­ ρικής, πού προσπαθούσαν νά κάνουν τή δουλειά τους μέ κανένα κινηματάκι. Δέν υπήρχε χώρα, όπου νά μήν εΐχε πράκτορες ό οίκος ’Όμπερτσον καί Σία κι’ οί πράκτορες αύτοί στοί­ χιζαν πολύ ακριβά. Ό οίκος, άρχισε


ΤΗΣ «ΜΑΜΓ1Α» νά ύφίσταται σημαντικές ζημίες. Μια έπαν,άστασις στή Βενεζουέλα είχε άποτύχει καί δυό πλοία, γεμάτα όπλα, πού είχε στείλη ό Όμπερτσον, έμειναν άπλήρωτα. — "Εννοια σας δμως, δήλωσε ό "Ομπερτσον στον Νιουτον. θά μάς αποζημίωση αυτή ή δουλειά, πού έ­ βαλα στα σκαριά καί θά μπορέσω νά τιμωρήσω, δπως πρέπει,.. —Πάλι τόν Μάνφρεδ, τόν Γκονζά­ λες καί τόν Πουακάρ έχεις στό νου σου ; ’Άς τους νά κουρεύωνται. Δεν άξίζει τόν κόπο ν’ άσχολήται κανείς μ’ αυτούς... —Έγώ νά τούς άφήσω' ήσυχους ; βρυχήθηκε μέ λύσσα ό δόκτωρ... Μπορώ ποτέ νά ξεχάσω τόν άδελφό μου τόν μακαρίτη... Εκείνον τόν μάρτυρα... Τράβηξε τό μεταξωτό κορδόνι καί, πάνω από τό τζάκι, παραμέρισε μιά βελούδινη κουρτίνα. Φάνηκε μιά μεγάλη προσωπογραφία, ζωγραφι­ σμένη άθλια σάν χαλκομανία. Παρίστανε σέ φυσικό μέγεθος έναν άντρα μέ ρεντικότα, μέ ψηλό καπέλλο καί μέ ηλίθιο χαμόγελο. — Ό άδελφός μου!, φώναξε ό ’Όμπερτσον μέ φωνή πνιγμένη... Ό άγαπημένος μου άδελφός... Ό ’Αδόλφος πού τόν δολοφόνησαν αυτοί οί τρεις δήθεν Δίκαιοι 1.. — Μπά,άλήθεια; ψιθύρισεό Νιουτον. Τίναξε τή στάχτη του τσιγάρου τόυ, δίχως νά προσθέση τίποτ’ άλλο. Ό ’Όμπερτσον έλεγε την άλήθεια. Ό άδελφός του είχε σκοτωθή άπό τόν Λέοντα Γκονζάλες σέ μιά νοτιομερικανική έπανάστασι, άπό τήν ο­ ποία ήλπιζε νά κερδίση πολλά. Έπρόκειτο γιά κάποια νέα. Ό Γκονζάλες κατεδίωξε τόν άπαγωγέα ως τό Πόρτο—Ρίκο καί τόν ανακάλυ­ ψε στό «Καφενείο των Επτά Αρε­ τών». Ό Άδόλφος ήταν καλός σκο­ πευτής καί πρόλαβα νά πυροβολήση πρώτος. Ό Γκονζάλες δμως κατώρθωσε νά του Φυτέψη μ*ά σφαίρα στό κεφάλι καί νά έλευθερώση τό κορίτσι, πού είχε άπαγάγει ό αδελφός τού Όμπερτσον. Ό ’Όμπερτσον σκούπισε τή μύτη του μέ θόρυβο, σάν νά ήθελε νά πνίξη τήν συγκίνησί του. — Πολύ θλιβερό, πολύ θλιβερό, πα­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25

ρατήρησε σέ εύθυμο τόνο ό Νιουτον. ’Άς έρθουμε δμως στήν μις Μιρα­ μπέλλα. ’Άκου, ’Έρρικ 1 Πρόσεξε να μή μάς πάρη άπό φόβο τό κορίτσι. Όσο γιά τούς Τρεις Δικαίους μή σκοτίζεσαι διόλου. ’Άν θελήσουν νά άνακατευθουν στή δουλειά αύτή, θά τούς κανονίσουμε μιά χαρά, καθ’ ό­ λους τούς κανόνας τής τέχνης 1 Επι­ στημονικούς ! Καί ξεκαρδίστηκε γιά τό αστείο του. Ό δόκτωρ άνοιξε ένα συρτάρι, έ­ βγαλε ένα μπλοκ καί τόδωσε τού Νι­ ουτον. Ό Νιουτον έγραψε : «Τηλεφώνημα: Διά τήν δεσποινί­ δα Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, Οίκον ’Όμπερτσον καί Σία. Λυπούμαι, μά άπόψε δέν μπορώ νά έλθω στό Λον­ δίνο. Παρακάλεσε τηλεγραφικώς τήν "Αννα Νιοΰτον νά σέ φίλοξενήση τή νύχτα, θά ρθή νά σέ βρή. "Αλμα». — Όρίστε, τού είπε ό Νιοΰτον ό­ ταν τελείωσε, καί τοΰδωσε τό μπλοκ. Νά τήν πάρης νά φάτε μαζί καί μα­ θαίνει έπειτα τό τηλεφώνημα. Προσο­ χή δμως — πρόσθεσε κυττάζοντας προς τήν πόρτα τού εργαστηρίου —μήπως μπή ξαφνικά καί δή ότι ό άδελφός τής μις Νιοΰτον είναι συνεργάτης σου... — Έννρια σου καί τήν κλείδωσα. —Τρελλός είσαι ; φώναξε θυμω­ μένος ό Νιοΰτον. Κάνε μου τή χάρι ν’ άνοιξης άμέσως τήν πόρτα! θέλεις νά καταλάβη τίποτα τό κορίτσι ; Ό Νιοΰτον φόρεσε τό καπέλλο του, έβαλε τά καναρινιά γάντια τόυ κΓ έφυγε. — Εφευρετικό κεφάλι, ψιθύρισε ό ’Όμπερτσον καί πήγε νά καλέση τήν Μιραμπέλλα νά φάνε μαζί.

Πήγαν σ’ ένα μεγάλο άριστοκρατικό εστιατόριο. Ό ’Όμπερτσον τήν έπεισε νά τήν άκολουθήση, μέ τή διαβεβαίωσι ότι συνήθιζε νά παίρ-


26

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚί

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νη την γραμματέα του νά τρώνε μα­ ζί, για νά μιλή μαζί της για τις δου­ λειές του γραφείου, γιατί άλλην ώρα 5έν έβρισκε καιρό. Ή προσφορά φάνηκε κάπως πα­ ράξενη στην Μιραμπέλλα, κΓ ακόμα την ανησύχησε τό γεγονός δτι όλοι όσοι έτρωγαν άφησαν τό φαΐ' τους, όταν μπήκε ό "όμπερτσον, καί τον κύτταξαν. Σ’ ένα τρατεζάκι είδε νά κάθεται μονάχος κάποιος, πού τό πρόσωπό του της φάνηκε σάν γνωστό. ΤΗταν ένας λιγνός άνθρωπος με ερευνητικά μάτια. Ή Μιραμπέλλα άρχισε νά α­ νήσυχη περισσότερο. Κάπου τόν είχε δη αυτόν τόν άνθρωπο. "Επειτα θυ­ μήθηκε πώς έμοιαζε του σωφέρ, πού την είχε συνοδεύσει τό πρωί, όταν έπήγε στου ’Όμπερτσον. Ευχαριστήθηκε, όταν άπόφαγαν. Ό Όμπερτσον δεν τής μιλούσε γιά τις δουλειές τού γραφείου. Δέν τής μιλούσε μάλιστα διόλου. "Εφυγαν άπό τό εστιατόριο καί μπήκαν στο μεγάλο αυτοκίνητο τού "Ομπερτσον, πού τούς περίμενέ. Δέν άλλαξαν μεταξύ τους ούτε λέξι. Ό Σουηδός φαινόταν βυθισμένος σέ σκέψεις, σάν νά άγνοοΰσε τήν πα­ ρουσία της. "Οταν έφτασαν στό γραφείο, ή Μιραμπέλλα έγύρισε πάλι στό εργα­ στήριο καί ξανάρχισε νά ζυγίζη καί νά μετρά τό περιεχόμενο των δοχεί-' ων καί των μπουκαλιών. Ό "Ομπερ­ τσον ούτε κάν τήν ρώτησε άν προχωρή ή εργασία.

Ένώ ζύγιζε μιά σκόνη, πού βρω­ μούσε απαίσια, άνοιξε ή πόρτα καί μπήκε μέσα ένα όμορφο καί κομψοντυμένο κορίτσι. "Ενα νόστιμο προσωπάκι, κορνιζαρισμένο μέ ξανθά

μαλλιά, τήν χαιρέτησε μέ ύπόκλισι. — Είστε ή δεσποινίς Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, δέν είναι έτσι; Είμαι ή "Αννα Νιούτον. 'Η θεία σας μου τη­ λεφώνησε. — Γνωρίζετε, λοιπόν, τή θεία μου; ρώτησε ή Μιραμπέλλα έκπληκτη. —Πώς, τήν γνωρίζομε τήν κυρία Άλμα πολύ καλά, απάντησε ή νέα. Έγώ, δηλαδή, έχω νά τήν δω άπό τότε πού ήμουν τόσο-δά κοριτσάκι... Είναι πολύ συμπαθητική γυναίκα. Κύτταξε γύρω τό εργαστήριο μέ περιέργεια. —Πφ 1 Τί άσχημα βρωμά εδώ μέ­ σα I, είπε σουφρώνοντας τή μύτη. Πώς σάς φαίνεται ό κ. ’Όμπερτσον ; —Μά-τόν γνωρίζετε κΓ αυτόν; ρώτησε ή Μιραμπέλλα έκπληκτη γιά τήν παράδοξη «σύμπτωσι». —Τόν γνωρίζει ό αδελφός μου... Μένουμε μαζί ό άδελφός μου κι’ εγώ... Ό άδελφός μου γνωρί­ ζει όλον τόν κόσμο. "Ενας άνθρωπος πού ζή μέσα στήν κοινωνία έχει πολ­ λές γνωριμίες. Δέν εΐναι έτσι, άγαπητή μου ; Αυτό τό «αγαπητή μου», άμέσωςάμέσως, μόλις γνωρίστηκαν, ξάφνια­ σε λιγάκι τή Μιραμπέλλα. — θά σάς πάρω μαζί μου απόψε στό σπίτι μας, στό Τσέστερ Σκουέαρ μόλις τελειώσετε τήν εργασία σας. Ό Μόντυ—Μόντυ είναι ό αδελφός μου —ήθελε νάρθή μέ τ’ αυτοκίνητο. "Εχουμε, ξέρετε, μιά Ρόλς-Ρόϊς πρώ­ της τάξεως... Μισή ώρα άργότερα οί δύο νέες έφευγαν άπό τό γραφείο του ’Ό­ μπερτσον μέτήν Ρόλς-Ρόϊς. Ό σωφέρ, πού έτρωγε τό μεσημέρι στό ίδιο ε­ στιατόριο μέ τόν "όμπερτσον καί τή γραμματέα του καί πού δέν ήταν άλ­ λος άπό τόν Γκονζάλες, τις άκολουθουσε άπό κάποια άπόστασι μέ τό αυτοκίνητό του κΓ έσπαζε τό κεφάλι του νά καταλάβη πώς ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ έκανε παρέα μέ τήν "Αν­ να Άλικη Μόρφυ, τήν φιλενάδα του Νιούτον, πού τραβούσε πλούσιους νέους στό σπίτι τού φίλου της, όπου χαρτόπαιζαν καί όπου ό πρώην λο­ χαγός εΐχε πάντοτε άπίστευτη τύχη. Γκονζάλες, άφού τις παρακολού­ θησε ως τό σπίτι τού Νιούταν, γύριζε στό άντρο των Τριών Δικαίων

Ο


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»

Τότε, μέσα από τό

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

27

σκοτάδι της νύχτας πρόβαλε ό Γκονζάλες...

κι’ εξέθεσε στόν Μάνψρεδ και τόν Πουακάρ όσα είδε. —Αυτό δεν τό χωνεύω, είπε 6 Μάνψρεδ σοβαρά. Νά μείνη άπόψε ή μις Μιραμπέλλα στο σπίτι του Νιοϋτον I —Καί γιατί νά μείΛη εκεί ; ρώτη­ σε ό Πουακάρ μέ τόν συνηθισμένο βαρύ τρόπο του. σωστά, επιδοκίμασε ό —Πολύ Λέων Γκονζάλες. Ό Μάνψρεδ κύτταξε τό ρολόϊ του. — Πρώτ’ άπ’ όλα, παρατήρησε, πρέπει νά μιλήσουμε μέ τόν ψίλο μας τόν Μπάρμπερτον. Καλά μάλι­ στα θάναι νά μείνη άπόψε εδώ, για­ τί κανείς δεν ξέρει τί μπορεί νά τού σύμβή. Τό τηλέψωνο έσήμανε. Ό Γκονζά­ λες πήρε τ’ άκουστικό : —Εμπρός ; Γκλούτσεστερ ; Ναι. Σκέπασε μέ τό χέρι του τό άκου­

στικό καί εξήγησε σιγά στούς δύο άλλους : —Παρακάλεσα τήν θεία τής Μιραμπέλλας νά μου τηλεψωνήση. Τό πρωί ανακάλυψα τήν διεύθυνσί της στο Γκλούτσεστερ. ’Έπειτα είπε δυνατά, μιλώντας στο άκουστικό : — Ναί, εδώ ό κύριος Τζόνσων. "Η­ θελα νά σάς παρακαλέσω νά ειδο­ ποιήσετε τήν μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ... Πώς ; Δεν είν’ έκεΐ ; Ό Λέων ακούσε γιά λίγο μέ προσοχή καί είπε : —Εύχαριστώ. "Ωστε θά μείνη στό σπίτι πού έχετε στό Λονδίνο ; Σάς τηλεγράψησε ;... ’Ώ, τίποτα... Είμαι παλιός καθηγητής της και είδα τήν άγγελία στήν έψημερίδα... Τήν διά­ βασε καί ή ίδια ;... Άθήλεια ; Ό Γκονζάλες ' άψησε τό άκου­ στικό. Ή μις Μιραμπέλλα τηλεγράψησε


28

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τής θείας της πώς είναι ενθουσιασμέ­ νη από τη θέσι της καί την ειδοποί­ ησε νά μη βιαστή ν' άρθή στο Λον­ δίνο. Ό Μάνφρεδ καί ό Γκονζάλες, που έκανε καθήκοντα σωφέρ, πήγαν νά συναντήσουν τον Μπάρμπερτον στο ξενρδοχεΐο του. Ό Πουακάρ έ­ μεινε δπως συνήθως στο σπίτι, δπου καταγινόταν νά λύνη μόνος του διά­ φορα ντετεκτιβικά προβλήματα, σχε­ τικά με τις υποθέσεις του πρακτο­ ρείου. ?Ηταν μοναδικός στο κεφά­ λαιο αύτό, τόσο ώστε πότε-πότε α­ κόμα καί ή Σκώτλαντ-Γυάρντ,ζητούσε τη συμβουλή του σέ δύσκολες περι­ πτώσεις. Ό Μπάρμπερτον δεν ήταν στο ξενοδοχείο. Ό θυρωρός είπε στους δυό ντέτεκτιβ, πώς ό Μπάμπερτον πήρε τον δρόμο προς τον Τάμεσι. Ό ποταμός ήταν δυό βήματα από τό ξενοδοχείο. Ό ήλιος δέν είχε ακόμα βασιλέψη. — Πάμε προς τόν ποταμό, εΐπε ό Μάνφρεδ. αθώς πήγαιναν, συνάντησαν τόν δόκτορα ’Έλβερ, τόν ιατροδικα­ στή. ΤΗταν ένας άνθρωπάκος, καμμένος απ’ τόν ήλιο των Ινδιών, δπου είχε ζήση πολλά χρόνια, που δέν τόν ένδιέφερε στον κόσμο αυτόν τίποτ’ άλλο εκτός από δ,τι είχε σχέσι με τό επάγγελμά του. —Τί ψάχνετε πάλι νά βρήτε ; τούς ρώτησε. — Κάποιον κύριο Μπάρμπερτον, απάντησε ό Μάνφρεδ, σφίγγοντας τό χέρι του. θά τόν καλέσουμε νά φάη απόψε μαζί μας. — Τί μέρος λόγου εΐναι αυτός ; "Εχει τίποτα τό ενδιαφέρον ; —Του έχουν ψήσει τις φτέρνες οΐ Πορτογάλοι μιγάδες τής Αφρικής. Εΐναι ή μέθοδος πού εφαρμόζουν δταν ζητουν νά λάβουν πληροφορίες γιά κάτι... ’Έρχεστε μαζί μας, για­ τρέ ; Αξίζει νά τόν γνωρίσετε καί σεις αύτόν τόν άνθρωπο. Ό ’Έλβερ δίστασε μιά στιγμή, μά έπειτα δέχτηκε. — Πάμε, τούς εΐπε, κΓ άν δέν τόν βρούμε, πάλι έχουμε νά μιλήσουμε

Κ

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ για ενδιαφέροντα πράγματα. Μολο­ νότι ή ζωή έγινε πολύ πληκτική, άπό τότε τό φίδι έπαψε πιά νά δαγκώνη.. Τό αυτοκίνητό τους περνούσε τή γέφυρα του Βατερλώ καί πλησίαζε πρός τόν οβελίσκο τής Κλεοπάτρας,, δταν ό Γκονζάλες διέκρινε τόν άν­ θρωπο πού4 ζητούσαν. Ό Μπάρμπερ­ τον ήταν στηριγμένος μέ τούς αγκώ­ νες στό τοιχάκι τής γεφύρας κι* έ­ σκυβε πρός τόν ποταμό κυττάζυντας τό ρέμμα. Ό Γκονζάλες σταμάτησε τό αυτο­ κίνητο κοντά σ’ έναν αστυφύλακα, πού κύτταζε μέ προσοχή τόν Μπάρ­ μπερτον. Ό άστυφύλακας αναγνώ­ ρισε τόν ιατροδικαστή καί τόν χαι­ ρέτησε. —Αύτός εκεί, του εΐπε δείχνοντας τόν Μπάρμπερτον, έχει καμμιά δεκα­ ριά λεπτά πού κυττάζει έτσι απότο­ μα τό ποτάμι. Σάμπως μου φαίνεται υποψήφιος γιά αυτοκτονία... Ό Μάνφρεδ πλησίασε στόν Μπάρ­ μπερτον. 'Όταν είδε τό πρόσωπό του ανατρίχιασε ολόκληρος. Τό πρόσωπό του είχε μιά φριχτή σύσπασι, σάν νά γελούσε απαίσια. Τά μάτια του ήσαν γουρλωμένα καί απλανή, σάν γυάλινα, καί τό δέρμα του σκούρο κόκκινο. —’Έλβερ ! Λέων I, φώναξε ό Μάν­ φρεδ. 'Όταν οί δυό φίλοι του κατέβη­ καν από- τό αύτοκίνητο, ό Μάνφρεδ άγγιξε τόν ώμο του Μπάρμπερτον, πού σωριάστηκε χάμω. Ό ιατροδικαστής γονάτισε δίπλα στό ασάλευτο σώμα. — Εΐναι νεκρός, εΐπε κΓ έδειξε τό σβέρκο του Μπάρμπερτον δπου φαί­ νονταν δυό -μικρά κόκκινα στίγματα. —Τί εΐν’ αύτό ; ρώτησε ήσυχα ό Μάνφρεδ. —Τό φίδι, απάντησε ό γιατρός. ΤΟ

ΧΡΥΣΟ

ΑΓΑΛ ΜΑΤ ΑΚΙ Μέσα στήν καρδιά του Λονδίνου, μπροστά στά μάτια του αστυφύλακα, ή «Μάμπα» εΐχε κεραυνοβολήσει τόν άμοιρο Μπάρμπερτον ! — Ένα τέταρτο τής ώρας τόν πα­ ρακολουθούσα, εΐπε ό άστυφύλακας.


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Περπατούσε κοντά στο ποτάμι καί χάζευε μέ την κίνησι. ’Έπειτα ήρθε επάνω στή γέφυρα καί σταμάτησε. —Τον πλησίασε κανένας; ρώτησε ό ιατροδικαστής. —Όχι ! Σ’ δλο τό διάστημα αυτό ήταν ολομόναχος. Σάς λέω δέν τόν έχασα από τά μάτια μου. Δέν τόν πλησίασε κανένας σε άπόστασι δύο μέτρων. Φυσικά, άνθρωποι περνούσαν άπό μπροστά του, μά κανένας, κανέ­ νας απολύτως, δέν τόν πλησίασε. Στό μεταξύ, παρουσιάστηκε ένας ακόμα αστυφύλακας. Τόν έστειλαν στή Σκώτλαντ Γυάρντ νά φέρη τό νο­ σοκομειακό αυτοκίνητο καί άλλους αστυφύλακες. Όταν τό αυτοκίνητο ήρθε, ό ιατροδικαστής συνώδευσε τό πτώμα καί οί δυό φίλοι γύρισαν στό σπίτι τους, — Είχες δίκιο, είπε ό Μάνφρεδ στον Πουακάρ μόλις μπήκαν στό σπί­ τι. Ή προφητεία σου πώς θά ξαναφανή τό φίδι έπαλήθευσε. Ό Μπάρμπερτον μάς άφησε χρόνια. Ό Πουακάρ δέν φάνηκε νά ξα­ φνιάστηκε. — Τό ζήτημα είναι, είπε μιλώντας βαρειά δπως συνήθιζε, ποιός απ’ τούς δυό ανθρώπους του Όμπερτσον κατάφερε τή δουλειά; Ό Γκουρτερ ή ό Πφάϊφερ. Ό Μάνφρεδ σκέφτηκε μιά στιγμή : —Πιστεύω πώς θαταν ό Πφάϊφερ. Είναι ό πλέον σίγουρος άπό τούς δυό. Ό Γκουρτερ είναι νευρασθενι­ κός. Μά άς άφήσουμε τόν Γκουρτερ. Τι προφυλακτικά μέτρα νομίζετε πώς πρέπει νά πάρουμε εναντίον του φι­ διού ; Ό Γκονζάλες σήκωσε τούς ώμους. — Δέν πιάνουν τήν σφήκα μέ τά δάχτυλα γιά νά τής βγάλουν τό κεν­ τρί της, εΐπε. Πρέπει νά καταστρέψη κανείς τή φωλιά της 1 Τό ίδιο πρέπει νά κάνουμε καί μεϊς μέ κείνον πού στέλνει τό φίδι. Νά καταστρέψουμε τό άντρο του. Ό Μάνφρεδ περπατούσε πάνωκάτω καπνίζοντας. —Νά είδοποιηθή ή "Αλμα Γκόντραντ νά εΐναι στό σταθμό του Γκλούτσεστερ, δταν περάση τό τραί­ νο τών 10 καί 45Τ Επίσης νά επιτη­ ρούν δυό άνθρωποι τήν έπαυλι μέρανύχτα. θάθελα νά ήξερα σέ ποιόν θ’

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

άνατεθή ή ύπόθεσις Μπάρμπερτον. ’Άν τήν άναλσβη ό Μίντοου, θά μπο­ ρέσουμε νά συνεργαστούμε μαζί του. Ρώτησε τηλεφωνικώς τόν ιατροδι­ καστή ’Έλβερ. Ή ύπόθεσις είχε άνα­ τεθή στόν αστυνομικό Μίντοου, ό ο­ ποίος μάλιστα θάρχόταν νά τούς συμβουλευτή. — Θάθελα νάξερα, είπε ό Που'ακάρ, γιατί τόν σκότωσαν τόν Μπάρ­ μπερτον. — Νά σού πώ εγώ, άπάντησε ό Γκονζάλες. Πρώτον, γιατί έψαχνε νά βρή τήν μις Αέϊτσεστερ καί δεύτερον, καί σπουδαιότερο, γιατί ζήτησε τή συνδρομή μας. Ουσιαστικά, ήταν νε­ κρός, δταν βγήκε άπό τό σπίτι μας.

κουδούνι τής εξώπορτας Τό σε ελαφρά. Ό Πουακάρ

χτύπη­ άνοιξε καί μπήκε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, μέ συνηθισμένο εξωτερικό. 7Ηταν τό καλύτερο λαγωνικό τής Σκώτλαντ Γυάρντ: ό αστυνομικός Μίντοου, ξαν­ θός, λιγνός, μέ ματογυάλια, ξυρισμέ­ νος. "Εμοιαζε σάν ήθοποιός. Τόν δέ­ χτηκαν μέ ενθουσιασμό. Ό Μάνφρεδ τού διηγήθη μέ συντομία δσα είχαν συμβή. — Σάς είπε ό Μπάρμπερτον, γιατί ήθελε νά άνακαλύψη την μις ^ Μιραμπέλλα Αέϊτσεστερ ; ρώτησε ό Μίν­ τοου. —Τίποτα απολύτως δέν μάς είπε γιά τό ζήτημα αυτό, άπάντησε ό Μάνφρεδ. Δέν ήθελε ν’ άφήση νά τού διαφύγη ούτε λέξις. — Τότε πρέπει νά προσπαθήσουμε νά τό μάθουμε άπό τό καράβι, τή «Μπενγκουέλλα». "Ισως είπε κάτι σέ κανένα. Μπορεί νά βρούμε καί στά πράγματά του κάτι πού νά μάς όδη-


30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

γήση. Πάμε μαζί, Μάνφρεδ. —Ευχαρίστως, είπε ό Μάνφρεδ. Μπορώ να σάς χρησιμεύσω σέ τίπο­ τα. Πάντως θά μου επιτρέψετε νά μή σάς άποκαλύψω ακόμα δτι σκέπτο­ μαι γιά τήνύπόθεσι. —'Όπως θέλετε, απάντησε ό Μίντοου μ’ ένα χαμόγελο. Κρατήστε τό μυστικό σας. 'Ύστερ’ άπό λίγο έφτασαν στο ξενοδοχείο Πέτγουορ, όπου έμενε ό Μπάρμπερτον. ’Έψαξαν στη βαλίτσα του καί εκείνο πού τράβηξε περισσό­ τερο την προσοχή τους ήταν οί λο­ γαριασμοί καί οί σημειώσεις του, ένας χάρτης τής Πορτογαλικής άποικίας ’Άγκυλα κι* ένα μικρό χοντροφιαγμένο αφρικανικό είδωλο, πο­ λύ βαρύ σχετικώς μέ τόν όγκο του. Τό έξήτασαν καί είδαν πώς ήταν άπό αληθινό χρυσάφι. Παρίστανε μιά γυναίκα. — Θά είναι πολύ παλιό, είπε ό Μίντοου, πού είχε μείνη ένα διάστη­ μα στην Αφρική. "Ισως έχη γίνει προ πολλών αιώνων, γιατί οί ιθαγε­ νείς τής Κεντρικής καί τής Δυτικής Αφρικής μόνο στήν εποχή του Καίσαρος φορούσαν δαχτυλίδια στά δάχτυλα τών ποδιών, όπως έχει τό άγαλματάκι. Τό ζύγισε μέ τό χέρι του καί πρόσθεσε: —θάχη βάρος καμμιά δεκαριά λίτρες. Μέ άλλα λόγια τό χρυσάφι του θάχη άξια οκτακόσιες λίρες περίπου. Ξαφνικά άφησε μιά κραυγή έκπλήξεως. — Κυττάξτε εδώ I 3ΕΖέ μιά γωνιά τοϋ ειδώλου ήταν γραμμένο μέ μελάνη : «Δεύτερο ράφι άριστερά, έκτη στοά θεού». Ό Μάνφρεδ σαν νά του κατέβη­ κε ξαφνικά μιά ιδέα, έπέμεινε νά ζυ­ γίσουν τό άγαλματάκι, γιά νά εξα­ κριβώσουν τό πραγματικό βάρος του. Τό ζύγισαν μέ μιά ζυγαριά τής κου­ ζίνας. Τό ακριβές βάρος του ήταν δέκα λίτρες καί εφτά ούγγιές. — Κυττάξτε τώρα τούς αριθμούς, πού έχει σημειώσει ό Μπάρμπερτον σ’ αύτούς εδώ τούς λογαριασμούς. Βλέπετε εδώ, πού έχει υπογραμμι­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ σμένο μέ μπλέ μολύβι τόν αριθμό 10)7 ; Ή έξήγησις είναι άπλουστάτη. Ό Μπάρμπερτον θά βρήκε κανένα θησαυροφυλάκιο μέ τέτοια χρυσά α­ γάλματα καί πήρε μαζί του τό ελα­ φρότερο. Φαίνεται πώς ζύγιζε μέ καμμιά ζυγαριά, πού δέν έδειχνε πε­ ρισσότερο άπό 21 λίτρες. Γι’ αυτό σημείωσε περίπου 24, περίπου 22... Ό Μίντοου κύτταξε τόν σύνοδό του μέ έκπληξι. Τό μυαλό του ντέτεκτιβ δούλευε. — Τό συμπέρασμα είναι, είπε, πώς δέν ήθελαν νά τόν κλέψουν. Ή βαλίτσα είναι ανέπαφη. Ούτε καί του έκαψαν τις φτέρνες γιά νά μά­ θουν, πού βρίσκεται ό θησαυρός. Φαίνεται ότι δέν έχουν ιδέα γιά τό θησαυροφυλάκιο, θά ήταν εύκολο νά τόν κλέψουν ή αν ήξεραν τήν υπαρξι αύτου του ειδώλου. Δέν νόμισαν ό­ μως, φαίνεται, πώς έπρεπε νά μπουν σέ μπελά γιά τέτοια μικροπράγματα... Ό Μάνφρεδ κύτταξε ολόγυρα στο δωμάτιο. Επάνω στο τζάκι βρι­ σκόταν ένας ρόλος χαρτί. Ό Μίντοου τόν πήρε, τόν άνοιξε κΓ επειδή ήταν άγραφος κι* άπό τά δύο μέρη, τόν άφησε πάλι. "Επειτα τόν πήρε ό Μάνφρεδ καί τόν στριφογύρισε, σάν άφηρημένος, ανάμεσα στά λεπτά δάχτυλά του. — Πρέπει τώρα νά βρούμε τήν μις Λέϊτσεστερ, είπε ό Μίντοου. —'Η μιά δουλειά μας είναι αύτή, είπε σιγά-σιγά ό Μάνφρεδ, κι’ ή άλ­ λη ν’ άνακαλύψουμε τόν Τζώνυ. — Ποιός είναι αύτός ό Τζώνυ ; ρώτησε ό Μίντοου, σουφρώνοντας τά φρύδια του μέ ύποψία. — ’Ά, αυτό είναι τό ιδιαίτερο μυ­ στικό μου, άπάντησε χαμογελώντας ό Μάνφρεδ. Μου ύποσχεθήκατε πώς μπορώ νά κρατήσω κάτι μυστικό.... ί^ταν ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ έφθασε μαζί μέ τήν "Αννα στο σπίτι του Νιουτον στό Τσέστερ Σκουέαρ, βρισκόταν σέ μιά παράξενη ψυχολογική κατάστασι : Τήν κατείχαν μαζί, έκπληξις, περιέρ­ γεια καί άμηχανία. Τά αισθήματα αύτά τής τά είχε προκαλέση ή σύ­ νοδός της, πού ξαφνικά κι’ εντελώς


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» αδικαιολόγητα έπέμενε νά παίξη τόν ρόλο στενής φίλης. — Ό Μόντυ ό αδελφός μου δεν γύρισε ακόμα, της είπε. Δεν φαντά­ ζεσαι αγαπητή μου, πόσο είναι άπησχολημένος μέ τό χρηματιστήριο. Ή "Αννα φλυαρούσε πάντοτε, μά φοβόταν μην κάνη καμμιά γκάφα. Τής είχαν πή μόνο νά προσπαθήση νά γίνη φίλη τής Μιραμπέλλας καί νά μην την άφήση νά καταλάβη πώς ό Νιούτον γνώριζε τόν "Ομπερτσο'ν. — Ελάτε στο δωμάτιό σας, άγαπητή μου, είπε τέλος ή "Αννα. Πι­ στεύω νά μείνετε ευχαριστημένη. Τό δωμάτιο ήταν ώραιότατα επι­ πλωμένο μέ συνεχόμενο διαμέρισμα λουτρού. —θά σας στείλω ένα φλυτζάνι τσάϊ, άγαπητή μου, είπε ή "Αννα. Πρέπει ν’ άναπαυθήτε έπειτα από τη δουλειά, πού κάνατε σήμερα. Ή ’Άννα την άφησε μόνη στό δω­ μάτιο. Κατεβαίνοντας βρήκε τόν Νιούτον, πού μόλις εΐχε έλθει άπ’ έξω. — Λοιπόν ήρθε; τήν ρώτησε. —Ναι, εδώ είναι, απάντησε ή ’Άννα. —Πού θά πας απόψε ; ρώτησε πάλι ό Νιούτον. — Τό ξέρεις. Μοΰ ύποσχέθηκες νά μέ πάρης μαζί σου, στό χορό των καλλιτεχνών. — θά πας μαζί μέ τήν μις Λέϊτσεστερ. —Μά δέν έχει κουστούμι νά φορέση. — Δέν έχει μά καί ξεμά. Πήγαινε νά τής τό πής. Σέ μερικά λε­ πτά θά εΐναι εδώ τό κουστούμι της. θά φορέση ντόμινο. *Η "Αννα έξετέλεσε τήν εντολή του. Ή Μιραμπέλλα έμεινε πάλι έκπληκτη μέ τήν πρότασι. — θά θέλετε νά δήτε βέβαια τόν αδελφό μου, πρόσθεσε ή ’Άννα. Εΐ­ ναι κάτω καί σάς περιμένει. "Οταν τόν γνώρισε, ή Μιραμπέλ­ λα τόν βρήκε άρκετά συμπαθητικό, μολονότι πολύ κομψευόμενο. Ό Μόντυ τήν περιποιόταν πολύ ενώ έτρωγαν. —"Ακου δώ : νά μην τήν άφήσης ούτε μιά στιγμή από κοντά σου, εί­ πε ό Μόντυ στην ’Άννα, πριν φύ­ γουν.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

— Ποιος θά χορέψη μαζί μου ; τόν ρώτησε. — Ό Μπίντον θά φροντίση για σάς κι’ ένας άπό τή φρουρά. —θά προτιμούσα νά μην ήταν αύτοί εκεί... — Στις έντεκάμιση, θάρθώ, τήν διέκοψε ό Μόντυ. Τό καλύτερο είναι νά μέ περιμένης στην είσοδο. Στό μπάρ. Τά μεσάνυχτα θά ξαναγυρίσης έδώ. — Τόσο νωρίς; Γιατί; Ό χορός θά κρατήση ως τις... — Τά μεσάνυχτα, έπανέλαβε ό Νιούτον θά είσαι έδώ. Πήγαινε στό δωμάτιό της καί βάλε κατά μέρος, δ,τι άφησε. Κατάλαβες ; Νά μή μείνη στη μέση τίποτα δικό της. — Καλά, κΓ όταν γυρίση καί... — Δέν θά γυρίση !, είπε ό Μόντυ Νιούτον. Ή ’Άννα ανατρίχιασε.

Ο ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ ΕΠΕ Μ Β Α 1 Ν Ε I ΤΗταν δέκα καί τέταρτο, δταν χτύπησε ή πόρτα καί ό υπηρέτης είπε στό Μόντυ πώς κάποιος ήθελε νά τού μιλήση. —Φαίνεται σάν ντέτεκτιβ, πρόσ­ θεσε. —Ντέτεκτιβ ; ρώτησε ό Μόντυ έκπληκτος. Πές του νάρθή. Ό υπηρέτης βγήκε καί σέ λίγο μπήκε στό δωμάτιο ένας λεπτός κύ­ ριος μέ σμόκιν. Τό πρόσωπό του φά­ νηκε κάπως γνωστό στό Νιούτον καί δικαιολογούσε τήν υπόνοια του ύπηρέτου. — Ό κ. Μόνταγκιου Νιουτον ; τόν ρώτησε.


32

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

—Ακριβώς. Ό Μόνταγκιου η Μόντυ Νιούτον σηκώθηκε χαμογελώντας. Ό επισκέπτης έκύτταξε την πόρ­ τα, από την όποια είχε βγή ό ύπηρέτης · — Οί υπηρέτες σας κρυφακοΰνε πάντοτε από τις κλειδαρότρυπες ; τόν ρώτησε ήσυχα. Ό Νιουτον έγινε παπαρούνα. Μέ δυό πηδήματα έτρεξε στην πόρτα καί την άνοιξε απότομα, άρκετά έγκαίρως για νά δη τόν υπηρέτη, που έ­ φευγε. —"Ακου δώ, του φώναξε. ’Άν θέλης νά μάθης τίποτα, νά μπαίνης και νά ρωτάς. ’Άν σε ξανατσακώσω νά κρυφακούς, θά σού τσακίσω τά πόδια. Ό υπηρέτης απομακρύνθηκε τρέχοντας. —Πώς τό καταλάβατε; ρώτησε τόν επισκέπτη του ό Νιουτον, άφου έκλεισε τήν πόρτα. —Τό ένστικτό μου ποτέ δεν μέ άπατά, απάντησε εκείνος καί πρόσθεσε: 7Ηρθα νά έπισκεφθώ τήν μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. —"Α, γι’ αυτό ήρθατε ; Ή μις Λέϊτσεστερ δέν βρίσκεται εδώ. "Εφυγε στις δέκα καί κάτι... —Δέν τήν είδα νά βγαίνη άπό τό σπίτι σας. — Βγήκε άπό τήν πόρτα τής υπη­ ρεσίας. Ή... ή φιλενάδα μου... —Ή Άννα Σμίθ ; παρατήρησε ό ξένος. Τό αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Νιουτον. —Μά πο'ός είστε τέλος πάντων ; Ό ξένος ύγρανε τά χείλη του μέ τήν άκρη τής γλώσσας του, πράγμα πού προκαλοΰσε πάντοτε άνησυχητική έντύπωσι σ’ όσους τόν έβλεπαν. — Όνομάζομαι Λέων Γκονζάλες, είπε μέ τό φυσικώτερο ϋφος του κό­ σμου. Χωρίς νά τό θέλη, ό Μόντυ ο­ πισθοχώρησε μερικό βήματα. "Εγινε κατακίτρινος. Ωστόσο, προσπάθησε νά χαμογελάση. —"Ωστε ένας άπό τους διαβόητους Τέσσερις Δικαίους ; Τιμωρείτε, νο­ μίζω, όσους δέν τούς πιάνει ή τσιμ­ πίδα τού Νόμου, δέν εΐν’ έτσι ; —Αυτά νά τά γράψετε στ5 άπο-

μνημονεύματά σας, είπε γλυκομίλη­ τα ό Γκονζάλες. Ή ώρα δέν είναι κατάλληλη γιά πληροφορίες σχετικές μέ τή βιογραφία μου. Ό Νιουτον όμως εξακολούθησε: — Γνωρίζω κάποιον —είπε τονίζον­ τας τις λέξεις του—πού μιά μέρα θά σάς βάλη μεγάλους μπελάδες στό κεφάλι, κύριε Λέων Γκονζάλες. Κά­ ποιον, πού ποτέ δέν ξεχνά νά άναφέρη τ’ όνομά σας στήν προσευχή του. Φυσικά δέν θά σάς πώ ποιός είναι... —Δέν είναι ανάγκη νά μου τό πήτε. Μου δώσατε αρκετά καλά νά καταλάβω πώς πρόκειται γιά τόν λαμπρό κύριο ’Όμπερτσον. Μήπως εγώ δέ σκότωσα τόν αδελφό του; Τόκανα γιατί είχα τό δίκιο μέ τό μέρος μου. Είχε ένα κεφάλι σαν αχλάδι καί τό κάτω σαγόνι του προ­ εξείχε παράξενα. ?Ηταν ένδιαφέρον τύπος, θάθελα νά μελετούσα περισ­ σότερο τή φυσιογνωμία του, μά βια­ ζόμουν. "Ενα αθώο κορίτσι βρισκό­ ταν σέ κίνδυνο, βλέπετε. Μά έχουμε απομακρυνθή άπό τό αντικείμενο τής συνομιλίας μας. κ. Νιουτον. Γιατί ή δεσποινίς Λέϊτσεστερ έφυγε μ’ αυ­ τόν τόν τρόπο άπό τό σπίτι σας ; ό ένστικτο του Γκονζάλες, δέν τόν είχε ξεγελάσει. Μάντεψε ότι ό Νιούτον τού είπε τήν άλήθεια καί ότι υπήρχε Ιδιαίτερος λόγος πού επέ­ βαλε αυτή τή βιαστική άπομάκρυνσι. —Πού πήγε ; τόν ρώτησε. —Στό σπίτι της, ·*άπάντησε λακω­ νικά ό Νιούτον. Πού θέλατε νά πάη ; — Μά καλά : Δέν ήρθ’ εδώ γιά νά μείνη τή νύχτα; — Γιά νά σάς πώ ! τόν διέκοψε έ­ ξω φρενών ό Νιούτον. Σείς καί ή συμ­ μορία σας έδώ καί είκοσι χρόσια κά­ νατε καταπληκτική έντύπωσι. Άπό τότε όμως πέρασε πολύς καιρός καί δέν τρέμουμε πιά άκούγοντας τ’ όνο­ μα τών Τεσσάρων Δικαίων. Δέν είμαι παιδί 1 Τ’άκοΰτε ; "Αλλωστε τώρα πού σάς βλέπω άπό κοντά δέν μού εμ­ πνέετε κανένα φόβο I... ’Άν θέλετε νάμέ καταγγείλετε στήν άστυνομία... — Ό Μίντοου εΐν’ έξωΙΤόν έπεισα νά μ’άφήση σάς μιλήσω πρώτος εγώ. Ό Νιούτον ταράχτηκε.

Τ


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» — ΕΤν’ έξω; ρώτησε σαν νά μή τό •πίστευε. ’Έτρεξε στό παράθυρο κι* άνοιξε τις γρίλιες, Στό απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν κάποιος, που φαινόταν πώς είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον γιά τό ρείθρο του δρόμου. Ό Νιοϋτον τόν άνεγνώρισε άμε* σως. —'Ωραία! Πέστε του νάρθή μέσα. — Που πήγε ή δεσποινίς Λέϊτσεστερ ; Αυτό μονάχα ήθελα νά μάθω. —Σάς τό εΐπα. Πήγε σπίτι της. Ό Γκονζάλες βγήκε στην εξώπορ­ τα καί κάλεσε τόν Μίντοου. Μίλησαν σιγά-σιγά μεταξύ τους καί έπειτα ό Μίντοου μπήκε στό δωμάτιο. —Τί ιδέα νάρθήτε καί σείς νά με άνακρίνετε, κύριε Μίντοου, του εΐπε ό Νιοϋτον. —Ποϋ είναι ή δεσποινίς Λέϊτσεστερ ; τόν ρώτησε ό Μίντοου. — Επαναλαμβάνω καί πάλι πώς πήγε σπίτι της. ’Άν δέν μέ πιστεύετε, μπορείτε νά ερευνήσετε ολόκληρο τό σπίτι, ό καθένας χωριστά, άν θέλετε. Ό Νιοϋτον δεν έμπλόφαρε. Ό Γκονζάλες ήταν βέβαιος. Γύρισε στον αστυνομικό : — Έγώ προσωπικώς δέν έχω ’ πιά τήν πρόθεσι νά ενοχλήσω άλλο τόν κύριο. Ό Μίντοου συμφώνησε μαζί του. Καθώς έφευγαν, ό Γκονζάλες είπε στον Νιοϋτον : — "Αρχισε πάλι τό φίδι τή δουλειά του, έ ; —Γιά ποιο φίδι μιλάτε ! — Σκότωσαν χτες βράδυ έναν άν­ θρωπο, επάνω σέ μιά γέφυρα τοϋ Τάμεσι. Πιστεύω πώς ή Λίζα Μάρθον δέν θά τό πάρη από καρδιάς... Ό Νιοϋτον άλλαξε χρώμα. — Δέν ξέρω τί εννοείτε... είπε μέ φαινομενική άταραξία. —Μά δέν τά είχατε κανονίσει μέ τή Λίζα,νά φέρετε εδώ τόν Μπάρμπερτον στα νερά σας καί νά τόν κάνετε νά μιλήση; "Αδικα ντύθηκε καί στο­ λίστηκε ή καϋμένη Λίζα γιά να παίξη τόν ρόλο τής ξελογιάστρας. — Δέν καταλαβαίνω τίποτ απ’ ά­ λα αυτά, έπέμεινε ό Νιοϋτον.

33

ταν έφυγαν, ό Μόντυ ανέβηκε νευ­ ριασμένος στό δωμάτιό του, άφοϋ προηγουμένως άποπήρε τόν υπη­ ρέτη, πού έπέμενε νά τοϋ έμπιστευθή τις εντυπώσεις του γιά τούς επισκέ­ πτες. Μόλις άναψε τό φώς καί προχώ­ ρησε πρός τήν τουαλέττα του,ενα βα­ ρύ χέρι τόν άρπαξε από τό λαρύγ­ γι καί τόν έρριξε χάμω, ενώ στά διεσταλμένα μάτια του παρουσιάστηκε τό ψυχρό πρόσωπο τοϋ Γκονζάλες, —’Άν βγάλης άχνα, πέθανες \ ψι­ θύρισε μιά φωνή στό αύτί του. —"Εννοια σου καί θά τά ξαναποϋμε, τραύλισε ό Νιοϋτον. —Τί. θά μέ καταγγείλης στήν άστυνομία ; Λοιπόν άκου δώ : ’Έχω έπισκεφθή ώς τώρα· πάρα πολλές φο­ ρές τό σπίτι σου, δίχως νά τό καταλάβης. Εκεί π·σω άπό τήν κουρτί­ να υπάρχει μιά μικρή κρυψώνα μέσα στόν τοίχο. Τήν άνοιξα καί πήρα φω­ τογραφίες τών εγγράφων, πού φυλάς εκεί μέσα. Ένώ μιλούσε, έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα ζευγάρι χειροπέδες ά­ πό αλουμίνιο καί τις πέρασε στά χέ­ ρια του. Στά μάτια τοϋ Μόντυ έφάνηκε ή έκφρασις τοϋ τρόμου. Ό Γκον­ ζάλες τόν έσήκωσε καί τόν έρριξε ε­ πάνω στό κρεββάτι. "Επειτα κλείδω­ σε τήν πόρτα, τοϋ έδεσε τά πόδια καί άρχισε νά τοϋ βγάζη τά παπού­ τσια. —Τί κάνεις εκεί ; ρώτησε ό Μόντυ. θά μοϋ πής ποϋ στείλατε τήν μις Λέΐτσεστερ ; είπε ό Γκονζάλες, πού τοϋ είχε βγάλει τό ένα παποΰτσι καί τήν μεταξωτή κάλτσα καί κύτταζε μέ προσοχή τή φτέρνα του. Καιρό γιά χάσιμο μέ ανακρίσεις δέν έχω. — Σοϋ ειπου πήγε σπίτι της...

Ο


34

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

Ό Γκονζάλες άνοιξε τό συρτάρι τής τουαλέττας καί άρχισε νά ψάχνη. Βρήκε δτι ζητούσε : ένα λεπτό μετα­ ξωτό μαντήλι. Παρά την άντίστασι του Μόντυ, του τό έδεσε σαν φίμω­ τρο γύρω άπό τό στόμα του. —Στό Μοσάμεδες τής Αφρικής, είπε, οί φίλοι σου επιασαν ενα Μπάρμπερτον καί του έκαψαν τις φτέρνες για νά τον άναγκάσουν νά μιλήση... Ό Μπάρμπεριον στάθηκε ήρως καί

ΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήσηεποχή:

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΜΑΙΟΙ 7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ

ΚΑΙ ΟΙ ΤΩΝ

δεν μίλησε. Τώρα θέλω νά δω, άν καί σύ είσαι ήρως... —Γιά όνομα του θεού, μήν τό κάνης αυτό I, εΐπε ό Νιούτον με πνιγ­ μένη φωνή. Ό Γκονζάλες έβγαλε ένα πλατύ μετάλλινο κουτί άπό τήν τσέπη του, σάν εκείνο πού έχουν οί κομμωταί γιά νά κατσαρώνουν τά μαλλιά. Ό Μόντυ τον είδε μέ άγωνία νά βγάζη τό καπάκι καί νά πλησιάζη τον ανα­ πτήρα του, άφού τον άναψε, στή μαυρισμένη επιφάνεια του κουτιού. Μιά γαλάζια φλογίτσα άρχισε νά χορεύη τρεμοσβύνοντας. — Ή άστυνομία είναι λαμπρότα­ τος θεσμός, εξακολούθησε ό Γκονζά­ λες, παίρνοντας ένα άργυρό έλασμα γιά τά παπούτσια πού είχε βρή πά­ νω στό τραπέζι καί κρατώντας το μ’ ένα μαντήλι επάνω άπό τις φλόγες. 'Όταν όμως έχει κανείς νά κάνη μέ εγκλήματα, πού συνδέονται μέ βιαι­ ότητες, ή ήθική πειθώ καί ' ό καλός τρόπος δέν έχουν άλλο αποτέλεσμα, άπό τήν περιφρόνησι εκείνων πού τά διαπράττουν. Ή βία πρέπει νά αντι­ μετωπίζεται μέ τή βία. Οί φονιάδες μόνον τά όπλα φοβούνται... Αλήθεια ήθελα νά πώ καί κάτι άλλο. Ή «φρουρά» είναι πάλι σέ συναγερμό. —Δέν καταλαβαίνω τί .θέλεις νά πής, ψιθύρισε μέ ξεπνοϊσμένη φωνή 6 Νιούτον. — Λοιπόν, δέν εννοείς νά...

ΠΥΓ­ ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στην Ελλάδα I

αί ό Γκονζάλες πλησίασε τό πυ­ ρακτωμένο μέταλλο στό πρόσω­ πο τού Νιούτον, τόσο, πού ό αιχμά­ λωτος ένοιωσε τήν θερμότητά του. Ό Νιούτον τράβηξε τά πόδια του, μά ό Γκονζάλες τά κράτησε μέ δύναμι. —Πήγαν στό χορό τών Καλλιτε­ χνών, είπε τέλος ό Νιούτον μέ βρα­ χνή φωνή κάτω άπό τό φίμωτρό του. Ό Γκονζάλες τού έβγαλε τό φί­ μωτρο καί πέταξε τό άργυρό αντικεί­ μενο στό τζάκι. • —Γιατί πήγαν στό χορό τών Καλ­ λιτεχνών ; ρώτησε. —Δέν ήθελα άπόψε νάναι εδώ ή μις Λέϊτσεστερ.

Κ

—Είναι καί ό Όμπερτσον χορό; —Ό ’Όμπερτσον ; I

στό


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Κι* ό Νιοϋτον γέλασε σαν υστερική γυναίκα. —Μήπως ό Γκοΰρτερ; Τήν φορά αυτή ό Νιοϋτον δεν γέ­ λασε. — Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πής... —θά τά ξαναποϋμε άργότερα. Ό Γκονζάλες του έλυσε τά πό­ δια. —Μπορείς νά σηκωθής, του είπε. Τί ώρα τις περίμενες νά γυρίσουν , ■—Δεν ξέρω. Εΐπα τής "Αννας νά μή βιαστούν, γιατί περιμένω εδώ κάποιον. Ό Γκονζάλες πίστεψε στά λόγια τοϋ Νιοϋτον. —Τί κουστούμι φορεΐ ή μις Λέϊτσεστερ ; —'Ένα πράσινο ντόμινο με κόκ­ κινη κουκούλα. Ό Γκονζάλες τόν κύτταξε στά μάτια. — Πολύ χτυπητό τό κοστούμι. Καί γιατι|νά φορέση ένα τέτοιο ντόμινο ; — Ξέρω κΓέγώ! "Ένα δμως πράγμα ξέρω, Γκονζάλες, πώς θά μετανοιώσης πικρά γΓ αυτό πού μοϋκανες σήμερα. Ό Γκονζάλες πήγε καί ξεκλείδω­ σε τήν πόρτα. —’Άν δεν μετανοιώσης εσύ, πού δέν σε σκότωσα, τοϋ εΐπε κΓ έφυγε. Ό Νιοϋτον έτρεξε αμέσως μ’ ένα παποϋτσι στο τηλέφωνο.

ΓΚΟΥΡΤΕΡ Ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑ Κ Α Σ Μέσα σ’ ένα τρίγωνο, πού τό απο­ τελούσαν δυο σιδηροδρομικές γραμ­ μές πού διασταυρώνονταν καί τά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

σκοϋρα καί άργά νερά τής διώρυγος Γκράν—Σάρεϋ, βρίσκονταν τά έρεί*. πια τής άποθήκης, δπου ό οΐκοζ *Όμπερτσον καί Σία τοποθετούσε τά έμπορεύματά του. Μέσα σιόν περίβολο τής άποθή­ κης ύπήρχε καί μιά πλινθόκτιστη βΐλλα. Ό ’Όμπερτσον κατοικούσε στή βίλλα μαζί μέ τούς δυό άνθρώπους του, μέ μιά Σουηδή μαγείρισσα καί μιά καμαριέρα, ζώον τοϋ θεού του Ύψίστου, πού δούλευε από τά ξη­ μερώματα μέχρι τήν νύχτα, δίχως νά γκρινιάζη, ούτε νά μιλά, ούτε καί νά γελά. Οί δυό άνθρωποι τοϋ ’Όμπερτσον, τριαντάρηδες περίπου, ονομάζονταν ό ένας Ίβάν Πφάϊφερ καί ό άλλος Σβέν Γκοΰρτερ. Καί οί δυό είχαν καταδικαστή εις θάνατον στή Γερμανία, μά εΐχαν κατορθώσει νά δραπετεύ­ σουν. ?Ησαν άμείλικτοι σάν λύκοι, δίχως κανένα άνθρώπινο αίσθημα. Οί «Τρεις Δίκαιοι» ήξαιραν πολύ καλά τό παρελθόν τους κΓ έθεσαν σέ κίνησι τήν μηχανή τοϋ Νόμου, αλλά εξακρίβωσαν, πώς τά χέρια τής άστυνομίας ήσαν δεμένα άπέναντί τους. "Εβαλαν λοιπόν τό δικό τους τό χεράκι οί Τρεις Δίκαιοι. 'Έ­ να πρωί κατά τά ξημερώματα, ενα^ άστυφύλακας, πού έκανε περιπολία κοντά στό κανάλι, άκουσε κάποιον νά βογγά. Πλησίασε καί βρήκε δεμέ­ νο στά χοντρά σανίδια τοϋ περιβό­ λου τής άποθήκης τόν Γκοΰρτερ. 'Η γυμνή ράχη του ήταν χαρακωμένη άπό καμουτσιές. Κάποιος τόν είχε άρπάξη, ένώ έκοβε βόλτες κοντά στό κανάλι, καί τόν είχε φιμώσει καί μα­ στιγώσει. Τοϋ είχε δώσει εικοσιπέντε περίπου περιποιημένα χτυπήματα μέ βούρδουλα. Στό σπίτι τοϋ ’Όμπερτσον ύπήρχαν δωμάτια, δπου έμπαινε μόνον ό Γκοΰρτερ. Ή Δανέζα καμαριέρα εί­ χε κάποτε παραπονεθή στή μαγεί­ ρισσα πώς άπό ένα άπό τά δωμάτια αύτά, δταν έβγαινε ό ’Όμπερτσον, ξέφευγε ζεστός άέρας, πού βρωμούσε καί τήν έκανε νά βήχη μιά ώρα. 'Ένα βράδυ ό ’Όμπερτσον καθό­ ταν κοντά στό τζάκι καί διάβαζε τό σύγγραμμα ενός Γερμανού φιλοσό­ φου, δταν σήμανε τό τηλέφωνο. Όταν


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

άκούμπησε πάλι τό ακουστικό, ό Όμπερτσον έπίεσε δυό φορές ένα κουμπί κοντά στο τζάκι. Ό Γκοϋριερ μπήκε αθόρυβα. Ήταν βρώμικος, άξύριστος, ελεει­ νά ντυμένος. Ό δόκτωρ σήκωσε τά μάτια του άπό τό βιβλίο. — Απόψε, του είπε, νά ντυθής γιά τό χορό των καλλιτεχνών. —Μάλιστα, κύριε δόκτωρ, είπε αυτός κι’ έφυγε. Ό Όμπερτσον ξαναπήρε τό βι­ βλίο του, ένα γοητευτικό βιβλίο, πού έπραγματεύετο γιά την άθανασία τής ψυχής καί πού ώστόσο, στιγμές στιγμές, τό παρατούσε γιά νά σφίξη νευρικά τη γροθιά του σαν ν’ άπειλοϋσε κάποιον άόρατο εχθρό. Ήταν άκριβώς στή μέση τής άναλύσεως τής έννοιας τής αίωνιότητος, όταν ξαναφάνηκε ό Γκούρτερ. Ήταν ντυμένος άψογα γιά τό χορό. Ό ’Όμπερτσον τον επιθεώρησε καί βρήκε μερικές ελλείψεις. Π.χ., με­ ταξύ άλλων δέν είχε βάλει μουστά­ κι. ’Έπειτα, έβγαλε τό πορτοφόλι του. —Γιά νά δ£ τά χέρια σου!, εί­ πε πριν τού δώση χρήματα. Ό Γκούρτερ άπλωσε καί τά δυό του χέρια. Ήσαν καθαρά καί δέν πενθοφοροΰσαν. —'Ωραία, έξακολούθησε ό δό­ κτωρ. Στό χορό των Καλλιτεχνών θά βρής τόν Λέοντα Γκονζάλες. Τον γνωρίζεις. Είναι εκείνος πού σέ μα­ στίγωσε. Δέν θά είναι μασκαρεμέμένος. —Είναι ό άνθρωπος πού μέ μα­ στίγωσε, εΐπε ό Γκούρτερ μέ άπάΘεια. Ακολούθησε σιωπή πού την διέ­ κοψε ό Σουηδός:

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικσ αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα I

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — θά είναι έκεΐ κΓ ένα κορίτσι. Γι’ αύτό όμως θά φροντίσουν οί πράκτορές μας. Έσύ δέν θάχης νά κά­ νης παρά μόνον μέ τόν Γκονζάλες. Ό Μπέτον θά σοΰ δώση οδηγίες. Ό Γκούρτερ ύποκλίθηκε καί έφυ­ γε μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο. Ό ’Όμπερτσον άνοιξε πάλι τό βιβλίο. Τό κεφάλαιο περί αίωνιότητος ήταν τρομερά συναρπαστικό... χορός τών Καλλιτεχνών στήν «Αίθουσα τής Κορίνθου» ήταν ενα άπό τά μεγαλύτερα γεγονό­ τα τής κοσμικής σαιζόν καί τά εισιτήρια είχαν γίνη άνάρπαστα. 'Όταν ή Μιραμπέλλα μπήκε στήν αίθουσα, πού τταν γεμάτη κόσμο, έμεινε θαμπωμένη. Ή άπέραντη αί­ θουσα ήταν λαμπρά στολισμένη μέ υφάσματα πολύχρωμα, μέ φώτα καί μέ άνθη. Σέ μια γωνιά βρισκόταν έ­ να κιόσκι από τριαντάφυλλα, όπου έπαιζαν δυό ορχήστρες εκ περιτρο­ πής. Οί μασκαρεμένοι μέ κουστούμια όλων τών εποχών καί όλων τών λα­ ών, είχαν πήξη σέ μιά μάζα, πού μάταια προσπαθούσε νά χορέψη. Πριν άκόμη συνέλθη άπό την έκπληξί της ή Μιραμπέλλα, προχώ­ ρησαν πρός τό μέρος αύτής καί τής Αννας ένας κύριος μέ φράκο κι* έ­ νας άλλος ντυμένος σαν Καλαβρέζος ληστής. —Οί καβαλιέροι μας, είπε ή ’Άννα ζωηρά. Έπιτρέψατέ μου νά σάς παρουσιάσω τόν λόρδο ’Έβιγκτον. — Χαίρω πολύ γιά την γνωριμία σας, δεσποινίς, είπε ό λόρδος μέ κά­ ποιον ξενικό τόνο στή φωνή του. Αύτό ξάφνιασε λιγάκι την Μι­ ραμπέλλα, καθώς καί τό ψυχρό χει­ ροφίλημα τού λόρδου. Ό λόρδος κα­ τάλαβε τήν έκπληξι τής νέας κι’ ε­ ξακολούθησε : —’Έζησα τόσο πολύ έξω άπό τήν Αγγλία, πού μού έγινε σχεδόν ξένη, ακόμα κΓ ή γλώσσα της. θέλετε νά χορέψουμε; Δέν φοράτε τή μάσκα σας ; Ή Μιραμπέλλα φόρεσε τήν κόκ­ κινη μεταξωτή μάσκα της κΓ άρχισε νά χορεύη μέ τόν καβαλιέρο της. Ή ’Άννα έμεινε μέ τόν άλλον. —Δέν καταλαβαίνω τίποτα άπ’

Ο


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑΣ»

»

■όλα αύτά, Μπέντον, του είπε, μά­ ζεψαν δλους καί μας έστειλαν εδώ. Όλα τα πρωτοπαλλήκαρα εΐν’ εδώ... Ό Ντέψφον, ό Κουτσίνι, ό Σάμουελ ό Εβραίος... —Τα πρωτοπαλλήκαρα ; ψιθύρισε ή Άννα καί χλώμιασε κάτω από τό φτιασίδι της. —Ναι, αυτό ξέρω μονάχα, συμ­ πλήρωσε ό άλλος. Ή ’Άννα έμεινε σιωπηλή. Ή καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ό Μόντυ Νιουτον τής είχε πή λοιπόν την αλήθεια, πώς πίσω από τόν Όμπερτσον κΤ άπό αυτόν υπήρχε ;μία ολόκληρη όργάνωσις, ένα ολό­ κληρο σώμα εγκληματιών, που περιελάμβανε κάθε καρυδιάς καρύδι άπό κάθε γωνία τής γής. —Ποιός είν’ αυτός πού χορεύει με την Μιραμπέλλα; ρώτησε τόν Μπέντον. — Δεν τόν ξέρω, απάντησε εκεί­ νος. Είναι άπό τούς ιδιαιτέρους του ’Όμπερτσον. Γιά όνομα του θεού ό­ μως, μην πής του Νιουτον πώς εγώ σου μίλησα γι’ αυτόν. Εμένα μου άνέθεσαν να τόν βοηθήσω. —Τί θά την κάνετε την Μιρα­ μπέλλα ; ρώτησε ή ’Άννα με παγωμέ­ νη φωνή. —’Έλα τώρα νά χορέψουμε κι’ άστα αυτά !, είπε ό Μπέντον. μουσική έπαψε νά παίζη. Μερι­ κοί άνυπόμονοι χορευτές άρχισαν νά χειροκροτούν καί πριν πάψουν τά ^χειροκροτήματα άρχισε ή άλλη ορ­ χήστρα νά παίζη ένα τσάρλεστον. Ή Μιραμπέλλα δεν ήταν ευχαρι­ στημένη. —Δεν καθόμαστε ; παρακάλεσε τόν καβαλιέρο της. Ζεσταίνομαι πολύ. — θέλετε, δεσποινίς, νά πάμε δί­ πλα, στή μικρή αίθουσα; Εκεί κάνει δροσιά. Πήγαν καί κάθισαν σέ μια γωνιά, κοντά στήν είσοδο μιάς τεχνητής σπηλιάς, μολονότι ό καβαλιέρος της. έπέμενε νά μπουν μέσα. —Τί θά πάρετε ; τήν ρώτησε ό κα­ βαλιέρος της. θέλετε κρασί, γρανίτα λεμόνι, κανέ­ να λικέρ ; —Γρανίτα, είπε ή νέα. Ό συνοδός τηςςέδωσετήν παραγγε­ λία στό γκαρσόνι κι’ εξακολούθησε :

Η

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

—Μέ συγχωρεΐτε άν κάνω λιγάκι σάν ξένος. ’Έλειπά πολλά χρόνια στή Γερμανία. Στον πόλεμο ήμουν στή Γαλλία, θά ζήτε στά περίχωρα βέβαια.., —’Όχι, μέσα στό Λονδίνο. Εργά­ ζομαι στον ’Όμπερτσον. — ’Ά ! πρώτης τάξεοος, κύριος! 'Η Μιραμπέλλα άκουσε μ’ εύχαρίστησι έναν ξένο νά εκφράζεται ε­ παινετικά γιά τόν προϊστάμενό της, μολονότι ή ϊδια δεν είχε καλήν έντύπωσι γι’ αυτόν. θυμήθηκε τήν έπαυλι όπου ζουσε μέ τή θεία της καί ή άνάμνησις αυτή τήν έκανε νά νομίση πώς ήταν ξαφνι­ κά πολύ μακρυά από τό σπίτι της, μονάχη κι’ έρημη. Στό διάστημα αυτό ό λόρδος ’Έβιγκτον ή άκριβέστερα ό Γκούρτερ — γιατί αυτός ήταν ό καβαλιέρος της — έπαιζε μ’ ένα καλαμάκι από κείνα ποδχε φέρει τό γκαρσόνι γιά τή γρα­ νίτα. Ή μιά άκρη τού καλαμιού φαι­ νόταν πάνω άπό τό τραπέζι ή άλλη άλλη ήταν βουτηγμένη σ’ ένα μπουκαλάκι, πού τό κρατούσε μέσα στά χέρια του ό Γκούρτερ, γεμάτο άπό κόκκινη σκόνη. Όταν ή Μιραμπέλλα έστρεψε τά μάτια στόν συνοδό της, αύτός άνακάτευε μ’ ένα κουταλάκι τήν γρανίτα. Δυο καλαμάκια ήσαν βυθισμένα μέσα στό ποτήρι. 'Η Μι­ ραμπέλλα σήκωσε τό ποτήρι γιά νά πιή τή γρανίτα της. — Επιτρέπετε νά καπνίσω ; τήν ρώτησε ό Γκούρτερ. — Παρακαλώ.

'Η Μιραμπέλλα ρούψηξε μέ τό έ­ να καλαμάκι καί έκανε έναν μορφα­ σμό.


38

) ο

/ 0

/ 0

/ 0

/

/ / 0

/ &

β

/ *

* « <5

Λ ο

ί ο

/ 0

ί 0

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

Το- προηγούμενα τεύχη, τής

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ

/ 0

/ ο

/ 0

I) ΤΟ ΑΐΙΜ Ι'ΠΜιΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ / ΡΩΝ Ο Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 2) / 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΟΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ / 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕΚ ΡΟΚιΕΦΑΛΗ 0 ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ 5) / ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙ- /Ο ΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ / 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΙΕΚΡΩΝ ΓΥ­ 0 ΝΑΙΚΩΝ ία) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ο ΜΑΣΟΥΝ II) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ / α 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ / ΔΕΙΑ ΣΟΥ 0 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙΣΤΕΡ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕ- 0 ΡΤίΓΚΟ / 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ 0 άνετυπώθη«*αν χ<χΙ ττωλοΌνται εις / τα γραφείο: μας. 0 ΔΕιΛΗΠΙ Ω Ρ ιΓΗ 30 / (Πάροδος άδου *Αγ. Κων)νου) Ο

&

/

/

αντί δραχμών

2.500

Ο

/ 0

V

— Φρίκη I, είπε καί άφησε τό ποτηρι. Ό ΓκοΟρτερ της πρόσφερε τό δικό του ποτήρι καί ή νέα ήπιε. — Μήπως υπάρχει τίποτα μέσα ατό καλαμάκι ; ρώτησε ό ΓκοΟρτερ. —7Ηταν κάτι σάν... Ξαφνικά δλα άρχισαν νά στριφο­ γυρίζουν ολόγυρά της. Τό πάτωμα άρχισε νά σκαμπανεβαίνη σάν κατά­ στρωμα καραβιού. Ή Μιραμπέλλα σηκώθηκε, κλονίστηκε, κΓ έπιασε τό χέρι του συνοδού της. — "Ανοιξε αυτή τήν πορτούλα, εί­ πε στό γκαρσόνι ό ΓκοΟρτερ. Ή κυ­ ρία λιποθύμησε. Τό γκαρσόνι άνοιξε τήν πόρτα. "Ενας άνθρωπος στεκόταν ακριβώς πίσω απ’ αυτή. Πάνω άπ5 τό φράκο του φορούσε έναν μικρό ισπανικό μανδύα. "Οταν τόν είδε, ό ΓκοΟρτερ έμει­ νε σάν άπολιθωμένος με τό τσιγάρο ακόμα στό στόμα. ΤΗταν ό Γκονζάλες.

Ξαφνικά, τό δωμάτιο βυθίστηκε στό σκοτάδι. Κάποιος εΐχε γυρίσει τόν γενικό διακόπτη... «ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΛΕ­ ΟΝΤΑ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ !» Δέκα λεπτά άργότερα τά φώτα ά­ ναψαν πάλι. Ή ορχήστρα άρχισε νά παίζη ένα τσάρλεστον. Ό Γκονζάλες, ό ΓκοΟρτερ καί ή .Μιραμπέλλα είχαν χαθή. Στό μεταξύ ήρθε ό Μίντοου μέ τρεις άλλους αστυνομικούς. Ρώτησε γιά τά χαρακτηριστικά τών τριών α­ γνώστων. πού είχαν χαθή. —Ό ένας από αυτούς είναι 6 ΓκοΟρτερ, είπε, θάθελα πολύ νά τόν άνταμώσω. Ή Γερμανική πρε­ σβεία έχει χαλάσει τόν κόσμο γιά τήν έκδοσί του. Τί ήπιε ή κυρ·α; ρώ­ τησε τό γκαρσόνι. —Γρανίτα λεμόνι. Νά τό ποτήρι της. Ό Μίντοου έβρεξε τό δάχτυλό του από τό καλαμάκι καί τόβαλε στή γλώσσα του. Αμέσως έφτυσε. Ό α­ στυνομικός κατάλαβε πώς εκείνος πού περίμενε τήν Μιραμπέλλα ήταν ό Γκονζάλες. Τί είχε συμβή μεταξύ τών δύο ; Ό Γκούντερ ήταν πολύ ευ­ κίνητος καί χειροδύναμος καί δύσκο­ λα τά έχανε, καί στήν πιό κρίσιμη περίστασι. Ό Μίντοου άφου τέλειωσε τήν άνάκρισί του, γύρισε στή Διεύθυνσι τής Αστυνομίας. Τόν απα­ σχόλησε ή ύπόθεσις αυτή καί προσ­ παθούσε νά μαντέψη τί ήταν ό «Τζώνυ», τό μυστικό, πού εΐπε δτι κρα­ τούσε ό Μάνφρεδ. Άπό τή Διεύθυνσι ό Μίντοου, α­ φού άφησε τούς άλλους αστυνομι­ κούς, πήγε στό σπίτι τών Τριών Δι­ καίων. Μολονότι ήταν κατασκότεινο, ό Μίντοου χτύπησε στήν πόρτα. Τού άνοιξε ό Πουακάρ, πού τόν πληροφόρησε άπό τήν πόρτα πώς ό Μάνφρεδ καί ό Γκονζάλες, εΐχαν γυ­ ρίσει προ ολίγου κάπως ανήσυχοι. —Γιά κανένα κορίτσι δεν έκαναν λόγο, πρόσθεσε. Υποθέτω πώς θά πρόκειται γιά τήν μις Λέϊτσεστερ, έ ; ’Αφου έφυγε ό αστυνομικός, ό Πουακάρ έκλεισε καλά τις κουρτίνες τών παραθύρων τής προσόψεως τού σπιτιού καί άναψε φώς. Στό γραφείο τού Μάνφρεδ, επάνω στό ντιβάνι, ήταν ξαπλωμένη ή μις Λέϊτσεστερ,


ΓΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ατάχλωμη, μέ κλειστά τά μάτια. Άάσαινε μέ δυσκολία καί φορούσε ά;όμα τό ντόμινο. Ό Γκονζάλες της ίβρεχε τους κροτάφους μ’ ένα σφουγ/αράκι. —Μήπως κινδυνεύει ; ρώτησε ό Μάνφρεδ, —Δεν ξέρουμε άκόμα, απάντησε ό Γκονζάλες. Καμμιά φορά πεθαίνει κανείς ϋστερ’ άπό μια τόσο μεγάλη δόσι ενός τόσο δυνατοί) ναρκωτικού. Ό Γκουρτερ δεν χωρατεύει... —Καί τί ήταν αυτό που τής έ­ δωσε ; —Μορφίνη, σέ πολύ πυκνή σύνθεσι. —Δέν μπουρουμε νά ειδοποιήσου­ με τόν ’Έλβερ ; ρώτησε ό Μάνφρεδ κυττάζοντας τό πρόσωπο τής Μιραμπέλλας. — Ζή !, φώναξε ξαφνικά μέ χαρά. Πραγματικά, ή νέα είχε άνοιγοκλείσει δυό φορές τά μάτια της. Ό Γκονζάλες έπιασε τό γυμνό μπράτσο της καί τής έκανε ένεσι μέ μιά μικρή σύριγγα. — Αύριο τό πρωί, όταν ξυπνήση θά τής φαίνεται πώς είχε μεθύσει. Απροσδόκητα, ή Μιραμπέλλα σή­ κωσε τά βλέφαρά της καί κύτταξε γύρω μέ κατάπληξι. —Που είμαι ; ρώτησε μέ μιά φω­ νή αδύνατη καί ξανάκλεισε τά μάτια της μέ έκφρασι πόνου. — Είναι εκτός κινδύνου, είπε ό Γκονζάλες σφυγμομετρώντας την. -—Είναι ώραία I, ψιθύρισε μέ θαυμασμό ό Πουακάρ. —Καί τώρα ; τί θά γίνη ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. —Μόλις ό ’Όμπερτσον μάθη τί συνέβη, θά μάς στείλη εδώ τή φρου­ ρά, είπε ό Γκονζάλες. ΓΓ αυτό πρέ­ πει νά βιαστούμε. ήκωσαν στά χέρια την Μιραμπέλ­ λα καί τήν κατέβασαν στο υπό­ γειο. ’Έπειτα, βγήκαν στήν πίσω αυ­ λή τοθ σπιτιού τους καί άνοιξαν μέ προσοχή τήν πόρτα. Πλησίασε ένα αυτοκίνητο εντελώς αθόρυβα κατέ­ βηκε μιά νοσοκόμα. Δίπλα στό σωφέρ κάθονταν δυό άνθρωποι. Ανέ­ βασαν τήν Μιραμπέλλα μέ προσοχή στό αυτοκίνητο καί έδωσαν στόν σω-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39

φέρ τή διεύθυνσι τής έπαύλεως Χέβιρτρυ. Σέ λίγο τό αυτοκίνητο έφυγε· Ό Γκονζάλες εΐχε μείνει στήν πόρ­ τα τεντώνοντας τ’ αυτιά του. Μετά δύο λεπτά άκουσε τήν σειρήνα του αύτοκινήτου νά σφυρίζη πρώτα δυ­ νατά καί έπειτα πιό σιγανά. ΤΗταν τό σύνθημα. Ό Γκονζάλες άναστέναξε. — Είναι εκτός τής ζώνης του κιν­ δύνου, ψιθύρισε. Ξαφνικά άντήχησε ένας πυροβο­ λισμός. Μιά σφαίρα καρφώθηκε στήν πόρτα κοντό στό χέρι του. ’Έπειτα ακούστηκε ένας άλλος κουφός ήχος καί μιά κραυγή πόνου άπό τή γωνιά του δρόμου, μαζί μέ βόμβο φωνών. Ό Μάνφρεδ μέ τό πιστόλι του, πού λειτουργούσε μέ πεπιεσμένο αέρα κι* έκανε ελάχιστο κρότο, είχε πυροβολήσει προς τό μέρος απ’ δπου είχαν πυροβολήσει εναντίον του. Ό Γκονζάλες έκλεισε καί κλεί­ δωσε τήν πόρτα καί ξαναμπήκε στό σπίτι. Αμέσως πήρε στό τηλέφωνο τόν Μίντοου στήν Σκώτλαντ Γυάρδ.

— ΕΙσθε σεις, Μίντοου; Σκότω­ σαν τώρα δά τόν Λέοντα Γκονζάλες. Στείλτε μας ένα νοσοκομειακό αυτο­ κίνητο καί αστυνομική δύναμι... —Αμέσως ! Ό Γκονζάλες άφησε τό ακουστι­ κό, γελώντας. —Τί πάει νά ττή αύτό ; ρώτησε ό Πουακάρ. —'Απλούστατα. Δέν μάς έκοψαν τήν τηλεφωνική συγκοινωνία, άλλά ένωσαν τό σύρμα μας μέ τό δικό τους τηλέφωνο...


40

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— "Ωστε μίλησες μέ τον Όμπερτσον ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. — ’Όχι 1 Μέ τον Μόντυ Νιουτον. Δεν ξέρω άν κατάλαβε τή φωνή μου. Πάντως δεν θ’ άργήσουμε νά τό μά­ θουμε I Δεν πρόλαβε νά τελείωση και α­ κούστηκε ένας βαρύς κτύπος στην εξώπορτα. Ό Λέων γέλασε ευχαρι­ στημένος. — Σταθήτε τώρα νά τούς τρομά­ ξω I, εΐπε. Ανέβηκε γρήγορα στο τελευταίο πάτωμα καί τράβηξε ένα σχοινί, πού κρεμόταν έξω άπό μιά πόρτα. Μία σιδερένια άνεμόσκαλα πυρκαϊάς κατέβηκε άπό τή σκεπή καί ταυτοχρόνως άνοιξε ένας φεγγίτης. Ό Γκονζάλες μέ τό ηλεκτρικό φαναράκι του άρχισε ν’ άνεβαίνη τή σκά­ λα, φροντίζοντας νά πάρη μαζί του έναν κύλινδρο άπό πεπιεσμένο χάρ­ τη, πού έμοιζε σάν οβίδα. Σκαρφά­ λωσε επάνω στη στέγη, τοποθέτησε τον κύλινδρο στήν άκρη της καί τον άναψε. Ακούστηκε ένας ύπόκοφος θόρυβος καί μιά άσπρη σφαίρα άφου διέγραψε ένα ώραΐο τόξο, έσκα­ σε σέ χίλια κοκκινωπά άστέρια... Ό Γκονζάλες κατέβηκε καί βρήκε τούς φίλους του. —Ασφαλώς θά νόμισαν, είπε, πώς ήταν σύνθημα γιά νά ειδοποιή­ σουμε την άστυνομία. Δέν πιστεύω πιά νά μάς ενοχλήσουν άλλο. Μετά δέκα λεπτά ξαναχτύπησε ή πόρτα επιτακτικά, επίσημα θά μπο­ ρούσε κανείς νά πή. — θά είναι κανένας άστυφύλακας, είπε ό Πουακάρ. θά ήρθε νά μάς ρωτήτη γιατί καίμε πυροτεχνήματα σέ δημόσιο δρόμο... Πραγματικά ήταν ένας πόλισμαν, πού τούς έκοψε πρωτόκολλο. Στο μεταξύ δμως ή «φρουρά» εΐχεν έξαφανισθή... Ο

ΓΚΟΥΡΤΕΡ

ΧΕΤΑΙ

ΔΕ­

ΡΑΠΙΣΜΑΤΑ

Ό Μόντυ Νιουτον, κουρασμένος καί θυμωμένος, γύρισε στο σπίτι του τά ξημερώματα. ’Άνοιξε ό ίδιος τήν εξώπορτα μέ τό κλειδί του. Ό υπηρέτης του, ό Φρέντ, κοιμό­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ταν στό διάδρομο, σκεπασμένος μέ τό πανωφόρι του. Ό Νιουτον τόν έ­ σπρωξε μέ τό πόδι του. —?Ηρθε κανείς εδώ, όσο έλειπα ρώτησε. — Ό γέρος είναι στό σαλόνι. Τό σαλόνι ήταν κατάφωτο. Ό δόκτωρ ’Όμπερτσον είχε καθήσει σ' ένα τραπεζάκι καί είχε τοποθετήσει επάνω τά πιόνια ενός μικροσκοπικου σκακιοϋ. ?Ητσν άπορροφημένος άπό τήν λύσι ενός προβλήματος του παι­ χνιδιού αύτου. “Οταν μπήκε ό Νιυυτον, τόν ρώτησε : — Λοιπόν, πώς πάει ή δουλειά ; — Τά ξέρεις, του είπε εκείνος νευριασμένος. —Τραυμάτισαν τόν Κουτσίνι στα σαλόνι, μά δέν είναι τίποτα τό σπου­ δαίο. Ό Γκουρτερ πρέπει νά τιμωρηθή I Φαίνεται πώς δέν είναι πιά κύριος τών νεύρων του καί, όταν έ­ νας άνθρωπος δέν είναι κύριος τών νεύρων του, δέν είναι Ικανός γιά τί­ ποτα. —Τόν καταδιώκει ή άστυνομία, είπε ό Νιουτον, πίνοντας ένα ποτήρι ούΐσκυ. —Ξέρεις πώς ή Γερμανική πρε­ σβεία ζητεί τήν έκδοσί του, μά ό Γκουρτερ αξίζει πολύ γιά νά τόν χά­ σουμε. Του έχω έτοιμάση μιά κρυ­ ψώνα. — Που είναι τώρα ; —“Αγνωστο ! “Εχει μαζί του τό μικρό αυτοκίνητο. “Ισως νά γύρισε στό σπίτι... Τό πράσινο φώς στό πά­ νω παράθυρο θά τόν είδοτοιήση νά έχη τά μάτια του τέσσαρα. Ό Νιουτον πήγε στό παράθυρο. Ανάμεσα στά δέντρα του ΤσέστερΣκουέαρ, διέκρινε κάποιον, πού φαι­ νόταν σαν νά στεκόταν εκεί μέ κά­ ποιον σκοπό. Επιτηρούν τό σπίτι μας !, φώναξε.. — Που είναι τό κορίτσι ; ρώτησε ό ’Όμπερτσον, κυττάζοντας σκυθρωπός τή φωτιά. —Φαίνεται πώς γύρισε στήν έπαυλι, κοντά στη θεία της. Μπορείτε νά πουλήσετε τό εργαστήριό σας. Δέν μένει άλλο τώρα, παρά νά μεταχειστούμε βία. Ό Βίλλα έρχε­ ται σήμερα τό πρωί. Καλλίτερα νά παίρναμε τό χρυσό είδωλο μέσα ά­ πό τήν βαλίτσα του Μπάρμπερτον.


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Ή αστυνομία μπορεί νά όδηγηθή απ’ αυτό. Ό ’Όμπερτσον ζάρωσε τά χείλη του σαν νά ήθελε νά σφυρίξη. —Εγώ χαίρουμαι, είπε, πού τό βρήκαν. Τί άλλο μπορούν νά υποθέ­ σουν παρά πώς ό Μπάρμπερτον άνακάλυψε κάποιο θησαυροφυλάκιο στην Αφρική ; ’Όχι, αυτό δεν τό φοβάμαι. Εκείνους πού φοβάμαι πε­ ρισσότερο είναι ό Τζόνσων Αί καί ό Ήλίας Ούάσιγκτων, ό Αμερικανός. βαλε τά χέρια του στην τσέπη κι’ έβγαλε ενα λεπτό δέμα επιστο­ λών. —Δεν μπορώ νά τον καταλάβω αυτόν τόν Τζόνσων Λί, εξακολούθη­ σε ό ’Όμπερτσον. Γιά πιό λόγο ένας τζέντλεμαν νά γράφη τόσο φιλικά γράμματα σ’ ένα Μπόερ ; ■ —Πώς τάβαλες στό χέρι αυτά τά γράμματα ; — Ό Βίλλα τά πήρε. ’Έδωσε στον Νιούτον ένα πράμμα πού έφερε την επιγραφή : Πόστ Ρεστάντ-Μοσάμεδες. ΤΗταν γραμμένο μέ παράδοξο στρογγυλό, σάν παιδικό χαρακτήρα. Επίσης τό χαρτί είχε μικρές-μικρές τρυπίτσες, σέ κανονικά διαστήματα, ανάμεσα στά όποια ήσαν χαραγμέ­ να τά γράμματα. Ό Νιουτον διάβασε : Αγαπητέ μου, Παρήγγειλα του τραπεζίτου μου νά σάς έμβάση τηλεγραφικώς 500 λίρες. Ελπίζω νά σάς έπαρκέσουν γιά τήν επιστροφή σας. Νά εΐσθε βέβαιος, ότι δέν θά προδώσω τίποτα. Φυσικά, τάς έπιστολάς σας δέν θά τάς διαβάση κανείς άλλος εκτός άπό ε­ μένα. Ή ιστορία σας είναι πο­ λύ παράξενη. Σάς συμβουλεύω νά επιστρέφετε καί νά μιλήσετε μέ τή δεσποινίδα Λέϊτσεστερ. Ό φίλος σας Τζόνσων Λί.» Στήν επικεφαλίδα ήταν γραμμέ­ νο : Ράτ Χώλ, 13 Ιανουάριου. — Σήμερα ήρθαν τά γράμματα στά χέρια μου, είπε ό ’Όμπερτσον. Δέν θά συνέβαιναν όλα αυτά τά θλι­

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

41

βερά γεγονότα. Τώρα θάχουμε ασφα­ λώς δυσκολίες. Ό Μόντυ κατάλαβε, πώς ό ’Όμ­ περτσον έννουσε τούς Τρεις Δικαίους, —Μά είναι θνητοί, μή τό ξεχνάς αυτό, Νιουτον, πρόσθεσε ό ’Όμπερτ­ σον. Καί αυτοί εΓναι θνητοί I —"Οπως καί μεις, εΤπε σκυθρω­ πά ό Μόντυ Νιουτον. "Οταν ό ’Όμπερτσον γύρισε στό σπίτι του, βρήκε τόν Γκούρτερ στον διάδρομο. Είχε βγάλει τό φράκο του καί φορούσε τά βρωμερά παλιόρουχά του. —’Έλα μαζί μου, τοϋ είπε ό α­ φέντης του. Ό Γκουρτερ τόν άκολούθησε. 'Ό­ ταν μπήκαν μέσα, ό ’Όμπερτσον πρό­ σταζε : —Πές μου τί συνέβη ! — Μόλις είδα τόν Γκονζάλες, άρ­ χισε ό Γκουρτερ, ξαφνικά έσβυσε τό φώς. Έγώ έπεσα χάμω, γιατί νόμιζα πώς θά πυροβολούσε. Πιστεύω πώς πήρε μαζί του τό κορίτσι. Δέν μπο­ ρούσα νά δώ, γιατί άνάμεσά μας βρι­ σκόταν μια χουρμαδιά... ’Έψαξα, μά είχαν χαθή... — ’Έλα δώ ! Ό Γκούρτερ τόν πλησίασε σάν αυτόματο. Ό ’Όμπερτσον τού έδωσε δυό δυ­ νατά χαστούκια. Τό πρόσωπο του Γερμανού δέν κουνήθηκε καθόλου κΓ ούτε έχασε τήν άπάθειά του. — Σέ εΐδε' κανείς, πού γύρισες; τόν ρώτησε ό ’Όμπερτσον. — ’Όχι, κύριε δόκτωρ. —Είδες τό πράσινο φώς κοντά στη στέγη ; — Τό είδα, κύριε δόκτωρ, μά σκέφτηκα πώς είναι καλύτερα νά βρίσκωμαι εδώ. —"Εχεις δίκιο! Μάρς ! Ό ’Όμπερτσον τού ένευσε νά τόν περιμένη μπροστά στό δωμάτιο, όπου έμπαινε μόνο αυτός. Ό Γκούρτερ στάθηκε στήν πόρτα περιμένοντας. Βγήκαν στον κήπο καί τράβηξαν προς τό μέρος τών άποθηκών. "Υστερα ά­ πό λίγο ό Σουηδός σταμάτησε και μέ τά πόδια του παραμέρισε διάφο­ ρα σκουπίδια. Φάνηκε ένας σιδερέ­ νιος κρίκος. Ό ’Όμπερτσον τόν έπιασε καί τόν τράβηξε μέ δύναμι. Μια


42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

πλάκα σηκώθηκε κι* άφησε νά φα­ νούν πέτρινα σκαλοπάτια. Ό ’Όμπερτσον άνοιξε μιαν άλλη πόρτα καί βρέθηκαν σ’ ένα καλά ε­ πιπλωμένο δωμάτιο. Ό Γκουρτερ εί­ χε περάσει εκεί τούς πρώτους έξη μήνες, δταν έφτασε στήν Αγγλία δραπέτης άπό τη Γερμανική φυλακή. —θά μείνης εδώ, του είπε ό ’Ό­ μπερτσον, ώσπου νά στείλω νά σέ φωνάξω. ’Έχεις μαζί σου πιστόλι ; — Ναί, κύριε δόκτωρ. Μόλις ό ’Όμπερτσον μπήκε στό γραφείο του, ακούστηκε άπό τό δρό­ μο ό θόρυβος του πρώτου αστυνομι­ κού αυτοκινήτου, πού έφτανε.

ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ Ό Μίντοου πήγε κατά τό μεσημέ­ ρι άπό το ξενοδοχείο του στό σπίτι των «Τριών Δικαίων» καί τούς βρή­ κε νά τρώνε. ΤοΟ έβαλαν σερβίτσιο. Ένώ έτρωγαν τούς άνακοίνωσε τά αποτελέσματα τής έρεύνης στό σπίτι τού ’Όμπερτσον. —Τό ψάξαμε όλο, είπε, άπό τό υ­ πόγειο ως τή σοφίτα... — Καί φυσικά δεν βρήκατε τίποτα, τον διέκοψε ό Γκονζάλες. Ό κομψός Γκουρτερ είχε γίνει καπνός, έ; — Ναί, φαίνεται πώς εΐχε είδοποιηθή νά μή γυρίση στό σπίτι. ’Άν κρί­ νω άπό κάποιο πράσινο φώς, πού ή­ ταν αναμμένο ψηλά στό πυργάκι τής βίλλας. —-Ό Γκουρτερ γύρισε έκεϊ μετά τά μεσάνυχτα καί έμεινε ώς τήν επι­ στροφή του ’Όμπερτσον. ’Έπειτα δεν ξέρω τί συνέβη, γιατί μ’ εμπόδισε νά δώ ή καταραμένη ομίχλη πού εί­ χε σηκωθή άπό τό ποτάμι. Μήπως

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ συναντήσατε στό σπίτι του ’Όμπερ­ τσον τόν Πφάϊφερ, τόν σύντροφο τοϋ Γκουρτερ ; — Ναί, ήταν εκεί καί γυάλιζε πα­ πούτσια... —Τί ρωμαντική άπασχόλησις I, εί­ πε ό Μάνφρεδ. — θά έπισκεφθήτε τόν Τζόνσων Αί ; ρώτησε ξαφνικά ό Γκονζάλες τόν Μίντοου. — Πώς σάς κατέβηκε νά μέ ρωτή­ σετε τέτοιο πράγμα ; παρατήρησε έκ­ πληκτος ό Μίντοου πού δεν είχε α­ νακοινώσει ακόμα τήν πρόθεσί του. — θά έκπλαγήτε πολύ, αν γνωρί­ σετε τόν Τζόνσων Λί, είπε ό Μάν­ φρεδ. —Σεις τόν γνωρίζετε ; τόν ρώτησε ό αστυνομικός. — Καί βέβαια τόν γνωρίζω. Μί>ησα τηλεφωνικώς μαζί του. Πρέπει νά είστε πολύ προσεκτικός στις σχέσεις σας μέ τόν κύριο Λί. Τό φίδι είναι έ­ τοιμο νά σκορπίση σέ κάθε κατεύθυνσι τό δηλητήριό του. Φτάνει κΓ ή πα­ ραμικρή υπόνοια ότι ό Τζόνσον Λί ήταν έμπιστος του Μπάρμπερτον... Ό Μίντοου άφησε τό μαχαίρι του καί πήρε τό πηροϋνι του. — θά μού κάνετε τή χάρι, τούς εί­ πε μισοαστεΐα καί μισοθυμωμένα, ν’ άφήσετε κατά μέρος αυτά τά μυστή­ ρια. Τί φίδια καί κολοκύθια I Μιλά­ τε σοβαρά γιά τή «Μάμπα», σάμπως νά βάλατε καμμιά φορά τό χέρι σας επάνω της... —ΚΓ αυτό θά μπορούσαμε νά τό κάνουμε, απάντησαν καί οί τρεις μέ μιά φωνή. — Καί τί είναι ή «Μάμπα» ; ρώ­ τησε προκλητικά ό αστυνομικός. — Ό κύριος δόκτωρ, είπε χαμο­ γελώντας ό Γκονζάλες. — Ό ’Όμπερτσον I —Μάλιστα I Φανταζόμουν, εξα­ κολούθησε, πώς θά τό καταλαβαίνα­ τε καί μονάχος σας, αν συνδυάζατε τούς τρεις πρώτους φόνους, πού α­ ποδίδονται στό μαύρο φίδι. Πρώ­ τα-πρώτα, σκότωσε έναν χρηματι­ στή. ΤΗταν πλούσιος καί χρηματοδό­ της αμφιβόλων επιχειρήσεων. Έξη μήνες πριν πεθάνη, είχε άποσύρει ά­ πό τήν Τράπεζα ένα μεγάλο ποσό σέ χαρτονομίσματα. Κατά παράδοξη σύμπτωσι, ό ύπάλληλος τής Τραπέ-


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ζης, πού παρέδωοε τό ποσό είδε τόν χρηματιστή και τόν Όμπερτσον στό Τδιο αυτοκίνητο, στό δρόμο. Πρόσεξε μάλιστα, πώς άπό την τσέπη του Όμπερτσον εξείχε ένας μεγάλος μπλε φάκελλος I Ακριβώς δέ ό υπάλ­ ληλος είχε βάλει τα χαρτονομίσμα­ τα σ’ έναν μεγάλο μπλε φάκελλο. Ο χρηματιστής είχε δώσει χρήματα στον Όμπερτσον γιά κάποια έπιχείρησι προφανώς, όταν δέ ή έπιχείρησις όπέτυχε καί τά χρήματα χάθη­ καν ό χρηματιστής άρχισε νά ζητή τήν άπόδοσί τους. Εΐχε τό σχετικό γραμμάτιο στήν τσέπη του κι’ έπειδή ήξερε τόν άνθρωπόν του δεν πήγαινε πουθενά άοπλος. Δεν είν’ έτσι;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΤΟ

43

ΕΠΟΜΕΝΟ

'Ένα συγκλονιστικό άνάγνωσμα

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ κάτι πού μπορεί νά συγκριθή μόνο μέ τό αριστούργημα του Μπράμ Στόουκερ

Μίντοου κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του. —Τήν ήμέρα τής δολοφονίας του συναντήθηκαν με τόν ’Όμπερτσον καί τόν άπείλησε πώς θά προβή σε ενέρ­ γειες εναντίον του, συνέχισε ό Γκονζάλες. Τήν ϊδια νύχτα πήγε στό θέ­ ατρο. Κατά τά μεσάνυχτα, τόν βρή­ καν νεκρό στήν εξώπορτα του σπι­ τιού του. Τό γραμμάτιο είχε γίνει ά­ φαντο άπό τό πορτοφόλι του... Τί ε­ πακολούθησε; Κάποιος άλήτης έτυχε νά βρίσκεται κοντά στό σπίτι του χρηματιστοϋ, όταν αυτός γύριζε με τ’ αυτοκίνητό του, τή νύχτα τής δο­ λοφονίας του. Ό άλήτης έτρεξε στό αυτοκίνητο ν’ άνοιξη τήν πόρτα, με τήν ελπίδα πώς θά τούδινε μερικές δεκάρες. Ό σωφέρ τόν είδε. Ό άλή­ της θά είδε άσφαλώς κάτι περισσό­ τερο... Όπωσδήποτε, τήν ϊδια νύχτα αφηγήθηκε σέ κάποιον φίλο του, πού τόν είχε γνωρίσει άπό τήν φυλακή, πώς κρατούσε στό χέρι του ένα εκα­ τομμύριο λίρες !... Τί του συνέβη άργότερα ; θά είδε κάποιον κοντά στό σπίτι του χρηματιστοϋ, πού εϊτε τόν άνεγνώρισε εϊτε τόν παρακολούθησε ώς τήν κατοικία του. Τήν επομένη μπαινόβγαινε στά δημόσια τηλεφω­ νεία καί έκανε συνεννοήσεις άγνω­ στον μέ ποιούς. Όπωσδήποτε, πήγε στό Χάϊδ—Πάρκ, όπου προφανώς του

Ο

είχαν ορίσει συνάντησι, κι’ έκεΐ τόν δάγκωσε τό φίδι... Τή συμμορία ό­ μως τήν άπειλουσε κι’ άλλος κίνδυ­ νος. Ό υπάλληλος τής Τραπέζης, πού είχε δή τόν χρηματιστή καί τόν

ΝΤΡΑΚΟΥΛΑ

’Όμπερτσον στό ϊδιο αυτοκίνητο. Όταν άκουσε πώς ό χρηματιστής βρέθηκε νεκρός, συνέλαβε ύποψίες. ’Έχω αποδείξεις πώς τηλεφώνησε σχετικώς στόν ’Όμπερτσον. Προφανώς, γιά νά τόν ρωτήση γιατί δέν παρουσιάσθηκε στήν άνάκρισι νά καταθέση ότι συνώδευε τόν χρηματιστή στό αυ­ τοκίνητο. Τήν ήμέρα πού ό υπάλλη­ λος τηλεφώνησε του ’Όμπερτσον, βρέ­ θηκε κι’ αυτός νεκρός στόν υπόγειο σιδηρόδρομο... Ό άστυνομικός άκουγε δίχως νά μιλή, μέ θαυμασμό. — θαρρεί κανείς πώς είναι κινη­ ματογραφική ταινία, είπε, καί όμως όλα παρουσιάζουν μεταξύ τους μιά λογική συνοχή. — Παρουσιάζουν συνοχή, παρατή­ ρησε μέ τή βαρειά φωνή του ό Πουακάρ, γιατί είναι αληθινά. Τέτοια ήταν πάντοτε ή μέθοδος του ’Όμπερ­ τσον. Ό Μίντοου έπαψε νά τρώη. — Νά μου δώσετε άποδείξεις, εΐπε. —Τί άποδείξεις θέλετε, άγαπητέ ; ρώτησε ό Γκονζά>ες. ■—θέλω νά μου άποδείξετε, πώς μπορεί νά γυμνάση κανείς ένα φαρ­ μακερό φίδι, ώστε νά δαγκώνη όποι­


44

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ον ζητεί νά έξοντώση ό κύριός του. Οί τρεις Δίκαιοι κότταξαν ό ένας τον άλλο καί χαμογέλασαν. —Μια μέρα θά σάς τό αποδείξω, εΐπε ό Γκονζάλες. Ασφαλώς έχουν γυμνάσει τέλεια τό φίδι τους. Κινεί­ ται τόσο γρήγορα πού τό ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί νά τό παρακολού­ θηση. Δαγκώνει πάντοτε σέ μέρη του σώματος πολύ εύαίσθητα καί την κατάλληλη στιγμή. Χτες μου έπετέθη καί μένα, μά άπέτυχε. Τήν προσεχή φορά πού θά δαγκώση, πρόσθεσε ό Γκονζάλες άργά-άργά κυττάζοντας τόν αστυνομικό μέ μισόκλειστα τά μάτια, ούτε ολόκληρη ή Σκώτλαντ Γυάρντ άπό τό ένα μέρος, ούτε έκείνη ή χαριτωμένη συμμορία άπό τό άλλο μέρος, θά μπορέσουν νά τόν σώσουν... Ό Πουακάρ σηκώθηκε ξαφνικά. Είχε άκούση τόν ήχο του κουδουνιού τής εξώπορτας καί κατέβηκε άθόρυβα τή σκάλα. —Όλ’ αύτά φαίνονται σάν μυ­ θιστόρημα, παρατήρησε ό Μίντοου. Είναι ένα μυστήριο, πού σεις κατέ­ χετε τά κλειδιά του άσφαλώς... Ό Λέων τό επιβεβαίωσε μέ μιά κίνησι του κεφαλιού του. —Καί γιατί δέ μού τό λέτε καί μένα ; ρώτησε ό άστυνομικός. — Γιατί ή ζωή σας μάς είναι πο­ λύτιμη, τόνισε ό Γκονζάλες, καί για­ τί θέλουμε νά στρέφεται μόνο σέ μάς ή προσοχή τού φιδιού. Στό μεταξύ ό Πουακάρ είχε γυρίση. — θέλεται νά γνωρίσετε τόν κύ­ ριο Ήλία Ούάσιγκτων ; Οι παριστάμενοι δέν είχαν καμμιά άντίρρησι. Σέ λίγο μπήκε ό Ήλίας Ούάσιγκτων.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ούς κύτταξε καλά στά μάτια, μέ τόν παναμά του κάτω άπό τήν μασχάλη καί μέ τά χέρια στις τσέ­ πες, καί τούς είπε μέ φωνή μπάσου—Χαίρω πολύ πού σάς γνωρίζω. Ό Μπάρμπερτον μού είχε πή πολλά γιά σάς. Τόν καϋμένο I Ό κύριος άσφσλώς θά είναι ό μοίραρχος Μίντοου τής Σκώτλαντ Γυάρντ, πρόσθε­ σε κυττάζοντας τόν αστυνομικό. — Ακριβώς, άπάντησε εκείνος. . Ό Ούάσιγκτων τού έσφιξε τό χέ­ ρι μέ τόση δύναμι, πού ό Μίντοου νόμισε πώς τόν έσφιγγε κανένας συσφιγκτήρας βόας. — Όνομάζομαι Ήλίας Ούάσιγκτων. Φυσικοϊστορικό Συνδικάτο τού Σικάγου. — Καθήστε, κύριε Ούάσιγκτων, τού εΐπε ό Πουακάρ καί τού έδωσε καρέκλα. — θέλω νά σάς τονίσω κάτι, άρ­ χισε ό ξένος. Λένε πώς ό Μπάρ­ μπερτον πέθανε άπό δάγκωμα φιδι­ ού. Έγώ τά φίδια τά ξέρω ολα πολύ καλά. Αΐ, λοιπόν, άκούστε καί μένα : δέν υπάρχει φίδι πού νά μπορή νά δαγκώση έναν άνθρωπο καί νά χαθή, δταν τόν άνθρωπο αύτόν τόν προσέχη ένας άλλος... Ό Ούάσιγκτων τούς άφηγήθη, πώς γνώρισε τόν Μπάρμπερτον στήν Πορτογαλική Αφρική. Έτυχε νά περνά άπό τό Μοσάμεδες, οπότε συνάντησε μιά συμμο­ ρία Πορτογάλων μιγάδων, πού εί­ χαν μαζευτή γύρω άπό μιά φωτιά, όπου έκαναν φριγανιές τις φτέρνες τού Μπάρμπερτον. Ό Αμερικανός είχε έπέμβει εγ­ καίρως γιά νά σώση τόν δυστυχι­ σμένο. —Φυσικά θέλησα νά μάθω γιά πιό λόγο τόν ύπέβαλαν σέ βασανι­ στήρια οί Πορτογάλοι μιγάδες, μά εκείνος άρνήθηκε επίμονα νά μού άνακαλύφη πού βρισκόταν τό... —Τί πράγμα ; ρώτησε ό Μάνφρεδ. — Κάποιο χειρόγραφο, πού ζητού­ σαν νά τού άποσπάσουν. ?Ηταν κά­ ποια επιστολή πού τήν εΐχε βρή μέ­ σα σ’ ένα μετάλλινο κουτί. Τώρα θά έ^τιθυμήτε νά μάθετε γιατί ήρθα εδώ, έ; —Ναι, γιατί ; τόν ρώτησε άδιάφορα ό Μάνφρεδ. —Λοιπόν ήρθα γιατί νομίζω πώς

Τ


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» μττορώ νά σας φανώ χρήσιμος, άφου καταπιασθήκατε μέ φίδια... — Δεν νομίζετε πώς ή άτασχόλησις αυτή εΐναι επικίνδυνη; παρατή­ ρησε ό Μάνφοεδ. —Για σας ναί, οχι για μένα. Ε­ γώ είμαι άτρωτος από τα δαγκώμα­ τα των φιδιών. Σήκωσε τό μανίκι του κι’ έδειξε τό μπράτσο του. ?Ηταν γεμάτο ου­ λές. —'Όλες είναι από φίδια!, εξήγησε. Ό Λέων τόν κύτταζε καλά στα μάτια. —Είναι περίεργο, είπε, σάν νά μιλούσε στον εαυτό του, νά σκέπτε­ ται κανείς πώς είναι ό μόνος άπό ό­ λους μας εδώ, πού θά βρίσκεται άκόμα στή ζωή μια βδομάδα άργότερα. Ό Μίντοου, πού δεν ήταν κανέ­ νας φοβιτσιάρης, ένοιωσε ένα ρίγος νά διατρέχη τή ράχι του.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΕΝΟΣ ΤΥΦΛΟΥ "Οταν ή Μιραμπέλλα ξύπνησε τό πρωί τής επομένης, τό κεφάλι της ή­ ταν βαρύ. Γιά πολλήν ώρα ήταν σε μιά κατάστασι μέθης. Προσπάθησε νά βάλη σε τάξι τις σκέψεις της καί δεν τό κατώρθωσε. " Αργησε πολύ νά καταλάβη πώς βρισκόταν στο δωματιάκι της, στό υποστατικό τους. Ή πόρτα άνοιξε καί μπήκε ή θεία "Αλμα μέ τό πρωινό γάλα. — Πώς μ’ έφεραν εδώ ; φώναξε ή Μιραμπέλλα. —Σ’ έφερε μιά νοσοκόμος, άπάντησε ή θεία "Αλμα. Πο? ύ συμπαθη­ τική γυναίκα. ’Έχει μιά μανία νά μαζεύη άποκόμματα εφημερίδων.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45 — Ποιά νοσοκόμος ; — Μά εκείνη πού σε συνώδευσε μέ τό αυτοκίνητο. "Ωσπου νάρθης βρισκόμουν σέ τρομερή άνησυχία, άφ’ ότου μάλιστα έλαβα τό τηλεγράφημά σου, πού μου έλεγες νά μήν έρθω στό Λονδίνο... — Μά εγώ δεν έστειλα τέτοιο τη­ λεγράφημα ; Ή Μιραμπέλλα τής άφηγήθη τί είχε συμβή. — Ό κύριος Γκονζάλες φρόντισε νά σέ στείλη εδώ μέ τ’ αύτοκίνητο, τής είπε ή θεία της. —Ποιός Γκονζάλες; ρώτησε μ5 εν­ διαφέρον ή νέα. Ό ένας από τούς Τρεις Δικαίους ; — Ασφαλώς αύτός, άπάντησε ή θεία της. Σέ λίγο χτύπησε ή πόρτα καί κα­ τέβηκε ή θεία της ν’ άνοιξη. "Επειτα γύρισε καί την ειδοποίησε, πώς τήν περίμενε κάτω κάποιος κ. Τζόνσων Λί. — Δέν τόν γνωρίζω, είπε ή Μιρα­ μπέλλα. Κατέβηκε καί μπήκε στό σαλόνι. "Ενας ψηλός, σκυφτός κύριος μέ πρό­ σωπο ζαρωμένο καί μέ χρωματιστά ματογυάλια σηκώθηκε καί ύποκλίθηκε προς τό μέρος της. —Ή μις Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ; ρώτησε. Καί τής έδωσε τό χέρι. — Έγώ είμαι, είπε ή νέα. Καθήστε παρακαλώ. — Εύχαριστώ. Φοβάμαι μήπως ή έπίσκεψίς μου δέν γίνεται σέ κατάλ­ ληλη ώρα. Μήπως άκούσατε νά γίνε­ ται λόγος γιά έναν Μπάρμπερτον ; — Τό όνομα μου φαίνεται σάν γνω­ στό... —Χτές τόν σκότωσαν κοντά στόν Τάμεσι. — Εΐναι εκείνος πού τόν δάγκωσε τό φίδι; ρώτησε ή νέα έντρομη. —Ακριβώς. Ό θάνατός του μέ λύπησε πολύ, γιατί ήμαστε πολλά χρόνια φίλοι. Είχαμε συμφωνήσει νά συναντηθούμε στό ξενοδοχείο του τό βράδυ πού τόν δολοφόνησαν. Ό πα­ τέρας ήταν επιστήμων δεσποινίς ; —Ναί, άστρονόμος καί ειδικός με­ τεωρολόγος. ?Ηταν αύθεντία στή μετεωρογία. —Ναί, διάβασα τό σύγγραμμά του. Είχε μείνει χρόνια στην ®Αφρ κή·


46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

— Έκει πέθανε. Μελετούσε τρία χρόνια μετεωρολογία στην Πορτογα­ λική αποικία τής "Αγκόλας. Ξέρετε ε­ κεί πέφτουν πολλοί διάττοντες. Ό πατέρας είχε διατυπώσει σχετικώς την θεωρία, πώς επειδή τα βουνά τής "Αγκόλας αποτελούνται από με­ τάλλευμα σιδήρου τραβοϋν τά μετέω­ ρα, δπως περίπου ό μαγνήτης. ΕΓχε μάλιστα ιδρύσει εκεί ένα μικρό αστε­ ροσκοπείο. Σκοτώθηκε σε μιά στάσι των ιθαγενών. —Ξέρετε σε ποιο μέρος τής Α­ γκόλας είχε τό αστεροσκοπείο του ; — Ακριβώς οχι. Ποτέ δεν πήγα -στήν Αφρική. "Ισως όμως ή θεία "Αλμα, νά ξέρη. Μιραμπέλλα βγήκε στό διάδρο­ μο καί φώναξε τήν θεία της. 'Η θεία "Αλμα, τήν ρώτησε μόλις εκείνη ήρθε, θυμάσαι που είχε τό αστεροσκοπείο του ό μπαμπάς; — Ή θεία "Αλμα, είχε ένα ση­ μειωματάριο, όπου ό πατέρας του κοριτσιού εΐχε γράψει διάφορα πράγματα. Ή Μιραμπέλλα τό έδω­ σε στόν κύριο Λί. —θάχετε τήν καλωσύνη νά μου διαβάσετε τά σχετικά; τήν παρακάλεσε εκείνος. Τό σημειωματάριο άνέφερε, πώς ό καθητητής Λέϊτσεστερ είχε έγκατασταθή στήν Μπισάκα. — Αυτό είναι τό μέρος, διέκοψε ό -επισκέπτης. Είστε βέβαια πώς ό Μπάρμπερτον δεν θάς είχε γράψει; —Σε μένα ; ρώτησε ή νέα έκπλη­ κτη. "Οχι..., πώς θά μουγραφε ; — Ξαίρετε καλά, εξακολούθησε ό κύριος Λί, ϋστερ’ από κάποιο δι­ σταγμό, πώς δέν σάς έστειλε άπό τή Μπισάκα ένα έγγραφο, γραμμένο σέ πορτογαλική γλώσσα; —Τίποτα άπολύτως δέν έλαβα.

Η

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — "Εχετε καθόλουέγγραφα του πα­ τέρα σας σέ πορτογαλική ή αγγλική γλώσσα ; Καμμιά επιστολή του ; —Δέν έχω γράμμα του, είπε ή Μιραμπέλλα. —"Ηθελα νά σάς διηγηθώ κάτι... Μά φοβάμαι. —Γιατί φοβάστε; τόν ρώτησε ή νέα —Τώρα τελευταία συμβαίνουν τό­ σο τρομερά πράγματα, πού καί νά ξέρη απλώς κανείς κάτι καταντά ε­ πικίνδυνο. θάθελα νάξερα, αν αύτό πού θέλω νά σάς πώ, δέν σάς έκθέση σέ κανένα κίνδυνο... Ό κ. Λί σηκώθηκε δρθιος. —Τό καλλίτερο, πρόσθεσε είναι νά συμβουλευτώ τόν δικηγόρο μου. Είναι άνοησία νά του τό κρύψω. Έφ’ οσον είναι ό μόνος άνθρωπος, πού μπορώ νά του έμπιστευθώ τή μελέτη τών εγγράφων μου. —Καλά, είπε ή Μιραμπέλλα. Καί δέν μπορείτε νά τό κάνετε σείς ό ΐδιος; —"Οχι, απάντησε ό επισκέπτης, γιατί είμαι τυφλός ! — Τυφλός ! —Γιά έναν τυφλό είμαι αρκετά επιτήδειος σ’ δλα, είπε ό κ. Λί. Μό­ νο πού δέν μπορώ νά διαβάσω συνη­ θισμένα γράμματα. Φυσικά διαβάζω κατά τό σύστημα τής γραφής τών τυφλών. Μου τό έμαθε ό καϋμένος ό Μπάρμπερτον. Είχε κάνει δάσκαλος σ’ ένα σχολείο τών τυφλών. Δέν ήταν πολύ μορφωμένος, μά μπορούσε νά γράφη πολύ γρήγορα γιά τούς τυ­ φλούς. Είχαμε πολύ πυκνή αλληλο­ γραφία μεταξύ μας. 'Η Μιραμπέλλα λυπόταν μέ τήν καρδιά της αύτόν τόν δυστυχισμένο. —Αύριο, εξακολούθησε ό κ. Λί, ίσως σάς υπαγορεύσω μιά σπουδαία επιστολή, εκτός άν άναθέσω αυτή τή φροντίδα στόν δικηγόρο μου. Δέν μου λέτε δμως κάτι; Γνωρίζετε τόν κύριο Μάνφρεδ ; —Προσωπικώς δχι. Έξ ονόματος, ναι. —Ό κ. Μάνφρεδ μου τηλεφώνησε σήμερα τό πρωί. Φαίνεται πώς ξέρει τις σχέσεις μου μέ τόν καϋμένο τόν Μπάρμπερτον. Ό κ. Μάνφρεδ μου έδωσε τήν διεεεθυνσί σας. θά ήταν


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ίσως προτιμότερο πριν έλθω, νά ζη­ τήσω την συμβουλή του. —Δεν θά κάνατε άσχημα, είπε μέ ενθουσιασμό ή νέα. θάχετε βέβαια ακούσει για τούς Τρεις Δικαίους!.. — Βέβαια, έχω ακούσει πολλά. Φαίνεται πώς τούς θαυμάζετε. Ό κ. Αί κατέβηκε μαζί μέ τη νέα καί προχώρησαν ώσπου έφτασαν στο αύτοκίνητό του, όπου μπήκε κι5 έφυ­ γε αφού τήν άποχαιρέτησε μ’ εξαι­ ρετική εγκαρδιότητα, σάν νά έπρόκειτο νά μήν τήν ξαναδή. Καί δέν είχε άδικο, γιατί ό δόκτωρ Όμπερτσον είχε άποφασίση νά είναι πιά μετρημένες οί ώρες του κ. Τζόνσων Λί. Μά συνέβη νά έχουν λάβει τήν ΐδια άπόφασι γιά λογαρισμό του "Ομπερτσον καί οί Τρεις Δίκαιοι. Μόνο πού δέν μπορούσαν νά συμ­ φωνήσουν μέ ποιο τρόπο έπρεπε νά στείλουν στην αιωνιότητα τόν σουηδό δόκτορα. Ό Γκονζάλες είχε επί τού προκειμένου πολύ πρωτότυπες ιδέες.

ΣΤΗΝ ΤΡΥΠΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ Ό Μάνφρεδ ήταν ντυμένος μέ ε­ πιμέλεια κι* ενώ μιλούσε, φορούσε τά γάντια μου. — Μήπως έχεις άκρόασι στά ανά­ κτορα ; τόν ρώτησε ό Γκονζάλες ή σέ κάλεσε σέ τσάϊ καμμιά δούκισσα ; — Όχι. απάντησε εκείνος· πρό­ κειται απλώς νά έπισκεφθώ τόν φί­ λον μας τόν "Ομπερτσον... — Αστειεύεσαι ; — Καθόλου, θέλω νά τόν προει­ δοποιήσω νά συμμαζέψη τά φίδια του. Καί μάλιστα μετά τή νέα λυσ­ σασμένη έπίθεσι τής φρουράς στήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

47

έπαυλι Χέβριτυ γιά νά άρπάξη τήν μις Λέϊτσεστερ. Όσον άφορά τήν προσωπική μου άσφάλεια μπορείς νά είσαι ήσυχος. Δέν θά πειράξη ούτε μιά τρίχα τής κεφαλής μου. "Εχω τό μέσον νά τού έμπνεύσω σεβασμό πρός τό άτομόν μου... Καί τώρα, ώς σωφέρ, πρόσθεσε γελώντας, όδήγησέ με στό σπίτι τού δόκτορος. Ό Γκονζάλες φόρεσε τά ρούχα τού σωφέρ καί μετά ένα τέταρτο τό αύτοκίνητσ σταμάτησε μπροστά στήν πόρτα τού άντρου τού "Ομπερτσον. Ό Γκονζάλες κατέβηκε και άνοι­ ξε τήν πόρτα τού αύτοκινήτου. Ό Μάνφρεδ περίμενε μιά στιγμή στήν αίθουσα άναμονής. "Επειτα, τόν παρέλαβε ένας υπάλληλος μέ ματο­ γυάλια, ό ίδιος πού είχε ύποδεχθή τήν Μιραμπέλλα, καί τόν έμπασε στό γραφείο τού "Ομπερτσον. Ό δόκτωρ καθόταν στό γραφείο του, πίσω στεκόταν ό Μόντυ Νιούτον μέ χαμόγελο στά χείλη καί μέ ένα μεγάλο κίτρινο άνθος στη μπουτο­ νιέρα. Ό "Ομπερτσον σηκώθηκε και τού έτεινε τό χέρι. —Μεγάλη τιμή, κύριε Μάνφρεδ, τού είπε. Συγχρόνως τοϋδειξε μιά καρέκλα. —Καλημέρα, Μάνφρεδ, φώναξε ό Νιούτον καί τόν χαιρέτησε μέ μιά έλαφρή κλίσι τού κεφαλιού. — Πήγατε χτές τό βράδυ στό χο­ ρό ; τόν ρώτησε ό Μάνφρεδ. — Πήγα, αλλά δέν μπήκα μέσα. —Μά πήγατε κάπως άργά, όπως λένε, παρατήρησε ό Μάνφρεδ. —Αυτό εΐναι τό πιό δυσάρεστο απ’ όσα συνέβησαν, έπενέβη στήν συνομιλία ό "Ομπερτσον. —Μούφυγε μέσα από τά χέρια ή γραμματεύς του, είπε ό Νιούτον, κΓ αυτό δέν μοΰ τό συγχωρεϊ. "Ενα κορίτσι πού μόλις χτές εΐχε άναλάβει υπηρεσία. Δέν ήθελε νά γυρίση σπίτι της, σέ κάποια βιλίτσα στά πε­ ρίχωρα τού Λονδίνου. Γι’ αυτό ή αδελφή μου τής πρότεινε νά μείνη στό δικό μου σπίτι. Πήγαν στό χορό όπου χάθηκε. Στάθηκε άδύνατο νά τήν ξαναβροΰμε. — Τρομερό, είπε ό "Ομπερτσον. Έγώ τήν θεωρούσα σάν προστα-


48

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τευομένη μου. Τώρα που χάθηκε, ε­ γώ είμαι υπεύθυνος. —’Άν ήμουν στη θέσι σας, δεν θά ανησυχούσα ούτε μια στιγμή, κύριε δόκτωρ, τον διέκοψε ό Μάνφρεδ. Ή δεσποινίς βρίσκεται στήν έπαυλί της. θέλετε μάλιστα να σάς πώ κάτι πε­ ρισσότερο ; Ή «φρουρά» σας δεν

ΚΛΕΙΣΤΟΝ

ΛΟΓΩ...ΦΛΕΡΤ

(Συνέχεια από τή σελίδα 15) Άπ’ έξω ύπήρχε ένα χαρτί κολ­ λημένο. «ΚΛΕΙΣΤΟΝ ΛΟΓΩ ΦΛΕΡΤ. Θ’ ΑΝΟΙΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ». —Τί σημαίνει άραγε αυτό; μουρ­ μούρισε ό Μπεσού μέ κρυφή άνησυΧία· ’Έτρεξε άμέσως στο σπίτι τής Όλγας. Ή πόρτα της ήταν επίσης κλει­ στή. ’Έτρεξε στο θέατρο οπού δούλευε αυτή. Έκει τού ανήγγειλαν ότι ή με­ γάλη καλλιτέχνις πλήρωσε κάποια μεγάλη άποζημίωσι για να σπάση τό συμβόλαιό της κΓ έφυγε για ένα τα­ ξίδι. -—Διάβολε, διάβολε !, ψιθύρισε ό Μπεσού όταν βρέθηκε στο δρόμο. Εί­ ναι δυνατό ; Έπειδό δέν ύπήρχε χρή­ μα για νά πάρη, έπωφελήθηκε τής νί­ κης του και πήρε την Όλγα , Ήταν τρομερό νά τό σκέπτεται 1 Αλλά, δυστυχώς, ό Μπάρνετ δέν έγκατέλειπε τό θύμα του. ’Έτσι ό Μπεσού έπαιρνε συχνά κάρτ-ποστάλ άπό διάφορα μέρη. Ό Μπάρνετ τού έγραφε μ’ ένθουσιασμό : «’Ά ! Μπεσού, τί ωραία πού είναι ή Ρώμη, ή Νεάπολις, γιά ένα μήνα μέλιτος I...» «Μπεσού, άν έρωτευθής ποτέ σου, νάρθης στή Σικελία». Καί ό Μπεσού έτριζε τά δόντια του: —Παλιάνθρωπε! Που θά μου πας! "Ολα σου τά συγχώρησα ! Αυτό ό­ μως ποτέ 1 θά συναντηθούμε πάλι μιά' μέρα... ΤΕΛΟΣ

κατώρθωσε νά ξαναφέρη στήν «εργα­ σία» της τήν μις Λέϊτσεστερ. —Ή «φρουρά» μου ; Τί εννοείτε, κύριε Μάνφρεδ ; ρώτησε κάνοντας τόν έκπληκτο ό ’Όμπερτσον. Ό Μάνφρεδ, αντί νά άπαντήση, ρώτησε τόν Νιοΰτον. —Είναι καλά ή δεσποινίς άδελφή σας. — Φυσικά είναι ταραγμένη, απάν­ τησε εκείνος. Ή Ιωάννα είναι πολύ ευαίσθητη. — Πάντοτε ήταν ευαίσθητη, παρα­ τήρησε ό Μάνφρεδ καί ζήτησε τήν άδεια νά καπνίση. — Νά σάς προσφέρω άπό τά δικά μου τσιγάρα, είπε ό ’Όμπερτσον. Μάνφρεδ τόν κύτταξε στά μά­ τια. — Έχω καπνίσει πάρα πολλά δι­ κά σας τσιγάρα, είπε τονίζοντας τις λέξεις, καί δέν θέλω πια νά καπνίσω κι* άλλα, γιατί διαφορετικά θ’ άνοιχτουν κενά στον κύκλο των γνωστών σας. Ποιος ξέρει, μάλιστα, άν πριν άνακαλύψετε τό περίφημο έλιξήριό σας, δέν μεταστήτε στήν άθανασία καί σείς ό ίδιος... Τό πρόσωπο τού ’Όμπερτσον άπό κίτρινο έγινε κατακόκκινο. — Φαίνεται πώς ξέρετε πολλά πράγματα γιά μένα, κύριε Μάνφρεδ 1, ψιθύρισε βραχνά. —Πολύ περισσότερα άπ’ όσα φαν­ τάζεστε. Μπορώ μάλιστα νά σάς πώ ποιά μέρα καί ποιά στιγμή θάρθή τό τέλος σας... Καί τόνισε τά λόγια αυτό κου­ νώντας τόν γαντοφορεμένο δείκτη τού δεξιού χεριού του. Ό Νιοΰτον έπαψε νά χαμογελά. Εΐχε καρφώσει τά μάτια του πάνω στόν Μάνφρεδ. —Δέν μοΰ λέτε, σάς παρακαλώ, πότε θάρθή ή στιγμή αυτή ; εΐπε ό ’Όμπερτσον. Τόν είχε κυριεύσει θυμός καί μόνον ή δυνατή θέλησίς του συγκρο­ τούσε τά νεύρα του. — Λοιπόν, τό τέλος σας θάρθή τήν ημέρα πού θα κάμετε κακό στήν Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ 1 — Πρόσεξε, κύριε Μάνφρεδ !, έπενέβη ό Νιοΰτον. Υπάρχουν καί νόμοι στήν Αγγλία.

Ο


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» — Ό Νόμος εΐμ’ έγώΐ, τόνισε ό Μάνφρεδ. Στήν ύπόθεσι αυτή έγώ εί­ μαι δικαστής. Και δεν θά φεισθώ πανενός !... —Καλά καί σεις είστε αθάνατος ; ρώτησε κοροϊδευτικά ό Νιουτον. —Ό νόμος είναι αθάνατος I απάν­ τησε ό Μάνφρεδ. ΤΗρθα εδώ γιά νά σάς πώ νά άφήσετε ήσυχη τήν μις Λέϊτσεστερ. Μην τολμήσετε νά τής κάνετε τίποτα γιατί θά εΐναι ή κα­ ταστροφή σας !... Σηκώθηκε καί στάθηκε μπροστά στο γραφείο του Όμπερτσον. —Φυσικά δεν μπορώ νά σάς πώ, εξακολούθησε, ποιά θά εΐναι ή δράσις τής άστυνομίας άπέναντί σας καί ειδικώς άπέναντί του περιφήμου φι­ διού. Έγώ κι’ οί φίλοι μου θά μεί­ νουμε άπλοι θεαταί στόν άγώνα τής άστυνομίας εναντίον σας. Νομίζετε πώς θά τής ξεφυγετε ; Μην τά πι­ στεύετε I Οί άστυνομικοί είναι σάν τά μπουλντόγκ. Όταν άρπαχτοϋν ά­ πό κάτι, ·δέν τ’ άφήνουν. —Καί τί ζητάτε εις άντάλλαγμα τής προσφοράς σας νά μάς άφήσετε ήσυχους ; τόν ρώτησε ό ’Όμπερτσον. — Ν’ άφήσετε κι’ έσεΐς ήσυχη τήν μις Λέϊτσεστερ, άπάντησε ό Μάν­ φρεδ. Κυττάξετε νά βρήτε χρήματα άπό άλλη «έπιχείρησι». Ό Νιουτον γέλασε: —Αγαπητέ μου, είπε, αυτές είναι... κουταμάρες. Οΰτε ό ’Όμπερτσον, ού­ τε έγώ είμαστε πτωχοί I.. — Είστε χρεωκοπηπένοι κι’ οί δυό σας, παρατήρησε ό Μάνφρεδ. Είστε σάν παίκτες, πού έχουν γκίνια γιά έ­ να μεγάλο διάστημα. Δέν έχετε εφε­ δρικά κεφάλαια καί τά έξοδά σας εΐ­ ναι τεράστια. Ψάξετε νά βρήτε άλ­ λον τρόπο νά κερδίσετε λεφτά, κύριε Νιουτον, καί πέστε τής δεσποινίδος «άδελφής» σας πώς θά επιθυμούσα αύριο τό πρωί στις δέκα, νά τής μι­ λήσω στό σπίτι μου... — Αύτή εΐναι ή προσταγή σας; ρώτησε σαρκαστικά ό Νιούτον. Ό Μάνφρεδ κούνησε τό κεφάλι του καταφατικά. — Δέν δεχόμαστε διαταγές άπό σάς ούτ’ έγώ, οΰτε ή άδελφή μου, φώναξε μέ λύσσα ό Νιουτον. Καί σάς συμβουλεύω νά προσέξετε, γιατί δέν εΐμαι εντελώς άκίνδυνος...

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

— Πάντως, συμπλήρωσε, μήν περι­ μένετε αύριο τό πρωί τήν άδελφή μου. Ό Μάνφρεδ τόν κύτταξε μέσα στά μάτια : -"Οπως θέλετε, εΐπε. Νά ξέρετε δμως κάτι : Εσάς ή θά σάς κρεμάση ό δήμιος ή θά σάς δολοφονήση ό ’Ό­ μπερτσον. θά συμβή άσφαλώς τό έ­ να άπό τά δυό. Ποιό δμως δέν μπο­ ρώ νά πώ... Ό Μάνφρεδ πρόφερε τά λόγια μέ τόση πεποίθησι, πού τό αΐμα έφυγε άπό τήν καρδιά του Νιουτον. Η «ΜΑΜΠΑ» ΔΑ­ ΓΚΩΝΕΙ ΠΑΛΙ I Στό τραπέζι τής κουζίνας τού ’Ό­ μπερτσον κάθονταν δυό άνθρωποι : Ό Γκοϋρτερ καί ό Πφάϊφερ. Ό Γκούρτερ κατακίτρινος, μέ τά μάτια πεταγμένα άπό τις κόγχες, φαινόταν έξω φρενών, όπως καί ό σύντροφός του. Τά τσαλακωμένα τραπουλό­ χαρτα πού ήσαν πεταγμένα χάμω, μαρτυρούσαν πώς οί δυό τους εΐχαν τσακωθή επάνω στό παιχνίδι, όπως συνέβαινε συνήθως. Δέν εΐχαν άντιληφθή, πώς εΐχε μπή ό ’Όμπερτσον κΓ εξακολουθού­ σαν νά βρίζωνται γερμανικά. — Γουρούνι, φώναζε ό Γκούρτερ, σέ εΐδα καθώς μοίραζες, πώς έκλετό ρήγα. — Κλέφτης εΐσαι σύ, άπάντησε στόν ίδιο τόνο ό Πφάϊφερ. Ό ’Όμπερτσον είδε τόν Γκούρτερ νά βάζη τό χέρι του στήν πίσω τσέπη. — Γκούρτερ, τόν πρόσταξε ξαφνι­ κά καί ό ύποταχτικός του γύρισε προς τό μέρος του μέ μιάς σάν σβού­ ρα. Στό δωμάτιό μου γρήγορα !.. Ό Γκούρτερ έφυγε άμέσως άπό τήν κουζίνα δίχως νά πή λέξι. —Κύριε δόκτωρ άρχισε, νά παρα­ πονιέται ό Πολωνορώσος, αύτός ό Γκούρτερ δέν ύποφέρεται πιά... Καλ­ λίτερα νά ζώ μ’ ένα γουρούνι, παρά μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, πού όταν δέν έχει πάρει μορφίνη ή κοκαΐνη δέν εΐναι στά καλά του. — Σιωπή], διέταξεν ό δόκτωρ. Περίμενε ώσπου νά γυρίσω 1 Όταν ό ’Όμπερτσον πήγε στό δω­ μάτιό του βρήκε τόν Γκούρτερ, νά πε-


50

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ριμένη σχεδόν σέ στάσι προσοχής. — "Ακου, ΓκοΟρτερ, του είπε μέ συμπαθητικό τόνο χτυπώντας φιλικά τόν ώμο του, αύτή ή ύπόθεσις μέ τόν Γκονζάλες πρέπει νά πάρη τέλος. Εί­ ναι δυνατόν εγώ νά κρατώ τόν Γκουρτερ μου στο υπόγειο σάν νάναι κα­ νένας τυφλοπόντικας ; Απόψε θά σέ στείλω νά τόν βρής αυτόν τόν άν­ θρωπο καί κύτταξε νά τά καταφέρης. Μην ξεχνάς πώς σέ μαστίγωσε, ώσπου ή ράχη σου μάτωσε. Περιττό νά σοϋ πω τι θά κάνεις... Έσύ τό ξέρης καλ­ λίτερα από μένα. —Μάλιστα, δόκτωρ 1 Ό ΓκοΟρτερ έκανε μεταβολή κΓ έφυγε. "Οταν έσβυσε ό θόρυβος των βημάτων του στη σκάλα, πού ώδηγοϋσε στό δωμάτιό του, ό "Ομπερτσον σήμανε νά έλθη ό Πφάϊφερ. Ό πολωνορώσος μπήκε κατσουφιασμέ­ νος. Δέν είχε τό στρατιωτικό παρά­ στημα του ΓκοΟρτερ. Μά ήταν πιό έ­ ξυπνος καί πιό επιτήδειος άπό τό σύντροφό του. —Πφάϊφερ, του είπε ό "Ομπερ­ τσον, έμαθα πώς κινδυνεύεις. Ή α­ στυνομία θέλει νά σέ στείλη πίσω στή Βαρσοβία, όπου καθώς ξέρεις, συνέβησαν μερικά δυσάρεστα πρά­ γματα σχετικώς μέ σένα. Μέ βεβαίω­ σαν μάλιστα—πρόσθεσε χαμηλώνον­ τας τόν τόνο τής φωνής του—πώς οί φίλοι σου θά σ’ έβλεπαν ευχαρίστως νά φεύγης άπό τό Λονδίνο. Πφάϊφερ σήκωσε τά μάτια του, πού ήσαν καρφωμένα στό πά­ τωμα, καί τόν κύτταξε δίχως νά α­ πάντηση, ούτε νά φανή πώς συγκινήθηκε άπ’ όσα ακούσε. —Ό ΓκοΟρτερ εξακολούθησε ό "Ομπερτσον, έχει άναλάβει κάποια δουλειά. "Ισως μάλιστα νά συνάντη­ ση καί τούς φίλους πού έχει στήν άστυνομία. Τέλος πάντων εκείνο, πού μάς ενδιαφέρει, είναι νά τά καταφέρη. Θά τόν βοηθήσουν όλοι οί άνθρω­ ποί μας. θά πας κι’ έσύ!... Τί νά σου πω όμως : τόν έχω πιά βαρεθή αύτόν τόν άνθρωπο. Δέν θέλω νά τόν ξαναδώ στά μάτια μου. Είναι αλή­ θεια τρελλός! "Ολοι είναι τρελλοί όσοι παίρνουν κοκαΐνη. Δέν νομίζεις καί σύ, Πφάϊφερ ;

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»Ό Πολωνορώσσος πάλι δέν άπάντησε. —'Όπως είπαμε, πρόσθεσε ό "Ομπερτσον. "Αφησε τον πρώτα νά κάνη τή δουλειά του... Έσύ δέν θά έπέμβης, ώς πού νά τήν άποτεΛειώση... Ό Πφάϊφερ χαμογέλασε απαίσια. -’Άν γυρίση εκείνος, είπε τέλος, δέν θά γυρίσω εγώ. Ό άνθρωπος αυτός μέ φοβίζει. Είναι άληθινός κίνδυνος. Σάς ειδοποίησα τήν ήμέρα πού τόν φέρατε εδώ. — Ναι, μά ξέρει νά ντύνεται σάν κύριος, παρατήρησε ό δόκτωρ. — Χμ I, είπε περιφρονητικά ό Πφάϊφερ, είναι ένας θεατρίνος καί τίποτα περισσότερο. —Άς είναι, εάν δέν ξαναγυρίση, θά ησυχάσω οριστικά, είπε ό δό­ κτωρ. Θά ήταν όμως μεγάλο σφάλ­ μα, αν τόν βρίσκανε σέ τέτοια κα~ τάστασι, ώστε ν’ ανακατευτούν στις υποθέσεις μας... οί άστυνομικοί. Ό Πφάϊφερ σώπασε... Καταλά­ βαινε πολύ καλά τί ήθελε ό ’Όμπερτσον άπ’ αύτόν. — Πότε θά φύγη άπό δώ ; ρώτησε. —Αύριο τό πρωί, μόλις ξημερώση. Φυσικά θά μιλήσης μαζί του... Άπό τήν κλειδαρότρυπα κρυφάκουσε κάποιος όλη τή συνομιλία, μολονότι γινόταν σέ πολύ χαμηλό τόνο. ?Ηταν ό ΓκοΟρτερ, πού είχε πλησιάση σιγά-σιγά, δίχως παπού­ τσια. Τά μάτια του έλαμπαν κΓ ένα σατανικό χαμόγελο διέστειλε τά χεί­ λη του. "Ακούσε τόν Πφάϊφερ νά πλησιάζη στήν πόρτα κΓ έφυγε γρήγορα-γρήγορα. ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ :

Ή συνέχεια.

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου Χρήστος Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι





Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ ΓΡΑΦΕΙΑ: ΔιΕΛΗΠΩΡΓΗ 30 β6©©©©®·β®·®β®β®··®®·0®®®··®©®©®®·βββ®·©0®©®®©*0·®·®·®®···β·ββ®·®···®·

' ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Στέλιος Άνεμοδουράς ΤΕΥΧΟΣ 22 * ΕΤΟΣ

Α5

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑ ΐ) ΤιΟ ΑιΙίΝΊΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

ΣΟΥ! Οπό Νίτοάη Κήν. Κώρτις 113) ΣΥΝΑίΠΕ ΡίΜιΟίΣ Οπό Οπό Άγκάθβ Κρίστι. Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ Οπό Στήλ. 2> 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, ΜΙ-ΣΤΕ'Ρ ! Φάρζον. υπό Τζών Κρήιζεϋ. 3) ,0 ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΙΕ ΔΥΟ ΦΟΡΈΣ Οπό Ρ, ΜπρΙγγερ. 1'5) ΤΑ ΔΙΑΙΜ1ΑΝΤΙΑ ΤΟιΥ 'ΠΙΕΡιΙΓΚΟ ΓΥΑΛΙ ΝΙΗ ΝΐΕΐΚ,ΡΟιΚΙΕΦΑΛΗ 4) Η Οιπα Λέσλι. Τσάρτρις. Οπό Γουέΐμαν Τζόνς. 16) ΚΑΛΠΑΖΟιΝιΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ Οπό ΕΝιΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ Σ τ ιουαρτ Σ τέρλιγικ. 5) ,ΚΑιΙ ΕιΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ Οπό Γουέϊ- 17) ΤΟ ΣΥιΝ,ΤΑίΡΑΚΤΙιΚΟ ΔΡΑΜΙΑ μαν Τιζσνς. ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Οπό θ. Δρά­ ΤΑ 7 ΒΗΙΜΑ,ΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ κο· 6) 1-8) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟίΤΗΣ Οπό Οπό Μπερχέλεϋ Εκρ-αίη. Τζών Μιλλερ. 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙ19) Ο ΘΑΝΑΤΟΙΣ ΥΠΟιΚΛΙ Ν,ΕΤΑΊ , ΜΟΡ Οπό Μπερκέλεϋ Πκρίαίη. Οπό ΜίπΙλ Ντάγικιμαν. ΤΟ 13 ιο ΜΑΤΙ Οπό Στη λ Τουΐντ. 8) ΝΙΕ/Κ ΡΩΝ ΓΥ- 20) Ο ΤΑίΡΖΑΝ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΚιΟΙΡΙΑ, 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΙΝΙΑΙΙιΚΩΝ Οπό Ν'τάκτιελ Χάιμιμετ. ύιπιό ’Έντγιχαρ Ρ,άϊς Μιπάροους. ΤΟΥ ΝΙΟιΜΟΥ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ Κ, ΡΕ­ .21) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤ I ΜΑ ΣΟΥΝ Οπό Γικέϊλ Γικάλλαγκερ. ίΚΑιΓ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΟπΙό ΚΟιΚΚ,ΤΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤζώΜσον Μκχκ Κώλλεϋ. 1,1) ΠΙΕ'ΝΤΙΕ 2,2,) ΠΕ ΡΊΠΟΛΟ Σ ΦΑ ΝΤΑ Σ ΜΑΤΩΝ, Οπό ΝΙτέϋ Κέϊν. Οπιό Στήλ Τουΐντ. 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΊΑ >Ο3®»®®®θθ©©©©®®Ο©9β©ΘΟΘ®Φ©8Ο0ΘΘ®©Ο©©©®®©ΟΘ®®Ο®Θ®©©©®®®®®®Ο©®©©0®Ο®·©3©®β©®·θ®©<

/ ΤΟΜΟ I, «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ» Εντός ολίγοι; θα τεθούν εις την διάθε,σιν του αναγνωστικού κοι­ νού, καλλιτεχνικά βιβλιοδιετηιμένοι, οϊ τόμοι: ΠΡΩΤΟΣ (Τεύχη 1—4) ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τεύχη 5—8) ΤΡΙΤΟΣ (Τεύχη 9—12) ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη, 13—16) ΠΕΜΠΤΟΣ (Τεύχη 17—20) ;ΟΟ©©©©©©Θ©®©®®©Ο®©©©©©®®®©®Θ®©©©®@©@©©®®©©©@©®ΘΘ®©Ο®©Ο©ΟΟΟ0Ο©©®®®®©©®$ *

1

ί

ΤΟ ΒΡΒΑΙΟ ΙΟΥ ΜΗΝ©1 ΕΞΕΔ,ΟΘΗΙΣΑΙΝ

ΐ) & ©ΆΚΜΤΘΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ

2) Θ ΎΑΡΖΑ» ΚΑΙ Ο-ΤΙΓΡΙΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ ηΡΜΚΤ^Ρ 4) ΕΝ αΝΟΜΆΤΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ & ΙΟΥ Β ϋΊλ£ύ£


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ “ΜΑΜΠΑ,, υπό ΕΝΤΓΚΑΡ ΟΥΑΛΑΑΣ (Συνέχεια από τό προηγούμενοι ό Ράτ-Χώλ ήταν ένα άσπρο διώ­ ροφο σπίτι ' '·σα σ’ ένα πυκνό πάρκο, πού τ: βε από τούς δια­ βάτες. Έμπρ,κ π’ τό σπίτι αυτό, δπου κατοικούσε, ό κύριος Τζόνσων Λί, σταμάτησε τό αυτοκίνητό του τό βράδυ ό Γκονζάλες. Κάποιος πού καθόταν πάνω στη μάντρα τού πάρ­ κου πήδησε καί πλησίασε. — Ό κύριος Μίντοου είναι μέσα, είπε, καί σάς περιμένει. Ό Γκονζάλες μπήκε μέ τό αυτο­ κίνητο μέσα στό πάρκο. Ό κύριος Λί είχε τραπέζι στόν Μίντοου καί στόν Ούάσιγκτων. Ό Μίντοου πήρε ιδιαιτέρως τόν Γκονζάλες καί τού είπε : —’Έλαβα γνώσιν δσων μου δια­ βιβάσατε. Τό μόνο παράξενο είναι δτι οί υπηρέτες έχουν κληθή σέ κά­ ποια λαϊκή συναυλία. Τό περιμένατε αυτό ; •—Βεβαίως. Ελπίζω δε δτι ό κύ­ ριος Λί θά άφήση νά πάνε. Καλύτε­ ρα νά λείπουν. Τό σχέδιο εΐναι τρελλό, μά του Όμπερτσον του αρέσουν τά τρελλά πράγματα. Συνέβη τίποτε άλλο ; —’Όχι. Σημειώσαμε μόνον τήν έμφάνισι δύο παράξενων τύπων. — Ό κύριος Λί δεν σάς έδειξε τις επιστολές, πού είχε λάβει από τόν Μπάρμπερτον ; —Ναι. Μάς διάβασε μερικές. Αλ­ λά δεν διευκρινίζουν πολλά πρά­ γματα. Γύρισαν στην τραπεζαρία, δπου ό Λί παρακάλεσε τόν Γκονζάλες νά καθήση στό τραπέζι. —Περίεργο αυτό μέ τό δικηγόρο

Τ

μου, τόν κύριο Πούαλ, εΐπε ό κ. Λί. Μέ ειδοποίησε πώς θάρχόταν .στις εφτά καί είναι τώρα όκτώμιση καί ακόμα δέν φάνηκε. Μέ τό πόδι του πάτησε τό κουμπί ενός ήλεκτρικου κουδουνιού, πού βρισκόταν στό πάτωμα κάτω άπό τό τραπέζι. —Τηλεφώνησε τού κυρίου Πούαλ, είπε στόν υπηρέτη πού παρουσιάσθηκε καί ρώτησέ τον πότε θάρθή. Σέ λίγο ό υπηρέτης γύρισε. —Ό κύριος Πούαλ, είπε, έφυγε άπό τό σπίτι του στις έξήμιση μέ τ’ αυτοκίνητό του. —Στις έξήμιση ; Μά τί έγινε λοι­ πόν ; —Μπορεί νά έπαθε τίποτα τό αυτο­ κίνητό του, παρατήρησε ό Γκονζάλες. — Πάντως θά μπορούσε νά τηλεφωνήση. Τήν στιγμή εκείνη μπήκε ό υπηρέ­ της. —Ή κυρία Πούαλ είπε, τηλεφώ­ νησε πώς συνέβη ένα σοβαρό δυστύ­ χημα στόν άντρα της. Τό αύτοκίνη« τό του, μέ τό όποιο ερχόταν εδώ, προσέκρουσε κοντά στό Λώλεϋ επά­ νω σ’ έναν κορμό δέντρου, πού ήταν τοποθετημένος κατά πλάτος τού δρό­ μου, άκριβώς σέ μια καμπή, έτσι ώστε ό κύριος Πούαλ δέν πρόλαβε νά τόν δη καί νά σταματήση εγκαί­ ρως. — Πληγώθηκε σοβαρά ; — ’Όχι, κύριε.Τόν έχουν μεταφέρει στό νοσοκομείο. Λέγει δμως πώς θά μπορέση νά γυρίση στό σπίτι του. —Τί τρομερό δυστύχημα !, παρα­ τήρησε ό τυφλός. —Πάλι καλά πού γλύτωσε τόσο φτηνά ό κύριος Πούαλ, εΐπε ό Γκον­ ζάλες. Έγώ φοβούμαι μήπως πάθη


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τίποτα σοβαρώτερο. Μπορώ νά σας πώ δυό λόγια ιδιαιτέρως; ρώτησε τόν κύριο Λί. Είχε πάρει ξαφνικά μιάν άπόφασι. —Βεβαίως, απάντησε ό οικοδε­ σπότης καί οδηγούμενος από τό μπαστούνι του προχώρησε προς τό γραφείο του. Ό Γκονζάλες τόν ακολούθησε. "Εμειναν μαζί καμμιά δεκαριά λε­ πτά. "Οταν βγήκαν άπό τό γραφείο, ό Μίντοου είχε πάει έξω νά συνάν­ τηση τόν αστυφύλακα, πού φρουρού­ σε στο σπίτι, καί ό Ούάσιγκτων είχε μείνει μόνος. Ό Γκονζάλες πήγε καί βρήκε τόν Μίντοου. — Απόψε τή νύχτα θά γίνη, τού εΐπε καί του εξέθεσε τή συμφωνία, πού είχαν κάνει μέ τόν κύριο Λί. — Προσπάθησα νά τόν πείσω νά μου δείξη την επιστολή, πού έχει κρυμμένη στό γραφείο του, αλλά άρνεΐται άπολύτως. — Εμπόδισαν τόν δικηγόρο νάρθή καί τώρα φοβούνται μήπως ό κύ­ ριος Λί μάς έμπιστευθή τό μυστικό, πού ήθελε νά πή σέ κείνον. Μίντοου έφυγε γιά τό Λονδίνο καί ό Γκονζάλες εΐπε στόν Ούάσιγκτων, πού βγήκε στό μεταξύ στή βεράντα : — Ό κ. Μίντοου πηγαίνει στό Λονδίνο. Ξέρετε πώς απόψε θά φύ­ γουν άπό δω δλοι οί υπηρέτες; -"Ολοι; —Τούς κάλεσαν σέ κάποια λαϊκή συναυλία. Τήν πρόσκλησι δεν τήν έστειλα εγώ, μά ήρθε πραγματικά στήν ώρα της. — Μά δέν καταλαβαίνω πώς φεύ­ γει ό Μίντοου τώρα πού πρόκειται ν’ άρχίση τό γλέντι. Γιατί ασφαλώς θά στείλουν εδώ όλους τούς ανθρώ­ πους τους. — Δέν ύπάρχει καμμιά αμφιβολία, απάντησε ό Γκονζάλες. Μπήκαν στό σπίτι. Οί υπηρέτες ετοιμάζονταν νά φύγουν. Ό οικονόμος, ενώ φορούσε τό ε­ πανωφόρι του, είπε τού Γκονζάλες: — Δέν νομίζετε, πώς πρέπει, εγώ τούλάχιστον, νά μείνω εδώ; Μπορεί νά μέ χρειασθή ό κύριος Λί.

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — Ό κύριος Λί διέταξε νά φύγε­ τε όλοι, άπάντησε ό Γκονζάλες. Σέ λίγο ήρθε ένα λεωφορείο καί τούς παρέλαβε όλους γιά νά τούς μεταφέρη εκεί, πού θά δινόταν τό κονσέρτο. — Νά πού μείναμε μόνοι, είπε ό Ούάσιγκτων, κάπως σκυθρωπά. —Πάμε έξω στό πάρκο ν’ άναπνεύσουμε λιγάκι δροσερό άέρα, πρότεινε ό Γκονζάλες. Ό Ούάσιγκτων τόν συνώδευσε στό πάρκο, μόλις όμως έκανε μερικά βήματα κλονίστηκε άπότομα. "Εσκυ­ ψε κι* έψαχνε άνάμεσα στό γρασίδι. — Πάμε μέσα, παρακάλεσε τόν Γ κονζάλες. Ό Ούάσιγκτων στηρίχθηκε βαρειά πάνω του. Ό Γκονζάλες τόν ώδήγησε στό διάδρομο καί τόν τοπο­ θέτησε σέ ένα κάθισμα. "Επειτα, ξαναβγήκε καί έψαξε τό πάρκο. Δέν φαινόταν τίποτα ύποπτο. Αφού μπή­ κε πάλί. καί κλείδωσε τήν πόρτα, πλησίασε τόν Αμερικανό. —Κάτι μέ δάγκωσε, ψιθύρισε ό Ούάσιγκτων. Τό δεξιό του μάγουλο ήταν κόκ­ κινο καί πρισμένο κι* ό Γκονζάλες είδε πάνω σ’ αύτό τά σημάδια τής «Μάμπας». Ό Ούάσιγκτων έβαλε τό δάχτυλό του στή μικρή πληγή καί έπειτα τό έξήτασε προσεκτικά. — Φέρτε μου, σάς παρακαλώ, ού'ισκυ, είπε στόν Γκονζάλες. — Είναι τρομερό, εξακολούθησε όταν ό Γκονζάλες γύρισε κοντά του. Ποτέ μου δέν εΐδα φίδι, τού νά δαγκώνη έτσι. — Μά ζήτε άκόμη, φίλε μου 1 Αύ­ τό είναι άπίστευτο. Δέν πίστευα πώς είστε άτρωτος άπό τό δάγκωμα τών φειδιών I κούστηκε θόρυβος βιαστικών βη­ μάτων στό διάδρομο καί σέ λί­ γο φάνηκε ό Τζώρτζ Μάνφρεδ, καί πίσω άπ’ αύτόν ό Μίντοου καί καμμιά ντουζίνα άνθρωποί του. — ΤΗρθαν κρυμμένοι μέσα στό αύτοκίνητο πού πήρε τούς υπηρέτες καί τούς πήγε στό κονσέρτο, εξήγησε ό Γκονζάλες.

Α


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» —Τι γίνεται ό κύριος Αί; ρώτη­ σε ό Ούάσιγκτων. —Βρισκόταν στο αυτοκίνητο μέ τό όποιο έφυγε ό Μίντοου, είπε ό Μάνφρεδ. Μά ό Μίντοου δεν θέλησε νά σάς άφήση μόνους καί, όταν τό αυτοκίνητό του συνάντησε τό λεω­ φορείο, ήρθε πάλι κι3 αυτός μαζί μέ τούς άλλους. Ό Ούάσιγκτων είχε βγάλει ένα κουτάκι από την τσέπη του γεμάτο κόκκινη σκόνη καί μέ τη σκόνη αύτή έτριβε μέ βόγγους τις δυο μικρές πληγές του, πού είχαν σχηματίσει δυο λευκούς κύκλους μέ κόκκινο κέν­ τρο. Ό Μάνφρεδ κύτταξε τόν Γκονζάλες. — Ό Γκουρτερ; ρώτησε. Ό Γκονζάλες κούνησε καταφα­ τικά τό κεφάλι του· —’Ήθελε νά πετύχη μένα, μά,^όπως πρόσεξα καί ά?λοτε, ό Γκουρ­ τερ έγινε νευρικός. —Μίλα πιο σιγά... Ό Γκονζάλες κύτταξε τις κλειστές βαρειές κουρτίνες. Τά παραθυρόφυλ­ λα ήσαν επίσης κλειστά. Ό δόκτωρ Όμπερτσον ήταν πολύ επινοητικός άνθρωπος καί κανείς δέν ήξερε τί μπορούσε νά σοφιστή. Ό Γκονζάλες ανέβηκε στην κρεβ^βατοκάμαρα του Λί. Ή πόρτα τού μπαλκονιού ήταν άνοιχτή. Ό Γκον­ ζάλες σύρθηκε μέ προφύλαξι έξω στο μπαλκόνι καί κύτταξε ολόγυρα. Οί άνθρωποι τού ’Όμπερτσον διακρίνονταν καθαρά. ’Άλλως τε δέν προσπαθούσαν νά κρυφτούν. Μέτρη­ σε εφτά μαζεμένους σ’ ένα μέρος. "Ενας όγδοος είχε ανάψει τσιγάρο στην είσοδο τού πάρκου. Κανένας δέν κουνιόταν άπό τη θέσι του. Φαί­ νονταν σάν κάτι νά περίμεναν. Α­ σφαλώς θά περίμεναν τό σύνθημα. Ξαφνικά είδε δυο ανθρώπους νά προχωρούν σκυφτά ανάμεσα στό γρα­ σίδι προς τό σπίτι. Μιά στιγμή ένα άπό τά αρκετά χοντρά κάγκελλα τού μπαλκονιού έκρυψε άπό τόν Γκονζάλες τόν ένα. Ό ντέτεκτιβ τραβήχτηκε λιγάκι γιά νά βλέπη καλλί­ τερα. Ό Γκούρτερ έπεσε 1 Ό Λέων τόν είδε νά γονατίζη καί νά σωριάζεται χάμω. Τί σήμαινε αύτό ;

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5

Γκονζάλες δέν μπορούσε νά τό έξηγήση, όταν άκουσε κοντά έ­ ναν ελαφρό θόρυβο καί μιά βαρειά αναπνοή καί είδε, σέ άπόστασι μισού μέτρου άπό τό πρόσωπό του, ένα χέ­ ρι νά προβάλλη άπό τό σκοτάδι καί νά πιάνη® την άκρη τού μπαλκο­ νιού. Ό Γκονζάλες τραβήχτηκε γρήγορα-γρήγορα πίσω, μέσα στό δωμά­ τιο, κρύφτηκε πίσω άπό τήν κουρτίνα τής πόρτας τού μπαλκονιού καί περίμενε. Τό χέρι του άγγιξε τό μεταξω­ τό κορδόνι τής κουρτίνας. Χαμογέλα­ σε καί έφτιαξε μιά καλλιτεχνική θηλειά. Ό άγνωστος ανέβηκε στό μπαλ­ κόνι καί, περπατώντας μέ τις μύτες τών ποδιών του, μπήκε στό δωμάτιο. Δέν φορούσε καπέλλο, — Καλλίτερα, σκέφτηκε ό Γκονζά­ λες· Καί, καθώς ό άγνωστος περνούσε άπό μπροστά του, ό ντέτεκτιβ. τού έρριξε τή θηλειά, τήν έσφιξε κι’ έπνι­ ξε τήν κραυγή μέσα στον λαρύγγι του. Ό Γκονζάλες τόν ξάπλωσε χά­ μω καί τουβαλε τό γόνατο στό στή­ θος. Ό άνθρωπος προσπαθούσε νά σηκωθή, μά ό Γκονζάλες τόν πίεζε δυνατά. "Εξαφνα έμεινε άκίνητος. Ό Γκονζάλες χαλάρωσε τό σφί­ ξιμο τής θηλειάς, φορτώθηκε τό σώ­ μα στήν πλάτη του καί κατέβηκε στό κάτω πάτωμα, όπου παρέδωσε τόν αιχμάλωτο στους αστυνομικούς. ’Έπειτα ξαναγύρισε στήν κρεββατοκάμαρα τού Λί. Κανένας άλλος δέν είχε συνοδεύσει τόν πρώτο. Οί άνθρωποι τού ’Όμπερτσον στέκονταν πάντοτε σέ κάποια άπόστασι, περιμένοντας ΐσως νά τούς δοθή τό σύν­ θημα άπό τό σπίτι.

Ο


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ό Γκονζάλες άφησε έναν φρουρό στό δωμάτιο καί γύρισε κ;οντά στόν αιχμάλωτο. ΤΗταν μια παλιά γνωρι­ μία. Ό Λιοΰ Κουτσίνι. Φαινόταν πο­ λύ καταβεβλημένος γιά τη σύλληψί του. —Αύτός μου τήν κατάφερε την δουλειά ; ρώτησε ό Ούάσιγκτων δεί­ χνοντας τόν αιχμάλωτο. Αντί ν’ άπαντήση ό Μάνφρεδ ρώ­ τησε τόν Κουτσίνι : — Ποϋ είναι ό Γκοϋρτερ; —Νά τόν βρητε ό ίδιος, είπε προ­ κλητικά ό Κουτσίν/ι. ’Άν θέλετε μά­ λιστα νά τόν φωνάξω... Καί άνοιξε τό στόμα του. — Κουτσίνι 1, τόν προειδοποίησε ή­ ρεμα ό Γκονζάλες καί πλησίασε στό λαιμό του Ιταλού τήν μυτερή αιχμή ενός μαχαιριού. 'Ήσυχα I •—Ποιο είναι τό σύνθημα πού έχε­ τε συμφωνήσει ; εξακολούθησε τήν άνάκρισι ό Μάνφρεδ. — Δεν θά με φοβίσετε μέ τις άπειλές σας!, είπε έντονα ό Κουτσίνι. "Εννοια σας καί... —Μήπως έχει κανένας κερένια σπίρτα ; ρώτησε ό Γκονζάλες. 'Ένας από τούς αστυφύλακες του έδωσε ένα κουτί. — Καί τώρα, εξακολούθησε, θά σάς παρακαλέσω νά μ’ άφήσετε πέν­ τε λεπτά μόνο μέ τόν κύριο, θέλω νά του δείξω πώς εφαρμόζεται ή μέθο­ δος τής πειθοΰς, πού εφεύρε ό συμ­ πατριώτης του Τζάν Βισκόντε. Ό Κουτσίνι γούρλωσε τά μάτια μέ τρόμο. —Δέ... δεν υπάρχει κανένα σύνθη­ μα, τραύλισε. ' Απλώς θά άνοιγα τήν έΕ^πορτα... -"Ηθελα νά ξέρω, είπε ό Μάν-

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στους άναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ φρεδ στό σύντροφό του, άν ποτέ θά βρεθής σέ θέσι νά πραγματοποίησης τις άπειλές σου περί βασανιστηρίων. —Μου φαίνεται πώς δέν θά παρουσιαστή ποτέ τέτοια ανάγκη, α­ πάντησε ό Γκονζάλες, άνάβοντας τό τσιγάρο του μέ ένα κέρινο σπίρτο. Ό Μάνφρεδ κύτταζε τό ρολόϊ του. — Τί θά κάμης τώρα; τόν ρώτησε, θά δώσης τό σύνθημα ; Ό Γκονζάλες κούνησε καταφατι­ κά τό κεφάλι του. — Καί κατόπιν; •—θά τούς άφήσω νά μποΰν μέσα. Έμεΐς θά κρυφτούμε στήν κουζίνα. — θ’ άφήσης άνοιχτό τό δωμάτιο μέ τό χρηματοκιβώτιο ; —Βεβαίως. Ό θησαυρός τού κυ­ ρίου Λί είναι ασφαλισμένος μέ τέ­ τοιες προφυλάξεις, ώστε εγώ τουλά­ χιστον δέν έχω τά μέσα νά διαρρήξω τήν κρύπτη του. θ’ άφήσω λοιπόν τούς φίλους μας νά τό κάνουν. Φαί­ νεται πώς αύτοί έχουν τά μέσα. —Καλά καί τό φίδι; Δέν υπάρχει κανένας κίνδυνος ; —Τό φίδι έξετέλεσε τόν προορι­ σμό του γιά τή νύχτα αύτή καί δέν θά ξαναεπέμβη. 'Όσον αφορά τόν Γκοϋρτερ... — "Εχεις νά κανονίσης κανέναν ι­ διαίτερο λογαριασμό μαζί του ; Ό Γκονζάλες έστειλε ένα δακτυ­ λίδι καπνού στό ταβάνι. Ό Γκοϋρτερ, είπε, είναι νεκρός I "Εχει καμμιά δεκαριά λεπτά, πού δάγκωσε τό χώμα έξω στό πάρκο...

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΙ Ό Γκονζάλες αφηγήθηκε τή σκη­ νή, όπως τήν είχε δη άπό τό μπαλ­ κόνι. — Ασφαλώς ήταν ο Γκούρτερ, συμ­ πλήρωσε. Δέν μπορεί νά τόν παρα­ γνώρισα. Τόν είδα πολύ καλά νά σωριάζεται χάμω καί νά μένη ακίνη­ τος.


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» "Επειτα έρριξε τ6 τσιγάρο του ατό τζάκι και είπε : —Μοϋ φαίνεται πώς είναι καιρός. Περίμενε ν’ άπομακρυνθή ό Μάν­ φρεδ, προχώρησε προς την πόρτα καί την άνοιξε. Είδε άτι οί άνθρωποι του ’Όμπερτσον είχαν προσέξει τό άνοιγμα τής πόρτας. "Ενας απ’ αυτούς έβγαλε τό ηλε­ κτρικό φαναράκι του από την τσέπη κΓ έκανε τρία φωτεινά σημεία. Μόνο δυο προχώρησαν προς τό σπίτι. Προ­ φανώς δυσπιστουσαν, γιατί πίστευαν πώς ό Κουτσίνι θά συναντούσε άντίστασι, πριν άνοιξη την πόρτα. Στο μεταξύ ό Γκονζάλες είχε τρυ­ πώσει σέ κάποια μικρή γαλαρία, σαν είδος εξέδρας γιά μουσική, πού βρι­ σκόταν επάνω άπό τήν πόρτα τής τραπεζαρίας. Άπό τήν κρυψώνα αύτή εΐδε τούς δυο άνθρώπους του "Ομπερτσον νά μπαίνουν στο σπίτι. Τράβηξαν κι’ οί δυο κατ’ εύθείαν στο γραφείο. Συγχρόνως παρουσιά­ στηκε στή πόρτα ένας τρίτος, πού όμως δεν μπήκε μέσα στο σπίτι. Γιά μια στιγμή, ό ένας άπ’ τούς δυό πού είχαν μπή μέσα στό γρα­ φείο, βγήκε στό διάδρομο καί φώ­ ναξε τόν Κουτσίνι. Επειδή δεν έλαβε καμμιά άπάντησι γύρισε μουρμου­ ρίζοντας, πάλι στή δουλειά του. Τί είδους δουλειά ήταν αύτή φαινόταν άπό τήν ιδιαίτερη μυρουδιά, πού έφτανε στα ρουθούνια του Γκονζά­ λες καί πρόδιδε πώς μέσα στό γρα­ φείο έλυωναν άτσάλι. "Εσκυψε καί είδε τά πόδια των δυό άνθρώπων, πού προσπαθούσαν να διαρρήξουν τό χρηματοκιβώτιο. Είχαν άνάψει άλα τά φώτα καί άσφαλώς δεν περίμεναν νά τούς ε­ νόχληση κανείς. Ξαφνικά άκούστηκε ένας κρότος σαν νάσπαζε σίδερο. Ό Γκονζάλες δεν έχασε καιρό καί πήδησε άπό τήν έξεδρούλα στό πάτωμα. Ό άνθρωπος πού στεκόταν στήν εξώπορτα γύρισε γοργά. —Ψηλά τά χέρια 3, φώναξε βγά­ ζοντας τό πιστόλι του. — Μήν πυροβόλησης τού είπε ή­ συχα ό Γκονζάλες σάν νά διασκέδα­ ζε. Τό σπίτι είναι περικυκλωμένο ά­ πό τήν άστυνομία.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

Ό άνθρωπος τδβαλε στά πόδια βλαστημώντας. Τή στιγμή εκείνη άντήχησε έξω ό πρώτος πυροβολισμός, τόν όποιο ακολούθησαν πυκνοί άλλοι. Ό Γκονζάλες έτρεξε στήν πόρτα, τήν έκλεισε κι’ άναψε τά φώτα Οί δυό πού ήσαν μέσα στή βιβλιοθήκη βγήκαν στό διάδρομο. Ό ένας είχε κάτω άπό τή μασχάλη του ένα χον­ τρό πακέττο άπό τετράγωνες σκού­ ρες κόλλες. Άφησε τό πακέττο νά πέση καί σήκωσε τά χέρια ψηλά, μόλις είδε τό περίστροφο τού Γκον­ ζάλες. Ό άλλος, τολμηρότερος, έπετέθη κατά τού ντέτεκτιβ. Ό Γκονζά­ λες έσκυψε καί, αρπάζοντας τόν αν­ τίπαλό του άπό τό γόνατο, τόν πέταξε χάμω, ενώ ό άλλος παρακολου­ θούσε άκίνητος τή σκηνή με τά χέ­ ρια πάντοτε ψηλά. Στό μεταξύ ήρθε ό Μάνφρεδ. —"Ολοι οί σύντροφοί του έφυγαν μέ τά δύο αύτοκίνητα, πού τούς πε­ ρίμεναν είπε ό Γκονζάλες. Ό Μάνφρεδ κύτταξε τις χοντρές κόλλες πού ήσαν σκορπισμένες χάμω. —Νομίζω είπε, πώς έχουμε αύτό πού ζητούσαμε.

έ λίγο ήρθαν καί οί άλλοι αστυ­ νομικοί. Ό Γκονζάλες καί ό Μάνφρεδ βγήκαν στό πάρκο γιά νά δούν τί είχε άπογίνει ό Γκοΰρτερ. Βρήκαν έναν άνθρωπο πεσμένο μπρούμυτα. Ό Γκονζάλες τόν φώτι­ σε μέ τό ηλεκτρικό φαναράκι του. Πίσω, στό αύτί του, φαίνονταν τά σημάδια άπό τό δάγκωμα τού φι­ διού ! Γύρισαν άπό τό άλλο μέρος τό πτώμα. Άπό τά στόματά τους ξέφυ-


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» γε μια κραυγή έκπλήξεως, δταν αντί του Γκοϋρτερ, αναγνώρισαν τόν Πφάϊφερ. — Περίεργο, πολύ περίεργο !, είπε ό Γκονζάλες. θά καταλάβαινα πολύ καλά άν εΐχαν σκοτώσει τόν Γκοϋρ­ τερ. Ε^ναι άληθινός κίνδυνος γιά τόν ’Όμπερτσον. Ό Πφάϊφερ ήταν ό α­ σφαλέστερος άπό τούς δυο καί μι­ σούσε τόν σύντροφό του. θά μπο­ ρούσε λοιπόν νά τόν ξεκάμη κατά διαταγήν τοϋ ’Όμπερτσον. ΚΓ δμως. —Δεν είναι δυνατόν, ρώτησε ό Μάνφρεδ, νά είχε μάθει ό Γκοϋρτερ τί μαγειρευότον εναντίον του καί νά πρόλαβε νά ξεπαστρέψη τόν Πφάϊφερ ; — Μπορεί νάγινε κΓ αυτό. Πονη­ ρός άνθρωπος ό Γκοϋρτερ I Ξαναμπήκαν στο σπίτι. —Δεν μποροϋμε γιά τήν ώρα, εί­ πε ό Μάνφρεδ, νά προκαλέσουμε τήν καταδίκη τοϋ Κουτσίνι, γιατί κινδυνεύει νά παραμεληθή δλη ή ι­ στορία τοϋ φιδιοϋ. θά γίνη θόρυβος καί δεν θά άνακαλύψουμε τίποτα. ’Έχω μεγάλη διάθεσι νά τόν άφήσω νά φύγη· Ό Μίντοου συμφώνησε. Ό Μάνφρεδ πού ήξερε νά διαβάζη τήν γραφή των τυφλών, διέτρεξε με τά δάχτυλά του τις επιστολές. — Μοϋ φαίνεται, είπε, πώς δεν περιέχουν αυτό πού ζητοϋμε. — Γιά νά δοϋμε καλύτερα τό χρη­ ματοκιβώτιο, είπε ό Γκονζάλες. ’Έβγαλε πέντε-έξη βιβλία, πού φαίνονταν σάν λογιστικά καί ένα μάτσο εγγράφων πού άφωροϋσαν ι­ διωτικές υποθέσεις τοϋ Λί. Ό Γκονζάλες άνοιγε με προσοχή τά βιβλία καί τά έψαχνε έπιμελώς. ρΈνα δεν άνοιγε καθόλου. Τό δέσιμό του ήταν πέτσινο. Σ’ ένα σημείο, δπου τό καπάκι παρουσίαζε μιά χα­ ραμάδα, ό Γκονζάλες έβαλε μέσα σ’ αυτήν τήν κόψι ενός μαχαιριοϋ. Τό καπάκι άνοιξε. Τό βιβλίο ήταν ένα κουτί I Περιείχε σκοϋρες κόλλες. Μία άπ’ αυτές ήταν τής Δημοσίας Υπηρεσίας μέ τήν επικεφαλίδα ΎπουργεΓον Α­ ποικιών, Λισσαβών. Ό Μπάρμπερτον είχε γράψει επά­ νω σέ κάθε γραμμή τό κείμενο σύμ­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ φωνα μέ τό σύστημα τής γραφής τών τυφλών. Ό Γκονζάλες διέτρεξε γρήγορα τό έγγραφο. ’Έφερε χρονολογία 21 Ιουλίου 1912 καί τή σφραγίδα τοϋ Πορτογαλικοϋ Υπουργείου Αποι­ κιών.

φοϋ τό διάβασε, ό Γκονζάλες είπε μέ στεναγμό άνακουφί'σεως. — Τό έγγραφο αυτό στερεί τόν ’Όμπερτσον άπό μιά κολοσσιαία πε­ ριουσία. Τό ποσό θά τό μάθουμε, ελπίζω, δταν διαβάσουμε τήν επι­ στολή τοϋ Μπάρμπερτον. Ό Γκονζάλες ξαναδιάβασε μεγα­ λόφωνα τήν επιστολή : «Αξιότιμε κύριε Λέϊτσεστερ. ’Έλαβον τήν τιμήν νά υποβάλλω άπό 15 Μαΐου 1912 επιστολήν σας εις τόν κ. Πρόεδρον καί εις τά μέλη τοϋ 'Υπουργικοϋ Συμβουλίου. ΔΓ επιστολής υπό ημερομηνίαν 8 Ιου­ νίου 1912 σάς έδόθη ή παραχώρησις τών εν τή περιφερεία Μπισκάρα (σχε­ διάγραμμα 275) εκτάσεων. Ή μεταγενεστέρα επιστολή σας, έν τή οποία παραπονεΐσθε δτι λόγω διαφόρων επεμβάσεων έν τή παραχωρηθείσιη περιοχή παρακωλύεται ή επιστημο­ νική σας εργασία, έξητάσθη υπό τοϋ Ύπουργικοϋ Συμβουλίου, ώς καί ή παράκλησίς σας δπως έπεκταθή ή παραχώρησις εις τρόπον ώστε νά περιλάβη δσα μεταλλεύματα εύρίσκοντα> έν τή άνωτέρω περιοχή. »Ή έπέκτασις τής παραχωρήσεως ένεκρίθη υπό τοϋ 'Υπουργικοϋ Συμ­ βουλίου, θά ίσχύση δέ έπί μίαν δω­ δεκαετίαν, άρχομένην άπό τής 14ης Ιουλίου 1912, δύναται δέ νά άνανεοϋται ύφ’ υμών ή ύπό τών κληρο­ νόμων καί τών πληρεξουσίων σας έ­ ναντι καταβολής 1000 μίλρεϊς. »Έν ή περιπτώσει ό νεμόμενος τήν παραχώρησιν ή οί κληρονόμοι καν

Α


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» πληρεξούσιοί του παρσλείψουν νά τήν ανανεώσουν μετά την παρέλευσιν τής δωδεκαετίας άπό τήν 14ην Ιου­ λίου 1924, τα δικαιώματα τής παραχωρήσεως δυνανται νά έκχωρηθοϋν είς άλλον συμφώνως πρός τον νόμον τής Αποικίας τής "Αγκόλας.» — Τήν 14 Ιουλίου 1924 I, είπε ό Γκονζάλες. Μά είναι τήν ερχόμενη εβδομάδα ! •—Γι? αυτό βιαζόταν νά συναντήση τήν μις Λέϊτσεστερ ό Μπάρμπερτον, παρατήρησε ό Μάνφρεδ. — Μάς μένουν λοιπόν πέντε μέ­ ρες γιά νά ενεργήσουμε, τόνισε Γκον­ ζάλες. Δεν έχουμε καιρό νά χάνουμε. ’Άς δούμε όμως τι λέγει ή Ιστορία του Μπάρμπερτον, πού περιέχεται σ’ αύτές τις επιστολές. Μήπως ξέρει κανείς άπό τούς άνθρώπους σας στε­ νογραφία ; πρόσθεσε απευθυνόμενος στόν Μίντοου. Έγώ θά διαβάζω τις επιστολές του Μπάρμπερτον, δπως τις έγραφε στόν κύριο Λί, κατά τό σύστημα τής γραφής των τυφλών καί ό στενογράφος θά κρατή σημει­ ώσεις. "Ενας άπό τούς άστυφύλακες ή­ ξερε στενογραφία. Εφοδιάστηκε λοι­ πόν με χαρτί καί μολύβι καί άρχισε νά γράφη όσα ύπαγόρευε ό Γκονζά­ λες.

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΒΟΥΝΟ «Αγαπητέ μου φίλε Τζώνυ, »’Έχω νά σου γράψω πολλά, πού δεν ξέρω άπό που νά άρχίσω. Βρή­ κα μιά φλέβα καί τό όνειρο, γιά τό όποιο τόσο μιλούσαμε, πραγματο­ ποιήθηκε. Αρκεί νά μάθης πώς τό χρυσάφι, πού άνακάλυψα έχει αξία σχεδόν πενήντα χιλιάδων λιρών 1 Μάς

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

9

ανησύχησαν λιοντάρια, ένα μάλιστα: απ’ αυτά στεναχώρησε πολύ έναν άνθρωπό μου. Αποφάσισα λοιπόν νά τό ξεπαστρέψω. Τό συνάντησα σέ άπόστασι έξη μιλιών και του φύ­ τεψα μερικές σφαίρες στο κορμί, δί­ χως νά κατορθώσω νά τό σκοτώσω. Τί τρελλή ιδέα αλήθεια, νά καταδι­ ώξω ένα λιοντάρι στά λημέρια του I 'Η φωλιά του ήταν έπάνω σ’ ένα λό­ φο. Τό θηλυκό μέ περίμενε καί παρά λίγο νά μέ αίφνιδιάσει. Μάλλον ά­ πό τύχη, πρόλαβα καί τό σκότωσα. "Ηθελα νά σκοτώσω καί τον σύζυγο τής λέαινας, μά αύτός τρύπωσε στη. σπηλιά. Σκέφτηκα, ότι μιά κΓ έκανα άρχή, έπρεπε νά φτάσω ως τό τέλος, έφ’ όσον μάλιστα είχα δή δυό λεονταράκια νά παίζουν στήν κορφή του λόφου. Πήρα μαζί μου τούς άνθρώ­ πους μου,—περισσότερο νεκρούς πα­ ρά ζωντανούς—καί μπήκαμε μέσα στή σπηλιά. Εκεί βρήκαμε τό άρσενικό λεοντάρι, τόσο βαρειά τραυμα­ τισμένο άπό τις πρώτες σφαίρες μου, ώστε μιά άκόμα τό αποτελείωσε. "Επειτα, βρέθηκα στήν ανάγκη νά σκοτώσω καί τά δυό λιοντάρια, για­ τί ήσαν πολύ μικρά γιά νά μείνουν μόνα τους καί, αν τά μετέφερα στό στρατόπεδό μας, δέν θά είχαμε ησυ­ χία. Φαίνεται πώς ή σπηλιά εΐχε χρησιμεύσει γιά πολλά χρόνια ώς φωλιά τών λιονταριών, γιατί ήταν γεμάτη κόκκαλα, άκόμα καί άνθρώπινα. »Αύτό πού μου έκανε έντύπωσι ή­ ταν ή υπαρξις μιάς σκεπής μέσα στή σπηλιά, πού ήταν εύρύχωρη σάν μιά εκκλησία. Ή σκεπή αύτή ήταν φτιαγμένη άπό άνθρώπινο χέρι καί κάτω της βρισκόταν σκαλισμένη μέ­ σα στό βράχο μιά πόρτα. Πήρα έναν πυρσό καί προχώρησα πρός τό μέρος εκείνο. Μέ μεγάλη μου έκπληξι μπή­ κα μέσα σ’ ένα είδος δωματίου, ό­ που ύπήρχαν στούς. τοίχους πέτρινες κόγχες. Σέ κάθε πλευρά, ύπήρχαν τρεις σειρές θυρίδες καί στις θυρίδες άγαλματάκια. Υπέθεσα πώς τά άγαλματάκια ήταν πέτρινα, γιατί τά είχε σκεπάσει ή σκόνη. Κατέβασα έ­ να καί τό έξήτασα. ’Από τό βάρος του κατάλαβα άμέσως πώς ήταν χρυ­ σό, όπως καί όλα τά άλλα. »Φυσικά δεν ήθελα νά μάθουν τί-


10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ποτά οί άνθρωποί μου, γιατί ασφα­ λώς θά πρόδιδαν την ϋπαρξι τού θη­ σαυρού. Περιωρίστηκα λοιπόν νά πά­ ρω μαζί μου τό ελαφρότερο από τα άγαλματάκια, άφοΟ προηγουμένως σημείωσα άπό που τα είχα πάρει. »Διέταξα για προφύλαξι, τούς Αν­ θρώπους μου νά μεταφέρουν τό στρα­ τόπεδο σε άλλο μέρος, στην κορφή ενός γειτονικού λόφου. Τό μέρος αυ­ τό ήταν καλύτερο, είχε άφθονο νερό, κυνήγι καί δέν είχε καθόλου κουνού­ πια. »Περάσαμε τη νύχτα ήσυχα. Τό πρω'ί κυττάζοντας ολόγυρα μέ τό τη­ λεσκόπιό μου, διέκρινα σ’ έναν άλλο λόφο, απέναντι, ένα σπιτάκι. Ρώτησα τόν επικεφαλής των ανθρώπων, ποιος κατοικούσε εκεί. Μοϋ απάντησε δτι έκεϊ καθόταν ό άφέντης των εκτάσε­ ων. θυμήθηκα τότε, πώς άκουσα νά γίνεται λόγος στο Μοσάμεδες γιά κά­ ποιον αστρονόμο, πού είχε έγκατασταθή έκεΐ στά περίχωρα καί είχε σκοτωθή άπό τούς ιθαγενείς.

»Άπεφάσισα νά έπισκεφθώ τό σπίτι του. Ήταν συννεφιά καί δέν είχε πολλή λάσπη. Πήρα τό όπλο μου καί μαζί μέ μερικούς ανθρώπους μου περάσαμε τό ποτάμι καί ανεβή­ καμε στό λόφο. Φυσικά τό σπίτι ή­ ταν ερειπωμένο, γεμάτο άγρια χόρ­ τα. "Εψαξα παντού μέ τήν ελπίδα νά^βρώ σκεύη, ή εργαλεία, πού θά μου ήσαν χρήσιμα, ιδίως καζάνια. Βρήκα ένα καζάνι. Επίσης κοντά στο κρεββάτι του αστρονόμου ένα σκουριασμένο τενεκεδένιο κουτί. Τό έσπασα. Περιείχε μερικές επιστολές. Ή μελάνη όμως είχε τόσο πολύ ξε­ θωριάσει, πού μόλις μέ δυσκολία μπορούσε κανείς να διαβάση καμμιά λέξι. Τυλιγμένο μέσα σ’ ένα μουσα­ μά βρήκα ένα έγγραφο τής Πορτο­ γαλικής Κυβερνήσεως. »Μιλώ καί διαβάζω τά πορτογα­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ λικά τόσο εύκολα, όσο καί τά άγγλικά. Άπό τό έγγραφο είδα πώς όλα τά δικαιώματα επί τής σπηλιάς πού είχα ανακαλύψει παρεχωροΰντο στόν καθηγητή Λέϊτσεστερ. Ή πρώτη σκέψις μου ήταν νά κάψω τό έγγραφο, έπειτα όμως συλλογίστηκα πώς αυτό ήταν άτιμία. Προσπάθησα λοιπόν νά καταλάβω άπό τά γράμματα, αν ό καθηγητής εΐχε συγγενείς. Άν είχε καί τούς έβρισκα, θά τούς πρότεινα νά μοιραστούμε μισά μισά όσα βρή­ κα κι* ήλπιζα νά καταλήξουμε σέ συμφωνία. Ανάμεσα στις επιστολές, μιά γραμμένη μέ παιδικό χαρακτήρα μέ βοήθησε πολύ. Φαίνεται πώς τήν είχε γράψει ή κόρη του, ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. »"Εβαλα τό έγγραφο τής παραχωρήσεως καί τήν επιστολή τής Μιραμπέλλας Λέϊτσεστερ στήν τσέπη μου κι* εξακολούθησα νά ψάχνω, δέν βρήκα όμως τίποτ’ άλλο. »Σκέφτηκα πώς ό καθηγητής ^ είχε ανακαλύψει χρυσάφι καί πώς οί λό­ γοι, πού άνέφερε στήν αϊτησί του πρός τήν πορτογαλική κυβέρνησι, γιά τήν έπέκτασι τής παραχωρήσεως ή­ σαν απλή πρόφασις. "Εστειλα έναν άνθρωπό μου γιά εργαλεία στό στρα­ τόπεδο καί, όταν γύρισε, άρχισα α­ μέσως νά ερευνώ. "Επειτα άπό μιά ώρα βρήκα μιά άπό τις πλουσιώτερες χρυσοφόρες φλέβες πού είχα ποτέ συναντήσει στή ζωή μου. Φυσικά δέν εΐναι εντελώς συμπαγές χρυσάφι, αλ­ λά ψήγματα πού γίνονται ολοένα πιό πυκνά όσο βαθύτερα σκάβει κανείς. »Τό συμπέρασμα είναι, αγαπητέ 'Γζώνυ, πώς βρήκα ένα χρυσό βουνό, όχι βέβαια έντελώς χρυσό, αλλά πάν­ τοτε πολύτιμο. »Γιά νά μήν κινήσω τήν περιέρ­ γεια τών ανθρώπων μου, μετατόπισα πάλι τό στρατόπεδό μου. Σέ παρα­ καλώ νά μού έμβάσης τηλεγραφικώς πεντακόσιες λίρες. Τό χρυσό άγσλματάκι πού θά σού φέρω αξίζει πε­ ρισσότερα. »Θά σούφερνα περισσότερα πρά­ γματα, μά δέν μπορεί κανείς νά έμπιστευθή σ’ αυτούς τούς ντόπιους τής "Αγκόλας. Μερικοί άπ’ αυτούς έ­ χουν φοιτήσει στά σχολεία τών ιερα­ ποστόλων καί ξέρουν νά διαβάζουν πορτογαλικά. Συνδέονται πολύ μ’ έ-


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

Ένας άνθρωπος τούς εί­ χε πάρει από πίσω, μέ τά χέρια στις τσέπες καί τό πρόσωπο σκυθρωπό καί γεμάτο εχθρότητα.

ναν μιγάδα πού τον λένε Βίλλα καί πού είναι αντιπρόσωπος τού οϊκου Όμπερτσον καί Σία. Σε μένα καί σ’ άλλους εμπόρους αύτοί οί άνθρωποι είναι γνωστοί, ώς οί πιό ασυνείδη­ τοι κατεργαρέοι του κόσμου». Λέων Γκονζάλες έβαλε κατά μέ­ ρος την επιστολή. — Αύτή είναι δλη ή Ιστορία, κύ­ ριοί μου, είπε ό Γκονζάλες. Δεν πι­ στεύω ποτέ ό Μπάρμπερτον νά έδει­ ξε αύτή την επιστολή στόν Βίλλα. Φαίνεται μάλλον πώς κάποιος ιθαγε­ νής, πού ήξερε νά διαβάζη, είδε τήν επιστολή καί άνεκοίνωσε τό περιεχό­ μενό της στόν άντιπρόσωπο του ’Ό­ μπερτσον. Σκότωσαν τόν Μπάρμπερ­ τον για νά εμποδίσουν τή συνάντησί του μέ τήν μις Λέϊτσεστερ. ’Έτσι ό Μπάρμπερτον δέν μπόρεσε νά είδοποιήση τή νέα νά έπιτύχη άπό τήν Πορτογαλική Κυβέρνησι άνανέωσι των παραχωρήσεων. Φυσικά, δταν έ­

Ο

μαθαν πώς έχει τό πράγμα, θά έσπευσαν νά ύποβάλουν αύτοί αϊτησι στο Πορτογαλικό Υπουργείο των Α­ ποικιών γιά νά παραχωρηθή σ’ αύτούς ή περιοχή. Ή κατάστασις δμως μετεβλήθη εντελώς δταν, άφου σκό­ τωσαν τόν Μπάρμπερτον, κατάλαβαν πώς τό έγγραφο βρισκόταν στήν κα­ τοχή του Λί. — Γι’ αύτό, λοιπόν, ό ’Όμπερτσον παρέσυρε κοντά του τήν μις Λέϊτσεστερ ; ρώτησε ό Μίντοου. —Ακριβώς καί.. γι’ αύτό έγινε ή έπίθεσις κατά του σπιτιού της. "Έ­ πρεπε νά κρατηθή αιχμάλωτος ή μις Λέϊτσεστερ, ώσπου νά έκπνεύση ή προ­ θεσμία για τήν άνανέωσι τής παραχωρήσεως. Μπορεί κι’ δλας νά ήθε­ λαν νά τήν εκβιάσουν νά διορίση κανέναν πληρεξούσιό της. —"Ίσως καί νάθελαν νά τήν παν­ τρέψουν... Ό Γκονζάλες παρέδωσε τό έγ­ γραφο στόν Μίντοου καί γύρισε στόν Μάνφρεδ :


12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Θέλεις νά κάνουμε έναν περί­ πατο με τό αυτοκίνητο, καμμιά.,.διακοσοπενηνταριά μίλια ; —Έσύ θά σωφάρης ; — Ναί. Δεν πιστεύω νά φοβάσαι νά έμπιστευθής τόν εαυτό σου στήν Ικανότητά μου I "Εννοια σου καί δεν θ’ αναπτύξουμε ταχύτητα μεγαλύτε­ ρη άπό έξήντα μίλια την ώρα I θά πάμε στο Όξλεϋ καί άπό εκεί θά ζητήσουμε νά συνδεθούμε τηλεφωνι­ κούς με τό Γκλούτσεστερ, μέ τό σπί­ τι τής μις Μιραμπέλλας Λέϊτσεστερ. Σέ λίγο σταμάτησαν μπροστά στό ξενοδοχείο του "Οξλεϋ. Ό ξενοδό­ χος τούς είπε πώς είχαν περάσει δύο μεγάλα σκούρα αυτοκίνητα μέ αρκε­ τούς έπιβάτας, μισή ώρα νωρίτερα, κατευθυνόμενα πρός τό Λονδίνο. — ΤΗταν ή συμμορία είπε ό Γκονζάλες. θάμουν περίεργος νά μάθαινα πώς θά εκθέσουν τη δεύτερη αποτυ­ χία τους στόν προϊστάμενό τους. Ζήτησαν στό τηλέφωνο τό σπίτι τους. Δέν πήραν καμμιάν άπάντησι. — Τηλεφώνησε πάλι είπε ό Γκονζάλες^στόν Μάνφρεδ. Ό Πουακάρ δέν είναι εκεί; Μετά πέντε λεπτά ξανατηλεφώνησαν. Πάλι δέν άπάντησε κανένας. — Περίεργο!, ψιθύρισε ό Μάνφρεδ. Ό Πουακάρ δέν άφήνει ποτέ τό σπί­ τι μονάχο. Γιά ζήτα Γκλούτσεστερ. Μετά μερικά λεπτά είχαν σύνδε­ σή μέ τήν έπαυλι τής Μιραμπέλλας. Η άπάντησις όμως δέν τούς δόθηκε αμέσως. Δέν βρισκόταν στήν έπαυλι ούτε ή Μιραμπέλλα, ούτε ή θεία της, άλλά κάποιος άλλος. —Ποιος είν’ αυτού ; ρώτησε ό τε­ λευταίος. — Έδώ ό κύριος Μίντοου, είπε ψέμματα ό Γκονζάλες. —Είμαι ό άστυνόμος Κίρκ τού σταθμού τού Γκλούτσεστερ. Ό ένωΚ Α θ Ε

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΓΟ ΦΑΡΜΑΚΙ. μοτάρχης μου προσπάθησε νά συνδεθή μαζί σας... — Μά τί συμβαίνει ; ρώτησε ό Λέων καί ένοιωσε νά τού σφίγγη τήν καρδιά ενα παγωμένο χέρι. —Δέν ξέρω. Έδώ καί μισή ώρα περνούσα έφιππος άπό τήν έπαυλι των Λέϊτσεστερ. Είδα τις πόρτες ορ­ θάνοιχτες καί τά φώτα αναμμένα. Μπήκα μέσα. Δέν συνάντησα κανένα. Ξύπνησα τήν κυρία Γκόνταρτ καί τόν κύριο Ντίγκμπαϊ. Μά ή δεσποινίς Μι­ ραμπέλλα Λέϊτσεστερ δέν ήταν πιά στό σπίτι !.. —'Όλα τά φώτα ήσαν άναμμένα ; ρώτησε ό Γκονζάλες. -Ναί. — Υπήρχαν καθόλου ϊχνη πάλης; — "Οχι, μόνο ένα αυτοκίνητο πέ­ ρασε άπό μπροστά μου μέ τρομερή ταχύτητα. Μπορεί νά ήταν μέσα ή Μις Λέϊτσεστερ. —Ωραία. Σάς Στέλνω τόν κύριο Γκονζάλες. — Τί συμβαίνει ; ρώτησε ό Μάν­ φρεδ πού άπό τήν έκφρασι τού προ­ σώπου τού φίλου του κατάλαβε πώς τά πράγματα δέν ήσαν εύχάριστα. — "Εχουν άπαγάγει τήν μις Μιρα­ μπέλλα Λέϊτσεστερ!, άπάντησε ό Γκονζάλες. Η ΕΠΑΥΛΙΣ ΧΕΒΡΙΤΥ Ό Μίντοου θεωρούσε άπίθανο ότι θά γύριζε ή «φρουρά» στήν έπαυλι τής Μιραμπέλλας άμέσως μετά τήν άποτυχία της στό σπίτι τού κυρίου Λί. Τής ιδίας γνώμης ήταν ό Γκονζά­ λες κΓ ό Μάνφρεδ. Μόνον ό Πουα­ κάρ, πού ανέλυε τά πάνια μεθοδικώτατα, δέν συμφωνούσε. 'Η ήμέρα, μετά τήν επιστροφή τής Μιραμπέλλας, πέρασε ήσυχα. Τό βρά­ δυ, ενώ ή νέα στεκόταν στήν είσοδο^ τού κήπου, πέρασε κάποιος ήλικιωμε* νος μέ μαλακό καπέλλο καί τής έπιασε τήν κουβέντα. 'Η Μιραμπέλλα τού μίλησε κι’ έπειτα άπομακρύνθηκε. Ό Ντίγκμπαϊ ήταν εκεί κοντά καί τής είπε πώς ήταν ό κύριος Πουακάρ, έ­ νας άπό τούς Τρεις Δικαίους. Πριν πλαγιάσουν, ή θεία "Αλμα έξήτασε καλά όλες τις κλειδαριές τού σπιτιού καί έκλεισε πόρτες καί πα­ ράθυρα.


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Ή Μιραμπέλλα, μόλις πλάγιασε, άποκοιμήθηκε μ* έναν ϋπνο βαρύ σαν μολύβι. Σε λίγο, κάτι χτύπησε στο παράθυρο καί την ξύπνησε. "Εξω έ­ βρεχε δυνατά. "Ανοιξε τό παράθυρο καί είδε στόν κήπο μιά γυναίκα. Ή Μιραμπέλλα βγήκε στο παρά­ θυρο καί ρώτησε : — Ποιός είναι ; —Έγώ... ή "Αννα! Ή φωνή τής άδελφής του Νιουτον, δπως την νόμιζε ή Μιραμπέλλα, άκουγόταν σάν αναστεναγμός. Ή Μιραμπέλλα την είδε νά στάζη ολόκληρη, μουσκεμμένη άπό τή βροχή. —Μην ξυπνάτε κανένα, τής είπε ή "Αννα. Κατεβήτε κάτω. "Εχω νά σάς μιλήσω. —Μά τί συμβαίνει ; — Πολλά πράγματα... Ελάτε! Ή Μιραμπέλλα άναψε ένα κερί καί κατέβηκε σιγά-σιγά τή σκάλα γιά νά μή ξυπνήση την θεία της. Τοποθέτησε τό κερί πάνω στο τρα­ πέζι καί άνοιξε τήν πόρτα. Πριν δμως καλοανοίξη, γλύστρησε μέσα κάποιος. Μέ τα χοντρά του χέ­ ρια έπνιξε τή φωνή, πού δοκίμασε νά βγάλη ή Μιραμπέλλα. Τόν πρώτο άκολούθησε δεύτερος. Καί οί δυο μετέφεραν τό κορίτσι στό σαλόνι. Ό ένας έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα μικρό μετάλλινο μπου­ κάλι, δπου ήταν στερεωμένος ένας λαστιχένιος σωλήνας, πού τελείωνε σέ μιά λαστιχένια μάσκα. Τοποθέ­ τησαν επάνω στό πρόσωπο τής Μιραμπέλλας τή λαστιχένια μάσκα, ά­ νοιξαν μιά μικρή στρόφιγγα καί χλωροφόρμησαν τό κορίτσι. Ό ένας άπό αύτούς ήταν ό Μόντυ Νιουτον. Τύλιξαν μέσα σέ μιά χοντρή κου­ βέρτα τό άναίσθητο σώμα τής Μιραμπέλλας καί τήν κουβάλησαν έξω, δπου περίμενε ένα φορτηγό αυτοκί­ νητο. Τήν φόρτωσαν σ’ αυτό κι’ έ­ φυγαν. "Οταν πέρασε ή έπίδρασις του χλωροφορμίου καί ή Μιραμπέλλα άνέκτησε τις αισθήσεις της, είδε πώς βρισκόταν σ’ ένα δωμάτιο στά βάθη τής γής. Κοντά της ρταν καθισμένη ή "Αννα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

Η-Ιταν ή κρυψώνα του Γκουρτερ. —Μά, που είμαι !, φώναξε. —Ησυχία, άγάπη μου!, τής είπε ή "Αννα. Ή Μιραμπέλλα έπεσε επάνω στό κρεββάτι κι* έχασε πάλι τις αισθή­ σεις της. "Οταν συνήλθε πάλι, άφησε τό κρεββάτι καί προσπάθησε νά βγή άπ’ αύτή τήν κρύπτη, μά ήταν άδύνατο νά μετακινήση τήν πλάκα, πού τήν σκέπαζε, γιατί εΐχαν βάλει επάνω σ’ αύτή ένα βαρύ βαρέλι.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ Τ ΡΙΩΝ

ΔΙΚΑΙΩΝ

Στις πέντε τό πρωί, τό αύτοκίνητο του Μάνφρεδ καί τοϋ Γκονζάλες, λασπωμένο, σταμάτησε μπροστά στην έπαυλι Χέβριτυ. Ό Μάνφρεδ καί ό Γκονζάλες πή­ δησαν έξω άπό τό άμάξι, πριν δμως φτάσουν στην εξώπορτα του σπιτιού, τήν άνοιξε ή θεία "Αλμα ελεεινή καί ξαγρυπνισμένη. Ή θειά "Αλμα ώδήγησε τούς δυο ντέτεκτιβς στό σαλόνι καί τούς έδει­ ξε ένα μπουκαλάκι μ* ένα λαστιχέ­ νιο σωλήνα καί μέ μιά λαστιχένια μάσκα. Ό Γκονζάλες άνοιξε τήν στρόφιγ­ γα του μπουκαλιού καί μύρισε τό άέριο, πού ξέφευγε... —Είναι καινούργιο άέριο, πού με­ ταχειρίζονται οί οδοντίατροι, δταν βγάζουν δόντια. Αναισθητικό πρώ­ της τάξεως. — Καί πώς μπήκαν οί άνθρωπο του "Ομπερτσον ; — ’Από τήν πόρτα ! —Ποιός τούς άνοιξε ;


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Ή Μιραμπέλλα. — Εΐναι δυνατόν ; — Φαίνεται πώς είχαν μαζί τους μια γυναίκα. Ή Μιραμπέλλα μόνο σέ γυναίκα θάνοιγε, ασφαλώς. "Αλ­ λωστε είδα ίχνη γυναικείου σκαρπινιου στήν δεντροστοιχία. ■—Τό πρόσεξα, είπε ό Γκονζάλες. Αριστερά στήν πόρτα υπάρχουν ’ίχνη από ένα μικρό σκαρπινάκι με λαστιχένιο τακούνι. Ή μις Λέϊτσεστερ άνοιξε την πόρτα καί οί συνο­ δοί τής γυναίκας έπωφελήθησαν τότε καί τρύπωσαν μέσα. Ό Πουακάρ μου έλεγε... — Ό Πουακάρ ήταν εδώ 1, τόν δι­ έκοψε ή θεία "Αλμα, Ό Μάνφρεδ έμεινε κατάπληκτος. —Φυσικά, είπε ό Γκονζάλες, δεν υπήρχε άμφιβολία ότι ό παμπόνηρος φίλος μας. θά έκανε τή βολτίτσα του από δώ. θάθελα νά ξέρω, άν έχη γυρίσει στο μεταξύ στό Λονδίνο. Του τηλεφώνησαν στό σπίτι. Ό Πουακάρ είχε γυρίσει. Πριν φύγουν από τήν έπαυλι ό Γκονζάλες ζήτησε νά δη τό γραφειάκι τής Μιραμπέλλας. Ή θεία "Αλμα άνοιξε ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα τοϋ γραφείου, όπου υπήρχε ένα σημειω­ ματάριο μέ λογαρισμούς του σπιτιού. Ό Γκονζάλες τό έξήτασε προσεκτικά. "Οταν γύρισαν στό Λονδίνο έκα­ ναν οί τρεις τους συμβούλιο. —"Αν ήξερα, πώς ή Μιραμπέλλα βρίσκεται σέ άσφαλές μέρος καί δεν τήν άπειλεΐ κανένας κίνδυνος, είπε ό Γκονζάλες, θά κανόνιζα άπόψε τή νύχτα κιόλας τούς λογαριασμούς μας μέ τόν "Ομπερτσον I... — Κ’ εγώ είμαι τής ίδιας γνώμης. —Τό μόνο εμπόδιο” είναι ό Μίντοου, εξακολούθησε ό Γκονζάλες. Ε­ γώ θά ήμουν διατεθειμένος νά τόν αγνοήσω καί νά τραβήξω γραμμή στό σκοπό μου. Άλλ’ άς μήν τόν φέρου­ με σέ δύσκολη θέσι. Όπωσδήποτε ό­ μως, εφόσον δέν έξασφαλιστή ή Μι­ ραμπέλλα τίποτα δέν μπορή νά γίνη. "Αν δέν υπήρχε κίνδυνος γιά τή δε­ σποινίδα Λέϊτσεστερ, ό φίλος μας ό "Ομπερτσον θά αισθανόταν αύριο κά­ ποια κόπωσι. Δίχως κανέναν πόνο. 1 Απλώς, μιά κόπωσι. θά τόν έπιανε μιά ακαταμάχητη νύστα. Καί σέ τρεις μέρες θά είχε πεθάνει. Γέρος άν­

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ θρωπος, βλέπετε, γιατί νά πονέση ά­ δικα τών άδικων I "Επειτα : σέβου τό γήρας, όπως λένε. "Οσον αφορά τόν ΓκοΟρτερ, θά εφαρμόζαμε κάπως πιό βίαιες μεθόδους... "Αν, έννοεΐται, δέν μάς προλάβη ό "Ομπερτσον. Ελπίζω καί εύχομαι μέ όλη μου τήν καρδιά νά μάς προλάβη... Καί συνέχισε. — Τώρα νομίζω, πώς θάταν φρόνι­ μο νά σιείλουμε μια σχετική επιστο­ λή στό Πορτογαλικό Υπουργείο τών Αποικιών. Οί τρεις Δίκαιοι άποφάσισαν νά παρακαλέσουν τόν ΊΤλίσ Ούάσιγκτων νά φύγη τήν ϊδια μέρα γιά τήν Λισσαβώνα.

ΣΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ Ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ κατα­ λάβαινε πώς βρισκόταν σέ τρομερό κίνδυνο. Δέν μπορούσε όμως νά καταλάβη γιατί είχε έπισύρη τήν εχθρό­ τητα του "Ομπερτσον. "Ολη τήν νύχτα τήν πέρασε μέ α­ γωνία, όταν όμως είδε τό πρωί τήν "Αννα νά κοιμάται ντυμένη στό κρεββάτι της καθησύχασε κάπως. Σέ λίγο ή "Αννα ξύπνησε καί τήν ρώτησε : — Λοιπόν, πώς σου φαίνεται τό καινούργιο σπίτι μας ; Ή "Αννα προσπαθούσε σύμφωνα μέ τις συστάσεις του Νιουτον, νά κάνη τήν εύθυμη. —Είναι καλύτερο, απάντησε ψυ­ χρά ή Μιραμπέλλα. —Τό πιστεύω είπε ή "Αννα καί έβαλε κάρβουνα στή σόμπα. Αυτή είναι ή δουλειά μου, εξακολούθησε, νά προσέχω νά μήν κρυώνης, —Πόσον καιρό θά μείνω εδώ μέσα;


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» —Πέντε μέρες I —Γιατί πέντε μέρες καί δχι λιγώτερες ή περισσότερες; —Δεν ξέρω. Ή "Αννα άρχισε νά έτοιμάζη τό πρόγευμα. — Φυσικά, εξακολούθησε ή Μιραμπέλλα, σεις είσθε μέ τό μέρος αυτών των "Ομπερτσον καί Νιουτον. —θέλεις νά πής του κυρίου Νιουτον, τόνισε ή "Αννα. Πρέπει νά ξέρης πώς εΐμαι μνηστή του. θά παντρευτούμε μόλις τά πράγματα έλθουν κάπως δεξιά. "Εννοια σου καί δεν θά πάθης κανένα κακό. — Μά τότε, γιατί... —Αυτό θά στο ό ίδιος ό Μόντυ, την διέκοψε ή "Αννα. Ό Μόντυ, άλ­ λως τε, δεν εΐναι καθόλου άνακατεμένος σ’ αυτή τη δουλειά. Τό κάνει έτσι μόνο καί μόνο γιά νά φανή ευ­ χάριστος στόν "Ομπερτσον. Εξακολούθησαν νά μιλούν γιά τόν "Ομπερτσον καί τούς συντρόφους του καθώς καί γιά τούς Τρεις Δι­ καίους. ΤΗρθε ό λόγος γιά τόν Γκοΰρτερ. — Ποιός είναι αυτός; ρώτησε ή Μιραμπέλλα. — Εκείνος, πού σε χόρευε στό χορό των καλλιτεχνών...Ό λόρδος δπως τόν λέγαμε τότε... Πρέπει νά τόν προσέχη κανείς πολύ αυτόν τόν άνθρωπο. Είναι μισότρελλος. Ό Νιουτον λέει πώς είναι μορφίνομανής. "Ερχονται ώρες πού δεν εΐναι πιά άνθρωπος I Γίνεται ένα άληθινό κτήνος... Έγώ τόν φοβούμαι πολύ. Μετά τό πρόγευμα ή συνομιλία εξακολούθησε, ώσπου κατέβηκε στό υπόγειο ό "Ομπερτσον. ορούσε τη μαύρη βελούδινη ρόμ­ πα του, τό σκουφάκι του καί τις παντόφλες του. —Κοιμηθήκατε καλά δεσποινίς ; ρώτησε την Μιραμπέλλα καί, σκύβον­ τας, τής έπιασε τό χέρι καί τό φίλησε. Ή Μιραμπέλλα έννοιωσε την ίδια αηδία, πού είχε νοιώσει δταν ό Γκουρτερ τής φίλησε τό χέρι τό βρά­ δυ του χορού. —Πρώτης τάξεως κατοικία, βλέπω, εΐν’ εδώ μέσα, πρόσθεσε ό ’Όμπερτσον. Πόσο θά μοΰ άρεσε νά κάθωμαι εδώ καί νά διαβάζω τούς άγα-

Φ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

πημένους μου συγγραφείς !.. Δυστυ­ χώς δεν μ’ αφήνουν ελεύθερο οί δου­ λειές μου !... "Εχω τεράστιες επιχει­ ρήσεις σ’ όλα τά μέρη τού κόσμου καί χιλιάδες άνθρωποι τρώνε άπό τό ψωμί μου... Είμαι πολύ πλούσιος, περισσότερο πλούσιος απ’ όσο φαντάζεσθε... — Κύριε "Ομπερτσον, τόν διέκοψε ή Μιραμπέλλα, δεν μ’ ενδιαφέρουν διόλου τά πλούτη σας... θά ήθελα όμωη πολύ νά μάθω γιατί μέ κρατά­ τε αιχμάλωτο εδώ μέσα. Αφού εί­ στε τόσο πολύ πλούσιος, τί τά θέλε­ τε τά λύτρα γιά νά μ’ άφήσετε ελεύ­ θερη ; —Λύτρα: . άνοησίες εΐν’ αυτές; φώναξε ό Όμπερτσον. Ποιός σάς μίλησε /· χ τέτοια πράγματα ; Μήπως αύτή 60 ’<α1 έδειξε την "Αννα. — "Οχι, οίναι ύπόθεσις, πού την έκανα, έγώ, είπε ή Μιραμπέλλα. — Δεν σάς κρατώ, γιατί θέλω νά πάρω λύτρα, έτόνισε ό "Ομπερτσον. Σάς κρατώ κοντά μου, γοητευτική μου δεσποσύνη, γιατί εΐσθε τό χάρ­ μα τών ματιών μου. Ό Χάϊνε δεν εΐπε πώς ή γυναικεία ώμορφιά εΐναι τό καλύτερο καταπραϋντικό γιά τήν ψυχή ; Πρέπει νά διαβάσετε τά ποι­ ήματα τού Χάϊνε. Εΐναι ελαφρά, μέσα όμως στην ελαφρότητά τους κρύβουν πολλές βαθειές σκέψεις. Γιά πέστε μου, έχετε εδώ ό,τι σάς χρειά­ ζεται ; — θέλω νά φύγω άπό δώ μέσα. Δεν μπορώ νά μένω σέ υπόγεια, θά πειραχθή ή υγεία μου. — Δεν θ’ άργήσετε νά φύγετε άπό εδώ, τήν βεβαίωσε ό "Ομπερτσον καί πήγε κοντά στη θερμάστρα, "που βρίσκονταν δυό κουτιά σκεπαομένα μέ φανέλλα. — Αυτά έδώ εΐναι μυστικά, εΐπε δείχνοντάς τα, πού δέ πρέπει νά προσπαθήσετε νά τά μάθετε. Περιέ­ χουν μιά πολύ δυνατή χημική ούσία. ’Άν τήν άγγίξη κανείς αδέξιος, μπο­ ρεί νά γίνη έκρηξις. Καταλάβατε ; Ή Μιραμπέλλα δέν απάντησε, μολονότι 'ό "Ομπερτσον μιλούσε σ’ αυτήν. — Γιά ώρισμένους λόγους, εξακο­ λούθησε ό "Ομπερτσον, πρέπει οί κάσσες αυτές νά διατηρούνται ζε­


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

στές. Τή μια την παίρνω,, μαζί μου. Ή άλλη θά μείνη εδώ. Σάς επανα­ λαμβάνω να μην αγγίξετε. Σάς εξή­ γησε ό φίλος μας; ρώτησε τή φορά αύτή τήν ’Άννα. —Τό κατάλαβα πολύ καλά, άπάντησε εκείνη. Μά γιά πέστε μου : πότε θά μπορέσω νά βγω περίπατο ; Έδω μέσα κοντεύω νά καταντήσω νευρική I — Απόψε κιόλας I θά σάς συνο­ δεύσω εγώ 1 —Γιατί μέ κρατάτε εδώ μέσα, κύ­ ριε ’Όμπερτσον ; ρώτησε πάλι ή Μιραμπέλλα. — Γιατί κινδυνεύετε!... Ναι, Σάς άπειλεϊ ι'σως πολύ μεγάλος κίνδυνος ! Μερικοί άσυνείδητοι άνθρωποι, τρο­ μεροί έγκληματίαι επιβουλεύονται τήν ζωή σας ! Είναι βέβαια έξυπνοι, μά όχι τόσο όσο ό δόκτρωρ ’Όμπερ­ τσον. Καί, επειδή θέλω νά μην πέσε­ τε στά χέρια τους, σάς κρατώ κρυμ­ μένη εδώ μέσα... Ό ’Όμπερτσον ύπεκλίθηκε καί έ­ φυγε. Τον άκουσαν νά άνεβαίνη τή σκάλα, νά σηκώνη τήν πλάκα καί νά τήν τοποθετή πάλι στή θέσι της. —Λαμπρός κύριος του λόγου τουί, είπε μέ πίκρα ή "Αννα. Μάς γέμισε μυϊγες μέ τις χημικές του ούσίες !... "Αν ήξερα πώς τούτο δώ δέν θά κά­ νη έκρηξι, θά τόκανα λυώμα μέ τά ποδιά μου...

λόκληρη τήν ήμέρα ή ’Άννα διηγόταν στήν Μιραμπέλλα διάφο­ ρα καταπληκτικά πράγματα, σχετικά μέ τον ’Όμπερτσον, πού είχε έμπιστευθή στή φιλενάδα του ό Νιούτον. Ή δεύτερη μέρα τής αιχμαλωσίας

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ της βρήκε τήν Μιραμπέλλα σε καλύ­ τερη ψυχική κατάστασι. Ή καρτερία της καί τό θάρρος είχαν αύξηθή. "Αρ­ χισε νά βλέπη τά πράγματα μέ με­ γαλύτερη ψυχραιμία καί νά έλπίζη ολοένα περισσότερο πώς δέν θά αρ­ γούσε ή απελευθέρωσίς της. Άντιθέτως, ή ’Άννα είχε χάσει τήν διάθεσί της καί περιήλθε σέ τέτοια ψυχική κατάστασι, ώστε τό πρωί τής επομέ­ νης ή Μιραμπέλλα τήν άκουσε νά κλαίη μέ λυγμούς επάνω στό κρεββάτι της. — Δέν μπορ5 νά ύποφέρω τό κλεί­ σιμο εδώ μέσα!, έλεγε μέ λυγμούς ή φιλενάδα του Νιουτον. Γιατί μέ κρατάνε σκλαβωμένη; Δέν είναι κατάστασι αύτή. θά τρελλαθώ, εάν έξακολουθήση έτσι ! Ή Μιραμπέλλα πήδησε άπό τό κρεββάτι της. —'Ησύχασε, τής είπε, θά φτιάσω τσάϊ. θά σου κάνη καλό. Ό πληθυντικός μεταξύ τους είχε καταργηθή. Ή Μιραμπέλλα αισθανό­ ταν τώρα κάποιον οίκτο γιά τή συντρόφισσά της, μολονότι αύτή τήν εί­ χε παρασύρει στό άντρον τοϋ ’Ό­ μπερτσον. Ή ’Άννα εξακολουθούσε νά κλαψουρίζη. —’Ήθελα νά ξέρω τήν ρώτησε ή Μιραμπέλλα, τί λόγο έχεις εσύ νά κλαϊς; —Έγώ ξέρω καλά μέ ποιόν έχω νά κάνω !, μουρμούρισε ή ’Άννα. Εί­ ναι κακούργοι όλοι τους 3 Μάς γέλα­ σαν καί τις δυό. Άπό δώ μέσα δέν θά βγούμε ζωντανές. ’Ή θά μάς πνί­ ξουν ή θά μάς κάνουν κομμάτια μ’ εκείνη τήν εκρηκτική μηχανή ! Καί έ­ δειξε τήν κάσσα, πού ήταν τυλιγμένη μέ φανέλλες. Σώπασε μιά στιγμή καί ξανάρχισε : —Τό νοιώθω ! Αύτός ό συχαμένος ό Γκούρτερ τριγυρίζει κάπου εδώ κοντά. Σάν φίδι πού θέλει νά δαγκώση. ’Άχ, πώς θά μπορέσουμε νά φύ­ γουμε άπό εδώ ; — Γιά νά δούμε, πρότεινε ή Μιρα­ μπέλλα. ’Ίσως καταφέρουμε νά ση­ κώσουμε τήν πλάκα... Ανέβηκε στή σκαλίτσα καί προσ­ πάθησε νά μετακινήση τήν πλάκα. Μά στάθηκε άδύνατο νά τό κατορθώση.


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Ή άπελπισία τής "Αννας μεγά­ λωσε. — "Αχ, τί θά γίνουμε, έλεγε, άν μάθη ό Γκοΰρτερ πώς οί Τρεις Δί­ καιοι είναι φίλοι σου ! "Εχει τραβή­ ξει πολλά από τούς Τρεις Δικαίους ό Γκουρτερ καί, άν μάθη πώς ήσουν σύμμαχός τους, θά καλοπεράσουμε καί σύ κΓ εγώ ! Ή "Αννα ήρθε σέ τέτοια άπόγνωσι πού την κατέλαβε υστερική κρίσις. Ή Μιραμπέλλα τήν λυπήθηκε καί τήν περιποιόταν. Σιγά-σιγά τό θέαμα τής "Αννας έκανε νά κλονίζεται καί τό δικό της θάρρος. "Εφερε όμως στό νου της τόν Γκονζάλες κΓ ή σκέψις πώς αυτός, μαζί μέ τούς δυό συν­ τρόφους του, προσπαθούσε νά τήν σώση, έδινε φτερά στις ελπίδες της. τό δ'άστημα αύτό, ό Γκονζάλες ή­ ταν άπησχολημένος μ’ ένα με­ γάλο σιδηροδρομικό χάρτη τής νοτίου Αγγλίας καί τής νοτιοανατολικής Εύρώπης, πού ήταν στόν τοίχο. Μιά κόκκινη γραμμή σημείωνε τήν όδό Λονδίνου —Λισσαβώνος καί ό Γκον­ ζάλες μετακινούσε μιά πράσινη σημαιούλα επάνω στη γραμμή αυτή. Ή σημαιούλα βρισκόταν στά νότια του Παρισιού κι5 έδειχνε που ήταν τήν ώρα εκείνη ό Ούάσιγκτων. — Τό εξπρές του νότου, είπε ό Γκονζάλες στόν Μάνφρεδ, πού εί­ χε μπή εκείνη τη στιγμή στό δωμάτιο, θά βρίσκεται κάπου εδώ. Πιστεύω νά κάνη ό φίλος μας ευχάριστο ταξίδι ώς τή Βολιαντολίδ τής 'Ισπανίας. Ει­ δοποίησα τόν παλιό μας φίλο Δον Μιγκουέλ Γκάρθια νά συναντήση τόν Ούάσιγκτων καί νά τόν συνοδεύση ώς τά πορτογαλικά σύνορα. Περιμέ­ νω από στιγμή σέ στιγμή τηλεγράφη­ μά του. Ή άστυνομία τής Διέππης συνέλαβε κάποιον, πού ήθελε νά ρίξη από τό βαπόρι στή θάλασσα τόν Ούάσιγκτων, καθώς περνούσαν τόν πορθμό τής Μάγχης. Εκείνος όμως πού άπεπειράθη στό σταθμό τοϋ Σαίν Λαζάρ στό Παρίσι νά του άρπάξη τό πορτοφόλι, κατώρθωσε νά ξεφύγη. —θά συνήθισε πια σέ τέτοιου εί­ δους επεισόδια ό Ούάσιγκτων. —Είναι πρώτης τάξεως άνθρωπος,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

17

τόνισε ό Γκονζάλες. Καλύτερο δεν θά μπορούσαμε νά βρούμε γιά νά του άναθέσουμε μιά τέτοια απο­ στολή. Ό Μάνφρεδ άναψε τήν πίπα του.

Ό Γκονζάλες έκοβε βόλτες πάνω κάτω. Στό δωμάτιο μπήκε ό Πουακάρ. —Πολύ τόν μυστηριώδη μάς κά­ νει τώρα τελευταία ό Λέων, είπε ό Μάνφρεφ τού Πουακάρ. — "Αστα τώρα αύτά, τόν διέκοψε ό Γκονζάλες. Πάμε άπόψε στό θέαατρο ; —Πού ; — Πάμε νά δούμε τόν «Μάγο». Εί­ ναι ένα αστυνομικό έργο, πού ενδια­ φέρει τόν "Ομπερτσον. Πήγε καί τό είδε καί ό ίδιος. Πρόκειται γιά κά­ ποιον κατάδικο, πού δραπετεύει από τή φυλακή γιά νά σκοτώσει εκείνον, πού τόν έχει καταδώσει. Υπάρχει στό έργο μιά πολύ επιτυχημένη σκη­ νή. Διάβασα τις κριτικές. Επαινούν τό έργο, μά συμφωνούν πώς δέν έ­ χει φιλολογική άξια. Εμένα, εάν μέ πιάση καμμιά φορά αϋπνία, θ’ αρχί­ σω νά πηγαίνω όλο σέ φιλολογικά έργα... Λοιπόν θά πάμε άπόψε; αγό­ ρασα τρία εισιτήρια. — Εμένα δέν μοϋ άρέσουν τά άστυνομικά έργα, βεβαίωσε ό Μάν­ φρεδ. Μαντεύω άπό τήν αρχή τί θά συμβή κ’ έτσι χαλά όλη ή βραδυά μου. —Τότε νά πάρουμε κανένα κορί­ τσι νά σέ διασκεδάζη. Νά έξαφνα τή θεία "Αλμα ! Ή θεία "Αλμα, κατά σύστασι των Τριών Δικαίων, είχε έρθει κΓ έμενε στό σπίτι της στό Λονδίνο...


18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Γιατί δχι ; Δεν πιστεύω ν’ άρνηθή, εΐπε ό Μάνφρεδ. 'Η θεία "Αλμα δείχνει απίστευτη ψυχραιμία παρ’ ολη την έξαφάνισι τής άνηψιάς της. ’Άς είναι, δέν πιστεύω νά κινδυνεύση ή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. Ό "Ομπερτσον θά την κράτηση δσο χρειάζεται για νά ματαιωθή ή άνανέωσις τής παραχωρήσεως. —ΚΓ άν την σκοτώση ; ρώτησε ό Πουακάρ. — Δέν θά τό κάνη, άπάντησε ό Γκονζάλες. "Αλλωστε, ποιο λόγο έ­ χει ; Κ’ εμείς κΓ ή άστυνομία ξέ­ ρουμε πώς την κρατά αύτός κρυμμέ­ νη. Ή περίπτωσις είναι έντελώς δια­ φορετική άπό τήν περίπτωσι τοϋ Μπάρμπερτον. Ό Μπάρμπερτον ήταν ένας άγνωστος άνθρωπος, πού δολο­ φονήθηκε σ’ ένα δημόσιο μέρος. Όπωσδήποτε θά δούμε.

Γκοϋρτερ είχε συμπληρώση τό ντύσιμό του, δταν ό "Ομπερτσον παρουσιάστηκε. — Νά, τοϋ είπε, άρπαξε αύτό τό πούρο ! Καί τοϋ πέταξε ένα. Ό Γκοϋρτερ τό έπιασε με τά δόντια του. ΤΗταν ένα αστείο, πού τόν διασκέδαζε πολύ. — 7Ηρθε καιρός, εξακολούθησε ό Σουηδός κΓ άναψε κΓ αύτός ϊδιο ποϋρο, νά σοϋ έμπιστευθώ κάτι. Ποιόν άλλο φίλο έχω; Τόν Μόντυ Νιοϋτον ; Καλός άνθρωπος, δέν λέω, μά έντελώς άμυαλος. Δέν εννοεί πο­ τέ νά χαλάση τήν ήσυχία του. Ε­ μείς δουλεύουμε κΓ αύτός άπολαμ-

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ βάνει τούς καρπούς των κόπων μας, δίχως καί νά μάς λέη εύχαριστώ I ΚΓ άν βρεθοϋμε σέ δύσκολη θέσι, ό Νιοϋτον δέν θά δυσκολευτή καθόλου νά μάς καταδώση στήν άστυνομία. Ό Γκοϋρτερ είχε πείρα άπό κου­ βέντες τοϋ "Ομπερτσον. Είχε άκούσει άλλωστε τι έλεγε εναντίον του ό δόκτωρ μέ τόν μακαρίτη τόν Πφάϊφερ. —Θά μάς έστελνε, άγαπητέ μου στήν κρεμάλα, εξακολούθησε ό "Ο μπερτσον, δίχως νά διστάση ούτε μιά στιγμή. "Επειτα, θά διάβαζε μέ χαμόγελο τή θανατική μας έκτέλεσι καί θά πήγαινε νά φάη τό μπιφτέκι του καί τήν πουτίγκα του. Τέτοιος είναι ό φίλος μας ό Νιοϋτον. Υπο­ θέτω πώς τόν ξέρεις πολύ καλά καί σύ ό ϊδιος. — Μάλιστα, κύριε δόκτωρ I — Ό Νιοϋτον άποτελει κίνδυνο γιά μάς γιά πολλούς λόγους. "Επει­ τα μήν ξεχνάς καί τούς Τρεις Δικαί­ ους, πού μάς άπειλοϋν διαρκώς καί σέ μαστίγωσαν καί σένα... Αύτό ι­ δίως δέν πρέπει εσύ νά ξεχάσης. — "Οχι, κύριε δόκτωρ I... —"Ενας τρελλός σέ μιά όργάνωσι είναι σάν μιά κακή άτσαλένια πλά­ κα σ’ ένα πολεμικό ή ένας χαλασμέ­ νος κρίκος σέ μιά άλυσίδα. "Οταν σπάση ό κρίκος αύτός πάνε δλα στό διάβολο, άγαπητέ μου. — Μάλιστα, κύριε δόκτωρ, έπανέλ.αβε σάν αύτόματο ό Γκοϋρτερ. — Τώρα νά σοϋ πώ τί ακριβώς συμβαίνει, εξακολούθησε ό "Ομπερ­ τσον. Πρόκειται γιά μιά περιουσία ολόκληρη, πού θά γίνη δική σου καί δική μου. Εΐναι στά χέρια τοϋ κορι­ τσιού, πού κρατούμε κάτω στό ύπόγειο. Μπορώ νά τήν πάρω γυναίκα μου ή καί νά τής πάρω τή ζωή. Μοϋ φαίνεται δμως πώς καλύτερα είναι νά τήν παντρευτώ. Γι’ αύτό καί τό άποφάσισα. Ό "Ομπερτσον διηγήθηκε την Ι­ στορία τοϋ Χρυσού Βουνοΰ, δίχως νά κρύψη τίποτα. —Ή Μιραμπέλλα, πρόσθεσε, θά μείνει εδώ τρεις—τέσσερις μέρες. "Οταν περάσουν αύτές οί μέρες, άς γίνη δ,τι θέλη. Τί σημασία έχει ή επιστολή πού έστειλαν στήν Λισσαβώνα οί Τρεις Δίκαιοι ; Ή Μιραμπέλ-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» λα δέν διώρισε κανέναν πληρεξού­ σιο, ούτε κι* έχει κληρονόμους. Ούτε καί ξέρει τίποτα για τήν περιουσία της καί συνεπώς δέν μπορεί ν’ άνανεώση μια παραχώρηση πού περιήλθε σ’ αύτήν έν άγνοια της I —Μου επιτρέπεται νά πώ μια λέ­ ξη κύριε δόκτωρ ; Ό ’Όμπερτσον κούνησε τό κεφά­ λι του. — Ό Νιούτον τά ξέρει αυτά ; ρώ­ τησε ό Γκουρτερ. —Ό Νιούτον τά ξέρει δλα. — ΜοΟ επιτρέπετε νά ρωτήσω καί κάτι άλλο ; Τί περιέχει ή έπιστολή των Τριών Δικαίων πρός τό Πορτο­ γαλικό Υπουργείο τών Αποικιών. ’Όμπερτσον κύτταξε τό ταβάνι. ’Έπειτα έβγαλε άπό τήν τσέπη του ένα τηλεγράφημα, πού έπιανε τρεις κόλλες. — Νά τί μου τηλεγραφούν: «Γκονζάλες παρακάλεσε Αυτού Εξοχότητα νά δεχθή προσωπικήν εντολήν, ή ο­ ποία θά σταλή μετά διήμερον δι’ ειδικού ταχυδρόμου. Τηλεγράφημα δέν άναφέρει περιεχόμενον επιστο­ λής. Υπουργός διέταξε γίνη δεκτός ταχυδρόμος. Υπουργός δέν άποκλίνει υπέρ παραχωρήσεως εις Αγγλίαν ή εις "Αγγλου,ς». Ό Όμπερτσον δίπλωσε τό χαρτί. — Αύτό σημαίνει ότι δέν θά δοθή παράτασις περί άνανεώσεως τής πα­ ραχωρήσεως κι’ έτσι, άγαπητέ μου Γκουρτερ, ή κολοσσιαία περιουσία θά περιέλθη στην κατοχή μας. 'Η σκέψις του Γκουρτερ καρφώ­ θηκε σ’ αύτό πού τούλεγε ό δόκτωρ τόσο, πού μιά στιγμή ξέχασε καί χαμογέλασε, ήλίθια. Φαινόταν σάν ένα άρπαχτικό όρνεο, μέ άνθρώπινη μορφή—εκείνο δηλαδή πού πραγμα­ τικούς ήταν. — Κύριε δόκτωρ, επιτρέπετε μιά έρώτησι ; ρώτησε πάλι. —Παρακαλώ, άπάντησε μεγαλό­ ψυχα ό ’Όμπερτσον. — Ποιό είναι τό μερτικό του Νιουτον ; Καί ποιό θάναι τό δικό μου ; Ό ’Όμπερτσον δέν άπάντησε άμέσως. Εξακολούθησε νά γεμίζη τό δωμάτιο καπνούς.

Ο

19

— Δέκα χιλιάδες λίρες!, είπε τέ­ λος. —Εΐναι πολύ λίγο, παρατήρησε ήρεμα ό Γκουρτερ. Βέβαια πολύ λί­ γο, έν σχέσει μέ τόσα εκατομμύρια, — Ό Νιούτον θά πάρη τά μισό, τον διέκοψε νευρικά ό "Ομπερτσον., Δηλαδή, άν ζήση. Γιατί, άν τού συμβή κανένα δυστύχημα, τό μερτικό του θά περιέλθη σέ σένα, καλέ μου Γκοΰρτερ. Σκέψου πώς ή άστυνομία δέν καταδιώκει τούς πολύ πλούσιους. Οί πλούσιοί περνάνε ζωή καί κόττα. Έχουν τή θαλαμηγό τους, γυρίζουν όπου τούς άρέσει καί δέν νοιάζονται γιά τίποτα στόν κόσμο. Ό Γκουρτερ σηκώθηκε άπό τό κάθισμά του. — Μέ χρειάζεστε άπόψε ; ρώτησε. —"Οχι, άγαπητέ μου Γκουρτερ. Λοιπόν, όπως είπαμε. Καληνύχτα, φίλτατέ μου ; — Καληνύχτα, κύριε δόκτωρ.

Η ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΟΥΤΟΝ Ό Μόντυ Νιούτον συνώδευσε ώς τήν πόρτα τόν άτυχή παίκτη, άπό τόν όποιο είχε άποσπάσει εκείνο τό βράδυ τρεις χιλιάδες λίρες στόν μπακαρά, μ’ ένα χαμόγελο έγκάρδιο καί φιλικό, ώστε ό νεαρός τζέντλεμαν αισθανόταν τήν άνάγκη νά ζητήση


20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

συγγνώμη για τή διωγωγή του, στη μαζί σου άπό τό πρωί ώς τό βράδυ. διάρκεια του παιχνιδιού. Μπορώ νά σού προσφέρω κάτι. — Ελάτε εδώ εν’ άλλο βράδυ, του Ό Μόντυ πάντοτε δίσταζε, δταν εΐπε ό Μόντυ φιλοφρονέστατα, νά ό "Ομπερτσον τόν κερνούσε κάτι. πάρετε τήν ρεβάνς σας. Μέ τόν "Ομπερτσον δέν μπορούσε κανείς νά είναι σίγουρος. — Έννοια σας και θάρθώ, άπάν—Παίρνω ένα ούΐσκυ, είπε ό ΐησε ό άλλος. Όπωσδήποτε όμως θά Μόντυ υστερ’ άπό λίγο. Μά άπό Αργήσω λιγάκι, γιατί αύριο τό πρωί μπουκάλι, πού νά μήν είναι άνοιγμέφεύγω για τή... Νότιο Αφρική καί νο καί πού νά τό άνοίξω εγώ. δεν θά γυρίσω παρά του χρόνου. Ό δόκτωρ γέλασε νευρικά. Τότε ασφαλώς θάρθώ. — Δέν εμπιστεύεσαι, δπως Βλέπω Ό Μόντυ Νιοΰτον ήταν στενοχω­ σέ κανένα καί δέν κάνεις άσχημα. ρημένος, παρ’ δλα τα κέρδη του. Τον Γιατί κανείς δέν ξέρει ποιος είναι στενοχωρούσε ή απουσία τής "Αν­ πραγματικός φίλος του καί ποιός νας, πράγμα, πού φαινόταν παράξε­ εχθρός του... νο καί στόν ίδιο. Ποτέ δεν πίστευε, Ό Νιοΰτον δέν άπάντησε. πώς ένα τόσο επιπόλαιο πλάσμα του είχε γίνη απαραίτητο σε τέτοιο ξήτασε τό μπουκάλι . τού ούΐσκυ βαθμό. στό φώς. Επίσης πρόσεξε καλάΤόν βάρυνε πολύ ή μοναξιά στο καλά τόν φελλό καί τόν έβγαλε ό σπίτι του. Πήγαινε άπό τό ένα δω­ ίδιος. μάτιο στο άλλο, έξω φρενών κατά — Καί τό μεταλλικό νερό πού θά του εαυτού του, γιατί δεν μπορούσε βάλης στό ούΐσκυ σου μπορεί νάναι νά κάνη δίχως τήν "Αννα. Σκεπτό­ δηλητηριασμένο παρατήρησε σαρκα­ ταν, δταν θά τελείωνε ή άναγκαστιστικά ό "Ομπερτσον. κή συντροφιά πού έκανε ή "Αννα Ό Νιοΰτον δέν είπε τίποτα. Γέμι­ τής Μιραμπέλλας, νά χαρίση στήν ε­ σε ένα ποτήρι καί τό ήπιε. "Επειτα ρωμένη του κανένα πολύτιμο δια­ ξαπλώθηκε σ’ έναν σοφά. μαντικά κι* ήλπιζε πώς έτσι θά τού Ό "Ομπερτσον τόν κύτταζε διαρ­ συγχωρούσε γρήγορα τήν αιχμαλω­ κώς. σία της. — Ναι, είπε, ό Γκούρτερ γύρισε. Μέ τις σκέψεις αυτές πέρασε ολό­ Δέν κατώρθωσε τίποτα, μά δέν πρέ­ κληρη τήν νύχτα εκείνη καί δέν κοι­ πει νά μέμφεται κανείς έναν καλό μήθηκε παρά μόνο τα ξημερώματα. Ξύπνησε πολύ δυσαρεστημένος. Είχε ' άνθρωπο, επειδή στάθηκε άτυχος σέ μιάν έπιχείρησι. ύποσχεθή στήν "Αννα, πώς θά πήγαι­ Ό Μόντυ άναψε σιγάρο μέ τήν νε νά τήν έπισκεφθή, ενώ άπό τό άπόφασι νά φτάση βαθμηδόν μόνον άλλο μέρος είχε συμφωνήσει μέν τόν στό σκοπό τής έπισκέψεως, νά τού έ"Ομπερτσον νά μήν κατεβή στο υπό­ πιτραπή δηλ. νά συναντήση τήν ερω­ γειο πριν περάσουν πέντε ήμέρες. μένη του. Τέλος δέν βάσταξε. Τό μεσημέρι πήγε μέ τό αυτοκίνητό του καί βρή­ —Τί .γίνονται τα κορίτσια ; ρώτησε κε τόν "Ομπερτσον. Ό δόκτωρ δέν δήθεν άδιάφορα. ξαφνιάστηκε διόλου μέ τήν έπίσκεψι. — Καλά, πολύ καλά, είπε ό "Ο­ Τήν περίμενε, γιατί ήξερε καλά τόν μπερτσον. Οί φιλοξενούμενοι μου χαρακτήρα τού Μόντυ. Έν τούτοις πάντα μένουν εύχαριστημένοι... δταν συναντήθηκαν, είπε : — Ευχαριστημένοι νά ζούν σάν τυ—Περίεργο I Γιατί ήρθατε; φλοποντικοί μέσα στή γή ; τόν διέκο­ — Γιατί δέν μοΰ τηλεφωνήσατε; ψε ό Νιοΰτον. Καί πρόσθεσε: Έγώ ρώτησε ό Νιοΰτον σάν νά ήθελε νά δέν θέλω νά μένη εκεί ή ζ'Αννα. ζητήση συγγνώμη γιά τήν έπίσκεψι Ό "Ομπερτσον σήκωσε τούς ώ­ του. μους : — Γιατί στήν άλλη άκρη τού σύρ­ — Τότε, άγαπητέ μου, νά τήν πάματος μπορεί νά υπάρχουν ξένα αυ­ ρης μαζί σου! Γιατί τάχα νά μένη τιά πού νά μάς άκοΰνε. ’Άν δέν υ­ εδώ, άφού εσύ δέν είσαι εύτυχισμέπήρχαν, θά κουβέντιαζα τηλεφωνικώς νος δίχως τό κορίτσι ; "Αλλωστε, ή

Ε


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» παρουσία της κοντά στην δεσποινίδα είναι άσκοπη, θά την φέρω αμέσως εδώ. Και ό Σουηδός πλησίασε στήν πόρτα. — Μιά στιγμή τον σταμάτησε ό Μόντυ. θά τήν έπισκεφθώ αργότερα, μαζί μου όμως δεν θέλω νά τήν πά­ ρω. Πρέπει άπαραιτήτως νά είναι κοντά στήν Μιραμπέλ>α. — Γιατί τάχα; Μήπως δέν είμαι εγώ εδώ ; άπάντησε με τό γλυκύτερο ύφος ό "Ομπερτσον. — Καί συ εδώ κΓ ό Γκοϋρτερ επί­ σης, εΐπε τονίζοντας τις λέξεις ό Μόντυ, ενώ κύτταζε έξω άπό τό πα­ ράθυρο άποφεύγοντας τό βλέμμα του Όμπερτσον. Πρό πάντων ό Γκοϋρ­ τερ. ΓΓ αυτό μου φαίνεται πώς πρέ­ πει νάναι κάποιος πού νά φροντίζη γιά τήν Μιραμπέλλα, φίλε μου. Μά δεν νομίζεις πώς ό καλύτερος τρόπος νά ξεκαθαρίση αυτή ή ύπόθεσις πού έγινε μαλλιά-κουβάρια, είναι ένας γάμος ; —Πώς δέν τό σκέφτηκα ! Μπράβο πού σοϋ ήρθε καί σένα στό μυα>ό αυτή ή ιδέα. Αρχίζεις βλέπω νά σκέ­ πτεσαι καί σύ I... ρόφερε με τόση περιφρόνησι τήν τελευταία φράσι, ώστε ό Μόν­ τυ γύρισε άπότομα καί είπε έξω φρενών ; —’Άφησε, σε παραπαλώ αυτό τό σαρκαστικό ϋφος, μαζί μου ! Καί γιά νά σοϋ μιλήσω δίχως προοίμια καί περιστροφές: εγώ θά παντρευθώ τή Μιραμπέλλα I Ό "Ομπερτσον δέν εΐπε τίποτα. Ό Νιοϋτον εξακολούθησε : — Άρραβωνιασμένη δέν είναι, ού­ τε ερωτευμένη μέ κανένα. Μοϋ τόπε ή "Αννα κι5 ή "Αννα είναι πολύ έξυπνο κορίτσι γιά νά καταλάβη τι γίνεται. Δέν ξέρω πώς θά τά καταφέρω. Πι­ στεύω πώς τό καλλίτερο είναι νά προσποιηθώ τον ειλικρινή φίλο της καί νά τήν βγάλω άπό τό υπόγειο, θά μοϋ χρωστά ευγνωμοσύνη καί θά κάνη ότι τής ζητήσω. Μοϋ φαίνεται πώς τήν πρώτη φορά πού συναντηθή­ καμε, τής έκανα έντύπωσι. "Επειτα έχω νά τής προσφέρω μιά κοινωνική θέσι πρώτης τάξεως. Μέγαρο στήν ά-

Π

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21 ριστοκρατικώτερη συνοικία τοϋ Λον­ δίνου... —Μέγαρο δικό μου, τον διέκοψε μέ τήν μεταλλική του φωνή ό "ό­ μπερτσον. — "Οχι δικό σου, μά δικό μας πρέπει νά πής καλλίτερα διώρθωσε ό Νιοϋτον. ’Άς είναι όμως, ας τ’ άφήσουμε αύτά κατά μέρος... —ΚΓ εγώ έχω νά τής προσφέρω μιά κοινωνική θέσι καί δέν στολίζου­ με εγώ μέ ξένα φτερά, είπε ό "Ο­ μπερτσον. Τά μάτια τοϋ Νιοϋτον άνοιξαν διάπλατα. — Έσύ ; — Ό Νιοϋτον δέν μπόρεσε νά πιστέψη στ’ αυτιά του. —Ναι, εγώ, ό βαρώνος ’Έρικ "Ο­ μπερτσον. —Βαρώνος, έσύ ;! Τό δωμάτιο αντήχησε άπό τά πα­ ταγώδη γέλια τοϋ Νιοϋτον. —Μά σοβαρά, εξακολούθησε, φαν­ τάζεσαι πώς ή Μιραμπέλλα θά θελήση ποτέ νά παντρευτή εσένα ;... Ε­ σένα ; —θά κάνη ότι τής πώ εγώ, πρό­ φερε ό "Ομπερτσον, τονίζοντας τις λέξεις. Μια γυναίκα μπορεί νά μήν άγαπά έναν άντρα, μπορεί όμως νά μήν άγαπά περισσότερο καί αύτό πού τήν περιμένει, αν δέν θέλει αυτόν τον άντρα. Καταλαβαίνεις τώρα; Εύκο­ λα λένε οί γυναίκες πώς δέν τις τρο­ μάζει ό θάνατος. Μά, όταν πρόκει­ ται νά τον άντικρύσουν, τότε...

— Είσαι τρελλός!, εΐπε ό Νιοϋτον. —Μπορεί νάμαι τρελλός.., Έν τούτοις θά τήν παντρευτώ 1... Ακολούθησε νεκρική σιγή. "Επει­ τα, ό "Ομπερτσον συνέχισε τή συνο­ μιλία ήσυχώτερα :


22

— Μπορεί νάμαι δτι λες, μά δεν άξίζει γι’ αυτό δυό φίλοι νά μαλώ­ νουν. ’Έλα αύριο νά κουβεντιάσουμε ήρεμώτερα γι’ αυτή την ύπόθεσι. 'Ο Νιοϋτον κύτταξε μέ περιέργεια τόν ’Όμπερτσον σάν νά ήταν κανένα παράξενο άτομο, πού τδβλεπε γιά πρώτη φορά. —Δεν θά μαλώσουμε, εξακολού­ θησε ό ’Όμπερτσον. Είμαι τρελλός, έστω. Δεν είμαι μοναδικός όμως στόν κόσμο. Τώρα τί θέλεις πού ήρ­ θες ; Νά μιλήσης τής γυναίκας σου ; —θέλω νά μιλήσω τδς Άννα, α­ πάντησε νευρικά ό Νιουτον. Σου α­ παγορεύω νά τήν λες «γυναίκα μου»... — Περίμενε μιά στιγμή νά σου τήν φέρω.

στερα άπό λίγα λεπτά ό σουηδός γύρισε μόνος. Ό Μόντυ^ συνωφρυώθηκε : —Τί σημαίνει αυτό ; —Φίλε μου, είπε ό Όμπερτσον, δεν είναι φρόνιμο. — θέλω νά τής μιλήσω, έπέμενε ό Μόντυ. —Σιγά, σιγά, θά γίνη καί αυτό. Ό Γκουρτερ είδε κάποιον εδώ κον­ τά στο κανάλι του ποταμού, πού ψα­ ρεύει. Δηλαδή κάνει πώς ψαρεύει, πραγματικά δμως κατασκοπεύει.., — Λοιπόν ; — Δεν θά ήταν φρόνιμο νά έμφανιστή έξω τήν ήμέρα ή "Αννα... Ό Μόντυ δεν μίλησε» — Σκέφτηκα κάτι, εξακολούθησε ό ’Όμπερτσον. Σήμερα τό πρωί μοϋ έστειλε ένας φίλος μου εισιτήρια γιά τό θέατρο. Νά τήν πάρης και νά πά­ τε οΐ δυό σας στό θέατρο. Μπορείτε θαυμάσια νά βγήτε τό βράδυ έξω μ’

Υ

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ένα αυτοκίνητο. Στό μεταξύ εγώ θά θά στείλω κάποιον νά άποσπάση τήν προσοχή του κατασκόπου. — θά τήν περιμένω λοιπόν εδώ, είπε επίμονα ό Νιουτον. Καί περίμενε ώσπου, υστέρα άπό μιάν ώρα, ήρθε ή ’Άννα κι* έπεσε στήν άγκαλιά του, σάν τρελλή. Ό Όμπερτσον δεν ■ συγκινήθηκε καθόλου άπό τήν συνάντησι. —'Ωραΐο θέαμα, είπε κοροϊδευτι­ κά, γιά μένα πού πρόκειται νά παν­ τρευτώ... Καί τούς άφησε μονάχους. — Μόντυ, άρχισε νά παραπονιέται ή "Αννα, δέν μπορώ νά μένω σ’ ε­ κείνη τήν τρύπα μέσα στή γή. Άς μείνη μονάχη της ή Μιραμπέλλα ε­ κεί. Δέν είναι κακό κορίτσι. Ούτε καί κουτό. Μά δέν φαντάζεται πόσο χρυσάφι άξίζει. —Μήπως φλυαρής μαζί της γι’ αύτό τό ζήτημα ; ρώτησε μέ θυμό ό Μόντυ. —Όχι. Τής έκανα μόνο μερικές ερωτήσεις. Πώς τό θέλεις I... Όταν μένη κανείς κλεισμένος στή φυλακή μ’ έναν άλλο, δέν μπορεί παρά νά κουβεντιάση μαζί του. Δέν μοϋ λές, δμως, εΐσαι άπολύτως βέβαιος πώς δέν θά τής συμβή κανένα δυσάρε­ στο ; Ό Νιουτον ξερόβηξε. —Τό χειρότερο πού μπορεί νά τής συμβή εΐναι νά παντρευτή... Ή ’Άννα έμεινε μέ τό στόμα άνοιχτό. —θέλει, λοιπόν, νά τήν παντρευτή κανένας ; — Ναι, ό ’Όμπερτσον I — Ό γερο-ξεκουτιάρης !, είπε ή ’Άννα καί ξέσπασε σέ γέλια. —Τί θάλεγες, αν τήν παντρευό­ μουν εγώ; ρώτησε ξαφνικά ό Νιοϋτον. — Έσύ I... ’Άννα έκανε ένα βήμα πίσω, ε­ ξαγριωμένη. —Δηλαδή....μουρμούρισε ό Μόντυ. Ναι. Αυτή είναι ή άλήθεια. Εΐναι ίσως ό μόνος τρόπος νά βγάλουμε λεφτά. Ξέρεις τί εΐσαι γιά μένα. "Αν τήν παντρευτώ, θά τήν παντρευτώ έτσι γιά τόν τύπο, γιά ένα-δυό χρό-

Η


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑΣ» νια. Κατόπιν θά την χωρίσω και θά θά πάρω εσένα. — Καλά κι* ό ’Όμπερτσον ; Γιατί δεν άφίνεις νά την πάρη αυτός ό χάχας ; θαρρείς πώς εμένα μέ νοιά­ ζει γιά λεφτά ; "Επειτα, είσαι βέβαι­ ος πώς δεν μπορούμε να βγάλουμε λεφτά μέ άλλον τρόπο ; Εκείνος σώπαινε. —’Ώ, Μόντυ, δεν θά τό κάνης αυτό !, είπε ή "Αννα. — Δεν ξέρω ακόμα τί θά κάνω... Ό γέρος μοϋδωσε άπόψε εισιτήρια γιά τό θέατρο, θά πάμε μαζί, θά φάμε πρώτα έξω. Δεν έχει καμμιά σημασία αν σέ δοΰν. Ξέρουν καλά πώς δέν εΐσαι στις Βρυξέλλες, δπως τούς είπα. —Άς είναι, είπε ή Άννα. Έγώ μιά φορά δέν ξαναγυρίζω στόν υ­ πόγειο γιά δλον τόν κόσμο. — Μόνο ώς αύριο θά μείνης εκεί. —Καλά, μά θά μου ύποσχεθής πώς δέν θά την πάρης γυναίκα σου... — ΓΓ αυτό θά μιλήσουσε άπόψε τρώγοντας. Πίστευα δμως πώς ή έπιχείρησις αυτή θά σέ ενθουσίαζε. Ή ’Άννα γύρισε στη φυλακή της γιά νά παραλάβη μερικά πράγματά της. Βρήκε τη Μιραμπέλλα ξαπλωμέ­ νη στό κρεββάτι νά διαβάζη. Ή νέα ρώτησε τήν ’Άννα μ’ ένα χαμόγελο. — Φεύγεις ; Ή ’Άννα δίστασε ν’ άπαντήση. —ΔηΧαδή, δχι άκόμα, είπε τέλος, θά σου κακοφαινόταν άν άπόψε δέν έμενα μαζί σου ; 'Η Μιραμπέλλα κούνησε τό κεφά­ λι. Είλικρινώς χαιρόταν πού θάμενε μόνη. Είχε βαρεθή ν’ άκούη τά πα­ ράπονα καί τις κλάψες τής συντρόφισσάς της δλη τήν ήμέρα. —"Ωστε σοβαρά, ξαναρώτησε ή ’Άννα, δέν θά σου κακοψανή άν σ’ άφήσω άπόψε μονάχη; —Μπά, κάθε άλλο ! Βέβαια, θά λυπηθώ πού δέν θάχω τή συντροφιά σου, πρόσθεσε ή Μιραμπέλλα άλλά τί νά γίνη ; Καί ρώτησε : Πότε θά γυρίσης πάλι ; Ή ’Άννα έκανε ένα μορφασμό. —Αύριο I — Φυσικά, δέν θάχης καμμιά επι­ θυμία νά ξαναγυρίσης πάλι εδώ. Κατάφερες νά πείσης τόν... φίλο σου

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

το

23

ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΓΜΑΙΟΙ

ΚΑΙ

7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΩΝ

ΟΙ

ΠΥ­

ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠ ΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα I

νά μέ πάρη καί μένα άπό δώ μέσα 1 — Δέν μπορεί νά τό κάνη. Ούτε είναι δυνατόν νά γίνη αυτό ώσπου νά... Μήπως είσαι άρραβωνιασμένη ; — Άρραβωνιασμένη έγώ; Φώναξε ή Μιραμπέλλα, πηδώντας κάτω άπό τό κρεββάτι της. Πώς φαντάστηκες τέτοιο πράγμα ; Μήπως είναι κι’ αύτό κανένα παραμύθι σάν εκείνο, πώς


24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» πρόκειται νά κληρονομήσω μυθώδη πλούτη; •—Διάθεσι πού την έχεις, άλήθειαΐ, παρατήρησε με θαυμασμό ή "Αννα. Έγώ, αν ήμουν στη θέσι σου, θά έτρεμα και σύ γελάς σαν νά πηγαίνης στήν κηδεία καμμιάς πλούσιας θείας σου...

ξαφνα τήν ετιιασε τρυψερότης. Πλησίασε καί φίλησε τή Μιραμπέλλα. — Δεν μου θύμωσες; τής είπε κΓ Εφυγε άμέσως, πριν προλάβη ν’ άπαντήση ή νέα. Ό ’Όμπερτσον περίμενε τήν "Αννα. — Μπορούμε νά πηγαίνουμε, τής είπε. Ό κατάσκοπος έχει άπομακρυνθή. —Τί είναι αυτό πού λένε, κύριε ’Ό­ μπερτσον ; Είναι άλήθεια δτι παντρολογιέστε ; ρώτησε ή "Αννα. — Ό Νιούτον σου τόπε, έ; Σου είπε πώς θέλει νά παντρευτή κι’ αυ­ τός ; —Ναί, καί νά σάς ομολογήσω κάτι ; θά προτιμούσα νά τήν πάρη αυτός παρά σείς. — Μπά ; —Ναί I Καλύτερα νά τήν παν­ τρευτή οποιοσδήποτε άλλος παρά τό φίδι σας... Ό ’Όμπερτσον κύτταξε γρήγορα ολόγυρα. Ή "Αννα είχε μεταχειριστή άσυναισθήτως τήν λέξι, δίχως νά φαντάζεται πόσο θά πείραζε τον δόκτορα. "Οταν τον είδε νά σουφρώνη τά φρύδια, έσπευσε νά διορθώση τό σφάλμα : —Εννοώ τόν Γκούρτερ, εξήγησε. —Φυσικά, ήξερα πολύ καλά πώς εννοούσες τόν Γκούρτερ, είπε ό ’Ό­ μπερτσον με αυστηρό ύφος. Πάμε

Ε

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ τώρα, δμως... Ό Νιούτον περίμενε ανυπόμονα μέσα στή μεγάλη Ρόλς-Ρόϊς του. Ό σωφέρ φαινόταν κακοδιάθετος. Τό πράγμα φάνηκε παράξενο στήν "Αν­ να. Ρώτησε σχετικά τόν εραστή της. —Ό σωφέρ, τής εξήγησε εκείνος, έχει τσακωθή μέ τόν ’Όμπερτσον γιά τις ώρες υπηρεσίας.Ό ’Όμπερτσον έ­ χει δυο σωφέρ. Ό άλλος έπρεπε νά άναλάβη υπηρεσία άπό τις τρεις τό άπόγευμα καί άκόμα δέν φάνηκε. Εί­ ναι ό καλύτερος άπό τούς δύο. Ό σωφέρ, θάλεγε κανείς, ήθελε νά έκδικηθή γιά τήν πρόσθετη υπηρε­ σία. "Εψαχνε νά βρή τρύπες στόν δρόμο γιά νά κάνη τό αυτοκίνητο νά τραντάζη, πρός μεγάλη άγανάκτησι των επιβατών του. Καί δμως τό ζευ­ γαράκι είχε μεγάλη διάθεσι γιά ερω­ τικές διαχύσεις, ύστερα άπό τόν άναγκαστικό χωρισμό... Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΦΡΕΔ Ό Νιούτον μέ τήν "Αννα μπήκαν στό θέατρο καί κάθησαν σ’ ένα θεω­ ρείο πού ό Νιούτον είχε νοικιασμέ­ νο άπό πριν. Ή "Αννα φαινόταν ευτυχισμένη. Γκρίνιασε λίγο γιατί τήν είχαν φυ­ λακισμένη, άλλά ό Νιούτον τήν κα­ θησύχασε καί τήν διαβεβαίωσε, πώς δέν θά καθόταν άκόμα στή φυλακή; παρά μόνο μιά μέρα... —Μόλις βάλουμε στό χέρι τά λεφτά, συνέχισε ό Νιούτον, πρέπει νά κυττάξουμε νά φύγουμε άπό τήν Αγγλία. Τί θάλεγες άν πηγαίναμε νά περάσουμε τόν χειμώνα στό Μπουένος * Αύρες ; Ή "Αννα δέν εΐχε ιδέα τί ήταν τό Μπουένος "Αύρες, μά ήταν τόσο ευτυχισμένη εκείνο τό βράδυ, πού καί στό Βόρειο Πόλο άν έπρόκειτο νά ταξιδέψουν, πάλι θά έμενε ενθουσια­ σμένη. Ό Νιούτον τής έξήγησε τί ή­ ταν τό Μπουένος "Αύρες καί τής έ­ πλεξε τό εγκώμιο τών καλλονών τής Αργεντινής. —Αλήθεια ; είπε ή "Αννα μέ θαυ­ μασμό καί, σάν πεταλούδα, πού πετά άπό ένα λουλούδι σέ άλλο, άλ­ λαξε θέμα : —Τί έργο είναι αυτό πού θά δού­ με Μόντυ ; ρώτησε. — Αστυνομικό, άπό εκείνα πού σ’


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

25 £

αρέσουν, θά σηκωθούν οί τρίχες σου από τον τρόμο... "Αρχισε ή παράστασις. Ή "Αννα τήν παρακολουθούσε μέ άπόλαυσι σαν παιδάκι πού πιπιλά καραμέλλε;. 'Η πρώτη πράξις γινόταν σέ μια λέσχη, σ’ ένα κέντρο κατωτέρας τάξεως, όπουσυναντιόνταν άνθρωποι τής έσχατης υποστάθμης. Ή "Αννα ροφούσε τά λόγια τους. Τον ήξερε πολύ καλά αυτόν τόν κό­ σμο. "Εβλεπε τόν εαυτόν της στο πρόσωπο μιας ήρωΐδος του έργου. Ζουσε τήν ψυχική της ζωή εκείνη τήν στιγμή. ΟΙ Τρεις Δίκαιοι, πού κάθονταν στις πρώτες γραμμές των καθισμάτων τής πλατείας, παρακολουθούσαν τό ζευγαράκι καί τουλάχιστον ό ένας από τούς τρεις ένοιωθε τήν καρδιά του νά σφίγγεται άπό συμπόνια γιά τήν "Αννα. Ή δευτέρα πράξις γινόταν στο γραφείο ενός δικηγόρου. Ό δικηγό­ ρος αυτός ήταν ένας άσυνείδητος, πού είχε άπατήσει τόν πελάτη του, μέ τόν όποιο είχε κάμει ένα σωρό βρωμοδουλειές. Ό πελάτης αυτός είχε καταδικαστή σέ πολλά χρόνια φυλακή, αλλά κατώρθωσε νά δραπέ­ τευση. Ό δικηγόρος είχε μάθει πώς ό κατάδικος εΐχε καταφύγει στήν Αυστραλία καί πώς άπό έκεΐ γύρισε πάλι στο Λονδίνο, περιμένοντας τήν ευκαιρία νά πάρη έκδίκησι άπό τόν δικηγόρο. Ή "Αννα παρακολουθούσε τό έρ­ γο μέ εξαιρετική προσοχή. Κρεμόταν άπό τά χείλη του ήθοποιοΰ καί δέν άφηνε νά τής διαφυγή ούτε ή παρα­ μικρή λεπτομέρεια. Ή αύλαία έκλεισε καί άναψαν πάλι τά φώτα τής αίθουσας. Ό Μόντυ κύτταξε ολόγυρα. Ξαφνικά ταράχτηκε καί τήν έπιασε άπό τό μπράτσο. — Κύτταξε 1, τής είπε. Βλέπεις κα­ νένα γνωστό στήν πρώτη σειρά τών καθισμάτων ; Ή "Αννα κύτταξε προς τήν κατεύθυνσι, πού έδειξε ό Μόντυ. —Ναι, είναι εκείνος πού δέν θέλεις νά δής ούτε ζωγραφισμένο... ό Γκονζάλες ! — Είναι εδώ κι’ οί Τρεις τους, εί­ πε ό Μόντυ. θάθελα νάξερα, πρόσ-

θεσε καί σταμάτησε... θάθελα νά­ ξερα, άν παρακολουθούν εσένα... — Εμένα ; Καί ποιο λόγο έχουν νά παρακολοθούν εμένα ; ψιθύρισε ή "Αννα. Ό Νιούτον σώπασε. 'Ύστερ’ άπό λίγο είπε: —Πόσο χαίρομαι, πού δέν θά γυρίσης άπόψε στο υπόγειο 1 Ασφα­ λώς θά σέ παρακολουθούσαν ως εκεί. 'Η αυλαία άνοιξε πάλι. I—I ύπόθεσις έξελίσσετο τώρα σ’ έ* * να αστυνομικό τμήμα καί έπειτα στο γραφείο τού δικηγόρου. Ό α­ στυνόμος τόν ειδοποιούσε, πώς ό «Μάγος», όπως έλεγε τόν κατάδικο, τόν καταδίωκε καί πώς ήταν έτοιμος νά τού καταφέρη τό χτύπημα. Ό δικηγόρος ήταν μεθυσμένος καί δέν φαινόταν νά δίνη καμμιά σημασία. Ξαφνικά έσβυσαν όλα τά φώτα στή σκηνή καί ολόκληρη ή αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ό «Μάγος» σκότωσε τόν δικηγόρο μπροστά στον αστυνόμο. Ό Νιούτον καί ή ερωμένη του εί­ χαν άπορροφηθή. 'Η "Αννα προσπα­ θούσε νά δή μέσα στο σκοτάδι τί γινόταν επάνω στή σκηνή. Κάποιος είχε τρυπώσει μέσα στο δωμάτιο, μιά γυναίκα, καί ό αστυνόμος κατώρθωσε νά τήν συλλάβη. Μά ή γυ­ ναίκα γλύστρησε μέσα άπό τά χέρια του καί χάθηκε. Τά φώτα πάλι άνα­ ψαν. ■—Τί έγινε, Μόντυ; ψιθύρισε ή "Αννα. Ό Μόντυ δέν μίλησε. —Λές νά...; Ή "Αννα γύρισε νά τόν δή. Είχε πέσει επάνω στο βελούδινο μπροστι­ νό στήριγμα τού θεωρείου, μέ τό πρόσωπο γυρισμένο προς τό μέρος της, σταχτί, μέ τά μάτια κλειστά. Τά χείλη του, δίεσταλμένα, άφιναν νά φαίνωνται τά δότια σ' έναν άπαίσιο μορφασμό. — Μόντυ !, φώναξε ή "Αννα. Τόν σκούντησε δυνατά. 'Όταν τόν είδε άκίνητο, έμπηξε τις φωνές. Οί θεαταί νόμισαν στήν αρχή πώς ήταν καμμιά υστερική, πού είχε πάθει κρίσι, άπό συγκίνησι, βλέποντας τό έρ­


26 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» γο. Ή Άννα εξακολουθούσε νά φωνάζη. —Μόντυ I Δέ μου μιλάςI... Μόντυ !... Άχ, πέθανε I... Πέθανε !... Τρία καθίσματα στήν πρώτη σει­ ρά τής πλατείας ήσαν άδεια. ?Ηταν άδύνατο νά έξακολουθήση ή παράστασις από τις φωνές τής "Άννας. Ή αυλαία έκλεισε. Όλοι οί θεαταί είχαν στραφή προς τό μέρος του θεωρείου του Νιοϋτον καί τής "Άννας, ζητώντας με αδημο­ νία νά μάθουν τί εΐχε συμβή. Ή "Άννα είχε αγκαλιάσει τόν νεκρό καί θρηνούσε καί χτυπιόταν άπό απελπισία. Τό κλάμμα κι* οί φωνές της πείραζαν στά νεύρα. Ξαφνικά, ή πόρτα του θεωρείου άνοιξε μέ δύναμι καί μπήκε μέσα ό Μάνφρεδ μαζί μέ τόν Γκονζάλες καί τόν Πουακάρ. Μέ την πρώτη μα­ τιά πού έρριξαν στό Μόντυ Νιουτον κατάλαβαν τί εΐχε συμβή. —Πάρτε έξω τό κορίτσι, είπε ό Μάνφρεδ στους άλλους. Γκονζάλες προσπάθησε νά πάρη την Άννα έξω άπό τό θεωρείο, μά ή νέα δέν ήθελε μέ κανέναν τρό­ πο νά φύγη καί άντιστεκόταν μέ πείσμα. — Εκείνοι τδκαναν I, φώναξε, ε­ κείνοι τδκαναν 1 Αφήστε με νά μεί­ νω κοντά του I Ό Λέων έβγαλε έξω την Άννα σχεδόν σηκωτή, ενώ εκείνη του γρα­ τσούνιζε τό πρόσωπο μέ τά νύχια της. Στό μεταξύ ήρθε καί ό διευθυντής του θεάτρου καί μπήκε στό θεωρείο. Μιά γυναίκα πλησίασε τόν Γκον­ ζάλες. — Αφήστε σε μένα νά την περιποιηθώ. Ό Γκονζάλες την άφησε στις φροντίδες τής ξένης καί ξαναμπήκε στό θεωρείο, δπου ό διευθυντής έβγα­ ζε λόγο γιά νά καθησυχάση τόν κόσμο. —Ό κύριος έλεγε, έχει λιποθυμή­ σει καί ή κυρία πού τόν συνοδεύει έπαθε κρίσι. Σάς παρακαλώ νά μέ συγχωρήτε για τήν άνησυχία πού έ­ χει προκληθή καί νά μου δώσετε δέ­ κα λεπτά καιρό ώσπου νά συνεχιστή ή παράστασις. Άν υπάρχει στό θέα­

Ο

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» τρο κανείς γιατρός, παρακαλώ νά λάβη τόν κόπο καί νά άνεβή στό θεω­ ρείο. Αμέσως άνέβηκαν δυό γιατροί μ" ενανάστυνόμο. Οί γιατροί έξήτασαν τό σώμα του Μόντυ. Εΐχε δυό κόκκινα σημάδια στό σβέρκο. Οί δυό γιατροί κυττάχτηκαν κατάπληκτοι. —Τό φίδι!, είπε ό ένας. —Νά μήν τό μάθη ό κόσμος, εΐπε ό Μάνφρεδ. Φυσικά, εΐναι νεκρός, ΤΙ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΟΙ ΣΤΗΡΙΩΔΕΙΣ

ΜΥ­

ΚΑΣΣΕΣ

Ό Όμπερτσον ήταν ξαπλωμένος σέ μιά πολυθρόνα, όταν μπήκε ό Γκοϋρτερ. — "Έγινε, κύριε δόκτωρ, εΐπε σάν έπιλοχίας πού δίνει άναφορά στό λοχαγό του. —Ωραία I Καί ή "Άννα ; Που εΐ­ ναι ;... Στή Ρόλς-Ρόϊς. Νά τήν φέρω μέ­ σα ; Επειδή δέν καθόταν φρόνιμα τής έκανα μιά ένεσι. — Φέρτην εδώ, εΐπε ό ’Όμπερτσον. Ό Γκοϋρτερ καί ό σωφέρ μετέφε­ ραν τήν Άννα καί τήν άφησαν στό διάδρομο. Ό ’Όμπερτσον έδιωξε τόν σωφέρ. Έπειτα μαζί μέ τόν Γκοϋρτερ πήγαν τήν ’Άννα στή φυλακή της. Μόλις έφυγαν, ή Μιραμπέλλα άρ­ παξε μιά λεκάνη μέ νερό καί άρχισε νά βρέχη τούς κροτάφους τής Άννας μέ μιά βρεγμένη πετσέτα. Μόλις τό νερό άγγιξε τό πρόσωπό της, ή Άν­ να άνοιξε τά μάτια καί κύτταξε τήν Μιραμπέλλα σάν χαμένη. Προσπάθη­ σε νά σηκωθή καί θάπεφτε, άν δέν τήν κρατούσε ή Μιραμπέλλα. —Μου τόν σκότωσαν 1 Μου σκό­ τωσαν τό όγόρι μου σάν σκυλί I.. άρχισε νά φωνάζη μέ δάκρυα καί λυγμούς. — Ποιόν;... Όχι βέβαια τόν κ. Νιουτον I, εΐπε ή Μιραμπέλλα. — Ναί, τόν σκότωσαν I Τόν Μόν­ τυ ! Τό άγόρι μου 1 Ή Άννα άρχισε νά ξεφωνίζη καί νά τρέχη μέσα στό υπόγειο σάν τρδλλή. ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ : Τό τέλος.


Μια συγκλονιστική νουβέλλα του Αμερι­ κανού συγγραφέως Στ ή λ Γ ο ο ΐ ν Τ; ισάξια του περίφημου «ΝΤΡΑΚΟΥΛΑ».

ΑΚΟΥΣΙΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ Δυό τετράγωνα άπό τόν ?Ηστ Ρίβερ, στό Μπρούκλυν, υψωνόταν τό Λιμάνι Άναπαύσεως, ένα σκυθρωπό, παχύ, πέτρινο κτίριο, στριμωγμένο άνάμεσα σέ άποθήκες, ταβέρνες, μπαρ καί κρυφά κέντρα όπου κάπνιζαν ναρ­ κωτικά. Τό Λιμάνι Άναπαύσεως, πού ήταν ένας συνδυασμός, Γραφείου Κηδειών, ιδιωτικού Νεκροτομείου καί Κρεμα­

τορίου, είχε στείλει στην τελευταία κατοικία τους, μέσα στά σαράντα χρόνια τής λειτουργίας του, χιλιάδες πτώματα, πού άλλα άνήκαν στήν τάξι των προνομιούχων κΓ άλλα στήν τάξι των αδικημένων του κόσμου αύτου. Άλλοι είχαν ταφή με σανιδένια φέρετρα κΓ άλλοι εΐχςχν άποτεφρωθή σέ ειδικούς φούρνους καί ή στά­ χτη τους είχε τοποθετηθή σέ χρυσά βάζα! Άλλοι είχαν ταφή εντελώς άψαλτοι καί για άλλους τό μεγάλο


ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» αρμόνιο του Λιμανιού Άναπαόσεως είχε σκορπίσει επί ώρες καί ώρες τις ψλιβερές μελωδίες του. Τα πτώματα ήταν τό εμπόρευμα τοϋ Λιμανιού Άναπαόσεως, εμπό­ ρευμα πού έδινε μεγάλα κέρδη. Κι* όμως —όσο παράξενο κι* αν φαίνεται αυτό—τό πράγμα που κόντευε νά τρελλάνη τον Στήβ Μπράντον, τόν ι­ διοκτήτη του Λιμανιού Άναπαόσεως, ήταν τά πτώματα. Τά πτώματα καί τό άδιάκοπο βογγητό του άρμονίου... Τό πρόσωπο του Στήβ ήταν συ.σπασμένο, καθώς αύτός έμπαινε στο γραφείο τοϋ Κάρλτον Σώ, τοϋ δικη­ γόρου τοϋ πατέρα του, πού τώρα εί­ χε γίνει καί δικός του δικηγόρος. Ό Κάρλτον κύτταξε τόν Στήβ καί συνωφρυώθηκε. —θ’ αρχίσουμε πάλι την αιώνια συζήτησι, Στήβ ; μουρμούρισε. Δέν... — Κοντεύω νά τρελλαθώ μέσα σ’ αύτόν τόν καταραμένο τάφο!, φώνα­ ξε ό Στήβ χτυπώντας τή γροθιά του επάνω στο γραφείο, θέλω νά βγω άπό τήν ποντικοπαγίδα αύτή ! Κάθε δικηγόρος μπορεί νά άκυρώση μια παράλογη διαθήκη καί... —Σοϋ τό είπα καί σοϋ τό ξαναλέω, εΐπε βαριεστημένα ό Κάρλτον Σώ. Άλλωστε, είναι κι’ αυτή μιά αξιοπρεπής εργασία, δέν είναι έτσι ; Ό πατέρας σου πάντα... —Μιλώ γιά τόν έαυτό μου I Δέν μπορώ νά υποφέρω τό... Σώπασε, δίστασε καί πρόσθεσε: — θέλω νά φύγω άπό εκεί! Ό Κάρλτον σηκώθηκε. ?Ηταν έ­ νας ύψηλόσωμος άντρας μέ γκρίζα μαλλιά καί αριστοκρατικό πρόσωπο. — Πόσες φορές πρέπει νά σοϋ πώ, Στήβ, ότι ή διαθήκη τοϋ πατέρα σου δέν μπορεί νά άκυρωθή ; Εξάλλου... Καί γιά δεκαπέντε λεπτά ή βαριεστημένη φωνή του εξακολούθησε νά όμιλή. θύμησε στον Στήβ τις επιθυ­ μίες τοϋ πατέρα του. Τοϋ θύμησε ότι ό Στήβ, στο κάτω-κάτω, δέν είχε κανένα επάγγελμα καί ότι αυτό άκριβώς είχε κάνει τόν πατέρα του νά συντάξη τή διαθήκη, πού τόν κρατοϋσε αιχμάλωτο στο Λιμάνι Άναπαύσεως. —Όχι, είπε ό Κάρλτον τελειώ­ νοντας, ή διαθήκη δέν μπορεί νά προσβληθή. Όταν γίνης τριάντα πέν­

τε χρονών, θά μπορής νά κάνης ότι. θέλεις. 'Ώς τότε όμως δέν μπορείς νά εγκατάλειψης τό Λιμάνι Άναπαύσεως.

Ο

Στήβ βγήκε έ­ ξω, κλείνοντας πίσω του μέ βρόντο τήν πόρτα. Λίγοί λεπτά αργότερα, έ­ μπαινε σέ μιά λέσχη τοϋ Μανχάτταν. Κάθησε σέ μιά γωνιά καί παρήγγειλε ένα ποτό. Τό γκαρσόνι τόν γνώ­ ριζε. Τόν χαιρέτησε καί τοϋ είπε : — Πώς πάνε τά πτώματα σήμερα, κύριε Στήβ ; Ό.Στήβ έτριξε τά δόντια του„ μουρμούρισε κάτι άκατανόητο καί ξαναγύρισε “στις φριχτές σκέψεις πού τόν βασάνιζαν. Κάτι αφάνταστο καί τρομακτικό συνέβαινε στό Λιμάνι Άναπαύσεως τόν τελευταίο καιρό. Κάθε τόσο ένα πτώμα εξαφανιζόταν άπό τήν αίθου­ σα μέ τά μαρμάρινα τραπέζια I Ε­ ξαφανιζόταν καί ξαναγύριζε μόνο του I Δέν τό είχε πή σέ κανέναν αυτό. Δέν τό είχε πή ούτε ούτε στόν Κάρλ­ τον Σώ. Δέν θά τόν πίστευαν, θά τόν περνούσαν γιά τρελλό καί θά τόν έκλειναν ίσως σέ κανένα φρενο­ κομείο. Κι’ όμως τά πτώματα έρχονταν κι’ έφευγαν καί ξαναγύριζαν. "Ερ­ χονταν στιγμές πού δέν μπορούσε νά τό πιστέψη αύτό κι’ ό ίδιος. "Εφευ­ γαν τή νύχτα καί τό πρωί βρίσκον­ ταν πάλι στή θέσι τους μέσα στήν αίθουσα μέ τά μαρμάρινα τραπέζια ! Παραμέρισε τό τρίτο ποτό του καί ζήτησε μιά κούπα καφέ. Απόψε δέν θά μεθούσε. Απόψε ήταν άποφασισμένος νά μ ά θ η... νά μάθη αν ήταν πραγματικά τρελλός ή αν τά πτώματα εξαφανίζονταν... Καθώς πλήρωνε τόν λογαριασμό του, ένας γνωστός του δημοσιογρά­ φος μπήκε στή λέσχη καί χαιρέτησε τόν Στήβ. —Πώς πάει ό Βασιλεύς τών Πτω­ μάτων ; ρώτησε. Ό Στήβ έτριξε πάλι τά δόντια του. Όπου κι’ αν πήγαινε, στις λέ­ σχες, στά μπάρ, στό τέννις ή στό κουρείο, τό ίδιο συνέβαινε. ΤΗταν ό Βασιλεύς τών Πτωμάτων ή ό Καζα-


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ νόβας του Κρεματορίου I Αυτό ήταν τό φαρμάκι τής ζωής του. ΕΞβρεχε, όταν βγή­ κε άπό τό ταξί μπροστά ατό Λιμάνι Άναπαύσεως καί ξεκλείδωσε τή βαρειά πόρτα. Τό αρμόνιο έπαιζε με­ λαγχολικά μέσα στο παρεκκλήσι. Τά κεριά ήσαν αναμμένα καί ένα μπου­ κάλι κονιάκ ήταν άκουμπημένο δί­ πλα στα πλήκτρα του αρμόνιου. Ό Στήβ προχώρησε άθόρυβα μέσα στον άρωματισμένο διάδρομο καί κατέβη­ κε τή σκάλα, πού ώδηγοϋσε στο ύπόγειο. Ό Μπάλντυ, ό βαλσαμωτής καί άποτεψρωτής, είχε ένα ζευγάρι κα­ ναρίνια εκεί κάτω. Ποτέ δεν κελαϊδουσαν καί δεν ζοΟσαν πολύ. Ό Μπάλντυ έκλαιγε κάθε φορά πού ένα άπό τά πουλάκια πέθαινε. Κάποτε μάλιστα είχε πή στόν Στήβ ότι καί τά καναρίνια άπεχθάνονταν τά πτώ­ ματα. ΓΤ αυτό ό Στήβ άγαπουσε τά καναρίνια. Δεν άναψε τά φώτα. "Αναψε μό­ νο ένα σπίρτο καί προχώρησε προς τά μαρμάρινα τραπέζια. Μόνο ένα άπό τά τραπέζια αύτά ήταν κατει­ λημμένο εκείνη τή νύχτα. Ό πελάτης ήταν ένας άλήτης πού ή αστυνομία είχε φέρει τό πρωί. Έίταν ένας λιγνός, ζαρωμένος άντρας, πενήντα περίπου χρόνων. Αξύριστος καί σχεδόν φαλακρός, μέ ξεδοντιά­ ρικο στόμα καί μέ έκφρασι άπογνώσεως στό άψυχο πρόσωπό του. Τό γεγονός ήταν ένα : ό άνθρω­ πος ήταν ξαπλωμένος επάνω στό τρα­ πέζι. Ό Στήβ τόν άγγιξε γιά νά βεβαιωθή. "Έπειτα, έβγαλε μιά δεκάρα άπό τήν τσέπη του καί τήν έχωσε ανάμεσα σε δυο δάχτυλα του ποδιού του πτώματος. Ή αίθουσα ήταν σιωπηλή. Μόνο τά καναρίνια άναφτέριαζαν μέσα στό σκοτάδι. Ό Στήβ άνέβηκε άθόρυβα τή σκάλα καί τράβηξε γιά τό διαμέ­ ρισμά του, πού βρισκόταν στό τρίτο πάτωμα. Τό αρμόνιο έπαιζε άκόμα. "Επαιζε τόν ίδιο μελαγχολικό σκο­ πό, σάμπως, ό άνθρωπος πού πίεζε τά πλ.ήκτρα —ό 'Αρμόνιος, όπως τόν είχαν ονομάσει—νά προσπαθούσε νά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

τρελλάνη τόν εαυτό του μέσα στό παρεκκλήσι. Ό Στήβ έβγαλε μιά μπουκάλα μπύρα άπό τό ψυγείο καί πήγε στό γραφείο του, όπου κάθησε γιά νά πίή. Έταν δέκα ή ώρα. Τό πορτραίτο τού πατέρα του τόν κύτταζε άπό τόν τοίχο. Ό πατέρας του Στήβ ήταν ένας άντρας μέ φιλικά αισθήματα πρός όλο τόν κόσμο καί μέ ψυχή γε­ μάτη τιμιότητα. Αγαπούσε πολύ τόν Στήβ στή ζωή του. — Τό μόνο παράπονο πού έχω μα­ ζί σου, πατέρα, μουρμούρισε ό Στήβ σιγανά, είναι εκείνη ή καταραμένη διαθήκη πού μέ δένει εδώ μέσα.

Τό αρμόνιο εξακο­ λουθούσε νά παίζη. Ή βροχή τερέ­ τιζε μελαγχολικά επάνω στά παρά­ θυρα. Κάτι τέτοιες στιγμές, ό Στήβ πίστευε ότι ήταν περιστοιχισμένος άπό φαντάσματα τρελλών. Έίταν ό 'Αρμόνιος, πού δέν έ­ παυε νά παίζη παρά μόνο όταν κοι­ μόταν. ΤΗταν ό Μπάλντυ ό βαλ­ σαμωτής. Ό δόκτωρ Μούτ, ό γιατρός μέ τήν ψιθυριστή φωνή, πού υπέγραφε τις βεβαιώσεις θανάτου. Καί ό Κάρλτον Σώ. 'Όλοι τους ήσαν άνθρωποι πού εί­ χαν συνεργαστή μέ τόν πατέρα του, μά πού γιά τόν Στήβ ήσαν άπλοι ί­ σκιοι. Γλυστρουσαν καί ψιθύριζαν μέ­ σα στούς διαδρόμους του κτιρίου. Έσκυβαν επάνω άπό τά πτώματα καί μουρμούριζαν. Διαχειρίζονταν τήν έπιχείρησι καί του έδιναν απλώς ένα χαρτζιλίκι. ’Ή αυτοί ήσαν τρελλοί ή. αύτός...


30

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Καί τότε ό Στήβ διαπίστωσε δτι είχαν φτάσει κιόλας τα μεσάνυχτα. ?Ηταν ή ώρα νά πάη νά δη. Κατέβη­ κε σιγανά τή σκάλα. Ό 'Αρμόνιος έπαιζε άκόμα καί ό Μπάλντυ ήταν τώρα καθισμένος δίπλα του, άκούγοντας τις μελαγχολικές νότες καί βοηθώντας τον νά πιουν τό κονιάκ. "Οταν έφτασε στό υπόγειο, ό Στήβ άναψε ένα σπίρτο καί κύτταξε. Τό πτώμα είχε φύγειΐ 'Όλα τά μαρ­ μάρινα τραπέζια ήσαν άδεια. Δεν δοκίμασε έκπληξι. Δεν ήταν ή πρώτη φορά πού συνέβαινε αυτό. ^Ηταν ή τετάρτη φορά μέσα σ’ έναν μήνα. ’Άναψε ένα άλλο σπίρτο κι* έψα­ ξε γιά τή δεκάρα, πού είχε βάλει ό­ νάμεσα στά δάχτυλα του ποδιού του πτώματος. Την βρήκε στήν πέρα γω­ νιά τοϋ δωματίου, κοντά στον τοίχο. 7Ηταν πεσμένη επάνω στά πλακάκια του πατώματος. Οί τοίχοι ήσαν στρω­ μένοι με πλακάκια καί δέν υπήρχε έκεΐ κανένα άνοιγμα εκτός από την πόρτα, από την οποία είχε μπή ό Στήβ, καί μιάν άλλη πόρτα πού ώδηγουσε στό Κρεματόριο. Ό Στήβ άνοιξε την πόρτα. Οί φούρνοι ήσαν ψυχροί καί άδειοι καί κανένα πτώμα δεν βρισκόταν έκεΐ. μουσική έβγαι­ νε άκόμα με λυγμούς άπό τό άρμόνιο, όταν άνέβηκε πάλι στό διαμέ­ ρισμά του, μέ πρόσωπο χλωμό καί χαρακτηριστικά συσπασμένα. Κυτταξε τό πρόσωπό του στον καθρέφτη καί σκέφτηκε : «Χτές ήμουν στό γήπεδο καί πα­ ρακολουθούσα τό ποδόσφαιρο. Έκεΐ φώναξα καί γέλασα, όπως άκριβώς είκοσι χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. "Η­ μουν φυσιολογικός άνθρωπος. Μά τί μοΰ συμβαίνει τή νύχτα ; Τά πτώ­ ματα δέν μπορούν νά κάνουν περί­ πατο ! Καί κανένας δέν μπορούν νά κάνουν περίπατο 1 Καί κανένας δέν θά έμπαινε στόν κόπο νά κλέψη τό πτώμα ενός άλήτη 1 Λοιπόν , Λοιπόν, θά είμαι τρελλός ! Τά πτώματα μ* έχουν κάνει τρελλό...» Οί ώρες πέρασαν. Τό αρμόνιο ε­ ξακολούθησε νά παίζη ως τις τέσσε­ ρις τό πρωί. Καί, όταν σταμάτησε

καί ή πόρτα τής εξόδου άνοιξε κΤ έκλεισε, δείχνοντας πώς ό 'Αρμόνιος κι* ό Μπάλντυ είχαν φύγει πιά, ό Στήβ κατέβηκε πάλι άπό τό διαμέ­ ρισμά του. Μπήκε στήν αίθουσα μέ τά μαρ­ μάρινα τραπέζια καί άναψε ένα σπίρτο. Τό ισχνό, ξεδοντιάρικο πτώμα ή­ ταν πάλι ξαπλωμένο επάνω στό ψυ­ χρό μάρμαρο I Ή πεντάρα ήταν πάν­ τα στό πάντωμα, στή γωνιά. Μέ τρόμο καί δέος στην ψυχή, ό Στήβ βγήκε άπό την αίθουσα πισοπατώντας καί αέ βήμα, πού δέν ήταν καθόλου σταθερό, άνέβηκε στό δια­ μέρισμά του. "Ενοιωθε σκοτεινούς κύκλους νά σαλεύουν μέσα στό μυαλό του καί καταλάβαινε πώς θά τρελλαινόταν. Στήν άπόγνωσί του, πήρε χαρτί καί μολύβι καί άρχισε ένα ήμερολόγιο. ’Άν δέν εκμυστηρευόταν αύτό πού τού συνέβαινε, έστω καί σ’ ένα άψυχο χαρτί, θά τρελλαινόταν. Τόν πήρε ό ύπνος μετά την άνατολή τού ήλιου, μέ τό μολύβι άκόμα στό χέρι.

ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΞΑΝΘΟΥΛ Α ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΤΗταν μεσημέρι, όταν ό Στήβ κα­ τέβηκε άπό τό διαμέρισμά του καί συνάντησε τόν Μπάλντυ στόν προθά­ λαμο. Επάνω στό παχύ πρόσωπο τού βαλσαμωτού υπήρχε ένα πονηρό χαμόγελο. — Δυο άκόμα πτώματα σήμερα τό πρωί, κύριε Στήβ, ψιθύρισε. Ό ένας είναι κατακομμένος. Τόν έσφαξαν σ’ έναν καβγά. Τό άλλο πτώμα... εΐναι ένα πεντάμορφο κορίτσι I Θά βάλουν


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ τή φωτογραφία της στις εφημερίδες, σίγουρα I Είναι ή Έίντζελ Γκόλντεν, ή τραγουδίστρια! Είναι πολύ όμορ­ φη, κ. Στήβ, μολονότι τής έκοψαν τό λαιμό. Είναι ευχάριστο νά έχη κα­ νείς όμορφους πελάτες πότε-πότε... Ό Στήβ βγήκε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Σταμάτησε σ’ ένα γειτονικό κινέζικο εστιατόριο, παράγγειλε φαγητό, μά έπειτα τό παραμέ­ ρισε καί ήπιε μόνο τσάϊ. ΤΗταν ακόμα καθισμένος εκεί, ό­ ταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με τε­ ράστια χέρια μπήκε μέσα. Ρώτησε νά μάθη άν αυτός ήταν ό Στήβ Μπράντον, ό ιδιοκτήτης του Λιμανιού Άναπαύσεως. Ό Στήβ μούγγρισε μέσα του καί κούνησε καταφατικά τό κε­ φάλι του. Ό μεγαλόσωμος άντρας πήρε μια καρέκλα καί κάθησε. — Είμαι ό Σάμ Ντρέί’κ, είπε. Ή φωνή του ήταν χαμηλή καί βαθειά. Τό μεγάλο πρόσωπό του έδει­ χνε έξυπνάδα. Τά μάτια του ήσαν καστανά καί τά μαλλιά του είχαν άρχίσει νά γίνωνται γκρίζα. Φαινό­ ταν σάν πυγμάχος, μά τά ρούχα του ήσαν ακριβά καί καλοκομμένα. —Είμαι... ήμουν στενός φίλος τής Έίντζελ. Τής Έίντζελ Γκόλντεν. Ό Στήβ θυμήθηκε. Έίντζελ ήταν τό όμορφο καινούργιο πτώμα μέ τόν κομμένο λαιμό. -Ναι... — θέλω νά τής γίνη ή πιό πολυτε­ λής κηδεία πού έχει γίνει ποτέ I, δή­ λωσε ό Σάμ. Καλύτερα κΓ από τήν κηδεία του Μπλάκ Τζέϊκ, του βασι­ λιά τών ναρκωτικών. Πόσο είχε κο­ στίσει ; — Δέν ξέρω, είπε ό Στήβ. Πρέπει νά κυττάξω στο αρχείο. —Στο διάβολο τό αρχείο ! Εκείνο πού θέλω είναι ή καλύτερη κηδεία πού έχεις κάνει ποτέ! Τά χρήματα δέν έχουν σημασία. Ή Έίντζελ... Άνοιγόκλεισε τά βλέφαρα του. Τά μάτια του είχαν δακρύσει. —Μέ είκοσι χιλιάδες δολλάρια θά μπορούσε νά τούς δείξης ποιά ήταν ή, Έίντζελ, έ, Στήβ; — Είκοσι χιλ... ώ, ναί. Ναι, Σάμ 1 Ό Στήβ είχε γουρλώσει τά μά­ τια του καί κύτταζε έμβρόντητος τόν Μεγαλόσωμο συνομιλητή του. Ό Σάμ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 31 άνοιγόκλεισε πάλι τά βλέφαρά του. — Στήβ, ξέρεις, σε συμπάθησα κιό­ λας, μολονότι δέν συμπαθώ πολλούς ανθρώπους. Μέ πιστεύεις ; Τό παράξενο ήταν ότι ό Στήβ έ­ βρισκε πώς είχε κι’ αυτός συμπαθή­ σει τόν θλιμμένον εκείνο γορίλλα, πού ήταν καθισμένος απέναντι του.

Ιπίταν φανερό πώς ό Σάμ ήθελε νά μιλήση. Παράγγειλε δυο μπύρες καί είπε : — Ή αστυνομία ήρθε στο μαγαζί μου τά μεσάνυχτα. Έχω μιά μικρή χαρτοπαικτική λέσχη στήν Τρίτη Λε­ ωφόρο. Μου είπαν ; «Ξέρεις πώς ένα νεκρό κορίτσι είναι στο διαμέρισμά σου ;» Καί τό κορίτσι ήταν ή Έίν­ τζελ. Τής έκοψαν τό λαιμό άπό δώ ώς εδώ, Στήβ ! Έδειξε τό λαιμό του καί τά δά­ κρυα ξαναφάνηκαν στά μάτια του. — Μά ξέρεις, Στήβ ; πρόσθεσε. θά πουλήσω όσα έχω καί θά κλέψω άλ­ λα τόσα, μά θά βρώ τόν άνθρωπο πού σκότωσε τήν Έίντζελ. Καταλα­ βαίνεις, Στήβ ; — Ναί, είπε σοβαρά ό Στήβ. Τήν άγαπουσες. — Άπό τήν πρώτη στιγμή πού τήν είδα, εδώ καί τρία χρόνια. Κάποτε θά παντρευόμαστε, θά σταματούσε τό τραγούδι καί εγώ θά έκλεινα τή λέσχη. Έταν όμορφη, Στήβ. Πολύ όμορφη. Διέταξε δυό ακόμα μπύρες. —Μά ποιος θα ήθελε νά σκοτώση ένα πλάσμα τόσο όμορφο σάν τήν Έίντζελ 1, είπε. — Παράξενα πράγματα συμβαί­ νουν στόν κόσμο, Σάμ, είπε ό Στήβ πίνοντας τήν μπύρα του. θά τής κά­ νουμε τήν καλύτερη κηδεία πού έγι­


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νε ποτέ, Σάμ, καί δέ θά σοϋ κοστίση είκοσι χιλιάρικα. Είχε δύσει ό ήλιος, δταν ό Στήβ καί ό Σάμ τράβηξαν γιά τό Λιμάνι Άναπαύσεως μαζ'. Τό αρμόνιο έπαι­ ζε μελαγχολικά μέσα στο παρεκκλήσιο. Κατέβηκαν στήν αίθουσα με τά μαρμάρινα τραπέζια. —Δεν θά τήν κυττάξω εγώ, είπε ό Σάμ. θέλω μόνο νά δής εσύ άν εί­ ναι εντάξει. Ό Στήβ δεν ήθελε να κυττάξη, μά τό έκανε γιά τον Σάμ. Τράβηξε τό σεντόνι από τό πρόσωπο του ξανθού κοριτσιού. Τό πρόσωπο τής Έϊντζελ ήταν όμορφο, μά τά χαρακτηριστικά ήσαν σκληρά καί γεμάτα υπολογι­ σμό. Ό Στήβ κατάλαβε πώς τό κο­ ρίτσι εκείνο δέν θά παντρευόταν πο­ τέ τόν Σάμ. — Είναι εντάξει, Σάμ, είπε ό Στήβ. Είναι όμορφη. Καθώς γύριζε τό κεφάλι του, είδε πό άλλο πτώμα, πού είχαν φέρει τό πρωί μαζί με τήν Έϊντζελ. Έχωσε τό χέρι του στήν τσέπη του καί έβγαλε δυο δεκάρες. ’Έχωσε μιά ανάμεσα στά δάχτυλα του ενός ποδιού τής Έϊντζελ καί μιά άνάμεσα στά δάχτυλα τού άλλου πτώμα­ τος. —Τί σημαίνει αυτό ; είπε ό Σάμ. —Κύτταξε καλά, είπε ό Στήβ. Οί δεκάρες είναι εκεί, δέν εΐν’ έτσι ; —Καί βέβαια είναι. Γι’ αυτό σέ ρωτώ. Τί σημαίνει αυτό ; — Σάμ, έλα επάνω, στο διαμέρι­ σμά μου. θέλω νά σοΰ πώ μιά ιστο­ ρία. θέλω νά διαβάσης ένα ημερο­ λόγιο πού άρχισα χτές τή νύχτα. Δέν θά τό έκανα αύτό άν δέν έπινα μπύρα όλο τό άπόγεμα. Δέν είμαι μεθυσμένος όμως, έ ; — Κανένας δέν είναι μεθυσμένος. Μά... δέν καταλαβαίνω Στήβ. —θά καταλάβης.

Ο

Στήβ τόν ώδήάνοιξε δυο άκόμα

γησε επάνω καί μπουκάλια μπύρα. — θ’ αρχίσω μέ τήν ιστορία μου, είπε. Ό πατέρας μου άφησε αυτή τήν έπιχείρησι στή διαθήκη του, όταν πέθανε, εδώ καί τρία χρόνια. Μά

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ είχε πολλούς περιορισμούς ή διαθή­ κη. Έπρεπε νά μένω εδώ, μέσα στό κτίριο. Έπρεπε νά είμαι παρών εδώ κάθε μέρα. Ούτε έξοχή, ούτε ταξί­ δια στήν Ευρώπη, τίποτα. Αύτό πρέ­ πει νά συνεχιστή ώσπου νά γίνω τριάντα πέντε χρονών. Καί είμαι τρι­ άντα τώρα. Πέντε χρόνια άκόμα 1 — Καί δέν σοΰ άρέσει, ε ; είπε ό Σάμ. Τί θά γίνη, άν δέν συμμόρφω­ σής ; —’Άν δέν συμμορφωθώ, τό Λιμάνι Άναπαύσεως καί τά λεφτά πού ά­ φησε ό πατέρας μου, θά δοθούν σέ φιλανθρωπικά ιδρύματα, θά πάρω μόνο πεντακόσια δολλάρια. Ή έπιχείρησις αξίζει εκατόν πενήντα χι­ λιάδες δολλάρια. Δέν μπορώ πιά νά μείνω εδώ... μά εκατόν πενήντα χι­ λιάδες δολλάρια.,. — Ή συμβουλή μου είναι μείνης εδώ. — Δέν μπορώ! μουρμούρισε ό Στήβ. θά τρελλαθώ I Μέ είδες νά βάζω τις πεντάρες στά δάχτυλα τών πτωμάτων, θά σοΰ πώ γιατί. Έκανα τό ϊδιο χτές τή νύχτα, προσπαθών­ τας νά πείσω τόν εαυτό μου ότι τά πτώματα σηκώνονται άπό τά μαρμά­ ρινα τραπέζια τους. Αύτό άρχισε εδώ κι’ έναν μήνα. Ακόυσα έναν κρότο μιά νύχτα. Πήγα καί είδα πώς ένα πτώμα είχε έξαφανιστή. "Οχι, μή μέ κυττάς έτσι, Σάμ. Δέν είμαι μεθυσμένος. Είχαν φέρει ένα πτώμα εκείνο τό πρωί, έναν άχθοφόρο πού είχε σκοτωθή σ’ ένα δυστύχημα. Τόν είχαν δή πού τόν έφεραν καί τόν έ­ βαλαν στό τραπέζι. "Οταν όμως άκουσα τόν κρότο καί κατέβηκα νά δώ, τό πτώμα έλειπε. Καί ψιθύρισε σιγανά. — Ξαναγύρισε τό άλλο πρωί! Ό Σάμ άνοιγόκλεισε τά μάτια του. — Αλήθεια ; —Ναι. Καί αύτό ξανάγινε άλλες τέσσερις φορές άπό τότε. — Στήβ, είπε ό Σάμ αργά, άν δέν ήσουν εσύ, θάλεγα πώς σοΰ χρειάζε­ ται ζουρλομαντύας, ’Ίσως έχουν πάθει τίποτα τά νεύρα σου. Τό μόνο πού ξέρω είναι ότι κανένα καθώς πρέπει πτώμα δέν σηκώνεται νά κά­ νη σουλάτσα, θά ήθελα νά δώ ένα τέτοιο.


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ — Ναι, είπε ό Στήβ. θά ήθελα νά τό δής. ϋ νύχτα έπεσε καί ά μελαγχολικά βογγητά τοϋ αρμό­ νιου ήσαν ό μόνος ήχος μέσα στο .μεγάλο κτίριο. Ό Σάμ έπινε την μπύρα του σιωπηλός, κυττάζοντας πότε-πότε λοξά τόν Στήβ. — Δέκα ή ώρα, είπε τέλος. Γιατί δεν πάμε νά ρίξουμε μιά ματιά; —Ναί, είπε ό Στήβ. Ακολούθη­ σε με. Κατέβηκε τή σκάλα, προσπέρασε τό παρεκκλήσι, όπου ό 'Αρμόνιος έ­ παιζε κΓ ό Μπάλντυ άκουγε, κατέ­ βηκε στό υπόγειο άνοιξε τήν πόρτα τής αίθουσας με τά μαρμάρινα τρα­ πέζια κΓ άναψε ένα σπίρτο. Μιά στιγμή σιωπής ακολούθησε. ’Έπειτα, ένας βραχνός, πνιχτός ήχος βγήκε από τό λαρύγγι του Σάμ. Παραμέρισε τόν Στήβ καί τράβηξε τό σεντόνι, πού σκέπαζε τήν ’Έϊντζελ Γκόλντεν. Μά τό ξανθό κορίτσι είχε έξαφανιστή. Τό μαρμάρινο τραπέζι ήταν άδειο. 'Ένας βρυχηθμός λύσσας βγήκε από τό στήθος του Σάμ. Ό Στήβ τόν άρπαξε άπό τό μπράτσο. — Κύττα I Εκεί στό πάτωμα στή γωνιά. Ή δεκάρα ! "Οπως χτες τή νύχτα. Ή δεκάρα πηγαίνει πάντα στό ίδιο μέρος. Ό Σάμ μόρφασε. Μέσα στήν τε­ λευταία άνταύγεια τού σπίρτου, τό μεγάλο πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο καί γεμάτο δυσπιστία. Τά μάτια του είχαν σχεδόν βγή άπό τις κόγχες τους. Καί τότε τό σπίρτο έσβησε. Αυτή τή φορά, ό Σάμ άναψε τόν αναπτήρα του καί διέσχισε τό δω­ μάτιο. Γονάτισε, σήκωσε τή δεκάρα καί γρύλλισε : — Πάντα εδώ, έ ; "Επειτα κύτταξε τόν τοίχο με τά πλακάκια. Έβγαλε έναν σουγιά άπό τήν τσέπη του καί άρχισε να χτυπά δοκιμαστικά τόν τοίχο. Στήν αρχή ό ήχος ήταν συμπαγής. "Επειτα, ό Στήβ ακούσε τόν ήχο νά γίνεται κού­ φιος. Ό Σάμ σταμάτησε. Τά παχειά φρύδια του ζάρωσαν. Ξαναχτύπησε πάλι καί πάλι. "Επειτα, άνοιξε τόν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

σουγιά του καί έχωσε τή λεπίδα του ανάμεσα σέ δυό πλακάκια. —Βλέπεις ; ψιθύρισε. Ό Στήβ πήρε τό μαχαίρι. Στον τοίχο, υπήρχε μιά λεπτή χαραμάδα πού σχημάτιζε ένα ορθογώνιο, σέ σχήμα μικρής πόρτας. — Αύτή είναι ή κρυφή πόρτα άπό τήν όποια περνούν τά πτώματά σου, είπε ό Σάμ. — Σάμ, αύτό εΐναι τό πίσω μέρος του κτιρίου, είπε ό Στήβ. Πρέπει νά βγάζη σ’ ένα κτίριο τής Όδοϋ Μουλτον. — Ναί, γρύλλισε ό Σάμ. Καί ή ιδέα πώς τό κορίτσι μου, βρίσκεται σ’ ένα σπίτι τής Όδου Μουλτον δέ μου άρέσει καθόλου. Πάμε στήν Όδό Μουλτον. Τό αρμόνιο έπαιζε ακόμα, καθώς έβγαιναν άθόρυβα άπό τό Λιμάνι ’Αναπαύσεως. Ό Στήβ μέτρησε μέ τό βήμα του τήν άπόστασι άπό τήν πόρτα ώς τή γωνία κι’ έπειτα μέτρησε τήν ίδια άπόστασι μέσα στήν Όδό Μουλτον, ώσπου σταμάτησε μπροστά σ’ ένα παλιό διώροφο κτίριο. Τά παράθυρα ήσαν σκοτεινά. Στό χλωμό φως μιάς λάμπας τού δρό­ μου, διάβασαν μιά ξεθωριασμένη πι­ νακίδα : «Περούκες καί κοστούμια». —Σάμ 1, εΐπε ό Στήβ. Κάτι συμ­ βαίνει σ’ εκείνη τή δεντροστοιχία... Εκείνη τή στιγμή, ένα αύτοκίνητο μούγγρισε στό βάθος μιάς δεντρο­ στοιχίας, πού υπήρχε άνάμεσα στό κατάστημα μέ τις περούκες καί στό διπλανό κτίριο. Τό αύτοκίνητο προ­ χώρησε αργά προς τόν δρόμο. ΤΗταν ένα κλειστό φορτηγό αύτο­ κίνητο. Καθώς έβγαινε στόν δρόμο, τό φως τής λάμπας τού δρόμου έλαμψε έπάνω στά χοντρά ματογυά­ λια, επάνω άπό τά παχειά χείλη τού σωφέρ. Τήν επόμενη στιγμή, τό αύ­ τοκίνητο άρχισε νά άπομακρύνεται μέσα στόν δρόμο. Ό Σάμ χαμήλωσε τό κεφάλι του καί ρίχτηκε σ’ ένα τρελλό τρέξιμο. Γιά μερικές στιγμές, ό Στήβ δέν μπόρεσε νά κινηθή. "Εβλεπε άκόμα μπροστά του τό πρόσωπο τού σω­ φέρ μέ τά παχειά χείλη καί τόο γυα-


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

λιά... Τό πρόσωπο του γιατρού Μούτ! ’Έπέιτα, άποσπάστηκε άπό τό θάμπωμά του κΤ έτρεξε πίσω άπό τόν Σάμ. —ΠοΟ πας..., είπε λαχανιαστά. —Νά προλάβω αυτό τό αυτοκίνητο, είπε ό Σάμ. Εΐναι φορτηγό, άρα κουβαλάει κάτι. .. Σίγουρα την ’Έϊντζελ I "Εστριψε αριστερά κι* ετρεξε προς τό αυτοκίνητό του, πού εΐχε άφήσει μπροστά στό Λιμάνι Άναπαύσεως. Πήδησε μέσα, έβαλε μπροστά τη

ΕΚΥΚΑΟΦΟΡΗ ΣΑΝ Τά δυό πρώτα Βιβλία

του

Μηνός

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ δεμένα σε κομψούς τόμους. Ζητήστε τα στά Περίπτερα καί στά Βιβλιοπωλεία. 130 Σελίδες 130 ΜΟΝΟΝ 3.000 ΔΡΑΧΜΑΙ

"Οσοι έκ τών άναγνωστών μας επιθυμούν νά άποκτήσουν εξώφυλλα τών Βιβλίων του Μηνός μπορούν νά τά προμη­ θευτουν στά γραφεία μας (Δεληγιώργη 30, πάροδος Άγ. Κων)νου), αντί δραχμών 1.000 έκαστον. Είς τάς επαρχίας άποστέλλονται μέ έπιβάρυνσιν 500 δρα­ χμών δΓ έξοδα συσκευασίας καί αποστολής.

μηχανή καί ξεκίνησε ολοταχώς, α­ κριβώς τή στιγμή πού ό Στήβ άρπα­ ζε τό χερούλι τής πόρτας. "Εκανε στροφή επάνω στούς δυό τροχούς του καί ώρμησε μέσα στον δρόμο πού είχε ακολουθήσει τό φορ­ τηγό. Είδαν τό άλλο αυτοκίνητο με­ ρικά τετράγωνα μακρυά. —"Ακούσε, Σάμ, είπε ό Στήβ. Ό σωφέρ αύτου του αυτοκινήτου ήτάν ό δόκτωρ Μούτ I — Ποιός διάβολο εΐναι ό Μούτ; —Ήταν γιατρός του πατέρα μου. Συνεργάζεται μέ τό Λιμάνι Άναπαύσεως χρόνια τώρα. Χιλιάδες πιστο­ ποιητικά θανάτου έχουν υπογραφή άπό αυτόν καί... — Μπορεί ν’ άρχίση νά ύπογράφη τό δικό του πιστοποιητικό θανάτου, άν ή ’Έϊντζελ είναι μέσα στ’ αυτο­ κίνητο, εΐπε τραχειά ό Σάμ. Καί πρόσθεσε : — "Αν ό πατέρας σου είχε αυτόν τόν άνθρωπο ως γιατρό, θά μπορού­ σε κανείς νά κάνη χίλιες δυό ύποθέσεις σχετικά μέ τό πώς πέθανε ό πα­ τέρας σου. — Πέθανε άπό άτύχημα, ένα καλο­ καίρι πού έλειπα έξοχή. "Επεσε άπό τις σκάλες, έσπασε τό κρανίο του καί... Ό Στήβ σώπασε καί κύτταξε εμ­ βρόντητος τόν Σάμ. Ποτέ δέν είχε δο­ κιμάσει νά σκεφτή γύρω άπό τό ζή­ τημα αυτό. Δέν εΐχε ποτέ άναρρωτηθή μήπως δέν εΐχε πέσει απλώς άπό τή σκάλα καί μήπως τόν εΐχε σπρώξει κάποιος άλλος...ίσως ό Μούτ ή ό Άρμόνιος ή ό Μπάλντυ. Καί...γιατί ό πατέρας του εΐχε άφήσει τόν παράξενη εκείνη διαθήκη πού τόν κρατούσε καρφωμένο μέσα στό Λιμάνι Άναπαύσεως ; ίΒϊγήκαν άπό την πόλι καί ακολούθησαν έναν ε­ ξοχικό δρόμο. "Επειτα, μπήκαν σ’ έ­ ναν πλάγιο δρόμο, πού λίγο πιό πέ­ ρα χωριζόταν στά δυό. Τό φορτηγό πήρε τό δεξιό παρα­ κλάδι, πού άρχισε νά άνεβαίνη σέ μιάν απότομη, πέτρινη πλαγιά. Πυκνά δέντρα υψώνονταν άπό τή μιά κΓ άπό τήν άλλη μεριά του δρόμου. Ό Σάμ βλαστήμησε σιγανά καί έλάττωσε τά φώτα. —Θά καταλάβη δτι τόν παρακο-


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ λουθούμε, είπε. Είναι ζήτημα αν περ­ νούν δυό αυτοκίνητα τό μήνα από αυτή τήν ερημιά. Ξαφνικά, ό Στήβ είδε τήν πόρτα του φορτηγού ν’ άνοίγη καί τόν Μούτ νά πηδά έξω. — Πρόσεχε 1, φώναξε ό Στήβ. Ό Σάμ πάτησε τά φρένα. Μπρο­ στά τους, μέσα στον κατηφορικό δρό­ μο, τό φορτηγό αυτοκίνητο κατέβαινε όπισθεν πρός τό μέρος τους. Ό δρόμος ήταν πολύ στενός καί ό Σάμ δεν μπορούσε νά παραμερίση. ’Έτσι άρχισε νά κάνη κι’ αυτός όπι­ σθεν μέσα στή νύχτα. Χτύπησε σ’ένα δέντρο καί τό αύτοκίνητο τραντάχτη­ κε καί μετατοπίστηκε άπότομα. Ξαφνικά, ό Στήβ ένοιωσε ένα άόρατο χέρι νά του σφίγγη τό στομά­ χι. Ό Σάμ οϋρλιαξε : —Πέφτουμε I Πέφτουμε στο γκρε­ μό ! Κράτησε τό... Τό φορτηγό έπεσε επάνω τους. Καθώς -οί προβολείς έσβηναν, ό Στήβ είδε σπασμένα γυαλιά καί συστραμμένα μέταλλα νά τινάζωνται στόν αέρα μπροστά τους. Τά δέντρα άρχισαν να χάνωνται, καθώς τό μουσούδι του αύτοκινήτου ύψωνόταν πρός τόν ουρανό. "Ε­ πειτα τό αύτοκίνητο τούμπαρε πάλι καί πάλι, ενώ τό φορτηγό τό έφτανε καί τό χτυπούσε με τρομακτική φόρα. Τό τελευταίο πράγμα πού ένοιωσε ήταν μιά διαπεραστική όσμή βενζί­ νης κ<’ έπειτα σιγαλιά, ενώ ή νύχτα απλωνόταν επάνω άπό τήν τραγωδία. ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΠΤΩΜ ΑΤΑ Τού φάνηκε πώς είχε περάσει μιά μόνο στιγμή, πριν ή όσμή τής βενζί­ νης ξαναγυρίση στα ρουθούνια του. Ή νύχτα καί τ’ άστρα ξαναφάνη­ καν. Καί οί άναμνήσεις ξαναγύρισαν επίσης. Ό Στήβ δοκίμασε νά κινηθή κι* ένας διαπεραστικός πόνος διέτρεξε τή σπονδυλική του στήλη καί τόν μαχαίρωσε άνάμεσα συούς ώ­ μους. Ή δέσμη ενός ήλεκτρικού φανα­ ριού διατρύπησε τό σκοτάδι, τρία

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

Τά προηγούμενα τεύχη, τής

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙΝΙΠΜΑ ΤΩΝ ΪΊΒΣ ΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝΕΚ ΡΟΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ Τ3) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΜΙΣΤΕΡ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΓΙΕΡ Ι,ΓΚ Ο 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΏΜΑΤΑ άνετυπώΟη . αν .χα< ττωλοΟντα. ε[ς τά γραφεία μας. ΔΕΛΗΓΙΩ ΡιΓΗ 30 (Πάροδος ό>δοϋ Άγ. Κω·ν)νου)

άντί δραχμών 2.500

Άνετυπώθησσν επίσης καί πωλούνται στά γραφεία μας τά τεύχη : 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ 18) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ 19) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟΚΛΙ­ ΝΕΤΑΙ 20) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ 21) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ

μέτρα μακρυά άπό τό μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος ό Στήβ. Ή δέσμη φώτισε τό τσακισμένο κορμί τού Σάμ, πού ήταν καρφωμένο πίσω άπό τό βολάν. Τό κάτο:> σαγό­ νι του ήταν κρεμασμένο και τς> πρό­ σωπό του νεκρό. Άπό τό τσακισμέ­ νο φορτηγό κρεμόταν τό κορμί τής ’Έϊντζελ Γκόλντεν. Ό Στήβ δοκίμασε νά κινηθή πά­


36 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» λι. ’Άθελά του ξεφώνησε από τον πόνο. Τό φανάρι γύρισε πρός τό μέ­ ρος του καί πλησίασε. Στην άνταύγεια του φάνηκαν άμυδρά τά χοντρά γυαλιά καί τά παχειά χείλη τοϋ δόκτορος Μούτ. Ό δόκτωρ Μούτ χα­ μογελούσε. — "Ησυχα, ήσυχα, ά>>όρι μου, εί­ πε ευγενικά. "Ολα θά πάνε καλά. Έσκυψε καί σήκωσε τόν Στήβ στον αψο του. Ό Στήβ θέλησε νά φωνάξη 0.7X0 τόν πόνο, άλλά μόνο έ­ να βογγητό βγήκε άπό τά χείλη του. Σέ κάθε βήμα πού ό Μούτ έκανε α­ νεβαίνοντας τήν πλαγιά, ό πόνος μα­ χαίρωνε καί ξαναμαχαίρωνε τό κορ­ μί τοϋ Στήβ. Φώτα φάνηκαν. Μιά πόρτα άνοι­ ξε. "Ενα ταβάνι, τοίχοι, έπιπλα. Ό Στήβ τά έβλεπε όλα αύτά μέσα άπό μιά πυκνή ομίχλη. "Επειτα βρέθηκε επάνω σ’ ένα ντιβάνι κΓ ό Μούτ ήταν σκυμμένος επάνω του, χαμογελώντας. — Αναπαύσου, αγόρι μου. Ό Μούτ έφυγε καί ό Στήβ δοκί­ μασε μάταια πάλι νά κινηθή. ΤΩρες τοϋ φάνηκε πώς πέρασαν, πριν ό Μούτ ξαναγυρίση με τό κορμί τοϋ Σάμ στον ώμο του. Έκλεισε τό μά­ τι στον Στήβ. — Ποτέ δεν πρέπει νά πετά κανείς ένα πτώμα, αγόρι μου, είπε καί χά­ θηκε πίσω άπό μιά πόρτα. Ξαναφάνηκε κι5 έφυγε πάλι καί, όταν γύρισε πίσω, τό πτώμα τής Έϊντζελ Γκόλντεν κρεμόταν άπό τόν ώμο του. Τέλος, γύρισε κοντά στον Στήβ, λαχανιασμένος καί ίδρωμένος. —Τώρα άς δοϋμε ποϋ πονάς, εί­ πε εύθυμα γυρίζοντας τόν Στήβ μπρούμυτα, Ό Στήβ ξεφώνησε από τόν πόνο. Ό Μούτ εκάγχασε. —Τυχερά I θά μπορούσες νά εί­ χες σκοτωθή. ΚΓ όμως τό πολύ πού μπορεί νάπαθες είναι νά χτύπησες στον σβέρκο καί νά έπαθες, μιά μι­ κρή προσωρινή παράλυσι. 3£τύπησε τόν Στήβ στόν σβέρκο καί γέλασε εγκάρδια. —Μή στενοχωριέσαι, άγόρι μου. Δέ θά' σοϋ πάρω βίζιτα. Ό Στήβ βλαστήμησε άπό πόνο καί λύσσα. Ό Μούτ γέλασε πάλι.

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ — Ντόττυ, φώναξε. Φέρε μου μιά μπύρα I Γέμισε τήν πίπα του. Τό χαμόγε­ λό του έσβησε καί τό βλέμμα του έξήτασε τόν Στήβ με άνησυχία. "Ενα κορίτσι μπήκε μέσα στό δω­ μάτιο. Γιά μιά στιγμή, ό Στήβ νόμι­ σε πώς έβλεπε τό φάντασμα τής Έϊντζελ Γκόλντεν. Τό κορμί της ήταν λεπτό καί είχε υπέροχες καμπύλες. Τά μαλλιά της ήσαν χρυσά και τά μάτια της βαθυγάλανα. Κύτταξε τόν Στήβ κΓ έπειτα γύρισε τό βλέμμα της άλλοϋ. — Νά σοϋ συστήσω τόν Βασιλιά τών Πτωμάτων, είπε ό Μούτ. Ή Ντόττυ, Στήβ. Τής χάϊδεψε τόν ώμο καί αυτή τραβήχτηκε μακρυά του. —’Άφησέ με 1, είπε τό κορίτσι άπότομα. —Τί έπαθες ; —Δέ μοϋ άρέσει αύτό I Δεν μου είπες ότι θά συνέβαιναν τέτοια πρά­ γματα... Μέ πτώματα ! Είχες πή ότι έπρόκειτο γιά μιάν άπλή άσφαλιστική δου? ειά I —Ντόττυ, δέν μοϋ αρέσουν οί νευ­ ρικοί άνθρωποι, είπε ό Μούτ. Κάνει κανείς μεγάλα σφάλματα όταν είναι νευρικός. Τά μάτια του έλαμψαν καί χαμο­ γέλασε χωρίς ευθυμία. —Δέν φαντάζομαι νά θέλης νά συναντήσης τόν ντέτεκτιβ τής ’Ασφαλιστικής Εταιρίας, έ ; Αύτή γύρισε καί τόν κύτταξε, ενώ τό όμορφο πρόσωπό της χλώμιαζε. —’Ώ I, ψιθύρισε. Μοϋ κάνεις τώ­ ρα εκβιασμό I —’ΌχιΙ Σοϋ υπενθυμίζω απλώς γιατί πρέπει νά είσαι καλό κορίτσι. Τελείωσε τήν μπύρα του καί ανα­ στέναξε. —Μιάμιση ή ώρα, είπε κυττάζοντας τό ρολόι του. Πρέπει νά γυρίσω στό Μπρούκλυν. "Εμεινε γιά μερικές στιγμές σκε­ πτικός, "Επειτα έβγαλε ένα σπίρτο καί τό άναψε.


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ — Στήβ, είπε, ή φωτιά πονεΐ. Όττως άν πλησιάσω τό σπίρτο αυτό στό αυτί σου, παραδείγματος χάριν. "Αν... Ή Ντόλλυ ξεφώνησε. Τό πρόσω­ πο του Μούτ σκοτείνιασε από λύσσα. —Πήγαινε στην κουζίνα !, διέταξε. Α ”ύρισε στόν Στήβ κι5 έβγαλε ένα άλλο σπίρτο. — Ή φωτιά πονεϊ, όπως είπα. <λΑς είμαστε λογικοί λοιπόν. Πές μου ποιός ,ξέρει καί τί ξέρει καί θά μείνουμε φίλοι. Εντάξει ; Ό Στήβ κύτταξε τό σπίρτο. Δέν μπορούσε νά κάνη τίποτα. Τά μέλη του δεν ύπάκουαν στόν εγκέφαλό του. Μίλησε μέ φωνή πού του θύμισε νιαούρισμα άρρωστου γατ·οΟ. — Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Ό Σάμ ήθελε νά δη την ’Έϊντζελ στην αί­ θουσα μέ τά μαρμάρινα τραπέζια καί τό πτώμα δέν ήταν πιά έκεΐ. Χτύπησε στόν τοίχο καί άνακάλυψε μιά πόρτα πρός τό μέρος τής Όδού Μοϋλτον. Πήγαμε ώς έκει καί σέ είδαμε νά ξεκινάς μ’ ένα αύτοκίνητο. Σέ πήραμε από πίσω κι’ αύτό εΐν' όλο. Ό Μούτ έβρεξε τά χείλη του μέ τη γλώσσα του καί κύτταξε άναποφάσιστα τον Στήβ. ΤΗταν έξυπνος, μά φαινόταν τρομαγμένος. — Καλά, είπε τέλος. ’Έχωσε τά σπίρτα στην τσέπη του καί βγήκε από τό δωμάτιο. Ξαναγύρισε μ’ ένα ρολό σύρμα κι’ έδε­ σε τά χέρια καί τά πόδια του στήβ. —Είναι ένα μέτρο προνοίας γιά να μή σπάση ό άρρωστός μας τά ράμματα, έκάγχασε. Καί γύρισε στήν Ντόττυ. — Καί τώρα, γλυκειά μου, θά φύ­ γω γιά λίγο, μά θέλω νά σέ βρώ ε­ δώ κι’ εσένα καί τον άρρωστό μου, όταν γυρίσω. Μήν ξεχνάς τήν Α­ σφαλιστική Εταιρία. Τής έκλεισε τό μάτι κι’ έφυγε. Τά βαρειά βήματά του ξεμάκρυναν στόν δρόμο, έξω, κι’ έπειτα σιωπή απλώθηκε μέσα στό δωμάτιο. — Κτήνος I, σφύριξε ή Ντόττυ, μέ μίσος στή φωνή. — Ντόττυ, είπε ό Στήβ σιγανά,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 37 δέν κάθεσαι νά κουβεντιάσουμε γιά... —^έρω τί έχεις στό μυαλό σου. Ή άπάντησις εϊναι όχι. Δέν μπορώ. — Γιατί ; — Δέν μπορώ, θά ήταν σάν νά έκοβα τον δικό μου λαιμό. Αύτό τό κτήνος έχει πολλά στοιχεία εναντίον μου, άν θελήση νά τά χρησιμοποιήση. Κούνησε τό κεφάλι της καί πέρα­ σε τά δάχτυλά της άνάμεσα στά χρυσά μαλλιά της. Ό Στήβ τήν μελέτησε προσεκτι­ κά. Τό κορίτσι εκείνο είχε κάνει σκληρή ζωή. Υπήρχαν ελαφρές ρυτί­ δες στις γωνιές τών ματιών της καί τό στόμα είχε έναν αέρα είρωνίας, μά εΐχε έπίσης ένα ύφος πού έδειχνε ότι λυπόταν γι’ αύτό πού ήταν καί γι’ αύτό πού έκανε. Ό Στήβ απο­ φάσισε νά προχωρήση πιό αργά. Μέ λίγη υπομονή θά κατάφερνε ίσως κάτι. — Πάντως, κάθησε καί δόσε μου νά καπνίσω λίγο είπε. Πώς έτυχε νά γνωρίσης τον Μούτ ; Καί τί σημαί­ νουν εκείνα τά λόγια γιά τήν άσφαλιστική εταιρία ; —’Ήμουν κάποτε σ’ ένα μπαλλέτο, μά χτύπησα τή μέση μου καί δέν μπορούσα πιά νά χορέψω. Κόντευα νά πεθάνω από τήν πείνα. Μιά μέρα πού μέ πονουσε ή μέση μου πήγα στόν Μούτ. Ό Μούτ μοϋ υπέδειξε οτι θά μπορούσα νά πάρω μερικά χρήματα άπό τήν άσφαλιστική εται­ ρία σκηνοθετώντας ένα δυστύχημα. Έγώ... ώ, γιατί οί άνθρωποι νά έρχωνται σέ θέσι νά κάνουν, τέτοια πράγματα ; —Γ ιατί πεινούν,είπε ήρεμα ό Στήβ. Καί γιατί φοβούνται. — Ναι !, είπε αυτή γοργά. Πεινά κανείς καί φοβάται. Δέν σκέπτεται. ’Έπειτα, ξυπνάς ένα πρωί και θυμά­ σαι ότι τήν προηγούμενη μέρα τό έ-

Κ Α θ Ε

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κάνες επί τέλους. Καί τίποτα πια δεν μπορεί να γυρίση πίσω τό ρολόι. —’Άναψέ μου ένα τσιγάρο, είπε ό Στήβ. Αυτή ήταν ή πρώτη φορά ; —Ναι. Μικροπράγματα. Δυό χιλιά­ δες δολλάρια. Ό Μοΰτ μοϋ έδωσε μόνο τριακόσια. Την επόμενη φορά θά πηγαίναμε γιά τη μεγάλη ιδέα. — Τί έγινε την επόμενη φορά; — Πέρυσι... σκοτώθηκα στη Τζέρσεϋ Σίτυ, είπε ζαρώνοντας τά χείλη της. Ή ε’ίσπραξις αυτή τή φορά ήταν τριάντα χιλιάδες δολλάρια. Τό όνο­ μά μου ήταν Μαίρη Γουώρεν. Μαύ­ ρα μαλλιά. Άρχαιοπώλις. Μαζέψαμε διάφορα παλιοπράγματα μέσα σ’ έ­ να μαγαζί, κάναμε ένα ψευτο-άρχαιοπωλεΐο καί ό Μούτ έβαλε φωτιά. Έγώ πήρα μόνο επτακόσια δολλάρια από τή δουλειά αυτή. Τά χείλη της συσπάστηκαν. •—Δεν γίνεται κανείς πλούσιος α­ ϊτό τόν Μούτ. —Μιά στιγμή !. είπε ό Στήβ άνασαίνοντας τραχειά.

^^οκίμασε νά άνακαθήση, μά ό πόνος τοϋ μαχαίρω­ σε τήν πλάτη καί τό σύρμα του χά­ ραξε τό δέρμα. Ξεφώνησε. Ή Ντόττυ δάγκωσε τά χείλη της καί γύρισε τό βλέμμα της άλλου. —Όταν ή φωτιά έσβησε, είπε ό Στήβ λαχανιασμένος, βρήκαν ένα καμμένο πτώμα, έ ; —Ναι. Κλεμμένο από τό Λιμάνι Άνάπαύσεως. Πρέπει νά έχη κανείς ένα πτώμα γιά τέτοιες δουλειές. Καί πρέπει νά περιμένη κανείς μήνες γιά νά πετύχη τό κατάλληλο πτώμα. "Ο­ μορφη δουλειά, έ ; "Εσφιξε τις γροθιές της με μανία.

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ — Δοκίμασα νά φύγω μακρυά του,, έπειτα από τήν πρώτη δουλειά κιό­ λας, μά δεν μ’ άφησε. Μιά δουλειά ακόμα έλεγε καί ξανάλεγε. "Οταν α­ γριεύω με εκβιάζει ότι θά με καταδώση. Τόν ακόυσες άπόψε. Αύριο θ’ άρχίση νά λέη πώς πρέπει νά παν­ τρευτούμε. — Τόν ακόυσα. ’Άς γυρίσουμε ό­ μως στά πτώματα. Εΐσαι καθισμένη στο άρχαιοπωλεϊο σου, έτοιμη νά καής. Τέλος, ένα πτώμα έρχεται από τό Λιμάνι Άναπαύσεως. "Ενα κορί­ τσι με τό άνάστημά σου, πού νά μήν έχη τίποτα, πού νά μπορή νά τήν ξεχωρίση από άλλες, καί πού νά μήν έχη οικογένεια. — Έτσι πήγαιναν τά πράγματα γιά ένα διάστημα. Ό Μούτ έπαιρνε μόνο τά «φτωχά» πτώματα ή εκείνα πού έπρόκειτο νά άποτεφρωθουν. Μά τελευταία άρχισε νά δουλεύη πιό γοργά καί πιο τολμηρά. Παίρνει κάθε πτώμα πού τοϋ ταιριάζει. Πρό­ κειται γιά μεγάλη, πολύ μεγάλη δου­ λειά. Έχει ίσως δέκα, είκοσι, πε­ νήντα όργανα σάν εμένα. Τούς έχει άσφαλίση όλους καί περιμένει τήν κατάλληλη στιγμή καί τό κατάλληλο πτώμα. Έπειτα, έχει εκείνο τό ψευ­ τοκατάστημα μέ τις περούκες. Εκεί έχει κέρινες κούκλες φτιαγμένες έτσι ώστε νά μπορούν νά μεταβληθουν μέσα σε λίγη ώρα σ’ ένα καλό πτώ­ μα, μέ τή βοήθεια μιας νεκρής μά­ σκας, πού ό Μούτ βγάζει άπό τό πραγματικό πτώμα. Στήν κηδεία, θάβουν τήν κούκλα. Στο κάτω—κά­ τω, έχεις άκούσει νά ψάχνουν μέσα στο φέρετρο γιά νά βεβαιωθούν αν τό πτώμα είναι γνήσιο ;

Ο

Στήβ πέρασε τή γλώσσα του επάνω στά χείλη του. —Καί ό Μπάλντυ είναι ανακατε­ μένος στή δουλειά ; — "Ολοι είναι άνακατεμένοι. Καί ό Μπάλντυ καί εκείνος πού παίζει τό άρμόνιο. «Εταιρία Πτωμάτων I» Έτσι ονομάζει τή δουλειά ό Μούτ. "Ενας τίμιος άνθρωπος θάλεγε ότι αύτό δεν μπορεί νά κρατήση περισ­ σότερο άπό μιά βδομάδα, κΤ όμως κράτησε. Καί κρατάει. Δεν ξέρω πό­ σοι άνθρωποι σάν εμένα περιμένουν


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ για νά γεμίσουν λεφτά τόν Μούτ. "Επειτα, έχει τούς είσπράκτορές του : "Αντρες καί γυναίκες με τίμιο παρουσιαστικό, πού εισπράττουν την ασφάλεια και πηγαίνουν τά λεφτά στον Μούτ. Κανένας δεν μπορεί νά ξεκολλήση δταν άνακατευτή μιά φο­ ρά. Ό Μούτ μάς κρατεί καλά. Δεν είναι μόνο ή απάτη. Οί αστυνομικοί θά πουν πώς εμείς δολοφονήσαμε τό πτώμα... όπως στην πυρκαϊά τής Τζέρσεϋ. Καταλαβαίνεις ; ’Έχωσε τό χέρι της στην τσέπη που φουστανιού της κΤ έβγαλε ένα τσιγάρο. —Μπορούμε νά καταδώσουμε τόν Μούτ στην άστυνομία. Μά στό τέ­ λος θά βρεθούμε στόν πάτο. Έτσι τί μπορούμε νά κάνουμε ; Πές μου εσύ! Κοντεύω νά τρελλαθώ. Δεν κοιμού­ μαι. Φοβούμαι. Ό Μούτ είναι τρελλός ! Τώρα δουλεύει με κάθε πτώμα πού πέφτει στό χέρι, θέλει νά βγάλη οσο περισσότερα λεφτά μπορεί, 5Από στιγμή σέ στιγμή, ή μεγάλη αυτή άπάτη μπορεί νά ξεσκεσπαστή. Ό Μούτ δέν είναι προσεκτικός, όπως στην αρχή. Ή Ντόλλυ σηκώθηκε καί άρχισε νά πηγαινοέρχεται μέσα στό δωμά­ τιο. "Οπως απόψε, συνέχισε μέ φωνή πού έτρεμε. Μού τηλεφώνησε καί μού είπε νά έτοιμαστώ. "Ενα πτώ­ μα, πού μού έμοιαζε σάν δίδυμη α­ δερφή μου, είχε φτάσει σήμερα, θά σκηνοθετούσε μιά κτηνώδη δολοφο­ νία μέ σφυρί μέσα στό ερημικό αυ­ τό εξοχικό σπίτι. "Εκλεισε τά μάτια της καί τό κορμί της τρέμισε ολόκληρο. ■—"Ηξερα τί θά γινόταν, θά έφερ­ νε τό πτώμα κι’ έπειτα θά τόν άκουγα νά τό χτυπά, νά τό χτυπά ! Τό έχω ξανακούσει αυτό άλλοτε. Δέν μπορείς ποτέ πιά νά βγάλης τόν ήχο αυτόν άπό τό μυαλό σου. "Επει­ τα, θά φεύγαμε καί μιά μέρα κά­ ποιος θά έβρισκε τό πτώμα. Καί τό πτώμα θά ήμουν εγώ, Τζοζεφίνα Μπόντ αυτή τή φορά, πού έμενε σ’ αυτό τό εξοχικό σπίτι καί... ώ, θεέ μου, δέν ήξερα ότι τά πράγματα θά έπαιρναν αυτή τήν έξέλιξι I Δέν ή­ ξερα ότι θά συνέβαιναν όλα αύτά ! "Εχει τρελλαθή τώρα ! Παντού πτώ­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

39

ματα καί προσπαθή νά βγάλη λεπτά άπό όλα... θέλω νά φύγω καί δέν μπορώ, γιατί φοβούμαι 1 Φοβούμαι !

ΕβΧωσε τό πρόσω­ πό της στά χέρια της καί άρχισε νά κλαίη μέ ύστερικούς λυγμούς. Ό Στήβ τήν κύτταξε κατάπλη­ κτος. Είχε δίκαιο. Ό Μούτ εΐχε τρελλαθή. Στήν αρχή, μ’ ένα πτώμα πότε-πότε, τό πράγμα μπορούσε νά κρατήση. Τώρα όμως ολόκληρη ή άπάτη θά ξεσκεπαζόταν άπό μέρα σέ μέρα καί ό ίδιος ό Στήβ θά βρι­ σκόταν στη μέση τής έκρήξεως. — "Ακούσε, Ντόττυ, είπε. Πάψε νά κλαϊς. "Ελα δώ. "Ακούσε. Τί μπορείς νά κερδίσης περιμένοντας τήν έκρηξι ; Τίποτα ! θά βουλιάξης, όταν βουλιάξη αυτός ή θά κάνης αυ­ τή τή φριχτή ζωή όσο ή άπάτη κρα­ τεί. Σκέψου, σκέψου, Ντόττυ 1 —Δέν μπορώ νά ξεφύγω, δέν μπο­ ρώ I φώναξε αυτή. — Ν ο μ ί ζ ε ι ς ότι δέν μπορείς, μά ξέρεις ότι δέν μπορείς νά μείνης. ’Τ σ ω ς είσαι καταδικασμέ­ νη μέ τόν έναν τρόπο, μά είσαι, οπωσδήποτε καταδικασμένη μέ τόν άλλον τρόπο 1 Ντόττυ, θά σέ σκοτώση όταν καταλάβη ότι πλησι­ άζει τό τέλος του. ’Ή ή άστυνομία θά άνακαλύψη τήν άπάτη του καί θά χαθής μαζί του. Ντόττυ, βοήθησέ με νά φύγω άπό δώ. θά πάμε στήν ά­ στυνομία καί θά τούς πούμε... —"Οχι, όχι !, φώναξε αυτή μέ παιδιάστικο τρόμο. Δέν πάω φυλακή I —"Ισως. σέ χρησιμοποιήση ως μάρτυρα ό είσαγγελεύς. θά σέ άπαλλάξουν άν μιλήσης. Δέν μπορείς νά τό καταλάβης αυτό ; — θά μέ γελάσουν ! θά μέ στεί-


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» λουν φυλακή. Τους φοβάμαι τούς αστυνομικούς I Καί άρχισε πάλι νά κλαίη. Ό Στήβ βλαστήμησε σιγανά. Ή Ντόττυ ήταν πολύ τρομαγμένη καί δεν μπο­ ρούσε νά σκεφτή ψύχραιμα. —Ντόττυ, είπε ξαφνικά δοκιμά­ ζοντας έναν άλλο δρόμο, ξέρεις πώς είμαι ιδιοκτήτης του Λιμανιού *Αναπαύσεως. Ό πατέρας μοϋ άφησε με­ ρικά χρήματα. Τί θά έλεγες για δέκα χιλιάδες δολλάρια ; Σώπασε. Αύτή έμεινε άκίνητη κυττάζοντάς τον μέσα άπό τά δάκρυά της, με ύφος πού έδειχνε πώς φοβό­ ταν μιά παγίδα. Ό Στήβ συνέχισε, νοιώθοντας ότι τό έδαφος πού πα­ τούσε ήταν πιο σίγουρο. — Δέκα χιλιάδες μετρητά !, Ντότ­ τυ. θά μπορούσες νά πας μέ αερο­ πλάνο στό Παρίσι. "Οταν θά γίνη ή έκρηξις, εσύ θάχης φύγει άπό καιρό. Μπορώ νά βρω τά χρήματα σε είκο­ σι τέσσερις ώρες, άν μέ βοηθήσης. — Ναι ; ψιθύρισε αύτή. Καί πώς μπορώ νά ξέρω πώς δεν μού λες ψέ­ ματα ; "Ολοι οί άντρες είναι ψεύτες. Τό ξέρω. Δέν... — Μά δέν λέω ψέμματα, Ντόττυ. Σου τ’ ορκίζομαι. Δέκα χιλιάδες, άν... Τις κάνω δεκαπέντε. Δέν μπορώ νά βρώ περισσότερα. Σκέψου δτι μπορείς νά φυγής μακρυά... Σοΰ ορκίζομαι δτι δέν σου λέω ψέματα. Βοήθησέ με καί θά σέ βοηθήσω. X ά μάτια τους συναντήθηκαν καί ή Ντόττυ μελέτησε τό πρόσωπό του πεινασμένα. — "Ισως... όμως... δέν ξέρω, ’Άφησέ με νά σκεφτώ...

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ Πέρασαν μερικές "στιγμές σιωπής καί μουρμούρισε: — Πάντα έλεγα πώς, άν κατάφερνα νά βρώ άρκετά χρήματα γιά τό ταξίδι, θάφευγα. Δεκαπέντε χιλιάδες δολλάρια σέ είκοσι τέσσερις ώρες; —Σού τ’ ορκίζομαι, Ντόττυ I —Καί υπόσχεσαι νά μήν καλέσης τήν αστυνομία εναντίον τού Μούτ, πριν πάρω τά λεφτά καί φύγω άπό τή Νέα Ύόρκη ; — Υπόσχομαι ! —Καί θά πής στούς αστυνομικούς δτι σέ ελευθέρωσα, άν μέ πιάσουν καί θελήσουν νά μέ δικάσουν; θά τούς πής δτι ό Μούτ μέ ανάγκαζε μέ εκβιασμούς νά δουλεύω γι’ αύτόν; —θά σέ βοηθήσω άν σοΰ συμβή κάτι, ύποσχέθηκε ό Στήβ. —Ή Ντόττυ πλησίασε καί τού έ­ λυσε τά χέρια καί τά πόδια. Τώρα ήταν περισσότερο τρομαγμένη άπό πριν. — Πρέπει νά βιαστούμε, νά φύγου­ με πριν γυρίση ό Μούτ τραύλισε. — Βοήθησέ με νά σηκωθώ, είπε ό Στήβ. ’Έκανε νά σηκωθή, μά ξανάπεσε στό ντιβάνι. Δοκίμασε πάλι καί. μέ τή βοήθεια τής Ντόττυ, κατάφερε νά σταθή στά πόδια του. Τό κεφάλι του καθάρισε. Τά πό­ δια του ήσαν μουδιασμένα, μά μπο­ ρούσαν νά σαλεύουν. Οί ώμοι του καί ό σβέρκος του πονοΰσαν περισ­ σότερο, μά δέν θά περπατούσε μέ τούς ώμους του. — Είναι μισό μίλι άπό δώ ώς τον Σταθμό Ντάρμοντ,εΐπε ή Ντόττυ. Δέν φαίνεσαι νά... —Μπορώ νά πάω ώς έκεΐ. Πώς φαίνονται τά ρούχα μου ;. —Εντάξει. Λίγο σκονισμένα μόνο. Γρήγορα ό Μούτ θά γυρίση μέ καμμιά καινούργια ιδέα. Πάντα γυρίζει μέ μιά καινούργια ιδέα όταν φεύγει έτσι. 'Η φράσις της κόλλησε στό μυα­ λό τού Στήβ : «Ό Μούτ θά γυρίση μέ καμμιά καινούργια ιδέα.» Ή φράσις αύτή γύριζε καί ξαναγύριζε στή σκέψι του καθώς κατέβαινε τόν δρο­ μάκο μαζί μέ τήν Ντόττυ. Γιατί ό Μούτ είχε πάει στό Μπρούκλυν ; Για­ τί δέν μπορούσε νά συλλαμβάνη και­ νούργιες ιδέες, χωρίς νά πηγαίνη στό Μπρούκλυν ;


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ Και τότε ό Στήβ κατάλαβε τήν άπάντησι : Ό Μούτ δέν ήταν ό εγκέφαλος τής «Εταιρίας Πτωμάτων». Ό Μούτ εΐχε τρέξει στο αρχηγείο του γιά νά ζητήση συμβουλή. Αυτό ήταν! Ό Μούτ είχε μπερδέψει τή δουλειά καί είχε πάει νά ρωτήση τόν Εγκέφαλο τί έπρεπε νά κάνη.

ΖΩΝΤΑΝΟ ’Ή ΝΕΚΡΟ 1 Χρειάστηκε νά καταβάλη κάθε υ­ πόλειμμα δυνάμεως γιά νά έξακολουθήση νά βαδίζη. Καί, όταν έφτα­ σε στον μισοσκότεινο Σταθμό Ντάρμοντ, δέν ήθελε τίποτ’ άλλο περισσό­ τερο στόν κόσμο άπό ένα κρεββάτι κι’ έναν βαθύ ύπνο σά θάνατο. Ή Ντόττυ τόν τράβηξε άπό τό μπράτσο καί μπήκαν στο τραίνο. Αποκοιμήθηκε αμέσως... Δέν είχε περάσει μιά στιγμή—έτσι νόμισε — όταν ή Ντόττυ τόν ξύπνησε. —Γιά όνομα του θεού, σήκω I Πρέπει νά βγούμε άπό τό τραίνο I Σήκω, λοιπόν I Που θά πάμε; Πού θά πάμε ; — Στο πρώτο ξενοδοχείο πού θά δής, άρκεΐ νά εΐναι μικρό καί άσχη­ μο, είπε ό Στήβ. Μέ έκπληξι διαπίστωσε ότι μπο­ ρούσε άκόμα νά περπατήση. Κατάφερε μάλιστα νά χαμογελάση, καθώς περνούσαν, μπρος άπό έναν αστυφύ­ λακα τού σταθμού. Άπό έκεΐ κΓ έπειτα περπάτησε μέσα σέ μιά καταχνιασμένη παραζά­ λη, οδηγούμενος άπό τό χέρι καί τά ψιθυρίσματα τής Ντόττυ. Τέλος τό περπάτημα σταμάτησε. Άνοιγόκλεισε τά μάτια του. Γκρίζοι

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41 τοίχοι υψώνονταν γύρω του. 'Ένα παράθυρο, ένα τραπέζι. ΤΗταν καθι­ σμένος σ’ ένα κρεββάτι. Υπήρχε άλ­ λο ένα κρεββάτι έκεϊ μέσα. Ή Ντότ­ τυ τόν κύτταζε στά μάτια δαγκώ­ νοντας τά χείλη της. — Στήβ, άκουσε, ψιθύρισε. Μπο­ ρείς νά μέ άκούσης ; Δέν είσαι τόσο άσχημα, έ; Δέν θά πεθάνης στά χέρια μου, έ; —Νυστάζω, ψιθύρισε αύτός. ’Έννοιωθε σάν νά καιγόταν ολό­ κληρος. —'Ένα ποτήρι νερό... κρύο νερό... Δέν θυμόταν τίποτ’ άλλο ώσπου ό ήλιος έλαμψε άπό τό παράθυρο καί είδε τούς γκρίζους τοίχους πάλι. Μουσική γέμιζε τό δωμάτιο. 'Η Ντόττυ ήταν καθισμένη σέ μιά πο­ λυθρόνα, δίπλα σ’ ένα μικροσκοπικό ραδιόφωνο, λιμάροντας τά νύχια της καί δαγκώνοντας τά χείλη της. ΤΗταν όμορφη, πολύ όμορφη στό φως τού ήλιου. — Ντόττυ !, είπε. Αύτή άναπήδησε σάν νά είχαν ρί­ ξει έναν πυροβολισμό. —Μην τό ξανακάνης αύτό !, είπε τό κορίτσι τραχειά. — Ποιό ; Πόση ώρα είμαστε εδώ ; —Τρεις μέρες ! Μή μού έπιτεθής πάλι 1 — ’Ώ, σού ζητώ συγγνώμη, είπε ό Στήβ. Δέν θυμάμαι τίποτα τέτοιο. ΤΗσουν καλή πού έμεινες κοντά μου. — Βέβαια !, είπε αύτή ειρωνικά· Είμαι ένα καλό κοριτσάκι έ ; Είσαι σίγουρος ότι δέν έχεις πια πυρετό ; ’Έχω, ξέρεις, μιά όμορφη Ιστορία νά σού διηγηθώ. Μά θά σού πώ πρώτα ένα αστείο. Βρήκα τόν μοναδικό τυ­ φλό γιατρό τής Νέας Ύόρκης καί τόν έφερα εδώ για νά σέ περιποιηθή. Αργότερα, μπορείς νά τού στείλης μιά αμοιβή. *5*αφνικά, τό χαμό­ γελο έσβυσε άπό τό πρόσωπό της, πού έγινε πάλι παιδιάστικο καί τρο­ μαγμένο. — Τί συνέβη, Ντόττυ ; ρώτησε ό Στήβ. ’Άναψέ μου ένα τσιγάρο. —Σού φύλαξα τις εφημερίδες. Αύτή είναι τής πρώτης ήμέρας πού ήρθαμε εδώ. Λέει ότι ό Άρμόνιος


42

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

κι* ό Μπάλντυ είχαν βρεθή νεκροί. Είχαν... —Ό Άρμόνιος κι* ό Μπάλντυ ; Νεκροί 1 —Μισοκαμμένοι μέσα στο Κρε­ ματόριο του Λιμανιού Άναπαύσεως ; ^Ηταν σάμπως ένας άπειρος άνθρω­ πος νά είχε δοκιμάσει νά εξαφάνιση τά πτώματα, λέει ή εφημερίδα. Εί­ χαν σκοτωθή κι’ οί δυό με πιστόλι. — Καταλαβαίνω, είπε ό Στήβ σι­ γανά. Τί άλλο ; —Νά πώς έγιναν τά πράγματα. Τό πρωί τής Παρασκευής οί αστυνο­ μικοί θέλησαν νά ρίξουν μιαν ακόμα ματιά στο πτώμα τής "Εϊντζελ Γκόλντεν. Πήγαν στό Λιμάνι Άναπαύσεως. Κανένας δέν άνοιξε τήν πόρτα καί στό τέλος αναγκάστηκαν νά διαρρήξουν τήν κλειδαριά. Τό πτώμα τής "Εϊντζελ δέν ήταν εκεί. Κυτταξαν μέσα στό φούρνο καί βρήκαν τόν Αρμόνιο καί τον Μπάλντυ σκο­ τωμένους μέ πιστόλι καί μισοκαμμένους. Αυτό έγινε τήν Παρασκευή. Τώρα, τό Σάββατο, δηλαδή χτές. Σήκωσε μιαν άλλη εφημερίδα. —"Ακου τί λένε οί τίτλοι : «Ερ­ γολάβος Κηδειών του Μπρουκλυν κα­ ταζητείται δι’ άνάκρισιν. Νεκρός ι­ διοκτήτης Λιμανιού Άναπαύσεως έξηφανίσθη μυστηριωδώς ! Ή αστυ­ νομία καταζητεί τόν Σάμ Ντρέϊκ, διά περαιτέρω άνάκρισιν σχετικώς μέ τήν δολοφονίαν τής "Εϊντζελ Γκόλντεν 1 Τό πτώμα τής "Εϊντζελ Γκόλντεν έξηφανίσθη I Ό Είσαγγελεύς υπόσχεται πλήρη έξυχνίασινί» ,,^^,κούμπησε τήν ε­ φημερίδα καί πήρε μιάν άλλη, τής Κυριακής, πού ή πρώτη σελίδα της ή­ ταν γεμάτη φωτογραφίες. — Τώρα ερχόμαστε στά μεγάλα πράγματα, πού αρχίζουν σήμερα, εί­ πε ή Ντόττυ. "Ακου : «Διετάχθη κινη­ τοποίησή τής άστυνομίας διά τήν άνεύρεσιν του Βασιλέως τών Πτωμά­ των I Ή αστυνομία άνεκάλυψεν με­ γάλο δίκτυον έκμεταλλεύσεως Πτω­ μάτων 1». Νά τί λέη τό ρεπορτάζ : «Ή αστυνομία ερεύνησε τό Λιμάνι Άναπαύσεως καί βρήκε ένα μυστικό πέρασμα πού ώδηγουσε σ’ ένα Κατά­ στημα γιά Περούκες καί Κοστούμια

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ τής Όδου Μουλτον. Εκεί βρήκαν πολλές κέρινες κούκλες καί σύνεργα νεκρικών μασκών. Βρήκαν επίσης βι­ βλία καί έγγραφα, πού άφωρουσαν μιά τεράστια απάτη ώργανωμένη κά­ τω άπό τόν άπαίσιο τίτλο «Εταιρία Πτωμάτων». Ή απάτη αυτή διεξαγόταν επτά ολόκληρα χρόνια. Τά χαρ­ τιά όμως δείχνουν ότι μόνο στους τε­ λευταίους δέκα οκτώ μήνες πήρε γορ­ γή έξέλιξι. Τά χαρτιά δείχνουν επί­ σης οτι ό Στήβ Μπράντον πωλουσε τά πτώματα σ’ έναν γιατρό, τόν Φίλιπ Μούτ, πού ώργάνωνε άπάτες άσφαλιστικών εταιριών καί πού προ­ μήθευε πτώματα σ’ όσους ήθελαν νά κάνουν παρόμοιες άπάτες γιά λογα­ ριασμό τους. Σύμφωνα μέ τά ϊδια χαρτιά, ό συνδυασμός Μπράντον—Μούτ είσέπραξε περισσότερα άπό τε­ τρακόσιες χιλιάδες δολλάρια στά τε­ λευταία πέντε χρόνια...» — Αυτή είναι ή πρωϊνή έκδοσις, πρόσθεσε ή Ντόττυ. — "Εχουμε κι* άλλα; — Ναι. Βρήκαν δυό κατεστραμμέ­ να αυτοκίνητα, άπό τά οποία τό ένα άνήκε στόν Σάμ Ντρέϊκ. "Επειτα, μπήκαν σε ένα ερημικό σπίτι κοντά στά αυτοκίνητα καί βρήκαν τό πτώ­ μα του Ντρέϊκ, κρυμμένο μέσα σ’ έ­ να υπόγειο μαζί μέ τό πτώμα τής "Εϊντζελ Γκόλντεν. "Εμαθαν, εξάλ­ λου, ότι ό Σάμ ήταν μαζί σου, Στήβ, πριν πεθάνη... Ή άστυνομία έχει μορ­ φώσει μιά σπουδαία θεωρία. Λένε οτι ό Σάμ συμμετείχε στήν Εταιρία Πτωμάτων καί ότι δολοφόνησε τήν "Εϊντζελ γιατί αυτή ήξερε πάρα πολ­ λά. Τότε εσύ σκέφτηκες ότι ό Σάμ ή­ ταν επικίνδυνος, τόν σκότωσες καί δοκίμασες νά εξαφάνισης τό πτώμα του καί τό πτώμα τής "Εϊντζελ. Δέν ξέρουν γιατί, μά θά ήθελαν νά σου κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις. "Εχουν τήν πεποίθησι ότι εσύ καί ό Μούτ είστε τραυματισμένοι. Σάς χτύπησε, λένε, ό Σάμ πριν τόν σκοτώσετε. Ψά­ χνουν νά βρουν εσένα καί Μούτ. Ή εφημερίδα προσθέτει : «Οί άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Πρέπει νά συλληφθουν μέ προσοχή. ΟΙ άστυνομικοί έχουν διαταγές νά τούς πυροβολή­ σουν.»


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ 22ηκώθηκε καί ένα κύμα φόβου έκανε τό πρόσωπό της να σύσπαστη. — θεέ μου! Κόντεψα να τρελλαθώ αυτές τις τρεις μέρες. Καί εκεί­ νος ό τυφλός γιατρός... Δεν ήξερα άν δεν έβλεπε λιγάκι καί δεν φώνα­ ζε τήν άστυνομία! Καί τά λεφτά I "Εχουμε μείνει χωρίς λεφτά. "Εδω­ σα δώδεκα δολλάρια για νά πάρω αυτό τό ραδιοφωνάκι γιά νά παρα­ κολουθώ τά δελτία τής αστυνομίας... Στήβ, τί θά κάνουμε ; Πρέπει νά κά­ νουμε κάτι, καί γρήγορα, Στήβ ! —Ναι, γρήγορα, συμφώνησε ό Στήβ. Στό μεταξύ οί αστυνομικοί δεν ζητούν παρά μιαν εύκαιρία νά μέ σκοτώσουν 1 Άνακάθησε στό κρεββάτι καί κού­ νησε τό κεφάλι του. ’Ένοιωθε τό κορμί του απερίγραπτα ελαφρό καί έξασθενημένο. Ξαφνικά, τό ραδιόφω­ νο άρχισε νά έκπέμπη : «Προσοχή ! Ή δίωξις τού Στήβ Μπράντον καί τού δόκτορος Φίλιπ Μούτ, τής Εταιρίας Πτωμάτων, συ­ γκεντρώθηκε ξαφνικά στην πόλι τής Νέας 'Υόρκης, δπου άνεφέρθη δτι τά ξημερώματα τής Παρασκευής ένας άνθρωπος μέ τά χαρακτηριστικά τού Μπράντον έθεάθη σ’ έναν σιδηρο­ δρομικό σταθμό μαζί μέ μιά ελκυ­ στική ξανθή γυναίκα. Ό άντρας φαι­ νόταν τραυματισμένος καί βάδιζε μέ τη βοήθεια τού κοριτσιού. Ή άστυ­ νομία πιστεύει τώρα δτι ό Μπράν­ τον, σοβαρά τραυματισμένος, είναι κρυμμένος σέ κάποιο -ξενοδοχείο τής Νέας 'Υόρκης. Γίνονται σχετικές έρευνες. Οί γιατροί καλούνται νά άναφέρουν άμέσως κάθε άσθενή, πού τά τραύματά του δέν εξηγούνται κατά ικανοποιητικό τρόπο...» Ό εκφωνητής σώπασε γιά νά πάρη άνάσα καί συνέχισε : «Προσοχή 1 ’Άν ή εκπομπή αυτή φτάνη ως τ’ αυτιά τού Στήβ Μπράν­ τον, έχουμε ένα μήνυμα γι’ αυτόν από έναν άνθρωπο πού ήταν φίλος τού πατέρα του καί δικός του. Ή φωνή πού θ’ άκούσετε θά είναι ή φωνή τού κ. Κάρλτον Σώ...»

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43

ΙΞπειτα άπό μιά στιγμή, ή χαμηγή, σοβαρή φωνή τού δικηγόρου άκούστηκε : «Στήβ, εύχομαι στόν θεό νά μέ άκοΰς αύτή τη στιγμή. Σοΰ μιλώ ε­ πικαλούμενος τη μνήμη τού πατέρα σου. Σέ καλώ, φίλε μου, μέ δλη μου τήν καρδιά νά παραδοθής στήν άστυνομία άμέσως, πριν άκολουθήσουν κΓ άλλες βιαιότητες. ’Άν φοβάσαι νά πας νά παραδοθής μόνος σου, τηλεφώνησέ μου στό δια­ μέρισμά μου. ’Έχω τή διαβεβαίωσι τής άστυνομίας δτι θά σοΰ επιτρέ­ ψουν νά παραδοθής χωρίς κίνδυνο, άν άκολουθήσης ώρισμένες οδηγίες..» Σώπασε κΠ έπειτα ή γεμάτη κα­ λοσύνη φωνή του συνέχισε βαρεία καί άργή: «Δέν μπορείς νά κερδίσης τίποτα μέ τό κρύψιμο καί τή φυγή. Σέ παρακώ νά παραδοθής άμέσως.» Καί ή φωνή του έσβησε. Ό εκφω­ νητής είπε : «Ακούσατε μιάν επείγουσα έκκλησι τού κ.Κάρλτον.Τώρα ειδήσεις...» Ό Στήβ έμεινε άσάλευιος κυττάζοντας τό ραδιόφωνο. Ξαφνικά ή Ντόττυ τόν έπιασε άπό τό μπράτσο. —Δέν φαντάζομαι νά τούς πιστέψης !, φώναξε. Δέν θά μέ εγκατά­ λειψης 1 Τά χείλη της έτρεμαν άπό τόν φόβο. Αυτός είπε : —Δέν θά σέ έγκαταλείψω. Σκέπτο­ μαι άπλώς. ’Άκουσε : Ό Μούτ δέν ήταν μεγαλοφυια... ήταν μόνο μιά πονηρή παχειά άλεπού. Μά ή Εται­ ρία Πτωμάτων χρειαζόταν μιά μεγαλοφυΐα. Καί... θυμάσαι ; μού εΐπες δτι ό Μούτ πάντα έφυγε καί ξαναγύριζε μέ καινούργιες ιδίες. Ποιος ήταν ό Εγκέφαλος πού τού έδινε τις ιδέες ; Ποιος ήθελε νά μείνω στό


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Λιμάνι Άναπαύσεως ; Ποιός ήξερε δτι άπεχθανόμουν τά πτώματα καί ολόκληρη αύτή τή δουλειά ; Ποιός ή­ ξερε δτι σπάνια θά κατέβαινα στην αίθουσα με τά πτώματα ; Ποιός ή­ ξερε, μ’ άλλα λόγια, δτι ήμουν τό καταλληλότερο πρόσωπο για δλη ε­ κείνη τή σκευωρία ; Τήν κότταξε μέ μάτια πού άστρα­ πταν. —Ή άπάντησις σ’ αυτές τις ερω­ τήσεις, γλυκειά μου είναι ένας δικη­ γόρος, πού λέγεται Κάρλτον Σώ καί πού τή φωνή του άκούσαμε στό ραδιόφωνο να μέ συμβουλεύη να κόψω τόν λαιμό μου. ,=|μη^ _____

2·!τήν ταραχή ,ντου, ό Στήβ ]άνωρθώθηκε. Κάθησε δμως αμέσως, ζαλισμένος, έμεινε για με­ ρικές στιγμές άκίνητος κι’ έπειτα ση­ κώθηκε πάλι, μέ επιτυχία αύτή τή φορά. —Πόσα λεφτά έχουμε ; ρώτησε. — Τέσσερα δολλάρια. Ό Στήβ κύτταξε τό άξύριστο πρόσωπό του στόν καθρέφτη. — Ντόττυ, χρειάζομαι μια ξυρι­ στική. μηχανή καί τροφή! Πεθαίνω άπό τήν πείνα ! Γρήγορα, Ντόττυ. "Όταν ή Ντόττυ ξαναγύρισε, ό Στήβ άρχισε νά τρώη, καθώς ξυρι­ ζόταν, τρώγοντας καί λίγη σαπουνάδα μαζί μέ τό σαλάμι. "Αφησε ένα λεπτό μουστακάκι, πού δεν τό είχε πριν τό πρόσωπό του εΐχε τήν εκφρασι ενός ανθρώπου πού είχε ζήσει για πολλά χρόνια μέσα σέ μια υγρή σπηλιά. Ξαφνικά, ή Ντόττυ φώναξε : —Στήβ... Στήβ, έλα γρήγορα εδώ ! Ό Στήβ γύρισε άπότομα. Τό κο­ ρίτσι στεκόταν στό παράθυρο καί τό πρόσωπό της ήταν συσπασμένο. —Αυτός ό άνθρωπάκος εκεί κά­ τω... Εΐναι ό τυφλός γιατρός !, ψι­ θύρισε. Εκείνοι οί άλλοι... Δέν χρειάστηκε νά συμπληρώση τή φράσι της. Ό Στήβ είδε τό αστυ­ νομικό αυτοκίνητο καί εΐδε τούς δυό άντρες... δυό μεγαλόσωμους γερο­ δεμένους άντρες. "Ερχονταν στό ξενοδοχείο μέ τόν τυφλό γιατρό. Τά λόγια τής ραδιο­ φωνικής εκπομπής ήρθαν στό μυαλό

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ του : «Οί γιατροί καλούνται νά ανα­ φέρουν άμέσως...» —Ντόττυ, ψιθύρισε ό Στήβ κυττάζοντάς την μέσα στά γαλανά μά­ τια της, έμπιστέψου με καί πίστεψέ με. Δέν φεύγω γιά νά σέ έγκαταλείψω. 'Ό,τι κΠ άν συμβή, θά ξαναγυρίσω. Μέ πιστεύεις ; Αύτή έσφιξε τό πρόσωπό της μέ: τις παλάμες της κυττάζοντάς τον, — Που θά πας ; ρώτησε σιγανά. —Στού Κάρλτον Σώ. ’Άν πέφτω· έξω... θά δούμε τί θά γίνη... "Ερ­ χονται. Μείνε εδώ καθυστέρησέ τους. Πές τους... πές τους δτι σέ έγκατέλειψα. Πές τους δτι πήγα στή Βοστώνη... —’Ώ, Στήβ ! Φοβούμαι. Ύποσχέσου... — Υπόσχομαι, Ντόττυ. Καί, πριν καταλάβη κι’ ό ίδιος τί συνέβαινε, τήν φίλησε. "Ανοιξε τήν πόρτα καί ακούσε βήματα νά ανε­ βαίνουν βαρειά τή σκάλα. Πέρα ά­ πό τή σκάλα, ό διάδρομος έκανε μιά στροφή. Γοργά καί αθόρυβα, ό Στήβ πήγε καί κόλλησε στόν τοίχο, πίσω άπό τή στροφή. "Ακούσε τά βήματα νά μπαίνουν στόν διάδρομο. — Αύτή είναι ή πόρτα, είπε μιά φωνή ήρεμα. "Ακούσε τήν τρεμάμενη φωνή τής Ντόττυ νά τούς ρωτάη τί ήθελαν. Ή πόρτα έκλεισε. Ό Στήβ κατέβηκε γοργά τή σκά­ λα καί βγήκε άπό τό ξενοδοχείο περπατώντας αργά. "Ενας αστυφύλακας μέ στολή στεκόταν κοντά στό αστυνομικό αυ­ τοκίνητο. Ό Στήβ τόν προσπέρασε κι’ έστριψε στήν πρώτη γωνία. Τό βράδυ είχε αρχίσει νά πέφτη... -


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΣ I "Ήταν πιά νύχτα, δταν ό Στήβ βγήκε οπτό τον ύπόγειο σιδηρόδρομο, στό Μπρούκλυν, τρία τετράγωνα άπό τήν πολυτελή πολυκατοικία, δπου εμενε ό Κάρλτον Σώ. Μπήκε σ’ ένα μπάρ, απέναντι στήν πολυκατοικία, καί τηλεφώνησε στό διαμέρισμα του Σώ. Δέν πήρε άπάντησι. Αναστέναξε μέ άνακούψισι καί διέσχισε τον δρόμο. Αναγκάστηκε νά περάση τρεις φορές μπρος άπό τήν πόρτα του κτιρίου, ώσπου καί οί δυο άνελκυστήρες άρχισαν νά άνεβαίνουν άπό τον προθάλαμο, συγ­ χρόνως. Ό Στήβ διέσχισε γοργά τόν προ­ θάλαμο μέ τό παχί χαλί καί άνέβηκε τή σκάλα. Ό διάδρομος του εβδόμου πατώ­ ματος ήταν άδειος καί σιωπηλός. Ή πόρτα του Σώ ήταν κλειδωμένη. Ό Στήβ δέν έχασε τόν καιρό του μαζί της. Πήγε στή σκάλα κινδύνου καί βγήκε σέ μια μικρή ταράτσα, έξω ά­ πό τό σαλόνι του Σώ. Οι πόρτες- τής ταράτσας πρός τό σαλόνι ήσαν κλει­ δωμένες, μά τό παράθυρο του λου­ τρού ήταν άνοιχτό καί ό Στήβ μπή­ κε άπό εκεί στό σκοτεινό διαμέρισμα. Ό ώμος του πονουσε τρομερά καί σταγόνες ίδρωτα άναπήδησαν στό μέτωπό του. Τό ήρεμο τίκ-τάκ ενός ρολογιού ήταν ό μόνος ήχος μέ­ σα στό διαμέρισμα. Κινήθηκε πρός τήν κουζίνα καί ά­ ναψε τό φως. Βρήκε ένα σφυράκι μέ τό όποιο έσπαζαν πάγο. ΤΗταν δτι τού χρειαζόταν. Μιά στιγμή άργότερα, άκουσε έ­ να κλειδί νά τρίζη στήν κλειδαριά τής εισόδου. "Εσβησε τό φως καί χώθηκε σέ μιάν> ιματιοθήκη, στό βά­ θος τής κουζίνας. "Ακούσε βήματα. "Επειτα, μουσι­ κή ραδιοφώνου γέμισε τό διαμέρισμα. Τά βήματα κατευθύνθηκαν πρός τήν κουζίνα καί τό φώς άναψε, Ό Στήβ κράτησε τήν άνάσα του καί ε­ τοίμασε τό σφυρί. ’Από τή χαραμάδα τής πόρτας εί­ δε τόν Κάρλτον Σώ νά χτυπά άφη-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45 ρημένος ένα τσιγάρο επάνω στό τζαμάκι τού ρολογιού τού χεριού του. Στό πρόσωπό του ύπήρχε ένα ήπιο συνοφρύωμα καί τά άριστοκρατικά γκρίζα φρύδια του ήσαν ζαρωμένα ελαφρά επάνω άπό τή μύτη του. Δέν φαινόταν σαν ό Εγκέφαλος τής Εταιρίας Πτωμάτων, σκέφτηκε άνήσυχα ό Στήβ. Φαινόταν σάν ένας συντηρητικός, μεσόκοπος άντρας, πού γύριζε σπίτι του έπειτα άπό ένα κα­ λό γεύμα σ’ ένα καλό εστιατόριο, θά άκουγε μιά ώρα κλασσική μου­ σική καί θά έπεφτε στό κρεββάτι πριν άπό τις δέκα. Καί τότε τό τηλέφωνο κουδούνι­ σε καί ολόκληρη ή έκφρασις τού Κάρλτον Σώ άλλαξε.

Τ* γκριζωπά μά­ τια του άστραψαν. Τά χαρακτηριστι­ κά του έγιναν τραχειά. Γύρισε γοργά καί μπήκε στό σα­ λόνι. — Ναι; είπε. "Ω, ό επιθεωρητής Γουώρεν. Ναι, έπέστρεψα άκριβώς αύτή τή στιγμή. Τί ; Βρήκατε τό δω­ μάτιο δπου έμενε; Περίφημα. Τί; Μιά υγρή ξυριστική μηχανή; Τότε ή­ ταν έκεΐ λίγες ώρες πριν ! 'Ένα κορί­ τσι ; "Ω, λυπούμαι μαθαίνοντας δτι. κΠ άλλο πρόσωπο εΐναι άνακατεμένο στήν ύπόθεσι. Ναι, είμαι στή διάθεσί σας. θά πλαγιάσω τώρα, μά τη­ λεφωνήστε μου μόλις μέ χρειαστήτε. Καληνύχτα. Ό Σώ κρέμασε τό άκουστικό καί καί έσβησε τό ραδιόφωνο. Ό Στήβ τόν άκουσε νά άφήνη ένα σιγανό σφύριγμα έκπλήξεως κΓ έπειτα νά προχωρή πρός τήν έξοδο. Ή πόρτα άνοιξε κΓ έκλεισε πάλι.


ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

46 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» «Αυτός ό δρόμος δεν όδηγεϊ ατό κρεββάτι I» σκέφτηκε μέ ταραχή ό Στήβ. Έτρεξε στην πόρτα του διαμερί­ σματος καί την άνοιξε. Είδε τόν Σώ, δυό πατώματα κάτω, νά κατεβαίνη τη σκάλα μέ προφυλάξεις, τόν είδε νά κοντοστέκεται στον θάλαμο του ισογείου καί τέλος νά βγαίνη γοργά. Ό Στήβ έρριξε τις προφυλάξεις στον άνεμο. Ρίχτηκε ξοπίσω του. Καθώς διέσχιζε τόν προθάλαμο, έ­ νας άνελκυστήρας άνοιξε κι’ ένας γκρούμ βγήκε έξω. "Οταν άντίκρυσε τόν Στήβ, γούρ­ λωσε τά μάτια του καί τό στόμα του σχημάτισε ένα σιωπηλό «Ο». Τήν επόμενη στιγμή, ό Στήβ είχε βρεθή στόν δρόμο καί περπατούσε γοργά πίσω άπό τόν δικηγόρο. Ό Σώ προχώρησε γιά δέκα τε­ τράγωνα, έστριψε δεξιά, έστρεψε α­ ριστερά καί μπήκε στήν Όδό Μούλτον, πίσω άπό τό Λιμάνι Άναπαύσεως. Έκεΐ, μπήκε σ’ ένα έρημο, παλιό σπίτι, δίπλα στο κατάστημα μέ τις περούκες, καί άκολούθησε τή σκάλα πού ώδηγούσε στό υπόγειο. Μέσα στή νύχτα, υψώθηκε πάλι τό ουρλιαχτό, μιας σειρήνας. Ό ήχος αυτός έκανε τά πλευρά τού Στήβ νά συσπαστούν. Έταν σάν ένα άγριο τραγούδι πού τόν ακολου­ θούσε δπου κι* άν πήγαινε. Πλησία­ σε περισσότερο, γουργούρισε, μισόσβησε καί υψώθηκε πάλι. Ό Στήβ κατέβηκε τά σκαλοπά­ τια σιωπηλά κι’ έσπρωξε μ'ά πόρτα, πού υποχώρησε πρός τά μέσα. Τήν έκλεισε πίσω του κι’ έστησε τό αύτί του. Τό υπομονετικό ροκάνισμα ενός ποντικού ήταν ό μόνος ήχος μέσα στό κτίριο. "Αγγιξε μέ τό ένα του χέρι τόν τοίχο, ενώ μέ τό άλλο έσφιγγε τό σφυρί τού πάγου. Βρήκε μια στροφή τού τοίχου καί μια κλειστή πόρτα. "Εστησε πάλι τό αύτί του καί άκουσε μιά φωνή —τή φωνή τού Σώ—νά μιλά μακρυνή καί αξεχώριστη, πίσω καί κάτω άπό τήν πόρτα. Σιγά —σιγά, ό Στήβ άνοιξε τήν πόρτα.

ο Έ*1να γκρίζο ημίφως ερχόταν άπό τό σκοτάδι ένός ύπογείου. Σάπια σκαλοπάτια άρχιζαν άπό τήν πόρτα, δπου στεκόταν, καί κατέβαιναν ώς τό έδαφος τού ύπογείου. Πιό πέρα, μιά μεγάλη σκου­ ριασμένη θερμάστρα διακρινόταν α­ νάμεσα σέ στάχτες καί σωρού ά τό κάρβουνο. Στό βάθος τού υπογείου, ένα φα­ νάρι ήταν άκουμπημένο χάμω κι’ έρριχνε ίσκιους στους τοίχους, κα­ θώς ό Σώ πηγαινοερχόταν. Ζαρωμένος παράξενα στό πάτωμα ήταν ό Μούτ. "Εμοιαζε σάν ένας άνθρωπος—κτήνος, πού συσπώταν στα πόδια τού θεού του. Τά χέρια του καί τά πόδια του ήσαν δεμένα πίσω του καί γύρω άπό έναν στύλο, πού υποστήριζε τό ταβάνι. Ένα βρώ­ μικο κουρέλι φίμωνε τό στόμα του. Τό πρόσωπό του ήταν άξύριστο, χλωμό καί ίδρωμένο. Τά μάτια του προεξείχαν καί μιλούσαν μέ δλη τήν εύγλωττία τού τρόμου, μολονότι τά χείλη του έμεναν σιωπηλά. Ό Σώ δέν φαινόταν νά τόν προσέχη καθόλου. Έψαξε σ’ ένα σωρό άπό σκουπίδια κι’ έβγαλε ένα δέμα τυλιγμένο μέ εφημερίδα. Φόρεσε έ­ πειτα ένα ζευγάρι γκρίζα γάντια καί άνοιξε τό δέμα. Ένα σκαλοπάτι, δυό, τρία, ό Στήβ άρχισε νά κατεβαίνη. Είχε πάψει νά άνασαίνη, Έταν σάν νά περπατούσε επάνω σ’ ένα τεντωμέ­ νο σύρμα, μέ τήν άβυσσο κάτω άπό τά πόδια του. Δέν τολμούσε νά κυττάξη κάτω. Άπό τό δέμα, ό Σώ έβγαλε ένα πιστόλι μέ σπασμένη τήν άκρη τής λαβής του. Έταν τό πιστόλι πού ό πατέρας του είχε χαρίσει κάποτε


ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47

στόν Στήβ. Τώρα βρισκόταν μπροστά στη συσπώμενη μορφή του Μούτ. Αυτή ή σκυθρωπή σκηνή είπε στόν Στήβ όλα όσα είχαν συμβή καί όλα όσα έπρόκειτο να συμβουν. "Ηξερε τώρα ότι ό Μούτ είχε πάει στόν Σώ καί του είχε πή αυτά πού είχαν συμβή σχετικά με τό πτώ­ μα τής ’Έϊντζελ Γκόλντεν. Ό Σώ, κρίνοντας ότι τό παιχνίδι είχε πιά πάρει τέλος, είχε σίγουρα χτυπήσει τόν Μούτ στό κεφάλι και τον εΐχε κρύψει σ’ αυτό τό υπόγειο. Καί τώ­ ρα θά τόν σκότωνε μέ τό πιστόλι του Στήβ, ενοχοποιώντας τόν τελευ­ ταίο καί διώχνοντας μακρυά άπό τόν εαυτό του κάθε ενδεχόμενη υποψία.

Ο

κοντά καί σώπασε, ενώ τά φρένα ε­ νός αυτοκινήτου ξεφώνιζαν. Ό Σώ γύρισε απότομα τό κεφάλι του πρός τή σκάλα. Αύτή ή διακοπή έσωσε γιά εκείνη τή στιγμή τή ζωή τού Μούτ. Ή σφαίρα δέν τρύπωσε τό μέτωπό του. ’Έξησε τό μάγουλό του καί τό αύτί του καί τό αΐμα μούσκεψε τό κουρέλι πού φίμωνε στό στόμα του. Μά δέν έχασε τις αισθήσεις του. Τά μάτια του, γεμά­ τα τρόμο καί άπόγνωσι, περίμεναν τή σφαίρα τού θανάτου.

ΣΩ μίλησε άτρομοκρατημένο

ποτεινόμενος στόν Μούτ : —Αυτό μου είναι δυσάρεστο, σέ διαβεβαιώ. Δεν θά άναγκαζόμουν νά τό κάνω, άν άκολουθοϋσες τις οδηγί­ ες μου. Σοϋ είχα τονίσει ιδιαίτερα : Όχι περισσότερες άπό μιά δουλειά τό μήνα. Μά εσύ ήσουν άπληστος. Δεν σου έφτανε αύτό. Φανταζόσουν ότι δεν θά σ’ έπιαναν... θέλω νά σου πώ, Μούτ, ότι δεν σέ προδίδω σκοτώνοντας σε. Έσμ μέ πρόδωσες. Πόσες δουλειές έχεις κάνει χωρίς νά μου πής τίποτα ; Πάρε τό παράδει­ γμα τής ’Έϊντζελ ! Δέν μου είχες πή τίποτα γι’ αυτήν. Πάντως λυπούμαι. Όπως σοϋ είπα, αύτό είναι δυσάρε­ στο. Μά καί άναπόφευκτο. Ό Στήβ προχωρούσε τώρα κατά μήκος, τού τοίχου όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ό Μούτ προσπαθούσε νά σπάση τά δεσμά του. Τά μάτια του γίνονταν όλο καί πιό μεγάλα, καρφω­ μένα στό μουσούδι τού πιστολιού, λες καί προσπαθούσε νά τό υπνώτι­ ση καί νά τό κάνη νά μήν πυροβολήση. Ό Σώ έβηξε ευγενικά καί σήκω­ σε τό πιστόλι, σκοπεύοντας μέ τήν α­ δεξιότητα ενός κοριτσιού, πού έπια­ νε πρώτη φορά πιστόλι. Ό Στήβ κατάλαβε ότι δέν θά έ­ φτανε έκεΐ εγκαίρως γιά νά τόν έμποδίση. Καί τότε, ακριβώς τή στιγμή πού τό δάχτυλό του πίεζε τή σκαν­ δάλη, μιά σειρήνα ούρλιαξε κάπου

®Λά ό Σώ εΐχε δή τήν άνοιχτή πόρτα, στό επάνω μέρος τής σκάλας. Ό Στήβ εΐδε τό πρόσω­ πό του νά αλλοιώνεται. Μιά έκφρασις φόβου καί λύσσας απλώθηκε στά χαρακτηριστηκά του. Κύτταξε πάλι τήν ανοιχτή πόρτα κι’ έπειτα τά μάτια του άρχισαν νά κινούνται κυκλικά, ψάχνοντας τά σκοτάδια τού ύπογε'ου. Ό Στήβ ρίγησε. Δέν προλάβαινε νά φτάση τόν Σώ, πριν αυτός πυροβολήση. Προλάβαινε όμως νά φτάση τό φανάρι. Καί τότε έκανε δυό πράγματα τήν ϊδια στιγμή. Πέταξε τό σφυρί του καί πήδησε πρός τό φανάρι. Τό σφυρί έξησε τόν κρόταφο τού Σώ. Ό Σώ φώναξε διαπεραστικά κι* έπειτα πυροβόλησε στά τυφλά. Ό Στήβ κλώτσησε τό φανάρι καί τό υπόγειο βυθίστηκε στό σκοτάδι. Ό Στήβ σκόνταψε, έπεσε καί άφη­ σε τό κορμί του νά κυλήση. Τό πι­ στόλι γάβγισε πάλι άγρια. Ό Στήβ έμεινε γιά μιά στιγμή άκίνητος κι* έπειτα άρχισε νά σέρνεται επάνω στό βρώμικο έδαφος.


48

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΣΤΟ

ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

Ένα δυναμικό ανάγνωσμα γεμάτο δράσι, μυστήριο, περι­ πέτεια καί αινίγματα

Θ Α Ν ΘΑΝΑΤΟΣ Τ

Ο Σ 'Όπου οί σκοτεινές δυνά­ μεις του υποκόσμου καί οί φω­ τεινές δυνάμεις του δικαίου διε­ ξάγουν έναν εξοντωτικό πό­ λεμο !

’Άν οί αστυνομικοί άκουγαν, τουλάχιστον, τούς πυροβολισμούς ! ’Άν έμπαιναν καί άκουγαν τήν ιστο­ ρία, πού είχε νά πή ό Μούτ ! Κι’ άλλες σειρήνες ούρλιασαν μέσα ατούς δρόμους. Άγρια σφυροκοπήματα άρχισαν. Φαίνονταν νά έρχωνται από τό διπλανό κατάστημα μέ τις περούκες καί τις κέρινες κούκλες. ’Άν μπορούσε νά τόν κάνη νά πυ­ ροβόληση πάλι, θά τόν άκουγαν! Έβγαλε ένα νόμισμα άπό τήν τσέπη του καί τό πέταξε μέσα στό σκοτάδι. Τό νόμισμα κουδούνισε μά δεν άκούστηκε κανένας πυροβολισμός. Ό Σ<2> καταλάβαινε πώς δεν έπρε­ πε νά πυροβολήση. Καταλάβαινε ότι

ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ δέν έπρεπε ή αστυνομία ν ά β ρ ή ζωντανό τόν Μούτ 1 Ό Στήβ ένοιωσε τό αΐμα του νά παγώνη. Μέ τόν Μούτ νεκρό, δέν εί­ χε καμμιάν ελπίδα σωτηρίας. ’Άν ό Σώ σκότωνε τόν Μούτ, οί άστυνομι#κοί δέν θα πίστευαν ποτέ... Καί τότε ένα σπίρτο άναψε μέσα στό υπόγειο, φωτίζοντας τήν περίτρο­ μη ματωμένη μορφή του Μούτ. Αυτό ήταν ένα άπεγνωσμένο παιχνίδι γιά τόν Σώ. Ό Στήβ ώρμησε εναντίον του μέ άπόγνωσι πού δέν ήταν μικρότερη. Τό πιστόλι γάβγισε άκριβώς τή στιγμή πού τό κεφάλι του Στήβ συ­ νάντησε τό κορμί τοΟ άλλου. Ό Στήβ άκουσε τόν άέρα νά βγαίνη εκρηκτι­ κά άπό τό στήθος του Σώ, ενώ ό δι­ κός μου ώμος μούδιαζε καί πονοϋσε. Έπεσαν χάμω σέ μιά μάζα χερι­ ών, ποδιών καί σωμάτων καί τό σπίρ­ το έσβησε. Ό Στήβ πολεμούσε στά τυφλά προσπαθώντας νά άρπάξη τό ώπλισμένο χέρι του Σώ. Ιβ^αφνικά, ένα κύ­ μα εκτυφλωτικού φωτός ξεχύθηκε στη σκάλα. Μορφές ώρμησαν μέσα στό υπόγειο. Μιά πνιχτή κραυγή βγήκε άπό τό λαρύγγι του Σώ, καθώς άνωρθωνόταν καί κυτταζε γύρω. Αυτός κι’ ό Στήβ κύτταξαν συγ­ χρόνως προς τόν άνθρωπον, πού ή­ ταν ή σωτηρία τους ή ό θάνατός τους. Ό Μούτ ήταν συσπασμένος ακό­ μα, ματωμένος άκόμα, μά καί ζων­ τανός άκόμα I Ό Στήβ θέλησε νάξεφωνήση άπό χαρά. Ό Σώ άρπαξε τό πιστόλι άπό χά­ μω. Ένας άστυφύλακας φώναξε. Ό Στήβ φώναξε. Μά ό Σώ ήταν νικημέ­ νος καί τό ήξερε. 'Η κάννη του πι­ στολιού χώθηκε μέσα στό στόμα του. Έκλεισε τά μάτια του. Ιδρώτας κα­ τέβαινε στό άριστοκρατικό ιτρόσωπό του. Τράβηξε τή σκανδάλη. Τίποτα δέν συνέβη. Άνοιξε τά μάτια του καί τράβηξε τό πιστόλι ά­ πό τό στόμα του. Μιά έκφρασις απί­ στευτης φρίκης απλώθηκε στό πρόσω­ πό του. Τράβηξε πάλι τή σκανδάλη. Τό πιστόλι ήταν άδειο. Στριφογύρισε σάν παγιδεμένο ζώο πού ζητούσε νά ξεφύγη. Αστυνομικοί


■ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ στέκονταν ολόγυρα. Κινήθηκε πρός τό μέρος του. Ό Σώ δοκίμασε νά διά­ σπαση τις γραμμές τους, μά τον έ­ σπρωξαν κι* αυτός τρέκλισε και κόλ­ λησε την πλάτη του στον τοίχο. "Επειτα, σαν ένα τρομαγμένο κο­ ρίτσι, σκέπασε άρνά τό πρόσωπό του με τις παλάμες του καί άρχισε νά κλαίη μέ απεγνωσμένη μανία. Κι* αυτό ήταν χειρότερο παρά άν είχε τινάξει τά μυαλά του στόν αέρα. Γιατί εκεί στεκόταν τώρα ό άνθρω­ πος πού ήταν ό Εγκέφαλος. Στεκό­ ταν εκεί, μην μπορώντας νά γλυτώ•ση ούτε μέ έναν θάνατο. Καί τό ή­ ξερε αυτό. ΚΓ αυτό ήταν εκείνο πού εκανε τον Στήβ νά πιστέψη, καθώς τον κύτταζε, ότι ό φριχτός εφιάλτης είχε άρχίσει πια νά παίρνη τέλος. θά γίνονταν άνακρίσεις καί ώρες (θά περνούσαν, μά όταν οί άνακρίσεις θά τελείωναν καί οί ώρες θά έπαιρ­ ναν τέλος, ό Στήβ θά ήταν πάλι ε­ λεύθερος νά περπατήση στούς δρό­ μους...

.^^.ύτό ακριβώς έ■γινε. Όλόκληρη τή νύχτα κΤ όταν έπειτα ξημέρωσε, οί ώρες περνούσαν καί σιγανές φωνές έψαχναν νά βρούν τά νήματα τής άλήθειας. Τά φώτα έ­ καιγαν όλόκληρη τή νύχτα κΓ έμει­ ναν ξεχασμένα όταν ό ήλιος άνέτειλε. Μά ό Μούτ δέν ήταν νεκρός καί μίλησε. Μίλησε, γιατί δέν είχε πιά καμμιά ελπίδα καί γιατί μισούσε τόν Σώ τώρα. Καί ό Σώ μίλησε, γιατί ήθελε νά έρθη πιό σύντομα ό θάνατος. Μίλησαν καί είπαν πώς είχαν συλλάβει την ιδέα τής Εταιρίας Πτωμά­ των ένα καλοκαίρι, πολλά χρόνια

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

49

πριν, όταν ό πατέρας τού Στήβ βρι­ σκόταν στήν έξοχή. Είπαν πώς ή Εταιρία Πτωμάτων είχε έξελιχθή 'μέ τό πέρασμα τού και­ ρού καί πώς ό πατέρας τού Στήβ εί­ χε αρχίσει νά ύποψιαζόταν. Καί εί­ παν πώς τόν είχαν σκοτώσει. Τόν εί­ χαν ρίξει άπό τή σκάλα αφού πρώτα τού είχαν σπάσει τό κεφάλι. Είπαν επίσης ότι είχαν πλαστο­ γραφήσει μιά διαθήκη του μέ τόν σκοπό νά κρατήσουν τόν Στήβ στο Λιμάνι Άναπαύσεως καί νά κάνουν έτσι τή δουλειά τους. 7Ηταν προχωρημένο τό άπόγεμα όταν οί τελευταίες λεπτομέρειες κα­ θαρίστηκαν καί ό επιθεωρητής βγήκε στόν διάδρομο μέ τόν Στήβ. — θέλω νά σάς ζητήσω συγγνώμη, μά νομίζω ότι καταλαβαίνετε, είπε ό επιθεωρητής. Δέν θά συνεχίσετε τό επάγγελμα τού εργολάβου κηδειών ; — "Οχι, εΐπε ό Στήβ χαμογελών­ τας. Δέν ξέρω τί θά κάνω,. μά ξέρω τό εξής : ή δουλειά πού θά κάνω δέν θά έχη σχέσι μέ πτώματα. —Καί κάτι άλλο, είπε ό έπιθεωρητής. Γιά τήν Ντόττυ... —Ναί ; είπε ό Στήβ γυρίζοντας απότομα. — Μίλησα μέ τόν δικαστή Μπάνιστερ. θά τήν χρησιμοποιήση άπλώς ώς μάρτυρα κατηγορίας. Μίλησα μα­ ζί της, ξέρετε, καί τήν πιστεύω, θέ­ λω νά ξέρω άν θά δεχόσαστε νά έγγυηθήτε γι’ αυτήν καί... Ό Στήβ χαμογέλασε. — Ευχαριστώ πολύ, σέρ. Σταμάτησαν μπροστά σε μιά πόρ­ τα. — Περιμένει νά σάς δη, είπε ό επι­ θεωρητής. Καλή τύχη, Στήβ. Χάρηκα

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρηστός Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» που δεν μας δόθηκε ή ευκαιρία να σάς πυροβολήσουμε. 'Ό Στήβ άνοιξε την πόρτα καί την ξανάκλεισε πίσω του. Ή Ντόττυ γύ­ ρισε από τό παράθυρο, όπου στεκό­ ταν. Ό ήλιος έλαμπε ζωηρά επάνω στά χρυσά μαλλιά της. Καθώς τον κύτταζε, τα μάτια της ήσαν καθαρά καί γαλανά καί έψα­ χναν τά δικά του για να δοϋν τί σκεπτόταν.

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ Ό Στήβ σκεπτόταν πόσο άδεια ή­ ταν ή ζωή του ώς τότε. Σκεπτόταν ότι, πριν άπό τή Ντόττυ, κανένας δεν του είχε δείξει τόση άφοσίωσι καί τόση στοργή. Προχώρησε πρός τό μέρος της, καί εΐπε εκείνο πού αύτή ήλπιζε. Εΐπε :: —Σ’ αγαπώ. ΤΕΛΟΣ

ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΟΥ -ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΝ, Καλλιθέα : Σάς παραπέμ­ πω στην άνακοίνωσι πού δημοσιεύε­ ται στή σελίδα αύτή. Σάς έχω πι­ στώσει μέ 2.000 δραχμές. Γράψτε μου αν θέλετε απλώς τά εξώφυλλα ή προτιμάτε νά δέσουμε εμείς τούς τό­ μους σας.—ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΖΙΖΗΛΑΝ, Πειραιά : Σάς ταχυδρόμησα τά εξώ­ φυλλα των δυό πρώτων Βιβλίων του Μηνός.—ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΝ, Διόνυσον : "Ολα είναι σχετικά στον κόσμο αυτόν. Κάτι πού δεν βρίσκω καλό, εσείς μπορεί νά τό θεωρήτε εξαίρετο, Αυτά πού σάς έ­ γραψα γιά τά άστυνομικά ισχύουν καί γιά τά περιπετειώδη Αναγνώσμα­ τα. Ή γνώμη πού σάς έδωσα είναι εντελώς ειλικρινής καί φιλική καί δεν έμπνέεται άπό Αντιπάθεια. Μπορείτε νάρθήτε νά πάρετε τά χειρόγραφά σας.—ΙΩΑΝΝΗΝ ΣΑΜΙΟΝ, Αθήνας: Ευχαριστώ γιά τά καλά σας λόγια. Μου γράφετε ότι θαυμάζετε τις πε­ ριπέτειες του Ταρζάν, πού έχει δημο­ σιεύσει ή «Νυχτερίδα». Σάς πληρο­ φορώ ότι καί γιά σάς καί γιά όλους τούς λάτρες του Ταρζάν ό διευθυν­ τής μου ετοιμάζει μιάν εύχάριστη έκπληξι γιά τό προσεχές μέλλον.— Κ. Μ ΑΣΤΡΟΓΙ ΑΝΝΗΝ, Πειραιά» Τό

γράμμα σας ήταν τόσο κακογραμμέ­ νο, ώστε δεν μπόρεσα νά τό διαβά­ σω. Γράψτε μου καθαρώτερα ή ελάτε ό ίδιος νά μου πήτε τί θέλετε.— Ν. ΜΑΚΡΙΟΝΙΤΗΝ, "Ανω Σύρον: Μου γράφετε : «Ό Μυστικός Πράκτωρ 13 είναι ένα Αριστούργημα ανώτερο άπό τόν Ζορρό καί τόν Ταρζάν...» Τά ε­ ξώφυλλα του Ζορρό καί του Ταρζάν είναι έτοιμα καί στοιχίζουν χίλιες δραχμές τό καθένα. Γιά τις επαρχίες, επιβαρύνονται μέ 500 δραχμές γιά συσκευασία καί ταχυδρομικά. Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ Ή διεύθυνσις της ΝΥΧΤΕ­ ΡΙΔΑΣ πληροφορεί ότι τό δέ­ σιμο τών Βιβλίων του Μηνός στοιχίζει 2.500 δραχμάς. ΔΓ ό­ σους έχουν ήδη αγοράσει τά εξώφυλλα, τό δέσιμο στοιχίζει μόνον 1.500 δραχμάς.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓ ΝΩΣΤΑΣ ΤΗΣ




'ί,νΐ : •&Χ 0 ' ·5


V «

1

>■

'■*·,

ΕΒΔ0ΜΑΔΚΑ10 ΠΕΡ .I1 ΟΔΙιΚΟ ΠΟ Ι*Κ ΙΛΗΣ-ΥΑιΒΣ

* ϊ'ν .*-Ά

, ΓΡΑΦΕΙΑ: ΔΕΛΗιΓΙΏΡΓΗ 30 . Τ ·,' . _ρ ·■' ! * .V ' ΪΙ'· * V ^ ,·: , ©®«ίΦ®£ί®β®®®θ ΘΟΟ9©©*©Ο©©©®®0® ©Θ6®0θ®®ΘΘβ©®ΘΘ0θΟ©® ©® ® · © © @ © © © © © 0 © © Θ «>,® ® ® © Ο Κ '

4

' "

ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ: Στέλιος'^Ανεμοδουράς ·' ;"ΤΕ Υ Χυ> ;2>!;γ Ε

1 — ·,Λ*

“■>*· **·.> -γ*

Α ■·* * ■ · -ν^

•Λ

Γ

'

,5—4 ·" »■-<■· «*

[->

' '· +· ' , ' '*·. ■'■

■τ £££4 00 Μ £-4*4 ν' ^ : £ .** ' 1) - Τ.Ο, Α|ΙΝ(ΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣ ΣΑΡΏΝ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ύιΐόΤ Κω,ρ^ις ,Τ ' 1 ύττ^ ’Αγκάθά' Κ,ρίστι. Στη λ. 'Λ"· ' " . %*/ ·\ ,* 2) Ο ' Κ ΙΤΡ Ιι’ΝΟ'Σ » ΔΙΆΒΟΛΟΣ ύτϊό 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ, Μ) ΣΤΕ,Ρ ! Φάρζον. ' · ύ-π-ό Τζών Κ ρήιζεϋ,,- ' , 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ . ΠΟΥ ΠΙΕΘΑΝίΕ 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ Τ.ρΥ:Π£Τ'ΐ!ηΚΟ^^ΛΥ Γ ■ ΔΥΟ , ΦΟ 'Ρ.Ε Σ ύ π ό' ·’Ρ . ΜπτρΙγγέρ. ’;4 ύττό Λέσλι ^Τισάίρτρ.ς, "* " \ Τ* ϊ$· " 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ Ν*ΕΚ.ΡΟΚΕΦΑιΛΗ 16) ΚΑΛΠΑΖΟιΜα ΠΤΏΜΑΤΑ Οιΐτό ' ν ';ι6π0 Γουέϊμαν Τζόνς. 5 Σ τιουαρτ Σ τε,ρλ ιγ«χ. ■5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΈΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ 17) Τ0 ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ *’ - ,ΚΑΤΈΝίΆ ΝΌΜΙΣΜΑ ϋκό ΓουέϊΓ7 Τμΐϊν,^ΗΦΙιΣΊΑΣ, ύπό Θν Δρά- ■ μαν’ Τιζόας. ·Λ ' ’ >1<ου. 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ -ΤιΟΥ ΣΑΤΑΝΑ ’ ’- 'ύϊίό Μπερχέλεϋ Γιχ^αίη’ ιΐβ) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ^ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ >*» ύπό '·. Λ 7.χ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤθΫ ΜΑ Ρ Τ (* Τζών Μίλλερ. ο ·Γ , ΜΟΡ ύττό Μπερκέλεϋ Π/ορ'αίη.’ 19) Ο ΘΑΝΙΑΤριΣ γΟΟιΚΑΙιΝΕΤΑΙ- ύ-’ ... 3) Τθ 13ο· ΜΑΤΙ ύπ-ο Στη λ Τουΐντ. ττό Μτ'ΐλ. Ντσγικιαοτν. "'9) ΤΗ ΑΥΛΗ Τ&Ν ΝΕΚΡΏΝ ΓΎ- 20) Ο ΤΑΡ.ΖΑΝ’· ΚΑΙ ΓΗ ΘΕΑ ΚΟΡΑ, „ >ΝΑΙ(ΚΏΝ' ύτφ Ντάσιελ Χώμιμετ. £|·Γ:\ ’Έατγκιάο Ρ ά'ίς ΜπΙάΐρο:υς. 1>0) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ- 211) ιΕΙΝ. ΟιΝΟΜΑΤΙΓ ΤΡΥ ;ΝΙΟΜΟιΥ >·' ΜΑΣΟΥΝ υπό Γκέϊλ Γκάλλαγκερ. ΚΑΙ ΤΟΥΒΑΣ1Λ1ΕΏΣ, ύΐτηό 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟ'Κ,ΚιΙιΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ’ Τιζώνσον Μόαχ ! Κ 'ώλ λ εϋ. 22) ΠΕιΡ'ΙΠΙΟΛΟΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ ύπό Νίτέϋ Κέ\ν. 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ύτΐιό Τόυαττ. ί,_ ”·* ΣΟΥ! υπό ΝΦαΐη Κήν. -·, 23) ΘΑΝΑΤΟΣ, ύττα Ί&νχ, Μ'ιάρετ. ' ·-·' ,

- λ. ί:. Α' "Λ '

κ»

-η·: ΤΟΜΟΙ «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ»

Λ7 ’ 1

Γ Εντός ολίγον θά τεθοΟν είς την διάθεσιν τον αναγνωστικοί) κοι^ Γ νου, καλλιτεχνικά βιβλιοδετημένοι, οι τόμοι: '* ΠΡΩΤΟΣ (Τιενχη 1—4) ΔΕΥΤΕΡΟΣ (Τενχη 5—8) ; ΤΡΙΤΟΣ (Τενχη 9—12) . ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Τεύχη 13—16) ,ν ΠίΕΜΠΤΟ’Σ' ■'Τ Τιεήχη 17—20)

"Λ-

.,··(■ $·

ή ι-

^-1

V

Ο , ·,!-4

α

,

*®·

·ν ·Κ·

ΙΟ ΒIΒ Λ !θ;ί IΟΥ» Μ Η Ν Ο Σ

>

Γ^!%.

V -

ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ | ■

Ο ΘΜΜήΤΘΣ

>■'·

Τ0Υ

&ΟΡΡΟ

·«· >

<■>· ■> ·

2) Ο ■·. #ν ■•-•Τ- .·./I."

4.'

7ΑΡΖ&Ν ΜΑΙ Οϊ ΤΙΓΡΙΣ ■;4- •·'/

13 υ * Λ ϊ ίτ ν ^ ^ΟΐΜΟΪ & ΤΟΥ ΒΑ&ΙΑΕ513. 1ε Β' «,

£

η

'ι <

4

I ϊ

•■

'ί

ι- Α

I

Τ* ■

!

τ:


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ “ΜΑΜΠΑ,, ύ τι ό ΕΝΤΓΚΑΡ ΟΥΑΛΛΑΣ. (Συνέχεια από τό προη­ γούμενο καί τέλος) Ή Μιραμπέλλα προσπάθησε νά την παρηγόρηση καί νά τήν καθησυχάση. Ή Άννα κάθησε βογγώντας α­ παίσια. Ή Μιραμπέλλα κάθησε κον­ τά της καί τήν χάϊδευε καί τήν παρη­ γορούσε, προσπαθώντας νάτήνκαθησυχάση. Πέρασε μισή ώρα. Ή μακρύτερη καί τρομερώτερη μισή ώρα άπ’ όσες είχε ζήσει ή Μιραμπέλλα. Καί τότε ακούσε έναν ελαφρό θό­ ρυβο. Φαίνεται πώς τόν ακούσε καί ή ’Άννα, μολονότι δεν εΐχε πλήρη χρήσι τών αισθήσεών της, γιατί μισάνοιξε τά μάτια της, άγκάλιασε τρελλά τήν Μιραμπέλλα καί άνακάθησε πά­ νω στό κρεββάτι. —’Έρχεται, είπε τόσο χλωμή ώ­ στε καί τά χείλη της άκόμα άσπρι­ ζαν. ’Έρχεται... ό δολοφόνος έρχε­ ται !.. —Για όνομα του θεού !, τής είπε ή Μιραμπέλλα. Μήν μιλάς έτσι. ά κΓ ή ϊδια πήγαινε νά τρελλαθή από τό φόβο της. ’Έξαφνα ακόυσαν στό άλλο δω­ μάτιο του υπογείου, πού συγκοινω­ νούσε μέ τήν έξοδο, ελαφρό θόρυβο βημάτων. Ή Μιραμπέλλα κάρφωσε τά μά­ τια της επάνω στήν πόρτα. Άπό τήν ψυχική κόπωσι, άπό τις τόσες συγκι­ νήσεις, ήταν έτοιμη νά λιποθυμήση. Ή πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά. Πρώ­ τα φάνηκε ένα χέρι καί έπειτα τό πρόσωπο του Γκούρτερ, όχι ολόκλη­ ρο. Ό Γερμανός τήν κύτταξε παρά­ ξενα μέ τά άλλοίθωρα μάτια του.

Μ

Δεν εΐχε γένια, ούτε φορούσε περρούκα. Είχε περάσει τό βρώμικο κα­ θημερινό σακκάκι του πάνω άπό τό άσπρο πουκάμισο, δίχως κολλάρο. —Εσένα θέλω, είπε τής Μιραμπέλλας. Ή γλώσσα της κόλλησε στον ούρανίσκο της. Δεν μπορούσε ν’ άρθρώση λέξι. —"Ομορφη μου κοπελλίτσα ! Εσέ­ να θέλω, πιτσουνάκι μου, είπε ό Γκούρτερ. Ή Μιραμπέλλα είχε χάσει κάθε συναίσθησι τού περιβάλλοντος καί τόν κύτταζε σάν υπνωτισμένη. Ξαφνικά χύμηξε επάνω του μέ λύσσα. Τού γρατζούνισε τό πρόσωπο μέ τά νύχια καί προσπαθούσε νά τόν στραβώση. Τότε ό Γκούρτερ σήκωσε τό χέρι νά τήν χτυπήση. Ή Μιραμπέλλα έκλεισε τά μάτια. Στό μεταξύ όμως ή ’Άννα, χλωαή σάν πεθαμένη, έτρεξε κοντά στη θερ­ μάστρα, άρπαξε ένα σιδερένιο εργα­ λείο, πού τό χρησιμοποιούσαν γιά τσιμπίδα καί χτύπησε τόν Γκούρτερ. Ό Γκούρτερ άπέφυγε τό πρώτο χτύπημά της. Ή ’Άννα τότε έρριξε τό σίδερο ε­ πάνω του. Ό Γερμανός πάλι ξέφυγε, μά τό σίδερο πέτυχε πίσω του τήν κάσσα, πού ήταν τυλιγμένη μέ πρά­ σινη τσόχα. "Ακούσε μέσα στήν ορ­ μή τής πάλης νά σπάζη γυαλί. Ό Γκούρτερ δεν τό πρόσεξε, άπησχολημένος καθώς ήταν μέ τις δυό νέες. 'Η Μιραμπέλλα έκλεισε τά μά­ τια, όταν είδε τόν Γκούρτερ νά σηκώνη τό χέρι νά χτυπήση τήν ’Άννα κι’ άκουσε τόν υπόκωφο κρότο του κτυπήματος. Άμα τά ξανάνοιξε, ή Άννα ή­


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ταν^ ξαπλωμένη στο κρεββάτι κι* ό Γκοϋρτερ έδενε το ένα χέρι της επά­ νω σ’ αυτό μέ ένα λουρί. Ή Μιραμπέλλα δμως είδε κα'1 κάτι άλλο, πού έλυσε την ως τότε βουβή γλώσσα της. Ό Γκοϋρτερ την άκομσε να ξεφωνίζη, γόρισέ πρός τό μέρος της καί κύτταξε κΓ αυτός πρός την κα­ τεύθυνση πού έβλεπε ή νέα. Καί εΐδε... Μέσα από τήν πράσινη κάσσα έβγαινε σιγά σιγά κάτι. ’Ένα μαύ­ ρο, πλακουτσό κεφάλι μέ μάτια πού έλαμπαν καί κύτταζαν γύρω μέ άπαίσια λάμψι. "Επειτα άρχισε νά ξετυλίγεται άργά-άργά, επάνω στο πάτωμα, ένα χοντρό γυαλιστερό πράγμα σαν λα­ στιχένιος σωλήνας. — ’Ώ, θεέ μου !...είπε ή Μιραμπέλ­ λα καί τα λόγια της έσβησαν μέσα στο λαρύγγι της από τον τρόμο. Ό Γκοϋρτερ εΐπε κάτι μέ τή λαρυγγώδη προφορά του, άπολιθωμένος κι’ αυτός από τό φόβο. Τό φίδι είχε σηκώση τό κεφάλι κι* ς έμενε άκίνητο. Κύτταξε πρώτα τήν Μιραμπέλλα κΓ έπειτα τον Γκοϋρτερ. Ό Γκοϋρτερ νόμισε πώς έβλεπε μιάν έμφάνισι άπό τον άλλον κόσμο. Σαν αστραπή, έβγαλε τό περί­ στροφό του άπό τήν πίσω τσέπη καί πυροβόλησε. "Οταν ή Μιραμπέλλα συνήλθε άπό τήν παραζάλη πού^ τής προξέ­ νησε ό πυροβολισμός, είδε τό δπλο νά πέφτη άπό τό χέρι του Γκοϋρτερ. Τό μπράτσο του είχε μείνει προ­ τεταμένο. Μέσα άπό τό μανίκι του κρεμόταν τό κάτω μέρος τοϋ μαύ­ ρου φιδιοϋ, πού είχε άρχίσει νά τυ­ λίγεται γύρω άπό τό χέρι του.., Τό φίδι γλύστρησε μέσα άπό τό μανίκι πρός τον ώμο. 1 ό ύφασμα άνέβαινε καί κατέβαινε κατά διαστή­ ματα, καθώς προχωρούσε τό φίδι. Ό Γκοϋρτερ εξακολουθούσε πάν­ τα νά έχη απλωμένο τό χέρι του, άκίνητος, παρακολουθώντας μέ μά­ τια σάν γυάλινα τό υ,πράτσο του, δπου προχωρούσε τό φίδι. ’Έπειτα σιγά-σιγά τό άλλο χέρι

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ τοϋ Γκοϋρτερ. σάλεψε, άρπαξε τήν ούρά τοϋ φιδιοϋ καί τήν τράβηξε μ’ ορμή. Τό φίδι γύρισε σφυρίζον­ τας μέ λύσσα καί προσπάθησε νά δαγκώση. Ό Γκοϋρτερ σήκωσε τ6 χέρι καί τοϋ χτύπησε τό κεφάλι πά­ νω στή θερμάστρα. Τό ερπετό κυλίστηκε μ’ ένα άπαίσιο τελευταίο σπασμό μέσ’ στή στάχτη. -—Γιά όνομα τοϋ Θεού I, είπε ό Γκοϋρτερ καί άρχισε νά πασπατεύη τό μπράτσο του ιδίως στο πάνω μέ­ ρος. Ψόφησε, δεσποινίς, πρόσθεσε, μά ίσως νά υπάρχη καί κανένα άλλο άκόμα. ροχώρησε μέ δυσκολία πρός τήν πράσινη κάσσα καί, δίχως νά διστάση, τήν έσπρωξε μέ τό χέρι. Μέσα στήν κάσσα βρισκόταν ένα δεύτερο φίδι, μεγαλύτερο άπό τό άλλο. Τινάχτηκε θυμωμένο, γιατί τό τάραξαν άπό τήν νάρκη του, και δάγκωσε δυο φορές στό χέρι τον Γκοϋρτερ. Μά ό Γκοϋρτερ γέλασε άπαίσια σάν νά δοκίμαζε εύχαρίστησι μέ τό δάγκωμα. ’Ήξερε πώς ήταν πιά κα­ ταδικασμένος... Τή στιγμή εκείνη, πού έπρόκειτο νά πεθάνη, επισφράγισε μέ μιά κα­ λή πράξι τήν εγκληματική ζωή του. —’Έννοια σου, είπε μέ σαρκα­ στικό γέλοιο, κυττάζοντας τό τριγω­ νικό κεφάλι τοϋ μαύρου^φιδιοϋ, δέν σοϋμεινε πιά φαρμάκι ] ηώφλησες 1 ’Έβάλε τό κεφάλι τοϋ ερπετού κάτω άπό τό τακούνι του καί τό έκανε λυώμα. 'Η Μιραμπέλλα άκουσε κείνη τή στιγμή άπό πάνω τήν στριγγή φωνή τοϋ ’Όμπερτσον. Φώναζε τον Γκοϋρ­ τερ. Σέ λίγο παρουσιάστηκε στήν πόρτα καί κρατούσε ένα ρεβόλβερ στό χέρι. —"Α, έτσι I, είπε σάν εΐδε τον Γκοϋρτερ στό πάτωμα. "Επειτα κύτταξε τό φίδι καί συνωφρυώθηκε. Τό βλέμμα του πήγε άπό τή Μι­ ραμπέλλα στήν "Αννα καί δέν έδει­ ξε πρόθεσι νά λύση τήν δεύτερη πού ήταν δεμένη επάνω στό κρεβ­ βάτι. Τήν έλυσε ή Μιραμπέλλα καί άρ­

Π


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5

ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» χισε νά την χαϊδεύη στο πρόσωπο. Έξαφνα ένοιωσε ένα χέρι πάνω στον ώμο της. — Έλα, την πρόσταξε ό Όμπερτο ον. — θά μείνω εδώ, κοντά στην νΑν­ να, είπε ή Μιραμπέλλα. —Θάρθης άμέσως ειδεμή θά σέ παραδώσω στους φιλαράκους μου. Κι5 ό ’Όμπερτσον έδειξε τό φίδι, πού άκόμη σπάραζε στο πάτωμα. Ή Μιραμπέλλα άναγκάστηκε νά τόν άκολουθήση. Διασκέλισε τό πτώ­ μα του Γκουρτερ, πού έκλεινε όλο τό πλάτος τής πόρτας καί πέρασε με τρόμο καί ανατριχίλα εμπρός άπό τά πτώματα τών δύο φιδιών. Ό ’Όμπερτσον την ώδήγησε σ’ ένα μέρος όπου ήταν δεμένη μ«.ά μικρή μαούνα. "Επειτα άνοιξε τό φράγμα του καναλιού πρός τόν Τάμεσι. —"Ελα, τής είπε. Ή Μιραμπέλλα τόν ακολούθησε πάνω στή μαούνα. Προχώρησαν πρός τήν πλώρη. Ό ’Όμπερτσον τράβηξε με δυσκολία ένα παλαμάρι. Ξαφνικά ή Μιραμπέλλα είδε τήν πλώρη τής μαούνας νά σχίζεται στά δυό. Ό ’Όμπερτσον προχώρησε πρός τό άνοιγμα καί τής φάνηκε σάν νά πάτησε πάνω σέ κάτι στερεό. —"Ελα τής είπε πάλι.

όποια περνούσαν τράμ κι’ έβαλε πλώρη πρός τόν ποταμό. "Οταν έπρόκειτο όμως νά μπουν άπό τό κανάλι στον ποταμό τούς σταμάτησε ένα άνυπέρβλητο εμπόδιο. Ό φραγμός του καναλιού δεν άνοι­ γε παρά μόνο στις έξη τό πρωί. Ό ’Όμπερτσον έμεινε μιά στιγμή με τά χέρια δεμένα. Σκέφτηκε καί ξανασκέφτηκε τή θέσι του. Δεν είχε καιρό νά χάνη, ούτε μπορούσε νά περιμένη ώρες καί ώρες ώσπου νά μπή ή βενζινάκατος στόν Τάμεσι. "Εκαμε λοιπόν πίσω τήν μηχανή.

νέα προχώρησε τρέμοντας, ως πού τά πόδια της πάτησαν πά­ νω σέ κάτι σκληρό, πού έν τούτοις φαινόταν πώς υποχωρούσε. Ό ’Ό­ μπερτσον έσπρωξε τή μαούνα με όλη του τήν δύναμι καί τό κλονιζόμενο έδαφος κάτω άπό τά πόδια τής Μιραμπέλλας έγινε ευρύτερο. Τότε ή νέα είδε πώς πατούσε στή σκεπαστή πλώρη μιας όλοκαίνουργης βενζι­ νακάτου. Ή παλιά μαούνα δεν χρη­ σίμευε σέ τίποτ’ άλλο παρά νά τήν κρύβη. Ό ’Όμπερτσον είχε πάντα έτοιμη τήν βενζινάκατο, γιά τήν περίπτωσι πού θ’ άναγκαζότσν νά φύγη ξαφνικά. Ό έλικας τής βενζινακάτου άρ­ χισε νά γυρίζη αργά αργά καί τό σκάφος προχώρησε πάνω στο μαύρο νερό τού καναλιού. Σέ λίγο πέρασε κάτω άπό τήν γέφυρα, πάνω άπ’ τήν

ΣΤΟ ΤΟΥ

Η

ΑΝΤΡΟ ΤΕΡΑΤΟΣ

— Προσοχή !... εδώ έχει παγίδες I, είπε ό Γκονζάλες καί μέ τή δέσμη τού ήλεκτρικού του φαναριού έδει­ ξε τά στημένα σύνεργα. Μ’ ένα χτύπημα έκλεισε τά δυό σαγόνια τής παγίδοις. — Πρώτα νά ψάξουμε όλη τήν άποθήκη, είπε ό Γκονζάλες, κι’ άν δέν καταλήξουμε σέ κανένα συμπέρασμα, θά πάρουμε τόν ’Όμπερτσον νά μάς όδηγήση ό ίδιος στήν έρευνά μας. ’Άν άρνηθή νά τό κάνη, τότε θά τόν πείσω εγώ !... "Αρχισαν νά ψάχνουν τήν απο­ θήκη. —Πρέπει νάμαστε προσεκτικοί, είπε ό Μάνφρεδ.


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Προχωρούσαν μέσα στην άποθήκη. Ό Γκονζάλες σταματούσε καί χτυπούσε με τό πόδι τό έδαφος. "Εψαξαν πολύ ώς πού βρήκαν την είσοδο του ύπογείου. Ό Γκονζά­ λες κατέβηκε πρώτος. Όταν είδε τό πτώμα του Γκουρτερ, νόμισε πώς ό Γερμανός σερνόταν χάμω, έτοιμος να έπιτεθή. — Ψηλά τα χέρια!, του φώναξεπροτείνοντας τό πιστόλι του. Επειδή ό ξαπλωμένος δέν έδωσε καμμιά άπάντησι, ό Μάνφρεδ έτρεξε εναντίον του. Όταν είδε ποιος ήταν, έμεινε κατάπληκτος. —Τό φίδι, είπε λακωνικά ό Μάν­ φρεδ. Καί όμως δέν φαίνεται κανένα σημάδι στο πρόσωπό του. —Είδες τό χέρι του ; ρώτησε ό Γ κονζάλες. Πριν άπαντήση ό Μάνφρεδ, ό Γκονζάλες εΐδε τήν "Αννα ξαπλωμέ­ νη πάνω σιό κρεββάτι καί προχώρη­ σε πρός τό μέρ'ος της. Είχε κάνει μερικά βήματα, όταν γλύστρησε επά­ νω σέ κάτι. ΤΗταν τό φίδι. Ό Γκον­ ζάλες δέν πρόσεξε πώς ήταν ψόφιος καί πήδησε πρός τά πίσω μέ τό πε­ ρίστροφο έτοιμο νά πυροβολήση. Κα­ τόπι όμως κατάλαβε πώς δέν είχε νά φοβηθή τίποτα ενώ οί σύντροφοί του άνακάλυψαν τό πτώμα καί του άλλου φιδιού. — "Ετσι εξηγείται ό θάνατος του Γκουρτερ, είπε ό Γκονζάλες. Ή "Αννα ήταν λιποθυμισμένη. Γύρισε τό κεφάλι της καί εξακρίβω­ σε, πώς ή καρδιά της χτυπούσε δυ­ νατά. Ή λεκάνη μέ τό νερό καί τό μουσκεμένο σφουγγάρι διηγόνταν ο­ λόκληρη τον ιστορία, πού διεδραματ'σθη εκεί.

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς αναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά και περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα από τά κα­ λύτερα του κόσμου καί αριστο­ τεχνικά μεταφρασμένα 1

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ — Μά που είναι ή Μιραμπέλλα ; — Φυσικά θά έφυγε, ό Μάνφρεδ. Διαφορετικά δέν θά ήταν άνοιχτή ή είσοδος τού υπογείου. Πάντως δέν φαίνεται νά βρίσκεται μακρυά άπό δώ ή μις Λέϊτσεστερ. Τό μόνο, πού έχουμε νά κάνουμε είναι νά ψάξουμε νά βρούμε που βρίσκεται. Πιθανόν νά είναι καί στό σπίτι. Ή "Αννα όμως είχε επείγουσα ανάγκη βοήθειας. — θά τήν μεταφέρω στό νοσοκο* μεΐο είπε ό Μάνφρεδ καί έπειτα θά επικοινωνήσω μέ τήν αστυνομία. Δέν πιστεύω νά μπορούμε νά τηλεφωνή­ σουμε άπό δώ. —"Ισως άπό τό σπίτι, είπε ό Γ κονζάλες. Πλησίασαν μαζί μέ τόν Μάνφρεδ στό αύτοκίνητο, όπου τούς περίμενε ό ΓΙουακάρ, καί τοποθέτησαν μέσα στό αμάξι τήν "Αννα. Ό Πουακάρ μέ μεγάλη εύχαρίστησι παραχώρησε τή διεύθυνσι του αύτοκινήτου στον Μάνφρεδ. Ό Γκονζάλες όταν έμεινε μόνος, τράβηξε πρός'τό σπίτι του Όμπερτσον. Επικρατούσε εκεί βαθύτατο σκο­ τάδι. Ό Γκονζάλες μπήκε μέσα στό συρματόπλεγμα, μέ τό όποιο είχε περιφράξει τό σπίτι ό "Ομπερτσον, καί προχώρησε πρός τό εσωτερικό. Όταν έφτασε στό σκαλοπάτι τής εισόδου είδε πώς ή εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Σκέφτηκε μια στιγμή μήπως τοΰ εΐχαν στήση παγίδα. Εντούτοις μπή­ κε στόν διάδρομο καί, φωτίζοντας ολόγυρα μέ τό ηλεκτρικό φανάρι του, βρήκε τόν διακόπτη. Τόν έ­ στριψε. Ό διάδρομος φωτίσθηκε έκλεισε τήν εξώπορτα καί έστησε τ’ αύτιά του. Δέν άκουγόταν τίποτα. Τό πρώτο δωμάτιο δεξιά ήταν τού "Ομπερτσον. Ή πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. Τό φώς άναμμένο. "Ε­ σπρωξε τήν πόρτα υέ τήν άκρη τοΰ ποδιού του. Τό δωμάτιο ήταν κενό. Οί δυό άλλες πόρτες τοΰ διαδρό­ μου ήσαν κλειστές. Καί στήν κουζί­ να δέν βρισκόταν κανείς. Τό σπίτι τοΰ Σουηδού ήταν ιδιόρ­ ρυθμο. Οί τοίχοι ήσαν παχύτατοι,


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» οί σκάλες μαρμάρινες, τά παραθυρό­ φυλλα του σπουδαστηρίου του ’Όμπερτσον ντυμένα έσωτερικώς μέ χά­ λυβα. Ό Γκονζάλες άποφάσισε, ώσπου νάρθή ή άστυνομία, νά έξετάση τά δυό κλεισμένα δωμάτια. Ή πόρτα του πρώτου άνοιξε, δίχως καμμιά δυσκολία. Έταν ένα μεγάλο δωμά­ τιο μέ πόρτα σιδερένια. ΤΗταν γεμάτο σκόνι, μά όχι άκάθαρτο. 'Όλα βρίσκονταν σέ τάξι : διάφορα επιστημονικά εργαλεία, η­ λεκτρικές μηχανές κ.τ.λ. Ό Γκονζάλες δέν είδε τίποτα στο εργαστήριο αυτό, που νά τό κρίνη άξιο ν’ άποσχολήση ιδιαιτέρως την προσοχή του, καί θέλησε ν’ άνοιξη τήν κλειστή πόρτα του άλ? ου. ϊ_| πόρτα δμως αυτή πρόβαλε με* * γαλύτερη άντίστασι... ?Ηταν χοντρήτερη καί τήν προστάτευε ολό­ κληρο σύστημα άπό κλειδωνιές. Ό Λέων δοκίμασε όλες μέ τά κλειδιά, πού είχε καί τέλος μεταχει­ ρίστηκε ένα διαρρηκτικό εργαλείο. Ή πόρτα άνοιξε καί ό Γκονζάλες βρέθηκε μέσα σέ μια πάρα πολύ πα­ ράξενη παρέα, χωρίς δμως νά τό καταλάβη αμέσως. 'Η ήλεκτρική σόμπα ήταν άναμμένη. Ή άτμόσφαιρα ήταν τόσο θερ­ μή καί βαρειά, ώστε πνιγόταν κανέ­ νας. Ό Γκονζάλες άναψε δλα τά φώτα κι’ άρχισε νά ψάχνη. Στους τοίχους ύπήρχαν δυό ρά­ φια, άπομακρυσμένα τό ένα άπό τό άλλο κι’ επάνω σ’ αυτά άρκετές κάσσες. Μερικών άπό τις κάσσες τό μπροστινό μέρος άποτελείτο άπό τζάμι. Όλες ήσαν σκεπασμένες μέ καπάκια άτσάλινα μέ μικρές τρυπού­ λες για τον άερισμό καί μέσα, κουλουριασμέ\α σέ φωλιές άπό μαλλί ή άπό χορτάρι, ένα ή δυό φίδια. Ύ­ πήρχαν εκεί κάθε είδους φίδια πού μπορούσε κανείς νά φανταστή : κόμ­ πρες, κροταλίες, έχιδνες, μάμπες, κοράλλινα φίδια καί κιτρινωπά κα­ βουράκια, πού ήσαν τρομεροί φαρμα­ κεροί σκορπιοί ! Ό Γκονζάλες ετοιμαζόταν νά σηκώση ένα άπό τά φανελλένια καλύμ­ ματα, πού σκέπαζαν τις κάσσες, ό­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

7

ταν άκουσε μια γνώριμη φωνή πίσω του : — Μήν κουνηθής άπό τή θέσι σου, φίλε μου. Νομίζω πώς μπορώ νά σε κάνω νά γνωρίσης καλύτερα τή μικρή μου οικογένεια. Ό Γκονζάλες γύρισε άργά, μέ τα χέρια ψηλά. ’Ήξερε πώς πίσω του παραμόνευε ό χάρος, άμείλικτος, κε­ ραυνοβόλος. Έφτανε νά βάλη τό χέ­ ρι του στήν πίοω τσέπη τού παντε­ λονιού του, όπου είχε τό περίστροφό του για νά μείνη νεκρός στον τόπο. Ό Ισπανός ήξερε, πώς ό ’Όμπερτσον δέν χωράτευε καθόλου. Γι’ αύτό είχε πεισθή άπό ένα σωρό πε­ ριστατικά καί δέν άμφέβαλλε καθό­ λου πώς θά πραγματοποιούσε τήν γνωριμία του μέ τά φίδια. — Ό ’Όμπερτσον στεκόταν λιγάκι πίσω του, καί κοντά του, μέ τό πρό­ σωπο κατάχλωμο, μέ τά μάτια διεσταλμένα άπό τόντρόμοή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ. Ό ’Όμπερτσον έξήτασε τήν πόρ­ τα πού είχε διαρρήξει ό Γκονζάλες καί άρχισε νά μουρμουρίζη : —Φοβάμαι πώς ή ιδέα μου νά σ’ άφήσω μέσα σέ τούτο δώ τό δωμά­ τιο νά κρατήσης παρέα στά φίδια μου, άφού προηγουμένως τά άπελευθερώσω άπό τή φυλακή τους, δέν εί­ ναι καί πολύ καλή. Πρέπει νά σκεφθώ νά βρώ κάτι. Εμπρός I Περ­ πάτα 1 Ποιο άραγε τρομερό σχέδιο λογά­ ριαζε νά έφαρμόση ό ’Όμπερτσον; Ό Γκονζάλες ήξερε πώς άπό τον σα­ τανικό αύτό Σκανδιναυό δλα μπο­ ρούσε κανείς νά τά περιμένη. Έφ’ ό­ σον λοιπόν ήταν άσθενέστερος καί βρισκόταν σέ μειονεκτική θέσι, δέν δοκίμασε νά κάνη καμμιά προσπά­ θεια. ’Άλλωστε, κινδύνευε νά βρεθή σέ χειρότερη θέσι.


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Γκονζάλες προχώρησε μέ ϋφος δήθεν άδιάψορο. Ό ’Όμπερτσον όμως, πού τόν ακολουθούσε σε κά­ ποιαν άπόστασι, κρατούσε τά μάτια του διαρκώς καρφωμένα επάνω στά χέρια τοϋ ντέτεκτιβ γιά κάθε ενδεχό­ μενο. "Ηξερε πώς ό Γκονζάλες ήταν πολύ γρήγορος στις κινήσεις του καί μπορούσε νά του παίξη κανένα άσχη­ μο παιχνίδι. — "Αλτ!, τοϋ φώναξε ξαφνικά. Ό Γκονζάλες σταμάτησε μπροστά ακριβώς στην εξώπορτα. Ό ’Όμπερ­ τσον έμενε διαρκώς πίσω του. — θυμάσαι τόν μακαρίτη τόν άδελφό μου Λέων Γκονζάλες; τόν ρώ­ τησε ό ’Όμπερτσον. θυμάσαι πόσο δόλια σκοτώθηκε ό καϋμένος; Ό Γκονζάλες στεκόταν, δίχως νά τρέμη. Σκεπτόταν πώς κάθε στιγμή μποροϋσε ό ’Όμπερτσον νά τοϋ φυ· τέψη μιά σφαίρα στο κεφάλι. Είχε καταλάβει πώς έφτασε πια τό τέλος του καί δεχόταν μ’ έγκαρτέρησι τό μοιραίο. Γιά ένα πράγμα μόνο λυπό­ ταν : γιατί ή Μιραμπέλλα θά γινόταν μάρτυς τοϋ τρανικοϋ θανάτου του. — θυμάσαι, λοιπόν, τόν μακαρίτη τόν άδελφό μου ; έπανέλαβε μέ λύσ­ σα ό ’Όμπερτσον. Ξαφνικά, μιά βλαστήμια άντήχησε πίσω του. Ακολούθησαν ήχοι πάλης κι* ένας πυροβολισμός. Ή σφαίρα καρφώθηκε δίπλα του, επάνω στην ε­ ξώπορτα. Γύρισε γοργά μέ τό πιστό­ λι του στο χέρι. Ό ’Όμπερτσον είχε βάλει μπρο­ στά του τήν Μιραμπέλλα καί κρυβό­ ταν πίσω της. Κάτω άπό τις μασχά­ λες της πρόβαλε τό χέρι του ώπλισμένο μ’ ένα περίστροφο. — Φευγάτε !, φώναξε ή Μιραμπέλ­ λα τοϋ Γκονζάλες. Ό ντέτεκτιβ δίστασε μιά στιγμή. Άντήχησε πάλι ένας πυροβολισμός καί μιά σφαίρα καρφώθηκε στήν πόρ­ τα. Ό Γκονζάλες δέν μποροϋσε νά πυροβολήση, γιατί θά σκότωνε τήν Μιραμπέλλα, Ό ’Όμπερτσον κρυβό­ ταν τόσο καλά πίσω άπό τή νέα, ώ­ στε μόνο ένας εξαιρετικός σκοπευτής, διατηρώντας άπόλυτα τήν ψυχραιμία του, θά μποροϋσε νά τόν πετύχη, δί­ χως νά πειράξη ή σφαίρα τήν Μιρα­ μπέλλα.

Ο

Πρόσεξε εν τούτοις ό Γκονζάλες πώς, άν δέν τόν πετύχαιναν οί σφαί­ ρες τοϋ ’Όμπερτσον, αυτό συνέβαινε, γιατί ή Μιραμπέλλα είχε πιάσει καί τραβούσε τό χέρι τοϋ Σουηδού, πού κρατούσε τό περίστροφο. Ό ’Όμπερ­ τσον, κατώρθωσε τέλος νά έλευθερώση τό χέρι του, στο μεταξύ όμως ό Γκονζάλες πρόλαβε καί τόβαλε στά πόδια. Κατέβηκε τή σκάλα γρήγοραγρήγορα καί χάθηκε μέσα στό σκοδι...

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ —Έν όνόματι τοϋ νόμου, άκούστηκε επιτακτική ή φωνή τοϋ Μίντοου, ανοίξετε τήν πόρτα ! —"Ετσι, έ ; είπε ό ’Όμπερτσον καί άπό τή χαραμάδα απ’ όπουέρριχναν τις επιστολές πυροβόλησε δυό φορές μέ τό περίστροφο. Ό ’Όμπερτσον περίμενε αυτή τή στιγμή καί είχε άποφασίσει νά άντισταθή. Είχε καλέσει τόν Κουτσίνι καί τούς ανθρώπους του καί κλείστη­ καν όλοι στό σπίτι. Ό Μίντοου είχε άντιληφθή πώς ό, ’Όμπερτσον είχε περάσει τήν κάννη τοϋ περιστρόφου του άπό τήν χαρα­ μάδα τοϋ γραμματοκιβωτίου τής πόρ­ τας καί τραβήχτηκε εγκαίρως. ’Έτσι οί δυό σφαίρες πήγαν χαμένες. Ό Μίντοου κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες τής εξώπορτας γιά νά προφυ-


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» λαχτή. Μέσα στά συρματοπλέγματα, που περιέβαλλαν τό σπίτι, περίμεναν καμμιά δεκαριά αστυφύλακες. Ό Μίντοου διέταξε τόν επικεφα­ λής άρχιφύλακα να πάη μέ τό αστυ­ νομικό αυτοκίνητο στο πλησιέστερο χ αστυνομικό τμήμα να πάρη ενισχύ­ σεις. —θάχουμε δουλειά, πρόσθεσε λα­ κωνικά. Ό Γκονζάλες είχε μελετήσει μέ προσοχή τήν κατάστασι καί αναγνώ­ ρισε πώς μια έπίθεσι κατά του σπι­ τιού θά ήταν πολύ δύσκολη. Τό σπουδαιότερο γιά τόν ντέτεκτιβ ήταν νά έξακριβώση σέ ποιο δωμάτιο ήταν φυλακισμένη ή Μιραμπέλλα. Ό Γκονζάλες είχε λό­ γους νά πιστεύη πώς τήν είχαν κλεί­ σει ή στο δωμάτιο του Γκουρτερ ή στό δωμάτιο τής υπηρεσίας. Στο φως ενός φαναριού χάραξε γρήγορα ένα σχέδιο τού σπιτιού μέ τά δωμάτια πού είχε έπισκεφτή. Ό Μίντοου είχε πάει νά τηλεφωνήση στήν διεύθυνσι, άφού προη­ γουμένως άποφάσισε ν’ άποκαταστήση τήν τηλεφωνική συγκοινωνία μέ τό σπίτι τού ’Όμπερτσον. Ό Μίντοου μίλησε τηλεφωνικώς καί μέ τόν δόκτορα. Ο'ι διαπραγμα­ τεύσεις ήσαν σύντομες καί είχαν έκβασι όχι ικανοποιητική. Ό ’Ό­ μπερτσον ζητούσε άτιμωρησια γιά τόν εαυτό του καί γιά τούς συντρό­ φους του, έπέμενε δέ τόσο πολύ γιά τήν άτιμωρησια των τελευταίων, ώστε ό Μίντοου έτεινε νά πιστέψη, πως ολόκληρος ή συμμορία είχε περικυκλώσει τόν ’Όμπερτσον, ενώ τηλε­ φωνούσε, καί τόν έπίεζε. — Δέν μ’ ενδιαφέρουν οί σύντρο­ φοί σου, είπε ό Μίντοου. Μπορούν νά φύγουν. Είναι ελεύθεροι. Φωνάξτε κανέναν στό τηλέφωνο νά τού τό δηλώσω. —Αυτό δέν γίνεται !, παρατήρησε έντονα ό ’Όμπερτσον. Είναι γελοίο νά έχετε τέτοια άξίωσι από μένα ! Στό μεταξύ ήρθαν ενισχύσεις καί τό σπίτι τού ’Όμπερτσον είχε άπομονωθή άπ’ όλες τις μεριές. Δέν μπορούσαν νά επικοινωνήσουν ούτε μέ τό κανάλι. Τό πρωί οί Τρεις Δίκαιοι πήραν τηλεγράφημα άπό τήν Λισσαβώνα,

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» -9 πού τούς άνήγγειλε πώς είχε φτάσει εκεί ό Ήλίας Ούάσιγκτων καί πώς άφού τελείωσε τήν δουλειά του γύ­ ριζε πάλι στό Λονδίνο. — Μπορεί νάναι κι’ άπόψε εδώ, παρατήρησε ό Γκονζάλες. θά μάς βοηθήση πολύ άν έρθη εγκαίρως.

’Όμπερτσον καί οί σύντροφοί του δέν έχασαν τόν καιρό τους τή νύχτα. Δούλεψαν πυρετωδώς γιά νά οχυρώσουν τό πολιορκημένο σπί­ τι τους όπως μπορούσαν καλύτερα. Μεταξύ άλλων άνέβασαν καί τέσσε­ ρα πολυβόλα, που είχε κρυμμένα ό ’Όμπερτσον καί τά τοποθέτησαν στις τέσσερις γωνίες, έτοιμα νά σκορπί­ σουν τόν θάνατο στούς πολιορκητάς. Έπειτα δυνάμωσαν καί τό συρμα­ τόπλεγμα, πού είχε άπό πριν τοποθετήση ό ,δόκτωρ. Ό ’Όμπερτσον ήξερε άριστα τόν χειρισμό τού πολυβόλου καί τόν δί­ δαξε μέσα σέ μισή ώρα στούς αν­ θρώπους του. Άπό τρία μέρη μπορούσαν οί άστυνομικοί νά πλησιάσουν στό σπί­ τι, άλλά καί τά τρία αυτά μέρη ή­ ταν εκτεθειμένα στον καταιγισμό τών πολυβόλων. Οί άστυνομικοί δμως μετέφεραν ένα είδος αυτοκινήτου τάνκ. Χρέη τάνκ έξετέλεσε ένας οδοστρωτήρας, δπου είχαν κρυφτή μερικά τολμηρά όργανα τής Σκώτλανδ Γι_ά)ντ. θά ήταν ή ώρα έντεκα, δταν ό οδοστρω­ τήρας προχώρησε εναντίον τού σπι­ τιού. Τό πρωτότυπο αυτό τάνκ έπρόκειτο νά χρησιμεύση ώς καταπέλτης

Ο


10

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

για νά παραβιάση την είσοδο του σπιτιού του Όμπερτσον. Ό δόκτωρ κατάλαβε πώς στην έπίθεσι του όδοστρωτήρος δεν μποροϋσε νά άντισταθή ή εξώπορτα. Πήρε, λοιπόν, ένα ντουφέκι, σκο­ πέυσε προσεκτικά τόν οδοστρωτήρα και πυροβόλησε. Ό άστυνομικός, πού καθόταν δί­ πλα στον σωφέρ και του έδινε οδη­ γίες, κυλίστηκε χάμω αναίσθητος. Όκτώ συνάδελφοί του μέ τά δπλα στο χέρι προχώρησαν αμέσως τρέχοντας πρός τό συρματόπλεγμα. Ό ’Όμπερτσον άφησε τό ντουφέ­ κι καί έστρεψε ένα από τά πολυβό­ λα κατά των επιτιθεμένων. Σέ μερικές στιγμές αντήχησε τό κρά-κρά του πολυβόλου. Ένας-δυό από τούς αστυφύλακες τραυματί­ στηκαν καί σωριάστηκαν χάμω. Οί άλλοι έπεσαν προύμυτα, ψάχνοντας νά βρουν προκάλυμμα. ’Από τό ώχυρωμένο σπίτι ό ’Ό­ μπερτσον μέ τούς άνθρώπους πυρο­ βολούσαν, μά οί αστυφύλακες χωρίς νά πτοηθοΰν, συνέχιζαν τό έργο τους. Ό ’Όμπερτσον μέ τούς άνθρώ­ πους του άρχισαν νά άδημονούν. Ό Κουτσίνι πήρε τό λόγο : —"Ακούσε, ’Έρικ, είπε. "Έπρεπε νά ζητήσης συμβιβασμό. Αυτοί, όπως φαίνεται, είναι διατεθειμένοι νά μάς κάνουν σωστή πολιορκία καί νά μάς ψοφήσουν από τήν πείνα. Ό ’Όμπερτσον, πού είχε άφήσει γιά μιά στιγμή τό παρατηρητήριο καί βημάτιζε νευρικά κατά μήκος του δω­ ματίου, γύρισε καί τόν κύτταξε άγρια. — Τί ήθελες νά κάνω ; Νά σάς προδώσω ; Ξέρεις πολύ καλά ότι γιά μένα εξασφάλιζαν τήν άτιμωρησία. Γιά σάς δέν ήθελαν ν’ άκούσουν ού­ τε; λέξι... Ρ Ό Κουτσίνι τόν κύτταξε δύσπι­ στα. — Γιατί δέν άφησες νάρθή κι5 έ­ νας άπό μάς στο τηλέφωνο; ’Ίσως, άν τούς έλεγα δυο λόγια, κάτι νά γινότανε... Ό ’Όμπερτσον τόν κύτταξε ειρω­ νικά. — Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις γιά τήν εξοχότητά σου I Ό Ιταλός ένοιωσε τό φιλότιμο του νά θίγεται κι’ ήταν έτοιμος νά

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ άπαντήση στό ϊδιος ύφος, μά κάποι­ ος άλλος τόν πρόλαβε. — Δέν θά φαγωθούμε τώρα· μετα­ ξύ μας ! Αύτοί άλλο πού δέν θέλουν. Τό ζήτημα εΐναι νά δούμε πώς θά τά ξεμπλέξουμε τώρα. —Νά ένας άνθρωπος πού μιλάει λογικά, είπε ό ’Όμπερτσον. Ή γκρί­ νια μεταξύ μας δέν πρόκειται νά μάς σώση. Σώπασαν όλοι κι’ ό ’Όμπερτσον άνάβοντας ένα τσιγάρο άρχιζε νά βηματίζη νευρικά μέσα στό δωμάτιο. Ή ’Όψις του είχε γίνει στυγνή καί τά μάτια τού, καθώς γυάλιζαν πυρετωδώς, είχαν κάτι πού φόβιζε, κάτι υποχθόνιο καί τρομερό, είχαν γί­ νει μάτια σατανά... ιά βαθειά σιγή είχε άπλωθή τώ­ ρα στό δωμάτιο, όπου ήσαν συγ­ κεντρωμένοι οί κακοποιοί. Όλοι κύτταζαν τήν έκφρασι τού προσώπου τού διαβολοσουηδοΰ, πού δέν είχε τίποτα πού νά έμπνέη τήν ελπίδα. Κάπου· κάπου, κανένας απ’ αύτούς έρριχνε καί κανέναν πυροβολισμό στούς άστυνομικούς, πού σάλευαν γιά νά πάρουν καλύτερη θέσι, άλλά χωρίς άποτέλεσμα, γιατί ή ταραχή δέν τούς άφηνε νά σκοπεύσουν στα­ θερά. Πέρασεν έτσι ένα άγωνιώδες διά­ στημα, χωρίς ό δόκτωρ ’Όμπερτσον, πού κάπνιζε νευρικά κΓ άκατάπαυστα, νά προφέρη λέξι. Τέλος, μιά ώρα μετά τό μεσημέ­ ρι, ό τρομερός Σουηδός πήγε στό πα­ ράθυρο. Αύτό πού άντίκρυσε τότε τόν έκανε ν’ άποθαρρυνθή. Μιά μακρυά σειρά ανθρώπων πού φορούσαν χακί, είχαν αρχίσει ν’άναπτύσσωνται ολόγυρα στό σπίτι του. "Εσφιξε τά δόντια του μέ λύσσα. Τά σατανικά μάτια του άστραψαν καί τό κορμί του καμπούριασε. —Στρατιώτες I πρόψερε τέλος ό ’Όμπερτσον μέ φωνή πού έτρεμε. Οί σύντροφοί του κάρφωσαν τά μάτια τους ερωτηματικά στό πρόσω,πό του, μά αύτός έκανε πώς δέν άντελήφθη τήν άγωνία, πού ήταν καθρεπτισμένη στά χλωμά πρόσωπά τους. Τούς γύρισε τήν πλάτη καί τά μά­ τια του καρφώθηκαν στον δρόμο, ό-

Μ


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

— Αυτό είναι κάτι που πληρώνεται μέ αΐμα I, είπε ό δολοφόνος. που οί στρατιώτες εξακολουθούσαν να διαγράφουν την κυκλωτική κίνησί τους παίρνοντας επίκαιρες θέσεις. Τό σατανικό εφευρετικό μυαλό του Σουηδού μάταια αγωνιζόταν τώ­ ρα να βρή διέξοδο από την τρομερή θέσι, στήν οποία είχε περιέλθει. Ό κίνδυνος, πού ώρθωνόταν τώ­ ρα μπροστάτου άπειλητικός, είχε παραλύσει τή θέλησί του, είχε θολώσει τήν διαύγεια του διαβολικού του πνεύματος. Σέ μια στιγμή, ή ελπίδα του συμ­ βιβασμού, τον έκανε ν’ άναθαρρήση. Μέ γοργό βήμα πήγε στο δωμά­ τιο, δπου ήταν τό τηλέφωνο καί ζή­ τησε νά έπικοινωνήση μέ τον Μίντοου ή κανένα από τούς Τρεις Δικαίους. Μάταιος κόπος όμως.

Δέν του απάντησε κανείς. Αναγκαστικά γύρισε πάλι στό δωμάτιο όπου βρίσκονταν οί σύντρο­ φοί του. Ό Ιταλός τόν ρώτησε τραχειά. —Γιατί πήγες στό . τηλέφωνο μό­ νος ; Ό Γέρο ’Όμπερτσον ένοιωσε στόν τόνο τής φωνής του άλλοτε πει­ θήνιου στις διαταγές του κακοποιού, τήν άπειλή καί τήν αύθάδεια. Ζήτησε νά τοϋ πάρη πάλι τόν άέρα καί είπε : — Δέν έχω νά σου δώσω λογαρια­ σμό 1 Ό κοκοποιός όμως πρότεινε τό περίστροφό του καί δήλωσε : —’Άκουσε, ’Όμπερτσον. ’Άν σου πέρασε ή ιδέα πώς μπορείς νά μάς


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

12 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» πουλήσης, είσαι γελασμένος. Αλλοί­ μονο σου άν πιστεύης πώς θά μπό­ ρεσης νά βγής σύ μόνος ελεύθερος άπό δώ. "Ενα ρίγος διαπέρασε τό κορμί του "Ομπερτσον, καθώς βάδιζε, μέ βήμα πού αγωνιζόταν νά κάνη στα­ θερό, προς τό παράθυρο.

— "Ετσι σε θέλω, "Ομπερτσον, νά είσαι παλληκάριί..., είπε.

ί ώρες περνούσαν άργές

καί βαρειές. Τά λεπτά φαίνονταν στούς κακοποιούς ώρες. Τά τέταρτα μέρες. Οί ώρες αιώνες. Ό "Ομπερτσον, μέ τό μέτωπο κολλημένο στή χαραμάδα του παρα­ θύρου, παρακολουθούσε την κίνησι των στρατιωτών, εναντίον τών όποι­ ων ένοιωθε τόν εαυτό του άνίκανο τώρα νά άντεπεξέλθη, μέ τρόμο καί φρίκη. Σιγά-σιγά στή θέσι αυτή ξεχάστηκε εντελώς. Είχε λησμονήση πιά τήν όμορφη Μιραμπέλλα καί τό όνειρο τής άποκτήσεως τών θησαυρών, πού θά τού άπέφερε ό γάμος του μαζί της. Σε μιά στιγμή είδε στό δρόμο νά εμφανίζεται ερχόμενο πρός τό σπί­ τι του ένα τάνκ. Ό Σουδός, μέ μάτια τού Σατανά, ένοιωσε τό αΐμα νά παγώνη στις φλέβες του. "Ενοιωθε πώς ήταν χαμένος. Στή διαπίστωσι αύτή ένοιωσε τά πόδια του νά λυγίζουν καί φοβήθη­ κε πώς ή καρδιά του θά σταματούσε καί θάπεφτε νεκρός άπό συγκοπή. Μέ βήμα πού γινόταν ολοένα καί πιό άσταθές, τράβηξε σ’ ένα ντου­ λάπι. "Ανοιξε μιά μπουκάλα ούΐσκυ κι* άδειασε δυό-τρία ποτήρια τόνα πά­ νω στ’ άλλο. Τό οινόπνευμα τόνωσε αμέσως τό θάρρος του κι* ή μέθη τού ξανάδωσε μιά παράφορη τόλμη. — "Οχι δέν θ* άφήσω νά σκοτω­ θώ έτσι I, μουρμούρισε σφίγκοντας τις γροθιές του μέ λύσσα. Γύρισε γρήγορα πάλι στήν αίθου­ σα κΓ άρπαξε στά χέρια του ένα πολυβόλο. — "Οποιος εΐναι άντρας, ας έρθη κοντά μου φέρνοντας φυσίγγια I, φώ­ ναξε. Ό Κουτσίνι τόν άκολούθησε.

Ο

ΤΕΤΕΛΕΣ'ΓΑΙ Ό "Ομπερτσον είχε θυμηθή πώς επάνω στό μέγαρό του, τό όχυρωμένο σάν φρούριο, ύπήρχε μιά ταρά­ τσα, μέ άρκετά ψηλό περιτοίχισμα, ικανό νά τούς προφυλάξη άπό τά βλήματα τών διωκτών τους. Σκέφθηκε λοιπόν ότι, τοποθετών­ τας έκεϊ επάνω ένα πολυβόλο, θά μπορούσε νά σκοτώση άρκετούς στρατιώτες καί νά δημιουρνήση σύγχισι, ιδίως πρός τό μέρος πού ήταν ή έξοδος τής κρύπτης τού Γκοΰρτερ καί νά ξεφύγη άπό εκεί αλλάζοντας όψι καί ενδύματα. Καί γιά τήν πραγματοποίησι τού τολμηρού αύτού σχεδίου, έτρεχε τώ­ ρα μέ τόν Κουτσίνι Ό άνθρωπος μέ τά μάτια τού σατανά, πού είχε ξεκάνει τόσο έν­ τεχνα όλους εκείνους, πού ύπήρχε φόβος νά σταθούν εμπόδιο στά σχέ­ διά του καί πού δέν έδίστασε νά έξοντώση τόν έναν μετά τόν άλλον τούς συνεργάτες του, γιά νά καρπωθή μόνος τά κέρδη τών άτιμων έπιχειρήσεών του, δέν έδίσταζε, ούτε ήταν δυνατόν νά διστάση μπρος στον φόνο μερικών στρατιωτών, πού δέν τουφταιξαν τίποτε καί πού δέν έκτελουσαν παρά τις εντολές πού τούς έδιναν οί άνώτεροί τους... Λαχανισμένοι, ό ’Όμπερτσον μέ τόν Κουτσίνι, έφτασαν σκυφτοί στήν ταράτσα, έστησαν τό πολυβόλο τους πρός τό μέρος τής εξόδου τής κρύ­ πτης τού Γκοΰρτερ κΓ άρχισαν νά βάλουν κατά τών στρατιωτών, πού πεσμένοι πρηνείς, μέ τά όπλα έ­ τοιμα νά πυροβολήσουν, περίμεναν διαταγές. Μόλις όμως, έρριξαν μερικές βο­ λές κΓ ένας στρατιώτης έπεφτε τραυ­


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» ματισμένος, δεκάδες σφαιρών σφύ­ ριξαν σαν σμήνος άπό μέλισσες πά­ νω άπ’ τά κεφάλια τους και μιά πήρε ξέφαρσα τον Κουτσίνι στόν ώμο. Οί δυο κακοποιοί έπεσαν μπρού­ μυτα σαστισμένοι. — Κατάρα I, μούγγρισε ό Όμπερτσον. Ό άδελφούλης μου δέν θ’ άναπαυθή στόν τάφο του ποτέ. Δέν θά μπορέσω νά τον εκδικηθώ 1 — Μάς πήρες στο λαιμό σου. ’Όμπερτσον !, μουρμούρισε ό Κουτσίνι. ’Έχουν πιάσει τις στέγες τών γύρω σπιτιών, δπως κι’ δλα τά πόστα. Δέν έχεις καμμιά μυστική κρύπτη νά φύγουμε ; Τί διάβολο λοιπόν σπίτι φρούριο είναι τούτο... Ό ’Όμπερτσον έκρινε καλό νά μην άπαντήση. ρποντας, σύρθηκαν ως τη σκάλα καί κατέβηκαν πάλι στό δωμάτιο. Ό ’Όμπερτσον ψυθυρίζοντας ένα: «Τετέλεσται πιά», ξαναπήρε τή θέσι του στό παράθυρο καί ξαναβυθίστηκε πάλι σε θλιβερές σκέψεις... Ό Σουηδός με τά σατανικά μά­ τια συλλογιζόταν δτι ή θέσι του ή­ ταν δεινή κι* δτι σέ λίγο, στό λαιμό του, θά περνούσαν μοιραία τή θηλειά τής άγχόνης. Συλλογιζόταν πώς δέν έμενε πιά τίποτ’ άλλο, παρά μό­ νον ή τυπική συνήθης προαπασχόλησις τής εξουσίας, - γιά τήν σωτηρία τής μις Λέϊτσεστερ. Με τήν ψυχή βαρύθυμη άπ’ τις σκέψεις αυτές πήγε στό γραφείο του, έκλεισε τήν πόρτα, καί με μιά τε­ λευταία ελπίδα σωτηρίας κατευθύνθηστό τηλέφωνο. — θέλω νά μιλήσω μέ τον Μίντοου, είπε στόν τηλεφωνητή, πού τού άπάντησε. Καί περίμενε μ5 άγωνία. Πέρα­ σαν εντούτοις άρκετά λεπτά, άλλά ή φωνή τού Μίντοου δέν άκούστηκε. Ό Σουηδός ξανακουδούνισε. —Είμαι ό δόκτωρ ’Όμπερτσον I, φώναξε. Φέρατε ένα τανκ γιά τήν έπίθεσι κατά τού σπιτιού μου. ’Άν τό τάνκ αυτό προχωρήση μέσα στό συρματόπλεγμα, πού περιβάλλει τό σπίτι μου, θά μεταφέρω τήν μις Λέϊτσεστερ στό δωμάτιο τών φιδιών, θά τήν δέσω καί θ’ άπολύσω τά έρ-

Ε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

πετά εναντίον της γιά νά εκδικηθώ... Άκοΰτε ; Δέν θά διστάσω πιά μπρο­ στά σέ τίποτα καί ή εύθύνη θά βα­ ρόνη σάς τώρα ! Ό διευθυντής τής άστυνομίας τού Λονδίνου πού βρισκόταν εκεί τρομο­ κρατήθηκε καί επικοινώνησε αμέσως μέ τόν Γκονζάλες. Ό Λέων τόν ακούσε σκεπτικός κι’ ύστερα άπό λίγο ρώτησε : — Είστε βέβαιος πώς ό ’Όμπερτ­ σον θά πραγματοποιήση τήν άπειλή του κατά τής μις Λέϊτσεστερ, άν παραβιάσουμε τό σπίτι του. —Ναι, άπάντησε ό άστυνόμος. Τίποτα δέν θά τόν εμπόδιζε νά τό κάμη. ’Άλλωστε μού τό δήλωσε ο­ λοκάθαρα όπως σάς είπα πώς δέν θά διστάση μπροστά σέ τίποτε. Ό Γκονζάλες ξανασκέφτηκε καί είπε : — Τό μόνο πού μπορούσε νά κά­ νουμε είναι να πεοιμένουμε νά νυχτώση. ’Άν έλθη ό Ήλίας Ούάσιγκτων εγκαίρως, ελπίζω νά σώσουμε τήν μις Λέϊτσεστερ. Άλοιώτικα θά σκεφτούμε καί θ’ άποφασίσουμε. Ό διευθυντής ξαναπήρε στό τη­ λέφωνο τόν ’Όμπερτσον πού περίμε­ νε μ’ άγωνία καί τού είπε : — Δυστυχώς τό ζήτημα δέν υπά­ γεται στήν άρμοδιότητά μου. ’Έδωκα εντολή νά μήν επιχειρήσουν έπί­ θεσι εναντίον τού σπιτιού σας μέχρις δτου συνεννοηθώ μέ τόν άρμόδιο Υπουργό, πού τή στιγμή αύτή είναι άπησχολημένος σέ συμβούλιο. Συμ­ φέρον σας είναι νά μή θίξετε τή δε­ σποινίδα Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, άν δέν έκδηλωθή έπίθεσις εναντίον σας. Ό ’Όμπερτσον τό ύπεσχέθη καί ξαναγύρισε στήν κάμαρα δπου άρ­ χισε νά βηματίζη νευρικά. Ό Κουτσίνι τόν ρώτησε. — ’Έ λοιπόν ;

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Συνεννοούνται μέ τόν Υπουρ­ γό. Πιστεύω για χάρι της ζωής τής Μιραμπέλλας νά γλυτώσουμε. Οί κακοποιοί ξαναζάρωσαν στις θέσεις καί περίμεναν τήν έξέλιξι των γεγονότων, μέ τήν άγωνία καθρεφτι­ σμένη έντονα στα χλωμά πρόσωπά τους.

ΛΛ ά οι ώρες περνούσαν καί τό τη-** * λέφωνο δέν κουδούνιζε. Ό Κουτσίνι άρχισε νά έκδηλώνη πάλι ση­ μεία άνησυχίας. ’Άκουσε βόμβο άεροπλάνων, πού φαίνονταν νά γυρί­ ζουν πάνω άπό το σπίτι επίμονα, καί παίρνοντας μερικούς συντρόφους, άνέβηκε στη σκεπή νά δή. Πράγματι, τήν ώρα εκείνη του δειλινού, έκαναν τήν έμφάνισί τους μερικά άεροπλάνα. Μόλις οί παρατηρηταί τους είδαν στήν ταράτσα τούς άνθρώπους του δόκτορος, χα­ μήλωσαν καί άρχισαν νά τούς πυρο­ βολούν. Ό Κουτσίνι έμεινε στον τό­ πο μέ δυο σφαίρες στο κεφάλι. 'Ένας άλλος τραυματίστηκε ελαφρό­ τερα. Ταυτόχρονα οι στρατιώτες, πού είχαν περιζώσει τό σπίτι, φάνηκαν .έτοιμοι νά έπιτεθοΰν. Ή διαταγή ό­ μως άργούσε νά δοθή. Ό Γκονζάλες είχε δή τόν Κου­ τσίνι να πέφτη καί χλώμιασε. Φοθήκε μήπως αυτό εξερέθιζε τόν Σουηδό. Ό Γκονζάλες ήθελε νά μήν έπιτεθούν. Λογάριαζε, μόλις νύχτωνε γιά καλά, νά προσπαθούσε νά άνακαλύψη μήπως ύπήρχε καί άλλη είσοδος στο σπίτι, εκτός άπό τήν εξώπορτα. Τ’ άεροπλάνα όμως είχαν κάνει κάτι περισσότερο άπό τό νά σαρώ­ σουν μόνο μέ τά πολυβόλα τή στέγη άπό τούς κακοποιούς. Κατώρθωσαν καί νά φωτογραφήσουν τό σπίτι άπό

ΓΟ ΦΑΡΜΑΚΙ πάνω καί, αργά τό βράδυ, έφεραν τις φωτογραφίες στόν διευθυντή τής αστυνομίας. Ό Γκονζάλες μελετούσε τή φω­ τογραφία τού σπιτιού καλά, όταν μία άκτϊνα λευκού φωτός άπό τή στέγη άρχισε νά διαγράφη ημικύ­ κλια γύρω άπό τό σπίτι. Σ’ ένα τέταρτο τής ώρας ό προβολεύς έσβησε, γιατί ή άστυνομία είχε κόψει τό ρεύμα. Ή διακοπή όμως διήρκεσε πολύ λίγο καί, σέ διάστημα λιγώτερο άπό μιά ώρα, ό προβολεύς άρχισε πάλι νά ερευνά τό έδαφος. — Φαίνεται πώς παράγει ηλεκτρι­ κό ρεύμα μέσα στό σπίτι του μέ κα­ νένα δυναμό, παρατήρησε ό Γκον­ ζάλες. —’Ίσως, είπε ό Μάνφρεδ σκεπτι­ κός. Ό Πουακάρ ένεφανίσθη τώρα, κουβαλώντας έναν βαρύ άτσάλινο κύλινδρο. Ό Μάνφρεδ καί ό Γκονζάλες τόν άφησαν στό ύπαιθρο, μολονότι τούς πυροβολούσαν μέ λύσσα άπό τό σπίτι. Οί σφαίρες όμως πήγαιναν στά χαμένα. Έξ άλλου εΐχε άπαγορευθή νά δοθή κάθε άπάντησις στούς πυροβο­ λισμούς, όσο ακόμα ή νύχτα δέν είχε προχωρήσει άρκετά. Ό ’Όμπερτσον διέταξε νά παυ­ σουν τούς πυροβολισμούς... ’Άρχισε πάλι νά έλπίζη ότι ίσως τούς δινό­ ταν χάρις. Δικαιολογούσε τή βραδύ­ τητα τής άπαντήσεως μέ ότι ϊσως δέν εΐχεν βρεθή ό άρμόδιος Υπουργός. Δέν έβρισκε άλλωστε καμμίαν άλ­ λη αιτία στήν έπιβράδυνσι τής έπιθέσεως τού τάνκ. ατά τά μεσάνυχτα ήρθε επί τέ­ λους ό Ήλίας Ούάσιγκτων. Ό Γκονζάλες έσπευσε νά τόν κα­ λησπερίση κΓ ύστερα τού περιέγρα­ ψε τό δωμάτιο τών φιδιών. Ό Λέων δέν ήταν απολύτως βέ­ βαιος γιά τά διάφορα είδη πού άποτελουσαν τό φιδοτροφεϊο τού ’Όμπερ­ τσον, πάντως όμως έφώτισε άρκετά τόν Αμερικανό φιδολόγο μέ' όσα τού είπε. *"**Ό Ήλίας Ούάσιγκτων τόν άκου-

Κ


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» γε κουνώντας τό κεφάλι μελαγχο­ λικά. — 'Όλα είναι θανατηφόρα, άποφάνθηκε τέλος σταθερά. Ακόμα καί οί μικροί κίτρινοι σκόρπιοι, πού εί­ δατε, είναι ικανοί νά στε’λουν στον άλλο κόσμο έναν άντρα σέ πέντε η δέκα τό πολύ λεπτά. Ό Λέων τοϋ άφηγήθηκε ένα σχέ­ διο, πού είχε καταστρώσει. —θάρθώ μαζί σας, είπε ό Ούάσιγκων δίχως νά διστάση. Κανείς όμως άπό τούς Τρεις Δι­ καίους δεν τό δέχτηκε. "Ηθελαν απλώς νά έχουν τη γνώ­ μη του ώς ειδικού, άλλα δεν είχαν σκοπό νά τόν άφήσουν νά διακινδυνεύση πάλι. Μπορεί νά ήταν άτρωτος, όπως τό απέδειξε, άλλά καμμιά φορά δεν ξέ­ ρει κανείς τί μπορεί νά γίνη... Μιά ώρα πριν ξημερώση συγκρο­ τήθηκε πολεμικό συμβούλιο. Ό Λέων εξέθεσε τό σχέδιό του, τό όποιον καί ένεκρίθη άπό όλους. "Οταν γλυκοχάραζε καί μέσα στό αμφίβολο αύγινό φως ό Όμπερτσον άρχισε νά ξεχωρίζη τ’ άντικείμενα, είδε τό τάνκ νά κινήται καί πάλιν ε­ ναντίον τοϋ σπιτιού του. Τώρα πιά δεν χωρούσε άμφιβολία ότι ή έπίθεσις θ’ άρχιζε. Στη διαπίστωσι αυτή ό Σουηδός κατελήφθηκε άπό άληθινή μανία. —’Ά, οί σκύλοι, μουρμούρισε, σφίγγοντας άπειλητικά τις γροθιές του, μέ γέλασαν !... Για μιά στιγμή θέλησε νά υποχώ­ ρηση καί νά έκτελέση την άπειλήν του. Νά ξεκάνη τη δεσποινίδα Λέϊτσεστερ, παραδίδοντάς την στά φί­ δια του. Μιά ελπίδα όμως τόν κράτησε άκίνητο στη θέσι του. — Μήπως γελάστηκα ; ψιθύρισε. Μήπως τό τάνκ έπρόκειτο νά φύγη καί όχι νά έπιτεθή. Ξανακύτταξε έξω. Όχι, δεν εΐχε γελαστή. Τό τάνκ προχωρούσε εναν­ τίον τοϋ σπιτιού του σταθερά. Ό ’Όμπερτσον δάγκωσε τό χέρι του μέ λύσσα, χαμογέλασε απαίσια καί κατέβηκε σάν άστραπή τις σκά­ λες, τρέχοντας στό δωμάτιο, όπου ή­ ταν κλεισμένη ή Μιραμπέλλα.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

15

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΩΣ Μόλις όμως έφτασε στήν πόρτα, ένας θόρυβος πού άκούστηκε κάτω, τόν έκανε ν’ άνατριχιάση σύγκορμος. —θά σπάσουν τήν πόρτα, καί δεν θά προλάβω νά πραγματοποιήσω τό σχέδιό μου καί... Δεν τελείωσε τή φράσι του. Γιά μιά φορά ακόμα φαντάστηκε τόν εαυτό του στά χέρια τοϋ δημίου καί αίσθάνθηκε τήν άγχόνη ν’ άγγίζη τό λαιμό του. —Νά φύγω, καλύτερα νά φύγω I μουρμούρισε. "Εβαλε τό κλειδί, μέ τό όποιο ή­ ταν έτοιμος ν’ άνοιξη τό δωμάτιο τής Μιραμπέλλας, στήν τσέπη του καί μέ βήμα πού έτρεμε άπό τόν τρόμο προ­ χώρησε πρός τό διάδρομο πού έφερ­ νε στήν κρύπτη τοϋ Γκοϋρτερ... Κατέβηκε, χωρίς ν’ άνάψη φως, παραπαίοντας στό ήμίφως κι’ έφτασε στό μέρος όπου βρισκόταν τό πτώμα τοϋ ανθρώπου πού υπήρξε πειθήνιο όργανό του, εκτελεστής τυφλός τών κακούργων σχεδίων του. Ό θάνατος, πού μέ όλη τή φρικιαστική στυγνότητά του απλωνόταν μπρος στά σατανικά μάτια του, δεν τόν συγκίνησε καθόλου. Διασκέλισε τό πτώμα, πού ή άποσύνθεσις τό έκαμε νά μυρίζη βαρειά, καί προχώρησε πρός τήν καταπακτή. Μόλις όμως έβαλε τόν ώμο του γιά ν’ άνασηκώση τή βαρειά πλάκα πού τήν έκλεινε, ρίγησε. θυμήθηκε ότι πρός τό μέρος εκεί­ νο υπήρχαν στρατιώτες. — Μόλις δοϋν τήν καταπακτή νά σαλεύη, δέν θά μοϋ ρίζουν άναρωτήθηκε.


16 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Ό φόβος ότι μπορούσαν νά του ρίξουν, νά τόν πληγώσουν κι* υστέρα τραυματισμένο, νά τόν φέρουν στο δικαστήριο κι* αυτό στά χέρια του δημίου, τόν τρέλλαινε. —Τί ήλίθιος είμαι !, μουρμούρισε. Γιατί νά μη σκεφτώ νά φύγω τότε πού υπήρχε πιθανότης νά μη με άντιληφθουν ; Σώπασε λίγο καί ξανασκέφτηκε. —’Άν μπορούσαν νά μη μ5 ενο­ χλήσουν ώς τό βράδυ !, πρόφερε πάλι, καί έπεσε βαρύς σέ μιά γω­ νιά. Γρήγορα όμως ξανασηκώθηκε. Ή βαρειά οσμή πού άνάδιναν τά πτώ­ ματα των φιδιών καί του Γκουρτερ, τόν έκαναν νά μή μπορεί νά μείνη περισσότερο εκεί... Σιγά-σιγά πήρε τό δρόμο προς τά πάνω, γιά τό διαμέρισμα τής Μιραμπέλλας. Ό πόθος τής έκδικήσεως είχε κυ­ ριαρχήσει καί πάλι στην εγκληματι­ κή ϋπαρξί του. Πριν πάρη τήν άπόφασι νά βαδίση δμως προς τά εκεί, στάθηκε καί άκροάστηκε. Κανένας ανησυχητικός θόρυβος δεν ερχόταν απ’ έξω, Σέ λίγο βρι­ σκόταν καί πάλι, με τό κλειδί στο τρεμάμενο χέρι του, έξω απ’ τό δω­ μάτιο πού είχε κλεισμένη τη Μιραμπέλλα. Πλησίασε καί προσπάθησε ν’ ά­ νοιξη τήν πόρτα. ΤΗταν τόσο ταραγμένος δμως, ώστε από τήν σύγχυσί του δεν μπο­ ρούσε νά βρή τήν κλειδαρότρυπα καί χρειάστηκε νά καταβάλη προσπάθει­ ες γιά νά βάλη τό κλειδί στη θέσι του. Τέλος άνοιξε τήν πόρτα καί μπή­ κε μέσα στο δωμάτιο.

ι

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ Μιραμπέλλα ήταν ξαπλωμένη στό κρεββάτι. Τό πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο σάν τής νεκρής. ’Εν τούτοις μπόρεσε νά του άπευθύνη τό λόγο ήσυχα, σχεδόν μέ αδιαφορία. — Τί θέλετε; τόν ρώτησε. — θέλω εσένα !, απάντησε ό γέ­ ρος απότομα καί ή φωνή του σφύ­ ριζε σάν φιδιού. Σώπασε γιά λίγες στιγμές, τήν κύτταξε μέ τό μίσος καθρεφτισμένο στά σατανικά μάτια του καί τής είπε: — Εσένα, κουκλίτσα μου, θέλω, θά πάμε στά φίδια... Καί μέ τά λόγια αυτά ώρμησε ε­ ναντίον της. 'Η νέα δέν πρόβαλε καμμιά άντίστασι. Ό ’Όμπερτσον τήν έρριξε μέ μιά βίαιη κίνησι επάνω στό κρεββάτι καί τής πέρασε κάτι σκουριασμένες χει­ ροπέδες. ’Έπειτα, τήν άρπαξε καί τήν τράβηξε μαζί του. Κατέβηκαν τη σκάλα τρεκλίζοντας σχεδόν. Ό Σουηδός δυσκολεύτηκε κάπως ν’ άνοιξη τήν πόρτα του δωματίου των φιδιών, γιατί τήν είχε άσφαλίσει ό ίδιος μέ διάφορα σίδερα. Τέ­ λος τό κατώρθωσε. Οί ήλεκτρικές σόμπες είχαν πάψει πιά νά καίνε. Ό ’Όμπερτον ήταν άναγκασμένος νά κάνη οικονομία ρεύματος. ’Εν τούτοις ή άτμοσφαΐρα του δωματίου έμενε άνυπόφορα θερμή. Πλησίασε σ’ έναν τοίχο, πασπά­ τεψε λίγο μέ τά χέρια, βρήκε ένα διακόπτη καί τόν έστριψε. Τό δωμάτιο πλημμύρισε άπό φως. 'Η Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, πε­ ριέφερε τό βλέμμα της γύρω σχεδόν μέ άδιαφορία. 'Όταν είδε δμως τις κάσσες σέ μιάν άτελείωτη παράταξι επάνω στά ράφια, νά κρύβουν κάθε μιά άπό ένα-δυό φίδια, δπως ήξερε άπό τήν τραγωδία του ΓκοΟρτερ στό υπόγειο, κλονίσθηκε καί άσφαλώς θάπεφτε, άν δέν τήν συγκρατουσε ό ’Όμπερτσον. Ή φτωχή νέα ήξερε τί φριχτός θάνατος περίμενε εκείνον, πού θά δάγ­ κωνε ένα άπό τά φίδια αυτά... Ό ’Όμπερτσον τράβηξε μιά κα­ ρέκλα στή μέση του δωματίου καί άνάγκασε τήν Μιραμπέλλα νά καθήση. 'Η νέα έπεσε στό κάθισμα μ’ έναν

Η


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» βαθύ στεναγμό. Όσο κι’ αν ήταν γενναία, ό θάνατος, πού τής ετοίμα­ ζε ό άνθρωπος με τα μάτια του σα­ τανά, την έκανε νά φρίττη. ^ ^—Έδώ, τής είπε ό Όμπερτσον, θά περιμένετε, φιλτάτη δεσποινίς, ό­ χι τολλήν ώρα... Καί τραβήχτηκε πίσω... Άπό τον τοίχο, κρέμονταν τρία μακρυά λουριά, πού έφταναν στη μέση τού δωματίου. Με ένα άπό τά λουριά αυτά ό κακούργος Σουηδός τύλιξε τό σώμα τής Μιραμπέλλας, μαζί μέ την καρέκλα καί τό στερέω­ σε γύρω άπό τη μέση της καί μέ τό άλλο'έδεσε τά πόδια της στό κάθι­ σμα. Γύρισε την κύτταξε μ’ ένα βλέμ­ μα πού την έκανε ν’ άνατριχιάση καί καί είπε : — Καί τώρα, χαίρετε, αγαπητή δε­ σποινίς 1 Καί γέλασε σαρκαστικά. θόρυβος τού τάνκ, πού προχω­ ρούσε καί πάλι πρός την πόρτα τού σπιτιού έφτανε ώς τό δωμάτιο. Ό ’Όμπερτσον είχε πολλή δου­ λειά νά κάνη άκόμα καί δεν τουμενε καιρός ν’ άνοιξη τις κάσσες, χωρι­ στά κάθε μία. ’Άρχισε λοιπόν νά σπάζη τά τζάμια τού μπροστινού μέρους κάθε κάσσας, μέ τή λαβή τού πιστολιού του. Ή Μιραμπέλλα πάγωσε άπό τον τρόμο της, όταν είδε έξαφνα άπό μιά κάσσα νά προβάλλη τό πρασι­ νωπό, πλατύ, τριγωνικό κεφάλι καί κατόπι, σάν λαστιχένιος σωλήνας, τό σώμα ένός φιδιού καί νά απλώνεται μέ απαίσιους ελιγμούς πάνω στό πά­ τωμα... Ό ’Όμπερτσον έσβησε τό φώς καί βγήκε άπό τό δωμάτιο. Ή νέα τόν ακούσε νά κλειδώνη τήν πόρτα καί ν’ απομακρύνεται γε­ λώντας. Είχε μείνει τώρα ολομόναχη στό δωμάτιο εκείνο τού τρόμου... Μόλις βγήκε στό διάδρομο ό ’Ό­ μπερτσον, έπεσε ή πρώτη οβίδα επά­ νω στό σπίτι. Αντήχησε τότε ένας τρομερός πάταγος. Ό ’Όμπερτσον ξαφνιασμένος έτρεξε νά άνέβη τή σκάλα, άποφεύγοντας κομμάτια ξύλων πού είχαν

Ο

17

έκσφενδονισθή κοντά του. Τήν ίδια στιγμή έπεσε καί άλλη οβίδα. Ό ’Όμπερτσον είχε έξασφαλιστή όσο μπορούσε καλύτερα καί, άπό τό κεφαλόσκαλο, σκυμμένος πάνω άπό τά κάγκελα, τέντωνε τ’ αυτιά του γιά ν’ άκουση τί γινόταν στό διάστη­ μα, πού μεσολαβούσε άνάσεσα στις εκρήξεις τών οβίδων. 'Ύστερ’ άπό λίγο ακούσε κάποιον νά τρέχη στό διάδρομο καί νά τραντάζη τήν πόρτα τού δωματίου τού φιδοτροφείου. — Πολύ άργά !, φώναξε ό δόκτωρ γελώντας άπαίσια. Στό μεταξύ έπαψαν νά πέφτουν οβίδες. Ό ’Όμπερτσον έτρεξε καί σκαρ­ φάλωσε πάλι στή σκεπή, όπου οί τρεις σύντροφοι τού Κουτσίνι είχαν στασιάσει μπροστά στόν κίνδυνο τών οβίδων. Τήν στάσι όμως αυτή δέν μπορού­ σε πιά νά καταπνίξη ό ’Όμπερτσον. Ξαφνικά, μιά ξιφολόγχη άστραψε καί ένας άνθρωπος μέ χακί ξετρύπω­ σε πάνω στή στέγη κρατώντας τό δάχτυλο στή σκανδάλη τού όπλου του. — Ψηλά τά χέρια I, φώναξε ό στρατιώτης στούς τέσσερις κακούρ­ γους. Τέσσερα ζευγάρια χέρια σηκώθη­ καν ταυτοχρόνως. Ό Μάνφρεδ, πού άκολουθούσε τόν δεύτερο στρατιώτη, ό όποιος άνέβηκε στή στέγη, άρπαξε τόν ’Όμπερσον άπό τό μπράτσο. —’Έλα, φίλε μου, τού είπε, έλα τώ­ ρα νά συζητήσουμε ί Ό δόκτωρ τόν άκολούθησε δίχως καμμιά άντίστασι.

άνθρωπος αύτός, ό γεμάτος θεληματικότητα καί δράσι, άλλοτε, ό άνθρωπος πού κατέστρωνε σειρές εγκληματικών πράξεων, μέ όση ηρε­ μία ένας καλός παίκτης μετακινεί τά πιόνια τού σκάκιού, μπρος στό πι-

Ο


18 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

ΕΚΥΚΑΟΦΟΡΗΣΑΝ Τά δυο πρώτα Βιβλία

του

Μηνός

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ δεμένα σέ κομψούς τόμους. Ζητήστε τα στα Περίπτερα καί στα Βιβλιοπωλεία. 130 Σελίδες 130 ΜΟΝΟΝ 3.000 ΔΡΑΧΜΑΙ

Όσοι εκ τών αναγνωστών μας επιθυμούν να αποκτήσουν εξώφυλλα των Βιβλίων του Μηνός μπορούν νά τά προμη­ θευτουν στα γραφεία μας (Δεληγιώργη 30, πάροδος 'Αγ. Κων)νου), αντί δραχμών 1.000 •έκαστον. Εις τάς επαρχίας άποστέλλονται με έπιβάρυνσιν 500 δρα­ χμών δΓ έξοδα συσκευασίας καί άποστολής.

στόλι πού ή ψυχρή κάννη του άκουμπουσε στόν κρόταφό του, ήταν ένα ον άβουλο, ύποτακτικό, πειθήνιο... Οί άστυνομικοί τον πέρασαν γρή­ γορα προς τόν διάδρομο, πού έφερ­ νε στό διαμέρισμα του Γκουρτερ. Ασυνείδητα, στό σημείο αυτό, ό σατανικός Σουηδός δεν έβρισκε τή δύναμι νά σύρη τά βήματά του... Ό Μάνφρεδ άνοιξε τήν πόρτα καί τόν έσπρωξε μέσα. Ό Γκονζάλες καί ό Πουακάρ ά-

νέβαιναν τή στιγμή εκείνη γρήγοραγρήγορα τή σκάλα. Ό Πουακάρ στράφηκε στό σύν­ τροφό του καί ψιθύρισε. —Μήπως φτάσαμε άργά ; Ό Γκονζάλες χαμογέλασε καί τό πρόσωπό του έλαμψε άπό χαρά. Ή δεσποινίς Λέϊτσεστερ εΐναι πο­ λύ καλά στήν υγεία της, τοϋ είπε. Μήν άνησυχής. Τό άέριο πού εξαπο­ λύσαμε, άγαπητέ, στό δωμάτιο σκό­ τωσε τά φίδια, μόλις άγγιξαν τό πά­ τωμα. Ό Ούάσιγκτων άσχολεΐται τώρα μέ δσα μπορεί άκόμα νά ζοϋν... "Ελα τώρα ν’ ασχοληθούμε μέ τόν Σατανά I Πέρασε τό μπράτσο του στό χέρι του συντρόφου του καί τόν παρέσυ­ ρε εκεί οπού ό Μάνφρεδ είχε φέρει τόν ’Όμπερτσον. Ό Σουηδός ήταν κατάχλωμος καί κύτταζε τούς τρεις συντρόφους μέ τά σατανικά μάτια του, πού καθρέπτιζαν μαζί αγωνία καί μίσος. 'Ένα μίσος βαθύ καί άπεριόριστο. Ό ’Έρικ ’Όμπερτσον γιά πρώτη φορά, ύστερα άπό έναν εξοντωτικό άγώνα, εκ του άφανοϋς, μέ τούς δι­ καίους, βρισκόταν τώρα άντίκρυ τους,, ήττημένος I... Καί ή συναίσθησις τής μειονεκτι­ κής θέσεως, στήν οποία βρισκόταν, γέμιζε τήν ψυχή του αγωνία καί φό­ βο, άλλά τήν πλημμύριζε καί άπό μίσος. Ό Μάνφρεδ πήρε τό λόγο. ’Έρριξε ένα αύστηρό βλέμμα στόν ’Όμπερτσον καί του είπε : —’Όμπερτσον, έφτασε ή στιγμή νά δώσης λόγο τών πράξεών σου και νά παραδώοης τή μαύρη ψυχή σου στό Σατανά, πού σέ ξέχασε σ’ αύτό τόν κόσμο ! Ό δόκτωρ έκανε ένα παράξενο μορφασμό, πού άλλοίωσε τό πρόσω­ πό του. "Ηθελε ίσως νά χαμογελάση. —Δεν τό πιστεύω, φίλε μου, νά είναι όπως τά λές, άπάντησε. Καί έπειτα άπό μικρή σιωπή πρόσθεσε μέ χαιρεκακία : —Πάντως, πρέπει νά ξέρετε δτι τό κορίτσι θά χάση τό χρυσό βουνό της, άν παραδεχτώ ότι δέν έχασε τή ζωή της, γιατί αύριο είναι ή τελευταία ήμέρα πού... ,


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» Καί μέ τά λόγια αυτά σηκώθηκε καί θέλησε νά βηματίση. Ό Μάνφρεδ όμως τόν διέκοψε α­ πότομα. —Μείνε εκεί, που βρίσκεσαι, του είπε, καί σπρώχνοντάς τον τόν ανά­ γκασε νά στηλωθή στόν τοίχο. πάκουσε κι* έμεινε ακίνητος. Αλ­ λά, καθώς σιήλωνε ένα βλοσυρό βλέμμα γεμάτο μίσος, στους ντέτεκτιβς, ό Όμπερτσον είδε κάτι πού τόν έκανε νά ξεψωνήση άπό τρόμο. Ό Λέων Γκονζάλες στερέωνε ένα τσιγάρο σε μιά μακρυά μαύρη πίπα άπό έβενο, πού είχε βρή στό δωμά­ τιο του Γκουρτερ. "Υστερα γύρισε, τόν κύτταξε ει­ ρωνικά καί μέ σαρκαστικό ύφος τόν ρώτησε : — "Ετσι τό κάνατε, έ ; Ό ’Όμπερτσον δεν βρήκε τη δύναμι νά άπαντήση. Ό Γκονζάλες, κρατώντας στραβά τό τσιγάρο, πίεσε ένα μικρό ελατή­ ριο, πού ήταν στερεωμένο στή μαύ­ ρη πίπα. Ή πίπα σχηματίζει έναν απομο­ νωμένο χώρο, όπου ύπάρχουν δυο κομματάκια από κάποιο κρύσταλλο, εξακολούθησε. Την βρήκα στό εργα­ στήριό σας. Τά κομματάκια πέφτουν μέσα στό τσιγάρο, . πού είναι ψεύτι­ κο καί άποτελεΐται άπό μέταλλο καί... Ό Γκονζάλες έβαλε τήν πίπα του καί φύσηξε. Κανένας δέν είδε τά δύο κομματάκια νά φεύγουν μέ­ σα άπό τήν πίπα. Ό ’Όμπερτσον, μέ μιά πνιγμένη κραυγή έπιασε μέ τό ένα χέρι, τό μάγουλό του. "Επει­ τα σωριάστηκε χάμω... Σέ λίγο ό Λέων Γκονζάλες συ­ νάντησε τόν Μίντοου στην σκάλα. — ’Έ, τί γίνεται ; ρώτησε ό άν­ θρωπος τής Σκώτλαν Γιάρδ. Ό Γκονζάλες χαμογέλασε: — Μου φαίνεται, του είπε, πώς ό φιλαράκος μας μάς τήν έσκασε. Τής έφαγε τις δέκα λίρες του δημίου. — Πέθανε ; τόν ρώτησε ό Μίντοου. Αυτοκτόνησε ; Ό Γκονζάλες σήκωσε τούς ώ­ μους, μ’ ένα ύφος πού σήμαινε : «Μήπως ξαίρω καί γώ ;»

Υ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

'Ωστόσο, σέ λίγο, άπάντησε : —Ή γνώμη μου είναι πώς τόν δάγκασε φίδι ! Κι’ έτρεξε νά βρή τήν Μιραμπέλ* λα Λέϊτσεστερ. Ή νέα βρισκόταν σέ κρίσι υστερ5 άπό τήν τρομερή συγκίνησι πού είχε ύποστή. Κοντά στους ανθρώπους πού τήν είχαν λυτρώσει άπό βέβαιο θάνατο, -μισογελουσε καί μισοέκλαιγε, ενώ ό Ήλίας Ούάσιγκτων τής άνέπτυσε σοβαρώτατα καί λεπτομερέστατα τις θαυμαστές ιδιότητες τών φιδιών. Τέλος, περάτωσε τήν ομιλία του μέ αυτά τά λόγια : —Τουλάχιστον πέντε χιλιάδων δαλλαρίων φίδια έχουν καταστραφή εδώ μέσα, δεσποινίς. Καί ή φωνή του είχε τόν τόνο μιάς κωμικής άπελπισίας. Ό Γκονζάλες τόν διέκοψε λέγοντος. —Γϊαρηγοβήσου, άγαπητέ Ήλία. Όσα έμειναν είναι άρκετά γιά νά προσθέση κανείς σ’ ένα τσίρκο ένα τέλειο φιδοτροφείο.

Ο ΛΕΩΝ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ ΔΡΑ* Λίγες ώρες πριν, στό διάστημα άκόμα τής πολιορκίας, ό Γκονζάλες εΐχε μείνει γιά πολύ σκυμμένος πά­ νω στις φωτογραφίες τού σπιτιού. Τέλος του κίνησε τήν προσοχή μιά άνώμαλη έξοχή, πού διακρινό-


20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ταν στό μέρος, που σκεπασμένη άπό σωρούς σκουπιδιών, κρυβόταν ή μυ­ στική έξοδος τής κρύπτης του Γκοΰρτερ και την όποιαν ό ’Όμπερτσον οϋτε γιά μια στιγμή δεν φαντάστηκε πώς θά μπορούσε νά βρή κανείς, έκτος μόνον άν έμπαινε στό σπίτι του κι5 είχε τον καιρό νά κάμη μιά λεπτομερή έρευνα. Και πάλι δμως, όπως είχε διαρ­ ρύθμιση τή διαίρεσι αύτός, πίστευε ότι ή έξοδος αυτή δεν θ’ άπεκαλύπτετο στά μάτια ένός έρευνητοϋ. ’Έτσι, άπό τήν πλευρά αυτή έκρι­ νε τον εαυτό του άσφαλισμένο και στό διάστημα τής πολιορκίας του δέν φρόντισε νά λάβη καμμιά προφύλαξι σχετικώς. Ό Γκονζάλες, μολονότι δέν πολύ* πίστευε ότι ή έξοχή εκείνη πού πα­ ρουσίαζε στή φωτογραφία ό χώρος των άπορριμμάτων του Όμπερτσον, θά είχε αξία, άπεφάσισε νά έρευνήση. — Ποιός ξέρει, έλεγε. Ό ’Όμπερτ­ σον δέν μπορεί παρά νάχη φροντί­ σει γιά μια κρυφή έξοδο του άνθρώπου πού μεταχειριζόταν ώς δήμιο των προσώπων πού είχε προγράψει. "Ετσι, μόλις ό ’Όμπερτσον έπαψε νά έρευνα τήν περιοχή μέ τόν προ­ βολέα του, γλύστρησε άθόρυβα στό σημείο εκείνο κι* άρχισε νά ψάχνη τό έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή, πα­ ραμερίζοντας τά σκουπίδια. Σε μιά στιγμή ένα γέλιο άνθισε στά χείλη του. Μιά τετράγωνη πλάκα, πού στό κέντρο της ήταν μπηγμένος ένας κρί­

ΑΝ ΑΚΟΙΝΩΣΙΣ Ή διεύθυνσις τής ΝΥΧΤΕ­ ΡΙΔΑΣ πληροφορεί ότι τό δέ­ σιμο των ' Βιβλίων του Μηνός στοιχίζει 2.500 δραχμάς. Δι’ ό­ σους έχουν ήδη αγοράσει τά εξώφυλλα, τό δέσιμο στοιχίζει μόνον 1.500 δραχμάς.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ κος, πού χρησίμευε γιά τό εύκολο άνασήκωμά της, τράβηξε τήν προσο­ χή τοϋ Γκονζάλες. ’Έσκυψε μέ τά νευρώδη μπράτσα του άνασήκωσε τή βαρειά πέτρα. 'Ένα άνοιγμα, σάν των υπονό­ μων, πρόβαλε στά έκπληκτα μάτια του. Αδίστακτα κρέμασε τά πόδια του μέσα και πήδησε. Μόλις πάτησε σέ στερεό έδαφος, έβαλε τό ένα μετά τό άλλο τά χέρια στις τσέπες του. Στό δεξιό έσφ'ξε τό περίστροφό του πού λειτουργούσε αθόρυβα μέ πεπιεσμένο άέρα. Στό άριστερό είχε τό κλεφτοφάναρό του, μέ τό όποιο φώτισε γιά νά δή πού βρισκόταν. Προχώρησε και σέ λίγο βρέθηκε γιά μιάν άκόμα φορά μπρος στό πτώμα τοϋ Γκοϋρτερ καί τών φιδιών. — Εφευρετικό μυαλό, τέλος πάν­ των, ό δόκτωρ I, είπε μέ θαυμασμό. Τί κρίμα, μόνο πού δέν τό χρησιμο­ ποιεί στό καλό... θόρυβα, κρατώντας' τήν αναπνοή του, ό Γκονζάλες προχώρησε καί εξακρίβωσε ότι μπορούσε νά φτάση άνενόχλητος ώς επάνω. Σκέφτηκε ό­ μως πώς αύτό δέν έφτανε γιά νά εξασφάλιση τή σωτηρία τής Μιραμπέλλας. — “Όσο ό ’Όμπερτσον βλέπει ότι δέν τοϋ επιτίθενται δέν θίγει τό κο­ ρίτσι. Αύτό όμως δέν μπορεί βέβαια νά κρατήση πολύ. Μέ τά πρώτα φώ­ τα τής αύγής ή αστυνομία θ’ άρχίση τήν έπίθεσι καί τότε ό ’Όμπερτσον θά κλείση τό κορίτσι στό δωμάτιο τών φιδιών. Στή σκέψι αύτή ανατρίχιασε κΓ ένοιωσε τήν καρδιά του νά σφίγγε­ ται σάν άπό ένα χαλύβδινο χέρι... — Ανάθεμά με, μουρμούρισε, τήν έπαθα ! Γέλασε μέ βία καί συνέχισε. —Ειρωνεία πού θά μοΰ πατούσε ό Πουακάρ άν μπορούσε νά μαντέψη τί γίνεται στήν καρδιά μου I Τοϋ φάνηκε πώς άκουσε βήματα, κΓ άρχισε νά ύποχωρή γοργά. Καταλάβαινε ότι, άν σκοτωνόταν αύτός, ή νέα δέν θά ξέφευγε τόν κίνδυνο. Γοργά καί άθόρυβα κατέβηκε καί

Α


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» βγήκε άπό τό δρόμο πού είχε φτά­ σει. Λίγο άργότερα ήταν κοντά στους συντρόφους του, μέ τούς όποιους συνομιλούσε ό Ούάσιγκτων. Πλησίασε τόν άνθρωπο πού είχει κατορθώσει νά νικήση τό δάγκωμα τής «μάμπα^» καί τόν πήρε παρά­ μερα. —"Ακούσε, του είπε.Ή άστυνομία θά χτυπήση τό σπίτι τοϋ "Ομπερτσον κι* ό γέρο σατανάς θά κλείση τό κορί­ τσι στό δωμάτιο των φιδιών. — Αυτό δεν πρέπει νά γίνη, είπεν Ήλίας. Τό κορίτσι θά χαθή άδικα. Ό Γκονζάλες άναστέναξε. — Τό ξέρω, είπε, άλλά ή άστυνο­ μία δεν μπορεί νά κάνη συμβιβα­ σμούς, όσο κι* άν αυτό σε μάς είναι επιθυμητό. — Καί θά θυσιασθή τό κορίτσι ; —Δυστυχώς !, είπε ό Γκονζάλες μέ φωνή πού έτρεμε. Τέλος καταστέλλοντας τήν συγκίνησί του, πρόσθεσε : —"Ακούσε, Ήλία, κάτι. "Εχω τρό­ πο νά μπω στό σπίτι του γέρο-σατανά καί νά φτάσω ως τό δωμάτιο των φιδιών. Τό πρόσωπο του Αμερικανού, πού τόσην ώρα ήτ«ν συνωφρυωμένο, αί­ θριασε. — Μά τότε, φώναξε, θριαμβευτι­ κά, άν ό "Ομπερτσον δεν πρόκειται νά σκοτώση τό κορίτσι μ’ άλλον τρό­ πο, μπορεί άξιόλογα νά σωθή. Ό Γκονζάλες άρπαξε τό χέρι του Ούάσιγκτων καί τόσφιξε δυνατά. —Μέ ποιόν τρόπο ; ρώτησε. — θά έξαπολύσουμε άπό τήν πόρ­ τα στό πάτωμα μέ μια μικρή άντλία, μ’ ένα φυσερό βέλος, ένα ειδικό· α­ έριο πού σκοτώνει τά φίδια μόλις συρθούν στό δάπεδο, στό όποιο κα­ τακάθεται τό αέριο αυτό σ’ ένα μι­ κρό διάστημα μετά τήν έκτόξευσι. Ταυτόχρονα, θά έξαπολύσουμε μια σκόνη, πού έχω άρκετή άπ’ αυτή στή βαλίτσα μου καί πού φέρνει τό ίδιο άποτέλεσμα. —Εμπρός, δεν υπάρχει καιρός γιά χάσιμο. Ό Ούάσιγκτων άνοιξε τή βαλίτσα του, έβγαλε μιά σακκοΰλα μέ μιά κιτρινωπή σκόνη κΓ είπε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

21

— Πάμε γιά τήν · άντλία καί τό άέριο. Γρήγορα βγήκαν στό δρόμο καί τράβηξαν γιά τό κοντινώτερο φαρ­ μακείο. ’Από εκεί, μέ γοργό πάντα βήμα, τράβηξαν γιά τήν είσοδο πού έφερνε στό σπίτι τοΰ "Ομπερτσον, Τώρα πού άρχισε νά σβύνη ή νύ­ χτα. Οί δυο φίλοι σέ λίγο περνού­ σαν στό δωμάτιο τού Γκούρτερ. Ό Γκονζάλες, ούτε σκέφτηκε πια νά έμποδίση τόν Αμερικανό νά διακινδυνεύση. Ό έρωτας τόν έκανε ε­ γωιστή. Καί μπρός στόν κίνδυνο νά χάση τή Μιραμπέλλα, ή νά τής συμβή κακό, άδιαφοροΰσε για τήν τύχη όλου τού κόσμου... Αθόρυβα προσέχοντας νά μή γί­ νουν αντιληπτοί, οί δυο άνθρωποι πού τούς ένωνε ό πόθος νά κάνουν καλό σ’ έναν όμοιο τους, κατώρθωσαν νά μποΰν στό δωμάτιο τών φιδιών. "Απλωσαν τή σκόνη στό πάτω­ μά του κάτω άπ’ τις κάσσες τών φιδιών καί εξαπέλυσαν παντού τό άέ­ ριο. "Υστερα σιγά-σιγά άποχώρησαν καί τραβήχτηκαν προς τό καταφύ­ γιο τού Γκούρτερ, περιμένοντας τήν έξέλιξι τών γεγονότων, κρυμμένοι σέ τρόπο πού κι’ άν κατέβαινε κανείς, νά μή τούς άντιλαμβανόταν. Μόλις πρόλαβαν νά κρυφτούν άρ)#.σε ή έπίθεσις. Λίγο άργότερα άκουσαν τόν "Ομπερτσον, πού είχε χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας καί δραπετεύσεως, νά κλειδώνη τήν Μιρα­ μπέλλα στό δωμάτιο τών φιδιών. Τήν ίδια σχεδόν στιγμή, άκούστηκε ή κα­ νονιά καί ή είσόρμησις τών στρα­ τιωτών άπό τήν σπασμένη πόρτα... Ό Γκονζάλες έδωσε τά σύνεργα στόν Ούάσιγκτων γιά νά παραβιάση τήν πόρτα τού δωματίου τών φιδιών κι’ αύτός έτρεξε νά σμίξη μέ τούς συντρόφους του γιά τό ξεκαθάρισμα τών λογαριασμών τους μέ τόν άνθρω­ πο πού είχε μάτια σατανά.


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΜΠΑ Αργότερα ό Μάνφρεδ εξήγησε στον διευθυντή τής Αστυνομίας, πού είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον να μάθη πώς ό Όμπερτσον εΐχει δημι­ ουργήσει τον θρύλο τής «Μάμπας» ! — Ό ’Όμπερτσον του είπε, έπαιρ­ νε από τα φίδια τό δηλητήριό τους, ερεθίζοντας τα και βάζοντάς τα να δαγκώνουν κάτι. Είχε άνακαλύψει μια μέθοδο, ν’ άνακατέβη τό δηλη­ τήριο των διαφόρων φιδιών καί νά δημιουργή έτσι ένα νέο δηλητήριο, φονικώτατο Τούτο ’ισως σάς φαίνεται φανταστικό καί άπίθανο από επιστη­ μονικής άπόψεως. Έν τούτοις είναι αληθέστατο. Αραίωνε τό δηλητήριο με νερό, ως τόσο όμως πάντοτε ήταν άρκετά δυνατό ώστε νά σκοτώση δέ­ κα άνθρώπους. Με τή σύνθεσί του αυτή, τό έβαζε νά παγώση κι* έτσι άποκτοϋσε στερεά μορφή σε ελάχι­ στο φυσικά όγκο. — Γιατί τό έβαλε νά παγώση; ρώ­ τησε ό διευθυντής. — Γιατί τό φαρμάκι των φιδιών, όταν είναι παγωμένο, δεν χάνει καθό­ λου τή δύναμί του. Μέ τό παγωμένο δηλητήριο ό "Ομπερτσον κατασκεύα­ ζε βλήματα καί τά έξεσφενδόνιζε κατά των θυμάτων του. Του έφτανε καί ενα μόνον άτομο δηλητηρίου νά εισδύση μέσα στή σάρκα. Μόλις έλυωνε μέσα στους ιστούς του σώμα­ τος ήταν αρκετό γιά νά έπιφέρη τον θάνατο. "Οταν δέ τό θύμα έτριβε τό μέρος, όπου είχε πληγωγή, ό θάνα­ τος ήτο άσφαλέστερος, γιατί τό ϊδιο θύμα έβαζε τό δηλητήριο μέσα στο αΐμα του. Συνήθως όσοι δηλητηριά­ ζονταν έτσι, πέθαιναν αμέσως. — Περίεργα, άφάνταστα πράγμα­ τα ! ψιθύρισε ό διευθυντής. Ό Μάνφρεδ συνέχισε : — Οί λεπτές πίπες, πού είχαν μα­ ζί τους ό Γκουρτερ καί ό Πφάϊφερ, οί συνένοχοι του ’Όμπερτσον, ήσαν απλώς σωληνάρια, τά δέ δήθεν τσι­ γάρα ήσαν μετάλλινοι βλητικοί σω­ λήνες. "Οταν έξεσφενδόνιζαν τά μι­ κρά παγωμένα βέλη,φυσώντας τα, τά βλήματα αύτά είχαν κιόλας αρχίσει νά λυώνουν κι’ έφτανε νά χτυπή­ σουν οπωσδήποτε δυνατά τό δέρμα,

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ γιά νά τρυπώση άπό τούς πόρους μέ­ σα στούς ιστούς τό δηλητήριο. Ό Μάνφρεδ σώπασε, άνέπνευσε βαθειά καί συνέχισε. —Φυσικά, τό υπόλοιπο παγωμένο δηλητήριο έλυωνε, πριν καταφτάση άκόμη επί τόπου ή αστυνομία καί άρχίση τις έρευνές της. Γιά τόν λόγο αύτό, ουδέποτε άνεκαλύφθη κανένα ’ίχνος σχετικά μέ τήν δηλητηρίασι. Ό ’Όμπερτσον έφήρμοζε τήν άπλουστέρα μέθοδο γιά νά ξεπαστρεύη τούς άντιπάλους του. "Εστελνε τούς σκοπευτάς τους μέ τά φαρμακερά βλή­ ματα καί κεραυνοβολούσε τούς ε­ χθρούς του μέ τόν άποτελεσματικώτερο τρόπο, δίχως νά καταλαβαίνουν τίποτα τά θύματα καί δίχως επίσης νά μπορή καί ή άστυνομία νά άνακαλύψη τίποτα,.. Μόνο μιά φορά άπέτυχε ή μέθοδος του ’Όμπερτσον. ΚΓ ή φορά αύτή ήταν όταν ό Γκουρτερ έξεσφενδόνισε τά βέλη του κατά του Γκονζάλες κι’ επέτυχε τόν Ήλία Ούάσιγκτων, πού είναι άτρωτος άπό δη­ λητήριο φιδιού. Είδατε τώρα πώς ε­ ξηγείται ό θρύλος τής «Μάμπας», τού διαβοήτου μαύρου φιδιού ; — Καί τί θά άπογίνη μέ τις άξιώσεις τής μις Λέϊτσεστερ επί τού Χρυσού Βουνού ; ρώτησε τώρα ό δι­ ευθυντής. Ό Μάνφρεδ χαμογέλασε. — Ή παραχώρησις έχει άνανεωθή. — "Εχει άνανεωθή ; Μέ ποιόν τρόπο ; —Ό Λέων είχε βρή στό εξοχικό σπίτι τής μις Λέϊτσεστερ καί τής θείας της μερικά φύλλα χαρτιού μέ τήν υπογραφή της, συνέχισε ό Μάν­ φρεδ. "Εκλεψε μέ τρόπο τό ένα καί, άφού έγραψε σ’ αύτό τήν σχετική α’ίτησι, τό έστειλε στό Πορτογαλικό Ύπουρνεΐο τών Αποικιών σιή Λισσαβώνα. Πρό ολίγου, έλάβαμε τηλε­ γράφημα, πού μάς αναγγέλλει ότι ή παραχώρησις παρετάθη. Μάνφρεδ καί ό Πουακάρ διάνυσαν μέ τά πόδια τό μεγαλύτερο μέρος τού δρόμου γιά τό σπίτι των, ώσπου νά βρούν αύτοκίνητο. Ό Γκονζάλες είχε φύγει μέ τήν Μιραμπέλλα. Ό Πουακάρ φαινόταν σάν νά σκε­ πτόταν κάτι, μά δέν τό έλεγε. Τέλος

Ο


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ» μπήκαν σ’ ένα ταξί. — Αγαπητέ Τζώρτζ, είπε ό Μάνφρεδ, ή στάσις του Γκονζάλες άρχίζει νά μέ άνησυχή. Δυσκολεύομαι να τό πιστέψω, μά μου φαίνεται δτι... — Τί νά γίι'η; είπε χαμογελώντας μέ φιλοσοφικό ύφος ό Μάνφρεδ, νέος εΐναι, ώραΐος είναι καί, όπως λέει μια παροιμία, ό έρως είναι δικαίωμα. — Μά τό χωρά τό μυαλό σου τέ­ τοιο πράγμα; Μπορείς νά φανταστής πώς ό Λέων είναι ερωτευμένος στά σοβαρά; εΐπεν ό Πουακάρ. Ό Μάνφρεδ σκέφτηκε μιά στιγμή καί σέ λίγο άπάντησε : —Συμβαίνουν καμμιά φορά τέτοια πράγματα, φίλτατε. Τί μπορούμε νά κάνουμε ; Ακόμα καί δταν είναι κα­ νείς «Δίκαιος»... Ό Πουακάρ κούνησε λυπημένα τό κεφάλι του. —Τέτοιο άτύχημα δέν τδβαζε πο­ τέ τό μυαλό μου, συνεπέρανε μέ στεναγμό. 'Όταν ή νέα συνήλθε, ό Γκονζά­ λες την πήρε άπό τό χέρι τρυφερά, καί την έφερε μακρυά απ’ τό κατα­ ραμένο αύτό σπίτι, δπου είχε περά­ σει μέρες, μαρτυρικής άγωνίας. ’Έξω, σέ μιά γωνία του δρόμου, περίμενε τό αύτοκίνητό του. Την τοποθέσησε αναπαυτικά μέσα καί κάθι­ σε ό ίδιος στο βολάν. Σ’ δλο τό διάστημα πού τό αύτοκίνητο έτρεχε ολοταχώς προς τό Χέβριτυ, δπου στο μεταξύ εΐχαν στεί­ λει τη θεία "Αλμα οί τρεις Δίκαιοι, ή νέα δέν έπαυσε νά κυττάζη τόν Γκονζάλες μ’ ένα βλέμμα, πού δέν ε­ ξέφραζε μονάχα εύγνωμοσύνη. Τό όμορφο κορίτσι άπό την πρώ­ τη στιγμή πού είχε άντικρύσει τόν ωραίο Ισπανό, είχε νοιώσει τήν καρδιά της νά σκιρτά παράδοξα, τό αίμα νά κυλάη στις φλέβες της πιό γοργά, πιό θερμά, πιό άτακτα. Κάτω απ’ τό βλέμμα του, τό εύθύ, τίμιο καί ειλικρινές, σαν κάποιο φώς άγνωστο νά πλημμύριζε τά βά­ θη του είναι της, σάν κάτι νά λου­ λούδιζε καινούργιο κι’ δμορφο στά βάθη του εγώ της. Φυσικά στήν αρχή δέν μπόρεσε νά έξηγήση τήν παράδοξη αύτή ταραχή, τήν τόσο γλυκειά, που τής

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

23

προκάλεσε τό βλέμμα του καί τό χαμόγελό του. Μά, δταν αργότερα τόν είδε άπτόητο ν’ άντιμετωπίζη τό θάνατο, γυρεύοντας νά σώση τή δική της ζωή, κι’ δταν ένοιωσε τήν άγωνία, μιά άγωνία θανάσιμη νά σφίγγη τήν ψυχή της στήν ιδέα πώς μπορούσε νά πέση νεκρός κάτω άπ’ τά πλήγμα­ τα τών σφαιρών τού Όμπερτσον, μουρμούρισε, ενώ έβρισκε τόν ήρωϊσμό νά συγκράτηση τό χέρι τού τρο­ μερού Σουηδού : —Τόν άγαπώ, τόν άγαπώΐ.... ’Άν πάθη τίποτα, θά πεθάνω μαζί του. Καί δέν γελοιόταν σ’ αύτή τήν έντύπωσί της. Στήν καρδιά της, τήν κλεισμένη ώς τότε, σάν μπουμπούκι τριαντά­ φυλλου, πού δέν χάϊδεψε τά πέταλά του τό φώς τού ήλιου, είχε γεννηθή ό έρωτας. 'Ένας έρωτας αγνός, ανιδιοτελής, θειος. Ό έρωτας πού ύψώνει τόν άν­ θρωπο ώς τό θειο καί τόν κάνει ισχυ­ ρότερο κι’ άπό τόν ίδιο τόν θάνατο. Ό έρωτας, πού τής έδωσε τή δύναμι ν’ άντιμετωπίζη μέ ψυχραι­ μία τόν άνθρωπο μέ τά μάτια τού Σατανά καί νά έλπίζη ώς τήν τε­ λευταία στιγμή στό άπρόοπτο, πού θά τής έφερνε τήν σωτηρία. Τή σωτηρία πού πραγματικά ήρθε...

Γκονζάλες σέ μιά στιγμή φρενάρησε. Τό αύτοκίνητο έτρεξε μ’ ένα ε­ λαφρό τρίξιμο λίγα μέτρα άκόμη καί στάθηκε άκριβώς μπρος στήν εί­ σοδο τού μικρού σπιτιού τής Μιραμπέλλας, στό Χέβριτυ. Ή νέα, πού σ’ δλο τό διάστημα τής διαδρομής έβλεπε τόν Γκονζάλες,

Ο


ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

24 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» που ώδηγοϋσε προσέχοντας νά μήν κάνη τή νέα νά αίσθανθή τό παρα­ μικρό τράνταγμα, συνήλθε άπό τά ονειροπολήματα στά όποια ήταν βυ­ θισμένη και πήδησε άπό τ’ αμάξι, άκουμπώντας στο χέρι πού τής εΐχε δώσει ό Γκονζάλες, πού είχε τρέξει νά τής άνοιξη την πόρτα. Κρατώντας πάντα στο χέρι της πού άπαλότρεμε τό χέρι του νέου, στήλωσε τά ώραΐα εκφραστικά μά­ τια της στό πρόσωπό του και πρόφερε σιγά : —Πώς νά σάς ευχαριστήσω για 5,τι κάνατε για μένα; Ό Λέων έφερε στά χείλη του τήν άκρη τών δάχτυλων του χεριού της κι’ απάντησε: —’Άν μου χαρίσετε τή φιλία σας, θά εΐμαι ευτυχής.... —Μόνο ; Μά αυτή θά τήν είχατε έτσι κι’ άλλοιώς... Καί λέγοντας τά λόγια αυτά χα­ μήλωσε τά μάτια, ενώ τό πρόσωπό της γινόταν κατακόκκινο. Τρεις βδομάδες αργότερα, ό Μάνφρεδ, ό Πουακάρ κι5 ό Ήλίας Ούάσιγκτων, ποδχαν οταθή παράνυμφοι στήν ενωσι τών δύο νέων, έφευγαν μαζί τους για τό «Χρυσό Βουνό», ό­ που πήγαιναν νά κανονίσουν τό ζή­ τημα του θησαυρού. Ή Μιραμπέ>λα, είχε έπιμείνει πο­ λύ στό νά τούς ακολουθήσουν. — Σε σάς οφείλω, έλεγε, τή σω­ τηρία μου, όπως στήν τιμιότητα του αλησμόνητου εκείνου Μπάρμπερτον καί στη δίκιά σας καλωσύνη κι’ αυ­ τοθυσία, κύριε Ούάσιγκτων, τήν άπόκτησι του θησαυρού αύτου, 'π-ού όσο κι’ άν βρήκε βέβαια ό πατέρας μου, μου έρχεται εν τούτοις απ’ τον ουρανό. Δίκαιο καί λογικό, λοιπόν είναι νά πάρετε καί σεις τό μερίδιο πού σάς άναλογεί. Καί, γυρίζοντας στόν Γκονζάλες, ρώτησε τρυφερά, κυττάζοντάς τον τσαχπίνικα : —Δέν έχω δίκιο Λέων, σ’ αυτό ; Ό Γκονζάλες, πού στό πρόσωπό του καθρεφτιζόταν ή άπόλυτη χαρά, άπάντησε μ’ ένα εύτυχισμένο χαμό­ γελο : —Και βέβαια I Ή Μιραμπέλλα έχει δίκιο. — Εξάλλου, πρόσθεσε ή νέα, οί

Τρεις Δίκαιαοι πού αντιμετώπισαν μαζί τόσες θύελλες καί τόσους κιν­ δύνους, δεν θάταν σωστό νά χωρί­ σουν τώρα στήν εύτυχία. Έπί τέ­ λους, αφήστε κάτι νά κάνη κι’ αυ­ τός ό καϋμένος ό Μίντοου. Μ’ όλη τήν προαγωγή πού πήρε για τήν έξόντωσι τής τρομερής «Μάμπας», φέρει βαρεία στή συνείδησι του, τό ότι αύτός έπαιξε τόν πιό ασήμαντα ρόλο σ’ αύτή. Ό Μάνφρεδ κΓ ό Πουακάρ α­ ποφάσισαν ν’άκολουθήσουν τούς δυο νέους καί νά δεχτούν τό μερίδιο άπό τό θησαυρό, πού τόσο απλόχερα κι1 εγκάρδια τούς πρόσφερε ή Μιρα­ μπέλλα. —’Έχει ένα τρόπο νά σε καταφέρνη αύτή ή τέως μις Λέϊτσεστερ καί τώρα κυρία Γκονζάλες, έλεγε ό Πουκάρ, πού δέν μπορείς νά τής άρνηθής τίποτα... Καί χαμογελώντας συμπλήρωνε : —Τώρα δέν άπορώ διόλου, πώς τήν έρωτεύθηκε έτσι στό άψε-σβύσε ό φίλος μου Γκονζάλες. Απεναντίας, ομολογώ ότι άν βρώ μια γυναίκα πού νά τής μοιάζει καί νά ταιριάζη στήν ήλικία μου, μπορεί νά παντρευτώ κΓ εγώ, κι' άντί στό μέλλον νά καταγίνωμαι στή λύσι άστυνομικών προβλη­ μάτων, νά νταντεύω παιδιά...

παραμονή στό «Χρυσό Βουνό», δέν κράτησε πολύ. Ό Γκονζάλες, ώς πληρεξούσιος τής Μιραμπέλλας, πούλησε τά δικαιώματά τους έπί τής χρυσοφόρου πε­ ριοχής σέ μια μεγάλη Εταιρεία, πού­ λησε επίσης καί τά χρυσά άγάλματα πού ήσαν στή σπηλιά, πού τόσο πα­ ραστατικά είχε περιγράφει τήν τοπο­ θεσία της ό Μπάρμπερτον, αντάμει­ ψαν πλουσιοπάροχα τόν Ούάσιγκτων πού έφυγε γιά τήν πατρίδα του, ίκα-

Η


ΤΗΣ «ΜΑΜΠΑ»

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

νοποίησαν τούς δυό άλλους Δικαί­ ους, πού αναχώρησαν για τό Λονδί­ νο, κι* αυτοί, ξανοίχτηκαν για ταξιδάκι στις γραφικότερες χώρες της

γης· Δέν γύρισαν στο Λονδίνο, παρά μόνον δταν ή Μιραμπέλλα ένοιωσε τά πρώτα συμπτώματα της μητρότητος. — Αγάπη μου, είπε τότε στόν Γκονζάλες, δέν πρέπει να στερήσουμε τη θεία "Αλμα άπό τή χαρά νά σφίξη αυτή πρώτη στήν άγκαλιά της τό αγαπημένο έγγονάκι της. Ό Γκονζάλες, σ’ αυτά τά λόγια, έσυρε τήν αγαπημένη του γυναικού­ λα στήν αγκαλιά του καί, φιλώντας την τρυφερά, τής είπε : — "Ωστε έτσι ; Τότε φεύγουμε τό ταχύτερο, θέλω ό μικρούλης μας Γκονζάλες, νά γεννηθή στό Λονδίνο.

Μιά αληθινή

Καί με τό πρώτο πλοίο, γυρίζοντας στήν Αγγλία.

25

έφυγαν*

*

* ❖ Στό Λονδίνο, τούς περίμενε μιά χαρμόσυνη έκπληξις. Ή κυβέρνησις είχε παρασημοφορήση τούς Τρεις Δικαίους, καθώς καί τή Μιραμπέλλα Λέϊτσεστερ, πού μέ τήν εισροή του χρυσού, πού κληρονόμησε, στόν τόπο, είχε σώσει τό εθνικό νόμισμα, πού είχε κλονιστή τον τελευταίο καιρό. Τό πιό εκπληκτικό δμως ήταν ότι ο Μάνφρεδ καί ό Πουακάρ είχαν παντρευτή καί περίμεναν νά γίνουν γρήγορα κΓ αύτοί πατέρες. Ό Όμπερτσον είχε αλήθεια δη­ μιουργήσει πολλές ΘΜψεις, αλλά είχε χαρίσει καί μιά τριπλή χαρά στούς τρεις ασπονδότερους έχθρούς του. ΤΕΛΟΣ

ιστορία

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ! ύπό Χάρρυ Κόματοκ Τον περασμένο Νοέμβριο βρισκό­ μουνα στό Τεξάς, περιπλανώμενος σάν αλήτης άπό τόπο σέ τόπο, καί προσπαθώντας μ’ αύτή τήν αδιάκοπη οδοιπορία νά ξεφύγω απ’ τις συνέ­ πειες του παγερού χειμώνα, πού δέν άστειεύεται σ’ αυτά τά μέρη. Ό αρχικός μου σκοπός ήταν νά φτάσω στόν "Αγιο Αντώνιο, μά εί­ χα χάσει τό δημόσιο δρόμο καί τώ­ ρα βρισκόμουν χαμένος μέσα στις παγωμένες αύτές εκτάσεις. Μόλις άρχισε νά σκοτεινιάζη, κα­ τέφυγα κάτω άπό μιά πελώρια βελα­ νιδιά. Ή νύχτα ήταν παγωμένη, δχι δμως κΓ ανήσυχη, κΓ έτσι δέν άρ­ γησε νά μέ πάρη ό ύπνος. "Επειτα άπό μιά ώρα ξύπνησα κ’ είδα δτι είχαν χαθή δλα τ’ άστρα πάνω στόν

ουρανό. Κάτι μαύρα σύννεφα καί κά­ τι γρήγορες αστραπές έδειχναν πώς δέν θ’ άργοΰσε νά πιάση βροχή. Τότε άρχισα νά ψάχνω γύρω μέ τό βλέμμα μου μή τυχόν άνακαλύψω κανένα καταφύγιο, πού νά μέ προφυλάξη άπό τήν μπόρα. Παντού χιό­ νι δμως, χιόνι... "Εξαφνα, στη λάμψι μιας άστραπής, διέκρι-να μιά μεγάλη τρύπα τρία πόδια ψηλά άπό τή γή, κΓ ακριβώς επάνω στόν κορμό τού δέντρου ό­ που είχα καταφύγει. Φαινόταν πο­ λύ μεγάλη κ’ ικανή νά μέ χωρέση ολόκληρο. Μόλις άρχισαν νά πέφτουν ή πρώτες χοντρές ψιχάλες σκαρφάλω­ σα επάνω κΓ άρχισα νά εξετάζω τό κοίλωμά της. ?Ηταν όπως τό ήθελα.


26 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Μπορούσε νά χωρέση μέσα όλο μου τό σώμα άνετα. "Έμοιαζε σαν ένα μικρό σπήλαιο, κι* εΐχε μιαν απότο­ μη κλίσι προς τά εμπρός. "Αφού έβαλα πρώτα τό ένα μου πόδι μέσα, μπήκα με προσοχή στό εσωτερικό της στηριζόμενος στις ά­ κρες, για ν’ άποφύγω καμμιάν από­ τομη πτώσι. Σε λίγα λεπτά είχα ζεσταθή. "Έ­ ξω είχε αρχίσει νά βρέχη δυνατά. Χωρίς νά σκεφτώ καν ότι μπο­ ρούσε νά συνέβαινε κανένα άπρόοπτο, κουρασμένος όπως ήμουν, κοι­ μήθηκα. Πόσο κοιμήθηκα δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πώς ξύπνησα τρομαγμέ­ νος. Γιά μιά στιγμή, δεν μπορούσα νά καταλάβω πού βρισκόμουν. Μισοκαθισμένος, μισογυρμένος, μέσα σ’ ένα ξύλινο φέρετρο, εΐχα χάσει κά­ θε άνεσι ποδχα πριν νά μέ πάρη ό ύπνος. "Οταν συνήλθα λίγο άπ’ αύτή τήν έκπληξι, κατάλαβα τί συνέβαινε. Τό σάπιο ξύλο πού μου χρησίμευε γιά βάσις είχε ύποχωρήσει άπ’ τό βά­ ρος πού τουδωσε τό σώμα μου, κι’ έτσι γλύστρησα πιο χαμηλά μέσα στόν κορμό του δέντρου. "Ήμουν πιά σφηνωμένος, κι’ ή τρύπα ποδχα μπή μέσα βρισκότανε τέσσερα πόδια πά­ νω άπ’ τό κεφάλι μου. Τό πρωί πού ξημέρωσε μέ κυρίεψε τρόμος. Τ’ άριστερό μου χέρι, τεν­ τωμένο καθώς βρέθηκε, ήταν πιασμέ­ νο άνάμεσα στό σώμα μου καί τό ξύλινο περίφραγμα, μέ παλάμη κλει­ στή σχεδόν, χωρίς νά τό κινήσω. Άν· τιθέτως τό δεξιό μου χέρι ήταν ελεύ­ θερο. Τά πόδια μου ήσαν τόσο πο>ύ σφιγμένα, πού κάθε κίνησις, έστω καί ή παραμικρή, μου ήταν αδύνατη. Μέ προφύλαξι, σήκωσα τό δεξιό μου χέ­ ρι ψηλά. Τά δάχτυλά μου μόλις έ­ φταναν στό κάτω χείλος τής τρύπας. Προσπάθησα νά πιαστώ άπ’ αύτή. ’Έζαφνα όμως τό σάπιο ξύλο, ποδχε πιάσει τό χέρι μου, ύποχώρησε, τά δάχτυλά μου έχασαν τό στή> ριγμά τους, κι’ έπεσα κάνοντας έναν μαλακό θόρυβο, μέσα στό κοίλωμα. Ή φόρα τής πτώσεως ήταν τέτοια, ώστε γλύστρησα ακόμα χαμηλότερα κι’ ένοιωσα τό σφίξιμο στό οώμα μου περισσότερο. Τώρα πιά δέν έ­ φτανα τήν τρύπα. "Αρχισα μάλιστα

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ νά αίσθάνωμαι κι* έναν δυνατό πόνο στά πόδια, προσπάθησα νά μετακινή­ σω, έστω καί λίγο, τό σώμα μου, μά δέν μπόρεσα. Τ’ άριστερό μου χέρι εξακολουθούσε νά μένη άκίνητο. Τό κεφάλι μου μόλις μπορούσα νά τό κουνήσω καί τό δεξιό μου χέρι πού τό κρατούσα ακόμα ψηλά, δέν μπο­ ρούσα νά τό κατεβάσω καί κουραζό­ ταν κι* αύτό πολύ. Τό στόμα μου, ή μύτη μου, τά μάτια μου καί τ’ αύτιά μου ήταν γε­ μάτα σκόνη πού τριβόταν κι* έπεφτε άπ’ τόν σάπιο κορμό τού δέντρου. Στό μεταξύ άρχισε νά μέ βασανίζη μιά άνυπόφορη δίψα· τό λαρύγγι μου ήταν φλογισμένο, θυμήθηκα ότι οτι είχα ένα μικρό μαχαίρι μαζί μου. Ή καρδιά μου όμως πιάοτηκε, όταν θυμήθηκα ότι βρισκόταν στή τσέπη τού παντελονιού μου. Προσπάθησα νά κινηθώ γιά νά μπορέσω νά βάλω τό χέρι μου σε καμμιά τσέπη, μά δέν τό κατώρθωσα καί παραιτήθηκα γρήγορα άπ’ τόν σκοπό μου αύτόν. Ό πόνος πού αι­ σθανόμουν στά πόδια μου ήταν άνυπόφορος, ώς τόσο όμως βρισκόμουν ακόμα στις αισθήσεις μου. "Αρχισα τότε νά φωνάζω μέ μανία, άλλά μέ ελάχιστες ελπίδες ν* άκουστώ. "Ολη ή γύρω περιοχή ήταν τελείως έρημη. Στό τέλος κουράστηκα άπ’ όλες μου αυτές τις προσπάθειες, κι* άρχι­ σα νά σκαλίζω άφηρημένα τό μαλα­ κό ξύλο μέ τά δάχτυλα τού ελευθέ­ ρου μου χεριού. Γιά μιά στιγμή μοΰ φάνηκε πώς άκουσα βήματα άπ’έξω. "Αρχισα πάλι νά φωνάζω. Καμμιά άπάντησις όμως. Σιγά-σιγά, άρχισα νά καταλαβαί­ νω οτι δέν είχα τή δύναμι νά κι­ νηθώ. Ένοιαθα νά μούρχωνται μικρολιποθυμιές, κι’οί σκέψεις μου έχα­ σαν τόν ειρμό τους. Ή δίψα μου ήταν τρομερή. "Εβγαζα τή γλώσσα μου έξω καί προσπαθούσα νά δροσιστώ άπ’ τις λίγες ψιχάλες πού μούστελνε ή βροχή άπ’ έξω. Έπί τέλους παραδόθηκα τελείως στήν τύχη. Έγκατέλειψα κάθε ελπί­ δα, κάθε επιθυμία ζωής. Τό μόνο πού επιθυμούσα ήταν ό θάνατος... ..."Εξαφνα ένα εύχάριστο θρόισμα πού τό συνώδευε ό ήχος κάποιων (Συνέχεια στή σελίδα 48)


ΘΑΝ Α Τ ΟΣ Τ Ο υπό Τζίμ Μπάρετ

Τη μια μέρα ό Τσάρλι Κόλλινς ήταν ένας ευτυχισμένος γαμπρός κα'ι τήν έπόμενη ένας φιλοξενούμενος των Γυναικών τής Κολάσεως, των τρελλών και διαβολικών θυγατέρων τοΰ Ματωμένου Μαχαιριού I

ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΤΗΣ ΣΕ­ ΛΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ Ό Τσάρλι Κόλλινς ξύπνησε μ’ένα σφυροκόπημα μέσα στό κεφάλι του και μέ τό στόμα του πικρό. Προσπά­ θησε νά θυμηθή τι είχε συμβή, μά δεν μπόρεσε. Τό μόνο πού θυμόταν ήταν πώς είχε πιή πολύ καί είχε γί­ νει σκνίπα στό μεθύσι. Ή Ντάστυ ήρθε στό μυαλό του. Τήν είχε γνωρίσει λίγες μέρες πρίν, όταν αύτή ήρθε νά μείνη στην ίδια πολυκατοικία. Τής είχε κάνει κόρτε κΤ αύτή είχε άπσντήσει. Καί, τήν πε­ ρασμένη νύχτα, είχαν πάει μαζί σ’ ένα πάρτυ πού είχαν οργανώσει με­ ρικές φίλες της. Έκεΐ ό Τσάρλι είχε μεθύση άπό τά φιλιά τής Ντάστυ καί είχε μεθύ­ σι άπό τό κρασί. Άπό κεΐ καί πέρα δέν θυμόταν τίποτα.

Ό Τσάρλυ κατέπνιξε ένα βογγητό. ’Έπρεπε νά τής πή ότι δέν ήταν κανένας επιπόλαιος νεαρός, άλλά έ­ νας συνετός ύπάλληλος, λογιστής στό Μεσιτικό Γραφείο Ντίγκλ.’Έπρεπε νά τής πή ότι συνήθως δέν έπινε περισ­ σότερο άπό δυο μπύρες κάθε φορά. ΚΓ έπρεπε νά τής ζητήση συγγνώμη άν τήν είχε προσβάλει. Καί ό Τσάρλι βόγγησε πάλι. Στό βογγητό του, μια φωνή άπό τήν άλλη πλευρά του κρεββατιοϋ είπε: — Τί είπες, άγάπη μου ; Ό Τσάρλι άνοιξε τά μάτια του κΓ έμεινε γιά μιά στιγμή εμβρόντη­ τος, άνίκανος νά σαλέψη, "Επειτα, γύρισε απότομα, άνασηκώθηκε στόν άγκώνα του καί κύτταξε τήν Ντάστυ. Κύτταξε τό ελκυστικό, μαύρο νυ­ χτικό πού αύτή φορούσε καί κατώρθωσε νά τραυλίση. —Ντάστυ !


28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Αυτή τεντώθηκε σαν γατούλα, του χαμογέλασε και χασμουρήθηκε. Λό­ για βγήκαν από τα χείλη της σκοντάφτοντας : — Ντάστυ, δεν... ήμουν στα λογι­ κά μου I Σου ζητώ συγγνώμη αν... αν... Τό πρόσωπό της σκοτείνιασε. —Μου ζήτας συγγνώμη ; Μά έπέμενες τόσο πολύ, Τσάρλι. Είπες πώς δέν θά μετάνοιωνες ποτέ. Ό Τσάρλι ξεροκατάπιε μέ δυσκο­ λία. —Δέν επιμένω τόσο πολύ... συνή­ θως, Ντάστυ. Πίστεψε με, άν ύπάρλη κανένας τρόπος νά επανορθώσω... — "Οχι, ψιθύρισε αύτή, δέν εΐεΐναι ανάγκη νά έπανορθώσης τίποποτα. "Αν πάρουμε διαζύγιο... — Διαζύγιο I θέλεις νά πής πώς είμαστε παντρεμένοι ; —Παντρευτήκαμε χτες τή νύχτα. Δέ θυμάσαι, Τσάρλι ; —Τώρα θυμάμαι, ψιθύρισε αύτός I "Ημαστε σ’ ένα αύιοκίνητο καί γε­ λούσαμε, καθώς περνούσαμε τά σύ­ νορα τής πολιτείας. — Καί τώρα μετάνοιωσες ; ψιθύρι­ σε ή Ντάστυ.

^3^άκρυα έλαμψαν στά σκοτεινά μάτια της. Ό Τσάρλι ήθελε ν’ άπλώση τό χέρι του καί νά σκουπίση τά δάκρυα άπό τις μακρυές βλεφαρίδες της, μα δέν τό έκανε.

ΘΑΝΑΤΟΣ —Δέν εννοούσα αύτό, προσπάθησε νά έξηγήση ό Τσάρλι. ’Ήθελσ νά ζη­ τήσω συγγνώμη, άν δέν είχα φερθή σάν τζέντλεμαν. 'Ένα χαμόγελο πρόβαλε μέσα ά­ πό τό σύννεφο τών δακρύων της. —’Ώ, δέν μπορεί παρά νά φερθής πάντα σάν τζέντλεμαν, Τσάρλι. Σήκωσε τό πρόσωπό της καί τόν φίλησε ελαφρά στά χείλη. —Είσαι ακόμα κάτω άπό τήν έπίδρασι του κρασιού, αγάπη μου, πρόσθεσε. Μείνε ξαπλωμένος, θά ετοιμάσω τό πρόγευμα μέσα σ’ ένα λεπτό. §Ρ* Γλύστρησε έξω άπό τό κρεββάτι, λυγερή, κομψή καί ελκυστική, μέσα στο μαύρο νυχτικό της. Ό Τσάρλι έκλεισε τά μάτια του, νοιώθοντας τά μάγουλά του νά κοκ­ κινίζουν. Μιά βαθειά ικανοποίηση τόν πλημμύριζε. Ή άλήθεια ήταν, βέβαια οτι, δέν ήξερε σχεδόν τίποτα γιά τήν Ντάστυ. Δέν ήξερε άπό πού εΐνε έοθει ή ποιά ήταν. Τ|?Μά αύτό δέν εΐχε σημασία. ΤΗταν γλυκειά καί καλή. ’Ήξερε πώς ό Τσάρλι δέν είχε χρήματα. Επομένως δέν τόν εΐχε παντρευτή γι’ αύτό. "Ι­ σως γιατί ένοιωθε κι’ αύτή μοναξιά στή ζωή της όπως αύτός. Στο τραπέζι, ή Ντάστυ τόν ρώ­ τησε : —Θέλεις τήν πρωινή εφημερίδα μαζί μέ τό πρόγευμά σου, Τσάρλι; "Αν δέν σέ πειράζη αύτό. —Γιατί νά μέ πειράξη ; Τής χαμογέλασε επάνω άπό τήν εφημερίδα καί γιά μερικές στιγμές έφαγαν σιωπηλά. — Τσάρλι... — Ναι; — Πρέπει νά μού πής τί φαγητά σού άρέσουν. Βρίσκονταν στή δεύτερη κούπα κα­ φέ, όταν ό Τσάρλι είπε : —Βλέπω στήν εφημερίδα πώς οί γυναίκες άρχισαν πάλι τή δουλειά. — Οί γυναίκες, Τσάρλι ; —Εκείνες οί γυναίκες πού δημι­ ούργησαν ένα εγκληματικό κύμα τόν τελευταίο καιρό. Τήν περασμένη εβδο­ μάδα λήστεψαν ένα πρατήριο βενζί­ νης, τραυματίζοντας έναν υπάλληλο. Τήν προπερασμένη εβδομάδα έπετέθησαν έναντίον ενός ζευγαριού πού


ΘΑΝΑΤΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

περνούσε από τό πάρκο. Χτες τή νύ­ χτα τσάκισαν έναν γέρο στό Σάουθ Σάϊντ. Παράξενο πράγμα ! Δεν έκλε­ ψαν ποτέ μεγάλα ποσά. Ό υπάλλη­ λος του πρατηρίου βενζίνης λέει δτι δυο άπό τις γυναίκες φαίνονταν αρ­ κετά πλούσιες ώστε ν’ άγοράσουν όλόκληρο τό πρατήριο. Ό γέρος, εξ άλλου, χτες τή νύχτα, κατέθεσε δτι του έπετέθησαν ξαφνικά σάν ένα κο­ πάδι παράφρονα θηρία, γεμάτα κα­ κία. Γελούσαν εύθυμα ενώ τόν χτυ­ πούσαν.

Ο

Τσάρλι σήκωσε τό κεφάλι του και είδε την έκφρασι πού είχε πάρει τό πρόσωπο τής Ντάστυ. — "Έκανα τίποτα κακό ; —Δεν είναι τό θέμα αυτό κάπως... ακατάλληλο γιά πρόγευμα, Τσάρλι ; —’Ώ, εΐπε αύτός. Νομίζω πώς έ­ χεις δίκιο. Συγγνώμη. Ή Ντάστυ τόν κύτταζε μέσ’ άπό τις βλεφαρίδες της. —Τσάρλι, τά πράγματα αυτά σέ ενδιαφέρουν σέ... γοητεύουν; Αυτός κοκκίνισε. —Δεν τό είχα σκεφθή αυτό ποτέ. Ένδιαφέρομαι γιατί ένας φίλος μου προσελτιφθη άπό τόν ιδιοκτήτη τού πρατηρίου βενζίνης. Είναι ένας ι­ διωτικός ντέτεκτιβ, πού λέγεται *Ήβαν ’Έπλεϋ. Τού ανέθεσε νά έρευνήση σχετικά μέ τήν ύπόθεσι. Ό ’Ήβαν κΓ εγώ παίζουμε καμμιά φορά πόκερ. —Σπουδαία, Τσάρλι ! Θά μπο­ ρείς νά παίζης μαζί του πόκερ καί τώρα, δποτε θέλεις, Καί... θέλω νά μάθω γιά τή δουλειά σου, Τσάρλι καί νά γνωρίσω τούς φίλους σου. — Δέ θ’ άργήσης νά γνωρίσης τόν ’Ήβαν. Εΐναι κάπως διαφορετικός άπό μένα. Τραχύς καί επιθετικός. Τόν γνωρίζω άπό τά σχολικά μας χρόνια. Ό ’Ήβαν ’Έπλεϋ πήγε στό δια­ μέρισμά τους τό'άπόγευμα τής ίδιας μέρας. ^Ηταν ύψηλόσωμος σάν τόν Τσάρλι, μά πιό βαρύς. ΤΗταν καλο­ ντυμένος καί ή πλακουτσή μύτη του θύμιζε πυγμάχο. Ή Ντάστυ τού έδωσε τά δυο χέ­ ρια κΓ ένα πλατύ χαμόγελο.

29

— Σέ συγχαίρω γιά τήν εκλογή σου, είπε ό ’Ήβαν στόν Τσάρλι. Ή Ντάστυ βγήκε γιά νά φέρη μπύρα άπό τήν κουζίνα καί ό Τσάρ­ λι μέ τόν ’Ήβαν κάθησαν. —Λοιπόν ; είπε ό Τσάρλι. Τί λες γι’ αυτήν ; — Κάθε γυναίκα σου θά ήταν γιά μένα σπουδαία, είπε ό ’Ήβαν. Ό Τσάρλι άναψε ένα τσιγάρο ζαρώνοντας τά φρύδια του. Δέν τού άρεσε καθόλου ό πλάγιος τρόπος μέ τόν όποιο είχε άπαντήσει ό ’Ήβαν. "Ήταν σάν νά ήθελε ν’άποφύγη ν’ άπαντήση...

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ Τό άπόγευμα τής επομένης μέρας, δταν ό Τσάρλι γύρισε άπό τή δου­ λειά του, ή Νάστυ τόν φίλησε, τού χαμογέλασε καί είπε : —Τσάρλι, έχουμε έναν επισκέπτη. Νά σοΰ συστήσω τόν θειο μου Τζόε Κλόσμαν. 'Ένας νευρώδης, μικρόσωμος άν­ τρας, πού ήταν καθισμένος σέ μιά πολυθρόνα, τινάχτηκε όρθιος κΓ έ­ σφιξε τό χέρι τού Τσάρλι. Ό θείος Τζόε ήταν άπό τούς άνθρώπους μέ τήν άπροσδιόριτη ήλικία. Μπορεί νά όταν τριάντα ή μπορεί νά ήταν πε­ νήντα χρόνων. Είχε διαπεραστικά, γαλανά μάτια, στενή μύτη καί χλω­ μά χείλη καί κάθε τόσο περνούσε τά δάχτυλα τού χεριού του επάνω άπό τά άραιά μαλλιά του. —Ό θείος Τζόε ήρθε γιά κάτι δουλειές του στην πόλι καί είχε τήν καλωσύνη νάρθή νά μέ δή, εξήγησε ή Νάστυ. —Περίφημα, είπε ό Τσάρλι. Φαν-


30 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ίά προηγούμενα τεύχη της

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Σ ΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜιΑΡΤΙ­ ΜΙΟ Ρ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 113) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΜΙ ΣΤΕΡ ! 1ΰ) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙιΓΚΟ 16) ΚΑΛΠΑΖΟΙΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ άνετυπώιθη' Ότν ιχ<χ1 ττωλοΌνται εϊς γ« γραφεία μας. ΔΕΛΗΠΩΡΠΗ 30 (Πάροδος 6δοΌ 'Αγ. Κων)νου)

αντί δραχμών 2.500

Άνετυπώθησσν επίσης καί τε­ λούνται στα γραφεία μας τά τεύχη : 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ 18) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ 19) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟΚΛΙ­ ΝΕΤΑΙ 20) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Η |ΘΕΑ ΚΟΡΑ 21) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ

τάζομαι τήν έκπληξί σας όταν μά­ θατε πώς ή Ντάστυ είχε παντρευτη. —Ναι, είπε ό Τ'ζόε Κλόσμαν μέ ύφος που σήμαινε ότι τίποτα άπ’ όσα Ικανέ ή Ντάστυ δέν μπορούσε να τόν έκπληξη. — Τσάρλι, είπε ή Ντάστυ, σκέφτηκα πώς θά ήταν όμορφο νά τρώγα­ με έξω μαζί μέ τόν θείο Τζόε. Ένώ ή Ντάστυ ντυνόταν, οί δυό

ΘΑΝΑΤΟΣ άντρες κάπνισαν τσιγάρα στό χώλ κουβεντιάζοντας. — θά μείνετε πολύ στην πόλι μας; ρώτησε ό Τσάρλι. —"Ωσπου νά τελειώσω μιαν ύπόθεσι που έχω άναλάβει. Είμαι δικη­ γόρος. Εξασκώ τό επάγγελμά μου στό Ουέστ, στό Κόουστ. —Είχα έναν θείο εκεί κάποτε,είπε ό Τσάρλι. Τό όνομά του ήταν Έμπενέζερ Χίλμπερτ, ό άσωτος υιός τής οικογένειας. Πάντα κυνηγούσε χί­ μαιρες, μου έλεγε ή μητέρα μου. Δέν ξέρω τί άπόγεινε. ’Έχω εϊκοσι ώς είκοσι πέντε χρόνια νά τόν δώ. Δέν τόν θυμάμαι καλά. ../Έφαγαν έξω κι* έπειτα πήγαν καί χόρεψαν σ’ ένα νυχτερινό κέν­ τρο. Τέλος γύρισαν στό διαμέρισμά τους. Ό θείος Τζόε σταμάτησε στην πόρτα καί θέλησε νά τούς καληνυ­ χτίση, μά ή Ντάστυ είπε : —Πεινώ. Τρώμε κανένα σάντου­ ιτς, Τσάρλι ; Μπορείτε νά μάς κάνε­ τε συντροφιά κι* έπειτα φεύγετε, θείε Τζόε. — Μά... —Ό Τσάρλι θά πεταχτή ώς τό εστιατόριο, πού είναι στό διπλανό τετράγωνο καί θά μάς φέρη τίποτα κρύα φαγητά. ’Έ, Τσάρλι; — Βεβαίως I Σέ πέντε λεπτά θά είναι όλα έτοιμα. Ό Τσάρλι βγήκε έξω καί βαδί­ ζοντας γοργά πήγε στό εστιατόριο καί αγόρασε ψωμί, κρύο κοτόπουλο, ένα βαζάκι ελιές καί σαλάτα. Βγήκε από τό εστιατόριο μέ τά ψώνια στό ένα χέρι. Βρισκόταν στά μισά του τετρα­ γώνου, όταν εντελώς ξαφνικά καί απροσδόκητα ένα κλόμπ τόν χτύπησε πίσω από τό αύτί. Τρέκλισε, ένώ τά ψώνια ξέφευγαν άπό τό χέρι του καί σκορπίζονταν χάμω. Η έπίθεσις είχε προέλθει άπό μιά δεντροστοιχία, στά δεξιά του. Ή δεντροστοιχία ήταν γε­ μάτη ίσκιους πού έβγαιναν γοργά καί περικύκλωναν τόν Τσάρλι. Πρόλαβε καί είδε τά πρόσωπά τους, πριν τό κλόμπ τόν χτυπήση πάλι.


ΘΑΝΑΤΟΣ "Επεσε στα γόνατα επάνω στο πε­ ζοδρόμιο και άκουοε μουσικά, άπαά και άγρια γέλια γυναικών. ΤάχέΑα τους ήσαν,απαλά επάνω τους, μά ρίχαν την άγρια απαλότητα τής τίγρης. εΧν έσερναν μέσα στη δεντροστοιχία. ΤόΞαφνικά, τον πλημμύρισε ή σκέψις ότι, άν κατάψερναν νά τόν τρα­ βήξουν έκεΐ μέσα, δεν θά ξανάβλεπε ποτέ πιά τό φως τής ήμέρας. Κατώρθωσε σχεδόν νά έλευθερωθή καί δοκίμασε νά βγάλη μιά κραυ­ γή μέσ’ άπό τά μουδιασμένα χείλη του. Καί τότε τό κλομπ τόν χτύπησε πάλι καί υί αισθήσεις του Τσάρλι έσβησαν καί βυθίστηκαν σέ άπόλυτο σκοτάδι. Τό τελευταίο πράγμα πού άκουσε ήταν τό απαλό, εύθυμο γέλιο των γυναικών... ..ΑΗταν σάν νά έβγαινε μέσα ά­ πό μιαν άτέλειωτη νύχτα καί οί αι­ σθήσεις άρχισαν νά λειτουργούν σιγά-σιγά. Τό κεφάλι του κόντευε νά σπάση άπό τόν πόνο καί του φαινόταν σάμ­ πως τά χέρια του νά είχαν κοπή ά­ πό τούς καρπούς. Τότε κατάλαβε ότι οί καρποί του ήσαν δεμένοι. ΤΗταν καθισμένος σέ μιά καρέκλα καί τά χέρια του ήταν δεμένα πίσω του. Μιά διαπεραστική οσμή τόν χτύ­ πησε στά ρουθούνια. "Ενα μουρμούρισμα φωνών εισχώρησε στ’ αυτιά του καί, πίσω άπό τις φωνές, σάν ν’ άρχόταν άπό μεγάλη άπόστασι, άκουγόταν ό απαλός ήχος μιας παρά­ ξενης μουσικής, μιας μουσικής, πού όμοια της ό Τσάρλι δεν είχε ακού­ σει ποτέ. ΤΗταν μιά μουσική μέ φαντασματώδεις καί ύπνωτιστικές ιδιότητες καί ό Τσάρλι ένοιωσε την καρδιά του νά χτυπά στόν ρυθμό της, ενώ αλλόκο­ τα συναισθήματα ανασάλευαν μέσα του. "Ανοιξε τά μάτια του. Μιά όμορ­ φη, ύψηλόσωμη ξανθή γυναίκα στε­ κόταν μπροστά του. Τά ονειροπαρμέ­ να μάτια της φαίνονταν νά παρακο­ λουθούν τόν Τσάρλι άπό πολλή ώρα. Επάνω στόν απαλό λαιμό της, ό Τσάρλι διέκρινε μιά άρτηρία νά πάλλη ρυθμικά. Τά χείλη της μοισάνοιξαν, κόκκι­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

να υγρά καί καλογραμμένα, σ’ ένα άργό χαμόγελο, όταν είδε ότι τά μάτια τού Τσάρλι ήσαν άνοιχτά. Τό βαθύ βλέμμα τών ματιών της τράβηξε τό δικό του. — Ποια είστε; ψιθύρισε. — Μπορείτε νά μέ ονομάζετε Κάρλα, είπε αυτή.

Α,πλωσε τό χέρι της καί άγγιξε τό πρόσωπό του. Τά δάχτυλά της ήσαν απαλά καί δροσε­ ρά επάνω στό μάγουλό του. — Πονάτε, Τσάρλι; -Ναι. — Πονάτε πολύ; Πρόσεξε τή μυστηριώδη προσδοκία τού χαμογέλου της καί ρίγησε ως τά βάθη τού είναι του. Άπέσπασε τό βλέμμα του άπό τό δικό της καί κύτταξε γύρω για πρώ­ τη φορά. "Ενα χλωμό φώς, πού έδινε έναν παράξενο, έξώκοσμο τόνο στό πρόσωπο τής Κάρλας, χάϊδευε επάνω στις πορφυρές κουρτίνες τών τοίχων. ?Ηταν ένα μεγάλο πορφυρό δωτιο μέ υψηλό ταβάνι καί φωτιζόταν άπό μιά επιτραπέζια λάμπα, τοποθε­ τημένη επάνω σ’ ένα τραπέζι, άριστερά τού Τσάρλι. "Ισκιοι σάλευαν μέσα στό άμυδρό θαμπόφωτο τού πορφυρού δωματίου καί ό Τοάρλι είδε τις γυναίκες νά τόν περικυκλώνουν. ΤΗσαν έξη ή ο­ κτώ, ίσως καί άλλες πίσω του. ΤΗσαν ένα παράξενο ανακάτεμα. Υπήρ­ χαν γυναίκες πού θά μπορούσαν νά περάσουν γιά παλαίστριες ή για φρουροί φρενοκομείου, μεγαλόσωμες γυναίκες μέ πλατείς ώμους. Μά οί άλλες γυναίκες άνήκαν μάλ λον σέ πλούσια σαλόνια.ΤΗσαν γύρω στά σαράντα, πλούσια ντυμένες καί


32

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

όμορφες, μέ την όμορφιά πού διατη­ ρούν τά μεγάλα πλούτη. Κάπνιζαν τσιγάρα, τραβώντας τόν καπνό βαθειά μέσα στά πνευμόνια τους καί άφήνοντάς τον νά βγαίνη άργά, σάν νά μήν ήθελαν νά χάσουν ούτε μιά τολύπα. Ή διαπεραστική οσμή, πού ό Τσάρλι εΐχε νοιώσει ξυπνώντας, θά προερχόταν σίγουρα άπό τά τσιγάρα αυτά. «Ναρκωτικά» σκέφτηκε. Σάλευαν μέσα στο δωμάτιο, σάν πλάσματα πού κυματίζουν μέσα σ’ ενα όνειρο. Καί τά μάτια τους... Τά μάτια τους έκαιγαν μέσα στις κόγχες τους, καθώς τόν κύτταζαν... — Ποιες είστε ; ξεφώνησε. Τί θέ­ λετε άπό μένα ; Ή Κάρλα σήκωσε τά χέρια της μπροστά του. —Είμαστε οί προσκυνήτριες τών συγκινήσεων I Πίσω άπό τήν Κάρλα, οί γυναίκες λικνίζονταν στον ρυθμό τής παράξε­ νης, έξώκοσμης μουσικής. —Οί προσκυνήτριες τών συγκινή­ σεων I, έπανέλαβαν. Ό Τσάρλι ένοιωσε μιά σταγόνα ίδρώτα νά στάζη άπό τό πηγούνι του. Η παράξενη μου­ σική, ό άλλόκοτος φωτισμός πού έ­ δειχνε τις γυναίκες σάν ίσκιους επά­ νω στις πορφυρές κουρτίνες τών τοί­ χων, ολα συνδιάζονταν γιά νά δώ­ σουν στόν Τσάρλι τήν έντυπωσι ότι βρισκόταν μέσα σ’ έναν εφιάλτη. 7Ηταν άδύνατον νά συνέβαιναν πραγματικά ολα αύτά. 7Ηταν άδύνα­ τον νά ύπήρχε εκείνο τό δωμάτιο. Έφερε στο νοϋ του τόν κανονικό, λογικό κόσμο έξω καί προσπάθησε νά διαψεύση τή μαρτυρία τών αίσθήσεών του. Μά οί γυναίκες ήσαν πρα­ γματικές. Ή Κάρλα ήταν πραγματι­ κή. 7Ηταν μιά φριχτή πραγματικότης. —Είμαστε, είπε ή Κάρλα, οί χορτασμένες, οί γεμάτες πλήξι I Ψάχνου­ με νά βρούμε ευθυμία. Τρόμος έσφιγγε τήν καρδιά τού Τσάρλι, καθώς κύτταζε τις γυναίκες. Καταλάβαινε τώρα. ΤΗσαν οκνηρές γυναίκες, πού είχαν ζήσει μέσα στήν άπόλαυσι, ώσπου πιά ή άπόλαυσις

ΘΑΝΑΤΟΣ είχε πάψει πιά νά είναι γι’ αυτές εύχάριστο συναίσθημα. Καί είχαν καταλήξει σ’ αύτό εδώ, στά ναρκω­ τικά καί στά μακάβρια βασανιστήρια γιά νά βρουν τήν ήδονή 1 Σάν τις γυναίκες τής Ρώμης πού, τήν εποχή τής παρακμής καί τού εκφυλισμού, παρακολουθούσαν τούς μονομάχους νά πεθαίνουν μέσα στόν ιππόδρομο... Ή Κάρλα πλησίασε περισσότερο. 'Ο Τσάρλι τήν κύτταξε κι’ έπειτα τό βλέμμα του πέρασε γοργά καί τρελλά στις άλλες, άπό γυναίκα σέ γυ­ ναίκα. — Σταθήτε !, φώναξε μήν άναγνωρίζοντας τήν ίδια τή φωνή του. Δέν ξέρετε τί κάνετε I Είστε ποτισμένες μέ ναρκωτικά I Είστε... Μά ήταν σάν να μιλούσε σέ κου­ φούς. "Ίσως, σκέφτηκε, τόν άκουγαν μά δέν καταλάβαιναν τί έλεγε. Δέν θά κέρδιζε τίποτα παρακαλώντας καί ικετεύοντας. 7Ηταν σάν νά προσ­ παθούσε νά πείση μανιακούς. Είδε τις γυναίκες νά κινούνται προς τό μέρος του, άργοί, ρευστοί ίσκιοι μέσα σ’ έναν φριχτό εφιάλτη. Ό ιδρώτας του ήταν ψυχρός, πα­ γωμένος. "Έκλεισε τά μάτια του ρι­ γώντας καί άκούγοντας τά λόγια τής Κάρλας : — Απόψε δοκιμάζουμε τήν πιό με­ γάλη συγκίνησι άπ’ όλες 1 *'Ανοιξε τά μάτια του. Ξεφώνησε. Ή Κάρλα κρατούσε στό χέρι της ένας μακρύ, γυαλιστερό μαχαίρι. Μ’ ένα ψιθύρισμα βημάτων επάνω στό σκουροκόκκινο χαλί, οί γυναίκες πλησιάσαν ορμητικά στόν Τσάρλι, μέ μάτια πού έλαμπαν άπό τήν προσδοκία. Τό άμυδρό φώς σπίθιζε σάν φω­ τιά επάνω στήν κόψη τού μαχαιριού. Ό Τσάρλι ένοιωσε τις φλέβες νά ε­ ξογκώνονται στόν λαιμό του. ^^.κουσε τό άπσλό γέλιο , τών γυναικών, καθώς αύτές παρακολουθούσαν τό πρόσωπό του. Μά πρόσεξε ότι δέν γελούσαν όλες τους. Οί δυο ή τρεις μεγαλόσωμες γυ­ ναίκες, πού θύμιζαν παλαιστές, έμε­ ναν λίγο πίσω άπό τις άλλες, μέ


ΘΑΝΑΤΟΣ ψυχρές εκφράσεις επάνω στα πρόσω­ πά τους. Τούς μίλησε. Κατάλαβε ότι αυτές δέν ήσαν κάτω άπό την έπίδρασι των ναρκωτικών, όπως οί πλούσια ντυμένες γυναίκες. ’Τσωο ήσαν απλώς προσωπικό του μυστικού εκείνου κέντρου, όπου οί τρελλές εκείνες γυναίκες ζητούσαν τις δυνατές συγκινήσεις τους. Μά ό Τσάρλι σώπασε σχεδόν α­ μέσως. Καταλάβαινε ότι οί γυναΐκεςπαλαιστές δέν έπρόκειτο νά τού δεί­ ξουν οίκτο. Ή Κάρλα σήκωσε τό μαχαίρι αργά, ενώ οί γυναίκες κύτταζαν. Ό Τσάρλι δοκίμασε νά σπάση τά δεσμά του καί τό σκοινί αύλάκωσε τό δέρ­ μα τών χεριών του. — Κυττάξτε πώς σπαρταράει I, φώναξε ή Κάρλα. Οί γυναίκες γέλασαν απαλά. Ό Τσάρλι ένοιωσε αίμα καί ι­ δρώτα νά βγαίνη άπό τούς καρπούς τών χεριών του. Τραβήχτηκε όσο πε­ ρισσότερο μπορούσε πρός τά πίσω,, καθώς τό μαχαίρι κατέβαινε πρός τό μέρος του. Ή πεινασμένη αιχμή τού μαχαι­ ριού άγγιξε τό μάγουλό του κάνον­ τας νά φανή μια σταγόνα αίμα. Οί γυναίκες συνωστίζονταν τώρα γύρω του, γελώντας υστερικά. —Μόνο μιά στιγμή, Τσάρλι Κόλλινς, είπε ή Κάρλα. Μια στιγμή πό­ νου κι5 έπειτα όλα θά τελειώσουν. Σέ λυπεί, Τσάρλι, ή σκέψις τού θα­ νάτου ; —Αφήστε με 1, ξεφώνησε έκ*είνος. Παρακαλώ, άφήστε με ! Τά λόγια του αύτά έκαναν τά ποόσωπά τους νά συσπασθούν περισ­ σότερο άπό σαδιστική χαρά. "Αρχισε νά σπαράζη επάνω στήν καρέκλα του καί νά τραβά τά χέρια του προσπαθώντας νά έλευθερωθή. Τό σκοινί χωνόταν στή σάρκα του καί αίμα κυλούσε στά δάχτυλά του, μά δέν τον ένοιαζε. Εκείνο πού ήθελε ήταν μιά στι­ γμή ελευθερίας, μιά στιγμή γιά νά μπορέση νά χτυπήση τις σαδιστικές εκείνες μάσκες πού σάλευαν γύρω του μέσα στο θαίμπόφωτο. Τό μαχαίρι δάγκωσε πάλι.τό μά­ γουλό του. Φωτιά ύπήρχε στά βάθη

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

33

τών ονειροπαρμένων ματιών τής Κάρλας. —* Αντίο, Τσάρλι Κόλλινς» είπε. Αντίο.

Ο ΘΕΙΟΣ ΤΖΟΕ Κ Λ Ο Σ Μ ΑΝ "Εσκυψε επάνω του. Τό δέρμα τού μετώπου του πόνεσε σχεδόν εκεί ό­ που. τά χείλη της τόν άγγιξαν ελα­ φρά. ’Έπειτα τό μαχαίρι σηκώθηκε κι’ άρχισε νά κατεβαίνη. Μιά άπό τί*ς γυναίκες άφησε ένα ξαφνικό, τρελλό καί διαπεραστικό γέλιο. Ό Τσάρλυ έρριξε τό κορμί του πρός τά πίσω καί ή καρέκλα τούμ­ παρε. Τό μαχαίρι έσκισε τό μανίκι του. "Ενοιωσε τή λεπίδα τού μαχαι­ ριού νά κόβη τό σκοινί τών καρπών του μαζί μέ τή σάρκα του. ^Ηταν ελεύθερος. Κυλίστηκε στό πάτωμα' κι5 άμέσως έπειτα άνωρθώθηκε, ενώ τό σκοινί κρεμόταν άκόμα άπό τό δεξιό του χέρι. Οί γυναίκες πήδησαν επάνω του, προσπαθώντας νά τόν αρπάξουν άπό τά μπράτσα. Άποσπάστηκε άπό τό άγκάλιασμά τους καί ώρμησε πρός τό τραπέζι μέ τή λάμπα. Μέ τήν άκρη τού ματιού του είδε ότι μιά άπό τις μεγαλόσωμες, τραχειές γυναίκες εΐχε ένα μικρό πιστό­ λι στό χέρι της. Μά οί μεθυσμένες γυναίκες άνάμεσα σ’ αυτήν καί στον Τσάρλι τόν έσωσαν. "Εφτασε στό τραπέζι καί ή λάμ­ πα γκρεμίστηκε χάμω μέ πάταγο. Καί τότε τό δωμάτιο έγινε μαύρο,


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΘΑΝΑΤΟΣ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ Μια καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΓΜΑΙΟΙ

ΚΑΙ

7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΩΝ

ΟΙ

ΠΥ­

κά τόν τρόμο του μαύρου καί του κενού. Ό Τσάρλι προχώρησε γοργά κα­ τά μήκος του τοίχου. "Εψαξε τις πορφυρές κουρτίνες μέ τά χέρια του γιά νά βρή τήν πόρτα, παραμερίζοντάς τες καί άποσπώντας τες άπό τόν τοίχο. Ό Τσάρλι έπεσε επάνω σ’ ένα άνθρώπινο κορμί. — Έδώ, Τζέρτι, εΐπε μιά τραχειά γυναικεία φωνή μέ ψυχραιμία. Τόν κρατώ κοντά στήν πόρτα I 'Η μεγαλόσωμη τραχειά γυναίκα τόν χτυπούσε μ’ ένα πιστόλι. Τό χέ­ ρι τού Τσάρλι βρήκε τόν ώμο της καί τήν έσπρωξε μ’ όλη τή δύναμί του. "Ενοιωσε κάποιαν άλλη νά κινύται κοντά του. Τότε βρήκε τό πόμο­ λο τής πόρτας. Τό γύρισε κι’ έρριξε τό κορμί του επάνω στήν πόρτα» Βγήκε τρεκλίζοντας άπό τό δωμάτιο κι’ άρχισε νά τρέχη.

« *

ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα άνάμεσα στα καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα !

με τό πιό βαθύ σκοτάδι πού όΤσάρλι είχε γνωρίσει ποτέ. ^Ηταν σαν ένας εφιάλτης γεμάτος τρελλές γάτες. Τό σκοτάδι έπαλλε άπό τά κλαψουρίσματα καί τά υστερικά ξεφωνη­ τά των γυναικών, καθώς οί ναρκωμέ­ νες αισθήσεις τους δοκίμαζαν ξαφνι­

Μ ί ίσω του,

άκουσε ποδοβολητά. Πέρασε κοντά σ’ ένα ύψηλό, μεγάλο παράθυρο. Μέσα στό άμυδρό φώς τής πόλεως πού περνού­ σε άπό αύτό, δοκίμασε νά διακρίνη πού βρισκόταν, καθώς έτρεχε. ’Από τήν υπόκωφη ήχώ τών βημάτων του κατάλαβε ότι βρισκόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο κτίριο, ίσως αποθήκη ή με­ γάλο κατάστημα, κι’ έτρεχε μέσα σέ μιά γαλαρία. "Εφτασε σέ μιά ξύλινη σκάλα πού ώδηγούσε πρός τά κάτω. Αναγκά­ στηκε νά ξεκολλήση άπό τόν τοίχο γιά νά φτάση στό κεφαλόσκαλο. "Ενα πιστόλι γάβγισε δυο φορές πίσω του. "Αρχισε νά κατεβαίνη τά σκαλο­ πάτια, δοκίμασε νά διατηρήση τήν ισορροπία του, δέν μπόρεσε καί συ­ νέχισε τό κατέβασμα κατρακυλώντας. Τόν σταμάτησε ένα ψυχρό καί ύγρό τσιμεντένιο έδαφος. Κύλησε δυότρία μέτρα καί άνωρθώθηκε. Άκουσε τήν Τζέρτι καί τή συντρόφισσά της νά κατεβαίνουν τή σκάλα. Ό ήχος τών ποδιών του επά­ νω στήν άσφαλτο έκανε ένα πιστόλι νά γαβγίση άλλες δυό φορές.


ΘΑΝΑΤΟΣ Μ*»νοιώσε ένα ρεύ­ μα άέρα στο πρόσωπό του καί έ'στρέ­ ψε προς την κατεύθυνσι αυτή. Φως από ενα μοναχικό καί φαντασματώδες φανάρι του δρόμου περνούσε από ενα μεγάλο, βρώμικο παράθυρο μέ τά τζάμια σπασμένα. Μιά σφαίρα χτύπησε στον τοίχο καί ράντισε τό πρόσωπό του μέ σκό­ νη, καθώς πηδούσε επάνω από τό περβάζι του παραθύρου. Βρέθηκε μέσα σε μιά δεντροστοι­ χία. Ρίχτηκε σ’ ένα τρελλό τρέξιμο, χωρίς νά ξέρει που πήγαινε. Κέρδιζε άπόστασι τώρα. Ή Τζέρτι καί οί άλλες βγήκαν στή δεντροστοιχία τώρα. Πυροβόλη­ σαν εναντίον του τρεις φορές ακόμα κΤ έπειτα φάνηκαν νά κατάλαβαν πώς δέν θά τόν έπιαναν ποτέ τώρα πιά. "Ακούσε μιά φωνή νά λέη μέ λύσσα : —Μάς ξέφυγε ! Γυρίστε πίσω καί βγάλτε τες έξω ! Καθαρίστε τό δω­ μάτιο I Ό Τσάρλι συνέχισε τό τρέξιμό μου, ενώ ένα ξαφνικό, ύστερικό γέ­ λιο άναπηδούσε άπό τό στήθος του... ... Τό δωμάτιο ήταν μικρό καί έντονα φωτισμένο. Τά έπιπλά τουήσαν ένα τραπέζι καί μερικές καρέκλες καί πολυθρόνες. Ό Τσάρλι άκούμπησε αναπαυτι­ κά στή ράχη μιας πολυθρόνας, κυττάζοντας τούς τρεις αστυνομικούς, πού ήσαν μέσα στο δωμάτιο μαζί του. — Ακόμα δέν μπορώ νά'τό πιστέ­ ψω, είπε ό Τσάρλι. Άν μου τό έλε­ γαν, δέν θά τό πίστευα. Τό μισοφωτισμένο δωμάτιο... οί πορφυρές κουρ­ τίνες... οί γυναίκες... Ρίγησε. "Ενας άπό τούς άστυνομικούς του πρόσφερε ένα τσιγάρο καί τού τό άναψε. — "Ησυχα, μίστερ. Είσαι πολύ τραχύς καί σκληροτράχηλος άψοϋ μπόρεσες ν’ άνθέξης σε μιά τέτοια δοκιμασία. Μά όλα είναι εντάξει τώ­ ρα. Βρίσκεσαι σέ άστυνομικό τμήμα καί μιά ομάδα άντρών ξεκίνησαν κΓ όλας για την άποθήκη εκείνη. Ό Τσάρλι τράβηξε τόν καπνό βα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

θειά μέσα στά πνευμόνια του. Κύτταξε τά χέρια του, τυλιγμένα μέ ε­ πιδέσμους. "Ενα τηλέφωνο κουδούνισε επάνω στό τραπέζι. "Ενας αστυνομικός σήκωσε τό α­ κουστικό καί έστησε τό αυτί του γιά μερικές στιγμές, ενώ τό πρόσωπό του μόρφαζε άπό άπογοήτευσι. Άκούμπησε τό άκουστικό στή θέσι του καί είπε : — Ξέφυγαν I Τά παιδιά βρήκαν α­ κόμα ίχνη ναρκωτικών στήν άτμόσφαιρα, μά οί γυναίκες είχαν φύγει. "Ενας λεπτός άντρας μπήκε μέσα στό δωμάτιο. — Κύριε Κόλλινς, ή γυναίκα σας είναι έξω. "Ενας άπό τούς αστυνομικούς κού­ νησε τό κεφάλι του καί ό λεπτός άν­ τρας άνοιξε πάλι την πόρτα. —Μπορείτε νά περάσετε, κυρία Κόλλινς.

Η Ντάστυ μπήκε στό δωμάτιο καί ρίχτηκε -"στήν αγκα­ λιά του Τσάρλι. ■4 —’Ώ, Τσάρλι! Φοβήθηκα τόσο πο­ λύ όταν μοϋ τηλεφώνησαν 1 ΕΤ... εί­ σαι καλά, τώρα ; —Ναι, είπε αύτός. Αύτή σήκωσε τό κεφάλι της. — θύμωσα στήν αρχή όταν είδα πώς αργούσες νά φανής. Νόμισα πώς είχες πάει νά μεθύσης. Δέν... ήξερα τί φριχτό πράγμα σού είχε συμβή ! — Ναι, είπε ό Τσάρλι. 7Ηταν τόσο κουρασμένος ώστε τό μόνο πράγμα πού μπορούσε νά σκεφτή τώρα ήταν ένα μαλακό κρεββάτι. Οί άστυνομικάι είπαν ότι όΤσάρ-


36 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» λι μπορούσε νά φύγη καί δτι θά τόν ειδοποιούσαν άν έπιαναν καμμιά άπό τις γυναίκες. "Οταν αυτός κι’ ή Ντάστυ έφτα­ σαν σπίτι, τό κορίτσι τόν ρώτησε άν ήθελε νά του έτοιμάση καφέ. Μά ό Τσάρλι έμπαινε κιόλας παραπατών­ τας μέσα οτήν κρεββατοκάμαρα καί έπεφτε στό κρεββάτι... Ό Τσάρλι ανακάλυψε δτι είχε γί­ νει προσωπικότης τής ημέρας, δταν έφτασε στό γραφείο του τό επόμενο πρωινό. Οί συνάδελφοί του θέλησαν νά μάθουν τί αισθάνεται κανείς δταν του σκαλίζει τό κορμί μ’ ένα μαχαί­ ρι μιά ομορφη κοπέλλα. Ό Τσάρλι τούς απάντησε νά πάνε στό διάβολο κΤ αυτοί γέλασαν καλόκαρδα. Διάβασε τό όνομά του στην εφημερίδα καί την πέταξε μέ άγανάκτησι στό καλάθι των άχρηστων. Είχε περάσει τό μεσημέρι, δταν κατάλαβε πώς δεν μπορούσε νά συ­ νέχιση. ΤΗταν τσακισμένος καί δεν μπορούσε νά συγκεντρωθή στά πόδια του. Μπορεί νά έκανε κανένα λάθος καί νά ζημίωνε πολύ την έπιχείρησι. Φτάνοντας στό ισόγειο του κτι­ ρίου ό Τσάρλι συνάντησε τόν ’Ήβαν ’Έπλεϋ. —Τσάρλι 1 Ερχόμουν νά σε δω 1 —ΜοΟ έδωσαν άδεια ώς τό τέλος τής έβδομάδος, είπε ό Τσάρλι. ’Έχω τά χάλια μου. — Διάβασα τις εφημερίδες σήμερα τό πρωί, Τσάρλι. θά ήθελα νά μι­ λήσω μαζί σου γιά λίγα λεπτά. Πά­ με νά πιούμε κάτι; — Πάμε. Μπήκαν σ’ ένα μπάρ, λίγο πιο πέρα, καί παρσγγειλαν ποτά. Ό ’Ή­ βαν έβγαλε μιά φωτογραφία άπό την τσέπη του. —’Έχεις δή ποτέ αύτή τή γυναίκα, Τσάρλι; Ή φωτογραφία άνήκε σέ μιά κα­ λοδιατηρημένη γυναίκα σαράντα πε­ ρίπου ετών, μέ πλήξι καί άλαζονεία στό βλέμμα της. — Δέν ξέρω, είπε ό Τσάρλι. —Είσαι βέβαιος δτι δεν τήν είδες χτές τή νύχτα ; — Δεν θυμάμαι. Είναι μιά άπ’ αότές ; —Αυτό ακριβώς προσπαθώ νά άνακαλόψω.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο

’Ήβαν έξησε αφηρημένα τήν πλακουτσή μύτη του, περίμενε νά ύπομακρυνθή τό γκαρ­ σόνι καί συνέχισε : —θέλω, Τσάρλι, νά κυττάξης κα­ λά αύτή τή φωτογραφία καί νά προσπαθήσης νά θυμηθής, ενώ εγώ θά σου διηγούμαι τί έχω ανακαλύ­ ψει ώς τώρα σχετικά μέ τις σατανι­ κές εκείνες γυναίκες, θυμάσαι ένα πρατήριο βενζίνης. Τό πρατήριο αυ­ τό, Τσάρλι, ανήκει σέ μιά τεράστια έπιχείρησι πρατηρίων βενζίνης, μέ ι­ διοκτήτη έναν πλούσιο άνθρωπο, πού τό όνομά του δεν μπορώ νά άποκαλύψω. "Αλλωστε αύτό δεν έχει σημασία. Τράβηξε μιά βαθειά ανάσα καί συνέχισε : — Εκείνο πού έχει σημασία είναι ή γυναίκα αυτού τού ανθρώπου. "Ε­ χει ταξιδέψει. "Εχει δή τόν κόσμο. "Εχει άπολαύσει όλα όσα μπορεί νά προσφέρει τό χρήμα, ακόμα καί ε­ ξωτικές καί παράξενες περιπέτειες στήν Ανατολή. Πλήττει μέχρι θανά­ του, είναι ανεξάρτητη κάί παράφορη. Τελευταία, ό σύζυγός της νόμιζε πώς ή γυναίκα του είχε πάει σ’ ένα τα­ ξίδι μά, δταν λήστεψαν τό πρατήριό του, βρήκε σέ μιά γωνιά, κοντά στό ταμείο, μιά μικρή αγκράφα πού είναι βέβαιος πώς ανήκει στή γυναίκα του. Μάλλον, ή άστυνομία τήν βρήκε καί του τήν έδειξε. Κατάφερε νά διατηρήση τήν ψυχραιμία του καί νά τούς πή δτι δεν είχε ξαναδή τήν άγκράφα. "Επειτα ήρθε σέ μένα. Καταλαβαίνεις πόσο θέλει νά άποφύγη τή δημοσιότητα. Πίστευε δτι ή γυναίκα του ήταν άνακατεμένη στήν ύπόθεσι καί δτι σύντομα θά γινό­ ταν μιά απόπειρα έκβιασμού. Του είπα δτι, στό κάτω-κάτω, τό πρατή­ ριο ήταν δικό του, μά αύτός άπάντησε δτι ή γυναίκα του μπορεί νά ή­ ταν τόσο μεθυσμένη άπό τά ναρκω­ τικά ώστε νά μήν αναγνώρισε τό πρατήριο. Εξάλλου, ό υπάλληλος πού οί γυναίκες τραυμάτισαν, δεν γνώριζε προσωπικά τή γυναίκα του προϊσταμένου του. Ό εκβιασμός άρ­ χισε σήμερα τό πρωί, τηλεφωνικώς. Του είπαν δτι έπρεπε νά πληρώση είκοσι χιλιάδες δολλάρια άν ήθε­ λε νά μή μάθη ή άστυνομία καί οί


ΘΑΝΑΤΟΣ εφημερίδες δτι ή γυναίκα του ανήκε στην όργάνωσι των σατανικών εκεί­ νων γυναικών. Μια επαφή πρόκειται να κανονιστή την Τρίτη τό βράδυ, τηλεφωνικώς. Οί άστυνομικοί έχουν μια θεωρία, που μου φα'νεται σωστή. Πιστεύουν δτι κάποιος έχει οργανώ­ σει τις βαρυεστημένες καί πεινασμένες γιά συγκινήσεις γυναίκες μέ σκο­ πό έκμεταλλεύσεως I — Είναι κάτι άφάνταστο 1, είπε ό Τσάρλι. Ό Ήβαν σήκωσε τά φρύδια του. — Ναί. Κι* δμως άληθινό. Πρόκει­ ται γιά ώργανωμένο έγκλημα. 'Ένας τρομερός εγκέφαλος βρίσκεται πίσω πίσω άπό όλα αυτά, ένας άνθρωπος πού σκοπεύει νά άπομυζήση τούς πλούσιους άντρες τών γυναικών αυ­ τών. — Λυπούμαι, ’Ήβαν, είπε ό Τσάρ­ λι κουνώντας τό κεφάλι του. θά ή­ θελα νά μπορούσα νά σέ βοηθήσω στήν προσπάθειά σου, μά ή φωτο­ γραφία αύτή δεν σημαίνει τίποτα γιά μένα. — θά ήθελα κι* εγώ νά μπορού­ σες νά μέ βοηθήσης, άναστέναξε ό ’Ήβαν. Εΐναι τρομερό αυτό πού μπορεί νά έπακολουθήση. Πρώτα οί γυναίκες άρκέστηκαν σ’ ένα ξυλοκό­ πημα, έπειτα τό ξυλοκόπημα καί ή ληστεία ενός ζευγαριού στο πάρκο. ’Έπειτα άπό αύτό χτύπησαν τόσο άσχημα έναν γέρο, ώστε είναι εκ­ πληκτικό πώς έζησε. "Επειτα, τήν πε­ ρασμένη. νύχτα, τούς ήρθε ή επιθυ­ μία νά σκοτώσουν γιά νά δοκιμά­ σουν ζωηρές συγκινήσεις. ’Άν δεν σταματήση τό κακό, ένα τρομερό κύ­ μα φόνων θά έπακολουθήση, ένα κύμα πού δύσκολα θά μπορέσουμε νά ξεχάσουμε... Τά λόγια του ’Ήβαν ήσαν ακόμα στο μυαλό του, όταν ό Τσάρλι έφτα­ σε στό διαμέρισμά του. Τό ρολόϊ του έδειχνε δτι είχε φτάσει μιάμιση ώρα πριν άπό τό κανονικό. Ή Ντάστυ δεν βρισκόταν στό διαμέρισμα καί αύτό έξέπληξε τον Τσάρλι γιά μιά στιγμή, μά σκέφτηκε δτι, μήν περιμένοντάς τον τόσο νω­ ρίς, ή γυναίκα του θά είχε πάει γιά ψώνια. —Μπήκε στήν κρεββατοκάμαρα γιά ν’ άλλάξη πουκάμισο. {/Απλωνε

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

τό χέρι του γιά νά πάρη μιά γρα­ βάτα, όταν άκουσε τήν πόρτα τής εισόδου ν’ άνοίγη καί νά κλεινή. "Ανοιξε τό στόμα του γιά νά φωνάζη τήν Ντάστυ, μά ένα ξαφνικό γέλιο της τον σταμάτησε. Ήταν ένα θερμό, προκλητικό γέλιο. Ό Τσάρλι συνωφρυώθηκε κι* έ­ γειρε τό κορμί του πλάγια γιά νά δή άπό τήν πόρτα τής κρεββατοκάμαρας στό σαλόνι. Είδε εκεί τήν Ντάστυ καί τον θείο Τζόε Κλόσμαν. Ή Ντάστυ στε­ κόταν κοντά του καί μέ τις παλάμες της χάϊδευε τά πέτα τού σακκακιοΰ τού Τζόε. Αύτός τήν άγκάλιασε καί αύτή γέλασε πάλι. Τόν άφησε νά τήν φιλήση, μ’ ένα άτέλειωτο, σφιχτό φιλί. Ό Τσάρλι ένοιωσε τούς μυώνες του νά τεντώνωνται στήν πλάτη του, καθώς τούς κύτταζε. Καταλάβαινε δτι ό Τζόε Κλόσμαν δεν ήταν θείος της. Αύτό ήταν ένα προκάλυμμα γιά νά μπορή νά βλέπη τόν Κλόσμαν καί μετά τόν γάμο της. Ό Τσάρλι ένοιωσε τά χέρια του νά τρέμουν βίαια. Ή σκηνή εκείνη ήταν παραβίασις τού σπιτιού του, προσβολή τού άνδρισμού του, έσχάτη ταπείνωσις. Δεν σταμάτησε γιά νά άναλύση τά συναισθήματά του. Βγήκε άπό τήν κρεββατοκάμαρα αθόρυβα. Ή Ντάστυ άπέσπασε τέ­ λος τά χείλη της άπό τά χείλη τού Κλόσμαν. —Πρέπει νά φύγης τώρα, είπε στόν Τζόε. Δεν θά γυρίση σπίτι πριν άπό μιά ώρα, μά είναι προτιμώτερο νά μή σέ πολυβλέπουν οί γείτονες εδώ. X ότε είδε τόν Τσάρλυ. Τά μάτια της άνοιξαν διά­ πλατα. Μιά σιωπηλή κραυγή σχημα­ τίστηκε του. Τό σφίξιμο τών χεριών

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

_______________________________________________


ΘΑΝΑΤΟΣ

38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» της στα μπράτσα τού Κλόσμαν, τόν εκανε να γυρίση τό κεφάλι του. Είδε κι* αύτός τόν Τσάρλι. Τό λιγνό πρόσωπό του έγινε κατάχλωμο. Τά ψυχρά μάτια του πή­ ραν μιά ξαφνική λάμψι. Ξεκόλλησε άπό την Ντάστυ καί τραβήχτηκε πίσω. —Θειε! , είπε ό Τσάρλι. Ή λέξις αυτή ήταν κάτι απερί­ γραπτο σέ σαρκασμό, ήταν μιά βλα­ στήμια, ένα μαστίγωμα πίκρας, άπογνώσεως καί τυφλής λύσσας. —Εντάξει, μάπα !, γρύλλισε ό Κλόσμαν. ’Έλα κοντά αν σου βαστάη ! Τό χέρι του βγήκε άπό τήν τσέ­ πη του. Φορούσε μιά σιδερένια γρο­ θιά τώρα. Δοκίμασε νά χτυπήση μ’ αυτήν τόν Τσάρλι, καθώς αυτός κινήθηκε πρός τό μέρος του. Ό Τσάρλι έσκυψε, δέχτηκε τό χτύπημα στον ώμο καί του φάνηκε σάν νά είχε έξαοθρωθή. Μά τό χτύπημα δεν μπόρεσε νά τόν έμποδίση νά άρπάξη τό ώπλισμένο χέρι του Κλόσμαν καί νά τό στρίψη άπότομα. Ό Κλόσμαν τόν χτύπησε με τό άλλο του χέρι καί ό Τσάρλι χρησι­ μοποίησε τήν ελεύθερη γροθιά του για νά χτυπήση τόν Κλόσμαν στό πρόσωπο. Αίμα άρχισε νά τρέχη άπό τή μύτη του Τζόε. Ό Τσάρλι έκανε μισή στροφή και τό ελεύθερο χέρι του άρπαξε τόν Κλόσμαν άπό τόν σβέρκο, σπρώχνον­ τας τό κεφάλι του πρός τά μισολυγισμένα γόνατά του. — "Ανοιξε τήν πόρτα, Ντάστυ, είπε στό χλωμό κορίτσι. Αύτή έτρεξε πρόθυμα νά ύπακούση στή διαταγή. Ό Τσάρλι έσυρε τόν Κλόσμαν έξω, στόν διάδρομο. Μιά παχειά καί κουτσομπόλα μεσόκοπη γυναίκα, πού έμενε στό γειτονικό δια­ μέρισμα, έβγαινε εκείνη τή στιγμή άπό τήν πόρτα της. Καθώς ό άνεμοστρόβυλος τής πά­ λης πέρασε άπό μπροστά της, ή γυ­ ναίκα ξεψώνησε. Πόρτες πιο πέρα ά­ νοιξαν καί μερικά κεφάλια πρόβαλαν. Στό κεφαλόσκαλο, ό Τσάρλι έ­ σπρωξε μέ δύνααι. ιΟ Κλόσμαν άρχισε νά κυλά στή σκάλα στριφογυρίζοντας, ενώ τά γό­

νατά του, οί ώμοι του καί τό κεφά­ λι του χτυπούσαν στά σκαλοπάτια. Σταμάτησε σκοντάφτοντας επάνω στά κάγκελα, στό τέρμα τής σκάλας. Ό Τσάρλι έμεινε συσπειρωμένος στό κεφαλόσκαλο, περιμένοντας, πα­ ρακολουθώντας τις πρώτες σπασμω­ δικές κινήσεις του Κλόσμαν. Είδε τόν Κλόσμαν νά άνωρθώνεται νά τόν άγριοκυττάζη καί νά άνασαίνη βαρειά. —Τσακίσου άπό δώ !, είπε ό Τσάρλι. Τσακίσου άπό δώ καί αν ξαναγυρίσης.,.θά σέ σκοτώσω ! Αγνόησε τούς γείτονες καί έκλει­ σε τήν πόρτα του διαμερίσματος του μέ βρόντο. Ή Ντάστυ είχε άκουμπήσει τήν πλάτη της στόν πέρα τοίχο του χώλ. Κύτταξε μέ τρόμο τόν Τσάρλι καί σή­ κωσε μπράτσο της, σάν νά ήθελε νά προφυλαχτή άπό ένα χτύπημά του. —Τσάρλι, ψιθύρισε. Τσάρλι... τί σκοπεύεις νά κάνης ;

ΣΤΟ

ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ

Ό Τσάρλι ένοιωσε μιά γευσι πί­ κρας νά άνεβαίνη στό στόμα του. ΤΗταν βλάκας. Δέν τήν άγαπουσε. Δέν τήν εΐχε ποτέ αγαπήσει. Τώρα τό καταλάβαινε αυτό. "Ισως τήν εΐχε έρωτευθή για με­ ρικές στιγμές μόνο. Τώρα, ήταν πο­ λύ κουρασμένος ώστε νά μπορέση νά σκεφτή. —Δέν ξέρω, είπε βραχνά. Δέν ξέ­ ρω τί θά κάνω. —’Άφησέ με νά μείνω, Τσάρλι ! Δέν σοϋ αξίζω, μά θ’ αλλάξω. Για σένα ! Δέν θά ξαναδώ ποτέ τόν Τζόε Κλόσμαν. "Αφησέ με νά μείνω... Ό Τσάρλι γύρισε πρός τήν πόρτα.


ΘΑΝΑΤΟΣ 'Η Ντάστυ είπε : —ΠοΟ πας, Τσάρλι ; —Να κάνω περίπατο, απάντησε αυτός. Και βγήκε έξω. Έφαγε μόνος εκείνη τη νύχτα ένα φαγητό, πού δεν του άρεσε, καί είδε μόνος ενα φιλμ, χωρίς στην πραγματικότητα να τό δη. Γύρισε με τά πόδια στο διαμέρισμά του, βα­ δίζοντας αργά. Καθώς άγγιζε τό πόμολο, ένοιωσε μιαν έντονη επιθυμία νά μην είχε συμβή τίποτα άπ’ δλα αυτά, νά μην είχε δοκιμάσει τη φριχτή εκείνη περι­ πέτεια μέ τις διαβολικές γυναίκες, νά μήν έβρισκε την Ντάστυ μέσα στό δι­ αμέρισμα καί νά τον περίμενε έκεϊ μέσα μόνο ή γαλήνη των γνώριμων αντικειμένων του. Μά κούνησε τό κεφάλι του, άνοι­ ξε τήν πόρτα καί μπήκε μέσα. Τό διαμέρισμα ήταν σιωπηλό. Προ­ χώρησε αθόρυβα πρός τό ύπνοδωμά­ τιο. Ένα μικρό φωτάκι τής νύχτας ή­ ταν αναμμένο. Στό χλωμό φως του είδε τήν Νάστυ νά κοιμάται. Έκλεισε τήν πόρτα καί κάθησε σέ μια πολυθρόνα του σαλονιού. Δι­ άβασε μιαν εφημερίδα χωρίς νά καταλάβη τίποτα. Τό τηλέφωνο κουδούνισε. Σήκωσε τό ακουστικό. — Ό Τσάρλι Κό?Αινς; ψιθύρισε μια φωνή. — Ναι. Ποιός είναι έκεϊ ; —Δέν έχει σημασία αυτό. Ξέρω πολλά πράγματα πού θά θέλατε νά μάθετε. Είναι γιά κάποιον Τζόε Κλόσμαν. θά ώφεληθήτε, ίσως μάλιστα σώσετε καί τή ζωή σας, αν έρθήτε νά μέ δήτε. Μένω στό ξενοδοχείο Μαιηβίλλα, Δωμάτιο 310. 'Όσο γρηγορώτερα, τόσο τό καλύτερο. —Μά..., άρχισε ό Τσάρλι. Ένας ξερός μεταλλικός ήχος * κούστηκε καί ή συνδιάλεξις διεκότ:.). Άκούμπησε τό άκουστικό. «...’Ίσως μάλιστα σώσετε καί τή ζωή σας...» ’ Η ίσως ήταν ένα είδος παγίδας® Δίστασε γιά μιά στιγμή, πήρε τό καπέλλο του καί βγήκε άθόρυβα από τό διαμέρισμα. Τό Μαιηβίλλα ήταν ένα ξενοδο­ χείο δευτέρας τάξεως.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 39 Ό Τσάρλι ανέβηκε μιά σκοτεινή σκάλα ώς τό τρίτο πάτωμα. Στό κεφαλόσκαλο, σταμάτησε μέ­ σα στους ίσκιους κυττάζοντας τόν διάδρομο. Είδε τά φώτα του ανελκυστήρα νά ανάβουν καί νά σβήνουν στήν πόρτα του αγωγού. Τίποτα δέν σά­ λευε μέσα στον διάδρομο. Στό επόμενο ταξίδι, ό άνελκυστήρας σταμάτησε. Μιά γυναίκα βγήκε έξω, πήγε σέ μιά πόρτα, τήν άνοιξε μέ κλειδί καί μπήκε μέσα. Ό διά­ δρομος έμεινε σιωπηλός πίσω της. Ό Τσάρλι δέν έσάλεψε. Ό άνελκυστήρας ήρθε κΓ έφυγε άλλες δυο φορές. Τό βλέμμα του Τσάρλι εξα­ κολουθούσε νά σαρώνη τόν διάδρο­ μο. Καμμιά κίνησις, κανένα ίχνος κινδύνου, τίποτα. Ό Τσάρλι προχώρησε μέσα στόν διάδρομο, μ5 δλες τις αισθήσεις του σέ ύπερέντασι. Βρήκε τήν πόρτα 310 κΓ έστησε τό αυτί του. Τό δωμάτιο ήταν σιωπηλό. Χτύ­ πησε ελαφρά. 'Η πίεσις τού χτυπή­ ματος έκανε τήν πόρτα νά ύποχωρήση. — Εΐμαι ό Κόλλινς, είπε σιγανά μπαίνοντας μέσα. Τό δωμάτιο ήταν άδειο. Προχώ­ ρησε μέ προφυλάξεις σκεπτόμενος : «Τίνος δωμάτιο είναι αυτό ;» Δέν άκουσε τήν πόρτα πού άνοιξε από τήν άλλη μεριά τού διαδρόμου καί δέν κατάλαβε τίποτα, ώσπου κάτι βαρύ τόν χτύπησε στό κεφάλι. Καθώς έπεφτε, ακούσε έναν καγ­ χασμό. 'Η χαμηλή φωνή μιας γυναί­ κας εΐπε : — Αυτό θά τόν κανονίση γιά κα­ λά, Τζέρτι 1


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ταν

συνήλθε, ό Τσάρλι ακούσε μια μακρυνή μακρόσυρτη κραυγή. Την επόμενη στιγμή, κατάλαβε πώς ήταν μια σειρήνα τής αστυνομίας. * Ανασηκώθηκε στον αγκώνα του. "Ενα άμυδρό φως ήταν άναμμένο μέσα στό δωμάτιο τώρα καί στην άνταύγειά του ό Τσάρλυ είδε τον Τζόε Κλόσμαν ξαπλωμένο κοντά του. Στην αρχή αυτό δεν του έκανε καμμιάν έντύπωσι. "Επειτα είδε τό αίμα στό κεφάλι του Τζόε καί σκέφτηκε : «Τον σκότωσαν με τη λάμπα...» Καί τότε μιά φράσις γράφτηκε με πύρινα γράμματα στό μυαλό του : «Ό Κλόσμαν είναι νε­ κρός!» 'Ένα μεγάλο μέρος του πόνου έφυγε από τό κεφάλι του Τσάρλι. Άνωρθώθηκε. "Αγριες σκέψεις άνασάλευαν μέσα του. Οί άστυνομικοί θά είχαν μιά τελειωμένη ύπόθεσι, όταν θά κουβέντιαζαν με τούς γεί­ τονες του Τσάρλι. «"Εξω φρένων άκόμα από λύσσαθά έλεγαν—είχε άκολουθήσει τον Κλόσμαν έκεΤ καί τον είχε σκοτώσει...» Αυτό θά έκανε τον φόνο προαελετημένο καί θά τον κάθιζαν στην ήλεκτρική καρέκλα. "Ακούσε τό ούρλιαχτό τής σειρή­ νας νά σταματά έξω από τό ξενοδο^ χείο. Κινήθηκε, χωρίς νά σκεφτή. Ή δύναμις τής ζωής μέσα του άνέλαβε την πρωτοβουλία, κινώντας τά πό­ δια του καί χρησιμοποιώντας τά χέ­ ρια του γιά ν3 άνοιξη τό παράθυρο. "Ακούσε δόντια νά κροτούν καί κατάλαβε πώς ήσαν δικά του. Κα­ τάλαβε πώς έφευγε τρομαγμένος καί

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στούς άναγνώστας της άριστουργηματικσ άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα 1

ΘΑΝΑΤΟΣ άπεγνωσμένος. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δέν θά τόν - πίστευαν αν τούς έλεγε τήν άλήθεια. Μά, κι’ αν άκόμα ήθελε νά μείνη καί νά παραδοθή, δέν μπορούσε. ^Ηταν ανίκανος νά κυβερνήση τά μέλη του, ακριβώς όπως ήταν άνίκανος νά σταματήση τά χτυπήματα τής καρδιάς του. Ή δύναμις τής ζωής είχε κυριαρ­ χήσει μέσα του καί τού επέβαλλε νά φύγη καί νά κρυφτή... Ή σκάλα κινδύνου τόν ώδήγησε σέ μιά κατασκότεινη δεντροστοιχία στόν δρόμο. Κόλλησε τήν πλάτη του στόν τοί­ χο τού κτιρίου καί είδε τρεις άντρες νά πηδούν στό πεζοδρόμιο άπό τό άστυνομικό αυτοκίνητο καί νά μπαί­ νουν στό ξενοδοχείο. Ό Τσάρλι άπομακρύνθηκε γοργά καί μπήκε σ’ ένα πλάγιο, σκοτεινό δρόμο. Χρησιμοποίησε τό μαντήλι του γιά νά σκουπίση τό αίμα άπό τό κεφάλι του. Ξαφνικά, σταμάτησε. Τό χέρι του έμεινε ακίνητο επάνω στό κεφάλι του. Τό κεφάλι του ήταν γυμνό. Είχε αφήσει τό καπέλλο του στό Δωμάτιο 310, στό ξενοδοχείο Μαιηβίλλα...

Τό

κορίτσι τού έδειξε γύρω τό δωμάτιο καί είπε : — Αυτό είναι τό μόνο δωμάτιο πού διαθέτομε αυτή τη στιγμή. Σέ μιά —δυο εβδομάδες όμως άν θέλε­ τε, μπορούμε νά σάς δώσουμε ένα δωμάτιο στό ισόγειο... — "Οχι, αυτό τό δωμάτιο είναι πολύ καλό, εΐπε ό Τσάρλι. Βρισκόταν μέσα σ’ ένα μικρό δω­ μάτιο στό έπάνω πάτωμα μιάς παλι­ άς μικρής πολυκατοικίας. Είχε προτι­ μήσει μιά πολυκατοικία, γιατί εκεί θά ήταν πιό ασφαλής. Δέν θά σκέ­ πτονταν νά ψάξουν καί τις πολυκατοι­ κίες. Δέν γύρισε τήν πλάτη του στό κο­ ρίτσι, γιατί δέν ήθελε νά δή αυτή τό πρίξιμο στό κεφάλι του, πίσω άπό τό αυτί του. Καθώς αυτή μιλούσε, λέγοντάς του ότι υπήρχαν κι* άλλες κουβέρτες στό ράφι τής ντουλάπας, ότι θά τού


ΘΑΝΑΤΟΣ έφερνε καθαρές κουβέρτες καί δτι τό λουτρό βρισκόταν στό βάθος του δι­ αδρόμου, αυτός την έξήταζε μέ περι­ έργεια. ?Ηταν λεπτή, μάλλον υψηλή, μέ όμορφο σώμα και πρόσωπο καί πλού­ σια καστανά μαλλιά, — Υποθέτω ότι πρέπει νά πληρώ­ σω προκαταβολικώς. —’Άν δέν σάς πειράζη αυτό.Εί­ ναι δέκα δολλάρια γιά μια βδομάδα. Καθώς έβγαζε ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολλαρ·ων από τό πορτο­ φόλι του, σκέφτηκε δτι δέν είχε απο­ σκευές. ^Ηταν ένα από τά πολλά μι­ κροπράγματα που πρέπει νά θυμά­ ται κανείς δταν τόν κυνηγούν. Είπε: —Είμαι πολύ κουρασμένος, θά πάω αύριο νά φέρω τις αποσκευές μου από τόν σταθμό. Αύτή του χαμογέλασε σάν νά κα­ τάλαβε καί πήγε νά φέρη τις πετσέ­ τες. Ξαναγύρισε σχεδόν άμέσως. — Μόνη σας φροντίζετε για ολό­ κληρο τό σπίτι ; — Ή μητέρα μου μέ βοηθεΐ, δταν μπορεί. Είναι άρρωστη χρόνια τώρα. Ό Τσάρλι θυμήθηκε τή μητέρα του καί τά δύσκολα χρόνια πού πέρασε μαζί της, πριν αύτή πεθάνη, έπειτα από πολύχρονη άρρώστεια. "Ενοιωσε οίκτο για τό κορίτσι. —Δέν φαντάζομαι νά είστε παν­ τρεμένη, τής είπε ξαφνικά. Αύτή άνασκίρτησε. — Πώς τό καταλάβατε ; — Είχα κι’ εγώ τή μητέρα μου άρ­ ρωστη γιά χρόνια, δ τως έσεΐς τή δι­ κή σας. Κυττάχτηκαν καί ό Τσάρλι ήταν σίγουρος πώς τό κορίτσι ένοιωθε την ϊδια κατανόησι πού ένοιωθε κι’αύτός. ΤΗταν παράξενο νά βρίσκεται έκεϊ σ’ αύτό τό σπίτι, κυνηγημένος, καί νά κυττάζη τό κορίτσι εκείνο. Ή φωνή της τρέμισε ελαφρά. —θά σάς γράψω μιά άπόδειξι. "Οταν, του έδωσε τήν άπόδειξι, ό Τσάρλι διάβασε τήν υπογραφή. —Τζόαν Μίνετ. "Ομορφο όνομα. Τό δικό μου είναι Τσάρλι... Τσάρλι Κλάρκσον. ’Ελπίζω νά σάς άρέση τό δωμά­ τιο, κύριε Κλάρκσον; — Είμαι βέβαιος γι’ αύτό. "Επειτα έμεινε μόνος. Πλησίασε στό παράθυρο καί κύτ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41 ταξε έξω μέσα στή νύχτα. Σκέφτηκε : «Είμαι ένας ξένος άκόμα καί στόν ίδιο τόν εαυτό μου...»

πόμενο πρω'ί, κατάλαβε δτι κάτι ά­ σχημο του συνέβαινε. Οί αρθρώσεις του πονοϋσαν. Τό στόμα του ήταν στεγνό καί τό κεφάλι του πήγαινε νά σπάση. Δοκίμασε νά άνακαθήση, μά ξανάπεσε στό κρεββάτι. "Εμεινε άκίνητος γιά μιά στιγμή προσπαθώντας νά όργανώση τις σκέ­ ψεις του. "Ενοιωθε σάν τόν έπιανε έέ^ονοσία ή γρίππη. "Ηξερε δτι τό δωμάτιο ήταν δροσερό, μά γι’ αύτό ήταν άσφυχτικά θερμό. Σύρθηκε ως ένα γειτονικό εστια­ τόριο γιά νά προγευματίση. Μά ή τροφή έγινε κόμπος στό στομάχι του καί τόν άρρώστησε. Γύρισε στό δω­ μάτιό του, έβγαλε τά παπούτσια του καί χώθηκε στό κρεββάτι. Καταλάβαινε δτι θά άρρωστούσε πραγματικά. "Ισως ήταν μιά άντίδρσσις τών νεύρων του σ’ αυτά πού εΐ χε ύποστή. "Ισως ήταν τόσο έξηντλημένος ψυχικά καί σωματικά, ώστε τό κορμί του ήτα\ ανοιχτό σέ κάθε έπίθεσι μικροβίων. "Ενοιωσε τό βούϊσμα του πυρετού μέσα στό κεφάλι του καί σχεδόν έ­ βλεπε τά μικρόβια νά κυριεύουν τόν οργανισμό του, νά πολλαπλασιάζωνται μέ απίστευτη γρηγοράδα καί νά κατ,στρώγουν τά σπλάχνα του... Δέν ήξερε πότε μπήκε τό κορίτσι. Δέν τήν άκουσε νά μπαίνη. Μέ τά γυαλιστερά κόκκινα μάτια του τήν κύτταξε. — Τζόαν Μίνετ... όμορφο όνομα... Βγήτε κα?ύτερα από δώ. Μπορεί νά είναι μεταδοτικό... — Πιήτε αύτό εδώ, είπε τό κορί­ τσι. "Οταν είδα δτι πέρασε ολόκλη­ ρη ή μέρα χωρίς νά κατεβήτε, θυμή­ θηκα πόσο καταβεβλημένο ήταν τό πρόσωπό σας καί σκέφτηκα πώς θά ήσαστε ίσως άρρωστος. Καθώς περ­ νούσα από τόν διάδρομο, είδα τήν πόρτα σας μισάνοιχτη. Μιά ματιά στό πρόσωπό σας μού έδειξε πώς ή­ σαστε ίσως άρρωστος. "Ηπιε από τό ποτήρι πού τού έδω­ σε. ΝΗΗαν κάτι πικρό.


42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Είναι νύχτα, έ ; —Ναί, τοϋ εΐπε αυτή απαλά. Ξα­ πλώστε. «Νύχτα — σκέφτηκε. Μιά μέρα έχει περάσει, θά τό έχουν γράψει πια οί εφημερίδες. Μά οί εφημερίδες γρά­ φουν πολλά κάθε μέρα καί, ίσως ή Τζόαν είναι άπό τούς ανθρώπους πού δεν διαβάζουν ρεπορτάζ δολο­ φονιών. Μπορεί νά μην έχη ιδέα άκόμα...» ^Ρ^νοιξε τά μάτια του. Τό κορίτσι είχε φύγει. Άναρωτήθηκε πόση ώρα εΐχε περάσει... — Πώς δεν είχε συναντήσει νωρί­ τερα στή ζωή τήν Τζόαν Μίνετ, ή έ­ να κορίτσι σάν τήν Τζόαν Μίνετ; Γι­ ατί νά τήν συνάντηση μετά τήν Ντάστυ ; "Ακούσε τον εαυτό του νά γελά. Ή Ντάστυ κΡ ό Τζόε Κλόσμαν τόν είχαν μπλέξει στήν ιστορία αύτή. Μέ κάποιον τρόπο, άνεξήγητο άκόμα, δλα δσα του είχαν συμβή συν­ δέονταν μεταξύ τους. Γιατί δμως νά μήν γνωρίση τήν Τζόαν Μίνετ πριν άπό τήν Ντάστυ ; Τό γέλιο του ήταν σιγανό, χωρίς ευθυμία, γεμάτο σαρκασμό. Γελούσε μέ τόν εαυτό του... "Ηξερε δτι ή Τζόαν ήταν συχνά μέσα στό δωμάτιο, μολονότι δεν μπο­ ρούσε ν’ άνοιξη τά μάτια του. "Ηξερε δτι τού έβαζε τροφή στό στόμα κΓ έπειτα ένα θερμόμετρο κά­ τω άπό τή γλώσσα. "Επειτα βυθιζό­ ταν στό λήθαργο του καί δεν ήξερε άν τό κορίτσι ήταν πραγματικά εκεί η3\ οχι. Τέλος, άνοιξε τά μάτια του. ^Ηταν άπόβραδο. "Ενοιωθε μεγάλη έξάντλησι, μά ήξερε πώς ή άρρώστεια είχε πιά περάσει. Κύτταξε μέ ευγνωμοσύνη τήν Τζόαν, πού λαγοκοιμόταν σέ μιά πολυθρόνα. Ξαφνικά, ή Τζόαν σήκωσε τό κε­ φάλι της καί χαμογέλασε. —Μέ πήρε ό ύπνος, Τσάρλι ; ρώ­ τησε. Καί τότε ένας ίσκιος πέρασε άπό τό πρόσωπό της καί πρόσθεσε : —Τσάρλι... Κόλλινς ! Αυτός τήν κύτταξε ξαφνιασμένος. —Ξέρετε ποιος εΐμαι ;

ΘΑΝΑΤΟΣ — Μου τά είπατε δλα στό παρα­ λήρημά σας. — Καί δέν μέ παραδόσατε στήν άστυνομία I Γιατί ; —Μήπως ξέρω κΓ εγώ ; "Ησαστε άρρωστος, άβοήθητος καί μόνος. "Ο­ χι, ήταν κάτι περισσότερο : Πίστε­ ψα τό παραλήρημά σας. Καί... δέν μπορούσατε νά καταφύγετε πουθενά άλλοΰ, δέν είν’ έτσι ; —Ναί. —Τί θά κάνετε τώρα Τσάρλι ; — Δέν ξέρω. — Πρέπει νά ξέρετε. Πρέπει I Δέν μπορείτε νά κρύβεστε διαρκώς ! —Τί θά μέ συμβολεύατε ; —Νά πολεμήσετε I είστε δυνα­ τός, τραχύς καί, άν κρίνω άπό τό λεξιλόγιο πού χρησιμοποιούσατε στά παραληρήματά σας, έχετε καλό μυαλό I — Ευχαριστώ, είπε ό Τσάρλι. —Όργανώστε τό μυαλό σας. Πο­ λεμήστε 1 Μήν τούς αφήνετε νά σάς τό κάνουν αυτό, Τσάρλι I Ό Τσάρλι τής χαμογέλασε κΓ έπειτα σοβαρεύτηκε. Προσπάθησα νά καταλάβω τί συ­ νέβη. Ή Ντάστυ δέν ήταν μεθυσμένη τή νύχτα πού παντρευτήκαμε. Επο­ μένως ήξερε τί έκανε. Γιατί λοιπόν μέ παντρεύτηκε; —θά είχε κάποιον λόγο. —Μά δέν υπάρχει κανένας λόγος, σάς λέω I Κερδίζω έξήντα δολλάρια τήν εβδομάδα μόνο ! Υπάρχει δμως κάτι άλλο. Τή νύχτα πού μοΰ έπετέθησαν εκείνες οί γυναίκες... Υπήρχε αρκετή τροφή, στό διαμέρισμα γιά νά κάνουμε σάν/τουϊτς, εκτός άν ή Ντάστυ ήθελε κάτι ιδιαίτερο. Καί κά­ τι άλλο : οί γυναίκες πρέπει νά ήσαν μέσα στή δεντροστοιχία καθώς περ­ νούσα πηγαίνοντας στό εστιατόριο. Δέν άργησα, βλέπετε, στό εστιατό­ ριο περισσότερο άπό μισό λεπτό. ΚΓ δμως δέν μοΰ έπετέθησαν παρά μόνο δταν γύριζα φορτωμένος μέ ψώνια. 'Η ώρα ήταν προχωρημένη καί ένας άνθρωπος μέ ψώνια ήταν κάτι σπά­ νιο άνάμεσα στούς αραιούς καθυστε­ ρημένους διαβάτες. "Ισως τά ψώνια ήταν τό σύνθημα, τό σημάδι μέ τό ό­ ποιο θά μέ ξεχώριζαν. "Ισως ή Ντά­ στυ μ5 έστειλε έξω γιά νά μοΰ επι­ τεθούν οί γυναίκες... Γιά νά μέ σκο­


ΘΑΝΑΤΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 43

τώσουν I Και ρίγησε. —Δεν υπάρχει κανένας πού να μπορή να σάς βοηθήση; ρώτησε ή Τζόαν. Δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο πού νά μπορήτε νά έμπιστευθήτε ; — 'Ένας άντρας. Ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ, πού λέγεται Ήβαν ’Έπλεϋ. θά του τηλεφωνήσω, θά μπορέση νά μέ κατατόπιση σχετικά μέ την έξέλιξι τής καταστάσεως ως σήμερα... Απλωσε τό χέρι του κι’ αυτή τόν άφησε νά πιάση τά δικά της. — Εύχαριστώ, Τζόαν. Εύχαριστώ. θά πολεμήσω I 2.000.000 ΔΟΛΛΑΡΙΑ Πόσο σύντομος καί πόσο μάταιος πόλεμος ήταν αυτός πού διεξήγαγε I Ήταν πάλι δεμένος σέ μιά καρέκλα, τώρα, σ’ ένα δωμάτιο * μέ πορφυρές κουρτίνες. Μά αύτή τή φορά τά πράγματα ήσαν διαφορετικά. Ήταν ένα άλλο δωμάτιο, σ’ ένα άλλο μέρος τής πόλεως. Καί, δεμένη σέ μιά καρέκλα δίπλα του, ήταν ή Τζόαν... Στή ματιά πού τής έρριξε, τό κο­ ρίτσι χαμογέλασε γενναία, Τό πρό­ σωπό της ήταν τυλιγμένο στούς ί­ σκιους του άμυδρά φωτισμένου πορ­ φυρού δωματίου, μά ό Τσάρλι διέκρινε τό χαμόγελό της. Γύρισε τό βλέμμα του στις τρεις μεγαλόσωμες, αθλητικές γυναίκες, πού στέκονταν μπροστά του. Είχε, επι­ τέλους, μάθει πια άπό τις τρεις γυ­ ναίκες ήταν ή Τζέρτι. Ήταν μιά μυ­ ώδης γυναίκα μέ μιά μεγάκη τριχω­ τή κρεατοελιά στο πηγούνι της. Στό χέρι της κρατούσε ένα κλομπ. Ό Τσάρλι έφερε στό νού του τό διάστημα, πού είχε περάσει άπό τή στιγμή πού είχε άποφασίσει νά βγή άπό τό κρησφύγετό του καί νά πολεμήση. Είχε τηλεφωνήσει στον ’Ήβαν καί είχε πή πού βρισκόταν. Ό ’Ήβαν τού είχε άπαντήσει νά μείνη εκεί πού βρισκόταν, θάρχόταν—είχε πή — όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μά ο ’Ήβαν ’Έπλεϋ δέν είχε φανή. Απεναντίας, είχαν κάνει τήν έμφάνισί τους ή Τζέρτι καί οί δυο φί-

Ή Ντάστυ .γύρισε κΓ έτρεξε. λες της. Είχαν μπή άπό τήν πόρτα τής ύπηρεσίας, είχαν αιχμαλωτίσει τήν Τζόαν καί τήν είχαν άναγκάσει νά φωνάξη τόν Τσάρλι. "Επειτα, εί­ παν στον Τσάρλι ότι, άν δέν έκανε ό,τι τού έλεγαν, τό κορίτσι θά πέθαινε. Τώρα βρισκόταν πίσω σ’ ένα πορφυρό δωμάτιο, πού ή άτμόσφαιρά του λικνιζόταν άλλόκοτα άπό μιά παράξενη, εξωτική, ύπνωτιστική καί φαντασματώδη μουσική. Ήταν σάν νά ξαναζούσε τόν ίδιο εφιάλτη άπό τήν άρχή. Μόνο πού αύτή τή φορά υπήρχε κάτι διαφορετικό : Ή Τζόαν ήταν μαζί του. θυμήθηκε τήν όμορφη, ξανθή Κάρλα. Έλειπε, όπως έλειπαν κΓ οί άλ­ λες γυναίκες, εκτός άπό τις τρεις μέ­ γαιρες, πού στέκονιαν μπροστά οτόν Τσάρλι.


ΘΑΝΑΤΟΣ

44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Τις κύτταξε και άναρωτήθηκε ποια άπό αύτές θά σκότωνε αυτόν καί την Τζόαν. Καθώς έμπαιναν στο κτίριο αύτό, ό Τσάρλι είχε δή ότι ήταν ένα πα­ λιό διαμέρισμα επάνω άπό ενα έγκαταλελειμμένο γκαράζ. Δεν θά τον ά­ φηναν ποτέ νά δή πού είχαν πάει, αν δεν είχαν κιόλας αποφασίσει νά μην άφήσουν αυτόν καί την Τζόαν νά βγουν άπό έκει ζωντανοί.

ΒΛιά πόρτα άνοι­ ξε στο βάθος του δωματίου. Ή Ντάστυ έκλεισε τήν πόρτα πίσω της καί προχώρησε προς τον Τσάρλι. Στά χείλη της υπήρχε ένα άγνό χαμόγελο καί στά μάτια της μιά λάμψις. Καθώς πλησίαζε, μόρφασε σαρκαστικά κυττάζοντας τήν Τζόαν. — Τσάρλι, είπε, μάς δυσκόλεψες πολύ. Δεν μπορέσαμε νά σέ σκοτώ­ σουμε τήν πρώτη φορά. Καί δεν μπο­ ρέσαμε νά σέ ενοχοποιήσουμε ως δο­ λοφόνο. Μά αυτή τή φορά... αύτή τή φορά Τσάρλι, όλα θά πάρουν τέλος. Τήν κύτταξε, βλαστημώντας τον εαυτό του γιατί είχε άφήση νά παρασυρθή άπό ένα όμορφο πρόσωπο. —Μπορείς νά μου πής γιατί ; ρώτησε. Δεν θέλω νά μου έξηγήσης τις γυναίκες. Νομίζω ότι ξέρω τί συ­ νέβη μ’ αύτές. Είχες δή στις έφηρίδες πλούσιες γυναίκες νά ξεστρα­ τίζουν πότε —πότε άπό πλήξι καί νά κάνουν εγκλήματα γιά νά δοκιμά­ σουν καινούογιες συγκινήσεις. «Γιατί νά μήν τις οργανώσω;» σκέφτηκες. «θά τις βάζω νά κάνουν εγκλήματα, θά τις ενοχοποιώ καί θά εκβιάζω έπειτα τούς συζύγους τους...» Χρη­ σιμοποίησες, μάλιστα, ναρκωτικά γιά τόν σκοπό αυτόν. Μά εγώ ; Τί δου­ λειά έχω εγώ μ’ όλα αύτά ;

■—Έσύ ήσουν ή μεγαλύτερη δου­ λειά άπ’ όλες Τσάρλι. ’Άξιζες δυό εκατομμύρια δολλάρια ! —Δυό εκατομμύρια ! Τήν κύτταξε σαστισμένος. Ή Ντάστυ γέλασε, θρίαμβος έλαμψε στά μάτια της. — Είχες έναν άσωτο θειο κάποτε,. Τσάρλυ! τΗταν ό μόνος συγγενής πού σου άπέμενε. Λεγόταν Έμπενέζερ Χίλγκερτ. —’Έχω νά τόν δώ είκοσι ή είκοσι πέντε χρόνια, είπε ό Τσάρλι. Δέν τόν θυμάμαι πολύ καλά. Δέν πρόκειται νά τόν ξαναδής,. τόν πληροφόρησε ή Ντάστυ. Πέθανε στό Γουέστ, εδώ καί λίγον καιρό. Πέθανε πολύ πλούσιος, γιατί μιά ά­ πό τις τρελλές επιχειρήσεις του πέ­ τυχε λίγο πριν πεθάνη. Αύτό σ’ έκα­ νε ιδιοκτήτη δυό εκατομμυρίων δολ-' λαρίων, Τσάρλι. Ό Τσάρλι ζάρωσε τά φρύδια του. —Ό Τζόε Κλόσμαν είχε έρθει άπό τό Γουέστ, έ; —Ό αγαπητός θειος Τζόε, εΐπε ή Ντάστυ νωχελικά, ήταν ένας δικη­ γόρος πού εστάλη εδώ, γιά νά σέ βρή. Δέν δυσκολεύτηκε νά σέ βρή καί νά μάθη ότι ήσουν άγαμος, ότι δούλευες δέκα χρόνια τώρα στήν ίδια δουλειά κΓ ότι έκανες μιάν ή­ συχη καί μοναχική ζωή. Ό θείος Τζόε κΓ εγώ είχαμε στενές σχέσεις στό Γουέστ, πριν μέ κυνηγήση εκεί ή αστυνομία καί αναγκαστώ νά φύγω. ’Έτσι ό Τζόε Κλόσμαν ήρθε νά μέ βρή μέ τις πληροφορίες πού είχε γιά σένα καί μ’ ένα σχέδιο. — ΚΓ αύτό τό σχέδιο σήμαινε έναν γάμο μαζί μου καί τόν θάνα­ τό μου, εΐπε πικρά ό Τσάρλι. ’Έτσι, θά ήσουν μιά χήρα μέ δυό εκατομ­ μύρια δολλάρια.

Ο

Τσάρλι νόμισε πώς άκουσε τό τρίξιμο μιάς σανίδας πίσω άπό τήν κλειστή πόρτα, άπό τήν οποία τόν είχαν μπάσει στό δο3μάτιο, μά δέν μπορούσε νά είναι σί­ γουρος. Πήρε μιάν ανάσα καί είπε : —Καί νόμισες ότι ό θάνατός μου θά ήταν κάτι απλό, θά χρησιμοποι-


ΘΑΝΑΤΟΣ οϋσες τις γυναίκες. Και θ’ άφηνες μιαν απ’ αυτές κοντά στο πτώμα μου με ενοχοποιητικά στοιχεία, που θά έδειχναν πώς αυτή με είχε δολοφο­ νήσει. — Είσαι έξυπνο παιδί. Τσάρλι. Σέ πολλά ζητήματα είσαι έξυπνο παιδί. — "Οχι σάν τον Τζόε Κλόσμαν ; —Ό άγαπητός θείος Τζόε ήταν αψίκορος καί βλάκας. Καί είχε καταν­ τήσει περιττός καί επικίνδυνος. Ή Ντάστυ γύρισε στήν Τζέρτι. — Φέρε τήν Κάρλα. Ή Τζέρτι βγήκε άπό τήν πόρτα του βάθους καί ξαναγύρισε οδηγών­ τας τήν Κάρλα άπό τό χέρι. Μέσα στό άμυδρό φώς, ή παράξενη μουσι­ κή έμοιαζε σάν νά κυμάτιζε γύρω άπό τήν Κάρλα σάν ένα άόρατο δίχτυ. 'Ήταν εκπληκτικά όμορφη. Καί ποτισμένη μέ ναρκωτικά, σκύ­ φτηκε ό Τσάρλι. Ιδρώτας άρχισε νά αναπηδά στό πρόσωπο του Τσάρλι. Ή Ντάστυ είπε : — Τον θυμάσαι, Κάρλα; —Τσάρλι 1 Πονάς, Τσάρλ· ; Πανικός τόν κυρίευσε. "Ηθελε νά κυττάξη πρός τήν Τζόαν καί νά τής δώση θάρρος, μά δέν μπορούσε. Φο­ βόταν μήπως ό φόβος πού ένοιωθε φανερωνόταν στό βλέμμα του καί με­ γάλωσε τόν δικό της φόβο. Ή Τζέρτι έδωσε στήν Κάρλα ένα μεγάλο μαχαίρι. Ή Κάρλα τό κύτταξε γιά μιά στιγμή, σάν νά έβλεπε κά­ τι άπίστευτα όμορφο. —"Οχι αύτόν, Κάρλα, είπε ή Ντά­ στυ. "Οχι αύτόν άκόμα. θέλω νά δη τό κορίτσι νά πεθαίνη πρώτα ! — "Οχι!, φώναξε ό Τσάρλι βραχνά. Ή Ντάστυ γέλασε. Ό Τσάρλι ίκέτευσε : —Σου... σου υπόσχομαι τά πάν­ τα... Τά δυό εκατομμύρια είναι δικά σου, άν άφήσης αύτό τό κορίτσι... —Σώπα, Τσάρλυ I, είπε ή φωνή τής Τζόαν. Δέν θά κερδίσης τίποτα ικετεύοντας, θά τούς δώσης απλώς τήν άπόλαυσι πού ζητούν. —Τό κορίτσι, Κάρλα I, διέταξε ή Ντάστυ.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 45

ϋ Κάρλα κινήθη­ κε πρός τήν Τζόαν λικνίζοντας τό κορμί της. Είπε μέ ονειροπαρμένη φωνή : — Πονάς ; Ή Τζόαν δέν άπάντησε. — Δέν σέ λυπεί ή σκέψις του θα­ νάτου ; ρώτησε ή Κάρλα. Καί τότε μιά άλλόκοτη λάμψις ά­ στραψε στά μάτια της καί ή Κάρλα σήκωσε ψηλά τό μαχαίρι. Ακούστηκε ένας πάταγος άπό σα» νίδες πού έσπαζαν. "Ενα πιστόλι γά­ βγισε άπό τό μέρος τής πόρτας. Ή Κάρλα ξεφώνησε, τέντωσε τό κορμί της, λύγισε στά δυό σάν τόξο καί σωριάστηκε χάμω. Οί τρεις άντρες, πού είχαν μπή σπάζοντας τήν πόρτα, προχώρησαν μέ πιστόλια στά χέρια τους. —Ψηλά τά χέρια 3 'Η Τζέρτι καί οί συντρόφισσές της σήκωσαν τά χέρια. Μά ή Ντάστυ γύρισε κι’ έτρεξε. Πρός τόν τοίχο. Μιά άπό τις κουρτίνες παραμέρι­ σε καί τό κορίτσι χάθηκε. Μιά πόρ­ τα έκλεισε μέ βρόντο πίσω άπό τήν κουρτίνα. Ό ’Ήβαν Έπλεϋ έτριξε τήν πλα­ κουτσή μύτη του μέ τό δάχτυλό του. — Δέν θά πάη μακρυά. Τό σπίτι εΐναι περικυκλωμένο. Είσαι εντάξει, Τσάρλι ; ../Αργότερα, τήν ίδια νύχτα, ήπιαν καφέ στό διαμέρισμα του ’Ήβαν ’Έπλεϋ. Ό ’Ήβαν άκούμπησε τό άκουστικό του τηλεφώνου καί είπε : — Τελείωσαν όλα. "Οταν οί άστυνομικοί πυροβόλησαν τήν Ντάστυ, γιά νά τήν σταματήσουν καί νά τήν εμποδίσουν νά τούς πυροβολήση, τήν μετέφεραν στό νοσοκομείο. Μά δέν πρόλαβαν. Πέθανε, άφοϋ ώμο-


46

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

λόγησε τά πάντα. Ή θέοι σου κα­ θάρισε εντελώς, Τσάρλι, σχετικά μέ τον φόνο του Τζόε Κλόσμαν. — Μά πώς ανακάλυψες που μάς είχαν μεταφέρει, ’Ήβαν ; ρώτησε ό Τσάρλι. —Αμέσως μετά τό τηλεφώνημά σου άπό τό σπίτι της Τζόαν, Τσάρ­ λι, πήρα στό τηλέφωνο τή Ντάστυ, χωρίς νά ξέρω τι έκανα. Ή Ντά­ στυ είχε έρθει νά μέ βρή καί νά μέ παρακαλέση νά την πληροφορήσω άν μάθαινα κάτι γιά σένα. Καί την πληροφόρησα ! Ήταν σπουδαία ηθο­ ποιός. “Οταν όμως έπειτα τηλεφώ­ νησα στην άστυνομία γιά νά τούς πώ οτι σκόπευα νά δοκιμάσω νά σέ πείσω νά παραδοθής, έμαθα ότι δέν ήσαν εντελώς σίγοροι ότι εσύ είχες δολοφονήσει τον Κλόσμαν. Είχαν άνακαλύψει τις σχέσεις του Κλόσμαν μέ τήν Ντάστυ καί είχαν μάθει ό,τι ό Τζόε είχε έρθει εδώ σχετικά μέ τόν θάνατο κάποιου Έμπενέζερ Χίλμπερτ. “Οσο βλάκας κι* άν είμαι, πρόσθεσα δυό σύν δυο κι5 έβγαλα τέσσαρα. Κατάλαβα ότι είχα θαλασσοποιήσει τά πράγματα ειδοποιώντας τήν Ντάστυ. Καί κατάλαβα ότι ή μόνη ελπίδα μας ήταν νά τήν παρα­ κολουθήσουμε. Τήν παρακολουθήσα­ με καί... μάς ώδήγησε σέ σάς. — Ευχαριστώ, ’Ήβαν, είπε ό Τσάρ­ λι καί σηκώθηκε. — Φεύγεις ; —Ή Τζόαν είναι πολύ κουρασμένη.

Ο

’Ήβαν πρότεινε νά τούς μεταφέρη μέ τό αυτοκίνητό του, μά ό Τσάρλι είπε ότι θά καλουσαν ένα ταξί. Στό ταξί αυτός κι* ή Τζόαν έμει­ ναν σιωπηλοί σ’ όλη τή διαδρομή πρός τό σπίτι της. “Οταν έφτασαν εκεί, ό Τσάρλι είπε στον σωφέρ νά περιμένη καί συνώδευσε τήν Τζόαν ώς τήν πόρτα. Ή νύχτα ήταν δροσερή, ήρεμη καί καθαρή καί μιά πανσέληνος κρεμό­ ταν άπό τόν ουρανό. Ή Τζόαν ήταν πολύ όμορφη στό φώς του φεγγαριού. — Χάρηκα πού όλα πήγαν καλά γιά σένα, Τσάρλι, είπε ή Τζόαν α­ πλώνοντας τό χέρι της. Ή φωνή της τρέμιζε ελαφρά καί τά μάτια της ήσαν λίγο υγρά.

ΘΑΝΑΤΟΣ —Τώρα, πού όλα τελείωσαν, Τσάρλι, νομίζω ότι πρέπει νά άποχαιρετιστουμε. —Νά άποχαιρετιστουμε; Μά νό­ μιζα ότι ίσως... —’Όχι. Δέν μπορεί νά γίνη αυτό. Δέν είσαι ό ίδιος πιά. Αξίζεις δυό εκατομμύρια δολλάρια τώρα, Τσάρλι. Γύρισε ξαφνικά καί μπήκε μέσα γοργά, πριν αυτός προλάβη νά πή τίποτα. Ό Τσάρλι κύτταξε τήν κλειστή πόρτα γιά μιά στιγμή, σκυθρωπά. "Επειτα, ένα χαμόγελο φώτισε τό πρόσωπό του. «Φίλε — σκέφτηκε— μόλις τώρα άρ­ χισες νά πολεμάς I “Εμπα μέσα καί δείξε της ότι ό Τσάρλι Κόλλινς είναι πάντα ό Τσάρλι Κόλλινς, μέ δυό εκατομμύρια ή χωρίς πεντάρα 1» "Εξω, στό ταξί, ό σωφέρ άναστέναξε φιλοσοφικά καί έσβησε τή μη­ χανή, όταν ό Τσάρλι Κόλλινς άρχισε νά χτυπά μέ τις γροθιές του τήν κλειστή πόρτα... ΤΕΛΟΣ

ΑΔΕΙΑΣΑΝ ΤΗ... ΛΙΜΝΗ !... “Ενας πλούσιος περιηγητής έχασε τελευταία μέσα στά νερά τής μικρής λίμνης Λεναξάς, στό Κάνσας τής Α­ μερικής, ένα πολύτιμο διαμάντι, οικο­ γενειακό του κειμήλιο, καί διέταξε— μέ τόν παρά του φυσικά—ν’ άδειάσουν όλη τή λίμνη άπό τό νερό της γιά νά βρεθή τό διαμάντι. Πράγματι, όλοι οί κάτοικοι του πιό κοντινού χωρίου συγκεντρώθηκαν στήν λίμνη, έφωδιασμένοι όλοι μέ δί­ φορα δοχεία, κι* άρχισαν νά κουβα­ λούν τό νερό της καί νά τό ρίχνουν σ’ έναν ξεροπόταμο. “Επειτα άπό μερικές μέρες, ή λί­ μνη άδειασε κΓ έτσι βρέθηκε τό δια­ μάντι. Ό ιδιότροπος κάτοχος τού δια­ μαντιού τότε—σύμφωνα μέ τήν ύπόσχεσί του—δώρησε στήν κοινότητα τού χωριού 10.000 δολλάρια γιά τήν άνέγερσι εκκλησίας καί χωριού. Ή ποσότης τού νερού τής λίμνης, πού μετεφέρθη άπό τούς χωρικούς καί ρίχτηκε στό κοντινό ξεροπόταμο, ανερχόταν σέ 300.000 γαλλόνια.


Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ υπό

ΚΟΝΑΝ ΝΤΟΎ-Λ !«ΙΜ»?Μ·'.ΒΙ.^ΙΛ'·Ι··ίΜ1·»-ΐΐ"ΐ«’3ΐι».μ·1« |Τ·<— —' ——— υι· —Π—————Μ———ψ

Γ

Ό μεγαλοφυής ντέτεκτιβ Σέρλοκ Χολμς έπιστρατεοει δλη την ευφυΐα καί την ικανότητά ηου γιά νά έζυχνιάση §να βαθύ μυστήριο με ρί£ες στο μακρυνό παρελθόν!...

θά ήταν ή ώρα δέκα, όταν έπιστρέψαμε στην Μπάκερ Στρήτ, στο σπίτι του Χόλμς. 'Ένα αμάξι περίμενε έξω από την πόρτα. — Μπά! είπε ό Χόλμς. Τό αμάξι αυτό ανήκει σέ γιατρό. Δεν έχει πο­ λύ καιρό που τό μεταχειρίζεται, αλ­ λά θά έχει μεγάλη πελατεία. "Ερχε­ ται υποθέτω νά μάς συμβουλευθή. Έφτάσαμε, λοιπόν, εγκαίρως. Αυτό βέβαια τό κατάλαβα κΤέγώ, γιατί μέσα στό αμάξι υπήρχε τό μι­ κρό πανεράκι-βαλίτσα των γιατρών με τά βοηθητικά εργαλεία. "Επειτα, επάνω στό σπίτι, τό παράθυρο του γραφείου του Χόλμς ήταν φωτισμένο. Περίεργος νά μάθω τί ήταν αυτό πού ώδηγοΰσε μιά τόσο προχωρημέ­ νη ώρα έναν συνάδελφό μου, στό γραφείο ενός ντέτεκτιβ, άκολούθησα τον Χόλμς στό γραφείο του. Βρήκαμε έναν άνθρωπο χλωμό, μέ φαβορίτες πού μόλις μάς είδε, ση­ κώθηκε καί έτρεξε κοντά μας. θά ήταν περίπου τριάντα τριών— τριάντα τεσσάρων ετών, μέ βλέμμα άφηρημένο, πρόσωπο ασθενικό, πού φανέρωναν μιά ζωή τυραννισμένη, πού τον γήρασε γρήγορα. Ή στάσις του ήταν νευρική καί τά λευκά του χέρια, πού άκουμπουσαν στό τζάκι, έμοιαζαν μάλλον μέ

χέρια καλλιτέχνου, παρά χειρουργού. ΤΗταν ντυμένος αυστηρά : ρενπγκότσ μαύρη, σκούρο πανταλόνι, γραβάτα σκούρα. — Καλησπέρα, γιατρέ, τού εΐπε μ’ εύθυμο τόνο ό Χόλμς. Είμαι ευχαρι­ στημένος πού δέν σάς έκανα νά περι­ μένετε πολύ. —Πώς ; Μιλήσατε μέ τον σωφέρ μου ; — "Οχι... Καθήστε καί πέστε μου τί σάς έφερε ώς εδώ ; — Είμαι ό ιατρός Πέρσυ Τρίβελναν, είπε ό επισκέπτης μας. Κάθομαι στον αριθμό τετρακόσια τέσσερα τής όδοϋ Μπρούκ. — Δέν έχετε, μου φαίνεται, δημο­ σιεύσει κάποια μελέτη γιά τις νευρι­ κές παθήσεις; τόν ρώτησα. Τά χλωμά του μάγουλα κοκκίνι­ σαν ελαφρά στήν σκέψι ότι τό έργο του μου ήταν γνωστό. — Ακούω τόσο σπάνια νά άναφέρουν αυτή τή μελέτη μου, πού νόμι­ ζα ότι είχε εντελώς ξεχαστή, μοϋ εΐ­ πε. Οί εκδότες μου μοϋ έδωσαν νά καταλάβω ότι δέν πουλιέται πιά. Αλλά, θά εΐστε καί σεις γιατρός, φαντάζομαι ; —Στρατιωτικός γιατρός, χειρουρ­ γός, έν αποστρατεία, του είπα.


48 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» — ’Ά I Ή μεγάλη μου μανία είναι πάντοτε οι ασθένειες του νευρικού συστήματος. Θέλησα μάλιστα νά τις ξεχωρίσω σε ειδικότητες. Αλλά δεν πρέπει νά βασίζεται ποτέ κανείς σε πράγματα πού υπερβαίνουν τά μέσα μας. Αυτό, πάντως, είναι εκτός θέ­ ματος, κύριε Χόλμς, καί γνωρίζω πο­ λύ καλά τή χρησιμότητα του καιρού σας. Τδού τί με ώδήγησε κοντά σας: Τό τελευταίο καιρό συμβαίνουν στό σπίτι μου τής οδού Μπρούκ πράγματα πολύ περίεργα. Απόψε μάλιστα αύτά τά γεγονότα πήραν τέτοιες δια­ στάσεις, ώστε άπεφάσισα νά τρέξω άμέσως νά σάς συμβουλευτώ καί νά ζητήσω τή βοήθειά σας. Ό Σέρλοκ Χόλμς κάθησε καί άνα­ ψε τήν πίπα του. — Καλώς ήλθατε, κύριε. Σάς πα­ ρακαλώ, έκθέσατε τήν ύπόθεσι πού σάς άψορά με τις μικρότερές τής λε­ πτομέρειες. — Πολλές άπ’ αυτές τις λεπτομέ­ ρειες, είπε ό γιατρός Πέρσυ, είναι

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ (Συνέχεια άπό τή σελίδα 26) βημάτων, άπό έξω, μέ έβγαλαν άπότομα άπό τό λήθαργο όπου είχα βυθιστή, Γιά μιά στιγμή, όλες οί σκέψεις του θανάτου πήγαν περίπατο. Δοκί­ μασα νά φωνάξω, αλλά δέν είχα πιά δύναμι ν’ άρθρώσω λέξι. Συγκέν­ τρωσα όλες τις δυνάμεις πού μου έμειναν ακόμα σέ μιά μανιώδη προσ­ πάθεια, καί κατόρθωσα νά βγά­ λω ένα μούγγρισμα. — Που είστε ; ρώτησε τότε μιά φωνή απ’ έξω. — Μέσα στό δέντρο 1, τραύλισα καί λιποθύμησα. Έπειτα βρέθηκα, χωρίς νά τό νοιώσω, έξω. Ανάμεσα στά χέρια του σωτήρα μου. Ή πρώτη λέξι πού ψι­ θύρισα ήταν: «Νερό I» Μέ πήγε σ’ ένα κοντινό ποτάμι κι’ ήπια καί ό γιατρός, πού μέ είδε άργότερα εΐπεοτιχρειάζομαι άνάπαυσι δυο εβδομάδων. ’Ήμουν αιχμάλωτος μέσα σ’ αυτό τό δέντρο, δέκα μέρες, χωρίς νερό καί χωρίς φαΐ I

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ τόσο χυδαίες, πού ντρέπομαι σχεδόν νά τις άναφέρω, αλλά είναι ταυτο­ χρόνους τόσο περίεργες, πού δέν μπο­ ρώ πάλι νά τις άποσιωπήσω. Σέ σάς επαφίεμαι ν’ άναγνωρίσετε τί είναι χρήσιμο καί τί όχι. Καί πρώτα, θά σάς πώ μερικές λέξεις για τή ζωή μου ώς φοιτητού. Σπούδασα στό Πα­ νεπιστήμιο του Λονδίνου καί μπορώ νά προσθέσω, δίχωςνά κολακευθώ, ό­ τι οί καθηγηταί μου έβάσισαν πολ­ λές ελπίδες επάνω μου.

»’Αφοϋ πήρα τό δίπλωμά μου, ε­ ξακολούθησα τις σπουδές μου. Είχα μιά θεσούλα στό νοσοκομείο του Βασιλικού Κολλεγίου καί είχα τό εύτύχημα νά επισύρω γρήγορα επά­ νω μου τήν προσοχή του κοινού μέ τά πειράματά μου επί τής παθολογι­ κής τής καταλήψιας. Πήρα μάλιστα καί τό έπαθλον Μπρούκ Πίνκερτον καί ή μελέτη μου σχετικώς μέ τις νευρικές παθήσεις βραβεόθηκε επίσης. »Δέν πιστεύω νά ύπερηφανεύωμαι λέγοντας ότι τήν εποχή εκείνη τό μέλλον παρουσιαζόταν μπροστά μου λαμπρό. Δυστυχώς δέν είχα κεφά­ λαια I »*Όπως ξέρετε, ένας γιατρός, πού έχει μεγάλες άπαιτήσεις, πρέπει νά έγκατασταθή γύρω άπό τήν πλατεία Κάβεντις, όπου τά ενοίκια δέν έχουν όρια. "Επειτα, άπό τά πρώτα αύτά έξοδα τού χρειάζεται μιά καλή έγκατάστασις, ένα αυτοκίνητο καί ένα σωρό άλλα πράγματα, πού ήσαν ύπεράνω τών υλικών μου δυνάμεων. Τό μόνο πού μπορούσα νά ελπίζω, ήταν νά εργαστώ καμμιά δεκαριά χρόνια νά κάνω οικονομίες καί τότε μόνο νά έκανα μιά κλινικούλα καί νάβαζα απέξω τήν ταμπέλα μου. »Ξαφνικά όμως συνέβη κάτι άπρόοπτο, κάτι πού μού άνοιξε νέους ορίζοντες. »Δέχτηκα τήν έπίσκεψι ενός κυ­ ρίου, όνομαζομένου Μπλέσιντον, τόν όποιο δέν γνώριζα καθόλου. ~Ηρθε ένα πρωί σπίτι μου καί μού είπε : » — Είστε ό Πέρσυ Τρίβελναν, ό ό­ ποιος έχει μιά σταδιοδρομία τόσο λαμπρά καί ό όποιος τώρα τελευ-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49

ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΊ ΟΝ ταια πήρε κάιτοιο βραβείο; μέ ρώ­ τησε. »Κούνησα τό κεφάλι μου καταφα­ τικά. » — Απαντήστε μου είλικρινώς. Δεν θά μετανοιώσετε. Κατέχετε τό ταλέν­ το πού εξασφαλίζει την επιτυχία, εχετε και τό άπαιτούμενο θάρρος ; »Δέν μπόρεσα νά μη χαμογελάσω στην έρώτησί του. » —Νομίζω πώς έχω λιγάκι, του είπα. »—’Έχετε κακές συνήθειες ; Πίνε­ τε ; Πέστε μου ! » — ’Όχι, του είπα. » —Ώραια, ωραία 1 "Επρεπε νά σάς ύποβάλω αυτές τις ερωτήσεις. Τότε μέ τέτοια πειράματα γιατί δεν έχετε πελατεία ; »Σήκωσα τούς ώμους μου. »—Εμπρός, εμπρός I μου είπε. Είναι πάντοτε ή ίδια ιστορία, έ ; Πολλά μέσα στο κεφάλι καί τίποτα στήν τσέπη. Τί θά λέγατε άν σάς λανσάριζα καί σάς έγκαθιστουσα στήν Μπρούκ Στρήτ ; »Τόν κύτταξα μέ κατάπληξι. » — ’Ώ, αυτό θά έξυπηρετήση δικά μου συμφέροντα, μοϋ είπε, θά είμαι ειλικρινής. ’Άν σάς συμφέρη, θά μέ συμφέρη καί μένα. ’Έχω μερικές χι­ λιάδες για νά τις καταθέσω σε καμμιά έπιχείρησι. θά τις καταθέσω επάνω σας. » —Πώς αυτό; τον ρώτησα. » — ’Έ, κι’ αύτό είναι μιά έπιχείρησις, όπως κάθε άλλη καί μάλιστα πιό σίγουρη άπό τόσες άλλες πού ξέρω. »—Καί τί θά πρέπει νά κάνω ; » —θά σάς τό πω. θά νοικιάσω

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Αεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρηστός Καρύδης Δαφνομήλη 36, ’Αθήναι ..

-------- ---

------

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ "Ενα αριστούργημα Φρέντερικ Νταΐβις.

του

ΤΟΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ ένα σπίτι, θά τό επιπλώσω, θά πλη­ ρώνω τήν υπηρεσία καί τέλος θά άναλάβω όλα τά έξοδα. Ό ρόλος σας θά περιορισθή νά κάθεστε στήν πολυθρόνα τοϋ γραφείου σας. θά σάς προμηθεύσω μάλιστα καί τά πρώτα έξοδα συντηρήσεώς σας. Μέ μιά λέξι. θά γίνουμε συνεταίροι. Αλλά θά μου δίνετε τά τρία τέταρ­ τα τών κερδών καί σεις θά κρατάτε ένα τέταρτο.

#

■.

»Αύτή ήταν, κύριε Χόλμς, ή συμ­ φωνία πού μού πρότεινε ό κύριος Μπλέσιντον καί δέν θά άργοπορήσω άναπτύσοντας τις λεπτομέρειες τής έπιχειρήσεως. Άρκεϊ νά ξέρετε ότι εγκαταστάθηκα στο νέο σπίτι τήν ημέρα τής Άναλήψεως καί άρχισα τήν εργασία μου μέ τούς συμφωνημένους όρους. Ό Μπλέσιντον επίσης πήρε ένα δωμάτιο μέσα στο σπίτι καί εγκαταστάθηκε ως εσωτερικός ασθενής. Πράγματι, είχε μιά καρ­ διακή άσθένεια, όπου χρειαζόταν ει­ δική φροντίδα Πήρε τά δυο καλύτε­ ρα δωμάτια τοϋ πρώτου πατώματος για νά τά έχη κρεββατοκάμαρά του καί σαλόνι. »ΤΗταν ένας άνθρωπος πολύ πε­ ρίεργος. "Εβγαινε έξω σπάνια καί άπέφευγε νά βλέπη κόσμο. Ή ζωή του δέν είχε καμμιά άποσχόλησι. Σ’ ενα σημείο ήταν πολύ άκριβής : Κάθε βράδυ τήν ίδια ώρα, έμπαινε στο γραφείο μου, έξήταζε τά βιβλία, μοϋ μετροϋσε τό τέταρτο τών εισπρά­ ξεων τής ήμέρας άΐό τις επισκέψεις τών άσθενών καί τά ύπόλοιπα τά κλείδωνε στό χρηματοκιβώτιό του. »Μπορώ νά πώ ότι δέν μετάνοιω-


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΕΣΙΝΤΟΝ

σα διόλου μέ την έπιχείρησί του. Εΐχα επιτυχία. Ή φήμη μου, ώς καί ή τελεία θεραπεία μερικών άσθενών μου, μ* έκαναν να δώσω τά δυο αύτά τελευταία χρόνια πολλά κέρδη στο συνεταίρο μου. »Καταλάβατε τώρα, κύριε Χόλμς, τις σχέσεις μου μέ τόν κύριο Μπλέσιντον. Δεν μου μένει παρά νά σάς διηγηθώ τήν αίτια πού μέ ώδήγησε κοντά σας απόψε. »ΕΤναι τώρα μερικές εβδομάδες πού ό κύριος Μπλέσιντον έρχεται στό γραφείο μου πολύ ταραγμένος. Μου μίλησε γιά κάποιακλοπήπού έγι­ νε στη συνοικία τής Ούέστ — ’Έντ καί θυμάμαι πού τόν εΐδα κάπως νευριασμένο. Είπε μάλιστα πώς θάβαζε στις πόρτες καί στά παράθυρα χοντρούς σύρτες. »Αύτή ή ταραχή του κράτησε μιά βδομάδα, κατά τό διάστημα τής ο­ ποίας ό Μπλέσιντον κυττοϋσε διαρ­ κώς εξω από τό παράθυρο. Έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου νά κό­ ψη και τόν συνηθισμένο του περίπα­ το πριν από τό δείπνο. »Κατέληξα στό συμπέρασμα ότι θά φοβόταν κάποιον άνθρωπο ή κά­ ποιο πράγμα, αλλά όταν τόν ρώτησα γι’ αυτό, θύμωσε τόσο πολύ, πού σταμάτησα τη συζήτησι. Έν τούτοις φαινόταν πώς άρχισε νά ήσυχάζη καί πώς ήθελε νά ξαναρχίση τις παλιές του συνήθειες, όταν ένα νέο γεγονός ήρθε νά τόν ρίξη σέ και­ νούργια μεγάλη ανησυχία καί νευρι­ κότητα. »Νά τί συνέβη : Πρό δύο ήμερών έλαβε ένα γράμμα, θά σάς τό δια­ βάσω. Δεν έχει ούτε ημερομηνία, οΰτε διεύθυνσι : «Ένας εύγενής Ρώσσος, παραμένων έν Αγγλία, επιθυμεί νά δεχθή τήν επιστημονική περίθαλψι του ιατρού Πέρσυ Τρίβελ• ναν. Υποφέρει από ετών άπό καταλήψια. Γνωρίζει ότι ό ιατρός Τρίβελναν είναι ειδικευμένος σ’ αυτές τις ασθένειες καί προτίθεται νά έλθη αύριο βράδυ, στις έξη καί τέταρτο, άν ό ιατρός μπορή νά τόν δεχθή.» »Αύτό τό γράμμα μέ ευχαρίστησε, γιατί ή μεγαλύτερη δυσκολία στη μελέτη τής καταλήψιας είναι ότι

σπανίζουν αυτές οί περιπτώσεις. "Ό­ πως καταλαβαίνετε, τήν ώρα ίίπού μου έφεραν τό γράμμα, βρισκόμουν στό γραφείο μου καί ό ασθενής ρρθε. »ΤΗταν ήλικιωμένος κύριος, αδύ­ νατος, μέ έμφάνισι σοβαρή άλλά χυδαία, πού δέν έμοιαζε μέ έμφάνισι αριστοκράτου Ρώσου. Μου έκανε έντύπωσι τό υφοςτου άνρθρώπου πούτόν συνώδευε. 7Ηταν ένας ψηλός, ώραΐος άντρας, σωματώδης σάν "Ηρακλής. 'Η φροντίδα του νά περιποιήται τόν ήλικιωμένο κύριο καί νά τόν καθίζη στήν πολυθρόνα, άντετίθετο προς τό αυστηρό καί αγριωπό ύφος του. »—Μέ συγχωρείτε, γιατρέ, μου εΐπε ό νέος, μέ άγγλικά κάπως παρεφθαρμένα, πού ήρθα κι’ εγώ, άλ­ λά, όπως βλέπετε, συνοδεύω τόν πα­ τέρα μου, του οποίου ή υγεία μέ απασχολεί παρά πολύ. »Συγκινήθηκα άπό τά αισθήματα του γυιοϋ. »Του είπα : » —Μήπως θά θέλατε να παραστήτε στη διάγνωσι; »—Όχι, μου είπε μέ μιά κίνησι τών χεριών του. Αυτό θά μου ήταν άκόμα πιό θλιβερό, νά δώ ξαφνικά τόν πατέρα μου νά καταλαμβάνεται άπό τήν άρρώστειά του. ’Ά ! Δέν θά μπορούσα ν’ άνθέξω άπό τήν συγκίνησι. Είμαι τρομερά νευρικός καί ευαίσθητος. Κι’ άν μου έπιτρέπετε, θά παραμείνω στό σαλόνι σας, ένώ θά έξετάζετε σείς τόν πατέρα μου. ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ : Τό τέλος.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΑ Λόγω αιφνίδιας βλάβης τοϋ πιεστηρίου μας, όλίγας ώρας πρό τής κυκλοφορίας του τεύ­ χους, δέν κατέστη δυνατή ή έγκαιρος έκτύπωσις τοϋ τρίτου μέρους τοϋ Βιβλίου τοϋ Μηνός «Έν Ένόματι τοϋ Νόμου καί τοϋ Βασιλέως». Επομένως ή «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» κυκλοφορεί χω­ ρίς τό Βιβλίο τοϋ Μηνός αυτή τήν εβδομάδα.




ΈΡΙΔΑ

1 ,·



© ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΔΕΣΙΝΤΟΝ υπό ΚΟΝΑΝ ΝΤΟ-Υ-Λ (Συνέχεια από τό προηγούμ ενο) »Φυσικά του τό έπέτρεψα καί ό νέος άπεσύρθη. "Αρχισα τότε με τόν ασθενή μου μιά μεγάλη συζήτησι για την κατάστασί του καί έπαιρνα ση­ μειώσεις. ^Ηταν ένας άνθρωπος πολύ έξυπνος καί γνώριζε παρά πολύ κα­ λά τήν άγγλική γλώσσα. Ξαφνικά, ενώ έγραφα, έπαψε ν’ άπαντά στις ερωτήσεις μου καί, όταν σήκωσα τά μάτια μου επάνω του, έμεινα κατά­ πληκτος πού τόν είδα όρθιο, μέ τό πρόσωπο χλωμό, τό βλέμμα προση­ λωμένο επάνω μου. Τόν είχε πιάσει πάλι ή άρρώστεια. »Τό πρώτο μου συναίσθημα ήταν ή λύπη. Πήρα άμέσως σημείωσι τών σφυγμών του, τής θερμοκρασίας του ασθενούς, έξήτασα τή σκληρότητα τών μελών του. 'Όλα συμφωνούσαν μέ τις παρατηρήσεις μου επί τής άσθενείας αυτής. »Σέ τέτοιες περιπτώσεις, είχα φέ­ ρει θαυμάσια άποτελέσματα, δίνον­ τας στούς άσθενεις μου να άναπνέουν νιτρικό άμυλο. "Αφησα λοιπόν μιά στιγμή τόν πελάτη μου και πή­ γα νά φέρω τό μπουκαλάκι, πού βρι­ σκόταν σε ένα γειτονικό δωμάτιο. »Άλλά φαντασθήτε τήν έκπληξί μου όταν έπέστρεψα μετά πέντε λε­ πτά καί βρήκα τό γραφείο μου κενό. "Ετρεξα τότε στην αίθουσα άναμονής. Δεν υπήρχε ούτε ό γυιός. Ή πόρτα του χώλλ ήταν σπρωγμένη, αλλά οχι κλειδωμένη. Ό υπηρέτης πού είσήγαγε τούς δυο πελάτας, βρί­ σκεται στό ισόγειο και δεν ανεβαίνει ποτέ αν δέν τόν ειδοποιήσω μέ τό κουδούνι. Κι9 αυτός δέν είδε κανένα.

Πάντως δέν μπορούσα νά καταλάβω τίποτα. »Ό κύριος Μπλέσιντον έπέστρεψε από τόν περίπατό του λίγο άργότερα. Δέν τού είπα τίποτα απ’ αυτό τό έπεισόδειο, γιατί ομολογώ ότι άπέφευγα τις συζητήσεις μαζί του. »Πάντως ήμουν κάπως άνήσυχος. »Φαντάστηκα πώς δέν θά ξανά­ βλεπα πιά τό Ρώσσο μέ τόν γυιό του. Κι’ όμως τούς είδα νά μπαίνουν, αυ­ τός καί ό γυιός του, άκριβώς τήν ί­ δια ώρα, τήν άλλη μέρα. » — Όφείλω νά σάς ζητήσω συγ­ γνώμην γιά τήν απότομη άναχώρησί μου, χτές, γιατρέ, μοΰ είπε ό πελά­ της μου. » — Όμολογώ, τού είπα, ότι έμει­ να κατάπληκτος. » —Είναι άλήθεια ότι έπειτα άπό τέτοιες κρίσεις, δέν καταλαβαίνω ιί κάνω. Λοιπόν, όταν συνήλθα, άνοιξα τά μάτια καί είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα άγνωστο γιά μένα μέρος, κι9 έτσι έσπευσα νάβγώ στό δρόμο. »—Κι’ εγώ, είπε ό γυιός, βλέπον­ τας τόν πατέρα μου νά περνά μέσα άπό τήν αίθουσα αναμονής, νόμισα φυσικά ότι ή έξέτασις τελείωσε και δέν έμαθα τίποτα άπό δ,τι συνέβη παρά μονάχα όταν έπιστρέψαμε σπίτι. » —"Ε, καλά, είπα, δέν είναι και τόσο σοβαρό. Μονάχα πού άνησυχησα. 'Άν θέλετε, κύριε, ν’ άναμείνετε στήν αίθουσα άναμονής, θά είμαι ευτυχής νά συνεχίσω τή διακοπεϊσα χτεσινή διάγνωσι. »Μισή ώρα περίπου έμεινα μέ τόν ήλικιωμένο κύριο. Τού έδωσα τέλος τις συμβουλές μου, τις συνταγές μου καί τόν είδα νά φεύγη ακουμπώντας στό μπράτσο τού γυιοΰ του.


4 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» »Λίγο αργότερα, όπως συνήθως, 6 Μπλέσιντον έπέστρεψε άπό τόν πε­ ρίπατό του. Μπήκε στο διαμέρισμά του. Ξαφνικά τον ακόυσα νά τρέχη και νά μπαίνη στό δωμάτιό μου σαν τρελλός. » —Ποιός μπήκε στό δωμάτιό μου ; » —Κανείς, του είπα. »—Ψέμματα ! Ελάτε νά δήτε I »Δέν έδωσα σημασία στις εκφρά­ σεις. Είδα πώς ήταν έξαλλος. Τόν ακολούθησα καί πράγματι παρατή­ ρησα πολλά ίχνη βημάτων στό χαλί. »Τόν κύτταξα έκπληκτος. » — Φαντάζεστε ότι αυτά προέρ­ χονται άπό τά παπούτσια μου ; φώ­ ναξε.

»Βέβαια ήταν πιο φαρδειά. "Ε­ βρεχε έξω καί οί μόνοι πού έπισκέφθησαν τό σπίτι ήσαν οί δυο πελά­ τες μου. Μπορούσα λοιπόν νά υπο­ θέσω -ότι ό άνθρωπος πού έμεινε στην αίθουσα αναμονής είχε, ποιός ξέρει για ποιό σκοπό, έπωφεληθή τής άπασχολήσεώς μου μέ τόν γέρο καί άνεβή στό δωμάτιο του συνεταίρου μου. »Τίποτα δεν είχε πειραχτή, τίπο­ τα δεν είχε κλαπή. "Εβλεπα πώς ό Μπλέσιντον ήταν τρομερά ερεθισμέ­ νος, ά>λά δεν καταλάβαινα τόν λόγο. »Κάθησε στην πολυθρόνα μου καί έβγαζε άσυνάρτητα λόγια. Μέ παρακάλεσε τέλος—νάρθώ νά σάς βρω καί άκολούθησα τη συμβουλή του. Φοβούμαι μήπως ό συνεταίρος μου υπερέβαλε λιγάκι τά πράγματα. >·*Αν επιτρέπετε νά σάς οδηγήσω μέ τό αμάξι μου, θά μπορέσετε νά τόν καθησυχάσετε. Αμφιβάλλω ό­ μως πολύ άν κατορθώσετε νά διαλευκάνετε αυτό τό μυστήριο.

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ Ό Σέρλοκ Χόλμς ακούσε αυτή τήν άφήγησι μέ μεγάλη προσοχή καί είδα ότι ένδιαφέρθηκε παρά πολύ. Καί είχα γιά άπόδειξι όχι τό πρόσωπό του πού έμενε διαρκώς άπαθές, άλλά τά μισόκλειστα μάτια του καί τούς καπνούς πού ξέφευγαν άπό τήν πίπα του. "Οταν ό γιατρός τέλειωσε, ό Χόλμς σηκώθηκε, δίχως νά προφέρη λέξι, πήρε τό καπέλλο του, μου έδω­ σε τό δικό μου καί ακολουθήσαμε τόν γιατρό Τρίβελναν. "Επειτα άπό ένα τέταρτο φτάσα­ με στήν Μπρούκ Στρήτ, όπου έμενε ό γιατρός. Τό σπίτι είχε μιά σοβαρή καί ε­ πιβλητική έμφάνισι. "Ενας ύπηρετάκος μάς είσήγαγε καί άνεβήκαμε τη φαρδειά σκάλα πού ήταν σκεπασμένη μέ χαλιά. Ξαφνικά όμως σταμάτησε άπότομα πάνω στό κεφαλόσκαλο. Τό φώς έσβυσε καί μέσα στό σκοτάδι άκούσαμε μιά τρεμουλιαστή φωνή νά κραυγάζη: — Κρατώ πιστόλι στό χέρι μου I —’Άν προχωρήσετε,πυροβολώ.Σάς δίνω τόν λόγο μου I — "Οχι δά, έτσι, κύριε Μπλέσιν­ τον! φώναξε ό γιατρός Τρίβελναν. —"ΑI Σεις είστε, γιατρέ ; είπε ό άλ>ος κι* άναστέναξε. Αλλά... οί άλλοι ; Είστε βέβαιοι γιά τήν ταυτό­ τητά τους ; Καταλάβαμε ότι, μ5 όλο τό σκο­ τάδι, προσπαθούσε νά μάς διακρίνη.

Ό ιατρός Τρίβελναν του άπάντησε, άναφέροντας τά πρόσωπα πού τόν συνώδευαν. —καλά, καλά, τότε μπορείτε ν’ άνεβτϊτε. Μέ συγχωρεΐτε πού φάνη­ κα τόσο άπότομος. Λαμβάνω όλα τά μέτρα, πού πρέπει. "Αναψε πάλι τό φώς καί τότε διακρίναμε έναν άνθρωπο, πού όλο τό παρουσιαστικό του φανέρωνε έναν άνισόρροπο νευροπαθή. ΤΗταν ένας τύπος σωματώδης, χοντρός, μέ βαθειές ρυτίδες. Είχε ύ­ φος άρρωστιάρη καί τά άσπρα μαλ­ λιά του ήσαν μπερδεμένα καί άναση-


ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ κωμένα ττάνω άπό τό κεφάλι του. Κρατούσε στα χέρια ένα πιστόλι. Τό ξανάβαλε δμως στην τσέπη του. μόλις μάς είδε νά πλησιάζωμε. —Καλησπέρα, κύριε Χόλμς, είμαι ι κατενθουσιασμένος πού σάς βλέπω αυτή τη στιγμή καί φαντάζομαι κα­ νείς άλλος νά μήν είχε ποτέ τόση άν>άγκη των συμβουλών σας δσο ε­ γώ τώρα. Υποθέτω δτι ό ιατρός Τρίβελναν σάς μίλησε γιά τήν πε­ ρίεργη εκείνη είσοδο^ στά δωμάτιά μου. —Μάλιστα, απάντησε ό Χόλμς. Ποιοι είναι οί δυό αυτοί άνθρωποι καί τί συμφέρον έχουν νά σάς κά­ νουν κακό ; —Αυτό.., είπε ό Μπλέσιντον είναι πολύ δύσκολο νά τό εξηγήσω καί δεν φαντάζομαι νά ζητάτε άπό μένα αύτό τό πράγμα 1 — Δεν ξέρετε άραγε τίποτα ; — Περάστε άπό δω, σάς παρακα­ λώ, καί καθήστε. Μπήκαμε στήν κρεββατοκάμαρα, ήταν μεγάλη καί καλά επιπλωμένη. — Βλέπετε αύτό ; μάς είπε δεί­ χνοντας ενα μεγάλο μαύρο κουτί το­ ποθετημένο εμπρός στο κρεββάτι του. Δεν ήμουν ποτέ πλούσιος, κύριε Χόλμς, δέν μπόρεσα ποτέ νά κάνω παρά μονάχα μιά έπιχείρησι, όπως έξ άλλου ό ιατρός Τρίβελναν μπορεί νά τό διαβεβαιώση. Δέν έχω καμμιά εμπιστοσύνη στούς τραπεζίτες. Σάς λέγω, λοιπόν, δτι αύτά τά λίγα πού έχω βρίσκονται μέσα σ’ αύτό τό κουτί. Καταλαβαίνετε τήν συγκίνησί μου, όταν πληροφορούμαι δτι ξένος άνθρωπος μπήκε στό δωμάτιό μου.

Ό Χόλμς κύτταξε ερευνητικά τον Μπλέσιντον καί κούνησε τό κεφάλι του. —Δέν μπορώ νά σάς δώσω καμμιά συμβουλή άν προσπαθήτε νά μέ γε­ λάσετε, τού είπε. — Αλλά... σάς είπα τήν άλήθεια. Ό Χόλμς έκανε μιά στροφή μέ ένα μορφασμό άποτροπιασμοΰ. —Καληνύχτα σας, κύριε Τρίβελ­ ναν, τού είπε.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 5 •—Καί δέν μέ συμβουλεύετε τίπο_ τα ; είπε ό Μπλέσιντον μέ μι, βραχνή φωνή. — Αύτό πού έχω νά σάς πώ καί νά σάς συμβουλεύσω είναι νά μοΰ πήτε τήν άλήθεια. "Επειτα άπό ένα λεπτό βρεθήκα­ με στό δρόμο καί πηγαίναμε γιά τό σπίτι μας.

Είχαμε ήδη περάσει τήν Όξφροντ Στρήτ καί βρισκόμαστε στή μέση τής Χάρλεη Στρήτ καί ό Χόλμς δέν μοΰ είχε πή λέξι. — Λυπάμαι πού σέ ενόχλησα γιά μιά τέτοια άνοησία, Ούάισον, μοΰ είπε. Ή περίπτωσις είναι άρκετά ενδιαφέρουσα, άλλα πρέπει νά έμβαθύνη κανείς πολύ. — Όμολογώ, δτι δέν καταλαβαί­ νω τίποτα. —Τέλος, είναι άρκετά σαφές δτι δυό άνθρωποι τουλάχιστον, ϊσως τρεις ή καί περισσότεροι, έχουν μιά εντελώς ιδιαίτερη αιτία νά φτάσουν μέχρι τό σπίτι τού Μπλέσιντον. Εί­ μαι πεπεισμένος δτι καί τις δυό φο­ ρές ό νέος μπήκε στό δωμάτιο τού Μπλέσιντον, ενώ ό σύντροφός του παρίστανε τον άρρωστο καί άπασχολούσε τόν γιατρό. — Καί ή καταλήψια ; —Απάτη, Ούάτσον. Έπεφυλάχθην δμως καί δέν τήν είπα στον ειδικό αυτόν γιατρό. Είναι μιά άρρώστεια πού τήν μιμείται κανείς εύκολα. "Ε­ χω πειραματιστή εγώ ό ίδιος πολλές φορές. — Καί λοιπόν; — "Οπως συνήθως, ό Μπλέσιντον βρισκόταν καί τις δυό φορές έξω άπό τό σπίτι. "Αν οί δυό αυτοί ήρθαν τήν ώρα εκείνη, ήσαν βέβαιοι πώς δέν θά έβρισκαν κανέναν πελάτη στήν αϊ-


6

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

θουσα αναμονής. Ή ώρα αύτή τύχαινε να είναι καί ή ώρα περιπάτου του Μπλέσιντον. "Αν σκοπός τής ει­ σόδου τους στό σπίτι ήταν ή κλοπή, θά τά είχαν ήδη κλέψει τα λεφτά. "Εχω δμως την ικανότητα να διαβά­ ζω σχά μάτια των ανθρώπων εκεί­ νων πού φοβούνται τόν θάνατο. Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν δτι ό Μπλέ­ σιντον έχει θανάσιμους εχθρούς. Εί­ μαι βέβαιος δτι τούς γνωρίζει αυ­ τούς τούς δύο, άλλα για ειδικούς λό­ γους δεν θέλει νά τό όμολογήση. Φαντάζομαι δτι αύριο θά είναι πιό ομιλητικός. —Έγώ έχω άλλη γνώμη, είπα στον Χόλμς. Γιατί νά μην ύποθέσωμε δτι δλη αύτή ή Ιστορία του Ρώσσου καί του γυιου του δεν είναι φαν­ ταστική καί δτι ό ίδιος ο ιατρός Τρίβελναν δέν μπήκε σχό δωμάτιό του γιά προσωπικούς λόγους ; Διέκρινα ένα χαμόγελο στά χείλη του; Χόλμς, —Αγαπητέ μου, μου είπε, σε βεβαιώ δτι κι5 έγώ στην άρχή έκανα αύτή τή σκέψι. Αλλά τήν άπέρριψα άμέσως. Ό νέος πού συνώδευε τόν άρρωστο, άφησε πατήματα στό δω­ μάτιο καί στήν αίθουσα αναμονής, τά όποια μοιάζουν μεταξύ τους. Τά πατήματα αύτά προέρχονται άπό πα­ πούτσια με τετράγωνη μύτη., ενώ του γιατρού τά παπούτσια εΐναι μυτερά. Επίσης τά παπούτσια τοϋ Μπλέσιν­ τον είναι μυτερά. Τά ίχνη είναι μακρύτερα δύο πόντους τουλάχιστον άπό τά παπούτσια του γιατρού. "Ωστε, καταλαβαίνεις, δεν μπορούμε νά υποστηρίζουμε αύτή τήν άποψι. Πάντως νά είσαι βέβαιος, Ούάτσον, δτι αύριο τό πρωί θά έχουμε οπωσ­ δήποτε νεώτερα άπό τήν Μπρούκ Στρήτ. ν

Ή προφητεία του Σέρλοκ Χόλμς έπαλήθευσε. Καί μάλιστα μέ δραμα­ τικό τρόπο. Σχίς επτά καί μισή τό πρωί ξύ­ πνησα καί είδα πάνω άπό τό κρ&ββάτι μου τόν Χόλμς μέ τή ρόμπα του. —Τό αύτοκίνητο μάς περιμένει, Ούάτσον, μου είπε.

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ —Τί συμβαίνει ; —Ή Ιστορία τής Μπρούκ Στρήτ I —Τί νεώτερα ; — Τραγικά ! Καί πολύ μπερδεμέ­ να, μου εΐπε, άνοίγοντας τό παραθυ­ ρόφυλλο, Διάβασε αύτές τις κακο­ γραμμένες φράσεις. Κύτταξε τί λένε : «Γιά δνομα του Θεού! Ελάτε γρή­ γορα». Ό γιατρός Τρίβελναν τά είχε χαμένα δταν έγραφε αύτές τις λέ­ ξεις. "Αντ, πάμε γρήγορα. "Επειτα άπό ένα τέταρτο βρισκό­ μαστε στό σπίτι του γιατρού. "Ωρμησε νά μάς προϋπαντήση. — "Α ! Τί φριχτή ύπόθεσις, είπε. Καί έπιασε τό κεφάλι του. —Τί συνέβη; — Ό Μπλέσιντον αύτοκτόνησε. Ό Χόλμς άρχισε νά σφυρίζη σι­ γανά. —Ναι, κρεμάστηκε χτές τή νύχτα. Ακολουθήσαμε τόν γιατρό μέσα στήν αίθουσα άναμονής. — Δέν ξέρω πιά πού βρίσκομαι. Ή άστυνομία είναι κιόλας επάνω. —Πότε άνακαλύψατε τήν αύτοκτονία; — Κάθε πρωί, ή υπηρέτρια πήγαι­ νε ένα φλυτζάνι τσάϊ στόν συνεταί­ ρο μου. Σήμερα τό πρωί δταν ή * υπη­ ρέτρια μπήκε κατά τις επτά στό δω­ μάτιό του, βρήκε τόν δυστυχή κρεμα­ σμένο στή μέση τυυ δωματίου. Είχε δέσει ένα σκοινί άπό τόν κρίκο τής λάμπας, άνέβηκε στό κουτί πού σάς έδειξε χτές κΓ άπό κεΐ έσπρωξε τό κουτί καί έμεινε κρεμασμένος.

Ό Χόλμς έμεινε γιά μιά στιγμή σιωπηλός. —"Αν μου επιτρέπετε, πηγαίνω μόνος μου νά δω κΓ έγώ τί άκριβώς συνέβη. Ανεβήκαμε καί οί δυό στό πρώτο πάτωμα. Είδαμε ένα τρομερό θέαμα, μόλις μπήκαμε στήν κρεββατοκάμαρα. Ό άνθρωπος πού ήταν κρεμασμέ­ νος εκεί ήταν άπερίγραπτα φριχτός. Ή έμφάνισίς του δέν είχε τίποτα άν~ θρώπινο. Ό λαιμός του εΤχ$ προεκταθή καί έμοιαζε μέ τόν λαιμό πνιγμένης κότ-


ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ τας. Κι* αυτή ή στάσις έδινε σ’ όλο του τό κορμί μια άποκρουστική, οίκτρή όψι. Φορούσε μια μακρυά νυχτικιά,Από τήν όποια ξεπερνοΰσαν καί φαίνον­ ταν δυό γυμνά πόδια του. Δίπλα του ένας πολύ κομψός άστυνόμος, κρατούσε σημειώσεις. —’Ά 1 κύριε Χόλμς, είπε μέ έγκαρδιότητα στόν φίλο μου. Είμαι εύτυχής πού σας βλέπω. —Καλημέρα, κύριε Λάνερ, Απάν­ τησε ό Χόλμς. Ελπίζω νά μή μέ θεω­ ρήσετε ως περιττό καί παρείσακτο. Σάς είπαν ήδη τις περιστάσεις, υπό τις οποίες έγινε αυτό τό δράμα ; —Μάλιστα...μερικά πράγματα. —Σχηματίσατε καμμιά γνώμη ; —Φαντάζομαι ότι αυτός ό άνθρω­ πος τρελλάθηκε άπό υπερβολικό φό­ βο. Τό κρεββάτι φέρνει τά Αποτυπώ­ ματα του σώματός του. ’Άρα κοιμή­ θηκε. 'Όπως θά ξέρετε, οί περισσό­ τερες αυτοκτονίες συμβαίνουν κατά τις δυό τό πρωί... Φαίνεται ότι καί αυτός εκείνη τήν ώρα διάλεξε γιά νά κρεμαστή. — Άν κρίνουμε άπό τήν σκλήρυνσι τών μελών, θά είναι τέσσερις ώρες πού πέθανε, εΐπα εγώ. — Μήπως βρήκατε τίποτα Αξιόλο­ γο μέσα στό δωμάτιο; ρώτησε ό Χόλμς. — Βρήκα ένα κατσαβίδι καί μερι­ κές βίδες επάνω στό τραπεζάκι τής τουαλέττας. θά κάπνισε παρά πολύ κατά τό διάστημα τής νύχτας γιατί βρήκα τέσσερις άκρες πούρων στό τζάκι. — Ά, ά, μήπως βρήκατε τήν σιγαροθήκη του; —"Οχι, δέν τήν είδα. — Τότε τό κουτί μέ τά πούρα του ;

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 7 — Ναι, ήταν στήν τσέπη τού σακκακιοΰ του. Ό Αστυνομικός τού τό έδωσε. Ό Χόλμς τό άνοιξε καί μύρισε τό ένα πούρο πού βρισκόταν στό κουτί. —Αύτό εδώ είναι ένα πούρο τής Χαβάνας. Τά άλλα είναι μιά ειδική μάρκα άπό αυτά πού φέρνουν οί Όλλανδοί Από τις Αποικίες τους. Είναι τυλιγμένα μέ λεπτή ψάθα καί είναι πιό λεπτά σχετικώς μέ τό μή­ κος τους.

Έμάζεψε τις τέσσερις άκρες τών πούρων καί τις έξήτασε μέ τόν φα­ κό του. —Αύτά τά δυό καπνίστηκαν μέ πίπα. Τά άλλα δυό όχι. ΤΑ δυό κό­ πηκαν μέ ένα κακοακονισμένο σου­ γιά, τά άλλα δύο κόπηκαν μέ τά δόντια. Δέν βρισκόμαστε μπροστά σέ αυτοκτονία, κύριε Λάνερ. Αλλά μπροστά σέ ένα έγκλημα προμελετημένο καί φτιαγμένο μέ όλη τήν άπαιτούμενη ψυχραιμία. — Αδύνατον!, φώναξε ό Αστυνό­ μος. — Καί γιατί; — Ποιος είναι αύτός ό κουτός πού ■θά διάλεγε ένα τέτοιο τρόπο δολο­ φονίας ; — Αυτούς Ακριβώς πρέπει νά ψά­ ξουμε καί νά βρούμε. — Άπό · που θά μπορούσαν νά μποΰν οι δολοφόνοι; — Άπό τήν κεντρική πόρτα. —Ό σύρτης ήταν στή θέσι του σήμερα τό πρωί. — Τότε, φεύγοντας... τράβηξαν τόν σύρτη. —Πώς τό ξέρετε ; —Είδα ώρισμένα ίχνη. Μοΰ επι­ τρέπετε μιά στιγμή καί θά σάς πλη­ ροφορήσω Αμέσως. Πήγε τότε προς τήν πόρτα, τήν άνοιγόκλεισε μέ τό κλειδί καί τήν έξήτασε μέ μεγάλη προσοχή. Τράβη­ ξε τό κλειδί καί τό κύτταξε Από κον­ τά. "Επειτα επιθεώρησε τό κρεββάτι, τό χαλί, τις καρέκλες, τό πανωφόρι, τό σώμα τού νεκρού, τό σκοινί καί τέλος φάνηκε ότι ήταν ευχαριστημένος άπό τήν έξέτασι.


8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Ό αστυνόμος κι* εγώ τόν βοηθή­ σαμε να ξεκρεμάση τό κορμί από τό σκοινί καί να σκεπάση τό πτώμα. —Τί λέγετε για τό σκοινί; ρώ­ τησε. Τόν κυττάξαμε με περιέργεια. —Προέρχεται από τό ρουλώ αυ­ τό, είπε ό γιατρός Τρίβελναν, τρα­ βώντας ένα δέμα σκοινιών κάτω από τό κρεββάτι. Ό Μπλέσιντον φοβόταν παρά πολύ τή φωτιά καί διαρκώς έφύλαγε κοντά του σκοινιά γιά νά ξεφύγη από τό παράθυρο, άν έπαιρ­ νε ή σκάλα φωτιά. —Τουλάχιστον άν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θά άπήλλδίσε άπό τόν κόπο αυτούς νά κάνουν τό έγκλημα,* είπε ό Χόλμς. Τέλος τά πράγματα είναι πολύ απλά. ’Ή γελιέμαι παρά πολύ, ή θά σάς δώσω σήμερα κιόλας την έξήγησι. Παίρνω μαζί μου την φω­ τογραφία του Μπλέσιντον. Ελπίζω νά μου χρησιμεύση στην ερευνά μου.

— Αλλά δεν μάς ε’ίπατε τίποτα; έφώναξε ό γιατρός. — Τό βέβαιον είναι οτι υπάρχουν τρεις συνένοχοι. Ό νέος, ό γέρος καί ένας τρίτος, του οποίου δεν εξα­ κρίβωσα ακόμη τήν ταυτότητα. Τούς δυο πρώτους τους ξέρετε βέβαια. Είναι εκείνος πού έκανε τόν Ρώσσο καί ό άλλος εκείνος πού έκανε τόν γυιό του. Αύτών έχουμε τά χαρακτηστικά. Κάποιος συνένοχος τούς έμπα­ σε στο σπίτι, κι’ άν θέλετε νά σάς δώσω τήν γνώμη μου, κύριε αστυνό­ με, νά συλλάβετε τόν ύπηρέτη, πού μπήκε εδώ καί λίγον καιρό στήν υ­ πηρεσία του γιατρού. —Ψάχνουν μια ώρα τώρα νά τόν βρουν ή καμαριέρα καί ή μαγείρισσα

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ για νά τόν στείλουν για θελήματα καί δεν τόν βρίσκουν, είπε ό για­ τρός Τρίβελναν. Ό Χόλμς σήκωσε τούς ώμους του. —Ασφαλώς θά έπαιξε έναν εν­ διαφέροντα ρόλο στο δράμα. Οί τρεις αύτοί άνθρωποι ανέβηκαν τή σκάλα στις μύτες τών παπουτσιών. Ό πιό ήλικιωμένος επί κεφαλής, ό νέον, κα­ τόπιν καί ό άγνωστος τρίτος. — Αλλά, Χόλμς, φώναξα. —’Ώ, δεν υπάρχει κανένα λάθος. Είχα τήν εύτυχία νά μελετήσω πολύ καλά τά άποτυπώματα χτές βράδυ. Τά τρία αύτά άτομα ανέβηκαν ώς τό δωμάτιο του Μπλέσιντον. Βρήκαν τήν πόρτα κλειστή. "Ανοιξαν τήν κλειδαριά μ’ ένα σύρμα. Καί δίχως φακό, μπορείτε νά διακρίνεται τό γρατζούνισμα του σύρματος. "Οταν μπήκαν στο δωμάτιο, ή πρώτη τους δουλειά ήταν νά δέσουν τόν Μπλέ­ σιντον. Ασφαλώς θά κοιμόταν, ή τούλάχιστον ήταν έξηντλημένος άπό τόν τρόμο καί δεν μπόρεσε νά φωνάξη. Αλλά οί τοΐχαι είναι τόσο χοντροί, πού κι’ άν φώναζε, δεν θά μπορούσε κανείς νά τόν άκούση. Α­ φού τόν είχαν πια καλό στα χέρια τους, φαίνεται οτι έκαναν κάποιο συμβούλιο μεταξύ τους, σχημάτισαν κάποιο πρόχειρο δικαστήριο. Ή συζήτησις θά κράτησε πολλή ώρα. Για­ τί κάπνισαν παρά πολύ. Ό μεγαλύ­ τερος κάθησε στήν ψάθινη πολυθρό­ να, σύτός μεταχειρίστηκε πίπα γιά τό πούρο. 'Ο νέος ήταν μακρύτερα καί μάλιστα χτύπησε στό τραπεζάκι νά ρίξη τή στάχτη τού πούρου.

»Ό τρίτος σύντροφός τους πηγαι­ νοέρχονταν μέσα στό δωμάτιο. "Ο­ σον άφορά τόν Μπλέσιντον φαντάζο­ μαι οτι ήταν καθισμένος στό κρεββά­ τι του. Τέλος σήκωσαν τόν Μπλέσιν­ τον καί τόν έκρέμασαν. Τό σχέδιο ή­ ταν προμελετημένο καί φαντάζομαι νά είχαν φέρει μαζί τους καί κρίκο για νά τόν βιδώσουν, γΓ αύτό υπήρ­ χε τό κατσαβίδι καί οί βίδες. "Οταν βρήκαν όμως τόν χαλκά αύτόν έτοι­ μο, δεν μεταχειρίστηκαν τόν δικό


ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ τους. Τέλος έκλεισαν κι* έφυγαν. Την πόρτα τής εισόδου την έκλεισε ό συ­ νένοχός τους. 'Όλοι μας τόν άκούγαμε μέ με­ γάλη προσοχή. Έπειτα, ό αστυνόμος έφυγε για να ψάξη να βρή τόν υπη­ ρέτη. Ό Χόλμς καί έγώ έπιστρέψαμε στο σπίτι μας για τό πρόγευμα. —Θά επιστρέφω μετά τρεις ώρες, μου είπε όταν τελειώσαμε τό γεύμα μας. "Εχω δώσει ραντεβού εδώ στον αστυνόμο καί στον γιατρό. Ελπίζω ότι στό μεταξύ θά έχω -ξεκαθαρίσει τό μυστήριο. Οί έπισκέπται μας ήρθαν πράγμα­ τι στήν ώρισμένη ώρα, αλλά ό φίλος μου ήρθε στις τρεις καί τέταρτο. Άπό τήν έκφρασι του προσώπου του κατάλαβα ότι τα πράγματα πή­ γαιναν καλά. —Τί νεώτερα, κύριε αστυνόμε ; — Έπιάσαμε τόν υπηρέτη. — Υπέροχα! Έγώ τούς ενόχους. —Πώς; Συνελήφθησαν ; φωνάξαμε όλοι μαζί. — Έν πάση περιπτώσει ξέρω τήν ταυτότητά τους. Βρίσκονται στά χέ­ ρια μας ό,τι ώρα θέλουμε. 'Όπως τό φαντάστηκα, αυτός ό Μπλέσιντον. ό­ πως καί οί δολοφόνοι του, είναι άν­ θρωποι πολύ γνωστοί στήν κεντρική αστυνομία. Τα πραγματικά ονόματα αύτών τών τριών είναι Μπίντλ, Χά­ βαρα καί Μόφατ. — Ή συμμορία τής Τραπέζης Βόρθινκτον !, έφώναξε ό αστυνόμος. —Ακριβώς, είπε ό Χόλμς. — "Ωστε ό Μπλέσιντον δέν μπορεί παρά να εΐναι ό Σουτον. — Ακριβώς. —Τότε... —Τότε τό πράγμα εξηγείται.

Ό Τρίβελναν κι’ έγώ κυτταχτήκαμε, δίχως να καταλαβαίνουμε. —θυμόσαστε τήν υπόθεσι Βόρθικτον ; είπε ό Χόλμς. Ή υπόθεσις αυ­ τή κάποτε άπησχόλησε πολύ τήν άστυνομία του Λονδίνου. Πάνε τώρα περίπου δέκα έξη χρόνια, όταν ένα βράδυ πέντε άνθρωποι μπήκαν στήν Τράπεζα καί, άφοϋ σκότωσαν τόν θυ­ ρωρό καί φύλακα τής Τραπέζης, ά­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 9 νοιξαν τά χρηματοκιβώτια καί έκλε­ ψαν είκοσι χιλιάδες λίρες. »Έπί έναν ολόκληρο μήνα, ή άστυνομία του Λονδίνου προσπαθούσε νά άνακαλύψη τούς δράστες. »Δέν μπορούσαν ποτέ νά υποθέ­ σουν οί αστυνομικοί ότι οί διαρρήκται ήσαν πέντε κοινοί λωποδύται τών καταγωγίων τού Λονδίνου. »ιΗ άστυνομία τριγύριζε άνάμεσά τους, έπινε μαζ< τους, άλλα παρ’ ό­ λες τις αναζητήσεις δέν μπορούσε ποτέ νά ύποθέση τίποτα. Φτωχοί, ρα­ κένδυτοι, οί πέντε φίλοι εξακολου­ θούσαν νά περνούν τήν άλήτικη ζωή τους δίχως καμμιάν έπίδειξι, δίχως καμμιάν έκδήλωσι.

»Ό Διευθυντής τής Τραπέζης έκάλεσε τούς διασημότερους ντετέκτιβ τής ύφηλίου. Έσπατάλησαν πολλά χρήματα, έκόπιασαν καί αύτοί παρά πολύ, άλλα δυστυχώς κανείς δέν κατώρθωσε νά ύποψιασθή ότι οί πέντε αύτοί φίλοι, οί φτωχοί άλήτες πού περνούσαν τήν ζωή τους σέ μιάν ε­ ξακολουθητική φτώχεια, ήσαν πλού­ σιοι κατά είκοσι χιλιάδες λίρες ! »Αύτό, φίλοι μου, είναι τό μεγά­ λο σφάλμα τών άστυνομικών. Κυττάζουν νά δοΰν ποιός ξοδεύει, ποιος άπό τούς σεσημασμένους ή μή αν­ θρώπους τών καταγωγίων ξεφεύγει άπό τά όρια τής τακτικής ζωής του. Μεγάλο σφάλμα, ανόητο, κουτό, κλασσικό όμως καί συνηθισμένο. »Σάς βεβαιώ, ότι ποτέ δέν θα μπορούσε κανείς νά τούς ύποπτευθή. »Μιά μέρα οί πέντε φίλοι χώρι­ σαν, πήγαν ταξίδι. Ή μεγάλη τους όμως κουταμάρα ήταν ότι δέν απο­ μακρύνθηκαν άπό τήν Αγγλία. »Κατά τήν ομολογία τους άργότερα, οί πέντε αύτοί άνθρωποι είχαν


10 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» χωρίσει για νά συναντηθούν στό Λίβερπουλ, οπού ό ένας απ’ αυτούς, ό Μπλέσιντον η Σοΰτον, θά τούς συ­ ναντούσε για νά κάνουν τή μοιρασιά. »Μάλιστα, κύριοι, οι πέντε αύτοί άνθρωποι εΐχαν κοινό ταμία και εί­ χαν μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αύτόν. Δυστυχώς κακώς είχαν τοποθετήσει τά χρήματά τους.

»ΚΓ αύτό άπεδείχθη από τήν έξέλιξι των πραγμάτων. 'Ένα άπόγευμα, ενώ οί πέντε σύντροφοι είχαν συγκεντρωθή στό Κάρλτον Ότέλ και έτρι­ βαν μέ χαρά τά χέρια τους ότι θά έπαιρναν επί τέλους τά τόσα επιθυ­ μητά γι’ αύτούς χρήματα, τούς κό­ πους ενός εγκλήματος καί μιας κλο­ πής, ό Μπλέσιντον τούς ανήγγειλε μέ μεγάλη στενοχώρια ότι έχασε τό χαρτοφυλάκιό του. »—Αδύνατον I, φώναξε ένας. »—’Όχι, είπε ό άλλος, »—Πώς ; άνεφώνησε ό τρίτος. »—Καί όμως... » —Τά πράγματα θά έπαιρναν με­ γαλύτερες διαστάσεις καί μάλιστα πολύ επικίνδυνες γιά τον Μπλέσιν­ τον, άν δέν άκουγόταν ξαφνικά ένας χτύπος στη πόρτα. » — Ποιος; φώναξε τρομαγμένος ό ένας άπό τούς πέντε, εκείνος, πού είχε σκοτώσει τόν θυρωρό. »’Αλλά δέν πρόφτασαν οΰτε νά σκεφτουν, άπό που έπρεπε νά δρα­ πετεύσουν, γιατί τόσο άπό τήν κεν­ τρική πόρτα, όσο καί άπό τις πλά­ γιες, παρουσιάστηκαν τά πιστόλια τών άστυνομικών. » —Ψηλά τά χέρια ! »~νΗταν ή άστυνομία!

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ προσφέρει στους άναγνώστας της άριστουργηματικά άστυνομικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τού κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ »—Οί κακοποιοί τά έχασαν. "Ε­ μειναν άκίνητοι. » — Έν όνόματι τού νόμου σάς συλλαμβάνω I, ακούστηκε ή φωνή τού διευθυντου τής άστυνομίάς τού Λίβερπουλ. »Ξαφνικά όμως, καί ενώ οί άστυνομικοί περνούσαν τις χειροπέδες στά χέρια τών κακοποιών, ό Μπλέ­ σιντον κρύφτηκε πίσω άπό μιά πο­ λυθρόνα καί, πρός μεγάλη έκπληξι τών συντρόφων του, δέν άνεζητήθη άπό τούς άστυνομικούς. »Γιατί αύτό ; »Τί συνέβαινε ; Γιατί νά μή συλληφθή ό Μπλέσιντον ή Σοΰτον ; »Αύτό τό πράγμα έθεσε σέ μεγά­ λες υπόνοιες τούς συντρόφους του. «Οί άστυνομικοί διέδωσαν ότι τούς ξέφυγε καί δραπέτευσε, εκείνοι όμως δέν μπορούσαν ποτέ νά πιστέψουν ένα τέτοιο πράγμα. » —Καί είχαν δίκιο. »Ό Μπλέσιντον τούς είχε προδώσει, γιά νά κερδίση τις είκοσι χι­ λιάδες λίρες μόνος του. Σκέφτηκε νά βρή τήν πρόφασι τής κλοπής τών χρη­ μάτων στό τραίνο, ταυτοχρόνως δέ παρουσιάστηκε μόνος του στόν διοι­ κητή τής Σκώτλανδ Γυάρδ καί κατέ­ δωσε τούς συντρόφους του. »Ό διοικητής τής Σκώτλανδ Γυάρδ τού ύπεσχέθηκε ότι θά τόν άφηνε ελεύθερο καί πράγματι οί άστυνομικοί, ενώ συνέλαβαν όλους τούς άλ­ λους, άφησαν αύτόν. »Ή εξ εφόδου αύτή σύλληψις ξάφνιασε τούς κακοποιούς, πού κά­ τω άπό τήν πίεσιν τής άστυνομίάς ομολόγησαν τήν κλοπή καί τό έγ­ κλημα. »Κανείς τους όμως δέν μαρτύρησε ότι τά χρήματα τά είχε άναλάβει νά τά φυλάξη ό σύντροφός τους Σούτον, ό σημερινός Μπλέσιντον. "Ηλπιζαν πάντοτε ότι, όταν θά έβγαι­ ναν άπό τή φυλακή, θά τόν ξανάβρι­ σκαν καί θά κανόνιζαν τούς λογα­ ριασμούς τους. «^Ηρθε ή ημέρα τής δίκης. »Ποιά ήταν ή έκπληξίς τους, όταν παρουσιάστηκε ώς κυριώτερος μάρτυς... ποιος ; Ποιός άλλος ; Αύτός ό ίδιος ό σύντροφός τους, ό Μπλέ­ σιντον 1 »Μάλιστα, κύριοι.,. Ό Μπλέσιντον


ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ εξιστόρησε τά πάντα, διηγήθηκε πώς έξετέλεσαν την κλοπή, πώς αυτός έξεβιάσθη να λάβη μέρος, μόνο καί μόνο γιατί είχε λάβει μέρος στη σύσκεψι τής έκτελέσεως τής κλοπής. Είπε από που μπήκαν, πώς κατάλα­ βαν έξ’ εφόδου τον θυρωρό. Πώς ό θυρωρός είχε φέρει άντίστασι καί ότι ό ένας από τούς συν­ τρόφους του, ό Χάβαρ, έβγαλε τό πιστόλι του καί τόν σκότωσε. »Ή άγανάκτησίς τους ήταν μεγά­ λη. Παρά λίγο θά κατέθεταν τά πάν­ τα, άλλα συνεννοήθηκαν μέ μιά μα­ τιά νά μή μιλήσουν. »Καί πράγματι κράτησαν μιά άπόλυτη σιωπή καί μιά παράδοξη ήρεμία έναντι του καταδότου των. »Τούναντίον χαμογέλασαν καί τόν κύτταξαν μέ μιά πολύ περίεργη μα­ τιά.

Ό πρόεδρος έζήτησε νά άναβληθή γιά τήν άλλη ήμέρα ή έκδοσις τής άποφάσεως, μέ τό πρόσχημα δτι ήθελε νά λάβη ύπ’ όψιν του καί άλ­ λες μαρτυρίες, στήν πραγματικότητα δμως νά μιλήση καί νά ζητήση άπό τόν μάρτυρα ώρισμένες λεπτομέρειες σκετικά μέ τά χρήματα. »'Όσο καί αν έπίεσε τόν Μπλέσιντον, δσο καί άν του ύπεσχέθη πολλά, ό Μπλέσιντον δήλωσε κατη­ γορηματικά δτι τά χρήματα τά είχε πάρει ό Κάρτ καί τά είχε κρύψει γιά νά τά μοιράση άργότερα στούς συν­ τρόφους του. »Τήν άλλη μέρα ό πρόεδρος, γιά νά κρατήση τούς τύπους, έκάλεσε καί πάλι τόν μάρτυρα Μπλέσιντον. Έ­ πειτα άπό μερικές τυπικές ερωτήσεις, έδωσε τόν λόγο στόν δημόσιο κατή­ γορο, πού ως συνήθως, κατεφέρθη ε­ ναντίον τών κατηγορουμένων καί έ­ πλεξε τό εγκώμιο τούΜπλέσιντον. »Μίλησε ό συνήγορός τους καί τό δικαστήριο άπεσύρθηκε σέ σύσκεψι. »'Η αγωνία τών κατηγορουμένων ήταν μικρότερη άπό τήν αγωνία του Μπλέσιντον. Έβλε ε, άκουε καί μέ­ σα στήν ψυχή του ένοιωθε τό κακό πού είχε κάνει. Τόν έτυπτε ή συνείδησίς του, άλλά τόν παρηγορούσε ή

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

11

σκέψις τών χρημάτων, πού είχε κερ­ δίσει. »Οί ένορκοι βέβαια έβγαλαν μιά άπόφασι πολύ άνέλπιστη γιά τούς κατηγορουμένους. »Ό μέν Κάρτερ καταδικάστηκε εις θάνατον, οί δε τρεις άλλοι εις δεκαπενταετή καταναγκαστικά έργα. »Φαντάζεστε τήν αγωνία, άλλά καί τό πείσμα αυτών τών άνθρώπων, πού προδόθηκαν τόσο οίκτρά άπό έ­ ναν φίλο τους, άπό έναν σύντροφο τών έπιχειρήσεών τους. »’Άφησαν νά οδηγηθούν, ό μέν πρώτος στήν αγχόνη, οί δέ άλλοι στά κάτεργα, μέ ένα μόνον δρκο, μιά μόνη επιθυμία : τήν έκδίκησι. »Τήν τιμωρία του προδότου. »Ό Σοϋτον έκανε ένα ταξείδι ώς τη Γαλλία καί ξαναγύρισε υστέρα ά­ πό πέντε χρόνια στήν Αγγλία. »Στό μεταξύ ό Σοϋτον άλλαξε ό­ νομα καί έπωνομάσθηκε Μπλέσιντον. "Αλλαξε μορφή, άμφίεσι καί πήρε παρουσιαστικό κομψοντυμένου κυρίου. »Έν τούτοις, άν πιστέψη κανείς στή μοίρα, ή άγανάκτησίς τών συν­ τρόφων του καί ή κατάρα τοϋ άπαγχονισθέντος έπεσε επάνω στόν Σοϋ­ τον μέ δλο τό βάρος της. »Ό Σοϋτον ανακατεύτηκε σέ διά­ φορες επιχειρήσεις καί έχασε σχεδόν δλα τά λεφτά, τά όποια καταχράστηκε άπό τούς συντρόφους του. Καί έπιστρέφοντας στήν Αγγλία, είχε μονάχα καμμιά διακοσαριά χιλιάδες φράγκα. »θέλησε τότε νά βρή μιά έπιχείρησι. Άλλά τί ε’ίδους έπιχείρησι νά κάνη ; Φοβόταν εξάλλου μήν άναγνωριστή καί δώση ύπόνοιες στήν αστυ­ νομία, έστω καί γιά τά λίγα αυτά χρήματα πού τοϋ εΐχαν άπομείνει. »Τότε σκέφτηκε νά κάνη μιά έπιχείρησι σίγουρη καί επικερδή. »Μιά μέρα, πού είχε πάει σ’ ένα νοσοκομείο γιά νά θεραπεύση μιά μικρή πάθησι, άκουσεδυό νοσοκόμους νά μιλοϋν μέ πολλή άγάπη γιά κά­ ποιο γιατρό, νέο; μέ μεγάλο μέλλον, πού ενώ θά μπορούσε νά κερδίση πολλά χρήματα, άν είχε μιά κλινικό, έν τούτοις χανόταν μέσα στό νοσοκο­ μείο εκείνο καί έθαβε εκεί μέσα τήν άξια του. (Συνέχεια οτή σελίδα 48)


ΚΛΕΒΩ... ΚΛΕΒΕΙΣ... ΚΛΕΒΕΙ... 6 ΤΙ 0

ΜΩΡΙΣ ΛΕΜΠΛΑΝ

Βγαίνοντας από τό σταθμό, ό Τζίμ Μπάρνετ (*) συνάντησε τόν α­ στυνόμο της Δημοσίας Ασφαλείας Μπεσού, πού τόν περίμενε μέ ανυπο­ μονησία. Ό Μπεσού τόν πήρε από τό

(*) Ό Τζίμ Μπάρνετ, πού δεν εΐναι άλλος άπό τόν Άρσέν Λουπέν, διευθύνει τό Ντετεκτιβικό Γραφείο «Τζίμ Μπάρνετ καί Σία».

μπράτσο καί τόν έσυρε μέσα σ’ ένα ταξί. —Δεν έχουμε ούτε λεπτό γιά χά­ σιμο. Άπό τη μιά στιγμή στήν άλ­ λη, - μπορεί νά συμβοϋν μεγάλα κακά. — Καί πολύ χειρότερα ακόμα, εί­ πε ό Μπάρνετ,"δσο δέν μου λες περί τίνος πρόκειται. Μόλις πήρα τό τηλε­ γράφημά σου, πού δέν είχε καμμιά πληροφορία, έσπευσαν νάρθώ. Γιατί δμως δέν μου εξήγησες τί άκριβώς


ΚΛΕΒΩ...ΚΛΕΒΕΙΣ...ΚΛΕΒΕΙ μέ ήθελες ; Μήπως έχασες τήν εμπι­ στοσύνη σου σέ μένα, Μπεσού ; — Νά σου πώ τήν άλήθεια, ποτέ μου δεν είχα μεγάλη εμπιστοσύνη σέ σένα, Μπάρνετ καί στόν τρόπο πού κανονίζεις τούς λογαριασμούς των πελατών του γραφείου Μπάρνετ. Πάντως αυτή τή φορά δεν έχεις νά βγάλης τίποτα, φιλαράκο μου... θά 'έργαστής έντελώς δωρεάν, δπως έξ άλλου τό διακηρύττει καί ή επιγρα­ φή του γραφείου σου : «Ύπηρεσίαι Δωρεάν... Ό Τζίμ Μπάρνετ άρχισε νά σφυρίζη. Τά λόγια του Μπεσού δεν τόν ανησυχούσαν διόλου. Ό Μπεσού τόν κύτταξε πλάγια καί σκέφτηκε : «Δέν μπορώ... Εΐναι δυνατός ό διάβολος ! ’Έχει μια άντίληψι τόσο μεγάλη πού δέν μπορώ νά τόν παραβγώ. Τί νά κάνω ; Πρέπει νά τόν άνεχθώ !» Σταμάτησαν σέ μια γωνιά, βγή­ καν άπό τό ταξί καί ό Μπεσού πήρε άπό τό χέρι τόν Μπάρνετ καί τόν ώδήγησε άπέναντι στήν άλλη γωνιά, δπου περίμενε ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Ό Μπάρνετ, μέ μιά ματιά πού έρριξε, είδε στό βάθος του αύτοκινήτου μιά κυρία, μέ πολύ ωραίο, αλλά θλιμμένο προσωπάκι. Τά μά­ τια της ήσαν γεμάτα δάκρυα καί τά χείλη της έτρεμαν άπό μιά βαθειά ψυχική οδύνη. Μόλις τούς είδε, έσπρωξε τήν πορτούλα του αυτοκινή­ του καί ό Μπεσού έκανε τις συστά­ σεις. Ό κύριος Τζίμ Μπάρνετ, κυρία μου, ό μόνος άνθρωπος, δπως σάς είπα, πού θά μπορέση νά σάς σώση. Ή κυρία Φουζερέ, ή σύζυγος τού μηχανικού Φουζερέ, πού έχει κατηγορηθή ώς... — Ώς... τί; —Ώς δολοφόνος 1 Ό Τζίμ Μπάρνετ άφησε ένα πα-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

13

ρατεταμένο σφύριγμα. Ό Μπεσού τόν κύτταξε άγρια. — Συγχωρήσατε τούς τρόπους τού φίλου μου Μπάρνετ, είπε ό Μπεσού, στήν κυρία. "Οσο μιά ύπόθεσις εΐναι σοβαρή, τόσο περισσότερο είναι ευ­ χαριστημένος. Α νέβηκαν στό αυτοκίνητο, πού ξε** κίνησε ολοταχώς πρός τή συνοι­ κία Ρουέν. "Εστριψαν άριστερά καί σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μέγαρο, τού οποίου τό τρίτο πάτωμα χρησί­ μευε ώς λέσχη. Ή Λέσχη τής Νορμανδίας. — Εκεί επάνω, είπε ό Μπεσού, δλοι -οί μεγάλοι έμποροι καί βιομήχανοι τής Ρουέν καί τών περιχώρων, μαζεύονται καί μιλούν, διαβάζουν τις εφημερίδες τους καί παίζουν μπριτζ ή πόκερ, ιδίως τήν Παρα­ σκευή, πού εΐναι ημέρα Χρηματιστη­ ρίου. Καί, επειδή συνήθως πριν τό μεσημέρι δέν έρχεται κανε«ς, παρά μονάχα οί καθαρίστριες, θά είμαστε έντελώς μόνοι καί ήσυχοι γιά νά σέ καταστήσω ενήμερο τού δράματος. Τρεις μεγάλες αίθουσες βρίσκον­ ταν στήν πρόσοψι τού κτιρίου, πολυ­ τελέστατα επιπλωμένες καί στρωμέ­ νες μέ χαλιά. Ή τρίτη αίθουσα συγκοινωνούσε μέ ένα μικρότερο δωμάτιο, στρογγυ­ λού σχήματος, πού τό μοναδικό ά­ νοιγμά του ήταν ένα μπαλκόνι, πού έβλεπε πρός τόν Σηκουάνα. Κάθησαν καί ό Μπεσού άρχισε νά διηγήται. —Λοιπόν...εδώ καί μερικές εβδομά­ δες, μιά Παρασκευή, τέσσερα μέλη τής λέσχης, άφού δείπνησαν καλά, άρχισαν νά παίζουν πόκερ. Καί οί τέσσερις ήσαν φίλοι, υφαντουργοί καί κλωστοβιομήχανοι τής Μαρόμ, τού μεγαλυτέρου κέντρου τών εργο­ στασίων τής Ρουέν. Οί τρεις ήσαν παντρεμένοι, οικογενειάρχες σοβαροί

"Οπου ό δαιμόνιος Ά ρ σ έ ν Λ ο υ π έ ν λύ­ νει μιά μυστηριώδη δολοφονία, άπαλλάσσει δναν άθώο, συλλαμβάνει §ναν ένΌχο καί...κερδίζει στά χαρτιά χωρίς νά παίξη I


14 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» καί εύϋπόληπτοι: Ό Άλφρέδος Ώβάρ, ό Ραούλ Ντουπέν καί ό Λουΐ Μπατινέ. Ό τέταρτος ήταν πολύ πιό νέος, άγαμος καί ονομαζόταν Μαξίμ Τουλιέ. Κατά τα μεσάνυχτα, ένας άλλος νέος, ό Πώλ Έρστάϊν, τραπε­ ζίτης, είσοδηματίας καί πολύ πλού­ σιος, ενώθηκε μαζί τους καί οί πέντε τους, άρχισαν νά παίζουν μιά παρτί­ δα μπακαρά. Ή ώρα ήταν προχωρη­ μένη καί τά μέλη τής λέσχης είχαν αρχίσει νά φεύγουν. Ό Πώλ Έρστάϊν ήταν μανιώδης παίκτης καί πήρε τόν μπάγκο. Ό Μπεσού έδειξε ένα τραπέζι καί συνέχισε : — Έπαιζαν εδώ, σ’ αυτό τό τρα­ πέζι. Στήν αρχή έπαιζαν λίγα, δίχως μεγάλο ενθουσιασμό, άλλά σιγά-σιγά τό παιχνίδι άναψε, δταν ό Έρστάϊν διέταξε καί έφεραν δυο μπουκάλες σαμπάνια.’Από τή στιγμή εκεί­ νη, ή τύχη άρχισε νά εύνοή τόν τρα­ πεζίτη Έρστάϊν. Ή τύχη του ήταν μεγάλη, παράδοξη, καταπληκτική. Ό Πώλ Έρστάϊν έφερνε εννιά δταν τό χρειαζόταν. Οί άλλοι είχαν λυσσά­ ξει καί έδιπλασίαζαν την έπίθεσί τους. "Αδικα, άνώφελα. Τό παιχνίδι ήταν διαρκώς εις βάρος τους. Καί νά τό αποτέλεσμα του πείσματος τών άλλων: Στις τέσσερις τό πρωί, οί βιομήχανοι είχαν χάσει δλα τά χρή­ ματά τους, τά όποια είχαν είσπράξει τήν ημέρα εκείνη γιά τά ημερο­ μίσθια του Σαββάτου τών εργατών τους. Ό Μαξίμ Τουλιέ, είχε χάσει επί πλέον άλλες ογδόντα χιλιάδες.^

αστυνόμος Μπεσού σώπασε γιά υ μιά στιγμή, πήρε μιά βαθειά α­ νάσα καί συνέχισε : — Καί ξαφνικά συνέβη τό περίερ­ γο αύτό πράγμα. Ό Πώλ Έρστάϊν,

ΚΛΕΒΩ...ΚΛΕΒΕΙΣ... διαίρεσε τά λεφτά στά τέσσερα καί πρότεινε ένα τελευταίο παιχνίδι. Ή θά τάχανε δλα ή θά τά διπλάσιαζε. Δέχτηκαν. Ό Πώλ Έρστάϊν έχασε τρία παιχνίδια συνέχεια. Ή τύχη γύρισε. "Επειτα άπό μιά ολόκληρη νύχτα πάλης, δέν υπήρχε ούτε χαμέ­ νος, ούτε κερδισμένος. «Τόσο τό κα­ λύτερο» είπε ό Πώλ Έρστάϊν καί σηκώθηκε. «Νά σάς πώ τήν αλήθεια ντρεπόμουν λιγάκι. Διάβολε, τί πο­ νοκέφαλο δμως πού έχω ! Δέν έρχε­ ται κανείς σας νά καπνίσουμε ένα τσιγαράκι στο μπαλκόνι ;» Μπήκε τό­ τε σέ κείνο τό μικρό στρογγυλό δω­ μάτιο. Πέρασαν άκόμα μερικά λε­ πτά, στό διάστημα τών οποίων οί τέσσερις βιομήχανοι έμειναν γύρω άπ’ αύτό τό τραπέζι, σκεπτόμενοι τήν περιπέτεια του άγώνος, πού είχε τελειώσει. "Επειτα αποφάσισαν νά φύγουν. Πέρασαν άπό τήν δεύτερη αίθουσα, έπειτα άπό τήν πρώτη, βρή­ καν τό φύλακα πού μισοκοιμόταν στό χώλ καί του εΐπαν: «Ό κύριος Έρστάϊν είναι άκόμα μέσα, Ζοζέφ. Δέν πιστεύομε δμως ν’ άργήση νά φύγη.» "Επειτα βγήκαν, κατέβηκαν κάτω. *Η ώρα ήταν άκριβώς τέσσερις καί τριάν­ τα πέντε. Τό αύτοκίνητο του Άλφρέδου Ώβάρ τούς μετέφερε, όπως κά­ θε Παρασκευή, στό Μαρόμ, Ό φύ­ λακας Ζοζέφ περίμενε άκόμα μιά ώρα. "Επειτα, κουρασμένος πιά άπό τήν αναμονή, ήρθε νά βρή τόν Πώλ Έρστάϊν καί τόν βρήκε μέσα στό μι­ κρό δωμάτιο, ξαπλωμένο χάμω, νεκροί Ό άστυνόμος Μπεσού σταμάτησε. Ή κυρία Φουζερέ χαμήλωσε τό κε­ φάλι. Ό Τζίμ Μπάρνετ προχώρησε καί πήγε στό απομονωμένο μικρό δωμάτιο, τό έξήτασε καί ρώτησε : — 'Όλα αυτά πού μού είπες, Μπε­ σού, που βασίζονται; —Στις καταθέσεις πού έκαναν οί τέσσερις κύριοι πού έπαιζαν μαζί μέ τόν Έρστάϊν. —Μήπως... έκαναν κανένα λάθος αυτοί οί άνθρωποι ; — "Οχι. Οί καταθέσεις τους συμ­ φωνούν απολύτως. Έξ άλλου είναι σοβαροί άνθρωποι, γνωστοί, άνθρω|ποι μέ μετρημένα λόγια, πού ξέρουν ||τί λένε καί ζυγίζουν τις φράσεις ®τους πάνω στήν αλήθεια. 9 —Ωραία... Καί τώρα στό προ-


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΚΛΕΒΕΙ... κείμενο, Μπεσού. Τι διεπίστωσε ή άνάκρισις ; — Διεπίστωσε δτι ό Πώλ Έρστάϊν χτυπήθηκε στον κρόταφο μ5 ένα όρ­ γανο συμπαγές, πού του έπέφερε τον θάνατο. Έδώ... δεν βρέθηκε κανένα ϊχνος πάλης. Επίσης κανένα πειστή­ ριο εκτός άπ5 τό ρολόγι του Πώλ Έρστάϊν σπασμένο, σταματημένο στις τέσσερις καί σαράντα πέντε, δη­ λαδή είκοσι λεπτά μετά τήν άναχώρησι των παικτών. Καμμιά ένδειξις κλοπής. Τό δαχτυλίδι καί τά χρήμα­ τά του βρίσκονταν στή θέσι τους. Δεν είχαν διόλου άγγιχτη. Τέλος, κανένα ϊχνος εκείνου πού έπετέθη καί πού δεν μπήκε ούτε βγήκε από τό χώλ, άφού βρισκόταν εκεί ό Ζοζέφ. —"Ωστε... είπε ό Μπάρνετ... Ό δολοφόνος είναι άγνωστος ; Ό Μπεσού έδίστασε. "Επειτα ό­ μως συνέχισε: — Υπάρχει κάτι, πού είναι πάρα πολύ σοβαρό. Τό απόγευμα εκείνο, ένας από τούς συναδέλφους μου τής Ρουέν, συνέστησε στόν ανακριτή νά παρατηρήση ότι σέ πολύ μικρή άπόστασι άπό τό μπαλκόνι του δω­ ματίου αυτού, βρισκόταν ένα άλλο μπαλκόνι, πού άνήκε στο τρίτο πάτωπα του διπλανού μεγάρου. Ό α­ νακριτής τότε πήγε σ’ αυτό τό τρίτο διπλανό πάτωμα καί έξακρίβωσε ότι Γ0 πάτωμα αυτό κατοικεΐται άπό τόν μηχανικό Φουζερέ. Ό Φουζερέ έ­ λειπε καί έτσι ή κυρία Φουζερέ έφε­ ρε τούς δικαστικούς στο δωμάτιο τού συζύγου της. Τό μπαλκόνι . όπως βλέπεις, Μπάρνετ είναι πάρα πολύ κοντά μέ τό άλλο. Ό Μπάρνετ πλησίασε καί είπε: — "Ενα μέτρο καί εϊκοσι πόντους. Εύκολα μπορεί νά περάση κανείς ά­ πό τό ένα στό άλλο. Άλλα τίποτα δεν άποδεικνύει ότι πέρασε κάποιος. — Ναι, έβεβαίωσε ό Μπεσού. Κύτταξε αυτά τά στενά κιβώτια, πού χρησιμεύουν γιά τά λουλούδια : Τά έψαξαν. "Ενα άπό αυτά, τό πιό κον­ τινό, περιείχε σχεδόν πάνω στήν επι­ φάνεια μιά άμερικανική γροθιά. Ό ιατροδικαστής έβεβαίωσε ότι τό τραύ­ μα πού υπάρχει στό κεφάλι τού θύ­ ματος προέρχεται άπό ένα τέτοιου είδους όργανο. Δεν βρήκαν βέβαια

15

άποτυπώματα, γιατί όλη τή νύχτα έ­ βρεχε. Πάντως οί υπόνοιες έβάρυναν οριστικά τόν μηχανικό Φουζερέ. Υ­ πέθεσαν οτι ό μηχανικός Φουζερέ, βλέποντας στό φωτισμένο αυτό δωματιάκι τόν Πώλ Έρστάϊν, έπήδησε στό μπαλκόνι, κι* άφού έξετέλεσε τό έγκλημά του, έκρυψε τό όργανον τού εγκλήματος. —Αλλά... γιατί νά κάνη αυτό τό έγκλημα; Έγνώριζε τόν Πώλ Έρστάϊν;

-Όχι. —Λοιπόν; Ό Μπεσού έκανε μιά κίνησι μέ τό χέρι του. ΤΤ κυρία Φουζερέ πλη­ σίασε. Τό πρόσωπό της ήταν πολύ λυπημένο. Τά δάκρυά της μόλις κρα­ τιόνταν πάτω άπό τά βλέφαρά της. Μέ μιά φωνή τρεμουλιαστή είπε : — Έγώ πρέπει νά σάς άπαντήσω σ’ αυτό τό ερώτημα, κύριε Μπάρνετ. θά σάς μιλήσω μέ λίγα λόγια καί μέ πολλή ειλικρίνεια... Καί θά καταλά­ βετε τόν τρόμο μου. "Οχι, όχι, ό άν­ τρας μου δεν έγνώριζε τόν Πώλ Έρστάϊν. Έγώ όμως τόν γνώριζα. Τόν είχα συναντήσει πολλές φορές στό Παρίσι, στό σπίτι μιάς φίλης μου, καί άμέσως άρχισε νά μέ φλερτάρη. "Εχω τή μεγαλύτερη άγάπη γιά τόν άντρα μου καί ένα βαθύ συναίσθημα των καθηκόντων μου ώς συζύγου. Άντιστάθηκα λοιπόν πολύ στό αί­ σθημα αυτό πού μέ τραβούσε πρός τόν Πώλ Έρστάϊν. Πάντως δέχτηκα νά τόν δω μερικές φορές στα περίχω­ ρα, σέ έξοχικά κέντρα... — Καί... τού γράψατε ; —Μάλιστα. —Καί τά γράμμτα τώρα βρίσκον­ ται στα χέρια τής οικογένειας του ; — Στά χέρια τού πατέρα του ! — Καί ό πατέρας του, πού θέλει οπωσδήποτε νά έκδικηθή τόν θάνατο τού γυιού του... θέλει νά καταθέση τά γράμματα αυτά στά χέρια τής Δι­ καιοσύνης ; —Ναι! Τά γράμματα αυτά αποδεικνύουν ότι δέν είχαμε ένοχους, σχέσεις, άλλ’ οπωσδήποτε δείχνουν ότι τόν έβλεπα έν άγνοια τού συζύ­ γου μου. "Ενα μάλιστα άπ’ αυτά τά γράμματα περιέχει αύτές τις φράσεις: «Ό σύζυγός μου είναι τρομερά ζη­ λότυπος καί βίαιος. Άν υποπτευόταν


16

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

τις τρέλλες μου αυτές, θά ήταν ικα­ νός για δλα !» "Οπως βλέπετε, κύριε, αυτό τό γράμμα μπορεί να θεωρηθή από τή Δικαιοσύνη ώς μία ένδειξις εναντίον του άντρός μου... Ή ζηλο­ τυπία θά είναι ένα στοιχείο, στό ό­ ποιο θά βασιστούν καί θά δικαιολο­ γήσουν τό έγκλημα και την άνακάλυψι του φονικού οργάνου πού βρέ­ θηκε κοντά στό δωμάτιο του συζύ­ γου μου. — Αλλά σείς, κυρία μου, είστε βεβαία ότι ό κύριος Φουζερέ δεν εί­ χε καμμιά υποψία ; —Μάλιστα, βεβαιοτάτη ! —Καί κατά τή δική σας γνώμη, είναι αθώος ; — ’Ώ, δεν υπάρχει καμμιά άμφιβολία γι* αυτό, κύριε. Ό Μπάρνετ τήν κύτταξε βαθειά μέσα στά μάτια καί ένοιωσε δτι ή γυναίκα αυτή ήταν ειλικρινής καί βέ­ βαια γιά δσα έλεγε. — Ό Μπάρνετ υπέβαλε άκόμα με­ ρικές ερωτήσεις, σκέφτηκε άρκετά καί τέλος κατέληξε : — Δεν μπορώ νά σάς δώσω καμμιά ελπίδα, κυρία μου. Σύμφωνα μέ τή λογική ό άντρας σας είναι ένο­ χος. θά προσπαθήσω δμως νά διαψεύσω τή λογική. —Νά δήτε τον άντρα μου, παρακάλεσε ή κυρία Φουζερέ. Οί εξηγή­ σεις του θά σάς επιτρέψουν.,.. — Δεν είναι ανάγκη, κυρία μου. Ή βοήθειά του δεν θά έχη κανένα νόημα, αν δεν βασιστώ ευθύς έξ άρχής στό δτι ό άντρας σας είναι άθώος, κι5 αυτό γιατί έχω κιόλας πεισθή γιά τήν είλικρίνειά σας.

ΚΛΕΒΩ...ΚΛΕΒΕΙΣ... συνομιλία είχε τελειώσει. Ό Μπάρνετ άρχισε άμέσως τόν α­ γώνα. Συνοδευόμενος από τόν αστυ­ νόμο Μπεσού, πήγε καί βρήκε τόν πατέρα τού θύματος, στόν όποιο ά­ μέσως είπε δίχως προλόγους : — Κύριε Έρστάϊν, ή κυρία Φουζε­ ρέ μέ έπεφόρτισε νά φροντίσω γιά τά συμφέροντα της. ’Έχετε πάντοτε ύπ’ δψει νά καταθέσετε στό δικαστήριο τά γράμματα πού έστάλησαν στό γυιό σας ; —Σήμερα κιόλας, κύριε. — Δέν φα\ τάζεστε δτι μπορείτε νά πάρετε στό λαιμό σας τήν γυναίκα, τήν οποία αγαπούσε τό παιδί σας ; —’Άν ό σύζυγος αυτής τής γυναί­ κας σκότωσε τό παιδί μου, λυπούμαι πολύ γι’ αύτήν, άλλά θά έκδικήσω τή μνήμη τού παιδιού μου. — θά σάς παρακαλουσα νά περι­ μένετε πέντε μέρες. Τήν προσεχή Τρί­ τη θά βρεθή ό πραγματικός δολοφό­ νος. Καί ό πατέρας δέχτηκε. Τις πέντε αυτές μέρες ό Τζίμ Μπάρνετ τις χρησιμοποίησε μέ έναν τέτοιο τρόπο, πού έκανε πολλές φο­ ρές τόν αστυνόμο Μπεσού νά τά χάση. ’Έκανε αυτός καί έβαλε επί­ σης τόν Μπεσού νά κάνη ασυνήθιστα διαβήματα. Ερεύνησε, έψαξε, ρώτησε, κινητοποίησε ένα σωρό άστυνομικούς καί ξόδεψε άπό τήν τσέπη του παρά πολλά χρήματα. — Έν τούτοις, δέν φαινόταν πολύ Ικανοποιημένος άπό τις έρευνές του καί, άντίθετα πρός τή συνήθειά του, φαινόταν μάλιστα διαρκώς σιωπηλός, δυσαρεστημένος, θυμωμένος. Τήν Τρίτη τό πρωί πήγε καί βρή­ κε ΐήν κυρία Φουζερέ καί τής είπε : — Ό Μπεσού έζήτησε άπό τό Δι­ καστήριο νά γίνη μιά άναπαράστασις τού επεισοδίου τής νύχτας εκείνης. Έκλήθη καί ό σύζυγός σας καθώς επίσης καί σείς, θά σάς παρακαλέσω νά μείνετε ήρεμη καί σχεδόν άδιάφορη. Εκείνη ψιθύρισε : —Μπορώ νά ελπίζω ; — Δέν ξέρω άκόμα τίποτα. 'Όπως σάς έχω ήδη πή, παίζουμε ένα παι­ χνίδι. Τό παιχνίδι αυτό, εγώ καί ό Μπεσού τό στηρίζουμε επί τής πεποι. θήσεώς σας δτι ό κύριος Φουζερ^

Η


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΚΛΕΒΕΙ... είναι αθώος. Τήν άθωότητα αυτή θά προσπαθήσουμε νά τήν αποδείξουμε μέ τήν άναπαράστασι μιας σκη­ νής. Πάντως, θά είναι πολύ δύσκο­ λο. Γιατί, αν παραδεχτούμε δτι βρή­ κα τήν αλήθεια, όπως πιστεύω, δεν ξέρω άν θά μπορέσω μέχρι τελευ­ ταίας στιγμής νά άποδείξω ποιος είναι ό δολοφόνος. Ό εϊσαγγελεύς καί ό ανακριτής, οί οποίοι εΐχαν παρακολουθήσει όλη τήν έξέλιξι των γεγονότων, ήσαν άν­ θρωποι ευσυνείδητοι καί στηρίζονταν μάλλον στή λογική των γεγονότων καί όχι σέ υποθέσεις καί συλλογι­ σμούς. —Μ* αύτούς, είπε ό Μπεσού, εν­ νοώντας τούς δικαστικούς, δέν φαν­ τάζομαι ν’ άρχίσης πάλι τά δικά σου καί τις είρωνίες... Μήν ξεχνάς ότι μάς έπέτρεψαν, Μπάρνετ, νά ερ­ γαστούμε ανενόχλητοι... — Αστυνόμε Μπεσού, είπε ο Μπάρνετ, δεν άστειεύομαι, ούτε ει­ ρωνεύομαι, παρά μόνον όταν είμαι βέβαιος γιά τή νίκη. Σήμερα τά πράγματα θά είναι πολύ διαφορε­ τικά... ολύς κόσμος είχε πλημμυρίσει τήν τρίτη αίθουσα τής λέσχης. Οί δικαστικοί στήν είσοδο του μικρού στρογγυλού δωματίου συνωμιλουσαν σιγανά. Ή όμάς τών τεσ­ σάρων βιομηχάνων περίμενε απέξω. Αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν. Ό κ. Έρστάϊν, ό πατέρας του θύματος, καθόταν κΓ αυτός σέ μιά γωνιά, ως επίσης ό ύπηρέτης Ζοζέφ. Ό κύριος καί ή κυρία Φουζερέ σέ μιάν άλλη γωνιά. Εκείνος σοβαρός, έκε;νη ώχρή. "Ηξεραν ότι θ’ άποφασιζόταν ή σύλληψις του μηχανικού. Ό εϊσαγγελεύς, άπευθυνόμενος πρός τούς τέσσερις παίκτες, τούς .είπε : —Τό δικαστήριο, κύριοι, θά ήθελε νά παραστή σέ μιά άναπαράστασι τής βραδυάς εκείνης τής Παρασκευής. Σάς παρακαλώ, λοιπόν, νά λάβετε τή θέσι σας γύρω άπό τό τραπέζι όπως εκείνο τό βράδυ καί νά παίξε­ τε τήν παρτίδα τού μπακαρά, έτσι όπως τήν παίξατε τότε. Ό αστυνό­ μος Μπεσού θά κάνη μπάγκο, έτσι όπως έκανε τό βράδυ εκείνο ό Πώλ

Π

17

Έρστάϊν. Φέρατε, κύριοι, όπως σάς είχαμε παραγγείλει τόν ίδιο αριθμό χαρτονομισμάτων, όπως τό βράδυ εκείνο ; Απάντησαν καταφατικά καί πή­ ραν τις θέσεις ΐους. Ό Μπεσού κάθησε στή μέση τού τραπεζιού, ό Άλφρέδος Ώβάρ καί ό Ραούλ Ντουπέν αριστερά του, ό Λουϊ Μπατινέ καί ό Μαξίμ Τουλιέ δεξιά του. Έ­ κοψε καί μοίρασε. Πράγμα περίεργο. Αμέσως, όπως καί τήν τραγική εκείνη νύχτα, ή τύ­ χη ευνοούσε τόν μπάγκο. Μέ μεγάλη εύχέρεια όπως ό Πώλ Έρστάϊν, έτσι καί ό Μπεσού, πού τόν αντι­ προσώπευε τώρα, κέρδιζε. Κέρδιζε διαρκώς καί συνεχώς. Αύτή ή συνεχής εύνοια, ή τόσον μηχανική, φαινόταν νά ώφείλετο σέ κάποια μαγεία, πού έδινε στήν άναπαράστασι μιά απροκάλυπτη ομοιό­ τητα γεγονότων. Οί παίκτες σάν νά βρίσκονταν μπροστά σέ μιά πραγμα­ τική παρτίδα, στενοχωριόνταν καί πάθιαζαν τώρα όσο έχαναν. Ό Μα­ ξίμ Τουλιέ τά εΐχε χαμένα. Ό Τζίμ Μπάρνετ ήρθε καί στάθηκε δεξιά άπό τόν Μπεσού. "Επειτα άπό δέκα λεπτά—γιατί τά γεγονότα επισπεύδονταν μέ μιάν εξαιρετική ταχύτητα—τά μισά άπό τά χαρτονομίσματα, πού είχαν φέρει οί βιομήχανοι μαζί τους, είχαν μεταφερθή μπροστά στόν Μπεσού. Ό Μαξίμ Τουλιέ δεν είχε πιά άλλα. Κατά σύστασιν τού Τζίμ Μπάρνετ, όπως εκείνο τό βράδυ, άρ­ χισε νά παίζη μέ χρέος. Πάντοτε, ή αληθής έπανάληψις τών γεγονότων πού είχαν συμβή.

ά λεφτά όλα είχαν μαζευτή τώρα μπροστά στόν Μπεσού καί ό

Τ


ΚΛΕΒΩ...ΚΛΕΒΕΙΣ...

Ί8 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Τά δυό πρώτα Βιβλία

του

Μηνός

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ δεμένα σέ κομψούς τόμους. Ζητήστε τα στα Περίπτερα και στα Βιβλιοπωλεία. 130

Σελίδες 130

ΜΟΝΟΝ 3.000 ΔΡΑΧΜΑΙ

Όσοι έκ τών αναγνωστών μας επιθυμούν να αποκτήσουν έξώφυλλα τών Βιβλίων του Μηνός μπορούν νά τά προμη­ θευτουν στα γραφεία μας (Δεληγιώργη 30, πάροδος 'Αγ. Κων)νου), αντί δραχμών 1.000 έκαστον. Εις τάς επαρχίας άποστέλλονται με έπιβάρυνσιν 500 δρα­ χμών δΓ έξοδα συσκευασίας καί αποστολής.

Τουλιέ, δπως τό βράδυ εκείνο, χρω­ στούσε επί πλέον ογδόντα χιλιάδες. Σταμάτησαν μιά στιγμή. Ό Μπεσού τακτοποίησε τά χαρτονομίσματα μπρο στά του, δπως είχε κάνει ό Πώλ Έρστάϊν, τά διαίρεσε σέ τέσσερα δεματάκια καί πρότεινε, δπως ό Έρστάϊν, νά τά παίξουν σέ τρία παυ χνίδια. *Ή θά τάχανε ή θά διπλά­ σιαζε τό κέρδος του. Οί βιομήχανοι τόν κύτταζαν τώρα μέ κάποια άγωνία.

Τρεις φορές ό Μπεσου σερβίρισε χαρτιά. Καί τις τρεις φορές, άντί νά χά­ ση, δπως ό Πώλ Έρστάϊν, ό Μπεσού κέρδισε. Μιά έκπληξις σημειώθηκε μεταξύ τών παρισταμένων. Γιατί άραγε ή τύχη, πού έπρεπε νά στραφή αυτή τή φορά υπέρ τών βιομηχάνων, εξακολούθησε νά είναι εναντίον τους; Ποιά άραγε ήταν ή πραγματικότης ; "Επρεπε νά ύποπτευθουν δτι τή μεταλλαγή αυτή τήν σχέδιασαν μήπως ό Μπεσού μέ τόν Μπάρνετ, γιά νά αποδείξουν πώς παίχτηκε πραγματικά αύτή ή παρτί­ δα του μπακαρα ; Καί ό Μπεσού σηκώθηκε, δπως σηκώθηκε τό βράδυ εκείνο ό Πώλ Έρστάϊν.* Καί πάντοτε, συνεχίζοντας τόν ρόλο τοϋ κερδισμένου, έτσέπωσε ό­ λες τις δεσμίδες τών χαρτονομισμά­ των. ΚΓ έπειτα, δπως καί ό Πώλ Έρστάϊν, παραπονέθηκε δτι πονουσε τό κεφάλι του, έτσι καί ό Μπεοού είπε τό ϊδιο πράγμα, άνάβοντας ένα τσι­ γάρο. Τόν είδαν ν’ άπομακρύνεται καί νά φεύγη άπό τήν πόρτα του μικρού δωματίου πρός τό ιιπαλκόνι. Οί τέσσερις άλλοι παίκτες έμει­ ναν ακίνητοι, μέ τά πρόσωπα κα­ τσουφιασμένα. Οί τέσσερις, δηλαδή ό Ώβάρ, ό Ντουπέν, ό Μπατινέ καί ό Τζίμ Μπάρνετ, ό όποιος είχε πά­ ρει τώρα τήν θέσι του Μαξίμ Του­ λιέ. Μέ τή σειρά του τώρα σηκώθηκε καί ό Τζίμ Μπάρνετ. Μέ πόση διεξιοτεχνία καί παραστατικότητα έδω­ σε στό πρόσωπό του, στην σιλουέττα του, στην έμφάνισί του δλο τόν τύπο τοϋ Μαξίμ Τουλιέ, τόν όποιο τράβηξε ήδη άπό τή μέση καί πήρε τό ρολόϊ του ; Ό Μαξίμ Τουλιέ ήταν ένας νέος τριάντα περίπου ετών, σφιχτοδεμένος, μ’ ενα μονύελο στό μάτι, μέ ύ­ φος άσθενικό καί ανήσυχο. Ό Τζίμ Μπάρνετ έγινε εντελώς όμοιος μέ κείνον. Προχώρησε σιγά-σιγά πρός τό στρογγυλό δωματιάκι, μ’ ένα μηχα­ νικό, αυτόματο βήμα, μέ μιά έκφρα-


ΚΛΕΒΕΙ... σι σκληρή καί ύποπτη, μέ μιαν έκφρασι αναποφάσιστη, ταραγμένη, μέ μια έκφρασι ανθρώπου, πού προχω­ ρεί νά έκτελέση κάποια τρομερή πράξι... Οί παίκτες δεν τόν έβλεπαν στο πρόσωπο. Τόν έβλεπαν όμως οί δι­ καστικοί. Καί ξεχνούσαν τόν Τζίμ Μπάρνετ, πού είχε ύποδυθή τόν ρό­ λο του καί προσπαθούσε νά φανή εντελώς όμοιος μέ τόν Μαξίμ Τουλιέ, τόν χαμένο παίκτη, ό όποιος ερ­ χόταν νά συνάντηση τόν νικητή άντίπαλό του, τόν Πώλ Έρστάϊν, δηλα­ δή εκείνον πού βαστουσε τά τέσσαρα χρηματοδέματα. έ ποιο σκοπό άραγε πήγαινε νά τόν βρή ; Τό πρόσωπό του, παρ’ όλο πού προσπαθούσε νά συγκράτηση τήν έκφρασί του, μαρτυρούσε μιαν άστάθεια πνεύματος. Τί πήγαινε νά κάνη; Νά παρακαλέση ; Νά διατάξη ; ’Ή νά άπειλήση ; "Οταν μπήκε στο μικρό δωματιάκι ήταν ήρεμος. "Έκλεισε μάλισα πίσω του καί τήν πόρτα. 'Η άναπαράστασις του δράματος —δράμα φανταστικό ή πραγματική άναπαράστασις ; —ήταν τόσο ζωηρή, πού όλοι οί παριστάμενοι περίμεναν τώρα σιωπηλοί. Καί οί τρεις παίκτες γύρω άπό έ­ να τραπέζι περίμεναν επίσης, μέ τά μάτια καρφωμένα επάνω στήν κλει­ στή εκείνη πόρτα, πίσω άπό τήν ο­ ποία συνέβαιναν, όσα συνέβησαν τήν τραγική εκείνη νύχτα καί πίσω άπό τήν οποία δέν ήσαν διόλου ό Μπεσού καί ό Μπάρνετ πού έπαιζαν τόν ρόλο του δολοφόνου καί του θύμα­ τος, άλλά ό Μαξίμ Τουλιέ καί ό Πώλ Έρστάϊν... Τέλος, έπειτα άπό άρκετών λε­ πτών άναμονή, ό δολοφόνος—μπο­ ρούσε κανείς νά τόν όνομάση άλλοιώτικα ; μήπως δέν ήταν πραγματικά ό Μαξίμ Τουλιέ ό δολοφόνος βγή­ κε μέσα άπό τό μικρό στρογγυλό δωμάτιο. Τρικλίζοντας, μέ βλέμμα άόριστο, προχώρησε πρός τούς φίλους του παίκτας. Βαστούσε στά χέρια του

Μ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

19

τις τέσσερις δεσμίδες μέ τά χαρτο­ νομίσματα. Έρριξε τή μιά πάνω στό τραπέζι καί τις άλλες τις έχωσε στήν τσέπη τού καθενός τους. Καί τούς είπε : —Ό Πώλ Έρστάϊν, μέ τόν όποϊό μίλησα εκεί έξω στό μπαλκόνι, μέ έπεφόρτισε νά σάς επιστρέφω τά χρήματά σας. Δέν θέλει νά έπωφεληθή τής τύχης πού τόν εύνόησε. Ξέρει τις άνάγκες σας. Πάμε. Ή σκηνή τελείωσε. Ό Τζίμ Μπάρ­ νετ τώρα άνασηκώθηκε, τεντώθηκε καί ξανάγινε πάλι ό... Τζίμ Μπάρνετ. Σέ άπόστασι τεσσάρων βημάτων άπό κοντά του, ό Μαξίμ Τουλιέ, ό πραγματικός Μαξίμ Τουλιέ, κατακίτρινος, άκουμπούσε σέ μιά καρέκλα. Ό Τζίμ Μπάρνετ τού είπε : — "Έτσι δέν συνέβησαν τά πράγμα­ τα κύριε Μαξίμ Τουλιέ ; 'Η σκηνή παρεστάθη μέ όλες τις λεπτομέρειες της ; Έπαιξα καλά τό ρόλο πού παίξατε σεις τήν νύχτα εκείνη ; Έτσι δέν είναι ; Καλά άναπαρέστησα τήν σκηνή τού εγκλήματος ; Τού εγκλή­ ματος σας ; Ό Μαξίμ Τουλιέ τώρα φαινόταν πώς δέν άκουε τίποτα. Μέ τό κεφάλι κρεμασμένο επάνω στό στήθος του, τά χέρια σάν παραλυμένα στά πλά­ για, έμοιαζε μέ άνδρείκελο έτοιμο νά πέση στήν παραμικρότερη πνοή τού άέρα. Τρίκλισε σάν μεθυσμένος. Τά γόνατά του λύγισαν. Καί έπεσε επάνω στήν καρέκλα. Τότε ό Τζίμ Μπάρνετ ώρμησε ε­ πάνω του καί τόν άρπαξε άπό τόν γιακά. —Όμολογήστε, ?οιπόν; Μά δέν μπορείτε νά κάνετε κι* άλλοιώς I "Έ­ χω όλες τις άποδείξεις. τό χτύπημα μέ τήν άμερικάνικη γροθιά... Μπορώ νά άποδείξω ότι βαστούσατε πάντο­ τε επάνω σας μιά άμερικάνικη σιδε­ ρένια γροθιά. Εξάλλου ή ζημία πού ύπέστητε στό παιχνίδι, σάς κατέστρε­ ψε εντελώς. Ναι, άπό τήν έρευνα πού έκανα, έμαθα ότι ή έπιχείρησί σας δέν πήγαινε διόλου καλά. Δέν είχα­ τε διόλου πιά μετρητό νά πληρώσετε τά γραμμάτιά σας στό τέλος τού μηνός. Τελεία καταστροφή I Λοιπόν; Λοιπόν, χτυπήσατε καί, μήν ξέροντας πώς νά ξεφορτωθήτε τό όπλο σας, τό πετάξατε στό διπλανό μπαλκόνι. Καί


20 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» ή αμερικάνικη γροθιά έπεσε ατό κι­ βώτιο μέ τά λουλούδια του άλλου μπαλκονιού... του γείτονα... Δεν ήταν ανάγκη νά κουράζεται περισσότερο ό Μπάρνετ μέ τις εξη­ γήσεις/ Ό Μαξίμ Τουλιέ δεν έφερε καμμιά άντίρρησι, καμμιά διαμαρτυρία.

εσμένος επάνω στην καρέκλα, τσα­ κισμένος κάτω άπό τό βάρος του εγκλήματος, ψιθύρισε μηχανικά, δί­ χως καμμιά συναίσθησι, σάν ετοιμο­ θάνατος πού παραμιλά, την τρομερή ομολογία του εγκλήματος του. Τό άκροατήριο άρχισε νά ψιθυρίζη. Ό άνακριτής σκυμμένος επάνω άπό τόν ένοχο, σημείωνε την ομολο­ γία του. Ό πατέρας του Πώλ Έρστάϊν πήγε νά ριχτή πάνω στον δολοφόνο. Ο μηχανικός Φουζερέ φώναζε άπό οργή. Αλλά πιο άγανακτημένοι ήσαν οί φίλοι του Μαξίμ Τολιέ. Ό ένας μά­ λιστα άπ’ αύτούς, ό γεροντότερος καί ό πιό άξιοσέβαστος, ό Άλφρέδος Ώβάρ, άρχισε νά τόν βρίζη. — Είσαι ένας άθλιος ! Μάς έκανες νά πιστέψουμε ότι ό δυστυχής εκεί­ νος μάς έπέστρεψε τά χρήματα, ενώ εσύ αύ:ά τά χρήματα τά είχες κλέ­ ψει, άφοϋ τόν έσκότωσες. Έβγαλε τά χρήματα, πού είχε χώσει στην τσέπη του ό Μπάρνετ και τά έρριξε μέ ορμή πάνω στό κεφάλι του Μαξίμ Τουλιέ. Τό ϊδιο έκαναν

Π

ΚΛΕΒΩ... ΚΛΕΒΕΙΣ... καί οί δυό άλλοι βιομήχανοι. Τέλος άποκατεστάθη ή τάξις. Ώδήγησαν τόν Μαξίμ Τουλιέ σ’ ένα άλλο δωμάτιο, σχεδόν λιπόθυμο. Ό Μπάρνετ μάζεψε άπό χάμω τις χρηματοδεσμίδες καί τις παρέδω­ σε στους δικαστικούς. Οί δικαστικοί παρακάλεσαν τότε τόν κύριο καί τήν κυρία Φουζερέ ν’ άποχωρήσουν, καθώς καί τόν πατέρα του θύματος, τόν κύριο Έρστάϊν. Έπειτα συνεχάρησαν τόν Τζίμ Μπάρνετ γιά τήν ιδιοφυία καί τήν ι­ κανότητά του. —'Όλα αύτά, είπε τότε ό Μπάρ­ νετ, τό πέσιμο του Μαξίμ Τουλιέ καί ή ομολογία του, δέν είναι παρά ή ε­ πιπόλαια μορφή του δράματος. Αύτό πού άποτελεϊ όμως μιά τρομερή έκπληξι, καί πού καθιστούσε τό δράμα μυστηριώδες, ενώ τό πράγμα ήταν τόσο καθαρό, προέρχεται εξ ύπαιτιότητος κάποιου άλλου. Καί παρ’ όλο πού αύτό δέν μέ άφορά, εν τούτοις, κύριε Είσαγγελευ, θά μου επιτρέψετε... Τότε ό Τζίμ Μπάρνετ στράφηκε προς τούς τρεις βιομήχανους, πού μιλούσαν μεταξύ τους σιγανά, τούς πλησίασε καί χτύπησε ελαφρά τόν ώμο του κυρίου ’Ωβάρ. — Μου επιτρέπετε, κύριε νά σάς πώ, μιά λέξι ; — Σχετικώς μέ τί πράγμα; άπήντησε ό Άλφρέδος Ώβάρ. — Σχετικώς μέ τόν ρόλο πού παί­ ξατε, σεις καί οί φίλοι σας, κύριε. — ΆλΛά δέν παίξαμε κανένα ρόλο. — Έναν πρωτεύοντα ρόλο, όχι βέ­ βαια... Σ’ αύτό είμαστε σύμφωνοι. Έν τούτοις ύπάρχουν μερικές πολύ άνησυχαστικές άντιθέσεις, τις όποιες θά μου επιτρέψετε νά αναφέρω. Μην ξεχνάτε ότι άμέσως τήν επομένη κα­ ταθέσατε πράγματα άντίθετα. Δηλα­ δή ότι τά τρία τελευταία παιχνίδια άπέβησαν εις όφελος σας... ότι δέν τά κέρδισε ό νεαρός Έρστάϊν. Βλέ­ πετε ότι ή κατάθεσίς σας είναι άντίθετη μέ τήν πραγματικότητα. Ό κύριος Ώβάρ κούνησε τό κεφά­ λι καί είπε : —Πράγματι εδώ ύπάρχει κάποια παρεξήγησις. *Η άλήθεια είναι ότι στά τρία τελευταία παιχνίδια, πού ό Έρστάϊν τά έβαλε χάμω ή νά διπλοισιάση τά κέρδη του ή νά πάρωμε πί­


ΚΛΕΒΕΙ... σω τά λεφτά μας... Έχάσαμε... Τό­ τε ό Πώλ Έρστάϊν σηκώθηκε εντε­ λώς κύριος του εαυτού του. Ό Μαξίμ τόν ακολούθησε καί μπήκαν στό στρογγυλό δωματιάκι, για νά καπνί­ σουν μαζί ένα τσιγάρο. Εμείς είχα­ με καθήσει εδώ στη θέσι μας καί μι­ λούσαμε. *Όταν ό Μαξίμ έπέστρεψε, επτά ή οκτώ λεπτά αργότερα, μάς εί­ πε ότι ό Πώλ Έρστάϊν, δεν έθεώρησε ποτέ του αύτό τό παιχνίδι ώς σο­ βαρό, ότι ήταν ένα παιχνίδι άνθρώπων μεθυσμένων από τη σαμπάνια καί έπομένως απαιτούσε νά μάς έπιστραψουν τά χρήματα, υπό τόν όρο όμως νά μή γίνη τό πράγμα γνωστό σε κανένα. "Οτι τά τρία τελευταία παιχνίδια έπρεπε νά τά θεωρήσουμε ώς αντίθετα, δηλαδή ώς κερδισμένα καί όχι ώς χαμένα. — Καί δεχτήκατε μιά τέτοια προ­ σφορά 1 'Ένα δώρο πού δέν έδικαιολογειτο διόλου!, φώναξε ό Μπάρνετ. Καί όταν τό δεχτήκατε... δέν πήγατε διόλου νά εύχαριστήσετε τόν Έρστάϊν I Καί βρήκατε πολύ φυσικό ό Πώλ Έρστάϊν, πού ήταν ένας σκληρός παίκτης, μαθημένος με τά κέρδη, όπως καί με τις ζημίες, νά μήν έπωφεληθή διόλου από τήν τύχη πού τού προσεφέρετο εκείνη τή νύ­ χτα I Τί παράδοξα καί απίστευτα πράγματα I —7Ηταν ή ώρα τέσσερις τό πρωί. Τό κεφάλι μας ήταν ζαλισμένο από τούς καπνούς, τή σαμπάνια, τό παι­ χνίδι. Ό Μαξίμ δέν μάς άφησε καν τόν καιρό νά σκεφτοΰμε. Έξ άλλου, γιατί νά μήν τό πιστέψωμε, αφού αγνοούσαμε ότι είχε σκοτώσει καί κλέψει; — Ναι, άλλά τήν επομένη γνωρί­ ζατε ότι ό Πώλ Έρστάϊν είχε σκοτωθή. — Ναι, σκοτώθηκε όμως μετά τήν άναχώρησί μας, πράγμα πού δέν άλ­ λαξε τήν κατάστασι έναντι τής ύποσχέσεως πού είχαμε άναλάβει απέ­ ναντι του. —Καί... δέν ύποπτευθήκατε ούτε στιγμή τόν Μαξίμ Τουλιέ; — Μέ ποιό δικαίωμα; Είναι φί­ λος μας. Ό πατέρας του ήταν ένας άπότούς καλυτέρουςμου φίλους καίτόν γνωρίζω άπό μικρό παιδί. ’Όχι, δέν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 21 μπορούσαμε διόλου νά τόν ύποπτευθούμε. —Καί ήσαστε εντελώς βέβαιοι ;

αί αμέσως, συνεχίζοντας τήν έπίθεσί του, ό Μπάρνετ είπε μ’ ένα πομπώδες ύφος : — "Ολη αυτή ή ύπόθεσις στήν πραγματικότητα κυριαρχείται άπό μιά ψυχολογία εμπιστοσύνης τήν οποία εμπνέετε, θετικά, τό έγκλημα δέν μπορούσε παρά νά είχε γίνει έσωτερικώς ή έξωτερικώς. Λοιπόν, ή άνάκρισις έστράφη άμέσως έξωτερι­ κώς, γιά τόν λόγο ότι δέν μπορού­ σαν νά ύποπτευθούν τιμιότητα τεσ­ σάρων ανθρώπων πού ήσαν βιομήχανοι, διάσημοι, σεβαστοί. Άν ό ένας άπό σάς, άν ό Μαξίμ Τουλιέ, έπαιζε μιά παρτίδα χαρτιά, μόνος μέ τόν Πώλ Έρστάϊν, θά τόν είχαν άναμφιβόλως ύποπτευθή. Άλλά... ήσαστε τέσσερις καί ό Μαξίμ γιά μιά στιγμή σώθηκε μέ τή σιωπή τών άλλων φί­ λων του. Ποιός μπορούσε ποτέ νά φανταστή ότι τρεις άντρες τής περιω­ πής σας μπορούσαν νά είναι συνένο­ χοι ; Έν τούτοις έτσι ήταν καί τό άντελήφθην άμέσως! Ό Άλφρέδος Ώβάρ έροίγησε καί φώναξε : — Αλλά... εΤσθ€ τρελλός, κύριε I Συνένοχοι τού εγκλήματος ; —’Ώ, αύτό όχι! Αγνοούσατε βέ­ βαια τί πήγαινε νά κάνη στό δωμα­ τιάκι ό Μαξίμ Τουλιέ, όταν^ ακολού­ θησε τόν Πώλ Έρστάϊν. -όρατε ό­ μως ότι πήγαινε μέσα έκεϊ μέ έναν ιδιαίτερο ψυχικό αναβρασμό. Καί ό­ ταν έπέστρεψε, ξέρατε επίσης ότι κάτι συνέβη μεταξύ τους. — Δέν ξέραμε τίποτα I — Ναι 1 "Ενας θρασύδειλος σάν

Κ


22 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» τόν φίλο σας, δεν σκοτώνει, δίχως νά κράτηση ή φυσιογνωμία του κά­ ποιον τρόμο, κάποια έκφρασι άγριότητος. —Σάς βεβαιώ δτι δεν είδαμε τί­ ποτα ! —Δεν θελήσατε νά δήτε. —Καί γιατί; — Διότι σάς έπέστρεφε τη στιγμή εκείνη τά χαμένα λεφτά. Ναι, τό ξέρω, είστε πλούσιοι καί οί τρεις σας. Αύτή δμως ή παρτίδα του μπακαρά σάς έτάραξε, σάς κούνησε τό μυαλό. Είχατε τό συναίσθημα δτι σάς έγδυσαν, δτι σάς έκλεψαν τό χρήμα σας. Καί, όταν τό χρήμα αυ­ τό σάς έπεστράφη, τό δεχτήκατε, δί­ χως νά θελήσετε νά μάθετε πώς τό ξαναπήρε ό φίλος σας. Κρεμαστήκα­ τε καί οί τρεις μέσα σέ μια σιωπή απελπισίας. Καί τήν έπαύριο, καί τις επόμενες ήμέρες, αφού ανακα­ λύφθηκε τό έγκλημα, άρχίσατε νά άποφεύγετε ό ένας τόν άλλο. Τόσο πολύ φοβόσαστε μήπως ανταμώσετε καί μιλήσετε για τις ενδόμυχες σκέ­ ψεις σας. — Υποθέσεις ! —Βεβαιότητες 1 Τις όποιες, κύριοι, έμαθα άπό μιά λεπτομερή έρευνα μέσα στό περιβάλλον σας! Νά κα­ ταγγείλετε τόν φίλο σας, ήταν σάν νά θέλατε νά ομολογήσετε τήν ένοχή τής πρώτης στιγμής νά δημιουργή­ σετε σκάνδαλο, νά επισύρετε τήν προσοχή δλου τού κόσμου επάνω σας καί επάνω στις οίκογένειές σας. Τί σκάνδαλο! Καί προτιμήσατε νά σιωπήσετε, έξαπατώντας τήν δικαιο­ σύνη, παίρνοντας στό λαιμό σας έναν άθώο, καλύπτοντας τό έγκλημα πού είχε κάνει ό φίλος σας Μαξιμ Τουλιέ.

ΚΛΕΒΩ...ΚΛΕΒΕΙΣ... κατηγορία είχε ριφθή με τόση πειστικότητα, καί τό δράμα τό όποιο είχε έξηγηθή έπαιρνε μιά τέ­ τοια άπόστασι, πού ό κύριος Ώβάρ γιά μιά στιγμή σώπασε διστάζοντας νά μιλήση. Ό Τζίμ Μπάρνετ, δμως, κάνοντας μιά απότομη στροφή στήν δλη κατάστασι πού είχε δημιουργή­ σει, δέν τράβηξε παραπέρα τό πράγμα. "Αρχισε νά γελά καί είπε : —'Ησυχάστε, κύριοι. Κατώρθωσα νά ξεσκεπάσω τόν φίλο σας, βάζοντάς τον νά παρασταθή στήν άναπαράστασι του εγκλήματος του. Ή α­ λήθεια δμως είναι δτι έπαιξα στήν τύχη ένα μεγάλο καί επικίνδυνο παιχνίδι. Δέν είχα καμμιά άπόδειξι εναντίον του, όπως δέν έχω καί γιά σάς. Πάντως σεις δέν είστε άνθρω­ ποι πού τυλίγονται τόσο εύκολα. Καί ή ένοχή σας είναι αόριστη, ασυναίσθητη. Ώστε δέν έχετε τίπο­ τα νά φοβηθήτε... Μονάχα... Καί πλησίασε στον κύριο Ώβάρ : — ...θέλησα νά σάς υπενθυμίσω δτι δέν έπρεπε νά έφησυχάζετε έπί ρόδων. Μέ τή δύναμι τής σιωπής, κατωρθώσατε καί οί τρεις σας νά καλύψετε τά σκοτάδια καί νά έξαφανίσετε μιά ένοχή. ’Όχι. Δέν είναι έτσι όπως τό νομίζετε. Μήν ξεχνάτε πώς, άν έμποδίζατε τόν Μαξιμ νά πάη νά βρή τόν Έρστάϊν, όπως έ­ πρεπε νά τό είχατε κάνει, ό Έρστάϊν δέν θά ήταν νεκρός. Τά υπό­ λοιπα ξεκαθαρίστε τα μέ τή Δικαιοσύ­ νη, κύριοι. Έγώ έκαμα τό καθήκον μου ! Ό Τζίμ Μπάρνετ πήρε τό καπέλλο του καί άποφεύγοντας τις δια­ μαρτυρίες των βτομηχάνων, είπε στόν ανακριτή : — Κύριε, είχα ύποσχεθή στήν κυ­ ρία Φουζερέ νά βοηθήσω τόν άντρα της καί στόν πατέρα του Έρστάϊν, νά άνακαλύψω τόν δολοφόνο. Αύτό έγινε. 'Η δουλειά μου τέλειωσε. "Εσφιξε τά χέρια των δικαστικών καί έφυγε. Στό κεφαλόσκαλο τόν πρόφτασε ό Μπεσού. Ό Μπάρνετ τού είπε : — Πάει, τήν τελείωσα κΤ αυτή τήν ύπόθεσι. —Καί μέ τιμιότητα, είπε ό Μπε­ σού.

Η


ΚΛΕΒΕΙ... —Τιμιότητα ; — Διάβολε 1 Για μια στιγμή πού πήρες από χάμω τις χρηματοδεσμίδες.,.όμολογώ δτι φοβήθηκα... —Γιά ποιόν με παίρνεις, άστυνόμε Μπεσού ; είπε μέ άξιοπρέπεια ό Μπάρνετ. ’Άψησε τον Μπεσού στή σκάλα, βγήκε άπό τό σπίτι, άνέβηκε στό δι­ πλανό μέγαρο, δπου τό ζεύγος Φουζερέ τον εύχαρίστησε έγκαρδίως. Πάντοτε άξιοπρεπής, άρνήθηκε κά­ θε αμοιβή πού τού πρόσφερσ.ν καί τό ίδιο έκανε καί στό σπίτι του πατρός Έρστάϊν τόν όποιο πήγε νά χαιρετήση. Τό γραφεϊον Μπάρνετ καί Σία, εργάζεται δωρεάν, τούς είπε. Έργαζόμεθα διά τήν δόξαν! Ό Τζίμ Μπάρνετ πλήρωσε τόν λο­ γαριασμό του στό ξενοδοχείο δπου είχε διαμείνει καί έδωσε εντολή νά του στείλουν τή βαλίτσα στόν σταθ­ μό. "Επειτα, καθώς ύπέθετε δτι ό Μπεσού θά ξάναγύριζε μαζί του στό Παρίσι, πέρασε άπό τή λέσχη νά τόν πάρη. Στό πρώτο πάτωμα σταμάτη­ σε. Ό άστυνόμος κατέβαινε. Κατέβαινε γρήγορα καί δταν άντίκρυσε τόν Μπάρνετ, του φώναξε εξαγριωμένος : —’Ά, εδώ είσαι εσύ, έ ; Πήδησε μέ μιας τά σκαλοπάτια καί τόν άρπαξε άπό τόν γιακά. — Τί γίνηκαν τά χαρτονομίσματα; — Ποιά χαρτονομίσματα ; είπε ό Μπάρνετ μέ άθωότητα. —Αυτά πού κρατούσες στά χέρια σου στό δωματιάκι, δταν έπαιζες τόν ρόλο τού Μαξίμ Τουλιέ I — Πώς 1 Μά... τά έπέστρεψα I Μόνος σου δέν μέ συνεχάρης πρό ο­ λίγου γι’ αυτό, φίλε μου ; —Πρό όλίγου δέν ήξερα, αυτό πού ξέρω τώρα, φώναξε ό Μπεσού. — Καί τώρα... τί ξέρεις ; -—Τά χαρτονομίσματα πού τούς έπέστρεψες είναι πλαστά I... Καί τό πρόσωπο τού Μπεσού έγι­ νε κατακόκκινο σάν άστακός. Φώναξε : —Είσαι παλιάνθρωπος 1 ’Ά I Νο­ μίζεις πώς θά τό καταπιώ εγώ αυ­ τό ; θά έπιστρέψης καί γρήγορα μάλιστα, τά χαρτονομίσματα. Τά

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 23 άλλα είναι πλαστά... καί τό ξέρεις πολύ καλά... Ή φωνή του ήταν διαπεραστική καί άγρια. Κουνούσε άπό τόν γιακά τόν Μπάρνετ, πού είχε ξεκαρδιστή στά γέλια... καί έλεγε : —’Ά ! Τούς λωποδύτες I Δέν εκπλήττομαι διόλου... "Ωστε τά χαρ­ τονομίσματα πού έρριξαν στό κεφά­ λι τού Μαξίμ ήσαν πλαστά, έ; Τί παλιάνθρωποι ! Τάφεραν μαζί τους.. ’Έφεραν μαζί τους πλαστά χαρτονο­ μίσματα... Γιά φαντάσου I... Τούς έκλεψες εσύ I φώναξε ό Μπεσού. Ναι, εσύ έκανες αυτή τήν άνταλλσγή. Έσύ τά τσέπωσες... Πα­ λιάνθρωπε I... Απατεώνα !...

"Οταν οί δικαστικοί βγήκαν άπό τήν λέσχη, είδαν τόν Μπεσού νά χειρονομή, άφωνος, σέ μιά κατάστασι ύπερδιεγέρσεως, καί άπέναντί του, άκουμπημένον στόν τοίχο, τόν Τζίμ Μπάρνετ, πού κρατούσε τά πλευρά του ξελιγωμένος άπό τά γέλια !... ΤΕΛΟΣ

Ή σοφία τής Μπεκάτσας "Οπως διηγείται σέ κάποιο βιβλίο του ό Ελβετός φυσιοδίφης Βίκτωρ Φάβιο, ή μπεκάτσα, τραυματιζόμενη από τούς κυνηγούς, φροντίζει να δένη άμέσως τήν πληγή της καί νά στα­ ματά τό αίμα. Μαδά μέ τό ράμφος της τά πιο λεπτά φτερά άπό τό στήθος της, τά τοποθετεί προσεκτικά στήν πληγή καί τά κρατάει εκεί μέχρις δτου κολλή­ σουν καί στσματήση τό αίμα. Επί­ σης ή μπεκάτσα, δταν κανένα άπό τά σκάγια τής σπάση τό πόδι, φτιά­ νει επίδεσμο γύρω άπό τό σπασμένο μέρος μέ τά μεγαλύτερα φτερά της, μέ τά όποια δένει τό πόδι της γύρωγύρω, μέχρις δτου θεραπευθή. Ό Φά­ βιο σκότωσε στό κυνήγι πολλές μπε­ κάτσες μέ τέτοιους επιδέσμους καί μέ έμπλαστρα άπό φτερά επάνω στις πληγές τους !..


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ υπό ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ

ΕΝΑ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤ Ο

ΠΤΩΜΑ

Είχε τρία χρόνια ν’ άκοόση τή φωνή της, κι* όμως τήν αναγνώρισε αμέσως μόλις τήν ακούσε στο άκουστικό του τηλεφώνου. —’Έντι, είπε τό κορίτσι. Έσυ εί­ σαι, Έντι;

ΝΤΑΙΒΙΣ

— Ναι, είπε αυτός. Έχει περάσει τόσος καιρός άπό τότε, Τζήν. — Τό ξέρω... — Ή φωνή σώπασε καί ή σιωπή ήταν τόσο απόλυτη, ώστε για μια στιγμή ό Έντι νόμισε δτι ή γραμμή είχε διακοπή. Έπειτα : —Βρίσκομαι σε δύσκολη θέσι, Έντι, σε τρομερά δύσκολη θέσι καί δέν υπάρχει κανένας πού νά...


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Ή φωνή της έσπασε. Αυτός ρώτη­ σε γοργά : —Είσαι σπίτι ; Μένεις στο ϊδιο μέρος; —Ναι, είπε αυτή. Στο ϊδιο μέρος Θά... Μά καλύτερα νά μείνης έξω α­ πό την ιστορία αυτή, "Εντι I —"Ερχομαι αμέσως, είπε ό ’Έντι. Διατήρησε την ψυχραιμία σου. ■’Ήταν τυχερός. Βρήκε ένα ταξί α­ μέσως μόλις βγήκε από τήν πολυκα­ τοικία του. "Εδωσε τή διεόθυνσι του κοριτσιού καί είπε : — Γρήγορα I Πρόκειται για κάτι σοβαρό I Τό πρόσωπο του σωφέρ έμεινε α­ παθές. —Σήμερα κιόλας έφαγα πρόστιμο, είπε. Δέν μπορώ νά τρέξω περισσό­ τερο από τό νόμιμο. Ό Έντυ δέν διαμαρτυρήθηκε. Άκούμπησε στη ράχη τόυ καθίσματος καί ή Τζήν γέμισε τή σκέψι του. Είχαν έρθει άπό τήν ’ίδια μικρή έπαρχιακή πόλι, σχεδόν τήν ϊδια επο­ χή. Είχαν συναντηθή πολλές φορές στο διάστημα του πρώτου χρόνου. "Επειτα μπήκε στή ζωή της ό "Α­ λαν Ρέστλερ, ένας γοητευτικός άν­ τρας μέ πολλά λεφτά. Δέν χρειά­ στηκε πολύ ό "Εντι για νά καταλάβη πρός τά που φυσούσε ό άνεμος. Εί­ χε άποσυρθή διακριτικά καί είχε μεί­ νει μεθυσμένος μιάν ολόκληρη εβδο­ μάδα. Άναρωτήθηκε αν ή Τζήν είχε παντρευτή τον Ρέστλερ. Μά, άν τον είχε παντρευτή, δέν καλουσε τώρα τόν "Εντι. ?Ηταν μια μικρή διώροφη πολυ­ κατοικία, μέ δυο διαμερίσματα σέ κάθε πάτωμα. Τό άνομα πού διάβα­ σε στον προθάλαμο του έδειξε δτι ή Τζήν δέν εΐχε παντρευτή : «Τζήν "Εμορυ. Διαμέρισμα 3.» Πίεσε τό κουμπί καί ή πόρτα ά­ νθιζε σχεδόν αμέσως. Μπήκε μέσα καί άνέβηκε τή σκάλα ώς τό δεύτε­ ρο πάτωμα. Ή Τζήν τόν περίμενε στήν πόρτα τού διαμερίσματος της. Τό ϊδιο λεπτό καί άμορφο πρό­ σωπο, τά ϊδια καστανά μαλλιά καί τά ϊδια λαμπερά μάτια. Φορούσε έ­ να γκριζοπράσινο ταγιέρ. Τό πρόσω­ πό της ήταν κατάχλωμο.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» — "Εντι !, είπε καί αγκαλιά του.

ρίχτηκε

25 στήν

]Ξτρεμε σχεδόν υ­ στερικά καί ό "Εντι προσπάθησε νά τήν καθησυχάση μέ τρυφερά λόγια. Τά μάτια του άντίκρυζαν τό φω­ τισμένο χώλ καί, επάνω άπό τόν ώ­ μο της, είδε ξαφνικά τόν άντρα πού ήταν πεσμένος εκεί. Υπήρχε μιά τρύπα στο σημείο δπου τό κόκκαλο τού σαγονιοΰ έσμι­ γε μέ τό αύτί. Δέν ήταν μεγάλη τρύπα, μά ύπήρχε αίμα στόν τράχη­ λο τού ανθρώπου καί τά φώτα τού δωματίου έλαμπαν μέσα στα ανοι­ χτά, άσάλευτα μάτια του. ?Ητσν φανεοό πώς ήταν νεκρός. Ό άνθρωπος εκείνος ήταν ό "Α­ λαν Ρέστλερ. Ό "Εντι έπιασε τήν Τζήν άπό τούς ώμους καί τήν κράτησε μακρυά του. Τήν έσφιξε μέ δύναμι, τήν κύτταξε σταθερά καί ρώτησε : — Τζήν... έσύ τό έκανες αύτό ; Φρίκη άστραψε στά καθαρά μά­ τια της. —Έγώ... "Εντι, δέν φαντάζομαι νά πίστεψες δτι θά μπορούσα... δτι θά... Δέν έτρεμε πιά. Τό κορμί της εί­ χε τεντωθή δύσκαμπτα καί τό πρόσω­ πό της ήταν μιά νεκρική μάσκα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, πριν ό "Εντι μπορέση νά μιλήση. — Ξέρω δτι δέν τό έκανες έσύ.

«Έχεις- ένα αυτοκί­ νητο μέ τέσσερις πόρ­ τες;» ρώτησε ό κου­ ρελής τόν Έντι Κρι­ στία ν. < Σέ είδα χτες τή νύχτα. Σέ είδα νά ΡάνΠ£ έκεΐνο τό πτώ­ μα στήν είσοδο του πάρκου...»


26

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Τζήν. Ξέρω δτι δέν θά μπορούσες νά τό κάνης. ΤΗταν παράξενα ήρεμος, καθώς έμπαινε τραβώντας την μαζί του καί κλείνοντας άθόρυβα την πόρτα πίσω του. Είπε σιγανά ; — Πάμε στην τραπεζερία ή στήν κουζίνα καί πες μου τα δλα. Πήγαν στην κουζίνα. Ή Τζήν κάθησε στή μιάν άκρη του μικρού τρα­ πέζιου. πού αύτός γνώριζε τόσο κα­ λά, κι* ό Έντι κάθησε στην άλλη άκρη. 'Η ψωνή της ήταν στεγνή καί τσα­ κισμένη. Τρία χρόνια είχα σχέσεις μαζί του, "Εντι. Άπό τότε... πού εσύ... —Ξέοω είπε ό "Εντι. Συνέχισε. — Τρία χρόνια, έπανέλαβε αυτή σάν ρομπότ. Καί...καί σήμερα μόνο έμαθα πώς ήταν παντρεμένος I — Ό "Έντι τήν κύτταξε με άπορία. — Ό Ρέστλερ; ΤΗταν παντρεμέ­ νος δλο αυτό τό διάστημα ; Αυτή κούνησε τό κεφάλι της. — Μου τό εΐπε γιά πρώτη φορά σήμερα τό πρωί. Μου είπε πώς ή γυ­ ναίκα του δέν ήθελε νά του δώση διαζύγιο...Καί ήθελε νά γίνω... νά γί­ νω... ερωμένη του κρυφά άπό... Σκέπασε τό πρόσωπό της μέ τις παλάμες της καί σώπασε. —"Επειτα; ρώτησε ό "Εντι ήρεμα. — Του είπα νά φύγη. "Επειτα ε­ τοίμασα τις βαλίτσες μου, κατέβηκα κάτω καί άγόρασα ένα εισιτήριο γιά τήν πόλι μας. "Αφησα μερικά πρά­ γματά μου εδώ. Δέν θά έμενα γιά πάντα σπίτι. "Ηθελα μόνο νά φύγω άπό εδώ γιά ένα διάστημα. Σιωπή πάλι. — "Επειτα; ρώτησε ό "Εντι. — Μπήκα στό τραίνο, μά βγήκα στόν σταθμό τής Άλτορα καί γύ­ ρισα μέ τό επόμενο τραίνο. — Γιατί; Γιατί δέν πήγες σπίτι; Xό κορίτσι τόν κύτ­ ταξε σταθερά. Είπε άργά. — Δέν ξέρω γιατί. "Ισως γιατί δέν ήθελα νά πάω νά κλάψω στήν αγκαλιά τής μαμάς, όπως κάνουν τά περισσότερα κορίτσια. Πάντως, γύρισα πίσω. Μπήκα στό διαμέρισμα,

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ εδώ καί είκοσι λεπτά. Τόν βρήκα πεσμένο χάμω άκριβώς όπως... Χαμήλωσε τό βλέμμα της στό τραπέζι κΓ έμεινε σιωπηλή. —Τηλεφώνησες στήν άστυνομία; ΕΓπε ό "Εντυ. —"Οχι. "Ισως πρέπει νά τηλεφωνήσης εσύ τώρα. ’Ή νά τηλεφωνήσω εγώ άν εσύ θέλης νά μείνης έξω άπό τήν ιστορία αυτή. —ΕΤναι μιά σίγουρη ύπόθεσις, εΐπε ό "Εντι μέ ψυχρή φωνή. Αγό­ ρασες ένα εισιτήριο, θά τό άνακαλύψουν αύτό. Φιλονείκησες μαζί του σήμερα τό πρωί. Κάποιος γείτονας άκούει πάντα τις φιλονεικίες. Είχε μαζί του τρία χρόνια, μ* έναν παντρεμένο άντρα, τρία χρόνια. Πόσοι νομίζεις δτι θά πιστέψουν πώς δέν ήξερε δτι ήταν παντρεμένος ; Νομίζεις πώς έχει ση­ μασία άν είσαι άθώα ή δχι σέ μιάν ύπόθεσι σάν αυτή ; Τό κορίτσι τόν κύτταζε μέ όρθάνοιχτα^μάτια τώρα. Αύτός συνέχισε ; —Είσαι ένα μοντέλλο καί ξέρεις τι σημαίνει αύτό γιά τόν κοινό Α­ μερικανό. Άπό τέτοιο υλικό διαφεύ­ γουν τούς ενόρκους των, άπό άνθρώπους πού σκέπτονται μέ τόν τρόπο αυτόν γιά τά μοντέλλα. Καί οί Είσαγγελλεις είναι αιρετοί καί έχουν πολιτικές φιλοδοξίες. Μέ τόν τρόπο αυτόν κάνουν γνωστά τά όνόματά τους, μέ καταδικαστικές άποφάσεις. Τώρα ξέρεις τί θά πή νά καλέσης τήν άστυνομία. Αύτή τόν κύτταζε άκόμα μέ τά μάτια ορθάνοιχτα. Ψιθύρισε : — "Εντι, φαίνεσαι τόσο... τόσο ψυχρός, τόσο άλλοιώτικος. —'Έζησα στήν πόλι αύτή τέσσαρα ολόκληρα χρόνια, είπε αύτός. Καί πρόσθεσε μέσα του : «Τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς ε­ σένα, Τζήν.» —Άλλαξες, είπε τό κορίτσι. — Κάπως. Χαμήλωσε τό βλέμαα της στό τραπέζι κΓ έπειτα τό σήκωσε στό πρόσωπό του πάλι. — Μάθαινα γιά σένα άπό τούς άλλους καλλιτέχνες. "Εχεις κάνει σταδιοδρομία τώρα. Είναι παράξενο πώς δέν συναντηθήκαμε ποτέ στά τρία αυτά χρόνια.


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ —Δέν έχει σημασία αυτό τώρα, είπε αυτός. Εκείνο πού εχει σημα­ σία είναι ό άνθρωπος πού είναι ξα­ πλωμένος στο χώλ. —Πρέπει νά τηλεφωνήσουμε στήν αστυνομία. Τί άλλο μπορώ νά κάνω ; — Μπορώ εγώ νά κάνω κάτι, είπε ό ’Έντι ήρεμα. Δέν έφερα τό αύτοκίνητό μου, γιατί τό γκαράζ άπέχει τρία τετράγωνα από τό διαμέρισμά μου καί με τό ταξί θά ερχόμουν πιο γρήγορα. Μπορώ νά φέρω τό αυτο­ κίνητο τώρα. Μπορώ νά τον πάρω άπό δώ. — "Οχι, είπε τό κορίτσι γοργά.Καταλαβαίνεις τί λές ; —Τζήν, δέν τόν σκότωσες. Μά θά τιμωρηθής γιά τόν θάνατό του, άν δέν τόν πάρω άπό εδώ. — Μά που θά... Δέν φαντάζομαι νά σκοπεύης νά... τόν κρυφής κάπουί -"Οχι. Ό ’Έντι σηκώθηκε, έκανε τόν γύρο του τραπεζιού καί; πιάνοντάς την άπό τό πηγούνι, άνασήκωσε τό προ* σωπό της. — Έμπισιέψου σέ μένα, Τζήν. Μπορείς νά μείνης εδώ μόνη, δσο νά πάω νά φέρω τό αυτοκίνητο, ή θέ­ λεις νάρθής μαζί μου ; —θέλω νάρθώ μαζί σου, είπε τό κορίτσι. Γ ύρισαν μέ τό αυτοκίνητο σέ είκοσι πέντε λεπτά. Στή δυτική πλευρά τού κτιρίου υπήρ­ χε ένας δεντρόφυτος δρομάκος, πού χρησίμευε ως έξοδος υπηρεσίας. Ά­ πό τήν άλλη μεριά τού δρομάκου υ­ πήρχε ένα φαρμακείο, μά ήταν κλει­ στό τώρα. Ή ώρα ήταν έντεκα καί μισή. Κι* αυτό σήμαινε δτι είχαν πολλές ελπίδες νά μην τούς δοΰν, εκτός άν κανένας ένοικος τού πρώτου πατώματος άνοιγε κανένα παράθυρο. Ή ψυχραιμία τού ’Έντι εξακολου­ θούσε νά είναι μεγάλη καί δέν μπο­ ρούσε νά τό καταλάβη αυτό. ΤΗταν ή πρώτη φορά πού βρισκόταν ανακα­ τεμένος σέ κάτι παρόμοιο. Άναρωτήθηκε μήπως αυτό συνέβαινε επειδή μισούσε πολύ τόν "Αλαν Ρέστλερ. Δέν είχε άλλάψει τίποτα δταν έπέστρεψαν στο διαμέρισμα. Τά μάτια τού "Αλαν Ρέστλερ κύτταζαν πάντα τό ταβάνι καί'τό μακρύ, λιγνό κορ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 27

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 1ΗΝ0Σ Μιά καταπληκτική σειρά εκδό­ σεων πού θ’ άφήση εποχή :

1) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 2) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΤΙΓΡΗΣ 3) ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΠΡΑΚΤΩΡ

13

4) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ I 5) ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙ­ ΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 6) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΓΜΑΙΟΙ

ΚΑΙ

7) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΩΝ

ΟΙ

ΠΥ­

ΕΡΠΕ­

8) Ο ΚΑΜΠΑΛΛΕΡΟ

Διαλεγμένα ανάμεσα στά καλύτερα τής παγκοσμίου λο­ γοτεχνίας καί αριστοτεχνικά μεταφρασμένα, τά ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ θά άποτελέσουν τήν τελειοτέρα Βιβλιοθήκη Περιπε­ τειωδών Αναγνωσμάτων, πού έχει έκδοθή ποτέ στήν Ελλάδα 1

μί του ήταν ξαπλωμένο χάμω. Τώρα ό "Εντι άνάσαινε μέ δυσκο­ λία καί στά χέρια του υπήρχε ένα ε­ λαφρό τρεμούλιασμα. Είπε στή'> Τζήν : — Μείνε εδώ. θά γυρίσω σέ... σέ... λίγο. Άν Ψάχνουν νά τόν βρούν τώ­ ρα, είναι προτιμώτερο νά σέ βρούν εδώ.


28 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» —Ή αστυνομία ; —Ή αστυνομία, θά ερευνήσουν πρός κάθε κατεύθυνσι καί θά ανα­ κρίνουν δλους τούς γνωστούς του. Κύτταξε τά χέρια του πού έτρε­ μαν καί πρόσθεσε : —θά ήθελα ένα ποτό. ’Έχεις τί­ ποτα νά μου δώσης ; Τοϋ έφερε κονιάκ καί νερό. "Ενοι­ ωσε τό στομάχι του νά ζεσταίνεται, μά τό τρεμούλιασμα των χεριών του δεν σταμάτησε. Κύτταξε τήν Τζήν. Τό κορίτσι εί­ χε συνελθεί κάπως, μολονότι ό τρό­ μος της καί ή αγωνία της διαγρά­ φονταν έντονα στό πρόσωπό της καί στις κινήσεις της. Τό πτώμα δεν ήταν δύσκαμπτο καί δεν ήταν πολύ βαρύ όταν τό σή­ κωσε. Διέσχισε αργά τή μικρή τρα­ πεζαρία καί μπήκε στην κουζίνα. Ή Τζίν τόν προσπέρασε καί βγή­ κε στό πίσω χώλ. Ό "Εντι περίμενε, ώσπου ή Τζήν του έγνεψε πώς όλα ήσαν εντάξει, καί ψιθύρισε. — Γύρισε πίσω στό διαμέρισμα. "Ανοιξε τό ραδιόφωνο. Καί, αν ύπάρχη καμμιά κηλίδα στό χαλί... Αύτή κούνησε τό κεφάλι της. — Ναί. Μήν άνησυχής. Γύρισε όμως πάλι εδώ, "Εντι, γύρισε πάλι εδώ. "Ακούσε τήν πόρτα νά κλεινή απαλά πίσω του, καθώς άρΥΐσε νά κατεβαίνη τή σκάλα. Τό κορμί πού κρατούσε γινόταν βαρύτερο σέ κάθε σκαλοπάτι πού κατέβαινε καί ή αύτοκυριαρχία πού ένοιωθε γινόταν όλο καί λιγώτερο δυνατή. Καί ήταν μιά μεγάλη βλακεία αυ­ τό πού έκανε. ΤΗταν ένας ερασι­ τέχνης, ένας καλλιτέχνης ειδικευμέ­ νος στά βιομηχανικά είδη, κΓ όχι εγκληματίας, καί οί αστυνομικοί ή­ σαν έπαγγελματίες στή δουλειά τους.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ϋ ιχαν τά εργαστή­ ριά τους. Είχαν χημικούς πού ερευ­ νούσαν καί ανέλυαν καί ανακάλυ­ πταν κηλίδες αίματος καί δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτό πού έκανε τόν ανακάτευε άνεπανόρθωτα σέ μιά δο­ λοφονία. Μά δέν θά γύριζε πίσω ! Σταμάτησε στό κεφαλόσκαλο του πρώτου πατώματος γιά μιά στιγμή. Τά πόδια του πονοϋσαν καί άκούμπησε τό άριστερό χέρι του στόν τοί­ χο γιά νά στηριχθή. "Ακούσε εναν βήχα πίσω από τήν πόρτα καί μαρμάρωσε, ενώ κρύος ιδρώτας σκέπαζε τό κορμί του. Πε­ ρίμενε μιά—δυό στιγμές, δεν ακούσε κανέναν άλλον ήχο καί συνέχισε τό κατέβασμα. στό ισόγειο, έσπρωξε "Εφτασε τήν πόρτα καί βγήκε έξω, μέσα στή νύχτα. Γύρισε τό κεφάλι του καί είδε τό φώς στό διαμέρισμα τής Τζήν. "Ολα τ’ άλλα διαμερίσματα ήσαν σκοτεινά. Δέν μπορούσε όμως νά ξέρη άν οί ένοικοί τους κοιμόνταν ή άν κανένας τους είχε αϋπνία καί ήταν καθισμέ­ νος στό παράθυρο κυττάζοντας έξω. "Ανοιξε άθόρυβα τήν πίσω πόρτα τού αυτοκινήτου του καί άκούμπησε τό πτώμα στό πάτωμα. "Επειτα έκλεισε τήν πόρτα καί τέντωσε τά πόδια του καί τά χέρια του. Κάθησε στό βολάν καί ξεκίνησε, χωρίς ν’ άνάψη τούς προβολείς ώσ­ που έφτασε στόν δρόμο. "Ενας αστυφύλακας με στολή στε­ κόταν κάτω από ένα φανάρι στή γω­ νία τού δρόμου. Ό "Εντι έσφιξε τά δόντια του.· Ό δρομάκος άπ' όπου είχε βγή ήταν δεντρόφυτος καί τυφλός καί κάθε αυτοκίνητο, πού βγαίνει τά με­ σάνυχτα άπό έναν τέτοιο δρομάκο, είναι αυτομάτως άντικείμενο υπο­ ψίας. Είδε τό πρόσωπο τού άστυψύλακα καθαρά στό φώς τών προβολέων, καθώς τό όργανο τής τάξεως κατευθυνόταν πρός τό μέρος του. Είδε τό νυχτερινό κλόμπ μισοσηκωμένο, σάν έτοιμο νά τού γνέψη νά σταματήση. Μά δέν τού έγνεψε. Ό , "Εντι προσπέρασε, έστριψε στή γωνία και κατευθύνθηκε πρός τόν βορρά.


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Δεν κύτταξε πίσω για νά δή άν ό αστυφύλακας τόν ακολουθούσε μέ τό βλέμμα. Συνέχισε τόν δρόμο του μέ λογική ταχύτητα. Μπήκε στήν 'Οδό Πλάνκ, ταξίδε­ ψε για μισό μίλι και έστριψε αρι­ στερά. Υπήρχε ένα πάρκο εκεί, έρημο τώρα, μά πολυσύχναστο στό διάστη­ μα τής ημέρας. Άκούμπησε τό πτώμα του "Αλαν Ρέστλερ επάνω στό γρασίδι κοντά στήν είσοδο του πάρκου. Γύρισε πίσω μέ μεγαλύτερη τα­ χύτητα καί βρισκόταν στό διαμέρι­ σμα πριν άπό τή μία. Τό ραδιόφωνο έπαιζε σιγανά και ή άτμόσφαιρα μύριζε καφέ. 'Η Τζήν ήταν άκόμα χλωμή, μά ή φωνή της ήταν ήρεμη καί συγκρατημένη. —Καθάρισα τό χαλί μέ νερό, εί­ πε, μά δέν ξέρω άν ~θά στεγνώση ως τό πρωί — Δόσε μου ένα ψαλίδι, είπε ό ’Έντι σηκώνοντας τό χαλί. Μπήκε στό λουτρό καί άρχισε νά κόβη τό χαλί, σέ μικρά-μικρά κομ­ μάτια καί νά τά ρίχνη παρασύροντάς τα κάτω, μέσα στον σωλήνα, μέ άφθονο νερό. "Οταν βγήκε άπό τό λουτρό, ή Τζήν ήταν καθισμένη στό τραπεζάκι τής κουζίνας. "Ενα φλυτζάνι του κα­ φέ τόν περίμενε άπό τήν άλλη μεριά του τραπέζιου κι* ό ’Έντι κάθηκε. Γιά μερικές στιγμές έμειναν σιω­ πηλοί κΓ οί δυό τους. Ό Έντι έ­ νοιωθε τώρα τήν άντίδρασι τής προ­ σπάθειας πού είχε καταβάλει. Ή καρδιά του χτυπούσε καί τό φλυτζά­ νι έτρεμε στό χέρι του. Αναγκάστη­ κε νά τό άκουμπήση πάλι. Αύτή χαμογέλασε θλιβερά. —Τρία χρόνια, ’Έντι. ύτόο κούνησε τό κεφάλι του, ενώ αύτή συνέχιζε : — "Ημουν τρελλή. "Ημουν ήλιθία καί τρελλή. Τώρα τό καταλαβαίνω, ’Έντι. Καταλαβαίνω τώρα πολλά πράγματα. Ό "Εντι άνασήκωσε τούς ώμους του. — Ό έρωτας..., άρχισε αυτός. —Δέν υπήρχε έρωτας άνάμεσα σέ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

29

μένα καί σ’ αυτόν, εκτός ϊσώς άπό τις λίγες πρώτες μέρες, τόν διέκοψε τό κορίτσι. Μά εσύ στό μεταξύ είχες άρχίσει νά άναδεικνύεσαι καί μολο­ νότι ήθελα νά γυρίσω κοντά σου, δέν γύρισα, γιατί φοβήθηκα μήπως νομί­ σης ότι... Τά μάτια της μουσκεύτηκαν άπό δάκρυα. —Πρέπει νά διατηρήσης τήν ψυ­ χραιμία σου, είπε ό "Εντι. Μήν ξεχνάς ότι έχουμε πολύ δύσκολες μέρες μπροστά μας. —θά συγκρατηθώ, είπε αύτή κυττάζοντάς τον στά μάτια. Κάναμε κά­ τι κακό, δέν εΐν’ έτσι, "Εντι ; ’Ή μάλλον, εγώ έκανα κάτι κακό, μπάζοντάς σε σ’ αύτή τήν ύπόθεσι καί άφήνοντάς σέ νά κάνης αύτό πού έ­ κανες γιά μένα. —Τυπικά κάναμε κάτι κακό, είπε αυτός. Κάναμε κάτι παράνομο. Μά έπρεπε νά σέ σώσω. Εξάλλου ότι έ­ γινε έγινε πιά. Τίποτα δέν μπορούμε νά κερδίσουμε μέ τό νά παραδεχτού­ με αύτό πού κάναμε. Τί ώρα γύρι­ σες εδώ άπόψε; — Είκοσι λεπτά πριν σοΰ τηλεφω­ νήσω, άπάντησε ή Τζήν κυττάζοντάς τον παράξενα. Σού τό είπα αύτό κι­ όλας "Εντι. — Τό είχα ξεχάσει. Λοιπόν, άκου: ^Ηρθες εδώ κατά τις έντεκα. Σού τη­ λεφώνησα γιά νά χρησιμεύσης ώς μοντέλλο μέ μιάν έπίδειξι καλτσών νάϋλον, πού σχέδιαζα νά κάνω, καί μέ κάλεσες εδώ νά πιούμε μαζί μιά κούπα καφέ. Κατάλαβες ; Αύτό θά πής άν σέ άνακρίνουν. — Γιατί νά άναμιχθής στήν ύπόθε­ σι αύτή ; ρώτησε τό κορίτσι ήρεμα. — Γιατί ένας άστυφύλακας είδε τό αύτοκίνητό μου νά βγαίνη άπό τόν δρομάκο. Αύτό δέν σημαίνει τί­ ποτα γΓ αύτόν τώρα, μά, όταν διαβάσης γιά τόν Ρέστλερ καί γιά σένα στις εφημερίδες... — Σηκώθηκε. — Νομίζεις πώς θά μπορέσης νά κοιμηθής, Τζή» ; ρώτησε. —Δέν ξέρω. Προσπάθησε νά κοιμηθής. Προσ­ πάθησε νά ξεκουραστής όσο μπορείς ώστε νά μή φανή αύριο ότι έμεινες άϋπνη. "Αφησε ένα φώς άναμμένο άν νοιώθης τά νεύρα σου τεντωμένα.


30

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Στήν πόρτα, αυτή σήκωσε τό πρό­ σωπό της καί τόν κύτταξε κι* αυτός θέλησε νά τήν φιλήση, μά δεν τήν φί­ λησε. Κατέβηκε τή σκάλα αθόρυβα. Δέν υπήρχε κανείς στόν δρόμο, ό­ ταν έβαλε τή μηχανή μπροστά καί κατευθύνθηκε πρός τό διαμέρισμά του...

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΟΤΑΝ ΤΖΩΡΤΖ Τό πτώμα βρέθηκε στις πέντε τό πρωί άπό έναν καθαριστή του πάρκου καί δημοσιεύτηκε στις τελευταίες εκ­ δόσεις τών πρωινών έφημερίδων, μέ τόν τίτλο «Τό Μυστήριο τής Σιέρρα» γιατί τό πάρκο λεγόταν Πάρκο Σι­ έρρα. Ό "Εντι διάβασε τήν εϊδησι, παίρνοντας τό πρόγευμά του σ’ ένα μικρό εστιατόριο κοντά στήν πολυκα­ τοικία του. Ό "Αλαν Ρέστλερ άνεφέρετο ώς μέλος μιας «διακεκριμένης οικογένει­ ας» καί δημοσίευαν μια φωτογραφία τής γυναίκας του. ’Ή ή φωτογραφία ήταν καλή ή ή γυναίκα ήταν όμορφη. Τα μάτια της ήσαν μεγάλα καί σκο­ τεινά, τό πρόσωπο όβάλ καί ή εκφρασίς της γλυκειά. Ό Ρέστλερ είχε σκοτωθή μ* ένα πιστόλι τών 22 καί ή σφαίρα είχε χωθή στόν εγκέφαλό του. Δέν υπήρ­ χε κανένα γνωστό κίνητρο γιά τή δο­ λοφονία του. Δέν τόν είχαν ληστέ­ ψει. Είχε τή φήμη ότι ήταν ένας ά­ πό τούς μεγαλύτερους χαρτοπαΐκτες τής πόλεως καί ή άστυνομία ερευνού­ σε πρός τήν κατεύθυνσι αύτή. Τό όνομα τής Τζήν δέν άναφερόταν καθόλου.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Ό "Εντι πήγε στό στούντιο καί κατάφερε νά δουλέψη εκεί ώς τό με­ σημέρι. ^Ηταν δώδεκα καί δύο, όταν ένας μεγαλόσωμος άντρας μέ λιγνό καί κουρασμένο πρόσωπο μπήκε στό στούντιο του. —Λέγομαι Κίρκ, κ. Κρίστιαν, εί­ πε. Λοχίας Κίρκ, του Γραφείου Διώξεως Δολοφόνων. "Ησαστε μέ τήν Μις Έμορυ χτές τή νύχτα; Ό "Εντι κούνησε τό κεφάλι του του καταφατικά. — Του Γραφείου Διώξεοος Δο­ λοφόνων, είπατε, λοχία ; — Ναι. 'Η Μις "Εμορυ ήταν... χμ... φίλη του Ρέστλερ πού δολοφο­ νήθηκε. Φαίνεται πώς είχε πολύ στε­ νές σχέσεις μαζί του, έ ; —Δέν ξέρω. Τά μάτια τού Κίρκ έμειναν καρ­ φωμένα στό πρόσωπο του "Εντι. — Εσείς κι’ ή Μις "Εμορυ κατάγεσθε άπό τήν ίδια πόλι, δέν είν’ έτσι ; -Ναι. — Τήν βλέπατε, συχνά άλλοτε, δέν εΐν’ έτσι ; —Ναι. "Οταν πρωτοήρθαμε εδώ. — ΚΓ ό Ρέστλερ σάς παραμέρισε ; Ό "Εντι άγριοκύτταξε τόν ντέτεκτιβ. —Τί είδους έρώτησις εΐναι αύτή ; Τό κοκκαλιάρικο πρόσωπο του Κίρκ δέν έδειξε θυμό, μά ή φωνή του έγινε τραχειά. — Είναι μια έρώτησ-ς στήν οποία θέλω νά απαντήσετε. —Πολύ καλά, εΐπε τέλος ό "Εντι. Μέ παραμέρισε. "Ετσι, περίμενα νά περάσουν τρία χρόνια γιά τόν σκο­ τώσω. Πήγε σέ μιά βρισούλα στόν τοίχο γιά νά πλύνη τά χέρια του. Ό Κίρκ είπε : —Μήπως κατά τύχην χρησιμοποιή” σατε τό πιστόλι τής Μις "Εμορυ όταν τόν σκοτώσατε ; — Τό πιστόλι τής Τζήν...; είπε ό "Εντι γυρίζοντας γοργά. Ό λοχίας χαμογέλασε ψυχρά. — Ναι. Τό πιστόλι τών 22 πού εί­ ναι καταχωρημένο στό όνομά της. "Εχει χαθή. "Ετσι, τουλάχιστον, ισχυρίζεται αύτή. 'Ο "Εντι έμεινε εκεί, κυττάζοντας


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ χαζά τόν ντέτεκτιβ, ενώ από τά χέ­ ρια του έσταζε νερό. — Φαίνεται δτι ένδιαφέρεστε πολύ γιά τό κορίτσι αυτό, είπε ό ντέτεκτιβ. Ό Έντυ αγνόησε τήν παρατήρησι αυτή ! —Που είναι τώρα ; ρώτησε. —Στό μέγαρο τής αστυνομίας. — Ένα πιστόλι, είπε μέ απορία ό ’Έντι τι τό ήθελε τό πιστόλι ; —Τσχυρίζεται ότι κάποιος διαρ­ ρήκτης δοκίμασε πρόπερσι νά μπή στό διαμέρισμά της. Και ισχυρίζεται πώς χτες ακούσε πάλι κάποιον νά προσπαθή νά μπή. Λέει ότι ό Ρέστλερ τής πρότεινε νά άγοράση ένα πιστό­ λι. Καί παραδέχτηκε ότι φιλονείκησε μέ τόν Ρέστλερ χτές. Καί δ έ ν είναι αυτά τά μόνα πράγματα πού παραδέχ­ τηκε. — Ό Έντι ένοιωσε τήν καρδιά του νά χτυπά. Ή τελευταία αυτή φράσις μπορεί νά ήταν ένα κόλπο, έπρεπε νά ήταν ένα κόλπο. Ή Τζήν δέν θά... — θέλετε νά μιλήσετε τώρα ; ρώ­ τησε ήρεμα ό Κίρκ. —Φαίνεται πώς πρέπει νά ψάξω νά βρω άλλο μοντέλλο, εΐπε ό ’Έντι. Γύρισε τήν πλάτη του στόν ντέτεκτιβ καί σκούπισε προσεκτικά τά χέρια του. Ή φωνή του Κίρκ έγινε ψυχρή : —Έταν μιά άπλή σύμπτωσις, υ­ ποθέτω, τό γεγονός ότι έπισκεφθήκατε —μέσα σέ τρία ολόκληρα χρόνια —τήν Μις Έμορυ γιά πρώτη φορά τή νύχτα πού δολοφονήθηκε ό φίλος της. —Ναι, εΐπε ό Έντι, μά εσείς θά τό μεταβάλετε αυτό σίγουρα σέ α­ διάσειστη άπόδειξι, έ ; —Νομίζω ότι πρέπει νά μέ ακο­ λουθήσετε στήν αστυνομία, είπε ό Κίρκ. — Είμαι ύπό κράτησιν ; —Τό μόνο πού θέλω από σάς τώρα είναι μιά κατάθεσις. ,^^,ύτό πραγματικά ήταν τό μόνο πού θέλησαν από αυ­ τόν. Αυτό ήταν τό μόνο πού του ζή­ τησαν, τουλάχιστον.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

31

"Οταν ή κατάθεσις δακτυλογρα­ φήθηκε καί ό ’Έντι τήν υπέγραψε, ό Λοχίας Κίρκ βγήκε μαζί του στό πε­ ζοδρόμιο. Έκεΐ είπε : — Μήν κάνετε ταξίδια. Εξετάσα­ με σχετικά μέ τή ζωή σας καί μόνο ή φήμη σας σάς κρατεί ακόμα ελεύ­ θερο. Μά προσέξτε τά βήματά σας, θέλησε νά ρωτήση γιά τήν Τζήν, μά συγκρατήθηκε. Καταλάβαινε πώς μιά τέτοια έρώτησις δέν θά ώφελούσε καθόλου τό κορίτσι. Ένοιωσε τήν ανάγκη νά πιή κάτι. —θά προσέξω, είπε. Γύρισε πρός τά δυτικά, πρός ένα μπάρ έκεΐ κοντά, όπου σύχναζε πότε πότε. "Οταν διέσχισε τόν δρόμο, έ­ νας κακοντυμένος άντρας βγήκε άπό ένα κατώφλι καί άρχισε νά περνά τόν δρόμο διαγωνίως, προσέχοντας τά αύτοκίνητα. Φαινόταν νά κατευθύνεται πρός τόν Έντι. Ό Έντι έβαλε τό χέρι του στήν τσέπη γιά νά βρή κανένα μικρό νό­ μισμα, νομίζοντας πώς εΐχε νά κάνη μέ ζητιάνο. Ό άνθρωπος ήταν λιγνός καί φαι­ νόταν σάν νά είχε κοιμηθή τήν πε­ ρασμένη νύχτα μέ τά ρούχα του. "Αρχισε νά βαδίζει δίπλα στόν Έντι, μά δέν ζήτησε χρήματα. Είπε : —Έχετε ένα μεγάλο αύτοκίνητο μέ τέσσερις πόρτες ; Ό Έντι θέλησε νά σταματήση, μά έξακολούθησε νά βαδίζη. ’Άν τόν κύτταζαν άπό τό κτίριο τής αστυνο­ μίας... —Γιατί ; ρώτησε. —Γιατί είστε εκείνος, εΐπε ό άνθρωπος. Παρακολοθουσα τό κτίριο τής άστυνομίας άπό τήν ώρα πού βγήκαν οί εφημερίδες, σήμερα τό πρωί. —Τί θέλετε νά . πήτε ; ρώτησε ό Έντι. —Κοιμήθηκα στό πάρκο χτές τή νύχτα, εΐπε ό άλλος μέ σιγανή φωνή. Σάς εΐδα νά ρίχνετε τό πτώμα μπρο­ στά στό Πάρκο Σιέρρα I Ό Έντι ζάρωσε τά φρύδια του. —Δέν νομίζετε ότι μπορεί νά μπαίνετε σέ κίνδυνο μ’ αύτό πού λέ­ τε. ’Άν ήμουν... — Κίνδυνο; Εΐπε ό άνθρωπος. Καί τί έχω νά χάσω ;


32 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Είχαν φτάσει μπροστά στο μπαρ τώρα καί ό Έντι σταμάτησε. — ’Έχω ανάγκη άπό ένα ποτό, είπε. Καί κύτταξε τά ήπια, καστανά μάτια καί τό γενιοφόρο, χλωμό πρό­ σωπο του ανθρώπου. —θά μπορούσα να πιω κι’ εγώ ενα, είπε ό άνθρωπος, μά δεν έχω λεφτά. -—Έχω εγώ, είπε ό Έντι. Ποιό είναι τό όνομά σας; —Τζώρτζ, είπε ό άνθρωπος αρ­ γά. Αυτό είναι αρκετό για τώρα, δεν είν’ έτσι; Ό Έντι κούνησε τό κεφάλι του. — Τό δικό μου είναι Κρίστιαν, Έντι Κρίστιαν. Άς πιούμε τό ποτό μας, Τζώρτζ.

Ο παχύς μπάρμαν

σήκωσε τά πυκνά φρύδια του, όταν είδε τον Έντι νά μπαίνη μέ τον Τζώρτζ. Ό Έντι είπε : — ’Άλ, θέλω νά γνωρίσης τον Τζώρτζ. Είναι φίλος μου καί, όταν -θέλει κανένα ποτό, μπορείς νά τό βάζης στό λογαριασμό μου. Είδε την αμφίβολη έκφρασι στό πρόσωπο του μπάρμαν καί συνέχισε : —Τώρα, θά ήθελε νά φάη κάτι, νδέν εΐν’ έτσι, Τζώρτζ ; — Ένα σάντουιτς δεν θά μου έκα­ νε κακό, παραδέχτηκε ό Τζώρτζ. Φάνηκε γεμάτος άμηχανία. —’Ίσως....θάπρεπε νά πλυθώ λίγο. — Αργότερα, στό σπίτι μου, είπε ό Έντι. Καί γύρισε στόν μπάρμαν : —θέλω ένα διπλό ούΐ'σκυ, ’Άλ. Ό ’Άλ γέμισε ένα ποτήρι καί πή­ γε νά έτοιμάση τό σάντουιτς. Ό

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Τζώρτζ κύτταξε τά νύχια του κι’ έ­ πειτα χαμήλωσε τά χέρια του κάτω άπό τον μπάγκο. Κάρφωσε τά μάτια του στό ποτήρι του Έντι. —Τί ήσαστε πριν... άρχίσετε νά ζήτε ελεύθερη ζωή, Τζώρτζ ; ρώτησε ό Έντι. Ό Τζώρτζ κύτταξε προς τον μπάρ­ μαν, πού ετοίμαζε τό σάντουιτς, καί είπε : — Έχει καμμιά σημασία αυτό ; Δεν έχει καμμιά σχέσι μέ τή δου­ λειά μας. —Ναί. Δεν έχει καμμιά σχέσι. Τό σάντουιτς τοποθετήθηκε μπρο­ στά στόν Τζώρτζ τώρα καί τά βρώ­ μικα χέρια σηκώθηκαν γοργά καί τό άρπαξαν. Ό Τζώρτζ τό καταβρόχθι­ σε άπληστα καί είπε : —’Ήμουν γκαρσόνι. —θέλετε νά φάτε λίγο άκόμα ; Ό Τζώρτζ κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του, χωρίς νά κυττάζη τόν Έντι. Ό μπάρμαν αναστέναξε καί πήγε νά έτοιμάση ένα άλλο σάντουιτς. —Κι’ ένα ποτήρι γάλα, φώναξε ό Έντι. Γύρισε στόν Τζώρτζ. —’Ήσαστε στό κατάλληλο μέρος στήν κατάλληλη ώρα χτες τή νύχτα. ’Όχι γιά μένα όμως. — Δέν θέλω νά σάς εκβιάσω, είπε ήσυχα ό Τζώρτζ. Τα βρώμικα χέρια του κρύφτη­ καν κάτω άπό τόν μπάγκο. —Τό μάντεψα αυτό άπό την αρ­ χή, είπε ό Έντι. ’Έχω ένα στούντιο, Τζώρτζ, πού τό χρησιμοποιώ μόνο τήν ήμέρα. Έχει ένα λουτρό κι’ ένα καλό ντιβάνι γιά ύπνο, θά πάμε ε­ κεί όταν τελειώσετε τό σάντουιτς καί πιήτε τό ποτό σας. — Δέν θέλω κανένα ποτό !, είπε ό Τζώρτζ μέ διαπεραστική φωνή, θέλω νά πάψω νά πίνω. Πήγαν στό στούντιο καί ό Έντι του διηγήθηκε τά πάντα μέ κάθε λε­ πτομέρεια, άπό τό τηλεφώνημα τής Τζήν ώς τήν άνάκρισι στήν άστυνομία μιά ώρα πριν. "Οταν τελείωσε, ό Τζώρτζ είπε: —Τήν πιστεύετε, έ ; —Ναί. —Δέν έχω λόγουν νά σάς πιστέ­ ψω, είπε ό Τζώρτζ, μά σάς πιστεύω


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Δόστε μου ένα κατοστάρικο και δεν θά με ξαναδήτε ιτιά. Ό Έντι κούνησε τό κεφάλι του. —Ένα κατοστάρικο δέ θά σου κάνη κανένα καλό. Γιατί δεν μένεις εδώ, Τζώρτζ ; Μπορείς νά πλυθής, νά ντυθής και νά φας καί νά δουλέψης γιά μένα, θά καθαρίζης τό στούντιο, θά μου κάνης θελήματα καί... Ό Τζώρτζ χαμογέλασε. —Αυτό πού θέλετε νά πήτε είναι δτι δεν μπορείτε νά έχετε εμπιστοσύ­ νη σ’ έναν αλήτη, εΐπε. Θέλετε νά μέ έχετε εδώ για νά μπορείτε νά μέ επιβλέπετε. Ό ’Έντι είπε : — Δεν έχω κατοστάρικο, Τζώρτζ. Νά ένα δεκάρικο. Πήγαινε στό καλό.

Ρ Τζώρτζ κύτταξε κι’ έπειτα τό πρόσωπο

τό δεκάρικο του ’Έντι. Τά μάτια του ήσαν γεμά­ τα ντροπή. Έπειτα από μιά στιγμή είπε : — Που είναι τό λουτρό ; Ό Έντι δούλεψε μιά ώρα, χωρίς κέφι. Έπειτα, βγήκε γιά νά άγοράση μιά άπογευματινή εφημερίδα. 'Η φωτογραφία τής Τζήν τόν χαι­ ρέτησε άπό τήν πρώτη σελίδα. «Μοντέλλο κρατείται διά τήν δο­ λοφονίαν Ρέστλερ» έλεγε ό τίτλος. Υπήρχαν κΡ άλλες φωτογραφίες. 'Η πολυκατοικία τής Τζήν ήταν εκεί μ’ ένα βέλος πού έδειχνε τό διαμέρι­ σμά της. ΤΗταν επίσης εκεί τό σπίτι του Ρέστλερ στό Ρίβερ Χίλς καί μιά φωτογραφία τής Μάρτσια Ρέστλερ, τής γυναίκας του νεκρού. Σέ μιά άλ­ λη φωτογραφία απεικονιζόταν ένας άλλος άντρας, ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ. Ένα χρόνο πριν, ή κυρία Ρέστλερ είχε άναθέσει στόν ντέτεκτιβ εκείνον νά παρακολουθή τόν άντρα της. Μέ τόν τρόπο αύτόν είχε μάθει γιά τήν Τζήν Έμορυ. Ό σύζυγός της τής είχε ζητήσει διαζύγιο τότε, μά δεν είχαν συμφωνήσει στό οικονομικό ζήτημα. Έπειτα, είχαν συμφιλιωθή. Ό Έντι, όταν έπέστρεψε στό στούντιο, τηλεφώνησε στό διαμέρι­ σμα τής Τζήν, μά δεν πήρε καμμιάν άπάντησι. Τηλεφώνησε έπειτα στήν

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 33 αστυνομία καί ζήτησε τόν Λοχία Κίρκ. Ό Κίρκ ήταν εκεί. Ή φωνή του ήταν κουρασμένη. Ό Έντι είπε : — "Ηθελα νά μάθω άν ή Μις Έμορυ κρατείται άκόμα. —Ναι. — θά άφεθή σήμερα ; — Αυτό έξαρτάται, είπε ό Κίρκ, άπό τήν προθυμία της νά συνεργαστή μαζί μας. Σώπασε γιά μιά στιγμή καί πρόσθεσε : —Έχετε κανένα στοιχείο πού νά άποδεικνύη πώς είναι αθώα ; — θέλω, είπε ό Έντι, νά τής ο­ ρίσω δικηγόρο καί νά κανονίσω γιά μιά έγγύησι. "Αλλη μιά σιωπή κΓ ό Κίρκ είπε: —Καλύτερα νάρθήτε εδώ. θά ή­ θελα νά μιλήσω καί στους δυο μαζί. — θάρθώ αμέσως, ύποσχέθηκε ό Έντι. "Οταν γύρισε άπό τό τηλέφωνο, ό Τζώρτζ τόν κύτταξε μέ άπορία άπό τό ντιβάνι. —Σάς αρέσει- νά παίζετε μέ τη φωτιά, έ ; εΐπε. "Ενα πράγμα πρέπει νά ξέρετε, "Εντι : οσο πιό μακρυά στέκεται κανείς άπό τήν αστυνομία, τόσο τό καλύτερο...

Η ΚΥΡΙΑ ΕΧΕΙ ΜΠΕΛΑΔΕΣ 'Η Τζήν κΓ ό Λοχίας Κίρκ τόν περίμεναν στό δωμάτιο, δπου λίγες ώρες πριν του είχαν πάρει τήν κατάθεσί του. ΤΗταν άκόμα εκεί μιά στενογρά­ φος καί ένας άλλο; ντέτεκτιβ. ΤΗταν επίσης κι’ ένας άστυφύλακας μέ στολή*


34 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» Τ'ό πρόσωπο του αστυφύλακα φά­ νηκε γνωστό στόν Έντι καί, τήν επόμενη στιγμή, ό Έντι θυμήθηκε άτι οί προβολείς του αυτοκινήτου του είχαν φωτίσει τό ϊδιο πρόσωπο μέσα στο σκοτάδι τής περασμένης νύχτας. Ό ’Έντι κύτταξε τήν Τζήν καί είδε αγωνία στό πρόσωπό της καί ε­ ρωτήσεις στα μάτια της, τής χαμογέ­ λασε. Ό Κίρκ είπε στόν αστυφύλακα : —Αύτός είναι ; Μιά παϋσις κΓ έπειτα ό άστυφύλακας είπε : — Δέν...είμαι βέβαιος. Δεν μπόρε­ σα νά διακρίνω τό πρόσωπό του. Ό Κίρκ γύρισε στόν Έντι. — Γιατί ώδηγήσατε χτες τή νύχτα τό αυτοκίνητό σας μέσα στόν δεντρό­ φυτο δρομάκο, πού είναι δίπλα στην πολυκατοικία τής Μις Έμορυ ; Ό ’Έντι ένοιωσε κάτι παγερό στήν καρδιά του καί μιαν αδυναμία στα πόδια του. Κατάφερε δμως νά κρατήση ήρεμη τή φωνή του. — Στόν δρομάκο; Δέν... ’Ώ, έκανα όπισθεν έκεΐ γιά νά πάρω στροφή. "Ηθελα νά πάω πρός τήν άλλη κατεύθυνσι. Ό Κίρκ κύτταξε τόν άστυφύλακα. Ό άστυφύλακας συνωφρυώθηκε. —Μπορεί νάγινε κΓ έτσι, μουρ­ μούρισε. Μόλις είχε στρίψει στή γω­ νία, όταν είδα τό αύτοκίνητο νά βγαίνη άπό τόν δρομάκο. Μπορεί νά είναι όπως λέει. Τά μάτια του Κίρκ έδειξαν αμφι­ βολία. —θέλατε νά πάτε πρός τήν άλ­ λη κατεύθυνσι ; Γιατί ; —Έπρεπε νά πάω πίσω στό στούν­ τιο γιά νά πάρω μερικά σκίτσα, πού ήθελα νά τά δείξω σήμερα τό πρωί στήν Μις ’Έμορυ. Ό λοχίας άναστέναξε καί είπε στόν άστυφύλακα: — Εντάξει, Μάκ. Εύχαριστώ. Έπειτα, καθώς ό άστυφύλακας έβγαινε άπό τό δωμάτιο, γύρισε στόν άλλο ντέτεκτιβ. — Εντάξει, Τζένε ; Ό ντέτεκτιβ ήταν κοντόπαχος μέ γριζόμαυρα μαλλιά. — Εντάξει, είπε.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Ό Κίρκ κούνησε τό κεφάλι του καί γύρισε στήν Τζήν : —Μπορείτε νόί φύγετε τώρα... μαζί μέ τόν φίλο σας. θέλω νά σκεφθήτε καλά αύτά πού σάς είπα, θέλω νά καταλάβετε ότι ή ύπόθεσις αύτή μόλις τώρα άρχίζει. Έχετε τί­ ποτα τά προσθέσετε στήν κατάθεσί σας ; ^ Αύτή κούνησε τό κεφάλι της καί εΐπε βραχνά : — Τίποτα. — Καλά. Μήν άπομακρυνθήτε άπό τήν πόλι. Επειτα άπό τό μι­ σοσκόταδο του κτιρίου τής αστυνο­ μίας, ό ήλιος ήταν πολύ λαμπερός. Ή Τζήν άνοιγόκλεισε τά μάτια της, σφίγγοντας μέ τό χέρι της τό μπρά­ τσο του Έντι. —θεέ μου ! Δέν ξέρω πώς άντεξα, Έντι I ΤΗταν... — Ξέρω, είπε αύτός. Μή μιλάς γιά ένα λεπτό. Βάδισαν σιωπηλά γιά ένα διάστη­ μα. "Επειτα ό Τζήν γύρισε καί εΐδε τόν κοντόπαχο ντέτεκτιβ μέ τά γκριζόμαυρα μαλλιά νά βγαίνη άπό τό κτίριο τής άστυνομίας. — Ό χοντρός μάς παρακολουθεί, είπε. Καί κάποιος μέ είδε στό πάρ­ κο χτές τή νύχτα. Τήν άκουσε ν’ άφήνη μιά σιγανή κραυγή καί τό χέρι της έσφιξε τό μπράτσο του σάν τανάλια. Τά μά­ τια της άνοιξαν διάπλατα καί γέμι­ σαν τρόμο. — Μήν κάνης έτσι, Τζήν. Δέν σκο­ πεύει νά μιλήση καί, άν μείνη ξεμέ­ θυστος, δέν θά μιλήση ποτέ. Είναι όμως άλκοολικός καί άν... Δέν άτρτελείωσε τή φράσι του. "Εφτασαν στό μέρος, όπου ό Έντι είχε άφήσει τό αύτοκίνητο του, καί καθώς έμπαιναν μέσα, ό "Εντι κύτταξε πάλι πίσω. Δέν είδε πουθε­ νά τόν ντέτεκτιβ. Καθώς ξεκινούσε όμως, είδε τόν ντέτεκτιβ καθισμένον σ’ ένα αύτοκίνητο τής άστυνομίας μ’ έναν άλλον άντρα στόν βολάν. Μέσα στό καθρεφτάκι του οδηγού είδε τό αύτοκίνη­ το αύτό νά κάνη στροφή καί νά τούς παίρνη άπό πίσω. Ό Έντι δέν βιάστηκε.


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Τά μάτια της Τζήν κύτταξαν ο­ λόισια μπροστά. —"Ημουν τρελλή, μουρμούρισε. Σέ έμπλεξα στην Ιστορία αυτή, μολονό­ τι δεν έφταιγες καθόλου. —’Άν είχαν κανένα στοιχείο στά χέρια τους, αν είχαν έστω καί μια δυνατή υποψία, είπε ό ’Έντι, δεν θά ήσουν καθισμένη εδώ. θά ήσουν κλεισμένη μέσα. Μά δεν έχουν άφθο­ νο καιρό στή διάθεσί τους, θά γί­ νουν κυ άλλες δολοφονίες καί ή προ­ σοχή τους θά άποσπαστή άπό τήν ύπόθεσι αυτή. Ζουμε σέ μιά μεγάλη πόλι. — Καί ό Ρέστλερ ήταν ένας μεγά­ λος άνθρωπος, είπε ή Τζήν. Αυτό είπε ό Λοχ-ας Κίρκ. θά διαθέσουν άντρες καί χρόνο γιά νά βρουν τον δολοφό­ νο του. Ό ’Έντι δεν άπάντησε. Ή Τζήν είπε : —Ποιός λες νά τον σκότωσε ; Ή γυναίκα του ; Ό ’Έντι άνασήκωσε τούς ώμους του. — Καί εκείνο τό πιστόλι πού είχα, είπε ή Τζήν. ’Έχει έξαφανιστή καί ό "Αλαν δολοφονήθηκε μ’ ένα πιστόλι τής ιδίας διαμέτρου. Ό Λοχίας Κίρκ λέει ότι κανένας άντρας δεν θά χρη­ σιμοποιούσε ένα πιστόλι των 22. Εί­ ναι ένα όπλο πού χρησιμοποιούν οί γυναίκες. —Κι’ όμως δεν σέ κράτησαν, είπε ό ’Έντι. — Μά γιατί; Γιατί ; —Γιατί, είπε ό "Εντι κοφτά, πι­ στεύουν ότι μπορούν νά μάθουν πε­ ρισσότερα παρακολουθώντας μας. Αύτό άκριβώς κάνει τώρα ό κοντόπαχος εκείνος ντέτεκτιβ. Μήν κυττάξης πίσω. Ή Τζήν άνασκίρτησε. —Τό προτιμώ αύτό, εΐπε ό ’Έντι. Ό δολοφόνος είναι ακόμα ελεύθε­ ρος καί προτιμώ νά βρίσκεται διαρ­ κώς ένας ντέτεκτιβ κοντά σου. Κρά­ τησες καλά ώς τώρα, Τζήν. θά ή­ ταν καταστροφή άν τσάκιζες καί μι­ λούσες. —Δέν θά μιλήσω, ’Έντι, είπε τό κορίτσι. Σου τό υπόσχομαι αυτό.

μαζί της,

,^^,νέβηκε επάνω όταν έφτασαν στό διαμέ-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

35

7"ά προηγούμενα τεύχη της

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑΣ 1) ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΠΕΣ ΣΑ­ ΡΩΝ 2) Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ 3) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΙΕΘΑΝΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ 4) Η ΓΥΑΛΙΝΗ ΝιΕ Κ ΡΟΚιΕΦΑΑΗ 5) ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ, ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑ 6) ΤΑ 7 ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 7) ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΜΟΡ 8) ΤΟ 13ο ΜΑΤΙ 9) Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΓΥ­ ΝΑΙΚΩΝ 10) ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕ­ ΜΑΣΟΥΝ 11) ΠΕΝΤΕ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ 12) ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΗΝ ΚΗ­ ΔΕΙΑ ΣΟΥ 13) ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ 14) Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΜΙΣΤΕΡ! 15) ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡ ΙΓΚΟ 16) ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ άνετυττώθη' αν <κ<χ\ πω λοΌ'· ται εις τά γραφεία μας. ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 30 (Πάροδος άδοϋ *Αγ. Κων)νου)

αντί δραχμών

2.500

Άνετυπώθησσν επίσης καί πωλουνται στά γραφεία μας τά τεύχη : 17) ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ 18) ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ 19) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟΚΛΙ­ ΝΕΤΑΙ 20) Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Η ΘΕΑ ΚΟΡΑ 21) ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟ­ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ

ρισμά της. Μά δέν έμεινε παρά μό­ νο γιά νά βρή μιά διεύθυνσι στον τηλεφωνικό κατάλογο. "Επειτα, άκούμπησε τά χέρια του στους ώμους της καί τήν φίλησε στό μέτωπο. -—Φάε κάτι. Πιές λίγο καφέ. Θά γυρίσω σέ μιά ώρα. Είδε τό άστυνομικό αύτοκίνητο μισό τετράγωνο πιο πέρα, όταν βγή-


36

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

Καθώς ξεκινούσε, εΐδε τόν κοντό­ χοντρο ντέτεκτιβ νά βγαίνη άπό τό αυτοκίνητο καί τό αυτοκίνητο νά παίρνη ξοπίσω τό δικό του. Τό γραφείο του Νορβίλ Τζάντσον ήταν στη δυτική πλευρά τής συνοι­ κίας ’Έλσουορθ. νΗταν στό δεύτερο πάτωμα ένός διώροφου κτιρίου. Ό ’Έντι άνέβηκε στη σκάλα, διέ­ σχισε έναν διάδρομο καί σταμάτησε μπροστά σε μιά πόρτα μέ τήν έπιγραφή: ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ-ΝΟΡΒΙΛ ΤΖΑΝΤΣΟΝ Σέ μιά γωνιά του τζαμιού ήταν γραμμένη ή φράσις : «Περάστε μέσα». Τό δωμάτιο όπου μπήκε ό ’Έντι ήταν μικρό καί περιείχε δυό πολυ­ θρόνες καί ένα τραπεζάκι σκεπασμέ­ νο μέ περιοδικά. Άπό τή μισάνοιχτη πόρτα, πού ώδηγούσε στό ιδιαίτερο γραφείο, ό ’Έντι είδε έναν άντρα καθισμένο πίσω από ένα τραπέζι. Ό άντρας σηκώθηκε καί είπε: —Περάστε μέσα. ■^Ηταν ύψηλόσωμος καί λιγνός. Εΐχε μακρύ, έξυπνο πρόσωπο καί σκουρογάλανα μάτια. —Ό κ. Τζάντσον. Ό άνθρωπος κούνησε τό κεφάλι του κι’ έδειξε μιά καρέκλα. Ό ’Έντι κάθησε. —Τό όνομά μου είναι Κρίστιαν. Έντι Κρίστιαν. Είμαι φίλος τής Μις Έμορυ. 'Ο Τζάντσον κούνησε τό κεφάλι του, μέ τά σκουρογάλανα μάτια του καρφωμένα στό πρόσωπο του ’Έντι. —Τούς είδατε πολλές φορές μα­ ζί... τήν Τζήν καί τόν Ρέστλερ ; ρώ­ τησε ό Έντι. Ό Τζάντσον ουνωφρυώθηκε. — Δεν είμαι ελεύθερος νά μετα­ δώσω μιά τέτοια πληροφορία, κ. Κρίστιαν. Μόνο στήν αστυνομία.

ΚΑΘΕ

ΤΕΤΑΡΤΗ Μ I Α

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

ΤΟ

ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Χαμήλωσε τά μάτια του στό τρα­ πέζι καί πρόσθεσε : —Δέν παρακολουθούσα τήν Μις ’Έμορυ. Ό Ρέστλερ ήταν ό άνθρω­ πος πού παρακολουθούσα. —Τό σκέφτηκα αυτό, είπε ό Έντι. Σκέφτηκα πώς, ίσως, παρακολουθών­ τας τον είχατε ανακαλύψει κάτι πού θά μπορούσα νά χρησιμοποιήσω. ’Ίσως ήταν κάποιος άλλος ανακατεμέ­ νος στή ζωή του, κάποιος πού μπο­ ρεί νά εΐχε λόγους νά τόν σκοτώση. —Δέν αποκλείεται αυτό, είπε ό Τζάντσον. Μά δέν μέ πλήρωσαν νά ερευνήσω προς τήν πλευρά αυτή καί δέν ερεύνησα. Αναστέναξε. — Κύριε Κρίστιαν, πρόσθεσε, αυτή είναι ή πρώτη ύπόθεσις διαζυγίου, πού άνέλαβα ποτέ, καί σάς διβεβαιώ πώς θά εΐναι ή τελευταία. Βαρέθη­ κα πιά. —'Υ π ή ρ χ α ν λοιπόν κι5 άλλα πρόσωπα στή ζωή του, εΐπε ό Έντι ήρεμα. Γιατί δέν μιλήσατε στήν α­ στυνομία. ό πρόσωπο τού ιδιωτικού ντέτεκτιβ φανέρωσε στενο­ χώρια. Εΐπε άργά : —Δέν μέ ρώτησαν. —Θά δεχόσαστε νά ερευνήσετε πρός τήν κατεύθυνσι αύτή, άν σάς τό ανέθετα αυτό επί πληρωμή ; Ενδιαφέρον έλαμψε στά σκουρο­ γάλανα μάτια τού Τζάντσον. — Μού άναθέτετε νά ερευνήσω ; —Ναι. —Εΐναι κάτι πολύ δύσκολο. Δέν εΐναι άπό τούς ανθρώπους εναντίον των όποιων μπορεί κανείς νά κινηθή ανοιχτά. Μέ τριάντα δολλάρια τήν ημέρα καί έπί πλέον τά έξοδα, θά σάς κόστιζε πολλά λεφτά ή δουλειά αύτή. — Σάς άναθέτω τή δουλειά, εΐπέ ό Έντι. Εΐναι χαρτοπαίκτης ό άν­ θρωπος αυτός ; Έκπληξις φάνηκε στό πρόσωπο τού Τζάντσον. —Ναι. Πώς τό ξέρατε αυτό ; — Διάβασα πώς ό Ρέστλερ έπαιζε χαρτιά. Καί σκέφτηκα πώς ίσως εΐχε ιστορίες μέ κανέναν χαρτοπαίκτη. —Τό όνομα Μάξ Τζίραρντ σημαί­ νει τίποτα σέ σάς ;


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Ό Έντι είχε διαβάσει για τόν Τζίραρντ. Είχε διαβάσει γι’ αυτόν, όταν ό καινούργιος δήμαρχος εΐχε δοκιμάσει νά κλείση τις χαρτοπαικτικές λέσχες καί όταν μιά χορεύτρια είχε βρεθή πνιγμένη στον ποταμό. Οί εφημερίδες είχαν αναφέρει τό όνομα του Τζίραρντ σχετικά μέ τις υποθέσεις αυτές, μά ό είσαγγελεύς δεν είχε κατορθώσει νά απόδειξη τί­ ποτα εναντίον του. Ό Έντι θυμόταν τις φωτογραφί­ ες του πού είχαν δημοσιευθή. ΤΗταν ένας γίγαντας μέ τεράστιους ώμους. Δέν ήταν λοιπόν νά άπορή κανείς πού ό Τζάντσον δέν είχε δώσει τό όνομά του στην άστυνομία. — ηέρω ότι ό Ρέστλερ έπαιζε χαρ­ τιά μαζί του, είπε ό Τζάντσον. Είναι πολύ τραχύς. —Πολύ τραχύς για ένα πιστολάκι των 22, εΐπε ό ’Έντυ. Ό Τζάντσον χαμογέλασε. —"Αν σκοπεύατε νά σκοτώσετε κάποιον, δέν θά χρησιμοποιούσατε ένα πιστόλι, πού θά μπορούσε νά άποδειχθή πώς άνήκει σέ σάς. θά χρη­ σιμοποιούσατε ένα πιστόλι, πού θά έστρεφε τις υπόνοιες εναντίον κάποιου άλλου. —Σάς μίλησε ή άστυνομία γιά τό πιστόλι τής Τζήν ; Ό Τζάντσον κούνησε τό κεφάλι του. — Ναι. Εργάστηκα στό Γραφείο Δολοφονιών τέσσερα χρόνια κΓ έχω άκόμα μερικούς φίλους έκεϊ. Ό Έντι έβγαλε τό πορτοφόλι του. —θέλετε μιά προκαταβολή ; —’Άν δέν έχετε άντίρρησι είπε ό Τζάντσον. ^^.πό ένα φαρμα­ κείο δυό τετράγωνα πιο πέρα, ό Έντι τηλεφώνησε στήν Τζήν. — Είναι όλα εντάξει; την ρώτησε. Πώς αισθάνεσαι ; —/Καλύτερα. — Ανέθεσα σ’ έναν ιδιωτικό ντέτεκτιβ νά έρευνήση, είπε ό "Εντι, μά θέλω νά πάω νά δώ καί κάποιον άλ­ λον. Περίμενέ με, σέ παρακαλώ. —θά περιμένω. ...Τό Ρίβερ Χίλς, όπου ήταν τό σπίτι του Ρέστλερ, ήταν ένα προάστειο στά βορειοανατολικά _ τής πό-

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

37

λεως κι* ό "Εντι πέρασε πρώτα άπό τό στούντιο του. Ό Τζώρτζ κοιμόταν βαθειά στό ντιβάνι. Ό Έντι δέν τόν ξύπνησε. "Αφησε ένα σημείωμα επάνω στό πάτωμα, κοντά στό ντιβάνι; «θά γυρίσω πριν βραδυάση.» Έπειτα κατευθύνθηκε προς τό Ρί­ βερ Χίλς. *Ηταν ένα καινούργιο σπίτι, χα­ μηλό καί άσυνήθιστο, εβδομήντα πε­ ρίπου μέτρα μακρυά άπό τόν δρόμο. Ένας στριφογυριστός δρομάκος, πού περνούσε άνάμεσα σέ δέντρα, ώδηγουσε ως εκεί. Μιά καμαριέρα άνοιξε τήν πόρτα κΓ ό Έντι ζήτησε τήν κυρία Ρέστλερ. Ή καμαριέρα φάνηκε νευρια­ σμένη. —'Η κυρία Ρέστλερ δέν... Εΐστε δημοσιογράφος, κύριε; — "Οχι. Είμαι ένας φίλος τής Τζήν Έμορυ. Μπορείτε νά τό πήτε στήν κυρία Ρέστλερ αυτό ; Πρόκειται γιά κάτι πολύ σημαντικό. 'Η καμαριέρα δίστασε καί μπήκε στό μισοσκότεινο χώλ. "Οταν έπέστρεψε, είπε : — ’Από δώ, κύριε. Τήν άκολούθησε μέσα σ’ ένα με­ γάλο χώλ κΓ έπειτα μέσα σ’ ένα χαμηλοτάβανο σαλόνι. ΈΙταν μακρύ καί πλατύ, μέ μεγάλα παράθυρα κα­ τά μήκος του ενός τοίχου. Ή κυρία Ρέστλερ ήταν καθισμένη σέ μιά τεράστια πολυθρόνα, στό βάθος του δωματίου. Ένα πολυτελές ήλεκτρικό γραμμό­ φωνο έπαιζε κοντά της κι’αύτή άκουγε. Κρατούσε ένα ποτήρι στό χέρι της καί δέν σηκώθηκε όταν ό ’Ένπι πλησίασε. — Καλησπέρα, είπε μέ φωνή χω­ ρίς έκφρασι. —Τό όνομά μου είναι Έντι Κρίστιαν. Είμαι φίλος τής Μις "Εμορυ. Μά... δέν έχουμε συναντηθή άλλοτε, κυρία Ρέστλερ ; — Νο.,,μίζω, είπε αυτή άμφίβολα. "Εγειρε τό κεφάλι της πρός τή μιά μεριά έξετάζοντάς τον προσεκτικά. —Δέν είστε καλλιτέχνης, νομίζω ; Καλλιτέχνης ειδικευμένος στά βιομηνικά εϊδη ; "Ισως σάς συνάντησα σέ κανένα πάρτυ του Νέντ Κράΐτον. Δέν φαινόταν νά πενθή τόν θάνα­


38 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» το του συζύγου της. Ό Έντι κάθησε σέ μια καρέκλα κοντά της και κύτ­ ταξε τα χέρια του. Προσπαθούσε νά την θυμηθή. Ή φωτογραφία της πού είχε δη στις εφημερίδες την έδειχνε νεώτερη καί την κολάκευε. — Πως είναι ή Μις Έμορυ ; ρώτη­ σε ή γυναίκα με κάποια τραχύτητα στη φωνή. Ό Έντι σήκωσε τό κεφάλι του. —Έχει μπελάδες.

Η κυρία Ρέστλερ ήπιε μια γερή γουλιά από τό πιοτό της. — Καί ήρθατε νά με παρακαλέσετε να τήν βοηθήσω ; θά θέλατε νά αλλάξω τήν κατάθεσί μου γι’ αυτήν ; Ξέρω αρκετά γιά τήν Μις Τζήν ’Έ­ μορυ. Νομίζετε πώς ό ’Άλλαν δεν μου μίλησε γι’ αύτήν ; Μου είπε κάποτε ότι, άν πίστευε πώς ή Τζήν θά τον παντρευόταν, θά μέ χώριζε. Μη μοϋ μιλήσετε γιά τήν Τζήν ’Έ­ μορυ. Έχω ακούσει πάρα πολλά γι’ αύτήν κιόλας. Ήταν όμορφη, μά ό ’Έντι κατα­ λάβαινε τώρα γιατί ό Ρέστλερ δέν περνούσε τό καιρό του στο σπίτι του. ΕΤπε : — ’Άν ό σύζυγός σας έτρεφε αυ­ τά τα αισθήματα απέναντι της, τότε ή Τζήν δέν θά είχε κανέναν λόγο νά τόν δολοφονήση. 'Η Μάρτσια Ρέστλερ τόν κύτταξε σταθερά. — "Ισως τόν δολοφόνησε κανένας φίλος της. Είχε πιή, μά δέν ήταν τόσο με­ θυσμένη ώστε νά μην ξέρη τί έλεγε. Σηκώθηκε καί ξαναγέμισε τό ποτήρι της.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ — θά πιήτε κι* εσείς, κ. Κρίστιαν ; —Όχι, εύχαριστώ. Μήπως ό σύ­ ζυγός σας είχε κανέναν εχθρό... — Εχθρό ; — Κανέναν πού νά τόν μισή αρκε­ τά ώστε νά... -—Νά τόν σκοτώση ; —Ναι. —Τόν άπεχθανόμουν, είπε αύτή, μά δέν τόν μισούσα ούτε τόν σκότω­ σα. 'Η άστυνομία μπορεί νά τό βεβαιώση αυτό. Δέν παραβλέπουν, ξέ­ ρετε, τίποτα, οι άστυνομικοί. Ήπιε τό ποτό της καί ξανακάθησε. —’Ανέφερε ποτέ ό σύζυγός σας κάποιον Μάξ Τζίραρντ; — Έχει έρθει εδώ ό Τζίραρντ, εί­ πε αύτή. Έχει παίξει εδώ πόκερ μέ τον "Αλαν. Μπορείτε νά ερευνήσετε προς τήν κατεύθυνσι αύτή. Ό "Αλαν ήταν κάπως τσιγγούνης. Μπορεί νά μην πλήρωσε μερικά χρέη του. Ό Έντι σηκώθηκε. — Ευχαριστώ. Μέ συγχωρεΐτε πού σάς ενόχλησα, κυρία Ρέστλερ. Εύχαριστώ πολύ. Δέν τόν συνώδευσε ώς τήν πόρτα. Ό Έντι νόμισε, καθώς έβγαινε, πώς τήν ακούσε νά γελά σιγανά μέσα στο σαλόνι. /ΰΚ,έν είδε τό αύτοκίνητο τής άστυνομίας, όταν βγήκε από τόν στριφογυριστό δρομάκο. Δέν τό ξαναείδε παρά μόνο όταν ήταν πιά δυο τετράγωνα από τό στούντιο του. Ό Τζώρτζ είχε ξυπνήσει. Τό καλοξυρισμένο πρόσωπό του ήταν χλω­ μό καί τα καστανά μάτια του θολά. — Πεινάς ι ρώτησε ό Έντι. Ό Τζώρτζ δίστασε πριν κουνήση τό κεφάλι του καταφατικά. — Ή διψάς ; —Διψώ. Μά δέν θά πιώ. Μην άνησυχήτε γι’ αυτό. —θέλω νά τήν δής καί νά καταλάβης πώς δέν είναι δολοφόνος. Ό Τζώρτζ κύτταξε τά ρούχα του. —Έτσι όπως εΐμαι ; _ Ξ — Έτσι, θά φροντίσουμε γιά ρού­ χα αύριο. —’Ίσως, είπε ό Τζώρτζ, θάπρεπε νά φύγω. ’Ίσως δέν έπρεπε νά άναμιχθώ καθόλου στην ιστορία αύτή. Δέν σάς ώφελώ καθόλου.


«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

1ΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Ό Έντι είπε αργά : —Υπήρξε ένα μικρό διάστημα στη ζωή μου, Τζώρτζ, πού ή γυναί­ κα σύτή ήταν τό κορίτσι μου. Τόρριξα στο πιοτό τότε και ξέρω πόσο μεγάλο εΐναι τό μαρτύριό σου. —Δεν μπορείς νά ξερής, εΐπε ό Τζώρτζ σφίγγοντας τα χείλη του. Πάμε. ...Ή Τζήν τούς άνοιξε την πόρτα καί τά μάτια της σταμάτησαν μέ περιέργεια επάνω στον Τζώρτζ. — "Ενας φίλος μου, είπε ό ’Έντι. Είμαστε πεινασμένοι Τζήν. Υπάρχει τίποτα στό σπίτι ; — Αρκετά για νά ετοιμάσω ένα φαγητό. "Εκλεισε την πόρτα καί τά μάτια της αναζήτησαν τά μάτια του Έντι. —ΤΗρθαν κι3 έψαξαν τά ύπόγεια, Έντι. "Εψαξαν στό βάθος του σωλή­ να του τζακιού. Νομίζω πώς βρήκαν τό πιστόλι. — Τί αί κάνει νά τό πιστεύης αυτό ; —"Επαψαν νά ψάχνουν. Είδα έναν άπ’ αύτούς νά φεύγη μέ κάτι τυλιγμένο μ’ ένα πανί, κάτι όχι- με­ γαλύτερο άπό ένα πιστόλι. — θά μάθουμε σύντομα άν εΐναι τό πιστόλι σου, εΐπε αυτός. "Ας μην τό σκεπτόμαστε τώρα. Καθώς έτρωγαν, ό Έντι τής εΐπε γιά την κυρία Ρέστλερ. Καί πρόσθεσε. —Προσέλαβα τον Τζάντσον, τόν ιδιωτικό ντέτεκτιβ. Φαίνεται νά πιστευη δτι κάποιος Μάξ Τζίραρντ μπορεί νά εΐναι ανακατεμένος.

Ο Τζώρτζ εΐχε στα­

ματήσει τό φαγητό του καί κύτταζε ιόν "Εντι μέ ορθάνοιχτα μάτια. —Τί συμβαίνει, Τζώρτζ ; Ό Τζώρτζ κύτταξε άλλου. —Τίποτα. Μόνο... αύτός ό Μάξ Τζίραρντ... Δέν πρέπει νά μπλέξετε μέ αύτόν, "Εντι. Εΐναι άπό τούς άνθρώπους πού πρέπει νά άποφεύγη κανείς. Ή Τζήν σταμάτησε κι* αύτή τό φαγητό της. —Εννοείτε εκείνον τόν εγκλημα­ τία, εκείνον τόν άνθρωπο γιά τόν ό­ ποιο γράψαν οί εφημερίδες ;

39

— Ναι, εΐπε ό "Εντι. Εΐναι χαρτο­ παίκτης καί δέν μπόρεσαν ούτε αυτό κάν νά άποδείξσυν. — Μή ! εΐπε αύτή γοργά. "Εντι, έχεις κιόλας κάνει πάρα πολλά γιά μένα. Δέν... δέν τό άξίζω, έπειτα άπό... — Δέν πρόκειται νά τά βάλω μέ τόν Τζίραρντ, εΐπε ό "Εντι καθησυχαστικά. Αύτό εΐναι δουλειά του Τζάντσον. Γι’ αύτό τόν πλήρωσα. Ό Τζώρτζ εΐχε ξαναρχίσει νά τρώγη. Ή Τζήν έμεινε ασάλευτη. — Γιατί, Έντι; Γιατί δλα αύτά γιά μένα ; — Ξέρεις γιατί, εΐπε αύτός. Αύτή δάγκωσε τό κάτω χείλι της. — Ακόμα κΓ έπειτα άπό τρία χρό­ νια, έπειτα άπό τόν "Αλαν κι’ έπειτα άπ’ δλη αύτή την ιστορία ; — Δέν άλλαξα ποτέ, εΐπε ό "Εντι. Καί δέν θ’ αλλάξω ποτέ. Σ’ άγαπούσα, σ’ άγαπώ καί θά σ’ αγαπώ. Μά ένα πράγμα πού δέν θέλω, Τζήν, εΐναι ή ευγνωμοσύνη. Νά τό θυμάσαι αύτό. Ό Τζώρτζ εξακολουθούσε νά τρώη, μά ό "Εντι εΐχε τό συναίσθη­ μα πώς ό αλκοολικός δέν έχανε ού­ τε λέξι. "Επιναν τόν καφέ τους, όταν τό κουδούνι τής εισόδου χτύπησε. 'Η Τζήν κύτταξε τόν Έντι, χωρίς νά κά­ νη καμμιά κίνησι γιά νά σηκωθή. — θά πάω εγώ, εΐπε ό ’Ένπ. Καί άν εΐναι ή άστυνομία, μή χάσης την ψυχραιμία σου. Νά θυμάσαι πώς εί­ σαι αθώα, οσο δύσκολα κι* άν γίνουν τά πράγματα. Εΐσαι άθώα καί δέν μπορούν.νά σέ καταδικάσουν. ταν ή άστυνο­ μία. ?Ηταν ό Λοχίας Κίρκ. Τό πρό­ σωπό του φαινόταν πιο βαριεστημένο άπό πριν, Τά κουρασμένα μάτια του έδειξαν δυσαρέσκεια δταν άντίκρυσαν τόν Έντι. — Εΐναι εδώ ή Μις ’Έμορυ ; — Ναι. Περάστε μέσα. Εΐναι στήν κουζίνα. Τίποτα καινούργιο, λοχία; — Αρκετά γιά τούς σκοπούς μας, εΐπε ό Κίρκ. Καί προχώρησε μπρός άπό τόν Έντι πρός τήν κουζίνα. — Βρήκαμε τό πιστόλι. Εΐναι τό δικό της. Καί εΐναι τό πιστόλι μέ τό


40 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» όποιο δολοφονήθηκε ό Ρέστλερ. 'Η Τζήν πρέπει νά τόν ακούσε. Έταν χλωμή σαν νεκρή, όταν μπή­ καν στην κουζίνα. Ό Έντι προσπέρασε τόν Κίρκ καί στάθηκε κοντά στήν καρέκλα της. Ό λοχίας δμως κύτταξε τόν Τζώρτζ. —Χμ ή είπε. Νά μέ πάρη ό διάβο­ λος. Μή μου πής, Τζώρτζ, πώς είσαι κι5 εσύ άνακατεμένος στήν ύπόθεσι αυτή ; Τά καστανά μάτια του Τζώρτζ δεν ήσαν θολά τώρα. Άγρυοκύτταζαν τόν ντέτεκτιβ. Τά χείλη του έ­ μειναν σιωπηλά. — Ό Τζώρτζ είναι φίλος μου, εί­ πε ό Έντι. Δουλεύει για μένα στο στούντιο. Βρίσκετε τίποτα κακό σ’ αυτό, λοχία; —Όχι, είπε ό Κίρκ. Ό Τζώρτζ δουλεύει καί για μάς καμμιά φορά. Τουλάχιστον, νομίζουμε πώς δου­ λεύει για μάς. Πολύ εύστροφος, έ ; — Μου αρέσει, είπε ό Έντι. Άκούμπησε τό χέρι του στόν ώμο τής Τζήν καί μουρμούρισε : — Βρήκαν τό πιστόλι, Τζήν. —Τό ξέρω, είπε αυτή. Τόν ακόυ­ σα νά τό λέη. Ό ντέτεκτιβ είπε : —Είστε έτοιμη νά μιλήσετε τώρα, Μις Έμορυ ; Αυτή δεν απάντησε. Ό Έντι τής είπε : —θά σου βρω εναν δικηγόρο καί θά φροντίσω νά σε άφήσουν ελεύθε­ ρη μέ έγγύησι. Σέ μισή ώρα θά εί­ ναι ρυθμισμένα καί τά δυό, Τζήν. —Μή χάνετε τόν καιρό σας από­ ψε, είπε ό Κίρκ. Δεν θά την άφήσουν ελεύθερη μέ έγγύησι πριν από αύριο. Καί... αύριο, θά σάς δούμε ευχαρί­ στως, κ. Κρίστιαν. Θά έχουμε πολλά νά πούμε. Τό βλέμμα του γύρισε στόν Τζώρτζ. — Καλά θά κάνης νάρθής κΤ εσύ μαζί του. Ό Τζώρτζ κύτταξε τόν λοχία καί ήδέν είπε τίποτα. Μά τά μάτια του σαν γεμάτα μίσος.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

«ΧΑΙΡΕΤΕ, κ. ΚΡΙΣΤΙΑΝ ί» Ό Τζώρτζ δεν μίλησε παρά μόνο δταν ό Κίρκ έφυγε μαζί μέ την Τζήν. Τότε είπε : — θά τήν ενοχοποιήσουν I θά τήν καταδικάσουν I Έχουν αρκετά στοι­ χεία στά χέρια τους καί, άν όμολογήση πώς ό Ρέστλερ ήταν εδώ, πώς τόν βρήκε εδώ σκοτωμένο... — Είναι αθώα, είπε ό Έντι. Ό λοχίας φαίνεται νά σέ ξέρη πολύ καλά, Τζώρτζ. —Τούς χρησιμέυσα ώς καταδότης άρκετές φορές. Τό αλκοόλ μ’ έχει φέρει σέ θέσι νά κάνω πολλά πρά­ γματα. "Εντι, πρέπει νά σάς άφήσω. Ό Έντι έμεινε σιωπηλός. —Γιά σάς, συνέχισε ό Τζώρτζ. θά εξαφανιστώ, Έντι. Δέν θέλω νά μέ άνακαλύψη κανείς. —Φοβάσαι μήπως σέ αναγκάσουν νά μιλήσης άν πάς στήν αστυνομία ; Αυτό είναι, Τζώρτζ ; —Καί ναι καί όχι. Πιστέψτε με. Είστε ό πρώτος άνθρωπος, μέσα στά τελευταία πέντε χρόνια, πού μου φέρθηκε . άνθρωπινά, Έντι. Δέν θά δεχόμουν ποτέ νά σάς προδώσω ί —Τό ξέρω. Καί, όταν πάμε νά δούμε τόν Κίρκ αύριο, ό δικηγόρος μου θά είναι μαζί μας. Δέν θά σου συμβή τίποτα, Τζώρτζ. — Δέν θά πάω στήν άστυνομία. Ό "Εντι έμεινε σιωπηλός γιά λί­ γο κι5 έπειτα είπε : —Δέν μπορώ νά σέ κρατήσω. Εί­ σαι κύριος του εαυτού σου. θά ή­ θελα όμως νά μείνης κοντά μου. Του γέμισε άλλη μιά κούπα καφέ. — Έχω νά κάνω ένα τηλεφώνη­ μα. Σκέψου στό μεταξύ.


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ Πέρασε στό διπλανό δωμάτιο, βρήκε τόν αριθμό του Νέντ Κράϊτον στόν κατάλογο και τηλεφώνησε. — Συνάντησα ποτέ την κ. Ρέστλερ σέ κανένα άπό τα πάρτυ σου, Νέντ ; ρώτησε. —’Ίσως, είπε ό Νέντ. Έχει έρθει σέ μερικά πάρτυ. Όχι όμως τόν τε­ λευταίο καιρό. — Φίλη σου ; — Διάβολε, όχι 1 Δική σου φίλη, Έντι ; -Όχι. — ”Αν θέλης τη γνώμη μου, συνέ­ χισε ό Νέντ, είναι μια τσούλα καί δέν θά μου φαινόταν παράξενο άν 'αύτή είχε σκοτώσει τόν άντρα της. — Δέν θά μοϋ φαινόταν ούτε εμέ­ να παράξενο. Γειά σου, Νέντ. Ό Έντι γύρισε στην κουζίνα. ΤΗταν άδεια. Ή πίσω πόρτα ήταν α­ νοιχτή ακόμα. Ό Τζώρτζ είχε φύγει. Ό Έντι ένοιωσε μοναξιά, πικρή μοναξιά. Ε3αναγύρισε στό σα­ λόνι. Είχε αρχίσει νά νυχτώνη τώ­ ρα. Πήγε στό τηλέφωνο καί τηλέφωνησε στόν Τζάντσον. Δέν πήρε καμμιά άπάντησι στό γραφείο του ιδιω­ τικού ντέτεκτιβ, μά τόν πέτυχε στό σπίτι του. —Τίποτα νεώτερα ; ρώτησε ό Έντι. — Τίποτα εκτός άπό μια φήμη, πού είναι ί'σως υπερβολική. Ό Ρέσ­ τλερ—λένε —έχασε είκοσι χιλιάδες δολλάρια παίζοντας μέ τόν Τύίραρντ εδώ καί λίγες μέρες. Καί ό Ρέστλερ εΐναι γνωστός ώς κακοπληρωτής. Μά δέν θά κ'νηθώ άκόμα άμεσα εναντίον του Τζίραρντ. —Δέν έχει νομίζω κάποιο νυχτε­ ρινό κέντρο ό Τζίραρντ ; — Ναι. Τή Λέσχη ’Άνταμ, στήν Δωδεκάτη Λεωφόρο. — Βρήκαν τό πιστόλι μέ τό οποίο δολοφονήθηκε ό Ρέστλερ, είπε ό Έντι. Ανήκει στήν Τζήν, Ό Τζάντσον δέν είπε τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα : — ’Ίσως θάπρεπε νά αποσύρετε τώρα τήν εντολή σας ; Ξοδεύετε ά­ δικα τά χρήματά σας. — ’Ίσως, είπε ό Έντι.Μάδέν απο­

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 41 σύρω τήν εντολή. ' Συνεχίστε τις έρευνές σας... 'Η Λέσχη ’Άνταμ ήταν ενα μακρύ κτίριο, μέ ένα ήμικυκλικό μπαρ κι* ένα μεγαλύτερο δωμάτιο μέ τραπέ­ ζια εστιατορίου. 'Η ώρα ήταν επτά τώρα καί ή τραπεζαρία ήταν μισογεμάτη άπό πε­ λάτες. Υπήρχαν τρία γκαρσόνια. Ό Έντι είπε σ’ εκείνον πού τόν πλη­ σίασε : —θέλω νά δω τόν Μάξ Τζίραρντ. Τό γκαρσόνι τόν κύτταξε χωρίς νά μιλήση. _ — Είμαι φίλος τής Τζήν Έμορυ, συνέχισε ό Έντι, καί θέλω νά μιλή­ σω στόν Μάξ Τζίραρντ. Πέστε το αύτό στόν Τζίραρντ καί ρωτήστε τον άν θέλη νά μέ δή ή όχι. Ό άνθρωπος γύρισε καί πήγε σ’ ενα τηλέφωνο κοντά στό ταμείο. "Οταν έπέστρεψε είπε : —Στό άλλο δωμάτιο, είναι μια πόρτα πίσω άπό τήν έξέδρα τής ορ­ χήστρας. θά βγήτε σ’ έναν διάδρο­ μο. Στό βάθος του διαδρόμου ή τε­ λευταία πόρτα δεξιά. —Εύχαριστώ, είπε ό Έντι.

ΤγΙΓ πόρτα πίσω άπό τήν εξέδρα ήταν ανοιχτή. Βάδι­ σε προς τό βάθος του διαδρόμου, μ’ ενα ελαφρό ρΐνος στήν πλάτη καί μ’ ένα τρεμούλιασμα στά γόνατα. Χτύπησε στήν πόρτα καί κάποιος είπε : — Εμπρός ! ?Ηταν ένα δωμάτιο σέ σχήμα «Γ». Τό γραφείο πίσω άπό τό οποίο ήταν καθισμένος ό Μάξ Τζίραρντ, βρισκό­ ταν στη μιά άκρη τού Γ. Προς τά άριστερά εκτεινόταν τό άλλο στέλε-


42 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» χος του Γ καί ένα στρογγυλό τρα­ πέζι υπήρχε εκεί. Τό μέρος εκείνο του δωματίου ή­ ταν βυθισμένο σε μισοσκόταδο, μά ό Έντι διέκρινε έναν αντρα καθισμέ­ νο πέρα άπό τό τραπέζι του πόκερ. Υπήρχε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο του ΜάξΤζίραρντ καί ό χαρ­ τοπαίκτης του έγνεψε νά καθήση μέ τό μεγάλο χέρι του. ΤΗταν τόσο με­ γαλόσωμος, ώστε τό μεγάλο γραφείο φαινόταν σάν παιχνιδάκι μπροστά του. Ό ’Έντι κάθησε στην καρέκλα. Ή φωνή του Τζίραρντ ήταν βαθειά καί τραχεία. — Τό φαντάστηκα πώς θάρχόσουν. Ό φίλος σου έφυγε άπό εδώ λίγη ώρα πριν. — 'Ο φίλος μου ; —Ό Τζώρτζ. Τόν θυμάσαι; Λέει πώς εΐσαι εντάξει. Ό Έντι χαμήλωσε τά μάτια του στό πάτωμα καί τά ξανασήκωσε. — "Εμαθα δτι ό "Αλαν Ρέστλερ σάς χρωστούσε είκοσι χιλιάδες δολλάρια καί δεν ήθελε νά τά πληρώση. — Τόσο πολλά; ρώτησε ό Τζί­ ραρντ. Ό Λοχίας Κίρκ ήταν εδώ τό άπόγεμα. Δεν νέφερε ποσό, μά μου έκανε τήν ίδια έρώτησι. Ό "Εντι δεν είπε τίποτα. Ό άν­ θρωπος πίσω άπό τό τραπέζι του έ­ βηξε. Ό Τζίραρντ κύτταξε πρός τό μέρος εκείνο κι5 έπειτα γύρισε στόν Έντι. — Δεν έχω καμμιά ύποχρέωσι να σου εξηγήσω. Μά ’ϊσως είναι προτιμώτερο νά τελειώνουμε μιά και κα­ λή. Τήν ώρα πού ό "Αλαν Ρέστλερ δολοφονήθηκε, ήμουν στό γραφείο του Γενικού Είσα/γελέως όπου μου έκαναν κάποια άνάκρισι. Είναι ή

Η

ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

προσφέρει στους άναγνώστας της άριστουργηματικά αστυνο­ μικά καί περιπετειώδη μυθιστο­ ρήματα, διαλεγμένα άπό τά κα­ λύτερα τοϋ κόσμου καί άριστοτεχνικά μεταφρασμένα I

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ πρώτη φορά στή ζωή μου, πού χάρηκα γιά κάτι τέτοιο. ./%^νοι£ε ένα συρ­ τάρι του γραφείου του καί ό Έντι άνασκίρτησε. Μά ό Τζίραρντ έβγαλε μόνο ένα χαρτάκι, ένα τσεκ. —Ποτέ δεν δυσκολεύτηκα νά είσσπράξω άπό τόν "Αλαν καί ποτέ αύτός δεν δυσκολεύτηκε νά είσπράξη άπό μένα. Πηγαίναμε πολύ καλά οΐ δυό μας. "Εσπρωξε .τό τσέκ πρός τόν Έντι. ΤΗταν ένα τσέκ γιά τρεϊς χιλιάδες δολλάρια στό όνομα Μάξ Τζίραρντ ύπογενραμμένο άπό τόν "Αλαν Ρέ· στλερ. Ή ήμερομηνία του ήταν μόνο λίγων· ήμερών. Ή φωνή τού Τζίραρντ ήταν ήρεμη. — "Ισως ακόυσες μερικές Ιστορίες γιά τή γυναίκα του "Αλαν. Πρέπει νά ξέρης πώς είναι μιά τσούλα. Δέν ήταν γυναίκα γιά τόν "Αλαν, θά τήν χώριζε αν ή γυναίκα του δέν είχε μάθει τις σχέσεις του μέ τήν Μις Έμορυ. Ό "Αλαν δέν ήθελε νά σύρη στή λάσπη τό όνομα τής μις Έμορυ. "Η ό Τζίραρντ ήταν περίφημος ήθοποιός ή έλεγε τήν άλήθεια. Ό Έντι είπε: — Κι* όμως τό όνομα τής Μις Έ­ μορυ σύρθηκε στή λάσπη. Ό Τζίραρντ άνασήκωσε τούς ο­ γκώδεις ώμους του. —Αύτό δέν είναι δικός μου κεφα­ λόπονος. Ό Έντι σηκώθηκε.

-Όχι. Κύτταξε σκεπτικά τό πλατύ πρό­ σωπο του Τζίραρντ καί άπόρησε για­ τί δέν ένοιωθε πιά κανένα φόβο. — "Αν ξέρατε κάτι πού θά μπο­ ρούσε νά μέ βοηθήση, θά μοΰ τό λέ­ γατε ; — "Οχι, είπε ό Τζίραρντ, εκτός αν αύτό πρόκειται νά μού κάνη κοί­ λο. Μού φαίνεται, νέε μου, πώς εί­ σαι χωμένος ώς τόν λαιμό στους μπελάδες. —Τί εννοείτε ; ρώτησε ό "Εντι. —Δέν είμαι άστυνομία. είπε ό Τζίραρντ. Απέχω πολύ άπ’ αύτό. "Ελα άπό δώ οποτε θέλεις νά πιής ένα πιοτό. Γελάσου, κ. Κρίστιαν. Ό "Εντι έμεινε εκεί άκίνητος γιά


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

43

μιά στιγμή. ’Άκουσε μια καρέκλα να τρίζη πρός την άλλη μεριά του δωματίου και είδε τον άνθρωπο να σηκώνεται πίσω άπό τό τραπέζι του π:όκερ. — Τό αφεντικό είπε «γειά σου», Κρίστιαν !, είπε. —"Ησυχα, Χάνς 1, είπε ό Τζίραρντ. Φεύγει. Καί γύρισε στον Έντι : — Έδειξα μεγάλη υπομονή. Σου εξήγησα δ,τι είχα νά εξηγήσω, θά σου πώ ένα πράγμα ακόμα : ό Τζώρτζ δεν ήταν στό πάρκο χτες τή νύχτα. Κοιμήθηκε σ’ ενα λαϊκό ύπνωτήριο Ό Έντι γούρλωσε τά μάτια του. —Που είναι ό Τζώρτζ τώρα ; —Δεν ζέρω. Και δε θά σου τόλεγα, άν ήξερα. Γειά σου, κ. Κρίστιαν. Έ*ΊΤυζ σχεδόν σκο­ τεινιάσει έξω. Σταμάτησε στό πεζο­ δρόμιο κυττάζοντας τά φώτα των αυτοκινήτων νά περνούν. Χωμένος ως τον λαιμό στούς μπε­ λάδες. Είχε δίκιο. Ή κυρία Ρέστλερ εί­ χε· άλλοθι. Ό Τζίραρντ είχε άλλο­ θι. Ποιος άλλος είχε λόγους νά σκοτώση τον ’Άλαν Ρέστλερ ; 'Η Τζήν, ίσως. Εΐχε φιλονεικήσει μέ τόν Ρέστλερ. Τό πιστόλι ήταν δι­ κό της. Καί δεν είχε άλλοθι. «Χωμένος ώς τόν λαιμό στούς μπελάδες... Ό Τζώρτζ δεν ήταν στό πάρκο χτες τή νύχτα... Ό Τζώρτζ δουλεύει καί γιά μάς καμμιά φορά...» Ό Έντι κύτταξε τά αυτοκίνητα νά περνούν χωρίς νά βλέπη. «Ό Τζώρτζ δουλεύει καί γιά μάς καμμιά φορά... 'Η Τζήν δεν έχει άλ­ λοθι... Ή κυρία Ρέστλερ είναι τσούλα... Δεν ήταν παρά μιά υποψία, ίσως μιά τρελλή, παράλογη ύποψία. Μά δεν μπορούσε νά έπιτρέψη στον εαυτό του ν’ άφήση τίποτα άνεξιχνίαστοί Μπήκε στό αυτοκίνητό του κα. τράβηξε γιά τό Ρίβερ Χίλς. Αυτό ήταν. Ό δολοφόνος είχε στείλει τόν Τζώρτζ σιόν Έντι. Ό δολοφόνος είχε άναρωτηθή πώς τό πτώμα του Ρέστλερ είχε ταξιδέψει ώς τό πάρκο καί είχε στείλει τόν

Μιά σιλουέττα πρόβαλε μέσα άπό τούς ίσκιους. Τζώρτζ νά μάθη. Ό Τζώρτζ είχε μάθει καί είχε έξαφανιστή γιά νά πάη νά μεταδώση τις πληροφορίες του. Έταν έτσι όμως ; «Είστε ό πρώτος άνθρωπος, μέσα στά τελευταία πέντε χρόνια, πού μου φέρθηκε άνθρωπινά», είχε πή ό Τζώρτζ. Δεν θά σάς προδώσω, Έντι.» Λίγα φώτα ήσαν αναμμένα στό


44 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» χαμηλό σπίτι του Ρέστλερ, στο τέρ­ μα του στριφογυριστού δρομάκου. Οί προβολείς του Έντι φώτισαν μια μορφή επάνω στή βεράντα. Ή κ. Ρέστλερ ήταν καθισμένη μπροστά σ’ ένα χαμηλό τραπέζι, μέ μπουκάλια επάνω του. Μά δεν κρα­ τούσε κανένα ποτήρι στό χέρι της εκείνο τό βράδυ. Ή κάφτρα ενός τσιγάρου έψεξε μέσα στό σκοτάδι, καθώς ό Έντι ανέβαινε στή βεράντα. —Έσεΐς πάλι; εΐπε ή γυναίκα. Ό Έντι κάθησε απέναντι της. — θά πιω έκεϊνο τό ποτό πού μου προσφέρατε τό άπόγεμα. — Δεν είναι επάνω στό τραπέζι, είπε αυτή. Δεν φαντάζομαι δμως νά ήρθατε ώς έδώ γιά νά πιήτε ένα πο­ τό, κ. Κρίστιαν, δέν εΐν’ έτσι; Ό Έντι γέμισε ένα ποτήρι. —ΌχιΆΗρθα γιά νά σάς προει­ δοποιήσω. Ή γυναίκα άνακάθησε. —Γιά νά μέ προειδοποιήσετε; — Ό Τζώρτζ μίλησε. -Ό Τζώρτζ; —Ένας καταδότης πού προσέλαβε ό Τζάντσον, είπε ό Έντι ήσυχα. Ό Τζάντσον τον γνώριζε από τήν ε­ ποχή πού ήταν στήν άστυνομία. Μά ό Τζώρτζ μέθησε και μίλησε. Ή ά­ στυνομία ψάχνει νά βρή τόν Τζάν­ τσον τώρα. Κι’ δταν τόν κάνουν νά μιλήση, θά ένοχοποιηθήτε κι' έσεϊς. Όταν όμολογήση δτι αύτός δολοφό­ νησε τόν άντρα της, θά χρειαστούν ένα κίνητρο καί τό κίνητρο—καί ό συνένοχος —θά είστε έσεϊς. θά βγήτε άπό τή φυλακή σε καμμιά πενηντάρια χρόνια. ^Ηΐιωπή, μια σιω­ πή πού φάνηκε άπέραντη, ακολούθη­ σε. Τέλος ή γυναίκα είπε : — Ή αστυνομία ψάχνει νά βρή τόν Νορβίλ... τόν κ. Τζάντσον; — Φυσικά. Ποιος άλλος μπορούσε νά ξέρη τά πάντα γιά τήν Τζήν ; Τήν παρακολουθούσε μή\ες δέν εΐν’ έτσι; "Ίσως μάλιστα έρεύνησε καί τό δια­ μέρισμά της. Είμαι βέβαιος δτι ό Τζίραρντ δέν τό έκανε αυτό. Ό Τζίραρντ ήταν φίλος του συζύγου σας, κυρία Ρέστλερ. Ό Τζάντσον βρήκε τό πιστόλι τής Τζήν, τό χρησιμοποίησε καί τό πέταξε μέσα στόν σωλήνα του τζακιού. Μά ποιος παρέσυρε τόν

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ άντρα σας εκεί, τήν ώρα πού ή Τζήν έλειπε ; Αυτό θά θελήση νά μάθη ή άστυνομία. Έσεΐς τόν παρασύρατε, κυρία Ρέστλερ, δέν εΐν’ έτσι; Του εί­ πατε ϊσως δτι είχε τηλεφωνήσει ή Τζήν καί δτι ήθελε νά τόν δή άμέσως. Ό Έντι σταμάτησε γιά νά πάρη μιάν άνάσα. —Δουλέψατε κι’ οί δυό μαζί γιά νά τήν ενοχοποιήσετε. 'Η φωνή της ήταν ένα ψιθύρισμα : —"Ολα αυτά είναι ψέματα. Γιατί νά θέλω νά πεθάνη ό άντρας μου ; — Γιά νά πάρετε δλη του τήν περιουσία. Άν έπερνε διαζύγιο, ί­ σως νά μήν σάς έδινε σημαντική διατροφή. Είχε φίλους πού μπορού­ σαν νά καταθέσουν γιά... σάς. Προ­ τιμούσατε νά είστε χήρα, παρά ζων­ τοχήρα. θά κερδίζατε έτσι περισ­ σότερα. — Νά σάς πάρη ό διάβολος, είπε αύτή. Είστε... —Επαναλαμβάνω άπλώςδσα ξέρει κιόλας ή άστυνομία, είπε ό Έντι. Ό Τζάντσον είναι άμορφος, μά θά σάς κοστίση περισσότερο άπ’ δσο φαντάζεστε. ’Άν τόν παντρευτήτε, πώς μπορείτε νά ξέρετε δτι δέν θάρθή καί ή δική σας σειρά ; Ή πρώτη δολοφονία είναι ή πιο δύσκολη, λένε. — Νά σάς πάρη ό διάβολος, εΐπε αύτή πάλι. Τότε, μέσα άπό τούς ίσκιους, στό βάθος τής βεράντας, μιά φωνή εΐπε : — "Ησυχα, μωρό μου. Ό κ. Κρίστιαν έχει ζωηρή φαντασία. Είναι καλλιτέχνης. Ή ψιλόλιγνη σιλουέττα τού Νορ­ βίλ Τζάντσον βγήκε στό άμυδρό φώς, πού έρριχναν τά παράθυρα τού σαλονιού. Ό Έντι άνασκίρτησε καί τά δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω άπό τό ποτήρι του. —Ακριβώς όπως τό φαντάστηκα, είπε. Ό Τζάντσον σταμάτησε πίσω ά­ πό τήν πολυθρόνα τής κυρίας Ρέστλερ καί άκούμπησε τά χέρια του στούς ώμους της. —Όχι δπως τό φανταστήκατε, κ. Κρίστιαν, εΐπε. Εΐμαι φίλος τής κυρίας Ρέστλερ. Τό παραδέχομαι. Μά ή. άστυνομία δέν ψάχνη νά μέ βρή. Δέν έχουν λόγους νά ψάχνουν


ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ για μένα. "Εχουν τον δολοφόνο τους. —Ό Τζώρτζ είπε διαφορετικά πράγματα. Ό Τζάντσον χαμογέλασε. — Ό Τζώρτζ μπορεί μόνο να καταθέση δτι τόν πλήρωσα να σάς πλησιάση. Αυτό μόνο ξέρει. —Ξέρει επίσης δτι προσπαθήσατε νά στρέφετε τις υποψίες μου καί τις υποψίες τής αστυνομίας πρός τόν Μάξ Τζίραρντ. Του τό είπα εγώ. Καί ό Μάξ Τζίραρντ τό ξέρει επίσης. Του τό είπε ό Τζώρτζ. . Τό χαμόγελο έσβη­ σε άπό τό πρόσωπο του Τζάντσον. — Ό Τζίραρντ; Ό Μάξ Τζίρ... — Ό Μάξ Τζίραρντ. Είναι θυμωμέ­ νος. Αυτός καί ό Χάνς θά ψάξουν νά σε βρουν. Ό Μάξ μου είπε νά σάς τό πω αυτό. Ό Τζάντσον έμοιαζε σάν νά είχε δη ένα φάντασμα. Ό Έντι είπε : —Ίσως θά ήταν προτιμώτερο νά φύγετε άπό τήν πόλι γιά ένα διάστη­ μα. ’Ίσως θά ήταν προτιμώτερο ν’ άφήσετε εδώ τήν κυρία Ρέστλερ νά άντιμετωπίση τήν κατάστασι,.. μόνη της. Μιά κραυγή ξέφυγε άπό τόν λαι­ μό της καί τά χέρια του Τζάντσον σφίχτηκαν πιό δυνατά επάνω στους ώμους της. —"Ησυχα, μωρό μου. Προσπαθεί νά σου βάλη τρικλοποδιά. — Μά... εΐπε αυτή. Ό Τζίραρντ... είναι... ήταν... φίλος του "Αλαν... —Βεβαίως, εΐπε ό "Εντι. Σήκωσε τό πρόσωπό της καί κύτταξε τόν Τζάντσον. — "Επρεπε νά ήσουν πιό προσε­ κτικός I Δεν έπρεπε νά άναθέσης σ’ εκείνον τόν ηλίθιο αλήτη... — "Ησυχα I, εΐπε ό Τζάντσον. Γιά δνομα του Θεού, δεν βλέπεις δτι προσπαθεί νά μαντέψη, δτι προσπα­ θεί νά σε κάνη νά όμολογήσης ; —Νά ομολογήσω ; εΐπε αυτή βρα­ χνά. Δεν σκότωσα εγώ τόν "Αλαν I Έσύ τόν σκό... Τό χέρι του Τζάντσον τής έφρα­ ξε τό στόμα. Ό ’Έντι σηκώθηκε καί εΐπε : — Αυτό ήθελα ν’ ακούσω, εΐναι αρκετό γιά τήν αστυνομία.

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ»

45

Γύρισε τήν πλάτη του καί προχώ­ ρησε πρός πά σκαλοπάτια. —Μιά στιγμή, εΐπε ό Τζάντσον. Ό "Εντι γύρισε και είδε ένα πι­ στόλι στο χέρι του ιδιωτικού ντέτεκτιβ. Δεν ήξερε άν ό Τζάντσον σκόπευε νά πυροβολήση. Μά ήταν μιά κα­ ρέκλα δίπλα του, τήν άρπαξε καί τήν πέταξε μέ μιά συνεχή κίνησι. "Ακούσε τήν κυρία Ρέστλερ νά ξεφωνίζη καί ακούσε τό γάβγισμα του πιστολιού του Τζάντσον καί εί­ δε τή φλόγα καί ένοιωσε τό χτύπημα ακριβώς επάνω άπό τό αυτί του. Καθώς έπεφτε μέσα στό μαύρο κενό, νόμισε πώς ακούσε ένα άλλοπιστόλι νά έκπυρσοκροτή άπό τό μέρος του στριφογυριστού δρομάκου... ^Χαϊδεύοντας τόν έπίδεσμο, πού του τύλιγε τό κεφάλι, ό Έντι κύτταξε τόν Λοχία Κίρκ, πού ήταν καθισμένος άπό τήν άλλη μεριά τού γραφείου. — Εΐναι ένα απλό γρατζούνισμα, εΐπε ό λοχίας μαλακά. Μήν προσπαθήτε νά μάς παραστήσητε τόν ήρωα. —Αύτό πού θέλω νά μάθω, εΐπε νευριασμένα ό "Εντι, εΐναι πότε θά βγή ή Τζήν. — "Οταν έρθη ή ώρα, εΐπε ό Κίρκ. Πάψτε νά κάνετε σάν άγανακτισμένος. θά μπορούσα νά σάς βάλω σε μπελάδες μέ τήν κατάθεσι, πού έχε­ τε υπογράψει, ξέρετε. —Νομίζω δτι μπορείτε, εΐπε ό "Εντι. Πώς βρέθηκε στό πίσω κάθι­ σμα τού αυτοκινήτου μου εκείνος ο ντέτεκτιβ1; Πότε μπήκε εκεί ; — "Οταν ήσαστε στήΛέσχη’Άνταμ. Σκέφτηκε νά κάνη οικονομία στή βεν­ ζίνη. Χώθηκε λοιπόν στό αύτοκίνητό σας καί κάθησε χάμω. Μού εΐπε νά σάς δώσω συγχαρητήρια. "Εχετε σπουδαίο αυτοκίνητο, λέει. —Δεν υποψιαστήκατε καθόλου τόν Τζάντσον, έ ; εΐπε ό Έντι ειρωνικά. —Μήν εΐστε άνόητος, εΐπε ό Κίρκ. Δούλευε άλλοτε μαζί μας, ξέρετε. Μόνο πού έμπλεκε κάθε τόσο μέ γυ­ ναίκες. Δέν άπελύθη, μά έπεσε σέ δυσμένεια καί άναγκάστηκε νά άπολυθή, έπειτα άπό έναν υποβιβασμό του. "Οταν έμαθα πώς ό Τζάντσον


ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ "Ενα συγκλονιστικό δ ιηγημα γραμμένο από ττι δυ­ νατή πέννα του συγγραφέων Άντρέ ντε Λόρντ...

Είχα πάει νά έπισκεψθώ τό> πα­ λιό μου ψίλο δόκτορα Άν/τρέ Ντεμάρ. Δεν τόν είχα ξαναδή άπό την ήμερα πού έγινε ή κηδεία τής Μάρ­ θας Σαρριέ, τής μνηστής του. ΤΗταν κόρη τοϋ έξοχου καθηγητου Σαρριέ, τοϋ ίδιου πού είχε γί­ νει πολύ γνωστός για τά πειράματά

φιγουράριζε μέσα στήν υπόθεσι αυ­ τή, έστησα άμέσως τ’ αυτιά μου και τέντωσα τά μάτια μου. Ό ’Έντι έμεινε σιωπηλός. — Εΐχα βάλει έναν άντρα νά τόν παρακολουθή καί τόν είδαμε νά πλησιάζη τόν Τζώρτζ. Δέν παρακολουθή­ σαμε τόν Τζώρτζ. 'Όταν όμως τόν είδά μαζί σας... —Που είναι ό Τζώρτζ τώρα ; ρώ­ τησε ό ’Έντι. —Ό Τζίραρντ τόν κρύβει, θά μάς τόν ψέρη όμως γιά νά κάνη τήν κατάθεσί του. Ακόμα κι’ ό Μάξ μάς βοήθησε. Τό μόνο πράγμα πού δέν χωνεύει ό Μάξ είναι οί ερασιτέχνες δολοφόνοι. — "Ισως, είπε ό ’Έντι, σάς υποτί­ μησα. Λυπούμαι καί ζητώ συγγνώμη. — Σχεδόν όλοι μάς υποτιμούν, εί­ πε ό Κίρκ, γιατί νομίζουν πώς ε’ίμαστε βλάκες. Προσπαθούμε νά τό επα­ νορθώσουμε αυτό δουλεύοντας είκο­ σι τέσσερις ώρες τό εικοσιτετράωρο. Ό ’Έντι ακούσε μια πόρτα νά άνοίγη. Ή Τζήν μπήκε στό δωμάτιο καί ό ’Έντι δέν μπόρεσε νά βρή τί­ ποτα νά πή. Ό Λοχίας Κίρκ μίλησε γι’ αυτόν. — Νά εΐστε καλά παιδιά κι’ οί δυό, είπε ό Κίρκ. Αντίο σας καί... καλή τύχη I ΤΕΛΟΣ

του επί των καρατομήσεων καί γιά τις εργασίες του επί τής, μετά τήν άποκεφάλισι, ζωής τού εγκεφάλου καί τής καρδιάς. Ό καθηγητής Σαρριέ είχε έξαφανιστή άπό τότε ή κόρη του εΐχε σκοτωθήσ’ένααύτοκινητιστικό δυστύχημα. ’Έλεγαν πώς ταξίδευε γιά νά ξεχάση. 'Όταν μπήκα στό εργαστήριο τοϋ δόκτορος Ντεμάρ, αυτός στεκόταν ορθός μπροστά στό παράθυρο, με τό μέτωπό του άκουμπισμένο στό τζάμι καί τό βλέμμα του απλανές... Άκούγοντας τή φωνή μου, γύρισε κι’ έτρεξε νά μου σφίξη τά χέρια με δύναμι. 'Η λύπη του τόν εΐχε άλλάξει πολύ. Τού μίλησα στήν άρχή γιά τις έργασίες του, καθώς καί γιά τις εργασίες του Σαρριέ τις όποιες αύτός συνέχιζε. Κατά τή διάρκεια τής ομιλίας τό μάτι μου έπεσε σ’ ένα περίεργο ερ­ γαλείο, ένα είδος ήλεκτρικής μηχα­ νής, πού ποτέ δέν είχα ξαναδή. —Είναι καμμιά νέα έφεύρεσίς σου ; τόν ρώτησα. — "Οχι, άπάντησε εκείνος άπότομα. Αυτή ή συσκευή κατασκευά­ στηκε σύμφωνα μέ τις υποδείξεις τοϋ Σαρριέ. Χρησίμευε γιά μελέτες τις οποίες διέκοψε ό θάνατος της... —Έξήγησέ μου τή χρήσι του, έσπευσα νά τόν διακόψω γιά ν’ άπομακρύνω τή σκέψι του άπό τις οδυνηρές αναμνήσεις του. Ακολούθησε σιωπή καί έπειτα είπε : —Ξέρεις ποιά ήταν ή θεωρία τοϋ Σαρριέ. Ό θάνατος, τις περισσότε­ ρες φορές, χαρακτηρίζεται άπό τό σταμάτημα τής καρδιάς. Αυτό τό σταμάτημα επέρχεται άμέσως ; Κα­


ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ νείς δεν ξέρει. Ό Σαρριέ Ισχυρι­ ζόταν ότι θά μπορούσε κανείς νά σώση πολλούς ανθρώπους, αν μποσοϋσε νά κάνη την καρδιά νά ξαναρχίση τήν πορεία της μέ έναν ηλεκτρικό ερεθισμό καί νά της άποδώση τεχνητώς τούς παλμούς της. Στην άρχή έσημειώσαμε κάποια ε­ πιτυχία σ’ αυτά, σέ ανθρώπους, στό Νοσοκομείο. —Καί ποιά ήσαν τ’ άποτελέσματα ; — Αυτή ή μηχανή, είπε ό Ντεμάρ, προσέφερε μεγάλες ύπηρεσίες σέ περιπτώσεις συγκοπών. ’Έσωσε πολ­ λούς. — Έπεμβαίνατε πολύ αργά μετά τό θάνατο ή άμέσω; ; — Σχεδόν αμέσως, γιατί οί νε­ κροί δεν άναστάνονται. Γιατί όταν περάσουν λίγες ώρες, επέρχονται στό νεκρό χημικές καταστροφές ανε­ πανόρθωτες... Πλησίασα στό περίεργο μηχάνημα γιά νά τό εξετάσω, καλύτερα: ή­ ταν ένα εΐδος .δυναμόμετρου, πού έ­ να μακρύ σύρμα τό συνέδεε μέ μιά μεταλλική στήλη Ό Ντεμάρ μου ε­ ξήγησε πώς έπετύγχαναν απ’ αύτό ένα ηλεκτρικό ρεύμα άλληλοδιαδόχως διακοπτόμενο, μέ τον φυσικό ρυθμό τής συστολής. Ή καρδιά του ανθρώπου επικοι­ νωνούσε κατ’ εύθεϊαν μέ τον ήλεκτραγωγό μέ μιά βαθειά εντομή πού γινόταν στό υπογάστριο. Ένώ ό Ντεμάρ μου έδινε αυτές τις εξηγήσεις, μιά επίμονη σκέψις μου ήρθε. Ή δίς Μάρθα Σαρριέ δέν είχε πεθάνει συνεπεία τής τρο­ μερής πτώσεως τοϋ αυτοκινήτου, άλλά συνεπεία καρδιακής προσβο­ λής που έπήλθε λόγω τής πτώσεως. Τί μοναδική περίπτωσις πειραματιπμοϋ γιά τον Σαρριέ I Δέν μπόρεσα ν’ άντισταθώ σ’ έ­ να κίνημα νοσηρής περιέργειας καί. μέ κίνδυνο νά ξαναφέρω στό φίλο μου οδυνηρές αναμνήσεις, τόν ρώτησα : — Γιατί δέν κάνατε μιά τελευταία απόπειρα στό πτώμα τής μνηστής σας; ^ —Τήν κάναμε, μου απάντησε μέ μιά φωνή βαθειά. Καί παίρνοντάς με από τό μπρά­ τσο, πρόσθεσε:

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 47 — Ύποσχέσου ότι δέ θά φανερώσης σέ κανένα ότι θά σου πώ. Ό κό­ σμος πρέπει νά μή μάθη τίποτα. Τόν καθησύχασα γιά τήν ασφά­ λεια του μυστικού, πού θά μου εμ­ πιστευόταν καί τό όποιο έφύλαξα ό­ σο ήταν ανάγκη. —'Ο Σαρριέ κΓ εγώ εργαζόμαστε, όταν μάς έφεραν τήν Μάρθα άψυχη. Ούτε ό ένας ούτε ό άλλος θελήσαμε νά πιστέψουμε στό θάνατό της. Τή στηθοκοπούσαμε μανιασμένοι, μέ τήν ελπίδα, ν’ άκούσουμε έναν παλμό. Κατόπιν, όταν βεβαιωθήκαμε πιά, ή εικόνα τής καταστροφής μάς έκανε νά χάσουμε τά λογικά μας. Δέν ξέρω πόσο βάστηξε αύτό, ού­ τε πώς τή μεταφέραμε στό κρεββάτι της, ουτ£ πιό χέρι τήν έντυσε στά κάτασπρςι. Μά συνήλθα άξαφνα άπό τήν κραυγή πού έβγαλε ό Σαρριέ, καθώς είπε : «Είμαστε άθλιοι πού καθόμα­ στε καί κλαΐμε σάν παιδιά, άντί νά δράσουμε, άντί νά κάνουμε σ’ αυτή μιά στερνή άπόπειρα I» Δοκίμασα, άδίκως νά του παρα­ στήσω πόσο βέβηλο θά ήταν αύτό, λέγοντας του ότι είχε περάσει μιά ώρα" άπό τόν θάνατό της, κΓ ότι ή άποσύνθεσι τοϋ σώματος είχε άρχίσει νά γίνεται. Δέν ήθελε ν’ άκούση τίποτα μέσα στον ερεθισμό του καί στήν τρέλλα του, πού άρχισε νά πιάνη κΓ εμένα. Δέν θά είχα ποτέ τό θάρρος νά βάλω τό χέρι μου σ’ αύτό τό κορμί, πού μέ τόσο σεβασμό τό είχα λατρέ­ ψει. Ό Σαρριέ έκανε μόνος του τήν εντομή πάνω άπό τό υπογάστριο τής πεθαμένης. ’Έτρεξε λίγο αΐμα, πράγμα πού δυνάμωσε τήν ελπίδα του. Τόν είδα νά βάζη τό κεφάλι του στό στήθος της μέ τό σκοπό νά καιροφυλακτήση καί νά άρπάξη τό παραμικρό σκίρτη­ μά του. Μέ τό ένα χέρι κρατούσε τόν ήλεκτραγωγό καί μέ τό άλλο εί­ χε φέρει, σιγά-σιγά, γύρω άπ’ τό λαι­ μό του τά χέρια του παιδιού του. ’Έτσι εκείνη φαινόταν ότι, καί πέραν τού τάφου άκόμα προσπαθούσε ν’ άνακουφίση τόν πόνο τοϋ πατέρα της. Έγώ εγκαταστάθηκα στό διπλανό δωμάτιο όπου ήταν τό εργαστήριο, στό όποιο βρισκόταν τό δυναμόμετρο καί μέ τό χέρι στή ρυθμιστική λαβή,


48 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» άφησα τό ρεϋμα νά ξεχυθή. Αμέσως ακόυσα τό Σαρριέ νά φωνάζη : «Δεν έπέθανε... έσκίρτησε... αναπνέει άκόμα !» Πράγματι, μου φάνηκε πως α­ κόυσα μια δόνησι στό σύρμα μέσα στή νεκρώσιμη σιωπή. Μια τρελλή ελπίδα μέ πλημμύρισε χωρίς νά θέ­ λω. "Αδικα τό λογικό μου απέδιδε αυτό τό φαινόμενο στά γνωστά άντανακλαστικά ρεύματα τοϋ γαλβανι­ σμού. θά ήθελα νά πιστέψω σ’ ένα θαύμα. Αυτή ή πάλη εναντίον του α­ δυσώπητου θανάτου μέ συντάραζε. Μιά μυστική φρίκη μέ πλημμύριζε. 'Η καρδιά μου χτυπούσε για νά σπάση καί μου φαινόταν πώς ήταν τά χτυπήματά της, πού μεταβιβάζονταν στό σύρμα καί επικοινωνούσαν μέ την πεθαμένη. Άπό τή μισάνοιχτη πόρτα άκουγα τό Σαρριέ νά μιλάη. Ή φω­ νή του ήταν αλλοιωμένη τόσο, ώστε δυσκολεύτηκα νά τή γνωρίσω. »Φώναξε τήν κόρη του μέ τόνομά της, τής ψιθύριζε λέξεις στοργής, τήν ικέτευε ν’ άνοιξη τά μάτια. ’Έπειτα ακούστηκε μιά κραυγή : «'Η καρδιά χτυπά... Σοΰ λέω πώς τήν άκούω νά χτυπά... Δυνάμωσε τήν ποσότητα τού ρεύματος I» θέλησα νά μιλήσω, μά ή συγκίνησι μ’ έπνιγε. Παρ’ όλη τή βε­ βαιότητα πού είχα ότι ή οδύνη εί­ χε κάνει τό μυαλό τού γέρου νά σαλέψη, ύπάκουσα στήν παραγγελία του... »θάπρεπε νά ήταν μισή μετά τά μεσάνυχτα, όταν ακόυσα καί πάλι τό Σαρριέ νά λέη στό παιδί του : «'Άφησέ με νά σηκωθώ... τράβηξε τά χέ­ ρια σου, αγαπημένη μου, είμαι πολύ κουρασμένος... θέλω νά σηκωθώ... Μή φοβάσαι, δέ φεύγω... Όχι, δέ θά σ’ άφήσω». »Δέν μού επιτρεπόταν, πιά νάχω καμμιά άμφιβολία. Είχα πέσει θύμα μιάς τρομερής παραισθήσεως. Ανα­ ρωτιόμουν άν έπρεπε ν’ άφήσω τό μηχάνημά μου για ν’ άποσπάσω τό Σαρριέ άπό τήν επικίνδυνη πλάνη του. »’Εκείνη τή στιγμή μιά κραυγή τρόμου ξέσχισε ολόκληρο τό σπίτι κι’ αμέσως έπακολούθησαν οί φωνές : «Βοήθεια!,.. Άντρέα, βοήθεια!... Δέ θέλει νά μ’ άφήση... θέλει νά μέ πνίξη 1...» »Κι’ ακόυσα μαζί κάτι σάν θόρυ­ βο πάλης καί είδα —θέαμα τρόμου ά-

ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ φάνταστο — τόν Σαρριέ νά όρμά έξω άπό τό δωμάτιο, σέρνοντας, κρεμα­ σμένο στό λαιμό του, τό πτώμα τής κόρης του! "Εκανε μερικά βήματα προσπαθώντας ν’ άπαλλαχτή κι’ έπε­ σε στό πάτωμα, μαζί μέ τό φορτίο του. 'Ώρμησα καί προσπάθησα νά ξεσφίξω τά χέρια τής πεθαμένης. »Τό γαλήνιο πρόσωπό της δέν εί­ χε σαλέψει καθόλου καί δέν υπήρχε κανένα ϊχνος προσπάθειας μέσα στήν ακαταμάχητη άντίστασί της. Τά χέ­ ρια της δέν άνοιγαν. »’Ομολογώ ότι τό λογικό μου τα* λαντεύθηκε. Εκείνη τή στιγμή, ή παραμικρή σύμπτωσις, ένα φώς πού θάσβυνε τυχαία, ένας οποιοσδήποτε κρότος, θά μπορούσε ϊσως νά ιαέ κά­ νη νά τρελλαθώ για πάντα. Μά μέ μιά άπελπισμένη προσπάθεια, επι­ καλέστηκα όλη μου τή θέλησι καί μπόρεσα νά ξανσβρώ κάποια διανο­ ητική διαύγεια. Ό Σαρριέ είχε λιπο­ θυμήσει. Ή Μάρθα κοίτονταν στό πλευρό του ξερή καί παγωμένη. »Κατάλαβα τότε τί είχε συμβή : ενώ ό πατέρας είχε λησμονηθή ξετρελλαμένος, μέσα στήν αγκαλιά εής κόρης του, εκείνη είχε προσβληθή από τό γνωστό φαινόμενο τής ακαμψίας τών πτωμάτων, ή οποία παρουσιάζεται μετά τό θάνατο. Αυ­ τή ή ακαμψία ήταν τέτοια, ώστε γιά ν’ απαλλάξω τό Σαρριέ άπό αυτό τό μακάβριο περιδέραιο έδέησε νά χτυπήσω μέ τό σφυρί τις άρθρώσεις τών χεριών τής κόρης του I "Υστε­ ρα άπό τις περιποιήσεις μου συνήλθε. Μέ κύτταξε χωρίς νά μέ γνωρίση κι’ απαντούσε στις ερωτήσεις μου μέ α­ κατάληπτα λόγια, πού τά διέκοπτε συχνά μιά στι /γή έκρηξις γέλιου. Τόν κλείσαμε μυστικά σ’ ένα θεραπευτήριο κι’ ή οίκογένειά του διέδοσε ότι έ'κανε μακρυνά ταξίδια γιά νά ξεχάση τόν πόνο του. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΛΕΣΙΝΤΟΝ (Συνέχεια άπό τή σελίδα 11) »Ξαφνικά τού ήρθε ή ιδέα νά έπωφεληθή άπό τή φήμη τού γιατρού καί νά κερδοσκοπήση επάνω του φτιάνοντας μιάν εταιρία. »’Έτσι ό Μπλέσιντον παρουσιά-


Ο ΝΤΕ'ΤΕΚΊΙΒ ΜΠΕΝΣΚΙΝ

(Συνέχεια από τή σελίδα 51)

— "Ηθελα κάτι νά σάς ρωτήσω, είπε στον Μπένσκιν. — Σάς είπα, ότι έχετε* κάθε συ μ φέρον νά ιμήν κάνετε ερωτήσεις, απάντησε δ Μπένσκιν. στηκε στόν γιατρό 1 ρίβελναν καί τοϋ πρότεινε τή μυστηριώδη εκείνη εται­ ρία. »Ό Γιατρός Τρίβελναν, πού έβλε­ πε μιά άπολύτρωσι στην πρότασι αύτή, αδιαφόρησε για τά μεγάλα κέρδη καί λογάριασε μόνο τή φήμη, τήν ό­ ποια θά αποκτούσε, άν ίδρυε μιά με­ γάλη καί σοβαρή κλινική. »Ό Μπλέσιντον μ’ αυτόν τον τρό­ πο κέρδιζε δυό πράγματα : »Πρώτον : Μιά καλή τοποθέιησι των χρημάτων του, άφου έπαιρνε τά δύο τρίτα επί των εισπράξεων. »Δεύτερον ένα υπέροχο καταφύ­ γιο, όπου είχε όλη τήν άνάπαυσι καί τήν καλοπέραση κρυμμένος ταυτοχρόνως τόσον υπό τόόνοματούΜπλέσιντον, όσον καί υπό τό πρόσχημα τού έπιχειρηματίου κλινικής. »Δυστυχώς τά πράγματα άλλα­ ξαν. »Οί τρεις σύντροφοι, όταν άποφυλακίσθηκαν, συναντήθηκαν πάλι καί αποφάσισαν νά εκδικηθούν γιά τον θάνατο τού συντρόφου τους. Προσ­ πάθησαν δυό φορές νά μπούν σπίτι του, άλλα δεν τό κατόρθωσαν. Τήν τρίτη τό κατόρθωσαν. Μήπως έχετε ανάγκη καί άπό άλλες εξηγήσεις, γι­ ατρέ Τρίβελναν ; — Νομίζω ότι άρκετά μού τά εξη­ γήσατε, είπε ό ιατρός. Ασφαλώς τήν ήμέρα πού μού φάνηκε τόσο ανήσυ­ χος, θά έμαθε τήν άποφυλάκισί τους. —Φυσικά. Καί όταν μιλούσε γιά κλοπές, τό έκανε άπλούστατα γιά νά βγάλη άπό πάνω του τις υπόνοιες. — Άλλα γιατί δεν σάς είπε χτές βράδυ ότι κινδύνευε ή ζωή του ; — Προσπαθούσε νά κρύψη τήν ταυ­ τότητά του καί άπό τούς συνενόχους του καί άπό όλο τον κόσμο. Δεν μπορούσε βέβαια νά μάς πή τό μυ­ στικό του. ΤΕΛΟΣ

«ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» 49 — Δεν πειράζει... Πάντως, θά μού κάνετε τή χάρι νά απαντή­ σετε. Όπωσδήποτε, πρέπει νά σταματήσουμε λιγάκι εδώ, γιατί με πονούν τά πόδια. Ποιος σάς^εΐπε', ή σάς εκανε νά ύποψιαστήτε ότι εγώ σκότωίσα τον Σαμουελ Ρούντ; Με είδε κανείς νά μπαίνω ή νά βγαίνω άπό τό μαγαζί; Ό Μπένσκιν κούνησε τό κεφάλι του. — Δεν οφείλω νά σάς δώσω καμμιά απάντηση Δεν έχουμε τό δικαίωμα νά συζητούμε. Έν τού­ το ις, μπορώ νά σάς πω κάτι: Βρή­ κα ένα βιβλίο στο βιβλιοπωλείο τοποθετημένο άη;ό τήν άνόστοδη. — Τήν «'Ιστορία των Ροδοσταύρων»; — Ακριβώς! — θεέ μοο!... * **

Είχε περάσει μήνας όταν, μιά μέρα, ό Μπένσκιν ^περνούσε έζω άπό τό βιβλιοπωλείο τής οδού Ντάνστερ. ιΤή στιγμή εκείνη έβγαινε ή γέα άπό τό μαγαζί. ^Ηταν θλιμμένη, χλωμή καί άδύνατη. Τον πλησίασε καί τού είπε: — Είστε βέβαιος ότι στείλατε στήν κρεμάλα τον πραγματικό έ­ νοχο, κύριε ντέτεκτιβ; Μέσα οι ή φωνή της διεικρίνετο μιά πίκρα. — Εντελώς βέβαιος, άπήντησε ό Μπένσκιν. Τον κύτταξε μιά στιγμή με μιά ματιά άπλανή. — Ακούστε... Στήν πραγματι­ κότητα εμένα έπρεπε νά κρεμά­ σουν καί όχι εκείνον! Ό Μπένσκιν, άκούγοντας αυτή

Διευθύνσεις: Διευθυντής : Στέλιος Άνεμοδουράς Λεωφ. Θησέως 323, Καλλιθέα Προϊστάμενος Τυπογραφείου : Χρηστός Καρύδης Δαφνομήλη 36, Άθήναι __________________ ___________________ _________________


50 «ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ» την ομολογία τής νέας, έρρίγησε. Δεν ήταν αίσθηματίας. Είχε α­ κούσει την καταδικαστυκή άπόφασι του δικαστηρίου εις Θάνατον ε­ ναντίον τού Μούκ, δίχως κανένα άλλο συναίσθημα, παρά μοναχά ιμέ μια επαγγελματική ίκανοποίησι. Τώρα ριγούσε! ^Ηιαν ή πρώτη ύπόθεσις πού τού είχαν αναθέσει... "Αν έπήρε στο λαιμό του κανέ­ να άθώιο·; Προσπάθησε να κάνη όσο μπο­ ρούσε πιο σταθερή τη φωνή του. — Τι θέλετε νά πήτε; ρώτησε. — Ό Ρισάρ ήταν αρραβωνια­ στικός μου. θά παντρευόμαστε μόλις θά τελείωνε τή συγγραφή τού έργου του καί θά έξεδίδετο σε βιβλίο. Τού είχα πή ότι δεν μπορούσα πια νά περιμένω. Τού είχα πή επίσης ότι τό ταμείο τού θείου περιείχε εβδομήντα λίρες. Ή αλήθεια -είναι ότι εγώ είχα βγή έξω τό βράδυ εκείνο, αλλά είχα αφήσει τήν πίσω πόρτα ^ανοι­ χτή γιά νά μπορέση νά μπή μέ­ σα," δίχως νά τον δή κανείς. — Σείς... βρισκόσαστε *έξω... εί­ πε ό Μπένσκιν, κάπως ήσυχασμέ-* νος. — Ναί, είχα βγή. Δεν τον σκό­ τωσα εγώ με τά χέρια μου, παρ, όλο πού τό σκεφτικά πολλές φο­ ρές. Ό Ρισάρ τον σκότωσε, βέ­ βαια, αλλά νομίζετε ότι θά μπο­ ρέσω ποτέ μου νά ξεχάσω αυτή την ιδέα; Εκείνος δεν ήθελε νά τό κάνη. Τον ιέπιανε φρίκη σάν τού τό μελετούσα. Έγώ τον έβίασα, εγώ τον έβαλα νά σκοτώση. Τί λέτε γιά όλ’ αυτά, κύριε ντέτεκτιβ; Σάς ρωτώ. Ό Ρισάρ χτύ­ πησε, αλλά μέσα στή σκέψι του δεν υπήρχε ή ιδέα τού φόνου, ε­ γώ τού τό επέβαλα κι5 εγώ είμαι ζωντανή, ενώ εκείνος έπήγε στήν κρεμάλα. Αυτό ονομάζετε εσείς δικαιοσύνη; — "Επρεπε νάρθήτε νά τό ομο­ λογήσετε στο δικαστήριο·, είπε ό Μπένσκιν. Αύτό θά επηρέαζε τούς ενόρκους καί ή άπόφασις θά ήταν άλλοιώτικη. .. — Εκείνος δεν τό θέλησε! Έ%

Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΜΠΕΝΣΚΙΝ πήγα καί τον βρήκα. Μού ώρκίστηικε πώς, αν μιλούσα, θά υπο­ στήριζε ότι λέγω ψέματα γιά νά τον σώσω. Καί θά τό έκανε. ^Η­ ταν απελπισμένος πού σκότωσε καί ήθελε οπωσδήποτε νά πεθάνη.. — Καταλαβαίνω, αναστέναξε ό Μπένσκιν. Καί τώρα; Ή νέα έρρίγησε. Μιά λάμψις τρέλλας άστραψε στά μάτια της. — "Εχω τά μγσά χρήματα άπό τά κλεμμένα, είπε. Τα είχα άφήσει^κάτω από τό χαλί τού σαλο­ νιού. ξέρετε πώς περνώ τις νύ­ χτες μου; ’Ανάβω όλα τά φώτα τού μαγαζιού καί ψάχνω διαρκώς, μήπως βρώ κανένα βιβλίο βαλμέ­ νο άπό τήν ανάποδη. "Εχω καταντσήει τρελλή. Καί θ’ άποτρελλαθώ μιά μέρα γιά νά αάς σκοτώσω, μόλις θάχω ένα όποιδήποτε όπλο στά χέρια μου. Μπήκε στο μαγαζί κι5 έκλεισε δυνατά τήν πόρτα πίσω της. Ό Μπένσκιν έφυγε σκεπτικός... Η* **

Άπό τή στιγμή έκείνηι ένοιωθε ότι τον βάραιναν τύψεις. Τίποτα δεν μπορούσε νά τον καθησυχάση, ούτε καί συγχαρητήρια τών ανώ­ τερων του ακόμη, πού τού άπηύθυναν επί,τή ευκαιρία τής άνακαλύψεως τού δολοφόνου τού Σάμουελ Ρούντ, ούτε κι5 ό προβιβα­ σμός πού πήρε. Στήν πρώτη ύπόθεσι πού είχε άναλάβει, ο πραγματικός ένοχος δεν είχε τιμωρηθή... .

ΤΕΛΟΣ

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ -ΠΑΝΑΓ. ΚΑΛΟΥΔΑΝ, Ρόδον : Έστάλησαν ταχυδρομικως.— ΕΥΑΓΓ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΝ, Χίον : Έστάλησαν ταχυδρομικως. ΕΝΤΟΣ ΟΛΙΓΟΥ μιά καινούργια εκδοτική έκπληξις

ΤΟ ΦΤΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

.1




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.